You are on page 1of 227

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Β΄ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΩΚΑΣ

ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ 2006-2007 Αριθμ. 1886

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ


ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ
ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥΣ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ Χ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
ΨΥΧΙΑΤΡΟΥ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ


ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Β΄ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΩΚΑΣ

ΠΑΝΕΠ. ΕΤΟΣ 2006-2007 Αριθμ. 1886

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ


ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ
ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥΣ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ Χ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
ΨΥΧΙΑΤΡΟΥ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ


ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007

ii
Η ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΑΔΗΣ, ΕΠΙΚ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΒΑΤΟΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ, ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

Η ΕΠΤΑΜΕΛΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΛΑΥΡΕΝΤΙΑΔΗΣ, ΕΠΙΚ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΒΑΤΟΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ, ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΠΡΙΝΗΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΩΚΑΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΗΜΑΤΟΥΔΗΣ, ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΖΗΛΙΚΗΣ, ΕΠΙΚ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

«Η έγκρισις της Διδακτορικής Διατριβής υπό της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ-
σαλονίκης, δεν υποδηλοί αποδοχήν των γνωμών του συγγραφέως».
(Νόμος 5343/32, άρθρ. 202§2 και ν. 1268/82, αρθρ. 50§8)

iii
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ


ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΝΤΗΣ

iv
v
Στο Μπάμπη και τη Μόνικα,
Στη Χάρη και τη Μόνικα…,
Στο Γιώργο.

vi
vii
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελίδα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ............................................................................................................................ i

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ................................................................................................................................... 1

ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ........................................................................................................................... 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ................................................................................................................................. 6
1. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ
ΨΥΧΩΣΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΦΗ....................................................... 6
1.1 Η ΝΕΥΡΟΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΚΑΙ Η ΝΕΥΡΟΕΚΦΥΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ
ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ ...................................................................................................................... 6
1.2 Η ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ............................................................................... 8
1.3 ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ .... 9
1.3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ..................................................................................................................... 9
1.3.2 Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ................ 10
1.3.3 ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΜΕ ΔΙΔΥΜΟΥΣ - ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ ..................................... 11
1.3.3.1 Οι μελέτες με διδύμους.......................................................................................... 11
1.3.3.2 Οι μελέτες υιοθεσίας ............................................................................................. 14
1.3.4 ΟΙΚΟΓΕΝΗΣ ΕΥΑΛΩΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΙΚΑ ΣΥΜ-
ΠΤΩΜΑΤΑ............................................................................................................................. 16
1.3.5 ΓΟΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΧΡΩΜΟΣΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ .......... 17
1.4 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ...................................................................... 18
1.5 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΣΤΡΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΗΣΗ ...................................... 18
1.6 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ.............................................................................................. 20
1.7 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΜΑΙΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ ........................................................ 21
1.8 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΔΥΣΧΕΡΕΙΩΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΡΕΣ ................................... 21
2. ΘΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ- ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΑ..... 24
2.1 Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΘΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΣΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ... 24
2.2 ΟΙ ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ ΤΗΣ PANSS (POSITIVE AND NEGATIVE SYNDROM SCALE)26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ.............................................................................................................................. 29
1. Η ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΩΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ....................................................................... 29
1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ......................................................................................................................... 29
1.2 Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ SCHREBER......................................................... 29
1.3 ΕΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΔΕΣΗ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ C. PERRIS ............................................ 32
1.4 ΤΟ ΖΩΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΣΤΗ
ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΡΟΦΗΣ - VFD (VARIABLE FORAGING DEMAND PARADIGM)............... 37
1.5 ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ .................................................................................................................... 40
2. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗ ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ................. 42
2.1 ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΩΝ ΩΣ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80............... 42
2.2 ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ EMBU (EGNA MINNEN BETRÄFFANDE UPPFOSTRAN -
EARLY MEMORIES OF PARENTAL EDUCATION - MY MEMORIES OF UPBRINGING)
.................................................................................................................................................... 44

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ............................................................................................................................ 47


1. Η ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ..................................... 47
1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ......................................................................................................................... 47
1.2 ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ-ΜΕΛΕΤΕΣ .................................................................................................. 47

i
1.3 Η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ A.B. HEILBRUN - ΑΠΟΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΜΗΤΡΙΚΟΣ
ΕΛΕΓΧΟΣ (AVERSIVE MATERNAL CONTROL) .............................................................. 54
1.4 ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ ............................................................. 57
1.5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ............................................................................................................ 60
2. ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ PBI (PARENTAL BONDING INSTRUMENT) ΚΑΙ EMBU –
Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ..... 63
2.1 ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ EMBU, Η ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΣΕ
ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΙΚΑ ΑΤΟΜΑ....................................................................................................... 63

ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ .......................................................................................................................... 67

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ............................................................................................................................... 68
1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ............................................................................ 68
2. ΥΛΙΚΟ ...................................................................................................................................... 70
3. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ............................................................................................ 71
3.1 ΜΕΘΟΔΟΣ .......................................................................................................................... 71
3.1.1 Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΩΝ .............. 71
3.1.2 ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ.................................................................. 71
3.1.3 Η ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ .............................................................................. 73
3.2 ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΜΕΛΕΤΗ
.................................................................................................................................................... 74
3.2.1 ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ..................................................................................... 74
3.2.2 Η ΚΛΙΜΑΚΑ BRIEF PSYCHIATRIC RATING SCALE (BPRS)............................. 76
3.2.3 Η ΚΛΙΜΑΚΑ PANSS.................................................................................................. 80
3.2.3.1 Γενικά στοιχεία ...................................................................................................... 80
3.2.3.2 Το πυραμιδικό μοντέλο .......................................................................................... 81
3.2.3.3 Παραγοντική ανάλυση της PANSS ......................................................................... 82
3.2.3.4 Παραγοντική ανάλυση της ελληνικής έκδοσης της PANSS ..................................... 85
3.3 ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ PBI - ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ..................................................... 86
3.3.1 ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ PBI - Η ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ (1979) .......................... 88
3.3.2 ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ PBI ................................... 91
3.3.3 ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ PBI - Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ
ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ................................................................................................... 102
3.3.3.1 Το ερωτηματολόγιο PBI, το «Ε.Σ.» και η πορεία της σχιζοφρενικής διαταραχής
(υποτροπές – νοσηλείες)................................................................................................... 102
3.3.3.2 Το ερωτματολόγιο PBI, ψυχομετρικές ιδιότητες στη σχιζοφρένεια και τις συναφείς
διαταραχές: διαφορές – ομοιόητες με άλλες διαταραχές .................................................. 107
3.3.3.3 Το PBI, η ψύχωση και το τραύμα ........................................................................ 113
4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ............................................................................................................... 117
4.1 ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ............................................................................. 117
4.1.1 ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ .............................................................. 117
4.1.2 ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ ........................................................................ 120
4.2.1 ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΚΩΝ BPRS - PANSS ........................................ 123
4.2.2 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ PBI 124
4.2.2.1 Αριθμός αξιοποιήσιμων ερωτηματατολογίων....................................................... 124
4.2.2.2 Ο τύπος της στατιστικής κατανομής των απαντήσεων στο PBI ............................ 124
4.2.2.3 Μέσες τιμές των υποκλιμάκων του PBI................................................................ 124
4.2.2.4 Η αξιοπιστία (Reliability) των υποκλιμάκων του ΡBI- επίδραση των λημμάτων κάθε
υποκλίμακας στην αξιοπιστία της..................................................................................... 125
4.2.2.5 Στατιστικά ευρήματα για το μοντέλο των 3 υποκλιμάκων του PBI- αξιοπιστία .... 126
4.2.2.6 Συσχετίσεις μεταξύ των υποκλιμάκων .................................................................. 126
4.2.2.7 Παραγοντική ανάλυση του PBI ............................................................................ 127
4.2.2.8 Το μοντέλο των τετραγώνων (Quadrants) κατά Parker....................................... 135
4.2.2.9 Τo μοντέλο των τεταρτημορίων (Quartiles) ......................................................... 137
4.3 ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ................................................................................................................... 141
4.3.1 ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ ΤΟΥ PBI ...... 141

ii
4.3.2 ΛΟΙΠΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ............................................................................................. 145
4.3.2.1 Οι συσχετίσεις των δημογραφικών στοιχείων με τις υποκλίμακες του PBI (2 και 3
παράγοντες) και για τα δύο δείγματα................................................................................ 145
4.3.2.2 Οι συσχετίσεις των δημογραφικών με τα μοντέλα των τετραγώνων και των
τεταρτημορίων ................................................................................................................. 147
4.3.2.3 Οι συσχετίσεις των μοντέλων των τετραγώνων και των τεταρτημορίων με τα
συμπτώματα των BPRS και PANSS ................................................................................. 148

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ............................................................................................................................ 151


1. ΣΥΖΗΤΗΣΗ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ .......................................................... 151
1.1 ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ................................................................... 151
1.1.1 ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ............................................................................................................ 151
1.1.2 Η ΗΛΙΚΙΑ, ΟΙ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ, ΤΟ ΦΥΛΟ..................................................................... 152
1.1.3 ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ ...................................... 152
1.1.4 ΕΞΕΙΣ ......................................................................................................................... 152
1.1.5 ΛΟΙΠΑ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ......................................................................... 152
1.2 ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ........... 153
1.2.1 ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ Η ΣΕΙΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ.............................................. 153
1.2.2 Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΓΟΝΕΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ ................................ 153
1.2.3 Ο ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ .............................................................. 154
1.2.4 Η ΣΤΑΘΕΡΗ ΣΧΕΣΗ ................................................................................................. 154
1.2.5 Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ .............................................. 154
1.2.6 Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ- Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ.................................................... 155
1.3 Ο ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΚΩΝ.......................................... 155
1.3.1 ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΚΩΝ PANSS ΚΑΙ BPRS .............................................. 155
1.3.2 ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΟ PBI .............................................................. 155
1.3.2.1 Σχολιασμός των μέσων τιμών των κλιμάκων του PBI ......................................... 156
1.3.2.2 Η αξιοπιστία των υποκλιμάκων του PBI.............................................................. 157
1.3.2.3 Συζήτηση περί της παραγοντικής δομής της ελληνικής εκδοχής του PBI.............. 159
1.3.2.4 Τα μοντέλα των τετραγώνων – σχολιασμός των συσχετίσεων με τα συμπτώματα 161
1.3.2.5 Οι συσχετίσεις των συμπτωμάτων με τις κλίμακες του PBI.................................. 164
1.4 Ο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ. ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ-ΔΙΑΦΟΡΕΣ
ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ................................................................................... 167
1.5 ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ................................................................................. 168
1.5.1 ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ........................................................................ 169
1.5.2 ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ ................................................................ 170
1.5.2.1 Οι συσχετίσεις για τη μητέρα ................................................................................ 170
1.5.2.2 Οι συσχετίσεις για τον πατέρα .............................................................................. 172
1.5.2.3 Οι συσχετίσεις και για τους δύο γονείς ................................................................. 175
1.6 ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΚΩΝ PANSS ΚΑΙ BPRS............................................ 176
1.6.1 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΟΝΕΑΣ.................................................................................... 176
1.6.2 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ ΤΟΥ PBI........................................................ 176
1.7 ΤΕΛΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ............................................................................................................. 176
2. ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ........................................................................................ 178

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ................................................................................................................................ 183

SUMMARY................................................................................................................................. 186

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ............................................................................................................................ 189

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ........................................................................................................................ 201

iii
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Κατά την άσκηση της Ψυχιατρικής, από όποια θέση και αν γίνεται αυτή αλλά και
όποια θεωρητική τοποθέτηση και αν ενστερνίζεται κάποιος, είναι μάλλον αδύνατο να απο-
φύγει τους γονείς των ασθενών του. Η επαφή με το οικογενειακό περιβάλλον του ασθενούς
αποτελεί πάντα έντονη ανάμνηση και συχνά άριστο τρόπο να κατανοήσει κανείς τον ίδιο.
Η επαφή με αυτούς τους πονεμένους ανθρώπους, ακόμα και για τα μάτια ενός α-
δαούς ειδικευμένου, έδινε την εντύπωση ότι εκείνοι εμφανίζουν κάποιες (τουλάχιστον ποσο-
τικές αν όχι και ποιοτικές) διαφορές από τους υπόλοιπους γονείς γνωστών και φίλων που
μπορούσε ο καθένας να έχει στο μυαλό του. Έρχονται ακόμη και σήμερα στο μυαλό έντονες
εικόνες από έντονα κυριαρχικούς-«υπερπροστατευτικούς» γονείς, συχνά κάποιος πατέρας
προς το γιο του, ή και κάποια μητέρα προς το γιο ή προς τη κόρη της. Οι άνθρωποι αυτοί
έδιναν την αίσθηση ότι δεν αφήνουν καθόλου χώρο στα παιδιά τους, γονείς κυριολεκτικά
πάνω από το παιδί τους. Η διερώτηση πάντα ήταν η εξής: η σχέση των γονέων αυτών προς
το παιδί τους ήταν τέτοια και πριν εκείνο αρρωστήσει, ή κατέληξε έτσι μετά τη καταστροφι-
κή άφιξη της ασθένειας. Συχνά, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με τους γονείς εκφραζόταν η έντο-
νη απογοήτευσή τους για την εξέλιξη του παιδιού τους. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, το
παιδί σε αρκετές περιπτώσεις είχε ξεκινήσει τη ζωή του ως ένα πολλά υποσχόμενο «παιδά-
κι», η συνέχεια όμως και η εξέλιξη διέψευσε τις όποιες προσδοκίες των γονέων. Η επόμενη
διερώτηση ήταν: οι άνθρωποι αυτοί, κατά τη διάρκεια της ανατροφής του παιδιού τους, ά-
φησαν τον απαραίτητο χώρο για να αναπτυχθεί, να ανακαλύψει τις κλήσεις του, να δοκιμα-
στεί και να καταλήξει στις επιλογές του; Μήπως χειραγώγησαν (περίτεχνα και άδηλα) τα
παιδιά τους προς επιλογές και προσδοκίες που οι ίδιοι, για προσωπικούς λόγους, είχαν προε-
πιλέξει για εκείνα. Μήπως οι γονείς εκτός από οδύνη για καθ’ αυτή τη μοίρα των παιδιών
τους, αισθάνονται απογοήτευση που οφείλεται πιθανώς και στη μη εκπλήρωση κάποιων
προσωπικών προσδοκιών τους. Αυτές, αλλά και ποικίλες άλλες, σκέψεις και εντυπώσεις πι-
θανόν δημιουργούνται στο μυαλό ενός απλού ειδικευόμενου Ψυχιάτρου κατά τα πρώτα «ά-
γρια» και «ηρωικά» χρόνια της ειδικότητας, και παραμένουν πιθανόν δια βίου. Οι συζητή-
σεις με παλαιότερους αλλά με ομοίους υποδεικνύουν ότι ανάλογου τύπου διερωτήσεις υφί-
στανται στο μυαλό των περισσοτέρων.
Το άλλο σημείο που συχνά προκαλεί σκέψεις και απορίες ήταν οι ίδιοι οι ασθενείς. Ο
κλινικός συχνά διαπιστώνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχοπαθολογίας τους επικεντρώνε-
ται στους γονείς τους. Είναι μάλλον κοινή διαπίστωση ότι τα πρόσωπα που αναφέρουν οι
σχιζοφρενικοί ασθενείς ότι μιλούν στις ακουστικές ψευδαισθήσεις, το περιεχόμενο των α-
κουστικών ψευδαισθήσεων, οι παρανοϊκές ιδέες, αλλά και άλλα συμπτώματα σχετίζονται

1
πολύ συχνά με τους γονείς τους. Οι διπολικοί μας ασθενείς κατευθύνουν συχνά το θυμό και
τα άλλα συναισθήματά τους προς τους γονείς τους. Σύμφωνα με κάποια δήλωση στο γραπτό
Τύπο του γνωστού ποινικολόγου, και σημαντικού σύγχρονου συγγραφέα παιδικών βιβλίων,
Ευγένιου Τριβιζά «σκοτώνουμε αυτούς που αγαπάμε. Η πλειοψηφία των φόνων έχει ως θύ-
ματα αγαπημένα πρόσωπα του δράστη». Εδώ θα ήθελα να τονίσω ακριβώς την έντονη φύση
των συναισθημάτων που ούτως ή άλλως αναπτύσσονται ανάμεσα στα πρόσωπα που απαρτί-
ζουν μία οικογένεια ακόμα και σε συνθήκες που δε προοιωνίζουν τη μετέπειτα ανάπτυξη
κάποιας ψυχοπαθολογίας ή την αναγκαστική ύπαρξη ψυχοπαθολογικών οντοτήτων στο πα-
ρόν στα μέλη της οικογένειας. Προσωπικά τα χρόνια που ασκώ τη Ψυχιατρική δε μπορώ να
θυμηθώ με ευκολία κάποιο ασθενή που να είχε πραγματικά καλές σχέσεις με τους γονείς
του. Και όπως είναι φυσικό η διερώτηση που εκφράστηκε παραπάνω επαναλαμβάνεται. Εί-
ναι αυτού του είδους τα φαινόμενα αποτέλεσμα της διαβρωτικής και αποσυνθετικής δράσης
της ψυχικής νόσου στη δομή και τις σχέσεις εντός της οικογένειας, ή τέτοιας ποιότητας σχέ-
σεις μεταξύ των γονέων και των παιδιών προϋπάρχουν της ανάπτυξης και της εμφάνισης της
νόσου και απλά κατακρημνίζονται περαιτέρω παράλληλα με την εξέλιξη της νόσου;
Επομένως το ζήτημα παραπέμπει στο τεράστιο ερώτημα της αιτιολογίας των ψυχια-
τρικών διαταραχών γενικά. Η σχιζοφρένεια και οι συναφείς (μη συναισθηματικές) ψυχώσεις
αποτελούν νόσο-μοντέλο για την Ψυχιατρική. Το ερώτημα στα αγγλικά έχει λάβει τη διατύ-
πωση «nurture or nature», ενώ η συζήτησή του έχει περάσει από πολλά στάδια, με ένα εν-
διάμεσο, τη «σχιζοφρενικογόνο μητέρα». Σύμφωνα με τους R.M. Murray & D.J. Castle
(2001), έπειτα από πολύχρονες άκαρπες προσπάθειες για την ανακάλυψη μίας μοναδικής
αιτίας για τη σχιζοφρένεια, που κάποιοι με σαρκαστική διάθεση τις ονομάτισαν «το κυνήγι
του σχιζόκοκκου» (“the search for the schizococcus”), υφίσταται πλέον κοινή συμφωνία για
την πολυπαραγοντική αιτιολογία της σχιζοφρένειας. Η εμφάνιση της διαταραχής σχετίζεται
με τη συνεργική δράση ενός αριθμού παραγόντων κινδύνου, περιβαλλοντικών και γενετι-
κών-οικογενών.
Σύμφωνα με τους Kendler & Eaves [1986, όπως αναφέρεται (ο.α.) από τους Murray
& Castle, 2001] έχουν προταθεί τρία γενικά μοντέλα για τη συνεργική δράση του γονότυπου
και του περιβάλλοντος:
1. Η επίδραση των προδιαθεσικών γονιδίων και των περιβαλλοντικών παραγόντων
είναι προσθετική και αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της διαταραχής με γραμμικό τρόπο,
2. Τα γονίδια ελέγχουν την ευαισθησία του εγκεφάλου στις περιβαλλοντικές προ-
σβολές,
3. Τα γονίδια επηρεάζουν τη πιθανότητα της έκθεσης ενός ατόμου σε δυνητικά πα-
θογόνες συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.

2
Ένας περιβαλλοντικός παράγοντας που έχει εμπλακεί στην εμφάνιση σχιζοφρένειας
είναι οι μαιευτικές επιπλοκές. Τα μοντέλα που έχουν προταθεί στη προσπάθεια να επεξηγη-
θεί η πιθανή σχέση τους με τη ανάπτυξη και την εμφάνιση της διαταραχής είναι ενδεικτικά
της συνεργικής δράσης γονιδίων και περιβάλλοντος. Ενδιαφέρον είναι ότι, οι Murray &
Castle (2001), εκτός από την περιγεννητική υποξία, και τους άλλους γενετικούς και περι-
βαλλοντικούς παράγοντες που παραθέτουν ως ερμηνείες, αναφέρουν και την πιθανότητα
ψυχολογικοί παράγοντες που αφορούν την ίδια τη μητέρα π.χ., αποδοχή του μελλοντικού
ρόλου ως μητέρα, άγχος για το τοκετό και τους δυνητικούς του κινδύνους, σχέση με το σύ-
ντροφο, οικονομική κατάσταση της οικογένειας, το επιθυμητό ή όχι της κύησης, δύσκολη
κύηση με την έννοια της παρουσίας επιπλοκών (π.χ., υπερεμμεσία, επαπειλούμενη κύηση,
επιβεβλημένη καισαρική) αλλά και όποιος άλλος παράγοντας λειτουργεί δυνητικά προκα-
λώντας δυσαρμονία μεταξύ εμβρύου και μητέρας, να επιδρά στην εμφάνιση μαιευτικών επι-
πλοκών κατά τον τοκετό.
Από το παραπάνω παράδειγμα γίνεται εμφανής η δυσκολία στη διερεύνηση της αιτι-
ολογίας των ψυχιατρικών διαταραχών γενικά.
Τα ερωτηματολόγια αναμνηστικής περιγραφής των γονεϊκών στάσεων ανατροφής,
όπως το Parental Bonding Instrument, που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα, παρέχουν τη
δυνατότητα μίας απεικόνισης της ανατροφής και συνεπώς της διερεύνησης της εμπλοκής της
στην εμφάνιση ψυχοπαθολογίας σε διάφορα επίπεδα.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας και της διαδικασίας για την μετάφραση του PBI στα
Ελληνικά, εντύπωση προκάλεσε η διαπίστωση ότι ο όρος “affection” σε κάποια λεξικά απο-
δίδεται ως αγάπη, στοργή, αφοσίωση, αλλά και ως πάθηση (!). Ενώ ο όρος “rearing” προέρ-
χεται από τη λέξη “rear” που αποδίδεται σε κάποια λεξικά ως ανατρέφω όπως και οικοδομώ,
ανεγείρω, σηκώνω, αλλά και πισινός (!). Η λέξη “care” αποδίδεται ως αγωνία, ενδιαφέρον,
φροντίδα ή επιθυμώ. Διαπιστώνεται δηλαδή, ότι η ίδια η «ανατροφή» εκτός από τη δημιουρ-
γία συγγενεύει με τον περιορισμό και την τιμωρία, έχοντας την ίδια ρίζα με τον δημοφιλή
στόχο της σωματικής τιμωρίας των παιδιών στους Αγγλοσάξωνες κατά τους παρελθόντες
αιώνες. Παράλληλα, λέξεις που εμπεριέχουν τις θετικές διαστάσεις των γονεϊκών στάσεων
περιέχουν δυνητικά και τις παρεκκλίσεις τους (πάθηση-αγωνία).
Η λαϊκή παράδοση δίνοντας μεγάλη σημασία στην ανατροφή για τη μετέπειτα ζωή
του ατόμου, κατευθύνει τις Μοίρες να «μοιραίνουν» το παιδί τη πρώτη νύχτα του στην κού-
νια (και τη μητέρα να τις γλυκαίνει…).
Καταλήγοντας, είναι σημαντικό να τονιστεί η αίσθηση ενός μεγάλου ελλείμματος
που έχει κανείς ασχολούμενος με το θέμα. Αυτή οφείλεται τόσο στην αδυναμία να περιγρα-
φούν με ακρίβεια οι διάφορες συνιστώσες της γονεϊκής συμπεριφοράς, όσο και στην αίσθη-

3
ση ότι υφίστανται και εκείνα που, ενώ ασκούν πολλαπλές επιρροές, μάλλον δε μπορούν να
περιγραφούν και να ομολογηθούν λεκτικά ούτε από τους γονείς ούτε από τα παιδιά.
Με το πέρας της προσπάθειας αυτή είναι μεγάλη η ανάγκη να απευθύνω ολόθερμες
ευχαριστίες στον επίκουρο Καθηγητή Γρηγόρη Λαυρεντιάδη, για την αμέριστη υποστήριξη,
τη συμπαράσταση και τις καίριες παρατηρήσεις του που συνέβαλαν στην περάτωση της πα-
ρούσας μελέτης. Οφείλω ιδιαίτερες ευχαριστίες για τη βοήθεια, την εγκάρδια καθοδήγηση
αλλά και την εμψύχωση που μου παρείχε, στον Καθηγητή Αθανάσιο Καράβατο. Ευχαριστώ
τον Αναπληρωτή Καθηγητή Γρηγόρη Αμπατζόγλου για την απρόσκοπτη και αμέριστη συ-
νεργασία του ως μέλος της Τριμελούς Επιτροπής. Αισθάνομαι υποχρεωμένος να ευχαριστή-
σω, και από το σημείο αυτό, τον Καθηγητή Κωνσταντίνο Φωκά, ο οποίος με τις παραινέσεις
αλλά και τις καίριες παρατηρήσεις του σε κρίσιμες στιγμές, μου έδωσε το κουράγιο και τη
διάθεση να ολοκληρώσω την προσπάθεια αυτή. Είναι επιβεβλημένο να ευχαριστήσω από
καρδιάς τον δάσκαλο και φίλο Αναπληρωτή Διευθυντή ΕΣΥ Γρηγόρη Σίμο, γιατί, εκτός των
πολλών άλλων, μέσα από συζήτηση μαζί του προέκυψε και το θέμα της παρούσας προσπά-
θειας. Ευχαριστώ τον Αναπληρωτή Καθηγητή Ιωάννη Γκιουζέπα για την υποστήριξη και
έμπρακτη συμπαράστασή του στα πρώτα κρίσιμα στάδια αυτής της προσπάθειας, δίχως τη
δική του παρότρυνση δεν θα είχε ξεκινήσει η προσπάθεια αυτή. Πρέπει να ευχαριστήσω ε-
πίσης τους ειδικευόμενους ψυχιάτρους της Β΄ Πανεπιστημιακής Κλινικής για τη βοήθεια
τους στην επιλογή των ατόμων του δείγματος αλλά και τη συμμετοχή τους στη πιστοποίηση
της διάγνωσης. Μεγάλες ευχαριστίες οφείλω στο στατιστικολόγο Κωνσταντίνο Τζάνα για
την πολύτιμη βοήθεια (και διδαχή) που μου παρείχε, βάζοντας τάξη στον κυκεώνα της Στα-
τιστικής επεξεργασίας της παρούσας μελέτης. Να ευχαριστήσω τους ασθενείς που συμμετεί-
χαν με ιδιαίτερη προθυμία στη μελέτη αυτή, τόσο για τη συμμετοχή τους, όσο και γιατί γί-
νονται η αφορμή να συνεχίζεται η προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης εμπειρίας του
βίου.
Η παρούσα προσπάθεια θα ήταν αδύνατο να περατωθεί χωρίς την βοήθεια, τη συ-
μπαράσταση, την ανοχή, τις ατέλειωτες συζητήσεις για την κοινή μας μοίρα, αλλά και τις
κατοπτρικές παρατηρήσεις της συντρόφου μου. Την ευχαριστώ με απέραντη αγάπη και ευ-
γνωμοσύνη.

4
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

1. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΨΥ-


ΧΩΣΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΦΗ
1.1 Η ΝΕΥΡΟΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΚΑΙ Η ΝΕΥΡΟΕΚΦΥΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ
ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ
Η σχιζοφρένεια, μία νόσος πολυπαραγοντικής αιτιολογίας, έχει ανέκαθεν προκαλέσει
αντιπαράθεση σχετικά με τη επίδραση της συμμετοχής των διαφόρων αιτιολογικών παραγό-
ντων. Για πολλά χρόνια προηγήθηκε, υπό την επιρροή της ψυχαναλυτικής θεωρίας και σκέ-
ψης, η έμφαση στους περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η ανατροφή. Η πρόσφατη πρόοδος
που έχει επιτευχθεί στη γενετική των διαφόρων νόσων αλλά και η εκτεταμένη ερευνητική
προσπάθεια για την ανακάλυψη γονιδίων που αφορούν στην εμφάνιση ψυχιατρικών διατα-
ραχών, αναζωπύρωσε την ελπίδα για τον εντοπισμό και ταυτοποίηση γονιδίων που ενέχο-
νται στην αιτιολογία της σχιζοφρένειας (Kendler 2004· 2005).
Η σχιζοφρένεια θεωρείται ως μία γενετικώς μεταδιδόμενη νευροαναπτυξιακή διατα-
ραχή (Lieberman et al, 2001). Σύμφωνα με τη νευροαναπτυξιακή θεωρία της σχιζοφρένειας
(Murray & Lewis, 1987) οι αιτιολογικοί παράγοντες εμφανίζονται και επιδρούν πολύ πριν
την εμφανή έναρξη της νόσου, πιθανόν και κατά την κύηση. Η δράση αυτών των παραγό-
ντων διαταράσσει τη φυσιολογική ανάπτυξη του νευρικού ιστού, επιφέροντας αφανείς αλ-
λοιώσεις σε συγκεκριμένους νευρώνες και νευρωνικά κυκλώματα. Έτσι θεμελιώνεται ή επι-
τείνεται η ευαλωτότητα που τελικά θα οδηγήσει δυνητικά στη δυσλειτουργία και την εμφά-
νιση της νόσου. Οι συνέπειες αυτών των νευροαναπτυξιακών αποκλίσεων δεν προκαλούν
άμεσα την κλινική εκδήλωση σχιζοφρένειας, όπως αυτό συμβαίνει με άλλες νευροαναπτυξι-
ακές διαταραχές όπως ο αυτισμός, το σύνδρομο του εύθραυστου Χ, ή το σύνδρομο Down.
Τα συμπτώματα εμφανίζονται μετά από μία λανθάνουσα χρονική περίοδο κάποιων δεκαε-
τιών.
Για το φαινόμενο έχουν προταθεί δύο ερμηνείες. Η πρώτη είναι, το κλινικό σύνδρο-
μο που ορίζεται ως σχιζοφρένεια να είναι μία μονοδιάστατη διεργασία νόσου (disease
process) με ποικιλία τόσο στη σοβαρότητα της κλινικής εκδήλωσης όσο και στις καθαυτό
κλινικές εκδηλώσεις. Η δεύτερη είναι, η σχιζοφρένεια να είναι η κοινή φαινοτυπική εκδή-
λωση μιας ομάδας νόσων (Lewis & Lieberman, 2000).
Υπάρχουν πολυάριθμες μελέτες με ομάδες ατόμων υψηλού κινδύνου και προοπτικές
μελέτες με επιλεγμένες από τη γέννηση ομάδες ατόμων (longitudinal birth cohort studies)
που εντόπισαν κοινωνικές, κινητικού και γνωστικού τύπου δυσλειτουργίες καθώς και ήπιες
σωματικές ανωμαλίες κατά τη διάρκεια της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας πριν την κλι-

6
νική εκδήλωση της νόσου. Πρόκειται όμως για ήπιας βαρύτητας και χαμηλής προβλεπτικής
αξιοπιστίας δείκτες της σχιζοφρένειας. Στους περισσότερους ασθενείς προηγούνται πρόδρο-
μα συμπτώματα, ενώ τα πρόσφατα γεγονότα που πυροδοτούν την εκδήλωση της διαταραχής
δεν είναι σαφή. Σε αυτά περιλαμβάνονται αναπτυξιακές βιολογικές διεργασίες και περιβαλ-
λοντικές αλληλεπιδράσεις ή στρεσογόνοι παράγοντες. Στις πρώτες εντάσσονται ο πολλα-
πλασιασμός και η μετανάστευση των νευρώνων και των κυττάρων της γλοίας, η εξάπλωση
των νευραξόνων και των δενδριτών που επάγεται από την εμπειρία, ο προγραμματισμένος
κυτταρικός θάνατος, η μυελίνωση των νευραξόνων και η αποψίλωση (pruning) των συνά-
ψεων. Στις δεύτερες περιλαμβάνονται η έκθεση σε διαφόρου τύπου προσβολές-επιδράσεις
κατά τη κύηση, όπως τραυματικές εμπειρίες, η καταπόνηση-στρες, οι λοιμώξεις και η κατά-
χρηση ουσιών (Lieberman, 1999).
Παρά τις σημαντικές ενδείξεις και το ευσταθές θεωρητικό υπόβαθρο των νευροανα-
πτυξιακού τύπου θεωριών, υφίστανται ορισμένες πλευρές της σχιζοφρένειας που δεν εμπί-
πτουν σε αυτές. Η μακρά λανθάνουσα περίοδος, η διαφορετική αλλά συχνά αποδιοργανωτι-
κή κλινική πορεία της σχιζοφρένειας, αλλά και η δυνατότητα της φαρμακευτικής αγωγής να
τροποποιεί την πορεία αυτή είναι κάποια παραδείγματα. Ο Kraepelin (1919) είναι ο πρώτος
που περιέγραψε την προοδευτικά εκφυλιστική πορεία της σχιζοφρένειας (πρώιμη άνοια) (η
σχιζοφρένεια με καταστροφική πορεία ή η Kρεπελίνια σχιζοφρένεια) (Lieberman, 1999).
Σύμφωνα με τον Lieberman (1999) η (νευρο-)εκφύλιση δεν ήταν αποδεκτή ως παθο-
φυσιολογική διεργασία στη σχιζοφρένεια για αρκετούς λόγους. Η παρουσία συμπεριφορι-
κών πρόδρομων σημείων, η απουσία γλοίωσης σε δείγματα εγκεφαλικού ιστού, και η αδυ-
ναμία να διαπιστωθεί νευροαπεικονιστικά η εξέλιξη ανατομικών παραλλαγών και ανωμα-
λιών στα σχιζοφρενικά άτομα είναι κάποιοι από αυτούς. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι για
τη σχιζοφρένεια θα πρέπει η (νευρο-)εκφύλιση να οριστεί με τρόπο διαφορετικό που αυτή
ορίζεται στις νόσους των Alzheimer, Parkinson, Huntington, Wilson, και τις σπογγώδεις ε-
γκεφαλοπάθειες. Η σχιζοφρένεια πληροί σαφώς πολλά από τα κριτήρια μιας νευροεκφυλι-
στικής διαταραχής, χωρίς όμως τις χαρακτηριστικές ιστοπαθολογικές αλλοιώσεις και τη
κυτταρική νέκρωση. Αντί αυτών μπορεί να εντοπιστούν άλλες δομικές αλλοιώσεις πχ, στις
δενδριτικές και νευροαξονικές διεργασίες, στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών, το κυτταρικό
σκελετό και το μέγεθος των νευρώνων, τη δομή των συνάψεων με την κατανομή και τη λει-
τουργία των υποδοχέων. Όπως και στην υποξία, την ισχαιμία, τις μεταβολικές εγκεφαλοπά-
θειες και την επιληψία, έτσι και στη σχιζοφρένεια μπορεί να προκαλούνται νευροεκφυλιστι-
κές αλλοιώσεις περιορισμένες χρονικά χωρίς περαιτέρω εξέλιξη. Οι Murray & Lewis (1987)
επισημαίνουν ότι για την επιληψία και τις δυσκινησίες υπάρχει μία λανθάνουσα περίοδος
μεταξύ της δράσης ενός πιθανού αιτιολογικού παράγοντα (πχ, Μαιευτική Επιπλοκή) και τα

7
επακόλουθά του. Επίσης επικαλούνται πειραματικά δεδομένα όπως η προγενετική αφαίρεση
του μετωπιαίου συνειρμικού (dorsolateral frontal) φλοιού σε έμβρυα πρωτευόντων ζώων
(πίθηκοι rhesus), που προκαλεί εμφανείς συμπεριφορικές διαταραχές αρκετά έτη μετά.
Οι Lieberman et al (2001) περιγράφοντας τα στάδια της σχιζοφρένειας προβαίνουν
σε μία απαρτίωση του διλήμματος και κατατάσσουν το προνοσηρό πρώτο στάδιο της νόσου
στη νευροαναπτυξιακή «φάση». Όπως επισημαίνουν, ήδη από το πρόδρομο στάδιο, με την
εμφάνιση των ήπιων θετικών συμπτωμάτων, των συμπτωμάτων της διάθεσης, των γνωστι-
κών συμπτωμάτων και της κοινωνικής απόσυρσης, σηματοδοτείται η έναρξη της πτωτικής
πορείας προς την εκφύλιση. Η προοδευτικά επιδεινούμενη πορεία της νόσου είτε θα παγιω-
θεί σε ένα σταθερό επίπεδο εντός 5-10 ετών μετά το αρχικό επεισόδιο, είτε, σε πολύ σοβα-
ρές περιπτώσεις θα συνεχίσει φθίνουσα ως τα γηρατειά.
Τα τελευταία χρόνια παράλληλα με το αυξημένο ενδιαφέρον για τους γενετικούς και
βιολογικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση μιας ψυχωτικής διαταραχής, πα-
ρουσιάζεται ανάλογο ενδιαφέρον για τη διερεύνηση των περιβαλλοντικών παραγόντων. Με-
γάλη ώθηση σε αυτή την αναζήτηση έχουν δώσει οι επιδημιολογικές έρευνες σε μονοζυγω-
τικούς διδύμους. Το περιβάλλον όμως μέσα στο οποίο διαβιούν και ανατρέφονται είναι μόνο
κατά προσέγγιση όμοιο. Είναι επομένως δικαιολογημένη η υπόθεση ότι υφίστανται και πε-
ριβαλλοντικοί παράγοντες που επιδρούν σημαντικά στον κίνδυνο εμφάνισης της σχιζοφρέ-
νειας και γενικότερα ψύχωσης.
Η προσπάθεια, ωστόσο, διερεύνησης της συμμετοχής των περιβαλλοντικών παραγό-
ντων συνεχίζεται. Στα τμήματα που θα παρουσιαστούν στο Κεφάλαιο Ι θα γίνει προσπάθεια
να παρουσιαστούν οι διάφοροι παράγοντες που έχουν σχετιστεί με αύξηση της επίπτωσης
της σχιζοφρένειας αλλά ταυτόχρονα μπορεί να εμπλέκονται με την ανατροφή.

1.2 Η ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ


Η σχιζοφρένεια όμως φαίνεται να είναι μία πολυγονιδιακή (polygenic) διαταραχή
που σχετίζεται με περιβαλλοντικούς και αναπτυξιακούς παράγοντες ευαλωτότητας (Lewis &
Lieberman, 2000). Η ευαλωτότητα στη σχιζοφρένεια σχετίζεται ξεκάθαρα με γενετικούς πα-
ράγοντες. Ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου στους συγγενείς ασθενών σχετίζεται με το πο-
σοστό του κοινού γονιδιακού υλικού. Ο I.I. Gottesman (1991) αναφέρει τα παρακάτω ποσο-
στά. Ο γενικός πληθυσμός εμφανίζει επίπτωση (incidence) 1%. Για τους συγγενείς ενός α-
σθενούς με σχιζοφρένεια ισχύουν τα εξής, οι συγγενείς τρίτου βαθμού (πχ, πρώτα ξαδέρφια)
εμφανίζουν επίπτωση περίπου 2%, οι δευτέρου βαθμού (πχ, ανήψια) 2-6%, οι πρώτου βαθ-
μού (γονείς, αδέρφια, παιδιά) 6-17%. Οι διζυγωτικοί δίδυμοι εμφανίζουν επίπτωση περίπου
17% και οι μονοζυγωτικοί περίπου 50%. Το ποσοστό του 1% στην επίπτωση στο γενικό

8
πληθυσμό είναι σχετικά σταθερό στην εμφάνισή του και ανεξάρτητο από πολιτισμικούς πα-
ράγοντες, φυλετικές ομάδες και κρατικές οντότητες σύμφωνα με τους Bromet & Fennig
(1999, ο.α στο Lewis & Lieberman, 2000). Η προσπάθεια διερεύνησης ανάμεσα στις δύο
πιθανότητες (της παγκόσμιας ομοιόμορφης κατανομής και της συστηματικής διαφοράς με-
ταξύ χωρών) συνεχίζεται (πχ, Bhugra et al, 1996).
Ένας πληθυσμός θα μπορούσε να θεωρηθεί σε υψηλό κίνδυνο για την εμφάνιση σχι-
ζοφρένειας όταν συμπίπτει η παρουσία αρκετών από τους ατομικούς παράγοντες κινδύνου.
Οι Murray & Bramon (2005) παρουσιάζουν σχηματικά αυτούς τους παράγοντες με βάση το
μέγεθος της επίδρασής τους (effect size), όπως εκφράζεται από το σχετικό κίνδυνο (relative
risk). Πρώτος παράγοντας με σχετικό κίνδυνο 10 είναι η συγγένεια 1ου βαθμού με σχιζο-
φρενικό άτομο, και ακολουθούν με παραπλήσιο μέγεθος επίδρασης η καταγωγή από συγκε-
κριμένη ομάδα μεταναστών, η αστική γέννηση και ανατροφή, τα γεγονότα της ζωής, η χρή-
ση κάνναβης, οι μαιευτικές επιπλοκές και η γέννηση κατά το χειμώνα.

1.3 ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΣΧΙΖΟΦΡΕ-


ΝΕΙΑΣ
1.3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η αναζήτηση παραγόντων που συμβάλλουν στην εμφάνιση της σχιζοφρένειας πάντα
περιλάμβανε την αναζήτηση γενετικών παραγόντων και του πιθανού τρόπου μετάδοσης κα-
θώς και τη διερεύνηση της πιθανής συσσώρευσης σε οικογένειες. Τα τελευταία χρόνια, με
τα επαναστατικά επιτεύγματα στο χώρο της Γενετικής, έχει επιταθεί η προσπάθεια για τη
ταυτοποίηση συγκεκριμένων γονιδίων που σχετίζονται με προδιάθεση για τη νόσο.
Ο Kendler (2004) περιγράφει τέσσερις φάσεις της εξέλιξης της γενετικής της Σχιζο-
φρένειας. Η αρχή της τοποθετείται στις απαρχές της σύγχρονης Ψυχιατρικής.
Κατά την πρώτη φάση η προσπάθεια επικεντρώθηκε να επιβεβαιωθεί η κλινική πα-
ρατήρηση του Κraepelin ότι η Σχιζοφρένεια «διατρέχει οικογενώς» (“runs in families”). Το
αποτέλεσμα αυτής της πρώτης φάσης της Γενετικής της Σχιζοφρένειας είναι, μετά από πο-
λυάριθμες αλλεπάλληλες μελέτες οικογενειών, η επαλήθευση, χωρίς αμφιβολία, ότι οι συγ-
γενείς πρώτου βαθμού των ασθενών με σχιζοφρένεια έχουν κατά προσέγγιση δεκαπλάσια
αυξημένο το κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Κατά τη δεύτερη φάση έγινε η προσπάθεια να καθορισθεί το αν αυτή η παρατηρού-
μενη συσσώρευση στις οικογένειες οφειλόταν σε γενετικούς ή περιβαλλοντικούς παράγο-
ντες (το περίφημο ερώτημα που στα Αγγλικά διατυπώνεται ως “Nature or Nurture”-Φύση ή
Ανατροφή). Τα στοιχεία και οι αποδείξεις από τις σειρές των μελετών με διδύμους και υιο-

9
θετημένα άτομα κατέδειξαν ότι οι γενετικοί παράγοντες έχουν ισχυρή συμβολή στην αιτιο-
λογία της Σχιζοφρένειας.
Η τρίτη φάση της Γενετικής της Σχιζοφρένειας, η αποκαλούμενη και φάση «εντοπι-
σμού των γονιδίων» (gene localization), σε αντίθεση με τη δεύτερη, είναι η φάση που χρη-
σιμοποιήθηκε η διασύνδεση (linkage) των γονιδιακών τόπων στην προσπάθεια να εντοπι-
στούν γονίδια ευαλωτότητας σε συγκεκριμένες χρωμοσωμικές περιοχές.
Η τέταρτη φάση της Γενετικής της Σχιζοφρένειας, την οποία και χρονικά διανύουμε,
χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια της ταυτοποίησης (identification) των συγκεκριμένων
γονιδίων της ευαλωτότητας, μία προσπάθεια που ξεκινά με την ανακάλυψη του γονιδίου
DTNBP1(dystrobrevin-binding protein 1), ή το γονίδιο της dysbindin-1, μίας πρωτεΐνης που
ανιχνεύεται στους νευρώνες σε πολλές περιοχές του εγκεφάλου του ποντικού και του αν-
θρώπου.
Ο ίδιος συγγραφέας, αφού εξετάζει τη φύση της δράσης των γονιδίων στις ψυχιατρι-
κές διαταραχές (2005), συμπεραίνει ότι η συσχέτιση μεταξύ του κάθε πιθανού διακριτού γο-
νιδίου ευαλωτότητας και μιας ψυχιατρικής διαταραχής είναι ασθενής και πολύ συχνά μη ει-
δική, ενώ η αιτιολογική αλυσίδα μεταξύ των γονιδίων και των ψυχιατρικών διαταραχών εί-
ναι πιθανώς μακρά και σύνθετη. Η επίδραση (impact) των διαφόρων γονιδίων στον κίνδυνο
εμφάνισης μιας ψυχιατρικής νόσου είναι μικρή, συχνά μη ειδική και σαφώς οι αιτιολογικές
τροχιές που όπου εμπλέκονται είναι εξαιρετικά σύνθετες.
Ο Kendler καταλήγει πολύ πρόσφατα (2006) με τη δήλωση ότι, ενώ η γενετική των
ψυχιατρικών διαταραχών, της σχιζοφρένειας συμπεριλαμβανομένης, θα συνεχίσει να μας
παρέχει γνώση για την αιτιολογία τους, είναι απίθανο μεμονωμένα γονίδια να μας παρά-
σχουν την ερμηνευτική ισχύ. Εκείνο που θεωρεί πιθανότερο να συμβεί είναι, πολλαπλά γο-
νίδια μαζί να μας υποδείξουν συγκεκριμένες παθοφυσιολογικές οδούς.

1.3.2 Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ


Η συσσώρευση της εμφάνισης της Σχιζοφρένειας στις οικογένειες είναι ο μόνος κα-
λά τεκμηριωμένος παράγοντας κινδύνου εμφάνισης της νόσου, καθώς ο σχετικός κίνδυνος
για συγγενείς πρώτου βαθμού σχιζοφρενικών ασθενών έχει ένα εύρος από 9 έως 18, και η
γενετική ευαλωτότητα θεωρείται απαραίτητος αλλά όχι επαρκής αιτιολογικός παράγοντας
(Jablensky, 2001). Ένας πιθανός ορισμός της έννοιας της συσσώρευσης (aggregation) της
νόσου σε οικογένειες, είναι ότι τα συγγενικά άτομα ενός ασθενούς με σχιζοφρένεια βρίσκο-
νται σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, σε σύγκριση πάντα με άτομα του γενικού
πληθυσμού δημογραφικά αντίστοιχα.

10
Στη βιβλιογραφία έχουν δημοσιευτεί αρκετές πρώιμες μελέτες με αντικείμενο ακρι-
βώς τους συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών. Μέχρι το 1980 δημοσιεύονται άλλες εννέα
μείζονες ανάλογες μελέτες. Όλες τους συντείνουν σε σημαντική αύξηση του κινδύνου για τη
νόσο στους στενούς συγγενείς ασθενών με σχιζοφρένεια σε σύγκριση με το γενικό πληθυ-
σμό (Riley & Kendler, 2005).
Από το 1980 ως το 2005 έχουν δημοσιευτεί 11 μείζονες μελέτες οικογενειών με σα-
φώς βελτιωμένο σχεδιασμό. Συμπερασματικά, ο κίνδυνος για σχιζοφρένεια στους συγγενείς
σχιζοφρενικών ατόμων παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση με μέσο όρο 3 έως 7% (εύρος 1.4
ως 16.2%). Ο κίνδυνος εμφάνισης της σχιζοφρένειας στους συγγενείς μη σχιζοφρενικών υ-
γιών ατόμων είναι σχετικά σταθερός με μέσο όρο 0.5 ως 1.0% (εύρος 0.2 ως 1.1%), αντί-
στοιχος με τη τιμή του γενικού πληθυσμού (Riley & Kendler, 2005).
Οι Finn & Smoller (2006) δίνουν τα εξής ποσοστά κινδύνου επανεμφάνισης με βάση
τη σχέση με το σχιζοφρενικό άτομο: (1ου βαθμού) δύο πάσχοντες γονείς ~45%· μονοζυγωτι-
κοί δίδυμοι 40-48%· διζυγωτικοί δίδυμοι 10-17%· παιδιά ~13%· γονείς 6-13%· αδέρφια 6-
9%· ετεροθαλή αδέρφια 3-6%· (2ου βαθμού) εγγόνια 3-5%· θείες/θείοι 2-3%· ανήψια 2-4%·
πρώτα εξαδέλφια 2-3%.
Οι Asarnow et al (2001) δημοσίευσαν τα ευρήματα της πρώτης μελέτης σε οικογέ-
νειες ατόμων με έναρξη της νόσου στη παιδική ηλικία και διαπίστωσαν μια παραπάνω του
δεκαπλασίου αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση σχιζοφρένειας στους γονείς αυτών των
παιδιών.

1.3.3 ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΜΕ ΔΙΔΥΜΟΥΣ - ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ


Ακολουθώντας τις 4 φάσεις εξέλιξης της γενετικής στη σχιζοφρένεια, μέσα στα
πλαίσια των μελετών σε οικογένειες και αναζητώντας τη συμμετοχή του περιβάλλοντος
στην εμφάνιση της σχιζοφρένειας, έγιναν μελέτες σε πληθυσμούς διδύμων και σε υιοθετη-
μένα άτομα. Καθώς τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ συγγενών μπορεί να είναι αποτέλεσμα
είτε κοινού περιβάλλοντος ή κοινού γενετικού φορτίου, μία επιδημιολογική μέθοδος για να
ξεκαθαριστεί το από πού προέρχεται το φαινόμενο της συσσώρευσης της σχιζοφρένειας σε
μία οικογένεια είναι οι μελέτες διδύμων και οι μελέτες υιοθεσίας (Kendler, 2001).

1.3.3.1 Οι μελέτες με διδύμους


Οι μελέτες με διδύμους βασίζονται στη παραδοχή ότι όλοι οι δίδυμοι έχουν ανατρα-
φεί, σε ένα μεγάλο βαθμό, σε ένα κοινό περιβάλλον. Υπάρχουν μελέτες με ευρήματα που
διαφωνούν με την παραδοχή αυτή. Συζητείται τελευταία η πιθανότητα οι μονοζυγωτικοί δί-
δυμοι να επιζητούν ή να δημιουργούν οι ίδιοι ένα κοινό περιβάλλον για τον εαυτό τους μέσω

11
της συμπεριφοράς τους. Τα περιβάλλοντα, δηλαδή, των μονοζυγωτικών διδύμων είναι πα-
ρόμοια διότι αυτό είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία της παρόμοιας συμπεριφοράς τους.
Πάντως στη βιβλιογραφία, γενικά, παρέχεται στήριξη στην αξιοπιστία της υπόθεσης του πα-
ρόμοιου περιβάλλοντος ανατροφής για τους διδύμους (Riley & Kendler, 2005).
Κάποιοι συγγραφείς (Bentall, 2003) επισημαίνουν το γεγονός ότι ακόμη και οι μονο-
ζυγωτικοί δίδυμοι μπορεί να υφίστανται διαφορική επιρροή από παράγοντες ακόμη και στο
ενδομητρικό περιβάλλον. Έτσι μπορεί να συμβούν (πολύ σπάνια ομολογουμένως) μεταλλά-
ξεις στο ένα έμβρυο και όχι στο άλλο. Αυτό που είναι συχνότερο είναι ότι τα δύο έμβρυα
παρουσιάζουν διαφορές στην αιμάτωση που δέχονται, με αποτέλεσμα τη διαφορά στο βάρος
γέννησης. Λοιμώδεις ή τοξικοί παράγοντες αλλά και φαρμακευτικές ουσίες πιθανώς επι-
δρούν διαφορικά στα δίδυμα έμβρυα. Για παράδειγμα, υπάρχει πιθανότητα να μολυνθεί μό-
νο το ένα εκ των δύο (πχ, υπάρχει ανάλογη μελέτη σε έμβρυα μητέρων HIV-θετικών). Μία
επιπλέον ένδειξη, υπέρ των παραπάνω, είναι το ότι όμοιοι δίδυμοι συχνά δεν εμφανίζουν τις
ίδιες συγγενείς ανωμαλίες κατά τη γέννηση, και ο βαθμός της σύμπτωσης ποικίλει ανάλογα
με το όργανο στόχος (πχ, για τη ραιβοποδία– clubfoot υπολογίστηκε στο 75%).
Υπάρχουν στη βιβλιογραφία συγγραφείς που θεωρούν ότι η διδυμία, αυτή καθ’ αυτή,
αποτελεί συνθήκη αναπτυξιακής απόκλισης.
Ο A.C. Sandbank, στο βιβλίο του, το 1999, Twin and Triplet Psychology: A
Professional Guide to Working with Multiples, συγκεντρώνει διάφορες σχετικές πραγματεί-
ες, και υποστηρίζει ότι οι δίδυμοι (ανεξαρτήτως ζυγωτικής καταγωγής) έχουν υψηλότερο
κίνδυνο συγγενών ανωμαλιών και, κατά μέσο όρο, επιτυγχάνουν τα σημαντικά ορόσημα α-
νάπτυξης ελαφρώς αργότερα από τα μονήρη αδέρφια. Αυτό λοιπόν υποδεικνύει ότι η ίδια η
κατάσταση της διδυμίας μπορεί αφ’ εαυτής να σχετίζεται με κάποια εκτροπή της ανάπτυξης.
Υπάρχει επίσης η πιθανότητα, οι ίδιοι οι γονείς να συμπεριφέρονται διαφορετικά απέναντι
σε δίδυμα, έχοντας περισσότερες από το συνηθισμένο δυσκολίες στη προσπάθειά τους να
τους παρέχουν την αρμόζουσα προσοχή και φροντίδα. Δεν είναι ξεκάθαρο στο παρόν αν αυ-
τές οι αφανείς επιρροές μπορούν, σε εξαιρετικές περιστάσεις, να κορυφωθούν με αύξηση
του κινδύνου εμφάνισης ψύχωσης, (Bentall, 2003).
Οι S. Rose, L.J. Kamin, και R.C. Lewontin στο βιβλίο τους, το 1985, Not in Our
Genes, αναλύοντας στοιχεία από μελέτες για σχιζοφρένεια σε διδύμους, υπολόγισαν ότι τα
ποσοστά σύμπτωσης εμφάνισης για διζυγωτικούς διδύμους ήταν σημαντικά μεγαλύτερα ε-
κείνων των μη διδύμων αδερφών, ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως υπο-
δεικνύον την επιβάρυνση της διδυμίας (Bentall, 2003).
Μελέτες, ωστόσο, όπως των Kendler et al (1996) και των Hultman et al (1999) που
επιχείρησαν να ξεκαθαρίσουν το αν οι δίδυμοι έχουν αυξημένη πιθανότητα στην ανάπτυξη

12
ψύχωσης σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό δεν κατέληξαν σε ακλόνητα αποτελέσματα
(Bentall, 2003).
Οι E.F. Torrey, A.E. Bowler, E.H. Taylor και I.I. Gottesman στο βιβλίο τους, το
1994, Schizophrenia and Manic-Depressive Disorder, σε μία ανασκόπηση των στοιχείων
των μελετών σε διδύμους, υπολόγισαν το βαθμό σύμπτωσης της εμφάνισης της σχιζοφρέ-
νειας στα ζεύγη (pairwise concordance rate) για τους μονοζυγωτικούς διδύμους στο 28% και
για τους διζυγωτικούς στο 6% (Bentall, 2003).
Ο Gottesman, το 1991, στο βιβλίο του Schizophrenia Genesis: The Origins of
Madness, μετά από ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, υπολόγισε το μέσο ποσοστό σύμπτωσης
κατά εξεταζόμενο άτομο (probandwise concordance rate) για τη σχιζοφρένεια (με ένα ευρύ
ορισμό της) σε μονοζυγωτικούς διδύμους στο 46%, σε σύγκριση με ένα 14% για τους διζυ-
γωτικούς (Murray & Castle, 2001).
Σε μελέτες που χρησιμοποιήθηκαν συγκεκριμένοι ορισμοί της σχιζοφρένειας (DSM-
III-R, ICD-10, RDC) τα ποσοστά για όλους τους διδύμους έπεσαν αλλά παρέμεινε η μεταξύ
τους διαφορά. Π.χ., στη μελέτη των Cardno et al, το 1999, το ποσοστό εμφάνισης σχιζο-
φρένειας στο υγιές μέλος του ζεύγους ήταν 42,6% για τους μονοζυγωτικούς και 0% για τους
διζυγωτικούς διδύμους (Murray & Castle, 2001).
Ακόμα και αυτοί οι αριθμοί υποδεικνύουν ότι τα γονίδια παίζουν ένα ουσιαστικό ρό-
λο στη σχιζοφρένεια, αλλά δε μπορούν να μας υποδείξουν μία απλή αιτιολογική σχέση τους
με την ανάπτυξη της διαταραχής. Αν η ορθότητα των ποσοστών διατηρηθεί και στο μέλλον,
η ερμηνεία τους θα μπορούσε να είναι η ακόλουθη. Από εκείνα τα άτομα που κληρονομούν
γονίδια για τη σχιζοφρένεια περίπου το ένα τέταρτο καταλήγει σχιζοφρενικό, ο κίνδυνος δε
για τους στενούς τους συγγενείς μεταφράζεται στην εμφάνιση σχιζοφρένειας σε ένα άτομο
στα δεκαεπτά. Με βάση τα παραπάνω υποδεικνύεται η πιθανότητα επιρροής των μη γενετι-
κών παραγόντων στην ανάπτυξη της διαταραχής (Bentall, 2003).
Σύμφωνα με τους Riley & Kendler (2005), οι μελέτες με μεγάλους πληθυσμούς δι-
δύμων με σχιζοφρένεια συντείνουν στο ότι ο κίνδυνος για την εμφάνιση σχιζοφρένειας για
το μη ασθενές μέλος του ζεύγους των διδύμων είναι κατά πολύ υψηλότερος στους μονοζυ-
γωτικούς διδύμους, τα απόλυτα, όμως, ποσοστά συμφωνίας ποικίλλουν πολύ.
Η ανασκόπηση όλων των μειζόνων μελετών με διδύμους υποδεικνύει ότι οι μη γενε-
τικοί παράγοντες μπορεί να παίζουν ένα ρόλο, σύμφωνα με τις μέγιστες εκτιμήσεις, μικρής
(modest) βαρύτητας στη μεταβίβαση της σχιζοφρένειας. Επιπλέον, ο κίνδυνος της εμφάνι-
σης σχιζοφρένειας στους υγιείς διζυγωτικούς διδύμους μπορεί να συγκριθεί με εκείνον των
(μη διδύμων) αδερφών των σχιζοφρενικών ασθενών. Οι υγιείς διζυγωτικοί δίδυμοι μοιράζο-
νται σε μεγαλύτερο βαθμό το ίδιο περιβάλλον με τους ασθενείς αδερφούς τους, σε σύγκριση

13
με τα μη δίδυμα αδέρφια των σχιζοφρενικών ασθενών, ενώ και οι δύο ομάδες έχουν στον
ίδιο βαθμό γενετικής σχέσης προς τους ασθενείς. (Riley & Kendler, 2005).

1.3.3.2 Οι μελέτες υιοθεσίας


Το ερώτημα του ρόλου των γενετικών και των περιβαλλοντικών παραγόντων στη με-
ταβίβαση της σχιζοφρένειας μπορεί να διαλευκανθεί περαιτέρω με τη μελέτη ομάδων ατό-
μων που σχετίζονται γενετικά αλλά δεν υπόκεινται στους ίδιους οικογενείς-
περιβαλλοντικούς παράγοντες και ατόμων που υπόκεινται στους ίδιους οικογενείς-
περιβαλλοντικούς παράγοντες χωρίς να σχετίζονται γενετικά. Αυτές οι σχέσεις όπως είναι
φανερό αφορούν σε άτομα που έχουν υιοθετηθεί και στη σχέση τους με τους βιολογικούς
και θετούς γονείς τους.
Οι Riley & Kendler (2005) αναφέρουν επτά μείζονες μελέτες υιοθεσίας. Τρεις από
τις μελέτες μελέτησαν τους απογόνους σχιζοφρενικών ασθενών που δόθηκαν για υιοθεσία.
Και οι τρεις βρήκαν σημαντικά μεγάλη υπεροχή της εμφάνισης σχιζοφρένειας (και των δια-
ταραχών του φάσματός της) στους υιοθετημένους απογόνους σχιζοφρενικών γονέων (κυρί-
ως μητέρων) σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.
Οι Kety et al (1994) μελέτησαν τους βιολογικούς ή μη συγγενείς υιοθετημένων ατό-
μων. Η πρώτη μελέτη (το δείγμα της Κοπεγχάγης) διαπίστωσε ότι στους βιολογικούς συγγε-
νείς των σχιζοφρενικών υιοθετημένων ατόμων υπήρχε σημαντική συγκέντρωση σχιζοφρέ-
νειας και συναφών διαταραχών. Σε επόμενη φάση της μελέτης διαπιστώθηκε και πάλι σημα-
ντική συγκέντρωση διαταραχών του φάσματος της σχιζοφρένειας μόνο στους βιολογικούς
συγγενείς των σχιζοφρενικών υιοθετημένων. Η επεξεργασία του επόμενου δείγματος υιοθε-
τημένων ατόμων (το «Επαρχιακό δείγμα») επανέλαβε τα αποτελέσματα από το δείγμα της
πρωτεύουσας. Οι Kendler et al (1994) σε μία ανεξάρτητη ανασκόπηση των συνεντεύξεων
και των δύο Δανέζικων δειγμάτων επιβεβαίωσαν και επέκτειναν τα προηγούμενα ευρήματα
των Kety et al.
Για την διερεύνηση και άλλων τρόπων μεταβίβασης, πλην του γενετικού, του κινδύ-
νου για τη σχιζοφρένεια, σχεδιάστηκαν αρκετές μελέτες με υιοθετημένα άτομα για να δια-
λευκάνουν το ρόλο της περιβαλλοντικής μεταβίβασης μεταξύ γονέα και απογόνων. Το φαι-
νόμενο ονομάζεται Κάθετη Πολιτισμική Μεταβίβαση (vertical cultural transmission)
(ΚΠΜ).
Αν υποτεθεί ότι οι απόγονοι σχιζοφρενικών ασθενών «μαθαίνουν» εν μέρει τη σχι-
ζοφρένεια από τους γονείς τους, τότε η μείωση της επαφής μεταξύ των δύο θα πρέπει να
μειώνει τον κίνδυνο για τη σχιζοφρένεια στους απογόνους. Υπάρχουν δύο μελέτες με ευρή-
ματα που διαφωνούν με αυτή την υπόθεση. Η πρώτη μελέτη των Higgins et al (ο.α. στο

14
Riley & Kendler, 2005) συνέκρινε υιοθετημένους απογόνους σχιζοφρενικών ασθενών με
απογόνους σχιζοφρενικών ασθενών που ανατράφηκαν από τους γονείς τους. Τα αποτελέ-
σματα έδειξαν μία μη σημαντική αύξηση της σχιζοφρένειας στους υιοθετημένους απογόνους
σε σύγκριση με εκείνους που ανατράφηκαν από τους γονείς τους (ένας εκ των οποίων ήταν
σχιζοφρενικός). Η άλλη έρευνα διεξήχθη στο Ισραήλ (Marcus et al, 1987), το δείγμα ήταν
όλοι υιοθετημένα άτομα, και ο σχεδιασμός παρόμοιος. Τα ευρήματα ήταν τα ακόλουθα: τα
παιδιά του κιμπούτζ εμφάνισαν μεγαλύτερο αλλά μη σημαντικό κίνδυνο (13%) έναντι των
συμβατικά υιοθετημένων παιδιών (8.7%). Όταν τα διαγνωστικά κριτήρια διευρύνθηκαν για
να περιλάβουν και τις διαταραχές του φάσματος η διαφορά μεγάλωσε (26.1 έναντι 13%) αλ-
λά ήταν και πάλι μη σημαντική στατιστικά, καταρρίπτοντας και πάλι την υπόθεση ΚΠΜ.
Μία άλλη μεθοδολογική προσέγγιση της υπόθεσης της ΚΠΜ είναι η διερεύνηση του
κινδύνου εμφάνισης σχιζοφρένειας σε υιοθετημένους απογόνους υγιών ατόμων που ανα-
τράφηκαν από σχιζοφρενικούς γονείς. Είναι φανερό ότι η δυσκολία αυτής της προσέγγισης
είναι το μικρό δείγμα ατόμων, ωστόσο οι Wender et al (ο.α. στο Riley & Kendler, 2005) δεν
διαπίστωσαν αυξημένα ποσοστά της νόσου σε αυτή την ομάδα των υιοθετημένων.
Η υπόθεση της ΚΠΜ της σχιζοφρένειας δεν υποστηρίζεται από τα ευρήματα μελε-
τών με ποικίλο σχεδιασμό.
Υπάρχουν κάποιες μελέτες (αναφέρονται 11 στους Riley & Kendler, 2005) που διε-
νεργήθηκαν για να διαλευκάνουν την εμφάνιση διαταραχών προσωπικότητας του φάσματος
της σχιζοφρένειας στους συγγενείς των ασθενών ατόμων. Τα ευρήματα υποστηρίζουν την
υπόθεση ότι η οικογενής ευαλωτότητα στη σχιζοφρένεια εν μέρει αποκαλύπτεται από κά-
ποια χαρακτηριστικά προσωπικότητας που αφορούν στην κοινωνική απομόνωση, την ιδιορ-
ρυθμία, και την καχυποψία. Άλλο κοινό εύρημα ήταν η αυξημένη συχνότητα της παρανοϊ-
κής και της σχιζότυπης διαταραχή προσωπικότητας στους συγγενείς των σχιζοφρενικών α-
τόμων. Άλλες μελέτες που προσπάθησαν να διαλευκάνουν (μέσα στα πλαίσια μιας φασματι-
κής αντίληψης των ψυχιατρικών διαταραχών) την εμφάνιση άλλων ψυχιατρικών διαταραχών
στους συγγενείς σχιζοφρενικών ασθενών δεν κατέληξαν σε σταθερά αναπαραγώμενα συ-
μπεράσματα (Riley & Kendler, 2005).
Άλλες μελέτες οικογενειών και υιοθετημένων ατόμων παρέχουν ουσιαστικά στοιχεία
ότι εκείνο που μεταβιβάζεται στις οικογένειες ατόμων με σχιζοφρένεια είναι μία γενικότερη
ευαλωτότητα σε πολλές μορφές ψύχωσης (σχιζοφρενικόμορφη διαταραχή, σχιζοσυναισθη-
ματική διαταραχή, παραληρητική διαταραχή, και ψύχωση ΜΠΑ). Κάποιες λιγότερες σε α-
ριθμό μελέτες έχουν δείξει αύξηση του κινδύνου για σχιζοφρένεια σε συγγενείς ατόμων με
μη σχιζοφρενική ψυχωτική διαταραχή. Μελετήθηκε επίσης η συχνότητα της ψυχωτικής συ-
ναισθηματικής νόσου σε συγγενείς σχιζοφρενικών ασθενών. Οι Kendler et al σε δύο μεγά-

15
λης κλίμακας μελέτες οικογενειών στην Πολιτεία της Iowa και στην Ιρλανδία (Roscommon
Family Study), διαπίστωσαν ότι οι συγγενείς των σχιζοφρενικών ατόμων δεν εμφάνιζαν αυ-
ξημένο κίνδυνο για συναισθηματική νόσο. Όταν όμως συνέβαινε αυτό, είχαν διπλάσιο κίν-
δυνο να εμφανίσουν ψύχωση σε σύγκριση με τους συναισθηματικά ασθενείς συγγενείς υ-
γιών ατόμων των ομάδων ελέγχου. Ακόμη, και στις δύο μελέτες οι συγγενείς των ατόμων με
ψυχωτική συναισθηματική νόσο είχαν αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση σχιζοφρένειας
(Riley & Kendler, 2005).

1.3.4 ΟΙΚΟΓΕΝΗΣ ΕΥΑΛΩΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΙΚΑ ΣΥΜ-


ΠΤΩΜΑΤΑ
Ένα άλλο σημείο που η γενετική μεταβίβαση στη σχιζοφρένεια δυνητικά παίζει ρόλο
είναι η αλληλεπίδραση περιβαλλοντικών και οικογενών (familial)-γενετικών παραγόντων
στην εμφάνιση των μεμονωμένων σχιζοφρενικών συμπτωμάτων.
Υπήρξαν στο παρελθόν προσπάθειες για να διευκρινιστεί το αν οι κλασσικοί τύποι
της σχιζοφρένειας κατά Kraepelin διατρέχουν στην πραγματικότητα σε κάποιες οικογένειες.
Μέχρι στιγμής η έρευνα δεν έχει αποδώσει θετικά αποτελέσματα. Η μεγαλύτερη, από άποψη
αριθμού του δείγματος, πρόσφατη μελέτη (Kendler, Karkowski-Shuman et al, 1997) που δι-
ενεργήθηκε σε 256 ζεύγη σχιζοφρενικών αδερφών, διαπίστωσε ότι όλα τα μείζονα ψυχιατρι-
κά συμπτώματα πλην των ψευδαισθήσεων, η συνολική πορεία και έκβαση, συσχετιζόταν
σημαντικά στο ανωτέρω δείγμα. Τρεις παράγοντες συμπτωμάτων (symptom factors) (αρνη-
τικά, θετικά και συναισθηματικά συμπτώματα) παρουσίασαν ήπια σημαντική συσχέτιση, και
η ομοιότητα των αδερφών (sibling resemblance) για πέντε στατιστικά οριζόμενα σχιζοφρε-
νικά σύνδρομα ξεπέρασε σε σημαντικό βαθμό την προσδοκία του τυχαίου (chance
expectation). Στη μελέτη των διδύμων του Maudsley (Cardno et al, 2001) εξετάστηκαν οι
διαστάσεις των συμπτωμάτων και στα δύο είδη των διδύμων. Οι διαστάσεις της αποδιοργά-
νωσης, των αρνητικών και μανιακών συμπτωμάτων και εκείνη των γενικών ψυχωτικών συ-
μπτωμάτων βρέθηκαν να συσχετίζονται ισχυρότερα στους όμοιους διδύμους (παρά στους
φανερά διζυγωτικούς), εύρημα που υποδεικνύει γενετική επίδραση. Απαιτείται σαφώς πε-
ραιτέρω διερεύνηση αλλά κάποιες υποθέσεις που μπορούν να διατυπωθούν είναι οι εξής: η
εκδήλωση συγκεκριμένων συμπτωμάτων στη σχιζοφρένεια φαίνεται να επηρεάζεται από
οικογενείς παράγοντες και εν μέρει τουλάχιστον από γενετικούς (Riley & Kendler, 2005).
Η συμμετοχή των γενετικών παραγόντων στην εμφάνιση των συμπτωμάτων θα μπο-
ρούσε να λαμβάνει δύο μορφές. Είτε υφίστανται τροποποιητικά γονίδια (modifier genes),
δηλαδή γονίδια που δεν είναι άμεσα υπεύθυνα για τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου αλλά
συμβάλλουν επηρεάζοντας τις εκδηλώσεις της στα ασθενή άτομα, ή υφίσταται γενετική ετε-

16
ρογένεια (genetic heterogeneity) στη σχιζοφρένεια και αυτό σημαίνει ότι διακριτοί γενετικοί
τόποι (genetic loci) μεταβιβάζουν προδιάθεση για τους διαφορετικούς τύπους της νόσου, και
επομένως η ομοιότητα στα συμπτώματα στους συγγενείς αφορά στην ύπαρξη του ίδιου γε-
νετικού υλικού.

1.3.5 ΓΟΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΧΡΩΜΟΣΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ


Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής ευρήματα, από τις διάφορες μελέτες διασύνδεσης αλλά
και συσχέτισης, η σχιζοφρένεια δεν είναι μία μονογονιδιακή διαταραχή (Riley & Kendler,
2005).
Η γενετική μεταβίβαση της σχιζοφρένειας πιθανότατα δεν εξηγείται από τη δράση
ενός μόνο μείζονος γενετικού τόπου (single major locus). Το πρότυπο μεταβίβασης της σχι-
ζοφρένειας συντείνει περισσότερο σε ένα πρότυπο πολλαπλών διαντιδρώντων γενετικών τό-
πων (multiple interacting or epistatic loci) (Μathews & Freimer, 2005). Ο κίνδυνος που σχε-
τίζεται με ένα γονιδιακό τόπο εξαρτάται από τους γονότυπους άλλων γονιδιακών τόπων (ένα
επιστατικό [epistatic] μοντέλο του κινδύνου). Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η ετερο-
γένεια (heterogeneity) ενός γενετικού τόπου (Riley & Kendler, 2005).
Τα παρακάτω χρωμοσώματα, σε διαφόρους γενετικούς τόπους τους έχουν εμπλακεί
στην έρευνα γενετικής αιτιολογίας της σχιζοφρένειας:
(1) το χρωμόσωμα 6 στους τόπους q21, q22, q24, p22· (2) το χρωμόσωμα 1 στους
τόπους q32, q41· (3) το χρωμόσωμα 8 στους τόπους p22, p21· (4) το χρωμόσωμα 5 στους
τόπους q22, q31· (5) το χρωμόσωμα 22 στους τόπους q11, q12, q13.1· (6) το χρωμόσωμα 10
στους τόπους p15, p11· (7) το χρωμόσωμα 13 στους τόπους q14, q32· (8) το χρωμόσωμα 15
στους τόπους q13, q14 (Riley & Kendler, 2005· Μathews & Freimer, 2005).
Το 22q11 χρωμόσωμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι αποτελεί τον τόπο του
γονιδίου της COMT (catechol-O-methyltransferase) και της PRODH2 (δεϋδρογενάσης της
προλίνης, ένα μιτοχονδριακό ένζυμο). Η COMT έχει θεωρηθεί ότι εμπλέκεται στην αιτιολο-
γία πολλών νευροψυχιατρικών διαταραχών λόγω του ρόλου της στην ντοπαμινεργική και
την νοραδρενεργική νευρομεταβίβαση, και έχει μελετηθεί σημαντικά. Για τη λειτουργική
συμμετοχή της PRODH2 στην αιτιολογία της σχιζοφρένειας η έρευνα να έχει ακόμα κατα-
λήξει (Μathews & Freimer, 2005).
Άλλα γονίδια που φαίνεται να παρουσιάζουν σημαντικές συσχετίσεις είναι το
DTNBP1 (dystrobrevin binding protein 1, 6p24-p22), NRG1 (neuroregulin, 8p22-p21),
RGS4 (regulators of G-protein signaling), G72/DAAO (d-amino acid oxidase, 13q14-q32).
Οι δημοσιευμένες συσχετίσεις για τα γονίδια DTNBP1 και NRG1 έχουν διασταυρωθεί και
με άλλες μελέτες. Η NRG1 (neuregulin 1) εκφράζεται στις συνάψεις του ΚΝΣ και θεωρείται

17
ότι παίζει ρόλο στη ρύθμιση της νευροδιαβίβασης στους υποδοχείς, του GABA-εργικού συ-
στήματος συμπεριλαμβανομένου (Μathews & Freimer, 2005).
Για τα περισσότερα όμως των ανωτέρω γονιδίων οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι σχε-
τίζονται με δυσλειτουργία της γλουταμινεργικής νευροδιαβίβασης, που με τη σειρά της μπο-
ρεί να είναι σημαντικό στοιχείο της αιτιολογίας της σχιζοφρένειας. Σχετικά πρόσφατα άρθρα
(Harrison & Owen, 2003· Moghaddam, 2003) συζητούν τη λειτουργική σχέση των προϊό-
ντων των γονιδίων NRG1, COMT, PRODH2, DAAO, G72 και RGS4 στις οδούς που επη-
ρεάζουν το γλουταμινεργικό σύστημα. Το μόνο γονίδιο που προς το παρόν δεν φαίνεται να
έχει σχέση είναι το DTNBP1.

1.4 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ


Η ηλικία των γονέων κατά τη γέννηση του σχιζοφρενικού ατόμου είναι ένας προγεν-
νητικός δημογραφικός παράγοντας που έχει μελετηθεί και συζητηθεί αρκετά.
O Dalén (1988) αναφέρει ενδεικτικά τις μελέτες των Hare & Moran (1979) και
Kinnell (1983), οι οποίες αναφέρουν αυξημένη ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση σε
δείγματα σχιζοφρενικών ασθενών. Η μελέτη των Hare & Moran προτείνει ως πρωτογενές
φαινόμενο την μεγάλη πατρική ηλικία.
Οι Sipos et al (2004) αναφέρουν έξη σχετικές προηγούμενες μελέτες. Από αυτές, η
μελέτη των Malaspina et al (2001) υπολογίζει το ποσοστό των περιστατικών σχιζοφρένειας
που μπορούν να αποδοθούν στην αυξημένη πατρική ηλικία στο 26,6%. Οι Sipos et al (2004)
διαπιστώνουν σημαντική αύξηση του κινδύνου για την ηλικιακή ζώνη του πατέρα από 35 ως
40, και ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας του πατέρα και της σχιζοφρένειας. Οι
de novo μεταλλάξεις των κυττάρων του σπέρματος στον άνδρα προτάθηκαν ως ερμηνεία
(εκθετική αύξηση με την ηλικία). Ας σημειωθεί ότι αυξανομένης της ηλικίας του πατέρα
μειώνεται ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου στον ίδιο, επομένως μειώνεται η πιθανότητα οι-
κογενειακού ιστορικού στους απογόνους. Αδιευκρίνιστοι παράγοντες όπως η γενετική προ-
διάθεση εκείνων των ατόμων που τεκνοποιούν όψιμα και πιθανώς ένα διαφορετικό περιβάλ-
λον ανατροφής που παρέχεται από γεροντότερους πατέρες (Brown et al, 2005).

1.5 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΣΤΡΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΗΣΗ


Ο αιτιολογικός ρόλος που μπορεί να παίξει το στρες της μητέρα κατά τη διάρκεια της
κύησης στην εμφάνιση σχιζοφρένειας υποστηρίζεται από μελέτες.
Οι Huttunen & Niskanen (1978), βρήκαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σχιζοφρένει-
ας σε άτομα που ήταν έμβρυα όταν οι πατέρες τους πέθαναν. Οι van Os & Selten (1998) με-
λέτησαν την επίδραση της εισβολής των Γερμανών στην Ολλανδία ως παράγοντα καταπό-

18
νησης (στρες). Η μεγαλύτερη αύξηση της αθροιστικής επίπτωσης (cumulative incidence)
παρατηρήθηκε στα άτομα που εκτέθηκαν κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης (3.6), ενώ για
την ομάδα έκθεσης κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης εμφανίστηκε σημαντική αύξηση
στους άρρενες (μόνο). Το εύρημα αποδόθηκε στη βραδύτερη εξέλιξη της ανάπτυξης του ε-
γκεφάλου στους άρρενες.
Άλλες μελέτες ωστόσο δεν κατόρθωσαν να επαναλάβουν τα ευρήματα. Στη μελέτη
των Selten et al (2003) οι παράγοντες καταπόνησης ήταν ο Πόλεμος των Έξη Ημερών και
του Yom Kippur. Ο σχετικός κίνδυνος (Relative Risk) που υπολογίστηκε ήταν 0.98 και 1.00
αντίστοιχα).
Η Glover (1997) σε άρθρο της συζητά τη σχέση του στρες της μητέρας κατά την κύ-
ηση και τη επακόλουθη συναισθηματική εξέλιξη του κυήματος. Επισημαίνει ότι, υφίστανται
ενδείξεις της επιρροής του μητρικού περιβάλλοντος στον τρόπο που το νεογνό θα αποκρίνε-
ται για όλη του τη ζωή. Αναφέρεται ως παράδειγμα η σχέση του βάρους γέννησης με την
ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου δεκαετίες μετά. Μία άλλη υπόθεση προτείνει η ευαλωτότητα
του ενήλικα σε ασθένειες να προγραμματίζεται (πιθανώς) κατά την εμβρυϊκή περίοδο. Το
έμβρυο αντιδρά σε εξωτερικούς ήχους ήδη από την ηλικία κύησης των 20 εβδομάδων, και
ενεργοποιεί τις ορμόνες και τις άλλες αντιδράσεις του έναντι της καταπόνησης (στρες) του-
λάχιστον από τα μέσα της κύησης. Είναι επομένως εύλογη η υπόθεση ότι αναλόγως ανα-
πτύσσονται και κάποιες συμπεριφορές.
Υπάρχουν αρκετές μελέτες της δεκαετίας του ’90 (αναφέρονται από τη Glover,
1997) που σχετίζουν τη προγενετική ψυχολογική κατάσταση της μητέρας με μαιευτικές επι-
πλοκές, χαμηλό βάρος γέννησης. Η μελέτη των Lou et al, 1994 παρέχει ισχυρές αποδείξεις
της επίδρασης του μητρικού στρες στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου. Διαπιστώ-
θηκε ότι το προγεννητικό στρες και το κάπνισμα, ανεξάρτητα δρώντας, συνέβαλαν σε χαμη-
λότερο βάρος κατά τη γέννηση, μικρότερη διάρκεια της κύησης, και μικρότερη περιφέρεια
κρανίου. Επομένως, το προγεννητικό στρες στη μητέρα είχε παρόμοια έκταση επίδρασης με
το κάπνισμα, και επιδείνωσε σημαντικά τις τιμές της νευρολογικής εξέτασης του νεογνού.
Έχουν προταθεί διάφοροι άλλοι παράγοντες καταπόνησης, όπως το «ανεπιθύμητο»
της εγκυμοσύνης (Myhrman et al, 1996· Kubicka et al, 1995). Η πρώτη, προοπτική, μελέτη
διαπίστωσε διπλασιασμό της αθροιστικής επίπτωσης (cumulative incidence) για την ομάδα
των σχιζοφρενικών ατόμων που προήλθαν από ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες (1.5% έναντι
0.7% για τα άτομα που προήλθαν από επιθυμητή ή απλά ανεπιθύμητη χρονικά εγκυμοσύνη)
και κίνδυνο εμφάνισης σχιζοφρένειας αυξημένο (OR 2.4%).

19
Η δεύτερη μελέτη καταδεικνύει στα άτομα αυτά χαμηλότερη ψυχοκοινωνική ανά-
πτυξη με τάση μείωσης των διαφορών. Το εύρημα αυτό φαίνεται να αφορά περισσότερο τις
γυναίκες του δείγματος, οι οποίες ήταν συχνότερα συναισθηματικά διαταραγμένες.
Άλλοι μελετητές εξέτασαν και άλλους εξωγενείς στρεσσογόνους παράγοντες όπως π.χ. οι
πλημμύρες. Η μελέτη των Selten et al το 1999 (πλημμύρες και καταστροφές του 1953 στην
Ολλανδία), διαπίστωσε σχετικό κίνδυνο της τάξης του 1.9 (ο.α στο Selten et al, 2003).

1.6 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ


Ένα ιστορικό γεγονός (η Πείνα του Χειμώνα του 1944-45 στην Ολλανδία - the Dutch
Hunger Winter) και η άριστη καταγραφή των επιμέρους επιπτώσεών του για το πληθυσμό
που το έζησε αποτέλεσε την αφορμή να εξεταστεί η σχέση της διατροφής με την εμφάνιση
της σχιζοφρένειας.
Στις συνθήκες λιμού εκτέθηκαν πολλές έγκυες γυναίκες και τα κυοφορούμενα έμ-
βρυα, αυξήθηκε η θνησιμότητα (mortality), και μειώθηκε το βάρος κατά τη γέννηση των
νεογέννητων. Η συγκεκριμένη διάρκεια του λιμού, η λεπτομερής καταγραφή του είδους και
της έκτασης των ελλειμμάτων πρόσληψης τροφής, και τα εξαιρετικά αρχεία ιατρικού και
ψυχιατρικού ιστορικού των επιβιωσάντων οδήγησε στην αξιόπιστη μελέτη του (Wyatt,
1996).
Οι Susser & Lin το 1992 (Susser et al, 1996), ανακοινώνουν αυξημένο κίνδυνο ανά-
πτυξης σχιζοφρένειας μόνο στις γυναίκες που είχαν εμβρυϊκή ηλικία πρώτου τριμήνου στο
λιμό. Οι Susser et al (1996) διαπίστωσαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σχιζοφρένειας μόνο
για τα άτομα που εμφάνισαν και αυξημένη συχνότητα συγγενών ανωμαλιών του νευρικού
συστήματος. Στην ομάδα αυτή διαπιστώθηκε μετέπειτα αύξηση του κινδύνου εμφάνισης
σχιζοειδούς διαταραχής προσωπικότητας (Brown et al, 2005).
Υποδηλώνεται μία σχέση του σταδίου της κύησης κατά το οποίο εκτίθεται η μητέρα
(και το έμβρυο) στο λιμό και του τύπου αλλά και της σοβαρότητας της ψυχιατρικής διατα-
ραχής. Οι Brown et al (1995) διαπίστωσαν ότι έκθεση στο λιμό κατά το δεύτερο τρίμηνο της
κύησης σχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο συναισθηματικής ψύχωσης (γύρω στο 1,6), στους
άνδρες (μεταξύ 2,26 και 2,40) και όχι στις γυναίκες, χωρίς αύξηση του κινδύνου για τη νευ-
ρωτική κατάθλιψη.
Σημαντική προσπάθεια έχει καταβληθεί για την ερμηνεία του φαινομένου. Έχουν
προταθεί διάφοροι διατροφικοί παράγοντες [προγεννητική έλλειψη του φολικού οξέος, χα-
μηλή πρόσληψη ζωικών πρωτεϊνών, έλλειψη των απαραίτητων λιπαρών οξέων (essential
fatty acids) ή των ρετινοειδών (retinoids) (Brown et al, 2005), δράση τοξικών ουσιών ή λοι-
μογόνων οργανισμών λόγω κατανάλωσης βολβών από τουλίπες, ή κρέατος από γάτες

20
(Susser et al, 1996)]. Στους μη διατροφικούς παράγοντες θα μπορούσε να συνυπολογιστεί το
ακραίο στρες που επέφερε ο λιμός και η επακόλουθη αύξηση της ενεργοποίησης του άξονα
Υποθάλαμου–Υπόφυσης–Επινεφριδίων, με αύξηση της κορτιζόλης, η οποία διαπιστωμένα
έχει φανεί να βλάπτει την ανάπτυξη του ιπποκάμπου και άλλων εγκεφαλικών δομών που ε-
μπλέκονται στη παθοφυσιολογία της σχιζοφρένειας (Brown et al, 2005).

1.7 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΜΑΙΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΟΚΩΝ


Η συλλογή και αξιοποίηση στοιχείων που συλλέχθηκαν περί τον τοκετό είχε ως απο-
τέλεσμα να έχουμε αξιόπιστες παρατηρήσεις για τη περιγεννητική και νεογνική περίοδο α-
νάπτυξης. Μεγάλος αριθμός μελετών χρησιμοποίησε το υλικό αυτό για την εντόπιση της
επίδρασης παραγόντων που δρουν πρώιμα στην ανάπτυξη του ατόμου και της σχέσης τους
με τον κίνδυνο εμφάνισης της σχιζοφρένειας.
Οι Huttunen et al (1994) πρότειναν την «υπόθεση του παραθύρου μεταξύ των δύο
προσβολών» («two-hit window» hypothesis) όπου ένας προγεννητικός παράγοντας επιδρά
σε δύο, διακριτά και ειδικά χρονικά σημεία, ένα πρώιμα (τέλος του πρώτου τριμήνου) με
αρνητική επίδραση στο ταμπεραμέντο του κυήματος και ένα οψιμότερο (δεύτερο τρίμηνο)
επιδρώντας στη μετανάστευση των φλοιϊκών νευρώνων.
Ο παράγοντας που έχει προταθεί συχνότερα ως παθογόνος είναι η εμβρυϊκή ή περι-
γεννητική-νεογνική υποξία, καθώς είναι κοινό φαινόμενο σε πολλές από τις επιπλοκές που
σχετίζονται θετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης της σχιζοφρένειας. Η υποξία θα μπορούσε να
είναι η «τελική κοινή οδός» προς την ανάπτυξη της σχιζοφρένειας.
Οι Clarke et al (2006) σε ανασκόπηση για το ρόλο των ΜΕ στη σχιζοφρένεια, επιση-
μαίνουν τον καλά τεκμηριωμένο ρόλο τους, τη μικρή επίδρασή τους (effect), με αθροιστικό
ποσοστό (pooled odds ratio) γύρω στο 2.0. Ακόμη, οι ΜΕ δεν είναι ούτε αναγκαίος ούτε ε-
παρκής αιτιολογικός παράγοντας για τη σχιζοφρένεια (ένα 25-30% του γενικού πληθυσμού
έχει υποστεί ΜΕ, η πλειοψηφία των σχιζοφρενικών ατόμων δεν έχει ανιχνεύσιμη ΜΕ στο
ιστορικό της). Οι ΜΕ είναι πιθανό να τροποποιούν και να επηρεάζουν την επίδραση γενετι-
κών ή άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου για τη σχιζοφρένεια.

1.8 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΔΥΣΧΕΡΕΙΩΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΡΕΣ


Συστηματικές έρευνες επιδεικνύουν ότι, πολύ συχνά, της έναρξης της ψύχωσης προ-
ηγούνται στρεσσογόνα γεγονότα ζωής (Cullberg, 2003). Το μοντέλο Ευαλωτότητας/ Κατα-
πόνησης (στρες) (Vulnerability/Stress) (Nuechterlein et al, 1992· 1994a·b) κατεύθυνε την
έρευνα προς τις ιδιαίτερες συνιστώσες των παραγόντων του στρες.

