You are on page 1of 137

Εαρινό εξάμηνο

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ 1880
ΜΑΘΗΜΑ
55ΥΚΕ1704: ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Ανθολόγηση: Θανάσης Β. Κούγκουλος


Τμήμα Ιστορίας & Εθνολογίας ΔΠΘ
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
A n u odıtvO iv έν ’£ π ι 6 ν λ λ ί δ ι τΐ\ς « Έ «ιΟ εω οί«ΐεω ς»

:&ΚΔΙΔΟΤΑΙ ΥΠΟ

Ν. Γ. Κ Ε Φ Α Λ Ι Δ Ο Υ

(Άδείγ. τοϋ Αΰτοχρατοραού υπουργείου τή; Ποιδείας.)

ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΤΠΟΛΕΙ
τ υ π ο ιγ Ν. Γ. ΚΕΦΑΛΙΛΟΥ, έκδοτου

1890.
-te*
ΠΕΡΑΝ ΑΠΟΚΡΥΦΑ

Κ Ε Φ Α Α Α ΙΟ Ν Α '.

• i ^ » X -Ki V
Aottu και hug.

Ό ήλιος έμεσουράνει- ήλιος Μα ίου Ospy.cc, τάς συγκεν-


τρωμε'νας του όποιου ακτίνας εφευγον σπεύδοντες οι ο­
λίγοι διαβάται. Τά ώρολόγια έδείκνυσν μεσημβρίαν. ΙΙα-
ραδόςως, καίποι άλλοτε επεκράτει καί κατά τήν ώραν
ταύτην άρκούσα ετι κίνησις εν ταίς οδοϊς, τά δε καφεϊα
ήσαν πλήρη ακόμη, των Οαμώνων καταναλισκόντων τήν
απαραίτητον προ του γεύματος ράχην μετά των ορεκτι­
κών προδορπίων, κατά τήν ήμε'ραν ταύτν,ν, ήτις ήν καί
Κυριακή, ένωρίτερον του συνήθους άπεσύρθησαν σχεδόν
πάντες, ώς εκ συνθήματος, οί'καδε. Έπέσπευδον, ούτως
ειπεϊν, τό γεύμα. ίνα ακολούθως επωφελούμενοι τής ώρας
τής ημέρας ταύτης, ήμε'ρας αργίας καί άναπαύσεως πα-
ραδοΟώσιν εις μεσημβρινόν ύπνον. Ούτως ύπελόγιζον ε­
κείνοι· ή Μοίρα άλλα έπε'κλωθεν.
Δεν ήτο όμως καί μόνη αύτη ή αφορμή. Ή θερμό-
της ήν μεγίστη, ή δ’ ατμόσφαιρα πνιγηρά. Ουδέ φύλ-
λον έκινεϊτο. Κάτι τό ασφυκτικόν έπέπνεε μόνον πανταχοϋ,
κάτι τό καυστικόν, τό καΐον, ώς άν άδιόρατος φλόξ π ε-
ριεχύθη άνά πάσαν την πόλιν περιβάλλουσα αυτήν διά.
πυρίνων γλωσσών. Μ ίτο, ούτως είττεϊν, κεραυνοβόλος έ'ναρ-
ξις κυνικών καυρ.άτων, αιφνίδιων καί απροόπτων, έν μηνί
Μαίω, τω τόσω δροσερώ καί γλυκυτάτω έν Κωνσταντι-
νουπόλει.
Οί κάτοικοι λοιπόν του Πέραν άπό πρωίας έξελθόντες I
εις έξοχικοΰς περιπάτους, είχον έπανακάμψει πρό της δε- I
κάτης· όσοι δ’ αυτών μετέβησαν εις καφεΐα, άπέλιπον I
ταϋτα άσυνήθως, μίαν ώραν πρό της μεσημβρίας. Ούτως I
ή ρ.εγάλη τοΰ Πέραν οδός ήν σχεδόν έ'ρηρ.ος. Ή οδός I
αύτη, ή διασχίζουσα την μεγάλην ταύτηνπόλιν, ήτις κα- |
λεϊται Πέραν — διότι σειρά πόλεων αποτελεί την Κ ω ν- I
σταντινούπολιν — κατά την εποχήν έκείνην ·ητο στενώ- I
πός καί ακανόνιστος, ολίγον διαφέρουσα των άλλων. Δεν s
πρέπει έκ τούτων νά συαπεράνη ό αναγνώστης ότι ή ό- ί
δός αύτη είναι νυν όμοια ευρωπαϊκής μεγάλης οδού, άπό
της τότε όρ.ως μέχρι της νυν ύφίσταται μεγίστη διαφο- !
ρά. Τώρα τουλάχιστον τό ηαισυ αυτής, τό άπό τού Αύ- ■
τοκρατορικοϋ Λυκείου μέχρι της πλατείας τού Ταξιαίου· I
ηΰρύνθή αρκούντως καί έκαλλωπίσΟη διά πολλών ώραίων |
οικοδομών καί διέρχεται αΰτην ο τροχιόδρομος' κατά |
την εποχήν όυ.ως έκείνην, ήτις καί δεν άπέχει πολύ, ήν |
ώς είναι νΰν τό έτερον αυτής ηαισυ ή καί χειρότερα τού- j
του, υ.άλλον στενή, μάλλον ακανόνιστος, μάλλον έλικοει- I
δής. Αί οικία·. αυτής ήσαν τό πλεϊστον ξύλιναι, άρχιτε- s
κτονικής παραδόξου, άνευ ρυθμού, άααυραί τήν όψιν, t
ριετά πολλών παραθύρων καί εξοχών, τά δέ πλούσια κα­
ταστήματα ύπό τήν έποψιν τών οικοδομών ύστέρουν |
πολύ τών σημερινών. Τοιουτοτρόπως ή οδός αύτη έ'ρη-
ρ/.ος σχεδόν διαβατών, καθ’ήν ώραν άρχόα.εθα τής ήαε-
τέρας Ιστορίας, έφαίνετο ώςτις πένθιυ.ος λεωφόρος άγου­
σά άνά υ.έσον ήρειποψ-ένων οικιών ε’ς άπόκεντρον νεκρο­
ταφείου. Π ράγματι αί οίκίαι, υ.έ παραθυρόφυλλα κεκλει-
σρ.ε'να, άααυραί, σιωπηλαί, ήσαν ώς έγκαταλελειυ.έναι υπό
τών κατοίκων, ώριοίαζον κατοικητηρια έπιδηυ.ίας, η τις να
•ήλθε καί άπέπνιξε πάντα, ήρηυ.ωσεν, άφήρπασεν, έθα-
νάτωσεν, ητις έφυσα,σε τά,ν πνοά,ν της καί άπερρόφησε
πάσαν έτέραν πνοά,ν.
Ή ή αέρα είχέτι τό υ.ελαγχολικόν, καί το φως,το πολύ,
το ζωντανόν εκείνο φως ρ.εσουρανουντος ά,λίου ώς εάν έ-
πεσκοτίζετο, ένίοτε ά,λαττοϋτο διά τινας στιγρ.άς. -Ναι,
ούτως ένόυ.ιζέ τις. Όσρ.ή καιου.ένου ξύλου, απόπνοια
ανθρακιάς, κάτι τό οποίον άπέπνιγε τά,ν όσφρησιν, ώς
άτυ.ός ρ.εγάλου λέβητος, έπέπνεε πανταχού. Καί ΰπε-
ράνω τών στεγών άδυνατό τ·.ς νά φαντασθή έν τη πεν-
Οηρα άποχρώσει της σκηνογραφίας ταύτης, ότι ακούει
τό πτερύγισυ.α αέλανος πτηνού, υ.αύρου, υ.αύρου ώς πίσ­
σα, ώς αν άπετέλει του Χάρωνος υ.ετευ.ψύγωσιν, καί τό
όποιον κατά,ργετο όλονεν [όιαίως ώς αίγας υ.έλας αετός
διασγίζων ■τά πελάγη τών αέρων ϊνα άρπάση τά,ν λείαν
του. Τά,ν δέ επικρατούσαν κατ’ εκείνην τά,ν ώραν άσυ-
νά,θη ησυχίαν έν τη σχεδόν πάντοτε πολυταράχω ταύτη
όδώ, διετάραττεν άπό καιρού εις καιρόν ή τροχηλασία ά-
[λάξης καί αί ύλακαί κυνών, οϊτινες έθρά,νουν υ.αλλον η
ύλάκτουν ώς έάν προωσφραίνοντο φρικώδη τινά συρ.φοράν.
Τό ώοολόνιον του Αϋτοκρατοοικοϋ Λυκείου έσά,αηνε
οωοεκάτην. Τη στιγυ.η έκείνη παρέκααπτε τά,ν γωνίαν,
ην ή άπό Μνηυ.ατακίων φέρουσα αποτελεί ρ.ετά της Με­
γάλης τοΰ Πέραν όδοϋ, νεαρά κυρία ένδεδυρ.ένη φιλοκά-
λως καί κατά τάς απαιτήσεις της αΰστηοάς κοαψότητος.
Κ ατά πάσαν άλλην ώραν ή κυρία αύτη ηθελεν έπıcrupec
τα βλέμματα των διαβατών, άλλ’, ώς είπομ.εν, άπαντες
έσπευδον ϊνα καταφύγωσιν εις τους οίκους των, ούδεΐς
δ ’ αυτών έδωκε προσοχήν τινα εις την τόσω κομψήν καί
ώραίαν ταύτην δέσποιναν. ’Εκείνη, τουναντίον, καίτοι
σπεύδουσα η μάλλον πετώσα. διότι περιεπάτει ελαφρά
ώς πτηνον, περιειργάζετο όμως, λοξά καί λαθραία ρί-
πτουσα βλέμ.υ.ατα, πάντα διαβάτην. ’Λπό καιρού δ’ εις
καιρόν στρεφομ.ένη εξεταστικόν έρριπτε βλέμμα όπισθεν
αϋτης ώς έάν άνέμενέ τινα η ώς έάν έφοβεϊτο καταδίω-
ξιν. Έ κ τούτων προσεκτικός τις παρατηρητής Ληθελεν
ασφαλώς συμ,περάνει ότι ή γυνή αϋτη η τόσον νε'α καί
ώραία κατείχετο ύπο αορίστων αισθημάτων. Λεν προδί­
δει μόνον τό βλέμμα, καί τό βάδισμα καταγγέλλει πολ-
λάκις· πεπειραμένος δ ’ άνηρ δύναται νά διαγνώση π α -
ρακεκινδμνευμένον διάβημα γυναικός έκ «.όνου του τρόπου
καθ’ όν αύτη βαδίζει. Τοιουτοτρόπως, έάν τις τών δια­
βατών η έκ τών νέων όσοι έν τοϊς καφείοις ένεδρεύουσιν
ϊνα παρακολουθησωσι κομψήν τινα δέσποιναν είγε την α ­
διακρισίαν νά κατασκόπευση ταύτην, ηθελεν, ώς είπε μεν,
συναγάγει ενθαρρυντικά υπέρ της Ορασύτητος αυτού συμ­
περάσματα, οΰδείς ομ.ως τούτων ένηδρευε κατά την ώραν
έκείνην έν τοϊς καφείοις, οί δέ λοιποί διαβάται άδιάφοροι
έπετάχυνον τά βήματά των. Ανενόχλητος λοιπόν ή κυ­
ρία διηνυε τόν δρόμον της ότέ μέν σπεύδουσα, ότέ δέ έ-
πιβραδύνουσα, άλλοτε νεύουσα κάτω καί άλλοτε στρέ-
φουσα όπίσω ϊνα διερευνήσν) διά του βλέμματος όπισθεν,
τεταραγμένη καί άσΟαίμουσα, ύπό τό κράτος δειλίας
διατελούσα, φόβου καί δισταγμών. Μετά τέταρτον ώρας
ή κυρία αύτη ακολουθούσα την εις Ταξίμιον άγουσαν ά-
φίκετο προ της εκεί Κρήνης. ΣταΟεϊσα δ’ ερριψε πάλιν
έξεταστικόν βλέμμα καί είτα έστρεψε προς την μ.ικράν
οδόν, ή τις εκατέρωθεν άντί οικιών είχε τότε αμαξοστά­
σια* είτα δέ πάλιν Ιστράφη προς τά δεξιά εις την κα­
λό υαένην Λεωφόρον Φερηδιε (Φεοίδιέ-Τζαδεσί) την κ α τ ’
ευφημισμόν καλουμένην λεωφόρον διότι παν άλλο καί σή­
μερον ακόμη είναι ή τοιαύτη. Κατά την έποχήν εκείνην
ή οδός αυτή δεν είχε την καλλιτέραν φήμην. ’Άγουσα
εις την καλουμένην συνοικίαν των ΜηΑεωχ (Έ λ μ α δ ά γ),
την καί τότε καί νυν έ'τι κακόφημον, ήτο, ούτως είπεΐν, ή
διώρυξ παντοίων κοινωνικών καθαρμάτων. Τούτου ένεκα
την νύκτα οΰδείς ετόλυ.α νά. διέλΟη την οδόν Φερήδιέ,
συχνά δε πυκνά κλοπαί ήκούοντο καί άπεγυμνοϋντο δια-
βάται. ΙΙοΰ έβαινε λοιπόν ή τόσον κομψή. ή ωραία αύτη
κυρία, καί τί έζήτει εις την όδον ταύτην ;
Εις την έρώτησιν ταύτην, ήν ήθελε πας τις απευθύ­
νει, άπήντησε τό έπανΟήσαν έπί τών χειλέων γέροντος
διαβάτου ειρωνικόν ν.ειδίαν.α όστιο καί ύπεύιθύρισε :
- Ούμ ! καλά . . . καλά πηγαίνουμε. Ά μ ’ πώς Οά
διοϋμε δά καί προκοπή . . .
Ό γέρων ούτος, πενιχρότατα ενδεδυμένος, τυχαίος
δ αβάτης, λέγων ταΰτα έστη δευτερόλεπτά τινα, καί έ-
κίνει την κεφαλήν του ταλανίζων. Ε ίτα έξηκολούθησε
την πορείαν του, την αυτήν ακολουθών διεύθυνσιν ήν καί
ή περί ής ό λόγος κυρία. Οί ταλανισμοί τοΰ γέροντος
πληρέστατα έδικαιολογοϋντο έκ του τεταραγαένου ύφους
τής γυναικός ταύτης, ής οί δισταγμοί καί αί προφυλά­
ξεις άς έλάμβανε, παν έτερον ή καΟαοάν συνείδησιν ύπε-
δήλουν. I Ιράγματι προύτίμα αύτη νά βαδίζη κάτωθεν
τών εξοχών τών οικιών, σχεδόν συροαένη έπί τών τοί-
χων, άποφεύγουσα οϋτω τα βλέρ.ρ.ατα τών έν ταϊς οί- I
κίαις. Δέν είναι δυσκολον νά έννοήσν) τις επομένως ότι
δεν λαρ.βχνουσι τοιχύτχς προφυλάξεις παρά ρ.ονον εκεί­
νοι οϊτινες έχουσιν ιδιαιτέρους λ^σρ.ούς ρ.ετά της συνειδή­
σεων αυτών. Μίτο όρ.ως τοιαύτη κχί ή περίπτωσις της |
κυρίας ταύτης ; άγνοοϋρ.εν. Τό βέβαιον είναι ότι ό γέρων
ό ακολουθών τυχαίως αυτήν το πρώτον τοιχύτην έξη- i
νεγκεν είκασ αν, ητις ρ.ετ’ οΰ πολύ ρ.ετετράπη εις βε- !
βαιότητα, αρ.α είδε ταύτην ώθοϋσαν Ουράν τινά καί εί-
σερχου.ένην λχΟρχίως.
— Ούρ., έπανέλαβε, ρ.ά.Οαρ.ε τώρα καί νέα έφεύρεσι...
Καλά . . . καλά . . . άφίν,ουν ’τη Ούρα ρ.ισάνοικτη . . . .
σκουντά εκείνη καί ’ρ.βαίνει. . . . Ούτε κτύπηρ.α . . . .
ούτε. . . "Επειτα πάλιν σιγά, σιγά ’βγαίνει. . . ένα δύο
δρόρ.ους αλλαγή, κ’ έπειτα : ποΰ^ησουνα ; εις τη ρά-
πτρα ν .-. εις τόν περίπατο . . . Μωρέ . . . ρ.ωρέ ! . . .
Διχλογιζόρ.ενος δέ ταϋτα έξήγαγεν άπό του θυλακίου
τεραστίων διαστάσεων ερυθρόν ρινόαακτρσν καί άπέυ.αξε
τόν ιδρώτα το\Λ Δτάς δ’ηνχψε σιγάρον καί είτα πάλιν
έξηκολούθησε τόν δρόρ.ον του ρ.ονολογών.
— Αυτά δέν ρ.ας δίδουν ψωρ.ί . . . i’ ç τραβοϋρ.ε τό
δ pop.ο ρ.ας . . . αί, τί ρ.άς ρ.έλλει τί κάρ,νουν οί πλού­
σιοι . . . τή πτώ χια ρ.ας νά διοϋρ.ε . . . κακόρ.οιρη π τ ώ -
•/ια ! . . .
Μετά τινα λεπτά τό πτωχόν τοΰτο γερόντιον έξηφα-
νίσΟη εντός ετέρου σκολιοΰ δρόρ.ου, ρ.ολονότι, εάν παρέ-
ρ.ενεν ολίγα ετι λεπτά βραδυπορούν, ήθελε παρατηρήσει
άνθρωπόν τινα την αυτήν άκολουθοϋντα διεύθυνσιν, τρέ­
χοντα καί χειρονου.οΰντα.
Έ κ τής ένδυυ.ασίας αύτοΰ εφαίνετο άνήκων εις την
«ύπορον τάξιν. Ό άνθρωπος οΰτος, βαϊνων ασκεπής, |αέ
την κόμην έν άταξία, πελιδνός δε ώς σουδάριον, y ειρο—
■νομών ώς έξαλλος, ευκόλως ηθελεν ΰποτεθη δραπέτης
φρενοκομείου. ’Ιδίως όμως ή ώχρότης αΰτοϋ ηθελεν έμ-
•ποιησει τρόμον οί οφθαλμοί του ερυθροί καί πρισμ,ένοι
έδάκρυον, τό δε στήθος αΰτοϋ τόσον έ'παλλεν, ώστε έ-
κινδόνευε να διαρραγη. ’Από καιρού δ ’ εις καιρόν έβαλε
κραυγήν ώς μυκηθμόν θηρίου. καί έμονολογεί μορφάζων.
"Οτε προύγώρησεν εις την οδόν Φερηδιέ πρό της Ουράς
έκάστης οικίας έστρε'φετο καί παρετηρει τόν έπ ’ αύτης
αριθμόν, άνοίγων τούς μεγάλους οφθαλμούς του, ών τά
λευκά ήσαν κατέρυΟρα η μάλλον αίματόεντα. Έψιθύριζε
δε πάντοτε τρίζων τούς όδόντας : είκοσι εν, είκοσι τρία,
είκοσι πε'ντε, είκοσιν εννέα, τριάκοντα εν, τριάκοντα
τρία , τριάκοντα . . . πέντε.
ΙΙράγματι ή οικία έκείνη έφερεν αριθμόν 35.
Ό άνθρωπος σταθείς προ της οικίας ταύτης παρετη-
ρησεν έταστικώς τόν αριθμόν καί ύψωσε την χεϊρά του
εις γρόνθον.
— Έ.οώ είναι ! Έ δώ , το καταφύγιον της ατιμίας!
Το βλέμμα του τ,το πύρινον οί βολβοί των οφθαλμών
του περιεστράφησαν άφροί έξηλθον του στόματός του
καί έν φοβερόν, άπαίσιον, εν άχ . . . α χ . . . αχ . . .
διέφυγε τά χείλη του συναποφέρον τεμάχια της καρδίας
αΰτοϋ.
Όπισθοβάτησε καί περιειργάσθη άπό της στέγης άχρι
των κάτω την οικίαν.
’Απαίσιος γέλως διέλαμψεν επί των χειλέων του.
— Θά ηναι νόστιμον, είπε έξαίφνης . . . αύτη.
ΤΙ φέρουσα τόν άριθμόν 35 οικία οΰδεν τό άξιον πε­
ριγραφής εϊχε. Ξύλινη πεπαλαιωμένη, άνευ καί του έ -
λαχ ιστού αρχιτεκτονικού ρυθμού, ήτο πανομοία ταϊς γει-
τονικαϊς, εξαιρέσει μιας μόνης, έφ’ής καί έπεστηρίζετο,
λίθινης οικίας, νεωτέρας κατασκευής. Το ίσόγαιον ήτο
άοκούντως χθαμαλόν, το δε σαχνισίδιον, ή ιστορική αυ­
τή έξοχή τών οικιών τής Κωνσταντινουπόλεως, έν τφ
πρώτω όρόφω, ήνάγκαζε τούς διαβάτας να κατέρχωνται
του στενού πεζοδρομίου ή κύπτοντες νά διέρχωνται κά­
τωθεν αύτοΰ. Επομένως ήτο λίαν εύκολος είσπήδησις έν
τή οικία διά τών παραθύρων του σαχνισιδιου τούτου, ού-
δείς όμως τών διάσημων κλεπτών τής όδοϋ Φερηδιέ άπε-
πειράθη τοιαύτην νυκτερινήν έπίσκεψιν διότι πάντες^γνώ-
ριζον ότι εις ταύτην κατώκει ή θειά Κόνα-Κατηγκω καί
ότι έκτος πεπαλαιωμένων τινών έπίπλων άνευ καί τής.
έλαχίστης αξίας ούδέν ετερόν ήθελεν εύρει τις έν ταύτν).
T â έν αυτή λοιπόν ράκη άπετέλουν τά σιδηρά παραθυ­
ρόφυλλα τής οικίας ταύτης, ήτις ήτο έξησφαλισμένη πά-
σης άλλης διά τόν άπλόύστατον λόγον ότι ούδέν είχε νά
χάση, διότι ούδέν ύπήρχεν άξιον νά κίνηση, τήν ορεξιν
καί τών εύτελεστέρων κλεπτών.
Εις τήν οικίαν ταύτην ακριβώς είχεν εΐσε'λθει ή κυρία,
έκείνη ήτις προύκάλεσε τάς φιλοσοφικάς σκέψεις του γέ-
ροντος διαβάτου, καί τήν όποιαν ώς γνωστόν παρηκολου-
θήσαμεν άπό του Αύτοκρατορικοϋ Λυκείου, τήν οικίαν δε
ταύτην ακριβώς περιειργάζετο καί ο έξαλλος έκεϊνος άν­
θρωπος όστις άπεκάλεσε ταύτην ύβριστικώς καί γρονθο-
κοπών τον ουρανόν.
'II οικία αύτη έκειτο εις το μέσον σχεδόν τής έδοΰ Φε­
ρηδιέ, στηριζομένη έπί λίθινης οικίας, έκτός δ ’ αύτήςΤ
μ.ή έχουσα έτέραν γειτονίαν, δ.ότι άπό τών άλλων ά π ε -
χώριζον αυτήν ευρύτατα γήπεδα. Πλησίον όμως της λί­
θινης οικίας ύπηρχεν έτε'ρα σειρά ξύλινων οικιών, άποτε-
λουσών δαίδαλον μικρών συνοικιών καί οδών, οικιών καί
καλυβών άναμίξ. Έμπροσθεν δμ.ως αυτής δεν ύπήρχον
οίκίαι, ύπεράνω δε επιχώματος έξετείνετο ή απέναντι τοΰ
στρατώνος εΰρυτάτη πλατεία. Ώ ς γνωστόν ή πλατεία
έκείνη καλείται σήμερον πεδίον τοϋ "Αρεως, τον δε στρα­
τώνα κατέχει νυν τό κατά πρότυπον ευρωπαϊκόν συγκρο-
τηθέν πυροσβεστικόν τά γμ α. 'Γούτο ήτο εν τών πλεονε­
κτημάτων της οικίας, ακριβώς διότι δεν ύπήρχον έκ τών
έμπροσθεν απέναντι αύτης άλλα οικήματα;. Έ άν λοι­
πόν λάβα, τις τούτο ύπ ’ οψει καί τό έν γίνει ολιγάνθρω­
πον της οδού, ην όλίγιστοι δ’ήρχοντο κατά μακρά δ ια -
λείμματα, εννοεί βεβαίως ότι αϋτη ητοαπηλλαγμένη α ­
διάκριτων βλεαυ.άτων, οί δε εις αύτα,ν μεταοαίνοντες,,
έάν ύπήρχον τοιούτοι, οϋδένα διέτρεχον κίνδυνον ΐνα έξε-
γείρωσι την κοινήν περιέργειαν.
Τήν στιγμήν έκείνη,ν σκιά τις έπεφάνη έπί τοΰ παρά­
θυρου καί άμ.έσως άπεσύρθη.
Ό έν τή, οδώ άνθρωπος παρετήρησε τούτο.
— Δεν θά ήλθε . . . τόν περιμένουν ίσως, έψιθύρισε . . .
Ταχέως όμως άπορρίψας τόν συλλογισμόν τούτον προσέ-
θηκε βρόχων τού; όδοντας του’ δεν είναι τούτο δυνατόν
. . . εις τοιαύτα; περιπτώσεις δέν κάμνει κανείς νά τόν
περιμένουν.
Ο συλλογισμός ουτος κατέστησεν αυτόν έκμανη. Το
πελιδνόν πρόσωπόν του έχρωματίσθη αίφνηδίως κατακόκ­
κινου, τό αίμα άνηλθεν εις την κεφαλήν του. Έ τινάχθη
δέ ώς αίλουρος έπί τού σαχνισιδίου, έφ’ ού προσεπάθει ν ’
άναρριχηΟγ. Οί όνυχές του έσπώντο έπί τού ξύλου- έ—
φαίνετο ώς έπίληπτικός, ύπό τό κράτος τών σπασμών
κρεμάμενος έπί της έςοχης εκείνης.
Μετά σιωπηλήν πάλην είχεν ύψωΟη μέχρι τοϋ παρα­
θύρου. Οί έν τη οικία άκούσαντες τον θόρυβον, προσηλ-
θον εις τό σαχνισίδιον καί ακριβώς καθ’ ην στιγμήν έκυ-
ψον πρό της ύαλου τοϋ παραθύρου, αντιμετώπισαν την
έξαλλον καί φοβέραν μορφήν τοϋ άναρριχωμένου.
— Έ χά θην, έφώνησεν ή μία τών έν τω οί’κω μορφών.
Ή μία ή το ή κυρία ην ήκολουθησαμεν ή έτέρα ην
■γραϊά τις.
ΙΙρίν όμως ουνηθώσι ν ’ ά.νταλλάςωσιν έτε'ραν τινά λέ-
ξιν, ό άναρριχώμενος στηρίξας τόν ένα αγκώνα έπι της
ΐλίκράς έσοχης ην έσχημάτιζε τό παράθυρον, συνε'τριψε
διά γρόνθου της έτέρας χειρός την ύαλον τοϋ παραθύρου
καί διά της κεφαλής προσεπάθει νά είσέλθη. Έντος δευ­
τερολέπτων τινών κατώρθωσε τούτο, διότι αίφνης, ένφ
αί δύο γυναίκες κατέφυγον περίτρομοι εις μίαν γωνίαν
τοϋ δωματίου, εκείνος ώς [ίόμβα έρρίφΟη έν μέσω αυτών.
Μίτο δε πληρης α ιμ ά τω ν έπί της έσπασμένης ύαλου
έξέδαρε την έπιδερμίδα τοϋ προσώπου αύτοϋ, άπό δέ
τών παρειών του έ'ρρεεν άφθονον αίμα. Τά ένδύματά του
είχον σχισθη· ή περιχερίς τοϋ έκ λεπτού στακτόχρου ύ-
φάσματος χιτωνίου του είχε μεταβληθη εις ράκη, ομοίως
δέ κατεσχίσθησαν τά γόνατα, ά φ ’ ών έ'ρρεεν άφθονον
α ίμ α . Αί χεύρες του δέν διεκρίνοντο' ένόμιζέ τις ότι έφε-
ρεν έρυθρά χειρόκτια' τόσω τό αΤμα έτρεχεν άφθόνως.
ΦαντάσΟητι δέ τώρα πενιχρόν δωμάτιον, ού ό στολι­
σμός συνίστατο έξ ενός τουρκικού σοφά άπό ράκη καί
δύο άλλων ξύλινων καθισμάτων, δωμάτιον ούδέν έχον
έτερον κόσμημα ή μόνον τό παλαιόν σανίδωμά του
καί τούς αεμ.αυρισμένους τοίχους του, έν μέσω δε τοΰ
δωματίου τούτου ένα άνδρα έξαλλον, μετ’ οφθαλμών ά -
παστραπτοντων, παρειών αίμοσταζουσών καί έπί πλε'ον
δύο γυναίκας, ών ή μία νε'α, ώραία, ένδεδυμένη μεθ’ ό­
λη ς τής κομψότητος, περιστελλομένη παρά τό πλευράν
γραίας κυφής έκ τοΰ βάρους του χρόνου, φαντάσθητε
ταυτα καί εχετε προ ημών την σκηνογραφίαν τοΰ δω­
ματίου τούτου.
Ουδέ λε'ξις είχεν έτι έξέλΟει έκ των χειλεων τών τριών
τούτων πεοσώπων καί βίαιον ρεΰμα άέοος έ'σεισε την οι­
κίαν. ΙΙράγματι την στιγμήν εκείνην είχεν έγερθή αΐφνι-
δίως άνεμος, άπό δέ τών παραθύρων έφαίνετο πυκνόν
νε'φος κονιορτοΰ έπιπνέον άπό της εύρείας πλατείας τοΰ
στρατώνος.
Ή γραϊα έπωφελήθη της ευκαιρίας ταύτης η μάλλον
απεπειράθη νά έπωφελήθή αυτής.
— Καλέ χαλασμός Θεοΰ, είπε πονηρώς ζητούσα νά
εύρη διέξοδόν τιναί

