You are on page 1of 11

Ενότητα 5η

Τίτλος Ενότητας

Εγγυήσεις-Incoterms-Ρήτρες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

1. Εγγυήσεις

Α. Έννοια εγγυήσεων:

Οι εγγυήσεις αποτελούν βασικές προϋποθέσεις, υπό τις οποίες ο


ασφαλιστής αναλαμβάνει τον κίνδυνο σε μια ασφαλιστική σχέση. Η μη
τήρηση των εγγυήσεων έχει κατά κανόνα ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του
ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης.
Οι ρητές εγγυήσεις που αποτελούν αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ
ασφαλιστή και ασφαλισμένου αποτελούν όρους της ασφαλιστικής σύμβασης
που αναγράφονται στο συμβόλαιο.
Την συνδρομή των εγγυήσεων ως βασικών προϋποθέσεων για την
ανάληψη του κινδύνου εκ μέρους του ασφαλιστή και την ισχύ της
ασφαλιστικής σύμβασης υπόσχεται ο ασφαλισμένος.

Ειδικότερα με τις εγγυήσεις ο ασφαλισμένος:


--αναλαμβάνει την υποχρέωση να πράξει ή να μην πράξει κάτι
--αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ορισμένους όρους
--επιβεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη μίας συγκεκριμένης κατάστασης
πραγμάτων

Β. Σημασία εγγυήσεων για τη θαλάσσια ασφάλιση

Η σημασία των εγγυήσεων στη θαλάσσια ασφάλιση είναι μεγάλη


καθώς παρέχουν εξασφάλιση στον ασφαλιστή. Η αύξηση αυτή των επιπέδων
ασφαλείας και των πιθανοτήτων επιτυχούς διενέργειας της ναυτικής
περιπέτειας δίνουν την ευκαιρία στον ασφαλισμένο να επιτύχει καλύτερο
ασφάλιστρο.

Γ. Διάκριση των εγγυήσεων από συγγενείς έννοιες

Οι εγγυήσεις (στην αγγλική γλώσσα warranties) δεν θα πρέπει να


συγχέονται με τις περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιείται η φράση
“warranted free from…” οι οποίες έχουν ως σκοπό την απαλλαγή του
ασφαλιστική από την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε
περίπτωση επέλευσης ενός συγκεκριμένου κινδύνου που προσδιορίζεται κάθε
φορά και προστίθεται μετά την ως άνω έκφραση.

Επιπλέον οι εγγυήσεις θα πρέπει να διακρίνονται από τις


παρουσιάσεις (representations). Οι αληθείς ή μη παραπλανητικές
παρουσιάσεις, δεν αφορούν υπόσχεση με το προαναφερθέν περιεχόμενο, την
οποία δίνει ο ασφαλισμένος και αναλαμβάνει την υποχρέωση πιστής τήρησής
της.
Αντίθετα συνιστούν καθήκον του ασφαλισμένου στο πλαίσιο της
υπέρτατης καλής πίστης, την οποία οφείλει να επιδεικνύει σε κάθε στάδιο της
ασφαλιστικής σχέσης.
Σημαντική πρακτική αξία της παραπάνω διαφοροποίησης αποτελεί το
ότι η μη τήρηση μίας εγγύησης δεν απαιτείται να συνέβαλε ουσιωδώς στην
επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου προκειμένου να απαλλαγή ο
ασφαλιστής από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Η παραβίαση μίας
εγγύησης από μόνη της, κατά κανόνα, αρκεί για να επιφέρει τη συνέπεια αυτή.
Από την άλλη πλευρά μία παραπλανητική ή μη αληθής παρουσίαση
συνιστά παραβίαση της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης μόνο αν είναι
ουσιώδης.

Δ. Διακρίσεις των εγγυήσεων σε κατηγορίες:

Οι εγγυήσεις διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:


α) Στις ρητές εγγυήσεις:

Οι ρητές εγγυήσεις ως αντικείμενο της συμφωνίας των μερών,


αποτελούν όρους της ασφαλιστικής σύμβασης και αναγράφονται στο
ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Δεν απαιτείται συγκεκριμένη διατύπωση. Επίσης δεν είναι απαραίτητη
η χρήση του όρου εγγύηση πριν την αναγραφή τους στο συμβόλαιο.
Αντίθετα αρκεί οποιαδήποτε διατύπωση, η οποία αναδεικνύει την
πρόθεση των συμβαλλομένων να εγγυηθούν και να διαβεβαιώσουν την
ύπαρξη μίας κατάστασης ή την εκπλήρωση κάποιων όρων ή την
πραγματοποίηση συγκεκριμένων ενεργειών.
Σε κάθε όμως περίπτωση δεν πληροί της προϋποθέσεις για να
θεωρηθεί ως ρητή εγγύηση μία προφορική διαβεβαίωση, καθώς, όπως
προαναφέρθηκε, οι ρητές εγγυήσεις θα πρέπει να αναγράφονται στο
ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Παραδείγματα τέτοιων ρητών εγγυήσεων αποτελούν:

αα) η εγγύηση ταξινόμησης του πλοίου σε συγκεκριμένη κλάση

Συνεπώς εάν το πλοίο, εντός των χρονικών ορίων ισχύος της


σύμβασης, χάσει την ταξινόμησή του σε συγκεκριμένη κλάση θεωρείται ότι
υπάρχει παραβίαση της εγγύησης, έστω και αν αργότερα ανακτήσει την
κλάση αυτή.

ββ) Η ύπαρξη γεωγραφικών εγγυήσεων

Παράδειγμα τέτοιας ρητής εγγύησης αποτελεί η απαγόρευση του


πλοίου να πλέει σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

β) Στις εξυπακουόμενες ή σιωπηρές εγγυήσεις.


Οι σιωπηρές ή εξυπακουόμενες εγγυήσεις θεωρούνται θεμελιώδεις για
την ασφαλιστική σχέση. Για το λόγο αυτό, αν και δεν αναγράφονται ρητά στο
ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η πιστή τήρησή τους είναι επιβεβλημένη. Επίσης η
παραβίασή τους επιφέρει τις ίδιες συνέπειες με τη μη τήρηση των ρητών
εγγυήσεων.

Οι εξυπακουόμενες ή σιωπηρές εγγυήσεις είναι οι ακόλουθες:

αα) Η εγγύηση του αξιοπλόου του πλοίου

Το πλοίο δεν χρειάζεται να είναι σε κατάσταση τελειότητας, αλλά σε


λογική καλή κατάσταση για να αντιμετωπίσει τους κοινούς κινδύνους που
αναμένεται να συναντήσει κατά τη διάρκεια της ναυτικής περιπέτειας.
Εάν όμως είναι αναμενόμενο να συναντήσει άσχημες συνθήκες, τότε το
αξιόπλοο του πλοίου θα πρέπει να περιλαμβάνει και την αντιμετώπιση των
καταστάσεων αυτών.
Σε περίπτωση βλάβης του πλοίου, για τη διαπίστωση σχετικά με τον αν
η βλάβη επηρεάζει το αξιόπλοο του πλοίου, υποστηρίζεται ότι θα μπορούσε
να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο, το αν ο συνετός ιδιοκτήτης, μόλις λάμβανε
γνώση αυτής, θα την επιδιόρθωνε πριν το ταξίδι.
Εάν το πλοίο πρόκειται να εκτελέσει το ταξίδι κατά στάδιο, η εγγύηση
του αξιοπλόου του σκάφους θα πρέπει να καλύπτει κάθε στάδιο του ταξιδιού
αυτού π.χ. να μεταφέρει επαρκή ποσότητα καυσίμων σε κάθε στάδιο ή να έχει
την κατάλληλη προετοιμασία ή τον κατάλληλο εξοπλισμό και τα απαραίτητα
έγγραφα που απαιτούνται σε κάθε στάδιο

aa) Όψεις του αξιοπλόου του πλοίου ως εξυπακουόμενη εγγύηση:

Το αξιόπλοο του πλοίου ως εξυπακουόμενη εγγύηση περιλαμβάνει:


--το σχεδιασμό και την κατασκευή
--τον μηχανισμό, τον εξοπλισμό και τα ναυτικά βοηθήματα
--την ικανότητα και την επάρκεια του πληρώματος
--την επάρκεια και την ποιότητα των καυσίμων
--την τοποθέτηση του φορτίου και την ευστάθειά του
ββ) Η εγγύηση της νομιμότητας του ταξιδιού

Το ταξίδι του πλοίου θα πρέπει να είναι νόμιμο, δηλαδή να μην


παραβιάζονται κανόνες δικαίου κατά την πραγματοποίησή του.

Ε) Χαρακτηριστικά των εγγυήσεων:

Οι εγγυήσεις έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α) Η συμμόρφωση με την εγγύηση θα πρέπει να είναι ακριβής-αυστηρή

Ειδικότερα η επέλευση των συνεπειών από τη μη τήρηση της εγγύησης


δεν εξαρτάται από την ουσιώδη συμβολή της παραβίασης αυτής στην
επέλευση του κινδύνου.

