Professional Documents
Culture Documents
ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ AΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΩΣ ΜΕΣΟ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΤΑΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ AΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΩΣ ΜΕΣΟ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Άγγελος Κορνηλάκης
Τιμολέων Κοσμίδης
1
H KATAΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΩΣ ΜΕΣΟ
ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ
Aντί προλόγου : Σχεδιαγραμματική παρουσίαση της ύλης
A. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
i. Zητήματα ερμηνείας
2
4. Καταπιστευτική εκχώρηση απαίτησης και ενέχυρο
απαίτησης κατά το ν.δ. της 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών
διατάξεων ανωνύμων εταιρειών"
3
της Ευγενίας Φερεντίνου, μεταπτυχιακής φοιτήτριας του ΠΜΣ Αστικού, Εργατικού
και Αστικού Δικονομικού Τομέα της Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Στο δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας θίγονται ζητήματα σχετικά με την
καταπιστευτική μεταβίβαση απαιτήσεων ως μέσου εξασφάλισης απαιτήσεων. Ο
προβληματισμός εντοπίζεται, πρώτον, σε ορισμένα βασικά ζητήματα του εν λόγω
θεσμού, των οποίων η κατά προτεραιότητα οριοθέτηση κρίθηκε χρήσιμη για τη
σαφέστερη μετάβαση στις επιμέρους θεματικές (Α’ Μέρος). Στη συνέχεια,
επιχειρείται μια συγκριτική προσέγγιση του εξασφαλιστικού μέσου της
καταπιστευτικής μεταβίβασης απαιτήσεων σε σχέση με άλλους θεσμούς
εξασφάλισης των δανειστών, με σκοπό να αναδειχθούν τα κατά περίπτωση
πλεονεκτικά χαρακτηριστικά του, τα οποία επέτρεψαν, κατά την εξέλιξη της
συναλλακτικής πρακτικής, στην καταπιστευτική σύμβαση να προσλάβει πλέον
αναβαθισμένη συνθετική λειτουργία (Β’ Μέρος). Τέλος, γίνεται λόγος σχετικά με
τις περιπτώσεις όπου η εξασφαλιστική εκχώρηση απαιτήσεων χρησιμοποιείται ως
μέσο εξασφάλισης περισσότερων δανειστών του ίδιου οφειλέτη και τις
συνακόλουθες συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν κατ’ αυτήν την εκδοχή
(Γ’ Μέρος).
Η νομική συνθετότητα των αναφυόμενων ζητημάτων και η ανεπτυγμένη
επιστημονική συζήτηση και βιβλιογραφία επ΄ αυτών δεν επιτρέπουν εκ των
πραγμάτων την συνολική αναλυτική προσέγγισή τους στο πλαίσιο της παρούσας
εργασίας. Εξάλλου, η επιλογή των κατωτέρω σχολιαζόμενων νομικών ζητημάτων,
από τα πολλά τα οποία ανακύπτουν στο πεδίο της καταπιστευτικής μεταβίβασης
απαιτήσεων, έγινε με γνώμονα την ένταξη της παρούσας στην ευρύτερη θεματική
ενότητα του μαθήματος σχετικά με τους θεσμούς εξασφάλισης των απαιτήσεων
στο αστικό δίκαιο, οπότε και βαρύτητα δόθηκε στη σχέση της εξασφαλιστικής
σύμβασης αφενός με το ασφαλιζόμενο χρέος και, αφετέρου, με άλλα νομικά
εργαλεία εξασφάλισης των πιστώσεων. Συνεπώς, ορισμένα σημαντικά σημεία
προβληματισμού του δικαίου της εκχώρησης (λόγου χάρη, σχετικά με τη
4
λειτουργία της αναγγελίας στην εκχώρηση, την ικανοποίηση άλλων δανειστών του
εκδοχέα ή του εκχωρητή σε περιπτώσεις επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης σε
βάρος τους ή πτώχευσης αυτών, ή την έννομη θέση του τρίτου οφειλέτη) δεν
τυγχάνουν εν προκειμένω ιδιαίτερου σχολιασμού, παρά μόνο παρεμπίπτουσας
αναφοράς προς διαλεύκανση των επιμέρους αναπτυσσόμενων θεματικών
ενοτήτων.
Α’ ΜΕΡΟΣ
Βασικά ζητήματα του θεσμού της καταπιστευτικής μεταβίβασης απαιτήσεων
A. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
i. Οι υπό εξέταση έννομες σχέσεις
Η ανωτέρω οριοθέτηση των υπό σχολιασμό ζητημάτων εξηγείται μέσω της
απαραίτητης στο αρχικό αυτό στάδιο παρουσίασης των επιμέρους συμβάσεων, οι
οποίες εμφανίζονται κατά τη λειτουργία του θεσμού της καταπιστευτικής
εκχώρησης απαιτήσεων, με διαφορετικά η καθεμία υποκείμενα, αντικείμενο και
σκοπό. Σε ένα πρώτο στάδιο, ειδικότερα, είναι σαφές ότι εφόσον κινούμαστε στο
πεδίο προβληματισμού σχετικά με τους συμβατικούς τρόπους εξασφάλισης μιας
απαίτησης, οι συμβατικές σχέσεις που ανακύπτουν 1 είναι κατ’ αρχήν τουλάχιστον
οι εξής δύο : πρώτον, η απαίτηση που επιδιώκεται να ασφαλιστεί («ασφαλιζόμενο
χρέος»)2, και η οποία πιθανό να προέρχεται από μια πλειάδα νόμιμων και
συμβατικών αιτιών (για παράδειγμα, απαίτηση από σύμβαση πώλησης ή απαίτηση
επιστροφής ποσού δανείου), και, δεύτερον, η σύμβαση με την οποία εξυπηρετείται
ο εξασφαλιστικός στόχος του δανειστή3. Για τη δεύτερη αυτή σύμβαση, για την
οποία επίσης μπορεί να επιλεγεί από τα μέρη το αποτελεσματικότερο από την
πλειονότητα των διαθεσίμων για τα συμφέροντά τους εξασφαλιστικό μόρφωμα,
όπως θα παρουσιαστεί στη συνέχεια4, ο λόγος θα επικεντρωθεί στην
καταπιστευτική εκχώρηση απαίτησης. Το γεγονός ότι αντικείμενο της
εξασφαλιστικής σύμβασης είναι ενοχική απαίτηση προσθέτει αναγκαίως στο
πλέγμα των εξεταζόμενων έννομων σχέσεων και την τελευταία αυτήν ενοχική
5
σχέση, η οποία συνδέει τον καταπιστευτικώς μεταβιβάζοντα οφειλέτη του
ασφαλιζόμενου χρέους με ένα τρίτο πρόσωπο (τον «τρίτο οφειλέτη») έναντι του
οποίου αυτός εμφανίζεται με την ιδιότητα του δανειστή.
6
Από τις εισαγωγικές αυτές παρατηρήσεις καθίσταται φανερό ότι η
καταπιστευτική μεταβίβαση δικαιωμάτων, υπό την ειδικότερη εδώ εξεταζόμενη
περίπτωση όπου το μεταβιβαζόμενο δικαίωμα είναι ενοχική απαίτηση, αποτελεί
συμβατικό μόρφωμα των συναλλαγών9 το οποίο στοχεύει στην εξυπηρέτηση όχι
αμιγώς του επιδιώκοντος κάποιου είδους επαρκούς εξασφάλισης δανειστή, αλλά
και του ίδιου του μεταβιβάζοντος καταπιστευτικά οφειλέτη 10. Η συγκεκριμένη
παρατήρηση έχει σημασία όσον αφορά την οριοθέτηση των δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων του καταπιστευτικώς αποκτώντα, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε
συνοπτικά ανωτέρω και αναλύεται στη συνέχεια, δεσμεύεται από την
καταπιστευτική συμφωνία11 του με τον αντισυμβαλλόμενό του οφειλέτη, και
δημιουργούνται εις βάρος του ορισμένες υποχρεώσεις πρόνοιας και εξασφάλισης
του αντικειμένου της καταπιστευτικής δικαιοπραξίας.
Συνεπώς, το λεγόμενο ότι η καταπιστευτική μεταβίβαση απαιτήσεων με
σκοπό την εξασφάλιση έτερης απαίτησης του εκδοχέα έναντι του εκχωρητή είναι
“ιδιοτελής”, με την έννοια ότι συνάπτεται προς το συμφέρον του πρώτου, δεν είναι
απολύτως σαφές· οι αναλαμβανόμενες ταυτόχρονα με την κατά τα άλλα
συμφέρουσα το πρόσωπο του εκδοχέα σύμβαση καταπιστευτικής μεταβίβασης
απαίτησης υποχρεώσεις του ίδιου για επωφελή διαχείριση του δικαιώματος, το
οποίο του εκχωρείται, προσδίδουν αναγκαία στην ως άνω σύμβαση και το στοιχείο
της “διαχειριστικής” εκχώρησης12. Το στοιχείο αυτό υφίσταται καθ’ όλη τη
λειτουργία της εξασφαλιστικής σχέσης, αναδεικνύεται 13, όμως, ιδιαίτερα κατά το
χρονικό σημείο που είτε έχει ήδη επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, και ο εκδοχέας
προβαίνει στην είσπραξη της καταπιστευτικώς μεταβιβασθείσας απαίτησης στο
όνομα του, δεσμευόμενος όμως να αποδώσει το τυχόν επιπλέον ποσό στον
οφειλέτη του εκχωρητή, είτε, πόσω μάλλον, στην περίπτωση που ο ανωτέρω
κίνδυνος δεν επέρχεται καθόλου και ο εκδοχέας οφείλει να επανεκχωρήσει την
9. ό.π., σ. 35
10. ό.π., σ. 47
11. ό.π., σ. 38
12. Το στοιχείο, βέβαια, αυτό είναι το πρωτεύον στην περίπτωση της καταπιστευτικής
εκχώρηση απαίτησης με σκοπό την είσπραξή της υπέρ του εκχωρητή και την απόδοσή της σε
αυτόν, οπότε και είναι σαφές ότι εξυπηρετείται συμφέρον του εκχωρητή και όχι κάποιος
εξασφαλιστικός στόχος του εκδοχέα (διαχειριστική ή ανιδιοτελής καταπίστευση), βλ.
Μπαλής, Ενοχικόν Δίκαιον (κατά τον κώδικα), 1969, σ. 479· Κορνηλάκης, σ. 33, 37·
Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1993, σ. 613. Σχετικά με τη συγκεκριμένη περίπτωση
καταπιστευτικής εκχώρησης απαίτησης, καθώς δεν εντάσσεται στην προβληματική των
θεσμών εξασφάλισης των πιστώσεων, δεν πραγματοποιείται περαιτέρω αναφορά.
13. ό.π., σ. 48
7
απαίτηση του οφειλέτη του, όχι μόνο αυτούσια αλλά και πιθανόν ποσοτικά
προσαυξημένη κατά το ποσό των τόκων, για παράδειγμα, τους οποίους δύναται
αυτή να γεννήσει αν καταστεί εγκαίρως τοκοφόρα από ένα επιμελώς
συναλασσόμενο δανειστή14.
Καθίσταται ήδη φανερό ότι στο εξεταζόμενο μόρφωμα της καταπιστευτικής
μεταβίβασης απαιτήσεων, ουσιώδη ρόλο αναπτύσσουν οι ακόλουθες απολύτως
διακριτές μεταξύ τους συμβάσεις: αφενός, η υποσχετική ενοχική αιτιώδης
σύμβαση καταπίστευσης15, αφετέρου, η εκποιητική αναιτιώδης σύμβαση
εκχώρησης της απαίτησης16, κατά τα σχετικά άρθρα 455 επ. ΑΚ, η οποία
συνάπτεται, ταυτόχρονα με αυτήν ή μεταγενέστερα, προς εκπλήρωση 17 της
προηγούμενης υποσχετικής σύμβασης και από την σύναψη 18 της οποίας επέρχεται
το επιθυμητό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Η ακριβής επιμέρους λειτουργία και η
σχέση των συγκεκριμένων συμβάσεων έχει αποτελέσει πεδίο επίμονων
αμφισβήσεων στο χώρο της νομικής επιστήμης 19, ιδίως όσον αφορά την ισχύ της
πρώτης ως έγκυρης αιτίας συνομολόγησης της δεύτερης, και του συνακόλουθου
ζητήματος της εγκυρότητας ή μη της ίδιας, σε συνάρτηση με τον αιτιώδη ή όχι
χαρακτήρα της, στο πεδίο της καταπιστευτικής μεταβίβασης της κυριότητας
κινητών και ακίνητων πραγμάτων.
