Professional Documents
Culture Documents
Ημερομηνία: 14-5-2021
1599/1986 και τα άρθρα 2,4,6 παρ. 3 του Ν. 1256/1982, η παρούσα εργασία αποτελεί
αποκλειστικά προϊόν προσωπικής εργασίας και δεν προσβάλλει κάθε μορφής πνευματικά
δικαιώματα τρίτων και δεν είναι προϊόν μερικής ή ολικής αντιγραφής, οι πηγές δε που
[1]
Περιεχόμενα
Περίληψη..................................................................................................................................2
Εισαγωγή..................................................................................................................................2
3. Συμπτωματολογία κατάθλιψης............................................................................................4
5. Επιδημιολογία κατάθλιψης..................................................................................................8
Συμπεράσματα.......................................................................................................................10
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ........................................................................................................................11
[2]
Περίληψη
Στόχος της συγκεκριμένης εργασίας είναι να παρουσιάσει το φαινόμενο των
καταθλιπτικών διαταραχών. Αρχικά γίνεται μία σύντομη ιστορική αναδρομή στην
κατάθλιψη και στη συνέχεια παρουσιάζεται η αιτιολογία της, αλλά και τα βασικά
συμπτώματα που η ίδια έχει. Ακολουθούν τα είδη της κατάθλιψης, η επιδημιολογία
της και στο τέλος οι θεραπευτικές παρεμβάσεις που ακολουθούνται κυρίως για τις
συγκεκριμένες διαταραχές. Στόχος είναι άλλωστε να αντιμετωπιστούν όσο είναι
δυνατόν τα συμπτώματα της και να μπορέσουν οι συγκεκριμένοι ασθενείς να
αισθανθούν καλύτερα, να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και φυσικά να μπορέσουν να
αρχίσουν να κάνουν θετικές σκέψεις για την καθημερινότητά τους.
[3]
Εισαγωγή
Το συναίσθημα ήταν πάντα ένα πολύ βασικό κομμάτι για την ανθρώπινη φύση. Η
χαρά, η θλίψη, ο ψυχικός πόνος και η οδύνη είναι μερικά από τα συναισθήματα που
μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Πιο συγκεκριμένα η
θλίψη είναι ένα λογικό συναίσθημα που έρχεται ως αποτέλεσμα ψυχοτραυματικών
καταστάσεων. Μπορεί να οριστεί στην ουσία ως μία απόλυτα φυσιολογική αντίδραση
απέναντι σε δυσάρεστα συμβάντα (Χριστοδούλου, 2005). Συνήθως τα γεγονότα αυτά
συνοδεύονται από διάφορα συμπτώματα, τα οποία όμως είναι παροδικά και
υποχωρούν μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση όμως που τα
συγκεκριμένα επιμένουν έχοντας ως αποτέλεσμα ένα πολύ έντονο συναίσθημα
θλίψης με πολύ μεγάλη χρονική διάρκεια, τότε μπορούν να έχουν επιπτώσεις στη
λειτουργικότητα και στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Σε αυτή την περίπτωση
δεν γίνεται λόγος για θλίψη, αλλά για κατάθλιψη (Χριστοδούλου, 2005).
Η κατάθλιψη είναι γνωστή ήδη από την αρχαιότητα. Πιο συγκεκριμένα ο Ιπποκράτης
κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. αναφέρθηκε για πρώτη φορά στη μελαγχολία, τονίζοντας ότι
σε περίπτωση που ο φόβος και η δυσθυμία διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα
τότε αυτή η κατάσταση γίνεται μελαγχολική. Σε αντίθεση με την άποψη του
Ιπποκράτη για τη μελαγχολία ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων, ένας πολύ γνωστός
φιλόσοφος και ρήτορας της Ρώμης, υποστήριξε ότι η μελαγχολία προέρχεται από τον
θυμό, τη θλίψη και τον φόβο. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα οφείλεται σε πνευματικούς
και όχι σε σωματικούς λόγους (Τσαλίκογλου, 2011). Περνώντας τα χρόνια ολοένα
και περισσότερο υπερίσχυαν οι ψυχικές διαταραχές, που για πολύ μεγάλο χρονικό
διάστημα είχαν πάρει την ονομασία μελαγχολία. Για πρώτη φορά θεωρήθηκαν
κατάθλιψη το 1660. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε η ονομασία αυτή ακόμη
περισσότερο τον 19ο αιώνα (Πολυκανδριώτη & Στεφανίδου, 2013).
