You are on page 1of 15

ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Κωδικός Μαθήματος: PSY 205

Τίτλος Μαθήματος: Κλινικη Ψυχολογια

Τίτλος Εργασίας: Καταθλιψη

Όνομα Καθηγητή: Ιωαννης Χριστοπουλος

Όνομα Φοιτητή: Αθανάσιος Τυροβολάς

Ημερομηνία: 14-5-2021

Αριθμός λέξεων: 2000

ΔήλωσηΓνησιότηταςΕργασίας:Δηλώνω ρητά ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν.

1599/1986 και τα άρθρα 2,4,6 παρ. 3 του Ν. 1256/1982, η παρούσα εργασία αποτελεί

αποκλειστικά προϊόν προσωπικής εργασίας και δεν προσβάλλει κάθε μορφής πνευματικά

δικαιώματα τρίτων και δεν είναι προϊόν μερικής ή ολικής αντιγραφής, οι πηγές δε που

χρησιμοποιήθηκαν περιορίζονται στις βιβλιογραφικές αναφορές και μόνον.

Ονοματεπώνυμο φοιτήτριας/φοιτητή: Αθανάσιος Τυροβολάς

[1]
Περιεχόμενα
Περίληψη..................................................................................................................................2

Εισαγωγή..................................................................................................................................2

1. Ιστορική αναδρομή κατάθλιψης..........................................................................................3

2. Η παθογένεια της κατάθλιψης.............................................................................................3

3. Συμπτωματολογία κατάθλιψης............................................................................................4

4. Καταθλιπτικές διαταραχές σύμφωνα με το DSM-IV.............................................................6

4.1 Μείζων καταθλιπτική διαταραχή...................................................................................6

4.2 Διπολικές διαταραχές Τύπου 1 και Τύπου 2...................................................................6

4.3 Δυσθυμική διαταραχή....................................................................................................7

4.4 Κυκλοθυμική διαταραχή.................................................................................................7

4.5 Καταθλιπτική διαταραχή μη προσδιοριζόμενη ή αλλιώς άτυπη κατάθλιψη..................8

5. Επιδημιολογία κατάθλιψης..................................................................................................8

6. Θεραπευτικές παρεμβάσεις για την κατάθλιψη..................................................................9

Συμπεράσματα.......................................................................................................................10

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ........................................................................................................................11

[2]
Περίληψη
Στόχος της συγκεκριμένης εργασίας είναι να παρουσιάσει το φαινόμενο των
καταθλιπτικών διαταραχών. Αρχικά γίνεται μία σύντομη ιστορική αναδρομή στην
κατάθλιψη και στη συνέχεια παρουσιάζεται η αιτιολογία της, αλλά και τα βασικά
συμπτώματα που η ίδια έχει. Ακολουθούν τα είδη της κατάθλιψης, η επιδημιολογία
της και στο τέλος οι θεραπευτικές παρεμβάσεις που ακολουθούνται κυρίως για τις
συγκεκριμένες διαταραχές. Στόχος είναι άλλωστε να αντιμετωπιστούν όσο είναι
δυνατόν τα συμπτώματα της και να μπορέσουν οι συγκεκριμένοι ασθενείς να
αισθανθούν καλύτερα, να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και φυσικά να μπορέσουν να
αρχίσουν να κάνουν θετικές σκέψεις για την καθημερινότητά τους.

Λέξεις-κλειδιά: κατάθλιψη, συμπτώματα, επιδημιολογία, αιτιολογικοί παράγοντες,


θεραπευτικές παρεμβάσεις

[3]
Εισαγωγή

Το συναίσθημα ήταν πάντα ένα πολύ βασικό κομμάτι για την ανθρώπινη φύση. Η
χαρά, η θλίψη, ο ψυχικός πόνος και η οδύνη είναι μερικά από τα συναισθήματα που
μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Πιο συγκεκριμένα η
θλίψη είναι ένα λογικό συναίσθημα που έρχεται ως αποτέλεσμα ψυχοτραυματικών
καταστάσεων. Μπορεί να οριστεί στην ουσία ως μία απόλυτα φυσιολογική αντίδραση
απέναντι σε δυσάρεστα συμβάντα (Χριστοδούλου, 2005). Συνήθως τα γεγονότα αυτά
συνοδεύονται από διάφορα συμπτώματα, τα οποία όμως είναι παροδικά και
υποχωρούν μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση όμως που τα
συγκεκριμένα επιμένουν έχοντας ως αποτέλεσμα ένα πολύ έντονο συναίσθημα
θλίψης με πολύ μεγάλη χρονική διάρκεια, τότε μπορούν να έχουν επιπτώσεις στη
λειτουργικότητα και στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Σε αυτή την περίπτωση
δεν γίνεται λόγος για θλίψη, αλλά για κατάθλιψη (Χριστοδούλου, 2005).