21
Πολυάριθμες προοπτικές μελέτες βρήκαν συσχετίσεις μεταξύ γεγονότων ζωής και
έναρξης ψύχωσης (πχ, Hirsch et al, 1996· Malla et al, 1990· Ventura et al, 1989· Van Os et
al, 1994).
Οι Van Os et al (1994) (Camberwell Collaborative Psychosis Study) διαπιστώνουν
ότι της έναρξης της σχιζοφρένειας προηγούνται συχνά γεγονότα, με δυνητική αιτιολογική
σύνδεση. Η σχέση των γεγονότων αυτών με προϋπάρχουσα ψυχοπαθολογία ή τα χαρακτηρι-
στικά της προσωπικότητας του ασθενούς παραμένει ωστόσο ασαφής. Ο χρόνος που μεσολα-
βεί από την επίδραση του γεγονότος μέχρι την εμφάνιση της ψύχωσης προκαλεί μεθοδολο-
γικά προβλήματα και δυσχεραίνει την εξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων (Hirsch et al,
1996).
Υπάρχουν ωστόσο ισχυρές ενδείξεις από πειράματα με ζώα, τα οποία εκτιθέμενα σε
αναπτυξιακές βλαπτικές επιρροές επιδεικνύουν ιδιαίτερη ευαλωτότητα στο κοινωνικό στρες
(Gorman, 2004).
Ανάλογες υποθέσεις έχουν υποστηριχτεί και στους ανθρώπους, για την ερμηνεία της
επιβλαβούς επίδρασης ενός αντίξοου περιβάλλοντος σε ένα άτομο που αναπτυξιακά υπολεί-
πεται. Το άτομο που αναπτύσσει ψύχωση θεωρείται ότι είναι ευπαθές συναισθηματικά, και η
ευαλωτότητα αυτή αποδίδεται σε γενετικούς, προ- και περιγεννητικούς παράγοντες ή/και σε
πρώιμα προβλήματα της προσκόλλησης/δεσμού (bonding-attachment) (Cullberg, 2003). Οι
συνθήκες ανατροφής δεν είναι απαραίτητο να είναι τραυματικές ή «πτωχές συναισθηματι-
κά». Αρκεί ίσως να είναι ασυνήθεις, με πολιτισμικές ή συναισθηματικές ιδιαιτερότητες της
πατρικής οικογένειας, πιθανώς και σε συσχέτιση με γενετική προδιάθεση της οικογένειας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι ένας ή και οι δύο γονείς έχουν
ένα σπουδαίο ταλέντο, είναι προικισμένοι ως καλλιτέχνες ή είναι φανατικοί πιστοί. Η απου-
σία φίλων ίσως συνεργεί με άλλα προβλήματα και συντείνει στα προβλήματα στις σχέσεις
της ενήλικης ζωής. Σημαντικά οικογενειακά γεγονότα όπως το διαζύγιο των γονέων και η
ανάρμοστη διαχείρισή του, με πλημμελή επαφή με τον γονέα που απομακρύνεται συνιστά
έναν επιπλέον επιβαρυντικό παράγοντα (Cullberg, 2003).
Σε άρθρο του J. Burns (2006), συζητιέται η «υπόθεση του κοινωνικού εγκεφάλου»
στην αιτιολογία της σχιζοφρένειας, ως μία απαρτίωση όλων των, μέχρι σήμερα, θεωριών για
τη νόσο. Η σχιζοφρένεια είναι μία διαταραχή της λειτουργικής και δομικής συνεκτικότητας
(conectivity) των δικτύων του κοινωνικού εγκεφάλου (social brain networks). Ο συγγραφέας
συνεχίζει λέγοντας ότι η σχιζοφρένεια (σύμφωνα με όλα τα πρόσφατα ευρήματα από τις έ-
ρευνες) είναι ουσιαστικά ένα επιβλαβές δευτερεύον παράγωγο της εξέλιξης του κοινωνικού
εγκεφάλου στον Homo Sapiens. Υποστήριξη στην θεωρητική- ευρετική (heuristic) αυτή
προσέγγιση παρέχει το γεγονός ότι, για τη σχιζοφρένεια, πυρηνικό ψυχοπαθολογικό φαινό-

22
μενο, αποτελεί η κατάσταση της «απενσάρκωσης-αποπροσωποποίησης» (disembodiment)
και της διαπροσωπικής αποξένωσης (interpersonal alienation) που τα πάσχοντα άτομα βιώ-
νουν, όπως και τα σοβαρά μειονεκτήματα στην κοινωνική καθημερινότητα με την ευαλωτό-
τητα στις καταπονήσεις (στρες) του πολύπλοκου κοινωνικού περιβάλλοντος.
Αναζητείται ωστόσο ένας πιθανός κοινός μηχανισμός δια του οποίου οι περιβαλλο-
ντικές αντιξοότητες παράγουν ψυχωτικά συμπτώματα.
Ένας τέτοιος πιθανός μηχανισμός είναι η απορρύθμιση του άξονα Υποθάλαμου- Υ-
πόφυσης- Επινεφριδίων. Αν και έχει κυρίως συνδεθεί με διαταραχές του συναισθήματος, η
νευροτοξική επίδραση των γλυκοκορτικοειδών ως παράγοντας πρόκλησης σχιζοφρένειας
μοιάζει τον τελευταίο καιρό να υποστηρίζεται εντονότερα.
Μελέτες in vitro έχουν δείξει ότι υψηλά επίπεδα γλυκοκορτικοειδών (πχ, στη μητέρα
κατά τη κύηση) μειώνουν το μέγεθος των νευρώνων και τη λειτουργία διακλάδωσης των
δενδριτών, παρατηρήσεις που έχουν γίνει και για τη σχιζοφρένεια (Gitau et al, 1998 ό.α. στη
Selten et al, 2003). Υψηλά επίπεδα γλυκοκορτικοειδών στο πλάσμα έχουν επίσης συσχετι-
στεί με μείωση του όγκου του ιππόκαμπου, όπως ακριβώς έχει περιγραφεί και για τα πρώτα
επεισόδια της ψύχωσης (Velakoulis et al, 1999, ό.α. στη Chakos et al, 2005) ενώ μελέτες
που προσπάθησαν να διευκρινίσουν τη προέλευση της μείωσης του όγκου δεν κατέληξαν σε
ισχυρά συμπεράσματα, υποδεικνύοντας και την έντονη περιβαλλοντική επίδραση (Rijsdijk
et al, 2005). Επομένως, σχιζοφρενικοί ασθενείς παρουσιάζουν αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης
ως απάντηση σε ένα αριθμό διαφόρων βιολογικών προσβολών (Garyfallos et al, 1993), όπως
επίσης και σε σωματικό και ψυχολογικό στρες, με πιθανή ανασταλτική επίδραση στις διαδι-
κασίες ανάπτυξης και ωρίμανσης του νευρικού ιστού.

23
2. ΘΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΣΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ- ΨΥΧΟΜΕΤΡΙΑ

2.1 Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΘΕΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ ΣΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕ-


ΝΕΙΑ
Η προσπάθεια διάκρισης και ταυτοποίησης των διαφόρων κλινικών συνδρόμων στη
σχιζοφρένεια χρονολογείται από παλιά. Το θετικό και αρνητικό σύνδρομο στη σχιζοφρένεια
είναι κάποιοι από τους πολλούς όρους που προσπαθούν να αποδώσουν εννοιολογικά αυτές
τις ψυχοπαθολογικές διαστάσεις. Η διάκριση μεταξύ των συνδρόμων βασίζεται σαφώς στη
φαινομενολογία του συνδρόμου της σχιζοφρένειας και σε αυτή τη βάση έχουν γίνει διάφο-
ρες ερμηνείες του φαινομένου.
Από τους πρώτους κλινικούς που χρησιμοποίησε αυτή τη διάκριση είναι ο Hughlings
Jackson (1835- 1911), ο οποίος τη χρησιμοποίησε καταρχήν για την επιληψία και επαγωγικά
επεκτάθηκε στη Ψυχιατρική. Ο Jackson προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο διάκρισης των
δύο τύπων της συμπτωματολογίας καθώς, ως αρνητική κλινική ψυχοπαθολογία εννοεί το
αποτέλεσμα της διακοπής ή της σημαντικής μείωσης της λειτουργίας ενός οργανωτικού επι-
πέδου του ΚΝΣ, που προκαλεί με τη σειρά της άρση της ανασταλτικής δράσης του στα κα-
τώτερα επίπεδα και την απώλεια ελέγχου της λειτουργίας τους. Αυτή η απώλεια του ελέγχου
της λειτουργίας κατώτερων επιπέδων οργάνωσης καταλήγει στην εμφάνιση φαινομένων που
φυσιολογικά απουσιάζουν. Αυτή θεωρείται σύμφωνα με τον Jackson ως θετική συμπτωμα-
τολογία, και επομένως προτείνεται μία χρονολογική και αιτιολογική σχέση μεταξύ αρνητι-
κής και θετικής ψυχοπαθολογίας, με την πρώτη να προηγείται της δεύτερης αλλά και να την
προκαλεί (Ουλής και συν., 2005).
Ο Bleuler (1908) στο έργο του Dementia Praecox or the Group of Schizophrenias δε
χρησιμοποίησε ποτέ το όρο «αρνητικό σύμπτωμα», ωστόσο αποδίδει σε αυτά τα συμπτώμα-
τα πυρηνική υπόσταση για την σχιζοφρένεια και επιφυλάσσει για τις παραληρητικές ιδέες
και τις ψευδαισθήσεις δευτερεύοντα ρόλο, ενώ ο Pinel ήδη από το 1801 αναγνωρίζει θετικά
ή αρνητικά χαρακτηριστικά της ψυχικής νόσου (Κay, 1991).
Ο John Russell Reynolds (1828-1896) γενικεύει τη διπολική διάκριση μεταξύ των
κλινικών εκδηλώσεων όλων των νόσων, θεωρώντας και αυτός ως αρνητικά τα συμπτώματα
που προκύπτουν από την καταστροφή ενός οργάνου ενώ θετικά εκείνα τα συμπτώματα που
προκύπτουν από ανατομική ή λειτουργική αύξηση του οργάνου ή της υπεύθυνης λειτουργί-
ας. Η συνέπεια της πρότασης του Reynolds, σε αντίθεση με τον Jackson, είναι ο αιτιολογι-
κός και χρονολογικός διαχωρισμός των δύο τάξεων συμπτωμάτων (Ουλής και συν., 2005).
Στο παρόν, συνεχίζεται η έρευνα αλλά και η επιστημονική ζύμωση για τη σχέση με-
ταξύ θετικής και αρνητικής κλινικής ψυχοπαθολογίας στις σχιζοφρένειες.

24
Οι Strauss, Carpenter & Bartko το 1974 (υιοθετώντας την ορολογία του Jackson) δι-
ατυπώνουν την παρατήρηση ότι στην συμπτωματολογία της σχιζοφρένειας μπορούν να δια-
κριθούν τουλάχιστον δύο διακριτά σύνολα συμπτωμάτων, ένα θετικό ή παραγωγικό (ψευ-
δαισθήσεις, παραληρητικές ιδέες, και αποδιοργανωμένη σκέψη) και ένα αρνητικό ή ελλειμ-
ματικό (deficit) με την έννοια της απουσίας μιας φυσιολογικής λειτουργίας (αμβλύ συναί-
σθημα, συναισθηματική απόσυρση, και γνωστική έκπτωση). Το 1985 και το 1988 ο
Carpenter διατυπώνει την άποψη ότι τα αρνητικά συμπτώματα είναι περισσότερο ένα «υπο-
λειμματικό σύνδρομο» (“deficit syndrome”) παρά μία σταθερή και ομοιογενής κατασκευή
(Kay, 1991).
Οι Ουλής και συν. (2005) παρουσιάζουν τις παρακάτω έξη υποθέσεις, όπως αυτές
διατυπώθηκαν από τους Haefner & Mauer το 1991.
Ο Crow το 1981, βασισμένος στο παραπάνω μοντέλο, διατυπώνει τη πρώτη σημα-
ντική υπόθεση υποστηρίζοντας ότι υφίστανται διακριτές νόσοι με διακριτές παθοφυσιολογι-
κές διεργασίες, η «σχιζοφρένεια τύπου Ι» με «παραγωγικά» ψυχωτικά επεισόδια, με αντα-
πόκριση στην (τότε) αντιψυχωτική φαρμακευτική αγωγή και υποτροπιάζουσα πορεία, και η
«σχιζοφρένεια τύπου ΙΙ» με αρνητική συμπτωματολογία η οποία διάγει επιδεινούμενη σε
συνεχή και όχι επεισοδιακή πορεία. Στο μοντέλο του Crow τα δύο σύνδρομα είναι ανεξάρ-
τητα και μπορούν είτε να συνυπάρχουν είτε όχι.
Οι Andreasen και Olsen διατυπώνουν το 1982 τη δεύτερη υπόθεση, προτείνοντας την
ύπαρξη ενός συνεχούς στην ψυχοπαθολογία με την αρνητική και την θετική συμπτωματολο-
γία να βρίσκονται στα δύο άκρα, ενώ ενδιάμεσα η κλινική εικόνα συνίσταται στην συνύπαρ-
ξη των δύο τύπων. Οι ανωτέρω επομένως προτείνουν μία τυπολογική εναλλακτική του μο-
ντέλου του Crow και τρεις υποτύπους σχιζοφρενειών, ενός θετικού, ενός αρνητικού και ε-
νός μεικτού, αρνητική συσχέτιση της κλινικής βαρύτητας των δύο ψυχοπαθολογικών εικό-
νων και διαχρονική σταθερότητα της κλινικής εκδήλωσης των τύπων χωρίς σημαντικές με-
ταπτώσεις ανάμεσά τους (Kay, 1991).
Ο Kraepelin θεωρείται ο «πατέρας» της τρίτης υπόθεσης (δεύτερη δεκαετία του 20ου
αι.) (χωρίς ωστόσο να χρησιμοποιεί τους όρους) σύμφωνα με τον οποίο η θετική συμπτωμα-
τολογία είναι η ενεργός φάση της σχιζοφρένειας ενώ η αρνητική συμπτωματολογία είναι η
καταλειπόμενη μετά το πέρας της αρχικής εκδήλωσης ή της υποτροπής της σχιζοφρένειας,
με τη δεύτερη να αυξάνεται χρονικά και σε βαρύτητα, με το αντίστροφο να συμβαίνει για
την πρώτη.
Ο MacKay το 1980 διατυπώνει μία διαφορετική υπόθεση σε συνάφεια με τον Crow η
οποία όμως ποτέ δεν βρήκε σημαντική υποστήριξη. Για εκείνον τα αρνητικά συμπτώματα
συνιστούν χρόνια ντοπαμινεργική υποδραστηριότητα, ενώ τα θετικά συμπτώματα προέρχο-

25
νται από επεισοδιακή ντοπαμινεργική υπερδραστηριότητα. Τα πρώτα είναι παρόντα χρονίως
στη διαταραχή εν είδη υπόβαθρου, πάνω στο οποίο επικάθονται θετικά συμπτώματα με ο-
ξεία εμφάνιση. Όπως σχολιάζει ο Kay (1991) και τα δύο μοντέλα δεν εξηγούν την συχνή
συνύπαρξη αρνητικών και θετικών συμπτωμάτων στη νόσο.
Ο Huber το 1983 διατυπώνει τη τέταρτη υπόθεση για τη σχέση των δύο τύπων της
ψυχοπαθολογίας, υποστηρίζοντας ότι η αρνητική σχιζοφρενική ψυχοπαθολογία αποτελεί τον
πυρήνα της σχιζοφρένειας ενώ θετική συμπτωματολογία είναι επιφαινόμενο, επομένως προ-
ηγείται και χρονικά της δεύτερης.
Την πέμπτη υπόθεση υποστηρίζουν οι Haefner & Mauer και οι van Kammen et al
στις αρχές της δεκαετίας του ’90, σύμφωνα με την οποία και οι δύο τύποι έχουν κοινή παθο-
φυσιολογική βάση, επομένως μεταβάλλονται και οι δύο μαζί κατά την εξέλιξη της σχιζο-
φρένειας.
Η έκτη και τελευταία υπόθεση αποτελεί ουσιαστικά τροποποίηση της προηγούμενης
και διακρίνει την αρνητική συμπτωματολογία σε πρωτογενή και δευτερογενή, με την πρώτη
να είναι αποτέλεσμα παθοφυσιολογικών διεργασιών της νόσου και τη δεύτερη να παράγο-
νται ως αντίδραση των ίδιων των ασθενών στη νόσο αλλά και από τις κοινωνικές της συνέ-
πειες για παράδειγμα ως αποτέλεσμα ιδρυματοποίησης. Στη δευτερογενή αρνητική ψυχοπα-
θολογία εντάσσονται καταθλιπτικά συμπτώματα, τα αποτελέσματα μειωμένων κοινωνικών
ερεθισμάτων αλλά και της αποφυγής των κοινωνικών επαφών για διάφορους αμυντικούς ή
άλλους λόγους. Επομένως η πρωτογενής αρνητική ψυχοπαθολογία είναι εκείνη που μετα-
βάλλεται μαζί με τη θετική συμπτωματολογία κατά τη πορεία της νόσου, ενώ η δευτερογε-
νής, όπως είναι προφανές, ακολουθεί ανεξάρτητη και επιδεινούμενη πορεία.

2.2 ΟΙ ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΘΕΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟ-


ΓΙΑΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ ΤΗΣ PANSS (POSITIVE AND NEGATIVE
SYNDROM SCALE)
Παρακάτω αναφέρονται κάποιες από τις κλίμακες που εκτιμούν συμπτωματολογία
στη σχιζοφρένεια, αφορούν στα θετικά και αρνητικά συμπτώματα, χωρίς όμως πλήρη αντι-
στοιχία (οι βιβλιογραφικές αναφορές, πλην άλλης διευκρίνισης, ο.α. στο Μπότσης και συν.,
2005). Αυτές είναι η KMS (Krawiecka-Manchester Scale), η TLC (Andreasen Scale for the
Assessement of Disorders of Thought, Language, and Communication), η TDI (Thought
Disorder Index, Solovay et al, 1986· για την εκτίμηση της γνωστικής λειτουργίας στη σχιζο-
φρένεια και άλλες ψυχικές διαταραχές), η SANS (Scale for Assessing Negative Symptoms),
η BPRS (Brief Psychiatric Rating Scale), η NSRS (Negative Symptom Rating Scale), η QLS
(Quality of Life Scale), και η CDS (Calgary Depression Scale for Schizophrenics). Η πρώτη

26
κλίμακα που στόχευε την εκτίμηση των αρνητικών συμπτωμάτων στη σχιζοφρένεια ήταν η
EBS (Emotional Blunting Affect) (Abrahams & Taylor, 1978).
Η KMS (Krawiecka-Manchester Scale) εισήχθηκε με το 1977 (Krawiecka et al,
1977, ο.α. στο Kay, 1991), και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη Βρετανία και την υπόλοιπη
Ευρώπη. Σημαντικά για τη χρήση της πλεονεκτήματα ήταν τα επιχειρησιακά της κριτήρια,
καθορισμένα με επαρκή σαφήνεια. Η κλίμακα δεν αφορά σε αρνητικά και θετικά συμπτώ-
ματα, η συνέντευξη είναι σύντομη, η διαβάθμιση είναι πέντε σημείων και τα εξεταζόμενα
συμπτώματα είναι συνολικά 8. Από αυτά τα τρία είναι αρνητικού τύπου (πτωχεία λόγου, ε-
πίπεδο απρόσφορο συναίσθημα, και ψυχοκινητική επιβράδυνση) ή δευτερογενώς καταθλι-
πτικά ή και δυνητικά θετικά (Kay, 1991).
Η TLC (Andreasen Scale for the Assessement of Disorders of Thought, Language,
and Communication) αποτελεί κλίμακα αναφοράς για την εκτίμηση των διαταραχών στις
γνωστικές λειτουργίες στη σχιζοφρένεια από τη δημοσίευσή της (Andreasen 1979a· 1979b).
Η TLC παρέχει το συνδυασμό ενός πλήρους θεωρητικού υπόβαθρου και μιας μεθοδολογικά
οργανωμένης προσέγγισης, εισάγει τα συμπτώματα-λήμματα «πτωχεία λόγου» και «πτωχεία
στο περιεχόμενο του λόγου», περιγράφει και καθορίζει ποικίλες εκδηλώσεις που αφορούν
στις διαταραχές της σκέψης και της επικοινωνίας. Αποτελεί τη πρώτη προσπάθεια ποσοτικής
εκτίμησης των διαταραχών της σκέψης βασισμένης σε δομημένη συνέντευξη 45 λεπτών
(που εστιάζει αποκλειστικά στις πρόσφατες εμπειρίες και στα προσωπικά ενδιαφέροντα του
εξεταζόμενου ατόμου).
Η SANS (Scale for Assessing Negative Symptoms) (Andreasen, 1982· Andreasen &
Olsen, 1982, ο.α. στο Kay, 1991), σκοπό έχει τη καλύτερη εκτίμηση των αρνητικών συ-
μπτωμάτων της σχιζοφρένειας, απαρτίζεται από πέντε υποκλίμακες συμπτωμάτων (αλογία,
επιπέδωση τους συναισθήματος, αβουλησία-απάθεια, ανηδονία-ακοινωνικότητα και διατα-
ραχές της προσοχής), που αποτελούνται από ποικίλο αριθμό συναφών συμπτωμάτων που
βαθμολογούνται από 0-5, και συνολικά είναι 30.
Η NSRS (Negative Symptom Rating Scale) προτάθηκε από τους Iager et al (1985,
ο.α. στο Kay, 1991), αποτελείται από δέκα λήμματα-συμπτώματα που συνιστούν τις εξής
τέσσερις υποκλίμακες: πορεία σκέψης, γνωστικές λειτουργίες, βούληση και συναισθηματική
διακύμανση-απαντητικότητα. Κάθε λήμμα βαθμολογείται από 0-6, αφού προηγείται βραχεία
ημιδομημένη συνέντευξη, αλλά σύμφωνα με τον Kay (1991) η κλίμακα δεν επιτρέπει τη συ-
γκριτική αξιολόγηση των άλλων συνιστωσών της ψυχοπαθολογίας (θετικά, κατάθλιψη ή άλ-
λα) καθώς δεν προσδιορίζει επαρκώς επιχειρησιακά κριτήρια της βαθμολόγησης κατά τη
συνέντευξη.

27
Η QLS (Quality of Life Scale) των Heinrichs et al (1984, ο.α. στο Kay, 1991), περι-
λαμβάνει 21 λήμματα η αξιολόγηση των οποίων γίνεται με ημιδομημένη συνέντευξη διάρ-
κειας 45 λεπτών με ένα εύρος επτά σημείων (0-6) με αντίστροφη βαρύτητα, βασίζεται στην
αξιολόγηση του υπολειμματικού συνδρόμου της σχιζοφρένειας. Περιλαμβάνει τέσσερις βα-
σικές κατηγορίες στοιχείων που περισσότερο αφορούν στη κοινωνικότητα, την επαγγελμα-
τική απασχόληση και τη συμπεριφορά παρά αυτή καθ’ αυτή τη ψυχοπαθολογία: (1) Διαπρο-
σωπικές και Κοινωνικές Σχέσεις (Interpersonal Relations), (2) Εργασιακοί και άλλοι Ρόλοι
(Instrumental Role), (3) Ενδοψυχικές Θεμελιώδεις Εφεδρείες (Intrapsychic Foundations) και
(4) Συνήθεις Κοινωνικές Δραστηριότητες (Common Objects and Activities). Ο Kay (1991)
αποδίδει στην QLS ασθενή επιχειρησιακά κριτήρια και έλλειμμα στην σύγκριση με άλλες
πλευρές της σχιζοφρένειας.
Η CDS (Calgary Depression Scale for Schizophrenics) (Addington et al, 1990) δημι-
ουργήθηκε για την εντόπιση καταθλιπτικής συνιστώσας στη σχιζοφρένεια, και αποτελεί
προϊόν της PSE (Present State Examination) (Wing et al, 1974) και της HDRS (Hamilton
Depression Rating Scale) (Hamilton, 1967). Η διάκριση της καταθλιπτική συμπτωματολογί-
ας από τα αρνητικά συμπτώματα και τις εξωπυραμιδικές παρενέργειες είναι ουσιώδης για
την εννοιολογική απόδοση της αρνητικής συμπτωματολογίας και ότι αυτή μπορεί να συνε-
πάγεται. Η CDS αποτελείται από 9 λήμματα που εκφράζονται ως ερωτήσεις (κατάθλιψη,
απελπισία, υποτίμηση εαυτού, ιδέες συσχέτισης ή επίδρασης ενοχικής ποιότητας, ενοχή, κα-
τάθλιψη πρωινής κορύφωσης, πρώιμη αφύπνιση, αυτοκτονικότητα, και καταθλιπτικό συναί-
σθημα μεταβιβαζόμενο κατά την συνέντευξη) που βαθμολογούνται με τετράβαθμη κλίμακα
(0-3). Σύμφωνα με τους Μπότση και συν. (2005) η CDS είναι ικανοποιητικά αποτελεσματι-
κή για το σκοπό που σχεδιάστηκε, με μεγαλύτερη όμως εξειδίκευση στη διάκριση των κατα-
θλιπτικών συμπτωμάτων από τις εξωπυραμιδικές παρενέργειες από τη διάκριση τους από τα
αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας.
Οι Μπότσης και συν. (2005) διατυπώνουν την άποψη ότι η PANSS καλύπτει το κενό
που οι προαναφερθείσες κλίμακες άφηναν και σαφώς περιλαμβάνει όλο το φάσμα των σχι-
ζοφρενικών συμπτωμάτων.

28
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

1. Η ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΩΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙ-


ΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ

1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στη σχιζοφρένεια, στις ψυχώσεις, αλλά μάλλον και στις άλλες ψυχοπαθολογικές ο-
ντότητες γενικά, προσιδιάζει ένα πολυπαραγοντικό και πολυγονιδιακό αιτιολογικό μοντέλο.
Έχει επίσης παρέλθει από καιρού η τάση να γίνονται οι γονείς (και κυρίως όπως θα φανεί
παρακάτω η μητέρα) αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα προβλήματα που θα παρουσιάσει ένα
άτομο στη μετέπειτα ζωή του. Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο τρόπος με τον οποίο ανατρέφουν τα
παιδιά τους οι γονείς συμβάλλει σε άλλοτε άλλο ποσοστό, όπως άλλωστε και πληθώρα άλ-
λων περιβαλλοντικών παραγόντων, στην εμφάνιση κάποιου τύπου ψυχοπαθολογίας.
Συζητώντας για την αιτιολογία των ψυχιατρικών διαταραχών, προκύπτει συχνά η ε-
ντύπωση ότι για κάποιες από αυτές θα μπορούσε να ανιχνευθεί η αιτία, προοπτική μάλλον
αδύνατη. Ακόμα και απλά φυσικά φαινόμενα είναι αποτέλεσμα πολλαπλώς διαπλεκομένων
συνθηκών και περιστάσεων. Ο φιλόσοφος Ted Honderich, στο βιβλίο του How Free are
You?: The Determinism Problem, το 1993, χρησιμοποιεί το παράδειγμα του σπίρτου. Ένα
σπίρτο για να ανάψει θα πρέπει να το τρίψουμε σε μία αδρή επιφάνεια ασκώντας κάποια εν-
δεδειγμένη πίεση. Το σπίρτο όμως θα πρέπει να πληροί κάποιες προδιαγραφές χημικής σύ-
στασης και επίσης θα πρέπει να είναι στεγνό, άρα να ήταν κάπου ανάλογα αποθηκευμένο.
Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε ως εδώ; Θα μπορού-
σαμε να επιλέξουμε να επεξηγήσουμε την ανάφλεξη του σπίρτου με όρους του τρόπου που
είναι κατασκευασμένο και σχεδιασμένο, ή με όρους των πράξεων του ατόμου που το κράτη-
σε στο χέρι. Αντί όμως να επιλέξουμε και να προκρίνουμε μία τάξη παραγόντων ως προε-
ξάρχουσα, είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενός τρόπου ταξινόμησης αυτών των διαφορετι-
κών αιτιολογικών γεγονότων και των σχέσεων μεταξύ τους (Bentall, 2003).
Παρακάτω, αντί άλλης συζήτησης, επιλέχθηκε να παρουσιαστούν ένα ιστορικό στοι-
χείο, μία θεωρητική πρόταση και ένα εργαστηριακό ζωικό μοντέλο, που υποδεικνύουν τη
σχέση μεταξύ των συνθηκών ανατροφής και της εμφάνισης ψυχοπαθολογίας.

1.2 Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ SCHREBER


Παρακάτω θα παρουσιαστούν κάποιες λεπτομέρειες από τη παιδική ηλικία ενός από
τους πλέον διάσημους ασθενείς στην ιστορία της Ψυχιατρικής, του δικαστή Schreber, σε μία

29
προσπάθεια να αποδοθεί μία πληρέστερη εικόνα του ανθρώπου και της ψυχικής διαταραχής
του (Bentall, 2003).
Ο δικαστής Daniel Paul Schreber γεννήθηκε το 1842. Το 1884, σε ηλικία 42 ετών,
μετά την αποτυχία του να εκλεγεί στη Reichstag, τη γερμανική Βουλή, εμφανίζει την πρώτη
του «νευρική κατάρρευση». Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για αυτό το πρώτο επεισόδιο
εκτός από το γεγονός ότι ο ψυχίατρος που τον φροντίζει είναι ο Καθηγητής Paul Flechsig.
Αυτό το πρώτο επεισόδιο κλείνει μετά από έξη μήνες και εκείνος επιστρέφει στη φυσιολογι-
κή ζωή του. Όταν μετά από οκτώ χρόνια διορίστηκε Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου
της Σαξωνίας, ο δικαστής, σε ηλικία 51 ετών, εμφανίζει μία δεύτερη «νευρική κατάρρευση».
Μία νύχτα αρχίζει να αναρωτιέται το πώς μπορεί να αισθάνεται μία γυναίκα κατά τη διάρ-
κεια της σεξουαλικής πράξης. Ο δικαστής κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ασθένειας,
που διήρκεσε εννέα έτη, αναπτύσσει ένα εκτεταμένο σύστημα παραληρητικών ιδεών, συγ-
γράφει και ένα βιβλίο με τίτλο Τα Απομνημονεύματα ενός Νευροπαθούς (“Denkwürdigkeiten
eines Nervenkranken”). Το βιβλίο αυτό εκδίδεται το 1902, μετά το εξιτήριό του από το νο-
σοκομείο με δικαστική απόφαση, μετά από 9 έτη νοσηλείας. Για να ολοκληρωθεί η εικόνα
της ζωής του άτυχου δικαστή, να αναφερθεί ότι στα 55 του παρουσιάζεται ένα τρίτο επεισό-
διο της διαταραχής, μετά από ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο της συζύγου του, και εκεί-
νος καταλήγει σε μία αποδιοργανωμένη κατάσταση με ελάχιστη επικοινωνία ως το τέλος της
ζωής του. (Liddle, 2001).
Το βιβλίο αυτό του δικαστή, έμελλε να τον κάνει έναν από τους πλέον συζητημένους
ασθενείς στην ιστορία της Ιατρικής. Η περιγραφή του ξεκινά με υποχονδριακές ιδέες όπως
ότι ο εγκέφαλός του μαλάκωνε, αποσυντίθετο και ότι ο ίδιος είχε προσβληθεί από πανώλη.
Οι ιδέες αυτές εξελίχθηκαν στη πεποίθηση ότι ο γιατρός του (ο Καθηγητής Flechsig) τον
μετέτρεπε σταδιακά σε γυναίκα με απώτερο σκοπό να τον χρησιμοποιήσει σεξουαλικά, και
στη συνέχεια πήραν τη μορφή ενός σύνθετου θεωρητικού συστήματος. Σύμφωνα με αυτό:
τα νεύρα στον εγκέφαλο του δικαστή που βρίσκονταν σε κατάσταση υψηλής διέγερσης έλ-
κυαν «ακτίνες» από το Θεό που επέφεραν σειρά από «θαύματα», τα οποία τελικά θα θηλυ-
κοποιούσαν το σώμα του και θα επήγαγαν μία κατάσταση «λαγνείας». Ο δικαστής πίστευε
ότι η διεργασία αυτή θα αποκορυφωνόταν σε μία κατάσταση παραδείσιας ευτυχίας που θα
επιστεγαζόταν με τη συμφιλίωση με το Θεό. Ένα ιδιαίτερο σημείο της αυτοβιογραφικής πε-
ριγραφής του δικαστή είναι κάποια φανταστικά γεγονότα όπου για παράδειγμα συνέβαιναν
«θαύματα του θερμού και του ψυχρού», όπου το αίμα του κατευθυνόταν σε διάφορα σημεία
του σώματος, ή υπήρχε μία «μηχανή σύνθλιψης του κρανίου» με την οποία «μικροί διάβο-
λοι» πίεζαν το κεφάλι του (Bentall, 2003). Ο δικαστής επίσης πίστευε ότι η αποστολή του

30
ήταν να λυτρώσει τον κόσμο και να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στη χαμένη του κατάστα-
ση παραδείσιας γαλήνης (Liddle, 2001).
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή, καθώς το συγκεκριμένο βιβλίο πέφτει στα χέρια
του Freud, και εκείνος αναλύει τις παραληρητικές ιδέες του δικαστή, χωρίς ωστόσο οι δύο
άνδρες να συναντηθούν ποτέ.
Δεν είναι αρκετά γνωστά κάποια στοιχεία για τον πατέρα του δικαστή. Ο Αμερικα-
νός ψυχαναλυτής W. Niederland, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’50, θεωρώντας ότι ο Freud
είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι οι παρανοϊκές ιδέες του δικαστή σχετίζονταν με την οικογέ-
νεια και ειδικότερα τον πατέρα του, διεξήγαγε μία σχετική έρευνα. Όπως αποκαλύφθηκε, ο
γιατρός Schreber ήταν ένας αρκετά διάσημος γιατρός της εποχής του, με ιδιαίτερο ενδιαφέ-
ρον στη διαπαιδαγώγηση. Υπήρξε μάλιστα και συγγραφέας βιβλίων που διέδιδαν τις ιδέες
του, τα οποία είχαν αρκετά ευρεία αναγνωσιμότητα την εποχή του. Ο γιατρός Schreber πί-
στευε ότι τα παιδιά θα έπρεπε να μαθαίνουν να τηρούν άκαμπτες στάσεις όταν κάθονταν,
όταν περπατούσαν αλλά και όταν βρίσκονταν στο κρεβάτι για ύπνο, και για το σκοπό αυτό
είχε εφεύρει μία ολόκληρη συλλογή από ιδιόρρυθμες μηχανές για να «υποβοηθούνται» τα
παιδιά να παίρνουν τις επιθυμητές στάσεις. Υπήρχαν λοιπόν μηχανές που, εν είδη κηδεμό-
νων, «βοηθούσαν» π.χ. τα παιδιά να είναι ευθυτενή όταν έτρωγαν, (μία ράβδος βιδωμένη
στο τραπέζι μπροστά από το παιδί που εκτεινόταν μέχρι το σαγόνι του και εκεί δενόταν με
ένα δερμάτινο λουρί). Ο γιατρός Schreber, μεταξύ των άλλων συσκευών του, είχε προτείνει
και εφαρμόσει την καθήλωση για λόγους ασφάλειας του παιδιού στο κρεβάτι του με ειδικά
σχεδιασμένους ιμάντες· ένα ιμάντα στο ένα άκρο δεμένο στα μαλλιά του παιδιού και στο
άλλο στο εσώρουχό του, έτσι ώστε να τραβιούνται τα μαλλιά του παιδιού όταν το κεφάλι
του δεν ήταν ίσιο, με στόχο να μάθει το παιδί να κρατά το κεφάλι του σε συγκεκριμένη θέ-
ση· καθώς και ένα σύστημα από ιμάντες που δένονταν ως κράνος στο κεφάλι και στο σαγό-
νι του παιδιού με σκοπό να διασφαλιστεί η σωστή ανάπτυξη της σιαγόνας και των δοντιών
του. Σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς (Bentall, 2003), η παραληρητική ιδέα του «θαύματος
της συμπίεσης του θώρακα» καθώς και η ιδέα της «μηχανής σύνθλιψης του κρανίου», που
αναπτύσσει ο υιός Schreber, θα μπορούσε να σχετίζεται με τη πιθανή συνήθη τακτική του
πατέρα Schreber να εφαρμόζει την παραπάνω διαπαιδαγώγηση και σε εκείνον.
Στην περιγραφή των πιθανών αντιξοοτήτων της παιδικής ηλικίας του δικαστή
Schreber είναι προφανής η λογική ανάγκη να συσχετιστούν αυτές οι πρώιμες ή μετέπειτα
εμπειρίες με την εμφάνιση της συγκεκριμένης ψυχοπαθολογίας του.

31
1.3 ΕΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΔΕΣΗ ΓΟΝΕΪΚΗΣ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ
ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ C. PERRIS
Όπως φαίνεται και από το πρώτο τμήμα αυτού του πονήματος που αφορά στην αιτι-
ολογία της σχιζοφρένειας, αλλά και από θεωρητικές και ερευνητικές διεργασίες που ξεκι-
νούν από τις αρχές του εικοστού αιώνα με τον Adolf Meyer (1915, ο.α. στο Perris, 1988), η
απλή γραμμική αιτιολογική σχέση μεταξύ ενός μονήρους παράγοντα από τη μια και σύνθε-
των ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων μέσω επαγωγικής λογικής, είναι αβάσιμη, ενώ όλο και
συχνότερα επιστρατεύονται σύνθετα πολυπαραγοντικά μοντέλα για να εξηγήσουν με περισ-
σότερη εγκυρότητα σύνθετα φαινόμενα ψυχοπαθολογίας.
Η έννοια της «ατομικής ευαλωτότητας» (individual vulnerability) είναι κεντρικής
σημασίας σε όλα τα μοντέλα ανάπτυξης ψυχοπαθολογίας. Ο C. Perris και η ερευνητική ομά-
δα του, έχουν προτείνει ένα σύνθετο θεωρητικό πλαίσιο με κεντρική έννοια την ευαλωτότη-
τα. Στην ανάπτυξη της ευαλωτότητας συνεισφέρουν, μέσω σύνθετης διαντίδρασης, πολιτι-
σμικές, βιολογικές, και ψυχοκοινωνικές μεταβλητές, αλλά και η αδιάλειπτη αλληλεπίδραση
του ευάλωτου ατόμου και του περιβάλλοντός του. Η ευαλωτότητα του ατόμου είναι εξελισ-
σόμενη χρονικά, και καθοδηγείται ακριβώς από την προαναφερθείσα διαντίδραση ενώ η ε-
ξέλιξη διαρκεί δια βίου. Η επίδραση των τραυματικών γεγονότων είναι διπλή, καθώς δυνη-
τικά ενισχύουν την ευαλωτότητα ή την άμυνα έναντι περαιτέρω αντιξοοτήτων. Η κατεύθυν-
ση της επίδρασης εξαρτάται από ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες του ατόμου.
Στο μοντέλο του Perris τα βρέφη δεν θεωρούνται παθητικοί αποδέκτες εξωτερικών
ερεθισμάτων. Στο σημείο αυτό οι θέσεις του Perris συντείνουν με τις αντίστοιχες των θεω-
ρητικών της Προσκόλλησης, και το παιδί θεωρείται κεντρικής σημασίας ενεργό πρόσωπο.
Μία ομάδα παραγόντων που επηρεάζουν τη στάση ανατροφής των γονέων αφορούν
στο παιδί, είτε πρόκειται για χαρακτηριστικά του ταμπεραμέντου του, είτε πρόκειται για άλ-
λες καταστάσεις, για παράδειγμα, ελλείμματα που προδιαθέτουν σε σωματική νόσο.
Άλλος δυνητικός παράγοντας που εκκινείται από το παιδί είναι κάποιου τύπου δια-
στρέβλωση στην επικοινωνία των συναισθημάτων που προδιαθέτει στη κακοποίηση ή πα-
ραμέληση εκ μέρους του φροντιστή (παρεμβαίνοντας στην αμοιβαία εμπλοκή).
Δημογραφικοί παράγοντες, όπως ο αριθμός, η σειρά της γέννησης και το φύλο των
παιδιών φαίνεται να επηρεάζουν τις στάσεις ανατροφής των γονέων. Υπάρχουν παλαιότερες
μελέτες που προσφέρουν ενδείξεις πχ, ότι οι γονείς διακρίνουν συμπεριφορικά το πρώτο με
το δεύτερο παιδί καθώς με το δεύτερο είναι περισσότερο χαλαροί, συνεπείς και λιγότερο τι-
μωρητικοί, ή μειώνουν το χρόνο που περνούν διαντιδρώντας με το δεύτερο παιδί, ειδικά αν
αυτό είναι κορίτσι, οι οποίες είναι ελκυστικές λογικά αλλά δεν έχουν επαναληφθεί από επό-
μενες μελέτες.

32
Η σχέση μεταξύ της επαύξησης της ευαλωτότητας στα τραυματικά γεγονότα και της
αρνητικής γονεϊκής συμπεριφοράς υποδεικνύεται σε πολλές μελέτες. Η ανωτέρω σχέση και
οι πιθανές προεκτάσεις της συνεχίζεται να μελετάται με πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα (Read
et al, 2005).
Το μοντέλο του Perris προτείνει ότι η ατομική ευαλωτότητα υπόκειται στην επίδρα-
ση κοινωνικής φύσης παραγόντων και ψυχολογικών παραγόντων. Κοινωνικής φύσης παρά-
γοντας είναι το δίκτυο των υποστηρικτικών κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσει το άτομο,
και το οποίο δρα δυνητικά προστατευτικά έναντι της τοξικής δράσης των στρεσσογόνων γε-
γονότων. Η ανυπαρξία ενός τέτοιου δικτύου δυνητικά αυξάνει την ευαλωτότητα (ιδιαίτερα
για την εμφάνιση καταθλιπτικής νόσου). Ενδεικτικά, ο G.W. Brown (1989, ο.α. στο Perris,
1994a), κάνει αναφορά στη σχέση μεταξύ ανεπαρκούς κοινωνικής υποστήριξης και πρώιμων
αντίξοων και ανεπαρκών συμπεριφορών γονεϊκής ανατροφής. Ενώ, περαιτέρω, οι Parker et
al (1992), σε ανασκόπηση, επισημαίνουν τη σχέση (περισσότερο σε γυναίκες) μεταξύ μιας
αίσθησης ελλείμματος στοργής κατά την ανατροφή με ένα έλλειμμα σε διάχυτες κοινωνικές
σχέσεις. Νωρίτερα, οι Flaherty & Richman (1986, ο.α. στο Perris, 1994a) διαπιστώνουν ότι
τα άτομα εκείνα που χαρακτήρισαν τους γονείς τους ως άτομα με αυξημένη συναισθηματική
έκφραση, είχαν και υψηλές μέσες τιμές συνολικής κοινωνικής υποστήριξης αλλά και μη οι-
κογενειακών σχέσεων.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό μιας ψυχοπαθολογικής διαταραχής, η πορεία
και η έκβασή της και κατά συνέπεια η ανταπόκριση στη θεραπεία, σύμφωνα με το μοντέλο
του Perris, αλληλεξαρτάται από την ατομική ευαλωτότητα, πάντα μέσα από τη διαντίδραση
με τους άλλους καθοριστικούς παράγοντες (κοινωνικοί, ψυχολογικοί, βιολογικοί) στους ο-
ποίους εντάσσεται και η γονεϊκή ανατροφή (δείτε και στο κεφάλαιο Ι.3.3.3 του ειδικού μέ-
ρους). Υπάρχει σημαντικός αριθμός μελετών σε ποικίλα κλινικά δείγματα, στις οποίες υπο-
δεικνύεται κάποια σχέση μεταξύ πρώιμων εμπειριών ανατροφής και έκβασης θεραπείας, αλ-
λά και άλλων παραμέτρων.
Το πλαίσιο που περιγράφεται παρακάτω δίνει επίσης έμφαση στις γνωστικές διεργα-
σίες (Perris 1994a· 1988).
Ως ατομική ευαλωτότητα ορίζεται η συνισταμένη της συνεχούς διαντίδρασης μεταξύ
των αμετάβλητων βιολογικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του ατόμου και των
σχετικά αμετάβλητων δυσλειτουργικών σχημάτων του εαυτού (self-schemata). Τα σημαντι-
κότερα αυτών των σχημάτων του εαυτού είναι εκείνα που αφορούν στην αντίληψη της αξίας
του ως άτομο, καθώς και εκείνα που αφορούν σε λειτουργικά μοντέλα (working models) των
σχέσεων του ατόμου με το περιβάλλον του. Η ατομική ευαλωτότητα «δοκιμάζεται» συνεχώς
είτε από οξέα είτε από μακροχρόνια τραυματικά και στρεσσογόνα γεγονότα, τα οποία ανά-

33
λογα με το ιδιοσυγκρασιακό νόημα που το άτομο τους αποδίδει, σύμφωνα με τα σχήματα
του εαυτού, και σε εξάρτηση από το επίπεδο της δυσλειτουργικότητάς των σχημάτων, επη-
ρεάζουν την ανάπτυξη της ψυχοπαθολογίας και την εμφάνιση συγκεκριμένων ψυχοπαθολο-
γικών εκδηλώσεων.
Η ικανότητα επεξεργασίας των πληροφοριών (information processing capacity) είναι
σημαντική συνιστώσα αυτού του θεωρητικού μοντέλου, καθώς τοποθετείται στην αρχική
βαθμίδα. Οι διαταραχές της αποτελούν μέρος των σύνθετων μοντέλων ευαλωτότητας για την
ανάπτυξη των σχιζοφρενικών διαταραχών όπως αυτό των Nuechterlein & Dawson (1984,
ο.α. στο Perris, 1988· Nuechterlein et al, 1992· 1994a· 1994b) και του Ciompi (1982· 1989,
ο.α. στο Perris, 1994a· Ciompi, 1994). Η ικανότητα αυτή βοηθά το βρέφος στην ενεργό α-
πεικόνιση του κόσμου με τη χρήση των γνωστικών σχημάτων, και την εμφάνιση της ταυτό-
τητας του εαυτού. Τα γνωστικά σχήματα είναι οι σημαίνουσες δομές κατά Lundh (meaning
structures) (ή λειτουργικά μοντέλα working models κατά Bowlby), είναι γενετικά προκαθο-
ρισμένες γνωστικές αλλά και συναισθηματικές δομές που εδράζονται στον εγκέφαλο, ανα-
πτύσσονται μέσω μηχανισμών αφομοίωσης (assimilation) και προσαρμογής (accomodation)
και περιγράφουν όλα εκείνα που σημαίνουν κάτι για το άτομο.
Οι διαταραχές, επομένως, αυτής της επεξεργασίας της πληροφορίας, συμβάλλουν
στην ανάπτυξη εκείνων που ονομάζονται δυσλειτουργικές σημαίνουσες δομές (Lundh) ή
δυσλειτουργικά λειτουργικά-επιχειρησιακά μοντέλα (Bowlby) (Perris, 1988). Επιπλέον, τα
δυσλειτουργικά σχήματα του εαυτού (self-schemata) ενισχύονται συνεχώς από μία σειρά
γνωστικών διαστρεβλώσεων, που ποικίλλουν για τις διάφορες διαταραχές και οι οποίες
δρουν ως μία αυτοεπιβεβαιωτική απόκλιση (self-confirmatory bias).
Τα λειτουργικά μοντέλα του εαυτού και του περιβάλλοντος είναι ένα σχετικά μετα-
βαλλόμενο σημείο. Η διαδικασία ανάπτυξή τους είναι η ακόλουθη.
Το βρέφος είναι εφοδιασμένο, ήδη νωρίς από την κύηση, με ατελή, γενετικά καθορι-
σμένα εγγενή νευρωνικά πρότυπα. Αυτά συνοδεύονται από προγράμματα επεξεργασίας των
πληροφοριών. Αυτά τα προγράμματα αναπτύσσονται στο χρόνο σύμφωνα με μια γενετικά
ελεγχόμενη πορεία, και παρέχουν τη δυνατότητα στο βρέφος να χειριστεί με προσαρμοστικό
τρόπο όλα τα ερεθίσματα, χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες τις οποίες προσλαμβάνει και
επεξεργάζεται. Η εξελισσόμενη ανάπτυξη αυτών των νευρωνικών δομών, αφενός εξαρτάται
από την ωρίμανση και αφορά σε ποιοτικές αλλαγές των προσχηματισμένων δομών, και αφε-
τέρου από την εμπειρία, το αποτέλεσμα δηλαδή της συνεχούς διαντίδρασης μεταξύ των με-
ταβλητών της φύσης και της ανατροφής. Επομένως, οι διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγο-
ντες επηρεάζουν δυνητικά τη νευρωνική μήτρα (neuronal matrix). Ο εγκέφαλος βρίσκεται

34
εξαρχής σε ένα συνεχή διάλογο με το περιβάλλον του, ενώ παρατηρείται παράλληλη πορεία
εξέλιξης νευρωνικών και συμπεριφορικών ακολουθιών κατά τη πρώιμη παιδική ηλικία.
Το πρόσωπο που φροντίζει το βρέφος προφανώς αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα
του περιβάλλοντος του νεογνού. Οι διαμειβόμενες διαντιδράσεις μεταξύ του φροντιστή και
του βρέφους εντάσσονται στη διεργασία της ανάπτυξης. Υποστηρίζεται ότι το βρέφος, πολύ
πρώιμα, έχει δυνατότητα να επιτελεί κάποιες αφαιρετικές γνωστικές λειτουργίες όπως να
συνοψίζει, να υπολογίζει κατά μέσο όρο, να αναπαριστά προλεκτικά τις πληροφορίες. Το
προϊόν αυτών των λειτουργιών ονομάζεται «Representations of interactions that have been
generalised» ή «RIGs» (δηλαδή αναπαραστάσεις των διαντιδράσεων που έχουν γενικευθεί)
(Stern, 1985, ο.α. στο Perris, 1994). Αυτές οι γενικευθείσες αναπαραστάσεις είναι η δομική
μονάδα των λειτουργικών μοντέλων (working models - Bowlby) και του πυρηνικού εαυτού,
και ως ενεργοποιημένη μνήμη μπορεί να είναι μέρος της βιωμένης εμπειρίας.
Στη σχέση αυτή ανταλλαγής ερεθισμάτων (μητέρα-φροντιστής, βρέφος), σημαντική
για την αρμονική ανάπτυξη του πυρήνα-εαυτού του βρέφους είναι η οριοθέτηση της αμοι-
βαίας διέγερσης. Συνθήκες που επηρεάζουν τη παρουσία και δράση του φροντιστή (κατά-
θλιψη, εχθρότητα προς το βρέφος, ανάγκη ελέγχου του, αναισθησία ή αυξημένος φόβος και
άγχος) μπορεί να οδηγούν σε παραβίαση των ορίων της διέγερσης προς τα πάνω ή κάτω, με
συνέπεια η δυναμική κατάσταση της αίσθησης ενός πυρήνα-εαυτού από το παιδί να κινδυ-
νεύει.
Από τη μία πλευρά βρίσκεται επομένως η ικανότητα του βρέφους να εκφράζει τον
εαυτό του από πολύ νωρίς, με διαβάθμιση, όπως εγρήγορση και κάποιου είδους συναισθη-
ματική εμπλοκή με τους γύρω ή απόσυρση από τον έξω κόσμο σε ηρεμία και προσαρμογή,
και από την άλλη οι πιθανές αποκρίσεις του κύριου προσώπου φροντίδας. Όπως ήδη έχει
φανεί, το θεωρητικό μοντέλο του Perris, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τη θεωρία της προ-
σκόλλησης του Bowlby.
Την εγγενή ικανότητα του βρέφους για συλλογή και επεξεργασία των πληροφοριών,
έτσι όπως παραπάνω αναφέρθηκε, διαμορφώνουν και καθορίζουν παράγοντες όπως η γενε-
τική προδιάθεση, αλλά και περιβαλλοντικές επιρροές κατά τη κύηση και μετά τον τοκετό, τα
πολιτισμικά στοιχεία, και οι εμπειρίες της γονεϊκής συμπεριφοράς ανατροφής (η ποιότητα
της προσκόλλησης, η προσαρμοστική ολοκλήρωση της διαδικασίας του αποχωρισμού -
detachment), τέλος άλλοι πιθανοί περιβαλλοντικοί παράγοντες.
Όσον αφορά στην επίδραση της ανατροφής, το μοντέλο σχηματικά προτείνει ότι:
διάφοροι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που επιδρούν στους γονείς αλλά και στο παιδί κατα-
λήγουν σε μία δυσλειτουργικού τύπου ανατροφή. Αυτή με τη σειρά της παράγει, κατά συνι-
σταμένη, γονεϊκές συμπεριφορές και στάσεις που οδηγούν σε αρνητικές εμπειρίες για το

35
παιδί, το οποίο διαμορφώνει δυσλειτουργικά σχήματα για τον εαυτό του και για τον κόσμο
γύρω του. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αυτά συνθέτουν μαζί με τα αμετάβλητα βιολο-
γικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας την ατομική ευαλωτότητα, η οποία σε αέναη δια-
ντίδραση με τα κάθε τύπου στρεσσογόνα γεγονότα συντείνει τελικά στην εμφάνιση της έκ-
δηλης ψυχοπαθολογίας. Το νόημα που αποδίδεται στα γεγονότα, μέσω συστηματικών λαθών
στην αντίληψη και την επεξεργασία, είναι μία διαδικασία που και πάλι καθορίζεται από τα
δυσλειτουργικά σχήματα του εαυτού.
Το στάδιο ανάπτυξης, κατά το οποίο μπορεί να εμφανιστούν οι διαταραχές των δια-
ντιδράσεων ενός ατόμου με τους γονείς του είναι δυνατό να είναι πολύ πρώιμο. Όσο νωρίτε-
ρα εμφανιστεί αυτή η διαταραχή, τόσο πιθανότερο είναι ότι τα σχήματα του εαυτού θα αυ-
ξάνουν σε δυσπροσαρμοστικότητα, επειδή, καθώς το άτομο θα αναπτύσσεται, οι διεργασίες
επιβεβαίωσης του εαυτού θα αποκλίνουν περαιτέρω.
Υπάρχει ωστόσο πάντα και η αντίστροφη πιθανότητα, της τροποποίησης των δυσλει-
τουργικών σχημάτων, ως αποτέλεσμα διορθωτικών εμπειριών. Δεδομένα από ποικίλες μελέ-
τες ενισχύουν το ανωτέρω μοντέλο τόσο σε δείγματα καταθλιπτικών ατόμων (πχ, Arrindell
et al, 1994), όσο και σε δείγματα εφήβων και νεαρών ενηλίκων (Perris, 1994a). Μελέτες ε-
πανειλημμένα συμπεραίνουν ότι το έλλειμμα συναισθηματικής θαλπωρής, η παρεμβατική
υπερπροστασία, και η απόρριψη ως χαρακτηριστικά της γονεϊκής στάσης ανατροφής συμ-
βάλλουν κατά πολύ στην εμφάνιση δυσλειτουργικής ψυχοκοινωνικής προσαρμογής (Perris,
1994a).
Τα πολυπαραγοντικά, διαντιδραστικά θεωρητικά μοντέλα αποτελούν τη σύγχρονη
πρόταση. Η ευαλωτότητα στις ψυχοπαθολογικές διαταραχές καθορίζεται και από τα πολλα-
πλά βιολογικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου και από την εμφάνιση των δυσλειτουργικών
σχημάτων εαυτού (ή επιχειρηματικών μοντέλων του εαυτού και του περιβάλλοντος) προς
την ανάπτυξη των οποίων συμβάλλουν τα μέγιστα οι δυσλειτουργικές πρακτικές γονεϊκής
ανατροφής. Το διαντιδραστικό μέρος του μοντέλου συνεπάγεται ότι το αναπτυσσόμενο παιδί
συμμετέχει ενεργά, είναι επομένως σε σύμπνοια με την έννοια του «αμοιβαίου ντετερμινι-
σμού» (“reciprocal determinism”) που πρότεινε ο Bandura το 1978 και συνυπολογίζει την
επιρροή που το ίδιο το αναπτυσσόμενο παιδί μπορεί να έχει στην ανατροφή του. Φαίνεται
επίσης ότι στη στάση ανατροφής ασκούνται διαγενεακές (intergenerational) επιδράσεις και
επιρροές από ευρύτερες κοινωνικές αντιλήψεις ούτως ώστε οι δυσλειτουργικοί γονείς μπορεί
να θεωρούνται ως θύματα της δικής τους ανατροφής (Perris, 1994a).

36
1.4 ΤΟ ΖΩΙΚΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΝΑ-
ΓΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΡΟΦΗΣ - VFD (VARIABLE FORAGING DEMAND
PARADIGM)
Το στρες κατά την πρώιμη φάση της ζωής κατακτά συνεχώς αναγνώριση ως ένας αι-
τιολογικός παράγοντας για την ανάπτυξη κατάθλιψης και αγχωδών διαταραχών αλλά και
άλλων ψυχικών παθήσεων στον ενήλικα. Οι σύγχρονες θεωρίες για τις ψυχικές διαταραχές
υποστηρίζουν με σαφήνεια την ύπαρξη μιας βιολογικής προδιάθεσης για ευαλωτότητα
(vulnerable biological diathesis) που προκύπτει από τη διαντίδραση μιας γενετικής προδιά-
θεσης και δυσάρεστων γεγονότων στη πρώιμη φάση της ζωής. Άλλα παραδείγματα πολυπα-
ραγοντικών νόσων και καταστάσεων είναι η παχυσαρκία, η υπέρταση, ο Σακχαρώδης Δια-
βήτης Τύπου ΙΙ, (τα τρία αποτελούν συστατικά του μεταβολικού συνδρόμου Χ), το μικρό
σωματικό ανάστημα, η καθυστερημένη διανοητική ανάπτυξη, η αρτηριοσκλήρυνση, η ινο-
μυαλγία (fibromyalgia), το σύνδρομο του ευερέθιστου έντερου, και η ημικρανία (Coplan et
al, 2004).
Η διερμηνευτική έρευνα (translational research) προτείνει ένα μοντέλο δυσμενούς
πρώιμης εμπειρίας ανατροφής σε πρωτεύοντα ζώα. Η πρόταση του παρακάτω μοντέλου δι-
ευκολύνει τη κατανόηση των αφανών διαντιδράσεων της φύσης και της ανατροφής (nature
and nurture) στα πολύ πρώιμα στάδια της ανάπτυξης και των συναισθηματικών συνεπειών
αυτών των διαντιδράσεων (Coplan et al, 2004).
Το ζωικό πειραματικό ανάλογο (paradigm) του στρες κατά τη πρώιμη φάση ζωής
που θα περιγραφεί, εφαρμόστηκε σε πρωτεύοντα ζώα στο εργαστήριο, σχεδιάστηκε από
τους Roseblum και Paully (1984, ο. α. στο Coplan et al, 2004) για τη μελέτη της επίδρασης
της διάσπασης της προσκόλλησης μητέρας-παιδιού. Οι Roseblum & Paully καταλήγουν να
συσχετίζουν την εμφάνιση συμπεριφορών στους απογόνους με το στρες που η μητέρα βιώ-
νει στα πειραματικά πλαίσια. Οι συμπεριφορές αυτές είναι: παράταση της προσκόλλησης
(clinging) στη μητέρα, τα ελάχιστα επίπεδα κοινωνικού παιχνιδιού και εξερεύνησης, τα υ-
ψηλότερα επίπεδα συναισθηματικής διατάραξης, και επαναλαμβανόμενες ενδείξεις κατά-
θλιψης κατά την εξέλιξη της παραπάνω μελέτης.
Το ζωικό πειραματικό ανάλογο ονομάστηκε Μεταβαλλόμενη Ανάγκη (Αναζήτησης)
Στη Συλλογή Τροφής (Variable Foraging Demand Paradigm-VFD) (ΜΑΣΤ). Αφορά ουσια-
στικά στη διαφοροποίηση των συνθηκών αναζήτησης και ανεύρεσης της τροφής σε καθημε-
ρινό επίπεδο για παρατεταμένο χρονικό διάστημα και χωρίς εξωτερικά εναύσματα, επομέ-
νως και απρόβλεπτα. Πρόκειται για μία πειραματική συνθήκη που έχει χρησιμοποιηθεί αρ-
κετά στη διερμηνευτική (translational) έρευνα ακριβώς για τη μελέτη της βιολογικής έκφρα-
σης της επίδρασης των πρώιμων δυσμενών εμπειριών ανατροφής. Μία προσπάθεια αναζή-

37
τησης βιβλιογραφίας με λήμμα τη «ΜΑΣΤ» απέδωσε 18 εργασίες με πρώτη την εισαγωγική
των Roseblum & Paully το 1984, και πιο πρόσφατη τη μελέτη των Coplan, Smith, Altemus,
Mathew, et al το 2006 για την επίδραση του χρόνου εμφάνισης της ΜΑΣΤ στις συγκεντρώ-
σεις στο ΕΝΥ του Παράγοντα Έκκριση Κορτικοτροπίνης (ΠΕΚ- CRF, Corticotropin-
Releasing Factor) και των κυκλοφορούντων γλυκοκορτικοειδών.
Οι Coplan et al (2004) μελέτησαν τις νευροψυχοβιολογικές επιπτώσεις σε απογόνους
μητέρων (σε πρωτεύοντα), οι οποίες, κατά την αναζήτηση της καθημερινής τροφής βρίσκο-
νται αντιμέτωπες με μη προβλέψιμες και μη συνεπείς συνθήκες όσον αφορά στην προσπά-
θεια και το χρόνο που είναι απαραίτητα, και τις συνέκριναν με τις αντίστοιχες επιπτώσεις σε
απογόνους μητέρων οι οποίες αντιμετωπίζουν συνεπείς και προβλέψιμες συνθήκες για την
ανεύρεση της τροφής. Το πρόγραμμα προμήθειας της τροφής για τις μητέρες με τη Μετα-
βαλλόμενη Ανάγκη Συλλογής Τροφής (ΜΑΣΤ) περιλάμβανε περιόδους 2 εβδομάδων όπου
ήταν εύκολο να βρεθεί φαγητό (Χαμηλή Ανάγκη Συλλογής Τροφής [ΧΑΣΤ]) σε εναλλαγή
με δύο εβδομάδες όπου η προμήθεια τροφής είναι δύσκολη, με απαίτηση περισσότερης δου-
λειάς και προσπάθειας (Υψηλή Ανάγκη Συλλογής Τροφής [ΥΑΣΤ]). Οι συγγραφείς χρησι-
μοποίησαν 12 ως 16 εβδομάδες αυτών των συνθηκών συνολικά, με έξη ως οκτώ εναλλασ-
σόμενες περιόδους 2 εβδομάδων ΧΑΣΤ και ΥΑΣΤ, ξεκινώντας πάντα με τη περίοδο ΧΑΣΤ.
Οι συγγραφείς μελέτησαν ζώα που εκτέθηκαν σε ΜΑΣΤ ή σε συνθήκες ελέγχου (control
conditions) κατά τους πρώτους 6 μήνες της ζωής τους.
Η επαναλαμβανόμενη, απότομη και προφανώς απρόβλεπτη εναλλαγή της ανάγκης
συλλογής της τροφής φαίνεται να υπερβαίνει τις ικανότητες διαχείρισης της μητέρας και, σε
ποικίλο βαθμό, φαίνεται να επάγει μία μορφή λειτουργικού συναισθηματικού αποχωρισμού
μεταξύ μητέρας και παιδιού. Ως συνέπεια, οι συγγραφείς σημειώνουν τη «μη διαθεσιμότη-
τα» (unavailability) της μητέρας προς το βρέφος της. Ακόμη και όταν υφίσταται η απάντηση
της μητέρας προς τις προσεγγίσεις του παιδιού για σωματική επαφή και ανακούφιση, το μη-
τρικό ρεπερτόριο των συμπεριφορών της διαντίδρασής της με το παιδί εμφανίζει μία ποιοτι-
κή διάσπαση όσον αφορά την εστίαση και την επιτέλεσή του. Η κρίσιμη διεργασία της «συ-
ναισθηματικής αμοιβαιότητας» (affective reciprocity) μεταξύ μητέρας και παιδιού παρεμπο-
δίζεται. Οι μητέρες που υφίστανται τη ΜΑΣΤ φαίνονται ανίκανες να αποκριθούν με επάρ-
κεια προς τις προσπάθειες των παιδιών τους να αποσπάσουν τρυφερότητα, σωματική και
κοιλιακή επαφή. Επιπρόσθετα αυτές οι μητέρες αποτυγχάνουν να εμπλακούν στα έντονα
πρότυπα αντισταθμιστικής (compensatory) συμπεριφοράς προς τα παιδιά τους που συνήθως
εμφανίζεται όταν διαταράσσεται, φυσιολογικά και για σύντομο χρονικό διάστημα, η δυαδική
σχέση τους (όπως αυτά απαντώνται τυπικά σε φυσιολογικές συνθήκες ελέγχου).

38
Οι νευροψυχοβιολογικές επιπτώσεις στους απογόνους μητέρων που εκτέθηκαν επί
μακρό σε συνθήκες ΜΑΣΤ είναι σχετικά εκτενώς μελετημένες. Τα εμπλεκόμενα συστήματα
είναι το νοραδρενεργικό, και τα συστήματα της σεροτονίνης και της ντοπαμίνης, ο άξονας
υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (ΥΥΕ) και το σύστημα του ΠΕΚ, σωματοτροπικά συ-
στήματα, και τα στοιχεία των κυτοκινών. Υπάρχουν μελέτες που παρέχουν έμμεσες αποδεί-
ξεις για υπερδραστηριότητα του διεγερτικού και δυνητικά νευροτοξικού συστήματος της
γλουταμινεργικής νευρομεταβίβασης (Coplan et al, 2004). Ένας άλλος βιολογικός δείκτης
που έχει διερευνηθεί σε πρωτεύοντα-απογόνους υπό ΜΑΣΤ είναι η κορτιζόλη και ο ΠΕΚ.
Υπάρχουν συγγραφείς που αναφέρουν ότι η ΜΑΣΤ προκαλεί ένα μωσαϊκό διαταραχών στα
ρυθμιστικά συστήματα του ΠΕΚ/ κορτιζόλης. Άλλη μελέτη διαπιστώνει σχέση του ΠΕΚ με
αύξηση στις συγκεντρώσεις της σωματοστατίνης στο ΕΝΥ. Σε μελέτες σε πρωτεύοντα (και
πάλι ανατραφέντα σε συνθήκες ΜΑΣΤ), διαπιστώνεται μία αντίστροφη σχέση μεταξύ των
μέσων συγκεντρώσεων (κατά σειρά- serial) του ΠΕΚ στο ΕΝΥ και της απάντησης της αυξη-
τικής ορμόνης στη κλονιδίνη, γεγονός που υποδεικνύει ότι η υπερέκκριση του ΠΕΚ επιδρά
αναστέλλοντας την ανάπτυξη. Οι συγκεντρώσεις του ΠΕΚ στο ΕΝΥ φαίνεται να αποτελούν
ένα κοινό σημείο για πολλαπλές συσχετίσεις, σε πληθυσμούς που ανατράφηκαν υπό ΜΑΣΤ,
υποδεικνύοντας ότι αυτό το νευροπεπτίδιο ασκεί μία τροποποιητική (modulatory) δράση-
κλειδί σε ένα εύρος βιολογικών συστημάτων, δράση που γίνεται εμφανής μετά από στρεσ-
σογόνες συνθήκες ανατροφής που ειδάλλως παραμένει άδηλος (Coplan et al, 2004). Τα ευ-
ρήματα χρήζουν ωστόσο, περαιτέρω ερμηνείας.
Οι Mathew et al (2004) προτείνουν ότι το μοντέλο της ΜΑΣΤ υποδεικνύει ότι οι
συνθήκες πρώιμου στρες (για τις μητέρες) που παρεμβαίνουν στη στάση ανατροφής, και
προκύπτουν από διαντίδραση με το περιβάλλον, μπορεί να αποδώσουν στη συμπεριφορά
των απογόνων που ανατράφηκαν υπό αυτές, ένα προφίλ κοινωνικής αναστολής εν είδη χα-
ρακτηριστικού (trait-like). Οι ίδιοι συγγραφείς παρατήρησαν διαφορές (με υψηλή στατιστική
σημαντικότητα) στην MRSI (proton magnetic resonance spectroscopic imaging) σε δύο πε-
ριοχές του εγκεφάλου, το μέσο κροταφικό λοβό (medial temporal lobe) και το πρόσθιο τμή-
μα της έλικας του προσαγωγίου (τοξοειδής δεσμίδα-anterior cingulate) (σημαντικές περιοχές
για τη ρύθμιση των συναισθηματικών εμπειριών) μεταξύ των δύο ομάδων πρωτευόντων
(Macaca radiata), μίας ομάδας μεγαλωμένων υπό συνθήκες ΜΑΣΤ και μίας ομάδας ελέγχου,
κατά προσέγγιση 10 έτη μετά την αρχική δυσμενή στρεσσογόνο ανατροφή. Τα προκαταρ-
κτικά νευροαπεικονιστικά ευρήματα προστίθενται στις αυξανόμενες αποδείξεις για νευροβι-
ολογικές και συμπεριφορικές ανωμαλίες εν είδη χαρακτηριστικών σε πρωτεύοντα που έχουν
ανατραφεί υπό συνθήκες ΜΑΣΤ.

39
Ο συμπερασματικός σχολιασμός των παραπάνω στοιχείων θα μπορούσε να έχει ως
εξής. Η δυσμενής εμπειρία κατά τη πρώιμη φάση της ανατροφής, έτσι όπως αυτή ορίζεται
σε συνθήκες ΜΑΣΤ για άτομα που ανήκουν στα πρωτεύοντα ζώα, διαμεσολαβείται πιθανόν
σε πρώτο βαθμό μέσω υπερέκκρισης του ΠΕΚ, που στη συνέχεια επιδρά (ασαφώς) αντί-
στροφα στην ανάπτυξη λαμβάνοντας μορφή μόνιμου χαρακτηριστικού (trait-like). Η ικανό-
τητα των μητέρων σε πρωτεύοντα ζώα να παρέχουν επαρκή και συνεπή ανατροφή στα βρέ-
φη τους επηρεάζεται κατά πολύ από παράγοντες ψυχοκοινωνικού στρες. Η ανάπτυξη του
ΚΝΣ των ατόμων αυτών που ανατράφηκαν από τις μητέρες τους υπό απρόβλεπτες, μετα-
βαλλόμενες συνθήκες επηρεάζεται ισχυρά και με μόνιμο τρόπο, κυρίως σε λειτουργικό επί-
πεδο μηχανισμών. Μέσα στα πλαίσια της προσπάθειας ανίχνευσης των μηχανισμών μεταβί-
βασης (από τη μητέρα στον απόγονο) έχει μελετηθεί ο κοινωνικός παράγοντας της οργάνω-
σης σε ομάδες των μητέρων στους πρωτεύοντες πίθηκους. Έγινε προσπάθεια μελέτης της
σχέσης ανάμεσα στην κοινωνική οργάνωση των ομάδων και την ενεργοποίηση του άξονα
ΥΥΕ. Ο καίριος παράγοντας που καθορίζει την αντίδραση στο στρες είναι η δυνατότητα
πρόβλεψης (predictability) ή η αβεβαιότητα των κοινωνικών διαντιδράσεων, καθώς ελλο-
χεύει πάντα ο κίνδυνος (δυνητικά θανατηφόρος) αποπομπής από την ομάδα ενός μέλους της
και η επακόλουθη έκθεσή του σε ακραίους απρόβλεπτους εξωτερικούς κινδύνους. Είναι
γνωστό ότι, για ζώα που διαβιούν σε συνεκτικές ομάδες, η αποσταθεροποίηση της ομαδικής
δομής επιφέρει μεγάλη πίεση στα μέλη τους. Αν η ομάδα διατηρήσει, παρά τις εξωτερικές
συνθήκες στρες την ιεραρχία της άρρηκτου τα επίπεδα του στρες σε όλα τα μέλη της μειώ-
νονται. Έχει διαπιστωθεί ότι η όποιας μορφής αποπομπή από κάποια ομάδα ενεργοποιεί και
σε ανθρώπους τα κέντρα και τα κυκλώματα του πόνου στον εγκέφαλο (Μ. Spitzer σε πα-
ρουσίαση στις Βρυξέλλες τον 10/05).
Η διερμηνευτική έρευνα της επίδρασης του στρες στην ανατροφή των απογόνων σε
πρωτεύοντες πιθήκους έδειξε ότι, επιδρούν και αρκετοί κοινωνικοβιολογικοί παράγοντες
στις μητέρες που βρίσκονται υπό ΜΑΣΤ, και επηρεάζουν την έκφραση της συμπεριφοράς
ανατροφής. Στη συνέχεια η επίδραση αυτή μεταβιβάζεται στα βρέφη τα οποία επιδεικνύουν
σημαντικές και διαρκείς νευροβιοσυμπεριφορικές αλλαγές. Ενδείξεις από αναλόγου σχεδια-
σμού μελέτες σε ανθρώπους, υποδεικνύουν την δυνητική επέκταση των συμπερασμάτων
(Hellhammer et al, 1997, ο.α. στο Coplan et al, 2004).

1.5 ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
Σύμφωνα με τον Perris (1994a), οι μελέτες που προσπαθούν να συνδέσουν τη γονεϊ-
κή συμπεριφορά ανατροφής με την εμφάνιση ψυχοπαθολογίας παρουσιάζουν μία σειρά με-
θοδολογικών αδυναμιών. Αυτές ξεκινούν από τον ορισμό των μεταβλητών αυτής της συ-

40
μπεριφοράς, τον τρόπο που αυτές χρησιμοποιήθηκαν περιορίζοντας τις πολλαπλές διαστά-
σεις της ανατροφής, καθώς και τις πιθανές αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Φαίνεται επίσης
να λείπει ένα γενικά αποδεκτό θεωρητικό πλαίσιο που να περιλαμβάνει τους πιθανούς μηχα-
νισμούς με τους οποίους η ανατροφή υπό δυσλειτουργικές γονεϊκές στάσεις μετατρέπεται σε
ψυχοπαθολογία γενικά.
Φαίνεται ωστόσο αρκετοί συγγραφείς να θεωρούν ότι δεν υφίστανται επαρκή στοι-
χεία για να αποδώσει κανείς σε διαστρεβλωμένες ερμηνείες τις αναδρομικές αναφορές των
ασθενών σε αρνητικές πρώιμες εμπειρίες ανατροφής (Brewin, Andrews & Gotlib, 1993).

41
2. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗ ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΝΑΤΡΟΦΗ

2.1 ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΩΝ ΩΣ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80


Υπάρχουν ασφαλώς παλαιότερα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν για ερευ-
νητικούς σκοπούς, χωρίς ωστόσο να είναι σταθμισμένα, όπως για παράδειγμα η σειρά των
40 ερωτήσεων που χρησιμοποίησε ο Strecker το 1946 για να αποτιμήσει το φαινόμενο
«Momism».
Ο Parker (1983b) παρέχει μία σύντομη ανασκόπηση ερωτηματολογίων που εμφανί-
στηκαν έως τότε. Η πρώτη σταθμισμένη κλίμακα που αποτιμούσε γονεϊκές συμπεριφορές
αναπτύχθηκε το 1941 από τον Champney. Της δόθηκε το όνομα Fels Scales, σχεδιάστηκε
για την περιγραφή των σχέσεων γονέα-παιδιού στο σπίτι, και απαιτούσε διάρκεια 4 ωρών
περίπου. Περιλάμβανε 30 υποκλίμακες όπως «το παιδί επίκεντρο του σπιτιού», «η αυστηρό-
τητα των περιορισμών», «το γενικό χαΐδεμα», και «η γενική προστατευτικότητα», όροι που
σαφώς θυμίζουν υπερπροστασία. Η κλίμακα απαιτούσε την χρήση της από πεπειραμένο
βαθμολογητή, ενώ μία παραγοντική ανάλυση του Roff (1949) απέδωσε επτά παράγοντες
μεταξύ των οποίων τους: Έγνοια για το Παιδί (Concern for the Child), Δημοκρατική Καθο-
δήγηση (Democratic Guidance), Ανεκτικότητα (Permissiveness).
Ο Becker σε διάφορες μελέτες μεταξύ ’50 και ’60 χρησιμοποίησε κάποια λήμματα
από τη Fels Scales μαζί με άλλα για την ταυτοποίηση μεταβλητών της συμπεριφοράς ανα-
τροφής του γονέα που είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη του παιδιού. Σε παραγοντική ανάλυ-
ση που διενεργήθηκε στις μεταβλητές της πατρικής και μητρικής συμπεριφοράς αυτών των
σύνθετων κλιμάκων προέκυψαν πέντε παράγοντες όπως: «Ανεκτικότητα έναντι Αυστηρότη-
τας» (Permissiveness-Restrictiveness), «Άγχος για την Ανατροφή του Παιδιού έναντι Αδια-
φορίας» (Child-Rearing Anxiety- Unsolicitousness). Ο Becker σε ανασκόπηση όλων των
δικών του μελετών αλλά και άλλου υλικού (1964), κάνει την πρόταση ότι η γονεϊκή συμπε-
ριφορά μπορεί να αναπαρασταθεί από ένα τρισδιάστατο μοντέλο, δηλαδή μία διάσταση
θαλπωρή έναντι εχθρικότητας, ανεκτικότητα έναντι αυστηρότητας- περιορισμού, και τέλος
μία διάσταση αγχώδους-συναισθηματικής εμπλοκής έναντι ήρεμης αποστασιοποίησης (calm
detachment). Το μοντέλο του Becker πρότεινε μία αρνητική σχέση ανάμεσα στον «υπερ-
προστατευτικό» (υψηλή θαλπωρή και αυστηρότητα) και τον «αγχώδη, νευρωτικό» γονέα, σε
μία γενικότερη προσπάθεια να ταυτοποιήσει σημαντικά γονεϊκά χαρακτηριστικά και τη με-
ταξύ τους σχέση.
Η κλίμακα Mother-Child Relationship Evaluation δημιουργήθηκε το 1961 από τον
Roth, με 48 λήμματα που ανακλούσαν γονεϊκές στάσεις ανατροφής (και υποκλίμακες) όπως

42
η απόρριψη, η υπερβολική ανοχή (overindulgence), η υπερπροστασία, και η αποδοχή, χωρίς
ωστόσο να επιβεβαιωθεί η αξιοπιστία της.
Η κλίμακα Parent-Child Relations Questionnaire (PCR) των Roe & Siegelman
(1963), με 15 λήμματα που αντιστοιχούσαν σε 10 υποκλίμακες (αντίστοιχες με γονεϊκές
στάσεις). Η παραγοντική ανάλυση των υποκλιμάκων (και όχι των λημμάτων) της κλίμακας
απέδωσε 3 παράγοντες, ο πρώτος ήταν διπολικός και ονομάστηκε «αγάπη-απόρριψη», ο
δεύτερος επίσης με δύο πόλους ο «χαλαρότητα- απαιτητικότητα» (casual- demanding). Ο
τρίτος παράγοντας ήταν μονοδιάστατος και περιγράφηκε ως «εμφανής έγνοια για το παιδί»
(overt concern for the child).
Οι Pitfield & Oppenheim το 1964 (Holden & Edwards, 1989) παρουσιάζουν τη κλί-
μακα Maternal Attitude Inventory, με 50 λήμματα και 10 υποκλίμακες- στάσεις (πχ, Υπερ-
προστασία, Απόρριψη, Αντικειμενικότητα). Η κλίμακα απευθύνεται στους γονείς, ενώ οι
διαστάσεις της προέκυψαν από παραγοντική ανάλυση: Ακαμψία (strictness), Αποδοχή- α-
πόρριψη, Υπερπροστασία (σε δύο μορφές «κυριαρχική» και «υποτακτική») (η διαίρεση της
τελευταίας σε δύο μορφές συνάδει με τη πρόταση του Levy, 1943).
Από τους Schaefer & Bell (1958, Holden & Edwards, 1989) προτάθηκε η κλίμακα
Parental Attitude Research Instrument (PARI-IV), ένα ερωτηματολόγιο αυτοαναφοράς με
115 λήμματα που εκτιμούν τη μητρική στάση ανατροφής, και 23 υποκλίμακες (πχ, Ακαμψία,
Σύγκρουση στο Γάμο). Τα λήμματα ομαδοποιήθηκαν σε τρεις ομάδες (κυρίως με θεωρητικά
κριτήρια) τις «δημοκρατία-δυναστεία», «αποδοχή-απόρριψη», και «ανοχή-αυτονομία». Ο
Parker (1983b) αναφέρει 80 λήμματα και 14 υποκλίμακες της PARI. Ο Schaefer το 1965 α-
νέπτυξε το Children’s Report of Parental Behavior Inventory (CRPBI), βασισμένο σε ένα
κυκλικό μοντέλο (όπου η γονεϊκή συμπεριφορά αποδιδόταν από μία κυκλική σειρά γειτνια-
ζόντων κατασκευών). Η κλίμακα περιείχε 26 υποκλίμακες η παραγοντική ανάλυση των ο-
ποίων απέδωσε, μεταξύ των άλλων, τρεις ξεκάθαρα ερμηνεύσιμους παράγοντες. Ο πρώτος,
διπολικός παράγοντας ορίστηκε ως «αποδοχή-απόρριψη», ο δεύτερος, επίσης διπολικός, ή-
ταν ο «ψυχολογικός έλεγχος-ψυχολογική αυτονομία» (που προσιδίαζε στην υπερπροστασί-
α), ενώ ο τρίτος παράγοντας ήταν ο «στενός-χαλαρός έλεγχος».
Οι Raskin et al (1971) πρότειναν μία συντομότερη εκδοχή του CRPBI και προχώρη-
σαν σε παραγοντική ανάλυση (των λημμάτων αυτή τη φορά και όχι των υποκλιμάκων) κα-
ταλήγοντας και πάλι σε τρεις παράγοντες με ξεκάθαρη ερμηνεία που κάλυπταν ένα σημαντι-
κό ποσοστό της μεταβλητότητας. Ο πρώτος παράγοντας, η «θετική εμπλοκή», σε μία διά-
σταση, περιέγραφε ένα ενδιαφέρον γεμάτο αποδοχή και θαλπωρή για το παιδί και τις δρα-
στηριότητές του. Ο δεύτερος, διπολικός, παράγοντας, ο «αρνητικός έλεγχος» περιέγραφε τις
προσπάθειες του γονέα να ελέγξει τη συμπεριφορά του παιδιού με αρνητικό και επιζήμιο

43
τρόπο, ενώ ο τρίτος, μονοδιάστατος, παράγοντας, η «χαλαρή πειθαρχία», περιείχε λήμματα
που υποδείκνυαν αποδοχή της αυτονομίας του παιδιού και πειθαρχία με χαλαρούς όρους.
Οι Holden & Edwards (1989) στη μεγάλη ανασκόπησή τους για τις γονεϊκές στάσεις
ανατροφής, αναφέρουν ότι, σε μία μη εξαντλητική προσπάθεια εντόπισης ερωτηματολογίων,
στα Αγγλικά, που αφορούν στο παραπάνω θέμα έτσι όπως το εκφράζουν οι γονείς, εντόπι-
σαν, από το 1899 ως το 1986, ογδόντα τρία, ενώ μόνο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80
δημοσιεύτηκαν είκοσι ένα.
O Gerlsma (1994), σε μία ανασκόπηση της βιβλιογραφίας στις αρχές του ’90, κατα-
λήγει ότι το PBI, το CRPBI, και το EMBU είναι τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα και ψυχο-
μετρικά καλύτερα αξιολογημένα εργαλεία στο τομέα των γονεϊκών στάσεων ανατροφής,
έτσι όπως αυτές ανακαλούνται στη μνήμη από τους αποδέκτες τους.

2.2 ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ EMBU (EGNA MINNEN BETRÄFFANDE


UPPFOSTRAN - EARLY MEMORIES OF PARENTAL EDUCATION - MY
MEMORIES OF UPBRINGING)
Το 1980 (Perris, 1994a), με άρθρο τους στο περιοδικό Acta Psychiatrica
Scandinavica, με τίτλο «Development of a New Inventory for Assessing Memories of
Parental Rearing Behaviour», οι C. Perris, L. Jacobsson, H. Lindström, L. von Knorring &
H. Perris παρουσίασαν το ερωτηματολόγιο EMBU (Egna Minnen Beträffande Uppfostran-
Πρώιμες Αναμνήσεις της Γονεϊκής Ανατροφής). Το ερωτηματολόγιο μεταφράστηκε στα
Αγγλικά από τους Ross, Campbell & Clayer το 1982 (ο.α. στο Perris, 1994a), και έκτοτε,
όπως αναφέρθηκε και αλλού, θεωρείται ένα από τα τρία πλέον χρησιμοποιηθέντα παγκο-
σμίως. Μέχρι το 1994 (Arrindell et al, 1994) είχε μεταφραστεί σε εννέα ακόμα (πλην των
Σουηδικών) γλώσσες (κινεζικά, δανικά, γερμανικά, ουγγρικά, ιταλικά, ιαπωνικά, ολλανδικά,
ισπανικά) σε μελέτες σε 14 κράτη, μεταξύ των οποίων και στα Ελληνικά από τους Κοκκέβη
& Στεφανή (1988). Σε αναζήτηση στη βάση ηλεκτρονικών δεδομένων Medline, με το λήμμα
EMBU, εμφανίστηκαν 77 άρθρα, μεταξύ των οποίων μελέτες στη Ρουμανία αλλά και αλλού.
O Parker (1983b), περιγράφοντας το EMBU, σχολιάζει ότι, η αρχική εκδοχή περιείχε
λήμματα που πρότεινε ο Jacobson et al (1975). Τα λήμματα αυτά αντανακλούσαν πρακτικές
ανατροφής των παιδιών, καθώς και ιδιότητες που αναφέρουν άλλοι συγγραφείς, και τέλος
λήμματα που αντανακλούν τις Σουηδικές πρακτικές ανατροφής. Η τελική μορφή του EMBU
αποτελείται από 81 ερωτήσεις που ομαδοποιούνται σε 15 υποκλίμακες.
Οι Arrindell et al (1994), περιγράφοντας τη διεργασία από την οποία προέκυψε το
EMBU, αναφέρουν 14 a priori κατηγορίες γονεϊκής στάσης (δέκα από τις οποίες βασισμένες
στο έργο των Jacobson et al. Σύμφωνα με αυτές ένας γονέας είναι 1. κακοποιητικός (λεκτικά

44
ή σωματικά), 2. στερητικός (υλικά), 3. τιμωρητικός (υπερβολικά και αναντίστοιχα προς το
παράπτωμα), 4. ντροπιαστικός (shaming, λεκτικά ως μέσο πειθαρχίας), 5. απορριπτικός (α-
ποστέρηση πχ της αγάπης), 6. φανερή προτίμηση προς τα αδέρφια του υποκειμένου, 7. υ-
περπροστατευτικός (ενδεής και αγχώδης για την ασφάλεια του υποκειμένου με μη ρεαλιστι-
κό τρόπο), 8. υπερεμπλεκόμενος (κατ’ εντολή ικανοποίηση ή εκδραμάτιση δια της συμπερι-
φοράς του υποκειμένου καταλείποντας έλλειμμα στην μυχιότητά-privacy του), 9. ανεκτικός
(αποδοχή του υποκειμένου χωρίς σημαντικούς όρους), 10. στοργικός (εξωστρεφής έκφραση
στοργής, θαλπωρής, συναισθηματικής αποδοχής), ενώ οι Perris et al (1980) προσέθεσαν άλ-
λες τέσσερεις ιδιότητες: 11. η φανερή προτίμηση του υποκειμένου έναντι των αδερφών του,
12. προσανατολισμένος στην απόδοση (performance oriented), 13. ευοδωτικός ενοχής (guilt
engendering), 14. παρακινητικός (stimulating). Η επεξεργασία των ερωτήσεων που συγκε-
ντρώθηκαν από τη βιβλιογραφία και από άτομα με αξιόλογη κλινική εμπειρία απέδωσε 100
ερωτήσεις οι οποίες και υποβλήθηκαν σε μία μελέτη-οδηγό. Οι μετέπειτα αλλαγές κατέλη-
ξαν στην τελική μορφή των 81 ερωτήσεων ομαδοποιημένων σε 14 (συν μίας μη προσδιορι-
ζόμενης) κατηγορίες.
Η παραγοντική ανάλυση των 81 λημμάτων του EMBU διενεργήθηκε αρχικά σε ένα
δείγμα φοβικών ατόμων και κατόπιν γενικεύθηκε και σε ένα δείγμα γενικού πληθυσμού σε
μελέτες των Arrindell et al στην Ολλανδία (1983· 1984). Προέκυψαν 4 κύριοι παράγοντες-
διαστάσεις ήταν: Απόρριψη (Rejection), Συναισθηματική Θαλπωρή (Emotional Warmth),
(Υπερ)Προστασία-(Over)Protection, και η Εμφανής Προτίμηση για το Υποκείμενο
(Favouring Subject). Σε αυτούς κατανεμήθηκαν 64 λήμματα ενώ 17 δεν συντάχθηκαν σε
καμμία υποκλίμακα. Την υποκλίμακα της Απόρριψης αποτελούν 25 ερωτήσεις όπως: (6)
«Οι γονείς μου με τιμωρούσαν ακόμη και για μικρά παραπτώματα», (9) «Νομίζω ότι οι γο-
νείς μου θα με ήθελαν τελείως διαφορετικό», (10) «Όταν ήμουν παιδί συνέβαινε να με χτυ-
πήσουν ή να με μαλώσουν άσχημα μπροστά σε άλλους», (33) «Μου συμπεριφέρονταν ως το
«μαύρο πρόβατο» ή τον «αποδιοπομπαίο τράγο» της οικογένειας», (59) «Οι γονείς μου με
επέκριναν και μου λέγανε ότι είμαι τεμπέλης/α και άχρηστος/η μπροστά σε άλλους», (77)
«Έχει συμβεί οι γονείς μου να με αφήνουν να πηγαίνω για ύπνο χωρίς να έχω φάει»
(Arrindell et al, 1994).
Την υποκλίμακα της Συναισθηματικής Θαλπωρής αποτελούν 18 ερωτήσεις όπως: (2)
«Οι γονείς μου έδειχναν με λέξεις και με χειρονομίες ότι με συμπαθούν», (13) «Αν έκανα
κάτι ανόητο μπορούσα να πάω στους γονείς μου και να απαλλαγώ ζητώντας τους να με συγ-
χωρέσουν», (27) «Αισθανόμουν ότι ήταν δύσκολο να πλησιάσω τους γονείς μου», (31) «Οι
γονείς μου έδειχναν ότι ενδιαφερόταν να παίρνω καλούς βαθμούς», (48) «Οι γονείς μου με
επαινούσαν», (54) «Αν ήμουν λυπημένος/η μπορούσα να αναζητήσω παρηγοριά από τους

45
γονείς μου», (74) «Αισθανόμουν ότι ανάμεσα σε μένα και τους γονείς μου υπήρχε θαλπωρή
και τρυφερότητα», (81) «Οι γονείς μου με αγκάλιαζαν».
Την υποκλίμακα της Υπερπροστασίας αποτελούν 16 ερωτήσεις όπως: (1) «Αισθανό-
μουν ότι οι γονείς μου παρενέβαιναν σε ότι έκανα», (18) «Συνέβαινε οι γονείς μου να μου
απαγόρευαν να κάνω πράγματα που σε άλλα παιδιά επιτρεπόταν να κάνουν επειδή φοβού-
νταν ότι κάτι θα μου συμβεί», (25) «Οι γονείς μου έδειχναν λυπημένοι ή με κάποιο τρόπο
μου έδειχναν ότι δεν συμπεριφέρθηκα καλά έτσι που αισθανόμουν ενοχές», (36) «Οι γονείς
μου επέκριναν τους φίλους που ήθελα να κάνω συχνά παρέα», (51) «Συνέβαινε να αισθάνο-
μαι βάρος στη συνείδησή μου προς εκείνους επειδή συμπεριφέρθηκα με τρόπο που εκείνοι
δεν επιθυμούσαν», (66) «Συνέβαινε να εύχομαι να ανησυχούν λιγότερο οι γονείς μου για το
τι έκανα», (69) «Μου επιτρεπόταν να πηγαίνω όπου ήθελα και οι γονείς μου δεν νοιάζονταν
πολύ».
Η υποκλίμακα της Εμφανούς Προτίμησης για το Υποκείμενο περιλαμβάνει 5 ερωτή-
σεις όπως: (3) «Οι γονείς μου με κακομάθαιναν σε σύγκριση με τα αδέρφια μου», (29) «Αι-
σθανόμουν ότι οι γονείς μου με συμπαθούσαν περισσότερο από τα αδέρφια μου», (80) «Οι
γονείς έπαιρναν το μέρος μου, αντίθετα με τα αδέρφια μου, ακόμη και αν ήμουν ο ένοχος».
Το EMBU δεν βρήκε την ευρεία χρήση που είχε το PBI. Πιθανοί λόγοι ήταν ο μεγά-
λος αριθμός των λημμάτων του και γενικότερα η δυσκολία στη χρήση και την αξιολόγησή
του.

46
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

1. Η ΓΟΝΕΪΚΗ ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ


ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ

1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η γονεϊκή ανατροφή είναι ένας από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που εμπλέ-
κονται στην εμφάνιση και την πορεία της σχιζοφρένειας και των άλλων διαταραχών του σχι-
ζοφρενικού φάσματος. Η επιστημονική αναζήτηση για τον τρόπο που οι περιβαλλοντικοί
(αλλά και οι υπόλοιποι) παράγοντες κινδύνου, ενεργούν είναι σε εξέλιξη.
Για πάρα πολλά χρόνια ο ρόλος της οικογένειας, και περισσότερο, της στάσης ανατροφής
των γονέων θεωρήθηκε ως κυρίαρχης σημασίας, κυρίως στο χώρο της ψυχαναλυτικής σκέ-
ψης.
Ανάμεσα σε άλλους συγγραφείς (Ferenczi, 1929· Rosen, 1947· Menninger, 1948)
που υποστήριξαν την παραπάνω θέση, εξέχουσα μορφή κατέχει η Frieda Fromm-Reichmann
(1948). Η Reichmann διατύπωσε την άποψη ότι η γονεϊκή στάση ανατροφής, ιδιαίτερα η
στάση της μητέρας, είναι ο πρωταρχικός αιτιολογικός παράγων για την εμφάνιση της σχιζο-
φρένειας. Όπως το διατύπωσε και η ίδια (Perris, 1994b, σελ. 309) «Ο σχιζοφρενικός είναι
επώδυνα πλήρης δυσπιστίας και μνησικακίας προς τους άλλους, λόγω της σοβαρής πρώιμης
διαστρέβλωσης και απόρριψης που συνάντησε στα σημαντικά άτομα της βρεφικής και της
παιδικής του ηλικίας, κατά κανόνα, κύρια στην σχιζοφρενικογόνο μητέρα». Η άποψη που
κυριαρχεί στον ψυχαναλυτικό χώρο περί τα μέσα του εικοστού αιώνα είναι περίπου αυτή.
Σήμερα, η σημαντική προσπάθεια διαγνωστικής οριοθέτησης της σχιζοφρένειας και
ο σημαντικότατος όγκος ερευνητικού έργου έχει, προ πολλού, καταδείξει ότι δεν υφίστανται
τόσο απλές-γραμμικές αιτιολογικές σχέσεις ανάμεσα στην εμφάνιση σχιζοφρένειας και τους
δυνητικούς παράγοντες κινδύνου. Η έννοια της σχιζοφρενικογόνου μητέρας δεν ισχύει πλέ-
ον. Το ενδιαφέρον για την επίδραση στην εμφάνιση της σχιζοφρένειας των πρώιμων σχέσε-
ων με τα πρόσωπα που παρέχουν φροντίδα παραμένει ως καίριο σημείο συζήτησης. Υπάρ-
χουν παλαιότερες ανασκοπήσεις και μελέτες που έχουν ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα.

