You are on page 1of 26

Η παράξενη ιστορία μιας επιστροφής

Ι.

Πώς έφτασα εδώ; Πώς είναι δυνατόν; Μπορώ άραγε να ξεφύγω από εδώ; Πώς; Δεν
μού φαίνεται να υπάρχει διέξοδος. Δεν μπορεί να μην υπάρχει καμία διέξοδος… Δεν
μπορεί, δεν γίνεται…

Καλά, ας ηρεμήσω λίγο· αφού με κάποιο τρόπο μού δόθηκε η ευκαιρία, ας ηρεμήσω.
Κι ας σκεφτώ, όσο είμαι σε θέση να το κάνω. Ας ανακαλέσω πώς συνέβησαν τα
πράγματα. Αν και… δεν ξέρω τι νόημα θα είχε ούτως ή άλλως να θυμηθώ, δεδομένης
της παρούσας κατάστασης.

Δεν πειράζει, ας βάλω τα πράγματα σε μια τάξη, μήπως μπορέσω να βγάλω κάποια
άκρη. Ας μην απελπίζομαι. Άλλωστε, ποιο το νόημα; Αφού, διέξοδος διαφυγής δεν
υπάρχει, όχι προφανής τουλάχιστον. Ξανά, εδώ πού βρίσκομαι, τι έχω να χάσω ‒ έτσι
πρέπει να σκέφτομαι. Άλλωστε, δεν είναι, σαν να λέμε, ότι στερούμαι χρόνου ‒ το
ακριβώς αντίθετο μάλλον: ο χρόνος εδώ παραείναι άφθονος, δεν ξέρω τι να τον κάνω.
Γιατί, από τη μία, φοβάμαι να τον χρησιμοποιήσω… Σε αυτό το μέρος ‒δεν ξέρω‒
κάθε δράση περιέχει… δηλαδή, τα πάντα καταλήγουν στην τρέλα, τι να πω… Όμως,
τώρα που κάθομαι παράμερα έτσι αδρανής, τρέμοντας μήπως ο κόσμος τούτος με
προσέξει με κάποιο τρόπο ‒ω, και ξέρω σίγουρα ότι αυτή τη συμφορά δεν θα μπορώ
για πάντα να την αποφεύγω· εννοώ, δεδομένων όσων πέρασα ως τώρα‒, ο φόβος του
τι μέλλει γενέσθαι με παραλύει…

Όπως και αν έχει το πράγμα, νιώθω μια αδιάκοπη δυσφορία που δεν μπορώ να
εξαλείψω με τίποτα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα ήθελα να ξεκόψω από αυτό το
μέρος, αλλά πώς; Δεν μπορεί, δεν γίνεται να μην υπάρχει λύση· θα πρέπει ίσως να
συγκεντρωθώ σε κάτι. Κάτι πρέπει να μου διαφεύγει· μια δυνατότητα, μια προοπτική,
κάτι... Πρέπει να σκεφτώ. Όμως, βλέπεις, έχω και αυτή την πείνα. Ένα περίεργο
πράγμα, δεν το συνειδητοποιούσα ως τώρα, αλλά τώρα το καταλαβαίνω, το
αισθάνομαι ότι πεινάω ‒και διψάω‒, αλλά δεν έχω καμιά όρεξη για τροφή. Και να
είχα, δηλαδή, δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει ‒αν θα μπορούσε να υπάρχει, αν
χρειάζεται‒ να φάω κάτι εδώ πέρα.

Όχι, δεν είναι θέμα πλούτου ή φτώχιας. Αυτά δεν εφαρμόζουν εδώ· μόνο, ίσως, σαν
κακές απομιμήσεις ενός αλλοτινού, πολύ μακρινού ‒όπως μού φαίνεται πλέον‒
κόσμου. Μολονότι, εννοείται, δεν μπορώ να μετρήσω το μάκρος, ούτε στον χώρο
ούτε στον χρόνο. Κανονικά, νομίζω δεν θα έπρεπε να έχω καν την ιδέα ότι θα
μπορούσα να μετρήσω κάτι. Σε τι θα μου χρησίμευε εξάλλου;

Και εδώ ερχόμαστε πάλι στο προκείμενο· πρέπει να θυμηθώ την αρχή. Καθώς
κάθομαι εδώ, κρυμμένος από όλη αυτή τη συμφορά, για όσο τέλος πάντων διαρκέσει
αυτό ‒αυτή η χάρη, δεν ξέρω, πώς να το πω;‒, σε αυτή την απόμερη γωνιά, μιλώντας
με τον εαυτό μου… Ναι, μιλώ με τον εαυτό μου για να αποφύγω την οποιαδήποτε
αλληλεπίδραση με αυτόν τον κόσμο, με αυτόν τον εφιάλτη. Για σκέψου, δεν το είχα
σκεφτεί ως τώρα, αλλά αυτό είναι. Κάπως έτσι δικαιολογείται αυτή η λόξα: να μιλάς
στον εαυτό σου. Μια κάποια λύση… Ίσως κάτι να βγει έτσι, ποιος ξέρει…; Ίσως…

Δεν γίνεται, δεν γίνεται αυτός ο κόσμος να με αφορά πραγματικά. Ω, μα αυτό είναι
φρίκη, αυτό είναι σκέτη τρέλα! Θα υπάρχει κάποιος τρόπος να δραπετεύσω, κάποιος
τρόπος να ξυπνήσω, να τα αφήσω όλα πίσω. Ή μάλλον, γιατί να μην εξαφανίζονταν
όλα! Να έκλεινα τα μάτια και αυτό να ήταν όλο. Να μην ξυπνήσω πουθενά, απλά να
μην υπάρχω. Δηλαδή, αυτό ακριβώς· εγώ να μην υπάρχω! Θα έκανα, εννοείται, ό,τι
περνούσε από το χέρι μου για να σταματήσω αυτόν τον… αυτόν τον οργανισμό τέλος
πάντων, τον δικό μου οργανισμό ‒ αν και πλέον η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι τόσο
σίγουρος πώς μπορώ να το κάνω· άλλος ένας λόγος για να απελπίζομαι.

Όμως, εδώ που βρίσκομαι τώρα μπορώ κάπως να ανασάνω, αν μπορώ να εκφραστώ
έτσι. Τολμώ να πω ότι δεν είναι καθόλου δυσάρεστα εδώ. Μήπως είναι και αυτό
μέρος κάποιου καταχθόνιου σχεδίου. Δεν ξέρω, μού φαίνεται ότι θα τρελαθώ…

Κι όμως, είναι τόσο απλό. Η λύση είναι τόσο απλή. Το μηδέν, το τίποτα… Τι άλλο να
ζητήσει κανείς; Τι άλλο υπάρχει στην ουσία;… Εδώ είμαστε, λοιπόν· τη γνωρίζω
καλά αυτή τη σκέψη. Ναι, ναι, τη γνωρίζω πάρα πολύ καλά αυτή τη σκέψη.

ΙΙ.

Θυμάμαι να στέκομαι σε μια κορυφή, ένας διαβάτης, ένας κατακτητής… Ναι, βασικά
στεκόμουν σε μια κορυφή και, σαν σε πίνακα ζωγραφικής, ατένιζα μια θάλασσα
ομίχλης να χάσκει κάτω από τα πόδια μου, τυλίγοντας στην ανυποληψία της μη
ορατότητας τον κόσμο που είχα αφήσει πίσω. Τι είχε να μου πει ο κόσμος, εμένα που
είχα μάθει να παίρνω αγέρωχες πόζες. Χα, ήμουν βλέπεις σπουδαίος· δεν ξέρω γιατί,
δεν ξέρω καν αν ισχύει αυτό που λέω ‒ πλέον μού είναι αφόρητα κουραστικό να
προσπαθώ να θυμηθώ ανούσια πράγματα. Όμως, σίγουρα ήμουν πολύ σπουδαίος,
όταν ζούσα στη γη. Και εκεί, πάνω στο ψηλό βουνό ‒ψηλότερα από τον κόσμο όλο‒,
το είδα, όπως το έβλεπαν πάντοτε οι άνθρωποι ‒δηλαδή, για να ακριβολογούμε, οι
σοφότεροι ανάμεσά τους‒, ότι όλα όσα υπάρχουνε στη γη, όλα όσα υποτίθεται ότι
σημαίνουν κάτι στον επίγειο κόσμο είναι μάταια, σκόνη και βόρβορος, μια απύθμενη
ανοησία! Είναι μια σκέψη απλούστατη: μηδέν επί οτιδήποτε, τι μας κάνει; Απλή σαν
το ξυράφι του Όκκαμ ‒ κάτι τέτοια τα θυμάμαι εύκολα! Παιδαριώδης, θα έλεγα…
Εκείνοι, οι παλιότεροι, διασκέδαζαν τον φόβο τους για το μηδέν, τη μύχια αγωνία
που ένιωθαν μπροστά του, προσφεύγοντας σε υπερβατικές οντότητες και
υποτιθέμενες πραγματικότητες. Εγώ ‒ένας άνθρωπος του καιρού μου, φυσικά!‒
ήξερα καλύτερα. Αλλά και οι δικοί μας, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν τίποτα
ευφυέστεροι στοχαστές. Άλλοι σού λέγανε θα ακολουθήσουν τον ‘απλό λαό’ στην
ανέμελη, ενστικτώδη απόλαυση της ζωής, μακριά από στενάχωρες, άτοπες και
παράλογες σκέψεις για τον θάνατο, άλλοι επιδίωκαν να απορροφηθούν εν ζωή σε
κάποιο έργο τέχνης, άλλοι αφοσιώνονταν, για κάποιους ακαταλαβίστικους
θεωρητικούς λόγους, σε κάποιον κοινωνικό σκοπό με προοπτική μια κάποια
θρυλούμενη ‘χειραφέτηση’ (ω, αυτή η περιώνυμη χειραφέτηση του ανθρώπου!), οι
πιο ηλίθιοι από όλους πίστευαν ότι στο τέλος θα ζήσουν μέσα από τους άλλους, σαν
αναμνήσεις στο μυαλό τους ή κάτι τέτοιο. Οφείλω να ομολογήσω ότι όλοι αυτοί μού
φαίνονται πολύ πιο βλάκες από τους παλιούς. Αν όλα αυτά δεν είναι οι
γελοιωδέστερες δυνατές των δεισιδαιμονιών, τότε εγώ δεν γνώρισα ποτέ τι σημαίνει
η λέξη.

