Professional Documents
Culture Documents
Προελευση Και Εξέλιξη Της Ζωης Βιολογία
Προελευση Και Εξέλιξη Της Ζωης Βιολογία
"Πώς προήλθε και πώς εξελίχθηκε η ζωή;". Στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα είναι πολύ
δύσκολο να δώσουμε απάντηση, αφού αδυνατούμε να δούμε το πολύ μακρυνό παρελθόν και
την έναρξη της ζωής. Όμως μπορούμε να διατυπώσουμε απόψεις για τις δυνάμεις που οδή
γησαν στη δημιουργία της ζωής. Υπάρχουν τρεις πιθανότητες για την προέλευση της ζωής.
• Εξωγήινη προέλευση. Η υπόθεση της πανσπερμίας υποδεικνύει ότι η ζωή πιθανόν να μην
έχει καν δημιουργηθεί αρχικά στην γη, αλλά να έχει μεταφερθεί σ' αυτή με μετεωρίτες ή
αστρική σκόνη, σαν εξωγήινη μόλυνση από σπόρια προερχόμενα από ένα άλλο ηλιακό
σύστημα.
• Ειδική δημιουργία. Οι μορφές της ζωής όπως είναι σήμερα μπορεί να έχουν εμφανισθεί
στην γη από υπερφυσικές ή θεϊκές δυνάμεις. Αυτή η άποψη, κοινή στις περισσότερες δυτι
κές θρησκείες, είναι η αρχαιότερη υπόθεση και είναι ευρέως αποδεκτή από μη επιστήμο
νες.
• Εξέλιξη. Η ζωή μπορεί να έχει εξελιχθεί από ανόργανη ύλη, από συνδυασμούς μορίων που
γίνονται όλο και πιο περίπλοκα. Η δύναμη που οδήγησε στη ζωή είναι η επιλογή, δηλαδή
αλλαγές σε ορισμένα μόρια που αύξησαν στην σταθερότητά τους έκαναν τα μόρια αυτά
μακροβιότερα.
1
28 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Áðüøåéò ðåñß ÐñïÝëåõóçò êáé ÅîÝëéîçò ôçò ÆùÞò áðü ôçí Áñ÷áéüôçôá Ýùò ÓÞìåñá
Οι ιδεαλιστικές απόψεις του Πλάτωνα, σύμφωνα με τις οποίες "όλα τα φυσικά φαινόμενα
είναι ατελείς αναπαραστάσεις της πραγματικής ουσίας ενός ιδεατού αόρατου κόσμου" επι
κρατούσαν στη δυτική Ευρώπη και παρεμπόδιζαν την ανάπτυξη εξελικτικών ιδεών. Κατά τον
Πλάτωνα τα πάντα είναι τέλεια και κάθε αλλαγή είναι ψευδαίσθηση. Ο Αριστοτέλης ακολου
θώντας την Πλατωνική αντίληψη, υποστήριξε ότι όχι μόνον υπάρχουν είδη αμετάβλητα, αιώνια
και ιδανικά, αλλά αυτά διέπονται από μια ιεραρχία που αρχίζει από τα πιο ατελή και φθάνει
στο πιο τέλειο τον άνθρωπο. Αυτή η αμετάβλητη τάξη παρέμεινε αδιαμφισβήτητη, ώσπου κενά
στην ιεραρχία, οδήγησαν φιλοσόφους να προτείνουν την άποψη ότι το σύμπαν δεν είναι
τέλειο, αλλά τείνει προς την τελειότητα.
Τον 17ο και 18ο αιώνα, νέο ενδιαφέρον αναπτύχθηκε για τους ζώντες οργανισμούς και είχε
σαν αποτέλεσμα την ταξινόμηση των οργανισμών στην φυσική κλίμακα. Ο Λινναίος χρησιμο
ποίησε το είδος σαν τη βασική μονάδα ταξινόμησης και δημιούργησε σύστημα ταξινόμησης
που άρχιζε από το είδος και προχωρούσε προς μεγαλύτερες ταξινομικές κατηγορίες. Ο
Buffon υποστήριξε ότι το είδος δεν είναι απλά μια μονάδα ταξινόμησης αλλά η μόνη φυσική
μονάδα, και παραμένοντας στην Πλατωνική ιδέα περί είδους, απέκλεισε αλλαγή ή δημιουργία
νέων ειδών. Ο Lamark ακολούθως υποστήριξε ότι τα είδη είναι αυθαίρετα όχι "πραγματικά"
και ότι θα μπορούσαν και θα 'πρεπε να υπάρχουν ενδιάμεσες μορφές μεταξύ των ειδών. Το
1809 δημοσίευσε την θεωρία του, τα κύρια σημεία της είναι: α) Τα ζώα προσαρμόζονται στο
περιβάλλον ανάλογα με τις ανάγκες. β) Τα όργανα υπερτρέφονται ή ατροφούν ανάλογα με τη
χρήση ή αχρηστία. γ) Οι επίκτητες ιδιότητες κληρονομούνται.
