Professional Documents
Culture Documents
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
1. Γενικά
Ο όρος χαρακτήρες2 χρησιμοποιείται γενικά, για να δηλώσει το σύνολο των
ιδιαίτερων πνευματικών, συγκινησιακών και κοινωνικών ποιοτήτων, τις έμφυτες
ιδιότητες και μορφές συμπεριφοράς που διακρίνουν ένα πρόσωπο. Στη
Λογοτεχνία ωστόσο, ο όρος δηλώνει ένα πρόσωπο, ή στην περίπτωση της
Παιδικής Λογοτεχνίας, συχνά και ένα προσωποποιημένο ζώο ή ένα εμψυχωμένο
αντικείμενο. Άνθρωποι, νεράιδες, δράκοι, μάγισσες, γοργόνες, ζώα, κάθε
ζωντανή ύπαρξη ή άψυχα αντικείμενα (ανθρωπομορφισμός) σε ένα ποίημα, σε
ένα θεατρικό έργο, σε ένα πεζό κείμενο αποτελούν ένα λογοτεχνικό χαρακτήρα, ο
οποίος μπορεί να εξελίσσεται όσο ζει, να δρα ή να παραμένει αμετάβλητος. Η
πανσπερμία αυτή των χαρακτήρων αποτελεί ίσως μια από τις πλέον βασικές
διαφορές από τη λογοτεχνία που απευθύνεται σε ενήλικες, είτε οι χαρακτήρες
αυτοί εξελίσσονται είτε όχι.
Η εξέλιξη του ανθρώπου στη ζωή είναι κυρίως θέμα αύξησης και
μεταβολής. Στη λογοτεχνία όμως παρατηρούμε την εξέλιξη του χαρακτήρα σε
περισσότερα επίπεδα, έστω και αν ο τελευταίος συχνά παρουσιάζεται με το
περίπλοκο μιας ανθρώπινης ύπαρξης. Κανείς δεν είναι μονοδιάστατος, έχοντας
μόνο θετικές ή αρνητικές ποιότητες. Κανείς μας δεν είναι μόνο καλός ή
γενναιόδωρος ούτε απόλυτα κακός ή εγωιστής. Όλοι διαθέτουμε αρκετές αρετές
και ιδιότητες, καθώς και μειονεκτήματα. Όλοι, επίσης, έχουμε τα όριά μας. Το
ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη Λογοτεχνία. Στην πλήρη ανάπτυξή του ένας
λογοτεχνικός ήρωας σημαίνει ότι διαθέτει ποικιλία χαρακτηριστικών.
Το γεγονός, βέβαια, ότι πολλοί λογοτεχνικοί χαρακτήρες είναι ζώα ή άψυχα
αντικείμενα δεν επιτρέπει στο συγγραφέα να προχωρήσει στην ψυχογραφία τους,
γιατί προϋποθέτει συνεχή αφήγηση, η οποία κουράζει τον αναγνώστη, γι’ αυτό
και την απέφευγαν μέχρι πρότινος στην παιδική λογοτεχνία. Άλλωστε, για αρκετά
χρόνια η παιδική λογοτεχνία γενικότερα δεν απεικόνιζε τον εσωτερικό κόσμο των
χαρακτήρων, σε αντίθεση με μια μεταστροφή προς αυτόν που παρατηρείται τα
τελευταία χρόνια. Μην ξεχνάμε ότι οι χαρακτήρες είναι δημιούργημα του
συγγραφέα, ο οποίος έχει την υποχρέωση να κάνει τις σκέψεις και τις ενέργειες
1
Παρά την αναγκαιότητα των χαρακτήρων σε ένα κείμενο, ήδη έχει αρχίσει να γίνεται λόγος,
παράλληλα με το «θάνατο του συγγραφέα» και για το «θάνατο του χαρακτήρα», πβ. Rimmon-
Kenan 19999: 29-36. Για το θάνατο του χαρακτήρα κάνει λόγο και η Nikolajeva (2002: 20), όταν
γράφει «Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες είναι σαν ‘’νεκροί’’ άνθρωποι, ‘’γραμμένοι’’ μια φορά και
για πάντα». Πάντως, λαμβάνοντας υπόψη τη διάκριση ανάμεσα στην ιστορία (fabula) και στην
πλοκή (sjužet), η παρουσία των χαρακτήρων και οι μεταξύ τους σχέσεις εντάσσονται στην ιστορία
(fabula).