Όμως, όπως είπα, εγώ εκεί πάνω στο βουνό το είδα καθαρά ότι μόνο μία πράξη είχε
σημασία στον κόσμο. Ούτε τιμές, ούτε καλοπέραση, ούτε εργασία, ούτε ο κόπος
απόκτησης της αρετής ‒ δηλαδή, και αν κάποιοι με έκριναν ως δειλό ή ανέντιμο ή
οτιδήποτε, και τι μ’ αυτό· ούτως ή άλλως, την επίκριση των ανθρώπων πώς μπορεί
κανείς να την αποφύγεις; Τη ζωή εγώ γιατί να ζω σαν τον υπέρτερο όλων εθισμό;
Ιδού και η ρίμα! Έτσι σκέφτηκα, τέλος πάντων. Γιατί είναι όντως υποτιμητικό για ένα
έλλογο, ‘ελεύθερο’ ον να εμπαίζεται από τις ψευδαισθήσεις, τα απατηλά και
φευγαλέα θέλγητρα της ζωής, για να καταλήξει ανήμπορος σακάτης πριν επιτέλους
παραδοθεί με το στανιό στα λυτρωτικά χέρια του χάρου (και αυτό αν θα ήθελα να
αναφερθώ σε ένα σχετικά υποφερτό ενδεχόμενο). Εγώ τουλάχιστον δεν θα άφηνα τον
εαυτό μου να υποστεί κάτι τέτοιο. Και έτσι πήρα την κατάσταση στα χέρια μου.
Δεν θέλω να αυτοπαρεξηγηθώ· ακόμα και τώρα θεωρώ ότι δεν έσφαλλα απόλυτα
στην κρίση μου. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αυτά μού έδινε ο κόσμος, αυτά
μηρύκαζα κι εγώ με τον όσο το δυνατόν πιο κριτικό τρόπο· εγώ, που, όπως είπα, για
κάποιο λόγο περνιόμουν για σπουδαίος! Όμως να, ίσως θα έπρεπε να ξανασκεφτώ
λίγο καλύτερα το θέμα ‒ ιδιαιτέρως, όσον αφορά τα όσα έλεγαν οι παλιότεροι γι’
αυτά, τα έσχατα, που λένε, ζητήματα. Γιατί, όπως και να ’χει, η αυτοκτονία δεν
απέφερε τα επιθυμητά ή μάλλον τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αυτό δεν γίνεται με
τίποτα να το αρνηθώ ‒ μακάρι, χίλιες φορές μακάρι, να μπορούσα!

Και τώρα που το σκέφτομαι, δεν θυμάμαι πώς αυτοκτόνησα· δεν είμαι καν σίγουρος
ότι βρέθηκα σε εκείνο το βουνό ‒ εννοώ, όταν ήμουν ο τότε άνθρωπος, με σάρκα και
οστά (είπαμε, είναι τόσο κουραστικό να προσπαθώ να θυμηθώ τέτοιου είδους
λεπτομέρειες). Εκεί, πάντως, στο βουνό, «ξύπνησα»· και είχε πράγματι ομίχλη, πολύ
ομίχλη! Και τι περίεργο καλωσόρισμα που ήταν αυτή η ομίχλη! Γιατί, αν το
καλοσκεφτώ, έτσι ανάλαφρος που ήμουν θα μπορούσα να κινηθώ με τόση ευκολία,
θα ήταν τότε για μένα μια άμεση ανακούφιση, μια αίσθηση ‘απελευθέρωσης’! Αμ δε!
Δεν προσφέρονται τέτοιες απολαύσεις, όχι εδώ, το ’χω πλέον εμπεδώσει. Δεν υπήρχε
τίποτα πιο κοπιαστικό από το να προσπαθείς να κουνηθείς μέσα σε αυτή την ομίχλη.
Κι εδώ η κούραση δεν είναι σωματικό φαινόμενο. Άλλωστε πιο σώμα; Αυτό που έχω
τώρα, αλλά και αυτό που έχουν όσοι ως τώρα έχω δει, δεν είναι ακριβώς σώμα. Κάτι
είναι, κάποια ύλη, μια απομίμηση σώματος, ένα κίβδηλο πανομοιότυπο ίσως, αλλά
όχι σώμα ‒ μακάρι, Θεέ μου, να ήταν σώμα! Γιατί όλα αυτά τα φριχτά προαισθήματα
που δημιουργούσε η ομίχλη ρέοντας αφειδώς, έτσι εύκολα, χωρίς αντίσταση, μέσα
μου, μέσα στο πλαίσιό μου, ας πούμε, όλα αυτή η… επίδραση ‒πώς να το πω;‒ θα
μετριαζόταν. Λες και αυτά που θα έρχονταν δεν θα με πτοούσαν αρκετά, έπρεπε να
έχω και μια τέτοια υποδοχή σε αυτή τη νέα πραγματικότητα! Τουλάχιστον, αν είχα
σώμα θα μπορούσα να ξεράσω, ο οργανισμός θα έβρισκε έναν τρόπο να
ανακουφιστεί κάπως… δεν ξέρω.

Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή, μέσα σε όλη αυτή την αλγεινή παραζάλη, μού ήρθε στο
μυαλό μια τρελή ιδέα. Και τώρα που το σκέφτομαι εκ των υστέρων είναι πραγματικά
τρελό… Πόσο απόλυτα είχε διαποτίσει το μυαλό μου εκείνη η αλλόκοτη εποχή που
έζησα στη γη! Πόσο απόλυτα, αδιαμφισβήτητα εύλογη μού φαινόταν αυτός ο τρόπος
σκέψης τότε! Στερνή μου γνώση… Αυτό που τότε μου ήρθε στο μυαλό, λοιπόν, ήταν
ότι ζούσα κάποιου είδους ‘επιστροφή’. Αν είναι δυνατόν· το γεγονός ότι ‘ξύπνησα’
μετά τον θάνατό μου, ότι δηλαδή δεν εξαλείφθηκα εντελώς (τι βλακωδώς ανεδαφική
σύλληψη, Θεέ μου!), προσπάθησα να το εξηγήσω ‒η πρώτη ιδέα που μου ήρθε στο
μυαλό για να το εξηγήσω‒ προερχόταν από τον Νίτσε (είπαμε, τα θυμάμαι κάτι
τέτοια!). Ω, η παράνοια του πράγματος! Γιατί, σκεφτόμουν, πού το ήξερα ότι δεν
είμαι κανένας Υπεράνθρωπος, επανερχόμενος στον κόσμο με πλήρη επίγνωση του
εαυτού μου, εκτός, δηλαδή, όλων εκείνων των ανούσιων λεπτομερειών που λόγω της
εξέχουσας φύσης μου είχα αφήσει πίσω. Πώς αλλιώς μπορούσα να εξηγήσω το ότι
δεν είχα ξαναγεννηθεί ως νήπιο ‒ εκτός και αν ήμουν ένα νήπιο τελικά και είχα μια
αντίληψη των πραγμάτων που αργότερα θα λησμονούσα· δεν ξέρω, τι να πω;

Εντάξει, δεν έκανα όλες αυτές τις σκέψεις ακριβώς ‒ η διαδικασία της σκέψης από
μόνη της ενέτεινε τη ναυτία, αυτή την έντονη δυσφορία που ένιωθα. Τα περισσότερα
τα σκέφτομαι τώρα, δηλαδή τώρα τα σχηματοποιώ τώρα, αλλά αν τότε μπορούσα να
ολοκληρώσω τις τότε σκέψεις μου, κάτι τέτοιες εικασίες θα πρόκυπταν. Πραγματικά,
απορώ με τον εαυτό μου. Η ουσία είναι ‒ για σκέψου το μέγεθος της παράνοιας… αν
είναι δυνατόν‒ ο Νίτσε ήταν το πρώτο πράγμα που μού ήρθε τότε στο μυαλό!

ΙΙΙ.

Τέλος πάντων, κάποια στιγμή ένιωσα την ομίχλη να αραιώνει. Αν μην τι άλλο,
ένιωσα τον εαυτό μου να ξαλαφρώνει κάπως, σαν την ευεργετική αίσθηση που
προκαλεί ένα δροσερό αεράκι εν μέσω καύσωνα, ας πούμε. Δεν ήμουν σίγουρος αν
είχα προχωρήσει εγώ ή με είχε μεταφέρει με κάποιο τρόπο η ομίχλη. Πάντως, όταν
άρχισα να παρατηρώ τον χώρο γύρω μου, διαπίστωσα ότι δεν ήμουν πλέον στο βουνό
(αν υποθέσω, δηλαδή, ότι υπήρξα ποτέ πραγματικά εκεί). Όταν, λοιπόν, άρχισα να
παρατηρώ τριγύρω, διαπίστωσα ότι βρισκόμουν σε μια πόλη. Ήταν μια πόλη μουντή
και άδεια. Ψηλά κτίρια με περιτριγύριζαν, αλλά πουθενά δεν έβλεπα πόρτες εισόδου,
ούτε επιγραφές· κάτι, τέλος πάντων, που να συνιστά ένδειξη ζωής. Ένα θαμπό φως
διαχεόταν στην ατμόσφαιρα. Ήταν ημέρα, αλλά δεν θα μπορούσα να πω σε ποια
ακριβώς φάση. Ο ουρανός, όπως μπορούσα να τον διακρίνω μέσα από τις ψηλές
κορυφές των κτιρίων, ήταν θολός, σκεπασμένος από ένα παραπέτασμα νεφών που
έμοιαζαν περισσότερο με καπνούς.

Ξάφνου, αισθάνθηκα κίνηση. Ένα συνονθύλευμα από ανθρώπους, που μου άφησαν
αρχικά την εντύπωση ότι ήταν κάποιου είδους γραφειοκράτες, με προσέγγιζε από
όλες τις πλευρές. Ένας άνδρας μετρίου αναστήματος, του οποίου η φυσιογνωμία δεν
μού φάνηκε εντελώς άγνωστη, με πλησίασε. Ήταν ξερακιανός, φορούσε γυαλιά και
είχε μουστάκι. Με κοίταξε με καχυποψία και μου είπε:

«Είσαι εδώ για τον σκοπό, έτσι δεν είναι;»

«Ποιο σκοπό;», αποκρίθηκα απορημένος.

Ο άντρας έκανε έναν μορφασμό ανυπόμονης απαξίωσης και στράφηκε σε έναν άλλο
κύριο από πίσω του.

«Μου φαίνεται τούτος εδώ είναι δικό σας. Για ανάλαβέ τον εσύ, γιατί δεν έχω καμία
όρεξη.»

Ο άντρας στον οποίο αναφέρθηκε ο μυστακοφόρος κύριος ήταν πιο γερασμένος και
εύσωμος από τον ίδιο. Το πρόσωπό του απέπνεε μεγαλύτερη ευγένεια από του
πρώτου. Φορούσε και αυτός γυαλιά. Αφού στάθηκε δίπλα στον φίλο του, τού είπε:

«Είναι που τα έχεις όλα πολύ μορφοποιημένα στο μυαλό σου. Ο σκοπός δεν
εξυπηρετείται έτσι όπως πιστεύατε τότε εσείς. Και σίγουρα δεν εξυπηρετείται έτσι
εδώ.»

Μετά στράφηκε σε εμένα και άρχισε να μου μιλάει.

«Είσαι νέος εδώ φίλε μου, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, μόλις… μόλις πρόσφατα βρέθηκα εδώ.»

«Δεν μπορεί να είναι τυχαίο που ήρθες εδώ. Πιστεύεις στην ιερότητα του
Συμβάντος;»

«Ποιου συμβάντος;» ρώτησα εγώ σε απόλυτη σύγχυση.

«Πιστεύεις ότι υπάρχει μεταθανάτια ζωή;»

«Δεν ξέρω… Δηλαδή, δεν νομίζω ότι πίστευα.»

«Κι όμως, είσαι εδώ, έτσι δεν είναι; Τι λες να σε έφερε εδώ;»

«Δεν ξέρω… πού, πού είμαι ακριβώς;» η σύγχυσή μου ολοένα μεγάλωνε, μαζί με μια
απροσδιόριστη αίσθηση κινδύνου.