Η ιδέα ότι οι οργανισμοί θα μπορούσαν να προκύψουν από μη ζώσα ύλη με αυτόματη γένε
ση, ή ότι οι οργανισμοί δεν αλλάζουν κατά την ανάπτυξη αλλά προυπάρχουν "προσχηματισμέ
νοι" στους προγόνους τους, επιβράδυνε την ανάπτυξη της εξελικτικής σκέψης. Τον 19ο αιώνα
η ιδέα της αυτόματης γένεσης καταρρίφθηκε και αναπτύχθηκε η ιδέα ότι οι οργανισμοί προ
κύπτουν επιγενετικά, διαφοροποιούμενοι από αδιαφοροποίητους ιστούς. Τελικά, τα βιολογι
κά φαινόμενα άρχισαν ν' αντιμετωπίζονται με την λογική.
Το πιο μεγάλο πλήγμα των αντιεξελικτικών ιδεών προήλθε από την μελέτη των απολιθω
μάτων. Η ανακάλυψη απολιθωμάτων οργανισμών άγνωστου τύπου, μερικά από τα οποία βρέ
θηκαν σε "μη κατάλληλη" τοποθεσία, οδήγησαν στην άποψη ότι η επιφάνεια της γης και οι
οργανισμοί πάνω σ' αυτή πρέπει να προϋπήρχαν πριν από πάρα πολλά χρόνια. Αυτό ήρθε σε
αντίθεση με την Ιουδαϊκή - Χριστιανική άποψη ότι η γη και η ζωή πάνω σ' αυτή έχουν πρόσφα
τη προέλευση, και τα δεδομένα από τα απολιθώματα θεωρήθηκαν συμβατά με τις βιβλικές
καταστροφές όπως ο κατακλυσμός των Νώε, ή σαν "αστεία" της φύσης. Οι γεωλόγοι ισχυρί
στηκαν ότι οι μαρτυρίες από τα απολιθώματα μπορούν να εξηγηθούν με την παραδοχή ότι η
γη είναι πράγματι πολύ παλιά και ότι φυσικές δυνάμεις έχουν μορφοποιήσει την επιφάνειά
της. Αλλαγές στην επιφάνεια της γης θα οδηγούσαν σε αλλαγές στους οργανισμούς που ζού
σαν σ' αυτή και αυτές οι αλλαγές θα φαίνονταν στα απολιθωμένα υπολείμματα.
Äáñâéíéóìüò
Όταν ο Δαρβίνος πραγματοποίησε το ταξίδι του στα νησιά Γκαλαπάγκος της Ν. Αμερικής,
αλλά και σε άλλες περιοχές της γης (1831 - 1835), οι βασικές ιδέες που είναι στοιχειώδεις για
την θεωρία της εξέλιξης ήταν ήδη διατυπωμένες. Οι πιο σημαντικές ήταν ότι η γη είναι
αρχαία, ότι τ' απολιθώματα αντιπροσωπεύουν υπολείμματα ειδών που έχουν εξαφανισθεί,
2
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 29
1. Οι οργανισμοί που ζουν σήμερα δεν δημιουργήθηκαν ειδικά όπως τους βλέπουμε, αλλά
προέρχονται από είδη που έζησαν πριν από αυτούς. Αυτή η ιδέα της κοινής προέλευσης
συνδέει φυτά ή ζώα σε ομάδες που προέρχονται από κοινούς προγόνους.
