You are on page 1of 23

ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Κωδικός Μαθήματος: PSY 208

Τίτλος Μαθήματος: Κλινική Ψυχολογία Ι

Τίτλος Εργασίας: Διαταραχές Διπολικού Φάσματος

Όνομα Καθηγητή: Ιωάννης Χριστόπουλος

Όνομα Φοιτητή: Χατζηιωαννίδης Ιωάννης – Παναγιώτης

Ημερομηνία: 16/5/2021

Αριθμός λέξεων: 2256

Περίληψη
Το φάσμα των διπολικών και συγγενών διαταραχών, αποτελεί ένα συνονθύλευμα
παθολογικών και κλινικών οντοτήτων, οι οποίες έχουν ένα ποσοστό εμφάνισης στον
γενικό πληθυσμό περίπου στο <1%. Χαρακτηρίζονται από ένα εύρος συμπτωμάτων,
έντονων και ακραίων μεταβολών στην διάθεση και την ενέργεια του ασθενή. Είναι μια
ομάδα χρόνιων ψυχιατρικών ασθενειών, που δημιουργεί σοβαρά γνωστικά και
συναισθηματικά ελλείμματα, και κατά συνέπεια πλήττει την καθημερινή
λειτουργικότητα και κοινωνική ζωή. Η θεραπευτική αντιμετώπιση που συνήθως
προτείνεται στην διπολική κατάθλιψη, είναι είτε μονοθεραπεία είτε συνδυαστική
φαρμακευτική αγωγή, η οποία στοχεύει αφενός στην σταθεροποίηση της διάθεσης και
αφετέρου στην αύξηση της πλαστικότητας του εγκεφάλου.

78%
1. Εισαγωγή

1.1 Ιστορική αναδρομή και Επιδημιολογικά Στοιχεία

Όλες οι έγκριτες επιστημονικές πηγές και βιβλιογραφικές αναφορές, συγκλίνουν, όσον


αφορά την χρονική περίοδο ανακάλυψης και διάγνωσης της διπολικής κατάθλιψης
(Angst & Sellaro, 2019; Barnett, 2018; Mason et al., 2016). Η διπολική διαταραχή, δεν
φαίνεται να είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων χρόνων, αλλά είναι μια παθολογική και
κλινική οντότητα, χιλιάδων ετών (Mason et al., 2016). Ο Ιπποκράτης, περιέγραψε
πρώτος τις δύο διαφορετικές και ακραίες καταστάσεις της διάθεσης, των οποίων τις
ενδιάμεσες καταστάσεις, βιώνουν τα περισσότερα ανθρώπινα όντα: α)η Μελαγχολία και
β) η Μανία (Mason et al., 2016). Η μελαγχολία, αναφέρεται ως η χαμηλότερη των
μειωμένων διαθέσεων και η μανία αναφέρεται ως η υψηλότερη των αυξημένων
διαθέσεων και ενεργειών (Mason et al., 2016).

Τα σύγχρονα θεμέλια για την κατανόηση και την διάγνωση των διπολικών διαταραχών,
τέθηκαν μόλις το 1851, από τον Jean-Pierre Falret (Mason et al., 2016; Angst & Sellaro,
2000). Ο Falret, παρατήρησε και δημοσίευσε τις καταγραφές του, για μια “κυκλική
τρέλα”, η οποία συνέδεε και την μανία, και την μελαγχολία σε μια οντότητα (Mason et
al., 2016). Αυτή η περίεργη κατάσταση, όχι μόνο παρουσίαζε κυκλικές εκδηλώσεις της
μανίας και της μελαγχολίας, αλλά εμφανίζονταν σταθερές συναισθηματικές καταστάσεις,
ακαθόριστου χρονικού διαστήματος, ανάμεσα σε αυτές τις δύο ακραίες εναλλαγές
(Barnett, 2018).

Περί το 1899, ο Γερμανός ψυχίατρος με το όνομα Emil Kraepelin, έθεσε επίσημα τα


θεμέλια, για την σύγχρονη διάγνωση των διπολικών και συναφών διαταραχών (Barnett,
2018). Ο Κρεπελίν, αντικατέστησε για πρώτη φορά τον όρο “μελαγχολία” με τον όρο
“κατάθλιψη” (Barnett, 2018). Ένας συνεργάτης του Kraepelin, ο Γερμανός ψυχίατρος
Karl Kahlbaum, περιέγραψε μια “κυκλοθυμική διαταραχή”, της οποίας τα συμπτώματα
ήταν πολύ σοβαρά, κατά την μανιακή κυρίως περίοδο (Barnett, 2018).

Ο παγκόσμιος επιπολασμός των διπολικών διαταραχών, εκτιμάται στο 1-2% στον γενικό
πληθυσμό, σύμφωνα με παγκόσμιες έρευνες (Fagiolini et al., 2013; Oswald et al., 2007;
Pini et al., 2005; Chen et al., 2017; Spelber & Strakowski, 2021). Ωστόσο, το ποσοστό
εμφάνισης της διπολικής διαταραχής τύπου Ι και τύπου ΙΙ, κατά τη διάρκεια της ζωής
των ανθρώπων, σύμφωνα με μια παγκόσμια μετά-ανάλυση, υπολογίστηκε στο 1.06% και
στο 1.57% αντίστοιχα (Clemente et al., 2015; Zhang et al., 2020).

Σύμφωνα με μια συστηματική ανασκόπηση, η αύξηση των περιπτώσεων διπολικής


κατάθλιψης, ανερχόταν στο 49.1% από την περίοδο του 1990 μέχρι το 2013 (Ferrari et
al., 2016). Το 1990, σύμφωνα με την Μελέτη Παγκόσμιας Νοσηρότητας, ο κλινικός
πληθυσμός ήταν στα 32.7 εκατομμύρια παγκοσμίως, ενώ, το 2013, το νούμερο αυξήθηκε
στα 48.8 εκατομμύρια (Ferrari et al., 2016). Το γεγονός αυτό, αποδόθηκε αποκλειστικά
σε δημογραφικές αλλαγές (Ferrari et al., 2016).

