Professional Documents
Culture Documents
ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ
Ξανθόπουλος Χρήστος
Α.Μ.300
Θεσσαλονίκη
Οκτώβριος 2007
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Εισαγωγή………………………………………………………………….σελ.4
2. Βιβλιογραφική επισκόπηση………………………………………....…...σελ.7
α. Ιστορική αναδρομή………………………………….…………………...σελ.7
γ. Βαρβιτουρικά……………………………………….……………....…….σελ.10
δ. Βενζοδιαζεπίνες…………………………………………………………..σελ.11
ε. Φαρμακευτική εξάρτηση………………………………………….……...σελ.14
ζ. Επιδημιολογικά στοιχεία…………………………………………………σελ.17
3. Μεθοδολογία………………………………………….….…...…………...σελ.27
α. Ερευνητικό σχέδιο……………………………………………….……....σελ.27
β. Συμμετέχοντες………………………………………………….………...σελ.28
γ. Διαδικασία…………………………………………………….………….σελ.29
δ. Συλλογή δεδομένων………………………………………………………σελ.30
4. Αποτελέσματα………………………………………………………………σελ.35
2
δ. Η στάση που έχουν οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τη
χρήση ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων…..….…. σελ.52
5. Συζήτηση………………………………………………………..….………σελ.73
γ. Επίλογος…………………………………………………………………. σελ.78
6. Περίληψη…..……………………………………………………………….σελ.80
7. Βιβλιογραφία……………………………………………………………….σελ.82
8. Παράρτημα…………………………………………………………………σελ.88
γ. Ερευνητικό συμβόλαιο………………..…………………………………..σελ.97
δ. Αλληλογραφία ..................................…………………………….……….σελ.98
3
1. Εισαγωγή
4
ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Έτσι το φαινόμενο από καθαρά ιατρικό θεωρούμε
ότι είναι παράλληλα και κοινωνικό.
Μια παγιωμένη στάση αντιμετώπισης μας περιγράφει χαρακτηριστικά ο
Παπαγεωργίου (1985): «Έχουμε μάθει να κατηγορούμε και να κριτικάρουμε ότι
συνήθως δε μπορούμε να αλλάξουμε. Έτσι, η κριτική για τις πολυεθνικές εταιρίες
φαρμάκων, για τη καταστροφική και πολλές φορές, γεμάτη ψεύδη διαφήμιση
διαφόρων “σωτήριων σκευασμάτων”, είναι καθημερινή και πλούσια σε επιχειρήματα.
Με αυτό τον τρόπο όμως, ξεχνάμε τη καθημερινή πράξη, κλείνουμε τα μάτια σε ότι
συμβαίνει γύρω μας. Μάθαμε να μιλάμε για τα “ναρκωτικά” ίσως και τον
αλκοολισμό. Κανένας όμως δε μιλάει για το χαπάκι που χρειάζεται να πάρει για να
κοιμηθεί, για το Tavor που του δάνεισε ο φίλος ή η φίλη του για να …ηρεμήσει !!!
Εδώ βέβαια, τίθεται και η σοβαρότητα του θέματος όταν ένα μεγάλο μέρος του
πληθυσμού αναζητεί την εύκολο δρόμο της ηρεμίας, του ύπνου και της καλής
διάθεσης. Πολλοί μιλάνε για το πρόβλημα της νεολαίας με το χασίσι και τη
μαριχουάνα αγνοώντας πολλές φορές ποιος τους έδειξε τον εύκολο δρόμο της
«φυγής». Και το ερώτημα που τίθεται είναι το πώς ο γονιός που έχει διαλέξει την
εύκολη λύση να μπορεί να μιλήσει στο παιδί του για τα ναρκωτικά και τις επιπτώσεις
τους αν με το παράδειγμά του ακολουθεί το αντίθετο». Όταν βέβαια, οι ειδικοί
συνεπικουρούν σε μια τέτοια στάση τότε το πρόβλημα συνεχίζεται. Η σοβαρότητα
λοιπόν και η αξία ενός τέτοιου θέματος που ερευνάται και αναλύεται θεωρούμε ότι
είναι μεγάλη.
Τα φάρμακα που θα αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας είναι τα λεγόμενα
ηρεμιστικά, αγχολυτικά ή υπνωτικά, που σήμερα χορηγούνται μόνο με ειδική
συνταγή του νόμου 1729/87 και η διακίνηση τους ελέγχεται από το κράτος. Κατά την
έννοια του νόμου αυτού ναρκωτικά είναι ουσίες τεχνητές ή φυσικές που δρουν στο
κεντρικό νευρικό σύστημα, προκαλούν εξάρτηση του ατόμου και περιλαμβάνονται
ιδίως στους τέσσερις (4) πίνακες του άρθρου αυτού (ΔΣΑ 2005).
Η έρευνα λοιπόν, αφορά τις συνταγογραφούμενες εξαρτησιογόνες ουσίες που
περιλαμβάνονται στο πίνακα (Βλέπε Παράρτημα κεφ.ε) και αφορούν τη κατηγορία Δ
των αγχολυτικών και ηρεμιστικών φαρμάκων.
Τα αγχολυτικά και ηρεμιστικά φάρμακα είναι ουσίες που χρησιμοποιούνται
σύμφωνα με τις ενδείξεις σε μια πληθώρα ψυχικών παθήσεων όπως το αγχώδες
σύνδρομο, τις διαταραχές πανικού, σε περιπτώσεις κατάθλιψης όπου το άγχος
συνυπάρχει, την αϋπνία κ.α.(Μάνος 1997) Σύμφωνα με τους καθηγητές του Harvard
5
Bursztajn και Brodsky (1997) η μακροχρόνια θεραπευτική χρήση βενζοδιαζεπινών
υφίσταται κατά κύριο λόγο σε τρεις μεγάλες ομάδες ασθενών. Η μεγαλύτερη ομάδα
είναι αυτή με χρόνια και σοβαρά προβλήματα υγείας (π.χ. καρδιοαγγειακά, καρκίνος
κ.α.). Εδώ πολλές φορές, οι γιατροί χορηγούν κάποια βενζοδιαζεπίνη προκειμένου να
κατευνάσουν το άγχος που δημιουργεί η ενδεχόμενη απώλεια ζωής με απώτερο στόχο
την καλύτερη ποιότητα ζωής αλλά και την αποφυγή ενδεχόμενων ψυχικών επιπλοκών
που θα επιβάρυναν μια τέτοια κατάσταση. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από
ασθενείς με κρίσεις πανικού. Σε αυτή την ομάδα παρότι η βενζοδιαζεπίνες, σύμφωνα
με τους συγγραφείς, έχουν καλύτερα αποτελέσματα μπορούν κάλλιστα να
χρησιμοποιηθούν και αντικαταθλιπτικά ζυγίζοντας, πάντα κατά περίπτωση, τα
θεραπευτικά αποτελέσματα των αντικαταθλιπτικών με τις ανεπιθύμητες ενέργειες
των βενζοδιαζεπινών. Σε αυτή τη κατηγορία πληθυσμού δεν υπάρχουν στοιχεία για
κατάχρηση βενζοδιαζεπινών ενώ στη πλειάδα των περιπτώσεων υπάρχει βαθμιαία
ελάττωση των δόσεων έως το τέλος της θεραπείας. Τέλος, η Τρίτη και τελευταία
ομάδα είναι εκείνη με χρόνιες και σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές και με
επαναλαμβανόμενες περιόδους οξέους άγχους.
Παρόλα αυτά όμως διαπιστώνεται ότι μια άλλη κατηγορία πληθυσμού θέλοντας να
κατευνάσει το καθημερινό άγχος ή να καταπολεμήσει τα προβλήματα της
καθημερινότητας καταφεύγει στην εύκολη λύση των φαρμάκων ενώ από την άλλη
πλευρά δεν είναι λίγοι εκείνοι που κάνουν κατάχρηση αυτών των φαρμάκων ή ζητούν
την ευφορία συνδυάζοντας τα με άλλες ουσίες ή αλκοόλ.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ιδρύματος Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας
(ΙΦΕΤ) η κατανάλωση των βενζοδιαζεπινών σε συσκευασίες και δόσεις το 1995 έως
το 2003 παρουσίασε αύξηση κατά 25%. Συγκεκριμένα, οι συνολικές ποσότητες των
παραγώγων των βενζοδιαζεπινών σε νοσοκομεία και φαρμακεία το 1995 ήταν
7.620.301 εμβαλάγια ενώ το 2003 άγγιξαν τα 8.994.310 (Κιοσές 2005). Μέσα σε
αυτούς τους αριθμούς θα θελήσουμε να εμβαθύνουμε και να δούμε κατά πόσο
ανταποκρίνονται στους θεραπευτικούς στόχους και κατά πόσο υπάρχει πληθυσμός
που βρίσκεται κάτω από την εξάρτηση αυτών των φαρμάκων.
Σκοπός της ερευνάς είναι να δούμε κατά πόσο οι ειδικοί συμβάλουν στην
εξάπλωση των ηρεμιστικών και υπνωτικών φαρμάκων και να αναζητηθούν τα αίτια
της σταδιακής αύξησης των πωλήσεων όπως οι ειδικοί τα αντιλαμβάνονται. Θα ήταν
παράληψη βέβαια, να αγνοήσουμε παραμέτρους και ερωτήματα που ίσως τεθούν
κατά τη διάρκεια της έρευνας, όπως το αν υπάρχει υπερσυνταγογράφηση των ουσιών
6
αυτών, αν εκπληρώνεται ο θεραπευτικός στόχος των φαρμάκων αυτών ή αν γίνεται
κατάχρηση ή κακή χρήση από τους ασθενείς ή τέλος αν υπάρχει παραεμπόριο με
παράνομες και πλαστές συνταγές που συμβάλει στη διάδοση αυτών των ουσιών.
Έμμεσος στόχος αυτής της έρευνας αποτελεί η αλληλεπίδραση του ερευνητή με την
ιατρική και φαρμακευτική κοινότητα με σκοπό την ευαισθητοποίηση πάνω στο
σοβαρό αυτό θέμα. Με λίγα λόγια θα λέγαμε ότι ο τελικός σκοπός της έρευνας είναι η
καταγραφή απόψεων και στάσεων των λειτουργών υγείας του πολεοδομικού
συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης πάνω στο θέμα της χρήσης και της κατάχρησης
ηρεμιστικών-υπνωτικών φαρμάκων αλλά και η γενικότερη καταγραφή του σοβαρού
αυτού, κατά τη γνώμη μας, ιατροκοινωνικού προβλήματος.
7
2. Βιβλιογραφική επισκόπηση
α. Ιστορική αναδρομή
Η χρήση των ηρεμιστικών φαρμάκων έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Τόσο για
κοινωνικά αποδεκτούς όσο και για αθέμιτους σκοπούς, «μαγικά φίλτρα» και βότανα,
το όπιο, το αλκοόλ, ή η κάνναβης επιστρατεύονταν για να προκαλέσουν λήθαργο και
ύπνο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ίσως αποτελεί το θρυλικό μαντείο των
Δελφών όπου η Πυθία, χωρίς βεβαίως να γνωρίζει επακριβώς τις ιδιότητες του
διοξειδίου του άνθρακα, της επέτρεπε εισπνέοντας το , σύμφωνα με τη παράδοση, να
κάνει προβλέψεις για το μέλλον. Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα τα
παράγωγα του αιθέρα, του χλωροφορμίου κ.α. έκαναν δημοφιλή την εισπνοή των
αερίων ως μια διαφορετική κατάσταση μεταβολής της συνείδησης.
Το πρώτο φάρμακο που παρουσιάστηκε ως ηρεμιστικό-υπνωτικό ήταν το βρόμιο.
Τη δεκαετία του 1860, το βρομιούχο κάλιο εισήχθη στην ιατρική για τη θεραπεία των
επιληπτικών κρίσεων. Εξαιτίας όμως των ισχυρών ανεπιθύμητων ενεργειών του
φαρμάκου η χρήση του εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 1900 με την εμφάνιση των
βαρβιτουρικών.
Το πρώτο βαρβιτουρικό φάρμακο σχεδιάστηκε το 1862 και εισήχθη στην ιατρική
πρακτική το 1903 με το όνομα βαρβιτάλη. Σε σχέση με το βαρβιτουρικό οξύ, από το
οποίο προήλθε η βαρβιτάλη, το φάρμακο αυτό δεν ήταν μόνο ηρεμιστικό αλλά
προκαλούσε και ύπνο. Από την πρώτη εμφάνιση της βαρβιτάλης μέχρι σήμερα πάνω
από 2500 βαρβιτουρικά έχουν σχεδιαστεί ενώ μόνο τα 50 έχουν κυκλοφορήσει και
συνταγογραφηθεί κατά καιρούς. Από το 1900 έως το 1960 τα βαρβιτουρικά
παρέμειναν τα πρώτα σε κυκλοφορία ηρεμιστικά φάρμακα μέχρι την εμφάνιση των
βενζοδιαζεπινών (Carroll Charles R.1996).
Οι βενζοδιαζεπίνες για πρώτη φορά εισήχθησαν στη θεραπευτική το 1960 και η
πρώτη που κυκλοφόρησε ήταν η χλωροδιαζεποξείδη (Librium) (Arana & Hyman
1994) που σχεδιάσθηκε το 1957 από τον ερευνητή Leo Sternbach (Cuevas & Sanz
2004).
Λίγα χρόνια μετά την πρώτη ανακάλυψη βενζοδιαζεπίνης ακολούθησαν σειρά από
φάρμακα της ίδιας κατηγορίας με διαφορετικές φαρμακοδυναμικές και
φαρμακοκινητικές ιδιότητες αλλά με παρόμοια φαρμακολογική δράση.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι πάνω από 3000 βενζοδιαζεπίνες σχεδιάστηκαν στα
8
εργαστήρια ενώ από αυτές κλινικά χρησιμοποιήθηκαν κατά το παρελθόν οι 40 (IMS
1987) ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται περίπου 20 (Mycek, Harvey, Champe 2003).
Οι βενζοδιαζεπίνες χρησιμοποιήθηκαν από τα πρώτα κιόλας χρόνια της
κυκλοφορίας τους στην αγορά από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού για περιπτώσεις
αϋπνίας, άγχους, κρίσεων πανικού και συνδρόμων απόσυρσης σε περιπτώσεις μικρών
χειρουργικών επεμβάσεων, επιληπτικών κρίσεων κ.α. (McEvoy 1993) Αποτέλεσμα
της μεγάλης εξάπλωσης των βενζοδιαζεπινών ήταν το φαινόμενο της Βαλιοφιλίας (
από το γνωστότερο εκπρόσωπο της κατηγορίας αυτής, το Valium) που οφείλει δίχως
άλλο την ανάπτυξή της τόσο στους ασθενείς όσο και στους γιατρούς (Παπαγεωργίου
1985).
Οι γνώσεις μας για την εξάρτηση που προκαλούσαν οι συγκεκριμένες ουσίες ήρθαν
λίγα χρόνια αργότερα. Σε δύο σοβαρές βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις μελετών για τη
χλωροδιαζεποξείδη και τη διαζεπάμη δεν επισημαίνεται καμιά περίπτωση εξάρτησης
πριν από το 1965. Παρόλα αυτά όμως το πρώτο περιστατικό εξάρτησης γενικά από
βενζοδιαζεπίνες που συμπλήρωνε όλες τις επιστημονικές προδιαγραφές, για να
θεωρηθεί γνήσιο, ανακοινώθηκε από τον Hollister και τους συνεργάτες του το 1961.
Σε μια άλλη σοβαρή έρευνα της βιβλιογραφίας το 1978 ο Marks αναφέρει ότι
συνάντησε μόνο 118 περιπτώσεις οι οποίες συμπλήρωναν όλες τις προϋποθέσεις για
να θεωρηθούν γνήσια περιστατικά στερητικού συνδρόμου. Το μεγαλύτερο κύμα
δημοσιεύσεων για την εξάρτηση εμφανίστηκε μεταξύ 1969-73, δέκα χρόνια περίπου
από την αρχή της χρήσης τους στην κλινική πράξη (Λιάππας 1995).
Είναι γεγονός ότι οι μηχανισμοί δράσεις των ηρεμιστικών φαρμάκων δεν είναι
απολύτως κατανοητές. Παρόλα αυτά όμως οι έρευνες της νευροφαρμακολογίας έχουν
ανακαλύψει πολλά για τις φαρμακολογικές δράσεις των ψυχοτρόπων φαρμάκων,
αλλά όμως εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα στο συσχετισμό των γνωστών
φαρμακολογικών δράσεων αυτών των ουσιών με τα θεραπευτικά τους αποτελέσματα.
(Grahame-Smith, Aroson, Wood 2001). Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τους
ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες που δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν σε σχέση με
τη πορεία της νόσου και τη θεραπεία αλλά και το βαθμό εξάρτησης που μπορεί να
αναπτύξει το φάρμακο σε ανθρώπους με διαφορετικές προσωπικότητες.
9
Είναι γνωστό ότι οι βενζοδιαζεπίνες δρουν στους μετασυναπτικούς
GABAενεργικούς υποδοχείς, όπου ενισχύουν τη δράση του GABA (γ-
αμινοβουτυρικού οξέος) στα ανασταλτικά νευρωνικά κυκλώματα, οπότε προκύπτει
καταστολή και μείωση του άγχους.
Οι ακριβείς μοριακές αλληλεπιδράσεις αυτού του μηχανισμού είναι ακόμα
άγνωστες. Στον εγκέφαλο υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία σύνδεσης για τις
βενζοδιαζεπίνες, που μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αποτελούν υποδοχείς κάποιας
ενδογενούς ουσίας που φυσιολογικά συνδέεται εκεί και ρυθμίζει τη λειτουργία του
GABA. Πίσω από τα συμπτώματα του άγχους και τις μεταβολές του μορφότυπου του
ύπνου, μπορεί να κρύβεται κάποια παρεμβολή σε αυτή τη διεργασία(Grahame-Smith,
Aroson, Wood 2001).
Συγκεκριμένα, η πρόσδεση του γ-αμινοβουτυρικού οξέος (GABA) στον υποδοχέα
του στην κυτταρική μεμβράνη προκαλεί τη διάνοιξη του διαύλου χλωρίου, γεγονός
που οδηγεί στην αύξηση της αγωγιμότητας για τα ιόντα χλωρίου. Η εισροή ιόντων
χλωρίου προκαλεί μια μικρή υπερπόλωση η οποία απομακρύνει το μετασυναπτικό
δυναμικό από τον ουδό πυροδότησης και έτσι αναστέλλεται ο σχηματισμός
δυναμικών ενέργειας. Οι βενζοδιαζεπίνες προσδένονται σε εξειδικευμένες υψηλής
συγγένειας θέσεις της κυτταρικής μεμβράνης, που είναι ξεχωριστές από άλλα
παρακείμενες στον υποδοχέα για το GABA. Οι υποδοχείς των βενζοδιαζεπινών
εντοπίζονται μόνο στο κεντρικό νευρικό σύστημα και η κατανομή τους είναι
παράλληλη με αυτή των νευρώνων του GABA. Η πρόσδεση των βενζοδιαζεπινών
ενισχύει τη συγγένεια των υποδοχέων-GABA γι’ αυτόν το νευροδιαβιβαστή, με
αποτέλεσμα την πιο συχνή διάνοιξη των παρακείμενων διαύλων χλωρίου. Αυτό πάλι
έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της υπερπόλωσης και την περαιτέρω αναστολή της
παραγωγής νευρικών ώσεων (Mycek, Harvey, Champe 2003).
