You are on page 1of 3

Γέροντα, πώς δίνει κανείς τόπο στην οργή;

– Με την ταπείνωση και την σιωπή δίνουμε τόπο στην οργή. Γιατί λέμε ότι το φίδι είναι
φρόνιμο;

Παρόλο που έχει όπλο δυνατό, το δηλητήριο, και μπορεί να μας κάνη κακό, λίγο θόρυβο αν
ακούση, αμέσως φεύγει· δεν πάει κόντρα, δίνει τόπο στην οργή.

Έτσι κι εσύ, αν κανείς σού πη κανέναν λόγο και σε πειράξη, μην απαντάς. Αν σιωπήσης,
αφοπλίζεις τον άλλον.

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

Αγίου Λουκά του Ιατρού: Μήνυμα προς πνευματικό του παιδί

"Θάρρος, θάρρος...

Το βλέμμα ψηλά...

Μη θλιβεσαι...

Μη λυπάσαι πιο πολυ, απ' όσο πρέπει...

"...Να συνεχίσεις το δρόμο σου με θάρρος με πολύ θάρρος.

Χάρισε τη καρδιά σου στο Κύριο και Εκείνος θα της δώσει όλες τις βιταμίνες και όλη τη
ενέργεια που χρειάζεται για να μη καταρρεύσει.

Τίποτε να μη σου φαίνεται δύσκολο. ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ ΑΔΕΛΦΕ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ
ΟΧΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ ...

Θάρρος, θάρρος, το βλέμμα ψηλά και θα δεις τον Κύριο, όταν θα κλάψεις, όταν θα ψάξεις
με λαχτάρα, όταν θα ματώσεις, ίσως θα Τον δεις πως σου απλώνει το στέφανο με το
Αγαπητικό και Παρηγορητικό χέρι Του.

Μην θλίβεσαι, μη λυπάσαι πιο πολύ από όσο πρέπει, γιατί έτσι δίνεις δικαιώματα στο
πονηρό να σε χτυπάει με δύναμη...

Κάνε τη καρδιά σου μοναστήρι.

Χτύπα εκεί το σήμαντρο,

κάλεσε εκεί για αγρυπνία,

θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές.

Ο Θεός είναι δίπλα σου ..."


Ένα παιδί που ήταν παράλυτο, η μητέρα του το πήγε στον όσιο Γεώργιο Καρσλίδη για να
γίνει καλά... Έμεινε κοντά του τρείς ημέρες.

Σήμερα μετά από 60 χρόνια διηγείται:

»Κάθε φορά πού εἶχα ἀνάγκη ἀπό κάτι, ἤ νά πιῶ νερό ἤ νά βγῶ ἔξω ἤ κάτι νά φάω ἤ κάτι νά
ρωτήσω, ὁ Γέροντας βρισκόταν δίπλα μου. Τό καντηλάκι του τό εἶχε πάντοτε ἀναμμένο καί
ἦταν γιά μένα τή νύχτα παρηγοριά. Ξυπνοῦσα τά μεσάνυχτα κι ὅλο τόν ἔβλεπα ὄρθιο.

Νά κοιμᾶται δέν τόν εἶδα ποτέ.

Ὅλο γυρνοῦσε, ὅλο διάβαζε.

Εἶχε ἕνα βιβλίο στά χέρια του κι ἕνα κερί ἀναμμένο κι ὅλο γυρνοῦσε καί διάβαζε καί
προσευχόταν ἀσταμάτητα.

Καί κάποτε τόν ἔβλεπα, καί ἦταν ἀρκετές οἱ φορές αὐτές, ὅπως ἐρχόταν μέ τό βιβλίο καί τό
κεράκι μέσα στή νύχτα,

τόν ἔβλεπα μ’ ἕνα φωτοστέφανο νά λάμπει γύρω ἀπό τό κεφάλι του καί θαύμαζα.!

Ἔτσι τόν εἶδα καί τήν ὥρα πού περπάτησα.

