You are on page 1of 7

ΜΑΘΗΜΑ

ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΑΝΑ102

ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΖΩΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ

ΦΟΙΤΗΤΗΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΠΙΣΤΟΛΑΣ 20211487

ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2022

ΟΝΟΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΛΕΥΚΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
Η λεύκη είναι μια χρονια διαταραχή που προκαλεί αποχρωματισμό του δέρματος, η οποία
οφείλεται στην επιλεκτική καταστροφή των μελανινοκυττάρων και αποτελεί την συχνότερη
αιτία αποχρωματισμού παγκοσμίως, με εκτιμώμενο επιπολασμό 1% προσβάλλοντας όλες τις
εθνικότητες και άτομα όλων των τύπων δέρματος χωρίς εξαιρέσεις. Τα μελανινοκύτταρα
είναι κύτταρα του δέρματος τα οποία παράγουν την χρωστική ουσία μελανίνη, την οποία
διαχέουν στα γύρω επιθηλιακά κύτταρα με σκοπό να τα προστατεύσουν από την υπεριώδη
ακτινοβολία. Ο όρος "λεύκη" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Κέλσιο στο
κλασσικό λατινικό ιατρικό έργο του De Medicina κατά τον δεύτερο αιώνα π.Χ. και το όνομα
πιστεύεται ότι προέρχεται από το λατινικό vitium, που σημαίνει ελάττωμα ή ατέλεια. Τα
αυτοάνοσα νοσήματα, όπως η λεύκη, αποτελούν ασθένειες κατά τις οποίες ο ίδιος ο
οργανισμός επιτίθεται στους ιστούς και τα όργανά του. Στη περίπτωση της λεύκης, ο ίδιος ο
οργανισμός επιτίθεται σε ορισμένα μελανινοκύτταρα του σώματος και προκαλεί διακοπή της
έκκρισης μελανίνης, με αποτέλεσμα την εμφάνιση άσπρων σημαδιών ή τριχών. Δεν
πρόκειται για μια ασήμαντη ή απλή αισθητική νόσο, καθώς οι επιπτώσεις της μπορεί να
είναι ψυχολογικά καταστροφικές προς τους ασθενείς της.
Όσον αφορά τα συμπτώματα της νόσου, οι περιοχές του δέρματος που επηρεάζονται
συχνότερα από τη λεύκη είναι: τα δάχτυλα, οι καρποί, οι μασχάλες, η βουβωνική χώρα, τα
γεννητικά όργανα και το εσωτερικό του στόματος. Καθώς επίσης, μπορεί να αναπτυχθεί και
σε περιοχές όπου υπάρχουν ρίζες τριχών, όπως στο τριχωτό της κεφαλής όπου λόγω της
έλλειψης μελανίνης στο δέρμα οι τρίχες στην περιοχή ενδέχεται να ασπρίσουν. Η έλλειψη
μελανίνης στις περιοχές αυτές τις καθιστά περισσότερο ευαίσθητες στον ήλιο αυξάνοντας τις
πιθανότητες εγκαύματος. Η λεύκη συχνά ξεκινά ως ένα ωχρό σημείο του δέρματος που
σταδιακά γίνεται εντελώς λευκό. Το κέντρο μιας κηλίδας μπορεί να είναι λευκό, με
ωχρότερο δέρμα γύρω του. Ενώ, εάν υπάρχουν αιμοφόρα αγγεία κάτω από το δέρμα, η
κηλίδα μπορεί να είναι ελαφρώς ροζ αντί για λευκή. Οι άκρες της αποχρωματισμένης
περιοχής μπορεί να είναι λείες ή ακανόνιστες, καθώς επίσης μερικές φορές είναι κόκκινες
και φλεγμονώδεις ή υπάρχει καφετί αποχρωματισμός (υπερμελάγχρωση). Η λεύκη δεν
προκαλεί ενοχλήσεις στο δέρμα όπως ξηρότητα, αλλά οι κηλίδες μπορεί περιστασιακά να
έχουν φαγούρα. Αξίζει να αναφερθεί πως η κατάσταση διαφέρει από άτομο σε άτομο καθώς
κάποιοι άνθρωποι εμφανίζουν μόνο μερικές μικρές, λευκές κηλίδες, ενώ άλλοι εμφανίζουν
μεγαλύτερες λευκές κηλίδες που ενώνονται σε μεγάλες περιοχές του δέρματός τους. Τέλος
δεν υπάρχει τρόπος να προβλεφθεί πόσο δέρμα θα επηρεαστεί και οι λευκές κηλίδες είναι
συνήθως μόνιμες.