Τα βαρβιτουρικά ενισχύουν επίσης την επίδραση του GABA στην είσοδο του
χλωρίου στο νευρώνα, παρόλο που δε προσδένονται στον υποδοχέα βενζοδιαζεπινών
κα παρόλο που θεωρείται ότι κυρίως παρεμβαίνουν στη μεταφορά νατρίου και καλίου
διαμέσου των κυτταρικών μεμβρανών (Mycek, Harvey, Champe 2003).
γ. Βαρβιτουρικά
10
20% όλων των συνταγών που χρησιμοποιήθηκαν το 1967 αφορούσαν βαρβιτουρικά
φάρμακα και είχαν χορηγηθεί για αϋπνία (Μαρσέλος 1986). Γενικά η κατάχρηση και
η εξάρτηση από βαρβιτουρικά υπήρξε σύνηθες φαινόμενο στη 10ετία του 1960,
περίοδος μεγάλης συνταγογράφησης ουσιών αυτού του τύπου. Πρόσφατες έρευνες
αναφέρουν ότι σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, η Μ.Βρετανία και η Ιρλανδία,
τα βαρβιτουρικά έχουν πάψει να χρησιμοποιούνται ευρέως από χρήστες μετά από
τους περιορισμούς που θεσπίσθηκαν για τη συνταγογράφησής τους στις αρχές της
10ετίας του 1970 (Λιάππας 1995).
Σήμερα, η χρήση των βαρβιτουρικών αν και σπάνια κυκλοφορούν μερικοί από τους
νεότερους χρήστες λιώνουν τις κάψουλες και κάνουν ενέσεις ενδοφλέβια με
ανεπιθύμητα αποτελέσματα όπως φλεβίτιδες, έλκη, αποστήματα ή γάγγραινα
(Μπάλλης 2000). Το ίδιο πρόβλημα συμβαίνει βέβαια και σε άλλες χώρες όπως στη
Μεγάλη Βρετανία που σύμφωνα με τους Grahame-Smith, Aroson και Robson (2001)
η εξάρτηση από βαρβιτουρικά οφείλεται συνήθως σε παράνομη φαρμακευτική
κατάχρηση.
Η συνταγογράφηση των βαρβιτουρικών λόγω των σοβαρών ανεπιθύμητων
ενεργειών, όπως είναι οι διαταραχές στην ικανότητα συγκέντρωσης, το αίσθημα
κόπωσης αφού ο ασθενής ξυπνήσει, ο εθισμός αλλά και η αναπνευστική καταστολή
με αποτέλεσμα το θάνατο σε υψηλές δόσεις έχει αντικατασταθεί πλέον από τις
βενζοδιαζεπίνες. Σύμφωνα με την εμπειρία μας η συνταγογράφηση των
βαρβιτουρικών αφορά κυρίως την επιληψία σε ένα πολύ μικρό κομμάτι ασθενών.
δ. Βενζοδιαζεπίνες
11
και εξαφανίζουν το άγχος. To Εθνικό Συνταγολόγιο (2003) μάλιστα, αναφέρει ότι
λόγω της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειάς τους, αλλά και της μεγάλης
συχνότητας του άγχους και της αϋπνίας στον πληθυσμό, οι βενζοδιαζεπίνες έχουν
ευρύτατη χρήση.
Η κλινική σημασία της φαρμακοκινητικής των βενζοδιαζεπινών μπορούν να
χωριστούν σε δύο κατηγορίες:
1. Σε καταστάσεις τις οποίες έχει σημασία η κινητική εφάπαξ δόση όπως είναι η
αντιμετώπιση της αϋπνίας μιας νύχτας, ο ύπνος στη διάρκεια ταξιδιού μεταξύ
διαφορετικών χρονικών ζωνών, η επείγουσα αντιμετώπιση του οξέος άγχους ή
της οξείας ανησυχίας, η επείγουσα καταστολή ασθενών με οξεία ψύχωση, το
status epilepticus, η προεγχειρητική καταστολή και η εισαγωγή στην
αναισθησία.
2. Σε καταστάσεις τις οποίες έχει σημασία η κινητική πολλών δόσεων όπως είναι
η μακρόχρονη αντιμετώπιση του άγχους, η νυχτερινή αντιμετώπιση της
αϋπνίας διαδοχικών νυκτών, η ενδιάμεση διάρκειας ενισχυτική χρήση μαζί με
αντικαταθλιπτικά και η μακρόχρονη αντιμετώπιση της ακαθισίας από
νευροληπτικά (Arana & Hyman 1994).
Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης, ότι όλες οι βενζοδιαζεπίνες δεν έχουν
αντιψυχωσική και αναλγητική δράση ενώ παράλληλα δεν επηρεάζουν καθόλου το
αυτόνομο κεντρικό σύστημα.
Οι δράσεις των βενζοδιαζεπινών περιορίζονται με λίγα λόγια στη μείωση του
άγχους, στη καταστολή και ύπνωση (τεχνητά προκαλούμενος ύπνος) ενώ παράλληλα
έχει διαπιστωθεί ότι έχουν αντιεπιληπτική και μυοχαλαρωτική δράση (Mycek,
Harvey, Champe 2003)
Είναι φανερό ότι οι βενζοδιαζεπίνες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη
δραστικότητά τους αλλά και το χρόνο που χρειάζεται για την ανάπτυξη σωματικής
εξάρτησης. Έτσι η βιβλιογραφία χωρίζει τις βενζοδιαζεπίνες σε υπνωτικές και
αγχολυτικές.
Tα υπνωτικά σύμφωνα με το Εθνικό Συνταγολόγιο (2003) δεν πρέπει να
χορηγούνται ανεξέλεγκτα, αλλά με βάση τις ανάγκες του ατόμου και κυρίως σε
έντονη αϋπνία και για βραχείες περιόδους. Δεν πρέπει να αναγράφονται σε μεγάλες
ποσότητες αλλά μόνο για 1-2 εβδομάδες θεραπείας. Tα καλύτερα αποτελέσματα
επιτυγχάνονται στο διακεκομμένο ύπνο. Aνοχή στο υπνωτικό αποτέλεσμα
παρατηρείται μετά 3-14 ημέρες συνεχούς λήψης ενώ πρόσθετο μειονέκτημα της
12
μακράς χορήγησης είναι η εμφάνιση παλίνδρομης αϋπνίας και ενδεχομένως
στερητικού συνδρόμου κατά τη διακοπή του φαρμάκου. Oι βενζοδιαζεπίνες μπορούν
να προκαλέσουν εξάρτηση, με εμφάνιση στερητικών συμπτωμάτων (άγχος,
ευερεθιστότητα, τρόμος, αϋπνία, εφίδρωση, κοιλιακά ενοχλήματα, διάρροια, ναυτία,
ανορεξία, κόπωση, ταχυκαρδία, υπέρταση και σπάνια επιληπτικές κρίσεις), που
εμφανίζονται μετά 1-2 ημέρες από την απότομη διακοπή με τα βραχείας δράσης και
μετά 2-5 ή και περισσότερες ημέρες με τα μακράς δράσης παράγωγα, αυξάνονται
προοδευτικά και συνήθως υποχωρούν μετά 1-3 εβδομάδες. O κίνδυνος ανάπτυξης
εξάρτησης είναι μεγαλύτερος και τα στερητικά συμπτώματα εντονότερα με τα
μεγάλης ισχύος και βραχείας δράσης παράγωγα, τις υψηλότερες δόσεις και το
μακρύτερο χρόνο χορήγησης.
Τα αγχολυτικά θεωρούνται πιο ασφαλή φάρμακα και γενικότερα έχουν πιο ευρεία
χρήση. Όσο αφορά το πρόβλημα της εξάρτησης το Εθνικό Συνταγολόγιο αναφέρει
ότι αν και εξάρτηση μπορεί να συμβεί ακόμη και με θεραπευτικές δόσεις μετά από
μακρά, μεγαλύτερη των 6 μηνών λήψη, ο κίνδυνος να προκύψουν σοβαρά
προβλήματα εξάρτησης είναι πολύ μικρός. Tο ενδεχόμενο της εξάρτησης θα πρέπει
να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά τη χορήγηση των βενζοδιαζεπινών, αλλά και δεν
θα πρέπει, λόγω υπερβολικού φόβου, να αποστερούνται μιας αποτελεσματικής
θεραπείας ασθενείς που υποφέρουν από άγχος ή αϋπνία. H δραστικότητα τους βέβαια
καταλήγει, για διάστημα μεγαλύτερο των 4 μηνών είναι αμφίβολη και γι’ αυτό θα
πρέπει από καιρό σε καιρό να επανεξετάζεται η αναγκαιότητα συνέχισης της
θεραπείας.
Παράλληλα, υπάρχουν επιδημιολογικές έρευνες που υποστηρίζουν ότι η γνήσια
εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες δεν είναι τόσο συχνό φαινόμενο όσο γενικά θεωρείται.
Για παράδειγμα, εκτεταμένες έρευνες το 1973 σε εννέα νοσοκομεία της Βορείου
Αμερικής, της Νέας Ζηλανδίας και του Ισραήλ αναφέρουν ότι από 25000 αρρώστους
που ρωτήθηκαν 4500 ανέφεραν ότι έκαναν χρήση βενζοδιαζεπινών για κάποιο
διάστημα, αλλά κανένας δε θεωρήθηκε εξαρτημένος από αυτές (Λιάππας 1995).
Το γεγονός όμως, ότι το Εθνικό Συνταγολόγιο, που αποτελεί βασικό εργαλείο των
γιατρών, αλλά και κάποιες βιβλιογραφικές αναφορές είναι πιο καθησυχαστικές με τη
χρήση των βενζοδιαζεπινών σίγουρα δεν είναι ο κύριος λόγος της περιττής πολλές
φορές συνταγογράφησης καθώς είναι γενικά αποδεκτό ότι η χρήση βενζοδιαζεπινών
σε συνήθεις αναγραφόμενες θεραπευτικές δόσεις είναι δυνατό να προκαλέσει ψυχική
13
και σωματική εξάρτηση, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό ανάλογα πάντα με το ψυχικό
υπόβαθρο και το χαρακτήρα του κάθε ατόμου.
Είναι μάλιστα γενικά αποδεκτό ότι αυτά τα φάρμακα δεν πρέπει να
χρησιμοποιούνται για ανακούφιση από το φυσιολογικό άγχος της καθημερινότητας,
αλλά πρέπει να περιορίζεται η χρήση τους στο παρατεινόμενο, σοβαρό άγχος αλλά
και πάλι θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για μικρές περιόδους λόγω της πιθανής
πρόκλησης εθισμού (Mycek, Harvey, Champe 2003).
Σε μια μεγάλη βιβλιογραφική επισκόπηση 24 ερευνών από 1966 έως το 2003, οι
ερευνητές σύγκριναν τα οφέλη από τα υπνωτικά και το ρίσκο από τη μικρής
διάρκειας θεραπεία σε ανθρώπους άνω των 60 με αϋπνία. Οι ερευνητές έδειξαν ότι η
ποιότητα και η διάρκεια του ύπνου αυξήθηκε κατά 25 λεπτά μέσο όρο μεταξύ 2.400
συμμετεχόντων, όμως οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν εξίσου σοβαρές.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι σε 13 έρευνες αναφέρθηκε ως σοβαρή παρενέργεια
η ζαλάδα και η έλλειψη ισορροπίας με 7 από τα 59 περιστατικά που περιγράφηκαν
ήταν σοβαρά, όπως 6 σοβαρά χτυπήματα από πέσιμο και ένα αυτοκινητιστικό
ατύχημα. Η κούραση και η αδυναμία κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν επίσης
τέσσερις φορές μεγαλύτερη από όσους έπαιρναν εικονικό φάρμακο ενώ σε τέσσερις
έρευνες σημειώθηκε ότι όσοι έπαιρναν υπνωτικά είχαν μειωμένη απόδοση το πρωί με
όσους έπαιρναν εικονικό φάρμακο. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν
ήταν οι πονοκέφαλοι, οι εφιάλτες και η ναυτία. Βασισμένοι σε όλες τις έρευνες οι
καθηγητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ηλικιωμένοι έχουν 2 φορές
περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια υπνωτικών από
ότι οι νεώτεροι και θεωρούν ότι παρότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα στη σχέση
κόστους αποτελέσματος για τα υπνωτικά θα πρέπει να δοκιμάζονται αρχικά άλλες
θεραπείες και προσεγγίσεις (Warner 2005).
ε. Φαρμακευτική εξάρτηση
14
νεαρά άτομα, η κατάχρηση βενζοδιαζεπινών, βαρβιτουρικών και αλκοόλ αφορά
συνήθως άτομα μεγαλύτερων ηλικιών.
Η ορολογία της συνήθειας, του εθισμού και της ψυχαναγκαστικής κατάχρησης
φαρμάκων προκαλούν πολλές φορές σύγχυση, ενώ οι όροι κακή χρήση φαρμάκων
και κατάχρηση θα μπορούσαν να θεωρηθούν υποκειμενικοί καθώς πηγάζουν από
πολιτισμικές αντιλήψεις και αντιπροσωπεύουν κάποια αξιολόγηση με κοινωνικό
περιεχόμενο.
Σε γενικές γραμμές όμως, ως φαρμακευτική εξάρτηση θα χαρακτηρίζαμε τη
συνεχή ενασχόληση με ένα φάρμακο, σε βάρος άλλων ενδιαφερόντων ή ευθυνών, και
από ψυχαναγκαστική λήψη του αδιαφορώντας για τις συνέπειες (Grahame-Smith,
Aroson, Robson 2001). Τα κίνητρα μιας τέτοιας συμπεριφοράς είναι πολλά και
ποικίλα. Ατομικοί και κοινωνικοί παράγοντες θα μπορούσαν να ωθήσουν το άτομο
στην υιοθέτηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς που αφετηρία έχουν την μη κάλυψη
βασικών ψυχικών αναγκών.
Γενικότερα, ως εξάρτηση θα μπορούσαμε να ορίσουμε μια κατάσταση κατά την
οποία ένα άτομο, ζώντας σε συγκεκριμένες συνθήκες οικογενειακές και κοινωνικές
προσφεύγει στην κατάχρηση ουσιών προκειμένου να απαντήσει σε ψυχολογικά και
κοινωνικά αδιέξοδα και να καλύψει συναισθηματικές και πνευματικές ανάγκες.
(Ζαφειρίδης)
Παράλληλα, προβληματική χρήση ενός φαρμάκου έχουμε όταν η συνεχής χρήση
του ξεφεύγει από τα κοινωνικώς αποδεκτά πλαίσια και έχει επιβλαβείς οργανικές,
ψυχολογικές, κοινωνικές ή νομικές συνέπειες (Grahame-Smith, Aroson, Robson
2001).
Είναι γεγονός ότι η μακροχρόνια χρήση ηρεμιστικών μπορεί να προκαλέσει
εξάρτηση σωματική ή ψυχική. Το DSM IV περιγράφει χαρακτηριστικά, τα
συμπτώματα της τοξίκωσης από ηρεμιστικά αλλά και το στερητικό σύνδρομο που
μπορεί να προκαλέσει η διακοπή ή μείωση αυτών των ουσιών:
15
λειτουργικότητας) οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια ή λίγο μετά τη χρήση
ηρεμιστικού, αγχολυτικού ή υπνωτικού.
Γ. Ένα από τα ακόλουθα σημεία, τα οποία αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια ή λίγο
μετά τη χρήση ηρεμιστικού, υπνωτικού ή αγχολυτικού:
1. δυσαρθρική ομιλία
2. ασυνέργεια
3. ασταθής βάδιση
4. νυσταγμός
5. έκπτωση προσοχής ή μνήμης
6. εμβροντησία ή κώμα
Δ. Τα συμπτώματα δεν οφείλονται σε γενική σωματική κατάσταση και δεν
εξηγούνται καλύτερα με άλλη ψυχική διαταραχή.
16
Έρευνες έχουν δείξει, όπως αυτή των Cuevas, Sanz, de la Fuente (2003), ότι η
ψυχική εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες είναι ισχυρότερη από τη φαρμακολογική ή τη
σωματική εξάρτηση που δημιουργεί το φάρμακο. Στη συγκεκριμένη έρευνα πήραν
μέρος 1048 άτομα που χρησιμοποίησαν ηρεμιστικά για ένα μήνα και τα
αποτελέσματα της έρευνας ήταν ιδιαιτέρως σημαντικά. Το 47% των συμμετεχόντων
θεωρήθηκαν ότι πληρούσαν τα κριτήρια της εξάρτησης και το μεγαλύτερο ποσοστό
αυτών ήταν γυναίκες άνω των 50, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, διαζευγμένες και
άνεργες ή απλώς νοικοκυρές. Επιπλέον, η ανάλυση των στοιχείων έδειξε ότι η
εξάρτηση είχε άμεση σχέση και με τρεις μόνο μεταβλητές όπως η δοσολογία, η
διάρκεια χρήσης και η παράλληλη χρήση αντικαταθλιπτικών αποδεικνύοντας έτσι για
μια ακόμα φορά το πόσο προσεχτικός πρέπει να είναι ο γιατρός πριν
συνταγογραφήσει ένα ηρεμιστικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Cuevas, Sanz, de la
Fuente (2003) καταλήγουν στα συμπεράσματά τους λέγοντας ότι η δοσολογία και ο
χρόνος διάρκειας χρήσης ηρεμιστικών δεν μας δίνουν στοιχεία φαρμακολογικής
ανοχής ούτε σε ολόκληρο το δείγμα αλλά ούτε στο δείγμα που θεωρήθηκε
εξαρτημένο, ισχυροποιώντας έτσι την αντίληψη ότι η ψυχική εξάρτηση από
βενζοδιαζεπίνες είναι ισχυρότερη από τη φαρμακολογική ή τη σωματική εξάρτηση
που δημιουργεί το φάρμακο μετά από μακροχρόνια χρήση.
Είναι φανερό λοιπόν, ότι η εξάρτηση από ηρεμιστικά είναι ένα φαινόμενο που
μπορεί να προβλεφθεί κατά τη συνταγογράφηση λαμβάνοντας υπόψη τη δοσολογία,
το χρόνο θεραπείας και μια σειρά από ατομικούς παράγοντες όπως ο χαρακτήρας, η
προδιάθεση του ατόμου και το οικογενειακό και κοινωνικό υπόβαθρο του.
ζ. Επιδημιολογικά στοιχεία
17
χορηγούνται περισσότερο στις ΗΠΑ (Arana & Hyman 1994) ενώ από το 2000 έως
και το 2005, που είναι τα τελευταία στοιχεία που διαθέτουμε, βλέπουμε το
ηρεμιστικό Xanax (alprazolam) να πλασάρεται στα δεκαπέντε πρώτα
συνταγογραφούμενα φάρμακα σύμφωνα με την ετήσια λίστα που δημοσιεύει το
rxlist.com σε συνεργασία με την NDCHealth. Το ηρεμιστικό Xanax (alprazolam)
κατά το 2004 ήταν δωδέκατο στη λίστα των 300ων πιο συνταγογραφούμενων
φαρμάκων στις Ηνωμένες Πολιτείες έχοντας παρουσία σε 32.404.743 συνταγές σε
σύνολο 400 εκατομμυρίων συνταγών (περίπου 8,1%) ενώ παράλληλα ήταν το πρώτο
ψυχιατρικό φάρμακο με δεύτερο το αντικαταθλιπτικό Zoloft (sertraline
hydrochloride) που βρισκόταν στη 14η θέση με 29.877.707 συνταγές (Grasso και
συνεργάτες 2007).
Σύμφωνα με το DSM IV(2000) στις Ηνωμένες Πολιτείες πάνω από το 90% των
ατόμων που νοσηλεύονται στα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας λαμβάνουν κάποιο
ηρεμιστικό κατά τη παραμονή τους στο νοσοκομείο και περισσότερο από το 15% των
ενήλικων Αμερικανών καταναλώνουν αυτά τα φάρμακα κάθε χρόνο.