2. Περισσότεροι οργανισμοί παράγονται απ' όσους είναι δυνατόν να επιβιώσουν. Οι περισσό
τεροι πεθαίνουν πριν φθάσουν σε σεξουαλική ωριμότητα και πολλοί απ' αυτούς που επι
βιώνουν δεν αναπαράγονται. Τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή αγώνα μεταξύ τους και συχνά
με το εχθρικό περιβάλλον για τις ανάγκες της επιβίωσης.
3. Τα μεμονωμένα χαρακτηριστικά των μελών κάθε είδους διαφέρουν πολύ, και μεγάλο μέρος
αυτής της ποικιλότητας μπορεί να κληρονομηθεί.
4. Μερικοί απόγονοι σε κάθε γενιά είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στο περιβάλλον τους από
άλλους.
5. Τα καλύτερα προσαρμοσμένα άτομα, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης και πολ
λαπλασιασμού.
6. Με το χρόνο η φυσική επιλογή μπορεί και να παράγει αλλαγές σε υπάρχοντα είδη και να
δημιουργήσει νέα είδη από προϋπάρχοντα.
Όμως η θεωρία της εξέλιξης δια της φυσικής επιλογής δεν εξηγούσε τον μηχανισμό της
αλλαγής των οργανισμών. Το ερώτημα "πώς μπορούν ν' αλλάξουν οι οργανισμοί" παρέμεινε
αναπάντητο. Η θεωρία της εξέλιξης εξηρτάτο από την παρουσία κληρονομούμενων ποικι
λιών πάνω στις οποίες θα δράσει η φυσική επιλογή. Ούτε ο Δαρβίνος ούτε ο Wallace γνώριζαν
το πως θα μπορούσαν να προκύψουν τέτοιες ποικιλότητες. Αυτή η δυσκολία αντιμετωπίστηκε
με την ανάπτυξη της επιστήμης της Γενετικής.
Την εποχή του Δαρβίνου πιστεύανε ότι τα χαρακτηριστικά των γονέων "αναμιγνύονται"
στους απογόνους. Ήταν σαφές ότι διασταύρωση φυτών με κόκκινα άνθη με φυτά με λευκά
άνθη δίνει φυτά με ροζ άνθη. Ομοίως διασταύρωση μεγαλόσωμου ζώου με μικρόσωμο θα
δώσει απογόνους ενδιαμέσου μεγέθους. Αλλά αν όλα τα χαρακτηριστικά "αναμιγνύονταν" με
αυτά των τυπικών μελών ενός είδους θα φθάναμε σταδιακά στο μέσο όρο και θα υπήρχε απο
δυνάμωση με το πέρασμα των γενεών. Ένα καινούργιο χαρακτηριστικό ανεξάρτητα από την
χρησιμότητά του θα εξηφανίζετο τόσο γρήγορα που θα ήταν αδύνατη η εξελικτική αλλαγή.
Το πρόβλημα αυτό απασχολούσε πολύ τον Δαρβίνο.
3
30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ένας βασικός άγνωστος για την εξελικτική θεωρία ήταν η φύση και η προέλευση της
έμβιας ποικιλότητας που η ύπαρξή της απαιτείται από το μηχανισμό της φυσικής επιλογής. Ο
ίδιος ο Δαρβίνος μη γνωρίζοντας τίποτα για τον μηχανισμό της κληρονομικότητας υπέθεσε
ότι οι συνθήκες του περιβάλλοντος μπορούν να δημιουργήσουν ευνοϊκά και κληρονομούμενα
χαρακτηριστικά.
Ενώ ο Δαρβίνος πάλευε με το πρόβλημα, λόγω αδυναμίας κατανόησης της κληρονομικό
τητας, ο Μέντελ έκανε βασικά πειράματα πάνω στην κληρονομικότητα. Όμως η θαυμάσια
δουλειά του Μέντελ αγνοήθηκε από την επιστημονική κοινότητα για περισσότερα από 30 χρό
νια, και έτσι ο Δαρβίνος δεν έμαθε ποτέ γι' αυτή.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η επανάληψη των πειραμάτων του Μέντελ και η επιβεβαίωση
των αποτελεσμάτων του από αρκετούς ανεξάρτητους ερευνητές σηματοδότησε την γέννηση
της επιστήμης της Γενετικής. Το επιστημονικό περιβάλλον ήταν ώριμο να δεχθεί τους νόμους.
