You are on page 1of 23

1

Ενότητα 3η

Τα ασφαλιστικό συμφέρον στη θαλάσσια ασφάλιση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Κεντρική έννοια πάσης μορφής ασφάλισης αποτελεί η ασφαλιστική


σύμβαση, η οποία καταρτίζεται ανάμεσα στο ασφαλιστή και στον
ασφαλισμένο.
Ως τέτοια νοείται η σύμβαση, στην οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει
αντί ορισμένου οικονομικού ανταλλάγματος (δηλαδή του ασφαλίστρου), να
αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο για τη ζημία την οποία πιθανόν να υποστεί
εντός ορισμένου χρόνου εκ της επελεύσεως ορισμένου κινδύνου.
Επομένως η ασφαλιστική σύμβαση δημιουργεί δικαιώματα και
υποχρεώσεις και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Βασική υποχρέωση του
ασφαλισμένου αποτελεί η καταβολή του ασφαλίστρου στον ασφαλιστή. Από
την άλλη πλευρά ο ασφαλιστής έχει ως βασική υποχρέωση την καταβολή της
ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού
κινδύνου στο ασφαλισμένο αντικείμενο.
Τα παραπάνω ισχύουν και για τις συμβάσεις θαλάσσιας ασφαλίσεως οι
οποίες διαφοροποιούνται από τις υπόλοιπες κατηγορίες ασφαλιστικών
συμβάσεων με βάση το είδος των κινδύνων που ασφαλίζονται, καθώς όπως
θα εκτεθεί αναλυτικά σε επόμενη ενότητα, καλύπτει ζημίες ή απώλειες, οι
οποίες προκαλούνται από θαλάσσιους κινδύνους, δηλαδή κινδύνους που
σχετίζονται με τη θαλάσσια περιπέτεια και τη ναυσιπλοϊα.
Βασική προϋπόθεση για την έγκυρη κατάρτιση ασφαλιστικής
σύμβασης αποτελεί το ασφαλιστικό συμφέρον του ασφαλισμένου για τη
σύναψή της.

2. Νομική θεμελίωση της αναγκαιότητας ύπαρξης ασφαλιστικού


συμφέροντος στη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης
2

Στο ελληνικό δίκαιο η αναγκαιότητα ύπαρξης ασφαλιστικού


συμφέροντος ως απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάρτιση έγκυρης
σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης προβλέπεται στο άρθρο 259 ΚΙΝΔ.
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, αντικείμενο της θαλάσσιας ασφάλισης
μπορεί να αποτελέσει κάθε έννομο συμφέρον, περιλαμβανομένου και του
ελπιζόμενου κέρδους, εκτιθέμενο σε θαλάσσιους κινδύνους.
Αντίστοιχη διάταξη υπάρχει και στο αγγλικό δίκαιο και συγκεκριμένα
στο άρθρο 5 του νόμου περί θαλασσίων ασφαλίσεων (ΜΙΑ 1906), όπου
γίνεται λόγος για αναγκαιότητα ύπαρξης ασφαλιστικού συμφέροντος
(insurable interest).
Η προαναφερθείσα προϋπόθεση της ύπαρξης του ασφαλιστικού
συμφέροντος, πέραν της θεμελίωσής της στις ως άνω διατάξεις, πηγάζει
επιπλέον και από το χαρακτήρα της σύμβασης ασφάλισης ως σύμβαση
αποζημιώσεως.

3. Η έννοια του ασφαλιστικού συμφέροντος στη σύμβαση θαλάσσιας


ασφάλισης

Α. Ορισμός του ασφαλιστικού συμφέροντος

Ασφαλιστικό συμφέρον ορίζεται ως «η ασφαλισμένη οικονομική σχέση


που συνδέει το συγκεκριμένο πρόσωπο με το συγκεκριμένο αγαθό».
Ειδικότερα στην θαλάσσια ασφάλιση ως ασφαλιστικό συμφέρον
θεωρείται αυτό που αφορά την οικονομική σχέση ενός προσώπου με το
πλοίο, τα αγαθά επ’αυτού, το ναύλο, το ελπιζόμενο κέρδος, καθώς και κάθε
άλλο πράγμα, το οποίο είναι εκτιμητό και υπόκειται στους θαλασσίους
κινδύνους.
Για τη θεμελίωση ασφαλιστικού συμφέροντος βασικό κριτήριο αποτελεί
η οικονομική ζημία του ασφαλισμένου σε περίπτωση επέλευσης του
ασφαλισμένου κινδύνου, ο οποίος προκάλεσε απώλεια ή βλάβη του
ασφαλισμένου αντικειμένου.
3

Επομένως η ασφάλιση δεν αφορά το πράγμα αλλά την οικονομική


σχέση του ασφαλισμένου προσώπου προς συγκεκριμένο αγαθό, η οποία
αποτελεί και την έννοια του ασφαλιστικού συμφέροντος.

4. Η σημασία ύπαρξης ασφαλιστικού συμφέροντος

Η ύπαρξη ασφαλιστικού συμφέροντος αποτελεί το κριτήριο διάκρισης


των συμβάσεων ασφάλισης που έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα από τις
τυχηρές συμβάσεις (π.χ. παίγνιο), οι οποίες είναι κερδοσκοπικές ή έχουν
χαρακτήρα στοιχήματος.
Ειδικότερα η ασφάλιση έχει ως σκοπό την καταβολή αποζημίωσης για
την οικονομική ζημία του ασφαλισμένου, σε περίπτωση επέλευσης του
ασφαλισμένου κινδύνου, ενώ στις τυχηρές συμβάσεις το προσδοκώμενο
κέρδος, δεν συνδέεται με την πρόκληση οικονομικής ζημίας.
Επομένως, σε περίπτωση απουσίας οικονομικής σχέσης μεταξύ του
ασφαλισμένου και του ασφαλισμένου αντικειμένου, δεν θα προκαλούνταν
περιουσιακή ζημία από την επέλευση κινδύνου και η ασφαλιστική σύμβαση
δεν θα είχε αποζημιωτικό αλλά κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Κατ’επέκταση η
αποζημίωση δεν θα αντιστοιχούσε σε οικονομική απώλεια ή βλάβη του
ασφαλισμένου, αλλά θα παρέμενε ως πλουτισμός του αντισυμβαλλομένου του
ασφαλιστή.
Παράλληλα θα δημιουργούσε πρόσφορο έδαφος για την τέλεση
αξιοποίνων πράξεων, όπως π.χ. της απάτης εις βάρος της ασφαλιστικής
εταιρίας, του εμπρησμού, της πρόκλησης ναυαγίου κλπ. καθώς οι
ασφαλισμένοι, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο οικονομικής απώλειας ή
βλάβης, θα ασφάλιζαν μία ξένη περιουσία και στη συνέχεια θα προκαλούσαν
τον ασφαλισμένο κίνδυνο με σκοπό της είσπραξη της ασφαλιστικής
αποζημίωσης.
Αντίθετα εάν υφίσταται κίνδυνος οικονομικής βλάβης του
ασφαλισμένου από την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, εξαιτίας της
ως άνω σχέσης που τον συνδέει με το ασφαλισμένο αντικείμενο, εύλογα
πιθανολογείται ότι θα καταβάλλει προσπάθειες αποτροπής της βλάβης αυτής.
5. Χαρακτηριστικά του ασφαλιστικού συμφέροντος στη θαλάσσια
ασφάλιση
4