— I Ιαληόγρηα, άνεφώνησε καί όρμησας ηρπασε αυ­


τήν έκ τοΰ βραχίονος καί έ'ρριψεν έκτος τοΰ δωματίου.
Σιωπή . . άκοΰς, ουδέ τσιμουδιά. . . .
Ε ίτα έστράφη καί έ'στη έπί της φλιάς -της Ούρας. Ή
νέα κυρία περίτρομος έβλεπε την σκηνήν ταύτην, ής ήτο
ή κυριωτε'ρα αιτία καί άπό γωνίας εις γωνίαν κατέφευγε
μ.ή γινώσκουσα τί νά εΐπη, τί νά πράξη, που καν έτι
νά σταθή.
Εκ τοΰ φοβου ώχρία, ώς δε τοΰ εξάλλου έκείνου άν-
θρώπου ol όδόντες έ'τριζον έκ λύσσης, αί οδοντοστοιχίαν
εκείνης συνεκρούοντο τρεμούσης άπό κορυφής άχρι ποοών.
— Τί έζητείτε εις αυτόν τον οίκον ; είτε βροντοφώ-
νως ό άνηρ.
Εκείνη γονυπετησασα έσταύρωσε τάς χείρας καί αετό,
φωνής άσΟενοΰς. άποσβεννυμε'νης, σχεδόν ίπίθανατίου,
Ιψιθύρισεν.
— “Ελεος ! . . . είμαι άΟώα.
— Ν αι, είναι άθώα, άνέκραξε καί ή γραία έκ του
•ποόθαλάμου.
Ό άνηο οΰδεν εϊπών έθη7.0; μόνον τοΰ δωματίου, ε-
7,αοεν άπό τοΰ βραχίονος την γραίαν καί σχεδόν σύρων
αΰτην, άνεβιβασεν εις τόν δεύτερον καί τελευταίου όρο­
φον. Ίΐνο ιξε την Ουράν δωμ.ατίου γυμνοί, άνευ καί τοΰ
ελάχιστου επίπλου. καί ώθησα; την νοαίαν εντός αυτοΰ,
έκ).ειδωσεν είτα τήν Ουράν.
— I Ιαλ.ηόγρηα, τη είτε πάλιν, κάθησαι μέσα αν δε
6ες νά οας τό κεοάλ,ι σου.
11 γραία δεν έιχεν ανάγκην καί το τρίτον ν’ άκούση
της αΰτης συμβουλής. Ουδόλως ήτο διατεθειμένη νά έ-
πισύρη I—’ αΰτης την οργήν τοΰ φοβεροΰ τούτου ανθρώ­
που, ίστες οΰδεμίαν είχεν ορεζιν ν’ άκούη λογυιν δικαιο-
λογητικών.
— Αυτός κοκόνα ı/.ου δέν χω ρατεύει. . . Κακά την
εχεις κοπελούδα μου . . . ΰπεψιθύρισεν ή γραία καί έκά-
Ο ',σε σταυροποδητεί έπί τοΰ εδάφους.
Εκείνος κατηλΟε πάλιν κάτω καί έ'στη έπί της φλιάς
της θύρας, ένω ή ωραία εκείνη κυρία γονυπετής κλαίου-
σα, δέν έπαυεν ύποψιθυρίζουσα.
— “Ε λεος. . . είμαι αθώα . . . Έ πεσον εις παγίδα . . .
— Αέν ήλθον εδώ Sık ν’ ακούσω δικαιολογίας, εί—εν
έκεϊνος προσλαβών ύφος δικαστοΰ καί προχωρησας β η -
μ.ατά τινα, ήλθον νά έκτελέσω αποφάσεις . . . ρ.ίαν δέ
μόνην παγίδα γνωρίζω, εκείνην ήν έστήσατε σείς κατά
της τιμής μου, ριετά τού άτιμου συνενόχου σας, τόν ό­
ποιον δυστυχώς δέν βλέπω εδώ . . . .
Ή νέα κυρία άνετινάχθη ώς δ ι’ ελατηρίου, ήγέρθη,
ανύψωσε την κεφαλήν της καί προσηλώσασα τούς οφθαλ­
μούς αυτής είπε.
— Μη προσβάλετε κ α τ ’ αυτόν τόν τρόπον την τιμήν
άθώας γυναικός ώς εγώ . . . Βλέπετε, σάς ατενίζω, έχω
όλον το θάρρος νά σάς ατενίσω . . . . Νομίζετε ότι έάν
•ημην ένογος θά είχον τό θάρρος νά σας προσβλέπω κ α τ ’
αυτόν τόν τρόπον, θά είγον την δύγαμιν νά σάς άποκρί-
νωμαι, θά ε;/ον την τόλμ.ην νά σάς κράζω : μη σπεύ­
δετε . . . ή απέναντι σας, εκείνη ήν νομ.ίζετε ένοχον, εί­
ναι αθώα !
Εκείνος όμως ουδέ την έλαχίστην δίδων προσοχήν εις
τούς λόγους της γυναικός, άλλα διαλογιζόμ.ενος, περιε-
πάτει.
— Φρικώδη θέλω τιμ,ωρίαν . . , ά ! γλυκεία θά εί­
ναι ή έκδίκησις.
Ε ίτα πλησιάσας πάλιν την γυναίκα ητις ύπό φρίκης
καταληφθεϊσα έγονυπέτησεν αυτομάτως.
— Τό καλλίτερου τό όποιον έχετε νά πράζητε, τή
είπε μ.ετά φωνής ύποτρεμούσης ένεκα τών διαφόρων α ί-
σθημ.άτων ΰφ ’ ών κατείχετο, τό καλλίτερου τό όποιον
έχετε να πράζητε είναι νά γονυπετησητε όγι ενώπιον μου,
αλλ ενώπιον εκείνου όστις παρίσταται μόνος μάρτυς της
σκηνής ταύτης . . . ’Αφιερώσατε όλον τόν βίον σας εις
το ψευδός, εις την απάτην, εις την υποκρισίαν . . . αφιε­
ρώσατε τάς τελευταίας τουλάχιστον στιγμ.άς εις ειλικρι­
νή έξου.ολόγησιν . . . αφιερώσατε τάς όλίγας στιγμάς αί
όποϊαι σας υπολείπονται ίνα ζητήσητε το έλεος του θεού !
— Θά φονεύσητε την μητέρα τών τέκνων σας !
— Τ ά τέκνα μας είναι ορφανά πατρός καί υ.ητρός . .
την Παρασκευήν σάς ήπάτησα λέγων ότι θά μ,εταδώμ.εν
μ.ετ’ αυτών εις την Πρίγκηπον . . . Τ ά τέκνα υ.ας εΰρί-
σκονται τή στιγμή ταύτη εις ’Αθήνας, πλησίον στενού
μου φίλου, όστις έκ της επιστολής μου θά μάθϊ) ότι τ ά
άθώα εκείνα πλάσματα δεν έ'γουν πατέρα, ufjj . . ω, μ η ­
τέρα δέν είγον ποτέ . . . Χρηματικώς εςησφάλισα το μέλ­
λον των . . . θά μένουν ϋμ.ως ορφανά . . . Καλλίτερου
ορφανά παρά άτιμασμένα . . . Την στιγμήν αυτήν οί ύ-
πηρέται έξοφληθέντες άναχωροΰσι . . . είς αυτών μ.άνον
επιστατεί είς την μ.εταφοράν τών επίπλων, είς τό τελω­
νείου . . . Ό οίκος διαλύεται . . . 5 κόσυ.ος όλος νομίζει
ότι αύριον άναχωροϋμ.εν . . . Κατεσπευσμένως σήμερον
έστειλα είς όλους τους φίλους τά επισκεπτήριά μας . . .
Ιπ ’ αυτών δηλοϋται ή άναχώρησίς μ.ας . . . Οά τρέξωσιν
είς τον οίκον μας . . . θά τον εΰρουν κενόν . . . θά έρω-
τήσουν, θά τους άποκρυθοϋν : άνεχώρησαν είς ’Αγγλίαν
. . . *Η κατεσπευσμένη αυτή άναχώοησις θά παρά.σγη
άφορμ.ην είς σχόλια . . . αλλά θά υποθέσουν οικονομικήν
καταστροφήν . . . όχι όμ.ως . . . άτίμ.ωσ.ν !
— Σπεύδετε πολύ, άνέκραξεν ή γυνή έγερθεΐσα, καί,
σπεύδετε πολύ, περισσότερον του πρέποντος . . .
— "Οσον σείς έσπεύσατε είςτήν οδόν τής απώλειας. . .
— Κ ύριε! έφώνησεν ή γυνή ΰπεροπτικώς αυτόν άτε-
νίσασα . . .
— ΤΑ ! σάς παρακαλώ κωμ.ωδίαν δεν θέλω . . . Ή
κωμωδία εληξε διότι εγώ οστις έχ,οησίμευσα ό ηρως της
κωμωδίας ταύτης, εγώ . . .
— Θεέ μου!
— Μόνον /άριν ψεύδους έπεκαλέσθητε τό όνομα Θεοϋ !
- Ά λλα λοιπόν θα μ.έ άκούσητε. . .
Τή στιγμή εκείνη ή θύρα έκρούσθη ελαφρώς.
'Η νέα γυνή άνετρι/ίασεν ώ/ρότης επιθανάτιος έκά-
λυψε τό πρόσωπόν της. Ό κτύπος της θύρας, ητο δι’ αυ­
τήν ή άπηγησις νεκρώσιμου κώδοινος.
Φρικώδης γέλως διέστειλε τα χείλη..,<φοΰ άνδρός- οί
οφθαλμοί του άπαίσιον άπέπεμψαν λάμψιν.
— Κτυπα ό φίλος σας . . . είπε . . .
— Είμαι αθώα, έψιθύρισεν εκείνη.
— 'Ώ μή ταράσσεσθε, υπάγω να τον άνοίςω, θά σάς
χρησιμεύσω θαλαμηπόλος . . .
Λέγων δέ ταΰτα έξηλθε του δωματίου καί κατήλθε
την κλίμακα.
'II κυρία σταυρώσασα τάς /εϊρας έφαίνετο προσευ/ο-
μένη. Πόσον ήτο ωραία ! Έ /ο υ σ α τούς οφθαλμούς με­
γάλους καί μέλανας, οφθαλμούς δακρύοντας, έστραμμέ-
νους πρός τον ουρανόν, ΐστατο ώς αιθέρια τις νύμφη,
δεομένη ΰπερτάτην τώ ύψίστω δέησιν. Τα /είλ η τη ς ΰπε-
ψιθύριζον ακατάληπτους λόγους.
Οί βηματισμοί άνδρών άνεργομένων την κλίμ.ακα ε-
θηκαν πέρας εις την προσευχήν της. Μόλις έστράφη, καί
είδεν αυτούς είσερχομένους εις τό δωμάτιον.
Κομψός νέος κρατών τον πίλον εις /εϊρας, έ/αιρέτι-
σεν αυτήν έπι/αρίτως. ’Όπισθέν του ό άνηρ συνεκράτει
εαυτόν καί προσεποιεϊτο τόν μειδιώντα.
İG —
— Κυρία, είπεν ό νέος, τή άληΟεία διαπορω μέ την
-συνέντευξιν ταύτην . . . νομίζει τις δτι άναγινώσκει μυ­
θιστόρημα . . . i αν ΙσκέφΟητε μετά τού συζύγου σας τον
αστεϊσμόν τούτον δύναμαι νά σας συγγαρώ . . . Μ’ άρε*
οουν αί εκπλήξεις . . . ή έκπληζις την όποιαν μέ παρέ­
χ ε τα ι είναι άξια μυθιστορήματος.
Στραφείς δέ ό νέος πρέςτόν όπισθεν αυτού Ιστάμενον.
— Φίλτατε, τω είπεν, είναι ένας . . . είναι ένας! έ-
Τ,αβε δε την /εϊρα αυτού μετ’ οίκειότητος καί έξηκολού-
Οησε:
— Δια καμμίαν εκδρομήν πάλιν α ί ! μέ δίδεις μίαν
-τοιαύτην συνέντευξιν . . . τόσω μυστηριώδη . . . όσον εάν
-ήτο ερωτική . . .
Ή νέα όμως ΐστατο άκίνητος ώς άγαλμα καί παρε-
-τήρει αυτόν εκστατίκώς μετά δέους καί ικεσίας ταύτο-
^ρόνως.
— Βλέπετε, άπήντησεν ό άνήρ πρός τον νέονή κυρία
ζητεί εις τους οφθαλμούς σας νά άναγνώση τόν ώραϊον
μ,ϋΟον τόν όποιον πρόκειται νά με διηγηθειτε.
— Μύθον! έφώνησεν ό νέος άνατιναγθείς ώς δ ι’ έλα-
•τηρίου.
Παρετήρησε δέ άμφοτέρους Ιρωτηματικώς. Έ π ο ιή -
•σατο βήματά τινα πρός την κυρίαν καί είπε.
— Τί λέγει ;
Έ νω δέ πάλιν έστρέφετο πρός τόν άνδρα συνήντησε
•τό στόμιον πολυβόλου.
Ώ χρίασε καί οπισθοδρόμησε· πριν όμως λέξιν εϊπη,
-ήκούσθη έκπυρσοκρότησις.
Έ ν μέσω τού καπνού ή νέα ήτις έτρεςεν ϊνα παρεμ.-
βληΟή είδΐν αυτόν Οε'τοντα την χεϊρα έπί τη ; καρδίας,
κλονιζόμενον καί πίπτοντα.
Έ πεσεν εκτάδην έπί τοϋ εδάφους' τό α?μα άνέβλυζε
κρουνηδόν' ήγειρε μόνον άίπας την κεφαλήν καί διά των
οφθαλμών καί τών ΰποτρεμόντων χειλέων έδείκνυεν ότι
έπεΟύμει νά όμιλήστ).
Μάτην ! ή κεφαλή του κατέπεσε πάλιν επί τοϋ εδά­
φους ϊνα μή πλέον έγερΟγ.
"Ιστατο δέ πάντοτε ακίνητος ό πυροβόλησα;' ήτο φο­
βερός. Τό αίματόεν πρόσωπόν του μετά τών οφθαλμών
τών άπαστραπτόντων έφαίνετο ώς αγρίου ερυθροδέρμου
άπαισίως προσβλέποντος το Οϋμά του. Καί με τά κατε-
σχισμένα εκείνα ενδύματα, με τάς χεϊρα; τάς πλήρεις
αιμάτων, ών την μίαν ειγε πάντοτε τεταμμένην κρατών
τό πολυβόλον ώς καθ’ ήν στιγμήν έπυροβόλησε, μέ τά ;
τρίχας τής κειοαλής ώρΟωμένας, ϊστατο ώς απαίσιος τοϋ
’Άδου δαίμων έςερεύγων πϋρ καί κατάρας.
Ή γυνή (οπισθοδρόμησε' έβαλε διάτορον οωνήν καί
ώ; μαινομένη έςήλΟε τοϋ δωματίου. Ή φωνή αύτη έζή-
γειρε τόν οονέα' στραφείς δε καί μή ίδιον αυτήν, έστη
στιγμάς τινας, είτα δέ άσυναισθήτως ρίψας τό πολυβό­
λον έπί τοϋ εδάφους ετρεΕεν εις καταδίωξίν της.
Καί κατά τάς ύπερτάτας στιγμάς τό αί'σΟηυ.α τής
αΰτοσυντηρησίας έκδηλοϋται. ΤΙ νέα yjv-ή βλέπουσα τό
άπροσδοκητον τέρμα τοϋ νέου εκείνου, κ.ατενόησεν ότι ό
κίνδυνος ον διέτρεγεν ήτο άφευκτος. Εις τήν φυγήν έζή-
τησε τήν σωτηρίαν της. ΚατελΟοϋσα τήν κλίμακα εδρα-
μεν εις τήν αυλήν καί προσεπάΟει νά άνοίςη τήν φέρου-
σαν εις τήν οδόν Ούραν.
Μάταιον καί τοϋτο. ΤΙ Ούρα ήτο κλειδωμένη. Ένα»
(ΙΙέραν ’Λ πόν.ουάα) 2
δέ, συγκεντρώσασα όλας αυτής τάς δυνάμεις, έσειε τη ν
Ουράν βιαίως, ηχούσε τά βήριατα τοϋ άνδρός, κατεργο-
ρ/.ένου, καί έννοήσασα ότι δεν ώφειλε να βραδύνν), έδραρ/.ε
πρός ριικράν σκοτεινήν κλίμακα, φέρουσχν εις τό μαγει­
ρείου, όπεο συνεκοινώνει ρ/.ετά τοϋ όπισθεν δρορ/.ίσκου. “Ι ­
σως έκεϊΟεν ΰπήρχεν ή μικρά Ούρα ανοικτή· ή σκέψις
αυτή ΰπήρξεν ή τελευταία της ελπίς.
Ό άνήρ όρ/.ως έπετκνυνε το βήριχ του καί δι’ ενός
άλματος διασκελίσας την υ.ικοάν σκοτεινήν κλίμακα,
εφΟασε ταύτην εις τό ρ/.έσον του ρ/.αγειρείου καί ήρπασεν
άπο του βραχίονος.
— Έλεος ! ριόλις ήδυνηΟη νά είπη. διότι, ο απαίσιος
εκείνος έφίρ/.ωσε τό στάρια αυτής διά τής γειρός του.
Διά τής άλλης έζήτει τό πολυβόλου του, ένθυριηθείς
οριως ότι έρριψεν αυτό πρό του θύματός του οοβεράν έ-
ξήριεσε κατάραν. Διά τοϋ βλε'μματος έοαίνετο ζητών τι,
ώς απεγνωσμένος. Ε ίτα έβαλε κραυγήν απαίσιου γαράς
καί έσυρε βιαίως τό θϋυ.α του πρός τό ανοικτόν καί γαΐ-
νον στόυ.ιον φρεατος, όπερ ύπήρχεν εις την γωνίαν τοϋ
σκοτεινού μαγειρείου.
* * *
Ί Ι άτυχης γυνν; Ισφάοαζεν εις τάς χεϊράς του, άλλ*
ουδέ την έλαγίστην άντίστασιν δέν προσεπάΟει νά κατα-
β α λ η . Λί δυνάμεις εί/ον έγκαταλείψει αυτήν.
"Οταν οότος έσυεεν αυτήν παρά τό στόμιον τοϋ ©οέα-
τος, εκείνη, ώς εάν κατενόησε τό φρικώδες σ/έδιόν του,
άνετινάχΟη καί πρός στιγρ/.ήν διέφυγε τάς γείρας του
κράξασα:
— Κακούργε . . . . είσαι τρελλός . . . . τί κάυ.νεις, τ ί
κάυ.νεις . . . .
Ουδέ λέξιν ήκουεν έκεϊνος.
Ώ ς κύων λυσσών ώpar,σε κ α τ’ αυτής.
Πάλα απεγνωσμένη συνά,φθη' εδακνε τάς χεϊράς του
καί προσετάθει ν’ απαλλαχθώ τών ονύχων ο'ίτινες ενετα,-
γνύοντο εις τάς σάρκας αΰτας. Ώ ς ταλαιει το τρόβατον
κατά τα,ν ΰστάτην στιγμήν, ούτως έτάλαιε καί έκείνν).
Καταλλα,λότεοον θά ελεγέ τ α . έσοάδαύε αονον.
— Είσαι θαρίον, τώ ελεγε αετά φωνής οιακε/αψ.ρεέ-
να,ς . . . εάν ά,σαι δικαστής άκουσόν αου . . . εάν ά,σαι
λαιστά,ς . . . δώσε καιρόν ολίγα λεπτά. νά σε όαιληστ) τό
θυαά σου . . .
’Εκείνος οαως οΰδέν ακούε' βίαιους αονον προσεπάθει
νά σύρα αΰτα,ν ττρος τό στόαιον του ,ο’ρέάτος.
'Η σκανά άτο φρικούδας. ετι φοβερωτε'ραν καθιστά
αυτήν τό άαισκοτεινόν του Μαγειρείου.
Ό άνηρ έκ του στόαατος του όποιου έζάρχοντο άφροί,
συγκεατρώσας όλας αύτοΰ τάς δυνάαεις καί δάκνων τον
λαιαόν τάς γυναικός ϊνα Μκ του τόνου παραλύσα, καί τά,ν
τελευταίαν αΰτά,ε άντίστασιν, κατώοθωσε νά τάν αετα-
afiS ’ 7 ι *
στρε'ψα πρός τό στόαιον.
— Έλεος . . . έψιθύρισεν εκείνα, καί εκλεισε τούς όφ-
θαλαούς.
Εκείνος οαως οΰδέν ά,κουεν.
Άφηκε πρός στιγαά,ν αΰτα,ν καί κύψας έναγκαλίσθη
τά γόνατά τας . . . είτα δε πάλιν τά,ν ανύψωσε καί θείς
τους ποδας τα,ς έντός του στοαίου άφακεν αΰτα,ν όλο-
τελώς.
Έ ν ριπα, όφθαλαοΰ κατηλθεν αυτά, έν τώ κενώ . . .
Τγν ΰστάτα,ν οαως καταβαλοϋσα απόπειραν κατώρ-
θωσε νά δράςα,ται του στορ.ίου διά τας αίας γειρός καί
κρερ/.ααε'νη ν ’ άνυψωθα, έπ’ έλάχιστον . . .
Ό φοβερός άνηρ ουδέ στιγμήν άπώλεσε.
’Εκτύπωσε δ'.’ όλης της δυνάμεως την χεϊρά της ώστε
αυτή παρέλυσε . . .
Καί είτα οΰδέν πλέον.
Ήκούσθη μόνον ό γδούπος πίπτοντος σώματος . . .
Φρικώδης γέλως διέστειλε τα. j είλη του φοβερού αν­
θρώπου.
— Έξεδικ.ηθην, είπε.
Ε ίτα κύψας προς το yaüvov στόμιον του φρέατος έβλε-
πεν έν αΰτω ώς έννεός, άνοίςας τούς μεγάλους οφθαλ^-
μ.ούς του.
Οΰτω έστη στιγμάς τινας
Αίφνης όμως άνετινάγ Οη δυο βήματα μακράν του στο­
μίου, έφερε την γεϊρα εις την κεφαλήν, καί κατέπεσεν
αυτομάτως έπί παρατυγόντος καθίσματος.
Έσταύρωσε τάς γεϊρας καί έκίνει την κεφαλήν.
Ήκροάσθη· οΰδείς θόρυβος. Έ πεκράτει άπόλυτος
σιγή, ώς εάν ουδόν έγένετο έν τω οί'κω έκείνω, έν ω άνε-
λίγθη τό οοβερόν τοΰτο δοάμα.
Την στάσιν ταύτην δεν διετήρησεν έπί πολύ.
Ώ ς έάν ηκουσε φωνής τίνος, άπαισίου τίνος δ ια τά γ-
μ.ατος έπιτάσσοντος αύτω νέον έγκλημα, ώρυ.ησε πρός
τά επάνω καί μετά τινα λεπτά κατήλθε πάλιν είς τό
μαγειρείου.
Έ σ τ η εις τό μέσον καί διά των οφθαλμών έφαίνετο
ότι άνεζήτει κάτι.
— Ναί . . . ναι . . . εϊπεν, έμπρός . . . νά έεαφανι-
σθη τό έγκλημα . . . νά έοαφανισθή ή άτίμωσις.
Άνελθών δέ έπί του καθίσυ.ατος
ι έλαβεν έκ σανιδώ-
ρ,ατος, έν ώ ΰπήρχον διάφορα πράγυ.ατα καί ρ.αγειρικά
σκεύη, πήλινον δοχείον.
Έ πήδησε κάτω τον καΟίσν.ατος καί ώσφράνΟη.
— Ν αι. αυτό είναι.
Δευτερόλεπτά τι να έστη καί —αρατηρών τό πήλινον
δοχείον διελογίζετο.
— "Ω, αρκεί, είτε . . . υπέραρκεί ρ.άλιστα.
ΆνήλΟε πάλιν επάνω κρατών τό πήλινον Soyεΐον.
Έφθασεν εές τό δωυ.άτιον τον τρω τού ορόφου.
Καθ’ ήν στιγυ.ήν διεσκέλιζε την φλιάν της Ουράς ώ-
πισΟυδρόι/.ησε.
ΙΙρό αύτον εκτάδην εκειτο έχ’ων την χείρα επί της
καρδίας καί τλε'ων εις τό αίυ.α αντον, ο νέος εκείνος όστις
τόσω φρικτόν έσχε τέλος.
01 οφΟαλυ.οί του ησαν ανοικτοί' ένόυ.ισε δε ότι οί ο-
φΟαλυ.οι ούτοι τροσηλώΟησαν -τ'’ αύτον καί τον ήτε'νιζον.
‘Ως εάν όν.ως κατενίκησε καί τό τελευταίου αύτοϋ
αί'σθηιία ότερ έν αύτω διηγε'ρΟη, είσηλθεν εις τό δων.ά-
τιον καί στα'Οεϊς'πρό τον τουρκικού σοφά, όστ·.ς, ιός εί-
που.εν, άτετελει τό ν.όνον κίσυ.ηυ.α τον πενιχρόν εκείνου
δωυ.ατίου, άφηκε τό πήλινον δοχείον έτί τον δατέδου
καί ερήγαγεν εκ τον θυλακίου του υ.ικρόν υ.αχαιρίδιον.
Διά τον Μαχαιριδίου τούτον έσχισε τό παλαιόν εκ της
πολυκαιρίας άχρουν ύφασυ.α τον σοφά, ήνοιρε ν.εγάλην
οπήν καί ήρχισε διά των χειρών εράνων τά ααλλία άπερ
έπλήρουν αυτό.
Ί Ι εργασία αυτή δεν διήρκεσε πολύ.
Ε ντός τινων λεπτών κατώρΟωσε νά έραγάγη αρκετόν
ποσόν υ.αλλίου, λαβών δε το πήλινον δοχείον έχυσε τό εν
αύτώ περιεχόαενον υγρόν έπί τών υ.αλλίων.
Έ λαβεν ακολούθως κυτίον φωσφόρων, άλλ’ άστρα-
πιαι’ως ώς εάν Ιπήλθεν αΰτω νε'α τις σκε'ψις, τό έ'ρριψεν
έστί του σοφά καί άνήλθε δρου.αίως εις τον δεύτερον καί
τελευταΐον όροφον.
Έ ζήτησε ν’ άνο'Εν, ττ,ν Ούραν δωι/.ατίου, άλλ ’ αυτή
άντέστν).
— Παλγ,όγρν,α, άνοιζε' j/,ε εφώντ,σε.
’Λυ.ε'σως 8[/.ως ένεθυαήθ·/; 8τι αυτός έκλείδωσε τήν
γραίαν έν τω δωι/.ατίω, άναζητήσας δ ’ εύρεν εν τω Ου-
λακίω του τό κλειδίον.
’ΤΙνοιόε τήν Ούραν.
Ή γραία εκειτο εις γωνίαν τινά, έπί τοϋ δαπέδου,
κάτωχρος.
Έ οαίνετο
t λιπόΟυι/.ο:.
ι
Σ τ ιγ α ίς τινας παρετήρν,σεν αυτήν προσεκτικώς καί
είτα άπεσύρΟν, . . .
— Καλά . . . καλά . . . καλλίτερον αυτό, διελογί-
σθϊ) . άς: κοιρ/Λ,Ο·/) ούτω τόν αιώνιον ύπνον.
Εκλείδωσε πάλιν καί κατηλΟεκάτω, εις τό δωιαάτιον,
οπού τό θΰαά του εκειτο νεκρόν.

Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ Ν Β '.

Ό έ ιVι τ ϊ^ο ι κ ί τ ιι ο* .

Εί'που.εν ότι έξήγαγε πολλά υ.αλλία έκ του σοφά καί


ι εχυσεν ε π ' αυτών τό έν τω πα,λίνω δογείω υγρόν.


ΘΡΑΚΙΚΑΙ M A I
------ ----------------- -

' *
ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΚΟΝ E lΑΥΛΛΙΟΝ
-----
Ε Κ Δ ΙΔ Ο Τ Α Ι

Άδεια του Αυτοκρ. *Τπουργ, της Δημοσίας Έκπαιδενσεως .

ΥΠΟ

Σ α ρ α ν τ ο τ ,1 . Σ α ρ α ν τ ιδ ο τ
Φοιτητον* της ’Ιατρικής.

t Είναι το μυθιστόρημα ώφε'Μμον β ι6Mor


»είναι δραμάτων κυκεων του κόσμον το σχοΧεΤον. »

Ε Ν Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ ΙΝ Ο Τ Π Ο Α Ε Ι

I 891
Θ Μ Κ ΙΚ Α Ι 2Κ Η Ν Δ Ι

1V|EP0S ΠΡΩΤΟΝ

Ο Κ ΥΝ Η ΓΟ Σ

μαγική μεγαλοπρεπείς Ιθύνων το άρμα αυτού ό υίός


της Εύρυφαέσσης, άνήρχετο τον ορίζοντα της Τυρολοϊτικής πεδιά­
δες, καί διά ιών θερμαντικών αυτού και αναψυκτικών άκτίνων δι-
έλυεν ήρίμα τάς επ ί τής\λεηφόρου πεδιάδος μαρμαρυγεϊς τής δρό­
σοι» ψοκάδας, &ς ό τής νυκτός άναψυκτικός βορράς έσχημάτιζε.
Δροσοδόλος καί κατάμεστος εκ βαλσαμωδών αποπνοιών τών έν
τα ΐς πίδιάσιν άνθέων πρωινή αύρα τού αίθριου ουρανού, πνέουσα
ήρέμα ήδέως τάς τρυφεράς καρδ'ας τών αιθέριων τής υδρόσφαιρας
πλασμάτων κατέθελγε. Ταύτα έν ΰμνψδαΐς τού ύπνου εγειρόμενα,
τείνουσι τό άρπακτικόν των στρογγυλόν βλέμμα όπως παρατηρή-
σωσι τά ΰπ’ αυτά μικρά έντομα ή σ/,ώληκάς. Τά ελάχιστα ταύτα
αρκετή ήθελεν εΐσθαι διά τον μικρόν των στόμαχον άμδροσία,
καί ινές τινες ερίου ή βάμβακος, ή λεπτά άχυρων κάρφη ήθελον
άρκέσει ΐνα τήν νεόδμητον αυτών ίσχυροποιήσωσι φωλεάν ρί-
πτονται καί άρπάζουσι τό μικρόν αυτών θήραμα τά πτίλλα αύ-
τών άνατινάσσουσι, καί τα μικρά τιον ράχη μεταξύ των γνάθων
των συστρέφοντα διευθύνονται προς την φωλεάν των. Μακρόθεν
ήδέως η χ ε ί τά άσμα της ήδυφθόγγου άηδόνος δι’ ου αυτή έχ α ι-
ρέτιζε την ροδοδαφή ήώ, και ol βελασμοί των έν ταίς πεδιάσιν
ένδιαιτωμένων μικρών άρνίων μετά τοΰ γαυγισμοΰ του (ούλακος
μολοσσου άντήχον άπ’ άκρου εις άκρον της πεδιάδος. ΟΙ α μπ ε­
λουργοί της πόλεως τον λίσγον έπ ώμων φέροντες διευθύνονται έν
ασμασι, προς τδ επίμοχθον αυτών εογον· οί δε ποιμενίσκοι, τοΰ
ύπνου κορεσθέντες τονίζουσι διά τού π) αγιαύλου τδ πρώτον μου­
σικόν των τεμάχιον, ίνα φαιδροί χοροπηδήσωσιν οί μικροί των
συμπαίκτορες. ’Ήδη τδ παν έκ τής νυκτερινής νάρκης συνελθδν,
ήρξατο κινούμενου· οί μικροί παντοπώλαι, εξέρχονται τής πόλεως
δπως άγοράσωσιν έκ τών κήπων τά λαχανικά των, αί δε μικοαί
κορασίδες τούς ύπναλαίους αυτών τρίβουσαι οφθαλμούς, όδηγοϋσιν
έξω τής πόλεως τάς παλλεύκους αυτών αγελάδας, δτε νεανίας
τις, υψηλού καί ρωμαλαίου αναστήματος, ξανθοπόρφυρος μέ γα­
λανούς καί άπαστράπτοντας ωραίους οφθαλμούς, σκιάδιον εχων εις
την κεφαλήν, καί εις τάς χεΐράς του κυνηγετικόν δπλον κρατών,
άνήρχετο τον πρός τον Βαθυνίαν (α) εις μικράν από τής πόλεως
άπόστασιν κείμενον λό®ον,. έπ'.ζητών εις το μέρος εκείνο, πέρδικα
ή λαγωδν ώς τδ πρώτον θύμα τής κυνηγετικής του τέχνης. Έ ν
διαφόροις-έλινμοΐς καί λοξοδρομίαις πάντοτε βαδίζων, άνήρχετο
καί κατήρχετο τούς μικρούς χάνδακα.·, ΰπερπηδών μετά κυνηγε­
τικής ευστροφίας, τάς διαφόρους τυχών σχισμάδας. Έ φ’ ικανήν
ώραν επλανάτο περί τά μέρη εκείνα, ότε δυσαρεστηθείς έκ τής εις
τά μέρη εκείνα έλλείψεως κυνηγίου, έ λ α ό ε τήν προς τήν Ήρά-
κλειαν άγουσαν.
Φαίνεται ότι αρκετής έκέκτητο εύτολμία ς, διότι μόλον ότι έ-
φαίνετο ευπορών, ήψήφει τάς κατ’ εκείνην τήν εποχήν περί λ η ­
στρικών συμμοριών διαδιδομένας φήμας τών συμπατριωτών του·

^α) ΒαΟυνίας παραπόταμος τοΰ Άγριάνους, τό ιΰν Τοορλοΰ κουγ^οϋ.


Γοργψ τψ βήματι πάντοτε βαδίζων, άνήλθεν μετά μικρόν τον επί
τής όδού εκείνης γήλοφον, δθεν λαμπρά ή άποψις τής κυματιζού-
σης Προποντίδος προσβάλλει τούς οφθαλμούς τού παρατηρητού.
Παρήλθεν ήδη ή τής πρωίας αύρα και ή έξ αυτής αναψυχή.
*0 ήλιος εις άρκετον άνήλθεν άπδ τού δρίζοντος ύψος, καί ήρξατο
φλογερωτέρας νά έκπέμπη τάς άκτΐνας αυτού· το θερμαντικόν
αυτών χαλαροί τό σώμα τού κατά τήν ώραν ταύτην έν τή εξοχή
ευρισκομένου, καί έξασθενεΐ τάς δυνάμεις αυτού· ούχ ήττον δμως
δ νέος κυνηγός, τδν ιδρώτα αυτού διά του μανδυλίου του σπογγί-
σας, καί τδ σκιάδιόν του ετι πλέον καταβιβάσας, έχώρει ταχυπο-
ρών καί πάντοτε έν λοξοδρομίαις, προς τά διαχωρίζοντα τήν Τυ-
ρολόην άπδ τής Ήρακλείας φοβερά καί άπδκρημνα εκείνα ξηρά
ρεύματα.
Πανταχού άκρα έπεκράτει νηνεμία, καί μόνον τδ μονότονου
τού τέττιγος άσμα έτάραττε τδ άπόλυτον τής σιγής.
'Ότε δ Στέφανος— ούτως ώνομάζετο δ κυνηγός— κατερχόμε-
νος εις έν εκ τών άπορρώγων εκείνων ρευμάτων, παρετήρησε μα-
κρόθεν ποιμένας βόσκοντας τά ποίμνια αυτών καί άναπαυομένους
κάτωθεν προχείρου έκ κλάδων σκηνής.
Τήν μαλλίνην αυτών κίδαριν επί κεφαλής φέροντες, ol αγαθοί
ούτοι τών εξοχών ήγεμόνες, έκάπνιζον έν ήδύτητι, μέ τήν μα­
κράν των καπνοσύριγγα καί νωχελώς καθήμενοι, ήκροώντο μετά
θρησκευτικής όντως εύλαβείας τού πρεσβυτέρου αυτών, άναγινώ-
σκοντος κατ’ έκείνην τήν στιγμήν φυλλάδα τινά τού βίου τού
Αγίου ’Αντωνίου, ώς τδ τερπνότερου γραφέν ποτέ δι’ αυτούς α­
νάγνωσμα.
Τριάς μούοσσών, νωχελώς έξηπλωμένοι έ'γλειχον τά στόματά
των έν ηδονή, διότι παρεκάθηντο πλησίον τών κυρίων αυτών.
Πλησιάζει προς τδ ποίμνιον δ Στέφανος, καί δι’ ήχηράς φω­
νής, διδούς ένί έξ αύτών γνωριμίαν, τφ λέγει ϊνα άπομακρύνη
τούς κύνας του, διότι έπεθύμει νά τούς έπισκεφθή.