2.Συζήτηση

2.1 Αιτιοπαθογένεια

Α)Γενετικοί Παράγοντες

Αποτελεί καλά τεκμηριωμένο γεγονός, η βιολογική και γενετική βάση των διπολικών και
συναφών διαταραχών, σύμφωνα με ένα τεράστιο σώμα ερευνών (Freund & Juckel, 2019;
Kato, 2008; Green et al., 2007). Τα ποσοστά αντιστοιχίας όσον αφορά τις μελέτες στα
μονοζυγωτικά διπολικά δίδυμα, ανέρχονται στο 45-70% , ενώ, σε παρόμοιες μελέτες που
έγιναν σε μονοζυγωτικά μονοπολικά δίδυμα, τα ποσοστά ήταν πολύ χαμηλότερα (Freund
& Juckel, 2019; Gordovez & McMahon, 2020). Το γεγονός αυτό, αποδεικνύει
μεγαλύτερη επιρροή των γονιδιακών παραγόντων σε ασθενείς διπολικής κατάθλιψης σε
σύγκριση με την μονοπολική (Freund & Juckel, 2019). Επίσης, η πιθανότητα εμφάνισης
διπολικής παθολογίας σε συγγενείς πρώτου βαθμού, ανέρχεται περίπου στο 10-15%
(Freund & Juckel, 2019; Kato et al., 2000; Gordovez & McMahon, 2020).

Συγκεκριμένα γονίδια που παίζουν τον ρόλο του αιτίου-αιτιατού στις διπολικές
διαταραχές, δεν έχουν εντοπιστεί, ωστόσο, γονίδια και χρωμοσώματα τα οποία
σχετίζονται ή συμβάλλουν στην επιδεκτικότητα ανάπτυξης παθολογίας, έχουν
διερευνηθεί εκτενώς (Freund & Juckel, 2019). Οι Μελέτες Συσχέτισης Γονιδιώματος
(Genome Wide Association Studies), από τις οποίες προέρχονται και τα πιο ακριβή
επιστημονικά συμπεράσματα, έχουν αναδείξει το γονίδιο ANK3 το οποίο εντοπίζεται
στο χρωμόσωμα 10q21.2 ως παράγοντα επιδεκτικότητας του διπολικού φάσματος
(Gordovez & McMahon, 2020; Smith et al., 2009; Hayashi et al., 2015). Άλλα γονίδια
που αποδεικνύεται ότι ενοχοποιούνται για την ευαισθησία σύμφωνα με τις
εργαστηριακές αναλύσεις, είναι το CACNA1C, το οποίο εντοπίζεται στο χρωμόσωμα
12p13 και εμπλέκεται στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και την συναπτική σηματοδότηση,
καθώς και το γονίδιο TRANK1, που βρίσκεται στο χρωμόσωμα 3p22, το οποίο
ενοχοποιείται και για την σχιζοφρένεια (Gordovez & McMahon, 2020; Ferreira et al.,
2008; Stahl et al., 2019; Jiang et al., 2019).

Β)Περιβαλλοντικοί Παράγοντες Κινδύνου

Υπάρχουν διαφορετικών ειδών μεθοδολογίες για να ανιχνευθούν περιβαλλοντικοί


παράγοντες κινδύνου, όμως, καμία από αυτές δεν αποδεικνύει από μόνη της σχέση
αιτίου-αποτελέσματος, μεταξύ κάποιου περιβαλλοντικού παράγοντα και εκδήλωσης της
διαταραχής (Alloy et al., 2005). Όπως και στους γενετικούς παράγοντες κινδύνου, έτσι
και στους περιβαλλοντικούς, οι ερευνητές δεν μπορούν να υποστηρίξουν την ύπαρξη
σχέσης αιτίου-αιτιατού, αποκλειστικά μέσω κάποιας περιβαλλοντικής επιρροής (Alloy et
al., 2005). Έχουν όμως υπάρξει αναρίθμητες συσχετιστικές μελέτες και μετά-αναλύσεις,
που διερευνούν την σχέση μεταξύ συγκεκριμένων περιβαλλοντικών παραγόντων
κινδύνου και την επιρροή τους στην εκδήλωση, πρόοδο ακόμη και τον αυτοκτονικό
ιδεασμό στην διπολική κατάθλιψη (Alloy et al., 2005; Johnson & Kizer, 2002). Οι πιο
συνήθεις άξονες που διερευνώνται, είναι το περιβαλλοντικό πλαίσιο που έχει μεγαλώσει
το άτομο, το δυσλειτουργικό γνωστικό-αντιληπτικό του υπόστρωμα και το αναπτυξιακό
του ιστορικό (Alloy et al., 2005).

Άλλοι παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν στην εκπυρσοκρότηση της διαταραχής,


κατηγοριοποιούνται σε 3 κύρια συμπλέγματα σύμφωνα με μια συστηματική
ανασκόπηση:

Α) νεύρο-αναπτυξιακές επιπλοκές (μητρική γρίπη κατά την διάρκεια της κύησης, δείκτες
υγιούς ανάπτυξης του εμβρύου),

Β) κατάχρηση ψυχοτρόπων και άλλων ναρκωτικών ουσιών


Γ) εκτεταμένη έκθεση σε προγεννητικό (κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης) σωματικό
και ψυχολογικό στρες της μητέρας (Marangoni et al., 2016).

2.2 Κλινικά Χαρακτηριστικά

Ο όρος διπολική διαταραχή, αντικατοπτρίζει ένα σύνολο κλινικών οντοτήτων,


συμπεριλαμβανομένης της: διπολικής διαταραχής τύπου Ι, διπολικής διαταραχής τύπου
ΙΙ, κυκλοθυμικής διαταραχής, διαταραχή επαγόμενη από ουσία ή από φαρμακευτική
αγωγή, διπολική και σχετική διαταραχή εξαιτίας κάποιας άλλης ιατρικής κατάστασης,
διπολική και σχετική διαταραχή αλλιώς προσδιοριζόμενη και μη προσδιοριζόμενη
διπολική και σχετική διαταραχή (American Psychiatric Association, 2013).