Η νόσος ταξινομείται σε δυο μορφές, την τμηματική (SV) και την μη τμηματική λεύκη
(NSV) που είναι και η συνηθέστερη μορφη. Στην περίπτωση της μη τμηματικής λεύκης,
παρατηρείται συνήθως συμμετρία των αποχρωματισμένων περιοχών, ενώ δεν αποκλείεται η
εμφάνιση νέων βλαβών με την πάροδο του χρόνου. Η μη-τμηματική λεύκη μπορεί να
παρουσιαστεί σε μεγάλα τμήματα του σώματος ή να περιοριστεί σε μία συγκεκριμένη
περιοχή. Δεν υπάρχει κάποιος γενικός κανόνας εμφάνισής της, και μπορεί να παρατηρηθεί σε
οποιαδήποτε ηλικία. Έπειτα, διακρίνεται στις εξής υποκατηγορίες: την Καθολική λεύκη,
κατά την οποία ο ασθενής υφίσταται αν όχι πλήρη, σχεδόν πλήρη αποχρωματισμό του
δέρματός του, την Εστιακή λεύκη η οποία χαρακτηρίζεται από λίγες διάσπαρτες λευκές
κηλίδες συγκεντρωμένες σε μία περιοχή και εμφανίζεται συνήθως κατά την παιδική ηλικία,
την Ακροπροσωπική λεύκη, όπου οι συχνότερες περιοχές εμφάνισής της είναι τα δάχτυλα
των ποδιών και των χεριών, καθώς και στην περιοχή του προσώπου και του λαιμού.
Τελευταία, είναι η Λεύκη του βλεννογόνου κατά την οποία παρατηρείται αποχρωματισμός
του δέρματος μόνο στην περιοχή των βλεννογόνων.
Σε αντίθεση με την μη-τμηματική λεύκη, η τμηματική λεύκη εμφανίζεται σε συγκεκριμένο
σημείο του σώματος και συνήθως έχει ηλικιακό αποκλεισμό. Αυτό σημαίνει πως εμφανίζεται
κυρίως στην περίοδο της εφηβείας. Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο μορφών είναι
πρωταρχικής σημασίας καθώς οι θεραπευτικές επιλογές και η πρόγνωση τους είναι αρκετά
διαφορετικές.

