You are on page 1of 20

2.

Η αναμόρφωση της ταυτότητας στην εφηβεία


και οι κίνδυνοι για παροδική ή χρόνια
ψυχοπαθολογία
Χρήστος Ζερβής

ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ

• Η εφηβεία είναι μια καθοριστική για την πορεία του ατόμου ψυχολογική κα-
μπή, που έχει τον χαρακτήρα της ανατροπής της προηγούμενης σωματο-ψυχι-
κής ταυτότητας και οδηγεί στην ενήλικο ψυχική οργάνωση.
• Η εφηβεία περιλαμβάνει μια σωματική διάσταση, την ήβη, και μια ψυχο-νοη-
τική διάσταση η οποία αφορά αναμόρφωση της ταυτότητας και των σχέσεων
με τον έξω κόσμο, εδραίωση των σεξουαλικών χαρακτηριστικών, ψυχο-νοητι-
κή ωρίμανση του τύπου του ενηλίκου.
• Τα χαρακτηριστικά της εφηβείας κάθε ατόμου καθορίζονται από την ατομική
μέχρι τότε πορεία του αλλά και από γονιδιακούς, οικογενειακούς και κοινωνι-
κούς παράγοντες, και με αυτήν την έννοια είναι διαφορετικά από τόπο σε τόπο
όπως και μέσα στην ιστορία.
• Η σωματο-ψυχική αναδόμηση της εφηβείας συνεπάγεται ριζικές αλλαγές στο
σώμα, στην ταυτότητα και στις σχέσεις με τον εξωτερικό κόσμο.
• Σε ένα ψυχικό επίπεδο, κινητοποιείται αφενός μια ναρκισσιστική δυναμική,
δηλαδή μια διαφορετικού τύπου επένδυση του εαυτού που πρέπει πάλι, όπως
στην πρώτη παιδική ηλικία, να αναγνωριστεί και να γίνει αποδεκτός. Κινητο-
ποιείται αφετέρου μια οιδιποδειακή δυναμική, ως επιβεβαίωση του φύλου και
της ψυχικής δόμησης με βάση την ψυχική διευθέτηση που είχε επιτευχθεί κατά
τη οιδιπόδεια φάση της παιδικής ηλικίας.
• Μπροστά στην προοπτική βαθιάς δομικής αλλαγής, ο έφηβος μπορεί να βρε-
θεί αντιμέτωπος με εσωτερικές συγκρούσεις, που είναι δείγμα της εσωτερικής
του αμφιθυμίας. Η εν λόγω κατάσταση, σε ήπιο βαθμό, είναι αρκετά συνήθης
αλλά σε άλλες πιο προβληματικές καταστάσεις ο έφηβος πρέπει να χρησιμο-
ποιήσει ψυχικές διευθετήσεις που ονομάζονται μηχανισμοί άμυνας όπως απώ-

Ψυχίατρος, Παιδοψυχίατρος, Ψυχαναλυτής, Διευθυντής στο Τμήμα Ψυχιατρικής Εφήβων & Νέων
του Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς»

20
θηση, διχασμό, μόνωση, παλινδρόμηση, ασκητισμό, διανοητικοποίηση, περά-
σματα στην πράξη κ.ά.
• Δυσκολίες κατά την προηγούμενη, παιδική, ζωή του εφήβου, οι οποίες μπο-
ρεί να έχουν προκαλέσει καθηλώσεις, δηλαδή να έχουν αφήσει προβληματικά
σημεία στη ψυχική του δομή, ή/και δυσκολίες κατά τη φάση της εφηβείας, εν-
δέχεται να δυσκολέψουν την εφηβική εξέλιξη και να προκαλέσουν την έκλυ-
ση ψυχοπαθολογίας.
• Το οικογενειακό περιβάλλον είναι το πεδίο όπου κατ’ εξοχήν εκδηλώνεται η
εφηβική κρίση. Ο ενδεχόμενος εκρηκτικός χαρακτήρας της τελευταίας συνή-
θως συνδέεται με τη μεγάλη δυσκολία του εφήβου να αποστασιοποιηθεί, προ-
κειμένου να «μεγαλώσει» και να αυτονομηθεί, από τον κόσμο των γονέων. Οι
γονείς μπορούν να τον διευκολύνουν τηρώντας μια ισορροπημένη στάση ανά-
μεσα στην αναγνώριση της ανάγκης του για μεγαλύτερη αυτονομία και της συ-
νεχιζόμενης ανάγκης του να συνεχίζουν να τον στηρίζουν οι γονείς του για ένα
μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμη.
• Νέες ταυτίσεις με άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, θα επιτρέψουν στον
έφηβο να βρει και να εσωτερικεύσει νέα στηρίγματα ενώ ταυτοχρόνως πορεύ-
εται σε ένα δικό του ψυχικό δρόμο.
• Η εφηβεία εξ ορισμού, ως ηλικιακή φάση που χαρακτηρίζεται από τη διαδι-
κασία ένταξης στο εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον, επηρεάζεται, ως προς την
πορεία της και το περιεχόμενό της, από τον κοινωνικό χώρο μέσα στον οποίο
εκτυλίσσεται. Σε αυτό το πλαίσιο τίθεται ο προβληματισμός της ενδεχόμενης
σχέσης ανάμεσα στην κρίση των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και την παρα-
τηρούμενη επίταση των χαρακτηριστικών της εφηβικής κρίσης στην εποχή μας.

1. ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ


Ετυμολογικά, ο λατινικός όρος adolescens, που είναι ο πρώτος όρος που χρη-
σιμοποιήθηκε, στην αρχαία Ρώμη, για να αποδοθεί αυτός(ή) που σήμερα ονομάζου-
με «έφηβο», σημαίνει «αυτός που μεγαλώνει»1. Η εφηβεία ορίζεται ως η ηλικιακή
φάση η οποία διαδέχεται την παιδική ηλικία, με σημείο έναρξης την εμφάνιση των
σωματικών εκδηλώσεων της ήβης, και σημείο ολοκλήρωσης την πλήρη ανάπτυξη
μιας νέας σωματο-ψυχικής οργάνωσης με βάση μια νέα έμφυλη τώρα πια ταυτότη-
τα και μιαν αντίστοιχη νέου τύπου σχέση με τον έξω κόσμο, στο πλαίσιο μιας νέου
τύπου, ενήλικης αυτονόμησης.
Υπό το ψυχαναλυτικό πρίσμα, η εφηβεία αποτελεί την τελευταία, μεγάλη, κα-
θοριστική, ψυχολογική καμπή που οδηγεί στην ενήλικο ψυχική οργάνωση. O Φρό-
υντ, o οποίος, όπως πρέπει να σημειωθεί, αναφέρεται στη συντριπτική πλειοψηφία
των αναφορών του επ’αυτού στην ήβη και όχι στην εφηβεία, γράφει στα Τρία δο-

21
κίμια για τη θεωρία της σεξουαλικότητας ότι «Mε την αρχή της ήβης εμφανίζονται
μεταμορφώσεις που θα οδηγήσουν την παιδική σεξουαλικότητα στη φυσιολογική
τελική της μορφή»2.
Σε ένα ψυχο-νοητικό επίπεδο, η εφηβεία περιλαμβάνει απόκτηση γνώσεων,
ικανοτήτων και της δυνατότητας διαχείρισης των αισθημάτων και των σχέσεων. Η
ψυχολογική κατάληξη της εφηβείας, με την αποδοχή των ρόλων και της ταυτότη-
τας του ενηλίκου, συμπίπτει με την αποδοχή των κοινωνικών αξιών.
Ηλικιακά, η εφηβική περίοδος αντιστοιχεί στην ηλικία ανάμεσα στα 10 και τα
19 έτη. Στα κορίτσια συνήθως αρχίζει λίγο πιο νωρίς σε σχέση με τα αγόρια. Πρέ-
πει όμως να διευκρινιστεί ότι ενώ η έναρξή της εφηβείας είναι πιο εύκολο να εντο-
πιστεί (σχετίζεται με την έναρξη της ήβης), η ολοκλήρωσή της δεν είναι καθόλου
δυνατόν να τοποθετηθεί χρονικά με σαφή τρόπο.
Η εφηβεία είναι μια από τις πιο γρήγορες φάσεις της ανθρώπινης ανάπτυξης, με
την έννοια ότι κατά τη διάρκειά της, σε μικρό χρονικό διάστημα, λαμβάνουν χώρα
πολλές αλλαγές σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο, κάτι το οποίο βρίσκεται σε αλλη-
λεπίδραση με αλλαγές στις σχέσεις και στη θέση του εφήβου στο οικογενειακό και
στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.
Το ευχάριστο, εξαιρετικά δημιουργικό της αναπτυξιακής αυτής φάσης, η οποία
ισοδυναμεί με ολοκλήρωση του εαυτού, συνυπάρχει και με το ευάλωτο της ψυχι-
κής ισορροπίας, την αδυναμία του Εγώ, ιδιαιτέρως κατά την πρώτη φάση της εφη-
βείας, όταν λαμβάνουν χώρα κυρίως οι συναισθηματικές ανακατατάξεις στον ψυχι-
σμό του εφήβου, ενώ δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί οι ονομαζόμενες «εκτελεστικές
λειτουργίες», που σχετίζονται με τον έλεγχο των ενορμήσεων και τη ικανότητα λή-
ψης αποφάσεων, και οι οποίες οργανώνονται κατά τη δεύτερη φάση της εφηβείας.
Η εν λόγω αλληλουχία βρίσκει την αντίστοιχη αποτύπωσή της σε ένα νευροβιολο-
γικό επίπεδο, με αλλαγές αρχικά στο μεταιχμιακό σύστημα και στη συνέχεια στον
προμετωπιαίο φλοιό.
Η ανατροπή της προηγούμενης, παιδικής, ψυχικής ισορροπίας, σε συνδυασμό
με τη μεγάλη ώση των ενορμήσεων κατά τη διάρκεια της εφηβείας είναι υπεύθυνες
για την ενίσχυση της παρορμητικότητας, των περασμάτων στην πράξη και της συ-
χνά ρηχής ψυχικής επεξεργασίας σε αυτή την ηλικιακή φάση. Όλα αυτά δίνουν το
δικαίωμα σε κάποιους ειδικούς της εφηβείας να τη συγκρίνουν, καταχρηστικά θα
λέγαμε, με τη δομή της οριακής διαταραχής της προσωπικότητας.
Σε κάποιες κοινωνίες, συνήθως πιο παραδοσιακές, η εφηβεία αναγνωρίζεται
ως πιο σύντομης διάρκειας και ισοδυναμεί, στενά, με την ήβη και τις σωματικές
αλλαγές που αυτή περιλαμβάνει, και οι οποίες οδηγούν στη γενετήσια ωριμότητα.
Σε άλλες, συνήθως πιο «σύγχρονες» κοινωνίες δυτικού τύπου, η εφηβεία, θεωρού-
μενη ως μεγαλύτερης διάρκειας, αναγνωρίζεται με ένα ευρύτερο τρόπο, πέραν του
σωματικού, περιλαμβάνοντας ψυχολογικά, κοινωνικά και ηθικά χαρακτηριστικά1.