2
Έχει λεχθεί και αλλού ότι για τη διαμόρφωση μιας θεωρίας της παιδικής λογοτεχνίας οι
μελετητές έχουν στηριχτεί κυρίως στις απόψεις του E.M. Forster (1974). Είναι όμως πολύ
χαρακτηριστικοί οι προβληματισμοί του Wallace Martin (1991: 11-46 [«Αφηγηματική δομή: μια
σύγκριση μεθόδων»]) για τους χαρακτήρες, όπου δέχεται την αναγκαία αλληλοσυνύπαρξη
συμβάντος και χαρακτήρα, την οποία υποστηρίζει ο Henry James στην Τέχνη της μυθοπλασίας και
βρίσκει ότι οι απόψεις των Propp, Tomashevsky και Barthes συμπίπτουν με του James.
2
του ήρωα πιστευτές, γιατί μόνο τότε η ιστορία φαίνεται στο παιδί αληθοφανής
και πειστική και μπορεί να επηρεάσει θετικά. Ένα λογοτεχνικό έργο είναι καλό,
όταν δημιουργεί αξιόλογους και αξιομνημόνευτους χαρακτήρες, αναμειγνύοντας
τα χαρακτηριστικά της πραγματικότητας με φαντασιακά αλλά αληθοφανή
στοιχεία. Έτσι, επαυξάνει τη φαντασία του παιδιού και κάνει το διάβασμα
ευχάριστο και για το παιδί και για τον ενήλικο. Και αυτό το πετυχαίνει μέσα από
διάφορες τεχνικές στις οποίες θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Οι απόψεις αυτές μας παραπέμπουν στον τρόπο με τον οποίο η θεωρία της
λογοτεχνίας αντιμετώπισε τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες από την εποχή του
Αριστοτέλη έως τις μέρες μας. Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του κάνει λόγο για
πράξη και έθος (ήθος), θέτοντας ουσιαστικά τις δύο θεωρήσεις που αναφέρονται
στον λογοτεχνικό χαρακτήρα, τον οποίο θεωρεί απαραίτητο για την ύπαρξη ενός
λογοτεχνικού έργου. Με την πράξη, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο λογοτεχνικός
ήρωας είναι υποκείμενο δράσης, ένα ποιητικό αίτιο, που δε διαθέτει αναγκαστικά
ψυχολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι προαιρετικά (κατά τη Nikolajeva
2005: 147, τα μόνα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που επιτρέπονται είναι η
ευγένεια ή η μικροπρέπεια), ενώ με το έθος/ήθος αντιλαμβάνεται το λογοτεχνικό
ήρωα ως μορφή ψυχολογική με προσωπικότητα. Οι αντιλήψεις για το ρόλο του
μυθιστορηματικού χαρακτήρα ως υποκειμένου δράσης διατηρήθηκαν και από το
φορμαλισμό και το στρουκτουραλισμό, λογοτεχνικές θεωρίες οι οποίες θεωρούν
το λογοτεχνικό χαρακτήρα ως υποκείμενο που εκτελεί συγκεκριμένη δράση,
χωρίς ψυχολογικά χαρακτηριστικά και τον αντιμετωπίζουν πάντα ως βασικό
συστατικό της πλοκής, στην οποία δίνουν προτεραιότητα (μυθιστόρημα πλοκής),
αναφερόμενα μόνο επιφανειακά στις μεταξύ των χαρακτήρων σχέσεις. Η
αντιμετώπιση αυτή του ήρωα προφανώς δεν επιτρέπει μια βαθύτερη ανάλυση των
χαρακτηριστικών του, πολύ περισσότερο της εσωτερικής του ζωής. Τα τελευταία
χρόνια ωστόσο η θεωρία της λογοτεχνίας αντιμετωπίζει τους λογοτεχνικούς
χαρακτήρες κάτω από μια διαφορετική οπτική και αναγνωρίζει σ’ αυτούς μια
ψυχολογική διάσταση, η οποία στηρίζεται στις περί έθους/ήθους απόψεις του
Αριστοτέλη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα περισσότερα παιδικά και νεανικά
λογοτεχνικά κείμενα, προσανατολισμένα στην πλοκή, αποτελούν κείμενα πλοκής
και πολύ λιγότερα κείμενα χαρακτήρων. Τα κείμενα αυτά της παιδικής και
νεανικής λογοτεχνίας στη δυτική λογοτεχνία κάνουν την εμφάνισή τους τη
δεκαετία του ’70.
