You are on page 1of 30

These 71 everyday Greek verbs are used in the book

'Λυδία: Ένα καλοκαίρι στην Ελλάδα!', an easy reader,


intended for A1 - early stages of A2 level Greek learners.

For more information / To order the book, click here:


Printed book: https://masaresi.com/product-
category/books/lydia/
eBook: https://masaresi.com/product-
category/ebooksgreek/easy-readers-in-greek/

On the same pages you can also download:

• a FREE audio version of the story!

• the basic vocabulary of the story translated into French,


German and Turkish (the English vocabulary is included
in the book itself)!

Απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, ολική ή μερική, του παρόντος έργου χωρίς την έγγραφη
συγκατάθεση των συγγραφέων. / All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, distributed or
transmitted in any form or by any means, without the prior written permission of the writers. Any unauthorized use of
this material could result in the pursuit of legal action.
71 Everyday Greek Verbs

Table of Contents
Introduction……………………………………………………………………………………….3
Verbs………………………………………………………………………………………………… 5
αγαπάω/αγαπώ 5 μου αρέσει/μ’ αρέσει 17
αγοράζω 5 μπαίνω 17
ακούω 5 μπορώ 17
ανοίγω 6 νομίζω 18
αρχίζω 6 ξέρω 18
βλέπω 6 ξεχνάω/ξεχνώ 18
βοηθάω/βοηθώ 7 οδηγώ 19
βρίσκω 7 παίζω 19
γεννιέμαι 7 παίρνω 19
γίνομαι 8 παρακαλώ 20
γράφω 8 παρκάρω 20
διαβάζω 8 πάω 20
δίνω 9 πεθαίνω 21
δοκιμάζω 9 πεινάω/πεινώ 21
δουλεύω 9 περιμένω 21
είμαι 10 περνάω/περνώ 22
ελπίζω 10 περπατάω/περπατώ 22
έρχομαι 10 πηγαίνω 22
ευχαριστώ 11 πίνω 23
έχω 11 πληρώνω 23
ζω 11 πρέπει 23
θέλω 12 προτιμάω/προτιμώ 23
κάθομαι 12 σερβίρω 24
κάνω 12 στρίβω 24
καταλαβαίνω 13 τρέχω 24
κερνάω/κερνώ 13 τρώω 25
κλείνω 13 υπάρχει 25
κόβω 14 φέρνω 25
κολυμπάω/κολυμπώ 14 φεύγω 26
λέω 14 φοράω/φορώ 26
λυπάμαι 15 φτάνω 26
μαγειρεύω 15 φτιάχνω 27
μαθαίνω 15 χαίρομαι 27
μεγαλώνω 16 χάνω 27
μένω 16 χρειάζομαι 28
μιλάω/μιλώ 16

Bibliography……………………………………………………………………………………. 29
2
71 Everyday Greek Verbs

Introduction
Undoubtedly, one of the biggest challenges, particularly but not only in the early
stages of learning Greek, is forming the appropriate type of a verb for a given
situation.
Even when it comes to the Present tense, the first tense that all students learn, in
Greek there are quite a few groups of verbs, each with different endings, e.g.

-ω -άω/-ώ -ώ -ομαι -άμαι


πίνω μιλάω/μιλώ μπορώ έρχομαι κοιμάμαι

Things get a little more complicated when you refer to something that you will do in
the future or something that you did in the past, as, in these cases, the verb itself
changes, sometimes a little, or, in the case of irregular verbs, completely, e.g.

Κάθε πρωί τρώω μία ομελέτα. (Every morning I eat an omelet.)


Αύριο το πρωί θα φάω μία ομελέτα. (Tomorrow morning I will eat an omelet.)
Χθες το πρωί έφαγα μία ομελέτα. (Yesterday morning I ate an omelet.)

Taking into consideration how challenging it can be for you, the beginner-level Greek
learners, to deal effectively not only with the Present but also with the Future and
the Past tense of the Greek verbs, we came up with the idea of this book.
In this edition we have gathered the verbs used in our story ‘Λυδία: Ένα καλοκαίρι
στην Ελλάδα!1, an easy reader, intended for A1 – early stages of A2 level Greek
learners.
For each verb, you will find a table like this:
αγοράζω (to buy)
PRESENT FUTURE PAST
εγώ αγοράζω θα αγοράσω αγόρασα
εσύ αγοράζεις θα αγοράσεις αγόρασες
αυτός, -ή, -ό αγοράζει θα αγοράσει αγόρασε
εμείς αγοράζουμε θα αγοράσουμε αγοράσαμε
εσείς αγοράζετε θα αγοράσετε αγοράσατε
αυτοί, -ές, -ά αγοράζουν(ε)2 θα αγοράσουν(ε) αγόρασαν/αγοράσανε3

1 To find out more about our story, click here:


Printed book: https://masaresi.com/product-category/books/lydia/
eBook: https://masaresi.com/product-category/ebooksgreek/easy-readers-in-greek/
2 In this edition, the letter ‘ε’ (Έψιλον) enclosed within a parenthesis is used to

indicate an alternative type mostly used in oral speech.


3 The alternative types ending with ‘ε’ (Έψιλον) are mostly used in oral speech.

3
71 Everyday Greek Verbs

We use the types under ‘PRESENT’ to talk about:


a. something that is taking place now, e.g.
Αγοράζω ένα βιβλίο τώρα. (I am buying a book now.)

b. something that takes place regularly, e.g.


Αγοράζω ένα βιβλίο κάθε εβδομάδα. (I buy a book every week.)

We use the types under ‘FUTURE’ to talk about something that will take place once
in the future; there is no repetition / no (emphasis on) duration concerning the
action itself, e.g.
Αύριο θα αγοράσω ένα βιβλίο. (Tomorrow I will buy a book.)

We use the types under ‘PAST’ to talk about something that took place once in the
past; there is no repetition / no (emphasis on) duration concerning the action itself,
e.g.
Χθες αγόρασα ένα βιβλίο. (Yesterday I bought a book.)