Στη Μ. Βρετανία επίσης, αναφέρουμε ότι μία στις πέντε γυναίκες και ένας στους
δέκα άνδρες παίρνει καθημερινά κάποια βενζοδιαζεπίνη, είτε ως ηρεμιστικό στη
διάρκεια της ημέρας είτε ως υπνωτικό ενώ 250.000 ενήλικες χρησιμοποιούν αυτές τις
ουσίες για πέντε ή περισσότερα χρόνια (Tayler 1986).
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε στους Κανάριους Νήσους (Cuevas,
Sanz, Fuente et al. 1999) έδειξε ότι το 23.4% των συνταγών περιείχε βενζοδιαζεπίνη
από το οποίο 87.7% αφορούσαν ηρεμιστικά και 12.3% υπνωτικά. Οι ερευνητές
αναφέρουν ότι οι συνταγές αφορούσαν κυρίως γυναίκες, ηλικιωμένους, ανθρώπους
με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, χωρισμένους, νοικοκυρές και συνταξιούχους.
Διάφοροι ερευνητές προσπαθούν να εξηγήσουν το γεγονός ότι οι γυναίκες κάνουν
περίπου διπλάσια χρήση ηρεμιστικών συγκριτικά με τους άνδρες. Σύμφωνα με μια
υπόθεση οι άνδρες γιατροί επηρεάζονται από το φύλο και γράφουν συχνότερα
ηρεμιστικά στις γυναίκες (Marks 1980). Ωστόσο και οι γυναίκες γιατροί γράφουν
συχνότερα ηρεμιστικά σε γυναίκες με συναισθηματικά προβλήματα παρά σε άνδρες
(Bass MJ, Baskerville JC. 1981). Το γεγονός ότι οι γυναίκες καταναλώνουν
περισσότερα ηρεμιστικά μπορεί να ερμηνευθεί από ορισμένες διαφορές που
βρέθηκαν ανάμεσα στα δύο φύλλα : Οι γυναίκες αναφέρουν περισσότερα
συμπτώματα σωματικής και ψυχικής υγείας, χρησιμοποιούν τις ιατρικές και
νοσοκομειακές υπηρεσίες σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες και είναι
18
περισσότερο πρόθυμες να μιλήσουν για τα συναισθηματικά τους προβλήματα
(Jenkins 1985, Winokur 1972). Επίσης, σε επιδημιολογικές μελέτες του βαθμού
ψυχικής τάσης ανδρών και γυναικών, υψηλό βαθμό παρουσίασε το 33% των
γυναικών, έναντι 20% των ανδρών (Mellinger, Balter et al. 1978, Uhlenhuth, Balter et
al 1984).
Επιστρέφοντας στα επιδημιολογικά στοιχεία του γενικού πληθυσμού, νεότερα
στοιχεία στη Μεγάλη Βρετανία εμφανίζονται πιο καθησυχαστικά δείχνοντας ότι
μόλις 52.4 άτομα άνω των 65 ετών ανά 1000 ασθενείς λαμβάνουν κάποιο ηρεμιστικό,
όπως φαίνεται μέσα από συνταγές που εκδόθηκαν από το 1994 έως το 2003 από
κέντρα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, αγγίζοντας έτσι το 2% των συνταγών (De
Wilde , Carey , Harris ,Richards , Victor , Hilton , Cook 2007). Βέβαια τα ποσοστά
αυτά είναι αρκετά υψηλά σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης επισημαίνουν οι
ερευνητές ενώ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το 24,8% των ασθενών άνω των 65
δεν λαμβάνουν τη κατάλληλη θεραπεία συμπεριλαμβάνοντας και άλλα φάρμακα,
όπως τα κωδεϊνούχα αναλγητικά, που επίσης μπορεί να προκαλέσουν εξάρτηση.
Μια ακόμα έρευνα που αφορούσε τη νοσοκομειακή φροντίδα στο Καναδά κατά τα
έτη 1992 έως το 2005 έδειξε ότι το 3,1% των ασθενών άνω των 65, που πήρε εξιτήριο
από το νοσοκομείο, του συνταγογραφήθηκε κάποιο ηρεμιστικό ενώ το 1,5% συνέχισε
και συνεχίζει τη χρήση των ηρεμιστικών για μεγάλο χρονικό διάστημα (Bell, Fischer,
Gill, Zagorski, Sykora, Wodchis, Herrmann, Bronskill, Lee, Anderson, Rochon 2007).
Η κατανάλωση αγχολυτικών στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της
Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών,
ακολούθησε ανοδική πορεία από το 1981 και μετά, με κορύφωση κατά τα έτη 1984
και 1989, ενώ το 1990 και ιδίως το 1991 η κατανάλωση μειώθηκε. Όσων αφορά τα
υπνωτικά, υπήρξε σταδιακά μεγάλη αύξηση της κατανάλωσής τους από το 1981 και
μετά, με κορύφωση κατά το έτος 1988, ενώ ακολούθησε σταδιακή μείωσή τους το
1991. Συγκριτικά με άλλες χώρες, η Ελλάδα κατά το έτος 1983 καταλάμβανε μέση
θέση ως προς τη κατανάλωση αγχολυτικών (Alevizos & Hatzimanolis 1992).
Τα τελευταία χρόνια, όπως αναφέραμε και στο πρόλογό μας, παρατηρείται μια
σταδιακή αύξηση στη ζήτηση ηρεμιστικών τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ιδρύματος Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας
(ΙΦΕΤ), όπως προαναφέραμε, η κατανάλωση των βενζοδιαζεπινών σε συσκευασίες
και δόσεις το 1995 έως το 2003 παρουσίασε αύξηση κατά 25%. Όσων αφορά το νομό
Θεσσαλονίκης παρόμοια φαίνεται να καταγράφεται η κατανάλωση ηρεμιστικών τα
19
τελευταία χρόνια με μια μικρή αλλά σταδιακή αύξηση. Στοιχεία που μας παραχώρησε
ο Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών Θεσσαλονίκης και αφορούν τη διακίνηση των
φαρμάκων στη μεγαλύτερη μερίδα των φαρμακείων της Θεσσαλονίκης, δείχνουν ότι
η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία βενζοδιαζεπίνη, βρομαζεπάμη (lexotanil 3mg)
παρουσίασε αύξηση 2,75% το 2005 σε σχέση με το 2004 και 2,23% το 2006 σε σχέση
με το 2005. Αντιθέτως, στο πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε ότι το μεγαλύτερο σε
κυκλοφορία υπνωτικό φάρμακο Stilnox σημείωσε ραγδαία μείωση το 2006 αλλά
αυτό οφείλεται στο λόγο έλλειψης του και περιορισμένης διακίνησής του στην
Ελληνική αγορά κατά το 2006 και 2007. Πολύ πιθανό λοιπόν, ο πληθυσμός που
λάμβανε αυτό το σκεύασμα να άλλαξε φάρμακο ενώ οι γιατροί που το
συνταγογραφούσαν να στράφηκαν προς άλλα υπνωτικά γνωρίζοντας ότι θα ήταν
δύσκολο για τους ασθενής να βρουν εύκολα το φάρμακό τους.
Ποσοστιαία Ποσοστιαία
αύξηση ή αύξηση ή
Ηρεμιστικά 2004 2005 μείωση 2006 μείωση
LEXOTANIL 3 MG TABL X30 163,628 168,258 2.75% 172,097 2.23%
TAVOR 2,5 MG TABL X18 58,192 66,796 12.88% 63,529 -5.14%
XANAX 1 MG TABL X30 19,375 21,793 11.10% 23,925 8.91%
Υπνωτικά
STILNOX TABL X30 10MG 100,033 93,336 -7.18% 58,677 -59.07%
20
ιατρικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της επισκόπησης 4,7 εκατομμύρια
χρησιμοποιούν κάποιο αναλγητικό, 2,1 εκατομμύρια κατά το 2003 χρησιμοποιούν
κάποιο ηρεμιστικό ή υπνωτικό φάρμακο ενώ 1,2 εκατομμύρια είναι χρήστες κάποιου
διεγερτικού (Haynes 2005).
Είναι αρκετά δύσκολο μέσα από όλα αυτά τα στοιχεία να διακρίνουμε τη
πραγματική αλήθεια για το πότε γίνεται χρήση των ηρεμιστικών για ιατρικούς
σκοπούς, πότε τα ηρεμιστικά είναι πραγματικά χρήσιμα και βοηθούν ανθρώπους,
πότε γίνεται υπερσυνταγογράφηση και πότε κατάχρηση. Όμως το γεγονός ότι έχουμε
μια αύξηση τα τελευταία χρόνια της κατανάλωσης των ηρεμιστικών αυτό θα μας
βοηθούσε να βγάλουμε πολλά συμπεράσματα σε σχέση με το σύγχρονο τρόπο ζωής,
τους τρόπους αντιμετώπισης σύγχρονων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων και της
παράλληλης αύξησης των ψυχικών και σωματικών νοσημάτων.
21
Παπαγεωργίου 1985). Σε όλα αυτά θα προσθέταμε και το γεγονός της σύγχρονης
τάσης για ιατρικοποίηση των σύγχρονων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων.
Μια ακόμα αιτία της κακής συνταγογράφησης των ηρεμιστικών και υπνωτικών
φαρμάκων είναι και η ελλιπής ενημέρωση και εκπαίδευση των γιατρών πάνω στα
ηρεμιστικά σύμφωνα με έρευνα των Cuevas C. & Sanz E.Z. (2004). Πάνω από δύο
δεκαετίες έχουν περάσει που συνεχώς νέα στοιχεία έχουν προστεθεί στις γνώσεις μας
για τα συγκεκριμένα φάρμακα ενώ νέα δεδομένα συνεχώς έρχονται στην επιφάνεια.
Οι ερευνητές βαθμολόγησαν μια πλειάδα γιατρών και τους βαθμολόγησαν σχετικά με
τις γνώσεις τους στα ηρεμιστικά. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι οι γενικοί ιατροί
βαθμολογήθηκαν με 4,9 στα 10 ( κάτω από τη βάση) ενώ οι ψυχίατροι με 6,1, που
είναι επίσης χαμηλό ποσοστό αν αναλογιστούμε ότι είναι εξειδικευμένοι πάνω σε
αυτά τα φάρμακα που καθημερινά συνταγογραφούν στη κλινική τους πρακτική. Στα
συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι γίνεται κακή χρήση των ηρεμιστικών λόγω
ελλιπών γνώσεων των ειδικών ενώ πολλές φορές η πρακτική διαφέρει από τους
κανόνες της «Καλής Κλινικής Πράξης» και τα όσα αναφέρει μέχρι σήμερα το σύνολο
της διεθνούς βιβλιογραφίας.
Η επιδημιολογία όμως της κακής χρήσης αυτών των φαρμάκων είναι δύσκολο να
ερευνηθεί εξαιτίας των δυσκολιών της διάκρισης της ιατρικής και της μη ιατρικής
χρήσης. Τα στατιστικά της συνταγογράφησης δεν μπορούν να μας δείξουν το πότε
γίνεται θεραπευτική χρήση αυτών των ουσιών και πότε όχι. Μεγάλες όμως αυξήσεις
στη συνταγογράφηση αυτών των φαρμάκων θα μπορούσε να μας υποδείξει την
αυξανόμενη ζήτηση αυτών των ουσιών για μη θεραπευτική χρήση. Επίσης, χρήσιμες
θα μπορούσαν να είναι οι πληροφορίες από πλαστές συνταγές και κλοπές σε
φαρμακεία. (WHO 2000).
Σήμερα υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες κακής χρήσης των βενζοδιαζεπινών :
1. Η παράνομη χρήση βενζοδιαζεπινών, δηλαδή όταν η προμήθειά τους δε
γίνεται με ιατρική συνταγή. (ή γίνεται με πλαστή συνταγή ή συνταγή από
κλεμμένο συνταγολόγιο ιατρού)
2. Η κακή χρήση βενζοδιαζεπινών, ακόμη και όταν έχουν συνταγογραφηθεί για
θεραπευτικούς σκοπούς.
Η κατάχρηση δεν είναι ασυνήθιστη και η παράνομη αγορά των βενζοδιαζεπινών
είναι αρκετά μεγάλη. Το πρώτο είδος της κατάχρησης συνδυάζεται συνήθως με
κατάχρηση και άλλων ουσιών.
22
Η κακή χρήση βενζοδιαζεπινών όμως ύστερα από επίσημη προμήθεια με νόμιμη
ιατρική συνταγή είναι μάλλον πολύ μεγαλύτερη από την πρώτη κατηγορία και
αποτελεί σοβαρό ιατροκοινωνικό πρόβλημα (Grahame-Smith, Aroson, Robson 2001).
Σίγουρα οι βενζοδιαζεπίνες θα πρέπει να συνταγογραφούνται σε κάποιες
περιπτώσεις και με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά για να γίνει αυτό με σωστό τρόπο είναι
ανάγκη να υπάρχει μια ρεαλιστική πολιτική, που θα αποσκοπεί στη σωστή
πληροφόρηση των γιατρών, των αρρώστων, των φαρμακοποιών και των
φαρμακευτικών εταιρειών (Λιάππας 1995).
Το ενδεχόμενο φαρμακευτικής εξάρτησης από αγχολυτικά φάρμακα σε σημαντική
αναλογία πληθυσμού, καθιστά προβληματική τη χρόνια θεραπεία ασθενών με
βενζοδιαζεπίνες και επιβάλλει περιοδική επανεκτίμηση της ανάγκης θεραπείας. Η
συχνότητα εξάρτησης από βενζοδιαζεπίνες διερευνήθηκε στα έκτακτα περιστατικά
της Ψυχιατρικής Κλινικής του Αιγινητείου Νοσοκομείου στη διάρκεια της 10ετίας
1980-1989. Από το σύνολο των 1525 περιπτώσεων με φαρμακευτική εξάρτηση, από
ένα σύνολο 32.616 εκτάκτων περιστατικών, 280 (18.4%) αφορούσαν σε
κατάχρηση/εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες. Παρατηρήθηκε ταχεία, προοδευτική
αύξηση της συχνότητας μέχρι το 1985 (από 3.5% σε 25.5% των περιπτώσεων) και
στη συνέχεια η αναλογία παρέμεινε περίπου σταθερή μέχρι και το 1989 (24.6%). Σε
ποσοστό 72% η βενζοδιαζεπίνη συμμετείχε με άλλες ουσίες (πολυφαρμακευτική
εξάρτηση) και μόνο σε αναλογία 28% αποτελούσε τη μοναδική εξαρτητική ουσία. Τα
συνηθέστερα βενζοδιαζεπινικά παράγωγα που αναφέρθηκαν ήταν η
φθοριονιτραζεπάμη, η λοραζεπάμη και η διαζεπάμη, πιθανώς ως αποτέλεσμα της
ευρύτερης χρήσης τους στον πληθυσμό. Σε μετέπειτα ηρωϊνο-οπιομανείς, η
βενζοδιαζεπίνη αναφέρθηκε ως αρχική-εισαγωγική ουσία σε 3.5% των περιπτώσεων.
Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η κατάχρηση/εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες
καθαυτές και σε συνδυασμό με άλλες ουσίες, συνιστά συχνό ιατρικό πρόβλημα και
ότι απαιτείται αυξημένη επαγρύπνηση για την αναγραφή τους σύμφωνα με τις
ιατρικές ενδείξεις χορήγησής τους και για το απαραίτητο χρονικό διάστημα
(Αλεβίζος – Χατζητάσκος 1991).
Σύμφωνα με βιβλιογραφικά στοιχεία υπολογίζεται ότι το 3 με 15 % των ενηλίκων
παγκόσμια χρησιμοποιεί κάποια συνταγογραφούμενη βενζοδιαζεπίνη (Bendtsen,
Honsing, McKenzie, Strideman 1999) ενώ παράλληλα βλέπουμε μια αυξανόμενη
χρήση των φαρμάκων αυτής της κατηγορίας. Όπως αναφέραμε στο πρόλογο μας η
κατανάλωση στην Ελλάδα τη δεκαετία του 90 αυξήθηκε κατά 25%, ενώ παγκόσμια
23
παρατηρείται παρόμοια αύξηση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το 2000 στον
Καναδά 15.706.000 συνταγές περιείχαν βενζοδιαζεπίνες σημειώνοντας αύξηση 12,6
% από το 1996 (IMS Health Canada 2001).
Το γεγονός αυτό της αύξησης των πωλήσεων των ηρεμιστικών και υπνωτικών
φαρμάκων επιφέρει μια σειρά από κοινωνικο-οικονομικά κόστη. Εκτός βέβαια από το
πιο χαρακτηριστικό και εμφανές στοιχείο, που είναι η επιβάρυνση των ταμείων που
χρόνο με το χρόνο βλέπουν τις φαρμακευτικές τους δαπάνες να εκτινάσσονται στα
ύψη, είναι φανερό ότι η πολιτεία πρέπει να καταβάλει μια σειρά από άλλα έξοδα που
μπορεί να οφείλονται στη κακή χρήση ηρεμιστικών. Αυτά μπορεί να είναι
δυστυχήματα στους δρόμους, αυτοκτονίες με χρήση ηρεμιστικών ή περιπτώσεις
κατάχρησης (overdose) και πιθανή βίαιη συμπεριφορά από κατάχρηση χαπιών. Όλα
αυτά σίγουρα αποτελούν προβλήματα με οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο για την
εκάστοτε πολιτεία (British Columbia Centre 2003). Τέλος σημαντικά είναι και τα
έξοδα που πρέπει να καταβάλει η πολιτεία σε μια σειρά από προγράμματα
απεξάρτησης και κοινωνικές δομές που σκοπό έχουν την πρόληψη και την
απεξάρτηση από αυτές τις ουσίες.
Στο φαινόμενο της εξάρτησης από διάφορα φάρμακα, όπως αναφέραμε και στην
εισαγωγή μας, δυστυχώς παίζουν ρόλο όχι μόνο οι ασθενείς αλλά και οι γιατροί.
Είναι γεγονός ότι η ευθύνη των γιατρών είναι μεγάλη, γιατί εκτός από τα άτομα που
παίρνουν τις ουσίες αυτές σε νεαρή ηλικία για ευφορικούς λόγους μαζί με άλλες
ουσίες (π.χ. αλκοόλ, οπιοειδή, κτλ) υπάρχουν και άτομα, περισσότερο γυναίκες, που
σε μια ηλικία 30-60 ετών παίρνουν τα φάρμακα αυτά με συνταγή ιατρού κυρίως για
προβλήματα αϋπνίας ή άγχους αλλά προοδευτικά ανακαλύπτοντας ότι ηρεμούν στη
διάρκεια της ημέρας, οδηγούνται σε εξάρτηση. Τονίζουμε ότι τα παραπάνω αφορούν
όχι μόνο τα βαρβιτουρικά ή άλλα υπνωτικά, αλλά κυρίως τις βενζοδιαζεπίνες, γιατί
σε αντίθεση με τα βαρβιτουρικά, που ιατρικά χρησιμοποιούνται συνεχώς και
λιγότερο, οι βενζοδιαζεπίνες χρησιμοποιούνται συνεχώς και περισσότερο.
Τα φάρμακα αυτά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθούν σε ένα κύκλο εξάρτησης, που
περιλαμβάνει «ανέβασμα» με αμφεταμίνες (uppers) ή κοκαΐνη και «κατέβασμα» με
καταπραϋντικά, αγχολυτικά, ή υπνωτικά (downers), ιδιαίτερα για ανακούφιση των
συνεπειών του «ανεβάσματος» δηλ. του «σπασίματος». Ο επιπολασμός της
24
εξάρτησης ή κατάχρησης των ουσιών αυτών υπολογίζεται στο 1,1% του πληθυσμού
(Μάνος 1997).