ι
Ποιμενίσκος τις εγείρεται και άπομακρύνας τούς κύνας, παρέ­
χει δίοδον τψ νέφ επισκέπτη. ,
— Καλημέρα σας, πατριώται, λέγει αύτοϊς ό Στέφανος, πλη-
σιάσας.
— Καλημέρα καλώς τον, άπεκρίθησαν οί ποιμένες διά τής α­
πλοϊκής διαλέκτου των.
—· Πώς ήτανε καί μάς φάνηκες έτσι Στέφανε; λέγει ό γέρω
Κώστας, δστις έφαίνετο δτι κα λώς εγνώριζε τον κυνηγόν.
— Κυνηγώντας ήλθα καί κατ’ εδώ, ειπεν ό Στέφανος.
— Καί δέν φοβάσαι πού τρέχεις μονάχος σου ’ς αυτά τά
μέρη· αν σέ πιάσουν τίποτα κλέφτηδες έχει νά κλαίιρ ή μη­
τέρα σου
— Δέν φοβούμαι εγώ άπό τέτοια, άπήντησεν ό Στέφανος,
καί δόξα τω θεφ δέν άκούεται τώρα τίποτε.
— Τίποτα ; φαίνε ται σύ δέν ζής στην Τσορλούν γ ι’ αυτό δέν
τά ξέρεις.
Ό Στέφανος διά περιφρονητικού βλέμματος τούς άπειλητικούς
τού γέροντος Κώστα λόγους άποδεξάμενος, έστρεψε τον λόγον δι’
άλλα· ήρώτα αυτούς περί τού ποιμενικού βίου, περί τής είσοδίας
τών προβάτων των, καί περί άλλων άφορώντων τον ευχάριστου
ποιμενικόν βίον, καί μετά προσοχής ήκροάτο τών απαντήσεων τών
αγαθών ποιμένων, οΐτινες μ ετ’ αγροτικής άπλότητος διηγούντο
πάντα τά θέλγητρα τής ποιμενικής ζωής, κατηγορούν δέ τό μο­
νότονου αυτής.
Έν τφ μεταξύ ό ποιμενίσκος προσέφερε εις τον κυνηγόν τό νω­
πόν προβάτινον γάλα εντός κυπέλλου.
Ή συνομιλία αυτών διήρκεσε μέχρις έσπέρας ότε περί την δει­
λήν, ένφ είσέτι έξηκολούθουν ούτοι συνδιαλεγόμενοι μετά τού ευ­
προσηγόρου πρός πάντας Στεφάνου, πυ ροβολισμός τουφεκιού διετά-
ραξεν αυτόν.
— Τί πιστόλια είναι α υ τή , πάρπα Κώστα; ήρώτησεν έκπλη­
κτος â Στέφανος.
— Ναι σύ παράξενος γίνεσαι σταίς ερωτήσεις άπήντησεν εύ­
θυμος ό Γέρω Κώστας, τ ί πιστόλια θάναι, κανένα παληκαράκι σαν
καί ’σένα θά βγήκε έξω για νά χόρταση άπό κυνήγι.
Τον λόγον τούτον δεν ε ίχ ε τελειώ σει ό γέρων ποιμήνδτε τρεις
έτεροι πυροβολισμοί καί συγχρόνως άλλαι δύο διετάραξαν τήν δει­
λίαν των.
— Ά λ λ ’ αύταίς τί είναι ; -ροσέθηκε ο κυνηγός δεν με 'μοιά­
ζουν κυνηγοδουλειαϊς· δεν αμφιβάλλω δτι εδώ κοντά γίνεται κάτι.
Ε ις τότε τών ποιμένων σχεδόν πελιδνές έκ φόβου γενόμενος
προσέθηκεν— Τί νά σοϋ πώ αφεντικό· καί μένα δεν μ ’ αρέσουν
αυτά καθώς καί σύ είπες εδώ κοντά κάτι τις θά γίνεται, αυτό τό
σκυλί πάλι θάναι ό Κυοιάκος μέ τό Σταμάτι που θά κάμουνε νά
κλάψουνε πάλι κάμποσες μάνες. "Αμα συλλογιέται κανένας αυτό
καταριέται την ώραν καί τη σ τιγ μ ή πού γενήθηκε γ ιά νά τρέχη
’ στά ξένα έξω.
— Πηγαίνομεν νά ίδωμεν πάρπα Κώστα τί συμβαίνει ; ήρώ-
τησεν εναγωνίως ό Στέφανος τόν γέροντα ποιμένα.
— Τρελλάθηκες βρέ παιδί μου, τί έπαθες ; άπήντησεν έκπλη­
κτος ό γέρω Κώστας, τό π ελλιά σου γυρεύεις τ ί ; κάτσε εδώ
Στεφάνή ρ.ου γ ια τ ί καϋμένε ένα σ’ έ χ ε ι ή μανοΰλα σου, κάτσε
εδώ καί τό βράδυ εγώ μ ' ένα άλλονε σέ πηγαίνουμε ’στην Τσορλοϋ,
— ’Αφήστε τώρα αυτά πηγαίνομεν νά ίδωμεν είπεν ό Σ τέ­
φανος.
Μάταια1, άπέβησαν πάσαι αί προσπάθεια', τών ποιμένων δπως
πείσωσι τόν νεαρόν κυνηγόν ίνα μείνη, ούτος ούίεμίαν προσοχήν
εις τούς λόγους αύτών όι δούς διηυθύνθη πρός τό μ έΓος ένθεν ήκού-
σθησαν οί πυροβολισμοί.
Ό γέρω Κώστας μετά τών ποιμένων έπετήρουν μακρόθεν τόν
Στέφανον μέχρις ότου ούτος άπεμακρύνθη επ ί πολύ απ’ αύτών.
— νΙτανε κρίμα ’στό παιδί προσέθηκεν ό γέρω Κώστας, αυτό
γιά τρελλάθηκε γιά πολύ καρδιαρό θάναι.
— Μά δεν υάς είπες, γέρω Κώστα, ποίΐε εινε αυτά τό ά γγε-
λόπουλο ; ήροότησα/ οι ποιμένες μετά μικρόν, το / γέρω Κώστα
βαυμάζοντες την αιθρίαν και τό θάρρος του νέου.
Ό γέρω Κώστας τότε μέ τήν απλοϊκήν εκείνην ακρίβειαν δ'.η-
γήΟη εις τους συντρόφους του ότι ό Στέφανος κατήγετο έκ Τσορ-
λοΰ (Τυρολόη) καί ότι ήτον υΙός πλουσίου κεκυηματίου Λυσίμαχου
όνομαζομένου δν Τούρκοι και Χριστιανοί διά την αγαθότητά του,
Ά ν·,ά Σιμά·/ επωνάμαζον, και ότι ό πατήρ του Στεφάνου επειδή
ήτον άνθρωπος φι) άμουσος άπέστειλε μικρόν έτι όντα τον Στέφα­
νον εις Ραιδεστόν εις τήν οικίαν του Σιορ ’Αλεξάνδρου Βαρτάτζη
όπου ό μικρός Στέφανος έμάνΟανε τά πρώτα γράμματα, καί ότι
μετά ταΰτα άπέστειλε τόν Στέφανον εις Φανάριον τής Κων]πόλεως
όπου έσπούοασε εις τό εκεί Γυμνάσιον καί οτ», κατόπιν άπέστειλεν
αυτόν εις Βουκουρεστιον πρός δ’ ότι ενα μόλις μήνα ε ιχ εν άφ’ ό-
του κατέβηκεν έκ Βουκουρεστίου εις τ ή / Τυρολόη ν . Δέν παρέλει-
ψεν ό γέρω Κώστας νά εϊπ η πρός τούτοις σϋν τοϊς άλλοις επαι­
νείς του υπέρ του Στεφάνου καί ότι ό Σιορ Αλέξανδρος Οαυμάζων
τά προτερήματα του νεανίου ε ίχ ε σκοπόν τώρα νά τόν μνήστευαν)
μετά τής Ουγατρός του Μαρίας.
Ό Φοίβος ήδη κατήρχετο τόν ορίζοντα Οέλων ούτως ΐνα άπο-
σβέσει τό στιλπνόν φώς του όπισθεν αυτού, παντα/οϋ έπεκράτει
άκρα ησυχία καί μόνον τό άνδρκόν τοΰ Στεφάνου βάδισμα έν
μέσφ των υψηλών τού μέρους εκείνου χόρτων διατάραττεν τό α­
πόλυτον τής σιγής.
Ό Στέφανος χωρών πάντοτε πρός τό μέρος εκείνο όΟεν ήκού-
σΟησαν οι πυροβολισμοί πα.ετήρει πέρις μετά προσοχής ζητών
εις τό άπεραντον τής ερήμου εκτάσεως εκείνους δι’ ους έπορεΰετο,
άφου επ ί μακράν εβάδισε χωρίς νά άπαντήση τι αίφνης οιέκρινε
μακρόίεν διά τού τηλεσκοπίου άνθρωπον τινα, τοΰ όποιου τά όλον
ένε ποιεί φρίκην όδηγούντα δέσμιον τινά.
Ό Στέφανος διά δύο πυροβολισμών ειδοποιεί τούς ποιμένες
οΐτινες έν σώματι σπεύσαντες ήκολούθ ησαν τόν Στέφανον, οστις
τρέχων έπορεύετο προς το μέρος εκείνο πυροβόλων συνάμα εναν­
τίον τοΰ ληστοΰ άπαγωγοΰ.
Έ π ί τή θέα τοΰ Στεφάνου ό κακούργος άφήκε τό θύμα του
καί έφυγε σπεύδων προς τα όρη, ό δέσμιος έναπολειφθείς μόνος
ηρξατο νά τρέχη προς τήν 'Ηράκλειαν. Ό Στέφανος μετά των
ποιμένων άφήκαν ά νενόχλητον τόν δυστυχή, οστις μέ δεδεμένας
τάς χείρας έτρεχε χωρίς νά στρέψη νά ίο η ό'πισθέν του.
— "Ιδανε ότι έκάμαμεν έν καλόν, αγαπητοί μου φίλοι, είπεν ό
Στέφανος, προς τούς ποιμένας έσώσαμεν ένα άθώον έκ τοΰ θανά­
του. Σάς ευχαριστώ πολύ διά τήν προθυμίαν σας, ό Θεός πλέον
νά σάς άνταποδώσφ, τό καλόν τό όποιον έκάματε εις τόν δυστυχή
εκείνον, ταΰτα είπών άπεχαιρέτισεν τούς ποιμένας καί έπορεύετο
πρός τήν Τυρολόην. Ήμίσειαν σχεδόν έπροχώρησεν ώραν ότε α­
κούει όδυρμούς καί θρήνους έξερχομένους εκ τίνος παραπλεύρως
κείμενης χάνδχκος, λαμβάνει τό θάρρος νά κατέλθη εντός αυτής
αλλά δέν παρετήρησε τίποτε· προχωρήσας όμως πρός τό ένδον
αύτής εΰρέθη αίφνης έν μέ σω τραγικωτάτου δράμματος, τί βλέπ ει;
γέροντά τινα εκτάδην κείμενον σχεδόν ήμίγυμνον καί άσπλάγ-
χνως δερόμενον ύπό τεσσάρω ν κακούργων, οΐτινες μέ γεγυμνω μέ-
νας εις τάς χεΐρας μαχαίρας και μάστιγα ς έδερον τόν δυστυχή
άνηλεώς, εις μικράν άπό τούτου άπόστασιν ολόκληρος οικογένεια
συγκειμένη έκ μιας σεβάσμιας γραίας δύο θυγατέρων καί έτέρων
δύο γερόντων, οΐτινες καί έκ τής ενδυμασίας των έφαίνετο ότι ή-
σαν ΰπηοέται τής οικογένειας. Ή δυστυχής οικογένεια έθρήνει
ύπό τήν χλεύην ένός κακούργου, οστις χλευάζων τάς δύο νεάνιδας
έλεγε πρός αύτάς.
— Α ΐ τ ί κλαίς τώρα, δουδού μου, νά τώρα σύ θάσαι Ιδική
μου καί ή μικρούλα ή άλλη τοΰ Σταμάτη* τ ί καλλίτεροι είναι
άπό μάς εκείνοι ποΰ θέ νά πάρτε.
Οί άλλ.οι τρείς δέροντες άνηλεώς ότέ μέν διά μαστίγων οτέ
δε διά γυμνών μαχαιρών ήπείλουν τον δυστυχή λέγοντβς.
— ’Ακόμη σκυλί δεν Θά μάς πής που τή έβαλες για νά ξέ­
ρουμε, αν βουβάθης πάλι ξέρε καλά που θά σε σκοτώσωμε.
Καί ταΰτα λέγοντες κατήνεγκον μαστιγώσεις κατά τοΰ δυ­
στυχούς γέροντες.
Ή λυπηρά δψις των διαδραματιζόμενων δέν ήδύνατο νά μή
συγκίνηση τον αίσθηματίαν Στέφανον, δθεν δραξάμενος ούτος τού
όπλου αυτού καί άμυντικήν θεσιν καταλαβών— σκάτω τά όπλα
κακούργοι λ κράζει.
"Αμα τή φωνή οί κακούργοι έντρομοι έδράξαντο τών όπλων*
ά λλ’ ό Στέφανος τον σκοπόν αυτών γνωρίσας πυροβολεί εναντίον
των όλως απαρατήρητος καί ρίπτει χ α μ α ί τόν ρωμαλαιότερον έξ
αυτών, όστις έφαίνετο ότι ήτο λήσταρχος, δι’ ετέρου έέ πυροβολι­
σμού πληγώνει καί τόν έτερον.
Θί έτεροι δύο έπυροβόλισαν εναντίον τού Στεφάνου, άλλ’ άπο-
τυχόντες τού σκοπού των έτράπησαν είς άτακτον φυγήν.
Ό Στέφανος άμφίστομον μάχαιραν έκ τής μιας χειρός κρα­
τών καί πολύκροτον έκ τής εταίρας έξήλθε τού κρυπτήρος του
προς καταδίωξιν αυτών· ά λλ’ ούτοι άπαντες έκ τού καταλαβόντος
αυτούς πανικού έδραπέτευσαν.
Ό δυστυχής γέρων την σκηνήν ταύτην όρων δέν ήδύνατο νά
πιστεύση είς δ,τι έβλεπε, ένόμιζεν ότι εΰρίσκετο έν οπτασία ή ότι
ό Κύριος εύσπλαγχνισθείς τά δεινά του άπέστειλεν προς αυτόν
άγγελον αρωγόν, διό ότε παρετήρησε τόν νέον μέ τό ΰπερήφανον
καί ανδρικόν έκεΐ/ο βάδισμα νά έπιστρέφη έκ τής καταδιώξεως
τών κακούργων έπεσε πρός τούς πόδας αύτού, ους καταφιλών έ -
λενε.
I
— Τις είσαι σώτερ μου, είπε μοι, είσαι καί σύ κάνεις έκ
τών ανδρείων θνητών ή είσα ι αθάνατος άγγελος ; Πώς εόρέθης εδώ
κατά τοιαύτην ώραν, πώς έρρ ιψοκινδύνευσας χάριν ημών ;
— Ούχί, δεν είμ α ι άγγελος, άπεκρίθη συγκεκινημένος ό νέος,
ά λλ’ απλούς κυνηγός, ό’στις έςήλθον προ: τά μέρη ταύτα έπ ιζη-
τών πέρδικας τινάτ, ότε ηχούσα της φωνής σας καί προσέτρεςα
είς βοήθειάν σας· οέν έπραξα δέ άλλο τι η δ,τι Οά έπραττε πας
τις άλλος είς όμοίαν περίστασιν.
Ή γραία και αΐ δύο αυτής θυγατέρες πεσοϋσαι τ;αοά τους
πόδας τοΰ Στεφάνου κατ/σπάζοντο αυτούς μετά του γέροντος πα-
τρός των, παρά τάς διαμαρτυρήσεις αυτού, δστις έλεγε δτι ούδέν
έτερον έπραςεν εΐμ ή το καθήκον του,
— ΓΙώς εύιέθητε εδώ, πάτερ μου, προσέθηκε μετά μικρόν έν-
δακρυς ό Στέφανος, ποιος είσθε, πώς σάς εύρον ol λησταί ;
ϊό τ ε ό γέρων διηγήθη τψ νέω έν διακεκομμένη έκ συγκινή-
σεως των ή, δτι κατήγετο έκ Κωνσταντινουπόλεως καί ώνομάζετο
Άνορέας ίίερσίνης, καί δτι προ πενταετίας σχεδόν άπεκατέστη
μετά τής οικογένειας του είς Ήράκλειαν όπου έκτισεν ιδίαν οικίαν
καί ήγόρασεν ποός τά εκεί καί ιδίαν έπαυλιν, ές ής έπιστρέοων
περιέπεσεν είς χ εϊρ α ς τώ / κακούργων. Ε ίς ές αυτών προαέθηκεν ό
γέρων έν στεναγμούς, εδεσε τά χέρια τού αγαπητού μου παλλη-
καριοΰ καί το ώοήγησεν πρός τά όρη καί Κύριος οίόε πού κεΐται
τώρα φονευμένον.
"Αμα τω άκούσματι τούτω, ό Στέτανος άνεσήκωσεν έπ’ ολί­
γον τού: ώμους του ές υπερηφάνειας, διότι έγ ώριζεν ότι θά έγ ί-
νετο αίτια καί νέων επαίνων πρός τον εαυτόν του.
— ι\ίή χλαίης* γέρων μου, είπεν έν συγκινήσει ό Στέφανος,
ό υιός σας έσώθη. Διηγήθη δε εις αυτόν πώς παρετήοησε μακρό-
θεν τον ληστήν, όστις ώδήγει τόν υιόν του καί πώς τον έφυγά-
δευσε τή βοήθεια τών ποιμένων.
— Και ο υιός μου τί άπέγεινεν ; προσέθηκεν έν αγωνία δ γ έ-
ρο)ν, ένω άπασα ή οικογένεια αύτού έταστικώς παρετήρει τόν
Στέιοανον.
— Έ λ α β ε τήν πρός την Ήράκλειαν άγουσαν, είπεν ό Σ τ έ­
φανος.
'Έξαλλος έκ της καταλαβούσης αυτόν χαράς, έλησμόνησεν
άπό μικρόν ο γέρων τα δεινά αύτοΰ, καί σχεδόν έξω φρένων, α­
νέκραξε:
— ΨεύδεσΘε, δέν εΐσΘε Θνητός ώς ol άλλο*., εΙσΘε άγγελος
άφοΰ πανόμο’.α μέ αυτούς διαπράττεται έργα. Μάς έσωσας ζωήν
τιμήν καί δ,τι ακέραιον μάς εναπομένει.
Ή οικογένεια έθρήνει έκβάλλουσχ χαράς δάκρυα, ό δέ Στέφα­
νος σχεδόν λιπόΘυμος έκ συγκινήσεω ς, δέν ήούνατο νά άρθρώσγι
ούτε λέξιν. Μετ’ ολίγον συνελθών εις έαυτό/.
— Πόσα σάς ήρπασαν, πάτερ μου ; προσέΘηκεν διά σιγηλής
φωνής. Μή άναμείνας δέ άπάντησιν έόραμε προς τό εκτάδην κεί­
μενον πτώμα τοΰ άρχιληστοΰ, κ α ί πλησιάσας τούτο έν ψυχική
διαταράςει, ήρπασεν έκ του κόλπου τοΰ άργιληστοΰ τό χαρτοφυ-
λάκιόν του, άνοίξας δ’ αυτό παρετήρησεν εντός αυτού έκατόν π ε­
ρίπου φλωρία ' Ενετικά καί ένα ωραιότατου καί πολύτιμον άδαμάν-
τινον δακτύλιον.
— Έ ξ υμών άφηοέΘησαν ταϋτα ; ήρώτησεν ό νέος.
— · Μάλιστα παιδί μου, άπήντησεν δ γέρων.
Ό Στέφανος τότε προσελθών έρριψε τά κλαπέντα επ ί τής έ-
σΘήτος τοΰ γέροντος.
Ό γέρων δλως πελιδ νός έκ τής συγκινήσεως γενόμενος, δέν
μοί άνήκουσι ταΰτα, προσέΘηκεν, είναι ίδικά. σου, ούχί μόνον αύτά>
άλλά καί όλοι ή μ εΐς.
— Δέν έσυνείΘισα νά άμοίβομαι οΰτω διά τάς ευεργεσίας μου,
άπήντησεν ό Στέφανος, προσφέροντες ταϋτα ώς άντιμίοΘιον τής
άγαΘοεργίας μου μέ προσβάλλετε μεγάλως.
— Ούχί ώς άντιμίσΘιον, προσέΘηκεν ό γέρων, άλλά ώς ενθύ­
μιου τής άγαΘοεργίας σας τουλάχιστον σάς ικετεύω, κρατήσετε τό
δακτύλιόν μου, είναι ό άρραβών μου· έπ’ αύτοΰ τοΰ λοιποΰ άς ό-
μνύωσι τά τέκνα μου έν δυστήνοις περιστάσεσι καί άς εΰχωνται
ΰπέρ τοΰ κατόχου αύτοΰ.
(ΘΡ-ψΚΙΚΑΙ ΣΚΗΝΑΙ) (3 ).
— Άοού
4 πλέον επιμένετε
I τόσον,7 κοατώ
i το δακτύλιον,7 είπ εν
ό Στέφανος, ώς ενθύμιου τής αγαθότητάς σας καί τής συναντή-
σεώς [λας, καί εύχομαι όπως ό δωρητής ουδέποτε περιπέσει εις ό-
μοίαν περίπτωσιν. Δέν θά έξαγάγω τούτο ουδέποτε εκ τής χειρός
μου, αλλά θά τό κρατώ ώς οδηγόν εις τάς πράξεις μου ώς προερ­
χόμενου εκ καλού δωρητού.
ΟΙ ύπηρέται διευθέτησαν ήδη τήν παρακειμενην άμαξαν ζεύ-
ξαντες εις αυτήν τούς βούς, ό δέ Στέαανος μεθ’ όλας τάς παρα­
κλήσεις τού γέροντος καί τής οικογένειας του νά τον κρατήσωσιν
εις φιλοξενίαν εις τήν Ήράκλειαν, αφού επ’ ολίγον διάστημα συν-
όδευσεν αυτούς, άπε/ωρίσθη έπειτα αυτών, βαδίζων ένεκα τής
προκεχωρηκυίας ώρας πάντοτε γοργψ τω βήμα τι προς τήν Τυρο-
λόην, όπου άνυπομάνως τον περιέμενεν ή μήτηρ του ’Αγάπη.
’Οκτώ έ’κτοτε παρήλθον μήνες ότε ημέραν τινά, άμαξα φέ-
ρουσα δύο νέους έστάθμευεν ενώπιον τής οικίας τού Λυσιμάχου. Οί
δύο νέοι ήσαν ό Στέφανος καί ό Νικόλαος υίός τού έν Ρεδεστφ
προύχοντας Σιορ ’Αλεξάνδρου Βαρτάτζη, εις ού τήν οικίαν επί
1μίαν εξαετίαν
3 όιέμεινεν
I ό Στέαανος.
4
’Ήρχοντο ούτοι εκ Βουκουρεστίου διά τής οδού Κων]πόλεως
εν ώ μετέβησαν yâpıv τών σπουδών των.
ΤΙΙτο δέ ό Νικόλαος νέος μέτριου αναστήματος καί ευειδής τήν
οψιν, ήνπερ έκάλλυνον δύο μεγάλοι μέλανες οφθαλμοί.
Μετά γλυκυθυμίας ΰπεδέχθη ή οικογένεια τού Λυσιμάχου
τούς δύο νέους τούς οποίους ομοίως ήγάπα περιπαθώς.
— Τήν επαύριον οί νέοι εξέδραμον εις τό αγαπητόν των κυ-
νήγιον καί διέτρεχον τάς άδάτους έκείνας χαράδρας τών πέριξ
τής Τυρολόης μερών.
— ’Ε π ί έόόομάόα διέμενον εις Τυρολόην οί δύο νέοι, ότε έπ ι-
βάντες άμάξης μετέβησαν εις ‘Ραιδεστόν.
-— Όγδόην εσπερινήν ώραν έδείκνυε τό ώρολόγιον, ότε ή τούς
δύο νέους φέρουσα άμαξα είσήρχετο εντός τής πόλεως Τάιδεστού·
— 2κολιαί καί. άτακτοι οδοί τή ς πόλεώς ταύτης έκαμον İOV
αμαξηλάτην νά γογγύζη κατά τε αυτών καί κατά τής λεπτής
βροχής, ή τις προς έπίμετρον περιέβαλλε τούς τροχούς τής άμά-
ξης δι’ ενοχλητικού βορβόρου οτε επ ί τέλους έφθασεν εις τήν Ου­
ράν τής οικίας τού κ. ’Αλεξάνδρου. Ό Νικόλαος αργυρά τινά νο­
μίσματα επιθέτων εις τήν χεΐρα τού αμαξηλάτου έξεπήοει τής ά-
μάξης μετά τού φίλου του.
"Εκρουσε τήν θύραν τής οικίας καί μετά μικρόν αΰτη ήνεώγη,
νεάνις δέ δεκαεξαέτις, πλάσμα αγγελικόν όμοιάζουσα κατά τ ι τή
φυσιογνωμία πρός τον Νικόλαον, μέ ευθαλές άνάστημα τό θέλγη­
τρο/ άποπνέον, καί άφρώεν σώμα, όπερ εντός καστανοχρόου μαν-
δύιυ μετά χάριτος περιέπτυσεν, λύχνον έν χερσί κρατούσα, ΰπε-
δέχετο μ ετ’ οικιακής φίλο φρονήσεως τούς δύο νέους.
— ΤΗτο ή αδελφή τού Νικολάου Μαρία.
— Καλώς ορίσατε, ξενητευμένοι, έλεγε διά τής έπιχαρίτοο
εκείνης 'Ραιδεστηνής προφοράς, θλίβουσα τάς χεΐρας τών νέων εν­
τός τών ίδικών της.
— Ή μήτηρ τού Νικολ άου χ. Κατίνα δραμούσα περιεπτύξατο
τούς δύο νέους, φλογέράς κατε έγκουσα επ ί τών παρειών τών δύο
νέων ασπασμούς συνοόευομένους και ύπό δακρύων.
— Καλώς τά αγαπημένα μου παιδιά, έ'λεγεν, οδηγούσα αυ­
τούς εντός πλουσίως ηύπρεπισμένου δωματίου.
Μετά μικρόν ήρχετο και ό Αλέξανδρος, όστις τήν έλευσιν τών
δύο τέκνων του, ώς άπεκάλει τούς δύο νέους, μαθών έ’δραμε καί διά
φλογερών φιλημάτων αύτούς περιέβαλλε.
"Ηρξατο κατόπιν περί διαφόρων αντικειμένων νά έρωτφ τούς
νέους περί τής έν Βουκουρεστίω διαμονής των, περί τών Βλαχικών
εθίμων, περί τών έν τή σχολή παραόιδομένων μαθημάτων καί
περί διαφόρων άλλων.
ΟΙ δύο φίλοι φιλοτιμούμενοι ευθύμως καί μετά χαράς άπήντων
εις πάσας τάς άποτεινομένας αύτοϊς ερωτήσεις.
Τερψίθυμος μεταξύ’ τής οικογένειας έπεκράτει συνομιλία, δύο δ’
εν ταύτφ ύπηρέτριαι ήτοίμαζον το δεΐπνον, δπερ ήτο αντάξιον τής
Ραιδεστηνής μαγειρικής.
Έκαθέσθησαν μετά μικρόν εις τήν τράπεζαν τρώγοντες δ’ έρ-
ρόφων και τον ρωστικώτατον οίνον, δνπερ ό κ. Αλέξανδρος έπρο-
μηθεύετο έκ τοϋ Κουμδάγου (α).
Μετά τδ δεΐπνον άπαλαί άνέμενον τούς δύο νέους κλΐναι, είς
ας μετά μικρόν άπελθόντες ol δύο νέοι παρεδόθησαν άπλήστως είς
τάς άπατηλάς τού δολίου Μορφέως άγκάλας.
Τήν πρωίαν τής επαύριον έξελθόντες οί δύο φίλοι περιεδιάβα-
ζον άνά τήν πόλιν έπισκεπτόμενοι τούς φίλους των καί συγγενείς
καί δεχόμενοι τάς επισκέψεις εκείνων έν τή οικία τού ’Αλεξάν­
δρου .
Οϋτω δεκαπέντε ήμέραι διασκεδάσεων καί ευθυμιών παρήλθον,
δτε ό Στέφανος έπιδάς άτμοπλοίου άναχωρούντος είς Ήράκλειαν,
άνεχώρησεν είς τήν κώμην ταύτην χάριν αρχαιολογικών, ώς έ­
λεγε παρατηρήσεων καί κυνηγίου.

Ή συνάντησες.

Αί θαυμάσια1, καλλοναί τής κώμης ταύτης προσείλκυον κατά


καιρούς τον Στέφανον, δστις άπλήστως έθεάτο παν το ρωμαντικον
καί ώραΐον έν αυτή. Άποδιβασθείς δ Στέφανος μετά όίωραν σ χε­
δόν πλούν είς Ήράκλειαν, έξέδραμε πάραυτα πρδς τδ πεφιλημένον
αύτφ βουνόν, περιεργαζόμενος δέ τάς όπισθεν τού χωρίου κειμένας
αρχαιότητας, έ'φθασε μετά μικρόν είς τήν άρχαίαν Μητρόπολιν, ής
οί εύμεγέθεις θόλοι διήγειρον έ'τι μάλλον τδν θαυμασμόν του.
Κάτωθεν γηραιάς ιτέας σκιοφόρου κειμένης παρά τήν Μητρό-
πολιν, νωχελώς έξηπλωμένος έρέμδαζε μοναχός τις εξηκοντούτης

(α) Χωρίον πλησίον τής Ρίιδεστον περίφημον διά τους οίνους του.
Γ. Μ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ

i ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΙΔΡΤΜΑ ΚΟΣΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΟΤΡΑΝΗ

ΑΘΗΝΑ. 1991
ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ MOT

’Άλλην αδελφήν δέν είχομεν παρά μόνον τήν Άννιώ.