Όσον αφορά την παθογένεια της Λεύκης έχουν προταθεί πολλαπλοί μηχανισμοί ως υπαίτιοι
για την καταστροφή των μελανινοκυττάρων. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι γενετικοί
παράγοντες, οι αυτοάνοσες αποκρίσεις, το οξειδωτικό στρες, η παραγωγή φλεγμονωδών
μεσολαβητών και οι μηχανισμοί αποκόλλησης μελανοκυττάρων. Φαίνεται, επίσης, ότι
εμπλέκονται τόσο το έμφυτο όσο και το προσαρμοστικό ανοσοποιητικό σύστημα . Χωρίς να
είναι καμία από τις προτεινόμενες θεωρίες από μόνη της επαρκής για να εξηγήσει τους
διαφορετικούς φαινοτύπους της λεύκης και η συνολική συμβολή καθεμιάς από αυτές τις
διαδικασίες εξακολουθεί να είναι υπό συζήτηση, παρόλο που υπάρχει πλέον ομοφωνία
σχετικά με την αυτοάνοση φύση της λεύκης. Έχουν επίσης, δημιουργηθεί διάφορες θεωρίες
όπως είναι η "ολοκληρωμένη θεωρία" η οποία υποδηλώνει ότι πολλαπλοί μηχανισμοί μπορεί
να λειτουργούν από κοινού στην λεύκη και να συμβάλλουν στην καταστροφή των
μελανοκυττάρων, οδηγώντας τελικά στο ίδιο κλινικό αποτέλεσμα. Όσον αφορά το κομμάτι
των γενετικών παραγόντων ισχυρά στοιχεία που προκύπτουν από πολλαπλές μελέτες
υποδεικνύουν τη σημασία τους στην ανάπτυξη της λεύκης. Ακόμη, πρέπει να τονιστεί πως
σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες η λεύκη τείνει να συσσωρεύεται σε οικογένειες χωρίς
όμως ο γενετικός κίνδυνος να είναι απόλυτος. Αυτό προκύπτει σαν αποτέλεσμα, καθώς
περίπου το 30% ατόμων με λεύκη έχουν οικογενειακό ιστορικό σύμφωνα με τις στατιστικές
μελέτες της Ιατρική Σχολής του Χάρβαρντ. Οι επιστήμονες έχουν διαπιστώσει ότι η ύπαρξη
ενός συγκεκριμένου γενετικού προφίλ καθιστά τα άτομα πιο επιρρεπή στην ανάπτυξη
λεύκης, ενώ, ακόμη έχουν εντοπιστεί σχεδόν 50 γονίδια που σχετίζονται με τη λεύκη,
συμπεριλαμβανομένων δύο που ονομάζονται NLRP1 και PTPN22. Αυτά τα δυο και τα άλλα
γονίδια που σχετίζονται με την λεύκη είναι γνωστό ότι εμπλέκονται στην ρύθμιση του
ανοσοποιητικού συστήματος και στη φλεγμονή.
Ακόμα ένας παράγοντας, ο οποίος μπορεί να ευθύνεται για την εμφάνιση της νόσου είναι τα
περιβαλλοντικά ερεθίσματα. Δηλαδή, η λεύκη φαίνεται να είναι απόρροια τόσο μιας
προϋπάρχουσας γενετικής σύστασης όσο και κάποιου περιβαλλοντικού παράγοντα που
πυροδοτεί μια αυτοάνοση αντίδραση η οποία τελικά είναι υπεύθυνη για την καταστροφή των
μελανοκυττάρων. Πιθανοί εκλυτικοί παράγοντες είναι τα ηλιακά εγκαύματα, η έκθεση σε
ορισμένες χημικές ουσίες ή ακόμα και ο τραυματισμός του δέρματος. Αυτοί οι παράγοντες
μπορούν επίσης να ωθήσουν την εξάπλωση της λεύκης σε άτομα που έχουν ήδη την πάθηση.
Τέλος τα άτομα που έχουν ήδη μια αυτοάνοση νόσο, όπως είναι για παράδειγμα η ψωρίαση,
ο ερυθηματώδης λύκος, η νόσος Hashimoto και η αλωπεκία, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο
να εμφανίσουν και λεύκη . Περίπου 1 στα 4 άτομα με λεύκη έχουν και άλλη αυτοάνοση
νόσο. Αυτό συμβαίνει γιατί αρκετά γονίδια που σχετίζονται με τη λεύκη συνδέονται και με
άλλες αυτοάνοσες παθήσεις, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο διαβήτης τύπου 1 και η
θυρεοειδοπάθεια.
Η διάγνωση της λεύκης δεν απαιτεί συνήθως εργαστηριακές εξετάσεις αφού η απουσία
μελανοκυττάρων σε μια αποχρωματισμένη περιοχή μπορεί να εκτιμηθεί μη επεμβατικά με in
vivo συνεστιακή μικροσκοπία ή με βιοψία δέρματος. Η ιστολογία του κέντρου μιας
αποχρωματισμένης περιοχής λεύκης αποκαλύπτει την απώλεια της χρωστικής μελανίνης
στην επιδερμίδα και την απουσία μελανοκυττάρων, ενώ περιστασιακά είναι πιθανόν να
παρατηρηθούν λεμφοκύτταρά στο προωθημένο όριο των περιοχών αυτών. Η διάγνωση της
λεύκης μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση του διαγνωστικού φακού wood, ο οποιος είναι
μιας φορητή συσκευή υπεριώδους ακτινοβολίας (UV) που εκπέμπει UVA η οποία βοηθά
στον εντοπισμό της απώλειας των μελανοκυττάρων αλλά και στην ανίχνευση περιοχών
αποχρωματισμού που μπορεί να μην είναι ορατές με γυμνό μάτι.