For each verb, you are only given its basic meaning(s) in English. You are also
presented with the most commonly used types in oral/written speech. Alternative
types, mostly found in literature and formal situations, have not been included; you
will encounter these at a more advanced level of the Greek language learning.

Please bear in mind that this is not a Grammar book.


It is intended to be used purely as a handy reference book of some of the most
common Greek verbs, to save you from having to look up their three basic tenses in
a dictionary and -above all- to give you the opportunity to enjoy our story, ‘Λυδία:
Ένα καλοκαίρι στην Ελλάδα!’, to the full!

We would like to close this introduction by stressing that we do realize that some
Greek verbs can be a little tricky. However, you should not lose heart! Remember
that you are in the early stages of learning Greek, an exciting journey full of
wonderful moments!
Be patient, practise and you will definitely reach your destination!

The writers
Τέρψη Γαβαλά – Κωνσταντίνος Οικονόμου

4
71 Everyday Greek Verbs

Verbs

αγαπάω/αγαπώ (to love)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ αγαπάω/αγαπώ θα αγαπήσω αγάπησα
εσύ αγαπάς θα αγαπήσεις αγάπησες
αυτός, -ή, -ό αγαπάει/αγαπά θα αγαπήσει αγάπησε
εμείς αγαπάμε θα αγαπήσουμε αγαπήσαμε
εσείς αγαπάτε θα αγαπήσετε αγαπήσατε
αυτοί, -ές, -ά αγαπάνε/αγαπούν(ε) θα αγαπήσουν(ε) αγάπησαν/αγαπήσανε

αγοράζω (to buy)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ αγοράζω θα αγοράσω αγόρασα
εσύ αγοράζεις θα αγοράσεις αγόρασες
αυτός, -ή, -ό αγοράζει θα αγοράσει αγόρασε
εμείς αγοράζουμε θα αγοράσουμε αγοράσαμε
εσείς αγοράζετε θα αγοράσετε αγοράσατε
αυτοί, -ές, -ά αγοράζουν(ε) θα αγοράσουν(ε) αγόρασαν/αγοράσανε

ακούω (to hear / to listen)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ ακούω θα ακούσω άκουσα
εσύ ακούς θα ακούσεις άκουσες
αυτός, -ή, -ό ακούει θα ακούσει άκουσε
εμείς ακούμε θα ακούσουμε ακούσαμε
εσείς ακούτε θα ακούσετε ακούσατε
αυτοί, -ές, -ά ακούν(ε) θα ακούσουν(ε) άκουσαν/ακούσανε

5
71 Everyday Greek Verbs

ανοίγω (to open / to turn on)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ ανοίγω θα ανοίξω άνοιξα
εσύ ανοίγεις θα ανοίξεις άνοιξες
αυτός, -ή, -ό ανοίγει θα ανοίξει άνοιξε
εμείς ανοίγουμε θα ανοίξουμε ανοίξαμε
εσείς ανοίγετε θα ανοίξετε ανοίξατε
αυτοί, -ές, -ά ανοίγουν(ε) θα ανοίξουν(ε) άνοιξαν/ανοίξανε

αρχίζω (to begin / to start)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ αρχίζω θα αρχίσω άρχισα
εσύ αρχίζεις θα αρχίσεις άρχισες
αυτός, -ή, -ό αρχίζει θα αρχίσει άρχισε
εμείς αρχίζουμε θα αρχίσουμε αρχίσαμε
εσείς αρχίζετε θα αρχίσετε αρχίσατε
αυτοί, -ές, -ά αρχίζουν(ε) θα αρχίσουν(ε) άρχισαν/αρχίσανε

βλέπω (to see / to watch)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ βλέπω θα δω είδα
εσύ βλέπεις θα δεις είδες
αυτός, -ή, -ό βλέπει θα δει είδε
εμείς βλέπουμε θα δούμε είδαμε
εσείς βλέπετε θα δείτε είδατε
αυτοί, -ές, -ά βλέπουν(ε) θα δουν/θα δούνε είδαν(ε)

6
71 Everyday Greek Verbs

βοηθάω/βοηθώ (to help)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ βοηθάω/βοηθώ θα βοηθήσω βοήθησα
εσύ βοηθάς θα βοηθήσεις βοήθησες
αυτός, -ή, -ό βοηθάει/βοηθά θα βοηθήσει βοήθησε
εμείς βοηθάμε θα βοηθήσουμε βοηθήσαμε
εσείς βοηθάτε θα βοηθήσετε βοηθήσατε
αυτοί, -ές, -ά βοηθάνε/βοηθούν(ε) θα βοηθήσουν(ε) βοήθησαν/βοηθήσανε

βρίσκω (to find)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ βρίσκω θα βρω βρήκα
εσύ βρίσκεις θα βρεις βρήκες
αυτός, -ή, -ό βρίσκει θα βρει βρήκε
εμείς βρίσκουμε θα βρούμε βρήκαμε
εσείς βρίσκετε θα βρείτε βρήκατε
αυτοί, -ές, -ά βρίσκουν(ε) θα βρουν/θα βρούνε βρήκαν(ε)

γεννιέμαι (to be born)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ γεννιέμαι θα γεννηθώ γεννήθηκα
εσύ γεννιέσαι θα γεννηθείς γεννήθηκες
αυτός, -ή, -ό γεννιέται θα γεννηθεί γεννήθηκε
εμείς γεννιόμαστε θα γεννηθούμε γεννηθήκαμε
εσείς γεννιέστε/γεννιόσαστε θα γεννηθείτε γεννηθήκατε
αυτοί, -ές, -ά γεννιούνται θα γεννηθούν(ε) γεννήθηκαν/γεννηθήκανε

7
71 Everyday Greek Verbs

γίνομαι (to become / to happen / to take place)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ γίνομαι θα γίνω έγινα
εσύ γίνεσαι θα γίνεις έγινες
αυτός, -ή, -ό γίνεται θα γίνει έγινε
εμείς γινόμαστε θα γίνουμε γίναμε
εσείς γίνεστε/γινόσαστε θα γίνετε γίνατε
αυτοί, -ές, -ά γίνονται θα γίνουν(ε) έγιναν/γίνανε