«Έχεις, λέω, κλειστεί, έχεις κλειδωθεί, κατά κάποιο τρόπο, στη μόνη πραγματικότητα
που εγγυάται την αιωνιότητα. Σε μια Ιδέα που εσύ ο ίδιος πραγμάτωσες με τη βαθιά,
αδιάσειστη αφοσίωσή σου. Ένα Γεγονός, μια Πράξη βαθιά, εσωτερικά και
αδιαπραγμάτευτα επαναστατική! Κι έτσι, είσαι, φίλε μου, Αθάνατος! Και θα είσαι για
πάντα αρκεί να διατηρήσεις ακέραια την προσήλωσή σου σε ένα στόχο ανατρεπτικό.
Ιδού ο ‘σκοπός’, που λέει ο φίλος μου από ’δω», κατέληξε νεύοντας ελαφρά το
κεφάλι του προς τον διπλανό του, χωρίς ωστόσο να αποστρέψει το βλέμμα του από
εμένα.

«Α, να με συγχωρείς…» πετάχτηκε ο πρώτος.

«Για σταθείτε και οι δυο σας», ακούστηκε μια λεπτή, συνωμοτική αντρική φωνή από
πίσω μου. (Τώρα που το σκέφτομαι, σε ποια γλώσσα άραγε μιλούσαμε όλοι;)

Γύρισα και είδα έναν πολύ κοντό άντρα, αλλήθωρο και, επίσης, διοπτροφόρο.

«Περιμένετε λίγο. Μιλάτε και μιλάτε συνεχώς, τον γνωρίσατε τον άνθρωπο; ‘Σκοποί’
και ‘Συμβάντα’… Ποιος είναι αυτός, μάθατε; Ενδιαφερθήκατε να μάθετε;»

«Ώχου, δεν μας παρατάς, λέω εγώ, με τις προσωποκεντρικές ανοησίες σου. Εδώ
έχουμε κάτι σημαντικό να διεκπεραιώσουμε!» πετάχτηκε ο πρώτος, μυστακοφόρος
κύριος (μου έκανε εντύπωση, θυμάμαι, που κανείς τους δεν απευθυνόταν στον άλλο
με κάποιο όνομα, μολονότι έδιναν την αίσθηση ότι γνωρίζονταν μεταξύ τους).

«Όπως είπα, πώς θα μπορούσε να είναι εδώ, αν δεν ήταν δικός μας;» συμπλήρωσε ο
δεύτερος. «Είναι φως φανάρι ότι είναι δικός μας.»

«Δεν είμαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό που λες», απάντησε ο κοντός κύριος.

«Και εσύ πώς λες ότι θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ;» ρώτησε ο δεύτερος.

«Εγώ, πάντως, τον είδα να βγαίνει από την ομίχλη», απάντησε ο κοντός άντρας.

«Δηλαδή, τι… λες ότι αυτοκτόνησε;» αποκρίθηκε ο δεύτερος και το πρόσωπό του
σκοτείνιασε.

«Αυτοκτόνησε!» φώναξε ο μυστακοφόρος και κατευθείαν κινήθηκε απειλητικά


εναντίον μου.

Ένα σούσουρο απλώθηκε στο πλήθος και όλοι γύρισαν προς εμένα. Και τότε
παρατήρησα ότι τα πρόσωπά τους ήταν παράταιρα χλωμά και φριχτά
παραμορφωμένα. Τα δόντια τους, που, όπως πρόλαβα να διακρίνω, είχαν κοφτερές
αιχμές, κροτάλιζαν καθώς ανοιγόκλειναν τα στόματά τους ενόσω συντόνιζαν
τελετουργικά τις κινήσεις τους.

Ο μυστακοφόρος άντρας μού έπιασε το χέρι. Ένας οξύς πόνος με διαπέρασε


διαχεόμενος μέσα μου από το σημείο που με ακούμπησε. Κοίταξα ικετευτικά τον
ομιλητικό κύριο. Όμως και εκείνου το πρόσωπο είχε τώρα παραμορφωθεί και είχε
καλυφθεί με μια τρομερά μνησίκακη έκφραση. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά,
μέσα στον τρόμο που με κατέκλυζε, άκουσα τον κοντό άντρα να γελά πνιχτά κάπου
από πίσω μου και να μονολογεί:

«Αυτοκτονία, ε! Καλά να πάθεις τώρα! Χαχαχα, νόμιζες ότι με αυτόν τον τρόπο θα
ξεφύγεις, ε; Ότι ήσουν πιο έξυπνος από εμάς που επιλέγαμε να ζούμε επί ματαίω. Χα,
για δες τώρα τι καλά που είναι, ε! Χιχιχι. Καλώς ήρθες τώρα στην κόλαση, φίλε μου.
Καλώς ήρθες στην κόλαση!» Έτσι τον άκουγα να μουρμουρίζει ανάμεσα από τα
δόντια του, τρίζοντάς τα σε μια ένδειξη καταχθόνιας μοχθηρίας.

Το μυαλό μου είχε θολώσει. Δεδομένων των συνθηκών, ποια θα μπορούσε να είναι η
διέξοδος;

Όμως τότε, πάνω στο αποκορύφωμα της απελπισίας μου, φωνές ακούστηκαν κάπου
από την απέναντι μεριά του πλήθους, ακριβώς μπροστά μου: «Ο Προφήτης, ο μέγας
Προφήτης!», φώναζαν αρκετοί. Όλοι γύρισαν προς το μέρος από το οποίο
προερχόταν ο θόρυβος. Και τον είδα κι εγώ, να τον μεταφέρουν στο βάθος, πάνω σε
μια πλατφόρμα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ήταν ένας ‒μη διοπτροφόρος‒ άντρας με
πυκνή γκρίζα γενειάδα και ατίθασα, ακατάστατα μαλλιά. Κοίταζε τριγύρω με έναν
μηχανικό, θα έλεγα, τρόπο. Το βλέμμα του μού φαινόταν πότε βλοσυρό πότε
περιπαιχτικό. Απαξιούσε, μού φαινόταν, το πλήθος που τον αποθέωνε. «Τούτον εδώ
εγώ τον ξέρω», σκέφτηκα…

«Τα σέβη μου ασφαλώς στον Προφήτη!» ακούστηκε μια κελαηδιστή φωνή από την
αντίθετη μεριά. Η φωνή προερχόταν από έναν μαζεμένο τύπο, επίσης με γυαλιά, που
βρήκε την τόλμη να ανέβει σε κάποιο ύψωμα και να μιλήσει. «Όμως, αλίμονο, ας το
παραδεχτούμε σύντροφοι, η προφητεία έμεινε πια χωρίς περιεχόμενο. Ο εχθρός
βρήκε τον τρόπο να μας προσπεράσει. Κάτι πρέπει να κάνουμε, σύντροφοι, κάπως
πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά. Με βαθύτατη οδύνη το δηλώνω ότι ο εργάτης
πέθανε πια. Η εξουσία τον κατανάλωσε.»
Κάποια επιφωνήματα επιδοκιμασίας ακούστηκαν μέσα από το πλήθος. Όχι ωστόσο
από τον μυστακοφόρο άντρα που με είχε πρωτοπροσεγγίσει.

«Ο εργάτης ζει! Στον εργάτη έγκειται η ελπίδα, βρωμιάρηδες αναθεωρητές. Θάνατος


στους προδότες!» γκάριξε επιθετικά, αφήνοντας το μπράτσο μου για να υψώσει
απειλητικά τη γροθιά του.

«Χιχιχι, θάνατος λέει ο βλάκας!» άκουσα τον κοντό άντρα να χασκογελάει κάπου
κοντά μου.

«Ποιοι εργάτες, ρε βλαμμένε! Βλέπεις πουθενά εργοστάσια σε αυτό το κωλομέρος.


Ξύπνα, ρε γελοίε φαντασμένε!» κάποιος φώναξε μέσα από το πλήθος.

«Ποιος μίλησε, ποιος μίλησε; Φανερώσου, άθλιε! Τι κρύβεσαι μέσα στο πλήθος!»
επαναλάμβανε με λύσσα ο μυστακοφόρος. «Θάνατος στους προδότες! Θάνατος σε
όλους!»

«Θάνατος!» άστραψε και βρόντηξε σαν αντίλαλος το πλήθος και μια τεράστια
εναντιοδρομία άρχισε να σχηματίζεται γύρω από το κέντρο της μάζωξης. Υπήρχαν
ρόπαλα και σιδερένια εργαλεία, αντικείμενα, τέλος πάντως, που σαν όπλα μπορούσαν
να προκαλέσουν πόνο. Και παρότι αυτά τα ‘σώματα’ που συμπλέκονταν στη βίαιη
χορογραφία δεν ήταν, όπως έχω πει, ακριβώς ‘κανονικά’, το αισθάνθηκα πάνω μου ‒
θα έλεγα πάνω στο πετσί μου, αλλά…‒ ότι στην κάθε σύγκρουση υπήρχε κάτι πολύ
πιο επώδυνο για τις εμπλεκόμενες ας πούμε… φιγούρες από τον σωματικό πόνο.

Κοίταξα για λίγο προς την κατεύθυνση του γενειοφόρου «Προφήτη». Φαινόταν
κάπως σαν να διασκεδάζει με το θέαμα, ή μπορεί και όχι… Έμοιαζε περισσότερο με
μαριονέτα παρά με άνθρωπο, έτσι όπως κινούσε το κεφάλι του πέρα δώθε,
εκφράζοντας, ίσως, τα συναισθήματά του χωρίς όμως να αλλοιώνονται τα
χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα χέρια του ήταν ραμμένα θαρρείς στο γιλέκο
του, κάτω από το σακάκι του. Για την ακρίβεια, αυτό που έκανε ήταν μια να στρέφει
το κεφάλι προς τα πάνω, σε ένδειξη ασυγκράτητου γέλιου (το οποίο πάντως, όπως
είπα, δεν αποτυπωνόταν στις εκφράσεις του προσώπου του), μια να κουνά το κεφάλι
δεξιά αριστερά, δηλώνοντας προφανώς την αποδοκιμασία του για όσα
διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια του. Αυτά τουλάχιστον υποθέτω εγώ, με βάση
τα όσα είδα. Δεν ξέρω…

ΙV.
Όπως έδειχναν τα πράγματα, την είχα γλιτώσει, μολονότι η εγγύτητα στη βίαιη σκηνή
με ανησυχούσε ακόμα. Ο κοντός κύριος δεν είχε λάβει μέρος στη συμπλοκή, αλλά
όλη την ώρα καθόταν παράμερα χασκογελώντας και εκτοξεύοντας βιτριολικά σχόλια
σχετικά με τα τεκταινόμενα. Αισθανόμουν το βλέμμα του, που μού φαινόταν ότι
αγκάλιαζε τα πάντα, να πέφτει πότε πότε πάνω μου προξενώντας μου ανατριχίλα.
Έπρεπε πάση θυσία να φύγω από εκεί. Ωστόσο, είχα ακινητοποιηθεί από τον φόβο
μήπως η παραμικρή κίνησή μου έστρεφε την προσοχή κάποιου από την ομήγυρη
πάνω μου, με απροσδιόριστες, αλλά πιθανότατα όχι ευχάριστες για μένα, συνέπειες.
Τελικά, τη λύση στην αδράνειά μου την έδωσε, παρ’ ελπίδα, ο κοντός άντρας.