Για τη θεμελίωση της έννοιας του ασφαλιστικού συμφέροντος ως


προϋπόθεσης για την κατάρτιση έγκυρης σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης θα
πρέπει να συντρέχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

Α.Συμφέρον οικονομικά αποτιμητό:

Εξαιτίας του αποζημιωτικού χαρακτήρα της σύμβασης θαλάσσιας


ασφάλισης, όπως και κάθε άλλης ασφαλιστικής σύμβασης, είναι απαραίτητη η
δυνατότητα οικονομικής αποτίμησης του ασφαλιστικού συμφέροντος.
Η πρακτική αξία της ύπαρξης του χαρακτηριστικού αυτού είναι η
αδυναμία αναγνώρισης ως ασφαλιστικού συμφέροντος, του συμφέροντος που
έχει πολιτικό ή κοινωνικό χαρακτήρα.
Επιπλέον, κατά την κρατούσα άποψη, δεν καθίσταται δυνατή η
ασφάλιση της ηθικής βλάβης, δηλαδή της ψυχικής ταλαιπωρίας του
ασφαλισμένου από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η άποψη αυτή
είναι ορθή διότι εάν τεθεί η ηθική βλάβη ως βάση του ασφαλιστικού
συμφέροντος, αυξάνεται ο κίνδυνος προσπάθειας κερδοσκοπίας και τέλεσης
ποινικών αδικημάτων με σκοπό την παράνομη είσπραξη ασφαλιστικής
αποζημίωσης.
Εντούτοις ως προς το ζήτημα της δυνατότητας ασφάλισης της ηθικής
βλάβης έχει υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία,
δεδομένης της υποδιαίρεσης της ζημίας σε περιουσιακή και ηθική, θα πρέπει
να θεωρηθεί ότι η πλήρης αποζημίωση καλύπτει όχι μόνον την περιουσιακή
ζημία αλλά και την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Β. Συμφέρον νόμιμο:

Εκτός από οικονομικά αποτιμητό το ασφαλιστικό συμφέρον θα πρέπει


να είναι και νόμιμο, διότι σε διαφορετική περίπτωση ευνοείται η παρανομία και
ο τυχοδιωκτισμός και δημιουργούνται ασυμβατότητες με άλλους κλάδους του
δικαίου.
Η παρανομία ή ακόμη και η ανηθικότητα του ασφαλιστικού
συμφέροντος έχει δυσβάσταχτες συνέπειες, καθώς οδηγεί σε ακυρότητα της
5

ασφαλιστικής σύμβασης σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων


174,178 επ. του Αστικού Κώδικα.

Παράδειγμα: O A διενεργεί μέσω του πλοίου ιδιοκτησίας του λαθρεμπόριο. Για


το λόγο αυτό θέλει να ασφαλίσει τη ζημία που θα υποστεί από την κατάσχεση
πλοίου ή εμπορευμάτων εξαιτίας της ως άνω διενέργειας λαθρεμπορίου. Εχει
τη δυνατότητα να συνάψει τη σχετική σύμβαση βασιζόμενος στο
προαναφερθέν συμφέρον;

Η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική, διότι το ασφαλιστικό


συμφέρον δεν έχει νόμιμο χαρακτήρα, αλλά είναι παράνομο, επειδή αφορά
αντικείμενα που είναι προϊόντα αξιόποινης πράξης και συγκεκριμένα
λαθρεμπορίου.
Εντούτοις το αγγλικό δίκαιο παρέχει μία δυνατότητα διάσωσης της
ασφαλιστικής σύμβασης σε περίπτωση που το ασφαλιστικό αντικείμενο, με το
οποίο διατηρεί οικονομική σχέση ο ασφαλισμένος αποτελεί προϊόν
λαθρεμπορίας.
Ειδικότερα στο άρθρο 41 της Marine Insurance Act προβλέπεται ότι
εφόσον η λαθρεμπορία με την οποία συνδέεται το ασφαλισμένο αντικείμενο
στοιχειοθετείται κατά το αλλοδαπό και όχι κατά το αγγλικό δίκαιο, δεν
αναιρείται ο νόμιμος χαρακτήρας του ασφαλιστικού συμφέροντος κα συνεπώς
η ασφαλιστική σύμβαση είναι έγκυρη.

Σχετικά με το ζήτημα της νομιμότητας του ασφαλιστικού συμφέροντος


ορθότερο θα ήταν να γίνει, όπου υφίσταται τέτοια δυνατότητα, διάκριση της
νομιμότητας της ναυτικής αποστολής από τη νομιμότητα του ασφαλιστικού
συμφέροντος.
Ειδικότερα, εάν το ίδιο το εμπόρευμα που συνδέεται με το ασφαλιστικό
συμφέρον είναι παράνομο (π.χ. μεταφορά ναρκωτικών ουσιών) το
ασφαλιστικό συμφέρον είναι αναμφισβήτητα αντίθετο στο νόμο και η
ασφαλιστική σύμβαση άκυρη.
Όμως υπάρχουν και περιπτώσεις, κατά τις οποίες το ασφαλισμένο
συμφέρον είναι νόμιμο (π.χ. συμφέρον από τη μεταφορά νομίμου
εμπορεύματος), αλλά η διεξαγωγή της ναυτικής αποστολής καθίσταται σε
6

ορισμένη στιγμή αντίθετη προς την έννομη τάξη (π.χ. θεωρείται ότι τελείται
πράξη λαθρεμπορίας κατά το άρθρο 155 παρ.2 εδ.δ ΕΤΚ, όταν το εμπόρευμα
δεν αναφέρεται στο δηλωτικό του πλοίου, ενώ αυτό παραπλέει στην
αιγιαλίτιδα ζώνη κατευθυνόμενο σε ελληνικό λιμάνι. <Το δηλωτικό είναι
έγγραφο το πλοίου, το οποίο αναγράφει το φορτίο του, χορηγείται στον
πλοίαρχο από την τελωνειακή αρχή του τόπου φόρτωσης και αποτελεί
έγγραφο νομιμοποίησης των εμπορευμάτων που φορτώθηκαν στο πλοίο>).
Σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή εάν το ίδιο το εμπόρευμα είναι νόμιμο,
το ασφαλιστικό συμφέρον διατηρεί το νόμιμο χαρακτήρα του και η ασφάλιση
δεν καθίσταται άκυρη, έστω και αν υπάρχουν κάποιες παραβάσεις
διαδικαστικής φύσεως που συνιστούν παράβαση της τελωνειακής
νομοθεσίας.
Προς την ίδια κατεύθυνση έχει γίνει δεκτό, ότι εάν η ναυτική αποστολή
στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι άκυρη εξαιτίας ενεργειών του πλοιάρχου ή
του πληρώματος που παραβιάζουν διεθνείς κανονισμούς, χωρίς τη συναίνεση
ή εν αγνοία του ασφαλισμένου πλοιοκτήτου δεν αναιρείται το κύρος της
ασφάλισης.