γράφω (to write)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ γράφω θα γράψω έγραψα
εσύ γράφεις θα γράψεις έγραψες
αυτός, -ή, -ό γράφει θα γράψει έγραψε
εμείς γράφουμε θα γράψουμε γράψαμε
εσείς γράφετε θα γράψετε γράψατε
αυτοί, -ές, -ά γράφουν(ε) θα γράψουν(ε) έγραψαν/γράψανε

διαβάζω (to read / to study4)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ διαβάζω θα διαβάσω διάβασα
εσύ διαβάζεις θα διαβάσεις διάβασες
αυτός, -ή, -ό διαβάζει θα διαβάσει διάβασε
εμείς διαβάζουμε θα διαβάσουμε διαβάσαμε
εσείς διαβάζετε θα διαβάσετε διαβάσατε
αυτοί, -ές, -ά διαβάζουν(ε) θα διαβάσουν(ε) διάβασαν/διαβάσανε

4 to spend time learning about a subject, typically at home, by reading books, e.g.
‘Διαβάζω ελληνικά κάθε μέρα.’ (I study Greek every day.) / You should not mix up
‘διαβάζω’ with ‘σπουδάζω’ (θα σπουδάσω / σπούδασα) = to study, to spend time
learning about a subject at college or university, e.g. ‘Η Μαρία σπούδασε
μαθηματικά.’ (Mary studied mathematics.).
8
71 Everyday Greek Verbs

δίνω (to give)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ δίνω θα δώσω έδωσα
εσύ δίνεις θα δώσεις έδωσες
αυτός, -ή, -ό δίνει θα δώσει έδωσε
εμείς δίνουμε θα δώσουμε δώσαμε
εσείς δίνετε θα δώσετε δώσατε
αυτοί, -ές, -ά δίνουν(ε) θα δώσουν(ε) έδωσαν/δώσανε

δοκιμάζω (to try5 / to taste / to try on)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ δοκιμάζω θα δοκιμάσω δοκίμασα
εσύ δοκιμάζεις θα δοκιμάσεις δοκίμασες
αυτός, -ή, -ό δοκιμάζει θα δοκιμάσει δοκίμασε
εμείς δοκιμάζουμε θα δοκιμάσουμε δοκιμάσαμε
εσείς δοκιμάζετε θα δοκιμάσετε δοκιμάσατε
αυτοί, -ές, -ά δοκιμάζουν(ε) θα δοκιμάσουν(ε) δοκίμασαν/δοκιμάσανε

δουλεύω (to work)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ δουλεύω θα δουλέψω δούλεψα
εσύ δουλεύεις θα δουλέψεις δούλεψες
αυτός, -ή, -ό δουλεύει θα δουλέψει δούλεψε
εμείς δουλεύουμε θα δουλέψουμε δουλέψαμε
εσείς δουλεύετε θα δουλέψετε δουλέψατε
αυτοί, -ές, -ά δουλεύουν(ε) θα δουλέψουν(ε) δούλεψαν/δουλέψανε

5 to test something to see if it is good, e.g. ‘Σήμερα το πρωί δοκίμασα μία νέα
οδοντόκρεμα.’ (This morning I tried a new toothpaste.) / You should not mix up
‘δοκιμάζω’ with ‘προσπαθώ’ (θα προσπαθήσω / προσπάθησα) = to try, to attempt
to do something, e.g. ‘Προσπαθώ να μιλάω ελληνικά κάθε μέρα!’ (I try to speak
Greek every day!).
9
71 Everyday Greek Verbs

είμαι (to be)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ είμαι θα είμαι ήμουν(α)6
εσύ είσαι θα είσαι ήσουν(α)
αυτός, -ή, -ό είναι θα είναι ήταν(ε)
εμείς είμαστε θα είμαστε ήμασταν/ήμαστε
εσείς είστε/είσαστε θα είστε/θα είσαστε ήσασταν/ήσαστε
αυτοί, -ές, -ά είναι θα είναι ήταν(ε)

ελπίζω (to hope)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ ελπίζω θα ελπίσω έλπισα/ήλπισα
εσύ ελπίζεις θα ελπίσεις έλπισες/ήλπισες
αυτός, -ή, -ό ελπίζει θα ελπίσει έλπισε/ήλπισε
εμείς ελπίζουμε θα ελπίσουμε ελπίσαμε
εσείς ελπίζετε θα ελπίσετε ελπίσατε
αυτοί, -ές, -ά ελπίζουν(ε) θα ελπίσουν(ε) έλπισαν/ελπίσανε/ήλπισαν

έρχομαι (to come)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ έρχομαι θα έρθω7 ήρθα8
εσύ έρχεσαι θα έρθεις ήρθες
αυτός, -ή, -ό έρχεται θα έρθει ήρθε
εμείς ερχόμαστε θα έρθουμε ήρθαμε
εσείς έρχεστε/ερχόσαστε θα έρθετε ήρθατε
αυτοί, -ές, -ά έρχονται θα έρθουν(ε) ήρθαν(ε)

6 The letter ‘α’ (Άλφα) enclosed within a parenthesis is used here to indicate an
alternative type mostly used in oral speech.
7 Also: θα έλθω, θα έλθεις, θα έλθει, θα έλθουμε, θα έλθετε, θα έλθουν(ε)
8 Also: ήλθα, ήλθες, ήλθε, ήλθαμε, ήλθατε, ήλθαν(ε)

10
71 Everyday Greek Verbs

ευχαριστώ (to thank)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ ευχαριστώ θα ευχαριστήσω ευχαρίστησα
εσύ ευχαριστείς θα ευχαριστήσεις ευχαρίστησες
αυτός, -ή, -ό ευχαριστεί θα ευχαριστήσει ευχαρίστησε
εμείς ευχαριστούμε θα ευχαριστήσουμε ευχαριστήσαμε
εσείς ευχαριστείτε θα ευχαριστήσετε ευχαριστήσατε
αυτοί, -ές, -ά ευχαριστούν(ε) θα ευχαριστήσουν(ε) ευχαρίστησαν/ευχαριστήσανε