Μετακινούμενος δίπλα μου και με ένα σαρδόνιο μειδίαμα να χαράζει το πρόσωπό


του, μού απευθύνθηκε συνωμοτικά:

«Τι έχεις να πεις γι’ αυτούς τους χαζοβιόληδες; Όλο κάτι τέτοια κάνουν. Είναι,
βλέπεις, η ψυχαγωγία τους, το σπορ τους ‒πώς το λένε;‒, κάτι να ξεδίνουν σε αυτό το
πνιγερό μέρος. Ο ‘σκοπός’, το ‘συμβάν’, χεχεχε· οι ‘σύντροφοι’, αχαχα. Τι μπούρδες
είναι αυτές! Για να μην μιλήσω για την ‘εργατιά’. Χα. Η ‘εξουσία’, η ‘κυριαρχία’
μάλιστα, ίσως εδώ κάτι παίζεται… Αλλά όχι όπως νομίζουν αυτοί. Αλλού είναι το
ζουμί. Γιατί, αν ο θάνατος δεν είναι το τέλος, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Κάπως
πρέπει να αλλάζουν… Αλλά πώς;… Να, εσύ, για παράδειγμα! Ε, τι λες κι εσύ;»
Σταμάτησε για λίγο σαν να περίμενε απάντηση. Κατόπιν, ξεφυσώντας
περιφρονητικά, συνέχισε: «Τι να πεις κι εσύ. Κοίτα, θα σε φτιάξω εγώ, μην
φοβάσαι», με κοίταξε με γλοιώδες, σιχαμερό ύφος πάνω από τα γυαλιά του,
κλείνοντάς μου το ένα από τα αλλήθωρα μάτια του και χτυπώντας με πονηρά στο
μπράτσο. «Κάτι μου λέει ότι ήρθες εδώ ειδικά για εμένα. Κοίτα να δεις που σε λίγο
θα αρχίσω να πιστεύω στην ειμαρμένη», συνέχισε να φλυαρεί. «Να σου πω την
αλήθεια, δεν καταλαβαίνω γιατί οι νέοι έρχονται σε αυτά τα μέρη. Υπάρχει ξέρεις και
ένας άλλος τόπος όπου μαζεύονται εθνικιστές. Εκεί να δεις, αν και θα έλεγα ότι
εκείνοι είναι περισσότερο αγαπημένοι από εδώ. Χαχαχα! Τέλος πάντων, δεν είναι
αυτό το θέμα μας. Εγώ ξέρω τι θέλετε εσείς οι νέοι. Σας καταλαβαίνω καλά εγώ, γι’
αυτό και τα βγάζω κάπως βόλτα εδώ πέρα. Είμαστε καλλιτεχνικές φύσεις εμείς, έτσι
δεν είναι; Τι θα ήθελες τώρα, για πες μου; Ε, τι θα ήθελες;» Ενώ μιλούσε με είχε
τραβήξει λίγο παράμερα και, κρατώντας όλη την ώρα το μπράτσο μου, με κοιτούσε
τώρα επίμονα τρίζοντας τα δόντια πίσω από το κλειστό χαμογελαστό του στόμα.
«Τι… τι εννοείτε, δεν καταλαβαίνω, συγγνώμη», κατάφερα να ψελλίσω, καθώς με
είχε τρομοκρατήσει η καταχθόνια έκφραση εύθυμης μοχθηρίας του συνομιλητή μου.

«Δεν καταλαβαίνει… Για κοίτα εδώ», γύρισε και, αλλάζοντας την έκφρασή του σε
αυστηρή, έκανε ένα επιτακτικό νεύμα σε έναν σχετικά νέο άντρα, με μια αιωνίως ‒θα
ορκιζόμουν γι’ αυτό‒ μουτρωμένη έκφραση στο πρόσωπο, ο οποίος φορούσε καλά
αλλά κάπως τριμμένα ρούχα παλιότερης εποχής από αυτή που έζησα εγώ.

Ο συνοφρυωμένος άντρας άρχισε να έρχεται προς το μέρος μας, φέρνοντας μαζί του
μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα. Καθώς πλησίαζαν, μού φαινόταν ολοένα εντονότερα
ότι κάπου γνώριζα το πρόσωπο της γυναίκας, αλλά, όπως και αναφορικά με τόσες
άλλες λεπτομέρειες της προθανάτιας προσωπικής ζωής μου, δεν μπορούσα να
καθορίσω πού και πώς ή ακόμα και αν την ήξερα πραγματικά. Όταν έφτασαν σε εμάς,
ο κοντός άντρας έπιασε απότομα το χέρι της κοπέλας, η οποία φορούσε ένα άσπρο
πέπλο που άφηνε να διαφανεί η φιγούρα του κορμιού της από κάτω. Περίεργο, αλλά
η αντιδιαστολή της ομορφιάς του προσώπου της με την υπόνοια της καλλίγραμμης
φιγούρας της κάτω από το πέπλο μου προξένησε ένα πολύ δυσάρεστο αίσθημα
παραζάλης. Άλλωστε, τι καλό μπορούσε να περιμένει κανείς από εκείνον τον
πρόστυχο καλικάντζαρο που μού την παρουσίαζε.

«Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο πράγμα σε αυτόν τον κόσμο; Δεν μπορείς, δεν
γίνεται, να αποκομίσεις τίποτα από αυτό εδώ» είπε δείχνοντας με τον δείκτη του
αριστερού χεριού την περιοχή χαμηλά στον κορμό της κοπέλας. «Θυμάσαι τι
βρισκόταν εκεί; Όταν λέω τίποτα, εννοώ τίποτα! Είναι κλειστά εκεί κάτω, χαχαχα.
Μπορείς μόνο να χαζεύεις. Τίποτα άλλο δεν μπορείς να κάνεις. Έλα, πάρτη. Από δω
και πέρα θα σε καθοδηγήσει αυτή, χιχιχι. Ποιος τη χάρη σου μικρέ, ποιος τη χάρη
σου, αχαχαχα!»

Καθώς ο μεταθανάτιος μαστροπός φώναζε αυτά τα λόγια, μού εγχείριζε το χέρι της
κοπέλας και χειρονομώντας μας έσπρωχνε να φύγουμε. Αρχικά, μου δημιουργήθηκε
οίκτος για την κοπέλα, όμως γρήγορα διαπίστωσα ότι το συγκεκριμένο αίσθημα δεν
ήταν και το πιο ταιριαστό με την πραγματικότητα…

V.

Με το που απομακρυνθήκαμε λίγο από το σημείο της πόλης όπου είχαν συμβεί όσα
είχαν συμβεί (και από όσο μπορούσα να αντιληφθώ, χωρίς να κάνω καμιά
προσπάθεια να το επιβεβαιώσω οπτικά, συνέχιζαν να συμβαίνουν), η κοπέλα άρχισε
να μιλά.

«Άστον αυτόν, μην τού δίνεις σημασία», μιλούσε γλυκά, σαγηνευτικά θα έλεγα.
«Πίστεψέ με, ο συγκεκριμένος είναι να τον λυπάσαι. Οι άλλοι τουλάχιστον ξεδίνουν,
εκείνος τι κάνει; Νομίζει ότι ελέγχει την κατάσταση, ο γελοίος. Τίποτα δεν ελέγχει.
Όλοι γελούν με δαύτον. Εσύ, πώς τα βλέπεις τα πράγματα εδώ; Πολύ σιωπηλός μού
είσαι. Ελπίζω να μην είσαι κανένας ξενέρωτος.»

Γύρισε και με κοίταξε. Σχεδόν αμέσως απέστρεψε πάλι το βλέμμα της από εμένα.

«Κάπου σε ξέρω εγώ εσένα ή μού φαίνεται; Τέλος πάντων, δεν έχει καμία σημασία.
Για να διασκεδάσεις εδώ πρέπει να αφήσεις όλα τα παλιά πίσω. Θα σου δείξω εγώ
πώς φτιαχνόμαστε εδώ, θα δεις…» Με ξανακοίταξε στιγμιαία με επιτιμητικό ύφος.
«Όμως θα σε παρακαλέσω να είσαι πιο δεκτικός. Δεν έχει νόημα να μιζεριάζουμε.
Εγώ σου δίνω την ευκαιρία να ξεφύγεις από τη μαυρίλα εκείνων των τρελών γέρων
εκεί πίσω ‒ πρόσεξες άραγε ότι ήταν όλοι τους άντρες; Έχασαν τον κόσμο που
ήξεραν και τώρα δεν ξέρουν πια για τι να αγωνιστούν ‒ κι έτσι αγωνίζονται όπως και
να ’χει. Και μείς αγωνιζόμαστε, αλλά εμείς είμαστε καλύτερα προσαρμοσμένοι στην
πραγματικότητα. Και κυρίως: εμείς ξέρουμε να δια-σκε-δά-ζου-με! Γι’ αυτό, σε
παρακαλώ πολύ, μην μου τη σπας. Α, και κάτι άλλο, μην νομίζεις, μην νομίσεις ούτε
για μια στιγμή ότι μπορείς να μου ξεφύγεις.» Γύρισε και αυτή τη φορά με κοίταξε
επίμονα με κεραυνοβόλα μάτια που έσταζαν, θαρρείς, χολή.

Σε όλη τη διαδρομή είχα άγχος να ανταποκριθώ με κάποιο τρόπο στις όποιες


προσδοκίες της κοπέλας από εμένα, αλλά δεν μού έβγαινε άχνα από το στόμα ‒ δεν
ήξερα τι να πω. Ήξερα μόνο ότι θα ήθελα χίλιες φορές να φύγω από το πλευρό της,
να απαλλαγώ από εκείνη· παρά το όμορφο παρουσιαστικό της, δεν αισθανόμουν να
με θέλγει στην πραγματικότητα κάτι επάνω της. Όμως, δεν αισθανόμουν επίσης ότι
είχα τη δυνατότητα να διαφύγω από αυτή (άλλωστε, ο κόσμος αυτός μού ήταν ‒μού
είναι‒ τόσο ξένος!). Τα τελευταία λόγια της, λοιπόν, με έκαναν να τα χάσω, όχι
επειδή δεν τα θεώρησα αναμενόμενα, αλλά, μάλλον αντιθέτως, επειδή κατά κάποιο
τρόπο τα διαισθανόμουν και ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο να τα ακούω τώρα ξεκάθαρα
διατυπωμένα και μάλιστα σε τόσο απροκάλυπτα απειλητικό τόνο.

