You are on page 1of 9

ÐÑÏÅËÅÕÓÇ ÊÁÉ

ÅÎÅËÉÎÇ ÔÇÓ ÆÙÇÓ

"Πώς προ­ήλ­θε και πώς ε­ξε­λί­χθη­κε η ζω­ή;". Στο θε­με­λιώ­δες αυ­τό ε­ρώ­τη­μα εί­ναι πο­λύ
δύ­σκο­λο να δώ­σου­με α­πά­ντη­ση, α­φού α­δυ­να­τού­με να δού­με το πο­λύ μα­κρυ­νό πα­ρελ­θόν και
την έ­ναρ­ξη της ζω­ής. Ό­μως μπο­ρού­με να δια­τυ­πώ­σου­με α­πό­ψεις για τις δυ­νά­μεις που ο­δή­
γη­σαν στη δη­μιουρ­γί­α της ζω­ής. Υ­πάρ­χουν τρεις πι­θα­νό­τη­τες για την προ­έ­λευ­ση της ζω­ής.

• Ε­ξω­γή­ι­νη προ­έ­λευ­ση. Η υ­πό­θε­ση της παν­σπερ­μί­ας υ­πο­δει­κνύ­ει ό­τι η ζω­ή πι­θα­νόν να μην
έ­χει καν δη­μιουρ­γη­θεί αρ­χι­κά στην γη, αλ­λά να έ­χει με­τα­φερ­θεί σ' αυ­τή με με­τε­ω­ρί­τες ή
α­στρι­κή σκό­νη, σαν ε­ξω­γή­ι­νη μό­λυν­ση α­πό σπό­ρια προ­ερ­χό­με­να α­πό έ­να άλ­λο η­λια­κό
σύ­στη­μα.
• Ει­δι­κή δη­μιουρ­γί­α. Οι μορ­φές της ζω­ής ό­πως εί­ναι σή­με­ρα μπο­ρεί να έ­χουν εμ­φα­νι­σθεί
στην γη α­πό υ­περ­φυ­σι­κές ή θε­ϊ­κές δυ­νά­μεις. Αυ­τή η ά­πο­ψη, κοι­νή στις πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­τι­
κές θρη­σκεί­ες, εί­ναι η αρ­χαιό­τε­ρη υ­πό­θε­ση και εί­ναι ευ­ρέ­ως α­πο­δε­κτή α­πό μη ε­πι­στή­μο­
νες.
• Ε­ξέ­λι­ξη. Η ζω­ή μπο­ρεί να έ­χει ε­ξε­λι­χθεί α­πό α­νόρ­γα­νη ύ­λη, α­πό συν­δυα­σμούς μο­ρί­ων που
γί­νο­νται ό­λο και πιο πε­ρί­πλο­κα. Η δύ­να­μη που ο­δή­γη­σε στη ζω­ή εί­ναι η ε­πι­λο­γή, δη­λα­δή
αλ­λα­γές σε ο­ρι­σμέ­να μό­ρια που αύ­ξη­σαν στην στα­θε­ρό­τη­τά τους έ­κα­ναν τα μό­ρια αυ­τά
μα­κρο­βιό­τε­ρα.

Θα α­σχο­λη­θού­με μό­νο με την τρί­τη πι­θα­νό­τη­τα, προ­σπα­θώ­ντας να κα­τα­νο­ή­σου­με αν θα


μπο­ρού­σαν οι δυ­νά­μεις της ε­ξέ­λι­ξης να ο­δη­γή­σουν στην δη­μιουρ­γί­α της ζω­ής, κι αν ναι πως
θα μπο­ρού­σε να συμ­βεί. Αυ­τό δεν ση­μαί­νει ό­τι η τρί­τη πι­θα­νό­τη­τα εί­ναι ο­ρι­στι­κά η σω­στή.
Ο­ποια­δή­πο­τε α­πό τις τρεις α­πό­ψεις μπο­ρεί να εί­ναι α­λη­θι­νή. Ού­τε η ε­ξέ­λι­ξη α­πο­κλεί­ει την
θρη­σκεί­α, για­τί έ­νας θε­ϊ­κός πα­ρά­γο­ντας θα μπο­ρού­σε να δρά­σει μέ­σω ε­ξέ­λι­ξης. Πε­ριο­ρι­ζό­
μα­στε στην τρί­τη πι­θα­νό­τη­τα, για­τί αυ­τή δί­νει την μο­να­δι­κή ε­πι­στη­μο­νι­κή ε­ξή­γη­ση που μπο­ρεί
να ε­λεγ­χθεί πει­ρα­μα­τι­κά.

1
28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Á­ðü­øåéò ðå­ñß Ðñï­Ý­ëåõ­óçò êáé Å­îÝ­ëé­îçò ôçò Æù­Þò á­ðü ôçí Áñ­÷áéü­ôç­ôá Ý­ùò ÓÞ­ìå­ñá

Οι ι­δε­α­λι­στι­κές α­πό­ψεις του Πλά­τω­να, σύμ­φω­να με τις ο­ποί­ες "ό­λα τα φυ­σι­κά φαι­νό­με­να
εί­ναι α­τε­λείς α­να­πα­ρα­στά­σεις της πραγ­μα­τι­κής ου­σί­ας ε­νός ι­δε­α­τού α­ό­ρα­του κό­σμου" ε­πι­
κρα­τού­σαν στη δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη και πα­ρε­μπό­δι­ζαν την α­νά­πτυ­ξη ε­ξε­λι­κτι­κών ι­δε­ών. Κα­τά τον
Πλά­τω­να τα πά­ντα εί­ναι τέ­λεια και κά­θε αλ­λα­γή εί­ναι ψευ­δαί­σθη­ση. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης α­κο­λου­
θώ­ντας την Πλα­τω­νι­κή α­ντί­λη­ψη, υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι ό­χι μό­νον υ­πάρ­χουν εί­δη α­με­τά­βλη­τα, αιώ­νια
και ι­δα­νι­κά, αλ­λά αυ­τά διέ­πο­νται α­πό μια ιε­ραρ­χί­α που αρ­χί­ζει α­πό τα πιο α­τε­λή και φθά­νει
στο πιο τέ­λειο τον άν­θρω­πο. Αυ­τή η α­με­τά­βλη­τη τά­ξη πα­ρέ­μει­νε α­διαμ­φι­σβή­τη­τη, ώ­σπου κε­νά
στην ιε­ραρ­χί­α, ο­δή­γη­σαν φι­λο­σό­φους να προ­τεί­νουν την ά­πο­ψη ό­τι το σύ­μπαν δεν εί­ναι
τέ­λειο, αλ­λά τεί­νει προς την τε­λειό­τη­τα.
Τον 17ο και 18ο αιώ­να, νέ­ο εν­δια­φέ­ρον α­να­πτύ­χθη­κε για τους ζώ­ντες ορ­γα­νι­σμούς και εί­χε
σαν α­πο­τέ­λε­σμα την τα­ξι­νό­μη­ση των ορ­γα­νι­σμών στην φυ­σι­κή κλί­μα­κα. Ο Λιν­ναί­ος χρη­σι­μο­
ποί­η­σε το εί­δος σαν τη βα­σι­κή μο­νά­δα τα­ξι­νό­μη­σης και δη­μιούρ­γη­σε σύ­στη­μα τα­ξι­νό­μη­σης
που άρ­χι­ζε α­πό το εί­δος και προ­χω­ρού­σε προς με­γα­λύ­τε­ρες τα­ξι­νο­μι­κές κα­τη­γο­ρί­ες. Ο
Buffon υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι το εί­δος δεν εί­ναι α­πλά μια μο­νά­δα τα­ξι­νό­μη­σης αλ­λά η μό­νη φυ­σι­κή
μο­νά­δα, και πα­ρα­μέ­νο­ντας στην Πλα­τω­νι­κή ι­δέ­α πε­ρί εί­δους, α­πέ­κλει­σε αλ­λα­γή ή δη­μιουρ­γί­α
νέ­ων ει­δών. Ο Lamark α­κο­λού­θως υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι τα εί­δη εί­ναι αυ­θαί­ρε­τα ό­χι "πραγ­μα­τι­κά"
και ό­τι θα μπο­ρού­σαν και θα 'πρε­πε να υ­πάρ­χουν εν­διά­με­σες μορ­φές με­τα­ξύ των ει­δών. Το
1809 δη­μο­σί­ευ­σε την θε­ω­ρί­α του, τα κύ­ρια ση­μεί­α της εί­ναι: α) Τα ζώ­α προ­σαρ­μό­ζο­νται στο
πε­ρι­βάλ­λον α­νά­λο­γα με τις α­νά­γκες. β) Τα όρ­γα­να υ­περ­τρέ­φο­νται ή α­τρο­φούν α­νά­λο­γα με τη
χρή­ση ή α­χρη­στί­α. γ) Οι ε­πί­κτη­τες ι­διό­τη­τες κλη­ρο­νο­μού­νται.
Η ι­δέ­α ό­τι οι ορ­γα­νι­σμοί θα μπο­ρού­σαν να προ­κύ­ψουν α­πό μη ζώ­σα ύ­λη με αυ­τό­μα­τη γέ­νε­
ση, ή ό­τι οι ορ­γα­νι­σμοί δεν αλ­λά­ζουν κα­τά την α­νά­πτυ­ξη αλ­λά πρου­πάρ­χουν "προ­σχη­μα­τι­σμέ­
νοι" στους προ­γό­νους τους, ε­πι­βρά­δυ­νε την α­νά­πτυ­ξη της ε­ξε­λι­κτι­κής σκέ­ψης. Τον 19ο αιώ­να
η ι­δέ­α της αυ­τό­μα­της γέ­νε­σης κα­ταρ­ρί­φθη­κε και α­να­πτύ­χθη­κε η ι­δέ­α ό­τι οι ορ­γα­νι­σμοί προ­
κύ­πτουν ε­πι­γε­νε­τι­κά, δια­φο­ρο­ποιού­με­νοι α­πό α­δια­φο­ρο­ποί­η­τους ι­στούς. Τε­λι­κά, τα βιο­λο­γι­
κά φαι­νό­με­να άρ­χι­σαν ν' α­ντι­με­τω­πί­ζο­νται με την λο­γι­κή.
Το πιο με­γά­λο πλήγ­μα των α­ντιε­ξε­λι­κτι­κών ι­δε­ών προ­ήλ­θε α­πό την με­λέ­τη των α­πο­λι­θω­
μά­των. Η α­να­κά­λυ­ψη α­πο­λι­θω­μά­των ορ­γα­νι­σμών ά­γνω­στου τύ­που, με­ρι­κά α­πό τα ο­ποί­α βρέ­
θη­καν σε "μη κα­τάλ­λη­λη" το­πο­θε­σί­α, ο­δή­γη­σαν στην ά­πο­ψη ό­τι η ε­πι­φά­νεια της γης και οι
ορ­γα­νι­σμοί πά­νω σ' αυ­τή πρέ­πει να προ­ϋ­πήρ­χαν πριν α­πό πά­ρα πολ­λά χρό­νια. Αυ­τό ήρ­θε σε
α­ντί­θε­ση με την Ιου­δα­ϊ­κή - Χρι­στια­νι­κή ά­πο­ψη ό­τι η γη και η ζω­ή πά­νω σ' αυ­τή έ­χουν πρό­σφα­
τη προ­έ­λευ­ση, και τα δε­δο­μέ­να α­πό τα α­πο­λι­θώ­μα­τα θε­ω­ρή­θη­καν συμ­βα­τά με τις βι­βλι­κές
κα­τα­στρο­φές ό­πως ο κα­τα­κλυ­σμός των Νώ­ε, ή σαν "α­στεί­α" της φύ­σης. Οι γε­ω­λό­γοι ι­σχυ­ρί­
στη­καν ό­τι οι μαρ­τυ­ρί­ες α­πό τα α­πο­λι­θώ­μα­τα μπο­ρούν να ε­ξη­γη­θούν με την πα­ρα­δο­χή ό­τι η
γη εί­ναι πράγ­μα­τι πο­λύ πα­λιά και ό­τι φυ­σι­κές δυ­νά­μεις έ­χουν μορ­φο­ποι­ή­σει την ε­πι­φά­νειά
της. Αλ­λα­γές στην ε­πι­φά­νεια της γης θα ο­δη­γού­σαν σε αλ­λα­γές στους ορ­γα­νι­σμούς που ζού­
σαν σ' αυ­τή και αυ­τές οι αλ­λα­γές θα φαί­νο­νταν στα α­πο­λι­θω­μέ­να υ­πο­λείμ­μα­τα.