έχω (to have)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ έχω θα έχω είχα
εσύ έχεις θα έχεις είχες
αυτός, -ή, -ό έχει θα έχει είχε
εμείς έχουμε θα έχουμε είχαμε
εσείς έχετε θα έχετε είχατε
αυτοί, -ές, -ά έχουν(ε) θα έχουν(ε) είχαν(ε)

ζω (to live / to be alive)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ ζω θα ζήσω έζησα
εσύ ζεις θα ζήσεις έζησες
αυτός, -ή, -ό ζει θα ζήσει έζησε
εμείς ζούμε θα ζήσουμε ζήσαμε
εσείς ζείτε θα ζήσετε ζήσατε
αυτοί, -ές, -ά ζουν/ζούνε θα ζήσουν(ε) έζησαν/ζήσανε

11
71 Everyday Greek Verbs

θέλω (to want)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ θέλω9 θα θελήσω10 θέλησα11
εσύ θέλεις/θες12 θα θελήσεις θέλησες
αυτός, -ή, -ό θέλει θα θελήσει θέλησε
εμείς θέλουμε/θέμε θα θελήσουμε θελήσαμε
εσείς θέλετε/θέτε θα θελήσετε θελήσατε
αυτοί, -ές, -ά θέλουν(ε)/θένε θα θελήσουν(ε) θέλησαν/θελήσανε

κάθομαι (to sit / to be seated)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ κάθομαι θα καθίσω13 κάθισα14
εσύ κάθεσαι θα καθίσεις κάθισες
αυτός, -ή, -ό κάθεται θα καθίσει κάθισε
εμείς καθόμαστε θα καθίσουμε καθίσαμε
εσείς κάθεστε/καθόσαστε θα καθίσετε καθίσατε
αυτοί, -ές, -ά κάθονται θα καθίσουν(ε) κάθισαν/καθίσανε

κάνω (to do / to make)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ κάνω θα κάνω έκανα
εσύ κάνεις θα κάνεις έκανες
αυτός, -ή, -ό κάνει θα κάνει έκανε
εμείς κάνουμε θα κάνουμε κάναμε
εσείς κάνετε θα κάνετε κάνατε
αυτοί, -ές, -ά κάνουν(ε) θα κάνουν(ε) έκαναν/κάνανε

9 More polite types: θα ήθελα (I would like), θα ήθελες, θα ήθελε, θα θέλαμε, θα


θέλατε, θα ήθελαν/θα θέλανε
10 More common types: θα θέλω, θα θέλεις, θα θέλει, θα θέλουμε, θα θέλετε, θα

θέλουν(ε)
11 More common types: ήθελα, ήθελες, ήθελε, θέλαμε, θέλατε, ήθελαν/θέλανε
12 The alternative types are used in oral speech.
13 Mostly used in oral speech: θα κάτσω, θα κάτσεις, θα κάτσει, θα κάτσουμε, θα

κάτσετε, θα κάτσουν(ε)
14 Mostly used in oral speech: έκατσα, έκατσες, έκατσε, κάτσαμε, κάτσατε,

έκατσαν/κάτσανε
12
71 Everyday Greek Verbs

καταλαβαίνω (to understand)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ καταλαβαίνω θα καταλάβω κατάλαβα
εσύ καταλαβαίνεις θα καταλάβεις κατάλαβες
αυτός, -ή, -ό καταλαβαίνει θα καταλάβει κατάλαβε
εμείς καταλαβαίνουμε θα καταλάβουμε καταλάβαμε
εσείς καταλαβαίνετε θα καταλάβετε καταλάβατε
αυτοί, -ές, -ά καταλαβαίνουν(ε) θα καταλάβουν(ε) κατάλαβαν/καταλάβανε

κερνάω/κερνώ (to offer15 / to treat16)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ κερνάω/κερνώ θα κεράσω κέρασα
εσύ κερνάς θα κεράσεις κέρασες
αυτός, -ή, -ό κερνάει/κερνά θα κεράσει κέρασε
εμείς κερνάμε θα κεράσουμε κεράσαμε
εσείς κερνάτε θα κεράσετε κεράσατε
αυτοί, -ές, -ά κερνάνε/κερνούν(ε) θα κεράσουν(ε) κέρασαν/κεράσανε

κλείνω (to close / to turn off / to book)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ κλείνω θα κλείσω έκλεισα
εσύ κλείνεις θα κλείσεις έκλεισες
αυτός, -ή, -ό κλείνει θα κλείσει έκλεισε
εμείς κλείνουμε θα κλείσουμε κλείσαμε
εσείς κλείνετε θα κλείσετε κλείσατε
αυτοί, -ές, -ά κλείνουν(ε) θα κλείσουν(ε) έκλεισαν/κλείσανε

15 (especially at home) to offer your friends/guests a sweet or something to drink,


e.g. a cup of coffee
16 (in a restaurant, a coffee shop, etc.) to pay for

13
71 Everyday Greek Verbs

κόβω (to cut)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ κόβω θα κόψω έκοψα
εσύ κόβεις θα κόψεις έκοψες
αυτός, -ή, -ό κόβει θα κόψει έκοψε
εμείς κόβουμε θα κόψουμε κόψαμε
εσείς κόβετε θα κόψετε κόψατε
αυτοί, -ές, -ά κόβουν(ε) θα κόψουν(ε) έκοψαν/κόψανε

κολυμπάω/κολυμπώ (to swim)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ κολυμπάω/κολυμπώ θα κολυμπήσω κολύμπησα
εσύ κολυμπάς θα κολυμπήσεις κολύμπησες
αυτός, -ή, -ό κολυμπάει/κολυμπά θα κολυμπήσει κολύμπησε
εμείς κολυμπάμε θα κολυμπήσουμε κολυμπήσαμε
εσείς κολυμπάτε θα κολυμπήσετε κολυμπήσατε
αυτοί, -ές, -ά κολυμπάνε/κολυμπούν(ε) θα κολυμπήσουν(ε) κολύμπησαν/κολυμπήσανε