Αναφορικά με την Διπολική Διαταραχή Τύπου Ι, για την διάγνωσή της, επαρκεί ένα
πλήρες μανιακό επεισόδιο (American Psychiatric Association, 2013). Μπορεί να
επακολουθεί ή να συνυπάρχει και ένα υπό-μανιακό ή μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο,
ωστόσο αυτό δεν είναι απαραίτητο, σύμφωνα με το κριτήριο Α του DSM (American
Psychiatric Association, 2013). Τα κυριότερα χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια του
επεισοδίου της μανίας, είναι, η υπερβολικά εξυψωμένη άνευ λόγου διάθεση, υπερβολική
ενέργεια, δραστηριότητα με συγκεκριμένη στόχο-κατεύθυνση ή χωρίς συγκεκριμένο
σκοπό (American Psychiatric Association, 2013). Το άτομο μπορεί να αρχίσει τυχαίους
διαλόγους με εντελώς άγνωστους περαστικούς στο δρόμο, να έχει υπερβολικά αυξημένη
αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση και υπερβολικό αίσθημα σιγουριάς σε βαθμό αλαζονείας
(American Psychiatric Association, 2013). Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου μανίας, το
άτομο μπορεί να παρουσιάσει ποικίλα συμπτώματα, είτε ψευδαισθήσεων μεγαλείου, είτε
υπερβολικής ενέργειας, είτε μειωμένη ανάγκη για ύπνο, για τουλάχιστον επτά μέρες
συνεχόμενα (American Psychiatric Association, 2013). Η ακατάπαυστη λογόρροια είναι
επίσης συνηθισμένο χαρακτηριστικό (American Psychiatric Association, 2013).

Για την διάγνωση της Διπολικής Διαταραχής τύπου ΙΙ, απαιτείται τουλάχιστον ένα
πλήρες υπό-μανιακό επεισόδιο και ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο (American
Psychiatric Association, 2013). Εν αντιθέσει με την διπολική διαταραχή τύπου Ι, η
διπολική τύπου ΙΙ, αποτελείται από κυρίως καταθλιπτική συμπτωματολογία και θα
πρέπει να είναι παρόν τουλάχιστον ένα υπό-μανιακό επεισόδιο, διάρκειας 4 ημερών, για
την διάγνωση σύμφωνα με το κριτήριο Α της διπολικής τύπου ΙΙ (American Psychiatric
Association, 2013). Ωστόσο, είναι αρκετά σπάνιο τα άτομα να παραπονεθούν για το υπό-
μανιακό επεισόδιο διάθεσης, και παρουσιάζονται στους κλινικούς με κυρίως
καταθλιπτική γνωστική και συναισθηματική δυσφορία, δημιουργώντας τους και
δυσλειτουργία σε πολλούς τομείς της ζωής τους (American Psychiatric Association,
2013). Επίσης, η σοβαρότητα του επεισοδίου υπό-μανίας είναι μικρότερη από εκείνη της
μανίας, και μπορεί να μην υπάρξει σθεναρή βλάβη στην λειτουργικότητα του ατόμου ή
να καθίσταται απαραίτητη η νοσηλεία (American Psychiatric Association, 2013).
Ωστόσο, η μείζον καταθλιπτική περίοδος, είναι αρκετά καταβλητική (American
Psychiatric Association, 2013).

Η κυκλοθυμική διαταραχή, αποτελεί την τρίτη κατά σειρά ταξινομημένη διαταραχή στο
διπολικό φάσμα (American Psychiatric Association, 2013). Για την διάγνωση της
κυκλοθυμικής διαταραχής, απαιτούνται περίοδοι ταχείας εναλλαγής της διάθεσης,
διάρκειας περίπου 2 ετών, ανάμεσα σε υπό-μανιακή και μείζονα καταθλιπτική
συμπτωματολογία, που όμως δεν πληρούνται όλα τα κριτήρια είτε για υπό-μανιακό είτε
για μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο (American Psychiatric Association, 2013). Επίσης,
βασική προδιαγραφή για την διάγνωση κυκλοθυμικής διαταραχής, είναι τα διαστήματα
με έλλειψη συμπτωματολογίας, να μην ξεπερνούν τους 2 μήνες (American Psychiatric
Association, 2013).

Ωστόσο, σύμφωνα με μια πρόσφατη επανεξέταση του κειμένου του DSM-5, η οποία
έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 2016, σημειώθηκαν κάποιες αλλαγές στα κριτήρια
διάγνωσης της διπολικής διαταραχής, που δεν άλλαξαν ωστόσο θεμελιωδώς τον τρόπο
διάγνωσης (American Psychiatric Association, 2016). Αρχικά, στο κριτήριο Α της
διπολικής διαταραχής τύπου Ι, στο οποίο περιγράφεται το μανιακό επεισόδιο,
αφαιρέθηκε η φράση «στοχοκατευθυνόμενη» ως απαραίτητη για την διάγνωση μανιακού
επεισοδίου (American Psychiatric Association, 2016). Επιπροσθέτως, στο κριτήριο F για
την διάγνωση ενός υπομανιακού επεισοδίου, στην διπολική τύπου Ι και τύπου ΙΙ,
προστέθηκε η φράση «ή εξαιτίας άλλης ιατρικής κατάστασης», ενώ προηγουμένως δεν
είχε συμπεριληφθεί (American Psychiatric Association, 2016). Στην κατηγορία των
κλινικών εξειδικευτών για την διπολική διαταραχή τύπου ΙΙ, στην επαναδιαμόρφωση του
DSM, συμπεριλαμβάνονται δύο επιπλέον κλινικοί εξειδικευτές, «Με μελαγχολικά
γνωρίσματα» και «Με άτυπα γνωρίσματα» (American Psychiatric Association, 2016).
Στην διπολική διαταραχή τύπου ΙΙ, πριν την αναδιατύπωση, αναφερόταν ο εξειδικευτής
«με εποχικό μοτίβο» ο οποίος εφάρμοζε μόνο σε περιπτώσεις που υπήρχε μείζον
καταθλιπτικό μοτίβο (American Psychiatric Association, 2016). Ωστόσο αυτό άλλαξε και
πλέον ισχύει για όλα τα επισόδια διάθεσης: καταθλιπτικά, μανιακά ή υπομανιακά
(American Psychiatric Association, 2016). Επιπλέον, στο ίδιο κριτήριο, αντικαταστάθηκε
ο όρος «προεξέχουσα ενέργεια, υπερυπνία, υπερφαγία» ως εξής «απώλεια ενέργειας,
υπερυπνία, υπερφαγία» (American Psychiatric Association, 2016). Τέλος, ο εξειδικευτής
σοβαρότητας των συμπτωμάτων στην διπολική τύπου ΙΙ, εστίαζε σε όλα τα επεισόδια
διάθεσης, ενώ με την αναδιατύπωση του 2016, εστιάζει στην πληρότητα των κριτηρίων
για το μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο (American Psychiatric Association, 2016).