Η παράλληλη πρόοδος στην κυτταρολογία με την ανακάλυψη των χρωματοσωμάτων βοήθησε
στο συσχετισμό των κληρονομικών μονάδων του Μέντελ με αυτά.
Η εξελικτική θεωρία έχει επηρεάσει πού επιστήμονες, φιλόσοφους, θρησκευτικούς αρχη
γούς και τον απλό άνθρωπο. Σήμερα η εξελικτική θεωρία αποτελεί την βάση για την κατανό
ηση όλων των βιολογικών επιστημών και της ιατρικής και με τα χρόνια έχει επηρεάσει την
ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών, της ανθρωπολογίας, της ψυχολογίας. Ο T. Dobzhansky,
διάσημος εξελικτικός γενετιστής, είπε: "Τίποτα στη βιολογία δεν έχει νόημα παρά μόνο κάτω
από το φως της εξέλιξης". Πολλά δεδομένα αποδεικνύουν ότι έχει συμβεί εξέλιξη. Απολιθώ
ματα, ομοιότητες μεταξύ διαφορετικών ειδών σημερινών οργανισμών - που κυμαίνονται από
τη δομή των οστών και μυών σε ομοιότητες πρωτεϊνών και DNA - αποδεικνύουν ότι οι υπάρ
χοντες σήμερα οργανισμοί μοιράζονται κοινούς προγόνους.
Όλα τα ζωντανά όντα αποτελούνται από κύτταρα, μικρούς δηλαδή χώρους που είναι γεμά
τοι με πυκνό υδατικό διάλυμα χημικών ουσιών και περικλείονται σε μεμβράνη. Οι απλούστερες
μορφές ζωής είναι μεμονωμένα κύτταρα. Οι ανώτεροι οργανισμοί όμως δημιουργούνται από
σύνολα κυττάρων που επιτελούν εξειδικευμένες λειτουργίες και συνδέονται με πολύπλοκα
συστήματα επικοινωνίας. Έχοντας κατά νου τα διάφορα επίπεδα οργάνωσης που χαρακτηρί
ζουν τη ζωή, μπορούμε να πούμε ότι το κύτταρο βρίσκεται στη μέση ανάμεσα στα μόρια και
σ' ένα ανώτερο οργανισμό, δηλαδή στη μέση περίπου της κλίμακας της βιολογικής πολυπλο
κότητας. Η μελέτη του κυττάρου αποβλέπει: α) Στην κατανόηση της δομής του (πως δηλαδή
φτιάχνεται από τα βιολογικά μόρια) και της λειτουργικότητάς του και β) Στη διαλεύκανση των
μηχανισμών που οδηγούν στο σχηματισμό του οργανισμού από μεμονωμένα κύτταρα.
Πιστεύεται ότι όλοι οι οργανισμοί προέρχονται από ένα απλό κύτταρο - πρόγονο μέσω της
εξέλιξης. Η εξέλιξη περιλαμβάνει δύο βασικές διαδικασίες:
α) την τυχαία εμφάνιση ποικιλότητας σε κάποια άτομα, η οποία μεταβιβάζεται από αυτά
στους απογόνους και
β) τη φυσική επιλογή εκείνης της ποικιλότητας που ευνοεί τα άτομα να επιβιώσουν και να
πολλαπλασιασθούν.
Είναι δύσκολη η εξελικτική παρουσίαση του κυττάρου, γιατί υπάρχουν πολλά κενά στη γνώση
μας. Τα κενά αυτά μπορούν να καλυφθούν μόνο με υποθέσεις που μπορεί να είναι λανθασμένες
σε πολλές λεπτομέρειες. Κι αυτό γιατί δεν υπήρξαμε μάρτυρες σε γεγονότα που συνέβησαν εκα
τομμύρια χρόνια πριν. Όμως αυτά τα αρχαία γεγονότα έχουν αφήσει πολλά ίχνη (απολιθώματα).
4
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 31
Επί πλέον κάθε σύγχρονος οργανισμός δίνει στοιχεία για τους οργανισμούς του παρελθόντος.