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Ψυχιατρική Κλινική του
Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών (Λέκκα 1993) βρέθηκε ότι 91,9% των
χρόνιων χρηστών βενζοδιαζεπινών υψηλών δόσεων και το 95,4% των χρόνιων
χρηστών βενζοδιαζεπινών χαμηλών δόσεων ξεκίνησαν τα ηρεμιστικά μετά από
σύσταση ιατρού ( περίπου 60% μετά από σύσταση ψυχιάτρου και περίπου 35% μετά
από σύσταση ιατρού άλλης ειδικότητας). Τα πολύ υψηλά ποσοστά σύμφωνα με την
ερευνήτρια δείχνουν ότι ο γιατρός μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη πρόληψη της
εξάρτησης και της κατάχρησης ηρεμιστικών, εάν αναγνωρίσει ποιοι ασθενείς
ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. αλκοολικοί), και αποφύγει τη σύσταση
χρήσης βενζοδιαζεπινών σε αυτούς.
Είναι γεγονός ότι ένας γιατρός πριν συνταγογραφήσει ένα ηρεμιστικό πρέπει να
λάβει υπόψη του τους κανόνες συνταγογράφησης όπως αυτές ορίζονται από τη
διεθνή βιβλιογραφία.
Σύμφωνα λοιπόν, με όσα έχουν αναφερθεί από τους ειδικούς η λογική χρήση των
βενζοδιαζεπινών βασίζεται στα εξής:
1. Παρουσία συνδρόμου που πιθανώς θα ανταποκριθεί στις βενζοδιαζεπίνες.
2. Εφαρμογή, όταν ενδείκνυται, κατάλληλων μη φαρμακευτικών θεραπειών.
3. Εκτίμηση, κατά προσέγγιση, διάρκειας της θεραπείας (δηλαδή αποφυγή
θεραπείας για αόριστο χρόνο).
4. Στάθμιση των παραγόντων κινδύνου σε σχέση με το όφελος που συνοδεύουν
τη χορήγηση βενζοδιαζεπινών σε συγκεκριμένους ασθενείς (π.χ. οι
βενζοδιαζεπίνες πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς με ιστορικό
αλκοολισμού ή χρήσης ναρκωτικών, αν δεν υπάρχει πιεστική ανάγκη
χρησιμοποίησής τους και δυνατότητες στενής παρακολούθησης του
ασθενούς).
5. Ρύθμιση της δοσολογίας έτσι ώστε να μεγιστοποιείται το θεραπευτικό
αποτέλεσμα και να ελαχιστοποιούνται οι παρενέργειες (π.χ. η υπνηλία).
6. Παρακολούθηση για κατάχρηση (ανεξέλεγκτη επιτάχυνση της λήψης των
δόσεων ή παραχώρηση του φαρμάκου σε άλλα άτομα).
7. Βαθμιαία μείωση του φαρμάκου μετά από κατάλληλη χορήγηση προκειμένου
να διαπιστωθεί η ανάγκη συνέχισης της αγωγής.
25
8. Επανεξέταση της διάγνωσης αν ο ασθενής δεν αποκλείεται πενιχρά, αν
απαιτείται μεγαλύτερη διάρκεια θεραπείας ή αν απαιτούνται δόσεις
μεγαλύτερες από εκείνες που υπολογίσθηκαν αρχικά.
Γενικά, οι βενζοδιαζεπίνες δεν πρέπει να αποφεύγονται λόγω προκατάληψης, αλλά
ούτε και να χορηγούνται αδιακρίτως και χωρίς προσεκτική διαγνωστική αξιολόγηση
(Arana & Hyman 1994).
Είναι φανερό ότι η θεραπευτική χορήγηση των βενζοδιαζεπινών δε θα πρέπει να
διαρκεί περισσότερο από όσο πραγματικά χρειάζεται, ενώ θα πρέπει να διακόπτονται
προοδευτικά και να χρησιμοποιούνται στη συνέχεια, όταν υπάρχει λόγος,
εναλλακτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως τεχνικές χαλάρωσης, γνωσιακού
τύπου παρεμβάσεις ή χορήγηση μικρών δόσεων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων,
προπανολόλης ή βουσπιρόνης (Λιάππας 1995). Η βιβλιογραφία είναι γνωστή προς
ολόκληρη την ιατρική κοινότητα παρόλα αυτά όμως οι κανόνες της
συνταγογράφησης των συγκεκριμένων φαρμάκων δεν τηρούνται πάντα ενώ
παράλληλα δε εξετάζεται η πιθανότητα εξάρτησης σύμφωνα με το χαρακτήρα και το
ιστορικό του κάθε ατόμου.
Στην ευθύνη των γιατρών αναφέρονται και οι Grahame-Smith και Aroson (2001)
όσων αφορά τους κανόνες συνταγογράφησης, λέγοντας ότι όλοι οι γιατροί έχουν την
ευθύνη να περιορίσουν τη φαρμακευτική εξάρτηση, με τη συνετή και προσεκτική
συνταγογραφία, αλλά και αποφεύγοντας να εξαπατηθούν από τα εξαρτημένα άτομα
που επιδεικνύουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να αποσπούν φάρμακα από τους γιατρούς.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και τεχνικά ζητήματα που δυσχεραίνουν την
σωστή συνταγογράφηση, όπως το γεγονός ότι ο γιατρός δε μπορεί να δει σήμερα το
πλήρη ιατρικό και φαρμακευτικό ιστορικό του ασθενούς αποτελεί αναμφισβήτητα
μειονέκτημα στη καλύτερη και πιο σίγουρη συνταγογράφηση των ηρεμιστικών.
Πολλές φορές ασθενείς αλλάζουν γιατρούς και δεν αποκαλύπτουν το πλήρη ιστορικό
τους με αποτέλεσμα να μη πραγματοποιούνται σωστές θεραπείες ή να χάνεται
πολύτιμος χρόνος.
Η θεσμοθέτηση του οικογενειακού ιατρού και η ηλεκτρονική κάρτα ασθενούς ίσως
να έλυνε πολλά από αυτά τα προβλήματα. Παρόλα αυτά όμως θεωρούμε ότι ο
γιατρός έχει πάντα μεγάλο μερίδιο ευθύνης και πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεχτικός
στη χορήγηση ηρεμιστικών, να ελέγχει τις πιθανότητες εξάρτησης του πελάτη-
ασθενούς του, να διερευνά όσο γίνεται καλύτερα το ιατρικό ιστορικό και να προτείνει
και άλλες λύσεις, όταν υπάρχουν, για την επίλυση των ψυχικών προβλημάτων.
26
Σε ανακοίνωσή του το Εθνικό Ινστιτούτο Κατάχρησης Φαρμάκων των Ηνωμένων
Πολιτειών της Αμερικής κάλεσε ιατρούς, φαρμακοποιούς και ασθενής να δράσουν
άμεσα προκειμένου να καταστείλουν την αυξανόμενη κατάχρηση και εξάρτηση από
ουσίες επισημαίνοντας ότι 12 εκατομμύρια Αμερικάνοι χρησιμοποιούν ηρεμιστικά,
διεγερτικά, αντιψυχωτικά και οπιοειδή αναλγητικά μη ακολουθώντας τους κανόνες
χρήσης αλλά και κάνοντας πολλές φορές κατάχρηση (Thompson 2001).
27
3. Μεθοδολογία
α. Ερευνητικό σχέδιο
28
Πίνακας με αλληλουχία των δράσεων
β. Συμμετέχοντες
Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην έρευνα προέρχονταν από τον υγειονομικό χώρο
και χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Τη πρώτη κατηγορία αποτέλεσαν οι γιατροί των
ειδικοτήτων της ψυχιατρικής και της παθολογίας (n=24) ενώ τη δεύτερη ομάδα
αποτέλεσαν φαρμακοποιοί (n=22) του πολεοδομικού συγκροτήματος της
Θεσσαλονίκης. Αν και αρχικά είχαμε σκεφθεί να συμπεριλάβουμε μια ειδικότητα της
ιατρικής αυτής των ψυχιάτρων, το γεγονός ότι στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι στα μέσα
της 10ετίας του 1970 το 35% των συνταγών για βενζοδιαζεπίνες προέρχονταν από
γενικούς ιατρούς, το 22,5% από παθολόγους και μόνο το 14% από ψυχιάτρους
(Λιάππας 1995) μας προβλημάτισε με αποτέλεσμα να συμπεριλάβουμε και τους
ιατρούς με ειδικότητα παθολογίας. Παρόμοια βέβαια ήταν και τα αποτελέσματα της
έρευνα των Cuevas C, Sanz EJ, De la Fuente JA et al (1999) που έδειξαν ότι το 67%
των συνταγών που περιείχαν βενζοδιαζεπίνες στα Κανάρια Νησιά
συνταγογραφήθηκαν από γενικούς ιατρούς και παθολόγους ενώ μόλις το 16% από
ψυχίατρους.
Ο λόγος που συμπεριλάβαμε τους φαρμακοποιούς στην έρευνα, δίνοντάς τους ένα
ελαφρώς διαφοροποιημένο ερωτηματολόγιο, ήταν κυρίως να ερευνήσουμε τη
29
συνταγογράφηση, να αφουγκραστούμε τις απόψεις της συγκεκριμένης ομάδας, καθώς
θεωρήσαμε ότι έχουν μια γενικότερη εικόνα πάνω στο θέμα και να μελετήσουμε το
ρόλο στη διάδοση και το περιορισμό των ηρεμιστικών φαρμάκων.
Το σύνολο των ατόμων, τα οποία αφορά το θέμα, μπορεί να αντιπροσωπεύεται
κατάλληλα από ένα μόνο μέρος, συχνά μάλιστα μικρό, αυτού του συνόλου, το οποίο
καλούμε δείγμα. Η επιλογή του δείγματος επιτυγχάνεται ύστερα από μια στατιστική
κατανομή ενός περιορισμένου αριθμού κριτηρίων, επιλεγμένων βάσει του υποθετικά
υψηλού βαθμού που τα χαρακτηρίζει (Javeau 2000) Οι επαφές που έγιναν λοιπόν,
ήταν όσο δυνατό ισόποσα κατανεμημένες και προέρχονταν από όλους τους χώρους
παροχής υγείας (πρωτοβάθμιας-δευτεροβάθμιας) καθώς και από τους χώρους της
δημόσιας και ιδιωτικής υγείας. Όσο αφορά τους φαρμακοποιούς και τα φαρμακεία
που επισκεφθήκαμε προσπαθήσαμε να βρίσκονται κοντά σε ιατρικά κέντρα και
νοσοκομεία καθώς θεωρούμε ότι φαρμακοποιοί που βρίσκονται κοντά σε κέντρα
παραγωγής συνταγών έχουν καλύτερη και σφαιρικότερη εικόνα της συνταγογραφίας.
Η μέθοδος επιλογής του δείγματος ακολουθήσαμε είναι το κατανεμημένο τυχαίο
δείγμα (stratified random sample).
γ. Διαδικασία
30
πρακτικές και προσωπικές αντιλήψεις των συμμετεχόντων. Κάτι τέτοιο βέβαια, ήταν
λίγο δύσκολο στις επαφές μας με την ομάδα των γιατρών καθώς υπήρχε πολύ
πιεσμένος χρόνος από τη πλευρά τους.
δ. Συλλογή δεδομένων
31
Έτσι λοιπόν, κατά την επαφή μας με την δεύτερη ομάδα, των φαρμακοποιών,
ζητήσαμε να μας δώσουν ένα τυχαίο δείγμα των συνταγών του μήνα έτσι ώστε να
κρατήσουμε κάποια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη συνταγογράφηση των
φαρμάκων που ερευνούμε. Τα στοιχεία που πήραμε από τις συνταγές αναλύθηκαν
ποσοτικά.
Τέλος, τα στοιχεία που προέκυψαν από τη συμμετοχική μας παρατήρηση στο χώρο
του φαρμακείου αναλύθηκαν ποιοτικά και συσχετίσθηκαν με τα δεδομένα που
λάβαμε από τις απαντήσεις των ειδικών αλλά και από τις συνταγές.
Είναι γεγονός ότι κάθε έρευνα πρέπει να θέτει υπόψη της όλα εκείνα τα ηθικά και
δεοντολογικά ζητήματα που σέβονται, αρχικά, τα προσωπικά δεδομένα των
συμμετεχόντων και κατά δεύτερο λόγω την καθιστούν σεβαστή από την υπόλοιπη
επιστημονική κοινότητα. Έτσι λοιπόν, η έρευνα μας έχει λάβει υπόψη της τη
ψυχολογική δεοντολογία και παράλληλα σέβεται όλους τους κανόνες της ιατρικής και
φαρμακευτικής δεοντολογίας, όπως αυτή ισχύει σήμερα, χωρίς βασικά να παραβιάζει
το ιατρικό και το φαρμακευτικό απόρρητο.
Η έρευνά μας ακολούθησε πιστά τη Πράξη Προστασίας Δεδομένων (Taylor,
Nettleton & Harding 2003) , όπως ισχύει σήμερα για τις κοινωνικές έρευνες και
αναφέρει ότι τα δεδομένα πρέπει:
32
5. Να μην αποθηκεύονται για περισσότερο χρόνο από όσο χρειάζονται.
6. Να επεξεργάζονται σύμφωνα με τις αρχές του θέματος.
7. Να φυλάγονται σε ασφαλές μέρος.
8. Να μη μεταφέρονται σε άλλες περιοχές ή χώρες χωρίς επαρκή προστασία.
Το βασικό αποτέλεσμα μιας έρευνας που αφορά το ρόλο των λειτουργών υγείας
στη διάδοση ή το περιορισμό της χρήσης των ηρεμιστικών είναι να δοθεί μια εικόνα
της κατάστασης που επικρατεί σήμερα, με απώτερο σκοπό και συνέπεια οι άνθρωποι
που συνταγογραφούν και δίνουν αυτά τα φάρμακα να δουν κατάματα τη
πραγματικότητα.
Είναι φανερό ότι κατά τη διεξαγωγή μιας έρευνας που αφορά γιατρούς και ασθενείς
τίθενται σοβαρά προβλήματα και περιορισμοί που αφετηρία έχουν το ιατρικό
απόρρητο. Είμαστε πεπεισμένοι ότι πολλοί γιατροί και φαρμακοποιοί να μη μας
απάντησαν ξεκάθαρα σε κάποιες ερωτήσεις μας λόγω του ιατρικού απορρήτου. Είναι
ξεκάθαρο επίσης ότι πολλοί γιατροί θέλοντας να υπερασπίσουν τη θέση και τη στάση
τους ίσως μας απέκρυψαν κάποιες αλήθειες, χωρίς αυτό βέβαια να γίνει από μας
αντιληπτό. Πολλοί ήταν εκείνοι μάλιστα που αντιμετώπισαν με καχυποψία την
έρευνά μας νομίζοντας ότι τους κάνουμε έλεγχο ή ίσως ότι επεμβαίνουμε στη δουλειά
τους. Τις περισσότερες φορές η ειλικρινής μας στάση και η πλήρης ανάπτυξη των
θεμάτων της έρευνας κατάφερε να κάμψει αυτούς τους περιορισμούς, χωρίς βέβαια
να είμαστε απόλυτα σίγουροι για τη στάση που έχουν οι ερωτώμενοι απέναντι στο
πρόβλημα. Παράλληλα, το γεγονός ότι η έρευνα αφορά δύο διαφορετικές ομάδες
λειτουργών υγείας, η πρώτη αυτή των γιατρών που συνταγογραφούν και η δεύτερη
αυτή που εκτελεί, των φαρμακοποιών, θεωρούμε ότι καθιστά την ερευνά μας πιο
έγκυρη καθώς οι πληροφορίες που λάβαμε από την πρώτη ομάδα κατά κάποιο τρόπο
τις διασταυρώνουμε από τη δεύτερη. Το γεγονός τέλος, ότι ο ερευνητής προέρχεται
από την δεύτερη ομάδα των φαρμακοποιών πιστεύουμε ότι συνέβαλε θετικά στο να
πάρουμε ειλικρινείς απαντήσεις από την ομάδα αυτή αλλά και να έχουμε ευκολότερη
πρόσβαση.
Ένας σημαντικός περιορισμός ήταν αυτός του χρόνου. Το γεγονός ότι η
συμπλήρωση του ερωτηματολογίου έκλεβε αρκετό από τον λιγοστό πολλές φορές
ελεύθερο χρόνο των συμμετεχόντων ίσως να έκανε μερικούς να απαντήσουν τις
33
ερωτήσεις μας βεβιασμένα και χωρίς σκέψη, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ακόμα
και αλλοίωση των αποτελεσμάτων.
Αρχικός μας στόχος, και αυτό βέβαια θα έκανε την έρευνα πιο πλήρη, ήταν να
συμπεριλάβουμε και ανθρώπους που λαμβάνουν θεραπευτικά ή όχι αυτά τα φάρμακα.
Οι περιορισμοί βέβαια, μιας τέτοιας έρευνας που θα αφορούσε και ασθενείς, μας
έκανε να αφήσουμε αυτό το κομμάτι χωρίς βέβαια να αγνοούμε τις απόψεις
ανθρώπων που θα ήταν αρνητικές ή θετικές, απλά το εύρος μιας τέτοιας έρευνας θα
ήταν ιδιαίτερα μεγάλο με αποτέλεσμα να την εγκαταλείψουμε.
Παρόλα αυτά όμως κατά τη παραμονή μας στο χώρο του φαρμακείου μας δόθηκε
πολλές φορές η δυνατότητα να συνομιλήσουμε με ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν
ηρεμιστικά για μικρό ή μεγάλο διάστημα πράγμα που μας βοήθησε την έρευνά μας
προκειμένου να διεξάγουμε κάποια συμπεράσματα.
34
4 Αποτελέσματα
Στην πρώτη μας ερώτηση προς την ιατρική κοινότητα θέλαμε να δούμε αν οι
ειδικοί αναγνωρίζουν ότι υπάρχει πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης από
ηρεμιστικά, αγχολυτικά και υπνωτικά φάρμακα στο γενικό πληθυσμό. Από τις
απαντήσεις που λάβαμε (Γράφημα 1) συμπεραίνουμε ότι οι γιατροί της
Θεσσαλονίκης αντιλαμβάνονται και αναγνωρίζουν την ύπαρξη του προβλήματος στο
βαθμό που συναντάται σήμερα, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τα παρακάτω
συμπεράσματα της έρευνας. Είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι οι γιατροί
αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα υφίσταται και ότι αφορά ένα κομμάτι του γενικού
πληθυσμού.
Αναλυτικά, το 60% των γιατρών αναγνωρίζει ότι υπάρχει μεγάλο και σοβαρό
πρόβλημα κατάχρησης ενώ το υπόλοιπο 40% θεωρεί ότι το πρόβλημα αφορά ένα
μικρό κομμάτι της κοινωνίας μας αλλά δεν είναι και τόσο ανησυχητικό.
35
Γράφημα 1 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα αν υπάρχει πρόβλημα εξάρτησης και
κατάχρησης από ηρεμιστικά στο γενικό πληθυσμό (n=24).
60,0
%
50,0
%
40,0
%
30,0 60%
%
20,0 40%
%
10,0
%
0,0
%
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΓΑΛΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ
ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
36
Γράφημα 2 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα ποια ομάδα ανθρώπων έχει το
μεγαλύτερο πρόβλημα εξάρτησης και κατάχρησης από
ηρεμιστικά(n=24).
