You are on page 1of 99

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Κοινωνικής και Κλινικής


Ψυχολογίας των Εξαρτήσεων και των Ψυχοκοινωνικών Προβλημάτων

Μεταπτυχιακή εργασία με θέμα :


Το φαινόμενο της κατάχρησης και εξάρτησης από ελάσσονα
ηρεμιστικά και η στάση των λειτουργών υγείας απέναντι στο
πρόβλημα.

Ξανθόπουλος Χρήστος
Α.Μ.300

Επόπτης καθηγητής: Φ. Ζαφειρίδης

Θεσσαλονίκη
Οκτώβριος 2007
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγή………………………………………………………………….σελ.4

2. Βιβλιογραφική επισκόπηση………………………………………....…...σελ.7

α. Ιστορική αναδρομή………………………………….…………………...σελ.7

β. Φαρμακολογική δράση ηρεμιστικών……………………………………σελ.9

γ. Βαρβιτουρικά……………………………………….……………....…….σελ.10

δ. Βενζοδιαζεπίνες…………………………………………………………..σελ.11

ε. Φαρμακευτική εξάρτηση………………………………………….……...σελ.14

ζ. Επιδημιολογικά στοιχεία…………………………………………………σελ.17

η. Τα προβλήματα κατά τη συνταγογράφηση


και τη χρήση ηρεμιστικών………………….…….….………………….σελ.21

θ. Ο ρόλος των ιατρών………..…………………….…….….……………..σελ.24

3. Μεθοδολογία………………………………………….….…...…………...σελ.27

α. Ερευνητικό σχέδιο……………………………………………….……....σελ.27

β. Συμμετέχοντες………………………………………………….………...σελ.28

γ. Διαδικασία…………………………………………………….………….σελ.29

δ. Συλλογή δεδομένων………………………………………………………σελ.30

ε. Προτεινόμενη μέθοδος ανάλυσης…………………………….…………..σελ.31

ζ. Ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα…………………………….………...σελ.31

η. Συνέπειες και περιορισμοί…………….…………………………………σελ.32

4. Αποτελέσματα………………………………………………………………σελ.35

α. Η γενική εικόνα που έχουν οι γιατροί της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τη


κατάχρηση ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων……...σελ.35

β. Η στάση που έχουν οι γιατροί της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τη χρήση


ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων…………………. σελ.43

γ. Η γενική εικόνα που έχουν οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης σε σχέση με


τη κατάχρηση ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων….σελ.42

2
δ. Η στάση που έχουν οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τη
χρήση ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων…..….…. σελ.52

ε. Στοιχεία μέσα από τη συνταγογράφηση………………………..….…. σελ.66

ζ. Συμμετοχική παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου………..……... σελ.70

5. Συζήτηση………………………………………………………..….………σελ.73

α. Ανάλυση αποτελεσμάτων……………………………………..….….….. σελ.73

β. Προτάσεις για μείωση της συνταγογράφησης……………………...….. σελ.76

γ. Επίλογος…………………………………………………………………. σελ.78

6. Περίληψη…..……………………………………………………………….σελ.80

7. Βιβλιογραφία……………………………………………………………….σελ.82

8. Παράρτημα…………………………………………………………………σελ.88

α. Ερωτήσεις προς ιατρούς…………….…………………………………...σελ.88

β. Ερωτήσεις προς φαρμακοποιούς……..………………………………….σελ.93

γ. Ερευνητικό συμβόλαιο………………..…………………………………..σελ.97

δ. Αλληλογραφία ..................................…………………………….……….σελ.98

ε. Φάρμακα του Ν.1729/87…………………………………………………σελ.99

3
1. Εισαγωγή

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σταδιακή αύξηση των


συνταγογραφούμενων εξαρτησιογόνων ουσιών ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν στη
κατηγορία των αγχολυτικών και ηρεμιστικών φαρμάκων. Η στάση των ειδικών πάνω
στη διάδοση των φαρμάκων αυτών παίζει σημαντικό ρόλο στην εγκατάσταση μιας
παθητικής στάσης από τους αιτούντες βοήθειας αλλά και στη μη εφαρμογή
ολοκληρωμένων θεραπειών και ολιστικών προσεγγίσεων κυρίως σε προβλήματα
όπως το καθημερινό άγχος, το πένθος, την ήπια κατάθλιψη κ.α. Η μακροχρόνια
χρήση των ηρεμιστικών, χωρίς ουσιαστικά να αντιμετωπίζεται η αιτία που δημιουργεί
ψυχοσωματικά συμπτώματα, δεν λύνει το πρόβλημα αλλά δυστυχώς μπορεί να
δημιουργήσει ένα επιπλέον πρόβλημα αυτό της εξάρτησης.
Οι βενζοδιαζεπίνες σαφέστατα αποτελούν ένα πολύ σημαντικό θεραπευτικό
εργαλείο σε μια πλειάδα περιπτώσεων, που τις περισσότερες φορές ενέχει σημαντικά
κλινικά, ηθικά αλλά και νομικά ζητήματα από τη πλευρά των γιατρών. Το γεγονός ότι
οι βενζοδιαζεπίνες μπορούν να αναπτύξουν μια σωματική αλλά κυρίως μια
ψυχολογική εξάρτηση εμπεριέχει κάποιο ρίσκο που κάθε γιατρός πρέπει να το δει
προσεχτικά.
Χαρακτηριστικά, ο Παπαγεωργίου (1985) αναφέρει ότι στο φαινόμενο της
εξάρτησης από διάφορα φάρμακα δυστυχώς, παίζουν ρόλο όχι μόνο οι ασθενείς αλλά
και οι γιατροί. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να μην είναι «επιστημονικά
τεκμηριωμένη», αλλά οπωσδήποτε αποτελεί για τις προσωπικές μας εμπειρίες,
απόλυτη βεβαιότητα..
Η χρήση και η διάδοση αυτών των φαρμάκων σημειώνει τα τελευταία χρόνια
σταδιακή αύξηση με αποτέλεσμα να μας προβληματίζει ιδιαίτερα, όταν μάλιστα
βλέπουμε ότι η ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας συμβαδίζει με την
ανάπτυξη του προβλήματος της φαρμακευτικής κατάχρησης τότε προβληματιζόμαστε
ακόμα περισσότερο για τις κοινωνικές μεταβλητές που εμπλέκονται.
Σίγουρα, οι λόγοι που κάθε γιατρός συνταγογραφεί κάποιο ηρεμιστικό είναι καθαρά
ατομικοί και τις περισσότερες φορές ιατρικοί. Όμως το γεγονός ότι το φαινόμενο της
χρήσης ηρεμιστικών συνεχώς διογκώνεται τότε υποπτευόμαστε ότι εμπλέκονται
παράγοντες όπως ο σύγχρονος τρόπος ζωής, οι παγιωμένες στάσεις αντιμετώπισης
προβλημάτων και η αναποτελεσματική πολιτική πρόληψης των σύγχρονων

4
ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Έτσι το φαινόμενο από καθαρά ιατρικό θεωρούμε
ότι είναι παράλληλα και κοινωνικό.
Μια παγιωμένη στάση αντιμετώπισης μας περιγράφει χαρακτηριστικά ο
Παπαγεωργίου (1985): «Έχουμε μάθει να κατηγορούμε και να κριτικάρουμε ότι
συνήθως δε μπορούμε να αλλάξουμε. Έτσι, η κριτική για τις πολυεθνικές εταιρίες
φαρμάκων, για τη καταστροφική και πολλές φορές, γεμάτη ψεύδη διαφήμιση
διαφόρων “σωτήριων σκευασμάτων”, είναι καθημερινή και πλούσια σε επιχειρήματα.
Με αυτό τον τρόπο όμως, ξεχνάμε τη καθημερινή πράξη, κλείνουμε τα μάτια σε ότι
συμβαίνει γύρω μας. Μάθαμε να μιλάμε για τα “ναρκωτικά” ίσως και τον
αλκοολισμό. Κανένας όμως δε μιλάει για το χαπάκι που χρειάζεται να πάρει για να
κοιμηθεί, για το Tavor που του δάνεισε ο φίλος ή η φίλη του για να …ηρεμήσει !!!
Εδώ βέβαια, τίθεται και η σοβαρότητα του θέματος όταν ένα μεγάλο μέρος του
πληθυσμού αναζητεί την εύκολο δρόμο της ηρεμίας, του ύπνου και της καλής
διάθεσης. Πολλοί μιλάνε για το πρόβλημα της νεολαίας με το χασίσι και τη
μαριχουάνα αγνοώντας πολλές φορές ποιος τους έδειξε τον εύκολο δρόμο της
«φυγής». Και το ερώτημα που τίθεται είναι το πώς ο γονιός που έχει διαλέξει την
εύκολη λύση να μπορεί να μιλήσει στο παιδί του για τα ναρκωτικά και τις επιπτώσεις
τους αν με το παράδειγμά του ακολουθεί το αντίθετο». Όταν βέβαια, οι ειδικοί
συνεπικουρούν σε μια τέτοια στάση τότε το πρόβλημα συνεχίζεται. Η σοβαρότητα
λοιπόν και η αξία ενός τέτοιου θέματος που ερευνάται και αναλύεται θεωρούμε ότι
είναι μεγάλη.
Τα φάρμακα που θα αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας είναι τα λεγόμενα
ηρεμιστικά, αγχολυτικά ή υπνωτικά, που σήμερα χορηγούνται μόνο με ειδική
συνταγή του νόμου 1729/87 και η διακίνηση τους ελέγχεται από το κράτος. Κατά την
έννοια του νόμου αυτού ναρκωτικά είναι ουσίες τεχνητές ή φυσικές που δρουν στο
κεντρικό νευρικό σύστημα, προκαλούν εξάρτηση του ατόμου και περιλαμβάνονται
ιδίως στους τέσσερις (4) πίνακες του άρθρου αυτού (ΔΣΑ 2005).
Η έρευνα λοιπόν, αφορά τις συνταγογραφούμενες εξαρτησιογόνες ουσίες που
περιλαμβάνονται στο πίνακα (Βλέπε Παράρτημα κεφ.ε) και αφορούν τη κατηγορία Δ
των αγχολυτικών και ηρεμιστικών φαρμάκων.
Τα αγχολυτικά και ηρεμιστικά φάρμακα είναι ουσίες που χρησιμοποιούνται
σύμφωνα με τις ενδείξεις σε μια πληθώρα ψυχικών παθήσεων όπως το αγχώδες
σύνδρομο, τις διαταραχές πανικού, σε περιπτώσεις κατάθλιψης όπου το άγχος
συνυπάρχει, την αϋπνία κ.α.(Μάνος 1997) Σύμφωνα με τους καθηγητές του Harvard

5
Bursztajn και Brodsky (1997) η μακροχρόνια θεραπευτική χρήση βενζοδιαζεπινών
υφίσταται κατά κύριο λόγο σε τρεις μεγάλες ομάδες ασθενών. Η μεγαλύτερη ομάδα
είναι αυτή με χρόνια και σοβαρά προβλήματα υγείας (π.χ. καρδιοαγγειακά, καρκίνος
κ.α.). Εδώ πολλές φορές, οι γιατροί χορηγούν κάποια βενζοδιαζεπίνη προκειμένου να
κατευνάσουν το άγχος που δημιουργεί η ενδεχόμενη απώλεια ζωής με απώτερο στόχο
την καλύτερη ποιότητα ζωής αλλά και την αποφυγή ενδεχόμενων ψυχικών επιπλοκών
που θα επιβάρυναν μια τέτοια κατάσταση. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από
ασθενείς με κρίσεις πανικού. Σε αυτή την ομάδα παρότι η βενζοδιαζεπίνες, σύμφωνα
με τους συγγραφείς, έχουν καλύτερα αποτελέσματα μπορούν κάλλιστα να
χρησιμοποιηθούν και αντικαταθλιπτικά ζυγίζοντας, πάντα κατά περίπτωση, τα
θεραπευτικά αποτελέσματα των αντικαταθλιπτικών με τις ανεπιθύμητες ενέργειες
των βενζοδιαζεπινών. Σε αυτή τη κατηγορία πληθυσμού δεν υπάρχουν στοιχεία για
κατάχρηση βενζοδιαζεπινών ενώ στη πλειάδα των περιπτώσεων υπάρχει βαθμιαία
ελάττωση των δόσεων έως το τέλος της θεραπείας. Τέλος, η Τρίτη και τελευταία
ομάδα είναι εκείνη με χρόνιες και σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές και με
επαναλαμβανόμενες περιόδους οξέους άγχους.
Παρόλα αυτά όμως διαπιστώνεται ότι μια άλλη κατηγορία πληθυσμού θέλοντας να
κατευνάσει το καθημερινό άγχος ή να καταπολεμήσει τα προβλήματα της
καθημερινότητας καταφεύγει στην εύκολη λύση των φαρμάκων ενώ από την άλλη
πλευρά δεν είναι λίγοι εκείνοι που κάνουν κατάχρηση αυτών των φαρμάκων ή ζητούν
την ευφορία συνδυάζοντας τα με άλλες ουσίες ή αλκοόλ.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ιδρύματος Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας
(ΙΦΕΤ) η κατανάλωση των βενζοδιαζεπινών σε συσκευασίες και δόσεις το 1995 έως
το 2003 παρουσίασε αύξηση κατά 25%. Συγκεκριμένα, οι συνολικές ποσότητες των
παραγώγων των βενζοδιαζεπινών σε νοσοκομεία και φαρμακεία το 1995 ήταν
7.620.301 εμβαλάγια ενώ το 2003 άγγιξαν τα 8.994.310 (Κιοσές 2005). Μέσα σε
αυτούς τους αριθμούς θα θελήσουμε να εμβαθύνουμε και να δούμε κατά πόσο
ανταποκρίνονται στους θεραπευτικούς στόχους και κατά πόσο υπάρχει πληθυσμός
που βρίσκεται κάτω από την εξάρτηση αυτών των φαρμάκων.
Σκοπός της ερευνάς είναι να δούμε κατά πόσο οι ειδικοί συμβάλουν στην
εξάπλωση των ηρεμιστικών και υπνωτικών φαρμάκων και να αναζητηθούν τα αίτια
της σταδιακής αύξησης των πωλήσεων όπως οι ειδικοί τα αντιλαμβάνονται. Θα ήταν
παράληψη βέβαια, να αγνοήσουμε παραμέτρους και ερωτήματα που ίσως τεθούν
κατά τη διάρκεια της έρευνας, όπως το αν υπάρχει υπερσυνταγογράφηση των ουσιών

6
αυτών, αν εκπληρώνεται ο θεραπευτικός στόχος των φαρμάκων αυτών ή αν γίνεται
κατάχρηση ή κακή χρήση από τους ασθενείς ή τέλος αν υπάρχει παραεμπόριο με
παράνομες και πλαστές συνταγές που συμβάλει στη διάδοση αυτών των ουσιών.
Έμμεσος στόχος αυτής της έρευνας αποτελεί η αλληλεπίδραση του ερευνητή με την
ιατρική και φαρμακευτική κοινότητα με σκοπό την ευαισθητοποίηση πάνω στο
σοβαρό αυτό θέμα. Με λίγα λόγια θα λέγαμε ότι ο τελικός σκοπός της έρευνας είναι η
καταγραφή απόψεων και στάσεων των λειτουργών υγείας του πολεοδομικού
συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης πάνω στο θέμα της χρήσης και της κατάχρησης
ηρεμιστικών-υπνωτικών φαρμάκων αλλά και η γενικότερη καταγραφή του σοβαρού
αυτού, κατά τη γνώμη μας, ιατροκοινωνικού προβλήματος.

7
2. Βιβλιογραφική επισκόπηση

α. Ιστορική αναδρομή

Η χρήση των ηρεμιστικών φαρμάκων έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Τόσο για
κοινωνικά αποδεκτούς όσο και για αθέμιτους σκοπούς, «μαγικά φίλτρα» και βότανα,
το όπιο, το αλκοόλ, ή η κάνναβης επιστρατεύονταν για να προκαλέσουν λήθαργο και
ύπνο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ίσως αποτελεί το θρυλικό μαντείο των
Δελφών όπου η Πυθία, χωρίς βεβαίως να γνωρίζει επακριβώς τις ιδιότητες του
διοξειδίου του άνθρακα, της επέτρεπε εισπνέοντας το , σύμφωνα με τη παράδοση, να
κάνει προβλέψεις για το μέλλον. Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα τα
παράγωγα του αιθέρα, του χλωροφορμίου κ.α. έκαναν δημοφιλή την εισπνοή των
αερίων ως μια διαφορετική κατάσταση μεταβολής της συνείδησης.
Το πρώτο φάρμακο που παρουσιάστηκε ως ηρεμιστικό-υπνωτικό ήταν το βρόμιο.
Τη δεκαετία του 1860, το βρομιούχο κάλιο εισήχθη στην ιατρική για τη θεραπεία των
επιληπτικών κρίσεων. Εξαιτίας όμως των ισχυρών ανεπιθύμητων ενεργειών του
φαρμάκου η χρήση του εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 1900 με την εμφάνιση των
βαρβιτουρικών.
Το πρώτο βαρβιτουρικό φάρμακο σχεδιάστηκε το 1862 και εισήχθη στην ιατρική
πρακτική το 1903 με το όνομα βαρβιτάλη. Σε σχέση με το βαρβιτουρικό οξύ, από το
οποίο προήλθε η βαρβιτάλη, το φάρμακο αυτό δεν ήταν μόνο ηρεμιστικό αλλά
προκαλούσε και ύπνο. Από την πρώτη εμφάνιση της βαρβιτάλης μέχρι σήμερα πάνω
από 2500 βαρβιτουρικά έχουν σχεδιαστεί ενώ μόνο τα 50 έχουν κυκλοφορήσει και
συνταγογραφηθεί κατά καιρούς. Από το 1900 έως το 1960 τα βαρβιτουρικά
παρέμειναν τα πρώτα σε κυκλοφορία ηρεμιστικά φάρμακα μέχρι την εμφάνιση των
βενζοδιαζεπινών (Carroll Charles R.1996).
Οι βενζοδιαζεπίνες για πρώτη φορά εισήχθησαν στη θεραπευτική το 1960 και η
πρώτη που κυκλοφόρησε ήταν η χλωροδιαζεποξείδη (Librium) (Arana & Hyman
1994) που σχεδιάσθηκε το 1957 από τον ερευνητή Leo Sternbach (Cuevas & Sanz
2004).
Λίγα χρόνια μετά την πρώτη ανακάλυψη βενζοδιαζεπίνης ακολούθησαν σειρά από
φάρμακα της ίδιας κατηγορίας με διαφορετικές φαρμακοδυναμικές και
φαρμακοκινητικές ιδιότητες αλλά με παρόμοια φαρμακολογική δράση.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι πάνω από 3000 βενζοδιαζεπίνες σχεδιάστηκαν στα

8
εργαστήρια ενώ από αυτές κλινικά χρησιμοποιήθηκαν κατά το παρελθόν οι 40 (IMS
1987) ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται περίπου 20 (Mycek, Harvey, Champe 2003).
Οι βενζοδιαζεπίνες χρησιμοποιήθηκαν από τα πρώτα κιόλας χρόνια της
κυκλοφορίας τους στην αγορά από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού για περιπτώσεις
αϋπνίας, άγχους, κρίσεων πανικού και συνδρόμων απόσυρσης σε περιπτώσεις μικρών
χειρουργικών επεμβάσεων, επιληπτικών κρίσεων κ.α. (McEvoy 1993) Αποτέλεσμα
της μεγάλης εξάπλωσης των βενζοδιαζεπινών ήταν το φαινόμενο της Βαλιοφιλίας (
από το γνωστότερο εκπρόσωπο της κατηγορίας αυτής, το Valium) που οφείλει δίχως
άλλο την ανάπτυξή της τόσο στους ασθενείς όσο και στους γιατρούς (Παπαγεωργίου
1985).
Οι γνώσεις μας για την εξάρτηση που προκαλούσαν οι συγκεκριμένες ουσίες ήρθαν
λίγα χρόνια αργότερα. Σε δύο σοβαρές βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις μελετών για τη
χλωροδιαζεποξείδη και τη διαζεπάμη δεν επισημαίνεται καμιά περίπτωση εξάρτησης
πριν από το 1965. Παρόλα αυτά όμως το πρώτο περιστατικό εξάρτησης γενικά από
βενζοδιαζεπίνες που συμπλήρωνε όλες τις επιστημονικές προδιαγραφές, για να
θεωρηθεί γνήσιο, ανακοινώθηκε από τον Hollister και τους συνεργάτες του το 1961.
Σε μια άλλη σοβαρή έρευνα της βιβλιογραφίας το 1978 ο Marks αναφέρει ότι
συνάντησε μόνο 118 περιπτώσεις οι οποίες συμπλήρωναν όλες τις προϋποθέσεις για
να θεωρηθούν γνήσια περιστατικά στερητικού συνδρόμου. Το μεγαλύτερο κύμα
δημοσιεύσεων για την εξάρτηση εμφανίστηκε μεταξύ 1969-73, δέκα χρόνια περίπου
από την αρχή της χρήσης τους στην κλινική πράξη (Λιάππας 1995).

β. Φαρμακολογική δράση ηρεμιστικών

Είναι γεγονός ότι οι μηχανισμοί δράσεις των ηρεμιστικών φαρμάκων δεν είναι
απολύτως κατανοητές. Παρόλα αυτά όμως οι έρευνες της νευροφαρμακολογίας έχουν
ανακαλύψει πολλά για τις φαρμακολογικές δράσεις των ψυχοτρόπων φαρμάκων,
αλλά όμως εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα στο συσχετισμό των γνωστών
φαρμακολογικών δράσεων αυτών των ουσιών με τα θεραπευτικά τους αποτελέσματα.
(Grahame-Smith, Aroson, Wood 2001). Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τους
ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες που δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν σε σχέση με
τη πορεία της νόσου και τη θεραπεία αλλά και το βαθμό εξάρτησης που μπορεί να
αναπτύξει το φάρμακο σε ανθρώπους με διαφορετικές προσωπικότητες.

9
Είναι γνωστό ότι οι βενζοδιαζεπίνες δρουν στους μετασυναπτικούς
GABAενεργικούς υποδοχείς, όπου ενισχύουν τη δράση του GABA (γ-
αμινοβουτυρικού οξέος) στα ανασταλτικά νευρωνικά κυκλώματα, οπότε προκύπτει
καταστολή και μείωση του άγχους.
Οι ακριβείς μοριακές αλληλεπιδράσεις αυτού του μηχανισμού είναι ακόμα
άγνωστες. Στον εγκέφαλο υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία σύνδεσης για τις
βενζοδιαζεπίνες, που μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αποτελούν υποδοχείς κάποιας
ενδογενούς ουσίας που φυσιολογικά συνδέεται εκεί και ρυθμίζει τη λειτουργία του
GABA. Πίσω από τα συμπτώματα του άγχους και τις μεταβολές του μορφότυπου του
ύπνου, μπορεί να κρύβεται κάποια παρεμβολή σε αυτή τη διεργασία(Grahame-Smith,
Aroson, Wood 2001).
Συγκεκριμένα, η πρόσδεση του γ-αμινοβουτυρικού οξέος (GABA) στον υποδοχέα
του στην κυτταρική μεμβράνη προκαλεί τη διάνοιξη του διαύλου χλωρίου, γεγονός
που οδηγεί στην αύξηση της αγωγιμότητας για τα ιόντα χλωρίου. Η εισροή ιόντων
χλωρίου προκαλεί μια μικρή υπερπόλωση η οποία απομακρύνει το μετασυναπτικό
δυναμικό από τον ουδό πυροδότησης και έτσι αναστέλλεται ο σχηματισμός
δυναμικών ενέργειας. Οι βενζοδιαζεπίνες προσδένονται σε εξειδικευμένες υψηλής
συγγένειας θέσεις της κυτταρικής μεμβράνης, που είναι ξεχωριστές από άλλα
παρακείμενες στον υποδοχέα για το GABA. Οι υποδοχείς των βενζοδιαζεπινών
εντοπίζονται μόνο στο κεντρικό νευρικό σύστημα και η κατανομή τους είναι
παράλληλη με αυτή των νευρώνων του GABA. Η πρόσδεση των βενζοδιαζεπινών
ενισχύει τη συγγένεια των υποδοχέων-GABA γι’ αυτόν το νευροδιαβιβαστή, με
αποτέλεσμα την πιο συχνή διάνοιξη των παρακείμενων διαύλων χλωρίου. Αυτό πάλι
έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της υπερπόλωσης και την περαιτέρω αναστολή της
παραγωγής νευρικών ώσεων (Mycek, Harvey, Champe 2003).
Τα βαρβιτουρικά ενισχύουν επίσης την επίδραση του GABA στην είσοδο του
χλωρίου στο νευρώνα, παρόλο που δε προσδένονται στον υποδοχέα βενζοδιαζεπινών
κα παρόλο που θεωρείται ότι κυρίως παρεμβαίνουν στη μεταφορά νατρίου και καλίου
διαμέσου των κυτταρικών μεμβρανών (Mycek, Harvey, Champe 2003).

γ. Βαρβιτουρικά

Τα βαρβιτουρικά αν και σπάνια χορηγούνται θεραπευτικά, κυκλοφορούν ακόμα


στους δρόμους (στις πιάτσες). Παλιότερα όμως πολλοί ηλικιωμένοι ήταν εξαρτημένοι
επειδή τα χρησιμοποιούσαν ως υπνωτικά (Μπάλλης 2000). Στη Μεγάλη Βρετανία το

10
20% όλων των συνταγών που χρησιμοποιήθηκαν το 1967 αφορούσαν βαρβιτουρικά
φάρμακα και είχαν χορηγηθεί για αϋπνία (Μαρσέλος 1986). Γενικά η κατάχρηση και
η εξάρτηση από βαρβιτουρικά υπήρξε σύνηθες φαινόμενο στη 10ετία του 1960,
περίοδος μεγάλης συνταγογράφησης ουσιών αυτού του τύπου. Πρόσφατες έρευνες
αναφέρουν ότι σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, η Μ.Βρετανία και η Ιρλανδία,
τα βαρβιτουρικά έχουν πάψει να χρησιμοποιούνται ευρέως από χρήστες μετά από
τους περιορισμούς που θεσπίσθηκαν για τη συνταγογράφησής τους στις αρχές της
10ετίας του 1970 (Λιάππας 1995).
Σήμερα, η χρήση των βαρβιτουρικών αν και σπάνια κυκλοφορούν μερικοί από τους
νεότερους χρήστες λιώνουν τις κάψουλες και κάνουν ενέσεις ενδοφλέβια με
ανεπιθύμητα αποτελέσματα όπως φλεβίτιδες, έλκη, αποστήματα ή γάγγραινα
(Μπάλλης 2000). Το ίδιο πρόβλημα συμβαίνει βέβαια και σε άλλες χώρες όπως στη
Μεγάλη Βρετανία που σύμφωνα με τους Grahame-Smith, Aroson και Robson (2001)
η εξάρτηση από βαρβιτουρικά οφείλεται συνήθως σε παράνομη φαρμακευτική
κατάχρηση.
Η συνταγογράφηση των βαρβιτουρικών λόγω των σοβαρών ανεπιθύμητων
ενεργειών, όπως είναι οι διαταραχές στην ικανότητα συγκέντρωσης, το αίσθημα
κόπωσης αφού ο ασθενής ξυπνήσει, ο εθισμός αλλά και η αναπνευστική καταστολή
με αποτέλεσμα το θάνατο σε υψηλές δόσεις έχει αντικατασταθεί πλέον από τις
βενζοδιαζεπίνες. Σύμφωνα με την εμπειρία μας η συνταγογράφηση των
βαρβιτουρικών αφορά κυρίως την επιληψία σε ένα πολύ μικρό κομμάτι ασθενών.