λέω (to say / to tell)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ λέω θα πω είπα
εσύ λες θα πεις είπες
αυτός, -ή, -ό λέει θα πει είπε
εμείς λέμε θα πούμε είπαμε
εσείς λέτε θα πείτε είπατε
αυτοί, -ές, -ά λένε θα πουν/θα πούνε είπαν(ε)

14
71 Everyday Greek Verbs

λυπάμαι (to be sorry)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ λυπάμαι θα λυπηθώ λυπήθηκα
εσύ λυπάσαι θα λυπηθείς λυπήθηκες
αυτός, -ή, -ό λυπάται θα λυπηθεί λυπήθηκε
εμείς λυπόμαστε θα λυπηθούμε λυπηθήκαμε
εσείς λυπάστε/λυπόσαστε θα λυπηθείτε λυπηθήκατε
αυτοί, -ές, -ά λυπούνται θα λυπηθούν(ε) λυπήθηκαν/λυπηθήκανε

μαγειρεύω (to cook)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ μαγειρεύω θα μαγειρέψω μαγείρεψα
εσύ μαγειρεύεις θα μαγειρέψεις μαγείρεψες
αυτός, -ή, -ό μαγειρεύει θα μαγειρέψει μαγείρεψε
εμείς μαγειρεύουμε θα μαγειρέψουμε μαγειρέψαμε
εσείς μαγειρεύετε θα μαγειρέψετε μαγειρέψατε
αυτοί, -ές, -ά μαγειρεύουν(ε) θα μαγειρέψουν(ε) μαγείρεψαν/μαγειρέψανε

μαθαίνω (to learn)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ μαθαίνω θα μάθω έμαθα
εσύ μαθαίνεις θα μάθεις έμαθες
αυτός, -ή, -ό μαθαίνει θα μάθει έμαθε
εμείς μαθαίνουμε θα μάθουμε μάθαμε
εσείς μαθαίνετε θα μάθετε μάθατε
αυτοί, -ές, -ά μαθαίνουν(ε) θα μάθουν(ε) έμαθαν/μάθανε

15
71 Everyday Greek Verbs

μεγαλώνω (to grow up or old / to raise a child / to make something bigger or wider)
PRESENT FUTURE PAST
εγώ μεγαλώνω θα μεγαλώσω μεγάλωσα
εσύ μεγαλώνεις θα μεγαλώσεις μεγάλωσες
αυτός, -ή, -ό μεγαλώνει θα μεγαλώσει μεγάλωσε
εμείς μεγαλώνουμε θα μεγαλώσουμε μεγαλώσαμε
εσείς μεγαλώνετε θα μεγαλώσετε μεγαλώσατε
αυτοί, -ές, -ά μεγαλώνουν(ε) θα μεγαλώσουν(ε) μεγάλωσαν/μεγαλώσανε

μένω (to live / to stay)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ μένω θα μείνω έμεινα
εσύ μένεις θα μείνεις έμεινες
αυτός, -ή, -ό μένει θα μείνει έμεινε
εμείς μένουμε θα μείνουμε μείναμε
εσείς μένετε θα μείνετε μείνατε
αυτοί, -ές, -ά μένουν(ε) θα μείνουν(ε) έμειναν/μείνανε

μιλάω/μιλώ (to speak / to talk)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ μιλάω/μιλώ θα μιλήσω μίλησα
εσύ μιλάς θα μιλήσεις μίλησες
αυτός, -ή, -ό μιλάει/μιλά θα μιλήσει μίλησε
εμείς μιλάμε θα μιλήσουμε μιλήσαμε
εσείς μιλάτε θα μιλήσετε μιλήσατε
αυτοί, -ές, -ά μιλάνε/μιλούν(ε) θα μιλήσουν(ε) μίλησαν/μιλήσανε

16
71 Everyday Greek Verbs

μου17 αρέσει/μ’18 αρέσει (to like)


PRESENT FUTURE PAST
μου αρέσει/μ’ αρέσει θα μου αρέσει/θα μ’ αρέσει μου άρεσε/μ’ άρεσε
μου αρέσουν(ε)/ θα μου αρέσουν(ε)/ μου άρεσαν/μου αρέσανε/
μ’ αρέσουν(ε) θα μ’ αρέσουν(ε) μ’ άρεσαν/μ’ αρέσανε

μπαίνω (to enter)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ μπαίνω θα μπω μπήκα
εσύ μπαίνεις θα μπεις μπήκες
αυτός, -ή, -ό μπαίνει θα μπει μπήκε
εμείς μπαίνουμε θα μπούμε μπήκαμε
εσείς μπαίνετε θα μπείτε μπήκατε
αυτοί, -ές, -ά μπαίνουν(ε) θα μπουν/θα μπούνε μπήκαν(ε)

μπορώ (can)
PRESENT FUTURE PAST
εγώ μπορώ θα μπορέσω μπόρεσα
εσύ μπορείς θα μπορέσεις μπόρεσες
αυτός, -ή, -ό μπορεί θα μπορέσει μπόρεσε
εμείς μπορούμε θα μπορέσουμε μπορέσαμε
εσείς μπορείτε θα μπορέσετε μπορέσατε
αυτοί, -ές, -ά μπορούν(ε) θα μπορέσουν(ε) μπόρεσαν/μπορέσανε

17 μου αρέσει/μ’ αρέσει, σου αρέσει/σ’ αρέσει, του αρέσει, της αρέσει, του αρέσει,
μας αρέσει, σας αρέσει, τους αρέσει
18 The alternative types with the apostrophe (’) are mostly used in oral speech.