50,0%
40,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0%
50,0%
20,0%
30,0%
10,0% 20,0%
0,0%
ΗΛΙΚΙΟΜΕΝΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΗΣΤΕΣ ΟΠΟΙΟΕΙΔΩΝ
ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ
37
Γράφημα 3 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα σχετικά με τα αίτια κατανάλωσης
ηρεμιστικών (n=24).
60,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
68,2%
40,0%
20,0%
22,7%
9,1%
0,0%
ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ-ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΧΡΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ
ΨΥΧΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ
ΧΡΟΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ
ΓΙΑΤΡΟΥΣ
Το επόμενο ερώτημα που θέσαμε στους γιατρούς ήταν κατά πόσο αποτελεσματικά
θεωρούν τα ελάσσονα ηρεμιστικά (Γράφημα 4). Παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο
ποσοστό των γιατρών, στην ερώτηση «πιστεύετε ότι τα ηρεμιστικά στην πλειοψηφία
τους εκπληρώνουν το θεραπευτικό τους στόχο», το 34.8% απάντησε ότι τα
ηρεμιστικά δεν εκπληρώνουν το θεραπευτικό τους στόχο αλλά απλώς κατευνάζουν
κάποια συμπτώματα και αποτελούν δεκανίκι στη λειτουργικότητα του ατόμου, ενώ το
47.8% απάντησε ότι τα ηρεμιστικά εκπληρώνουν τους θεραπευτικούς τους στόχους
μόνο με τη κατάλληλη και παράλληλη ψυχοθεραπεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα
μικρό ποσοστό γιατρών (8,7%) πιστεύει ότι τα ηρεμιστικά εκπληρώνουν τους
θεραπευτικούς τους στόχους στη πλειοψηφία των περιπτώσεων ενώ ένα άλλο μικρό
κομμάτι των γιατρών (8,7%) θεωρεί ότι το κατάλληλο δοσολογικό σχήμα μπορεί
τελικά να εκπληρώσει το θεραπευτικό στόχο.
Οι απαντήσεις αυτές πιστεύουμε ότι μας δίνουν μια γενική εικόνα για το πώς η
ιατρική κοινότητα βλέπει τα ηρεμιστικά αλλά και κατά ποιο τρόπο τα χρησιμοποιεί
στη κλινική πράξη.
38
Γράφημα 4 : Απαντήσεις ιατρών σχετικά με την αποτελεσματικότητα των
ηρεμιστικών (n=24).
50,0%
40,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0%
47.8%
34.8%
20,0%
10,0%
8.7% 8.7%
0,0%
ΔΕΝ ΕΚΠΛΗΡΩΝΟΥΝ
ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΝΑΙ ΣΕ ΠΟΛΛΕΣ ΝΑΙ ΜΕ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ
ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΕ ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΤΟ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟ
39
Γράφημα 5 : Απαντήσεις ιατρών στο ρόλο του ιατρού στο πρόβλημα της εξάρτησης
(n=24).
50,0
%
40,0
%
ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0
%
45,0%
20,0
%
35,0%
10,0 20,0%
%
0,0
% ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ
ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΣΕ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΩΝ
ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗΣ
ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
ΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΩΝΩΝ ΟΥΣΙΩΝ
Στο ερώτημά μας προς τους γιατρούς για το αν πιστεύουν ότι υπάρχει
υπερσυνταγογράφηση ηρεμιστικών (Γράφημα 6) η μεγάλη πλειοψηφία (68,18%)
θεωρούν ότι υπάρχει υπερσυνταγογράφηση σε μεγάλο ή μικρό βαθμό.
Αναλυτικότερα, το 31,82% μας απάντησε ότι υπάρχουν πολλοί γιατροί που
συνταγογραφούν πέραν του φυσιολογικού ηρεμιστικά ενώ μια άλλη μερίδα (36,36%)
πιστεύει ότι η υπερσυνταγογράφηση γίνεται από μια μικρή ομάδα γιατρών. Αξίζει να
σημειωθεί ότι μια άλλη μερίδα γιατρών (31,82%) θεωρεί ότι το φαινόμενο της
υπερσυνταγογράφησης οφείλεται σε πολλούς ασθενείς που επισκέπτονται
διαφορετικούς γιατρούς με σκοπό να αποσπούν φάρμακα. Κανείς από τους
ερωτώμενους πάντως, δεν μας απάντησε ότι υπάρχει συνετή συνταγογράφηση.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι το πρόβλημα υψηλής συνταγογράφησης
ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων αναγνωρίζεται από την ιατρική
κοινότητα όμως από την άλλη πλευρά θα περιμέναμε μέτρα και προτάσεις από φορείς
και ιατρικούς συλλόγους για το περιορισμό αυτού του φαινομένου.
40
Γράφημα 6 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα αν υπάρχει υπερσυνταγογράφηση
ηρεμιστικών (n=24).
40,0
%
ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0
%
20,0
%
36,36
%
31,82 31,82
% %
10,0
%
0,0
%
ΝΑΙ ΑΠΟ ΠΟΛΛΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΝΑΙ ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ
ΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑΤΡΩΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ
ΠΟΛΛΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΜΕ
ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΑΠΟΣΠΟΥΝ
ΦΑΡΜΑΚΑ
Στο ερώτημα που αφορά το φαινόμενο της ευρείας κατανάλωσης και διάδοσης των
ηρεμιστικών (Γράφημα 7) η μεγάλη πλειοψηφία (47,6%) πιστεύει ότι ο σύγχρονος
τρόπος ζωής και οι έντονοι ρυθμοί ανάπτυξης αυξάνουν τα ψυχικά προβλήματα,
όπως το άγχος και κατά συνέπεια τη χρήση ηρεμιστικών. Το 33,3% των ερωτηθέντων
πιστεύει ότι η έλλειψη πόρων για άλλες θεραπείες και παρεμβάσεις σε θέματα
ψυχικής υγείας αυξάνουν τη ζήτηση ηρεμιστικών εφόσον αποτελούν εύκολη και ίσως
μοναδική λύση. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια μερίδα γιατρών (14,3%) παραδέχεται ότι
την αποκλειστική ευθύνη για την ανάπτυξη του φαινομένου την έχουν μια μερίδα
γιατρών που συνταγογραφούν αλόγιστα. Τέλος , το 4,8% θεωρεί ότι όσο δεν υπάρχει
επαρκής έλεγχος της συνταγογράφησης φαρμάκων και ιδιαιτέρως εξαρτησιογόνων
ουσιών, το φαινόμενο θα συνεχίζει να υφίσταται.
41
Γράφημα 7 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα ποιος ή τι ευθύνεται για το φαινόμενο
της υπερσυνταγογράφησης (n=24).
50,0%
40,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0%
47,6
%
20,0%
33,3
%
10,0%
14,3
%
4,8
%
0,0%
Στο επόμενο ερώτημά μας θελήσαμε να μάθουμε τις απόψεις των γιατρών σε σχέση
με τη κακή χρήση και τη κατάχρηση ηρεμιστικών από μερικά άτομα (Γράφημα 8). Η
μεγάλη πλειοψηφία των γιατρών (63,6%) χαρακτηριστικά μας απάντησε ότι την
αποκλειστική ευθύνη για αυτό το φαινόμενο την έχουν οι χρήστες ηρεμιστικών, οι
οποίοι επιθυμούν άμεσα να ανακουφιστούν από τα συμπτώματά τους. Το γεγονός
αυτό μπορούμε να το δεχτούμε, αν λάβουμε υπόψη μας ότι κοινωνικοί παράγοντες
υπαγορεύουν την όσο το δυνατό γρηγορότερη αποθεραπεία και όσο το δυνατό
ευκολότερη λύση. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου η ευκολότερη λύση και η όσο το
δυνατό γρηγορότερη απόκτηση υλικών αγαθών αποτελεί πλέον κανόνας. Η στάση
αυτή θεωρούμε ότι περνάει σε διάφορα άλλα πεδία, όπως είναι τα θέματα υγείας.
Πολλοί βέβαια, θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την απάντηση των ιατρών ως
αποποίηση των ευθυνών, που έχουν οι ίδιοι, στο θέμα της προβληματικής χρήσης
ηρεμιστικών, όμως το γεγονός ότι ένα άλλο σημαντικό κομμάτι της ιατρικής
κοινότητας (27,3%) μας απάντησε ότι μεγάλη ευθύνη έχουν εξίσου και οι ειδικοί, που
δεν ενημερώνουν ορθά τους ασθενής τους, ισοσκελίζει κατά κάποιο τρόπο τις
απαντήσεις. Πλήρης αποποίηση των ευθυνών θεωρούμε ότι υπάρχει στο κομμάτι της
42
ιατρικής κοινότητας (9,1%) που μας απάντησε ότι την ευθύνη για τη κακή χρήση των
ηρεμιστικών την έχουν τα ίδια τα φάρμακα που δημιουργούν ανοχή και εξάρτηση
μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
60,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
40,0%
63,6
%
20,0%
27,3
%
9,1
%
0,0%
ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΑΜΕΣΗ ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΑΝΟΧΗ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ
ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΦΑΡΜΑΚΟ
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΥΣ
43
Γράφημα 9 : Λόγοι για τους οποίους οι γιατροί συνταγογραφούν ένα ηρεμιστικό
(n=24).
50,0%
40,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0%
45,8%
20,0%
10,0%
16,7%
0,0%
ΑΥΠΝΙΑ ΑΓΧΟΣ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ ΑΥΠΝΙΑ - ΑΓΧΟΣ- ΑΓΧΟΣ- ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ
Α ΣΕ Α ΣΕ ΑΓΧΟΣ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ Α ΣΕ
ΨΥΧΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ Α ΣΕ Α ΣΕ ΨΥΧΩΣΕΙΣ-
ΨΥΧΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ
Α ΣΕ
ΕΠΙΛΗΨΙΑ
44
Γράφημα 10 : Συνταγογράφηση ηρεμιστικών από γιατρούς για προβλήματα
καθημερινού άγχους (n=24).
80,0%
60,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
40,0%
70,8
%
20,0%
29,2
%
0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ
45
Γράφημα 11 : Χρήση εναλλακτικών μεθόδων διαχείρισης άγχους από γιατρούς
(n=24).
100,0%
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
100,0%
40,0%
20,0%
0,0%
ΝΑΙ
Στο ερώτημα μας για το αν οι γιατροί δέχονται πιέσεις από τους ασθενείς τους με
σκοπό τη συνταγογράφηση κάποιου ηρεμιστικού, οι απαντήσεις που λάβαμε ήταν
σχεδόν όλες κατηγορηματικές (95,8%). Συγκεκριμένα πολλοί γιατροί μας είπαν ότι
τους ασκούνται αφόρητες πιέσεις στις οποίες πολλές φορές, όπως θα δούμε στο
επόμενο γράφημα, ενδίδουν.
Γράφημα 12 : Απαντήσεις ιατρών στο αν έχουν δεχθεί πιέσεις από τους ασθενείς
τους για τη συνταγογράφηση ηρεμιστικών. (n=24).
100,0%
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
95,8
%
40,0%
20,0%
4,2
0,0% %
ΝΑΙ ΟΧΙ
46
Στο Γράφημα 13, που αφορά τη διαχείριση των πιέσεων των επισκεπτών υγείας,
παρατηρούμε ότι οι γιατροί σε ποσοστό 33,3% αναγκάζονται να συνταγογραφήσουν
κάποιο ηρεμιστικό είτε γιατί ενδίδουν στις αφόρητες, πολλές φορές, πιέσεις είτε γιατί
το φάρμακο έχει ήδη χορηγηθεί από το φαρμακείο.
Ένα άλλο ποσοστό των γιατρών 19% ομολογεί ότι δε συνταγογραφεί το φάρμακο,
που ζητά ο πελάτης, μόνο εφόσον κρίνει ότι δε του είναι απαραίτητο και δεν το
χρειάζεται. Το μεγαλύτερο ποσοστό των γιατρών (47,5%) πάντως, προσπαθεί να
αντιμετωπίσει τις πιέσεις δίνοντας συμβουλές για τη διαχείριση του άγχους με
εναλλακτικούς τρόπους και θεραπείες.
Σε αντιδιαστολή με το επόμενο ερώτημα που θέσαμε, οι γιατροί δυσκολεύονται να
διακόψουν τη χρήση ηρεμιστικών από χρόνιους χρήστες ηρεμιστικών πράγμα που
σημαίνει ότι οι συμβουλές και η προσπάθεια για εναλλακτικές θεραπείες από την
πλευρά των γιατρών τις περισσότερες φορές δεν έχουν αποτέλεσμα.
Γράφημα 13 : Απαντήσεις ιατρών στο τρόπο διαχείρισης των πιέσεων που δέχονται
για τη συνταγογράφηση ηρεμιστικών (n=24).
50,0%
40,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0%
47,6
%
20,0%
0,0%
ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΔΕΝ ΔΟΘΗΚΑΝ
ΚΑΠΟΙΟΥ ΚΑΠΟΙΟΥ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΘΕΙΚΕ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ
ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΟΥ ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΟΥ ΕΦΟΣΟΝ ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ
ΕΦΟΣΟΝ ΕΧΕΙ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ
ΔΑΝΕΙΣΤΕΙ ΑΠΟ
ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ
47
Στο Γράφημα 14 φαίνεται ξεκάθαρα ότι το 91,7% των γιατρών δηλώνει ότι
δυσκολεύεται ή δεν τα κατάφερε να διακόψει κάποιο ηρεμιστικό, αγχολυτικό ή
υπνωτικό φάρμακο από χρόνιο χρήστη αυτών των φαρμάκων εφόσον έκρινε ότι δεν
το χρειάζεται πλέον.
Από τις απαντήσεις αυτές των γιατρών επιβεβαιώνεται ο βαθμός εξάρτησης
ψυχικής ή σωματικής των χρόνιων χρηστών ηρεμιστικών φαρμάκων αλλά και ο
βαθμός δυσκολίας διακοπής τους.
Θα πρέπει επίσης, σε αυτό το σημείο, να επισημάνουμε την ανάγκη εξειδίκευσης
της ιατρικής κοινότητας πάνω στο θέμα της απεξάρτησης ατόμων από ηρεμιστικά,
καθώς θεωρούμε ότι υπάρχει έλλειψη γνώσεων και κατάρτισης πάνω στο αντικείμενο
όπως επιβεβαιώνεται και από έρευνες που αναφέραμε στη βιβλιογραφική μας
επισκόπηση (Cuevas C. & Sanz E.Z. 2004).
100,0%
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
91,7%
40,0%
20,0%
8,3%
0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ
Στο επόμενο ερώτημα που θέσαμε (Γράφημα 15) παρατηρούμε, με όσα μας
απάντησαν οι γιατροί της Θεσσαλονίκης, ότι υπάρχει κάποιος πληθυσμός που
αρνείται να διακόψει τη χρήση ηρεμιστικών. Οι γιατροί μας επιβεβαίωσαν (σε
48
ποσοστό 83,3%) ότι είχαν κατά καιρούς πελάτες τους που δεν τους
ξαναεπισκέφθηκαν επειδή δεν τους συνταγογράφησαν κάποιο ηρεμιστικό.
100,0%
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
83,3
40,0% %
20,0%
16,7
%
0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ
Ένα άλλο φαινόμενο που μας επιβεβαίωσαν οι γιατροί είναι αυτό της διάδοσης των
ηρεμιστικών από τους ίδιους τους ασθενείς αλλά και της μεταφοράς χαπιών σε
ενδοοικογενιακό περιβάλλον. Σε ποσοστό 79,2% οι γιατροί της Θεσσαλονίκης έχουν
διαπιστώσει ή είχαν την υπόνοια ότι τα φάρμακα που συνταγογράφησαν σε κάποιον
πελάτη τους να έχουν καταλήξει τελικά σε άλλα άτομα (Γράφημα 16).
Το φαινόμενο αυτό, όπως διαπιστώσαμε κατά την έρευνά μας, συμβαίνει σε δυο
περιπτώσεις. Γονείς, όπου μέσα στην οικογένεια έχουν κάποιο εξαρτημένο άτομο από
άλλες ουσίες, καταφεύγουν στις υγειονομικές υπηρεσίες με σκοπό να αποσπάσουν
ηρεμιστικά, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του εξαρτημένου ατόμου,
πιστεύοντας ότι έτσι το βοηθούν και κατά δεύτερο λόγο, όχι και τόσο συχνά,
δανεισμός κάποιου χαπιού για τη καταπολέμηση άγχους και αϋπνίας μέσω γνωστών
και φίλων.
Στη δεύτερη περίπτωση θεωρούμε ότι υπάρχει μια παγιωμένη στάση και αντίληψη
με τα φάρμακα γενικότερα, που λέει ότι «αφού βοήθησε εμένα αυτό το φάρμακο θα
βοηθήσει και κάποιον άλλο που έχει το ίδιο πρόβλημα». Κάτι τέτοιο είναι σαφέστατα
49
λάθος, αφού κάθε περίπτωση, ιδιαιτέρως σε θέματα ψυχικής υγείας, είναι μοναδική
και πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον ανάλογο τρόπο. Δυστυχώς όμως, το γεγονός
αυτό της παράλληλης «διαφήμισης» από στόμα σε στόμα βοηθάει στην εξάπλωση και
στη διάδοση των ηρεμιστικών και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ενημέρωση και
πληροφόρηση του κοινού από τους ειδικούς.
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
40,0% 79,2%
20,0%
20,8%
0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ
50
Γράφημα 17 : Απαντήσεις ιατρών στο τρόπο διαχείρισης των εξαρτημένων ατόμων
από ηρωίνη(n=24).
100,0%
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
83,3
40,0% %
20,0%
16,7
%
0,0%
ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΜΕ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΣΕ
ΚΕΝΤΡΑ ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
Σύμφωνα με την ιατρική κοινότητα πρωταρχικός ρόλος του γιατρού στο θέμα της
εξάρτησης από ηρεμιστικά είναι ο περιορισμός της συνταγογράφησης στο βαθμό που
είναι δυνατό (Γράφημα 18). Επίσης, το 33,3% θεωρεί ότι ο γιατρός οφείλει να
παροτρύνει τους επισκέπτες υγείας εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας προτού
συνταγογραφήσει κάποιο ηρεμιστικό ενώ το 16,7% θεωρεί ως πρωταρχικό μέλημα
την ορθή ενημέρωση για τους κινδύνους και τις ανεπιθύμητες ενέργειες των
ηρεμιστικών.
Θα πρέπει να σημειώσουμε όμως, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων
συμφώνησε ότι ο γιατρός οφείλει να πραγματοποιεί και τα τρία σενάρια. Οι
απαντήσεις που βλέπουμε στο Γράφημα 18 είναι σύμφωνα με το βαθμό ιεράρχησης
και προτεραιότητας που κάθε γιατρός θεωρεί πιο σημαντικό.
Κάνοντας κριτική στις απαντήσεις αυτές θεωρούμε ότι ο γιατρός δεν πρέπει να
μένει μόνο στη προσπάθεια περιορισμού συνταγογράφησης αλλά οφείλει πρωτίστως
να συμβουλεύει και να εφαρμόζει άλλες μεθόδους διαχείρισης άγχους και ήπιων
μορφών κατάθλιψης. Παράλληλα, οφείλει να ενημερώνει για το ρίσκο της
συνταγογράφησης ηρεμιστικών και να συναποφασίζει με τον ασθενή για τη θεραπεία
αφού πρώτα προτείνει εναλλακτικά σενάρια.
51
Γράφημα 18 : Ο ρόλος των γιατρών στο θέμα της εξάρτησης από ηρεμιστικά (n=24).
50,0%
40,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0%
50,0
%
20,0%
33,3
%
10,0%
16,7
%
0,0%
ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗΣ
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΟΥ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Στην πρώτη μας ερώτηση προς την φαρμακευτική κοινότητα για το αν υπάρχει
πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης στο γενικό πληθυσμό λάβαμε τις ακόλουθες
απαντήσεις, όπως φαίνεται στο Γράφημα 19.