Η κριτική και η θεωρία της λογοτεχνίας έχει καταλήξει ήδη στη διάκριση
ενός μυθοπλαστικού (κυρίως μυθιστορήματος) κειμένου σε μυθοπλασία
πλοκής/δράσης και σε μυθοπλασία χαρακτήρων, λαμβάνοντας υπόψη την
παράμετρο στην οποία δίνει προτεραιότητα ο συγγραφέας. Η διάκριση αυτή
αποδεικνύει ότι οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες αποτελούν θεμελιώδη άξονα για τη
δόμηση ενός λογοτεχνήματος γενικά, είτε αυτό απευθύνεται σε παιδιά και νέους
είτε σε ενήλικες. Η διεθνής βιβλιογραφία επιβεβαιώνει το σημαντικότατο ρόλο
τους, εφόσον χωρίς αυτούς, συνεπικουρούντων του σκηνικού και της πλοκής,
είναι αδύνατο να υπάρξει ένα λογοτεχνικό έργο, με τις σημαντικές και
ενδιαφέρουσες μελέτες της, έστω και αν οι θεωρήσεις αυτές έχουν
κοινωνιολογικό χαρακτήρα όπως είναι τα κείμενα των Caroline Zilboorg “Caddie
Woodlawn: A feminist’s case study” (1990), Jane M. Agee “Mothers and
Daughters: Gender-Role Socialization in Two Newbery Award Books” (1993) ή
Peggy Bulger “The Princess of Power: Socializing our daughters through TV,
toys, and tradition” (1998). Η μελέτη μάλιστα της βιβλιογραφίας οδηγεί στη
διαπίστωση ότι για την παιδική και νεανική λογοτεχνία οι περισσότερες
3
3
Η Rimmon-Kenan (2002: 30), λαμβάνοντας υπόψη αντιλήψεις μελετητών, όπως των Edward
Garnett, D.H.Lawrence, Virginia Woolf και Hélène Cixous, που αναφέρονται στην απόρριψη της
ατομικότητας για χάρη του πιστού αντίγραφου (carbon), στην εμμονή σε χαρακτηριστικά
«αλλοτροπικών καταστάσεων» (allotropic states), στη σταθερότητα του Εγώ, στις αντιλήψεις για
τη μεταβολή ή τη διαφορετικότητα σχετικά με την αντίληψη της σταθερότητας στη γραφή άλλων
σύγχρονων μυθιστοριογράφων, στην ενότητα του Εγώ, στο αν το Εγώ διακρίνεται από μια
αλληλουχία μεταβολών ή είναι «μια ομάδα που δρα από κοινού» και πιστεύοντας ότι σ’ αυτές τις
περιπτώσεις η αντίληψη για το χαρακτήρα μεταβάλλεται ή εξαφανίζεται, κάνει λόγο για «θάνατο»
του χαρακτήρα, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν αρκετοί συγγραφείς. Και αυτά αποτελούν την
αιχμή του δόρατος, εφόσον πολλοί θεωρητικοί τους αποδίδουν βλαβερές συνήθειες. Οι δομιστές,
για παράδειγμα, με δυσκολία προσαρμόζουν τους χαρακτήρες στις θεωρίες τους, επειδή τους
εγκλείουν σε μια ιδεολογία στην οποία ο άνθρωπος δεν αποτελεί πλέον το επίκεντρο και
επομένως οι χαρακτήρες δεν έχουν ψυχολογικό βάθος. Σχετικά με το «θάνατο» του χαρακτήρα,
προβληματίζεται αν μπορούμε να τον «σκοτώσουμε» αναδρομικά στη μυθοπλασία του 19 ου
αιώνα, ακόμα και αν αναγνωρίσουμε το «θάνατο» του χαρακτήρα στη σύγχρονη λογοτεχνία (το
θέμα του θανάτου του αναγνώστη, σε συνδυασμό με άλλα ζητήματα θεωριών –προτεραιότητα
συγγραφέα, κειμένου ή αναγνώστη- το πραγματεύεται στο μυθιστόρημά της για παιδιά Και οι
κακοί έχουν ψυχή η Σοφία Παράσχου, αλλά γίνεται ήδη λόγος και σε θεωρητικό επίπεδο για το
«θάνατό» του: Sandvoss 2007: 12-32, Belsey 2009: 200-214). Αναρωτιέται ακόμα αν μια
αντιανθρώπινη και αντισυντηρητική (anti-bourgeois) ιδεολογία (έστω και αν γίνεται αποδεκτή)
οδηγήσει τους μελετητές να αγνοήσουν αυτό που αναμφισβήτητα είναι κεντρικό σημείο στα
μυθοπλαστικά αφηγηματικά κείμενα και πιστεύει ότι η ανάπτυξη μιας θεωρίας χαρακτήρων έχει
παρεμποδιστεί για πολλούς λόγους (2002: 31).