22
Συνεπώς, ο αρχικά αναφερθείς περιγραφικός ορισμός της εφηβείας, αν και μέσα
από τη συνοπτικότητά του αφήνει να διαφανεί ότι αυτή μπορεί να οριστεί με ένα
σαφή τρόπο, σε μια δεύτερη ανάγνωση μπορεί να αποδειχθεί ότι η εφηβεία ως έν-
νοια είναι αρκετά ασαφής, αφού περιλαμβάνει τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά
και κοινωνικά συστατικά, τα οποία επιδέχονται διαφοροποιήσεις από τόπο σε τόπο
και μέσα στο χρόνο και στην ιστορία, ενώ ταυτοχρόνως επηρεάζονται από ατομι-
κούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και η σωματική διάσταση της εφηβείας, η οποία
είναι η μόνη διάσταση η οποία θα μπορούσε να συνδεθεί πιο στέρεα με απτούς βι-
ολογικούς μηχανισμούς (σε αντίθεση με τα ψυχολογικά και κοινωνικά της χαρα-
κτηριστικά που επηρεάζονται έντονα από κοινωνικούς και ιστορικούς παράγοντες)
φαίνεται ότι δεν καθορίζεται μόνο από αμετακίνητα κάθε φορά ατομικά (βιολογι-
κά) χαρακτηριστικά, δεδομένου ότι τα τελευταία επηρεάζονται όχι μόνο από γονι-
διακούς αλλά και από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ενδεικτικά, στην αμερικανι-
κή βιβλιογραφία αποδίδεται σε διατροφικούς παράγοντες το γεγονός ότι η εφηβεία
στη χώρα αυτή ξεκινά 1-2 χρόνια νωρίτερα από ό,τι ξεκινούσε πριν από 100 χρό-
νια. Βεβαίως, η διατροφή φαίνεται να μην είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας
και τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, αφού, για παράδειγμα, ψυχολογικοί παράγο-
ντες ή συνθήκες παιδικών εμπειριών κακοποίησης ή/και σεξουαλικής αποπλάνησης
μπορούν να επηρεάσουν τόσο την έκλυση και τη διάρκεια όσον και τα χαρακτηρι-
στικά όχι μόνο της εφηβείας αλλά και της σωματικής συνιστώσας της, τής ήβης3.
Όλα αυτά θέτουν υπό αμφισβήτηση τη σταθερότητα των χαρακτηριστικών της
εφηβείας και θέτουν περαιτέρω ερωτήματα: ποια είναι η φύση της εφηβείας, βιο-
λογική, ορμονική ή καθορίζεται από ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες; Πώς
οι μεν εμπλέκονται με τους δε και ποιος καθορίζει ποιόν; Πρόκειται για ερωτήματα
τα οποία απαντώνται με διαφόρους τρόπους από τους ειδικούς, θεωρητικούς ή/και
κλινικούς, κάποιοι από τους οποίους φθάνουν μέχρι να αμφισβητήσουν το «αυτο-
νόητο» της ύπαρξης της εφηβείας ως διακριτής ηλικιακής φάσης.

2. ΟΙ ΔΟΜΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ

Ανεξάρτητα από τη ρευστότητα των χαρακτηριστικών της, παραμένει ότι η


εφηβεία αναγνωρίζεται ως ηλικία ψυχικών δομικών αλλαγών. Κατά τη διάρκειά
της λαμβάνουν χώρα δημιουργικές αποδομητικές και ταυτοχρόνως επανα-απαρτι-
ωτικές σωματο-ψυχικές διαδικασίες. Είναι δηλαδή σαν να γκρεμίζεται και να ξα-
ναχτίζεται η προσωπικότητα, με βάση το παλαιό αλλά με καινούργια υλικά. Αυτές
όμως οι διαδικασίες διαθέτουν ταυτοχρόνως το δυναμικό για να προκαλέσουν και
διαφόρων τύπων ψυχικές συγκρούσεις.
Το σώμα βρίσκεται στο επίκεντρο της σωματο-ψυχικής ανέλιξης που θα κα-

23
θορίσει την εφηβεία. Το σώμα είναι, θα λέγαμε, ένα ενδιάμεσο αντικείμενο ψυχι-
κής επένδυσης, ανάμεσα στη ναρκισσιστική, αρχική επένδυση του εαυτού και στην
επένδυση των εξωτερικών αντικειμένων. Στη φάση της εφηβείας το σώμα παίζει
ένα πολύ σημαντικό ρόλο, ως πρώτος και κεντρικός πυρήνας οργάνωσης του Εγώ,
ως φορέας της ύπαρξης του εφήβου σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, ως μέσον έκφρασης
αλλά και ως μέσον σχέσης. Ψυχαναλυτές συγγραφείς φθάνουν να συγκρίνουν το
σώμα του εφήβου με αυτό του νεογέννητου όσον αφορά τον καθοριστικό διαμεσο-
λαβητικό ρόλο του, στη σχέση με τη μητέρα τότε και στις σχέσεις με τα νέα αντι-
κείμενα που ενδιαφέρουν τώρα τον έφηβο.
Στο πλαίσιο αυτής της δυναμικής, η εφηβεία χαρακτηρίζεται, σε ένα ψυχικό
επίπεδο, από ενδοψυχικές αναδομήσεις οι οποίες είναι σε αλληλεπίδραση με αντι-
κειμενοτρόπους μεταθέσεις, δηλαδή με μετάθεση του ψυχο-σεξουαλικού ενδιαφέ-
ροντος σε νέα εξωτερικά αντικείμενα.
Oι απαιτούμενες ψυχικές μετατοπίσεις και αναμορφώσεις είναι πολλές, λεπτές,
αλληλοεπηρεαζόμενες, και η πιθανότητα ψυχοπαθολογικής παρέκκλισης είναι ισχυ-
ρή, κάτι το οποίο εξηγεί και την υψηλή συχνότητα, σε σχέση με άλλες ηλικιακές φά-
σεις, εκδήλωσης ενός ευρέος φάσματος ψυχικών δυσκολιών και διαταραχών κατά
την εν λόγω περίοδο της ζωής.
Όσον αφορά το σώμα, κατά τη διάρκεια της εφηβείας λαμβάνει χώρα η σω-
ματική ενεργοποίηση της ήβης, η οποία οδηγεί σε μια απότομη αναμόρφωση της
σωματικής διάπλασης του εφήβου, με επιβεβαίωση και ενίσχυση των χαρακτηρι-
στικών του φύλου. Η εσωτερική, ορμονική ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση, με
μοχλό ένα εσωτερικό βιολογικό ρολόι, είναι εμφανής. Όπως όμως ήδη ελέχθη, δεν
είναι αμελητέα, σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, και η συμβολή του εξωτερικού
περιβάλλοντος, μέσα από φυσικούς παράγοντες (παράδειγμα διατροφή) αλλά επί-
σης και μέσα από συναισθηματικούς αλλά και σεξουαλικά διεγερτικούς παράγοντες.
Αν στην εφηβεία το βιολογικό φύλο είναι, φυσικά, ήδη καθορισμένο (ήδη από
την ενδομήτρια φάση), οι ορμόνες οι οποίες καθορίζουν τα δευτερογενή χαρακτη-
ριστικά του φύλου και οι οποίες ολοκληρώνουν την έμφυλη βιολογική ταυτότη-
τα αυξάνονται από τη φάση της ηλικίας των 5 με 8 χρόνων και κορυφώνονται στη
φάση της εφηβείας, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση των δευτερογενών χαρακτηρι-
στικών του φύλου.
Οι εν λόγω σωματικές αλλαγές προκαλούν, σε ένα ψυχικό επίπεδο, πρώτα απ’
όλα, την κινητοποίηση μιας ναρκισσιστικής προοπτικής, ένα δηλαδή αναγκαστικό,
έντονο ενδιαφέρον για το σώμα και για τον εαυτό γενικότερα, σε μια προσπάθεια
νέας απαρτίωσης του καινούργιου σωματικού και ψυχικού είναι. Η εν λόγω εξέλιξη
αντιστοιχεί και σε ένα είδος ναρκισσιστικής αναδίπλωσης, στροφής δηλαδή προς
τον εαυτό, και σε κάποιο βαθμό παλινδρόμησης, σε βάρος του ενδιαφέροντος για
τα εξωτερικά αντικείμενα.