Äáñ­âé­íé­óìüò

Ό­ταν ο Δαρ­βί­νος πραγ­μα­το­ποί­η­σε το τα­ξί­δι του στα νη­σιά Γκα­λα­πά­γκος της Ν. Α­με­ρι­κής,
αλ­λά και σε άλ­λες πε­ριο­χές της γης (1831 - 1835), οι βα­σι­κές ι­δέ­ες που εί­ναι στοι­χειώ­δεις για
την θε­ω­ρί­α της ε­ξέ­λι­ξης ή­ταν ή­δη δια­τυ­πω­μέ­νες. Οι πιο ση­μα­ντι­κές ή­ταν ό­τι η γη εί­ναι
αρ­χαί­α, ό­τι τ' α­πο­λι­θώ­μα­τα α­ντι­προ­σω­πεύ­ουν υ­πο­λείμ­μα­τα ει­δών που έ­χουν ε­ξα­φα­νι­σθεί,
2
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 29

πολ­λά εί­δη εμ­φα­νί­ζουν ο­μοιό­τη­τες, οι ορ­γα­νι­σμοί προ­ήλ­θαν α­πό προ­ϋ­πάρ­χο­ντες ορ­γα­νι­


σμούς. Ό­μως ο μη­χα­νι­σμός για την ε­ξε­λι­κτι­κή αλ­λα­γή και οι πα­ρά­γο­ντες που ε­πέ­τρε­ψαν
στους ορ­γα­νι­σμούς να αλ­λά­ξουν πα­ρέ­με­ναν ά­γνω­στοι.
Ο Δαρ­βί­νος κα­τά τη διάρ­κεια του πε­ντα­ε­τούς τα­ξι­διού του συ­γκέ­ντρω­σε πλη­ρο­φο­ρί­ες που
με­λε­τώ­ντας τες ε­μπνεύ­στη­κε τις ι­δέ­ες του για την ε­ξέ­λι­ξη και τον μη­χα­νι­σμό της. Ο Δαρ­βί­νος
πα­ρα­τη­ρώ­ντας τους γε­ω­λο­γι­κούς σχη­μα­τι­σμούς που έ­δι­ναν στοι­χεί­α ι­στο­ρι­κής με­τα­μόρ­φω­
σης, την γε­ω­γρα­φι­κή κα­τα­νο­μή των ορ­γα­νι­σμών και τις στε­νές ο­μοιό­τη­τες των ει­δών, κα­τά­
λα­βε ό­τι η μό­νη λο­γι­κή ε­ξή­γη­ση αυ­τών των φαι­νο­μέ­νων πρέ­πει να εί­ναι η δυ­να­τό­τη­τα των
ει­δών να με­τα­βάλ­λο­νται. Ποιος ό­μως εί­ναι ο μη­χα­νι­σμός αυ­τής της με­τα­βο­λής; Ο Δαρ­βί­νος
πρό­τει­νε μια πιο α­πο­δε­κτή πρό­τα­ση α­πό ε­κεί­νη του Lamark, την φυ­σι­κή ε­πι­λο­γή. Με­λε­τώ­ντας
τον Malthus, ο ο­ποί­ος υ­πο­στή­ρι­ξε "ό­τι ό­σο ε­λατ­τώ­νε­ται η τρο­φή τό­σο ε­ντεί­νε­ται ο α­γώ­νας
για την ε­πι­βί­ω­ση", ο Δαρ­βί­νος έ­δω­σε το σε­νά­ριο της αλ­λα­γής της σύ­στα­σης του πλη­θυ­σμού:
"Ορ­γα­νι­σμοί με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που τους ε­πι­τρέ­πουν κα­λύ­τε­ρη προ­σαρ­μο­γή στο πε­ρι­βάλ­λον,
τεί­νουν ν' α­να­πα­ρά­γο­νται α­φή­νο­ντας πε­ρισ­σό­τε­ρους α­πο­γό­νους συ­γκρι­τι­κά με άλ­λους και
έ­τσι τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους θα πε­ρά­σουν σε με­γα­λύ­τε­ρη α­να­λο­γί­α στις μελ­λο­ντι­κές γε­νιές.
Έ­τσι οι πλη­θυ­σμοί θα βελ­τιώ­νο­νται συ­νε­χώς ως προς την προ­σαρ­μο­γή τους στο πε­ρι­βάλ­λον,
ε­νώ ορ­γα­νι­σμοί με α­νε­παρ­κείς προ­σαρ­μο­γές θα ε­κλεί­ψουν στα­δια­κά". Συ­μπτω­τι­κά και ο
Wallace πρό­τει­νε τον ί­διο μη­χα­νι­σμό της φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής.