1.2 ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ-ΜΕΛΕΤΕΣ
Έχει ήδη σχολιαστεί αλλού (Κεφάλαιο ΙΙ.1.2 γενικό μέρος) η εξέχουσα θέση που κα-
τέχει η περίπτωση του δικαστή Schreber, και η ανάλυση του αυτοβιογραφικού του βιβλίου
από τον Freud, καθώς και η διερεύνηση του οικογενειακού περιβάλλοντος που ακολούθησε.

47
Ο Levy (1931· 1943, ο.α. στο Perris, 1994b) στα πρώιμα έργα του, περιγράφει ένα
πρότυπο, τη «μητρική υπερπροστασία» (“maternal overprotection”). Σ’ αυτό συγκεντρώνει
ένα σύνολο στάσεων όπως η υπερβολική (σωματική) επαφή, η παρατεταμένη παιδοποίηση
(prolonged infantilization), η αποτροπή της ανεξάρτητης συμπεριφοράς, ο έλεγχος και η υ-
περβολική κυριαρχία (overdomination). Ο συγγραφέας ενέπλεκε τη «μητρική υπερπροστα-
σία» στην ανάπτυξη νευρωτικών διαταραχών. Η προσπάθεια διερεύνησης επεκτάθηκε και
στη σχιζοφρένεια, με την έννοια της «σχιζοφρενικογόνου μητέρας» να αποτελεί ένα από τα
πλέον τοξικά προϊόντα της (Perris, 1994b).
Μία μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε σε πρώιμες μελέτες ήταν η ανασκόπηση του ι-
στορικού παιδιών που είχαν διαγνωστεί ως σχιζοφρενικά (οι μελέτες όπως αναφέρονται στο
Perris, 1994b). Το 1938 η Despert ανασκοπεί τα ιστορικά 29 σχιζοφρενικών παιδιών, και
διαπιστώνει ότι περίπου το 50% των μητέρων (που θεωρούνταν ως ο κυρίαρχος γονέας) εί-
χαν χαρακτηριστεί ως επιθετικές, υπερβολικά αγχώδεις, και υπερβολικά σχολαστικές. Οι
Clardy το 1951 και Frazee το 1953 διαπιστώνουν ότι, στις οικογένειες σχιζοφρενικών παι-
διών, κυριαρχούσαν τα χαρακτηριστικά της υπερπροστασίας και της απόρριψης. Και οι δύο
μελέτες αφορούσαν σε μικρά δείγματα οικογενειών (30 η πρώτη μελέτη, στο ήμισυ των ο-
ποίων πιστοποιήθηκε το πρότυπο). Η δεύτερη μελέτη χρησιμοποιεί ως δείγμα ελέγχου οικο-
γένειες παιδιών που είχαν διαγνωστεί με διαταραχές συμπεριφοράς. Μεγάλο δείγμα ιστορι-
κών (από 392 νοσηλευόμενους σχιζοφρενικούς ασθενείς) εξέτασε ο Wahl το 1954 και κατα-
μέτρησε το 33% εξ αυτών να έχει υποστεί απόρριψη και το 17% υπερπροστασία είτε από
τον ένα ή και τους δύο γονείς.
Μία άλλη μέθοδος ερευνητικής προσέγγισης των στοιχείων, ήταν η συνέντευξη με
τους γονείς (οι μελέτες όπως αναφέρονται στο Perris, 1994b). Οι Kasanin et al, σε άρθρο
τους το 1934 εντοπίζουν την «υπερπροστασία», ως χαρακτηριστικό της σχέσης με τους γο-
νείς τους, στο 60% 45 τυχαίων σχιζοφρενικών περιστατικών, ενώ η απόρριψη χαρακτήριζε
τις σχέσεις άλλων δύο σχιζοφρενικών ασθενών με τους γονείς τους. Σημαντική παρατήρηση
της παραπάνω μελέτης, και πιθανώς από τις πρώτες βιβλιογραφικές αναφορές, είναι η πιθα-
νότητα να συνεισφέρει και το παιδί σε μια διαντίδραση που καταλήγει στην υπερπροστατευ-
τική διεργασία. Το πρότυπο των αποτελεσμάτων της έρευνας του 1934 επαναλήφθηκε πολύ
συχνά, ενώ οι Hirsch & Leff, το 1975, σε βιβλίο τους (Abnormalities in Parents of
Schizophrenics), επισημαίνουν ότι αυτή η πρώιμη παρατήρηση έπεσε στην αφάνεια από τους
μετέπειτα ερευνητές.
Οι Gerard & Siegel, σε άρθρο τους το 1950, ανακοίνωσαν ότι βρήκαν την υπερπρο-
στασία ως κύριο χαρακτηριστικό στο 84.5 % του οικογενειακού υπόβαθρου των 71 αρρένων
σχιζοφρενικών του δείγματος της μελέτης, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για τα 30 άτομα του

48
δείγματος ελέγχου ήταν μόνο 10%. Οι παρατηρήσεις των συγγραφέων επεκτείνονται και στο
ότι το 91% των σχιζοφρενικών τους εμφάνιζε ιδιαίτερη όξυνση στη σχέση με τη μητέρα, που
είχε τα χαρακτηριστικά της υπερβολικής επαφής, χρονικής παράτασης των μητρικών λει-
τουργιών, και της σχετικής παρακώλυσης της λοιπής κοινωνικής επαφής. Καμμία ανάλογη
περίπτωση δεν εντοπίστηκε μεταξύ των ατόμων της ομάδας ελέγχου. Η κυριαρχία της μητέ-
ρας είναι και εδώ εμφανής, ενώ τα χαρακτηριστικά του πατέρα είναι αδυναμία, ανωριμότη-
τα, παθητικότητα, τάση προς σιωπή, και ανεπάρκεια στη προσαρμογή στην οικογένεια.
Η Tietze σε μία μελέτη της με μητέρες σχιζοφρενικών ασθενών το 1949, πήρε προ-
σωπικά συνέντευξη στις μητέρες 11 αρρένων και 14 γυναικών σχιζοφρενικών. Η στάση τους
προς τα παιδιά τους ήταν κυριαρχική με δύο τρόπους, είτε ανοικτά είτε κεκαλυμμένα. Επε-
κτείνει το χαρακτηρισμό των μητέρων ως υπερβολικά αγχωδών και καταναγκαστικών αλλά
και περιοριστικών στη λιβιδινική ικανοποίηση των παιδιών τους, και συμπληρώνει την εικό-
να με τη τελειοθηρία, την υπερβολική σχολαστικότητα, και την εξάρτηση από την αποδοχή
των άλλων. Η απόρριψη, όπως δηλώνει η συγγραφέας είναι πιθανότατη για τις περισσότερες
μητέρες που εξετάστηκαν, εμφανής όμως ήταν στις επτά (που κατά τα άλλα ήταν υπερβολι-
κά σχολαστικές).
Μία πολύ σημαντική μελέτη ήταν αυτή του Alanen το 1958. Ο συγγραφέας εξέτασε
προσωπικά με συνέντευξη τις μητέρες ενός δείγματος 100 σχιζοφρενικών ασθενών, των ο-
ποίων η διάγνωση ορίστηκε με τη δέουσα προσοχή. Ένα σημαντικό εύρημα ήταν ότι το 84%
αυτών εμφάνιζαν και οι ίδιες σοβαρές ψυχικές διαταραχές. Η ανάλυση της σχέσης μητέρας-
παιδιού αποκάλυψε ότι σε μία συχνότητα περίπου 85% η μητέρα προσιδίαζε σε ένα τύπο
που περιγραφόταν από κυριαρχική στάση και έλλειμμα στην κατανόηση απέναντι στο παιδί
της, ενώ σαφώς υπήρχε απουσία σεβασμού απέναντί του ως πρόσωπο.
Ο Ernst δημοσιεύει το 1956 σε γερμανόγλωσσο περιοδικό, τα αποτελέσματα της εξέ-
τασης των οικογενειακών σχέσεων ενός μικρού δείγματος 8 ασθενών του σε μία προσπάθεια
επανεκτίμησης αυτού που είχε χαρακτηριστεί ως «συνηθισμένο» οικογενειακό περιβάλλον
και διαπίστωσε ότι σχεδόν όλες αυτές οι οικογένειες παρουσίαζαν σοβαρές συγκρούσεις,
παρουσιάζοντας συμφωνία με τα αποτελέσματα της μετέπειτα μελέτης του Alanen.
Άλλη μελέτη δημοσιευμένη (Cheek, 1964) ασχολείται με τη «σχιζοφρενικογόνο μη-
τέρα». Η μέθοδος περιλάμβανε προσωπική παρατήρηση των δύο γονέων, παρατήρηση των
διαντιδράσεων μεταξύ γονέων και ασθενών, και τη συμπλήρωση ενός ερωτηματολογίου ε-
στιασμένου στην λύση προβλημάτων. Τα ευρήματα φαίνεται να διαφοροποιούν τις μητέρες
των ασθενών ανάλογα με το φύλο τους. Συγκεκριμένα, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου,
οι μητέρες των γυναικών ασθενών βαθμολογούνταν υψηλότερα στην απόσυρση, συμφωνώ-
ντας κατά τον συγγραφέα με το πρότυπο της «εχθρικά προστατευτικής» μητέρας των γυναι-

49
κών σχιζοφρενικών του Alanen, ενώ οι μητέρες των ανδρών σχιζοφρενικών βαθμολογήθη-
καν πολύ χαμηλότερα στην απόσυρση, το οποίο ερμηνεύτηκε ως σύντονο με την «κτητικά
προστατευτική» μητέρα των ανδρών σχιζοφρενικών του Alanen.
Μία άλλη πηγή στοιχείων, είναι οι αναφορές των χαρακτηριστικών των γονέων όπως
αυτά προέκυψαν από τους ίδιους τους ασθενείς κατά τη διάρκεια της θεραπείας (οι μελέτες
όπως αναφέρονται στο Perris, 1994b). Η Hajdu-Gimes (1940), περιέγραψε τις μητέρες τεσ-
σάρων σχιζοφρενικών γυναικών που είχε αναλύσει η ίδια, οι οποίες περιγράφονται ως ψυ-
χρές, αυστηρές, σαδιστικά επιθετικές, ενώ οι πατέρες ως ήπιοι, αδιάφοροι, παθητικοί. Η
συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι σχιζοφρενικοί ασθενείς έχουν γονείς «απομί-
μησης» (“imitation”) και η αγάπη που έχουν λάβει είναι «ψευδοαγάπη» (“pseudolove”) και
όχι «αυθεντική αγάπη» (“genuine love”). Επακολουθούν μελέτες που υποστηρίζουν τα συ-
μπεράσματα της Hajdu-Gimes.
Οι Schofield & Balian (1959) περιγράφουν μία συγκριτική μελέτη σχιζοφρενικών
και μη ψυχιατρικών ασθενών, και διαπιστώνουν ότι μόνο το 65% των σχιζοφρενικών από-
λαυσαν τη στοργή από τις μητέρες τους, σε σύγκριση με το 81% των άλλων ασθενών. Άλλοι
συγγραφείς (Donnely, 1960), που προσπάθησαν να αναλύσουν ποσοτικά τη συμπεριφορά
του γονέα απέναντι στο ψυχωτικό παιδί και στο μη ψυχωτικό αδερφό του στο σπίτι, κατέλη-
ξαν στο συμπέρασμα ότι η στάση των μητέρων προς το ψυχωτικό παιδί εξέπεμπε λιγότερη
συναισθηματική θαλπωρή και αποδοχή. Άλλες μελέτες πάλι, όπως εκείνη των Waxler &
Mishler (1971) απέτυχαν να επαναλάβουν το εύρημα.
Οι Reichard & Tillman (1950) παρουσιάζουν στοιχεία από 13 σχιζοφρενείς ασθενείς
τους, και καταλήγουν προτείνοντας τρεις διακριτές κατηγορίες προτύπων για τους γονείς. Το
ενδιαφέρον είναι ότι μία από αυτές αφορά στον «σχιζοφρενικογόνο πατέρα», ενώ οι άλλες
δύο είναι υποκατηγορίες της «σχιζοφρενικογόνου μητέρας». Ο πρώτος τύπος, σχετικά σπά-
νιος, είναι η μητέρα που εκφράζει ανοικτά απόρριψη και είναι ψυχρή και σαδιστικά κριτική
απέναντι στο παιδί της. Η συνεχής αντιπαράθεση της μητέρας με το παιδί, η συνεχής απόρ-
ριψη και η μη πλήρης αποδοχή του ως πρόσωπο, καταστρέφει την εμπιστοσύνη στον εαυτό
του. Ο δεύτερος και συχνότερος (κατά τους συγγραφείς) τύπος είναι μια στάση κεκαλυμμέ-
να απορριπτική. Εδώ η κυριαρχικότητα λαμβάνει τη μορφή της υπερπροστασίας, και ένα
συνεχές «κανάκεμα» αποτρέπει τα παιδιά να προχωρήσουν προς την ανεξαρτησία. Η τρίτη
κατηγορία είναι η πατρική εκδοχή της σχιζοφρενικογόνου μητέρας, με ένα πατέρα κυριαρχι-
κό, σαδιστικό, και ανοικτά απορριπτικό απέναντι στο παιδί.
Ο Rubins (1969) προτείνει ως πιθανή τη ύπαρξη ενός τυραννικού, σαδιστικού, κυρι-
αρχικού και ανοικτά απορριπτικού πατέρα, ενώ ταυτόχρονα επισημαίνει ότι πιθανώς κάποιες
από τις στάσεις που αποδίδονται στους γονείς των σχιζοφρενικών είναι ποιοτικά ίδιες με

50
στάσεις που παρατηρούνται στους γονείς νευρωτικών ασθενών, υποδηλώνοντας σαφώς ότι
πιθανώς η μεγάλη διαφορά μπορεί να έγκειται στην ευαλωτότητα του παιδιού. Οι Kohn &
Clausen δημοσιεύουν (1956) τα αποτελέσματα μελέτης με δείγμα 45 ασθενών με διάγνωση
σχιζοφρένειας κατά την πρώτη νοσηλεία τους. Η μέθοδος περιλάμβανε εις βάθος και δομη-
μένη συνέντευξη, και δημογραφικά αντίστοιχη ομάδα ελέγχου. Οι σχιζοφρενικοί ασθενείς
και των δύο φύλων απέδωσαν με μεγαλύτερη συχνότητα ρόλο εξουσίας στη μητέρα τους και
αδύναμο ρόλο στον πατέρα. Οι συγγραφείς ωστόσο τονίζουν ότι το πρότυπο μητρικής κυρι-
αρχίας (dominance) το οποίο βρήκαν δεν ήταν με κανένα τρόπο ειδικό για την σχιζοφρένεια,
σχετίζεται με κάποιο τρόπο, αλλά δε μπορεί να του αποδοθεί πρωταγωνιστικός αιτιολογικός,
για την νόσο, ρόλος.
Λίγοι είναι οι ερευνητές των πρώιμων χρόνων που ασχολήθηκαν και δημοσίευσαν
στοιχεία για τη συμπεριφορά και το ρόλο του πατέρα (οι μελέτες όπως αναφέρονται στο
Perris, 1994b). Το σύνηθες πρότυπο του πατέρα του σχιζοφρενικού ασθενή ήταν εκείνο του
παθητικού και αναποτελεσματικού ατόμου, που αδυνατούσε να εναντιωθεί στη κυριαρχία
της μητέρας. Κάποιες φορές ωστόσο χαρακτηρίστηκε ως τυραννικός ή σαδιστικός, κυριαρ-
χικός ή ανοικτά απορριπτικός. Μερικές μόνο μελέτες, μεταξύ των οποίων και η συνέχεια της
προηγούμενης (Cheek, 1965) με εστιασμό στον πατέρα του σχιζοφρενικού ασθενή, του απο-
δίδει ξεκάθαρα ευθύνη για σοβαρά διαταραγμένη και παθογόνο συμπεριφορά ανατροφής.
Άλλοτε επισημάνθηκε μία κρυφή ή ανοικτά αιμομικτική σχέση, όπως εκείνη που περιγράφε-
ται στο βιβλίο του F. Scott Fitzgerald Τρυφερή είναι η νύκτα (Tender is the Night). Ερευνητι-
κά ωστόσο δεν έχει τεκμηριωθεί διαφορά στη πατρική στάση σε συνάρτηση με το φύλο του
ασθενούς.
Εν μέσω της «βασιλείας της σχιζοφρενικογόνου μητέρας», ήδη από τα τέλη της δε-
καετίας του ’40 αλλά και μετέπειτα, μετατοπίζεται το ενδιαφέρον των ερευνητών προς την
οικογένεια ως σύνολο (οι μελέτες όπως αναφέρονται στο Perris, 1994b).
Τρεις ερευνητικές ομάδες διεξάγουν τις σχετικές έρευνες. Μία είναι η ομάδα στο
Yale University υπό τον Lidz, η δεύτερη είναι του Bateson στο Palo Alto και η τρίτη του
Wynne πρώτα στο Bethesda και αργότερα στη Νέα Υόρκη. Ερευνητές όπως ο Alanen στη
Φινλανδία, ο Ernst στην Ελβετία και ο Laing και οι συνεργάτες του στο Ηνωμένο Βασίλειο
συντάχθηκαν με αυτό το ρεύμα σκέψης.
Παρακάτω θα αναφερθούν κάποια στοιχεία από τα συμπεράσματα αυτών των ερευ-
νών.
Οι Lidz και συνεργάτες έδωσαν έμφαση στις διαταραχές ολόκληρου του συστήματος
των σχέσεων και περιέγραψε αποκλίνουσες και σχισματικές δομές της οικογένειας ως τα

51
κύρια χαρακτηριστικά που συντελούν στην ανάπτυξη της σχιζοφρένειας (Lidz et al, 1957·
Lidz, 1973).
Ο Βateson και οι συνεργάτες του εισήγαγαν την έννοια του «διπλού δεσμού»
(“double bind”) (Bateson et al, 1956), δίνοντας έμφαση στις αμφισημίες της επικοινωνίας.
Ο Wynne και οι συνάδελφοί του εισήγαγαν δύο όρους: την επικοινωνιακή απόκλιση
(communicational deviance) και την «ψευδοαμοιβαιότητα» (“pseudomutuality”) εστιάζοντας
σε ένα άμορφο και αποσπασματικό ύφος επικοινωνίας του γονέα (Wynne et al, 1979).
Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι τρεις ομάδες έρευνας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι
αποκλίνοντα πρότυπα επικοινωνίας, μη συνήθεις επικοινωνίες συναισθημάτων και ιδεών
εμφανίζονται μόνο στις οικογένειες των σχιζοφρενικών και δεν ανιχνεύονται στις οικογένει-
ες άλλων ψυχοπαθολογικών ομάδων. Αυτό το συμπέρασμα δεν υποστηρίχθηκε με συνέπεια
από άλλες ερευνητικές προσπάθειες.
Οι Singer & Wynne (1966) όπου εξετάζουν τα είδη επικοινωνίας σε γονείς φυσιολο-
γικών, νευρωτικών και σχιζοφρενικών ατόμων, με τη χρήση ενός νέου εγχειριδίου βαθμολό-
γησης του Rorschach, υπέδειξαν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αποκλίνουσας επικοινωνίας
(communication deviance) (Α.Ε) στους γονείς των σχιζοφρενικών.
Οι Hirsch & Leff ανακοινώνουν (1975), ότι το ένα τρίτο των γονέων των σχιζοφρε-
νικών εμφάνισε χαμηλές τιμές Α.Ε., ενώ ένα παρόμοιο ποσοστό γονέων νευρωτικών είχαν
υψηλές τιμές.
Οι Wynne et al (1977), προτείνουν ότι η A.E. από τη πλευρά των γονέων μάλλον
έχει προβλεπτική αξία για τη σοβαρότητα της νόσου παρά ειδικά για την εμφάνιση της σχι-
ζοφρένειας.
Η επόμενη προσπάθεια συσχέτισης της Α.Ε. που έγινε ήταν με τη διαταραχή της
σκέψης ως σύμπτωμα της σχιζοφρένειας. Οι Sass et al (1984) δημοσιεύουν τα αποτελέσματα
μελέτης όπου διερεύνησαν την γονεϊκή Α.Ε. υποδιαιρούμενη σε «αποδιοργανωμένη»
(“disorganised”) και «διφορούμενη» (“evasive”) μορφή, σε υποτύπους σχιζοφρένειας που
διαχωρίζονταν με βάση τη ποσότητα της τυπικής διαταραχής της σκέψης. Από τα αποτελέ-
σματα φάνηκε θετική συσχέτιση της Α.Ε. των γονέων με τη σοβαρότητα της διαταραχής
της σκέψης στους ασθενείς ή αντίστροφα, άρρενες παρανοϊκοί σχιζοφρενικοί ασθενείς με
περιορισμένης βαρύτητας διαταραχή της σκέψης είχαν γονείς των οποίων το επίπεδο της
Α.Ε. ήταν χαμηλότερο και σχετικά συγκρίσιμο προς εκείνο γονέων μη σχιζοφρενικών ατό-
μων της ομάδας ελέγχου.
Οι Rishovd, Rund & Blakar (1986), ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα μιας μικρής σει-
ράς παρανοϊκών και μη παρανοϊκών ασθενών. Η σοβαρότητα της Α.Ε. σχετίστηκε, και πάλι,
με τον τύπο της σχιζοφρένειας και συγκεκριμένα, οι γονείς των παρανοϊκών ασθενών εμφά-

52
νιζαν λιγότερη Α.Ε. σε σχέση με τους γονείς μη παρανοϊκών ασθενών (επομένως και μεγα-
λύτερης αποδιοργάνωσης).
Οι Doane et al δημοσιεύουν (1981) τα αποτελέσματα μίας προοπτικής μελέτης με
εφήβους υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση διαταραχών του φάσματος της σχιζοφρένειας.
Διαπίστωσαν ότι η συνύπαρξη υψηλού επιπέδου Α.Ε. και ενός παθολογικού συναισθηματι-
κού ύφους επικοινωνίας ήταν πιθανό στατιστικά να προβλέπει την ύπαρξη μιας ψυχιατρικής
κατάστασης κατά την επανεξέταση. Οι συγγραφείς συζητούν με έμφαση ότι στην ερμηνεία
των αποτελεσμάτων θα πρέπει να συνυπολογιστούν, εκτός από τα χαρακτηριστικά των γο-
νέων, και τα χαρακτηριστικά των παιδιών, καθώς και το γεγονός ότι η συνύπαρξη των δύο,
μέσω της συνεχούς διαντίδρασης, μπορεί να συμβάλλει στην παρόξυνση της παθολογίας της
οικογένειας.
Υπάρχουν και πιο πρόσφατες μελέτες που παρέχουν ενδείξεις ότι δυσμενής ανατρο-
φή μπορεί να σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο σχιζοφρένειας. Ενδεικτικά αναφέρονται οι
παρακάτω.
Οι Jones et al, (1994) διαπίστωσαν ότι η πτωχή σχέση ενός παιδιού με τη μητέρα
(λόγω πτωχών ικανοτήτων ανατροφής της μητέρας και δυσχερούς κατανόησης του παιδιού
από τη πλευρά της) σχετιζόταν με εξαπλάσια (5.8) αύξηση του κινδύνου εμφάνισης σχιζο-
φρένειας στο παιδί. Σε άλλη μελέτη (Marcus et al, 1987) σε παιδιά με γνωστό γενετικό κίν-
δυνο εμφάνισης σχιζοφρένειας (High Risk), διαπιστώθηκε ότι είναι πιθανότερο να αναπτύ-
ξουν σχιζοφρένεια εκείνα που ζούσαν σε κιμπούτς σε σύγκριση με όσα ζούσαν σε ανάδοχη
οικογένεια. Συνολικά, όμως τα παιδιά που ανατράφηκαν σε κιμπούτς δεν εμφάνισαν τα χει-
ρότερα αποτελέσματα. Αυτό υποδηλώνει ότι πιθανόν τα παιδιά με γενετική προδιάθεση έφε-
ραν κάποια ευαλωτότητα που έλεγχε τη διαντίδραση με το κοινωνικό περιβάλλον γενικότε-
ρα.
Μία άλλη μελέτη επιλεγμένης ομάδας (cohort) (Maeki et al, 2003) ατόμων που απο-
μονώθηκαν προσωρινά από την οικογένειά τους, αμέσως μετά τη γέννησή τους, σε κατάλ-
ληλες δομές περίθαλψης για ένα διάστημα κατά μέσο όρο 7 μηνών. Σε σύγκριση με μια ο-
μάδα 6000 ατόμων, σε δημογραφική αντιστοιχία, παρουσίασαν παρόμοια επίπτωση της σχι-
ζοφρένειας και άλλων ψυχώσεων κατά την επανεξέταση μετά από 28 έτη, υποδεικνύοντας
ότι ο πρώιμος αποχωρισμός από την οικογένεια με την κατάλληλη φροντίδα δεν αυξάνει το
κίνδυνο εμφάνισης της σχιζοφρένειας.
Οι μελέτες με διδύμους αλλά και υιοθεσίας παρέχουν ενδείξεις για την επίδραση των
συνθηκών ανατροφής. Σε παιδιά υψηλού κινδύνου που υιοθετήθηκαν κατά τη γέννησή τους,
ο μεγαλύτερος κίνδυνος εμφάνισης της σχιζοφρένειας σχετίστηκε με αντίξοες συνθήκες α-

53
νατροφής τους. Όταν οι ανάδοχοι γονείς ήταν σταθεροί και γεμάτοι αγάπη ο ανωτέρω κίνδυ-
νος ήταν μειωμένος (Murray & Bramon, 2005).
Μία σημαντική μελέτη, για το ζήτημα, είναι των Wahlberg et al (1997). Σε αυτή τη
μελέτη υιοθεσίας παιδιών υψηλού κινδύνου τα άτομα αυτά εμφάνισαν όντως υψηλά ποσο-
στά ψύχωσης ή σοβαρών διαταραχών προσωπικότητας. Η διαφορά όμως αυτή φάνηκε να
οφείλεται στα υιοθετημένα άτομα από δυσλειτουργικές ή γενικά διαταραγμένες ανάδοχες
οικογένειες. Τα παιδιά αυτά είναι πιθανότερο να αναπτύξουν διαταραχή της σκέψης αν οι
θετοί γονείς τους εμφανίζουν υψηλά επίπεδα Α.Ε. (Wahlberg et al, 1997· Wahlberg et al,
2000).

1.3 Η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ A.B. HEILBRUN - ΑΠΟΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΜΗ-


ΤΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ (AVERSIVE MATERNAL CONTROL)
Ένας συγγραφέας που έχει συμβάλει ιδιαίτερα στο ζήτημα της συνεισφοράς της γο-
νεϊκής ανατροφής και της εμφάνισης σχιζοφρένειας είναι ο Α.Β. Heilbrun (οι μελέτες όπως
αναφέρονται στο Perris, 1994b).
Ο Heilbrun το 1973 σε βιβλίο του (Aversive Maternal Control. A Theory of
Schizophrenia Development), παρουσίασε μία ενδιαφέρουσα θεωρητική προσέγγιση της πι-
θανής επίδρασης μιας δυσλειτουργικής στάσης ανατροφής από την πλευρά της μητέρας στην
εμφάνιση σχιζοφρένειας. Προηγήθηκε πολύχρονη έρευνα (μια πρώτη δημοσίευση το 1960).
O Perris (1994b) τη χαρακτηρίζει θεωρία κοινωνικής μάθησης (social learning theory) μετα-
ξύ μητέρας και του παιδιού (που θα εμφανίσει σχιζοφρένεια). Τα ερωτηματολόγια που χρη-
σιμοποίησαν οι Heilbrun et al ήταν το PARΙ (Parent Attitude Research Instrument) και ένα
ειδικά αναπτυχθέν εργαλείο, οι Parent-Child Interaction Rating Scales.
Το πρώτο, όπως αναφέρθηκε αλλού (Κεφάλαιο ΙΙ.2.1 γενικό μέρος), δημιουργήθηκε
από τους Schaefer & Bell το 1958 και αποτιμά το μητρικό έλεγχο. Το δεύτερο αξιολογεί της
μητρική στάση (θετικής) ανατροφής (nurturence). Ο συγγραφέας διεξήγαγε μία σειρά ερευ-
νών σε ένα επαρκώς μεγάλο δείγμα μη ασθενών ατόμων, κυρίως φοιτητών πανεπιστημίου,
και διαπίστωσε ότι τα άτομα του δείγματος που δήλωναν ότι η ανατροφή τους χαρακτηριζό-
ταν από έντονα δυσάρεστο μητρικό έλεγχο και χαμηλή στοργή (high control-low nurturence)
ήταν ασυνήθιστα ελλειμματικά στη γνωστική τους συμπεριφορά, ανασταλμένα στις πρωτο-
βουλίες και τη κινητοποίηση και αντιδρούσαν υπερβολικά στη λογοκρισία.
Ο Heilbrun ορίζει ως «αποστροφικό μητρικό έλεγχο» (aversive maternal control) τη
μητρική στάση ανατροφής που χαρακτηρίζεται από υψηλό έλεγχο και χαμηλή στάση θετικής
ανατροφής (high control-low nurturence).

54
Δύο είδη προσαρμογής στις δυσάρεστες διαστάσεις της συμπεριφοράς του υψηλού
ελέγχου και της χαμηλής στοργής (nurturence) φάνηκαν να διακρίνονται. Το ένα θα μπο-
ρούσε να ονομαστεί η «κλειστή απόκριση» (“closed style”) το οποίο περιλαμβάνει συμπερι-
φορές αποφυγής και απόσυρσης έναντι της δυσφορικής μητρικής στάσης. Σύμφωνα με το
θεωρητικό πλαίσιο του Heilbrun, αυτό το εσωστρεφές είδος προσαρμογής τείνει να γενικεύ-
εται σε όλες τις καταστάσεις που επικρέμεται ή επακολουθεί αξιολόγηση και ως αποτέλεσμα
έχει τη δραστική μείωση της αυτοεκτίμησης των ατόμων που το επιλέγουν.
Το άλλο είδος προσαρμογής βρίσκεται στον αντίποδα, ονομάζεται η «ανοικτή από-
κριση» (“open style”) και χαρακτηρίζεται από μία στροφή προς τη μητέρα και το κοινωνικό
περιβάλλον ως δυνητικές πηγές κοινωνικής αποδοχής. Το ίδιο αυτό είδος εξωστρεφούς προ-
σαρμογής, χρησιμοποιείται από το άτομο με προσχεδιασμένο τρόπο για να προσελκύσει την
θετική ματιά που δεν του έδωσε η μητέρα του. Πρόκειται ωστόσο για μία καταδικασμένη
προσπάθεια καθώς, αυτή η εγωκεντρική εμμονή για την αποκόμιση θετικών αποκρίσεων
από τους γύρω, μειώνει τη ποιότητα της συμπεριφοράς του και επομένως και τις ανταμοιβές
που το άτομο αυτό έχει ανάγκη για να ανορθώνει τη χαμηλή του αυτοεκτίμηση. Μία πολύ
σημαντική συνέπεια αυτού του είδους προσαρμογής είναι ότι η συγκέντρωση της προσοχής
που απαιτείται για να μπορέσει το παιδί να αποδώσει νόημα στη συγκεχυμένη επικοινωνία
της μητέρας, προκαλεί και ένα ιδιαίτερο μείγμα προβλημάτων στη λειτουργία της σκέψης.
Τα προβλήματα αυτά ενισχύονται στη συνέχεια και από την δυσανεξία που επιδεικνύει το
άτομο για την όποια αμφισημία και ασάφεια.
Αντίστοιχες μελλοντικές συνέπειες προβλέπει το μοντέλο και για το έτερο είδος
προσαρμογής. Συγκεκριμένα, το άτομο κατά τη διαδικασία σάρωσης με την προσοχή, και
λόγω της συνοδού απόκλισης, μόνο προς επιλεγμένες πλευρές του εξωτερικού περιβάλλο-
ντος, υφίσταται τελικά κατά τη διήθησή τους κάποια, μικρή ή μεγάλη, απώλεια πληροφο-
ριών που προέρχονται από τον κοινωνικό περίγυρο. Αν αυτή η δυσλειτουργία προστεθεί στη
γενική τάση αυτών των ατόμων να αποσύρονται κοινωνικά, η κατανόηση που τα άτομα αυ-
τά μπορούν να έχουν για τους συνανθρώπους τους περιορίζεται σημαντικότατα.
Το μοντέλο περιγράφει τη διαδικασία μετάβασης προς την εμφάνιση της σχιζοφρένειας και
για τα δύο είδη προσαρμογής. Για το εσωστρεφές είδος προσαρμογής, με την απόσυρση και
την κοινωνική αποφυγή, η εξέλιξη είναι προς τη «διεργασία της σχιζοφρένειας» (“process
schizophrenia”), και η διεργασία που προτείνεται είναι αργή και ύπουλη. Το παιδί που ε-
φαρμόζει αυτή την τακτική μείωσης της έντασης, την αποφυγή προσώπων ή καταστάσεων
που εκείνο εκτιμά ότι θα αποβούν αρνητικά για το ίδιο (κριτική, αποτυχία, απόρριψη), στα-
διακά και πρώιμα ταυτοποιείται ως διαφορετικό ή παράξενο, και ο φαύλος κύκλος ξεκινά. Η
στάση των γύρω είναι ιδιαίτερη, ανταποκρίνεται σε ένα αποκλίνον παιδί, εκείνο επιτείνει τη

55
χρήση των αμυνών της απόσυρσης σε μία προσπάθεια να αποφύγει τις απορριπτικές τους
απαντήσεις. Έτσι η επιλογή που ξεκίνησε ως επιλεκτική και αμυντική κοινωνική απόσυρση
οδηγεί το άτομο σε μία συνεχή επιταγή αποφυγής της κοινωνικής επαφής καθώς εκείνο πλέ-
ον, χωρίς τη δυνατότητα διάκρισης, προβλέπει και προεξοφλεί την απόρριψη.
Για το δεύτερο είδος προσαρμογής στην αποστροφική μητρική στάση ανατροφής το
θεωρητικό μοντέλο προβλέπει μετάβαση προς την «αντιδραστική σχιζοφρένεια» («reactive
schizophrenia»). Αυτό μπορεί να γίνει δια της αποτυχίας να καταχωρηθούν με ένα ανεξίτηλο
τρόπο, στο σύστημα της αξίας του εαυτού, επιτυχημένες εμπειρίες που αποτελούν ορόσημα
στην ανάπτυξη. Οποιοδήποτε γεγονός που το άτομο θα ερμηνεύσει ως αποτυχία ή ως απειλή
για την ασφάλειά του, μπορεί να απειλήσει με αποδιοργάνωση το εξωστρεφές συμπεριφορι-
κό πρότυπο με κατάληξη την αντιδραστική σχιζοφρένεια. Τα χαρακτηριστικά του ατόμου
που υιοθετεί αυτό το είδος προσαρμογής, δηλαδή, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η ευαισθησία
στη κοινωνική αποτίμησή του από μέρους των άλλων, η σάρωση με ευρεία εξωτερική εστία
(broad external scanning), η χαμηλή εμπιστοσύνη στις διαπροσωπικές σχέσεις, η μεγάλη δυ-
σανεξία στην ασάφεια και την αμφισημία, η προβολή ως άμυνα, και ένας άκαμπτος κοινω-
νικός ιδεασμός, αν θεωρηθούν στο δυσλειτουργικό τους άκρο, είναι κατανοητό ότι επάγουν
υψηλό κίνδυνο εμφάνισης παρανοϊκής συμπεριφοράς.
Ο Heilbrun αιτιολογεί την επικέντρωσή του στο δυσάρεστο ρόλο της μητέρας, στο
ότι η επιρροή της μητέρας στο πολιτισμικό μας πλαίσιο είναι πρωτογενής, και ο ρόλος της
στην ανατροφή των παιδιών παρουσιάζει μεγαλύτερη διείσδυση.
Ο ίδιος ο Heilbrun θεωρεί αδυναμία της μελέτης του το ότι δεν ασχολήθηκε για λό-
γους δυνατότητας με τη σύνδεση της ανάπτυξης του παιδιού με τη στάση ανατροφής του
πατέρα ή τα πρότυπα που αφορούν στη συνδυαστική δράση ανατροφής και των δύο γονέων,
επισημαίνει δε ότι τα συμπεράσματά του δεν πρέπει να εκληφθούν ως ενοχοποίηση της μη-
τέρας.
Αξίζει να προστεθεί μία άλλη διαπίστωση του Heilbrun. Όλες οι συμπεριφορές υπό-
κεινται σε μία κοινή σειρά αρχών. Επομένως, η συμπεριφορά ατόμων που αναπτύσσουν μία
σχιζοφρενική ψυχοπαθολογία διέπεται από τους ίδιους κανόνες που καθορίζουν τη φυσιολο-
γική συμπεριφορά.
Είναι σαφές ότι στο θεωρητικό εγχείρημα του Heilbrun υπάρχουν πολλές μεθοδολο-
γικές αδυναμίες, σημαντική όμως μπορεί να θεωρηθεί η συνεισφορά του στην επισήμανση
της εμπλοκής και άλλων παραγόντων που διαντιδρούν (όπως και η γενετική προδιάθεση) και
επίσης να υπαινιχθεί τη συμμετοχή του παιδιού μέσω διαντίδρασης στη διεργασία της ανα-
τροφής (Perris, 1994b).

56
1.4 ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑΣ
Ήδη από τη δεκαετία του ’50 εμφανίζεται ενδιαφέρον στη βιβλιογραφία για την ανα-
ζήτηση της όποιας σχέσης ανάμεσα στην εμπειρία της γονεϊκής ανατροφής και την πορεία
της νόσου, είτε ως προς την ηλικία έναρξης της διαταραχής, είτε ως προς την εμφάνιση υπο-
τροπών. Οι μελέτες αυτού του τύπου παρουσιάζουν επίσης μεθοδολογικές δυσκολίες. Για
παράδειγμα, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί το τι μπορεί να αποδοθεί στη στάση ανατροφής
των γονέων πριν εκδηλωθεί η νόσος, και στο τι συμβάλλει η δυσλειτουργική διαντίδραση
στο παρόν του ασθενούς με τους γονείς του όταν η νόσος έχει ήδη εμφανιστεί (Οι μελέτες
όπως αναφέρονται στο Parker, 1983b).
Οι Brown et al (1958) παρουσιάζουν έρευνα που υποδεικνύει ότι οι σχιζοφρενικοί
ασθενείς, που επιστρέφουν, μετά τη νοσηλεία τους, στην πατρική ή συζυγική εστία, εμφανί-
ζουν υψηλότερο ποσοστό υποτροπής κατά τον πρώτο χρόνο (μετά το εξιτήριο), σε σύγκριση
με εκείνους που διαβιούν σε διαφορετικές συνθήκες. Το 1962 οι παραπάνω, ανακοινώνουν
τα αποτελέσματα μίας έρευνας, διάρκειας ενός έτους, κατά την οποία μελετήθηκαν 128 άρ-
ρενες σχιζοφρενικοί ασθενείς. Η μελέτη ξεκίνησε πριν το εξιτήριο των ασθενών, και περι-
λάμβανε μία αρχική συνέντευξη των συγγενών και των ασθενών, μία μετά από 2 εβδομάδες
(από το εξιτήριο) και μία με την πάροδο ενός έτους ή με την επανεισαγωγή του ασθενή. Κα-
τά τη διάρκεια της μελέτης, το 41% των ασθενών νοσηλεύτηκε και το 52% εμφάνισε αποδι-
οργάνωση της συμπεριφοράς του. Η αποδιοργάνωση αυτή, που θεωρήθηκε ως ασφαλές ση-
μείο υποτροπής της διαταραχής, συσχετίστηκε θετικά με το βαθμό του συναισθήματος και
της εχθρικότητας που εξέφρασε το πρόσωπο αναφοράς προς τον ασθενή κατά την αρχική
συνέντευξη. Μία περαιτέρω εκτίμηση της λειτουργίας της οικογένειας του δείγματος των
ασθενών έγινε με το διαχωρισμό των προσώπων αναφοράς σε δύο ομάδες, εκείνη της «υψη-
λής συναισθηματικής εμπλοκής» (high emotional involvement), και εκείνη της «χαμηλής
συναισθηματικής εμπλοκής» (low emotional involvement), με βάση την εκτίμηση της συ-
μπεριφοράς των συγγενών αυτών. Το 76% των ασθενών που ήταν εκτεθειμένο στην υψηλή
συναισθηματική εμπλοκή αποδιοργανώθηκε, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την άλλη ομά-
δα ήταν μόλις 28%. Η διαφορά στα ποσοστά επανεισαγωγών απεικονίζει το εύρημα, 56%
έναντι 21% για τις δύο ομάδες αντίστοιχα. Οι ασθενείς που ήταν περισσότερο πιθανό να υ-
ποτροπιάσουν ήταν οι περισσότερο διαταραγμένοι κατά το εξιτήριο, και το γεγονός αυτό
συνδυάστηκε με περισσότερο αρνητικά σχόλια εκ μέρους των συγγενών και επομένως με
μεγαλύτερο βαθμό συναισθήματος. Αυτό το δεδομένο παρεμπόδισε την κατάληξη στο α-
σφαλές συμπέρασμα ότι οι ασθενείς αποδιοργανώνονται ευκολότερα και συχνότερα αν δια-
βιούν με πρόσωπα αναφοράς που εκφράζουν υψηλού βαθμού συναίσθημα, εχθρικότητα ή
κυριαρχική συμπεριφορά.

57
Η διερεύνηση της παραπάνω υπόθεσης συνεχίστηκε με μετέπειτα μελέτη του Brown
και συνεργατών το 1972. Εδώ εισάγεται και ο όρος «Εκπεφρασμένο Συναίσθημα»
(Expressed Emotion) (Ε.Σ.) για να αποδώσει την έννοια. Προτάθηκαν επίσης και αρκετές
παράμετροί του, που χρησιμοποιήθηκαν κατά την συνέντευξη με τους συγγενείς όπως τα
επικριτικά σχόλια, η εχθρικότητα, η δυσαρέσκεια, η θαλπωρή, και η συναισθηματική υπερε-
μπλοκή. Για να αποκλειστεί η επίδραση της συμπεριφοράς του ασθενούς, οι συγγενείς-
πρόσωπα αναφοράς εξετάστηκαν όταν ο ασθενής ήταν ακόμη σε νοσηλεία. Η κατάταξη του
συγγενούς στην ομάδα του υψηλού Ε.Σ. έγινε σύμφωνα με τον αριθμό των επικριτικών σχο-
λίων, της εχθρικότητας και της εκσεσημασμένης συναισθηματικής εμπλοκής. Ο αριθμός των
επικριτικών σχολίων είναι το πλέον μετρήσιμο συστατικό του ΕΣ, ενώ τα υπόλοιπα είναι
επίσης σημαντικά. Από τους 101 σχιζοφρενικούς ασθενείς, 35 υποτροπίασαν μέσα σε μία
περίοδο παρατήρησης, διάρκειας 9 μηνών μετά το εξιτήριο, το 58% των οποίων διαβιούσε
με συγγενή υψηλού Ε.Σ., ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ασθενών με συγγενή χαμηλού Ε.Σ.
ήταν 16%.
Ένα επιπλέον ενδιαφέρον εύρημα της ανωτέρω μελέτης ήταν ότι το ΕΣ είχε επίδραση
χρόνου έκθεσης. Σε εκείνους τους ασθενείς που περνούσαν περισσότερες από 35 ώρες την
εβδομάδα σε στενή επαφή με τον συγγενή, το ποσοστό υποτροπής ήταν 79% για συγγενή
υψηλού ΕΣ και 12 % για συγγενή χαμηλού ΕΣ, ενώ η διάρκεια της επαφής με το συγγενή
χαμηλού ΕΣ δεν σχετιζόταν με την υποτροπή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερμηνεία των ευρημάτων της μελέτης. Τα επίπεδα του ΕΣ
στους συγγενείς των ασθενών συνδέθηκαν με τις υποτροπές της διαταραχής. Η προτεινόμε-
νη ερμηνευτική διεργασία από τους συγγραφείς, όμως, δεν είναι άμεσα αιτιολογική. Είναι
μάλλον κυκλική. Οι ασθενείς προκαλούν με ποικίλους τρόπους την αυξημένη έκφραση συ-
ναισθήματος από τον συγγενή, η οποία με τη σειρά της προκαλεί την επιτάχυνση της εμφά-
νισης της υποτροπής, ενώ οι συγγενείς των ασθενών που εμφάνισαν τη μεγαλύτερη βελτίω-
ση εντός του χρονικού διαστήματος της παρακολούθησης της μελέτης, σημείωσαν τη μεγα-
λύτερη μείωση του αριθμού των επικριτικών σχολίων.
Οι Vaughn και Leff (1976) διερεύνησαν την ειδικότητα της έννοιας του ΕΣ για τη
σχιζοφρένεια σε ένα δείγμα σχιζοφρενικών και καταθλιπτικών νοσηλευόμενων ασθενών. Σε
αντίθεση με την μελέτη των Brown et al, 1972, οι δύο συγγραφείς προτείνουν ότι το ΕΣ ως
στάση του συγγενούς προς τον ασθενή αποτελεί έκφραση της διαχρονικής μεταξύ τους σχέ-
σης, ενώ αποτελεί και ένα εύλογο δείκτη των καθημερινών ενδοοικογενειακών σχέσεων
(θέση που δεν τεκμηριώθηκε περαιτέρω).
Η θέση ότι το ΕΣ, ως στάση του συγγενούς προς τον ασθενή, αποτελεί έκφραση της
διαχρονικής μεταξύ τους σχέσης, επιβεβαιώθηκε και από τα ευρήματα διετούς περιόδου πα-

58
ρακολούθησης (Leff & Vaughn, 1981). Η μεθοδολογία της ανωτέρω πρώτης μελέτης περι-
λάμβανε συνέντευξη του συγγενή λίγο μετά την εισαγωγή του ασθενούς και εκτίμηση της
ψυχικής κατάστασης του ασθενούς. Καθορίστηκε κλινικά η υποτροπή (και για τις δύο δια-
ταραχές). Το 48% των σχιζοφρενικών ασθενών με συγγενή με υψηλό ΕΣ υποτροπίασε εντός
του διαστήματος της παρακολούθησης (9 μήνες) ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την ομάδα
του χαμηλού ΕΣ ήταν μόλις 6%, υψηλά σημαντική διαφορά. Η επίδραση της χρονικής έκθε-
σης στη επαφή με τον συγγενή ήταν παρόμοια με εκείνη της μελέτης των Brown et al, 1972.
Τα καταθλιπτικά άτομα έδειξαν κάποιες ποιοτικού τύπου διαφορές αλλά και σε αυτή την
ομάδα το 67% των ασθενών που οι συγγενείς τους ήταν επικριτικοί υποτροπίασε, σε αντι-
στοιχία με το 22% των ασθενών με λιγότερο επικριτικούς συγγενείς.
Υπάρχουν παλαιότερες μελέτες που προσπάθησαν να συνδέσουν την έννοια του ΕΣ με με-
τρήσιμη διέγερση του Αυτόνομου Νευρικού Συστήματος.
Οι Tarrier et al (1979) πρότειναν ερευνητική μέθοδο σύνδεσης της ψυχοσωματικής
λειτουργίας (πχ, η αγωγιμότητα του δέρματος) με την παρουσία ή μη ενός συγγενή-
προσώπου αναφοράς σε τρεις ομάδες ατόμων, δύο με σχιζοφρενικά άτομα με συγγενή υψη-
λού και χαμηλού ΕΣ και μία ομάδα ατόμων ελέγχου. Καταγράφηκαν σημαντικές διαφορές
στη ψυχοφυσιολογική αντίδραση τόσο μεταξύ της ομάδας ελέγχου και των δύο σχιζοφρενι-
κών ομάδων όσο και των σχιζοφρενικών ομάδων μεταξύ τους. Ένα συμπέρασμα που εξάγε-
ται από τα ευρήματα της μελέτης αυτής είναι ότι σε οικογένειες όπου υφίσταται υψηλό ΕΣ
και οι υποτροπές είναι συχνές, ο ασθενής και ο εμπλεκόμενος συγγενής εμφανίζουν υψηλά
επίπεδα διέγερσης που προδιαθέτουν και τους δύο για στρεσσογόνες κοινωνικές διαντιδρά-
σεις, που παράγουν υψηλά επίπεδα αυτόνομης διέγερσης στον ασθενή και αυξάνουν την ευ-
αλωτότητά του για την υποτροπή των σχιζοφρενικών συμπτωμάτων.
Σε ανάλογου σκοπού μελέτη, με άλλη ερευνητική διάταξη, οι Sturgeon et al (1981)
διαπίστωσαν ανάλογα φαινόμενα. Εδώ ασθενείς σε οξύ επεισόδιο σχιζοφρένειας υποβάλλο-
νταν σε δοκιμή σε ένα στούντιο εικονοληψίας. Οι ασθενείς από οικογένειες με χαμηλό ΕΣ
εξοικειώνονταν με το πείραμα με την παρουσία του συγγενή ενώ οι ασθενείς από οικογένει-
ες με υψηλό ΕΣ αδυνατούσαν να εξοικειωθούν.
Το υψηλό ΕΣ θεωρείται ένας προβλεπτικός παράγοντας, ένας παράγοντας κινδύνου
(risk factor) της σχιζοφρενικής υποτροπής. Σύμφωνα με την Kuipers (1979) η έννοια του ΕΣ
αφορά πρακτικά τον αριθμό των επικριτικών σχολίων και το επίπεδο της υπερεμπλοκής. Ως
επικριτικό σχόλιο ορίζεται εκείνο που εκφράζει αντιπάθεια, προσβολή ή αποδοκιμασία του
ασθενή ή της συμπεριφοράς του, και ως υπερεμπλοκή η τάση της υπερπροστασίας, της υ-
περ-εκδραμάτισης των συμβάντων, η υπερβολική και άμετρα λεπτομερής εξιστόρηση, και η
επίδειξη συναισθηματικής δυσφορίας.

59
Σε κάποιες μελέτες που έγιναν από τον Parker και τους συνεργάτες του τη δεκαετία
του ’80 (Parker et al, 1982· Parker, 1983b), φάνηκε να διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η απο-
τίμηση των γονεϊκών στάσεων ανατροφής μέσω ερωτηματολογίων μπορεί να είναι μία εξί-
σου χρήσιμη μέθοδος για την πρόβλεψη των υποτροπών όπως και οι μέθοδοι αξιολόγησης
του ΕΣ.
Η μελέτη του 1982 (περιγράφεται στο Κεφάλαιο Ι.3.3.3.1, ειδικό μέρος) απέδειξε την
υψηλή αξιοπιστία ελέγχου-επανελέγχου (test-retest) του ερωτηματολογίου PBI. Στους ασθε-
νείς που υποτροπίασαν και χρειάστηκε να νοσηλευτούν κατά τους εννέα μήνες της περιόδου
παρακολούθησης (follow-up) υπήρχε ξεκάθαρη τάση να κατατάσσουν τους γονείς σε χαμη-
λές τιμές Φροντίδας (Care) και σε υψηλές τιμές Προστασίας (Protection) (Άστοργος Έλεγ-
χος-Affectionless Control). Επαναλήφθηκε και εδώ η σημαντική σχέση του χρόνου επαφής
με τον συγγενή και της υποτροπής της νόσου. Όταν συγκρίθηκαν τα ποσοστά των επανεισα-
γωγών των ασθενών που κατέτασσαν τον ένα ή και τους δύο γονείς στο τεταρτημόριο χαμη-
λή Φροντίδα- υψηλή Προστασία με τα αντίστοιχα ποσοστά εκείνων που δεν τοποθέτησαν
κανένα γονέα σε αυτό το τεταρτημόριο, προέκυψε στατιστικά υψηλότερη διαφορά στα πο-
σοστά της πρώτης ομάδας.
Οι Parker et al, (1988) (περιγράφεται στο Κεφάλαιο Ι.3.3.3.1, ειδικό μέρος) διεξά-
γουν μία δεύτερη μελέτη με στόχο την επαλήθευση αυτών των ευρημάτων. Η μελέτη εντό-
πισε και πάλι την τάση οι ασθενείς που είχαν ανατραφεί με λιγότερη πατρική Φροντίδα και
μεγαλύτερη πατρική Προστασία να υποτροπιάζουν, χωρίς όμως η διαφορά να αγγίζει τη
στατιστική σημαντικότητα, καθιστώντας τη σχέση μεταξύ της στάσης της γονεϊκής ανατρο-
φής και της υποτροπής της νόσου της σχιζοφρένειας αδύναμη και μεταβλητή.
Οι μελέτες που ασχολήθηκαν με το ζήτημα των στάσεων γονεϊκής ανατροφής (όπως
αυτές περιγράφονται από το PBI) και την πορεία και έκβαση της σχιζοφρενικής αλλά και
των συναφών διαταραχών αναπτύσσονται σε άλλο κεφάλαιο της παρούσας (Κεφάλαιο
Ι.3.3.4, ειδικό μέρος)

1.5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από τη ευρύτερη ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, τόσο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας
του ’90 (Perris et al, 1994b), αλλά και μέχρι σήμερα, δεν πιστοποιείται κανένας άμεσος αιτι-
ολογικός σύνδεσμος μεταξύ των δυσλειτουργικών γονεϊκών συμπεριφορών ανατροφής και
της ανάπτυξης μιας σχιζοφρενικής διαταραχής.
Το ότι απορρίπτεται μία γραμμική αιτιολογική σχέση μεταξύ μιας δυσλειτουργικής
γονεϊκής ανατροφής και σχιζοφρένειας δεν αποκλείει τη πιθανότητα κάποιοι σχιζοφρενικοί
ασθενείς να υφίστανται τέτοιου τύπου ανατροφή, η οποία με τη σειρά της μπορεί να αποτε-

60
λεί ένα σημαντικό παράγοντα μέσα σε ένα πλέγμα διαντίδρασης παραγόντων με στόχο πά-
ντα την ατομική ευαλωτότητα, όπως αυτό φαίνεται και από το μοντέλο του Perris (Κεφάλαιο
ΙΙ.1.3, γενικό μέρος).
Σύμφωνα με τον Heilbrun (1973) το πόσο πιστά αναπαριστά η ανάκληση την πρότε-
ρη εμπειρία εξαρτάται από το βαθμό εκμάθησης της εμπειρίας. Είναι ευνόητο ότι, η γονεϊκή
συμπεριφορά, έτσι όπως την προσλαμβάνει το παιδί, είναι μία εμπειρία που, δια της επανα-
λήψεως, είναι καλά παγιωμένη. Αυτό συνηγορεί στην αξιοπιστία των αναμνήσεων και της
ανάκλησης από τη πλευρά των ασθενών (Perris, 1994b).
Τα αποτελέσματα αρκετών από τις μελέτες που διεξήγαγε ο Heilbrun, υποστηρίζουν
την άποψη ότι μία δυσλειτουργική γονεϊκή ανατροφή έχει μία σημαντική αρνητική επίδραση
στην ανάπτυξη της έννοια του εαυτού (self-concept), και επηρεάζει αρνητικά τη γνωστική
λειτουργικότητα (functioning) (Perris, 1994b).
Ο Perris (1992) προτείνει ως συστατικά της «ατομικής ευαλωτότητας» (individual
vulnerability) σε ασθενείς με σχιζοφρενική διαταραχή τα εξής: ένα δυσλειτουργικό επιχει-
ρησιακό μοντέλο του εαυτού και του περιβάλλοντος (dysfunctional working model of self
and environment), π.χ., κάποια δυσλειτουργικά σχήματα εαυτού (self-schemata), και τα σχε-
τικώς μη μεταβλητά βιολογικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.
Ο «υπερβολικός εγκλεισμός με κέντρο τον εαυτό» («egocentric overinclusion»-Lidz,
1973), η μη ανοχή στην ασάφεια-αμφισημία (ambiguity) που επισήμανε ο Heilbrun και αρ-
κετοί άλλοι συγγραφείς (Perris, 1992), η επιτακτική απαίτηση (urge) να αποδοθεί ένα νόημα
σε καταστάσεις και γεγονότα, και μια σειρά άλλων στρεβλώσεων της αντίληψης και επεξερ-
γασίας της πληροφορίας, αποτελούν παράγοντες που μπορεί να συνεισφέρουν στην ενίσχυ-
ση της δυσλειτουργικότητας των σχημάτων του εαυτού (self-schemata) μέσω μίας διεργασί-
ας αυτοεπιβεβαιούμενου θορύβου (self-confirmatory bias).
Η βιβλιογραφία συγκλίνει στην επισήμανση ότι, μια αρκετά μεγάλη μερίδα ατόμων
που αναπτύσσουν μία σχιζοφρενική διαταραχή, έχει ανατραφεί με στάσεις δυσλειτουργικής
γονεϊκής ανατροφής.
Οι κύριες συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν αυτά τα πρότυπα περιλαμβάνουν κυρίως
τη γονεϊκή κυριαρχία (domination), τη κτητικότητα (possessiveness), την υπερεμπλοκή
(overinvolvement), την απαιτητικότητα (demandingness), και επίσης την έλλειψη αυθεντι-
κής αγάπης και την απόρριψη (lack of genuine love and rejection) (Perris, 1994b).
Συμπερασματικά, φαίνεται ότι η πλειοψηφία των ερευνών που εστιάζονται στις στά-
σεις ανατροφής των γονέων απέδωσαν στοιχεία τα οποία συγκλίνουν στην υποστήριξη της
υπόθεσης ότι οι δυσλειτουργικές συμπεριφορές ανατροφής μπορούν να ανιχνευτούν σε με-
γάλη μερίδα αυτών των γονέων. Θα πρέπει να τονιστεί, ωστόσο, ότι ούτε η ειδικότητα

61
(specificity) αυτών των δυσλειτουργικών προτύπων ανατροφής στο πρώιμο υπόβαθρο αυτών
των προσώπων που αναπτύσσουν μια σχιζοφρενική διαταραχή, ούτε η όποια γραμμική αιτι-
ολογική σχέση μεταξύ μιας δυσλειτουργικής μητρικής συμπεριφοράς ανατροφής και της α-
νάπτυξης μιας σχιζοφρενικής διαταραχής έχει με κάποιο τρόπο πιστοποιηθεί.
Μόνο περιστασιακά, έχει υπάρξει η υποψία ότι μια δυσλειτουργική γονεϊκή στάση
ανατροφής θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει μία αντίδραση σε κάποια συμπεριφορά του
παιδιού που υπερβαίνει τα όρια του φυσιολογικού (Perris, 1994b).

62
2. ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ PBI (PARENTAL BONDING INSTRUMENT) ΚΑΙ
EMBU – Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑ-
ΤΑΡΑΧΕΣ
Τα ερωτηματολόγια PBI και EMBU παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες αλλά και κά-
ποιες διαφορές. Υπάρχουν αρκετές μελέτες στις οποίες έχουν χρησιμοποιηθεί και τα δύο και
έχει διερευνηθεί η μεταξύ τους σχέση. Οι περισσότερες από αυτές έχουν καταλήξει στην ε-
πιβεβαίωση της συγγένειας των δύο εργαλείων (Livianos-Aldana & Rojo-Moreno, 1999·
Arrindell et al, 1998· Myers, 1999· Gilbert & Gerlsma, 1999· Cohen-Kettenis & Arrindell,
1990). Για το λόγο αυτό αναφέρονται και σχολιάζονται παρακάτω οι μελέτες που έχουν
χρησιμοποιήσει το EMBU σε δείγματα ατόμων με σχιζοφρένεια και ψύχωση γενικότερα.
Από τη διερεύνηση της διεθνούς βιβλιογραφίας μέσα από τη βάση αναζήτησης δεδομένων
Medline, προέκυψαν συνολικά 25 άρθρα που αναφέρονται σε μελέτες σε δείγματα ατόμων
με σχιζοφρένεια, τα οποία περιέγραψαν τις στάσεις ανατροφής των γονέων τους χρησιμο-
ποιώντας το PBI (κυρίως) και λιγότερες το EMBU. Συγκεκριμένα, οι 6 δημοσιεύσεις από τις
25 αναφέρονται στο EMBU, ενώ οι υπόλοιπες στο PBI.
Το πρώτο άρθρο δημοσιεύτηκε το 1982, από τους Parker et al, ενώ το πιο πρόσφατο
το 2006, από τους Melo et al. Η παρουσίαση των μελετών που χρησιμοποίησαν το PBI γίνε-
ται εκτενώς στο ειδικό μέρος (Kεφάλαια Ι.3.3.3- Ι.3.3.6). Η περιγραφή των μελετών που
χρησιμοποίησαν το EMBU σε άτομα με ψύχωση θα γίνει παρακάτω.

2.1 ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ EMBU, Η ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΣΕ


ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΙΚΑ ΑΤΟΜΑ
Αντίθετα με την ευρύτερη χρήση του PBI, μόνο 6 μελέτες χρησιμοποίησαν το
EMBU σε δείγματα σχιζοφρενικών ασθενών. Η θεματολογία των τεσσάρων θα παρουσια-
στεί παρακάτω, ενώ οι άλλες δύο αφορούν σε δείγματα σχιζοφρενικών (κυρίως) ατόμων που
έχουν διαπράξει γονεοκτονία.
Οι Khalil & Stark (1992) είναι οι πρώτοι που χρησιμοποιούν το ερωτηματολόγιο
EMBU σε πληθυσμό σχιζοφρενικών ατόμων. Με βάση την ίδια μελέτη υπάρχει και δεύτερη
δημοσίευση των συγγραφέων το 1993, στη Γερμανική γλώσσα. Το δείγμα αποτελούσαν 53
Γερμανοί σχιζοφρενικοί ασθενείς και ο στόχος της μελέτης ήταν να διερευνήσει τον τρόπο
που οι ασθενείς βλέπουν το συγγενικό πρόσωπο-κλειδί, τη σοβαρότητα της νόσου και το
κοινωνικό άγχος, και τη σχέση αυτών των παραμέτρων με τη στάση ανατροφής των γονέων
όπως αυτή περιγράφεται από το ερωτηματολόγιο EMBU, για τα πρώτα 15 έτη της ζωής. Για
την εκτίμηση της ποιότητας της σχέσης προς το συγγενικό πρόσωπο-κλειδί, χρησιμοποιήθη-
κε η κλίμακα AfS (Angehörigen-Fragebogen für Schizophrene Patienten), μία κλίμακα του

63
Oehlschläger (1981, ο.α. στο Khalil & Stark, 1992), η οποία αξιολογεί την αντίληψη που έ-
χει ο ασθενής για τη στάση που κρατά απέναντί του το συγγενικό πρόσωπο-κλειδί στο πα-
ρόν. Το κοινωνικό άγχος εκτιμήθηκε από την κλίμακα U-Scale (Unsicherheits-Fragebogen)
των Ullrich & Ullrich (1979, ο.α. στο Khalil & Stark, 1992), με 65 λήμματα και 6 παράγο-
ντες. Για την εκτίμηση της σοβαρότητας της σχιζοφρένειας χρησιμοποιήθηκαν παράμετροι
όπως η ηλικία της πρώτης νοσηλείας, ο αριθμός των επεισοδίων (για τα οποία έλαβε θερα-
πεία το άτομο), και διάρκεια των νοσηλειών.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, όλα τα σχιζοφρενικά άτομα, ανεξάρτητα από το φύλο
τους, χαρακτήρισαν τις μητέρες τους σημαντικά περισσότερο συναισθηματικά θερμές και
υπερπροστατευτικές σε σχέση με τους πατέρες τους (σύμφωνα με το EMBU). Η ποιότητα
της σχέσης με το συγγενικό πρόσωπο-κλειδί καθορίζεται, σε μεγαλύτερο βαθμό, από τα χα-
ρακτηριστικά της διαταραχής παρά από τη στάση ανατροφής των γονέων. Ένα εύρημα που
ήταν στατιστικά σημαντικό ήταν η συσχέτιση μεταξύ της μητρικής Θαλπωρής (Warmth),
όπως ορίζεται ως υποκλίμακα του EMBU, και της ηλικίας της πρώτης νοσηλείας του ασθε-
νούς. Συγκεκριμένα, όσοι ασθενείς κατέταξαν τη μητέρα τους υψηλότερα σε αυτή την υπο-
κλίμακα νοσηλεύτηκαν (για πρώτη φορά) σε μικρότερη ηλικία. Η πατρική συμπεριφορά α-
νατροφής, και συγκεκριμένα η πατρική Απόρριψη (Rejection) (άνω του μέσου όρου) συσχε-
τίστηκε σημαντικά με αυξημένο άγχος για την κοινωνική επαφή, δεδομένο (όπως και άλλα)
που δεν προέκυψε για τις μητέρες.
Οι McCreadie et al (1994) διενεργούν μελέτη σε πληθυσμό σχιζοφρενικών ατόμων
στη Σκωτία με τη χρήση του ερωτηματολογίου EMBU. Πρόκειται για αποτελέσματα της
Nithsdale Schizophrenia Survey. Πρόκειται για ένα δείγμα 50 σχιζοφρενικών ατόμων, ενώ
για λόγους σύγκρισης αντιπαραβάλλονται και τα ευρήματα από δύο άλλες μελέτες, εκείνα
των Γερμανών σχιζοφρενικών των Khalil & Stark (1992) αλλά και εκείνα των φυσιολογικών
ατόμων από πέντε διαφορετικές εθνικές ομάδες της μελέτης των Perris, Arrindell & Perris et
al (1985). Και στη μελέτη αυτή, οι μέσες τιμές των υποκλιμάκων της Θαλπωρής και της Υ-
περπροστασίας ήταν ελάχιστα υψηλότερες για τις μητέρες σε σχέση με τους πατέρες, χωρίς
όμως η διαφορά να αγγίζει τα όρια της σημαντικότητας. Η κύρια διαφορά μεταξύ των γονέ-
ων των σχιζοφρενικών ατόμων και των υγιών ατόμων είναι στην υποκλίμακα της Θαλπω-
ρής-Warmth καθώς οι πρώτοι κατατάσσουν τους γονείς τους πολύ χαμηλά στην υποκλίμακα
αυτή. Και στη μελέτη αυτή οι συγγραφείς αναρωτιούνται για την κατεύθυνση πιθανής αιτιο-
λογικής σχέσης μεταξύ της έλλειψης της Θαλπωρής και της αύξησης των σχιζότυπων χαρα-
κτηριστικών και της πτωχής κοινωνικής προσαρμογής. Η μελέτη αυτή διερευνά τη συσχέτι-
ση μεταξύ της σοβαρότητας των παρόντων συμπτωμάτων, όπως αποτιμώνται και καταγρά-
φονται με την PANSS, και τη στάση ανατροφής των γονέων όπως καταγράφεται από το

64
EMBU. Η διαπίστωση είναι ότι όσο περισσότερο Aπόρριψη (Rejection) ή/ και
Yπερπροστασία (Overprotection) αισθανόταν το σχιζοφρενικό άτομο ως παιδί τόσο περισ-
σότερο σοβαρά είναι τα παρόντα συμπτώματα. Αντίθετα όσο περισσότερη Θαλπωρή
(Warmth) εκλάμβανε το άτομο ως παιδί τόσο μειωμένη είναι η σοβαρότητα των παρόντων
συμπτωμάτων.
Οι Skagerlind et al (1996) μελετούν τη στάση ανατροφής των γονέων σε ασθενείς
με Σχιζοφρενική διαταραχή και τη σχέση της με πλευρές της πορείας της νόσου. Το δείγμα
ήταν 57 σχιζοφρενικοί ασθενείς που συμπλήρωσαν το EMBU και τα αποτελέσματα συγκρί-
θηκαν με εκείνα ενός δείγματος υγιών ατόμων ομάδας ελέγχου. Τα σχιζοφρενικά άτομα δι-
αφοροποιήθηκαν στις απαντήσεις τους από τα υγιή, και κατέταξαν και τους δύο γονείς υψη-
λότερα στον παράγοντα της Απόρριψης (Rejection) ενώ τις μητέρες τους χαμηλότερα στον
παράγοντα της Συναισθηματικής Θαλπωρής (Emotional Warmth). Οι συγγραφείς θεωρούν
ότι η γονεϊκή στάση ανατροφής είναι πιθανό να είναι ένας σημαντικός παράγοντας που συμ-
βάλλει στην ανάπτυξη «ευαλωτότητας» σε άτομο που αναπτύσσει κατόπιν σχιζοφρενική δι-
αταραχή. Στο δείγμα αυτό δεν διαπιστώθηκε κάποια συσχέτιση των τιμών του EMBU και
της ηλικίας της πρώτης νοσηλείας ή του αριθμού των νοσηλειών (εντός ενός έτους από το
εξιτήριο του επεισοδίου αναφοράς).
Ο Perris (1994b) τονίζει για τη μελέτη των Khalil & Stark (1992·1993) ότι τα άτομα
που συμμετείχαν, ανεξάρτητα από το φύλο τους, αποτίμησαν και τους δύο γονείς τους υψη-
λότερα στην Απόρριψη (Rejection) και χαμηλότερα στη Συναισθηματική Θαλπωρή
(Emotional Warmth) από τα αντίστοιχα διαθέσιμα κανονιστικά στοιχεία για γερμανικό πλη-
θυσμό (normative data) (έτσι όπως αυτά προκύπτουν από τη μελέτη των Richter et al (1992,
ο.α. στο Perris, 1994b). Τα αποτελέσματα της έρευνας των Skagerlind et al (1996), στο σου-
ηδικό δείγμα παραπάνω, είναι σε συμφωνία με το γερμανικό δείγμα. Και σε αυτή τη μελέτη
οι σχιζοφρενικοί ασθενείς βαθμολόγησαν και τους δύο γονείς τους σημαντικά υψηλότερα
στην Απόρριψη και χαμηλότερα στη Συναισθηματική Θαλπωρή, σε σύγκριση με τα κανονι-
στικά στοιχεία (normative data) για το σουηδικό πληθυσμό, αν και η διαφορά στη Συναι-
σθηματική Θαλπωρή έφτασε τη στατιστική σημαντικότητα μόνο για τις μητέρες.
Τέλος, θα γίνει αναφορά σε δύο μελέτες των Singhal και Dutta, οι οποίοι δημοσιεύ-
ουν, το 1990, άρθρο που αφορούσε σε σχιζοφρενικούς κυρίως ασθενείς που διέπραξαν πα-
τροκτονία και τη σύγκρισή τους με σχιζοφρενικούς ασθενείς χωρίς εγκληματικό παρελθόν.
Το 1992, δημοσιεύουν ένα επιπλέον άρθρο που αφορούσε και πάλι σε σχιζοφρενικούς ασθε-
νείς κυρίως, οι οποίοι διέπραξαν μητροκτονία, και τη σύγκρισή τους με ανάλογο με παραπά-
νω δείγμα. Και στις δύο περιπτώσεις το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε ήταν το
ΕΜΒU.

65
Στη μελέτη με το δείγμα των πατροκτόνων (n=10, 8 σχιζοφρενικοί και 2 με διαταρα-
χή προσωπικότητας), οι πατέρες (σύμφωνα με τις απαντήσεις στο EMBU) ήταν περισσότερο
τιμωρητικοί από τις μητέρες και είχαν προτίμηση στα αδέρφια του ασθενούς, ενώ οι μητέρες
ήταν περισσότερο υπερπροστατευτικές και ανεκτικές από τους πατέρες. Οι μητέρες των πα-
τροκτόνων ήταν περισσότερο υπερεμπλεκόμενες και ανεκτικές από τις μητέρες των σχιζο-
φρενικών ατόμων της ομάδας ελέγχου, και οι πατέρες των δεύτερων ήταν περισσότερο πα-
ρακινητικοί (stimulating) και αποστερητικοί (depriving) από τους πατέρες των πρώτων.
Στη μελέτη με τα άτομα που διέπραξαν μητροκτονία το μικρό δείγμα αφορούσε σε
16 άτομα, 15 σχιζοφρενικούς και ένα με σχιζοφρένεια και διαταραχή προσωπικότητας. Η
διαφορά των υποκειμένων της μελέτης με την, ανάλογη με την προηγούμενη, ομάδα ελέγχου
με σχιζοφρενικά άτομα, ήταν στο πόσο ανεκτικούς έβλεπαν οι μητροκτόνοι τους γονείς τους
(σύμφωνα με το EMBU). Ανάμεσα στις δύο ομάδες, οι συγγραφείς περιγράφουν, αρκετές
διαφορές στο πως περιγράφηκαν οι γονείς με τη χρήση του ερωτηματολογίου. Οι μητέρες
των μητροκτόνων ήταν περισσότερο υπερεμπλεκόμενες, ανεκτικές, στοργικές και οι πατέρες
περισσότερο κακοποιητικοί, ενώ οι μητέρες της ομάδας ελέγχου ήταν περισσότερο προσα-
νατολισμένες στην εκπλήρωση του καθήκοντος (performance orientated). Τέλος στο δείγμα
των μητροκτόνων αναφέρθηκαν διαφορές ανάμεσα στην μητέρα και τον πατέρα στην υπε-
ρεμπλοκή, την ανοχή, τη στοργή και τον προσανατολισμό στην εκπλήρωση του καθήκοντος.

66
ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

67
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ


Στην καθημερινή ψυχιατρική κλινική πράξη, από την στιγμή της πρώτης διαγνωστι-
κής συνέντευξης, αλλά και κατόπιν, στην καθημερινή τριβή με τον ασθενή, ανακύπτει συνε-
χώς ένα θέμα. Τόσο η συμπεριφορά του ασθενούς όσο και τα λεγόμενά του (αναμνήσεις,
στάση του απέναντι στον θεράποντα ψυχίατρο) αναφέρονται πολύ συχνά στη στάση των γο-
νέων του ασθενούς. Είναι επόμενο να διερωτάται κανείς κατά πόσο αυτή η στάση έχει συμ-
βάλλει στο παρελθόν, ως στάση ανατροφής, (αλλά πολλές φορές και στο παρόν) στην τωρι-
νή ψυχοπαθολογική εικόνα του.
Ο ασθενής πολύ συχνά αναφέρει αναμνήσεις της στάσης των γονέων του απέναντί
του, κυρίως στο παρελθόν κατά την ανατροφή του μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά
και στο παρόν, μέσα από τις τωρινές τους σχέσεις. Είναι δόκιμο να υποθέσει κανείς ότι οι
σχέσεις με τους γονείς στο παρόν αποτελούν μία νοητή συνέχεια των σχέσεων του παρελθό-
ντος, υπό το πρίσμα, βέβαια, των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει η συμπεριφορά του ασθε-
νούς λόγω ακριβώς της ψυχοπαθολογίας του.
Η στάση των γονέων απέναντι στο συγκεκριμένο παιδί είναι κάτι που πιθανόν καθο-
ρίζεται από πολλαπλούς παράγοντες. Δημογραφικοί παράγοντες όπως η σειρά γέννησης του
παιδιού μέσα στην διαδοχή των υπόλοιπων παιδιών της οικογένειας, προσωπικοί παράγοντες
αλλά και οι συνθήκες οικογενειακού προγραμματισμού (το πόσο επιθυμητή ή μη ήταν η ε-
γκυμοσύνη), παράγοντες που εκκινούνται από τη ιδιοσυγκρασία του παιδιού (character) και
το δέσιμό του (bonding) με την βασική τροφό (που συνήθως είναι η μητέρα) και την δική
της ιδιοσυγκρασία είναι ορισμένοι από αυτούς. Φυσικά σημαντικό ρόλο παίζει και η άλλη
μορφή των ενηλίκων της οικογένειας, ο πατέρας, με όλα τα δικά του χαρακτηριστικά ως ά-
τομο, η ύπαρξη άλλων ενηλίκων όπως οι γονείς των γονέων, και τα άλλα μέλη της οικογέ-
νειας (αδέρφια κλπ). Όπως θα αναφερθεί αμέσως παρακάτω, γενετικοί παράγοντες φαίνεται
να συμβάλλουν σημαντικά στην έκφραση της γονεϊκής στάσης ανατροφής.
Πρόκειται λοιπόν για ένα ιδιαίτερα περίπλοκο σύστημα το οποίο αρχικά υποδέχεται
και μέσα στο οποίο, στη συνέχεια, μεγαλώνει ο κάθε άνθρωπος. Το σύστημα αυτό διαμορ-
φώνει το συναισθηματικό κλίμα μέσα στο οποίο εμφανίζεται η διαδικασία της κοινωνικο-
ποίησης. Αυτός είναι ένας ορισμός του ύφους της γονεϊκής στάσης (parenting style, Darling
& Steinberg 1993).
Τα τελευταία χρόνια έχει αναθερμανθεί και πάλι, μέσα πλέον από τις καινούργιες
ανακαλύψεις σε επίπεδο πυρήνα κυττάρου και DNA, η επιστημονική συζήτηση για το τι συ-
νεισφέρει και με ποιο ποσοστό στην διαμόρφωση της προσωπικότητας και της ψυχοπαθολο-

68
γίας του ατόμου, το γενετικό υπόβαθρο ή το περιβάλλον με όλες του τις εκφάνσεις. Το περι-
οδικό American Journal of Psychiatry, στο πρώτο τεύχος του για το 1996, θέτει ακριβώς το
ερώτημα: «Seed or Soil: How Does Our Garden Grow?» (σε ελεύθερη μετάφραση, Ο σπό-
ρος ή το χώμα: Πως αναπτύσσεται ο κήπος μας;) (Eisenberg, 1996). Ο συγγραφέας αυτού
του εκδοτικού σημειώματος, όπου ανασκοπείται η πορεία της γενετικής στη ψυχιατρική, κα-
ταλήγει στα εξής: «και ο σπόρος και το χώμα-όπως και η βροχή, ο ήλιος, τα ζιζάνια και τα
ζιζανιοκτόνα, και όλες οι απρόβλεπτες συνθήκες που παρεμβαίνουν μεταξύ της σποράς και
του θερισμού».
Το παραπάνω σημείωμα σχολιάζει ένα σημαντικό άρθρο του K.S. Kendler με τίτλο:
Parenting: A Genetic-Epidemiological Perspective (Kendler, 1996). Το συγκεκριμένο άρ-
θρο, χρησιμοποιώντας μία σύντομη εκδοχή του Parental Bonding Instrument (PBI), του ε-
ρωτηματολογίου και της παρούσας έρευνας, με 16 λήμματα, προσπαθεί να διαλευκάνει τις
γενετικές συνιστώσες της γονεϊκής στάσης ανατροφής. Το δείγμα της μελέτης ήταν σεβα-
στός αριθμός διδύμων γυναικών. Προτείνονται δύο υποθέσεις και παρέχονται στοιχεία που
τις υποστηρίζουν. Η πρώτη προτείνει ότι η γονεϊκή συμπεριφορά ανατροφής επηρεάζεται
από χαρακτηριστικά του γονέα που καθορίζονται γενετικά αλλά και από τη γονεϊκή οικογέ-
νειά του. Η δεύτερη προτείνει ότι ο τρόπος που οι γονείς αποκρίνονται προς ορισμένα χαρα-
κτηριστικά του παιδιού τους υπόκεινται επίσης σε μερικό γενετικό έλεγχο. Η μελέτη ανα-
γνωρίζει τη σημασία του ρόλου και της φύσης (nature) αλλά και της ανατροφής (nurture). Η
αναζήτηση των πτυχών της γονεϊκής ανατροφής από το συγγραφέα συνεχίστηκε και την ε-
πόμενη χρονιά αποδίδοντας και πάλι τη σύνθετη, πολλαπλώς καθοριζόμενη ομάδα συμπερι-
φορών που την αποτελούν (Kendler et al, 1997).
Η παρούσα έρευνα επέλεξε να περιορίσει το δείγμα της σε άτομα που πάσχουν από
σχιζοφρένεια και συναφείς διαταραχές, καθώς η νόσος αυτή αποτελούσε και, όπως διαφαί-
νεται, θα αποτελεί, «νόσο-μοντέλο» για την ψυχιατρική. Όπως έχει φανεί στο κεφάλαιο για
την αιτιολογία, η συμμετοχή τόσο της γενετικής προδιάθεσης αλλά και των περιβαλλοντι-
κών παραγόντων είναι σημαντική για την εμφάνιση της νόσου. Σε άτομα με γενετική επιρ-
ρέπεια και ευαλωτότητα η επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων καθορίζει την εμφάνισή
της.
Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της σχέσης που θα μπορούσε να
υφίσταται μεταξύ της στάσης ανατροφής από τη πλευρά των γονέων τους, όπως αυτή περι-
γράφεται δια μνημονικής ανάκλησης στο Parental Bonding Instrument (PBI, Parker, Tupling
& Brown, 1979) από μία ομάδα ασθενών, με τη ψυχοπαθολογία, δηλαδή με τα συμπτώματα
με τα οποία εκδηλώνεται η διαταραχή τους σε μία δεδομένη χρονική στιγμή (τη στιγμή της
εξέτασης).

69
Η υπόθεση είναι ότι υπάρχει κάποια διαφοροποίηση ανάλογα με τη στάση ανατρο-
φής από πλευράς των γονέων σε κάποια συμπτώματα. Δηλαδή, ότι, πιθανώς κάποια συ-
μπτώματα, έτσι όπως αυτά αποδίδονται από τις δύο κλίμακες περιγραφής και αποτίμησης
της ψυχοπαθολογίας, την Positive and Negative Schizophrenia Symptoms (PANSS), και την
Brief Psychiatric Rating Scale (BPRS), να συσχετίζονται διαφοροποιούμενα με κάποια από
τις παραμέτρους του PBI.
Η υπό διερεύνηση υπόθεση αφορά στα εξής:
1. Ποια στάση των γονέων συσχετίζεται με ποια συγκεκριμένα συμπτώματα.
2. Ποιο ρόλο παίζουν στη γονεϊκή στάση ανατροφής τα δημογραφικά και άλλα στοιχεία
των γονέων αλλά και της οικογένειας, στο συγκεκριμένο δείγμα.
3. Ποιες διαφορές εμφανίζουν τα ευρήματα από το ελληνικό δείγμα ψυχιατρικών ασθενών
με αντίστοιχα ευρήματα από μελέτες σε αντίστοιχα δείγματα από άλλες χώρες.

2. ΥΛΙΚΟ
Τα άτομα που συμμετείχαν στη παρούσα μελέτη είναι ασθενείς της Β΄ Πανεπιστημι-
ακής Κλινικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Όλοι τους έχουν κατ’ ελά-
χιστο μία νοσηλεία στην κλινική στο παρελθόν, έχουν διαγνωστεί ως πάσχοντες από Σχιζο-
φρένεια ή κάποια άλλη συναφή Ψυχωτική Διαταραχή (Σχιζοσυναισθηματική Διαταραχή,
Σχιζοφρενικόμορφη Διαταραχή, Παραληρητική Διαταραχή, και Ψύχωση Μη Προσδιοριζό-
μενη Άλλως) (κατά DSM-IV). Οι ασθενείς αυτοί παρακολουθούνται από τη Κλινική Επα-
νερχομένων της Β΄ Πανεπιστημιακής Κλινικής, με συχνότητα από μία φορά ανά δεκαπεν-
θήμερο ως μία φορά το τρίμηνο. Όλοι τους λαμβάνουν τη συνιστώμενη φαρμακευτική αντι-
ψυχωτική αγωγή, στα ενδεδειγμένα σχήματα από τη κλινική εμπειρία και τα επιστημονικά
δεδομένα. Το ποσοστό συμμετοχής στο τελικό δείγμα εκείνων στους οποίους προτάθηκε εί-
ναι υψηλό. Το ποσοστό των ατόμων που αρνήθηκαν είναι περίπου 20%. Κύριοι λόγοι άρνη-
σης συμμετοχής τους ήταν η δυσκολία και η δυσφορία τους να συμπληρώσουν το PBI. Η
δυσφορία αυτή αφορούσε κυρίως σε υποκειμενικά βιωμένες κακές σχέσεις με τους γονείς.
Η δυσκολία αφορούσε κυρίως άτομα με κάποια γνωστικά ελλείμματα, είτε σταθερά είτε
προσωρινά. Οι συμμετέχοντες στο τελικό δείγμα συμπλήρωσαν γενικά με προθυμία το ερω-
τηματολόγιο αυτοαναφοράς (PBI). Κατά τη συμπλήρωσή του δεν αναφέρθηκε κάποια ιδιαί-
τερη δυσκολία, ούτε ειδικά για κάποιο λήμμα, ούτε γενικά.
Το δείγμα αποτελείται από 81 άτομα, 52 άνδρες (64,2%) και 29 γυναίκες (35,8%).

70
3. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ
3.1 ΜΕΘΟΔΟΣ
3.1.1 Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΩΝ
Οι Kendler et al (1997) δεν συμπεριλαμβάνουν στο δείγμα του όσους δεν έχουν απα-
ντήσει στις δηλώσεις στο PBI σε ποσοστό που είναι χαμηλότερο του 50%. Για τα υπόλοιπα
άτομα που συμπλήρωσαν απαντώντας τις δηλώσεις του PBI σε ποσοστό μεγαλύτερο του
50% αλλά μικρότερο του 100%, οι απαντήσεις στις δηλώσεις που έλειπαν συμπληρώθηκαν
από τις συμπληρωμένες απαντήσεις (“scores on the missing items were imputed from the
completed items”).
Οι Mohr et al (1999) στη παρουσίαση της Γαλλικής εκδοχής του PBI σχολιάζουν την
αξιοπιστία της, δηλώνουν ότι: «Για να μεγιστοποιήσουμε τις διαθέσιμες πληροφορίες, οι
παραληφθείσες τιμές των απαντήσεων στα λήμματα (missing values) αντικαταστάθηκαν με
το διάμεσο (median of the item) του λήμματος δήλωσης αν το άτομο-υποκείμενο είχε συ-
μπληρώσει τουλάχιστον το 80% των δηλώσεων του PBI».
Ανάλογη μέθοδος με εκείνη των Mohr et al (1999) χρησιμοποιήθηκε για την αύξηση
του αριθμού των αξιοποιήσιμων ερωτηματολογίων.

3.1.2 ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ


Τα 81 άτομα-υποκείμενα της παρούσας μελέτης είναι άτομα με ψυχωτικού τύπου δι-
αταραχές που έχουν νοσηλευτεί τουλάχιστον μία φορά. Με αυτή τη έννοια το δείγμα δεν
είναι τυχαίο, και μάλλον αφορά περιστατικά με βαριά ψυχοπαθολογία που οδήγησε στον
εγκλεισμό τους. Η περίοδος επιλογής του δείγματος ήταν κατά προσέγγιση 12 μήνες. Η επι-
λογή των ατόμων του δείγματος έγινε με βάση τα παρακάτω κριτήρια:
(α) από το δείγμα αποκλείστηκαν άτομα που είχαν Συναισθηματικές Ψυχώσεις, δη-
λαδή Διπολική Διαταραχή και ψυχωτικού χαρακτήρα Μείζονα Καταθλιπτικά Επεισόδια. Ο
λόγος που αποφασίστηκε αυτός ο αποκλεισμός ήταν διότι, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιο-
γραφία, φαίνεται αυτού του τύπου οι ψυχωτικές διαταραχές να διαφοροποιούνται από τις
ψυχωτικές διαταραχές του ευρύτερου Σχιζοφρενικού φάσματος (πχ, Willinger et al, 2002·
Moeller et al, 2000· Maj, 1989· Hollis, 2003· Evans et al, 1999).
(β) τη βεβαιότητα της διάγνωσης, η οποία εκτιμήθηκε με πολλαπλούς τρόπους, για
τα άτομα εκείνα (περίπου το 75% του δείγματος) που είχαν περισσότερες από μία εισαγω-
γές, και κυρίως από τη κλινική εικόνα των προηγούμενων εισαγωγών, το ιστορικό τους, και
βέβαια τη διαγνωστική εκτίμηση κατά την αξιολόγηση με την δομημένη προσέγγιση της
PANSS και της BPRS. Για τα άτομα που είχαν μόνο μία εισαγωγή, το βάρος για τη επιβε-
βαίωση της διάγνωσης έπεσε στη παρούσα κλινική εικόνα, στην περιγραφή και την αξιολό-

71
γησή της με τη PANSS και τη BPRS, και βέβαια το ιστορικό της διαταραχής. Είναι σημα-
ντικό στο σημείο αυτό να τονιστεί, με απλά λόγια, ότι για τα άτομα που επιλέγηκαν δεν υ-
πήρχε απολύτως καμμία αμφιβολία για τη διάγνωσή τους και αυτό ήταν το ισχυρότερο κρι-
τήριο επιλογής.
(γ) το τρίτο κριτήριο επιλογής ήταν η κατάσταση της ψυχοπαθολογίας, με την έννοια
στα άτομα αυτά η ψυχοπαθολογία να είναι σε σημαντική ύφεση (κατά κλινική και ψυχομε-
τρική εκτίμηση) έτσι ώστε να είναι πλήρης η δυνατότητα συνεργασίας του υποκειμένου, κυ-
ρίως για τα στοιχεία που αφορούσαν στο PBI, και να υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή αντι-
στοιχία με τη πραγματική εικόνα της στάσης ανατροφής των γονέων ως τα 16 έτη, έτσι όπως
το ορίζει το ίδιο το ερωτηματολόγιο. Το κριτήριο αυτό ακολούθησε τη προτροπή του Parker
(1983b) (σε σχολιασμό της Parker et al,1982) για αύξηση της αξιοπιστίας των απαντήσεων
στο PBI.
(δ) το τέταρτο κριτήριο επιλογής είναι η επαρκής γνώση και κατανόηση της Ελληνι-
κής γλώσσας, έτσι ώστε και πάλι να είναι καλύτερη η κατανόηση και συμπλήρωση των δη-
λώσεων του PBI, και για το λόγο αυτό αποκλείστηκαν άτομα που δεν είχαν γεννηθεί και α-
νατραφεί με μητρική γλώσσα την Ελληνική.
Έχοντας προκρίνει τα παραπάνω κριτήρια για τη επιλογή των ατόμων σαφώς δεν
προτάχθηκε η ισορροπημένη σύνθεση του δείγματος σε διάφορα δημογραφικά και κλινικά
στοιχεία, όπως π.χ. το φύλο, και η διάγνωση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το δείγμα είναι
όμως αντιπροσωπευτικό σε όλες τις επιμέρους παραμέτρους για το πληθυσμό των ατόμων
που εισάγεται σε ένα Τμήμα Οξέων Περιστατικών (ή Βραχείας Νοσηλείας) ενός Ψυχιατρι-
κού Νοσοκομείου μιας πόλης όπως η Θεσσαλονίκη, που έχει σαφώς τα χαρακτηριστικά της
Τριτοβάθμιας Περίθαλψης, με την έννοια ότι εξυπηρετεί μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή.
Το δείγμα θα ήταν ακόμη περισσότερο αντιπροσωπευτικό, για ένα ειδικό Νοσοκομείο, αν
είχε συμπεριληφθεί το μεγάλο ποσοστό των ατόμων που δεν έχουν ως μητρική γλώσσα την
Ελληνική.
Η διαδικασία της μετάφρασης του PBI ακολούθησε τη συνήθη διαδικασία. Μετά την
ενημέρωση του G. Parker (το PBI δεν έχει περιορισμό πνευματικών δικαιωμάτων) έγινε με-
τάφραση από ένα άτομο και τυφλή αναμετάφραση από άλλο άτομο, και τα δύο με άριστη
γνώση και των δύο γλωσσών.
Η κλινική εκτίμηση με τις δύο Κλίμακες εκτίμησης της Ψυχοπαθολογίας και η χορή-
γηση του PBI έγιναν όταν ο κάθε ασθενής είχε πάρει ήδη εξιτήριο και παρακολουθούνταν
ως επανερχόμενος από τη Κλινική, είτε αμέσως μετά την έξοδό του από την Κλινική. Η μέ-
θοδος αυτή προκρίθηκε, επιπλέον, προς αποφυγή του οποιουδήποτε επηρεασμού

72
(«desirability bias»), ακριβώς λόγω της φύσης του Νοσοκομείου και της, σχεδόν καθολικής
εμπειρίας, για τα άτομα του δείγματος, της αναγκαστικής-ακούσιας νοσηλείας.
Η τελική βαθμολόγηση των δύο Κλιμάκων της Ψυχοπαθολογίας, του PBI και η κλι-
νική και συνολική αποτίμηση της διάγνωσης για κάθε υποκείμενο έγιναν από το ίδιο πρό-
σωπο.