1. Ιστορική αναδρομή κατάθλιψης

Η κατάθλιψη είναι γνωστή ήδη από την αρχαιότητα. Πιο συγκεκριμένα ο Ιπποκράτης
κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. αναφέρθηκε για πρώτη φορά στη μελαγχολία, τονίζοντας ότι
σε περίπτωση που ο φόβος και η δυσθυμία διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα
τότε αυτή η κατάσταση γίνεται μελαγχολική. Σε αντίθεση με την άποψη του
Ιπποκράτη για τη μελαγχολία ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων, ένας πολύ γνωστός
φιλόσοφος και ρήτορας της Ρώμης, υποστήριξε ότι η μελαγχολία προέρχεται από τον
θυμό, τη θλίψη και τον φόβο. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα οφείλεται σε πνευματικούς
και όχι σε σωματικούς λόγους (Τσαλίκογλου, 2011). Περνώντας τα χρόνια ολοένα
και περισσότερο υπερίσχυαν οι ψυχικές διαταραχές, που για πολύ μεγάλο χρονικό
διάστημα είχαν πάρει την ονομασία μελαγχολία. Για πρώτη φορά θεωρήθηκαν
κατάθλιψη το 1660. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε η ονομασία αυτή ακόμη
περισσότερο τον 19ο αιώνα (Πολυκανδριώτη & Στεφανίδου, 2013).

Ειδικά στη σύγχρονη εποχή λόγω των ρυθμών ζωής και την κρίση που επικρατεί σε
πάρα πολλές χώρες του κόσμου η κατάθλιψη είναι μία πολύ σοβαρή κατάσταση για
ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Θεωρείται ότι 10 στους 100 ανθρώπους μπορεί
να εμφανίσουν κατάθλιψη μία φορά στη ζωή τους (Nemade & Reiss, 2007). 
[4]
2. Η παθογένεια της κατάθλιψης

Για την κατάθλιψη, όπως και για πολλές άλλες ακόμα ψυχικές διαταραχές, δεν
υπάρχει ένας μόνο συγκεκριμένος αιτιολογικός παράγοντας. Για αυτό η αιτιολογία
τους χαρακτηρίζεται ως πολυπαραγοντική, εφόσον υπάρχουν διάφοροι παράγοντες
που οδηγούν στην ανάπτυξη της. Αυτοί θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν σε
γενετικούς, ψυχοκινητικούς και νευροβιολογικούς (Thase, 2005). Σχετικά με την
κληρονομικότητα στην ανάπτυξη των καταθλιπτικών διαταραχών έχει τεκμηριωθεί
ότι οι διπολικές διαταραχές οφείλονται κυρίως σε κληρονομική προδιάθεση και ότι η
πρώιμη έναρξη των καταθλιπτικών διαταραχών σχετίζεται επίσης με αυτή. Οι μελέτες
που έχουν γίνει σε μονοζυγωτικά δίδυμα αποδεικνύουν αυτό το γεγονός (Dick et al.,
2003).

Σύμφωνα με τα πορίσματα της μοριακής βιολογίας υπάρχουν διαφορές γονιδιακές


θέσεις των χρωμοσωμάτων, οι οποίες αποτελούν πολύ ισχυρούς δείκτες των
καταθλιπτικών διαταραχών. Σύμφωνα με διάφορες νευροβιολογικές μελέτες
ελέγχθηκαν ιδιαίτερα οι διαταραχές της νευρομεταβίβασης, της νευροενδοκρινικής
λειτουργίας, της νευροφυσιολογικής λειτουργίας καθώς και η νευροαπεικόνιση της
λειτουργίας και της δομής του εγκεφάλου (Schosser et al., 2010). Όσον αφορά τους
νευροδιαβιβαστές πολλοί επιστήμονες τονίζουν ότι οι μεταβολές που μπορεί να
υπάρξουν σε αυτούς σχετίζονται με τις καταθλιπτικές διαταραχές (Verma et al.,
2008). 