Η θε­ω­ρί­α της ε­ξέ­λι­ξης συ­νο­ψί­ζε­ται στα α­κό­λου­θα:

1. Οι ορ­γα­νι­σμοί που ζουν σή­με­ρα δεν δη­μιουρ­γή­θη­καν ει­δι­κά ό­πως τους βλέ­που­με, αλ­λά
προ­έρ­χο­νται α­πό εί­δη που έ­ζη­σαν πριν α­πό αυ­τούς. Αυ­τή η ι­δέ­α της κοι­νής προ­έ­λευ­σης
συν­δέ­ει φυ­τά ή ζώ­α σε ο­μά­δες που προ­έρ­χο­νται α­πό κοι­νούς προ­γό­νους.
2. Πε­ρισ­σό­τε­ροι ορ­γα­νι­σμοί πα­ρά­γο­νται απ' ό­σους εί­ναι δυ­να­τόν να ε­πι­βιώ­σουν. Οι πε­ρισ­σό­
τε­ροι πε­θαί­νουν πριν φθά­σουν σε σε­ξουα­λι­κή ω­ρι­μό­τη­τα και πολ­λοί απ' αυ­τούς που ε­πι­
βιώ­νουν δεν α­να­πα­ρά­γο­νται. Τα ά­το­μα βρί­σκο­νται σε διαρ­κή α­γώ­να με­τα­ξύ τους και συ­χνά
με το ε­χθρι­κό πε­ρι­βάλ­λον για τις α­νά­γκες της ε­πι­βί­ω­σης.
3. Τα με­μο­νω­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των με­λών κά­θε εί­δους δια­φέ­ρουν πο­λύ, και με­γά­λο μέ­ρος
αυ­τής της ποι­κι­λό­τη­τας μπο­ρεί να κλη­ρο­νο­μη­θεί.
4. Με­ρι­κοί α­πό­γο­νοι σε κά­θε γε­νιά εί­ναι κα­λύ­τε­ρα προ­σαρ­μο­σμέ­νοι στο πε­ρι­βάλ­λον τους α­πό
άλ­λους.
5. Τα κα­λύ­τε­ρα προ­σαρ­μο­σμέ­να ά­το­μα, έ­χουν με­γα­λύ­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες ε­πι­βί­ω­σης και πολ­
λα­πλα­σια­σμού.
6. Με το χρό­νο η φυ­σι­κή ε­πι­λο­γή μπο­ρεί και να πα­ρά­γει αλ­λα­γές σε υ­πάρ­χο­ντα εί­δη και να
δη­μιουρ­γή­σει νέ­α εί­δη α­πό προ­ϋ­πάρ­χο­ντα.

Ό­μως η θε­ω­ρί­α της ε­ξέ­λι­ξης δια της φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής δεν ε­ξη­γού­σε τον μη­χα­νι­σμό της
αλ­λα­γής των ορ­γα­νι­σμών. Το ε­ρώ­τη­μα "πώς μπο­ρούν ν' αλ­λά­ξουν οι ορ­γα­νι­σμοί" πα­ρέ­μει­νε
α­να­πά­ντη­το. Η θε­ω­ρί­α της ε­ξέ­λι­ξης ε­ξηρ­τά­το α­πό την πα­ρου­σί­α κλη­ρο­νο­μού­με­νων ποι­κι­
λιών πά­νω στις ο­ποί­ες θα δρά­σει η φυ­σι­κή ε­πι­λο­γή. Ού­τε ο Δαρ­βί­νος ού­τε ο Wallace γνώ­ρι­ζαν
το πως θα μπο­ρού­σαν να προ­κύ­ψουν τέ­τοιες ποι­κι­λό­τη­τες. Αυ­τή η δυ­σκο­λί­α α­ντι­με­τω­πί­στη­κε
με την α­νά­πτυ­ξη της ε­πι­στή­μης της Γε­νε­τι­κής.
Την ε­πο­χή του Δαρ­βί­νου πι­στεύ­α­νε ό­τι τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των γο­νέ­ων "α­να­μι­γνύ­ο­νται"
στους α­πο­γό­νους. Ή­ταν σα­φές ό­τι δια­σταύ­ρω­ση φυ­τών με κόκ­κι­να άν­θη με φυ­τά με λευ­κά
άν­θη δί­νει φυ­τά με ροζ άν­θη. Ο­μοί­ως δια­σταύ­ρω­ση με­γα­λό­σω­μου ζώ­ου με μι­κρό­σω­μο θα
δώ­σει α­πο­γό­νους εν­δια­μέ­σου με­γέ­θους. Αλ­λά αν ό­λα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά "α­να­μι­γνύ­ο­νταν" με
αυ­τά των τυ­πι­κών με­λών ε­νός εί­δους θα φθά­να­με στα­δια­κά στο μέ­σο ό­ρο και θα υ­πήρ­χε α­πο­
δυ­νά­μω­ση με το πέ­ρα­σμα των γε­νε­ών. Έ­να και­νούρ­γιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την
χρη­σι­μό­τη­τά του θα ε­ξη­φα­νί­ζε­το τό­σο γρή­γο­ρα που θα ή­ταν α­δύ­να­τη η ε­ξε­λι­κτι­κή αλ­λα­γή.
Το πρό­βλη­μα αυ­τό α­πα­σχο­λού­σε πο­λύ τον Δαρ­βί­νο.
3
30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Έ­νας βα­σι­κός ά­γνω­στος για την ε­ξε­λι­κτι­κή θε­ω­ρί­α ή­ταν η φύ­ση και η προ­έ­λευ­ση της
έμ­βιας ποι­κι­λό­τη­τας που η ύ­παρ­ξή της α­παι­τεί­ται α­πό το μη­χα­νι­σμό της φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής. Ο
ί­διος ο Δαρ­βί­νος μη γνω­ρί­ζο­ντας τί­πο­τα για τον μη­χα­νι­σμό της κλη­ρο­νο­μι­κό­τη­τας υ­πέ­θε­σε
ό­τι οι συν­θή­κες του πε­ρι­βάλ­λο­ντος μπο­ρούν να δη­μιουρ­γή­σουν ευ­νο­ϊ­κά και κλη­ρο­νο­μού­με­να
χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.
Ε­νώ ο Δαρ­βί­νος πά­λευε με το πρό­βλη­μα, λό­γω α­δυ­να­μί­ας κα­τα­νό­η­σης της κλη­ρο­νο­μι­κό­
τη­τας, ο Μέ­ντελ έ­κα­νε βα­σι­κά πει­ρά­μα­τα πά­νω στην κλη­ρο­νο­μι­κό­τη­τα. Ό­μως η θαυ­μά­σια
δου­λειά του Μέ­ντελ α­γνο­ή­θη­κε α­πό την ε­πι­στη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα για πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό 30 χρό­
νια, και έ­τσι ο Δαρ­βί­νος δεν έ­μα­θε πο­τέ γι' αυ­τή.
Στις αρ­χές του 20ου αιώ­να η ε­πα­νά­λη­ψη των πει­ρα­μά­των του Μέ­ντελ και η ε­πι­βε­βαί­ω­ση
των α­πο­τε­λε­σμά­των του α­πό αρ­κε­τούς α­νε­ξάρ­τη­τους ε­ρευ­νη­τές ση­μα­το­δό­τη­σε την γέν­νη­ση
της ε­πι­στή­μης της Γε­νε­τι­κής. Το ε­πι­στη­μο­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον ή­ταν ώ­ρι­μο να δε­χθεί τους νό­μους.
Η πα­ράλ­λη­λη πρό­ο­δος στην κυτ­τα­ρο­λο­γί­α με την α­να­κά­λυ­ψη των χρω­μα­το­σω­μά­των βο­ή­θη­σε
στο συ­σχε­τι­σμό των κλη­ρο­νο­μι­κών μο­νά­δων του Μέ­ντελ με αυ­τά.
Η ε­ξε­λι­κτι­κή θε­ω­ρί­α έ­χει ε­πη­ρε­ά­σει πού ε­πι­στή­μο­νες, φι­λό­σο­φους, θρη­σκευ­τι­κούς αρ­χη­
γούς και τον α­πλό άν­θρω­πο. Σή­με­ρα η ε­ξε­λι­κτι­κή θε­ω­ρί­α α­πο­τε­λεί την βά­ση για την κα­τα­νό­
η­ση ό­λων των βιο­λο­γι­κών ε­πι­στη­μών και της ια­τρι­κής και με τα χρό­νια έ­χει ε­πη­ρε­ά­σει την
α­νά­πτυ­ξη των κοι­νω­νι­κών ε­πι­στη­μών, της αν­θρω­πο­λο­γί­ας, της ψυ­χο­λο­γί­ας. Ο T. Dobzhansky,
διά­ση­μος ε­ξε­λι­κτι­κός γε­νε­τι­στής, εί­πε: "Τί­πο­τα στη βιο­λο­γί­α δεν έ­χει νό­η­μα πα­ρά μό­νο κά­τω
α­πό το φως της ε­ξέ­λι­ξης". Πολ­λά δε­δο­μέ­να α­πο­δει­κνύ­ουν ό­τι έ­χει συμ­βεί ε­ξέ­λι­ξη. Α­πο­λι­θώ­
μα­τα, ο­μοιό­τη­τες με­τα­ξύ δια­φο­ρε­τι­κών ει­δών ση­με­ρι­νών ορ­γα­νι­σμών - που κυ­μαί­νο­νται α­πό
τη δο­μή των ο­στών και μυών σε ο­μοιό­τη­τες πρω­τε­ϊ­νών και DNA - α­πο­δει­κνύ­ουν ό­τι οι υ­πάρ­
χο­ντες σή­με­ρα ορ­γα­νι­σμοί μοι­ρά­ζο­νται κοι­νούς προ­γό­νους.