Γ. Συμφέρον πραγματικό:

Το ασφαλιστικό συμφέρον επιπρόσθετα θα πρέπει να είναι πραγματικό


και να μπορεί να αποδειχθεί.
Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως ασφαλιστικό συμφέρον μία
ανύπαρκτη-φανταστική οικονομική σχέση του υποψήφιου ασφαλισμένου με
κάποιο περιουσιακό στοιχείο.
Αντίθετα μπορεί να γίνει δεκτό ως ασφαλίσιμο συμφέρον το δικαίωμα
προσδοκίας που αναγνωρίζεται από το νόμο (π.χ. ελπιζόμενο κέρδος από
ένα εμπόρευμα. Ως προσδοκία δικαιώματος θεωρείται η νομική κατάσταση
του δικαιώματος που, ενώ διανύει το μεταβατικό στάδιο της σύστασής του,
επιτρέπει την ασφαλή πρόβλεψη ότι θα ολοκληρωθεί και για το λόγο αυτό
κρίνεται άξιο νομικής προστασίας. Τέτοιας φύσεως προσδοκία υπάρχει και σε
δικαιώματα που εξαρτώνται από αίρεση ή προθεσμία).
Η αναγνώριση ως ασφαλίσιμου συμφέροντος και της προσδοκίας
δικαιώματος έχει ως συνέπεια ότι ο παραλήπτης του εμπορεύματος-
7

αγοραστής δικαιούται να προβεί σε αυτοτελή ασφάλιση αυτού, ακόμη και αν,


κατά τα συμφωνηθέντα, δεν έχει αποκτήσει ακόμη την κυριότητα του φορτίου.
Τέλος η προσδοκία δικαιώματος θα πρέπει να διακρίνεται από την
απλή ελπίδα απόκτησης ασφαλιστικού συμφέροντος, η οποία δεν καλύπτεται
ασφαλιστικά (π.χ. η περίπτωση του υποψήφιου ασφαλισμένου που
διατηρώντας απλή ελπίδα ότι μέσα στα επόμενα δύο έτη θα αγοράσει ένα
σκάφος αναψυχής, ζητά από τον ασφαλιστή να το ασφαλίσει).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

1. Υποκείμενα του ασφαλιστικού συμφέροντος στη θαλάσσια ασφάλιση

Ως υποκείμενα του ασφαλιστικού συμφέροντος θεωρούνται τα


πρόσωπα που βρίσκονται σε οικονομική σχέση με το ασφαλισμένο
αντικείμενο-αγαθό.

Τα υποκείμενα του ασφαλιστικού συμφέροντος στη θαλάσσια


ασφάλιση για λόγους καλύτερης κατανόησης της σχέσης που τους συνδέει με
τα ασφαλισμένα αντικείμενα θα μπορούσαν να διακριθούν στις ακόλουθες
κατηγορίες:

Α. Η πρώτη κατηγορία αφορά όσους έχουν σχέση κυριότητας με το


αντικείμενο της ασφάλισης.

Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται ο κύριος του πλοίου, ο πλοιοκτήτης


(κύριος του πλοίου είναι ο ιδιοκτήτης που δεν εκμεταλλεύεται το πλοίο του,
ενώ πλοιοκτήτης είναι ο κύριος του πλοίου που το εκμεταλλεύεται
προσωπικώς) και ο ιδιοκτήτης του φορτίου. Επίσης ιδιαίτερη περίπτωση που
χρήζει ειδικής αναφοράς συνιστά και ο νέος κτήτορας κάποιου εκ των
ανωτέρω αντικειμένων, δηλαδή του πλοίου ή του φορτίου.

αα) Ασφαλιστικό συμφέρον του κυρίου του πλοίου και του πλοιοκτήτη.
8

--Για τη θεμελίωση ασφαλιστικού συμφέροντος εξαιτίας της σχέσης


κυριότητας με το ασφαλισμένο πλοίο είναι αδιάφορος ο τρόπος απόκτησης
κυριότητας αυτού. (Οι τρόποι απόκτησης κυριότητας του πλοίου είναι η
ναυπήγηση, η μεταβίβαση με σύμβαση, η απόκτηση αιτία θανάτου, η διάθεση
ή εξαγορά μερίδας συμπλοιοκτήτη, η εγκατάλειψη του πλοίου στον
ασφαλιστή, ο πλειστηριασμός και τέλος η χρησικτησία)
Επίσης έχει κριθεί δικαστικά ότι η ύπαρξη σχέσης κυριότητας δεν
επηρεάζεται σε περίπτωση επιδότησης από την ΕΕ και του Δημοσίου
ποσοστού επί των δαπανών επένδυσης.
Τέλος το ασφαλιστικό συμφέρον του ιδιοκτήτη του πλοίου για
ασφάλισή του, δεν αναιρείται από την εκμίσθωση του συγκεκριμένου πλοίου.

Ενδεικτικές περιπτώσεις ύπαρξης ασφαλιστικού συμφέροντος στο


πρόσωπο του κυρίου του πλοίου ή του πλοιοκτήτη είναι οι ακόλουθες:

-- Η ασφάλιση του ναύλου για τη μεταφορά πραγμάτων με το πλοίου του, σε


περίπτωση μη είσπραξής του λόγω μη ασφαλούς παράδοσης του φορτίου
στο λιμάνι προορισμού. Συγκεκριμένα σε περίπτωση, κατά την οποία ο
πλοιοκτήτης ως εκναυλωτής διαθέτει το πλοίο του είτε για ορισμένο χρονικό
διάστημα είτε για ορισμένο ταξίδι, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η
συμφωνηθείσα μεταφορά πραγμάτων, έχει ασφαλιστικό συμφέρον που
καλύπτει την ματαίωση είσπραξης του ναύλου, δηλαδή του συμφωνηθέντος
τιμήματος για τη μεταφορά των ως άνω προϊόντων, εξαιτίας συνδρομής
συγκεκριμένων γεγονότων (π.χ. ο ναύλος συμφωνήθηκε να είναι απαιτητός με
την ασφαλή άφιξη του πλοίου στο λιμάνι προορισμού, γεγονός που δεν
συνέβη λόγω βύθισής του).

--Οι χρηματικές απώλειες εξαιτίας της απρόβλεπτης επέκτασης του ταξιδιού


του πλοίου του

i) Αμφιλεγόμενα ζητήματα που αφορούν την κατηγορία υποκειμένων


ασφαλιστικού συμφέροντος, τα οποία συνδέονται με σχέση κυριότητας με το
ασφαλισμένο αντικείμενο.
9

aa) Παραγγελέας του ναυπηγούμενου πλοίου και θεμελίωση ασφαλιστικού


συμφέροντος.

-- Αμφιλεγόμενο, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το ζήτημα σχετικά με το αν ο


κύριος-παραγγελέας του ναυπηγούμενου πλοίου είναι φορέας ιδίου
ασφαλιστικού συμφέροντος ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία το
πλοίο δεν βρίσκεται στην κατοχή του.

Η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφατική. Για την θεμελίωση του


δικαιώματος υτού γίνεται επίκληση του άρθρου 5 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού
Δικαίου, το οποίο προβλέπει ότι στη σύμβαση ναυπηγήσεως, εκτός αντιθέτου
συμφωνίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί μισθώσεως
έργου. Με τον τρόπο αυτό αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 683 ΑΚ.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, με την επιφύλαξη της ύπαρξης
αντίθετης συμφωνίας, ο παραγγελέας, δηλαδή αυτός που επιθυμεί την
απόκτηση του πλοίου, έχει την κυριότητα του ναυπηγουμένου κατά τη
διάρκεια της ναυπηγήσεως, ακόμη και αν τη χορήγηση των υλικών έχει
αναλάβει ο ναυπηγός.