δ. Βενζοδιαζεπίνες

Οι βενζοδιαζεπίνες είναι σήμερα τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα αγχολυτικά


φάρμακα. Έχουν κατά μεγάλο μέρος αντικαταστήσει τα βαρβιτουρικά στη θεραπεία
του άγχους, αφού οι βενζοδιαζεπίνες είναι περισσότερο αποτελεσματικές και
ασφαλέστερες (Harvey, Champe, Mycek 2000 και Grahame-Smith D.G., Aroson J.K.
2001). Σε χαμηλές έως μέτριες δόσεις οι βενζοδιαζεπίνες δημιουργούν ένα αίσθημα
ηρεμίας. Αντίθετα όμως με τα βαρβιτουρικά, που σε μεγαλύτερες δόσεις διαχέονται
κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης και επηρεάζουν ολόκληρο το σώμα, οι
βενζοδιαζεπίνες περιορίζουν τη δράση τους σε ψηλότερες περιοχές του σώματος, έτσι
ώστε ακόμα και σε εξαιρετικά μεγάλες δόσεις επιδρούν περισσότερο στο μυαλό παρά
στο σώμα (Tayler 1986). Οι χαμηλές δόσεις πάντως είναι ασφαλείς, φέρνουν ηρεμία

11
και εξαφανίζουν το άγχος. To Εθνικό Συνταγολόγιο (2003) μάλιστα, αναφέρει ότι
λόγω της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειάς τους, αλλά και της μεγάλης
συχνότητας του άγχους και της αϋπνίας στον πληθυσμό, οι βενζοδιαζεπίνες έχουν
ευρύτατη χρήση.
Η κλινική σημασία της φαρμακοκινητικής των βενζοδιαζεπινών μπορούν να
χωριστούν σε δύο κατηγορίες:
1. Σε καταστάσεις τις οποίες έχει σημασία η κινητική εφάπαξ δόση όπως είναι η
αντιμετώπιση της αϋπνίας μιας νύχτας, ο ύπνος στη διάρκεια ταξιδιού μεταξύ
διαφορετικών χρονικών ζωνών, η επείγουσα αντιμετώπιση του οξέος άγχους ή
της οξείας ανησυχίας, η επείγουσα καταστολή ασθενών με οξεία ψύχωση, το
status epilepticus, η προεγχειρητική καταστολή και η εισαγωγή στην
αναισθησία.
2. Σε καταστάσεις τις οποίες έχει σημασία η κινητική πολλών δόσεων όπως είναι
η μακρόχρονη αντιμετώπιση του άγχους, η νυχτερινή αντιμετώπιση της
αϋπνίας διαδοχικών νυκτών, η ενδιάμεση διάρκειας ενισχυτική χρήση μαζί με
αντικαταθλιπτικά και η μακρόχρονη αντιμετώπιση της ακαθισίας από
νευροληπτικά (Arana & Hyman 1994).
Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης, ότι όλες οι βενζοδιαζεπίνες δεν έχουν
αντιψυχωσική και αναλγητική δράση ενώ παράλληλα δεν επηρεάζουν καθόλου το
αυτόνομο κεντρικό σύστημα.
Οι δράσεις των βενζοδιαζεπινών περιορίζονται με λίγα λόγια στη μείωση του
άγχους, στη καταστολή και ύπνωση (τεχνητά προκαλούμενος ύπνος) ενώ παράλληλα
έχει διαπιστωθεί ότι έχουν αντιεπιληπτική και μυοχαλαρωτική δράση (Mycek,
Harvey, Champe 2003)
Είναι φανερό ότι οι βενζοδιαζεπίνες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη
δραστικότητά τους αλλά και το χρόνο που χρειάζεται για την ανάπτυξη σωματικής
εξάρτησης. Έτσι η βιβλιογραφία χωρίζει τις βενζοδιαζεπίνες σε υπνωτικές και
αγχολυτικές.
Tα υπνωτικά σύμφωνα με το Εθνικό Συνταγολόγιο (2003) δεν πρέπει να
χορηγούνται ανεξέλεγκτα, αλλά με βάση τις ανάγκες του ατόμου και κυρίως σε
έντονη αϋπνία και για βραχείες περιόδους. Δεν πρέπει να αναγράφονται σε μεγάλες
ποσότητες αλλά μόνο για 1-2 εβδομάδες θεραπείας. Tα καλύτερα αποτελέσματα
επιτυγχάνονται στο διακεκομμένο ύπνο. Aνοχή στο υπνωτικό αποτέλεσμα
παρατηρείται μετά 3-14 ημέρες συνεχούς λήψης ενώ πρόσθετο μειονέκτημα της

12
μακράς χορήγησης είναι η εμφάνιση παλίνδρομης αϋπνίας και ενδεχομένως
στερητικού συνδρόμου κατά τη διακοπή του φαρμάκου. Oι βενζοδιαζεπίνες μπορούν
να προκαλέσουν εξάρτηση, με εμφάνιση στερητικών συμπτωμάτων (άγχος,
ευερεθιστότητα, τρόμος, αϋπνία, εφίδρωση, κοιλιακά ενοχλήματα, διάρροια, ναυτία,
ανορεξία, κόπωση, ταχυκαρδία, υπέρταση και σπάνια επιληπτικές κρίσεις), που
εμφανίζονται μετά 1-2 ημέρες από την απότομη διακοπή με τα βραχείας δράσης και
μετά 2-5 ή και περισσότερες ημέρες με τα μακράς δράσης παράγωγα, αυξάνονται
προοδευτικά και συνήθως υποχωρούν μετά 1-3 εβδομάδες. O κίνδυνος ανάπτυξης
εξάρτησης είναι μεγαλύτερος και τα στερητικά συμπτώματα εντονότερα με τα
μεγάλης ισχύος και βραχείας δράσης παράγωγα, τις υψηλότερες δόσεις και το
μακρύτερο χρόνο χορήγησης.
Τα αγχολυτικά θεωρούνται πιο ασφαλή φάρμακα και γενικότερα έχουν πιο ευρεία
χρήση. Όσο αφορά το πρόβλημα της εξάρτησης το Εθνικό Συνταγολόγιο αναφέρει
ότι αν και εξάρτηση μπορεί να συμβεί ακόμη και με θεραπευτικές δόσεις μετά από
μακρά, μεγαλύτερη των 6 μηνών λήψη, ο κίνδυνος να προκύψουν σοβαρά
προβλήματα εξάρτησης είναι πολύ μικρός. Tο ενδεχόμενο της εξάρτησης θα πρέπει
να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά τη χορήγηση των βενζοδιαζεπινών, αλλά και δεν
θα πρέπει, λόγω υπερβολικού φόβου, να αποστερούνται μιας αποτελεσματικής
θεραπείας ασθενείς που υποφέρουν από άγχος ή αϋπνία. H δραστικότητα τους βέβαια
καταλήγει, για διάστημα μεγαλύτερο των 4 μηνών είναι αμφίβολη και γι’ αυτό θα
πρέπει από καιρό σε καιρό να επανεξετάζεται η αναγκαιότητα συνέχισης της
θεραπείας.
Παράλληλα, υπάρχουν επιδημιολογικές έρευνες που υποστηρίζουν ότι η γνήσια
εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες δεν είναι τόσο συχνό φαινόμενο όσο γενικά θεωρείται.
Για παράδειγμα, εκτεταμένες έρευνες το 1973 σε εννέα νοσοκομεία της Βορείου
Αμερικής, της Νέας Ζηλανδίας και του Ισραήλ αναφέρουν ότι από 25000 αρρώστους
που ρωτήθηκαν 4500 ανέφεραν ότι έκαναν χρήση βενζοδιαζεπινών για κάποιο
διάστημα, αλλά κανένας δε θεωρήθηκε εξαρτημένος από αυτές (Λιάππας 1995).
Το γεγονός όμως, ότι το Εθνικό Συνταγολόγιο, που αποτελεί βασικό εργαλείο των
γιατρών, αλλά και κάποιες βιβλιογραφικές αναφορές είναι πιο καθησυχαστικές με τη
χρήση των βενζοδιαζεπινών σίγουρα δεν είναι ο κύριος λόγος της περιττής πολλές
φορές συνταγογράφησης καθώς είναι γενικά αποδεκτό ότι η χρήση βενζοδιαζεπινών
σε συνήθεις αναγραφόμενες θεραπευτικές δόσεις είναι δυνατό να προκαλέσει ψυχική

13
και σωματική εξάρτηση, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό ανάλογα πάντα με το ψυχικό
υπόβαθρο και το χαρακτήρα του κάθε ατόμου.
Είναι μάλιστα γενικά αποδεκτό ότι αυτά τα φάρμακα δεν πρέπει να
χρησιμοποιούνται για ανακούφιση από το φυσιολογικό άγχος της καθημερινότητας,
αλλά πρέπει να περιορίζεται η χρήση τους στο παρατεινόμενο, σοβαρό άγχος αλλά
και πάλι θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για μικρές περιόδους λόγω της πιθανής
πρόκλησης εθισμού (Mycek, Harvey, Champe 2003).
Σε μια μεγάλη βιβλιογραφική επισκόπηση 24 ερευνών από 1966 έως το 2003, οι
ερευνητές σύγκριναν τα οφέλη από τα υπνωτικά και το ρίσκο από τη μικρής
διάρκειας θεραπεία σε ανθρώπους άνω των 60 με αϋπνία. Οι ερευνητές έδειξαν ότι η
ποιότητα και η διάρκεια του ύπνου αυξήθηκε κατά 25 λεπτά μέσο όρο μεταξύ 2.400
συμμετεχόντων, όμως οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν εξίσου σοβαρές.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι σε 13 έρευνες αναφέρθηκε ως σοβαρή παρενέργεια
η ζαλάδα και η έλλειψη ισορροπίας με 7 από τα 59 περιστατικά που περιγράφηκαν
ήταν σοβαρά, όπως 6 σοβαρά χτυπήματα από πέσιμο και ένα αυτοκινητιστικό
ατύχημα. Η κούραση και η αδυναμία κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν επίσης
τέσσερις φορές μεγαλύτερη από όσους έπαιρναν εικονικό φάρμακο ενώ σε τέσσερις
έρευνες σημειώθηκε ότι όσοι έπαιρναν υπνωτικά είχαν μειωμένη απόδοση το πρωί με
όσους έπαιρναν εικονικό φάρμακο. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν
ήταν οι πονοκέφαλοι, οι εφιάλτες και η ναυτία. Βασισμένοι σε όλες τις έρευνες οι
καθηγητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ηλικιωμένοι έχουν 2 φορές
περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια υπνωτικών από
ότι οι νεώτεροι και θεωρούν ότι παρότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα στη σχέση
κόστους αποτελέσματος για τα υπνωτικά θα πρέπει να δοκιμάζονται αρχικά άλλες
θεραπείες και προσεγγίσεις (Warner 2005).

ε. Φαρμακευτική εξάρτηση

Η φαρμακευτική εξάρτηση σαφέστατα αποτελεί ένα σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα


που απασχολεί πολλούς ανθρώπους όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών
ομάδων. Η φαρμακευτική εξάρτηση και η κατάχρηση φαρμάκων αποτελούν σοβαρά
προβλήματα για τη κοινωνία μας και ευθύνονται για πολλές ασθένειες και θανάτους
εξαρτημένων ατόμων. Παρόλο που οι χρήστες παράνομων ουσιών είναι συνήθως

14
νεαρά άτομα, η κατάχρηση βενζοδιαζεπινών, βαρβιτουρικών και αλκοόλ αφορά
συνήθως άτομα μεγαλύτερων ηλικιών.
Η ορολογία της συνήθειας, του εθισμού και της ψυχαναγκαστικής κατάχρησης
φαρμάκων προκαλούν πολλές φορές σύγχυση, ενώ οι όροι κακή χρήση φαρμάκων
και κατάχρηση θα μπορούσαν να θεωρηθούν υποκειμενικοί καθώς πηγάζουν από
πολιτισμικές αντιλήψεις και αντιπροσωπεύουν κάποια αξιολόγηση με κοινωνικό
περιεχόμενο.
Σε γενικές γραμμές όμως, ως φαρμακευτική εξάρτηση θα χαρακτηρίζαμε τη
συνεχή ενασχόληση με ένα φάρμακο, σε βάρος άλλων ενδιαφερόντων ή ευθυνών, και
από ψυχαναγκαστική λήψη του αδιαφορώντας για τις συνέπειες (Grahame-Smith,
Aroson, Robson 2001). Τα κίνητρα μιας τέτοιας συμπεριφοράς είναι πολλά και
ποικίλα. Ατομικοί και κοινωνικοί παράγοντες θα μπορούσαν να ωθήσουν το άτομο
στην υιοθέτηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς που αφετηρία έχουν την μη κάλυψη
βασικών ψυχικών αναγκών.
Γενικότερα, ως εξάρτηση θα μπορούσαμε να ορίσουμε μια κατάσταση κατά την
οποία ένα άτομο, ζώντας σε συγκεκριμένες συνθήκες οικογενειακές και κοινωνικές
προσφεύγει στην κατάχρηση ουσιών προκειμένου να απαντήσει σε ψυχολογικά και
κοινωνικά αδιέξοδα και να καλύψει συναισθηματικές και πνευματικές ανάγκες.
(Ζαφειρίδης)
Παράλληλα, προβληματική χρήση ενός φαρμάκου έχουμε όταν η συνεχής χρήση
του ξεφεύγει από τα κοινωνικώς αποδεκτά πλαίσια και έχει επιβλαβείς οργανικές,
ψυχολογικές, κοινωνικές ή νομικές συνέπειες (Grahame-Smith, Aroson, Robson
2001).
Είναι γεγονός ότι η μακροχρόνια χρήση ηρεμιστικών μπορεί να προκαλέσει
εξάρτηση σωματική ή ψυχική. Το DSM IV περιγράφει χαρακτηριστικά, τα
συμπτώματα της τοξίκωσης από ηρεμιστικά αλλά και το στερητικό σύνδρομο που
μπορεί να προκαλέσει η διακοπή ή μείωση αυτών των ουσιών:

Διαγνωστικά κριτήρια τοξίκωσης από ηρεμιστικά, υπνωτικά ή αγχολυτικά


(DSM VI-TR)
Α. Πρόσφατη χρήση ενός ηρεμιστικού, υπνωτικού ή αγχολυτικού
Β. Κλινικά σημαντικές δυσπροσαρμοστικές συμπεριφεριολογικές ή ψυχολογικές
αλλαγές (π.χ. απρόσφορη σεξουαλική ή επιθετική συμπεριφορά, αστάθεια της
διάθεσης, έκπτωση της κρίσης, έκπτωση της κοινωνικής ή επαγγελματικής

15
λειτουργικότητας) οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια ή λίγο μετά τη χρήση
ηρεμιστικού, αγχολυτικού ή υπνωτικού.
Γ. Ένα από τα ακόλουθα σημεία, τα οποία αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια ή λίγο
μετά τη χρήση ηρεμιστικού, υπνωτικού ή αγχολυτικού:
1. δυσαρθρική ομιλία
2. ασυνέργεια
3. ασταθής βάδιση
4. νυσταγμός
5. έκπτωση προσοχής ή μνήμης
6. εμβροντησία ή κώμα
Δ. Τα συμπτώματα δεν οφείλονται σε γενική σωματική κατάσταση και δεν
εξηγούνται καλύτερα με άλλη ψυχική διαταραχή.

Διαγνωστικά κριτήρια στερητικού συνδρόμου από ηρεμιστικά, υπνωτικά ή


αγχολυτικά (DSM VI-TR)
Α. Διακοπή (ή μείωση) της χρήσης ηρεμιστικού, υπνωτικού ή αγχολυτικού, οποία
ήταν βαριά και παρατεταμένη.
Β. Δύο ή περισσότερα από τα ακόλουθα, τα οποία αναπτύσσονται μερικές ώρες έως
λίγες ημέρες μετά το κριτήριο Α :
1. αυτόνομη υπερδραστηριότητα (π.χ. εφίδρωση ή καρδιακή συχνότητα μεγαλύτερη
από 100)
2. αυξημένος τρόμος χεριών
3. αϋπνία
4. ναυτία ή εμετός
5. παροδικές οπτικές, απτικές ή ακουστικές ψευδαισθήσεις ή παραισθήσεις
6. ψυχοκινητική διέγερση
7. άγχος
8. σπασμοί τύπου grand mal
Γ. Τα συμπτώματα του κριτηρίου Β προκαλούν κλινικά σημαντική ενόχληση ή
έκπτωση της κοινωνικής, επαγγελματικής ή άλλων σημαντικών περιοχών της
λειτουργικότητας.
Δ. Τα συμπτώματα δεν οφείλονται σε γενική σωματική κατάσταση και δεν
εξηγούνται καλύτερα με άλλη ψυχική διαταραχή.

16
Έρευνες έχουν δείξει, όπως αυτή των Cuevas, Sanz, de la Fuente (2003), ότι η
ψυχική εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες είναι ισχυρότερη από τη φαρμακολογική ή τη
σωματική εξάρτηση που δημιουργεί το φάρμακο. Στη συγκεκριμένη έρευνα πήραν
μέρος 1048 άτομα που χρησιμοποίησαν ηρεμιστικά για ένα μήνα και τα
αποτελέσματα της έρευνας ήταν ιδιαιτέρως σημαντικά. Το 47% των συμμετεχόντων
θεωρήθηκαν ότι πληρούσαν τα κριτήρια της εξάρτησης και το μεγαλύτερο ποσοστό
αυτών ήταν γυναίκες άνω των 50, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, διαζευγμένες και
άνεργες ή απλώς νοικοκυρές. Επιπλέον, η ανάλυση των στοιχείων έδειξε ότι η
εξάρτηση είχε άμεση σχέση και με τρεις μόνο μεταβλητές όπως η δοσολογία, η
διάρκεια χρήσης και η παράλληλη χρήση αντικαταθλιπτικών αποδεικνύοντας έτσι για
μια ακόμα φορά το πόσο προσεχτικός πρέπει να είναι ο γιατρός πριν
συνταγογραφήσει ένα ηρεμιστικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Cuevas, Sanz, de la
Fuente (2003) καταλήγουν στα συμπεράσματά τους λέγοντας ότι η δοσολογία και ο
χρόνος διάρκειας χρήσης ηρεμιστικών δεν μας δίνουν στοιχεία φαρμακολογικής
ανοχής ούτε σε ολόκληρο το δείγμα αλλά ούτε στο δείγμα που θεωρήθηκε
εξαρτημένο, ισχυροποιώντας έτσι την αντίληψη ότι η ψυχική εξάρτηση από
βενζοδιαζεπίνες είναι ισχυρότερη από τη φαρμακολογική ή τη σωματική εξάρτηση
που δημιουργεί το φάρμακο μετά από μακροχρόνια χρήση.
Είναι φανερό λοιπόν, ότι η εξάρτηση από ηρεμιστικά είναι ένα φαινόμενο που
μπορεί να προβλεφθεί κατά τη συνταγογράφηση λαμβάνοντας υπόψη τη δοσολογία,
το χρόνο θεραπείας και μια σειρά από ατομικούς παράγοντες όπως ο χαρακτήρας, η
προδιάθεση του ατόμου και το οικογενειακό και κοινωνικό υπόβαθρο του.

ζ. Επιδημιολογικά στοιχεία

Σήμερα στις ΗΠΑ κυκλοφορούν 14 βενζοδιαζεπίνες και ακόμα περισσότερες σε


άλλες χώρες. Από τη δεκαετία του 60 έως το 80 οι βενζοδιαζεπίνες είχαν αυξανόμενη
ζήτηση και ήδη στη Μεγάλη Βρετανία το 1979 η συνταγογράφηση βενζοδιαζεπινών
άγγιξε τα 31 εκατομμύρια συνταγές (Taylor 1987). Έκτοτε η συνταγογράφηση
βενζοδιαζεπινών παρουσίασε σταδιακή μείωση σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες.
Στη Μεγάλη Βρετανία οι συνταγές που περιείχαν βενζοδιαζεπίνες από το 1979 έως το
1985 μειώθηκαν κατά 16% (Taylor 1987) ενώ έως το 1990 οι συνταγές που
εκδόθηκαν περιέχοντας βενζοδιαζεπίνες μόλις που ξεπέρασαν τα 18 εκατομμύρια
(King 1992). Παρά τη μεγάλη ελάττωση της χορήγησης συνταγών για
βενζοδιαζεπίνες, τα ηρεμιστικά εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στα φάρμακα που

17
χορηγούνται περισσότερο στις ΗΠΑ (Arana & Hyman 1994) ενώ από το 2000 έως
και το 2005, που είναι τα τελευταία στοιχεία που διαθέτουμε, βλέπουμε το
ηρεμιστικό Xanax (alprazolam) να πλασάρεται στα δεκαπέντε πρώτα
συνταγογραφούμενα φάρμακα σύμφωνα με την ετήσια λίστα που δημοσιεύει το
rxlist.com σε συνεργασία με την NDCHealth. Το ηρεμιστικό Xanax (alprazolam)
κατά το 2004 ήταν δωδέκατο στη λίστα των 300ων πιο συνταγογραφούμενων
φαρμάκων στις Ηνωμένες Πολιτείες έχοντας παρουσία σε 32.404.743 συνταγές σε
σύνολο 400 εκατομμυρίων συνταγών (περίπου 8,1%) ενώ παράλληλα ήταν το πρώτο
ψυχιατρικό φάρμακο με δεύτερο το αντικαταθλιπτικό Zoloft (sertraline
hydrochloride) που βρισκόταν στη 14η θέση με 29.877.707 συνταγές (Grasso και
συνεργάτες 2007).
Σύμφωνα με το DSM IV(2000) στις Ηνωμένες Πολιτείες πάνω από το 90% των
ατόμων που νοσηλεύονται στα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας λαμβάνουν κάποιο
ηρεμιστικό κατά τη παραμονή τους στο νοσοκομείο και περισσότερο από το 15% των
ενήλικων Αμερικανών καταναλώνουν αυτά τα φάρμακα κάθε χρόνο.
Στη Μ. Βρετανία επίσης, αναφέρουμε ότι μία στις πέντε γυναίκες και ένας στους
δέκα άνδρες παίρνει καθημερινά κάποια βενζοδιαζεπίνη, είτε ως ηρεμιστικό στη
διάρκεια της ημέρας είτε ως υπνωτικό ενώ 250.000 ενήλικες χρησιμοποιούν αυτές τις
ουσίες για πέντε ή περισσότερα χρόνια (Tayler 1986).
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε στους Κανάριους Νήσους (Cuevas,
Sanz, Fuente et al. 1999) έδειξε ότι το 23.4% των συνταγών περιείχε βενζοδιαζεπίνη
από το οποίο 87.7% αφορούσαν ηρεμιστικά και 12.3% υπνωτικά. Οι ερευνητές
αναφέρουν ότι οι συνταγές αφορούσαν κυρίως γυναίκες, ηλικιωμένους, ανθρώπους
με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, χωρισμένους, νοικοκυρές και συνταξιούχους.
Διάφοροι ερευνητές προσπαθούν να εξηγήσουν το γεγονός ότι οι γυναίκες κάνουν
περίπου διπλάσια χρήση ηρεμιστικών συγκριτικά με τους άνδρες. Σύμφωνα με μια
υπόθεση οι άνδρες γιατροί επηρεάζονται από το φύλο και γράφουν συχνότερα
ηρεμιστικά στις γυναίκες (Marks 1980). Ωστόσο και οι γυναίκες γιατροί γράφουν
συχνότερα ηρεμιστικά σε γυναίκες με συναισθηματικά προβλήματα παρά σε άνδρες
(Bass MJ, Baskerville JC. 1981). Το γεγονός ότι οι γυναίκες καταναλώνουν
περισσότερα ηρεμιστικά μπορεί να ερμηνευθεί από ορισμένες διαφορές που
βρέθηκαν ανάμεσα στα δύο φύλλα : Οι γυναίκες αναφέρουν περισσότερα
συμπτώματα σωματικής και ψυχικής υγείας, χρησιμοποιούν τις ιατρικές και
νοσοκομειακές υπηρεσίες σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άνδρες και είναι

18
περισσότερο πρόθυμες να μιλήσουν για τα συναισθηματικά τους προβλήματα
(Jenkins 1985, Winokur 1972). Επίσης, σε επιδημιολογικές μελέτες του βαθμού
ψυχικής τάσης ανδρών και γυναικών, υψηλό βαθμό παρουσίασε το 33% των
γυναικών, έναντι 20% των ανδρών (Mellinger, Balter et al. 1978, Uhlenhuth, Balter et
al 1984).
Επιστρέφοντας στα επιδημιολογικά στοιχεία του γενικού πληθυσμού, νεότερα
στοιχεία στη Μεγάλη Βρετανία εμφανίζονται πιο καθησυχαστικά δείχνοντας ότι
μόλις 52.4 άτομα άνω των 65 ετών ανά 1000 ασθενείς λαμβάνουν κάποιο ηρεμιστικό,
όπως φαίνεται μέσα από συνταγές που εκδόθηκαν από το 1994 έως το 2003 από
κέντρα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, αγγίζοντας έτσι το 2% των συνταγών (De
Wilde , Carey , Harris ,Richards , Victor , Hilton , Cook 2007). Βέβαια τα ποσοστά
αυτά είναι αρκετά υψηλά σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης επισημαίνουν οι
ερευνητές ενώ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το 24,8% των ασθενών άνω των 65
δεν λαμβάνουν τη κατάλληλη θεραπεία συμπεριλαμβάνοντας και άλλα φάρμακα,
όπως τα κωδεϊνούχα αναλγητικά, που επίσης μπορεί να προκαλέσουν εξάρτηση.
Μια ακόμα έρευνα που αφορούσε τη νοσοκομειακή φροντίδα στο Καναδά κατά τα
έτη 1992 έως το 2005 έδειξε ότι το 3,1% των ασθενών άνω των 65, που πήρε εξιτήριο
από το νοσοκομείο, του συνταγογραφήθηκε κάποιο ηρεμιστικό ενώ το 1,5% συνέχισε
και συνεχίζει τη χρήση των ηρεμιστικών για μεγάλο χρονικό διάστημα (Bell, Fischer,
Gill, Zagorski, Sykora, Wodchis, Herrmann, Bronskill, Lee, Anderson, Rochon 2007).
Η κατανάλωση αγχολυτικών στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της
Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών,
ακολούθησε ανοδική πορεία από το 1981 και μετά, με κορύφωση κατά τα έτη 1984
και 1989, ενώ το 1990 και ιδίως το 1991 η κατανάλωση μειώθηκε. Όσων αφορά τα
υπνωτικά, υπήρξε σταδιακά μεγάλη αύξηση της κατανάλωσής τους από το 1981 και
μετά, με κορύφωση κατά το έτος 1988, ενώ ακολούθησε σταδιακή μείωσή τους το
1991. Συγκριτικά με άλλες χώρες, η Ελλάδα κατά το έτος 1983 καταλάμβανε μέση
θέση ως προς τη κατανάλωση αγχολυτικών (Alevizos & Hatzimanolis 1992).
Τα τελευταία χρόνια, όπως αναφέραμε και στο πρόλογό μας, παρατηρείται μια
σταδιακή αύξηση στη ζήτηση ηρεμιστικών τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με στοιχεία του Ιδρύματος Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας
(ΙΦΕΤ), όπως προαναφέραμε, η κατανάλωση των βενζοδιαζεπινών σε συσκευασίες
και δόσεις το 1995 έως το 2003 παρουσίασε αύξηση κατά 25%. Όσων αφορά το νομό
Θεσσαλονίκης παρόμοια φαίνεται να καταγράφεται η κατανάλωση ηρεμιστικών τα

19
τελευταία χρόνια με μια μικρή αλλά σταδιακή αύξηση. Στοιχεία που μας παραχώρησε
ο Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών Θεσσαλονίκης και αφορούν τη διακίνηση των
φαρμάκων στη μεγαλύτερη μερίδα των φαρμακείων της Θεσσαλονίκης, δείχνουν ότι
η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία βενζοδιαζεπίνη, βρομαζεπάμη (lexotanil 3mg)
παρουσίασε αύξηση 2,75% το 2005 σε σχέση με το 2004 και 2,23% το 2006 σε σχέση
με το 2005. Αντιθέτως, στο πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε ότι το μεγαλύτερο σε
κυκλοφορία υπνωτικό φάρμακο Stilnox σημείωσε ραγδαία μείωση το 2006 αλλά
αυτό οφείλεται στο λόγο έλλειψης του και περιορισμένης διακίνησής του στην
Ελληνική αγορά κατά το 2006 και 2007. Πολύ πιθανό λοιπόν, ο πληθυσμός που
λάμβανε αυτό το σκεύασμα να άλλαξε φάρμακο ενώ οι γιατροί που το
συνταγογραφούσαν να στράφηκαν προς άλλα υπνωτικά γνωρίζοντας ότι θα ήταν
δύσκολο για τους ασθενής να βρουν εύκολα το φάρμακό τους.

Ποσοστιαία Ποσοστιαία
αύξηση ή αύξηση ή
Ηρεμιστικά 2004 2005 μείωση 2006 μείωση
LEXOTANIL 3 MG TABL X30 163,628 168,258 2.75% 172,097 2.23%
TAVOR 2,5 MG TABL X18 58,192 66,796 12.88% 63,529 -5.14%
XANAX 1 MG TABL X30 19,375 21,793 11.10% 23,925 8.91%
Υπνωτικά
STILNOX TABL X30 10MG 100,033 93,336 -7.18% 58,677 -59.07%

Πηγή : ΣΥ.ΦΑ. Θεσσαλονίκης

Παράλληλα, από προσωπική μας έρευνα στην ανατολική Θεσσαλονίκη, σε


περισσότερες από 12000 συνταγές όλων των ασφαλιστικών ταμείων κατά το 2006, ο
συνολικός τζίρος των ηρεμιστικών-υπνωτικών φαρμάκων μόλις που ξεπέρασε το 1%
όλων των φαρμάκων. Βέβαια, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το κόστος των
ηρεμιστικών-υπνωτικών φαρμάκων είναι σχετικά μικρό καθώς στη μεγάλη τους
πλειοψηφία τα φάρμακα αυτά δεν ξεπερνούν τα 5 ευρώ ανά εμβαλάγιο των 30
χαπιών.
Από την άλλη πλευρά, παρά την αυξανόμενη ζήτηση των ηρεμιστικών σε
παγκόσμια κλίμακα λόγω της παράλληλης αύξησης των ψυχικών παθήσεων, όπως
κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές, πολλοί είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν κάποιο
ηρεμιστικό για άλλους λόγους. Το 2003 μια ετήσια επισκόπηση φαρμακευτικής
κατάχρησης στις Ηνωμένες Πολιτείες έδειξε ότι 6,3 εκατομμύρια άνθρωποι άνω των
12 ετών χρησιμοποιούν κάποια συνταγογραφούμενη φαρμακευτική ουσία για μη

20
ιατρικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της επισκόπησης 4,7 εκατομμύρια
χρησιμοποιούν κάποιο αναλγητικό, 2,1 εκατομμύρια κατά το 2003 χρησιμοποιούν
κάποιο ηρεμιστικό ή υπνωτικό φάρμακο ενώ 1,2 εκατομμύρια είναι χρήστες κάποιου
διεγερτικού (Haynes 2005).
Είναι αρκετά δύσκολο μέσα από όλα αυτά τα στοιχεία να διακρίνουμε τη
πραγματική αλήθεια για το πότε γίνεται χρήση των ηρεμιστικών για ιατρικούς
σκοπούς, πότε τα ηρεμιστικά είναι πραγματικά χρήσιμα και βοηθούν ανθρώπους,
πότε γίνεται υπερσυνταγογράφηση και πότε κατάχρηση. Όμως το γεγονός ότι έχουμε
μια αύξηση τα τελευταία χρόνια της κατανάλωσης των ηρεμιστικών αυτό θα μας
βοηθούσε να βγάλουμε πολλά συμπεράσματα σε σχέση με το σύγχρονο τρόπο ζωής,
τους τρόπους αντιμετώπισης σύγχρονων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων και της
παράλληλης αύξησης των ψυχικών και σωματικών νοσημάτων.