3.1.3 Η ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ


Η επεξεργασία των στοιχείων περιλάμβανε περιγραφική και συμπερασματική στατι-
στική επεξεργασία κατά την οποία εφαρμόστηκαν μέθοδοι διμεταβλητής (συσχέτιση 2 με-
ταβλητών) και πολυμεταβλητής ανάλυσης.
Στη μεν περιγραφική στατιστική, υπολογίσθηκαν τα στατιστικά μέτρα θέσης (μέση
τιμή, μέγιστο και ελάχιστο) και διασποράς (τυπική απόκλιση) για ποσοτικές μεταβλητές,
ενώ για ποιοτικές μεταβλητές υπολογίσθηκαν οι απόλυτες και σχετικές κατανομές συχνοτή-
των.
Στις ποσοτικές μεταβλητές εφαρμόστηκε αρχικά ο έλεγχος Kolmogorov-Smirnov για
να διαπιστωθεί αν οι παρατηρήσεις ακολουθούν κανονική κατανομή. Στις περιπτώσεις που
διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική απόκλιση από την κανονική κατανομή, εφαρμόστηκε ο
μη παραμετρικός έλεγχος Spearman για τον συντελεστή συσχέτισης δυο ποσοτικών μετα-
βλητών (συμπερασματική στατιστική). Στις περιπτώσεις που οι παρατηρήσεις θεωρήθηκε
ότι προέρχονταν από κανονική κατανομή, για τον έλεγχο ισότητας των μέσων τιμών μεταξύ
2 ομάδων, εφαρμόστηκε ο παραμετρικός έλεγχος t-test για ανεξάρτητα δείγματα, ενώ για
παραπάνω από 2 ομάδες η ανάλυση διακύμανσης (ANOVA) με μέθοδο ελέγχου πολλαπλών
διαφορών για διαχωρισμό των υποομάδων που διαφοροποιούνται στατιστικά σημαντικά, τον
αντίστοιχο του Tukey. Η αντίστοιχη συσχέτιση μεταξύ δυο ποσοτικών μεταβλητών έγινε
μέσω του συντελεστή συσχέτισης Pearson.
Για τον έλεγχο της ύπαρξης σχέσης μεταξύ δυο ποιοτικών μεταβλητών, εφαρμόστη-
κε ο χ2 έλεγχος ανεξαρτησίας.
Η πολυμεταβλητή ανάλυση περιλάμβανε την ανάλυση αξιοπιστίας (reliability
analysis) και την ανάλυση παραγόντων (factor analysis). Για την μέτρηση της αξιοπιστίας
των πολυθεματικών μεταβλητών (στις Κλίμακες PBI, PANSS και BPRS) έγινε ανάλυση α-
ξιοπιστίας. Η ανάλυση αξιοπιστίας στηρίζεται στην υπόθεση ότι άτομα που έχουν απαντήσει
με υψηλό ή χαμηλό βαθμό σε κάποιο θέμα, τείνουν να έχουν απαντήσει με σχετικά υψηλό ή
σχετικά χαμηλό βαθμό και σε άλλο παρόμοιο θέμα, γεγονός το οποίο συνηγορεί ότι τα λήμ-
ματα (items) ενδείκνυνται για την μέτρηση μιας πολυθεματικής μεταβλητής (ανάλογης με τη
θεματολογία και το σχεδιασμό της εκάστοτε Κλίμακας). Ο δείκτης αξιοπιστίας Cronbach's

73
Alpha που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα ανάλυση, θεωρείται σαν μέτρο συσχέτισης με-
ταξύ των θεμάτων της χρησιμοποιηθείσας κλίμακας στην μεταβλητή με οποιασδήποτε άλλη
κλίμακα με ισάριθμα θέματα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι: «… συντελεστής μεγαλύτερος
από 0,80 θεωρείται πολύ ικανοποιητικός… ενώ τιμές κάτω από 0,60 επιβάλλουν την επινό-
ηση νέων θεμάτων στην πολυθεματική μεταβλητή» (Σιάρδος, 1999).
Μία πολυθεματική μεταβλητή δεν αρκεί να είναι αξιόπιστη μόνο, αλλά και έγκυρη,
δηλαδή να μετρά αυτό που επιδιώκει ο ερευνητής να μετρήσει. Ο έλεγχος εγκυρότητας (ε-
γκυρότητα περιεχομένου και δομής των θεμάτων) της μέτρησης της ικανοποίησης έγινε με
την μέθοδο της παραγοντικής ανάλυσης (factor analysis) για το ερωτηματολόγιο PBI. Η πα-
ραγοντική ανάλυση στοχεύει να αναδείξει από το σύνολο των θεμάτων λιγότερους μη παρα-
τηρούμενους παράγοντες (ψευδομεταβλητές), οι οποίοι συνεισφέρουν στην συνολική δια-
μόρφωση της υπό μέτρηση μεταβλητής.
Το επίπεδο σημαντικότητας για την αποδοχή ή όχι της μηδενικής υπόθεσης που ε-
λήφθη για όλους τους ελέγχους, ήταν το 5% (Κάτος, 1986· Field, 2000).

3.2 ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ


ΜΕΛΕΤΗ
Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιήθηκε:
(1) ένα φύλλο συλλογής δημογραφικών στοιχείων (παρατίθεται στο Παράρτημα Ι),
(2) η Κλίμακα εκτίμησης ψυχοπαθολογίας «Brief Psychiatric Rating Scale»,
(3) η Κλίμακα εκτίμησης ψυχοπαθολογίας «Positive and Negative Syndrome Scale», και
(4) το ερωτηματολόγιο αναμνηστικής περιγραφής της συμπεριφοράς ανατροφής του γονέα
«Parental Bonding Instrument» (παρατίθεται στο Παράρτημα Ι).
Παρακάτω ακολουθεί αναλυτική περιγραφή τους.

3.2.1 ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ


Το φύλλο με τα δημογραφικά στοιχεία της παρούσας μελέτης περιλαμβάνει 15 λήμ-
ματα που περιγράφονται παρακάτω.
Η αρίθμηση ξεκινά από το 4 καθώς το (1) ήταν ο αύξοντας αριθμός στο πρωτόκολλο,
το (2) το ονοματεπώνυμο, το (3) η ημερομηνία της εξέτασης.
Τα λήμματα (4) και (3) ήταν το φύλο και η ηλικία του ατόμου αντίστοιχα. Για λό-
γους ακριβούς καθορισμού της ηλικίας καταγράφηκε και το έτος της γέννησης.
Τα λήμματα (6) και (7) ήταν ο τόπος γέννησης και ο τόπος ανατροφής αντίστοιχα. Οι
εναλλακτικές απαντήσεις και για τα δύο ήταν: «χωριό», «κωμόπολη», «πόλη» και «Ελλάδα»
και «χώρα του Εξωτερικού».

74
Τα λήμματα (8) και (9) περιείχαν πληροφορίες για την οικογένεια. Συγκεκριμένα, το
λήμμα (8) αφορούσε σε πληροφορίες για τους γονείς: ηλικία στο παρόν (επομένως και αν ζει
ή όχι), ηλικία κατά τη γέννηση του ατόμου, και απασχόληση. Για λόγους ακριβούς καθορι-
σμού της ηλικίας του γονέα καταγράφηκε το έτος της γέννησης. Η επαγγελματική απασχό-
ληση του κάθε γονέα καταγράφηκε σύμφωνα με την αναφορά του ατόμου. Το λήμμα (8.1)
αφορούσε στην ύπαρξη ή όχι ιστορικού ψυχικής νόσου στην ευρύτερη οικογένεια του ατό-
μου. Το λήμμα (9) αφορούσε στα αδέρφια του ατόμου. Συγκεκριμένα καταγράφηκε ο συνο-
λικός αριθμός των παιδιών στην οικογένεια, η σειρά της γέννησης του ατόμου (1ος/η, 2ος/η,
κλπ), η διαφορά της ηλικίας σε έτη με τα αδέρφια του και το φύλο των άλλων αδερφών του
ατόμου.
Το λήμμα (10) αφορούσε στο τόπο μόνιμης κατοικίας στο παρόν. Οι εναλλακτικές
απαντήσεις ήταν και πάλι: «χωριό», «κωμόπολη», «πόλη» και «Ελλάδα» και «χώρα του Ε-
ξωτερικού». Το λήμμα περιλάμβανε δύο υποερωτήματα. Το ερώτημα (10.1) ήταν «Με ποιον
(δια)μένει το άτομο» και το ερώτημα (10.2) «Υπάρχει κάποια σταθερή σχέση και τι είδους
είναι αυτή». Το λήμμα αυτό απεικονίζει εν μέρει το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων του
ατόμου.
Το λήμμα (11) αφορούσε το επαγγελματικό-οικονομικό περιβάλλον του ατόμου. Συ-
γκεκριμένα καταγράφηκε η απασχόληση-επάγγελμα του ατόμου με εναλλακτικές απαντή-
σεις τις εξής: «Ελεύθερος επαγγελματίας/ έμπορος», «Υπάλληλος (ιδιωτικός ή δημόσιος)»,
«Οικιακά», «Άνεργος/η». Υπήρχε και ένα υποερώτημα (11.1) σε σχέση με το ποια είναι κα-
τά τον ερωτώμενο η «Κύρια πηγή εισοδήματός» του.
Το λήμμα (12) αφορούσε το επίπεδο της εκπαίδευσης του ατόμου. Η διατύπωση είχε
δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος ήταν οι σπουδές που το άτομο ολοκλήρωσε, δηλαδή αν ήταν
απόφοιτος «Δημοτικού», «Γυμνασίου», «Λυκείου» και «Πανεπιστημίου». Το δεύτερο σκέ-
λος κατέγραφε το συνολικό χρόνο σπουδών.
Το λήμμα (13) αφορούσε την οικογενειακή κατάσταση του ατόμου με πέντε επιμέ-
ρους ερωτήματα. Το πρώτο (13.1) ήταν καθαυτή η οικογενειακή κατάσταση με εναλλακτι-
κές απαντήσεις: «Έγγαμος/η», «Άγαμος/η», «Διαζευγμένος/η» και «Χήρος/α». Το δεύτερος
(13.2) ήταν η ηλικία του/ της συντρόφου. Το τρίτο (13.3) ήταν η επαγγελματική απασχόλη-
ση του/της συντρόφου. Το τέταρτο (13.4) ήταν ο αριθμός και το φύλο των παιδιών του ατό-
μου, και το πέμπτο (13.5) ήταν η περιγραφή της σειράς γέννησης, της ηλικίας και το φύλο
των παιδιών αναλυτικά ανά παιδί.
Το λήμμα (14) ήταν η διάγνωση.
Το λήμμα (15) ήταν οι διάφορες έξεις του ατόμου.
Το λήμμα (16) ήταν ο αριθμός των προηγούμενων εισαγωγών.

75
Το λήμμα (17) αφορούσε το αν λάμβανε το άτομο φαρμακευτική αγωγή και ποια.
Όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, η βαρύτητα κατά τη συλλογή των δημογραφι-
κών πληροφοριών για τα άτομα του δείγματος της παρούσας μελέτης, δόθηκε κυρίως στο
οικογενειακό του περιβάλλον είτε το γονεϊκό του είτε το προσωπικό του. Ο λόγος που επιλέ-
χθηκε η προσέγγιση αυτή ήταν η αύξηση της πιθανότητας να προκύψουν κάποιες ενδιαφέ-
ρουσες συσχετίσεις με τα ευρήματα από το ερωτηματολόγιο PBI.

3.2.2 Η ΚΛΙΜΑΚΑ BRIEF PSYCHIATRIC RATING SCALE (BPRS)


Η κλίμακα Brief Psychiatric Rating Scale (BPRS) παρουσιάστηκε από τους JE
Overall και DR Gorham, το 1962, στο περιοδικό Psychological Reports, αρχικά με 16 λήμ-
ματα που περιέγραφαν αντίστοιχες κατασκευές συμπτωμάτων. Έκτοτε προτάθηκαν ποικίλες
εκδοχές της Κλίμακας, εκ των οποίων εκείνη με τα 18 λήμματα (με την προσθήκη των συ-
μπτωμάτων της διέγερσης και του αποπροσανατολισμού, το 1966, ο.α. στη Burger et al,
1997) είναι ίσως το πλέον διερευνηθέν εργαλείο στην ψυχιατρική (Sajatovic & Ramirez,
2001). Το 1986 εισάγεται μία εκδοχή με 24 λήμματα από τους Lukoff et al (ο.α. στη Burger
et al, 1997).
Η βαθμολόγηση της έντασης των συμπτωμάτων έχει εύρος, κατά Likert, από
1(απουσία του συμπτώματος) έως 7(μέγιστη σοβαρότητα του συμπτώματος), ενώ υφίσταται
εκδοχή από 0 έως 6. Η βαθμολόγηση βασίζεται στις παρατηρήσεις του βαθμολογητή σε συ-
νέντευξη 15-30 λεπτών με το υποκείμενο, κατά την οποία εκτιμάται και η συνολική λεκτική
εκφορά του.
Από τις πρώτες κλίμακες εκτίμησης της ψυχοπαθολογίας της σχιζοφρένειας που εμ-
φανίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία, οι οποίες όμως είναι αρκετά εκτενείς και σχετικά δύ-
σχρηστες, είναι η In-Patient Multidimensional Psychiatric Scale (IMPS, Lorr, 1962) και η
Κλίμακα των Wing και Brown (1961) (ο.α. στο Μπότσης και συν., 2005). Η δεύτερη κλίμα-
κα βασίζεται σε μία απλή συνέντευξη με σκοπό την εκτίμηση των συμπτωμάτων της σχιζο-
φρένειας και συμπεριλαμβάνει τα εξής: επιπέδωση και απροσφορότητα συναισθήματος,
πτωχεία λόγου, χάλαση συνειρμού και παραληρήματα διαφόρου περιεχομένου. Η BPRS α-
ποτελεί σύντομη παραλλαγή της IMPS (Μπότσης και συν., 2005), ενώ σύμφωνα με τον Kay
(1991) αποτελεί πρόγονο, μαζί με την κλίμακα Psychopathology Rating Schedule (Singh &
Kay, 1975a, ο.α. στο Kay, 1991), της PANSS. Κάποιοι συγγραφείς, όπως οι Bell et al (1992)
σε μελέτη τους που συγκρίνει τις δύο κλίμακες (PANSS, BPRS) καταλήγουν στο ότι η
PANSS μπορεί να είναι ανώτερη από την BPRS για την κλινική έρευνα της σχιζοφρένειας
αλλά τα περισσότερα λήμματα της BPRS δεν αλληλοκαλύπτονται με τα συνώνυμα λήμματα
της PANSS.

76
Η BPRS περιέχει τρία αρνητικά συμπτώματα (το αμβλύ συναίσθημα, τη συναισθη-
ματική απόσυρση, και τη κινητική επιβράδυνση), τα οποία συνιστούν την αρνητική ή την
υποκλίμακα της «Απόσυρσης/ Επιβράδυνσης» (Kay, 1991). Υπάρχουν μελέτες που διαπί-
στωσαν ότι αυτά συσχετίζονται με τα καταθλιπτικά και τα κατατονικά συμπτώματα (Bucci,
1987, ο.α. στο Kay, 1991· Prosser et al, 1987, ο.α. στο Μπότσης και συν., 2005), συγχέονται
με τα εξωπυραμιδικά συμπτώματα (Kane et al, 1985· Prosser et al, 1987, ο.α. στο Kay,
1991) και ότι απαντούν διαφορετικά στη φαρμακευτική αγωγή με κλασσικά νευροληπτικά
(Angrist et al, 1980, ο.α. στο Μπότσης και συν., 2005), δεδομένα που ερμηνεύονται ότι δια-
φέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και πιθανόν να μη συνδυάζονται (Kay, 1991). Η τελευ-
ταία μελέτη συνέκρινε την κλινική απόκριση σχιζοφρενικών ασθενών στις αμφεταμίνες και
τα κλασσικά νευροληπτικά. Εκτός των άλλων, εμφανίστηκε διαφορετική ανταπόκριση στα
νευροληπτικά της συναισθηματικής απόσυρσης και των υπολοίπων αρνητικών συμπτωμά-
των της BPRS. O Kay (1991) διατυπώνει επιφυλάξεις για την αξιοπιστία (content reliability)
και την εγκυρότητα (validity) της BPRS λόγω του μικρού αριθμού αρνητικών συμπτωμάτων
που περιέχει (3) σε σχέση με τα 11 θετικά συμπτώματα. Σύμφωνα με τον ίδιο, επειδή από
αυτά μόνο τα δύο (το αμβλύ συναίσθημα και η συναισθηματική απόσυρση) είναι γενικά α-
ποδεκτά ως αρνητικά συμπτώματα, η υποκλίμακα των αρνητικών συμπτωμάτων δεν στοι-
χειοθετείται παρά μόνο ένας παράγοντας «ανενέργειας» (anergia factor), κατά πολύ στενό-
τερης εννοιολογικά κατασκευής.
Στην ανασκόπηση, που αναφέρεται συχνά στη βιβλιογραφία, των Hedlund & Vieweg
(1980, ο.α. στη Burger et al, 1997) αναφέρονται πολυάριθμες παραγοντικές αναλύσεις της
εκδοχής της BPRS με τα 18 λήμματα (BPRS-18), οι περισσότερες εξ αυτών κατέληξαν στη
λύση με πέντε παράγοντες, οι οποίοι είναι η Διαταραχή στη Σκέψη (Thinking Disorder), η
Απόσυρση (Withdrawal), η Κατάθλιψη και το Άγχος (Anxiety-Depression), η Εχθρικότητα-
Καχυποψία (Hostility-Suspicion), και η Δραστηριότητα (Activity). Σύμφωνα με τους
Faustman & Overall (1999, ο.α. στη Thomas et al, 2004) οι ψυχομετρικές ιδιότητες της
BPRS-18 είναι καλά τεκμηριωμένες και η παραγοντική ανάλυση υποστηρίζει και τα δύο μο-
ντέλα, με τους τέσσερις και τους πέντε παράγοντες.
Τα συμπτώματα που συνιστούν τις υποκλίμακες (και τους παράγοντες) της BPRS-18
είναι (Burger et al, 1997) (αναφέρονται παρακάτω μόνο τα 16 λήμματα της αρχικής εκδοχής
που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα):
(1) Διαταραχή στη Σκέψη (Thinking Disorder): Ιδέες Μεγαλείου, Ψευδαισθησιογόνος συ-
μπεριφορά, Παράξενο Περιεχόμενο Σκέψης, Αποδιοργάνωση Σκέψης.
(2) Απόσυρση (Withdrawal): Αμβλύ Συναίσθημα, Συναισθηματική Απόσυρση, Κινητική
Επιβράδυνση.

77
(3) Κατάθλιψη και Άγχος (Anxiety-Depression): Ενασχόληση με τη Σωματική Υγεία, Άγ-
χος, Κατάθλιψη, Αίσθημα Ενοχής.
(4) Εχθρικότητα-Καχυποψία (Hostility-Suspicion): Εχθρικότητα, Καχυποψία, Μη Συνεργα-
σιμότητα.
(5) Δραστηριότητα (Activity): Αίσθημα Τάσης, Κινησιοτροπίες και Ιδιόρρυθμες Στάσεις
Σώματος.
Η μεγαλύτερη συσχέτιση εμφανίζεται μεταξύ των υποκλιμάκων Διαταραχής στη
Σκέψη και Εχθρικότητας-Καχυποψίας.
Στη Silverstein et al (1997) η υποκλίμακα της Εχθρικότητας-Καχυποψίας ονομάζεται
Παρανοειδής Διαταραχή (Paranoid Disturbance), ενώ η υποκλίμακα της Απόσυρσης ως Συ-
ναισθηματική Απόσυρση/ Κινητική Επιβράδυνση.
Οι Sajatovic & Ramirez (2001) προτείνουν τη μελέτη των Evans et al (1999) ως α-
ντιπροσωπευτική για τη χρήση της BPRS. Στη μελέτη αυτή αναφέρονται οι εξής υποκλίμα-
κες της BPRS: εκείνες των θετικών και των αρνητικών συμπτωμάτων καθώς και εκείνη της
κατάθλιψης, ενώ η βιβλιογραφική αναφορά για την εκδοχή της BPRS που έχει χρησιμοποιη-
θεί είναι η Overall & Gorham, 1988. Άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν μόνο την υποκλίμα-
κα των Θετικών συμπτωμάτων (BPRS-PS) (Harrigan et al, 2003) με τέσσερα λήμματα (Α-
ποδιοργάνωση Σκέψης, Ψευδαισθησιογόνος Συμπεριφορά, Ασύνηθες Περιεχόμενο Σκέψης
και Καχυποψία) όπως αυτή προκύπτει από τροποποίηση των McGorry et al (1988, ο.α. στη
Harrigan et al, 2003) για Νοσηλευτική χρήση, ενώ οι Lachar et al (2001) εισηγήθηκαν 4 νέ-
ες (μη αλληλοκαλυπτόμενες) υποκλίμακες για μία σταθεροποιημένη (anchored) εκδοχή της
BPRS-18, την BPRS-A, τις εξής: Αντίσταση (Resistance), Ψυχολογική Δυσφορία
(Psychological Discomfort) και Θετικά και Αρνητικά Συμπτώματα. Οι Ventura et al (2000)
αναφέρουν κάποιες παλαιότερες αλλά και πρόσφατες μελέτες που έχουν κάνει παραγοντική
ανάλυση τόσο της αρχικής (16 λήμματα) όσο και της BPRS-18 (Guy, 1976· Overall &
Beller, 1984· Malla et al, 1993· Mueser et al, 1997· Long & Brekke, 1999).
Είναι ευνόητο το ενδιαφέρον που εμφανίζεται στη πρόσφατη βιβλιογραφία για την
παραγοντική ανάλυση της εκτεταμένης εκδοχής της BPRS (BPRS-Expanded, BPRS-E) με
τα 24 λήμματα που αναφέρθηκε παραπάνω, καθώς θεωρείται ότι η πρόταση για ημιδομημέ-
νη συνέντευξη που τη συνοδεύει, με την έννοια των προκαθορισμένων ερωτήσεων και των
σταθερών (anchor) σημείων για τη βαθμολόγηση των λημμάτων, αλλά και η ευρύτερη κά-
λυψη των σχιζοφρενικών και των συναισθηματικών διαταραχών θα μπορούσε να αλλάζει το
εργαλείο (Thomas et al, 2004). Στη βιβλιογραφία αναφέρονται οι παρακάτω μελέτες καθώς
και ο αριθμός των παραγόντων που προτείνουν. Ο Hafkenscheid (1991, ο.α. στη Ruggeri et
al, 2005) επιβεβαιώνει (cross-validation) τις αρχικές 5 υποκλίμακες της BPRS-18 σε δείγμα

78
ασθενών με ποικιλία διαγνώσεων: Άγχος-Κατάθλιψη, Ανενέργεια (anergia), Διαταραχή της
Σκέψης, Ενεργοποίηση (activation), και Εχθρικότητα-Καχυποψία. Οι Van der Does et al
(1993, ο.α. στη Ventura et al, 2000) σε ένα δείγμα σχιζοφρενικών ασθενών προτείνουν μία
παραγοντική ανάλυση με τέσσερις παράγοντες: Αποδιοργάνωση, Κατάθλιψη, Θετικά και
Αρνητικά Συμπτώματα. Οι Dingemans et al (1995, ο.α. στο Thomas et al, 2004) σε ένα
δείγμα ψυχιατρικών ασθενών με ποικιλία διαγνώσεων κατέληξαν σε 5 παράγοντες: Μανία,
Αποπροσανατολισμός, Κατάθλιψη, Θετικά και Αρνητικά Συμπτώματα. Οι Ventura et al
(1995, ο.α. στο Thomas, 2004) σε ένα δείγμα εξωτερικών σχιζοφρενικών ασθενών αναφέρει
τέσσερις παράγοντες: Μανία/Εχθρικότητα, Κατάθλιψη/Άγχος, Θετικά και Αρνητικά Συ-
μπτώματα. Οι Burger et al (1997) σε δείγμα αστέγων ψυχικά ασθενών με ποικιλία διαγνώ-
σεων κατέληξαν σε πέντε παράγοντες που αναφέρονται παραπάνω και είναι παρόμοιοι με
εκείνους της BPRS-18. Οι Ventura et al (2000) σε ένα δείγμα ψυχιατρικών ασθενών με ποι-
κίλες διαγνώσεις καταλήγουν σε πρόταση τεσσάρων παραγόντων: Μανία/Διέγερση, Κατά-
θλιψη/Άγχος, Θετικά και Αρνητικά Συμπτώματα. Οι Thomas et al (2004) σε μελέτη της πα-
ραγοντικής δομής της BPRS-E σε δύο δείγματα εσωτερικών ασθενών με ποικίλες διαγνώ-
σεις καταλήγουν σε τέσσερις παράγοντες: τη Διαταραχή της Σκέψης (Παραληρητικές Ιδέες,
Ιδέες Μεγαλείου, Καχυποψία, Ψευδαισθήσεις), την Κινητοποίηση (Animation) (Κινητική
Υπερδραστηριότητα, Διέγερση, Αίσθημα Τάσης, ενώ με αρνητικό πρόσημο συντάχθηκαν
και η Συναισθηματική Απόσυρση και το Αμβλύ Συναίσθημα), η Διαταραχή της Διάθεσης
(Κατάθλιψη, Αυτοκτονικότητα, Αισθήματα Ενοχής, Άγχος) και η Απάθεια (Apathy) (Συναι-
σθηματική Απόσυρση, Αμβλύ Συναίσθημα, Κινητική Επιβράδυνση και η Παραμέληση του
Εαυτού). Τέλος, οι Ruggeri et al (2005) σε δείγμα εξωτερικών σχιζοφρενών ασθενών
(EPSILON project- μία συνεργασία πέντε Ευρωπαϊκών χωρών, Αγγλία, Δανία, Ολλανδία,
Ιταλία και Ισπανία), κατέληξαν στη πρόταση δύο προτάσεων μία με πέντε και μία με τέσσε-
ρις παράγοντες. Οι συγγραφείς προτίμησαν τη δεύτερη παρά το ότι εξηγεί το 48,8% της δια-
κύμανσης (variance) (το μοντέλο των πέντε παραγόντων το 54,3% αλλά με χαμηλή εσωτε-
ρική συνοχή-internal consistency, και αδυναμία να ερμηνευτεί το πέμπτο συστατικό), οι δε
παράγοντες ονομάστηκαν: Μανιακή Διέγερση/Αποδιοργάνωση, Άγχος/ Κατάθλιψη, Αρνη-
τικά και Θετικά Συμπτώματα.
Η BPRS αρχικά αναπτύχθηκε για την εκτίμηση ασθενών με ποικιλία διαγνώσεων και
από τον συνδυασμό σφαιρικών κατασκευών των συμπτωμάτων, αλλά υπάρχει πιθανότητα οι
κατασκευές της BPRS να ποικίλλουν από πληθυσμό σε πληθυσμό, δηλαδή η παραγοντική
δομή που προκύπτει από μία μεικτή διαγνωστικά πληθυσμιακή ομάδα μπορεί να διαφέρει
από άλλη σε άλλη ομάδα (Thomas et al, 2004) και αυτό μπορεί να εξηγεί τις διαφορές που,
όπως φάνηκε παραπάνω, υφίστανται στις διάφορες μελέτες. Επομένως η συνολική βαθμολο-

79
γία της κλίμακας πιθανότατα δεν είναι χρήσιμη για την πολυεπίπεδη εκτίμηση των συμπτω-
μάτων.

3.2.3 Η ΚΛΙΜΑΚΑ PANSS


3.2.3.1 Γενικά στοιχεία
Η Κλίμακα Θετικού και Αρνητικού Συνδρόμου (PANSS) των Kay, Fiszbein & Opler
(1987, ο.α. στο Sajatovic & Ramirez, 2001) είναι μία ευρύτατα διεθνώς διαδεδομένη και
χρησιμοποιούμενη κλίμακα σε ερευνητικά και άλλα πλαίσια. Οι Sajatovic & Ramirez ανα-
φέρουν μεταφράσεις της σε 22 γλώσσες. Ο σκοπός της δημιουργίας της κλίμακας ήταν η
αντιμετώπιση των διαφόρων περιορισμών των ψυχομετρικών ιδιοτήτων προηγούμενων κλι-
μάκων που θα αναφερθούν παρακάτω. Η PANSS θεωρείται μία προσαρμογή των BPRS,
SANS/SAPS (Sajatovic & Ramirez, 2001). Ο Kay (1991) θεωρεί ότι αρχικά ήταν μία ειδική
προσαρμογή της BPRS και της PRS (Singh & Kay, 1975a, ο.α. στο Kay, 1991), στη συνέ-
χεια όμως η προσπάθεια επίτευξης των παρακάτω πλεονεκτημάτων και ο σαφέστατος καθο-
ρισμός όλων των μεταβλητών της κλίμακας τη διαφοροποίησαν. Η σημαντική διαφορά της
PANSS από προηγούμενες κλίμακες μέτρησης της ψυχοπαθολογίας στη Σχιζοφρένεια
(KMS, SANS/SAPS, BPRS, NSRS, QLS) είναι η περισσότερο αυστηρή εφαρμογή της, η
μεγαλύτερη περιεκτικότητά της στο εύρος της αποτίμησης και η επιμελέστερη προτυποποί-
ησή της (standardization).
Η PANSS βασίζεται στην παραδοχή ότι η σχιζοφρένεια έχει (τουλάχιστον) δύο δια-
κριτά σύνδρομα, ένα αρνητικό και ένα θετικό σύμφωνα με την αρχική εννοιολογική απόδο-
ση του Crow (1980, ο.α. στο Kay, 1991).
Περιλαμβάνει 30 λήμματα-συμπτώματα, 7 θετικά (όπως οι παραληρητικές ιδέες και
οι ψευδαισθήσεις), 7 αρνητικά (όπως η κοινωνική απόσυρση και το επίπεδο ή αμβλύ συναί-
σθημα), και 16 συμπτώματα γενικής ψυχοπαθολογίας (όπως άγχος, κατάθλιψη) που βαθμο-
λογούνται με μία επτάβαθμη κλίμακα (1= σύμπτωμα απών, 7= ακραία βαρύτητα συμπτώμα-
τος). Η κλίμακα παρέχει βαθμολογία για εννέα πεδία (domains): θετικό και αρνητικό σύν-
δρομο, γενική ψυχοπαθολογία, ανενέργεια (anergia), διαταραχή σκέψης (thought
disturbance), ενεργοποίηση (activation), παρανοϊκότητα-εχθρικότητα (belligerence), κατά-
θλιψη, και ένα σύνθετο δείκτη (composite index) (που προκύπτει από την αφαίρεση θετική
μείον αρνητική βαθμολογία) (Sajatovic & Ramirez, 2001· Kay, 1991).
Βασιζόταν αρχικά σε μία ημιδομημένη συνέντευξη με τον ασθενή και τις όποιες
πληροφορίες που αφορούσαν σε κλινικά στοιχεία, από την οικογένεια ή το προσωπικό της
κλινικής, κατά την προηγούμενη εβδομάδα. Για τη βελτίωση της προτυποποίησης της συνέ-
ντευξης αναπτύχθηκε μία πλήρως δομημένη διαδικασία η Structured Clinical Interview for

80
the PANSS (SCI-PANSS), διάρκειας 35-40 λεπτών, που περιγράφεται σε τέσσερις φάσεις
και συνοδεύεται από ένα πλήρες πρόγραμμα εκπαίδευσης των εξεταστών (Kay, 1991). Η
διαδικασία της SCI-PANSS επιτρέπει την άμεση παρατήρηση των συναισθηματικών, ψυχο-
κινητικών, γνωστικών, αντιληπτικών, απαρτιωτικών, διαντιδραστικών λειτουργιών καθώς
και τη λειτουργία που αφορά στην προσοχή (Kay, 1991).
Ανάμεσα στα προτερήματα της PANSS, σχετικά με τις ψυχομετρικές ιδιότητες, που
συνοψίζονται από τον Kay (1991) διακρίνονται τα παρακάτω: (α) τα επιχειρησιακά
(operational) κριτήρια, (β) η εκτίμηση περιλαμβάνει τις αρνητικές, θετικές, καταθλιπτικές,
και γενικές ψυχοπαθολογικές συνιστώσες της σχιζοφρένειας, (γ) η επιλογή των λημμάτων
του περιεχομένου το καθιστά ισορροπημένο, με αποκλεισμό εκείνων που αλληλοσυσχετίζο-
νται, (δ) η ευρύτατη διάδοση και μετάφραση σε αρκετές γλώσσες επικουρεί στη συλλογή
πολυεθνικών και διαπολιτισμικών δεδομένων κατά τη διενέργεια μελετών.

3.2.3.2 Το πυραμιδικό μοντέλο


Όπως δείχνει και η διερώτηση του Kay (1991, σελ. 182) για το αν το μοντέλο των
θετικών και αρνητικών συμπτωμάτων είναι επαρκές για να απεικονίσει τη πλήρη πολυπλο-
κότητα της ψυχοπαθολογίας της σχιζοφρένειας, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Ο ίδιος
το 1990 προτείνει σε άρθρο του στο περιοδικό Schizophrenia Bulletin το «Πυραμιδικό Μο-
ντέλο» της Σχιζοφρένειας.
Όπως καταλήγει ο Kay (1991) από τη στατιστική παραγοντική ανάλυση προκύπτουν
τέσσερις ομάδες συμπτωμάτων: Θετικά, Αρνητικά, εκείνα της Διέγερσης (Excited), και τα
Καταθλιπτικά.
Οι ομάδες αυτές είναι ανεξάρτητες αλλά όχι αμοιβαία αποκλειόμενες, αντιπροσω-
πεύουν συνεχείς διαστάσεις (continuous dimensions) ή σύνδρομα, και σχηματίζουν μία πυ-
ραμιδική κατασκευή αξόνων αν τοποθετηθούν στις κορυφές της. Η πυραμιδική αυτή κατα-
σκευή εμπεριέχει τη ποικιλία των συμπτωμάτων και είναι πιθανόν να αναπαριστά διακριτές
παθοφυσιολογικές διεργασίες.
Το θετικό σύνδρομο (όπως ορίζεται κατά Andreasen, 1985 και Crow, 1985) διασπά-
ται και η αποδιοργάνωση της σκέψης (thought disorganization) συντάσσεται με ένα παράγο-
ντα γνωστικής έκπτωσης, και οι παραληρητικές ιδέες (delusions) και οι ψευδαισθήσεις
(hallucinations) σχετίζονται μεταξύ τους χωρίς να συνδέονται μαζί της.
Ο συνδυασμός των θετικών, αρνητικών και καταθλιπτικών συστατικών αποδίδει τον
παρανοειδή, αποδιοργανωμένο και κατατονικό τύπο της Σχιζοφρένειας. Οι διαγώνιες-
εγκάρσιες σχέσεις του μοντέλου αυτού υποδεικνύουν πολωμένους φαινομενολογικούς άξο-
νες που αφορούν στην πρόγνωση και άλλες πλευρές της σχιζοφρένειας. Παράδειγμα είναι η

81
συμμετοχή ή όχι καταθλιπτικής διάθεσης και η παρουσία ή όχι γνωστικής έκπτωσης (καλή
και κακή πρόγνωση αντίστοιχα).
Κατά μήκος της ακμής (της πυραμίδας) που συνδέει τα θετικά με τα αρνητικά σύν-
δρομα, συγκεντρώνονται γνωστικές ανωμαλίες που περιλαμβάνουν συμπτώματα όπως η εν-
νοιολογική αποδιοργάνωση, η στερεότυπη σκέψη, η δυσχέρεια στην αφηρημένη σκέψη, και
η πτωχή κρίση και εναισθησία (που αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά του αποδιοργα-
νωμένου τύπου της σχιζοφρένειας), επομένως ο αποδιοργανωμένος τύπος της σχιζοφρένειας
περιλαμβάνει τη διαντίδραση μεταξύ του θετικού και του αρνητικού συνδρόμου. Κατά το
μέσο της ακμής (της πυραμίδας) που συνδέει τα θετικά με τα καταθλιπτικά σύνδρομα, παρα-
τηρούνται χαρακτηριστικά του παρανοϊκού τύπου της σχιζοφρένειας δηλαδή ιδέες δίωξης
και καχυποψία, παραληρητικές ιδέες σωματικού τύπου, και εχθρικότητα, επομένως ο παρα-
νοϊκός τύπος της σχιζοφρένειας περιλαμβάνει τη διαντίδραση μεταξύ του θετικού και του
καταθλιπτικού συνδρόμου. Τέλος η ακμή που συνδέει τις κορυφές (της πυραμίδας) των αρ-
νητικών και καταθλιπτικών συνδρόμων, διατέμνεται από χαρακτηριστικά που ανήκουν στον
κατατονικό τύπο της σχιζοφρένειας, όπως κινητική επιβράδυνση, μη συνεργασιμότη-
τα/αρνητισμός, και διαταραχή της βούλησης, επομένως ο κατατονικός τύπος της σχιζοφρέ-
νειας περιλαμβάνει τη διαντίδραση μεταξύ του αρνητικού και του καταθλιπτικού συνδρό-
μου.
Ο Kay (1991) καταλήγει στη παρατήρηση ότι τα παραπάνω ευρήματα υποδεικνύουν
ότι η τυπολογία της σχιζοφρένειας κατά τον Kraepelin αποτελείται μάλλον από υβρίδια κλι-
νικών συνδρόμων (hybrid constructs) παρά από γνήσιες κατασκευές (pure constructs). Δεν
αφορά σε απλές ψυχοπαθολογικές διεργασίες αλλά σε συμπτώματα που σχετίζονται με συν-
δεόμενα σύνδρομα. Επομένως, μη συσχετιζόμενα αλλά συν-εμφανιζόμενα σύνδρομα, συν-
δυαζόμενα παράγουν τους γνωστούς τύπους της σχιζοφρένειας, ενώ οι προτεινόμενοι, «αρ-
νητικός» και «θετικός», ως υποτύποι της σχιζοφρένειας από την Andreasen & Olsen (1982,
ο.α. στο Kay, 1991) δεν μπορεί να είναι έγκυροι καθώς δεν αποκλείονται αμοιβαία.

3.2.3.3 Παραγοντική ανάλυση της PANSS


Ο Kay (1991) προσπάθησε να εξετάσει την παραγοντική αξιοπιστία (factorial
validity) της διάκρισης των συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας σε θετικά και αρνητικά, αλλά
και να αναζητήσει άλλες συνιστώσες του πλήρους εύρους της ψυχοπαθολογίας της διαταρα-
χής. Τα 30 συμπτώματα της κλίμακας απέδωσαν τις εξής επτά ορθογώνιες συνιστώσες με
ιδιοτιμή μεγαλύτερη της μονάδας (64,7%) (εντός παρένθεσης τα ποσοστά της κάλυψης της
μεταβλητότητας): (1) αρνητική, (2) θετική, (3) της διέγερσης (excited), (4) καταθλιπτική, (5)

82
γνωστική (cognitive), (6) της καχυποψίας-δίωξης (suspicious-persecutory), και (7) της στε-
ρεότυπης σκέψης (stereotypic thinking).
Η αρνητική συνιστώσα με ιδιοτιμή 7,08 (23,61%) περιλάμβανε τα εξής δέκα συ-
μπτώματα: συναισθηματική απόσυρση, παθητική/ απαθής κοινωνική απόσυρση, έλλειψη
αυθορμητισμού και ροής στη συνομιλία, αμβλύ συναίσθημα, πτωχή σχέση με τον εξεταστή,
πτωχή προσοχή, ενεργός κοινωνική αποφυγή, κινητική επιβράδυνση, διαταραχή της βούλη-
σης, και ιδιοτροπισμοί (mannerisms and posturing).
Η θετική συνιστώσα με ιδιοτιμή 3,74 (12,48%) περιλάμβανε πέντε συμπτώματα: α-
σύνηθες περιεχόμενο σκέψης, παραληρητικές ιδέες, ιδέες μεγαλείου, έλλειψη κρίσης και ε-
ναισθησίας, και ψευδαισθητική συμπεριφορά. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν συμπεριλαμβάνο-
νται εδώ συμπτώματα όπως η αποδιοργάνωση της σκέψης (εννοιολογική αποδιοργάνωση),
και η καχυποψία/ δίωξη, αλλά σε διακριτό παράγοντα παρακάτω.
Η συνιστώσα της ψυχοκινητικής διέγερσης (excited component) με ιδιοτιμή 2,55
(8,50%) περιλάμβανε πέντε συμπτώματα: διέγερση, απώλεια ελέγχου των παρορμήσεων,
αίσθημα τάσης, εχθρικότητα, και έλλειψη συνεργασιμότητας.
Η διακριτή (κατεξοχήν από την αρνητική συνιστώσα) καταθλιπτική συνιστώσα με ι-
διοτιμή 2,32 (7,73%), αποδεικνύει σύμφωνα με τον Kay (1991) ότι αποτελεί γνήσιο συστα-
τικό της ψυχοπαθολογίας της σχιζοφρένειας, και περιλαμβάνει πέντε συμπτώματα: άγχος,
αισθήματα ενοχής, κατάθλιψη, σωματική ενασχόληση/ παραληρητικές ιδέες, και ενασχόλη-
ση (preoccupation).
Οι υπόλοιπες τρεις συνιστώσες, η γνωστική (cognitive) (ιδιοτιμή 1,56/ 5,21%), της
καχυποψίας-ιδέες δίωξης (suspicious-persecutory) (ιδιοτιμή 1,08/ 3,62%), και της στερεότυ-
πης σκέψης (stereotypic thinking) (ιδιοτιμή 1,08/ 3,59%) διαφέρουν από τις παραπάνω στο
ότι έχουν ιδιοτιμή μικρότερη του 2. Όλες μαζί περιλαμβάνουν πέντε συμπτώματα τα οποία
είχαν παρόμοιες τιμές συνάθροισης (loadings) και σε άλλες συνιστώσες, και ο Kay (1991)
υιοθετεί τη θέση ότι είτε πρόκειται για λάθη στη μεταβλητότητα είτε για παράγοντες ελάσ-
σονος επιρροής, και τους παραθέτει μαζί. Τα συμπτώματα είναι: δυσχέρεια στην αφηρημένη
σκέψη, διαταραχή προσανατολισμού, εννοιολογική αποδιοργάνωση, καχυποψία/ ιδέες δίω-
ξης, στερεότυπη σκέψη.
Άλλες παραγοντικές αναλύσεις είναι οι παρακάτω (οι μελέτες ο.α. στο Λύκουρας και
συν., 2005).
Οι Peralta και Cuesta (1994) σε μελέτη απέσπασαν 8 παράγοντες (69,9%): αρνητι-
κός, θετικός, της αποδιοργάνωσης, της ψυχοκινητικής διέγερσης, του άγχους-υπερέντασης,
ασύνηθες περιεχόμενο σκέψης- αυτιστική ενασχόληση, κατάθλιψη, συναισθήματα ενοχής
και σωματική ενασχόληση.

83
Ο Lepine (1993) σε μελέτη στη Γαλλία, καταλήγει σε πέντε παράγοντες συμπτωμά-
των της PANSS, τους: τον αρνητικό, της ψυχοκινητικής διέγερσης, της γνωστικής δυσλει-
τουργίας, της κατάθλιψης, και το θετικό.
Οι Lindstroem και von Knorring (1993) σε σουηδική μελέτη καταλήγουν στην εξής
σειρά: θετικός παράγοντας, αρνητικός παράγοντας, ψυχοκινητική διέγερση, άγχος-
κατάθλιψη, και γνωστική δυσλειτουργία.
Οι Bell et al (1994) σε επανάληψη της ανάλυσης των στοιχείων του αρχικού δείγμα-
τος της προτύπωσης της PANSS με την προσθήκη στοιχείων άλλων 146 σχιζοφρενικών α-
σθενών, καταλήγουν επίσης σε λύση πέντε παραγόντων.
Οι Lindenmayer et al, σε δύο δείγματα (1994a· 1994b και 1995) κατέληξαν σε πέντε
παράγοντες (57,5% για το πρώτο, 51,7% και 56,2% διαδοχικά για το δεύτερο δείγμα): αρνη-
τικός, θετικός, της γνωστικής δυσλειτουργίας, της ψυχοκινητικής διέγερσης, και τέλος της
κατάθλιψης. Όσον αφορά στη σύσταση σε λήμματα των παραγόντων αυτών, ανάμεσα στα
δύο δείγματα προκύπτουν κάποιες διαφορές. Ο παράγοντας των θετικών συμπτωμάτων, ο
παράγοντας της ψυχοκινητικής διέγερσης και ο παράγοντας της κατάθλιψης παρουσιάζουν
κάποιες εναλλαγές λημμάτων ενώ υφίστανται και λήμματα που δεν συναθροίζονται με κα-
νένα από τους παραπάνω παράγοντες. Αξιοσημείωτη επίσης φαίνεται να είναι η σταθερότη-
τα του παράγοντα των αρνητικών συμπτωμάτων και στα δύο δείγματα, όπου πρόκειται για
τον παράγοντα με τη μεγαλύτερη κάλυψη της μεταβλητότητας. Σταθερός είναι και ο παρά-
γοντας της γνωστικής δυσ-λειτουργίας. Ενδεικτικά παρατίθεται η σύσταση των παραγόντων
της PANSS κατά Lindenmayer et al.
Παράγοντας αρνητικών συμπτωμάτων: Ν2-Συναισθηματική απόσυρση, Ν4-
Παθητική/απαθής κοινωνική απόσυρση, Ν6-Έλλειψη αυθορμητισμού, Ν3-Πτωχή σχέση με
τον εξεταστή, Ν1-Αμβλύ συναίσθημα, G16-Ενεργητική κοινωνική αποφυγή.
Παράγοντας θετικών συμπτωμάτων: Ρ1-Παραληρητικές ιδέες, G9-Ασύνηθες περιε-
χόμενο σκέψης, Ρ5-Ιδέες μεγαλείου, Ρ6-Καχυποψία/ ιδέες δίωξης, [και στο δεύτερο δείγμα
(1995), Ρ3-Ψευδαισθήσεις, Ν7-Στερεότυπη σκέψη].
Παράγοντας γνωστικής δυσ-λειτουργίας: Ρ2-Εννοιολογική αποδιοργάνωση, G10-
Αποπροσανατολισμός, Ν5-Δυσχέρεια στην αφηρημένη σκέψη, G5-ιδιοτροπισμοί, G11-
πτωχή προσοχή.
Παράγοντας συμπτωμάτων ψυχοκινητικής διέγερσης: Ρ4-διέγερση, G14-απώλεια ε-
λέγχου παρορμήσεων, P7-εχθρικότητα, G4-υπερένταση [στο πρώτο δείγμα (1994)], G8-
έλλειψη συνεργασιμότητας [στο δεύτερο δείγμα (1995)].

84
Παράγοντας καταθλιπτικής συμπτωματολογίας: G2-άγχος, G3-αισθήματα ενοχής, G6-
κατάθλιψη, [G1-σωματική ενασχόληση, G15-ενασχόληση στο πρώτο δείγμα (1994)], [G4-
υπερένταση στο δεύτερο δείγμα (1995)].
Στο πρώτο δείγμα (1994) τα συμπτώματα Ρ3-ψευδαισθήσεις, Ν7-στερεότυπη σκέψη,
G7-κινητική επιβράδυνση, G8-έλλειψη συνεργασιμότητας, G10-έλλειψη και εναισθησίας,
G13-διαταραχή της βούλησης, δεν συναθροίζονται σε κάποιο συγκεκριμένο παράγοντα.

3.2.3.4 Παραγοντική ανάλυση της ελληνικής έκδοσης της PANSS


Οι συγγραφείς της ελληνικής έκδοσης της PANSS (Λύκουρας και συν., 2005) προ-
χώρησαν σε παραγοντική ανάλυση της κλίμακας, εφαρμόζοντας δύο στατιστικές τεχνικές.
Κάθε μία κατέληξε σε διαφορετικό πλήθος παραγόντων. Η πρώτη τεχνική απέδωσε επτά
πρωτεύοντες παράγοντες με ιδιοτιμή (eigenvalue) μεγαλύτερη της μονάδας (66,81%), οι ο-
ποίοι είναι οι εξής.
Ο πρώτος (ιδιοτιμή 7,86/ 26,21%) ορίστηκε ως ο «αρνητικός» παράγοντας, στον ο-
ποίο συντάσσονται εννέα συμπτώματα: αμβλύ συναίσθημα, συναισθηματική απόσυρση,
πτωχή σχέση με τον εξεταστή, παθητική/ απαθής κοινωνική απόσυρση, έλλειψη αυθορμητι-
σμού και ροής στη συνομιλία, ιδιοτροπισμοί, κινητική επιβράδυνση, διαταραχή της βούλη-
σης, ενασχόληση.
Ο δεύτερος (ιδιοτιμή 4,4/ 14,65%) αποδόθηκε ως ο παράγοντας της «ψυχοκινητικής
διέγερσης», στον οποίο συντάσσονται έξη συμπτώματα: διέγερση, εχθρικότητα, άγχος, υπε-
ρένταση, έλλειψη συνεργασιμότητας, απώλεια ελέγχου παρορμήσεων.
Ο τρίτος παράγοντας με ιδιοτιμή 2,16 (7,2%), ορίστηκε ως ο παράγοντας της «κατα-
θλιπτικής συμπτωματολογίας» της σχιζοφρένειας, στον οποίο συντάσσονται τα εξής συ-
μπτώματα: αισθήματα ενοχής, κατάθλιψη, [άγχος] (το οποίο συντάσσεται και στο προηγού-
μενο παράγοντα).
Ο τέταρτος παράγοντας με ιδιοτιμή 1,93 (6,45%), είναι ο παράγοντας της «θετικής
συμπτωματολογίας» στον οποίο συντάσσονται τέσσερα συμπτώματα: παραληρητικές ιδέες,
καχυποψία-ιδέες δίωξης, έλλειψη κρίσης και εναισθησίας, ενεργής κοινωνική αποφυγή.
Στον πέμπτο παράγοντα (ιδιοτιμή 1,60/ 5,3%) συντασσόταν μόνο το σύμπτωμα της
σωματικής ενασχόλησης, καθιστώντας τον την υποχονδριακή συνιστώσα της ψυχοπαθολο-
γίας της σχιζοφρένειας.
Ο έκτος παράγοντας (ιδιοτιμή 1,08/ 3,6%) ορίστηκε ως η συμπληρωματική «θετική
συνιστώσα», καθώς εδώ συντάχθηκαν τα υπόλοιπα (τρία) συμπτώματα της θετικής συμπτω-
ματολογίας: ασύνηθες περιεχόμενο σκέψης, ιδέες μεγαλείου, ψευδαισθητική συμπεριφορά.

85
Ο έβδομος παράγοντας (ιδιοτιμή 1,01/ 3,4%) ερμηνεύτηκε ως η συνιστώσα της γνωστικής
αποδιοργάνωσης, και περιλαμβάνει τα συμπτώματα εννοιολογική αποδιοργάνωση, δυσχέ-
ρεια στην αφηρημένη σκέψη, στερεότυπη σκέψη, διαταραχή προσανατολισμού, πτωχή προ-
σοχή.
Για λόγους συγκρισιμότητας με αντίστοιχες μελέτες της διεθνούς βιβλιογραφίας, η
παραγοντική ανάλυση επαναλήφθηκε και με τη στατιστική μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε
διεθνώς. Η τεχνική αυτή απέδωσε πέντε πρωτεύοντες συστατικούς παράγοντες (54,85%). Οι
τέσσερεις πρώτοι παράγοντες εμφάνισαν την ίδια ιδιοτιμή και ποσοστό κάλυψης της μετα-
βλητότητας με τους αντίστοιχους προηγούμενους τέσσερεις.
Ο πρώτος παράγοντας ορίστηκε ως η «αρνητική συνιστώσα» της ψυχοπαθολογίας με
δεκατρία συμπτώματα: αμβλύ συναίσθημα, συναισθηματική απόσυρση, πτωχή σχέση με τον
εξεταστή, παθητική/ απαθής κοινωνική απόσυρση, δυσχέρεια στην αφηρημένη σκέψη, έλ-
λειψη αυθορμητισμού στη ροή της συνομιλίας, στερεότυπη σκέψη, ιδιοτροπισμοί, κινητική
επιβράδυνση, διαταραχή προσανατολισμού, μείωση προσοχής, διαταραχή βουλητικότητας,
ενασχόληση.
Ο δεύτερος παράγοντας ορίστηκε ως η συνιστώσα της «ψυχοκινητικής ανησυχίας
και/ ή διέγερσης και εδώ συντάχθηκαν οκτώ συμπτώματα: διέγερση, εχθρικότητα, άγχος,
αισθήματα ενοχής, υπερένταση, έλλειψη συνεργασιμότητας, έλλειψη κρίσης και εναισθησί-
ας, πτωχός έλεγχος παρορμήσεων.
Ο τρίτος παράγοντας ορίστηκε ως η συνιστώσα της καταθλιπτικού τύπου συμπτωμα-
τολογίας της σχιζοφρένειας και περιλαμβάνει τα συμπτώματα: σωματική ενασχόληση, [άγ-
χος], [αισθήματα ενοχής], κατάθλιψη.
Ο τέταρτος παράγοντας περιλάμβανε τα συμπτώματα: παραληρητικές ιδέες, ψευδαι-
σθητική συμπεριφορά, ιδέες μεγαλείου, καχυποψία- ιδέες δίωξης, πτωχή προσοχή, [έλλειψη
κρίσης και εναισθησίας], ενεργητική κοινωνική αποφυγή, [ασύνηθες περιεχόμενο σκέψης],
και αποτελούσε τη «θετική συνιστώσα» της ψυχοπαθολογίας στη σχιζοφρένεια.
Ο πέμπτος παράγοντας με ιδιοτιμή 1,60 (5,34%) ορίστηκε ως η «συνιστώσα της
γνωστικής αποδιοργάνωσης», και περιλαμβάνει τα συμπτώματα εννοιολογική αποδιοργά-
νωση, [δυσχέρεια στην αφηρημένη σκέψη], [διαταραχή προσανατολισμού], [διαταραχή
προσοχής].

3.3 ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ PBI - ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ


Το συγκεκριμένο εργαλείο, από το 1979 που δημοσιεύτηκε το εισαγωγικό άρθρο των
Parker et al, έχει γνωρίσει πολύ μεγάλη αποδοχή και χρήση, σε σημείο να είναι δύσκολο να
βρει κανείς κάποια διαγνωστική και ψυχοπαθολογική κατηγορία όπου δεν έχει χρησιμοποι-

86
ηθεί. Έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες όπως τα Ιαπωνικά, τα Ισπανικά, τα Γαλλικά, τα
Κινέζικα, τα Ολλανδικά, τα Γερμανικά, τα Ιταλικά, σε κάποιες γλώσσες του Πακιστάν, τα
Γερμανικά, τα Πολωνικά, τα Εβραϊκά, τα Νορβηγικά, τα Κορεάτικα, πρόσφατα στα Τουρ-
κικά.
Ενδεικτική της εκτεταμένης χρήσης του ερωτηματολογίου είναι η αύξηση κατά 23
άρθρα (από 211 σε 234) του αριθμού των παραπομπών που εμφανίζονται στο Medline σε
χρονικό διάστημα ενός επταμήνου για το λήμμα «Parental Bonding Instrument».
Οι διαγνωστικές και ψυχοπαθολογικές οντότητες που έχει χρησιμοποιηθεί το PBI εί-
ναι, εκτός από τη σχιζοφρένεια (και τις μη συναισθηματικές ψυχώσεις), οι παρακάτω διατα-
ραχές: (1) η διπολική διαταραχή, (2) η κατάθλιψη και άλλες συναισθηματικού τύπου διατα-
ραχές όπως η δυσθυμία (πολύ εκτεταμένη βιβλιογραφία, πχ, Parker, 1983b· Kerver et al,
1992· Sato et al, 1997a & b), (3) οι διάφορες αγχώδεις διαταραχές: ψυχαναγκαστική-
καταναγκαστική διαταραχή (πχ, Myhr et al, 2004), διαταραχή πανικού με ή χωρίς αγοραφο-
βία (πχ, Wiborg & Dahl, 1997· Faravelli et al, 1991· Latas et al, 2000), κοινωνική φοβία (πχ,
Parker et al, 1997), γενικευμένη αγχώδης διαταραχή (πχ, Silove et al, 1991), (4) οι διαταρα-
χές προσωπικότητας: μεταιχμιακή (πχ, Zweig-Frank & Paris, 1991), αντικοινωνική (Reti et
al, 2002a), (5) οι εξαρτήσεις από ψυχοδραστικές ουσίες: αλκοόλ και άλλες, (6) οι διαταρα-
χές πρόσληψης τροφής: νευρογενής ανορεξία, βουλιμία, σύνδρομο επεισοδιακής υπερφαγίας
(binge eating) (De Panfilis et al, 2003), (7) η διαταραχή ταυτότητας φύλου αλλά και άλλες
πτυχές της σεξουαλικότητας, (8) η αυτοκτονικότητα (πχ, Martin & Waite, 1994), η αυτο-
τραυματική συμπεριφορά (πχ, Marchetto, 2006), (9) η υποχονδρίαση (πχ, Baker & Merskey,
1982), (10) η κλεπτομανία (πχ, Grant & Kim, 2002), (11) οι διασχιστικές διαταραχές (πχ,
Modestin et al, 1996), (12) οι διαταραχές διαγωγής, (13) τα επώδυνα σύνδρομα: σύνδρομο
πόνου και δυσλειτουργίας της κροταφογναθικής άρθρωσης, χρόνιος πόνος (πχ, Lung et al,
2004), (14) η διαταραχή ελαττωματικής προσοχής-υπερπροσεξίας-ADHD, (15) η διαταραχή
μετατροπής, (16) η προεμμηνορυσιακή δυσφορική διαταραχή, (17) η διαταραχή προσαρμο-
γής, (18) η παχυσαρκία, (19) η αλεξιθυμία, (20) η ατοπική δερματίτιδα, (21) η γαστροοισο-
φαγική παλινδρόμηση, (22) η παθολογική χαρτοπαιξία (πχ, Grant & Kim, 2002).
Εκτός από κλινικές οντότητες το PBI χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη οντοτήτων όπως
η προσαρμοστικότητα, τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας (πχ, Reti et al,
2002b), το πένθος (πχ, Bachar et al, 1997). Ακόμα, διερευνήθηκε η συσχέτιση με την προ-
σκόλληση (πχ, Mickelson et al, 1997), με γενετικούς παράγοντες (πχ, Lucht et al, 2006).
Εκτός από τη μορφή με τα 25 λήμματα έχουν από νωρίς προταθεί και σύντομες εκ-
δοχές (πχ, Klimidis et al, 1992). Το 1997, οι Parker et al προβαίνουν σε βελτίωση του PBI,
διατηρώντας τις δύο παραπάνω διαστάσεις αναθεωρώντας τα λήμματα, και με την προσθήκη

87
της διάστασης της κακοποίησης κατά την ανατροφή. Το νέο ερωτηματολόγιο ονομάστηκε
Measure of Parenting Style (MOPS). Προηγουμένως διάφοροι συγγραφείς είχαν προτείνει
συγκεκριμένες τροποποιήσεις (πχ, Gamsa, 1987).
Το PBI, ακριβώς λόγω της μακροχρόνιας παρουσίας του αλλά και της εκτεταμένης
χρήσης του έχει καταστεί ένα εργαλείο αναφοράς με το οποίο συγκρίνονται πολλά από τα
νεότερα ερωτηματολόγια που αφορούν τη γονεϊκή ανατροφή. Αναφέρονται ως παράδειγμα
τα παρακάτω: Childhood Experience of Care and Abuse Questionnaire- CECA.Q,
Remembered Relationship with Parents- RRP(10), Parenting Scale of Inconsistency,
Questionnaire on Parental Attitudes and Rearing Practices- FEPS στα Γερμανικά.
Είναι επίσης σημαντικό να επισημανθεί ότι το ερωτηματολόγιο αυτό έχει συγχορη-
γηθεί με πληθώρα άλλων εργαλείων και έχει γίνει προσπάθεια συσχέτισης των ευρημάτων
(πχ, Beck Hopelessness Scale).
Με το PBI έχουν περιγράψει τις στάσεις ανατροφής των γονέων τους διάφορες ομά-
δες ανθρώπων. Ενδεικτικά ας αναφερθούν οι παρακάτω: ενήλικες και έφηβοι (πχ, Rey et al,
1993), γενικός πληθυσμός και επιδημιολογικές μελέτες (Cox et al, 2000), εργάτες και άλλες
επαγγελματικές ομάδες (πχ, Sato et al, 1998), πληθυσμοί διδύμων (πχ, Parker, 1986·
Kendler, 1996), γυναίκες (πχ, Qadir et al, 2005), μητέρες (Gomez-Beneyto et al, 1993), γυ-
ναίκες εργαζόμενες ως εταίρες (πχ, Potter et al, 1999), άτομα με σεξουαλικού τύπου παρα-
βατική συμπεριφορά (βιαστές) (πχ, Craissati et al, 2002), θύματα σεξουαλικής κακοποίησης
(πχ, Douglas, 2000) αλλά και γενικής κακομεταχείρισης (πχ, Fosse & Holen, 2006), φυλακι-
σμένοι, και διάφορες εθνικές ομάδες (πχ, Constantinides, 1992).
Τέλος, οι Wilhelm et al (2005) έδειξαν τη μακροχρόνια σταθερότητα στο χρόνο του
PBI, καταλήγοντας στο ότι είναι ένα έγκυρο εργαλείο για την αποτίμηση των γονεϊκών στά-
σεων ανατροφής ακόμη και μετά τη παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος.

3.3.1 ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ PBI - Η ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ (1979)


Tο 1979 σε άρθρο τους στο περιοδικό British Journal of Medical Psychology με τίτ-
λο «A Parental Bonding Instrument» οι Gordon Parker, Hilary Tupling and L. B. Brown πα-
ρουσίασαν το ομώνυμο ερωτηματολόγιο (PBI). Ο στόχος της έρευνας ήταν να εξετάσει τη
γονεϊκή συμμετοχή στο δεσμό γονέα-παιδιού και να επιχειρήσει να καθορίσει και να μετρή-
σει τη δομή αυτής της σχέσης.
Σύμφωνα με την Ainsworth προτείνονται τέσσερις διαστάσεις της μητρικής συμπε-
ριφοράς οι οποίες ορίζονται από την ισορροπία προσκόλλησης και διερευνητικής συμπερι-
φοράς στα παιδιά. Οι διαστάσεις αυτές είναι: ευαισθησία-αναισθησία (sensitivity-
insensitivity), αποδοχή-απόρριψη (acceptance-rejection), συνεργασία-παρέμβαση

88
(cooperation-interference), και προσβασιμότητα-αδιαφορία (accessibility-ignoring). Οι Roe
& Siegelman προτείνουν τρεις παράγοντες («αγάπη-απόρριψη», «χαλαρότητα- απαιτητικό-
τητα», «εμφανής έγνοια για το παιδί»), αλλά και ένα διπολικό παράγοντα, σχετικό με συναι-
σθηματική έκφραση (affection) και θαλπωρή (warmth) στο ένα άκρο και με ψυχρότητα και
απόρριψη (coldness and rejection) στο άλλο. Τέλος, οι Parker et al (1979) αναφέρουν τις
προτάσεις των Schaefer (1965) και Raskin et al (1971). Οι παράγοντες που προέκυψαν από
τις μελέτες αυτές είναι οι: «αποδοχή-απόρριψη», «ψυχολογικός έλεγχος-ψυχολογική αυτο-
νομία», και «στενός-χαλαρός έλεγχος» και «θετική εμπλοκή», «αρνητικός έλεγχος», και
«χαλαρή πειθαρχία» αντίστοιχα.
Υπάρχουν συγγραφείς που διακρίνουν διάφορα είδη δεσμών (bond). Μία σημαντική
διάκριση είναι εκείνη του δεσμού της προσκόλλησης (attachment bond). Πρόκειται για το
δεσμό που ένα άτομο έχει προς ένα άλλο άτομο που εκλαμβάνεται ως ισχυρότερο και σοφό-
τερο (π.χ., ο δεσμός ενός βρέφους προς τη μητέρα). Ένα άτομο μπορεί να είναι προσκολλη-
μένο προς ένα πρόσωπο που με τη σειρά του δεν είναι προσκολλημένο προς εκείνο. Αυτή
είναι η συνήθης περίπτωση με τα βρέφη και τους γονείς τους. Το καθοριστικό χαρακτηρι-
στικό αυτού του δεσμού είναι η αναζήτηση της ασφάλειας. (Cassidy, 1999). Οι Stein et al
(2000) προχωρούν όμως σε μία σημαντική επισήμανση. Ο όρος «bonding» αντιπροσωπεύει
τους μοναδικούς συναισθηματικούς δεσμούς (ties) των γονέων προς τα παιδιά τους, οι οποί-
οι αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια μίας εκτεταμένης χρονικής περιόδου. Επομένως, ενώ, ο
δεσμός της προσκόλλησης έχει φορά από το παιδί προς τη μορφή της προσκόλλησης, ο σύν-
δεσμος (bonding) γονέα-παιδιού αναπτύσσεται με αντίστροφη φορά.
Οι Parker et al (1979) προτείνουν ότι η γονεϊκή στάση ανατροφής που εκφράζεται
μέσα στη συσχέτιση γονέα-παιδιού (bond-ing) έχει δύο κύριες μεταβλητές. Η πρώτη και πιο
σταθερή είναι μία διάσταση φροντίδας (care) ενώ η δεύτερη εμφανίζει κάποια δυσκολία
στον ορισμό και είναι μία διάσταση που εμπεριέχει τον ψυχολογικό έλεγχο πάνω στο παιδί.
Αυτές οι δύο διαστάσεις προκύπτουν ως υποκλίμακες από το PBI. Η «Φροντίδα» περιλαμ-
βάνει ένα πόλο οριζόμενο από τη στοργή (affection), τη συναισθηματική θαλπωρή
(emotional warmth), τη συναισθηματική κατανόηση (empathy) και την εγγύτητα, και το άλ-
λον πόλο από τη συναισθηματική ψυχρότητα, την αδιαφορία (indifference) και την παραμέ-
ληση (neglect). Η «Φροντίδα» θεωρείται ως η μείζων γονεϊκή διάσταση ανατροφής. Ο δεύ-
τερος παράγοντας, έχει ένα πόλο που ορίζεται από τον έλεγχο, την υπερπροστασία, την πα-
ρεμβατικότητα (intrusion), την υπερβολική επαφή (excessive contact), την παιδοποίηση
(infantilization) και την πρόληψη της ανεξάρτητης συμπεριφοράς, και στον άλλο πόλο συ-
ντάσσονται τα λήμματα που υποδεικνύουν την ευόδωση ανεξαρτησίας και αυτονομίας
(allowance of independence and autonomy). Οι συγγραφείς υιοθετούν τη πρόταση του Levy

89
(1970) ότι δηλαδή η υπερπροστατευτικότητα αποκαλύπτεται μέσω συμπεριφορών που χα-
ρακτηρίζονται από την υπερβολική επαφή, τη παιδοποίηση και τη πρόληψη της ανεξάρτητης
συμπεριφοράς. Οι συγγραφείς τονίζουν ότι αυτό που παραμένει σταθερό με την πάροδο του
χρόνου, είναι η υποκειμενική απεικόνιση της εμπειρίας που διαμόρφωσαν τα υποκείμενα,
που απάντησαν στο ΡΒΙ, για τη στάση ανατροφής των γονέων τους. Επομένως, εκείνο που
αποτιμάται στο ΡΒΙ είναι η (αποκρυσταλλωμένη) κρίση του ατόμου για τον γονέα του, η
οποία είναι μια αξιολόγηση που γίνεται μετά τη παιδική ηλικία και την πρώιμη εφηβεία. Το
ΡΒΙ αντανακλά μία στιγμή ή ένα παράγωγο των αναρίθμητων μεμονωμένων εμπειριών, με
κάποια συνέπεια και σταθερότητα (consistency) σε βάθος χρόνου. Αυτό διαπιστώθηκε και
από μελέτες που διενεργήθηκαν μετέπειτα (Parker, 1990· Mackinnon et al, 1991· Wilhelm et
al, 2005).
Το PBI αναπτύχθηκε με την παρακάτω διαδικασία. Αρχικά δημιουργήθηκαν ερωτή-
σεις-λήμματα που εκφράζουν τις γονεϊκές συμπεριφορές και στάσεις όπως: φροντίδα (care),
θερμή διάθεση (affection), ευαισθησία (sensitivity), συνεργασία (cooperation), προσβασιμό-
τητα (accessibility), αδιαφορία (indifference), αυστηρότητα (strictness), τιμωρητικότητα
(punitiveness), απόρριψη (rejection), παρεμβατικότητα (interference), έλεγχος (control), υ-
περπροστασία (overprotection), και ενθάρρυνση της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας
(encouragment of autonomy and independence), από κλινικές σημειώσεις και από την βιβλι-
ογραφία. Ο αρχικός αριθμός 114 ερωτήσεων-λημμάτων περιέγραφε τη περίοδο κατά τη
διάρκεια των πρώτων 16 χρόνων της ζωής τους. Μετά από διαδοχικές μειώσεις του αριθμού
τους, η τελική μορφή του PBI περιλάμβανε 25 λήμματα, 12 λήμματα στην υποκλίμακα της
«Φροντίδας» και 13 λήμματα στην υποκλίμακα της «Υπερπροστασίας».
Ο πρώτος παράγοντας ορίστηκε ως ο παράγοντας «Φροντίδα-Care». Ο δεύτερος πα-
ράγοντας συνάθροισε τα λήμματα που υπεδείκνυαν μία διάσταση «ελέγχου-υπερπροστασίας
έναντι ευόδωσης αυτονομίας και ανεξαρτησίας» (control/overprotection versus allowance of
autonomy and independence). Οι συγγραφείς τον όρισαν ως «Υπερπροστασία», διατυπώνο-
ντας ωστόσο κάποια επιφύλαξη, καθώς δεν περιγράφονται όλα τα λήμματα ξεκάθαρα από το
θεωρητικό κατασκεύασμα της υπερπροστασίας.
Η συσχέτιση (intercorrelation) μεταξύ των βαθμολογιών για τις υποκλίμακες «Φρο-
ντίδας» και «(υπερ)Προστασίας» ήταν –0.238 (Ρ<0.001) υποδεικνύοντας ότι οι βαθμολογίες
στις δύο διαστάσεις-υποκλίμακες δεν ήταν ανεξάρτητες και συσχετίζονται αρνητικά στην
ομάδα της μελέτης αυτής (Parker et al, 1979). Από τον έλεγχο για την επιρροή του φύλου,
τόσο του γονέα όσο και του υποκειμένου, διαπιστώθηκε ότι οι μητέρες βιώθηκαν περισσό-
τερο στοργικές (P<0.001) και κάπως περισσότερο υπερπροστατευτικές από τους πατέρες

90
(P<0.01), ενώ το φύλο του υποκειμένου δεν διαπιστώθηκε να επηρεάζει την ικανότητα των
γονέων για την έκφραση «φροντίδας» ή «υπερπροστασίας».
Ανάλογα αποτελέσματα αναφέρουν οι συγγραφείς και από τις αποκρίσεις στο ΡΒΙ
ενός δείγματος 410 ατόμων, ασθενών που παρακολουθούνταν από τρεις γενικούς γιατρούς
στο Σύδνεϋ. Όταν εξετάστηκε η σχέση μεταξύ της κοινωνικής τάξης και των υποκλιμάκων
του PBI διαπιστώθηκε ένδειξη μίας ασθενούς θετικής συσχέτισης μεταξύ υψηλότερης κοι-
νωνικής τάξης και μεγαλύτερης βαθμολογίας στη μητρική φροντίδα. Οι συγγραφείς τονίζουν
τη σπουδαιότητα του γεγονότος ότι δεν διαπιστώθηκε αλλαγή στην περιγραφή των γονεϊκών
στάσεων με την πάροδο του χρόνου, ούτε επίδραση του κοινωνικώς επιθυμητού (social
desirability).
Οι συγγραφείς πρότειναν και τρόπο γραφικής αναπαράστασης του βαθμού ομόνοιας
(concordance) ή διαφωνίας (dissonance) μεταξύ των γονέων. Προτείνουν ακόμη τη μεμονω-
μένη χρήση των υποκλιμάκων του PBI. Στη συνδυασμένη χορήγηση του ΡΒΙ προτείνεται η
εξέταση πέντε τύπων γονεϊκού δεσμού: ο μέσος (average) (καθορίζεται στατιστικά), ο τύπος
υψηλής φροντίδας-χαμηλής υπερπροστασίας (που θα μπορούσε να κατανοηθεί εννοιολογικά
ως ο ιδανικός δεσμός) (optimal bonding), ο τύπος χαμηλής φροντίδας-χαμηλής υπερπροστα-
σίας (κατανοητός εννοιολογικά ως απών ή αδύναμος δεσμός) (absent or weak bonding), ο
τύπος υψηλής φροντίδας-υψηλής υπερπροστασίας (αποδιδόμενος εννοιολογικά ως φιλό-
στοργος περιορισμός (affectionate constraint), και ο τύπος με χαμηλή φροντίδα-υψηλή υ-
περπροστασία (αποδιδόμενος εννοιολογικά ως άστοργος έλεγχος) (affectionless control). Οι
4 αυτοί τύποι (εκτός του «μέσου») προκύπτουν αν οι δύο κλίμακες αποτελέσουν δύο δια-
στάσεις σε ένα γράφημα διαξονικό, και ουσιαστικά ορίσουν τα «τετράγωνα», σε ένα «μο-
ντέλο τετραγώνων» (Quadrant Model).
Πρόταση των συγγραφέων είναι η χρήση του ΡΒΙ για την μελέτη του «ιδανικού» γο-
νεϊκού δεσμού και για την εξέταση της επιρροής των αποκλίσεων της γονεϊκής συμπεριφο-
ράς ανατροφής στη ψυχολογική και κοινωνική λειτουργικότητα των απογόνων.

3.3.2 ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ PBI


Όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, ο Parker et al (1979), καταλήγει και προτείνει για
το PBI μία δομή με δύο παράγοντες. Υπάρχουν πολλές μελέτες στη βιβλιογραφία που έχουν
επιβεβαιώσει τη δομή αυτή. Ενδεικτικά αναφέρονται εκείνες των MacKinnon et al (1989),
Arrindell et al (1989), Kazarian et al (1987), και Kitamura & Suzuki (1993, στα Ιαπωνικά).
Υφίστανται όμως και αρκετές άλλες που προτείνουν μία δομή με 3 παράγοντες. Στις
περισσότερες από αυτές γίνεται αναφορά στην αρχική μελέτη των Parker et al, όπου η υιο-
θέτηση ενός τρίτου παράγοντα δεν έγινε για λόγους στατιστικής ισχνότητας. Κάποιοι ανα-

91
φέρουν επίσης ότι, σε παλαιότερα ερωτηματολόγια, όπως εκείνα των Lorr & Jenkins, 1953·
Roe & Siegelman, 1963· Schaefer, 1965· Cross, 1969· Goldin, 1969· Schludermann &
Schludermann, 1970· Raskin et al, 1971· Schwarz et al, 1985, η παραγοντική ανάλυση απέ-
δωσε τρεις παράγοντες, φυσικά με παραλλαγές (Murphy et al, 1997). Τρεις παράγοντες δο-
μούν και το άλλο σημαντικό ερωτηματολόγιο, το EMBU (δείτε Κεφάλαιο ΙΙ.2.2, γενικό μέ-
ρος).
Η πρώτη από αυτές είναι εκείνη των Cubis et al (1989), σε ένα μεγάλο δείγμα εφή-
βων (2147 άτομα με μέση ηλικία τα 15,4 έτη), και οι τρεις παράγοντες που εξάγονται ονο-
μάστηκαν Care, Protection–Personal Domain (personal intrusiveness), Protection-Social
Domain (perceived social control). Πρόκειται για τη μοναδική μελέτη στην οποία προτείνε-
ται διαφοροποιημένη σύσταση των λημμάτων που συγκροτούν τους δύο παράγοντες (που
προκύπτουν από τη υποκλίμακα Protection- δείτε Πίνακα παρακάτω).
Οι Gomez-Beneyto et al (1993), από την Ισπανία, χορηγούν το PBI σε 205 πρωτότο-
κες μητέρες 3 ημέρες μετά τον τοκετό, χωρίς στοιχεία ψυχοπαθολογίας. Ονομάζουν τους
δικούς τους τρεις παράγοντες Affect, Restraint, και Overprotection.
Ο K.S. Kendler (1996· Kendler et al, 1997) ονομάζει τους δικούς του παράγοντες
Parental Warmth, Protectiveness, και Authoritarianism. Χρησιμοποιείται μία σύντομη μορφή
του PBI με 16 λήμματα, ενώ το μοντέλο αυτό εμφανίζει, σύμφωνα με μετέπειτα ανασκοπή-
σεις, τη καλύτερη προσαρμογή στα στοιχεία (goodness-of-fit to the data) (Sato et al, 1999·
Cox et al, 2000). Σύμφωνα με τους Sato et al (1999) η παραγοντική δομή του συγκεκριμέ-
νου μοντέλου μπορεί να προτιμηθεί για διαπολιτισμικές συγκρίσεις στοιχείων.
Οι Murphy et al (1997) προτείνουν τους εξής τρεις παράγοντες: Care, Denial of
Psychological Autonomy, και Encouragement of Behavioural Freedom. Το μοντέλο αυτό
εμφανίζει, σύμφωνα με τους Sato et al (1999), τη δεύτερη καλύτερη προσαρμογή στα στοι-
χεία (goodness-of-fit to the data). Η μελέτη αφορούσε σε δύο δείγματα φοιτητών, ένα από
τις ΗΠΑ (n=583) και ένα από τη Μεγάλη Βρετανία (n=236). Οι συγγραφείς προτείνουν ότι
η δομή των τριών παραγόντων του PBI παρέχει μεγαλύτερη ευαισθησία και ακρίβεια στην
κατανόηση των υποκείμενων διεργασιών της ανατροφής.
Τους ίδιους, ονομαστικά, παράγοντες προτείνουν και οι Mohr et al (1999), στη προ-
σαρμογή του PBI στη Γαλλική γλώσσα.
Οι Sato et al (1999) διερεύνησαν τη παραγοντική δομή του ερωτηματολογίου για ένα
(μη κλινικό) δείγμα Ιαπωνικού πληθυσμού (n=418). Εφάρμοσαν στα στοιχεία τους τα πέντε
υφιστάμενα, τότε, παραγοντικά μοντέλα (Parker et al, 1979· Cubis et al, 1989· Gomez-
Beneyto et al, 1993· Kendler, 1996· Murphy et al, 1997). Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το
μοντέλο των δύο παραγόντων (Parker et al) εμφάνισε φτωχή προσαρμογή στα στοιχεία. Από

92
τα μοντέλα των τριών παραγόντων την καλύτερη προσαρμογή στα στοιχεία (goodness-of-
fit) εμφάνισαν το μοντέλο του Kendler και μετά εκείνο των Murphy et al.
Οι Narita et al (2002), στο ίδιο με παραπάνω δείγμα, πρότειναν το δικό τους μοντέλο
με τρεις παράγοντες, τους Care, Denial of Psychological Autonomy, Encouragement of
Behavioral Freedom. Έγινε σύγκριση με το μοντέλο των δύο παραγόντων χωρίς να εντοπι-
στεί μεγάλη διαφορά μεταξύ τους, σχετικά με τη σχέση των παραγόντων με το δια βίου ι-
στορικό κατάθλιψης. Η πρόταση όμως με τους τρεις παράγοντες έδωσε πλουσιότερα στοι-
χεία.
Οι McLaughlin et al (2000), χορήγησαν μία σύντομη εκδοχή του PBI με 7 λήμματα
σε 3626 ζεύγη διδύμων στην Αυστραλία. Προτείνουν το δικό τους παραγοντικό μοντέλο με
τρεις παράγοντες τους Parental Rejection, Overprotection και Perceived Autonomy. Σημα-
ντικό εύρημα της μελέτης είναι η στατιστικά σημαντική συσχέτιση της γονεϊκής Απόρριψης
(που ισοδυναμεί με χαμηλή Φροντίδα) με ιστορικό παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης.
Οι Lizardi & Klein (2002), διερεύνησαν τη διαφορά στην ευαισθησία του PBI αν ε-
φαρμοστούν το αρχικό μοντέλο των Parker et al με τους δύο παράγοντες και το μοντέλο του
Kendler (1996) με τους τρεις παράγοντες σε ένα δείγμα ασθενών με συναισθηματική διατα-
ραχή (95 άτομα με δυσθυμία, 45 άτομα με μείζονα κατάθλιψη και 45 υγιή άτομα μίας ομά-
δας ελέγχου). Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι, για το συγκεκριμένο κλινικό δείγμα, το μο-
ντέλο του Kendler (1996) παρέχει στοιχεία που το μοντέλο των Parker et al δεν αποκαλύ-
πτει, και καταλήγουν στο ότι το πρώτο μοντέλο είναι περισσότερο ευαίσθητο από το δεύτε-
ρο. Κατά τη συζήτηση, ωστόσο, δηλώνουν ότι αδυνατούν να καθορίσουν το αν αυτή η αυ-
ξημένη ευαισθησία μπορεί να αποδοθεί στη διαφορετική παραγοντική δομή ή στην επιλογή
των λημμάτων που έκανε ο Kendler για το σχηματισμό της εκδοχής του PBI με τα 16 λήμ-
ματα.
Μία άλλη ομάδα από τρεις μελέτες, που συμβάλλουν στη συζήτηση της παραγοντι-
κής δομής του PBI, είναι εκείνες που έχουν βασιστεί στο αντιπροσωπευτικό δείγμα, για τον
πληθυσμό των ΗΠΑ, της National Comorbidity Survey (NCS) (Kessler et al, 1994 ο.α. στη
Mickelson et al, 1997). Πρόκειται συγκεκριμένα για τις μελέτες των Mickelson et al, 1997,
Cox et al, 2000 και Enns et al, 2002. Οι Mickelson et al (1997) εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα
στη περιγραφή της γονεϊκής στάσης ανατροφής (όπως περιγράφεται από μία σύντομη εκδο-
χή του PBI με 8 επιλεγμένα λήμματα που χρησιμοποιήθηκε στη NCS) και το είδος της προ-
σκόλλησης στην ενήλικη ζωή (secure, avoidant, anxious). Οι συγγραφείς ονομάζουν τους
τρεις παράγοντες του ερωτηματολογίου Warmth, Overprotectiveness, Consistency. Οι Cox
et al (2000) διεξάγουν στα πλαίσια της NCS μία αξιολόγηση των πέντε, ως τότε, μοντέλων
παραγοντικής δομής του ερωτηματολογίου σε κλινικό ψυχιατρικό δείγμα, και ταυτόχρονα

93
διερευνούν τη δομή της εκδοχής που χρησιμοποιήθηκε στη μεγάλη αυτή επιδημιολογική με-
λέτη. Το κλινικό δείγμα των 283 ασθενών με διάφορες διαγνώσεις του άξονα Ι κατά DSM-
IV, κυρίως όμως συναισθηματικού τύπου, συμπλήρωσε την αρχική εκδοχή του PBI. Όπως
και στη μελέτη των Sato et al (1999), διενεργήθηκε επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση
(confirmatory factor analysis) για τα πέντε μοντέλα στο κλινικό δείγμα, όπου και πάλι το
μοντέλο του Kendler (1996) επιβεβαίωσε την υπεροχή του στην προσαρμογή στα στοιχεία
(goodness of fit to data). Η διερευνητική παραγοντική ανάλυση για το δείγμα της NCS πα-
ρήγαγε τρεις παράγοντες. Η εκδοχή των 8 λημμάτων του PBI, σύμφωνα με τους συγγραφείς,
παρουσίαζε κάποιες διαφορές. Ο παράγοντας Ι και ο παράγοντας ΙΙΙ αντιστοιχούν στους πα-
ράγοντες Care και Overprotectiveness, ο παράγοντας ΙΙΙ όμως περιλαμβάνει εκτός από την
έννοια «consistency» (συνέπεια), και την έννοια του παράγοντα, που κατά τον Kendler
(1996), ονομάζεται Authoritarianism (Denial of Autonomy/ Behavioral Freedom and
Strictness). Οι ίδιοι συγγραφείς (Enns et al, 2002) σε μελέτη της συσχέτισης της εμπειρίας
ανατροφής και της εμφάνισης 13 συχνών ψυχιατρικών διαταραχών στην ενήλικη ζωή στη
NCS, χρησιμοποιούν την ίδια σύντομη εκδοχή των 8 λημμάτων. Συγκεκριμένα ο παράγο-
ντας Care αποτελείται από τρία λήμματα, ο παράγοντας Overprotection από δύο λήμματα
και ο παράγοντας authoritarianism από τρία λήμματα. Η μελέτη επιβεβαιώνει τη συσχέτιση
της γονεϊκής συμπεριφοράς ανατροφής με μία ποικιλία ψυχοπαθολογικών εικόνων στην ε-
νήλικη ζωή. Οι συγγραφείς βέβαια καταλήγουν στο ό,τι η επίδραση των στάσεων ανατροφής
για την εμφάνιση ψυχοπαθολογίας στην ενήλικη ζωή είναι μικρή (modest) με ένα εκτιμώμε-
νο εύρος από 1-5%. Μία άλλη σημαντική επιφύλαξη που διατυπώνουν οι συγγραφείς για τα
αποτελέσματα της μελέτης τους (αλλά και των δύο προηγούμενων μελετών) είναι η εξής.
Κατά πόσο η εξαιρετικά συντομευμένη εκδοχή του PBI με τα 8 λήμματα που χρησιμοποιή-
θηκε, με την αυξημένη πιθανότητα λάθους στη μέτρηση (measure error) και τη μειωμένη
μεταβλητότητα (reduced variance), συμβάλλει στην εξασθένηση των συσχετίσεων που πα-
ρατηρήθηκαν.
Οι Martin et al (2004) προτείνουν επίσης τρεις παράγοντες τους: Care,
Restrictiveness, και Intrusiveness. Οι δύο υποκλίμακες η Παρεμβατικότητα (Intrusiveness)
και η Περιοριστικότητα (Restrictiveness), ορίζονται ως εξής. Η Παρεμβατικότητα ορίζεται
ως μία προστατευτική και ελεγκτική στάση ανατροφής με επικέντρωση περισσότερο σε
προσωπικό ή αναπτυξιακό πεδίο. Ο γονέας που χαρακτηρίζεται από τη συγκεκριμένη στάση,
για παράδειγμα, δεν επιτρέπει (ή αποτρέπει) το παιδί να μεγαλώσει (όπως αυτό εκλαμβάνε-
ται από το παιδί). Αντιστοιχεί, επομένως, στον πόλο της «παιδοποίησης» της Προστασίας. Η
Περιοριστικότητα ορίζεται ως μία αυταρχική (authoritarian) στάση ανατροφής με επικέ-
ντρωση περισσότερο στο κοινωνικό πεδίο. Ο γονέας που χαρακτηρίζεται από τη συγκεκρι-

94
μένη στάση ανατροφής δεν επιτρέπει στο παιδί (όπως το ίδιο αντιλαμβάνεται) να παίρνει
αποφάσεις, για παράδειγμα, για το ντύσιμο και για τις κοινωνικές του δραστηριότητες. Α-
ντιστοιχεί, επομένως, στον πόλο της ευόδωσης (ή μη) της αυτονομίας του παιδιού. Το σημα-
ντικό με τη μελέτη αυτή είναι ότι χρησιμοποιεί και τα 25 λήμματα της αρχικής μορφής του
PBI και διενεργεί σύγκριση με το μοντέλο του Kendler (1996) με τα 16 λήμματα. Το δείγμα
της μεγάλης αυτής επιδημιολογικής μελέτης στην Αυστραλία, ήταν 2596 έφηβοι. Η παραγο-
ντική ανάλυση των απαντήσεων έδωσε τους παραπάνω παράγοντες. Τα λήμματα που αποτε-
λούν τον κάθε παράγοντα είναι: (1) Care: 1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, 16, 17, 18, 24 (12 λήμμα-
τα), (2) Restrictiveness: 3, 7, 15, 21, 22, 25 (6 λήμματα) (3) Intrusiveness: 8, 9, 10, 13, 19,
20, 23. Και σε αυτή τη μελέτη τονίζεται το εύρημα ότι το μοντέλο του Kendler αποκαλύπτει
πλευρές της γονεϊκής συμπεριφοράς που δεν είναι εμφανείς με το αρχικό μοντέλο των
Parker et al, ενώ διαφοροποιεί καλύτερα τα επίπεδα της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας.
Σε πρόσφατη μελέτη, με θέμα την παραγοντική δομή του PBI, οι Heider et al (2005)
προτείνουν και πάλι τρεις παράγοντες, τους Care, Overprotection, και Authoritarianism. Εί-
ναι σημαντικό να τονιστεί ότι η συγκεκριμένη μελέτη είναι επιδημιολογική, πολυκεντρική,
μεγάλης κλίμακας, η European Study of the Epidemiology of Mental Disorders (ESEMeD).
Οι έξη χώρες που συμμετείχαν είναι το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία,
και η Ισπανία. Η συγκεκριμένη δημοσίευση αφορά στα στοιχεία για 8813 άτομα, σε αντι-
προσωπευτικά δείγματα ενήλικου πληθυσμού για τις χώρες τους. Τα άτομα του δείγματος
συμπλήρωσαν μία σύντομη μορφή του PBI με 11 λήμματα κατά αντιστοιχία με τη μέθοδο
των Cox et al (2000), τα οποία και περιείχε. Στους τρεις παράγοντες ωστόσο συναθροίζονται
τα 9 από τα 11 λήμματα της προτεινόμενης σύντομης εκδοχής του ερωτηματολογίου. Πρό-
κειται για τα λήμματα του μοντέλου των Cox et al (2000) (όπως παρουσιάζονται στον Πί-
νακα παρακάτω) «3» του παράγοντα Care και «3» του παράγοντα Authoritarianism. Περαι-
τέρω, ο παράγοντας Care συνάθροισε 4 λήμματα, ο παράγοντας Overprotection 2 λήμματα,
και ο παράγοντας Authoritarianism 3 λήμματα. Η μελέτη προτείνει μία σταθερή δομή με 3
παράγοντες της συγκεκριμένης σύντομης εκδοχής του PBI, ενώ, όπως είναι κατανοητό, συ-
νιστά τη χρήση σύντομων εκδοχών του ερωτηματολογίου μόνο για επιδημιολογικούς σκο-
πούς σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού.
Η πλέον πρόσφατη μελέτη που ασχολείται με την παραγοντική δομή του ερωτημα-
τολογίου είναι εκείνη των Uji et al (2006). Οι συγγραφείς, επιστρέφοντας στην αρχική μελέ-
τη των Parker et al, υπενθυμίζουν ότι οι δύο διαστάσεις, Care και Overprotection, είχαν ορι-
στεί ως διπολικές κατασκευές. Συγκεκριμένα, ο άξονας της Care στον ένα πόλο είχε την
«care» (φροντίδα) ενώ στον άλλο (αρνητικό) πόλο είχε την «indifference/rejection» (αδια-
φορία/απόρριψη). Ο άξονας της Overprotection στον ένα πόλο είχε την «allowance of

95
autonomy/ independence» (ευόδωση της αυτονομίας/ ανεξαρτησίας) ενώ στον άλλο πόλο
την «overprotection» (υπερπροστασία). Η μελέτη διενεργήθηκε στην Ιαπωνία, σε ένα μεγά-
λο πληθυσμό 1549 οικογενειών, και ένα ενδιαφέρον σημείο της μελέτης είναι ότι ο σχεδια-
σμός της προέβλεπε και μία μορφή του PBI για τα παιδιά (εύρος ηλικίας 10-15 έτη). Η στα-
τιστική επεξεργασία των απαντήσεων του δείγματος καταλήγει στην πρόταση μίας παραγο-
ντικής δομής με τέσσερεις παράγοντες υπενθυμίζοντας ότι, γενικά, όσο μεγαλύτερος ο αριθ-
μός των παραγόντων ενός μοντέλου τόσο καλύτερη η προσαρμογή του (fitness). Οι Uji et al
ονόμασαν τους παράγοντές τους Care, Indifference/ Rejection, Overprotection και
Autonomy. Στο Πίνακα παρακάτω φαίνονται τα λήμματα που τους απαρτίζουν. Ένα σημα-
ντικό σημείο της μελέτης αυτής είναι το ότι, αν και σε μεγάλο δείγμα πληθυσμού, δεν έγινε
περικοπή του αριθμού των λημμάτων του ερωτηματολογίου, και παρέχεται η δυνατότητα
σύγκρισης με τα προϋπάρχοντα μοντέλα. Οι συγγραφείς καταλήγουν τονίζοντας τη πιθανή
επίδραση πολιτισμικών διαφορών στη στάση ανατροφής των γονέων, ενώ ερμηνεύουν τη
διαπολιτισμική συμφωνία για τη σύσταση του παράγοντα Care στην ενδογενή προέλευσή
του. Η θέση αυτή συμφωνεί με τη θέση του Kendler (1996) περί γενετικού καθορισμού και
προέλευσης του παράγοντα Care.
Συμπερασματικά, η προσπάθεια αναζήτησης ενός γενικά αποδεκτού μοντέλου παρα-
γοντικής δομής για το ερωτηματολόγιο PBI, έχει εξελιχθεί σε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζή-
τηση για τις διαστάσεις της γονεϊκής συμπεριφοράς ανατροφής όπως αυτές εκφράζονται από
τους στατιστικούς παράγοντες. Ο παράγοντας που ονομάζεται Care (Affect, Warmth) είναι
εκείνος για τον οποίο υπάρχει σημαντική συμφωνία (στα όρια του consensus) για τα λήμμα-
τα που τον απαρτίζουν, καθώς εμφανίζει σταθερότητα στις διάφορες παραγοντικές αναλύ-
σεις. Ο παράγοντας της (Over)Protection κατά τον Parker (1983b) είναι διπολικός. Πρόσφα-
τα, πληθώρα μελετών και συγγραφέων τείνει να τον θεωρεί ως συνισταμένη δύο διακριτών
παραγόντων, για το περιεχόμενο των οποίων η συζήτηση μάλλον συνεχίζεται. Είναι ωστόσο
σημαντικό να τονιστεί ότι υπάρχει σχετική συμφωνία για τη σύσταση σε λήμματα αυτών
των δύο παραγόντων που παράγονται από την υποκλίμακα της Προστασίας. Συγκεκριμένα,
σε όσες μελέτες διατήρησαν την αρχική μορφή του ερωτηματολογίου, με τα 25 λήμματα,
(πχ, Martin et al, 2004· Uji et al, 2006), αλλά και όσες χρησιμοποιούν μεγάλο αριθμό λημ-
μάτων (πχ, Kendler, 1996· Murphy et al, 1997), υπάρχει συμφωνία για το ποια λήμματα συ-
γκροτούν τους ανωτέρω παράγοντες. Οι ονομασίες που έχουν χρησιμοποιηθεί για τους δύο
παράγοντες απεικονίζονται παρακάτω.
Σημαντική συμφωνία ωστόσο υπάρχει στη μεγαλύτερη χρησιμότητα ενός μοντέλου 3
παραγόντων, καθώς πολλές μελέτες έχουν υποδείξει το συγκριτικό πλούτο των ευρημάτων
που παρέχει. Υπάρχει συμφωνία επίσης για τη συνέχιση της συζήτησης αλλά και την εφαρ-

96
μογή του μοντέλου αυτού στις μελλοντικές έρευνες, τόσο επιδημιολογικού τύπου όσο και σε
κλινικά δείγματα με αυξανόμενη ποικιλία ψυχοπαθολογικών οντοτήτων.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Τα διάφορα μοντέλα 3 παραγόντων του PBI στη βιβλιογραφία


Ονομασία Παραγό- Άρθρο Λήμματα Σχόλια
ντων
Care Parker et al, 1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, Παρατίθεται για λόγους σύγκρι-
1979 16, 17, 18, 24 σης.
Protection Parker et al, 3, 7, 8, 9, 10, 13, 15,
1979 19, 20, 21, 22, 23, 25
Care Murphy et al, 1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, Κάποια λήμματα έχουν αρνητική
1997 16, 17, 18, 24 (US) συσχέτιση
1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14,
16, 17, 18, 24(UK)

Denial of Murphy et al, 8, 9, 13, 19, 20, 23 Παραλείπεται το λήμμα 10


Psychological 1997 (US)
Autonomy 8, 9, 13, 19, 20, 23
(UK)
Encouragement of Murphy et al, 3, 7, 15, 21, 22, 25
Behavioural Freedom 1997 (US)
3, 7, 15, 21, 22, 25
(UK)
Affect Gomez- 1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, Το 16 παραλείπεται από την ι-
Beneyto et 17, 18, 23 (ισπανική σπανική εκδοχή των 3 παραγό-
al, 1993 αρίθμηση) ντων.
1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, Το 23(ισπ) είναι το 24(Ρ).
17, 18, 24 (κατά
Parker)
Restraint Gomez- 3, 7, 15, 20, 21, 24 (ι- Το 10 παραλείπεται από την ι-
Beneyto et σπανική αρίθμηση) σπανική εκδοχή.
al, 1993 3, 7, 15, 21, 22, 25 Στην αναμετάφραση (back-
(κατά Parker) translation) υπάρχει αναντιστοι-

97
Overprotection Gomez- 8, 9, 13, 19, 22, 25 (ι- χία της αρίθμησης των λημμάτων
Beneyto et σπανική αρίθμηση) δηλαδή:
al, 1993 8, 9, 13, 19, 20, (1) Το 20(ισπ) είναι το 21(Ρ).
23(κατά Parker) (2) το 21(ισπ) είναι 22(Ρ).
(3) το 24(ισπ) είναι το 25(Ρ).
(4) Το 22(ισπ) είναι το 23(Ρ).
(5) το 25(ισπ) είναι το 20(Ρ).
Parental Warmth Kendler, 1, 4, 5, 11, 12, 17, 18 Παραλείφθηκαν τα υπόλοιπα 5
1996 λήμματα της Care(P)
Protectiveness Kendler, 8, 9, 13, 19, 23, Παραλείφθηκαν 4 λήμματα της
1996 Overprotection(P)
Authoritarianism Kendler, 7, 15, 21, 25
1996
Care Cox et al, 1. «Κατανόηση προ- Χρησιμοποιούν μία σύντομη
2000/ βλημάτων και ανησυ- μορφή του PBI με 8 λήμματα για
Enns et al, χιών» το μη κλινικό δείγμα της NCS.
2002/ 2. «Πόσο συχνά προ- Επιβεβαιώνεται η ισχύς του μο-
Mickelson et στρέχει στο γονέα για ντέλου Kendler.
al, 1997 ζητήματα που απασχο-
λούν»
3. «Η εκτίμηση της
προσπάθειας και της
έγνοιας του γονέα για
την ανατροφή»
Overprotection 1. «Η γονεϊκή στάση
[σαν σε μωρό]»- «to
baby»
2. «Η στάση υπερπρο-
στασίας»
Authoritarianism 1. «Η ακαμψία με τους
κανόνες»
2. «Η συνέπεια με τους
κανόνες»
3. «Η απαγόρευση
πράξεων συνηθισμένων
για συνομήλικους»
Care Cubis et al, 1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, Το δείγμα ήταν έφηβοι.
1989 16, 17, 18, 24 Η διαφορά με τα άλλα μοντέλα:

98
Protection –Personal Cubis et al, 8, 10, 13, 19, 23 το 9 και το 20 στον παράγοντα
Domain 1989 ΙΙΙ.
Protection –Social Cubis et al, 3, 7, 9, 15, 20, 21, 22,
Domain 1989 25
Care Martin et al, 1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, Το δείγμα επίσης έφηβοι.
2004 16, 17, 18, 24 Χρησιμοποιεί και τα 25 αρχικά
Restrictiveness Martin et al, 3, 7, 15, 21, 22, 25 λήμματα.
2004
Intrusiveness Martin et al, 8, 9, 10, 13, 19, 20, 23
2004
Care Mohr et al, 1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, Οι συγγραφείς υιοθέτησαν την
1999 16, 17, 18, 24 πρόταση Gamsa (1987) και δια-
Denial of Mohr et al, 8, 9, 10, 13, 19, 20, 23 τύπωσαν θετικά τα λήμματα 2, 8,
Psychological 1999 14, 18, 24.
Autonomy
Encouragement of Mohr et al, 3, 7, 15, 21, 22, 25 Το 22 αποκλείστηκε λόγω της
Behavioural Freedom 1999 μεγάλης συσχέτισης μεταξύ 21
και 22
Care Heider et al, 1. «Κατανόηση προ- Η εκδοχή του PBI που χρησιμο-
2005 βλημάτων και ανησυ- ποιήθηκε για την εξαγωγή των
χιών» παραγόντων περιλαμβάνει 9 λήμ-
2. «Πόσο συχνά προ- ματα
στρέχει στο γονέα για
ζητήματα που απασχο-
λούν»
3. «Ο χρόνος και η
προσοχή που ήταν ανα-
γκαία»
4. «Η παρεχόμενη αγά-
πη και στοργή»
Overprotection Heider et al, 1. «Η γονεϊκή στάση
2005 [σαν σε μωρό]»- «to
baby»
2. «Η στάση υπερπρο-
στασίας»

99
Authoritarianism Heider et al, 1. «Η ακαμψία με τους
2005 κανόνες»
2. «Η συνέπεια με τους
κανόνες»
3. «Η απαίτηση για ε-
πιδόσεις»
Care Narita et al, 1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, Από αυτή την Ιαπωνική εκδοχή
2000 17, 18, 24 του PBI παραλείπεται το λήμμα
Denial of Narita et al, 8, 9, 10, 13, 19, 20, 23 16 για στατιστικούς λόγους
Psychological 2000
Autonomy
Encouragement of Narita et al, 3, 7, 15, 21, 22, 25
Behavioral Freedom 2000
Care Uji et al, 1, 5, 6, 11, 12, 17 Πρόκειται για τη πλήρη εκδοχή
2006 του PBI με τα 25 λήμματα.
Indifference/ Rejection Uji et al, 2, 4, 14, 16, 18, 24
2006
Overprotection Uji et al, 8, 9, 10, 13, 19, 20, 23
2006
Autonomy Uji et al, 3, 7, 15, 21, 22, 25
2006
Rejection McLaughlin 1. «Μου φαινόταν συ- Πρόκειται για σύντομη εκδοχή με
et al (2000) ναισθηματικά ψυ- 7 λήμματα (Todd et al, 1994)
χρός/ή»
2. «Με έκανε να νιώθω
ανεπιθύμητος/η»
Overprotection McLaughlin 3. «Προσπαθούσε να
et al (2000) εξαρτηθώ από εκεί-
νον/η»
4. «Ήταν υπερπροστα-
τευτικός/ή»

100
Perceived Autonomy McLaughlin 5. «Με άφηνε να κάνω
et al (2000) ότι μου άρεσε»
6. «Φαινόταν να κατα-
λαβαίνει τα προβλήμα-
τα και τις ανησυχίες
μου»
7. «Ήθελε να παίρνω
εγώ τις αποφάσεις μου»

101
3.3.3 ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ PBI - Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ ΚΑΙ
ΤΙΣ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
Όπως έχει αναφερθεί και αλλού (Κεφάλαιο ΙΙΙ.2, γενικό μέρος), από τη διερεύνηση
της διεθνούς βιβλιογραφίας μέσα από τη βάση αναζήτησης δεδομένων Medline, προέκυψαν
συνολικά 19 άρθρα που αναφέρονται σε μελέτες σε δείγματα ατόμων με σχιζοφρένεια, τα
οποία περιέγραψαν τις στάσεις ανατροφής των γονέων τους, χρησιμοποιώντας το PBI.
Παρατηρείται στις δημοσιεύσεις αυτές μετάβαση της εστίας του ενδιαφέροντος, στην
οποία αντανακλάται και η αντίστοιχη τάση κάθε εποχής. Έτσι για την εποχή γύρω από τη
δεκαετία του ’80 και τις αρχές του ’90, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην πορεία της διαταρα-
χής (υποτροπές-νοσηλείες), και έννοιες όπως το Εκπεφρασμένο Συναίσθημα (Ε.Σ.). Τα άρ-
θρα, και οι μελέτες της ακόλουθης, χρονικά, περιόδου μοιάζει να εστιάζουν στις ψυχομετρι-
κές ιδιότητες του PBI στη σχιζοφρένεια και τις συναφείς διαταραχές, καθώς και στις διαφο-
ρές και τις ομοιότητες με άλλες διαταραχές. Τέλος, στις πιο πρόσφατες μελέτες το ενδιαφέ-
ρον φαίνεται να εστιάζεται περισσότερο στη ψύχωση και συγκεκριμένα στη σχέση της με
την έννοια του τραύματος. Τέλος, υπάρχουν και δύο δημοσιεύσεις (Melo et al, 2006 και
Rankin et al, 2005) οι οποίες ασχολούνται με τη στάση ανατροφής των γονέων και συμπτώ-
ματα της ψύχωσης και συγκεκριμένα τις παραληρητικές ιδέες. Παρακάτω θα γίνει περιγρα-
φή των άρθρων αυτών σύμφωνα με τα παραπάνω.