2.3 Ψυχοκοινωνικά Ζητήματα

Οι ζωές των ατόμων που πάσχουν από διπολική διαταραχή, είναι ευρέως
καταγεγραμμένο ότι είναι δυσλειτουργική (Gitlin & Miklowitz, 2017). Σε σχεδόν όλους
τους τομείς ζωής των ασθενών, υπάρχουν μέτριες έως πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην
λειτουργικότητά τους, είτε αυτό αφορά την κοινωνική τους ζωή, είτε την εργασιακή τους
απόδοση είτε σε οποιονδήποτε άλλο τομέα της ζωής τους (Coryell et al., 1993; Keck,
2006; Judd et al., 2008; Wingo et al., 2009). Πιο συγκεκριμένα, έχει εκτιμηθεί ότι
περίπου το 79% της αναπηρίας που προκαλείται από την διπολική διαταραχή, έχει
σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στα άτομα, εφόσον είναι εξαιρετικά δύσκολο να
εργαστούν (Dilsaver, 2011). Ακριβολογώντας, το φάσμα των διπολικών διαταραχών,
αποτελεί την 5η κατά σειρά σοβαρότερη αιτία παρεπόμενης ανεργίας, ανάμεσα σε
πολλές άλλες ψυχιατρικές διαταραχές (Ferrari et al., 2016). Παρόλο που μπορεί να
υπάρξουν κάποιες περίοδοι αποδρομής των συμπτωμάτων, τα συμπτώματα κατάθλιψης
είναι αρκετά εμμένοντα και επίσης υπάρχουν αρκετές αναφορές, για δυσλειτουργίες σε
πολλούς τομείς της ζωής των ασθενών, ακόμη και στα διαστήματα απουσίας των
σοβαρών συμπτωμάτων (Sanchez-Moreno et al., 2009; MacQueen et al., 2001).
Επίσης, ένα σημαντικό ζήτημα στην διπολική διαταραχή, είναι οι αυτοκτονικές τάσεις ή
ιδεασμοί (Tsai et al., 1999). Τουλάχιστον το 25%-60% των ασθενών, έχει προσπαθήσει
τουλάχιστον μία φορά στην ζωή τους, να αυτοκτονήσει, και περίπου το 18.9% των
θανάτων στις διπολικές διαταραχές, προέρχονται από αυτοκτονίες (Goodwin & Jamison,
1990). Ακόμα, η κατάχρηση ουσιών και συν-νοσηρότητα με διαταραχές εθισμού σε
ουσίες, είναι αρκετά συχνές σε διπολικά άτομα (Tsai et al., 1999).

2.4 Θεραπευτική Παρέμβαση

Ως γνωστόν, η διπολική κατάθλιψη, παρουσιάζει στο πλείστο ποσοστό των ασθενών,


περισσότερα και εμμένοντα καταθλιπτικά επεισόδια και συμπτωματολογία, παρά μανία
(Yalin & Young, 2020). Ωστόσο, παρόλο που στον πυρήνα τους, οι διπολικές
διαταραχές, εκδηλώνουν καταθλιπτική συμπτωματολογία, το ποσοστό των ασθενών που
ανταποκρίνεται σε μία αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή είναι χαμηλό (Yanin &
Young, 2020). Υπάρχει η πιθανότητα, λόγω της λανθασμένης φαρμακευτικής
επέμβασης, να επιδεινωθούν τα συμπτώματα, και να αναβαθμιστούν σε μανιακά/υπό-
μανιακά, επεισόδια μεικτής κατάστασης ή σε ταχεία εναλλαγή της διάθεσης(rapid-
cycling), ως απόκριση στις νεύρο-φυσιολογικές επιδράσεις της αγωγής (Yanin & Young,
2020).

Οι συχνότερες φαρμακολογικές παρεμβάσεις και κατευθυντήριες που δίνονται για την


θεραπεία των διπολικών διαταραχών τύπου Ι και τύπου ΙΙ, είναι φάρμακα
σταθεροποιητές της διάθεσης, συμπεριλαμβανομένου του λιθίου (Yalin & Young, 2020;
Musetti et al., 2018; Volkmann et al., 2020). Σε πολλές μελέτες, είτε ως μόνο-θεραπεία,
είτε ως συνδυαζόμενη παρέμβαση, το Lithium(Li) έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό ως
θεραπεία πρώτου σταδίου-συντήρησης, πρόληψης, αποφυγής υποτροπής και
αντιμετώπιση οξέων φάσεων (Volkmann et al., 2020). Επίσης, και ως συνδυαστική
θεραπεία οξέων φάσεων κατάθλιψης ή μανίας, το λίθιο είναι στην πρώτη γραμμή
χορήγησης σε συνδυασμό με κουετιαπίνη(quetiapine), ή κάποιο αντισπασμωδικό, όπως
βαλπροϊκό οξύ και καρβαμαζεπίνη(carbamazepine) (Musetti et al., 2018).

