You are on page 1of 12

1

Ενότητα 1η

Πηγές του ελληνικού και αγγλικού δικαίου της θαλάσσιας ασφάλισης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

1. Τοποθέτηση του δικαίου της θαλάσσιας ασφάλισης στην εθνική


έννομη τάξη

Σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας το δίκαιο των θαλασσίων ασφαλίσεων


αποτελεί τμήμα του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που συμπεριλαμβάνεται
στο εμπορικό δίκαιο ως ιδιαιτέρου κλάδου του ιδιωτικού δικαίου. Ακόμη
συνδέεται άμεσα και με το ναυτικό δίκαιο το οποίο επίσης εντάσσεται στην
ευρύτερη κατηγορία του εμπορικού δικαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

1. Πηγές του δικαίου της θαλάσσιας ασφάλισης

Α. Εισαγωγή

Η γνώση των πηγών ενός κλάδου του δικαίου είναι εξαιρετικής


σημασίας, διότι με τον τρόπο αυτό καθίσταται σαφές αφενός το που
περιλαμβάνεται το δίκαιο αυτό, καθώς και το που μπορεί να ανατρέξει ο
ενδιαφερόμενος για την αντιμετώπιση νομικών ζητημάτων κατά την εφαρμογή
του.

Β. Πηγές του ελληνικού δικαίου της θαλάσσιας ασφάλισης

α) Νομοθετικές πηγές

Οι βασικότεροι νόμοι που αποτελούν το δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης είναι


ιδιωτική ασφάλιση είναι οι ακόλουθοι:
2

--Ο βασικός νόμος που ρυθμίζει τη θαλάσσια ασφάλιση στο ελληνικό δίκαιο
είναι ο ν.3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου
(ΚΙΝΔ)» (άρθρα 257-288 και 290-291 ΚΙΝΔ), τα οποία αντικατέστησαν την
παλαιά ρύθμιση του ν. ΓΨΙΖ/1910. Το άρθρο 294 ΚΙΝΔ κατάργησε ρητά το
δεύτερο βιβλίο του ΕΝ όπως είχε διατυπωθεί από το ν. ΓΨΙΖ/1910

--Ο ν.2496/1997 όπως τροποποιήθηκε από το ν. 4364/2016


Παλαιότερα πηγή του δικαίου της θαλάσσιας ασφάλισης αποτελούσε και ο
Εμπορικός Νόμος. Συγκεκριμένα βάσει του άρθρου 257 ΚΙΝΔ εφαρμόζονταν
οι διατάξεις των άρθρων 189 έως και 225 Εμπορικού Νόμου, εφόσον δεν ήταν
ασυμβίβαστες με τη θαλάσσια ασφάλιση. Εντούτοις με το άρθρο 33 παρ.2
ν.2496/1997 καταργήθηκε το ένατο κεφάλαιο του Εμπορικού Νόμου στο
οποίο περιλαμβάνονταν τα άρθρα 189 έως και 225, στα οποία παραπέμπει η
διάταξη του άρθρου 257 ΚΙΝΔ. Επειδή όμως οι καταργηθείσες διατάξεις
αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 1-33 του ν.2496/1997 θα πρέπει να γίνει δεκτό
ότι και στη θαλάσσια ασφάλιση τυγχάνουν εφαρμογής όσες διατάξεις από
αυτές είναι συμβατές με τη φύση και την ιδιαιτερότητα της θαλάσσιας
ασφάλισης μεταξύ των οποίων και αυτές που αφορούν τα ασφαλιστικά βάρη.

--Άλλοι νόμοι που ρυθμίζουν τη θαλάσσια ασφάλιση είναι οι ακόλουθοι:

----Ο ν.2932/2001 «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες


ενδομεταφορές-Σύσταση Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής
Πολιτικής-Μετατροπή Λιμενικών Ταμείων σε Ανώνυμες Εταιρίες και άλλες
διατάξεις»

----Ο ν.2881/2001 «Ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες


διατάξεις»

----Ο ν. 2743/99 «Πλοία αναψυχής και άλλες διατάξεις»


3

----Ο ν.4364/2016 που αφορά τη λειτουργία και την κρατική εποπτεία επί των
ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα

----Το ν.δ. 551/1970 που αφορά την ιδιωτική επιχείρηση ασφάλισης πλοίων
και αεροσκαφών (από αυτό καταργήθηκαν τα άρθρα 2-6 με το άρθρο 278
παρ.2 ν.4364/2016)

----Κανονισμοί και Διεθνείς συμβάσεις που αφορούν θέματα θαλάσσιας


ασφάλισης και έχουν κυρωθεί με νόμο.