η. Τα προβλήματα κατά τη συνταγογράφηση και τη χρήση ηρεμιστικών.

Οι ήπιες αντιδράσεις του άγχους σε διάφορες κοινωνικές ή οικογενειακές πιέσεις


είναι πολύ συνηθισμένες. Πολλά από τα άτομα που παραπονούνται για συμπτώματα
άγχους, γρήγορα αισθάνονται καλύτερα, ακόμη κι αν δεν ληφθεί κανένα μέτρο. Η
απλή ψυχοθεραπεία υποστήριξης από το γιατρό, το πέρασμα του χρόνου και ο τρόπος
με τον οποίο το άτομο προσαρμόζεται στις μεταβολές των συνθηκών μπορούν να
επιταχύνουν τη βελτίωση (Grahame-Shith 2001). Συνεπώς, η θεραπεία με αγχολυτικά
δεν είναι αναγκαία σε ανθρώπους με ήπια συμπτώματα άγχους.
Παρόλα αυτά όμως, σήμερα εντοπίζονται διάφορα προβλήματα με τη χρήση των
ηρεμιστικών που είναι κυρίως η περιττή πολλές φορές χορήγηση σκευασμάτων και η
κακή χρήση από τους ίδιους τους ασθενείς.
Σύμφωνα με τους Grahame-Shith (2001) οι λόγοι για τους οποίους χορηγείται μια
περιττή συνταγή μεταξύ άλλων είναι η εσφαλμένη διάγνωση, η έλλειψη χρόνου και
πόρων για ικανοποιητική αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων της ζωής (σχετίζεται με
την ευρεία συνταγογραφία των ψυχοτρόπων φαρμάκων), καθώς και η ανάγκη των
ασθενών για ανακούφιση και δράση.
Η εφορική δράση των ηρεμιστικών επιδρά τόσο στον ασθενή όσο και στον ιατρό,
που ξεμπερδεύει με το δύσκολο, τις περισσότερες φορές, ψυχοσωματικό ασθενή, ο
οποίος βέβαια με τη σειρά του αισθάνεται ευγνώμων για την «καλή συνταγή» (

21
Παπαγεωργίου 1985). Σε όλα αυτά θα προσθέταμε και το γεγονός της σύγχρονης
τάσης για ιατρικοποίηση των σύγχρονων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων.
Μια ακόμα αιτία της κακής συνταγογράφησης των ηρεμιστικών και υπνωτικών
φαρμάκων είναι και η ελλιπής ενημέρωση και εκπαίδευση των γιατρών πάνω στα
ηρεμιστικά σύμφωνα με έρευνα των Cuevas C. & Sanz E.Z. (2004). Πάνω από δύο
δεκαετίες έχουν περάσει που συνεχώς νέα στοιχεία έχουν προστεθεί στις γνώσεις μας
για τα συγκεκριμένα φάρμακα ενώ νέα δεδομένα συνεχώς έρχονται στην επιφάνεια.
Οι ερευνητές βαθμολόγησαν μια πλειάδα γιατρών και τους βαθμολόγησαν σχετικά με
τις γνώσεις τους στα ηρεμιστικά. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι οι γενικοί ιατροί
βαθμολογήθηκαν με 4,9 στα 10 ( κάτω από τη βάση) ενώ οι ψυχίατροι με 6,1, που
είναι επίσης χαμηλό ποσοστό αν αναλογιστούμε ότι είναι εξειδικευμένοι πάνω σε
αυτά τα φάρμακα που καθημερινά συνταγογραφούν στη κλινική τους πρακτική. Στα
συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι γίνεται κακή χρήση των ηρεμιστικών λόγω
ελλιπών γνώσεων των ειδικών ενώ πολλές φορές η πρακτική διαφέρει από τους
κανόνες της «Καλής Κλινικής Πράξης» και τα όσα αναφέρει μέχρι σήμερα το σύνολο
της διεθνούς βιβλιογραφίας.
Η επιδημιολογία όμως της κακής χρήσης αυτών των φαρμάκων είναι δύσκολο να
ερευνηθεί εξαιτίας των δυσκολιών της διάκρισης της ιατρικής και της μη ιατρικής
χρήσης. Τα στατιστικά της συνταγογράφησης δεν μπορούν να μας δείξουν το πότε
γίνεται θεραπευτική χρήση αυτών των ουσιών και πότε όχι. Μεγάλες όμως αυξήσεις
στη συνταγογράφηση αυτών των φαρμάκων θα μπορούσε να μας υποδείξει την
αυξανόμενη ζήτηση αυτών των ουσιών για μη θεραπευτική χρήση. Επίσης, χρήσιμες
θα μπορούσαν να είναι οι πληροφορίες από πλαστές συνταγές και κλοπές σε
φαρμακεία. (WHO 2000).
Σήμερα υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες κακής χρήσης των βενζοδιαζεπινών :
1. Η παράνομη χρήση βενζοδιαζεπινών, δηλαδή όταν η προμήθειά τους δε
γίνεται με ιατρική συνταγή. (ή γίνεται με πλαστή συνταγή ή συνταγή από
κλεμμένο συνταγολόγιο ιατρού)
2. Η κακή χρήση βενζοδιαζεπινών, ακόμη και όταν έχουν συνταγογραφηθεί για
θεραπευτικούς σκοπούς.
Η κατάχρηση δεν είναι ασυνήθιστη και η παράνομη αγορά των βενζοδιαζεπινών
είναι αρκετά μεγάλη. Το πρώτο είδος της κατάχρησης συνδυάζεται συνήθως με
κατάχρηση και άλλων ουσιών.

22
Η κακή χρήση βενζοδιαζεπινών όμως ύστερα από επίσημη προμήθεια με νόμιμη
ιατρική συνταγή είναι μάλλον πολύ μεγαλύτερη από την πρώτη κατηγορία και
αποτελεί σοβαρό ιατροκοινωνικό πρόβλημα (Grahame-Smith, Aroson, Robson 2001).
Σίγουρα οι βενζοδιαζεπίνες θα πρέπει να συνταγογραφούνται σε κάποιες
περιπτώσεις και με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά για να γίνει αυτό με σωστό τρόπο είναι
ανάγκη να υπάρχει μια ρεαλιστική πολιτική, που θα αποσκοπεί στη σωστή
πληροφόρηση των γιατρών, των αρρώστων, των φαρμακοποιών και των
φαρμακευτικών εταιρειών (Λιάππας 1995).
Το ενδεχόμενο φαρμακευτικής εξάρτησης από αγχολυτικά φάρμακα σε σημαντική
αναλογία πληθυσμού, καθιστά προβληματική τη χρόνια θεραπεία ασθενών με
βενζοδιαζεπίνες και επιβάλλει περιοδική επανεκτίμηση της ανάγκης θεραπείας. Η
συχνότητα εξάρτησης από βενζοδιαζεπίνες διερευνήθηκε στα έκτακτα περιστατικά
της Ψυχιατρικής Κλινικής του Αιγινητείου Νοσοκομείου στη διάρκεια της 10ετίας
1980-1989. Από το σύνολο των 1525 περιπτώσεων με φαρμακευτική εξάρτηση, από
ένα σύνολο 32.616 εκτάκτων περιστατικών, 280 (18.4%) αφορούσαν σε
κατάχρηση/εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες. Παρατηρήθηκε ταχεία, προοδευτική
αύξηση της συχνότητας μέχρι το 1985 (από 3.5% σε 25.5% των περιπτώσεων) και
στη συνέχεια η αναλογία παρέμεινε περίπου σταθερή μέχρι και το 1989 (24.6%). Σε
ποσοστό 72% η βενζοδιαζεπίνη συμμετείχε με άλλες ουσίες (πολυφαρμακευτική
εξάρτηση) και μόνο σε αναλογία 28% αποτελούσε τη μοναδική εξαρτητική ουσία. Τα
συνηθέστερα βενζοδιαζεπινικά παράγωγα που αναφέρθηκαν ήταν η
φθοριονιτραζεπάμη, η λοραζεπάμη και η διαζεπάμη, πιθανώς ως αποτέλεσμα της
ευρύτερης χρήσης τους στον πληθυσμό. Σε μετέπειτα ηρωϊνο-οπιομανείς, η
βενζοδιαζεπίνη αναφέρθηκε ως αρχική-εισαγωγική ουσία σε 3.5% των περιπτώσεων.
Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η κατάχρηση/εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες
καθαυτές και σε συνδυασμό με άλλες ουσίες, συνιστά συχνό ιατρικό πρόβλημα και
ότι απαιτείται αυξημένη επαγρύπνηση για την αναγραφή τους σύμφωνα με τις
ιατρικές ενδείξεις χορήγησής τους και για το απαραίτητο χρονικό διάστημα
(Αλεβίζος – Χατζητάσκος 1991).
Σύμφωνα με βιβλιογραφικά στοιχεία υπολογίζεται ότι το 3 με 15 % των ενηλίκων
παγκόσμια χρησιμοποιεί κάποια συνταγογραφούμενη βενζοδιαζεπίνη (Bendtsen,
Honsing, McKenzie, Strideman 1999) ενώ παράλληλα βλέπουμε μια αυξανόμενη
χρήση των φαρμάκων αυτής της κατηγορίας. Όπως αναφέραμε στο πρόλογο μας η
κατανάλωση στην Ελλάδα τη δεκαετία του 90 αυξήθηκε κατά 25%, ενώ παγκόσμια

23
παρατηρείται παρόμοια αύξηση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το 2000 στον
Καναδά 15.706.000 συνταγές περιείχαν βενζοδιαζεπίνες σημειώνοντας αύξηση 12,6
% από το 1996 (IMS Health Canada 2001).
Το γεγονός αυτό της αύξησης των πωλήσεων των ηρεμιστικών και υπνωτικών
φαρμάκων επιφέρει μια σειρά από κοινωνικο-οικονομικά κόστη. Εκτός βέβαια από το
πιο χαρακτηριστικό και εμφανές στοιχείο, που είναι η επιβάρυνση των ταμείων που
χρόνο με το χρόνο βλέπουν τις φαρμακευτικές τους δαπάνες να εκτινάσσονται στα
ύψη, είναι φανερό ότι η πολιτεία πρέπει να καταβάλει μια σειρά από άλλα έξοδα που
μπορεί να οφείλονται στη κακή χρήση ηρεμιστικών. Αυτά μπορεί να είναι
δυστυχήματα στους δρόμους, αυτοκτονίες με χρήση ηρεμιστικών ή περιπτώσεις
κατάχρησης (overdose) και πιθανή βίαιη συμπεριφορά από κατάχρηση χαπιών. Όλα
αυτά σίγουρα αποτελούν προβλήματα με οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο για την
εκάστοτε πολιτεία (British Columbia Centre 2003). Τέλος σημαντικά είναι και τα
έξοδα που πρέπει να καταβάλει η πολιτεία σε μια σειρά από προγράμματα
απεξάρτησης και κοινωνικές δομές που σκοπό έχουν την πρόληψη και την
απεξάρτηση από αυτές τις ουσίες.

θ. Ο ρόλος των ιατρών.

Στο φαινόμενο της εξάρτησης από διάφορα φάρμακα, όπως αναφέραμε και στην
εισαγωγή μας, δυστυχώς παίζουν ρόλο όχι μόνο οι ασθενείς αλλά και οι γιατροί.
Είναι γεγονός ότι η ευθύνη των γιατρών είναι μεγάλη, γιατί εκτός από τα άτομα που
παίρνουν τις ουσίες αυτές σε νεαρή ηλικία για ευφορικούς λόγους μαζί με άλλες
ουσίες (π.χ. αλκοόλ, οπιοειδή, κτλ) υπάρχουν και άτομα, περισσότερο γυναίκες, που
σε μια ηλικία 30-60 ετών παίρνουν τα φάρμακα αυτά με συνταγή ιατρού κυρίως για
προβλήματα αϋπνίας ή άγχους αλλά προοδευτικά ανακαλύπτοντας ότι ηρεμούν στη
διάρκεια της ημέρας, οδηγούνται σε εξάρτηση. Τονίζουμε ότι τα παραπάνω αφορούν
όχι μόνο τα βαρβιτουρικά ή άλλα υπνωτικά, αλλά κυρίως τις βενζοδιαζεπίνες, γιατί
σε αντίθεση με τα βαρβιτουρικά, που ιατρικά χρησιμοποιούνται συνεχώς και
λιγότερο, οι βενζοδιαζεπίνες χρησιμοποιούνται συνεχώς και περισσότερο.
Τα φάρμακα αυτά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθούν σε ένα κύκλο εξάρτησης, που
περιλαμβάνει «ανέβασμα» με αμφεταμίνες (uppers) ή κοκαΐνη και «κατέβασμα» με
καταπραϋντικά, αγχολυτικά, ή υπνωτικά (downers), ιδιαίτερα για ανακούφιση των
συνεπειών του «ανεβάσματος» δηλ. του «σπασίματος». Ο επιπολασμός της

24
εξάρτησης ή κατάχρησης των ουσιών αυτών υπολογίζεται στο 1,1% του πληθυσμού
(Μάνος 1997).
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Ψυχιατρική Κλινική του
Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών (Λέκκα 1993) βρέθηκε ότι 91,9% των
χρόνιων χρηστών βενζοδιαζεπινών υψηλών δόσεων και το 95,4% των χρόνιων
χρηστών βενζοδιαζεπινών χαμηλών δόσεων ξεκίνησαν τα ηρεμιστικά μετά από
σύσταση ιατρού ( περίπου 60% μετά από σύσταση ψυχιάτρου και περίπου 35% μετά
από σύσταση ιατρού άλλης ειδικότητας). Τα πολύ υψηλά ποσοστά σύμφωνα με την
ερευνήτρια δείχνουν ότι ο γιατρός μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη πρόληψη της
εξάρτησης και της κατάχρησης ηρεμιστικών, εάν αναγνωρίσει ποιοι ασθενείς
ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. αλκοολικοί), και αποφύγει τη σύσταση
χρήσης βενζοδιαζεπινών σε αυτούς.
Είναι γεγονός ότι ένας γιατρός πριν συνταγογραφήσει ένα ηρεμιστικό πρέπει να
λάβει υπόψη του τους κανόνες συνταγογράφησης όπως αυτές ορίζονται από τη
διεθνή βιβλιογραφία.
Σύμφωνα λοιπόν, με όσα έχουν αναφερθεί από τους ειδικούς η λογική χρήση των
βενζοδιαζεπινών βασίζεται στα εξής:
1. Παρουσία συνδρόμου που πιθανώς θα ανταποκριθεί στις βενζοδιαζεπίνες.
2. Εφαρμογή, όταν ενδείκνυται, κατάλληλων μη φαρμακευτικών θεραπειών.
3. Εκτίμηση, κατά προσέγγιση, διάρκειας της θεραπείας (δηλαδή αποφυγή
θεραπείας για αόριστο χρόνο).
4. Στάθμιση των παραγόντων κινδύνου σε σχέση με το όφελος που συνοδεύουν
τη χορήγηση βενζοδιαζεπινών σε συγκεκριμένους ασθενείς (π.χ. οι
βενζοδιαζεπίνες πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς με ιστορικό
αλκοολισμού ή χρήσης ναρκωτικών, αν δεν υπάρχει πιεστική ανάγκη
χρησιμοποίησής τους και δυνατότητες στενής παρακολούθησης του
ασθενούς).
5. Ρύθμιση της δοσολογίας έτσι ώστε να μεγιστοποιείται το θεραπευτικό
αποτέλεσμα και να ελαχιστοποιούνται οι παρενέργειες (π.χ. η υπνηλία).
6. Παρακολούθηση για κατάχρηση (ανεξέλεγκτη επιτάχυνση της λήψης των
δόσεων ή παραχώρηση του φαρμάκου σε άλλα άτομα).
7. Βαθμιαία μείωση του φαρμάκου μετά από κατάλληλη χορήγηση προκειμένου
να διαπιστωθεί η ανάγκη συνέχισης της αγωγής.

25
8. Επανεξέταση της διάγνωσης αν ο ασθενής δεν αποκλείεται πενιχρά, αν
απαιτείται μεγαλύτερη διάρκεια θεραπείας ή αν απαιτούνται δόσεις
μεγαλύτερες από εκείνες που υπολογίσθηκαν αρχικά.
Γενικά, οι βενζοδιαζεπίνες δεν πρέπει να αποφεύγονται λόγω προκατάληψης, αλλά
ούτε και να χορηγούνται αδιακρίτως και χωρίς προσεκτική διαγνωστική αξιολόγηση
(Arana & Hyman 1994).
Είναι φανερό ότι η θεραπευτική χορήγηση των βενζοδιαζεπινών δε θα πρέπει να
διαρκεί περισσότερο από όσο πραγματικά χρειάζεται, ενώ θα πρέπει να διακόπτονται
προοδευτικά και να χρησιμοποιούνται στη συνέχεια, όταν υπάρχει λόγος,
εναλλακτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως τεχνικές χαλάρωσης, γνωσιακού
τύπου παρεμβάσεις ή χορήγηση μικρών δόσεων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων,
προπανολόλης ή βουσπιρόνης (Λιάππας 1995). Η βιβλιογραφία είναι γνωστή προς
ολόκληρη την ιατρική κοινότητα παρόλα αυτά όμως οι κανόνες της
συνταγογράφησης των συγκεκριμένων φαρμάκων δεν τηρούνται πάντα ενώ
παράλληλα δε εξετάζεται η πιθανότητα εξάρτησης σύμφωνα με το χαρακτήρα και το
ιστορικό του κάθε ατόμου.
Στην ευθύνη των γιατρών αναφέρονται και οι Grahame-Smith και Aroson (2001)
όσων αφορά τους κανόνες συνταγογράφησης, λέγοντας ότι όλοι οι γιατροί έχουν την
ευθύνη να περιορίσουν τη φαρμακευτική εξάρτηση, με τη συνετή και προσεκτική
συνταγογραφία, αλλά και αποφεύγοντας να εξαπατηθούν από τα εξαρτημένα άτομα
που επιδεικνύουν ιδιαίτερη ικανότητα στο να αποσπούν φάρμακα από τους γιατρούς.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και τεχνικά ζητήματα που δυσχεραίνουν την
σωστή συνταγογράφηση, όπως το γεγονός ότι ο γιατρός δε μπορεί να δει σήμερα το
πλήρη ιατρικό και φαρμακευτικό ιστορικό του ασθενούς αποτελεί αναμφισβήτητα
μειονέκτημα στη καλύτερη και πιο σίγουρη συνταγογράφηση των ηρεμιστικών.
Πολλές φορές ασθενείς αλλάζουν γιατρούς και δεν αποκαλύπτουν το πλήρη ιστορικό
τους με αποτέλεσμα να μη πραγματοποιούνται σωστές θεραπείες ή να χάνεται
πολύτιμος χρόνος.
Η θεσμοθέτηση του οικογενειακού ιατρού και η ηλεκτρονική κάρτα ασθενούς ίσως
να έλυνε πολλά από αυτά τα προβλήματα. Παρόλα αυτά όμως θεωρούμε ότι ο
γιατρός έχει πάντα μεγάλο μερίδιο ευθύνης και πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεχτικός
στη χορήγηση ηρεμιστικών, να ελέγχει τις πιθανότητες εξάρτησης του πελάτη-
ασθενούς του, να διερευνά όσο γίνεται καλύτερα το ιατρικό ιστορικό και να προτείνει
και άλλες λύσεις, όταν υπάρχουν, για την επίλυση των ψυχικών προβλημάτων.

26
Σε ανακοίνωσή του το Εθνικό Ινστιτούτο Κατάχρησης Φαρμάκων των Ηνωμένων
Πολιτειών της Αμερικής κάλεσε ιατρούς, φαρμακοποιούς και ασθενής να δράσουν
άμεσα προκειμένου να καταστείλουν την αυξανόμενη κατάχρηση και εξάρτηση από
ουσίες επισημαίνοντας ότι 12 εκατομμύρια Αμερικάνοι χρησιμοποιούν ηρεμιστικά,
διεγερτικά, αντιψυχωτικά και οπιοειδή αναλγητικά μη ακολουθώντας τους κανόνες
χρήσης αλλά και κάνοντας πολλές φορές κατάχρηση (Thompson 2001).

27
3. Μεθοδολογία

α. Ερευνητικό σχέδιο

Το κύριο ερευνητικό σχέδιο συνίσταται αρχικά στην αναζήτηση των κανόνων


ορθής συνταγογράφησης των ηρεμιστικών και την εξοικείωση του ερευνητή με τη
διακίνηση των συνταγογραφούμενων εξαρτησιογόνων ουσιών, πράγμα που σημαίνει
συμμετοχική παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου. Βασικός στόχος του
ερευνητικού σχεδίου ήταν η όσο το δυνατό εμπεριστατωμένη επαφή με ιατρικό και
παραϊατρικό προσωπικό και η αλληλεπίδραση του ερευνητή με τους συμμετέχοντες
με τη μορφή συνέντευξης προκαθορισμένων ερωτήσεων κλειστού τύπου. Κατά το
πρώτο στάδιο της έρευνας και αφού υπήρξε η αναζήτηση βιβλιογραφίας και η
συμμετοχική παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου προχωρήσαμε στη χορήγηση
δύο ελαφρώς διαφοροποιημένων ερωτηματολογίων σε δύο διαφορετικές ομάδες,
αυτή των γιατρών και αυτή των φαρμακοποιών (Βλέπε Παράρτημα). Οι επαφές που
έγιναν συνολικά ήταν σαράντα έξι (n=46) από μέλη του Ιατρικού και
Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Το δεύτερο στάδιο της έρευνας μας αφορούσε αυτό της διάδοσης των ηρεμιστικών
μέσα από τη συνταγογράφηση. Συνολικά εξετάστηκαν 534 συνταγές των
ασφαλιστικών ταμείων Ι.Κ.Α., Ο.Π.Α.Δ., Ο.Γ.Α., Τ.Υ.Δ.Κ.Υ., Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε. και
Γ.Ε.Σ. που εκδόθηκαν στο Δήμο Θεσσαλονίκης και αφορούσαν ασφαλισμένους άνω
των 18 ετών. Παράλληλα, εξετάσθηκε ένα τυχαίο δείγμα 248 συνταγών σε 2 χωριά
της επαρχίας (Νομός Κοζάνης και Σερρών) όπου υπήρχε φαρμακείο και αγροτικός
ιατρός και ενός επαρχιακού δήμου με κέντρο Υγείας (Νομός Κοζάνης), προκειμένου
να συγκριθεί με το δείγμα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι
είχαμε επαφές με αγροτικούς ιατρούς και φαρμακοποιούς των περιοχών αυτών
προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση στην επαρχία αλλά και να
βγάλουμε συμπεράσματα από τη συνταγογραφία που ελέγξαμε.
Σύμφωνα με το ερευνητικό σχέδιο η έρευνα είχε διάρκεια συνολικά 12 μήνες και
ακολούθησε μια διαδοχική αλληλουχία δράσεων όπως αυτή παρουσιάζεται στο
πίνακα που ακολουθεί.

28
Πίνακας με αλληλουχία των δράσεων

ΔΡΑΣΗ/ΜΗΝΑΣ 1-2 3-6 7-9 10 11-12

α) Καταγραφή και επιλογή


δείγματος
Συλλογή δεδομένων και
διερεύνηση στάσεων και
απόψεων
Δημιουργία βάσης
δεδομένων-Βιβλιογραφία
β) Ανάλυση στοιχείων –
Συγγραφή
γ) Ευαισθητοποίηση και
συμμετοχική παρατήρηση

β. Συμμετέχοντες

Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην έρευνα προέρχονταν από τον υγειονομικό χώρο
και χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Τη πρώτη κατηγορία αποτέλεσαν οι γιατροί των
ειδικοτήτων της ψυχιατρικής και της παθολογίας (n=24) ενώ τη δεύτερη ομάδα
αποτέλεσαν φαρμακοποιοί (n=22) του πολεοδομικού συγκροτήματος της
Θεσσαλονίκης. Αν και αρχικά είχαμε σκεφθεί να συμπεριλάβουμε μια ειδικότητα της
ιατρικής αυτής των ψυχιάτρων, το γεγονός ότι στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι στα μέσα
της 10ετίας του 1970 το 35% των συνταγών για βενζοδιαζεπίνες προέρχονταν από
γενικούς ιατρούς, το 22,5% από παθολόγους και μόνο το 14% από ψυχιάτρους
(Λιάππας 1995) μας προβλημάτισε με αποτέλεσμα να συμπεριλάβουμε και τους
ιατρούς με ειδικότητα παθολογίας. Παρόμοια βέβαια ήταν και τα αποτελέσματα της
έρευνα των Cuevas C, Sanz EJ, De la Fuente JA et al (1999) που έδειξαν ότι το 67%
των συνταγών που περιείχαν βενζοδιαζεπίνες στα Κανάρια Νησιά
συνταγογραφήθηκαν από γενικούς ιατρούς και παθολόγους ενώ μόλις το 16% από
ψυχίατρους.
Ο λόγος που συμπεριλάβαμε τους φαρμακοποιούς στην έρευνα, δίνοντάς τους ένα
ελαφρώς διαφοροποιημένο ερωτηματολόγιο, ήταν κυρίως να ερευνήσουμε τη

29
συνταγογράφηση, να αφουγκραστούμε τις απόψεις της συγκεκριμένης ομάδας, καθώς
θεωρήσαμε ότι έχουν μια γενικότερη εικόνα πάνω στο θέμα και να μελετήσουμε το
ρόλο στη διάδοση και το περιορισμό των ηρεμιστικών φαρμάκων.
Το σύνολο των ατόμων, τα οποία αφορά το θέμα, μπορεί να αντιπροσωπεύεται
κατάλληλα από ένα μόνο μέρος, συχνά μάλιστα μικρό, αυτού του συνόλου, το οποίο
καλούμε δείγμα. Η επιλογή του δείγματος επιτυγχάνεται ύστερα από μια στατιστική
κατανομή ενός περιορισμένου αριθμού κριτηρίων, επιλεγμένων βάσει του υποθετικά
υψηλού βαθμού που τα χαρακτηρίζει (Javeau 2000) Οι επαφές που έγιναν λοιπόν,
ήταν όσο δυνατό ισόποσα κατανεμημένες και προέρχονταν από όλους τους χώρους
παροχής υγείας (πρωτοβάθμιας-δευτεροβάθμιας) καθώς και από τους χώρους της
δημόσιας και ιδιωτικής υγείας. Όσο αφορά τους φαρμακοποιούς και τα φαρμακεία
που επισκεφθήκαμε προσπαθήσαμε να βρίσκονται κοντά σε ιατρικά κέντρα και
νοσοκομεία καθώς θεωρούμε ότι φαρμακοποιοί που βρίσκονται κοντά σε κέντρα
παραγωγής συνταγών έχουν καλύτερη και σφαιρικότερη εικόνα της συνταγογραφίας.
Η μέθοδος επιλογής του δείγματος ακολουθήσαμε είναι το κατανεμημένο τυχαίο
δείγμα (stratified random sample).

γ. Διαδικασία

Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε την αναζήτηση λίστας ιατρών και φαρμακοποιών


με πλήρη στοιχεία έτσι ώστε αρχικά να υπάρξει τηλεφωνική επικοινωνία και να
καθοριστεί κάποια συνάντηση στο χώρο του συμμετέχοντα. Βέβαια, πολλές φορές η
συνάντηση έγινε χωρίς ραντεβού κυρίως σε φαρμακοποιούς καθώς η πρόσβαση ήταν
ευκολότερη. Θεωρήσαμε από τη πρώτη κιόλας στιγμή ότι μπορεί να συναντήσουμε
αρκετά προβλήματα κατά τη διαδικασία της προκαθορισμένης επαφής για αυτό
αρχικό μας μέλημα ήταν η όσο το δυνατό κατανόηση από τους συμμετέχοντες της
αξίας μιας τέτοιας έρευνας. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαδικασία αποτέλεσε το
γεγονός να διασφαλιστεί αρκετή ώρα για τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου έτσι
ώστε ο γιατρός ή ο φαρμακοποιός να έχει αρκετό χρόνο να σκεφθεί τις απαντήσεις
αλλά και στη περίπτωση που προέκυπταν κάποια καινούργια στοιχεία για την έρευνα
να είναι δυνατή η αναλυτικότερη συζήτηση. Θεωρούμε ότι ο ερευνητής πρέπει να
είναι παρόν κατά τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου και να συμμετέχει ενεργά
διευκολύνοντας τη διαδικασία. Η περισσότερο διεξοδική και αναλυτική συζήτηση
είναι κάτι που επιδιώχθηκε, όταν ο χρόνος το επέτρεπε, μετά τη συμπλήρωση του
ερωτηματολογίου ή κατά τη διάρκεια, με σκοπό να κατανοηθούν καλύτερα κάποιες

30
πρακτικές και προσωπικές αντιλήψεις των συμμετεχόντων. Κάτι τέτοιο βέβαια, ήταν
λίγο δύσκολο στις επαφές μας με την ομάδα των γιατρών καθώς υπήρχε πολύ
πιεσμένος χρόνος από τη πλευρά τους.