Επιπροσθέτως, η ταυτόχρονη χορήγηση αντικαταθλιπτικού ή αντί-ψυχωτικού φαρμάκου,


σε περιόδους οξείας κατάθλιψης, οξείας μανίας, ψύχωσης ή μεικτών επεισοδίων, είναι
αρκετά συχνή (Musetti et al., 2018; Ahn et al., 2017).
Σύμφωνα με το Καναδικό Δίκτυο για την Θεραπεία Διαταραχών Διάθεσης και Άγχους,
καθώς και με την Διεθνή Κοινότητα για κατευθυντήριες στις Διπολικές Διαταραχές,
συνίσταται κουετιαπίνη, λουρασιδόνη + λίθιο/βαλπροϊκό οξύ, καθώς και λίθιο,
λαμοτριγίνη, λουρασιδόνη και παρεπόμενη λαμοτριγίνη (Yatham et al., 2018).

Οι σύγχρονες και πολλά υποσχόμενες νευροεπιστημονικές και


νευροψυχοφαρμακολογικές μελέτες, διερευνούν την επίδραση των αντί-ψυχωτικών
φαρμάκων στο ντοπαμινεργικό και σεροτονεργικό σύστημα των ασθενών με διπολική
κατάθλιψη, καθώς και τις ταχύτατες θετικές επιδράσεις που έχει η κεταμίνη(ketamine),
στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα των ασθενών (Yalin & Young, 2020; Kavalali &
Monteggia, 2020). Η κεταμίνη, έχει ταχύτατη επίδραση, εντός μερικών ωρών, και
βελτίωση στα καταθλιπτικά συμπτώματα των ατόμων, πιθανότατα δρώντας ως
ανταγωνιστής των υποδοχέων NMDA, αναστέλλοντας τις λειτουργίες των υποδοχέων
σεροτονίνης και νορεπινεφρίνης (Yalin & Young, 2020). Επιπλέον, εξάγεται μια
λειτουργική μορφή συναπτικής πλαστικότητας, όμοιας με τους μοριακούς μηχανισμούς
της ομοιοστατικής συναπτικής κλιμάκωσης (Kavalali & Monteggia, 2020). Τέλος,
πρόσφατες κλινικές δοκιμές, όσο αφορά την αντιφλεγμονώδη και νεύρο-προστατευτική
δράση των τετρακυκλινών(tetracyclines), συγκεκριμένα της μινοκυκλίνης (MINO) και
της δοξυκυκλίνης(DOXY), έχει εγείρει το ενδιαφέρον της ψυχιατρικής, για την
καταπολέμηση της φλεγμονής στις νεύρο-ψυχιατρικές διαταραχές, μέσω της αναστολής
της μικρογλιακής αντιδραστικότητας καθώς και άλλων μηχανισμών που σχετίζονται με
την τοξική φλεγμονή (Chaves Filho et al., 2021).

3.Συμπεράσματα

Οι διαταραχές διπολικού φάσματος, αποτελούν παθολογικές καταστάσεις, οι οποίες


προκαλούν δυσλειτουργία στην καθημερινή λειτουργικότητα των ατόμων, καθώς και
δυσφορία σε πολλούς τομείς της ζωής τους, όπως στον εργασιακό, σχολικό, κοινωνικό.
Είναι ανάμεσα στις ηγούμενες αιτίες αναπηρίας παγκοσμίως, καταδεικνύοντας σαφές ότι
πρόκειται για ένα εύρος κλινικών οντοτήτων που αδιαμφισβήτητα χρήζουν θεραπευτικής
παρέμβασης, δεδομένων των σοβαρών γνωστικών και συναισθηματικών ελλειμάτων που
δημιουργούν. Δεν αποτελούν φαινόμενα των τελευταίων ετών, αντιθέτως φαίνεται να
συνοδεύουν την ανθρώπινη φύση από την απαρχή της. Το πολύπλοκο γενετικό και
γενικότερο νευροβιολογικό τους υπόστρωμα, καθιστά δύσκολη την εύρεση
αντικειμενικών βιοδεικτών. Οι παρούσες έρευνες ψυχοφαρμακολογίας στην θεραπεία
των ψυχιατρικών ασθενειών, εστιάζουν στο πώς θα ενισχυθεί η συναπτική πλαστικότητα
του εγκεφάλου, καθώς και στο πώς θα αναπτυχθούν φάρμακα με αντιφλεγμονώδη
δράση.
4.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

American Psychiatric Association, (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental


Health Disorders (5th Ed.). US: American Psychiatric Association Publishing, Arlington,
VA.

American Psychiatric Association, (2016). Supplement to Diagnostic and Statistical


Manual of Mental Health Disorders (5th Ed.). US: American Psychiatric Association
Publishing, Arlington, VA.

Angst, J., & Sellaro, R. (2019). Historical perspectives and natural history of bipolar
disorder. The Science of Mental Health, 55-67. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Alloy, L. B., Abramson, L. Y., Urosevic, S., Walshaw, P. D., Nusslock, R., & Neeren, A.
M. (2005). The psychosocial context of bipolar disorder: environmental, cognitive, and
developmental risk factors. Clinical psychology review, 25(8), 1043-1075.
doi:10.1016/j.cpr.2005.06.006.

Ahn, S. W., Baek, J. H., Yang, S. Y., Kim, Y., Cho, Y., Choi, Y., et al. (2017). Long-
term response to mood stabilizer treatment and its clinical correlates in patients with
bipolar disorders: a retrospective observational study. International Journal of bipolar
disorders, 5(1), 1-9. Ανακτήθηκε από: PubMed.