Ειδικότερα:

----Η απόφαση της Νομικής Επιτροπής του Διεθνούς Ναυτιλιακού


Οργανισμού (International Maritime Organisation) με τίτλο «αποδοχή
τροποποιήσεων των περιοριστικών ποσών του Πρωτοκόλλου 1992 που
τροποποιεί τη Διεθνή Σύμβαση του 1969, αναφορικά με την αστική ευθύνη για
ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο», η οποία κυρώθηκε με το π.δ. 286/2002. Το
Πρωτόκολλο του 1992 με τη σειρά του είχε κυρωθεί με το π.δ. 197/1995

-- Η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του 2001 για την αστική ευθύνη για
ζημίες ρύπανσης από διαρροή πετρελαιοειδών και καυσίμων δεξαμενής
πλοίου, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 3393/2005, ο οποίος
τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 ν.4150/2013

--Ο ν. 4195/2013 με τον οποίο κυρώθηκε το Πρωτόκολλο του 2002 για την
Τροποποίηση της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών του 1974 σχετικά με τη
Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και των Αποσκευών τους.
Το Πρωτόκολλο αυτό είχε ως στόχο την καθιέρωση υποχρεωτικής ασφάλισης
για επιβατηγά πλοία και την αύξηση των ορίων ευθύνης των μεταφορέων.
Επίσης εισάγονται νέοι μηχανισμοί για τη διευκόλυνση των επιβατών στη
διεκδίκηση των αποζημιώσεών τους

--Συμπληρωματικά εφαρμοζόμενοι νόμοι στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης


είναι οι ακόλουθοι:
4

----Ο Αστικός Κώδικας (π.δ. 456/1984) στο μέτρο που οι διατάξεις του δεν
τροποποιούνται από ειδικές διατάξεις του ασφαλιστικού δικαίου

----Ο ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή

---Ο ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών»

Ειδικής αναφοράς χρήζει ο Κανονισμός (EK) 593/2008 του


Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17/6/2008 για το
εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) προκειμένου να γίνει
κατανοητή η αναγκαιότητα αναφοράς στις πηγές του αγγλικού δικαίου της
θαλάσσιας ασφάλισης.
Ο Κανονισμός νομική πράξη της Ένωσης με την οποία ρυθμίζονται
κατά τρόπο γενικό και απρόσωπο οι σχέσεις της Ένωσης με τα κράτη μέλη
και τους ιδιώτες. Επομένως με τον Κανονισμό θεσπίζονται διατάξεις που
ρυθμίζουν τις σχέσεις ενός ευρύτατου κα ακαθόριστου αριθμού προσώπων
και περιπτώσεων.
Επίσης ο Κανονισμός είναι δεσμευτικός τόσο για την Ευρωπαϊκή
Ένωση όσο και για τα κράτη μέλη, όπως και για τους ιδιώτες.
Ο Κανονισμός έχει άμεση εφαρμογή εντός της εθνικής έννομης τάξης
των κρατών μελών, χωρίς να είναι καταρχήν απαραίτητη η υιοθέτηση
σχετικών μέτρων από τα αρμόδια νομοθετικά όργανα των κρατών- μελών για
την ενσωμάτωσή του στο εθνικό δίκαιο.
Ο προαναφερθείς Κανονισμός (EK) 593/2008 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17/6/2008 τέθηκε σε εφαρμογή στα
κράτη-μέλη στις 7/12/2009 και ρυθμίζει το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβάσεις
που καταρτίσθηκαν μετά από την ημερομηνία αυτή.
Το άρθρο 7 του Κανονισμού (EK) 593/2008 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17/6/2008 αναφέρεται στις
ασφαλιστικές συμβάσεις και ρυθμίζει το εφαρμοστέο δίκαιο σε αυτές
ανεξάρτητα αν ο ασφαλισμένος κίνδυνος βρίσκεται ή όχι σε κράτος-μέλος ή
εκτός της επικράτειας των κρατών-μελών. Ειδικά στο άρθρο 7 παρ.1 και 2
5

ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις ασφαλιστικές συμβάσεις που καλύπτουν


μεγάλους κινδύνους.
Ορισμός της έννοιας των μεγάλων κινδύνων υπάρχει στο άρθρο 3
παρ. 27 του ν. 4364/2016. Ως τέτοιοι θεωρούνται αυτοί που κατατάσσονται
στους κλάδους «Σιδηροδρομικά οχήματα, Αεροσκάφη, Πλοία, Αστική ευθύνη
από αεροσκάφη, από θάλασσα κλπ»
Στην παρ.2 του άρθρου 7 του Κανονισμού (EK) 593/2008 του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17/6/2008 (Ρώμη Ι)
προσδιορίζεται ως εφαρμοστέο δίκαιο στις ασφαλιστικές συμβάσεις μεγάλων
κινδύνων το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη. Επομένως εάν τα μέρη έχουν
συμφωνήσει ότι η μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση που υπάγεται στην
κατηγορία αυτή θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, το δίκαιο αυτό θα είναι
εφαρμοστέο έστω και αν ο τόπος επέλευσης του κινδύνου ή η έδρα του
ασφαλιστή βρίσκονται στην Ελλάδα.
Στο μέτρο που τα μέρη δεν έχουν επιλέξει δίκαιο η σύμβαση
ασφάλισης διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο ασφαλιστής έχει τη
συνήθη διαμονή του.
Αν όμως από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι η σύμβαση
συνδέεται στενότερα με άλλη χώρα π.χ. του ασφαλισμένου κινδύνου
εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης χώρας.
Ο Κανονισμός (EK) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 17/6/2008 (Ρώμη Ι) εφαρμόζεται σε όλες τις ασφαλιστικές
συμβάσεις που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους ανεξάρτητα αν ο
καλυπτόμενος κίνδυνος ευρίσκεται σε κράτος-μέλος ή όχι.

Στις ασφαλίσεις ζημιών εκτός των μεγάλων κινδύνων, τα


συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν μεταξύ δύο δικαίων:
αα) του δικαίου οποιουδήποτε κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο κίνδυνος τη
χρονική στιγμή σύναψης της σύμβασης ή
ββ) του δικαίου της χώρας όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του

β) Εθιμικές και άλλες πηγές


6

Εκτός από τις νομοθετικές πηγές του δικαίου ιδιαίτερη σημασία έχουν
οι εθιμικές πηγές και οι εμπορικές ασφαλιστικές συνήθειες. Αυτές έχουν ως
βασικό χαρακτηριστικό το στοιχείο της καλής πίστης που είναι καθοριστικός
παράγων για τη νομιμότητα ή μη της συμπεριφοράς των ασφαλισμένων.
Η παράβαση της καλής πίστης έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του
ασφαλιστή από την ευθύνη του ή το μετριασμό αυτής.
Αντίστοιχα ισχύουν και στο αγγλικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης,
στο οποίο η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης ασκεί καθοριστική επιρροή στο
ακυρώσιμο ή μη της ασφαλιστικής σύμβασης.

γ) Συμβατικές πηγές δικαίου

Εξαιρετική σημασία κατά τη σύναψη και ερμηνεία της σύμβασης


θαλάσσιας ασφάλισης έχουν οι συμβατικές πηγές δικαίου, δηλαδή οι
ασφαλιστικοί όροι που μετά από συμφωνία των συμβαλλομένων μερών έχουν
ισχύ στις εν λόγω ασφαλιστικές συμβάσεις
Μία τέτοια συμφωνία, βάσει της οποίας η διαφορά θα διέπεται και από
τους ασφαλιστικούς όρους που έχουν, είναι ισχυρή, όταν υφίστανται διατάξεις
ενδοτικού δικαίου, οι οποίες παρέχουν το δικαίωμα στους συμβαλλομένους να
λαμβάνουν διαφορετικές αποφάσεις σε σχέση με τις προβλέψεις του νόμου.
Οι ασφαλιστικοί όροι διακρίνονται σε γενικούς και ειδικούς όρους:

αα) Γενικοί ασφαλιστικοί όροι:

i) Έννοια:

Γενικοί ασφαλιστικοί όροι είναι οι συμβατικοί έντυποι όροι που είναι


προδιατυπωμένοι μονομερώς από τους ασφαλιστές, προκειμένου να
αποτελέσουν τυπικό και ομοιόμορφο περιεχόμενο σε απροσδιόριστο αριθμό
ασφαλιστικών συμβάσεων, τις οποίες οι ασφαλιστές καταρτίζουν με τους
ασφαλισμένους.
Επίσης συντάσσονται συνήθως από έναν ασφαλιστή ή από τις ενώσεις
ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
7

Οι γενικοί ασφαλιστικοί όροι, σε αντίθεση με τους ειδικούς


ασφαλιστικούς όρους που θα αναλυθούν παρακάτω, δεν αποτελούν
αντικείμενο διαπραγμάτευσης κατά τη σύναψη της σύμβασης.
Συνήθως είναι ενσωματωμένοι σε έγγραφο. Επίσης δεν είναι
απαραίτητο να έχουν ορισμένη μορφή, αλλά μπορεί να είναι έντυποι,
δακτυλογραφημένοι ή αποτυπωμένοι σε πρόγραμμα του η/υ ή σε ακόμη και
σε σελίδα του διαδικτύου.
Η ύπαρξη γενικών ασφαλιστικών όρων σε μία σύμβαση θαλάσσιας
ασφάλισης της προσδίδει τον χαρακτήρα σύμβασης προσχώρησης υπό την
έννοια της δημιουργίας μίας έννομης τάξης για τους ασφαλισμένους, στην
οποία αυτοί πρέπει να προσχωρήσουν αν θέλουν να συνάψουν ασφαλιστική
σύμβαση.
Σύμφωνα με την Οδηγία Solvency II, η Τράπεζα της Ελλάδος ως
Εποπτική Αρχή κατόπιν σχετικής απόφασής της, η οποία δημοσιεύεται στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως έχει το δικαίωμα να απαιτεί από τις
ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζημιών την κοινοποίηση προς αυτήν των γενικών
και ειδικών ασφαλιστικών όρων των συμβάσεων υποχρεωτικής ασφάλισης,
πριν από την έναρξη εφαρμογής της (άρθρο 148 παρ.4 Ν.4364/2016)

ii) H ένταξη των γενικών ασφαλιστικών όρων στην ασφαλιστική σύμβαση:

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.4 ν.2496/1997 η ενσωμάτωση των


γενικών ασφαλιστικών όρων στην ασφαλιστική σύμβαση εξαρτάται:

aa) από τη δυνατότητα γνώσης αυτών από τον ασφαλισμένο:

Κατά την πρώτη προϋπόθεση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου


συμβολαίου θα πρέπει να υπάρχει ρητή παραπομπή και επισήμανση της
ύπαρξης γενικών ασφαλιστικών όρων.
Συγκεκριμένα στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, όπου
περιλαμβάνονται τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης θαλάσσιας
ασφάλισης, θα πρέπει να αναγράφεται ρητά ότι υπάρχουν συνημμένοι γενικοί
και ειδικοί ασφαλιστικοί όροι, οι οποίοι διέπουν τη σύμβαση και αποτελούν
ενιαίο σύνολο της αυτής.
8