8
λειτουργία του συμβατικού δεσμού μεταξύ ασφαλειολήπτη εκχωρητή και
ασφαλειοδότη εκδοχέα· πιο συγκεκριμένα, βαρύνουσα σημασία αποδίδεται στην
πρώτη εξ αυτών, η οποία προσδιορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των
μερών, ελλείψει ρύθμισης αυτών από το νόμο. Και η υποσχετική αυτή σύμβαση
είναι αιτιώδης20, υπό την έννοια του “αιτιώδους” όπως εμφανίζεται γενικώς στις
υποσχετικές συμβάσεις, ότι δηλαδή η αιτία της εντοπίζεται αυτοτελώς στην ίδια
την υποσχετική σύμβαση, προσδίδοντας την ιδιαίτερη ταυτότητά της 21 και
διαφοροποιώντας την από τα υπόλοιπα συμβατικά μορφώματα 22.
Ειδικότερα, αιτία της υποσχετικής καταπιστευτικής σύμβασης 23, όπως έχει
διαπλαστεί δυνάμει της αρχής της ελευθερίας της ιδιωτικής αυτονομίας, αποτελεί
η εξασφάλιση απαίτησης24. Το γεγονός ότι η αιτία αυτή, με την έννοια της
πρόβλεψης της καταπιστευτικής συμφωνίας ως νομοθετικά ρυθμισμένου
συμβατικού μορφώματος, δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα κατά του κύρους
της25· εφόσον κινούμαστε ακόμη στο πεδίο συζήτησης της αιτίας της υποσχετικής
δικαιοπραξίας καταπίστευσης, γίνεται σαφές ότι το προβαλλόμενο από την
αντίθετη άποψη επιχείρημα της απαγόρευσης των καταπιστευτικών
δικαιοπραξιών, λόγω της αρχής του κλειστού αριθμού των εμπράγματων
δικαιωμάτων, εκφέρεται φανερά αλυσιτελώς26. Η εξασφάλιση μιας απαίτησης, ως
έμμεσος νομικός σκοπός, όχι μόνο δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην ρυθμιστέο πεδίο της
ως άνω αρχής, το οποίο αφορά το περιεχόμενο των εμπράγματων δικαιωμάτων,
αλλά ούτε καν λειτουργεί ως αιτία της εκποιητικής δικαιοπραξίας με την οποία
επέρχεται το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, είτε αυτήν είναι η μεταβίβαση
κυριότητας κατ’ άρθρα 1033 και 1034 ΑΚ, είτε η εκχώρηση κατ’ άρθρα 455 επ.
ΑΚ. Οι τελευταίες δικαιοπραξίες συνάπτονται, όπως όλες οι εκποιητικές
δικαιοπραξίες στο χώρο του αστικού δικαίου, causa solvendi27, συνεπώς, δε, η
9
εξασφάλιση απαίτησης, ως εξεταζόμενη causa, δεν αφορά σε καμία περίπτωση
αυτές.
Αντίθετα, αφορά, όπως αναφέρθηκε, την πλήρως διακριτή υποσχετική
καταπιστευτική συμφωνία, η διάπλαση της οποίας από την αρχή της ιδιωτικής
αυτονομίας28 συναντά ως εμπόδια μόνο τους κανόνες αναγκαστικού δικαίου και τα
χρηστά ήθη29. Στο βαθμό, επομένως, που τέτοια αντίθεση δεν καταφάσκεται από
το περιεχόμενο του έμμεσου νομικού σκοπού ως εξασφαλιστικού μιας απαίτησης,
η εγκυρότητα του δεν θα πρέπει να αμφισβητείται 30. Επιπλέον, η νομοθετική
παρέμβαση σε επιμέρους πεδία συναλλαγών έχει ήδη από πολύ παλιά
αναγνωρίσει31, εμμέσως πλην σαφώς, το θεσμό της καταπιστευτικής μεταβίβασης
δικαιωμάτων ως μια απολύτως νόμιμη και θεμιτή επιλογή εξασφάλισης των
δανειστών, ενώ, ειδικά ως προς την καταπιστευτική εκχώρηση απαιτήσεων, η
νομοθετική της αναγνώριση της εγκυρότητάς της επιβεβαιώνεται με το άρθρο
11§1 ν. 2844/200032, το οποίο προβλέποντας διατυπώσεις δημοσιότητας των
καταπιστευτικών μεταβιβάσεων επιχειρηματικών απαιτήσεων, επιβεβαιώνει,
εμμέσως βέβαια33, τη νομιμότητα της αιτίας τους.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι πρόσφατη απόφαση του
Αρείου Πάγου αναγνώρισε ρητά ως obiter dictum το νομότυπο της εξασφάλισης
μιας απαίτησης ως αιτίας μεταβίβασης ενός ενοχικού δικαιώματος. Πιο
συγκεκριμένα, η ακριβής διατύπωση της απόφασης υπ’ αριθμ. 208/2016 34 του
Δικαστηρίου έχει ως εξής : “...o αναιτιώδης όμως χαρακτήρας της συμβάσεως
εκχωρήσεως επιτρέπει τη διαμόρφωση του περιεχομένου της κατά τρόπο, ώστε τα
νομικά αποτελέσματα της εκχωρήσεως να μπορούν να βαίνουν πέρα από το σκοπό
που ενυπάρχει στην υποκείμενη της εκχωρήσεως ενοχική σύμβαση. Το σύγχρονο
συμβατικό δίκαιο στηρίχθηκε στην αξιοποίηση της νομικής αυτής δυνατότητας, ώστε
να διαπλάσει το μόρφωμα της εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, όπου η νόμιμη αιτία της
28. ό.π., σ. 59
29. ό.π., σ. 63
30. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1993, σ. 616
31. Όσον αφορά ειδικά την καταπιστευτική μεταβίβαση κυριότητας πλοίου με σκοπό την
εξασφάλιση απαιτήσεων (ΚΙΝΔ άρ. 190 εδ. α’ ).
32. Το κείμενο του άρθρου έχει ως εξής : «Ενεχύραση ή εκχώρηση επιχειρηματικών
απαιτήσεων, πλην των απαιτήσεων κατά καταναλωτών, μπορεί να υποβληθεί σε δημοσίευση,
εφόσον έχει καταρτισθεί εγγράφως. Στις απαιτήσεις που μπορεί να δημοσιευθούν
περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις προμηθευτών κατά εκδοτών πιστωτικών καρτών.»
33. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, σ. 591· Ρούσσης, Η τριχοτόμηση του
δικαίου της καταπιστευτικής μεταβίβασης κινητών και απαιτήσεων, ΧρηΔικ 2009.367
34. ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ
10
εκχωρήσεως έγκειται ακριβώς στην εξασφάλιση του εκδοχέα έναντι του κινδύνου
της μη εισπράξεως υφιστάμενου έναντι αυτού χρέους του εκχωρητή από τις μεταξύ
αυτών ενοχικές σχέσεις.”. To γεγονός, βέβαια, ότι αποδίδει τη δυνατότητα της
αναγνώρισης του κύρους της εξασφάλισης απαιτήσεων, ως αιτίας μεταβίβασης
δικαιωμάτων, στον αναιτιώδη χαρακτήτα της σύμβασης εκχώρησης δεν είναι, κατά
τη γνώμη μου, ακριβές· όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η αιτία της υποσχετικής
καταπιστευτικής δικαιοπραξίας θα πρέπει να διακρίνεται πλήρως από το επόμενο,
λογικά και νομικά, γεγονός της εκποιητικής δικαιοπραξίας, η οποία επιχειρείται
προς εκτέλεσή της και η οποία μπορεί να έχει τη μορφή είτε της εκχώρησης, όπως
στο ιστορικό της υπόθεσης που απασχόλησε τον Άρειο Πάγο, είτε της
μεταβίβασης κυριότητας πράγματος, όπως αναλύθηκε στο πρώτο μέρος της
εργασίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε ως νόμιμη αιτία η εξασφάλιση
απαίτησης, έστω και υπό την ανωτέρω διατύπωση, από το Ανώτατο Δικαστήριο με
την εν λόγω πολύ πρόσφατη απόφασή του, ενισχύει μάλλον την άποψη ότι η
συζήτηση περί της εγκυρότητας ή μη των καταπιστευτικών μεταβιβάσεων, λόγω
έλλειψης της νόμιμης αιτίας τους, θα πρέπει να εμφανίζεται σήμερα εξαντλημένη.
35. Κορνηλάκης, σ. 55
36. ό.π., σ. 37, 56· Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, σ. 599
11
ii Έννομη θέση του εκδοχέα και του εκχωρητή
Ωστόσο, η συναλλακτική πρακτική, η νομική θεωρία και η νομολογία έχουν
θέσει ορισμένους βασικούς κανόνες σχετικά με το ανωτέρω ζήτημα, οι οποίοι
κύριο προσανατολισμό έχουν, όπως είναι λογικό, την ιδιαίτερη φύση της
σχολιαζόμενης δικαιοπραξίας, ως μέσου παρέχοντος πλείονες νομικές δυνατότητες
από τις αντικειμενικά αναγκαίες για την εξυπηρέτηση του εξασφαλιστικού των
αντισυμβαλλομένων. Επομένως, γίνεται δεκτό ότι παρόλο που στο πρόσωπο του
εκδοχέα επέρχεται πλήρως το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εκποιητικής
σύμβασης εκχώρησης, κατ’ άρθρο 455 ΑΚ, οπότε αυτός καθίσταται αποκλειστικός
δικαιούχος37 της εκχωρηθείσας απαίτησης, εντούτοις δεν είναι ελεύθερος να
ασκήσει τα από αυτήν απορρέοντα δικαιώματα με τον τρόπο που μπορεί ο
εκδοχέας επί εκχώρησης απαίτησης με μη καταπιστευτικό χαρακτήρα38.
Ειδικότερα, ο εξασφαλιστικός σκοπός που υπηρετεί η σύναψη της
υποσχετικής σύμβασης καταπιστεύσεως περιορίζει τον εκδοχέα 39 όσον αφορά τη
διενέργεια πράξεων διάθεσης40 της εκχωρηθείσας απαίτησης σε τρίτα πρόσωπα,
σύστασης εμπράγματου βάρους σε αυτήν υπέρ δικού του δανειστή ή είσπραξης
της απαίτησης κατά βούληση πριν το χρόνο του ληξιπροθέσμου της
ασφαλιζόμενης απαίτησης. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις του εκδοχέα σκοπεύουν να
διαφυλάξουν την εκχωρηθείσα απαίτηση, ώστε να είναι εφικτή η αναμεταβίβασή
της στον αρχικό εκχωρητή, σε περίπτωση εξυπηρέτησης από τον ίδιο του
ασφαλιζόμενου χρέους, οπότε και, ελλείποντος πια του εξασφαλιστικού σκοπού
της καταπιστευτικής δικαιοπραξίας, ο εκδοχέας υποχρεούται σε επανεκχώρησή της
μέσω νέας εκποιητικής σύμβασης στον αρχικό εκχωρητή και έως τότε οφειλέτη
του. Η νομολογία, ακόμη, βασιζόμενη στις αρχές της καλής πίστης, οι οποίες θα
πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα μέρη με μεγαλύτερη προσοχή, δεδομένου
37. ό.π., σ. 45
38. Έτσι και η ΑΠ 1065/2009, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ, η οποία έκρινε επί υπόθεσης που αφορούσε
μεν ενέχυρο απαίτησης κατά το ν.δ. της 17.7/13.8.1923, αλλά λόγω της κοινότητας των
εννόμων αποτελεσμάτων των δύο θεσμών, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, τα
συμπεράσματά της είναι και στο σημείο αυτό χρήσιμα : «...Ως εκ τούτου η εκ του νόμου
εκχώρηση αυτή, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι φθάνει και μέχρι το σημείο να υπερακοντίζει το
σκοπό για τον οποίο συνομολογείται η ενεχύραση απαιτήσεως του οφειλέτη κατά τρίτου, που
είναι η εξασφάλιση της πιστώτριας τράπεζας, και με την έννοια αυτή δεν συνεπάγεται μια τέλεια
απόλυτη και οριστική διάθεση της απαιτήσεως προς την πιστώτρια, αλλά "περιορισμένη", που
τα αποτελέσματά της ρυθμίζονται κατά πρώτο λόγο από το ενεχυριακό δίκαιο (ειδικό και
συμπληρωματικά και το γενικό), επικουρικά δε εφόσον δεν αντιτίθενται σ' αυτό, από τις γενικές
για την εκχώρηση απαιτήσεων διατάξεις.»