Έτσι το πρόβλημα της προέλευσης της ζωής προσεγγίζεται από δύο κατευθύνσεις:
α) την παλαιοβιολογική, που αφορά στη μελέτη και χρονολόγηση απολιθωμάτων κυττάρων
και οργανισμών
β) την μοριακή, που αφορά στη μελέτη των μοριακών απολιθωμάτων σε διάφορους ζώντες
οργανισμούς. Μοριακά απολιθώματα είναι δομές (εσώνια γονιδίων) ή λειτουργικότητες
(ειδικά μεταβολικά μονοπάτια) που είναι κοινές σε μια ποικίλη ομάδα σύγχρονων οργανι
σμών και που πρέπει να υπήρχαν στα πρώτα κύτταρα. Η αφθονία των μοριακών απολιθω
μάτων υποδηλώνει έντονα ότι τα ζώντα κύτταρα διαφυλάσσουν μέσα τους ένα πλήρες
αρχείο για την εξέλιξη. Προσεκτική μελέτη αυτού του αρχείου μπορεί να μας βοηθήσει στη
διατύπωση βάσιμης άποψης για τα αρχέγονα γεγονότα.
Θεωρία της αβιογένεσης: Υποθέσεις για την αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν
στην εμφάνιση του πρώτου κυττάρου από μη ζώσα ύλη, παρουσιάστηκαν από τους J.B.S.
Haldane και R. Bentner και ιδιαίτερα από τον Ρώσο βιοχημικό A.I. Orarin στο βιβλίο του "Η
Προέλευση της Ζωής" (1938). Σύμφωνα με την άποψή του, η γη δημιουργήθηκε πριν 5 δισεκα
τομμύρια χρόνια περίπου, είτε σαν τμήμα που αποσπάσθηκε από τον ήλιο, είτε με σταδιακή
συμπύκνωση αστρικής σκόνης. Εφόσον η γη ήταν πιθανότατα στα πρώτα στάδια της δημιουρ
γίας της πολύ ζεστή και ρευστή, οι συνθήκες που επέτρεψαν την εμφάνιση της ζωής πιθανόν
να δημιουργήθηκαν πριν 3 δισεκατομμύρια χρόνια περίπου. (Πρόσφατα βρέθηκαν 22 διαφορε
τικά αμινοξέα σε πετρώματα της Ν. Αφρικής που η ηλικία τους υπολογίστηκε ότι είναι γύρω στα
3,1 δισεκατομμύρια χρόνια). Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή την εποχή η ατμόσφαιρα της γης δεν
περιείχε ελεύθερο οξυγόνο, ήταν δηλαδή ισχυρά αναγωγική, περιείχε αμμωνία και μεθάνιο και
υδρατμούς που προέρχονται από το εσωτερικό της. Ο Orarin υπέθεσε ότι τα άτομα άνθρακα
(που υπήρχαν με τη μορφή μεταλλικών καρβιδίων, μπορούσαν ν' αντιδράσουν με νερό και να
σχηματίσουν ακετυλένιο, από το οποίο με πολυμερισμό μπορεί να σχηματισθούν ενώσεις με
μακριές αλυσίδες ατόμων άνθρακα. Με τις επικρατούσες λοιπόν συνθήκες και με την επίδραση
ακτινοβολίας υψηλής ενέργειας (κοσμική ακτινοβολία) μπορεί να σχηματισθούν οργανικές ενώ
σεις. Αυτό απεδείχθη με το πείραμα του Calvin ο οποίος ακτινοβόλησε CO2 και νερό σ' ένα
κυκλοτρόνιο και σχημάτισε φορμικό, οξαλικό και ηλεκτρικό οξύ με ένα, δύο και τρία άτομα
άνθρακα αντίστοιχα.
Το 1953 οι S. Miller και H. Urey με εργαστηριακά πειράματα ενίσχυσαν την θεωρία της
αβιογένεσης. Στα πειράματα αυτά, αν μίγματα αερίων όπως CO2, CH4, NH3 και H2 θερμανθούν
παρουσία νερού και ενεργοποιηθούν με ηλεκτρικές εκκενώσεις ή υπεριώδη ακτινοβολία, σχη
ματίζονται μικρές οργανικές ενώσεις, όπως φορμαλδεϋδη, φορμικό οξύ, υδροκυάνιο, οξεικό
οξύ, πολλές απ' αυτές με ενδιαφέρον για τα κύτταρα. Ο τέσσερες κύριες ομάδες μικρών οργα
νικών ενώσεων που έχουν ενδιαφέρον για τους ζώντες οργανισμούς, δηλαδή αμινοξέα, νου
κλεοτίδια, σάκχαρα και λιπίδια, μπορούν να σχηματισθούν κάτω από τις παραπάνω συνθή
κες.