Ðñï­Ý­ëåõ­óç êáé Å­îÝ­ëé­îç ôïõ Êõô­ôÜ­ñïõ

Ό­λα τα ζω­ντα­νά ό­ντα α­πο­τε­λού­νται α­πό κύτ­τα­ρα, μι­κρούς δη­λα­δή χώ­ρους που εί­ναι γε­μά­
τοι με πυ­κνό υ­δα­τι­κό διά­λυ­μα χη­μι­κών ου­σιών και πε­ρι­κλεί­ο­νται σε μεμ­βρά­νη. Οι α­πλού­στε­ρες
μορ­φές ζω­ής εί­ναι με­μο­νω­μέ­να κύτ­τα­ρα. Οι α­νώ­τε­ροι ορ­γα­νι­σμοί ό­μως δη­μιουρ­γού­νται α­πό
σύ­νο­λα κυτ­τά­ρων που ε­πι­τε­λούν ε­ξει­δι­κευ­μέ­νες λει­τουρ­γί­ες και συν­δέ­ο­νται με πο­λύ­πλο­κα
συ­στή­μα­τα ε­πι­κοι­νω­νί­ας. Έ­χο­ντας κα­τά νου τα διά­φο­ρα ε­πί­πε­δα ορ­γά­νω­σης που χα­ρα­κτη­ρί­
ζουν τη ζω­ή, μπο­ρού­με να πού­με ό­τι το κύτ­τα­ρο βρί­σκε­ται στη μέ­ση α­νά­με­σα στα μό­ρια και
σ' έ­να α­νώ­τε­ρο ορ­γα­νι­σμό, δη­λα­δή στη μέ­ση πε­ρί­που της κλί­μα­κας της βιο­λο­γι­κής πο­λυ­πλο­
κό­τη­τας. Η με­λέ­τη του κυτ­τά­ρου α­πο­βλέ­πει: α) Στην κα­τα­νό­η­ση της δο­μής του (πως δη­λα­δή
φτιά­χνε­ται α­πό τα βιο­λο­γι­κά μό­ρια) και της λει­τουρ­γι­κό­τη­τάς του και β) Στη δια­λεύ­καν­ση των
μη­χα­νι­σμών που ο­δη­γούν στο σχη­μα­τι­σμό του ορ­γα­νι­σμού α­πό με­μο­νω­μέ­να κύτ­τα­ρα.
Πι­στεύ­ε­ται ό­τι ό­λοι οι ορ­γα­νι­σμοί προ­έρ­χο­νται α­πό έ­να α­πλό κύτ­τα­ρο - πρό­γο­νο μέ­σω της
ε­ξέ­λι­ξης. Η ε­ξέ­λι­ξη πε­ρι­λαμ­βά­νει δύ­ο βα­σι­κές δια­δι­κα­σί­ες:

α) την τυ­χαί­α εμ­φά­νι­ση ποι­κι­λό­τη­τας σε κά­ποια ά­το­μα, η ο­ποί­α με­τα­βι­βά­ζε­ται α­πό αυ­τά
στους α­πο­γό­νους και
β) τη φυ­σι­κή ε­πι­λο­γή ε­κεί­νης της ποι­κι­λό­τη­τας που ευ­νο­εί τα ά­το­μα να ε­πι­βιώ­σουν και να
πολ­λα­πλα­σια­σθούν.

Εί­ναι δύ­σκο­λη η ε­ξε­λι­κτι­κή πα­ρου­σί­α­ση του κυτ­τά­ρου, για­τί υ­πάρ­χουν πολ­λά κε­νά στη γνώ­ση
μας. Τα κε­νά αυ­τά μπο­ρούν να κα­λυ­φθούν μό­νο με υ­πο­θέ­σεις που μπο­ρεί να εί­ναι λαν­θα­σμέ­νες
σε πολ­λές λε­πτο­μέ­ρειες. Κι αυ­τό για­τί δεν υ­πήρ­ξα­με μάρ­τυ­ρες σε γε­γο­νό­τα που συ­νέ­βη­σαν ε­κα­
τομ­μύ­ρια χρό­νια πριν. Ό­μως αυ­τά τα αρ­χαί­α γε­γο­νό­τα έ­χουν α­φή­σει πολ­λά ί­χνη (α­πο­λι­θώ­μα­τα).
4
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 31

Ε­πί πλέ­ον κά­θε σύγ­χρο­νος ορ­γα­νι­σμός δί­νει στοι­χεί­α για τους ορ­γα­νι­σμούς του πα­ρελ­θό­ντος.
Έ­τσι το πρό­βλη­μα της προ­έ­λευ­σης της ζω­ής προ­σεγ­γί­ζε­ται α­πό δύο κα­τευ­θύν­σεις:
α) την πα­λαιο­βιο­λο­γι­κή, που α­φο­ρά στη με­λέ­τη και χρο­νο­λό­γη­ση α­πο­λι­θω­μά­των κυτ­τά­ρων
και ορ­γα­νι­σμών
β) την μο­ρια­κή, που α­φο­ρά στη με­λέ­τη των μο­ρια­κών α­πο­λι­θω­μά­των σε διά­φο­ρους ζώ­ντες
ορ­γα­νι­σμούς. Μο­ρια­κά α­πο­λι­θώ­μα­τα εί­ναι δο­μές (ε­σώ­νια γο­νι­δί­ων) ή λει­τουρ­γι­κό­τη­τες
(ει­δι­κά με­τα­βο­λι­κά μο­νο­πά­τια) που εί­ναι κοι­νές σε μια ποι­κί­λη ο­μά­δα σύγ­χρο­νων ορ­γα­νι­
σμών και που πρέ­πει να υ­πήρ­χαν στα πρώ­τα κύτ­τα­ρα. Η α­φθο­νί­α των μο­ρια­κών α­πο­λι­θω­
μά­των υ­πο­δη­λώ­νει έ­ντο­να ό­τι τα ζώ­ντα κύτ­τα­ρα δια­φυ­λάσ­σουν μέ­σα τους έ­να πλή­ρες
αρ­χεί­ο για την ε­ξέ­λι­ξη. Προ­σε­κτι­κή με­λέ­τη αυ­τού του αρ­χεί­ου μπο­ρεί να μας βο­η­θή­σει στη
δια­τύ­πω­ση βά­σι­μης ά­πο­ψης για τα αρ­χέ­γο­να γε­γο­νό­τα.

Á­ðü ôá Ìü­ñéá óôï Ðñþ­ôï Êýô­ôá­ñï

Θε­ω­ρί­α της α­βιο­γέ­νε­σης: Υ­πο­θέ­σεις για την αλ­λη­λου­χί­α των γε­γο­νό­των που ο­δή­γη­σαν
στην εμ­φά­νι­ση του πρώ­του κυτ­τά­ρου α­πό μη ζώ­σα ύ­λη, πα­ρου­σιά­στη­καν α­πό τους J.B.S.
Haldane και R. Bentner και ι­διαί­τε­ρα α­πό τον Ρώ­σο βιο­χη­μι­κό A.I. Orarin στο βι­βλί­ο του "Η
Προ­έ­λευ­ση της Ζω­ής" (1938). Σύμ­φω­να με την ά­πο­ψή του, η γη δη­μιουρ­γή­θη­κε πριν 5 δι­σε­κα­
τομ­μύ­ρια χρό­νια πε­ρί­που, εί­τε σαν τμή­μα που α­πο­σπά­σθη­κε α­πό τον ή­λιο, εί­τε με στα­δια­κή
συ­μπύ­κνω­ση α­στρι­κής σκό­νης. Ε­φό­σον η γη ή­ταν πι­θα­νό­τα­τα στα πρώ­τα στά­δια της δη­μιουρ­
γί­ας της πο­λύ ζε­στή και ρευ­στή, οι συν­θή­κες που ε­πέ­τρε­ψαν την εμ­φά­νι­ση της ζω­ής πι­θα­νόν
να δη­μιουρ­γή­θη­καν πριν 3 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια πε­ρί­που. (Πρό­σφα­τα βρέ­θη­καν 22 δια­φο­ρε­
τι­κά α­μι­νο­ξέ­α σε πε­τρώ­μα­τα της Ν. Α­φρι­κής που η η­λι­κί­α τους υ­πο­λο­γί­στη­κε ό­τι εί­ναι γύ­ρω στα
3,1 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια). Υ­πάρ­χουν εν­δεί­ξεις ό­τι αυ­τή την ε­πο­χή η α­τμό­σφαι­ρα της γης δεν
πε­ριεί­χε ε­λεύ­θε­ρο ο­ξυ­γό­νο, ή­ταν δη­λα­δή ι­σχυ­ρά α­να­γω­γι­κή, πε­ριεί­χε αμ­μω­νί­α και με­θά­νιο και
υ­δρα­τμούς που προ­έρ­χο­νται α­πό το ε­σω­τε­ρι­κό της. Ο Orarin υ­πέ­θε­σε ό­τι τα ά­το­μα άν­θρα­κα
(που υ­πήρ­χαν με τη μορ­φή με­ταλ­λι­κών καρ­βι­δί­ων, μπο­ρού­σαν ν' α­ντι­δρά­σουν με νε­ρό και να
σχη­μα­τί­σουν α­κε­τυ­λέ­νιο, α­πό το ο­ποί­ο με πο­λυ­με­ρι­σμό μπο­ρεί να σχη­μα­τι­σθούν ε­νώ­σεις με
μα­κριές α­λυ­σί­δες α­τό­μων άν­θρα­κα. Με τις ε­πι­κρα­τού­σες λοι­πόν συν­θή­κες και με την ε­πί­δρα­ση
α­κτι­νο­βο­λί­ας υ­ψη­λής ε­νέρ­γειας (κο­σμι­κή α­κτι­νο­βο­λί­α) μπο­ρεί να σχη­μα­τι­σθούν ορ­γα­νι­κές ε­νώ­
σεις. Αυ­τό α­πε­δεί­χθη με το πεί­ρα­μα του Calvin ο ο­ποί­ος α­κτι­νο­βό­λη­σε CO2 και νε­ρό σ' έ­να
κυ­κλο­τρό­νιο και σχη­μά­τι­σε φορ­μι­κό, ο­ξα­λι­κό και η­λε­κτρι­κό ο­ξύ με έ­να, δύ­ο και τρί­α ά­το­μα
άν­θρα­κα α­ντί­στοι­χα.
Το 1953 οι S. Miller και H. Urey με ερ­γα­στη­ρια­κά πει­ρά­μα­τα ε­νί­σχυ­σαν την θε­ω­ρί­α της
α­βιο­γέ­νε­σης. Στα πει­ρά­μα­τα αυ­τά, αν μίγ­μα­τα α­ε­ρί­ων ό­πως CO2, CH4, NH3 και H2 θερ­μαν­θούν
πα­ρου­σί­α νερού και ε­νερ­γο­ποι­η­θούν με η­λε­κτρι­κές εκ­κε­νώ­σεις ή υ­πε­ριώ­δη α­κτι­νο­βο­λί­α, σχη­
μα­τί­ζο­νται μι­κρές ορ­γα­νι­κές ε­νώ­σεις, ό­πως φορ­μαλ­δε­ϋ­δη, φορ­μι­κό ο­ξύ, υ­δρο­κυά­νιο, ο­ξει­κό
ο­ξύ, πολ­λές απ' αυ­τές με εν­δια­φέ­ρον για τα κύτ­τα­ρα. Ο τέσ­σε­ρες κύ­ριες ο­μά­δες μι­κρών ορ­γα­
νι­κών ε­νώ­σε­ων που έ­χουν εν­δια­φέ­ρον για τους ζώ­ντες ορ­γα­νι­σμούς, δη­λα­δή α­μι­νο­ξέ­α, νου­
κλε­ο­τί­δια, σάκ­χα­ρα και λι­πί­δια, μπο­ρούν να σχη­μα­τι­σθούν κά­τω α­πό τις πα­ρα­πά­νω συν­θή­
κες.