24
Ταυτοχρόνως όμως, οι σωματικές μεταμορφώσεις και ιδιαιτέρως αυτές που
αφορούν την ενεργοποίηση των ερωτογενών ζωνών, οδηγούν, επίσης, σε ενδιαφέ-
ρον για νέου τύπου εξωτερικά αντικείμενα, τα οποία θα μπορούσαν να ανταποκρι-
θούν στη γενετήσια, τώρα πια, σεξουαλικότητα και στην ενδυναμωμένη σωματο-
ψυχική υπόσταση. Kαι η ναρκισσιστική προοπτική και η γενετήσιου χαρακτήρα νέα
αντικειμενότροπος προοπτική αναπτύσσονται, όπως ήδη ελέχθη, σε βάρος κάποιων
προηγουμένων αντικειμενοτρόπων επενδύσεων, κάτι το οποίο δημιουργεί στον έφη-
βο, ο οποίος ενδέχεται να μην αναγνωρίζει πλέον τον εαυτό του, όχι μόνο ευχάριστη
προσδοκία για κάτι που επιθυμεί να έρθει χωρίς να μπορεί να το προσδιορίσει με
ακρίβεια, αλλά ενδεχομένως και αναστάτωση και αμηχανία, πολύ συχνά επιφυλακτι-
κότητα και αμυντική διάθεση απέναντι στις νέες ανάγκες και στα νέα ενδιαφέροντα.
Έτσι, ο έφηβος «ψάχνεται» και αναρωτιέται γύρω από το σώμα του, όπως ανα-
ρωτιέται γύρω από το είναι του γενικότερα. H συχνή άμυνα του εφήβου απέναντι
σε ό,τι μπορεί να ερεθίσει το νεοαποκτηθέν, σε κάποιο βαθμό, ερωτογενές σώμα
είναι ενδεικτική του εύθραυστου της σωματικής προβληματικής, που υποδύεται η
ναρκισσιστική αναδιάταξη, και της αμυντικής διάθεσης απέναντι σε νέου τύπου δι-
εγέρσεις, ενώ δηλώνει τη δυσκολία του εφήβου να ενσωματώσει στο Eγώ του τα
νέα στοιχεία που αφορούν το σώμα του και το είναι του. Oι αυτοερωτικές δραστη-
ριότητες εντάσσονται στην ίδια λογική αναγνώρισης και οργάνωσης του εαυτού,
στη βάση πειραματισμών για νέες, συναισθηματικές ή/και ενδεχομένως γενετήσι-
ας σεξουαλικότητας, σχέσεις, μέσα από την προσομοίωση που αντιπροσωπεύουν οι
φαντασιώσεις. O έφηβος φαντασιώνει, πραγματοποιεί, δηλαδή, στη φαντασία του,
νέου τύπου σχέσεις και ικανοποιήσεις, δίνοντας έτσι διέξοδο σε αναφυόμενες επι-
θυμίες, χωρίς να τολμά να αναλάβει τις συνέπειες που αυτή η ενδεχόμενη εκπλή-
ρωση στην πράξη θα συνεπαγόταν.
Σε αυτήν τη διαδικασία αναγνώρισης εαυτού, υπάρχει μια αναλογία με την κα-
τάσταση στην αρχή της ζωής, με την έννοια της ανάγκης αναπαράστασης και οι-
κειοποίησης του εαυτού, δηλαδή ως αναγνώριση, οργάνωση και ενσωμάτωση αι-
σθήσεων και αντιλήψεων που πηγάζουν από ένα σώμα και ένα ψυχισμό που πρέπει
να αναγνωριστούν, να γίνουν αποδεκτά και να αναπαρασταθούν. Aν στην αρχή της
ζωής η μητέρα έπαιζε ένα βοηθητικό ρόλο σε αυτή την αναπαράσταση του Eγώ,
κυρίως μέσα από την επένδυση και το καθρέφτισμα του σωματο-ψυχικού είναι του
μωρού της και την απόδοση εκ μέρους της νοήματος στις ακατέργαστες σωματο-
ψυχικές του εκφράσεις, στη φάση της εφηβείας το όλο έργο ανήκει αποκλειστικά
στον έφηβο. Από τις σχέσεις με εξωτερικά αντικείμενα, που έχουν αποκτηθεί κατά
τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, κάποιες θα πρέπει να αναιρεθούν και κάποιες άλ-
λες να επαναδιαταχθούν σε νέους συνδυασμούς κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης.
Σε αυτήν τη γραμμή σκέψης, ο P. Blos4 βλέπει στην εφηβεία μια δεύτερη δια-
δικασία εξατομίκευσης, που περιλαμβάνει ένα νέο αποχωρισμό από το πρωταρχικό
αντικείμενο, για να επενδυθούν νέα αντικείμενα.

25
Η εν λόγω ναρκισσιστική προοπτική της εφηβείας ακολουθείται ή διαπλέκε-
ται φυσικά και με μια οιδιπόδεια, με την έννοια ότι έρχεται στην επιφάνεια η ανα-
γνώριση και η ανάδειξη της έμφυλης ταυτότητας του εφήβου μέσα από το ενδια-
φέρον για εξωτερικά σεξουαλικά αντικείμενα, με βάση την οιδιπόδεια οργάνωση
που είχε επιτευχθεί κατά την οιδιποδειακή ηλικία (3-6 έτη). Είναι σαν το οιδιπόδειο
σύμπλεγμα να ενεργοποιείται πάλι κατά τη διάρκεια της εφηβείας, ξεκινώντας από
το πλαίσιο της οικογένειας. Αν οι συνθήκες, οι ψυχικές, οικογενειακές και κοινωνι-
κές είναι ικανοποιητικές, η οιδιποδειακή απαγόρευση και δόμηση θα επιβεβαιωθεί.
Η ναρκισσιστική και οιδιπόδεια προοπτική συνεπάγονται και σημαντικές επι-
πτώσεις στο επίπεδο της ταυτότητας5. Ήδη, ο αποχωρισμός και το πένθος απένα-
ντι στα γονικά μορφοείδωλα ακολουθούνται από αντίστοιχες εσωτερικεύσεις και
ταυτίσεις, κατά το γνωστό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο όπου υπάρχει πένθος ενός
αντικειμένου ακολουθεί η ταύτιση με το χαμένο αντικείμενο. Έπειτα, η επιβεβαίω-
ση της οιδιπόδειας απαγόρευσης και απώθησης οδηγεί επίσης σε νέες ταυτίσεις και
εσωτερικεύσεις, δηλαδή στην εσωτερίκευση του νόμου και σε ταυτίσεις με προϊ-
όντα μετάθεσης των γονικών ειδώλων, δηλαδή με πρότυπα τα οποία και τον νόμο
σέβονται αλλά και επιτρέπουν την ικανοποίηση, λιγότερο ή περισσότερο μετουσιω-
μένη. Έτσι, προσφέρονται για ταυτίσεις πρότυπα όπως ένας επιτυχημένος τραγουδι-
στής, ένας περιθωριακός καλλιτέχνης, που αποτελούν εικόνες συμβιβασμού, προϊό-
ντα μεταβολισμού της αμφιθυμίας, πλησιάσματος και ταυτόχρονης απομάκρυνσης
από τους γονείς. Τέλος, αλλά ίσως πιο βαθιά, σε ένα άλλο επίπεδο ταύτισης, η νέα
ναρκισσιστική φάση, η οποία ανοίγεται για τον έφηβο, συνεπάγεται την ενδοβολή
της ταυτότητας του εμφύλου σώματος, όπως αυτή επιβεβαιώνεται και από τις νέες
σχέσεις, στηριζόμενες και στην απάντηση των άλλων, των σαγηνευτικών συμπερι-
λαμβανομένων, απέναντι στο γεγονός ότι ο έφηβος είναι βιολογικά αγόρι ή κορίτσι.
Υπό ένα άλλο πρίσμα, η ενδοψυχική αναδιάρθρωση συνεπάγεται πρωταρχικά
αναδόμηση του Εγώ, το οποίο βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τις σωματικές αλ-
λαγές της ήβης, με βάση το πρότυπο φροϋδικό σχήμα ότι το Εγώ είναι αρχικά ένα
σωματικό Εγώ. Κατά συνέπεια ένα «νέο» εφηβικό σώμα θα αποτελέσει τον πυρήνα
μιας νέας υπόστασης του Εγώ. Βεβαίως, ταυτοχρόνως, και το Αυτό, το πρωτόγονο
σωματο-ψυχικό κομμάτι του εαυτού, από το οποίο πηγάζει, σχηματικά, η επιθετι-
κότητα και η σεξουαλικότητα, αποκτά διαφορετικά χαρακτηριστικά και μεγαλύτε-
ρη ενορμητική ώση, υπό την ενίσχυση της σεξουαλικής ενδυνάμωσης της ήβης, ενώ
και το Υπερεγώ, δηλαδή ο εσωτερικευμένος νόμος και τα εσωτερικευμένα ιδανικά,
αναμορφώνεται ενδοβάλλοντας νέες αρχές και ιδανικά6.
Σχετικά με τους παράγοντες που συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία, όλοι οι
ειδικοί συμφωνούν στο ότι οι σωματο-ψυχικές αναδομήσεις της εφηβείας καθορί-
ζονται, αφενός, από τις ιδιαίτερες εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες στις οποίες
βρίσκεται ο έφηβος κατά τη διάρκεια της εν λόγω ηλικιακής φάσης. Οι εν λόγω εν-
δοψυχικές αναδομήσεις της εφηβείας, όμως, αφετέρου, είναι και απόρροια, και με

26
αυτήν την έννοια είναι αποκαλυπτικές, των σεξουαλικών καθηλώσεων, των προ-
βληματικών δηλαδή σημείων της ψυχοσεξουαλικής πορείας, που άφησαν τα ίχνη
τους επάνω στον ψυχισμό του εφήβου, πρώην παιδιού.

3. ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΑΜΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ

Μπροστά στην προοπτική βαθιάς δομικής αναδόμησης, πρωτίστως ναρκισσι-


στικού και οιδιποδειακού χαρακτήρα, που συνιστά το πέρασμα της εφηβείας, ο έφη-
βος μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με εσωτερικές συγκρούσεις.
Αυτό, φαινομενολογικά θεωρούμενο, μπορεί να συνδέεται με αμφιθυμία που
μπορεί να προκύψει απέναντι στην «εγκατάλειψη» της προηγούμενης οργάνωσής
του και του τύπου των εξωτερικών σχέσεων που αυτή συνεπάγεται. Η εν λόγω αμφι-
θυμία μπορεί να ενισχυθεί από προηγούμενες καθηλώσεις. Ο δισταγμός του εφήβου
να προχωρήσει μπορεί επίσης να συνδέεται και με κάποια ανασφάλεια όσον αφο-
ρά την πιθανότητα επιτυχίας στη σχέση με τις νέου τύπου σχέσεις, όπου για παρά-
δειγμα μπορεί να εμπλέκεται η σεξουαλικότητα, καθώς, σε μια πρώτη επαφή μαζί
τους, μπορεί να κινητοποιείται μια μη διαχειρίσιμη εσωτερική αντίδραση. Πρόκει-
ται, βεβαίως, για δύο πιθανότητες οι οποίες αποτελούν δύο συμπληρωματικές όψεις
της ίδιας σφαιρικότερης δυσκολίας.
Η εν λόγω κατάσταση, σε ήπιο βαθμό, είναι αρκετά συνήθης ακόμη και στις
«φυσιολογικές» περιπτώσεις εφηβικού περάσματος. Εφόσον οι δυσκολίες δεν πά-
ρουν μεγάλη έκταση, ο έφηβος συνήθως τη διαχειρίζεται με στρατηγικές και μηχανι-
σμούς άμυνας που θεωρούνται οριακά φυσιολογικές για αυτή την ηλικία: ενισχυμένη
χρήση της απώθησης για να αποφεύγονται οι δυσάρεστες αναπαραστάσεις, περιο-
ρισμένης έκτασης ψυχικός διχασμός (με συνύπαρξη του παιδικού και του ενήλικου
στοιχείου) και της μόνωσης (απομόνωση κάποιας ιδέας και πράξης για να μην απο-
κτήσει κάποιο νόημα), ορισμένης διάρκειας και βάθους ναρκισσιστική παλινδρόμη-
ση, δηλαδή κλείσιμο στον εαυτό, ενδεχομένως με σωματοποίηση των εντάσεων, με
σκοπό να υπάρξει ανάπαυλα. ενίσχυση και ανασυγκρότηση του Εγώ, φαντασιακή
προσομοίωση των νέων σχέσεων πριν να δοκιμαστούν στην πράξη, διανοητικοποι-
ημένη, δηλαδή με μέσο την αφηρημένη σκέψη μόνο και όχι μέσα από την πράξη,
διαχείριση των ψυχοσεξουαλικών διεγέρσεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το εφηβι-
κό πέρασμα γίνεται σχετικά εύκολα, με προοδευτική εξέλιξη, στο πλαίσιο της οποί-
ας οι συγκεκριμένες άμυνες υποχωρούν κάποια στιγμή.
Από αυτούς τους μηχανισμούς άμυνας που χρησιμοποιεί ο έφηβος, κάποιους
τους γνωρίζει ήδη, αφού και στο παρελθόν τους είχε χρησιμοποιήσει, ξεκινώντας
από την πιο πρώιμη φάση της ζωής του, όπως ο διχασμός και ή άρνηση, η σωματο-
ποίηση και η ναρκισσιστική παλινδρόμηση. Μπορεί να είχε κάνει χρήση αυτών επίσης
απέναντι στο οιδιπόδειο δίλημμα, όπως είναι η απώθηση και η μόνωση. Ενδέχεται

27
όμως να πρόκειται για μηχανισμούς άμυνας που «εφευρίσκει», πάντα ασυνείδη-
τα, και χρησιμοποιεί για πρώτη φορά στην εφηβεία, και οι οποίοι φέρουν το ιδιαί-
τερο στίγμα της συγκρουσιακής προβληματικής αυτής της συγκεκριμένης ηλικια-
κής φάσης.
Δύο πρώτοι χαρακτηριστικοί μηχανισμοί άμυνας που συναντάμε κατά τη διάρ-
κεια της εφηβείας, αν και είναι ως κάποιο βαθμό φυσιολογικοί και απαραίτητοι γι
αυτή την περίοδο της ζωής, μπορεί μερικές φορές να καταστούν παθολογικοί, αν πά-
ρουν μεγάλες διαστάσεις ή αν επιμείνουν και μετά την εφηβεία, με έντονα επιβλαβείς
συνέπειες, τόσον όσον αφορά την ψυχική ισορροπία του εφήβου όσο και σε σχέση
με την κοινωνικότητά του. Πρόκειται για τον ασκητισμό και τη διανοητικοποίηση7.
O πρώτος, ο ασκητισμός, όπως και η ονομασία του το υποδηλώνει, αφορά μια
άρνηση, που ποικίλλει όσον αφορά την έντασή της και τα χαρακτηριστικά της, απέ-
ναντι σε ό,τι θα μπορούσε να διεγείρει την επιθυμία του εφήβου, ιδιαιτέρως σε ένα
σωματικό επίπεδο. Πρόκειται για ένα τρόπο του εφήβου να αποφύγει την εσωτερι-
κή σύγκρουση και την ενοχή, που συνδέονται με την εσωτερική αντίδραση απένα-
ντι στο δικαίωμα της ευχαρίστησης, ενώ η τελευταία ταυτοχρόνως τον ελκύει. Πα-
ραμέληση της εμφάνισης, επώδυνες αθλητικές δραστηριότητες και εξαντλητικές
πεζοπορίες, περιορισμός της τροφής, επιβίωση με το ελάχιστο δυνατό, συγκαταλέ-
γονται ανάμεσα στις πρακτικές που εφαρμόζονται, για να κατασταλεί εν γενέσει η
διέγερση. Σε έντονο βαθμό, ο ασκητισμός συναντάται σε κάποιες μορφές ανορεξίας.
Στην περίπτωση της διανοητικοποίησης, ο έφηβος αναγνωρίζει τις συναισθη-
ματικές και σεξουαλικές του ανάγκες και επιθυμίες αλλά προτιμά να τις μεταφρά-
σει σε ένα διανοητικοποιημένο λόγο, σε γενικές και αφηρημένες ιδέες και έννοιες,
οι οποίες ουσιαστικά εξουδετερώνουν αυτές τις ανάγκες και επιθυμίες. Έτσι προ-
κύπτουν άπειρες εκλογικεύσεις, ατέλειωτες συζητήσεις με συνομηλίκους με επίφα-
ση ψυχολογικών και φιλοσοφικών αναρωτήσεων, που αρέσουν μερικές φορές τόσο
πολύ στους εφήβους. Eδώ, ο ψυχικός μηχανισμός άμυνας της διανοητικοποίησης
έχει ως βασικό σκοπό να κρατήσει μακριά συναισθήματα που ενδόμυχα ο έφηβος
κρίνει επικίνδυνα.
H σχάση ή διχασμός αποτελεί έναν άλλο αρκετά πρωτόγονο, περισσότερο παθο-
λογικό, μηχανισμό άμυνας, που ο έφηβος μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αντιμε-
τωπίσει την αμφιθυμία του απέναντι στα γονικά πρότυπα. Παίρνει τη μορφή ξαφνι-
κών περασμάτων από μια ιδέα σε μια άλλη αντιφατική, από τη μια προτίμηση στην
άλλη. O ίδιος ο έφηβος δεν φαίνεται να διακρίνει την αντίφαση. Έτσι ο έφηβος μπο-
ρεί να διεκδικεί με έντονο τρόπο την ανεξαρτησία του για να βγει, για να πάει μό-
νος διακοπές, και να ζητά αμέσως μετά να τον συνοδεύσουν οι γονείς του για μια
πολύ πιο απλή και ανώδυνη υποχρέωσή του. Ο διχασμός συνεπάγεται και περιοδι-
κή αναγνώριση αντιφατικών όψεων του αντικειμένου που ενδιαφέρει τον έφηβο,
με την έννοια ότι ο άλλος μπορεί περιοδικά ή και ταυτόχρονα να κρίνεται ακραία,
ως τελείως καλός ή ως τελείως κακός.

28
Tο πέρασμα στην πράξη αποτελεί ένα χαρακτηριστικό μηχανισμό άμυνας του
εφήβου. Συνίσταται στη συχνά παρορμητική ή απερίσκεπτη έκφραση με πράξεις
των συναισθημάτων του και των προθέσεών του, με αποφυγή της συνειδητοποίη-
σης και της νοητικής και ψυχικής επεξεργασίας κάποιου θέματος που έχει προκύ-
ψει. Προστατεύει έτσι τον έφηβο προσωρινά από την οδύνη της συνειδητοποίησης
της εσωτερικής σύγκρουσης αλλά δεν του επιτρέπει την προοδευτική ψυχική ωρί-
μανση που απαιτείται για την εξέλιξή του.

4. ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ

Αν στις συνήθεις περιπτώσεις η εφηβική διάβαση περιλαμβάνει δισταγμούς,


αμφιβολίες και ήπιες συγκρούσεις, που είναι θέμα κάποιου χρόνου για να ξεπερα-
στούν, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις όμως ενδέχεται η δυσκολία περάσματος στο
εφηβικό-ενήλικο να είναι μεγάλη.
Το τραγικό παράδοξο της εφηβείας είναι ότι ενώ αυτή αντιπροσωπεύει μια φάση
ολοκλήρωσης εαυτού, με την έννοια της απόκτησης του συνόλου των ικανοτήτων
και των προϋποθέσεων για τη ύψιστο ανθρώπινο βίωμα, ταυτοχρόνως συνιστά και
μια φάση υποχρεωτικής εγκατάλειψης των ψευδαισθήσεων της παιδικής ηλικίας που
έχουν παραμείνει ακόμη, ή μάλλον, αν διατυπωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια, της πα-
ραμένουσας ψευδαισθητικής οπτικής παντοδυναμίας καθώς αυτή συναντάται και
διαμορφώνει την εφηβική-ενήλικη κατακτητική ορμή. Για να επιβιώσει ψυχικά ο
έφηβος, θα απαιτηθεί ένα είδος νέου, «σκληρότερου» συμβιβασμού με την «πραγ-
ματικότητα», θα λέγαμε ψυχαναλυτικά ένα ευνουχιστικό ισοδύναμο που προσγει-
ώνει τις προσδοκίες πιο κοντά στο μέτρο των δυνατοτήτων της νέας πραγματικό-
τητας που του αναγνωρίζεται εξωτερικά αλλά κυρίως εσωτερικά, από τις εγγραφές
της προηγούμενης ψυχικής πορείας του.
Όλα αυτά μοιάζουν να απεικονίζουν, εκφράζοντας με τη βαθύτερη έννοια του
όρου, ένα ενδεχόμενο αδιέξοδο στην ψυχική ανέλιξη που συνιστά η εφηβεία. Σημα-
ντικά ψυχικά προβλήματα θα προκύψουν κατά τη διάρκειά της εφόσον αυτές καθαυ-
τές τις εμπειρίες κατά τη πορεία της εφηβείας ή/και οι προηγούμενες καθηλώσεις,
οιδιποδειακού ή άλλου χαρακτήρα, είναι τέτοιες ώστε η νέα αυτή φάση, που είναι
μια νέα ναρκισσιστική απαρτίωση, δεν επιτρέψει την απαραίτητη σύνθεση ανάμε-
σα, αφενός, την ορμή της κατάκτησης της εφηβικής-ενηλίκου ζωής και, αφετέρου,
τις εσωτερικές δυνατότητες ή αναστολές όπως και τις απαιτήσεις της πραγματικό-
τητας. Στην περίπτωση αυτή, της ανυπέρβλητης σύγκρουσης, η εφηβική εξέλιξη
μπορεί να ανασταλεί με διαφόρους τρόπους και το «κενό» που θα προκύψει μπο-
ρεί να οδηγήσει σε διαφόρων μορφών ψυχικούς σχηματισμούς παθολογικής ψευ-
δο-αναπλήρωσης.
Η κλινική ψυχαναλυτική πράξη δείχνει ότι γενικότερα στις φάσεις περάσματος