Απλά οργανικά μόρια όπως αμινοξέα και νουκλεοτίδια, μπορούν να δώσουν μεγάλα πολυ
5
32 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Πολύ σημαντικό είναι το εύρημα ότι το RNA μπορεί να δράσει όχι μόνον σαν μήτρα για τη
σύνθεση άλλων RNA, αλλά και σαν καταλύτης. Η καταλυτική ιδιότητα του RNA, που απεδεί
χθη πειραματικά όπως περιγράφεται στη συνέχεια, πιθανό να έχει αποτελέσει τη βάση για την
εξέλιξη των πρώτων ζώντων συστημάτων.
Το 1981 ανακαλύφθηκε ένα RNA μόριο με καταλυτικές ιδιότητες παρόμοιες με εκείνες των
πρωτεϊνών. Τα ριβοσωμικά RNA μόρια (rRNA) του πρωτοζώου Tetrahymena συντίθεται αρχικά
σαν μεγάλα πρόδρομα μόρια. Ένα από τα rRNA έχει δειχθεί ότι παράγεται με μια διαδικασία
μετα-μεταγραφικής ωρίμανσης από ένα πρόδρομο μόριο RNA. Η έκπληξη προήλθε από την
ανακάλυψη ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να γίνει in vitro απουσία πρωτεΐνης. Στη συνέχεια
δείχθηκε ότι μια περιοχή του πρόδρομου rRNA μορίου, που ονομάζεται εσώνιο, έχει την ιδιό
τητα να καταλύει την ίδια του την απομάκρυνση από το πρόδρομο μόριο και να οδηγεί έτσι
στο σχηματισμό του ώριμου rRNA. Το εσώνιο μήκους 400 νουκλεοτιδίων, συνετέθη σε δοκι
μαστικό σωλήνα in vitro και δείχθηκε ότι αναδιπλώνεται και σχηματίζει μια δομή που μπορεί
να δράσει σαν ένζυμο σε άλλα μόρια RNA και να τα κόψει. Αν και η ωρίμανση του RNA γενικώς
γίνεται με ένζυμα, η αυτοκατάλυση που βρέθηκε στο rRNA του Tetrahymena έχει ανακαλυ
φθεί και σε άλλα κύτταρα μυκήτων και βακτηρίων. Αυτά τα ευρήματα υπαινίσσονται ότι αυτές
οι αλληλουχίες RNA υπήρχαν πριν την απόκλιση ευκαρυωτικών και προκαρυωτικών, περίπου
πριν 1,5 δισ. χρόνια.
Αρκετές άλλες οικογένειες καταλυτικών RNA έχουν πρόσφατα ανακαλυφθεί. Π.χ. τα πλεί
στα tRNA μόρια συντίθενται σα μεγάλα πρόδρομα μόρια από τα οποία θα προέλθουν τα ώρι
μα tRNA με καταλυτικές αντιδράσεις, από ένα σύμπλοκο RNA- πρωτεΐνης που αναγνωρίζει τα
πρόδρομα tRNA και κόβει κάποιες αλληλουχίες.
Μια άλλη καταλυτική RNA αλληλουχία παίζει σπουδαίο ρόλο επίσης στον κύκλο ζωής πολ
6
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 33
λών ιοειδών φυτών (viroids) και μια όμοια αλληλουχία εμφανίζεται σε ένα RNA βατράχου αν
και ο ρόλος της στο βάτραχο είναι άγνωστος.
Πως είναι δυνατόν ένα μόριο RNA να λειτουργεί σαν ένζυμο; Τα tRNA δείχνουν ότι το RNA
μπορεί να αναδιπλωθεί σφιχτά σε ποικίλους τρόπους. Το εσώνιο της Tetrahymena αναδιπλώ
νεται και δίνει δομές ανάλογες με το tRNA. Το RNA λοιπόν με τη δυνατότητα αναδίπλωσης
δημιουργεί επιφάνειες με καταλυτικές ιδιότητες. Οι ερευνητές S. Altman και T. Cesh μοιρά
στηκαν το βραβείο Nobel της Χημείας του 1989 για την ανακάλυψη και την μελέτη των κατα
λυτικών ιδιοτήτων του rRNA.