3.3.3.1 Το ερωτηματολόγιο PBI, το «Ε.Σ.» και η πορεία της σχιζοφρενικής διαταραχής


(υποτροπές – νοσηλείες)
Ένα από πρώτα θέματα που φάνηκε να απασχολεί τους ερευνητές είναι η πιθανή επί-
δραση της στάσης ανατροφής των γονέων, όπως αυτή περιγράφεται αναδρομικά και ανα-
μνηστικά από το PBI, στην έναρξη και την πορεία της σχιζοφρένειας.
Οι Parker et al (1982), στη μελέτη τους σε δείγμα 72 σχιζοφρενικών ασθενών, κατα-
λήγουν στο συμπέρασμα ότι, ασθενείς με ένα ή και τους δύο γονείς που η στάση ανατροφής
τους χαρακτηριζόταν από χαμηλή Φροντίδα και υψηλή Προστασία (κατατασσόταν δηλαδή
στο τετράγωνο του «άστοργου ελέγχου» “affectionless control”) είχαν μικρότερη ηλικία κα-
τά τη πρώτη τους νοσηλεία ενώ φάνηκε ότι είχαν και μεγαλύτερη πιθανότητα να επανεισα-
χθούν κατά την εννεάμηνη περίοδο παρακολούθησης. Oι ασθενείς του δείγματος, σε σύ-
γκριση με τα άτομα της ομάδας ελέγχου, περιέγραψαν και τους δύο γονείς τους ως λιγότερο
στοργικούς (Φροντίδα), αλλά και ως περισσότερο προστατευτικούς. Η διαφορά ήταν σημα-
ντική μόνο για τους πατέρες. Ακόμη, οι ασθενείς έτειναν να διαφέρουν καθώς περιέγραφαν
τους πατέρες τους συχνότερα στο τετράγωνο του «Άστοργου Ελέγχου». Παρόμοια τάση πε-

102
ριγραφής εμφανίστηκε και για τις μητέρες των ασθενών. Δεν ανιχνεύθηκαν διαφορές στο
φύλο είτε αφορούσε τους ασθενείς είτε τους γονείς τους.
Ο Parker (1983b) στη συζήτηση της ανωτέρω μελέτης, καταλήγει στο συμπέρασμα
ότι η αξιοπιστία των απαντήσεων στο PBI επηρεάζεται από την οξεία σχιζοφρενική διέγερ-
ση και ότι όσο μεγαλύτερη είναι αυτή τόσο μειώνεται η προβλεπτική αξιοπιστία (predictive
validity) του οργάνου. Για το λόγο αυτό προχωρά και προτείνει τη μελέτη των ευρημάτων
του PBI, όταν αυτό έχει συμπληρωθεί από ασθενείς σε ύφεση των συμπτωμάτων. Ακόμη,
αφού συζητά τα ευρήματα και τα αντιπαραβάλλει με άλλα αντίστοιχα καταλήγει στο εξής: η
γονεϊκή στάση ανατροφής που αποκαλείται «Άστοργος Έλεγχος» δε φαίνεται να είναι ειδική
(specific) αλλά ούτε και υπερβολικά συχνή στο συγκεκριμένο δείγμα σχιζοφρενικών ατόμων
(το 33% των ατόμων της ομάδας ελέγχου και το 53% των ατόμων με σχιζοφρένεια κατέτα-
ξαν τουλάχιστον ένα από τους γονείς τους στο τετράγωνο αυτό).
Ο Parker (1983b) παρέχει τρεις πιθανές ερμηνείες για το εύρημα του αυξημένου (αν
και ελάχιστα) κινδύνου εμφάνισης σχιζοφρένειας για τη γονεϊκή στάση του «Άστοργου Ε-
λέγχου» (αν και τονίζει ότι πολύ μεγαλύτεροι κίνδυνοι διαπιστώθηκαν για άλλες, νευρωτι-
κού τύπου κυρίως, διαταραχές). Πρώτον, αυτή η γονεϊκή στάση ανατροφής μπορεί να είναι
το αποτέλεσμα της ίδιας της διαταραχής ή της προ-σχιζοφρενικής εικόνας στο παιδί, ή και
της θεραπείας. Δηλαδή, οι γονείς απαντούν στη διαταραχή ή στην θεραπεία της με αύξηση
της προστασίας και ταυτόχρονη μείωση της στοργής. Δεύτερον, η γονεϊκή αυτή στάση ανα-
τροφής μπορεί να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όσων γονέων είναι και οι ίδιοι σχιζοφρε-
νικοί και φέρουν τη γενετική προδιάθεση (λιγότερο έκδηλα). Η ανωτέρω μελέτη δεν παρέχει
κάποια στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή την ερμηνεία. Τρίτον, αυτή η γονεϊκή στάση
μπορεί να σχετίζεται αιτιολογικά με την σχιζοφρένεια και να αυξάνει την γενετική ή άλλη
ευαλωτότητα για εμφάνιση της διαταραχής. Ο συγγραφέας τονίζει το εύρημα της ανωτέρω
μελέτης ότι η γονεϊκή στάση ανατροφής του «Άστοργου Ελέγχου» σχετίζεται με μικρότερη
ηλικία κατά την αρχική εισαγωγή, καθώς και με μεγαλύτερο ποσοστό επανάληψης της νο-
σηλείας. Αποδίδει και στα δύο, ιδιαίτερα στο δεύτερο, μία αιτιολογική διεργασία, προτείνο-
ντας όμως και άλλες μη αιτιολογικές ερμηνείες (πχ, ένας κληρονομικός παράγοντας, συγκε-
κριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ασθενή). Είναι σαφής, επίσης, η προσπά-
θεια του Parker να σχετίσει το PBI με την έννοια του Ε.Σ.
Οι Baker et al (1984) χορήγησαν το PBI, όπως και το Influential Relationship
Questionnaire (IRQ) (μία τροποποιημένη εκδοχή του PBI, με τη προσθήκη μία κλίμακας που
αφορούσε επικριτική στάση - Criticism Scale- με 12 λήμματα, που καταγράφει τις σχέσεις
με τα σημαντικά πρόσωπα στο παρόν) σε μία ομάδα 49 σχιζοφρενικών ασθενών. Ο σκοπός
της μελέτης ήταν να εξετάσουν τη σχέση των απαντήσεων τους με την επανεισαγωγή τους

103
στο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια μιας περιόδου παρατήρησης διάρκειας 9 μηνών. Η μελέτη
αυτή επιβεβαιώνει τα ευρήματα της προηγούμενης μελέτης για την ηλικία της πρώτης εισα-
γωγής στο νοσοκομείο, αλλά καταλήγει ότι το PBI δεν μπορεί να διακρίνει μεταξύ των ατό-
μων που υποτροπιάζουν και επανεισάγονται και εκείνων που δεν υποτροπιάζουν, σε αντίθε-
ση με το IRQ, που περιγράφοντας το παρόν των σχέσεων των ασθενών φαίνεται να έχει αυ-
τή την ικανότητα. Η κλίμακα της Φροντίδας του PBI ήταν ή μόνη που μπορούσε να διαφο-
ροποιήσει τα άτομα που εισήχθηκαν από εκείνα που δεν εισήχθηκαν (μαζί με τέσσερεις από
τις έξη κλίμακες του IRQ), και γενικά τα ευρήματα φαίνεται να διαφωνούν σε σημεία με τα
αντίστοιχα της προηγούμενης έρευνας.
Η σχέση ανάμεσα στο PBI και το «Εκπεφρασμένο συναίσθημα» («Ε.Σ.»)
(“Expressed Emotion”) που ήδη διαφαινόταν, εφόσον η περιγραφή των γονέων με αυτό σχε-
τίστηκε με την υποτροπή της νόσου, μελετήθηκε άμεσα από τους Parker & Mater (1986).
Χορηγήθηκε εκτός από το PBI, και ένα ερωτηματολόγιο αξιολόγησης του «Ε.Σ.», και η με-
λέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το PBI είναι ένα δυνητικά χρήσιμο κλινικό εργαλείο
πρόβλεψης της υποτροπής σε σχιζοφρενικούς ασθενείς.
Η μελέτη των Warner & Atkinson (1988) ασχολείται με ανάλογο θέμα. Οι ερευνητές
χορήγησαν το PBI σε ένα δείγμα 62 σχιζοφρενικών ασθενών και συσχέτισαν τις απαντήσεις
με τη πορεία της νόσου για ένα διάστημα παρατήρησης ενός έτους. Η μελέτη έλαβε υπ’ όψη
της και τη συχνότητα της επαφής, στο παρόν, με τον ένα ή και τους δύο γονείς, μεταβλητή
που φάνηκε να έχει σχέση με τη πορεία της νόσου. Ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα της μελέτης
ήταν ότι δεν προέκυψε καμμία σχέση ανάμεσα στις απαντήσεις των ασθενών στο PBI (επο-
μένως και του τρόπου που περιέγραψαν τους γονείς τους) και της ηλικίας έναρξης της νόσου
(σε αντίθεση με τα ευρήματα των Parker et al, 1982). Προκύπτει ωστόσο μία άλλη ενδιαφέ-
ρουσα διαπίστωση. Οι ερευνητές στο δείγμα αυτό εφάρμοσαν μία άλλη στατιστική προσέγ-
γιση. Αντί της κατάταξης των γονέων σε τετράγωνα, χρησιμοποίησαν τη διαφορά των τιμών
των δύο υποκλιμάκων του ερωτηματολογίου. Με την αφαίρεση, για κάθε γονέα, της τιμής
της Προστασίας από τη κλίμακα της Φροντίδας, οι γονείς των ασθενών χωρίστηκαν σε δύο
ομάδες, την ομάδα υψηλού κινδύνου (χαμηλή τιμή στη Φροντίδα ή υψηλή στην Προστασία)
και την ομάδα χαμηλού κινδύνου (υψηλή τιμή στη Φροντίδα ή χαμηλή στην Προστασία),
προχωρώντας σε μία νέα θεωρητική υπόθεση. Ας σημειωθεί ότι ο Parker προτείνει στο «μο-
ντέλο των τετραγώνων» ότι και οι δύο παράγοντες (Φροντίδα και Προστασία) είναι απαραί-
τητοι (π.χ., «άστοργος έλεγχος»), και μόνο ένας από τους δύο παράγοντες είναι επαρκής πα-
ράγοντας κινδύνου. Με τη λογική αυτή (και επειδή οι τιμές της διαφοράς για τον πατέρα < ή
ίσες του 9 και για τη μητέρα < ή ίσες του 7 προκάλεσαν τον περισσότερο σημαντικό διαχω-
ρισμό σε κατηγορίες υψηλού και χαμηλού κινδύνου) οι γονείς διακρίθηκαν σε εκείνους που

104
οι ασθενείς βίωναν ως θετικούς και σε εκείνους που οι ασθενείς βίωναν ως αρνητικούς. Το
εύρημα της μελέτης αυτής είναι ότι οι ασθενείς που είχαν συχνή επαφή με γονείς που χαρα-
κτήριζαν ως θετικούς έδειξαν τάση να εμφανίζουν ηπιότερη πορεία νόσου, ενώ η πορεία της
νόσου επιδεινωνόταν όταν δεν ήταν σε συχνή επαφή. Αντίστροφα, διαπιστώθηκε για τους
ασθενείς που χαρακτήριζαν τους γονείς τους ως αρνητικούς ότι συχνή επαφή μαζί τους σχε-
τιζόταν με βαρύτερη πορεία νόσου και το αντίστροφο.
Η σχέση ανάμεσα στο PBI και το «Ε.Σ.» και την υποτροπή της σχιζοφρένειας μελε-
τήθηκε από τον Parker et al (1988) σε δείγμα 57 σχιζοφρενικών ασθενών και δημογραφικά
αντίστοιχο δείγμα υγιών ατόμων ομάδας ελέγχου. Το PBI χρησιμοποιήθηκε σε δύο εκδοχές
του, για την περιγραφή προσφάτων και παλαιότερων στάσεων των γονέων, ενώ χρησιμοποι-
ήθηκε και η Camperwell Family Interview για την αποτίμηση του «Ε.Σ.». Τα σχιζοφρενικά
άτομα περιγράφουν και χαρακτηρίζουν τη στάση ανατροφής του πατέρα τους ως «άστοργο
έλεγχο» (“affectionless control”) (χαμηλή φροντίδα και υψηλή προστασία στο ΡΒΙ) πολύ
συχνότερα από τα υγιή άτομα (50% έναντι 26%). Η μελέτη θεωρεί την αρχική εκδοχή του
ΡΒΙ (που περιγράφει τους γονείς κατά τα πρώτα 16 έτη της ζωής του ατόμου) περισσότερο
χρήσιμη από την εκδοχή της πρόσφατης περιγραφής της στάσης των γονέων. Όσον αφορά
στην υποτροπή, μόνο οι κλίμακες του πατέρα στην αρχική εκδοχή του ΡΒΙ φάνηκε να μπο-
ρούν να διαχωρίσουν εκείνα τα άτομα που υποτροπίασαν μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 9
μηνών από εκείνα που δεν υποτροπίασαν, ενώ η πιθανότητα το PBI και η CFI να αποτιμούν
παρόμοιες κατασκευές (constructs) δεν επιβεβαιώθηκε, αντίθετα διαπιστώθηκαν μόνο ασθε-
νείς σύνδεσμοι μεταξύ των δύο εργαλείων.
Οι Parker, Hayward & Johnston (1989, η ίδια ομάδα συγγραφέων με τη προηγούμενη
δημοσίευση) αναζητώντας την αξιοπιστία των παραγόντων (factorial valitdity) του «Ε.Σ.»
και συνεχίζοντας την αναζήτηση για πιθανή σχέση μεταξύ αυτών και των υποκλιμάκων του
PBI, διενεργούν μελέτη σε ένα δείγμα 57 σχιζοφρενικών ατόμων (πιθανόν το ίδιο με την
προηγούμενη μελέτη) που συμπλήρωσαν το ΡΒΙ, ενώ έγινε αποτίμηση του «Ε.Σ.» στις οικο-
γένειες τους με τη χρήση της Camberwell Family Interview (CFI) αλλά και την βαθμολόγη-
σή του από ανεξάρτητο εξειδικευμένο βαθμολογητή. Τα αποτελέσματα της μελέτης παρου-
σιάζονται παρακάτω. Οι τιμές για κλίμακα της Φροντίδας για τη μητέρα συσχετίστηκαν ι-
σχυρότερα με τις αποτιμήσεις του βαθμολογητή για τις στάσεις της μητέρας απέναντι στο
παιδί και συγκεκριμένα για τους παράγοντες «Θαλπωρή-Warmth», «Απαντητικότητα-
Responsiveness», «Φροντίδα-Care», και «Απόρριψη-Rejection». Οι τιμές στη κλίμακα της
Προστασίας του PBI για τη μητέρα συσχετίστηκαν ισχυρά με τις αποτιμήσεις του βαθμολο-
γητή για τους παράγοντες της γονεϊκής στάσης όπως η «Υπερεμπλοκή-Overinvolvement», η
«Παιδοποίηση-Infantilization», ο «Υπερβολικός έλεγχος-Excessive Control», η «Υπερπρο-

105
στασία-Overprotection» και η «Ανοχή-Επιείκεια-Indulgence». Για τον πατέρα, μόνο η κλί-
μακα της Φροντίδας του PBI συσχετίστηκε ασθενώς με τον παράγοντα της «Φροντίδα-Care»
της αποτίμησης του «Ε.Σ.» του βαθμολογητή. Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτά τα ευρήμα-
τα υποστηρίζουν τη πιθανότητα, τουλάχιστον για τις μητέρες, κάποιες στάσεις και συμπερι-
φορές του «Ε.Σ.» να αποτελούν συνέχεια πρώιμων στάσεων ανατροφής. Συσχέτιση, αλλά
ασθενής, προκύπτει ανάμεσα στις τιμές της υποκλίμακας των «Κριτικών Σχολίων-Critical
Comments» με χαμηλές τιμές της κλίμακας Φροντίδας-Care του PBI και για τους δύο γονείς,
ενώ η υποκλίμακα της «Υπερεμπλοκής-Οverinvolvement» της CFI συσχετίστηκε με τις τι-
μές της υποκλίμακας Προστασίας για τη μητέρα. Η κλίμακα της «Θαλπωρής-Warmth» της
CFI και η κλίμακα των «Θετικών σχολίων-Positive Remarks» σχετίστηκαν με την υποκλί-
μακα Φροντίδας-Care του PBI για τον πατέρα αλλά όχι για τη μητέρα. Οι συγγραφείς κατα-
λήγουν στο ότι δε γίνεται ξεκάθαρη η σχέση ανάμεσα στις υποκείμενες κατασκευές
(underlying constructs) (π.χ., «επικριτικά σχόλια» έναντι «ελλείμματος φροντίδας» και «υ-
περεμπλοκή» έναντι «υπερπροστασίας») των δύο εργαλείων (του PBI και του CFI) η οποία
ωστόσο υποσημαίνεται (σύμφωνα με τους ίδιους) από την παραγοντική ανάλυση που διε-
νήργησαν.
Οι Hafner & Miller (1991) δημοσιεύουν μελέτη και πάλι σχετικά με τη πρόβλεψη
της έκβασης της σχιζοφρένειας με τη χρήση ερωτηματολογίων αυτοαναφοράς που περιγρά-
φουν την οικογενειακή διαντίδραση. Το δείγμα ήταν 18 σχιζοφρενικοί ασθενείς οι οποίοι
διαβιούσαν με τον ένα ή και τους δύο γονείς τους. Εκτός από το ΡΒΙ, οι ασθενείς και οι γο-
νείς τους συμπλήρωσαν και τα παρακάτω ερωτηματολόγια: Family Environment Scale
(FES), Hostility and Direction of Hostility Questionnaire (HDHQ) και το Brief Symptoms
Inventory. Τα συμπτώματα των ασθενών αποτιμήθηκαν από παρατηρητές. Η έκβαση της
σχιζοφρένειας μπορούσε να προβλεφθεί καλύτερα από τον τρόπο που οι ασθενείς περιέγρα-
φαν τις μητέρες τους με το ΡΒΙ και τις βαθμολογίες των μητέρων στη Κλίμακα της Κριτικής
των Άλλων (Criticism of Others) στο HDHQ. Άλλοι προβλεπτικοί παράγοντες της έκβασης
της σχιζοφρένειας ήταν ο αριθμός των προηγούμενων εισαγωγών στο νοσοκομείο, οι απα-
ντήσεις των ασθενών στην Κλίμακα της Προβλητικής Επιθετικότητας (Projective Hostility)
του HDHQ και στην Κλίμακα της Εκφραστικότητας (Expressiveness) της FES, και οι απα-
ντήσεις των πατέρων των ασθενών στη Κλίμακα Επιτεύγματος-Προσανατολισμού
(Achievement-Orientation). Και σε αυτή τη μελέτη διαφαίνεται να υποσημαίνεται η σχέση
ανάμεσα στις στάσεις ανατροφής των γονέων με χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς τους
έναντι του παιδιού τους στο παρόν, που άμεσα ή έμμεσα συνιστούν το «Ε.Σ.».

106
3.3.3.2 Το ερωτηματολόγιο PBI, ψυχομετρικές ιδιότητες στη σχιζοφρένεια και τις συνα-
φείς διαταραχές: διαφορές – ομοιότητες με άλλες διαταραχές
Οι υπόλοιπες 11 από τις 19 μελέτες με σχιζοφρενικά ή ψυχωτικά άτομα (στις απα-
ντήσεις τους στο PBI) είχαν σκοπό που δεν αφορούσε την πορεία της νόσου, την υποτροπή
και την επανάληψη της νοσηλείας ή την σχέση του PBI με το «Ε.Σ.». Παρακάτω παρατίθε-
νται οι 11 με σχολιασμό της θεματολογίας τους, ενώ η μία δημοσίευση που αφορά στον πα-
ράγοντα τραύμα παρατίθεται ξεχωριστά.
Οι Kazarian et al (1987) μελέτησαν την παραγοντική δομή του ερωτηματολογίου στο
δείγμα των Baker et al (1984). Η μελέτη κατέληξε σε δύο διαστάσεις, τις ίδιες που προτείνει
και ο Parker et al (1979), και παρουσιάζει μία συζήτηση για τη σημασία που μπορεί να έχει
αυτό για τη πρόβλεψη της υποτροπής της νόσου και για την έννοια του «Ε.Σ». Πρόκειται
δηλαδή για μία μελέτη που, εκτός από την θεματολογία της πορείας της νόσου και του
«Ε.Σ.», μελετά και τη δομή του ίδιου του ερωτηματολογίου.
Οι Byrne et al (1990) στη μελέτη τους επιχειρούν να συγκρίνουν τα σημαντικά γε-
γονότα της παιδικής ηλικίας και τη σχέση Γονέα-Παιδιού ανάμεσα σε ένα δείγμα 14 σχιζο-
φρενικών ασθενών και 15 ασθενών με Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότητας. Εκτός
από το ΡΒΙ χορηγήθηκε και το Childhood Life Events and Family Characteristics
Questionnaire και μία κλίμακα για την καταγραφή της άρνησης (denial). Η μελέτη διαπι-
στώνει ότι τα μεταιχμιακά άτομα σε σύγκριση με τα σχιζοφρενικά ανέφεραν σημαντικά πε-
ρισσότερη σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, περισσότερο πρώιμο αποχωρισμό από τις
μητέρες τους, περισσότερη πατρική εγκληματικότητα αλλά και περισσότερη πατρική προ-
στασία και λιγότερη μητρική φροντίδα (σύμφωνα με τις απαντήσεις τους στο ΡΒΙ). Σε σύ-
γκριση με δεδομένα φυσιολογικών ατόμων και οι δύο γονείς των μεταιχμιακών ατόμων πε-
ριγραφόταν ως σημαντικά περισσότερο προστατευτικοί και λιγότερο στοργικοί, διαπιστώνε-
ται και εδώ δηλαδή το πρότυπο του «άστοργου ελέγχου» (“affectionless control”). Η μελέτη
αυτή απομακρύνεται από το προβληματισμό που κυριαρχεί τη δεκαετία του ’80 για τη πο-
ρεία της σχιζοφρένειας (και τις υποτροπές της και τη βαρύτητά της), και επικεντρώνεται στις
δυνητικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων διαγνωστικών ομάδων.
Οι Onstad et al (1993) δημοσιεύουν την πρώτη μελέτη με διδύμους, από τους οποί-
ους ο ένας είναι σχιζοφρενικός, και παρουσιάζουν το πώς αυτοί περιγράφουν με το PBI τους
γονείς τους. Το δείγμα αποτελείται από 12 μονοζυγωτικούς και 19 διζυγωτικούς σχιζοφρενι-
κούς και τα μη ασθενή δίδυμα αδέρφια τους στη Νορβηγία. Και σε αυτό το δείγμα τα σχιζο-
φρενικά άτομα περιγράφουν και τους δύο γονείς τους ως παρέχοντες λιγότερη Φροντίδα-
Care και περισσότερη Προστασία σε σύγκριση με τα μη ασθενή άτομα, και τα αποτελέσμα-
τα είναι ανεξάρτητα από το φύλο και την ηλικία καθώς και από τη ζυγωτικότητα. Η πατρική

107
Προστασία ήταν η σημαντικότερη μεταβλητή που διαχώριζε τα σχιζοφρενικά από τα μη α-
σθενή δίδυμα αδέρφια τους. Η μελέτη αυτή προσπάθησε να εξετάσει τη διαφορά των απα-
ντήσεων στο PBI μεταξύ των σχιζοφρενικών και των μη σχιζοφρενικών διδύμων, και να ε-
ντοπίσει πιθανούς καθοριστικούς παράγοντες της σχέσης ανάμεσα στη γονεϊκή στάση ανα-
τροφής και τη σχιζοφρένεια.
Οι Onstad et al (1994) συνεχίζουν τη συζήτηση σχετικά με τα αποτελέσματα του
δείγματος των διδύμων από τη Νορβηγία προτείνοντας τρεις διαφορετικές υποθέσεις για την
ερμηνεία των ευρημάτων. (1) Η πρώτη υπόθεση που θέτουν οι συγγραφείς του άρθρου είναι
τα ευρήματα να επηρεάζονται από την ανάκληση- αναδρομικός επηρεασμός (retrospective
bias) ή την ίδια τη νόσο, (2) η δεύτερη υπόθεση είναι το αιτιολογικό μοντέλο, ότι δηλαδή η
στάση ανατροφής των γονέων συνέβαλε στην ανάπτυξη και την εμφάνιση της σχιζοφρενικής
διαταραχής και (3) η τρίτη είναι μάλλον η επικρατέστερη, και σύμφωνα με την οποία στο
άτομο που αναπτύσσει σχιζοφρένεια υφίστανται προνοσηρές μη φυσιολογικές εκδηλώσεις,
οι οποίες ώθησαν τους γονείς να αναθρέψουν διαφορετικά το άτομο αυτό. Οι συγγραφείς
προτείνουν τη θεώρηση της οικογένειας ως ένα σύστημα (ένα διαντιδραστικό μοντέλο) όπου
ένα δύσκολο ή απαιτητικό παιδί προκαλεί αρνητικά συναισθήματα στους γονείς του και τα
οποία με τη σειρά τους ενισχύουν την αρνητικότητα στο παιδί, ενώ η οικογένεια εγκλωβίζε-
ται, εντός ενός φαύλου κύκλου, σε αμοιβαία αρνητικά συναισθήματα. Το σχήμα αυτό συμ-
φωνεί με τη ανάλυση του Μοντέλου των Κοινωνικών Σχέσεων (των Kenny & La Voie, 1984
ο.α. στο Cook et al, 1991) που παρουσίασαν οι Cook, Kenny & Goldstein (1991), η οποία
τονίζει τη συμμετοχή του παιδιού στην πρόκληση μιας συμπεριφοράς εκ μέρους του γονέα.
Τέλος, το άρθρο υπογραμμίζει τη σημασία του ρόλου του πατέρα εντός του συστήματος της
οικογένειας και προτείνει και δύο άρθρα από τη βιβλιογραφία (Warner & Atkinson, 1988·
Alnæs & Torgersen, 1990). Το πρώτο άρθρο από τα παραπάνω δύο, τονίζει στη συζήτηση,
ότι, για το υπό εξέταση δείγμα, οι απαντήσεις στο PBI των σχιζοφρενικών ατόμων για τους
πατέρες τους, έφεραν μεγαλύτερο βάρος διάκρισης (discriminating weight) από τις αντίστοι-
χες για τις μητέρες, και καταλήγουν προτρέποντας την αύξηση της προσοχής στον παράγο-
ντα «πατέρα» εντός της οικογένειας. Οι Alnæs & Torgersen (1990), με βάση τα αποτελέ-
σματά τους σε ένα μεγάλο δείγμα καταθλιπτικών, αγχωδών και ατόμων με μεικτή κλινική
εικόνα, σύμφωνα με τα οποία τα άτομα αυτά (ανεξάρτητα του φύλου τους) ανέφεραν σημα-
ντική λιγότερη πατρική φροντίδα, υπενθυμίζουν το σημαντικό ρόλο που παίζει ο πατέρας
για την κοινωνικοποίηση και την ανεξαρτησία του παιδιού. Η μελέτη των Onstad et al
(1994) προσπάθησε να εξετάσει τη διαντίδραση των διδύμων με τους γονείς τους και να ανι-
χνεύσει πιθανές διαφορές μεταξύ του σχιζοφρενικού και του μη σχιζοφρενικού μέλους του
ζεύγους.

108
Η μελέτη των Favaretto & Torresani (1997) είναι μία ανασκόπηση των μελετών που
εκδόθηκαν από το 1979 έως και το 1995 και αφορούσαν στη χρήση του PBI σε δείγματα υ-
γιούς πληθυσμού και κλινικά δείγματα. Η μελέτη επιχειρεί να εξετάσει την επίδραση του
Γονεϊκού Δεσμού (Parental Bonding) ως προβλεπτικού παράγοντα για την ανάπτυξη ψυχια-
τρικών διαταραχών στον ενήλικα. Ένας δεύτερος στόχος είναι η αποτίμηση της δυνατότητας
του ΡΒΙ να διακρίνει ανάμεσα σε υγιή άτομα και άτομα με κλινική διαταραχή αλλά και με-
ταξύ ατόμων με διαφορετική ψυχιατρική διάγνωση. Έτσι επιχειρείται μία μετα-ανάλυση
των μελετών αυτών όσον αφορά στις μέσες τιμές των δύο υποκλιμάκων του PBI και στα
δείγματα με την ίδια ψυχιατρική διάγνωση αλλά μεταξύ των δειγμάτων με διαφορετική ψυ-
χιατρική διάγνωση, ενώ τέλος επιχειρεί τη σύγκριση μεταξύ των δειγμάτων των υγιών και
των ασθενών ατόμων. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν τα παρακάτω αποτελέσματα: (1) τα
δείγματα με την ίδια ψυχιατρική διάγνωση εμφανίζουν παρόμοιες τιμές για τις δύο υποκλί-
μακες. Μία ενδιαφέρουσα διαπίστωση των συγγραφέων είναι ότι ο «Άστοργος Έλεγχος»
(“Affectionless Control”) ως στάση γονεϊκής ανατροφής ήταν προεξάρχουσα για όλες τις
ψυχιατρικές διαταραχές πλην των διπολικών συναισθηματικών διαταραχών και της αποφευ-
κτικής διαταραχής προσωπικότητας, ενώ η σχιζοφρένεια δεν μπορούσε να διακριθεί με το
ΡΒΙ από τη μονοπολική κατάθλιψη και την αγχώδη διαταραχή για τη στάση του «Άστοργου
Ελέγχου», υπήρχε ωστόσο διάκριση από τα δείγματα των υγιών. Τα συμπεράσματα της με-
λέτης είναι ότι το PBI μπορεί να είναι ένας καλός προβλεπτικός παράγοντας για την παρου-
σία ψυχιατρικών διαταραχών (πλην των επεισοδίων πανικού, την αποφευκτική διαταραχή
προσωπικότητας και τις μονοπολικές συναισθηματικές διαταραχές), ενώ υποδεικνύει και τη
πιθανότητα το PBI να έχει κάποια ειδικότητα (specificity) μεταξύ των διαγνώσεων στις ο-
ποίες κυριαρχεί η γονεϊκή στάση του «Άστοργου Ελέγχου».
Η μελέτη των Winther Helgeland & Torgersen (1997) από τη Νορβηγία, διενεργήθη-
κε σε ένα δείγμα 19 σχιζοφρενικών ασθενών, 14 ατόμων με Μεταιχμιακή Διαταραχή Προ-
σωπικότητας και 15 υγιών ατόμων. Τα άτομα του δείγματος συμπλήρωσαν τα λήμματα του
PBI και τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν, με σκοπό να διερευνηθούν οι διαφορές μεταξύ του
τρόπου που περιγράφουν με το PBI τις μητέρες τους τα σχιζοφρενικά άτομα και τα άτομα
που έχουν μία άλλη κλινική διάγνωση, αλλά και ένα δείγμα υγιών φοιτητών. Τα σχιζοφρενι-
κά άτομα αλλά και τα άτομα με Μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας κατέταξαν τις μη-
τέρες τους χαμηλότερα στην υποκλίμακα της Φροντίδας-Care και υψηλότερα στην υποκλί-
μακα της Προστασίας-Protection με στατιστική σημαντικότητα σε σχέση με τα υγιή άτομα.
Ωστόσο δεν διαπιστώθηκε καμμία σημαντική διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που περιγρά-
φουν τη μητέρα τους τα άτομα από τα δύο κλινικά δείγματα, έτσι ώστε οι συγγραφείς προ-
τείνουν τη αρνητική μητρική συμπεριφορά ως ένα παράγοντα που συμβάλλει στην ανάπτυξη

109
(μεταξύ άλλων) σοβαρών ψυχικών διαταραχών. Η μελέτη χρησιμοποίησε κατά τη στατιστι-
κή επεξεργασία εκτός από τις μέσες τιμές των υποκλιμάκων του PBI και το μοντέλο των τε-
τραγώνων κατά Parker et al (1979). Είναι χαρακτηριστικό το εύρημα ότι, στο συγκεκριμένο
δείγμα, το 68% των σχιζοφρενικών ατόμων του δείγματος (αποτελούμενο κατά το 73,7% -
14- από άνδρες) κατέταξε τις μητέρες τους στο τετράγωνο του «Άστοργου Ελέγχου», ενώ το
αντίστοιχο ποσοστό των ατόμων της ομάδας ελέγχου ήταν 20%, και η διαφορά αυτή ήταν
στατιστικά σημαντική. Τα ευρήματα αυτά υποστηρίζουν εκείνα των Parker et al (1982). Το
άρθρο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πιθανόν οι μητέρες ατόμων με σχιζοφρένεια είναι πε-
ρισσότερο απορριπτικές και ελεγκτικές από τις μητέρες υγιών ατόμων, αλλά η επίδραση αυ-
τής της γονεϊκής στάσης, εφόσον δεν είναι ειδική για την σχιζοφρένεια, πιθανόν συμμετέχει
στην ανάπτυξη της σχιζοφρένειας σε άτομα με συγκεκριμένη βιολογική προδιάθεση και ευ-
αλωτότητα. Οι συγγραφείς τέλος, τονίζουν ότι είναι πολύ δύσκολο να διαλευκανθεί η κα-
τεύθυνση της αιτιολογικής σχέσης, εφόσον πιθανά προνοσηρά χαρακτηριστικά ευαλωτότη-
τας στο παιδί μπορεί να προκαλούν μία συγκεκριμένη γονεϊκή στάση ανατροφής. Ακόμη
προτείνουν τη πιθανότητα η γονεϊκή στάση να αλλάζει ως συνέπεια της εμφάνισης της σχι-
ζοφρένειας, ενώ θέτουν σαφώς το ερώτημα κατά πόσο οι απαντήσεις των ατόμων με κλινική
διάγνωση στο PBI αναπαριστούν τη πραγματική ή την κατ’ αντίληψη (perceived) στάση των
γονέων.
Οι Favaretto et al (2001) δημοσιεύουν τα ευρήματα από τις απαντήσεις στο PBI ε-
νός δείγματος 26 Ιταλών σχιζοφρενικών ασθενών αλλά και των γονέων τους, το οποίο απο-
τελεί και την πρωτοτυπία της συγκεκριμένης μελέτης. Σε αυτή τη μελέτη οι σχιζοφρενικοί
ασθενείς περιέγραψαν επίσης τους γονείς τους χαμηλότερα στην υποκλίμακα της Φροντί-
δας-Care και υψηλότερα στην υποκλίμακα της Προστασίας, ενώ οι γονείς τους περιγράφουν
και εκείνοι τους γονείς τους χαμηλά στην υποκλίμακα της Φροντίδας-Care αλλά σε μέτριο
επίπεδο στην υποκλίμακα της Προστασίας. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η χαμηλή Φροντί-
δα και ο μέτριος έλεγχος-Προστασία αποτελεί ένα πρότυπο που κατά τους συγγραφείς χα-
ρακτηρίζει ένα απόντα ή ασθενή Γονεϊκό Δεσμό που ίσως με κάποιο τρόπο μεταβιβάζεται
και διαγενεακά. Και αυτή η μελέτη χρησιμοποιεί το PBI για να μελετήσει αυτή καθ’ αυτή τη
στάση των γονέων των σχιζοφρενικών ασθενών ενώ συγκρίνει τα αποτελέσματά της με ε-
κείνα προηγούμενων μελετών σε δείγματα σχιζοφρενικών ατόμων.
Οι Willinger et al (2001) από την Αυστρία δημοσίευσαν τα αποτελέσματα από τις
απαντήσεις στο PBI ενός δείγματος 36 ατόμων με διάγνωση σχιζοφρενική και σχιζοσυναι-
σθηματική διαταραχή (καταθλιπτικού τύπου) και των υγιών αδερφών τους με το ίδιο φύλο.
Η μελέτη εστιάστηκε στη μητρική συμπεριφορά ανατροφής έτσι όπως αυτή περιγράφηκε με
το PBI, τα προνοσηρά χαρακτηριστικά προσωπικότητας των υποκειμένων όπως αυτά περι-

110
γράφηκαν από τις μητέρες τους (σύμφωνα με τις απαντήσεις τους στο «Gießen-Test» των
Beckman et al, 1991, ο.α. στο Willinger et al, 2002). Και εδώ επαναλαμβάνεται το εύρημα
προηγούμενων μελετών και οι ασθενείς περιγράφουν τις μητέρες τους χαμηλότερα στην υ-
ποκλίμακα της Φροντίδας-Care και υψηλά στην υποκλίμακα της Προστασίας σε σύγκριση
με την περιγραφή των ομόφυλων υγιών αδερφών τους. Ένα επιπλέον ενδιαφέρον εύρημα
αυτής της μελέτης ήταν οι ισχυρές συσχετίσεις μεταξύ της συμπεριφοράς ανατροφής της
μητέρας και των προνοσηρών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των ασθενών. Οι μη-
τέρες περιέγραψαν τα (άρρωστα) παιδιά τους να διαφέρουν σημαντικά από τα (μη άρρωστα)
αδέρφια τους στις τέσσερις από τις έξη υποκλίμακες του Gießen-Test για την προνοσηρή
προσωπικότητα (στην κοινωνική απήχηση-social resonance, στην προσβασιμότητα-
permeability, στη κοινωνική δεξιότητα-social competence και στη βασική διάθεση-basic
mood) για την περίοδο που αφορά τις απαντήσεις στο PBI (τα πρώτα 16 χρόνια της ζωής).
Οι συγγραφείς προτείνουν να λαμβάνονται υπόψη τα προνοσηρά χαρακτηριστικά προσωπι-
κότητας στις αναλύσεις της γονεϊκής συμπεριφοράς ανατροφής στους σχιζοφρενικούς αλλά
πιθανόν και σε κλινικά δείγματα άλλων διαγνώσεων.
Οι Modestin et al (2004) στην Ελβετία, χρησιμοποίησαν ως δείγμα 75 ψυχιατρικούς
ασθενείς σε φάση ύφεσης μετά από ένα ψυχωτικό επεισόδιο. Οι συγγραφείς χαρακτηρίζουν
το δείγμα τους ως αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού των ασθενών ενός δημόσιου ψυχιατρι-
κού νοσοκομείου. Αναλυτικότερα, από αυτούς οι 42 ήταν σχιζοφρενικοί (οι 36 παρανοϊκού
τύπου), οι 14 ήταν σχιζοσυναισθηματικοί, 5 διπολικοί με ψυχωτικά συμπτώματα, και οι υ-
πόλοιποι 19 διαγνώστηκαν με άλλες ψυχωτικές διαταραχές του φάσματος της σχιζοφρένειας
(schizophrenia spectrum psychotic disorders). Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκε η PANSS για
την αποτίμηση και καταγραφή της συμπτωματολογίας, ενώ η μελέτη σκοπό είχε τη διερεύ-
νηση των παραγόντων που πιθανόν επηρεάζουν τους τρόπους διαχείρισης (coping styles) της
ψυχωτικής νόσου από τους ασθενείς, μεταξύ των οποίων ήταν και εμπειρία ανατροφής των
ασθενών όπως αυτή περιγράφεται από το PBI. Μελετήθηκαν δύο τρόποι διαχείρισης (coping
styles) η απαρτίωση (intergration) και η συγκάλυψη (sealing over) για την αποτίμηση των
οποίων χρησιμοποιήθηκε η Intergration/Sealing over Scale (των McGlashan et al, 1977, ο.α.
στο Modestin et al, 2004). Δε διαπιστώθηκε κάποια στατιστικά σημαντική συσχέτιση με τις
υποκλίμακες του PBI, οι συγγραφείς θεωρούν ότι τα αποτελέσματά τους είναι αποδυναμω-
μένα λόγω της ανεπαρκούς αξιοπιστίας των υποκλιμάκων του PBI για τη μητέρα, και δεν
ανακοινώνουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ευρήματα του δείγματος για το ΡΒΙ. Σχο-
λιάζουν αυτή την μειωμένη αξιοπιστία του PBI για τη μητέρα ως πιθανή αντανάκλαση της
δυσκολίας των ασθενών του δείγματος να μορφοποιήσουν την αντίληψή τους για τη μητέρα
τους με ένα ολοκληρωμένο τρόπο.

111
Οι δύο μελέτες που ακολουθούν αφορούν στη μελέτη της σχέσης των γονεϊκών στά-
σεων ανατροφής (έτσι όπως περιγράφονται από το PBI) και των παρανοϊκών παραληρητι-
κών ιδεών.
Το 2005 δημοσιεύεται η πρώτη μελέτη των Rankin, Bentall, Hill & Kinderman σε
πληθυσμό ατόμων με παρανοϊκές παραληρητικές ιδέες. Το δείγμα (σχετικά μικρό) αποτε-
λούνταν από 14 άτομα που ήταν παρανοϊκοί ασθενείς σε έξαρση (11 με τη διάγνωση της πα-
ρανοϊκής σχιζοφρένειας και 3 με διάγνωση Παραληρητική διαταραχή, κατά DSM-IV), 9 πα-
ρανοϊκά άτομα σε ύφεση (remitted) των συμπτωμάτων (όλα με διάγνωση παρανοϊκού τύπου
σχιζοφρένεια), και 15 υγιή άτομα μιας ομάδας ελέγχου (τα οποία οι συγγραφείς φρόντισαν
να είναι σε δημογραφική αντιστοιχία χωρίς να είναι επαγγελματίες του χώρου της ψυχικής
υγείας). Στο δείγμα χορηγήθηκαν, εκτός από το PBI, και άλλα ερωτηματολόγια όπως το BDI
αλλά και η Relationship with Family of Origin Scale (REFAMOS των Hill et al, 1999, ο.α.
στο Rankin et al, 2005). Η REFAMOS είναι μία κλίμακα που βασίζεται σε μία τυποποιημέ-
νη συνέντευξη από τον ερευνητή, και μόνο στις περιγραφές συμπεριφορών. Στη παρούσα
μελέτη η παραπάνω κλίμακα αφορούσε και το χρονικό διάστημα ως τα 16 χρόνια (όπως και
το PBI) αλλά και το παρόν. Τα ευρήματα από το PBI συμφωνούν με εκείνα προηγούμενων
μελετών σε ανάλογους πληθυσμούς. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές
διαφορές μεταξύ των τριών ομάδων στις υποκλίμακες του PBI για τη μητέρα και τον πατέ-
ρα. Για τη υποκλίμακα της Φροντίδας, και για τους δύο γονείς, οι δύο ομάδες των ασθενών
δεν διέφεραν μεταξύ τους, ενώ σε σχέση με την ομάδα ελέγχου και οι δύο είχαν σημαντικά
χαμηλότερες τιμές. Για την υποκλίμακα της (Υπερ)Προστασίας, και για τους δύο γονείς, και
πάλι οι δύο κλινικές ομάδες δεν διέφεραν μεταξύ τους. Σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, η
ομάδα των ασθενών με ενεργό συμπτωματολογία εμφάνισε στατιστικά υψηλότερη τιμή
Προστασίας, ενώ η ομάδα των ατόμων σε ύφεση εμφάνισε ενδιάμεσες τιμές, χωρίς όμως
στατιστική σημαντικότητα της διαφοράς για καμία από τις υπόλοιπες ομάδες. Το ενδιαφέρον
σημείο της μελέτης είναι ότι τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν και από τα αποτελέσματα των
τριών ομάδων στη κλίμακα REFAMOS για την αντίστοιχη με το PBI χρονική περίοδο. Η
στατιστική διερεύνηση της επίδρασης της κατάθλιψης δεν απέφερε αποτέλεσμα. Τα αποτε-
λέσματα αφορούσαν και τους δύο γονείς. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι, σύμφωνα με τα
δεδομένα από το PBI, οι παρανοϊκοί ασθενείς και των δύο κλινικών ομάδων του δείγματος
περιγράφουν ως εξαιρετικά ανεπαρκείς τις σχέσεις τους με την πατρική τους οικογένεια, με
μεγάλη υπερπροστασία και χαμηλή φροντίδα και από τους δύο γονείς. Επομένως, υφίσταται
κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτού του τύπου τις εμπειρίες ανατροφής και την εμφάνιση πα-
ρανοϊκού τύπου συμπτωματολογίας, ενώ οι συγγραφείς υπενθυμίζουν τις διαπιστώσεις και

112
άλλων ερευνητών (Kendler, 1996) σύμφωνα με τους οποίους η Φροντίδα των γονέων, και
όχι η (Υπερ)Προστασία (σύμφωνα με το PBI), βρίσκεται υπό ισχυρότερη γενετική επίδραση.
Η πιο πρόσφατη δημοσίευση (Ιούνιος 2006) είναι των Melo, Taylor & Bentall. Το άρθρο
βασίζεται στη διάκριση της παράνοιας σε δύο τύπους (σύμφωνα με τους Trower &
Chadwick, 1995, ο.α. στο Melo et al, 2006) οι οποίοι στα Αγγλικά καλούνται «poor me» (με
καταδιώκουν χωρίς να φταίω) και «bad me» (με καταδιώκουν επειδή φταίω) σύμφωνα με τις
υποκείμενες πεποιθήσεις για το αν αξίζει ή όχι την «καταδίωξη» το άτομο (deservedness of
persecution). Οι συγγραφείς προσπάθησαν να διερευνήσουν τη σταθερότητα αυτών των δύο
τύπων της παράνοιας και τη συσχέτισή τους με ψυχολογικές μετρήσεις, μεταξύ των οποίων
και η αντίληψη της γονεϊκής συμπεριφοράς όπως αυτή μετράται από το PBI. Το δείγμα απο-
τελούσαν νοσηλευόμενοι ασθενείς (in-patients) οι οποίοι είχαν διωκτικές παραληρητικές
ιδέες (διακρινόμενοι σε μία από τις δύο παραπάνω κατηγορίες) αλλά και μια ομάδα ελέγχου
από υγιή άτομα. Και οι δύο ομάδες των ασθενών (που ωστόσο δεν ήταν σταθερές διότι η
αντίληψη των ασθενών περί του «δικαίου» της καταδίωξης ήταν μεταβαλλόμενη) περιέγρα-
ψαν τη μητέρα τους με λιγότερη Φροντίδα σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Τα άτομα
που πιστεύουν ότι δίκαια τα καταδιώκουν («bad me» παράνοια) εμφάνισαν συσχέτιση με
υψηλά επίπεδα κατάθλιψης, και ανέφεραν περισσότερη γονεϊκή Φροντίδα σε σύγκριση με τα
άλλα άτομα (που πιστεύουν ότι άδικα τα καταδιώκουν- «poor me» παράνοια). Και στη μελέ-
τη αυτή φαίνεται ο παράγοντας της χαμηλής φροντίδας από ένα από τους δύο γονείς (τη μη-
τέρα εν προκειμένω) να διακρίνει ένα κλινικό πληθυσμό από μία ομάδα υγιών ατόμων.

3.3.3.3 Το PBI, η ψύχωση και το τραύμα


Η σχέση ανάμεσα σε πρώιμες τραυματικές εμπειρίες και την εμφάνιση ψυχοπαθολο-
γίας σε μετέπειτα φάση ζωής, επισημαίνεται όλο και συχνότερα στη βιβλιογραφία.
Για κάποιες νοσολογικές οντότητες, όπως η Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότη-
τας (Μ.Δ.Π.) αλλά και γενικά (Lee, 2006· Lee et al, 2006) τα δεδομένα είναι πολυάριθμα και
σημαντικά.
Η συμμετοχή της έννοιας του τραύματος κατά τη παιδική ηλικία και στην αιτιολογία
των ψυχώσεων, και της σχιζοφρένειας ειδικότερα, συζητάται έντονα (Morrison et al, 2005).
Ακόμη, πολλοί συγγραφείς διαπιστώνουν υψηλή επίπτωση (incidence) Διαταραχής Μετα-
τραυματικού Στρες σε άτομα με κύρια διάγνωση ψύχωσης και αντίστροφα, ασθενείς με τη
διαταραχή αυτή μπορεί να εμφανίσουν ψυχωτικού τύπου εμπειρίες (Kilcommons &
Morrison, 2005). Υπάρχουν μελέτες (Janssen et al, 2004· μεγάλη προοπτική μελέτη σε δείγ-
μα γενικού πληθυσμού στην Ολλανδία) όπου η έκθεση σε πρώιμο τραύμα κατά την παιδική
ηλικία και ο κίνδυνος εμφάνισης θετικών ψυχωτικών συμπτωμάτων στην ενήλικη ζωή εμ-

113
φανίζουν μια σχέση δόσης-απόκρισης, καθώς φαίνεται ότι τα γεγονότα της πρώιμης φάσης
ζωής διαμορφώνουν μόνιμα και το βιολογικό μηχανισμό αντίδρασης στο στρες (Lee et al,
2006).
Το ερωτηματολόγιο PBI, εκτός από τη μελέτη που αναφέρεται εκτενέστερα παρακάτω, έχει
χρησιμοποιηθεί και σε άλλες μελέτες στις οποίες εξετάστηκε η πιθανή σχέση της στάσης
ανατροφής των γονέων, τα πρώιμα τραυματικά γεγονότα και η ψυχοπαθολογία. Και στις με-
λέτες αυτές είναι πολύ συχνό το εύρημα, τα άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση-τραύμα
να χαρακτηρίζουν τους γονείς τους με το πρότυπο του «άστοργου ελέγχου», είτε συνολικά
είτε με κάθε μία υποκλίμακα ξεχωριστά. Το εύρημα επαναλαμβάνεται είτε για τον ένα ή και
για τους δύο γονείς. Είναι ενδιαφέρον ότι στη συγκεκριμένη βιβλιογραφία οι δημοσιεύσεις
που έγιναν από το 2000 και ένθεν χρησιμοποιούν αρκετά τον όρο «τραύμα», ενώ εκείνες
που έχουν προηγηθεί αναφέρονται στους όρους της «κακοποίησης» (abuse) και τους δυνητι-
κούς επιθετικούς προσδιορισμούς της (συναισθηματική, σεξουαλική, σωματική). Ενδεικτικά
αναφέρονται οι μελέτες των: Finzi-Dottan & Karu (2006)· Marchetto (2006)· Fosse & Holen
(2006)· Romans et al (2001)· Yamaguchi et al (2000)· Berger et al (1995)· Richter-Appelt &
Tiefensee (1996)· McLaughlin et al (2000)· Douglas (2000)· Potter et al (1999)· Hill et al
(2000)· Craissati et al (2002)· Zweig-Frank & Paris (1991· 1989· 2002)· Paris et al (1993·
1994)· Ruchkin et al (1998)- EMBU· Ghazinour et al (2003)- EMBU· Χατζηχρήστου &
Παπαδάτος (1993)- EMBU·
Οι Lee et al (2006) παρουσίασαν μία πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα όπου διερευνήθηκε
η σχέση μεταξύ των επιπέδων στο ΕΝΥ του CRF (Corticotropin-Releasing Factor) και των
τιμών στις δύο υποκλίμακες του PBI σε ένα δείγμα ατόμων με Διαταραχή Προσωπικότητας
και ομάδα ελέγχου υγιών ατόμων, και διαπιστώθηκε η ύπαρξη συσχέτισης υποδεικνύοντας
(έμμεσα) την ωφέλιμη επίδραση της γονεϊκής Φροντίδας στη μειωμένη αντιδραστικότητα
στο στρες.
Η μελέτη των Janssen et al (2005) διερεύνησε τη σχέση μεταξύ των γονεϊκών στά-
σεων ανατροφής (PBI) και την εμφάνιση ψύχωσης, και κυρίως το ρόλο που μπορεί να παίζει
κάποια πρώιμη τραυματική εμπειρία στη σχέση αυτή. Ο σκοπός της μελέτης, σύμφωνα με
τους συγγραφείς, ήταν να διαφανεί αν οι δυσλειτουργικές γονεϊκές στάσεις ανατροφής είναι
ουσιαστικά ένας δείκτης (και όχι κύριος παράγοντας) του πραγματικού υποκείμενου παρά-
γοντα κινδύνου για την εμφάνιση ψύχωσης, που είναι το πρώιμο τραύμα. Η μελέτη αυτή δεν
αφορούσε άμεσα σχιζοφρενικά ή ψυχωτικά άτομα, αλλά ήταν μία προοπτική μελέτη ενός
δείγματος γενικού πληθυσμού. Πρόκειται για ένα μεγάλο δείγμα 3876 ατόμων, μέρος ενός
μεγαλύτερου δείγματος 7076 ατόμων που συμμετείχαν στην προοπτική μελέτη Netherlands
Mental Health Survey and Incidence (NEMESIS) της επίπτωσης (incidence) των ψυχικών

114
ασθενειών. Τα άτομα είχαν εύρος ηλικίας από 18-64 έτη. Η μέθοδος περιλάμβανε συνέντευ-
ξη τους σε τρεις χρονικές στιγμές, την αρχική (baseline), στον ένα χρόνο (Τ1) και στα τρία
χρόνια (Τ2). Για τη συνέντευξη χρησιμοποιήθηκε η ημιδομημένη Composite International
Diagnostic Interview (CIDI).
Κατά την Τ2 διαχωρίστηκαν 10 άτομα που βρέθηκαν να έχουν θετικά ψυχωτικά συ-
μπτώματα με τη χρήση της BPRS (βαθμολογία >3 σε όποιο λήμμα θετικού ψυχωτικού συ-
μπτώματος όπως ορίζεται το επίπεδο της παθολογίας από την αρχική μελέτη των Overall &
Gorham, 1962, ο.α. στο Janssen et al, 2005), (ο «στενός ορισμός της ψύχωσης» “narrow
psychosis outcome”). Για τα άτομα αυτά ανιχνεύθηκε η ισχυρότερη συσχέτιση με το πρώιμο
τραύμα στη μελέτη των Janssen et al (2004, αφορά το ίδιο δείγμα). Επειδή όμως το δείγμα
ήταν πολύ μικρό, το όριο διευρύνθηκε (ο «ευρύτερος ορισμός της ψύχωσης» “broad
psychosis outcome”) δηλαδή βαθμολογία στα παραπάνω λήμματα της BPRS >1, τότε προέ-
κυψαν 38 άτομα.
Η διαδικασία περιλάμβανε και μία ημιδομημένη συνέντευξη για την ανίχνευση όποι-
ου είδους συναισθηματικής, σωματικής, ψυχολογικής ή σεξουαλικής κακοποίησης πριν την
ηλικία των 16 ετών. Κατά την αρχική χρονική στιγμή 369 άτομα (10% του δείγματος) απά-
ντησαν θετικά για την ύπαρξη πρώιμου τραύματος. Τα άτομα αυτά περιέγραψαν και τους
δύο γονείς τους ως λιγότερο στοργικούς και περισσότερο προστατευτικούς από τα άτομα
που δεν ανέφεραν κακοποίηση, και η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική. Όπως παρουσιά-
στηκε και στο Janssen et al (2004), στα άτομα αυτά, το ιστορικό έκθεσης σε κακοποίηση
κατά τη παιδική ηλικία συσχετίστηκε σημαντικά με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης ψύχω-
σης ακόμα και μετά τον έλεγχο και την προσαρμογή για όλους τους παράγοντες επίδρασης
(confounders).
Το σημαντικό εύρημα ήταν ότι, για τα άτομα με ιστορικό κακοποίησης κατά την
παιδική ηλικία, χαμηλότερη τιμή για τη Φροντίδα-Care (PBI) κατά την αρχική εκτίμηση
(baseline) συσχετίστηκε ισχυρά με ψύχωση κατά τη χρονική στιγμή Τ2, ενώ δεν βρέθηκε
καμμία τιμή για την υποκλίμακα της Προστασίας κατά την αρχική εκτίμηση (baseline) να
συνδυάζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ψύχωσης κατά τη χρονική στιγμή Τ2. Όταν
έγινε η στατιστική προσαρμογή για το ιστορικό της κακοποίησης η επίδραση της Φροντίδας
μειώθηκε σε επίπεδα μη σημαντικότητας, ενώ η κύρια επίδραση του τραύματος παρέμεινε
ισχυρή και σημαντική (σχετικός κίνδυνος για τον ευρύ ορισμό της ψύχωσης 3.40 με όριο
αξιοπιστίας 95% από 1.53 έως 7.56 – σχετικός κίνδυνος για το στενό ορισμό της ψύχωσης
8.50 με όριο αξιοπιστίας 95% από 1.85 έως 39.02). Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέ-
ρασμα ότι η συσχέτιση μεταξύ της περιγραφής των γονεϊκών στάσεων ανατροφής (όπως γί-
νεται με το PBI) και της εμφάνισης ψυχωτικών συμπτωμάτων σε ένα άτομο μπορεί να είναι

115
ένας δείκτης της επίδρασης προηγούμενης έκθεσης σε τραυματικές εμπειρίες κατά τη παιδι-
κή ηλικία, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η εμπειρία αυτή σχετίζεται αποκλειστικά με τις
πραγματικές διαντιδράσεις γονέα-παιδιού.
Το ενδιαφέρον από τα παραπάνω ευρήματα είναι ότι δεν προκύπτει κάποια αύξηση
του σχετικού κινδύνου εμφάνισης ψύχωσης σχετιζόμενη με τη διάσταση της γονεϊκής συ-
μπεριφοράς που περιγράφεται από την υποκλίμακα της Προστασίας του PBI. Αυτό το εύρη-
μα φαίνεται να συμφωνεί και με τα ευρήματα του Kendler (1996) σύμφωνα με τα οποία η
διάσταση της γονεϊκής συμπεριφοράς που περιγράφεται από την υποκλίμακα της Φροντίδας
του PBI επηρεάζεται περισσότερο από γενετικούς παράγοντες του γονέα αλλά και του παι-
διού. Αντίθετα η διάσταση της γονεϊκής συμπεριφοράς που περιγράφεται από την υποκλίμα-
κα της Προστασίας του PBI (ή των δύο υποκλιμάκων στις οποίες διαχωρίζεται παραγοντικά)
επηρεάζεται πολύ περισσότερο από παράγοντες που αφορούν σε κοινωνικές και θρησκευτι-
κές στάσεις, οι οποίες πιθανόν προέρχονται από την πατρική οικογένεια του γονέα. Υποδει-
κνύεται και πάλι η ύπαρξη κάποιου τύπου γενετικής ευαλωτότητας, που προδιαθέτει το άτο-
μο στην εμφάνιση ψυχωτικής συμπτωματολογίας με την επίδραση κάποιου κατάλληλου ε-
ξωτερικού παράγοντα.
Αναλόγου τύπου ευρήματα απέδωσε η έρευνα των Kendler et al (1997) κατά την α-
ναζήτηση των παραγόντων που καθορίζουν τη στάση ανατροφής των γονέων σύμφωνα με
το PBI. Έτσι η γονεϊκή στάση ανατροφής που περιγράφεται από τη υποκλίμακα της Φροντί-
δας (Care ή Warmth κατά τους συγγραφείς) βρέθηκε να προβλέπεται σημαντικά από προ-
σωπικά χαρακτηριστικά του γονέα αλλά και του παιδιού (ταμπεραμέντο και ευαλωτότητα σε
ψυχιατρικές διαταραχές) ή την ποιότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος. Η γονεϊκή στά-
ση ανατροφής που περιγράφεται από τις υποκλίμακες της Προστατευτικότητας
(Protectiveness) και της Αυταρχικότητας (Authoritarianism) βρέθηκε να προβλέπεται σημα-
ντικά η μεν δεύτερη από παράγοντες «κοινωνιολογικού» τύπου (η εκπαίδευση του γονέα, η
θρησκευτική δραστηριότητά του), ενώ η πρώτη επιπρόσθετα από νευρωτικά χαρακτηριστικά
του γονέα αλλά και του παιδιού.

116
4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

4.1 ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ


4.1.1 ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ
- 1- ΦΥΛΟ - ΗΛΙΚΙΑ
Το δείγμα της παρούσας μελέτης αριθμεί 81 άτομα. Τα 52 (64,2%) είναι άνδρες και
τα 29 (35,8%) είναι γυναίκες. Η μέση ηλικία των ατόμων του δείγματος είναι τα 39,6 έτη με
σταθερή απόκλιση τα 10,8 έτη (SD= 10,8). Το εύρος των ηλικιών κυμαίνεται από τα 21 ως
τα 77 έτη. Η διάμεσος τιμή (median) για την ηλικία του δείγματος είναι τα 39 έτη.

- 2 - ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ-ΤΟΠΟΣ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ


Τα υποκείμενα της έρευνας είναι όλοι Ελληνικής καταγωγής, γεννημένοι σε ποσοστό
92,6% (οι 75) στην Ελλάδα οι υπόλοιποι 6 γεννήθηκαν σε χώρα του εξωτερικού (7.4%). Ει-
δικότερα ο τόπος γέννησης ήταν Πόλη για τους 52, (64,2%), ενώ 21(25,9%) γεννήθηκαν σε
Χωριό και 8 (9,9%) σε Κωμόπολη. Ανάλογα είναι και τα ποσοστά για το τόπο ανατροφής
δηλαδή, οι 79 (97,5%) ανατράφηκαν στην Ελλάδα (2 στο Εξωτερικό, ποσοστό 2,5%), οι 52
(64,2%) σε Πόλη, οι 22 (27,2%) σε Χωριό και οι 7 (8,6%) σε Κωμόπολη.

- 3 - ΔΙΑΜΟΝΗ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ - ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ –ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗ-


ΣΗ - ΣΤΑΘΕΡΗ ΣΧΕΣΗ
Τα άτομα του δείγματος διαμένουν στην Ελλάδα (όλοι πλην ενός, ποσοστό 98,8%),
οι 55 (67,9%) σε πόλη, οι 19 (23,5%) σε χωριό και οι 7 (8,6%) σε κωμόπολη.
Τα υποκείμενα διαμένουν κατά 69,1% με την πατρική τους οικογένεια (οι 56), οι 12
(14,8%) έχουν δική τους οικογένεια, ενώ οι 13 (16%) διαμένουν μόνοι τους.
Οι 46 (56,8%) δήλωσαν ότι έχουν κάποιου είδους σταθερή κοινωνική σχέση και οι
35 (43,2%) πως δεν έχουν. Από εκείνα τα άτομα που δήλωσαν ότι έχουν κάποια σταθερή
κοινωνική σχέση οι 16 (34,8%) δήλωσαν ότι έχουν σχέση με κάποιο άτομο που δεν είναι
συγγενής (φίλος, φίλη, σύντροφος).

- 4- Η ΠΑΤΡΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Γονείς: Ηλικία των γονέων κατά τη γέννηση του υποκειμένου – Απασχόληση των γονέ-
ων
Από τα στοιχεία που μπορέσαμε να συλλέξουμε για τους γονείς (δε στάθηκε δυνατό
να έχουμε πληροφορίες για κάποιους από τους γονείς), η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη
γέννηση του υποκειμένου ήταν τα 27,1 έτη (με τυπική απόκλιση 5,5 έτη, και εύρος 16 με 43

117
έτη), ενώ για τον πατέρα αντίστοιχα, η μέση ηλικία κατά τη γέννηση του υποκειμένου ήταν
τα 32,1 έτη (με τυπική απόκλιση 6,4 έτη, και εύρος 19 με 54 έτη). Η απασχόληση του πατέ-
ρα (για όσους μπορέσαμε να έχουμε στοιχεία, για 18 πατέρες υποκειμένων-22,2%- δε ήταν
δυνατό) ταξινομήθηκε αδρά σε δύο κατηγορίες, τους υπαλλήλους, με εξαρτημένη σχέση ερ-
γασίας, είτε στο Δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, που ήταν και η πολυπληθέστερη ομάδα
(42, και ποσοστό 51,9%), ενώ ως ελεύθεροι επαγγελματίες ομαδοποιήθηκαν οι πατέρες που
είτε είχαν δική τους εργασία ως τεχνίτες, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες κλπ, οι οποίοι
ήταν 21 σε ποσοστό 25,9%.

Τα στοιχεία για τα αδέρφια- Σειρά γέννησης του υποκειμένου


Τέσσερα υποκείμενα ήταν τα μοναδικά παιδιά της οικογένειάς τους (ποσοστό 4,9%),
ενώ 47 άτομα είχαν ένα αδερφό ή μία αδερφή (ποσοστό 58%). Είκοσι άτομα είχαν άλλα δύο
αδέρφια (24,7%), 7 (8,6%) άλλα τρία, ενώ 3 άτομα (3,7%) είχαν άλλα 4 αδέρφια. Τριάντα
πέντε από τα υποκείμενα της έρευνας είναι τα πρώτα παιδιά της οικογένειάς τους (ποσοστό
43,2%), 34 είναι τα δεύτερα παιδιά της οικογένειας του (42%), ενώ 9 (11,1%) ήταν τρίτοι
στη σειρά γέννησης, 2 (2,5%) τέταρτοι και 1 άτομο ήταν το 5ο παιδί της οικογένειάς του. Το
συγκεκριμένο δείγμα παρουσιάζει κάποια ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά σε σχέση με τη δι-
αφορά ηλικίας ανάμεσα στα αδέρφια καθώς και το φύλο. Από τα 35 άτομα που είναι τα
πρώτα παιδιά της οικογένειάς τους, στους 31 η οικογένεια έχει και δεύτερο παιδί, το ενδια-
φέρον είναι ότι όλα αυτά τα δεύτερα παιδιά είναι κορίτσια, ενώ από τους 31 οι 19 (ποσοστό
61,3%) είναι άρρενες και οι 12 θήλεα (38,7%). Σε αυτά τα 31 άτομα, οι 10 έχουν διαφορά
ηλικίας με τις αδερφές τους από 1 έως και 2 έτη, οι 10 έχουν διαφορά ηλικίας με τις αδερφές
τους μεγαλύτερη από 2 έως και 4 έτη, και τα υπόλοιπα 11 άτομα έχουν διαφορά με τις αδερ-
φές του μεγαλύτερη των 5 ετών (εύρος διαφοράς ηλικίας από 1 έως και 17 έτη). Στα 9 από
τα 31 υποκείμενα η οικογένειά τους έχει και τρίτο παιδί, που και εδώ είναι κορίτσι, η διαφο-
ρά ηλικίας του υποκειμένου (που γεννήθηκε πρώτο) κυμαίνεται σε εύρος από 3,5 έως και 12
έτη. Υπάρχει τέλος 1 υποκείμενο που έχει και 3η αδερφή (και πάλι) μικρότερη κατά 7 έτη.
Στα 34 υποκείμενα που είναι τα δεύτερα παιδιά της οικογένειάς τους, το πρώτο παιδί είναι
αγόρι (όλα τα πρώτα παιδιά αυτών των οικογενειών είναι αγόρια) ενώ τα ίδια είναι κατά
73,5% (τα 25) αγόρια και κατά 26,5% (τα 9) κορίτσια. Το εύρος της διαφοράς ηλικίας με το
μεγάλο αδερφό είναι από 1 έως και 12 έτη, και αναλυτικότερα, τα 13 άτομα είχαν μεγαλύτε-
ρο αδερφό κατά 1 έως και 2 έτη, για τους 10 η διαφορά αυτή είναι από 3 έως και 5 έτη, και
11 είχαν μεγαλύτερο αδερφό από 5 έτη και άνω. Στα 9 από τα 34 άτομα του δείγματος που
γεννήθηκαν δεύτερα, υπάρχει και μικρότερο παιδί, τα 7 (77,8%) είναι κορίτσια και τα 2
(22,2%) αγόρια, και η διαφορά ηλικίας κυμαίνεται από 2 έως και 12 έτη. Υπάρχουν 2 άτομα

118
που η οικογένεια έχει και 4ο παιδί, η διαφορά ηλικίας είναι 6 και 7 έτη μικρότερο, και τα δύο
είναι κορίτσια. Τέλος 1 άτομο έχει και 4η αδερφή κατά 11 έτη μικρότερη.
Τα 9 υποκείμενα που έχουν γεννηθεί 3α στη σειρά των παιδιών της πατρικής τους οι-
κογένειας, είναι 6 άρρενες (66,7%) και 3 γυναίκες (33,3%), έχουν το 1ο παιδί της οικογένει-
ας τους αγόρι (μεγαλύτερο από 3 έως και 12 έτη), το 2ο παιδί της οικογένειας τους αγόρι
(μεγαλύτερο από 1έως και 9 έτη), και το 4ο παιδί της οικογένειάς τους κορίτσι (μικρότερο
από 2 έως και 9 έτη). Ένα άτομο από τα 9 έχει και 4η αδερφή (το 5ο παιδί της οικογένειας)
μικρότερή του κατά 5 έτη.

- 5 - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ – ΚΥΡΙΑ ΠΗΓΗ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ


Όσον αφορά στην απασχόληση των υποκειμένων, το μεγαλύτερο ποσοστό (56,8%, οι
46) είναι άνεργοι, οι 18 (22,2%) είναι υπάλληλοι, οι 8 (9,9) ελεύθεροι επαγγελματίες και 9
(11,1) δήλωσαν ως επάγγελμα «οικιακά». Από τους ανέργους οι 33 (63,5%) είναι άνδρες και
οι 13 (44,8%) γυναίκες (δεδομένο που είναι στατιστικά σημαντικό p=0.000), και το 52,2%
(οι 24 στους 43, ποσοστό 55,8%) έχουν ως διάγνωση Σχιζοφρένεια Παρανοϊκός τύπος), το
17,4% (οι 8 στους 14, ποσοστό 57,14%) Σχιζοσυναισθηματική Διαταραχή και ένα επιπλέον
17,4% (οι 8 στους 11, ποσοστό 72,72%) Σχιζοφρένεια Αδιαφοροποίητος τύπος. Το 43,2%
(35) του δείγματος δηλώνει ως πηγή εισοδήματος τους γονείς τους ή άλλο πρόσωπο που
τους υποστηρίζει, ένα 29,6% (24) λαμβάνουν σύνταξη ή επίδομα, και το 27,2% (22) έχει ει-
σόδημα εργαζόμενο.

- 6 - ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Το 34,6% (οι 28) είναι απόφοιτοι Λυκείου, το 21% (οι 17) είναι απόφοιτοι Γυμνασί-
ου, ένα 19,8% (οι 16) είναι απόφοιτοι Δημοτικού, το 16% (οι 13) έχουν Πανεπιστημιακή
μόρφωση, ενώ 4 άτομα (4,9%) είχαν Τεχνική Εκπαίδευση και 3(3,7%) είχαν κάποια Μετα-
λυκειακή εκπαίδευση (ΙΕΚ κλπ). Όσον αφορά στα χρόνια σπουδών, ο μέσος όρος του δείγ-
ματος είναι περίπου 11 έτη σπουδών. Η κατανομή του εκπαιδευτικού επιπέδου κατά φύλο
είναι η εξής: απόφοιτοι Λυκείου είναι το 30,8% των ανδρών (16) και το 41,4% των γυναι-
κών (12), απόφοιτοι Γυμνασίου είναι το 26,9% των ανδρών (14) και το 10,3% των γυναικών
(3), απόφοιτοι Δημοτικού είναι το 19,2% των ανδρών (10) και το 20,7% των γυναικών (6),
πτυχιούχοι ΑΕΙ είναι το 15,4% των ανδρών (8) και το 17,2% των γυναικών (5). Τέσσερεις
άνδρες (7,7% των ανδρών) έλαβαν Τεχνική εκπαίδευση και 3 γυναίκες (10,3% των γυναι-
κών) είχαν Μεταλυκειακή εκπαίδευση.

119
- 7 - ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Το δείγμα της παρούσας έρευνας περιλαμβάνει ένα 70,4% (57) άγαμους. Διαζευγμέ-
νοι είναι ένα 16% (13), και ένα 13,6% (11) παραμένουν έγγαμοι. Όσον αφορά το φύλο, το
78,8% (οι 41) των ανδρών του δείγματος είναι άγαμοι, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των γυ-
ναικών είναι 55,2% (οι 16), ένα δεδομένο που τείνει να λάβει στατιστική σημαντικότητα
(p=0,082). 22 άτομα δήλωσαν ότι έχουν παιδιά, η πλειοψηφία (12 άτομα) έχουν 2 παιδιά, 2
άτομα έχουν 3 παιδιά, και ένα άτομο έχει 4 παιδιά, ενώ υπάρχει και ένα άγαμο άτομο που
έχει ένα παιδί.

4.1.2 ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ


- 1 - Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Το δείγμα αποτελείται από 43 άτομα (53,1%) με διάγνωση Σχιζοφρένεια, Παρανοϊ-
κός τύπος, 14 άτομα (17,3%) με διάγνωση Σχιζοσυναισθηματική Διαταραχή, 11 άτομα
(13,6%) με διάγνωση Σχιζοφρένεια, Αδιαφοροποίητος τύπος, 6 άτομα (7,4%) χαρακτηρί-
στηκαν με τη διάγνωσης «Ψύχωση Μ.Π.Α.», τις διαγνώσεις «Παραληρητική Διαταραχή»
και «Σχιζοφρενικόμορφη Διαταραχή» έλαβαν 3 άτομα (3,7%) αντίστοιχα, ενώ ένα υποκεί-
μενο (1,2%) έχει διαγνωστεί ως υπολειμματικό σχιζοφρενικό. Η κατανομή των διαγνώσεων
του δείγματος κατά φύλο έχει ως εξής: (1) το δείγμα περιέχει 29 άνδρες (55,8% των ανδρών)
και 14 γυναίκες (48,3% των γυναικών) με Σχιζοφρένεια, Παρανοϊκός τύπος, (2) από 7 άν-
δρες (13,5% των ανδρών) και γυναίκες (24,1% των γυναικών) με Σχιζοσυναισθηματική δια-
ταραχή, (3) 9 άνδρες (17,3% των ανδρών) και 2 γυναικών (6,9% των γυναικών) με Σχιζο-
φρένεια, αδιαφοροποίητος τύπος, (4) από 3 άνδρες (5,8% των ανδρών) και γυναίκες (10,3%
των γυναικών) με Ψύχωση Μ.Π.Α., (5) 2 άνδρες (3,8% των ανδρών) και 1 γυναίκα (3,4%
των γυναικών) με Παραληρητική Διαταραχή, και τέλος (6) 1 άνδρας (1,9% των ανδρών) και
2 γυναίκες (6,9% των γυναικών) με Σχιζοφρενικόμορφη Διαταραχή.

- 2 - ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΨΥΧΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ


Το 37% (30 άτομα) είχαν ιστορικό ψυχικής νόσου στην οικογένειά τους ενώ 63% (51
άτομα) δεν αναφέρουν τέτοιο ιστορικό. Το οικογενειακό ιστορικό για ψυχική νόσο κατανέ-
μεται ως εξής ανάλογα με τη διάγνωση: (1) στα άτομα με Σχιζοφρένεια, παρανοϊκός τύπος,
οι 28 (το 65,5%) είχαν αρνητικό οικογενειακό ιστορικό, (2) στα άτομα με Σχιζοσυναισθημα-
τική Διαταραχή οι 8 (το 57,1%) είχαν αρνητικό οικογενειακό ιστορικό, (3) στα άτομα με
Σχιζοφρένεια, αδιαφοροποίητος τύπος οι 6 (54,5%) είχαν αρνητικό ιστορικό. Και στις υπό-
λοιπες ομάδες, αν και ο αριθμός των υποκειμένων είναι μικρός, υπερτερούν τα άτομα που
δεν αναφέρουν οικογενειακό ιστορικό ψυχικής νόσου.

120
- 3 - ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ
Όπως έχει ήδη αναφερθεί τα άτομα του δείγματος έχουν όλα νοσηλευτεί τουλάχιστον
μία φορά στη Κλινική. Η κατανομή του δείγματος απεικονίζεται στον παρακάτω πίνακα.
Όπως φαίνεται τα ¾ του δείγματος έχουν περισσότερες από μία εισαγωγές, ενώ σχεδόν ένα
στα πέντε άτομα έχουν νοσηλευτεί περισσότερες από πέντε φορές, και ένα στα τέσσερα ά-
τομα του δείγματος είχαν μόνο μία εισαγωγή.

Πίνακας 2.
ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ Ν ΠΟΣΟΣΤΟ (%)
1 21 25,9
2 15 18,5
3 17 21
4 12 14,8
5+ 16 19,8
ΣΥΝΟΛΟ 81 100,0

Παρακάτω φαίνονται το πώς κατανέμεται ο αριθμός των εισαγωγών στο δείγμα ανά
φύλο και ανά διαγνωστική ομάδα. Από τη στατιστική ανάλυση δεν προέκυψαν στατιστικά
σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων.

Πίνακας 3. Εισαγωγές ανά φύλο


ΦΥΛΟ ΣΥΝΟΛΟ
ΑΡΡΕΝ ΘΗΛΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ 1 13 8 21
25.0% 27.6% 25.9%
2 9 6 15
17.3% 20.7% 18.5%
3 12 5 17
23.1% 17.2% 21.0%
4 8 4 12
15.4% 13.8% 14.8%
5+ 10 6 16
19.2% 20.7% 19.8%
Σύνολο 52 29 81
100.0% 100.0% 100.0%

121
Πίνακας 4. Εισαγωγές ανά διάγνωση
ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ Σύνολο
1 2 3 4 5+
Σχιζοσυναισθ/κή διαταραχή 4 1 1 4 4 14
19.0% 6.7% 5.9% 33.3% 25.0% 17.3%
Παραληρητική διαταραχή 1 0 0 0 2 3
4.8% .0% .0% .0% 12.5% 3.7%
Σχιζοφρενικόμορφη διατα- 1 1 1 0 0 3
ραχή
4.8% 6.7% 5.9% .0% .0% 3.7%
ΨΥΧΩΣΗ Μ.Π.Α. 3 2 0 0 1 6
14.3% 13.3% .0% .0% 6.3% 7.4%
Σχιζοφρένεια Παρανοϊκός 9 10 12 4 8 43
τύπος
42.9% 66.7% 70.6% 33.3% 50.0% 53.1%
Σχιζοφρένεια Υπολειμματι- 0 0 0 1 0 1
κός τύπος
.0% .0% .0% 8.3% .0% 1.2%
Σχιζοφρένεια Αδιαφορο- 3 1 3 3 1 11
ποίητος τύπος
14.3% 6.7% 17.6% 25.0% 6.3% 13.6%
Σύνολο 21 15 17 12 16 81
100.0% 100.0% 100.0% 100.0% 100.0% 100.0%

- 4 - ΕΞΕΙΣ
25 άτομα (30,9%) δήλωσαν ότι δεν έχουν καμμία έξη, 13 άνδρες (το 25% των αν-
δρών) και 12 γυναίκες (το 41,4% των γυναικών). 35 άτομα (43,5%) είναι καπνιστές, 21 άν-
δρες (το 40,4% των ανδρών) και 14 γυναίκες (το 48,3% των γυναικών). 11 άτομα (13,6%)
του δείγματος δήλωσαν ότι κάνουν χρήση αλκοόλ και καπνού, 10 άνδρες (19,2% των αν-
δρών) και 1 γυναίκα (3,4% των γυναικών). 3 άνδρες (3,7% του δείγματος και 5,8% των αν-
δρών) δήλωσαν ότι κάνουν χρήση χασίς, ενώ 2 άτομα (2,5%), ένας άνδρας (1,9% των αν-
δρών) και μία γυναίκα (3,4%) κάνουν χρήση αλκοόλ. Άλλα δύο άτομα (2,5%) (ένας άνδρας
και μία γυναίκα) κάνουν χρήση καπνού και υπνωτικών χαπιών. Ένας άνδρας δήλωσε ότι κά-
νει χρήση καπνού και χασίς και, τέλος, ένας άνδρας από το δείγμα (1,9%) δήλωσε ότι κάνει
χρήση πολλαπλών ουσιών (αλκοόλ, κάπνισμα, χασίς αλλά και υπνωτικά χάπια).

- 5 - ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Όλα τα άτομα του δείγματος ήταν κατά τη στιγμή της εξέτασής τους υπό Φαρμακευ-
τική Αγωγή.

122
4.2.1 ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΚΩΝ BPRS - PANSS
Σύμφωνα με το σχεδιασμό της μελέτης, τα υποκείμενα, τη χρονική στιγμή που εκτι-
μήθηκαν κλινικά και συμπλήρωσαν το PBI, ήταν σε ύφεση της ψυχοπαθολογίας τους. Αυτό
είναι εμφανές και από τις μέσες αλλά και τις συνολικές τιμές των δύο κλιμάκων εκτίμησης
της Ψυχοπαθολογίας που χρησιμοποιήθηκαν.

Πίνακας 5. Τιμές της Κλίμακας BPRS


Αριθμός υποκειμένων 81
Μέση τιμή (Mean) 29,93
Διάμεσος τιμή (Median) 30,00
Σταθερή Απόκλιση (Std. Deviation) 8,77
Εύρος τιμών (Range)
16-52

Πίνακας 6. Τιμές της Κλίμακας PANSS


Κλίμακα Θετικών Κλίμακα Αρνητι- Κλίμακα Γενικής
Συμπτωμάτων της κών Συμπτωμάτων Ψυχοπαθολογίας
PANSS της PANSS της PANSS
Αριθμός των υποκειμένων 81 81 81
Μέση τιμή (Mean) 14,36 15,77 29,25
Διάμεσος τιμή (Median) 13,00 15,00 29,00
Σταθερή Απόκλιση (Std.
6,62 5,84 8,23
Deviation)
Εύρος τιμών (Range)
7-34 7-37 16-48
Όπως φαίνεται και από τους παραπάνω πίνακες, όπου παρουσιάζονται οι τιμές που
το δείγμα εμφάνισε στις δύο κλίμακες αποτίμησης της ψυχοπαθολογίας, η μέση τιμή για την
BPRS-16 (η κλίμακα έχει εύρος από 16 έως και 112) είναι 29,93, με τυπική απόκλιση 8,77
και εύρος τιμών από 16 (που είχαν 2 άτομα) έως και 52 (1 υποκείμενο). Για την PANSS η
συνολική τιμή έχει εύρος από 30 έως και 210 με επιμέρους εύρος για την Κλίμακα Θετικών
συμπτωμάτων και την Κλίμακα των Αρνητικών συμπτωμάτων από 7 έως 49, ενώ για την
Κλίμακα Γενικής Ψυχοπαθολογίας το εύρος είναι 49 έως και 112. Το δείγμα της παρούσας
μελέτης είχε για την PANSS συνολικά Μέση τιμή 59,38 ενώ για τις επιμέρους κλίμακες οι
Μέσες τιμές ήταν, όπως φαίνεται και από τον Πίνακα: Θετική 14,36, Αρνητική 15,77, και
Γενική Ψυχοπαθολογία 29,25.
Ο έλεγχος της αξιοπιστίας με την δοκιμασία Cronbach’s Alpha για τις Κλίμακες
BPRS και PANSS έδειξε μεγάλου βαθμού αξιοπιστία. Συγκεκριμένα, η Κλίμακα BPRS είχε
a=77,1%. H Κλίμακα Θετικών Συμπτωμάτων της PANSS είχε a=82,5%, η Κλίμακα Αρνητι-
κών Συμπτωμάτων της PANSS είχε a=78,4% και η Κλίμακα Γενικής Ψυχοπαθολογίας της
PANSS είχε a=78,9%.