29
από ένα τύπο οργάνωσης σε κάποιον άλλο (εφηβεία, ανατροπή στη ζωή από μιαν
ασθένεια, ένα χωρισμό, μιαν απώλεια, πέρασμα στην τρίτη ηλικία κ. ά.), από ένα
τύπο ταυτότητας και σχέσης με τον έξω κόσμο σε κάποιον άλλο, αν υπάρξουν κά-
ποιες αντίξοες συνθήκες μπορεί να προκύψουν φάσεις ενός επικίνδυνου ψυχικού
«κενού» ανάμεσα στο πριν και το μετά. Στην περίπτωσή μας, αφορά τον έφηβο ο
οποίος δεν είναι πλέον παιδί και δεν είναι ακόμη ενήλικος και ο οποίος μπορεί να
μη βρίσκει τον τρόπο ή να μη διαθέτει τα μέσα για να μετακινηθεί από το αδιέξο-
δο στο οποίο βρίσκεται8.
Εφόσον η ψυχική πορεία του εφήβου συναντήσει εμπόδια, μπορεί να προκύ-
ψουν, αφενός, διαταραχές που καλύπτουν το σύνολο του φάσματος της κλασικής
ψυχοπαθολογίας: αγχώδεις, καταθλιπτικές, οριακού τύπου, ψυχωτικές διαταραχές,
κ.ά.9,10 Το άλλο πεδίο παθολογικής εκτροπής (το οποίο όμως συχνά διασταυρώνε-
ται με το πρώτο) αφορά, αφετέρου, το μη ψυχικό, δηλαδή τις σωματικής έκφρασης
παθολογίες (σωματοποιήσεις), των διαταραχών της διατροφής συμπεριλαμβανομέ-
νων, και αυτές των διαταραχών συμπεριφοράς.

Κλινικό περιστατικό
Η Γεωργία είναι μια υπέρβαρη έφηβη 18 ετών όταν έρχεται για θεραπεία. Ανα-
γνωρίζει προοδευτικά ότι έχει βρει στο φαγητό μια μοναχική ικανοποίηση που την
πληροί, απέναντι σε δυσκολίες στις σχέσεις της με το άλλο φύλο. Παλιότερα – γιατί
ήταν υπέρβαρη από μικρή – το φαγητό, ως μοναχική ευχαρίστηση, συμβάδιζε με μια
αυτονομία που διεκδικούσε, συναισθηματική, οικονομική ή άλλη, απέναντι στους
άλλους. Αυτήν την αυτονομία την είχε κρίνει κάπου βαθειά μέσα της απαραίτητη
γιατί η μητέρα της, έφηβη η ίδια όταν την απέκτησε, αδυνατούσε να ανταποκριθεί
στις ανάγκες του παιδιού της. Έτσι η Γεωργία, μωρό, κινδύνευσε από υποσιτισμό
επειδή η μητέρα της δεν είχε καταλάβει ότι η κόρη της δεν τρεφόταν επαρκώς από
το μητρικό γάλα. Σε αυτήν την ανάμνηση, γραμμένη θα λέγαμε στο σώμα της Γε-
ωργίας, και η οποία θα βρει προέκταση στην κατοπινή μητρική συμπεριφορά της
μητέρας της, θα προστεθεί και η διήγηση, που θα καταστεί βασική δομική φαντα-
σίωση για αυτήν, ότι στην εγκυμοσύνη και στον τοκετό κινδύνευσε γιατί ο ομφά-
λιος λώρος ήταν τυλιγμένος γύρω από τον λαιμό της.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, μέσα από τη μεταβίβαση-αντιμεταβίβαση,
θα αναδειχθεί η αδυναμία της να αναγνωρίζει και να εκφράζει με άμεσο τρόπο τις
συναισθηματικές της ανάγκες και, στο πεδίο της προσωπικής της ζωής, τις ερωτι-
κές της ανάγκες. Θα μιλήσει επίσης για τις δυσκολίες της να δεχθεί το εφηβικό της
σώμα, την έμμηνο ρύση, τη σεξουαλικότητά της. Αναγνωρίστηκε ότι η υπερβολική
επένδυση της διατροφής και η υπερτροφοδότηση του σώματός της ήταν ένα υπο-
κατάστατο ικανοποίησης άλλου τύπου, μια ψευδής αυτάρκεια απέναντι στο απρό-
σιτο αντικείμενο που επιθυμούσε και μια αμυντική στάση απέναντι στη σεξουαλι-
κότητά της που της προκαλούσε ντροπή.

30
Συμπερασματικά, μπορούμε να διακρίνουμε, μέσα από την κλινική περίπτω-
ση της Γεωργίας, τη διαπλοκή στοιχείων παθολογικής καθήλωσης στην ψυχική της
εξέλιξη, προερχόμενα από την παιδική της ηλικία, με στοιχεία που αφορούν αυτή
καθαυτή την ανάδυση της εφηβείας. Το όλο πλέγμα δείχνει να καθιστά την εφηβι-
κή συνθήκη δύσκολα διαχειρίσιμη για την έφηβη, και να την οδηγεί σε ψυχοπαθο-
λογικές «διεξόδους».

5. Ο ΕΦΗΒΟΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ

5.1 Η κρίση της εφηβείας και η οικογένεια


Η σωματική και ψυχική αναμόρφωση και ενδυνάμωση, σε συνδυασμό με την
ανάδυση της σεξουαλικότητας στον έφηβο θα δημιουργήσουν σε αυτόν νέες ανάγκες
αναγνώρισης, ως έμφυλο, ισχυρότερο τώρα πια άτομο, και ανάγκες ικανοποίησης
των επιθυμιών του στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης αυτονομίας. Αυτό θα εκδηλωθεί
αρχικά στο οικογενειακό πλαίσιο προκαλώντας σε μια πρώτη φάση τριβές, κριτική
και αμφισβητήσεις και στη συνέχεια διεκδικήσεις με συγκρούσεις, που μπορούν να
πάρουν τη μορφή αυτού που ονομάζουμε «κρίση της εφηβείας».
Σε αυτό το πλαίσιο, υπό το πρίσμα του εφήβου οι γονείς συχνά φαίνονται υπερ-
βολικά αυστηροί ή καθόλου αυστηροί, απρόσιτοι, απόντες ή υπερβολικά παρόντες
και διεισδυτικοί κ.ά. Κατά κανόνα η έλλειψη ικανοποίησης είναι μεγαλύτερη σε
εφήβους που παρουσιάζουν κάποια ψυχοπαθολογικά στοιχεία ή οι οποίοι εξελίσ-
σονται σε ένα προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς όμως αυτό να είναι
απαραίτητο.
Έτσι, σχεδόν όλοι οι έφηβοι, περνούν συχνά κάποια δύσκολη περίοδο με τους
γονείς τους είτε το δείχνουν είτε όχι. Λέγεται μάλιστα από τους ειδικούς ότι το συ-
γκρουσιακό στοιχείο με τους γονείς είναι τμήμα των φυσιολογικών ψυχοσυναισθη-
ματικών στοιχείων της εφηβείας. Έτσι η A. Freud γράφει: «παραδέχομαι ότι είναι
φυσιολογικό για έναν έφηβο να έχει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μιαν ασυ-
ντόνιστη και απρόβλεπτη συμπεριφορά, να αγαπά τους γονείς και να τους μισεί, να
επαναστατεί απέναντί τους και να εξαρτάται από αυτούς, να ντρέπεται βαθειά για
τη μητέρα του μπροστά στους άλλους και χωρίς να το περιμένει κανείς να επιθυμεί
να της τα εμπιστεύεται όλα…πιστεύω ότι πρέπει να του δώσουμε τον χρόνο και την
ελευθερία να βρει μόνος του τον δρόμο του. Είναι περισσότερο οι γονείς που χρει-
άζονται βοήθεια και συμβουλές για να το αντέξουν»7.
Η εν λόγω εφηβική αναταραχή και αμφισβήτηση απέναντι στους γονείς συν-
δέεται στο βάθος με το οιδιποδειακό σύμπλεγμα, καθώς θα αναδυθεί πάλι, από την
πλευρά του εφήβου, από ισχυρότερη θέση τώρα πια σε σχέση με το παρελθόν, το
ενδιαφέρον για τον γονέα του άλλου φύλου και η αντιπαλότητα προς τον γονέα του
ιδίου φύλου. Αυτή όμως η ασυνείδητη δυναμική ταυτοχρόνως θα προκαλέσει πάλι