δ. Συλλογή δεδομένων

Η συγκέντρωση των πληροφοριών και των δεδομένων προέκυψαν μετά από


διεξοδική έρευνα και αναζήτηση βιβλιογραφίας, συζήτησης με ανθρώπους του χώρου
και χορήγηση ερωτηματολογίου σε ιατρούς και φαρμακοποιούς. Αρχικά, το πρώτο
μας μέλημα ήταν να αναζητήσουμε και να καταγράψουμε απόψεις πάνω στο θέμα
που ερευνάται. Έτσι λοιπόν, θεωρήσαμε απαραίτητη τη συλλογή στοιχείων από τις
βιβλιοθήκες των τμημάτων Ψυχολογίας και Ιατρικής καθώς και της κεντρικής
βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου. Παράλληλα, έγινε εκτενής αναζήτηση στοιχείων
μέσω του διαδικτύου μέσα από καταξιωμένες επιστημονικές σελίδες, επιστημονικά
περιοδικά και βάσεις δεδομένων. Αν και πολλά στοιχεία που βρέθηκαν στην ξένη
βιβλιογραφία ίσως δεν αφορούσαν την Ελληνική πραγματικότητα, με την οποία
ασχοληθήκαμε, παρόλα αυτά θεωρούμε ότι ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμα και
αξιοποιήθηκαν ανάλογα. Το δεύτερο μέρος της συλλογής των δεδομένων αφορά τη
διερεύνηση κάποιων στοιχείων σχετικά με τα τεχνικά ζητήματα της
συνταγογράφησης των συγκεκριμένων ουσιών όπως οι περιορισμοί που τίθενται, το
νομικό πλαίσιο κ.α.
Είναι γεγονός ότι το ουσιαστικότερο μέρος της έρευνας αποτελείται από τις
προσωπικές συνεντεύξεις (χορήγηση ερωτηματολογίου) . Κατά το μέρος αυτό της
διαδικασίας αρχικά οι συνεντευξιαζόμενοι κλήθηκαν να απαντήσουν από μια σειρά
από ερωτήσεις κλειστού τύπου που διέφεραν από ομάδα σε ομάδα. Συγκεκριμένα
στην ομάδα των γιατρών οι ερωτήσεις αφορούν περισσότερο τον τρόπο και τη λογική
της συνταγογράφησης, δηλαδή για τις συνταγές που δίνουν ενώ η ομάδα των
φαρμακοποιών ερωτήθηκε για τις συνταγές που λαμβάνουν.
Οι ερωτήσεις μας, πέραν των δημογραφικών στοιχείων, χωρίζονται σε δύο γενικές
κατηγορίες α) την γενική αντίληψη που έχουν οι ερωτώμενοι για τη χρήση και τη
κατάχρηση των ηρεμιστικών και β) τη στάση που έχουν απέναντι στο πρόβλημα. Οι
πληροφορίες που λάβαμε από την ομάδα των γιατρών κατά κάποιο τρόπο τις
ελέγξαμε και τις συσχετίσαμε μέσα από τη συνταγογραφία αλλά και την εμπειρία της
δεύτερης ομάδας των φαρμακοποιών.

31
Έτσι λοιπόν, κατά την επαφή μας με την δεύτερη ομάδα, των φαρμακοποιών,
ζητήσαμε να μας δώσουν ένα τυχαίο δείγμα των συνταγών του μήνα έτσι ώστε να
κρατήσουμε κάποια στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη συνταγογράφηση των
φαρμάκων που ερευνούμε. Τα στοιχεία που πήραμε από τις συνταγές αναλύθηκαν
ποσοτικά.
Τέλος, τα στοιχεία που προέκυψαν από τη συμμετοχική μας παρατήρηση στο χώρο
του φαρμακείου αναλύθηκαν ποιοτικά και συσχετίσθηκαν με τα δεδομένα που
λάβαμε από τις απαντήσεις των ειδικών αλλά και από τις συνταγές.

ε. Προτεινόμενη μέθοδος ανάλυσης

Το γεγονός ότι η έρευνά μας στηρίζεται σε πολλά στοιχεία με διαφορετικές


αφετηρίες και συσχετισμούς θεωρούμε ότι η ποσοτική ανάλυση θα μας έδινε μια πιο
ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα του θέματος που ερευνάται. Η ανάλυση τόσο
των απαντήσεων όσο και των συνταγών θα γίνει με το πρόγραμμα SPSS 14.0 για
Windows.

ζ. Ηθικά και δεοντολογικά ζητήματα

Είναι γεγονός ότι κάθε έρευνα πρέπει να θέτει υπόψη της όλα εκείνα τα ηθικά και
δεοντολογικά ζητήματα που σέβονται, αρχικά, τα προσωπικά δεδομένα των
συμμετεχόντων και κατά δεύτερο λόγω την καθιστούν σεβαστή από την υπόλοιπη
επιστημονική κοινότητα. Έτσι λοιπόν, η έρευνα μας έχει λάβει υπόψη της τη
ψυχολογική δεοντολογία και παράλληλα σέβεται όλους τους κανόνες της ιατρικής και
φαρμακευτικής δεοντολογίας, όπως αυτή ισχύει σήμερα, χωρίς βασικά να παραβιάζει
το ιατρικό και το φαρμακευτικό απόρρητο.
Η έρευνά μας ακολούθησε πιστά τη Πράξη Προστασίας Δεδομένων (Taylor,
Nettleton & Harding 2003) , όπως ισχύει σήμερα για τις κοινωνικές έρευνες και
αναφέρει ότι τα δεδομένα πρέπει:

1. Να επεξεργαστούν με δίκαιο και νόμιμο τρόπο.


2. Να χρησιμοποιηθούν μονάχα για το συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο
αντλήθηκαν.
3. Να είναι επαρκή, ουσιώδη και όχι περιττά.
4. Να είναι ακριβή.

32
5. Να μην αποθηκεύονται για περισσότερο χρόνο από όσο χρειάζονται.
6. Να επεξεργάζονται σύμφωνα με τις αρχές του θέματος.
7. Να φυλάγονται σε ασφαλές μέρος.
8. Να μη μεταφέρονται σε άλλες περιοχές ή χώρες χωρίς επαρκή προστασία.

η. Συνέπειες και περιορισμοί

Το βασικό αποτέλεσμα μιας έρευνας που αφορά το ρόλο των λειτουργών υγείας
στη διάδοση ή το περιορισμό της χρήσης των ηρεμιστικών είναι να δοθεί μια εικόνα
της κατάστασης που επικρατεί σήμερα, με απώτερο σκοπό και συνέπεια οι άνθρωποι
που συνταγογραφούν και δίνουν αυτά τα φάρμακα να δουν κατάματα τη
πραγματικότητα.
Είναι φανερό ότι κατά τη διεξαγωγή μιας έρευνας που αφορά γιατρούς και ασθενείς
τίθενται σοβαρά προβλήματα και περιορισμοί που αφετηρία έχουν το ιατρικό
απόρρητο. Είμαστε πεπεισμένοι ότι πολλοί γιατροί και φαρμακοποιοί να μη μας
απάντησαν ξεκάθαρα σε κάποιες ερωτήσεις μας λόγω του ιατρικού απορρήτου. Είναι
ξεκάθαρο επίσης ότι πολλοί γιατροί θέλοντας να υπερασπίσουν τη θέση και τη στάση
τους ίσως μας απέκρυψαν κάποιες αλήθειες, χωρίς αυτό βέβαια να γίνει από μας
αντιληπτό. Πολλοί ήταν εκείνοι μάλιστα που αντιμετώπισαν με καχυποψία την
έρευνά μας νομίζοντας ότι τους κάνουμε έλεγχο ή ίσως ότι επεμβαίνουμε στη δουλειά
τους. Τις περισσότερες φορές η ειλικρινής μας στάση και η πλήρης ανάπτυξη των
θεμάτων της έρευνας κατάφερε να κάμψει αυτούς τους περιορισμούς, χωρίς βέβαια
να είμαστε απόλυτα σίγουροι για τη στάση που έχουν οι ερωτώμενοι απέναντι στο
πρόβλημα. Παράλληλα, το γεγονός ότι η έρευνα αφορά δύο διαφορετικές ομάδες
λειτουργών υγείας, η πρώτη αυτή των γιατρών που συνταγογραφούν και η δεύτερη
αυτή που εκτελεί, των φαρμακοποιών, θεωρούμε ότι καθιστά την ερευνά μας πιο
έγκυρη καθώς οι πληροφορίες που λάβαμε από την πρώτη ομάδα κατά κάποιο τρόπο
τις διασταυρώνουμε από τη δεύτερη. Το γεγονός τέλος, ότι ο ερευνητής προέρχεται
από την δεύτερη ομάδα των φαρμακοποιών πιστεύουμε ότι συνέβαλε θετικά στο να
πάρουμε ειλικρινείς απαντήσεις από την ομάδα αυτή αλλά και να έχουμε ευκολότερη
πρόσβαση.
Ένας σημαντικός περιορισμός ήταν αυτός του χρόνου. Το γεγονός ότι η
συμπλήρωση του ερωτηματολογίου έκλεβε αρκετό από τον λιγοστό πολλές φορές
ελεύθερο χρόνο των συμμετεχόντων ίσως να έκανε μερικούς να απαντήσουν τις

33
ερωτήσεις μας βεβιασμένα και χωρίς σκέψη, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ακόμα
και αλλοίωση των αποτελεσμάτων.
Αρχικός μας στόχος, και αυτό βέβαια θα έκανε την έρευνα πιο πλήρη, ήταν να
συμπεριλάβουμε και ανθρώπους που λαμβάνουν θεραπευτικά ή όχι αυτά τα φάρμακα.
Οι περιορισμοί βέβαια, μιας τέτοιας έρευνας που θα αφορούσε και ασθενείς, μας
έκανε να αφήσουμε αυτό το κομμάτι χωρίς βέβαια να αγνοούμε τις απόψεις
ανθρώπων που θα ήταν αρνητικές ή θετικές, απλά το εύρος μιας τέτοιας έρευνας θα
ήταν ιδιαίτερα μεγάλο με αποτέλεσμα να την εγκαταλείψουμε.
Παρόλα αυτά όμως κατά τη παραμονή μας στο χώρο του φαρμακείου μας δόθηκε
πολλές φορές η δυνατότητα να συνομιλήσουμε με ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν
ηρεμιστικά για μικρό ή μεγάλο διάστημα πράγμα που μας βοήθησε την έρευνά μας
προκειμένου να διεξάγουμε κάποια συμπεράσματα.

34
4 Αποτελέσματα

Από τα 24 ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν από γιατρούς το 62,5 % αυτών


απαντήθηκαν από ψυχιάτρους και 37,5% από παθολόγους. Επίσης, 92% ήταν άνδρες
και 8% γυναίκες. 62,5% απαντήθηκαν από κλινικούς ιατρούς και 37,5% από ιδιώτες
και συμβεβλημένους γιατρούς ασφαλιστικών ταμείων.
Όσων αφορά τη δεύτερη ομάδα αυτή των φαρμακοποιών από τα 22 ερωτηματολόγια
που συμπληρώθηκαν συνολικά το 88,6% αυτών απαντήθηκαν από άνδρες και το
13,4% από γυναίκες. Από τα δημογραφικά στοιχεία των ερωτηθέντων θεωρούμε ότι
το δείγμα μας είναι αντιπροσωπευτικό και δεν αλλοιώνει τα αποτελέσματα που
διεξάγουμε παρακάτω.
Επιπλέον πρέπει να επισημάνουμε ότι 4 ερωτηματολόγια γιατρών (ψυχιάτρων) δεν
συμπληρώθηκαν, από τα οποία όπως μας είπαν 3 λόγω φόρτου εργασίας και 1 λόγω
αρνήσεως μετά την επίδειξη του ερωτηματολογίου.

α. Η γενική εικόνα που έχουν οι γιατροί της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τη


κατάχρηση ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων.

Στην πρώτη μας ερώτηση προς την ιατρική κοινότητα θέλαμε να δούμε αν οι
ειδικοί αναγνωρίζουν ότι υπάρχει πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης από
ηρεμιστικά, αγχολυτικά και υπνωτικά φάρμακα στο γενικό πληθυσμό. Από τις
απαντήσεις που λάβαμε (Γράφημα 1) συμπεραίνουμε ότι οι γιατροί της
Θεσσαλονίκης αντιλαμβάνονται και αναγνωρίζουν την ύπαρξη του προβλήματος στο
βαθμό που συναντάται σήμερα, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τα παρακάτω
συμπεράσματα της έρευνας. Είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι οι γιατροί
αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα υφίσταται και ότι αφορά ένα κομμάτι του γενικού
πληθυσμού.
Αναλυτικά, το 60% των γιατρών αναγνωρίζει ότι υπάρχει μεγάλο και σοβαρό
πρόβλημα κατάχρησης ενώ το υπόλοιπο 40% θεωρεί ότι το πρόβλημα αφορά ένα
μικρό κομμάτι της κοινωνίας μας αλλά δεν είναι και τόσο ανησυχητικό.

35
Γράφημα 1 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα αν υπάρχει πρόβλημα εξάρτησης και
κατάχρησης από ηρεμιστικά στο γενικό πληθυσμό (n=24).

60,0
%

50,0
%

40,0
%

30,0 60%
%

20,0 40%
%

10,0
%

0,0
%
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΓΑΛΟ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ
ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΟΥ
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Στο δεύτερο ερώτημα μας ποια κατηγορία πληθυσμού έχει το μεγαλύτερο


πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης, οι απαντήσεις των γιατρών ήταν σχεδόν
κατανεμημένες (Γράφημα 2). Αν και όπως μας είπαν κατιδίαν μερικοί γιατροί, οι
χρήστες οποιοειδών έχουν ποιοτικότερο πρόβλημα κατάχρησης, δηλαδή παίρνουν
υψηλές δόσεις ηρεμιστικών σε συνδυασμό με άλλες ουσίες (φαινόμενο πολυ-
τοξικομανίας). Από την άλλη πλευρά οι ίδιοι πιστεύουν ότι οι ηλικιωμένοι και κυρίως
οι γυναίκες είναι ποσοτικά περισσότερες. Το γεγονός αυτό μας το ανέφεραν και οι
φαρμακοποιοί αλλά και το διαπιστώσαμε οι ίδιοι από τη συμμετοχική μας
παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου , όπως αναλύεται σε επόμενο κεφάλαιο.
Συγκεκριμένα, το 50% των ιατρών πιστεύουν ότι μεγάλο πρόβλημα κατάχρησης
ηρεμιστικών έχουν οι χρήστες ηρωίνης ενώ το 30% γενικά οι ηλικιωμένοι. Το 20%
των ιατρών πιστεύει ότι πρόβλημα κατάχρησης έχουν οι γυναίκες μέσης ηλικίας.

36
Γράφημα 2 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα ποια ομάδα ανθρώπων έχει το
μεγαλύτερο πρόβλημα εξάρτησης και κατάχρησης από
ηρεμιστικά(n=24).

50,0%

40,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

30,0%

50,0%

20,0%

30,0%

10,0% 20,0%

0,0%
ΗΛΙΚΙΟΜΕΝΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΗΣΤΕΣ ΟΠΟΙΟΕΙΔΩΝ
ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ

Η μεγάλη πλειοψηφία των γιατρών συμφωνεί με τη θεώρηση ότι τα σύγχρονα


ψυχοκοινωνικά προβλήματα είναι απόρροια του σύγχρονου τρόπου ζωής και όλων
των συνεπειών που αυτό συνεπάγεται. Πολλοί ήταν εκείνοι που ήταν
κατηγορηματικοί για τα προβλήματα που δημιουργεί ο σύγχρονος τρόπος ζωής στην
υγεία του ανθρώπου λέγοντάς μας χαρακτηριστικά, ότι ακόμα και πολλά παθολογικά
προβλήματα στο μέγεθος που σήμερα συναντούνται απορρέουν από κοινωνικούς
παράγοντες. Έτσι λοιπόν, βλέπουμε ότι το πρόβλημα της χρήσης ηρεμιστικών στο
βαθμό που σήμερα απαντάται, σύμφωνα με μια μερίδα γιατρών, είναι κυρίως
κοινωνικό και όχι τόσο βιολογικό, σε αντίθεση βέβαια με τους φαρμακοποιούς όπου
όπως θα δούμε παρακάτω σχεδόν καθολικά πιστεύουν (σε ποσοστό 90%) ότι τα αίτια
είναι κυρίως κοινωνικά.

37
Γράφημα 3 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα σχετικά με τα αίτια κατανάλωσης
ηρεμιστικών (n=24).

60,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

68,2%

40,0%

20,0%

22,7%

9,1%

0,0%
ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ-ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΧΡΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ
ΨΥΧΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ
ΧΡΟΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ
ΓΙΑΤΡΟΥΣ

Το επόμενο ερώτημα που θέσαμε στους γιατρούς ήταν κατά πόσο αποτελεσματικά
θεωρούν τα ελάσσονα ηρεμιστικά (Γράφημα 4). Παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο
ποσοστό των γιατρών, στην ερώτηση «πιστεύετε ότι τα ηρεμιστικά στην πλειοψηφία
τους εκπληρώνουν το θεραπευτικό τους στόχο», το 34.8% απάντησε ότι τα
ηρεμιστικά δεν εκπληρώνουν το θεραπευτικό τους στόχο αλλά απλώς κατευνάζουν
κάποια συμπτώματα και αποτελούν δεκανίκι στη λειτουργικότητα του ατόμου, ενώ το
47.8% απάντησε ότι τα ηρεμιστικά εκπληρώνουν τους θεραπευτικούς τους στόχους
μόνο με τη κατάλληλη και παράλληλη ψυχοθεραπεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα
μικρό ποσοστό γιατρών (8,7%) πιστεύει ότι τα ηρεμιστικά εκπληρώνουν τους
θεραπευτικούς τους στόχους στη πλειοψηφία των περιπτώσεων ενώ ένα άλλο μικρό
κομμάτι των γιατρών (8,7%) θεωρεί ότι το κατάλληλο δοσολογικό σχήμα μπορεί
τελικά να εκπληρώσει το θεραπευτικό στόχο.
Οι απαντήσεις αυτές πιστεύουμε ότι μας δίνουν μια γενική εικόνα για το πώς η
ιατρική κοινότητα βλέπει τα ηρεμιστικά αλλά και κατά ποιο τρόπο τα χρησιμοποιεί
στη κλινική πράξη.

38
Γράφημα 4 : Απαντήσεις ιατρών σχετικά με την αποτελεσματικότητα των
ηρεμιστικών (n=24).

50,0%

40,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ
30,0%

47.8%

34.8%

20,0%

10,0%

8.7% 8.7%

0,0%
ΔΕΝ ΕΚΠΛΗΡΩΝΟΥΝ
ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΝΑΙ ΣΕ ΠΟΛΛΕΣ ΝΑΙ ΜΕ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ
ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΜΕ ΔΟΣΟΛΟΓΙΚΟ ΤΟ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟ

Στο επόμενο ερώτημα που κλίθηκαν να μας απαντήσουν οι ερωτώμενοι ήταν ο


ρόλος που έχουν οι ίδιοι στο θέμα των εξαρτήσεων (Γράφημα 5). Εδώ πολλοί ιατροί
μας απάντησαν ότι ο ρόλος του γιατρού είναι πολύπλευρος και ότι ο γιατρός οφείλει
να εφαρμόζει ότι είναι δυνατό ώστε να περιορίσει τη φαρμακευτική εξάρτηση.
Παρόλα αυτά, με βάση τη συχνότητα εμφάνισης, το 45% των γιατρών θεωρεί ότι
πρωταρχικό τους μέλημα είναι η διαρκείς ενημέρωση του κοινού στο θέμα των
εξαρτήσεων, ενώ ένα άλλο κομμάτι (35%) θεωρεί ότι βασικός ρόλος του γιατρού
είναι να προσπαθεί να περιορίσει όσο είναι δυνατό τη συνταγογράφηση
εξαρτησιογώνων ουσιών. Το 20% επίσης θεωρεί ότι ο γιατρός πρέπει να παραπέμπει
τα άτομα που διακρίνει ότι εξαρτούνται από μια φαρμακευτική ουσία σε κάποιο
εξειδικευμένο κέντρο.

39
Γράφημα 5 : Απαντήσεις ιατρών στο ρόλο του ιατρού στο πρόβλημα της εξάρτησης
(n=24).

50,0
%

40,0
%

ΠΟΣΟΣΤΟ

30,0
%

45,0%
20,0
%
35,0%

10,0 20,0%
%

0,0
% ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ
ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΣΕ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΩΝ
ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗΣ
ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
ΕΞΑΡΤΗΣΙΟΓΩΝΩΝ ΟΥΣΙΩΝ

Στο ερώτημά μας προς τους γιατρούς για το αν πιστεύουν ότι υπάρχει
υπερσυνταγογράφηση ηρεμιστικών (Γράφημα 6) η μεγάλη πλειοψηφία (68,18%)
θεωρούν ότι υπάρχει υπερσυνταγογράφηση σε μεγάλο ή μικρό βαθμό.
Αναλυτικότερα, το 31,82% μας απάντησε ότι υπάρχουν πολλοί γιατροί που
συνταγογραφούν πέραν του φυσιολογικού ηρεμιστικά ενώ μια άλλη μερίδα (36,36%)
πιστεύει ότι η υπερσυνταγογράφηση γίνεται από μια μικρή ομάδα γιατρών. Αξίζει να
σημειωθεί ότι μια άλλη μερίδα γιατρών (31,82%) θεωρεί ότι το φαινόμενο της
υπερσυνταγογράφησης οφείλεται σε πολλούς ασθενείς που επισκέπτονται
διαφορετικούς γιατρούς με σκοπό να αποσπούν φάρμακα. Κανείς από τους
ερωτώμενους πάντως, δεν μας απάντησε ότι υπάρχει συνετή συνταγογράφηση.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι το πρόβλημα υψηλής συνταγογράφησης
ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων αναγνωρίζεται από την ιατρική
κοινότητα όμως από την άλλη πλευρά θα περιμέναμε μέτρα και προτάσεις από φορείς
και ιατρικούς συλλόγους για το περιορισμό αυτού του φαινομένου.

40
Γράφημα 6 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα αν υπάρχει υπερσυνταγογράφηση
ηρεμιστικών (n=24).

40,0
%

ΠΟΣΟΣΤΟ

30,0
%

20,0
%
36,36
%
31,82 31,82
% %

10,0
%

0,0
%
ΝΑΙ ΑΠΟ ΠΟΛΛΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΝΑΙ ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ
ΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑΤΡΩΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ
ΠΟΛΛΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΜΕ
ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΑΠΟΣΠΟΥΝ
ΦΑΡΜΑΚΑ

Στο ερώτημα που αφορά το φαινόμενο της ευρείας κατανάλωσης και διάδοσης των
ηρεμιστικών (Γράφημα 7) η μεγάλη πλειοψηφία (47,6%) πιστεύει ότι ο σύγχρονος
τρόπος ζωής και οι έντονοι ρυθμοί ανάπτυξης αυξάνουν τα ψυχικά προβλήματα,
όπως το άγχος και κατά συνέπεια τη χρήση ηρεμιστικών. Το 33,3% των ερωτηθέντων
πιστεύει ότι η έλλειψη πόρων για άλλες θεραπείες και παρεμβάσεις σε θέματα
ψυχικής υγείας αυξάνουν τη ζήτηση ηρεμιστικών εφόσον αποτελούν εύκολη και ίσως
μοναδική λύση. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια μερίδα γιατρών (14,3%) παραδέχεται ότι
την αποκλειστική ευθύνη για την ανάπτυξη του φαινομένου την έχουν μια μερίδα
γιατρών που συνταγογραφούν αλόγιστα. Τέλος , το 4,8% θεωρεί ότι όσο δεν υπάρχει
επαρκής έλεγχος της συνταγογράφησης φαρμάκων και ιδιαιτέρως εξαρτησιογόνων
ουσιών, το φαινόμενο θα συνεχίζει να υφίσταται.

41
Γράφημα 7 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα ποιος ή τι ευθύνεται για το φαινόμενο
της υπερσυνταγογράφησης (n=24).

50,0%

40,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

30,0%

47,6
%

20,0%

33,3
%

10,0%

14,3
%

4,8
%
0,0%

ΓΙΑΤΡΟΙ ΠΟΥ ΕΛΛΕΙΨΗ ΠΟΡΩΝ ΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΛΕΓΧΟΥ


ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΨΥΧΟΠΙΕΣΤΙΚΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ
ΑΛΟΓΙΣΤΑ ΑΛΛΩΝ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΩΝ

Στο επόμενο ερώτημά μας θελήσαμε να μάθουμε τις απόψεις των γιατρών σε σχέση
με τη κακή χρήση και τη κατάχρηση ηρεμιστικών από μερικά άτομα (Γράφημα 8). Η
μεγάλη πλειοψηφία των γιατρών (63,6%) χαρακτηριστικά μας απάντησε ότι την
αποκλειστική ευθύνη για αυτό το φαινόμενο την έχουν οι χρήστες ηρεμιστικών, οι
οποίοι επιθυμούν άμεσα να ανακουφιστούν από τα συμπτώματά τους. Το γεγονός
αυτό μπορούμε να το δεχτούμε, αν λάβουμε υπόψη μας ότι κοινωνικοί παράγοντες
υπαγορεύουν την όσο το δυνατό γρηγορότερη αποθεραπεία και όσο το δυνατό
ευκολότερη λύση. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου η ευκολότερη λύση και η όσο το
δυνατό γρηγορότερη απόκτηση υλικών αγαθών αποτελεί πλέον κανόνας. Η στάση
αυτή θεωρούμε ότι περνάει σε διάφορα άλλα πεδία, όπως είναι τα θέματα υγείας.
Πολλοί βέβαια, θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την απάντηση των ιατρών ως
αποποίηση των ευθυνών, που έχουν οι ίδιοι, στο θέμα της προβληματικής χρήσης
ηρεμιστικών, όμως το γεγονός ότι ένα άλλο σημαντικό κομμάτι της ιατρικής
κοινότητας (27,3%) μας απάντησε ότι μεγάλη ευθύνη έχουν εξίσου και οι ειδικοί, που
δεν ενημερώνουν ορθά τους ασθενής τους, ισοσκελίζει κατά κάποιο τρόπο τις
απαντήσεις. Πλήρης αποποίηση των ευθυνών θεωρούμε ότι υπάρχει στο κομμάτι της

42
ιατρικής κοινότητας (9,1%) που μας απάντησε ότι την ευθύνη για τη κακή χρήση των
ηρεμιστικών την έχουν τα ίδια τα φάρμακα που δημιουργούν ανοχή και εξάρτηση
μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα.

Γράφημα 8 : Απαντήσεις ιατρών στο ερώτημα για το ποιος ή τι ευθύνεται για τη


κακή χρήση ηρεμιστικών που γίνεται από μερίδα ασθενών (n=24).

60,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

40,0%

63,6
%

20,0%

27,3
%

9,1
%
0,0%
ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΑΜΕΣΗ ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΑΠΟ ΑΝΟΧΗ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ
ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΦΑΡΜΑΚΟ
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΥΣ

β. Η στάση που έχουν οι γιατροί της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τη χρήση


ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων.

Το δεύτερο μέρος του ερωτηματολογίου μας αφορούσε τη στάση που έχουν οι


γιατροί της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τη διάδοση των ηρεμιστικών, τη κατάχρηση
και την εξάρτηση. Αρχικά αυτό το οποίο θέλαμε να μάθουμε είναι οι λόγοι για τους
οποίους συνταγογραφείται κάποιο ηρεμιστικό. Όπως φαίνεται από το ακόλουθο
γράφημα ο κυρίως λόγος συνταγογράφησης είναι το άγχος (45,8%). Βέβαια, όπως θα
δούμε παρακάτω, τα αποτελέσματα αυτά είναι σύμφωνα με τις απαντήσεις των
φαρμακοποιών αλλά και με τα αποτελέσματα που λάβαμε από τις συνταγές. Εκεί
βέβαια, θα δούμε το άγχος να μην αναφέρεται ξεκάθαρα στην ιατρική διάγνωση αλλά
να μεταφράζεται ως νευροφυτικές διαταραχές ή απλά να συνυπάρχει μέσα σε μια
ψύχωση ή κατάθλιψη. Στο φαινόμενο αυτό θα αναφερθούμε σε επόμενο κεφάλαιο
εκτενέστερα.

43
Γράφημα 9 : Λόγοι για τους οποίους οι γιατροί συνταγογραφούν ένα ηρεμιστικό
(n=24).

50,0%

40,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

30,0%

45,8%

20,0%

10,0%
16,7%

8,3% 8,3% 8,3%

4,2% 4,2% 4,2%

0,0%
ΑΥΠΝΙΑ ΑΓΧΟΣ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ ΑΥΠΝΙΑ - ΑΓΧΟΣ- ΑΓΧΟΣ- ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ
Α ΣΕ Α ΣΕ ΑΓΧΟΣ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ Α ΣΕ
ΨΥΧΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ Α ΣΕ Α ΣΕ ΨΥΧΩΣΕΙΣ-
ΨΥΧΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΥΝΟΔΕΥΤΙΚ
Α ΣΕ
ΕΠΙΛΗΨΙΑ

Στο επόμενό μας ερώτημα που αφορούσε τη συνταγογράφηση ηρεμιστικών για το


καθημερινό άγχος οι απαντήσεις που λάβαμε μας εξέπληξαν, καθώς ακριβώς σε αυτή
την ερώτηση πιστεύαμε ότι οι ερωτώμενοι δε θα ήταν ειλικρινείς απέναντι μας.
Βέβαια, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι το ποσοστό των γιατρών που
συνταγογραφεί ηρεμιστικά για την αντιμετώπιση του καθημερινού άγχους ίσως είναι
λίγο υψηλότερο.
Παρόλα αυτά όμως, αν δεχτούμε ειλικρινείς όλες τις απαντήσεις, 2 στους 3
γιατρούς παραδέχεται ότι έχει συνταγογραφήσει ή συνταγογραφεί κάποιο ηρεμιστικό
για το καθημερινό άγχος, χωρίς να συνυπάρχει κάποιο άλλο σοβαρό πρόβλημα
υγείας, που ενδεχομένως να επηρέαζε την πορεία της νόσου. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι
αντίθετο με τους κανόνες συνταγογράφησης, τις ενδείξεις του φαρμάκου αλλά και τα
όσα αναφέρει η βιβλιογραφία που αναφέραμε στην επισκόπησή μας.
Συμπεραίνουμε λοιπόν, με βάση τα όσα μας ομολόγησαν οι γιατροί ότι υπάρχει
πληθυσμός που καταναλώνει ηρεμιστικά φάρμακα για να αντιμετωπίσει καθημερινά
προβλήματα και στρεσσογόνες καταστάσεις.