5
αυτές, όχι μόνο στους επίπεδους αλλά και σε όλους γενικά τους χαρακτήρες. Τα
ονόματα των ηρώων στο Παραμύθι χωρίς όνομα αντιπροσωπεύουν πνευματικές
ιδιότητες και ηθικές ποιότητες, και έχουν πολύ προσεκτικά επιλεγεί, ώστε
διαχρονικά και υπερτοπικά να αποδίδουν ποιότητες συγκεκριμένων κατηγοριών
και να αποτελούν οδηγό και μέσο επικοινωνίας αναγνώστη-κειμένου-
χαρακτήρων. Στην ίδια διαπίστωση οδηγούν και οι ήρωες του Ευγένιου Τριβιζά,
ενώ η ονοματοδοσία στο Δομήνικο του Κοντολέων ενισχύει τον παραμυθικό
χαρακτήρα του κειμένου, όπως συμβαίνει και στο Παραμύθι χωρίς όνομα. Η
επιλογή πολύ αόριστων ονομάτων, τα οποία οφείλονται σε βασικά σωματικά ή
πνευματικά χαρακτηριστικά τους (ο «Πολύ Δυνατός Νάνος», η «Γυναίκα με τα
Χάντρινα Μαλλιά και οπού Μιλά Με Στίχους» κ.ά.) ή σε καθιερωμένες από
παραμύθι ενέργειες, απαντάται κυρίως σε κείμενα παραμυθικού τύπου και
επιδιώκει να τονίσει περισσότερο τη μυθιστορηματική-παραμυθική ατμόσφαιρα
που κυριαρχεί στην ιστορία.
Την περίπτωση των καθιερωμένων από το παραμύθι ενεργειών, στις
οποίες οφείλουν το όνομά τους οι ήρωες, αντιπροσωπεύει το μυθιστόρημα της
Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Στο τσιμεντένιο δάσος, στο οποίο το γνωστό
παραμύθι Κοκκινοσκουφίτσα, εκσυγχρονίζεται, προσαρμόζεται στα κοινωνικά
δεδομένα της εποχής και υιοθετεί ως ονόματα σωματικές και ψυχικές ποιότητες
των χαρακτήρων του παραμυθιού. Έτσι, η αναδιήγησή του με γνωστά πλέον
ονόματα (Κόννη Σκουφίτση = Κοκκινοσκουφίτσα, Λυκίδης = λύκος, Σωτήρης
Κυνηγός = κυνηγός, δάσος = τσιμεντένιο δάσος, μια μεγαλούπολη, η Αθήνα κ.ά.)
αποκαλύπτει και την καταγωγή του κειμένου.
Άλλοτε πάλι, τα ονόματα εκπροσωπούν σωματικά γνωρίσματα, όπως η
Ψυλλοελένη της Μάστορη, ο Τριγωνοψαρούλης του Ηλιόπουλου, κ.ά. Οι ήρωες
στο Φιφιλίκο της Ρένας Ρώσση-Ζαΐρη (2003) αντιπροσωπεύουν την τάση αυτή, ο
συγγραφέας να δίνει «ονόματα» στους ήρωες με βάση ορισμένα σωματικά
χαρακτηριστικά. Σπάνια, βέβαια, πρόκειται για τα πραγματικά τους ονόματα,
γιατί τα ονόματα αυτά αποτελούν παρατσούκλια (Λελέκης, Κοτσίδω, κ.ά.) και
στην ελληνική παιδική λογοτεχνία απαντώνται συχνά παρατσούκλια που
οφείλονται ακόμα και σε συνήθειες των ηρώων ή και σε σημαντικές ενέργειές
τους (πβ. Τζώρτζογλου Καράμπαλος ο απεργίας). Οι συγγραφείς άλλωστε
φροντίζουν να επιλέγουν ονόματα, τα οποία να λειτουργούν αποκαλυπτικά για το
χαρακτήρα του ήρωά τους και να προσανατολίζουν σ’ αυτό. Είναι επομένως
στενά συνδεδεμένα με την αναζήτηση της ταυτότητάς των χαρακτήρων. Κάποτε
μάλιστα, ο ήρωας μπορεί να μην είναι ικανοποιημένος με το όνομά του, γεγονός
το οποίο δεν κρύβει ή ακόμα να παρερμηνεύει το όνομά του αποδίδοντάς τους σε
διαφορετικά και ανύπαρκτα χαρακτηριστικά, όπως η Ψυλλοελένη.