Ειδικά στη σύγχρονη εποχή λόγω των ρυθμών ζωής και την κρίση που επικρατεί σε
πάρα πολλές χώρες του κόσμου η κατάθλιψη είναι μία πολύ σοβαρή κατάσταση για
ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Θεωρείται ότι 10 στους 100 ανθρώπους μπορεί
να εμφανίσουν κατάθλιψη μία φορά στη ζωή τους (Nemade & Reiss, 2007).
[4]
2. Η παθογένεια της κατάθλιψης
Για την κατάθλιψη, όπως και για πολλές άλλες ακόμα ψυχικές διαταραχές, δεν
υπάρχει ένας μόνο συγκεκριμένος αιτιολογικός παράγοντας. Για αυτό η αιτιολογία
τους χαρακτηρίζεται ως πολυπαραγοντική, εφόσον υπάρχουν διάφοροι παράγοντες
που οδηγούν στην ανάπτυξη της. Αυτοί θα μπορούσαν να κατηγοριοποιηθούν σε
γενετικούς, ψυχοκινητικούς και νευροβιολογικούς (Thase, 2005). Σχετικά με την
κληρονομικότητα στην ανάπτυξη των καταθλιπτικών διαταραχών έχει τεκμηριωθεί
ότι οι διπολικές διαταραχές οφείλονται κυρίως σε κληρονομική προδιάθεση και ότι η
πρώιμη έναρξη των καταθλιπτικών διαταραχών σχετίζεται επίσης με αυτή. Οι μελέτες
που έχουν γίνει σε μονοζυγωτικά δίδυμα αποδεικνύουν αυτό το γεγονός (Dick et al.,
2003).
Στη συνέχεια πολύ σημαντική είναι και η γνωστική διάθεση που επικεντρώνεται
κυρίως στις σκέψεις που κάνει το άτομο που πάσχει από κατάθλιψη. Αυτές είναι
αρνητικές τόσο για τον ίδιο τον εαυτό του και για τον κόσμο και το μέλλον. Έχει
πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση, νιώθει ανάξιος, αποτυχημένος και γενικότερα
[6]
κυριαρχούν σε αυτόν μηχανισμοί γνωστικής διαστρέβλωσης. Υπάρχουν περιπτώσεις
για τις οποίες το πολύ έντονο συναίσθημα της απαισιοδοξίας και η έλλειψη κάθε
ελπίδας μπορεί να οδηγήσουν και στον αυτοκτονικό ιδεασμό, για να μπορέσει το
άτομο να απαλλαγεί από τα βάσανα του (Πολυκανδριώτη & Στεφανίδου, 2013).
Τέλος υπάρχει και η λειτουργική διάσταση που αναφέρεται στο κατά πόσο ο ασθενής
με κατάθλιψη μπορεί να ανταπεξέλθει στις διαπροσωπικές του σχέσεις
(Πολυκανδριώτη & Στεφανίδου, 2013).
[7]
μεγαλείου, μειωμένη ανάγκη για ύπνο, μεγαλύτερη ομιλητικότητα, φυγή ιδεών,
εύκολη διάσπαση προσοχής, αύξηση της δραστηριότητας, υπερβολική εμπλοκή σε
διάφορες ευχάριστες δραστηριότητες (Κουλουβάρης & Ευθυμίου, 2006). Ένα άτομο
μπορεί να παρουσιάσει κάποιο μικτό επεισόδιο όταν πληροί όλα τα διαγνωστικά
κριτήρια του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου, αλλά και του μανιακού επεισοδίου
καθημερινά για μία εβδομάδα τουλάχιστον (Αυγουστάτος, 2008).
Η δυσθυμική διαταραχή είναι μία ήπια, αλλά παρόλα αυτά χρόνια καταθλιπτική
διαταραχή που μπορεί να επηρεάσει τη ζωή των ασθενών (Rhebergen et al., 2012).
Σύμφωνα με τα κριτήρια που έχει το DSM-IV ο ασθενής θα πρέπει να εμφανίζει
τουλάχιστον 2 από τα παρακάτω συμπτώματα με βασική προϋπόθεση η διάθεση του
να είναι κυρίως καταθλιπτική. Τα συμπτώματα αυτά είναι η μειωμένη όρεξη, η
υπερφαγία, η αϋπνία ή η υπερυπνία, η μειωμένη ενεργητικότητά, η κόπωση, η
χαμηλή αυτοεκτίμηση, η μειωμένη συγκέντρωση, η δυσκολία λήψης αποφάσεων και
το συνεχές αίσθημα απελπισίας (Αυγουστάτος, 2008).