39. Κορνηλάκης, σ. 34
40. ό.π., σ. 88
12
του εμπιστευτικού χαρακτήρα της καταπιστευτικής δικαιοπραξίας, έχει κρίνει πως
ο εκδοχέας υπέχει επιπλέον υποχρεώσεις επιμέλειας 41 όσον αφορά την
εκχωρηθείσα απαίτηση, για την οποία πρέπει να μεριμνήσει ώστε το κεφάλαιό της,
μαζί με τους τόκους (υπερημερίας και δικονομικούς) να αυξηθεί όσο το δυνατόν
περισσότερο, προς τον συμφέρον και του ίδιου του εκδοχέα, αλλά και του
αντισυμβαλλόμενού του εκχωρητή42. Το στοιχείο αυτό εκφράζει την
ενυπάρχουσα43 στον «ιδιοτελή» υπέρ του εκδοχέα σκοπό της εξασφαλιστικής
εκχώρησης και την υπέρ του εκχωρητή «διαχειριστική» πτυχή αυτού. Σε
41. ό.π., σ. 95
42. Σχετικά με την ανωτέρω υποχρέωση του εκδοχέα έκριναν οι υπ’ αριθμ. 1168/2015
απόφαση του Αρείου Πάγου και η υπ’ αριθμ. 1518/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, και
οι δύο δημοσιευμένες στη ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την πρώτη απόφαση,
εφόσον στην κρινόμενη έννομη σχέση «…δεν συντρέχει περίπτωση κοινής εκχώρησης των
άρθρων 455 επ. του Α.Κ. αλλά πρόκειται για καταπιστευτική εκχώρηση της απαίτησης της
ενάγουσας συνεπεία του ενεχύρου με βάση τις διατάξεις των άρθρων 35, 36, 39, 44 και 47 του
ν.δ. 17-7/13-8-1923, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχει υποχρέωση του εκδοχέα να αποδώσει
στον εκχωρητή οποιοδήποτε ποσό μετά την ολοσχερή εξόφληση της δικής του απαίτησης, της
οποίας είναι ενεχυρούχος δανειστής…. Περαιτέρω, (στην υπό κρίση υπόθεση) όφειλε ακόμη
περισσότερο η εναγομένη ως εκδοχέας, με βάση τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ενεχύρου,
σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της
εκχωρήτριας ενάγουσας και δη να καταστήσει τοκοφόρα και μάλιστα άμεσα την εκχωρηθείσα
απαίτηση με την εκ μέρους της άσκηση κύριας παρέμβασης στην εκκρεμή δίκη που είχε
ανοιχθεί με την αγωγή της ενάγουσας κατά της ασφαλιστικής εταιρείας ή τουλάχιστον με την
επίδοση εξώδικης όχλησης στην τελευταία….η δε παράλειψή της αυτή οφείλεται σε αμέλεια των
εκπροσώπων της, οι οποίοι δεν κατέβαλαν την οφειλόμενη επιμέλεια για την εξασφάλιση του
δικαιώματος της ενάγουσας για την επιστροφή του υπολοίπου ύστερα από την αφαίρεση της
απαίτησης της εναγομένης, με αποτέλεσμα να απολεσθούν δικονομικοί τόκοι για το από (….)
έως (….) χρονικό διάστημα.». Η δεύτερη απόφαση, κατά την ίδια λογική, έκρινε ότι «...
(π)εραιτέρω, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά τους ορισμούς της οποίας ο οφειλέτης έχει
υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και
τα συναλλακτικά ήθη, θεσπίζει κανόνα που προσδιορίζει τον τρόπο εκπληρώσεως της παροχής.
Η έννοια των χρηστών ηθών είναι νομική και εξετάζεται αντικειμενικώς, σύμφωνα προς την
αντίληψη του εμφρόνως σκεπτόμενου ατόμου σε σχέση με το επιτρεπτό του σκοπού και των
μέσων που χρησιμοποιήθηκαν. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα προεκτιθέμενα, ο εκδοχέας δανειστής
του άρθρου 39 παρ. 1 του ΝΔ 17.7/13.8.1923, επιδιώκοντας την ικανοποίηση του από την
ενεχυρασθείσα απαίτηση, οφείλει να επιδείξει την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές
(άρθρα 288, 330 του ΑΚ), η δε παράβαση των υποχρεώσεων του συνιστά αθέτηση συμβατικών
υποχρεώσεων και τον καθιστά υπόχρεο να αποκαταστήσει τη ζημία που τυχόν υπέστη ο
εκχωρητής από την παράβαση αυτή. Παρότι λοιπόν η εναγομένη έλαβε γνώση της εκκρεμούς
δίκης επί της αγωγής καταβολής του ασφαλίσματος….οπότε η ασφαλιστική εταιρεία επέδωσε
στην εναγομένη την ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση, η
τελευταία ολιγώρησε και δεν μερίμνησε να οχλήσει την ασφαλιστική εταιρεία, προκειμένου να
της καταβάλει εντόκως την ενεχυρασθείσα απαίτηση….Η δε παράλειψη της αυτή οφείλεται σε
αμέλεια των εκπροσώπων της, οι οποίοι δεν κατέβαλαν την οφειλόμενη επιμέλεια για την
εξασφάλιση του δικαιώματος της ενάγουσας για την επιστροφή του υπολοίπου, ύστερα από την
αφαίρεση της απαίτησης της εναγομένης, με αποτέλεσμα να απωλεσθούν δικονομικοί τόκοι για
το από (….) έως (….) χρονικό διάστημα.»
43. Κορνηλάκης, σ. 47
13
περίπτωση παράβασης των παρεπόμενων αυτών κατ’ άρθρο 288 ΑΚ 44
υποχρεώσεων του εκδοχέα, εφόσον συντρέχει και υπαιτιότητά του, αυτός υπέχει
ενδοσυμβατική υποχρέωση ανόρθωσης κάθε ζημίας 45 του εκχωρητή, η οποία
επήλθε από τη συγκεκριμένη πλημμελή διαχείριση της εκχωρηθείσας απαίτησης.
Οι ανωτέρω υποχρεώσεις του εκδοχέα σκοπεύουν να διαφυλάξουν την
εκχωρηθείσα απαίτηση, ώστε να είναι εφικτή η αναμεταβίβασή 46 της στον αρχικό
εκχωρητή, σε περίπτωση εξυπηρέτησης 47 από τον ίδιο του ασφαλιζόμενου
χρέους48, οπότε και, ελλείποντος πια του εξασφαλιστικού σκοπού της
καταπιστευτικής δικαιοπραξίας, ο εκδοχέας υποχρεούται σε επανεκχώρησή της
μέσω νέας εκποιητικής σύμβασης στον αρχικό εκχωρητή και έως τότε οφειλέτη
του. Δυνατή είναι, ωστόσο, η αυτόματη αναμετάβιβαση της εκχωρηθείσας
απαίτησης, μέσω συνομολόγησης στην εκποιητική σύμβαση διαλυτικής αίρεσης 49
με περιεχόμενο την εμπρόθεσμη εξόφληση από τον οφειλέτη του ασφαλιζόμενου
χρέους. Η τελευταία αυτή δυνατότητα προκρίνεται για την απλότητα και
αποτελεσματικότητά της, καθώς καθιστά περιττή τη σύναψη μιας νέας σύμβασης
εκχώρησης μεταξύ των μερών, με ανεστραμμένους τώρα τους ρόλους του
εκχωρητή και εκδοχέα, ενώ σαφώς εξυπηρετεί πληρέστερα τα συμφέροντα του
ασφαλειοδότη οφειλέτη, ο οποίος ως υπό αίρεση δικαιούχος προστατεύεται,
δυνάμει του άρθρου 206 ΑΚ, από κάθε κατά παράβαση της υποσχετικής σύμβασης
καταπίστευσης διάθεση της εκχωρηθείσας απαίτησης από τον ασφαλειολήπτη
εκδοχέα. Καθίσταται, επομένως, προφανές ότι η προσθήκη της ανωτέρω αίρεσης
με το συγκεκριμένο περιεχόμενο κινείται τελολογικά εγγύτερα στον
εξυπηρετούμενο με την καταπιστευτική δικαιοπραξία σκοπό και για το λόγο αυτό,
μάλιστα, έχει υποστηριχθεί ότι θα πρέπει να καταφάσκεται η ύπαρξή της σε κάθε
καταπιστευτική εκχώρηση απαίτησης με εξασφαλιστικό στόχο, ακόμη κι αν δεν
προκύπτει από την ερμηνεία της σύμβασης η πρόβλεψή της από τα μέρη 50.
44. ό.π., σ. 95
45. ό.π., σ. 89· Γεωργιάδης, Ενοχικό δίκαιο : γενικό μέρος, 2015, σ. 466
46. ό.π., σ. 47· Γεωργιάδης – Σταθόπουλος ( - Κρητικός), Αστικός Κώδιξ : ερμηνεία κατ’
άρθρο, νομολογία, βιβλιογραφία, 1997, σ. 585
47. ό.π., σ. 89 - 90
48. Η εξόφληση του ασφαλιζόμενου χρέους θα πρέπει να είναι ολοκληρωτική, καθώς, όπως
γίνεται δεκτό, ισχύει και επί καταπιστευτικής εκχώρησης απαιτήσεων η αρχή του αδιαιρέτου
του εξασφαλιστικού δικαιώματος, κατ΄ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1231 ΑΚ, βλ. ( -
Κρητικός), σ. 585
49. Μπαλής, σ. 478· ό.π., σ. 114 - 116
50. ό.π., σ. 120 - 122· Κρητικός, σ. 584
14
Στο ενδεχόμενο το ασφαλιζόμενο χρέος να μην εξυπηρετείται από τον
οφειλέτη, οπότε και αναδεικνύεται η εξασφαλιστική λειτουργία του θεσμού, η
ασφαλειολήπτης εκδοχέας, βάσει της ενοχικής καταπιστευτικής σύμβασης και της
εκτελεστικής αυτής εκποιητικής, έχει το δικαίωμα να επιδιώξει την είσπραξη 51
μόνος του, ως αποκλειστικός δικαιούχος, της εκχωρηθείσας απαίτησης, υπό την
προϋπόθεση, βέβαια, της πραγματοποίησης έως και το χρονικό εκείνο σημείο της
αναγγελίας της εκχώρησης στον τρίτο οφειλέτη. Εφόσον πετύχει την είσπραξη του
ποσού της απαίτησης από τον τελευταίο, δικαιούται να καταλογίσει 52 το ποσό αυτό
στο αντίστοιχο ύψος του ασφαλιζόμενου χρέους, και να αποδώσει το επιπλέον
στον αρχικό εκχωρητή, είτε συνάπτοντας νέα σύμβαση επανεκχώρησης του
υπόλοιπου μέρους της απαίτησης, είτε χωρίς κάποια επιπλέον πράξη του, εφόσον
έχει τεθεί σχετική διαλυτική ρήτρα στην καταπιστευτική συμφωνία, με
περιεχόμενο την επανάκτηση από τον αρχικό εκχωρητή του υπολοίπου της
εκχωρηθείσας απαίτησης μετά την ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης του
εκδοχέα από αυτήν, κατ’ αντιστοιχία με όσα λέχθηκαν ανωτέρω για την περίπτωση
μη επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.