Πέρα από τα παραπάνω και οι διαταραχές μπορεί να παρατηρηθούν στη λειτουργία


του θυρεοειδούς έχουν συνδεθεί στενά με την καταθλιπτική διαταραχή (Nutt, 2008).
Τέλος έχει αποδειχθεί ότι οι βλάβες που μπορεί να υπάρχουν στο πρόσθιο αριστερό
ημισφαίριο είναι ικανές να οδηγήσουν στην ύπαρξη μιας δυσφορίας, ενώ οι βλάβες
του δεξιού λοβού μπορούν να προκαλέσουν μεγαλύτερη ευφορία (Tanade & Nomura,
2007). Στην κατάθλιψη στον τομέα των απεικονιστικών ανωμαλιών εντοπίζονται
κάποιες περιοχές του εγκεφάλου όπως είναι αυτή του θαλάμου, του ιππόκαμπου, της
αμυγδαλής και των βασικών γαγγλίων (Casella et al., 2008). Πιο συγκεκριμένα
μειώνεται ο όγκος του ιππόκαμπου, των βασικών γαγγλίων και του προμετωπιαίου
φλοιού, ενώ αυξάνεται ο όγκος αμυγδαλής (Frodl et al., 2003).
[5]
3. Συμπτωματολογία κατάθλιψης

Η κατάθλιψη είναι ένα κλινικό σύνδρομο που συνοδεύεται από διάφορα


συμπτώματα. Βασικά χαρακτηριστικά της είναι η καταθλιπτική συναισθηματική
διάθεση και η υπερβολική και παρατεταμένη θλίψη. Τα συμπτώματα της χωρίζονται
σε πέντε κατηγορίες (Πολυκανδριώτη & Στεφανίδου, 2013). Η πρώτη από αυτές είναι
η συναισθηματική/βιωματική διάσταση. Η ίδια σχετίζεται με το πώς νιώθει το άτομο
που έχει καταθλιπτική διαταραχή. Πιο συγκεκριμένα παρατηρείται καταθλιπτική
διάθεση, άγχος, δυσφορία, φόβος, ένταση, θυμός, απελπισία, απόγνωση,
ευερεθιστότητα και εκνευρισμός. Συχνά δεν υπάρχει ενδιαφέρον για τις
δραστηριότητες που παλαιότερα ήταν συνηθισμένες και γενικότερα ο άνθρωπος δεν
νιώθει ικανοποιημένος από τη ζωή του (Κουλουβάρη & Ευθυμίου, 2006).

Η επόμενη διάσταση είναι η συμπεριφορική που σχετίζεται με τη συμπεριφορά του


ανθρώπου. Το άτομο δεν θέλει να κινητοποιηθεί και να κάνει κάτι στην
καθημερινότητά του. Χρονοτριβεί και δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί και να πάρει
διάφορες αποφάσεις (Μουστάκη & Φρετζάγιας, 2008). Ακόμα μία πολύ σημαντική
διάσταση είναι η σωματική που σχετίζεται με τη σωματοποίηση των συμπτωμάτων
της καταθλιπτικής διαταραχής. Πιο συγκεκριμένα οι σωματικές εκδηλώσεις αφορούν
στην ανορεξία, την απώλεια βάρους, στον υποσιτισμό, αλλά και στις διαταραχές
σίτισης που μπορεί να παρατηρηθούν (Πολυκανδριώτη & Στεφανίδου, 2013). Πέρα
από αυτά διάφορες άλλα σωματικά συμπτώματα είναι η εξάντληση, η κόπωση και η
αδράνεια κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μέρας. Δυσχέρειες μπορεί να
παρουσιαστούν και κατά τη διάρκεια του ύπνου, όπως συνεχείς αφυπνίσεις και
ακανόνιστος ύπνος (Κουλουβάρη & Ευθυμίου, 2006). Εδώ ανήκουν οι πονοκέφαλοι,
τα μυϊκά άλγη, τα αναπνευστικά προβλήματα, ο ίλιγγος, οι καρδιακές διαταραχές, η
εφίδρωση, η ναυτία, η νεύρωση του στομάχου, το ευερέθιστο έντερο, η
δυσκοιλιότητα και η διάρροια (Μουστάκη & Φρετζάγιας, 2008).