β) Δεν υπάρχει δυνατότητα επανόρθωσης, κατά κανόνα, σε περίπτωση μη


συμμόρφωσης με μία εγγύηση

Αντίθετα δεν αρκεί για την επέλευση των συνεπειών της μη τήρησης
της εγγύησης η απλή πρόθεση του ασφαλισμένου να μη συμμορφωθεί με την
υποχρέωση που πηγάζει από τη συγκεκριμένη εγγύηση.

γ) Δεν μπορεί να προβληθεί οποιοσδήποτε υπερασπιστικός ισχυρισμός για τη


δικαιολόγηση της μη συμμόρφωσης που απορρέει από τη συμφωνηθείσα
εγγύηση

Οι αυστηρές συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς μία εγγύηση


επέρχονται ανεξαρτήτως του λόγου που την προκάλεσε. Επομένως ακόμη και
η επίκληση της ανιδιοτέλειας των κινήτρων του παραβιάσαντος της εγγύηση ή
της συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας δεν αρκούν για τη διατήρηση της
ευθύνης του ασφαλιστή για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης.
Για το λόγο αυτό ο μόνος ισχυρισμός που θα μπορούσε βάσιμα να
προβάλει ο ασφαλισμένος θα ήταν η άρνηση του γεγονότος που συνιστά
παραβίαση της εγγύησης και όχι η προβολή ισχυρισμού που στοχεύει στη
δικαιολόγηση της μη αυστηρής τήρησης της εγγύησης.

ΣΤ) Εξαιρέσεις ως προς την υποχρέωση αυστηρής συμμόρφωσης με μία


εγγύηση

Οι προαναφερθείσες συνέπειες παραβίασης μίας εγγύησης δεν


επέρχονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Όταν η τήρηση μίας εγγύησης δεν είναι δυνατή εξαιτίας αλλαγής των
συνθηκών σε σύγκριση με αυτές που επικρατούσαν κατά το χρονικό σημείο
που συμφωνήθηκε η συμμόρφωση με την εγγύηση που παραβιάσθηκε.

β) Όταν η συμμόρφωση με την εγγύηση θεωρείται μη νόμιμη σύμφωνα με


μεταγενέστερο νόμο.

Ζ) Συνέπειες παραβίασης μίας εγγύησης

Η παραβίαση μίας εγγύησης έχει ως συνέπεια την ακύρωση της


ασφαλιστικής σύμβασης και την απαλλαγή του ασφαλιστή από τις
υποχρεώσεις του.
Οι παραπάνω συνέπειες επέρχονται από την ημέρα παραβίασης της
εγγύησης και μετά.
Πριν το χρονικό σημείο παραβίασης της εγγύησης οι υποχρεώσεις των
δύο μερών που πηγάζουν από τη συγκεκριμένη σύμβαση ασφάλισης
παραμένουν άθικτες.
Εντούτοις υπάρχει δυνατότητα παραίτησης του ασφαλιστή από την
άσκηση των δικαιωμάτων του, τα οποία του αναγνωρίζονται ως συνέπεια της
παραβίασης μίας εγγύησης εκ μέρους του ασφαλισμένου.
Η αυτόματη απαλλαγή σε περίπτωση παραβίασης μίας εγγύησης δεν
είναι αντιφατική προς το δικαίωμα του ασφαλιστή να παραιτηθεί από την
άσκηση των δικαιωμάτων του που πηγάζουν από την παραβίαση της
εγγύησης. Αυτό συμβαίνει διότι σε περίπτωση παραβίασης μίας εγγύησης
παύει η ευθύνη του ασφαλιστή αλλά δεν ακυρώνεται η σύμβαση.

Η) Βάρος απόδειξης:

Το βάρος της απόδειξης της μη συμμόρφωσης του ασφαλισμένου


προς μία εγγύηση, είτε ρητή είτε σιωπηρή, φέρει ο ασφαλιστής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

1. Incoterms

Οι Incoterms είναι όροι που έχει θεσπίσει το Διεθνές Εμπορικό


Επιμελητήριο και αφορούν την διακίνηση εμπορευμάτων.
Ειδικότερα έχουν σχέση με την κατανομή των ευθυνών για το
εμπόρευμα και τις δαπάνες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της
συναλλαγής και της μεταφοράς του εμπορεύματος από την αποθήκη του
εξαγωγέα μέχρι τον τελικό τόπο προορισμού.
Οι Incoterms δεν αποτελούν αυτόνομη πηγή δικαίου. Η βασική τους
λειτουργία συνίσταται στην ερμηνεία των εμπορικών ρητρών σε επίπεδο
συναλλακτικών ηθών (κατά τα άρθρα 173 και 200 Αστικού Κώδικα).
Εφαρμόζονται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι τα συμβαλλόμενα μέρη
τους έχουν ρητά ενσωματώσει τους όρους αυτούς στη σύμβαση πώλησης.
Σε διαφορετική περίπτωση χρησιμοποιούνται από τα δικαστήρια ως
κριτήριο ερμηνείας της βούλησης των μερών.