*Ητον ή χαϊδεμμένη της μικράς ήμών οικογένειας καί τήν ήγα-
πώμεν δλοι. Άλλ* απ’ δλους περισσότερον τήν ήγάπα ή μήτηρ μας.
Εις τήν τράπεζαν τήν έκάθιζε πάντοτε πλησίον της και άπό 6,τι
είχομεν έδιδε τό καλλίτερον είς εκείνην. Καί ενώ ημάς μάς ένέδυε
χρησιμοποιούσα τά φορέματα τοϋ μακαρίτου πατρός μας, διά τήν
Άννιώ ήγ^ραζε συνήθως νέα.
'Ως καί εις τα γράμματα δέν τήν έβίαζεν. Ά ν ήθελεν, επήγαι-
νεν εις το σχολεΐον, άν δέν ήθελεν, εμενεν εις τήν οικίαν. Πράγμα
το όποιον εις ^μάς διά κανένα λόγον δέν θά έπετρέπετο.
Εξαιρέσεις τοιαΰται έπρεπε, φυσικω τώ λόγω, νά γεννήσουν
ζηλοτυπίας βλαβεράς μεταξύ παιδιών, μάλιστα μικρών, δπως
ή μέθα καί εγώ καί οί άλλοι δύο μου αδελφοί, καθ’ ήν εποχήν συνέ-
βαινον ταΰτα.
Ά λλ’ ημείς εγνωρίζαμεν, δτι ή ενδόμυχος της μητρός ημών
στοργή διετέλει αδέκαστος καί ϊση προς δλα της τά τέκνα. ’Ήμέθα
βέβαιοι, οτι αί εξαιρέσεις έκεΐναι δέν ή σαν παρά μόνον έξωτερικαί
εκδηλώσεις φειστικωτέρας τινός εύνοιας προς το μόνον του οϊκου
μας κοράσιον, Καί οχι μόνον άνειχόμεθα τάς προς αύτήν περιποιή­
σεις άγογγύστως, άλλά καί συνετελοϋμεν πρύς αΰξησιν αυτών,
οσον ήδυνάμεθα.
Διότι ή Άννιώ, έκτος δτι ήτον ή μόνη μας αδελφή, ήτο κατά
δυστυχίαν ανέκαθεν καχεκτική καί φιλάσθενος. Ακόμη καί αυτός
ό υστερότοκος τοΰ οΐκου, ό όποιος, ώς κοιλιάρφανος, εδικαιούτο
νά καρπουται πλέον παντός άλλου τάς μητρικάς θωπείας, παρεχώ-
ρει τά δικαιώματα του εις τήν αδελφήν τόσω μάλλον άσμένως,
καθόσον ή Άννιώ ούτε φιλόπρωτος οΰτε ύπεροπτική έγίνετο δια
τούτο.
Ά π ’ εναντίας ήτο πολύ προσηνής πρύς ημάς καί μας ήγάπα
όλους μετά περιπαθείας. Καί — πράγμα περίεργον — ή προς ήμάς
τρυφερότης τοΰ κορασιού, άντί νά έλαττοϋται προϊούσης της άσθε-
νείας του, άπεναντίας ηΰξανεν.
Ενθυμούμαι τούς μαύρους καί μεγάλους αυτής οφθαλμούς,
καί τά καμαρωτά καί σμιγμένα της όφρύδια, τά όποια έφαίνοντο
τόσφ μάλλον μελανότερα, όσιρ ώχρότερον έγίνετο το πρόσωπόν της.
Πρόσωπον έκ φύσεως (ΐεμβώδες καί μελαγχολικάν, επί του οποίου
τότε μόνον έπεχύνετο γλυκεΐά τις ίλαρότης, όταν μάς έβλεπεν όλους
συνηγμένους πλησίον της.
Συνήθως έφύλαττεν ύπό τό προσκεφάλαιόν της τούς καρπούς,
οδς αί γειτόνισσαι τη εφερον ώς αρρωατικόν, καί τούς έμοίραζεν
εις ήμας, έπανελθόντας έκ τοΰ σχολείου. ’Αλλά τό εκαμνε πάντοτε
κρυφά. Διότι ή μήτηρ μας έθύμωνε, καί δεν έστεργε νά καταβρο­
χθίζω μεν ήμεϊς ό,τι έπεθύμει νά είχε γευθή καν ή άσθενής της κόρη.
Έ ν τούτο ις ή ασθένεια της Άννιώς ολονεν έδεινουτο καί όλονέν
περισσότερον συνεκεντροΰντο περί αύτήν τής μητρός μας αί φρον­
τίδες.
Ά φ ’ οτου άπέθανεν ό πατήρ μας, δεν εϊχεν εξέλθει της οικίας.
Διότι έχήρευσε πολύ νέα καί έντρέπετο νά κάμη χρήσιν της έλευ-
θερίας, ήτις, καί έν αυτή τή Τουρκία, ιδιάζει εις πάσαν πολύτεκνον
μητέρα. Ά λλ’ άφ* ής ή μέρας έπεσεν ή Άννιώ σπουδαίως εις τό
στρώμα, έβαλε τήν έντροπήν κατά μέρος.
Κάποιος εϊχεν άλλοτε παρομοίαν άσθένειαν — έτρεχε νά τόν
ερωτήση, πώς έθεραπεύθη. — Κάπου μία γραία κρύπτει βότανα
θαυμασίας ιατρικής δυνάμεως, — έσπευδε νά τά έξαγοράση. — Κά-
ποθεν ήλθε ξένος τις, παράδοξος τό εξωτερικόν, ή φημιζόμενος
διά τάς γνώσεις του, — δέν έδίσταζε νά έπικαλεσθή τήν άντίληψίν
του: Οί διαβασμένοι, κατά τούς λαούς, εϊνε παντογνώσται. Καί
ύπό το πρόσχημα πτωχού οδοιπόρου κρύπτονται ενίοτε μυστη­
ριώδη όντα, πλήρη υπερφυσικών δυνάμεων.
Ό χονδρός της συνοικίας κουρεύς, αύτός μας έπεσκέπτετο
αυτόκλητος καί δικαιωματικάς. ΤΗτον ό μόνος επίσημος ιατρός
έν τη περιφερεία μας.
"Αμα τον εβλεπον έγώ έπρεπε να τρέχω εις τον μπακάλην.
Διότι ποτέ δέν έπλήσίαζε τήν ασθενή, πριν ή καταπίη τουλάχιστον
πενήντα δράμια ρακής.
— Είμαι γέρος, μωρή, έλεγε πρός τήν άνυπόμονον μητέρα, είμαι
γέρος, καί αν δεν τό τσούξω κομμάτι, δεν βλέπουν καλά τά μάτι»
μου.
Καί φαίνεται, ότι δεν έψεύδέτο. Διότι όσω περισσότερον έπινε,
τόσον εύκολώτερον ήδύνατο νά διακρίνη ποια είναι ή παχυτέρα τής
αυλής μας όρνιθα, διά νά τήν λάβη απερχόμενος.
'Η μήτηρ μου, άν καί έπαυσε πλέον νά μεταχειρίζεται τά ια­
τρικά του, έν τούτοις τον έπλήρωνε τακτικά καί άγογγύστως.
Τούτο μέν, διά νά μή τόν δυσαρεστήση, τοϋτο δέ, διότι πολύ συχνά
διϊσχυρίζετο παρηγορών αυτήν, ότι ή πορεία τής άσθενείας εϊνε
καλή, καί άκριβώς τοιαύτη, οποίαν έδικαιοϋτο νά τήν περιμένη
ή επιστήμη από τάς συνταγάς του.
Τό τελευταίου τοΰτο ήτο δυστυχώς λίαν άληθές. Ή κατάστασις
τής Άννιώς έβαινεν αργά μέν καί άπαρατηρήτως, άλλ* όλονέν
έπί τά χείρω. Καί ή παράτασις αυτή τής άορίστου καχεξίας έκαμνε
τήν μητέρα μας άλλην έξ άλλης.
Πάσα νόσος, άγνωστος εις τόν λαόν, διά νά θεωρηθή ώς φυσι­
κόν πάθος, πρέπει, ή νά ύποχωρήση εις τάς στοιχειώδεις ίατρικάς
τοΰ τόπου γνώσεις, ή νά έπιφέρη έντός ολίγου τόν θάνατον. Ευθύς
ώς παραταθή καί χρονίση, άποδίδεται εις ύπερφυσικάς αιτίας, καί
χαρακτηρίζεται ώς εξωτικόν.
Ό ασθενής εκάθησεν εις άσχημον τόπον. Έπέρασε νύκτα τόν
ποταμόν, καθ’ ήν στιγμήν αΐ Νηρηίδες έτέλουν άόρατοι τά όργιά
των. Έδιασκέλισε μαϋρον γάτον, ό οποίος ήτο κυρίως ô εξω arcò
έδώ μεταμορφωμένος.
Ή μήτηρ μου ήτο μάλλον εύλαβής παρά δεισιδαίμων. Κατ’
άρχάς άπετροπιάζετο τάς τοιαύτας διαγνώσεις, καί ήρνεΐτο νά
εφαρμόση τάς προτεινομένας γοητείας, φοβούμενη μή άμαρτήση.
"Αλλως τε δ ίερεύς άνέγνωσεν ήδη επί της ασθενούς τούς έξορκι-
σμούς του κακοϋ, διά παν ενδεχόμενον. ’Αλλά μετ’ ολίγον μετέ­
βαλε γνώμην.
*Η κατάστασις τής άσθενούς εδεινοϋτο. 'Η μητρική στοργή
ένίκησε τόν φόβον της αμαρτίας. 'Η θρησκεία έπρεπε νά συμβι-
βασθή μέ τήν δεισιδαιμονίαν.
Πλησίον εις τδν σταυρόν, έπί του στήθους της Άννιώς, έκρέ-
μασεν Ιν χαμαγλί, με μυστηριώδεις άραβικάς λέξεις.
Τά αγιάσματα διεδέχθησαν αί γοητεϊαι, και μετά τά ευχολόγια
των ιερέων ήλθον τά ϋαλαβάτια των μαγίσσων.
Ά λλ’ ολα παρήρχοντο εϊς μάτην.
Τύ παιδίον έχειροτέρευεν άδιακόπως, καί ή μήτηρ μας εγίνετο
όλονέν άγνώρ ιστός. Ένόμιζες, ότι έλησμόνησε πώς εΐχε καί άλλα
τέκνα.
Ποιος μας έτρεφε, ποιος μας έπλυνε, ποιος μας έμβάλωνεν
ημάς τά άγόρια, οΰτε ήθελε καν νά τό γνωρίζη.
Μία Σοφηδιώτισσα γραϊα, προ πολλών ήδη ετών παρασιτούσα
έν τώ οίκ<ι> μας, έφράντιζε περί ημών, έφ’ όσον τη το έπέτρεπεν
ή μαθουσάλειος αυτής ηλικία.
Τήν μητέρα μας δεν τήν έβλέπομεν ενίοτε ολοκλήρους ήμέρας.
Πότε έπήγαινε νά δέση μίαν λωρίδα άπο τό φόρεμα τής *Αν-
νιώς έπί θαυματουργού τίνος τόπου, με τήν ελπίδα, ότι θά δεθή
καί το κακόν μακράν τής πασχούσης, πότε μετέβαινεν εις τάς
πλησιοχώρους εκκλησίας, των όποίων κατά τύχην έτελεΐτο ή μνή­
μη, κομίζουσα λαμπάδα κίτρινου κηρού, χυμένην ίδίοις αύτής
χερσί, καί ϊσην ακριβώς πρός τής ασθενούς τό άνάστημα. Πλήν
ολα, δλα ταΰτα άπέβαινον ανωφελή. 'Η ασθένεια της πτωχής μας
άδελφής ήτον άνίατος.
Ό τα ν έξηντλήθησαν πλέον ολα τά μέσα, καί ολα τά ιατρικά
έδοκιμάσθησαν, τότε προσήλθομεν εις τό έσχατον καταφύγιον εις
παρομοίας περιστάσεις.
'Η μήτηρ μου έσήκωσε το μαραμένον κοράσιον εις τήν αγκά­
λην της καί τό έφερεν εις τήν εκκλησίαν. Έ γ ώ καί ό μεγαλήτερός
μου αδελφός έφορτώθημεν τά στρώματα καί ήκολουθήσαμεν κα­
τόπιν. Καί έκεΐ, έπί των καθύγρων καί ψυχρών πλακών, πρό της
είκόνος της Παναγίας, έστρώσαμεν καί επλαγιάσαμεν τό γλυκύ-
τερον άντικείμενον τών μερίμνων μας, τήν μίαν καί μόνην μας
αδελφήν !
"Ολος ό κόσμος τό έλεγεν οτι εΐχεν εξωτικόν, Ή μήτηρ μου
δεν αμφέβαλλε πλέον περί τούτου, καί αύτή ή πάσχουσα ήρχισε
νά τό έννοή.
Έ πρεπε λοιπόν νά μείνη σαράντα ημερονύκτια εντός τής εκ­
κλησίας, πρό τοΰ άγιου βήματος, ένώπιον τής Μητρός του Σωτή-
ρος, έμπεπιστευμένη είς μόνον τό έλεος καί τούς οίκτιρμούς αυτών,
ινα σωθή άπό τό σατανικόν πάθος, τό όποιον εμφωλέυσαν ήλεθε
τόσον άμειλίκτως τό τρυφερόν τής ζωής αυτής δένδρον.
Σαράντα ημερονύκτια. Διότι μέχρι τοσούτου είμπορεΐ νά άντι-
σταθή ή τρομερά ίσχυρογνωμοσύνη τών δαιμόνιων εις τόν αόρατον
πόλεμον μεταξύ αυτών καί τής θείας χάριτος.
Μετά τήν διορίαν ταύτην τό κακόν ήττάται καί' υποχωρεί
κατησχυμένον. Καί δέν λείπουσι διηγήσεις, καθ’ άς οί πάσχοντες
αισθάνονται έν τώ όργανισμώ των τούς τρομερούς σφαδασμούς
τής τελευταίας μάχης, καί βλέπουσι τόν έχθρόν αύτών φεύγοντα
έν παραδόξω σχήματι, πρό πάντων, καθ’ ήν στιγμήν διαβαίνουσι
τά "Αγια, ή έκφωνεΐται τό «Μετά φόβου».
Ευτυχείς αύτοί, εάν έχωσι τότε άρκετάς δυνάμεις ν’ άνθέξω-
σιν είς τούς κλονισμούς τοΰ άγώνος. Οί αδύνατοι συντρίβονται όπό
τό μέγεθος τοϋ έν αύτοΐς τελουμένου θαύματος. Αλλά δέν μετά-
νοουσι διά τούτο. Διότι αν χάνουν την ζωήν, τούλάχιστον κερδαί-
νουν το πολυτιμότερου. Σώζουν τήν ψυχήν των.
Οΰχ ήττον τοιαύτη τις ένδεχομένη περίπτωσις ένέβαλλεν εις
μεγίστας ανησυχίας τήν μητέρα ημών, ήτις, μόλις έτοποθετήσαμεν
τήν *Αννιώ, καί ήρχισε νά τήν έρωτα περίφροντις πώς αίσθάνεται
τον εαυτόν της.
'Η ίερότης του τόπου, ή θέα των εικόνων, ή εύωδία τοΰ θυ­
μιάματος έπέδρασαν, φαίνεται, εύνοϊκως επί του μελαγχολικοΰ
της πνεύματος. Διότι, εύθύς μετά τάς πρώτας στιγμάς, έζωήρευσε
καί ήρχισε νά αστεΐζεται μέ ήμάς.
— Ποιον από τούς δύο θέλεις νά παίζετε μαζί; τήν ήρώτησε
τρυφερώς ή μήτηρ μου — τον Χρηστάκη, ή το Γιωργί;
'Η άσθενής έρριψε προς τήν λαλοΰσαν πλάγιον άλλ* εκφρα­
στικόν βλέμμα, καί, ώς έάν έπέπληττεν αυτήν διά τήν προς ήμάς
αδιαφορίαν, τή άπήντησεν, άργά καί μετρημένα*
— Ποιον από τούς δύο θέλω ; Κανένα δεν θέλω χωρίς τον άλλο.
Τά θέλω όλα τά αδέρφια μου, όσα καί άν εχω.
*Η μήτηρ μου συνεστάλη καί εσιώπησεν.
Μετ’ όλίγον έφερε καί τον όλόμικρόν αδελφόν μας είς τήν εκ­
κλησίαν, αλλά μόνον διά τήν πρώτην εκείνην ημέραν.
Τό εσπέρας άπέπεμψε τούς άλλους δύο, καί έκράτησε μόνον
έμέ πλησίον της.
Ενθυμούμαι άκόμη οποίαν έντύπωσιν έκαμεν επί της παιδικής
μου φαντασίας ή πρώτη έν τή εκκλησία διανυκτέρευσις.
TÒ άμυδρόν φως των έμπροσθεν τού εικονοστασίου λύχνων,
μόλις έξαρκοΰν νά φωτίζη αυτό καί τάς πρό αύτου βαθμίδας, καθι­
στά τό περί ήμάς σκότος έτι ύποπτότερον καί φοβερώτερον, παρά
εάν ή μέθα όλως διόλου είς τά σκοτεινά.
Όσάκις τό φλογίδιον μιας κανδύλας έτρεμε, μοί έφαίνετο, πώς
ό "Αγιος έπί τής απέναντι είκόνος ήρχιζε νά ζωντανεύη, καί έσά-
λευε, προσπαθών ν* άποσπασθή άπό τάς σανίδας, καί καταβή επί
του εδάφους, μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τον στέ­
φανόν περί την κεφαλήν, καί με τούς ατενείς οφθαλμούς επί τού
ωχρού καί άπαθοϋς προσώπου του.
'Οσάκις πάλιν è ψυχρός άνεμος έσύριζε διά των ύψηλών παρα­
θύρων, σείων θορυβωδώς τάς μικράς αυτών ύέλους, ένόμιζον, οτι
οί περί τήν εκκλησίαν νεκροί άνερριχώντο τούς τοίχους καί προσε-
πάθουν νά εΐσδύσωσιν είς αύτήν. Καί τρέμων έκ φρίκης, εβλεπον
ένίοτε άντικρύ μου ένα σκελετόν, όστις ήπλωνε νά θερμώνη τάς
άσάρκους του χεϊρας επί τού μαγκαλιού, το όποιον εκαιε προ ήμών.
Καί όμως δέν έτόλμων νά δηλώσω ουδέ τήν παραμικροτέραν
ανησυχίαν. Διότι ήγάπων τήν αδελφήν μου, καί έθεώρουν μεγάλην
προτίμησιν νά ήμαι διαρκώς πλησίον της καί πλησίον της μητρός
μου, ήτις χωρίς άλλο θά μέ άπέστελλεν είς τόν οϊκον, εόθύς ώς
ήθελεν υποπτευθή ότι φοβούμαι.
'Υπέφερον λοιπόν καί κατά τάς έπομένας νύκτας τάς φρικιά-
σεις έκείνας μετά άναγκαστικής στωϊκότητος καί έξετέλουν προ-
θύμως τά καθήκοντά μου, προσπαθών νά καταστώ όσον το δυνα­
τόν άρεστότερος.
’Ήναπτον πυρ, εφερον νερόν καί έσκούπιζα τήν εκκλησίαν,
όταν ήτο καθημερινή. Τάς έορτάς καί Κυριακάς, κατά τόν δρθρον,
έχειραγώγουν τήν άδελφήν μου, νά σταθή κάτω άπό τό ευαγγέλιο ν,
τό όποιον άνεγίνωσκεν ό λειτουργός άπό τής 'Ωραίας Πύλης. Κατά
τήν λειτουργίαν, ήπλωνα χαμαί τό χράμι, επί τού οποίου έπιπτεν
ή άσθενής πρόμυτα, διά νά περάσουν τά 'Ά για άπό επάνω της.
Κατά δέ τήν άπόλυσιν, έφερον τό προσκέφαλου της ενώπιον της
άριστεράς τοΰ 'Ιερού θύρας, διά νά γονατίζη επ’ αυτού, ώς πού
νά ξεφορεαη 6 παπηας επάνω της καί νά τής σταυρώση τό προσώ­
που μέ τήν Λόγχην, ψιθυρίζων τό «Σταυρώθέντος σου Χριστέ,
άνηρέθη ή τυραννίς, έπατήθη ή δύναμις τοΰ ’Εχθρού, κτλ».
Καί είς ολα ταΰτα μέ παρηκολούθει ή πτωχή μου άδελφή μέ
τήν ώχράν καί μελαγχολικήν της όψιν, μέ τό άργόν καί άβέβαιον
βήμά της, έλκύουσα τόν οίκτον τών έκκλησιαζομενών καί πρόκα-
λοΰσα τάς εύχάς αυτών υπέρ άναρρώσεώς της* άναρρώσεώς, ήτις
δυστυχώς ήργει νά έπέλθη.
*Απ* εναντίας, ή υγρασία, τύ ψύχος, τύ άσύνηθες καί, μά το
ναί, φρικαλέον τών εν τω ναφ διανυκτερεύσεων δέν ήργησαν νά
έπιδράσουν βλαβερώς επί της ασθενούς, της οποίας ή κατάστασής
ήρχησε νά έμπνέη τώρα τούς εσχάτους φόβους.
*Η μήτηρ μου τύ ήννόησε, καί ήρχησε, καί έν αύτη τη έκκλη-
σίφ, νά δεικνύη θλιβεράν αδιαφορίαν προς παν 6,τι δέν ήτο αυτή
ή άσθενής. Δέν ήνοιγε τά χείλη της προς οόδένα πλέον, εί μή προς
τήν Άννιώ καί προς τούς αγίους, οσάκις έπροσηύχετο.
Μίαν ήμέραν τήν έπλησίασα άπαρατήρητος, ένφ εκλαιε γο­
νυπετής πρύ της είκόνος του Σωτήρος.
— Πάρε μου οποίο θέλεις, έλεγε, καί άφησέ μου τό κορίτσι.
Τύ βλέπω πώς εΐνε γιά νά γένη. Ένθυμήθηκες τήν αμαρτίαν μου
καί έβάλθηκες νά μου πάρης τύ παιδί, γιά νά μέ τιμώρήσης.
Ευχαριστώ σε, Κύριε !
Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, καθ’ ήν τά δάκρυά της
ήκούοντο στάζοντα επί τών πλακών άνεστέναξεν έκ βάθους καρ­
διάς, έδίστασεν ολίγον, καί έπειτα έπρόσθεσεν*
— Σοΰ έφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου. . . χάρισέ μου τύ
κορίτσι !
'Όταν ήκουσα τάς λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε
τά νεΰρά μου καί ήρχησαν τά αύτία μου νά βοίζουν. Δέν ήδυνήθην
V* ακούσω περιπλέον. Καθ’ ήν δέ στιγμήν εΐδον, ότι ή μήτηρ μου,
καταβληθείσα ύπύ φοβέρας αγωνίας, έπιπτεν αδρανής επί τών
μαρμάρων, εγώ άντί νά δράμω πρύς βοήθειάν της, έπωφελήθην
τήν ευκαιρίαν νά φύγω εκ τής εκκλησίας, τρέχων ώς έξαλλος καί
έκβάλλων κραυγάς, ώς έάν ήπείλει νά μέ συλλάβη όρατύς αύτύς
ο Θάνατος.
Οί όδόντες μου συνεκρούοντο ύπύ του τρόμου, καί εγώ έτρε-
χον, καί ακόμη έτρεχον. Καί χωρίς νά τύ εννοήσω, εύρέθην έξαφνα
μακράν, πολύ μακράν της εκκλησίας. Τότε έστάθην νά πάρω τήν
άναπνοήν μου, κ’ έτόλμησα νά γυρίσω νά ίδώ όπίσω μου. Κανείς
8έν μ\έκυνήγει.
"Ηρχησα λοιπόν νά συνέρχωμαι ολίγον κατ’ ολίγον, καί ήρχη-
σα νά συλλογίζωμαι.
Άνεκάλεσα εις τήν μνήμην μου ολας τάς προς τήν μητέρα τρυ­
φερότητας καί θωπείας μου. Προσεπάθησα να ένθυμηθώ μήπως
της έπταισά ποτέ, μήπως τήν άδίκησα, άλλα δέν ήδυνήθην. ’Απε­
ναντίας εδρισκον, ότι άφ* δτου έγεννήθη αυτή ή άδελφή μας, εγώ,
οχι μόνον δέν ήγαπήθην, όπως θά το έπεθύμουν, αλλά τοΰτ* αυτό
παρηγκωνιζόμην όλονέν περισσότερον, Ένθυμήθην τότε, καί μοί
εφάνη δτι ένόησα, διατί ό πατήρ μου έσυνείθιζε νά μέ ονομάζη το
αδικημένο τον. Καί μέ επήρε τό παράπονον καί ήρχησα νά κλαίω.
’Ώ ! εΖπον, ή μητέρα μου δέν μέ άγαπα καί δέν μέ θέλει! Ποτέ,
ποτέ πλέον δέν πηγαίνω εις τήν εκκλησίαν ! Καί διηυθύνθην πρός
τήν οικίαν μας, περίλυπος καί άπηλπισμένος.
Ή μήτηρ μου δέν ήργησε νά μέ άκολουθήση μετά τής ασθε­
νούς. Επειδή ό ΐερεύς, δστις, ταραχθείς υπό των κραυγών μου,
έμβήκεν εις τήν εκκλησίαν, όταν είδε τήν άσθενή, συνεβούλευσε
τήν μητέρα μ^υ νά τήν μετακόμιση,
—Ό Θεός είναι μεγάλος, θυγατέρα, τη είπε, καί ή χάρις του
φθάνει είς δλη τήν οικουμένη. "Αν είναι γιά νά γιάνη τό παιδί σου
θά τό γιάνη καί στό σπίτι σου.
Δυστυχής ή μήτηρ ήτις τόν ήκουσε ! Διότι αυτοί είναι οί τυ­
πικοί λόγοι μέ τούς όποιους οί ιερείς άποπέμπουσι συνήθως τούς
έτοιμοθανάτους, διά νά μή έκπνεύσουν εν τη εκκλησία καί βεβη-
λωθή ή ιερότης τοϋ τόπου.
'Όταν επανεϊδον τήν μητέρα μου, ήτον υπέρ ποτέ θλιβερά.
’Αλλά πρός έμέ ιδίως εφέρθη μέ πολλήν γλυκύτητα καί προσή­
νειαν. Μέ έλαβεν είς τήν αγκάλην της, μ’ έθώπευσε καί μ’ έφίλησε
τρυφερά καί έπανειλημμένως. Ένόμιζες δτι προσεπάθει νά μ*
έξιλεώση.
Έ ν τούτοις εγώ τήν νύκτα εκείνην οΰτε νά φάγω είμπόρεσα,
ούτε να κοιμηθώ. Έκοιτόμην εις το στρώμα μέ καμμυο μένους
οφθαλμούς, άλλ’ έτεινον τά ώτα προσεκτικά πρός πάσαν κίνησιν
της μητρός μου, ή οποία, όπως πάντοτε, ήγρύπνει παρά το προσκε-
φάλαιον της άσθενοΰς.
Θά ήτον ΐσως μεσάνυχτα όταν ήρχησε νά πηγαινοέρχηται είς
τό δωμάτιον, Ένόμιζον οτι έστρωνε νά κοιμηθή, άλλ* ήπατώμην.
Διότι μετ* ολίγον έκάθησε καί ήρχησε νά μοιρολογη χαμηλοφώνως.
Ή το το μοιρολόγι τοϋ πατρός μας. Πριν άσθενήση ή Άννιώ,
το έψαλλε πολύ συχνά, άλλ* άφ* βτου ασθένησε, το ήκουον διά πρώ-
την φοράν.
Τό μοιρολόγιον τοΰτο εσύνθεσεν επί τώ θανάτω τοϋ πατρός
μου, κατά παραγγελίαν αυτής, ήλιοκαής ρακένδυτος Γύφτος,
γνωστός είς τά περίχωρά μας διά τήν δεξιότητα είς το στιχουρ-
γεΐν αυτοσχέδιος.
Moi φαίνεται, οτι βλέπω άκόμη τήν μαύρην καί λιγδεράν κό­
μην, τούς μικρούς καί φλογερούς οφθαλμούς καί τ’ ανοιχτά καί
τριχωμένα στήθη του.
Έκάθητο ένδοθεν της αύλείου ημών θύρας, περιστοιχισμένος
υπό τών χαλκών αγγείων, όσα εσύναζε διά νά γανώση. Καί, μέ
την κεφαλήν κεκλιμένην επί τοϋ ώμου, συνώδευε τόν πένθιμον αύ-
τοΰ σκοπόν μέ τούς κλαυθμηρούς ήχους της τριχόρδου του λύρας.
Πρό αύτοΰ ή μήτηρ μου όρθία έβάσταζε τήν Άννιώ είς τήν
άγκάλην της καί ήκουε προσεκτική καί δακρύουσα.
Έ γώ τήν έκράτουν σφιγκτά άπό τοϋ φορέματος καί έκρυπτον
τό πρόσωπόν μου είς τάς πτυχάς αύτου, διότι όσον γλυκείς ήσαν
οί ήχοι εκείνοι, τόσον φοβερά μοί έφαίνετο' ή μορφή τοϋ αγρίου
των ψάλτου.
"Οταν ή μήτηρ μου έμαθε τό θλιβερόν αύτης μάθημα, Ιλυσεν
άπό τό άκρον της καλύπτρας της καί έδωκεν εις τόν Αθίγγανον
δύο ρονμπιέδες. — Τότε εϊχομεν άκόμη αρκετούς. — "Επειτα πα-
ρέθηκεν είς αυτόν άρτον καί οίνον καί δ,τι προσφάγιον εύρέθη πρό­
χειρον. Έ νώ δε εκείνος έτρωγε κάτω, ή μήτηρ μου είς τό ανώγι
επανελάμβανε τό έλεγείον κατ’ ιδίαν διά νά το στερεώση είς τήν
μνήμην της. Καί φαίνεται ότι το εδρε πολύ ώραΐον. Διότι καθ’ ήν
στιγμήν ο Κατσίβελος άνεχώρει, Ιδραμε κατόπιν του καί τω έχάρι-
σεν εν άπό τά ααλίβάρια του πατρός μου.
— Θεός σχωρέσοι τον άνδρα σου, νύφη ! έφώνησεν έκθαμβος ό
^αψίρδός, καί φορτωθείς τά χάλκινά του σκεύη έξήλθε της αύλής
μας.
Αυτό λοιπόν τό έλεγείον έμοιρολόγει κατ’ έκείνην τήν νύκτα ή
μήτηρ μου.
Έ γώ ήκουον, καί άφηνα τά δάκρυά μου νά ρέωσι σιγαλά, άλλά
δέν έτόλμων νά κινηθώ. Αίφνης ήσθάνθην ευωδίαν θυμιάματος 1
—"Ω ! είπον, άπέθανε τό καϋμένο τό 1Αννιώ μας ! — Καί έτι-
νάχθην άπό τό στρώμά μου.
Τότε εύρέθην ενώπιον παραδόξου σκηνής.
Ή άσθενής άνέπνεε βαρέως, όπως πάντοτε. Πλησίον αυτής
ήτο τοποθετημένη ανδρική ενδυμασία, καθ’ ήν τάξιν φορείται.
Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένου μέ μαϋρον ΰφασμα, έπί του οποίου
υπήρχε σκεύος πλήρες υδατος καί εκατέρωθεν δύο λαμπάδες άναμ-
μέναι. *Η μήτηρ μου γονυπετής έθυμίαζε τ’ άντικείμενα ταϋτα
προσέχουσα έπί τής έπιφανείας τοϋ υδατος.
Φαίνεται ότι έκιτρίνισα άπό τόν φόβον μου. Διότι ώς με εΐδεν,
έσπευσε νά μέ καθησυχάση.
— Μή φοβείσαι, παιδάκι μου, μέ είπε μύστηριωδώς, είναι τά
φορέματα τοϋ πατρός σου. ’Έλα, παρακάλεσέ τον καί σύ νά έλθη
νά γιατρέψη τό Άννιώ μας.
Καί μέ έβαλε νά γονατίσω πλησίον της.
—’Έλα πατέρα — νά μέ πάρης εμένα — γιά νά γιάνη τό Άννιώ !
— άνεφώνησα έγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου. Καί έρ-
ριψα έπί τής μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, διά νά τή δείξω
πώς γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν’ άποθάνω έγώ άντί τής άδελφής μου.
Δέν ήσθανόμην ό άνόητος οτι τοιουτοτρόπως έκορύφωνα τήν άπελ-
πισίαν της! Πιστεύω νά μ’ έσυγχώρησεν. "Ημην πολύ μικρός τότε,
καί δέν ήδυνάμην νά έννοήσω τήν καρδίαν της.
Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, εθυμίασεν έκ νέου τάπρό
ήμών αντικείμενα, καί επέστησεν δλην αυτής τήν προσοχήν επί
του ΰδατος, τό όποιον εύρίσκετο εις το επί του σκαμνιού εύρύχω-
ρον σκεύος.
Αίφνης μικρά χρυσαλίς, πετάξασα κυκλικώς επ’ αύτοϋ, ήγγισε
με τά πτερά της, καί ετάραξεν ελαφρώς τήν έπιφάνειάν του.
'Η μήτηρ μου εκυψεν εΰλαβώς καί έκαμε τόν σταυρόν της,
όπως όταν διαβαίνουν τά "Αγια εν τη εκκλησία.
— Κάμε τό σταυρό σου, παιδί μου ! έψιθύρισε, βαθέως συγκεκι-
νημένη καί μή τολμώσα νά ύψώση τά ομματα.
Έ γώ ύπήκουσα μηχανικώς.
"Οταν ή μικρά εκείνη χρυσαλίς εχάθη είς τό βάθος του δωμα­
τίου, ή μήτηρ μου άνέπνευσεν, έσηκώθη ιλαρά καί εύχαριστημένη,
καί — Έπέρασεν ή ψυχή τοΰ πατέρα σου ! :— είπε, παρακολουθούσα
είσέτι τήν πτήσιν τοΰ χρυσαλιδίου μέ βλέμματα στοργής καί λα­
τρείας. "Επειτα επιεν από τοΰ όδατος καί έδωκε καί είς εμέ νά
πίω.
Τότε μου ήλθεν είς τόν νουν ότι καί άλλοτε μάς έπότιζεν άπό
τοΰ αύτοϋ σκεύους, ευθύς ώς έξυπνου μεν. Καί ένθυμήθην, οτι οσάκις
έκαμνε τούτο ή μήτηρ μας, ήτο καθ’ ολην έκείνην τήν ημέραν ζω­
ηρά καί περιχαρής, ώς εάν εϊχεν απολαύσει μεγάλην τινά πλήν
μυστικήν ευδαιμονίαν.
’Αφοΰ μ* επότισεν εμέ, έπλησίασεν είς τό στρώμα της Άννιώς
μέ τό σκεύος άνά χείρας.
'Η ασθενής δέν έκοιμάτο, άλλά δέν ήτο καί όλως διόλου έξυ­
πνος. Τά βλέφαρά της ήσαν ημίκλειστα’ οί δέ οφθαλμοί της, έφ*
όσον διεφαίνοντο,' έξέπεμπον παράδοξόν τινα λάμψιν διά μέσου
τών πυκνών καί μελανών αυτών βλεφαρίδων.
'Η μήτηρ μου άνεσήκωσε τό ισχνόν του κορασιού σώμα μετά
προσοχής’ καί ενώ διά της μιας χειρός ύπεστήριζε τά νώτά του,
διά της άλλης προσέφερε τό σκεύος εΕς τά μαραμένα του χείλη.
—’Έλα, άγάπη μου, της είπε. Πιέ άπ’ αύτό τό νερό, νά γιάνης.
—Ή άσθενής δέν ήνοιξε τούς οφθαλμούς, άλλα φαίνεται, 6τι ήκου-
σε τήν φωνήν καί εννόησε τάς λέξεις^ Γλυκύ καί συμπαθητικόν
μειδίαμα διέστειλε τά χείλη της. "Επειτα έρρόφησεν όλίγας σταγό­
νας από τοΰ δδατος εκείνου, τό όποιον εμελλε τω οντι νά τήν ία-
τρεύση. Διότι μόλις τό έκατάπιε καί ήνοιξε τούς οφθαλμούς καί
προσεπάθησε ν’ άναπνεύση. Ελαφρός στεναγμός διέφυγε τά χείλη
της, καί έπανέπεσε βαρεία έπί της ώλένης της μητρός μου.
Τό καϋμένο μας τό Άννιώ ! έγλύτωσεν άπό τά βάσανά του !