31
ασυνείδητες ενοχές και κάποιο φόβο για τις συνέπειες μιας τέτοιας συγκρουσιακής
διεκδίκησης. Αποτέλεσμα αυτών θα είναι η πρόκληση άγχους.
Aντιμέτωπος με το άγχος του, ο έφηβος θα έχει τον πειρασμό να απαρνηθεί την
προσκόλληση στην οικογένειά του, στην προσπάθειά του να αποφύγει την αναβίω-
ση της οιδιπόδειας σύγκρουσης. Αυτού του είδους η φυγή σημαίνει ταυτόχρονα την
εγκατάλειψη της ελπίδας να βρει αυτό που χρειάζεται στο οικογενειακό περιβάλλον,
δηλαδή ένα είδος ψυχικής εγκατάλειψης, από-επένδυσης των γονέων και του γονικού
περιβάλλοντος. Στον πυρήνα κάθε εφηβείας υπάρχει ένας συμβολικός φόνος των γο-
νέων: «το να μεγαλώνει κανείς είναι από τη φύση του επιθετικό» γράφει ο Winnicott11.
H όλη αυτή διαδικασία αποστασιοποίησης του εφήβου απέναντι στα σημαντι-
κά πρόσωπα της παιδικής του ηλικίας αλλά επίσης απέναντι και σε άλλα πράγματα
που συνοδεύουν αυτή την ηλικία, όπως είναι είδη σχέσεων, σχέδια, τρόποι ευχα-
ρίστησης, είναι μια φυσιολογική διαδικασία στην πορεία προς την ενηλικίωση αν
δεν προσλάβει ένα πολύ έντονο και αντιδραστικό χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση
εντάσσεται σε μια προσπάθεια αποχωρισμού και πένθους.
Aυτό το πένθος στο βάθος περιλαμβάνει δύο τάξεις πραγμάτων, ψυχικών αντι-
κειμένων δηλαδή τα οποία πρέπει να εγκαταλειφθούν. H πρώτη αφορά την αποδο-
χή της απώλειας του μητρικού αντικειμένου, με την έννοια του τύπου σχέσης που
περιβάλλει, καλύπτει, επιτρέπει την ανέμελη ύπαρξη υπό την προστασία της μητρι-
κής φροντίδας. H δεύτερη απώλεια σχετίζεται με ό,τι εμπλέκεται στην οιδιπόδεια
προβληματική, με την έννοια ότι ο έφηβος πρέπει να κατακτήσει την ανεξαρτησία
του κάνοντας το πένθος, χάνοντας ή εγκαταλείποντας οτιδήποτε αφορά την περί-
πλοκη, αντιφατική και συγκρουσιακή διεκδίκησή του απέναντι στο γονικό δίπολο,
με το οποίο μέχρι τότε σχημάτιζε τρίγωνο, που διαπερνιόταν από αισθήματα αγά-
πης, μίσους, διεκδίκησης, απογοήτευσης, ενοχών. Πρέπει να εγκαταλείψει ψυχικά
αυτό το περίπλοκο πλέγμα σχέσεων και συναισθημάτων, κάτι το οποίο αν και ζη-
τούμενο από τον ίδιο τον έφηβο δεν παύει να αποτελεί και μια σημαντική απώλεια.

5.2 Ταυτότητα, ταυτίσεις, εσωτερικεύσεις


Αυτή καθαυτή η κρίση της εφηβείας είναι σημάδι της ψυχικής αναδιαπραγμά-
τευσης του εφήβου όχι μόνο με τα εξωτερικά πρόσωπα, κύρια τους γονείς του, αλλά
και με την εικόνα που έχει για αυτούς μέσα του.
Ο έφηβος, μέσα από τις αντιδράσεις του και τις συμπεριφορές του, επανεξετά-
ζει και αμφισβητεί την προσωπικότητα των γονέων. Αυτή όμως η έκδηλη αντίδραση
είναι η έκφραση μιας εσωτερικής επανα-διοργάνωσης που συνεπάγεται την αναδια-
μόρφωση των γονικών μορφοειδώλων, δηλαδή της εσωτερικής εικόνας των γονέων.
Με αυτή την έννοια η εξωτερική αντίδραση είναι σε κάποιο βαθμό ένα φυσιολογικό
φαινόμενο εκφράζοντας την εσωτερική ανάγκη επανατοποθέτησης απέναντι σε αυ-
τούς. Μάλιστα η αντίδραση απέναντι στους γονείς μπορεί να είναι πιο έντονη όταν

32
ο έφηβος πρέπει να χαλαρώσει ή να σπάσει πολύ ισχυρούς δεσμούς που τον συνέ-
δεαν μέχρι τότε με τους γονείς του, σχετίζεται δηλαδή με τη μεγάλη του δυσκολία
να κάνει αυτόν τον αποχωρισμό. Ο έφηβος δεν έχει να πείσει μόνο τους γονείς του
ότι δεν τους χρειάζεται τόσο πολύ πια, ότι είναι ένα διαφοροποιημένο, διαφορετικό
άτομο και ότι η σχέση τους πρέπει να είναι από εδώ και πέρα διαφορετική. Πρέπει
να πείσει για αυτό κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό.
Για να αντιμετωπίσει αυτή την απώλεια της εσωτερικής συνοχής που του προ-
καλεί η εν λόγω ανακατάταξη, ο έφηβος θα στραφεί στην αναζήτηση νέων εμπειρι-
ών. Όμως η κατασκευή μιας ισορροπημένης ταυτότητας ενηλίκου δεν μπορεί παρά
να περάσει μέσα από κάποια ένταξη σε κάποιον οικογενειακό και κοινωνικό ιστό.
Έτσι εξηγείται η απεγνωσμένη αναζήτηση εκ μέρους του εφήβου μιας εικόνας του
εαυτού μέσα από τον κοινωνικό περίγυρο, τις κοινωνικές αξίες ή αντι-αξίες. Mερι-
κές φορές, στην ασυνείδητη προσπάθεια του εφήβου να αποφύγει ταυτισιακά τους
γονείς, διατηρώντας παρ’ όλα αυτά μια θέση στον οικογενειακό ιστό, οι παππούδες
εξαιρούνται από αυτήν την επίθεση αμφισβήτησης.
Οι νέες σχέσεις με πρόσωπα θα προσφέρουν τη δυνατότητα να υπάρξουν νέες
εσωτερικεύσεις στοιχείων που θα βρει σε αυτά, οι οποίες θα οδηγήσουν σε νέες ταυ-
τίσεις. Αυτές όμως οι ταυτίσεις είναι συχνά μερικές, δεν περιλαμβάνουν ολοκλη-
ρωμένα αντικείμενα αλλά όψεις του αντικειμένου. Είναι σαν ο έφηβος να ελκύε-
ται από πλευρές της προσωπικότητας κάποιου, από την εξωτερική όψη ορισμένων
πραγμάτων και να θέλει να πιαστεί από αυτά. Η πορεία και η κατάληξη αυτής της
εργασίας νέων εσωτερικεύσεων και νέων ταυτίσεων θα εξαρτηθεί από την εσωτε-
ρική δυναμική του εφήβου αλλά και από την ποιότητα των «διαμεσολαβητικών»
αντικειμένων που θα βρει ο έφηβος κατά την περίοδο αυτή στο περιβάλλον του, δη-
λαδή στους ενηλίκους που τον περιβάλλουν, στο κοινωνικό περιβάλλον, στον κό-
σμο των εφήβων που συχνάζει.
Όλα αυτά συνιστούν μιαν αναδιαμόρφωση της ταυτότητας του εφήβου. Αν
υπάρξουν δυσκολίες στο να γίνουν νέες ταυτίσεις με καλής ποιότητας εξωτερικά
αντικείμενα, αυτό θα οδηγήσει σε προβλήματα ταυτότητας. Σε ακραίες περιπτώσεις
αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια διαταραχή της επαφής με την πραγματικότητα που
μπορεί να πάρει τη μορφή και της ψυχωτικής συμπτωματολογίας.

5.3 Η στάση των γονέων


Οι γονείς του, η προσωπικότητά τους, η δομή της οικογένειας με τους τύπους
σχέσης που την χαρακτηρίζουν, η ειδική κάθε φορά θέση που έχει ο κάθε έφηβος
στο μυαλό των γονέων του είναι καθοριστικοί παράγοντας για τον τρόπο με τον
οποίο θα εξελιχθεί η εφηβική φάση.
Εξάλλου, η κρίση της εφηβείας, όταν προκύψει, σχετίζεται συχνά, πέρα από
αυτή καθαυτή την εφηβική συνθήκη, και με τη στάση των γονέων. Η τελευταία μπο-
ρεί να έχει δύο συνιστώσες:

33
Α) Τις δυσκολίες των γονέων απέναντι στον έφηβο. Αυτές συνδέονται με την
κρίση της μέσης ηλικίας που συνήθως οι γονείς περνούν κατά τη διάρκεια της εφη-
βείας των παιδιών τους. Έχουν γραφτεί αρκετά πράγματα γύρω από αυτό το θέμα.
Συνοπτικά και ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι στη μέση ηλικία, 45-55
ετών, προκύπτει συχνά ένας προβληματισμός για το τι έκανε κάποιος μέχρι τότε
στη ζωή, συνείδηση ότι ο χρόνος ζωής στον οποίο μπορεί να υπολογίσει κανείς δεν
είναι άπειρος, λιγότερες ικανοποιήσεις συναισθηματικού, σεξουαλικού χαρακτήρα,
προβλήματα ταυτότητας, καταθλιπτικές αντιδράσεις. Μπορεί να προκύψει αναβί-
ωση της οιδιπόδειας προβληματικής – με επιπτώσεις στον έφηβο – ζήλια απέναντι
στον έφηβο.
Β) Τις αντιδράσεις των γονέων που προέρχονται από κάποια ενδεχόμενη δική
τους παθολογία ή από ιδιαιτερότητες της ψυχικής τους δομής, εξαιτίας δικών τους
καθηλώσεων, δικών τους δηλαδή προβληματικών σημείων στην πορεία της ζωής
τους. Αποτέλεσμα αυτού μπορεί να είναι ότι προβάλλουν επάνω στον έφηβο δικά
τους θέματα, δικές τους φιλοδοξίες ή φόβους ή άλλα χαρακτηριστικά που τους αφο-
ρούν.
Στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής, αποτελεί κομμάτι της κλινικής ψυχολογι-
κής εκτίμησης του εφήβου, όταν χρειαστεί να την κάνουμε, η εκτίμηση της οικογε-
νειακής δομής. Σε κάποιες καταστάσεις, όταν υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες που
σχετίζονται με τους γονείς, ενδέχεται να χρειαστεί να προταθεί στους γονείς συμ-
βουλευτική βοήθεια ή ακόμη και ατομική θεραπεία σε κάποιον από τους γονείς.
Aν η οικογένεια δεν δώσει στον έφηβο τη δυνατότητα να αυτονομηθεί με ήρε-
μο τρόπο, ο τελευταίος θα επιχειρήσει την αυτονόμησή του με «θεαματικό» και
προκλητικό τρόπο. Aυτό συμβαίνει όταν η οικογένεια είναι ιδιαιτέρως αυστηρή ή
όταν το άγχος του εφήβου, περιορισμού και καταπίεσης των δικαιωμάτων του και
της αναζήτησης της ευχαρίστησης, αυτό που ονομάζουμε άγχος ευνουχισμού, δεν
είχε επαρκώς καταπραϋνθεί στο τέλος της οιδιπόδειας φάσης, δηλαδή τη στιγμή
της εισόδου στην λανθάνουσα περίοδο. Σε αυτή την περίπτωση, ο έφηβος θορυβω-
δώς αντιτίθεται στη γνώμη και στα γούστα που επικρατούν στην οικογένειά του,
αμφισβητεί κάθε της επιλογή. Eίναι σαν να αναζητά ασυνείδητα, με τον προκλη-
τικό του τρόπο, να σπρώξει τους γονείς του να πάρουν αυτοί την πρωτοβουλία να
κόψουν του δεσμούς μαζί του, δεσμοί που τον αναστατώνουν και τον προβλημα-
τίζουν πολύ. Eίναι σαν να αποζητά ταυτοχρόνως να αποβληθεί από το γονικό πε-
ριβάλλον για να τιμωρηθεί για τα συναισθήματα που τον διατρέχουν στα πλαίσια
μιας οιδιπόδειας λογικής.
Ένας άλλος, αντίθετος κίνδυνος είναι οι γονείς, για δικούς τους εσωτερικούς,
συχνά ασυνείδητους λόγους, να διαβάσουν σε ένα πρώτο μόνο επίπεδο το συχνό αί-
τημα του εφήβου για «ελευθερία» και αυτονομία και να τον «εγκαταλείψουν» στη
μοναξιά του και στην ευθύνη του, με το πρόσχημα ότι τον θεωρούν πλέον μεγάλο