Άλλωστε, τα ονόματα των ηρώων έχουν αποκτήσει ένα ιδιαίτερα ισχυρό
ειδικό βάρος και συνδέονται άμεσα με συμπεριφορές και ποιότητες, από τις
οποίες είναι αδύνατο να χρησιμοποιηθούν ξανά χωριστά, καθώς τις ανακαλούν
αυτόματα στη συνείδηση του αναγνώστη με την απλή αναφορά τους, όπως
ακριβώς συμβαίνει με ορισμένα γνωστά σύνδρομα του Οιδίποδα, της Ηλέκτρας,
του Τιθωνού, του Πίτερ Παν ή το σύνδρομο Χάνσελ και Γκρέτελ. Είναι δύσκολο,
λόγου χάριν, να χρησιμοποιηθεί το «όνομα» Τρελαντώνης (κράμα βαφτιστικού
και συγκεκριμένης συμπεριφοράς), χωρίς να μας παραπέμψει στη Δέλτα. Βέβαια,
μια περίπτωση όπως αυτή, στην ελληνική παιδική λογοτεχνία δεν έχει ακόμα
αποκτήσει ιδιαίτερο «ποσοτικό» εύρος (θα λέγαμε μάλιστα ότι η ύπαρξη ίσως
ενός συγκεκριμένου λογοτεχνικού κανόνα, έχει μια κάποια συνάφεια με το θέμα
που μας απασχολεί), ώστε η ανάγνωση ή το άκουσμα του ονόματος και μόνο να
6
4
Και πάλι, η επιλογή-αλλαγή του ονόματος σε Αλέξης δεν είναι τυχαία, εφόσον το όνομα
προέρχεται από το ρήμα της αρχαίας ελληνικής αλέξω = απομακρύνω. Ο ήρωας με την εκούσια
αλλαγή του ονόματος και την προσαρμογή του στα δεδομένα της Λοφούσας, στην οποία όλοι οι
κάτοικοι φέρουν αρχαιοελληνικά ονόματα, επιθυμεί να δηλώσει την απομάκρυνσή του από το
καταπιεστικό παρελθόν του, την ένταξή του σε μια άλλη, ουτοπική, κοινωνία και καινούρια ζωή.
7
ήρωα που διώκεται από την απριλιανή δικτατορία. Η απόκρυψη βέβαια του
ονόματος εξυπηρετεί το θέμα και την πλοκή, ενώ παράλληλα πλέκει ένα πέπλο
μυστηρίου και εντείνει την αγωνία του αναγνώστη. Τα τελευταία χρόνια οι
συγγραφείς έχουν την τάση να χρησιμοποιούν ξενικά ονόματα, (για παράδειγμα,
Άλεκ στο Χνότα στο τζάμι του Παπαθεοδώρου, Γιατζίν, Νικμπελ, Νοά, κ.ά. στο
φιλοσοφικό μυθιστόρημα για μεγάλα παιδιά και εφήβους του Φίλιππου
Μανδηλαρά Τα μπανανόψαρα, Ραν-Ράντολφ, Μικρός Τζακ, κ.ά. στο
μυθιστόρημα περιπέτειας του Δημήτρη Μαργωμένου Στο Αρχιπέλαγος της μαύρης
σημαίας). Δε θεωρούμε ότι πρόκειται για μιμητισμό, αλλά ότι η τεχνική αυτή
απεικονίζει το στόχο του συγγραφέα να αποτυπώσει την εξωτερική δυστοπική
κατάσταση (Άλεκ/Χνότα στο τζάμι) ή γεγονότα και καταστάσεις ξένες προς την
ελληνική πραγματικότητα (Στο Αρχιπέλαγος της μαύρης σημαίας) ή τέλος μια
οικουμενικότητα, καθώς ο συγγραφέας με τον τρόπο αυτό στέλνει το μήνυμα ότι
η ιστορία του μπορεί να αφορά κάθε άνθρωπο σε κάθε μέρος του πλανήτη.