44
Γράφημα 10 : Συνταγογράφηση ηρεμιστικών από γιατρούς για προβλήματα
καθημερινού άγχους (n=24).

80,0%

60,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

40,0%
70,8
%

20,0%

29,2
%

0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ

Σύμφωνα με το επόμενο ερώτημα που θέσαμε (Γράφημα 11), το σύνολο των


γιατρών χρησιμοποιεί άλλες μεθόδους διαχείρισης του άγχους εκτός από φάρμακα.
Οι απαντήσεις αυτές μας φάνηκαν λίγο αντιφατικές σε σχέση με όσα διαπιστώσαμε
μέσα από τη συνταγογραφία αλλά και τη συμμετοχική μας παρατήρηση, κυρίως από
τη πλευρά των παθολόγων, οι οποίοι μάλιστα δεν έχουν την απαραίτητη κατάρτιση
και εξειδίκευση. Θεωρούμε ότι πολλοί γιατροί χρησιμοποιούν κάποιες άλλες
μεθόδους διαχείρισης τους άγχους, από την απλή συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία
υποστήριξης μέχρι και πιο πολύπλοκες θεραπείες, όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει στο
βαθμό που θα θέλαμε να δούμε.
Ακόμα περισσότερο, θεωρούμε ότι η καθημερινή πρακτική διαφέρει κατά πολλή
από τη θεωρία, καθώς εκτός από τη διάθεση πολλών γιατρών να προσφέρουν
υπάρχουν και αντικειμενικές δυσκολίες που δυσχεραίνουν τη προσπάθεια για την
αντιμετώπιση του άγχους με άλλες μεθόδους. Μεγαλύτερο πρόβλημα σαφέστατα
αποτελεί αυτό του περιορισμένου χρόνου ακρόασης των ασθενών, κυρίως σε δημόσια
νοσοκομειακά ιδρύματα αλλά και τοπικές μονάδες υγείας.

45
Γράφημα 11 : Χρήση εναλλακτικών μεθόδων διαχείρισης άγχους από γιατρούς
(n=24).

100,0%

80,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

60,0%

100,0%

40,0%

20,0%

0,0%
ΝΑΙ

Στο ερώτημα μας για το αν οι γιατροί δέχονται πιέσεις από τους ασθενείς τους με
σκοπό τη συνταγογράφηση κάποιου ηρεμιστικού, οι απαντήσεις που λάβαμε ήταν
σχεδόν όλες κατηγορηματικές (95,8%). Συγκεκριμένα πολλοί γιατροί μας είπαν ότι
τους ασκούνται αφόρητες πιέσεις στις οποίες πολλές φορές, όπως θα δούμε στο
επόμενο γράφημα, ενδίδουν.

Γράφημα 12 : Απαντήσεις ιατρών στο αν έχουν δεχθεί πιέσεις από τους ασθενείς
τους για τη συνταγογράφηση ηρεμιστικών. (n=24).

100,0%

80,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

60,0%

95,8
%

40,0%

20,0%

4,2
0,0% %

ΝΑΙ ΟΧΙ

46
Στο Γράφημα 13, που αφορά τη διαχείριση των πιέσεων των επισκεπτών υγείας,
παρατηρούμε ότι οι γιατροί σε ποσοστό 33,3% αναγκάζονται να συνταγογραφήσουν
κάποιο ηρεμιστικό είτε γιατί ενδίδουν στις αφόρητες, πολλές φορές, πιέσεις είτε γιατί
το φάρμακο έχει ήδη χορηγηθεί από το φαρμακείο.
Ένα άλλο ποσοστό των γιατρών 19% ομολογεί ότι δε συνταγογραφεί το φάρμακο,
που ζητά ο πελάτης, μόνο εφόσον κρίνει ότι δε του είναι απαραίτητο και δεν το
χρειάζεται. Το μεγαλύτερο ποσοστό των γιατρών (47,5%) πάντως, προσπαθεί να
αντιμετωπίσει τις πιέσεις δίνοντας συμβουλές για τη διαχείριση του άγχους με
εναλλακτικούς τρόπους και θεραπείες.
Σε αντιδιαστολή με το επόμενο ερώτημα που θέσαμε, οι γιατροί δυσκολεύονται να
διακόψουν τη χρήση ηρεμιστικών από χρόνιους χρήστες ηρεμιστικών πράγμα που
σημαίνει ότι οι συμβουλές και η προσπάθεια για εναλλακτικές θεραπείες από την
πλευρά των γιατρών τις περισσότερες φορές δεν έχουν αποτέλεσμα.

Γράφημα 13 : Απαντήσεις ιατρών στο τρόπο διαχείρισης των πιέσεων που δέχονται
για τη συνταγογράφηση ηρεμιστικών (n=24).

50,0%

40,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

30,0%

47,6
%
20,0%

10,0% 19,0 19,0


% %
14,3
%

0,0%
ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΔΕΝ ΔΟΘΗΚΑΝ
ΚΑΠΟΙΟΥ ΚΑΠΟΙΟΥ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΘΕΙΚΕ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ
ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΟΥ ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΟΥ ΕΦΟΣΟΝ ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ
ΕΦΟΣΟΝ ΕΧΕΙ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ
ΔΑΝΕΙΣΤΕΙ ΑΠΟ
ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

47
Στο Γράφημα 14 φαίνεται ξεκάθαρα ότι το 91,7% των γιατρών δηλώνει ότι
δυσκολεύεται ή δεν τα κατάφερε να διακόψει κάποιο ηρεμιστικό, αγχολυτικό ή
υπνωτικό φάρμακο από χρόνιο χρήστη αυτών των φαρμάκων εφόσον έκρινε ότι δεν
το χρειάζεται πλέον.
Από τις απαντήσεις αυτές των γιατρών επιβεβαιώνεται ο βαθμός εξάρτησης
ψυχικής ή σωματικής των χρόνιων χρηστών ηρεμιστικών φαρμάκων αλλά και ο
βαθμός δυσκολίας διακοπής τους.
Θα πρέπει επίσης, σε αυτό το σημείο, να επισημάνουμε την ανάγκη εξειδίκευσης
της ιατρικής κοινότητας πάνω στο θέμα της απεξάρτησης ατόμων από ηρεμιστικά,
καθώς θεωρούμε ότι υπάρχει έλλειψη γνώσεων και κατάρτισης πάνω στο αντικείμενο
όπως επιβεβαιώνεται και από έρευνες που αναφέραμε στη βιβλιογραφική μας
επισκόπηση (Cuevas C. & Sanz E.Z. 2004).

Γράφημα 14 : Απαντήσεις ιατρών στο αν δυσκολεύονται να διακόψουν τη χρήση


ηρεμιστικού (n=24).

100,0%

80,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

60,0%

91,7%

40,0%

20,0%

8,3%

0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ

Στο επόμενο ερώτημα που θέσαμε (Γράφημα 15) παρατηρούμε, με όσα μας
απάντησαν οι γιατροί της Θεσσαλονίκης, ότι υπάρχει κάποιος πληθυσμός που
αρνείται να διακόψει τη χρήση ηρεμιστικών. Οι γιατροί μας επιβεβαίωσαν (σε

48
ποσοστό 83,3%) ότι είχαν κατά καιρούς πελάτες τους που δεν τους
ξαναεπισκέφθηκαν επειδή δεν τους συνταγογράφησαν κάποιο ηρεμιστικό.

Γράφημα 15 : Απαντήσεις ιατρών στο αν ασθενείς τους δεν τους ξαναεπισκέφθηκαν


επειδή δεν συνταγογράφησαν κάποιο ηρεμιστικό (n=24).

100,0%

80,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ
60,0%

83,3
40,0% %

20,0%

16,7
%

0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ

Ένα άλλο φαινόμενο που μας επιβεβαίωσαν οι γιατροί είναι αυτό της διάδοσης των
ηρεμιστικών από τους ίδιους τους ασθενείς αλλά και της μεταφοράς χαπιών σε
ενδοοικογενιακό περιβάλλον. Σε ποσοστό 79,2% οι γιατροί της Θεσσαλονίκης έχουν
διαπιστώσει ή είχαν την υπόνοια ότι τα φάρμακα που συνταγογράφησαν σε κάποιον
πελάτη τους να έχουν καταλήξει τελικά σε άλλα άτομα (Γράφημα 16).
Το φαινόμενο αυτό, όπως διαπιστώσαμε κατά την έρευνά μας, συμβαίνει σε δυο
περιπτώσεις. Γονείς, όπου μέσα στην οικογένεια έχουν κάποιο εξαρτημένο άτομο από
άλλες ουσίες, καταφεύγουν στις υγειονομικές υπηρεσίες με σκοπό να αποσπάσουν
ηρεμιστικά, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του εξαρτημένου ατόμου,
πιστεύοντας ότι έτσι το βοηθούν και κατά δεύτερο λόγο, όχι και τόσο συχνά,
δανεισμός κάποιου χαπιού για τη καταπολέμηση άγχους και αϋπνίας μέσω γνωστών
και φίλων.
Στη δεύτερη περίπτωση θεωρούμε ότι υπάρχει μια παγιωμένη στάση και αντίληψη
με τα φάρμακα γενικότερα, που λέει ότι «αφού βοήθησε εμένα αυτό το φάρμακο θα
βοηθήσει και κάποιον άλλο που έχει το ίδιο πρόβλημα». Κάτι τέτοιο είναι σαφέστατα

49
λάθος, αφού κάθε περίπτωση, ιδιαιτέρως σε θέματα ψυχικής υγείας, είναι μοναδική
και πρέπει να αντιμετωπίζεται με τον ανάλογο τρόπο. Δυστυχώς όμως, το γεγονός
αυτό της παράλληλης «διαφήμισης» από στόμα σε στόμα βοηθάει στην εξάπλωση και
στη διάδοση των ηρεμιστικών και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ενημέρωση και
πληροφόρηση του κοινού από τους ειδικούς.

Γράφημα 16 : Απαντήσεις ιατρών στο αν έχει υποπέσει στην αντίληψή τους το


φαινόμενο της κατανάλωσης ηρεμιστικών από άλλα άτομα (κυρίως ενδοοικογενιακά)
(n=24).

80,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

60,0%

40,0% 79,2%

20,0%

20,8%

0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ

Στο ακόλουθο ερώτημα θέλαμε να δούμε το ποσοστό των ιατρών που


συνταγογραφεί ηρεμιστικά σε οπιομανείς ή τον τρόπο διαχειρίσεις της εξάρτησής
τους (Γράφημα 17). Όπως βλέπουμε, κανένας από τους ερωτώμενους δε μας
απάντησε ότι προσπαθεί να διαχειριστεί την εξάρτηση είτε εφαρμόζοντας κάποια
μορφή ψυχοθεραπείας είτε συνταγογραφώντας κάποιο φάρμακο (ναλτρεξόνη ή
ηρεμιστικά). Αντιθέτως, το μεγαλύτερο ποσοστό θεωρεί ότι το θέμα της απεξάρτησης
είναι δουλεία των εξειδικευμένων κέντρων απεξάρτησης. Παρόλα αυτά όμως, κατά
τη συμμετοχική μας παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου λάβαμε συνταγές
ηρεμιστικών και ναλτρεξόνης από ψυχιάτρους και αφορούσαν εξαρτημένα άτομα. Οι
ψυχίατροι αυτοί δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα μας καθώς το θεωρήσαμε
αντιδεοντολογικό. Άλλωστε το δείγμα μας όπως αναφέραμε ήταν τυχαίο.

50
Γράφημα 17 : Απαντήσεις ιατρών στο τρόπο διαχείρισης των εξαρτημένων ατόμων
από ηρωίνη(n=24).
100,0%

80,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

60,0%

83,3
40,0% %

20,0%

16,7
%

0,0%
ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΜΕ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΣΕ
ΚΕΝΤΡΑ ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗΣ

Σύμφωνα με την ιατρική κοινότητα πρωταρχικός ρόλος του γιατρού στο θέμα της
εξάρτησης από ηρεμιστικά είναι ο περιορισμός της συνταγογράφησης στο βαθμό που
είναι δυνατό (Γράφημα 18). Επίσης, το 33,3% θεωρεί ότι ο γιατρός οφείλει να
παροτρύνει τους επισκέπτες υγείας εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας προτού
συνταγογραφήσει κάποιο ηρεμιστικό ενώ το 16,7% θεωρεί ως πρωταρχικό μέλημα
την ορθή ενημέρωση για τους κινδύνους και τις ανεπιθύμητες ενέργειες των
ηρεμιστικών.
Θα πρέπει να σημειώσουμε όμως, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων
συμφώνησε ότι ο γιατρός οφείλει να πραγματοποιεί και τα τρία σενάρια. Οι
απαντήσεις που βλέπουμε στο Γράφημα 18 είναι σύμφωνα με το βαθμό ιεράρχησης
και προτεραιότητας που κάθε γιατρός θεωρεί πιο σημαντικό.
Κάνοντας κριτική στις απαντήσεις αυτές θεωρούμε ότι ο γιατρός δεν πρέπει να
μένει μόνο στη προσπάθεια περιορισμού συνταγογράφησης αλλά οφείλει πρωτίστως
να συμβουλεύει και να εφαρμόζει άλλες μεθόδους διαχείρισης άγχους και ήπιων
μορφών κατάθλιψης. Παράλληλα, οφείλει να ενημερώνει για το ρίσκο της
συνταγογράφησης ηρεμιστικών και να συναποφασίζει με τον ασθενή για τη θεραπεία
αφού πρώτα προτείνει εναλλακτικά σενάρια.

51
Γράφημα 18 : Ο ρόλος των γιατρών στο θέμα της εξάρτησης από ηρεμιστικά (n=24).

50,0%

40,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

30,0%

50,0
%

20,0%

33,3
%

10,0%
16,7
%

0,0%
ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗΣ
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΟΥ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Ολοκληρώνοντας τη παρουσίαση των αποτελεσμάτων από τις απαντήσεις που


πήραμε από την ιατρική κοινότητα παρατηρούμε ως γενική εικόνα ότι οι γιατροί
αναγνωρίζουν την ύπαρξη του προβλήματος της κατάχρησης και εξάρτησης από
ηρεμιστικά για την οποία μερίδιο ευθύνης θεωρούν ότι έχουν και οι ίδιοι.
Στο Κεφάλαιο που ακολουθεί με θέμα Συζήτηση θα αναλύσουμε διεξοδικά τα
αποτελέσματα που μόλις παρουσιάσαμε και θα τα συσχετίσουμε με τις απαντήσεις
των φαρμακοποιών που παρουσιάζουμε αμέσως μετά αλλά και τα δεδομένα από την
ανάλυση της συνταγογραφίας.

γ. Η γενική εικόνα που έχουν οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τη


κατάχρηση ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων

Στην πρώτη μας ερώτηση προς την φαρμακευτική κοινότητα για το αν υπάρχει
πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης στο γενικό πληθυσμό λάβαμε τις ακόλουθες
απαντήσεις, όπως φαίνεται στο Γράφημα 19.
Οι απαντήσεις των φαρμακοποιών της Θεσσαλονίκης συμφωνούν με αυτές των
γιατρών, όπως είδαμε στο Γράφημα 1, και έχουν εξίσου τη ίδια βαρύτητα εφόσον
αναγνωρίζουν, μέσα από την εμπειρία και τη γενική εικόνα της συνταγογραφίας και

52
της αλληλεπίδρασης με πελάτες και ασθενείς, την ύπαρξη του σοβαρού αυτού
προβλήματος που ερευνάται.
Αναλυτικά, το 50% των φαρμακοποιών αναγνωρίζει ότι υπάρχει μεγάλο και
σοβαρό πρόβλημα κατάχρησης ενώ το υπόλοιπο 45,5% θεωρεί ότι το πρόβλημα
αφορά ένα μικρό κομμάτι της κοινωνίας μας αλλά δεν είναι και τόσο ανησυχητικό.
Ένα πολύ μικρό και αμελητέο ποσοστό (4,5%) θεωρεί ότι δεν υπάρχει πρόβλημα.

Γράφημα 19 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα αν υπάρχει πρόβλημα


εξάρτησης και κατάχρησης από ηρεμιστικά στο γενικό πληθυσμό (n=22).

50,0%

40,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

30,0%

50,0%

45,5%

20,0%

10,0%

4,5%

0,0%
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΑΦΟΡΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΜΕΡΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Το δεύτερο ερώτημα που καλέσαμε να μας απαντήσουν οι φαρμακοποιοί της


Θεσσαλονίκης, ήταν ελαφρώς διαφοροποιημένο από το ερώτημα που θέσαμε στους
γιατρούς. Από τους φαρμακοποιούς θελήσαμε να μάθουμε ποιες ηλικίες έχουν το
μεγαλύτερο πρόβλημα κατάχρησης ηρεμιστικών και πιθανώς εξάρτησης. Η εικόνα
που μας έδωσαν οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης συμφωνεί απόλυτα με τη
βιβλιογραφική μας έρευνα αλλά και από τα δεδομένα των συνταγών που αναλύουμε
σε παρακάτω κεφάλαιο. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται ξεκάθαρα ότι το
μεγαλύτερο ποσοστό (59,1%) των ερωτώμενων μας απάντησε ότι οι γυναίκες άνω

53
των 50 έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα κατάχρησης ηρεμιστικών ενώ ένα ακόμα
κομμάτι των ερωτώμενων (18,2%) μας απάντησε ότι γυναίκες και άνδρες άνω των
πενήντα καταναλώνουν περισσότερα ηρεμιστικά.

Γράφημα 20 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα ποιες ηλικίες έχουν το


μεγαλύτερο πρόβλημα εξάρτησης και κατάχρησης από
ηρεμιστικά(n=22).

60,0%

50,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ
40,0%

30,0% 59,1%

20,0%

10,0%
18,2%

9,1% 9,1%
4,5%
0,0%
ΑΝΔΡΕΣ ΑΠΟ 20 ΕΩΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΠΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΠΟ ΑΝΔΡΕΣ- ΑΝΔΡΕΣ-
50 20 ΕΩΣ 50 50 ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΠΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΑΝΩ
20 ΕΩΣ 50 ΑΠΟ 50

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

Στο ερώτημα μας, που αφορούσε τα αίτια της ευρείας χρήσης ηρεμιστικών, οι
φαρμακοποιοί μας απάντησαν καθολικά σχεδόν (90%) ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής
ευθύνεται για την εμφάνιση του φαινομένου που ερευνάται (Γράφημα 21). Βλέπουμε
ότι οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης είναι σχεδόν κατηγορηματικοί ότι ο
σύγχρονος τρόπος ζωής και διάφοροι κοινωνικοί παράγοντες οφείλονται στην
ανάπτυξη του φαινομένου, σε αντίθεση με τους γιατρούς, που όπως είδαμε στο
Γράφημα 2 είναι σχεδόν διχασμένη αφού μια σημαντική μερίδα τους θεωρεί ότι τα
βιολογικά και τα παθολογικά προβλήματα ευθύνονται για την ύπαρξη του
προβλήματος.

54
Γράφημα 21 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα σχετικά με τα αίτια
κατανάλωσης ηρεμιστικών (n=22).

100,0%

80,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

60,0%

90,0%

40,0%

20,0%

5,0% 5,0%
0,0%
ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΑ ΣΥΧΓΡΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥ ΓΙΑ ΑΛΛΕΣ
ΑΙΤΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ

Στο Γράφημα 22 περιγράφεται η ανάλυση σε ποσοστά των λόγων


συνταγογράφησης των ηρεμιστικών φαρμάκων, σύμφωνα πάντα με την εμπειρία των
ερωτηθέντων φαρμακοποιών. Παρατηρούμε ότι οι βασικότεροι λόγοι
συνταγογράφησης, σύμφωνα με την εικόνα των φαρμακοποιών, είναι το άγχος (σε
ποσοστό 30%),ο συνδυασμός άγχους-αϋπνίας (σε ποσοστό 25%) και σε ένα πιο μικρό
ποσοστό (15%) ο συνδυασμός άγχους-συνοδευτικά σε κατάθλιψη. Τα αποτελέσματα
που λάβαμε από τις απαντήσεις των φαρμακοποιών συμφωνούν, με ελαφρώς κάποιες
διαφοροποιήσεις, με τις απαντήσεις των γιατρών.
Από την ανάλυση των συνταγών, όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο, το
μεγαλύτερο ποσοστό των συνταγών που περιέχει ηρεμιστικά αφορούν την
κατάθλιψη. Κάτι τέτοιο όμως δεν έρχεται σε αντίθεση με τις απαντήσεις των γιατρών
και των φαρμακοποιών καθώς πολλές φορές το άγχος συνυπάρχει σε κάποια ψυχική
νόσο.

55
Γράφημα 22 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα που αφορά τους λόγους για
τους οποίους συνταγογραφούνται τα ηρεμιστικά (n=22).

30,0%

25,0%

20,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ

15,0% 30,0%

25,0%

10,0%

15,0%

5,0% 10,0%

5,0% 5,0% 5,0% 5,0%

0,0%
Α Α ΣΥ ΣΥ Α Α Α Α
ΥΠ ΓΧ Ν Ν ΥΠ ΥΠ ΓΧ ΓΧ
Ν Ο Ο Ο Ν Ν Ο Ο
ΙΑ Σ Δ Δ ΙΑ ΙΑ Σ- Σ-
ΕΥ ΕΥ -Α -Σ ΣΥ ΣΥ
ΤΙ ΤΙ ΓΧ ΥΝ Ν Ν
Κ Κ Ο Ο Ο Ο
Α Α Σ Δ Δ Δ
ΣΕ ΣΕ ΕΥ ΕΥΤ ΕΥ
Ψ Κ ΤΙ ΙΚ ΤΙ
ΥΧ Α Κ Κ
ΤΑ Α Α Α
Ω Θ ΣΕ ΣΕ ΣΕ
ΣΕ ΛΙ
ΙΣ Κ Ψ Κ
Ψ Α Υ Α
Η ΤΑ ΧΩ ΤΑ
Θ ΣΕ Θ
ΛΙ ΙΣ ΛΙ
Ψ Ψ
Η Η

ΛΟΓΟΙ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

Σε αντίθεση με τους γιατρούς, που στη πλειοψηφία τους πιστεύουν ότι τα


ηρεμιστικά εκπληρώνουν τους θεραπευτικούς τους στόχους υπό προϋποθέσεις, οι
φαρμακοποιοί στη πλειοψηφία τους θεωρούν ότι τα ηρεμιστικά απλώς κατευνάζουν
κάποια συμπτώματα και δεν θεραπεύουν πλήρως, εκπληρώνοντας παράλληλα το
θεραπευτικό στόχο. Το γεγονός αυτό βέβαια, θα μπορούσε να ερμηνευθεί από το
γεγονός ότι οι γιατροί ίσως να αντιλαμβάνονται διαφορετικά από τους
φαρμακοποιούς την έννοια της θεραπείας κάτι βέβαια που θα μπορούσε να
διερευνηθεί περισσότερο.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στο συγκεκριμένο ερώτημα οι πιθανές απαντήσεις
που δώσαμε στους φαρμακοποιούς ήταν μόνο δυο, δηλαδή μόνο αν εκπληρώνουν ή
όχι το θεραπευτικό στόχο. Δεν δώσαμε δηλαδή, τις προϋποθέσεις και αυτό γιατί
θεωρήσαμε ότι είναι δύσκολο από τη πλευρά των φαρμακοποιών να γνωρίζουν πότε
γίνεται π.χ. παράλληλη ψυχοθεραπεία με τη χορήγηση ηρεμιστικών.

56
Γράφημα 23 : Απαντήσεις των φαρμακοποιών σε σχέση με την αποτελεσματικότητα
των ηρεμιστικών (n=22).

80,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

60,0%

40,0%
71,4%

20,0%
28,6%

0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ

Στα τρία διαγράμματα που ακολουθούν παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των


ηρεμιστικών φαρμάκων καθώς και των υπνωτικών χαπιών που συνταγογραφούνται
περισσότερο σύμφωνα πάντα με την εικόνα που έχουν οι φαρμακοποιοί.
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι τα τρία είδη ηρεμιστικών-υπνωτικών χαπιών που
συνταγογραφούνται περισσότερο με βάση τη συχνότητα εμφάνισης, σύμφωνα πάντα
με τα όσα μας είπαν οι φαρμακοποιοί, είναι:1) lexotanil, 2) xanax 3) stilnox

Γράφημα 24 : Τα ποιο διαδεδομένα ηρεμιστικά όπως μας απάντησαν οι


φαρμακοποιοί (n=22).

100,0%

80,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ

60,0%

90,9%

40,0%

20,0%

9,1%

0,0%

centrac lexotanil

ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΑ-ΥΠΝΩΤΙΚΑ ΧΑΠΙΑ

57
50,0%

40,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ 30,0%

50,0%

20,0% 40,9%

10,0%

9,1%

0,0%
lexotanil tavor xanax

ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΑ-ΥΠΝΩΤΙΚΑ ΧΑΠΙΑ

60,0%

50,0%

40,0%
ΠΟΣΟΣΤΟ

30,0% 59,1%

20,0%
36,4%

10,0%

4,5%
0,0%

xanax stilnox stedon

ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΑ-ΥΠΝΩΤΙΚΑ ΧΑΠΙΑ

Το φαινόμενο ότι τα ηρεμιστικά χρησιμοποιούνται από πολλούς χρήστες ηρωίνης


για εφορικούς λόγους το αναφέραμε στη βιβλιογραφική μας επισκόπηση. Έτσι
λοιπόν, θελήσαμε να μάθουμε από τους φαρμακοποιούς για το πώς φθάνουν τα
ηρεμιστικά στα εξαρτημένα, από άλλες ουσίες, άτομα. Όπως μας απάντησε, το
μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτηθέντων (72,2%) πιστεύει ότι μια μερίδα γιατρών είναι
αυτή που κυρίως ευθύνεται για την ανάπτυξη του φαινομένου, καθώς συνταγογραφεί
απευθείας σε χρήστες τοξικών ουσιών.
Μια άλλη μερίδα φαρμακοποιών (11,3%) μας απάντησε ότι τα ηρεμιστικά φθάνουν
στους χρήστες ηρωίνης από πλαστές συνταγές που δεν ελέγχονται σωστά από τους
φαρμακοποιούς. Πολλοί μάλιστα από αυτούς ομολόγησαν ότι παρόλη την εμπειρία
τους πολλές φορές έχουν εξαπατηθεί.

58
Γράφημα 25 : Απαντήσεις φαρμακοποιών για το πώς φθάνουν τα ηρεμιστικά σε
χρήστες οποιοειδών (n=22).

80,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

60,0%

40,0%
72,2%

20,0%

16,7%

11,1%

0,0%
ΑΠΟ ΠΛΑΣΤΕΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΑΠΟ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΠΟΥ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ
ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΟΥΝ ΣΕ
ΧΡΗΣΤΕΣ ΗΡΩΙΝΗΣ

Η διαπίστωσή μας αυτή για το φαινόμενο των πλαστών συνταγών επιβεβαιώθηκε


και από τους ίδιους τους φαρμακοποιούς, που σε μεγάλο ποσοστό (85,7%) έχει
συναντήσει πολλές φορές πλαστή ή παραποιημένη συνταγή ναρκωτικών.
Είναι γεγονός πλέον, ότι το φαινόμενο των πλαστών συνταγών έχει λάβει
τεράστιες διαστάσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι κάθε μήνα ο φαρμακευτικός
σύλλογος, στις εγκυκλίους που στέλνει προς τα φαρμακεία, αφιερώνει μια σελίδα με
κλεμμένες σφραγίδες και συνταγολόγια ιατρών προειδοποιώντας τους
φαρμακοποιούς να είναι προσεκτικοί στην εκτέλεση των συνταγών. Το να θυμάται
ένας φαρμακοποιός βέβαια, όλα τα ονόματα ιατρών που έχασαν τις σφραγίδες τους
είναι αρκετά δύσκολο. Έτσι, βασικό στοιχείο αναγνώρισης μιας πλαστής συνταγής
παραμένει ο γραφικός χαρακτήρας που δεν είναι ιατρικός, ο μεγάλος αριθμός
φαρμάκων και το άτομο που έρχεται και ζητά τα φάρμακα.

59
Γράφημα 26 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα αν έχουν συναντήσει πλαστή
συνταγή ηρεμιστικών (n=22).