Δεν είμαι σίγουρος για το πώς ακριβώς συνέβη αυτό, ωστόσο, παρότι δεν μού φάνηκε
ότι είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που ξεκινήσαμε να περπατάμε με την
κοπέλα, όταν μετά από την απότομη προειδοποίηση της συνοδοιπόρου μου
παρατήρησα τον χώρο γύρω μου, διαπίστωσα ότι είχε χαθεί κάθε ίχνος της πόλης. Η
αλήθεια είναι ότι ήμουν αφηρημένος όλη εκείνη την ώρα, αλλά τέτοια αλλαγή
σκηνικού μού φάνηκε πραγματικά πολύ παράξενη. Σε κάθε περίπτωση, όπως είπα,
κάθε ίχνος της πόλη είχε πλέον εξαφανιστεί. Τώρα βρισκόμασταν σε ένα μέρος το
οποίο έμοιαζε με παραλία σε κάποια από εκείνες τις θερμές περιοχές που θυμάμαι ‒
με κάποια απέχθεια είναι η αλήθεια‒ από την επίγεια ζωή μου. Και ‒τι πρωτότυπο!‒
ήταν όντως ένα φριχτό μέρος. Η αμμουδιά απλωνόταν σε έναν αρκετά εκτεταμένο
χώρο. Εδώ κι εκεί, διακρίνονταν κάποια στίγματα στην παραλία που έμοιαζαν με
πέτρες. Απ’ ό,τι διαπίστωσα τελικά ήταν ερείπια, υπολείμματα ενδεχομένως ενός
αρχαίου ναού: κομμάτια από κίονες, μερικά μισοβυθισμένα στην άμμο κιονόκρανα
και κάπου βρισκόταν κάτι που έμοιαζε με βωμό, τέτοια πράγματα.

Τοπογραφικά, κατά μήκος της, η παραλία είχε ως όρια εκατέρωθεν δύο βραχώδεις
απολήξεις της γης σε απόσταση κάπου είκοσι χιλιομέτρων, ας πούμε ‒είπαμε δεν έχει
νόημα να μετράει κανείς εδώ!‒, μεταξύ τους. Στη μεριά της ξηράς, η παραλία
κατέληγε σε ένα πευκοδάσος, με το τυπικό καψαλισμένο, ξεθωριασμένο πράσινο
χρώμα των φυλλωμάτων των δέντρων στο μέσο του καλοκαιριού στις θερμές
περιοχές που ανέφερα προηγουμένως να κυριαρχεί. Από την άλλη μεριά, από τη
μεριά της θάλασσας, δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς υπήρχε. Η υφή του πράγματος
που καταλάμβανε τον εκεί χώρο μού φαινόταν ρευστή, ωστόσο έμοιαζε περισσότερο
με ηφαιστειακή ύλη ή κάτι τέτοιο. Αχνοί αναδύονταν από το συγκεκριμένο υλικό,
καλύπτοντας τον ουρανό.

Ήταν σαν μέρα μεσημέρι, μολονότι δεν θυμάμαι να διέκρινα πουθενά στον ουρανό ‒
διαμέσου βέβαια της πραγματικά αδιαπέραστης θολούρας της ατμόσφαιρας‒ κάποιο,
έστω αμυδρό, σημάδι φωτεινού σώματος. Η ζέστη ήταν φυσικά ανυπόφορη. Η
αποφορά θειαφιού, που, λόγω και της πλήρους άπνοιας, διαπότιζε προσηκόντως και
ολοσχερώς την ατμόσφαιρα, καθιστούσε εξαιρετικά δυσχερή την αναπνοή, για εμένα
τουλάχιστον. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν ‒ η ησυχία που επικρατούσε μού φάνηκε
πραγματικά εξωπραγματική.

Πράγματι, εγώ ασφυκτιούσα, όμως τίποτα στη συμπεριφορά της καθοδηγήτριάς μου
δεν έδειχνε ότι συμμεριζόταν τη δυσφορία μου. Με το που φτάσαμε έβγαλε από
πάνω της το πέπλο που φορούσε, το έριξε στο έδαφος, κάθισε πάνω του και,
αφήνοντας έναν αναστεναγμό αγαλλίασης, αναφώνησε:

«Εδώ μάλιστα, εδώ μπορεί να αναπνεύσει κανείς τον αέρα της ελευθερίας! Ό,τι
ζητούν οι άλλοι στην πόλη αλλά ποτέ δεν πρόκειται να βρουν γιατί είναι
σκουριασμένα μυαλά.»

Έκατσα κι εγώ. Βρισκόμασταν κοντά στο πευκοδάσος, σε ένα σημείο όπου η άμμος
δεν ήταν τόσο καυτή. Κοίταξα την κοπέλα. Αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να αδράξω
την ευκαιρία να αφομοιωθώ, ενδεχομένως, από τον κόσμο στον οποίο είχα βρεθεί
έτσι αξεδιάλυτα ‒όπως όλα έδειχναν‒ μπλεγμένος, όσο δυσάρεστος και αν μού είχε
φανεί αρχικά. Στο κάτω κάτω της γραφής, η κοπέλα είχε δοθεί, όπως είχε δοθεί, σε
εμένα. Η γύμνια της με αναστάτωνε είναι η αλήθεια, όμως, παρόλα αυτά, υπήρχε κάτι
που με απωθούσε επίμονα σε όλη αυτή την κατάσταση. Άλλωστε, συνειδητοποίησα
ότι, όντως, όπως με είχε προειδοποιήσει ο αλλήθωρος μαστροπός, ό,τι θα μπορούσε
να προσιδιάζει σε γενετήσια ‘έξαψή’ εδώ δεν γινόταν να εκδηλωθεί με κάποιον απτό
τρόπο (με είχε, εξάλλου, προϊδεάσει σχετικά και ο αποτρόπαιος μαστροπός). Τα
σημεία της θηλυκότητάς της, τα οποία μπορούσα να τα διακρίνω ως τέτοια, μού
φαίνονταν ταυτόχρονα κάπως αμυδρά, ακατάλληλα για οποιουδήποτε είδους
αλληλεπίδραση. Ούτως ή άλλως ήμουν ακόμα αρχάριος στην νέα αυτή υπαρκτική
κατάσταση· ίσως αυτή να με μυούσε σε κάποια καινούργια ιεροτελεστία ερωτικής
συνεύρεσης του θηλυκού με το αρσενικό. Ίσως, ποιος ήξερε… Αν ήταν στο χέρι μου,
πάντως, θα προτιμούσα χίλιες φορές να μην είμαι εκείνη τη στιγμή σε εκείνο το
μέρος. Ωστόσο, παρέμενα εκεί με σφιγμένη καρδιά. Πάντως, ο παρατεταμένος
σιωπηλός ρεμβασμός της κοπέλας, η οποία είχε σταματήσει προς στιγμήν να
ασχολείται μαζί μου, μού έδωσε την ευκαιρία να ηρεμήσω κάπως.

Όμως, αυτό δεν κράτησε για πολύ. Ενόσω το βλέμμα μου περιπλανιόταν πάνω στην
έρημη ως τότε αμμουδιά, ξάφνου παρατήρησα μια φιγούρα να τρέχει προς τη
θάλασσα. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν κινούνταν πολύ μακριά από το σημείο που
καθόμουν εγώ κι έτσι μπόρεσα να διακρίνω ότι φορούσε ένα ένδυμα που έμοιαζε με
ρόμπα ασθενούς. Ήταν ένας άντρας, πολύ λεπτός και καραφλός, ενώ, καθώς έτρεχε,
κινούσε τα χέρια του σαν αλλόφρων και ξεφώνιζε:

«Κάποτε για τους τρελούς, τώρα για τους ασθενείς... Όχι, εγώ δεν θα υποκύψω στης
μηχανής της εξουσίας τα τερτίπια. Ποιος, τι θέλει εμένα, εμένα θέλει να με
αναμορφώσει… Να με κάνει τι; Ω, θάλασσα εσύ καθαρτική, σώσε με από των
δεσμών τούτων των φριχτών την ολέθρια επιβολή!»

Καθώς ο φερόμενος ασθενής πλησίαζε τη θάλασσα, ανασηκώθηκα έντρομος.

«Μα τι κάνει ο άνθρωπος αυτός» είπα και έδειξα προς τα εκεί που βρισκόταν.

Η κοπέλα γύρισε ανόρεχτα με ένα σαρκαστικό μειδίαμα σχηματισμένο στα χείλη της.
Την ίδια στιγμή, ξεπρόβαλλε μια άλλη φιγούρα να κινείται χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη
στο κατόπι του καραφλού άντρα. Ήταν, εκ πρώτης ‒πισινής‒ όψεως, μια υπερβολικά
μεγαλόσωμη γυναίκα με φαρδιές πλάτες, ντυμένη σαν νοσοκόμα, η οποία, όπως
καταλάβαινα, γελούσε κοροϊδεύοντας τον φρενήρη ασθενή, ενώ στα χέρια της
κρεμόταν ένα λάσο. Ο καραφλός ασθενής έφτασε στη θάλασσα και προχώρησε
αρκετά μέσα, πριν οι φωνές του μετατραπούν σε σπαρακτικά ουρλιαχτά πόνου. Η
νοσοκόμα έφτασε στην ακτή και, προσέχοντας να μην ακουμπήσει στο υγρό, άρχισε
να χτυπιέται από τα γέλια. Μετά από λίγη ώρα, όταν επιτέλους ανέκτησε την
αυτοκυριαρχία της, άρχισε να στριφογυρνάει το λάσο και με μια πολύ επιδέξια
κίνηση το πέταξε καταφέρνοντας να το περάσει γύρω από τον ασθενή που
τσουρουφλιζόταν. Η νοσοκόμα έσυρε με δύναμη τον φριχτά παραμορφωμένο από τα
εγκαύματα καραφλό άντρα στην ακτή, έξω από εκείνη την αδιανόητη θάλασσα. Τον
τύλιξε με ένα γυαλιστερό ύφασμα, ενώ σφάδαζε ο καημένος σαν τρελός από τον
πόνο, και, σηκώνοντάς τον με άσπλαχνη βιαιότητα στα δυνατά της μπράτσα, τον
απίθωσε στις τεράστιες πλάτες της. Όταν γύρισε διαπίστωσα, προς μεγάλη μου
έκπληξη, ότι η νοσοκόμα ήταν στην πραγματικότητα ένας άντρας με ένα αγέρωχο
μούσι να καλύπτει τις αδρές παρειές του. Γύρισα στην κοπέλα και τη ρώτησα:

«Ώστε είναι και αυτό συνηθισμένο εδώ;»

Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

«Φυσικά, όμως εσένα τι σε κόφτει; Ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά την


ελευθερία.»

«Μα…»

Μια οχλοβοή ακούστηκε ξαφνικά από πίσω μου, διακόπτοντας ό,τι είχα ούτως ή
άλλως ήδη μετανιώσει που ξεκίνησα να λέω. Γύρισα και είδα ένα τσούρμο από
γυμνούς άντρες και γυναίκες, διαφόρων θα έλεγα ηλικιών, να κατακλύζουν σιγά σιγά
την παραλία. Χόρευαν και φώναζαν έξαλλα, όμως ήταν αδύνατον να πει κανείς αν οι
φωνές τους ήταν απόρροια μιας κάποιας ενθουσιώδους χαράς ή αν οφείλονταν στο
κάψιμο που προξενούσε η άμμος στα γυμνά τους πέλματα. Το συνονθύλευμα των
έξαλλων ανθρώπων άρχισε να συμπλέκεται άναρχα σε στάσεις που προσιδίαζαν σε ‒
οποιασδήποτε μορφής και είδους‒ ερωτικές περιπτύξεις. Όμως, αλίμονο, η
σεξουαλική ικανοποίηση ήταν ‒όπως για άλλη μία φορά αποδεικνυόταν από τα
φαινόμενα‒ κάτι ανέφικτο σε αυτόν τον ζοφερό κόσμο. Ό,τι έμενε λοιπόν για τους
δύσμοιρους επίδοξους οργιαστές ήταν ο πόνος της επαφής του γυμνού τους
περιγράμματος με την καυτή άμμο αναμεμειγμένος με την παράταιρη αγωνία της
ερωτικής επιθυμίας που ήταν αδύνατον να εκφραστεί, έστω με κάποιον στοιχειωδώς
αποτελεσματικό τρόπο.