123
4.2.2 ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ
PBI
4.2.2.1 Αριθμός αξιοποιήσιμων ερωτηματατολογίων
Από την επεξεργασία των απαντήσεων των ατόμων του δείγματος στο ερωτηματολό-
γιο PBI, και μετά τη διαδικασία στατιστικής συμπλήρωσης όπως αυτή περιγράφηκε στο κε-
φάλαιο της μεθόδου, ταυτοποιήθηκε ο τελικός αριθμός των αξιοποιήσιμων ερωτηματολογί-
ων. Από τα αρχικά 81 άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα αξιοποιήσιμες απαντήσεις έδω-
σαν για τις υποκλίμακες της Μητέρας τα 77 και για τις υποκλίμακες του Πατέρα τα 76.

4.2.2.2 Ο τύπος της στατιστικής κατανομής των απαντήσεων στο PBI


Σύμφωνα με τις στατιστικές δοκιμές οι τιμές στις υποκλίμακες (Φροντίδας-Care και
Προστασίας-Protection) η κατανομή των τιμών είναι κανονική και επιλέχθηκε η χρήση για
τις συσχετίσεις του Συντελεστή Συσχέτιση Pearson.

4.2.2.3 Μέσες τιμές των υποκλιμάκων του PBI


Για την υποκλίμακα της Φροντίδας για τον Πατέρα η μέση τιμή (mean) είναι 21,2 με
σταθερή απόκλιση 8,5 (εύρος τιμών από 3 έως 36). Η διάμεσος τιμή (median) είναι 21.
Για την υποκλίμακα της Προστασίας για τον Πατέρα η μέση τιμή (mean) είναι 14,7
με σταθερή απόκλιση 7,7 (εύρος τιμών από 0 έως 32). Η διάμεσος τιμή (median) είναι 15.
Για την υποκλίμακα της Φροντίδας για την Μητέρα η μέση τιμή (mean) είναι 23,1 με
σταθερή απόκλιση 7,6 (εύρος τιμών από 4 έως 36). Η διάμεσος τιμή (median) είναι 23.
Για την υποκλίμακα της Προστασίας για την Μητέρα η μέση τιμή (mean) είναι 16,8
με σταθερή απόκλιση 8,1 (εύρος τιμών από 0 έως 39). Η διάμεσος τιμή (median) είναι 17.

Πίνακας 7. Μέσων τιμών για τις υποκλίμακες του ΡΒΙ (όλο το δείγμα)
Φροντίδα Προστασία Φροντίδα Προστασία
Πατέρα Πατέρα Μητέρας Μητέρας
Μέση τιμή 21,2 14,7 23,1 16,8
(mean)
Διάμεσος τιμή 21 15 23 17
(median)
(SD) 8,5 7,7 7,6 8,1
R 3-36 0-32 4-36 0-39

124
Πίνακας 8. Μέσω τιμών για τις υποκλίμακες του ΡΒΙ (Τα άτομα με διάγνωση Σχιζο-
φρένεια)
Φροντίδα Προστασία Φροντίδα Προστασία
Πατέρα Πατέρα Μητέρας Μητέρας
Μέση τιμή 20,45 14,46 23,40 16,44
(mean)
Διάμεσος τιμή 21 15 23 16
(median)
(SD) 8,32 8,4 6,48 7,57
R 3-36 0-32 8-36 0-37

4.2.2.4 Η αξιοπιστία (Reliability) των υποκλιμάκων του ΡBI- επίδραση των λημμάτων
κάθε υποκλίμακας στην αξιοπιστία της
Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, οι δύο υποκλίμακες του ΡΒΙ συσχετίζονται μετα-
ξύ τους με αρνητικό πρόσημο, επομένως ο έλεγχος της αξιοπιστίας θα πρέπει να γίνει για
κάθε μία ξεχωριστά (και για κάθε γονέα επίσης), και η δοκιμασία που χρησιμοποιήθηκε ή-
ταν η Cronbach’s Alpha. Όπως φαίνεται και από τους πίνακες παρακάτω, οι δύο υποκλίμα-
κες του ΡΒΙ στη παρούσα μελέτη εμφάνισαν μεγάλου βαθμού αξιοπιστία, και συγκεκριμένα,
για τον Πατέρα η Φροντίδα-Care είχε το a=84,7%, η Προστασία-Protection είχε το a=77,3%,
ενώ για τη Μητέρα η Φροντίδα-Care είχε το a=81,7%, και η Προστασία-Protection είχε το
a=81,6%.
Λήμματα με ασθενή αξιοπιστία για τη Φροντίδα του Πατέρα είναι τα εξής: 2, 18, 14
και 24. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση ότι αυτά (αλλά και το 4 εν μέρει) είναι εκείνα
που δεν συντάσσονται μαζί στον Παράγοντα Ι της παραγοντικής ανάλυσης του ΡΒΙ του Πα-
τέρα, μαζί με τις υπόλοιπες της υποκλίμακας Care. Επομένως, ένας λόγος που πιθανώς πα-
ρουσιάζεται αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε να είναι η χαμηλή αξιοπιστία αυτών των λημ-
μάτων.
Τα λήμματα της υποκλίμακας της Προστασίας-Protection που είναι λιγότερο αξιόπι-
στα είναι τα 8, 13, 23, 25. Και στην παραγοντική ανάλυση αυτές οι δηλώσεις δεν συντάσσο-
νται με τις υπόλοιπες της υποκλίμακας ή συντάσσονται με τις άλλες λιγότερο αξιόπιστες δη-
λώσεις της κλίμακας της Φροντίδας-Care.
Για την υποκλίμακα Φροντίδας-Care του ΡΒΙ για τη Μητέρα, χαμηλότερη αξιοπιστία
φαίνεται ότι έχουν τα λήμματα 2, 18, 24, 14. Και στην παραγοντική ανάλυση συντάσσονται
μαζί χωρίς να τείνουν προς τις άλλες δηλώσεις της υποκλίμακας.
Στην υποκλίμακα Προστασίας-Protection του ΡΒΙ για τη Μητέρα, χαμηλότερη αξιο-
πιστία δείχνουν τα λήμματα 8, 25, 13, 23. Στην παραγοντική ανάλυση είτε συντάσσονται
μαζί είτε με άλλες δηλώσεις της υποκλίμακας Φροντίδας-Care.

125
4.2.2.5 Στατιστικά ευρήματα για το μοντέλο των 3 υποκλιμάκων του PBI- αξιοπιστία
Παρακάτω παρατίθενται οι αναλύσεις της αξιοπιστίας των δύο νέων υποκλιμάκων
του PBI. Υιοθετήθηκε η ονομασία και η δομή που προτείνουν οι Martin et al (2004), διότι οι
συγγραφείς αυτοί, όπως και η παρούσα μελέτη, εξέτασε την παραγοντική ανάλυση του PBI
με το πλήρη αριθμό δηλώσεων και σύμφωνα με τη αρχική διατύπωση.
Η αξιοπιστία για την κλίμακα της Restrictiveness-Περιοριστικότητας για τον Πατέρα
σύμφωνα με τη δοκιμασία Cronbach’s Alpha είναι 78,4%. Η αξιοπιστία για την κλίμακα της
Intrusiveness-Παρεμβατικότητας για τον Πατέρα σύμφωνα με τη δοκιμασία Cronbach’s
Alpha είναι 64,3%. Πρόκειται απλά για μία καλή αξιοπιστία, σαφώς όμως είναι η χαμηλότε-
ρη αξιοπιστία σύμφωνα με τη συγκεκριμένη δοκιμασία από όλες τις άλλες κλίμακες και για
τους δύο γονείς.
Η αξιοπιστία για την κλίμακα της Restrictiveness-Περιοριστικότητας για την Μητέρα
σύμφωνα με τη δοκιμασία Cronbach’s Alpha είναι 82,9%. Πρόκειται για πολύ καλή αξιοπι-
στία. Η αξιοπιστία για την κλίμακα της Intrusiveness-Παρεμβατικότητας για τη Μητέρα
σύμφωνα με τη δοκιμασία Cronbach’s Alpha είναι 75,7%. Είναι μία καλή αξιοπιστία αλλά
σαφώς χαμηλότερη από τις άλλες κλίμακας για τη Μητέρα.

4.2.2.6 Συσχετίσεις μεταξύ των υποκλιμάκων


- ΟΙ ΔΥΟ ΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ

Πίνακας 9.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΑΤΕΡΑΣ
Pearson (r) -,516**
ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΠΑΤΕΡΑΣ p ,000
n 76
ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΜΗΤΕΡΑΣ
Pearson (r) -,569**
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΗΤΕΡΑΣ p ,000
n 77
** Η συσχέτιση είναι σημαντική στο επίπεδο του 0,01 (2-tailed)

Όπως προβλέπεται, οι δύο υποκλίμακες συσχετίζονται αρνητικά μεταξύ τους, και


στην παρούσα μελέτη σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, η υποκλίμακα της
Φροντίδας-Care συσχετίζεται αρνητικά με την υποκλίμακα Προστασίας-Protection με r=-
0,516 με p=0,000 για τον Πατέρα, οι αντίστοιχες τιμές για τη Μητέρα είναι r=-0,569 με
p=0,000.

126
- ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ
Οι δύο κλίμακες παρουσιάζουν αρνητική συσχέτιση με τη κλίμακα Care, αλλά μετα-
ξύ τους σχετίζονται θετικά.

Πίνακας 10. Συσχετίσεις μεταξύ των 3 υποκλιμάκων του PBI-Μητέρα


ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Pearson (r) -,520(**)
ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ p ,000
n 77
Pearson (r) -,419(**) ,347(**)
ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ p ,000 ,002
n 77 77
** Η συσχέτιση είναι σημαντική στο επίπεδο του 0,01 (2-tailed)

Πίνακας 11. Συσχετίσεις μεταξύ των 3 υποκλιμάκων του PBI- Πατέρας


ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Pearson (r) -,538(**)
ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ p ,000
n 76
Pearson (r) -,324(**) ,391(**)
ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ p ,004 ,000
n 76 77
** Η συσχέτιση είναι σημαντική στο επίπεδο του 0,01 (2-tailed)

4.2.2.7 Παραγοντική ανάλυση του PBI


Η παραγοντική δομή του PBI αξιολογήθηκε με την εκτίμηση των εξαχθέντων ομά-
δων λημμάτων με ιδιοτιμή (eigenvalue) μεγαλύτερη της μονάδας. Σύμφωνα με τη στατιστι-
κή μεθοδολογία ο υπολογισμός της ιδιοτιμής είναι μέρος της παραγοντικής ανάλυσης. Ιδιο-
τιμή μεγαλύτερη της μονάδας έχει προταθεί ως απαραίτητη συνθήκη ώστε ένας παράγοντας
να είναι επαρκής και αξιόπιστος, και αποτελεί το κριτήριο του Kaiser (Field, 2000). Στη πα-
ρούσα μελέτη υιοθετήθηκε αυτό το κριτήριο έναντι άλλων με βάση τη στατιστική βιβλιο-
γραφία.
Αρχικά, η Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών (Principal Components Analysis) α-
πέδωσε 7 παράγοντες με ιδιοτιμή (eigenvalue) μεγαλύτερη της μονάδας. Οι 7 παράγοντες
αυτοί είναι υπεύθυνοι για το 66,9% της μεταβλητότητας (variance) για τη Μητέρα και
66,77% για τον Πατέρα. Η κατανομή των λημμάτων στους παράγοντες ήταν σε όλες τις λύ-
σεις διαφορετική για τους δύο γονείς, σε καμμία λύση δε συμπίπτουν.

127
Πίνακας 12. Συνολική Κάλυψη της Μεταβλητότητας (Total Variance Explained) για
τη Μητέρα
Extraction Sums of Squared Loadings
Παράγοντας Ιδιοτιμή % Διακύμανσης Σωρευτικό ποσοστό %
1 6,987 27,946 27,946
2 2,374 9,497 37,443
3 2,042 8,169 45,612
4 1,563 6,253 51,865
5 1,444 5,777 57,642
6 1,258 5,032 62,674
7 1,061 4,244 66,917
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών

Πίνακας 13. Κάλυψη της Συνολικής Μεταβλητότητας (Total Variance Explained) για
τoν Πατέρα
Extraction Sums of Squared Loadings
Παράγοντας Ιδιοτιμή % Διακύμανσης Σωρευτικό ποσοστό %
1 7,057 28,228 28,228
2 2,589 10,356 38,584
3 1,893 7,573 46,156
4 1,390 5,559 51,715
5 1,387 5,547 57,263
6 1,218 4,870 62,133
7 1,161 4,645 66,778
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών
Η σύσταση των παραγόντων είναι (δείτε Πίνακες στο Παράρτημα) η εξής. Ο πρώτος
παράγοντας για τη Μητέρα συναθροίζει τα λήμματα (7): 3, 5, 7, 15, 17, 21, 22, ενώ για τον
Πατέρα αντίστοιχα (7): 1, 5, 6, 11, 12, 16, 17. Ο δεύτερος παράγοντας για τη Μητέρα συνα-
θροίζει τα λήμματα (5): 1, 4, 11, 12, 16, για τον Πατέρα (4): 3, 7, 9, 15. Ο τρίτος παράγοντας
για τη Μητέρα συναθροίζει τα λήμματα (3): 9, 19, 23 και για τον Πατέρα (4) 10, 19, 20, 24.
Ο τέταρτος παράγοντας για τη Μητέρα συναθροίζει τα λήμματα (2): 14, 24 και για τον Πα-
τέρα (3): 2, 4, 13. Ο πέμπτος παράγοντας για τη Μητέρα συναθροίζει τα λήμματα (3): 6, 10,
20 και για τον Πατέρα (3): 14, 21, 22. Ο έκτος παράγοντας για τη Μητέρα συναθροίζει τα
λήμματα (2) 8, 13 και για τον Πατέρα (3): 8, 18, 23. Τέλος, ο έβδομος παράγοντας για τη
Μητέρα συναθροίζει τα λήμματα (3): 2, 18, 25 και για τον Πατέρα μόνο το λήμμα 25.

Η λύση των 3 Παραγόντων


Στην προσπάθειά μας να διερευνηθούν οι λύσεις της παραγοντικής ανάλυσης του
PBI που προτείνονται στη βιβλιογραφία, αλλά και κατά την αναζήτηση του μικρότερου α-
ριθμού παραγόντων που συναθροίζονται όλα τα λήμματα περιορίστηκαν οι αποδεκτοί παρά-
γοντες σε τρεις. Η λύση αυτή περιόρισε την κάλυψη της μεταβλητότητας σε 45,6% για τη

128
Μητέρα και 46,15% για τον Πατέρα. Όπως φαίνεται από τους παρακάτω πίνακες, κατά τη
ορθογώνια ανακύκληση (Varimax Rotation) τα λήμματα 18 και 24 για τη Μητέρα και το
λήμμα 25 για τον Πατέρα δεν συντάχθηκαν σε κάποιο παράγοντα.

Πίνακας 14. Συνολική Κάλυψη της Μεταβλητότητας (Total Variance Explained) για
τη Μητέρα
Extraction Sums of Squared Loadings
Παράγοντας Ιδιοτιμή % Διακύμανσης Σωρευτικό ποσοστό %
1 6,987 27,946 27,946
2 2,374 9,497 37,443
3 2,042 8,169 45,612
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών

Πίνακας 15. Ανακύκλησης Συστατικών (Rotated Component Matrix) για τη Μητέρα


Παράγοντας
Λήμμα 1 2 3
Μ1 ,726
Μ2 ,355
Μ3 ,701
Μ4 ,714
Μ5 ,624
Μ6 ,605
Μ7 ,712
Μ8 ,541
Μ9 ,566
Μ 10 ,482
Μ 11 ,574
Μ 12 ,741
Μ 13 ,697
Μ 14 -,400
Μ 15 ,777
Μ 16 ,704 (-,352)
Μ 17 ,521 -,392
Μ 18 - - -
Μ 19 ,709
Μ 20 ,591
Μ 21 ,759
Μ 22 ,633
Μ 23 ,605
Μ 24 - - -
Μ 25 ,559
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών
Μέθοδος Ανακύκλησης (Rotation Method): Ορθογώνια με Διόρθωση κατά Kaiser (Varimax with Kaiser
Normalization)

129
Πίνακας 16. Συνολική Κάλυψη της Μεταβλητότητας (Total Variance Explained) για
τον Πατέρα
Extraction Sums of Squared Loadings
Παράγοντας Ιδιοτιμή % Διακύμανσης Σωρευτικό ποσοστό %
1 7,057 28,228 28,228
2 2,589 10,356 38,584
3 1,893 7,573 46,156
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών

Πίνακας 17. Πίνακας Ανακύκλησης Συστατικών (Rotated Component Matrix) για τον
Πατέρα
Παράγοντας
1 2 3
Λήμμα
Π1 ,801
Π2 ,483
Π3 ,772
Π4 ,650
Π5 ,510 (-,377)
Π6 ,696
Π7 ,778
Π8 -,559
Π9 ,623
Π 10 ,527
Π 11 ,580
Π 12 ,745
Π 13 -,595
Π 14 ,604
Π 15 ,643
Π 16 ,485
Π 17 ,628
Π 18 ,477
Π 19 -,756
Π 20 ,387
Π 21 ,726
Π 22 ,472
Π 23 ,583
Π 24 ,521
Π 25 - - -
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών
Μέθοδος Ανακύκλησης (Rotation Method): Ορθογώνια με Διόρθωση κατά Kaiser (Varimax with Kaiser
Normalization)

Όπως φαίνεται από τους παραπάνω Πίνακες, ο πρώτος παράγοντας για τη Μητέρα
συναθροίζει τα λήμματα (9): 1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 16, 17, ενώ για τον Πατέρα αντίστοιχα (9):
1, 5, 6, 11, 12, 16, 17, 18, 23. Ο δεύτερος παράγοντας για τη Μητέρα συναθροίζει τα λήμμα-

130
τα (7): 3, 7, 14, 15, 21, 22, 25, για τον Πατέρα (8): 3, 7, 9, 10, 15, 20, 21, 22. Ο τρίτος παρά-
γοντας για τη Μητέρα συναθροίζει τα λήμματα (7): 8, 9, 10, 13, 19, 20, 23 και για τον Πατέ-
ρα (7): 2, 4, 8, 13, 14, 19, 24.

Η λύση με 2 Παράγοντες
Τέλος, κατά τα πρότυπα της αρχικής μελέτης, διερευνήθηκε και η λύση της παραγο-
ντικής ανάλυσης σε δύο παράγοντες. Η λύση αυτή καλύπτει ακόμη μικρότερο ποσοστό της
μεταβλητότητας του PBI και συγκεκριμένα 37,44% για τη Μητέρα και 38,6% για τον Πατέ-
ρα. Όπως φαίνεται από τους παρακάτω πίνακες, κατά την ορθογώνια ανακύκληση (Varimax
Rotation), τα λήμματα 2 και 24 για τη Μητέρα και 2 και 25 για τον Πατέρα δε συντάχθηκαν
σε κάποιο από τους δύο παράγοντες.

Πίνακας 18. Συνολική Κάλυψη της Μεταβλητότητας (Total Variance Explained) για
τη Μητέρα
Extraction Sums of Squared Loadings
Παράγοντας Ιδιοτιμή % Διακύμανσης Σωρευτικό ποσοστό %
1 6,987 27,946 27,946
2 2,374 9,497 37,443
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών

Πίνακας 19. Ανακύκλησης Συστατικών (Rotated Component Matrix) για τη Μητέρα


Παράγοντας
Λήμμα 1 2
Μ1 ,685
Μ2 - -
Μ3 -,765
Μ4 ,387 (-,373)
Μ5 ,714
Μ6 ,665
Μ7 -,578
Μ8 ,551
Μ9 ,557
Μ 10 ,490
Μ 11 ,556
Μ 12 ,585
Μ 13 ,677
Μ 14 ,458
Μ 15 -,675
Μ 16 ,546
Μ 17 ,639
Μ 18 -,356
Μ 19 ,716
Μ 20 ,603

131
Μ 21 -,746
Μ 22 -,562
Μ 23 ,584
Μ 24 - -
Μ 25 -,374
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών
Μέθοδος Ανακύκλησης (Rotation Method): Ορθογώνια με Διόρθωση κατά Kaiser (Varimax with Kaiser
Normalization)

Πίνακας 20. Συνολική Κάλυψη της Μεταβλητότητας (Total Variance Explained) για
τον Πατέρα
Extraction Sums of Squared Loadings
Παράγοντας Ιδιοτιμή % Διακύμανσης Σωρευτικό ποσοστό %
1 7,057 28,228 28,228
2 2,589 10,356 38,584
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών
Πίνακας 21. Ανακύκλησης Συστατικών (Rotated Component Matrix) για τον Πατέρα
Παράγοντας
Λήμμα 1 2
Π1 ,804
Π2 - -
Π3 ,520
Π4 -,477
Π5 ,584 (-,355)
Π6 ,778
Π7 ,454
Π8 ,428
Π9 ,640
Π 10 ,559
Π 11 ,567
Π 12 ,759
Π 13 ,553
Π 14 -,552
Π 15 -,546
Π 16 ,559
Π 17 ,696
Π 18 ,470
Π 19 ,731
Π 20 ,524
Π 21 ,532
Π 22 ,419
Π 23 ,559
Π 24 -,510
Π 25 - -
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών
Μέθοδος Ανακύκλησης (Rotation Method): Ορθογώνια με Διόρθωση κατά Kaiser (Varimax with Kaiser
Normalization)

132
Όπως φαίνεται από τους παραπάνω Πίνακες, ο πρώτος παράγοντας για τη Μητέρα
συναθροίζει τα λήμματα (15): 1, 3, 4, 5, 6, 7, 11, 12, 14, 15, 16, 17, 21, 22, 25 ενώ για τον
Πατέρα αντίστοιχα (10): 1, 5, 6, 11, 12, 15, 16, 17, 18, 23. Ο δεύτερος παράγοντας για τη
Μητέρα συναθροίζει τα λήμματα (8): 8, 9, 10, 13, 18, 19, 20, 23, για τον Πατέρα (13): 3, 4,
7, 8, 9, 10, 13, 14, 19, 20, 21, 22, 24.
Στην παραγοντική ανάλυση σε 3 αλλά και σε 2 παράγοντες, στην παρούσα μελέτη
παρατηρούνται τα εξής.
Για τη Μητέρα, στην παραγοντική δομή με τους 2 παράγοντες, τα 9 από τα 12 λήμ-
ματα που κατά τον Parker (1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, 16, 17, 18, 24) αποτελούν την Υποκλίμα-
κα της Φροντίδας- Care του PBI συναθροίζονται κυρίως στον παράγοντα 1 (δύο -το 2 και το
24- δεν συναθροίζονται σε κανένα από τους δύο παράγοντες, και ένα –το 18- εμφανίζεται
στον παράγοντα 2). Να γίνει η υπενθύμιση ότι τα λήμματα 2, 18 και 24 είχαν τη χαμηλότερη
αξιοπιστία λήμματος για την παραπάνω Υποκλίμακα. Τα 13 λήμματα που κατά τον Parker
απαρτίζουν την Υποκλίμακα της Προστασίας- (Over)Protection (3, 7, 8, 9, 10, 13, 15, 19,
20, 21, 22, 23, 25) κατανέμονται στους δύο παράγοντες, με ενδιαφέροντα τρόπο. Στον παρά-
γοντα 1 (μαζί με τα λήμματα της Φροντίδας, αλλά με αρνητικό πρόσημο) συναθροίζονται τα
λήμματα που κατά Martin αποτελούν την Υποκλίμακα της Περιοριστικότητας-
Restrictiveness (3, 7, 15, 21, 22 και 25). Τα λήμματα που κατά Martin αποτελούν την Υπο-
κλίμακα της Παρεμβατικότητας-Intrusiveness (8, 9, 10, 13, 19, 20, 23) ομαδοποιούνται στο
παράγοντα 2 αποκλειστικά. Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι, για το πρόσωπο της Μη-
τέρας, η Φροντίδα συσχετίζεται με την έλλειψη του Περιορισμού.
Για τον Πατέρα, στην παραγοντική δομή με τους 2 παράγοντες, ο τρόπος που συνα-
θροίζονται τα λήμματα στους παράγοντες τείνει να λάβει την παραπάνω μορφή. Συγκεκρι-
μένα, στον παράγοντα 1 συναθροίζονται τα 8 από τα 12 λήμματα που απαρτίζουν την Υπο-
κλίμακα της Φροντίδας-Care του PBI (τρία –τα 4, 14, 24- συναθροίζονται στον παράγοντα 2
και το 2 απουσιάζει). Να γίνει και εδώ η υπενθύμιση ότι τα λήμματα 2, 18 και 24 δεν συμ-
βάλλουν στην αξιοπιστία της Υποκλίμακας της Φροντίδας. Τα λήμματα που αποτελούν την
Υποκλίμακα της Προστασίας κατά Parker (3, 7, 8, 9, 10, 13, 15, 19, 20, 21, 22, 23, 25) συ-
ναθροίζονται στον παράγοντα 2 χωρίς να διακρίνονται σε περαιτέρω Υποκλίμακες (εξαιρού-
νται τα λήμματα 15 και 23 που συναθροίζονται στον παράγοντα 1, ενώ το 25 απουσιάζει).
Τα λήμματα της υποκλίμακας της Προστασίας-Protection που είναι λιγότερο αξιόπιστα είναι
τα 8, 13, 23, 25. Για τον Πατέρα επομένως φαίνεται οι δύο Υποκλίμακες να διακρίνονται
σχετικά καλά με την παραγοντική ανάλυση.

133
Για τη Μητέρα, στην παραγοντική δομή με τους 3 παράγοντες, τα 9 από τα 12 λήμ-
ματα που κατά τον Parker (1, 2, 4, 5, 6, 11, 12, 14, 16, 17, 18, 24) αποτελούν την Υποκλίμα-
κα της Φροντίδας- Care του PBI συναθροίζονται στον παράγοντα 1 (ένα -το 14- συναθροίζε-
ται στον άξονα 2, ενώ τα 18 και 24 απουσιάζουν). Τα 13 λήμματα που κατά τον Parker α-
παρτίζουν την Υποκλίμακα της Προστασίας- (Over)Protection (3, 7, 8, 9, 10, 13, 15, 19, 20,
21, 22, 23, 25) κατανέμονται στους παράγοντες 2 και 3, και πάλι με ενδιαφέροντα τρόπο.
Στον παράγοντα 2 συναθροίζονται τα λήμματα που κατά Martin αποτελούν την Υποκλίμακα
της Περιοριστικότητας- Restrictiveness (3, 7, 15, 21, 22 και 25). Τα λήμματα που κατά
Martin αποτελούν την Υποκλίμακα της Παρεμβατικότητας-Intrusiveness (8, 9, 10, 13, 19,
20, 23) ομαδοποιούνται στο παράγοντα 3 αποκλειστικά. Επομένως για τη Μητέρα η παρα-
γοντική δομή των 3 παραγόντων που εξάγεται συμπίπτει με τις τρεις Υποκλίμακες του PBI.
Για τον Πατέρα, στην παραγοντική δομή με τους 3 παράγοντες, ο τρόπος που συνα-
θροίζονται τα λήμματα στους παράγοντες δεν προσφέρει εύκολες ερμηνείες. Συγκεκριμένα,
στον παράγοντα 1 συναθροίζονται τα 8 από τα 12 λήμματα που απαρτίζουν την Υποκλίμακα
της Φροντίδας-Care του PBI (τέσσερα –τα 2, 4, 14, 24- συναθροίζονται στον παράγοντα 3).
Τα λήμματα που αποτελούν την Υποκλίμακα της Προστασίας κατά Parker (3, 7, 8, 9, 10, 13,
15, 19, 20, 21, 22, 23, 25) συναθροίζονται στους παράγοντες 2 και 3 (το 23 συναθροίζεται
στον παράγοντα 1 ενώ το 25 απουσιάζει). Επομένως για τον Πατέρα δε γίνεται με σαφή
τρόπο η διάκριση των 3 Υποκλιμάκων του PBI. Ωστόσο, ο παράγοντας 1 είναι σαφώς παρά-
γοντας που αντιστοιχεί στην Υποκλίμακα της Φροντίδας, στον 2 συναθροίζονται και τα 5
(πλην του 25) λήμματα της Υποκλίμακας της Περιοριστικότητας- Restrictiveness, και τα
λήμματα της Υποκλίμακας της Παρεμβατικότητας-Intrusiveness μοιράζονται και στους
τρεις παράγοντες (από 3 στους παράγοντες 2 και 3 και το λήμμα 23 στον 1). Η Υποκλίμακα
της Παρεμβατικότητας-Intrusiveness για τον Πατέρα έχει τη χαμηλότερη αξιοπιστία από ό-
λες τις Υποκλίμακες (σύμφωνα με τη δοκιμασία Cronbach’s Alpha: 64,3%).
Συμπερασματικά, η παραγοντική δομή του PBI που προκύπτει από την παρούσα με-
λέτη μετά από ενδελεχή θεώρηση προσομοιάζει κατά πολύ στα δεδομένα της βιβλιογραφίας.
Μοιάζει ωστόσο στον Πατέρα να ταιριάζει καλύτερα η δομή των 2 παραγόντων – Υποκλι-
μάκων, ενώ για τη Μητέρα η δομή των 3 παραγόντων – Υποκλιμάκων. Θα μπορούσε να υ-
ποτεθεί ότι τα άτομα του συγκεκριμένου κλινικού δείγματος είναι σε θέση να κάνουν μία
λεπτότερη διάκριση της συμπεριφοράς ανατροφής της μητέρας τους σε σχέση με την αντί-
στοιχη του πατέρα τους.

134
4.2.1.8 Το μοντέλο των τετραγώνων (quadrants) κατά Parker
Μετά το καθορισμό των μέσων τιμών για κάθε Υποκλίμακα του PBI και για κάθε
γονέα, τα άτομα του δείγματος κατανεμήθηκαν σε ένα από τα τέσσερα τετράγωνα. Συγκε-
κριμένα, τα τετράγωνα που, σύμφωνα με το μοντέλο των τετραγώνων του Parker et al
(1979) παράγει ο συνδυασμός των δύο υποκλιμάκων του PBI, αποδίδουν τέσσερεις διαφο-
ρετικές γονεϊκές στάσεις ανατροφής.
Οι στάσεις αυτές είναι:
(1) εκείνη που χαρακτηρίζεται από Χαμηλή Προστασία και Υψηλή Φροντίδα (Low
Protection – High Care) που θα μπορούσε να κατανοηθεί εννοιολογικά ως ο ιδανικός δε-
σμός (optimal bonding) (Parker et al, 1979). Μετέπειτα χαρακτηρίζεται ως ιδανική στά-
ση ανατροφής – «optimal parenting» (Parker, 1983b) ,
(2) η Χαμηλή Προστασία – Xαμηλή Φροντίδα (Low Protection – Low Care) κατανοητή εν-
νοιολογικά ως απών ή αδύναμος δεσμός (absent or weak bonding) (Parker et al, 1979). Ο
όρος εξελίσσεται σε ανατροφή παραμέλησης – «neglectful parenting» (Parker, 1983b),
(3) η Yψηλή Προστασία – Yψηλή Φροντίδα (Ηigh Protection – Ηigh Care), αποδιδόμενη
εννοιολογικά ως φιλόστοργος περιορισμός (affectionate constraint), και τέλος
(4) η Υψηλή Προστασία – Χαμηλή Φροντίδα (high Protection – low Care) αποδιδόμενη εν-
νοιολογικά ως άστοργος έλεγχος (affectionless control).
Ο ορισμός των τετραγώνων γίνεται στη βιβλιογραφία, ξεκινώντας από τον ίδιο τον
Parker (et al, 1979· 1983b), διασταυρώνοντας τις δύο υποκλίμακες στις μέσες τιμές τους. O
Parker (et al, 1979) αρχικά προτείνει και ένα πέμπτο τύπο γονεϊκής στάσης τον μέσο
(average) για τον οποίο προτείνει να καθορίζεται στατιστικά.
Από τα 81 ερωτηματολόγια PBI για τη Μητέρα τα 4 (4,9%) κρίθηκαν μη αξιοποιή-
σιμα. Στα υπόλοιπα, στην ομάδα του «Φιλόστοργου Περιορισμού» (HP-HC) κατατάχθηκαν
11 άτομα (13,6%), στην ομάδα της «Ιδανικής Στάσης Ανατροφής» (LP-HC) κατατάχθηκαν
25 άτομα (30,9%), στην ομάδα της «Ανατροφής Παραμέλησης» (LP-LC) κατατάχθηκαν 12
άτομα (14,8%), και τέλος στην ομάδα του «Άστοργου Ελέγχου» (HP-LC) 29 άτομα (35,8%),
τα περισσότερα.
Από τα 81 ερωτηματολόγια PBI για τον Πατέρα τα 5 (6,2%) κρίθηκαν μη αξιοποιή-
σιμα. Στα υπόλοιπα, στην ομάδα του «Φιλόστοργου Περιορισμού» (HP-HC) κατατάχθηκαν
13 άτομα (16,0%), στην ομάδα της «Ιδανικής Στάσης Ανατροφής» (LP-HC) κατατάχθηκαν
24 άτομα (29,6%), στην ομάδα της «Ανατροφής Παραμέλησης» (LP-LC) κατατάχθηκαν 11
άτομα (13,6%). Τέλος, στην ομάδα του «Άστοργου Ελέγχου» (HP-LC) κατατάχθηκαν 28
άτομα (34,6%), τα περισσότερα και πάλι.

135
Πίνακας 22. Συχνοτήτων για τη Μητέρα
Αριθμός ατόμων Ποσοστό (%) (n=81) Ποσοστό (%) (n=77)
HP-HC 11 13,6 14,3
LP-HC 25 30,9 32,5
LP-LC 12 14,8 15,6
HP-LC 29 35,8 37,7
Σύνολο 77 95,1 100,0
Μ.α.* 4 4,9
Σύνολο 81 100,0
Μ.α.: Μη αξιοποιήσιμα ερωτηματολόγια

Πίνακας 23. Συχνοτήτων για τον Πατέρα


Αριθμός ατόμων Ποσοστό (%) (n=81) Ποσοστό (%) (n=77)
HP-HC 13 16,0 17,1
LP-HC 24 29,6 31,6
LP-LC 11 13,6 14,5
HP-LC 28 34,6 36,8
Σύνολο 76 93,8 100,0
Μ.α.* 5 6,2
Σύνολο 81 100.0
Μ.α.: Μη αξιοποιήσιμα ερωτηματολόγια

Σχήμα 1. Η απεικόνιση των «Τετραγώνων» για τον Πατέρα

136
Σχήμα 2. Η απεικόνιση των «Τετραγώνων» για την Μητέρα

Σχήματα 1 και 2: Η συνεχόμενη γραμμή αντιστοιχεί στη μέση τιμή των υποκλιμάκων.

4.2.1.9 Τo μοντέλο των τεταρτημορίων (Quartiles)


Όπως είναι εμφανές, το μοντέλο των τετραγώνων (Quadrants) χαράσσει μία πολύ
λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις σχηματιζόμενες ομάδες. Εμφανής είναι επίσης η
απουσία κάποιου στατιστικού μορφώματος που να αντιστοιχεί σε μία μέση στάση ανατρο-
φής. Επιπλέον, λόγω της ανάγκης δημιουργίας ενός περισσότερο περιγραφικού και ευαίσθη-
του τρόπου διαχωρισμού, επιχειρήθηκε η παρακάτω μέθοδος: η δημιουργία εννέα ομάδων
με την παρακάτω λογική.
Κατ’ αρχή καθορίζεται μία ομάδα ατόμων για τα οποία οι τιμές των υποκλιμάκων
της Φροντίδας- Care και της Προστασίας –Protection κινούνται μεταξύ της μέσης τιμής και
του 1ου (του 25%) και 3ου (75%) τεταρτημόριου της κατανομής (Quartiles). Η ομάδα αυτή
στο γράφημα των δύο αξόνων αντιστοιχεί στο κεντρικό τετράγωνο. Ο λόγος που επιλέχθη-
καν τα τεταρτημόρια της κατανομής για τη δημιουργία αυτής της «ζώνης φυσιολογικότη-
τας» και όχι οι τυπικές αποκλίσεις του δείγματος ανάγεται στη στατιστική μεθοδολογία και
είναι ο παρακάτω. Η τυπική απόκλιση από τη μέση τιμή ενός δείγματος είναι ένα μέγεθος
που προκύπτει κατόπιν υπολογισμού, και επομένως υπολείπεται σε συνεκτικότητα, ενώ τα

137
τεταρτημόρια της κατανομής είναι ένα μέγεθος που προκύπτει από την κανονική κατανομή
του δείγματος και είναι πιο συνεκτικά (robust).
Η ομάδα αυτή αντιστοιχεί στην αρχική πρόταση του Parker (et al, 1979) για το σχη-
ματισμό μίας πέμπτης ομάδας που αντιστοιχεί στο μέσο τύπο γονεϊκής στάσης ανατροφής.
Οι άλλες ομάδες που σχηματίστηκαν είναι (α) τέσσερεις σε αντιστοιχία με εκείνες της αρχι-
κής πρότασης, που εδώ απλά περιέχουν άτομα των οποίων οι τιμές για τις δύο κλίμακες εί-
ναι εκτός της ζώνης του μέσου όρου και της σταθερής του απόκλισης, αλλά και (β) άλλες
τέσσερεις όπου μόνο η μία υποκλίμακα είναι εκτός ορίων μέσου όρου. Έτσι σχηματίζονται
άλλες οκτώ ομάδες που χαρακτηρίζονται ως ομάδα: (1) Υψηλής Προστασίας – Χαμηλής
Φροντίδας (HP – LC), (2) Υψηλής Προστασίας (- «Φυσιολογικής» Φροντίδας) (HΡ), (3)
Υψηλής Προστασίας – Υψηλής Φροντίδας (HΡ- ΗC), (4) Χαμηλής Φροντίδας (- «Φυσιολο-
γικής» Προστασίας) (LC), (5) Υψηλής Φροντίδας (- «Φυσιολογικής» Προστασίας) (HC), (6)
Χαμηλής Προστασίας – Χαμηλής Φροντίδας (LP – LC), (7) Χαμηλής Προστασίας (- «Φυ-
σιολογικής» Φροντίδας) (LP), και (8) Χαμηλής Προστασίας – Υψηλής Φροντίδας (LP –
HC).
Από τα 81 ερωτηματολόγια PBI για τη Μητέρα (τα 4, το 4,9%, κρίθηκαν μη αξιο-
ποιήσιμα), στην ομάδα του «Μέσου Τύπου Γονεϊκής Ανατροφής» κατατάχθηκαν 18 άτομα
(22,2%), τα περισσότερα. Στην ομάδα της Υψηλής Προστασίας (HP) κατατάχθηκαν
11(13,6%), στην ομάδα Χαμηλής Προστασίας 8 (9,9%). Στην ομάδα της Υψηλής Φροντίδας
κατατάχθηκαν 7 άτομα (8,6%), στην ομάδα του «Φιλόστοργου Περιορισμού» (HP-HC) κα-
τατάχθηκε 1 άτομο (1,2%), στην ομάδα της «Ιδανικής Στάσης Ανατροφής» (LP-HC) κατα-
τάχθηκαν 12 άτομα (14,8%). Στην ομάδα της Χαμηλής Φροντίδας κατατάχθηκαν 10 άτομα
(12,3%), στην ομάδα του «Άστοργου Ελέγχου» (HP-LC) 8 άτομα (9,9%), και τέλος, στην
ομάδα της «Ανατροφής Παραμέλησης» (LP-LC) κατατάχθηκαν 2 άτομα (2,5%).
Από τα 81 ερωτηματολόγια PBI για τον Πατέρα (τα 5, το 6,2%, κρίθηκαν μη αξιο-
ποιήσιμα), στην ομάδα του «Μέσου Τύπου Γονεϊκής Ανατροφής» κατατάχθηκαν 17 άτομα
(21,0%), τα περισσότερα. Στην ομάδα της Υψηλής Προστασίας (HP) κατατάχθηκαν 8
(9,9%), στην ομάδα Χαμηλής Προστασίας 9 (11,1%). Στην ομάδα της Υψηλής Φροντίδας
κατατάχθηκαν 9 άτομα (11,1%), στην ομάδα του «Φιλόστοργου Περιορισμού» (HP-HC)
κατατάχθηκε 1 άτομο (1,2%), στην ομάδα της «Ιδανικής Στάσης Ανατροφής» (LP-HC) κα-
τατάχθηκαν 10 άτομα (12,3%). Στην ομάδα της Χαμηλής Φροντίδας κατατάχθηκαν 8 άτομα
(9,9%), στην ομάδα του «Άστοργου Ελέγχου» (HP-LC) 11άτομα (13,6%), και τέλος, στην
ομάδα της «Ανατροφής Παραμέλησης» (LP-LC) κατατάχθηκαν 3 άτομα (3,7%).

138
Πίνακας 24. Συχνοτήτων για τη Μητέρα
Αριθμός ατόμων Ποσοστό (%) (n=81) Ποσοστό (%) (n=77)
NORMAL 18 22,2 23,4
HP 11 13,6 14,3
LP 8 9,9 10,4
HC 7 8,6 9,1
HP-HC 1 1,2 1,3
LP-HC 12 14,8 15,6
LC 10 12,3 13,0
HP-LC 8 9,9 10,4
LP-LC 2 2,5 2,6
Σύνολο 77 95,1 100,0
Μ.α.* 4 4,9
Σύνολο 81 100,0
Μ.α.: Μη αξιοποιήσιμα ερωτηματολόγια

Πίνακας 25. Συχνοτήτων για τον Πατέρα


Αριθμός ατόμων Ποσοστό (%) (n=81) Ποσοστό (%) (n=77)
NORMAL 17 21,0 22,4
HP 8 9,9 10,5
LP 9 11,1 11,8
HC 9 11,1 11,8
HP-HC 1 1,2 1,3
LP-HC 10 12,3 13,2
LC 8 9,9 10,5
HP-LC 11 13,6 14,5
LP-LC 3 3,7 3,9
Σύνολο 76 93,8 100,0
Μ.α.* 5 6,2
Σύνολο 81 100,0
Μ.α.: Μη αξιοποιήσιμα ερωτηματολόγια

139
Σχήμα 3. Η απεικόνιση των «Τεταρτημορίων» για τον Πατέρα

Σχήμα 4. Η απεικόνιση των «Τεταρτημορίων» για τη Μητέρα.


Σχήματα 3 και 4: Η συνεχόμενη γραμμή αντιστοιχεί στη μέση τιμή των υποκλιμάκων, ενώ οι διακοπτόμενες
στο 1ο και 3ο τεταρτημόριο της κατανομής του δείγματος.

140
4.3 ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ
4.3.1 ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ ΤΟΥ PBI
Παρακάτω παρατίθενται οι συσχετίσεις που προκύπτουν μεταξύ των συμπτωμάτων
και των υποκλιμάκων του PBI με επίπεδο σημαντικότητας κάτω του 1% (p<0,01). Στο Πα-
ράρτημα παρατίθενται οι συσχετίσεις σε όλα τα επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας.

A. ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ BPRS


1. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
2. ΑΓΧΟΣ
Δεν αποδίδει καμμία στατιστικά σημαντική συσχέτιση.
3. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΣΥΡΣΗ
Το σύμπτωμα αποδίδει μία στατιστικά σημαντική συσχέτιση μόνο για τον Πατέρα. Για το
δείγμα των Σχιζοφρενικών ατόμων εμφανίζεται αρνητική συσχέτιση με την Περιοριστικότη-
τα (r=-0,406 p=0,007). Οι υπόλοιπες συσχετίσεις του συμπτώματος είναι σε επίπεδο μεγαλύ-
τερο του 1%.
4. ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΚΕΨΗΣ
Το σύμπτωμα δίνει μία συσχέτιση σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
5. ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΕΝΟΧΗΣ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
6. ΑΙΣΘΗΜΑ ΤΑΣΗΣ
Το σύμπτωμα αποδίδει μία στατιστικά σημαντική συσχέτιση μόνο για τη Μητέρα. Στο δείγ-
μα των Σχιζοφρενικών ατόμων η Περιοριστικότητα (r=-0,503 p=0,009) για τη Μητέρα εμ-
φανίζει αρνητική συσχέτιση. Οι υπόλοιπες συσχετίσεις είναι σε επίπεδο σημαντικότητας με-
γαλύτερο του 1%.
7. ΚΙΝΗΣΙΟΤΡΟΠΙΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
8. ΙΔΕΕΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
9. ΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Την σημαντικότερη συσχέτιση, για το συνολικό δείγμα, με το σύμπτωμα εμφανίζουν η Προ-
στασία (r=0,564 p=0,000) και η Περιοριστικότητα (r=0,548 p=0,000), και ακολουθούν για
το ίδιο δείγμα οι κλίμακες Φροντίδα (r=-0,398 p=0,006), και Παρεμβατικότητα (r=0,392
p=0,006), όλες για τη Μητέρα. Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι, για το δείγμα των
σχιζοφρενικών ατόμων, το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.

141
Φαίνεται και πάλι ότι το δείγμα των σχιζοφρενικών ατόμων διαχωρίζεται από το υπόλοιπο
δείγμα.
10. ΕΧΘΡΙΚΟΤΗΤΑ
Το σύμπτωμα δίνει συσχέτιση σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
11. ΚΑΧΥΠΟΨΙΑ
Το σύμπτωμα εμφανίζει θετική συσχέτιση με στατιστική σημαντικότητα με την Προστασία
(r=0,367 p=0,008) για τη Μητέρα μόνο στο συνολικό δείγμα. Οι υπόλοιπες συσχετίσεις του
συμπτώματος είναι σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
12. ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΟΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Δεν δίνει συσχετίσεις.
13. ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ
Το σύμπτωμα δίνει συσχέτιση σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
14. ΜΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΜΟΤΗΤΑ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
15. ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΚΕΨΗΣ
Το σύμπτωμα παρουσιάζει συσχέτιση για τον Πατέρα και μόνο για το δείγμα των Σχιζοφρε-
νικών ατόμων. Η Φροντίδα εμφανίζει θετική συσχέτιση (r=0,467 p=0,009).
16. ΑΜΒΛΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ
Το σύμπτωμα δεν εμφανίζει συσχετίσεις.

B. ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΘΕΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ


PANSS
1. ΠΑΡΑΛΗΡΗΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ
Το σύμπτωμα δίνει συσχέτιση σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
2. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ
Καμμία συσχέτιση
3. ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Το σύμπτωμα δίνει συσχέτιση σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
4. ΔΙΕΓΕΡΣΗ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
5. ΙΔΕΕΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ
Το σύμπτωμα παρουσιάζει δύο συσχετίσεις μόνο για τον Πατέρα. Στο συνολικό δείγμα, η
Φροντίδα (r=0,508 p=0,008) συσχετίζεται θετικά ενώ η Περιοριστικότητα αρνητικά (r=-
0,496 p=0,008). Στο δείγμα των Σχιζοφρενικών ατόμων το σύμπτωμα δίνει τις ίδιες συσχε-
τίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.

142
6. ΚΑΧΥΠΟΨΙΑ
Το σύμπτωμα δίνει συσχέτιση σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
7. ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ
Καμμία συσχέτιση.

Γ. ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΑΡΝΗΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ


ΤΗΣ PANSS
1. ΑΜΒΛΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ
Το σύμπτωμα δίνει συσχέτιση σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
2. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΣΥΡΣΗ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
3. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΠΤΩΧΕΙΑ (ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΩΝΤΑ)
Καμμία συσχέτιση.
4. ΠΑΘΗΤΙΚΗ/ ΑΠΑΘΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΠΟΣΥΡΣΗ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
5. ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΦΗΡΗΜΕΝΗ ΣΚΕΨΗ
Το σύμπτωμα δίνει συσχέτιση σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
6. ΕΛΛΕΙΨΗ ΑΥΘΟΡΜΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΡΟΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
7. ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΗ ΣΚΕΨΗ
Καμμία συσχέτιση.

Δ. ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ


PANSS
1. ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
2. ΑΓΧΟΣ
Το σύμπτωμα εμφανίζει μία αρνητική συσχέτιση για τον Πατέρα με την Περιοριστικότητα
τόσο για το συνολικό δείγμα (r=-0,356 p=0,008), όσο και για το δείγμα των Σχιζοφρενικών
ατόμων (r=-0,471 p=0,005).
3. ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΕΝΟΧΗΣ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1% μόνο για το δείγμα των Σχι-
ζοφρενικών ατόμων.
4. ΨΥΧΙΚΗ ΤΑΣΗ

143
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1% μόνο στο σύνολο του δείγ-
ματος.
5. ΙΔΙΟΤΡΟΠΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΛΗΨΗ ΠΑΡΑΞΕΝΩΝ ΣΤΑΣΕΩΝ
Το σύμπτωμα δίνει συσχέτιση σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1% μόνο στο σύνολο του δείγμα-
τος.
6. ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ
Το σύμπτωμα παρουσιάζει μία σημαντική θετική συσχέτιση για τη Μητέρα για το σύνολο
του δείγματος. Συγκεκριμένα, με την Περιοριστικότητα (r=0,386 p=0,006). Οι υπόλοιπες
συσχετίσεις του συμπτώματος είναι σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
7. ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΕΠΙΒΡΑΔΥΝΣΗ
Το σύμπτωμα εμφανίζει υψηλά σημαντικές συσχετίσεις για τη Μητέρα στο σύνολο του
δείγματος. Εμφανίζει συγκεκριμένα, για το συνολικό δείγμα θετική συσχέτιση με την Προ-
στασία (r=0,628 p=0,001), την Περιοριστικότητα (r=0,527 p=0,008) και Παρεμβατικότητα
(r=0,596 p=0,002). Οι υπόλοιπες συσχετίσεις του συμπτώματος είναι σε επίπεδο μεγαλύτερο
του 1%.
8. ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
Καμμία συσχέτιση.
9. ΑΣΥΝΗΘΕΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΚΕΨΗΣ
Το σύμπτωμα δίνει συσχέτιση σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
10. ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ
Καμμία συσχέτιση.
11. ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΠΡΟΣΟΧΗΣ
Το σύμπτωμα παρουσιάζει συσχετίσεις μόνο για τον Πατέρα και για τα δύο δείγματα. Για το
συνολικό δείγμα η Προστασία (r=-0,550 p=0,004) εμφανίζει αρνητική συσχέτιση, όπως και
η Περιοριστικότητα (r=-0,533 p=0,005). Για το δείγμα των Σχιζοφρενικών ατόμων προκύ-
πτει ανάλογο πρότυπο συσχετίσεων με ελαφρά μικρότερη σημαντικότητα, Προστασία (r=-
0,610 p=0,007) και Περιοριστικότητα (r=-0,602 p=0,008).
12. ΕΛΛΕΙΨΗ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΑΙΣΘΗΣΙΑΣ
Καμμία συσχέτιση
13. ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ
Το σύμπτωμα παρουσιάζει συσχετίσεις για τη Μητέρα για το σύνολο του δείγματος. Συγκε-
κριμένα, η Προστασία (r=0,588 p=0,001) εμφανίζει θετική συσχέτιση, ενώ η Φροντίδα (r=-
0,485 p=0,006) ακολουθεί με αρνητική συσχέτιση. Η Παρεμβατικότητα (r=0,581 p=0,001)
εμφανίζει θετική συσχέτιση. Οι υπόλοιπες συσχετίσεις του συμπτώματος (και εκείνες για το
δείγμα των Σχιζοφρενικών ατόμων) είναι σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.

144
14. ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΟΡΜΗΣΕΩΝ
Το σύμπτωμα δίνει συσχετίσεις σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.
15. ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ
Καμμία συσχέτιση
16. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΠΟΦΥΓΗ
Το σύμπτωμα εμφανίζει συσχετίσεις για τη Μητέρα και στα δύο δείγματα. Η ισχυρότερη
στατιστικά συσχέτιση είναι της Προστασίας στο συνολικό δείγμα (r=-0,584 p=0,000) και
ανάλογα συσχετίζεται και η Παρεμβατικότητα (r=-0,562 p=0,000). Στο δείγμα των Σχιζο-
φρενικών ατόμων η Προστασία για τη Μητέρα εμφανίζει ισχυρή σημαντικότητα συσχέτισης
(r=-0,511 p=0,003) και ακολουθεί η Παρεμβατικότητα (r=-0,477 p=0,006). Οι υπόλοιπες
συσχετίσεις του συμπτώματος είναι σε επίπεδο μεγαλύτερο του 1%.

4.3.2 ΛΟΙΠΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ


Κατά τη στατιστική διερεύνηση των ευρημάτων από τις συσχετίσεις μεταξύ των δια-
στάσεων του PBI, τόσο με τα συμπτώματα, αλλά και με τα δημογραφικά στοιχεία, επιχειρή-
θηκε και η συσχέτιση των ομάδων που παράγονται τόσο από το «μοντέλο των τετραγώνων»
(Quadrants) (Parker et al, 1979) όσο και από το, προτεινόμενο στην παρούσα, «μοντέλο των
τεταρτημορίων» (Quartiles).

4.3.2.1 Οι συσχετίσεις των δημογραφικών στοιχείων με τις υποκλίμακες του PBI (2 και 3
παράγοντες) και για τα δύο δείγματα
Διενεργήθηκε η στατιστική συσχέτιση των δημογραφικών στοιχείων τόσο για τα ά-
τομα του συνολικού δείγματος (Ν=81) όσο και για τα άτομα με διάγνωση Σχιζοφρένεια
(N=55).

- Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΔΕΙΓΜΑ (Ν=81)


ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ ΤΟΥ PBI (2 ΚΑΙ 3 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ)
Από το σύνολο των δημογραφικών στοιχείων επιλέχθηκαν για τη διενέργεια στατι-
στικής διερεύνησης τα εξής: (1) το φύλο του ατόμου και (2) η σειρά με την οποία γεννήθηκε
σε σχέση με τα αδέρφια του· (3) η ηλικία του γονέα κατά τη γέννηση· (4) ο τόπος γέννησης·
(5) η απασχόληση του γονέα· (6) η διάγνωση της διαταραχής του ατόμου· (7) η ύπαρξη (ή
μη) σταθερής σχέσης με κάποιο άλλο πρόσωπο· και (8) ο αριθμός των εισαγωγών. Η επιλο-
γή αυτών των συγκεκριμένων δημογραφικών στοιχείων έγινε γιατί δυνητικά σχετίζονται με
την εκδήλωση των στάσεων ανατροφής εκ μέρους των γονέων.

145
(1) η μέση τιμή για την υποκλίμακα της Φροντίδας για τη Μητέρα είναι χαμηλότερη για τα
θήλεα (υψηλότερη για τα άρρενα) σε στατιστικά σημαντικό βαθμό (t=2,150 p=0,035).
(2) καμμία σημαντική συσχέτιση με τη σειρά γέννησης του ατόμου. Διαφοροποίηση προκύ-
πτει για τα άρρενα άτομα και την υποκλίμακα της Φροντίδας, ανεξάρτητα από τη σειρά
της γέννησης (Η μέση τιμή για τη Φροντίδα της Μητέρας είναι μεγαλύτερη για το αγόρι,
p=0,010).
(3) καμμία σημαντική συσχέτιση με την ηλικία του γονέα κατά τη γέννηση.
(4) τα άτομα που γεννήθηκαν σε χωριό έχουν χαμηλότερη μέση τιμή στην υποκλίμακα Προ-
στασίας για τη Μητέρα από τις άλλες κατηγορίες (κωμόπολη, πόλη) με στατιστική ση-
μαντικότητα σε οριακό βαθμό (p=0,051 στη Ανάλυση Διακύμανσης Μονής Εισόδου-
ANOVA).
(5) καμμία σημαντική συσχέτιση με την απασχόληση του γονέα κατά τη γέννηση.
(6) καμμία σημαντική συσχέτιση με τη διάγνωση της διαταραχής του ατόμου.
(7) καμμία σημαντική συσχέτιση με τη ύπαρξη (ή μη) σχέση με άλλα άτομα.
(8) καμμία σημαντική συσχέτιση με τον αριθμό των εισαγωγών. Η Προστασία, ωστόσο, της
Μητέρας εμφανίζει μία ασθενή ενδεικτική θετική συσχέτιση με τον αριθμό των εισαγω-
γών (r=0,195 p=0,090).
Διενεργήθηκε επίσης στατιστική διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των παραπάνω στα-
τιστικών στοιχείων και των δύο παραγόντων-υποκλιμάκων που προκύπτουν από τη διχοτό-
μηση της υποκλίμακας της Προστασίας. Προέκυψαν τα παρακάτω δύο ενδιαφέροντα στοι-
χεία.
(3) Η ηλικία της Μητέρας κατά τη γέννηση του ατόμου συσχετίζεται αρνητικά με την Περι-
οριστικότητα της Μητέρας (r=-0,235 p=0,045).
(4) Τα άτομα που γεννήθηκαν σε χωριό έχουν χαμηλότερη μέση τιμή στην υποκλίμακα της
Παρεμβατικότητας για τη Μητέρα από τις άλλες κατηγορίες (κωμόπολη, πόλη) με στα-
τιστική σημαντικότητα (p=0,051 στη Ανάλυση Διακύμανσης Μονής Εισόδου-ANOVA).

- Η ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ


ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ (Ν=55) ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ ΤΟΥ PBI (2 ΚΑΙ 3 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ)
Διενεργήθηκε στατιστική διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των παραπάνω στατιστικών
στοιχείων και των δύο υποκλιμάκων του PBI και προέκυψαν τα εξής ευρήματα:
(1) καμμία σημαντική συσχέτιση με το φύλο του ατόμου.
(2) καμμία σημαντική συσχέτιση με τη σειρά γέννησης του ατόμου.
(3) θετική συσχέτιση της υποκλίμακας της Φροντίδας (r=0,314 p=0,028) με την ηλικία της
Μητέρας κατά τη γέννηση του ατόμου.

146
(4) καμμία συσχέτιση με το τόπο γέννησης του ατόμου.
(5) καμμία συσχέτιση με την απασχόληση του γονέα.
(6) οριακή αρνητική συσχέτιση με την ύπαρξη (ή μη) σταθερής σχέσης του ατόμου με τη
υποκλίμακα της Φροντίδας του Πατέρα (t=-1.974 p=0,055). Τα σχιζοφρενικά άτομα που
δεν έχουν κάποια σταθερή σχέση με άλλο άτομο αναφέρουν υψηλότερο μέσο όρο στη
Φροντίδα από τον Πατέρα.
(7) καμμία συσχέτιση με τον αριθμό των εισαγωγών.

Διενεργήθηκε στατιστική διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των παραπάνω στατιστικών


στοιχείων και των δύο παραγόντων-υποκλιμάκων της Περιοριστικότητας και Παρεμβατικό-
τητας και προέκυψαν τα εξής επιπλέον ευρήματα:
(3) αρνητική συσχέτιση μεταξύ της Περιοριστικότητας της Μητέρας και της ηλικίας της
Μητέρας κατά τη γέννηση του ατόμου (r=-0,300 p=0,036).
(4) τα άτομα που γεννήθηκαν σε χωριό έχουν χαμηλότερη μέση τιμή στην υποκλίμακα Πα-
ρεμβατικότητας για τη Μητέρα από τις άλλες κατηγορίες (κωμόπολη, πόλη) με στατι-
στική σημαντικότητα σε οριακό βαθμό (p=0,046 στη Ανάλυση Διακύμανσης Μονής Ει-
σόδου-ANOVA).

4.3.2.2 Οι συσχετίσεις των δημογραφικών με τα μοντέλα των τετραγώνων και των τεταρ-
τημορίων
- ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΩΝ ΤΕΤΡΑ-
ΓΩΝΩΝ
Από το σύνολο των δημογραφικών στοιχείων επιλέχθηκαν για τη διενέργεια στατι-
στικής διερεύνησης τα εξής: (1) το φύλο του ατόμου· (2) η διάγνωση· (3) το ιστορικό ψυχι-
κής νόσου στην οικογένεια· (4) η σειρά γέννησης του ατόμου ανάμεσα στα αδέρφια του. Η
επιλογή αυτών των συγκεκριμένων δημογραφικών στοιχείων έγινε με βάση τα παραπάνω
αποτελέσματα για τις μεμονωμένες υποκλίμακες για την αναζήτηση περαιτέρω σχέσεων.
Δεν προέκυψε στατιστικά σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των μέσων τιμών των
υποομάδων (σύμφωνα με το μοντέλο των τετραγώνων) για κανένα από τα παραπάνω δημο-
γραφικά στοιχεία και για τα δύο εξετασθέντα δείγματα (Ν=81, και σχιζοφρενικά άτομα).

147
- ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΩΝ ΤΕΤΑΡ-
ΤΗΜΟΡΙΩΝ
Ακολουθήθηκε η ίδια με αμέσως παραπάνω διαδικασία και για τις υποομάδες που
προκύπτουν από το μοντέλο των τεταρτημορίων χωρίς να προκύψει κάποιο στατιστικά ση-
μαντικό εύρημα.

4.3.2.3 Οι συσχετίσεις των μοντέλων των τετραγώνων και των τεταρτημορίων με τα συ-
μπτώματα των BPRS και PANSS
- ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΤΩΝ ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ ΜΕ ΤΑ ΣΥΜΠΤΩ-
ΜΑΤΑ ΤΩΝ BPRS ΚΑΙ PANSS
Διενεργήθηκε στατιστική διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ των μέσων όρων στα
λήμματα-συμπτώματα (BPRS και PANSS) που εμφανίζουν οι υποομάδες του δείγματος (ό-
πως αυτές διαμορφώνονται από το μοντέλο των τετραγώνων). Μετά τη διενέργεια Ανάλυσης
Διακύμανσης Μονής Εισόδου (ANOVA) και στη συνέχεια Ελέγχου Πολλαπλών Συγκρίσε-
ων κατά Tukey (Post Hoc Tests Tukey HSD) τα ευρήματα είναι τα εξής:
(1) το λήμμα 2 της υποκλίμακας Γενικής ψυχοπαθολογίας (Άγχος) διαφοροποιείται με την
ANOVA με p=0,014. Με τον Έλεγχο κατά Tukey η υποομάδα LP-LC εμφανίζει μεγα-
λύτερη μέση τιμή για το λήμμα από τις μέσες τιμές για τις υποομάδες LP-HC, HP-LC
για τη Μητέρα, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό.
(2) το λήμμα 12 της BPRS (Ψευδαισθήσεις) διαφοροποιείται με την ANOVA με p=0,032.
Με τον Έλεγχο κατά Tukey η υποομάδα LP-LC εμφανίζει μεγαλύτερη μέση τιμή για το
λήμμα από τις μέσες τιμές για τις υπόλοιπες υποομάδες για τη Μητέρα, σε στατιστικά
σημαντικό βαθμό.
(3) το λήμμα 3 της BPRS (Συναισθηματική Απόσυρση) διαφοροποιείται με την ANOVA με
p=0,047. Με τον Έλεγχο κατά Tukey προκύπτει η υποομάδα LP-LC να εμφανίζει μεγα-
λύτερη μέση τιμή για το λήμμα από τη μέση τιμή της υποομάδας HP-LC για τον Πατέρα,
σε στατιστικά σημαντικό βαθμό.
(4) το λήμμα 11 της BPRS (Καχυποψία) διαφοροποιείται με την ANOVA με p=0,069. Με
τον Έλεγχο κατά Tukey προκύπτει η υποομάδα LP-LC να εμφανίζει μικρότερη μέση τι-
μή για το λήμμα από τη μέση τιμή της υποομάδας HP-HC για τον Πατέρα, σε στατιστικά
σημαντικό βαθμό.
(5) το λήμμα 1 της υποκλίμακας της Γενικής Ψυχοπαθολογίας της PANSS (Σωματική Ενα-
σχόληση) διαφοροποιείται με την ANOVA με p=0,067. Με τον Έλεγχο κατά Tukey
προκύπτει η υποομάδα LP-LC να εμφανίζει μεγαλύτερη μέση τιμή για το λήμμα από τη
μέση τιμή της υποομάδας HP-ΗC για τον Πατέρα, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό.

148
Πίνακας 26. Οι συσχετίσεις των Τετραγώνων
Λήμμα/ Γονέας «Τετράγωνο»/ Τukey ANOVA/ p
Γ2 (Άγχος)/ Μητέρα LP-LC>LP-HC, HP-LC p=0,014
BPRS-12 (Ψευδαισθήσεις)/ Μητέρα LP-LC> υπόλοιπες p=0,032
BPRS-3 (Συναισθηματική Απόσυρση)/ Πατέρας LP-LC>HP-LC p=0,026
BPRS-11 (Καχυποψία)/ Πατέρας LP-LC<HP-HC p=0,069
Γ1 (Σωματική Ενασχόληση)/ Πατέρας LP-LC>HP-HC p=0,067

- ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΤΩΝ ΤΕΤΑΡΤΗΜΟΡΙΩΝ ΜΕ ΤΑ ΣΥ-


ΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΩΝ BPRS ΚΑΙ PANSS
Διενεργήθηκε στατιστική διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ των μέσων όρων στα
λήμματα-συμπτώματα (BPRS και PANSS) που εμφανίζουν οι υποομάδες του δείγματος (ό-
πως αυτές διαμορφώνονται από το μοντέλο των τεταρτημορίων). Μετά τη διενέργεια Ανά-
λυσης Διακύμανσης Μονής Εισόδου (ANOVA) και στη συνέχεια Ελέγχου Πολλαπλών Συ-
γκρίσεων κατά Tukey (Post Hoc Tests Tukey HSD) τα ευρήματα είναι τα εξής:
(1) το λήμμα 6 της Γενικής ψυχοπαθολογίας (Κατάθλιψη) διαφοροποιείται με την ANOVA
με p=0,001. Με τον Έλεγχο κατά Tukey προκύπτει η υποομάδα HP-LC να εμφανίζει με-
γαλύτερη μέση τιμή για το λήμμα από τις μέσες τιμές για τις υπόλοιπες υποομάδες για τη
Μητέρα, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό.
(2) το λήμμα 16 της Γενικής ψυχοπαθολογίας (Ενεργητική Κοινωνική Αποφυγή) διαφορο-
ποιείται με την ANOVA με p=0,009. Με τον Έλεγχο κατά Tukey προκύπτει η υποομά-
δα HP-LC να εμφανίζει μικρότερη μέση τιμή για το λήμμα από τη μέση τιμή για την υ-
ποομάδα LP για τη Μητέρα, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό.
(3) το λήμμα 9 της BPRS (Καταθλιπτική Διάθεση) διαφοροποιείται με την ANOVA με
p=0,001. Με τον Έλεγχο κατά Tukey προκύπτει η υποομάδα HP-LC να εμφανίζει μεγα-
λύτερη μέση τιμή για το λήμμα από τις μέσες τιμές για τις υποομάδες LP, LC, LP-ΗC
για τη Μητέρα, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό.
(4) το λήμμα 4 της Γενικής ψυχοπαθολογίας (Ψυχική Τάση) διαφοροποιείται με την
ANOVA με p=0,021. Με τον Έλεγχο κατά Tukey προκύπτει η υποομάδα HC να εμφανί-
ζει μεγαλύτερη μέση τιμή για το λήμμα από τις μέσες τιμές για τις υποομάδες HP, LC
για τον Πατέρα, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό.
(5) το λήμμα 1 της BPRS (Σωματική Ενασχόληση) διαφοροποιείται με την ANOVA με
p=0,015. Με τον Έλεγχο κατά Tukey προκύπτει η υποομάδα LP να εμφανίζει μεγαλύτε-

149
ρη μέση τιμή για το λήμμα από τις μέσες τιμές των υπολοίπων υποομάδων για τον Πατέ-
ρα, σε στατιστικά σημαντικό βαθμό.

Πίνακας 27. Οι συσχετίσεις των Τεταρτημορίων


Λήμμα/ Γονέας Τεταρτημόριο/ Τukey ANOVA/ p
Γ6 (Κατάθλιψη)/ Μητέρα HP-LC> υπόλοιπες p= 0,001
Γ16 (Ενεργητική Κοινωνική Αποφυγή)/ Μητέρα LP> HP-LC p= 0,009
BPRS-9 (Κατάθλιψη)/ Μητέρα HP-LC>LP/ LC/ LP-HC p= 0,001
Γ4 (Ψυχική Τάση)/ Πατέρας HC> HP/ LC p= 0,021
BPRS-1 (Σωματική Ενασχόληση)/ Πατέρας LP> υπόλοιπες p= 0,015

150
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

1. ΣΥΖΗΤΗΣΗ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ


Το γεγονός ότι το δείγμα του παρόντος είναι άτομα με διάγνωση διαφόρων τύπων
ψυχωτικές διαταραχές (πλην των συναισθηματικών) αποτελεί μία ιδιαιτερότητα. Όπως φά-
νηκε και προηγουμένως, οι μελέτες σε δείγματα τέτοιων ατόμων (με τη χρήση του PBI, αλ-
λά και του EMBU) είναι σχετικά λίγες. Σε καμμία από αυτές δεν διαπιστώθηκε παρόμοια
μέθοδος ή και σκοπός. Η διερεύνηση της σχέσης συμπτώματος-φαινότυπου και γονεϊκών
στάσεων ανατροφής είναι μία τάση που ενισχύεται τα τελευταία χρόνια στη βιβλιογραφία
(Rankin et al, 2005).

1.1 ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ


Η μη ύπαρξη για τον Ελληνικό πληθυσμό κανονιστικών (normative) στοιχείων δυ-
σχεραίνει τον συγκριτικό σχολιασμό των δημογραφικών στοιχείων των ατόμων του δείγμα-
τος. Όπου αυτά υπάρχουν (πχ, έξεις) έγινε αντίστοιχος σχολιασμός.
Πρόκειται ωστόσο για άτομα γεννημένα και ανατραφέντα στην Ελλάδα, με Ελληνική
καταγωγή και μητρική την Ελληνική γλώσσα. Πρόκειται επίσης για ένα δείγμα αστικού
πληθυσμού κατά πλειοψηφία, τόσο ως προς τη γέννηση και ανατροφή όσο και ως προς τη
διαμονή στο παρόν.

1.1.1 ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ
Το μέγεθος του παρόντος κλινικού δείγματος είναι πολύ κοντά, και μάλλον υπερβαί-
νει αριθμητικά, τα δείγματα αντίστοιχων μελετών που χρησιμοποιούν ανάλογα δείγματα.
Όπως θα φανεί και αμέσως παρακάτω, τόσο οι 81 ασθενείς του συνολικού δείγματος όσο
και οι 55 ασθενείς με διάγνωση «σχιζοφρένεια» είναι ένα μέγεθος εφάμιλλο των μελετών
της διεθνούς βιβλιογραφίας. Ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω μελέτες και το δείγμα
τους:
(1) μελέτες που χρησιμοποίησαν το PBI: Parker et al (1982)-72· Baker et al (1984)-49·
Warner & Atkinson (1988)-62· Parker et al (1988)-57· Hafner & Miller (1991)-18· Ka-
zarian et al (1987)-49· Byrne et al (1990)-14· Onstad et al (1993)-31· Winther Helgeland
& Torgersen (1997)-19· Favaretto et al (2001)-26· Willinger et al (2001)-36· Modestin et
al (2004)-75· Rankin et al (2005)-14,
(2) μελέτες που χρησιμοποίησαν το EMBU: Khalil & Stark (1992)-53· McCreadie et al
(1994)-50· Skagerlind et al (1996)-57· Singhal & Dutta (1990)-10 και Singhal & Dutta
(1992)-16.

151
1.1.2 Η ΗΛΙΚΙΑ, ΟΙ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ, ΤΟ ΦΥΛΟ
Το 75% του δείγματος έχει περισσότερες από μία προηγούμενες εισαγωγές και αν
αυτό συνδυαστεί με τη μέση ηλικία των 40 ετών (39,6) σημαίνει ότι το δείγμα είναι κυρίως
χρόνιοι ασθενείς, με πολυετή διάρκεια νόσου και σημαντική σοβαρότητα της νόσου. Η πλει-
οψηφία του δείγματος είναι άνδρες (64,2%) και είναι πιθανό το στοιχείο αυτό να επηρεάζει
τα ευρήματα των συσχετίσεων (δείτε παρακάτω).

1.1.3 ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ


Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα είναι η απουσία οικογενειακού ιστορικού ψυχιατρικής
νόσου της πλειοψηφίας των ατόμων του δείγματος, τουλάχιστον σύμφωνα με δήλωσή τους.
Το εύρημα παρέμεινε και ανάμεσα στις διαγνωστικές ομάδες.

1.1.4 ΕΞΕΙΣ
Η μεγάλη πλειοψηφία, σχεδόν τα τρία τέταρτα, του δείγματος κάνουν χρήση κάποιας
ψυχοδραστικής ουσίας. Το ποσοστό των καπνιστών στο δείγμα της παρούσας μελέτης
(43,4%) ωστόσο, μάλλον πλησιάζει εκείνο των καπνιστών του γενικού πληθυσμού (42%).
Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι το αυξημένο ποσοστό των καπνιστριών του δείγματος σε σχέ-
ση με το γενικό πληθυσμό (48,3% έναντι 32%), ενώ οι καπνιστές μάλλον υπολείπονται
(40,4% έναντι 58% στο γενικό πληθυσμό) (τα στοιχεία του γενικού πληθυσμού όπως παρα-
τίθενται στη Μποζίκας, 2002). Τα άτομα του δείγματος ίσως ακολουθούν τη γενικότερη τά-
ση αύξησης των καπνιστριών που αναφέρεται.

1.1.5 ΛΟΙΠΑ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ


Τα στοιχεία αυτά χρήζουν περαιτέρω επεξεργασίας και κυρίως σύγκρισης με αντί-
στοιχα άλλα. Ένα εύρημα, που προκαλεί το ενδιαφέρον, προκύπτει από τα στοιχεία για το
φύλο των αδερφών των ασθενών. Όταν ο ασθενής είναι πρώτο παιδί τα επόμενα αδέρφια
(εάν υπάρχουν) είναι κορίτσια. Όταν ο ασθενής είναι δεύτερο παιδί το πρώτο είναι αγόρι.
Όταν ο ασθενής είναι τρίτο παιδί το πρώτο είναι αγόρι, το δεύτερο είναι αγόρι και τα επόμε-
να (4ο και 5ο) τυχαίνει να είναι κορίτσια. Το εύρημα αυτό, σε συνδυασμό με το παρακάτω
εύρημα, της συσχέτισης της Φροντίδας με το φύλο του παιδιού υποδεικνύει ένα πεδίο περαι-
τέρω διερεύνησης. Η μέση ηλικία των δύο γονέων κατά τη γέννηση του υποκειμένου είναι
μάλλον υψηλή (μητέρα 27,1 έτη- πατέρας 32,1 έτη), και αυτό σε συνδυασμό με τα παρακά-
τω ευρήματα στις συσχετίσεις με τις γονεϊκές στάσεις.

152
Η ανεργία των ανδρών του δείγματος, εκτός από στατιστικά σημαντικό εύρημα, είναι
και ενδεικτικό των κοινωνικών διαστάσεων της ψύχωσης. Ο μέσος τιμή των ετών εκπαίδευ-
σης, τα 11 έτη, είναι επίσης ένα ενδιαφέρον στοιχείο, όπως και το μεγάλο ποσοστό ατόμων
του δείγματος που είναι άγαμοι.

1.2 ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ


Παρακάτω θα σχολιαστούν τα ευρήματα από τη στατιστική επεξεργασία των δημο-
γραφικών στοιχείων με τις απαντήσεις των ατόμων στο PBI.

1.2.1 ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ Η ΣΕΙΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ


Η σειρά γέννησης του ατόμου ανάμεσα στα αδέρφια του και το φύλο τόσο των α-
δερφών όσο και του ατόμου επιδρά στην εκδήλωση των γονεϊκών στάσεων ανατροφής (ό-
πως περιγράφονται από το PBI και το EMBU) (Kitamura et al 1998· Someya et al 2000). Οι
Kitamura et al (1998) ενώ διαπιστώνουν την επίδραση του στοιχείου αυτού, τονίζουν ωστό-
σο ότι το ποσοστό της διακύμανσης όλων των τιμών του PBI που εξηγείται από αυτό ήταν
πολύ μικρό. Οι Someya et al (2000), χρησιμοποιώντας το EMBU, διαπιστώνουν ότι το φύλο
και η σειρά γέννησης (σε στατιστικά σημαντικό βαθμό) παίζουν ρόλο στο πως το άτομο πε-
ριγράφει τις στάσεις ανατροφής των γονέων του. Στο δείγμα της παρούσας μελέτης το φύλο
του ατόμου επηρεάζει τη Φροντίδα της Μητέρας. Οι γυναίκες του δείγματος αναφέρουν χα-
μηλότερη Φροντίδα από τη Μητέρα τους σε σχέση με τους άνδρες. Ακόμη, το φύλο του παι-
διού είναι καθοριστικότερος παράγοντας για τη Φροντίδα της Μητέρας σε σχέση με τη σει-
ρά γέννησης. Το εύρημα αυτό δεν επαναλαμβάνεται στο δείγμα των σχιζοφρενικών ατόμων.
Σύμφωνα με τον Kendler (1996) η Φροντίδα είναι η γονεϊκή στάση που επηρεάζεται περισ-
σότερο από γενετικούς παράγοντες τόσο του γονέα όσο και του παιδιού. Το φύλο είναι ένα
κατεξοχήν γενετικό χαρακτηριστικό. Είναι όμως και γνωστό το πόσο σημαντική ήταν πριν
από τέσσερεις δεκαετίες η γέννηση ενός αγοριού σε μία οικογένεια.

1.2.2 Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΓΟΝΕΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ


Επιβεβαιώνεται και εδώ η χρησιμότητα του μοντέλου των 3 παραγόντων του PBI.
Ενώ η υποκλίμακα της Προστασίας δεν αποδίδει καμμία σημαντική συσχέτιση με το στοι-
χείο, η Περιοριστικότητα της Μητέρας συσχετίζεται αρνητικά (r=-0,235 p=0,045) για το σύ-
νολο του δείγματος. Στο δείγμα των σχιζοφρενικών ατόμων οι συσχετίσεις είναι περισσότε-
ρες. Διατηρείται η αρνητική συσχέτιση με την Περιοριστικότητα της Μητέρας με μεγαλύτε-
ρη στατιστική σημαντικότητα (p=0,036), αλλά εμφανίζεται και θετική συσχέτιση της υπο-
κλίμακας της Φροντίδας (r=0,314 p=0,028) με την ηλικία της Μητέρας κατά τη γέννηση του

153
ατόμου. Επιβεβαιώνεται επίσης η υπόθεση κάποιοι δημογραφικοί παράγοντες να σχετίζονται
και να επηρεάζουν τις γονεϊκές στάσεις ανατροφής. Έχουν αναφερθεί αλλού (γενικό μέρος
Κεφάλαιο Ι. 1.4) μελέτες τόσο παλαιότερες που αφορούσαν την ηλικία της μητέρας κατά τη
γέννηση του ατόμου, όσο και πρόσφατες (Sipos et al, 2004) που εμφάνισαν στοιχεία ενδει-
κτικά για εμπλοκή της ηλικίας του πατέρα κατά τη γέννηση του ατόμου στην εμφάνιση σχι-
ζοφρένειας, προτείνοντας διάφορες ερμηνείες. Στο δείγμα της παρούσας μελέτης δεν εμφα-
νίστηκαν συσχετίσεις με την ηλικία του Πατέρα κατά τη γέννηση του ασθενούς.

1.2.3 Ο ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ


Όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως το δείγμα της παρούσας είναι στο σύνολό
του Ελληνικής καταγωγής άτομα που κατά πλειοψηφία γεννήθηκαν και ανατράφηκαν σε
αστικό περιβάλλον. Έχει αναφερθεί και αλλού στην παρούσα η σχέση της ανατροφής σε α-
στικό περιβάλλον (urbanicity) και της εμφάνισης σχιζοφρένειας και συναφών διαταραχών
(γενικό μέρος, Κεφάλαιο Ι.1.2). Στο δείγμα της παρούσας μελέτης, τα άτομα που έχουν γεν-
νηθεί και ανατραφεί σε χωριό αναφέρουν χαμηλότερη Προστασία εκ μέρους της Μητέρας
τους σε σχέση με εκείνα που έχουν γεννηθεί και ανατραφεί σε αστικές συνθήκες (κωμόπολη,
χωριό). Το μοντέλο των 3 παραγόντων για το PBI αποδίδει και πάλι περισσότερα στοιχεία.
Τόσο για το σύνολο του δείγματος όσο και για τα σχιζοφρενικά άτομα, η γονεϊκή στάση που
έχει χαμηλότερη μέση τιμή για τα άτομα που ανατράφηκαν σε χωριό είναι η Παρεμβατικό-
τητα της Μητέρας.

1.2.4 Η ΣΤΑΘΕΡΗ ΣΧΕΣΗ


Το ενδιαφέρον για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της ανατροφής και των κοινω-
νικών σχέσεων στη μετέπειτα ζωή είναι παλαιό. Οι Parker, Barrett & Hickie (1992) δημο-
σιεύουν μία ανασκόπηση άρθρων που ασχολούνται με το θέμα και αφορούν σε μελέτες με
τη χρήση του PBI. Υποστηρίζουν ότι η γονεϊκή διάσταση που εμπλέκεται είναι η Φροντίδα
και συγκεκριμένα το έλλειμμά της. Στο δείγμα των σχιζοφρενικών ατόμων της παρούσας
μελέτης η Φροντίδα του Πατέρα τείνει να εμφανίσει σημαντική συσχέτιση με τη ύπαρξη
σταθερής σχέσης με άλλο άτομο. Οι Wiseman et al (2006) ασχολούνται επίσης με ανάλογο
ζήτημα. Το εύρημα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

1.2.5 Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ


Σε άλλο σημείο έχει παρουσιαστεί η βιβλιογραφία της δεκαετίας του ’80 όπου, με τη
χρήση του PBI σε δείγματα σχιζοφρενικών ατόμων, γινόταν η προσπάθεια να προβλεφθούν
οι επανεισαγωγές. Στο σύνολο του δείγματος της παρούσας μελέτης η Προστασία της Μη-

154
τέρας τείνει να προβλέπει τον αριθμό των εισαγωγών. Η στατιστική ισχύς του ευρήματος
δεν επιτρέπει περαιτέρω σχόλια.

1.2.6 Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ- Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ


Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η απασχόληση των γονέων, και ιδιαίτερα της
μητέρας, δεν εμφάνισε καμμία συσχέτιση με τις γονεϊκές στάσεις ανατροφής. Το εύρημα
πιθανόν αντιβαίνει στην κοινή πεποίθηση περί της εργασίας των γυναικών και του ελλείμ-
ματος στην ανατροφή των παιδιών. Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η απουσία συσχέτισης της
διάγνωσης του ατόμου με τις γονεϊκές στάσεις ανατροφής. Ένας λόγος θα μπορούσε να είναι
ο μικρός αριθμός των μη σχιζοφρενικών ψυχωτικών ατόμων του δείγματος συνολικά, αλλά
και σε κάθε διαγνωστική κατηγορία. Η διερεύνηση της σχέσης με ανάλογα δείγματα ίσως
απέδιδε περισσότερα ευρήματα.

1.3 Ο ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΚΩΝ


1.3.1 ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΚΩΝ PANSS ΚΑΙ BPRS
Οι μέσες τιμές τόσο για την BPRS-16 (29,93) όσο και για την PANSS (συνολικά
59,38· Θετική 14,36· Αρνητική 15,77· και Γενική Ψυχοπαθολογία 29,25) είναι χαμηλές. Αυ-
τό συμφωνεί με το αρχικό σχεδιασμό της μελέτης, σύμφωνα και με την πρόταση του Parker
(1983b) για τη χρήση του PBI σε δείγματα ψυχωτικών ατόμων. Ο έλεγχος της αξιοπιστίας
με την δοκιμασία Cronbach’s Alpha για τις Κλίμακες BPRS και PANSS έδειξε μεγάλου
βαθμού αξιοπιστία. Οι τιμές του a κυμάνθηκαν από 77,1% (BPRS) ως 82,5% (Κλίμακα Θε-
τικών Συμπτωμάτων PANSS).

1.3.2 ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΟ PBI


Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι, ένα ερωτηματολόγιο όπως το Parental Bonding
Instrument, το PBI, με διάρκεια ζωής, τη στιγμή της συγγραφής, 28 έτη (1979), δεν είχε
τύχει εφαρμογής στην Ελλάδα. Είχε ωστόσο χρησιμοποιηθεί σε ελληνικής καταγωγής
πληθυσμό τόσο από τον ίδιο τον G. Parker (1983b), όσο και από τον Constantinides (1992)
στην Αυστραλία. Άλλα ελληνικά (;) ονόματα που συνδέθηκαν με το ερωτηματολόγιο ήταν
οι Klimidis, Minas et al (1992a· 1992b). Το πιθανότερο είναι βέβαια, καθώς οι μελέτες αφο-
ρούσαν πληθυσμούς μεταναστών, να χορηγήθηκαν στα Αγγλικά. Το EMBU, το «αδερφό»
ερωτηματολόγιο σύμφωνα με την βιβλιογραφία, είχε καλύτερη τύχη στη μητροπολιτική Ελ-
λάδα, καθώς ευτύχησε να χρησιμοποιηθεί σε ελληνική μετάφραση (Kokkevi & Stefanis,
1988· Hatzichristou & Papadatos, 1993).

155
1.3.2.1 Σχολιασμός των μέσων τιμών των κλιμάκων του PBI
Οι μέσες τιμές για τις δύο υποκλίμακες στην παρούσα μελέτη έχουν παρατεθεί πα-
ραπάνω (Κεφάλαιο Ι.4.2.2, ειδικό μέρος). Οι μέσες τιμές για τις υποκλίμακες της Περιορι-
στικότητας και Παρεμβατικότητας δεν παρατίθενται διότι δεν υφίσταται συμφωνία για τη
σταθερότητα της δομής τους, και δεν προσφέρονται για σχολιασμό.
Για λόγους σύγκρισης θα παρατεθούν οι μέσες τιμές για τις υποκλίμακες από τις άλ-
λες μελέτες με δείγματα ψυχωτικών ατόμων. Στη μελέτη των Parker et al (1982) οι μέσες
τιμές για την υποκλίμακα της Φροντίδας για τη Μητέρα ήταν 23,6· για τον Πατέρα ήταν
20,5. Για την υποκλίμακα της Προστασίας για τη Μητέρα ήταν 14,7· για τον Πατέρα ήταν
14,7. Οι Baker, Helmes & Kazarian (1984) αναφέρουν διάφορες μέσες τιμές για τις υποομά-
δες του δείγματός τους. Συγκεκριμένα, οι μέσες τιμές για την υποκλίμακα της Φροντίδας για
τη Μητέρα κυμάνθηκαν από 20,9 έως 28,38· για τον Πατέρα κυμάνθηκαν από 19,2 έως 20,8.
Για την υποκλίμακα της Προστασίας για τη Μητέρα κυμάνθηκαν από 12,5 έως 15,3· για τον
Πατέρα από 10,8 έως 12,9. Οι Warner & Atkinson (1988) υπολόγισαν τις μέσες τιμές για
την υποκλίμακα της Φροντίδας για τη Μητέρα σε 23,2· για τον Πατέρα σε 19,2. Για την υ-
ποκλίμακα της Προστασίας για τη Μητέρα ήταν 17,1· για τον Πατέρα ήταν 16,7. Οι μέσες
τιμές των υποκλιμάκων του PBI που ανακοίνωσαν οι Parker, Hayward & Johnston (1989)
ήταν για την υποκλίμακα της Φροντίδας για τη Μητέρα 21,9· για τον Πατέρα 19,4. Για την
υποκλίμακα της Προστασίας για τη Μητέρα ήταν 18,1· για τον Πατέρα 18,1.
Οι Onstad et al (1993) στο δείγμα των διδύμων (με ένα μέλος του ζεύγους σχιζοφρε-
νικό), δημοσιεύουν για τα σχιζοφρενικά άτομα τις εξής μέσες τιμές. Για τους μονοζυγωτι-
κούς σχιζοφρενικούς η υποκλίμακα της Φροντίδας για τη Μητέρα ήταν 20,4· για τον Πατέρα
ήταν 17,8. Η υποκλίμακα της Προστασίας για τη Μητέρα ήταν 15,47· για τον Πατέρα ήταν
16,25. Για τους διζυγωτικούς σχιζοφρενικούς οι μέσες τιμές για την υποκλίμακα της Φρο-
ντίδας για τη Μητέρα ήταν 19,8· για τον Πατέρα ήταν 17,1. Για την υποκλίμακα της Προ-
στασίας για τη Μητέρα ήταν 17,4· για τον Πατέρα ήταν 15,4.
Οι Favaretto et al (2001) αναφέρουν στο δικό τους δείγμα τις εξής τιμές. Για την υ-
ποκλίμακα της Φροντίδας για τη Μητέρα ήταν 22,8· για τον Πατέρα ήταν 22,0. Για την υπο-
κλίμακα της Προστασίας για τη Μητέρα ήταν 18,8· για τον Πατέρα ήταν 16,9. Οι Rankin et
al (2005) για το δείγμα των παρανοϊκών σχιζοφρενών της μελέτης τους αναφέρουν τις εξής
μέσες τιμές. Για την υποκλίμακα της Φροντίδας για τη Μητέρα 12,57· για τον Πατέρα ήταν
12,50. Για την υποκλίμακα της Προστασίας για τη Μητέρα ήταν 18,5· για τον Πατέρα ήταν
21,8.

156
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω οι μέσες τιμές για τις υποκλίμακες του PBI της πα-
ρούσας δεν διαφέρουν από τις κατά καιρούς δημοσιευθείσες τιμές, πλην μερικών εξαιρέσε-
ων (Rankin et al, 2005).

Πίνακας 27. Μέσες τιμές των υποκλιμάκων του PBI σε μελέτες με ψυχωτικά άτομα
Άρθρο/Μελέτη Φροντίδα Φροντίδα Προστασία Προστασία
Μητέρας Πατέρα Μητέρας Πατέρα
Η παρούσα (Ν=55) 23,40 20,45 16,44 14,46
Η παρούσα (Ν=81) 23,1 21,2 16,8 14,7
Parker et al (1982) 23,6 20,5 14,7 14,7
Baker, Helmes & 20,9-28,38 19,2-20,8 12,5-15,3 10,8-12,9
Kazarian (1984)
Warner & Atkinson 23,2 19,2 17,1 16,7
(1988)
Parker et al (1989) 21,9 19,4 18,1 18,1
Onstad et al (1993) 20,4/19,8 17,8/17,1 15,47/17,4 16,25/15,4
(MZ/DZ)
Favaretto et al (2001) 22,8 22,0 18,8 16,9
Rankin et al (2005) 12,57 12,50 18,5 21,8

Μέσες τιμές ωστόσο για ελληνικό δείγμα υγιών ατόμων έχουν ανακοινωθεί πρόσφα-
τα (Νικολαΐδης και συν., 2006) και παρατίθενται παρακάτω. Παρατίθενται επίσης οι τιμές
για δείγματα υγιών ατόμων της αρχικής μελέτης, τόσο για την κύρια μελέτη όσο και για ένα
δείγμα ασθενών από ιατρεία γενικών ιατρών (Parker et al, 1979). Παρατίθενται επίσης και οι
μέσες τιμές που προέκυψαν από τη μελέτη δείγματος Ελληνικής καταγωγής φοιτητών (με-
τανάστες δεύτερης γενιάς) στην Αυστραλία (Parker, 1983b). Οι μέσες τιμές για το δείγμα
της παρούσας δεν εμφανίζουν ακραίες διαφορές με το Ελληνικό δείγμα υγιών ατόμων.