Στη συνέχεια πολύ σημαντική είναι και η γνωστική διάθεση που επικεντρώνεται
κυρίως στις σκέψεις που κάνει το άτομο που πάσχει από κατάθλιψη. Αυτές είναι
αρνητικές τόσο για τον ίδιο τον εαυτό του και για τον κόσμο και το μέλλον. Έχει
πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση, νιώθει ανάξιος, αποτυχημένος και γενικότερα
[6]
κυριαρχούν σε αυτόν μηχανισμοί γνωστικής διαστρέβλωσης. Υπάρχουν περιπτώσεις
για τις οποίες το πολύ έντονο συναίσθημα της απαισιοδοξίας και η έλλειψη κάθε
ελπίδας μπορεί να οδηγήσουν και στον αυτοκτονικό ιδεασμό, για να μπορέσει το
άτομο να απαλλαγεί από τα βάσανα του (Πολυκανδριώτη & Στεφανίδου, 2013).
Τέλος υπάρχει και η λειτουργική διάσταση που αναφέρεται στο κατά πόσο ο ασθενής
με κατάθλιψη μπορεί να ανταπεξέλθει στις διαπροσωπικές του σχέσεις
(Πολυκανδριώτη & Στεφανίδου, 2013). 

4. Καταθλιπτικές διαταραχές σύμφωνα με το DSM-IV

4.1 Μείζων καταθλιπτική διαταραχή 

Το άτομο θα πρέπει να παρουσιάζει τουλάχιστον 5 από τα 9 παρακάτω συμπτώματα


για διάρκεια τουλάχιστον δύο εβδομάδων, ενώ ένα από αυτά θα πρέπει να είναι είτε η
ανηδονια είτε η καταθλιπτική διάθεση (Κονταξάκης & Κωνσταντακόπουλος, 2015).
Τα συμπτώματα αυτά είναι καταθλιπτική διάθεση, ανηδονία, αλλαγές βάρους,
ανήσυχος ύπνος, ψυχοκινητική επιβράδυνση ή ευερεθιστότητα, κούραση ή έλλειψη
ενέργειας, αισθήματα αναξιότητας ή υπερβολικής ενοχής, ελαττωμένη ικανότητα
σκέψης και συγκέντρωσης και επίμονες σκέψεις θανάτου ή αυτοκτονικός ιδεασμός
(Λιόνης κ.α., 2014).

4.2 Διπολικές διαταραχές Τύπου 1 και Τύπου 2

Η διπολική διαταραχή ή όπως αλλιώς ονομάζεται η μανιοκαταθλιπτική νόσος, είναι


μία πολύ σοβαρή ψυχική πάθηση κατά τη διάρκεια της οποίας παρουσιάζονται
διάφορες εναλλαγές στη διάθεση. Σχετικά με την διαταραχή Τύπου 1 βασικό
χαρακτηριστικό της είναι η ύπαρξη ενός ή ακόμα περισσότερο μανιακών ή μικτών
επεισοδίων. Το άτομο θα πρέπει να εμφανίσει κάποιο μανιακό επεισόδιο όταν
υπάρχουν τουλάχιστον 3 από τα παρακάτω συμπτώματα για χρονικό διάστημα μιας
εβδομάδας. Τα συμπτώματα αυτά είναι διογκωμένη αυτοεκτίμηση ή αίσθημα

[7]
μεγαλείου, μειωμένη ανάγκη για ύπνο, μεγαλύτερη ομιλητικότητα, φυγή ιδεών,
εύκολη διάσπαση προσοχής, αύξηση της δραστηριότητας, υπερβολική εμπλοκή σε
διάφορες ευχάριστες δραστηριότητες (Κουλουβάρης & Ευθυμίου, 2006). Ένα άτομο
μπορεί να παρουσιάσει κάποιο μικτό επεισόδιο όταν πληροί όλα τα διαγνωστικά
κριτήρια του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου, αλλά και του μανιακού επεισοδίου
καθημερινά για μία εβδομάδα τουλάχιστον (Αυγουστάτος, 2008).

Σχετικά με τη διαταραχή Τύπου 2 θα πρέπει να παρουσιάζονται ένα ή περισσότερα


μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια, τα οποία θα πρέπει να συνοδεύονται τουλάχιστον
από ένα υπομανιακό επεισόδιο. Το υπομανιακό επεισόδιο παρουσιάζει συμπτώματα
παρόμοια με του μανιακού επεισοδίου, μόνο που στην περίπτωση αυτή είναι πιο ήπια,
χωρίς να έχουν τόσο μεγάλες επιπτώσεις στη λειτουργικότητα του ατόμου. Η
συγκεκριμένη ψυχική διαταραχή δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή, ενώ πολλές φορές τα
ίδια τα άτομα θεωρούνται πολύ ενεργητικά και ζωντανά (Κουλουβάρης & Ευθυμίου,
2006).