VI.

Δεν μπορώ να αποκρύψω το γεγονός ότι το θέαμα μου δημιούργησε κάποια θυμηδία
‒ αν μην τι άλλο, οι άνθρωποι αυτοί πήγαιναν γυρεύοντας να υποστούν όσα
υφίσταντο, χωρίς κανένα προφανή λόγο. Έτσι, μια ειρωνική έκφραση σχηματίστηκε
στο πρόσωπό μου, η οποία δεν διέλαθε της προσοχής της ‘συντρόφου’ μου.

«Βλέπω ότι άρχισες να το διασκεδάζεις», μού είπε σε κοροϊδευτικό τόνο, που όμως
για πρώτη φορά πρόδιδε μια αίσθηση μειονεξίας απέναντί μου.

«Ώστε αυτό είναι ελευθερία!» αποκρίθηκα ειρωνικά.

Μια ζωηρή συνομιλία που ακουγόταν πίσω από την πλάτη μου, από την πλευρά του
δάσους, μού απέσπασε ξανά την προσοχή. Γύρισα και είδα τρεις άντρες να
συνομιλούν. Φαίνονταν και οι τρεις να είναι από μια παλιότερη εποχή από εκείνη που
έζησα εγώ στη γη. Είχαν και οι τρεις μακριά μαλλιά δεμένα κοτσίδα με κορδέλα,
φορούσαν εφαρμοστά ενδύματα, ενώ ο ένας από αυτούς ‒ο ψηλότερος‒ είχε ένα
καπέλο στο κεφάλι (κάτι που συνιστούσε βέβαια μια μάλλον περιττή πολυτέλεια,
αφού, όπως έχω ήδη αναφέρει, μπορεί να έκανε ανυπόφορη ζέστη, αλλά δεν υπήρχε
ορατός ήλιος στον ουρανό).

«Ώστε εδώ οδηγεί ο πολιτισμός; Έτσι μού είπαν, ότι εδώ οδηγεί ο πολιτισμός, αν
είναι δυνατόν! Αλλά και στις πόλεις που έχω πάει ως τώρα… κι εκεί, σας λέω, τα
πράγματα δεν είναι καλύτερα. Μού φαίνεται ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά…»
έλεγε ο ένας.
«Ναι, τώρα το κατάλαβες εσύ· εγώ πάντως ανέκαθεν στα έλεγα!» απάντησε ο
δεύτερος (ο ψηλότερος, με το καπέλο, παρέμενε σιωπηλός αγναντεύοντας τον αφανή
από τους ατμούς ορίζοντα).

«Τι έλεγες εσύ ρε κακομοίρη! Και δεν μου λες, για να ’χουμε καλό ερώτημα, εσύ
γιατί είσαι εδώ; Δεν σού είπανε και σένα να έρθεις να δεις τον άνθρωπο στη ‘φυσική
του κατάσταση’; Ιδού λοιπόν η πρωτόγονή σου αθωότητα! Απόλαυσέ τη λοιπόν,
γιατί δεν την απολαμβάνεις και συνεχίζεις να ξινίζεις τη μούρη σου;»

Οι δυο άντρες σταμάτησαν προς στιγμήν να μιλούν, καθώς στο μεταξύ η φασαρία
που γινόταν στην παραλία είχε αλλάξει περιεχόμενο. Φαίνεται ότι η συνεχής
δυσπραγία και ο επίμονος πόνος, όπως βιωνόταν από τα υποκατάστατα σωμάτων
όσων παραβρίσκονταν εκεί κάτω, στα οποία, ως γνωστόν πλέον, δεν ήταν δυνατόν να
κατασταλούν οι ζωτικές λειτουργίες, τούς είχε επιφέρει έντονο εκνευρισμό. Ο
πρότερος ερωτικός οίστρος είχε πλέον μετατραπεί σε ακραία αντιπαλότητα. Το πιο
εντυπωσιακό ήταν ότι η αντιπαλότητα στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε κάποια
συγκεκριμένη μορφή. Από όσα ασυνάρτητα μπορούσα να ακούσω, άλλοι ‒και κυρίως
άλλες‒ επικαλούνταν το φύλο τους, άλλοι, ωστόσο, επεσήμαιναν εριστικά στους
πρώτους ότι δεν θα έπρεπε να είναι τόσο σίγουροι για την ακριβή ταυτότητα του
φύλου τους· άλλοι πάλι αναφέρονταν στο χρώμα του δέρματός τους (αν και καμιά
φορά το χρώμα που ορισμένοι επικαλούνταν δεν ανταποκρινόταν στην
πραγματικότητα, όπως εγώ τουλάχιστον μπορούσα να τη διακρίνω με τα μάτια μου)·
άλλοι τόνιζαν με έμφαση τον τρόπο που θα επέλεγαν να κάνουν σεξ, αν είχαν αυτή τη
δυνατότητα. Το δια ταύτα ιδιαιτέρως των εριστικότερων από τις επί μέρους θέσεις
που διατυπώνονταν ήταν ότι επιστρατεύονταν για να παρουσιάσουν τους φορείς τους
ως θύματα. Τα αυτόκλητα ‘θύματα’ κατηγορούσαν με αγανάκτηση τους υπόλοιπους
ότι αυτοί ήταν η αιτία που στον κόσμο τούτο δεν ήταν δυνατόν να βιωθεί η απόλαυση
και ότι έτσι καταστελλόταν γενικά η ελευθερία και η ισότητα στην κοινωνία (και
άλλα τέτοια ‒αν τα ανακαλώ σωστά‒ ελάχιστα κατανοητά, από εμένα τουλάχιστον).
Αφού, λοιπόν, διέθεσαν κάποιο χρόνο να οδύρονται και να χτυπιούνται, κάποια
στιγμή άρχισαν να βιαιοπραγούν με τρομερή αγριότητα το ένα ‘θύμα’ ενάντια στο
άλλο (η καρδιά μου τότε σφίχτηκε ιδίως για τις καημένες τις γυναίκες, καθώς, για
προφανείς λόγους, δεν τις συνέφερε καθόλου η συγκεκριμένη περίσταση, παρότι η
αλήθεια είναι ότι εγώ τουλάχιστον δεν είδα έστω μία από αυτές να κάνει την
παραμικρή προσπάθεια να αποφύγει τη δυσμενή κατάσταση που ήταν πασίδηλο ότι
διαμορφωνόταν).

Ήταν δε μάταιο να επιχειρήσει κανείς να κατευνάσει τα πνεύματα. Για παράδειγμα,


δύο γυναίκες που είχε τύχει να απομακρυνθούν κάπως από το υπόλοιπο κοπάδι
φιλονικούσαν μπροστά στα μάτια μου. Η μία κατηγορούσε την άλλη με μεγάλη
δριμύτητα επειδή είχε αποκαλέσει τον εαυτό της γυναίκα. Η άλλη έδειξε να υποχωρεί
κάπως, δηλώνοντας ότι όντως στον παρόντα κόσμο η διάκριση μεταξύ των φύλων
είχε μάλλον περιορισμένη σημασία. Όμως αυτή η παραδοχή εξόργισε ακόμα
περισσότερο την πρώτη, η οποία βάλθηκε πλέον να αποδείξει ότι βιολογικά τα φύλα
υπήρχαν, και εξακολουθούσαν να υπάρχουν, και ότι αυτός ήταν ο λόγος κάθε
συμβατικής ανελευθερίας και κοινωνικής υποκρισίας στον κόσμο. Γι’ αυτό, τα φύλα
θα έπρεπε να αποουσιοποιηθούν ‒αυτή ήταν, νομίζω, η ουσία‒ και εντέλει να
καταργηθούν με μία ανατρεπτική πράξη ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Τελικά, ούτως ή
άλλως, οι δυο τους δάρθηκαν μεταξύ τους ανελέητα, πιστεύοντας αμφότερες ‒η κάθε
μία με τον δικό της φυσικά τρόπο‒ ότι τα φύλα υπάρχουν και δεν υπάρχουν
ταυτόχρονα.

Ξάφνου, ένας κατά τα φαινόμενα τρελός άντρας πετάχτηκε μέσα από το δάσος
βγάζοντας τα ρούχα του. Έτσι γυμνός, αγκάλιασε τους δύο κοντότερους
διανοούμενους γελώντας και φωνάζοντας έξαλλα:

«Τι βλέπω εκεί, τι είναι αυτό;» Έδειχνε προς την παραλία. «Είναι ηδονή ή σάμπως
είν’ οδύνη; Είναι σωμάτων χαρωπός ερωτικός βρασμός ή αβυσσαλέα βίαιη κραιπάλη!
Όπως και να ’χει, εμένα τι με μέλλει ‒ τα δυο τους άλλωστε ποιος μπορεί να
ξεδιαλύνει; Τώρα να με συγχωρείτε, έχω να μετάσχω σε ’κείνο κάτω κει το
καρναβάλι!»

Και κατευθύνθηκε χοροπηδώντας και αλαλάζοντας σαν μανιακός προς το μπουλούκι


στην παραλία.

«Και αφού έστειλαν εσένα εδώ, πώς έστειλαν κι εμένα;» ξεκίνησε τη συνομιλία με
τον άλλο ο ‘ξινισμένος’ διανοούμενος από εκεί που την είχαν αφήσει, σαν να μην είχε
συμβεί τίποτα στο ενδιάμεσο.

«Δεν ξέρω, ειλικρινά δεν ξέρω. Τι φρίκη είναι αυτή! Και ο Θεός πού είναι άραγε;
Πού είναι ο Θεός, μου λες; Αν υπάρχει, γιατί δεν εμφανίζεται να βάλει μια τάξη!»
«Ο Θεός…» αναφώνησε επιτέλους με στοχαστικό ύφος ο διανοούμενος με το
καπέλο. «Κάποιο νόημα υπάρχει σε όλα αυτά ‒δεν μπορεί!‒, αλλά πού να κρύβεται
άραγε; Αν μόνο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όλη αυτή η ενεργητικότητα για να
δομηθεί ένας νέος κόσμος…» Παρότι μιλούσε προφανώς για το μπουλούκι στην
παραλία, το βλέμμα του δεν παρέκκλινε από τον νοερό ορίζοντα.

«Ναι, τους είδαμε και τους ‘δομημένους’ κόσμους» απάντησε με απαξιωτικό ύφος ο
‘ξινισμένος’ διανοούμενος. «Μού φαίνεται ότι σε έχει βαρέσει για τα καλά η ζέστη
στο κεφάλι κι έτσι ήσουν που ήσουν, τώρα απόγινες τελείως! Τι τα θες του λόγου σου
τα θερμά κλίματα, αφού δεν τα βαστάς;»

«Το θερμό κλίμα ευνοεί την ανάπτυξη του πολιτισμού, τουλάχιστον στα πρωταρχικά
του στάδια. Αυτό είναι για εμένα ένα προσκύνημα στον πολιτισμό!»