Barnett, R. (2018). Bipolar disorder. The Lancet, 392(10157), 1510. doi:10.1016/s0140-


6736(18)32548-0.

Bonnín, C. D. M., Reinares, M., Martínez-Arán, A., Jiménez, E., Sánchez-Moreno, J.,
Solé, B., et al. (2019). Improving functioning, quality of life, and well-being in patients
with bipolar disorder. International Journal of Neuropsychopharmacology, 22(8), 467-
477. Ανακτήθηκε 8 Μαΐου, 2021, από
https://academic.oup.com/ijnp/article/22/8/467/5475185?login=true

Craddock, N., & Sklar, P. (2013). Genetics of bipolar disorder. The Lancet, 381(9878),
1654-1662. Ανακτήθηκε από: Science Direct.
Chen, P., Dols, A., Rej, S., & Sajatovic, M. (2017). Update on the epidemiology,
diagnosis, and treatment of mania in older-age bipolar disorder. Current psychiatry
reports, 19(8), 1-11. Ανακτήθηκε από: PubMed.

Clemente, A. S., Diniz, B. S., Nicolato, R., Kapczinski, F. P., Soares, J. C., Firmo, J. O.,
& Castro-Costa, É. (2015). Bipolar disorder prevalence: a systematic review and meta-
analysis of the literature. Brazilian Journal of Psychiatry, 37(2), 155-161.
Doi:10.1590/1516-4446-2012-1693.

Connor, D. F., Ford, J. D., Pearson, G. S., Scranton, V. L., & Dusad, A. (2017). Early-
onset bipolar disorder: Characteristics and outcomes in the clinic. Journal of child and
adolescent psychopharmacology, 27(10), 875-883. Doi: 10.1089/cap.2017.0058.

Calabrese, J. R., Rapport, D. J., Kimmel, S. E., & Reece, B. (1993). Rapid cycling bipolar
disorder and its treatment with valproate. The Canadian Journal of Psychiatry, 38(2), 57-
61.

Cassano, G.B., Akiskal, H.S., Savino, M., Musetti, L., & Perugi, G. (1992). Proposed
subtypes of bipolar II and related disorders: With hypomanic episodes (or cyclothymia)
and with hyperthymic temperament. Journal of Affective Disorders, 26(2), 127–140.
Ανακτήθηκε από: Science Direct.

Coryell, W., Endicott, J., & Keller, M. (1992). Rapidly cycling affective disorder:
Demographics, diagnosis, family history, and course. Archives of General Psychiatry,
49(2), 126–131. Ανακτήθηκε από: JAMA Network.

Coryell, W., Scheftner, W., Keller, M., Endicott, J., Maser, J., & Klerman, G. L. (1993).
The enduring psychosocial consequences of mania and depression. The American
Journal of Psychiatry, 150(5), 720-727. Doi: 10.1176/ajp.150.5.720

Chaves Filho, A. J. M., Mottin, M., Soares, M. V. R., Jucá, P. M., Andrade, C. H., &
Macedo, D. S. (2021). Tetracyclines, a promise for neuropsychiatric disorders: from
adjunctive therapy to the discovery of new targets for rational drug design in psychiatry.
Behavioural Pharmacology, 32(2-3), 123-141. Ανακτήθηκε από: PubMed.
Diflorio, A., & Jones, I. (2010). Is sex important? Gender differences in bipolar disorder.
International Review of Psychiatry, 22(5), 437-452. Doi:
10.3109/09540261.2010.514601.

Dilsaver, S. C. (2011). An estimate of the minimum economic burden of bipolar I and II


disorders in the United States: 2009. Journal of Affective Disorders, 129(1-3), 79-83.
Ανακτήθηκε από: Science Direct.

Fagiolini, A., Forgione, R., Maccari, M., Cuomo, A., Morana, B., Dell'Osso, M. C., et al.
(2013). Prevalence, chronicity, burden and borders of bipolar disorder. Journal of
affective disorders, 148(2-3), 161-169. Ανακτήθηκε από: Science Direct.

Ferrari, A. J., Stockings, E., Khoo, J.-P., Erskine, H. E., Degenhardt, L., Vos, T., &
Whiteford, H. A. (2016). The prevalence and burden of bipolar disorder: findings from
the Global Burden of Disease Study 2013. Bipolar Disorders, 18(5), pp. 440–450.
doi:10.1111/bdi.12423.

Freund, N., & Juckel, G. (2019). Bipolar disorder: its etiology and how to model in
rodents. Psychiatric Disorders, 61-77. doi:10.1007/978-1-4939-9554-7_4.

Ferreira, M. A., O'Donovan, M. C., Meng, Y. A., Jones, I. R., Ruderfer, D. M., Jones, L.,
et al. (2008). Collaborative genome-wide association analysis supports a role for ANK3
and CACNA1C in bipolar disorder. Nature genetics, 40(9), 1056-1058. Ανακτήθηκε από:
PubMed.

Ferrie, J., Miller, H., & Hunter, S. C. (2020). Psychosocial outcomes of mental illness
stigma in children and adolescents: A mixed-methods systematic review. Children and
Youth Services Review, 113, 104961. Ανακτήθηκε από: Science Direct.

Grande, I., Berk, M., Birmaher, B., & Vieta, E. (2016). Bipolar disorder. The Lancet,
387(10027), 1561-1572.

Green, M. J., Cahill, C. M., & Malhi, G. S. (2007). The cognitive and neurophysiological
basis of emotion dysregulation in bipolar disorder. Journal of affective disorders, 103(1-
3), 29-42. Ανακτήθηκε από: Science Direct.
Gordovez, F. J. A., & McMahon, F. J. (2020). The genetics of bipolar disorder.
Molecular psychiatry, 25(3), 544-559. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Gitlin, M. J., & Miklowitz, D. J. (2017). The difficult lives of individuals with bipolar
disorder: A review of functional outcomes and their implications for treatment. Journal
of Affective Disorders, 209, 147-154. Ανακτήθηκε από: PubMed.

