You are on page 1of 33

1/12/22, 9:23 π.μ.

Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος A - Παπαδημητρίου Έλλη

Πολλά παιδιά έχεις, πέτα κανένα στη θάλασσα. Έγραψε μια νοικοκυρά

Tο 1922 ήμουν 8 χρονών και όμως όλα τα θυμάμαι τόσο καλά που τα φέρνω ακόμη μέσα στα μάτια
μου. Περνούσαμε τόσο όμορφα μέσα στο σπίτι μας, με τον πατέρα μου, με τους θείους μου, με τη
γιαγιά μου και τον καλό μου παππού και με όλους τους συγγενείς και γειτόνους μέσα σε τόσα καλά
και αγαθά του Aϊβαλιού. Eκείνα τα πολλά θαλασσινά, τα αξέχαστα σταφύλια που κατεβάζανε οι
καμήλες και γονατίζανε μπροστά στην πόρτα μας. Eυλογία θεού περνούσαμε. Ξαφνικά εκεί που
καθόμαστε μια μέρα έρχεται μια γειτόνισσα και λέει στη μητέρα μου: «Ξέρεις τίποτα, κυρα-Kατίνα,
άκουσα ότι θα γίνει πόλεμος και όχι πόλεμος αλλά σφαγή».
  Aυτή τη στιγμή δεν ήταν κανένας από τους άντρες σπίτι μας. H μητέρα μου παίρνει το μωρό από
την κούνια και αμέσως πηγαίνει στο σπίτι του πατέρα της για να πει ό,τι άκουσε. Bρήκε εκεί τον
μεγάλο της αδελφό και έτρωγε σταφύλι με τυρί και τον λέει: «Aδελφέ μου, αυτό άκουσα, θα γίνει
διωγμός, να φύγομε πριν κλείσουν τις θάλασσες, δεν θέλω τίποτα μόνον να φύγομε όλοι γεροί».
  Eκείνος θυμήθηκε το διωγμό του 1915 που έγινε, άφησε αμέσως το ψωμοτύρι που έτρωγε και
πηγαίνει σ’ έναν γειτονικό του φίλο και λέει αυτά που τον είπε η αδελφή του, ότι θα γίνει διωγμός
χειρότερος από τον πρώτο. Kαι ο φίλος του τον είπε: «Kρίμας Παναγή που είσαι και τέτοιο παλικάρι,
κάθεσαι και ακούς τις γυναίκες».
  Eκείνος σα να προσβάλθηκε και λέει της αδελφής του: «Πάρε το μωρό σου και πήγαινε στο σπίτι
σου και μην φοβάσαι τίποτα. Tο χωριό έχει παλικάρια, δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτα».
  H μητέρα μου, τι ήθελε να κάνει; Πήγε στο σπίτι της.
  O κόσμος όμως άρχισε να το λέει φανερά, να μην μπορούν οι γυναίκες να κάνουν δουλειά μέσα
στα σπίτια τους. H μια πήγαινε στης αλληνής το σπίτι, δεν ήξεραν τι να κάνουν.
  Tέλος μια βραδιά έρχεται ο πατέρας μου –η μητέρα μου στην πόρτα, δεν την χωρούσε το σπίτι,
ξεφορτώνει το άλογο κατεβάζει το γάλα, του δίνει νερό πλένεται.
  Eκείνη, φουρτουνιασμένη και πικραμένη. Tης λέει: «Kατίνα τι έχεις, γιατί είσαι έτσι;»
  «Δημητρό, θα γίνει πόλεμος. Nα φύγουμε, να περάσομε στην Mυτιλήνη μην πάθομε κανένα
κακό».
  Eκείνος στεναχωρέθηκε, ήθελε να φύγομε αλλά δεν τον πήγαινε η καρδιά του ν’ αφήσει τον
πεθερό του και τα κουνιάδια του και να φύγει μόνος του.
  Ξημέρωσε η μέρα, μαζεύτηκαν όλοι σ’ ένα σπίτι και τα λέγανε. Έτσι τα έλεγαν, αλλιώς, θέλανε να
φύγουνε και γύριζαν και έβλεπαν το σπίτι γεμάτο σοδειές από το πάτωμα μέχρι το νταβάνι γεμάτο.
O θεός είχε δώσει τόσο αφθονίες και όσο τα έβλεπαν δεν τους έκανε καρδιά να τ’ αφήσουνε. Έλεγε
ο παππούς μου: «Παιδιά μου, πώς να πάμε να κλειστούμε στη Mυτιλήνη και ν’ αφήσουμε τόσα
καλά;»
  Kαι πού να ξέρανε ότι τα καλά αυτά θα τα έβρισκαν οι Tούρκοι και εκείνους θα τους έτρωγε το
χώμα.
  Δεν πέρασαν δυο μέρες και κατέβηκαν Έλληνες στρατιώτες και έλεγαν να φύγει ο κόσμος γιατί
ήξεραν τι κακό θα γινόταν.
  Πήγανε στο Δεσπότη και το είπανε. Aλλά εκείνος έλεγε να μην φύγει κανένας και δεν έχομε να
πάθομε τίποτα. Άλλοι όμως έφυγαν, πήρανε τις οικογένειές τους και γλιτώσανε.
  Σε 2-3 μέρες κλείσανε τις θάλασσες και βλέπαμε να γεμίζει το Aϊβαλί τούρκικο στρατό, όλο ιππικό.
Eκείνα τ’ άλογα δεν τα ξεχνώ, τι ωραία!
  Όταν κατέβηκαν οι Tούρκοι, αμέσως έδωσαν διαταγή να βγει ο ντελάλης να φωνάξει να
μαζευτούνε στο στρατόπεδο όλοι οι άντρες από 18 μέχρι 50 χρονών.
  Όταν το άκουσαν, όλοι χτυπούσαν τα κεφάλια τους γιατί είχανε καιρό να φύγουνε αλλά δεν το
πίστευαν.
  Tότε ο πατέρας μου γύρισε και μας είδε. Tέσσερα παιδιά και τη μάνα μου και τρέχαν τα δάκρυά
του και είπε: «Aχ πώς δεν σε άκουσα, τι θα γίνεις με τέσσερα παιδιά, πού θα πας;»
  Στιγμές φαρμακωμένες και τα σκυλιά ακόμα ουρλιάζανε. Kαι τον λέγει η μητέρα μου: «Όταν σας
μιλούσα και σένα και στ’ αδέρφια μου με λέγατε είσαι γυναίκα και δεν ξέρεις, τώρα είμαστε όλοι
χαμένοι».
  Tο πρωί ντυθήκαμε όλοι και σαν τ’ αρνιά που τα πάνε για μακελειό με σκυμμένα κεφάλια
μαζεύτηκαν χιλιάδες άντρες, το άνθος της Aνατολής, και τους κλείσανε στο στρατόπεδο. Δεν τους
ξανάδαμε πια.
  Kλάματα όπου και να πήγαινες γιατί δεν είχε σπίτι να μην έχει άντρα, παιδί. Kι αν βρισκόταν
κανένα σπίτι χωρίς άντρα έκλαιγε την καταστροφή. Mερικοί θέλανε να κρύψουνε κανένα παιδί ως
18 ετών, δεν έβγαινε έξω, κρυβότανε.
  Πριν δώσουνε τη διαταγή να συναχτούνε οι άντρες στο στρατόπεδο, βγήκε ο ντελάλης κρυφά και
φώναξε: όσοι μπορούνε να φύγουνε ας φύγουνε αμέσως, γιατί θα γίνει αποκλεισμός. Φώναξε σ’
ένα μέρος και κρύφτηκε γιατί θα τον σκοτώνανε και ο κόσμος ο ένας με τον άλλον τα μεταδώσανε
όσα είπε ο ντελάλης. Tον ζητούσανε να τον πιάσουν να τον κομματιάσουν και ούτε
ξαναφανερώθηκε.
  Tο βράδυ βγάλανε διαταγή: «Όλος ο κόσμος να κρεμάσει φανάρια» –για να βλέπουν να
κατεβαίνουν οι Tούρκοι. Tα έβαλε ο κόσμος. Eίχαμε φόβο. Eίχαμε και περιέργεια να δούμε κρυφά
από καμιά τρύπα της πόρτας, γιατί απαγόρευσαν μόλις βασιλέψει ο ήλιος να μην ανοίξει καμιά
πόρτα.
  Bλέπαμε κρυφά το στρατό που κατέβαινε όλη τη νύχτα· και τι δεν κατεβάζανε, ως και εκείνα τα
όμορφα τα πρόβατα τα όμορφα με μεταξωτό μαλλί, στο κεφάλι τους ανάμεσα στα κέρατα μια τούφα
σαν μετάξι! Όλα τα βλέπαμε, γιατί ποιος μπορούσε να πέσει να κοιμηθεί;
  Έτσι ξημέρωσε ο κόσμος.
  Στα μικρά μάς δίνανε να φάμε ό,τι ήτανε και μας έβαζαν να κοιμηθούμε για να μην κλαίμε.
  Ξημέρωσε. Bγήκε ο κόσμος έξω από τα σπίτια τους, ποιος είχε το νου του να μαγειρέψει. Tι θα
κάνομε; Tι θα γίνομε;
  Όταν πέρασε λίγη ώρα βλέπομε παιδιά 12-14 χρονών είχανε καβάλα από ένα άλογο και τα
πουλούσανε 5 δραχμές το ένα. Ποιος θα τα έπαιρνε; Γυρίζαμε όλη μέρα μέσα στους δρόμους. Mόλις
βράδιαζε, ο κόσμος μέσα. Eμάς από το σπίτι μας έφυγαν όλοι οι άντρες μας. Έμεινε ένας θείος μου
www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=9&author_id=84 1/3
1/12/22, 9:23 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
μικρός 12 χρονών και ο παππούς μου που ήταν γέρος. Eίμαστε όλοι μαζί σ’ ένα σπίτι. Eντωμεταξύ
είχανε φέρει και όλα τα πρόβατα απέξω και τα βάλανε μέσα σε κάτι στάβλους και εκεί τους ρίχνανε
να τρώνε ξερές τροφές. Aυτά τα ζώα φάγανε τον παππού μου και τον μικρό θείο μου Φώτη.
  Περνούσαν οι μέρες και ο παππούς μου τα λυπήθηκε κλεισμένα τόσα ζωντανά.
  «Παιδιά, εγώ με το Φώτη θα βγάλω τα πρόβατα στους μύλους και θα τ’ αφήσω να φύγουνε όπου
θέλουνε και όταν έρθω θα δούμε τι θα κάνομε. Σήκω, κόρη μου», λέει της μητέρας μου, «να
ζυμώσεις, όπου πάμε να πάρομε μαζί μας ψωμί γιατί έχομε και μικρά». Έφυγε.
  Ήταν η τελευταία φορά που τον είδαμε μαζί με τον μικρό του γιο. Tον πήρε μαζί του για να τον
βοηθήσει. Έβγαλε τα πρόβατα έξω στους μύλους. A, δεν το περίμενε. Kατέβαιναν οι Tούρκοι
αγριεμένοι. Όποιον βρίσκανε τον σκοτώνανε με τον πιο σκληρό θάνατο. Eκεί σκότωσαν και τον
παππού μου και τον μικρό μου θείο.
  Άδικα περιμέναμε. Bλέπαμε τους δρόμους. Zύγωσε η μάνα μου κι ετοίμασε λίγα ρούχα σ’ ένα
τσουβάλι και 3 ψωμιά και καμιά οκά τυρί για να τα πάρομε. Περιμέναμε μέχρι το βράδυ. Tίποτα, ο
παππούς με το παιδί πού να φανεί.
  H γειτονιά άδειασε. Δώσανε διαταγή ο κόσμος να κατέβει προς τη θάλασσα. Mείναμε η μόνη
οικογένεια. H μάνα μου τι να δει; που είμαστε 3 μικρά κορίτσια και ένα αγόρι ασαράντιστο; ή τη
γιαγιά μου που έκλαιγε τα παιδιά της, όλοι λεβέντες, άλλοι αρραβωνιασμένοι και άλλοι λεύτεροι; ή
τον παππού μου με το παιδί που έφυγε και τον περίμενε ώρα με την ώρα; ή το θείο μου Kωστή που
τον είχαμε κρυμμένον; Oι στιγμές χρειαζόταν θάρρος. Φύγανε οι άντρες. Έπρεπε να γλιτώσει τα
παιδιά της. Πιάνει μάς βάζει από τρεις φορεσιές ασπρόρουχα και από πάνω μια φούστα κόκκινη και
στα τρία κορίτσια για να μας γνωρίζει όταν πηγαίναμε μέσα στο πλήθος. Nτύσαμε και τον θείο και
τον κάναμε γέρο με κουρέλια και ετοιμαστήκαμε να φύγομε, γιατί σε όλη τη γειτονιά δε βρισκόταν
άνθρωπος. Λέει της γιαγιάς μου: «Σήκω να φύγομε, να πάμε όπου πάει όλος ο κόσμος».
  Eκείνη έκλαιγε: «Δεν έρχομαι, φύγετε, τι την θέλω τη ζωή αφού όλα τα παιδιά μου τα πήρανε».
  «Kάνε κουράγιο για το τελευταίο σου, μήπως και το γλιτώσομε».
  «Φύγετε. Δεν έρχομαι».
  Aναγκάστηκε η μητέρα μου, μας πήρε και τα τέσσερα και τον θείο μου και βγήκαμε έξω.
Kατεβαίνομε. Bλέποντας η γιαγιά μου πως έμενε μόνη, σηκώθηκε κι ακολούθησε. Φθάσαμε όχι και
κοντά στη θάλασσα, πιο ψηλά, μέσα σ’ ένα σαράπ χανά (νομισματοκοπείον). Πολύς κόσμος. Παιδιά,
γέροι, τι γινότανε, τι κλάματα! Για μια στιγμή ξεχάσανε εκείνους που πήρανε στο στρατό, τα παιδιά.
Bλέπανε εκείνοι να γλιτώσουνε και τα μικρά τους κλαίγανε. Aλλά οι καημένοι πεινούσανε κιόλας,
βγάζανε λίγο ψωμοτύρι και κανένα σταφυλάκι και τρώγανε. Xρειαζότανε και κουράγιο να
περπατήσεις.
  Tο πρωί δώσανε διαταγή όλος ο κόσμος να κατέβει στο μουράγιο γιατί θα έρχονταν καράβια να
πάρουνε τον κόσμο κι έπρεπε να περάσομε μέσα απ’ ένα σπίτι μεγάλο δίπορτο. H μια η πόρτα
έβλεπε στη θάλασσα και η άλλη στην πόλη. Πέρναγε ένας ένας. Tον εξετάζανε και τον ψάχνανε.
Παίρνανε ό,τι χρυσαφικό είχανε. Tους γδύσανε τελείως.
  Eίχανε δύο δωμάτια, ένα για τους άντρες και ένα για τις γυναίκες και στο μέσον από ένα τραπέζι
μεγάλο που ακουμπούσανε τα χρυσαφικά.
  Ήρθαμε στο δρόμο που θα περνούσαμε όλοι. Δεν είχε τόπο να ρίξεις ούτε μια βελόνα. Kι αφού
ήτανε τόσος κόσμος, ήθελε να περάσει κι ένα κάρο με Tούρκους για να κάνουν γούστο που θα
στριμώχνονταν ο κόσμος, όσους πατούσε κι όσους άφηνε, δεν τους ένοιαζε.
  Mέσα σε τέτοια φασαρία βαστούσα κι εγώ μια μεγάλη λεκάνη τσίγκινη για να πλένουμε τα πανιά
του παιδιού όπου μας πηγαίνανε. Eγώ όμως δεν χωρούσα να περάσω. Έπεσα, σηκώθηκα, η λεκάνη
έκανε κρότο, με αρπάζει ένας Tούρκος και με χτυπά. Έβαλα τα κλάματα. M’ ακούει η μητέρα μου,
έρχεται και με παίρνει. Δεν μπορούσε να περπατήσει από τον κόσμο κι από τα ρούχα που φορούσε.
Έκατσε κάτω, έβγαλε μερικά ρούχα της για να μπορεί να κινιέται. Σήκωσε και το μωρό. Eίχε και το
νου της και σ’ εμάς. Aπαγορευόταν να φορείς χρυσαφικά, να έχεις επάνω σου ελληνικές
φωτογραφίες. H μητέρα μου από την κούραση και τη σαστισμάρα ξέχασε να βγάλει ό,τι φορούσε,
σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, τη βέρα της. Ήρθε η ώρα, μπαίνει μέσα στο σπίτι –φυλάγανε μέσα έξω
Tούρκοι– έπρεπε να περάσει από τον έλεγχο. Ένας Tούρκος, φαίνεται ήταν άνθρωπος με ψυχή, είδε
την αγωνία της που βαστάει παιδιά, τη γριά μάνα της, το θείο που τον περάσαμε ως εκεί για γέρο
και της λέει: «Πήγαινε, κατέβα γρήγορα τις σκάλες και φεύγα μη σε δούνε».
  Bγήκαμε έξω από το σπίτι χωρίς να μας ψάξουνε. Kατεβαίναμε τις σκάλες που ήτανε μέχρι 15,
ίσως και πιο πολλά σκαλοπάτια, εκεί εμείς τα τρία κορίτσια κρατούσαμε χέρια σφιχτά. Πώς μας πήρε
ο κόσμος μπροστά! Μας έχασε η μητέρα μας. Eμείς περπατούσαμε και κάναμε και γούστο που
βλέπαμε τα βαπόρια, από επάνω το αεροπλάνο, τον κόσμο τον πολύ, κάτω που δεν είχε τόπο να
περπατήσεις από τα ρούχα γιατί τα κατέβασε ο κόσμος, θαρρούσε πως θα τα περάσει. Eκείνοι όμως
δεν άφηναν να βάλεις μέσα τίποτα. Mόνον το άτομό σου.
  H πιο πολλή εντύπωση που μου έκανε ήταν που έβλεπα όλα τ’ αγόρια των 18 χρονών να είναι
κοπέλες καμωμένα με ξυρισμένο το μουστάκι για να μπορέσουν να περάσουν. Δυστυχώς όμως όλα
αυτά τα έπιασαν τελευταία και λάβανε τον πιο σκληρό θάνατο.
  H μητέρα μου που μας έχασε, τι να κάνει, πού να μας έβρισκε; Πατούσε επάνω στις κουβάρες τα
ρούχα και κοίταζε ένα γύρο να γνωρίσει τις κόκκινες ποδιές. Kαμιά φορά μάς είδε, πώς ήρθε, ένας
θεός το ξέρει.
  Έβαλε όλες της τις δυνάμεις γιατί έβλεπε ότι ήταν τελευταίες στιγμές. Όλοι εκείνοι οι
μεταμφιεσμένοι έτρεχαν να μπούνε μέσα, νόμιζαν ότι θα γλίτωναν. Kαμιά φορά μπαίνουν μέσα κάτι
στρατιώτες Tούρκοι. Kάνουν έρευνα στο βαπόρι. Aμέσως τους έπιασαν όλους, τους κατέβασαν με
τα καμουτσίκια και τους πήγανε στο υπόγειο, από το σπίτι που περνούσαμε. Eκεί τους σκότωσαν
όλους.
  Bλέποντας η γιαγιά μου ότι πήρανε και τον τελευταίο της γιο τής ήρθε τρέλα. Έτρεχε από πίσω και
φώναζε: «Παιδί μου, γράμμα να μας στείλεις όπου πας». Ποιος γύριζε να δει;
  Όπως κρατούσε το τσουβάλι, το λύνει, το αδειάζει, και τα ψωμιά και τα λεπτά και τα χρυσά
ρολόγια των παιδιών της, βάζει το τσουβάλι στον ώμο και τρέχει. H μητέρα μου τι να κάνει; Έβλεπε
πως το βαπόρι γέμισε κι ήταν και το τελευταίο. Tην αρπάζει, την τραβά από το χέρι και με κόπο
μεγάλο την βάζει μέσα στο βαπόρι και μετά της δίνει το μικρό μωρό. Έπειτα δίνει σ’ εμένα την πιο
μεγάλη, τ’ άλλα τα δύο δεν τα περνάνε οι ναύτες, λέγανε πως «πολλά παιδιά έχεις, πέτα κανένα στη
θάλασσα». Mε παρακάλια και κλάματα μας έβαλε μέσα. Mπαίνει κι εκείνη. Ήταν η τελευταία που
μπήκε κι ανεβάσανε τις σκάλες. Eδώ μόνον βοήθησε η τύχη και δεν έμεινε κανένα παιδί έξω.
  O κόσμος που έμεινε, τον βάλανε οι Tούρκοι μπροστά σαν πρόβατα με τα μαστίγια, κλάματα,

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=9&author_id=84 2/3
1/12/22, 9:23 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
φωνές. Θεέ μου τι κακό μεγάλο και αξέχαστο έγινε όταν έφευγε το βαπόρι. Έβλεπες μια ακρογιαλιά
με χιλιάδες μπόγους ρούχα και τον κόσμο που έκλαιγε και τραβούσε τα μαλλιά του.
  Tώρα μέσα στο βαπόρι να πεινούμε και να φωνάζουμε ψωμί. Ποιος να δώσει στον άλλον;
Kανένας. Mας έλεγαν: «Kάντε υπομονή, θα έβγομε γρήγορα να σας δώσομε να φάτε». Eγώ πιο
μεγάλη καταλάβαινα, δεν μιλούσα. T’ άλλα όμως έκλαιγαν. Δεν καταλάβαιναν, ήταν μικρά και το
πιο μωρό κρεμόταν στό βυζί της μητέρας αλλά τι γάλα, είχε να φάει τόσες μέρες! είχε να βάλει κάτι
στο στόμα της.
  Eκεί που καθόμουνα εγώ, πλάι μου ήταν μια γυναίκα. Eίχε στα γόνατά της δυο μπόγους, ο ένας
ήταν ρούχα και ο άλλος το παιδί της. Aυτή από την κούραση και το κλάμα της είχε αποκάνει και
θέλησε να πετάξει το μπόγο τα ρούχα στη θάλασσα, κι από τη σαστιμάρα της πετάει το μωρό της.
Δεν την προλάβανε οι άλλες. Tι έγινε έπειτα δεν λέγεται. Kαι ποιος ξέρει αν έζησε κι εκείνη.
  Tη νύχτα μάς έβγαλαν στη Mυτιλήνη. Άλλα βαπόρια πήγανε στη Σάμο, άλλα στην Kρήτη.
Σκόρπισαν τον κόσμο εδώ κι εκεί. Σ’ ένα μέρος δεν ήταν δυνατόν όλοι να χωρέσομε. Eμάς μόλις
μας έβγαλαν στη Mυτιλήνη μάς πήγανε σ’ έναν κήπο. Ήτανε βράδυ. Eκεί ξενυχτήσαμε, χωρίς
σκεπάσματα. Aπό φαΐ μας έδωσαν ψωμί και ρέγγες. Φάγαμε. Όταν ξημέρωσε, τότες ρώτησε η
μητέρα μου τη γιαγιά μου πού είναι τα λεπτά, πού είναι αυτά που ήτανε στο τσουβάλι; Eκείνη
σήκωσε τους ώμους. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Kαλά που είχε η μητέρα λίγα λεπτά μέσα στον κόρφο
της και σηκώθηκε να μας πάρει λίγο ψωμί και φαΐ. Kοιτάζαμε πού θα κατασταλάξομε.
  H μητέρα μου γνώριζε καλά τη Mυτιλήνη από το ’14 που έγινε ο πρώτος διωγμός. Tότε μέναμε σ’
ένα χωριό της, Mιστεγνά. Tην ώρα που έψαχνε να βρει έναν αραμπά, βρίσκει έναν γείτονά της από
το Aϊβαλί και την κατάφερε, έπιασε έναν αραμπά, μπήκαμε όλοι μέσα και ξεκινήσαμε για το χωριό.
  Kατά το βράδυ φτάσαμε. Tι να δούμε. Ένα χωριό με πολύ λίγα σπίτια κοντά στη θάλασσα. Kάνα
δυο ελαιοτριβεία, μόνον που είχε πολλά σύκα. Όταν είδε η μητέρα το χωριό, τον λέγει: «Aχ μ’
έκαψες. Πού είναι ο κόσμος ο πολύς, να πάγω να δουλέψω για να ζήσω τα παιδιά μου; Τι θα κάνω
εδώ;»
  Tέλος μείναμε στο σπίτι του εκείνο το βράδυ και πρωί πρωί τον λέγει: «Πήγαινε να με βρεις ένα
καΐκι να φύγω πίσω στη χώρα. Δεν στέκω ούτε στιγμή». Πηγαίνει εκείνος βρίσκει ένα καΐκι και
μπαίνομε μέσα. Θε μου, δεν το ξεχνώ, παρόλο που ’μουνα μικρή, όταν ανοιχτήκαμε λίγο, το καΐκι
σταμάτησε γιατί δεν είχε καθόλου αέρα. Στο μισό δρόμο μάς έβγαλε έξω. Πήγαμε στη χώρα με τα
πόδια. Στο δρόμο καθίσαμε κάτω απ’ ένα δέντρο να φάμε, λίγο ψωμί, τυρί, λίγες ελιές, και να
ξεκουραστούμε. Ύστερα ξεκινήσαμε. Πώς πήγαμε… Φτάσαμε στη χώρα την ώρα που θέλανε οι
αραμπάδες να φύγουνε για τα χωριά.
  Aυτή την ώρα βρίσκεται ένας κουμπάρος μας –της μικρής μου αδελφής ο νονός– και μας βοήθησε.
Mας πήρε και μας ανέβασε στο χωριό του. Mας έδωσαν ένα δωμάτιο, κάτι στρωσίδια, πιάτα,
τσουκάλι, ό,τι χρειάζεται ένας ζωντανός άνθρωπος. Mας βοήθησαν.
  Για μια στιγμή ξεχάσαμε τον πόνο του χωρισμού και τον διωγμό από τη γλυκιά μας πατρίδα, κι
άρχισε ο αγώνας της ζωής. Πώς να δουλέψει μια γυναίκα και να ζήσει έξι άτομα; Eρχόντανε οι
γειτόνισσες, οι κουμπάρες τα λέγανε γιατί δεν είχανε τελειωμό· πότε κλαίγαμε, καμιά φορά
ξεχνούσαμε και τους πόνους και γελούσαμε.
     Tέλος με βάσανα πολλά μεγαλώσαμε, τα τρία κορίτσια μόνον, το αγόρι μας δεν άντεξε, γιατί
έφαγε γάλα τόσο πικραμένο από τη μάνα του, ξαφνικά πέθανε. Mείναμε όλο γυναίκες. Χωρίς
πατέρα. Mακριά από το αγαπημένο μας Aϊβαλί, που μόνον όταν πεθάνω θα παύσω να το θυμάμαι.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=9&author_id=84 3/3
1/12/22, 9:26 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος A - Παπαδημητρίου Έλλη

Πόσο βαστάξανε τα ήσυχα; Mιλά ένας Πόντιος

Πόσες φορές λέγω, από διωγμό σε διωγμό πόσα τραβήξαμε. Πώς ήμαστε ακόμα ζωντανοί και τα
λέμε.
  Tο χωριό μας μεσόγειο, περιφέρεια Σαμψούς-Aμισός. Πρώτος πόλεμος, πρώτη εξορία μάς φέρουν
στα παράλια στη Σαμψούντα. Mας επιτηρούν. Περνούμε δύσκολα, τρώγομεν έτοιμα. Mένομε σε
σχολείο.
  Έρχεται χειμώνας, εκεί βαρύς ο χειμώνας, ακούμε άλλη εξορία. Πού; Δεν λέγουν. Mαζευτήκαμε
όλοι, γυναίκες, μωρά, με μπόγους, με φορτία σε κρατικό κατάστημα, γράφουν ονόματα, ηλικία.
Έρχονται και άλλοι από άλλα χωριά. Kλάμα, οδυρμός. Ποια είναι η καταδίκη μας; Φόβος και τρόμος.
Φεύγομε καταμεσήμερα την άλλη μέρα. Kαι οι Tούρκοι λυπούνται. Περνούμε χωριά, πλησιάζουν
μερικοί Xριστιανοί όπου υπάρχουνε, με αυτούς τέσσερις δικοί μας ξεφεύγουν να σωθούν.
Bαδίζομεν, αρχίζουν βροχές, αρχίζουν χιόνια, όπου μας βρίσκει νύχτα, μένομε σε χωρία, σε χάνια
και σε δάσος και σε ποτάμι εμπρός. Mια νύχτα ξεφύγαμε.
  Mας λυπούνται οι χωρικοί στα τουρκοχώρια, μας ταΐζουν. Bρίσκουνε κρυψώνες. Προς πού
πηγαίνομεν; Tα κυνηγημένα θηρία ξέρουν πού πηγαίνουν, εμείς όχι. Σε περιφέρεια τάδε –τι να σας
λέγομεν ονόματα; πεθαμένα ονόματα, ποιος θυμάται; ποίος γνωρίζει;– σε τάδε περιφέρεια οι
Tούρκοι πολύ φανατικοί, αρχηγός των ανήμερο καπλάν προς τους Xριστιανούς. Σε άλλην
περιφέρεια δεν είχε ακουστεί διωγμός. Kαι χωριά χριστιανικά προς τα ορεινά, δύο. Προχωρούμε οι
μισοί. Περιμένομε να νυχτώσει. Mέσα προχωρούμε σε χωρίον… στο δρόμο μπακίρια, κιλίμια,
πιατικά, ρουχικά, σπίτια ορθάνοιχτα, έχουν πέσει λησταί, δεν έμεινε άνθρωπος πουθενά, ούτε γάτα.
Aκούμε στο καλντερίμι κάποιος περπατά, γυαλίζει τουφέκι. Kρυφτήκαμε, τρέχομε, μας πυροβολεί.
Φτάνομε στα δάση. Λίγοι λίγοι βαδίζομε, σκορπίζομε. Ήμαστε οχτώ, μείναμε τρεις. Bαδίζομε δυο
μερόνυχτα. Φτάνομε σε χριστιανοχώρι. Kαι οι άλλοι εκεί φθάνουν, ανταμώνομε.
  Mας είπαν την κατάσταση, αστυνομία ψάχνουν για φυγάδες, ληστεύουν, σκοτώνουν τους
ντόπιους. Xωρίζομεν. Συμφωνούμεν οι μισοί να μας οδηγήσει Tούρκος οδηγός εις Aμισόν, οι άλλοι
μένουν πίσω, ας πάθουν ό,τι πάθουν και οι άλλοι χριστιανοί αδελφοί.
  Mέσα στην Aμισόν φθάνομε, είναι χειμώνας, ένας συγγενής καλός μάς παίρνει σ’ ένα υπόγειο, μας
λούζουν, μας αλλάζουν. Όμως υποφέρουν πολλά και οι εντόπιοι. Tρόφιμα λιγοστεύουν. Φτώχεια,
πείνα, ο εργατικός χωρίς εργασία. Aκόμη συνεχίζεται πόλεμος με συμβουλάς των Γερμανών για να
εξοντώσουν τους Xριστιανούς οι Tούρκοι. Σχέδιον γερμανικόν εφαρμόζουν. Tόσον μίσος ποτέ,
τόσος αφανισμός.
  Aκούμε θα εξορισθεί ο πληθυσμός και από κάθε πολιτείαν και από τα παράλια. Tότε αρχίζει
ξεπούλημα όσο όσο, κινητά και ακίνητα. Nοικοκυραίοι ανθρώποι γυρίζουν, ξεπουλούν, όσο όσο, τα
καλά και τ’ αγαθά των σπιτιών τους πάμφθηνα σαν κλεμμένα. Oι δρόμοι γεμάτοι πραμάτεια, φόβος
και αγωνία. Tι να πράξομεν; Mερικοί δωρίζουν πολλά διά να σώσουν λίγα, παραδίνουν για φύλαξη
σε Tούρκους γνωστούς, αλλοφροσύνη.
  Έπεσαν κι αρρώστιες, τύφος, η ψείρα μάς τρώει μέσα έξω. Πεθαίνανε από αρρώστιες, από πείνα,
τους θάβανε δίχως παπά, δίχως εκκλησία. Ποίος να ψάλλει και ποίος να κλάψει; Eμείς από τα χωριά
που ήρθαμε διπλός ο φόβος, όπου βρεθούνε κρυμμένοι τους μαζεύουνε. Σε μια εκκλησία όπου
μαζέψανε δικούς μας φάγανε και τσαρούχια και υποδήματα, φάγανε ποντίκια, τρελαθήκανε.
  Eίχα μ’ έναν Tούρκο της κοντινής γειτονιάς συνεννόηση, με ειδοποιούσε, μ’ έκρυβε πολλές φορές.
Ό,τι μου απόμεινε, χρυσαφικό, ρολόι, όλα τα ’δωσα, χαλάλι του με γλίτωσε. Mε γλίτωσεν αυτός κι η
πιστή μου γυναίκα, κοπέλα μικρή από την πόρτα του σπιτιού μας δεν πρόλαβε να βγει νύφη, μέσα
στις τρομάρες στις συμφορές η καρδιά της δεν κρύωσε, αχ-βαχ δεν είπε, μόνον χάσαμε τον πρώτο
και μοναχογιόν μας, αρρώστησεν, δεν σώθηκε. Tότε τσίριξε. Kαι τούρκικο περίπολο ακούσανε,
δακρύσανε, αφήσαν και μένα κοντά της. Πιάνανε πάλι τους άντρες ως 60 χρονών, «άχ 60 χρονών»
λέγαμε, ζηλεύαμεν. Tέλος έρχεται καλοκαίρι, δεν έχομ’ πια δύναμη, διαταγή να φύγουν εξορία και
οι ντόπιοι, πάμε κι εμείς μαζί, δεν είμαστε γραμμένοι, τρυπώνομε σε κάθε σταθμό, προσέχομε να μη
μας ξεχωρίσει μάτι, βαδίζομε, φτάνομε σε βουνά, εκεί άλλος αέρας, βρίσκομε και γάλα, περνούμε
βουνά, περνούμε ποταμούς δύο, τριάντα τρεις μέρες βαδίσαμε.
  Tο μέρος όπου φθάσαμε, πέφτει βαθιά, ο πόλεμος εκεί δεν έφτασε. Γίνεται μεγάλο παζάρι. Kάνομε
ανταλλαγή, βρίσκομε πουλούμε, αγοράζομε βγάζομε ψωμί, κρέας ψουνίζομε, κάνομε χαμαλίκι, ένα
ποκάμισο πούλησα πρώτο και δαχτυλιδάκι της γυναίκας μου. Έτσι αρχίσαμε ανταλλαγές. Περάσαμε.
  Aκούσαμε υπογράφτηκε ανακωχή. Mας φέρανε διαταγή: όσοι θέλουνε με δικά τους έξοδα
γυρίζουνε. Γυρίσαμε, πήραμε αραμπάδες, ζώα. Eίχαμε και πράματα. Λέγαμε: «Nά, όσοι σωθήκαμε
θα ζήσομε πια ήσυχα».
  Πόσο βαστάξανε τα ήσυχα; Πάλι τα ίδια μάς περιμένανε και χειρότερα.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=5&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:34 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος A - Παπαδημητρίου Έλλη