«Καλά καλά, χόρτασες πολιτισμό ή μήπως θέλεις κι άλλο ‒ άκου εκεί παλαβομάρες,
‘προσκύνημα στον πολιτισμό’!» είπε περιπαιχτικά ο πρώτος ‒ο, ας πούμε,
απογοητευμένος‒ διανοούμενος. Έπειτα, χτυπώντας συγκαταβατικά τον ψηλό στην
πλάτη, συνέχισε: «Εμείς πάντως φεύγουμε τώρα. Αρκετά! Έρχεσαι;»

Οι δύο ξεκίνησαν να απομακρύνονται σκυφτοί και αμίλητοι πάνω στο χωμάτινο


δρομάκι που χώριζε την παραλία από το δάσος (όπου, άλλωστε, στέκονταν καθ’ όλη
τη διάρκεια της συνομιλίας τους). Ο ψηλός διανοούμενος με το καπέλο έσκυψε και
αυτός μετά από λίγο το κεφάλι και ακολούθησε με νωχελικό βήμα τους άλλους
δένοντας τα χέρια του μεταξύ τους πίσω από την πλάτη.

VII.

Όσο ήμουν απορροφημένος με όσα γίνονταν τριγύρω είχα ξεχάσει την ύπαρξη της
κοπέλας. Φαίνεται ότι αυτό την έθιξε κι έτσι άρχισε να ασχολείται μαζί μου
αξιοποιώντας τα θέλγητρα της θηλυκότητάς της (αυτή δεν έδειχνε να ενστερνίζεται
κάποια θεωρία περί ‘ρευστότητας’ του φύλου ή να υποθέτει ότι εγώ μπορεί να
ενστερνιζόμουν κάτι παρόμοιο). Κινήθηκε προς το μέρος μου με σαγηνευτικές
κινήσεις. Όταν αντιλήφθηκα την κίνησή της, γύρισα και την κοίταξα με αμηχανία. Η
κοπέλα αφουγκράστηκε την αμηχανία μου και σταμάτησε δυσαρεστημένη.

«Ποιος είσαι εσύ; Γιατί είσαι έτσι;» με ρώτησε με αγανάκτηση.

«Τι εννοείς, τα ίδια θα μπορούσα να σε ρωτήσω κι εγώ ξέρεις.»


«Τι θέλεις να μάθεις για μένα;»

«Ποια είσαι. Τι είναι αυτό το αηδιαστικό μέρος. Καταλαβαίνω ότι είναι κάποιου
είδους κόλαση, αλλά τι σημαίνουν όλα αυτά, γιατί είμαι εγώ εδώ; Γιατί συγκεκριμένα
εδώ;» Ήταν η πρώτη φορά κατά τη σύντομη ως τώρα παραμονή μου σε τούτο τον
γκροτέσκο κόσμο που εξέφρασα έτσι ανοιχτά και με έμφαση τη δυσθυμία μου.

«Εδώ είναι ένα από τα μέρη όπου καταλήγουν τα ιδανικά. Βλέπεις τα αρχαία ερείπια·
τι πιο ενδεικτικό μιας αρχέγονης λατρείας…! Ταιριάζει, επίσης, πολύ με την εποχή
στην οποία έζησες. Αλλά, όπως είδες, δεν είναι μόνο άνθρωποι της εποχής σου που
έρχονται να επισκεφτούν το μέρος. Η διαφορά είναι ότι εσύ, σε αντίθεση με τους
ανθρώπους της εποχής σου που έρχονται εδώ, δεν θες να διασκεδάσεις.»

«Τι ανοησίες είναι αυτές. Ποια είναι η διασκέδαση ακριβώς», μιλούσα δυνατά και
έδειχνα την παραλία. «Κοίτα, όχι κοίτα, σού φαίνεται διασκέδαση αυτό το πράγμα!
Και, άλλωστε, ποια είναι η διαφορά στην ουσία από τους προηγούμενους που τόσο
απαξιούσες; Δεν μπορεί να μην καταλαβαίνεις τι εννοώ. Θεέ μου, δεν γίνεται να είναι
όλα τόσο παράλογα!»

«Αυτή είναι η ζωή», μού απάντησε κοιτάζοντάς με εξεταστικά.

«Τέτοιου είδους ζωή εγώ την απέρριψα. Και ξέρεις τι σιχαινόμουν περισσότερο στη
ζωή, ε; Όλες αυτές τις κλασικές φιοριτούρες (η αρχέγονη λατρεία!), αυτός ο άθλιος
συνδυασμός με τη ζέστη, όλη αυτή η θολούρα του καλοκαιριού σε εκείνες τις
χώρες... Εκείνα τα μέρη όπου τίποτα δεν έχει αξία…»

«Ζητάς την αξία;»

«Ναι, ζητώ την αξία!»

«Και όχι το τίποτα;»

«Δεν ξέρω, τι εννοείς;» την κοίταξα έκπληκτος. Είχε βρει τον τρόπο να με
αποστομώσει. «Δεν ξέρω… ζητώ το μηδέν, επειδή δεν βρίσκω την αξία. Γιατί να μην
μπορεί το μηδέν να είναι μια επιλογή; Γιατί να μην μπορώ να μην υπάρχω, χωρίς
φιλοδοξίες, χωρίς, ναι, χωρίς καν αξιώσεις, χωρίς ζωή, χωρίς τίποτα!»

«Και η ομορφιά;»
«Τι θα πει η ομορφιά; Η ομορφιά που καταλήγει εδώ μήπως;» είπα καγχάζοντας και
δείχνοντας αόριστα τον χώρο.

«Όχι, η ομορφιά που καταλήγει εδώ», είπε δείχνοντας προκλητικά τον εαυτό της.

Τα έχασα ‒ μού φάνηκε τότε πράγματι υπερβολικά όμορφη!

«Δηλαδή, εσύ είσαι εδώ για εμένα;» τη ρώτησα ξέψυχα.

«Φυσικά, γιατί όχι; Δεν θα το ήθελες αυτό;»

Το σαγηνευτικό ύφος ξαναχρωμάτισε το πρόσωπό της. Όμως, τη στιγμή που έκανε να


επαναλάβει την κίνησή της προς εμένα, είδα το πρόσωπό της να παραμορφώνεται
αστραπιαία με εκείνη την παραμόρφωση που είχαν λάβει τα πρόσωπα των ανθρώπων
οι οποίοι με είχαν περικυκλώσει με απειλητικές προθέσεις στην επεισοδιακή
συγκέντρωση όπου είχα παραβρεθεί στην αρχή του εφιαλτικού ταξιδιού μου σε αυτόν
τον αποτρόπαιο κόσμο. Τινάχτηκα έντρομος. Η κοπέλα σταμάτησε απότομα και μία
ερεβώδης έκφραση μίσους επανασκιαγράφησε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της.
Μια κοφτερή μακριά λεπίδα πρόβαλε ξαφνικά ως προέκταση του δεξιού της
αντίχειρα. Και τότε, είδα με κομμένη την ανάσα την κοπέλα να μετατρέπεται σε μια
ζαρωμένη μέγαιρα και, βγάζοντας μια απόκοσμη στριγκλιά, να ανοίγει με δύναμη το
λαρύγγι της με το λεπίδι του αντίχειρά της. Με το που έπεσε ξέψυχη στο έδαφος, η
μορφή της αφομοιώθηκε κατευθείαν από το έδαφος.

Αμέσως, μια φωνή από την παραλία έσχισε τον πηχτό αέρα:

«Σκότωσε τη γυναίκα! Νάτος, εκείνος εκεί, σκότωσε τη γυναίκα!»

Και μυριάδες φωνές αποκρίθηκαν εν χορώ:

«Σκοτώστε τον! Σκοτώστε τον!»

VIII.

Αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι. Δεν ξέρω τι συνέβη. Πάντως, όταν ξύπνησα
βρισκόμουν εδώ ακριβώς που βρίσκομαι τώρα ‒ που είναι πού ακριβώς; Δεν ξέρω.

Στην αρχή σκέφτηκα μήπως τελικά όλα αυτά ήταν ένα κακό όνειρο και τώρα που
ξύπνησα το μόνο που είχα να κάνω είναι να ηρεμήσω για να επανέλθω στην
πραγματικότητα; Έτσι άφησα τον χρόνο να περάσει λίγο. Το μέρος όπου κάθομαι
πλέον (νομίζω ότι ξύπνησα σε καθιστή θέση) μού είναι εντελώς άγνωστο. Και, στα
αλήθεια, είναι το πιο παράξενο μέρος από όλα όσα έχω επισκεφτεί ως τώρα σε αυτόν
τον κόσμο. Είναι ένας απολύτως ξερός τόπος. Καμία βλάστηση δεν φαίνεται
πουθενά, εκτός από ένα απολύτως ξεραμένο δέντρο, στη ρίζα του οποίου είμαι
καθισμένος. Για την ακρίβεια, δεν διακρίνω και πολλά ‒ μια αντανάκλαση καλύπτει
τα πάντα. Ίσως ο όρος ξεραΐλα να μην είναι τελικά ο καταλληλότερος για την
περιγραφή αυτού του μέρους (μού υποβάλλεται βέβαια από το ξερό δέντρο, αλλά
ακόμα κι έτσι, όπως είπα, δεν βλέπω και τίποτα άλλο). Υπάρχει ένα περίεργο φως
παντού, όχι δριμύ σαν του ήλιου, όχι διεισδυτικό σαν ακτινοβολία, αλλά ήπιο και
καλόβολο, θα έλεγα. Είναι η πρώτη φορά σε αυτόν τον κόσμο που νομίζω ότι μπορώ
κάπως να ανασάνω χωρίς φόβο ‒ ο αέρας εδώ μού φαίνεται όντως τόσο ελαφρύς και
ευχάριστος! Ας πούμε ότι μια ευεργετική ομίχλη καλύπτει τα πάντα. Και αυτό με
ανησυχεί· τι έρχεται άραγε μετά… Μήπως υπάρχει κάποιο παραπλανητικό, μοχθηρό
σχέδιο πίσω από αυτή την αίσθηση;

⸻Εσύ τι λες να σημαίνουν όλα αυτά;

Περίεργο, από πού έρχεται αυτή η φωνή. Γυρίζω στα δεξιά μου και βλέπω έναν
γέροντα. Μόλις αντιλαμβάνεται ότι τον κοιτάω, στρέφει κι αυτός το πρόσωπό του
προς εμένα. Είναι ένα αρκετά ισορροπημένο πρόσωπο, με αδρές, συνεκτικές
γραμμές. Έχει αραιά, μακριά άσπρα μαλλιά και μια αρκετά πυκνότερη μακριά
γενειάδα. Η φυσιογνωμία του δεν σκιάζεται από κάποια ψευτοευγενική έκφραση. Το
αντίθετο, μοιάζει μάλλον αυστηρός· κι όμως, μού φαίνεται ότι αυτός ο άνθρωπος,
που αυτή τη στιγμή κάθεται δίπλα μου, είναι ο πιο αξιόπιστος άνθρωπος που γνώρισα
ποτέ!

⸻Ποια εννοείτε; απόρησα.