Goodwin, F.K., & Jamison, K.R., (1990). Manic Depressive Illness. New York: Oxford
University Press.

Hayashi, A., Le Gal, K., Södersten, K., Vizlin-Hodzic, D., Ågren, H., & Funa, K. (2015).
Calcium-dependent intracellular signal pathways in primary cultured adipocytes and
ANK3 gene variation in patients with bipolar disorder and healthy controls. Molecular
psychiatry, 20(8), 931-940.

Joslyn, C., Hawes, D. J., Hunt, C., & Mitchell, P. B. (2016). Is age of onset associated
with severity, prognosis, and clinical features in bipolar disorder? A meta‐analytic
review. Bipolar disorders, 18(5), 389-403. Ανακτήθηκε 12 Μαΐου, 2021, από:
https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/bdi.12419

Jiang, X., Detera-Wadleigh, S. D., Akula, N., Mallon, B. S., Hou, L., Xiao, T., et al.
(2019). Sodium valproate rescues expression of TRANK1 in iPSC-derived neural cells
that carry a genetic variant associated with serious mental illness. Molecular psychiatry,
24(4), 613-624. Ανακτήθηκε από: PubMed.

Johnson, S. L., & Kizer, A. (2002). Bipolar and unipolar depression: A comparison of
clinical phenomenology and psychosocial predictors. In I. H. Gotlib & C. L. Hammen
(Eds.), Handbook of depression. The Guilford Press.

Judd, L. L., Schettler, P. J., Akiskal, H. S., Coryell, W., Leon, A. C., Maser, J. D., &
Solomon, D. A. (2008). Residual symptom recovery from major affective episodes in
bipolar disorders and rapid episode relapse/recurrence. Archives of general psychiatry,
65(4), 386-394. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.
Kupka, R. W., Luckenbaugh, D. A., Post, R. M., Leverich, G. S., & Nolen, W. A. (2003).
Rapid and non-rapid cycling bipolar disorder: a meta-analysis of clinical studies. Journal
of Clinical Psychiatry, 64(12), 1483-1494. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Kato, T. (2008). Molecular neurobiology of bipolar disorder: a disease of ‘mood-


stabilizing neurons’?. Trends in Neurosciences, 31(10), 495-503. Ανακτήθηκε από:
Google Scholar.

Kato, T., Kunugi, H., Nanko, S., & Kato, N. (2000). Association of bipolar disorder with
the 5178 polymorphism in mitochondrial DNA. American journal of medical genetics,
96(2), 182-186. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Keck Jr, P. E., Mintz, J., McElroy, S. L., Freeman, M. P., Suppes, T., Frye, M. A., ... &
Post, R. M. (2006). Double-blind, randomized, placebo-controlled trials of ethyl-
eicosapentanoate in the treatment of bipolar depression and rapid cycling bipolar
disorder. Biological psychiatry, 60(9), 1020-1022. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Kavalali, E. T., & Monteggia, L. M. (2020). Targeting homeostatic synaptic plasticity for
treatment of mood disorders. Neuron, 106(5), 715-726. Ανακτήθηκε από: PubMed.

Leibenluft, E., Feldman-Naim, S., Turner, E. H., & Rosenthal, N. E. (1997). Effects of
exogenous melatonin administration and withdrawal in five patients with rapid-cycling
bipolar disorder. The Journal of clinical psychiatry, 58(9), 383-388. Ανακτήθηκε από:
Google Scholar.

Miklowitz, D. J., & Chang, K. D. (2008). Prevention of bipolar disorder in at-risk


children: theoretical assumptions and empirical foundations. Development and
psychopathology, 20(3), pp. 881-897. Doi: 10.1017/S0954579408000424.

MacQueen, G. M., Young, L. T., & Joffe, R. T. (2001). A review of psychosocial


outcome in patients with bipolar disorder. Acta Psychiatrica Scandinavica, 103(3), 163-
170. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Mason, B. L., Brown, E. S., & Croarkin, P. E. (2016). Historical underpinnings of bipolar
disorder diagnostic criteria. Behavioral Sciences, 6(3), 1-19. Ανακτήθηκε από: Google
Scholar.
Müller, J. K., & Leweke, F. M. (2016). Bipolar disorder: clinical overview. Medizinische
Monatsschrift fur Pharmazeuten, 39(9), 363-9. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Marangoni, C., Hernandez, M., & Faedda, G. L. (2016). The role of environmental
exposures as risk factors for bipolar disorder: a systematic review of longitudinal studies.
Journal of affective disorders, 193, 165-174. Ανακτήθηκε από: Science Direct.

Musetti, L., Tundo, A., Benedetti, A., Massimetti, G., Cambiali, E., Pergentini, I., et al.
(2018). Lithium, valproate, and carbamazepine prescribing patterns for long‐term
treatment of bipolar I and II disorders: A prospective study. Human
Psychopharmacology: Clinical and Experimental, 33(6), 2676. Doi: 10.1002/hup.2676.

Oswald, P., Souery, D., Kasper, S., Lecrubier, Y., Montgomery, S., Wyckaert, S., et al.
(2007). Current issues in bipolar disorder: a critical review. European
Neuropsychopharmacology, 17(11), 687-695. Ανακτήθηκε από: Science Direct.

Ogasawara, K., Nakamura, Y., Kimura, H., Aleksic, B., & Ozaki, N. (2018). Issues on
the diagnosis and etiopathogenesis of mood disorders: reconsidering DSM-5. Journal of
Neural Transmission, 125(2), 211-222. Ανακτήθηκε 14 Μαΐου, 2021, από:
https://link.springer.com/article/10.1007/s00702-017-1828-2

Pini, S., de Queiroz, V., Pagnin, D., Pezawas, L., Angst, J., Cassano, G. B., et al. (2005).
Prevalence and burden of bipolar disorders in European countries. European
Neuropsychopharmacology, 15(4), 425-434. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Pillai, M., Munoli, R. N., Praharaj, S. K., & Bhat, S. M. (2020). Gender Differences in
Clinical Characteristics and Comorbidities in Bipolar Disorder: a Study from South India.
Psychiatric Quarterly, 1-10. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Polanczyk, G. V., Salum, G. A., Sugaya, L. S., Caye, A., & Rohde, L. A. (2015). Annual
Research Review: A meta‐analysis of the worldwide prevalence of mental disorders in
children and adolescents. Journal of child psychology and psychiatry, 56(3), 345-365.
Ανακτήθηκε από; Google Scholar.