Οι απαντήσεις των φαρμακοποιών της Θεσσαλονίκης συμφωνούν με αυτές των
γιατρών, όπως είδαμε στο Γράφημα 1, και έχουν εξίσου τη ίδια βαρύτητα εφόσον
αναγνωρίζουν, μέσα από την εμπειρία και τη γενική εικόνα της συνταγογραφίας και
52
της αλληλεπίδρασης με πελάτες και ασθενείς, την ύπαρξη του σοβαρού αυτού
προβλήματος που ερευνάται.
Αναλυτικά, το 50% των φαρμακοποιών αναγνωρίζει ότι υπάρχει μεγάλο και
σοβαρό πρόβλημα κατάχρησης ενώ το υπόλοιπο 45,5% θεωρεί ότι το πρόβλημα
αφορά ένα μικρό κομμάτι της κοινωνίας μας αλλά δεν είναι και τόσο ανησυχητικό.
Ένα πολύ μικρό και αμελητέο ποσοστό (4,5%) θεωρεί ότι δεν υπάρχει πρόβλημα.
50,0%
40,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0%
50,0%
45,5%
20,0%
10,0%
4,5%
0,0%
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΑΦΟΡΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΜΕΡΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
53
των 50 έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα κατάχρησης ηρεμιστικών ενώ ένα ακόμα
κομμάτι των ερωτώμενων (18,2%) μας απάντησε ότι γυναίκες και άνδρες άνω των
πενήντα καταναλώνουν περισσότερα ηρεμιστικά.
60,0%
50,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
40,0%
30,0% 59,1%
20,0%
10,0%
18,2%
9,1% 9,1%
4,5%
0,0%
ΑΝΔΡΕΣ ΑΠΟ 20 ΕΩΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΠΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΠΟ ΑΝΔΡΕΣ- ΑΝΔΡΕΣ-
50 20 ΕΩΣ 50 50 ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΠΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΑΝΩ
20 ΕΩΣ 50 ΑΠΟ 50
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Στο ερώτημα μας, που αφορούσε τα αίτια της ευρείας χρήσης ηρεμιστικών, οι
φαρμακοποιοί μας απάντησαν καθολικά σχεδόν (90%) ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής
ευθύνεται για την εμφάνιση του φαινομένου που ερευνάται (Γράφημα 21). Βλέπουμε
ότι οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης είναι σχεδόν κατηγορηματικοί ότι ο
σύγχρονος τρόπος ζωής και διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες οφείλονται στην
ανάπτυξη του φαινομένου, σε αντίθεση με τους γιατρούς, που όπως είδαμε στο
Γράφημα 2 είναι σχεδόν διχασμένη αφού μια σημαντική μερίδα τους θεωρεί ότι τα
βιολογικά και τα παθολογικά προβλήματα ευθύνονται για την ύπαρξη του
προβλήματος.
54
Γράφημα 21 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα σχετικά με τα αίτια
κατανάλωσης ηρεμιστικών (n=22).
100,0%
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
90,0%
40,0%
20,0%
5,0% 5,0%
0,0%
ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΑ ΣΥΧΓΡΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥ ΓΙΑ ΑΛΛΕΣ
ΑΙΤΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ
55
Γράφημα 22 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα που αφορά τους λόγους για
τους οποίους συνταγογραφούνται τα ηρεμιστικά (n=22).
30,0%
25,0%
20,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
15,0% 30,0%
25,0%
10,0%
15,0%
5,0% 10,0%
0,0%
Α Α ΣΥ ΣΥ Α Α Α Α
ΥΠ ΓΧ Ν Ν ΥΠ ΥΠ ΓΧ ΓΧ
Ν Ο Ο Ο Ν Ν Ο Ο
ΙΑ Σ Δ Δ ΙΑ ΙΑ Σ- Σ-
ΕΥ ΕΥ -Α -Σ ΣΥ ΣΥ
ΤΙ ΤΙ ΓΧ ΥΝ Ν Ν
Κ Κ Ο Ο Ο Ο
Α Α Σ Δ Δ Δ
ΣΕ ΣΕ ΕΥ ΕΥΤ ΕΥ
Ψ Κ ΤΙ ΙΚ ΤΙ
ΥΧ Α Κ Κ
ΤΑ Α Α Α
Ω Θ ΣΕ ΣΕ ΣΕ
ΣΕ ΛΙ
ΙΣ Κ Ψ Κ
Ψ Α Υ Α
Η ΤΑ ΧΩ ΤΑ
Θ ΣΕ Θ
ΛΙ ΙΣ ΛΙ
Ψ Ψ
Η Η
56
Γράφημα 23 : Απαντήσεις των φαρμακοποιών σε σχέση με την αποτελεσματικότητα
των ηρεμιστικών (n=22).
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
40,0%
71,4%
20,0%
28,6%
0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ
100,0%
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
90,9%
40,0%
20,0%
9,1%
0,0%
centrac lexotanil
ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΑ-ΥΠΝΩΤΙΚΑ ΧΑΠΙΑ
57
50,0%
40,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ 30,0%
50,0%
20,0% 40,9%
10,0%
9,1%
0,0%
lexotanil tavor xanax
ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΑ-ΥΠΝΩΤΙΚΑ ΧΑΠΙΑ
60,0%
50,0%
40,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0% 59,1%
20,0%
36,4%
10,0%
4,5%
0,0%
ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΑ-ΥΠΝΩΤΙΚΑ ΧΑΠΙΑ
58
Γράφημα 25 : Απαντήσεις φαρμακοποιών για το πώς φθάνουν τα ηρεμιστικά σε
χρήστες οποιοειδών (n=22).
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
40,0%
72,2%
20,0%
16,7%
11,1%
0,0%
ΑΠΟ ΠΛΑΣΤΕΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΑΠΟ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΠΟΥ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ
ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΟΥΝ ΣΕ
ΧΡΗΣΤΕΣ ΗΡΩΙΝΗΣ
59
Γράφημα 26 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα αν έχουν συναντήσει πλαστή
συνταγή ηρεμιστικών (n=22).
100,0%
80,0%
60,0%
85,7
40,0% %
20,0%
14,3
%
0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ
60
Γράφημα 27 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα αν υπάρχει
υπερσυνταγογράφηση ηρεμιστικών (n=22).
50,0%
40,0%
30,0%
20,0% 40,9
%
22,7
10,0% 18,2 18,2 %
% %
0,0%
ΝΑΙ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΗ ΝΑΙ ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΕΤΗ
ΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑΤΡΩΝ ΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑΤΡΩΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ
ΠΟΛΛΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΙΑΤΡΩΝ
ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΝΑ
ΑΠΟΣΠΟΥΝ
ΦΑΡΜΑΚΑ
61
Γράφημα 28 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα που αφορά την αύξηση
κατανάλωσης ηρεμιστικών τα τελευταία χρόνια. (n=22).
40,0%
30,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
20,0%
36,8% 36,8%
10,0%
15,8%
10,5%
0,0%
AΣΘΕΝΕΙΣ ΑΣΚΟΥΝ ΑΛΟΓΙΣΤΗ ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΡΟΝΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ
ΠΙΕΣΕΙΣ ΣΕ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΨΥΧΟΠΙΕΣΤΙΚΕΣ
ΓΙΑΤΡΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ
ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΑΥΞΗΣΗ
ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ
Στο ερώτημα μας για το αν υπάρχει ζήτηση σκευασμάτων για την αντιμετώπιση του
καθημερινού άγχους χωρίς ιατρική συμβουλή ή συνταγή (Γράφημα 29) παρατηρούμε
ότι όλοι οι φαρμακοποιοί έχουν αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο. Με αυτό το
ερώτημα θέλαμε να δούμε αν υπάρχει πληθυσμός που απευθύνεται αρχικά στο
φαρμακοποιό για την αντιμετώπιση άγχους και άλλων ψυχικών προβλημάτων και να
αναδείξουμε έτσι το ρόλο και την ευθύνη του φαρμακοποιού απέναντι στη διαχείριση
του άγχους πάντα στα πλαίσια της συμβουλευτικής. Θεωρούμε ότι ο φαρμακοποιός
θα πρέπει να έχει τις απαραίτητες γνώσεις ώστε να κατευθύνει σωστά τα άτομα που
αναζητούν βοήθεια και να προτείνει όλες τις διαθέσιμες θεραπείες ώστε καθένας να
αποφασίζει ελεύθερα για τον τρόπο επίλυσης του προβλήματός του.
Παράλληλα, με βάση τις καθολικές απαντήσεις των φαρμακοποιών επιβεβαιώνεται
το γεγονός ότι ένα κομμάτι του πληθυσμού αναζητεί άμεσες λύσεις για να
αντιμετωπίσει το καθημερινό άγχος.
62
Γράφημα 29 : Απαντήσεις φαρμακοποιών για το αν τους έχει ζητηθεί κάποιο
σκεύασμα για το καθημερινό άγχος (n=22).
100,0%
80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%
100,0%
40,0%
20,0%
0,0%
ΝΑΙ
Στο ερώτημα μας για το αν οι φαρμακοποιοί δέχονται πιέσεις από τους ασθενείς
τους με σκοπό τη χορήγηση κάποιου ηρεμιστικού, χωρίς ιατρική συνταγή, οι
απαντήσεις που λάβαμε ήταν οι ίδιες με αυτές των γιατρών (Γράφημα 30).
60,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ
40,0%
68,2
%
20,0%
22,7
%
9,1
%
0,0%
OXI ΠΟΤΕ ΝΑΙ ΛΙΓΕΣ ΝΑΙ ΠΟΛΛΕΣ
ΦΟΡΕΣ ΦΟΡΕΣ
63
Στο κλίμα της προηγούμενης ερώτησης, βλέπουμε ότι οι έντονες, πολλές φορές
πιέσεις των πελατών σε φαρμακοποιούς, αντιμετωπίζονται από τους τελευταίους σε
μεγάλο ποσοστό (ποσοστό 70%) με τη παραπομπή του επισκέπτη υγείας σε γιατρό.
60,0%
40,0%
70,0%
20,0%
25,0%
5,0%
0,0%
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΕ ΓΙΑΤΡΟ ΔΙΝΩ ΕΦΟΣΟΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΝΩ ΜΕΤΑ ΑΠΌ
ΠΕΛΑΤΗΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΩ ΟΤΙ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΙΑΤΡΟ
ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ
ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΟ
64
φαρμακείο ενώ ένα ποσοστό 36.4% δηλώνει ότι δεν δίνει τα αναγραφόμενα στη
συνταγή ηρεμιστικά φάρμακα όταν διακρίνει ότι το άτομο είναι χρήστης και άλλων
ουσιών. Το 9,1% ομολογεί ότι χορηγεί ηρεμιστικά μόνο σε πελάτες του φαρμακείου
που γνωρίζει το πρόβλημα υγείας και το λόγο χρήσης αυτών των φαρμάκων.
60,0%
50,0%
40,0%
30,0%
54,5%
20,0%
36,4%
10,0%
9,1%
0,0%
ΟΧΙ ΟΤΑΝ ΔΙΑΚΡΙΝΩ ΟΤΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΓΚΥΡΌΤΗΤΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
ΕΙΝΑΙ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΗΣ ΣΥΝΤΑΓΗΣ ΚΑΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΩΝ ΜΟΝΟ
ΦΑΡΜΑΚΟΥ ΣΕ ΣΤΑΘΕΡΟΥΣ
ΠΕΛΑΤΕΣ
Είναι γεγονός ότι ο ρόλος του φαρμακοποιού στο θέμα της εξάρτησης και της
κατάχρησης ηρεμιστικών είναι περιορισμένος. Όμως στα πλαίσια της
συμβουλευτικής και της ενημέρωσης του κοινού μπορεί να προσφέρει πολλά. Στο
ερώτημα που θέσαμε στους φαρμακοποιούς για το ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος
τους στο θέμα της εξάρτησης από τις βενζοδιαζεπίνες, από το ακόλουθο γράφημα
παρουσιάζονται σε εξίσου ισόποσα ποσοστά οι δύο ακόλουθες απαντήσεις.
Συγκεκριμένα, η μεγάλη πλειοψηφία πιστεύει ότι ο φαρμακοποιός οφείλει να
παροτρύνει τους πελάτες σε άλλες θεραπείες και να προτείνει αλλαγές στο τρόπο
ζωής. Το 29,41% πιστεύει ότι ο ρόλος του φαρμακοποιού περιορίζεται στο να
συμβουλεύει όλους όσους παίρνουν ηρεμιστικά για τις ιδιότητες και τις
ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου.
65
Γράφημα 33 : Απαντήσεις φαρμακοποιών για το ρόλο του φαρμακοποιού στο
πρόβλημα της εξάρτησης από ηρεμιστικά (n=22).
40,0%
30,0%
20,0%
35,29 35,29
% %
29,41
%
10,0%
0,0%
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΑ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΝΑ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ ΑΛΛΑΓΕΣ
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ
ΦΑΡΜΑΚΟΥ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ
Κατά την έρευνα μας εξετάσθηκαν 534 συνταγές του μηνός Ιουλίου 2007 στην
ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Θεσσαλονίκης και 248 συνταγές 2 μικρών χωριών
της επαρχίας 700 περίπου κατοίκων και ενός επαρχιακού Δήμου 4000 κατοίκων. Οι
συνταγές που εξετάσθηκαν επιλέχθηκαν τυχαία και εκδόθηκαν αποκλειστικά για τους
ασφαλισμένους των μεγαλύτερων ασφαλιστικών ταμείων και στη μεγάλη πλειοψηφία
τους αφορούσαν ασφαλισμένους του Ι.Κ.Α. αλλά και του Ο.Π.Α.Δ., Ο.Γ.Α.,
Τ.Υ.Δ.Κ.Υ, Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε. και Γ.Ε.Σ. στη Θεσσαλονίκη και του Ο.Γ.Α. και του
Ι.Κ.Α. στην επαρχία. Οι συνταγές που εξετάσθηκαν αφορούσαν άτομα άνω των 18
ετών και είχαν συνταγογραφηθεί από γιατρούς όλων των ειδικοτήτων εκτός αυτής
του παιδιάτρου. Μειονέκτημα ίσως αποτελεί το γεγονός ότι δεν εξετάσθηκαν οι
66
λεγόμενες ελεύθερες συνταγές ιδιωτικών ιατρών καθώς επίσης και οι
ενδονοσοκομειακές συνταγές.
Το πρώτο στοιχείο που συλλέξαμε από τις συνταγές και μας ενδιέφερε να δούμε
ήταν η παρουσία ηρεμιστικών μέσα στη συνταγογραφία (Πίνακας 1). Αυτό το οποίο
διαπιστώσαμε είναι ότι οι διαφορές μεταξύ πόλεως και επαρχίας ήταν μηδαμινές ενώ
η συνολική παρουσία τουλάχιστον ενός ηρεμιστικού άγγιξε το 8,98% για το Δήμο
Θεσσαλονίκης και το 8,87% για την επαρχία. Αξίζει να σημειωθεί ότι 4 συνταγές
(ποσοστό 0,74 %) περιείχαν 3 διαφορετικά ηρεμιστικά πράγμα που κατά τη γνώμη
μας αποτελεί στοιχείο υπερσυνταγογράφησης. Οι συνταγές που περιείχαν 2
διαφορετικά ηρεμιστικά άγγιξαν το 2,62% για το Δήμο Θεσσαλονίκης και μόλις το
0,81% για την επαρχία.
Το δεύτερο στοιχείο που προέκυψε μέσα από την ανάλυση των στοιχείων της
συνταγογραφίας είναι ότι στη περιοχή της Θεσσαλονίκης οι συνταγές που περιείχαν
ηρεμιστικά εκδόθηκαν κατά μεγάλο ποσοστό (70,84%) από Ψυχιάτρους,
Νευρολόγους και Ψυχιάτρους-Νευρολόγους (Πίνακας 2). Στην επαρχία παρόμοια
στοιχεία δεν υπήρχαν καθώς οι περιοχές που επισκεφθήκαμε είχαν μόνο Αγροτικό
Ιατρό για τα χωριά και Παθολόγο και Αγροτικό Ιατρό για τον επαρχιακό δήμο.
67
Πίνακας 2 : Ειδικότητα Ιατρού που συνταγογράφησε ηρεμιστικά.
Είναι γενικά αποδεκτό πλέον από ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα ότι οι
γυναίκες καταναλώνουν περισσότερα ηρεμιστικά από τους άνδρες. Το γεγονός αυτό
επιβεβαιώθηκε και από την έρευνά μας (Πίνακας 3). Οι διαφορές μάλιστα μεταξύ
επαρχίας και Θεσσαλονίκης δεν θα λέγαμε ότι είναι μεγάλες αν και βλέπουμε ότι οι
γυναίκες της πόλης εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά (70,84%) κατανάλωσης
ηρεμιστικών σε σύγκριση με τις γυναίκες τις επαρχίας (63,63%). Δυστυχώς, αυτό το
οποίο δεν μπορέσαμε να δούμε μέσα από την επεξεργασία των συνταγών ήταν η
ηλικιακή κατανομή των ηρεμιστικών και αυτό συνέβη γιατί οι περισσότεροι γιατροί
δεν σημείωναν πάνω στη συνταγή το έτος γεννήσεως του ασθενούς.
68
Οι λόγοι για τους οποίους πραγματικά συνταγογραφείται ένα ηρεμιστικό ίσως να
μη φαίνεται μέσα από τη διάγνωση που αναγράφεται πάνω στη συνταγή. Σε καμία
περίπτωση πάλι μέσα από τη συνταγή δε μπορούμε να δούμε τις πραγματικές αιτίες
που ένα άτομο καταφεύγει στο ψυχίατρο για προβλήματα άγχους, κατάθλιψης κ.α.
Παρόλα αυτά όμως η διάγνωση ίσως μας δίνει μια γενική εικόνα της ψυχοπαθολογίας
και παράλληλα να μας επιτρέψει να πάρουμε κάποια στοιχεία για τη χρήση των
ηρεμιστικών σήμερα.
Είναι φανερό ότι από τη πρώτη ανάγνωση των στοιχείων (Πίνακας 4) βλέπουμε
κάποιες σημαντικές διαφορές μεταξύ των δυο δειγμάτων. Αυτό που μας έκανε
εντύπωση είναι τα υψηλά ποσοστά μείζονος κατάθλιψης στο δείγμα του Δήμου
Θεσσαλονίκης και τα υψηλά ποσοστά νευροφυτικών διαταραχών στο δείγμα των
επαρχιακών περιοχών. Πραγματικά, μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και κατά τη
συμμετοχική μας παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου το μεγάλο ποσοστό
συνταγών με συνδυασμό φαρμάκων ενός αντικαταθλιπτικού και ενός ηρεμιστικού
που είχαν ως διάγνωση κατάθλιψη ή μείζων κατάθλιψη. Το γεγονός αυτό όμως δεν το
συναντήσαμε σε μεγάλο βαθμό στην επαρχία, όσο την συνταγογράφηση ενός μόνο
ηρεμιστικού με τη διάγνωση νευροφυτικές διαταραχές (ΝΦΔ). Βέβαια, ο όρος ΝΦΔ
θα μπορούσε κάλλιστα να ερμηνευθεί ως άγχος και αϋπνία καθώς όλες οι
νευροφυτικές διαταραχές όπως η ταχυκαρδία (φτερούγισμα στη καρδιά), ο πόνος στο
στομάχι, το πλάκωμα στο στήθος κ.α. αγνώστου, τις περισσότερες φορές, αιτιολογίας
και παθολογίας προέρχονται κυρίως από το άγχος και από τα αρνητικά
συναισθήματα που προκαλούνται από συμβάντα της ζωής.