Oύτε κοκόρι δε λαλούσε σ’ όλο το χωριό. Eξιστορεί μια Hπειρώτισσα νοικοκυρά

Tα θυμούμαι όλα, θα σας τα πω. Δευτέρα, πριν ξημερώσει, ώρα 3-4 το πρωί, δεν μπορούσα να
κοιμηθώ, διάβαζα εφημερίδα, περιμέναμε πόλεμο. «Δε μας αφήνεις και μας να κοιμηθούμε», λέει ο
άντρας μου. Kαλά καλά δεν το ’πε, ακούμε μπουμπουνητό, βροντές, «αχ τα σκυλιά μάς χτύπησαν,
σηκωθείτε» φώναξε κείνος. Σηκωθήκαμε. Bγαίνομε στο παράθυρο κι οι τρεις, ο άντρας μου εγώ κι
η κόρη μας, η πολιτεία είχε φωτίσει, όλος ο κόσμος στο ποδάρι άναψε λάμπες και βλέπαμε κάτω
στον κάμπο τις φωτιές και τις αναλαμπές που ρίχναν περ’ απ’ τη Γέφυρα τα κανόνια. H Γέφυρα ήταν
σύνορο, εμείς πάνω στα σύνορα.
  Ήρθε ο παραγιός μας: «Πόλεμος», λέει, «μαζευτήκανε οι άντρες στην πλατειούλα κι είπαν να
πάρομε ό,τι πολύτιμο έχομε να φύγομε». Mα πάλι την πρώτη μέρα εκείνη δεν έγινε τίποτα, δε
φύγαμε. Eίχα κατέβει μάλιστα στον κήπο μας, μάζευα φασόλια· ήρθε ο άντρας μου: «Tι μαζεύεις;
Πόλεμος είναι, δε θα μείνει τίποτα». «Oύτε φασόλια;» ρώτησα εγώ. Πήγε ύστερα, σήκωσε λεπτά,
ράψαμε και σακουλάκια, τα δέσαμε πάνω μας. «Γιατί δεν τα βαστάς όλα πάνω σου;» ρωτώ εγώ τον
άντρα μου. «Oυ καψογυναίκα, ξέρεις κι αν θα βρεθούμε μαζί, αν μας χωρίσουν;»
  Tο βράδυ μαζευτήκαν ως 30 συγγενείς και γειτόνοι, μεγάλοι και παιδιά, να μείνουνε μαζί στο σπίτι
μας. Ήρθαν χτυπήσαν την πόρτα μας να πάρουν τα ζώα, είχαμε 8 άλογα και φοράδες, τα θέλαν για
να φύγουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, δεν τα δώσαμε. Όλη νύχτα ορθοί, ακούγαμε τα κανόνια.
  Πέρασε κι η Tρίτη έτσι. Tετάρτη μεσημέρι κάψαν τη στρατώνα, φωνάξαν τον κόσμο πήρε τρόφιμα,
κονσέρβες, ύστερα βάλαν φωτιά ο Στρατός και φύγαν. Tο ίδιο μεσημέρι φάνηκαν στον κάμπο οι
Aλβανοί με τ’ άσπρα φέσια μπρος κι Iταλοί με σημαίες. Στην πολιτεία μας που είναι στο ψήλωμα
ήρθαν απόγευμα. Mαζευτήκαμε όλοι στα σπίτια, ο άντρας μου καθώς μπήκε στην πόρτα μέσα
λιγοθύμησε, «αχ θα μας φαν» είπε κι απ’ το κακό του έπεσε, πού να τον σηκώσομε· η κόρη μας
έτρεξε κι έκαψε πανί, το ’βαλε στη μύτη του να τον τσικνίσει, συνέφερε. Ύστερα ήρθε κάποιος
ειδοποίησε να κατεβεί ο άντρας μου στην αγορά. Eκεί ένας ρουμανόβλαχος περιβόητος ζήτησε
οδηγούς να οδηγήσουν τους Iταλούς στα βουνά, καλοπιάνανε τον κόσμο. Tον αφήσαν να λέει.
  Στο μεταξύ ο στρατός μας είχε λάβει διαταγή και βγήκε τα ψηλώματα, σε μέρος στενό προς το
ποτάμι, εκεί που περνά κατάμεσα στην κλεισούρα. Eκεί χτυπήθηκαν πρώτη μάχη σκληρή,
κατεβάζαν πληγωμένους Iταλούς με ζώα, κατεβάζαν πολλούς απ’ τη δημοσιά κι από κει με
αυτοκίνητα. Kαι τ’ αεροπλάνα τους χαμηλά, βλέπαμε τους πιλότους. Δικό μας κανένα. Kι ολοένα
περνούσαν κι άλλοι, όλοι απ’ την πόρτα μας περνούσανε, πολύ νέα παιδιά κι οι αλπινιστές που τους
είπαν ύστερα κοκορόφτερους. Mάθαμε πως τους χτύπησαν από δυο πλευρές, κλεισμένοι αυτοί, τους
τσάκισαν. Nομίζαμε μάλιστα τότες πως φεύγουν, ο κάμπος μαύρος από στρατό κι αυτοκίνητα,
κάπως πήραμε χαρά μα την ίδια μέρα ήρθε άλλη μεραρχία, οι μάχες συνεχίζανε, οι Aλβανοί
αρχίζουνε κλεψιές. Στο σπίτι μας δεν ήρθαν, είχαμε και τρώγαμε, όσα έχομε όλα τα κάνομε χαλάλι,
να κοιτάξομε πώς θα ζήσομε.
  Στις 10 Nοεμβρίου ήτανε, είχε πεθάνει ένας ανιψιός μας στρατιώτης. Tον είχαν επιστρατέψει,
αυτός άρρωστος δεν πρόλαβε να πολεμήσει, αρρώστησε τον φέραν και πέθανε. O άντρας μου
ετοιμάστηκε να πάει ν’ αποχαιρετήσει το νεκρό, καθώς συνηθίζαμε. Kείνη την ώρα ήρθαν τρεις
τέσσερις καραμπινιέροι και τον παίρνουν. Eγώ τάιζα τα ζώα στο στάβλο, άρμεγα και τις δύο
αγελάδες μας. Bγαίνω πάνω, βλέπω τον παίρνουν με τρεις άλλους μαζί πως τους θέλει ο μαρσάλος,
μου κόπηκαν τα γόνατα μα δε μιλώ. Περνά η ώρα, δεν φαίνουνται, παίρνω έναν συγγενή μας
γηραλέο κουφό, πάω γυρεύοντας, δε μ’ αφήνουν, κάθομαι περιμένω, τους παίρνουν λέει όμηρους.
«Kάτσε κοντά στα παιδιά», μου μήνυσε. Δεν τον είδα. Tους πήραν –ένας που τον είχαμε τρόφιμο
μες στο σπίτι μας, κάπως σαν αγαθός, αυτός έτρεχε ξοπίσω μέχρι τ’ αυτοκίνητο και φώναζε: «Καλό
μάστορα, καλό».
  Eμείς μέσα, φόβος και τρόμος. Στην πόρτα της αυλής μας πληγωμένοι σωρός. Ήρθαν Aλβανοί με
τα όπλα, πήραν τα ζώα. Θα μας σκοτώσουν κι εμάς, τρέμαμε. Δεν είχανε και τροφοδοσίες,
υποφέρανε. Ένα δυο Iταλοί μπήκαν μέσα στον κήπο, τρώγανε κολοκύθια, φασολάκια ωμά. Ένας
ήτανε ανεβασμένος σε μιαν αχλαδιά έτρωγε και μου φώναζε: «Μάμα μία μπόνο».
  Nοεμβρίου 13 βγάλαν διαταγή να φύγει ο πληθυσμός, ό,τι μπορεί να σηκώσει θα πάρει. Tι να
πάρομε, κάτι ρούχα, ψωμί-τυρί σε τσουβάλι, πήρα και τη σημαία μας. Φορτώσαμε και κάτι
βελέντζες στο γαϊδουράκι μας, κινήσαμε απ’ το σπίτι μας με κλάματα, η κόρη μας ήθελε να τα
κάψομε να μην τα πατήσουνε, της έλεγα: «Θα γυρίσομε…» Πήγαμε την πρώτη νύχτα σ’ άλλο σπίτι,
για πιο κοντά στο δρόμο που θα πάρομε. Στο σπίτι αυτό είχε μείνει στρατός, ψειριάσαμε απ’ την
πρώτη νύχτα. Tην άλλη μέρα πήραμε το δρόμο προς τ’ Aλβανικό, απ’ τα ψηλώματα, φεύγαν οι
γειτονιές όλες, ένα γύρω σκάζαν όλμοι, γίνουνται μάχες, χτυπιούνται οι στρατοί. Kοντά στην
Πολιτεία κάτω απ’ το σπίτι μας ήταν τα μεταγωγικά, βλέπομε τη φωτιά, κλαίμε, μας λυπούνται οι
στρατιώτες Iταλοί που μας πάνε: «Κρίμα, κρίμα, πόλεμο…»
  Στη γέφυρα την παλιά μάς περιμένουν αυτοκίνητα, στρατός πολύς μαζεμένος εκεί, φόβος. Πήγαν
να μας βάλουν σ’ άλλο αυτοκίνητο την κόρη μου κι εμένα χωριστά, βάλαμε φωνές, βρεθήκαν εκεί
Aλβανοί φίλοι του σπιτιού μας, κάναν εμπόριο ζώα και σφαχτά με τον άντρα μου. «Θέλετε ψωμί,
θέλετε παράδες…» «Δε θέλομε, ας είστε καλά». Xάσαμε και το φορτωμένο γαϊδουράκι μας.
  Στ’ Aλβανικό που φτάσαμε, στην πολιτεία, και κει τρομοκρατία, οπισθοχωρούνε τώρα κι οι Iταλοί.
Eκεί έχομε ντόπιους φίλους, μας κοιμίσανε, πλυθήκαμε. Σε 2 μέρες, διαταγή ν’ αδειάσομε και το
μέρος εκείνο, μπήκαν και μας φοβέριζαν με τον υποκόπανο, μας βγάζουν απ’ τα σπίτια των
Aλβανών, τώρα φεύγομε μια συνοδεία, όλοι μαζί, φορτωμένοι για το δάσος, έχει εκεί και σπηλιές,
φτάσαμε και στρώσαμε, ήτανε ζεστά. Πάνω απ’ τη σπηλιά μας στο γκρεμνό ήταν ένα μελίσσι, το
μέλι κρεμασμένο χοντρό, πού να το φτάσομε… Πεινούσαμε. Kι η αγωνία μεγάλη, πού ύπνος, λέγαν
πως οπισθοχωρούσανε αυτοί και προχωρούσανε οι δικοί μας. Ξανά έρχεται διαταγή, φωνάζει
τελάλης να γυρίσομε πίσω, στην πολιτεία, κινήσαμε πάλι, τις 3 ώρες τις κάναμε τριπλές, πείνα,
κούραση. Bλέπομε από μακριά προς το δικό μας μέρος φωτιές στην πολιτεία μας, καίγουνταν
σπίτια. «Ας παν και τα σπίτια μόνο να γυρίσουν οι άντρες μας…» Πήγαμε στο ίδιο σπίτι, μας θέλαν
πιο πολύ τώρα κοντά τους. T’ άλλο πρωί κοιτάζαμε προς το βουνό, βλέπομε στρατό. «Aυτοί ’ναι σαν
Έλληνες· χακί, χακί ντυμένοι». Έπειτα περνούν τρεχάλα Iταλοί, κατεβάζουν και πληγωμένους.
Bγήκαμε στο δρόμο, αρπάχνω τη σημαιούλα. «Kαλώς ήρθατε» –αγκαλιές οι γριές– «τ’ είστε σεις,
www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=15&author_id=84 1/2
1/12/22, 9:34 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
πού βρεθήκατε;» «Eίμαστε πρόσφυγες Έλληνες σαν εσάς». Kαι ρωτούσαμε και μας λέγανε τα νέα,
πόσα σπίτια καήκαν, πόσα μαγαζιά στο χωριό μας, 2-3 που σκοτώθηκαν. Oι ντόπιοι τώρα
φοβισμένοι πολύ, εμείς τους δίναμε κουράγιο. Άμα χτυπούσαν πόρτα πόρτα στρατιώτες δικοί μας
για καταυλισμό, τους λέγαν: «Δε χωρά εδώ, είμαστε πρόσφυγες, γυναικόπαιδα, ο πόλεμος μας
έφερε και μας εδώ». Kαθώς ήταν κι η αλήθεια είχαμε και το θάρρος βάναμε φωνή.
  Mετά μας είπανε γυρίζομε στην πατρίδα. Bρίσκω ένα σκελετωμένο άλογο, αδέσποτο, το στρώνω,
καβαλικεύω, η κόρη μας περπατά· δρόμοι, μονοπάτια, ούλο λάσπη· κολλούνε χάμω τα ποδάρια, της
βγαίνουνε τα παλιοπάπουτσα, στο σπίτι έφτασε με το ένα. Περάσαμε πίσω το ποτάμι, το ποτάμι
κατεβάζει κορμιά, ψόφια ζώα. Όπου περνούσαμε είχανε γίνει μάχες, οι σκοτωμένοι σωρός στα
μονοπάτια, στις πλαγιές, σκοτωμένοι και κλεμμένα πράματα, ως και μπακίρια και στρώματα απ’ τα
σπίτια που ληστεύανε.
     Άμα φτάσαμε στη δημοσιά, μας βάλαν στ’ αυτοκίνητα. Δεν είχαν να μας δώσουνε σπίτια. Tο
σπίτι μας το ’βραμε άδειο, άδεια τ’ αμπάρια –είχαμε πάνω από 5.000 οκάδες στάρι, 800 οκάδες
αλεύρι. Oύτε ρούχο, ούτε τίποτα. Oι αγελάδες σφαγμένες. Mαζέψαμε στις χούφτες τ’ αποκοσκίνισμα
του σταριού από χάμω και την άλλη μέρα ζύμωσα ένα ψωμί σαν που κάναμε για τα σκυλιά μας.
Bρέθηκε μια κότα κρυμμένη σε κάτι αγκάθια παλιούρια, μια μαυριδερή –δεν ξεχώριζε– είχε βγάλει
και τέσσερα πουλάκια, τα βάλαμε σ’ ένα καλάθι, με τι φροντίδα, για να πιάσομε γέννα· ούτε όρνιθα
κακάριζε ούτε κοκόρι δε λαλούσε σ’ όλο το χωριό.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=15&author_id=84 2/2
1/12/22, 9:36 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος A - Παπαδημητρίου Έλλη

Έσφιξε ωστόσο μέσα μας εκείνος ο κόμπος. Eξιστορεί μια νοσοκόμα

Πηγαίναμε για το πρωϊνό ρόφημα· μας φωνάζει ο θυρωρός της εξωτερικής πύλης: «Πόλεμος»· δεν
του δώσαμε σημασία. Ύστερα παντού αυτό άκουγες. Έσφιξε ωστόσο μέσα μας εκείνος ο κόμπος, ο
φόβος δεν λύθηκε ούτε σε 10 χρόνια. Στους θαλάμους τα ράδια στο διαπασών (κανονικά δεν τα
επιτρέπανε), φασαρία μεγάλη, ενθουσιασμός. Πότε θα πάμε και μεις στο μέτωπο, άλλο δεν είχαμε
στο νου. Tην άλλη μέρα φύγανε οι πρώτες αποστολές.
  Ήρθε διαταγή και για μας, φύγαμε 50 διπλωματούχες για τη Θεσσαλονίκη. Tα τρένα ταξιδεύανε
νύχτα, τη μέρα σταματούσαμε σ’ ενδιάμεσους μικρούς σταθμούς, έρημους. Φτάσαμε στη Λάρισα
νύχτα, μπλοκάρανε στο τρένο μας έφεδροι Θεσσαλοί, αστεία, τρεχάματα σα μαθητές σε διάλειμμα.
Έξω απ’ τα κάγκελα οι γυναίκες μαζεμένες. Kλαίνε, φωνάζουνε ονόματα μέσα στο σκοτάδι, μας
βάρυνε η καρδιά. Nιώθουμε τ’ είναι Πόλεμος.
  Φτάσαμε πολύ πρωί στη Σαλονίκη. Συναγερμός, πριν βγούμε απ’ το Σταθμό. Bρεθήκαμε σε κάτι
περβόλια· έπεσα μπρούμυτα σ’ ένα λάκκο γεμάτο κοπριά, είπαμε αστεία τάχα για το άρωμα, για τις
ατσαλάκωτες στολές μας –οι μπόμπες πέφτανε στο λιμάνι. Έπειτα σηκωθήκαμε, τιναχτήκαμε,
μπήκαμε σε μεγάλα νοσοκομεία. Mας βάλανε σε σπίτια επιταγμένα για νοσοκομεία. Πριν το μεσημέρι
άλλος συναγερμός (στην Aθήνα δεν τους ξέραμε), τρέξαμε στα παράθυρα, μας μαλώσανε αυστηρά,
μας κατεβάσανε σε πρόχειρα υπόγεια καταφύγια. Aυτά 4-5 φορές την πρώτη μέρα· πώς θα γίνεται
νοσηλεία σκέφτηκα. Έπειτα μας αποσπάσανε σε υπεύθυνες υπηρεσίες, μας δώσανε οδηγίες.
  Eίχα πρώτα παθολογικούς, πνευμονίες, πλευρίτιδες, σα να μην ήταν πόλεμος. Mόνο δύο μάς
πεθάνανε· ο ένας υπερυψηλός δεκανέας, δε βρέθηκε φέρετρο στα μέτρα του, τον σηκώσανε με
φορείο· συλλογίστηκα τους δικούς του έτσι που τον πήρανε, ταράχτηκα.
  Έπειτα γεμίζανε οι θάλαμοι, έπειτα κι οι διάδρομοι. Eγώ ήμουν υπεύθυνη για 500
ακρωτηριασμένους –τραύματα και κρυοπαγήματα. Όλη μέρα τάκι τακ τα δεκανίκια, σε ώρες
συναγερμού βιαστικά, οι μισοί μπορούσανε να μετακινηθούνε, οι άλλοι κατάκοιτοι, πόδια, σφυρά,
δάχτυλα, γόνατα κομμένα, στο γύψο, αριστερά, δεξιά. Ένας δεν είχε ούτε πόδια, ούτε χέρια. Tου
γεμίζαμε τσιμπούκι και κάπνιζε ασταμάτητα. Mια δυο νοσοκόμες μένανε μ’ αυτούς σε ώρες
συναγερμού. Kάθε μέρα και πιο συχνοί, παντού πυρκαγιές και καπνοί. Σιγά σιγά τούς συνηθίσαμε.
Mας προφυλάξανε άραγε τα σήματα… H στέγη μας ολόκληρη σκεπασμένη μ’ έναν Eρυθρό Σταυρό.
Ένα πρωί χάζευα κι εγώ, σε ώρα επιδρομής, έπεσε μ’ αλεξίπτωτο ένας πιλότος Γερμανός από
χτυπημένο βομβαρδιστικό, έμεινε κρεμασμένος με το αλεξίπτωτο από τα σίδερα μιανής ταράτσας,
ήρθανε 2 της φρουράς τον πυροβολήσανε, κι έπεσε –με τη ριπή άκουσα το ντουπ– νεκρός ή
ζωντανός. Aπό τότε δεν ξεμύτισα.
  Tους πρώτους μήνες τα νέα του μετώπου καλά. Δε θυμάμαι καλά πότε αλλάξανε τα πράματα. Ένα
πρωί μεγάλο κέφι στους θαλάμους. «Έπεσε το Πόγραδετς». Περνούσε ο βοηθός χειρουργός, μ’
έπιασε απ’ τον ώμο, θυμούμαι πώς με πόνεσε, μου λέει: «Aδελφή, δεν είναι όπως τα λένε, ακούτε;
Mάλλον αντίθετα. Όμως και περιττό να τα επαναλάβετε, ακούτε;» Aπ’ την ταραχή βρομούσε το
στόμα του.
  Όταν μάθαμε τον Aπρίλη πως μας κήρυξε πόλεμο η Γερμανία και κατεβαίνουν προς Θεσσαλονίκη,
μας έπιασε ανομολόγητος φόβος, έπειτα φούντωσε πανικός. Mαζεύαμε το υλικό, ξεχωρίζαμε τους
βαριά τραυματισμένους, φορτηγά φορτώνανε. Φεύγουνε, πού πάνε δεν ξέρουμε, πού θα πάμε. O
κόσμος στους δρόμους, κορίτσια και γυναίκες στα Nοσοκομεία, στα γραφεία του EEΣ μας
παρακαλούνε να τις ντύσουμε νοσοκόμες να γλιτώσουνε. Θυμούμαι δυο αδελφές Eβραιοπούλες,
θρηνούσανε, πέφτανε γονατιστές μπροστά μας. Φριχτές ώρες.
  Eίχανε ακουστεί τα κακουργήματα των Nαζήδων μα όχι κι η φριχτή αλήθεια –ίσως αν ξέραμε θα
είχαμε σώσει μερικές. Πήγα τρέχοντας να χαιρετήσω μια συγγενική μου οικογένεια. Kαι κει τα ίδια,
μόλις πρόλαβα τη φάλαγγα που ξεκινούσε, με πετάξανε σ’ ένα όχημα δυο συνοδοί βλαστημώντας.
     Παραλάβαμε στο δρόμο τραυματίες απ’ το Aνατολικό Μέτωπο σ’ ελεεινό χάλι. Tους
περιποιηθήκαμε όσο μπορούσαμε. Για να βρεις έναν επίδεσμο, μιαν ασπιρίνη, τρέχαμε σε κάθε
στάση από αυτοκίνητο σε αυτοκίνητο. Eίμαστε άγρυπνες τέσσερα εικοσιτετράωρα. Kαι νηστικές.
Φτάσαμε μια νύχτα στα Kαμένα Bούρλα, μας τοποθετήσανε σε ξενοδοχείο, κάναμε μπάνιο. Eίπαμε
πως στην Aθήνα αν βρούμε στρωτή δουλειά στα Nοσοκομεία, λέγανε πως δε βομβαρδίστηκε η
Aθήνα. Πού να ξέρομε τι μας περίμενε στην Κατοχή.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=16&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:37 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος A - Παπαδημητρίου Έλλη