51. ό.π., σ. 93, 96 - 97· Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1993, σ. 614 - 615
52. ό.π., 91· ( - Κρητικός), σ. 585
53. Κορνηλάκης, σ. 51, 53 - 54
54. Παπαστερίου, Επίτομο Εμπράγματο Δίκαιο, 2011, σ. 626 - 627
15
ασφαλιζόμενου χρέους και της καταπιστευτικής εκχώρησης, καταφάσκουν τη
δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 181 ΑΚ, σε περίπτωση ακυρότητας της
ασφαλιζόμενης απαίτησης. Παρ’ ότι, δηλαδή, οι δύο συμβάσεις διακρίνονται
σαφώς υπό αυστηρό νομικό πρίσμα, η οργανική τους αλληλεξάρτηση από
συναλλακτική σκοπιά επιτρέπει εν προκειμένω τη θεώρησή τους ως ένα “ενιαίο
νομικό γεγονός”, ώστε η ακυρότητα της απαίτησης του δανειστή να οδηγεί, κατ’
άρθρο 181 ΑΚ, σε ακυρότητα και της επιχειρούμενης από αυτόν εξασφαλιστικής
της συμφωνίας55.
55. Κορνηλάκης, σ. 53
56. ό.π., σ. 52
57. ό.π., σ. 91
58. ό.π., σ. 98
16
της ιδιότητας αυτής, κατ’ αντιστοιχία με τα γενόμενα δεκτά στις περιπτώσεις
ενεχύρασης πράγματος ή απαίτησης βάσει των διατάξεων του ΑΚ, καθώς το
γεγονός αυτό έχει αναγκαίως επέλθει κατά το χρόνο λήξης του ασφαλιζόμενου
χρέους, για την ακρίβεια, δε, επήλθε ήδη κατά την κατάρτιση της εκποιητικής
σύμβασης καταπιστεύσεως ως αναγκαία συνέπεια πλήρωσης της νομοτυπικής
μορφής της, οπότε και ο εκδοχέας / ασφαλήπτης δανειστής κατέστη δικαιούχος της
εκχωρούμενης απαίτησης, πλήρης μεν, προσωρινός δε λόγω των περιεχόμενων
στην υποσχετική καταπιστευτική σύμβαση περιορισμών.
Ενόψει της ανωτέρω παρατήρησης, το πρόβλημα της απαγόρευσης της lex
commisoria επί της εξασφαλιστικής μεταβίβασης απαίτησης τοποθετείται στην
αναζήτηση της ισορροπίας των αντιτιθέμενων συμφερόντων εκδοχέα /
ασφαλειολήπτη δανειστή και εκχωρητή / ασφαλειοδότη οφειλέτη, όπως αυτά
ειδικώς σκοπείται να εξυπηρετηθούν μέσω της κατάρτισης μιας καταπιστευτικής
δικαιοπραξίας, υπό τον υπαρκτό όμως περιορισμό αναγκαστικού δικαίου, ο οποίος
εκφράστηκε εν προκειμένω με τη θέσπιση μιας ευρύτερου ρυθμιστικού
βεληνεκούς απαγόρευσης, εν είδει γενικής αρχής, με στόχο την προστασία του
παραχωρούντος την ασφάλεια οφειλέτη, δηλαδή της απαγόρευσης της lex
commissoria. Πράγματι, καθολικώς αναγνωρίζεται η ομοιότητα της
προστατευτέας θέσης του οφειλέτη επί ενεχύρασης απαίτησής του κατά τρίτου,
οπότε και ισχύει ευθέως η διάταξη του άρθρου 1239 ΑΚ, κατά παραπομπή από το
άρθρο 1256 ΑΚ, και επί καταπιστευτικής εκχώρησης απαίτησής του υπέρ
ορισμένου δανειστή του, με σκοπό την εξασφάλιση χρέους του προς τον
τελευταίο, το οποίο πιθανόν να υπολείπεται σημαντικά του ύψους της απαίτησής
του κατά του τρίτου οφειλέτη, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης
ενεχύρου ή εκχώρησης αντίστοιχα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, πειστικότερη εμφανίζεται η άποψη 59 ότι στο μέτρο
που ασφαλιζόμενη και εκχωρούμενη απαίτηση αλληλοκαλύπτονται ποσοτικά,
τυχόν συμφωνηθείσα καταπιστευτική ρήτρα δε θίγει τα συμφέροντα του εκχωρητή
ασφαλειοδότη, εξυπηρετεί δε αποτελεσματικότερα και ταχύτερα τα συμφέροντα
των μερών, στο μέτρο που, βάσει της καταπιστευτικής συμφωνίας, ο εκδοχέας,
59. Κρατούσα, βέβαια, είναι η αντίθετη άποψη, η οποία θεωρεί σε κάθε περίπτωση άκυρη τη
lex commisoria, με το επιχείρημα ότι το άρθρο 1239 ΑΚ εισάγει ως γενική αρχή, με σκοπό
την προστασία της έννομης θέσης του οφειλέτη, την απαγόρευση αυτής σε κάθε είδους
εξασφαλιστικές συμφωνίες, βλ. Σταθόπουλος, Η απαίτηση ως μέσο χρηματοδότησης,
ΕπισκΕΔ 1997.6 - 7· ο ίδιος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1993, σ. 615· Γεωργιάδης, Η
εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, σ. 601
17
μετά τη λήξη του ασφαλιζόμενου χρέους και τη μη εξυπηρέτησή του από τον
εκχωρητή οφειλέτη, θα καθίστατο ο ίδιος οριστικός δικαιούχος της εκχωρούμενης
απαίτησης, χωρίς να υπέχει μάλιστα καμία περαιτέρω υποχρέωση επανεκχώρησης
μέρους της αρχικώς εκχωρηθείσας απαίτησης, στο ύψος που αυτήν δεν υπερβαίνει
το ασφαλιζόμενο χρέος60. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτήν, με βάση την ερμηνεία
της αληθούς βούλησης των μερών, ο δικαιολογητικός λόγος προστασίας του
ασφαλειοδότη οφειλέτη, που οδήγησε στην παραδοχή της απαγόρευσης της lex
commissoria ως μιας γενικής δικαιϊκής αρχής απουσιάζει· επομένως, τα μέρη
εγκύρως εξ αρχής συμφωνούν την οριστική διατήρηση, εν προκειμένω, δηλαδή, τη
διατήρηση της εκχωρηθείσας απαίτησης χωρίς τους περιορισμούς της ενοχικής
καταπιστευτικής συμφωνίας, ώστε ο εκδοχέας να καθίσταται οριστικός δικαιούχος
της εκχωρηθείσας απαίτησης κατά το χρόνο που το ασφαλιζόμενο χρέος καταστεί
ληξιπρόθεσμο61.
Συνεπώς, πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της lex commissoria στην
περίπτωση της καταπιστευτικής εκχώρησης απαίτησης προς εξασφάλιση του
εκδοχέα / δανειστή, εμφανίζεται υπό την εκδοχή το ασφαλιζόμενο χρέος να
υπολείπεται κατ’ αξία σε σχέση με το ύψος της εκχωρούμενης απαίτησης, οπότε
και καθίσταται προφανές ότι συντρέχει ο προστατευτικός λόγος της σχολιαζόμενης
απαγόρευσης62. Αλλά, ακόμη, και σε αυτές τις περιπτώσεις, ορθότερο κρίνεται η
απαγόρευση και η επακόλουθη λόγω αυτής ακυρότητα, κατ’ άρθρα 174 και 180
ΑΚ, να αφορά μόνο το υπερβάλλον του ασφαλιζόμενου χρέους ποσό της
εκχωρηθείσας απαίτησης και όχι το υπόλοιπο, ως προς το οποίο οι χρηματικές
απαιτήσεις αλληλοκαλύπτονται. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, ο
καταπιστευτέος όρος κρίνεται, κατόπιν ερμηνείας της βούλησης των μερών,
μερικώς μόνον άκυρος, κατ’ άρθρο 181, ώστε ο εκδοχέας να αποκτά οριστικά την
εκχωρηθείσα απαίτηση στο ύψος που αρκεί για την ικανοποίηση της
ασφαλιζόμενης απαίτησής του κατά του εκχωρητή, να υποχρεούται δε να
επανεκχωρήσει στον τελευταίο, βάσει των προβλεπόμενων στην καταπιστευτική
σύμβαση, το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του κατά του τρίτου οφειλέτη.
18
B’ ΜΕΡΟΣ
H καταπιστευτική εκχώρηση απαιτήσεων σε σύγκριση με άλλους τρόπους
εξασφάλισης του δανειστή
63. Το ανωτέρω φαινόμενο ο Σταθόπουλος αποδίδει στα συγγράματά του με τον όρο
«ασφαλειοποίηση των απαιτήσεων», βλ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1993, σ. 611·
ο ίδιος, Η απαίτηση ως μέσο χρηματοδότησης, ΕπισκΕΔ 1997.3
19
συχνότητα· οι τράπεζες, κατά τη χορήγηση πιστώσεων, αναζητούν τρόπους
εξασφάλισης ανεξαρτήτως της ιδιότητας του αντισυμβαλλομένου τους ως ιδιώτη ή
ως επιχείρησης. Ωστόσο, όσον αφορά συγκεκριμένα τον εξεταζόμενο εδώ τρόπο
εξασφάλισης μέσω της καταπιστευτικής μεταβίβασης απαιτήσεων, αυτός
εκδηλώνει τη χρησιμότητα του κατά κύριο λόγο στις περιπτώσεις όπου ο τρόπος
παραγωγής των απαιτήσεων επιτρέπει την κατ’ επανάληψη και με υπολογίσιμη
οικονομική αξία δημιουργία τους. Είναι λογικό, επομένως, τα συγκεκριμένα
κριτήρια να πληρούνται στο πεδίο της επιχειρηματικής δραστηριότητας και όχι σε
αυτό της ιδιωτικής δράσης, όπου η απαίτηση, ως οικονομικό μέγεθος, προφανώς
δε φέρει, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Συνεπώς, η καταπιστευτική εκχώρηση απαίτησης, ως μέσο εξασφάλισης,
αναπτύσσει τη δυναμική της στο πεδίο εκείνο όπου η εκχωρούμενη απαίτηση 64
είναι, κατά τη χρησιμοποιούμενη νομική ορολογία, “επιχειρηματική”, δηλαδή ο
αρχικός δανειστής της και καταπιστευτικώς μεταβιβάζων είναι επιχείρηση.
64. Οι απαιτήσεις που διαθέτει μια επιχείρηση κατά τρίτων, υφιστάμενες ή και μέλλουσες,
πιθανό να αποτελούν μάλιστα το σπουδαιότερο, από οικονομική άποψη, μέρος του
κεφαλαίου της, ελλείψει, για παράδειγμα, ακίνητης περιουσίας, βλ. Σταθόπουλος, Η απαίτηση
ως μέσο χρηματοδότησης, ΕπισκΕΔ 1997.3
65. Για την έννοια της άμεσης πίστωσης, η οποία ενδιαφέρει εν προκειμένω εφόσον
παρέχεται από τραπεζικό ίδρυμα, βλ. Γεωργιάδης Α., Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, σ.
1-6
20
διαμόρφωσαν μια πλειάδα εξασφαλιστικών μέσων, τα οποία, δυνάμει των
επιμέρους βασικών χαρακτηριστικών λειτουργιών τους, εντάσσονται σε
περισσότερες κατηγορίες και εξυπηρετούν παραλλάσσουσες εξασφαλιστικές
ανάγκες.