4.3 Δυσθυμική διαταραχή

Η δυσθυμική διαταραχή είναι μία ήπια, αλλά παρόλα αυτά χρόνια καταθλιπτική
διαταραχή που μπορεί να επηρεάσει τη ζωή των ασθενών (Rhebergen et al., 2012).
Σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει το DSM-IV ο ασθενής θα πρέπει να εμφανίζει
τουλάχιστον 2 από τα παρακάτω συμπτώματα με βασική προϋπόθεση η διάθεση του
να είναι κυρίως καταθλιπτική. Τα συμπτώματα αυτά είναι η μειωμένη όρεξη, η
υπερφαγία, η αϋπνία ή η υπερυπνία, η μειωμένη ενεργητικότητά, η κόπωση, η
χαμηλή αυτοεκτίμηση, η μειωμένη συγκέντρωση, η δυσκολία λήψης αποφάσεων και
το συνεχές αίσθημα απελπισίας (Αυγουστάτος, 2008).

4.4 Κυκλοθυμική διαταραχή

Η κυκλοθυμική διαταραχή είναι μία χρονιά διαταραχή που παρουσιάζει διακυμάνσεις


στη διάθεση των ανθρώπων. Βασικά χαρακτηριστικά της είναι δύο ακραίες
συναισθηματικές αντιδράσεις: η έξαρση και η κατάθλιψη (Πολύζου, 2016). Σύμφωνα
[8]
με τα κριτήρια του DSM-IV για να θεωρείται ένα άτομο ότι έχει διπολική
κυκλοθυμική διαταραχή θα πρέπει να υπάρχει μία εναλλαγή υπομανιακών και
καταθλιπτικών συμπτωμάτων τουλάχιστον για ένα χρόνο για παιδιά και εφήβους, και
δύο χρόνια για ενήλικες (Van Meter et al., 2012). Θα πρέπει να παρουσιάζονται
κάποια από τα ακόλουθα συμπτώματα. Πολύ έντονα ευερέθιστη διάθεση ή διαχυτική
και επίμονα ανεβασμένη με την παρουσία 3 τουλάχιστον από τα εξής: επαυξημένη
αυτοεκτίμηση ή αίσθημα μεγαλείου, μειωμένη ανάγκη για ύπνο, περισσότερη
ομιλητικότητα από ότι συνήθως, υποκειμενική αίσθηση καλπασμού των σκέψεών,
απόσπαση της προσοχής, αύξηση των δραστηριοτήτων και ψυχοκινητική διέγερση,
υπερβολική συμμετοχή σε ευχάριστες δραστηριότητες που μπορεί όμως να έχουν
οδυνηρές συνέπειες. Σε περίπτωση ύπαρξη καταθλιπτικής διάθεσης τότε θα πρέπει να
υπάρχει λυπημένη διάθεση, κούραση και απώλεια ενέργειας, διαταραχές του ύπνου
και της διατροφής, μειωμένη δυνατότητα συγκέντρωσης και λήψης αποφάσεων,
σωματική αναταραχή ή στατική συμπεριφορά και απώλεια ενδιαφέροντος και
ευχαρίστησης (Πολύζου, 2016).

4.5 Καταθλιπτική διαταραχή μη προσδιοριζόμενη ή αλλιώς άτυπη


κατάθλιψη

Η συγκεκριμένη διαταραχή είναι ένας τύπος κατάθλιψης που διαθέτει κάποια δικά
του ξεχωριστά συμπτώματα, χωρίς όμως να πληρούνται τα κριτήρια των άλλων
καταθλιπτικών διαταραχών. Πέρα από αυτό η άτυπη καταθλιπτική διαταραχή
διαφέρει ως προς το μοτίβο που έχουν, τα ψυχιατρικά συμπτώματα, το βιολογικό
προφίλ των ατόμων, τα χαρακτηριστικά του ύπνου τους, την ηλικία κατά την οποία
ξεκινάει και την αναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών (Martza et al., 2003).
Σύμφωνα με το DSM-IV για να πληρούνται όλα τα κριτήρια που περιλαμβάνει η
άτυπη καταθλιπτική διαταραχή είναι απαραίτητο να υπάρχουν τουλάχιστον 2 από τα
εξής συμπτώματα: αίσθημα ότι τα χέρια ή τα πόδια είναι πολύ βαριά, η υπερυπνία, η
αύξηση βάρους, η πολύ μεγάλη όρεξη για πρόσληψη φαγητού και η ευαισθησία
απέναντι στην διαπροσωπική απόρριψη (Ohayon & Weiss Roberts, 2015).