bb) Συγκύριος του πλοίου και ασφαλιστικό συμφέρον

Επιπλέον σημαντικό είναι το ζήτημα του καθορισμού του αντικειμένου


του ασφαλιστικού συμφέροντος του συγκυρίου πλοίου.
Ειδικότερα είναι αμφιλεγόμενο εάν το δικαίωμα ασφαλίσεως του
συγκυρίου του πλοίου περιορίζεται μόνο στο μερίδιο που του αναλογεί ή αν
έχει ασφαλιστικό συμφέρον για την ασφάλιση όλου του πλοίου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το παραπάνω ζήτημα στην
συμπλοιοκτησία, όπου υπάρχει τόσο συγκυριότητα του πλοίου όσο και
συνεκμετάλλευσή του.
(Η συμπλοιοκτησία αποτελεί ιδιόμορφη εμπορική εταιρία χωρίς νομική
προσωπικότητα και παράλληλα ιδιαίτερη μορφή συνεκμετάλλευσης πλοίου,
που ρυθμίζεται από τα άρθρα 10-36 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου. Για
την απαιτούνται τρία στοιχεία πλοίο <επομένως μπορεί να υπάρξει μόνο για
10

πλοίο και για ναυπηγούμενο πλοίο και όχι για πλωτό ναυπήγημα>,
συγκυριότητα του πλοίου και συνεκμετάλλευση αυτού από τους συγκυρίους)

Ορθότερη είναι η άποψη, σύμφωνα με την οποία ο συγκύριος-


συμπλοιοκτήτης μπορεί να ασφαλίσει ολόκληρο το πλοίο μόνον υπό τη μορφή
της ασφάλισης για λογαριασμό άλλου, δηλαδή ασφάλισης, που συνάπτεται
από τον λήπτη της ασφάλισης αλλά για λογαριασμό τρίτου προσώπου, που
είναι ο φορέας του ασφαλιστικού συμφέροντος. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο
επιχείρημα ότι στην συμπλοιοκτησία η ασφάλιση πλοίου δεν εντάσσεται στη
διαχείριση των κοινών συμφερόντων με πλειοψηφία και επομένως δεν είναι
δυνατή η ασφάλιση μεριδίου άλλου συμπλοιοκτήτη, εάν αυτός εκφράσει την
αντίρρησή του.
Αναλυτικότερα ο συμπλοιοκτήτης μπορεί να ασφαλίσει στο όνομά του
μόνον τη μερίδα του, ενώ ως προς τις μερίδες των υπολοίπων
συμπλοιοκτητών έχει τη δυνατότητα να συνάψει σύμβαση ασφάλισης γι’αυτές
υπό την ιδιότητα του λήπτη της ασφάλισης, αλλά για λογαριασμό των
συμπλοιοκτητών στους οποίους ανήκουν.
Εντούτοις έχει εκφρασθεί και η αντίθετη άποψη, κατά την οποία η
ασφάλιση του πλοίου και του ναύλου συνιστούν συμφυείς προς τη διαχείριση
δικαιοπραξίες και επομένως ο διαχειριστής έχει δικαίωμα ασφάλισης
ολόκληρου του πλοίου.

ββ) Ασφαλιστικό συμφέρον του ιδιοκτήτη του φορτίου:

Άλλη υποκατηγορία υποκειμένων ασφαλιστικού συμφέροντος που


συνδέονται με τα ασφαλισμένα αντικείμενα με σχέση κυριότητας, αποτελεί ο
ιδιοκτήτης του φορτίου επί των μεταφερόμενων αγαθών. Η ένταξη του στα
υποκείμενα του ασφαλιστικού συμφέροντος γίνεται, εφόσον ωφελείται από
την άφιξη του φορτίου με ασφάλεια και εντός του ορισμένου χρόνου και
παράλληλα πλήττεται οικονομικά σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του
φορτίου. Το ασφαλιστικό συμφέρον του ιδιοκτήτη του φορτίου διατηρείται για
όσο χρονικό διάστημα έχει την κυριότητα των πραγμάτων που αποτελούν το
φορτίο.
11

Ενδεικτικά περιπτώσεις ασφαλιστικού συμφέροντος του ιδιοκτήτη του


φορτίου είναι οι ακόλουθες:
--στα πρόσθετα έξοδα, τα οποία θα πρέπει να καταβληθούν, σε περίπτωση
μη δυνατότητας πραγματοποίησης της εκφόρτωσης στον λιμένα προορισμού
που είχε συμφωνηθεί. Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί π.χ. όταν ο λιμένας
προορισμού είναι κλειστός εξαιτίας απεργίας ή η άφιξη σ’αυτόν καθίσταται
αδύνατη λόγω ύπαρξης πάγου, οπότε ο μεταφορέας, κατόπιν άσκησης του
δικαιώματος παρέκκλισης από την προγραμματισμένη πορεία του έχει
δικαίωμα χρέωσης πρόσθετου ναύλου.
--στο κέρδος, που προσδοκά να αποκομίσει από την πώληση των
εμπορευμάτων, το οποίο χάνεται σε περίπτωση μη παράδοσης των
εμπορευμάτων
-- στο «απρόβλεπτο ή εξαρτημένο» συμφέρον. Τέτοιο συμφέρον είναι αυτό
που εξαρτάται από την ύπαρξη ενός τυχαίου συμβάντος. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αυτής της περίπτωσης αποτελεί η υπαναχώρηση του αγοραστή
από την ασφαλιστική σύμβαση, ασκώντας σχετικό δικαίωμα σύμφωνα με όρο
της ως άνω σύμβασης, και η μη αποδοχή των προϊόντων εξαιτίας
καθυστερημένης παράδοσης, οπότε το ασφαλιστικό συμφέρον που είχε
μετατεθεί στον αγοραστή, επανέρχεται στον πωλητή.

γγ. Νέος κτήτορας:

Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο η μεταβίβαση του ασφαλιστικού


συμφέροντος δεν οδηγεί στη λήξη της ασφάλισης.
Η συνέχιση της ασφαλιστικής σχέσης παρά τη μεταβίβαση
προβλέπεται καταρχήν στο άρθρο 12 ν.2496/1997, που, όπως αναλυτικά
εκτέθηκε στην πρώτη ενότητα, βρισκει εφαρμογή και στις θαλάσσιες
ασφαλίσεις.
Επιπλέον όμως ειδικά στις θαλάσσιες ασφαλίσεις ισχύει και το άρθρο
277 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση
απαλλοτρίωσης του ασφαλισμένου πράγματος, καταρχήν η ασφαλιστική
σχέση συνεχίζεται με ασφαλισμένο το νέο κτήτορα, ο οποίος υπεισέρχεται στα
δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής σύμβασης.
12

Η πρόβλεψη αυτή περί συνέχισης της ασφάλισης, όπως ορθά


επισημαίνεται, ανταποκρίνεται στις ανάγκες του εμπορίου, καθώς καλύπτει και
τις συνηθισμένες περιπτώσεις μεταβίβασης των πραγμάτων κατά τη διάρκεια
του πλου. Σε διαφορετική περίπτωση τα πράγματα αυτά θα κινδύνευαν να
μείνουν ανασφάλιστα για κάποιο μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Επίσης σε μία τέτοια περίπτωση συνέχισης της ασφάλισης με το νέο


κτήτορα, μεταβιβάζονται παράλληλα σ΄αυτόν και όλα τα δικαιώματα που
πηγάζουν από το συγκεκριμένο ασφαλιστικό συμφέρον. Συνεπώς ο
προηγούμενος κύριος παύει να έχει ασφαλιστικό συμφέρον. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα ότι ο νέος κτήτορας αποκτά αξίωση αποζημίωσης κατά του
ασφαλιστή, καθώς και δικαίωμα έγερσης πάσης φύσεως αξιώσεων που είχε ο
προηγούμενος ιδιοκτήτης, σαν να είχε το συγκεκριμένο ασφαλιστικό
συμφέρον καθ’όλη τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
Παράλληλα όμως έχει και την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίστρου.
Εντούτοις ο νέος κτήτορας δεν μπορεί να βρεθεί σε καλύτερη θέση
από τον αρχικό ασφαλισμένο. Αντίθετα η θέση, στη οποία υπεισέρχεται, είναι
η ίδια με αυτή του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Επομένως εάν ο τελευταίος είχε
αθετήσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στον ασφαλιστή, ο ασφαλιστής
διατηρεί απέναντι στον νέο κτήτορα τα ίδια δικαιώματα που θα είχε και
απέναντι στον προηγούμενο ιδιοκτήτη-ασφαλισμένο.
Π.χ. η αθέτηση της υποχρέωσης καλής πίστης από τον προηγούμενο
ιδιοκτήτη-ασφαλισμένο, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να λάβει μέτρα
και εναντίον του νέου ιδιοκτήτη-ασφαλισμένου ή να επιδιώξει να απαλλαγεί
από την ευθύνη του.

