You are on page 1of 2

ΕΝ ΤΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ

(υπόδειγμα για την προετοιμασία του oral commentary)

§1 Το ιστορικοφανές ποίημα του Καβάφη «Εν τω μηνί Αθύρ» ανήκει σε δύο


ξεχωριστά υποσύνολα της καβαφικής ποίησης:

 ένα από τα 12 καβαφικά επιτύμβια για νέους (φανταστικά πρόσωπα) που


χάθηκαν χωρίς να γνωρίσουν την ασχήμια και τη φθορά των γηρατειών.
 ένα από τα 18 ποιήματα με τη μετρική και οπτική ιδιομορφία του λευκού
κενού που χωρίζει δύο στίχους, έναν 6σύλλλαβο και έναν 7σύλλαβο (εξαίρεση
το ποίημα «Ομνύει»), τοποθετημένους δίπλα-δίπλα.

§2 Θεωρείται από τα εντελέστερα δείγματα της τέχνης του Καβάφη. Για τον Ζήσιμο
Λορεντζάτο είναι «ο πυρήνας του πυρήνα της καβαφικής ποίησης», στην έκδοση
Αποστολίδη χαρακτηρίζεται το «πιο αρτιωμένο αισθητικά» από τα επιτύμβια.
Λέγεται ότι και ο ίδιος ο ποιητής ήταν ενθουσιασμένος με το δημιούργημά του:
«Πάρτο καημένε, αυτό το αριστούργημα, πάρτο γιατί μου καίει τα χέρια! (Στον
Στέφανο Πάργα, μαρτυρία Γιάγκου Πιερίδη).
§3 Ο Καβάφης σύνθεσε το ποίημα ως χριστιανικό επιτύμβιο. Ο τίτλος, όμως,
επαναλαμβάνει τους στ. 3 και 21, όπου αναφέρεται ο Αθύρ, τρίτος μήνας (Οκτ.-Νοε.)
στο αρχαίο αιγυπτιακό ημερολόγιο (Αθώρ θεά των τάφων και του
έρωτα). Η επανάληψη είναι εύγλωττη. Η χριστιανική ταυτότητα του Λεύκιου και τα
ίχνη του παγανιστικού παρελθόντος του παρατίθενται έντεχνα στο επίγραμμα και
παραπέμπουν στον μεταβατικό χαρακτήρα της πρωτοχριστιανικής περιόδου και στη
γνωστή αντίθεση της καβαφικής ποίησης: εθνικός ≠ χριστιανός.
§4 Το ποίημα θεματοποιεί την πράξη της ανάγνωσης και, συγκεκριμένα, δύο εκδοχές
ανάγνωσης:

 ανάγνωση του παρελθόντος από τον πρωτοπρόσωπο ομιλητή προσωπείο


του ποιητή-ιστορικού Καβάφη.
 Ανάγνωση της ποίησης από τον αναγνώστη.

Το παρόν του ομιλητή είναι και παρόν του αναγνώστη. Οι ενεστωτικοί χρόνοι είναι
σαφείς. Διαβάζουμε συγχρόνως με το ποιητικό εγώ την αρχαία πέτρα (πβ.
«Καισαρίων»). Απόντες σε αυτή τη διαδικασία είναι ο πλασματικός συγγραφέας του
επιτύμβιου και ο πεθαμένος Λεύκιος (να σχολιάσω τη σημειολογία του ονόματος). Τι
μαθαίνουμε γι’ αυτούς; Φαίνεται ότι ο συγγραφέας του επιγράμματος δεν ακολουθεί
τη στερεότυπη μορφή των χριστιανικών επιτύμβιων (όνομα του αποθανόντος,
ηλικία, ημερομηνία θανάτου και τυπική φράση παρηγοριάς), αλλά το ύφος των
υστεροελληνιστικών επιγραμμάτων (ανυπόκριτη έκφραση συναισθημάτων και
πένθους). Όσο για τον Λεύκιο μαθαίνουμε ότι ήταν ένας αλεξανδρινός νέος που