Έτσι, ο ενδιαφερόμενος δανειστής έχει τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα
στους κλασικούς θεσμούς της εμπράγματης και προσωπικής ασφάλειας και τις μη
τυποποιημένες νομοθετικά μορφές εξασφάλισης μέσω καταπιστευτικής
μεταβίβασης δικαιωμάτων (κυριότητας και ενοχικών απαιτήσεων) 66. Η εκ πρώτης
όψεως παρεχόμενη, βέβαια, πλειονότητα επιλογών σε αφηρημένο επίπεδο υπέρ
του δανειστή είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μάλλον φαινομενική· η
εξατομικευμένη εξέταση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη
είναι εκείνη η οποία θα καταδείξει τις πιθανές εξασφαλιστικές επιλογές του
δανειστή, οι οποίες πράγματι σε κάθε επιμέρους περίπτωση υπόσχονται αυξημένο
επίπεδο προστασίας του από τον κίνδυνο μη ανταπόκρισης του πρώτου στις
υποχρεώσεις του. Με άλλα λόγια, η τελική επιλογή του δανειστή θα γίνει μεταξύ
των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση νομικών εργαλείων τα οποία ταιριάζουν
σε σχέση με το δυνάμενο να προσφερθεί από τον οφειλέτη προς εξασφάλισή του
περιουσιακό αντικείμενο.
Θέτοντας ως στόχο, επομένως, την επίτευξη της μέγιστης προσφορότητας
του εκάστοτε εξασφαλιστικού μέσου, ανάλογα με το περιουσιακό στοιχείο ή την
περιουσιακή κατάσταση (στην περίπτωση της προσωπικής ασφάλειας) που
εξετάζεται να αποτελέσει το αντικείμενο της εξασφαλιστικής συμφωνίας δανειστή
και οφειλέτη, μπορούμε να καταλήξουμε στα κατωτέρω συμπεράσματα σχετικά με
το πότε η καταπιστευτική μεταβίβαση απαιτήσεων, ως μέσο εξασφάλισης, είναι
πιθανότερο να επιλεγεί από ένα λογικά σκεπτόμενο δανειστή.
66. Ο Χελιδόνης εντάσσει στην τελευταία αυτή κατηγορία των άτυπων εξασφαλιστικών
συμφωνιών και την πώληση με επιφύλαξη παρακράτησης της κυριότητας, βλ. Χελιδόνης, σ.
772.
67. Κορνηλάκης, σ. 43
21
πρόθυμο να εγγράψει εμπράγματο βάρος επ’ αυτού, κατ’ άρθρο 1265 περ. β’ ΑΚ,
και άρα η δυνατότητα εγγραφής του εν λόγω βάρους αποκλείεται εκ των
προτέρων. Ωστόσο, πιθανό είναι να απαντά πληρέστερα στα συμφέροντα των
μερών, για παράδειγμα σε περιπτώσεις που το ασφαλιζόμενο χρέος δεν ειναι
υψηλό ή οι συναλλακτικές σχέσεις των μερών περισσότερο στενές και
εμπιστευτικές, η καταπιστευτική μεταβίβαση μιας απαίτησης του οφειλέτη να
ικανοποιεί καλύτερα τις επιδιώξεις αμφότερων των μερών, παρόλη την πιθανή
ύπαρξη ακίνητης περιουσίας· ο δανειστής, αφενός, αποφεύγει τα έξοδα και τη
διαδικασία εγγραφής του βάρους, αφετέρου δε, λόγω της έλλειψης υποχρέωσης
τήρησης διατυπώσεων δημοσιότητας επί αυτού του είδους εξασφάλισης, ο
οφειλέτης εξακολουθεί να εμφανίζεται συναλλακτικά ως κύριος ακινήτου
ελεύθερου βαρών (ή τουλάχιστον μη έτι επιβαρυμένων).
68. Κορνηλάκης, σ. 42
69. Γεωργιάδης, Ο ν. 2844/2000 για το ενέχυρο χωρίς παράδοση της κατοχής και άλλες
πιστωτικές συμβάσεις, ΧρΙΔ 2001.7
22
εφόσον πληρούνται τα αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια εφαρμογής του
νόμου70, εγκύρως διατηρεί τη νομή του πράγματος και μετά τη σύσταση της
εμπράγματης ασφάλειας επ’ αυτού71. Ωστόσο, οι διατυπώσεις δημοσιότητας72 που
κατ’ επιταγή του νόμου συνοδεύουν τη συγκεκριμένη μορφή εξασφάλισης
πίστωσης θα αποτελέσουν κατά πάσα πιθανότητα τον ανασχετικό παράγοντα στην
επιδίωξη των μερών για διακριτικότητα και απλότητα της διαδικασίας
πιστοδότησης και εξασφάλισης, οδηγώντας εν τέλει αυτά στην καταπιστευτική
εκχώρηση απαίτησης ως μορφής εξασφάλισης ικανής να παράσχει τα ανωτέρω
πλεονεκτήματα.
70. Εφόσον, δηλαδή, βάσει του άρθρου 1§1 ν. 2844/2000, «… αν δανειστής και οφειλέτης
είναι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες και η ασφάλεια παρέχεται για τις ανάγκες της επιχείρησης
ή του επαγγέλματος του οφειλέτη.»
71. Ρούσσης, Η τριχοτόμηση του δικαίου της καταπιστευτικής μεταβίβασης κινητών και
απαιτήσεων, ΧρηΔικ 2009.361
72. Απαιτείται, ως συστατικό στοιχείο της σύμβασης ενεχύρου, η καταχώριση στο ειδικό
τηρούμενο βιβλίο του ενεχυροφυλακείου της σύμβασης ενεχύρασης και η σύνταξη σχετικής
έκθεσης κατάθεσης από τον αρμόδιο ενεχυροφύλακα, κατ΄ άρθρο 3§§1 - 2 ν. 2844/2000. Βλ.
και ό.π., σ. 359· Γεωργιάδης, Ο ν. 2844/2000 για το ενέχυρο χωρίς παράδοση της κατοχής και
άλλες πιστωτικές συμβάσεις, ΧρΙΔ 2001.9
73. ( - Κρητικός), σ. 584
74. Για το λόγο αυτό επαναλαμβάνεται στην πλειονότητα των σχετικών νομικών κειμένων ότι
οι νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με το ενέχυρο απαίτησης θα πρέπει να αξιοποιηθούν
ερμηνευτικά προς πλήρωση των ρυθμιστέων ζητημάτων που προκύπτουν κατά τη λειτουργία
της καταπιστευτικής εκχώρησης απαιτήσεων, ελλείψει πρόβλεψης από το νόμο σχετικών
διατάξεων για την ίδια. Βλ. όμως και την ορθή παρατήρηση του Κορνηλάκη ότι ακριβώς την
εφαρμογή των διατάξεων για το ενέχυρο απαίτησης επιχείρησαν τις περισσότερες φορές να
αποφύγουν οι αντισυμβαλλόμενοι καταφεύγοντας στην καταπιστευτική εκχώρηση αυτής,
Κορνηλάκης, σ. 56
75. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, σ. 590· ο ίδιος, Ενοχικό δίκαιο : γενικό
μέρος, 2015,σ. 465 - 466· ( - Κρητικός), σ. 588 - 589
23
εκχώρησης απαίτησης είναι άτυπη ενώ ως προς τη σύμβαση σύστασης ενεχύρου
το άρθρο 1247 εδ. γ’ ΑΚ απαιτεί τη σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου ή
ιδιωτικού βέβαιης χρονολογίας76. Ακόμη, επί ενεχύρου σε απαίτηση, το άρθρο
1248 ΑΚ, απαιτεί γνωστοποίηση της ασφαλιστικής σύμβασης στον τρίτο οφειλέτη,
οπότε και το πλεονέκτημα της διατήρησης μυστικότητας, την οποία προσφέρει η
καταπιστευτική εκχώρηση απαίτησης χωρίς αναγγελία στον τρίτο οφειλέτη δεν
υφίσταται77. Παράλληλα, στο στάδιο της είσπραξης της απαίτησης από τον
εξασφαλισμένο δανειστή, ο θεσμός της καταπιστευτικής εκχώρησης απαιτήσεων
προέχει καταφανώς σε απλότητα, καθώς ο εκδοχέας νομιμοποιείται να την
εισπράξει ατομικά ως πλήρης δικαιούχος 78, ενώ ο ενεχυρούχος δανειστής
δεσμεύεται στην τήρηση των προϋποθέσεων των άρθρων 1252 – 1254 ΑΚ, ανά
περίπτωση ανάλογα αν η ενεχυρασθείσα απαίτηση είναι χρηματική ή όχι και
ληξιπρόθεσμη ή μη79. Κατόπιν της ανωτέρω σύγκρισης, η υπεροχή του θεσμού της
καταπιστευτικής εκχώρησης απαιτήσεων έναντι της ενεχυρίασης αυτών, βάσει των
διατάξεων του Αστικού Κώδικα, καθίσταται εμφανής80.
76. Κορνηλάκης, σ. 43
77. Υποστηρίζεται, ωστόσο, και η άποψη ότι είναι εφικτή η συμφωνία μεταξύ δανειστή και
οφειλέτη με περιεχόμενο την παράλειψη της γνωστοποίησης του άρθρου 1248 ΑΚ, στη βάση
επιχειρημάτων σχετικά με τη λειτουργική εξομοίωση της ως άνω γνωστοποίησης με την
αναγγελία της εκχώρησης κατ΄ άρθρα 460 – 461 ΑΚ και του ενδοτικού χαρακτήρα της
τελευταίας, βλ. Παπαδημητρόπουλος, Ο ενδοτικός χαρακτήρας της αναγγελίας ως
προϋπόθεσης για την εκχώρηση απαιτήσεων (άρθρο 460 ΑΚ), ΕφΑΔ 2010.782 - 783
78. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, σ. 600
79. Κορνηλάκης, σ. 43 - 44
80. Ρούσσης, σ. 366
81. Προϋπόθεση νομότυπης σύναψης της σύμβασης ενεχύρου σε απαίτηση κατά το
συγκεκριμένο νομοθετικό διάταγμα είναι ο δανειστής να έχει τη μορφή τραπεζικής ανώνυμης
εταιρίας ή άλλου επιχειρηματικού αντικειμένου ανώνυμης εταιρίας, κατόπιν ειδικής άδειας
στη δεύτερη περίπτωση. Περισσότερα ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του ν.δ.
της 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιρειών", βλ. Πιτσιρίκος,
Ιδιαιτερότητες στην παροχή ασφάλειας με δανειστή ή ασφαλειοδότη Τράπεζα, ΠειρΝομ
2012.137
24
περιπτώσεις επέρχεται, ως έννομο αποτέλεσμα, η εκχώρηση της απαίτησης του
ασφαλειοδότη κατά του τρίτου οφειλέτη στον ασφαλειολήπτη δανειστή 82, ο οποίος
μάλιστα σε αμφότερες τις εκδοχές δεσμεύεται 83 να επανεκχωρήσει την απαίτηση
σε περίπτωση εξόφλησης του ασφαλιζόμενου χρέους 84. Καθίσταται, εμφανής,
επομένως, η ομοιότητα του εξασφαλιστικού αποτελέσματος των ανωτέρω θεσμών,
παγίως δε αυτήν επαναλαμβάνεται στις σχετικές δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες
αντιμετωπίζουν τους δύο θεσμούς ως λειτουργικά ταυτόσημους 85. Χαρακτηριστική
επί του ζητήματος είναι η υπ΄ αριθμ. 1576/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, η
οποία έκρινε ότι σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης ενεχύρου απαίτησης
κατά το ν.δ. της 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιρειών",
λόγω μη πραγματοποίησης της απαραίτητης επίδοσης στον τρίτο οφειλέτη
αντιγράφου της ενεχυρικής σύμβασης κατ΄ άρθρο 39§§2-3 του νομοθετικού
διατάγματος, είναι εφικτή86 η ισχύς της συμφωνίας των μερών ως καταπιστευτικής
εκχώρησης απαίτησης87, οπότε και η παράλειψη της ως άνω επίσημης
82. Παπανικολάου, σ. 327
83. Σταθόπουλος, Η απαίτηση ως μέσο χρηματοδότησης, ΕπισκΕΔ 1997.9
84. Σύμφωνα με την ΑΠ 1576/ 2014, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ : «…ο ενεχυρούχος δανειστής θεωρείται
νομέας της ενεχυρασθείσας απαίτησης και δικαιούται κατά το άρθρ. 44 του ως άνω ν.δ/τος να
την εισπράξει, υποχρεούμενος όμως κατά τις διατάξεις των άρθρ. 1224 και 1256 ΑΚ, να τη
διαφυλάττει μέχρι να τότε, ώστε να μη επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωσή της,
αν δε από πταίσμα του προκαλέσει την απόσβεση ή αποδυνάμωση της απαίτησης πριν από την
είσπραξή της και συνεπώς ζημία στον ενεχυραστή, δικαιούται ο τελευταίος αποζημίωσης. Σε
κάθε περίπτωση η ως άνω από το νόμο εκχώρηση της ενεχυρασθείσας απαίτησης δεν πρέπει να
υπερακοντίζει το σκοπό για τον οποίο συμφωνήθηκε και με την έννοια αυτή …. αν αποσβεσθεί
το ασφαλιζόμενο χρέος πριν από την είσπραξη της απαίτησης, δικαιούται ο ενεχυραστής να
ζητήσει την επανεκχώρηση σ' αυτόν της απαίτησης, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 1232 του
ΑΚ.»