τάρων. Από τη στιγμή που τα νουκλεϊνικά οξέα εξελίσσονται τόσο ώστε να καθορίζουν κατα
λυτικές πρωτεΐνες (ένζυμα) οι οποίες βοηθούν στον διπλασιασμό τους, η αποδοτικότητα του
συστήματος επιταχύνεται.
Η δημιουργία της εξωτερικής μεμβράνης είναι ένα από τα πιο κρίσιμα γεγονότα για το σχη
ματισμό του πρώτου κυττάρου. Για παράδειγμα οι πρωτεΐνες που συντίθενται κάτω από τον
έλεγχο κάποιου RNA, δεν θα μπορούσαν να διευκολύνουν την αναπαραγωγή αυτού του RNA,
αν δεν παρέμεναν κοντά σ' αυτό. Επιπλέον όσο αυτές οι πρωτεΐνες ήταν ελεύθερες να διαχέ
ονται μέσα σ' έναν πληθυσμό RNA μορίων, θα ευνοούσαν εξ ίσου οιοδήποτε ανταγωνιστικό
είδος RNA που μπορεί να υπάρχει. Αν εμφανιζότανε ένα είδος RNA που έφτιαχνε ένα καλύτε
ρο ένζυμο, το νέο ένζυμο δεν θα μπορούσε να συμβάλλει επιλεκτικά στην επιβίωση του RNA
απ' όπου προήλθε, γιατί θα υπήρχε ανταγωνισμός και από άλλα είδη RNA. Επιλογή RNA μορί
ων σύμφωνα με την ποιότητα των πρωτεϊνών που συνθέτουν, δεν μπορούσε να γίνει, μέχρι να
εξελιχθεί ένα είδος διαμερισματοποίησης, που θα περιέβαλε τις πρωτεΐνες που φτιάχνει ένα
μόριο RNA, έτσι ώστε οι πρωτεΐνες αυτές να είναι διαθέσιμες μόνο στο RNA από το οποίο
προήλθαν. Η ανάγκη διαμερισματοποίησης καλύπτεται εύκολα από μια άλλη κατηγορία μορί
ων με την απλή φυσικοχημική ιδιότητα, να έχουν ένα μέρος υδρόφοβο και ένα υδρόφιλο. Αν
τέτοια μόρια μπουν στο νερό, συσσωρεύονται με τα υδρόφοβα τμήματα κοντά το ένα στο
άλλο και μετά υδρόφιλα σε επαφή με το νερό. Τέτοια μόρια κατάλληλου σχήματος δημιουρ
γούν τυχαία διπλοστιβάδες, σχηματίζοντας μικρούς κλειστούς σχηματισμούς που περικλείουν
υδατικό περιεχόμενο. (Αυτό το φαινόμενο μπορεί να καταδειχθεί εργαστηριακά αναμιγνύο
ντας απλά σε δοκιμαστικό σωλήνα φωσφολιπίδια και νερό). Όλα τα κύτταρα περιβάλλονται
από πλασματική μεμβράνη που αποτελείται από φωσφολιπίδια κυρίως. Σε κάποιο σημείο λοι
πόν της εξέλιξης των βιολογικών καταλυτών, δημιουργήθηκαν τα πρώτα κύτταρα με τη
δημιουργία μεμβράνης γύρω από ένα μίγμα μορίων RNA και των πρωτεϊνών που παράγουν.
Πριν από 3,5 δισεκατομμύρια χρόνια, εμφανίστηκαν τα πρωτόγονα κύτταρα αφού οι συν
θήκες που επικρατούσαν στη γη επέτρεπαν:
Είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε αυτά τα πρώτα κύτταρα με τα πιο απλά σημερινά κύτταρα τα
μυκοπλάσματα. Τα μυκοπλάσματα είναι μικροί σα βακτήρια οργανισμοί, που είναι παράσιτα
ζωϊκών ή φυτικών κυττάρων. Μερικά έχουν διάμετρο 0,3 μm και περιέχουν αρκετό νουκλεϊνικό
οξύ για τη σύνθεση 750 διαφορετικών πρωτεϊνών περίπου (ένζυμα και δομικές πρωτεΐνες).