100,0%

80,0%

60,0%

85,7
40,0% %

20,0%

14,3
%

0,0%
ΝΑΙ ΟΧΙ

Στο ερώτημά μας προς τους φαρμακοποιούς για το φαινόμενο της


υπερσυνταγογράφησης οι φαρμακοποιοί σε ποσοστό 59,1% μας απάντησαν ότι
μερίδιο ευθύνης έχουν μερικοί ή πολλοί γιατροί που συνταγογραφούν αλόγιστα. Σε
αντίθεση με τους γιατρούς, οι οποίοι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει συνετή
συνταγογράφηση, μια μερίδα φαρμακοποιών (22,7%) πιστεύει ότι υπάρχει συνετή
συνταγογράφηση, πράγμα που μας εξέπληξε καθώς, σύμφωνα με τις απαντήσεις τους,
δεν αναγνωρίζουν το φαινόμενο της υπερσυνταγογράφησης ηρεμιστικών. Τα
αποτελέσματα αυτά δυσκολευόμαστε να τα ερμηνεύσουμε σε αντιπαράσταση με τις
απαντήσεις των γιατρών που ήταν κατηγορηματικές. Ως τελικό συμπέρασμα πάντως,
κρατάμε τις απαντήσεις της πλειοψηφίας των γιατρών και των φαρμακοποιών που
αναγνωρίζει το φαινόμενο της υπερσυνταγογράφησης ηρεμιστικών.
Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα μικρό κομμάτι των φαρμακοποιών
(18,2%) θεωρεί ότι ενώ υπάρχει συνετή συνταγογράφηση από την πλευρά των
γιατρών, το γεγονός ότι πολλοί ασθενείς επισκέπτονται διαφορετικούς γιατρούς
επιτείνει την ύπαρξη του προβλήματος.

60
Γράφημα 27 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα αν υπάρχει
υπερσυνταγογράφηση ηρεμιστικών (n=22).

50,0%

40,0%

30,0%

20,0% 40,9
%

22,7
10,0% 18,2 18,2 %
% %

0,0%
ΝΑΙ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΗ ΝΑΙ ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΕΤΗ
ΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑΤΡΩΝ ΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑΤΡΩΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ
ΠΟΛΛΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΙΑΤΡΩΝ
ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΝΑ
ΑΠΟΣΠΟΥΝ
ΦΑΡΜΑΚΑ

Από την παρουσίαση των παρακάτω αποτελεσμάτων παρατηρούμε ότι στο


ερώτημα «που θεωρείται ότι οφείλεται η αύξηση κατανάλωσης των βενζοδιαζεπινών
τα τελευταία χρόνια», οι ερωτώμενοι απάντησαν ότι αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς
λόγους (και οι δύο σε ποσοστό 36.8%):

• Στις σύγχρονες ψυχοπιεστικές συνθήκες και στην αύξηση της


ψυχοπαθολογίας τα τελευταία χρόνια.
• Στην έλλειψη χρόνου από την πλευρά των γιατρών αλλά και χρημάτων από
την πλευρά των επισκεπτών υγείας για την εφαρμογή άλλων ή
συμπληρωματικών θεραπειών και παρεμβάσεων σε προβλήματα ψυχικής
υγείας.

Παράλληλα, το 15,8% θεωρεί η αλόγιστη συνταγογράφηση ευθύνεται για την


αύξηση κατανάλωσης ηρεμιστικών ενώ ένα μικρότερο ποσοστό (10,5%) θεωρεί ότι η
ζήτηση και οι πιέσεις των επισκεπτών υγείας προς τους γιατρούς για τη
συνταγογράφηση ηρεμιστικών αυξάνει τις πωλήσεις αυτών των φαρμάκων.

61
Γράφημα 28 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα που αφορά την αύξηση
κατανάλωσης ηρεμιστικών τα τελευταία χρόνια. (n=22).

40,0%

30,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

20,0%
36,8% 36,8%

10,0%
15,8%

10,5%

0,0%
AΣΘΕΝΕΙΣ ΑΣΚΟΥΝ ΑΛΟΓΙΣΤΗ ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΡΟΝΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ
ΠΙΕΣΕΙΣ ΣΕ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΨΥΧΟΠΙΕΣΤΙΚΕΣ
ΓΙΑΤΡΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ
ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΑΥΞΗΣΗ
ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ

Στο ερώτημα μας για το αν υπάρχει ζήτηση σκευασμάτων για την αντιμετώπιση του
καθημερινού άγχους χωρίς ιατρική συμβουλή ή συνταγή (Γράφημα 29) παρατηρούμε
ότι όλοι οι φαρμακοποιοί έχουν αντιμετωπίσει αυτό το φαινόμενο. Με αυτό το
ερώτημα θέλαμε να δούμε αν υπάρχει πληθυσμός που απευθύνεται αρχικά στο
φαρμακοποιό για την αντιμετώπιση άγχους και άλλων ψυχικών προβλημάτων και να
αναδείξουμε έτσι το ρόλο και την ευθύνη του φαρμακοποιού απέναντι στη διαχείριση
του άγχους πάντα στα πλαίσια της συμβουλευτικής. Θεωρούμε ότι ο φαρμακοποιός
θα πρέπει να έχει τις απαραίτητες γνώσεις ώστε να κατευθύνει σωστά τα άτομα που
αναζητούν βοήθεια και να προτείνει όλες τις διαθέσιμες θεραπείες ώστε καθένας να
αποφασίζει ελεύθερα για τον τρόπο επίλυσης του προβλήματός του.
Παράλληλα, με βάση τις καθολικές απαντήσεις των φαρμακοποιών επιβεβαιώνεται
το γεγονός ότι ένα κομμάτι του πληθυσμού αναζητεί άμεσες λύσεις για να
αντιμετωπίσει το καθημερινό άγχος.

62
Γράφημα 29 : Απαντήσεις φαρμακοποιών για το αν τους έχει ζητηθεί κάποιο
σκεύασμα για το καθημερινό άγχος (n=22).

100,0%

80,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

60,0%

100,0%

40,0%

20,0%

0,0%
ΝΑΙ

Στο ερώτημα μας για το αν οι φαρμακοποιοί δέχονται πιέσεις από τους ασθενείς
τους με σκοπό τη χορήγηση κάποιου ηρεμιστικού, χωρίς ιατρική συνταγή, οι
απαντήσεις που λάβαμε ήταν οι ίδιες με αυτές των γιατρών (Γράφημα 30).

Γράφημα 30 : Απαντήσεις φαρμακοποιών για το αν δέχονται πιέσεις για τη


χορήγηση κάποιου ηρεμιστικού χωρίς ιατρική συνταγή (n=22).

60,0%

ΠΟΣΟΣΤΟ

40,0%

68,2
%

20,0%

22,7
%

9,1
%

0,0%
OXI ΠΟΤΕ ΝΑΙ ΛΙΓΕΣ ΝΑΙ ΠΟΛΛΕΣ
ΦΟΡΕΣ ΦΟΡΕΣ

63
Στο κλίμα της προηγούμενης ερώτησης, βλέπουμε ότι οι έντονες, πολλές φορές
πιέσεις των πελατών σε φαρμακοποιούς, αντιμετωπίζονται από τους τελευταίους σε
μεγάλο ποσοστό (ποσοστό 70%) με τη παραπομπή του επισκέπτη υγείας σε γιατρό.

Γράφημα 31 : Τρόπος αντιμετώπισης των πιέσεων που δέχονται οι φαρμακοποιοί για


τη χορήγηση ηρεμιστικών χωρίς ιατρική συνταγή (n=22).

60,0%

40,0%

70,0%

20,0%

25,0%

5,0%
0,0%
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΕ ΓΙΑΤΡΟ ΔΙΝΩ ΕΦΟΣΟΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΝΩ ΜΕΤΑ ΑΠΌ
ΠΕΛΑΤΗΣ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΩ ΟΤΙ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΙΑΤΡΟ
ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ
ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΟ

Με το ερώτημά μας για το αν οι φαρμακοποιοί εκτελούν όλες τις συνταγές


ηρεμιστικών φαρμάκων θέλαμε να δούμε τη στάση των φαρμακοποιών απέναντι στη
χορήγηση ηρεμιστικών σε χρήστες ή μη άλλων ουσιών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει
να πούμε ότι σύμφωνα με τη φαρμακευτική δεοντολογία και το νόμο (προεδρικό
διάταγμα υπ’αριθ. 312 16/9/92 ΦΕΚ 157 άρθρο 8) ο φαρμακοποιός οφείλει να
εκτελεί όλες τις νόμιμες συνταγές. Παρόλα αυτά όμως ένα μεγάλο ποσοστό, όπως
ομολογεί, αρνείται για διάφορους λόγους να χορηγήσει τις αναγραφόμενες στη
συνταγή αγχολυτικές ουσίες. Με όσα μας ανέφεραν πολλοί φαρμακοποιοί αυτό το
κάνουν είτε γιατί δεν θέλουν να έχουν πελάτες του φαρμακείου τους χρήστες
παράνομων ουσιών είτε για ηθικούς λόγους καθώς δε συμφωνούν με τη χορήγηση
ηρεμιστικών σε αυτή τη κατηγορία ατόμων.
Συγκεκριμένα, στο ερώτημα αν εκτελούνται όλες οι συνταγές του νόμου 1729/87
ποσοστό 54.5% των ερωτηθέντων φαρμακοποιών δηλώνει ότι ελέγχει την
εγκυρότητα της συνταγής και χορηγεί ανεξαρτήτως του ατόμου που έρχεται στο

64
φαρμακείο ενώ ένα ποσοστό 36.4% δηλώνει ότι δεν δίνει τα αναγραφόμενα στη
συνταγή ηρεμιστικά φάρμακα όταν διακρίνει ότι το άτομο είναι χρήστης και άλλων
ουσιών. Το 9,1% ομολογεί ότι χορηγεί ηρεμιστικά μόνο σε πελάτες του φαρμακείου
που γνωρίζει το πρόβλημα υγείας και το λόγο χρήσης αυτών των φαρμάκων.

Γράφημα 32 : Απαντήσεις φαρμακοποιών στο ερώτημα αν εκτελούν όλες τις


συνταγές ηρεμιστικών που θέλουν ειδική συνταγή του νόμου
1729/87 (n=22).

60,0%

50,0%

40,0%

30,0%
54,5%

20,0%
36,4%

10,0%

9,1%

0,0%
ΟΧΙ ΟΤΑΝ ΔΙΑΚΡΙΝΩ ΟΤΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΓΚΥΡΌΤΗΤΑΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
ΕΙΝΑΙ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΗΣ ΣΥΝΤΑΓΗΣ ΚΑΙ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΗΡΕΜΙΣΤΙΚΩΝ ΜΟΝΟ
ΦΑΡΜΑΚΟΥ ΣΕ ΣΤΑΘΕΡΟΥΣ
ΠΕΛΑΤΕΣ

Είναι γεγονός ότι ο ρόλος του φαρμακοποιού στο θέμα της εξάρτησης και της
κατάχρησης ηρεμιστικών είναι περιορισμένος. Όμως στα πλαίσια της
συμβουλευτικής και της ενημέρωσης του κοινού μπορεί να προσφέρει πολλά. Στο
ερώτημα που θέσαμε στους φαρμακοποιούς για το ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος
τους στο θέμα της εξάρτησης από τις βενζοδιαζεπίνες, από το ακόλουθο γράφημα
παρουσιάζονται σε εξίσου ισόποσα ποσοστά οι δύο ακόλουθες απαντήσεις.
Συγκεκριμένα, η μεγάλη πλειοψηφία πιστεύει ότι ο φαρμακοποιός οφείλει να
παροτρύνει τους πελάτες σε άλλες θεραπείες και να προτείνει αλλαγές στο τρόπο
ζωής. Το 29,41% πιστεύει ότι ο ρόλος του φαρμακοποιού περιορίζεται στο να
συμβουλεύει όλους όσους παίρνουν ηρεμιστικά για τις ιδιότητες και τις
ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου.

65
Γράφημα 33 : Απαντήσεις φαρμακοποιών για το ρόλο του φαρμακοποιού στο
πρόβλημα της εξάρτησης από ηρεμιστικά (n=22).

40,0%

30,0%

20,0%
35,29 35,29
% %
29,41
%

10,0%

0,0%
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΑ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΝΑ ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ ΑΛΛΑΓΕΣ
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ
ΦΑΡΜΑΚΟΥ ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ

Ολοκληρώνοντας τη παρουσίαση των αποτελεσμάτων από τις απαντήσεις που


πήραμε από τους φαρμακοποιούς της Θεσσαλονίκης παρατηρούμε ως γενική εικόνα
ότι αναγνωρίζουν την ύπαρξη του προβλήματος της κατάχρησης και εξάρτησης από
ηρεμιστικά, πράγμα που οφείλεται, όπως πιστεύουν, στο σύγχρονο τρόπο ζωής που
δημιουργεί άγχος, ανασφάλεια και ανταγωνισμό.

ε. Στοιχεία μέσα από τη συνταγογράφηση

Κατά την έρευνα μας εξετάσθηκαν 534 συνταγές του μηνός Ιουλίου 2007 στην
ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Θεσσαλονίκης και 248 συνταγές 2 μικρών χωριών
της επαρχίας 700 περίπου κατοίκων και ενός επαρχιακού Δήμου 4000 κατοίκων. Οι
συνταγές που εξετάσθηκαν επιλέχθηκαν τυχαία και εκδόθηκαν αποκλειστικά για τους
ασφαλισμένους των μεγαλύτερων ασφαλιστικών ταμείων και στη μεγάλη πλειοψηφία
τους αφορούσαν ασφαλισμένους του Ι.Κ.Α. αλλά και του Ο.Π.Α.Δ., Ο.Γ.Α.,
Τ.Υ.Δ.Κ.Υ, Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε. και Γ.Ε.Σ. στη Θεσσαλονίκη και του Ο.Γ.Α. και του
Ι.Κ.Α. στην επαρχία. Οι συνταγές που εξετάσθηκαν αφορούσαν άτομα άνω των 18
ετών και είχαν συνταγογραφηθεί από γιατρούς όλων των ειδικοτήτων εκτός αυτής
του παιδιάτρου. Μειονέκτημα ίσως αποτελεί το γεγονός ότι δεν εξετάσθηκαν οι

66
λεγόμενες ελεύθερες συνταγές ιδιωτικών ιατρών καθώς επίσης και οι
ενδονοσοκομειακές συνταγές.
Το πρώτο στοιχείο που συλλέξαμε από τις συνταγές και μας ενδιέφερε να δούμε
ήταν η παρουσία ηρεμιστικών μέσα στη συνταγογραφία (Πίνακας 1). Αυτό το οποίο
διαπιστώσαμε είναι ότι οι διαφορές μεταξύ πόλεως και επαρχίας ήταν μηδαμινές ενώ
η συνολική παρουσία τουλάχιστον ενός ηρεμιστικού άγγιξε το 8,98% για το Δήμο
Θεσσαλονίκης και το 8,87% για την επαρχία. Αξίζει να σημειωθεί ότι 4 συνταγές
(ποσοστό 0,74 %) περιείχαν 3 διαφορετικά ηρεμιστικά πράγμα που κατά τη γνώμη
μας αποτελεί στοιχείο υπερσυνταγογράφησης. Οι συνταγές που περιείχαν 2
διαφορετικά ηρεμιστικά άγγιξαν το 2,62% για το Δήμο Θεσσαλονίκης και μόλις το
0,81% για την επαρχία.

Πίνακας 1 : Παρουσία ηρεμιστικών στη συνταγογραφία

Συνταγές Δήμου Συνταγές Επαρχίας


Θεσσαλονίκης
n=534 n=248
n % n %

Συνταγές που περιείχαν 1 30 5,61 20 8,06


ηρεμιστικό
Συνταγές που περιείχαν 2 14 2,62 2 0,81
ηρεμιστικά
Συνταγές που περιείχαν 3 4 0,74 - -
ηρεμιστικά
Σύνολο συνταγών με 48 8,98 22 8,87
τουλάχιστον ένα
ηρεμιστικό

Το δεύτερο στοιχείο που προέκυψε μέσα από την ανάλυση των στοιχείων της
συνταγογραφίας είναι ότι στη περιοχή της Θεσσαλονίκης οι συνταγές που περιείχαν
ηρεμιστικά εκδόθηκαν κατά μεγάλο ποσοστό (70,84%) από Ψυχιάτρους,
Νευρολόγους και Ψυχιάτρους-Νευρολόγους (Πίνακας 2). Στην επαρχία παρόμοια
στοιχεία δεν υπήρχαν καθώς οι περιοχές που επισκεφθήκαμε είχαν μόνο Αγροτικό
Ιατρό για τα χωριά και Παθολόγο και Αγροτικό Ιατρό για τον επαρχιακό δήμο.

67
Πίνακας 2 : Ειδικότητα Ιατρού που συνταγογράφησε ηρεμιστικά.

Συνταγές Δήμου Συνταγές Επαρχίας


Θεσσαλονίκης
n=48 n=22
n % n %

Συνταγές που 34 70,84 0 0


συνταγογραφήθησαν από
Νευρολόγο / Ψυχίατρο
Συνταγές που 14 29,16 22 100
συνταγογραφήθησαν από
Παθολόγο / Γεν. Ιατρό /
Αγροτικό Ιατρό

Είναι γενικά αποδεκτό πλέον από ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα ότι οι
γυναίκες καταναλώνουν περισσότερα ηρεμιστικά από τους άνδρες. Το γεγονός αυτό
επιβεβαιώθηκε και από την έρευνά μας (Πίνακας 3). Οι διαφορές μάλιστα μεταξύ
επαρχίας και Θεσσαλονίκης δεν θα λέγαμε ότι είναι μεγάλες αν και βλέπουμε ότι οι
γυναίκες της πόλης εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά (70,84%) κατανάλωσης
ηρεμιστικών σε σύγκριση με τις γυναίκες τις επαρχίας (63,63%). Δυστυχώς, αυτό το
οποίο δεν μπορέσαμε να δούμε μέσα από την επεξεργασία των συνταγών ήταν η
ηλικιακή κατανομή των ηρεμιστικών και αυτό συνέβη γιατί οι περισσότεροι γιατροί
δεν σημείωναν πάνω στη συνταγή το έτος γεννήσεως του ασθενούς.

Πίνακας 3 : Αναλογία κατανάλωσης ηρεμιστικών σε σχέση με το φύλο

Συνταγές Δήμου Συνταγές Επαρχίας


Θεσσαλονίκης
n=48 n=22
n % n %

Ηρεμιστικά που 14 29,16 8 36,37


συνταγογραφήθηκαν σε
άνδρες
Ηρεμιστικά που 34 70,84 16 63,63
συνταγογραφήθηκαν σε
γυναίκες

68
Οι λόγοι για τους οποίους πραγματικά συνταγογραφείται ένα ηρεμιστικό ίσως να
μη φαίνεται μέσα από τη διάγνωση που αναγράφεται πάνω στη συνταγή. Σε καμία
περίπτωση πάλι μέσα από τη συνταγή δε μπορούμε να δούμε τις πραγματικές αιτίες
που ένα άτομο καταφεύγει στο ψυχίατρο για προβλήματα άγχους, κατάθλιψης κ.α.
Παρόλα αυτά όμως η διάγνωση ίσως μας δίνει μια γενική εικόνα της ψυχοπαθολογίας
και παράλληλα να μας επιτρέψει να πάρουμε κάποια στοιχεία για τη χρήση των
ηρεμιστικών σήμερα.
Είναι φανερό ότι από τη πρώτη ανάγνωση των στοιχείων (Πίνακας 4) βλέπουμε
κάποιες σημαντικές διαφορές μεταξύ των δυο δειγμάτων. Αυτό που μας έκανε
εντύπωση είναι τα υψηλά ποσοστά μείζονος κατάθλιψης στο δείγμα του Δήμου
Θεσσαλονίκης και τα υψηλά ποσοστά νευροφυτικών διαταραχών στο δείγμα των
επαρχιακών περιοχών. Πραγματικά, μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και κατά τη
συμμετοχική μας παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου το μεγάλο ποσοστό
συνταγών με συνδυασμό φαρμάκων ενός αντικαταθλιπτικού και ενός ηρεμιστικού
που είχαν ως διάγνωση κατάθλιψη ή μείζων κατάθλιψη. Το γεγονός αυτό όμως δεν το
συναντήσαμε σε μεγάλο βαθμό στην επαρχία, όσο την συνταγογράφηση ενός μόνο
ηρεμιστικού με τη διάγνωση νευροφυτικές διαταραχές (ΝΦΔ). Βέβαια, ο όρος ΝΦΔ
θα μπορούσε κάλλιστα να ερμηνευθεί ως άγχος και αϋπνία καθώς όλες οι
νευροφυτικές διαταραχές όπως η ταχυκαρδία (φτερούγισμα στη καρδιά), ο πόνος στο
στομάχι, το πλάκωμα στο στήθος κ.α. αγνώστου, τις περισσότερες φορές, αιτιολογίας
και παθολογίας προέρχονται κυρίως από το άγχος και από τα αρνητικά
συναισθήματα που προκαλούνται από συμβάντα της ζωής.
Τα υπόλοιπα ευρήματά μας θεωρούμε ότι βρίσκονται στα φυσιολογικά πλαίσια και
κοντά σε όσα έχουν καταγραφεί στη βιβλιογραφία. Οι διαφορές μάλιστα στο δείγμα
της Θεσσαλονίκης με αυτό των επαρχιακών περιοχών είναι αρκετά κοντά. Τα
περιστατικά με ψυχωσική συνδρομή ή οργανικό ψυχοσύδρομο είναι 14,59% για τη
Θεσσαλονίκη και 13,63% για την επαρχία στο σύνολο των συνταγών, που περιείχαν
τουλάχιστον ένα ηρεμιστικό, αγχολυτικό ή υπνωτικό φάρμακο. Αρκετά κοντά είναι
και τα περιστατικά επιληψίας, καρκίνου και αϋπνίας, όπως φαίνεται στον πίνακα που
ακολουθεί.

69
Πίνακας 4 : Λόγος για τον οποίο συνταγογραφήθηκε κάποιο ηρεμιστικό όπως
αναγράφεται πάνω στη συνταγή (διάγνωση)

Συνταγές Δήμου Συνταγές Επαρχίας


Θεσσαλονίκης
n=48 n=22
n % n %

Άγχος 8 16,67 1 4,55


Αϋπνία 6 12,5 3 13,63
Μείζων Κατάθλιψη 20 41,66 - -
Ψυχωσική συνδρομή 7 14,59 3 13,63
Κατάθλιψη 4 8,34 1 4,55
Επιληψία 1 2,08 1 4,55
Στεφανιαία νόσος- 1 2,08 - -
Υπέρταση
Νευροφυτικές διαταραχές - - 12 54,54
Καρκίνος 1 2,08 1 4,55

ζ. Συμμετοχική παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου

Κατά τη καθημερινή μας εργασία στο φαρμακείο κρατώντας σημειώσεις για τις
συνταγές ηρεμιστικών που λαμβάναμε και συνομιλώντας με ανθρώπους που
αγόραζαν ηρεμιστικά για θεραπευτική χρήση, πάντα με συνταγή ιατρού,
παρατηρήσαμε τα εξής:
• Μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων με ψυχικά προβλήματα χρησιμοποιούν
ηρεμιστικά σε συνδυασμό με αντιψυχωσικά φάρμακα χωρίς να υπάρχει πρόβλημα
κατάχρησης. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μας οι άνθρωποι αυτοί βλέπουν τα
ηρεμιστικά ως φάρμακα που βοηθούν στην άμβλυνση των συμπτωμάτων τους
χωρίς προβλήματα κατάχρησης και εξάρτησης παρά το γεγονός ότι
χρησιμοποιούν αυτά τα φάρμακα για μεγάλο χρονικό διάστημα σε χαμηλές
κυρίως δόσεις.
• Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων, σχετικά μικρή, λάμβαναν ηρεμιστικά έχοντας
κάποιο άλλο σοβαρό πρόβλημα υγείας, όπως καρδιαγγειακά και καρκίνο, όπου ο
γιατρός, κρίνοντας ότι το άγχος που προκαλεί η ενδεχόμενη απώλεια της ζωής
επιβαρύνει τη πορεία της νόσου, συνταγογραφούσε κάποιο ηρεμιστικό ή
υπνωτικό. Ούτε και σε αυτή τη κατηγορία ανθρώπων παρατηρήσαμε σοβαρά
προβλήματα κατάχρησης.

70
• Αυτό το οποίο αναμέναμε να δούμε κατά την έρευνά μας στο χώρο του
φαρμακείου, καθώς είχε επισημανθεί σε πολλές βιβλιογραφικές αναφορές (Λέκκα
1993) αλλά και επιβεβαιώθηκε από την ποσοτική ανάλυση των δεδομένων μας,
ήταν ο μεγάλος αριθμός γυναικών μέσης και τρίτης ηλικίας που λάμβαναν
ηρεμιστικά σε συνδυασμό ή μη με αντικαταθλιπτικά. Μέσα από τις συζητήσεις
που είχαμε αλλά και την επανάληψη τις συνταγογράφησης στα ίδια άτομα
κρίναμε ότι υπήρχε πρόβλημα εξάρτησης σε αρκετά άτομα, κυρίως γυναίκες.
Αυτό που κυρίως είδαμε είναι ότι επρόκειτο για γυναίκες που είχαν χάσει το
σύντροφό τους ή αντιμετώπιζαν κάποιο οικογενειακό πρόβλημα ή έπασχαν από
κατάθλιψη και παράλληλα δεν είχαν κάποια εργασία ( άνεργοι, συνταξιούχοι και
με μη αμειβόμενη εργασία όπως οικιακά). Πολλές φορές μάλιστα δεχτήκαμε
πιέσεις από επισκέπτες του φαρμακείου για τη χορήγηση, χωρίς ιατρική συνταγή,
κάποιου αγχολυτικού σκευάσματος από άτομα, πιθανώς, αυτής της κατηγορίας.
• Ποιοτικό πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης από υπνωτικά σαφέστατα
αντιμετωπίζουν νεαρά άτομα, χρήστες άλλων τοξικών ουσιών. Από αυτή τη
κατηγορία δεν δεχτήκαμε πιέσεις αλλά όμως πολλοί ήταν εκείνοι που
προσπάθησαν να μας εξαπατήσουν με πλαστές συνταγές, που ένας έμπειρος
φαρμακοποιός μπορεί αμέσως να διακρίνει. Βέβαια, συναντήσαμε ελάχιστες
συνταγές ιδιωτών ψυχιάτρων που συνταγογραφούσαν μεγάλες, κατά τη κρίση
μας, ποσότητες ηρεμιστικών, απευθείας σε χρήστες ηρωίνης με σκοπό την
απεξάρτησή τους από τη κύρια ουσία κατάχρησης.
• Όσων αφορά τη συνταγογράφηση είδαμε ότι υπάρχει μια σχετικά συνετή
συνταγογράφηση από μια μεγάλη μερίδα γιατρών, χωρίς όμως να υπάρχουν και
συνταγές που τις θεωρήσαμε λίγο υπερβολικές, κυρίως από ιδιώτες γιατρούς.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε συνταγές με 3 διαφορετικά ηρεμιστικά ή συνταγές
με μεγάλες ποσότητες ηρεμιστικών, και όχι μόνο σε χρήστες ηρωίνης όπως
προαναφέραμε.
• Κατά την έρευνά μας στο χώρο του φαρμακείου συμπεράναμε ότι ένα μεγάλο
μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει προβλήματα καθημερινού άγχους που
πολλές φορές δημιουργεί κάποιο δευτερεύον σύμπτωμα, όπως οι πονοκέφαλοι, οι
στομαχικές διαταραχές κ.α. Αυτό το οποίο διακρίναμε είναι ότι στο γενικό
πληθυσμό υπήρχε άγνοια σχετικά με την αντιμετώπιση συνολικά αυτού του

71
προβλήματος πέραν βέβαια της χρήσης ηρεμιστικών, όπου όλοι σχεδόν τα
γνώριζαν.
Είναι γεγονός ότι μέσα από το χώρο του φαρμακείου μπορέσαμε να αντιληφθούμε
καλύτερα την εικόνα που επικρατεί σε σχέση με τη κατάχρηση των ηρεμιστικών και
να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Όμως θεωρούμε ότι χρειάζεται περισσότερο
έρευνα πάνω στο βαθμό εξάρτησης ανθρώπων που λαμβάνουν κάποιο ηρεμιστικό,
και αυτό μπορεί να αποδειχθεί κάλλιστα με τη ποσοτική διερεύνηση ενός δείγματος
ανθρώπων που λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα.