[9]
5. Επιδημιολογία κατάθλιψης

Η εμφάνιση της κατάθλιψης είναι πολύ συχνή. Περίπου 1 στα 10 άτομα κάποια
στιγμή στη ζωή τους θα εμφανίσουν καταθλιπτικά συμπτώματα. Σύμφωνα με
επιδημιολογικές έρευνες περίπου το 6% του γενικού πληθυσμού έχει κατάθλιψη, κάτι
που σημαίνει ότι πάσχουν από αυτήν περισσότεροι από 350.000.000 άνθρωποι
παγκοσμίως και πάνω από 550.000 μέσα στην Ελλάδα. Με βάση τον Παγκόσμιο
Οργανισμό Υγείας και σύμφωνα με το δείκτη βαρύτητας, ο οποίος είναι υπεύθυνος
για την μέτρηση της συνολικής επιβάρυνσης, μπορεί να έχει επιπτώσεις στην
κοινωνική, προσωπική και επαγγελματική ζωή. Οι 5 από τις 10 αρρώστιες που
παρουσιάζουν τον υψηλότερο δείκτη είναι οι ψυχικές (WHO, 2005). Στη σύγχρονη
εποχή η κατάθλιψη ανάμεσα σε αυτές κατέχει την τέταρτη θέση, ενώ τα τελευταία
χρόνια κοντεύει να φτάσει στη δεύτερη. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει οι
επιπτώσεις της καταγράφονται κατά 3% στους άντρες και 4,9% στον γυναικείο
πληθυσμό (Kaplan & Sandock, 2001).

Η πιθανότητα που έχει κάποιος να εμφανίσει κατάθλιψη στη ζωή του για τις γυναίκες
είναι 20% και για τους άντρες 10%. Από όλους αυτούς μόνο το ένα τέταρτο έχει
πιθανότητες να θεραπευτεί. Μάλιστα οι επιπτώσεις της κατάθλιψης στις γυναίκες
είναι δύο φορές υψηλότερες από ότι στους άντρες, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται σε
πολλές έρευνες (Kroenke et al., 2007). Η ηλικία κατά την οποία μπορεί να εμφανιστεί
η κατάθλιψη κυμαίνεται από την παιδική μέχρι και τα γηρατειά. Περίπου όμως το
50% όλων των περιπτώσεων εμφανίζεται μεταξύ 20 και 50 ετών. Ο μέσος όρος της
εμφάνισης είναι τα 40 έτη (Bradvik & Berglund, 2001). Εμφανίζεται πιο συχνά στους
άγαμους και διαζευγμένους ή σε κατοίκους που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές
(WHO, 2004).

6. Θεραπευτικές παρεμβάσεις για την κατάθλιψη

Οι θεραπείες που ακολουθούνται για την κατάθλιψη μπορεί να είναι φαρμακευτικές


μπορεί όμως και όχι. Όσον αφορά στις πρώτες χορηγούνται συνήθως αναστολείς της
επαναπρόσληψης της σεροτονίνης και αναστολείς της επαναπρόσληψης της
[10]
νορεπινεφρίνης και της σεροτονίνης. Οι ίδιοι έχει αποδειχτεί ότι είναι πολύ πιο
αποτελεσματικοί από τα προηγούμενα φάρμακα (Bandelow et al., 2012). Οι πιο
σημαντικές όμως θεραπείες είναι οι μη φαρμακευτικές που εμπίπτουν στον τομέα της
ψυχοθεραπείας. Υπάρχουν διάφορες ψυχολογικές θεραπείες για την κατάθλιψη. Μία
από τις πιο σημαντικές είναι η γνωστική θεραπεία συμπεριφοράς (CBT), που
περιλαμβάνει πολλά και διαφορετικά θεραπευτικά παραδείγματα. Η συμπεριφορική
θεραπεία περιλαμβάνει δύο διαστάσεις, τη συμπεριφορική και τη γνωστική θεραπεία
(Cuijpers et al., 2014).

Μία ακόμα πολύ αποτελεσματική μορφή ψυχοθεραπείας είναι η ψυχοδυναμική που


περιλαμβάνει υποστηρικτικές παρεμβάσεις που θα μπορέσουν να βοηθήσουν τον
ασθενή να ξεπεράσει τα καταθλιπτικά του συμπτώματα και να βελτιώσει την
ποιότητα της ζωής του (Summer and Barber, 2010). Η ψυχοδυναμικη θεραπεια
διερευνά τις ψυχικές συγκρούσεις και τις βάσεις που έχουν ώστε να φανεί το πώς
αυτές μπορεί να επηρεάσουν τις σχέσεις του ατόμου με τους γύρω του. Απώτερος
στόχος είναι να εντοπίσει το επαναλαμβανόμενα πρότυπα που προκύπτουν από τις
συγκρούσεις και να μπορέσει να τα διορθώσει (Summer & Barber, 2012).