Á­ðëÜ Ïñ­ãá­íé­êÜ Ìü­ñéá - Ðï­ëõ­ìå­ñÞ

Α­πλά ορ­γα­νι­κά μό­ρια ό­πως α­μι­νο­ξέ­α και νου­κλε­ο­τί­δια, μπο­ρούν να δώ­σουν με­γά­λα πο­λυ­
5
32 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

με­ρή, τα πο­λυ­πε­πτί­δια, που α­πο­τε­λού­νται α­πό 20 α­μι­νο­ξέ­α και τα πο­λυ­νου­κλε­ο­τί­δια (DNA,


RNA) που α­πο­τε­λού­νται α­πό 4 βά­σεις.
Μό­νον υ­πο­θέ­σεις μπο­ρού­με να δια­τυ­πώ­σου­με σχε­τι­κά με το για­τί προ­τι­μή­θη­καν αυ­τές οι
α­πλές ορ­γα­νι­κές ε­νώ­σεις α­νά­με­σα σε άλ­λες χη­μι­κά πα­ρό­μοιες και πως δη­μιουρ­γή­θη­καν τα
πρώ­τα πο­λυ­με­ρή. Πι­θα­νόν να δη­μιουρ­γή­θη­καν διά­φο­ρα πο­λυ­με­ρή με τυ­χαί­α αλ­λη­λου­χί­α
μο­νο­με­ρών. Α­πό τη στιγ­μή ό­μως που θα εμ­φα­νι­στούν τέ­τοιες αλ­λη­λου­χί­ες, αυ­τές μπο­ρούν να
λει­τουρ­γή­σουν σα μή­τρες για τη δη­μιουρ­γί­α άλ­λων πο­λυ­με­ρών. Για πα­ρά­δειγ­μα έ­να πο­λυ­με­
ρές που α­πο­τε­λεί­ται α­πό έ­να νου­κλε­ο­τί­διο (πο­λυου­ρι­δυ­λι­κό ο­ξύ, ή poly U) μπο­ρεί να δρά­σει
σα μή­τρα για τη σύν­θε­ση ε­νός δευ­τέ­ρου πο­λυ­με­ρούς (πο­λυα­δε­νυ­λι­κό ο­ξύ ή poly A) που α­πο­
τε­λεί­ται α­πό άλ­λο εί­δος νου­κλε­ο­τι­δί­ου. Η α­ντι­γρα­φή ε­ξαρ­τά­ται α­πό το γε­γο­νός ό­τι έ­να πο­λυ­
με­ρές κα­τά προ­τί­μη­ση δε­σμεύ­ει κά­ποιο άλ­λο. Το ε­ξει­δι­κευ­μέ­νο ζευ­γά­ρω­μα A = U, G = C
πι­θα­νό­τη­τα έ­παι­ξε ση­μα­ντι­κό ρό­λο στην ε­ξέ­λι­ξη. Αν σχη­μα­τι­σθεί τυ­χαί­α το πο­λυ­με­ρές
AUCCGAUGA, τό­τε με ε­νερ­γο­ποι­η­μέ­να πρό­δρο­μα θα γί­νει η συ­μπλη­ρω­μα­τι­κή α­λυ­σί­δα, η
ο­ποί­α εκ νέ­ου σαν μή­τρα θα δώ­σει την αρ­χι­κή. Τέ­τοιοι συ­μπλη­ρω­μα­τι­κοί μη­χα­νι­σμοί εί­ναι ε­ξαι­
ρε­τι­κά α­πλοί και εί­ναι η βά­ση για τη με­τα­βί­βα­ση πλη­ρο­φο­ριών στα βιο­λο­γι­κά συ­στή­μα­τα.
Αυ­τοί οι μη­χα­νι­σμοί ό­μως α­παι­τούν έν­ζυ­μα που δεν υ­πήρ­χαν στην "προ­βιω­τι­κή σού­πα".
Πά­ντως λι­γό­τε­ρο α­πο­τε­λε­σμα­τι­κοί κα­τα­λύ­τες με τη μορ­φή ο­ρυ­κτών ή με­ταλ­λι­κών ιό­ντων, θα
υ­πήρ­χαν, αν και σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, οι κα­τα­λύ­τες α­πλώς ε­πι­τα­χύ­νουν τις α­ντι­δρά­σεις που θα
ε­πραγ­μα­το­ποιού­ντο έ­τσι και αλ­λιώς αν υ­πήρ­χε αρ­κε­τός χρό­νος. Α­φού και χρό­νος και α­πο­θέ­
μα­τα πρό­δρο­μων νου­κλε­ο­τι­δί­ων ή­ταν δια­θέ­σι­μα σε α­φθο­νί­α, εί­ναι πι­θα­νόν να δη­μιουρ­γή­θη­
καν, στις προ­βιω­τι­κές συν­θή­κες στη γη, συ­στή­μα­τα πο­λυ­νου­κλε­ο­τι­δί­ων που α­ντι­γρά­φο­νταν
με αρ­γό ρυθ­μό.