Οι κυριότεροι Incoterms που έχουν σχέση με τη θαλάσσια ασφάλιση είναι οι


ακόλουθοι:
Α) Free on Board (FOB) (ελεύθερον επί του πλοίου)
Ο κίνδυνος απώλειας ή ζημίας των προϊόντων μεταφέρεται στον
αγοραστή τη στιγμή που τα προϊόντα θα φορτωθούν στο πλοίο. Από τη
στιγμή εκείνη και μετά ο αγοραστής είναι υπεύθυνος για οποιοδήποτε κόστος
προκύψει.
Παλαιότερα γινόταν δεκτό ότι ο πωλητής εκπληρώνει την υποχρέωση
παράδοσης μόλις τα εμπορεύματα περάσουν το κιγκλίδωμα του πλοίου στον
λιμένα φόρτωσης. Από εκείνο το σημείο και μετά ο αγοραστής έφερε τον
κίνδυνο και κάλυπτε το σύνολο των εξόδων.
Εντούτοις το κιγκλίδωμα του πλοίου ως σημείο παράδοσης και
μεταφοράς του κινδύνου δημιουργεί πρόβλημα σε περιπτώσεις όπως:
--της καταστροφής εμπορευμάτων κατά τη διάρκεια της φόρτωσης,
--της μεταφοράς πετρελαίου με σωλήνες απευθείας στους αποθηκευτικούς
χώρους του πλοίου,
--της μεταφοράς με containers, εντός του οποίου τα προϊόντα έπαθαν ζημία,
χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί εάν αυτή συνέβη πριν περάσουν το
κιγκλίδωμα ή όχι
Ο αγοραστής υποχρεούται να συνάψει τη σύμβαση ασφάλισης των
εμπορευμάτων που θα μεταφερθούν.

Β) Cost Insurance and Freight (CIF) (Αξία Ασφάλεια Ναύλος)


Ο κίνδυνος μεταφέρεται στον αγοραστή από την έναρξη της
διαδικασίας φόρτωσης του εμπορεύματος στο πλοίο (παλαιότερα και πάλι
γινόταν δεκτό ότι η μετάθεση του κινδύνου πραγματοποιείται μόλις το
εμπόρευμα διέλθει από τη νοητή προέκταση του κιγκλιδώματος της
κουπαστής του πλοίου στο λιμάνι φόρτωσης). Ο πωλητής προβαίνει στη
θαλάσσια ασφάλιση του εμπορεύματος ως ασφάλιση ξένου συμφέροντος
(αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή-λήπτης της ασφάλισης είναι ο πωλητής,
ασφαλισμένος όμως είναι ο αγοραστής-η σύμβαση αρκεί να καλύπτει τους
βασικούς κινδύνους). Εάν ο αγοραστής επιθυμεί ασφάλιση για πρόσθετους
κινδύνους, τότε καλύπτει ο ίδιος το επιπλέον κόστος.
Το τίμημα που καταβάλλεται από τον αγοραστή περιλαμβάνει μεταξύ
άλλων, εκτός από το κόστος των εμπορευμάτων, και τις δαπάνες ασφαλίσεως
αυτών κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους.
Γ) Ex Works (EXW) (εκ του εργοταξίου)
Με τον όρο αυτό τα προϊόντα τίθενται στη διάθεση του αγοραστή στον
τόπο της επιχειρηματικής δραστηριότητας του πωλητή (π.χ. εργοστάσιο,
αποθήκη) ή και σε άλλο τόπο, ο οποίος καθορίζεται εκ των προτέρων και
αναγράφεται στο ασφαλιστικό συμβόλαιο.
Ο αγοραστής από τη στιγμή που θα παραλάβει τα εμπορεύματα
αναλαμβάνει το σύνολο των εξόδων και τον κίνδυνο απώλειας ή ζημίας τους
(μεταξύ άλλων και τα έξοδα για τη σύναψη της ασφάλισης των
εμπορευμάτων).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