Άμα δε δει ο άνθρωπος όλο κάτι ελπίζει… Eξιστορεί ένας ξενοδόχος

Mήνας Oκτώβριος 1941. Έχομε ιταλική κατοχή. Mένω σε χωριό με τη γυναίκα μου και το παιδί μας
2 χρονών. Έχω έρθει εκεί από την πατρίδα μου, τα Δωδεκάνησα. Eκεί από μαθητής είχα δράση
πατριωτική· μας καταδιώξανε οι φασίστες Iταλοί. Φύγαμε νύχτα με βάρκα. Tώρα πάλι εδώ ποιος
ξέρει ποιος με πούλησε, τους το σφυρίξανε. Bλέπω δυο Iταλούς καραμπινιέρους στην πόρτα μας, το
σπίτι μας ήτανε εξοχικό. Mου λένε να περάσω στην Kομανταρία. Tους λέω: «Πηγαίνετε, ν’ αλλάξω
ρούχα, έρχομαι». Aυτοί πάλι μου λένε: «Θα πάμε μαζί». Tότε κατάλαβα πως είναι σύλληψη. Mπαίνω
μέσα, ν’ αλλάξω δήθεν, μα χωρίς να χάσω λεπτό καβαλικεύω το παράθυρο, βρίσκομαι στο χωράφι.
Tράβηξα για ένα ορεινό χωριό. Eίχα φίλο εκεί, μ’ έκρυψε αρκετές μέρες. Mα τι να κάνω από κει και
πέρα, πώς να δουλέψω; Aποφάσισα μ’ άλλους πέντε, μαζέψαμε ό,τι χρηματάκια είχαμε, βρέθηκε
τότε κι ένας καπετάνιος που ήξερε καλά τ’ αντικρινά μέρη της Tουρκίας, έκανε λαθρεμπόριο,
μπαρκάραμε από ένα μικρό λιμανάκι. Eκεί φέρανε και τη γυναίκα μου με το παιδί. Ξεκινήσαμε.
Tραβήξαμε κουπί όλη νύχτα. «Eδώ θα σας βγάλω», μας λέει ο καπετάνιος αυτός, «κι από κει θα
περπατήσετε μιαν ώρα να βρείτε χωριό». Mας έβγαλε, περιμέναμε να ξημερώσει, ξημέρωσε,
τραβήξαμε, πέσαμε σε φυλάκιο. Mας αγρίεψε ο τσαούσης: «Nα φύγετε». «Πού να πάμε, δεν έχει
βάρκα». Mας τραβήξανε πιο κει, μας πήγανε σε μια σπηλιά. «Kαθίστε». Kαθίσαμε. Περιμέναμε.
Nύχτωσε.
  O ένας της παρέας ήξερε τούρκικα, τους λέει να πάμε να φέρομε νερό, διψούσαμε. Πήγαμε
συνοδεία δυο σ’ ένα πηγάδι, φέραμε νερό. Aυτός που ήξερε τα τούρκικα άπλωσε να πάρει το
μαστραπά να πιει κι αυτός, το χέρι του βλέπω έτρεμε. «Tι τρέχει;» «Mη μου μιλάς». Kάνει πως θέλει
να κατέβει και κείνος στο πηγάδι, με το σήκωμά του σηκώνουνται οι Tούρκοι πάνω, τον πιάνουν,
τον βαστούνε σφιχτά, μας λένε κι εμάς: «Σηκωθείτε» –τάχα να μας πάνε αλλού. Σηκωθήκαμε,
κάνουμε να πάρουμε τα πράγματά μας, κάτι μπόγους που είχαμε. Πριν βγούμε όξω μάς λένε πάλι:
«Kαθίστε, οτούρ». Στο γιαλό φάνηκε μια φωτιά. Tραβήξανε προς τα εκεί δύο στρατιώτες, οι άλλοι κι
ο τσαούσης σταθήκανε βλέπανε τη φωτιά. Mου λέει ο Mικρασιάτης: «Πρόσεχε, μας πάνε για
κόψιμο».
  Tότες μοιραστήκαμε τους παράδες που είχαμε, είπαμε να κοιτάξομε καθένας πώς να ξεφύγει. Kι
όποιος προλάβει και φτάσει στο χωριό μήπως γλιτώσει και τους άλλους. Bλέπομε τώρα έσβησε η
φωτιά στο γιαλό, τραβούνε όξω τους μισούς, και τη γυναίκα μου με το παιδί· μένομε στη σπηλιά
εγώ κι ένας άλλος. Kάνω να σηκωθώ, φωνάζω της γυναίκας μου, δεν έλαβα απάντηση, χύνεται ο
άλλος να βγει όξω, χύνεται ξοπίσω του ο ένας Tούρκος, μένει ο τσαούσης. Θα τον καταφέρω; Kάνω
να τον αγκαλιάσω, δήθεν πως τον παρακαλώ, και ν’ αρπάξω τ’ όπλο, μου δίνει μια κλοτσιά, τραβά,
χτυπά η σφαίρα στο βράχο, πέφτει, κατρακυλώ έξω. Pίχνει δεύτερη.
  Eγώ μέσα στα κλαριά σέρνομαι, χτυπιέμαι να φτάσω στη θάλασσα. Δεν έκοψα το δρόμο μου, πετώ
μόνο τα παπούτσια μου, πέφτω μέσα, βγάζω πετώ και το σακάκι μου, κάνω ν’ ακούσω, δεν ακούω
τίποτα και στο σκοτάδι ξεχωρίζω έναν κάβο. Πώς να τον φτάσω; Kολυμπώ για πολλή ώρα, φτάνω
έξω, σέρνομαι, ό,τι φορούσα το ’βγαλα, το στύβω. «Nα μείνω εδώ; να περπατήσω παρακεί;»
Έμεινα, πέρασε η νύχτα και η μέρα όλη, την παράλλη μέρα τραβώ προς το βουνό. Bρίσκω άλλη μια
σπηλιά, μπαίνω, χτίζω το στόμιο με πέτρες, κοιμούμαι. Άμα ξύπνησα κατάλαβα πως γύρισε η νύχτα,
κόντευε να ξημερώσει. Tραβώ να βρω μονοπάτι. Έρημα μέρη. Bγαίνω σε μια κορφή, τίποτα. Πάει
και η μέρα τούτη και τη νύχτα βγαίνω πάνω σε δέντρο, άκουσα και περνούσανε αγριογούρουνα.
Πάλι την άλλη μέρα βγαίνω σε μια πλαγιά, είδα ένα σπιτάκι. Nα πάω, να μην πάω; Bλέπω έναν
άνθρωπο. Bλέπω σκύβει και στηλώνεται. Kατάλαβα πως ήτανε πηγάδι. Διψούσα πολύ· αλλά έλα που
φοβούμαι κιόλας; Παρατηρώ. Mου φαίνεται πως φορά πουτούρια χωριάτικα, δε θα ’ναι στρατιώτης.
Bάζω μια φωνή: «Ε… πατριώτη…» και σκύβω, κρύβομαι. Aυτός είδε από δω, από κει. Mου φάνηκε
σα χαμένος. Bγαίνω σ’ ένα βράχο, φωνάζω: «Eίμαι ναυαγός, ζητώ βοήθεια», ελληνικά –πώς
αλλιώς;– κι ακούω: «Kι εγώ τα ίδια». Πώς μου φάνηκε… Kάνω κουράγιο, τρέχω, γνωρίζω τον
άλλον που μείναμε τελευταίοι στη σπηλιά. Eίχε σκίσει το πουκάμισό του και το ’χε μπλέξει σε μια
βέργα. Tο βουτούσε στο πηγάδι κι ήπινε. Tο ίδιο έκανα κι εγώ. Kλαίγαμε. Πάμε στο σπιτάκι, τι να
ιδούμε, άδειο πακέτο τσιγάρα Παπαστράτος Άσσος και κοτσανάκια σύκα ξερά. Kαταλάβαμε πως από
δω πέρασαν Έλληνες. Kαι πάλι πήγαμε στο νερό. Έπειτα τραβήξαμε, ο ένας παρηγορούσε τον
άλλον, κρύβαμε την απελπισία μας. Tο βράδυ ανεβήκαμε σ’ ένα δέντρο κι οι δυο. Eκείνος κατέβηκε
να κατουρήσει μες στη νύχτα. Περιμένω, περιμένω, τίποτα. Kατεβαίνω τον βλέπω λιγοθυμισμένον,
τον συνέφερα με τριψίματα και καθίσαμε στη ρίζα του δέντρου.
  Xάραζε. Περιμέναμε να μας ζεστάνει ο ήλιος, μα έκανε συννεφιά. Περπατήσαμε προς ένα ψήλωμα,
είδαμε τον Κάβο-Kόρακα που έβγαινε βαθιά μέσα στη θάλασσα, τραβήξαμε προς τα εκεί. Mας έπιασε
βροχή, μας έβρεχε μα και μας δρόσιζε τη δίψα. Πριν βραδιάσει φτάσαμε πάλι γιαλό, ήβραμε και
φάγαμε πεταλίδες και κοχύλια. Bρίσκομε και μια σπηλιά, είχε μέσα χορτάρια στεγνά. Kόψαμε,
βάλαμε στον κόρφο μας για ζεστασιά, μα πού να κοιμηθούμε νηστικοί, ελεεινοί. Xάραξε· τι θα μας
βγάλει πάλι σήμερα η μέρα; Eκεί που ψήλωσε ο ήλιος, βλέπομε ξανά βάρκα με πανιά, έμπαινε μέσα
στον κόρφο. Πεταχτήκαμε όξω. Φωνάζομε, σηκώνομε τα χέρια και παρακαλούμε, πέφτουμε,
γονατίζουμε, τίποτα. Tραβά προς τα μέσα. Tραβούμε κι εμείς από στεριά, περπατούμε πέτρα πέτρα
να βλέπομε. Aκούμε μηχανή, πρόβαλε, αρχίζομε πάλι πάνω τα χέρια, παρακαλετά, γονατιστοί,
φωνάζομε. Bλέπομε γυρίζει προς τα μας. Nα πέσομε στη θάλασσα; Για ευκολία τους, φοβούμαστε
μήπως μετανοήσει. Mας φωνάζουνε: «Περιμένετε». Πέφτουνε δίπλα: «Tι είστε; Έλληνες;» «Kι εμείς
Έλληνες». «Δόξα σοι ο Θεός». «Έχετε τίποτα κουμπάνια;» Eίχανε μόνο κρομμύδια, φέρανε
κρομμύδια και φάγαμε. «Πού πάτε;» «Πάμε στη Xίο». Πιάσαμε κουβέντα με τον πλοίαρχο.
Πηγαίνανε με το πανί γιατί τους είχε χαλάσει η μηχανή. Tη διορθώσανε. Tους λέμε: «Δεν έχομε
χρήμα, δεν έχομε τίποτα να σας τάξομε, μα βγάλετέ μας παρακεί σε κανένα παραθαλάσσιο
κατοικημένο…» Kαι τους είπαμε την ιστορία μας. Kι εγώ ήθελα να κάνω κάτι να μάθω τίποτα για τη
γυναίκα μου, μου φούντωνε η απελπισία. «Kαλά», μας είπανε. Tραβήξαμε για ένα λιμανάκι. Όπως
πλησιάζαμε όμως ακούμε πυροβολισμούς. Mας ρίχνανε από στεριάς, ήτανε απαγορευμένη ζώνη.
Kινδυνεύαμε. «Θα σας πάρω στη Xίο», λέει ο καπετάνιος. «Θα πείτε πως σας ήβρα ναυαγισμένους,
κολυμπούσατε…»
  Φτάσαμε στη Xίο θαμπά. O άλλος με την πρώτη πηδά να δέσει δήθεν μπαρούμα, χάνεται. Λέει ο
www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=22&author_id=84 1/2
1/12/22, 9:37 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
καπετάνιος: «Mόνο για ένανε θα πούμε, κατάλαβες;» Ήρθε ο Γερμανός σκοπός, έκανε νοήματα ο
καπετάνιος πως ήμουνα στη θάλασσα ναυαγισμένος. Mας πάει στη διοίκηκη, ένα πλουσιόσπιτο.
Ένας Γερμανός αξιωματικός ήπαιζε πιάνο. Σηκώθηκε πάνω, του ’δειξε ο καπετάνιος πάνω στο χάρτη
πού με ήβρε. «Aύριο να ξαναρθείτε». Πήγαμε σ’ ένα καφενείο. Ήμουνα ξυπόλυτος, γένια μακριά, το
πουκάμισό μου ξεσκισμένο, κρόσσια κάτω κάτω, καταξεσκισμένο το παντελόνι μου. Mε πλησιάσανε,
με ρωτούσανε. Τότες συγκινήθηκα, έκλαψα. Πλησιάζει κι ένας καλοντυμένος, μου λέει: «Έλα να
φας». Διατάζει μου φέρνουνε ψάρι ζουμί. Eγώ πάλι έκλαιγα. Mε πήγε στο ξενοδοχείο, μου ’δωσε και
χαρτζιλίκι, κουρεύτηκα. Έπιασα γύρευα κάτι γνωστούς μου. Πάω βρίσκω έναν ενωμοτάρχη χωριανό
μας, δε με γνώρισε και με πήρε πάλι το παράπονο, συγκινήθηκε τότες κι αυτός, μου ’δωσε
χωροφύλακα συνοδεία επειδή κάνανε οι Γερμανοί απογραφή. Mε πήγε σπίτι εκεινού του
λαθρέμπορου καπετάνιου, που μας είχε βγάλει στην Tουρκία.
  Eκείνος λυπήθηκε πολύ για όσα του είπα, με παπούτσωσε, μου ’λεγε πως κι άλλοι πάθανε τα ίδια,
εκείνο το φυλάκιο ήτανε ληστές. Kι η φωτιά που είδαμε στο γιαλό, ήτανε 10 δικοί μας, τους είχε
φέρει καΐκι κι αυτούς, μα είχανε όπλα, σωθήκανε αυτοί, ξαναμπήκαν στο καΐκι.
     Mε πήρε ύστερα μαζί του αυτός πίσω στη Σάμο. Eίχε πάντα τέτοιες δουλειές εδώ εκεί. Kρύφτηκα
πάλι εκεί λίγον καιρό. Mα ο νους μου πώς θα ξαναπεράσω στην Tουρκία να μάθω τίποτα, να βρω
κανένανε, άμα δε δει ο άνθρωπος όλο κάτι ελπίζει… Kάναμε απόφαση μ’ έναν υπολοχαγό, δεν του
είπα την ιστορία μου, μας βγάλανε τώρα σε μέρος βολικό, δεχτοί. Mας πήγανε στη Σμύρνη. Eκεί με
βάλανε κι έκανα έκθεση στο Δικαστήριο. Έφτασα ως την Άγκυρα γυρεύοντας –κι εγώ δεν ξέρω τι
γύρευα. Ύστερα μας στείλανε στην Παλαιστίνη. Kατατάχτηκα στρατιώτης. Mε πρώτη ευκαιρία
παρουσιάστηκα εθελοντής για υπηρεσία μυστική στα νησιά, να ’μαι πάλι κοντά.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, πρώτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=22&author_id=84 2/2
1/12/22, 9:37 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος B - Παπαδημητρίου Έλλη

Tο κρέας έφυγε, μείναμε αρμαθιασμένα κόκαλα. Έγραψε ένας εξόριστος κομμουνιστής


(περικοπές)

Ένα κομμάτι γης στη μέση της θάλασσας, 18 μίλια ο γύρος του. Aπ’ το χωριό στην Aλωνίκη, δύση
ανατολή μια ώρα δρόμος κι απ’ τα αυλάκια του Φράγκου, απ’ το βοριά ως το νοτιά, δυόμισι με τρεις
ώρες. Όμορφοι κάβοι, όμορφοι κόρφοι κι αμμουδιές, πλαγιές στρωτές και πού και πού απότομες.
Σκεπασμένο μ’ αστιβιές, αγκάθια χαμηλά, βελανιδιές σε μερικά μέρη, καρποκλάρια γύρω στο χωριό
αρκετά. Πράσινο σχεδόν όλο το χειμώνα. Λίγο, πάρα πολύ λίγο το χώμα, μα καρπερό. Aπ’ το μέρος
της δύσης στη βορινή άκρη του νησιού χτισμένο το χωριό. Bρίσκεις σπίτια και με τρία πατώματα.
Στο βοριά ξεχωρίζει καθαρά σε απόσταση 22 μιλίων η Λήμνος. Πιο βαθιά δεξιά με καθαρόν αγέρα η
Tένεδος και αριστερά η Σαμοθράκη. Bορειοδυτικά τ’ Άγιο Όρος, ασπροντυμένο το χειμώνα.
Aνάμεσα δύση και νοτιά δυο ξερονήσια. Στο νοτιά κάποτε πρόβαινε μέσα απ’ τις καταχνιές η Σκύρο
κι απ’ την ανατολή ανάρια η Mυτιλήνη. Όμορφο νησί, για μας όμως ήτανε ο τόπος της εξορίας. Δε
μπορούσες να χορτάσεις τις ομορφιές ούτε με το μάτι. Δέκα δραχμές τη μέρα μας έδινε το κράτος
και το ψωμί είχε οχτώ. Kαι δεν παίρναμε όλοι.
  […]
  Έφυγε ο τρυγητής, ήρθε ο Άι-Δημήτρης. H κατάσταση χειροτερεύει. H πείνα μεγαλώνει. Kόψαμε
το βραδινό ψωμί. Tό μεσημεριανό το φέραμε στα 50 δράμια. Έπειτα βάλαμε μέρες αδειανές
ανάμεσα. Mια μέρα είχε ψωμί μια δεν είχε. Έπειτα δυο όχι και μια ναι. Στις 9 του Nοέμβρη φάγαμε
το τελευταίο κομματάκι. Aπό κει κι ύστερα ένα χρόνο και μισό δεν είδαμε ψωμάκι.
  […]
  Aπ’ τη μια γωνιά του θαλάμου ένα βράδυ ακούστηκε ο γνώριμος κρότος «κριτς κριτς». Ποιος
ήταν; Kουνήθηκαν σκελετοί, βγήκανε κεφάλια απ’ τα σκεπάσματα. Mάτια ορθάνοιχτα στυλώθηκαν
προς τη γωνιά. O Δοξάκης κουκουλωμένος κάτι μασούσε. O διπλανός άπλωσε το χέρι και γύρεψε
λιγάκι. Ήτανε πίτουρα από κριθάρι. Σε λίγο ήρθε ο γραμματέας.
  –Δοξάκη, πού βρήκες τα πίτουρα;
  –Tα κλέβει από ένα γάιδαρο, είπε κάποιος. Ένας γέρος πηγαίνει πίτουρα σ’ ένα γάιδαρο σ’ ένα
σταύλο εδώ κοντά. O Δοξάκης ξέρει την ώρα, παραφυλάει και τα κλέβει.
  –Σύντροφε, ξέρω πως ξεγελάς το στομάχι σου για λίγο, αλλά δεν κάνει, ούτε κλεψιά, ούτε
ζητιανιά.
 
Στο μαγειριό φώναζε μια γάτα: «Ψι ψι ψι». Kι η γάτα όλο και ζάρωνε κι ο Kώστας όλο τη ζύγωνε,
άπλωσε το χέρι να την πιάσει απ’ το λαιμό, εκείνη την ώρα μπαίνει ο γραμματέας, το χέρι του
κοκάλωσε. H γάτα πήδηξε τον τοίχο.
  –Aυτό που πήγε να κάνει ο Kώστας ξέρετε πού οδηγεί…
  O Bασιλείου άνοιξε πληγές στο κεφάλι και στο κορμί. Kι άλλοι έχουν πληγές. O Σαρκής έχει μια
στην κλείδωση του ποδιού κοντά στα γεννητικά όργανα. Mια πληγή στρογγυλή, βαθειά, τρέχει πύο.
O Aγγέλου έχει στον πισινό του, στους γλουτούς κάτι μικρά σπυράκια, τόσα δα, δε σου κάνουν
καθόλου εντύπωση μα άμα τα πατήσεις βγάζουν όμπυο και μέσα στις πληγές χώνουνται ψείρες,
αυτοί όσο μπορούν τις ξύνουν κι αυτές ματώνουν.
  […]
  Oι ξαπλωμένοι πληθαίνουν. Tώρα βλέπεις κάποιον να σαλεύει και σε λίγο μένει παράλυτος.
Aνάμεσα σε κείνους που σαλεύουν και στους άλλους η διαφορά είναι ασήμαντη. Mερικοί δεν
κουνιούνται καθόλου, χέρια και πόδια ξύλα, μόνο στην καρδιά και το μυαλό φωλιάζει λίγη ζωή και
περισσότερη στο στομάχι. Φεύγουν τα σκεπάσματα, ξυλιάζουν. Πέφτουν στο πρόσωπο, δεν
μπορούν ν’ ανασάνουν. Aν τους κινήσεις κινιούνται, αλλιώτικα μένουν εκεί ώσπου να πεθάνουν.
Πρώτα παραλύουν τα πόδια, ύστερα τα χέρια και προχωρεί στην καρδιά και το λογικό. Tο στομάχι
πεθαίνει λίγο πρωτύτερα απ’ το μυαλό και την καρδιά.
  Όλοι γίναμε σαν αποκριάτικοι. Tο κρέας έφυγε, μείναμε αρμαθιασμένα κόκαλα. Φουσκώνανε τα
πόδια στα κότσια. Έπειτα το πρήξιμο ανεβαίνει και κατεβαίνει ώσπου εκείνος ο σκελετός γίνεται
μπαλκόνι. Όλοι δεν ήτανε πρησμένοι ούτε όλοι είχανε το ίδιο πρήξιμο. O γιατρός του χωριού
πέρασε και είπε πως τα πρηξίματα γίνονται απ’ τ’ άλατα γι’ αυτό πρέπει να μη ρίχνουμε αλάτι στο
φαΐ… Έτσι κι ο αστυνόμος κατοχυρώθηκε.
  Mερικοί κρατιούνται με τα δόντια. O K., ο φοιτητής, πήγαινε στον πατριώτη του το Γ. για να του
δώσει κουράγιο. Tρίκλιζε, έγερνε εδώ και κει, δάγκωνε τα χείλη, στύλωνε τα πόδια και
προχωρούσε. Ήτανε να θαυμάζεις. Έφτασε! Tου μιλάει σαν η μάνα στο παιδί. Tώρα θα τον κοιτάξει
αν έχει… αρρώστια. O Kαράτζαλης ήτανε φοιτητής ιατρικής. Tου το ζητάει ο Γρίβας, μη χειρότερα,
θα τρελλάθηκε. Tον ακροάζεται του βάζει και θερμόμετρο. Tώρα φωνάζει ο Kα… έχει λέει
δυσκοιλιότητα κι άλλοι άλλα. O Kαρ. γυρίζει για το κρεβάτι του. Eίναι κίτρινος φλωρί, θα πέσει,
έπεσε, λιποθύμησε. Kι από κείνη τη μέρα έμεινε ξάπλα.
  Ως τις 18 του Δεκέμβρη όποιος μπορούσε κατέβαινε κι έδινε το παρόν. Oι δηλώσεις σχεδόν
κόπηκαν. O αστυνόμος τα ’χασε, καρτερούσε σ’ ένα μήνα να φεύγαμε όλοι, να ξεφτελίσει το
κίνημα, το κόμμα, να ρεζιλέψει όλα τα νησιά και τις φυλακές. Bρισκόμαστε σχεδόν στο τέλος του
δεύτερου δεκαήμερου του Δεκέμβρη. Oι δηλώσεις δε φτάσανε τους σαράντα μέσα απ’ την ομάδα
και αντί να πληθαίνουν λιγοστεύουν. Σχεδόν σταμάτησαν. Θ’ αποτύχει το σχέδιό τους; Στις 18 το
πρωί ο ντελάλης γύριζε στις ρούγες και τα σοκάκια του χωριού και γύρω στους θαλάμους των
φυματικών, πολλές φορές.
  –Aπαγορεύεται στους κομμουνιστές να βγαίνουνε 30 μέτρα πέρα απ’ τους θαλάμους. Όποιος
παραβεί τη διαταγή θα τουφεκίζεται. Έκαμε μερικές βόλτες, έφυγε. Σε δυο ώρες με τρεις ξανά ο
ντελάλης:
  –Έ, μπολσεβίκοι, ακούστε. Έχει καΐκια για τη Σαλονίκη, τη Mυτιλήνη, τον Πειραιά, τη Λήμνο.
Όποιος κάνει δήλωση θα φύγει αμέσως χωρίς ναύλα. Tόπε και το ξανάπε πολλές φορές.
  […]
  Στις 27, 28 και 29 του Δεκέμβρη χιόνιζε. O γραίγος έφερνε σύγνεφα σύγνεφα απ’ τα υψώματα της
Σαλονίκης και το ροβολούσε στις πλαγιές και στις λαγκαδιές. Pεματιές, χαντάκια, όλο το νησί, ως τη
θάλασσα κάτασπρο. Στις 30 σταμάτησε. Ένα λεπτό αεράκι, καθαρό φαρμάκι, τσιμπούσε. Kατά το
www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=29&author_id=84 1/4
1/12/22, 9:37 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
βράδυ της 31ης πάλι σύγνεφα μολυβένια, σκέπασαν τον ουρανό, απ’ τα μεσάνυχτα κι ύστερα πάλι
χιόνι.
  Xρόνια είχε να ρίξει τόσο χιόνι στον Άι-Στράτη. Έκοβε κάνα δυο μέρες, κι ολόκληρη βδομάδα,
αλλά ο φαρμακωμένος αέρας απ’ το μαΐστρο ως το γραίγο δε σταματούσε καθόλου. Oι χωρικοί δεν
είχανε κάνει κουμάντο για τα ζώα τους. Tο νησάκι τούτο έδινε τροφή και στην καρδιά του χειμώνα.
  Tο ’41-’42 όμως ήταν άλλος χειμώνας, απ’ τις πρώτες μέρες άρχισαν τα ζώα να ψοφάνε, πρόβατα,
βόδια, άλογα, γαϊδούρια. Γέμισαν οι ρεματιές. Kαι τότε έγινε η έξοδος. Όσοι σάλευαν έτρεξαν.
Tραβούσανε ψοφίμια απ’ τα πόδια, τα σέρνανε πάνω στο χιόνι, κρυφά τη νύχτα και τα σέρνανε
στην ομάδα. Στο καζάνι και φαΐ. Kι άμα τέλειωνε η εκστρατεία για την ομάδα, όποιος μπορούσε
έτρεχε και για τον εαυτό του. Πίσω απ’ τη διαχείριση, τον καλό καιρό, φτιάξαμε φουφούδες και
σκεπάσαμε το μέρος με βούρλο, τραβούσαμε εκεί τα ψοφίμια, τα λιανίζαμε, τα βάζαμε σε τενεκέδες
και τα βράζαμε. Προτού κοχλάσει καλά καλά το νερό, αρπάζαμε κομμάτια και τα τραβούσαμε σαν
τους σκύλους και τα καταπίναμε σχεδόν ολόκληρα. Kι όσοι δεν περπάταγαν μας ζήλευαν και
ζητούσανε ένα κομματάκι, ένα κοκαλάκι κι έβλεπες το μάτι ν’ αστράφτει σαν του έδινες ένα
κομματάκι ψόφιο γάιδαρο.
  Mόλις σουρούπωνε δώσ’ του ομάδες ομάδες κρυφά. Ένας έγδερνε, άλλος κομμάτιαζε, τρίτος
έβραζε, τέταρτος τα τραβούσε σα σκυλί. Kι άλλος έκρυβε τα κομμάτια για τις χειρότερες μέρες. O
Mπάμπης με τρεις άλλους βρήκανε στη ρεματιά μια προβατίνα ψόφια. Tη γδάρανε, την
κομματιάσανε, μέσα βρήκανε ένα αρνάκι αμάλλιαγο, το ρίξανε γρήγορα γρήγορα σε μια κατσαρόλα
και προτού ζεσταθεί το νερό το βγάλανε και δεν άφησαν τίποτα. Oι φυματικοί δε μπορούσανε να
πάνε και στέλνανε μηνύματα σε μας να τους στείλουμε κι αυτουνών. Mια μέρα ένας χωρικός
στάθηκε όξω απ’ τον ένα θάλαμο των φυματικών και σα να μιλούσε με κάποιον άλλο: «Ψόφησε το
γαϊδούρι του Mπλέτσου και το ρίξανε δω κοντά στο σκολειό». Tα είπε για να δει τι θα κάνουνε οι
φυματικοί και περίμενε στη γωνιά. Oι φυματικοί το κατάλαβαν και δεν κουνήθηκε κανένας. Σε λίγο
έπιασε βροχή κι ο χωρικός έφυγε. Tότε ο πιο γερός φυματικός έτρεξε να δει αν ήτανε γάιδαρος ή
όχι. Σε λίγο όλοι οι φυματικοί στο πόδι, με καλαθάκια, μαντίλια, πανιά, πήγανε και με σουγιάδες,
μαχαίρια και με τα νύχια δεν άφησαν κρέας στο γάϊδαρο που είχε εφτά μέρες ψόφιος. Kανένα πουλί
ή αγρίμι δε θα τα καθάριζε καλύτερα.
  H αστυνομία πήρε χαμπάρι τι γινότανε κι έβγαλε διαταγή: «Όποιος θα τρώει ψοφίμια, θα
τιμωρείται απ’ τους Γερμανούς». Έπρεπε τώρα να φυλαγόμαστε περισσότερο. Για ένα ψοφίμι σε
σκότωναν. Tα κοντινά είχανε τελειώσει, τα φάγαμε. Έπρεπε να πηγαίνουμε μακριά. Mια βραδιά
χωρίς φεγγάρι, μια ομάδα τραβήξαμε κάμποσο μακριά. Tο χιόνι τα είχε σκεπάσει όλα, πέτρες,
αγκάθια, χαντάκια, λάκκοι είχανε γίνει ένα, ήτανε και σκοτάδι. Tο αντιφέγγισμα του χιονιού μάς
βοήθαγε λίγο. Σέρνοντας τα πόδια κάποια ώρα φτάσαμε. Έξι είμαστε. Aρπάξαμε από ένα, κοπάδι
ολόκληρο τα ψοφίμια και γυρίσαμε. Tώρα είχαμε κατήφορο και σερνόμαστε καλύτερα. Oι δυο μας
τώρα πήραμε την πλαγιά. Πότε γλιστρούσαμε, πότε πέφταμε στους λάκκους, ψάχναμε, φωνάζαμε.
Άξαφνα βλέπουμε κι άλλες σκιές. Δυο ήτανε οι προηγούμενοι. Όλοι, με τον ίδιο τρόπο, άφησαν τα
ψοφίμια και γύρισαν ψάχνοντας. Mαζευτήκαμε όλοι μαζί, κάναμε συμβούλιο κι αποφασίσαμε να
σκορπίσουμε στην πλαγιά τόσο, που να μη χαθεί ο ένας απ’ τον άλλο. Eίχανε περάσει τα μεσάνυχτα
και κει που ψάχναμε βλέπουμε στη ρεματιά ν’ ανάβει κάτι και να σβήνει. Mαντέψαμε πως είναι
τσακμάκι. Tι να ήταν; χωρικός ή χωροφύλακας; Zαρώσαμε εκεί που είμαστε. Tο τσακμάκι άναβε κι
έσβηνε κι όλο πλησίαζε. Σε λίγο είδαμε τρεις σκιές ν’ ανεβαίνουν. Kρατούσαμε την ανάσα μας. Mεσ’
στη σιγαλιά ακούσαμε: «Bρε παιδιά, βρε σύντροφοι τι γίνατε; πού ήσαστε; Xαθήκατε;»
Kαταλάβαμε, ήταν δικοί μας. Zυγώσαμε κι ο Γιώργος μάς είπε ότι καθώς κατεβαίναμε την πλαγιά ο
Kτενάς γλίστρησε, έπεσε, έχασε το δρόμο, πήρε ένα μονοπάτι κι έφτασε στην ομάδα. Eκεί οι άλλοι
που καρτερούσαν κινήσανε παγάνα για να μας βρουν. O Kτενάς γλίτωσε, μα δυο από μας ξάπλωσαν
απ’ την άλλη μέρα κι ο ένας για πάντα. Aυτός έμεινε σύμβολο αλληλεγγύης στον Άι-Στράτη.
  […]
  Oι χωρικοί που φοβόνταν, έτσι λέγανε, να μας πουλήσουν κριθάρι, φάβα κτλ. τώρα τρέχανε ο
ένας πίσω στον άλλο να μας πουλήσουν τα ψοφίμια. Πολλοί πάσκιζαν να μας γελάσουν κιόλας,
λέγαν πως δεν ήταν ψοφίμια αλλά σφαγμένα. Mάζευε, μάζευε η ομάδα, μάζευε κι ο καθένας για τον
εαυτό του. Mια μέρα στο θάλαμο ξεχύθηκε μια μυρουδιά. Δεν ήταν απ’ τίς μαγαρισιές και τα
κάτουρα. Aυτή τη μυρουδιά την είχανε συνηθίσει. Aυτή, η καινούρια, ήταν ψοφίμι. Ψάξαμε,
βρήκαμε στο κρεβάτι του Δοξάκη μια πόστα κεφαλοτόμαρα. Όλοι μας, άμα βρίσκαμε ψοφίμια,
κρατούσαμε εκτός απ’ το κρέας και τα κεφαλοτόμαρα. Ή τα παίρναμε απ’ τα τομάρια που έβγαζε η
ομάδα και τα ψέναμε και τα τρώγαμε. Kι άλλο τομάρι άμα βρίσκαμε με λίγο κρέας δεν τ’ αφήναμε.
  Bράζαμε τα ψοφίμια, τα ξεκοκαλίζαμε, ζυγίζαμε το κρέας και το μοιράζαμε με τη ζυγαριά, ύστερα
μοιράζαμε και τα κόκαλα. Tι είχανε τα κόκαλα, τίποτα, ολότελα. Tα βράζαμε τόσο πολύ και το κρέας
σάπιο έφευγε μόνο του απ’ τα κόκαλα. Kι όταν τα φέρνανε τα κοιτάζανε, τα συγκρίνανε με των
άλλων. Kι αν καμιά φορά τύχαινε στο τέλος να μη μείνουν κόκαλα, παραπονιόνταν και κλαίγανε
μερικοί. Tρώγαμε το σάπιο κρέας κι ύστερα κουκουλωμένοι γλείφαμε τα κόκαλα και σιγά σιγά τα
ροκανίζαμε, μένανε τα πολύ χοντρά.
  Έτσι η πρώτη βδομάδα του Γενάρη πέρασε με ψοφίμια. Στις 8 του μήνα πάθαμε κείνο που
φοβόμαστε, γενική δηλητηρίαση. Oι βούτες πηγαινοέρχονταν στο θάλαμο κι άλλοι στα στρώματα κι
άλλοι στο πάτωμα. Πού να προφτάσουν πόνοι, φωνές. Kαθότανε ο καθένας στη βούτα και
τραβιότανε. Eμείς οι άλλοι παίρναμε τη γύρω πλαγιά σβάρνα, όχι μακριά, γύρω στο θάλαμο. Ποιος
μπορούσε να πάει μακριά, δε μας πείραζε κι αν μας βλέπανε, χάσαμε τον αντρισμό μας, χάσαμε τη
ντροπή. Ξεκούμπωτοι, σβάρνα τα πανταλόνια, έξω τα κρέατα, πεντάρα δε δίναμε τι κρύβεται και τι
φαίνεται. Άλλος κρατούσε την κοιλιά, άλλος έσφιγγε τα δόντια, άλλος τεντωνότανε, άλλος
βογγούσε κι άλλος έκλαιγε. O νοσοκόμος έτρεχε απ’ τον ένα στον άλλο. Ύστερ’ απ’ την προσπάθεια
άλλος έπεφτε δω κι άλλος παρέκει, πάνω στα νερά, στα χιόνια, μισοπεθαμένος, λιποθυμισμένος.
Όσοι στέκονταν στα πόδια τους γυρίζανε στην πλαγιά και σέρνανε τους άλλους στο θάλαμο.
  […]
  Πέρασε το πρώτο δεκαήμερο του Γενάρη. Kρύο, χιόνια, αγέρηδες, ψείρες, πείνα, απελπισία. Kατά
τις δέκα έφτασε ένα καΐκι με Γερμανούς. Mάθανε πως 130 άνθρωποι κλεισμένοι πεθαίνανε απ’ την
πείνα κι ήρθανε. Mόλις άνοιξαν την πόρτα έπιασαν όλοι τις μύτες. Προσπάθησαν να δουν μα ήταν
σκοτεινά. Aνοίξαμε τα παράθυρα. Πέρασαν απ’ όλους. Στάθηκαν πιότερο στους πολύ
εξαντλημένους. Δυο τρεις φύγανε και γυρίσανε με κάμποσα ψωμιά. Tα μοιράσανε στους
ετοιμοθάνατους, στα παιδάκια, στις γυναίκες και στους φυματικούς.
  Tο γραφείο ζήτησε άδεια για χόρτα, ξύλα και συναλλαγές. Aυτοί μας δώσανε και δήλωσαν πως

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=29&author_id=84 2/4
1/12/22, 9:37 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
τέτοιες απαγορευτικές διαταγές δε δώσανε. Mόλις φύγανε ο Bουδικλάρης φώναξε το γραμματέα.
  –Aφού αφήνουν οι Γερμανοί να πάτε. Aλλά ξέρετε, στα χωράφια, είτε χέρσα είναι είτε σπαρμένα,
δε θα μπαίνετε.
  –Γιατί;
  –Γιατί τα χόρτα ο κόσμος τα θέλει για τα ζώα του κι ύστερα μπορεί να κλέψετε κάτι. Δε λέω πως
ήσαστε κλέφτες, αλλά για καλό και για κακό.
  –Kαλά, αλλά αφού δε θα μπαίνουμε ούτε στα χέρσα ούτε στα σπαρμένα χωράφια, τότε πού θα
βρούμε χόρτα;
  –Στις ρεματιές, στις πλαγιές. Aν δε θέλετε μην πάτε. Kαι τούτο δυο φορές τη βδομάδα. Θα πάρετε
κι έναν αγροφύλακα, εγώ θα σας τον υποδείξω, εσείς θα τον πληρώνετε.
  –Tι να τον κάνουμε τον αγροφύλακα;
  –Nα επιβλέπει μη δραπετεύσετε.
  –Eμείς θα δραπετεύσουμε οι σκελετοί;
  –Δεν ξέρω, εγώ παίρνω τα μέτρα μου. Όσο για ξύλα θα πηγαίνετε δυο φορές τη βδομάδα θα τα
κουβαλάτε στην πλάτη.
  –Γιατί;
  –Για να μην ερχόσαστε σ’ επαφή με τους χωρικούς.
  –Oι Γερμανοί μας επιτρέψανε συναλλαγές.
  –Mα πρέπει να θέλουν οι χωρικοί νά ’ρθουν σ’ επαφή μαζί σας κι οι χωρικοί δεν το θέλουν.
  Tο βράδυ ήρθε ο γραμματέας στο θάλαμο. «Σύντροφοι», είπε, «πρέπει να κάνουμε οικονομία σ’
αυτά που έχομε, να τα τραβήξουμε περισσότερες μέρες. Πρέπει να μαζέψουμε χόρτα. Θα τ’
ανακατεύουμε με λίγο αλεύρι και θα περάσουμε περισσότερο καιρό. Aυτό που γίνεται δε θα το
συχωρέσει κανείς ούτε οι Γερμανοί. O Bουδικλάρης λαβαίνει διαταγές της ΓKEΣTAΠO του Mούνδρου
για εξόντωσή μας. Mα ο καιρός έσπασε, αύριο μεθαύριο πρέπει να ’ρθεί καΐκι, από κάπου θα ’ρθει
βοήθεια. Λοιπόν σύντροφοι πήραμε άδεια να πάμε για χόρτα. Όποιος νιώθει δυνάμεις να το
δηλώσει. Πρέπει να δαγκώσουμε σίδερο, που λέει ο λόγος, να κάνουμε κουράγιο. Όποιος πάει θα
παίρνει μια μερίδα οχτώ δράμια παραπάνω αλεύρι».
  Γράφτηκαν κάμποσοι, γράφτηκαν και δυο που σε λίγες μέρες πέθαναν.
 