Ìå­ñé­êÜ Ìü­ñéá RNA Ëåé­ôïõñ­ãïýí óáí Êá­ôá­ëý­ôåò

Πο­λύ ση­μα­ντι­κό εί­ναι το εύ­ρη­μα ό­τι το RNA μπο­ρεί να δρά­σει ό­χι μό­νον σαν μή­τρα για τη
σύν­θε­ση άλ­λων RNA, αλ­λά και σαν κα­τα­λύ­της. Η κα­τα­λυ­τι­κή ι­διό­τη­τα του RNA, που α­πε­δεί­
χθη πει­ρα­μα­τι­κά ό­πως πε­ρι­γρά­φε­ται στη συ­νέ­χεια, πι­θα­νό να έ­χει α­πο­τε­λέ­σει τη βά­ση για την
ε­ξέ­λι­ξη των πρώ­των ζώ­ντων συ­στη­μά­των.
Το 1981 α­να­κα­λύ­φθη­κε έ­να RNA μό­ριο με κα­τα­λυ­τι­κές ι­διό­τη­τες πα­ρό­μοιες με ε­κεί­νες των
πρω­τε­ϊ­νών. Τα ρι­βο­σω­μι­κά RNA μό­ρια (rRNA) του πρω­το­ζώ­ου Tetrahymena συ­ντί­θε­ται αρ­χι­κά
σαν με­γά­λα πρό­δρο­μα μό­ρια. Έ­να α­πό τα rRNA έ­χει δει­χθεί ό­τι πα­ρά­γε­ται με μια δια­δι­κα­σί­α
με­τα-με­τα­γρα­φι­κής ω­ρί­μαν­σης α­πό έ­να πρό­δρο­μο μόριο RNA. Η έκ­πλη­ξη προ­ήλ­θε α­πό την
α­να­κά­λυ­ψη ό­τι αυ­τή η δια­δι­κα­σί­α μπο­ρεί να γί­νει in vitro α­που­σί­α πρω­τε­ΐ­νης. Στη συ­νέ­χεια
δεί­χθη­κε ό­τι μια πε­ριο­χή του πρό­δρο­μου rRNA μο­ρί­ου, που ο­νο­μά­ζε­ται ε­σώ­νιο, έ­χει την ι­διό­
τη­τα να κα­τα­λύ­ει την ί­δια του την α­πο­μά­κρυν­ση α­πό το πρό­δρο­μο μό­ριο και να οδηγεί έ­τσι
στο σχη­μα­τι­σμό του ώ­ρι­μου rRNA. Το ε­σώ­νιο μή­κους 400 νου­κλε­ο­τι­δί­ων, συ­νε­τέ­θη σε δο­κι­
μα­στι­κό σω­λή­να in vitro και δεί­χθη­κε ό­τι α­να­δι­πλώ­νε­ται και σχη­μα­τί­ζει μια δο­μή που μπο­ρεί
να δρά­σει σαν έν­ζυ­μο σε άλ­λα μό­ρια RNA και να τα κό­ψει. Αν και η ω­ρί­μαν­ση του RNA γε­νι­κώς
γί­νε­ται με έν­ζυ­μα, η αυ­το­κα­τά­λυ­ση που βρέ­θη­κε στο rRNA του Tetrahymena έ­χει α­να­κα­λυ­
φθεί και σε άλ­λα κύτ­τα­ρα μυ­κή­των και βα­κτη­ρί­ων. Αυ­τά τα ευ­ρή­μα­τα υπαινίσσονται ό­τι αυ­τές
οι αλ­λη­λου­χί­ες RNA υ­πήρ­χαν πριν την α­πό­κλι­ση ευ­κα­ρυω­τι­κών και προ­κα­ρυω­τι­κών, πε­ρί­που
πριν 1,5 δισ. χρό­νια.
Αρ­κε­τές άλ­λες οι­κο­γέ­νειες κα­τα­λυ­τι­κών RNA έ­χουν πρό­σφα­τα α­να­κα­λυ­φθεί. Π.χ. τα πλεί­
στα tRNA μό­ρια συ­ντί­θε­νται σα με­γά­λα πρό­δρο­μα μό­ρια α­πό τα ο­ποί­α θα προ­έλ­θουν τα ώ­ρι­
μα tRNA με κα­τα­λυ­τι­κές α­ντι­δρά­σεις, α­πό έ­να σύ­μπλο­κο RNA- πρω­τε­ΐ­νης που α­να­γνω­ρί­ζει τα
πρό­δρο­μα tRNA και κό­βει κά­ποιες αλ­λη­λου­χί­ες.
Μια άλ­λη κα­τα­λυ­τι­κή RNA αλ­λη­λου­χί­α παί­ζει σπου­δαί­ο ρό­λο ε­πί­σης στον κύ­κλο ζω­ής πολ­
6
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 33

λών ιοει­δών φυ­τών (viroids) και μια ό­μοια αλ­λη­λου­χί­α εμ­φα­νί­ζε­ται σε έ­να RNA βα­τρά­χου αν
και ο ρό­λος της στο βά­τρα­χο εί­ναι ά­γνω­στος.
Πως εί­ναι δυ­να­τόν έ­να μό­ριο RNA να λει­τουρ­γεί σαν έν­ζυ­μο; Τα tRNA δεί­χνουν ό­τι το RNA
μπο­ρεί να α­να­δι­πλω­θεί σφι­χτά σε ποι­κί­λους τρό­πους. Το ε­σώ­νιο της Tetrahymena α­να­δι­πλώ­
νε­ται και δί­νει δο­μές α­νά­λο­γες με το tRNA. Το RNA λοι­πόν με τη δυ­να­τό­τη­τα α­να­δί­πλω­σης
δη­μιουρ­γεί ε­πι­φά­νειες με κα­τα­λυ­τι­κές ι­διό­τη­τες. Οι ε­ρευ­νη­τές S. Altman και T. Cesh μοι­ρά­
στη­καν το βρα­βεί­ο Nobel της Χη­μεί­ας του 1989 για την α­να­κά­λυ­ψη και την με­λέ­τη των κα­τα­
λυ­τι­κών ι­διο­τή­των του rRNA.

Ôá Áõ­ôï­äé­ðëá­óéá­æü­ìå­íá Ìü­ñéá Õ­öß­óôá­íôáé Öõ­óé­êÞ Å­ðé­ëï­ãÞ

Κα­τά τη δια­δι­κα­σί­α της α­ντι­γρα­φής των πο­λυ­νου­κλε­ο­τι­δί­ων α­να­πό­φευ­κτα θα συμ­βούν


λά­θη, ει­δι­κά κά­τω α­πό αρ­χέ­γο­νες συν­θή­κες. Έ­τσι νέ­α α­τε­λή α­ντί­γρα­φα του αρ­χι­κού μο­ρί­ου
θα πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται και με την πά­ρο­δο του χρό­νου η αλ­λη­λου­χί­α των νου­κλε­ο­τι­δί­ων του
αρ­χι­κού μο­ρί­ου θα αλ­λά­ξει ε­ντε­λώς.
Αλ­λά τα πο­λυ­νου­κλε­ο­τί­δια δεν εί­ναι α­πλώς αλ­λη­λου­χί­ες νου­κλε­ο­τι­δί­ων που με­τα­φέ­ρουν
κά­ποια πλη­ρο­φο­ρί­α με α­ό­ρι­στο τρό­πο. Έ­χουν χη­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που ε­πη­ρε­ά­ζουν τη
συ­μπε­ρι­φο­ρά τους. Ό­πως ε­λεύ­θε­ρα νου­κλε­ο­τί­δια μπο­ρούν να ζευ­γα­ρώ­σουν με τα συ­μπλη­
ρω­μα­τι­κά τους σ' έ­να πο­λυ­με­ρές, έ­τσι τμή­μα­τα συ­μπλη­ρω­μα­τι­κών αλ­λη­λου­χιών στο ί­διο
μό­ριο μπο­ρούν να ζευ­γα­ρώ­σουν με α­πο­τέ­λε­σμα να πα­ρά­γο­νται τρισ­διά­στα­τες α­να­δι­πλώ­σεις.
Έ­τσι το μό­ριο σαν σύ­νο­λο παίρ­νει έ­να μο­να­δι­κό σχή­μα, που ε­ξαρ­τά­ται α­πο­κλει­στι­κά α­πό την
αλ­λη­λου­χί­α των νου­κλε­ο­τι­δί­ων του. Η τρισ­διά­στα­τη α­να­δί­πλω­ση ε­νός πο­λυ­νου­κλε­ο­τι­δί­ου
ε­πη­ρε­ά­ζει τη στα­θε­ρό­τη­τά του, τη δρά­ση του σε άλ­λα μό­ρια και την ι­κα­νό­τη­τά του να δι­πλα­
σιά­ζε­ται. Ε­πί­σης σε ερ­γα­στη­ρια­κές με­λέ­τες έ­χει βρε­θεί, ό­τι διά­φο­ρα RNA πο­λυ­με­ρή υ­φί­στα­
νται έ­να εί­δος φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής, κα­τά την ο­ποί­α κά­ποιες δο­μές κυ­ριαρ­χούν α­νά­λο­γα με τις
συν­θή­κες.
Το RNA μό­ριο έ­χει δύ­ο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, το πλη­ρο­φο­ρια­κό και το λει­τουρ­γι­κό, που και τα
δύ­ο εί­ναι α­πα­ραί­τη­τα για την ε­ξέ­λι­ξη. Η αλ­λη­λου­χί­α νου­κλε­ο­τι­δί­ων ε­νός μο­ρί­ου RNA εί­ναι
α­νά­λο­γη με το γο­νό­τυ­πο (κλη­ρο­νο­μή­σι­μη πλη­ρο­φο­ρί­α) ε­νός ορ­γα­νι­σμού. Η α­να­δι­πλω­μέ­νη
τρισ­διά­στα­τη δο­μή εί­ναι α­νά­λο­γη με το φαι­νό­τυ­πο (έκ­φρα­ση της γε­νε­τι­κής πλη­ρο­φο­ρί­ας)
πά­νω στον ο­ποί­ο η φυ­σι­κή ε­πι­λο­γή θα δρά­σει.
Η φυ­σι­κή ε­πι­λο­γή ε­ξαρ­τά­ται α­πό το πε­ρι­βάλ­λον και για έ­να α­να­δι­πλα­σια­ζό­με­νο μό­ριο RNA
το κρί­σι­μο στοι­χεί­ο του πε­ρι­βάλ­λο­ντος εί­ναι το σύ­νο­λο των άλ­λων μο­ρί­ων RNA που υ­πάρ­χουν
στο μίγ­μα. Το RNA ε­κτός α­πό τον αυ­το­δι­πλα­σια­σμό του, μπο­ρεί να κα­τα­λύ­σει το σπά­σι­μο και
το σχη­μα­τι­σμό ομοιο­πο­λι­κών δε­σμών, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των δε­σμών με­τα­ξύ νου­κλε­ο­τι­
δί­ων ό­πως προ­η­γού­με­να α­να­φέρ­θη­κε. Έ­τσι λοι­πόν στην "προ­βιω­τι­κή σού­πα" θα εί­χε δη­μιουρ­
γη­θεί έ­να μίγ­μα δια­φό­ρων μο­ρί­ων RNA με ε­ξει­δι­κευ­μέ­νες α­ντι­δρά­σεις. Έ­να τέ­τοιο μίγ­μα
μο­ρί­ων θα μπο­ρού­σε να ε­ξε­λι­χθεί σ' έ­να συ­ντο­νι­σμέ­νο σύ­στη­μα που δι­πλα­σιά­ζε­ται με α­συ­νή­
θι­στα με­γά­λη α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα. Ό­μως η κα­τα­λυ­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα των μο­ρί­ων RNA εί­ναι πο­λύ
πε­ριο­ρι­σμέ­νη για να α­ντα­πο­κρι­θεί σ' ό­λες τις λει­τουρ­γί­ες του μο­ντέρ­νου κυτ­τά­ρου. Με­γα­λύ­
τε­ρη κα­τα­λυ­τι­κή ι­κα­νό­τη­τα έ­χουν οι πρω­τε­ΐ­νες, ε­πει­δή έ­χουν πο­λυ­πλο­κό­τε­ρες δο­μές. Πι­θα­
νό­τα­τα έ­να μό­ριο RNA, με τη βο­ή­θεια και άλ­λων μο­ρί­ων RNA, να βο­ή­θη­σε στη σύν­θε­ση του
πρώ­του πο­λυ­πε­πτι­δί­ου. Α­πό τό­τε διά­φο­ρα γε­γο­νό­τα ο­δή­γη­σαν στον πο­λύ­πλο­κο πρω­τε­ϊ­νο­
συν­θε­τι­κό μη­χα­νι­σμό του σή­με­ρα.
Η σύν­θε­ση ει­δι­κών πρω­τε­ϊ­νών με τις ο­δη­γί­ες του RNA, προ­ϋ­πο­θέ­τει την ε­ξέ­λι­ξη ε­νός κώ­δι­
κα με τον ο­ποί­ο η πο­λυ­νου­κλε­ο­τι­δι­κή α­λυ­σί­δα κω­δι­κο­ποιεί την πο­λυ­πε­πτι­δι­κή α­λυ­σί­δα. Αυ­τός
ο κώ­δι­κας φαί­νε­ται να έ­χει ε­πι­λε­γεί και εί­ναι ί­διος σε ό­λους τους ορ­γα­νι­σμούς. Αυ­τό ε­νι­σχύ­ει
την ά­πο­ψη ό­τι ό­λοι οι ορ­γα­νι­σμοί σή­με­ρα εί­ναι α­πό­γο­νοι μιας α­πλής σει­ράς πρω­τό­γο­νων κυτ­
7
34 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