Η θεραπεία της λεύκης εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις πιο δύσκολες δερματολογικές
προκλήσεις. Ένα σημαντικό βήμα στη διαχείριση της είναι να αναγνωριστεί πρώτα ότι δεν
πρόκειται απλώς για μια αισθητική ασθένεια και ότι υπάρχουν διαθέσιμες ασφαλείς και
αποτελεσματικές θεραπείες. Οι θεραπείες αυτές περιλαμβάνουν την φωτοθεραπεία, τοπικά,
συστηματικά ανοσοκατασταλτικά και χειρουργικές τεχνικές, οι οποίες μαζί μπορούν να
βοηθήσουν στην διακοπή της ανάπτυξης της νόσου, στη σταθεροποίηση των
αποχρωματισμένων βλαβών καθώς ακόμη και στον επαναχρωματισμό των περιοχών που
επηρεάζονται από την νόσο. Η επιλογή της θεραπείας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες,
όπως: τον υπότυπο της νόσου, την έκταση, την κατανομή και την δραστηριότητα της νόσου,
αλλά και από την ηλικία του ασθενούς. Το πρόσωπο, ο λαιμός και ο κορμός ανταποκρίνονται
καλύτερα στη θεραπεία, ενώ τα χείλη και τα άκρα είναι πιο δύσκολα θεραπεύσιμα. Η πιο
κοινή θεραπεία για τη λεύκη είναι αυτή που βασίζεται στο υπεριώδες φως,η οποία όταν
συνδυάζεται και με μια πρόσθετη θεραπεία θεωρείται αρκετά αποτελεσματική.
Επιπλέον, η υποεπιτροπή για την λεύκη του Ευρωπαϊκού Δερματολογικού Φόρουμ εξέδωσε
κατευθυντήριες γραμμές για τη διαχείριση και τη θεραπεία της λεύκης με βάση τα βέλτιστα
διαθέσιμα στοιχεία σε συνδυασμό με τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων. Οι θεραπείες
διαβαθμίστηκαν από επιλογές πρώτης έως τέταρτης γραμμής. Οι θεραπείες πρώτης γραμμής
αποτελούνται από τοπικές θεραπείες κορτικοστεροειδή και αναστολείς καλσινευρίνης,
δηλαδή. Οι θεραπείες δεύτερης γραμμής αποτελούνται από φωτοθεραπεία NB-UVB και
ψωραλένιο και UVA [PUVA]) και συστηματική θεραπεία με στεροειδή. Οι θεραπείες τρίτης
γραμμής αποτελούνται από χειρουργικές τεχνικές μεταμόσχευσης και αυτές της τέταρτης
γραμμής αποτελούνται από θεραπείες αποχρωματισμού. Τέλος, όσον αφορά την ύπαρξη
εναλλακτικών θεραπειών έχουν διεξαχθεί μερικές ερευνητικές μελέτες σχετικά με
εναλλακτικές ιατρικές επιλογές, όπως είναι η θεραπεία των αποχρωματισμένων περιοχών με
ορισμένα βότανα και βιταμίνες. Όμως, μέχρι στιγμής οι μελέτες είναι πολύ μικρές για να
εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα. Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι πολλά άτομα
δεν χρειάζονται ή δεν επιθυμούν θεραπεία για να ελαχιστοποιήσουν ή να αποκρύψουν τις
κηλίδες της λεύκης τους, καθώς αυτές δεν εγκυμονούν φυσικούς κινδύνους προς αυτούς .