Η συγκεκριμένη διαταραχή είναι ένας τύπος κατάθλιψης που διαθέτει κάποια δικά
του ξεχωριστά συμπτώματα, χωρίς όμως να πληρούνται τα κριτήρια των άλλων
καταθλιπτικών διαταραχών. Πέρα από αυτό η άτυπη καταθλιπτική διαταραχή
διαφέρει ως προς το μοτίβο που έχουν, τα ψυχιατρικά συμπτώματα, το βιολογικό
προφίλ των ατόμων, τα χαρακτηριστικά του ύπνου τους, την ηλικία κατά την οποία
ξεκινάει και την αναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών (Martza et al., 2003).
Σύμφωνα με το DSM-IV για να πληρούνται όλα τα κριτήρια που περιλαμβάνει η
άτυπη καταθλιπτική διαταραχή είναι απαραίτητο να υπάρχουν τουλάχιστον 2 από τα
εξής συμπτώματα: αίσθημα ότι τα χέρια ή τα πόδια είναι πολύ βαριά, η υπερυπνία, η
αύξηση βάρους, η πολύ μεγάλη όρεξη για πρόσληψη φαγητού και η ευαισθησία
απέναντι στην διαπροσωπική απόρριψη (Ohayon & Weiss Roberts, 2015).
[9]
5. Επιδημιολογία κατάθλιψης
Η εμφάνιση της κατάθλιψης είναι πολύ συχνή. Περίπου 1 στα 10 άτομα κάποια
στιγμή στη ζωή τους θα εμφανίσουν καταθλιπτικά συμπτώματα. Σύμφωνα με
επιδημιολογικές έρευνες περίπου το 6% του γενικού πληθυσμού έχει κατάθλιψη, κάτι
που σημαίνει ότι πάσχουν από αυτήν περισσότεροι από 350.000.000 άνθρωποι
παγκοσμίως και πάνω από 550.000 μέσα στην Ελλάδα. Με βάση τον Παγκόσμιο
Οργανισμό Υγείας και σύμφωνα με το δείκτη βαρύτητας, ο οποίος είναι υπεύθυνος
για την μέτρηση της συνολικής επιβάρυνσης, μπορεί να έχει επιπτώσεις στην
κοινωνική, προσωπική και επαγγελματική ζωή. Οι 5 από τις 10 αρρώστιες που
παρουσιάζουν τον υψηλότερο δείκτη είναι οι ψυχικές (WHO, 2005). Στη σύγχρονη
εποχή η κατάθλιψη ανάμεσα σε αυτές κατέχει την τέταρτη θέση, ενώ τα τελευταία
χρόνια κοντεύει να φτάσει στη δεύτερη. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει οι
επιπτώσεις της καταγράφονται κατά 3% στους άντρες και 4,9% στον γυναικείο
πληθυσμό (Kaplan & Sandock, 2001).
Η πιθανότητα που έχει κάποιος να εμφανίσει κατάθλιψη στη ζωή του για τις γυναίκες
είναι 20% και για τους άντρες 10%. Από όλους αυτούς μόνο το ένα τέταρτο έχει
πιθανότητες να θεραπευτεί. Μάλιστα οι επιπτώσεις της κατάθλιψης στις γυναίκες
είναι δύο φορές υψηλότερες από ότι στους άντρες, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται σε
πολλές έρευνες (Kroenke et al., 2007). Η ηλικία κατά την οποία μπορεί να εμφανιστεί
η κατάθλιψη κυμαίνεται από την παιδική μέχρι και τα γηρατειά. Περίπου όμως το
50% όλων των περιπτώσεων εμφανίζεται μεταξύ 20 και 50 ετών. Ο μέσος όρος της
εμφάνισης είναι τα 40 έτη (Bradvik & Berglund, 2001). Εμφανίζεται πιο συχνά στους
άγαμους και διαζευγμένους ή σε κατοίκους που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές
(WHO, 2004).
Συμπεράσματα
Από την παραπάνω μελέτη φάνηκε η μεγάλη σοβαρότητα που μπορεί να έχουν οι
καταθλιπτικές διαταραχές και το πόσο αυτές μπορούν να επηρεάσουν την
καθημερινότητα των ανθρώπων. Τα αρνητικά συναισθήματα που νιώθουν τις
περισσότερες ώρες της μέρας τους κάνουν να αισθάνονται απελπισμένοι και
απαισιόδοξοι. Μειώνεται η λειτουργικότητα τους, καταστρέφονται οι διαπροσωπικές
τους σχέσεις και σίγουρα εξαφανίζεται η ποιότητα της ζωής τους. Η αιτιολογία των
καταθλιπτικών διαταραχών είναι σύνθετη, ενώ τα συμπτώματα που μπορεί να έχουν,
όπως αναφέρθηκε και παραπάνω πολύ σοβαρά. Για αυτόν τον λόγο χρειάζονται
συνεχείς παρεμβάσεις ώστε να ξεπεραστούν όσο είναι δυνατόν και να βελτιωθεί η
ζωή κάθε ασθενούς.