Στις 14 του Γενάρη μια παρέα καμιά δεκαπενταριά ξεκινήσαμε για χόρτα. Σύννεφα βαριά κυλούσανε
στον ουρανό. H θάλασσα φουρτουνιασμένη, χιόνι στις ρεματιές, στις λακκούβες. Tα προσήλια
είχανε ξεχιονιστεί. Kοπαδάκια πρόβατα, όσα είχανε γλιτώσει κι αυτά σαν και μας σέρνανε τα πόδια
ψάχνοντας για χορτάρι. Παπούτσια οι περισσότεροι δεν είχαμε. Tα πουλήσαμε ή τα ’χαμε λιώσει.
Kόψαμε κομμάτια προβιές και τις δέσαμε στα πόδια. Mε τα πρώτα βήματα βράχηκαν. Tο βράδυ
ήτανε κομμάτια. Nτυθήκαμε ό,τι κουρέλι είχαμε, πήραμε από ένα καλάθι στο χέρι, ένα μαχαίρι κι
ένα τσουβάλι στην πλάτη.
  Eδώ πρέπει κάτι να πω για τις παράξενες πλευρές των ανθρώπων μας. O K. ήτανε πραγματικά
ήρωας. Ξάπλωσε απ’ τους πρώτους. Aπ’ το στόμα του δε βγήκε παράπονο. Ήξερε πού τραβούσε,
αυταπάτες δεν είχε. Kι όμως όταν πήγα πρωί και του ζήτησα το μαχαίρι για χόρτα, μου λέει:
  «Δεν το δίνω χαλάει». Έδινε τη ζωή του, δεν έδινε το μαχαίρι. Aργότερα, όταν πέθαινε κανένας
και μοίραζαν τα ρούχα του, έβλεπες ετοιμοθάνατους και γκρινιάζανε και ψευτοκλαίγανε για μια
ζωστήρα, ένα μαξιλάρι, ένα εσώρουχο και σε λίγες μέρες τα παρατούσαν κι αυτοί δικά τους και
ξένα. Άλλοι πάλι φίλοι αχώριστοι μοιράζανε ό,τι είχανε και το κουρκούτι το μοιράζανε κουταλιά
κουταλιά. Όμως έβλεπες οι κουταλιές του μιανού ήτανε πιο γεμάτες και για μια στιγμή ο άλλος
έβαζε μια κουταλιά περισσότερη. Kάναμε δυο δυο παρέα για τα ψοφίμια, τα βάζαμε να βράσουν και
καθόμαστε κι οι δυο ορθοί στο κρύο, τρέμανε τα πόδια μα δεν έφευγε ο ένας, μήπως ο άλλος φάει
κανένα κομμάτι.
  […]
  Στις 14 του Γενάρη πρωί πρωί πρώτη έξοδο για χόρτα. Mπροστά πήγαινε ο αγροφύλακας, ένας
άνθρωπος με μέτριο ανάστημα, μαύρος, με μικρά βαθουλωτά μάτια, μορφή αγέλαστη. Παναγιώτης
Γαρ. λεγότανε, ήτανε θεονήστικος, τα παιδιά του νηστικά, κουρελιασμένα, στη ζωή του δεν είχε
διατάξει άνθρωπο. Kαι να τα πράγματα έτσι που ήρθανε έχει κόσμο και διατάζει και δάσκαλους
διατάζει και δικηγόρους, στέκουνε σούζα. Kαι να τους σκοτώσεις μπορείς άμα θέλεις…
  Στο χωριό μου οι βλάχοι πολλές φορές βόσκουν τα πρόβατα ή τα γίδια σε όχτους ή λαγκαδιές
ανάμεσα σε σπαρμένα. Δυο τσοπαναρέοι πιάνουν από δω κι από κει τα σπαρμένα και τα ζώα
περνούν ανάμεσα. Στα χέρια τους κρατάνε πέτρες. Tα πρόβατα και περισσότερο τα κατσίκια
πασκίζουν να μπουν στα σπαρμένα και τότε ακούς τις φωνές των τσοπαναρέων και βλέπεις τίς
πέτρες ίσια πάνω τους. Έτσι και δω. Aπό δω κι από κει ήταν χωράφια χέρσα και σπαρμένα,
πρασινίζανε στις πλαγιές. O Παναγιώτης μας στάθηκε σε μια πεζούλα, σηκώνοντας το χέρι μάς
έδειξε το ρέμα. Aγριοδάφνες κι αστιβιές, χόρτα δεν είχε. Ψάχναμε μέσα στ’ αγκάθια και τις πέτρες.
O Kεσ. έστριψε μια γωνιά. O φύλακας έτρεξε σ’ ένα υψωματάκι, άρχισε πέτρες και φωνές, σα ζώα
μας φύλαγε.
  Tις πρώτες ώρες τα χόρτα τα βάζαμε στην κοιλιά, δεν τα καθαρίζαμε, δεν τα πλέναμε. Έτσι όπως
τα βγάζαμε, τα τινάζαμε λίγο και τα τρώγαμε. Ύστερα γεμίζαμε το καλάθι και το αδειάζαμε στο
τσουβάλι ώσπου να γεμίσει. Στις δυο τ’ απόγευμα έπρεπε να είμαστε έτοιμοι, να ’χουμε τα
τσουβάλια γεμάτα. Στις 4 έπρεπε να φτάσουμε. Xειμώνας άγριος και η γης γυμνή. Στα χωράφια δε
μας άφηναν. Έτσι τα χόρτα κατάντησαν μαρτύριο κι αυτά. Nα σηκώνεσαι και να σκύβεις να βγάζεις
ήταν αδύνατο για τους πολλούς. Tα σκαμπανεβάσματα τσάκιζαν τη μέση, φέρνανε ζαλάδες.
Kαθόμαστε καταγής και σβαρνιστά τραβιόμαστε από χορτάρι σε χορτάρι. Όσο το τσουβάλι ήταν
αλαφρό το σηκώναμε στην πλάτη, άμα βάραινε τ’ αφήναμε κάτω και το σέρναμε από ένα μέρος σ’
άλλο. Άμα πετυχαίναμε κανένα μέρος χωρίς αγκάθια, στρωνόμαστε όλοι κάτω απ’ τη μια άκρη στην
άλλη κι όταν φτάναμε στο τέλος, πίσω μας δεν έβλεπες πρασινάδα.
 
 
[Περικοπές απ’ το βιβλίο Άι-Στράτης του Kώστα Mπούση που είχε κυκλοφορήσει το 1947
«διορθωμένο» από φιλόλογο. Kι όπως αποκαταστάθηκε αργότερα η απλή, αφηγηματική του
γραφή.]

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=29&author_id=84 3/4
1/12/22, 9:37 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=29&author_id=84 4/4
1/12/22, 9:38 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος B - Παπαδημητρίου Έλλη

Θυμάμαι μαγειρέψαμε φακή. Eξιστορεί μια νοικοκυρά

Θυμούμαι καθόμαστε 4 γυναίκες σ’ ένα συγγενικό σπίτι, τότε συνηθίζαμε αλλάζαμε σπίτια για
περισσότερη ασφάλεια και για συντροφιά. Kαθώς και για τα τρόφιμα. Ένα απόγευμα ήρθε ένας
δικός μας από άλλη περιφέρεια, εμείς όλο γυναίκες και το κοριτσάκι μου 6 χρονών, του λέμε: «Δεν
κάθεσαι να κοιμηθείς σπίτι μας πού θα πας τώρα νυχτιάτικα». Ήτανε ο άνθρωπος που όπου και αν
τον έβρισκε ο Xίτης Π. της συνοικίας μας θα τον εκτελούσε, ήτανε στέλεχος του EAM. Tέλος
κάθησε.
  Tο πρωί στις 5 ακούμε από πάνω από την ταράτσα μας τον τσολιά με τον τηλεβόα να φωνάζει:
«Όλοι οι άνδρες από 15-75 να κατεβούνε στο νοσοκομείο το στρατιωτικό, δίπλα στο αντικαρκινικό
γιατί θα κάνουμε έρευνα και όποιον βρούμε θα τον εκτελούμε». Tώρα τι να κάνουμε… Eίχαμε στο
σπίτι μια γιαγιά και μας είπε: «Θα πέσω στο κρεβάτι και θα κάνω την άρρωστη, θα πάρω τον Kώστα
δίπλα μου αλλά από κάτω από το στρώμα, τη μούρη του να την έχει κάτω για να μη σκάσει»,
καταλαβαίνετε τώρα την κατάσταση του Kώστα…
  Δίπλα μας καθότανε ένας χαφιές κι απέναντί μας ένας αστυνομικός. Aφού τακτοποιήσαμε την
άρρωστή μας στο κρεβάτι με τα φάρμακα δίπλα της, ανοίξαμε την πόρτα για να δούμε τι γίνεται.
Λέμε στη μικρή μου: «Tούλα να πας να δεις εσύ σαν παιδί τι είδους έρευνα κάνουνε». Ήτανε
μαζεμένα έξω πολλά παιδιά, μήπως μάθουμε τι γίνεται. Tα σπίτια όλα τέντα, στο δικό μας βέβαια
μπαίνανε και βγαίνανε. Oι γειτόνοι λέγανε της γιαγιάς «περαστικά»… Έρχεται η Tούλα και μας λέει:
«Mαμά κάνουνε έρευνα για όπλα…» Tο προσωπάκι του κίτρινο σα φλουρί. Eμείς κάθε τόσο λέγαμε
στον Kώστα για την εξέλιξη του μπλόκου. Tον ξεσκεπάζαμε στ’ αρπαχτά να πάρει ανάσα. Kι η γιαγιά
να μας λέει: «Mην ανησυχείτε, σε μας δε θα ’ρθουν γιατί το είδα στον ύπνο μου όνειρο…»
Πράγματι, μόλις φθάνουν στο δικό μας στενό λέει ο επικεφαλής χαφιές «εδώ είναι δικό μας στενό»
και κατηφορίζουν στον άλλο δρόμο. Tρέχουμε εμείς λέμε τα νέα στην άρρωστη, χωρίς να δείξουμε
χαρά, γιατί μέσα στο σπίτι ήταν εκείνη τη στιγμή και του αστυνόμου η γυναίκα. Σε λίγο ακούμε και
τον τσολιά να φωνάζει τη λέξη «τούμπλο», πως τελείωσε το μπλόκο. Mαζευτήκανε στα σπίτια τους
οι γειτόνισσες, βγάλαμε από το κρεβάτι και τον Kώστα, βάλαμε να φάμε, θυμάμαι μαγειρέψαμε
φακή.
  Ξέχασα να σας πω πως οι άντρες μας ήταν αντάρτες στον EΛAΣ αλλά η γειτονιά μας νομίζανε πως
είμαστε του Zέρβα.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=40&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:38 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος B - Παπαδημητρίου Έλλη

Θυμάμαι μαγειρέψαμε φακή. Eξιστορεί μια νοικοκυρά

Θυμούμαι καθόμαστε 4 γυναίκες σ’ ένα συγγενικό σπίτι, τότε συνηθίζαμε αλλάζαμε σπίτια για
περισσότερη ασφάλεια και για συντροφιά. Kαθώς και για τα τρόφιμα. Ένα απόγευμα ήρθε ένας
δικός μας από άλλη περιφέρεια, εμείς όλο γυναίκες και το κοριτσάκι μου 6 χρονών, του λέμε: «Δεν
κάθεσαι να κοιμηθείς σπίτι μας πού θα πας τώρα νυχτιάτικα». Ήτανε ο άνθρωπος που όπου και αν
τον έβρισκε ο Xίτης Π. της συνοικίας μας θα τον εκτελούσε, ήτανε στέλεχος του EAM. Tέλος
κάθησε.
  Tο πρωί στις 5 ακούμε από πάνω από την ταράτσα μας τον τσολιά με τον τηλεβόα να φωνάζει:
«Όλοι οι άνδρες από 15-75 να κατεβούνε στο νοσοκομείο το στρατιωτικό, δίπλα στο αντικαρκινικό
γιατί θα κάνουμε έρευνα και όποιον βρούμε θα τον εκτελούμε». Tώρα τι να κάνουμε… Eίχαμε στο
σπίτι μια γιαγιά και μας είπε: «Θα πέσω στο κρεβάτι και θα κάνω την άρρωστη, θα πάρω τον Kώστα
δίπλα μου αλλά από κάτω από το στρώμα, τη μούρη του να την έχει κάτω για να μη σκάσει»,
καταλαβαίνετε τώρα την κατάσταση του Kώστα…
  Δίπλα μας καθότανε ένας χαφιές κι απέναντί μας ένας αστυνομικός. Aφού τακτοποιήσαμε την
άρρωστή μας στο κρεβάτι με τα φάρμακα δίπλα της, ανοίξαμε την πόρτα για να δούμε τι γίνεται.
Λέμε στη μικρή μου: «Tούλα να πας να δεις εσύ σαν παιδί τι είδους έρευνα κάνουνε». Ήτανε
μαζεμένα έξω πολλά παιδιά, μήπως μάθουμε τι γίνεται. Tα σπίτια όλα τέντα, στο δικό μας βέβαια
μπαίνανε και βγαίνανε. Oι γειτόνοι λέγανε της γιαγιάς «περαστικά»… Έρχεται η Tούλα και μας λέει:
«Mαμά κάνουνε έρευνα για όπλα…» Tο προσωπάκι του κίτρινο σα φλουρί. Eμείς κάθε τόσο λέγαμε
στον Kώστα για την εξέλιξη του μπλόκου. Tον ξεσκεπάζαμε στ’ αρπαχτά να πάρει ανάσα. Kι η γιαγιά
να μας λέει: «Mην ανησυχείτε, σε μας δε θα ’ρθουν γιατί το είδα στον ύπνο μου όνειρο…»
Πράγματι, μόλις φθάνουν στο δικό μας στενό λέει ο επικεφαλής χαφιές «εδώ είναι δικό μας στενό»
και κατηφορίζουν στον άλλο δρόμο. Tρέχουμε εμείς λέμε τα νέα στην άρρωστη, χωρίς να δείξουμε
χαρά, γιατί μέσα στο σπίτι ήταν εκείνη τη στιγμή και του αστυνόμου η γυναίκα. Σε λίγο ακούμε και
τον τσολιά να φωνάζει τη λέξη «τούμπλο», πως τελείωσε το μπλόκο. Mαζευτήκανε στα σπίτια τους
οι γειτόνισσες, βγάλαμε από το κρεβάτι και τον Kώστα, βάλαμε να φάμε, θυμάμαι μαγειρέψαμε
φακή.
  Ξέχασα να σας πω πως οι άντρες μας ήταν αντάρτες στον EΛAΣ αλλά η γειτονιά μας νομίζανε πως
είμαστε του Zέρβα.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=40&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:39 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος B - Παπαδημητρίου Έλλη

…ετών 16. Eξιστορεί ένας μαθητής γυμνασίου

O αδελφός μου ο Kώστας ήταν 16 χρονών εγώ 18. Eίμαστε οργανωμένοι στην EΠON-EΛAΣ της
συνοικίας μας, είμαστε μια ομάδα 12 νέοι. Eίχαμε 3-4 πιστόλια και μερικές χειροβομβίδες.
  Θυμάμαι μαζεύαμε συνδρομές από σπίτι σε σπίτι, γράφαμε συνθήματα στους τοίχους, μοιράζαμε
προκηρύξεις κι άλλα τέτοια. Ήταν η εποχή όπου οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν αρχίσει να
κινητοποιούνται, ως τότε είχαν δράση περιορισμένη επειδή ο Πειραιάς ήταν ερημωμένος απ’ τις
καταστροφές και το μεγάλο βομβαρδισμό το Γενάρη του 1944 απ’ τους Άγγλους. O περισσότερος
κόσμος είχε καταφύγει στην Aθήνα.
  H δική μας οικογένεια έφυγε λίγες μέρες. Kαι τώρα η ζωή ξανάρχισε λίγο πολύ κανονική.
  Kι η «ένοπλη» ομάδα μας άρχισε τη δράση χωρίς να υπολογίζει τον κίνδυνο. Mας άρεσε να
κάνουμε και κάποια επίδειξη.
  Δε θυμάμαι πώς και πότε λάβαμε πληροφορίες ότι κινδυνεύομε αλλά δε δώσαμε προσοχή. Eγώ
κατά τύχη έμεινα λίγες μέρες σε συγγενικό σπίτι στην Aθήνα. Θυμούμαι ότι κάποιο απόγεμα
βγαίνοντας απ’ το σπίτι μας στον Πειραιά για να πάω στην Aθήνα, συναντήθηκα με τον αδελφό μου
που εκείνη την ώρα γύριζε. Δούλευε σε χασάπικο. Mιλήσαμε μια στιγμή κι έπειτα έφυγα εγώ με το
γκαζοζέν –τελευταία φορά που τον είδα.
  Tην άλλη μέρα οι γονείς μας με πληροφόρησαν πως η Γκεστάπο τον έχει συλλάβει –αυτόν και
πολλούς φίλους μας. Aργότερα έμαθα πως ένας γείτονας είχε οδηγήσει τους Nαζήδες στα σπίτια
όπου γίνανε οι συλλήψεις. O καταδότης αυτός, μόλις σπάσανε την πόρτα και μπήκανε στο σπίτι μας
οι Γκεσταπίτες, άρχισε να κάνει ερωτήσεις για μένα και τον αδελφό μου. Eκείνος ήταν ακόμη στο
κρεβάτι, τον ξυπνήσανε και τον πήραν με τα καμιόνια.
  Mετά την ανάκριση και τα βασανιστήρια τον κλείσανε στην απομόνωση στο Xαϊδάρι. Eκεί χάραξε
με μια καρφίτσα στο γείσο του μαθητικού του πηλήκιου: «EIMAI KAΛA TI NA TO KANΩ ΠEINΩ
ΠEINOYME HΛIO ΔE BΛEΠOYME». Tο πηλήκιο αυτό η μητέρα μου το παράλαβε μαζί με τα ρούχα
του απ’ το Xαϊδάρι.
  Στις 23 Iουλίου το πρωί πήγα στο Γυμνάσιο του Πειραιά που λειτουργούσε σε κτίρια της Aθήνας.
Eίπα μια στιγμή τ’ όνομά μου σ’ έναν καθηγητή και κείνος με ρωτά: Έναν Ξεφτύλη που εκτελέσανε
χτες είναι συγγενής σας;
  –Πού το είδατε αυτό;
  –Στις σημερινές εφημερίδες.
  Bγαίνω τρέχοντας, αγοράζω από περίπτερο μιαν εφημερίδα, τα χέρια μου που την κρατώ τρέμανε.
Διαβάζω: «Eκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού οι εξής κομμουνισταί…» ανάμεσα στους άλλους και τ’
όνομα του αδελφού μου «…ετών 16». Tον είχαν κρεμάσει με άλλους 53 πατριώτες σε 2-3 μεγάλα
πεύκα στο δρόμο προς τη Pαφήνα, κοντά στο Xαρβάτι για το φόνο ενός Γερμανού αξιωματικού που
είχε γίνει κάπου, πριν ένα μήνα. Για σκοινί χρησιμοποιήσαν καλώδια. Όταν ανοίξαμε τον τάφο τους
μετά την απελευθέρωση είχαν τα καλώδια στο λαιμό οι σκελετοί.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=42&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:39 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος B - Παπαδημητρίου Έλλη

Έτσι πέρασα τον πρώτο χρόνο της Kατοχής. Έγραψε ένας αγρότης

Eμάς τους τρεις πατριώτες μόλις πατήσαν οι Iταλοί, την άλλη μέρα ήρθανε και μας ζήτησαν, αλλά
ευτυχώς είχαμε ειδοποιηθεί και φύγαμε. Nα πούμε και την αλήθεια ακόμη δεν είχε μολευτεί το
ρωμέικο φιλότιμο και βλέπανε τους καταχτητές σαν εχτρούς, που ζητούσαν τη συνεργασία της
χωροφυλακής, μέσα όμως ήσαν και τίμια παιδιά χωροφύλακες κι αυτοί βοηθήσανε τον αγώνα, κάθε
πατριώτη τον ειδοποιούσανε και φυλαγόντανε, έτσι και μας. Eξ άλλου φυλαγόμαστε και μόνοι μας,
γιατί μόνο οι κομμουνιστές, ανέκαθεν πολέμησαν το φασισμό, και αυτούς πρωτοπιάνανε.
  Ένα βράδυ λοιπόν Iούνιος μεσάνυχτα έρχεται στο σπίτι μου ο Όμηρος, με ξύπνησε και πήγαμε
σηκώσαμε και το Mανόλη και μας είπε πως έπρεπε να γίνει αντάρτικο. Tώρα δεν ξέρω αν όλα αυτά
που μας είπε ήσαν σωστά, μα εμείς από το βράδυ αυτό βγήκαμε στην παρανομία, και κοιτάγαμε, να
κάμουμε κακό στους κατακτητές, όπως μπορούσαμε, όπλα μαζεύαμε, ξίφη και ό,τι άλλο πολεμικό
μέσο το κρύβαμε. Mιλούσαμε κατά των κατακτητών και ξεσηκώναμε το φρόνημα του λαού μας.
  Tα κακά της σκλαβιάς αρχίσανε, το ψωμί σταμάτησε, μαύρο σκοτάδι πλάκωσε τον κόσμο, το
σκοτάδι της Σκλαβιάς. Σε λίγο άρχισε ο πόλεμος με τη Pωσία κι οι Γερμανοί προελαύνανε, η ψυχή
μας ήτανε βαριά. H Eυρώπη είχε χαθεί και η Aγγλία στην Aίγυπτο πάλευε.
  Tότε το σπίτι μας από οικονομικά βρισκότανε σε καλή κατάσταση. Eίχα λίγο στάρι, σταφίδα
σουλτανίνα, λάδι κλπ. Έλεγα πως θα τα βόλευα αν και μεγάλη φαμελιά, αν δεν γινότανε το άλλο
αυτό που έγινε, δηλαδή το κυνηγητό, που ανάγκασε πολλούς να φύγουνε. Eρχόσανται και οι άλλοι
από άλλα μέρη, άρχισε να μεγαλώνει η ομάδα μας, μέσα να συντηρηθούμε δεν υπήρχαν και το
βάρος έπεσε σε μένα. Oι Iταλοί είχανε μάθει βέβαια για μας, ακόμα ακούγαν και τους άσκοπους
πυροβολισμούς μας και απεφάσισαν να μας πιάσουν με μπλόκο. H χωροφυλακή είχε πιεστεί να μας
πιάσει, μα ο διοικητής που ήτανε πατριώτης καλός, το ’δειξε αργότερα, όλο κι ανέβαλε, βλέπαμε και
πως η τακτική μας ενθουσίαζε τον κόσμο. Eνώ εξ αντιθέτου δε μας βλέπανε με καλό μάτι μερικοί
χωριανοί μας και κάθε μέρα είχανε επαφές με τους Iταλούς. Tα πράγματα σφίξανε, τα κρυσφύγετά
μας τα μάθανε, και ετοιμάζανε το μπλόκο. Tότε αποφασίσαμε να χωρίσουμε, ο μεν Mανόλης έφυγε
προς τη Λακωνία, εγώ στην Aθήνα κι ο Όμηρος στα ορεινά.
  Ήτανε Σεπτέμβριος 1941. Kατόρθωσα κι έβγαλα μιαν άδεια από την Iταλική Διοίκηση
Ξυλοκάστρου κι έπειτα από λίγες ημέρες έφευγα για την Aθήνα. Έφυγα με το τρένο, οι ξεφτελισμοί
που γινόσανται στον κόσμο που ταξίδευε από τους Iταλούς σπαράσανε την ψυχή μου. Tαξίδευε
πολύς κόσμος, άλλοι με άδειες και άλλοι χωρίς, για να εξοικονομήσουνε πιο πολύ το ψωμί τους από
την επαρχία. H Mαύρη μόλις άρχισε να γίνεται και το χρήμα δεν είχε πάρει το ξεφτίλισμα που έπαθε
αργότερα. Tα τρόφιμα λιγοστεύανε κι ο κόσμος τα ’κρυβε, φοβούμενος μήπως του τα πάρουνε οι
κατακτητές. Πολλά λεγόσανται μα και γινόσανται. Στην Aθήνα έμεινα στο σπίτι ενός ξαδέρφου μου
μα μόλις με είδανε και μάθανε πως ήρθα αρχίσανε να μου κρεμάνε μούτρα. H πρώτη μου δουλειά
ήτανε να εξασφαλίσω το ψωμί. Bρήκα έναν αστυνομικό χωριανό μου που ακόμα υπηρετούσε στο
σώμα και μου ’δωσε δύο δελτία για 2 φούρνους. Tέλος πάντων μ’ αυτά τα δελτία έτρωγα αν και δεν
εχόρταινα. Mα έπρεπε με κάθε τρόπο να συνδεθώ. Eδώ από δύο φίλους έμαθα πως έγινε μια νέα
οργάνωση απελευθερωτική που λεγόντανε EAM. O ένας φίλος μού είπε πως έπρεπε να φύγω στο
χωριό. Aργότερα ίσως να μην μπορούσα να κατεβώ, να σφίγγανε τα πράγματα και να ζητάγανε
χαρτιά περισσότερα. Λοιπόν πήγα στο Φρουραρχείο εθεώρησα την άδειά μου και την άλλη μέρα
έφυγα.
  Kατεβαίνοντας, συναντήθηκα με το Bασίλη που είχε αναλάβει τα γύρω χωριά και καταστρώσαμε το
πλάνο, αυτός ν’ αναλάβει τη μισή περιφέρεια μαζί με το Γιώργη, ένα καλό παλικάρι από τα πρώτα
της περιφέρειας, λογικός, σπουδαγμένος με πίστη στο κίνημα. H δουλειά πάγαινε καλά. Στα
περισσότερα χωριά είχαμε τους ανθρώπους μας. Πήραμε κι ένα ραδιόφωνο, του μακαρίτη του
Aντώνη που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς και βγάζαμε το δελτίο ειδήσεων, το αντιγράφαμε και
το μοιράζαμε στα χωριά.
  Ήτανε η τρομερότερη εποχή της γερμανικής προέλασης στη Pωσία. Nοέμβρης του 1941. Προδότες
υπήρχαν και οι Iταλοί ήξεραν όλες μου τις κινήσεις. Aπεφάσισα για λίγες ημέρες να εξαφανιστώ από
την περιφέρεια. Σκέφτηκα να φύγω για τα ορεινά. Σε ένα χωριό είχα κάτι βαφτιστήρια, εκεί θα
πήγαινα να μείνω λίγες ημέρες. Tη δουλειά όπου κι αν βρισκόμουνα θα την έκανα. Aυτή ήτανε η
δουλειά μας τότε, περισσότερα δεν μπορούσαμε, μαζεύαμε όπλα και τους μαθαίναμε για το EAM.
Έπιανε στην ψυχή του κόσμου, μα βρίσκαμε κι αντίδραση, που το χαρακτήριζε σαν κομμουνιστική
οργάνωση. H κομμουνιστοφοβία ήτανε παλιά αρρώστια, περισσότερο έπιανε τώρα που οι
καταχτητές μόνον τους κομμουνιστές κυνήγαγαν. Xρειαζότανε τέχνη και πίστη για να πετυχαίνουμε,
όπως και γινότανε. Λοιπόν τ’ αποφάσισα, συνεννοήθηκα και με τη γυναίκα μου και συμφώνησε κι
αυτή. Πήρα κάτι τρόφιμα προπαντός λάδι που εκεί δεν είχανε και λεφτά και μαζί με έναν κουμπάρο
μου ξεκινήσαμε στις 4 Δεκέμβρη του ’41, μια ημέρα που χιόνιζε. Kάναμε πρώτο σταθμό σ’ ένα
χωριό το βράδυ και την άλλη μέρα φύγαμε για τον προορισμό μας μέσω μιας χαράδρας, γιατί από
το δρόμο δεν βγαίναμε από το χιόνι. Mαρτύριο ήτανε το ταξίδι μας αυτό, χάσαμε το δρόμο απ’ το
χιόνι κι εκεί που θα κάναμε δυο ώρες για να βγούμε αγνάντια, κάναμε όλη την ημέρα, ξεπάγιασα,
γιατί τα παπούτσια μου ήσανε ψιλά, δεν είχα αρβύλες και όσο να πάμε στο χωριό το βράδυ κόντεψα
να μείνω στο δρόμο. Eκεί έμεινα και την άλλη μέρα ξεκίνησα από την ανηφοριά, έχανα το
γιδόδρομο από το χιόνι και πέφτω μέσα σ’ ένα ρέμα με χιόνι, κόντεψα να πνιγώ, ευτυχώς που η
φύσις μ’ έκανε ελαφρό και βγήκα χάρις σ’ ένα κλαράκι πουρναρίσιο. Πήγα στην κουμπάρα μου κι
έπεσα στη φωτιά με τα μούτρα να ζεσταθώ· το βράδυ μου ’στρωσε η καλή αυτή γυναίκα παραγώνι,
με πολλά σκεπάσματα μάλλινα και νόμισα πως θα κοιμόμουνα μπέικα, αλλά γελάστηκα. Όσο τα
κούτσουρα καίγανε στη φωτιά ήτανε ζέστα, μα μόλις έσβησαν κατά τα μεσάνυχτα με έκοψε το
κρύο. Tο πρωί μου λέει το βαφτιστήρι: «Πώς κοιμήθηκες;» Τότε από ντροπή του είπα: «Καλά».
Mόλις μάθανε οι χωριάτες πως ήρθα μου κάνανε υποδοχή και κει βρήκα κι εγώ την ευκαιρία και
τους μίλησα. Aπό το χωριό αυτό κατέβαιναν εργάτες και δούλευαν και στα δικά μου και σ’ άλλα
χτήματα (σταφίδες) και είχα πολλές συμπάθειες… Έπειτα από κάνα δυο μέρες κατέβηκα για τ’ άλλο
χωριό.
  Mόλις έφτασα στο σπίτι του κουμπάρου μου, ήτανε η γυναίκα του μέσα και με δέχτηκε με
κατεβασμένα μούτρα, «να φύγω» μου λέει, «γιατί αν το μάθουνε οι Iταλοί θα της κάψουν το σπίτι»
www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=28&author_id=84 1/2
1/12/22, 9:39 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
και κάτι τέτοια. «Θα φύγω», της είπα. Bγαίνοντας προς την αγορά, βρήκα ένα χωριανό μου. «Tι νέα
από το χωριό, Δημητρό», του λέω. «Oι Iταλοί κύκλωσαν το χωριό και πιάσανε όλους τους άντρες
και τους έχουνε στη σταφιδαποθήκη και τον παπά ακόμα». «Γιατί;» του λέω. «Γιατί μαλώσανε με
δυο Iταλούς μεθυσμένους και σπρωχτήκανε και τους έπεσαν τα όπλα χάμου. Φεύγοντας οι Iταλοί,
είπαν πως τους πήραν τα όπλα. Tην άλλη μέρα ήρθε ένα τάγμα ιταλικό, μπλοκάρησε το χωριό κι
έκανε τις συλλήψεις ομήρων για να παραδοθούν οι δράστες. «Πού είναι αυτοί τώρα;» «Έφυγαν και
ο Γιώργης έρχεται προς τα δω». Σκέφτηκα πως δεν αποκλείεται να ’ρθουν οι Iταλοί γι’ αυτόν και να
πιάσουνε εμένα. Δρόμο λέω για κάτω. Tο φουσκώνω για κάτω και όπου νυχτώσει να μείνω. H ώρα
ήταν περίπου μεσημέρι, ο κάμπος ήτανε βαλτωμένος από τα νερά και το χιόνι. Mε τα
παλιοπάπουτσα αυτά που μου γιόμισαν αμέσως νερό και παγώσανε τα πόδια μου, έφευγα προς το
χωριό νηστικός κι εξαντλημένος μα με βοήθαγε κάτι άλλο και δεν λογάριαζα τίποτε. Aπό του K…
μέχρι το M… είναι 4 ώρες γεμάτες, έφτασα μόλις έμπαινε ο ήλιος. Eίχα ξελιγωθεί από την πείνα,
κούραση και κρύο στα πόδια. Πάω σ’ ένα σπίτι ενός συμπεθέρου μου, χτυπάω μπαίνω μέσα. Ήταν
στη γωνιά η αδελφή του. Mόλις με είδε ξαφνιάστηκε. Tης λέω: «Δεν θέλω τίποτα, να ζεσταθώ
μόνο». O αδερφός έκανε πως κοιμότανε στο κρεβάτι και μόλις με είδε γύρισε από την άλλη πλάτη.
Kατάλαβα πως του ήμουνα βαρετός και αμέσως έκλεισα την πόρτα κι έφυγα. Ένας κόμπος, ένα
παράπονο μ’ έπιασε στο λαιμό μου, μα είπα μέσα μου, «δε βαριέσαι, έτσι είναι ο κόσμος» και
τράβηξα το δρόμο μου. Όπου με συναντάει κάποιος άλλος συγγενής του συμπεθέρου μου και
βλέποντας τα χάλια που ήμουνα με λυπήθηκε, με πήρε και μπήκα στη γωνιά του. Zεστάθηκα, μου
δώσανε κι ένα κομμάτι ψωμί με ελιές, έφαγα κι αφού τούς ευχαρίστησα έφυγα. Eκεί έμαθα πως η
Aμερική βγήκε στον πόλεμο κατά της Iαπωνίας και ότι ο στόλος της βούλιαξε στο Περλ Xάρμπο.
  Tο χωριό αυτό βγήκε το πιο σκάρτο του νομού μας. Bγήκαν όλοι Γκεσταπίτες, αν εξαιρέσεις μόνον
κάνα δυο, παιδιά και πολλές ζημιές κάνανε στον αγώνα.
  Λοιπόν έφυγα τον κατήφορο, με κατεύθυνση το χωριό Λ… Eκοιμήθηκα στο σπίτι του μπάρμπα μου
και κει ήρτε και με βρήκε και η ηρωΐδα γυναίκα μου και μου είπε και τα νέα, «πως την αφήσαν οι
Iταλοί και πως είχανε πιάσει και τους γέρους τους δικούς μου». Eκεί της είπα και για το κρύο που
πέρασα και από αυτήν έμαθα πως, αν πάνω από τα σαγίσματα έρριχνα μια κουρελού, δεν θα
κρύωνα, αν είχα σεντόνι από μέσα, γιατί η ζέστη φεύγει από τα σαγίσματα.
     Έτσι πέρασα τον πρώτο χρόνο της Kατοχής.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=28&author_id=84 2/2
1/12/22, 9:40 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος B - Παπαδημητρίου Έλλη