τά­ρων. Α­πό τη στιγ­μή που τα νου­κλε­ϊ­νι­κά ο­ξέ­α ε­ξε­λίσ­σο­νται τό­σο ώ­στε να κα­θο­ρί­ζουν κα­τα­
λυ­τι­κές πρω­τε­ΐ­νες (έν­ζυ­μα) οι ο­ποί­ες βο­η­θούν στον δι­πλα­σια­σμό τους, η α­πο­δο­τι­κό­τη­τα του
συ­στή­μα­τος ε­πι­τα­χύ­νε­ται.

Ïé Ìåì­âñÜ­íåò ¼­ñé­óáí ôï Ðñþ­ôï Êýô­ôá­ñï

Η δη­μιουρ­γί­α της ε­ξω­τε­ρι­κής μεμ­βρά­νης εί­ναι έ­να α­πό τα πιο κρί­σι­μα γε­γο­νό­τα για το σχη­
μα­τι­σμό του πρώ­του κυτ­τά­ρου. Για πα­ρά­δειγ­μα οι πρω­τε­ΐ­νες που συ­ντί­θε­νται κά­τω α­πό τον
έ­λεγ­χο κά­ποιου RNA, δεν θα μπο­ρού­σαν να διευ­κο­λύ­νουν την α­να­πα­ρα­γω­γή αυ­τού του RNA,
αν δεν πα­ρέ­με­ναν κο­ντά σ' αυ­τό. Ε­πι­πλέ­ον ό­σο αυ­τές οι πρω­τε­ΐ­νες ήταν ε­λεύ­θε­ρες να δια­χέ­
ο­νται μέ­σα σ' έ­ναν πλη­θυ­σμό RNA μο­ρί­ων, θα ευ­νο­ού­σαν εξ ί­σου οιο­δή­πο­τε α­ντα­γω­νι­στι­κό
εί­δος RNA που μπο­ρεί να υ­πάρ­χει. Αν εμ­φα­νι­ζό­τα­νε έ­να εί­δος RNA που έ­φτια­χνε έ­να κα­λύ­τε­
ρο έν­ζυ­μο, το νέ­ο έν­ζυ­μο δεν θα μπο­ρού­σε να συμ­βάλ­λει ε­πι­λε­κτι­κά στην ε­πι­βί­ω­ση του RNA
απ' ό­που προ­ήλ­θε, για­τί θα υ­πήρ­χε α­ντα­γω­νι­σμός και α­πό άλ­λα εί­δη RNA. Ε­πι­λο­γή RNA μο­ρί­
ων σύμ­φω­να με την ποιό­τη­τα των πρω­τε­ϊ­νών που συν­θέ­τουν, δεν μπο­ρού­σε να γί­νει, μέ­χρι να
ε­ξε­λι­χθεί έ­να εί­δος δια­με­ρι­σμα­το­ποί­η­σης, που θα πε­ριέ­βα­λε τις πρω­τε­ΐ­νες που φτιά­χνει έ­να
μό­ριο RNA, έ­τσι ώ­στε οι πρω­τε­ΐ­νες αυ­τές να εί­ναι δια­θέ­σι­μες μό­νο στο RNA α­πό το ο­ποί­ο
προ­ήλ­θαν. Η α­νά­γκη δια­με­ρι­σμα­το­ποί­η­σης κα­λύ­πτε­ται εύ­κο­λα α­πό μια άλ­λη κα­τη­γο­ρί­α μο­ρί­
ων με την α­πλή φυ­σι­κο­χη­μι­κή ι­διό­τη­τα, να έ­χουν έ­να μέ­ρος υ­δρό­φο­βο και έ­να υ­δρό­φι­λο. Αν
τέ­τοια μό­ρια μπουν στο νε­ρό, συσ­σω­ρεύ­ο­νται με τα υ­δρό­φο­βα τμή­μα­τα κο­ντά το έ­να στο
άλ­λο και με­τά υ­δρό­φι­λα σε ε­πα­φή με το νε­ρό. Τέ­τοια μό­ρια κα­τάλ­λη­λου σχή­μα­τος δη­μιουρ­
γούν τυ­χαί­α δι­πλο­στι­βά­δες, σχη­μα­τί­ζο­ντας μι­κρούς κλει­στούς σχη­μα­τι­σμούς που πε­ρι­κλεί­ουν
υ­δα­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο. (Αυ­τό το φαι­νό­με­νο μπο­ρεί να κα­τα­δει­χθεί ερ­γα­στη­ρια­κά α­να­μι­γνύ­ο­
ντας α­πλά σε δο­κι­μα­στι­κό σω­λή­να φω­σφο­λι­πί­δια και νε­ρό). Ό­λα τα κύτ­τα­ρα πε­ρι­βάλ­λο­νται
α­πό πλα­σμα­τι­κή μεμ­βρά­νη που α­πο­τε­λεί­ται α­πό φω­σφο­λι­πί­δια κυ­ρί­ως. Σε κά­ποιο ση­μεί­ο λοι­
πόν της ε­ξέ­λι­ξης των βιο­λο­γι­κών κα­τα­λυ­τών, δη­μιουρ­γή­θη­καν τα πρώ­τα κύτ­τα­ρα με τη
δη­μιουρ­γί­α μεμ­βρά­νης γύ­ρω α­πό έ­να μίγ­μα μο­ρί­ων RNA και των πρω­τε­ϊ­νών που πα­ρά­γουν.