Ιδιαιτερότητες σε περίπτωση ασφάλισης φορτίου:

Η μεταβίβαση των ασφαλιστικών συμβολαίων που συνδέονται με την


ασφάλιση φορτίων, προς διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών, είναι
δυνατή και με λευκή οπισθογράφηση. Η περίπτωση αυτή παρουσιάζει την
ιδιαιτερότητα ότι η μεταβίβαση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου μπορεί να
γίνει, χωρίς την αναγραφή του ονόματος του επόμενου δικαιούχου. Αντίθετα
13

η απόκτηση των δικαιωμάτων από την ασφάλιση του φορτίου, στην


περίπτωση αυτή, συνδέεται με την κατοχή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Ιδιαιτερότητες σε περίπτωση μεταβίβασης πλοίου:

Στις περιπτώσεις ασφάλισης πλοίου, παρά τα ανωτέρω, ιδίως όταν


εφαρμόζεται αγγλικό δίκαιο, είναι συνηθισμένη η ένταξη στο ασφαλιστήριο
συμβολαίου όρου κατά το άρθρο 50 ΜΙΑ 1906, σύμφωνα με τον οποίο σε
περίπτωση αλλαγής ιδιοκτησίας επέρχεται αυτόματη ακύρωση της
ασφάλισης. Βέβαια και πάλι υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας με τον
ασφαλιστή για συνέχιση της ασφαλιστικής κάλυψης. Στην τελευταία αυτή
περίπτωση απαιτείται η εκχώρηση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου με
οπισθογράφηση, στην οποία θα αναγράφεται το πρόσωπο του νέου
δικαιούχου.

δδ. Νομέας και κάτοχος

Περαιτέρω κατηγορία υποκειμένων ασφαλιστικού συμφέροντος


αποτελούν όσοι συνδέονται με το ασφαλισμένο αντικείμενο με σχέση νομής ή
κατοχής (νομή είναι η φυσική εξουσίαση επί του πράγματος, δηλαδή η
κατοχή, που γίνεται με διάνοια κυρίου, δηλαδή με θέληση εξουσιάσεως του
πράγματος δι’ εαυτόν, ίδια μ’ αυτή που θα είχε αν ήταν κύριος), εφόσον η
απώλεια ή η βλάβη των πραγμάτων, μπορεί να τους προκαλέσει οικονομική
ζημία.
Συνεπώς ο ασφαλισμένος στη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης δεν
είναι απαραίτητο να είναι π.χ. κύριος του πλοίου.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση ασφάλισης φορτίου, στην οποία τα
πράγματα που αποτελούν αντικείμενο του ασφαλιστικού συμφέροντος,
μπορεί να ανήκουν κατά κυριότητα σε άλλον. Εντούτοις για τη θεμελίωση του
ασφαλιστικού συμφέροντος αρκεί το ότι ο ασφαλισμένος έχει συμφέρον ή
ευθύνη για την προστασία και τη διατήρηση του πράγματος.
Παράδειγμα:
Ασφαλιστικό συμφέρον που εντάσσεται στην παραπάνω κατηγορία
αποτελεί αυτό που έχει ο κάτοχος-αγοραστής του πλοίου πριν την
14

καταχώρισή του στο νηολόγιο (δηλαδή στο ειδικό δημόσιο βιβλίο <αντίστοιχο
με το βιβλίο μεταγραφών των ακινήτων>, στο οποίο εγγράφεται το πλοίο από
την κατασκευή του, συνδέεται με ορισμένη έννομη τάξη και καταχωρίζονται σ
αυτό όλες οι έννομες συνέπειες που το αφορούν <2-8 ΚΙΝΔ>. Η εγγραφή σε
ελληνικό νηολόγιο αποτελεί απαραίτητη τυπική προϋπόθεση για την
αναγνώριση του πλοίου ως ελληνικού. Προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση της
κυριότητας του πλοίου είναι η έγγραφη συμφωνία και η καταχώρισή της στο
νηολόγιο <άρθρο 6 ΚΙΝΔ>).

εε. Ενυπόθηκος δανειστής

Επιπλέον υποκείμενο του ασφαλιστικού συμφέροντος της θαλάσσιας


ασφάλισης αποτελεί και ο ενυπόθηκος δανειστής (δηλαδή ο δανειστής που
εγγράφει υποθήκη ως εμπράγματο δικαίωμα σε ξένο πράγμα για να
εξασφαλίσει την απαίτησή του με προνομιακή ικανοποίησή του από το
πράγμα), εφόσον είναι δυνατή η πρόκληση οικονομικής ζημίας του από την
απώλεια του ασφαλισμένου αντικειμένου-πλοίου π.χ. η τράπεζα ως
ενυπόθηκος δανειστής μπορεί να ασφαλίσει το πλοίο μέχρι το ποσό του
δανείου της στο όνομά της ή στο όνομα του πλοιοκτήτη.

στστ. Υποκείμενα ασφαλιστικού συμφέροντος που θεμελιώνουν το δικαίωμά


τους σε καταρτισθείσα σύμβαση.

Η ιδιότητα ενός προσώπου ως υποκειμένου ασφαλιστικού


συμφέροντος μπορεί να θεμελιώνεται και σε σύμβαση που έχει καταρτίσει το
πρόσωπο αυτό, βάσει της οποίας ενέχεται προς αποζημίωση σε περίπτωση
απώλειας του συγκεκριμένου πράγματος. Επίσης έχει ασφαλιστικό συμφέρον
στο συγκεκριμένο πράγμα και εάν αποκτά δικαίωμα χρήσης αυτού εξαιτίας
της σύμβασης που κατάρτισε.

Π.χ. ασφαλιστικό συμφέρον έχει ο διαχειριστής μαρίνας που ανέλαβε


συμβατικά τη φύλαξη του σκάφους άλλου ιδιοκτήτη, για την απώλεια ή ζημία
15

στο συγκεκριμένο σκάφος, καθώς θα ευθύνεται προς αποζημίωση αν το


σκάφος υποστεί βλάβη.
Επίσης στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και ο μισθωτής πλοίου (Π.χ. ο
ναυλωτής που έχει συνάψει σύμβαση για τη μεταφορά πραγμάτων από έναν
λιμένα σε έναν ή ο μισθωτής μίας θαλαμηγού).
Ακόμη ο εφοπλιστής, δηλαδή αυτός που για την άσκηση της
ναυτιλιακής του δραστηριότητας εκμεταλλεύεται πλοίο που ανήκει σε άλλον. Η
εκμετάλλευση του ξένου πλοίου μπορεί να στηρίζεται είτε σε εμπράγματες
σχέσεις όπως η επικαρπία, ή ενοχικές όπως η μίσθωση.