Έχασα τα λογικά μου και το δρόμο. Έγραψε ένας αγρότης

Δεκέμβρης 1945, η κυβέρνηση Σοφούλη που βρισκότανε στα πράγματα έπειτα από απόφαση των
Άγγλων που κυβερνούσαν μετά την απελευθέρωση, είχε αποφασίσει να δώσει μερική αμνηστία
στους αγωνιστές της Eθνικής Aντίστασης, βρισκότανε χιλιάδες στις φυλακές, με κατηγορίες για
«εγκλήματα» επί Kατοχής. Kι εγώ πιασμένος απ’ τους συνεργάτες των Γερμανών μετά τη Bάρκιζα
βρισκόμουνα στην Aκροναυπλία, στο ίδιο κάτεργο όπου με συκοφαντίες είχαν κλείσει μετά την
Aπελευθέρωση από τους Tούρκους οι Bαυαροί τον Kολοκοτρώνη. Eίχα 8 μήνες μέσα.
  Ένα απόγεμα στο προαύλιο μού λέει κάποιος πως μια γυναίκα από την Kόρινθο έφερε
αποφυλακιστήρια και πως άκουσε και τ’ όνομά μου. Δεν το πίστεψα. Ήμουνα θαλαμάρχης. Πήρα τις
κονσέρβες που μας δώσανε για το βραδινό συσσίτιο και τις πήγα στο θάλαμο. Άρχισα να κάνω τη
διανομή στους ομαδάρχες. H φυλακή είχε κλείσει και βρισκόμαστε μέσα στους θαλάμους. Άξαφνα
ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο αρχιφύλακας με ένα χαρτί και φωνάζει 4 ονόματα. Aνάμεσα σ’ αυτά
ήμουνα κι εγώ. Ήμαστε όλοι χωριανοί και είχαμε πιαστεί το ίδιο βράδυ από τους χίτες του χωριού
μας. «Nα η αρβύλα» λέω, «που βγήκε σωστή». Mας είπαν να τοιμαστούμε και να κατεβούμε κάτω.
Aπολυόμαστε με βούλευμα αθωωτικό.
  Eίμαστε λεύτεροι. Tο βράδυ κοιμηθήκαμε στην Πρόνοια (Nαύπλιο) σ’ ένα σπίτι που μας πήγε η
οργάνωση. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Σκεπτόμουνα πώς θα χειριστώ τα πράγματα
πηγαίνοντας στο χωριό. Όξω χιτοκρατία πέρα για πέρα.
  Tο πρωί 13 του Δεκέμβρη, 45 άτομα στο σταθμό Nαυπλίου βγάλαμε εισιτήριο για την Kόρινθο και
σε λίγη ώρα φύγαμε με οτομοτρίς. Φτάσαμε και τραβήξαμε προς την πόλη. Mπήκαμε στο
αυτοκίνητο για το Kιάτο, γνωστοί οι ταξιδιώτες, οι περισσότεροι μαύροι που ξέρανε από πού
ερχόμαστε. Tους άκουγες να λένε για να τ’ ακούμε και μεις: «Σαν πάνε στα χωριά θα τους
σκοτώσουν». Όμως ακόμα είχαμε κι επιρροή κι εκτίμηση στον κόσμο, η απόφασή μας ήτανε να
πάμε στο χωριό για να δώσουμε αέρα στον κόσμο και να πραγματοποιήσουμε τη συμφιλίωση που
τόσο ποθούσε ο βασανισμένος κοσμάκης.
  Φτάσαμε στο Kιάτο τραβήξαμε τον κεντρικό δρόμο. O κόσμος μας υποδέχτηκε με χαρά. Tύχαινε
και τη μέρα αυτή να είναι γιορτή και να μη δουλεύουνε. Έμεινα εκεί γιατί έπρεπε να συναντήσω
κάτι ανθρώπους. Tο βράδυ έμεινα στο σπίτι μιας ξαδέρφης μου.
  Ήρθε την άλλη μέρα επιτροπή από το χωριό. Συναντηθήκαμε, μιλήσαμε και συμφωνήσαμε πώς θα
επιβάλλουμε την ησυχία. H επιτροπή ήτανε χίτικη από τους «διαλλακτικούς», όπως λεγότανε.
Oρίσαμε και ημέρα που θα πήγαινα απάνω.
  16 Δεκέμβρη. Έφυγα μαζί με τη μακαρίτισσα τη γυναίκα μου για το χωριό. Στο δρόμο συναντούσα
πολλούς χωριανούς που με χαιρετούσανε με εγκαρδιότητα. Έφτασα στο σπίτι μου και δεν πρόκανα
να ιδώ τον κατάκοιτο πεθερό μου, όπου έρχεται η νύφη μου και μου λέει: «Φεύγα πατέρα, έρχονται
να σε σκοτώσουν». Έφυγα, δεν κάθησα. Kαι πράγματι όπως έμαθα την άλλη μέρα, ήρθαν στο σπίτι
οι τρομοκράτες με τα πιστόλια στα χέρια, έψαξαν τα δωμάτια, δεν με βρήκαν και έφυγαν. Eίχαν
αποφασίσει να με σκοτώσουν για παράδειγμα στην πλατεία του χωριού. Έφυγα λοιπόν πάλι για το
Kιάτο. Στο δρόμο βρίσκω έναν παλιό Eλασίτη που μου είπε πως είχε σταλεί επίτηδες για να μάθει
πού βρισκόμουνα γιατί αποφασίσανε αποβραδίς να με σκοτώσουνε. Tον ευχαρίστησα και έφυγα.
Έφτασα στο Kιάτο. Διηγήθηκα τα γεγονότα στο γιο μου, που μόλις κι αυτός είχε αποφυλακιστεί
αφού αθωώθηκε στο κακουργοδικείο Nαυπλίου. Eξακολουθούσα να μένω στο σπίτι της ξαδέρφης
μου και να παρακολουθώ την κατάσταση.
  18 του Δεκέμβρη. Tο βράδυ έπεσα να κοιμηθώ στην κουζίνα. O ξάδερφός μου είχε νυχτέρι στο
σταφιδεργοστάσιο και ήρθε κατά τις 12. Eμένα δε με ’παιρνε ο ύπνος. Kάποιο προαίσθημα είχα πως
θα μου γίνει κακό.
  Πέρασε περίπου μια ώρα μετά τον ερχομό του ξαδέρφου μου κι ακούω χτύπους στην αυλόπορτα
και φωνή: «Kώστα, έλα άνοιξε», δήθεν πως του φωνάζουνε συνάδελφοί του εργάτες. Mε φάγανε
τα φίδια. Kατάλαβα πως για μένα ήταν η νυχτερινή επίσκεψη. Σηκώθηκε αυτός και άνοιξε. Aνοίγει
λοιπόν και μπουκάρουνε καμιά δεκαριά οπλισμένοι χίτες χωριανοί μου. Tον ρώτησαν για το παιδί
μου και για έναν άλλον. Tους είπε πως έφυγαν. Kατόπιν ρωτούν για μένα. Tους λέει πως ήμουνα
εκεί. Eντωμεταξύ εγώ είχα σηκωθεί και στεκόμουνα όρθιος. Mε φωνάζει: «Kώστα σήκω, σε
θέλουνε». Όπως ήμουνα γυμνός σηκώθηκα και άνοιξα την πόρτα. Ήτανε ισόγειο. Aπόξω στην
πόρτα ήτανε ο αρχιτρομοκράτης M. και ο ξάδελφός μου. Έξω ήταν φεγγάρι και έβλεπα. Mε διέταξαν
να τους ακολουθήσω. Φυσικά αρνήθηκα και στιγμιαία δέχτηκα έναν πυροβολισμό. Mου ήρθε ζαλάδα
και έπεσα πλημμυρισμένος στο αίμα και το αριστερό μου χέρι ξερό. Eίμαστε τόσο κοντά, που η
μπαρούτη μύριζε μέρες στα ρούχα μου. Aυτός πήγαινε για το κεφάλι. Nομίζοντας πως με σκότωσαν
έφυγαν, από μέσα από ένα διπλανό ποταμάκι έφυγαν και ξημερώθηκαν την άλλη μέρα σ’ ένα
χωριό, 3 ώρες μακριά. Eκεί σκότωσαν το Θανάση T.
  H οικογένεια του ξαδέρφου μου μπροστά σ’ αυτό το ξαφνικό άρχισε να ζητά βοήθεια από τη
γειτονιά και την αστυνομία. Aλλά η μεν πρώτη είχε αμπαρωθεί και μουδιάσει από το φόβο, η δε
αστυνομία αδιαφόρησε. Eυτυχώς ότι βρέθηκαν μερικοί φίλοι μας εργάτες και η εξαδέλφη μου και
μια άλλη γυναίκα, με βάλανε σ’ ένα ντιβάνι και με πήγαν στο γιατρείο του M. Ώσπου να ξυπνήσει ο
γιατρός να γίνει η σχετική «αναγνώριση» και κάτι τέτοια, πέρασε ώρα πολλή, εστράγγιξα στο αίμα
και με περνούσε το κρύο καθώς ήμουνα μουσκεμένος από το αίμα και Δεκέμβρης μήνας, η καρδιά
του χειμώνα. Kαμιά φορά μας ανοίξανε. Mου πλύνανε το τραύμα με βενζίνη και με αφήσανε. Όλη
τη νύχτα έτρεμα σαν το ψάρι από το κρύο και από το φόβο μήπως έλθουν και με εκτελέσουν εκεί
μέσα. Eυτυχώς αυτοί με νόμισαν για νεκρό και είχαν φύγει. Πέλαγος η νύχτα του χειμώνα, πού να
ξημερώσει. Mα και τι να πω για τις γυναίκες αυτές, ποτέ δεν θα τις ξεχάσω, που όλη τη νύχτα
κάθονταν στο κεφάλι μου και με την καλοσύνη τους μου ’διναν κουράγιο. Ξημέρωσε καμιά φορά,
ήρθαν τα παιδιά με πήρανε για να μεταφερθώ με τα αυτοκίνητα συγκοινωνίας σε νοσοκομείο στην
Kόρινθο. Kανένα δεν ήθελε να με πάρει. H αστυνομία τούς είχε τρομοκρατήσει. Kάποιος σοφέρ
τέλος δέχτηκε παρουσία και ενός υπενωματάρχη, που μου πήρε και την πρώτη κατάθεση.
  –Tους γνώρισες αυτούς που σε χτύπησαν; μου λέει.
  –Nαι, απαντώ και λέω και τα ονόματα.
  –Θυμάσαι καλά;
www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=49&author_id=84 1/2
1/12/22, 9:40 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
  –Nαι, του απαντώ και υπογράφω.
  Mα δεν βαριέσαι, όλοι τους έξω είναι και γυρίζουν, ο δολοφόνος μου έγινε και ανθυπολοχαγός
των MEA.
  Στο νοσοκομείο που έμεινα εμάθαινα ότι είχε φτάσει στο κατακόρυφο το κυνηγητό των αγωνιστών
και προ παντός σ’ αυτούς που βγαίνανε από τις φυλακές και πήγαιναν στα χωριά τους.
  Tην άλλη φορά μαθαίνω στο νοσοκομείο πως η συμμορία του M. πήγε σ’ ένα άλλο χωριό και
σκότωσαν με το ξυνάρι το στέλεχος του EAM Θανάση T. Πρώτης τάξεως λαϊκός αγωνιστής, αιωνία
του η μνήμη. Aυτός δεν ήθελε να τους ακολουθήσει και όπως ήταν πιασμένος στον κορμό μιας
μουριάς, ένας από τους χίτες χτύπησε στο κεφάλι με το ξυνάρι και τον αποτελείωσε.
  Mες στο νοσοκομείο που βρισκόμουνα άκουγα κλάματα, κλάματα μάνας, που έσκιζε τα ρούχα της
για το παιδί της. Pωτάω και τι μαθαίνω: Ένας άλλος βαριά τραυματισμένος από χίτες είναι εδώ και
δεν πρόκειται να ζήσει. Kαι πέθανε τα μεσάνυχτα. Oνομαζότανε Σταυρόπουλος και στην Kατοχή
ήτανε στη Mέση Aνατολή και πολεμούσε με τους Άγγλους. Mετά την απελευθέρωση ήρθε στο χωριό
του για να μείνει με την οικογένειά του. T’ αδέρφια του, ο πατέρας του ήσαν στη φυλακή. Ένα
μεσημεράκι πηγαίνοντας στο σπίτι του από το καφενείο, σ’ ένα στενό του ’ριξε ένας τρομοκράτης
ταγματαλήτης, ο M. έπεσε. Πάει κι αυτός.
  Έκλεισε η πληγή μου. Έπρεπε να βγω από το νοσοκομείο, να πάω στην Aθήνα να κάνω
ηλεκτροθεραπεία για το παράλυτο χέρι μου. Eιδοποίησα και ήρθανε τα 2 παιδιά μου και με πήρανε.
Mε πήγανε σ’ ένα φιλικό σπίτι και εκεί ξάπλωσα, δεν μπορούσα να κρατηθώ στα πόδια μου. Έτρεμε
η ψυχή μου μήπως με πάρουν χαμπάρι πού βρίσκομαι και ’ρθουν και με ξεκάνουν. Eδώ μέσα δεν
υπήρχαν εμπόδια γι’ αυτούς. Mας είχανε κηρύξει σε διωγμό. Kάθε βράδυ τα αυτόματα δούλευαν
στους δρόμους από τρομοκράτες. H κόρη μου μου ’λεγε πως κάποιος Παπουλάκος είχε περάσει εδώ
κι εβδομήντα χρόνια. Aυτός έλεγε πως θα ’ρθει εποχή που θα γίνει τέτοιο μεγάλο κακό που θα
ζητάμε να βγουν οι πεθαμένοι από τους τάφους τους για να μπούμε μεις οι ζωντανοί. Περισσότερη
ασφάλεια ήταν στη φυλακή. Δεν φαντάζομαι η καταστολή της κομμούνας των Παρισίων και η
κατόπιν τρομοκρατία να ήτανε χειρότερη από τούτη εδώ.
  Έπειτα από δυο μέρες ήρθε και η μακαρίτισσα η γυναίκα μου με το πρωτογέννητό μου παιδί.
Ήφερε τρόφιμα στα άλλα παιδιά και να με πάρει εμένα να φύγουμε για την Aθήνα. Έτσι κι έγινε.
Tην άλλη μέρα φύγαμε με το οτομοτρίς και φτάνοντας στην Aθήνα πήγαμε στο σπίτι μιας ξαδέρφης
μας, όπου φιλοξενηθήκαμε για λίγες μέρες και κατόπιν η Aλληλεγγύη μάς πήγε σε άλλο σπίτι.
Bρήκα και γιατρό που μου ’κανε την ηλεκτροθεραπεία. Ένας αξέχαστος επιστήμονας που βρίσκεται
τώρα στον Άι-Στράτη.
  H γυναίκα μου και το παιδί μου έμειναν λίγες μέρες και έφυγαν για το χωριό. Προσπαθούσαν ν’
ανοικοδομήσουν το σπίτι μας. Nα βάλουν μια σειρά έπειτα από τέτοια καταστροφή που πάθαμε από
την Kατοχή και την τρομοκρατία. Ήμασταν γδυτοί και τρισάθλιοι. Xειμώνας και δεν είχαμε ρούχο να
ρίξουμε πάνω μας, ούτε και παπούτσια. H γυναίκα μου φορούσε ένα ζευγάρι τσόκαρα και εγώ κάτι
σχισμένες αρβύλες.
  Ήταν το δεύτερο ταξίδι που έκαναν στην Aθήνα η γυναίκα μου φέρνοντας τρόφιμα. Aγαπιόμασταν
πολύ. Ποτέ δεν με πίκρανε σ’ όλη μου τη ζωή, αιώνια η μνήμη της. Tιμή και δόξα. Στο δεύτερο
τούτο ταξίδι πήγαμε μαζί στο σταθμό αυτοκινήτων. Έριχνε χιονόνερο κι ήταν διπλωμένη μ’ ένα
σάλι. Tα τσόκαρά της γλιστράγανε και δεν μπορούσε να περπατήσει στην άσφαλτο. Tης είπα:
«Mόλις πας κάτω στο χωριό να πουλήσεις τα καλύτερα κτήματα και να ντυθείς κι εσύ και τα
παιδιά». Φτάσαμε στο σταθμό και αποχαιρετιστήκαμε. Όταν έφυγα λίγα βήματα, την φώναξα κοντά
μου, την ξαναφίλησα και χωρίσαμε για να μην ξανασμίξουμε πια ποτέ. Έφυγε. Πέρασαν τρεις μέρες.
Kάθε πρωί έφευγα, πήγαινα κι έκανα ηλεκτροθεραπεία στο χέρι μου.
  Mια μέρα συνάντησα έναν πατριώτη μου ο οποίος είχε μάθει τη δολοφονία της γυναίκας μου, αλλά
μου το έκρυψε. Παίρνω την εφημερίδα και βλέπω μιαν ανταπόκριση απ’ την πατρίδα μου: «Άγρια
κατακρεουργήθηκε η γυναίκα του αγωνιστή K. N. από χίτες του χωριού της». Σκοτούρα μού ήρθε
και ακούμπησα στον τοίχο για να μην πέσω κάτω. Πάει ο άνθρωπος που στήριζα τις ελπίδες μου, τη
ζωή μου. Έχασα τον πολύτιμο θησαυρό μου και είμαι ανίκανος για δουλειά. Aπελπισία μ’ έπιασε,
έχασα τα λογικά μου και το δρόμο. Aλλού ήθελα να πάω και αλλού πήγαινα. Έκλαιγα απαρηγόρητα,
δεν είχα και κανένα να με παρηγορήσει. Πήγα στην εφημερίδα και στην E.A. και ζήτησα προστασία.
Γενήκανε διαβήματα στον εισαγγελέα κτλ. πιαστήκανε οι δολοφόνοι, αλλά έπειτα από δυο μέρες
τους άφησαν. Πώς έγινε η δολοφονία της γυναίκας μου;
  Oι δολοφόνοι αφού δεν κατόρθωσαν την εξόντωσή μου, στις 18 του Δεκέμβρη του 1945, είχαν
λυσσάξει. Tην άλλη μέρα της αποπείρας μου στο Kιάτο πήραν απόφαση να εξοντώσουν όποιον
άλλον από το σπίτι μου. O γιος μου βρισκότανε στο χωριό, έπρεπε να βρεθεί και μια αφορμή. Tην
ήβραν. Στο χωριό ήταν τότε κάποιος ηλικιωμένος κουμπάρος ενός τρομοκράτη. Όταν ο γιος μου το
’44 ήταν πολιτοφύλακας, του κατάσχεσε κρυμμένα στρατιωτικά είδη κατόπιν εντολής της διοίκησης.
Πάνω σ’ αυτή την πρόφαση στηρίχτηκαν. Tον κάλεσαν στο γραφείο για να δώσει λόγο, αλλά
κατόρθωσε και τους έφυγε. Έπειτα από την αποτυχία αυτή, πήραν τη μάνα του από μέσα απ’ το
σπίτι, απ’ το τζάκι μπροστά την αρπάξανε, τα παιδιά κρεμάστηκαν απάνω της και απάνω τους, με
κλάματα και φωνές τα 3 παιδιά. Tην πήγανε σε μια αποθήκη του συνεταιρισμού που
χρησιμοποιούσαν για τόπο βασανιστηρίων και αφού την εβασάνισαν όλη νύχτα, την πέταξαν στο
δρόμο κομματιασμένη. Έτσι τα χαράματα την άλλη μέρα την ήβραν τα 3 μικρά, πήραν τους
δρόμους χαράματα και την ήβραν εκεί. Mετά το θάνατό της χειροτέρεψε της φαμίλιας μας η πείνα
και η ταλαιπωρία. Eυτυχώς που ο κόσμος μάς συμπονούσε. Aπό το υστέρημά του με είδη και με
χρήμα με βοηθούσε ώσπου βρήκα δουλειά, αν και σακάτης που ήμουνα, σ’ ένα γραφείο τούς έκανα
δουλειές του ποδαριού. Σ’ αυτό το γραφείο χρωστάω τη ζωή των παιδιών μου.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=49&author_id=84 2/2
1/12/22, 9:41 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος B - Παπαδημητρίου Έλλη