17
71 Everyday Greek Verbs

νομίζω (to think19)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ νομίζω θα νομίσω νόμισα
εσύ νομίζεις θα νομίσεις νόμισες
αυτός, -ή, -ό νομίζει θα νομίσει νόμισε
εμείς νομίζουμε θα νομίσουμε νομίσαμε
εσείς νομίζετε θα νομίσετε νομίσατε
αυτοί, -ές, -ά νομίζουν(ε) θα νομίσουν(ε) νόμισαν/νομίσανε

ξέρω (to know)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ ξέρω θα ξέρω ήξερα
εσύ ξέρεις θα ξέρεις ήξερες
αυτός, -ή, -ό ξέρει θα ξέρει ήξερε
εμείς ξέρουμε θα ξέρουμε ξέραμε
εσείς ξέρετε θα ξέρετε ξέρατε
αυτοί, -ές, -ά ξέρουν(ε) θα ξέρουν(ε) ήξεραν/ξέρανε

ξεχνάω/ξεχνώ (to forget)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ ξεχνάω/ξεχνώ θα ξεχάσω ξέχασα
εσύ ξεχνάς θα ξεχάσεις ξέχασες
αυτός, -ή, -ό ξεχνάει/ξεχνά θα ξεχάσει ξέχασε
εμείς ξεχνάμε θα ξεχάσουμε ξεχάσαμε
εσείς ξεχνάτε θα ξεχάσετε ξεχάσατε
αυτοί, -ές, -ά ξεχνάνε/ξεχνούν(ε) θα ξεχάσουν(ε) ξέχασαν/ξεχάσανε

19 The verb ‘νομίζω’ is used to express an opinion, a belief, e.g. ‘Νομίζω ότι η Αθήνα
είναι μία όμορφη πόλη.’ (I think that Athens is a beautiful city.). / You should not
mix up ‘νομίζω’ with ‘σκέφτομαι’ (θα σκεφτώ / σκέφτηκα) = to think, to have
someone or something on one's mind, to reflect on, e.g. ‘Σκέφτομαι τον
Πέτρο/την Ελένη.’ (I am thinking about Peter/Helen.), ‘Σκεφτόμαστε να
αγοράσουμε ένα καινούργιο αυτοκίνητο.’ (We are thinking about buying a new
car.).
18
71 Everyday Greek Verbs

οδηγώ (to drive)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ οδηγώ θα οδηγήσω οδήγησα
εσύ οδηγείς θα οδηγήσεις οδήγησες
αυτός, -ή, -ό οδηγεί θα οδηγήσει οδήγησε
εμείς οδηγούμε θα οδηγήσουμε οδηγήσαμε
εσείς οδηγείτε θα οδηγήσετε οδηγήσατε
αυτοί, -ές, -ά οδηγούν(ε) θα οδηγήσουν(ε) οδήγησαν/οδηγήσανε

παίζω (to play / to act)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ παίζω θα παίξω έπαιξα
εσύ παίζεις θα παίξεις έπαιξες
αυτός, -ή, -ό παίζει θα παίξει έπαιξε
εμείς παίζουμε θα παίξουμε παίξαμε
εσείς παίζετε θα παίξετε παίξατε
αυτοί, -ές, -ά παίζουν(ε) θα παίξουν(ε) έπαιξαν/παίξανε

παίρνω (to take / to get)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ παίρνω θα πάρω πήρα
εσύ παίρνεις θα πάρεις πήρες
αυτός, -ή, -ό παίρνει θα πάρει πήρε
εμείς παίρνουμε θα πάρουμε πήραμε
εσείς παίρνετε θα πάρετε πήρατε
αυτοί, -ές, -ά παίρνουν(ε) θα πάρουν(ε) πήραν(ε)

19
71 Everyday Greek Verbs

παρακαλώ (to kindly ask for)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ παρακαλώ20 θα παρακαλέσω παρακάλεσα
εσύ παρακαλείς θα παρακαλέσεις παρακάλεσες
αυτός, -ή, -ό παρακαλεί θα παρακαλέσει παρακάλεσε
εμείς παρακαλούμε θα παρακαλέσουμε παρακαλέσαμε
εσείς παρακαλείτε θα παρακαλέσετε παρακαλέσατε
αυτοί, -ές, -ά παρακαλούν(ε) θα παρακαλέσουν(ε) παρακάλεσαν/παρακαλέσανε

παρκάρω (to park)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ παρκάρω θα παρκάρω πάρκαρα21
εσύ παρκάρεις θα παρκάρεις πάρκαρες
αυτός, -ή, -ό παρκάρει θα παρκάρει πάρκαρε
εμείς παρκάρουμε θα παρκάρουμε παρκάραμε
εσείς παρκάρετε θα παρκάρετε παρκάρατε
αυτοί, -ές, -ά παρκάρουν(ε) θα παρκάρουν(ε) πάρκαραν/παρκάρανε

πάω (to go)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ πάω θα πάω πήγα
εσύ πας θα πας πήγες
αυτός, -ή, -ό πάει θα πάει πήγε
εμείς πάμε θα πάμε πήγαμε
εσείς πάτε θα πάτε πήγατε
αυτοί, -ές, -ά πάνε θα πάνε πήγαν(ε)

20 Also: παρακαλάω/παρακαλώ, παρακαλάς, παρακαλάει/παρακαλά, παρακαλάμε,


παρακαλάτε, παρακαλάνε/παρακαλούν(ε). To say ‘please’ [e.g. ‘Ένα τσάι,
(σε/σας) παρακαλώ!’] or ‘you are welcome’ (as a reply to ‘ευχαριστώ’), we only
use the type ‘παρακαλώ’, not ‘παρακαλάω’.
21 Also: παρκάρισα, παρκάρισες, παρκάρισε, παρκαρίσαμε, παρκαρίσατε,

παρκάρισαν/παρκαρίσανε
20
71 Everyday Greek Verbs

πεθαίνω (to die)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ πεθαίνω θα πεθάνω πέθανα
εσύ πεθαίνεις θα πεθάνεις πέθανες
αυτός, -ή, -ό πεθαίνει θα πεθάνει πέθανε
εμείς πεθαίνουμε θα πεθάνουμε πεθάναμε
εσείς πεθαίνετε θα πεθάνετε πεθάνατε
αυτοί, -ές, -ά πεθαίνουν(ε) θα πεθάνουν(ε) πέθαναν/πεθάνανε