Τα υπόλοιπα ευρήματά μας θεωρούμε ότι βρίσκονται στα φυσιολογικά πλαίσια και
κοντά σε όσα έχουν καταγραφεί στη βιβλιογραφία. Οι διαφορές μάλιστα στο δείγμα
της Θεσσαλονίκης με αυτό των επαρχιακών περιοχών είναι αρκετά κοντά. Τα
περιστατικά με ψυχωσική συνδρομή ή οργανικό ψυχοσύδρομο είναι 14,59% για τη
Θεσσαλονίκη και 13,63% για την επαρχία στο σύνολο των συνταγών, που περιείχαν
τουλάχιστον ένα ηρεμιστικό, αγχολυτικό ή υπνωτικό φάρμακο. Αρκετά κοντά είναι
και τα περιστατικά επιληψίας, καρκίνου και αϋπνίας, όπως φαίνεται στον πίνακα που
ακολουθεί.
69
Πίνακας 4 : Λόγος για τον οποίο συνταγογραφήθηκε κάποιο ηρεμιστικό όπως
αναγράφεται πάνω στη συνταγή (διάγνωση)
Κατά τη καθημερινή μας εργασία στο φαρμακείο κρατώντας σημειώσεις για τις
συνταγές ηρεμιστικών που λαμβάναμε και συνομιλώντας με ανθρώπους που
αγόραζαν ηρεμιστικά για θεραπευτική χρήση, πάντα με συνταγή ιατρού,
παρατηρήσαμε τα εξής:
• Μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων με ψυχικά προβλήματα χρησιμοποιούν
ηρεμιστικά σε συνδυασμό με αντιψυχωσικά φάρμακα χωρίς να υπάρχει πρόβλημα
κατάχρησης. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μας οι άνθρωποι αυτοί βλέπουν τα
ηρεμιστικά ως φάρμακα που βοηθούν στην άμβλυνση των συμπτωμάτων τους
χωρίς προβλήματα κατάχρησης και εξάρτησης παρά το γεγονός ότι
χρησιμοποιούν αυτά τα φάρμακα για μεγάλο χρονικό διάστημα σε χαμηλές
κυρίως δόσεις.
• Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, σχετικά μικρή, λάμβαναν ηρεμιστικά έχοντας
κάποιο άλλο σοβαρό πρόβλημα υγείας, όπως καρδιαγγειακά και καρκίνο, όπου ο
γιατρός, κρίνοντας ότι το άγχος που προκαλεί η ενδεχόμενη απώλεια της ζωής
επιβαρύνει τη πορεία της νόσου, συνταγογραφούσε κάποιο ηρεμιστικό ή
υπνωτικό. Ούτε και σε αυτή τη κατηγορία ανθρώπων παρατηρήσαμε σοβαρά
προβλήματα κατάχρησης.
70
• Αυτό το οποίο αναμέναμε να δούμε κατά την έρευνά μας στο χώρο του
φαρμακείου, καθώς είχε επισημανθεί σε πολλές βιβλιογραφικές αναφορές (Λέκκα
1993) αλλά και επιβεβαιώθηκε από την ποσοτική ανάλυση των δεδομένων μας,
ήταν ο μεγάλος αριθμός γυναικών μέσης και τρίτης ηλικίας που λάμβαναν
ηρεμιστικά σε συνδυασμό ή μη με αντικαταθλιπτικά. Μέσα από τις συζητήσεις
που είχαμε αλλά και την επανάληψη τις συνταγογράφησης στα ίδια άτομα
κρίναμε ότι υπήρχε πρόβλημα εξάρτησης σε αρκετά άτομα, κυρίως γυναίκες.
Αυτό που κυρίως είδαμε είναι ότι επρόκειτο για γυναίκες που είχαν χάσει το
σύντροφό τους ή αντιμετώπιζαν κάποιο οικογενειακό πρόβλημα ή έπασχαν από
κατάθλιψη και παράλληλα δεν είχαν κάποια εργασία ( άνεργοι, συνταξιούχοι και
με μη αμειβόμενη εργασία όπως οικιακά). Πολλές φορές μάλιστα δεχτήκαμε
πιέσεις από επισκέπτες του φαρμακείου για τη χορήγηση, χωρίς ιατρική συνταγή,
κάποιου αγχολυτικού σκευάσματος από άτομα, πιθανώς, αυτής της κατηγορίας.
• Ποιοτικό πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης από υπνωτικά σαφέστατα
αντιμετωπίζουν νεαρά άτομα, χρήστες άλλων τοξικών ουσιών. Από αυτή τη
κατηγορία δεν δεχτήκαμε πιέσεις αλλά όμως πολλοί ήταν εκείνοι που
προσπάθησαν να μας εξαπατήσουν με πλαστές συνταγές, που ένας έμπειρος
φαρμακοποιός μπορεί αμέσως να διακρίνει. Βέβαια, συναντήσαμε ελάχιστες
συνταγές ιδιωτών ψυχιάτρων που συνταγογραφούσαν μεγάλες, κατά τη κρίση
μας, ποσότητες ηρεμιστικών, απευθείας σε χρήστες ηρωίνης με σκοπό την
απεξάρτησή τους από τη κύρια ουσία κατάχρησης.
• Όσων αφορά τη συνταγογράφηση είδαμε ότι υπάρχει μια σχετικά συνετή
συνταγογράφηση από μια μεγάλη μερίδα γιατρών, χωρίς όμως να υπάρχουν και
συνταγές που τις θεωρήσαμε λίγο υπερβολικές, κυρίως από ιδιώτες γιατρούς.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε συνταγές με 3 διαφορετικά ηρεμιστικά ή συνταγές
με μεγάλες ποσότητες ηρεμιστικών, και όχι μόνο σε χρήστες ηρωίνης όπως
προαναφέραμε.
• Κατά την έρευνά μας στο χώρο του φαρμακείου συμπεράναμε ότι ένα μεγάλο
μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει προβλήματα καθημερινού άγχους που
πολλές φορές δημιουργεί κάποιο δευτερεύον σύμπτωμα, όπως οι πονοκέφαλοι, οι
στομαχικές διαταραχές κ.α. Αυτό το οποίο διακρίναμε είναι ότι στο γενικό
πληθυσμό υπήρχε άγνοια σχετικά με την αντιμετώπιση συνολικά αυτού του
71
προβλήματος πέραν βέβαια της χρήσης ηρεμιστικών, όπου όλοι σχεδόν τα
γνώριζαν.
Είναι γεγονός ότι μέσα από το χώρο του φαρμακείου μπορέσαμε να αντιληφθούμε
καλύτερα την εικόνα που επικρατεί σε σχέση με τη κατάχρηση των ηρεμιστικών και
να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Όμως θεωρούμε ότι χρειάζεται περισσότερο
έρευνα πάνω στο βαθμό εξάρτησης ανθρώπων που λαμβάνουν κάποιο ηρεμιστικό,
και αυτό μπορεί να αποδειχθεί κάλλιστα με τη ποσοτική διερεύνηση ενός δείγματος
ανθρώπων που λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα.
72
5. Συζήτηση
α. Ανάλυση αποτελεσμάτων
73
στεναχώρια βλέποντας παράλληλα τους νέους να εγκαταλείπουν το χωριό και τους
μεγαλύτερους να αποχωρούν από τη ζωή. Σε συνάρτηση πάντα με το μεγαλύτερο
μέσο όρο ηλικίας των ανθρώπων, που επισκέφτηκαν γιατρό στις αγροτικές περιοχές
και τις συνταγές των οποίων ελέγξαμε, θεωρούμε ότι ο βαθμός διάδοσης των
ηρεμιστικών στην επαρχία παραμένει μικρότερος από αυτόν της πόλης. Σε αυτή μας
τη διαπίστωση συνεπικουρεί και το γεγονός ότι τα ποσοστά συνταγών που περιείχαν
2 ηρεμιστικά συγχρόνως στη πόλη ήταν υψηλότερα (2,62% με 0,81%) ενώ δε
βρέθηκαν συνταγές με 3 ηρεμιστικά στην επαρχία σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη
(0,74%).
Το εύρημά μας ότι οι ψυχίατροι συνταγογραφούν συχνότερα τα ηρεμιστικά ήταν
αναμενόμενο, καθώς τα φάρμακα αυτά αφορούν ψυχικές παθήσεις με τις οποίες οι
ψυχίατροι έχουν περισσότερη επαφή. Έρευνα στο Πανεπιστήμιο Πατρών (Λέκκα
1993) επιβεβαιώνει τα στοιχεία μας και επισημαίνει ότι οι παθολόγοι
συνταγογραφούν κυρίως σε περιστασιακούς χρήστες ηρεμιστικών ενώ οι ψυχίατροι
περισσότερο σε χρόνιους χρήστες υψηλών και χαμηλών δόσεων βενζοδιαζεπινών,
κάτι που το είδαμε και το διαπιστώσαμε κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας στο χώρο
του φαρμακείου.
Παρά το γεγονός ότι οι ειδικοί μας απάντησαν καθολικά ότι χρησιμοποιούν άλλες
θεραπείες διαχείρισης άγχους κάτι τέτοιο δεν το διαπιστώσαμε τουλάχιστο σε μεγάλο
βαθμό. Από την ποσοτική ανάλυση των συνταγών αλλά και όσα μας ομολόγησαν οι
ίδιοι οι γιατροί είδαμε ότι ένα ποσοστό των ηρεμιστικών δίδεται για τη διαχείριση
των συμπτωμάτων του καθημερινού άγχους.
Συμπεραίνουμε επίσης, ότι πολλές συνταγές ηρεμιστικών εκδίδονται ύστερα από
πιέσεις αλλά και απαίτηση των ίδιων των ασθενών. Στο φαινόμενο των πιέσεων των
χρηστών αγχολυτικών σε γιατρούς και φαρμακοποιούς από τις απαντήσεις που
λάβαμε κρίνουμε ότι η υγειονομική κοινότητα νιώθει ανίσχυρη να αντιμετωπίσει το
πρόβλημα.
Από τη ποσοτική μελέτη της συνταγογραφίας αλλά και από τη γενική εικόνα που
έχουν οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι οι γυναίκες άνω των 50
κάνουν συχνότερα χρήση ηρεμιστικών. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης
συμφωνούν απόλυτα με τη παρούσα βιβλιογραφία (Λέκκα 1993, Cuevas, Sanz, de la
Fuente 2003, Grahame-Smith, Aroson, Wood 2001, Marks 1980). Το γεγονός της
μεγαλύτερης κατανάλωσης ηρεμιστικών από τις γυναίκες θα μπορούσε να ερμηνευθεί
από τη συχνότερη ύπαρξη υψηλού βαθμού ψυχικής τάσης σε σχέση με τους άνδρες,
74
από τη μεγαλύτερη ευκολία που έχουν να εκδηλώνουν τα ψυχολογικά και τα
σωματικά τους προβλήματα και από το γεγονός ότι οι γυναίκες επισκέπτονται
περισσότερο και με μεγαλύτερη ευκολία τις ιατρικές και νοσοκομειακές υπηρεσίες
(Jenkins 1985, Mellinger, Balter et al. 1978, Uhlenhuth, Balter et al 1884, Winokur
1972). Το γεγονός επίσης ότι οι γυναίκες έχουν υψηλότερο μέσω όρο ζωής από τους
άνδρες σαφέστατα επηρεάζει τα ευρήματά μας, καθώς περισσότερες είναι οι γυναίκες
που μένουν χωρίς σύντροφο σε μεγάλη ηλικία. Θα έπρεπε βέβαια, να δούμε και τις
κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των δυο φίλων όπου επηρεάζουν σαφέστατα τη
ζήτηση ηρεμιστικών από τις γυναίκες. Θεωρούμε ότι οι γυναίκες είναι αυτές που
βιώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό καταπιεστικές καταστάσεις ενώ παράλληλα οι
σύγχρονες γυναίκες επωμίζονται, εκτός από την εργασία τους, περισσότερα βάρη
μέσα στην οικογένεια. Είναι γεγονός λοιπόν, ότι οι κοινωνικές συνθήκες προκαλούν
αυξημένα ποσοστά ψυχικών δυσκολιών στις γυναίκες (Αυδή). Χαρακτηριστικά
αναφέρουμε ότι και η φεμινιστική προσέγγιση αποδέχεται (μέχρις ένα βαθμό) τη
διαπίστωση της Ψυχολογίας για τη γυναικεία κατωτερότητα, υποστηρίζοντας, όμως,
ότι αυτή η κατωτερότητα δεν είναι εγγενής, αλλά το αποτέλεσμα της γυναικείας
καταπίεσης. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, οι γυναίκες κοινωνικοποιούνται
διαφορετικά από τους άνδρες και με τρόπο που ενθαρρύνει την ανάπτυξη
προσωπικών χαρακτηριστικών τα οποία καταστρέφουν τις επιδόσεις και την ευτυχία
τους (Wilkinson 1997). Τέλος, το γεγονός ότι οι άνδρες έχουν περισσότερες επιλογές
και χώρους επικοινωνίας, όπως το καφενείο, θα μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο
προς διερεύνηση, όπως επίσης και μια σειρά από βιολογικές αλλαγές που βιώνουν οι
γυναίκες μετά από την εμμηνόπαυση και που μπορεί να σχετίζονται ακόμα και με τη
σεξουαλική ζωή.
Μια δεύτερη ομάδα πληθυσμού που έχει ισχυρό πρόβλημα κατάχρησης
ηρεμιστικών είναι αυτή των εξαρτημένων από άλλες ουσίες (κυρίως ηρωίνη). Το
φαινόμενο αυτό δεν το είδαμε μέσα από τις συνταγές των ασφαλιστικών ταμείων
καθώς οι περισσότεροι χρήστες τοξικών ουσιών είναι ανασφάλιστοι ή έχουν
βιβλιάρια Πρόνοιας. Το διαπιστώσαμε όμως, μέσα από τη συμμετοχική μας
παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου όπου είδαμε μεγάλες ποσότητες ηρεμιστικών
να συνταγογραφούνται από ιδιώτες γιατρούς απευθείας σε χρήστες ηρωίνης. Τις
διαστάσεις του προβλήματος της παράλληλης εξάρτησης από ηρεμιστικά μας το
επιβεβαίωσαν επίσης οι φαρμακοποιοί, οι οποίοι μας απάντησαν ξεκάθαρα για την
απευθείας συνταγογράφηση ηρεμιστικών από μια μερίδα γιατρών αλλά μας μίλησαν
75
και για την ύπαρξη του φαινομένου των πλαστών συνταγών που κατά καιρούς
πέφτουν στα χέρια τους.
Εν κατακλείδι, αξίζει να σημειώσουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των λειτουργών
υγείας πιστεύει ότι τα ηρεμιστικά δεν εκπληρώνουν το θεραπευτικό στόχο και ότι
απλώς κατευνάζουν κάποια συμπτώματα. Κάτι τέτοιο καταδεικνύει το σημαντικό
ρόλο που έχει να παίξει ο γιατρός στη διαχείριση του προβλήματος και στην
αιτιολογική επίλυσή του, εφαρμόζοντας παράλληλα κάποια μορφή ψυχοθεραπείας.
76
Πέραν όμως όλων αυτών, την τελική απόφαση για την ορθότερη αντιμετώπιση των
ψυχοκοινωνικών προβλημάτων έχουν οι ειδικοί αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες με την
ενεργή στάση τους. Από την πλευρά των ειδικών απαιτείται ολιστική αντιμετώπιση
των ασθενών, αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο και δείχνοντας περισσότερη
κατανόηση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Ο λειτουργός υγείας πρέπει να
συμβάλει με τις γνώσεις του και τη στάση του στην αναβάθμιση των παρεχόμενων
υπηρεσιών υγείας αλλά και στην ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών συμμετέχοντας
ενεργά σε κοινωνικές εκδηλώσεις και προσφέροντας τις γνώσεις του στο κοινωνικό
σύνολο. Η ενημέρωση των πολιτών πάνω σε θέματα υγείας, όχι βέβαια για τη
προσωπική προβολή αλλά για το κοινό καλό, ίσως να ήταν το λιγότερο που κάθε
ειδικός θα μπορούσε να προσφέρει.
Από τη πλευρά των πολιτών απαιτείται περισσότερη συμμετοχή στη διεκδίκηση
καλύτερων και ποιοτικότερων παροχών υπηρεσιών υγείας αλλά και στην ενημέρωση
πάνω σε μεγάλα προβλήματα υγείας, σωματικής και ψυχικής, που έχουν τις
περισσότερες φορές έχουν και κοινωνικές προεκτάσεις. Είναι γεγονός ότι ένας
ενημερωμένος πολίτης έχει πολλά περισσότερα να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο
αλλά και να κερδίσει μέσα από αυτό. Η ενεργή συμμετοχή των πολιτών σε τυπικές ή
άτυπες ομάδες, όπως οι αθλητικοί, πολιτιστικοί και άλλοι σύλλογοι που ασχολούνται
με κάποιο θέμα υγείας (π.χ. σύλλογος νευροπαθών, καρκινοπαθών κ.α.) είναι ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα. Είναι επιτακτική ανάγκη λοιπόν, να αρθεί η
παθητικότητα, που χαρακτηρίζει σήμερα ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας.
Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ κάποιος εθνικός σχεδιασμός για
τον περιορισμό της υπερσυνταγογράφησης και της κατάχρησης ηρεμιστικών, με
εξαίρεση τον περιορισμό στη διάθεση αυτών των σκευασμάτων, που ως γνωστόν
χρειάζονται ειδική συνταγή. Ο περιορισμός της ελεύθερης διάθεσης όμως δεν έφερε
τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Σήμερα λοιπόν, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και
να αντιστρέψουμε την αυξανόμενη ζήτηση των σκευασμάτων αυτών πριν το
φαινόμενο λάβει μεγαλύτερες και ανησυχητικές διαστάσεις.
Είναι φανερό ότι ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων πρέπει να εκδώσει και να
διανέμει στους γιατρούς κανόνες ορθής συνταγογράφησης ζητώντας να τηρηθούν με
θρησκευτική ευλάβεια. Παράλληλα, να απαγορεύσει την συνταγογράφηση
ηρεμιστικών πέρα των δύο εβδομάδων όπως ορίζει η διεθνής βιβλιογραφία (British
Columbia Centre of Excellence for Woman Health 2003) καθώς και τη
συνταγογράφηση, από ιδιώτες και γενικότερα μη κλινικούς ιατρούς, σε χρήστες
77
ηρωίνης, καθώς κανένα από αυτά τα φάρμακα (ύστερα από έλεγχο που κάναμε στις
ενδείξεις τους) δεν έχουν έγκριση για σωματική ή ψυχική απεξάρτηση από οπιοειδή.
Τέλος, η πολιτεία πρέπει να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο στη συνταγογράφηση
των γιατρών και να ασκεί κιρρώσεις όταν διαπιστώνεται υπερσυνταγογράφηση
σκευασμάτων γενικότερα. Αυτό βέβαια, προϋποθέτει τον ηλεκτρονικό έλεγχο των
συνταγών, ελεύθερων ή μη, κάτι που είναι δυνατό να γίνει με την ηλεκτρονική
δικτύωση των φαρμακείων με ασφαλιστικά ταμεία και φορείς του κράτους όπως ο
Ε.Ο.Φ.
Παράλληλα, το κράτος οφείλει να ενδυναμώσει και να επεκτείνει τα κέντρα
ψυχικής υγείας που σκοπό θα έχουν όχι μόνο τη μη φαρμακευτική αντιμετώπιση
ψυχικών προβλημάτων, όπως το άγχος, η κατάθλιψη, το πένθος και άλλες
ψυχοπιεστικές καταστάσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής αλλά και την ανάπτυξη
στρατηγικών πρόληψης σε τοπικό επίπεδο.