Ε. Ενδεικτικές περιπτώσεις έλλειψης ασφαλιστικού συμφέροντος

Έλλειψη ασφαλιστικού συμφέροντος για την ασφάλιση πλοίου έχει ο


μέτοχος πλοιοκτήτριας εταιρίας, ο οποίος αν και θα υποστεί οικονομική ζημία
εξαιτίας της μείωσης της αξίας των μετοχών του, η ζημία αυτή είναι έμμεση.
Αντίθετα ο μέτοχος πλοιοκτήτριας εταιρίας έχει ασφαλιστικό συμφέρον
για ασφάλιση των μετοχών του από ενδεχόμενη πτώση της αξίας τους
εξαιτίας οικονομικής ζημίας της εταιρίας από μία ζημία ή απώλεια του
σκάφους ιδιοκτησίας της.

Επίσης ασφαλιστικό συμφέρον δεν θεωρείται ότι έχει ο κληρονόμος για


την ασφάλιση πράγματος του κληρονομουμένου. Η αδυναμία θεμελίωσης του
ασφαλιστικού συμφέροντος του κληρονόμου πηγάζει από την εξάρτησή της
από τη μελλοντική ελπίδα κληρονομικής διαδοχής. Συνεπώς δε συντρέχουν
τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά του ασφαλιστικού συμφέροντος.

Ειδικά η υπερασφάλιση ως μορφή έλλειψης ασφαλιστικού συμφέροντος

Στη θεωρία έχει υποστηριχθεί ότι ειδικότερη μορφή έλλειψης


ασφαλιστικού συμφέροντος αποτελεί και η υπερασφάλιση.
Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι σε περίπτωση που η σχέση ενός
προσώπου με ένα αγαθό ασφαλισθεί για ποσό μεγαλύτερο της πραγματικής
της αξίας, κατά το ποσό αυτό δεν υπάρχει ασφαλίσιμο συμφέρον.
16

Αναλυτικότερα στην υπερασφάλιση το ασφαλιστικό ποσό (δηλαδή το


ανώτατο συμφωνημένο όριο μέχρι το οποίο ευθύνεται ο ασφαλιστής) που
συμφωνείται υπερκαλύπτει την ασφαλιστική αξία του αντικειμένου, δηλαδή
την τρέχουσα αντικειμενική αξία του ασφαλιστικού συμφέροντος που
δηλώθηκε (π.χ. ενώ η ασφαλιστική αξία ενός πλοίου είναι 1.000.000 ευρώ, το
συμφωνηθέν ασφαλιστικό ποσό είναι 1.500.000 ευρώ).

Η υπερασφάλιση μπορεί να οφείλεται:


--σε αμέλεια του ασφαλισμένου, οπότε γίνεται λόγος για καλόπιστη
υπερασφάλιση. Αυτό συμβαίνει όταν ο ασφαλισμένος εσφαλμένα θεωρεί ότι η
ασφαλιστική αξία του αντικειμένου είναι μεγαλύτερη ή αν αυτή αυξηθεί κατά το
διάστημα από τη γνώση μέχρι το σημείο της τυπικής έναρξη της ασφάλισης.
ή
--εκ δόλου δολίως, οπότε υπάρχει κακόπιστη υπερασφάλιση.

Η υπερασφάλιση είναι αντίθετη στον αποζημιωτικό χαρακτήρα της


ασφάλισης, καθώς μέσω της ασφάλισης θα πρέπει να αποκατασταθεί η
οικονομική ζημία που πράγματι υπέστη ο ασφαλισμένος και όχι να καταστεί ο
τελευταίος πλουσιότερος σε σχέση με την κατάσταση στην οποία ευρισκόταν
πριν την επέλευση της ζημίας. Επιπλέον μειονέκτημα της υπερασφάλισης
αποτελεί το ότι δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την τέλεση ασφαλιστικής
απάτης.
Η υπερασφάλιση είναι αντίθετη σε κανόνα δημοσίας τάξεως.
Επομένως δεν είναι δυνατή να γίνει αποδεκτή σε μία σύμβαση ασφάλισης
ακόμη και με συμφωνία των μερών

Συνέπειες της υπερασφάλισης:


Εάν πρόκειται για δόλια υπερασφάλιση, η ασφάλιση είναι άκυρη και σε
περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλιστής ήταν καλόπιστος δικαιούται το
ασφάλιστρο.
Εάν η υπερασφάλιση οφείλεται σε αμέλεια δεν θίγεται η ασφαλιστική
σχέση. Στην περίπτωση αυτή περιορίζεται η ευθύνη του ασφαλιστή ως προς
το υπερβάλλον, προκειμένου να αποτραπεί η δημιουργία κέρδους του
ασφαλισμένου συγκριτικά με την πραγματική οικονομική ζημία που υπέστη.
17

Επιπλέον στην υπερασφάλιση εξ αμελείας, ο ασφαλιστής έχει τη


υποχρέωση επιστροφής του υπερβάλλοντος ασφαλίστρου.

Η αναφορά στην υπερασφάλιση ως ειδικότερης μορφής έλλειψης


ασφαλιστικού συμφέροντος καθιστά χρήσιμη και τη σύντομη αναφορά στην
υπασφάλιση.
Αναλυτικά υπασφάλιση υπάρχει όταν το ασφαλιστικό ποσό που
συμφωνείται ως ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή είναι μικρότερο της
ασφαλιστικής αξίας (δηλαδή της τρέχουσας αντικειμενικής αξίας του
πράγματος).
Εντούτοις η υπασφάλιση δεν είναι αντίθετη στο νόμο, καθώς δεν
υφίσταται υποχρέωση ασφάλισης της πλήρους αξίας του αντικειμένου της
ασφάλισης.
Επομένως σε περίπτωση, κατά την οποία ο λήπτης της ασφάλισης
ασφαλιστεί για ποσό κατώτερο από την πραγματική ασφαλιστική αξία θα έχει
υποχρέωση καταβολής μικρότερου ασφαλίστρου. Επίσης η ευθύνη του
ασφαλιστή θα περιοριστεί στην αποκατάσταση του ανάλογου μέρους της
ζημίας (άρθρο 17 παρ.1 ν.2496/1997).

Παράδειγμα: Εάν η ασφαλιστική αξία είναι 1.000.000 ευρώ και το


συμφωνηθέν ασφαλιστικό ποσό 500.000 ευρώ, σε περίπτωση πρόκλησης
ζημίας 500.000 ευρώ θα αποκατασταθεί όχι το σύνολο της ζημίας έστω και αν
είναι ίδια με το ασφαλιστικό ποσό, αλλά αναλογικό μέρος της ζημίας δηλαδή η
ασφαλιστική αποζημίωση θα ανέλθει στο ποσό των 250.000 ευρώ.