85. Από την πρόσφατη νομολογία, βλ. ΑΠ 1168/2015, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 108/2016, ΤΠΝ
ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 168/2017, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ
86. Παρότι η δικαστική απόφαση δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 182 ΑΚ, είναι προφανές ότι
η ισχύς της άκυρης σύμβασης ενεχύρασης απαίτησης ως καταπιστευτικής εκχώρησης αυτής
καταφάσκεται ως μετατροπή άκυρης σύμβασης σε έγκυρη κατά τα οριζόμενα στο ως άνω
άρθρο του Αστικού Κώδικα.
87. Ειδικότερα, η απόφαση έκρινε ότι : «…μολονότι στις ως άνω πρόσθετες πράξεις, όπως και
στη μισθωτική σύμβαση των διαδίκων, η εκχώρηση των όποιων απαιτήσεων της
αναιρεσείουσας από τη σύμβαση αυτή χαρακτηρίζεται ως εκχώρηση λόγω ενεχύρου κατά την
έννοια του ν.δ/τος 17.7/13.8.1923, που σημαίνει ενεχύραση των σχετικών απαιτήσεών της προς
την κυπριακή εταιρεία και συνακόλουθα την εκχώρησή τους από το νόμο, οπότε όμως δεν
αρκεί ο παραπάνω τρόπος γνωστοποίησης της εκχώρησης..., αλλά θα έπρεπε να επιδοθεί σ'
αυτόν και αντίγραφο της σύμβασης ενεχύρασης, εντούτοις το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι τελικά
μεταξύ της αναιρεσείουσας και της κυπριακής εταιρείας leasing καταρτίσθηκε κοινή εκχώρηση
κατά την έννοια του άρθρ. 455 ΑΚ προς εξασφάλιση των χρηματικών απαιτήσεων της δεύτερης
κατά της πρώτης, δηλαδή έγινε καταπιστευτική εκχώρηση, γι' αυτό και έκρινε ακολούθως ότι
δεν ήταν αναγκαία για την ολοκλήρωσή της η επίδοση στον Σ. Σ. και στην αναιρεσίβλητη
αντιγράφου της σύμβασης ενεχύρασης, αλλά αρκούσε η απλή προς αυτούς αναγγελία της
εκχώρησης.»
25
γνωστοποίησης στον τρίτο οφειλέτη δεν επιδρά στο κύρος της εξασφαλιστικής
συμφωνίας. Επομένως, τελικό σημείο διαφοροποίησης μεταξύ των δύο
εξασφαλιστικών μέσων, και άρα βαρύνον στοιχείο σχετικά με την επιλογή της
καταπιστευτικής εκχώρησης απαίτησης αντί της ενεχυρίασης αυτής, εμφανίζεται
πάλι η δυνατότητα διατήρησης της μυστικότητας της πρώτης, μέσω της
παράλειψης της αναγγελίας στο τρίτο οφειλέτη για ορισμένο χρονικό διάστημα ή η
πλήρης παράλειψή της εφόσον αυτός έχει λάβει γνώση της εξασφαλιστικής
σύμβασης με άλλον τρόπο88, η οποία, σε αντίθεση με την απαραίτητη κατά το
νομοθετικό διάταγμα γνωστοποίηση89, δεν επιδρά στο κύρος της εξασφαλιστικής
συμφωνίας.
88. Όπως στο ιστορικό της παρατιθέμενης απόφασης του Αρείου Πάγου, όπου ο τρίτος
οφειλέτης γνώριζε την εκχώρηση της απαίτησης, καθώς συμμετείχε κατά τη σύναψή της
υπογράφοντας τη σχετική σύμβαση.
89. Παπανικολάου, σ. 327
90. Κορνηλάκης, σ. 42
91. Οπότε και ενεργοποιείται η δυνατότητα του δανειστή, κατά τα συμβατικώς οριζόμενα στη
σύμβαση καταπιστεύσεως, να εισπράξει την εκχωρηθείσα απαίτηση.
92. Ο οποίος, βέβαια, θα έχει μετά βεβαιότητας προκαταβολικά παραιτηθεί από την ένσταση
διζήσεως, κατ’ άρθρο 855 ΑΚ, κατά την παγίως συνομολογούμενη ρήτρα ευθύνης του σε
26
οφειλέτης της εκχωρούμενης απαίτησης; Η απάντηση, επίσης μπορεί να εξαρτηθεί
και από το αν η εκχωρούμενη απαίτηση ή εκείνη η οποία αποτελεί το αντικείμενο
της εγγυητικής σύμβασης έχει υψηλότερες πιθανότητες εισπραξιμότητας, επειδή,
λόγου χάρη, είναι εφικτή για αυτήν η έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά τα άρθρα
623 επ. ΚΠολΔ, ή είναι εξοπλισμένη με πραγματοπαγή δικονομικά προνόμια. Σε
αυτές τις περιπτώσεις, βάσει του κανόνα της μεταβίβασης των παρεπόμενων
δικαιωμάτων μαζί με την εκχωρούμενη απαίτηση, κατ’ άρθρο 458 ΑΚ 93, ο
δανειστής πιθανό να προτιμήσει να αποκτήσει μια ήδη “εξοπλισμένη” απαίτηση,
παρά έναν επιπλέον οφειλέτη, ευθυνόμενο έστω και με το σύνολο της περιουσίας
του, ως προς τον οποίο όμως η εκτελεστική διαδικασία μπορεί να αποβεί
περισσότερο χρονοβόρα ή και ατελέσφορη.
όλες τις τραπεζικές συμβάσεις, οπότε και η αξίωση του δανειστή κατ’ αυτού θα είναι ευθεία.
93. ( - Κρητικός), σ. 594 - 596
27
οφειλέτης παραμένει ενήμερος προς το ασφαλειολήπτη δανειστή όσον αφορά το
ασφαλιζόμενο χρέος (μυστικότητα ως προς τον τρίτο οφειλέτη)94.
Ως προς το πρώτο σκέλος (μυστικότητα ως προς τους τρίτους), η εν λόγω
δυνατότητα υφίστατο εξ αρχής ελλείψει σχετικής υποχρέωσης από το νόμο,
διατηρείται δε και μετά την εφαρμογή του νόμου 2844/2000, ο οποίος, στα άρθρα
10 έως 15, προέβλεψε τη δημιουργία ενός προαιρετικού 95 συστήματος
δημοσιότητας των ανωτέρω συμβάσεων, εφόσον το αντικείμενο της
εξασφαλιστικής συμφωνίας είναι επιχειρηματική απαίτηση 96. Η τήρηση ενός
υποχρεωτικού συστήματος δημοσιότητας των πραγματοποιούμενων εκχωρήσεων
θα επέλυε τις εμφανιζόμενες συγκρούσεις δικαιωμάτων των περισσότερων
εξασφαλισμένων δανειστών97, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, θα στερούσε,
ωστόσο από τον εν λόγω θεσμό το σημαντικότερό του πλεονέκτημα 98, κατά τα όσα
σχολιάστηκαν ανωτέρω. Συνεπώς, ο νομοθέτης με την εισαγωγή ενός
προαιρετικού συστήματος δημοσιότητας φάνηκε να αξιολογεί ως προέχον το
τελευταίο αυτό στοιχείο, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό τη χρησιμότητα του
θεσμού, ως ενός ιδιαιτέρως μάλιστα αποτελεσματικού για ορισμένο δανειστή
εξασφαλιστικού μέσου.
Ως προς το δεύτερο σκέλος (μυστικότητα ως προς τον τρίτο οφειλέτη),
αναφορά γίνεται κατωτέρω στην παράγραφο 2 του ίδιου κεφαλαίου («H
καταπιστευτική εκχώρηση με διατήρηση της εξουσίας εισπράξεως της απαίτησης
στο πρόσωπο του εκχωρητή»).
28
συνόλου των μελλοντικών100 επιχειρηματικών απαιτήσεων και στην
καταπιστευτική εκχώρηση χωρίς άμεση χρονικά πραγματοποίηση της αναγγελίας
στον τρίτο οφειλέτη, υπό τις ειδικότερες μορφές της σιωπηρής ή τη
αποδυναμωμένης εκχώρησης, όπως αναλύονται στη συνέχεια.
Η δυνατότητα καθολικής εκχώρησης των μελλοντικών απαιτήσεων μιας
επιχείρησης κατά πελατών της προς την πιστοδότριά της τράπεζα είναι μια μορφή
εξασφάλισης η οποία συνδυάζει σημαντικά πλεονεκτήματα 101 και για τα δύο
συμβαλλόμενα μέρη και για το λόγο αυτό άλλωστε η μέσω της συναλλακτικής
πρακτικής διαμόρφωσή της δεν έχει αμφισβητηθεί από την νομολογία 102, όσον
αφορά το στοχείο της ελλιπούς εξειδίκευσης του αντικειμένου της εξασφαλιστικής
συμφωνίας, δηλαδή την εκ των πραγμάτων αναπόφευκτη αοριστία των
εκχωρούμενων μελλοντικών απαιτήσεων103. Ειδικότερα, είναι εφικτή η εκ των
προτέρων εκχώρηση του συνόλου104 των μελλοντικών απαιτήσεων μιας
επιχείρησης απέναντι στους πελάτες της προς την τράπεζα από την οποία
προσδοκά να αντλήσει πίστωση, ώστε να εκκινήσει ή να επεκτείνει την
επιχειρηματική της δραστηριότητα. Η κατάφαση αυτής της δυνατότητας
προϋποθέτει βέβαια το επιτρεπτό της σύναψης της σύμβασης καταπιστευτικής
εκχώρησης με αντικείμενο απλώς οριστό 105· με άλλα λόγια, κατά το χρόνο
σύναψης, δεν είναι δυνατή η εξειδίκευση της ταυτότητας ούτε των μελλοντικών
πελατών της επιχείρησης / τρίτων οφειλετών των εκχωρούμενων απαιτήσεων, ούτε
βέβαια και το ακριβές ύψος των ίδιων των εκχωρούμενων απαιτήσεων 106. Η
29
καταπιστευτική σύμβαση καταρτίζεται, επομένως, κατά το προγενέστερο αυτό
χρονικό σημείο, υπό την αναβλητική αίρεση δικαίου 107 της γέννησης των
εκχωρούμενων απαιτήσεων κατά την μετέπειτα επαγγελματική δραστηριοποίηση
της πιστούχου επιχείρησης, οπότε και αναπτύσσει αυτή πλήρως τα αποτελέσματά
της108, τα οποία όμως ανατρέχουν στο προγενέστερο χρονικό σημείο σύναψης της
εκποιητικής σύμβασης εκχώρησης109.