Post, R. M., Leverich, G. S., Kupka, R. W., Keck Jr, P. E., McElroy, S. L., Altshuler, L.
L., et al. (2010). Early-onset bipolar disorder and treatment delay are risk factors for poor
outcome in adulthood. The Journal of clinical psychiatry, 71(7), 864-872. Ανακτήθηκε
από: Google Scholar.

Pech, J., Akhøj, M., Forman, J., Kessing, L. V., & Knorr, U. (2020). The impact of a new
affective episode on psychosocial functioning, quality of life and perceived stress in
newly diagnosed patients with bipolar disorder: A prospective one-year case-control
study. Journal of Affective Disorders, 277, 486-494. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Roselle, A. (2019). Pediatric Bipolar Disorder: Onset, Risk Factors, and Protective
Factors. Journal of psychosocial nursing and mental health services, 57(9), 32-37.
Ανακτήθηκε από: PubMed.

Stapp, E. K., Mendelson, T., Merikangas, K. R., & Wilcox, H. C. (2020). Parental bipolar
disorder, family environment, and offspring psychiatric disorders: A systematic review.
Journal of affective disorders, 268, 69-81. Ανακτήθηκε από: PubMed.

Spelber, D., & Strakowski, S. M. (2021). Expert opinion in bipolar disorder: Impact of
COVID-19 on outcomes and treatment of bipolar disorder. Personalized Medicine in
Psychiatry, 27, 100074. Ανακτήθηκε από: Science Direct.

Sajatovic, M., Strejilevich, S. A., Gildengers, A. G., Dols, A., Al Jurdi, R. K., Forester,
B. P., et al. (2015). A report on older‐age bipolar disorder from the International Society
for Bipolar Disorders Task Force. Bipolar disorders, 17(7), 689-704. Ανακτήθηκε από:
PubMed.

Schneck, C. D., Miklowitz, D. J., Miyahara, S., Araga, M., Wisniewski, S., Gyulai, L., et
al. (2008). The prospective course of rapid-cycling bipolar disorder: findings from the
STEP-BD. American Journal of Psychiatry, 165(3), 370-377. Ανακτήθηκε από: Google
Scholar.

Smith, E. N., Bloss, C. S., Badner, J. A., Barrett, T., Belmonte, P. L., Berrettini, W., et al.
(2009). Genome-wide association study of bipolar disorder in European American and
African American individuals. Molecular psychiatry, 14(8), 755-763. Ανακτήθηκε από:
Google Scholar.
Stahl, E. A., Breen, G., Forstner, A. J., McQuillin, A., Ripke, S., Trubetskoy, V., et al.
(2019). Genome-wide association study identifies 30 loci associated with bipolar
disorder. Nature genetics, 51(5), 793-803.

Sanchez-Moreno, J., Martinez-Aran, A., Tabarés-Seisdedos, R., Torrent, C., Vieta, E., &
Ayuso-Mateos, J. L. (2009). Functioning and disability in bipolar disorder: an extensive
review. Psychotherapy and psychosomatics, 78(5), 285-297.

Tsai, S. Y., Lee, J. C., & Chen, C. C. (1999). Characteristics and psychosocial problems
of patients with bipolar disorder at high risk for suicide attempt. Journal of affective
disorders, 52(1-3), 145-152. Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Vieta, E., Berk, M., Schulze, T. G., Carvalho, A. F., Suppes, T., Calabrese, J. R., et al.
(2018). Bipolar disorders. Nature reviews Disease primers, 4(1), 1-16. Ανακτήθηκε 14
Μαΐου, 2021, από: https://www.nature.com/articles/nrdp20188

Volkmann, C., Bschor, T., & Köhler, S. (2020). Lithium treatment over the lifespan in
bipolar disorders. Frontiers in Psychiatry, 11, 377. Ανακτήθηκε από: PubMed.

Wray, N. R., Lee, S. H., Mehta, D., Vinkhuyzen, A. A., Dudbridge, F., & Middeldorp, C.
M. (2014). Research review: polygenic methods and their application to psychiatric traits.
Journal of child psychology and psychiatry, 55(10), 1068-1087.

Wingo, A. P., Harvey, P. D., & Baldessarini, R. J. (2009). Neurocognitive impairment in


bipolar disorder patients: functional implications. Bipolar disorders, 11(2), 113-125.
Ανακτήθηκε από: Google Scholar.

Yalin, N., & Young, A. H. (2020). Pharmacological Treatment of Bipolar Depression:


What are the Current and Emerging Options?. Neuropsychiatric Disease and Treatment,
16, 1459-1472. Doi: 10.2147/NDT.S245166.

Yatham, L. N., Kennedy, S. H., Parikh, S. V., Schaffer, A., Bond, D. J., Frey, B. N., ... &
Berk, M. (2018). Canadian Network for Mood and Anxiety Treatments (CANMAT) and
International Society for Bipolar Disorders (ISBD) 2018 guidelines for the management
of patients with bipolar disorder. Bipolar disorders, 20(2), 97-170. Ανακτήθηκε από:
Google Scholar.
Zhang, Y. S., Rao, W. W., Zeng, L. N., Lok, G. K. I., Cui, L. J., Li, J. F., et al. (2020).
Prevalence and correlates of bipolar disorder in the adult population of Hebei province,
China. Journal of Affective Disorders, 263, 129–133. doi:10.1016/j.jad.2019.11.104.

You might also like