Συμπεράσματα

Από την παραπάνω μελέτη φάνηκε η μεγάλη σοβαρότητα που μπορεί να έχουν οι
καταθλιπτικές διαταραχές και το πόσο αυτές μπορούν να επηρεάσουν την
καθημερινότητα των ανθρώπων. Τα αρνητικά συναισθήματα που νιώθουν τις
περισσότερες ώρες της μέρας τους κάνουν να αισθάνονται απελπισμένοι και
απαισιόδοξοι. Μειώνεται η λειτουργικότητα τους, καταστρέφονται οι διαπροσωπικές
τους σχέσεις και σίγουρα εξαφανίζεται η ποιότητα της ζωής τους. Η αιτιολογία των
καταθλιπτικών διαταραχών είναι σύνθετη, ενώ τα συμπτώματα που μπορεί να έχουν,
όπως αναφέρθηκε και παραπάνω πολύ σοβαρά. Για αυτόν τον λόγο χρειάζονται
συνεχείς παρεμβάσεις ώστε να ξεπεραστούν όσο είναι δυνατόν και να βελτιωθεί η
ζωή κάθε ασθενούς.

[11]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Αυγουστάτος, Γ. (2008). Επεισόδια της διάθεσης και ταξινόμηση DSM-IV.


Ψυχοσύνθεση, 10.

Κονταξάκης, Β. & Κωνσταντακόπουλος, Γ. (2015). Από το DSM-I στο DSM-5.


Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία, 26(1), 13.

Κουλουβάρη, Μ. & Ευθυμίου, Κ. (2006). Κατάθλιψη, στο Ευθυμίου, Κ., Μαυροειδή,


Α., Παυλάτου, Ε. και Καλατζή-Αζίζι Α., Πρώτες βοήθειες ψυχικής υγείας.
Ένας οδηγός για τις ψυχικές διαταραχές και την αντιμετώπισή τους με το
γνωσιακό-συμπεριφοριστικό μοντέλο ψυχοθεραπείας, 53-68, Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα

Λιόνης, Χ., Αργυριάδου, Σ., Δισλιάν, Β. & Μουτζούρη Μ. (2014). Νόσημα:


Κατάθλιψη. «Ανάπτυξη 13 Κατευθυντήριων Οδηγιών Γενικής Ιατρικής για τη
διαχείριση των πιο συχνών νοσημάτων και καταστάσεων υγείας στην
Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας», Κωδικός έργου MIS: 46437. Τμήμα
Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Μουστάκη, Μ. & Φρετζάγιας, Α. (2008). Διαταραχή ηλεκτρολυτών και αντιμετώπιση


(ΙΙ). Δελτίο Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών, 55(1), 35-48.

Πολύζου, Β. (2016). Διπολική διαταραχή με μεταπτώσεις διάθεσης, κυκλοθυμία,


μανία, κατάθλιψη. Αιτίες και τρόποι αντιμετώπισης. Ιατρικά Νέα. Ανακτήθηκε
από http://medlabgr.blogspot.com/2013/07/blog-post_29.html

Πολυκανδριώτη, Μ. & Στεφανίδου, Σ. (2013). Κατάθλιψη σε μη ψυχιατρικούς


ασθενείς. Περιοδικό το βήμα του Ασκληπιού, 12(4), 397-408.

Τσαλίκογλου, Φ. (2011). Οι ελληνικές ρίζες της μελαγχολίας. Το Βήμα, 11


Δεκεμβρίου. Ανακτήθηκε από http://www.tovima.gr/culture/article/?
aid=434264

Χριστοδούλου, Γ.Ν. (2005). Η κλινική έκφραση των συναισθηματικών διαταραχών.


Κοινωνία και υγεία IV, 231-237.

ΞΕΝΗ
[12]
Bandelow, B., Sher, L., Bunevicius, R., Hollander, E., Kasper, S., Zohar, J., ... &
WFSBP Task Force on Anxiety Disorders, OCD and PTSD. (2012).
Guidelines for the pharmacological treatment of anxiety disorders, obsessive–
compulsive disorder and posttraumatic stress disorder in primary
care. International journal of psychiatry in clinical practice, 16(2), 77-84.