2. Αντικείμενο του ασφαλιστικού συμφέροντος στη θαλάσσια ασφάλιση

Υλικό αντικείμενο του ασφαλιστικού συμφέροντος στη θαλάσσια


ασφάλιση είναι συνήθως το πλοίο (Σύμφωνα με τον στενότερο ορισμό που
υπάρχει στον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου πλοίο είναι κάθε σκάφος
καθαρής χωρητικότητας τουλάχιστον δέκα κόρων προορισμένο να κινείται
αυτοδύναμα στη θάλασσα).
18

Το ασφαλιστικό συμφέρον στην παραπάνω περίπτωση καλύπτει


επιπλέον:
--τα συστατικά του πλοίου (άρθρο 953 ΑΚ), δηλαδή όσα πράγματα συντελούν
στην ικανότητα του πλοίου προς πλεύση. Τέτοια είναι ιδίως οι κινητήριες
μηχανές, οι ιστοί, το πηδάλιο, οι λέβητες, οι έλικες κλπ. )
--τα παραρτήματα, δηλαδή αντικείμενα, τα οποία έχουν αυτοτέλεια σε σχέση
με το πλοίο και προορίζονται για τη διαρκή εξυπηρέτηση του οικονομικού του
σκοπού, όπως π.χ. οι βάρκες, οι αντλίες, τα βαρέλια του νερού, τα σωσίβια, οι
πυξίδες, τα ναυτιλιακά έγγραφα κλπ.)

Το ασφαλιστικό συμφέρον που αφορά το πλοίο καλύπτει τα συστατικά


και τα παραρτήματά του, ακόμη και αν δεν υπάρχει ειδική αναφορά σ’αυτά
στην ασφαλιστική σύμβαση.

Ακόμη, όπως συνάγεται από το άρθρο 1 παρ.1 ν.δ. 551/1970,


σύμφωνα με το οποίο αντικείμενο της ασφάλισης πλοίων είναι και οι κίνδυνοι
ναυπηγήσεως και κατασκευής αυτών, αντικείμενο του ασφαλιστικού
συμφέροντος μπορεί να είναι και το ναυπηγούμενο πλοίο.

Επίσης το ασφαλιστικό συμφέρον καλύπτει και τα πλωτά ναυπηγήματα


(Στα πλωτά ναυπηγήματα γίνεται αναφορά στο άρθρο 1 εδαφ.2 ΚΙΝΔ χωρίς
να δίνεται ορισμός αυτών. Επομένως θα πρέπει η έννοια του να συναχθεί
αρνητικά και συγκεκριμένα να θεωρηθούν ως πλωτά ναυπηγήματα όσα
στερούνται ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά την
έννοια του άρθρου 1 εδαφ.1 ΚΙΝΔ για την πλήρωση της έννοιας του πλοίου) .

Τέλος συνηθισμένο αντικείμενο ασφαλιστικού συμφέροντος συνιστά και


το φορτίο του πλοίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

1. Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη του ασφαλιστικού συμφέροντος


19

Α. Ο χρόνος επέλευσης του κινδύνου ως κρίσιμος χρόνος

Σημαντική ιδιαιτερότητα της θαλάσσιας ασφάλισης σε σύγκριση με


άλλους κλάδους ασφάλισης, αποτελεί ο χρόνος, στον οποίο θα πρέπει να
διαπιστώνεται η ύπαρξη του ασφαλιστικού συμφέροντος του ασφαλισμένου.
Ειδικότερα στις θαλάσσιες ασφαλίσεις δεν είναι απαραίτητη η
διαπίστωση της ύπαρξης ασφαλιστικού συμφέροντος κατά το στάδιο σύναψης
της ασφαλιστικής σύμβασης. Αντίθετα ως κρίσιμο χρονικό σημείο για το
σκοπό αυτό θεωρείται ο χρόνος επέλευσης της ζημίας. Συγκεκριμένα δεν
χρειάζεται να διαπιστωθεί η ύπαρξη του ασφαλιστικού συμφέροντος κατά το
χρόνο σύναψης της σύμβασης. Κατά τον χρόνο αυτό αρκεί η δημιουργία
λογικής προσδοκίας απόκτησης ασφαλιστικού συμφέροντος π.χ. ο
παραλήπτης του εμπορεύματος έχει ασφαλιστικό συμφέρον για ασφάλιση του
εμπορεύματος, έστω και αν δεν έχει αποκτήσει ακόμη την κυριότητά του. Στη
θεωρία ως επιχείρημα για το χρονικό αυτό σημείο διαπίστωσης του
ασφαλιστικού συμφέροντος αποτελεί η σχετική πρόβλεψη στο αγγλοσαξωνικό
δίκαιο, κατά την οποία η ασφάλιση μπορεί να αφορά μελλοντικό συμφέρον.
Αν όμως κατά τη στιγμή της απώλειας ή βλάβης, δεν υπάρχει
ασφαλιστικό συμφέρον στο πρόσωπό του δεν μπορεί να αποζημιωθεί από τη
συγκεκριμένη σύμβαση ασφάλισης π.χ. σε περίπτωση κατά την οποία ο
ασφαλισμένος αγοραστής δεν απέκτησε κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας
την ιδιοκτησία της θαλαμηγού και επομένως δεν είχε μεταφερθεί ο κίνδυνος
σ’αυτόν, οπότε δεν θεμελίωσε ασφαλιστικό συμφέρον στο πρόσωπό του που
δικαιολογεί την είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημίωσης.

Β) Ειδικά η περίπτωση της ρήτρας ΡΡΙ (Policy Proof of Interest)

Στην ασφαλιστική πρακτική, ιδίως της αγγλική, για την αποφυγή των
δυσμενών συνεπειών από την έλλειψη ασφαλιστικού συμφέροντος ή τις
δυσχέρειες απόδειξής του (όπως π.χ. στην περίπτωση πλοίου που έχει
χαθεί), τα συμβαλλόμενα μέρη συνομολογούν ρήτρα, με την οποία μεταξύ
τους δημιουργείται μία συμφωνία κυρίων που αποσυνδέει το ασφαλιστικό
συμφέρον από την ασφαλιστική σύμβαση.
20

Οι ρήτρα αυτή ονομάζεται ΡΡΙ (Policy Proof of Interest-Ασφαλιστήριο


Απόδειξης Συμφέροντος).
Στα Ασφαλιστήρια Απόδειξης Συμφέροντος, που περιλαμβάνουν την
ως άνω ρήτρα ΡΡΙ, απόδειξη του ασφαλιστικού συμφέροντος του
ασφαλισμένου αποτελεί η ίδια η κατάρτιση της σύμβασης με τη συγκεκριμένη
ρήτρα, χωρίς να είναι απαραίτητη η απόδειξη εκ μέρους του ασφαλισμένου
του ασφαλιστικού του συμφέροντος κατά τη στιγμή που επήλθε ο κίνδυνος.
Η ασφαλιστική σύμβαση με την ως άνω ρήτρα δεν πρέπει να οδηγήσει
στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο ασφαλισμένος δεν απαιτείται να έχει
ασφαλιστικό συμφέρον κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου. Απώς η
απόδειξη αυτού πραγματοποιείται μέσω του ασφαλιστηρίου με τη ρήτρα ΡΡΙ.
Εντούτοις η παράκαμψη της υποχρέωσης απόδειξης του ασφαλιστικού
συμφέροντος μέσω της παραπάνω πρακτικής δεν σημαίνει ότι αυτές δεν είναι
αντίθετες στην ΜΙΑ 1906 κα συνεπώς άκυρες.
Αν και η συγκεκριμένη ρήτρα είναι άκυρη εξαιτίας της αντίθεσής της σε
απαγορευτικό κανόνα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις συνήθως τηρούν τις
υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ασφαλιστικές αυτές συμβάσεις.
Αντίθετα λόγω της αντίθεσής τους στο νόμο δεν μπορούν οι αξιώσεις από
αυτά να επιδιωχθούν δικαστικώς από κανένα εκ των συμβαλλομένων μερών.
Για τον λόγο αυτό τα συμβόλαια ΡΡΙ ονομάζονται συμβόλαια τιμής
Υποστηρίζεται όμως ορθά ότι εγκυρότητα των ρητρών αυτών μπορεί να
διασωθεί, εάν θεωρηθεί ότι αποτελούν δικονομικές συμφωνίες, βάσει των
οποίων το βάρος απόδειξης του ασφαλιστικού συμφέροντος μετατίθεται από
τον ασφαλισμένο στον ασφαλιστή.