34
και υπεύθυνο και κατά συνέπεια σέβονται τη γνώμη του. Έτσι παραβλέπουν ότι ο
έφηβος χρειάζεται πάντα τους γονείς του για μια μεγάλη περίοδο ακόμη παρότι μια
πλευρά του εαυτού του διεκδικεί ένα άλλο καθεστώς αυτονομίας.
Mερικές φορές συμβαίνει, όπως ήδη αναφέρθηκε, έπειτα από μια ρήξη με την
οικογένεια, ο έφηβος να βρει έναν τρόπο ύπαρξης και κάποια ιδανικά που είναι τε-
λείως διαφορετικά από αυτά που ενέπνεαν την πατρική οικογένεια. Αν όμως η ρήξη
με την οικογένεια είναι έντονα συγκρουσιακή, τις περισσότερες φορές το αίσθημα
ενοχής που προκύπτει δημιουργεί μιαν αίσθηση αναξιότητας και κατωτερότητας
που συνήθως εμποδίζουν το νεαρό άτομο να αναπτυχθεί και να προοδεύσει στον
δρόμο που επέλεξε. Αντίθετα, αν η μικρή επανάσταση του εφήβου του επιτρέψει,
μέσω μιας διαλλακτικής αντίδρασης της οικογενείας, να κερδίσει κάποιο βαθμό
ανεξαρτησίας και να κατευθύνει τα συναισθηματικά και σεξουαλικά ενδιαφέροντά
του έξω από τον οικογενειακό κύκλο, χωρίς αυτό να οδηγήσει σε ρήξη με την οικο-
γένεια, τότε θα καταστεί δυνατό στον έφηβο, προοδευτικά, να μη χρειάζεται πλέον
να κινητοποιεί επιθετικά συναισθήματα για να αντιμετωπίσει την οιδιπόδεια προ-
σκόλλησή του. Τότε θα μπορέσει, χωρίς να αισθάνεται κίνδυνο, να επιτρέψει στον
εαυτό του να εκδηλώσει και να δεχθεί φιλικά και εχθρικά συναισθήματα ανάμεσά
σε αυτόν και την οικογένειά του. Δηλαδή θα μπορέσει να βρει το δρόμο του, διατη-
ρώντας μιαν ίση απόσταση ανάμεσα στην επανάσταση και την καθυποταγή, και οι
δύο οδηγώντας τον στην αλλοτρίωση.
Όσον αφορά αυτό που ονομάζουμε «καθυποταγή», αυτή αφορά καταστάσεις
όπου ο έφηβος, εξαιτίας εσωτερικών συγκρούσεων, φόβων και ενοχών, αποφεύγει
να διεκδικήσει την αυτονόμησή του. Δεν τολμά δηλαδή να αναγνωρίσει τις νέες του
ανάγκες και να διεκδικήσει την ικανοποίησή τους. Πρόκειται για εφήβους που αρ-
νούνται να μεγαλώσουν, που προτιμούν να μείνουν παιδιά. Το αποτέλεσμα μπορεί
να είναι μια μικρή καθυστέρηση στην εξέλιξή τους, ψυχική και πνευματική, μπορεί
όμως και να σημάνει την αρχή μιας σοβαρής ψυχικής διαταραχής, με ολέθριες συ-
νέπειες για τη μετέπειτα ζωή του εφήβου.

Κλινικό περιστατικό
Ο Νίκος, μοναχοπαίδι, είναι 17 ετών όταν οι γονείς του τον ωθούν να έρθει για
θεραπεία. Έχει γονείς με προβλήματα από την αρχή της σχέσης τους και κάποια
στιγμή υπήρξε θέμα διαζυγίου.
Ο Νίκος παρουσιάζει παραβατική συμπεριφορά, κάνει χρήση χασίς, έχει δυσκο-
λίες στο σχολείο, συχνάζει περιθωριακά άτομα και χούλιγκαν, φλερτάρει με πολιτι-
κά ρεύματα με βίαιη στρατηγική, έχει δυσκολίες με τις κοπέλες. Πρόσφατα, έκανε
μιαν απόπειρα ένταξης σε άλλου τύπου ομάδες εφήβων οι οποίοι ασχολούνται με
πολεμικές τέχνες, αναζητώντας τη «δύναμη και την πειθαρχία». Υπάρχει θορυβώ-
δης αντίθεση απέναντι στον πατέρα του, και οιδιποδειακής φύσεως πλησίασμα της

35
μητέρας του. Κατηγορεί τον πατέρα για ασυνέπεια, αθέτηση υποσχέσεων, παραπλά-
νηση. Ταυτόχρονα, υπάρχουν ταυτισιακές τάσεις απέναντι στη μητέρα. Συνεχώς τί-
θενται θέματα ωραρίων στις εξόδους του και ορίων γενικότερα.
Η μητέρα, με καθηλώσεις απέναντι στον δικό της πατέρα, προσπαθεί να «σώ-
σει» τον γιο. Στην πορεία φάνηκε ότι η ίδια έχει δομή προσωπικότητας με ψυχωτι-
κά στοιχεία. Απαξιώνει το σύζυγό της, σαν να μην ήθελε ποτέ αυτόν τον γάμο, σαν
να έχασε άλλες καλές ευκαιρίες. Είναι συχνά βυθισμένη σε σκέψεις για τη ζωή της
και το παρελθόν της.
Ο πατέρας είναι ανασφαλής και, περιοδικά, αντιρροπιστικά αυταρχικός. Έχει
μιαν αίσθηση μειονεξίας, η οποία στηρίζεται αρκετά στην εντύπωση ότι δεν αντα-
ποκρίνεται στις προσδοκίες της μητέρας.
Θα λέγαμε ότι ο Νίκος βρίσκεται παγιδευμένος σε ένα πλέγμα οικογενειακών
σχέσεων που τον ακινητοποιούν, και οι οποίες σχετίζονται με ανώριμες αντιδράσεις
των γονέων του απέναντί του, οι οποίες φαίνονται να υποκινούνται από τις δικές
τους καθηλώσεις. Η ώση της εφηβείας δείχνει να οδηγεί το Νίκο να αμφισβητήσει
έντονα και βίαια τα γονικά μορφοείδωλα στην απεγνωσμένη προσπάθειά του προ-
χωρήσει στην πορεία που επιτάσσει η ηλικία του. Όμως έχει ήδη κάνει προβλημα-
τικές ταυτίσεις και έχει υιοθετήσει παθολογικούς μηχανισμούς άμυνας και τρόπους
ύπαρξης (περάσματα στην πράξη, παραβατικότητα, χρήση ουσιών). Βεβαίως όλα
ακόμη είναι αρκετά ρευστά και η εξέλιξή του θα εξαρτηθεί τόσο από τα δικά του
ψυχικά αποθέματα όσο και από τη στάση των γονέων, του γενικότερου περιβάλλο-
ντος και τη συνέχιση ή όχι της θεραπείας.
Η βοήθεια που μπορούμε να παράσχουμε στο Νίκο είναι να προτείνουμε ατο-
μική θεραπεία, συμβουλευτική γονέων αλλά και ατομική θεραπεία της μητέρας.

6. Ο ΕΦΗΒΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Αν λάβουμε υπόψη την ψυχική διαμόρφωση του εφήβου με βάση τις σχέσεις
που αναπτύσσει και με βάση το αρχικά οικογενειακό και στη συνέχεια ευρύτερο
κοινωνικό γίγνεσθαι μέσα στο οποίο ζει, αλλά και το αντίστροφο, την επίδραση
δηλαδή των εφήβων επάνω στην κοινωνική κουλτούρα, είναι εμφανής η θεμελιώ-
δης για τον έφηβο αλληλεπίδραση με το κοινωνικό περιβάλλον που τον περιβάλλει.
Όσον αφορά την πρώτη κατεύθυνση, η οποία ενδιαφέρει και την παρούσα ερ-
γασία, αυτήν δηλαδή που διερευνά το πώς ο έφηβος επηρεάζεται από τον κοινωνικό
περίγυρο, πρέπει εισαγωγικά να αναφερθεί ότι, οντολογικά, η εφηβεία συνιστά μια
ηλικιακή φάση που χαρακτηρίζεται από το ότι, ακριβώς, οδηγεί στην ένταξη στην
κοινωνική ζωή που αρμόζει στον ενήλικο. Αυτό, όπως ήδη έχει αναφερθεί, συνεπά-
γεται διαδικασίες ταύτισης, με πρόσωπα του προσωπικού και του κοινωνικού του
περιβάλλοντος, όπως επίσης και με αρχές και αξίες που διέπουν τον πολιτισμικό του