[11]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΞΕΝΗ
[12]
Bandelow, B., Sher, L., Bunevicius, R., Hollander, E., Kasper, S., Zohar, J., ... &
WFSBP Task Force on Anxiety Disorders, OCD and PTSD. (2012).
Guidelines for the pharmacological treatment of anxiety disorders, obsessive–
compulsive disorder and posttraumatic stress disorder in primary
care. International journal of psychiatry in clinical practice, 16(2), 77-84.
Casella, C., Pata, G., Di Betta, E., & Nascimbeni, R. (2008). Neurological and
psychiatric disorders in primary hyperparathyroidism: the role of
parathyroidectomy. Annali italiani di chirurgia, 79(3), 157-61.
Cuijpers, P., Sijbrandij, M., Koole, S. L., Andersson, G., Beekman, A. T., &
Reynolds, C. F. (2014). Adding psychotherapy to antidepressant medication in
depression and anxiety disorders: a meta-analysis. World Psychiatry, 13(1),
56–67.
Dick, D.M., Foroud, T., Flury, L., Bowman, E.S., Miller, M.J., Rau, N.L. (2003).
Genome wide linkage analyses of bipolar disorder: a new sample of 250
pedigrees from the National Institute of Mental Health Genetics Initiative. Am
J Hum Genet, 73(1):107-14.
Frodl, T., Meisenzahl, E. M., Zetzsche, T., Born, C., Jäger, M., Groll, C., ... & Möller,
H. J. (2003). Larger amygdala volumes in first depressive episode as
compared to recurrent major depression and healthy control
subjects. Biological psychiatry, 53(4), 338-344.
Kaplan, H.J. & Sandock, B.J. (2001). Synopsis of psychiatry, behavioral sciences.
Clinical psychiatry, 5th Ed, Baltimore: Williams & Wilkins.
Kroenke, K., Spitzer, R. L., Williams, J. B., Monahan, P. O., & Löwe, B. (2007).
Anxiety disorders in primary care: prevalence, impairment, comorbidity, and
detection. Annals of internal medicine, 146(5), 317-325.
Martza, L.S., Revicki, D.A., Davidson, J.R. & Steward, J.W. (2003) Depression With
Atypical Features in the National Comorbidity Survey: Classification,
Description and Consequences. Archives of General Psychiatry, 60, 817-826.
[13]
Nemade, R. & Reiss, N.S. (2007). Historical Understandings of Depression.
MentalHelp.net, 19. Ανακτήθηκε από
Ohayon, M.M. & Weiss Roberts, L. (2015) Challenging the validity of the association
between oversleeping and overeating in atypical depression. Journal of
Psychosomatic Research, 78(1), 52-57.
Rhebergen, D., Graham, R., Hadzi-Pavlovic, D., Stek, M., Friend, P., Barrett, M. &
Parker, G. (2012). The categorization of dysthymic disorder: Can its
constituents be meaningfully apportioned? Journal of Affective Disorders,
143(1-3), 179-186.
Schosser, A., Gaysina, D., Cohen-Woods, S., Chow, P. C., Martucci, L., Craddock,
N., ... & McGuffin, P. (2010). Association of DISC1 and TSNAX genes and
affective disorders in the depression case–control (DeCC) and bipolar
affective case–control (BACCS) studies. Molecular psychiatry, 15(8), 844-
849.
Thase, M.E. (2005). Bipolar depression: issues in diagnosis and treatment. Harv Rev
Psychiatry, 13(5): 257-71.
Van Meter, A.R., Youngstrom, E.A. & Findling, R.L. (2012). Cyclothymic disorder:
A critical review. Clinical Psychology Review, 32(4), 229-243.
Verma, R., Holmans, P., Knowles, J. A., Grover, D., Evgrafov, O. V., Crowe, R.
R., ... & Levinson, D. F. (2008). Linkage disequilibrium mapping of a
chromosome 15q25-26 major depression linkage region and sequencing of
NTRK3. Biological psychiatry, 63(12), 1185-1189.
WHO. (2004). The world health report 2004. Changing history. Geneva, World
Health Organization, 2004. Available at: http://www.who.int/whr/2004/en/
[14]
WHO. (2005). World Health Organization. Factsheet - Depression. 2005. Available
at: http://www.who.int/mental_health/management/depression/definition/en/
[15]