Τα πρώτα κύτταρα συνεπώς, θα πρέπει να είχαν λιγότερα συστατικά από το μυκόπλασμα.
Όμως υπήρχε μια πιο σημαντική διαφορά ανάμεσα σ' αυτά τα πρωτόγονα κύτταρα και σ' ένα
μυκόπλασμα ή οποιοδήποτε σημερινό κύτταρο. Όλα τα σημερινά κύτταρα έχουν γενετικό υλι
8
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 35
κό DNA και όχι RNA που πιστεύεται ότι υπήρχε στο πρωτόγονο κύτταρο. Φαίνεται ότι το DNA
υπερίσχυσε του RNA σα γενετικό υλικό, γιατί είναι πιο σταθερό μόριο (δεν υδρολύεται εύκολα
λόγω μικρότερου αριθμού OH–), και βρίσκεται με τη μορφή διπλής ΄έλικας που σημαίνει ευκο
λότερο αυτοδιπλασιασμό και επιδιόρθωση και μεγαλύτερη ικανότητα αποθήκευσης γενετικής
πληροφορίας.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι τα ζώντα κύτταρα είναι πιθανό να εμφανίστηκαν
στη γη από τυχαία συσσωματώματα μορίων πριν 3,5 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια. Από τις
γνώσεις μας για τους σύγχρονους οργανισμούς και τα μόρια που περιέχουν, φαίνεται ότι τρία
τουλάχιστον βήματα πραγματοποιήθηκαν πριν εμφανιστεί το πρώτο κύτταρο: α) δημιουργή
θηκαν αυτοκαταλυτικοί μηχανισμοί, ώστε να είναι δυνατός ο αυτοδιπλασιασμός των διαφόρων
RNA μορίων, β) αναπτύχθηκαν μηχανισμοί με τους οποίους ένα μόριο RNA μπορεί να κατευ
θύνει τη σύνθεση ενός πολυπεπτιδίου και γ) συγκροτήθηκε μια λιπιδική μεμβράνη και περιέ
κλειε το αυτοδιπλασιαζόμενο μίγμα RNA και πρωτεϊνικών μορίων. Τελικά καθώς η συσσώρευ
ση πρόσθετων πρωτεϊνικών καταλυτών επέτρεψε να εξελιχθούν αποτελεσματικά και πολύπλο
κα κύτταρα, το DNA πήρε τη θέση του RNA ως το κληρονομικό υλικό, αφού το DNA είναι πιο
σταθερό μόριο και μπορεί ν' αποθηκεύσει μεγαλύτερο ποσό γενετικής πληροφορίας.
Είναι λογικό να δεχθεί κανείς ότι οι πρόγονοι των σημερινών οργανισμών ήταν πολύ απλοί.
Ανάμεσα στους ζώντες οργανισμούς η πιο απλή μορφή ζωής είναι οι προκαρυωτικοί οργανι
σμοί. Αυτός λοιπόν είναι ένας από τους λόγους που θεωρούμε ότι η πρώτη μορφή ζωής πρέ
πει να έμοιαζε με τα προκαρυωτικά.
Δύο είναι οι θεωρίες για την εξέλιξη του ευκαρυωτικού κυττάρου:
α) Σύμφωνα με την παλαιότερη θεωρία τα οργανίδια του ευκαρυωτικού κυττάρου (που είναι
και η κρίσιμη διαφορά ευκαρυωτικού - προκαρυωτικού κυττάρου) προήλθαν από πολλα
πλές πτυχώσεις της κυτταρικής μεμβράνης μέσα στις οποίες απομονώθηκε μέρος του
γενετικού υλικού.
β) Η δεύτερη θεωρία της ενδοσυμβίωσης, θεωρεί ότι τα μιτοχόνδρια, οι χλωροπλάστες και
τελικά το ευκαρυωτικό κύτταρο, μπορεί να προήλθε από ένωση διαφορετικών προκαρυω
τικών. Έτσι τα μιτοχόνδρια θεωρούνται σαν τα πρώτα βακτήρια που εισήλθαν μέσα από
εγκολπώσεις της πλασματικής μεμβράνης σ' ένα αρχικό κύτταρο - ξενιστή και οι χλωρο
πλάστες τα πρώτα κυανοβακτηρίδια.