πεινάω/πεινώ (to be hungry)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ πεινάω/πεινώ θα πεινάσω πείνασα
εσύ πεινάς θα πεινάσεις πείνασες
αυτός, -ή, -ό πεινάει/πεινά θα πεινάσει πείνασε
εμείς πεινάμε θα πεινάσουμε πεινάσαμε
εσείς πεινάτε θα πεινάσετε πεινάσατε
αυτοί, -ές, -ά πεινάνε/πεινούν(ε) θα πεινάσουν(ε) πείνασαν/πεινάσανε

περιμένω (to wait / to expect)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ περιμένω θα περιμένω περίμενα
εσύ περιμένεις θα περιμένεις περίμενες
αυτός, -ή, -ό περιμένει θα περιμένει περίμενε
εμείς περιμένουμε θα περιμένουμε περιμέναμε
εσείς περιμένετε θα περιμένετε περιμένατε
αυτοί, -ές, -ά περιμένουν(ε) θα περιμένουν(ε) περίμεναν/περιμένανε

21
71 Everyday Greek Verbs

περνάω/περνώ (to pass / to spend time)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ περνάω/περνώ θα περάσω πέρασα
εσύ περνάς θα περάσεις πέρασες
αυτός, -ή, -ό περνάει/περνά θα περάσει πέρασε
εμείς περνάμε θα περάσουμε περάσαμε
εσείς περνάτε θα περάσετε περάσατε
αυτοί, -ές, -ά περνάνε/περνούν(ε) θα περάσουν(ε) πέρασαν/περάσανε

περπατάω/περπατώ (to walk)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ περπατάω/περπατώ θα περπατήσω περπάτησα
εσύ περπατάς θα περπατήσεις περπάτησες
αυτός, -ή, -ό περπατάει/περπατά θα περπατήσει περπάτησε
εμείς περπατάμε θα περπατήσουμε περπατήσαμε
εσείς περπατάτε θα περπατήσετε περπατήσατε
αυτοί, -ές, -ά περπατάνε/περπατούν(ε) θα περπατήσουν(ε) περπάτησαν/περπατήσανε

πηγαίνω (to go)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ πηγαίνω θα πάω πήγα
εσύ πηγαίνεις θα πας πήγες
αυτός, -ή, -ό πηγαίνει θα πάει πήγε
εμείς πηγαίνουμε θα πάμε πήγαμε
εσείς πηγαίνετε θα πάτε πήγατε
αυτοί, -ές, -ά πηγαίνουν(ε) θα πάνε πήγαν(ε)

22
71 Everyday Greek Verbs

πίνω (to drink)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ πίνω θα πιω ήπια
εσύ πίνεις θα πιεις ήπιες
αυτός, -ή, -ό πίνει θα πιει ήπιε
εμείς πίνουμε θα πιούμε ήπιαμε
εσείς πίνετε θα πιείτε ήπιατε
αυτοί, -ές, -ά πίνουν(ε) θα πιουν/θα πιούνε ήπιαν(ε)

πληρώνω (to pay)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ πληρώνω θα πληρώσω πλήρωσα
εσύ πληρώνεις θα πληρώσεις πλήρωσες
αυτός, -ή, -ό πληρώνει θα πληρώσει πλήρωσε
εμείς πληρώνουμε θα πληρώσουμε πληρώσαμε
εσείς πληρώνετε θα πληρώσετε πληρώσατε
αυτοί, -ές, -ά πληρώνουν(ε) θα πληρώσουν(ε) πλήρωσαν/πληρώσανε

πρέπει (must / to have to)


PRESENT FUTURE PAST
πρέπει θα πρέπει έπρεπε

προτιμάω/προτιμώ (to prefer)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ προτιμάω/προτιμώ θα προτιμήσω προτίμησα
εσύ προτιμάς θα προτιμήσεις προτίμησες
αυτός, -ή, -ό προτιμάει/προτιμά θα προτιμήσει προτίμησε
εμείς προτιμάμε θα προτιμήσουμε προτιμήσαμε
εσείς προτιμάτε θα προτιμήσετε προτιμήσατε
αυτοί, -ές, -ά προτιμάνε/προτιμούν(ε) θα προτιμήσουν(ε) προτίμησαν/προτιμήσανε

23
71 Everyday Greek Verbs

σερβίρω (to serve)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ σερβίρω θα σερβίρω σέρβιρα22
εσύ σερβίρεις θα σερβίρεις σέρβιρες
αυτός, -ή, -ό σερβίρει θα σερβίρει σέρβιρε
εμείς σερβίρουμε θα σερβίρουμε σερβίραμε
εσείς σερβίρετε θα σερβίρετε σερβίρατε
αυτοί, -ές, -ά σερβίρουν(ε) θα σερβίρουν(ε) σέρβιραν/σερβίρανε

στρίβω (to turn)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ στρίβω θα στρίψω έστριψα
εσύ στρίβεις θα στρίψεις έστριψες
αυτός, -ή, -ό στρίβει θα στρίψει έστριψε
εμείς στρίβουμε θα στρίψουμε στρίψαμε
εσείς στρίβετε θα στρίψετε στρίψατε
αυτοί, -ές, -ά στρίβουν(ε) θα στρίψουν(ε) έστριψαν/στρίψανε

τρέχω (to run)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ τρέχω θα τρέξω έτρεξα
εσύ τρέχεις θα τρέξεις έτρεξες
αυτός, -ή, -ό τρέχει θα τρέξει έτρεξε
εμείς τρέχουμε θα τρέξουμε τρέξαμε
εσείς τρέχετε θα τρέξετε τρέξατε
αυτοί, -ές, -ά τρέχουν(ε) θα τρέξουν(ε) έτρεξαν/τρέξανε