Σε περίπτωση, κατά την οποία στο τέλος του ασφαλιστηρίου


συμβολαίου, υπάρχει υπογραφή του λήπτη της ασφάλισης, θεωρείται ότι η
γνώση και αποδοχή όλων των ασφαλιστικών όρων είναι αποδεδειγμένη.
Επειδή όμως το ασφαλιστικό συμβόλαιο αποτελεί έγγραφο ιδιωτικό
έγγραφο με αποδεικτικό χαρακτήρα, οι ασφαλιστικοί όροι διατηρούν την ισχύ
τους ακόμη και αν υπάρχει σιωπηρή συμφωνία σχετικά με αυτούς.
Η ύπαρξη σιωπηρής συμφωνίας τεκμαίρεται, όταν ο λήπτης της
ασφάλισης είχε γνώση ή όφειλε να έχει γνώση ή μπορούσε να λάβει με
ευχέρεια των ασφαλιστικών όρων που διέπουν τη σύμβαση θαλάσσιας
ασφάλισης (άρθρο 200 ΑΚ). Συνήθως τέτοια σιωπηρή συμφωνία θεωρείται ότι
υπάρχει, εάν ο ασφαλισμένος παρά το ότι έλαβε γνώση των συνημμένων
ασφαλιστικών όρων ή είχε δυνατότητα γνώσης αυτών δεν άσκησε το
δικαίωμα εναντίωσης που είχε εντός προθεσμίας 14 ημερών από την
παράδοση του ασφαλιστηρίου.

και

bb) από την παράδοσή τους μαζί με το ασφαλιστήριο:

Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή προϋπόθεση ο ασφαλιστής έχει την


υποχρέωση παράδοσης των ασφαλιστικών όρων στον λήπτη της ασφάλισης
το αργότερο μέχρι το χρονικό σημείο της παράδοσης του ασφαλιστηρίου.

iii) Ερμηνεία των γενικών ασφαλιστικών όρων

Για την ερμηνεία των γενικών ασφαλιστικών όρων στις συμβάσεις θαλάσσιας
ασφάλισης χρήσιμα εργαλεία μπορούν να αποτελέσουν οι διατάξεις που
περιλαμβάνονται:

aa) στο ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή (π.χ. σε περίπτωση


αμφιβολίας οι γενικοί ασφαλιστικοί όροι θα πρέπει να ερμηνεύονται υπέρ του
καταναλωτή

bb) στο ν.2496/1997


9

επίσης:

cc) οι αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που
θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 281,288,388 ΑΚ

iv) Έλεγχος των γενικών ασφαλιστικών όρων:

Το κύρος των γενικών ασφαλιστικών όρων δύναται να ελεγχθεί.


Ειδικότερα μπορεί να γίνει έλεγχος της πιθανής αντίθεσης των γενικών
ασφαλιστικών όρων σε διάταξη νόμου. Η διαπίστωση μίας τέτοιας αντίθεσης
έχει ως συνέπεια την ακυρότητα των γενικών ασφαλιστικών όρων κατά το
άρθρο 174 ΑΚ.
Επίσης για τον έλεγχο του κύρους του ασφαλιστικών όρων μιας
σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και γενικός
κανόνας του άρθρου 281 ΑΚ.

Το βάρος απόδειξης φέρει ο αντισυμβαλλόμενος που επικαλείται την


ακυρότητα του όρου.

Εάν ακυρωθεί ένας ασφαλιστικός όρος, δεν επέρχεται ακυρότητα του


συνόλου της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης, αλλά στη θέση του
ακυρωθέντος όρου τίθεται ο κανόνας ενδοτικού δικαίου που θα κάλυπτε την
συγκεκριμένη περίπτωση και δεν εφαρμόστηκε εν προκειμένω ή σε
διαφορετική περίπτωση πραγματοποιείται συμπληρωματική ερμηνεία της
σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης από το δικαστή, η οποία αφορά το
συγκεκριμένο τμήμα.

Επιπλέον, εκτός από τους προαναφερθέντες γενικούς ασφαλιστικούς


όρους, στον κλάδο ασφάλισης πλοίων σκαφών και φορτίων, αποτελεί διεθνή
συναλλακτική συνήθεια, να διέπεται η ασφάλιση και από έντυπους
κωδικοποιημένους όρους ασφάλισης, οι οποίοι έχουν εκπονηθεί, κατά
κανόνα, από το συλλογικό φορέα των Άγγλων Ασφαλιστών, δηλαδή το
10

Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters), για


το οποίο γίνεται αναλυτικά λόγος παρακάτω.

ββ) Ειδικοί ασφαλιστικοί όροι:

Ειδικοί ασφαλιστικοί όροι είναι οι έντυποι όροι που ισχύουν στη σε


συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση, μετά από συμφωνία των
συμβαλλομένων μερών και κατόπιν προηγούμενης διαπραγμάτευσης.