⸻Ξέρεις, τις ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας ποτέ δεν τις ακούμε μόνο εμείς.
Είχε προς στιγμήν αποστρέψει το βλέμμα του από εμένα και τώρα με ξανακοιτάει με
ένα αδιόρατο χαμόγελο να φωτίζει τα μάτια του.

⸻Δηλαδή, ακούσατε όσα σκεφτόμουν τώρα δα.

⸻Να ακούσω εγώ… Όχι, εγώ δεν έχω τέτοια δυνατότητα. Εγώ μπορώ μόνο να
βλέπω. Αυτός που με στέλνει ωστόσο, Αυτός μπορεί και να ακούει!

⸻Αυτός, ποιος είναι αυτός;


Ο γηραιός συνομιλητής μου κάνει μια μικρή παύση και χαϊδεύει τη γενειάδα του.

⸻Δεν σού κάνει εντύπωση, πώς τη γλίτωσες δύο φορές!

⸻Ναι, αλλά πού… (Καταλαβαίνω ότι πρέπει να γνωρίζει όσα συνέβησαν και
επομένως θεωρώ περιττές οποιεσδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεις.) Τέλος πάντων,
είναι, πάντως, να απορεί κανείς… Εννοώ, όπου υπήρχαν άνθρωποι, δηλαδή, όπου
μαζεύονταν πολλοί μαζί, η κατάσταση πάντα ξέφευγε. Αν το σκεφτείς, είναι αστείο.
Από την άλλη, μιλάμε για πραγματική βία, χωρίς κανένα νόημα, καμία ουσία.
Αναρωτιέμαι, τελειώνει άραγε ποτέ αυτό. Εννοώ, γύρισα και κοίταξα με εμπιστοσύνη
τον γέροντα, υπάρχει κάποια… δηλαδή, θέλω να πω, καταλήγουν κάπου όλα αυτά;

⸻Αυτή ακριβώς ήταν η αρχική μου ερώτηση. Άκου, αυτοί οι άνθρωποι που
συνάντησες έχουν έναν συγκεκριμένο, κατασταλαγμένο τρόπο να κατανοούν τα
πράγματα. Κατά κάποιο τρόπο, είναι εγκλωβισμένοι οικειοθελώς σε αυτή τη
νοοτροπία, σε αυτή την κατάσταση του νου. Θα ήθελαν να αντλήσουν δικαίωση από
την πραγματικότητα, αν μπορούσαν, ακόμα και παραμορφώνοντάς τη. Όμως δεν
έχουν τέτοια δυνατότητα, τίποτα στον κόσμο κανονικά δεν θα έπρεπε να τους πείθει
ότι έχουν τέτοια δυνατότητα. Κι έτσι, βιώνουν τις συνέπειες αυτής της…
αναντιστοιχίας. Αλλά, αρκετά γι’ αυτούς· το θέμα είναι εσύ…

⸻Εγώ τι;

⸻Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά εσύ παρέμενες εντέλει σε κάποια απόσταση


από κάθε περίσταση που συνάντησες.

⸻Δεν ήθελα να είμαι εκεί, αλλά, από την άλλη, ποιος το θέλει… ποιος μπορεί να
το θέλει αυτό;

⸻Το θέμα δεν είναι μόνο τι θέλει κανείς, αλλά και τι ζητά.

⸻Ζητάω την ανυπαρξία, αυτό ζητάω.

⸻Ναι, το ξέρω ότι έτσι λες ξανά και ξανά, αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι αυτό
σού εξασφαλίζει μια θέση στον κόσμο που είδες.

⸻Μα γιατί;

⸻Την ύπαρξη μήπως την εξασφάλισες εσύ στον εαυτό σου, για να μπορείς εσύ
κάπως, με κάποιον τρόπο, να τού τη στερήσεις;
⸻Όχι, αλλά… Είναι πολύ σκληρό, είναι τόσο σκληρό να γεννηθεί κανείς στον
κόσμο, στον οποιονδήποτε κόσμο τέλος πάντων, χωρίς διέξοδο…

⸻Η διέξοδος… Τι είναι διέξοδος!

⸻Δεν ξέρω, το τέλος. Η ησυχία, η ανυπαρξία πόνου ή κινδύνου, αλλά… και


επιβράβευσης ακόμα.

⸻Σωστά, σωστά… Τη θυμάσαι την κυρία που σε συνόδευσε στην παραλία;

⸻Γίνεται να μην τη θυμάμαι;

⸻Ξέρεις ποια ήταν;

⸻Όχι. Μια πόρνη υποθέτω, εκείνου του αλλήθωρου κοντού μαστροπού.

⸻Δεν έχεις εντελώς άδικο, χαμογελάει, αν και μάλλον εκείνη τον κατέχει, παρά
εκείνος εκείνη. Η κυρία εκείνη είναι γνωστή στους εκλεπτυσμένους κύκλους ως
‘αλληγορία’.

⸻Αποκλείεται, τον κοιτάω καλά καλά. Τι… είναι μήπως κάποιου είδους αστείο…
Δεν διέκρινα και πολύ μεγάλη καλλιέπεια πάνω της. Δεν είναι δυνατόν… δηλαδή, τι;
Ήταν κάποιου είδους συμβολισμός ας πούμε; Εμένα, πάντως, μού φάνηκε το ίδιο
πραγματική όσο οι άλλοι.

⸻Αυτή η κυρία, λοιπόν, είναι η έμπνευση της πλειονότητας των ποιητών, αλλά
και των ανθρώπων εν γένει. Είναι ο τρόπος που νοηματοδοτούν τη ζωή τους. Αυτή
που γνώρισες εσύ ταυτιζόταν με τον τόπο, με την κόλαση. Είναι η βασίλισσα της
γητειάς και των ψευδαισθήσεων, η βασικότερη ψυχοπομπός της κόλασης.

⸻Αξιώθηκα εγώ τέτοιας γνωριμίας!

⸻Εσύ την είδες αυτοπροσώπως, άμεσα· αφενός, γιατί ο κόσμος δεν σού ασκεί
γοητεία και επομένως δεν γινόταν να μεταμφιεστεί σε εσένα ως κάτι άλλο. Αφετέρου,
όμως, την είδες γιατί αυτή σού λείπει. Σού λείπει η αλληγορία. Δεν είναι ανάγκη,
ξέρεις, η αλληγορία να είναι ένας δαίμονας. Είδες άλλωστε ότι αυτή αυτοθυσιάστηκε.
Αυτή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Εσύ όμως θα ζήσεις. Γιατί αυτή η μορφή
αλληγορίας που συνάντησες ήταν διαμορφωμένη από την κόλαση, όπου σε έστειλε η
δική σου άρνηση να κατανοήσεις ότι το τέλος, το νόημα ‒μαζί και η ηρεμία που τόσο
ζητάς‒ υπάρχει, αλλά πέρα από τον κόσμο. Υπάρχει κατεξοχήν, με τους δικούς του
όρους, όχι με τους δικούς σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι όροι του δεν σε
ευνοούν. Και είναι ζωή, όχι θάνατος. Αναζήτησε, φίλε μου, και αναγνώρισε την
Αλήθεια, όπως αποκαλύφθηκε στον κόσμο και τότε, πίστεψέ με, η αλληγορία ‒αυτή
η μέγαιρα που είδες‒ θα γίνει η πιο πιστή σου σύντροφος! Συνέχισε, λοιπόν, και
δέξου ανταποδίδοντας, όσο μπορείς, τη χάρη που σου δόθηκε…

IX.

Ένας μονότονα επαναλαμβανόμενος ήχος διατρυπά το κρανίο μου. Αισθάνομαι το


κεφάλι μου βαρύ και έναν οξύ πόνο στο εσωτερικό των δύο μου πήχεων. Για την
ακρίβεια, αισθάνομαι ξανά πολύ βαρύ όλο μου το σώμα ‒ είχα κάπως ξεσυνηθίσει
αυτή την αίσθηση. Μα για μια στιγμή… Νιώθω σαν να είμαι δεμένος. Φως διαπερνά
τα βλέφαρά μου.

Το φως με τυφλώνει καθώς ανοίγω τα μάτια μου, αλλά δεν μπορώ να σηκώσω τα
χέρια μου για να τα προστατεύσω. Σιγά σιγά, συνηθίζω όμως. Ένα ταβάνι με
διαδοχικά τετράγωνα πλαίσια ‒ απόλυτα τετράγωνα, καθέτως και οριζοντίως… Ώστε
είμαι…

⸻Πώς αισθάνεσαι, φίλε μου;

Αυτή η τεχνηέντως απαλή χρεία της φωνής, αυτού του είδους η προσήνεια, σίγουρα
δεν είναι η φωνή του γέροντα. Κοιτάω με την άκρη του ματιού μου. Είναι ένας
μεσήλικας γιατρός.

⸻Πώς αισθάνεσαι; Ξέρεις πού βρίσκεσαι; Είμαι ο γιατρός που σε παρακολουθεί.


Είσαι ακόμα σε διαδικασία ανάνηψης, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας.
Είσαι νέος ακόμα και ο οργανισμός σου είναι πολύ εύρωστος· ουσιαστικά έχεις
διαφύγει τον κίνδυνο. Όμως, στο τσακ σε προλάβαμε, είχες χάσει πολύ αίμα, σταματά
για λίγο και με κοιτά κάπως αναποφάσιστα. Κοίτα, δεν ξέρω τι σού συνέβη, και δεν
είναι η δουλειά μου αυτή ‒παρεμπιπτόντως έχουμε έναν πολύ καλό ψυχίατρο στο
νοσοκομείο μας‒, αλλά αυτό που έκανες δεν συνιστά λύση… Είμαι σίγουρος ότι ό,τι
και να σού συνέβη το πήρες πολύ στραβά. Σε όλα τα προβλήματα υπάρχουν λύσεις…
Με ακουμπάει φιλικά στον ώμο. Τέλος πάντων, τώρα είσαι εδώ, ασφαλής. Εγώ θα
φύγω τώρα, αλλά θα τα ξαναπούμε. Μήπως έχεις κάποιον συγγενή, κάποιον φίλο με
τον οποίο θα ήθελες να επικοινωνήσουμε; Τον πατέρα σου ίσως…

Ενόσω τον άκουγα, μια απορία στριφογύριζε στο μυαλό μου.


⸻Πώς… Πώς με βρήκατε;

⸻Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας σου επικοινώνησε μαζί μας. Μας είπε ότι
πήρε το θάρρος να μπει στο διαμέρισμά σου μετά από ένα επιτακτικό ‒μας το τόνισε
αυτό‒ τηλεφώνημα του πατέρα σου, που ανησυχούσε για εσένα. Εντάξει; Αυτά,
ξεκουράσου τώρα. Για οτιδήποτε τυχόν θελήσεις μπορείς να απευθυνθείς στο
προσωπικό.

Ο «πατέρας» μου, ποιος «πατέρας» μου; Ο πατέρας μου έχει πεθάνει εδώ και καιρό…
Τώρα που το σκέφτομαι, πάντως, είναι όντως τόσο παράξενο…! Δεν νομίζω να
υπάρχουν αυτοθυσιαζόμενες ‘αλληγορικές’ κυρίες στην πραγματική κόλαση…

You might also like