γ. Επίλογος
Από τη παρούσα μελέτη θεωρούμε ότι αναδείξαμε όσο ήταν δυνατό τη πραγματική
διάσταση του φαινομένου της κατάχρησης ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών
φαρμάκων σε αντιδιαστολή με τις απόψεις, τις αντιλήψεις και τις στάσεις των ειδικών
απέναντι στο πρόβλημα. Θεωρούμε ότι μέσα από τα δεδομένα που αναλύσαμε τόσο
από τις απαντήσεις των ειδικών αλλά όσο και από τα στοιχεία που συλλέξαμε από τις
συνταγές μπορούν να προκύψουν ακόμα περισσότερα συμπεράσματα. Για το λόγο
αυτό πιστεύουμε ότι πρέπει να υπάρξει περισσότερη έρευνα κυρίως στο πληθυσμό
που λαμβάνει ηρεμιστικά για την αντιμετώπιση του καθημερινού άγχους, καθώς εκεί
θεωρούμε ότι υπάρχει το ουσιαστικότερο πρόβλημα.
Η στάση αυτή των ανθρώπων που επιδιώκουν να λύσουν τα προβλήματά τους με
ένα χαπάκι, καταδεικνύει τη στάση μιας κοινωνίας που θέλει να λύσει με όσο το
δυνατό και πιο εύκολο τρόπο τα προβλήματά της. Θεωρούμε ότι οι πυροσβεστικές
λύσεις και οι λύσεις «fast food», ακόμα και σε θέματα υγείας, έχουν ριζώσει βαθιά
μέσα στη κοινωνία μας.
Σε καμία περίπτωση δε θέλουμε να αφορίσουμε τη κατηγορία αυτή των φαρμάκων
που για πολλούς ανθρώπους ίσως να είναι σωτήρια και ευεργετική, όμως πρέπει να
λάβουμε υπόψη μας ότι η λανθασμένη και η άσκοπη χρήση καθώς και η κατάχρηση
ηρεμιστικών επιφέρει κοινωνικά και οικονομικά κόστη. Θα πρέπει επίσης, να
78
αντιληφθούμε ότι η αποκλειστική θεραπεία με ηρεμιστικά είναι συμπτωματική και
όχι αιτιολογική. Κανένα φάρμακο άλλωστε δεν αλλάζει τον τρόπο σκέψης του
ανθρώπου.
Περιμένουμε λοιπόν, από την ιατρική και την παραϊατρική κοινότητα να λάβει
μέτρα, να εκπαιδεύσει τους επισκέπτες υγείας στη διαχείριση ψυχοκοινωνικών
προβλημάτων και να τους προσεγγίζει με ενδιαφέρον, προσήλωση και κατανόηση
όπως ορίζει η δεοντολογία από τα χρόνια του Ιπποκράτη έως σήμερα. Η ολιστική
προσέγγιση του ασθενούς δυστυχώς είναι κάτι άγνωστο ή μη εφαρμόσιμο από τους
περισσοτέρους.
Αυτά είναι τα θέματα που θέλουμε να αναδείξουμε και περιμένουμε από τους
ειδικούς να σταθούν μπροστά στον αγώνα της εξάλειψης του φαινομένου της
εξάρτησης, να προσφέρουν ενημέρωση και εκπαίδευση στο κοινωνικό σύνολο και όχι
να είναι απλά παρατηρητές του προβλήματος, όπως διαπιστώνεται από τη παρούσα
έρευνα.
79
6. Περίληψη
80
φαρμακοποιών όπου το 90,9% έχει δεχτεί αρκετές φορές πιέσεις για τη χορήγηση
ηρεμιστικών χωρίς ιατρική συνταγή, στις οποίες όπως μας είπαν και οι δυο
κατηγορίες επαγγελματιών πολλές φορές αναγκάζονται να υποκύψουν.
Τέλος, κατά τη συμμετοχική μας παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου
διαπιστώσαμε ότι ποιοτικό πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης από υπνωτικά
σαφέστατα αντιμετωπίζουν νεαρά άτομα, χρήστες άλλων τοξικών ουσιών.
Επιβεβαιώθηκαν επίσης, τα στοιχεία ότι πρόβλημα κατάχρησης και εθισμού
αντιμετωπίζουν πολλές γυναίκες κυρίως μέσης ηλικίας και ότι υπάρχει μια σχετική
υπερσυνταγογράφηση από μια μικρή μερίδα γιατρών. Αντιθέτως, σε μια μεγάλη
κατηγορία ανθρώπων με ψυχικά προβλήματα, που χρησιμοποιούν ηρεμιστικά σε
συνδυασμό με αντιψυχωσικά φάρμακα, δεν διαπιστώσαμε πρόβλημα κατάχρησης.
81
7. Βιβλιογραφία
82
11. Μπάλλης Θ. (2000). Σύνοψη κλινικής ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University
studio press.
12. Παπαγεωργίου Ε. (1985). Εξαρτήσεις στη ζωή μας. Αθήνα: Ιατρικές εκδόσεις
Π.Χ.Πασχαλίδη.
15. Bass MJ, Baskerville JC. (1981) Prescribing of minor tranquillizers for
emotional problems in family practice. Can Med Assoc J. 125:1225-26. Σε
Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση
μεγάλων και μικρών δόσεων βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική
Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών.
16. Bell CM; Fischer HD; Gill SS; Zagorski B; Sykora K; Wodchis WP;
Herrmann N; Bronskill SE; Lee PE; Anderson GM; Rochon PA (2007)
Initiation of benzodiazepines in the elderly after hospitalization. Journal of
General Internal medicine 22 (7) : 1024-9 ( ISSN: 1525-1497 )
83
18. British Columbia Centre of Excellence for Woman Health (2003)
Manufacturing addiction. The over-prescription of benzodiazepines and
sleeping pills to woman in Canada. www.bccewh.bc.
19. Bursztajn J. Harold M.D. & Brodsky Archie B.A. (1997) Ethical and legal
dimensions of benzodiazepine prescription. U.S.A. : Forensic psychiatry and
medicine. February 1997
20. Carroll Charles R. (1996). Drugs in modern society, fourth edition. USA:
Brown and Benchmark publishers.
21. Cuevas C. & Sanz E.Z. (2004) Controversial issues associated with the
prescription of benzodiazepines by general practitioners and psychiatrists.
Med Sci Monit 2004 ; 10 (7) : CR288 - 293 PMID : 15232502 &
www.MediSciMonit.com/pub/vol_10/no_7/4284.pdf
22. Cuevas C, Sanz EJ, De la Fuente JA et al (1999): Prescribed Daily Doses and
“Risk Factors” associated with the Use of Benzodiazepines in Primary Care.
Pharmacoepidemiology and Drug Safety, 1999; 8: 207–16. Σε Cuevas C. &
Sanz E.Z. (2004) Controversial issues associated with the prescription of
benzodiazepines by general practitioners and psychiatrists. Med Sci Monit
2004 ; 10 (7) : CR 288 - 293 PMID : 15232502 &
www.MediSciMonit.com/pub/vol_10/no_7/4284.pdf
24. De Wilde S, Carey IM, Harris T, Richards N, Victor C, Hilton SR, Cook DG
(2007) Trends in potentially inappropriate prescribing amongst older UK
primary care patients. Pharmacoepidemiology Drug Saf. 16(6):658-67 (ISSN:
1053-8569)
84
25. DSM IV-TR (2000) Fourth edition Washington: American psychiatric
association.
29. Grasso B., Clary C., Evans S., Eng B., Golash T., Huckshorn K., Minkoff K.,
Parks J., Shore M. (2007) Medication Errors in Psychiatric Care: Incidence
and Reduction Strategies 29 Ιουνίου 2007
http://www.medscape.com/viewprogram/7319
32. Jenkins R. (1985) Women and minor psychiatric morbidity. J. R.. Soc. Med.
78:95-7. Σε Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά χαρακτηριστικά ατόμων που
85
κάνουν χρήση μεγάλων και μικρών δόσεων βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική
διατριβή. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών.
33. IMS 18 (1987) - Country MIDAS data base. Σε Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά
χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση μεγάλων και μικρών δόσεων
βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου
Πατρών.
34. IMS Health Canada (2001). Trends in prescriptions dispensed in Canadian
retail pharmacies. Presentation to the World Assembly for Mental Health 2001
July 24 www.benzo.org.uk/jegasby.htm σε British Columbia Centre of
Excellence for Woman Health (2003) Manufacturing addiction. The over-
prescription of benzodiazepines and sleeping pills to woman in Canada.
www.bccewh.bc.
35. King M. (1992) Is there still a role for benzodiazepines in general practice?
London: British Journal of general practice 42, 202-205
36. Marks J. (1980) The benzodiazepines : Use, overuse, misuse, abuse (2nd ed.)
Lancaster (England) MTP Press Ltd Σε Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά
χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση μεγάλων και μικρών δόσεων
βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου
Πατρών.
37. McEvoy GK (2003) Drug Information 93. Bethesda, Md, American society of
hospital pharmacist. Σε Cuevas C. & Sanz E.Z. (2004) Controversial issues
associated with the prescription of benzodiazepines by general practitioners
and psychiatrists. Med Sci Monit 2004 ; 10 (7) : CR288-293 PMID: 15232502
& www.MediSciMonit.com/pub/vol_10/no_7/4284.pdf
38. Mellinger GD, Balter MD et al. (1978) Psychic distress, life crisis and the use
of psychotherapeutic medications. Arch Gen Psychiatry 35:1045-52. Σε
Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση
μεγάλων και μικρών δόσεων βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική
Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών.
86
39. Mycek M.J., Harvey R.A., Champe P.C. (2003) Φαρμακολογία Επιστ.
επιμέλεια Παπαδόπουλος Ι. Στ. , Παπαδόπουλος Γ. Αθήνα: Επιστημονικές
εκδόσεις Παρισιάνου.
42. Taylor K., Nettleton S. & Harding G. (2003) Sociology for pharmacists.
Second edition. London: Taylor & Francis.
43. Τayler A. (1986) Street drugs London: New English Library. Μετάφραση:
Β.Φωτοπούλου Αθήνα: Εκδ. Σέλας.
45. Unhlenhuth EH, Balter MB et al. (1984) Anxiety disorders : prevalence and
treatment. Curr Med Res Opin, 8(Supp 4) : 37-47. Σε Λέκκα Ν. (1993)
Ψυχολογικά χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση μεγάλων και μικρών
δόσεων βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική Σχολή
Πανεπιστημίου Πατρών.
46. Warner J. (2005) Elderly Insomnia: Are Sedatives Risky? Nov 2005
http://www.medscape.com/viewarticle/516627
87
47. WHO (2000) Guide to Drug Abuse Epidemiology. Sh. Saxena, M.C.
Donoghoe κεφ.1 Introduction (σελ.9) www.who.int
50. Winokur G. (1972) Family history studies: VIII. Secondary depression is alive
and well and … Dis. Nerv. Syst, 33: 94-9. Σε Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά
χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση μεγάλων και μικρών δόσεων
βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου
Πατρών.
88
8. Παράρτημα
Δημογραφικά στοιχεία
Ειδικότητα:
Άλλες σπουδές:
Επαγγελματική θέση:
Περιοχή εργασίας:
Χρόνια εργασίας:
Ηλικία:
Φύλο:
Α. Ηλικιωμένοι.
Β. Άνεργοι.
Γ. Διαζευγμένοι.
Δ. Γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
Ε. Ψυχικά πάσχοντες από σχιζοφρένια, μείζων κατάθλιψη κ.α.
Ζ. Αλκοολικοί.
Η. Χρήστες οπιοειδών.
3. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα αίτια της ευρείας χρήσης των ηρεμιστικών ;
89
4. Πιστεύετε ότι τα ελάσσονα ηρεμιστικά στη πλειοψηφία τους και για τις
περιπτώσεις που ενδείκνυνται, εκπληρώνουν το θεραπευτικό τους
στόχους;
5. Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος και η ευθύνη του γιατρού, με δυο λόγια,
στο θέμα της εξάρτησης από ελάσσονα ηρεμιστικά ;
8. Το γεγονός ότι πολλές φορές γίνεται κακή χρήση των φαρμάκων αυτών
από μερικούς ασθενείς ποιος θεωρείτε ότι ευθύνεται ;
90
Η στάση που έχουν οι ερωτώμενοι απέναντι στο πρόβλημα.
Α. Αϋπνία.
Β. Άγχος.
Γ. Συνοδευτικά σε ψυχώσεις.
Δ. Συνοδευτικά στη κατάθλιψη.
Ε. Συνοδευτικά στην επιληψία.
Α. Ναι
Β. Όχι
Α. Ναι
Β. Όχι
12. Έχετε δεχτεί κατά το παρελθόν πιέσεις από ασθενείς σας για
συνταγογράφηση ηρεμιστικών φαρμάκων ;
Α. Ναι
Β. Όχι
Α. Ναι.
Β. Όχι.
91
15. Είχατε ασθενείς κατά το παρελθόν που δεν σας επισκέφθηκαν ξανά επειδή
δεν τους γράψατε κάποιο ηρεμιστικό;
Α. Ναι.
Β. Όχι.
Α. Ναι.
Β. Όχι.
17. Όταν ένας εξαρτημένος από άλλες ουσίες (ηρωίνη, χασίς, κοκαΐνη κ.α.)
σας επισκεφθεί εσείς τι από τα παρακάτω ακολουθείτε;
18. Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος και η ευθύνη του γιατρού, με δυο λόγια,
στο θέμα της εξάρτησης από βενζοδιαζεπίνες ;
92
Ερωτήσεις προς φαρμακοποιούς
Δημογραφικά στοιχεία
Άλλες σπουδές:
Επαγγελματική θέση:
Περιοχή εργασίας:
Χρόνια εργασίας:
Ηλικία:
Φύλο:
3. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα αίτια της ευρείας χρήσης των ηρεμιστικών ;
93
4. Από την εμπειρία σας τα ηρεμιστικά-υπνωτικά φάρμακα για ποιους
λόγους συνήθως συνταγογραφούνται ;
Α. Αϋπνία.
Β. Άγχος.
Γ. Συνοδευτικά σε ψυχώσεις.
Δ. Συνοδευτικά στη κατάθλιψη.
Ε. Συνοδευτικά στην επιληψία.
5. Πιστεύετε ότι τα ηρεμιστικά στη πλειοψηφία τους εκπληρώνουν το
θεραπευτικό τους στόχους ;
A. Centrac
B. Lexotanil
Γ. Frisium
Δ. Tavor
Ε. Xanax
Ζ. Atarviton
Η. Halcion
Θ. Hipnosedon
Ι. Stilnox
Κ. Stedon
Λ. Vulbegal
94
19. Που θεωρείτε ότι οφείλεται η αύξηση κατανάλωσης των βενζοδιαζεπινών
τα τελευταία χρόνια σύμφωνα με στοιχεία του Ι.Φ.Ε.Τ. ;
20. Σας έχει ζητηθεί από πελάτη σας να του χορηγήσετε κάποιο σκεύασμα
γενικότερα για το καθημερινό άγχος ή την αϋπνία ;
Α. Ναι
Β. Όχι
21. Έχετε δεχτεί κατά το παρελθόν πιέσεις από πελάτες να τους δώσετε
κάποιο ηρεμιστικό φάρμακο χωρίς ιατρική συνταγή ;
Α. Τους λέω ότι δεν το χρειάζονται εφόσον συζητήσω μαζί του ή διαφορετικά
τους λέω ότι χωρίς συνταγή είναι αδύνατο να χορηγηθεί και τους παραπέμπω σε
γιατρό.
Β. Τους δίνω το φάρμακο, εφόσον είναι πελάτες του φαρμακείου και γνωρίζω ότι
το παίρνει και αφού πρώτα μου υποσχεθεί ότι θα φέρει συνταγή.
Γ. Το δίνω το φάρμακο μετά από συνεννόηση με τον θεράποντα γιατρό.
Α. Ναι.
Β. Όχι όταν διακρίνω ότι το άτομο είναι χρήστης και άλλων ουσιών.
Γ. Ελέγχω την εγκυρότητα της συνταγής και χορηγώ ανεξαρτήτως του ατόμου
που έρχεται στο φαρμακείο.
Δ. Χορηγώ μόνο στους σταθερούς πελάτες του φαρμακείου που γνωρίζω τα
προβλήματα υγείας του και έχω κάποια σταθερή επαφή.
Α. Ναι, βέβαια.
Β. Όχι.
95
25. Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος και η ευθύνη του φαρμακοποιού, με δυο
λόγια, στο θέμα της εξάρτησης από βενζοδιαζεπίνες ;
96
Ερευνητικό συμβόλαιο
Ημερομηνία
97
Αλληλογραφία
Αξιότιμε κ. πρόεδρε,
Ονομάζομαι Χρήστος Ξανθόπουλος και στα πλαίσια του μεταπτυχιακού μου στο
τμήμα Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. που αφορά τις εξαρτήσεις και τα ψυχοκοινωνικά
προβλήματα εκπονώ μεταπτυχιακή εργασία με θέμα τις εξαρτησιογόνες ουσίες και το
ρόλο των υγειονομικών (ιατρών και φαρμακοποιών) στη διάδοσή τους. Θα ήθελα αν
σας είναι εύκολο κάποια στοιχεία που αφορούν τις βενζοδιαζεπίνες και τα
βαρβιτουρικά την τελευταία πενταετία, έτσι ώστε να δω το ποσοστό αύξησης της
χρήσης αυτών των φαρμάκων και να αναζητήσω τα αίτια της αυξανόμενης ζήτησης
τους αν αυτή υπάρχει. Τέλος αν είναι εύκολο και αν διαθέτει τέτοια στοιχεία ο ΙΦΕΤ
το ποσοστό εμβαλαγίων που καταλαμβάνουν αυτά τα φάρμακα στη Ελληνική
φαρμακευτική αγορά. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω προκαταβολικά και θα ήθελα
να τονίσω τη σημασία των στοιχείων που θα μου αποστείλετε στην έρευνα μου.
Με τιμή,
Χρήστος Ξανθόπουλος
Φαρμακοποιός
Μετ.Φοιτητής Κοινωνικής και Κλινικής Ψυχολογίας των Εξαρτήσεων και των
Ψυχοκοινωνικών Προβλημάτων. Α.Π.Θ.
98
Φάρμακα του Ν.1729/87
Κατηγορία Δ
Albium Distedon Librax Nobrium Sonata
Antanax Dorm Librium Noctamid Stedon
Apollonset Dormicum Libronil-R Normison Stedonill
Aripax Dormixal Limbitrol Notorium Stilnox
Atarviton Dormyl Linea Novalumin Stratium
Atiram Dolethal Lomax Novhepar Subutex
Audilex Etaco Loramet NovixalPhyllis Tavor
Anconevron Evagelin Lumidrops Oasil Teronac
Alprazolam/Generics Frisium Meliasin Pascalium Thiopental
Beruxan Gardenal Mepizin Pebarol Thymal
Biothorax Halcion Metatop Pentothal Titus
Brovich Hipnosedon Modium Praol Tonirem
Cecil Ilman Mogadon Proalusin-l Torfin-H
Centrac Imovan Modiodal Proneurit Trankilium
Cicletan Ispnal NeoGnostorid Reposium Tranxene
Concerta Januar NeoNifalium Reval Tufinol
Dalmadorm Klevavix Nifalin Rivotril Unakalm
Demetonevrin Lendormin Nilium Sedinol Valium
Diphenal Lexotanil Noan-Gap Softramal Vaposyrup
Zyvoralium Zoletil Zolpidem Xanax Vicholine
Vulbegal Theophylline Tranquobuscopan
Sedative
99