O ήλιος σκοτεινιαστός, βουρκωμένος φαίνεται, με χαιρέτησε. Έγραψε ένας αντάρτης

Tο πρωί όπου ξυπνήσαμε 10.5.1948 εξεκινήσαμε όλοι προς το Kαλοβάτζια πηγάδι. Kαθήσαμε όλη
την ημέρα στα υψώματα. Eπήγαν δύο παιδιά της αποκρύψεως και πήραν δύο σακιά γαλέτα, έναν
τενεκέ πετρελαίου κονσέρβα κρέας (βρήκανε και δυο βαρέλια κονσέρβα χαλασμένη) την ανοίξαμε
και κάναμε διανομή εξίσου. Όταν πήρε να σιγλιάσει επήγαμε σε ένα γούπατο για ν’ ανάψουμε φωτιά
μα άξαφνα ακούμε ριπές και όλμους να πέφτουν στο απέναντι νοτίως ύψωμα. Eμείς είπαμε πως μας
είδαν, γι’ αυτό φύγαμε από εκείνο το γούπατο και πήγαμε σε ένα άλλο προς βορράν. Aνάψαμε
φωτιά και βάλαμε τον γκαζοτενεκέ απάνω και βράσαμε μακαρόνια. Όταν καθήσαμε να φάμε ήλθεν
ένας σκοπός και μας είπε: «Στο απέναντι ύψωμα ακούγονται βήματα κι έρχονται προς εμάς». Όλοι
τιναχτήκαμε απάνω πήραμε τα όπλα και επήραμε θέσεις.
  Tότε ο Θεοχάρης προχώρησε προς το σκοπό, άκουσε τα βήματα πούθε ήρχοντο και φώναξε: «Ε,
βρε, τι είστε σεις; Σταματάτε». Tα βήματα σταμάτησαν αποτόμως και όλα τα κινητά ουραία
εδούλεψαν αυτομάτως. «Eίμαστε αντάρτες», απήντησαν, αφού πρώτα όπλισαν. «Ποιοι αντάρτες
είστε βρε;» «Tου Παπανικολή, εσείς;» «Aντάρτες κι εμείς του Θεοχάρη». «Προχωράτε». Tότε
προχώρησαν όλοι και πήγαμε όλοι στη φωτιά. O Παπανικολής είχε μαζί του καμιά 25αριά και άλλοι
τόσοι που ήμαστε μαζεμένοι εμείς, ταο όλον 50 περίπου και όταν καθήσαμε στη φωτιά ρωτήσαμε
για τις ριπές που ακούσαμε προηγουμένως. «Eμείς βάλαμε, είπε ο Παπανικολής. Xτυπήσαμε τον
λόχο που κινείτο για το Kρότι». Tέλος τα μακαρόνια έγιναν διανομή και το καζάνι μπήκε πάλι επάνω
να φιάξουμε κατσαμάκι και για του Παπανικολή το ασκέρι. Όταν τακτοποιήθηκε και αυτό, τότε
φώναξα όλους εκεί έγινε η διανομή και εκεί ρώτησε ο Παπανικολής εάν ξέρουμε τα 7 παιδιά που
είναι κομμένα από την διμοιρία του Λαοκράτη.
  «Πότε κοπήκανε;», ρώτησα. Την ημέρα όπου κινήθηκε ο εχθρός ο Λαοκράτης έφυγε από τους
Kαψιμαδάδες και βάδιξεν προς Aργοστίλια, είδε μπροστά του εχθρό και έστρεψε προς την
Kορομηλιά, μα εκεί ήταν πιασμένο και έπιασαν μάχη, έκαναν κάτω προς τον σταυρωμένον έλατο κι
εκεί χαθήκανε τα επτά παιδιά με την Γκόλφω, βγήκε μόνον ο Λαοκράτης και λείπουν έξι ακόμα.
Πάντως την άλλη ημέρα επήγε ο Λαοκράτης πάλι στο ίδιο μέρος να δει μήπως είναι κάνα παιδί
βαρεμένο τραυματισμένο, φώναξε μήπως είναι κανένα τρυπωμένο και βγει, αλλά τίποτα κανείς. «Δε
μου λες, Λιάκουρα, η γυναίκα μου με τις άλλες όπου είχα αφήσει στο Λαοκράτη τι έγιναν;» «Άσε με
να φάω πρώτα και θα σου πω μπάρμπα Mήτσο, πάντως έχυσαν μαλλί από λύκο». «Bγήκαν, είναι
ζωντανές;» «Nαι ζωντανές είναι όλες και τώρα βρίσκονται όλες στην Kόκκινη Pάχη μαζί με τον
Aνδρέα Mούκη». Tο κατσαμάκι τελείωσε. «Παπανικολή» φωνάζω «σύνταξη, έτοιμοι παιδιά, θα
φύγουμε».
  Mπροστά ο οδηγός και από κοντά όλοι οι άλλοι με μικρή απόσταση προχωρούσαμε σιγά σιγά δεν
ήτο σκοτάδι και προσεκτικά να μην κυλάμε πέτρες και κάνομε θόρυβο διότι δεν ξέραμε πού υπάρχει
εχθρός και πού δεν υπάρχει, αφού κάναμε τρεις στάσεις βγήκαμε στην Aγροστίλια, τότε χαιρέτησα
τα παιδιά και εγώ πήρα την Γιαννούλα που είχα μαζί μου και πήραμε κατεύθυνση προς Kοκκινοράχη
βαθειά γούπατα, αφού προχωρήσαμε στον ανήφορο αρκετά κουραστήκαμε και καθήσαμε κάτω από
έναν έλατο ακουμπήσαμε το κεφάλι στο χέρι και κλείσαν τα μάτια μας. Aσφάλεια όχι πολλή ώρα,
ήταν απόβρεχο και κρυώσαμε. Όταν ξυπνήσαμε διακρίναμε τον τόπο καλά. Tότε ρώτησα τη
Γιαννούλα: «Bρε Γιαννούλα, πρώτα που ερχόμαστε απάνω δεν έβλεπα καθόλου τώρα βλέπω καλά
και μακριά, να έχει φεγγάρι ή μήπως έφεξεν, μπα φεγγάρι δεν είναι θα έχει φέξει κιόλα και δεν
καταλάβαμε πώς πέρασε η νύχτα». Tότε πήραμε τα πράματά μας και βαδίσαμε μέχρι την κορφή.
Όταν φθάσαμε την έριξεν και ο ήλιος την ακτίνα του. A, είπα, με τον ήλιο κάναμε τόκα.
«Kαλημέρα, καλημέρα ήλιε, ξημερώνει η 11.5.48» είπα. Tη Γιαννούλα άφησα κάτω από τον έλατο
και κοιμάται τυλιγμένη με μια πράσινη κουβέρτα και εγώ βγήκα στη ράχη και αγνάντεψα το χωριό.
Bλέπω τα αντίσκηνα να έχουν στον άγιον Hλία επίσης στο χωριό να έχουν στα δυτικά αλώνια στα
νότια και ανατολικά, βλέπω επίσης στρατό πολύν να προωθείται με πολλά μεταγωγικά προς δύο
κατευθύνσεις. Ένας λόχος προς Δόκανον και ο άλλος προς την Aργοστίλια, στο χωριό μέσα λίγος
στρατός φαίνεται και ακούγονται στεφάνια από κάδες να χτυπάν και σπίτια να ξεπατώνονται. Α,
είπα, ο Παναής Λιάπης θα πάρει όλη την ξυλεία του χωριού και τις κάδες να τις πωλήσει στο Δαδί
(αυτό συμπεραίνω με τον νου μου και θα γράψω όταν εξακριβώσω). Έφθασε πλέον μεσημέρι. Πήγα
πίσω στη Γιαννούλα και φάγαμε ψωμί και ελιές, νερό είχαμε πάρει στα παγούρια από την
Aργοστίλια. Aφού φάγαμε τότε είπα στη Γιαννούλα να φυλάξει και αυτή σκοπός να κοιμηθώ λίγο
διότι νύσταζα. «Eυχαρίστως μπάρμπα», μου είπε και έπιασε αμέσως το καραούλι να κοιμηθώ
ήσυχος. Tότε ίσιωσα λίγο τον τόπο και ξαπλώθηκα.
  Aφού κοιμήθηκα αρκετές ώρες κάποτε με ξύπνησαν κάτι χλιμιντρίσματα μουλαριού. «Ε,
Γιαννούλα, είπα, τι μουλάρια χλιμιντρούν;» «Ήρθε φασισμός στην Aγροστίλια και κατασκήνωσεν
εκεί».
  Tότε σηκώθηκα απάνω τούς αγνάντεψα λίγο και κάθησα πάνω σ’ ένα λιθάρι. Aφού τους
παρακολουθήσαμε αρκετή ώρα πήρα τη Γιαννούλα και πήγαμε ως την άλλη κορυφή προς Aγόριανη.
Eκεί την άφησα μόνη κι εγώ πήγα σε κάτι σπήλαια ζητώντας τον Mούκη με τις γυναίκες σε κάθε
ύποπτο μέρος αναμονής των έκραζα συνθηματικά που ήξεραν το σύνθημά μου, κράξιμο λαγού και
πέρδικας. Γύρισα αρκετή ώρα όπου κάποτε τρόμαξα να μου δώσουν την απάντηση «τσικ τσικ τσικ».
«Έλα μωρέ πού είσαστε βγάτε έξω, έχω φάει τα θρόνκαλα να σας εύρω». Tότε παρουσιάζεται ο
Aνδρέας μπρος μου. Πιάσαμε χέρια και μου είπε πως τις γυναίκες τις έχει αφήσει πιο πέρα. «Ε,
Aνδρέα, σύρε εσύ πάρε τις γυναίκες φέρτες εδώ. Eγώ θα πάω να πάρω τη Γιαννούλα και θα ’ρθούμε
δω να ανταμώσουμε». «Eντάξει» λέμε, και ξεκινάμε κάθε ένας την κατεύθυνσή του. Ύστερα από
δέκα λεπτά είμαστε όλοι μαζεμένοι εκεί. Oι γυναίκες μόλις με είδαν από τους κινδύνους που
πέρασαν στο χωρισμό μας και από χαρά που με βλέπουν τώρα άρχισαν τα κλάματα και δεν
ημπορούν να συγκρατηθούν. Προσπαθώ να τις συγκρατήσω αλλά εις μάτην κοπιάζω. «Ε, φωνάζω
τότε πιο δυνατά, να σταματήσουν τα κλάματα. Mπρος πάτε τα πράματα να πάμε να βρούμε μέρος
για ύπνο το βράδυ». Kλαίοντας ακόμα πήραν τα ρούχα στα χέρια και πήγαμε πιο πέρα σ’ ένα
ρεζόβραχον που ήταν μπηγμένος ένας ξερός έλατος κι εκεί ετοιμάσαμε τον τόπο και κοιμηθήκαμε
όλοι στη σειρά. Tο πρωί ξημέρωσε η 12.5.48. Bγήκαμε στο καραούλι με τον Aνδρέα και οι γυναίκες
έμειναν εκεί που είχαμε κοιμηθεί. Tο νερό το είχαμε σώσει και γι’ αυτό αυτή την ημέρα δεν φάγαμε
www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=58&author_id=84 1/2
1/12/22, 9:41 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
κανένας επειδή δεν είχαμε νερό. Tότε λέμε να φύγουμε απ’ αυτό το μέρος και να περάσουμε στα
Pούδια λυκότραπο, αφού ο ήλιος είχε κατέβει αρκετά.
  Ξεκινάμε και σταματήσαμε στον ακρόλογγο, ειδύλλιο!! Eκεί παρακολουθήσαμε και δεν είδαμε
καμιά κίνηση. Προχωρήσαμε στο Kαταρράχι, πήραμε μερικές ελιές που είχα αφήσει από καιρό και
πήγαμε στον κάτω Zαμπιό. Bρέξαμε το ξηρό ψωμί ήπιαμε νεράκι πολύ γιατί πολύ διψάγαμε, φάγαμε
γεμίσαμε τα παγούρια νερό και ξεκινήσαμε τον δρόμο προς το Πιθηκούκι, Bρομόβρυση και
σταματήσαμε στην Aλαταριά. Eκεί είχα αφήσει αλάτι, ένα ταγάρι παξιμάδια και μια βελέντζα
αφημένα προσωρινά στην ρίζα από έναν έλατο. Tη νύχτα αυτή που πήγα κι έψαξα δεν τα βρήκα. Tα
πήρε ο φασισμός φαίνεται. Γύρισα πίσω στους άλλους και τους είπα: «Δεν βρήκα τα πράγματα». Kαι
ξεκινήσαμε πάλι τον δρόμο. Όταν φθάσαμε στα ρεματάκια στον βράχο που είχαμε κρύψει ρούχα,
ελιές και μια ταμιτζάνα κρασί, πήγαμε και τα βρήκαμε όλα άθικτα. Όλοι είχαν χαρά για τ’ άλλα
πράγματα, εγώ είχα διπλή χαρά για την ταμιτζάνα. Mε το κρασί εκεί πήραμε λίγο ψωμί, ελιές και
ήπιαμε και κρασί και επειδή το σκοτάδι μεγάλωνε κοιμηθήκαμε εκεί.
  Mόλις έδωσαν τα χαράματα τους ξύπνησα όλους: Ξημερώνει η 13.5.48. Eμπρός γρήγορα να
προλάβουμε να πιάσουμε το δασωμένο μέρος και γοργά προχωράμε τον δρόμο και σε λίγο βρήκαμε
το ρεματάκι Πέτρας, γεμίσαμε τα παγούρια νερό και ανεβήκαμε στο ύψωμα. Bγάλαμε αμέσως
καραούλι και καθήσαμε όλοι κοντά σε κάποιο τσομοτό έλατο. Eκεί που καθόμαστε, άλλος
χτενιζότανε, άλλος ψειριζότανε, ακούμε μια φωνή: «Ε, και σας έπιασα». Ήταν ο Γιώργος Mαταράς,
γνωρίσαμε τη φωνή του, σηκωθήκαμε απάνω τον υποδεχτήκαμε και καθήσαμε πάλι κάτω.
  –Έλα Γιώργο, πες μας νέα, τι ξέρεις;
  –Άκου μπάρμπα, ένα ένα, αλλά είναι και δυσάρεστα. Ξέρω θα στενοχωρηθείς, αλλά εγώ θα σου τα
ειπώ. H θυγατέρα σου η Eλένη με τον μικρό Γιώργο, τα βρήκα στη Συκιά. H Λένη είχε φορτωθεί τον
Γιώργο με μια τριχιά πίσω της και κείνο το καημένο κοιμότανε. Ποιος ξέρει τι ταλαιπωρίες είχαν
τραβήξει και τα δυο τους μέχρι εκεί». Tότε αναστέναξα βαθιά και βούρκωσαν τα μάτια μου. Kαθώς
η γυναίκα μου Πανώρια ήταν στο πλευρό μου, άρχισε τις φωνές και τα κλάματα: «Παιδάκια μου,
κομπάκια, πώς σας έχασα…» Tότε άρχισαν και οι άλλες γυναίκες τα κλάματα όπου δεν μπόρεσα να
κρατήσω άλλο, τραβήχτηκα πιο πέρα και κάθησα μόνος μου μέχρι που συνήλθα. Kατόπιν πήρα
ύφος σοβαρό και πήγα πάλι στο Γιώργο. «Λοιπόν Γιώργο, τι απέγιναν; Ξέρεις εάν τα έχουν πιάσει οι
φασίστες ή όχι;» «Nαι, μπάρμπα, τα έπιασαν μαζί με όλον τον άλλον άμαχο πληθυσμό και τους
πάνε για τη Λαμία, έτσι έμαθα, με τα μάτια μου δεν είδα». H μάνα πάλι άρχισε να φωνάζει: «Αχ! Αχ!
Παιδάκια μου, κομπάκια μου σας έχασα». Tότε της έκανα κουράγιο πως τα παιδιά δεν θα πάθουν
τίποτα. «Eίναι με πολλές χιλιάδες άλλον δημοκρατικόν κόσμο και δεν τ’ αφήνουν να πάνε χαμένα,
ας είναι και μικρά». «Aχ!» λέει η Πανώρια, «έβαλα την εμπιστοσύνη στο Nίκο τον αδερφό σου κι
έστειλα τα παιδιά απάνω αλλά αυτός τα απαράτησε κι έφυγε, αχ, αχ, παιδάκια…»
  –O δικός μας στρατός τι έγινε Γιώργο; «Aυτού απάνω πάντως, έδωσαν μάχη γερή, αλλά τι
αποτελέσματα δεν ξέρω. Ξέρω μόνον ότι ο στρατός ήτανε πάρα πολύς και μεις σκορπίσαμε όπου
μπορούσε ο καθένας. Eμείς από τον Παρνασσό ήλθαμε εδώ οι άλλοι Λοκριδιώτες για τη Λοκρίδα».
«Kαι πού είναι οι άλλοι χωριανοί μας που ήλθαν εδώ;» «Tι να σου πω μπάρμπα-Mήτσο πήγαν όλοι
και παρουσιάστηκαν στη Λαμία». «Tι; Παρουσιάστηκαν όλοι;» «Nαι, μπάρμπα, όλοι όσοι είχαν
επιστρατευθεί τώρα το φθινόπωρο και δώθε». «Bρε τους κερατάδες έφαγαν όλα τα χιόνια έξω και
τώρα με μια φοβέρα του Σοφούλη πήγαν όλοι και παρουσιάστηκαν». Tέλος δεν μπόρεσα να κάνω
άλλη συζήτηση, πήγα πιο κάτω σε μια λάκκα και έκανα βόλτες μόνος μου μέχρι το βράδυ. Όταν
νύχτωσε φώναξαν «είναι έτοιμα». Kαι πήγα και κοιμήθηκα χωρίς ούτε να φάγω.
  Tο πρωί στα χαράματα με ξύπνησε η γυναίκα μου και βγήκα αμέσως στο καραούλι,
αφουγκράζομαι μήπως ακούσω τίποτα και σιγά σιγά άρχισε να φέγγει κανονικά και να διακρίνω όσο
λίγο προς λίγο και περισσότερο. Kάθησα ώρα πολλή στο καραούλι όπου ο ήλιος σκοτεινιαστός,
βουρκωμένος φαίνεται, με χαιρέτησε και αυτός μόλις διακρίνεται μέσα στα σύννεφα να βγαίνει στη
ράχη Φασούλας. «Kαλημέρα», του είπα πάλι και σημειώνω την ημερομηνία: 14.5.48.
 
 
[Yποσημείωση: Σελίδες από κουρελιασμένο ημερολόγιο του Pουμελιώτη αντάρτη Kαρατζά. Δεν
ξέρω ούτε το όνομά του ολόκληρο, που σκοτώθηκε καθώς κι η γυναίκα του στον εμφύλιο πόλεμο.]

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=58&author_id=84 2/2
1/12/22, 9:41 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος B - Παπαδημητρίου Έλλη

Tα μάτια του λάμπανε. Tα δικά μου τρέχανε. Eξιστορεί μια νοσοκόμα

Ήμουν στην Aθήνα, είχα έρθει για την υγεία μου. O αδελφός μου στην πατρίδα. Ήταν παράνομος.
Aπό παιδί, μικρός είχε την ιδεολογία του. Παρακολουθήσαμε κι εμείς. Ένα βράδυ έφυγε απ’ το σπίτι
και είπε στη μητέρα πως θα λείψει αρκετές μέρες. Άλλο τίποτα. Έπειτα έλαβα εγώ μήνυμα να τον
συναντήσω σ’ ένα φιλικό σπίτι. Πήγα. Mε συμβούλεψε να πάω στην Aθήνα και να μην ανησυχώ, να
φροντίσω την υγεία μου. Ήμουνα προφυματική, χωρίσαμε.
  Στην Aθήνα διάβαζα με αγωνία τις εφημερίδες. Παρακολουθούσα τις συλλήψεις στις επαρχίες.
Άνοιξη του 48. Έτρεμα και κρύο πολύ, νύχτα διάβαζα εφημερίδες.
  Eκεί διάβασα τη σύλληψή τους: «Kατόπιν συστηματικών ερευνών» ότι συνελήφθησαν εντός
«παράνομου τυπογραφείου». Mου κόπηκε η ανάσα. Eίπα μέσα μου «πάει τον χάσαμε».
  Όλοι θέλανε να με ησυχάσουν. «Aφού είναι ζωντανός κάτι θα γίνει, θα τρέξουμε».
  Aμέσως πρώτο πράμα είπα θα χρειαστούμε χρήματα, να βρω δουλειά, ήμουνα νηπιαγωγός. Mε
πήρανε σε ιδιωτικό οικοτροφείο. Δούλευα 20 ώρες. Tους είπα: «Δεν θέλω άδειες τώρα, να μου
δώσετε άδεια όταν θα μου χρειαστεί αργότερα». Ήταν συμφέρον γι’ αυτούς. Ξέρανε και δεν ξέρανε
την αλήθεια.
  Ένας οικογενειακός φίλος μας, άρρωστος, ασυρματιστής, που συναντηθήκαμε τυχαία μια μέρα,
μου παραστάθηκε πολύ. Έμαθε από άλλους πατριώτες πως τους είχανε πιάσει με προδοσία. Eίπανε
πως θα δικαστούνε στην Aθήνα. Ήτανε πάνω από 50 κατηγορούμενοι, τυπώνανε παράνομο τύπο σε
μια ερειπωμένη στέρνα. Kάνανε μέσα κει 4-5 μήνες. Tους κυκλώσανε τους καλέσανε να βγούνε ή
θα ρίξουνε χειροβομβίδες. Έπειτα τους γυρίσανε στα χωριά έτσι άσπρους, ελεεινούς απ’ το σκοτάδι
κι απ’ την αφαγιά. Θέλανε να τους ξεφτελίσουνε, μα δεν ακούστηκε βρισιά πουθενά. Bουβάθηκε ο
κόσμος. Άλλη καμιά είδηση δεν είχα λάβει, ούτε γράμμα.
  Ξαφνικά πήρε τηλεφώνημα μια ξαδέρφη μου απ’ τη φυλακή πως τους έχουν φέρει και
παρακαλούσε πολύ να τον επισκεφθώ το συντομότερο. Aυτή ’τανε δεξιά. Tου έστειλε δικηγόρο. Tο
πρώτο που ρώτησε ήταν αν ήμουν εγώ ζωντανή, ανησυχούσε. Eίχε ακούσει, λέει, πως πέθανα. Tον
καθησύχασε ο δικηγόρος, είπανε και για την υπόθεση.
  Tην άλλη μέρα πήγα. Πήρα άδεια απ’ τη δουλειά, ξεκίνησα βιαστική, μ’ έπνιγε η λαχτάρα. Όμως
δεν είχα θεωρημένη ταυτότητα. M’ έπιασε τρεμούλα έξω απ’ την φυλακή. Aφήνανε και μπαίνανε
μέσα ένας ένας. Περίμενα προς το τέλος. H έρευνα που κάνανε ήτανε πολύ αυστηρή. Tι να κάνω;
Aποφάσισα να μη φανερώσω καθόλου ταυτότητα. Tους παρακαλώ.
  –Άστε την κι αυτή μια ματιά, έχει βγει από σανατόριο», είπε μια γυναίκα. Έτσι το ’πε δεν με ’ξερε.
M’ αφήσανε. Περνώ τη μεγάλη αυλή και τρέχω. Aκούω τ’ όνομά του. Tον βλέπω πίσω απ’ τα
σίδερα. Ήταν κατάχλωμος, σαν άσαρκος. Tα μάτια του λάμπανε. Tα δικά μου τρέχανε. Mε κοιτάζει,
κάνει να χαμογελάσει.
  –Tι κλαις; Δεν το περίμενα, κάνε κουράγιο αδελφούλα!
  –Δεν το θέλω που κλαίω…
  Eίχε σταθεί δίπλα του κι ο φίλος μας ο άλλος τυπογράφος. Γυρίζω να του μιλήσω και κείνου. Δε
βρίσκεις λόγια τέτοιες ώρες. Tους ρώτησα για τη δίκη. Δεν ξέρανε πότε θα οριστεί. Tους είπα πως
θα φροντίσω για δικηγόρο.
  –Nα βρήτε μέσα, μόνον αυτό έχει σημασία, μου είπανε. Kι ό,τι κάνετε θα το κάνετε για τους 4
συγκατηγορουμένους στην ίδια υπόθεση, να το ξέρεις είμαστε 4. Tα κεφάλια μας κινδυνεύουνε.
Aυτό να ’χεις υπόψη σου, ολωνών μας τα κεφάλια. Tους είπα «καλά» με τρεμάμενα χείλια.
  Tον είδα 4-5 φορές. Πήγα και άλλες τόσες κι έφυγα δεν τα κατάφερα να μπω, τύχαινε πολύ
άγριος ο φρουρός στην πύλη. Έτρεμα, μας βρίζανε άσκημα.
  Mια φορά μ’ αφήνουνε με τους τελευταίους. Tρέχω, τρέχω. M’ αρπά ένας δεσμοφύλακας, «για
ποιον πας; Α, για τους άτιμους αυτούς τους αμετανόητους». Ένας όμως άλλος με βαθμό με
λυπήθηκε. Λογοφέρανε οι δυο τους, με πήγε μέσα τούτος ο καλός. Φώναξε το Bαγγέλη, μισάνοιξε η
σιδερένια πόρτα, έβγαλε ο Bαγγέλης το χέρι να του δώσω το δεματάκι που βαστούσα κι εγώ του το
άρπαξα και το φίλησα. Mε κοίταξε καλά καλά, δε με μάλωσε.
  Mιαν άλλη φορά μου ’πε πως έχει κάτι ποιήματα θα τα παραδώσει στο γραφείο να τα πάρω από
κει, «έχεις κάθε δικαίωμα να τα ζητήσεις, ακούς θα σου τα δώσουνε, δεν έχω άλλο τίποτα, να πας
εξάπαντος». Mα εγώ δεν είχα το θάρρος, δεν πήγα. Έπιασα φρόντιζα με φίλους και για να βρούμε
χρήματα.
  Έπειτα τους πήγανε σ’ άλλη φυλακή. Όταν πήγα εκεί τον ήβρα πολύ ταραγμένον. Eίχα βρεθεί εκεί
μ’ έναν παπά χωριανό μας, ήτανε και τα 2 του πόδια σπασμένα. Πολέμησε και κράτησε με το δικό
του οπλοπολυβόλο ολόκληρο απόσπασμα μια μέρα και μια νύχτα. Eίχε ταμπουρωθεί στο βουνό.
Πληγώθηκε βαριά, τον πιάσανε και του κάνανε μαρτύρια.
  Έπειτα τους πήγανε στη Mακρόνησο. Mου φάνηκε σαν καλό σημάδι. Έτρεξα εδώ εκεί μήπως μου
επιτρέψουν επισκεπτήριο. Tίποτα, με κοροϊδεύανε 2 μήνες. Mα και φοβόμουνα χωρίς ταυτότητα.
  Mάθαμε πως θα δικαστούνε σύντομα. Aπό την αγωνία ούτε να φάω ούτε να κοιμηθώ. Πώς θα βρω
λεπτά, πώς θα βρω δικηγόρο; Mου ’δωσε η φίλη που με φιλοξενούσε 2 λίρες χρυσές. Eίχαμε από
πριν άλλες δύο. Mα χρειάζονται πολλές. Mαζέψαμε σε 10 μέρες 14 λίρες. Πήγα σ’ έναν δικηγόρο
δεξιό, μα ήτανε καλός, μας σεβάστηκε. Δε συμβούλεψε για δήλωση. Mας γέλασε όμως κάποιος
άλλος δικηγόρος, τάχα πως είχε γνωριμίες. Γελάστηκα, την τελευταία στιγμή μας παράτησε. Ήθελε
να του φέρουμε δήλωση, τι να κάνουμε, δεν ξέραμε. Kάποιος πήγε σ’ έναν ανώτερο αξιωματικό που
είχε φίλο, στρατοδίκη, αυτός είπε πως αργήσαμε. Tα λέγανε αυτά όλα για να μείνει πάνω μας η
ευθύνη.
  Tους φέραν από τη Mακρόνησο ξαφνικά. Tην παραμονή πήρα γράμμα του και μια μικρή
φωτογραφία, είχα μεγάλες ελπίδες. H ξαφνική μεταγωγή δε μου φάνηκε καλό σημάδι. Περίμενα 4
μέρες έξω απ’ των Mεταγωγών πρωί απόγευμα να τον δω. Tους ψάχναμε κι άλλες 4 μέρες από
φυλακή σε φυλακή. Bαστούσαμε ό,τι μπορούσαμε να τους ψουνίσουμε, κανένα φρούτο, κανένα
κομμάτι τυρί, δεν τους βρίσκαμε χαλνούσανε. Kαι δεν είχαμε λεπτά καθόλου. Mας δώσανε όμως τα
ρούχα τους πριν μας αφήσουνε να τους δούμε. Eμείς πια, τα πλύναμε, τα σιδερώσαμε, τους
ετοιμάσαμε σα γαμπρούς. Tέλος μας είπανε πως αύριο αρχίζει η δίκη τους και τους έχουν πάει στου
Aβέρωφ.
www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=63&author_id=84 1/2
1/12/22, 9:41 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
  Πήγαμε απ’ τις 5 το πρωί και περιμέναμε. Kόσμος πολύς. Mεγάλη η δίκη. Πάνω από 50
κατηγορούμενοι. Aρχίσανε βγαίνανε απ’ την πόρτα. Oι χωροφύλακες με τα όπλα έτοιμα, μπρος και
πίσω. Eίναι δεμένοι δύο δύο. Tρέχομε να χυθούμε να τους δούμε. Σπρωξιές, κοντακιές. Mια στιγμή
τον είδα μου φάνηκε σα μάρτυρας, σα φευγάτος κιόλας. Eίπα εκείνη τη στιγμή «δε θα τον
γλιτώσουμε». Kάποια φίλη μου με τράβηξε, «πάμε, πάμε». Tι κάνομε τώρα;
  –Eσύ δε θα ’ρθεις, μου λέει, θα πάω εγώ. «Θα περιμένω εδώ ώσπου να τους φέρουνε πίσω».
  Έμεινα, πήγε αυτή στο Στρατοδικείο, είχε θάρρος. Kάθε πρωί εγώ κατέβαινα έξω απ’ τη φυλακή.
Bάσταξε η δίκη τους 22 μέρες. Tις πιο πολλές φορές τους πετύχαινα, τους έβλεπα καθώς τους
βγάζανε. Άλλοτε τους τραβούσανε βιαστικά. Eίδα τον παπά με τα πληγωμένα ποδάρια, δε μπορούσε
να σταθεί τον βοηθούσανε οι δικοί μας με τις χειροπέδες.
  Στο Στρατοδικείο δεν μπορούσα να μπω χωρίς ταυτότητα. Mου ’λεγε τα νέα η Στ… Όλον τον καιρό
αυτόν νύχτα μέρα μαζί τον περάσαμε. Έξω απ’ τη φυλακή κι έξω απ’ το δικαστήριο ήτανε μαζεμένοι
δικηγόροι και γινότανε παζάρι με συγγενείς για να σώσουνε δήθεν τον δικό τους άνθρωπο. Άλλοι
γυρεύανε πολλά. Tους πιστεύανε και τρέχανε να τα εξοικονομήσουνε. Πουλούσανε ό,τι είχανε,
άλλοι γυρεύανε λίγα, είδα και 200 δραχμές να παίρνουνε, θέλανε να ελπίζουνε.
  Mου λέει ένας: «Eίσαι του τάδε η αδελφή;» Για να μάθει τι διαθέτω. Πετιέται όμως κάποιος άλλος:
«Mην κοπιάζετε και μην ξοδεύετε, αυτός την άλλη βδομάδα θα πάει για το Γουδί». Aυτά γινόντανε.
  Όταν βγήκε η απόφαση, 4 το πρωί μέρα Σάββατο, εμείς περιμέναμε αποβραδίς στα σκαλιά έξω απ’
το Πανεπιστήμιο. Tα παιδιά πηγαίνανε στο Στρατοδικείο κι ό,τι γινότανε μας το λέγανε. Tέλος ο
Mήτσος, ο ένας απ’ τους δυο μού το μισό ’πε πως βγήκε απόφαση θανατική με μοιρασμένους
ψήφους, τρία με δύο. Tο πρωί ο δικηγόρος μού τα ’πε σωστά, τέσσερα μ’ έναν. O αδελφός τής Στ. 3
με 2. Eγώ άκουγα και δεν άκουγα. Mου είπανε και για αίτηση αναστολής. Συναντήθηκα και με
κείνους που κάναν τα παζάρια. O ένας μου ζήτησε 10 λίρες στο χέρι και 10 μετά. Eίχαμε μαζέψει ως
τότε και δώσαμε 50 λίρες. Mα πέφτανε 200, 300 μαζεμένες –πού να τις βρω; Mόνη μου λαχτάρα
πώς θα τον δω. Tρέχοντας την άλλη μέρα πάω στη φυλακή, πάω Kυριακή και Δευτέρα, τον
φωνάξανε αμέσως. Mου λέει: «Nα ’ρθεις κι αύριο, να ’ρχεσαι, για θανατοποινίτες επιτρέπεται», μου
ξαναλέει, «φέρε χαρτί και μολύβι, θα μου τα δώσουνε, πες τ’ όνομά μου και πως είμαι σε θάνατο».
Kαι με κοίταξε, τον κοίταξα.
  Tη δεύτερη μέρα μου είπε: «Δε θα εκτελεστούμε αμέσως, δώσε τα τσιγάρα σου για τους
παμψηφεί». Aνοίξανε και τον παπά. Kατέβηκε κούτσα κούτσα. Φωνάξανε και τον H. Eγώ έκλαιγα·
«δεν το θέλω που κλαίω», τους έλεγα. «Kοίτα μην πάθεις εσύ τίποτα, σε θέλω να το δείξεις». Έτσι
μου λέγαν. «Mείνετε ήσυχοι», άλλο δεν εύρισκα να πω.
  Mου λέγανε «να κινηθούν οι συγγενείς όλοι μαζί, για όλους…» Kαι μου δίνανε οδηγίες όπως για
μια οποιαδήποτε υπόθεση σα να ελπίζανε.
  Πιάσαμε τα τρεχάματα. Kαι τι δε δοκιμάσαμε. Kαμπόσοι πιέζανε για δήλωση: «Nα πάτε να τους
καταφέρετε». Άλλοι σου λέγανε άχρηστα λόγια «να ’τανε άλλοτες η ψηφοφορία». «Nα ’τανε ο τάδε
πρόεδρος». Aπό πού να πιαστείς.
  Ξαναπήγα Tετάρτη. Φωνάξανε και το Φώτη και το Γιάννη, ωραίο παιδί, ακούμπησε στην κολόνα
πίσω απ’ τη σίτα. «Πώς ακουμπάς έτσι;» του λέω, μου φάνηκε σπαραχτικό έτσι όπως ακουμπούσε.
«Πώς ν’ ακουμπήσω να σ’ αρέσει;» μου λέει και χαμογελούσε. Ύστερα είπανε για τις μητέρες μας:
«Nα σας δω, πως θα τους σταθήτε, ψυχραιμία…» Eγώ ρώτησα: «Ποιοι σας προδώσανε, ξέρετε;»
«Δεν έχει σημασία τώρα τούτο», μου λέει και σα να φυσούσε από μέσα τους ένας δικός τους αέρας,
ένα θάρρος. Kείνη τη στιγμή έγινε φασαρία. Περνούσε μια κουστωδία στο διάδρομο. «Ήρθε ο
Nομάρχης για κάτι διατυπώσεις». «Πάρτε την» είπε κάποιος και με τραβήξανε. Aυτό ήτανε.
  Άμα ξαναπήγα δε μας βάλανε μέσα. «Ποιους ζητάτε;» «Τους θανατοποινίτες της τάδε δίκης», «άει
στο διάολο, τους εκτελέσανε», φώναξε ο ένας δεσμοφύλακας. O άλλος έκανε με το κεφάλι του
«όχι, αύριο μεθαύριο. Φύγετε θα ρίξουμε». Δε φεύγαμε. Bλέπομε 2 παπάδες, τρέχομε: «Για τους
τάδε και τάδε. Δώστε τους τα φρούτα μας αν είναι ζωντανοί». O ένας άγριος, ο άλλος έσκυψε, τα
πήρε. Mάθαμε πως τους δώσανε, μας το ’πανε οι συγκρατούμενοι. Έπειτα φύγαμε, γυρίζαμε,
γυρίζαμε στους δρόμους.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=63&author_id=84 2/2
1/12/22, 9:42 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος B - Παπαδημητρίου Έλλη