Είναι προφανή τα πλεονεκτήματα του ανωτέρω συμβατικού μορφώματος
τόσο για την πιστοδότρια τράπεζα όσο και για την πιστούχο εταιρία· η πρώτη
αφενός αποκτά δικαίωμα επί απαιτήσεων με αδιαμφισβήτητη χρονική
προτεραιότητα, ώστε στην περίπτωση που οι ίδιες απαιτήσεις εκχωρηθούν εκ νέου
από τον οφειλέτη σε τρίτους δανειστές του (π.χ. σε προμηθευτές της επιχείρησής
του) αυτή ως πρώτη εκδοχέας, υπό την αναβλητική αίρεση της γέννησης της
απαίτησης, να καθίσταται ουσιαστικός δικαιούχος της απαίτησης αναδρομικά,
αποκλείοντας τους μεταγενέστερους πιθανούς εκδοχείς της ίδιας απαίτησης.
Συνεπώς, στο μείζον πρακτικό ζήτημα της πολλαπλής εκχώρησης της ίδιας
απαίτησης, το οποίο στην πράξη εμφανίζεται μεταξύ τραπεζών και προμηθευτών
επιχείρησης ως πρώτων και μεταγενέστερων εκδοχέων110, με την πολλαπλώς
εκχωρηθείσα απαίτηση να συνίσταται στην απαίτηση του επιχειρηματία οφειλέτη
για καταβολή τιμήματος από συμβάσεις πώλησης 111, η αρχική πιστούχος τράπεζα
έχει το προβάδισμα στην ικανοποίηση.
απαιτήσεις μπορεί να γίνει αναγγελία και στο μελλοντικό οφειλέτη, εφόσον αυτός είναι ήδη
γνωστός.». Βλ. και Γεωργιάδης, Ο ν. 2844/2000 για το ενέχυρο χωρίς παράδοση της κατοχής
και άλλες πιστωτικές συμβάσεις, ΧρΙΔ 2001.14 - 15· ο ίδιος, Η εξασφάλιση των πιστώσεων,
2008, σ. 596
107. Γεωργιάδης, Ο ν. 2844/2000 για το ενέχυρο χωρίς παράδοση της κατοχής και άλλες
πιστωτικές συμβάσεις, ΧρΙΔ 2001.16
108. Χελιδόνης, σ. 779
109. Κορνηλάκης, σ. 58
110. Αναλυτική παρουσίαση του συγκεκριμένου ζητήματος, με παράθεση της πλειονότητας
των προτεινόμενων λύσεων, βλ. Χελιδόνης, σ. 782 επ.
111. Ειδική πρόβλεψη για τον τρόπο ικανοποίησης των περισσότερων δανειστών
(προμηθευτών και άλλων δανειστών – κυρίως Τραπεζών) του εμπόρου σε αυτήν την
περίπτωση πολλαπλής εκχώρησης, η οποία προκύπτει κατά τη παράλληλη χρήση των θεσμών
της προεκχώρησης ομάδας απαιτήσεων μιας επιχείρησης και της σύναψης σύμβασης
πωλήσεων από την ίδια με τον όρο της παρατεινόμενης επιφύλαξης κυριότητας, περιέχεται
στο άρθρο 13§3 ν. 2844/2000, το οποίο ειδικά ορίζει ότι «Εφόσον η εκχώρηση ή ενεχύραση
έχει ως αντικείμενο το αντάλλαγμα από περαιτέρω εκποίηση, εκ μέρους του εκχωρητή ή
ενεχυραστή, εμπορευμάτων που ο εκδοχέας ή ενεχυρούχος δανειστής του είχε προμηεύσει με
πίστωση, το δικαίωμα του προμηθευτή στο αντάλλαγμα προηγείται και προγενέστερων
δικαιωμάτων σε αυτό. Την ίδια προτεραιότητα έχουν, ανεξάρτητα από δημοσίευση και οι κατά
το άρθρο 1063 του Αστικού Κώδικα απαιτήσεις του προμηθευτή που έχασε την κυριότητα του
πράγματος εξαιτίας ένωσης, ανάμιξης, επεξεργασίας ή μετάπλασης.»
30
2. H καταπιστευτική εκχώρηση με διατήρηση της εξουσίας εισπράξεως της
απαίτησης στο πρόσωπο του εκχωρητή
Η ανωτέρω περιγραφόμενη μορφή εξασφάλισης με καταπιστευτική
μεταβίβαση μελλοντικών απαιτήσεων είναι εφικτό να συνδυαστεί 112 και με την
ακόλουθη ειδικότερη μορφή του ίδιου τρόπου εξασφάλισης, ο οποίος βέβαια
μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των μερών και αυτοτελώς. Ειδικότερα, είναι πιθανό
τα μέρη να κρίνουν ότι τα συμφέροντά τους πληρέστερα εξυπηρετούνται με την
διατήρηση στον εκχωρητή της εξουσίας είσπραξης στο όνομά του και διαχείρισης
της εκχωρούμενης απαίτησης από τον ίδιο, ώστε να εμφανίζεται αυτός στις
συναλλαγές ως δικαιούχος της απαίτησης 113, αποκρυπτομένης της εξασφαλιστικής
σύμβασης για όσο χρόνο τουλάχιστον δεν επέρχεται ο ασφαλιστικός κίνδυνος, για
όσο χρόνο ο εκχωρητής δηλαδή μένει ενήμερος ως προς το ασφαλιζόμενο χρέος 114.
Η εν λόγω επιδίωξη είναι δυνατό να υλοποιηθεί με τα ακόλουθα δύο νομικά
εργαλεία, οπότε και λαμβάνει αντίστοιχα το χαρακτηρισμό, αφενός, της σιωπηρής,
αφετέρου, της αποδυναμωμένης εκχώρησης : πρώτον, το επιδιωκόμενο
αποτέλεσμα είναι δυνατό να επέλθει με την παροχή εξουσιοδοτήσεως 115 από τον
εκδοχέα προς τον εκχωρητή, υπό την έννοια του άρθρου 239 εδ. α’ ΑΚ, προς
είσπραξη της εκχωρούμενης απαίτησης στο όνομά του («σιωπηρή εκχώρηση»).
Δεύτερον, είναι δυνατό να συμφωνηθεί από τα μέρη αναβλητική αίρεση 116 επί της
εκποιητικής δικαιοπραξίας εκχώρησης117 με περιεχόμενο τη μη επέλευση του
31
μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εκποιητικής δικαιοπραξίας για όσο χρόνο ο
εκχωρητής εξυπηρετεί το ασφαλιζόμενο χρέος («αποδυναμωμένη εκχώρηση»).
Ο συγκεκριμένος τύπος εξασφαλιστικής εκχώρησης εμφανίζεται στις
περιπτώσεις όπου κρίνεται προς το συμφέρον των μερών να παραμείνει η
εντύπωση στους τρίτους συναλλασσόμενους με τον εκχωρητή, οι οποίοι ως επί το
πλείστον θα ανήκουν στον κύκλο της επιχειρηματικής δράσης του 118 (π.χ. οι
πελάτες ενός εμπόρου), ότι ο τελευταίος παραμένει δικαιούχος των επίμαχων
απαιτήσεών του προς αυτούς και, συνεπώς, εγκύρως αυτός, αφενός, επιδιώκει την
είσπραξή τους, αυτοί δε, ως οφειλέτες, ορθώς καταβάλλοντας σε αυτόν,
απαλάσσονται119.
Σημείο σύγκλισης των ανωτέρω υπό νομικών μεθοδεύσεων, και
επιδιωκόμενος από ασφαλειοδότη εκχωρητή και ασφαλειολήπτη εκδοχέα στόχος,
είναι να διατηρεί ο πρώτος την εξουσία διαχείρισης των εκχωρούμενων
απαιτήσεων, οι οποίες όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, γεννώνται κατά την
άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και είναι, προφανώς, προς το
συμφέρον αμφότερων των μερών να εμφανίζεται ο εκχωρητής στις εξωτερικές του
σχέσεις ως δικαιούχος των απαιτήσεων 120, ώστε να καθίσταται εφικτή η συνέχιση
και επέκταση, μέσω της χορηγηθείσας χρηματοδότησης, από τον ίδιο του
επιχειρηματικού του έργου, από το προϊόν δε της άσκησης της εν λόγω
επιχειρηματικής δραστηριότητας να εξυπηρετεί το ασφαλιζόμενο χρέος, προς το
συμφέρον και του πιστοδότη εκδοχέα121.
Γ’ ΜΕΡΟΣ
Ιδιαιτερότητες της καταπιστευτικής μεταβίβασης απαιτήσεων ως
εξασφαλιστικού μέσου επί πλειονότητας δανειστών
32
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας εργασίας, η καταπιστευτική
μεταβίβαση απαίτησης ως μέσο εξασφάλισης εντάσσεται στην ομάδα μη
ρυθμισμένων νομοθετικά δικαϊικών μορφωμάτων και θεσμών εξασφαλιστικών των
απαιτήσεων122, οι οποίοι έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό της εξασφαλιστικής
λειτουργίας τους την πλήρη διάθεση ενός μεταβιβαστού δικαιώματος 123. Το βασικό
αυτό χαρακτηριστικό τους, δηλαδή η ολοκληρωτική μεταβίβαση ενός
απαλλοτριωτού δικαιώματος του οφειλέτη προς το δανειστή με σκοπό την
εξασφάλιση μιας απαίτησης από άλλη αιτία του τελευταίου απέναντι στον πρώτο,
διακρίνει με σαφήνεια τους ανωτέρω τύπους συμβατικής εξασφάλισης από τους
υπόλοιπους κλασικούς τρόπους εξασφάλισης απαιτήσεων, οι οποίοι ρυθμίζονται
αναλυτικά στο νόμο και έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό τους την δημιουργία στο
πρόσωπο του δανειστή ενός – αυτόνομου και γεννημένου με την ίδια την
εξασφαλιστική συμφωνία - δικαιώματος αξίας επί του δικαιώματος ή του
πράγματος που αποτελεί το αντικείμενο της εξασφαλιστικής συμφωνίας και όχι,
βέβαια, τη μεταβίβαση σε αυτόν λόγω ειδικής διαδοχής του ίδιου του δικαιώματος
επί του αντικειμένου της εξασφαλιστικής συμφωνίας.
122. Ο Χελιδόνης εντάσσει σε αυτή την κατηγορία την καταπιστευτική μεταβίβαση του
δικαιώματος κυριότητας, την καταπιστευτική μεταβίβαση απαίτησης, κυρίως με τη μορφή
της καθολικής εκχώρησης μελλοντικών επιχειρηματικών απαιτήσεων και την παρατεινόμενη
επιφύλαξη κυριότητας, βλ. Σταθόπουλος, Η απαίτηση ως μέσο χρηματοδότησης, ΕπισκΕΔ
1997.19 - 20· Χελιδόνης, Η σύγκρουση της καθολικής καταπιστευτικής εκχώρησης
απαιτήσεων με την παρατεινόμενη επιφύλαξη κυριότητας, ΕλλΔνη 1995.772 σημ. 1
123. Χελιδόνης, σ. 772 σημ. 1
33
χαρακτηριστικό – και σημείο διάκρισης από την εξασφάλιση μέσω
καταπιστευτικής μεταβίβασης δικαιώματος – είναι ότι το δικαίωμα που
προσφέρεται από τον οφειλέτη προς σύσταση του δικαιώματος αξίας επ’ αυτού
εξακολουθεί να παραμένει νομικά στην περιουσιακή του σφαίρα· με άλλα λόγια,
για παράδειγμα, στην περίπτωση σύστασης ενεχύρου επί απαίτησης με βάση τις
γενικές διατάξεις του ΑΚ, δικαιούχος της απαίτησης που αποτελεί το αντικείμενο
της εμπράγματης ασφάλειας εξακολουθεί να παραμένει ο ενεχυράζων οφειλέτης
και όχι φυσικά ο ενεχυρούχος δανειστής, ο οποίος απλώς καθίσταται δικαιούχος
του εμπράγματου δικαιώματος του ενεχύρου επί της απαίτησης και βάσει αυτού
προσβλέπει στην προνομιακή του ικανοποίηση από το προϊόν της πιθανής στο
μέλλον ρευστοποίησής του.