Γ. Πηγές του αγγλικού δικαίου της θαλάσσιας ασφάλισης

Στον κλάδο της θαλάσσιας ασφάλισης είναι συνηθισμένη η συμφωνία


βάσει της οποίας η σχετική σύμβαση θα διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και τα
έθιμα του αγγλικού εμπορίου.
Επομένως σημαντική πρακτική αξία έχει η παρουσίαση των πηγών του
αγγλικού δικαίου θαλάσσιας ασφάλισης οι οποίες είναι οι εξής:

----Ο αγγλικός νόμο περί θαλάσσιας ασφάλισης του 1906 (Marine Insurance
Act 1906)

----Ο αγγλικός νόμος περί θαλάσσιας ασφάλισης του 2015 (Marine Insurance
Act 2015) που τέθηκε σε ισχύ τον Αύγουστο του 2016 και τροποποίησε την
ΜΙΑ 1906. σκοπός της ως άνω τροποποίησης ήταν ο εκσυγχρονισμός του
νομικού πλαισίου της θαλάσσιας ασφάλισης.

Σε περίπτωση σύμβασης ναυτικής ασφάλισης που διέπεται από το


αγγλικό δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται με βάση τις διατάξεις των ως άνω νόμων για
τη ναυτική ασφάλιση.

Πηγές του αγγλικού δικαίου της θαλάσσιας ασφάλισης αποτελούν ακόμη και:
11

----το Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφόσον οι διατάξεις αυτού δεν


προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω νόμου

----η αγγλική πρακτική (English Practice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά


δικαστήρια (νομολογία) και τους Άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές
του δικαίου

--οι Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, περί
σκαφών αναψυχής, οι οποίες είναι γνωστές υπό την ονομασία «Institute
Yacht Clauses 1.11.1985». Εντούτοις οι ασφαλιστές μπορούν να
χρησιμοποιούν και δικά τους έντυπα ασφαλιστήρια συμβόλαιο και να
προσθέτουν ή να αφαιρούν όρους από το τυποποιημένο ασφαλιστήριο του
Ινστιτούτου Ασφαλιστών (ΕφΠειρ 295/2015)

Σημαντικό ρόλο στο αγγλικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης διαδραματίζουν


και:

--τα συναλλακτικά ήθη, σύμφωνα με τα οποία ρυθμίζονται ζητήματα, για τα


οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο.

Δ. Προαιρετικές και υποχρεωτικές ασφαλίσεις σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο


της θαλάσσιας ασφάλισης

Κατά κανόνα ιδιωτική ασφάλιση συνδέεται άμεσα με την ιδιωτική


αυτονομία και την ελευθερία των συμβάσεων, υπό την έννοια ότι οι
αντισυμβαλλόμενοι έχουν την ελευθερία της επιλογής του αν θα καταρτίσουν
μία ασφαλιστική σύμβαση και πότε θα το πράξουν. Επίσης έχουν ελευθερία
επιλογής των ασφαλισμένων κινδύνων.
. Εντούτοις, σε κάποιες περιπτώσεις, ο νομοθέτης επιβάλει την
υποχρέωση κατάρτισης ασφαλιστικής συμβάσεως προς αντιμετώπιση
συγκεκριμένων κινδύνων, ενώ αφήνει ελευθερία μόνο ως προς την επιλογή
της ασφαλιστικής εταιρίας.
12

Στη θαλάσσια ασφάλιση προβλέπεται νομικά η υποχρέωση ασφάλισης


στις παρακάτω περιπτώσεις:

--αστική ευθύνη για τη ρύπανση της θάλασσας με υδρογονάνθρακες από


δεξαμενόπλοια (Ν. 314/1976 όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 197/95)

--υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης πλοιοκτητών (Ν. 3450/2006 που


τροποποίησε τον Ν. 2932/2001)

--Οδηγία 2009/20/ΕΚ σχετικά με την ασφάλιση των πλοιοκτητών για ναυτικές


απαιτήσεις

--υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης για τη μετακίνηση και κυκλοφορία


επαγγελματικών σκαφών αναψυχής (Ν.2793/99)

You might also like