[1]
πέθανε χριστιανός στα 27 του. Οι συνδηλώσεις της αλεξανδρινής καταγωγής του
—ομορφιά, νιότη, αισθητικές και αισθησιακές επιδόσεις, έντονη φιλήδονη ζωή με
τίμημα τον πρόωρο θάνατο— δημιουργούν δραστική αντίστιξη με την χριστιανική
επίκληση στον στ. 2 (πβ. και «Ιγνατίου τάφος»).
§5 Η πράξη της ανάγνωσης προβάλλει ως διαδικασία αποκρυπτογράφησης.
Κυριαρχείται από αβεβαιότητα και δυσκολία. Η ανατροπή της κανονικής
συντακτικής σειράς στον στ. 1 «με δυσκολία διαβάζω» και, κυρίως, τα φθαρμένα,
ελλείποντα μέρη του επιγράμματος υπογραμμίζουν το κοπιαστικό εγχείρημα.
Θραύσματα λέξεων, ακρωτηριασμένες φράσεις που ο πρωτοπρόσωπος ομιλητής
προσπαθεί να συμπληρώσει μέσα στις αγκύλες, έτσι ώστε να αποκαταστήσει το
κείμενο, αναδεικνύουν την ανάγνωση ως πράξη αποκωδικοποίησης με αμφίβολο
αποτέλεσμα: «Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη» (στ. 19-20). «Με
φαίνεται…»: ο ομιλητής δεν μπορεί να είναι σίγουρος, όπως και ο ιστορικός δεν
μπορεί να είναι βέβαιος για την ερμηνεία των ιστορικών πηγών, όπως κι εμείς οι
αναγνώστες της ποίησης δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τα ερμηνευτικά μας
συμπεράσματα. Συμπληρώνουμε ελλείποντα μέρη όταν διαβάζουμε ποίηση,
αποκαθιστούμε απουσίες, αποκρυπτογραφούμε τα άρρητα και τα υπόρρητα.
§6 Η πλήρης ανάκτηση του παρελθόντος και της αλήθειας, γενικότερα,
παρουσιάζεται αδύνατη. Τα δάκρυα και η οδύνη των φίλων του Λεύκιου χάθηκαν
για πάντα. Το πένθος τους υπάρχει μόνο ως κείμενο. Το φθαρμένο επίγραμμα του
τάφου είναι το μοναδικό απομεινάρι του Λεύκιου του «Αλεξανδρέα». Χωρίς αυτό, θα
ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Έμμεσα, λοιπόν, το ποίημα προβάλλει την τέχνη
της γραφής ως αντίσταση στη λήθη και στη ματαιότητα των ανθρωπίνων
πραγμάτων. Τελικά, το φθαρμένο επιτύμβιο ( η τέχνη του επιγράμματος) λειτουργεί
και ως αλληγορία για την τέχνη που απαθανατίζει το εφήμερο και μνημειώνει ό,τι
προσπερνά η Ιστορία (πβ. «Καισαρίων»).
§7 Η στιχουργική ιδιομορφία του ποιήματος αποτελεί εύπλαστη φόρμα που παρέχει
πολλές δυνατότητες για ομοιοκαταληξίες, διασκελισμούς και παρηχήσεις. Συνεπώς, ο
ποιητής έχει περισσότερα μέσα στη διάθεση του για να κάνει εναργέστερη τη
νοηματική λειτουργία του κειμένου του. Το «Εν τω μηνί Αθύρ» μπορεί να διαβαστεί
εν μέρει και αυτοτελώς: ξέχωρα οι μονοί στίχοι και ξέχωρα οι ζυγοί.
Δραστικές εσωτερικές ομοιοκαταληξίες:
στ. 1 και στ.1 5: διαβάζω - βγάζω (υπογραμμίζεται η κεντρική πράξη της ανάγνωσης),
στ. 2 και στ. 12: αρχαία - Αλεξανδρέα (υποβάλλεται το αρχαιοελληνικό ήθος των
Αλεξανδρινών),
στ. 6, 10, 20 και 22: ε[κοιμ]ήθη - αγαπήθη (τονίζεται το μοτίβο του έρωτα και του
θανάτου, που εγγράφεται υπαινικτικά στη χρήση του ονόματος Αθύρ
επικίνδυνος παράδεισος της Αλεξάνδρειας).
§8 Σύντομος επίλογος.

[2]

You might also like