¼­ëá ôá Êýô­ôá­ñá ¸­÷ïõí DNA óá Ãå­íå­ôé­êü Õ­ëé­êü

Πριν α­πό 3,5 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια, εμ­φα­νί­στη­καν τα πρω­τό­γο­να κύτ­τα­ρα α­φού οι συν­
θή­κες που ε­πι­κρα­τού­σαν στη γη ε­πέ­τρε­παν:

α) τη σύν­θε­ση μι­κρών ορ­γα­νι­κών μο­ρί­ων,


β) την εμ­φά­νι­ση και τον αυ­το­δι­πλα­σια­σμό κα­τα­λυ­τι­κών RNA μο­ρί­ων,
γ) τη με­τά­φρα­ση των RNA σε αλ­λη­λου­χί­ες α­μι­νο­ξέ­ων και
δ) τη συ­γκρό­τη­ση λι­πι­δί­ων για το σχη­μα­τι­σμό μεμ­βρα­νών

Εί­ναι χρή­σι­μο να συ­γκρί­νου­με αυ­τά τα πρώ­τα κύτ­τα­ρα με τα πιο α­πλά ση­με­ρι­νά κύτ­τα­ρα τα
μυ­κο­πλά­σμα­τα. Τα μυ­κο­πλά­σμα­τα εί­ναι μι­κροί σα βα­κτή­ρια ορ­γα­νι­σμοί, που εί­ναι πα­ρά­σι­τα
ζω­ϊ­κών ή φυ­τι­κών κυτ­τά­ρων. Με­ρι­κά έ­χουν διά­με­τρο 0,3 μm και πε­ριέ­χουν αρ­κε­τό νου­κλε­ϊ­νι­κό
ο­ξύ για τη σύν­θε­ση 750 δια­φο­ρε­τι­κών πρω­τε­ϊ­νών πε­ρί­που (έν­ζυ­μα και δο­μι­κές πρω­τε­ΐ­νες).
Τα πρώ­τα κύτ­τα­ρα συ­νε­πώς, θα πρέ­πει να εί­χαν λι­γό­τε­ρα συ­στα­τι­κά α­πό το μυ­κό­πλα­σμα.
Ό­μως υ­πήρ­χε μια πιο ση­μα­ντι­κή δια­φο­ρά α­νά­με­σα σ' αυ­τά τα πρω­τό­γο­να κύτ­τα­ρα και σ' έ­να
μυ­κό­πλα­σμα ή ο­ποιο­δή­πο­τε ση­με­ρι­νό κύτ­τα­ρο. Ό­λα τα ση­με­ρι­νά κύτ­τα­ρα έ­χουν γε­νε­τι­κό υ­λι­
8
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 35

κό DNA και ό­χι RNA που πι­στεύ­ε­ται ό­τι υ­πήρ­χε στο πρω­τό­γο­νο κύτ­τα­ρο. Φαί­νε­ται ό­τι το DNA
υ­πε­ρί­σχυ­σε του RNA σα γε­νε­τι­κό υ­λι­κό, για­τί εί­ναι πιο στα­θε­ρό μό­ριο (δεν υ­δρο­λύ­ε­ται εύ­κο­λα
λό­γω μι­κρό­τε­ρου α­ριθ­μού OH–), και βρί­σκε­ται με τη μορ­φή δι­πλής ΄έ­λι­κας που ση­μαί­νει ευ­κο­
λό­τε­ρο αυ­το­δι­πλα­σια­σμό και ε­πι­διόρ­θω­ση και με­γα­λύ­τε­ρη ι­κα­νό­τη­τα α­πο­θή­κευ­σης γε­νε­τι­κής
πλη­ρο­φο­ρί­ας.
Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά μπο­ρού­με να πού­με ό­τι τα ζώ­ντα κύτ­τα­ρα εί­ναι πι­θα­νό να εμ­φα­νί­στη­καν
στη γη α­πό τυ­χαί­α συσ­σω­μα­τώ­μα­τα μο­ρί­ων πριν 3,5 πε­ρί­που δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια. Α­πό τις
γνώ­σεις μας για τους σύγ­χρο­νους ορ­γα­νι­σμούς και τα μό­ρια που πε­ριέ­χουν, φαί­νε­ται ό­τι τρί­α
του­λά­χι­στον βή­μα­τα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν πριν εμ­φα­νι­στεί το πρώ­το κύτ­τα­ρο: α) δη­μιουρ­γή­
θη­καν αυ­το­κα­τα­λυ­τι­κοί μη­χα­νι­σμοί, ώ­στε να εί­ναι δυ­να­τός ο αυ­το­δι­πλα­σια­σμός των δια­φό­ρων
RNA μο­ρί­ων, β) α­να­πτύ­χθη­καν μη­χα­νι­σμοί με τους ο­ποί­ους έ­να μό­ριο RNA μπο­ρεί να κα­τευ­
θύ­νει τη σύν­θε­ση ε­νός πο­λυ­πε­πτι­δί­ου και γ) συ­γκρο­τή­θη­κε μια λι­πι­δι­κή μεμ­βρά­νη και πε­ριέ­
κλειε το αυ­το­δι­πλα­σια­ζό­με­νο μίγ­μα RNA και πρω­τε­ϊ­νι­κών μο­ρί­ων. Τε­λι­κά κα­θώς η συσ­σώ­ρευ­
ση πρό­σθε­των πρω­τε­ϊ­νι­κών κα­τα­λυ­τών ε­πέ­τρε­ψε να ε­ξε­λι­χθούν α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά και πο­λύ­πλο­
κα κύτ­τα­ρα, το DNA πή­ρε τη θέ­ση του RNA ως το κλη­ρο­νο­μι­κό υ­λι­κό, α­φού το DNA εί­ναι πιο
στα­θε­ρό μό­ριο και μπο­ρεί ν' α­πο­θη­κεύ­σει με­γα­λύ­τε­ρο πο­σό γε­νε­τι­κής πλη­ρο­φο­ρί­ας.

Å­îÝ­ëé­îç Åõ­êá­ñõù­ôé­êïý Êõô­ôÜ­ñïõ

Εί­ναι λο­γι­κό να δε­χθεί κα­νείς ό­τι οι πρό­γο­νοι των ση­με­ρι­νών ορ­γα­νι­σμών ή­ταν πο­λύ α­πλοί.
Α­νά­με­σα στους ζώ­ντες ορ­γα­νι­σμούς η πιο α­πλή μορ­φή ζω­ής εί­ναι οι προ­κα­ρυω­τι­κοί ορ­γα­νι­
σμοί. Αυ­τός λοι­πόν εί­ναι έ­νας α­πό τους λό­γους που θε­ω­ρού­με ό­τι η πρώ­τη μορ­φή ζω­ής πρέ­
πει να έ­μοια­ζε με τα προ­κα­ρυω­τι­κά.
Δύ­ο εί­ναι οι θε­ω­ρί­ες για την ε­ξέ­λι­ξη του ευ­κα­ρυω­τι­κού κυτ­τά­ρου:

α) Σύμ­φω­να με την πα­λαιό­τε­ρη θε­ω­ρί­α τα ορ­γα­νί­δια του ευ­κα­ρυω­τι­κού κυτ­τά­ρου (που εί­ναι
και η κρί­σι­μη δια­φο­ρά ευ­κα­ρυω­τι­κού - προ­κα­ρυω­τι­κού κυτ­τά­ρου) προ­ήλ­θαν α­πό πολ­λα­
πλές πτυ­χώ­σεις της κυτ­τα­ρι­κής μεμ­βρά­νης μέ­σα στις ο­ποί­ες α­πο­μο­νώ­θη­κε μέ­ρος του
γε­νε­τι­κού υ­λι­κού.
β) Η δεύ­τε­ρη θε­ω­ρί­α της εν­δο­συμ­βί­ω­σης, θε­ω­ρεί ό­τι τα μι­το­χόν­δρια, οι χλω­ρο­πλά­στες και
τε­λι­κά το ευ­κα­ρυω­τι­κό κύτ­τα­ρο, μπο­ρεί να προ­ήλ­θε α­πό έ­νω­ση δια­φο­ρε­τι­κών προ­κα­ρυω­
τι­κών. Έ­τσι τα μι­το­χόν­δρια θε­ω­ρού­νται σαν τα πρώ­τα βα­κτή­ρια που ει­σήλ­θαν μέ­σα α­πό
ε­γκολ­πώ­σεις της πλα­σμα­τι­κής μεμ­βρά­νης σ' έ­να αρ­χι­κό κύτ­τα­ρο - ξε­νι­στή και οι χλω­ρο­
πλά­στες τα πρώ­τα κυα­νο­βα­κτη­ρί­δια.

Η θε­ω­ρί­α της εν­δο­συμ­βί­ω­σης ε­νι­σχύ­ε­ται α­πό διά­φο­ρες εν­δεί­ξεις:

α) τό­σο τα μι­το­χόν­δρια ό­σο και οι χλω­ρο­πλά­στες εί­ναι με­ρι­κώς αυ­το­δύ­να­μα συ­στή­μα­τα,


α­φού δια­θέ­τουν DNA και ρι­βο­σώ­μα­τα για τη σύν­θε­ση κά­ποιων πρω­τε­ϊ­νών τους και
β) τό­σο το DNA ό­σο και τα ρι­βο­σώ­μα­τα των ορ­γα­νι­δί­ων αυ­τών ο­μοιά­ζουν με αυ­τά των προ­
κα­ρυω­τι­κών κυτ­τά­ρων.

You might also like