2. Συνέπειες έλλειψης του ασφαλιστικού συμφέροντος

Η έλλειψη ασφαλιστικού συμφέροντος έχει ως αποτέλεσμα την


ακυρότητα της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης εξαιτίας της αντίθεσής της
στη διάταξη του άρθρου 259 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου σε
συνδυασμό με τα άρθρα 174 και 180 Αστικού Κώδικα.
21

Η ακυρότητα της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης έχει τις ακόλουθες


συνέπειες:
Ο ασφαλιστής δεν έχει την υποχρέωση να αναλάβει τον ασφαλισμένο
κίνδυνο.
Ο ασφαλισμένος δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή του
καταβληθέντος ασφαλίστρου βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου
πλουτισμού.

3. Η ύπαρξη περισσοτέρων ασφαλιστικών συμφερόντων στο ίδιο


αντικείμενο

Στο ίδιο αντικείμενο π.χ. στο ίδιο πλοίο είναι δυνατή η ταυτόχρονη
συνύπαρξη περισσοτέρων διαφορετικών ασφαλιστικών συμφερόντων (π.χ.
ασφαλιστικό συμφέρον που συνίσταται στη διατήρηση της αξίας του
πράγματος και ασφαλιστικό συμφέρον που αφορά την ευθύνη προς
αποζημίωση)

Η συνύπαρξη περισσοτέρων ασφαλιστικών συμφερόντων στο ίδιο


αντικείμενο είναι δυνατή, επειδή το ασφαλιστικό συμφέρον δεν αφορά
συγκεκριμένο αγαθό, αλλά την οικονομική σχέση ενός προσώπου με το
αγαθό αυτό.
Επομένως εάν οι περισσότερες ασφαλίσεις συνδέονται με διαφορετικά
ασφαλιστικά συμφέροντα διαφορετικών προσώπων στο ίδιο αγαθό, όλα αυτά
τα πρόσωπα έχουν δικαίωμα είσπραξης της ασφαλιστικής αποζημίωσης (π.χ.
η ασφάλιση του πλοίου από τον ενυπόθηκο δανειστή δεν καθιστά
απαγορευτική την ασφάλιση του πλοίου από τον ιδιοκτήτη του-οφειλέτη για
ολόκληρη την αξία του).

Στη συνέχεια ο ασφαλιστής εκ του νόμου υποκαθίσταται στα


δικαιώματα του ασφαλισμένου, οπότε με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζονται
όλα τα ζητήματα που προκύπτουν από τις περισσότερες ασφαλίσεις
διαφορετικών ασφαλιστικών συμφερόντων στο ίδιο αντικείμενο από
διαφορετικά πρόσωπα.
22

Η παραπάνω περίπτωση της συνύπαρξης ταυτόχρονα περισσοτέρων


διαφορετικών ασφαλιστικών συμφερόντων στο ίδιο αντικείμενο διαφέρει από
την περίπτωση, στην οποία περισσότερα πρόσωπα έχουν το ίδιο
ασφαλιστικό συμφέρον στο ίδιο αγαθό (δηλαδή συνδέονται με την ίδια
οικονομική σχέση με το ασφαλιζόμενο αγαθό) π.χ. είναι συγκύριοι.

Επίσης διαφορετική περίπτωση είναι όταν το ίδιο ασφαλιστικό


συμφέρον ασφαλιστεί για ολόκληρη την αξία του και στην ίδια ουσιαστική
διάρκεια της σύμβασης για τον ίδιο κίνδυνο σε διαφορετικούς ασφαλιστές π.χ.
ασφαλίζεται ένα πλοίο αξίας 1.000.000 ευρώ στον ασφαλιστή Α για το πλήρες
της αξίας του και στον ασφαλιστή Β για τον ίδιο κίνδυνο και για το ίδιο ποσό.
Τα ασφαλιστικά ποσά όμως των δύο ασφαλίσεων ανέρχονται σε 2.000.000
ευρώ και είναι ανώτερα της αρχικής ασφαλιστικής αξίας του ακινήτου.

Οι παραπάνω ασφαλίσεις, εφόσον έχουν πραγματοποιηθεί χωρίς δόλο


(260 ΚΙΝΔ) και έχει γίνει γνωστοποίηση στους ασφαλιστές, είναι ισχυρές μέχρι
του ύψους της ασφαλιστικής αξίας του ασφαλισμένου συμφέροντος. Επίσης
αν προστεθούν δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν την έκταση της ζημίας ούτως
ώστε να μην υπάρχει πλουτισμός του ασφαλισμένου.
Παράδειγμα: Αν στην παραπάνω περίπτωση προκληθεί ζημία στο
πλοίο 500.000 ευρώ μόνο αυτή θα αποκατασταθεί, ανεξαρτήτως του αριθμού
των ασφαλίσεων. Επίσης οι περισσότεροι ασφαλιστές θα ευθύνονται εις
ολόκληρον. Ακολούθως ο ασφαλιστής που κατέβαλε την ασφαλιστική
αποζημίωση έχει το δικαίωμα να στραφεί αναγωγικά και να απαιτήσει από
τους υπόλοιπους ασφαλιστές την αναλογία τους.

Εάν οι πολλαπλές ασφαλίσεις έγιναν δολίως είναι όλες άκυρες και οι


ασφαλιστές δικαιούνται να κρατήσουν το ασφάλιστρο λόγω αποζημιώσεως.
Συνασφάλιση υπάρχει όταν ασφαλιστές του ιδίου συμφέροντος για τον ίδιο
χρόνο κατά του ιδίου κινδύνου είναι περισσότεροι και κάθε ασφαλιστής εξ
αυτών ασφαλίζει ένα ποσοστό ή μέρος μόνον του ασφαλιστικού σμφέροντος.

Τέλος, εκτός από την παραπάνω περίπτωση της πολλαπλής


ασφάλισης, υπάρχει και η συνασφάλιση, η οποία υφίσταται όταν υπάρχουν
23

περισσότεροι ασφαλιστές του ίδιου συμφέροντος κατά του ίδιου κινδύνου για
το ίδιο χρονικό διάστημα και το σύνολο των ασφαλιστικών ποσών δεν είναι
ανώτερο από την ασφαλιστική αξία.
Στην παραπάνω περίπτωση ο καθένας από τους ασφαλιστές
ασφαλίζει μέρος μόνο του ασφαλιστικού συμφέροντος. Η πρακτική αυτή είναι
συνηθισμένη στους μεγάλους κινδύνους προκειμένου να επιτυγχάνεται
ευρύτερη διανομή τους και να υπάρχουν μεγαλύτερες δυνατότητες
ασφαλιστικής κάλυψης.

Στην συνασφάλιση υπάρχουν τόσες ασφαλιστικές συμβάσεις όσοι είναι


οι ασφαλιστές. Σε αντίθεση με την πολλαπλή ασφάλιση, στην συνασφάλιση οι
ασφαλιστές ευθύνονται σύμμετρα ανάλογα με το ποσοστό που έχει ασφαλίσει
ο κάθε ένας.

You might also like