9.3. Ενδυμασία
Αν και γενικά θεωρείται ότι η ενδυμασία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για να
περιγράψει κανείς ένα χαρακτήρα, στη θεωρία για την ελληνική παιδική και
νεανική λογοτεχνία δεν έχει γίνει κανένας σχετικός λόγος ακόμα, έστω και
αδρομερής. Είναι γνωστό ωστόσο ότι η ενδυματολογία αποτελεί μια πολύ
δυνατή και εύγλωττη εκδοχή-«γλώσσα» για το οικονομικό και κοινωνικό status
του ατόμου μέσα στην κοινωνία, η οποία αντανακλάται και στη [παιδική νεανική]
λογοτεχνία. Η ενδυματολογική απεικόνιση των ηρώων σε ένα κείμενο
αποκαλύπτει τόσο την ίδια την κοινωνία όσο και το άμεσο περιβάλλον του
χαρακτήρα αλλά και του ίδιου. Η οικονομική ευμάρεια μιας κοινωνίας ή
οικογένειας, τα πολιτισμικά δρώμενα που επηρεάζουν και τον ίδιο το χαρακτήρα,
ο χώρος ως γεωγραφική και πολιτισμική και ιστορική πραγματικότητα
υπαγορεύουν ενδυματολογικές τάσεις και προτιμήσεις. Ανεξάρτητα από τη στάση
της λογοτεχνίας που γράφεται για ενήλικες, στην παιδική λογοτεχνία το παιδί
μπορεί να χαρακτηριστεί σχεδόν αποκλειστικά και μόνο από την ενδυμασία,
εφόσον υπάρχει μια πλήρης και σαφής περιγραφή. Όταν σε ένα κείμενο,
παραδείγματος χάριν, οι αναγνώστες βλέπουν το καλοκαίρι τα παιδιά να
ξεγυμνώνονται, μένοντας μόνο με το μαγιό τους, και να βουτούν στη θάλασσα,
εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι τα ρούχα αποτελούν «εμπόδιο» για την
επαφή των ηρώων (και του ανθρώπου, γενικεύοντας) με τη φύση. Παράλληλα, η
διατήρηση ενός και μοναδικού τύπου ενδυμασίας, κατάλληλης για μπάνιο,
αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές και ηθικές ιδιότητες της κοινωνίας, οι οποίες
γίνονται σεβαστές από το παιδί. Κάθε αφαίρεση ενός ενδύματος συμβολίζει και
την προσπάθεια του παιδιού για απελευθέρωση, ακόμα και αν το επιβάλλουν
κλιματολογικές συνθήκες. Αντίθετα, όταν οι τελευταίες υποχρεώνουν να
προστεθεί και άλλη ενδυμασία, η κάθε προσθήκη συμβολίζει την προσπάθεια να
προστατευθεί από ενδεχόμενες απειλές του εξωτερικού περιβάλλοντος, φυσικού
5
Αναφέρουμε σχετικά τα ποιήματα: «Για τον Αμμόνη που πέθανε 29 ετών, στα 610», «Δύο νέοι,
23 έως 24 ετών», « Ένας νέος της τέχνης του λόγου – στο 24 ον έτος του», «Κίμων Λεάρχου, 22
ετών, σπουδαστής ελληνικών γραμμάτων (εν Κυρήνη)»
9
6
Πάντως, για μη κατάλληλη ενδυμασία από την εικονογράφο Μ. Παπαρηγοπούλου στους ήρωες
του Τρελαντώνη «ψέγει» ο Πέτρος Βλαστός σε επιστολή του (Δέλτα Αλληλογραφία 21997: 16,
επιστολή αρ. 16, με τοποχρονικά στοιχεία: Liverpool, 21-12-1932), αδυνατώντας να καταλάβει
για ποιο λόγο «ο ζουγράφος διάλεξε τα ρούχα της πεθαμένης μόδας». Βρίσκει ότι τα βρακάκια
των κοριτσιών είναι πολύ διασκεδαστικά, αλλά θα παραξενέψουν τα παιδιά που δεν είδαν ποτέ
τους φραμπαλάδες και καπελίνα με φτερά και μπαξέδες. Αντίθετα, ο Παλαμάς (Αλληλογραφία
2
1997: 56-57, επιστολή 32: Αθήνα, 24-11-1932) επαινεί την εικονογράφηση, η οποία τον
βοήθησε πολύ να συμπαθήσει το βιβλίο.
10
κάθε στοιχείο στο κείμενο μπορεί να αποτελεί ένα ενδείκτη του χαρακτήρα και
ότι οι κειμενικοί αυτοί ενδείκτες εντάσσονται σε δύο τύπους, στον άμεσο
προσδιορισμό του χαρακτήρα και στην έμμεση παρουσίασή του9.
παιδικών κειμένων, και στηρίζονται κυρίως σε σχετικές απόψεις της λογοτεχνίας για ενήλικες.
Ενδεικτικά, από το πλήθος της βιβλιογραφίας: Forster Aspects of a Novel (1963), Βarthes S/Z
(1974), Chatman (1971), Rimmon-Kenan (91999). Το ίδιο βέβαια αφορά και σε όλα τα υπόλοιπα
θέματα: σκηνικό, πλοκή, δομή, κ.ά.