Πολλοί εϊχον κατηγορήσει τήν μητέρα μου, δτι ένω αί ξέναι


γυναίκες έθρήνουν μεγαλοφώνως επί νεκρού τοΰ πατρός μου, εκείνη
μόνη Ιχυνεν άφθονα, πλήν σιγηλά δάκρυα. 'Η δυστυχής τό εκαμνεν
έκ φόβου μήπως παρεξηγηθή, μήπως παραβή τά δρια της είς τάς
νέας άνηκούσης σεμνότητος. Διότι, καθώς είπον, ή μήτηρ μας έχή-
ρευσε πολύ νέα.
’Όταν άπέθανεν ή αδελφή μας, δέν ήτο πολύ γεροντοτέρα. Ά λλ’
οίίτε έσκέφθη καν τώρα τϊ -θά είπη ό κόσμος διά τούς σπαραξικάρ­
διους της θρήνους.
'Όλη ή γειτονεία έσηκώθη καί ήλθε πρός παρηγοριάν της.
’Αλλά τό πένθος αυτής ήτο φοβερόν, ήτον άπαρηγόρητόν,
— Θά χάση τόν νοΰν της — εψιθύριζον οι βλέποντες αυτήν
κεκλιμένην καί θρηνούσαν μεταξύ των τάφων τής άδελφής καί τοΰ
πατρός μας.
— Θά τά άφήση μέσ’ στους πέντε δρόμους* — ελεγον οί συναν-
τώντες ημάς καθ’ οδόν, έγκαταλελειμμένα καί απεριποίητα.
Καί έχρειάσθη καιρός, έχρειάσθησαν αί νουθεσίαι καί επιπλή­
ξεις τής εκκλησίας, όπως συνέλθη είς έαυτήν καί ένθυμηθή τά έπι-
ζωντα τέκνα της, καί άναλάβη τά οικιακά της καθήκοντα.
’Αλλά τότε παρετήρησε ποΰ μάς εϊχε καταντήσει ή μακρά τής
άδελφής μας ασθένεια.
*Η χρηματική μας περιουσία κατηναλώθη εις ιατρούς και ια­
τρικά. Πολλά χράμια καί κηλίμια, έργα των ίδιων αυτής χειρών,
τά είχε πωλήσει δι’ άσήμαντα ποσά, ή τά είχε δώσει ώς άμοιβήν
εϊς τούς γόητας καί τάς μαγίσσας. "Αλλα μας τά έκλεψαν αυτοί καί
οί όμοιοι των, έπωφελούμενοι έκ της άνεπιβλεψίας, ήτις επεκρά-
τησεν έν τφ οϊκω μας. Προς επίμετρον έξηντλήθησαν καί αί προ-
μήθειαι των ζωοτροφιών μας καί ημείς δέν εϊχομεν πλέον πόθεν
να ζήσωμεν.
Έ ν τούτοις αύτό, αντί νά πτοήση τήν μητέρα μας, τη άπέδωκεν
απεναντίας διπλήν τήν δραστηριότητα, ήν είχε πριν ασθενήσει τό
Άννιώ.
Έμετρίασεν, ή κυρίως είπεϊν, συνεκάλυψε τύ πένθος της*
ΰπερενίκησε τήν άτολμίαν της ήλικίας καί τοϋ φύλου της, καί,
λαβούσα τήν δίκελλαν άνά χεΐρας, ήρχισε νά ζενοδουλεντ], ώς εάν
δέν εΖχε γνωρίσει ποτέ τον άνετον καί ανεξάρτητον βίον.
Έ π ί πολύν χρόνον μάς διέτρεφε διά τοϋ ίδρώτος του προσώπου
της. Τά ημερομίσθια ήσαν μικρά καί αί άνάγκαι μας μεγάλαι,
άλλ’ όμως είς κανένα έξ ημών δέν έπέτρεψε νά τήν άνακουφίση
συνεργαζόμενος.
Σχέδια περί τοϋ μέλλοντος ημών εγίνοντο καί έπεθεωρουντο
καθ’ έσπέραν παρά τήν εστίαν. Ό μεγαλείτερός μου άδελφύς ώφειλε
νά μάθη τήν τέχνην τοϋ πατρός μας, διά νά λάβη έν τη οικογένεια
τον τόπον εκείνου. Έ γώ έμελλον ή μάλλον ήθελον νά ξενιτευθώ,
καί ουτω καθεξής. Α λλά προ τούτου έπρεπε νά μάθω μεν δλοι τά
γράμματά μας, έπρεπε νά ξεσχολήσωμεν. Διότι, έλεγεν ή μήτηρ
μας, άνθρωπος αγράμματος, ξύλον άπελέκητον.
Αί οίκονομικαί μας δυσχέρειαι έκορυφώθησαν, όταν έπήλθεν
ανομβρία είς τήν χώραν καί άνέβησαν αί τιμαί τών τροφίμων. Ά λ λ ’
ή μήτηρ, αντί ν’ άπελπισθή περί τής διατροφής ήμών αυτών, έπηύ-
ξησε τύν άριθμόν μας δι* ενός ξένου κορασιού, τύ όποιον μετά μα-
κράς προσπαθείας κατώρθωσε νά υίοθετήση.
Τό γεγονός τοϋτο μετέβαλε τύ μονότονον καί αυστηρόν του
οικογενειακού ημών βίου, καί εΐσήγαγεν έκ νέου αρκετήν ζωηρό­
τητα.
"Ηδη αυτή ή υίοθέτησις έγένετο πανηγυρική. 'Η μήτηρ μου
έφόρεσε διά πρώτην φοράν τά γιορτερά της καί μας ώδήγησεν εις
τήν εκκλησίαν καθαρούς καί κτενισμένους, ώς εάν επρόκειτο νά
μεταλάβωμεν. Μετά τύ τέλος της λειτουργίας, έστάθημεν όλοι πρό
της είκόνος τοϋ Χρίστου, καί αότοϋ, έν μέσω τοϋ περιεστώτος
λαοϋ, ένώπιον των φυσικών αύτοϋ γονέων, παρέλαβεν ή μήτηρ μου
το θετόν αυτής θυγάτριον έκ των χειρών του ίερέως, άφοΰ πρώτον
ύπεσχέθη εις έπήκοον πάντων, ότι θέλει άγαπήσει καί άναθρέψει
αύτό, ώς εάν ήτο σάρξ εκ τής σαρκός καί όστοϋν έκ των οστών της.
Ή εϊσοδός του είς τόν οΐκόν μας έγένετο ούχήττον επιβλητική
καί τρόπον τινά έν θριάμβω. 'Ο πρωτόγερος τοϋ χωρίου καί ή μή­
τηρ μου προηγήθησαν μετά του κορασιού, έπειτα ήρχόμεθα ημείς.
Οί συγγενείς μας καί οί συγγενείς τής νέας άδελφής μάς ήκολού-
θησαν μέχρι τής αύλείου ημών θύρας. "Εξωθεν αυτής ό πρωτό­
γερος έσήκωσε τό κοράσιον υψηλά είς τάς χειράς του καί τό Ιδειξεν
επί τινας στιγμάς είς τούς παρισταμένους. "Επειτα ήρώτησε μεγα­
λοφώνως*
— Ποιός από ’σάς είναι ή έδικός ή συγγενής ή γονιός τοϋ παι­
διού τούτου περισσότερον από τήν Δεσποινιώ τήν Μηχαλιέσσα κι’
από τούς έδικούς της ;
*0 πατήρ τοϋ κορασιού ήτον ωχρός καί εβλεπε περίλυπος έμ-
πρός του. Ή σύζυγός του έκλαιεν άκουμβημένη είς τόν ώμον του.
*Η μήτηρ μου έτρεμεν έκ του φόβου μήπως άκουσθή καμμία φω­
νή — Έ γώ I — καί ματαιώση τήν ευτυχίαν της. ’Αλλά κανείς δέν
άπεκρίθη. Τότε ol γονείς τοϋ παιδιού ήσπάσθησαν αυτό διά τε-
λευταίαν φοράν καί άνέχώρησαν μετά των συγγενών των. Έ νω
οί έδικοί μας μετά τοϋ πρωτογέρου εΐσήλθον καί έξενίσθησαν παρ’
ήμΐν.
’Από τής στιγμής ταύτης ή μήτηρ μας ήρχισε νά έπιδαψιλεύη
εις τήν θετήν μας αδελφήν τόσας περιποιήσεις, όσων ’ίσως δέν ήξιώ-
θημεν ήμεΐς εις την ηλικίαν της καί εις καιρούς πολύ εύτυχεστέ-
ρους. Έ νφ δέ μετ* ολίγον χρόνον έγώ μέν έπλανώμην νοσταλγών
έν τη ξένη, οι δέ άλλοι μου άδελφοί έταλαιπωρουντο κακοκοιμώ-
μενοι εϊς τά έργαστήρια των μαστόρων, τό ξένον κοράσιον έβασί'
λευεν εις τύν οΐκόν μας, ώς εάν ήτον έδικός του.
Οί μικροί των αδελφών μου μισθοί θά έξήρκουν προς άνακού-
φισιν της μητρός, έφ’ φ καί τη έδίδοντο. Άλλ* εκείνη, άντί να
τούς δαπανά πρός άνάπαυσίν της, επροίκιζε δι* αύτών την θετήν
της θυγατέρα καί έξηκολούθει έργαζομένη πρύς διατροφήν της.
Έ γ ώ ελειπον μακράν, πολύ μακράν, καί έπί πολλά έτη ήγνόουν τί
συνέβαινεν εις τύν οϊκόν μας. Πρίν δέ κατορθώσω νά επιστρέφω,
το ξένον κοράσιον ηύξήθη, άνετράφη, έπροικίσθη καί ύπανδρεύθη,
ώς έάν ήτον αληθώς μέλος της οικογένειας μας.
Ό γάμος αύτης, όστις φαίνεται έπίτηδες έπεσπεύθη, ύπηρξεν
άληθής χαρά τών αδελφών μου. Οί δυστυχείς άνέπνευσαν, άπαλ-
λαγέντες από το πρόσθετον φορτίον. Καί εΐχον δίκαιον. Διότι ή
κόρη εκείνη, εκτός ότι ποτέ δέν ήσθάνθη πρός αυτούς άδελφικήν
τινα στοργήν, επί τέλους άπεδείχθη αχάριστος πρός την γυναίκα,
ήτις περιεποιήθη τήν ζωήν αύτης μέ τοσαύτην φιλοστοργίαν, όσην
ολίγα γνήσια τέκνα έγνώρισαν.
Εΐχον λόγους λοιπόν οί αδελφοί μου νά εϊναι ευχαριστημένοι
καί εΐχον λόγους νά πιστεύσουν, ότι καί ή μήτηρ αρκετά εδιδάχθη
έκ του παθήματος έκείνου.
’Αλλ* οποία ύπηρξεν ή έκπληξίς των, όταν, όλίγας μετά τούς
γάμους ήμέρας, τήν εΐδον νά έρχεται εϊς τήν οίκίαν, σφίγγουσα
τρυφερώς εϊς τήν αγκάλην της έν δεύτερον κοράσιον, ταύτην τήν
φοράν εν σπαργάνοις!
— Τό κακότυχο ! άνεφώνει ή μήτηρ μου, κύπτουσα συμπαθη-
τικώς έπί της μορφής του νηπίου, δέν τό έφθανε πώς εγεννήθη κοι-
λιάρφανο, μόν* άπέθανε καί ή μάνα του καί τό άφηκε μέσ’ *στή
στράτα 1 Καί, εύχαριστημένη τρόπον τινά έκ τής άτυχους ταύτης
συμπτώσεως, έπεδείκνυε το λάφυρόν της θριαμβευτικός πρός τούς
ένεούς έκ της έκπλήξεως αδελφούς μου.
Τό υίικύν σέβας ήτο πολύ, καί ή αύθεντεία της μητρύς μεγάλη,
άλλ’ οί πτωχοί άδελφοί μου ήσαν τόσον απογοητευμένοι, ώστε δέν
έδίστασαν νά υποδείξουν εύσχήμως πως είς τήν μητέρα των, ότι
καλόν θά ήτο νά παραιτηθη του σκοπού της. ’Αλλά τήν εδρον άμε-
τάπειστον. Τότε έδήλωσαν φανερά τήν δυσαρέσκειάν των καί τη
ήρνήθησαν τήν διαχείρισιν του βαλαντίου των. "Ολα είς μάτην.
— Μή μου φέρετε τίποτε, έλεγεν ή μήτηρ μου, εγώ δουλεύω
καί τό θρέφω, ’σάν πώς έθρεψα καί σάς. Καί όταν έλθη ο Γιωργής
μου άπ* τή ξενιτειά, θά τό προικίση καί θά τύ ’πανδρέψη. Άμ* τί
θαρρείτε ί Εμένα τύ παιδί μου μέ το ύποσχέθηκε. — Έ γώ , μάνα,
θά σέ θρέψω καί σένα καί το ψυχοπαίδι σου. — Ναί ! έτσι με τύ
εΐπε, ποϋ νάχη τήν εύχή μου !
Ό Γιωργής ή μην εγώ. Καί τήν ύπόσχεσιν ταύτην τήν εΐχον
δώσει αληθώς, άλλά πολύ προτήτερα.
ΤΗτο καθ’ ήν εποχήν ή μήτηρ μας είργάζετο διά νά θρέψη
τήν πρώτην μας θετήν αδελφήν καθώς καί ήμάς. Έ γ ώ τήν συνώ-
δευον κατά τάς διακοπάς τών μαθημάτων, παίζων παρ’ αύτη, ενώ
εκείνη έσκαπτεν ή έξεβοτάνιζεν. Μίαν ήμέραν διακόψαντες τήν
εργασίαν έπεστρέφομεν άπύ τούς άγρούς φεύγοντες τον άφόρητον
καύσωνα, ύφ* οδ ολίγον έλειψε νά λιποθυμήση ή μήτηρ μου. Καθ’
οδόν κατελήφθημεν ύπο ραγδαιοτάτης βροχής, έξ εκείνων, αιτινες
συμβαίνουσι παρ’ ήμϊν συνήθως, μετά προηγηθεϊσαν υπερβολικήν
ζέστην ή λαύραν, καθώς τήν ονομάζουν οί συντοπΐταί μου. Δέν
ήμεθα πλέον πολύ μακράν του χωρίου, άλλ’ έπρεπε νά διαβώμεν
ένα χείμαρρον, οστις πλημμυρήσας έκατέβαινεν ορμητικώτατος.
'Η μήτηρ μου ήθέλησε νά μέ σηκώση είς τύν ώμόν της. Άλλ* έγώ
άπεποιήθην.
— Είσαι άδύνατη άπό τή λιποθυμία, τή εΐπον. Θά μέ ρίψης
μέσ’ στύν ποταμό.
Καί εσήκωσα τά φορέματα μου καί εισήλθον δρομαίος είς το
ρεύμα, πριν εκείνη προφθάση νά με κράτηση. ΕΖχον έμπιστευθή
είς τάς δυνάμεις μου πλέον ή δ,τι έπρεπε. Διότι πριν σκε<ρθώ νά
υποχωρήσω, τά γόνατά μου ελύγισαν, οί πόδες μου έχασαν το στή­
ριγμά των, καί, άνατραπείς, παρεσύρθην υπό του χειμάρρου ώς
κέλυφος καρύου.
Μία σπαρακτική κραυγή φρίκης είναι παν δ,τι ενθυμούμαι
έκ των μετά ταύτα. ΤΗτον ή φωνή της μητρός μου, ήτις έρρίφθη
είς τά γεύματα διά νά μέ σώση.
Πώς δεν έγεινα αιτία νά πνίγη καί έκείνη μετ’ έμοϋ, εϊναι θαύ­
μα. Διότι Ó χείμαρρος έκεΐνος έχει κακήν φήμην παρ’ ήμΐν. Καί
6ταν λέγουν περί τίνος «τόν έπήρε τδ ποτάμι», έννοουν 0τι έπνίγη
εις αυτόν τούτον τον χείμαρρον.
Καί 6μώς ή μήτηρ μου λιγόθυμος καθώς ήτο, κατάκοπος,
βεβαρημένη άπό έπαρχιακά φορέματα, ικανά νά πνίξουν καί τόν
δεξιώτερον κολυμβητήν, δέν έδίστασε νά έκθέση τήν ζωήν αυτής
είς κίνδυνον. Έπρόκειτο νά μέ σώση, καί άς ή μην έκεϊνό της τό
τέκνον, τό όποιον προσέφερεν άλλοτε είς τόν Θεόν ώς άντάλλαγμα
άντί τής θυγατρός της.
Ό τα ν εφθασεν είς τόν οίκον καί με άπέθεσε χαμαί άπό τόν
ώμον της, ήμην άκόμη παραζαλισμένος. Διά τούτο, άντί νά αϊτιαθώ.
τήν άπρονοησίαν μου διά τό συμβάν, άπέδωκα αυτό είς τάς εργα­
σίας τής μητρός μου.
— Μή δουλεύεις πιά, μάνα, τη είπον, ενώ έκείνη μ* ένέδυε στε­
γνά φορέματα.
—*Αμ* ποιός θά μάς θρέψη, παιδί μου, ’σάν δέν δουλεύω εγώ;
—Ήρώτησεν εκείνη στενάξασα.
—Έ γώ , μάνα ! εγώ ! — τη άπήντησα τότε μετά παιδικού στόμ­
φου.
— Καί τό ψυχοπαίδι μας;
— Κ* εκείνο έγώ !
Ή μήτηρ έμειδίασεν άκουσίως, διά τήν επιβλητικήν στάσιν,
ήν έλαβον προφέρων τήν διαβεβαίωσή ταύτην. ’Έπειτα διέκοψε
τήν ομιλίαν έπειποΰσα*
—Ά μ ’ θρέψε δά πρώτα τόν εαυτό σου καί ύστερα βλέπουμε.
Δέν παρήλθε πολύς καιρός καί άπηρχόμην είς τά ξένα.
*Η μήτηρ βεβαίως ούδ* έσημείωσε καν τήν υπόσχεσιν εκείνην.
Έ γώ δμως ένθυμούμην πάντοτε, δτι ή αύταπάρνησίς της μοί έχά-
ρισε διά δευτέραν φοράν τήν ζωήν, τήν οποίαν τη ώφειλον. Διά τούτο
είχον τήν ύπόσχεσιν εκείνην επί της καρδίας μου, καί δσον εμε-
γάλωνα, τόσω σπουδαιότερον ενόμιζα τον εαυτόν μου ύποχρεωμένον
πρός έκπλήρωσίν της.
— Μή κλαίγης μητέρα, τη εϊπον άναχωρών. Έ γώ πηγαίνω
πιά νά κάμω παράδες. Έννοια σου ! Ά π ύ τώρα καί νά πάγη θά
σε θρέφω καί σένα καί τό παραπαίδι σου. ’Αλλά, ακούεις; Δεν θέλω
πιά νά δουλεύης!
Δέν ήξευρον άκόμη δτι δεκαετές παιδίον δχι τήν μητέρα, άλλ’
ούδέ τον εαυτόν του δέν δύναται νά θρέψη. Καί δέν εφανταζόμην,
όποϊαι φοβεραί περιπέτειαι μέ περιέμενον καί πόσας πικρίας έμελ-
λον άκόμη νά ποτίσω τήν μητέρα μου διά της ξενιτείας εκείνης,
δι5 ής ήλπιζον νά τήν ανακουφίσω.
Έ π ί πολλά έτη δχι μόνον βοήθειαν, άλλ5 ούδέ μίαν επιστολήν
κατώρθωσα νά τη στείλω. Έ π ί πολλά έτη παρεμόνευεν είς τούς
δρόμους, έρωτώσα τούς διαβάτας μή μέ είδον πουθενά.
Πότε τη έλεγον, οτι έδυστύχησα έν Κωνσταντινουπόλει καί
έτούρκευσα.
— Νά φάνε τή γλωσσά τους που τώβγαλαν ! — άπεκρίνετο ή
μήτηρ μου. Αυτός που λένε, δέν ’μπορεί νά ήτον τό παιδί μου! —
’Αλλά μετ’ ολίγον έκλείετο περίτρομος είς τό είκονοστάσιόν μας,
καί προσηύχετο δακρυρροοΰσα πρός τόν Θεόν, διά νά με φωτίση
νά έπανέλθω είς τήν πίστιν των πατέρων μου.
Πότε τή έλεγον, οτι έναυάγησα είς τάς άκτάς της Κύπρου,
καί έπαιτώ ρακένδυτος είς τούς δρόμους.
— Φωτιά νά τούς κάψη, άπεκρίνετο έκείνη. Τό λέν άπό τή
ζούλια τους. Τό παιδί μου θενάκανε κατάστασι καί πά’ στύν "Αγιο
Τάφο.
’Αλλά μετ’ ολίγον έξήρχετο εις τούς δρόμους, έξετάζουσα τούς
διαβατικούς έπαίτας, καί μετέβαινεν οπού ήκούετο κανείς καραβο-
χύακιαμένος με τήν θλιβεράν ελπίδα ν’ άνακαλύψη έν αύτφ τύ
ίδιόν της τέκνον, μέ τήν πρόθεσίν νά δώση εις αύτύν τά στερήματά
της, όπως τά εΰρω εγώ εις τά ξένα άπύ τάς χειρας των άλλων.
Καί όμως, οσάκις έπρόκειτο περί της θετής αύτής θυγατρός,
τά έλησμόνει όλα ταϋτα καί έφοβέριζε τούς αδελφούς μου, ότι έλ-
θών εγώ από τά ξένα θά τούς έντροπιάσω διά τής γενναιότητάς μου,
καί θά προικίσω καί θά ύπανδρεύσω τήν κόρην της εν πομπή
καί παρατάξει.
—Έ ;■Ά μ ’ τί θαρρείτε ! Έμενα τύ παιδί μου μέ το όποσχέ-
θηκε 1*Ας έχη τήν εύχή μου !
Ευτυχώς αί κακαί έκεϊναι ειδήσεις δέν ήσαν αληθείς. Καί όταν,
μετά μακράν απουσίαν, επέστρεψα εις τύν οΐκόν μας, ήμην εις
θέσιν νά εκπληρώσω τήν ύπόσχεσίν μου, ώς προς τήν μητέρα μου
κάν, ή οποία ήτο τόσον όλιγαρκής. *Ως πρύς τύ ψυχοπαΐδί της όμως
δεν μ* εύρε τόσον πρόθυμον, όσον ήλπιζεν. Άπ* εναντίας μόλις
εΐχον φθάσει καί έξεφράσθην εναντίον τής διατηρήσεώς του, πρύς
μεγίστην τής μητρός μου έκπληξιν.
Εϊναι αληθές ότι δέν ήμην κυρίως ενάντιος τής αδυναμίας τής
μητρός μου. Τήν πρύς τά κοράσια κλίσιν της τήν εΰρίσκον σύμ­
φωνον πρύς τά αισθήματα καί τούς πόθους μου.
Τίποτε άλλο δέν έπεθύμουν περισσότερον, παρά νά εόρω επι-
στρέφων εις τύν οΐκόν μας μίαν αδελφήν, τής οποίας ή φαιδρά
μορφή κ’ αί συμπαθητικαί φροντίδες νά εξορίσουν άπύ τής καρ­
διάς μου τήν έκ τής μονώσεως μελαγχολίαν, καί νά εξαλείψουν
άπύ τής μνήμης μου τάς κακοπαθείας δσας ύπέστην εν τή ξένη.
Πρύς ανταλλαγήν εγώ θά επροθυμούμην νά τή διηγώμαι τά θαυ­
μάσια των ξένων χωρών, τάς περιπλανήσεις καί τά κατορθώματά
μου, καί θά ήμην πρόθυμος νά τή αγοράζω δ,τι άγαπα- νά τήν
οδηγώ εις τούς χορούς καί τάς πανηγύρεις* νά τήν προικίσω, καί
τέλος νά χορεύσω εις τούς γάμους της.
’Αλλά τήν αδελφήν ταύτην τήν έφανταζόμην ώραίαν καί συμ­
παθητικήν, ανεπτυγμένηV καί έξυπνον, μέ γράμματα, μέ χειροτε­
χνήματα, μέ δλας έν γένει τάς άρετάς δσας εϊχον αί κόραι των χω­
ρών, οπού έζων μέχρι τότε. Καί αντί τούτων όλων τί εδρον ; *Ακρι­
βώς τύ άντίθετον.
*Η θετή μου αδελφή ήτον άκόμη μικρά, καχεκτική, κακοσχη-
ματισμένη, κακόγνωμος, καί προ πάντων δύσνους, τόσον δύσνους,
ώστε εύθύς εξ άρχής μ* ένέπνευσεν αντιπάθειαν.
— Δός το ’πίσου τύ Κατερινιώ, έλεγον μίαν ημέραν εις τήν
μητέρα μου. Δός το ’πίσου, αν μ* άγαπας. Αυτήν τήν φοράν σέ τύ
λέγω μέ τά σωστά μου ! Έ γώ θά σέ φέρω μίαν άλλην αδελφήν άπύ
τήν Πόλι. Έ να εύμορφο κορίτσι, ένα έξυπνο, που νά στολίση μίαν
ήμέρα τδ σπίτι μας.
Έ πειτα περιέγραψα μέ τά ζωηρότερα χρώματα όποιον θά
ήτο τύ ορφανόν, τύ όποιον έμελλον νά τής φέρω, καί πόσον πολύ
θά τό ήγάπων. ,
'Όταν ύψωσα τά βλέμματά μου πρός αυτήν, είδον μετ’ έκπλή-
ξεώς μου, ότι τά δάκρυα της έρρεον σιγαλά καί μεγάλα επί τών
ωχρών αυτής παρειών, ένφ οί ταπεινωμένοι της οφθαλμοί έξέφρα-
ζον μίαν άπερίγραπτον θλϊψιν !
—*Ώ ! είπε μετ’ απελπιστικής έκφράσεως. Ένόμισα ότι σύ
θά άγαπήσης τήν Κατερινιώ περισσότερον από τούς άλλους, αλλά,
άπατήθηκα! Εκείνοι δέν θέλουν διόλου αδελφήν, καί σύ θέλεις
μίαν άλλην. Καί τί φταίγει τό φτωχό, ’σάν έγεινεν όπως τό έπλα-
σεν ό Θεός. *Άν είχες μίαν αδελφήν άσχημην καί μέ ολίγον νοϋν,
θά τήν έβγαζες δι’ αυτό μέσα ’στους δρόμους, γιά νά πάρης μιάν
άλλην, εΰμορφην καί γνωστικήν.
—’Ό χι, μητέρα! Βέβαια όχι! άπήντησα εγώ. Μά εκείνη θά
ήτο παιδί σου, καθώς καί έγώ. Έ νώ αυτή δέν σου είνε τίποτε.
Μας είναι δλως διόλου ξένη.
—"Οχι ! άνεφώνησεν ή μήτηρ μοο μετά λυγμών, δχι ! Δέν είναι
ξένο τό παι8ί! Εΐναι ’δικό μου! Τό έπηρα τριών μηνών άπό ’πάνω
από τό λείψανο της μάνας του' καί οσάκις έκλαιγε, του έβαζα τό
βυζί μου ’στό στόμα του, γιά νά τό πλανέσω* καί τό έτύλιξα μέσ*
’στα σπάργανά σας, κάί τό εκοίμησα μέσ’ *στήν κούνια σας. Εΐναι
’δικό μου τό παιδί, καί εΐναι αδελφή σας !
Μετά τάς λέξεις ταύτας, τάς όποιας έπρόφερεν ίσχυρώς καί
μετ’ επιβλητικού τρόπου, ΰψωσε τήν κεφαλήν αύτης καί μέ παρε-
τήρησεν ασκαρδαμυκτί. Έπερίμενε προκλητικώς τήν άπάντησίν
μου. *Αλλ’ εγώ δέν ετόλμησα νά προφέρω λέξιν. Τότε έχαμήλωσε
πάλιν τούς οφθαλμούς καί εξηκολούθησε μέ άσθενή φωνήν καί
θλιβερόν τόνον.
—Έ ! τί νά γείνη ! Κ’ εγώ τό ήθελα καλλίτερο, μα — ή αμαρ­
τία μου, βλέπεις, δέν έσώθηκεν άκόμη. Καί τό εκαμεν ό Θεός τέ­
τοιο, διά νά δοκιμάση τήν υπομονή μου, καί νά μέ σχωρέση. Ευ­
χαριστώ σε, Κύριε !
Καί ταυτα λέγουσα, έθηκε τήν δεξιάν επί του στήθους, ΰψωσε
τούς οφθαλμούς αυτής πλήρεις δακρύων προς τόν ουρανόν, καί
εμεινεν οΰτως έπί τινας στιγμάς σιγώσα.
— Κάτι θά έχης στήν καρδιά, μητέρα, εΐπον τότε μετά τίνος
δειλίας. Μή θυμώνης !
Καί λαβών έφίλησα τήν παγεράν αύτης χεΐρα πρός εξιλέωσιν.
— Ναί ! εϊπεν εκείνη άποφασιστικώς. Έ χ ω κάτι εδώ μέσα
βαρύ, πολύ βαρύ, παιδί μου ! *Ως τώρα τό γνωρίζει μόνον ο Θεός
καί ό πνευματικός μου. Έ σύ εΐσαι διαβασμένος καί συντυχαίνεις
καμμιά φορά ’σάν τόν ΐδιο τόν πνευματικό, καί καλλίτερα. Σήκω,
κλείσε τή θύρα, καί κάτσε νά σε τό ’πώ, ΐσως μέ παρηγορήσης
ολίγο, ΐσως μέ λυπηθής, καί άγαπήσης τό Κατερινιώ, *σάν νάταν
αδελφή σου.
Οί λόγοι οδτοι, καί ό τρόπος μέ τόν όποιον τούς έπρόφερεν,
ενέβαλον τήν καρδίαν μού εις μεγάλην ταραχήν. Τί εΐχε νά μ’
έμπιστευθή ή μήτηρ μου χωριστά άπό τούς άδελφούς μου; 'Όλας
τάς κατά τήν άπουσίαν μου δυστυχίας της μοί τάς είχεν άφηγηθή.
Ό λον τον προτού της βίον τον εγνώριζον ωσάν παραμύθι. Τί ήτο
λοιπόν αύτό που μάς άπέκρυπτε μέχρι τοΰδε ; ποϋ δέν ετόλμησε
νά φανερώση εις κανένα πλήν τοΰ Θεοϋ καί τοΰ πνευματικού της ;
Ό ταν έπανήλθον νά καθίσω πλησίον της, ετρεμον τά γόνατά
μου εξ αορίστου άλλ’ ΐσχυροϋ τίνος φόβου.
*Η μήτηρ μου εκρέμασετήν κεφαλήν, ώς κατάδικος, όστις ϊστα-
ται ενώπιον τοϋ κριτοϋ του μέ τήν συναίσθησιν τρομερού τίνος
εγκλήματος.
— Τό ’θυμάσαι τό Άννιώ μας ; με ήρώτησε μετά τινας στιγμάς
πληκτικής σιωπής.
— Μάλιστα, μητέρα ! Πώς δεν το ’θυμούμαι ! *Ηταν ή μόνη
μας αδελφή, κ* έξεψύχησεν έμπρός στά ’μάτια μου.
— Ναι! μέ εΤπεν, άναστενάξασα βαθέως, άλλά δέν ήτο τό
μόνον μου κορίτσι! Έσύ είσαι τέσσαρα χρόνια μικρότερος άπό τό
Χρηστάκη. "Ενα χρόνο κατόπι του έκαμα τήν πρώτη μου θυγα­
τέρα.
~Ηταν τότε κοντά, ’ποϋ έπαντρολογιέτο ό Φωτής ό Μυλωνάς.
Ό μακαρίτης ό πατέρας σου παράργησε τό γάμο τους, ώς ’που
ν’ άποσαραντήσω εγώ, γιά νά τούς στεφανώσουμε μαζί. "Ηθελε
νά με ’βγάλη καί μένα στόν κόσμο, γιά νά χαρώ ’σάν ’πανδρευμένη,
άφοΰ κορίτσι δεν μ’ άφηκεν ή γιαγιά σου νά χαρώ.
Τό πρωί τούς ’στεφανώσαμε, και τό βράδυ ήταν οί καλεσμένοι
στό σπίτι τους' καί έπαιζαν τά βιολιά, καί έτρωγεν ό κόσμος μέσα
στήν αύλή, κι’ έγύρνα ή κανάτα μέ τό κρασί άπό χέρι σέ χέρι.
Καί έκαμεν ό πατέρας σου κέφι, ’σάν διασκεδαστικός που ήταν ό
μακαρίτης, καί μ’ έρριψε τό μανδύλι του, νά σηκωθώ νά χορέ­
ψουμε. ’Σάν τόν έβλεπα νά χορεύη, μου άνοιγεν ή καρδιά μου,
καί ’σάν νέα που ήμουνε, αγαπούσα κ’ εγώ τό χορό. Κ’ έχορέ-
ψαμε λοιπόν' κ’ έχόρεψαν καί οί άλλοι καταπόδι μας. Μά έμεΐς
έχορέψαμε καί καλλίτερα καί πολύτερα.
’Σάν έκοντέψανε τά μεσάνυχτα, επήρα τόν πατέρα σου παρά-
μέρα καί τον είπα* "Ανδρα, έγώ έχω παιδί ’στην κούνια καί δέν
’μπορώ πιά νά μείνω. Tè παιδί πείνα' έγώ έσπάργωσα. Πώς νά το
βυζάξω μέσ’ ’στόν κόσμο καί μέ τό καλό μου τό φόρεμα ! Μείνε σύ,
άν θέλης νά διασκεδάσης ακόμα. Έ γ ώ θά πάρω τό μωρό νά ’πάγω
’στο σπίτι.
—Έ , καλά, γυναίκα! εΤπεν ο σχωρεμένος, καί μ’ έπαπάρισε
’πά στον ώμο. Έ λα , χόρεψε κι* αύτό τό χορό μαζί μου, καί ύστερα
πηγαίνουμε κ* οί δύο. Τό κρασί άρχησε νά μέ χτυπά στο κεφάλι,
καί άφορμή γυρεύω κι’ έγώ νά φύγω.
’Σάν έξεχορέψαμε κ’ εκείνο τό χορό, έπήραμε τή στράτα.
*0 γαμβρός έστειλε τά. παιχνίδια καί μάς εξεπροβόδησαν ώς
τό μισό το δρόμο. Μά είχαμε άκόμη πολύ ώς το σπίτι. Γιατί ό
γάμος έγεινε ’στόν Καρσίμαχαλά. Ό δούλος έπήγαινε ’μπροστά
μέ το φανάρι, *0 πατέρας σου έσήκωνε τό παιδί, καί ’βαστοϋσε καί
’μένα άπό τό χέρι.
—’Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα 1
— Ναί, Μιχαλιό. ’Κουράσθηκα.
—"Αιντε βάλ’ άκόμα κομμάτι δύναμι, ώς που νά φθάσουμε
στό σπίτι. Θά στρώσω τά στρώματα μοναχός μου. Έμετάνοιωσα
που σ’ έβαλα κ’ έχόρεψες τόσο πολύ.
— Δέν πειράζει, άνδρα, του είπα. Tè έκαμα γιά τό χατηρί σου.
Αύριο ξεκουράζουμαι πάλι.
Έ τσ ι ήρθαμε στό σπίτι. Έ γώ έφώσκιωσα κ’ έβύζαξα τό παιδί,
κ* εκείνος έστρωσε. Ό Χρηστάκης έκοιμάτο μαζί με τήν Βενε-
τειά, που τήν άφήκα νά τόν φυλάγη. ’Σέ ’λίγο έπλαγιάσαμε καί
’μεις. Έ κεΐ, μέσα στόν ύπνο μου, μ’ έφάνηκε πώς έκλαψε το παιδί.
Τό καϋμένο ! εϊπα, δέν έφαγε σήμερα χορταστικά. Καί άκούμβησα
στην κούνια του νά τό βυζάξω. Μά ήμουν πολύ κουρασμένη καί δέν
’μπορούσα νά κρατηθώ. Τό έβγαλα λοιπόν, καί τό έβαλα κοντά
μου, μέσ’ τό στρώμα, καί τού Ιδωσα τή ρόγα στό στόμα του. Έ κει
μέ ’ξαναπηρεν ό ύπνος.
Δέν ήξεύρω πόσην ώρα ήθελεν ώς τό πουρνό. Μά 'σάν έννοιωσα
νά χαράζη — άς τό βάλω, είπα, τό παιδί στόν τόπο του.
Μά ’κεΐ ’ποϋ πήγα νά τό σηκώσω, τί νά διώ ! Τό παιδί δέν έσά-
λευε!
Έξυπνησα τόν πατέρα σου’ τό 'ξεφασκιώσαμε, τό 'ζεστάναμε,
του ετρίψαμε τό μυτοϋδί του, τίποτε ! — ΤΗταν άπεθαμένο !
— Τό 'πλάκωσες, γυναίκα, τό παιδί μου ! — εϊπεν ό πατέρας
σου, καί τον έπηραν τά δάκρυα. Τότε άρχησα έγώ νά κλαίγω ’στά
δυνατά καί νά ξεφωνίζω. Μά ό πατέρας σου έβαλε τό χέρι του στό
στόμα μου καί — ΣοΰςΙ μέ είπε. Τί φωνάζεις έτσι, βρέ βώδι; —
Αύτό με τό είπε, Θεός σχωρέσ* τόνε. Τρία χρόνια είχαμε ’παν-
δρευμένοι, κακό λόγο δέν μέ είπε. Κ* εκείνη τη στιγμή μέ τό είπε.
—Έ ; Τί φωνάζεις έτσι ; Θέλεις νά ξεσηκώσης τή γειτονιά, νά ’πη
ό κόσμος πώς έμέθυσες κ’ έπλάκωσες τό παιδί σου ;
Καί εΐχε δίκηο, ’που ν’ αγιάσουν τά χώματα ποϋ κοίτεται !
Γιατί, άν τό ’μάθαινεν ό κόσμος, έπρεπε νά σχίσω τή γη νά έμβω
μέσα άπό τό κακό μου.
’Αλλά, τί τά θέλεις ! 'Η αμαρτία είναι άμαρτία. 'Σάν τό εθάψα-
με τό παιδί, κ’ έγυρίσαμεν άπό τήν έκκλησία, τότε άρχησε τό θρή­
νος τό μεγάλο. Τότε πιά δέν έκλαιγα κρυφά. — Είσαι νέα, καί θά
κάμης κι* άλλα, μ’ έλεγαν. 'Ως τόσον δ καιρός ’περνούσε, καί ό
Θεός δέν μάς έδιδε τίποτε. Νά! έλεγα μέσα μου. *0 Θεός μέ τιμω­
ρεί, γιατί δέν έστάθηκα άξια νά προφυλάξω τό παιδί ’που μ’ Ιδωκε !
Καί έντρεπόμουνα τόν κόσμο, καί έφοβούμην τόν πατέρα σου.
Γιατί κ* εκείνος δλο τόν πρώτο χρόνο έκαμνε τάχα τόν αλύπητο
καί μ’ έπαρηγοροϋσε, γιά νά μέ δώση θάρρος. "Υστερα όμως άρχι­
σε νά γίνεται σιγανός και συλλογισμένος.
Τρία χρόνια έπέρασαν, χωρίς νά φάγω ψωμί νά ’πάγη στήν
καρδιά μου. ’Στά τρία χρόνια κ’ υστέρα ’γεννήθηκες εσύ. — Ή τα ν
ή πολλαίς ή χάραις ’που έπηγα.
’Σάν έγεννήθηκες εσύ έκατάκατσεν ή καρδιά μου, μά δέν ημέ­
ρεψε. 'Ο πατέρας σου σέ ήθελε κορίτσι. Και μιάν ήμερα μέ τό εϊπε.
— Κι* αύτό καλώς μας ώρισε, Δεσποινιώ, μά ’γώ τό ήθελα
κορίτσι.
''Οταν έπήγεν ή γιαγιά σου στόν Άγιοντάφο, έστειλα δώδεκα
’πουκάμισα καί τρία Κωσταντινάτα, γιά να μέ ’βγάλη ένα σχω-
ροχάρτι. Καί, διές έσύΙ "Ισα ϊσα εκείνο τό μήνα, ’που έγύρισεν
ή γιαγιά σου από τή Γερουσαλή μέ τό σχωροχάρτι, εκείνο τό μήνα
εκακοψυχοΰσα τήν Άννιώ.
Κάθε ’λίγο καί ’λιγάκι έφώναζα τή μανίτσα. — Έ λα δά, κυρά,
να διοΰμε* κορίτσι εΐναι; — Ναι, θυγατέρα, έλεγεν ή μαμή. Κορί­
τσι. Δέ βλέπεις; Δέ σέ χωρούν τά ροΰχά σου ! — Καί νά πιά χαρά
εγώ, ’σάν τό άκουγα !
’Σάν έγεννήθηκε το παιδί καί ’βγήκεν αληθινά κορίτσι, τότε
πιά ήρθεν ή καρδιά στον τόπο της. Το ώνομάσαμεν Άννιώ, τό ΐδιο
το ονομα ποϋ είχε τδ σχωρεμένο, γιά νά μήν ’ποφαίνεται πώς μάς
λείπει κανείς από το σπίτι. — Εύχαριστώ σε, Θεέ μου ! έλεγα νύ­
χτα καί ’μέρα. Ευχαριστώ σε ή αμαρτωλή, ποϋ εσήκωσες τήν
έντροπή καί εξάλειψες τήν άμαρτία μου !
Καί είχαμε πιά τήν Άννιώ ’σάν τά μάτια μας. Καί έζούλευες
εσύ, καί έγεινες του θανατά άπό τή ζούλια σου.
Ό πατέρας σου σέ έλεγε τό αδικημένο του, γιατί σ’ άπόκοψα
πολύ ’νωρίς, καί μ’ έμάλωνε καμμιά φορά, γιατί σέ ’παραμελούσα.
Κ’ έμένα ή καρδιά μου έρράγιζε, ’σάν σ’ έβλεπα νά χαλνφς. Μά,
έλα ποϋ δέν έμποροϋσα ν’ άφήσω τήν Άννιώ άπό τά χέρια μου !
Έφοβούμην πώς κάθε στιγμή ’μπορεί νά τής συμβή τίποτε. Καί
ό πατέρας σου ό μακαρίτης, δσο καί αν ’μάλωνε κ’ εκείνος, τήν ήθε­
λε πιά νά μή στάξη καί τήν βρέξη !
Μά εκείνο το ευλογημένο, οσο περισσότερα χάδια, τόσο όλι-
γώτερην υγεία. Έ λεγες πώς έμετάνοιωσεν ό Θεός γιατί μάς το
εδωκε. Έ σεις ήσασθε κόκκινα κόκκινα, καί ζωηρά καί σερπετά.
Εκείνο, ήσυχο καί σιγανό καί άρρωστιάρικο Î Ό τα ν τό έβλεπα
έτσι χλωμό χλωμό, μου ήρχετο εις τον νοΰ μου το πεθαμένο, καί
ή ιδέα πώς εγώ τό εθανάτωσα άρχησε νά ’ξανακυριεύη μέσα μου.
Ώ ς ποΰ μιάν ή μέρα άπέθανε καί τό δεύτερο !
"Όποιος δέν τό εδοκίμασε μοναχός του, παιδί μου, δεν ’ξεύρει
τί πικρό ποτήρι ήταν εκείνο. ’Ελπίδα νά κάνω άλλο κορίτσι δέν
ήταν πλέον. *0 πατέρας σου είχ* άποθάνει. "Αν δέν εύρίσκετο ένας
γονιός νά μέ χαρίση τό κορίτσι του, ήθελα πάρω τά βουνά νά φύγω.
’Αλήθεια ’ποϋ δέν έβγήκε καλόγνωμο. Μά όσο τό είχα καί τό
’κήδευα καί τό ’κανάκευα, ’θαρρούσα πώς τό εΐχα ’δικό μου, καί
’ξεχνούσα ’κείνο πώχασα, κ’ ημέρωνα τή συνείδησί μου.
Καθώς τό λέγ* ό λόγος, ξένο παιδί ’ναι παίδεψή Μά γιά μένα
ή παίδεψι αύτή είναι παρηγοριά κ’ έλαφροσύνη. Γιατί όσο περισ­
σότερο τυραννηθώ καί χολοσκάσω, τόσο ’λιγώτερο θά μέ παιδέψη
6 Θεός γιά τό παιδί ’ποΰ ’πλάκωσα.
Γι’ αύτό — νάχης τήν ευχή μου — μή μέ γυρεύεις νά διώξω
τώρα τήν Κατερινιώ γιά νά πάρω ένα παιδί καλόγνωμο καί προ­
κομμένο.
—“Όχι, όχι, μητέρα! άνέκραξα διακόψας χύτην άκρατήτως.
Δέν γυρεύω τίποτε. "Υστερα απ’ όσα μ’ άφηγήθης, σέ ζητώ συγ-
χώρησι διά τήν άσπλαγχνίαν μου. Σε υπόσχομαι ν’ αγαπώ τό
Κατερινιώ ’σάν τήν άδελφή μου, καί νά μή τής εΐπω τίποτε πλέον,
τίποτε δυσάρεστο.
—"Ετσι νάχης τήν εύχή τοϋ Χριστού καί της Παναγίας ! εΖπεν
ή μήτηρ μου άναπνεύσασα. Γιατί, βλέπεις, το ’πόνεσε ή καρδιά
μου τό πολλακαμμένο, καί δέν θέλω νά τό κακολογούνε. ’Ξέρω
κ’ εγώ, μαθές; Τής Τύχης ήτανε; τοΰ Θεού ήτανε; Τόσο κακή
καί άνεπιδέξια ποΰ είναι — τήν ’πήρα στό λαιμό μου, έτελείωσε.
*Η έκμυστήρευσις αΰτη έκαμε βαθυτάτην έπ* έμοΰ έντύπωσιν.
Τώρα μου ήνοίγησαν oi οφθαλμοί, καί έκατάλαβα πολλάς πράξεις
τής μητρός μου, αί όποΐαι πότε μέν έφαίνοντο ώς δεισιδαιμονία,
πότε δέ ώς αυτόχρημα μονομανίας άποτελέσματα. Τό φοβερόν
εκείνο δυστύχημα επηρέασε τόσον πολύ τόν βίον της δλον, όσω
μάλλον απλή καί ενάρετος καί θεοφοβουμένη ήτον ή μήτηρ μου.
'Η συναίσθησις του άμαρτήματος, ή ήθική άνάγκη της έξαγνίσεως
καί τό άδύνατον της έξαγνίσεως αύτού — τΕ φρικτή καί άμείλικτος
Κόλασις ! Έ π ί είκοσιοκτώ τώρα έτη βασανίζεται ή τάλαινα γυνή
χωρίς νά δυνηθή νά κοιμίση τον έλεγχον της συνειδήσεώς της, ού­
τε έν ταΐς δυστυχίαις οδτε έν ταΐς εύτυχίαις της !
Άφ* ής στιγμής έμαθον τήν θλιβεράν της ιστορίαν, συνεκέν-
τρωσα δλην μου τήν προσοχήν εις το πώς ν’ άνακουφίσω τήν καρ­
διάν της, προσπαθών νά παραστήσω εις αυτήν άφ* ένύς μέν το
άπρομελέτητον καί άβούλητον του άμαρτήματος, άφ* ετέρου δέ
τήν άκραν του Θεοϋ εΰσπλαγχνίαν, τήν δικαιοσύνην αύτου, ήτις
δεν ανταποδίδει ϊσα αντί ίσων, άλλά κρίνει κατά τούς διαλογισμούς
καί τάς προθέσεις μας. Καί υπήρξε καιρός καθ’ δν έπίστευον, δτι
αί προσπάθειαί μου δεν έμειναν ανεπιτυχείς.
Έ ν τούτο ις δταν μετά δύο ετών νέαν απουσίαν ήλθεν ή μήτηρ
μου νά μέ ΐδή έν Κωνσταντινουπόλει, έθεώρησα καλόν νά κάμω
υπέρ αυτής κάτι τι έπιβλητικώτερον.
Έξενιζόμην τότε έν τφ περιφανεστέρω τής Πόλεως οίκω,
έν ώ έ'σχον αφορμήν νά γνωρισθώ μέ τον Πατριάρχην, ’Ιωακείμ
τον δεύτερον. Έ νώ μίαν ημέραν συνεβαδίζομεν μόνοι υπό τάς άμ-
φιλαφεΐς του κήπου σκιάς, τω έξέθηκα τήν ιστορίαν κ’ έπεκαλέσθην
τήν έπικουρίαν του. Το ΰψιστον αυτού άξίωμα, το έξαίρετον κύρος,
μεθ* ού περιβάλλεται πάσα θρησκευτική του ρήτρα, έμελλεν άναμ-
φιβόλως νά έμπνευση εις τήν μητέρα μου τήν πεποίθησιν τής άφέ-
σεως τού κρίματός της. Ό άείμνηστος εκείνος γέρων έπαινέσας
τον περί τά θρησκευτικά ζήλον μου, μοί ύπεσχέθη τήν πρόθυμον
σύμπραξίν του.
Οΰτω λοιπόν ώδήγησα μετ’ ολίγον τήν μητέρα μου εις το Πα­
τριαρχείου διά νά έξομολογηθή εις τήν Παναγιότητά του.
*Η έξομολόγησις διήρκεσε πολλήν ώραν καί έκ τών νευμάτων
καί έκ των ρημάτων τού Πατριάρχου εννόησα, δτι έχρειάσθη νά
διαθέση δλην τήν δύναμιν τής απλής καί εύλήπτου ρητορικής του,
δπως έπιφέρη τύ ποθητόν αποτέλεσμα.
Ή χαρά μου ήτον (απερίγραπτος. Ή μήτηρ μου άπεχαιρέτησε
τόν γεραρόν Ποιμενάρχην μετ* ειλικρινούς εύγνωμοσύνης καί εξήλ-
θε των Πατριαρχείων τόσον ευχαριστημένη, τόσον ελαφρά, ώς
εάν ήρθη άπό της καρδίας αυτής μία μεγάλη μυλόπετρα.
"Οταν εφθάσαμεν εις τό κατάλυμά της, έξήγαγεν έκ τοϋ κόλ­
που της ενα σταυρόν, δώρον της Παναγιότητός του, τον έφίλησε
καί ήρχησε νά τόν περιεργάζεται, βυθιζομένη ολίγον κατ’ ολίγον
εις σκέψεις.
— Καλός άνθρωπος, τη εϊπον, αυτός ό Πατριάρχης. 'Ορίστε;
Τώρα πιά πιστεύω, δτι ήλθεν ή καρδιά σου στον τόπον της.
Ή μήτηρ μου δέν άπεκρίθη.
— Δέν λέγεις τίποτε, μητέρα; τήν ήρώτησα μετά τίνος διστα­
γμού.
— Τί νά σέ ’πώ, παιδί μου ! άπήντησε τότε σύννους καθώς
ήτον ό Πατριάρχης είναι σοφός καί άγιος άνθρωπος. Γνωρίζει
βλαις ταίς βουλαίς καί τά θελήματα του Θεού, καί συγχωρνφ ταίς
άμαρτίαις δλου του κόσμου. Μά, τί νά σέ *πώ ! Εΐναι καλόγερος.
Δέν έκαμε παιδιά, για νά ’μπορή νά γνωρίση, τί πράγμα είναι
τό νά σκοτώση κανείς τό ίδιο τό παιδί του !
Οί οφθαλμοί της έπληρώθησαν δακρύων καί εγώ έσιώπησα.
ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΓΜΑ

“ Ή μην πτωχόν βοσκόπουλον εις τά όρη. Δεκαοκτώ ετών, καί δεν ήξευ-
ρα ακόμη αλφα. Χωρίς νά τό ήξεύρω, ήμην εύτυχής. Την τελευταίαν φοράν
οπού έγεύθην τήν εύτυχίαν ήτον τό θέρος εκείνο του έτους 187. . . ’Ήμην
ωραίος έ'φηβος, κ’ έβλεπα τό πρωίμως στρυφνόν, ήλιοκαές πρόσωπόν μου
5 νά γυαλίζεται εις τά ρυάκια καί τάς βρύσεις, κ’ έγύμναζα τό εύλύγιστον,
υψηλόν άνάστημά μου άνά τούς βράχους καί τά βουνά.
Τον χειμώνα πού ήρχισ’ εύθύς κατόπιν μ’ έπήρε πλησίον του ό γηραιός
πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ώνόμαζον οί χωρικοί μας, καί μ’ έμα­
θε γράμματα. Ή τον πρώην διδάσκαλος, καί μέχρι τέλους τον προσηγόρευον
ίο όλοι εις τήν κλητικήν «δάσκαλε». Εις τούς χρόνους τής Έπαναστάσεως ήτον
μοναχός καί διάκονος. Ειτα ήγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν,
τήν έκλεψεν, από ένα χαρέμι τής Σμύρνης, τήν έβάπτισε καί τήν ένυμφεύθη.
Εύθύς μετά τήν άποκατάστασιν τών πραγμάτων, έπί Καποδίστρια κυ­
βερνήτου, έδίδασκεν εις διάφορα σχολεία άνά τήν Ελλάδα, καί ειχεν ού μι-
15 κράν φήμην, ύπό τό όνομα «ό Σωτηράκης ό δάσκαλος». Αργότερα άφοϋ
έξησφάλισε τήν οίκογένειάν του, ένθυμήθη τήν παλαιάν ύποχρέωσίν του,
έφόρεσε καί πάλιν τά ράσα, ώς άπλοϋς μοναχός τήν φοράν ταύτην, κωλυό­
μενος νά ίερατεύη, κ’ έγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις τό Κοινόβιον τοϋ Ευαγ­
γελισμού. Έ κεΐ έκλαυσε τό αμάρτημά του, τό έχον γενναίαν άγαθοεργίαν
20 ώς έξόχως έλαφρυντικήν περίστασιν, καί λέγουν ότι έσώθη.
Ά φοϋ έμαθα τά πρώτα γράμματα πλησίον τοϋ γηραιού Σισώη, έστά-
λην ώς ύπότροφος τής Μονής εις τινα κατ’ έπαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου
κατετάχθην αμέσως εις τήν άνωτέραν τάξιν, εϊτα εις τήν εν Άθήναις Ριζά-

1 πριν από τό ’Ήμην σημείωσα εισαγωγικά 3 1876 Β 16 ένεθυμήθη α,εκδδ


ρειον. Τέλος, άρχίσας τάς σπουδάς μου σχεδόν είκοσαέτης, έξήλθα τριακον-
τούτης άπό τό Πανεπιστήμιου- έξήλθα δικηγόρος μέ δίπλωμα προλύτου. . .
Μεγάλην προκοπήν, έννοεΐται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ νά έρ-
γάζωμαι ώς βοηθός ακόμη εις τό γραφείου επιφανούς τίνος δικηγόρου καί
5 πολιτευτοΰ έν Άθήναις, τον όποιον μισώ, αγνοώ έκ ποιας σκοτεινής άφορ-
μής, αλλά πιθανώς έπειδή τον έχω ώς προστάτην καί εύεργέτην. Καί είμαι
περιωρισμένος καί άνεπιτήδειος, ούδέ δύναμαι νά ωφεληθώ άπό την θέσιν
την όποιαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οίονεί αύλικοΰ.
Καθώς ό σκύλος, ό δεμένος μέ πολύ κοντόν σχοινίον εις την αύλήν του
ίο αύθέντου του, δεν ήμπορεΐ νά γαυγίζη ούτε νά δαγκάση έξω άπό τήν άκτΐνα
καί τό τόξον τά όποια διαγράφει τό κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ’ έγώ δέν
δύναμαι ούτε νά εϊπω, ούτε νά πράξω τίποτε περισσότερον παρ’ όσον μου
έπιτρέπει ή στενή δικαιοδοσία, τήν όποιαν έχω εις τό γραφεΐον του προϊστα­
μένου μου.
***

15 'Η τελευταία χρονιά πού ήμην άκόμη φυσικός άνθρωπος ήταν τό θέρος
έκεΐνο τοϋ έτους 1 8 7 ... ’Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός,
κ’ έβοσκα τάς αίγας τής Μονής τού Εύαγγελισμοΰ εις τά ορη τά παραθαλάσ­
σια, τ ’ άνερχόμενα άποτόμως διά κρημνώδους άκτής, ΰπερθεν τοϋ κράτους
τοϋ Βορρά καί τοϋ πελάγους. 'Όλον τό κατάμερον* έκεΐνο, τό καλούμενον
20 Ξάρμενο*, άπό τά πλοία τά όποια κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα*, έξω-
θούμενα άπό τάς τρικυμίας, ήτον ίδικόν μου.
'Η πετρώδης, άπότομος άκτή μου, ή Πλατάνα, ό Μέγας Γιαλός, τό
Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, καί ήτον άναπεπταμένη προς τον Βορράν.
Έφαινόμην κ’ έγώ ώς νά είχα μεγάλην συγγένειαν μέ τούς δύο τούτους άνέ-
25 μους, οί όποιοι άνέμιζαν τά μαλλιά μου, καί τά έκαμναν νά είναι σγουρά
όπως οί θάμνοι κ’ αί άγριελαΐαι, τάς όποιας έκύρτωναν μέ τό άκούραστον
φύσημά των, μέ τό αιώνιον τής πνοής των φραγγέλιον.
"Ολα έκεΐνα ήσαν ίδικά μου. Οί λόγγοι, αί φάραγγες, αί κοιλάδες, όλος
ό αΐγιαλός, καί τά βουνά. Τό χωράφι ήτον τοϋ γεωργού μόνον εις τάς ήμέρας
30 πού ήρχετο νά όργώση ή νά σπείρη, κ’ έκαμνε τρις τό σημεΐον τοϋ Σταυροΰ,
κ’ έλεγεν: «Εις τό όνομα τοϋ Πατρός καί τοϋ Τίοΰ καί τοϋ 'Αγίου Πνεύμα­
τος, σπέρνω αύτό τό χωράφι, γιά νά φάνε όλ’ οί ξένοι κ’ οί διαβάτες, καί τά
πετεινά τ ’ ούρανοΰ, καί νά πάρω κ’ έγώ τον κόπο μου!»

10 γαυγύζΐ) αΦ 16 1876 Β 18 Κράτους α,ίκδδ


Έ γώ , χωρίς ποτέ νά οργώσω ή νά σπείρω, το έθέριζα έν μέρει. Έ μι-
μούμην τους πελασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ’ έβαλλα εις έφαρμογήν
τάς διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς νά τάς γνωρίζω.
Τής πτωχής χήρας ήτον ή άμπελος μόνον εις τάς ώρας πού ήρχετο ή
5 ιδία διά νά θειαφίση, ν’ άργολογήση*, νά γέμιση ένα καλάθι σταφύλια, ή
νά τρυγήση, αν έμενε τίποτε διά τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον
κτήμα ίδικόν μου.
Μόνους άντιζήλους εις τήν νομήν καί τήν κάρπωσιν ταύτην είχα τούς
μισθωτούς τής δημαρχίας, τούς άγροφύλακας, οί όποιοι έπί τή προφάσει,
ίο οτι έφύλαγαν τά περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν νά εκλέγουν αυτοί τάς
καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δέν μοϋ ήθελαν τό καλόν μου. Ήσαν
τρομεροί άνταγωνισταί δι’ εμέ.
Τό κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω τής άκτΐνος των έλαιώ-
νων καί αμπέλων, έγώ δμως συχνά έπατοΰσα τά σύνορα. ’Εκεί παραπάνω,
15 άνάμεσα εις δύο φάραγγας καί τρεις κορυφάς, πλήρεις άγριων θάμνων, χόρ­
του καί χαμοκλάδων, έβοσκα τά γίδια τού Μοναστηριού. ’Ήμην «παρα-
γυιός», άντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τάς οποίας άκολούθως μοΰ
ηΰξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, τό Μοναστήρι μοΰ έδιδε καί
φασκιές διά τσαρούχια, καί άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τά ώνό-
2ο μαζαν οί καλόγηροι.
Μόνον διαρκή γείτονα, δταν κατηρχόμην κάτω, εις τήν άκρην τής πε­
ριοχής μου, είχα τον κύρ Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ίδιότροπον. Ό
κύρ Μόσχος έκατοίκει εις τήν έξοχήν, εις ένα ώραΐον μικρόν πύργον μαζί μέ
τήν άνεψιάν του τήν Μοσχούλαν, τήν οποίαν ειχεν υιοθετήσει, έπειδή ήτον
25 χηρευμένος καί άτεκνος. Τήν είχε προσλάβει πλησίον του, μονογενή, ορφα­
νήν έκ κοιλίας μητρός, καί τήν ήγάπα ως νά ήτο θυγάτηρ του.
Ό κύρ Μόσχος είχεν άποκτήσει περιουσίαν εις έπιχειρήσεις καί ταξί­
δια. ’Έχων έκτεταμένον κτήμα εις τήν θέσιν έκείνην, έπεισε μερικούς πτω ­
χούς γείτονας νά τού πωλήσουν τούς άγρούς των, ήγόρασεν ούτως οκτώ ή
3ο δέκα συνεχόμενα χωράφια, τά περιετείχισεν δλα όμοΰ, καί άπετέλεσεν εν
μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, μέ πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτα-
σιν. Ό περίβολος διά νά κτισθή έστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή δσα
ηξιζε τό κτήμα- άλλά δέν τον έμελλε δι’ αύτά τον κύρ Μόσχον θέλοντα νά
έχη χωριστόν οίονεί βασίλειον δι’ έαυτόν καί διά τήν άνεψιάν του.

3 ΙΙβ. Δεντερ. 23,25-26

29 οΰτω ΒΣΜ
Έ κτισεν εις τήν άκρην πυργοειδή ύψηλόν οίκίσκον, με δύο πατώματα,
έκαθάρισε καί περιεμάζευσε τούς έσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοι-
ξε καί πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα
εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, άγροκήπιον μέ πλήθος όπωροφό-
5 ρων δένδρων καί κήπους μέ αιμασιάς ή μποστάνια.
Έγκατεστάθη έκεϊ, κ’ έ'ζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχό-
μενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος τής θαλάσσης, κ’ ένώ
ό έπάνω τοίχος έ'φθανεν ώς την κορυφήν τού μικρού βουνού, ό κάτω τοίχος,
μέ σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν έβρέχετο άπό τό κύμα.