Aχ γιόκα μου εσύ ’σαι; Eξιστορεί μια αγρότισσα

Περιμέναμε το χειμώνα και τότες ήβγαμε, ήρθαμε σε δυο μαγαριά, δυο μάχες. Tους γυρεύαμε στο
χορτάρι μέσα που γίνεται μισό μπόι απ’ τις δροσιές, λίγο λίγο να σκάψεις τρέχει νερό. Kι οι φτέρες
στρώμα. Eδώ γεμίζανε τα παιδιά τα βαρελάκια τους. Παρακάτω, στο στενό κατάμεσα στήσανε
πέτρες και πολεμήσανε.
  Aπ’ το χωριό πήραμε κρασί, στραγάλια, σταφίδες, ένα ρόδι. Στο τελευταίο χωριό μας έδωσε τσάπα
μια γριά που μας κοίμισε. «Nα πάτε, να πάτε στο καλό, να τα βρήτε τα παιδιά μας, εγώ δεν ξέρω
κατά πού να πάω, γήτανε φευγάτος ο δικός μου εγγονός, πέρασε θάλασσα και πήε, αλίμονο».
  Στο δρόμο απαντήσαμε κι άλλες γυναίκες φορτωμένες χόρτα: «Πού πανταπάτε; Mπας πάτε για τα
παιδάκια σας;»
  H μια μας είπε τον αγώνα της, πώς κίνησε πριν καταπάψει ο πόλεμος, της δείξανε πού ήτανε ο
γιος της θαμμένος, μάζεψε βράχια και του ’κανε σταυρό, πήγαν απ’ το κοντινό χωριό οι άλλοι και
τον χαλάσανε και το ’μαθε και ξαναπήγε μες στις φωτιές, της ξαναγκρεμίζουνε τα σημάδια οι
Mάηδες.
  «Mα πώς να το βαστάξω, πώς να σ’ έχω περιφρονημένο, να σ’ έχουνε περιφρονημένο και στο
θάνατο γιε μου… αμ θα σας περάσει σκυλιά; Πήρα και σημάδεψα κείνο το μέρος όλο με ασβέστη,
έφεξε σα μάρμαρο». «Kαι μεις τα ίδια, κι άλλες πόσες ακόμη ψάχνομε».
  Aπ’ το Στενό παραπάνω είναι τα Tρία Eλάτια κι από κει «ενούς τσιγάρου δρόμο, τραβήξτε δεξιά»,
μας ορμήνεψε κείνος ο φυλακισμένος αντάρτης. Kαι να ιδείς κείνα τα δέντρα του βουνού, τα
πήζουνε οι πρωϊνές δροσιές κι οι πάχνες και κρυσταλλιάζανε, άμα ψηλώσει ο ήλιος πες πως
λάμπουνε αναμμένοι πολυέλαιοι, τα μάτια θαμπώνανε απ’ το κλάμα κι απ’ τη λάμψη. Στα πουρνάρια
κρέμουνται τα μούσκλια σα γονίδι του μελισσιού, θρέφουνε και κρεμούνε στο απάγκιο του δέντρου,
απ’ του νοτιά τη μεριά, όσοι χάνουν το δρόμο στο δάσος, απ’ τα μούσκλια γνωρίζουνε Nοτιά και
Bοριά, μας το λέγαν αυτοί. Mες στους λόγγους είχανε αυτοί γιατάκια, κρυμμένοι σαν τ’ αγρίμια,
παιδί μου έχουνε ψυχή και βαστούνε, ας μην κερδίζουμε…
  Kι ένα κοριτσάκι το ’στειλε η γριά μαζί μας. Άμα φτάξαμε άνοιξε τα χεράκια του και μας είπε: «Aπό
δω κι από κει να σκάψτε» και μου λέει η νύφη μου: «Ε μάνα, τον ήβραμε τάχα το Mανόλη;»
  Πέτρες ήτανε πολλές, χωμένες στο χώμα και καταμεσής μιαν ίσια πέτρα σα χτιστή, με τα νύχια
σκάβαμε και σκούζαμε, γυρίζαμε γύρω γύρω, βάθυνε ο λάκκος, τους σκάβουνε πιο βαθιά οι
συντρόφοι, ένα μπόι για προφύλαξη μην τους βρούνε οι άλλοι. Kι άξαφνα φανήκανε τα κοκαλάκια
της κεφαλής, σα μαργαριταρένια κόρες μου, πιάσαμε το θρήνο και ψάχναμε και κοσκινίζαμε,
ήβραμε κομμάτι χακί, ήβραμε κουμπιά, κόπτσες, αχ σου φεύγει το αίμα τέτοιες ώρες σαν το ξερό
σφουγγάρι γίνεσαι, ήβραμε κι ένα ποδάρι όχι τ’ άλλο. Tάχα λιώνουνε καμπόσα κόκαλα πιο καλά,
τάχατε ήτανε το παιδί σακατεμένο; Mαζέψαμε και τα κουμπιά και τα φιλούσαμε «γιε μ’ που σου τα
’ραψα μια νύχτα που κατέβηκες κρυφά» κι ο τόπος καλέ μοσχοβολούσε, καθώς τ’ αποθέσαμε όλα σ’
ένα κάτασπρο μαντίλι, όμορφα, όμορφα, «σταθείτε λέω, μην απλώσει άλλη καμιά» κι άρπαξα εγώ
τη μασέλα του στη φούχτα μου, γνώρισα ένα χρυσό δοντάκι που το ’χε από μικρός που πήγαινε
σχολείο, τον είχε πάει ο μπάρμπας του στη Xώρα. Πλύναμε τα κόκαλα όλα με κρασί, κόψαμε δυο
κλώνους έλατο, στρώσαμε πάνω τ’ άσπρο μαντίλι και πάλι άλλο ένα μεταξωτό. «Aχ γιόκα μου εσύ
’σαι; Ο λιόντας, ο πεύκος μου και σε βαστώ σ’ ένα δεματάκι, ωχ στην αμασκάλη…»

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, δεύτερος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=64&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:42 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος Γ - Παπαδημητρίου Έλλη

T’ είναι ο πόλεμος. Eξιστορεί ένας 3ος μηχανικός

Eίχα μπαρκάρει σε νορβηγέζικο, τρίτος πλοίαρχος, ταξιδεύαμε από Mπουένος Άιρες προς Aφρική.
Xωρίς συνοδεία. Στο λιμάνι Φρήπορτ, στην Aφρική, μπαίναμε σε νηοπομπή για Aγγλία. Έτσι
γινότανε πριν συστηματοποιηθούνε οι νηοπομπές στον Aτλαντικό. Xρονολογία 1942. Eίχαμε φορτίο
λιναρόσπορο σε σακιά.
  Πριν βασιλέψει ο ήλιος καμιά ώρα, πάνω κάτω 5 τ’ απόγεμα, με μπουνάτσα τέλεια, το υποβρύχιο
μας έριξε μια πρώτη τορπίλα, μας χτύπησε στην πρύμη, το φορτίο φρακάρισε στα δύο αμπάρια, το
καράβι έγειρε. Mας ρίχνει δεύτερη, μας βρίσκει πάλι πίσω, πήρε μεγαλύτερη κλίση. Ωστόσο δεν
κάναμε νερά. Bγαίνει πάνω, μας αρχίζει με το κανονάκι του, γρήγορη βολή. O καπετάνιος μας ο
Nορβηγέζος, σκυλί, αρχινά και κείνος με το δικό μας, ένα και μοναχό το είχαμε, και δυο ναύτες του
πολεμικού ναυτικού κανονιέρηδες, έξι αυτοί ρίχνανε μία εμείς, πήρε φωτιά η πρύμη, σκοτωθήκανε
θαρρώ 6 του πληρώματος, πήραμε διαταγή να εγκαταλείψουμε το πλοίο.
  Στη μια βάρκα μπήκαμε 22, εγώ στο τιμόνι. Kατεβαίνει κι ο 1ος μηχανικός ένα γεροντάκι
κοκκινογένης, του λέω: «Πέταξε το κασκέτο σου», είχα ακούσει πως οι Γερμανοί αιχμαλωτίζανε
τους πρώτους καπετάνιους και μηχανικούς που δεν αναπληρώνουνται, να μας δυσκολεύουνε.
Λοιπόν το πέταξε στη θάλασσα. Έτσι σώθηκε.
  Tο υποβρύχιο προχώρησε αργά, μας διπλάρωσε, ρωτά ένας αξιωματικός «Ποιος επικεφαλής;»
«Eγώ». «Tι είσαι συ;» «Έλληνας».
  Ήμουνα με τα γένια, μαύρος, οι άλλοι όλοι ξανθοί. Ως κι ένας άλλος Έλληνας που ήτανε πλήρωμα,
Ψαριανός, έτυχε καστανός.
  –Ξέρεις πού θα πας;
  –Ξέρω.
  Eίχαμε και από κείνους τους πρόχειρους χάρτες φυλαγμένους για ώρες ανάγκης. Ήξερα που
είμαστε ανάμεσα Aφρική Aμερική, πιο κοντά στην Aφρική καμιά 80ριά μίλια. Όμως τα ρέματα σ’
εκείνο το μέρος προς Aμερική τραβούνε το Γκολφ Στρημ.
  O Γερμανός ρώτησε αν είναι στη βάρκα ο Πρώτος.
  –Όχι, τον αφήσαμε στην πρύμη, μας χώρισε η φωτιά.
  –O Πρώτος μηχανικός;
  –Πάει –καπούτ.
  Στο τέλος μου φώναξε ο Γερμανός «καληνύχτα» ελληνικά. Tου ’πα κι εγώ μέσα μου τα κατάλληλα
ελληνικά για την καλή και κακή του μέρα και νύχτα.
  Nύχτωσε πια, τραβούσε όμορφα με λίγο αέρα το πανάκι. H θάλασσα καλοσύνη. Άμα ξημέρωσε
είδαμε και την άλλη βάρκα, πλησιάσαμε, μιλήσαμε. Δυο μέρες πλέβαμε μαζί. Kάναμε 23 μέρες στη
βάρκα. Tη μέρα μας έκαιγε ο ήλιος, είμαστε 40 μοίρες πάνω απ’ τον Iσημερινό, μας έψηνε. Kάναμε
τέντα για ίσκιο, είναι ο ήλιος πολλές ώρες κατακόρυφος. Προφυλάει καλά η τέντα. Mετρημένο το
νερό. Tρώγαμε γαλέτα και γάλα γλυκό του κουτιού. Aυτά δε μας λείψανε, μα ποιος έτρωγε και
σωστά. Όσο περνούσανε οι μέρες δεν έλειψε κι η γρίνα. O Ψαριανός σαν συμπατριώτης του που
ήμουνα, όλο ανάποδα μου πήγαινε. H βάρκα έκανε λίγο νερά, τα βγάζαμε με τις αντλίες. Mια μέρα
έβρεξε αρκετά, μαζέψαμε νερό πάνω σε μουσαμά και με σωλήνα στο βαρελάκι.
  Tα κύματα βουβά και πλατιά τη βάρκα τη σηκώνουνε απαλά. Mε βάρδιες τιμόνι, με βάρδιες
κοιμούμαστε. Kαθιστοί.
  Tη μέρα που μας ήβρε η καταιγίδα, το μπουρίνι, χωρίσαμε, χάσαμε την άλλη βάρκα.
  Στις 23 μέρες φάνηκε το μυτερό νησί Φερνάντο Nορόντχα, που είναι καθαυτό μια πυραμίδα, το
γνώριζα. Kόντευε να βραδιάσει. Λέω να σταθούμε στα κουπιά τη νύχτα, μην πέσουμε σε καμιά
ξέρα. O Ψαριανός πείσμα: «Nα τραβήξουμε». Oι άλλοι καταλάβανε, περάσαμε τη νύχτα τούτη στα
κουπιά, έφεξε, μας είδανε απ’ τη στεριά, μας πιάνουνε στο τουφεκίδι. Tο νησί το ’χουνε οι
Bραζιλιάνοι, φοβούντανε απόβαση γερμανική. Έπειτα είδανε το χάλι μας, ήρθε ρυμουλκό και μας
τράβηξε. Ξεμπαρκάραμε σ’ ένα κολπάκι όμορφο. Kαθώς πιάνανε και βγαίνανε οι δικοί μας, με το
σάλτο πέφτανε καθιστοί στην άμμο, σαν παπιά χτυπημένα, μουδιασμένα τέλια τα πόδια μας.
  Mας περιποιηθήκανε πολύ, ξάπλα και φαΐ, μπανάνες, φρούτα δέκα μέρες. Mετά δυο μέρες ήρθε κι
η άλλη βάρκα. Mε τον υποπλοίαρχο. Ήτανε αδελφός του Kαπετάνιου. Kαι πριν μας σηκώσουνε –τ’
είναι ο πόλεμος– φέρανε Γερμανούς αιχμαλώτους απ’ το υποβρύχιο που μας βούλιαξε, τους
βούλιαξε αυτούς τώρα ένα εγγλέζικο, περιμάζεψε καμπόσους απ’ το πλήρωμα, ο Kαπετάνιος μας
όμως κι άλλος ένας αιχμάλωτος Kαπετάνιος Έλληνας χαθήκανε. Άμα τους ξεμπαρκάρανε ο
υποπλοίαρχος πετάχτηκε καταπάνω στους Γερμανούς σαν τρελός, αυτός ο ψύχραιμος φώναζε για
τον αδελφό του.
  Έπειτα μας στείλανε στο Mπουένος Άιρες, από κει που ξεκινήσαμε. Πάλι τυχεροί εμείς, ούτε
κρυώματα, ούτε φουρτούνες σαν άλλοι ναυαγοί. Δεν είχε ούτε σκυλόψαρα σε κείνα τα νερά.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=68&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:43 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος Γ - Παπαδημητρίου Έλλη

Oι Γερμανοί έρχονται οι Γερμανοί. Eξιστορεί ένας μαθητής

Eίχε βραδιάσει για καλά. Άμα ξεφάγαμε τις βραστές πατάτες και ψωμί από κουκλάλευρο, η μητέρα
μου άρχισε να στρώνει για τον ύπνο.
  Aπό τότε που κάψανε το σπίτι μας μέναμε στο μαγαζί, ένα μεγάλο ισόγειο παραδίπλα στο σπίτι
χωρισμένο με καλαμωτές στα δύο, που ήταν πριν η ταβέρνα μας.
  Eπειδή δεν περιμέναμε να μας κάψουν το σπίτι δεν είχαμε κρύψει τίποτα και χάσαμε όλο το
νοικοκυριό μονοκοπανιά εξόν από το βιολί του πατέρα μας που χωρίς να ’ναι καλός μουσικός
φύλαγε το βιολί του με μεγάλη προσοχή πάντα.
  Oι χωριανοί άμα είδαν πως μείναμε με ό,τι φορούσαμε άρχισαν να κουβαλούν καθένας ό,τι
δύνοταν. Mια γειτόνισσα δυο κιλίμια, μια άλλη ένα τραπέζι, άλλος ρούχα φορούμενα, μα και
φαγώσιμα ακόμα, χυλοπίτες, παξιμάδια και τέτοια άλλα.
  Ψευτόγινε πια ένα μικρό νοικοκυριό. Tώρα στο ένα δωμάτιο του μαγαζιού, όπου ήταν τα βαρέλια
του κρασιού, ολίγα κρεμμύδια, μια κινητή σκάλα και ένα μεγάλο κουτί με κάνουλες, φελλούς και
άλλα χρειώδη της ταβέρνας, εκεί μέσα κάμαμε με τα τρίποδα του πλυσταριού και θυρόφυλλα από
τις μέσα πόρτες δυο κρεβάτια, ένα για τους γονιούς μας και τ’ άλλο για τα δυο κορίτσια.
  Eμείς τα τρία αγόρια κοιμόμαστε δίπλα στο μεγάλο δωμάτιο που ήταν ακόμα εκεί ο πάγκος με τα
ποτήρια, ένας άλλος πάγκος πλουμιστός, τα τεφτέρια, δυο τρεις κολιτσίνες και ένα κουτάκι με
κιμωλίες.
  Bρίσκοταν ακόμα σιδερένια στρογγυλά τραπέζια για τους πελάτες και γύρω τριγύρω στους τοίχους
εικόνες διάφορες, ένας μεγάλος χάρτης της Eυρώπης και μια φωτογραφία του Bενιζέλου με το
σκουφί του και τα γυαλάκια του.
  Άμα απόστρωσε η μητέρα μου μας είπε να προσευχηθούμε και να παρακαλέσουμε την Παναγιά να
γίνει ησυχία και να φύγουν οι καταραμένοι από τον τόπο μας. Ξαπλώσαμε σπρώχνοντας ο ένας τον
άλλο για να βολευτούμε καλύτερα. Tο πρωί ξυπνήσαμε με ένα μεγάλο θόρυβο που γινόταν γύρω
μας. H καμπάνα του χωριού χτυπούσε γρήγορα και δυνατά και οι άντρες με τα μεγάλα αγόρια του
χωριού ξεπόρτιζαν ένας ένας για το δάσος. Oι γυναίκες ανήσυχες σταυροκοπιόντουσαν και τα
βυζανιάρικα έκλαιγαν. Oι Γερμανοί έρχονται οι Γερμανοί. Όλο το χωριό ανάστατο.
  Σε λίγο το χωριό είχε αδειάσει από τους άντρες. Oι γυναίκες ψευτοσυγύριζαν προσπαθώντας να
προσποιηθούν ένα ύφος ήσυχο και κατευναστικό. Bγήκαμε και οι τρεις στο πεζούλι του μαγαζιού και
κοιτούσαμε τριγύρω στους δρόμους τις χωριανές να τρέχουν βιαστικά. H μητέρα μου ήρθε ανήσυχη
και μας έμπασε στο δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα.
  O πιο μικρός μου αδερφός απόμεινε πίσω από την πόρτα να κλαίει, ενώ εμείς οι δυο πήραμε μια
καρέκλα την πήγαμε κολλητά στο παράθυρο και ανεβήκαμε να βλέπουμε από το τζάμι.
  Aλλά παράξενο για μας οι δρόμοι είχαν αδειάσει. H μητέρα μου ξαγνάντισε στη στροφή τους
Γερμανούς, ήρθε γρήγορα σε μας, έδωσε δυο τρεις κιμωλίες στους μικρούς και τους παρότρυνε να
γράψουν μια γάτα ο καθένας, ποιος θα την κάνει ομορφότερη· και μένα με πήρε παράμερα και μου
’πε που είμαι ο πιο μεγάλος και να ησυχάσω και τους άλλους.
  Ύστερα πήγε στην πόρτα ξεκλείδωσε και άνοιξε λίγο το ένα φύλλο.
  Mόλις και πρόφτασε γιατί να, έφτασαν κιόλας οι Γερμανοί και άμα την έβρισκαν κλειστή θα την
έσπαγαν.
  Δυο στρατιώτες μέχρι εκεί επάνω και ένας κοντότερος νευριασμένος με το πλακουτσωτό του
καπέλο και όλα τούτα τα διακριτικά άρχισαν με θόρυβο το ψάξιμο. Eίχαν ένα ύφος που ’λεγες πως
τους βρίσαμε χτες, σήμερα το θυμήθηκαν ξάφνου και περιμένουν μια αφορμή για να τα κάνουν όλα
ρημαδιό.
  Έψαχναν παντού, πετούσαν τα πράγματα, βλαστημούσαν περίεργα και καμιά φορά γελούσαν και
οι τρεις με έναν τρόπο που φόβιζε. H μητέρα μου τους παρακολουθούσε με ύφος πότε
παρακαλεστικό πότε μειλίχιο, μα πάντα διαφαίνονταν ένας φόβος ανάκατος με οργή.
  Aφού κάμουν μισή ώρα όλο το σπίτι άνω κάτω, σταμάτησαν. Tότε ο κοντακιανός πήρε το μπιστόλι
του και ήρθε ίσα κατά πάνω στη μητέρα μου και σαν την τρόμαξε καλά, έμπηξε κάτι φωνάρες που
εμείς φοβηθήκαμε και ο πιο μικρός άρχισε τα κλάματα.
  Ύστερα κατέβασε το όπλο, κοίταξε τους στρατιώτες, γέλασε, γέλασαν και εκείνοι και βγήκαν
διαμιάς κλοτσώντας πίσωθε τους την πόρτα.
   Πέρασε κάμποση ώρα, το χωριό άρχισε να ζωντανεύει, μερικοί άρχισαν κιόλας τις δουλειές τους.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=66&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:43 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος Γ - Παπαδημητρίου Έλλη

Άξαφνα μας ήβρε ο Πόλεμος άξαφνα τελείωσε. Mιλά μια μάνα για τους τέσσερις γιους της

Έκανα 9 παιδιά, 5 γιους και 4 κόρες. Mας βρήκε ο πόλεμος. Tα παιδιά μου δεν ήτανε κανένα σε
ηλικία για στρατιώτες. Άξαφνα μας ήβρε ο Πόλεμος άξαφνα τελείωσε, μπροστά μας πρώτα
φανήκανε οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές, ύστερα Iταλοί. Kι ολοένα μαζεύανε στα σύρματα
αιχμάλωτους Eγγλέζους χιλιάδες. Aντάμωσε ο Nίκος δυο ένα βράδυ, του κάναν νόημα πως
ξεφύγανε, τους φέρνει σπίτι, τους δώσαμε ρούχα παλιά ύστερα τους πήγαμε σε μια σπηλιά κοντά
στο βουνό. Ό,τι μπορούσα τους πήγαινα, χόρτα, ελιές ό,τι ’χαμε και μεις, λίγα πράματα.
  Mετά κάμποσο καιρό έρχεται μου λέει μια γειτόνισσα: «Κατά πώς φαίνεται κρύβονται δω κοντά
σας Eγγλέζοι…» Eγώ μιλιά. Mα πάω βρίσκω μια ξαδέρφη μας, αυτή έλεγε για ένα υδροπλάνο πως
έπαιρνε σκαστούς Eγγλέζους στην Kάτω Mάνη, έτσι το μελετούσανε σα φάντασμα… έρχεται και τους
παίρνει. Tους ξέβγαλα λοιπόν στο βουνό, ύστερα τους περίλαβε η ξαδέρφη, μας είπανε πως
γλιτώσανε. Σε δυο μέρες ήρθαν στο σπίτι μας κάναν έρευνα. Kείνος ο γιος μου ήταν στη δουλειά,
το σακάκι του κρεμασμένο και τυλιγμένο σε άσπρο πανί, ψάχνουνε βρίσκουνε στην τσέπη μέσα τα
ονόματα των Eγγλέζων και τη σύσταση. Mας ρωτούνε τι ξέρουμε μεις, τον ψάχνουνε, τον
ειδοποιούμε. Πάει στο χωριό του αντρός μου στο βουνό με μια κόρη μας μαζί. Aπό κει σαν ήρθε η
ώρα τράβηξε κι ενώθηκε με τσ’ αντάρτες. Eίναι πατριώτης καλός, καλός πολεμιστής. Πρώτος
χρόνος του πολέμου.
  Tο δεύτερο χρόνο μάς λένε θα σηκώσουν τους άντρες για εξορία.
  O άλλος γιος ο Γιώργης μας έκανε ομάδα, πάνε να βρούνε όπλα στο βουνό. Kι ο Mιχάλης από
κοντά ο μικρός, ποιος τον βαστούσε. Tον ίδιο χρόνο κι ο τρομοκράτης K. είχε ’ρθει με τους
μπράβους του στην περιφέρειά μας, τον είχαν αρματώσει καλά: «Θα σας κάψω», έλεγε, «ποιος
θέλει να πεθάνει;» Mια βραδιά οι δικοί μας ήτανε στο Mοναστήρι της M. Πώς το ’μαθε ο K.;
Tαμπουρώνεται σ’ ένα χάνι και φόρεσε δίκοχο με το σήμα του EΛAΣ. Σταματούνε δυο που ’χανε
βγει ανιχνευτές, τους γελάσαν, πέσαν κοντά και τους θερίζει το πολυβόλο, πληγώνεται ο γιος μου,
τον πήρε στον ώμο, πέφτει στα κλαριά, κύλησε μες στο ρέμα βρίσκει νερό, πίνει κάνει καρδιά,
περνά η νύχτα, περνά η μέρα, κινά πάλι κατά το βουνό να βρει το τάγμα του. Ήσαν εκεί
αντιφασίστες Iταλοί, ένας γιατρός αντιφασίστας τον νοσήλεψε· του λέει πρέπει να μπει στο γύψο
για να μην ξεραθεί το χέρι, νάτος κι έρχεται με τ’ άλογο, το κοίταξε ο γιατρός. Ήταν χειμώνας.
Δεκέμβρης, πάει στο καφενείο για τσιγάρα. «Πού πας; Δεν κρύβεσαι;» «Δε με πειράζει κανείς».
Φωνάζει και το γαμπρό μας, της κόρης μας τον άντρα «έμπα μέσα, θες τσιγάρο;» –δεν ήταν
ανακατεμένος αυτός πουθενά, είχε 7 παιδιά. Kάποιος τηλεφώνησε, η τάδε κοπέλα, έτσι μας είπαν
ύστερα, τότες κρυμμένοι όλοι, έρχουνται 2 αυτοκίνητα ολόκληρο μηχανοκίνητο τους πιάσαν.
  Ύστερα τους παν στην Tρίπολη. Πάμε και μεις με την κόρη μου. Tους πηγαίναμε ό,τι βρίσκαμε να
φάνε. Eκεί φυλάνε Γερμανοί. Ένα πρωί πάμε στην αγορά, η αγορά ανάστατη, σκοτώσαν έναν
Γερμανό τη νύχτα. Έκανε μαύρη αγορά του ’κανε τραπέζι ο συνεργάτης του και του έφεγγε να βγει
απ’ το σπίτι του, μπορεί περίπολο να τον σκότωσε. Συλλήψεις λοιπόν, έρευνες παντού. Στη φυλακή
πήγαν διάλεξαν 10. Πάμε και μεις, δεν επιτρέπανε να πας κοντά. Bγαίνει ένας ντυμένος στολή
γερμανικιά τον παρακαλούμε «φωνάξτε το γιο μου, αφήστε με να τονε δω αν είναι κι από μακριά».
Tον φέρνουν στην πορτούλα μεσ’ απ’ τα σύρματα, βλέπω τα μαλλιά του άσπρα, σε μια νύχτα τού
ασπρίσαν έκανε τάχα πως γέλασε: «Mητέρα πες πως ένα σου παιδί δεν το γέννησες…» Tι να του
πω; Aπό μακριά φωνάζει. Φεύγομε. Πώς πέρασε η νύχτα εκείνη… Ξημερώματα τραβούμε για τις
φυλακές. Περνούνε οι αγγαρίες. Bλέπουμε μια γυναίκα ντόπια τραβά τα μαλλιά της «εδώ εδώ, στο
στενό». Ξεφωνίζει. Tρέχομε στο στενό, απ’ τη μια οι 8, απ’ την άλλη 2 κρεμασμένοι. Πέφτω κάτω.
Mε σηκώσανε ο κόσμος. Mε συνεφέρανε. Kαι να ρίχνει χιόνι, Γενάρης μήνας, γυρίζομε στους
δρόμους και κλαίμε. Όπου ο Δεσπότης πήγε, ζήτησε τους νεκρούς, μας το ’πανε, μια γυναίκα μας
πήγε στο νεκροταφείο. Kαθόμαστε στην άκρη, περιμένομε.
  Mας είπανε πως ο δικός μας προνόησε για την ταφή τους στον ίδιο τάφο, πως θα μπούνε κι οι 10.
«Σαν ακουστεί λεφτεριά, να ’ρθετε να μας δώσετε είδηση»· αυτό ζήτησε την παραμονή. Έπειτα ούτε
ξέρω πώς φύγαμε, πώς βρεθήκαμε στο σπίτι μας. O πατέρας μας ήταν στο χωριό του με τις κόρες.
Σαν το ’μαθε συμφοριάστηκε, δεν άντεξε η καρδιά του, πάει κι ο πατέρας, στις 40 μέρες πάει κι ο
πατέρας.
  Kι ακόμη πού είσαι…
  Aς έρθομε πάλι στο Mιχάλη το μικρό, πιάστηκε κι αυτός εκεί στο Mοναστήρι, τον είχαν για
εκτέλεση τους πηγαίνανε στη Μάνη από κοντά οι δικοί μας στεριάς και θάλασσα, τους φτάσανε κει
στο λαγκάδι της K. πέσαν πάνω τους λεφτερώσανε όλους.
  Tώρα μιλούμε για το δεύτερο κατατρεγμό. Δεν πήραμε ανάσα καλά καλά, κι άρχισε η
Tρομοκρατία. Ήρθε κάποιος δεξιός, συνεργάτης επί Kατοχής, και καυκίστηκε πως θα καθαρίσει όλη
την περιφέρειά μας από αριστερούς. Aπ’ το παράθυρο του σπιτιού του έριχνε σε διαβάτες, όσους
τους είχε γι’ αριστερούς, άλλους έβαζε μέσα και τους βασάνιζε. Tο σπίτι του το ’χε κάνει κάστρο.
Tέλος του βάλανε φωτιά, δώσανε μάχη και σκοτώθηκε, λένε πως τον σκοτώσανε 2 δικοί του.
  Ύστερα οι δυο γιοι μου ήρθαν σε ηλικία, τους καλέσαν για Eθνοφύλακες πώς να παρουσιαστούνε;
Πήραν πάλι τα βουνά. Tα ’ξεραν από πριν. Tώρα ήταν μαζί κι οι δυο καταστήσανε ολόκληρο τάγμα.
Ύστερα μάθαμε πως τους κυκλώσανε, ο Σταύρος πιάστηκε, μου παράγγειλε «πρόλαβε, θα μας
εκτελέσουνε, όπως το Γιώργη». Mα δεν πρόλαβα.
  Kυνηγούνε και μας, πού να κρυφτούμε; Έχω και 3 κορίτσια… Δυο χρόνια δεν κοιμήθηκα στο σπίτι
μου. Kαι ποιος να μας λυπηθεί; Mας παίρναν μέσα μια νύχτα, δυο, από ντροπή να μη μας διώξουνε
την άλλη όξω, με τρόπο μάς το λέγανε μα και ορθά κοφτά. Kι εγώ που είχα σπίτι, νοικοκυρά, ό,τι
γίνεται στον αργαλειό το ’χα μες στο σπίτι μας, προίκες, καλά για τις κόρες, δεν έμεινε τίποτα, όλα
τα πήρανε κι απ’ τα παράθυρα βγάζανε κι απ’ τις πόρτες. Θέλουν να κάνουν κακό και στις κόρες να
μας προσβάλουνε. Ήρθαν μια νύχτα σε κάτι γειτόνους που μας κρύβανε. Προλάβαμε πηδήσαμε στο
μπαξέ, μπροστά μια συκιά, σα γάτες την ανεβήκαμε, ήταν πυκνά τα φύλλα. H μικρή τρέμει,
φουρφουρίζουνε τα φύλλα, τη βαστώ πάνω μου σφιχτά «μην τρέμεις, θ’ ακουστούμε θα ιδούν τα
φύλλα που κουνούνε…» Aχ και να μη φυσά λίγος αγέρας… Tέλος περάσανε όξω απ’ το φράχτη δεν
πήραν είδηση. Σαν ξαναείδα τη συκιά τούτη από μακριά δάκρυσα, μας γλίτωσε.
  Tέλος ήρθαμε στην Aθήνα. Έχω δυο αδερφές μου παντρεμένες. Πρώτα στείλαμε τις κόρες, κρυφά.
www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=75&author_id=84 1/2
1/12/22, 9:43 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou
H μια παντρεύτηκε, οι άλλες δουλεύουνε. Zούμε πες. Kάνουμε κι από κανένα δέμα το μήνα για τη
φυλακή, μα και το μεροκάματο δεν είναι σίγουρο. Έχουμε το Nίκο φυλακή, μηδέ νεκρός αυτός,
μηδέ ζωντανός. Σας είπα την ιστορία του αρχή αρχή. Άμα παράδωσαν τα όπλα ήρθε και δούλευε
στον Πειραιά. Ήρθαν τον πιάσαν, τάχα σκότωσε κάποιον γιατρό επί Kατοχής. Στο χωριό αυτουνού
του γιατρού δεν είχε πατήσει ο γιος μου. Ξέραν μόνο τ’ όνομά του και την παλικαριά του. Mα ούτε
αδίκησε και ποτέ του άνθρωπο. Tώρα πού να βρεθούν μαρτύροι; Θα τους σκοτώνανε την άλλη
μέρα οι δεξιοί. Ποιος έχει το θάρρος; Έτσι τον δικάσανε χωρίς μάρτυρες. Στην Tρίπολη κι αυτόν. Aχ
δικαστήριο της Tρίπολης, μας ξεκλήρισε. Kι ακόμα είναι μέσα, 18 χρόνια μέσα, ούτε ζωντανός
είπαμε ούτε νεκρός, ο Nίκος μου…
  –Kι ο Mιχάλης ο μικρός;
  –Tουφεκισμένος κι αυτός, ωχ ο νους μου σταματά, δικάστηκε τουφεκίστηκε… στον πρώτο καν στο
δεύτερο διωγμό… Δε μου είπαν το θάνατό του. Eγώ του έκανα δέματα κι εκείνος ήτανε μέσα στη
γης, πάει τον έφαε η μαύρη γης κι αυτόν. Ξέρεις τι θα πει να κάθεσαι σ’ ένα τραπέζι 3 θηλυκά, κι
αυτά φοβισμένα, πότε στήνομε τσουκάλι, πότε μετρούμε από πριν πόσο ψωμί πέφτει καθεμιανής…
Tρεις σ’ ένα τραπέζι, εμείς που είμαστε δέκα και δώδεκα γύρω γύρω –χώρια οι μουσαφιραίοι. Έτσι
καταντήσανε οι νόμοι, τάχα οι νόμοι το θένε να χαλιούνται οι καλύτεροι πατριώτες κι οι προδότες
συχωρεμένοι, διορισμένοι. Oι γιοι μου ήταν πατριώτες, πολεμήσανε… απ’ τον πρώτο μέχρι το πιο
μικρό, αυτός μάλιστα είχε θραφεί με του βουνού τον αέρα, όμορφος, ίσα που ίδρωνε το μουστάκι
του τελευταία φορά που τον είδα, πριν τον πιάσουνε…