Θεραπευτικός αλγόριθμος της λεύκης. TCS, τοπικό κορτικοστεροειδές- TCI, τοπικός


αναστολέας καλσινευρίνης- UVB, υπεριώδης ακτινοβολία Β.

ΣΚΟΠΟΣ:
Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας ήταν η ανάλυση της νόσου της Λεύκης. Πιο
συγκεκριμένα, στην εργασία αυτή παρουσιάστηκαν τα συμπτώματα της, οι αιτίες που μπορεί
να είναι υπεύθυνες για την εμφάνισή της, οι τύποι στους οποίους διακρίνεται καθώς και ο
τρόπος με τον οποίο σχετίζονται οι γενετικοί και περιβαλλοντολογικοί παράγοντες με την
εμφάνισή της. Ακόμη, έγινε γνωστός ο τρόπος με τον οποίο μπορει να γίνει η διάγνωση της
αλλά και οι τρόποι αντιμετώπισης και θεραπείας της
ΜΕΘΟΔΟΣ:
Για την συγγραφή της εργασίας, αρχικά έγινε αναζήτηση στην Διεθνή βάση δεδομένων
PubMed και στην συνέχεια σε άλλες διεθνείς βιβλιοθήκες της Ιατρικής και της Βιολογίας,
χρησιμοποιώντας ως λέξεις κλειδιά τις λέξεις: Vitiligo,Vitiligo treatments,Types of vitiligo,
Pathogenesis of vitiligo και θέτοντας συγκεκριμένους περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί
ήταν τα άρθρα να έχουν γραφτεί τα τελευταία 5 χρόνια, να είναι στην αγγλική γλώσσα, να
παρέχονται ολόκληρα δωρεάν και τέλος να αφορούν μελέτες οι οποίες διενεργήθηκαν σε
ανθρώπους. Όσον αφορά τις εικόνες, που περιέχονται στην εργασία μερικές βρέθηκαν μέσω
google αναζητώντας τις λέξεις:vitiligo και vitiligo treatments ενώ άλλες περιέχονταν μέσα
στα άρθρα από τα οποία άντλησα πληροφορίες

ΣΥΠΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Εύλογα εξάγεται το συμπέρασμα πως η λεύκη είναι μια συχνή πολυπαραγοντική δερματική
διαταραχή με πολύ σύνθετη παθογένεια, η οποία μπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο στην
ψυχολογία των ασθενών. Αν και πρόσφατα έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην
κατανόηση της, τα αίτια της λεύκης, αν και υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις, παραμένουν
ασαφή. Παραμένουν δηλαφή αβεβαιότητες σχετικά με το τι τελικά προκαλεί την
καταστροφή των μελανινοκυττάρων και απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την πλήρη
διαλεύκανση της παθογένειας της. Η αποκάλυψη των βιολογικών μεσολαβητών και των
μοριακών μηχανισμών που οδηγούν σε μεταβολικές βλάβες και επομένως, σε εκφυλισμό των
μελανινοκυττάρων είναι σημαντική για τον εντοπισμό νέων θεραπειών και φαρμάκων που θα
μπορούσαν να προλάβουν ή να σταματήσουν την εξέλιξη της νόσου ή ακόμη και να την
θεραπεύσουν.
ΛΙΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΑΝΑΦΟΡΩΝ

Bergqvist C.a , Ezzedine K. 2020 Vitiligo: A Review,online available at:


https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/32155629/

Bishnoi A, Parsad D,2018 Clinical and Molecular Aspects of Vitiligo Treatments available at:
https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/29783663/

Katz EL, Harris JE. 2021 Translational Research in Vitiligo available at:
https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/33737930/

Spritz RA, Santorico SA ,2021 The Genetic Basis of Vitiligo available at:
https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/32778407/

Kussainova A, Kassym L, Akhmetova A, Glushkova N, Sabirov U, Adilgozhina S, Tuleutayeva


R, Semenova Y,2020, Vitiligo and anxiety: A systematic review and meta-analysis available
at: https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/33170870/

You might also like