72
5. Συζήτηση

α. Ανάλυση αποτελεσμάτων

Είναι φανερό ότι το σύνολο όσων ασχολούνται με τη χορήγηση ηρεμιστικών,


αγχολυτικών και υπνωτικών φαρμάκων παραδέχεται ότι υπάρχει πρόβλημα
κατάχρησης και εξάρτησης από αυτά τα φάρμακα.
Τα ηρεμιστικά είναι πολύ διαδεδομένα φάρμακα και χρησιμοποιούνται για μια
πλειάδα ψυχικών περιπτώσεων. Από τη ποσοτική ανάλυση της συνταγογραφίας
προέκυψε ότι κάτι λιγότερο από 1 στα 10 άτομα (8,98%) άνω των 18 ετών που
επισκέπτονται συμβεβλημένο γιατρό ασφαλιστικού ταμείου λαμβάνουν κάποιο
ηρεμιστικό. Θεωρούμε ότι το ποσοστό αυτό θα ήταν υψηλότερο αν ελέγχονταν οι
λεγόμενες ελεύθερες συνταγές που εκδίδονται από ιδιώτες γιατρούς καθώς και αν
ελέγχονταν οι λεγόμενες ενδονοσοκομιακές συνταγές όπου παρατηρείται επίσης,
μεγάλη κατανάλωση. Παρόλα αυτά το ποσοστό χρήσης ηρεμιστικών παραμένει
υψηλό.
Είναι βέβαια, αρκετά δύσκολο να δούμε κατά πόσο υπάρχει κατάχρηση και
εξάρτηση μέσα από τη συνταγογραφία (αν και οι συνταγές με μεγάλες ποσότητες
ηρεμιστικών μας έδωσαν μια πρώτη εικόνα) και γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε ότι
πρέπει να υπάρξει περισσότερη έρευνα πάνω στο αντικείμενο.
Τα δεδομένα που λάβαμε από την έρευνά μας, ξεκάθαρα μας δείχνουν ότι υπάρχει
μεγάλη κατανάλωση ηρεμιστικών σε συνδυασμό με προβλήματα άγχους, κατάθλιψης
και άλλων ψυχικών διαταραχών. Έτσι, θεωρούμε ότι ο βαθμός στον οποίο σήμερα
συναντούνται αυτά τα προβλήματα είναι απόρροια του σύγχρονου τρόπου ζωής και
των ψυχοπιεστικών συνθηκών που βιώνουν οι άνθρωποι μέσα σε ένα περιβάλλον
έντονου ανταγωνισμού αλλά και αβεβαιότητας. Σε αυτή μας την άποψη, όπως είδαμε
συμφωνεί και το μεγαλύτερο μέρος των επιστημόνων υγείας.
Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε το γεγονός ότι οι διαφορές μεταξύ της
Θεσσαλονίκης και των επαρχιακών περιοχών δεν ήταν σημαντικές. Παρά το γεγονός
ότι περιμέναμε να δούμε υψηλότερα ποσοστά στη Θεσσαλονίκη καθώς οι
περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής και το άγχος που
επιφέρει, αυξάνουν τη χρήση ηρεμιστικών, παρόλα αυτά, τα ποσοστά παρουσίας
ηρεμιστικών στις συνταγές ήταν 8,87% διαφορά μόλις 0,11%. Το γεγονός αυτό
μπορεί να ερμηνευθεί κάλλιστα από το ότι οι άνθρωποι στα μικρά αυτά χωριά
βιώνουν άλλα εξίσου σοβαρά προβλήματα όπως η εγκατάλειψη, η μοναξιά και η

73
στεναχώρια βλέποντας παράλληλα τους νέους να εγκαταλείπουν το χωριό και τους
μεγαλύτερους να αποχωρούν από τη ζωή. Σε συνάρτηση πάντα με το μεγαλύτερο
μέσο όρο ηλικίας των ανθρώπων, που επισκέφτηκαν γιατρό στις αγροτικές περιοχές
και τις συνταγές των οποίων ελέγξαμε, θεωρούμε ότι ο βαθμός διάδοσης των
ηρεμιστικών στην επαρχία παραμένει μικρότερος από αυτόν της πόλης. Σε αυτή μας
τη διαπίστωση συνεπικουρεί και το γεγονός ότι τα ποσοστά συνταγών που περιείχαν
2 ηρεμιστικά συγχρόνως στη πόλη ήταν υψηλότερα (2,62% με 0,81%) ενώ δε
βρέθηκαν συνταγές με 3 ηρεμιστικά στην επαρχία σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη
(0,74%).
Το εύρημά μας ότι οι ψυχίατροι συνταγογραφούν συχνότερα τα ηρεμιστικά ήταν
αναμενόμενο, καθώς τα φάρμακα αυτά αφορούν ψυχικές παθήσεις με τις οποίες οι
ψυχίατροι έχουν περισσότερη επαφή. Έρευνα στο Πανεπιστήμιο Πατρών (Λέκκα
1993) επιβεβαιώνει τα στοιχεία μας και επισημαίνει ότι οι παθολόγοι
συνταγογραφούν κυρίως σε περιστασιακούς χρήστες ηρεμιστικών ενώ οι ψυχίατροι
περισσότερο σε χρόνιους χρήστες υψηλών και χαμηλών δόσεων βενζοδιαζεπινών,
κάτι που το είδαμε και το διαπιστώσαμε κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας στο χώρο
του φαρμακείου.
Παρά το γεγονός ότι οι ειδικοί μας απάντησαν καθολικά ότι χρησιμοποιούν άλλες
θεραπείες διαχείρισης άγχους κάτι τέτοιο δεν το διαπιστώσαμε τουλάχιστο σε μεγάλο
βαθμό. Από την ποσοτική ανάλυση των συνταγών αλλά και όσα μας ομολόγησαν οι
ίδιοι οι γιατροί είδαμε ότι ένα ποσοστό των ηρεμιστικών δίδεται για τη διαχείριση
των συμπτωμάτων του καθημερινού άγχους.
Συμπεραίνουμε επίσης, ότι πολλές συνταγές ηρεμιστικών εκδίδονται ύστερα από
πιέσεις αλλά και απαίτηση των ίδιων των ασθενών. Στο φαινόμενο των πιέσεων των
χρηστών αγχολυτικών σε γιατρούς και φαρμακοποιούς από τις απαντήσεις που
λάβαμε κρίνουμε ότι η υγειονομική κοινότητα νιώθει ανίσχυρη να αντιμετωπίσει το
πρόβλημα.
Από τη ποσοτική μελέτη της συνταγογραφίας αλλά και από τη γενική εικόνα που
έχουν οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι οι γυναίκες άνω των 50
κάνουν συχνότερα χρήση ηρεμιστικών. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης
συμφωνούν απόλυτα με τη παρούσα βιβλιογραφία (Λέκκα 1993, Cuevas, Sanz, de la
Fuente 2003, Grahame-Smith, Aroson, Wood 2001, Marks 1980). Το γεγονός της
μεγαλύτερης κατανάλωσης ηρεμιστικών από τις γυναίκες θα μπορούσε να ερμηνευθεί
από τη συχνότερη ύπαρξη υψηλού βαθμού ψυχικής τάσης σε σχέση με τους άνδρες,

74
από τη μεγαλύτερη ευκολία που έχουν να εκδηλώνουν τα ψυχολογικά και τα
σωματικά τους προβλήματα και από το γεγονός ότι οι γυναίκες επισκέπτονται
περισσότερο και με μεγαλύτερη ευκολία τις ιατρικές και νοσοκομειακές υπηρεσίες
(Jenkins 1985, Mellinger, Balter et al. 1978, Uhlenhuth, Balter et al 1884, Winokur
1972). Το γεγονός επίσης ότι οι γυναίκες έχουν υψηλότερο μέσω όρο ζωής από τους
άνδρες σαφέστατα επηρεάζει τα ευρήματά μας, καθώς περισσότερες είναι οι γυναίκες
που μένουν χωρίς σύντροφο σε μεγάλη ηλικία. Θα έπρεπε βέβαια, να δούμε και τις
κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των δυο φίλων όπου επηρεάζουν σαφέστατα τη
ζήτηση ηρεμιστικών από τις γυναίκες. Θεωρούμε ότι οι γυναίκες είναι αυτές που
βιώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό καταπιεστικές καταστάσεις ενώ παράλληλα οι
σύγχρονες γυναίκες επωμίζονται, εκτός από την εργασία τους, περισσότερα βάρη
μέσα στην οικογένεια. Είναι γεγονός λοιπόν, ότι οι κοινωνικές συνθήκες προκαλούν
αυξημένα ποσοστά ψυχικών δυσκολιών στις γυναίκες (Αυδή). Χαρακτηριστικά
αναφέρουμε ότι και η φεμινιστική προσέγγιση αποδέχεται (μέχρις ένα βαθμό) τη
διαπίστωση της Ψυχολογίας για τη γυναικεία κατωτερότητα, υποστηρίζοντας, όμως,
ότι αυτή η κατωτερότητα δεν είναι εγγενής, αλλά το αποτέλεσμα της γυναικείας
καταπίεσης. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, οι γυναίκες κοινωνικοποιούνται
διαφορετικά από τους άνδρες και με τρόπο που ενθαρρύνει την ανάπτυξη
προσωπικών χαρακτηριστικών τα οποία καταστρέφουν τις επιδόσεις και την ευτυχία
τους (Wilkinson 1997). Τέλος, το γεγονός ότι οι άνδρες έχουν περισσότερες επιλογές
και χώρους επικοινωνίας, όπως το καφενείο, θα μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο
προς διερεύνηση, όπως επίσης και μια σειρά από βιολογικές αλλαγές που βιώνουν οι
γυναίκες μετά από την εμμηνόπαυση και που μπορεί να σχετίζονται ακόμα και με τη
σεξουαλική ζωή.
Μια δεύτερη ομάδα πληθυσμού που έχει ισχυρό πρόβλημα κατάχρησης
ηρεμιστικών είναι αυτή των εξαρτημένων από άλλες ουσίες (κυρίως ηρωίνη). Το
φαινόμενο αυτό δεν το είδαμε μέσα από τις συνταγές των ασφαλιστικών ταμείων
καθώς οι περισσότεροι χρήστες τοξικών ουσιών είναι ανασφάλιστοι ή έχουν
βιβλιάρια Πρόνοιας. Το διαπιστώσαμε όμως, μέσα από τη συμμετοχική μας
παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου όπου είδαμε μεγάλες ποσότητες ηρεμιστικών
να συνταγογραφούνται από ιδιώτες γιατρούς απευθείας σε χρήστες ηρωίνης. Τις
διαστάσεις του προβλήματος της παράλληλης εξάρτησης από ηρεμιστικά μας το
επιβεβαίωσαν επίσης οι φαρμακοποιοί, οι οποίοι μας απάντησαν ξεκάθαρα για την
απευθείας συνταγογράφηση ηρεμιστικών από μια μερίδα γιατρών αλλά μας μίλησαν

75
και για την ύπαρξη του φαινομένου των πλαστών συνταγών που κατά καιρούς
πέφτουν στα χέρια τους.
Εν κατακλείδι, αξίζει να σημειώσουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των λειτουργών
υγείας πιστεύει ότι τα ηρεμιστικά δεν εκπληρώνουν το θεραπευτικό στόχο και ότι
απλώς κατευνάζουν κάποια συμπτώματα. Κάτι τέτοιο καταδεικνύει το σημαντικό
ρόλο που έχει να παίξει ο γιατρός στη διαχείριση του προβλήματος και στην
αιτιολογική επίλυσή του, εφαρμόζοντας παράλληλα κάποια μορφή ψυχοθεραπείας.

β. Προτάσεις για μείωση της συνταγογράφησης.

Θεωρώντας ότι το πρόβλημα είναι κοινωνικό θα ήταν καλό να το αντιμετωπίσουμε


συνολικά. Θα έπρεπε λοιπόν, να αναζητήσουμε αρχικά τις ρίζες του προβλήματος της
κατάχρησης και της εξάρτησης. Αρχικά, φαίνεται ότι η επίλυση μιας σειράς απλών
βιοποριστικών προβλημάτων, η αποξένωση, η μοναξιά των μεγαλουπόλεων, η
εντατικοποίηση της εργασίας, το στρες και ο ανταγωνισμός που επιβάλλουν οι
σύγχρονοι ρυθμοί ανάπτυξης, καθώς επίσης η ψευδαίσθηση της κατάκτησης της
ευτυχίας μέσα από τη συσσώρευση χρήματος φαίνεται ότι αποτελούν σημαντικές
πλευρές της αιτιολογίας του προβλήματος (Ζαφειρίδης) και όχι μόνο. Πολλοί είναι
εκείνοι που πιστεύουν πλέον ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι το στοιχείο εκείνο
που συμβάλει στην αύξηση της ψυχοπαθολογίας και ειδικότερα της κατάθλιψης στο
Δυτικό κόσμο.
Μια συνολική αντιμετώπιση της κατάχρησης αλλά και της υπερσυνταγογράφησης
θα πρέπει να στοχεύει κυρίως στη πρόληψη αλλά και στην ενημέρωση των πολιτών.
Η θεσμοθέτηση κανόνων συνταγογράφησης αλλά και η δημιουργία δομών σε τοπικό
επίπεδο για την αντιμετώπιση σύγχρονων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων θα ήταν
κάτι το θεμιτό.
Στο τομέα της πρόληψης οι παρεμβάσεις σε σχολεία, η ενδυνάμωση των τοπικών
κοινωνιών με τη λήψη μέτρων που θα αποτρέπουν αντικοινωνικές συμπεριφορές,
όπως ο ρατσισμός, οι διακρίσεις και η απομόνωση ευπαθών κοινωνικών ομάδων, η
οργάνωση ομιλιών από ειδικούς και η δημιουργία ομάδων αυτοβοήθειας θα
βοηθούσαν στην συλλογική και ίσως στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των
σύγχρονων ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, όπως αυτό της αυξανόμενης χρήσης
αγχολυτικών και ηρεμιστικών φαρμάκων.

76
Πέραν όμως όλων αυτών, την τελική απόφαση για την ορθότερη αντιμετώπιση των
ψυχοκοινωνικών προβλημάτων έχουν οι ειδικοί αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες με την
ενεργή στάση τους. Από την πλευρά των ειδικών απαιτείται ολιστική αντιμετώπιση
των ασθενών, αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο και δείχνοντας περισσότερη
κατανόηση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Ο λειτουργός υγείας πρέπει να
συμβάλει με τις γνώσεις του και τη στάση του στην αναβάθμιση των παρεχόμενων
υπηρεσιών υγείας αλλά και στην ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών συμμετέχοντας
ενεργά σε κοινωνικές εκδηλώσεις και προσφέροντας τις γνώσεις του στο κοινωνικό
σύνολο. Η ενημέρωση των πολιτών πάνω σε θέματα υγείας, όχι βέβαια για τη
προσωπική προβολή αλλά για το κοινό καλό, ίσως να ήταν το λιγότερο που κάθε
ειδικός θα μπορούσε να προσφέρει.
Από τη πλευρά των πολιτών απαιτείται περισσότερη συμμετοχή στη διεκδίκηση
καλύτερων και ποιοτικότερων παροχών υπηρεσιών υγείας αλλά και στην ενημέρωση
πάνω σε μεγάλα προβλήματα υγείας, σωματικής και ψυχικής, που έχουν τις
περισσότερες φορές έχουν και κοινωνικές προεκτάσεις. Είναι γεγονός ότι ένας
ενημερωμένος πολίτης έχει πολλά περισσότερα να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο
αλλά και να κερδίσει μέσα από αυτό. Η ενεργή συμμετοχή των πολιτών σε τυπικές ή
άτυπες ομάδες, όπως οι αθλητικοί, πολιτιστικοί και άλλοι σύλλογοι που ασχολούνται
με κάποιο θέμα υγείας (π.χ. σύλλογος νευροπαθών, καρκινοπαθών κ.α.) είναι ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα. Είναι επιτακτική ανάγκη λοιπόν, να αρθεί η
παθητικότητα, που χαρακτηρίζει σήμερα ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας.
Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ κάποιος εθνικός σχεδιασμός για
τον περιορισμό της υπερσυνταγογράφησης και της κατάχρησης ηρεμιστικών, με
εξαίρεση τον περιορισμό στη διάθεση αυτών των σκευασμάτων, που ως γνωστόν
χρειάζονται ειδική συνταγή. Ο περιορισμός της ελεύθερης διάθεσης όμως δεν έφερε
τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Σήμερα λοιπόν, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και
να αντιστρέψουμε την αυξανόμενη ζήτηση των σκευασμάτων αυτών πριν το
φαινόμενο λάβει μεγαλύτερες και ανησυχητικές διαστάσεις.
Είναι φανερό ότι ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων πρέπει να εκδώσει και να
διανέμει στους γιατρούς κανόνες ορθής συνταγογράφησης ζητώντας να τηρηθούν με
θρησκευτική ευλάβεια. Παράλληλα, να απαγορεύσει την συνταγογράφηση
ηρεμιστικών πέρα των δύο εβδομάδων όπως ορίζει η διεθνής βιβλιογραφία (British
Columbia Centre of Excellence for Woman Health 2003) καθώς και τη
συνταγογράφηση, από ιδιώτες και γενικότερα μη κλινικούς ιατρούς, σε χρήστες

77
ηρωίνης, καθώς κανένα από αυτά τα φάρμακα (ύστερα από έλεγχο που κάναμε στις
ενδείξεις τους) δεν έχουν έγκριση για σωματική ή ψυχική απεξάρτηση από οπιοειδή.
Τέλος, η πολιτεία πρέπει να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο στη συνταγογράφηση
των γιατρών και να ασκεί κιρρώσεις όταν διαπιστώνεται υπερσυνταγογράφηση
σκευασμάτων γενικότερα. Αυτό βέβαια, προϋποθέτει τον ηλεκτρονικό έλεγχο των
συνταγών, ελεύθερων ή μη, κάτι που είναι δυνατό να γίνει με την ηλεκτρονική
δικτύωση των φαρμακείων με ασφαλιστικά ταμεία και φορείς του κράτους όπως ο
Ε.Ο.Φ.
Παράλληλα, το κράτος οφείλει να ενδυναμώσει και να επεκτείνει τα κέντρα
ψυχικής υγείας που σκοπό θα έχουν όχι μόνο τη μη φαρμακευτική αντιμετώπιση
ψυχικών προβλημάτων, όπως το άγχος, η κατάθλιψη, το πένθος και άλλες
ψυχοπιεστικές καταστάσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής αλλά και την ανάπτυξη
στρατηγικών πρόληψης σε τοπικό επίπεδο.

γ. Επίλογος

Από τη παρούσα μελέτη θεωρούμε ότι αναδείξαμε όσο ήταν δυνατό τη πραγματική
διάσταση του φαινομένου της κατάχρησης ηρεμιστικών, αγχολυτικών και υπνωτικών
φαρμάκων σε αντιδιαστολή με τις απόψεις, τις αντιλήψεις και τις στάσεις των ειδικών
απέναντι στο πρόβλημα. Θεωρούμε ότι μέσα από τα δεδομένα που αναλύσαμε τόσο
από τις απαντήσεις των ειδικών αλλά όσο και από τα στοιχεία που συλλέξαμε από τις
συνταγές μπορούν να προκύψουν ακόμα περισσότερα συμπεράσματα. Για το λόγο
αυτό πιστεύουμε ότι πρέπει να υπάρξει περισσότερη έρευνα κυρίως στο πληθυσμό
που λαμβάνει ηρεμιστικά για την αντιμετώπιση του καθημερινού άγχους, καθώς εκεί
θεωρούμε ότι υπάρχει το ουσιαστικότερο πρόβλημα.
Η στάση αυτή των ανθρώπων που επιδιώκουν να λύσουν τα προβλήματά τους με
ένα χαπάκι, καταδεικνύει τη στάση μιας κοινωνίας που θέλει να λύσει με όσο το
δυνατό και πιο εύκολο τρόπο τα προβλήματά της. Θεωρούμε ότι οι πυροσβεστικές
λύσεις και οι λύσεις «fast food», ακόμα και σε θέματα υγείας, έχουν ριζώσει βαθιά
μέσα στη κοινωνία μας.
Σε καμία περίπτωση δε θέλουμε να αφορίσουμε τη κατηγορία αυτή των φαρμάκων
που για πολλούς ανθρώπους ίσως να είναι σωτήρια και ευεργετική, όμως πρέπει να
λάβουμε υπόψη μας ότι η λανθασμένη και η άσκοπη χρήση καθώς και η κατάχρηση
ηρεμιστικών επιφέρει κοινωνικά και οικονομικά κόστη. Θα πρέπει επίσης, να

78
αντιληφθούμε ότι η αποκλειστική θεραπεία με ηρεμιστικά είναι συμπτωματική και
όχι αιτιολογική. Κανένα φάρμακο άλλωστε δεν αλλάζει τον τρόπο σκέψης του
ανθρώπου.
Περιμένουμε λοιπόν, από την ιατρική και την παραϊατρική κοινότητα να λάβει
μέτρα, να εκπαιδεύσει τους επισκέπτες υγείας στη διαχείριση ψυχοκοινωνικών
προβλημάτων και να τους προσεγγίζει με ενδιαφέρον, προσήλωση και κατανόηση
όπως ορίζει η δεοντολογία από τα χρόνια του Ιπποκράτη έως σήμερα. Η ολιστική
προσέγγιση του ασθενούς δυστυχώς είναι κάτι άγνωστο ή μη εφαρμόσιμο από τους
περισσοτέρους.
Αυτά είναι τα θέματα που θέλουμε να αναδείξουμε και περιμένουμε από τους
ειδικούς να σταθούν μπροστά στον αγώνα της εξάλειψης του φαινομένου της
εξάρτησης, να προσφέρουν ενημέρωση και εκπαίδευση στο κοινωνικό σύνολο και όχι
να είναι απλά παρατηρητές του προβλήματος, όπως διαπιστώνεται από τη παρούσα
έρευνα.

79
6. Περίληψη

Στη παρούσα έρευνα μελετήθηκαν οι αντιλήψεις και η στάση 24 ιατρών και 22


φαρμακοποιών σε σχέση με τη κατάχρηση και την εξάρτηση από ελάσσονα
ηρεμιστικά. Τα αποτελέσματα από τις απαντήσεις που λάβαμε συσχετίσθηκαν με
στοιχεία που λάβαμε από 534 συνταγές ασφαλιστικών ταμείων του Δήμου
Θεσσαλονίκης και 248 συνταγές επαρχιακών περιοχών, καθώς επίσης και με
συμπεράσματα από δωδεκάμηνη συμμετοχική παρατήρηση στο χώρο του
φαρμακείου.
Από τη ποσοτική ανάλυση της συνταγογραφίας προέκυψε ότι κάτι λιγότερο από 1
στα 10 άτομα (8,98%) άνω των 18 ετών που επισκέπτονται συμβεβλημένο γιατρό
ασφαλιστικού ταμείου λαμβάνουν κάποιο ηρεμιστικό. Από τα άτομα που λαμβάνουν
ηρεμιστικά το 70,84% είναι γυναίκες ενώ το υπόλοιπο 29,16% είναι άνδρες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που λάβαμε από τις συνταγές που ελέγξαμε τα ηρεμιστικά
συνταγογραφούνται συχνότερα από νευρολόγους / ψυχιάτρους (σε ποσοστό 70,84%)
παρά από παθολόγους (29,16%) πράγμα που το θεωρήσαμε απόλυτα φυσιολογικό.
Σύμφωνα με τη μεγάλη πλειοψηφία των ειδικών (60 % των γιατρών και 50% των
φαρμακοποιών) υπάρχει μεγάλο πρόβλημα κατάχρησης ηρεμιστικών στο γενικό
πληθυσμό και ότι αυτό οφείλεται (68,2% των γιατρών και 90% των φαρμακοποιών)
κυρίως σε κοινωνικούς παράγοντες όπως είναι ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Άλλωστε
ο κυριότερος λόγος συνταγογράφησης των ηρεμιστικών σύμφωνα με τις απαντήσεις
των ειδικών είναι το άγχος. Μέσα από τη συνταγογραφία είδαμε ότι το 50% των
συνταγών που περιείχαν κάποιο ηρεμιστικό αφορούσε τη κατάθλιψη και τη μείζων
κατάθλιψη, ασθένειες όπου τις περισσότερες φορές το άγχος συνυπάρχει αλλά και
ασθένειες με ραγδαία αύξηση τα τελευταία χρόνια στο δυτικό κόσμο, πράγμα που
έχει κάνει πολλούς επιστήμονες να ερευνούν τις κοινωνικές μεταβλητές και τους
συσχετισμούς της ασθένειας με το σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης.
Στο ερώτημά μας προς τους ειδικούς για το αν πιστεύουν ότι υπάρχει
υπερσυνταγογράφηση ηρεμιστικών η μεγάλη πλειοψηφία (68,18% των γιατρών και
59,1% των φαρμακοποιών) θεωρούν ότι υπάρχει υπερσυνταγογράφηση σε μεγάλο ή
μικρό βαθμό.
Στο ερώτημα μας για το αν οι γιατροί δέχονται πιέσεις από τους ασθενείς τους με
σκοπό τη συνταγογράφηση κάποιου ηρεμιστικού, οι απαντήσεις που λάβαμε ήταν
σχεδόν όλες κατηγορηματικές (95,8%). Παρόμοιες ήταν και οι απαντήσεις των

80
φαρμακοποιών όπου το 90,9% έχει δεχτεί αρκετές φορές πιέσεις για τη χορήγηση
ηρεμιστικών χωρίς ιατρική συνταγή, στις οποίες όπως μας είπαν και οι δυο
κατηγορίες επαγγελματιών πολλές φορές αναγκάζονται να υποκύψουν.
Τέλος, κατά τη συμμετοχική μας παρατήρηση στο χώρο του φαρμακείου
διαπιστώσαμε ότι ποιοτικό πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης από υπνωτικά
σαφέστατα αντιμετωπίζουν νεαρά άτομα, χρήστες άλλων τοξικών ουσιών.
Επιβεβαιώθηκαν επίσης, τα στοιχεία ότι πρόβλημα κατάχρησης και εθισμού
αντιμετωπίζουν πολλές γυναίκες κυρίως μέσης ηλικίας και ότι υπάρχει μια σχετική
υπερσυνταγογράφηση από μια μικρή μερίδα γιατρών. Αντιθέτως, σε μια μεγάλη
κατηγορία ανθρώπων με ψυχικά προβλήματα, που χρησιμοποιούν ηρεμιστικά σε
συνδυασμό με αντιψυχωσικά φάρμακα, δεν διαπιστώσαμε πρόβλημα κατάχρησης.

81
7. Βιβλιογραφία

1. Αλεβίζος Β., Χατζητάσκος Π. (1991) Φαρμακευτική εξάρτηση από


βενζοδιαζεπίνες, εις: 12ο Πανελλήνιο Ψυχιατρικό Συνέδριο, Περιλήψεις 18-
21 Απριλίου 1991, σ.156 , (Βόλος, Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρία)

2. Αυδή Ε. Γυναίκες και ψυχική υγεία. Σημειώσεις μαθήματος Φεμινιστική


Ψυχολογία. Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ.

3. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (2005) Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών


Νόμος 1729/87 Άρθρο 4 Ορισμός Ναρκωτικών.

4. Εθνικό Συνταγολόγιο (2003) Ε. Τζεμπελίκος, Π. Ζής, Ν. Στρίνζης κεφ. 4:


Φάρμακα παθήσεων κεντρικού νευρικού συστήματος Αθήνα: Εθνικός
Οργανισμός Φαρμάκων.

5. Ζαφειρίδης Φ. Γενική εισαγωγή για τη θεραπεία. Σημειώσεις μαθήματος


Εξάρτηση-Απεξάρτηση. Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ.

6. Κιοσσές Γ. (2005) Φάρμακα για την ψυχική υγεία-Στατιστικά στοιχεία.


Φαρμακευτικό Δελτίο τευχ. 632 σελ.93

7. Λιάππας Γ. (1995) Ναρκωτικά εθίστηκες ουσίες, κλινικά προβλήματα,


αντιμετώπιση. Δεύτερη Έκδοση. Αθήνα: Εκδ. Παττάκη.

8. Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση


μεγάλων και μικρών δόσεων βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική
Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών.

9. Μάνος Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής, αναθεωρημένη


έκδοση. Θεσσαλονίκη: University studio press.

10. Μαρσέλος Μ. (1986) Ναρκωτικά, Φαρμακολογία και Τοξικολογία των


Εξαρτησιογόνων Ψυχοτρόπων Ουσιών Αθήνα: Εκδόσεις Λίτσας

82
11. Μπάλλης Θ. (2000). Σύνοψη κλινικής ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University
studio press.

12. Παπαγεωργίου Ε. (1985). Εξαρτήσεις στη ζωή μας. Αθήνα: Ιατρικές εκδόσεις
Π.Χ.Πασχαλίδη.

13. Alevizos B. & Hatzimanolis J.(1992) Anxiolytic drug consumption in Greece


between 1981 and 1991. The IX conference of the south-east European
Society for Neurology and Psychiatry. Thessaloniki, 23-26/9/1992. Σε Λέκκα
Ν. (1993) Ψυχολογικά χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση μεγάλων
και μικρών δόσεων βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική Σχολή
Πανεπιστημίου Πατρών.

14. Arana George & Hyman Steven (1994). Ψυχοφαρμακολογία. Επιστ.


Επιμέλεια Ι. Νέστορος. Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας.

15. Bass MJ, Baskerville JC. (1981) Prescribing of minor tranquillizers for
emotional problems in family practice. Can Med Assoc J. 125:1225-26. Σε
Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση
μεγάλων και μικρών δόσεων βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική
Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών.

16. Bell CM; Fischer HD; Gill SS; Zagorski B; Sykora K; Wodchis WP;
Herrmann N; Bronskill SE; Lee PE; Anderson GM; Rochon PA (2007)
Initiation of benzodiazepines in the elderly after hospitalization. Journal of
General Internal medicine 22 (7) : 1024-9 ( ISSN: 1525-1497 )

17. Bendtsen P, Honsing G, McKenzie L, Strideman A. (1999) Prescribing


Benzodiazepines – a critical incident study of a physician dilemma. Soc Sci
Med. 1999;49:459-467 σε British Columbia Centre of Excellence for Woman
Health (2003) Manufacturing addiction. The over-prescription of
benzodiazepines and sleeping pills to woman in Canada. www.bccewh.bc.

83
18. British Columbia Centre of Excellence for Woman Health (2003)
Manufacturing addiction. The over-prescription of benzodiazepines and
sleeping pills to woman in Canada. www.bccewh.bc.