Αντίθετα, επί καταπιστευτικής μεταβίβασης απαίτησης, ως μορφής
εξασφάλισης των πιστώσεων, βασικό λειτουργικό στοιχείο της εμφανίζεται η
πλήρης αποξένωση του οφειλέτη από την ιδιότητα του δικαιούχου της
εκχωρούμενης απαίτησης, η οποία πια αποκτάται ολοκληρωτικά, με τη σύναψη
και μόνο της σύμβασης εκχώρησης, από τον εκδοχέα / ασφαλειολήπτη δανειστή,
ενώ η δυνατότητα επανάκτησης της εν λόγω ιδιότητας από τον εκχωρητή οφειλέτη
επαφίεται, αφενός στην εξυπηρέτηση από τον ίδιο του ασφαλιζόμενου χρέους,
αφετέρου δε στην μη παραβίαση από τον εκδοχέα των συμβατικών του
υποχρεώσεων που πηγάζουν από την ενοχική καταπιστευτική σύμβαση, και,
ειδικότερα, στην τήρηση από αυτόν της υποχρέωσης μη περαιτέρω διάθεσης της
εκχωρηθείσας απαίτησης. Το γεγονός αυτό, της διαδοχής δηλαδή των δικαιούχων
της απαίτησης, ως τρόπος εξασφάλισης μιας έτερης απαίτησης του δανειστή,
αποτελεί τη θεμελιώδη διαφορά της μορφής εξασφάλισης, η οποία συνιστά το
αντικείμενο της παρούσας εργασίας, από άλλες μορφές εξασφάλισης των
απαιτήσεων, όπως σχολιάστηκε ανωτέρω, όπου μιας τέτοιας μορφής διαδοχή δε
λαμβάνει χώρα.
34
πλέον αμφισβητούμενο, από άποψη νομικών λύσεων, πεδίο προβληματισμού κατά
την αναζήτηση του προσφορότερου τρόπου εξασφάλισης του δανειστή κατά τη
χορήγηση από αυτόν πίστωσης. Το πεδίο αυτό, βέβαια, δεν είναι άλλο από την
παραχώρηση του αυτού αντικειμένου από τον οφειλέτη σε περισσότερους
δανειστές του, προς εξασφάλιση δηλαδή περισσότερων παραχωρούμενων προς
αυτών πιστώσεων.
35
του, καθώς αυτός δεν είναι πλέον δικαιούχος αυτής της απαίτησης και βάσει του
θεμελιώδους κανόνα του αστικού δικαίου περί αδυναμίας διάθεσης ενός
δικαιώματος από μη δικαιούχο (nemo plus juris ad alium transferre potest, quam
ipse habet) εμποδίζεται να τη μεταβιβάσει. Εξάλλου, όσον αφορά τη μεταβίβαση
των απαιτήσεων, δεν είναι εφικτή η καλόπιστη κτήση τους σε περίπτωση
μεταβίβασης από μη δικαιούχο, κατ’ αντιστοιχία με την καλόπιστη κτήσης
κυριότητας κινητού πράγματος κατ’ άρθρο 1036 ΑΚ, ο δικαιολογητικός λόγος
θέσπισης του οποίου (τεκμήριο κυριότητας λόγω της νομής του πράγματος) δεν
εμφανίζεται στο επίπεδο των απαιτήσεων127.
Επομένως, στο εξεταζόμενο πεδίο, το πρόβλημα της σύγκρουσης των
δικαιωμάτων περισσότερων δανειστών, στο οποίο προσδόθηκε η χαρακτηριστική
ορολογία “εξασφαλιστική σύγκρουση”128, εμφανίζεται με σαφώς διαφορετική
διάσταση· όχι ως πρόβλημα μερικής ικανοποίησης των εξασφαλισμένων
δανειστών από το αντικείμενο της εξασφάλισης, λόγω διαδοχής στη σειρά τάξεων,
αλλά ως το οξύτερο πρόβλημα της ολικής μη ικανοποίησης από το αντικείμενο της
καταπιστευτικής σύμβασης. Εφόσον, δηλαδή, έχει προηγηθεί χρονικά 129 η σύναψη
της εκποιητικής καταπιστευτικής εκχώρησης μιας απαίτησης σε ένα δανειστή,
γεγονός το οποίο ο δεύτερος δανειστής κατά κανόνα θα αδυνατεί εκ των
πραγμάτων να γνωρίζει, ελλείψει συστήματος δημοσιότητας των σχετικών
μεταβιβάσεων130, η προσδοκία του επόμενου δανειστή του ίδιου οφειλέτη για
εξασφάλισή του μέσω της ίδιας απαίτησης, η οποία εκχωρήθηκε σε αυτόν
καταπιστευτικά, όμως και άκυρα κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ματαιώνεται πλήρως.
Συνεπώς, το κριτήριο προτεραιότητας εν προκειμένω τίθεται με βάση την αρχή της
χρονικής προτεραιότητας με βάση την αναγγελίας της εκχώρησης131.
Μόνη περίπτωση εν μέρει ικανοποίησης περισσότερων καταπιστευτικώς
εξασφαλισμένων δανειστών εντοπίζεται κατά την πολλαπλή εκχώρηση
μελλοντικών απαιτήσεων με τέλεση της αναγγελίας από όλους πριν τη γέννηση
127. Σταθόπουλος, Η απαίτηση ως μέσο χρηματοδότησης, ΕπισκΕΔ 1997.18· Χελιδόνης, σ.
782
128. Χελιδόνης, σ. 773
129. Σταθόπουλος, Η απαίτηση ως μέσο χρηματοδότησης, ΕπισκΕΔ 1997.21
130. Η γνώση των τρίτων δανειστών σχετικά με το γεγονός της εκχώρησης δεν μπορεί να
εξασφαλιστεί ούτε προς την κατεύθυνση του πορισμού πληροφοριών για αυτή από τον τρίτο
οφειλέτη, στον οποίο αναγγέλθηκε πιθανό αυτήν, καθώς, όπως γίνεται δεκτό, αφενός, ο
τελευταίος δεν υποχρεούται να παράσχει σχετικές πληροφορίες, αφετέρου, δε ούτε η
αναγγελία ως νομικό γεγονός σκοπεύει στη δική τους ενημέρωση, βλ. σχετικά , Η αναγγελία
στην εκχώρηση απαιτήσεων, Παπαδημητρόπουλος, ΕφΑΔ 2010.773 – 774, 780
131. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1998, σ. 621
36
των απαιτήσεων, όσο δηλαδή ήρτηται η αναβλητική αίρεση γέννησης της
απαίτησης για την επέλευση του έννομου αποτελέσματος των οι εκποιητικές
εκχωρήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρχή της χρονικής προτεραιότητας
δεν μπορεί να λειτουργήσει, καθώς η αναδρομική ενέργεια των αναγγελιών των
περισσότερων εκδοχέων σχετικά με την ίδια μελλοντική απαίτηση αναγκαστικά
ανατρέχει στο μοναδικό χρονικό σημείο γέννησής της. Για την άρση του
προβλήματος της ταυτόχρονης απόκτησης της ίδιας απαίτησης από περισσότερους
εκδοχείς, γίνεται δεκτή αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1301 ΑΚ, το οποίο
ρυθμίζει τη σύμμετρη ικανοποίηση πλειόνων ενυπόθηκων δανειστών132.
Βάσει των ανωτέρω, καθίσταται σαφής η δυσμενής θέση του δανειστή ο
οποίος πίστευσε ότι ο οφειλέτης του είναι όντως δικαιούχος της εκχωρούμενης
απαίτησης και με το κίνητρο αυτό προχώρησε στην πιστοδότησή του,
προσδοκώντας την απόκτηση από αυτόν, έστω και υπό τους περιορισμούς της
καταπιστευτικής δικαιοπραξίας, της ιδιότητας του δικαιούχου της εκχωρηθείσας
απαίτησης. Η διακινδύνευση των συμφερόντων των τρίτων δανειστών προκύπτει
εντονότερη μάλιστα στις ανωτέρω περιγραφόμενες ειδικές περιπτώσεις
καταπιστευτικής εκχώρησης απαιτήσεων 133, όπου το μείζον εξασφαλιστικό
πλεονέκτημα του ενός δανειστή, ο οποίος θέτει τους επιμέρους όρους στην
καταπιστευτική συμφωνία, οι οποίοι προσδίδουν στις συγκεκριμένες συμβάσεις
την ιδιαιτερότητά τους, κατ΄ ανάγκη λειτουργεί εις βάρος των υπόλοιπων
δανειστών του ίδιου οφειλέτη, οι οποίοι συνήψαν αντίστοιχα εξασφαλιστικές
συμβάσεις εκχώρησης της ίδιας απαίτησης μεταγενέστερα. Πιθανή αντιμετώπιση
προφανών αδικιών, τις οποίες μπορεί να προκαλέσει η ανωτέρω μορφή
εξασφάλισης, εντοπίζεται, κατά μια άποψη, στη δυνατότητα αναγνώρισης της
ακυρότητας της καταπιστευτικής σύμβασης, με την οποία εκχωρήθηκε μεγάλο
ποσοστό ή και το σύνολο των απαιτήσεων μιας επιχείρησης, ως αντίθετης στα
χρηστά ήθη, κατ΄ άρθρο 178 ΑΚ134, με το στοιχείο της ανηθικότητας να
εντοπίζεται στην υπερ-εξασφάλιση ενός μόνο δανειστή (εν προκειμένω, των
τραπεζών) σε προφανή δυσαναλογία σε σχέση με τους υπόλοιπους δανειστές του
37
ίδιου προσώπου, το δικαιολογημένο συμφέρον εξασφάλισης των οποίων
παραμερίζεται πλήρως135.
135. Σχετικά με το σύνολο των προταθέντων λύσεων, στο πεδίο της γερμανικής νομικής
βιβλιογραφίας κυρίως, βλ. Χελιδόνης, σ. 782 επ.
38
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Γεωργιάδης Απ., Ο ν. 2844/2000 για το ενέχυρο χωρίς παράδοση της κατοχής και
άλλες πιστωτικές συμβάσεις, ΧρΙΔ 2001.7 επ.
Γεωργιάδης Απ. , Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008
Γεωργιάδης Απ. , Ενοχικό δίκαιο : γενικό μέρος, 2015
Γεωργιάδης Απ. – Σταθόπουλος Μ., Αστικός Κώδιξ : ερμηνεία κατ’ άρθρο,
νομολογία, βιβλιογραφία, 1997
Κλαβανίδου Δ. – Παπαστερίου Δ., Δίκαιο της Δικαιοπραξίας, 2008
Κορνηλάκης Π., Η καταπιστευτική εκχώρηση των απαιτήσεων, 1978
Μπαλής Γ., Ενοχικόν Δίκαιον (κατά τον κώδικα), 1969
Παπαδημητρόπουλος Αν., Ο ενδοτικός χαρακτήρας της αναγγελίας ως προϋπόθεσης
για την εκχώρηση απαιτήσεων (άρθρο 460 ΑΚ), ΕφΑΔ 2010.768 επ.
Παπανικολάου Π., Η επιφύλαξη στον εκχωρητή της εξουσίας εισπράξεως (ιδίως επί
εξασφαλιστικής εκχωρήσεως), ΕλλΔνη 2011.309 επ.
Παπαστερίου Δ., βλ. και Κλαβανίδου Δ.– Παπαστερίου Δ.
Παπαστερίου, Επίτομο Εμπράγματο Δίκαιο, 2011
Πιτσιρίκος Ι., Ιδιαιτερότητες στην παροχή ασφάλειας με δανειστή ή ασφαλειοδότη
Τράπεζα, ΠειρΝομ 2012.135 επ.
Ρούσσης Δ., Η τριχοτόμηση του δικαίου της καταπιστευτικής μεταβίβασης κινητών
και απαιτήσεων, ΧρηΔικ 2009.359 επ.
Σταθόπουλος Μ., Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1993
Σταθόπουλος Μ., Η απαίτηση ως μέσο χρηματοδότησης, ΕπισκΕΔ 1997.3 επ
Σταθόπουλος Μ., βλ. και Γεωργιάδης Απ. – Σταθόπουλος Μ.
Χελιδόνης Απ., Η σύγκρουση της καθολικής καταπιστευτικής εκχώρησης απαιτήσεων
με την παρατεινόμενη επιφύλαξη κυριότητας, ΕλλΔνη 1995.771 επ.
39