36
χώρο. Έτσι είναι αναπόφευκτο ότι ανάλογα με την ιστορική στιγμή, τον πολιτισμικό
περίγυρο και τον κοινωνικό χώρο που ζει ο έφηβος η εφηβεία να είναι διαφορετική.
Και εδώ μπορεί να τεθεί τι ερώτημα του αν και κατά πόσον η σύγχρονη κοινω-
νική κρίση των δυτικών κοινωνιών μπορεί να σχετίζεται με τη μεγάλη ένταση της
εφηβικής κρίσης που παρατηρούμε σε μεγάλη έκταση στους εφήβους του σήμερα.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ορισμένοι συγγραφείς που ασχολούνται με την εφη-
βεία, κάνουν τον παραλληλισμό: κρίση της εφηβείας – κρίση της κοινωνίας. Δέχο-
νται δηλαδή ότι υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά φαινόμενα, ισχυριζόμε-
νοι ότι η κρίση του εφήβου του σήμερα σχετίζεται με τις ιστορικές αλλαγές, με τις
νέες κοινωνικές συνήθειες και ανατροπές, με αλλαγές στο ρόλο των γονέων, με την
έκπτωση κάποιων κοινωνικών αξιών.
Υπάρχουν βέβαια αντιρρήσεις σε σχέση με αυτό. Ο J. de Ajuriaguerra αντι-
κρούει το επιχείρημα λέγοντας ότι δεν παρατηρούμε πάντα μιαν αναλογία ανάμε-
σα στον τύπο της κρίσης που διατρέχει μια κοινωνία και σε αυτόν της κρίσης των
εφήβων της εν λόγω κοινωνίας, όπως και ότι η κρίση των εφήβων, μέσα στην ίδια
κοινωνία, μπορεί να είναι πολύ διαφορετική κάθε φορά12.
Παραμένει όμως ότι είναι φανερό ότι οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, οι οποί-
ες είναι όλο και πιο πολύπλοκες, ορίζοντας όλο και περισσότερο αφηρημένα τον
ρόλο του κάθε μέλους τους, φαίνεται ότι αποδεικνύονται ανίκανες να προτείνουν
στα παιδιά και στους εφήβους συγκεκριμένα μοντέλα ταύτισης και ηθικές, κοινω-
νικές, παιδαγωγικές και κοινωνικές αξίες που θα λάμβαναν υπόψη τους τις συνε-
χείς αλλαγές αυτών των κοινωνιών.
Αν δε θεωρήσουμε το ζήτημα από ψυχαναλυτική άποψη, μπορούμε να υποστη-
ρίξουμε ότι η ευρέως διαπιστούμενη σε ένα κοινωνικό επίπεδο έλλειψη ιδανικών,
στόχων ή οράματος αντανακλάται, σε ένα ενδοψυχικό επίπεδο, σε περιορισμένης
έκτασης μετουσιωτικές μεταλλαγές που συνδέονται με ατελείς εσωτερικές διαφο-
ροποιήσεις συστημάτων όπως το Yπερεγώ ή το Ιδεώδες του Eγώ στις φάσεις ωρί-
μανσης του ψυχισμού, όπως είναι αυτή της εφηβείας.
H ασαφής διάκριση των γονικών φύλων και ρόλων, που αποκτούν μια ιδιαίτε-
ρη βαρύτητα στη φάση του οιδιποδείου, φαίνεται να εξελίσσεται παράλληλα με την
ασάφεια των εσωτερικών διαφοροποιήσεων στο άτομο.
Αυτό ουσιαστικά οδηγεί στην ακύρωση ή στην ποιοτική παραμόρφωση της
κλασικής ενδοψυχικής οιδιποδειακής σύγκρουσης που περιγράψαμε, και η οποία
έχει μια καθοριστική δομική αξία για την ψυχική ισορροπία του ατόμου. H δυσδι-
άκριτη σε σχέση με το παρελθόν οριοθέτηση ρόλων, κανόνων και γενεών, στην οι-
κογένεια και την κοινωνία, η μεγάλη απελευθέρωση της επιθετικής και σεξουαλι-
κής έκφρασης, μείωσαν την ένταση της φυσιολογικής σύγκρουσης ανάμεσα στην
επιθυμία και την απαγόρευση και πιθανώς υποθήκευσαν παραδοσιακές δημιουρ-
γικές διεξόδους, του τύπου της μετουσίωσης. H αναζήτηση της ευχαρίστησης και

37
της ηδονής, της κοινωνικής επιτυχίας και προβολής, ως μόνες «αξίες» που αναγνω-
ρίζονται άμεσα ή έμμεσα σε ένα κοινωνικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την ουσια-
στική υπαρξιακή μοναχικότητα που διατρέχει τον άνθρωπο στις ανοιχτές, σύγχρο-
νες κοινωνίες, στο πλαίσιο μιας πιθανής αντίδρασης απέναντι στην «καταπίεση»
της ομαδικότητας, φαίνεται ότι μειώνουν την παραδοσιακή ενδοψυχική σύγκρου-
ση δεν ελαττώνουν όμως της ενδοψυχική ένταση, η οποία είναι προφανές σημάδι
απουσίας εσωτερικών διαφοροποιήσεων και δημιουργικών ψυχικών διεξόδων του
τύπου της συμβολοποίησης.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην παρούσα φάση της κοινωνικής εξέλιξης, στο πλαί-
σιο των δεδομένων συνθηκών μέσα στις οποίες ζούμε, η ψυχαναλυτική προσέγγι-
ση φαίνεται να έχει περάσει, κατά κύριο λόγο, σε ένα ευρύ φάσμα διαταραχών, που
σχετίζονται με παθολογικές προσωπικότητες, που θεμελιώνονται στην παιδική και
εφηβική ηλικία, στη βάση των οποίων αποτυπώνονται νέου τύπου οικογενειακές
και διανθρώπινες σχέσεις συνδεόμενες με νέα κοινωνικά δεδομένα.

Κλινικό περιστατικό
Ο Νίκος είναι ένας έφηβος 16 ετών όταν αναζητά ψυχική βοήθεια. Παρουσι-
άζει κρίσεις πανικού, ιδεοψυχαναγκαστικά στοιχεία, στο έδαφος μιας χρόνιας αγ-
χώδους και καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, έχει έντονες τάσεις να σωματοποιεί
τα προβλήματά του. Οι σχολικές του επιδόσεις είναι πολύ χαμηλές, τείνει προς την
απομόνωση. Φαίνεται να στρέφεται σε παραβατικές δραστηριότητες.
Οι οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του είναι πολύ δύσκολη, κάτι το
οποίο συνδυάζεται και με ψυχοπαθολογία στην οικογένεια και με βίαιες οικογενει-
ακές αντιπαραθέσεις. Έτσι ο πατέρας φαίνεται ότι πίνει, είναι συχνά βίαιος απένα-
ντι στη σύζυγο και τον Νίκο, έχει ιστορικό κατάθλιψης. Η μητέρα του Νίκου πα-
ρουσιάζει επίσης μιαν καταθλιπτική ψυχοπαθολογία. Τα οικονομικά προβλήματα
της, που απετέλεσαν ένα εμπόδιο για να φροντίσει την υγεία της φάνηκαν να επι-
βαρύνουν την οικογενειακή κατάσταση.
Η ένταση και η βιαιότητα που επικρατούσαν στο σπίτι καθιστούσαν την οικο-
γενειακή ατμόσφαιρα τραυματική για το Νίκο κατά τη διάρκεια της παιδικής και
εφηβικής ηλικίας.
Μπορούμε να πούμε ότι ο σύνολο όλων αυτών των αντιξοοτήτων οδήγησαν
τον Νίκο σε μια εφηβεία που δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Αναζητώντας κάποια
επιβεβαίωση του εαυτού του φλέρταρε με την παραβατικότητα, αναζητώντας πρό-
τυπα και επιβεβαίωση σε περιθωριακούς χώρους.
Ήταν σαν να ξανακάναμε μαζί του, με συνοπτικές διαδικασίες τον δρόμο της
παιδικής και της εφηβικής του ηλικίας, προσπαθώντας να επανορθώσουμε τα προ-
βληματικά σημεία.

38
Με την ευκαιρία αυτού του περιστατικού, μπορούμε να πούμε ότι ο εφηβικός
ψυχικός εκτροχιασμός ενδέχεται να συνδέεται με στοιχεία κοινωνικής και οικογε-
νειακής κρίσης, με την πρώιμη, τραυματική ανάδυση του σεξουαλικού και του επι-
θετικού στοιχείου στον οικογενειακό και στον κοινωνικό περίγυρο, με παράγοντες
δηλαδή που στρεβλώνουν την οικοδόμηση του ψυχισμού κατά τη διάρκεια της παι-
δικής και ψυχικής ηλικίας. Αυτή η κρίση της εφηβείας, με τη σειρά της τροφοδοτεί
την κρίση της οικογενειακής και κοινωνικής δομής, στα πλαίσιο ενός φαύλου κύ-
κλου που είναι δύσκολο να διακοπεί.

BIBΛIOΓPAΦIA

1. Huerre, P. L’histoire de l’adolescence: rôles et fonctions d’un artifice. Journal français


de psychiatrie 2001, 3:6-8.
2. Freud, S. Three Essays on the Theory of Sexuality. In: Strachey J (ed) A Case of Hys-
teria, Three Essays on Sexuality and Other Works. Standard Edition of the Complete
Works of Sigmund Freud, Vol VII (1901-1905). Hogarth Press, London, 1953:123-246.
3. Negriff S, Blankson AN, Tricket PK. Pubertal timing and tempo: associations with child-
hood maltreatment. J Res Adolesc 2015, 25:201-213.
4. Blos P. On adolescence. Collier-MacMillan, London, 1962.
5. Μανωλόπουλος Σ. Δρόμοι της Εφηβείας. Νήσος, Αθήνα, 2015.
6. Marcelli D, Braconnier A. Psychopathologie de l’adolescent. Masson, Paris, 1984.
7. Freud A. Adolescence. Psychoanal Study Child 1958, 13:255-278.
8. Ζερβής, Χρ. Η εφηβεία ως έμφυλη επαναθεμελίωση του υποκειμένου και οι κίνδυνοι
του ψυχικού κενού. Οιδίπους 2016, 15.
9. Laufer M, Laufer ME. Adolescence and developmental breakdown. Yale Univ Press,
New Haven and London, 1984.
10. Zηλίκης, N. Ψυχώσεις και ψυχωτικές διεργασίες στην Εφηβεία. Eφηβεία, Bασική
Παιδοψυχιατρική, Τόμος 2, Τεύχος 2. Eκδόσεις Kαστανιώτη, Αθήνα, 2003.
11. Winnicott, D.W. Playing and Reality. Tavistock Publications, London, 1971:1-156.
12. Ajurriaguerra J. Manuel de psychiatrie de l’enfant. Masson, Paris, 1970.

39

You might also like