9
Οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι όλες οι σχετικές θεωρίες, αν όχι στο σύνολό τους, σε ένα
μεγάλο μέρος στηρίζονται σε αντίστοιχες απόψεις του Αριστοτέλη, ο οποίος γενικά υποστηρίζει
ότι όλοι οι άνθρωποι ενεργούν, άλλοτε όχι από μόνοι τους και άλλοτε από μόνοι τους (Ρητορική
1368b3-35: πάντες δη πάντα πράττουσι τα μεν ου δι’ αυτούς τα δε δι’ αυτούς. Των μεν ουν μη δι’
αυτούς τα μεν τα μεν δια τύχην πράττουσι τα δ’ εξ ανάγκης…). Η δράση επομένως των
μυθιστορηματικών ηρώων (είτε στη λογοτεχνία για παιδιά είτε στη λογοτεχνία για ενήλικες)
εξαρτάται από δύο παραμέτρους: ου δι’ αυτούς και δι’ αυτούς. Στην πρώτη περίπτωση, όταν
δηλαδή επενεργούν εξωτερικοί παράγοντες, η δραστηριότητά τους οφείλεται είτε στην τύχη (δια
τύχην) είτε στην υποχρεωτική κατ’ αυτόν τον τρόπο δραστηριοποίηση (εξ ανάγκης), οπότε βέβαια
τίθεται και θέμα βούλησης, ελευθερίας και ευθύνης. Πάντως, η εξ ανάγκης δραστηριότητά τους
ανάγεται στη βία (= δοτική) δραστηριότητά τους και στις φύσει ενέργειές τους. Στη δεύτερη
περίπτωση, εφόσον δηλαδή κάθε ενέργειά τους οφείλεται σε προσωπική επιλογή (δι’ εαυτούς)
ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας ενεργεί από συνήθεια (δι’ έθος) και από επιθυμία για δράση
(δι’ όρεξιν). Η δραστηριότητα μάλιστα που αναπτύσσει ο ήρωας μετά από σχετική απόφαση και
βούληση για δράση πηγάζει στη μετά από ώριμη σκέψη απόφαση (δι’ όρεξιν λογιστικήν) και στην
παράτολμη επιθυμία για δράση (δι’ όρεξιν άλογον). Η διάκριση σε άμεσο προσδιορισμό και
έμμεση παρουσίαση του ήρωα οφείλεται στους Rimmon-Kenan (91999: 58) και Joseph Ewen
(1980). Ενδιαφέρουσες πληροφορίες μας δίνει και η Janet Burroway η οποία με τη μελέτη της
Writing Fiction. A Guide to Narrative Craft (52000), δίνοντας οδηγίες για τη γραφή ενός
μυθιστορηματικού κειμένου, κατευθύνει, τους επίδοξους συγγραφείς με βάση τα ως τη γραφή της
μελέτης δεδομένα, πώς να παρουσιάσουν με έμμεσο τρόπο τους ήρωές τους (σελ. 94-126) και με
άμεσο τρόπο (σελ. 127-166). Επίσης, Schaefer & Diamond (1998: 343-351). Οι απόψεις της
ωστόσο αναφέρονται γενικά στη λογοτεχνία, από όπου είναι ειλημμένα και τα παραδείγματα που
χρησιμοποιεί, και όχι ειδικά στην παιδική λογοτεχνία. Ωστόσο, όλες οι θεωρίες αυτές στηρίζονται
σε αντίστοιχες απόψεις του Αριστοτέλη, ο οποίος υποστηρίζει, όπως αναφέραμε παραπάνω, ότι
όλοι άνθρωποι ενεργούν, γενικά, άλλοτε όχι από μόνοι τους και άλλοτε από μόνοι τους (Ρητορική
1368b3-35).
14
10
Σύμφωνα με την Dorrit Cohn (1978/2001) η παρουσίαση της συνείδησης ενός χαρακτήρα στην
πρωτοπρόσωπη αφήγηση μπορεί να γίνει με τρεις αφηγηματικούς τρόπους, την αυτοαφήγηση
(2001: 193-220), τον αυτοπαρατιθέμενο μονόλογο (2001: 229-271) και τον αυτόνομο μονόλογο
(2001: 282-329), όταν η αποκάλυψη της συνείδησης ενός χαρακτήρα γίνεται με τη
διαμεσολάβηση του αφηγητή (τριτοπρόσωπη αφήγηση), αυτή επιτυγχάνεται με τρεις επιμέρους
αφηγηματικούς τρόπους, την ψυχοαφήγηση (2001: 45-76), τον παρατιθέμενο μονόλογο (2001: 89-
126) και τον αφηγημένο μονόλογο (2001: 139-172).
15
«Μα, ποιος, ποιος να ‘ναι; Ποιος; Κι από πού ήρθε νυχτιάτικα; Και
τούτη η μακριά, σουβλερή…«Ο Πινόκιο!» Δεν πιστεύω στα μάτια μου,
ο Πινόκιο!» αναφώνησε έκπληκτος ο μουστακαλής νυχτοφύλακας της
Ακρόπολης που ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο ασυνήθιστο συμβάν κι
όρμησε με μεγάλες δρασκελιές να πιάσει το ξύλινο αγόρι…».