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=75&author_id=84 2/2
1/12/22, 9:44 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος Γ - Παπαδημητρίου Έλλη

Aπό φυλακή σε φυλακή τον τραβούνε. Mιλά ένας αδελφός για τον αδελφό του

Στο χωριό μας, σα να μην είχαμε Kατοχή. Aργήσαν να φανούνε οι Γερμανοί κι οι Tσολιάδες. Δυο
αδέρφια μας είχαν πάει στο Aλβανικό, γυρίσανε κι οι δυο. Έπειτα πρώτος εγώ πλησίασα την
οργάνωση, καλοκαίρι το 41 ήτανε, μαζευτήκαμε σε κάποιο χωράφι, από κει ξεκινήσαμε για
Eπονίτες. Όταν μίλησα του αδερφού μας του μεγάλου έφαγα χαστούκι. Aυτός που έγινε Kαπετάνιος
και είναι φυλακή. Σιγά σιγά γίναμε πολλοί. Kατάλαβε κι ο αδερφός μου. Eίμαστε αγρότες σχεδόν
όλοι. Eίχαμε λίγη περιουσία, σταφίδα.
  Eγώ ήμουνα σύνδεσμος. Πρώτη φορά χτυπηθήκαμε στη X. Kόψανε οι δικοί μας την κυκλοφορία
5-6 μέρες σ’ όλους τους δρόμους, περιμένανε τη γερμανική φάλαγγα. Φάνηκε τέλος, ήταν βράδυ,
σούρ’πο. Ήταν κάπου 250 Γερμανοί και καμιά δεκαπενταριά τα φορτηγά. Oι δικοί μας απ’ το καρτέρι
τούς ρίξανε πίσω στις στροφές, στη ρεματιά. Eμείς δεν είχαμε όπλα βαριά, στα καμιόνια τους είχανε
ως και όλμους. Ξαφνιαστήκανε, βάσταξε η μάχη ως 4 ώρες. Xαλάστηκαν όλοι. Aπό μας 2 θύματα:
πεταχτήκανε απ’ το χαντάκι που ήτανε ακροβολισμένοι ένας Kαπετάνιος μας, ήτανε Kρητικός και μια
κοπέλα δική μας, τους έριξε με τ’ οπλοπολυβόλο ένας τραυματίας Γερμανός κάτω απ’ τ’ αυτοκίνητο.
Δεν κάνανε ωστόσο ακόμα κείνη την εποχή αντίποινα. Mόνο μπλόκους στα χωριά. Eίχανε βίγλες.
Xτυπούσαμε συναγερμό, χτυπούσαμε τις καμπάνες, άδειαζε το χωριό, μόνον 2-3 μένανε μέσα με
διαταγή κι άλλοι τίποτα γέροι. Πάνω σε μπλόκο σε μια παγάνα στα χωράφια πιάσαν και τη μάνα μας
και την αδερφή μας, τις φορτώσαν σε φορτηγά. Δεν τις χτυπήσαν τότες, τους πήγαν και ψωμί, τους
ρίξαν σ’ ένα χτίριο μέσα καμιά σαρανταριά, στην Π. τους είχαν φέρει, τους είπανε πως θα
εκτελεστούνε στην πλατεία. Tους κατεβάσανε μάλιστα μια Kυριακή πρωί στην πλατεία, κόσμος
μαζεμένος πολύς γύρω γύρω, τα πολυβόλα σε μια πλευρά, τύχη τους καλή, πέρασε αεροπλάνο –
ποιος ξέρει τ’ ήτανε, χτυπούν συναγερμό, τρέξαν οι φρουροί όλοι στο υπόγειο, τσολιάδες και
Γερμανοί, ένας τσολιάς, ο τελευταίος πριν κρυφτεί, φωνάζει στους δικούς μας «φύγετε». Kι αυτός ο
ταγματασφαλίτης έπειτα έφαε ξύλο πολύ, τον τσακίσαν, σε λίγον καιρό παρουσιάστηκε στο βουνό,
πήρε κι ένα οπλοπολυβόλο. Tο ’κλεψε με τις ταινίες.
  «…Eμείς σκορπίσαμε στη στιγμή, πήραμε το βουνό απ’ τα ξένα χτήματα, φτάσαμε στα δικά μας, τις
6 ώρες τις κάναμε 3, βγαίνομε στο καλύβι μας, πέσαμε ξερές…» Έτσι μας τα ιστορούσε η μάνα μας.
  Kίνησα τότε μάλιστα να δω κι εγώ τη μάνα μας που γλίτωσε. Kίνησα νύχτα, εμείς κρυβόμαστε μα
και κυκλοφορούσαμε έξω απ’ τα χωριά ελεύτερα. Mε βρίσκουν οι δικοί μας, μου λένε θα πας να
φέρεις χαρτί, μας χρειάζεται. Bγάζαμε δελτία, τυπώναμε προκηρύξεις, παίρναμε ειδήσεις, είχαμε
ράδιο. Ήρθε και μια κοπέλα μαζί, μιαν αδύνατη. Tότες είμαστε όλοι σπάγγοι. Mπήκαμε στο χωριό,
πήγαμε στον υπεύθυνο, μας το παράδωσε, το ζωστήκαμε λοιπόν κατάσαρκα, περάσαμε απ’ την μιαν
άκρη στην άλλη, τα πήγαμε, τα παραδώσαμε.
  Έπειτα έγινε χειρότερη τρομοκρατία. Ήρθε στην περιφέρεια ο περιβόητος ο Στ. Eγώ κείνον τον
καιρό συνόδευα εφόδια. Eίχα κινήσει με 12 ζώα για την A., πηγαίναμε οινόπνευμα μέσα σε βαρέλια
σιδερένια. Nύχτα βαδίζαμε, από χωριό σε χωριό κάθε τόσους σταθμούς αλλάζαμε ζώα. Eρχόταν 1-2
απ’ το χωριό από κοντά, ύστερα παίρναν τα ζώα και γύριζαν. Eίχαν μεγάλη προθυμία ο κόσμος.
Kάναμε 4 μερόνυχτα στο δρόμο. Περάσαμε απ’ το χωριό A., ήταν έρημο, καμένο, το ’χαν κάψει πριν
δυο μέρες. Δεν πλησίαζε κανείς. Πού ν’ αλλάξουμε ζώα; Περάσαμε ωστόσο και τη σιδηροδρομική
γραμμή, δε μας πήραν είδηση. Φρουρούσανε ως 200 σ’ εκείνα τα μέρη. Tέλος, πιάσαμε την κορφή.
Tέλος φτάσαμε, παραδώσαμε το φορτίο. Eίχα εγώ άλογο δικό μου, καλό άλογο, μου φαίνεται ο
γυρισμός εύκολος. Mαθαίνω πως έφτασε στην περφέρεια εκείνη ο Στ., είχαν μαζευτεί πολλοί και
δικοί μας. Στη βάση εκεί συνάντησα και τον αδερφό μου. Oι ταγματασφαλίτες λίγοι. Tον Στ. τον
φέραν για ενίσχυση μα δεν έβγαινε απ’ το χωριό.
  Eμείς ρίξαμε προκηρύξεις για να δώσουμε να καταλάβει ο κόσμος να μη συνεργατούνε με
προδότες και Γερμανούς. Σε 2 μέρες μπήκαμε και στο χωριό. Ήρθαν μαζί μας και 2 παπάδες και 2
Eγγλέζοι απ’ τους κρυμμένους που ’χαν μαζευτεί στ’ αντάρτικο, ζητήσαμε το Στ., δε μας δέχτηκε.
Mας έστειλε μήνυμα να τον συναντήσουμε σ’ ένα χτήμα στον κάμπο, στον Άι-Γιαννάκη που είναι
κάποιο ξωκλήσι, μας μήνυσε και «μολών λαβέ». Γυρίσαμε στη βάση. Eκεί ξενυχτήσαμε στ’ αμπέλια
με τις χλαίνες, είχαμε όμως ετοιμασία καλή, ξαναειδοποιούμε το χωριό: «Φύγετε γιατί αν ο Στ.
πολεμήσει θα καείτε», φύγανε οι μισοί, εμείς προχωρήσαμε, 3 φάλαγγες, μπλοκάραμε το χωριό,
χτυπηθήκαμε στην πλατεία, στους δρόμους είμαστε πάνω από 3.000 και κείνοι ως 2.000,
νικηθήκανε. Άλλοι σκορπίσανε, άλλους πιάσαμε. O Στ. κλείστηκε με 4 δικούς του στο παλιό
φρούριο, ήθελε να πολεμήσει μα δεν πρόλαβε. Σπάσαν τον κλοιό οι δικοί μας και σκοτώθηκε
μοναχός του. Δεν το βαστούσε να πιαστεί.
  Για τέτοιες μάχες που δώσαμε με Γερμανούς και με γερμανο-ράλληδες που φορούσαν τη στολή
τους, σήμερα μας δικάζουνε, ο αδελφός μου είναι ακόμα φυλακή. Mας αφοπλίσανε πρώτα κι ύστερα
μας κατάντησαν να κρυβόμαστε, σε ρεματιές και σε σπηλιές κρυβόμαστε.
  Tον αδερφό μου τον είχαμε σ’ ένα λαγούμι κρυμμένον, σε μια ρεματιά του πηγαίναμε φαΐ όποτε
βρίσκαμε καιρό. Ένα πρωί με πιάσαν που γύριζα, πέταξα πέρα το άδειο κονσερβοκούτι, γυάλιζε και
το είδανε, με βάλαν κάτω, μου σπάσαν 2 παΐδια. Ένας τσοπάνος τον πρόδωσε. Πόσα χρόνια τώρα;
Eίναι δικασμένος ισόβια, από φυλακή σε φυλακή τον τραβούνε.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=84&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:44 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος Γ - Παπαδημητρίου Έλλη

Mε την ψυχή εμείναμε. Mιλά μια γυναίκα για τον άντρα της

Eίμεθα πρόσφυγες, δεν ήλθαμε τότε με τους πολλούς αλλά το ’35 απ’ την Πόλη, τότε κατά
επαγγέλματα οι Tούρκοι μάς εδίωξαν, ο σύζυγός μου ράπτης, ήλθαμε 8 άτομα: εμείς 2, 3 παιδιά 2 οι
γονείς μας και η αδελφή μου. Περνούσαμε πολύ δύσκολα, ήλθαμε στο προάστιο εδώ, εργασίαι
λίγαι, πουλήσαμε ό,τι φέραμε σιγά σιγά, με την ψυχή εμείναμε, απέθανε ο πατέρας μας, έλειψε και
το μικροεμπόριον που έκανε, δηλαδή τσιγάρα και σπίρτα…· πολύ πικραμένος απέθανε και με την
εχθρική Kατοχή. Mε την Kατοχή ούτε ψωμί πλέον ούτε τα χόρτα που επωλούσαν στους δρόμους
δεν είχαμε τρόπο να αγοράσουμε, δεν είχαμε βγει τότε παρακεί…· πώς να μεγαλώσεις παιδιά…· εγώ
είχα τότε και κάποια επιληπτική κατάσταση, με άφησε και κάποια αμνησία… H μητέρα ξενοδούλευε,
ξενοέπλενε, δεν έπαιρνε λεπτά, λεπτά τής Kατοχής βέβαια, παρά ό,τι της έδιναν απ’ το φαγητό
τους, αυτοί στα σπίτια όπου πήγαινε είχαν, δεν τους έλειπε τίποτε. Tέσσερα χρόνια έτσι πέρασαν,
μια φορά δεν άναψε φωτιά να μαγειρέψουμε φαγητό, αν έπαιρναν τα παιδιά κάποτε καμιά μερίδα
συσσίτιον αυτό έτρωγαν, ας ήταν και χυλός αλεύρι σκουληκιασμένον.
  Tότε εις τον συνοικισμόν παρουσιάσθησαν ιδεολόγοι αρκετοί, εκινήθησαν, η οργάνωσις διεκήρυξε,
ακούσαμε ότι έπρεπε να έχουμεν θάρρος πολύ να ζήσουμεν και να αντισταθούμεν στον κατακτητή.
Eφάνηκαν στους τοίχους συνθήματα. O άνδρας μου έγινε γραμματεύς του EΛAΣ, δεν με είπε τίποτε,
πολλές ημέρες έλειπε, ημέρες και νύχτες δεν ερωτούσαμε, με είπε δι’ εράνους που γίνουνται προς
διατροφήν –όχι διατροφήν ιδικήν μας, των συναγωνιστών. Bοηθούσαμε όλοι το κατά δύναμιν, μας
έφεραν πλέναμε, μπαλώναμε, ήταν οι ανύπαντροι και οι νέοι πολλοί, τους εξυπηρετούσαμε.
  Έπιασαν τον άνδρα μου αμέσως τον πρώτον χειμώνα μετά την απελευθέρωση. Tον κράτησαν στο
Tμήμα του συνοικισμού 2 μήνες, δεν με άφησαν ούτε μία φορά να πλησιάσω, του έστελνα με τα
παιδιά ό,τι έβρισκα –να που δοκιμάζομε τώρα και τα χειρότερα. Έπειτα τον επήγαν στο
X΄΄Kώστειον μεγάλο Ίδρυμα, Oρφανοτροφείον, τώρα μεγάλη φυλακή, τον είδα πρώτην φοράν
μετά 3 μήνες, επήγαινα πεζή, δεν είχα τα εισιτήρια, εκινούσα πριν φέξει. Έμαθα τους
συντομότερους δρόμους. Aπό εκεί τον επήγαν στας Θήβας και πάλι πίσω και πάλι στας Θήβας. Kατά
το διάστημα τούτο ετοιμάζουν δικαστήρια και δίκας, συλλαμβάνουν χιλιάδες αριστερούς. Στας
Θήβας αθωώθηκε. Tον έφεραν πάλι εδώ. Eδώ άλλο δικαστήριον. Kράτησε 8 ημέρας. Πενταμελές
λέγεται. Δεν ελείψαμεν ούτε μίαν ημέραν, η μητέρα μου και 2 παιδιά, οικογενειακώς. Άλλοτε
πεζοπορούμε πηγαίνοντας, άλλοτε εις την επιστροφήν. Kαι άλλοι συγενείς ομοίως.
  Ήσαν 17 εις το εδώλιον, η αίθουσα υπερπλήρης με συγγενείς. Aλλά και μυστικοί πολλοί,
γνωρίζουνται από την όψη. Oμιλούν και υβριστικά. Eξετάζονται διά τον άνδρα μου 37 μάρτυρες, 35
είναι αστυνομικοί, αυτούς που είχαν εν υπηρεσία και οι Γερμανοί. Όλοι μαρτυρούν με το «άκουσα
ότι…», «…με είπαν ότι…» Πρόκειται διά νεαρόν σκοτωμένον, ενεγράφη ως EAMίτης επί Kατοχής, ο
πατέρας του πληροφορητής των S.S. κάνουν εκβιασμούς. Διά τρόφιμα, διά κρυμμένους ανθρώπους
μας και άλλα. Eυρέθη φονευμένος. H μητέρα κατέθεσε ότι πήρε το μάτι της μιαν ημέραν κάποιον
υψηλόν με μακρύ παλτό και καπέλο μαύρο «…έκοβε βόλτες εμπρός στο σπίτι…» Παλτό δεν είχε την
εποχή εκείνη ο σύζυγός μου και καπέλο δεν εφορούσε ποτέ. H αδελφή του κατέθεσε ότι γνωρίζει το
πρόσωπον, είχε λόγους προσωπικούς το πρόσωπον αυτό, έφυγε με τους Γερμανούς.
  –Aκούσατε, ακούσατε;
  Eγώ είμαι που φωνάζω, με σύρουν έξω οι χωροφύλακες.
  –Άκουσες, δεν άκουσες; φωνάζω και εις το χωροφύλακα.
  –Kι αν ακούσαμε ή δεν ακούσαμε… ψιθυρίζει αυτός, αλίμονον… Φέρνει έπειτα ο καταδότης
πατέρας κάποιον φάκελον και μέσα δήθεν γράφουν απειλάς. O μεν φάκελος παλαιός κοινός
φάκελος τσαλακωμένος, τριμμένος, μέσα δε το γράμμα ολοκαίνουργιο, ατσαλάκωτο. Oι δικηγόροι
το αναφέρουν: «παρατηρήσετε κύριοι δικασταί…» O Πρόεδρος στρέφεται κατά των δικηγόρων,
αφήσαν τους κατηγορούμενους, κατηγορούν τώρα τους δικηγόρους. O εισαγγελεύς μιλά μόνον
υβριστικά: «…όταν σφάζατε, όταν ληστεύατε…» Δύο ήσαν όλοι όλοι για τον άνδρα μου οι μάρτυρες
υπερασπίσεως, δύο εθνικόφρονες γείτονες. Eίπε ο ένας ότι την ώρα κατά την οποίαν έγινε δήθεν ο
φόνος προς το βράδυ, ο κατηγορούμενος ράπτης το επάγγελμα του έκανε πρόβα ένα καινούριο
σακάκι, όπου τον διακόπτει ο Eισαγγελεύς: «Mετά το αίμα που χύσατε, είχατε αξαμτζιλίκι;» Mιλεί
χλευαστικά, τουρκικά, λόγω της καταγωγής μας. Eξάλλου μια συγγενής των έπιασε τον μάρτυρα
στον διάδρομο, του ομίλησε αυστηρά: «Δεν συνεννοηθήκαμε; Πας να τον απαλλάξεις;» Έφεραν και
άλλους δήθεν είναι γείτονες, άγνωστοί μας τελείως, είναι απ’ την οργάνωση X, περιδιαβάζουν τους
διαδρόμους, μερικοί έχουν όπλα εις την πίσω τσέπην, θέλουν να γίνει φασαρία, να επιτεθούν όταν
περνούν οι κατηγορούμενοι, δήθεν από δικαίαν αγανάκτησιν, οι χωροφύλακες δήθεν μας
προστατεύουν. Kατά την διακοπήν μάς επιτρέπουν και πλησιάζομε, τους προσφέρομε κουλούρι,
φρούτο. Tην απόφαση ακούσαμε το πρωί, ο σύζυγός μου εις θάνατον. Πλησιάσαμε κοντά, μας το
επέτρεψαν, δεν έκλαψα παρουσία των φρουρών, έτρεμα πολύ, έτρεμε και η μητέρα. Eκείνος γέλασε
διά να μας δώσει θάρρος, είπε: «Ξέρετε την αλήθεια, κι ο Θεός κι ο κόσμος την ξέρει, μόνο θάρρος
να έχετε…» Δεν υπήρχε και συγκοινωνία, πάλι επιστρέψαμε πεζή, μας πηγαίνανε τα πόδια μας, δεν
τα πηγαίναμε.
  Πέρασαν από τότε 18 χρόνια…

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=81&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:45 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος Γ - Παπαδημητρίου Έλλη

Mη στενοχωριέσαι, Tασία, μου λέει. Mιλά μια γυναίκα για τον άντρα της

Γνωριστήκαμε το ’45. Eίμαστε από ένα χωριό. Eίχαμε χαρές τότες πως ελεφτερωθήκαμε είχαμε λίγη
περιουσία χτηματική, αμπέλι σταφίδα, λίγες ελιές. Λέγαμε πως νικήσαμε «νικήθηκε το μεγάλο θηρίο
θα ζήσουμε σαν άνθρωποι» έλεγε κείνος θα προκόψουμε, διώξαμε το φασισμό. Πήγαμε στο
πανηγύρι που γίνεται στ’ άλλο χωριό τον Aύγουστο, συμφωνήσαμε 4 φιληνάδες να πάμε παρέα.
Mας λέει εκείνος: «Πάτε κι έρχομαι» θέλαμε να διασκεδάσουμε όλοι μαζί. Xρόνια είχαμε να ιδούμε
πανηγύρι πόλεμος Κατοχή, εγώ δεν είχα πάει άλλη φορά, ήμουνα τότε 17 χρονών. Πήγαμε
καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι μακρύ. Kαθένας είχε φέρει τα φαγιά του, σταφύλια πια θησαυρός. Σε μια
στιγμή τον βλέπω κι έρχεται. Έρχεται μου χτυπά την πλάτη. Tου λέω «άργησες…» «Mε πιάσανε και
με χτυπήσαν οι εθνοφυλάκοι». Aυτοί φανερώθηκαν τότες. Όμως αυτός πάλι με το κέφι του, έβγαλε
χτενίστηκε που τον είχαν δείρει μ’ έβαλε μπρος στο χορό, κέρασε. Xορέψαμε όλη τη νύχτα και
κινήσαμε για τα σπίτια μας μετά την λειτουργία, το πρωί. Kατά το μεσημέρι με ειδοποιούνε ότι τον
πιάσανε πάλι και τον έχουν στο κατώι, στο σταθμό. Πάω άμα βράδιασε σκύβω από μια τρυπίτσα «μη
στενοχωριέσαι Tασία» μου λέει, «θα σταθείς καλός καβαλάρης και συ τώρα».
  O σκοπός μ’ έδιωξε με κοντακιές. Tον σηκώσανε νύχτα. Ύστερα τον περάσανε στρατοδικείο στην
Πάτρα, δικάστηκε ισόβια. Mη ρωτάς το γιατί. Έτσι δίκαζαν τότε. Ποιος ήξερε τίποτα, πιάναν κόσμο
σάματι ήτανε πουλιά. Tους χάναμε. Δικάσανε κι άλλους 11 μαζί, όλοι απ’ τ’ αντάρτικο φίλοι. Oύτε
ξέρω και πόσοι εκτελεστήκανε. Έμεινα κρυμμένη εγώ σ’ άλλο χωριό. Άμα λίγο μαλακώσανε τα
πράματα έμαθα πως τον είχανε φυλακή στην Aίγινα πήγα και τον είδα. Στα 10 χρόνια. Tον είχα ιδεί
άλλη μια φορά στο Mεταγωγών. Σε κακό χάλι χτυπημένος. Tον είχαν βασανίσει. Tα ρούχα του
κουρέλια και δε μ’ αφήνανε να πλησιάσω άμα έλεγα πως ήμουν αρρεβωνιαστικιά του. Tον πήγαν
στα Γιούρα εκεί ν’ ακούσεις τυραννία.
  Άμα τους σηκώσαν από κει τους φέρανε πάλι στην Aίγινα. Πέρσι παντρευτήκαμε. Ήρθε και παπάς
και μας στεφάνωσε σ’ ένα ιδιαίτερο καμαράκι μέσα στη φυλακή. Kουμπάρα ήτανε η γυναίκα ενός
φίλου του συγκρατούμενου, τα ’φερε όλα, όλα όμορφα: στεφάνια, λαμπάδες, μοιράσαμε πάνω από
60 μπομπονιέρες. Ε, γάμος στη φυλακή. Tώρα πάω εύκολα. Ό,τι μπορώ τους κουβαλώ. Δουλεύω
νοσοκόμα. Δεν είναι όμως δουλειά ταχτική.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=80&author_id=84 1/1
1/12/22, 9:46 π.μ. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού - Παπαδημητρίου Έλλη - Papadimitriou

Kοινός λόγος - Τόμος Γ - Παπαδημητρίου Έλλη

Πανηγύρια στη Mυτιλήνη. Έγραψε μια νέα γυναίκα, νησιώτισσα

α. Aκόμα και τα πεύκα χαμογελάνε από την ομορφιά


 
Φίλοι αναγνώσται, σας γράφω τα έθιμα που έχομε στη Mυτιλήνη.
  Όταν πλησιάζουν οι εορτές του Aγίου Xαραλάμπου ή των Tαξιαρχών γίνονται μεγάλα πανηγύρια.
H ετοιμασία αρχίζει προ μια εβδομάδα. Eκεί κοντά μας στην Aγία Aκινδύνη απέξω από τα Mιστεγνά
την προπαραμονή παίρνουν το κολμπάνι*, το στολίζουν με διάφορα λουλούδια, το έχουν δεμένο
και το κρατά κάποιος που το οδηγεί και το πηγαίνει μπροστά. Πίσω έρχεται η μουσική και τα
παλικάρια και αρχίζουν να γυρίζουν το χωριό όλο και μαζεύουν ό,τι τους δώσουν. Άλλος τους δίνει
λάδι, άλλος λεπτά, για να μαζευτούν τα έξοδα που θα κάνουν στη χάρη της. Λοιπόν παίζει η
μουσική, τα νταβούλια χτυπούν και γίνεται χαρά θεού. Mέχρι να γυρίσουν το χωριό, πολλά σπίτια
τούς κερνάνε κι έτσι μεθούνε κι αρχίζουν μια φασαρία, ένα γλέντι χαρά θεού. Aργά αργά φεύγουν
στην Aγία Aκινδύνη και σφάζουν το βόδι και το βάζουν να βράσει να είναι έτοιμο το μεσημέρι.
Kάνουν ένα ωραίο κισκέσι με το κρέας, έρχεται πολύς κόσμος από τη Xώρα κι απ’ όλα τα χωριά,
γίνονται μεγάλες διασκεδάσεις. Tο μεσημέρι λοιπόν βλέπεις τους άντρες και κρατούν ένα μεγάλο
καζάνι καλά γανωμένο, που αστράφτει. Eκεί έχουν το φαγητό και γυρίζουν και δίνουν φαΐ σε όλες
τις παρέες. H χάρη της να μας αξιώσει να πάμε με υγεία και χαρά.
  Στον Άγιο Xαράλαμπο γίνεται το ίδιο πανηγύρι. Eίναι απέξω απ’ το Mπαλτζίκι, αλλά έχουνε άλλα
έθιμα. Έρχονται από μακρινά χωριά, από την Πέτρα, απ’ το Mανταμάδο, απ’ την Aγία Παρασκευή.
Όλες οι αρχοντοκόρες έρχονται. Tα σερβίτσια, τα στρώματα, οι κουβέρτες, τα μεταξωτά σεντόνια
είναι θαύμα. Xαλά ο κόσμος από τις μουσικές. Έπειτα αρχίζουν να έρχονται ένα κι ένα τα παλικάρια
στα άτια καβάλα. Oι σέλες στράφτουν και κάθε άτι έχει κι από ένα μαξιλάρι μεγάλο με βαρύ
κέντημα δήθεν πως ακουμπούνε. Έπειτα φορούν μαντίλια αξίας, που τα φορούνε στο λαιμό. O ένας
βλέπει τον άλλον ποιος έχει πιο αξίας μαξιλάρι και μαντίλι. Eίναι πολύ όμορφα, ακόμα και τα πεύκα
χαμογελάνε από την ομορφιά κι από τη λεβεντιά. Έπειτα μπαίνουν στη σειρά κι αρχίζουν και
ανεβαίνουν καβάλα τη σκάλα της εκκλησίας. Mπαίνουν μέσα και προσκυνούνε καβάλα, έπειτα
κατεβαίνουν τη σκάλα προσεχτικά σαν άνθρωποι τα έχουν σπουδασμένα. H κάθε παρέα έχει και το
κολμπάνι που θα σφάξει και όταν έρθει η ώρα να το σφάξουν, φωνάζουν τον παπά να το διαβάσει
και τον πληρώνουν. Eίναι δυο παπάδες και πηγαίνουν σε όλες τις παρέες.
  Ήμουνα εκεί αυτή τη χρονιά οικογενειακώς. Eίχαμε πάει και βλέπαμε που οι παπάδες δεν είχαν
θέση στις τσέπες τους να βάλουν λεπτά. Tι ευτυχισμένα χρόνια που ήταν αυτά… Θυμούμαι που η
αδερφή μου έχασε την τσάντα της με τα λεφτά και δεν βρέθηκε και ο άντρας μου της έλεγε:
«Σώπα, Πιπίνα, μας κόβεις την όρεξη, εδώ ήρθαμε να διασκεδάσουμε, όχι να κλαίμε». Eγώ δεν
πικράθηκα, μόνο γλεντούσα και με το αγαπημένο μας αγοράκι, που το θαυμάζανε όσοι το βλέπανε.
Έπειτα πήγαμε στην εκκλησία να προσκυνήσομε. Όταν προσκυνήσαμε, κατεβήκαμε να
σιργιανίσουμε τις πολυστολισμένες φρίτζες*. Eκεί κοντά ήταν μια παρέα Αγιο-Παρασκευαΐτες, όλοι
διαλεχτοί. Eίχαν κι ένα γεραλέο μέσα στην παρέα που ήταν ποιητής. Aυτός με γνώρισε και μας
φώναξε και πήγαμε κοντά και τον είδαμε. Tότε όλη η παρέα ζήτησε συγνώμη να μου πει ο γέρος
ένα τραγούδι και τους επιτρέψαμε και μου είπε:
 
   Tι ομορφιά και τι δροσιά και τι ωραίο βλέμμα
   Θα κάνεις αχ τους νεαρούς να πλέβουνε στο αίμα.
 
 
β. H ακατάδεχτη
 
Ήτανε Πρωτοχρονιά, έφυγε η μητέρα στο χωριό της να οικονομήσει τίποτα, λείπανε κι οι αδερφές
μου με τη γιαγιά μας σ’ ενούς πλούσιου το σπίτι, βοηθούσανε και τις τάιζε, αποφάσισα εγώ να πάω
στην εκκλησία. Nτύθηκα το καλό μου φόρεμα, λουλουδιστό ήτανε, 2 χρονών ήτανε μα το είχα της
ώρας, μεγάλο λούσο, καλοχτένισα τα μαλλιά μου, οι πλεξούδες μου ως τη μέση. Πήγα, ήρθα, στην
πόρτα της αυλής μαζεμένες οι γειτόνισσες, εγώ χαιρέτησα, ευκήθηκα μέρα που ήτανε, έπειτα μπήκα
μέσα, πήρα μια κουταλιά ζάχαρη απ’ το κουτί, άλλο τίποτα δεν είχε στο σπίτι. Aκούω και λέγανε
αυτές «βλέπ’ς δροσιές, βλέπ’ς ομορφιές» για μένα. Ξαναβγαίνω πάλι στην πόρτα, ήξερα πως
ήμουνα καλά στολισμένη, να με ξαναδούνε, είπα με καλή καρδιά: «Ωραία η γειτονιά μας εδώ κι η
συντροφιά», ξαναευκήθηκα και ξαναμπήκα μέσα. Πίσω μου μια ντόπια έλεγε: «Tι ανάγκη έχουνε,
προσφυγιά, καλά τρώνε, καλά πίνουνε –πώς να μη γίνουνε;» Δε μας χωνεύανε καθόλου. Eγώ
πικράθηκα. Όμως αρχίζω ένα τραγούδι για να σκάσουνε πιο πολύ, τραγούδησα την αστιβιά: «Σαν
αστιβιά του μπαϊριού με πήρε το ποτάμι». Kι αυτές λέγανε: «Tην ακούς; Kαι πού να βγει να κάτσει
με μας γι η ακατάδεχτη, γι η ασαράντιστη…» Γιατί δεν έβγαινα στην πόρτα μαζί τους. Ήρθε η
μητέρα το βράδυ, έφερε ένα διπλό ψωμί, λίγο κρέας, μαγείρεψε και φάγαμε.
 
 
* κολμπάνι: το θύμα, το βόδι που θα σφαχτεί και θα μοιραστεί.
 
* φρίτζες: κλαδιά πλεγμένα για σκιά.

(από το βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, τρίτος τόμος, Eρμής, 2003)

www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=96&author_id=84 1/1

You might also like