Πίνακας 28. Μέσες τιμές για τις υποκλίμακες του PBI σε δείγματα υγιών ατόμων
Άρθρο/ Φροντίδα Μη- Φροντίδα Προστασία Προστασία
μελέτη τέρας Πατέρα Μητέρας Πατέρα
Η παρούσα (Ν=55) 23,40 20,45 16,44 14,46
Η παρούσα (Ν=81) 23,1 21,2 16,8 14,7
Νικολαΐδης και συν. 24,0 22,0 15,47 13,76
(2006)
Parker et al (1979) 26,8/26,9 22,9/23,8 14,7/13,3 11,9/12,5
(κύρια μελέτη/ δείγμα
γενικού ιατρείου
Parker 1983b (♂/♀) 26,7/28,0 22,6/24,0 14,7/16,6 14,7/17,4

1.3.2.2 Η αξιοπιστία των υποκλιμάκων του PBI


Στην παρούσα μελέτη οι υποκλίμακες του ερωτηματολογίου PBI επέδειξαν σημαντι-
κή αξιοπιστία (δοκιμασία Cronbach’s alpha). Τα άρθρα που αφορούσαν μελέτες ατόμων με
157
σχιζοφρένεια δεν ασχολήθηκαν με την αξιοπιστία της κλίμακας. Επομένως παρακάτω παρα-
τίθενται τα συνοπτικά ευρήματα από τους Favaretto et al (2001) καθώς επίσης του ελληνι-
κού δείγματος υγιών ατόμων των Νικολαΐδη και συν. (2006) αλλά και της αρχικής μελέτης
έτσι όπως αναφέρεται από τους Modestin et al, 2005. Είναι φανερή η καλή εσωτερική συνο-
χή (internal consistency) της ελληνικής μετάφρασης του ερωτηματολογίου.

Πίνακας 29. Η αξιοπιστία (Cronbach’s alpha) των υποκλιμάκων του PBI


Άρθρο/ Φροντίδα Μη- Φροντίδα Προστασία Προστασία
μελέτη τέρας Πατέρα Μητέρας Πατέρα
Η παρούσα (Ν=81) 0,817 0,847 0,816 0,773
Νικολαΐδης και συν. 0,89 0,90 0,84 0,85
(2006)
Favaretto et al (2001) Ο δείκτης Cronbach’s alpha κυμάνθηκε από 0,88 έως 0,67 με μέση
τιμή 0,76 και χαμηλότερη τιμή στην Προστασία για τον Πατέρα.
Parker et al (1979) 0,44 0,74 0,55 0,79
(ο.α. στο Modestin et
al, 2005)

Σχετικά με την εφαρμογή του μοντέλου των 3 παραγόντων, και των 3 υποκλιμάκων
που προκύπτουν, στο συγκεκριμένο δείγμα, διαπιστώνεται το εξής. Οι υποκλίμακες της Πε-
ριοριστικότητας και της Παρεμβατικότητας, που προκύπτουν από τη διαίρεση της υποκλί-
μακας της Προστασίας, για τον Πατέρα, εμφανίζουν τη χαμηλότερη αξιοπιστία. Ανάλογα
ευρήματα αναφέρουν και άλλοι συγγραφείς. Για παράδειγμα, οι Gómez-Beneyto et al (1993)
υπολογίζουν την αξιοπιστία των 3 κλιμάκων ως εξής: Affect (Φροντίδα) 0,93· Restraint (Πε-
ριοριστικότητα) 0,85· Overprotection (Παρεμβατικότητα) 0,77. Οι Mohr et al (1999) δίνουν
τις εξής τιμές του alpha (Cronbach’s): Care (Φροντίδα) 0,86· Denial of Psychological
Autonomy (Παρεμβατικότητα) 0,84· Encouragement of Behavioural Freedom (Περιοριστι-
κότητα) 0,72. Οι Martin et al (2004) αντίστοιχα: Care (Φροντίδα) 0,89· Restrictiveness (Πε-
ριοριστικότητα) 0,80· Intrusiveness (Παρεμβατικότητα) 0,80. Τέλος, οι Murphy et al (1997)
στο δικό τους δείγμα υπολόγισαν τις παρακάτω τιμές του δείκτη εσωτερικής συνοχής των
τριών παραγόντων- υποκλιμάκων: Care (Φροντίδα) 0,895 για τη Μητέρα και 0,921 για τον
Πατέρα· Denial of Psychological Autonomy (Παρεμβατικότητα) 0,778 για τη Μητέρα και
0,775 για τον Πατέρα· Encouragement of Behavioural Freedom (Περιοριστικότητα) 0,814
για τη Μητέρα και 0,883 για τον Πατέρα.
Από τα παραπάνω είναι εμφανές, όπως και στην παρούσα μελέτη, ότι η υποκλίμακα
της Φροντίδας είναι πιθανότερο να εμφανίζει μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή και στα δύο
μοντέλα παραγόντων, ενώ οι υποκλίμακες που προκύπτουν από την υποκλίμακα της Προ-
στασίας έχουν μικρότερο δείκτη alpha. Κάποιες μελέτες δεν αναφέρουν αναλυτικά την αξιο-

158
πιστία των υποκλιμάκων για κάθε γονέα. Όπου όμως παρέχονται στοιχεία, διαφαίνεται ότι ο
δείκτης a μεταβάλλεται για κάθε γονέα χωρίς να ακολουθείται ένα συγκεκριμένο πρότυπο.
Το εύρημα, επομένως, για το δείγμα της παρούσας που αφορά στον Πατέρα, πιθανόν, δεν
μπορεί να αξιοποιηθεί ερμηνευτικά.

Πίνακας 30. Η αξιοπιστία (Cronbach’s alpha) των υποκλιμάκων του PBI


Άρθρο/ Φροντίδα Παρεμβατικότητα Περιοριστικότητα
μελέτη
Η παρούσα (Μητέρα/ Πατέρας) 0,817/ 0,847 0,757/ 0,643 0,829/ 0,784
Gómez-Beneyto et al (1993) 0,93 0,77 0,85
Mohr et al (1999) 0,86 0,84 0,72
Martin et al (2004) 0,89 0,80 0,80
Murphy et al (1997) (Μητέρα/ 0,895/ 0,921 0,778/ 0,775 0,814/ 0,883
Πατέρας)

1.3.2.3 Συζήτηση περί της παραγοντικής δομής της ελληνικής εκδοχής του PBI
Η παραγοντική δομή του ερωτηματολογίου PBI έχει προκαλέσει, από πολύ νωρίς,
μία συνεχιζόμενη συζήτηση. Στην παρούσα μελέτη, τα ευρήματα από την παραγοντική ανά-
λυση των απαντήσεων του δείγματος εμφανίζουν ενδιαφέρον.
Δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο στη βιβλιογραφία, που σχετίζεται με την παρα-
γοντική ανάλυση του ερωτηματολογίου, η παράλειψη κάποιου λήμματος από την τελική
μορφή του ερωτηματολογίου. Ο ίδιος ο Parker (1983b) διαπιστώνει ότι 5 από τα 25 λήμματα
του PBI εμφανίζουν προβλήματα κυρίως λόγω της διατύπωσής τους. Συγκεκριμένα, τα λήμ-
ματα 2, 8, 14, 18 και 24, σύμφωνα με τον συγγραφέα, είναι δυνατόν να προκαλούν σύγχυση
σε κάποιους απαντώντες λόγω της δυνητικής «διπλής άρνησης» («double-negative»
potential). Ως εκ τούτου προτείνει μία συντομευμένη εκδοχή με 20 λήμματα, για την οποία
διαπιστώνει υψηλή αξιοπιστία και εγκυρότητα. Οι Todd et al (1994) εξετάζουν την
αξιοπιστία και την εγκυρότητα μίας συντομευμένης εκδοχής του PBI με επτά λήμματα σε
ένα δείγμα υγιών διδύμων. Οι Klimidis et al (1992a,b) δημιουργούν ένα BC-PBI (Brief
Current Form PBI) με οκτώ λήμματα για ένα επιδημιολογικό δείγμα εφήβων με υψηλή
αξιοπιστία και εγκυρότητα. Ο κατάλογος ανάλογων επιλογών είναι μακρύς. Η παράλειψη
λημμάτων από την αρχική μορφή γίνεται κυρίως για λόγους στατιστικής εγκυρότητας.
Κάποιοι άλλοι συγγραφείς, χρησιμοποιούν αυτές τις σύντομες εκδοχές του
ερωτηματολογίου, σε επιδημιολογικές μελέτες μεγάλης κλίμακας.
Η παραγοντική ανάλυση αυτών των διαφόρων εκδοχών του PBI απέδωσε και τα δύο
μοντέλα παραγόντων που έχουν περιγραφεί αλλού. Η βάση επί της οποίας γίνεται η συνολι-
κή συζήτηση είναι το κατά πόσο ο εμπλουτισμός της παραγοντικής δομής του ερωτηματο-
λογίου θα αποκαλύψει νέα στοιχεία για τη σχέση μεταξύ της ανατροφής και της εμφάνισης
159
διαταραχών (Martin et al, 2004). Οι Lizardi & Klein (2002) υποστηρίζουν ότι το μοντέλο
των τριών παραγόντων κατά Kendler (1996) ανιχνεύει κάποιες συσχετίσεις μεταξύ των γο-
νεϊκών στάσεων ανατροφής και των διαφόρων τύπων καταθλιπτικής συμπτωματολογίας,
κάτι που το αρχικό μοντέλο αδυνατεί. Οι ίδιοι, ωστόσο, διατυπώνουν την επιφύλαξή για το
αν η υπεροχή του παραπάνω μοντέλου οφείλεται, αντί της παραγοντικής δομής, στην επιλο-
γή των λημμάτων. Ως εκ τούτου, στην παρούσα, προτιμήθηκε το μοντέλο των Martin et al
(2004) που αφορά το σύνολο των λημμάτων της αρχικής μορφής. Είναι ενδεικτικό ότι και η
πρόταση για το μοντέλο των τεσσάρων παραγόντων προέκυψε από τη χρήση του συνόλου
των λημμάτων της αρχικής μορφής του PBI (Uji et al, 2006). Οι Murphy et al (1997), προ-
τείνοντας το δικό τους μοντέλο παραγοντικής ανάλυσης του PBI, σχολιάζουν ότι πιθανώς οι
παράγοντες δεν είναι εξαιρετικά σταθεροί και προβλέπουν ότι τα ευρήματα σε αυτό το πεδίο
θα διαφέρουν από μελέτη σε μελέτη. Θεωρούν τις πολιτισμικές διαφορές ένα πιθανό παρά-
γοντα διαφοροποίησης και επισημαίνουν τη μεγάλη σταθερότητα της διάστασης της Φρο-
ντίδας μεταξύ των μελετών.
Στην παρούσα μελέτη τα, σχετικά με την παραγοντική ανάλυση, ευρήματα ποικίλ-
λουν. Για τη Μητέρα, στη λύση των δύο παραγόντων, όπως αναφέρθηκε ήδη, συντάσσονται
σε ένα παράγοντα τόσο τα λήμματα της Φροντίδας όσο και τα λήμματα της υποκλίμακας της
Περιοριστικότητας (με αρνητικό πρόσημο). Ένα πιθανό σχόλιο για το εύρημα αυτό είναι το
εξής. Για το συγκεκριμένο δείγμα ατόμων, και υπό όρους στατιστικής πίεσης, τα λήμματα
που περιγράφουν τη γονεϊκή στάση της Φροντίδας συντάσσονται με τα λήμματα που περι-
γράφουν κάποιο από τους πόλους της γονεϊκής στάσης της Περιοριστικότητας. Όντως η έλ-
λειψη περιορισμού στη συμπεριφορά του παιδιού από τη μεριά του γονέα θα μπορούσε να
εκληφθεί από το παιδί ως έγνοια και συναισθηματική εύνοια. Για τη Μητέρα επίσης, η λύση
των τριών παραγόντων, επιβεβαιώνει το μοντέλο των Martin et al (2004). Επομένως, η συ-
μπεριφορά ανατροφής για τη Μητέρα περιγράφεται, στο συγκεκριμένο δείγμα, καλύτερα με
περισσότερες διαστάσεις.
Για τον Πατέρα, το μοντέλο των δύο παραγόντων αναπαράγεται με επιτυχία ενώ το
μοντέλο των τριών παραγόντων φαίνεται να βρίσκει λιγότερο καλή εφαρμογή. Ένας πιθανός
λόγος για το εύρημα αυτό μπορεί να είναι και το ότι η υποκλίμακα της Παρεμβατικότητας
εμφανίζει τη χαμηλότερη αξιοπιστία (a=0,643). Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι, για το
συγκεκριμένο δείγμα, η συμπεριφορά ανατροφής του Πατέρα έγινε αντιληπτή με απλούστε-
ρο τρόπο. Συνολικά, η παραγοντική δομή του PBI που προκύπτει από τη παρούσα μελέτη,
μετά από ενδελεχή θεώρηση, συμπίπτει κατά πολύ με τα δεδομένα της βιβλιογραφίας.
Μοιάζει ωστόσο, στατιστικά, στον Πατέρα να ταιριάζει καλύτερα η δομή των 2 παραγόντων
– Υποκλιμάκων, ενώ για τη Μητέρα η δομή των 3 παραγόντων – Υποκλιμάκων. Θα μπο-

160
ρούσε να υποτεθεί ότι τα άτομα του συγκεκριμένου κλινικού δείγματος είναι σε θέση να δι-
ακρίνουν καλύτερα τη συμπεριφορά της μητέρας τους σε σχέση με την αντίστοιχη του πατέ-
ρα τους. Με ανάλογο τρόπο ερμηνεύουν και τα δικά τους ευρήματα οι Modestin et al
(2004).

1.3.2.4 Τα μοντέλα των τετραγώνων – σχολιασμός των συσχετίσεων με τα συμπτώματα


Ανατρέχοντας στην αρχική μελέτη και, ουσιαστικά, εφαρμόζοντας τη πρόταση για
πέντε (και όχι τέσσερεις) υποομάδες του δείγματος με την προσθήκη μίας ομάδας «Μέσου
Τύπου Γονεϊκής Ανατροφής», εφαρμόστηκε στην παρούσα, εκτός από το κλασσικό μοντέλο
των τετραγώνων, και το μοντέλο που παρουσιάστηκε προηγουμένως και ονομάστηκε το
«μοντέλο των τεταρτημορίων» (Quartiles).
Σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα, η στάση ανατροφής που έχει συσχετιστεί
περισσότερο με την εμφάνιση ψυχοπαθολογίας είναι αυτή του «Άστοργου Ελέγχου». Η σχέ-
ση του συνδυασμού (σύμφωνα με το PBI) της Υπερπροστασίας και της λιγοστής Φροντίδας
με την εμφάνιση καταθλιπτικών συνδρόμων είναι η ισχυρότερη και καλύτερα μελετημένη
(Parker, 1983a· Bunce & Coccaro, 1999· Miller et al, 1999· Parker, 1984· Parker, 1993· Sato
et al, 1998· Stein et al, 2000). Οι Favaretto & Torresani (1997), στην ανασκόπηση που διε-
νεργούν σε 46 μελέτες, διαπιστώνουν ότι η συγκεκριμένη στάση ανατροφής ήταν η σημα-
ντικότερη για όλες τις διαγνωστικές κατηγορίες, της σχιζοφρένειας συμπεριλαμβανομένης,
και προτείνουν τη πιθανή ειδικότητα (specificity) για κάποιες διαταραχές. Στη μελέτη των
Byrne et al (1990) η ομάδα των ατόμων με Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότητας διέ-
φερε από τα άτομα με σχιζοφρένεια ακριβώς στο ότι ανέφεραν μεγαλύτερη πατρική (Υ-
περ)Προστασία και λιγότερη μητρική Φροντίδα. Οι Parker, Johnston & Hayward (1988) α-
ναφέρουν ότι τα σχιζοφρενικά άτομα του δείγματός τους εμφάνιζαν μεγαλύτερη πιθανότητα
έκθεσης σε «Άστοργο Έλεγχο» εκ μέρους του Πατέρα τους σε σχέση με άτομα της ομάδας
ελέγχου. Οι Willinger et al (2002) στο δικό τους δείγμα τα άτομα με σχιζοφρένεια και σχι-
ζοσυναισθηματική διαταραχή περιγράφουν τη Μητέρα τους ως περισσότερο Προστατευτική
και λιγότερο στοργική (Φροντίδα) σε σχέση με τα υγιή αδέρφια τους. Το ίδιο εύρημα ανα-
φέρουν και οι Favaretto et al (2001), οι Winther Helgeland et al (1997) για τις Μητέρες του
δείγματός τους, αλλά και οι Onstad et al (1993) στο δικό τους δείγμα με διδύμους. Στη τε-
λευταία μελέτη το μέλος του ζεύγους των διδύμων με σχιζοφρένεια περιγράφει και τους δύο
γονείς με τη παραπάνω στάση σε αντίθεση με το μη ασθενή αδελφό. Οι Parker et al (1982),
τέλος, διαπιστώνουν ότι τα σχιζοφρενικά άτομα του δείγματός τους που περιγράφουν τη
στάση ενός γονέα τους ως «Άστοργο Έλεγχο» εισήχθησαν για πρώτη φορά στο νοσοκομείο
σε μικρότερη ηλικία. Στο συγκεκριμένο δείγμα σχιζοφρενικών ατόμων ένα 53% αυτών κα-

161
τέταξαν τουλάχιστον ένα από τους γονείς τους στο τετράγωνο αυτό (και το 33% των ατόμων
της ομάδας ελέγχου). Στη παρούσα μελέτη τα ποσοστά κυμαίνονται στα ίδια όρια.
Ο ίδιος, βέβαια, ο Parker (1984) υποδεικνύει τα ευρήματα του της δικής του μεγάλης
ανασκόπησης (Parker, 1983b). Εκεί διαπιστώθηκε η συσχέτιση της στάσης αυτής με μία
πλειάδα ψυχοπαθολογικών καταστάσεων τόσο στην ενήλικη ζωή όσο και νωρίτερα, και
προτείνεται η θεώρησή της ως ένα μη ειδικό παράγοντα κινδύνου στα πλαίσια ενός μοντέ-
λου προδιάθεσης και έκθεσης στο στρες («stress-diathesis»). Στο ίδιο συμπέρασμα καταλή-
γουν και οι Scinto et al (1999), σε μελέτη με την Ιταλική εκδοχή του PBI, με σύγκριση των
απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο φοιτητών και δείγματος ψυχιατρικών ασθενών, επιβε-
βαιώνοντας τη συσχέτιση του «Άστοργου Ελέγχου» και ψυχιατρικών διαταραχών.
Σύμφωνα με το μοντέλο των «Τετραγώνων», η «Ανατροφή Παραμέλησης»
(neglectful parenting, LC-LP), αποτελεί το δεύτερο τύπο αρνητικής στάσης ανατροφής (ο
άλλος είναι ο «Άστοργος Έλεγχος», ενώ οι άλλοι δύο τύποι θεωρούνται ως θετικές στάσεις
ανατροφής). Λίγες είναι οι μελέτες που προσπάθησαν να διερευνήσουν τη σχέση ανάμεσα
σε αυτή τη στάση ανατροφής και την εμφάνιση της ψυχοπαθολογίας. Μεταξύ αυτών οι
Chambers et al (2001) συνέδεσαν τους τύπους αρνητικής στάσης ανατροφής με υψηλότερα
επίπεδα δυσφορίας συνολικά σε φυλακισμένους νεαρούς άνδρες, ενώ οι Grant & Kim
(2002) συνέδεσαν τη «Στάση Παραμέλησης» με την Διαταραχή Παθολογικής Χαρτοπαιξίας.
Στο σημείο αυτό πρέπει και πάλι να τονιστεί η εγκατάλειψη από τον ίδιο τον Parker,
αλλά και από τους συγγραφείς που ακολούθησαν, της πρότασης για τον καθορισμό μίας πέ-
μπτης γονεϊκής στάσης ανατροφής που, καθοριζόμενη στατιστικά, θα αντιστοιχούσε σε ένα
«Μέσο Τύπο» («Average»). Στο συγκεκριμένο δείγμα φαίνεται το πώς αλλάζουν τα προς
σχολιασμό δεδομένα, με την εφαρμογή μίας, στατιστικής, πρότασης, του μοντέλου των «Τε-
ταρτημορίων». Σύμφωνα με την πρόταση αυτή η πολυπληθέστερη πληθυσμιακά ομάδα είναι
αυτή του «Μέσου Τύπου Γονεϊκής Ανατροφής» και τα περαιτέρω σχόλια διαφοροποιούνται.
Δυστυχώς στη βιβλιογραφία (όσο ήταν δυνατό να ανιχνευθεί) δεν υπάρχει ανάλογη πρόταση
για να γίνουν κάποιες συγκρίσεις. Η συγκεκριμένη πρόταση, αλλά και όποια άλλη προτείνει
τον ορισμό μίας γονεϊκής στάσης μέσου τύπου, είναι πιθανώς ιδιαίτερα χρήσιμη καθώς πλη-
σιάζει στη πραγματικότητα. Η καθημερινή ρεαλιστική εμπειρία συνήθως μας δείχνει ότι οι
διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις «θετικές» και τις «αρνητικές» γονεϊκές στάσεις είναι
δυσδιάκριτες και μάλλον θα μπορούσαν να απεικονιστούν καλύτερα ως διαχωριστικές ζώ-
νες. Με αυτή την έννοια η «ανατροφή παραμέλησης» και η «ιδανική στάση ανατροφής» δεν
μπορεί να απέχουν αριθμητικά μία μονάδα (στα πλαίσια ορισμού της μέσης τιμής ως σημείο
τομής των δύο αξόνων της Προστασίας και της Φροντίδας στο γράφημα των «Τετραγώ-
νων»).

162
Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που το μοντέλο των Τετραγώνων εγκαταλείφθηκε από
τη βιβλιογραφία και, όπως σημειώνουν οι Martin et al (2004), εξυπηρετεί μόνο συγκρίσεις
μεταξύ των γονεϊκών στάσεων και όχι της Φροντίδας και της Προστασίας ανεξάρτητα. Ήδη
αρκετά νωρίς, οι Warner & Atkinson (1988) πρότειναν μία εναλλακτική μέθοδο χρήσης του
συνδυασμού των μέσων τιμών για τις δύο υποκλίμακες, με την αφαίρεση από την τιμή της
Φροντίδας της τιμής της Προστασίας, διατυπώνοντας τη θεωρητική πρόταση ότι «είτε η χα-
μηλή Φροντίδα ή η υψηλή Προστασία είναι δυνητικοί παράγοντες κινδύνου». Οι Chambers
et al (2001) χρησιμοποίησαν το μοντέλο των «Τετραγώνων» σε μία προσπάθεια να απεικο-
νίσουν την συνδυαστική επίδραση των γονεϊκών στάσεων των δύο γονέων. Χρησιμοποίησαν
τη διάκριση σε «αρνητικές» και «θετικές» γονεϊκές στάσεις και ανάλογα κατέταξαν τα άτο-
μα του δείγματός τους (νεαρούς παραπτωματίες κρατούμενους) σε τέσσερεις κατηγορίες (οι
δύο γονείς «θετικοί», οι δύο γονείς «αρνητικοί», ο ένας γονέας «θετικός» ο άλλος «αρνητι-
κός»).
Η περιορισμένη χρησιμότητα των δύο μοντέλων καταδεικνύεται και από τα αποτε-
λέσματα των συσχετίσεων που διενεργήθηκαν στη παρούσα μελέτη. Η συσχέτιση των υποο-
μάδων του δείγματος (των μέσων τιμών) που προκύπτουν από την εφαρμογή των δύο μο-
ντέλων με τα τέσσερα δημογραφικά στοιχεία (φύλο, διάγνωση, ιστορικό ψυχικής νόσου και
σειρά γέννησης) δεν απέδωσε κανένα στατιστικά σημαντικό εύρημα.
Από την επόμενη σειρά συσχετίσεων προέκυψαν τα ευρήματα που περιγράφηκαν
αλλού. Μία αρχική παρατήρηση είναι ότι οι συσχετίσεις που προκύπτουν ανάμεσα στα συ-
μπτώματα των δύο κλιμάκων και στις (μέσες τιμές) υποομάδες του δείγματος με το προτει-
νόμενο στην παρούσα μοντέλο («Τεταρτημόρια») κυμαίνονται σε υψηλότερο επίπεδο στατι-
στικής σημαντικότητας. Συγκεκριμένα, το μοντέλο των «Τετραγώνων» αποδίδει τρεις συ-
σχετίσεις με p<0,05 (και δύο με p<0,1) και καμμία από αυτές με p<0,01. Αντίστοιχα το προ-
τεινόμενο στην παρούσα μοντέλο αποδίδει πέντε συσχετίσεις, δύο με p<0,05, μία με p<0,01
και δύο (για το ίδιο σύμπτωμα στις δύο κλίμακες) με p=0,001. Επίσης, με βάση το μοντέλο
αυτό, επαναλαμβάνεται το εύρημα της σχέσης μεταξύ «Άστοργου Ελέγχου» και Κατάθλι-
ψης.
Μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι και τα δύο μοντέλα δεν αποδίδουν συσχε-
τίσεις με κανένα από τα «σχιζοφρενικά» συμπτώματα της PANSS (υποκλίμακες Θετικών
και Αρνητικών συμπτωμάτων). Τα συμπτώματα που αποδίδουν συσχετίσεις ανήκουν στην
υποκλίμακα της Γενικής Ψυχοπαθολογίας της PANSS (Άγχος, Σωματική Ενασχόληση, Κα-
τάθλιψη, Ενεργητική Κοινωνική Αποφυγή, Ψυχική Τάση).
Στην BPRS στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις αποδίδουν το σύμπτωμα «Ψευδαι-
σθήσεις» για μία Μητέρα με στάση Παραμέλησης (LP-LC) και το σύμπτωμα «Συναισθημα-

163
τική Απόσυρση» για ένα Πατέρα με την ίδια στάση («Τετράγωνα»). Στο μοντέλο των «Τε-
ταρτημορίων» τα συμπτώματα της BPRS που αποδίδουν συσχετίσεις είναι η «Κατάθλιψη»,
και η «Σωματική Ενασχόληση».
Ενδιαφέρουσα παρατήρηση επίσης είναι ότι η γονεϊκή στάση που αντιστοιχεί στο
«Μέσο Τύπο Ανατροφής» («Τεταρτημόρια») ή η «Ιδανική Στάση Ανατροφής» (και για τα
δύο μοντέλα) δεν αποδίδουν καμμία συσχέτιση με κάποιο σύμπτωμα. Αντίθετα, η «Ανατρο-
φή Παραμέλησης» (LP-LC για τα «Τετράγωνα») διαφοροποιείται από όλες τις άλλες υποο-
μάδες σε όλες τις σημαντικές συσχετίσεις με τα συμπτώματα. Επιπλέον, η άλλη «αρνητική»
στάση ανατροφής, ο «Άστοργος Έλεγχος» (HP-LC για τα «Τεταρτημόρια») για τη Μητέρα
συσχετίζεται με το σύμπτωμα της «Κατάθλιψης» (μέση τιμή λήμματος) (και στις δύο κλίμα-
κες). Η στάση ανατροφής που χαρακτηρίζεται από χαμηλή τιμή Προστασίας και Φροντίδα
σε επίπεδο μέσου όρου (LP για τα «Τεταρτημόρια») για τη Μητέρα συσχετίστηκε με την
«Ενεργητική Κοινωνική Αποφυγή» (PANSS- G16) και όσο αφορά στον Πατέρα με τη «Σω-
ματική Ενασχόληση» (BPRS). Τέλος η στάση ανατροφής που χαρακτηρίζεται από υψηλή
Φροντίδα και Προστασία σε επίπεδο μέσου όρου («Τεταρτημόρια») για τον Πατέρα συσχε-
τίστηκε με τη «Ψυχική Τάση» (PANSS- Γενική Ψυχοπαθολογία).
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα ευρήματα αυτά παραπέμπουν σε αντίστοιχα της βι-
βλιογραφίας, κυρίως όσον αφορά στις «αρνητικές» στάσεις ανατροφής και τη σχέση τους με
την εμφάνιση ψυχοπαθολογίας. Εντυπωσιακό είναι το εύρημα της σχέσης του «Άστοργου
Ελέγχου» με τη «Κατάθλιψη», το οποίο παραπέμπει στη μεγάλη συζήτηση περί της ειδικό-
τητας (ή μη) αυτής της στάσης με την εμφάνιση του κλινικού συνδρόμου της κατάθλιψης
(δείτε παραπάνω).

1.3.2.5 Οι συσχετίσεις των συμπτωμάτων με τις κλίμακες του PBI


Οι ορισμοί των στάσεων που περιγράφουν οι κλίμακες του PBI έχουν δοθεί αλλού
(Κεφάλαια Ι.3.3.1, I.3.3.2 και Ι.3.3.3.3 ειδικό μέρος). Παρακάτω θα γίνει σχολιασμός των
συσχετίσεων των συμπτωμάτων που συσχετίζεται κάθε κλίμακα και εμφανίζουν επίπεδο
στατιστικής σημαντικότητας μικρότερο του 1% (p<0,01). Η επιλογή της επικέντρωσης αυ-
τής έγινε με στόχο τη διευκόλυνση της συζήτησης των ευρημάτων.

- 1- ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Η Προστασία του PBI αποδίδει έξη συσχετίσεις. Θετικές είναι οι εξής τέσσερεις: με
τα συμπτώματα της PANSS «Κινητική Επιβράδυνση» (G7), «Διαταραχή της Βούλησης»
(G13), και με τα συμπτώματα «Καταθλιπτική Διάθεση» (9) και «Καχυποψία» (11) της
BPRS. Μία Μητέρα που χαρακτηρίζεται από υψηλή τιμή Προστασίας συμπίπτει με υψηλές

164
τιμές στα συμπτώματα αυτά (όλες οι θετικές συσχετίσεις αφορούν στη Μητέρα). Αρνητικές
είναι οι συσχετίσεις με τα συμπτώματα «Διαταραχή Προσοχής» (G11) (Πατέρας) και «Ε-
νεργητική Κοινωνική Αποφυγή» (G16) (Μητέρα).
Η Προστασία δεν αποδίδει συσχετίσεις με κανένα σύμπτωμα της Κλίμακας Θετικής
Συμπτωματολογίας. Με τα συμπτώματα της Αρνητικής Συμπτωματολογίας αποδίδει λιγότε-
ρο σημαντικές συσχετίσεις (p>0,01). Οι σημαντικότερες συσχετίσεις της Προστασίας είναι
με συμπτώματα της Γενικής Ψυχοπαθολογίας. Με τη «Καταθλιπτική διάθεση» της BPRS (9)
και με τη «Ενεργητική Κοινωνική Αποφυγή» της PANSS (G16) της Γενικής Ψυχοπαθολογί-
ας το p είναι και στις δύο ίσο με 0,000. Μία πιθανή ερμηνεία θα μπορούσε να αφορά τη δι-
απίστωση του Kendler (1996) ότι η Προστασία (όπως αποδίδεται από το PBI) αφορά περισ-
σότερο σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, τόσο του γονέα όσο και του παιδιού, και επομένως
συσχετίζεται στενότερα με συμπτώματα που δεν αφορούν «πυρηνικές διεργασίες» της νό-
σου, τα συμπτώματα συμπεριφορικής και γενικής φύσης.

- 2 - ΦΡΟΝΤΙΔΑ
Η Φροντίδα δίνει τέσσερεις συσχετίσεις. Δύο είναι θετικές: το «Παράξενο Περιεχό-
μενο Σκέψης» (15) (BPRS) και οι «Ιδέες Μεγαλείου» (P5) (PANSS). Οι συσχετίσεις αυτές
αφορούν στον Πατέρα. Αρνητικές είναι οι συσχετίσεις με τη «Καταθλιπτική Διάθεση» (9)
(BPRS) και την «Διαταραχή της Βούλησης» (G13). Οι συσχετίσεις αυτές αφορούν στη Μη-
τέρα. Ένα εύρημα των Khalil & Stark (1992), όπου υψηλή τιμή της γονεϊκής στάσης που
αντιστοιχεί στη Φροντίδα, σχετίζεται με τη σοβαρότητα της διαταραχής, φαίνεται να συμ-
φωνεί με τα παραπάνω. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ
της μητρικής Θαλπωρής (Warmth), όπως ορίζεται ως υποκλίμακα του EMBU, και της ηλι-
κίας της πρώτης νοσηλείας του ασθενούς. Όσοι ασθενείς κατέταξαν τη μητέρα τους υψηλό-
τερα σε αυτή την υποκλίμακα νοσηλεύτηκαν (για πρώτη φορά) σε μικρότερη ηλικία. Διαπι-
στώνεται, δηλαδή, θετική συσχέτιση αυτής της γονεϊκής διάστασης με έξαρση της ψυχοπα-
θολογίας (πιθανόν θετικής) που οδηγεί σε νοσηλεία νωρίτερα.
Η Φροντίδα αποδίδει συσχετίσεις με τις «Ιδέες Μεγαλείου» (P5) της Θετικής Συ-
μπτωματολογίας, με κανένα σύμπτωμα της Αρνητικής Συμπτωματολογίας και τη «Διαταρα-
χή της Βούλησης» (G13) της Γενικής Ψυχοπαθολογίας. Η Φροντίδα του PBI, σύμφωνα και
πάλι με τον Kendler (1996), αφορά, σε μεγαλύτερο βαθμό, σε γενετικά καθοριζόμενες διερ-
γασίες τόσο στο γονέα όσο και στο παιδί. Θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς τη πιθανότητα
οι γενετικά καθοριζόμενες διεργασίες που αφορούν στην πρόκληση εμφάνισης συμπεριφο-
ράς ανατροφής του γονέα από το παιδί, και της εκδήλωσης ψύχωσης να μη σχετίζονται στε-
νά.

165
- 3 - ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η εφαρμογή του μοντέλου δομής των 3 παραγόντων για το PBI, με τη διάσπαση της
Προστασίας σε δύο νέες υποκλίμακες, εμπλουτίζει σημαντικά τις συσχετίσεις τόσο σε αριθ-
μό όσο, κυρίως, δίνει τη δυνατότητα να υποδειχθεί καλύτερα η υποκείμενη πιθανή σχέση με
το σύμπτωμα. Επιβεβαιώνεται επομένως ότι είχε υποστηριχθεί από τη βιβλιογραφία (δείτε
Κεφάλαιο Ι.3.3.2 ειδικό μέρος) για τη χρήση των 3 παραγόντων.
Η Περιοριστικότητα αποδίδει οκτώ συσχετίσεις, τις περισσότερες αριθμητικά. Προ-
κύπτουν συσχετίσεις οι οποίες δεν υπήρχαν με τη Προστασία [με τις «Ιδέες Μεγαλείου»
(P5) (p=0,008) και με το «Αίσθημα Τάσης» (6) (p=0,009)]. Υπάρχουν και συμπτώματα ό-
που δίνει σημαντικότερες συσχετίσεις από την Προστασία [«Άγχος» (G2)· «Συναισθηματική
Απόσυρση» (3)]. Η Περιοριστικότητα αποδίδει από τέσσερεις θετικές και αρνητικές συσχε-
τίσεις. Θετικές είναι με το «Αίσθημα Τάσης» (6) (p=0,009) και την «Καταθλιπτική Διάθε-
ση» (9) (p=0,000) της BPRS, και με την «Κατάθλιψη» (G6) (p=0,006) και την «Κινητική
Επιβράδυνση» (G7) (p=0,008) της PANSS. Αυτές οι συσχετίσεις αφορούν στη Μητέρα. Οι
αρνητικές συσχετίσεις είναι με τη «Συναισθηματική Απόσυρση» (3) (p=0,007) της BPRS
και τις «Ιδέες Μεγαλείου» (Ρ5) (p=0,008), το «Άγχος» (G2) (p=0,008/p=0,005-
σχιζοφρενικοί) και τη «Διαταραχή Προσοχής» (G11) (p=0,005/p=0,008-σχιζοφρενικοί) της
PANSS. Αυτές οι συσχετίσεις αφορούν στον Πατέρα.
Από τα ευρήματα η Περιοριστικότητα αναδεικνύεται σε μείζονα διάσταση-στάση
ανατροφής με ποικίλες (στατιστικές) συσχετίσεις με τη ψυχοπαθολογία. Εξαιρετικά ενδια-
φέρουσα είναι η παρατήρηση ότι το πρόσημο των συσχετίσεων αφορά διαφορετικό γονέα.
Είναι ενδιαφέρον εύρημα καθώς η συγκεκριμένη στάση αφορά περισσότερο σε συμπεριφο-
ρικού τύπου περιορισμό ή, στον αντίποδα, ελευθερία ενέργειας.

- 4 - ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η Παρεμβατικότητα αποδίδει τέσσερεις συσχετίσεις. Η υποκλίμακα αποδίδει τρεις
συσχετίσεις μόνο με τα συμπτώματα της Γενικής Ψυχοπαθολογίας και μία θετική με τη
«Καταθλιπτική Διάθεση» (9) της BPRS (p=0,006). Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση ότι η
«Καταθλιπτική Διάθεση» (G6) της PANSS δε συσχετίζεται με την Παρεμβατικότητα ούτε
ως τάση, ενισχύοντας την εντύπωση της (εν τέλει) διαφορετικότητας των δύο κλιμάκων. Αυ-
τό σχολιάζεται σε σχέση με την άποψη που διατυπώνει και ο ίδιος ο Kay (1991) ότι η
PANSS εμπεριέχει τη BPRS. Από τα ευρήματα της παρούσας φαίνεται ότι οι δύο κλίμακες
της συμπτωματολογίας αποδίδουν διαφορετικά τόσο απέναντι στις υποκλίμακες του PBI
όσο και απέναντι στα δύο δείγματα, όπως αυτό διαπιστώνεται και αλλού (Bell et al, 1992).
Η «Κινητική Επιβράδυνση» (G7) (p=0,002) και η «Διαταραχή της Βούλησης» (G13)

166
(p=0,001) συσχετίζονται θετικά, ενώ η «Ενεργητική Κοινωνική Αποφυγή» (G16) (p=0,000)
συσχετίζεται αρνητικά με την Παρεμβατικότητα. Οι τέσσερεις συσχετίσεις της Παρεμβατι-
κότητας αφορούν όλες τη Μητέρα.

1.4 Ο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ. ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ-


ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ.
Κατά τη διαδικασία ερμηνείας των ευρημάτων, επιχειρήθηκε η διερεύνηση των ευ-
ρημάτων με εστίαση στα σχιζοφρενικά άτομα του συνολικού δείγματος. Όντως τα άτομα με
σχιζοφρένεια, αποδίδουν διαφορετικές συσχετίσεις με κάποια συμπτώματα των δύο κλιμά-
κων και αυτό πιθανόν ξεπερνά τους στατιστικούς λόγους.
Συγκεκριμένα, οι περισσότερες διαφορές εμφανίζονται στα συμπτώματα της BPRS.
Τρία συμπτώματα εμφανίζουν συσχετίσεις μόνο στο δείγμα των σχιζοφρενικών ατόμων και
όχι στο σύνολο του δείγματος [«Συναισθηματική Απόσυρση» (3), «Αίσθημα Τάσης» (6),
«Παράξενο Περιεχόμενο Σκέψης» (15)]. Δύο συμπτώματα εμφανίζουν συσχετίσεις μόνο στο
σύνολο του δείγματος [«Καταθλιπτική διάθεση» (9), «Καχυποψία» (11)]. Το εύρημα μπορεί
να υποδεικνύει τη μη ειδικότητα της κλίμακας για τους σχιζοφρενικούς ασθενείς.
Στην Κλίμακα των Αρνητικών συμπτωμάτων καμμία συσχέτιση δεν υπάρχει στο πα-
ραπάνω επίπεδο σημαντικότητας. Στη Κλίμακα των Θετικών συμπτωμάτων οι «Ιδέες Μεγα-
λείου» (Ρ5) εμφανίζουν συσχέτιση μόνο για το σύνολο του δείγματος. Για το δείγμα των
σχιζοφρενικών καμμία συσχέτιση δεν προκύπτει. Τέλος, στη Κλίμακα της Γενικής Ψυχοπα-
θολογίας η «Κατάθλιψη» (G6), η «Κινητική Επιβράδυνση» (G7) και η «Διαταραχή της
Βούλησης» (G11) εμφανίζουν συσχετίσεις μόνο για το σύνολο του δείγματος. Κανένα σύ-
μπτωμα της Κλίμακας δεν εμφανίζει συσχετίσεις μόνο για τα σχιζοφρενικά άτομα.
Η διαφοροποίηση μεταξύ των σχιζοφρενικών ατόμων και του συνόλου του δείγματος
στις συσχετίσεις του συμπτώματος της «Κατάθλιψης» (G6) είναι ενδιαφέρουσα. Για τα σχι-
ζοφρενικά άτομα το σύμπτωμα συσχετίζεται (αρνητικά και σε χαμηλότερο επίπεδο σημαντι-
κότητας, p=0,016) μόνο με τη Φροντίδα της Μητέρας, και καθόλου με την Προστασία ή
παράγωγη υποκλίμακα. Η παρατήρηση αυτή παραπέμπει στο ζήτημα του καταθλιπτικού συ-
ναισθήματος στη σχιζοφρένεια, καθώς και στις διαταραχές του συναισθήματος γενικότερα
στα πλαίσια αυτής της διαταραχής.
Στο Κεφάλαιο Ι.1.3.4 (γενικό μέρος) αναφέρθηκαν μελέτες με στόχο τη διερεύνηση
της σχέσης των συμπτωμάτων της ψύχωσης και οικογενών/γενετικών ή περιβαλλοντικών
παραγόντων σε δείγματα σχιζοφρενικών και ψυχωτικών ασθενών με στενή σχέση συγγένει-
ας (πχ, διδύμων). Στις μελέτες αυτές επαναλαμβάνεται το εύρημα της μειωμένης σύμπτωσης
στην εμφάνιση συμπτωμάτων συναισθηματικού τύπου μεταξύ των ασθενών αδερφών ή δι-

167
δύμων (και μονοζυγωτικών) και ιδιαίτερα της κατάθλιψης (Burke et al, 1996· Cardno et al,
2001). Οι συγγραφείς σχολιάζουν ότι το εύρημα αυτό υποδεικνύει χαμηλή σχέση του συ-
μπτώματος με γενετικές επιδράσεις. Άλλες μελέτες (Kendler, Karkowski-Shuman et al,
1997· Loftus et al, 1998) δεν επαναλαμβάνουν το εύρημα και η ερμηνεία, εκτός των άλλων,
επιστρατεύει το μικρό δείγμα ή την ύπαρξη και σχιζοσυναισθηματικών ασθενών στο δείγμα.
Τα δύο τελευταία σημεία προσιδιάζουν και στην παρούσα μελέτη. Η εξαφάνιση της συσχέ-
τισης για την Κατάθλιψη με μία γονεϊκή στάση περισσότερο περιβαλλοντική (Προστασία
και παράγωγες, Kendler, 1996) στο δείγμα των σχιζοφρενικών είναι ενδεικτική των παραπά-
νω ευρημάτων. Είναι σαφώς ένα ζήτημα που χρήζει περαιτέρω ενδελεχή έρευνα.
Το επόμενο αξιόλογο εύρημα είναι η απουσία συσχέτισης του συμπτώματος της
«Ψευδαισθητικής Συμπεριφοράς» (Ρ3) για τα σχιζοφρενικά άτομα. Ανάλογο εύρημα εμφα-
νίζεται και στη Kendler, Karkowski-Shuman et al, (1997) σε δείγμα σχιζοφρενικών αδερ-
φών. Η εμφάνιση του συμπτώματος των ψευδαισθήσεων δε συσχετίζεται μεταξύ των αδερ-
φών και οι συγγραφείς υποδεικνύουν ανάλογο εύρημα σε παρόμοια μελέτη των DeLisi et al,
το 1987, αλλά και παλαιότερες. Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να ενταχθούν στην ευρύτε-
ρη σχέση του συμπτώματος στην ψύχωση και τη σχιζοφρένεια. Για παράδειγμα, ο Bentall
(2006) αναφέρει μελέτες που συνδέουν το σύμπτωμα με εμπειρίες σεξουαλικής κακοποίη-
σης.

1.5 ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ


Ο κατ’ εξοχήν στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η αναζήτηση της σχέσης μεταξύ
των στάσεων των γονέων κατά την ανατροφή των παιδιών τους και της ψυχοπαθολογίας,
κατ’ επέκταση των συμπτωμάτων, στα πλαίσια κάποιας ψυχοπαθολογικής οντότητας.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα. Σύμφωνα με
τους Enns, Cox & Clara (2002), η συνολική επίδραση (overall impact) των στάσεων ανα-
τροφής, σύμφωνα με το PBI στο δικό τους δείγμα, ήταν μικρή (modest), επηρεάζοντας και
αιτιολογώντας ένα εύρος από 1 έως 5% της μεταβλητότητας (variance) στην εμφάνιση ψυχι-
κών διαταραχών στους ενήλικες. Επιπλέον, δεν προέκυψαν στοιχεία για μία συγκεκριμένου
τύπου συσχέτιση μεταξύ των τιμών του PBI και των ψυχικών διαταραχών. Η συγκεκριμένη
επιδημιολογική μελέτη (National Comorbidity Survey) σε μεγάλο δείγμα 5877 ατόμων, στις
ΗΠΑ, διερεύνησε την σχέση μεταξύ των εμπειριών ανατροφής (με τη χρήση μίας σύντομης
εκδοχής του PBI με 8 λήμματα) και της εμφάνισης 13 ψυχικών διαταραχών (πλην της διπο-
λικής, της σχιζοφρένειας και της ενδογενούς κατάθλιψης, oι συγγραφείς επέλεξαν να μη διε-
ρευνήσουν τις παραπάνω τρεις διαταραχές λόγω της μεγαλύτερης «βιολογικής» τους φύ-
σης). Επομένως και οι συσχετίσεις που διενεργήθηκαν μεταξύ των συμπτωμάτων και των

168
υποκλιμάκων του PBI, θα ήταν περισσότερο ασφαλές να θεωρηθούν υπό ένα παρόμοιο πρί-
σμα. Η ανατροφή από τους γονείς συμβάλλει σε διάφορες διεργασίες της ανθρώπινης νοητι-
κής λειτουργίας, αλλά φαίνεται ότι η επίδρασή της δεν είναι ούτε τόσο εκτεταμένη ούτε τό-
σο καθοριστική όσο παλαιότερα θεωρούνταν.

1.5.1 ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ


Το πρώτο ενδιαφέρον εύρημα αποτελούν τα συμπτώματα που δεν σχετίζονται με
καμμία από τις υποκλίμακες του PBI σε κανένα επίπεδο σημαντικότητας.
Για την BPRS αυτά είναι το «Άγχος» (2), η «Ψευδαισθησιογόνος Συμπεριφορά»
(12), το «Αμβλύ Συναίσθημα» (16).
Για τη Θετική Συμπτωματολογία της PANSS είναι η «Εννοιολογική Αποδιοργάνω-
ση» (P2) και η «Εχθρότητα» (P7).
Για την Αρνητική Συμπτωματολογία της PANSS τα συμπτώματα που δε συσχετίζο-
νται με καμμία κλίμακα του PBI είναι η «Συναισθηματική Πτώχεια» (N3) και η «Στερεότυ-
πη Σκέψη» (N7). Ενδιαφέρον είναι το εύρημα ότι ένα σύμπτωμα όπως η «Συναισθηματική
Πτώχεια (στη σχέση με τον εξεταστή)» που αφορά στο «σχετίζεσθαι» του ασθενούς με ένα
μη οικείο πρόσωπο, με την έννοια της διαπροσωπικής συναισθηματικής προσέγγισης και
κατανόησης, και των λοιπών σημείων (όπως αυτά ορίζονται στο εγχειρίδιο της PANSS), δεν
συσχετίζεται (στατιστικά) με κάποια στάση ανατροφής (κατ’ εξοχή μίας διαδικασίας «σχέ-
σης»-«δεσμού»). Ίσως η ουσιώδης διαφορά είναι στο σημείο της οικειότητας, που υφίσταται
με τις μορφές ανατροφής και όχι με τον εξεταστή. Το εύρημα επίσης παραπέμπει στη συζή-
τηση της σχιζοφρένειας ως μίας διαταραχής του «κοινωνικού εγκεφάλου» (social brain
hypothesis) (Burns, 2006).
Για τη Γενική Συμπτωματολογία δεν αποδίδουν συσχέτιση τα συμπτώματα «Έλλει-
ψη Συνεργασίας» (G8), «Διαταραχή Προσανατολισμού» (G10), «Έλλειψη Κρίσης και Εναι-
σθησίας» (G12) και η «Ενασχόληση» (G15). Εκείνο το εύρημα που προκαλεί ιδιαίτερο ενδι-
αφέρον είναι η μη συσχέτιση της «Εναισθησίας», ενός σημαντικού συμπτώματος που ορίζει
την ψύχωση, με καμμία γονεϊκή στάση. Σαφώς η περαιτέρω διερεύνηση θα ήταν ενδιαφέ-
ρουσα.
Από τα υπόλοιπα συμπτώματα των κλιμάκων, τα περισσότερα δίνουν συσχετίσεις
που βρίσκονται σε επίπεδα χαμηλής στατιστικής σημαντικότητας. Συγκεκριμένα, τα τέσσε-
ρα από τα συμπτώματα της Θετικής Συμπτωματολογίας, τα πέντε από τα συμπτώματα της
Αρνητικής Συμπτωματολογίας, και έξη συμπτώματα της Γενικής Ψυχοπαθολογίας της
PANSS. Η BPRS εμφανίζει οκτώ τέτοια συμπτώματα.

169
Για τις παραπάνω συσχετίσεις αλλά και την απουσία συσχετίσεων με τα παραπάνω
συμπτώματα δε μπορούν να γίνουν καίρια σχόλια. Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι «πυ-
ρηνικά συμπτώματα» για τις ψυχώσεις αλλά και για τη σχιζοφρένεια ειδικότερα, όπως οι
παραληρητικές ιδέες, οι αρνητικού τύπου διαταραχές του συναισθήματος (αμβλύτητα, πτω-
χεία στη συναισθηματική σχέση) ή η έλλειψη εναισθησίας δεν εμφανίζουν κάποια σημαντι-
κή ή ισχυρή συσχέτιση με κάποια γονεϊκή στάση ανατροφής.
Κάποια στοιχεία ίσως μπορούν να παρέχουν και πάλι οι μελέτες των αδερφών με
σχιζοφρένεια και άλλες ψυχώσεις. Στη παρούσα μελέτη εμφανίζουν συσχετίσεις περισσότε-
ρο τα θετικά παρά τα αρνητικά συμπτώματα (της PANSS). Οι Cardno et al (2001) δεν μπό-
ρεσαν να διαπιστώσουν μία οικογενή συσσώρευση για τα θετικά (και τα καταθλιπτικά συ-
μπτώματα), που συντείνει σε γενετική επίδραση, στους σχιζοφρενείς διδύμους του δείγμα-
τος, ενώ κάτι τέτοιο διαπιστώθηκε για τις υπόλοιπες διαστάσεις. Το εύρημα (για τα θετικά
συμπτώματα) επαναλαμβάνεται και στη Loftus et al (1998), όχι όμως και στην Burke et al
(1996). Τα ευρήματα των Kendler, Karkowski-Shuman et al, (1997) έχουν σχολιαστεί παρα-
πάνω. Μία πιθανή ερμηνεία για το παραπάνω εύρημα της παρούσας μελέτης θα αφορούσε
τη διαφορετική γενετική διείσδυση μεταξύ των θετικών και αρνητικών συμπτωμάτων.

1.5.2 ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ


Παρακάτω θα παρατεθούν και θα σχολιαστούν τα συμπτώματα των δύο κλιμάκων σε
συνάρτηση με τη σχέση που εμφανίζουν στατιστικά με τις υποκλίμακες του PBI για κάθε
γονέα (πάντα στο παραπάνω αναφερόμενο επίπεδο σημαντικότητας).

1.5.2.1 Οι συσχετίσεις για τη μητέρα


Τα συμπτώματα που εμφανίζουν συσχέτιση με γονεϊκές στάσεις μόνο της Μητέρας
(κατά το PBI) είναι τα παρακάτω.

- 1- PANSS
Για την κλίμακα της PANSS ισχυρά σημαντικές συσχετίσεις με τις στάσεις ανατρο-
φής της Μητέρας (μόνο) εμφανίζουν τα παρακάτω συμπτώματα.
Ίσως ένα από τα ευρήματα της παρούσας με μεγάλο ενδιαφέρον αποτελεί η επόμενη
συσχέτιση. Η «Καταθλιπτική Διάθεση» (G6) εμφανίζει στο σύνολο του δείγματος θετική
συσχέτιση (r=0,386 p=0,006*) με τη Περιοριστικότητα. Το εύρημα υποδεικνύει τη συγκε-
κριμένη μητρική στάση ανατροφής ως τη σημαντική συνιστώσα της Προστασίας για την
Κατάθλιψη.

170
Για την κλίμακα της BPRS το αντίστοιχο σύμπτωμα της «Καταθλιπτικής Διάθεσης»
εμφανίζει διαφορετική στατιστική συσχέτιση. Για το σύνολο του δείγματος, το σύμπτωμα
εμφανίζει αρνητική συσχέτιση (r=-0,398 p=0,006*) με τη Φροντίδα, και αντίστοιχα θετική
με τη Προστασία (r=0,564 p=0,000*), την Περιοριστικότητα (r=0,548 p=0,000*) και την
Παρεμβατικότητα (r=0,392 p=0,006*). Το εύρημα συμπίπτει με τις βιβλιογραφικές αναφο-
ρές για την επίδραση του «Άστοργου Ελέγχου» (Parker, 1983b· 1983a· Patton et al, 2001·
Sato et al, 1998) στην εμφάνιση καταθλιπτικής συμπτωματολογίας. Στο δείγμα των σχιζο-
φρενικών ατόμων τα ευρήματα διαφέρουν και πάλι. Το σύμπτωμα εμφανίζει συσχετίσεις σε
επίπεδο σημαντικότητας μεγαλύτερο του 1%. Για τα άτομα του δείγματος των σχιζοφρενι-
κών διαπιστώνονται διαφορετικού τύπου ευρήματα με δυνατότητα ποικιλίας δυνητικών ερ-
μηνειών.
Το δεύτερο σύμπτωμα της PANSS είναι η «Κινητική Επιβράδυνση» (G7). Το σύ-
μπτωμα εμφανίζει τη ευρύτερη ποικιλία συσχετίσεων που παρατηρήθηκε στη παρούσα με-
λέτη. Συσχετίστηκε με όλες τις υποκλίμακες του PBI, και με τους δύο γονείς, και στα δύο
δείγματα. Συσχετίσεις στο παραπάνω επίπεδο σημαντικότητας, όμως, εμφανίζει μόνο για τη
Μητέρα. Το σύμπτωμα εμφάνισε τις σημαντικότερες συσχετίσεις με την υποκλίμακα της
Προστασίας για τη Μητέρα στο σύνολο του δείγματος (r=0,628 p=0,001*) όπως και για τις
παράγωγες Κλίμακες [Παρεμβατικότητα θετική συσχέτιση (r=0,596 p=0,002*)· Περιοριστι-
κότητα θετική συσχέτιση (r=0,527 p=0,008*)]. Οι αντίστοιχες συσχετίσεις για τα σχιζοφρε-
νικά άτομα είναι χαμηλότερης σημαντικότητας. Να γίνει η υπενθύμιση ότι όλα τα άτομα κα-
τά τη στιγμή της εκτίμησης της ψυχοπαθολογίας τους ήταν υπό φαρμακευτική αγωγή με την
πιθανότητα αυτή να επηρεάζει τη συνολική κινητικότητα του ασθενούς. Το σύμπτωμα επί-
σης αφορά δυνητικά το κατατονικό σύνδρομο.
Το επόμενο σύμπτωμα της PANSS είναι η «Διαταραχή της Βούλησης» (G13). Το
σύμπτωμα εμφανίζει σημαντική θετική συσχέτιση (r=0,588 p=0,001*) με την Προστασία για
το σύνολο του δείγματος. Επίσης, εμφανίζει αρνητική συσχέτιση (r=-0,485 p=0,006*) με τη
Φροντίδα για το σύνολο του δείγματος. Η υποκλίμακα της Παρεμβατικότητας συσχετίζεται
θετικά με το σύμπτωμα για το σύνολο του δείγματος (r=0,581 p=0,001*). Οι αντίστοιχες
συσχετίσεις για τα σχιζοφρενικά άτομα είναι χαμηλότερης σημαντικότητας. Η διαταραχή
της βούλησης είναι σημαντικό σύμπτωμα της ψύχωσης και της σχιζοφρένειας ειδικότερα. Η
θετική συσχέτιση της με γονεϊκή στάση που αυξανόμενη αποτελεί έλεγχο, περιορισμό και
παρέμβαση είναι κατανοητή εννοιολογικά. Όπως επίσης κατανοητή είναι και η αρνητική
συσχέτιση με γονεϊκή στάση που αφορά σε αποδοχή και συναισθηματική κατανόηση. Είναι
όμως επίσης σαφές ότι το εύρημα αυτό επιζητά επανάληψη, επιβεβαίωση και τεκμηρίωση
της όποιας ερμηνείας.

171
Το τελευταίο σύμπτωμα της Γενικής Ψυχοπαθολογίας της PANSS που εμφανίζει
σημαντικές συσχετίσεις για τη Μητέρα είναι η «Ενεργητική Κοινωνική Αποφυγή» (G16).
Το σύμπτωμα εμφανίζει συσχετίσεις μόνο με την Προστασία και την Παρεμβατικότητα και
στα δύο δείγματα. Η συσχέτιση του συμπτώματος με την Προστασία για το σύνολο του
δείγματος έχει r=-0,584 και p=0,000*, για τα σχιζοφρενικά άτομα αντίστοιχα r=-0,511
p=0,003*. H Παρεμβατικότητα είναι η υποκλίμακα που έχει ανάλογες συσχετίσεις για τη
Μητέρα: για το σύνολο του δείγματος r=-0,562 p=0,000* και για τα σχιζοφρενικά άτομα r=-
0,477 p=0,006*. Το σύμπτωμα, όπως ορίζεται από το εγχειρίδιο της PANSS, είναι η συμπε-
ριφορική συνέπεια σκεπτικού τύπου διεργασιών (πχ, διωκτικού τύπου παραληρητικών ι-
δεών). Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι είναι η Παρεμβατικότητά της Μητέρας που
εμπλέκεται σημαντικά στη συσχέτιση. Παρατηρείται δηλαδή μία ψυχολογικού τύπου γονεϊ-
κή στάση να συσχετίζεται με ένα συμπεριφορικού τύπου σύμπτωμα. Το εύρημα απαιτεί πε-
ραιτέρω διερεύνηση.

- 2- BPRS
Δύο επιπλέον συμπτώματα της BPRS, πλην της «Κατάθλιψης», εμφανίζουν σημα-
ντική συσχέτιση μόνο με γονεϊκές στάσεις της Μητέρας.
Το «Αίσθημα Τάσης» (6) για το δείγμα των σχιζοφρενικών ατόμων αποδίδει αρνητι-
κή συσχέτιση (r=-0,503 p=0,009*) με την Περιοριστικότητα. Για τα άτομα του δείγματος με
σχιζοφρένεια όσο περισσότερο Περιοριστική εκλαμβάνεται η Μητέρα τόσο λιγότερη ψυχική
τάση εμφανίζουν. Η συσχέτιση του συμπτώματος της BPRS για το δείγμα των σχιζοφρενι-
κών είναι μοναδική και προκαλεί ενδιαφέρον και με το πρόσημό της, την αντίστροφη σχέση
των σχετιζομένων μεταβλητών.
Η «Καχυποψία» (11) της BPRS αποδίδει θετική συσχέτιση με την Προστασία στο
σύνολο του δείγματος (r=0,367 p=0,008). Είναι ενδιαφέρον ότι, για το σύμπτωμα αυτό, δεν
αποδίδει σημαντική συσχέτιση καμμία από τις δύο παράγωγες Κλίμακες της Προστασίας.
Μία αδρή παρατήρηση θα μπορούσε να είναι ότι τα παραπάνω συμπτώματα (εκτός της «Κα-
χυποψίας») σχετίζονται με τη συναισθηματική διάσταση της ψύχωσης.

1.5.2.2 Οι συσχετίσεις για τον πατέρα


Υπάρχουν μελέτες με δείγματα σχιζοφρενικών ατόμων στις οποίες ο Πατέρας υπο-
δεικνύεται ως σημαντικότερη μορφή (δια των απαντήσεων στο PBI), όπως στην Parker et al
(1988) (Πατρικός «Άστοργος Έλεγχος»), στη Warner & Atkinson (1988) (απαντήσεις για
τον Πατέρα με μεγαλύτερο βάρος διάκρισης), στην Onstad et al (1993) με το δείγμα των δι-
δύμων (Πατρική Προστασία) (δείτε παραπάνω). Επιπλέον οι Alnæs & Torgersen (1990)

172
(δείτε παραπάνω), σε μη ψυχωτικό δείγμα, τονίζουν, με αφορμή τη διαπιστωθείσα μειωμένη
Πατρική Φροντίδα, τη σημασία του Πατέρα στην κοινωνικοποίηση και την ανεξαρτησία του
παιδιού.

- 1 - PANSS
Η κλίμακα Θετικής Συμπτωματολογίας της PANSS αποδίδει την εξής συσχέτιση. Οι
«Ιδέες Μεγαλείου» (Ρ5) εμφανίζουν σημαντική θετική συσχέτιση (r=0,508 p=0,008*) με τη
Φροντίδα, αρνητική συσχέτιση με τη Περιοριστικότητα (r=-0,496 p=0,008*) για το σύνολο
του δείγματος. Για το δείγμα των σχιζοφρενικών ατόμων οι ίδιες συσχετίσεις έχουν χαμηλό-
τερη σημαντικότητα. Είναι εννοιολογικά πρόσφορο το σχόλιο της σχέσης ανάμεσα σε μία
στάση, από τη πλευρά του Πατέρα, με υψηλή φροντίδα και αποδοχή όπως και με ελαττωμέ-
νο συμπεριφορικό περιορισμό και υψηλές τιμές στο σύμπτωμα των ιδεών μεγαλείου. Από τα
θετικά συμπτώματα μόνο οι «Ιδέες Μεγαλείου» αποδίδουν ισχυρές και στατιστικά σημαντι-
κές συσχετίσεις με πατρικές γονεϊκές στάσεις. Ενδιαφέρον είναι το εύρημα ότι τα συμπτώ-
ματα που αφορούν σε διαταραχές του περιεχομένου της σκέψης (παραληρητικές ιδέες, ιδέες
μεγαλείου και ιδέες δίωξης) παρουσιάζουν μεγάλες (στατιστικές) διαφορές στις συσχετίσεις
τους. Ανάλογο εύρημα παρουσιάζουν και οι Cardno et al (2001). Στη μελέτη αυτή, με δείγ-
μα του Maudsley Twin Register, οι ιδέες μεγαλείου, οι ιδέες δίωξης αλλά και οι άλλες παρα-
ληρητικές ιδέες συναθροίζονται σε τρεις διαφορετικούς παράγοντες. Οι ιδέες μεγαλείου συ-
ναθροίζονται σε ένα παράγοντα που εμφανίζει την ισχυρότερη πιθανότητα να έχει γενετική
συνεισφορά. Δεν ισχύει το ίδιο και με τις άλλες ιδέες οι οποίες συναθροίζονται σε παράγο-
ντα θετικών συμπτωμάτων που, στο παραπάνω δείγμα, δεν αποδίδει ενδείξεις σημαντικής
γενετικής συνεισφοράς. Η συσχέτιση με τη Φροντίδα (μία γενετικά επηρεαζόμενη στάση
ανατροφής) που αποδίδουν οι «Ιδέες Μεγαλείου» λαμβάνει επομένως άλλη βαρύτητα.
Οι Onstad et al (1991) στη δική τους μελέτη με διδύμους διατυπώνουν τη πρόταση
της μεγαλύτερης διείσδυσης των γενετικών παραγόντων στη μη παρανοϊκή σχιζοφρένεια (σε
σχέση με την παρανοϊκή). Οι ιδέες δίωξης είναι ένα κεντρικό σύμπτωμα της δεύτερης.
Η παρατήρηση της αρνητικής συσχέτισης με τις «Ιδέες Μεγαλείου» θα μπορούσε να
υποδεικνύει μία «προστατευτική» επίδραση της Περιοριστικότητας από τη πλευρά του Πα-
τέρα. Κατά αναλογία, πιθανόν, με το εύρημα που αναφέρουν οι Enns et al (2002) για τις δια-
ταραχές που σχετίζονται με χρήση ουσιών και την αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότη-
τας. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η παραπάνω επίδραση αφορά στα άρρενα άτομα του
δείγματός τους. Το στοιχείο αυτό αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον στο παρόν δείγμα όπου οι
άρρενες είναι η πλειοψηφία. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η θετική συσχέτιση με τη Φροντίδα
του Πατέρα. Το ότι η Φροντίδα σχετίζεται με το σκεπτικό περιεχόμενο (ως σύμπτωμα ή νο-

173
σολογική οντότητα) είναι ένα εύρημα που εμφανίζεται σε πρόσφατες (Melo et al, 2006·
Rankin et al, 2005) αλλά και παλαιότερες μελέτες σε δείγματα σχιζοφρενικών ατόμων
(Winther Helgeland & Torgersen, 1997· Warner & Atkinson, 1988). Συνήθως όμως αφορού-
σε στη Μητέρα και στην πλημμελή Φροντίδα εκ μέρους της. Το εύρημα της παρούσας μελέ-
της σύμφωνα με το οποίο αυξημένη Φροντίδα εκ μέρους του Πατέρα (όπως εκλαμβάνεται
από το άτομο) συσχετίζεται με αυξημένη τιμή στο σύμπτωμα των Ιδεών Μεγαλείου. Να επι-
σημανθεί ότι τελευταία εμφανίζονται στη βιβλιογραφία άρθρα που μελετούν το περιεχόμενο
των παραληρητικών ιδεών προσπαθώντας να το σχετίσουν με πρώιμες αναπτυξιακές εμπει-
ρίες (Melo et al, 2006· Rankin et al, 2005). Το ενδιαφέρον έχουν συγκεντρώσει οι διωκτικού
τύπου παραληρητικές ιδέες, οι οποίες φαίνεται να σχετίζονται με έλλειμμα στη Φροντίδα,
αλλά το ζήτημα είναι μάλλον περισσότερο πολύπλοκο, καθώς αφορά στο είδος της προ-
σκόλλησης που αναπτύσσουν τα άτομα που θα εμφανίσουν τέτοιου τύπου παραληρητικές
ιδέες στο μέλλον (Melo et al, 2006). Οι παραληρητικές ιδέες τύπου Μεγαλείου είναι ένα πε-
δίο πιθανής επέκτασης της έρευνας.
Η Αρνητική Συμπτωματολογία της PANSS δεν αποδίδει καμμία συσχέτιση στο πα-
ραπάνω επίπεδο σημαντικότητας για τον Πατέρα.
Τα δυο συμπτώματα της κλίμακας Γενικής Ψυχοπαθολογίας της PANSS που αποδί-
δουν για τον Πατέρα είναι τα παρακάτω. Το «Άγχος» (G2) εμφανίζει αρνητική συσχέτιση
(r=-0,356 p=0,008*) με την Περιοριστικότητα για το σύνολο του δείγματος, και για τα σχι-
ζοφρενικά άτομα (r=-0,471 p=0,005*). Ένα πιθανό σχόλιο για το εύρημα αυτό θα μπορούσε
να είναι κάποια προστατευτική επίδραση της Περιοριστικότητας στην εκδήλωση του άγ-
χους, αν θεωρηθεί ότι οι γονεϊκές αυτές στάσεις αυξανόμενες αυξάνουν ένα αίσθημα ασφά-
λειας (και αντίστοιχα μειώνουν αισθήματα άγχους). Οι κλινικές αγχώδεις και φοβικές εικό-
νες ωστόσο (γενικευμένο άγχος, αγοραφοβία, κοινωνική φοβία) έχουν συνδεθεί περισσότερο
με (Υπέρ)Προστασία (Parker, 1983b). Η συσχέτιση του συμπτώματος με το πρόσωπο του
Πατέρα είναι αρκετά πρωτότυπη. Μία έμμεσα σχετιζόμενη αναφορά είναι από τους Khalil
& Stark (1992). Στο δείγμα τους η πατρική συμπεριφορά ανατροφής, και συγκεκριμένα η
πατρική Απόρριψη (Rejection) (άνω του μέσου όρου) συσχετίστηκε σημαντικά με αυξημένο
άγχος για την κοινωνική επαφή, δεδομένο (όπως και άλλα) που δεν προέκυψε για τις μητέ-
ρες.
Η «Διαταραχή της Προσοχής» (G11) εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με την Προστα-
σία τόσο για το σύνολο του δείγματος (r=-0,550 p=0,004*) όσο και για το δείγμα των σχιζο-
φρενικών ατόμων (r=-0,610 p=0,007*). Εμφανίζει επίσης αρνητική συσχέτιση (r=-0,533
p=0,005*) με την Περιοριστικότητα τόσο για το σύνολο του δείγματος όσο και για τα σχιζο-
φρενικά άτομα (r=-0,602 p=0,008*). Το σύμπτωμα, όπως ορίζεται από το εγχειρίδιο της

174
PANSS, πιθανότατα σχετίζεται με σκεπτικού τύπου διαταραχή, με την έννοια της παρεμβο-
λής στην προσοχή, επομένως πιθανώς ακολουθεί τις συσχετίσεις των αντίστοιχων συμπτω-
μάτων [«Ιδέες Μεγαλείου» (Ρ5)].

- 2 - BPRS
Η «Συναισθηματική Απόσυρση» (3) της BPRS εμφανίζει αρνητική συσχέτιση με την
υποκλίμακα της Περιοριστικότητας για το δείγμα των σχιζοφρενικών ατόμων (r=-0,406
p=0,007*). Για το σύνολο του δείγματος οι συσχετίσεις είναι χαμηλότερου επιπέδου σημα-
ντικότητας.
Το «Παράξενο Περιεχόμενο Σκέψης» (15) της BPRS εμφανίζει συσχέτιση με την
Φροντίδα (r=0,467 p=0,009*). Το «Ασύνηθες Περιεχόμενο Σκέψης» (G9) εμφανίζει επίσης
σημαντική θετική συσχέτιση (p=0,017) με τη Φροντίδα στο δείγμα των σχιζοφρενικών ατό-
μων.
Η «Απασχόληση με τη Σωματική Υγεία» (1) εμφανίζει αρνητική συσχέτιση (σε ορι-
ακά μεγαλύτερο του 1% επίπεδο, p=0,011) με την Προστασία για το σύνολο του δείγματος.
Στη βιβλιογραφία υπάρχει η μελέτη των Baker & Merskey (1982), σε ένα δείγμα 20 ψυχια-
τρικών ασθενών, οι 10 με διάγνωση σχιζοφρένεια, όπου σχετίζεται η Προστασία με υποχον-
δριακά συμπτώματα (τόσο νευρωτικά όσο και μη νευρωτικά). Στη συγκεκριμένη μελέτη η
σημαντική γονεϊκή μορφή είναι η Μητέρα και η σημαντική γονεϊκή στάση η (Υ-
πέρ)Προστασία. Ένα εύρημα που ερμηνεύει, πιθανώς, το παραπάνω, είναι του Parker
(1983b). Ο συγγραφέας ωστόσο, με έκπληξη περιγράφει, για το δικό του δείγμα, ότι οι υ-
περπροστατευτικοί (και υπερβολικά ελεγκτικοί) γονείς (στο PBI) ήταν πιθανότερο να μην
πιστεύουν στα υποχονδριακά συμπτώματα και να μη τα ευοδώνουν (πχ, στέλνοντας το παιδί
στο σχολείο αντί του να το πηγαίνουν στο γιατρό). Η συγκεκριμένη παρατήρηση συμπίπτει
με την παραπάνω αρνητική συσχέτιση: υψηλή τιμή στην Προστασία (από τον Πατέρα) συμ-
βαδίζει με χαμηλή τιμή στην ενασχόληση με ζητήματα σωματικής υγείας. Το εύρημα χρήζει
μεγαλύτερη και σημαντική διερεύνηση.
Μία αδρή παρατήρηση είναι ότι τα συμπτώματα (πλην δύο) που συσχετίζονται με τις
στάσεις ανατροφής του Πατέρα αφορούν περισσότερο σκεπτικού τύπου δυσλειτουργίες.

1.5.2.3 Οι συσχετίσεις και για τους δύο γονείς


Κανένα σύμπτωμα (και των δύο Κλιμάκων) δεν εμφανίζει συσχετίσεις του παραπά-
νω επιπέδου σημαντικότητας και για τους δύο γονείς.

175
1.6 ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΚΩΝ PANSS ΚΑΙ BPRS
Μία διαφορετική θεώρηση των αποτελεσμάτων των συσχετίσεων, σε μία προσπά-
θεια εμπλουτισμού των ερμηνειών, γίνεται αν ληφθούν υπ’ όψη παραγοντικές αναλύσεις
που έχουν γίνει για τις κλίμακες PANSS και BPRS. Στην παρούσα μελέτη δεν έγινε παραγο-
ντική ανάλυση των αποτελεσμάτων για τις κλίμακες αυτές, καθώς για την PANSS έχει γίνει
από τους Λύκουρα, Μπότση και Ουλή (2005) ενώ η BPRS είναι μία ευρύτατα μελετημένη
και εφαρμοσμένη κλίμακα με ποικιλία προτάσεων παραγοντικής δομής (πχ, Silverstein et al,
1997· Burger et al, 1997· Hedlund & Vieweg, 1980· Overall & Beller, 1984· Lachar et al,
2001· McGorry et al, 1988· δείτε και το κεφάλαιο Ι.3.2.2). Η παραγοντική ανάλυση της ελ-
ληνικής έκδοσης της PANSS ωστόσο, αποδίδει επτά ή πέντε παράγοντες, από τους οποίους
εκείνος που περιέχει τα αρνητικά συμπτώματα συναθροίζει τα περισσότερα αριθμητικά συ-
μπτώματα ενώ η συνάθροιση των συμπτωμάτων στους υπόλοιπους είναι ανισότιμη.

1.6.1 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΟΝΕΑΣ


Οι Lindenmayer et al (1994a· 1994b· 1995) στη δική τους πρόταση παρουσιάζουν
πέντε ισορροπημένους παράγοντες. Από τη παρατήρηση των συσχετίσεων των υποκλιμάκων
του PBI και των συμπτωμάτων σε σχέση με τους παράγοντες που συναθροίζονται, προκύ-
πτουν ευρήματα μόνο αν θεωρηθούν σε επίπεδο σημαντικότητας μεγαλύτερο του 1%. Οι
παράγοντες κατά Lindenmayer et al (1994a) δεν φαίνεται να αποκαλύπτουν κάποια ιδιαίτε-
ρη τάση συσχέτισης με κάποιο γονέα.
Χρησιμοποιώντας τους παράγοντες που προτείνουν οι Hedlund & Vieweg (1980) για
τη BPRS με τα 18 λήμματα (δείτε το κεφάλαιο Ι.3.2.2) μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι
τέσσερεις παράγοντες: Διαταραχή στη Σκέψη (Thinking Disorder), Απόσυρση (Withdrawal),
Κατάθλιψη και Άγχος (Anxiety-Depression), Εχθρικότητα-Καχυποψία (Hostility-Suspicion)
και τα λήμματα που συναθροίζονται σε αυτούς δεν εμφανίζουν κάποια συγκεκριμένη τάση
συσχέτισης με κάποιο γονέα.

1.6.2 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΚΛΙΜΑΚΕΣ ΤΟΥ PBI


Δεν προέκυψαν ενδείξεις για σχέση ανάμεσα στους παράγοντες των Κλιμάκων
PANSS (Lindenmayer et al, 1994a) και BPRS (Hedlund & Vieweg, 1980) με τις υποκλίμα-
κες του PBI.

1.7 ΤΕΛΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των γονεϊκών στάσεων ανατροφής και των συ-
μπτωμάτων ή του φαινότυπου γενικά μιας ψυχιατρικής διαταραχής, εμφανίζεται σχετικά

176
πρόσφατα στη βιβλιογραφία. Εμπίπτει στη πρόσφατη τάση να μελετώνται αναλυτικά τα συ-
μπτώματα και οι διαστάσεις τους αντί των ευρύτερων διαγνωστικών κατηγοριών. Μία από
τις μελέτες που χρησιμοποιεί τη μέθοδο αυτή είναι των Alonso et al (2004). Εδώ χρησιμο-
ποιήθηκε το ερωτηματολόγιο EMBU και οι τρεις διαστάσεις της γονεϊκής ανατροφής σε συ-
σχέτιση με τις διαστάσεις των συμπτωμάτων της Ψυχαναγκαστικής-Καταναγκαστικής Δια-
ταραχής όπως αποτιμώνται από την Κλίμακα Y-BOCS. Η μόνη ομάδα συμπτωμάτων που
σχετίστηκε με κάποια γονεϊκή στάση ανατροφής και συγκεκριμένα τη χαμηλή γονεϊκή Θαλ-
πωρή (Warmth) (σύμφωνα με το EMBU) ήταν οι ψυχαναγκασμοί και καταναγκασμοί απο-
θησαύρισης (hoarding). Το φαινόμενο να διαφοροποιούνται συμπτώματα ή ομάδες τους, στα
πλαίσια μίας διαταραχής, στη συσχέτισή τους με γονεϊκές στάσεις ανατροφής επαναλαμβά-
νεται. Η συζήτηση για τους πιθανούς λόγους είναι σε εξέλιξη. Μία ελκυστική ερμηνεία είναι
η διαφορική διείσδυση γενετικών, βιολογικών και κοινωνικών/πολιτισμικών παραγόντων
στην διεργασία παραγωγής ενός συμπτώματος ή μίας διάστασης συμπτωμάτων. Δηλαδή, εάν
για την παραγωγή κάποιου σύμπτωματος/φαινότυπου το γενετικό συστατικό είναι ισχυρότε-
ρο πιθανόν η συσχέτιση με διαστάσεις της ανατροφής που επηρεάζονται λιγότερο από τη
γενετική προδιάθεση (πχ, Προστασία, Παρεμβατικότητα, Περιοριστικότητα κατά PBI) θα
είναι μικρότερη. Μικρή θα είναι η συσχέτιση ακόμη και με διαστάσεις όπως η Φροντίδα, με
ισχυρότερη γενετική επιρροή, αν οι δύο διεργασίες δεν σχετίζονται με κάποιο τρόπο.

177
2. ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα συμπεράσματα της παρούσας είναι τα παρακάτω. Η πρωτοτυπία της παρούσας
μελέτης είναι κατ’ αρχή το ότι τα άτομα που το αποτελούσαν είναι ψυχωτικά, κατά πλειο-
ψηφία με διάγνωση σχιζοφρένεια (67,9%). Η χρήση του PBI σε τέτοια δείγματα δεν είναι
εκτεταμένη, η δε συσχέτιση των συμπτωμάτων με τις διαστάσεις της γονεϊκής συμπεριφοράς
ανατροφής που περιγράφει, αρχίζει να εμφανίζεται μόλις τα τελευταία χρόνια. Το μέγεθος
του δείγματος συμβαδίζει με τα αντίστοιχα διεθνή βιβλιογραφικά δεδομένα. Τα άτομα του
δείγματος είναι χρόνιοι ασθενείς με περισσότερες από μία εισαγωγές, κατά πλειοψηφία άν-
δρες. Έμμεσο δείκτη της διάρκειας της νόσου αποτελεί ο αριθμός των προηγούμενων εισα-
γωγών, σε ένα σχετικά τυπικό δείγμα ασθενών ενός μεγάλου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου.
Από τα δημογραφικά στοιχεία προκύπτουν ενδιαφέροντα ευρήματα όπως για το φύ-
λο και τη σειρά γέννησης του ασθενούς και των αδερφών του, την ηλικία των γονέων κατά
τη γέννηση, αλλά και την εκπαίδευση, την επαγγελματική απασχόληση, τα στοιχεία για τις
έξεις. Όλα όμως χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και διασταύρωσης.
Οι συσχετίσεις των δημογραφικών με τις κλίμακες του PBI δίνουν ενδιαφέροντα ευ-
ρήματα. Η Φροντίδα της Μητέρας επηρεάζεται θετικά από το φύλο του ατόμου (άνδρες). Η
Περιοριστικότητα της Μητέρας μειώνεται με την αύξηση της ηλικίας της κατά τον τοκετό
(και για τα σχιζοφρενικά άτομα), ενώ η Φροντίδα αυξάνεται (μόνο για τα σχιζοφρενικά άτο-
μα). Η ανατροφή σε χωριό συνδυάζεται με μειωμένη Προστασία από τη Μητέρα, και αυτό
μάλλον αφορά στην Παρεμβατικότητά της (και για τους σχιζοφρενικούς). Ενδείξεις προκύ-
πτουν για τις σταθερές σχέσεις (Φροντίδα του Πατέρα) και τον αριθμό των εισαγωγών
(Προστασία της Μητέρας). Η απασχόληση του γονέα δεν εμπλέκεται στις στάσεις ανατρο-
φής του.
Τα στατιστικά χαρακτηριστικά όλων των κλιμάκων κυμάνθηκαν σε ικανοποιητικά
επίπεδα. Η αξιοπιστία των κλιμάκων BPRS και PANSS υπολογίστηκε σε υψηλά επίπεδα. Οι
μέσες τιμές για τις κλίμακες της Φροντίδας και της Προστασίας του PBI για το κλινικό δείγ-
μα κυμάνθηκαν σε συγκρίσιμα, με τα διεθνή δεδομένα, επίπεδα. Ανάλογες είναι οι τιμές του
δείγματος Ελλήνων υγιών ατόμων (Νικολαΐδης και συν., 2006). Η αξιοπιστία των κλιμάκων
του PBI για την Προστασία και τη Φροντίδα είναι υψηλή και αντίστοιχη με τα διεθνή δεδο-
μένα. Για τις κλίμακες Περιοριστικότητα και Παρεμβατικότητα είναι ικανοποιητική και α-
κολουθεί τις τάσεις που αναφέρονται στη βιβλιογραφία.
Η παραγοντική ανάλυση του PBI στο συγκεκριμένο δείγμα απέδωσε ενδιαφέροντα
ευρήματα. Παρουσιάζεται διαφοροποίηση των δύο γονέων. Η Μητέρα περιγράφεται καλύ-
τερα με το μοντέλο των τριών παραγόντων των Martin et al (2004). Η γονεϊκή συμπεριφορά
του Πατέρα περιγράφεται καλύτερα με το αρχικό μοντέλο των δύο παραγόντων. Μία υπόθε-

178
ση είναι ότι τα άτομα του παρόντος δείγματος διακρίνουν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τη
συμπεριφορά της μητέρας τους. Η παρούσα μελέτη εφαρμόζει πρώτη το μοντέλο των τριών
παραγόντων σε δείγμα ψυχωτικών ατόμων.
Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που επαναφέρει την αρχική πρόταση για μία «Μέ-
σου Τύπου Γονεϊκή Ανατροφή» με την πρόταση του (στατιστικού) μοντέλου των «Τεταρτη-
μορίων» (Quartiles). Η συσχέτιση και των δύο μοντέλων συνδυασμού των γονεϊκών στάσε-
ων με κάποια δημογραφικά στοιχεία δεν απέδωσε αποτελέσματα. Η συσχέτιση αυτών των
δύο μοντέλων με τα συμπτώματα υπέδειξε και πάλι την σημαντικότητα των δύο αρνητικών
στάσεων ανατροφής, της «Άστοργου Ελέγχου» και της «Ανατροφής Παραμέλησης». Οι δύο
στάσεις εμφάνισαν τις σημαντικότερες συσχετίσεις με τα συμπτώματα. Το μοντέλο των
«Τεταρτημορίων» αποδίδει ωστόσο μεγαλύτερης σημαντικότητας συσχετίσεις, ενώ επανα-
λαμβάνεται η συσχέτιση του «Άστοργου Ελέγχου» και της «Κατάθλιψης». Από τα Θετικά
και Αρνητικά συμπτώματα της PANSS κανένα δεν συσχετίζεται με τις στάσεις ανατροφής
των μοντέλων. Συσχετίσεις αποδίδουν μόνο έξη συμπτώματα Γενικής Ψυχοπαθολογίας και
τέσσερα συμπτώματα της BPRS. Η γονεϊκή στάση του «Μέσου Τύπου Ανατροφή» (Τεταρ-
τημόρια) και η «Ιδανική Στάση Ανατροφής» δεν διαφοροποιούνται έναντι κάποιου συμπτώ-
ματος. Από τα παραπάνω προκύπτει η ανάγκη της πρότασης ενός μοντέλου περιγραφής της
συνολικής στάσης ανατροφής του γονέα που να περιλαμβάνει τη μέσου τύπου γονεϊκή ανα-
τροφή. Επιπλέον θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική η απεικόνιση της συνδυαστικής δράσης των
δύο γονέων, όπως αυτή επιδρά στην πραγματικότητα (π.χ. πώς δι-αντιδρά ο ένας γονέας αν ο
άλλος συμπεριφέρεται ως «άστοργα ελεγκτικός»;). Συνολικά, τα δύο παραπάνω μοντέλα
έδειξαν αδυναμία να διακρίνουν ανάμεσα στα συμπτώματα αλλά και τα δημογραφικά στοι-
χεία.
Από τις συσχετίσεις των συμπτωμάτων με τις μεμονωμένες κλίμακες του PBI προ-
κύπτουν ενδιαφέροντα ευρήματα. Κάθε κλίμακα του PBI σχετίζεται με συγκεκριμένο τρόπο
με ένα γονέα. Η Φροντίδα αποδίδει θετικές συσχετίσεις για τον Πατέρα, αρνητικές για τη
Μητέρα. Η Περιοριστικότητα αποδίδει θετικές συσχετίσεις για τη Μητέρα, αρνητικές για
τον Πατέρα. Η Παρεμβατικότητα αποδίδει συσχετίσεις μόνο για τη Μητέρα. Η Προστασία
αποδίδει επίσης συσχετίσεις (πλην μίας) για την Μητέρα. Τα συμπτώματα που σχετίζονται
με τη Μητέρα αφορούν (πλην ενός) συναισθηματικού τύπου δυσλειτουργίες (με την ευρύτε-
ρη έννοια). Τα συμπτώματα που σχετίζονται με τον Πατέρα αφορούν (πλην δύο) σκεπτικού
τύπου δυσλειτουργίες. Οι παραπάνω παρατηρήσεις χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και ερ-
μηνείας. Μεγαλύτερος αριθμός συσχετίσεων αφορά στη Μητέρα (επτά). Πέντε συμπτώματα
σχετίζονται με τον Πατέρα.

179
Ένας σημαντικός αριθμός συμπτωμάτων (ένδεκα) από τις δύο κλίμακες δεν αποδί-
δουν καμμία συσχέτιση με το PBI. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται συμπτώματα που θεω-
ρούνται παθογνωμονικά για τη ψύχωση (ψευδαισθήσεις, η έλλειψη κρίσης και εναισθησίας,
η εννοιολογική αποδιοργάνωση, και αρνητικού τύπου συμπτώματα). Το εύρημα χρήζει πε-
ραιτέρω διερεύνηση.
Ο διαχωρισμός από το σύνολο του δείγματος των σχιζοφρενικών ατόμων απέδωσε
ενδιαφέροντα ευρήματα. Το πιο ενδιαφέρον από αυτά είναι ότι τα σχιζοφρενικά άτομα απο-
δίδουν διαφορετικές συσχετίσεις για τη κατάθλιψη ως σύμπτωμα από το σύνολο του δείγμα-
τος. Οι συσχετίσεις των σχιζοφρενικών ατόμων είναι χαμηλότερης στατιστικής σημαντικό-
τητας και εμπλέκεται μόνο η Φροντίδα της Μητέρας. Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η απουσία
συσχετίσεων των συμπτωμάτων της PANSS μόνο για τους σχιζοφρενείς, ενώ η BPRS απο-
δίδει τρεις τέτοιες συσχετίσεις. Η BPRS, παρά τη μη ειδικότητά της διαχωρίζει τα άτομα με
σχιζοφρένεια, ενώ η PANSS αποδίδει ουσιαστικά συσχετίσεις μόνο για τη Γενική Ψυχοπα-
θολογία. Η παρατηρούμενη διαφορά θα μπορούσε να οφείλεται στην εφαρμογή της PANSS
μέσω ημιδομημένης συνέντευξης, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας για τον
εξετάζοντα με την BPRS. Η διαφορά θα μπορούσε να οφείλεται και στη διαφορά της υπο-
κείμενης νόσου. Τα ευρήματα συμβάλλουν στη συζήτηση για τις διαφορές των δύο κλιμά-
κων καθώς και τις διαφορές μεταξύ των συμπτωμάτων στις διάφορες μη συναισθηματικές
ψυχώσεις.
Το μοντέλο των τριών παραγόντων του PBI εμπλουτίζει τις συσχετίσεις, εύρημα που
συμβαδίζει με τη βιβλιογραφία. Η χρήση περισσότερων υποκλιμάκων στο ερωτηματολόγιο
PBI αποδεικνύεται περισσότερο χρήσιμη, καθώς βοηθά στην ερμηνεία των ευρημάτων, κα-
τευθύνοντας την έρευνα σε περισσότερες συνιστώσες της γονεϊκής συμπεριφοράς ανατρο-
φής. Θα είχε ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον η μελλοντική εφαρμογή της πρότασης με τους
τέσσερεις παράγοντες (Uji et al, 2006) και η σύγκριση των ευρημάτων.
Η Περιοριστικότητα αναδεικνύεται σε μείζονα διάσταση-στάση ανατροφής, με βάση
την πληθώρα των συσχετίσεων. Ακολουθεί η Προστασία. Αντίθετα με τη θεωρητική θέση
των Parker et al (1979) η Φροντίδα δεν αποτελεί τον μείζονα παράγοντα ανατροφής που
σχετίζεται με τη ψυχοπαθολογία στο παρόν δείγμα.
Η επέκταση της διερεύνησης της αναπτυξιακής διάστασης και καταγωγής για όσα
συμπτώματα διαθέτουν υπόσχεται περαιτέρω ευρήματα. Σαφώς υπάρχουν συμπτώματα που
σχετίζονται με τη διεργασία της νόσου, πιθανότατα τα αρνητικά, στη δημιουργία των οποίων
δεν φάνηκε η άμεση εμπλοκή περιβαλλοντικών παραγόντων όπως πχ η ανατροφή. Κάποια
συμπτώματα επιβεβαιώνουν τα δεδομένα της βιβλιογραφίας, πχ, η «Κατάθλιψη» ενώ για

180
άλλα τα ευρήματα προκαλούν έκπληξη («Άγχος»). Απαιτείται ωστόσο σαφής ορισμός των
συμπτωμάτων.
Η συσχέτιση ή μη ενός συμπτώματος με ένα περιβαλλοντικό αλλά και γενετικό πα-
ράγοντα όπως η ανατροφή πιθανόν αντανακλά τη διείσδυση των γενετικών, βιολογικών αλ-
λά κοινωνικών/πολιτισμικών παραγόντων στην διεργασία παραγωγής του συμπτώματος.
Η θεωρητική άποψη πίσω από την επιλογή της μεθόδου στην παρούσα ήταν η εξής:
εφόσον ένα άτομο εμφανίζει κάποιο σύμπτωμα τότε αυτό είναι χαρακτηριστικό για την κλι-
νική εικόνα της διαταραχής του. Είναι όμως πολύ πιθανό η κλινική εικόνα, με την έννοια της
εμφάνισης ή μη κάποιου συμπτώματος, να είναι μεταβαλλόμενη. Ίσως θα ήταν προτιμότερο
μελλοντική προσπάθεια να συμπεριλαμβάνει μόνο συμπτώματα που αποτελούν χαρακτηρι-
στικά της κλινικής εικόνας της διαταραχής για κάθε ασθενή, κατά αναλογία με τους
Kendler, Karkowski-Shuman et al (1997) οι οποίοι χρησιμοποίησαν εκτός από τις προσωπι-
κές συνεντεύξεις με τους ασθενείς και τα αρχεία του ιστορικού τους, σε μία προσπάθεια να
καθοριστεί επακριβώς το πρότυπο των συμπτωμάτων (ο φαινότυπος) του κάθε ατόμου. Επι-
πλέον σε αυτό θα βοηθούσε και μία αρχική εκτίμηση της συμπτωματολογίας του ασθενή,
όταν εκείνος θα βρισκόταν σε πλήρη έξαρση του επεισοδίου τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτι-
κά με το δεδομένο ότι κάποια συμπτώματα υποχωρούν ή εξαφανίζονται με την ύφεση του
επεισοδίου. Ωστόσο η πρόταση του ίδιου του Parker (1983b) για τη χρήση του PBI σε σχι-
ζοφρενικούς είναι να γίνεται σε ύφεση της ψυχοπαθολογίας.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι είναι δύσκολο να εξαχθούν συμπεράσματα για αιτι-
ολογικού τύπου σχέσεις από τα παραπάνω ευρήματα. Όσον αφορά στη σχέση της εμπειρίας
ανατροφής και ανάπτυξης ψυχοπαθολογίας θα παρατεθεί ένα παράδειγμα που χρησιμοποι-
ούν οι Kendler et al (1997). Αν κάποιος γονέας με Μείζονα Κατάθλιψη είναι λιγότερο στορ-
γικός προς το παιδί του και το παιδί εμφανίσει και εκείνο την ίδια διαταραχή, έχοντας διαπι-
στωθεί μία συσχέτιση των δύο, μία πιθανή εξήγηση είναι ότι η μειωμένη γονεϊκή στοργή
είναι μία αληθής αιτία της διαταραχής ενώ μία άλλη είναι η συσχέτιση που εμφανίζεται να
αφορά το γενετικό κίνδυνο που ο γονέας μεταδίδει στον απόγονό του για την εμφάνιση της
διαταραχής.
Το ερώτημα που διατυπώνεται αποκρυσταλλωμένο με την εμφάνιση της ψυχαναλυ-
τικής θεωρίας, για τη συμμετοχή των γονεϊκών στάσεων ανατροφής στην εμφάνισης ψυχο-
παθολογίας στη μετέπειτα (ενήλικη) ζωή, είχε λάβει για αυτή την ομάδα των ασθενών πολύ
συγκεκριμένη διατύπωση, συμπυκνούμενη στη «σχιζοφρενικογόνο μητέρα». Μεγάλη είναι
επίσης η συμβολή της θεωρίας της Προσκόλλησης και των θεωρητικών της στην συνεκτί-
μηση της συμβολής του ίδιου του παιδιού στην έκλυση από τους γονείς των συμπεριφορών
ανατροφής. Τα τελευταία χρόνια, οι εξελίξεις στη γενετική έχουν βοηθήσει να ξεκινήσει μία

181
συζήτηση για τη πραγματική επίδραση του γονιδιακού υπόβαθρου στη συμπεριφορά ανα-
τροφής και των σχέσεων με τους γονείς (Kendler, 1996· Kendler et al, 1997).