1. Συχνά εμφανιζόμενες ρήτρες στα ασφαλιστήρια συμβόλαια


θαλάσσιας ασφάλισης

Οι ρήτρες αποτελούν συμφωνηθέντες όρους που αναγράφονται στο


ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αφορούν την κάλυψη ή εξαίρεση συγκεκριμένων
κινδύνων, όπως και ζητήματα αποζημίωσης.
Οι πιο συνηθισμένες από αυτές είναι οι ακόλουθες:

Α) Ρήτρα συγκρούσεως

Σε περίπτωση ύπαρξης ρήτρας συγκρούσεως ο ασφαλιστής θα


αποζημιώσει την αστική ευθύνη του ασφαλισμένου σε περίπτωση
σύγκρουσης του ασφαλισμένου πλοίου με άλλο. Η αστική ευθύνη καλύπτει
την ζημία που προκλήθηκε στο τρίτο πλοίο και όχι στο ασφαλισμένο. Στην
περίπτωση αυτή καλύπτονται οι ακόλουθες ζημίες του τρίτου πλοίου:
α) Ολική απώλεια
β) το κόστος επισκευής ζημιών
γ) διαφυγόντα κέρδη από την απώλεια χρήσης
δ) έξοδα γενικής αβαρίας
ε) έξοδα ναυαγιαίρεσης
στ) ζημίες τρίτων μερών όπως π.χ. επιβάτες

Σε περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος στον ασφαλιστή που


καλείται να καταβάλει αποζημίωση, είναι παράλληλα ασφαλισμένος και σε P
and I Club, τότε ο ασφαλιστής θα καταβάλει τα ¾ της ασφαλισμένης αξίας και
το P and I Club το ¼ αυτής.

Β) Ρήτρα αδελφού πλοίου

Σύμφωνα με την ρήτρα αυτή εάν το πλοίο συγκρουσθεί με πλοίο που


ανήκει εν συνόλω ή εν μέρει στον ίδιο πλοιοκτήτη ή τη διαχείρισή του έχει
αναλάβει ο ίδιος διαχειριστής με το άλλο πλοίο, ο ασφαλισμένος θα
αποζημιωθεί κατά τον τρόπο που προβλέπεται στη ρήτρα συγκρούσεως.

Γ) Ρήτρα συνεχίσεως καλύψεως

Η ρήτρα αυτή, σε περίπτωση ασφάλισης πλοίου κατά χρόνον, παρέχει


τη δυνατότητα συνέχισης της κάλυψης μέχρι να φτάσει το πλοίο στον λιμένα
προορισμού του, εφόσον προηγουμένως ειδοποιηθεί σχετικά ο ασφαλιστής
από τον ασφαλισμένο. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να βρίσκεται το πλοίο
σε ενδιάμεσο λιμένα και η συνέχιση γίνεται μέχρι την άφιξη του πλοίου στο
λιμένα προορισμού.

Δ) Held covered clause

Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί η ως άνω ρήτρα η παραβίαση της


εγγύησης δεν οδηγεί σε απαλλαγή του ασφαλιστή. Προϋπόθεση για να συμβεί
αυτό είναι η άμεση ειδοποίηση του ασφαλιστή εκ μέρους του ασφαλισμένου
μόλις ο τελευταίος λάβει γνώση της παραβίασης της εγγύησης. Ακολούθως
τροποποιούνται οι όροι της σύμβασης και υπολογίζεται πρόσθετο
ασφάλιστρο.

Ε) Ρήτρα εκτιμήσεως

Εξαιτίας της δυσχέρειας της εκτίμησης της αξίας ενός πλοίου που
υφίσταται σε κάποιες περιπτώσεις, εφόσον τεθεί η συγκεκριμένη ρήτρα,
ορίζεται συγκεκριμένη αξία του πλοίου, η οποία αναφέρεται στο συμβόλαιο και
γίνεται δεκτή ως αξία του πλοίου, χωρίς να ενδιαφέρει η πραγματική αξία του
πλοίου.
Σε σχέση με τον προσδιορισμό της αξίας κατά τον ως άνω τρόπο, ο
λήπτης της ασφάλισης αναφέρει την αξία του πλοίου και ο ασφαλιστής την
αποδέχεται εάν είναι λογική.

ΣΤ) Ρήτρες πολέμου

Με τη συγκεκριμένη ρήτρα καλύπτονται ασφαλιστικά οι πολεμικοί


κίνδυνοι, οι οποίοι κατά κανόνα αποτελούν εξαιρούμενους κινδύνους σε μία
σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης.

You might also like