19. Bursztajn J. Harold M.D. & Brodsky Archie B.A. (1997) Ethical and legal
dimensions of benzodiazepine prescription. U.S.A. : Forensic psychiatry and
medicine. February 1997

20. Carroll Charles R. (1996). Drugs in modern society, fourth edition. USA:
Brown and Benchmark publishers.

21. Cuevas C. & Sanz E.Z. (2004) Controversial issues associated with the
prescription of benzodiazepines by general practitioners and psychiatrists.
Med Sci Monit 2004 ; 10 (7) : CR288 - 293 PMID : 15232502 &
www.MediSciMonit.com/pub/vol_10/no_7/4284.pdf

22. Cuevas C, Sanz EJ, De la Fuente JA et al (1999): Prescribed Daily Doses and
“Risk Factors” associated with the Use of Benzodiazepines in Primary Care.
Pharmacoepidemiology and Drug Safety, 1999; 8: 207–16. Σε Cuevas C. &
Sanz E.Z. (2004) Controversial issues associated with the prescription of
benzodiazepines by general practitioners and psychiatrists. Med Sci Monit
2004 ; 10 (7) : CR 288 - 293 PMID : 15232502 &
www.MediSciMonit.com/pub/vol_10/no_7/4284.pdf

23. Cuevas C, Sanz EJ, De la Fuente JA (2003) Benzodiazepines: more


"behavioural" addiction than dependence Psychopharmacology (Berl.) 167(3)
297-303 (ISNN: 0033-3158)

24. De Wilde S, Carey IM, Harris T, Richards N, Victor C, Hilton SR, Cook DG
(2007) Trends in potentially inappropriate prescribing amongst older UK
primary care patients. Pharmacoepidemiology Drug Saf. 16(6):658-67 (ISSN:
1053-8569)

84
25. DSM IV-TR (2000) Fourth edition Washington: American psychiatric
association.

26. Grahame-Smith D.G., Aroson J.K. (2001) Κλινική φαρμακολογία


φαρμακοθεραπεία Επιστ. Επιμέλεια Μ.Μαρσέλος Αθήνα: τυπωθήτω-Γιώργος
Δαρδανός.

27. Grahame-Smith D.G., Aroson J.K. (2001) Κλινική φαρμακολογία


φαρμακοθεραπεία Επιστ. Επιμέλεια Μ.Μαρσέλος κεφ. Φάρμακα στην
ψυχιατρική συν. συγγραφέας Wood A.J. (σελ.594-595) Αθήνα: τυπωθήτω-
Γιώργος Δαρδανός.

28. Grahame-Smith D.G., Aroson J.K. (2001) Κλινική φαρμακολογία


φαρμακοθεραπεία Επιστ. Επιμέλεια Μ.Μαρσέλος κεφ. Φαρμακευτική
εξάρτηση και κατάχρηση φαρμάκων συν. συγγραφέας Robson P.J. (σελ.634-
646) Αθήνα: τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός.

29. Grasso B., Clary C., Evans S., Eng B., Golash T., Huckshorn K., Minkoff K.,
Parks J., Shore M. (2007) Medication Errors in Psychiatric Care: Incidence
and Reduction Strategies 29 Ιουνίου 2007
http://www.medscape.com/viewprogram/7319

30. Haynes Thomas L. (2005) Highlights of The American Society of Addiction


Medicine 36th Annual Medical-Scientific Conference April 14-17, 2005;
Dallas, Texas: Medscape Psychiatry & Mental Health. 2005; 9 (1):
©2005 Medscape

31. Javeau C. (2000) Η έρευνα με ερωτηματολόγιο. Το εγχειρίδιο του καλού


ερευνητή. Επιμ. Κ. Τζαννόνε-Τζώρτζη Αθήνα: τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός

32. Jenkins R. (1985) Women and minor psychiatric morbidity. J. R.. Soc. Med.
78:95-7. Σε Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά χαρακτηριστικά ατόμων που

85
κάνουν χρήση μεγάλων και μικρών δόσεων βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική
διατριβή. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών.

33. IMS 18 (1987) - Country MIDAS data base. Σε Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά
χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση μεγάλων και μικρών δόσεων
βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου
Πατρών.
34. IMS Health Canada (2001). Trends in prescriptions dispensed in Canadian
retail pharmacies. Presentation to the World Assembly for Mental Health 2001
July 24 www.benzo.org.uk/jegasby.htm σε British Columbia Centre of
Excellence for Woman Health (2003) Manufacturing addiction. The over-
prescription of benzodiazepines and sleeping pills to woman in Canada.
www.bccewh.bc.

35. King M. (1992) Is there still a role for benzodiazepines in general practice?
London: British Journal of general practice 42, 202-205

36. Marks J. (1980) The benzodiazepines : Use, overuse, misuse, abuse (2nd ed.)
Lancaster (England) MTP Press Ltd Σε Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά
χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση μεγάλων και μικρών δόσεων
βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου
Πατρών.

37. McEvoy GK (2003) Drug Information 93. Bethesda, Md, American society of
hospital pharmacist. Σε Cuevas C. & Sanz E.Z. (2004) Controversial issues
associated with the prescription of benzodiazepines by general practitioners
and psychiatrists. Med Sci Monit 2004 ; 10 (7) : CR288-293 PMID: 15232502
& www.MediSciMonit.com/pub/vol_10/no_7/4284.pdf

38. Mellinger GD, Balter MD et al. (1978) Psychic distress, life crisis and the use
of psychotherapeutic medications. Arch Gen Psychiatry 35:1045-52. Σε
Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση
μεγάλων και μικρών δόσεων βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική
Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών.

86
39. Mycek M.J., Harvey R.A., Champe P.C. (2003) Φαρμακολογία Επιστ.
επιμέλεια Παπαδόπουλος Ι. Στ. , Παπαδόπουλος Γ. Αθήνα: Επιστημονικές
εκδόσεις Παρισιάνου.

40. RxList. Top 300 Prescriptions for 2004. 16 Ιουλίου 2007


http://www.rxlist.com/top200.htm.

41. Taylor D. (1987) Current usage of benzodiazepines in Britain. Σε : Freeman


H, Rue Y (eds). Benzodiazepines in current clinical practice. London Royal
Society of Medicine Service (1987) Σε King M. Is there still a role for
benzodiazepines in general practice? London: British Journal of general
practice 42, 202-205 May 1992.

42. Taylor K., Nettleton S. & Harding G. (2003) Sociology for pharmacists.
Second edition. London: Taylor & Francis.

43. Τayler A. (1986) Street drugs London: New English Library. Μετάφραση:
Β.Φωτοπούλου Αθήνα: Εκδ. Σέλας.

44. Thompson C. (2001) Prescription Drug Misuse Highlighted As National


Problem American Journal of Health-System Pharmacy 58(11):956, 2001. ©
2001 American Society of Health-System Pharmacists.

45. Unhlenhuth EH, Balter MB et al. (1984) Anxiety disorders : prevalence and
treatment. Curr Med Res Opin, 8(Supp 4) : 37-47. Σε Λέκκα Ν. (1993)
Ψυχολογικά χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση μεγάλων και μικρών
δόσεων βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική Σχολή
Πανεπιστημίου Πατρών.

46. Warner J. (2005) Elderly Insomnia: Are Sedatives Risky? Nov 2005
http://www.medscape.com/viewarticle/516627

87
47. WHO (2000) Guide to Drug Abuse Epidemiology. Sh. Saxena, M.C.
Donoghoe κεφ.1 Introduction (σελ.9) www.who.int

48. WHO (2000) Guide to Drug Abuse Epidemiology. Μ. Jean-Francois κεφ.3


Existing information sources (σελ. 83) www.who.int

49. Wilkinson S. (1997) Feminist Psychology. Σε Fox D. & Prilletlenky (eds)


Critical Psychology: an introduction. London :Sage Σε Δεληγιάννη-Κουϊμτζή
Θέσεις και προβληματισμοί της Φεμινιστικής Ψυχολογίας. Σημειώσεις
μαθήματος Φεμινιστική Ψυχολογία. Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Θ.

50. Winokur G. (1972) Family history studies: VIII. Secondary depression is alive
and well and … Dis. Nerv. Syst, 33: 94-9. Σε Λέκκα Ν. (1993) Ψυχολογικά
χαρακτηριστικά ατόμων που κάνουν χρήση μεγάλων και μικρών δόσεων
βενζοδιαζεπινών. Διδακτορική διατριβή. Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου
Πατρών.

88
8. Παράρτημα

Α. Ερωτηματολόγιο που χορηγήθηκε στην ομάδα των ψυχιάτρων, νευρολόγων,


ψυχιάτρων-νευρολόγων και παθολόγων.

Ερωτήσεις προς ιατρούς

Δημογραφικά στοιχεία

Ειδικότητα:
Άλλες σπουδές:
Επαγγελματική θέση:
Περιοχή εργασίας:
Χρόνια εργασίας:
Ηλικία:
Φύλο:

Γενική αντίληψη που έχουν οι ερωτώμενοι για τη χρήση και τη κατάχρηση


των ηρεμιστικών

1. Θεωρείτε ότι υπάρχει πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης από


ελάσσονα ηρεμιστικά στο γενικό πληθυσμό ;

Α. Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα.


Β. Υπάρχει σε ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού αλλά δεν είναι και τόσο
ανησυχητικό.
Γ. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα.

2. Ποια ομάδα του πληθυσμού έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα κατάχρησης ;

Α. Ηλικιωμένοι.
Β. Άνεργοι.
Γ. Διαζευγμένοι.
Δ. Γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
Ε. Ψυχικά πάσχοντες από σχιζοφρένια, μείζων κατάθλιψη κ.α.
Ζ. Αλκοολικοί.
Η. Χρήστες οπιοειδών.

3. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα αίτια της ευρείας χρήσης των ηρεμιστικών ;

Α. Βιολογικά και ψυχικά προβλήματα.


Β. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής και τα σύγχρονα ψυχοκοινωνικά προβλήματα.
Γ. Η έλλειψη χρημάτων από τους ασθενείς αλλά και χρόνου από τη πλευρά των
γιατρών για πιο ολοκληρωμένες θεραπείες.

89
4. Πιστεύετε ότι τα ελάσσονα ηρεμιστικά στη πλειοψηφία τους και για τις
περιπτώσεις που ενδείκνυνται, εκπληρώνουν το θεραπευτικό τους
στόχους;

Α. Ναι, στη πλειοψηφία των περιπτώσεων.


Β. Ναι, σε πολλές περιπτώσεις με τη κατάλληλη ψυχοκοινωνική στήριξη ή
ψυχοθεραπεία.
Γ. Ναι, σε πολλές περιπτώσεις με το κατάλληλο θεραπευτικό και δοσολογικό
σχήμα.
Δ. Δεν εκπληρώνουν το θεραπευτικό στόχο απλώς κατευνάζουν κάποια
συμπτώματα και αποτελούν δεκανίκι στη λειτουργικότητα του ατόμου.

5. Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος και η ευθύνη του γιατρού, με δυο λόγια,
στο θέμα της εξάρτησης από ελάσσονα ηρεμιστικά ;

Α. Η διαρκής ενημέρωση του κοινού στο θέμα των εξαρτήσεων.


Β. Ο περιορισμός της συνταγογράφησης εξαρτησιογόνων ουσιών.
Γ. Η παραπομπή ασθενών σε κέντρα απεξάρτησης.

6. Θεωρείτε ότι υπάρχει υπερσυνταγογράφηση ηρεμιστικών φαρμάκων;

Α. Ναι, από μια μεγάλη μερίδα γιατρών.


Β. Ναι, από μια μικρή μερίδα γιατρών.
Δ. Ενώ υπάρχει σχετικά συνετή συνταγογράφηση πολλοί ασθενείς επισκέπτονται
διαφορετικούς γιατρούς με σκοπό να αποσπούν φάρμακα.
Γ. Όχι, πιστεύω ότι γίνεται συνετή συνταγογράφηση από τους γιατρούς.

7. Που θεωρείτε ότι οφείλεται η αύξηση κατανάλωσης βενζοδιαζεπινών τα


τελευταία χρόνια σύμφωνα με στοιχεία του Ι.Φ.Ε.Τ. ;

Α. Οι ασθενείς που ασκούν πιέσεις σε γιατρούς.


Β. Πολύ γιατροί που συνταγογραφούν αλόγιστα.
Γ. Η έλλειψη χρόνου και χρημάτων για την εφαρμογή άλλων ή
συμπληρωματικών θεραπειών και παρεμβάσεων σε προβλήματα ψυχικής υγείας.
Δ. Οι σύγχρονες ψυχοπιεστικές συνθήκες και η αύξηση της ψυχοπαθολογίας τα
τελευταία χρόνια.
Ε. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει επαρκής έλεγχος στη διακίνηση των ναρκωτικών.

8. Το γεγονός ότι πολλές φορές γίνεται κακή χρήση των φαρμάκων αυτών
από μερικούς ασθενείς ποιος θεωρείτε ότι ευθύνεται ;

Α. Η ανάγκη των ασθενών για άμεση ανακούφιση από τα συμπτώματα.


Β. Η ελλιπής ενημέρωση των ασθενών πάνω στα ηρεμιστικά από γιατρούς και
φαρμακοποιούς.
Γ. Το ίδιο το φάρμακο που δημιουργεί ανοχή και εξάρτηση μετά από κάποιο
διάστημα.

90
Η στάση που έχουν οι ερωτώμενοι απέναντι στο πρόβλημα.

9. Όταν συνταγογραφείτε κάποιο ηρεμιστικό-υπνωτικό φάρμακο για ποιους


λόγους συνήθως το συνταγογραφείτε ;

Α. Αϋπνία.
Β. Άγχος.
Γ. Συνοδευτικά σε ψυχώσεις.
Δ. Συνοδευτικά στη κατάθλιψη.
Ε. Συνοδευτικά στην επιληψία.

10. Συνταγογραφήσατε κατά το παρελθόν κάποιο ηρεμιστικό σε πελάτη σας


για την αντιμετώπιση του καθημερινού άγχους ή απλά επειδή σας
παραπονέθηκε ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί, χωρίς αυτός να έχει κάποιο
άλλο πρόβλημα υγείας ;

Α. Ναι
Β. Όχι

11. Χρησιμοποιείτε κάποιες άλλες μεθόδους διαχείρισης του άγχους εκτός


από τη συνταγογράφηση ηρεμιστικών ;

Α. Ναι
Β. Όχι

12. Έχετε δεχτεί κατά το παρελθόν πιέσεις από ασθενείς σας για
συνταγογράφηση ηρεμιστικών φαρμάκων ;

Α. Ναι
Β. Όχι

13. Αν ναι, πως το αντιμετωπίσατε ;

Α. Συνταγογραφήσατε κάποιο ηρεμιστικό.


Β. Το συνταγογραφήσατε εφόσον το είχε ήδη δανειστεί από κάποιο φαρμακείο.
Γ. Δε του συνταγογραφήσατε λέγοντας του ότι δε το χρειάζεται.
Δ. Δώσατε συμβουλές να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με άλλο τρόπο.

14. Είχατε ασθενείς κατά το παρελθόν που δυσκολευτήκατε ή δεν


καταφέρατε να τους διακόψετε το ηρεμιστικό εφόσον θεωρήσατε ότι δε
το χρειάζονται πλέον;

Α. Ναι.
Β. Όχι.

91
15. Είχατε ασθενείς κατά το παρελθόν που δεν σας επισκέφθηκαν ξανά επειδή
δεν τους γράψατε κάποιο ηρεμιστικό;

Α. Ναι.
Β. Όχι.

16. Έχει υποπέσει στην αντίληψη σας το γεγονός να συνταγογραφείτε κάποιο


ηρεμιστικό για κάποιον συγκεκριμένο πελάτη σας και τα φάρμακα να
καταλήγουν τελικά σε άλλους ; (κυρίως ενδοοικογενειακά).

Α. Ναι.
Β. Όχι.

17. Όταν ένας εξαρτημένος από άλλες ουσίες (ηρωίνη, χασίς, κοκαΐνη κ.α.)
σας επισκεφθεί εσείς τι από τα παρακάτω ακολουθείτε;

Α. Δεν ασχολούμαι με τοξικομανείς και δεν τον δέχομαι.


Β. Προσπαθώ να τον παραπέμψω σε κάποιο κέντρο απεξάρτησης.
Γ. Του γράφω ηρεμιστικά και συζητώ μαζί του.
Δ. Εφαρμόζω κάποιας μορφής ψυχοθεραπεία χωρίς φάρμακα.
Ε. Συνταγογραφώ ναλτρεξόνη και συζητώ μαζί του.

18. Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος και η ευθύνη του γιατρού, με δυο λόγια,
στο θέμα της εξάρτησης από βενζοδιαζεπίνες ;

Α. Να ενημερώνει στα πλαίσια της συμβουλευτικής όσους παίρνουν ηρεμιστικά


για τις ιδιότητες του φαρμάκου.
Β. Να παροτρύνει τους ασθενείς σε άλλες θεραπείες και προσεγγίσεις όταν βλέπει
ότι δεν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Γ. Να προτείνει αλλαγές στο τρόπο ζωής (π.χ. για την αϋπνία να συμβουλεύει τον
πελάτη να κόψει τους καφέδες κ.ο.κ.)
Δ. Να περιορίσει τη συνταγογράφηση ηρεμιστικών και να συνταγογραφεί μόνο
όταν το κρίνει απολύτως απαραίτητο.

92
Ερωτήσεις προς φαρμακοποιούς

Β. Ερωτηματολόγιο που χορηγήθηκε στην ομάδα των φαρμακοποιών.

Δημογραφικά στοιχεία

Άλλες σπουδές:
Επαγγελματική θέση:
Περιοχή εργασίας:
Χρόνια εργασίας:
Ηλικία:
Φύλο:

Γενική αντίληψη που έχουν οι ερωτώμενοι για τη χρήση και τη κατάχρηση


των ηρεμιστικών

1. Θεωρείτε ότι υπάρχει πρόβλημα κατάχρησης και εξάρτησης από


ελάσσονα ηρεμιστικά στο γενικό πληθυσμό ;

Α. Υπάρχει μεγάλο πρόβλημα.


Β. Υπάρχει σε ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού αλλά δεν είναι και τόσο
ανησυχητικό.
Γ. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα.

2. Ποια κατηγορία του πληθυσμού έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα


κατάχρησης;

Α. Άνδρες έως 20 ετών.


Β. Γυναίκες έως 20 ετών.
Γ. Άνδρες από 20 έως 50 ετών.
Δ. Γυναίκες από 20 έως 50 ετών.
Ε. Άνδρες από 50 ετών και άνω.
Ζ. Γυναίκες από 50 ετών και άνω.

3. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα αίτια της ευρείας χρήσης των ηρεμιστικών ;

Α. Βιολογικά και παθολογικά προβλήματα.


Β. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής και τα σύγχρονα ψυχοκοινωνικά προβλήματα.
Γ. Η έλλειψη χρημάτων από τους ασθενείς αλλά και χρόνου από τη πλευρά των
γιατρών για πιο ολοκληρωμένες θεραπείες.

93
4. Από την εμπειρία σας τα ηρεμιστικά-υπνωτικά φάρμακα για ποιους
λόγους συνήθως συνταγογραφούνται ;

Α. Αϋπνία.
Β. Άγχος.
Γ. Συνοδευτικά σε ψυχώσεις.
Δ. Συνοδευτικά στη κατάθλιψη.
Ε. Συνοδευτικά στην επιληψία.
5. Πιστεύετε ότι τα ηρεμιστικά στη πλειοψηφία τους εκπληρώνουν το
θεραπευτικό τους στόχους ;

Α. Ναι, στη πλειοψηφία των περιπτώσεων.


Β. Δεν εκπληρώνουν το θεραπευτικό στόχο απλώς κατευνάζουν κάποια
συμπτώματα και αποτελούν δεκανίκι στη λειτουργικότητα του ατόμου.

6. Ποια είναι σύμφωνα με την εμπειρία σας τα 3 πιο συνταγογραφούμενα


ηρεμιστικά-υπνωτικά φάρμακα ;

A. Centrac
B. Lexotanil
Γ. Frisium
Δ. Tavor
Ε. Xanax
Ζ. Atarviton
Η. Halcion
Θ. Hipnosedon
Ι. Stilnox
Κ. Stedon
Λ. Vulbegal

7. Πως θεωρείτε ότι φτάνουν τα ηρεμιστικά σε πληθυσμό που είναι


εξαρτημένος από άλλες ουσίες ;

Α. Από πλαστές συνταγές ή από κλεμμένα συνταγολόγια ναρκωτικών που δεν


ελέγχονται ορθά από φαρμακοποιούς.
Β. Από συνταγές γιατρών που συνταγογραφούν απευθείας ηρεμιστικά σε
τοξικομανής.
Γ. Από διάφορα κυκλώματα εμπορίας χαπιών.

8. Θεωρείτε ότι υπάρχει υπερσυνταγογράφηση ηρεμιστικών φαρμάκων ;

Α. Ναι, από μια μεγάλη μερίδα γιατρών.


Β. Ναι, από μια μικρή μερίδα γιατρών.
Γ. Ενώ υπάρχει σχετικά συνετή συνταγογράφηση πολλοί ασθενείς επισκέπτονται
διαφορετικούς γιατρούς με σκοπό να αποσπούν φάρμακα.
Δ. Όχι, πιστεύω ότι γίνεται συνετή συνταγογράφηση από τους γιατρούς.

94
19. Που θεωρείτε ότι οφείλεται η αύξηση κατανάλωσης των βενζοδιαζεπινών
τα τελευταία χρόνια σύμφωνα με στοιχεία του Ι.Φ.Ε.Τ. ;

Α. Οι ασθενείς που ασκούν πιέσεις σε γιατρούς.


Β. Πολύ γιατροί που συνταγογραφούν αλόγιστα.
Γ. Η έλλειψη χρόνου και χρημάτων για την εφαρμογή άλλων ή
συμπληρωματικών θεραπειών και παρεμβάσεων σε προβλήματα ψυχικής υγείας.
Δ. Οι σύγχρονες ψυχοπιεστικές συνθήκες και η αύξηση της ψυχοπαθολογίας τα
τελευταία χρόνια.
Ε. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει επαρκής έλεγχος στη διακίνηση των ναρκωτικών.

Η στάση που έχουν οι ερωτώμενοι απέναντι στο πρόβλημα.

20. Σας έχει ζητηθεί από πελάτη σας να του χορηγήσετε κάποιο σκεύασμα
γενικότερα για το καθημερινό άγχος ή την αϋπνία ;

Α. Ναι
Β. Όχι

21. Έχετε δεχτεί κατά το παρελθόν πιέσεις από πελάτες να τους δώσετε
κάποιο ηρεμιστικό φάρμακο χωρίς ιατρική συνταγή ;

Α. Ναι, πολλές φορές.


Β. Ναι, λίγες φορές.
Γ. Όχι.

22. Αν ναι, πως τα αντιμετωπίζετε ;

Α. Τους λέω ότι δεν το χρειάζονται εφόσον συζητήσω μαζί του ή διαφορετικά
τους λέω ότι χωρίς συνταγή είναι αδύνατο να χορηγηθεί και τους παραπέμπω σε
γιατρό.
Β. Τους δίνω το φάρμακο, εφόσον είναι πελάτες του φαρμακείου και γνωρίζω ότι
το παίρνει και αφού πρώτα μου υποσχεθεί ότι θα φέρει συνταγή.
Γ. Το δίνω το φάρμακο μετά από συνεννόηση με τον θεράποντα γιατρό.

23. Εκτελείτε όλες τις συνταγές του νόμου 1729/87 ;

Α. Ναι.
Β. Όχι όταν διακρίνω ότι το άτομο είναι χρήστης και άλλων ουσιών.
Γ. Ελέγχω την εγκυρότητα της συνταγής και χορηγώ ανεξαρτήτως του ατόμου
που έρχεται στο φαρμακείο.
Δ. Χορηγώ μόνο στους σταθερούς πελάτες του φαρμακείου που γνωρίζω τα
προβλήματα υγείας του και έχω κάποια σταθερή επαφή.

24. Έχετε συναντήσει πλαστή συνταγή με ηρεμιστικά ;

Α. Ναι, βέβαια.
Β. Όχι.

95
25. Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος και η ευθύνη του φαρμακοποιού, με δυο
λόγια, στο θέμα της εξάρτησης από βενζοδιαζεπίνες ;

Α. Να ενημερώνει στα πλαίσια της συμβουλευτικής όσους παίρνουν ηρεμιστικά


για τις ιδιότητες του φαρμάκου.
Β. Να παροτρύνει τους ασθενείς σε άλλες θεραπείες και προσεγγίσεις όταν βλέπει
ότι δεν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Γ. Να προτείνει αλλαγές στο τρόπο ζωής (π.χ. για την αϋπνία να συμβουλεύει τον
πελάτη να κόψει τους καφέδες κ.ο.κ.)

• Θα μπορούσατε να μας δώσετε ένα τυχαίο δείγμα συνταγών ώστε να


καταγράψουμε κάποια στοιχεία ;

96
Ερευνητικό συμβόλαιο

Ονομάζομαι Χρήστος Ξανθόπουλος, είμαι φαρμακοποιός και ολοκληρώνω τις


μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Κοινωνική και Κλινική Ψυχολογία των
Εξαρτήσεων και των Ψυχοκοινωνικών Προβλημάτων του Α.Π.Θ.. Στα πλαίσια των
σπουδών μου εκπονώ ερευνητική διπλωματική εργασία με θέμα τις
συνταγογραφούμενες εξαρτησιογόνες ουσίες και το ρόλο των λειτουργών υγείας στη
διάδοση τους.
Σκοπός της έρευνας είναι να διερευνηθούν τα αίτια της σταδιακής αύξησης των
πωλήσεων των ηρεμιστικών και το ρόλο των λειτουργών υγείας, ψυχιάτρων,
παθολόγων αλλά και φαρμακοποιών στη διάδοση των συνταγογραφούμενων
εξαρτησιογόνων ουσιών.
Αυτό που ενδιαφέρει την έρευνα είναι οι απόψεις σας πάνω στο θέμα που μελετάται
και θα ήθελα με ειλικρίνεια να μου απαντήσετε σε μια σειρά από ερωτήματα που θα
σας θέσω.
Προσωπικά δεσμεύομαι ότι θα υπάρξει απόλυτη εχεμύθεια στις δικές σας
απαντήσεις και ότι τα στοιχεία των συμμετεχόντων θα καταστραφούν αμέσως μετά
την ολοκλήρωση των επαφών. Η έρευνα γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες της
Πράξης Προστασίας Δεδομένων και σας διαβεβαιώνω ότι όλες οι απαντήσεις σας που
θα μου δώσετε δε θα συζητηθούν με κανένα από τους συναδέλφους μου ή άλλους
ανθρώπους παρά μόνο ότι θα καταγραφούν ανώνυμα και συνολικά στην εργασία με
σκοπό την διεξαγωγή συμπερασμάτων.
Η συμμετοχή στην έρευνα είναι εθελοντική και δε θα υπάρξει καμία συνέπεια σε
περίπτωση που δε θα θελήσετε να συμμετάσχετε στην έρευνα. Έχετε το δικαίωμα να
μην απαντήσετε σε κάποια από τα ερωτήματα ή να αποχωρήσετε από τη διαδικασία
όποια στιγμή το θελήσετε.
Σας ευχαριστώ.

Υπογραφή ερευνητή Υπογραφή συμμετέχοντος

Ημερομηνία

97
Αλληλογραφία

Προς Ίδρυμα Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας

Υπόψη αντιπροέδρου Ι.Φ.Ε.Τ. κ. Γ. Κιοσσέ.

Αξιότιμε κ. πρόεδρε,

Ονομάζομαι Χρήστος Ξανθόπουλος και στα πλαίσια του μεταπτυχιακού μου στο
τμήμα Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. που αφορά τις εξαρτήσεις και τα ψυχοκοινωνικά
προβλήματα εκπονώ μεταπτυχιακή εργασία με θέμα τις εξαρτησιογόνες ουσίες και το
ρόλο των υγειονομικών (ιατρών και φαρμακοποιών) στη διάδοσή τους. Θα ήθελα αν
σας είναι εύκολο κάποια στοιχεία που αφορούν τις βενζοδιαζεπίνες και τα
βαρβιτουρικά την τελευταία πενταετία, έτσι ώστε να δω το ποσοστό αύξησης της
χρήσης αυτών των φαρμάκων και να αναζητήσω τα αίτια της αυξανόμενης ζήτησης
τους αν αυτή υπάρχει. Τέλος αν είναι εύκολο και αν διαθέτει τέτοια στοιχεία ο ΙΦΕΤ
το ποσοστό εμβαλαγίων που καταλαμβάνουν αυτά τα φάρμακα στη Ελληνική
φαρμακευτική αγορά. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω προκαταβολικά και θα ήθελα
να τονίσω τη σημασία των στοιχείων που θα μου αποστείλετε στην έρευνα μου.

Με τιμή,
Χρήστος Ξανθόπουλος
Φαρμακοποιός
Μετ.Φοιτητής Κοινωνικής και Κλινικής Ψυχολογίας των Εξαρτήσεων και των
Ψυχοκοινωνικών Προβλημάτων. Α.Π.Θ.

98
Φάρμακα του Ν.1729/87
Κατηγορία Δ
Albium Distedon Librax Nobrium Sonata
Antanax Dorm Librium Noctamid Stedon
Apollonset Dormicum Libronil-R Normison Stedonill
Aripax Dormixal Limbitrol Notorium Stilnox
Atarviton Dormyl Linea Novalumin Stratium
Atiram Dolethal Lomax Novhepar Subutex
Audilex Etaco Loramet NovixalPhyllis Tavor
Anconevron Evagelin Lumidrops Oasil Teronac
Alprazolam/Generics Frisium Meliasin Pascalium Thiopental
Beruxan Gardenal Mepizin Pebarol Thymal
Biothorax Halcion Metatop Pentothal Titus
Brovich Hipnosedon Modium Praol Tonirem
Cecil Ilman Mogadon Proalusin-l Torfin-H
Centrac Imovan Modiodal Proneurit Trankilium
Cicletan Ispnal NeoGnostorid Reposium Tranxene
Concerta Januar NeoNifalium Reval Tufinol
Dalmadorm Klevavix Nifalin Rivotril Unakalm
Demetonevrin Lendormin Nilium Sedinol Valium
Diphenal Lexotanil Noan-Gap Softramal Vaposyrup
Zyvoralium Zoletil Zolpidem Xanax Vicholine
Vulbegal Theophylline Tranquobuscopan
Sedative

99

You might also like