182
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η συμμετοχή της γονεϊκής ανατροφής στην εμφάνιση, την πορεία και γενικά την ε-
ξέλιξη της σχιζοφρένειας και των συναφών διαταραχών έχει αποτελέσει σημείο έντονης έ-
ρευνας και συζήτησης κατά τον προηγούμενο αιώνα. Οι διάφορες θεωρητικές τάσεις έχουν
κατά καιρούς διατυπώσει τις θέσεις τους, κάποιες από τις οποίες ήταν και ακραίες αλλά και
μάλλον επιστημονικά αβάσιμες. Μία από αυτές ήταν και η θεωρία της «σχιζοφρενικογόνου
μητέρας». Όλες όμως συνέτειναν στο ότι οι βασικές μορφές της οικογένειας και η ανατροφή
που παρέχουν, αλλά και η ίδια η οικογένεια, συμμετέχουν στην εμφάνιση ψυχοπαθολογίας
σε ευάλωτα άτομα. Στην παρούσα μελέτη παρατίθενται ένα μοντέλο του C. Perris που επι-
χειρεί να συνδέσει γενικά την εμπειρία της ανατροφής του παιδιού με την ανάπτυξη ψυχο-
παθολογίας στον ενήλικα αλλά και ένα μοντέλο του Heilbrun που συνδέει κάποια δυσφορι-
κή στάση ανατροφής με την ανάπτυξη της σχιζοφρενικής ψύχωσης στο ευάλωτο άτομο.
Πληθαίνουν όμως και οι ενδείξεις ότι η ανάπτυξη ψύχωσης, και ειδικότερα σχιζοφρένειας,
σχετίζεται με πολύ πρώιμα γεγονότα στη ζωή του ατόμου, ακόμη και κατά τη κύηση, τα ο-
ποία διαμορφώνουν μάλλον με μόνιμο τρόπο την απάντηση σε περιβαλλοντικές επιδράσεις.
Παρατίθενται τα ευρήματα από την πειραματική χρήση ενός ζωικού ανάλογου της δυσμε-
νούς ανατροφής σε πρωτεύοντα ζώα και οι βιολογικές αλλαγές που επέρχονται ως συνέπεια
στα ενήλικα πειραματόζωα. Μεγάλη είναι επίσης η επιστημονική συζήτηση για την συμμε-
τοχή τραυματικών εμπειριών σε διάφορα στάδια της παιδικής ηλικίας στην μετέπειτα ανά-
πτυξη ψυχωτικής συμπτωματολογίας.
Η παρούσα μελέτη συμβαδίζει με τη σύγχρονη τάση της επιστημονικής έρευνας για
διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των συμπτωμάτων-φαινότυπου μιας ψυχοπαθολογικής οντό-
τητας και κάποιου, προς διερεύνηση, παράγοντα. Η τάση αυτή αποτελεί πιθανόν απάντηση
στη σημαντική δυσκολία να οριστούν ως κατασκευές διαγνωστικές κατηγορίες που να κα-
λύπτουν με ευρύτητα την κλινική ποικιλία στην ψυχοπαθολογία.
Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των συμπτωμά-
των της κλινικής εικόνας ενός δείγματος ψυχιατρικών ασθενών και των συνθηκών ανατρο-
φής τους. Ως συνθήκες ανατροφής τους ορίστηκαν οι στάσεις ανατροφής των γονέων τους,
έτσι όπως περιγράφονται αναδρομικά. Το τελικό δείγμα αποτέλεσαν 81 άτομα, χρόνιοι ψυ-
χιατρικοί ασθενείς ενός τμήματος Νοσηλείας Ψυχιατρικού Νοσοκομείου. Η διάγνωση των
ατόμων αυτών ήταν σχιζοφρένεια παρανοϊκού, αδιαφοροποίητου και υπολειμματικού τύπου,
σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, σχιζοφρενικόμορφη διαταραχή, παραληρητική διαταραχή
και ψύχωση μη προσδιοριζόμενη αλλιώς, σύμφωνα με το DSM-IV. Η επιλογή της σχιζοφρέ-
νειας και των συναφών διαταραχών έγινε για το λόγο ότι η παραπάνω ομάδα διαγνώσεων

183
αποτελεί υπόδειγμα διαταραχής για την Ψυχιατρική. Είναι γνωστό από την κλινική πείρα ότι
οι εν λόγω διαταραχές μπορεί να εμφανίσουν την πλήρη ποικιλία των ψυχοπαθολογικών εκ-
δηλώσεων. Για την αναδρομική περιγραφή των στάσεων χρησιμοποιήθηκε, για πρώτη φορά
στην Ελλάδα, ένα ευρύτατα χρησιμοποιούμενο διεθνώς ερωτηματολόγιο, το Parental
Bonding Instrument (PBI) των Parker, Tupling και Brown (1979). Για την καταγραφή και
αποτίμηση των συμπτωμάτων της κλινικής εικόνας των ασθενών χρησιμοποιήθηκαν δύο
κλίμακες αξιολόγησης της ψυχοπαθολογίας, η Positive and Negative Syndrome Scale
(PANSS) και η Brief Psychiatric Rating Scale (BPRS).
Η αξιοπιστία της διάγνωσης βασίστηκε στην ενδελεχή κλινική εξέταση και το ιστο-
ρικό της διαταραχής του κάθε ατόμου του δείγματος. Βασικά κριτήρια ένταξης στο δείγμα
ήταν κυρίως η βεβαιότητα της διάγνωσης, η άριστη γνώση της Ελληνικής ως μητρικής
γλώσσας, και η ύφεση της έντασης της ψυχοπαθολογικής εικόνας. Το τελευταίο κριτήριο
επιλέχθηκε για να διασφαλιστεί, κατά το δυνατόν, η εγκυρότητα της περιγραφής των στά-
σεων των γονέων κατά τα πρώτα 16 έτη της ζωής του ατόμου. Η αποτίμηση της ψυχοπαθο-
λογικής εικόνας και η συμπλήρωση του ερωτηματολογίου από τον ασθενή έγινε μετά την
έξοδό του από το Νοσοκομείο.
Διενεργήθηκαν συσχετίσεις μεταξύ των δημογραφικών στοιχείων και των υποκλιμά-
κων του PBI, τόσο μεμονωμένα, όσο και συνδυαστικά σε δύο μοντέλα. Το πρώτο ήταν το
μοντέλο των «Τετραγώνων» κατά τους Parker et al (1979) ενώ προτάθηκε και δοκιμάστηκε
και ένα μοντέλο που ονομάστηκε των «Τεταρτημορίων». Επίσης διενεργήθηκαν συσχετίσεις
μεταξύ των συμπτωμάτων της PANSS και της BPRS και των υποκλιμάκων του PBI. Εκτός
από τους προτεινόμενους (Parker et al, 1979) δύο παράγοντες, της Φροντίδας και της Προ-
στασίας, συσχετίσεις έγιναν και με τους δύο παράγοντες που προκύπτουν από την Προστα-
σία, την Περιοριστικότητα και την Παρεμβατικότητα (Martin et al, 2004). Έγινε επίσης πα-
ραγοντική ανάλυση της ελληνικής εκδοχής του PBI με ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Σε μία
προσπάθεια περαιτέρω εστιασμού διενεργήθηκαν οι αντίστοιχες στατιστικές δοκιμασίες και
για την ομάδα των ατόμων με σχιζοφρενική διάγνωση.
Οι συσχετίσεις των δημογραφικών με τις κλίμακες του PBI δίνουν ευρήματα για τις
γονεϊκές στάσεις της Μητέρας και το φύλο του ατόμου (για τους άνδρες), την ηλικία της κα-
τά τον τοκετό και την ανατροφή σε αγροτικό περιβάλλον. Η παραγοντική ανάλυση του PBI
στο συγκεκριμένο δείγμα απέδωσε διαφοροποίηση των δύο γονέων. Η Μητέρα περιγράφε-
ται καλύτερα με το μοντέλο των τριών παραγόντων ενώ η γονεϊκή συμπεριφορά του Πατέρα
περιγράφεται καλύτερα με το μοντέλο των δύο παραγόντων. Η παρούσα μελέτη εφαρμόζει
πρώτη το μοντέλο των τριών παραγόντων σε δείγμα ψυχωτικών ατόμων.

184
Η παρούσα μελέτη είναι επίσης η πρώτη που επαναφέρει την αρχική πρόταση για μία
«Μέσου Τύπου Γονεϊκή Ανατροφή» με την πρόταση του (στατιστικού) μοντέλου των «Τε-
ταρτημορίων» (Quartiles). Η συσχέτιση των δύο μοντέλων με τα συμπτώματα υπέδειξε και
πάλι την σημαντικότητα των δύο αρνητικών στάσεων ανατροφής, της «Άστοργου Ελέγχου»
και της «Ανατροφής Παραμέλησης». Οι δύο στάσεις εμφάνισαν τις σημαντικότερες συσχε-
τίσεις με συμπτώματα της Γενικής Ψυχοπαθολογίας ενώ από τα Θετικά και Αρνητικά συ-
μπτώματα της PANSS κανένα δεν συσχετίζεται με τις στάσεις ανατροφής των μοντέλων. Το
μοντέλο των «Τεταρτημορίων» αποδίδει ωστόσο μεγαλύτερης σημαντικότητας συσχετίσεις,
ενώ επαναλαμβάνει και τη συσχέτιση του «Άστοργου Ελέγχου» και της «Κατάθλιψης».
Κάθε κλίμακα του PBI σχετίζεται με συγκεκριμένο τρόπο με ένα γονέα. Η Φροντίδα
αποδίδει θετικές συσχετίσεις για τον Πατέρα, αρνητικές για τη Μητέρα. Η Περιοριστικότητα
αποδίδει θετικές συσχετίσεις για τη Μητέρα, αρνητικές για τον Πατέρα. Η Παρεμβατικότητα
αποδίδει συσχετίσεις μόνο για τη Μητέρα. Η Προστασία αποδίδει επίσης συσχετίσεις (πλην
μίας) για την Μητέρα. Οι παραπάνω παρατηρήσεις χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και ερ-
μηνείας. Μεγαλύτερος αριθμός συσχετίσεων αφορά στη Μητέρα (επτά). Πέντε συμπτώματα
σχετίζονται με τον Πατέρα. Σημαντικά συμπτώματα όπως οι ψευδαισθήσεις, η έλλειψη κρί-
σης και εναισθησίας, αλλά και άλλα δεν αποδίδουν συσχετίσεις με τις υποκλίμακες του PBI.
Η ομάδα των σχιζοφρενικών ατόμων απέδωσε διαφορετικές συσχετίσεις. Η Περιοριστικότη-
τα αναδεικνύεται σε μείζονα διάσταση-στάση ανατροφής, με βάση την πληθώρα των συσχε-
τίσεων.
Η ποικιλία των ευρημάτων της παρούσας μελέτης αποτελεί αφορμή για περαιτέρω
μελέτη και διερεύνηση της αναπτυξιακής διάστασης των συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας
και της ψύχωσης γενικότερα.

185
SUMMARY

The contribution of adverse rearing experience to the occurrence, the course and the
outcome of schizophrenia and related disorders has been a point of intense research and
dispute across the past century. The diverse theoretical streams have postulated their
arguments, some of them being rather radical and probably scientifically incoherent. One of
these was the “schizophrenogenic mother” theory. All of them tend to recognize that that
parents and their rearing practices as well as family in general contribute to the emergence of
psychopathology in vulnerable persons. In the present study, a model by C. Perris, linking
adult psychopathology with the experience of adverse rearing is presented, as well as a
model by Heilbrun linking the previous experience with the emergence of schizophrenia.
The evidence supporting the point that early events in a person’s life, even intra uterus, shape
in a rather permanent way the response in environmental influences, is augmenting. The
findings from a translational paradigm of adverse rearing in primates and the following
biological changes in the adult offspring are also presented. The effect of trauma during
childhood on the emergence of psychosis is also under extended scientific research and
discussion.
The present study follows the trend of current scientific research, which studies the
relation between symptoms-phenotype of a psychopathological entity and miscellaneous
factors. This trend can possibly be ascribed to the difficulty in defining diagnoses as
constructs covering the clinical diversity in psychopathology.
The aim of the present study was to research the relation between symptoms
presented in a sample of psychiatric patients and the parenting experiences. These are
defined as parental practices retrospectively described. The final sample had 81 subjects, all
chronic psychiatric patients of a psychiatric hospital. The diagnoses were Schizophrenia,
paranoid, undifferentiated and residual type, Schizoaffective disorder, Schizophreniform
disorder, Delusional disorder and Psychosis Not Otherwise Specified according to DSM-IV.
The reason for selecting schizophrenia and related disorders as the target diagnose was that
they constitute a model disorder for Psychiatry. It is well clinically known that the
aforementioned disorders can be presented with a full range of psychopathological
manifestations. For the purpose of recalled parenting, the Parental Bonding Instrument (PBI)
was applied, for the first time in Greece. The PBI, introduced by Parker, Tupling and Brown
(1979), is a worldwide used instrument. The Positive and Negative Syndrome Scale
(PANSS) and the Brief Psychiatric Rating Scale (BPRS) were used for the assessment of
psychopathology.
The thorough clinical examination and the disorder history of every subject support
the reliability of diagnoses. Main inclusion criteria were primary the accuracy of diagnose, as

186
well as the perfect knowledge of Greek as a mother tongue and the remission of
psychopathology. The last criterion was chosen in order to reassure the validity of the
recalled description of parental rearing practices during the first 16 years of life. The
assessment procedure was conducted after the subject having been dismissed from hospital.
Demographics were correlated to each and every one PBI scales as well as combined
as the two following models propose: the Parker’s et al (1979) “Quadrants” model and the
model of “Quartiles”. Correlations between PANSS and BPRS symptoms and PBI scales
were checked. Except for the proposed (Parker et al, 1979) two factors (Care and Protection)
correlations were checked for the two factors that derive from Protection, Restrictiveness and
Intrusiveness (Martin et al, 2004). Interesting results were produced during the factor
analysis of the Greek version of PBI. Respective statistic tests were run with the group of
schizophrenia diagnosed individuals in order to provide a narrower focus.
Demographics correlations with PBI scales bring forward findings on parenting
dimensions of the Mother and the gender of the individual (man), her age at childbirth and
rearing in rural surroundings. PBI factor analysis of the specific sample showed
differentiation between the two parents. The Mother is best described by the 3-factor model
while the Father’s parenting behaviour is best described by the 2-factor model. This study is
the first one to test the 3-factor model with psychotic individuals.
This study is also the first one to restate the initial suggestion for an “Average
Parenting” by forwarding the “Quartiles” model. The two models correlation to symptoms
brought forward once more the significance of two negative parenting dimensions, those of
“Affectionless Control” and “Neglectful Parenting”. These two dimensions showed the most
important correlations to General Psychopathology while none of the Positive and Negative
PANSS symptoms correlate to parenting dimensions modeled. The “Quartile” model
provides more significant correlations, while the correlation of “Affectionless Control” and
“Depression” emerges.
Every scale of PBI is differently related to each parent. Care is positively correlated
to the Father and negatively to the Mother. Restrictiveness is positively correlated to the
Mother and negatively to the Father. Intrusiveness is only correlated to the Mother.
Protection is also correlated to the Mother (except one symptom). These remarks need
further research and interpretation. Greater number of symptoms correlates to the Mother
(seven). Five symptoms correlate to the Father. Significant symptoms such as hallucinations,
lack of judgement and insight and other do not correlate at all to PBI scales. Different
correlations resulted from the group of schizophrenics. Restrictiveness is rendered the major
parenting dimension according to the plethora of correlations considered.

187
The variety of findings in this study is actually a start point for further study and
research on the developmental dimension of schizophrenia and psychosis symptoms in gen-
eral.

188
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

1. ΤΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΤΩΝ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

2. PARENTAL BONDING INSTRUMENT

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

1. ΠΙΝΑΚΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΥΠΟΚΛΙΜΑΚΩΝ ΤΟΥ PBI ΚΑΙ ΣΥΜ-


ΠΤΩΜΑΤΩΝ-ΛΗΜΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΚΩΝ BPRS ΚΑΙ PANSS

2. ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ (7 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ)

3. ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΤΩΝ «ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ- ΤΕΤΑΡ-


ΤΗΜΟΡΙΩΝ»

189
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

1. ΤΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΤΩΝ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ


1. ΑΥΞΟΝΤΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ:
2. ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:
3. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗΣ:
4. ΦΥΛΟ: Άρρεν : _____ Θήλυ: _____

5. ΗΛΙΚΙΑ: _____ ΕΤΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: _____


6. ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: Χωριό: _____ Κωμόπολη: _____ Πόλη: _____
Ελλάδα: _____ Εξωτερικό: _____
7. ΤΟΠΟΣ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ: Χωριό: _____ Κωμόπολη: _____ Πόλη: _____
Ελλάδα: _____ Εξωτερικό: _____
8. ΓΟΝΕΙΣ:
(Ηλικία τους κατά την γέννηση, επαγγελματική απασχόληση τους στο παρόν ή όταν ήταν
ενεργοί επαγγελματικά):
Μητέρα: ηλικία (σήμερα): ηλικία (κατά τη γέννηση): απασχόληση:
Έτος γέννησης:
Πατέρας: ηλικία (σήμερα): ηλικία (κατά τη γέννηση): απασχόληση:
Έτος γέννησης:
8.1 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΨΥΧΙΚΗΣ ΝΟΣΟΥ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ:____________________
9. ΑΔΕΛΦΙΑ - ΣΕΙΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ :
Συνολικός αριθμός παιδιών στην οικογένεια: ______
Σειρά γέννησης στην οικογένεια του υποκειμένου (π.χ.:1ος/η, 2ος/η , κλπ.): ______
Διαφορά ηλικίας του υποκειμένου και φύλο των αδελφών (π.χ.:1 αδερφή μικρότερη κατά 3
χρόνια, 1 αδερφός μεγαλύτερος κατά 2 χρόνια, κλπ.):___________________________
10. ΤΟΠΟΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ:
Χωριό: _____ Κωμόπολη: _____ Πόλη: _____
Ελλάδα: _____ Εξωτερικό: _____
10.1 Με ποιον (δια)μένει το υποκείμενο:
10.2 Υπάρχει κάποια σταθερή σχέση και τι είδους είναι αυτή:
11. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ:
Ελεύθερος επαγγελματίας/ έμπορος: _____ Άνεργος /η : _____
Υπάλληλος (ιδιωτικός ή δημόσιος): _____ Οικιακά: _____
11.1 Κύρια πηγή εισοδήματός:
12. ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Απόφοιτος /η: συνολικός χρόνος:
Δημοτικού: _____ Γυμνασίου _____ Λυκείου: _____ Πανεπιστημίου: _____
13. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ:
13.1 Έγγαμος/ η: _____ Άγαμος: _____ Διαζευγμένη/ ος: _____ Χήρα/ ος: _____
13.2 ΗΛΙΚΙΑ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ – ΣΥΖΥΓΟΥ : _____
13.3 ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ – ΣΥΖΥΓΟΥ :
Ελεύθερος επαγγελματίας/ έμπορος: _____ Άνεργος /η : _____
Υπάλληλος (ιδιωτικός ή δημόσιος): _____ Οικιακά: _____
13.4 ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΙ ΦΥΛΟ ΠΑΙΔΙΩΝ: Κορίτσια: _____ Αγόρια: _____
13.5 ΣΕΙΡΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ, ΗΛΙΚΙΑ, ΚΑΙ ΦΥΛΟ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ:
1ο : κορίτσι: _____ αγόρι: _____ ηλικία _____ έτος γέννησης:
2ο : κορίτσι: _____ αγόρι: _____ ηλικία _____ έτος γέννησης:
14. ΔΙΑΓΝΩΣΗ:
15. ΕΞΕΙΣ:

190
16. ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ:
17. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ:

2. PARENTAL BONDING INSTRUMENT

(Συμπληρώνονται από τον ασθενή δύο ερωτηματολόγια, ένα για κάθε γονέα. Παρακάτω πα-
ρατίθεται σε ενοποιημένη μορφή)

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΓΟΝΕΑ


Το ερωτηματολόγιο αυτό καταγράφει διάφορες στάσεις και συμπεριφορές των γονέων. Κατά
το πώς θυμάστε την/τον ΜΗΤΕΡΑ/ ΠΑΤΕΡΑ σας στα πρώτα 16 χρόνια της ζωής σας, ση-
μειώστε την απάντηση που σας ταιριάζει περισσότερο δίπλα από κάθε ερώτηση.

Η μητέρα μου/ Ο πατέρας μου:

Πολύ Σχετικά Σχετικά Πολύ


συχνά συχνά σπάνια σπάνια
1. Μου μιλούσε με θερμή και φιλική φωνή. ______ ______ ______ ______

2. Δεν με βοηθούσε τόσο όσο το χρειαζόμουν. ______ ______ ______ ______

3. Μου επέτρεπε να κάνω εκείνα τα πράγματα ______ ______ ______ ______


που μου άρεσε να κάνω.

4. Μου φαινόταν συναισθηματικά ψυχρή/ός. ______ ______ ______ ______

5. Έμοιαζε να κατανοεί τα προβλήματα και τις ______ ______ ______ ______


ανησυχίες μου.
______ ______ ______ ______
6. Ήταν στοργική/ός απέναντί μου.

7. Την/τον ευχαριστούσε να παίρνω εγώ τις α- ______ ______ ______ ______


ποφάσεις μου.
______ ______ ______ ______
8. Δεν ήθελε να μεγαλώσω.
______ ______ ______ ______
9. Προσπαθούσε να ελέγχει ότι έκανα.
______ ______ ______ ______
10. Παραβίαζε τον ιδιωτικό μου χώρο.
______ ______ ______ ______
11. Απολάμβανε να συζητά μαζί μου πράγματα.
______ ______ ______ ______
12. Μου χαμογελούσε συχνά.
______ ______ ______ ______
13. Μου φερόταν συχνά σαν να ήμουν μωρό.
______ ______ ______ ______
14. Μου φαινόταν ότι δεν καταλάβαινε τι χρεια-
ζόμουν και τι ήθελα .

15. Με άφηνε να αποφασίζω για τον εαυτό μου. ______ ______ ______ ______

191
______ ______ ______ ______
16. Με έκανε να νοιώθω ανεπιθύμητος /η.
______ ______ ______ ______
17. Μπορούσε να με κάνει να αισθανθώ καλά
όταν ήμουν αναστατωμένος /η.
______ ______ ______ ______
18. Δεν μιλούσε πάρα πολύ μαζί μου.
______ ______ ______ ______
19. Προσπαθούσε να με κάνει να εξαρτώμαι από
εκείνη/ον.

20. Ένοιωθε ότι δεν μπορούσα να φροντίσω τον ______ ______ ______ ______
εαυτό μου αν δεν ήταν εκείνη/ος κάπου τρι-
γύρω.
______ ______ ______ ______
21. Μου έδινε όση ελευθερία ήθελα.
______ ______ ______ ______
22. Με άφηνε να βγαίνω όσο συχνά ήθελα.
______ ______ ______ ______
23. Ήταν υπερπροστατευτική/ός μαζί μου.
______ ______ ______ ______
24. Δεν με επαινούσε.
______ ______ ______ ______
25. Με άφηνε να ντύνομαι όπως ήθελα.

Η βαθμολόγηση του ερωτηματολογίου γίνεται για κάθε λήμμα από 0 έως και 3. Ορισμένα
λήμματα βαθμολογούνται με αντίστροφο τρόπο.

192
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

1. ΠΙΝΑΚΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΥΠΟΚΛΙΜΑΚΩΝ ΤΟΥ PBI ΚΑΙ


ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ-ΛΗΜΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΚΩΝ BPRS ΚΑΙ PANSS
Οι Υποκλίμακες του PBI, και οι στάσεις ανατροφής που περιγράφουν, συσχετίστη-
καν στατιστικά με τα συμπτώματα που αποδίδονται με τα λήμματα των δύο Κλιμάκων εκτί-
μησης της ψυχοπαθολογίας PANSS και BPRS. Παρακάτω ακολουθούν Πίνακες όπου απει-
κονίζονται τα αποτελέσματα των συσχετίσεων. Επιλέχθηκε να καταγραφούν οι συσχετίσεις
στα εξής επίπεδα σημαντικότητας:
(α) το επίπεδο κάτω του 5% (p<0,05), (β) το επίπεδο κάτω του 1% (p<0,01), (γ) το
επίπεδο κάτω του 0,1% (p<0,001). Τέλος (δ) επιλέχθηκε να παρουσιαστεί και το επίπεδο κά-
τω του 10% (p<0,1) διότι θα μπορούσε να συζητηθεί ως μία στατιστική τάση σημαντικότη-
τας ή αντίστοιχα ως ένδειξη συσχέτισης. Στους παρακάτω πίνακες, οι συσχετίσεις του επιπέ-
δου (α) σηματοδοτούνται με ένα *, εκείνες των επιπέδων (β) και (γ) με δύο *, και εκείνες
του επιπέδου (δ) με πλάφια γραφή. Το πρόσημο μέσα στην παρένθεση είναι το πρόσημο του
r της συσχέτισης.
Οι Πίνακες περιέχουν τις συσχετίσεις για το σύνολο του δείγματος (n=81) αλλά και
εκείνες για το υποσύνολο των σχιζοφρενικών ατόμων (n=55).

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Τα συμπτώματα-λήμματα της BPRS που συσχετίζονται με τις υποκλίμα-


κες του PBI
n=81 n=55
Λήμμα- σύ- Μ p και Π p και πρό- Μητέρα p και Πατέ- p και πρόση-
μπτωμα πρόση- σημο συ- πρόσημο ρας μο συσχέτισης
μο συ- σχέτισης συσχέτι-
σχέτι- σης
σης
1 (Απασχό- - - P (-) 0,011* - - P (-) 0,033*
ληση με τη
σωματική R (-) 0,033* R (-) 0,025*
υγεία)
I (-) 0,048* - - - -
2 (Άγχος) - - - - - - - -
3 (Συναισθη- - - C (+) 0,095 - - P (-) 0,020*
ματική από-
συρση) P (-) 0,014* - - R (-) 0,007**
R (-) 0,011* - - - -

4 (Αποδιορ- - - - - R (-) 0,026*


γάνωση σκέ-
ψης)
5 (Αισθήματα I (+) - - - - R (-) 0,098
ενοχής) 0,040*

193
6 (Αίσθημα I (+) - - R (-) - -
τάσης) 0,082 0,009**
7 (Κινησιο- P (-) - - P (-) 0,043* - -
τροπίες και 0,022*
ιδιόρρυθμες
στάσεις)

8 (Ιδέες με- C (+) R (-) 0,021* - - - -


γαλείου) 0,067
9 (Καταθλι- C (-) - - C (-) 0,095 - -
πτική διάθε- 0,006**
ση) P (+) P (+) 0,018*
0,000**
R (+) R (+) 0,029*
0,000**
I (+) - - - -
0,006**

10 (Εχθρικό- I (+) - - - - - -
τητα) 0,044*
11 (Καχυπο- P (+) I (+) 0,076 - - - -
ψία) 0,008**
I (+)
0,016*
R (+)
0,056
12 (Ψευδαι- - - - - - - - -
σθησιογόνος
συμπεριφορά)
13 (Κινητική C (-) - - - -
αναστολή) 0,036* - -

14 (Μη συ- R (-) R (-) 0,076 - - - -


νεργασιμότη- 0,041* I (+) 0,019*
τα)
15 (Παράξενο - - - - - - C (+) 0,009**
περιεχόμενο
σκέψης)
R (-) 0,057
16 (Αμβλύ - - - - - -
- -
συναίσθημα)
Σημ.: C είναι η Υποκλίμακα Φροντίδας, P η Υποκλίμακα της Προστασίας, R η Υποκλίμακα της Περιοριστικό-
τητας, I η Υποκλίμακα της Παρεμβατικότητας.

194
ΠΙΝΑΚΑΣ 2. Τα συμπτώματα-λήμματα της Κλίμακας Θετικής Συμπτωματολογίας της PANSS
που συσχετίζονται με τις υποκλίμακες του PBI
Ν= 81 Ν=55
Λ- Σ M p και πρόσημο Π p και πρόσημο Μ p και πρόσημο Π p και πρό-
συσχέτισης συσχέτισης συσχέτισης σημο συ-
σχέτισης
1 (Παραληρητικές R (-) 0,093 - - - - - -
ιδέες)
2 (Εννοιολογική - - - - - - - -
αποδιοργάνωση)
3 (Ψευδαισθητική - - R (-) 0,049* - - - -
συμπεριφορά)
4 (Διέγερση) R (-) 0,084 R (-) 0,050* C (+) 0,025*

5 (Ιδέες μεγαλείου) - - C (+) 0,008** - - C (+) 0,025*


R (-) 0,008** R (-) 0,057
6 (Καχυποψία/ ιδέες - - R (-) 0,048*
δίωξης)
7 (Εχθρότητα) - - - -
Σημ.: C είναι η Υποκλίμακα Φροντίδας, P η Υποκλίμακα της Προστασίας, R η Υποκλίμακα της Περιοριστικό-
τητας, I η Υποκλίμακα της Παρεμβατικότητας.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3. Τα συμπτώματα-λήμματα της Κλίμακας Αρνητικής Συμπτωματολογίας της


PANSS που συσχετίζονται με τις υποκλίμακες του PBI
Ν= 81 Ν=55
Λ- Σ Μ p και πρό- Π p και πρό- Μ p και πρό- Π p και πρό-
σημο συσχέ- σημο συσχέ- σημο συσχέ- σημο συσχέ-
τισης τισης τισης τισης
1 (Αμβλύ συναίσθημα) - - - - R (-) 0,091 - -
2 (Συναισθηματική από- - - P (-) 0,047* P (-) 0,082 P (-) 0,049*
συρση) R (-) 0.071 R (-) 0,040*
3 (Συναισθηματική πτώ- - - - - - - - -
χεια)
4 (Παθητική/ απαθής κοι- P (-)0,086 P (-) 0,018* P (-) 0,040* P (-) 0,036*
νωνική απόσυρση)
R (-)0,091 R (-) 0,013* I (-) 0,089 R (-) 0,030*

5 (Δυσκολία στην αφη- - - - - - - R (-) 0,096


ρημένη σκέψη)
6 (Έλλειψη αυθορμητι- - - P (-) 0,098 - - P (-) 0,085
σμού και ροής στη συνο-
μιλία)
7 (Στερεότυπη σκέψη) - - - - - - - -
Σημ.: C είναι η Υποκλίμακα Φροντίδας, P η Υποκλίμακα της Προστασίας, R η Υποκλίμακα της Περιοριστικό-
τητας, I η Υποκλίμακα της Παρεμβατικότητας.

195
ΠΙΝΑΚΑΣ 4. Τα συμπτώματα-λήμματα της Κλίμακας Γενικής Ψυχοπαθολογίας της PANSS
που συσχετίζονται με τις υποκλίμακες του PBI
N=81 N=55
Λήμμα- σύμπτωμα Μ p και πρό- Π p και πρό- Μητέρα p και πρό- Πατέρας p και πρό-
σημο συ- σημο συ- σημο συ- σημο συ-
σχέτισης σχέτισης σχέτισης σχέτισης
1 (Σωματική ενα- - - P (-) 0,031* - - - -
σχόληση) R (-) 0,037*
2 (Άγχος) - - P (-) 0,099 - - P (-) 0,051
R (-) 0,008** R (-) 0,005**
3 (Αισθήματα ενο- - - - - R (-) 0,042* R (-) 0,051
χής)
4 (Ψυχική τάση) I (+) 0,037* - - - - - -
5 (Ιδιοτροπισμοί και P (-) 0,057 - - - -
λήψη παράξενων
στάσεων)
I (-) 0,099
6 (Κατάθλιψη) C (-) 0,013* - - C (-) 0.016* - -
P (+) 0,013*
R (+) 0,006**
7 (Κινητική επιβρά- P (+) 0,001** C (-) 0,012* P (+) 0,013* C (-) 0,018*
δυνση) C (-) 0,023*
R (+) 0,008** R (+) 0,032*
I (+) 0,002** I (+) 0,041*
8 (Έλλειψη συνερ- - - - - - - - -
γασίας)
9 (Ασύνηθες περιε- - - - - - - C (+) 0.017*
χόμενο σκέψης)
10 (Διαταραχή - - - - - - - -
Προσανατολισμού)
11 (Διαταραχή προ- - - P (-) 0,004** - - P (-) 0,007**
σοχής) R (-) 0,005* R (-) 0,008**
I (-) 0,024* I (-) 0,028*
12 (Έλλειψη κρίσης - - - - - - - -
και εναισθησίας)
13 (Διαταραχή της C (-) 0,006** - - P (+) 0,018* I (+) 0,079
βούλησης) P (+) 0,001** C (-) 0,013*
R (+) 0,027* R (+) 0,068
I (+) 0,001** I (+) 0,026*
14 (Διαταραχή ε- C (-) 0,087 - - - - I (-) 0,076
λέγχου των παρορ- R (+) 0,088
μήσεων)
15 (Ενασχόλη- - - - - - - - -
ση….)

16 (Ενεργητική P (-) 0,000** P (-) 0,028* P (-) 0,003** P (-) 0.025*


κοινωνική αποφυ- R (-) 0,029* R (-) 0,051 R (-) 0,040*
γή) I (-) 0,000** I (-) 0,006** I (-) 0,090
Σημ.: C είναι η Υποκλίμακα Φροντίδας, P η Υποκλίμακα της Προστασίας, R η Υποκλίμακα της Περιοριστικό-
τητας, I η Υποκλίμακα της Παρεμβατικότητας.

196
2. ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ (7 ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ)

Πίνακας 5. Ανακύκλησης Συστατικών (Rotated Component Matrix) για τη Μητέρα


Παράγοντας
Λήμμα 1 2 3 4 5 6 7
Μ1 ,770
Μ2 ,722
Μ3 ,640
Μ4 ,669
Μ5 -,516 (,498)
Μ6 ,497 -,560
Μ7 ,850
Μ8 ,787
Μ9 ,721
Μ 10 ,406
Μ 11 ,521
Μ 12 ,796
Μ 13 ,739
Μ 14 ,752
Μ 15 ,809
Μ 16 ,697
Μ 17 -,470 (,467)
Μ 18 (,492) ,523
Μ 19 ,550
Μ 20 ,693
Μ 21 ,664
Μ 22 ,536 ,497
Μ 23 ,791
Μ 24 ,677
Μ 25 ,745
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών
Μέθοδος Ανακύκλησης (Rotation Method): Ορθογώνια με Διόρθωση κατά Kaiser (Varimax with Kaiser
Normalization)

197
Πίνακας 6. Ανακύκλησης Συστατικών (Rotated Component Matrix) για τον Πατέρα
Παράγοντας
Λήμμα 1 2 3 4 5 6 7
Π1 ,776
Π2 ,791
Π3 ,836
Π4 (,465) ,540
Π5 ,445
Π6 ,628
Π7 ,784
Π8 -,418 ,499
Π9 ,496
Π 10 ,527
Π 11 ,728
Π 12 ,833
Π 13 -,625
Π 14 -,516
Π 15 ,728
Π 16 ,544
Π 17 ,620
Π 18 ,665
Π 19 ,695
Π 20 ,641
Π 21 ,730
Π 22 ,800
Π 23 ,656
Π 24 -,744
Π 25 ,887
Μέθοδος Υπολογισμού (Extraction Method): Ανάλυση Πρωταρχικών Συστατικών
Μέθοδος Ανακύκλησης (Rotation Method): Ορθογώνια με Διόρθωση κατά Kaiser (Varimax with Kaiser
Normalization)

198
3. ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΤΩΝ «ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ-
ΤΕΤΑΡΤΗΜΟΡΙΩΝ»

3.1. ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ


Στην κατάταξη των ατόμων του συγκεκριμένου δείγματος στο μοντέλο των «Τε-
τραγώνων» μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Η ομάδα του «Άστοργου Ελέγχου»
(Affectionless Control), της γονεϊκής στάσης ανατροφής που έχει εμπλακεί με την εμφά-
νιση διαφόρων τύπων ψυχοπαθολογίας, είναι η πολυπληθέστερη και για τους δύο γονείς
(το 35,8% του συνόλου του δείγματος τη Μητέρα του, και το 34,6% τον Πατέρα του).
Ακολουθεί η ομάδα της «Ιδανικής Στάσης Ανατροφής» (Optimal Parenting) και για τους
δύο γονείς (30,9% και 29,6% αντίστοιχα).

Πίνακας 7. Το μοντέλο των «Τετραγώνων»


n ΜΗΤΕΡΑ n ΠΑΤΕΡΑΣ
% (n=81) % (n=77) % (n=81) % (n=77)
HP-HC 11 13,6 14,3 13 16,0 17,1
LP-HC 25 30,9 32,5 24 29,6 31,6
LP-LC 12 14,8 15,6 11 13,6 14,5
HP-LC 29 35,8 37,7 28 34,6 36,8
Σύνολο 77 95,1 100,0 76 93,8 100,0
Μ.α.* 4 4,9 5 6,2
Σύνολο 81 100,0 81 100,0
Μα*= Μη αξιοποιήσιμα ερωτηματολόγια

Στην κατάταξη των ατόμων του συγκεκριμένου δείγματος στο μοντέλο των «Τε-
ταρτημορίων» η εικόνα τροποποιείται. Η ομάδα του «Μέσου Τύπου Γονεϊκής Ανατρο-
φής» είναι η πολυπληθέστερη (22,2% τη Μητέρα και 21% τον Πατέρα), ακολουθεί η ο-
μάδα της «Ιδανικής Στάσης Ανατροφής» (14,8% τη Μητέρα και 12,3% τον Πατέρα), ενώ
το 9,9% του συνολικού δείγματος κατέταξε τη Μητέρα του και το 13,6% τον Πατέρα του
στη στάση του «Άστοργου Ελέγχου».

199
Πίνακας 8. Το μοντέλο των «Τεταρτημορίων»
n ΜΗΤΕΡΑ n ΠΑΤΕΡΑΣ
% (n=81) % (n=77) % (n=81) % (n=77)
NORMAL 18 22,2 23,4 17 21,0 22,4
HP 11 13,6 14,3 8 9,9 10,5
LP 8 9,9 10,4 9 11,1 11,8
HC 7 8,6 9,1 9 11,1 11,8
HP-HC 1 1,2 1,3 1 1,2 1,3
LP-HC 12 14,8 15,6 10 12,3 13,2
LC 10 12,3 13,0 8 9,9 10,5
HP-LC 8 9,9 10,4 11 13,6 14,5
LP-LC 2 2,5 2,6 3 3,7 3,9
Σύνολο 77 95,1 100,0 76 93,8 100,0
Μ.α.* 4 4,9 5 6,2
Σύνολο 81 100.0 81 100.0
Μα*= Μη αξιοποιήσιμα ερωτηματολόγια

3.2. ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Πίνακας 9. Οι συσχετίσεις με τα συμπτώματα


Το μοντέλο των «Τετραγώνων» Το μοντέλο των «Τεταρτημορίων»

Λήμμα/ Γο- Τετράγωνο/ ANOVA/ Λήμμα/ Γονέας Τεταρτημόριο/ ANOVA/ p


νέας Τukey p Τukey
Γ2 (Άγχος)/ LP-LC>LP- p=0,014 Γ6 (Κατάθλι- HP-LC> υπό- p=0,001
Μητέρα HC, HP-LC ψη)/ Μητέρα λοιπες
BPRS-12 LP-LC> υ- p=0,032 Γ16 (Ενεργητι- LP> HP-LC p=0,009
(Ψευδαισθή- πόλοιπες κή Κοινωνική
σεις)/ Μητέ- Αποφυγή)/ Μη-
ρα τέρα
BPRS-3 (Συ- LP-LC>HP- p=0,026 BPRS-9 (Κατά- HP-LC>LP/ LC/ p=0,001
ναισθηματι- LC θλιψη)/ Μητέρα LP-HC
κή Απόσυρ-
ση)/ Πατέρας
BPRS-11 LP-LC<HP- p=0,069 Γ4 (Ψυχική Τά- HC> HP/ LC p=0,021
(Καχυποψί- HC ση)/ Πατέρας
α)/ Πατέρας
Γ1 (Σωματι- LP-LC>HP- p=0,067 BPRS-1 (Σωμα- LP> υπόλοιπες p=0,015
κή Ενασχό- HC τική Ενασχόλη-
ληση)/ Πα- ση)/ Πατέρας
τέρας

200
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Alnæs R, Torgersen S. Parental representation in patients with major depression,


anxiety disorder and mixed conditions. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1990: 81, 518-
522.

2. Alonso P, Menchón JM, Mataix-Cols D, Pifarré J, Urretavizcaya M, Crespo JM,


Jiménez S, Vallejo G, Vallejo J. Perceived parental rearing style in obsessive-compulsive
disorder: relation to symptom dimensions. Psychiatry Research, 2004: 127, 267-278.

3. American Psychiatric Association Diagnostic and statistical manual of mental


disorders, Fourth Edition. Washington, DC, American Psychiatric Association, 1994.

4. Arrindell WA, Gerlsma C, Vandereycken W, Hageman WJJM, Daeseleire T.


Convergent validity of the dimensions underlying the parental bonding instrument (PBI)
and the EMBU. Personality and Individual Differences, 1998: 24, 341-350.

5. Arrindell WA, Hanewald GJFP, Kolk AM. Cross-national constancy of dimensions


of parental rearing style: the Dutch version of the Parental Bonding Instrument (PBI).
Personality and Individual Differences, 1989: 10, 949-956.

6. Arrindell WA, Perris C, Eisemann M, Van Der Ende J, Gaszner P, Iwawaki S, Maj
M, Zhang J-E. Parental rearing behaviour from a cross-cultural perspective: a summary of
data obtained in 14 nations. In: C. Perris, W.A. Arrindell & M. Eisemann (Eds),
Parenting and Psychopathology, John Wiley & Sons, England, UK, 1994, pp. 145-171.

7. Asarnow RF, Nuechterlein KH, Fogelson D, Subotnik KL, Payne DA, Russell AT,
Asamen J, Kuppinger H, Kendler KS. Schizophrenia and schizophrenia-spectrum
personality disorders in the first-degree relatives of children with schizophrenia. Archives
of General Psychiatry, 2001: 58, 581-588.

8. Bachar E, Canetti L, Bonne O, Denour AK, Shalev AY. Psychological well-being


and ratings of psychiatric symptoms in bereaved Israeli adolescents: differential effect of
war- versus accident-related bereavement. The Journal of Nervous and Mental Disease,
1997: 185, 402-406.

9. Baker B, Merskey H. Parental representations of hypohondriacal patients from a


psychiatric hospital. British Journal of Psychiatry, 1982: 141, 233-238.

10. Baker B, Helmes E, Kazarian S. Past and present perceived attitudes of


schizophrenics in relation to rehospitalization. British Journal of Psychiatry, 1984: 144,
263-269.
11. Bell M, Milstein R, Beam-Goulet J, Lysaker P, Cicchetti D. The positive and
negative syndrome scale and the brief psychiatric rating scale. Reliability, comparability,
and predictive validity (abstract). Journal of Nervous and Mental Disease, 1992: 180(11),
723-728.

12. Bentall RP. The environment and psychosis. Rethinking the evidence. In: W. Larkin
& A.P. Morrison (Eds) Τrauma and psychosis. New directions for theory and therapy.
Routledge, UK.The Guilford Press New York, NY, USA , 2006, pp. 8-22.

13. Bentall RP. Madness explained. Psychosis and human nature. Penguin Group, UK,
2003.

201
14. Berger D, Ono Y, Saito S, Tezuka I, Takahashi Y, Uno M, Ishikawa Y, Kuboki T,
Asai M, Suematsu H. Relationship of parental bonding to child abuse and dissociation in
eating disorders in Japan. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1995: 91, 278-282.

15. Bhugra D, Hilwig M, Hossein B, Marceau H, Neehal J, Leff J, Mallet R, Der G.


First-Contact incidence rates of schizophrenia in Trinidad and one-year follow-up. British
Journal of Psychiatry, 1996: 169, 587-592.

16. Brewin CR, Andrews B, Gotlib IH. Psychopathology and early experience: a
reappraisal of retrospective reports. Psychological Bulletin, 1993: 113, 82-98.

17. Brown AS, Bresnahan M, Susser ES. Schizophrenia: enviromental epidemiology.


In: B.J. Sadock & V.A. Sadock (eds) Kaplan & Sadock’s Comprehensive Textbook of
Psychiatry (8th ed.) Philadelphia, PA, USA: Lippincott Williams & Wilkins. 2005, pp.
1371-1380.

18. Brown AS, Susser ES, Lin SP, Neugebauer R, Gorman JM. Increased risk of
affective disorders in males after second trimester prenatal exposure to the Dutch hunger
winter of 1944-45. British Journal of Psychiatry, 1995: 166, 601-606.

19. Bunce SC, Coccaro E. Factors differentiating personality-disordered individuals


with and without a history of unipolar mood disorder. Depression and Anxiety, 1999:
10(4), 147-157.

20. Burger GK, Calsyn RJ, Morse GA, Klinkenberg WD, Trusty ML. Factor structure of
the expanded brief psychiatric rating scale. Journal of Clinical Psychology, 1997: 53(5),
451-454.

21. Burke JG, Murphy BM, Bray JC, Walsh D, Kendler KS. Clinical similarities in
siblings with schizophrenia. American Journal of Medical Genetics (Neuropsychiatric
Genetics) 1996: 67, 239-243.

22. Burns J. The social brain hypothesis of schizophrenia. World Psychiatry, 2006: 5(2),
77-81.

23. Byrne CP, Velamoor VR, Cernovsky ZZ, Cortese L, Losztyn S. A comparison of
borderline and schizophrenic patients for childhood life events and parent-child
relationships (abstract). Canadian Journal of Psychiatry, 1990: 35(7), 590-595.

24. Cardno AG, Sham PC, Murray RM, McGuffin P. Twin study of symptom
dimensions in psychoses. British Journal of Psychiatry, 2001: 179, 39-45.

25. Cassidy J. The nature of child’s ties. In: J. Cassidy & P.R. Shaver (eds) Handbook of
attachment: theory, research and clinical applications, The Guilford Press New York,
NY, USA, 1999, pp. 3-20.

26. Chakos MH, Schobel SA, Gu H, Gerig G, Bradford D, Charles C, Lieberman JA.
Duration of illness and treatment effects on hippocampal volume in male patients with
schizophrenia. British Journal of Psychiatry, 2005: 186, 26-31.

27. Chambers J, Power K, Loucks N, Swanson V. The interaction of perceived maternal


and paternal parenting styles and their relation with the psychological distress and
offending characteristics of incarcerated young offenders. Journal of Adolescence, 2001:
24(2), 209-227.

202
28. Ciompi L. Affect logic: an integrative model of the psyche and its relations to
schizophrenia. British Journal of Psychiatry, 1994: 164, Suppl. 23, 51-55.

29. Clarke MC, Harley M, Cannon M. The role of obstetric events in schizophrenia.
Schizophrenia Bulletin, 2006: 32, 3-8.

30. Cohen-Kettenis PT, Arrindell WA. Perceived parental rearing style, parental divorce
and transsexualism: a controlled study. Psychological Medicine, 1990: 20, 613-620.

31. Constantinides JC. Parental bonding and patterns of drug use among Greek youth.
Drug and Alcohol Review, 1992: 11, 239-241.

32. Cook WL, Kenny DA, Goldstein MJ. Parental affective style and the family system:
a social relations model analysis. Journal of Abnormal Psychology, 1991: 100(4), 492-
501.

33. Coplan JD, Paunica AD, Rosenblum LA. Neuropsychobiology of the variable
foraging demand paradigm in nonhuman primates. In: J.M Gorman (ed) Fear & Anxiety.
The Benefits of Translational Research, American Psychiatric Publishing, Inc., USA.
2004, pp. 47-64.

34. Cox BJ, Enns MW, Clara IP. The Parental Bonding Instrument: confirmatory
evidence for a three-factor model in a psychiatric clinical sample and in the national
comorbidity survey. Social Psychiatry and Psychiatric Epidemiology, 2000: 35, 353-357.

35. Craissati J, McClurg G, Browne K. The parental bonding experience of sex


offenders: a comparison between child molesters and rapists. Child Abuse and Neglect,
2002: 26, 909-921.

36. Cubis J, Lewin T, Dawes F. Australian adolescents’ perceptions of their parents


(abstract). Australian and New Zealand Journal of Psychiatry, 1989: 23(1), 35-47.

37. Cullberg J. Stressful life events preceding the first onset of psychosis. An
explorative study. Nordic Journal of Psychiatry, 2003: 57, 209-214.

38. Dalén P. Schizophrenia, season of birth, and maternal age. British Journal of
Psychiatry, 1988: 153, 727-733.

39. Darling N, Steinberg L. Parenting style as context: an intergrative model.


Psychological Bulletin, 1993:113(3), 487-496.

40. De Panfilis C, Rabbaglio P, Rossi C, Zita G, Maggini C. Body image disturbance,


parental bonding and alexithymia in patients with eating disorders. Psychopathology,
2003: 36, 239-246.

41. Douglas AR. Reported anxieties concerning intimate parenting in women sexually
abused as children. Child Abuse and Neglect, 2000: 24(3), 425-434.

42. Eisenberg L. Seed or soil: how does our garden grow? American Journal of
Psychiatry, 1996: 153, 3-5.

43. Enns MW, Cox BJ, Clara I. Parental bonding and adult psychopathology: results
from the US national comorbidity survey. Psychological Medicine, 2002: 32, 997-1008.

203
44. Evans JD, Heaton RK, Paulsen JS, McAdams LA, Heaton SC, Jeste DV.
Schizoaffective disorder: a form of schizophrenia or affective disorder? Journal of
Clinical Psychiatry, 1999: 60, 874-882.

45. Faravelli C, Panichi C, Pallanti S, Paterniti S, Grecu LM, Rivelli S. Perception of


early parenting in panic and agoraphobia. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1991: 84, 6-8.

46. Favaretto E, Torresani S. [Parental bonding as a predictive factor for the


development of adult psychiatric disorders] (Italian) (abstract). Epidemiologia e
Psichiatria Sociale, 1997: 6(2), 124-138.

47. Favaretto E, Torresani S, Zimmermann C. Further results on the reliability of the


parental bonding instrument (PBI) in an Italian sample of schizophrenic patients and their
parents. Journal of Clinical Psychology, 2001: 57(1), 119-129.

48. Field A. Discovering statistics using SPSS for Windows. Sage Publications,
London, UK, 2000.

49. Finn CT, Smoller JW. Genetic counseling in psychiatry. Harvard Review of
Psychiatry, 14(2), 109-121. Ελληνική Έκδοση, Εκδόσεις Πιτσιλίδη ΑΕ, Γλυφάδα, Ελλά-
δα. 2006, σελ. 90-104.

50. Finzi-Dottan R, Karu T. From emotional abuse in childhood to psychopathology in


adulthood. A path mediated by immature defense mechanisms and self-esteem. The
Journal of Nervous and Mental Disease, 2006: 194, 616-621.

51. Fosse GK, Holen A. Childhood maltreatment in adult female psychiatric outpatients
with eating disorders (abstract). Eating Behaviour, 2006: 7(4), 404-409.

52. Gamsa A. A note on a modification of the Parental Bonding Instrument (abstract).


British Journal of Medical Psychology, 1987: 60(3), 291-294.

53. Garyfallos G, Lavrentiadis G, Amoutzias D, Monas K, Manos N. Negative


symptoms of schizophrenia and the dexamethasone suppression test. Acta Psychiatrica
Scandinavica, 1993: 88, 425-428.

54. Gerlsma C. Parental rearing styles and psychopathology: notes on the validity of
questionnaires for recalled parental behavior. In: C. Perris, W.A. Arrindell & M.
Eisemann (eds), Parenting and psychopathology, John Wiley & Sons, England, 1994:
UK. pp. 75-105.

55. Ghazinour M, Richter J, Emami H, Eisemann M. Do parental rearing and


personality characteristics have a buffering effect against psychopathological
manifestations among Iranian refugees in Sweden? Nordic Journal of Psychiatry, 2003:
57(6), 419-428.
56. Gilbert P, Gerlsma C. Recall of shame and favouritism in relation to
psychopathology. British Journal of Clinical Psychiatry, 1999: 38, 357-373.

57. Glover V. Maternal stress or anxiety in pregnacy and emotional development of the
child. British Journal of Psychiatry, 1997: 171, 105-106.

58. Gomez-Beneyto M, Pedros A, Tomas A, Aguilar K, Leal C. Psychometric


properties of the Parental Bonding Instrument in a Spanish sample. Social Psychiatry and
Psychiatric Epidemiology, 1993: 28, 252-255.

204
59. Gorman JM (ed) Fear & anxiety. The benefits of translational research. American
Psychiatric Publishing, Inc., USA, 2004

60. Grant JE, Kim SW. Parental bonding and pathological gambling disorder.
Psychiatric Quarterly, 2002: 73(3), 239-247.

61. Grant JE, Kim SW. Temperament and early enviromental influences in kleptomania.
Comprehensive Psychiatry, 2002: 43, 223-228.

62. Hafner RJ, Miller RM. Predicting schizophrenia outcome with self-report measures
of family interaction (abstract). Journal of Clinical Psychology, 1991: 47(1), 33-41.

63. Harrigan SM, McGorry PD, Krstev H. Does treatment delay in first-episode
psychosis really matter? Psychological Medicine, 2003: 33, 97-110.

64. Harrison PJ, Owen MJ. Genes for schizophrenia? Recent findings and their
pathopsysiological implications. The Lancet, 2003: 361, 417-419.

65. Hatzichristou C, Papadatos Y. Juvenile deliquents’ perceptions of childhood


parental rearing patterns. Child Abuse and Neglect, 1993: 17, 487-494.

66. Heider D, Matschinger H, Bernert S, Vilagut G, Martinez-Alonso M, Dietrich S,


Angermeyer MC. Empirical evidence for an invariant three-factor structure of the Parental
Bonding Instrument in six European countries. Psychiatry Research, 2005: 135, 237-247.

67. Hill J, Davis R, Byatt M, Burnside E, Rollinson L, Fear S. Childhood sexual abuse
and affective symptoms in women: a general population study. Psychological Medicine,
2000: 30, 1283-1291.

68. Hirsch S, Bowen J, Emami J, Cramer P, Jolley A, Haw C, Dickinson M. A one year
prospective study of the effect of life events and medication in the aetiology of
schizophrenic relapse. British Journal of Psychiatry, 1996: 168, 49-56.

69. Holden GW, Edwards LA. Parental attitudes toward child rearing: instruments,
issues, and implications. Psychological Bulletin, 1989: 106(1), 29-58.

70. Hollis C. Developmental precursors of child- and adolescent-onset schizophrenia


and affective psychoses: diagnostic specificity and continuity with symptom dimensions.
British Journal of Psychiatry, 2003: 182, 37-44.

71. Hultman CM, Sparen P, Takei N, Murray RM, Cnattingius S. Prenatal and perinatal
risk factors for schizophrenia, affective psychosis, and reactive psychosis of early onset:
case-control study. British Medical Journal, 1999: 318, 421-426.

72. Huttunen MO, Niskanen P. Prenatal loss of father and psychiatric disorder
(abstract). Archives of General Psychiatry, 1978: 35(4), 429-431.

73. Huttunen MO, Machon RA, Mednick SA. Prenatal factors in the pathogenesis of
schizophrenia. British Journal of Psychiatry, 1994: 164, Suppl. 23, 15-19.

74. Jablensky A. Epidemiology of schizophrenia. In: M.G. Gelder, J.J. Lopez-Ibor & N.
Andreasen (eds) New Oxford textbook of psychiatry, Oxford University Press (OUP),
USA. 2001, pp. 585-599.

205
75. Janssen I, Krabbendam L, Bak M, Hanssen M, Vollebergh W, De Graaf R, Van Os
J. Childhood abuse as a risk factor for psychotic experiences. Acta Psychiatrica
Scandinavica, 2004: 109, 38-45.

76. Janssen I, Krabbendam L, Hanssen M, Bak M, Vollebergh W, De Graaf R, Van Os


J. Are apparent associations between parental representations and psychosis risk mediated
by early trauma? Acta Psychiatrica Scandinavica, 2005: 112, 372-375.

77. Jones P, Rodgers B, Murray R, Marmot M. Child development risk factors for adult
schizophrenia in the British 1946 birth cohort (abstract). Lancet, 1994: 344(8934), 1398-
1402.

78. Kay SR. Positive and negative syndromes in schizophrenia: assessment and
research. Brunner/Mazel, Publishers, NY, NY, USA, 1991.

79. Kazarian SS, Baker B, Helmes E. The Parental Bonding Instrument: factorial
structure (abstract). British Journal of Clinical Psychology, 1987: 26(3), 231-232.

80. Kendler KS. Parenting: a genetic-epidemiologic perspective. American Journal of


Psychiatry, 1996: 153, 11-20.

81. Kendler K.S. Twin studies of psychiatric illness. An update. Archives of General
Psychiatry, 2001: 58, 1005-1014.

82. Kendler KS. Editorial: Schizophrenia genetics and dysbindin: a corner turned?
American Journal of Psychiatry, 2004: 161, 1533-1536.

83. Kendler KS. “A Gene for…”: the nature of gene action in psychiatric disorders.
American Journal of Psychiatry, 2005: 162, 1243-1252.

84. Kendler KS. Reflections on the relationship between psychiatric genetics and
psychiatric nosology. American Journal of Psychiatry, 2006: 163, 1138-1146.

85. Kendler KS, Gruenberg AM, Kinney DK. Independent diagnoses of adoptees and
relatives as defined by DSM-III in the provincial and national samples of the Danish
adoption study of schizophrenia. Archives of General Psychiatry, 1994: 51, 456-468.

86. Kendler KS, Karkowski-Shuman L, O’Neill FA, Straub RE, MacLeanCJ, Walsh D.
Resemblance of psychotic symptoms and syndromes in affected sibling pairs from the
irish study of high-density schizophrenia families: evidence for possible etiologic
heterogeneity. American Journal of Psychiatry, 1997: 154(2), 191-198.

87. Kendler KS, Pedersen NL, Farahmand BY, Persson PG. The treated incidence of
psychotic and affective illness in twins compared with population expectation: a study in
the Swedish twin and psychiatric registries (abstract). Psychological Medicine, 1996:
26(6), 1135-1144.

88. Kendler KS, Sham PC, MacLean CJ. The determinants of parenting: an
epidemiological multi-informant, retrospective study. Psychological Medicine, 1997: 27,
549-563.
89. Kerver MJ, Van Son MJM, De Groot PA. Predicting symptoms of depression from
reports of early parenting: a one-year prospective study in a community sample. Acta
Psychiatrica Scandinavica, 1992: 86, 267-272.

206
90. Kety SS, Wender PH, Jacobsen B, Ingraham LJ, Jansson L, Faber B, Kinney DK.
Mental illness in the biological and adoptive relatives of schizophrenic adoptees.
replication of the Copenhagen study in the rest of Denmark. Archives of General
Psychiatry, 1994: 51, 442-455.

91. Khalil N, Stark F-M. Do perceived parental rearing patterns influence social
behaviour dimensions and disease severity in schizophrenia. Acta Psychiatrica Scandi-
navica, 1992: 86, 146-152.

92. Khalil N, Stark FM. [Child rearing style, social behavior dimensions and severity of
schizophrenic illness] (German) (abstract). Schweizer Archiv für Neurologie und
Psychiatrie, 1993: 144(1), 81-95.

93. Kilcommons AM, Morrison AP. Relationships between trauma and psychosis: an
exploration of cognitive and dissociative factors. Acta Psychiatrica Scandinavica, 2005:
112, 351-359.

94. Kitamura T, Wara MS, Shima S, Toda MA. Relationship of order and number of
siblings to perceived parental attitudes in childhood. Journal of Social Psychology, 1998:
138(3), 342-350.

95. Klimidis S, Minas IH, Ata AW. The PBI-BC: A brief current form of the Parental
Bonding Instrument for adolescent research. Comprehensive Psychiatry, 1992b: 33, 374-
377.

96. Klimidis S, Minas IH, Ata AW, Stuart, GW. Construct validation in adolescents of
the brief current form of the Parental Bonding Instrument. Comprehensive Psychiatry,
1992a: 33, 378-383.

97. Kokkevi A, Stefanis K. Parental rearing patterns and drug abuse. Acta Psychiatrica
Scandinavica, 1988: Suppl. 344, 151-157.

98. Kubicka L, Matejcek Z, David HP, Dytrych Z, Miller WB, Roth Z. Children from
unwanted pregnacies in Prague, Czech Republic revisited at age thirty. Acta Psychiatrica
Scandinavica, 1995: 91, 361-369.

99. Lachar D, Bailley SE, Rhoades HM, Espadas A, Aponte M, Cowan KA,
Gummattira P, Kopecky CR, Wassef A. New subscales for an anchored version of the
brief psychiatric rating scale: construction, reliability, and validity in acute psychiatric
admissions (abstract). Psychological Assessment, 2001: 13(3), 384-395.

100. Latas M, Starcevic V, Trajkovic G, Bogojevic, G. Predictors of comorbid


personality disorders in patients with panic disorder with agoraphobia. Comprehensive
Psychiatry, 2000: 41, 28-34.

101. Lee R. Childhood trauma and personality disorder: toward a biological model
(abstract). Current Psychiatry Reports, 2006: 8(1), 43-52.

102. Lee RJ, Gollan J, Kasckow J, Geracioti T, Coccaro EF. CSF corticotropin-releasing
factor in personality disorder: relationship with self-reported parental care (abstract).
Neuropsychopharmacology, 2006: 31(10), 2289-2295.

103. Lewis DA, Lieberman JA. Catching up on schizophrenia: natural history and
neurobiology. Neuron, 2000: 28, 325-334.

207
104. Liddle PF. Descriptive clinical features of schizophrenia. In: M.G. Gelder, J.J.
Lopez-Ibor & N. Andreasen (eds) New Oxford textbook of psychiatry. Oxford University
Press (OUP), USA. 2001, pp. 571-576.

105. Lieberman JA. Is schizophrenia a neurodegenerative disorder? A clinical and


neurobiological perspective. Biological Psychiatry, 1999: 46, 729-739.

106. Lieberman JA, Perkins D, Belger A, Chakos M, Jarskog F, Boteva K, Gilmore J.


The early stages of schizophrenia: speculations on pathogenesis, pathophysiology, and
therapeutic approaches. Biological Psychiatry, 2001: 50, 884-897.

107. Lindenmayer J-P, Bernstein-Hyman R, Grochowski S. Five-factor model of


schizophrenia. Initial validation. Journal of Nervous and Mental Disease, 1994a: 182,
631-638.
108. Lindenmayer J-P, Bernstein-Hyman R, Grochowski S. A new five factor model of
schizophrenia. Psychiatric Quarterly, 1994b: 65(4), 299-322.

109. Lindenmayer J-P, Grochowski S, Hyman RB. Five factor model of schizophrenia:
replication across samples. Schizophrenia Research, 1995: 14(3), 229-234.

110. Livianos-Aldana L, Rojo-Moreno L. On the convergent validity of two parental


rearing behaviour scales: EMBU and PBI. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1999: 100,
263-269.

111. Lizardi H, Klein DN. Evidence of increased sensitivity using a three-factor version
of the Parental Bonding Instrument. The Journal of Nervous and Mental Disease, 2002:
190, 619-623.

112. Loftus J, Delisi LE, Crow TJ. Familial associations of subsyndromes of psychosis in
affected sibling pairs with schizophrenia and schizoaffective disorder. Psychiatry
Research, 1998: 80, 101-111.

113. Lucht M, Barnow S, Schroeder W, Grabe HJ, Finckh U, John U, Freyberger HJ,
Herrmann FH. Negative perceived paternal parenting is associated with dopamine D2
receptor Exon 8 and GABA(A) Alpha 6 receptor variants: an explorative study. American
Journal of Medical Genetics Part B (Neuropsychiatric Genetics), 2006: 141B, 167-172.

114. Lung F-W, Huang Y-L, Shu B-C, Lee F-Y. Parental rearing style, premorbid
personality, mental health, and quality of life in chronic regional pain: a causal analysis.
Comprehensive Psychiatry, 2004: 45, 206-212.

115. Mackinnon AJ, Henderson AS, Andrews G. The Parental Bonding Instrument: a
measure of perceived of actual parental behavior? Acta Psychiatrica Scandinavica, 1991:
83, 153-159.

116. Mackinnon AJ, Henderson AS, Scott R, Duncan-Jones P. The Parental Bonding
Instrument (PBI): an epidemiological study in a general population sample. Psychological
Medicine, 1989: 19, 1023-1034.

117. Maeki P, Veijola J, Joukamaa M, Laeaerae E, Hakko H, Jones PB, Isohanni M.


Maternal separation at birth and schizophrenia - a long-term follow-up of the Finnish
Christmas Seal Home children. Schizophrenia Research, 2003: 60, 13-19.

208
118. Maj M. A family study of two subgroups of schizoaffective patients. British Journal
of Psychiatry, 1989: 154, 640-643.

119. Malla AK, Cortese L, Shaw TS, Ginsberg B. Life events and relapse in
schizophrenia. a one year prospective study (abstract). Social Psychiatry Psychiatric
Epidemiology, 1990: 25(4), 221-224.

120. Marchetto MJ. Repetitive skin-cutting: parental bonding, personality and gender
(abstract). Psychology and Psychotherapy, 2006: 79(3), 445-459.

121. Marcus J, Hans SL, Nagler S, Auerbach JG, Mirsky AF, Aubrey A. Review of the
NIMH Israeli Kibbutz-City study and the Jerusalem Infanta development study (abstract).
Schizophrenia Bulletin, 1987: 13(3), 425-438.

122. Martin G, Waite S. Parental bonding and vulnerability to adolescent suicide. Acta
Psychiatrica Scandinavica, 1994: 89, 246-254.

123. Martin G, Bergen H, Roeger L, Allison S. Depression in young adolescents:


investigations using 2 and 3 factors versions of the Parental Bonding Instrument. The
Journal of Nervous and Mental Disease, 2004: 192, 650-657.

124. Mathew SJ, Shungu DC, Mao X, Rosenblum LA, Coplan JD, Gorman JM.
Neuroimaging studies in nonhuman primates reared under early stressful conditions. In:
J.M Gorman (ed) Fear & anxiety.The benefits of translational research. American Psy-
chiatric Publishing, Inc., USA, 2004, pp.135-150.

125. Mathews CA, Freimer NB. Genetic linkage analysis of the psychiatric disorders. In:
B.J. Sadock & V.A. Sadock (eds) Kaplan & Sadock’s comprehensive textbook of
psychiatry (8th ed.), Philadelphia, PA, USA: Lippincott Williams & Wilkins. 2005: pp.
252-272.
126. McCreadie RG, Williamson DJ, Athawes RWB, Connoly MA, Tilak-Singh D. The
nithsdale schizophrenia surveys XIII. Parental rearing patterns, current symptomatology
and relatives’ expressed emotion. British Journal of Psychiatry, 1994: 165, 347-352.

127. McLaughlin TL, Heath AC, Bucholz KK, Madden PAF, Bierut LJ, Slutske WS,
Dinwiddie S, Statham DJ, Dunne MP, Martin NG. Childhood sexual abuse and
pathogenic parenting in the childhood recollections of adult twin pairs. Psychological
Medicine, 2000: 30, 1293-1302.

128. Melo SS, Taylor JL, Bentall RP. ‘Poor me’ versus ‘bad me’ paranoia and the
instability of persecutory ideation. Psychology and Psychotherapy, 2006: 79(2), 271-287.

129. Mickelson KD, Kessler R, Shaver PR. Adult attachment in a nationally


representative sample. Journal of Personality and Social Psychology, 1997: 73(5), 1092-
1106.
130. Miller L, Warner V, Wickramaratne P, Weissman M. Self-Esteem and depression:
ten year follow-up of mothers and offspring. Journal of Affective Disorders, 1999: 52(1-
3), 41-49.

131. Modestin J, Ebner G, Junghan M, Erni T. Dissociative experiences and dissociative


disorders in acute psychiatric inpatients. Comprehensive Psychiatry, 1996: 37, 355-361.

132. Modestin J, Soult J, Malti T. Correlates of coping styles in psychotic illness.


Psychopathology, 2004: 37, 175-180.

209
133. Moeller H-J, Bottlender R, Wegner U, Wittmann J, Strauss A. Long-term, course of
schizophrenic, affective and schizoaffective psychosis: focus on negative symptoms and
their impact on global indicators of outcome. Acta Psychiatrica Scandinavica, 2000: 102,
Suppl. 407, 54-57.

134. Moghaddam B. Bringing order to the glutamate chaos in schizophrenia. Neuron,


2003: 40, 881-884.

135. Mohr S, Preisig M, Fenton BT, Ferrero F. Validation of the French version of the
Parental Bonding Instrument in adults. Personality and Individual Differences, 1999: 26,
1065-1074.

136. Morrison A, Read J, Turkington D. Editorial. Trauma and psychosis: theoretical and
clinical implications. Acta Psychiatrica Scandinavica, 2005: 112, 327-329.

137. Murphy E, Brewin CR, Silka L. The assessment of parenting using the Parental
Bonding Instrument: two or three factors? Psychological Medicine, 1997: 27, 333-342.

138. Murray RM, Bramon E. Developmental model of schizophrenia. In: B.J. Sadock &
V.A. Sadock (eds) Kaplan & Sadock’s comprehensive textbook of psychiatry (8th ed.),
Philadelphia, PA, USA: Lippincott Williams & Wilkins, 2005: pp. 1381-1396.

139. Murray RM, Castle DJ. Genetic and environmental risk factors for schizophrenia.
In: M.G. Gelder, J.J. Lopez-Ibor & N. Andreasen (eds) New Oxford textbook of
psychiatry), Oxford University Press (OUP), USA, 2001, pp. 599-605.

140. Murray RM, Lewis SW. Is schizophrenia a neurodevelopmental disorder? British


Medical Journal, 1987: 295,681-682.

141. Myers LB. Are different measures of parenting comparable? The Journal of Genetic
Psychology, 1999: 160, 255-256.

142. Myhr G, Sookman D, Pinard G. Attachment security and parental bonding in adults
with obsessive-compulsive disorder: a comparison with depressed out-patients and
healthy controls. Acta Psychiatrica Scandinavica, 2004: 109, 447-456.

143. Myhrman A, Rantakallio P, Isohanni M, Jones P, Partanen U. Unwantedness of a


pregnacy and schizophrenia in the child. British Journal of Psychiatry, 1996: 169, 637-
640.

144. Narita T, Sato T, Hirano S, Gota M, Sakado K, Uehara T. Parental child-rearing


behavior as measured by the Parental Bonding Instrument in a Japanese population: factor
structure and relationship to a lifetime history of depression. Journal of Affective
Disorders, 2000: 57, 229-234.

145. Nuechterlein KH, Dawson ME, Green MF. Information-processing abnormalities as


neuropsychological vulnerability indicators for schizophrenia. Acta Psychiatrica
Scandinavica, 1994a: 90, Suppl. 384, 71-79.

146. Nuechterlein KH, Dawson ME, Gitlin M, Ventura J, Goldstein MJ, Snyder KS, Yee
CM, Mintz J. Developmental processes in schizophrenic disorders: longitudinal studies of
vulnerability and stress (abstract). Schizophrenia Bulletin, 1992: 18(3), 387-425.

210
147. Nuechterlein KH, Dawson ME, Ventura J, Gittlin M, Subotnik KL, Snyder KS,
Mintz J, Bartzokis G. The vulnerability / stress model of schizophrenic relapse: a
longitudinal study. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1994b: 89, Suppl. 382, 58-64.

148. Onstad S, Skre I, Torgensen S, Kringlen E. Family interaction: parental


representation in schizophrenic patients. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1994: Suppl.
384, 67-70.
149. Onstad S, Skre I, Torgersen S, Kringlen E. Subtypes of schizophrenia - evidence
from a twin-family study. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1991: 84, 203-206.

150. Onstad S, Skre I, Torgersen S, Kringlen E. Parental representations in twin


discordant for schizophrenia. Psychological Medicine, 1993: 23, 335-340.

151. Overall JE, Beller SA. The Brief Psychiatric Rating Scale (BPRS) in geropsychiatric
research: i. factor structure on a inpatient unit (abstract). Journal of Gerontology, 1984:
39(2), 187-193.

152. Paris J, Frank H. Perceptions of parental bonding in borderline patients. American


Journal of Psychiatry, 1989: 146, 1498-1499.

153. Paris J, Zweig-Frank H, Guzder H. The role of psychological risk factors in


recovery from borderline personality disorder. Comprehensive Psychiatry, 1993: 34(6),
410-413.

154. Paris J, Zweig-Frank H, Guzder J. Psychological risk factors for borderline


personality disorder in female patients. Comprehensive Psychiatry, 1994: 35(4), 301-305.

155. Parker G, Mater R. Predicting schizophrenic relapse: a comparison of two measures


(abstract). Australian and New Zealand Journal of Psychiatry, 1986: 20(1), 82- 86.

156. Parker G. Parental ‘affectionless control’ as an antecedent to adult depression. A


risk factor delineated. Archives of General Psychiatry, 1983a: 40, 956-960.

157. Parker G. Parental overprotection. A risk factor in psychosocial development. Grune


& Straton, New York, 1983b.

158. Parker G. The measurement of pathogenic parental style and its relevance to
psychiatric disorder. Social Psychiatry, 1984: 19, 75-81.

159. Parker G. Validating an experiential measure of parental style: the use of a twin
sample. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1986: 73, 22-27.

160. Parker G. The Parental Bonding Instrument. A decade of research. Editorial. Social
Psychiatry and Psychiatric Epidemiology, 1990: 25, 281-282.

161. Parker G. Parental rearing style: examining for links with personality vulnerability
factors for depression. Social Psychiatry and Psychiatric Epidemiology, 1993: 28, 97-100.

162. Parker G, Fairley M, Greenwood J, Jurd S, Silove D. Parental representations of


schizophrenics and their association with onset and course of schizophrenia. British
Journal of Psychiatry, 1982: 141, 573-581.

163. Parker G, Hayward L, Johnston P. Factorial validity of the EE scales. Psychological


Medicine, 1989: 19, 435-446.

211
164. Parker G, Johnston P, Hayward L. Prediction of schizophrenic relapse using the
Parental Bonding Instrument (abstract). Australian and New Zealand Journal of Psychia-
try, 1988: 22(3), 283-292.

165. Parker G, Roussos J, Hadzi-Pavlovic D, Mitchell P, Wilhelm K, Austin M-P. The


development of a refined measure of dysfunctional parenting and assessment of its
relevance in patients with affective disorders. Psychological Medicine, 1997: 27, 1193-
1203.
166. Parker G, Tupling H, Brown LB. A Parental Bonding Instrument. British Journal of
Medical Psychology, 1979: 52, 1-10.

167. Parker GB, Barrett EA, Hickie IB. From nurture to network: examining links
between perceptions of parenting received in childhood and social bonds in adulthood.
American Journal of Psychiatry, 1992: 149, 877-885.

168. Patton GC, Coffey C, Posterino M, Carlin JB, Wolfe R. Parental ‘affectionless
control’ in adolescent depressive disorder. Social Psychiatry and Psychiatric Epidemiol-
ogy, 2001: 36, 475-480.

169. Perris C. A theoretical framework for linking the experience of dysfunctional


parental rearing attitudes with manifest psychopathology. Acta Psychiatrica
Scandinavica, 1988: Suppl. 344, 93-109.

170. Perris C. Γνωσιακή θεραπεία με σχιζοφρενικούς ασθενείς. (Μετάφραση Β. Μπρού-


μας). Εκδόσεις Ηλεκτρονικές Τέχνες, Αθήνα, 1992.

171. Perris C. Linking the experience of dysfunctional parental rearing with manifest
psychopathology: a theoretical framework. in: C. Perris, W.A. Arrindell & M. Eisemann
(eds) Parenting and psychopathology, John Wiley & Sons, England, UK, 1994a, pp. 3-
32.

172. Perris C. Parental rearing and schizophrenic disorders. In: C. Perris, W.A. Arrindell
& M. Eisemann (eds) Parenting and psychopathology, John Wiley & Sons, England, UK,
1994b: pp. 309-333.

173. Perris C, Arrindell WA, Perris H, Van Der Ende J, Maj M, Benjaminsen S, Ross M,
Eisemann M, Del Vecchio M. Cross-national study of perceived rearing behaviour in
healthy subjects from Australia, Denmark, Italy, the Netherlands and Sweden: pattern and
level comparisons. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1985: 72, 278-282.

174. Potter K, Martin J, Romans S. Early developmental experiences of female sex


workers: a comparative study. Australian and New Zealand Journal of Psychiatry, 1999:
33, 935-940.

175. Qadir F, Stewart R, Khan M, Prince M. The validity of the Parental Bonding
Instrument as a measure of maternal bonding among young Pakistani women. Social
Psychiatry and Psychiatric Epidemiology, 2005: 40, 276-282.

176. Rankin P, Bentall R, Hill J, Kinderman P. Perceived relationships with parents and
paranoid delusions: comparisons of currently ill, remitted and normal participants.
Psychopathology, 2005: 38(1), 16-25.

212
177. Read J, Van Os J, Morrison AP, Ross CA. Childhood trauma, psychosis and
schizophrenia: a literature review with theoretical and clinical implications. Acta
Psychiatrica Scandinavica, 2005: 112: 330-350.

178. Reti IM, Samuels JF, Eaton WW, Bienvenu III OJ, Costa Jr PT, Nestadt G.
Influences of parenting on normal personality traits. Psychiatry Research, 2002b: 111, 55-
64.
179. Reti IM, Samuels JF, Eaton WW, Bienvenu III OJ, Costa Jr PT, Nestadt G. Adult
antisocial personality traits are associated with experiences of low parental care and
maternal overprotection. Acta Psychiatrica Scandinavica, 2002a: 106, 126-133.

180. Rey JM, Bird KD, Kopec-Schrader E, Richards IN. Effects of gender, age, diagnosis
on perceived parental care and protection in adolescents. Acta Psychiatrica Scandinavica,
1993: 88, 440-446.

181. Richter-Appelt H, Tiefensee J. [Partnership relations of parents and parent-child


relations of physical abuse and sexual abuse experiences in childhood from the viewpoint
of young adults. Further results of the Hamburg Study (II)] (German) (abstract).
Psychotherapie, Psychosomatik, Medizinische Psychologie, 1996: 46(12), 405-418.

182. Rijsdijk FV, Van Haren NEM, Picchioni MM, McDonald C, Toulopoulou T,
Hulshoff Pol HE, Kahn RS, Murray R, Sham PC. Brain MRI abnormalities in schizophre-
nia: same genes or same environment? Psychological Medicine, 2005: 35, 1-11.

183. Riley BP, Kendler KS. Schizophrenia: genetics. In: B.J. Sadock & V.A. Sadock
(eds) Kaplan & Sadock’s comprehensive textbook of psychiatry (8th ed.) Philadelphia, PA,
USA: Lippincott Williams & Wilkins, 2005, pp. 1354-1371.

184. Romans SE, Gendall KA, Martin JL, Mullen PE. Child sexual abuse and later
disordered eating: a New Zealand epidemiological study. International Journal of Eating
Disorders, 2001: 29, 380-392.

185. Ruchkin VV, Eisemann M, Haeggloef B, Cloninger CR. Interrelations between


temperament, character, and parental rearing in male deliquent adolescents in Northern
Russia. Comprehensive Psychiatry, 1998: 39, 225-230.

186. Ruggeri M, Koeter M, Schene A, Bonetto C, Vazquez-Barquero JL, Becker T,


Knapp M, Knudsen HC, Tansella M, Thornicroft G. (The EPSILON Study Group) Factor
solution of the BPRS-expanded version in schizophrenic outpatients living in five
European countries. Schizophrenia Research, 2005: 75, 107-117.

187. Sajatovic M, Ramirez LF. Rating scales in mental health, Lexi-Comp Inc., Ohio,
USA, 2001.

188. Sato T, Narita T, Hirano S, Kusunoki K, Sakado K, Uehara T. Confirmatory factor


analysis of the Parental Bonding Instrument in a Japanese population. Psychological
Medicine, 1999: 29, 127-133.

189. Sato T, Sakado K, Uehara T, Narita T, Hirano S, Nishioka K, Kasahara Y.


Dysfunctional parenting as a risk factor to lifetime depression in a sample of employed
Japanese adults: evidence for the ‘affectionless control’ hypothesis. Psychological Medi-
cine, 1998: 28, 737-742.

213
190. Sato T, Sakado K, Uehara T, Nishioka K, Kasahara Y. Perceived parental styles in
a Japanese sample of depressive disorders. a replication outside western culture. British
Journal of Psychiatry, 1997b: 170, 173-175.

191. Sato T, Uehara T, Sakado K, Nishioka K, Ozaki N, Nakamura M. Dysfunctional


parenting and a lifetime history of depression in a volunteer sample of Japanese workers.
Acta Psychiatrica Scandinavica, 1997a: 96, 306-310.

192. Scinto A, Marinangeli MG, Kalyvoka A, Daneluzzo E, Rossi A. [The use of the
italian version of the Parental Bonding Instrument (PBI) in a clinical sample and in a stu-
dent group: an exploratory and confirmatory factor analysis study] (abstract) [Italian].
Epidemiologia e Psichiatria Sociale, 1999: 8(4), 276-283.

193. Selten J-P, Cantor-Graae E, Nahon D, Levav I, Aleman A, Kahn RS. No


relationship between risk of schizophrenia and prenatal exposure to stress during the six-
day war of Yom Kippur war in Israel. Schizophrenia Research, 2003: 63, 131-135.

194. Silove D, Parker G, Hadzi-Pavlovic D, Manicavasagar V, Blaszczynski A. Parental


representations of patients with panic disorder and generalised anxiety disorder. British
Journal of Psychiatry, 1991: 159, 835-841.

195. Silverstein ML, Mavrolefteros G, Close D. BPRS syndrome scales during the course
of an episode of psychiatric illness. Journal of Clinical Psychology, 1997: 53(5), 455-458.

196. Singhal S, Dutta A. Who commits patricide? Acta Psychiatrica Scandinavica, 1990:
82, 40-43.

197. Singhal S, Dutta A. Who commits matricide? (abstract). Medical Science and Law,
1992: 32(3), 213-217.

198. Sipos A, Rasmussen F, Harrison G, Tynelius P, Lewis G, Leon DA, Gunnell D.


Paternal age and schizophrenia: a population based cohort study. British Medical Journal,
2004: 329, 1070-1074.

199. Skagerlind L, Perris C, Eisemann M. Perceived parental rearing behaviour in


patients with a schizophrenic disorder and its relationship to aspects of the course of the
illness (abstract). Acta Psychiatrica Scandinavica, 1996: 93(5), 403-406.

200. Someya T, Uehara T, Kadowaki M, Tang SW, Takahashi S. Effects of gender


difference and birth order on perceived parenting styles, measured by the EMBU scale, in
Japanese two-sibling subjects. Psychiatry and Clinical Neuroscience, 2000: 54, 77-81.

201. Stein D, Williamson DE, Birmaher B, Brent DA, Kaufman J, Dahl RE, Perel JM,
Ryan ND. Parent-child bonding and family functioning in depressed children and children
at high risk and low risk for future depression. Journal of the American Academy for
Child and Adolescent Psychiatry, 2000: 39(11), 1387-1395.

202. Susser E, Neugebauer R, Hoek HW, Brown AS, Lin S, Labovitz D, Gorman JM.
Schizophrenia after prenatal famine. Further evindence. Archives of General Psychiatry,
1996: 53, 25-31.

203. Thomas A, Donnell AJ, Young TR. Factor structure and differential validity of the
expanded Brief Psychiatric Rating Scale. Assessment, 2004: 11(2), 177-187.

214
204. Todd AL, Boyce PM, Heath AC, Martin NG. Shortened versions of the
Interpersonal Sensitivity Measure, Parental Bonding Instrument and Intimate Bond
Measure. Personality and Individual Differences, 1994: 16, 323-329.

205. Uji M, Tanaka N, Shono M, Kitamura T. Factorial structure of the Parental Bonding
Instrument (PBI) in Japan: a study of cultural, developmental, and gender influences.
Child Psychiatry Human Development, 2006: 37(2), 115-132.

206. Van Os J, Selten J-P. Prenatal exposure to maternal stress and subsequent
schizophrenia. The May 1940 invasion of the Netherlands. British Journal of Psychiatry,
1998: 172, 324-326.

207. Van Os J, Fahy TA, Bebbington P, Jones P, Wilkins S, Sham P, Russell A, Gilvarry
K, Lewis S, Toone B, et al. The influence of life events on the subsequent course of
psychotic illness. A prospective follow-up of the Camberwell Collaborative Psychosis
Study (abstract). Psychological Medicine, 1994: 24(2), 503-513.

208. Ventura J, Nuechterlein KH, Lukoff D, Hardesty JP. A prospective study of stressful
life events and schizophrenic relapse (abstract). Journal of Abnormal Psychology, 1989:
98(4), 407-411.

209. Ventura J, Nuechterlein KH, Subotnik KL, Gutkind D, Gilbert EA. Symptom
dimensions in recent-onset schizophrenia and mania: a principal components analysis of
the 24-item Brief Psychiatric Rating Scale. Psychiatry Research, 2000: 97, 129-135.

210. Wahlberg K-E, Lyman WC, Oja H, Keskitalo P, Pykaelaeinen L, Lahti I, Moring J,
Naarala M, Sorri A, Seitamaa M, Laeksy K, Kolassa J, Tienari P. Gene-environment
interaction in vulnerability to schizophrenia: findings from the Finnish adoptive family
study of schizophrenia. American Journal of Psychiatry, 1997: 154, 355-362.

211. Wahlberg K-E, Wynne LC, Oja H, Keskitalo P, Anais-Tanner H, Koistinen P,


Tarvainen T, Hakko H, Lahti I, Moring J, Naarala M, Sorri A, Tienari P. Thought disorder
index of Finnish adoptees and communication deviance of their adoptive parents.
Psychological Medicine, 2000: 30, 127-136.

212. Warner R, Atkinson M. The relationship between schizophrenic patient’s perception


of their parents and the course of their illness. British Journal of Psychiatry, 1988: 153,
344-353.

213. Wiborg IM, Dahl AA. The recollection of parental rearing styles in patients with
panic disorder. Acta Psychiatrica Scandinavica, 1997: 96, 58-63.

214. Wilhelm K, Niven H, Parker G, Hadzi-Pavlovic D. The stability of the Parental


Bonding Instrument over a 20-year period. Psychological Medicine, 2005: 35, 387-393.

215. Willinger U, Heiden AM, Meszaros K, Formann AK, Aschauer HN. Maternal
bonding behaviour in schizophrenia and schizoaffective disorder, considering premorbid
personality traits. Australian and New Zealand Journal of Psychiatry, 2002: 36, 663-668.

216. Winther Helgeland MI, Torgersen S. Maternal representations of patients with


schizophrenia as measured by the Parental Bonding Instrument. Scandinavian Journal of
Psychology, 1997: 38, 39-43.

215
217. Wiseman H, Mayseless O, Sharabany R. Why are they lonely? Perceived quality of
early relationships with parents, attachment, personality predispoditions and loneliness in
first-year university students. Personality and Individual Differences, 2006: 40, 237-248.

218. Wyatt RJ. Neurodevelopmental abnormalities and schizophrenia. Archives of


General Psychiatry, 1996: 53, 11- 15.

219. Yamaguchi N, Kobayashi J, Tachikawa H, Sato S, Hori M, Suzuki T, Shiraishi H.


Parental representation in eating disorder patients with suicide. Journal of Psychosomatic
Research, 2000: 49, 131-136.

220. Zweig-Frank H, Paris J. Parents’ emotional neglect and overprotection according to


the recollections of patients with borderline personality disorder. American Journal of
Psychiatry, 1991: 148, 648-651.

221. Zweig-Frank H, Paris J. Predictors of outcome in a 27-year follow-up of patients


with borderline personality disorder (abstract). Compehensive Psychiatry, 2002: 43(2),
103-107.

222. Κάτος, Α. Στατιστική. Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1986.

223. Λύκουρας, Λ., Ουλής, Π., Μπότσης, Α., Ψάρρος, Κ. & Δασκαλοπούλου, Ε. Παρα-
γοντική σύσταση της Ελληνικής PANSS. Στο: Λ. Λύκουρας, Α. Μπότσης & Π. Ουλής
(επιμ.) Η κλίμακα θετικού και αρνητικού συνδρόμου (PANSS) (2η έκδοση). Μαρούσι, Α-
θήνα, Ελλάδα: Επιστημονικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε., 2005, σελ. 42-47.

224. Μποζίκας, Β.-Π. Το κάπνισμα σε σχιζοφρενείς υπό φαρμακευτική αγωγή. Πρόγραμμα


περιορισμού-διακοπής του καπνίσματος σε μία ψυχιατρική κλινική. Διδακτορική Διατριβή,
Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2002.

225. Μπότσης, Α., Λύκουρας, Λ. & Ουλής, Π. Κλίμακες εκτίμησης της ψυχοπαθολογίας
της σχιζοφρένειας: σύντομη ανασκόπηση και εισαγωγή στην PANSS. Στο: Λ. Λύκουρας,
Α. Μπότσης & Π. Ουλής (επιμ.) Η κλίμακα θετικού και αρνητικού συνδρόμου (PANSS)
(2η έκδοση). Μαρούσι, Αθήνα, Ελλάδα: Επιστημονικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε., 2005, σελ. 21-
28.

226. Νικολαΐδης, Ν.Χ., Σίμος, Γ., Κωνσταντινίδης, Λ., Καΐμη, Π., Τσενεκίδης, Γ., Γκα-
νάτσιος, Χ., Κουκουρίκος, Κ., Λαυρεντιάδης, Γ. & Φωκάς, Κ. Το ερωτηματολόγιο συ-
μπεριφοράς γονέα - Η ελληνική έκδοση του ΡΒΙ (Parental Bonding Instrument) - Πρώτα
αποτελέσματα από ένα δείγμα υγιών ατόμων. Αναρτημένη Ανακοίνωση στο 19ο Πανελ-
λήνιο Συνέδριο Ψυχιατρικής, 4-8 Μαΐου 2006, Αθήνα, (αριθμός 108, 5 Μαΐου) σελίδα
278 Τόμος Περιλήψεων.

227. Ουλής, Π., Λύκουρας, Λ. & Μπότσης, Α. (2005) Ιστορικές καταβολές της διάκρι-
σης μεταξύ θετικών και αρνητικών ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων. Στο: Λ. Λύκουρας,
Α. Μπότσης & Π. Ουλής (επιμ.) Η κλίμακα θετικού και αρνητικού συνδρόμου (PANSS)
(2η έκδοση). Μαρούσι, Αθήνα, Ελλάδα: Επιστημονικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε., 2005, σελ. 11-
15.

228. Σιάρδος, Κ.Γ. Μέθοδοι πολυμεταβλητής στατιστικής ανάλυσης, 1ο μέρος, Εκδόσεις


Ζήτη, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 173-177.

216
217

You might also like