Brådvik, L., & Berglund, M. (2001). Late mortality in severe depression. Acta


Psychiatrica Scandinavica, 103(2), 111-116.

Casella, C., Pata, G., Di Betta, E., & Nascimbeni, R. (2008). Neurological and
psychiatric disorders in primary hyperparathyroidism: the role of
parathyroidectomy. Annali italiani di chirurgia, 79(3), 157-61.

Cuijpers, P., Sijbrandij, M., Koole, S. L., Andersson, G., Beekman, A. T., &
Reynolds, C. F. (2014). Adding psychotherapy to antidepressant medication in
depression and anxiety disorders: a meta-analysis. World Psychiatry, 13(1),
56–67.

Dick, D.M., Foroud, T., Flury, L., Bowman, E.S., Miller, M.J., Rau, N.L. (2003).
Genome wide linkage analyses of bipolar disorder: a new sample of 250
pedigrees from the National Institute of Mental Health Genetics Initiative. Am
J Hum Genet, 73(1):107-14.

Frodl, T., Meisenzahl, E. M., Zetzsche, T., Born, C., Jäger, M., Groll, C., ... & Möller,
H. J. (2003). Larger amygdala volumes in first depressive episode as
compared to recurrent major depression and healthy control
subjects. Biological psychiatry, 53(4), 338-344.

Kaplan, H.J. & Sandock, B.J. (2001). Synopsis of psychiatry, behavioral sciences.
Clinical psychiatry, 5th Ed, Baltimore: Williams & Wilkins.

Kroenke, K., Spitzer, R. L., Williams, J. B., Monahan, P. O., & Löwe, B. (2007).
Anxiety disorders in primary care: prevalence, impairment, comorbidity, and
detection. Annals of internal medicine, 146(5), 317-325.

Martza, L.S., Revicki, D.A., Davidson, J.R. & Steward, J.W. (2003) Depression With
Atypical Features in the National Comorbidity Survey: Classification,
Description and Consequences. Archives of General Psychiatry, 60, 817-826.

[13]
Nemade, R. & Reiss, N.S. (2007). Historical Understandings of Depression.
MentalHelp.net, 19. Ανακτήθηκε από

Nutt, D. J. (2008). Relationship of neurotransmitters to the symptoms of major


depressive disorder. J Clin Psychiatry, 69(Suppl E1), 4-7.

Ohayon, M.M. & Weiss Roberts, L. (2015) Challenging the validity of the association
between oversleeping and overeating in atypical depression. Journal of
Psychosomatic Research, 78(1), 52-57.

Rhebergen, D., Graham, R., Hadzi-Pavlovic, D., Stek, M., Friend, P., Barrett, M. &
Parker, G. (2012). The categorization of dysthymic disorder: Can its
constituents be meaningfully apportioned? Journal of Affective Disorders,
143(1-3), 179-186.

Schosser, A., Gaysina, D., Cohen-Woods, S., Chow, P. C., Martucci, L., Craddock,
N., ... & McGuffin, P. (2010). Association of DISC1 and TSNAX genes and
affective disorders in the depression case–control (DeCC) and bipolar
affective case–control (BACCS) studies. Molecular psychiatry, 15(8), 844-
849.

Summers, R. F. & Barber, J. P. (2010). Psychodynamic therapy: A guide to evidence-


based practice. Guilford Press.

Tanabe, A. & Nomura, S. (2007). Pathophysiology of depression. Nihon Rinsho,


65(9):1585-90.

Thase, M.E. (2005). Bipolar depression: issues in diagnosis and treatment. Harv Rev
Psychiatry, 13(5): 257-71.

Van Meter, A.R., Youngstrom, E.A. & Findling, R.L. (2012). Cyclothymic disorder:
A critical review. Clinical Psychology Review, 32(4), 229-243.

Verma, R., Holmans, P., Knowles, J. A., Grover, D., Evgrafov, O. V., Crowe, R.
R., ... & Levinson, D. F. (2008). Linkage disequilibrium mapping of a
chromosome 15q25-26 major depression linkage region and sequencing of
NTRK3. Biological psychiatry, 63(12), 1185-1189.

WHO. (2004). The world health report 2004. Changing history. Geneva, World
Health Organization, 2004. Available at: http://www.who.int/whr/2004/en/
[14]
WHO. (2005). World Health Organization. Factsheet - Depression. 2005. Available
at: http://www.who.int/mental_health/management/depression/definition/en/

[15]

You might also like