22 Also: σερβίρισα, σερβίρισες, σερβίρισε, σερβιρίσαμε, σερβιρίσατε,


σερβίρισαν/σερβιρίσανε
24
71 Everyday Greek Verbs

τρώω (to eat)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ τρώω θα φάω έφαγα
εσύ τρως θα φας έφαγες
αυτός, -ή, -ό τρώει θα φάει έφαγε
εμείς τρώμε θα φάμε φάγαμε
εσείς τρώτε θα φάτε φάγατε
αυτοί, -ές, -ά τρώνε θα φάνε έφαγαν/φάγανε

υπάρχει (there is)


PRESENT FUTURE23 PAST24
υπάρχει θα υπάρξει υπήρξε
υπάρχουν(ε) θα υπάρξουν(ε) υπήρξαν(ε)

φέρνω (to bring)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ φέρνω θα φέρω έφερα
εσύ φέρνεις θα φέρεις έφερες
αυτός, -ή, -ό φέρνει θα φέρει έφερε
εμείς φέρνουμε θα φέρουμε φέραμε
εσείς φέρνετε θα φέρετε φέρατε
αυτοί, -ές, -ά φέρνουν(ε) θα φέρουν(ε) έφεραν/φέρανε

23 More common types: θα υπάρχει – θα υπάρχουν(ε)


24 More common types: υπήρχε – υπήρχαν(ε)
25
71 Everyday Greek Verbs

φεύγω (to leave25)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ φεύγω θα φύγω έφυγα
εσύ φεύγεις θα φύγεις έφυγες
αυτός, -ή, -ό φεύγει θα φύγει έφυγε
εμείς φεύγουμε θα φύγουμε φύγαμε
εσείς φεύγετε θα φύγετε φύγατε
αυτοί, -ές, -ά φεύγουν(ε) θα φύγουν(ε) έφυγαν/φύγανε

φοράω/φορώ (to wear / to put on26)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ φοράω/φορώ θα φορέσω φόρεσα
εσύ φοράς θα φορέσεις φόρεσες
αυτός, -ή, -ό φοράει/φορά θα φορέσει φόρεσε
εμείς φοράμε θα φορέσουμε φορέσαμε
εσείς φοράτε θα φορέσετε φορέσατε
αυτοί, -ές, -ά φοράνε/φορούν(ε) θα φορέσουν(ε) φόρεσαν/φορέσανε

φτάνω (to arrive)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ φτάνω θα φτάσω έφτασα
εσύ φτάνεις θα φτάσεις έφτασες
αυτός, -ή, -ό φτάνει θα φτάσει έφτασε
εμείς φτάνουμε θα φτάσουμε φτάσαμε
εσείς φτάνετε θα φτάσετε φτάσατε
αυτοί, -ές, -ά φτάνουν(ε) θα φτάσουν(ε) έφτασαν/φτάσανε

25 to go away from a place, e.g. ‘Σήμερα έφυγα από το γραφείο νωρίς.’ (Today I left
the office early.)
26 e.g. clothes, shoes, etc.

26
71 Everyday Greek Verbs

φτιάχνω (to make / to repair)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ φτιάχνω θα φτιάξω έφτιαξα
εσύ φτιάχνεις θα φτιάξεις έφτιαξες
αυτός, -ή, -ό φτιάχνει θα φτιάξει έφτιαξε
εμείς φτιάχνουμε θα φτιάξουμε φτιάξαμε
εσείς φτιάχνετε θα φτιάξετε φτιάξατε
αυτοί, -ές, -ά φτιάχνουν(ε) θα φτιάξουν(ε) έφτιαξαν/φτιάξανε

χαίρομαι (to be glad)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ χαίρομαι θα χαρώ χάρηκα
εσύ χαίρεσαι θα χαρείς χάρηκες
αυτός, -ή, -ό χαίρεται θα χαρεί χάρηκε
εμείς χαιρόμαστε θα χαρούμε χαρήκαμε
εσείς χαίρεστε/χαιρόσαστε θα χαρείτε χαρήκατε
αυτοί, -ές, -ά χαίρονται θα χαρούν(ε) χάρηκαν/χαρήκανε

χάνω (to lose / to miss27)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ χάνω θα χάσω έχασα
εσύ χάνεις θα χάσεις έχασες
αυτός, -ή, -ό χάνει θα χάσει έχασε
εμείς χάνουμε θα χάσουμε χάσαμε
εσείς χάνετε θα χάσετε χάσατε
αυτοί, -ές, -ά χάνουν(ε) θα χάσουν(ε) έχασαν/χάσανε

27 in the sense that you arrive too late to do or experience something, e.g. ‘Χάσαμε
την αρχή της ταινίας.’ (We missed the beginning of the film.) or to catch a
passenger vehicle, e.g. ‘Σήμερα το πρωί ο άντρας μου έχασε το λεωφορείο.’ (This
morning my husband missed the bus.)
27
71 Everyday Greek Verbs

χρειάζομαι (to need)


PRESENT FUTURE PAST
εγώ χρειάζομαι θα χρειαστώ χρειάστηκα
εσύ χρειάζεσαι θα χρειαστείς χρειάστηκες
αυτός, -ή, -ό χρειάζεται θα χρειαστεί χρειάστηκε
εμείς χρειαζόμαστε θα χρειαστούμε χρειαστήκαμε
εσείς χρειάζεστε/χρειαζόσαστε θα χρειαστείτε χρειαστήκατε
αυτοί, -ές, -ά χρειάζονται θα χρειαστούν(ε) χρειάστηκαν/χρειαστήκανε

28
71 Everyday Greek Verbs

Bibliography
Ιορδανίδου Άννα, Τα ρήματα της Νέας Ελληνικής, Πατάκης, Αθήνα 1991

Μακρόπουλος Παναγιώτης, Μοντζολή Μάχη, Ρουμπής Νίκος, Τζοβάρα Βιβιάνα, Οδός


Γραμματικής, Δέλτος, Αθήνα 2014

Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας,


Αθήνα 1998

Νεοελληνική Γραμματική, Αναπροσαρμογή της Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής του


Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα

29

You might also like