Μέ τό βιβλίο πού κρατοῦσε κάποιες φορές μέ σταύρωνε καί πάλι πήγαινε στό ἐκκλησάκι
καί ἀφοσιωνόταν στήν προσευχή

καί μετά ἐρχόταν κοντά μου καί μέ χάϊδευε καί μέ σταύρωνε καί μέ γλυκομιλοῦσε.

Οὔτε νά τρώει τόν εἶδα αὐτές τίς τρεῖς ἡμέρες πού ἤμουν κοντά του,

οὔτε κανείς ἦρθε τότε νά μᾶς δεῖ.

Μαγείρευε μόνος του φαγητά,

ὄχι φυσικά σάν αὐτά πού θά ἤθελα ἐγώ,

ἀλλά πολύ πιό ἁπλά, λίγο πληγούρι, λίγες πιπεριές, λίγες πατάτες καί λίγο ἄσπρο, νόστιμο
σπιτικό ψωμί.

Ὅταν μ’ ἔφεραν στόν Γέροντα, ἦταν φθινόπωρο, λίγο μετά τό μεσημέρι.

Τήν παραμονή τῆς τρίτης νύχτας μοῦ εἶπε: - «Τό πρωΐ θά σοῦ ἔχω δίπλα στόν καναπέ τά
παπούτσια σου.

Θά τά φορέσεις, θά πᾶς νά πλυθεῖς - ἔξω φυσικά ἦταν ἡ βρύση –

θά γυρίσεις πάλι στόν καναπέ

κι ἐγώ θά 'ρθῶ νά σέ πάρω νά πᾶμε στό ἐκκλησάκι».


Ἐκεῖνο τό βράδυ δέν ἔκλεισα μάτι,

περίμενα μέ ἀγωνία νά ξημερώσει.

Κάποια στιγμή θέλησα νά σηκωθῶ μέσα στή νύχτα, νά δοκιμάσω ἄν μπορῶ νά περπατήσω,
ἀλλά φοβήθηκα,

γιατί δέν τό ἤθελε ἔτσι ὁ Γέροντας.

Τό πρωΐ ὅταν ξύπνησα, μέ τά χέρια ἔπιασα τά παράλυτα πόδια μου καί τά κατέβασα ἀπό
τόν καναπέ.

Ἀκουμπώντας τά χέρια μου στόν καναπέ προσπάθησα νά σηκωθῶ.

Μέ τήν πρώτη δέν τά κατάφερα,

οὔτε μέ τήν δεύτερη,

ἀλλά μέ τήν τρίτη προσπάθεια ἔνιωσα τά πόδια μου νά ξαναζωντανεύουν.

Σηκώθηκα, ἔβαλα τά παπούτσια μου, πῆγα στή βρύση, πλύθηκα καί, μόλις ξαναγύρισα στόν
καναπέ, δίπλα μου βρέθηκε καί ὁ Γέροντας.

Μ' ἕνα ζεστό χαμόγελο μ’ ἔπιασε ἀπό τό χέρι, μέ πῆγε στό ἐκκλησάκι του καί γονατίσαμε
μαζί στήν Παναγία τήν Ἐλεοῦσα.

Μέ διάβασε πολλή ὥρα καί, ἀφοῦ μετά μέ σταύρωσε, μέ ρώτησε μέ μεγάλη φυσικότητα: -
«Θά πᾶς μόνος σου τώρα ἤ θά 'ρθουν νά σέ πάρουν;

-Θα πάω μόνος μου, παπούλη, είπα και τρέχοντας στην κατηφόρα πέρασα τη ρεματιά και
έφτασα χαρούμενος στη θεία μου...

Όταν εκείνες με είδαν από τη χαρά τους έβαλαν τα κλάματα.

Τα πόδια μου από τότε είναι πολύ γερά.

Και στο δάσος πήγα και ξύλα έκοψα και όργωσα και ποδόσφαιρο έπαιξα και χρόνια τώρα
εργάζομαι στη Γερμανία ..!

Ποτέ δεν ξανά πόνεσα.!

Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης

You might also like