*
* *

ίο Ό κύρ Μόσχος είχεν ώς συντροφιάν τό τσιμπούκι του, τό κομβολόγι


του, τό σκαλιστήρι του καί τήν άνεψιάν του τήν Μοσχούλαν. 'Η παιδίσκη
θά ήτον ώς δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή έπήδα άπό βράχον εις βράχον,
έ'τρεχεν άπό κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αϊγιαλόν, έβγαζε κοχύ-
λια, κ’ έκυνηγοΰσε τά καβούρια. Ή τον θερμόαιμος καί άνήσυχος ώς πτηνόν
15 τού αΐγιαλοΰ. Ή τον ώραία μελαχροινή, κ’ ενθύμιζε τήν νύμφην τού "Ασμα­
τος τήν ήλιοκαυμένην, τήν οποίαν οί υιοί τής μητρός της είχαν βάλει νά
φυλάη τ’ άμπέλια’ «Ιδού εί καλή, ή πλησίον μου, ιδού εϊ καλή" οφθαλμοί
σου περιστεραί. . .» 'Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε καί ύπέφωσκεν ύπό τήν
τραχηλιάν της, ήτον άπείρως λευκότερος άπό τον χρώτα τού προσώπου της.
2ο Ή τον ώχρά, ρόδινη, χρυσαυγίζουσα καί μοΰ έφαίνετο νά όμοιάζη μέ
τήν μικρήν στέρφαν αίγα, τήν μικρόσωμον καί λεπτοφυή, μέ κατάστιλπνον
τρίχωμα, τήν όποιαν έγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Τό παράθυρον τού
πύργου τό δυτικόν ήνοίγετο προς τον λόγγον, ό όποιος ήρχιζε νά βαθύνεται
πέραν τής κορυφής τού βουνού, όπου ήσαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, καί
25 άργιλλώδης γή τραχεία. Έ κεϊ ήρχιζεν ή περιοχή μου. Έ ω ς έκεϊ κατηρχό-
μην συχνά, κ’ έβοσκα τάς αίγας τών καλογήρων, τών πνευματικών πατέρων
μου.
Μίαν ήμέραν, δέν ήξεύρω πώς, ένώ έμέτρουν καθώς έσυνήθιζα τάς
αίγάς μου (ήσαν όλαι πενηνταέξ κατ’ εκείνον τον χρόνον άλλοτε άνεβοκατέ-
30 βαινεν ό άριθμός των μεταξύ έξήντα καί σαρανταπέντε), ή Μοσχούλα, ή εύ-
νοουμένη μου κατσίκα, είχε μείνει όπίσου, καί δέν εύρέθη εις τό μέτρημα.

17-18 'Ασμα ’Ασμάτων 4,1

8 ώς] εις ΦΕΒΣ 19 προσώπου του Β, διορθ. Συ


Τάς ευρισκα δλας 55. Έάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δέν 0ά παρετήρουν αμέ­
σως τήν ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα πού έλειπεν άλλ’ ή άπουσία της
Μοσχούλας ήτον έπαισθητή. Έτρόμαξα. Τάχα ό άετος μοϋ τήν έπήρε;
Εις τά μέρη έκεΐνα, τά κάπως χαμηλότερα, οί αετοί δέν κατεδέχοντο
δ νά μάς έπισκέπτωνται συχνά. Τό μέγα όρμητήριόν των ήτον ύψηλά προς
δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενον Άετοφωλιά
φερωνύμως. Α λλά δέν μοϋ έφαίνετο ολως παράδοξον ή άνήκουστον πράγμα,
ό άετος νά κατήλθεν έκτάκτως, τρωθείς άπό τά κάλλη τής Μοσχούλας, τής
μικράς κατσίκας μου.
ίο Έ φώναζα ώς τρελός:
— Μοσχούλα!. . . . ποΰ ειν’ ή Μοσχούλα;
Ούτε είχα παρατηρήσει τήν παρουσίαν τής Μοσχούλας, τής άνεψιάς
τοϋ κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αύτή έτυχε νά εχη άνοικτόν τό παράθυρον. 'Ο
τοίχος τοϋ περιβόλου τοϋ κτήματος, καί ή οικία ή άκουμβώσα έπάνω εις
15 αύτόν, άπεΐχον περί τά πεντακόσια βήματα άπό τήν θέσιν δπου εύρισκόμην
έγώ με τάς αϊγάς μου. Καθώς ήκουσε τάς φωνάς μου, ή παιδίσκη άνωρθώ-
Θη, προέκυψεν εις τό παράθυρον καί έκραξε:
— Τί έχεις καί φωνάζεις;
Έ γώ δέν ήξευρα τί νά εί'πω- εν τοσούτω άπήντησα:
2ο — Φωνάζω έγώ τήν κατσίκα μου, τή Μοσχούλα!. . . Μέ σένα δέν έχω
νά κάμω.
Καθώς ήκουσε τήν φωνήν μου, έκλεισε τό παράθυρον κ’ έγινεν άφαντη.
Μίαν άλλην ήμέραν μέ είδε πάλιν άπό τό παράθυρον της εις έκείνην τήν
ιδίαν θέσιν. ’ΤΙμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφηνα τάς αϊγάς μου νά
25 βόσκουν, κ’ έσφύριζα ένα ήχον, εν άσμα τοϋ βουνοΰ αίπολικόν.
Δέν ήξεύρω πώς τής ήλθε νά μοϋ φωνάξη:
—Έ τσ ι δλο τραγουδεΐς!. . . Δέ σ’ άκουσα ποτέ μου νά παίζης τό
σουραύλι!. . . Βοσκός καί νά μήν έχη σουραύλι, σάν παράξενο μοϋ φαίνε­
ται !. . .
30 Είχα έγώ σουραύλι (ήτοι φλογέραν), άλλά δέν είχα άρκετόν θράσος
ώστε νά παίζω έν γνώσει δτι θά μέ ήκουεν αύτή. . . Τήν φοράν ταύτην έφι-
λοτιμήθην νά παίξω προς χάριν της, άλλά δέν ήξεύρω πώς τής έφάνη ή τέ­
χνη μου ή αύλητική. Μόνον ήξεύρω δτι μοϋ έστειλε δι’ άμοιβήν ολίγα ξηρά
σΰκα, κ’ ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.

7 όμως ολως ΦΕΒΜ, διορθ. Σι


** *

Μίαν έσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αίγια-
λόν, ανάμεσα εις τούς βράχους, δπου έσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπί­
σκους καί άγκαλίτσες το κύμα, δπου άλλου έκυρτώνοντο οί βράχοι εις προ­
βλήτας καί άλλου έκοιλαίνοντο εις σπήλαια" καί άνάμεσα εις τούς τόσους
5 έλιγμούς καί δαιδάλους τού νερού, το όποιον είσεχώρει μορμυρίζον, χορεΰον
με άτάκτους φλοίσβους καί άφρούς, δμοιον μέ το βρέφος το ψελλίζον, πού
άναπηδα εις το λϊκνόν του καί λαχταρεΐ νά σηκωθή καί να χορεύση εις τήν
χεΐρα τής μητρός πού τό έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια
μου διά ν’ «άρμυρίσουν»* εις τήν θάλασσαν, όπως συχνά έσυνήθιζα, είδα τήν
ίο άκρογιαλιάν πού ήτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «έλιμπίστηκα»,
κ’ έλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ή τον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω άπό τον βράχον, άνάμεσα
εις δύο κρημνούς καί εις ένα μονοπάτι τό όποιον έχαράσσετο επάνω εις τήν
ράχιν. Δι’ αυτού είχα κατέλθει, καί δι’ αυτού έμελλα πάλιν νά επιστρέφω
15 εις τό βουνόν τήν νύκτα εις τήν στάνην μου. "Αφησα έκεϊ τά γίδια μου διά
νά βοσκήσουν εις τά κρίταμα καί τάς άρμυρήθρας, αν καί δεν έπεινοΰσαν
πλέον. Τά έσφύριξα σιγά διά νά καθίσουν νά ησυχάσουν καί νά μέ περιμέ­
νουν. Μέ ακόυσαν κ’ έκάθισαν ήσυχα. Ε π τά ή οκτώ εξ αύτών τράγοι ήσαν
κωδωνοφόροι καί θά ήκουον μακρόθεν τούς κωδωνισμούς των, άν τυχόν
20 έδείκνυον συμπτώματα άνησυχίας.
Έγύρισα όπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ’ έφθασα κάτω εις τήν
θάλασσαν. Τήν ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ό ήλιος, καί τό φεγγάρι σχεδόν
όλόγεμον ήρχισε νά λάμπη χαμηλά, ώς δύο καλαμιές ύψηλότερα άπό τά
βουνά τής άντικρινής νήσου. 'Ο βράχος ό δικός μου έτεινε προς βορραν, καί
25 πέραν άπό τον άλλον κάβον προς δυσμάς, άριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυ­
χήν άπό τήν πορφύραν τού ήλιου, πού είχε βασιλέψει έκείνην τήν στιγμήν.
Ή τον ή ουρά τής λαμπράς άλουργίδος πού σύρεται όπίσω, ή ήτον ό τά-
πης, πού τού έστρωνε, καθώς λέγουν, ή μάννα του, διά νά καθίση νά δει-
πνήση.
30 Δεξιά άπό τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, έσχηματίζετο μικρόν άντρον
θαλάσσιον, στρωμένου μέ άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια καί λαμπρά ποικι­
λόχρωμα χαλίκια, πού έφαίνετο πώς τό εΐχον εύτρεπίσει καί στολίσει αί
νύμφαι των θαλασσών. ’Από τό άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά τού
οποίου άνέβαινέ τις πλαγίως τήν άπότομον άκρογιαλιάν, κ’ έφθανεν εις τήν
κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος τοϋ κύρ Μόσχου, του οποίου ό ένας τοί­
χος έζωνεν εις μήκος έκατοντάδων μέτρων όλον τον αίγιαλόν.
Ε πέταξα άμέσως τό ύποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα μου, κ’ έπεσα
5 εις τήν θάλασσαν. Έπλύθην, έλούσθην, έκολύμβησα έπ’ ολίγα λεπτά τής
ώρας, ’ ήίσθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, έφανταζόμην τον εαυτόν μου
ώς νά ήμην έν με τό κϋμα, ώς να μετεΐχον τής φύσεως αύτοΰ, τής ύγράς καί
άλμυράς και δροσώδους. Δεν θά μου έκανε ποτέ καρδιά νά έβγω άπό τήν
θάλασσαν, δεν θά έχόρταινα ποτέ τό κολύμβημα, άν δέν είχα τήν έννοιαν τοϋ
ίο κοπαδιού μου. "Οσην ύπακοήν καί άν είχαν προς εμέ τά ερίφια, καί άν
ήκουον τήν φωνήν μου διά νά καθίσουν ήσυχα, έρίφια ήσαν, δυσάγωγα καί
άπιστα όσον καί τά μικρά παιδία. Έφοβούμην μήπως τινά άποσκιρτήσουν
καί μοΰ φύγουν, καί τότε έπρεπε νά τρέχω νά τά ζητώ τήν νύκτα εις τούς
λόγγους καί τά βουνά οδηγούμενος μόνον άπό τον ήχον των κωδωνίσκων των
15 τράγων ! "Οσον άφορα τήν Μοσχούλαν, διά νά είμαι βέβαιος, ότι δέν θά μοΰ
φύγη πάλιν, καθώς μοΰ είχε φύγει τήν άλλην φοράν, οπότε ό άγνωστος
κλέπτης (ώ νά τον έπιανα) τής είχε κλέψει, ό άνόητος, τον έπίχρυσον κω-
δωνίσκον μέ τό κόκκινον περιδέραιον άπό τον λαιμόν, έφρόντισα νάτήν δέσω
μ’ ενα σχοινάκι εις τήν ρίζαν ενός θάμνου ολίγον παραπάνω άπό τον βράχον,
20 εις τήν βάσιν τοϋ οποίου είχα άφήσει τά ροΰχά μου πριν ριφθώ εις τήν
θάλασσαν.
Έπήδησα ταχέως έξω, έφόρεσα τό ύποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα
μου, έκαμα ένα βήμα διά νά άναβώ. "Ανω τής κορυφής τοϋ βράχου, τοϋ
όποιου ή βάσις έβρέχετο άπό τήν θάλασσαν, θά έ'λυα τήν Μοσχούλαν, τήν
25 μικρήν αΐγά μου, καί μέ διακόσια ή περισσότερα βήματα θά έπέστρεφα πλη­
σίον είς τό κοπάδι μου. Ό μικρός εκείνος ανήφορος,'ό ολισθηρός κρημνός
ήτον δι’ εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμάρινης σκάλας, τό όποιον
φιλοτιμοΰνται νά πηδήσουν εκ των κάτω προς τά άνω άμιλλώμενα τά παιδιά
τής γειτονιάς.
30 Τήν στιγμήν έκείνην, ενώ έκαμα τό πρώτον βήμα, άκούω σφοδρόν πλα­
τάγισμα είς τήν θάλασσαν, ώς σώματος πίπτοντος είς τό κϋμα. 'Ο κρότος
ήρχετο δεξιόθεν, άπό τό μέρος τοϋ άντρου τοϋ κογχυλοστρώτου καί νυμφο-
στολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο ή Μοσχούλα, ή άνεψιά τοϋ
κύρ Μόσχου, κ’ έλούετο είς τήν θάλασσαν. Δέν θά έρριψοκινδύνευα νά έλθω
35 τόσον σιμά είς τά σύνορά της, έγώ ό σατυρίσκος τοϋ βουνοΰ, νά λουσθώ,
έάν ήξευρα ότι έσυνήθιζε νά λούεται καί τήν νύκτα μέ τό φώς τής σελήνης.
Έγνώριζα ότι τό πρωί, άμα τή άνατολή τοϋ ήλιου, συνήθως έλούετο.
"Εκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον έλάχιστον θόρυβον, άνερριχήθην
είς τά άνω, έκυψα μέ άκραν προφύλαξιν προς τό μέρος του άντρου, καλυπτό­
μενος όπισθεν ενός σχοίνου καί σκεπόμενος άπό τήν κορυφήν του βράχου,
καί είδα πράγματι οτι ή Μοσχούλα εϊχε πέσει άρτίως εις τό κΰμα γυμνή,
κ’ έλούετο. . .
* *

5 Τήν άνεγνώρισα πάραυτα είς τό φως τής σελήνης τό μελιχρόν, τό περι-


αργυρ’οϋν όλην τήν άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, καί κάμνον
να χορεύουν φωσφορίζοντα τά κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς έρρίφθη
είς τήν θάλασσαν, εϊχε βρέξει τήν κόμην της, άπό τούς βοστρύχους τής
όποιας ώς ποταμός άπό μαργαρίτας έρρεε τό νερόν, καί ειχεν άναδύσει' έβλε-
ιο πε κατά τύχην προς τό μέρος όπου ήμην εγώ, κ’ έκινεΐτο έδώ κ’ εκεί προσ-
παίζουσα καί πλέουσα. ’Ήξευρε καλώς νά κολυμβα.
Διά νά φύγω έ'πρεπεν έξ άπαντος νά πατήσω έπί μίαν στιγμήν ορθός
είς τήν κορυφήν τοϋ βράχου, εΐτα νά κύψω όπισθεν θάμνων, νά λύσω τήν
αΐγά μου, καί νά γίνω άφαντος κρατών τήν πνοήν μου, χωρίς τον έλάχιστον
15 κρότον ή θροΰν. Ά λ λ ’ ή στιγμή καθ’ ήν θά διηρχόμην διά τής κορυφής τοϋ
βράχου ήρκει διά νά μέ ϊδη ή Μοσχούλα. Ήτον άδύνατον, καθώς έκείνη
έβλεπε προς τό μέρος μου, νά φύγω άόρατος.
Τό άνάστημά μου θά διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν καί δεχόμενον
δαψιλώς τό φώς τής σελήνης, έπάνω τοϋ βράχου. Έ κεΐ ή κόρη θά μέ έβλεπε,
20 καθώς ήτον έστραμμένη προς τά έδώ .’Ώ ! πώς θά έξαφνίζετο. Θά έτρόμα-
ζεν εόλόγως, θά έφώναζεν, είτα θά μέ κατηγορεί διά σκοπούς άθεμίτους,
καί τότε άλλοίμονον είς τον μικρόν βοσκόν !
'Η πρώτη ιδέα μου ήτον νά βήξω, νά τής δώσω άμέσως εϊδησιν, καί νά
κράξω: «—Βρέθηκα έδώ, χωρίς νά ξ έ ρ ω ... Μήν τρ ο μ ά ζη ς!... φεύγω
25 άμέσως, κοπέλα μου!»
Πλήν, δέν ήξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός καί άτολμος. Κανείς δέν μέ εί­
χε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος είς τά βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην
πάλιν κάτω είς τήν ρίζαν τοϋ βράχου κ’ έπερίμενα.
«Αυτή δέν θ’ άργήση, έλεγα μέσα μου' τώρα θά κολυμπήση, θά ντυθή
30 καί θά φύγη. . . Θά τραβήξη αυτή τό μονοπάτι της, κ’ έγώ τον κρημνό
μου! . . . »
Κ’ ένθυμήθην τότε τον Σισώην, καί τον πνευματικόν τοϋ μοναστηριού,

32 ένεθυμήθην ΒΣΜ
τον παπα-Γρηγόριον, οΐτινες πολλάκις μέ εΐχον συμβουλεύσει νά φεύγω,
πάντοτε, τον γυναικεΐον πειρασμόν!
Έ κ τής ιδέας τοϋ νά περιμένω δέν ύπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή,
εΐμή ν’ άποφασίσω νά ριφθώ εις τήν θάλασσαν, μέ τά ρούχα, όπως ήμην, νά
5 κολυμβήσω εις τά βαθέα, άπατα νερά, όλον τό προς δυσμάς διάστημα, τό
από τής άκτής όπου εύρισκόμην, εντεύθεν τού μέρους όπου έλούετο ή νεάνις,
μέχρι τού κυρίως όρμου καί τής άμμου, επειδή εις όλον έκεΐνο τό διάστημα,
ώς ήμίσεος μιλίου, ή άκρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος καί
κρημνός. Μόνον εις τό μέρος όπου ήμην έσχηματίζετο τό λΐκνον έκεΐνο τού
ίο θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων καί βράχων.
Θ’ άφηνα τήν Μοσχούλαν μου, τήν αίγα, εις τήν τύχην της, δεμένην έχει
επάνω, άνωθεν τού βράχου, καί άμα έφθανα εις τήν άμμον μέ διάβροχα τά
ροΰχά μου (διότι ήτον ανάγκη νά πλεύσω μέ τά ρούχα), στάζων άλμην καί
άφρόν, θά έβάδιζα δισχίλια βήματα διά νά έπιστρέψω άπό άλλο μονοπάτι
15 πάλιν πλησίον τού κοπαδιού μου, θά κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά
νά λύσω τήν Μοσχούλαν τήν αιγά μου, οπότε ή ανεψιά τού κύρ Μόσχου θά
είχε φύγει χωρίς ν’ άφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αίγιαλόν. Τό σχέδιον
τούτο αν τό έξετέλουν, θά ήτον μέγας κόπος, άληθής άθλος. Θά έχρειάζετο
δέ καί μίαν ώραν καί πλέον. Ούδέ θά ήμην πλέον βέβαιος περί τής άσφα-
20 λείας τού κοπαδιού μου.
Δέν ύπήρχεν άλλη αΐρεσις, εΐμή νά περιμένω. Θά έκράτουν τήν ανα­
πνοήν μου. 'Η κόρη εκείνη δέν θά ύπώπτευε τήν παρουσίαν μου. ’Άλλως
ήμην έν συνειδήσει άθωος.
Έντοσούτω όσον άθωος καί αν ήμην, ή περιέργεια δέν μου έλειπε. Καί
25 άνερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τά έπάνω καί εις τήν κορυφήν τού βράχου,
καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων- έκυψα νά ΐδω τήν κολυμβώσαν νεάνιδα.
Ή τον άπόλαυσις, ονειρον, θαύμα. Εΐχεν άπομακρυνθή ώς πέντε όργυιάς
άπό τό άντρον, καί έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς άνατολάς, στρέφουσα τά
νώτα προς τό μέρος μου. “Εβλεπα τήν άμαυράν καί όμως χρυσίζουσαν άμυ-
30 δρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εΰγραμμον, τάς λεύκάς ώς γάλα ώμο-
πλάτας, τούς βραχίονας τούς τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά καί ονει­
ρώδη εις τό φέγγος τής σελήνης. Διέβλεπα τήν όσφύν της τήν εύλύγιστον,
τά ισχία της, τάς κνήμας, τούς πόδας της, μεταξύ σκιάς καί φωτός, βαπτι-
ζόμενα εις τό κύμα. Έμάντευα τό στέρνον της, τούς κόλπους της, γλαφυ-
35 ρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τής αύρας τάς ριπάς καί τής θαλάσσης

3 περιμένω, α,έκδδ 20 κοπαδιού αΦΕ


το θειον άρωμα. Ή τον πνοή, ίνδαλμα άφάνταστον, ονειρον έπιπλέον εις τδ
κϋμα’ ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ώς πλέει ναϋς μαγική, ή ναϋς
των ονείρων . . .
Ούτε μοϋ ήλθε τότε ή ιδέα δτι, άν έπάτουν έπάνω εις τον βράχον, Ορ­
θιος ή κυρτός, μέ σκοπόν νά φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, δτι ή νέα δέν θά
μ’ έ'βλεπε, καί θά ήμποροΰσα ν’ άποχωρήσω έν τάξει. Εκείνη έ'βλεπε πρός
άνατολάς, έγώ εύρισκόμην πρός δυσμάς οπισθέν της. Ούτε ή σκιά μου δέν
θά την έτάραττεν. Λύτη, έπειδή ή σελήνη ήτον εις τ’ άνατολικά, θά έπιπτε
πρός τό δυτικόν μέρος, όπισθεν τοϋ βράχου μου, κ’ έντεϋθεν του άντρου.
10 Είχα μείνει χάσκων, έν έκστάσει, καί δέν έσκεπτόμην πλέον τά επίγεια.

Δέν δύναμαι νά είπω άν μοϋ ήλθον πονηροί, καί συνάμα παιδικοί άνόη-
τοι λογισμοί, έν εϊδει εύχών κατάραι. «Νά έκινδύνευεν έ'ξαφνα! νά έβαζε μιά
φωνή ! νά έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον όποιον νά έκλάβη διά
θηρίον, διά σκυλόψαρον, καί νά έφώναζε βοήθειαν !. . . »
15 Είναι άληθές, δτι δέν έχόρταινα νά βλέπω τό δνειρον, τό πλέον εις τό
κΰμα. Α λλά την τελευταίαν στιγμήν, άλλοκότως, μοϋ έπανήλθε πάλιν
ή πρώτη ιδέα. . . Νά ριφθώ εις τά κύματα, πρός τό άντίθετον μέρος, εις τά
όπισθεν, νά κολυμβήσω δλον έκεΐνο τό διάστημα έως τήν άμμον, καί νά φύ­
γω, νά φύγω τον πειρασμόν !. . .
20 Καί πάλιν δέν έχόρταινα νά βλέπω τό ονειρον. . . Αίφνης εις τάς άνάγ-
κας τοϋ πραγματικοΰ κόσμου μ’ έπανέφερεν ή φωνή τής κατσίκας μου. 'Η
μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης νά βελάζη !. . . .
’Ώ, αύτό δέν τό είχα προβλέψει. Ήμποροΰσα νά σιωπώ έγώ, άλλά
δυστυχώς δέν ήτον εϋκολον νά έπιβάλω σιωπήν εις τήν αίγά μου. Δέν ήξευ-
25 ρα καλά άν ύπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τά θρέμματα, έπειδή δέν είχα
μάθει ακόμη νά κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ό άγνωστος έχθρός, ό
όποιος τής είχε κλέψει τον κωδωνίσκον- άλλά δέν τής είχε κόψει καί τήν
γλώσσαν διά νά μή βελάζη. — Μέ ράμνον πολύκλαδον εις τό στόμα, ή μέ
σπαρτίον περί τό ρόγχος, ή δπως άλλως· άλλά καί άν τό ήξευρα ποΰ νά τό
30 συλλογισθώ!
’Έτρεξα τότε παράφορος νά σφίγξω τό ρύγχος της μέ τήν παλάμην, νά
μή βελάζη. . . Τήν στιγμήν έκείνην έλησμόνησα τήν κόρην τήν κολυμβώσαν
χάριν αύτής ταύτης τής κόρης. Δέν έσκέφθην άν ήτον φόβος νά μέ ΐδή, καί

16 πάλιν παραλ. ΒΣΜ 30 συλλογισθώ. έκδδ 33 άν] δτι ΦΕΒΣ


ή£ιιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ’ έπάτησα έπί τοϋ βράχου, διά νά προλάβω
καί φθάσω πλησίον τής κατσίκας.
Συγχρόνως μ’ έκυρίευσε καί φόβος άπό τήν φιλοστοργίαν τήν όποιαν
έτρεφα προς τήν πτωχήν αιγά μου. Τό σχοινίον με τό όποιον τήν είχα δέσει
5 εις τήν ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μήν «έσχοινιάσθη», μήν
έμπερδεύθη καί περιεπλάκη ό τράχηλός της, μήν ήτον κίνδυνος νά πνιγή τό
ταλαίπωρου ζωον;
***

Δεν ήξεύρω αν ή κόρη ή λουομένη εις τήν θάλασσαν ήκουσε τήν φωνήν
τής γίδας μου. Α λλά καί αν τήν είχεν άκούσει, τί τό παράδοξον; Ποιος
ίο φόβος ήτον; Τό ν’ άκούη τις φωνήν ζώου έκεϊ πού κολυμβα, άφοϋ δεν άπέ-
χει είμή όλίγας όργυιάς άπό τήν ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.
Ά λλ’ όμως, ή στιγμή εκείνη, πού είχα πατήσει εις τήν κορυφήν τοϋ
βράχου, ήρκεσεν. 'Η νεαρά κόρη, εΐτε ήκουσεν εΐτε οχι τήν φωνήν τής
κατσίκας — μάλλον φαίνεται ότι τήν ήκουσε, διότι έ'στρεψε τήν κεφαλήν προς
15 τό μέρος τής ξηράς. . .— είδε τον μαΰρον ίσκιον μου, τον διακαμόν* μου,
έπάνω εις τον βράχον, άνάμεσα εις τούς θάμνους, καί άφήκε μισοπνιγμένην
κραυγήν φόβου...
Τότε μέ κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη άπερίγραπτος. Τά γόνατά
μου έκάμφθησαν. "Εξαλλος εκ τρόμου, ήδυνήθην ν’ άρθρώσω φωνήν, κ’ έ-
20 κραξα:
— Μή φοβάσαι!. . . δεν είναι τίποτε. . . δεν σοΰ θέλω κακόν !
Καί έσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε νά ριφθώ εις τήν θάλασ­
σαν, μάλλον, διά νά έλθω εις βοήθειαν τής κόρης, ή νά τρέξω καί νά φ ύγω . . .
"Ηρκει ή φωνή μου νά τής έδιδε μεγαλύτερου θάρρος ή όσον ή παραμονή
25 μου καί τό τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οί αΐγια-
λοί καί αί θάλασσαι έκεΐναι έσυχνάζοντο άπό τούς άλιεΐς, μία βάρκα έφάνη
νά προβάλλη άντικρύ, προς τό άνατολικομεσημβρινόν μέρος, άπό τον πέρα
κάβου, τον σχηματίζοντα τό δεξιόν οίονεί κέρας τοϋ κολπίσκου. Έφάνη
30 πλέουσα άργά, έρχομένη προς τά έδώ, μέ τάς κώπας’ πλήν ή έμφάνισίς της,
άντί νά δώση θάρρος εις τήν κόρην, έπέτεινε τον τρόμον της.
Ά φήκε δευτέραν κραυγήν μεγαλυτέρας άγωνίας. Έ ν άκαρεϊ τήν είδα
νά βυθίζεται, καί νά γίνεται άφαντη εις τό κΰμα.

2 καί] νά ΒΜ, διορθ. Συ


Δέν έπρεπε τότε νά διστάσω. 'Η βάρκα εκείνη άπεΐχεν ύπέρ τάς εϊκοσιν
όργυιάς, άπό τό μέρος όπου ήγωνία ή κόρη, έγώ άπεϊχα μόνον πέντε ή
εξ όργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, έρρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με
την κεφαλήν κάτω, άπό τό ύψος τοΰ βράχου.
5 Τό βάθος του νεροΰ ήτον ύπέρ τα δύο άναστήματα. ’Έφθασα σχεδόν
είς τον πυθμένα, ό όποιος ήτο άμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων καί πετρών,
καί δεν ήτο φόβος νά κτυπήσω. Πάραυτα άνέδυν καί άνήλθον είς τον άφρόν
του κύματος.
Άπεΐχον τώρα όλιγώτερον ή πέντε όργυιάς άπό τό μέρος τοΰ πόντου,
ίο όπου έσχηματίζοντο δΐναι καί κύκλοι συστρεφόμενοι είς τον άφρόν τής θα­
λάσσης, οί όποιοι θά ήσαν ως μνήμα ύγρόν καί άκαριαΐον διά τήν άτυχή
παιδίσκην τά μόνα ΐχνη τά όποια αφήνει ποτέ είς τήν θάλασσαν άγωνιών
άνθρώπινον πλάσμα !. . . Μέ τρία στιβαρά πηδήματα καί πλευσίματα, έντός
ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον τη ς. . .
15 Είδα τό εύμορφον σώμα νά παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον είς τον
βυθόν τοΰ πόντου ή είς τον άφρόν τοΰ κύματος, έγγύτερον τοΰ θανάτου ή
τής ζωής- έβυθίσθην, ήρπασα τήν κόρην είς τάς άγκάλας μου, καί άνήλθον.
Καθώς τήν είχα περιβάλει μέ τον άριστερόν βραχίονα, μοΰ έφάνη ότι
ήσθάνθην άσθενή τήν χλιαράν πνοήν της είς τήν παρειάν μου. Είχα φθάσει
20 εγκαίρως, δόξα τώ Θεώ !. . . Εντούτοις δέν παρείχε σημεία ζωής ολοφά­
νερα. . . Τήν έτίναξα μέ σφοδρόν κίνημα, αύθορμήτως, διά νά δυνηθή ν’ ά-
ναπνεύση, τήν έκαμα νά στηριχθή επί τής πλάτης μου, καί έπλευσα, μέ τήν
χεΐρα τήν δεξιάν καί μέ τούς δύο πόδας, έπλευσα ίσχυρώς προς τήν ξηράν.
Αί δυνάμεις μου έπολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
25 Ίίσθάνθην ότι προσεκολλάτο τό πλάσμα επάνω μου- ήθελε τήν ζωήν
της· ώ ! ας έζη, καί ας ήτον εύτυχής. Κανείς ίδιοτελής λογισμός δέν ύπήρχε
τήν στιγμήν εκείνην είς τό πνεΰμά μου. 'Η καρδία μου ήτο πλήρης αύτοθυ-
σίας καί άφιλοκερδείας. Ποτέ δέν θά έζήτουν άμοιβήν !
Έ π ί πόσον ακόμη θά τό ένθυμοΰμαι εκείνο τό άβρόν, τό άπαλόν σώμα
30 τής άγνής κόρης, τό όποιον ήσθάνθην ποτέ έπάνω μου έπ’ ολίγα λεπτά τής
άλλως άνωφελοΰς ζωής μου! Ή τον ονειρον, πλάνη, γοητεία. Καί όπόσον
διέφερεν άπό όλας τάς ίδιοτελεΐς περιπτύξεις, άπό δλας τάς λυκοφιλίας καί
τούς κυνέρωτας τοΰ κόσμου ή εκλεκτή, ή αιθέριος εκείνη έπαφή ! Δέν ήτο
βάρος έκεΐνο, τό φορτίον τό εύάγκαλον, άλλ’ ήτο άνακούφισις καί άναψυχή.
35 Ποτέ δέν ήσθάνθην τον έαυτόν μου ελαφρότερου ή έφ’ όσον έβάσταζον τό

13 πηδήματα αμφίβολο, ίσως κινήματα


βάρος έκεΐνο. . . ’Ήμην ό άνθρωπος, δστις κατώρθωσε νά συλλάβη μέ τάς
χεΐράς του προς στιγμήν έν ονειρον, τδ ίδιον ονειρόν του. . .

**

Ή Μοσχούλα έζησε, δεν άπέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, καί δέν
ήξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι άπλή θυγάτηρ τής Εΰας, δπως δλαι.
5 Ά λλ’ εγώ έπλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Ή ταλαίπωρος μικρή
μου κατσίκα, τήν όποιαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι «έσχοι-
νιάσθη»- περιεπλάκη κακά είς τό σχοινίον, μέ τό όποιον τήν είχα δεμένην,
καί έπνίγη !. . . Μετρίως έλυπήθην, καί τήν έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ’ έγώ έ'μαθα γράμματα, έξ εύνοιας καί ελέους των καλογήρων, κ’ εγι-
ιο να δικηγόρος. . . Ά φοΰ έπέρασα άπό δύο ίερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα ή μοναδική έκείνη περίστασις, ή ονειρώδης έκείνη άνάμνησις τής
λουομένης κόρης, μ’ έκαμε νά μή γίνω κληρικός; Φεϋ ! άκριβώς ή άνάμνησις
έκείνη έπρεπε νά μέ κάμη νά γίνω μοναχός.
Όρθώς έλεγεν ό γηραιός Σισώης δτι «άν ήθελαν νά μέ κάμουν καλό-
15 γέρον, δέν έ'πρεπε νά μέ στείλουν έξω άπό τό μοναστήρι. . .» Διά τήν σω­
τηρίαν τής ψυχής μου ήρκουν τά ολίγα έκεΐνα κολλυβογράμματα, τά όποια
αύτός μέ είχε διδάξει, καί μάλιστα ήσαν καί πολλά!. . .
Καί τώρα, δταν ένθυμοΰμαι τό κοντόν έκεΐνο σχοινίον, από τό όποιον
έσχοινιάσθη κ’ έπνίγη ή Μοσχούλα, ή κατσίκα μου, καί άναλογίζωμαι τό
20 άλλο σχοινίον τής παραβολής, μέ τό όποιον είναι δεμένος ό σκύλος είς τήν
αύλήν του άφέντη του, διαπορώ μέσα μου άν τά δύο δέν είχαν μεγάλην
συγγένειαν, καί άν δέν ήσαν ώς «σχοίνισμα κληρονομιάς» δι’ έμέ, δπως ή
Γραφή λέγει.
’Ώ ! άς ήμην άκόμη βοσκός είς τά ορη !. . . ”

25 (Διά τήν άντιγραφήν)

(1900)

18 ΙΙβ. Παροιμ. 7,22 20 Αεντερ. 32,9* 1 Παραλ. 16,18· Ψαλμ. 104(105),11

25 (Διά τήν αντιγραφήν) παραλ. ΕΣ

"Απαντα ΊΙαπαδιαμάντη Γ' 18


ΝΙΚΟΛΑΟΣ Β. ΦΑΡΔΥΣ

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Μεταγραφή - Φιλολογική Επιμέλεια:


Θανάσης Β. Κούγκουλος
Οι γυναικομυαλοι της Σαμοθρκης

Το πραξικοπημα ηταν πολυ μεγαλο και δια τουτο επρεπε να 232
γεννηθκαι απο μεγαλο κεφαλι. Δεν ηταν μικρο πραγμα: αι
γυναικες θα εγινονταν ανδρες και οι ανδρες γυναικες η μαλλον,
την θεσιν των ανδρων εν τκοινωνι των Σαμοθρκων θα
5 ελαμβαναν αι γυναικες, και τοιουτροπως η Σαμοθρκη θα
εκυβερνατο απο γυναικεια κεφαλια. Αυτο το μεγαλο κεφαλι,
που εγεννησεν αυτο το μεγαλο σχεδιον, το ειχεν η
Πατσιαβουρουδα.
Η Πατσιαβουρουδα δεν ειναι τυχαιον ατομον` οταν
10 θυμωντρυζει η γη απο κατω απο τα ποδια της. Θελει να την
αγαπουνε ολοι οι ανθρωποι || και αλλοιμονον εις εκεινον, ο 233
οποιος θα ειχε την ανοησιαν να φανοτι δεν μαχαιρονεται δι
αυτην. Οποιος ανδρας, οποια γυναικα η οποιο παιδι δεν καμνει
το θελημα της, ειναι παληανθρωπος, παληογυναικα,
15 παληοπαιδο. Αυτη ειναι μοναδικη οχι μονον μεσα εις την
Σαμοθρκην, αλλα και εις ολην την οικουμενην` ο Θεος την
επλασεν οχι απο λασπην του πηλου, αλλα απο αλλην τινα
ξεχωριστην υλην: ισως απο λάσπην του σιταριου.
Η Πατσιαβουρουδα ειχε φιλην και συναδελφον την
20 Ποδοπαναν*, ετερον υψηλον και ενδοξον προσωπον της
νησου Σαμοθρκης. Την Ποδοπαναν δεν δυσκολευεται τις
πολυ δια να την γνωρισ. Ο ποδογυρος του φουστανιου της
σηκονει παντοτε δεκα κανταργια λασπη. Την μυξα της την
σφογγιζει παντοτε εις τα μανικια του κοντογουνιου της, τα
25 οποια λαμποκοπουν απο την γλιτσαν. Η ποδια οπου φορει
βγαζει διαφορων ειδων μυρωδιαις απ εκειναις οπου
εξατμιζονται μεσα εις τα σκουπιδια των μαγειρειων και μεσα εις
τ αναγκαια*. Η γλωσσα της κοπτει ωσαν τερζιδικο* ψαλιδι.
Τρωγει τρια μεγαλα ψωμια την ημερα και δεκα οκαδες
30 φασολες.
Μαζι με τα δυο προηγουμενα εξοχα προσωπα
συγκατατασσεται και ετερον εξευγενισμενον προσωπον, η
κυρα Πορτογυρα. Το χαρακτηριστικον γνωρισμα της Κυριας
ταυτης ειναι οτι, αμα εξημερωσο Θεος την ημεραν, αρχιζει και
35 αυτη ταις βιζιταις και ταις τελειωνει με το βασιλευμα του ηλιου.
Κπου κπου κουρδιζει το κεφαλι της με κρασι, η, ρακι, και
τοτε η γλωσσα της πηγαινει ωσαν βαρβαρεζικο οργανακι*.
Οπου γαμος και τραπεζι, και αυτη, και προσκαλεσμενη και
απροσκαλεστη, θα ευρισκεται. Ειναι δε μοναδικη εις τα
40 μαλωματα: ημπορει ν αποστομωσκαι αυτου του Αρειου το
στομα.
Αυταις αι τρεις μεγαλαις Κυριαις ειναι, ουτως ειπειν, το
τριποδιον επι του οποιου στηριζεται ολη η Κοινοτης της νησου
Σαμοθρκης. Ο,τι θελουν αυταις, αυτο παντοτε γινεται. Αυταις,
45 εν ροποφθαλμου, δυνανται να κατηχησουν

3
ολαις ταις γυναικαις του χωριου. Οι δε ανδρες καμνουν
παντοτε ο,τι τους λεγουν αι γυναικες τους. Τοιουτροπως || δε
αυταις αι Κυριαις εκλεγουν Δημογεροντας, αυταις διοριζουν 234
διδασκαλον` αυταις κυβερνουν την Εκκλησιαν, αυταις βαζουν
5 γραμματικους, αυταις εξουσιαζουν τους παπαδες, με ενα λογον
αυταις εχουν απο κατω απο τα φουστανια τους ολον το
χωριον.
Μιαν ημερα η Πορτογυρα μαζι με την Ποδοπανα υπηγαν να
βιζιταρουν* την Πατσιαβουρουδα, η οποια τας υπεδεχθη με
10 μεγαλην χαραν και φιλοφρονησιν.
- Η Παναγουδα η Κρημνιωτισσα* σας εφερε, λεγει, εις το σπιτι
μου πρωϊ πρωϊ γιατι απο εψες συλλογιζομαι ενα μεγαλο
σχεδιο, το οποιον εσκοπευα να σας φωναξω να σας το πω.
Εως ποτε πλεον αυτο το κακο θα μας βασανιζει; Εως ποτε θα
15 εχωμε αυτους τους παληανθρωπους τους ανδρες μας ωσαν
ροπαλα επανω εις τα κεφαλια μας; Τι κακο ειναι τουτο; Ημεις
να μεγειρευωμε και αυτοι να ερχωνται το βραδυ να τρωγουν
απο το μαγειρεμενο το φαγι; Ημεις να στρωνωμε και αυτοι να
ερχωνται να κοιμωνται εις τα στρωμενα; Ολα να τα θελουν
20 κατα τη θελησι τους` και οταν τυχνα τους πουμε και ημεις δυο
τρια λογια, να μας δερνουν σαν καλογερικα μουλαρια. Τι
πραμα ειναι τουτο; Δεν υποφερνεται πλεον` και δια τουτο
πρεπει να σκεφθουμε με τι τροπον να παρουμε ημεις τας
θεσεις των ανδρων μας, και αυτους να τους κανωμε γυναικες.
25 - Αληθεια ! λεγει η Ποδοπανα, πολυ σωστα ομιλεις. Αυτοι οι
ανδρες μας εκαταντησαν πλεον ανυποφερτοι. Προχθες ο δικος
μου μου εφερε μια σιναγριδα να μαγειρεψω. Την εμαγειρεψα.
Επειδη ομως εγεινε πολυ νοστιμη, δια τουτο, οσο να την ιδω
εις το αλας*, ετελειωσε. Ηρθε και αυτος +κ εγυρευε συναγριδα.
30 Τον ειπα πως την εφαγε η γατα. Αλλ εκεινος αδελφη μου, που
να παρ απο λογια! Ναι ναι ναι, ηθελε τη συναγριδα. Τον ειπα
πως ηταν αδιακριτος* καλοφαγας και δια τουτο μ εσαπησε τα
πλευρα μου απο το ξυλο. Τετοιος ανθρωπος δεν θελει ||
κρεμασμα; 235
35 - Α! και δεν εμαθετε τι επαθα εγω ταις προαλλαις απο τον
ιδικον μου; <λεγει η Πορτογυρα>. Ηταν του Αγιου Νικολαου. Το
πρωϊ αμα εβγηκα απο την Εκκλησιαν υπηγα εις την βιζιτα του
γειτονα μας του Νικολα. Κοντα στο κερασμα μας εβγαλε και
τραπεζι με τριω τεσσαρω λογιω φαγητα. Ειχε και γλυκοπιοτο
40 κρασι. Παρε λιγο απο το ενα φαγι, παρε λιγο απο το αλλο` πιε
το ενα ποτηρι για την υγεια του νοικοκυρη, πιε το αλλο για την
υγεια της νοικοκυρας. Καμε το χατιρι το<υ> ενος, καμε το χατιρι
του αλλο<υ>νου. Σε τετοια περιστασι δεν πρεπει να φαινεται
τις χωριατισσα. Αλλα, πραγματα που γινονται, ζαλισθηκα
45 κομματι απο το κρασι, και δια τουτο μ εβαλαν να κοιμηθω
κομματι. Και μολα ταυτα και παλιν δεν αργισα να γυρισω εις το
νοικοκυριο μου, γιατι την ωρα που πηγα εις το σπιτι μου τα
λυχναρια δεν ηταν ακομη αναμμενα. Και ομως ο καλος ο
ανδρας μου καθουνταν εκει με μια πιθαμη κατσουφα*. Τον
50 κακοφανηκε γιατι να παγω στη βιζιτα.

4



Μουρμουριζε ως το πρωϊ, που μ εζαλισε το κεφαλι. Ηταν
πραμα για να θυμωσ αυτο; Αλλα τετοιοι ειναι αυτοι οι ανδρες

- Ε! καλονοικοκυραδες μου, επανελαβεν η Πατσιαβουρουδα,
5 καθως βλεπω και σεις εισθε συμφωνες μ εμενα. Τωρα λοιπον
δεν μενει αλλο παρα ναρουμε το μεσον με το οποιον να τους
αναγκασωμε να μας δωσουν τα φορεματα τους και να
φορεσουν αυτοι τα ιδικα μας. Να γινωμε ημεις ανδρες και
αυτους να τους αναγκασωμε να γινουν γυναικες. Ημεις να τους
10 διαταζουμε και αυτοι να υπακουουν. Αλλα, εαν τους το ειπουμε
με καλο τροπο δεν θα το παραδεχθουν. Πρεπει αυταις ταις δυο
τρεις ημεραις να κατηχησωμε ολαις ταις γυναικαις του χωριου,
ωστε μεθαυριο την Κυριακη πρωϊ πρωϊ να σηκωθουν να
φορεσου<ν> ολες τα φορεματα των ανδρων τους <,> ν
15 αρματωθουν με βελονας, με ψαλιδια, με αδραχτια, με
τυλιγαδια*, με ο,τι εχουν και να ερθουν εις το Συνοδικον*. Ημεις
εκει θα βαστουμε τα ποστα και δεν θ αφινωμε ναρχεται
κανενας αν||δρας κοντα μας. Τοτε οι ανδρες μας, αμα μας 236
ιδουν ολαις αρματωμεναις κατ αυτόν τον τροπον, θα τσιλιθουν*
20 απο τον φοβο τους, και θα πεσουν να μας προσκυνησουν και
τοτε ημεις καμομε ολα τα θεληματα μας. Ε; Πως σας φαινεται
αυτο το σχεδιο;
- Και ρωτας ακομα; απηντησαν και αι δυο. Αλλο καλλιτερο απ
αυτο το σχεδιο δεν ημπορει ναυρεθ. Τιποτε αλλο δεν μας
25 μενει παρα ναρχισωμε απο σημερα να κατηχουμε ταις
γυναικαις του χωριου μας.

5
ΣΧΟΛΙΑ



Το διήγημα καταλαμβάνει πέντε σελίδες του Αυτόγραφου Γενναδείου:
το τέλος της σ. 232, ολόκληρες τις σ. 233, 234, 235 και την αρχή της 236.
Γραμμένο με μολύβι, χωρίς πολλές επιπρόσθετες διορθώσεις. Ο Φ. σημειώνει
το κλείσιμο του διηγήματος με μία οριζόντια γραμμή. Η αφήγηση φαίνεται
αυτοτελής, ωστόσο είναι πιθανό να αποτελεί μόνο την αρχή ενός πιο
εκτεταμένου κειμένου που δεν ολοκληρώθηκε ή δεν σώθηκε. Η συγγραφή του
μπορεί να χρονολογηθεί, με βάση ενδείξεις απ΄ όλο το Αυτόγραφο
Γενναδείου, γύρω στα 1890.

σ. 1
Τίτλος` γυναικομυαλοι] αρσενικοθηλικοι (sic)` ανορθόγραφο πιθανώς εκ
παραδρομής || 5 Σαμοθρκων` στο χφ. το α χωρίς υπογεγραμμένη` καθώς
το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις διορθώνουμε εφεξής τη λ. || 7 που
εγεννησεν … σχεδιον` μεταγενέστερη προσθήκη του Φ. || 10 τρυζει`
προφανώς μπορούμε να διαβάσουμε και τρίζει, το οποίο διαφέρει από το
προηγούμενο στην ένταση του ήχου` με ι δηλώνεται οξύτερος και με υ
αμβλύτερος ήχος || 11 αλλοιμονον` διαγράφεται έπειτα η λ. δε || 12
μαχαιρονεται` ο Φ., όπως και γενικότερα η εποχή του, χρησιμοποιεί το ο αντί
το ω στα σημερινά σε –ωνω ρήματα, βλ. και σ. 1, στ. 23 σηκονει|| 14 – 15
παληογυναικα, παληοπαιδο` στο χφ. το η με υπογεγραμμένη` εξοβελίζουμε
την υπογεγραμμένη ως λανθασμένη (παληός)` εξάλλου και οι ομοίως
σύνθετες παληανθρωπος (σ. 1, στ. 14) και παληανθρωπους (σ. 2, στ. 15)
γράφονται χωρίς υπογεγραμμένη || 17 του πηλου` προσθήκη εντός
κομμάτων` απαλείφουμε το πρώτο κόμμα ||23 λασπη` παρά τη λογιότερη
γλωσσική προτίμηση του Φ. στην αφήγηση (σε αντίθεση με τα διαλογικά
μέρη), όπως η αιτιατική σε ν ακόμη και για λ. με καθαρά δημοτική προέλευση
π.χ. την γλιτσαν (σ. 1, στ. 25), παρεισφρέουν κάπως αταίριαστα και δημοτικοί
τύποι, π.χ. αιτιατικές χωρίς ν` εδώ λασπη αλλά στη σ. 1, στ. 17 και 18
λασπην ή μυξα (σ. 1, στ. 23) ή ημερα (σ. 1, στ. 29 και σ. 2, στ. 8), αν και με ν
(την ημεραν) στη σ. 1, στ. 34 ή φασολες (σ. 1, στ. 30)|| 24 - 25 τα οποια …
γλιτσαν` μεταγενέστερη προσθήκη || 26 βγαζει` ακολουθεί μυ<ρωδιαις>`
σβήνεται διότι αλλάζει η φρ. ||27 εξατμιζονται] βρισκονται || 35 με το
βασιλευμα] οταν βασ<ιλευει> || 37 – 38 βαρβαρεζικο οργανακι] η φτερωτη του
μυλου

σ. 2
4 διοριζουν] συμφων<ουν> ||6-7 εχουν … φουστανια τους] κυβερνουν ||13
σχεδιο` στους διάλογους των ηρώων η γλώσσα βρίσκεται πιο κοντά στη
δημοτική, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αποκοπή του τελικού ν
συνήθως στα δευτερόκλιτα ουδέτερα ουσιαστικά (π.χ. ενταύθα σχεδιο, το ίδιο
και σ. 3, στ. 22 και 24, αλλά στη σ. 1, στ. 7 σχεδιον) και στην αιτιατική όλων
των κλίσεων, βλ. π.χ. τη θελησι (σ. 2, στ. 20), την υγεια (σ. 2, στ. 42) ή τον
φοβο (σ. 3, στ. 20) || 14 Εως` το δεύτερο στο στ.` στο χφ. το ε με μικρό
γράμμα` αλλάζουμε σε κεφαλαίο ||17 βραδυ` διορθώνουμε από ι σε υ /
ακολούθως απαλείφεται η λ. και ||19 στρωμενα` διαγράφεται στη συνέχεια η λ.
στρωματα ||20 οταν` σβήνεται μετά η λ. τους ||24 γυναικες` για λόγους

6
σύνταξης (κατηγορούμενο στο αυτους) έπρεπε να ήταν αιτιατική σε –αις (π.χ.
γυναικαις σ. 2, στ. 1 και σ. 3, στ. 13) αλλά υποθέτουμε ότι εννοείται να γινουν
(όπως αναγράφεται στη σ. 3, στ. 9), οπότε είναι υποκείμενο σε ονομαστική`
επομένως σωστά σε -ες||29 +κ` διαβάζουμε με αμφιβολία και με έκθλιψη,
εφόσον πάνω από τη δυσδιάκριτη λ. (και όχι δεξιά) συμπληρώνεται το σημείο
της αποστρόφου (  ) || 42 χατιρι` εδώ γράφεται με η (χατηρι) ενώ στη σ. 2, στ.
43 με ι` προτιμήσαμε τη δεύτερη εκδοχή και τις δύο φορές ως απλούστερη /
το<υ>` από αβλεψία πρέπει να παραλείφτηκε το υ (γενική ενικού του
αρσενικού άρθρου)` εξάλλου συσχετίζεται και με τη χρήση της γενικής στη σ.
2, στ. 43 (του αλλο<υ>νου)` διαφορετικά είναι ασύντακτος ο τύπος του ενικού
ουδετέρου άρθρου (το)

σ. 3
4 επανελαβεν η Πατσιαβουρουδα` επιπρόσθετη συμπλήρωση || 14
φορεσου<ν>` μάλλον ξεφεύγει το τελικό ν του ρήματος / ολες` τύπος
ονομαστικής πληθυντικού θηλυκού γένους, γι΄ αυτό και διαφορετική
ορθογραφία από την αιτιατική (σ. 3, στ. 12 και 19) σε -αις || 15 – 16 <,> ν
αρματωθουν … ο,τι εχουν` μεταγενέστερη προσθήκη` στην αρχή της
διορθωμένης φρ. λείπει στο χφ. ένα κόμμα - ίσως διέλαθε λόγω της κατοπινής
επέμβασης ||19 μας` το δεύτερο` μεταγενέστερη προσθήκη

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
αδιακριτος: αδιανόητος, αστόχαστος
αναγκαια: απόπατος, αποχωρητήριο
βαρβαρεζικο παραλλαγή του βαρβαρικόν όργανον = αερόφωνο, ρομβία,
οργανακι: λατέρνα. Επομένως η εκφ. η γλωσσα της πηγαινει ωσαν
βαρβαρεζικο οργανακι = είναι γλωσσοκοπάνα
βιζιταρω: επισκέπτομαι, από το βίζιτα
κατσουφα: σκυθρωπότητα, κατήφεια
να την ιδω εις το εκφ. που σημαίνει δοκιμάζω το υπό παρασκευή φαγητό για
αλας: να δω πόσο αλάτι χρειάζεται
Παναγουδα η
Κρημνιωτισσα: Παναγιά η Κρημνιώτισσα, προσωνυμία της Παναγίας και
θαυματουργό εκκλησάκι της Σαμοθράκης σε απόκρημνο
βράχο, στην περιοχή της Παχιάς Άμμου, στη νότια ακτή του
νησιού (βλ. και Κατσάνης 1996, 206)
Ποδοπανα: παρωνύμιο προερχόμενο από τα «ποδοπάνια», φόδρα από
δέρμα κατσίκας που έμπαινε κάτω από τα «απανωθέλια»,
δηλαδή το άνω τμήμα του τσαρουχιού (βλ. και
Παρασκευαϊδης 1983, 289)
Συνοδικον: χώρος μοναστηριού ή εκκλησίας όπου φιλοξενούνται οι
επίσημοι επισκέπτες και προσφέρονται τα κεράσματα στις
μεγάλες γιορτές
τερζιδικος: ο σχετικός με τον τερζή = ράπτη
τσιλιζω: τσιρλίζω, έχω υδαρές αποπάτημα – ευκοιλιότητα, βρομίζω με
τσίρλες
τυλιγαδι: ξύλινο διχαλωτό ραβδί για το τύλιγμα του νήματος σε
κουβάρια ή θηλιές
Θανάσης Β. Κούγκουλος

7
Ανθρωποσωστης Αιλουρος

Εκ πρωτης οψεως του τιτλου του παροντος αρθριδιου μου βεβαιως 265
θα ειπῃ τις, ιδου και ετερος φιλος των ζῳων 1 οστις ερχεται να μας διηγηθῃ
κἀνεν φανταστικον κατορθωμα του γατου του, εκ φιλοτιμιας οπως και αυτος
φανῃ οτι εχει φραγκικην ευαισθησιαν και ότι εργαζεται υπερ των
ταλαιπωρουμενων ζῳων, ως να μη ηρκεν η Ζωονομια του Δαβρινου και τα
τοσα αλλα συγγραματα της εν Αγγλιᾳ Εταιριας των φιλων των ζῳων. Τῃ
αληθειᾳ εν προαισθησει της μομφης ταυτης θἀ απειρειγον να φερω εις φως
εκεινο οπερ προ των θυρων σκοτεινης τινος αγροτικης οικιας της νησου
Σαμοθρᾳκης ελαβε χωραν, εαν δεν φοβουμην μηπως φανω αγνωμων προς
τον ευεργετην Σαλβατόρον 2 (ουτως ονομαζεται ο ηρως αιλουρος), ο οποιος
αν εζη εις τους χρονους των Ρωμαιων, βεβαιως θα ετυγχανε τιμων
ευεργετου και Σωτηρος και θα ηξιουτο επιτυμβιου μνημειου. Είναι δε το
γεγονος ουτινος την αφηγησιν ωδε παρατιθημι ουχι φανταστικον
φιλοτεχνημα, αποκυημα αργουντος καλαμου, αλλ’ ιστορικον ανεκδοτον
αξιον υποδοχης εν επι Φυσ. Ιστοριας εν τῃ ως ανωτερω ρηθεισῃ κατοικια.
Μετα το γευμα μιας των ημερων του παρελθοντος μηνος Ιουλιου, η
συζυγος του διηγηθεντος μοι το γεγονος τουτο, αποκοιμισασα προ της
αυλης της οικιας χαμαι επι τινος ταπητος το μολις πεντε μηνων ηλικιαν αγον
παιδιον της, και αφησασα παρ’αυτῳ ως || συντροφους και φυλακας τα δυο 266
κορασια αυτης, των οποιων το πρεσβυτερον δεν εχει εκλειση ακομη το
εβδομον ετος της ηλικιας του, μετεβη εις την γειτονικην οικιαν χαριν μικρας
και βραχυχρονιου εργασιας, ητις, ως συνηθως συμβαινει παρα τοις
λογοφιλοις γυναιξι, εγενετο μακροχρονιος. 3

1
Διαγράφεται το λογοπαίγνιο: «φιλος των γαλών και ουχι των γάλων η Γαλλων» (με τόνους
από τον Φ.).
2
Με τόνο στο χειρόγραφο.
3
Σβήνονται ακολούθως τα εξής: «Μη δι’ ολως ξενισθῃς φιλε αναγνωστα, οστις κατοικεις εν
πολει και μονον μεγαλοπρεπεις και πολυτελεις εξοχικας οικιας γιγνωσκεις, δια το αφελες και
λιτον των ηθων. Υπαρχουσιν ακομη και σημερον ανθρωποι, διαιτωμενοι».
Παρα τῃ τριαδι των παιδιων εκειτο χαμαζε και ο Σαλβατορος
τεταμενος απαθως μεγας μεγαλωσει και ρογχαλιζων ηδονικωτατα, ο οποιος,
κατά την συνηθειαν του, και την φοραν ταυτην ειχε τον μυστακα του παρα
το δεξιον ωτιον του κοιμειμενου παιδιου.
Ενῳ δε τα δυο κορασια κατεγινοντο μεταμεγιστης επιμελειας και
σπουδης εις τον στολισμον της κουκλας, την οποιαν, την φοραν ταυτην,
ενεδυον με τα νυμφικα της δια να την υπανδρευσουν με τον Σαλβατορον,
τον οποιον υπερβολικως ηγαπων δια την φρονιμαδα του, και μαλιστα δια
την κολακειαν του, καθοσον μαλιστα, οσακις εκρατουν εις χειρας φαγητον,
χιλιακις εφιλα τας χειρας και τους ποδας των, μεχρις οτου λαβῃ το
μεροιδιον του. Ενῳ λοιπον παντα ταυτα μετα πολλης επισημοτητος και
σοβαροτητος ετελουντο παρα τῳ κοιμωμενῳ παιδιῳ, αιφνης αναφαινεται εκ
τινος εκειθεν οπης μεγας αιολος οφις, οστις ελκυσθεις βεβαιως εκ της
ηδειας οσμης του γαλακτοτρεφομενου παιδιου ελισσομενος και συριζων
κατηυθυνθη προς αυτό.
Τα δυο κορασια, εν καταστασει οπως κατανοησωσι τον επικειμενον
αυτοις ολεθρον, επεταξαν χαμαι και κουκλαν και ενδυματα και ετραπησαν
εις απεγνωσμενην φυγην, κραυγαζοντα και ολολυζοντα. Πλην αλλ εξ
ενστικτου τινος στοργης προς το κοιμωμενον παιδιον, μολις απομακρυθεντα
εικοσαδα τινα βηματων, εστραφησαν προς αυτο οπως ιδωσι την τυχην του
και ει δυνατον, το σωσωσι δια των κλαυθμυρισμων των. Και, βοηθειαν μεν
τινα δεν ηδυνηθησαν να του παρασχωσιν, αν ουχι άλλο τι, ειδον όμως εν
ολῃ τῃ φρικαλεοτητι αυτου το τραγικωτατον δραμα, οπερ προ των
οφθαλμων των εξετυλιχθη. ||
Ο οφις ειχεν ηδη πλησιασει μεχρι της κεφαλης του κοιμωμενου 267
βρεφους, οτε πληρης οργης και αγανακτησεως ο Σαλβατορος και κατα το δη
λεγομενον μαχμουρης εισετι, διοτι βεβαιως προωρως τον αφυπνησεν, δια
των ονυχων, του δεξιου εμπροσθιου ποδος κατεφερε μιαν αλλα καλην επι
της κεφαλης αυτου. Ο οφις, θορυβηθεις εκ της απροοπτου ταυτης πληγης,
κατ’ ολιγον ωπισθοχωρισεν, οπως μετα περισσοτερας ορμης επιπεσῃ κατα
του παιδιου. Πλην όμως ο ατρομητος Σαλβατορος μετα της αυτης
δεξιωσεως υπεδεχθη τον μαινομαινον οφιν και κατα την δευτεραν ταυτην
εφοδον αυτου. Εκ τριτου δε και αυθις επετεθη ο οφις του παιδιου αλλα και
τριτον ελαβε ραπισμα παρα του Σαλβατορου.
Τοτε δη τοτε! ... Ο οφις κατανοησας βεβαιως οτι ειχεν ενωπιον
αυτου αντιπαλον ουκ ευκαταφρονητον, αντιτασσοντα βιαν κατα της
αθεμιτου ορεξεως αυτου, υπεραγαν ερεθισθεις, αφηκε το παιδιον και
παρεταχθη κατα του αυθαδους αιλουρου, του τολμησαντος να επιβαλῃ χειρα
τιμωρον επ’ αυτου. Αλλα και ουτος, αισθανθεις βεβαιως την επιθεσιν
ελαβεν αμυντικην θεσιν.
Ο οφις, πεπυρακτωμενος ως εκ του καυσωνος της εποχης,
εξηγριωμενος ενεκεν της απροοπτου αντιστασεως και τεθορυβημενος εκ
των πληγων τας οποιας ελαβεν ελιχθεις και εξελιχθεις επανειλημμενως μετ’
αστραπιαιας ταχυτητος, δια δε σπασμωδικης και βιαιας κινησεως των
λεπιδων του πολυστικτου και μυωδους σωματος αυτου, στηριχθεις επι της
ουρας, ανεστυλωσε κατα γραμμην καθετον το επιλοιπον εμπροσθιον μερος
του σωματος αυτου. Οι οφθαλμοι του απηστραψαν ως σπινθηρες
πεπυρακτωμενου ανθρακος. Η δε κεφαλη του στραφεισα προς το μερος του
αιλουρου αφηκε χαινον το στομα εκ του οποιου ανεφανη, ως πευκεδανος
οϊστος, 4 το ιοβολον γλωσσιδιον.
Η στασις αυτη του οφεως βαθεως συνεταραξε και συνεκινησε τον
υπερηφανον και καρτεροφρονα αιλουρον. Ως δια σφοδρου δε ηλεκτρικου
ρευματος, οι οφθαλμοι του εξηγριωθησαν, οι μυστακες του ανωρθωθησαν,
το ρυγχος του συνωφρυωθη, οι δε χαρακτηρες εν γενει του προσωπου του
ολοτελως ηλλοιωθησαν ενῳ σπασμωδικη τις κινησις των χειλεων του αφηκε
να φανῃ || διστιχος σειρα βελονωτων οδοντων. Αι τριχες του σωματος του 268
ελαβον σπασμωδικην κινησιν, η δε θυσανωτη κερκος του εξεταθη
τιτανικως, δια της ακρας επι του εδαφους στηριχθεισα.
Ουτω δε, βλοσσυρως 5 προσβλεψας προς τον οφιν, δι’ελαφρου και
ταχεως αλματος επεσε κατ’ αυτου, τον οποιον σφοδρως παταξας δια των
οξεων ονυχων του επληγωσεν εν τῳ μεσῳ του σωματος. Πλην, αλλα τουτου
γενομενου, προελαβεν ο οφις οπως περιτυλιχθῃ περι το σωμα εκεινου, τον

4
Διαλυτικά σημειώνει ο Φ.
5
Στο χειρόγραφο απαντάται ο λανθασμένος τύπος «βλοσσυρον», ο οποίος ή πρέπει να
μετατραπεί σε επίρρημα, όπως επιλέγουμε, ή πρέπει να συμπληρωθεί ως «βλοσσυρον
<βλεμμα>».
οποιον οξεως δαγκωσας επι του τραχηλου παρα τῳ ωτιῳ επετυχεν ινα
εγχυσῃ εντος της σχηματισθεισης πληγης τον υπο τον οδοντα κεκρυμμενον
ιον αυτου. Τελευταιον δε και ο γαττος, ετι περισσοτερον εξαφθεις εκ της
γενομενης αυτῳ πληγης μανιωδως στραφεις μετ’ απελπιστικης και βιαιας
κινησεως κατωρθωσεν οπως συλλαβῃ δια των οδοντων αυτου την κεφαλην
του οφεως.
Μετα ημισειαν δε περιπου ωραν, οτε ειχε φθασει η μητηρ του
κοιμωμενου παιδιου, ο μεν μιαιφονος οφις εκειτο απνους κατα γης, μηδεν
σημειον ζωης παρουσιαζων, ο δε φιλανθρωπος γαττος, ως γενναιος
στρατιωτης πληγωθεις εν τῳ πεδιῳ της μαχης, επνεε τα λοισθια παρα τῃ
κοιτιδι του παιδιου!

Ορθογραφικές διορθώσεις
ουτος -ουτως
βρεβους - βρεφους
χαινων –χαινον
συλλαβη – συλλαβῃ

You might also like