(Μπουλώτης Ο Πινόκιο στην Αθήνα, σελ. 13)
Στο μυθιστόρημα της Σίνου Το αίνιγμα του πύργου (181987: 9) ένας δευτερεύων
ήρωας που ενδεχομένως να μην επανεμφανιστεί, καλωσορίζει από ταξίδι τον
πρωταγωνιστή.
11
Και πάλι η παρουσίαση γίνεται στις πρώτες γραμμές του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας
μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση δίνει οδηγίες για τον τρόπο ανάγνωσης του βιβλίου στον
πρόλογο, ενώ για την αξιοπιστία του στο τέλος του βιβλίου παραθέτει και τις πηγές του, με
παράλληλους χρονικούς προσδιορισμούς.
17
επιτακτικότερο να θέσει το θέμα του και να προϊδεάσει έστω και πολύ έμμεσα τη
συνέχεια. Έτσι, στο κείμενο της Γρηγοριάδου-Σουρέλη Εμένα με νοιάζει, ο
πρωταγωνιστής δάσκαλος εμφανίζεται στο δεύτερο κεφάλαιο, όταν περιγράφεται
η άφιξή του στο χωριό. Η παρουσίασή του γίνεται με ένα γενικό χαρακτηρισμό
(παλικάρι- δείχνει το φύλο του αλλά και την ηλικία του και έμμεσα τη
γενναιότητα που θα επιδείξει στη συνέχεια με την αποφασιστικότητά του), με μια
αδρομερή περιγραφή που εγκλωβίζεται στο επίθετο γεροδεμένος.
Εφόσον προοικονομείται και άλλος αφηγητής, όπως στην περίπτωση, στην οποία
αναφερόμαστε, ο αφηγητής αυτός συνήθως προαναγγέλλεται, για να εμφανιστεί
με τον ίδιο περίπου τρόπο, όταν έρθει η σειρά του, ονοματιζόμενος και πάλι από
κάποιο άλλο, κάποτε ασήμαντο πρόσωπο που ενδεχομένως να μην έχει σχέση με
την ιστορία:
13
Η πλαγιογράμματη γραφή δείχνει την παρουσία του αφηγητή και των ηρώων. Στο Γη 2040
μ.Χ. του Ανδρουτσόπουλου, η παρουσίαση των ηρώων, οι οποίοι συμπίπτουν με το συλλογικό
συγγραφέα και τον αφηγητή, αλλά και τον αναγνώστη, γίνεται με τον ίδιο τρόπο αλλά σε
μεγαλύτερη έκταση, λόγω του μεγάλου αριθμού των πρωταγωνιστών.
20
χαρακτήρας μπορεί να είναι απλός και να μην εξελίσσεται, ενώ ένας σφαιρικός
χαρακτήρας μπορεί να είναι και σύνθετος και να εξελίσσεται. Αυτά τα κριτήρια
ωστόσο είναι δυνατό να συνυπάρχουν, εφόσον υπάρχουν μυθιστορηματικοί
χαρακτήρες που είναι σύνθετοι και δεν εξελίσσονται και άλλοι που είναι απλοί
και εξελίσσονται. Υιοθετώντας τις απόψεις τους, αρχικά μπορούμε να
διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις:
αισθητή είναι η μεταστροφή ή η μεταβολή στο χαρακτήρα ενός ήρωα, τόσο πιο
πολύ μπορεί να επηρεάσει, αν και μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι είναι πολύ
πιθανόν να μειώνεται η πειστικότητά της. Μολονότι η μεταστροφή του
βιομήχανου στο παραπάνω κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απλή αλλαγή
απόφασης, δε νομίζουμε ότι μια παρεμφερή άποψη ευσταθεί. Το ίδιο δεν μπορεί
να ισχυριστεί κανείς και για τον Άλεκ στο Χνότα στο τζάμι του Παπαθεοδώρου, ο
οποίος κατορθώνει να υπερκεράσει τους φόβους του και να δημοσιοποιήσει τη
βιντεοσκόπηση της δολοφονίας του μετανάστη συμφοιτητή του, επειδή
ουσιαστικά δείχνει ενδυνάμωση χαρακτήρα. Άρα, εφόσον ένας χαρακτήρας
μπορεί να εξελιχθεί ή να παραμείνει αμετάβλητος, μπορούμε να έχουμε τους
ακόλουθους τύπους: