Professional Documents
Culture Documents
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ 1880
ΜΑΘΗΜΑ
55ΥΚΕ1704: ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
:&ΚΔΙΔΟΤΑΙ ΥΠΟ
Ν. Γ. Κ Ε Φ Α Λ Ι Δ Ο Υ
ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΤΠΟΛΕΙ
τ υ π ο ιγ Ν. Γ. ΚΕΦΑΛΙΛΟΥ, έκδοτου
1890.
-te*
ΠΕΡΑΝ ΑΠΟΚΡΥΦΑ
Κ Ε Φ Α Α Α ΙΟ Ν Α '.
• i ^ » X -Ki V
Aottu και hug.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ Ν Β '.
Ό έ ιVι τ ϊ^ο ι κ ί τ ιι ο* .
' *
ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΚΟΝ E lΑΥΛΛΙΟΝ
-----
Ε Κ Δ ΙΔ Ο Τ Α Ι
ΥΠΟ
Σ α ρ α ν τ ο τ ,1 . Σ α ρ α ν τ ιδ ο τ
Φοιτητον* της ’Ιατρικής.
Ε Ν Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ ΙΝ Ο Τ Π Ο Α Ε Ι
I 891
Θ Μ Κ ΙΚ Α Ι 2Κ Η Ν Δ Ι
1V|EP0S ΠΡΩΤΟΝ
Ο Κ ΥΝ Η ΓΟ Σ
ι
Ποιμενίσκος τις εγείρεται και άπομακρύνας τούς κύνας, παρέ
χει δίοδον τψ νέφ επισκέπτη. ,
— Καλημέρα σας, πατριώται, λέγει αύτοϊς ό Στέφανος, πλη-
σιάσας.
— Καλημέρα καλώς τον, άπεκρίθησαν οί ποιμένες διά τής α
πλοϊκής διαλέκτου των.
—· Πώς ήτανε καί μάς φάνηκες έτσι Στέφανε; λέγει ό γέρω
Κώστας, δστις έφαίνετο δτι κα λώς εγνώριζε τον κυνηγόν.
— Κυνηγώντας ήλθα καί κατ’ εδώ, ειπεν ό Στέφανος.
— Καί δέν φοβάσαι πού τρέχεις μονάχος σου ’ς αυτά τά
μέρη· αν σέ πιάσουν τίποτα κλέφτηδες έχει νά κλαίιρ ή μη
τέρα σου
— Δέν φοβούμαι εγώ άπό τέτοια, άπήντησεν ό Στέφανος,
καί δόξα τω θεφ δέν άκούεται τώρα τίποτε.
— Τίποτα ; φαίνε ται σύ δέν ζής στην Τσορλούν γ ι’ αυτό δέν
τά ξέρεις.
Ό Στέφανος διά περιφρονητικού βλέμματος τούς άπειλητικούς
τού γέροντος Κώστα λόγους άποδεξάμενος, έστρεψε τον λόγον δι’
άλλα· ήρώτα αυτούς περί τού ποιμενικού βίου, περί τής είσοδίας
τών προβάτων των, καί περί άλλων άφορώντων τον ευχάριστου
ποιμενικόν βίον, καί μετά προσοχής ήκροάτο τών απαντήσεων τών
αγαθών ποιμένων, οΐτινες μ ετ’ αγροτικής άπλότητος διηγούντο
πάντα τά θέλγητρα τής ποιμενικής ζωής, κατηγορούν δέ τό μο
νότονου αυτής.
Έν τφ μεταξύ ό ποιμενίσκος προσέφερε εις τον κυνηγόν τό νω
πόν προβάτινον γάλα εντός κυπέλλου.
Ή συνομιλία αυτών διήρκεσε μέχρις έσπέρας ότε περί την δει
λήν, ένφ είσέτι έξηκολούθουν ούτοι συνδιαλεγόμενοι μετά τού ευ
προσηγόρου πρός πάντας Στεφάνου, πυ ροβολισμός τουφεκιού διετά-
ραξεν αυτόν.
— Τί πιστόλια είναι α υ τή , πάρπα Κώστα; ήρώτησεν έκπλη
κτος â Στέφανος.
— Ναι σύ παράξενος γίνεσαι σταίς ερωτήσεις άπήντησεν εύ
θυμος ό Γέρω Κώστας, τ ί πιστόλια θάναι, κανένα παληκαράκι σαν
καί ’σένα θά βγήκε έξω για νά χόρταση άπό κυνήγι.
Τον λόγον τούτον δεν ε ίχ ε τελειώ σει ό γέρων ποιμήνδτε τρεις
έτεροι πυροβολισμοί καί συγχρόνως άλλαι δύο διετάραξαν τήν δει
λίαν των.
— Ά λ λ ’ αύταίς τί είναι ; -ροσέθηκε ο κυνηγός δεν με 'μοιά
ζουν κυνηγοδουλειαϊς· δεν αμφιβάλλω δτι εδώ κοντά γίνεται κάτι.
Ε ις τότε τών ποιμένων σχεδόν πελιδνές έκ φόβου γενόμενος
προσέθηκεν— Τί νά σοϋ πώ αφεντικό· καί μένα δεν μ ’ αρέσουν
αυτά καθώς καί σύ είπες εδώ κοντά κάτι τις θά γίνεται, αυτό τό
σκυλί πάλι θάναι ό Κυοιάκος μέ τό Σταμάτι που θά κάμουνε νά
κλάψουνε πάλι κάμποσες μάνες. "Αμα συλλογιέται κανένας αυτό
καταριέται την ώραν καί τη σ τιγ μ ή πού γενήθηκε γ ιά νά τρέχη
’ στά ξένα έξω.
— Πηγαίνομεν νά ίδωμεν πάρπα Κώστα τί συμβαίνει ; ήρώ-
τησεν εναγωνίως ό Στέφανος τόν γέροντα ποιμένα.
— Τρελλάθηκες βρέ παιδί μου, τί έπαθες ; άπήντησεν έκπλη
κτος ό γέρω Κώστας, τό π ελλιά σου γυρεύεις τ ί ; κάτσε εδώ
Στεφάνή ρ.ου γ ια τ ί καϋμένε ένα σ’ έ χ ε ι ή μανοΰλα σου, κάτσε
εδώ καί τό βράδυ εγώ μ ' ένα άλλονε σέ πηγαίνουμε ’στην Τσορλοϋ,
— ’Αφήστε τώρα αυτά πηγαίνομεν νά ίδωμεν είπεν ό Σ τέ
φανος.
Μάταια1, άπέβησαν πάσαι αί προσπάθεια', τών ποιμένων δπως
πείσωσι τόν νεαρόν κυνηγόν ίνα μείνη, ούτος ούίεμίαν προσοχήν
εις τούς λόγους αύτών όι δούς διηυθύνθη πρός τό μ έΓος ένθεν ήκού-
σθησαν οί πυροβολισμοί.
Ό γέρω Κώστας μετά τών ποιμένων έπετήρουν μακρόθεν τόν
Στέφανον μέχρις ότου ούτος άπεμακρύνθη επ ί πολύ απ’ αύτών.
— νΙτανε κρίμα ’στό παιδί προσέθηκεν ό γέρω Κώστας, αυτό
γιά τρελλάθηκε γιά πολύ καρδιαρό θάναι.
— Μά δεν υάς είπες, γέρω Κώστα, ποίΐε εινε αυτά τό ά γγε-
λόπουλο ; ήροότησα/ οι ποιμένες μετά μικρόν, το / γέρω Κώστα
βαυμάζοντες την αιθρίαν και τό θάρρος του νέου.
Ό γέρω Κώστας τότε μέ τήν απλοϊκήν εκείνην ακρίβειαν δ'.η-
γήΟη εις τους συντρόφους του ότι ό Στέφανος κατήγετο έκ Τσορ-
λοΰ (Τυρολόη) καί ότι ήτον υΙός πλουσίου κεκυηματίου Λυσίμαχου
όνομαζομένου δν Τούρκοι και Χριστιανοί διά την αγαθότητά του,
Ά ν·,ά Σιμά·/ επωνάμαζον, και ότι ό πατήρ του Στεφάνου επειδή
ήτον άνθρωπος φι) άμουσος άπέστειλε μικρόν έτι όντα τον Στέφα
νον εις Ραιδεστόν εις τήν οικίαν του Σιορ ’Αλεξάνδρου Βαρτάτζη
όπου ό μικρός Στέφανος έμάνΟανε τά πρώτα γράμματα, καί ότι
μετά ταΰτα άπέστειλε τόν Στέφανον εις Φανάριον τής Κων]πόλεως
όπου έσπούοασε εις τό εκεί Γυμνάσιον καί οτ», κατόπιν άπέστειλεν
αυτόν εις Βουκουρεστιον πρός δ’ ότι ενα μόλις μήνα ε ιχ εν άφ’ ό-
του κατέβηκεν έκ Βουκουρεστίου εις τ ή / Τυρολόη ν . Δέν παρέλει-
ψεν ό γέρω Κώστας νά εϊπ η πρός τούτοις σϋν τοϊς άλλοις επαι
νείς του υπέρ του Στεφάνου καί ότι ό Σιορ Αλέξανδρος Οαυμάζων
τά προτερήματα του νεανίου ε ίχ ε σκοπόν τώρα νά τόν μνήστευαν)
μετά τής Ουγατρός του Μαρίας.
Ό Φοίβος ήδη κατήρχετο τόν ορίζοντα Οέλων ούτως ΐνα άπο-
σβέσει τό στιλπνόν φώς του όπισθεν αυτού, παντα/οϋ έπεκράτει
άκρα ησυχία καί μόνον τό άνδρκόν τοΰ Στεφάνου βάδισμα έν
μέσφ των υψηλών τού μέρους εκείνου χόρτων διατάραττεν τό α
πόλυτον τής σιγής.
Ό Στέφανος χωρών πάντοτε πρός τό μέρος εκείνο όΟεν ήκού-
σΟησαν οι πυροβολισμοί πα.ετήρει πέρις μετά προσοχής ζητών
εις τό άπεραντον τής ερήμου εκτάσεως εκείνους δι’ ους έπορεΰετο,
άφου επ ί μακράν εβάδισε χωρίς νά άπαντήση τι αίφνης οιέκρινε
μακρόίεν διά τού τηλεσκοπίου άνθρωπον τινα, τοΰ όποιου τά όλον
ένε ποιεί φρίκην όδηγούντα δέσμιον τινά.
Ό Στέφανος διά δύο πυροβολισμών ειδοποιεί τούς ποιμένες
οΐτινες έν σώματι σπεύσαντες ήκολούθ ησαν τόν Στέφανον, οστις
τρέχων έπορεύετο προς το μέρος εκείνο πυροβόλων συνάμα εναν
τίον τοΰ ληστοΰ άπαγωγοΰ.
Έ π ί τή θέα τοΰ Στεφάνου ό κακούργος άφήκε τό θύμα του
καί έφυγε σπεύδων προς τα όρη, ό δέσμιος έναπολειφθείς μόνος
ηρξατο νά τρέχη προς τήν 'Ηράκλειαν. Ό Στέφανος μετά των
ποιμένων άφήκαν ά νενόχλητον τόν δυστυχή, οστις μέ δεδεμένας
τάς χείρας έτρεχε χωρίς νά στρέψη νά ίο η ό'πισθέν του.
— "Ιδανε ότι έκάμαμεν έν καλόν, αγαπητοί μου φίλοι, είπεν ό
Στέφανος, προς τούς ποιμένας έσώσαμεν ένα άθώον έκ τοΰ θανά
του. Σάς ευχαριστώ πολύ διά τήν προθυμίαν σας, ό Θεός πλέον
νά σάς άνταποδώσφ, τό καλόν τό όποιον έκάματε εις τόν δυστυχή
εκείνον, ταΰτα είπών άπεχαιρέτισεν τούς ποιμένας καί έπορεύετο
πρός τήν Τυρολόην. Ήμίσειαν σχεδόν έπροχώρησεν ώραν ότε α
κούει όδυρμούς καί θρήνους έξερχομένους εκ τίνος παραπλεύρως
κείμενης χάνδχκος, λαμβάνει τό θάρρος νά κατέλθη εντός αυτής
αλλά δέν παρετήρησε τίποτε· προχωρήσας όμως πρός τό ένδον
αύτής εΰρέθη αίφνης έν μέ σω τραγικωτάτου δράμματος, τί βλέπ ει;
γέροντά τινα εκτάδην κείμενον σχεδόν ήμίγυμνον καί άσπλάγ-
χνως δερόμενον ύπό τεσσάρω ν κακούργων, οΐτινες μέ γεγυμνω μέ-
νας εις τάς χεΐρας μαχαίρας και μάστιγα ς έδερον τόν δυστυχή
άνηλεώς, εις μικράν άπό τούτου άπόστασιν ολόκληρος οικογένεια
συγκειμένη έκ μιας σεβάσμιας γραίας δύο θυγατέρων καί έτέρων
δύο γερόντων, οΐτινες καί έκ τής ενδυμασίας των έφαίνετο ότι ή-
σαν ΰπηοέται τής οικογένειας. Ή δυστυχής οικογένεια έθρήνει
ύπό τήν χλεύην ένός κακούργου, οστις χλευάζων τάς δύο νεάνιδας
έλεγε πρός αύτάς.
— Α ΐ τ ί κλαίς τώρα, δουδού μου, νά τώρα σύ θάσαι Ιδική
μου καί ή μικρούλα ή άλλη τοΰ Σταμάτη* τ ί καλλίτεροι είναι
άπό μάς εκείνοι ποΰ θέ νά πάρτε.
Οί άλλ.οι τρείς δέροντες άνηλεώς ότέ μέν διά μαστίγων οτέ
δε διά γυμνών μαχαιρών ήπείλουν τον δυστυχή λέγοντβς.
— ’Ακόμη σκυλί δεν Θά μάς πής που τή έβαλες για νά ξέ
ρουμε, αν βουβάθης πάλι ξέρε καλά που θά σε σκοτώσωμε.
Καί ταΰτα λέγοντες κατήνεγκον μαστιγώσεις κατά τοΰ δυ
στυχούς γέροντες.
Ή λυπηρά δψις των διαδραματιζόμενων δέν ήδύνατο νά μή
συγκίνηση τον αίσθηματίαν Στέφανον, δθεν δραξάμενος ούτος τού
όπλου αυτού καί άμυντικήν θεσιν καταλαβών— σκάτω τά όπλα
κακούργοι λ κράζει.
"Αμα τή φωνή οί κακούργοι έντρομοι έδράξαντο τών όπλων*
ά λλ’ ό Στέφανος τον σκοπόν αυτών γνωρίσας πυροβολεί εναντίον
των όλως απαρατήρητος καί ρίπτει χ α μ α ί τόν ρωμαλαιότερον έξ
αυτών, όστις έφαίνετο ότι ήτο λήσταρχος, δι’ ετέρου έέ πυροβολι
σμού πληγώνει καί τόν έτερον.
Θί έτεροι δύο έπυροβόλισαν εναντίον τού Στεφάνου, άλλ’ άπο-
τυχόντες τού σκοπού των έτράπησαν είς άτακτον φυγήν.
Ό Στέφανος άμφίστομον μάχαιραν έκ τής μιας χειρός κρα
τών καί πολύκροτον έκ τής εταίρας έξήλθε τού κρυπτήρος του
προς καταδίωξιν αυτών· ά λλ’ ούτοι άπαντες έκ τού καταλαβόντος
αυτούς πανικού έδραπέτευσαν.
Ό δυστυχής γέρων την σκηνήν ταύτην όρων δέν ήδύνατο νά
πιστεύση είς δ,τι έβλεπε, ένόμιζεν ότι εΰρίσκετο έν οπτασία ή ότι
ό Κύριος εύσπλαγχνισθείς τά δεινά του άπέστειλεν προς αυτόν
άγγελον αρωγόν, διό ότε παρετήρησε τόν νέον μέ τό ΰπερήφανον
καί ανδρικόν έκεΐ/ο βάδισμα νά έπιστρέφη έκ τής καταδιώξεως
τών κακούργων έπεσε πρός τούς πόδας αύτού, ους καταφιλών έ -
λενε.
I
— Τις είσαι σώτερ μου, είπε μοι, είσαι καί σύ κάνεις έκ
τών ανδρείων θνητών ή είσα ι αθάνατος άγγελος ; Πώς εόρέθης εδώ
κατά τοιαύτην ώραν, πώς έρρ ιψοκινδύνευσας χάριν ημών ;
— Ούχί, δεν είμ α ι άγγελος, άπεκρίθη συγκεκινημένος ό νέος,
ά λλ’ απλούς κυνηγός, ό’στις έςήλθον προ: τά μέρη ταύτα έπ ιζη-
τών πέρδικας τινάτ, ότε ηχούσα της φωνής σας καί προσέτρεςα
είς βοήθειάν σας· οέν έπραξα δέ άλλο τι η δ,τι Οά έπραττε πας
τις άλλος είς όμοίαν περίστασιν.
Ή γραία και αΐ δύο αυτής θυγατέρες πεσοϋσαι τ;αοά τους
πόδας τοΰ Στεφάνου κατ/σπάζοντο αυτούς μετά του γέροντος πα-
τρός των, παρά τάς διαμαρτυρήσεις αυτού, δστις έλεγε δτι ούδέν
έτερον έπραςεν εΐμ ή το καθήκον του,
— ΓΙώς εύιέθητε εδώ, πάτερ μου, προσέθηκε μετά μικρόν έν-
δακρυς ό Στέφανος, ποιος είσθε, πώς σάς εύρον ol λησταί ;
ϊό τ ε ό γέρων διηγήθη τψ νέω έν διακεκομμένη έκ συγκινή-
σεως των ή, δτι κατήγετο έκ Κωνσταντινουπόλεως καί ώνομάζετο
Άνορέας ίίερσίνης, καί δτι προ πενταετίας σχεδόν άπεκατέστη
μετά τής οικογένειας του είς Ήράκλειαν όπου έκτισεν ιδίαν οικίαν
καί ήγόρασεν ποός τά εκεί καί ιδίαν έπαυλιν, ές ής έπιστρέοων
περιέπεσεν είς χ εϊρ α ς τώ / κακούργων. Ε ίς ές αυτών προαέθηκεν ό
γέρων έν στεναγμούς, εδεσε τά χέρια τού αγαπητού μου παλλη-
καριοΰ καί το ώοήγησεν πρός τά όρη καί Κύριος οίόε πού κεΐται
τώρα φονευμένον.
"Αμα τω άκούσματι τούτω, ό Στέτανος άνεσήκωσεν έπ’ ολί
γον τού: ώμους του ές υπερηφάνειας, διότι έγ ώριζεν ότι θά έγ ί-
νετο αίτια καί νέων επαίνων πρός τον εαυτόν του.
— ι\ίή χλαίης* γέρων μου, είπεν έν συγκινήσει ό Στέφανος,
ό υιός σας έσώθη. Διηγήθη δε εις αυτόν πώς παρετήοησε μακρό-
θεν τον ληστήν, όστις ώδήγει τόν υιόν του καί πώς τον έφυγά-
δευσε τή βοήθεια τών ποιμένων.
— Και ο υιός μου τί άπέγεινεν ; προσέθηκεν έν αγωνία δ γ έ-
ρο)ν, ένω άπασα ή οικογένεια αύτού έταστικώς παρετήρει τόν
Στέιοανον.
— Έ λ α β ε τήν πρός την Ήράκλειαν άγουσαν, είπεν ό Σ τ έ
φανος.
'Έξαλλος έκ της καταλαβούσης αυτόν χαράς, έλησμόνησεν
άπό μικρόν ο γέρων τα δεινά αύτοΰ, καί σχεδόν έξω φρένων, α
νέκραξε:
— ΨεύδεσΘε, δέν εΐσΘε Θνητός ώς ol άλλο*., εΙσΘε άγγελος
άφοΰ πανόμο’.α μέ αυτούς διαπράττεται έργα. Μάς έσωσας ζωήν
τιμήν καί δ,τι ακέραιον μάς εναπομένει.
Ή οικογένεια έθρήνει έκβάλλουσχ χαράς δάκρυα, ό δέ Στέφα
νος σχεδόν λιπόΘυμος έκ συγκινήσεω ς, δέν ήούνατο νά άρθρώσγι
ούτε λέξιν. Μετ’ ολίγον συνελθών εις έαυτό/.
— Πόσα σάς ήρπασαν, πάτερ μου ; προσέΘηκεν διά σιγηλής
φωνής. Μή άναμείνας δέ άπάντησιν έόραμε προς τό εκτάδην κεί
μενον πτώμα τοΰ άρχιληστοΰ, κ α ί πλησιάσας τούτο έν ψυχική
διαταράςει, ήρπασεν έκ του κόλπου τοΰ άργιληστοΰ τό χαρτοφυ-
λάκιόν του, άνοίξας δ’ αυτό παρετήρησεν εντός αυτού έκατόν π ε
ρίπου φλωρία ' Ενετικά καί ένα ωραιότατου καί πολύτιμον άδαμάν-
τινον δακτύλιον.
— Έ ξ υμών άφηοέΘησαν ταϋτα ; ήρώτησεν ό νέος.
— · Μάλιστα παιδί μου, άπήντησεν δ γέρων.
Ό Στέφανος τότε προσελθών έρριψε τά κλαπέντα επ ί τής έ-
σΘήτος τοΰ γέροντος.
Ό γέρων δλως πελιδ νός έκ τής συγκινήσεως γενόμενος, δέν
μοί άνήκουσι ταΰτα, προσέΘηκεν, είναι ίδικά. σου, ούχί μόνον αύτά>
άλλά καί όλοι ή μ εΐς.
— Δέν έσυνείΘισα νά άμοίβομαι οΰτω διά τάς ευεργεσίας μου,
άπήντησεν ό Στέφανος, προσφέροντες ταϋτα ώς άντιμίοΘιον τής
άγαΘοεργίας μου μέ προσβάλλετε μεγάλως.
— Ούχί ώς άντιμίσΘιον, προσέΘηκεν ό γέρων, άλλά ώς ενθύ
μιου τής άγαΘοεργίας σας τουλάχιστον σάς ικετεύω, κρατήσετε τό
δακτύλιόν μου, είναι ό άρραβών μου· έπ’ αύτοΰ τοΰ λοιποΰ άς ό-
μνύωσι τά τέκνα μου έν δυστήνοις περιστάσεσι καί άς εΰχωνται
ΰπέρ τοΰ κατόχου αύτοΰ.
(ΘΡ-ψΚΙΚΑΙ ΣΚΗΝΑΙ) (3 ).
— Άοού
4 πλέον επιμένετε
I τόσον,7 κοατώ
i το δακτύλιον,7 είπ εν
ό Στέφανος, ώς ενθύμιου τής αγαθότητάς σας καί τής συναντή-
σεώς [λας, καί εύχομαι όπως ό δωρητής ουδέποτε περιπέσει εις ό-
μοίαν περίπτωσιν. Δέν θά έξαγάγω τούτο ουδέποτε εκ τής χειρός
μου, αλλά θά τό κρατώ ώς οδηγόν εις τάς πράξεις μου ώς προερ
χόμενου εκ καλού δωρητού.
ΟΙ ύπηρέται διευθέτησαν ήδη τήν παρακειμενην άμαξαν ζεύ-
ξαντες εις αυτήν τούς βούς, ό δέ Στέαανος μεθ’ όλας τάς παρα
κλήσεις τού γέροντος καί τής οικογένειας του νά τον κρατήσωσιν
εις φιλοξενίαν εις τήν Ήράκλειαν, αφού επ’ ολίγον διάστημα συν-
όδευσεν αυτούς, άπε/ωρίσθη έπειτα αυτών, βαδίζων ένεκα τής
προκεχωρηκυίας ώρας πάντοτε γοργψ τω βήμα τι προς τήν Τυρο-
λόην, όπου άνυπομάνως τον περιέμενεν ή μήτηρ του ’Αγάπη.
’Οκτώ έ’κτοτε παρήλθον μήνες ότε ημέραν τινά, άμαξα φέ-
ρουσα δύο νέους έστάθμευεν ενώπιον τής οικίας τού Λυσιμάχου. Οί
δύο νέοι ήσαν ό Στέφανος καί ό Νικόλαος υίός τού έν Ρεδεστφ
προύχοντας Σιορ ’Αλεξάνδρου Βαρτάτζη, εις ού τήν οικίαν επί
1μίαν εξαετίαν
3 όιέμεινεν
I ό Στέαανος.
4
’Ήρχοντο ούτοι εκ Βουκουρεστίου διά τής οδού Κων]πόλεως
εν ώ μετέβησαν yâpıv τών σπουδών των.
ΤΙΙτο δέ ό Νικόλαος νέος μέτριου αναστήματος καί ευειδής τήν
οψιν, ήνπερ έκάλλυνον δύο μεγάλοι μέλανες οφθαλμοί.
Μετά γλυκυθυμίας ΰπεδέχθη ή οικογένεια τού Λυσιμάχου
τούς δύο νέους τούς οποίους ομοίως ήγάπα περιπαθώς.
— Τήν επαύριον οί νέοι εξέδραμον εις τό αγαπητόν των κυ-
νήγιον καί διέτρεχον τάς άδάτους έκείνας χαράδρας τών πέριξ
τής Τυρολόης μερών.
— ’Ε π ί έόόομάόα διέμενον εις Τυρολόην οί δύο νέοι, ότε έπ ι-
βάντες άμάξης μετέβησαν εις ‘Ραιδεστόν.
-— Όγδόην εσπερινήν ώραν έδείκνυε τό ώρολόγιον, ότε ή τούς
δύο νέους φέρουσα άμαξα είσήρχετο εντός τής πόλεως Τάιδεστού·
— 2κολιαί καί. άτακτοι οδοί τή ς πόλεώς ταύτης έκαμον İOV
αμαξηλάτην νά γογγύζη κατά τε αυτών καί κατά τής λεπτής
βροχής, ή τις προς έπίμετρον περιέβαλλε τούς τροχούς τής άμά-
ξης δι’ ενοχλητικού βορβόρου οτε επ ί τέλους έφθασεν εις τήν Ου
ράν τής οικίας τού κ. ’Αλεξάνδρου. Ό Νικόλαος αργυρά τινά νο
μίσματα επιθέτων εις τήν χεΐρα τού αμαξηλάτου έξεπήοει τής ά-
μάξης μετά τού φίλου του.
"Εκρουσε τήν θύραν τής οικίας καί μετά μικρόν αΰτη ήνεώγη,
νεάνις δέ δεκαεξαέτις, πλάσμα αγγελικόν όμοιάζουσα κατά τ ι τή
φυσιογνωμία πρός τον Νικόλαον, μέ ευθαλές άνάστημα τό θέλγη
τρο/ άποπνέον, καί άφρώεν σώμα, όπερ εντός καστανοχρόου μαν-
δύιυ μετά χάριτος περιέπτυσεν, λύχνον έν χερσί κρατούσα, ΰπε-
δέχετο μ ετ’ οικιακής φίλο φρονήσεως τούς δύο νέους.
— ΤΗτο ή αδελφή τού Νικολάου Μαρία.
— Καλώς ορίσατε, ξενητευμένοι, έλεγε διά τής έπιχαρίτοο
εκείνης 'Ραιδεστηνής προφοράς, θλίβουσα τάς χεΐρας τών νέων εν
τός τών ίδικών της.
— Ή μήτηρ τού Νικολ άου χ. Κατίνα δραμούσα περιεπτύξατο
τούς δύο νέους, φλογέράς κατε έγκουσα επ ί τών παρειών τών δύο
νέων ασπασμούς συνοόευομένους και ύπό δακρύων.
— Καλώς τά αγαπημένα μου παιδιά, έ'λεγεν, οδηγούσα αυ
τούς εντός πλουσίως ηύπρεπισμένου δωματίου.
Μετά μικρόν ήρχετο και ό Αλέξανδρος, όστις τήν έλευσιν τών
δύο τέκνων του, ώς άπεκάλει τούς δύο νέους, μαθών έ’δραμε καί διά
φλογερών φιλημάτων αύτούς περιέβαλλε.
"Ηρξατο κατόπιν περί διαφόρων αντικειμένων νά έρωτφ τούς
νέους περί τής έν Βουκουρεστίω διαμονής των, περί τών Βλαχικών
εθίμων, περί τών έν τή σχολή παραόιδομένων μαθημάτων καί
περί διαφόρων άλλων.
ΟΙ δύο φίλοι φιλοτιμούμενοι ευθύμως καί μετά χαράς άπήντων
εις πάσας τάς άποτεινομένας αύτοϊς ερωτήσεις.
Τερψίθυμος μεταξύ’ τής οικογένειας έπεκράτει συνομιλία, δύο δ’
εν ταύτφ ύπηρέτριαι ήτοίμαζον το δεΐπνον, δπερ ήτο αντάξιον τής
Ραιδεστηνής μαγειρικής.
Έκαθέσθησαν μετά μικρόν εις τήν τράπεζαν τρώγοντες δ’ έρ-
ρόφων και τον ρωστικώτατον οίνον, δνπερ ό κ. Αλέξανδρος έπρο-
μηθεύετο έκ τοϋ Κουμδάγου (α).
Μετά τδ δεΐπνον άπαλαί άνέμενον τούς δύο νέους κλΐναι, είς
ας μετά μικρόν άπελθόντες ol δύο νέοι παρεδόθησαν άπλήστως είς
τάς άπατηλάς τού δολίου Μορφέως άγκάλας.
Τήν πρωίαν τής επαύριον έξελθόντες οί δύο φίλοι περιεδιάβα-
ζον άνά τήν πόλιν έπισκεπτόμενοι τούς φίλους των καί συγγενείς
καί δεχόμενοι τάς επισκέψεις εκείνων έν τή οικία τού ’Αλεξάν
δρου .
Οϋτω δεκαπέντε ήμέραι διασκεδάσεων καί ευθυμιών παρήλθον,
δτε ό Στέφανος έπιδάς άτμοπλοίου άναχωρούντος είς Ήράκλειαν,
άνεχώρησεν είς τήν κώμην ταύτην χάριν αρχαιολογικών, ώς έ
λεγε παρατηρήσεων καί κυνηγίου.
Ή συνάντησες.
(α) Χωρίον πλησίον τής Ρίιδεστον περίφημον διά τους οίνους του.
Γ. Μ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ
i ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΙΔΡΤΜΑ ΚΟΣΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΟΤΡΑΝΗ
ΑΘΗΝΑ. 1991
ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ MOT
“ Ή μην πτωχόν βοσκόπουλον εις τά όρη. Δεκαοκτώ ετών, καί δεν ήξευ-
ρα ακόμη αλφα. Χωρίς νά τό ήξεύρω, ήμην εύτυχής. Την τελευταίαν φοράν
οπού έγεύθην τήν εύτυχίαν ήτον τό θέρος εκείνο του έτους 187. . . ’Ήμην
ωραίος έ'φηβος, κ’ έβλεπα τό πρωίμως στρυφνόν, ήλιοκαές πρόσωπόν μου
5 νά γυαλίζεται εις τά ρυάκια καί τάς βρύσεις, κ’ έγύμναζα τό εύλύγιστον,
υψηλόν άνάστημά μου άνά τούς βράχους καί τά βουνά.
Τον χειμώνα πού ήρχισ’ εύθύς κατόπιν μ’ έπήρε πλησίον του ό γηραιός
πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ώνόμαζον οί χωρικοί μας, καί μ’ έμα
θε γράμματα. Ή τον πρώην διδάσκαλος, καί μέχρι τέλους τον προσηγόρευον
ίο όλοι εις τήν κλητικήν «δάσκαλε». Εις τούς χρόνους τής Έπαναστάσεως ήτον
μοναχός καί διάκονος. Ειτα ήγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν,
τήν έκλεψεν, από ένα χαρέμι τής Σμύρνης, τήν έβάπτισε καί τήν ένυμφεύθη.
Εύθύς μετά τήν άποκατάστασιν τών πραγμάτων, έπί Καποδίστρια κυ
βερνήτου, έδίδασκεν εις διάφορα σχολεία άνά τήν Ελλάδα, καί ειχεν ού μι-
15 κράν φήμην, ύπό τό όνομα «ό Σωτηράκης ό δάσκαλος». Αργότερα άφοϋ
έξησφάλισε τήν οίκογένειάν του, ένθυμήθη τήν παλαιάν ύποχρέωσίν του,
έφόρεσε καί πάλιν τά ράσα, ώς άπλοϋς μοναχός τήν φοράν ταύτην, κωλυό
μενος νά ίερατεύη, κ’ έγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις τό Κοινόβιον τοϋ Ευαγ
γελισμού. Έ κεΐ έκλαυσε τό αμάρτημά του, τό έχον γενναίαν άγαθοεργίαν
20 ώς έξόχως έλαφρυντικήν περίστασιν, καί λέγουν ότι έσώθη.
Ά φοϋ έμαθα τά πρώτα γράμματα πλησίον τοϋ γηραιού Σισώη, έστά-
λην ώς ύπότροφος τής Μονής εις τινα κατ’ έπαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου
κατετάχθην αμέσως εις τήν άνωτέραν τάξιν, εϊτα εις τήν εν Άθήναις Ριζά-
15 'Η τελευταία χρονιά πού ήμην άκόμη φυσικός άνθρωπος ήταν τό θέρος
έκεΐνο τοϋ έτους 1 8 7 ... ’Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός,
κ’ έβοσκα τάς αίγας τής Μονής τού Εύαγγελισμοΰ εις τά ορη τά παραθαλάσ
σια, τ ’ άνερχόμενα άποτόμως διά κρημνώδους άκτής, ΰπερθεν τοϋ κράτους
τοϋ Βορρά καί τοϋ πελάγους. 'Όλον τό κατάμερον* έκεΐνο, τό καλούμενον
20 Ξάρμενο*, άπό τά πλοία τά όποια κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα*, έξω-
θούμενα άπό τάς τρικυμίας, ήτον ίδικόν μου.
'Η πετρώδης, άπότομος άκτή μου, ή Πλατάνα, ό Μέγας Γιαλός, τό
Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, καί ήτον άναπεπταμένη προς τον Βορράν.
Έφαινόμην κ’ έγώ ώς νά είχα μεγάλην συγγένειαν μέ τούς δύο τούτους άνέ-
25 μους, οί όποιοι άνέμιζαν τά μαλλιά μου, καί τά έκαμναν νά είναι σγουρά
όπως οί θάμνοι κ’ αί άγριελαΐαι, τάς όποιας έκύρτωναν μέ τό άκούραστον
φύσημά των, μέ τό αιώνιον τής πνοής των φραγγέλιον.
"Ολα έκεΐνα ήσαν ίδικά μου. Οί λόγγοι, αί φάραγγες, αί κοιλάδες, όλος
ό αΐγιαλός, καί τά βουνά. Τό χωράφι ήτον τοϋ γεωργού μόνον εις τάς ήμέρας
30 πού ήρχετο νά όργώση ή νά σπείρη, κ’ έκαμνε τρις τό σημεΐον τοϋ Σταυροΰ,
κ’ έλεγεν: «Εις τό όνομα τοϋ Πατρός καί τοϋ Τίοΰ καί τοϋ 'Αγίου Πνεύμα
τος, σπέρνω αύτό τό χωράφι, γιά νά φάνε όλ’ οί ξένοι κ’ οί διαβάτες, καί τά
πετεινά τ ’ ούρανοΰ, καί νά πάρω κ’ έγώ τον κόπο μου!»
29 οΰτω ΒΣΜ
Έ κτισεν εις τήν άκρην πυργοειδή ύψηλόν οίκίσκον, με δύο πατώματα,
έκαθάρισε καί περιεμάζευσε τούς έσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοι-
ξε καί πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα
εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, άγροκήπιον μέ πλήθος όπωροφό-
5 ρων δένδρων καί κήπους μέ αιμασιάς ή μποστάνια.
Έγκατεστάθη έκεϊ, κ’ έ'ζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχό-
μενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος τής θαλάσσης, κ’ ένώ
ό έπάνω τοίχος έ'φθανεν ώς την κορυφήν τού μικρού βουνού, ό κάτω τοίχος,
μέ σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν έβρέχετο άπό τό κύμα.
*
* *
Μίαν έσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αίγια-
λόν, ανάμεσα εις τούς βράχους, δπου έσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπί
σκους καί άγκαλίτσες το κύμα, δπου άλλου έκυρτώνοντο οί βράχοι εις προ
βλήτας καί άλλου έκοιλαίνοντο εις σπήλαια" καί άνάμεσα εις τούς τόσους
5 έλιγμούς καί δαιδάλους τού νερού, το όποιον είσεχώρει μορμυρίζον, χορεΰον
με άτάκτους φλοίσβους καί άφρούς, δμοιον μέ το βρέφος το ψελλίζον, πού
άναπηδα εις το λϊκνόν του καί λαχταρεΐ νά σηκωθή καί να χορεύση εις τήν
χεΐρα τής μητρός πού τό έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τά γίδια
μου διά ν’ «άρμυρίσουν»* εις τήν θάλασσαν, όπως συχνά έσυνήθιζα, είδα τήν
ίο άκρογιαλιάν πού ήτον μεγάλη χαρά καί μαγεία, καί τήν «έλιμπίστηκα»,
κ’ έλαχτάρησα νά πέσω νά κολυμβήσω. Ή τον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω άπό τον βράχον, άνάμεσα
εις δύο κρημνούς καί εις ένα μονοπάτι τό όποιον έχαράσσετο επάνω εις τήν
ράχιν. Δι’ αυτού είχα κατέλθει, καί δι’ αυτού έμελλα πάλιν νά επιστρέφω
15 εις τό βουνόν τήν νύκτα εις τήν στάνην μου. "Αφησα έκεϊ τά γίδια μου διά
νά βοσκήσουν εις τά κρίταμα καί τάς άρμυρήθρας, αν καί δεν έπεινοΰσαν
πλέον. Τά έσφύριξα σιγά διά νά καθίσουν νά ησυχάσουν καί νά μέ περιμέ
νουν. Μέ ακόυσαν κ’ έκάθισαν ήσυχα. Ε π τά ή οκτώ εξ αύτών τράγοι ήσαν
κωδωνοφόροι καί θά ήκουον μακρόθεν τούς κωδωνισμούς των, άν τυχόν
20 έδείκνυον συμπτώματα άνησυχίας.
Έγύρισα όπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ’ έφθασα κάτω εις τήν
θάλασσαν. Τήν ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ό ήλιος, καί τό φεγγάρι σχεδόν
όλόγεμον ήρχισε νά λάμπη χαμηλά, ώς δύο καλαμιές ύψηλότερα άπό τά
βουνά τής άντικρινής νήσου. 'Ο βράχος ό δικός μου έτεινε προς βορραν, καί
25 πέραν άπό τον άλλον κάβον προς δυσμάς, άριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυ
χήν άπό τήν πορφύραν τού ήλιου, πού είχε βασιλέψει έκείνην τήν στιγμήν.
Ή τον ή ουρά τής λαμπράς άλουργίδος πού σύρεται όπίσω, ή ήτον ό τά-
πης, πού τού έστρωνε, καθώς λέγουν, ή μάννα του, διά νά καθίση νά δει-
πνήση.
30 Δεξιά άπό τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, έσχηματίζετο μικρόν άντρον
θαλάσσιον, στρωμένου μέ άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια καί λαμπρά ποικι
λόχρωμα χαλίκια, πού έφαίνετο πώς τό εΐχον εύτρεπίσει καί στολίσει αί
νύμφαι των θαλασσών. ’Από τό άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά τού
οποίου άνέβαινέ τις πλαγίως τήν άπότομον άκρογιαλιάν, κ’ έφθανεν εις τήν
κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος τοϋ κύρ Μόσχου, του οποίου ό ένας τοί
χος έζωνεν εις μήκος έκατοντάδων μέτρων όλον τον αίγιαλόν.
Ε πέταξα άμέσως τό ύποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα μου, κ’ έπεσα
5 εις τήν θάλασσαν. Έπλύθην, έλούσθην, έκολύμβησα έπ’ ολίγα λεπτά τής
ώρας, ’ ήίσθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, έφανταζόμην τον εαυτόν μου
ώς νά ήμην έν με τό κϋμα, ώς να μετεΐχον τής φύσεως αύτοΰ, τής ύγράς καί
άλμυράς και δροσώδους. Δεν θά μου έκανε ποτέ καρδιά νά έβγω άπό τήν
θάλασσαν, δεν θά έχόρταινα ποτέ τό κολύμβημα, άν δέν είχα τήν έννοιαν τοϋ
ίο κοπαδιού μου. "Οσην ύπακοήν καί άν είχαν προς εμέ τά ερίφια, καί άν
ήκουον τήν φωνήν μου διά νά καθίσουν ήσυχα, έρίφια ήσαν, δυσάγωγα καί
άπιστα όσον καί τά μικρά παιδία. Έφοβούμην μήπως τινά άποσκιρτήσουν
καί μοΰ φύγουν, καί τότε έπρεπε νά τρέχω νά τά ζητώ τήν νύκτα εις τούς
λόγγους καί τά βουνά οδηγούμενος μόνον άπό τον ήχον των κωδωνίσκων των
15 τράγων ! "Οσον άφορα τήν Μοσχούλαν, διά νά είμαι βέβαιος, ότι δέν θά μοΰ
φύγη πάλιν, καθώς μοΰ είχε φύγει τήν άλλην φοράν, οπότε ό άγνωστος
κλέπτης (ώ νά τον έπιανα) τής είχε κλέψει, ό άνόητος, τον έπίχρυσον κω-
δωνίσκον μέ τό κόκκινον περιδέραιον άπό τον λαιμόν, έφρόντισα νάτήν δέσω
μ’ ενα σχοινάκι εις τήν ρίζαν ενός θάμνου ολίγον παραπάνω άπό τον βράχον,
20 εις τήν βάσιν τοϋ οποίου είχα άφήσει τά ροΰχά μου πριν ριφθώ εις τήν
θάλασσαν.
Έπήδησα ταχέως έξω, έφόρεσα τό ύποκάμισόν μου, τήν περισκελίδα
μου, έκαμα ένα βήμα διά νά άναβώ. "Ανω τής κορυφής τοϋ βράχου, τοϋ
όποιου ή βάσις έβρέχετο άπό τήν θάλασσαν, θά έ'λυα τήν Μοσχούλαν, τήν
25 μικρήν αΐγά μου, καί μέ διακόσια ή περισσότερα βήματα θά έπέστρεφα πλη
σίον είς τό κοπάδι μου. Ό μικρός εκείνος ανήφορος,'ό ολισθηρός κρημνός
ήτον δι’ εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμάρινης σκάλας, τό όποιον
φιλοτιμοΰνται νά πηδήσουν εκ των κάτω προς τά άνω άμιλλώμενα τά παιδιά
τής γειτονιάς.
30 Τήν στιγμήν έκείνην, ενώ έκαμα τό πρώτον βήμα, άκούω σφοδρόν πλα
τάγισμα είς τήν θάλασσαν, ώς σώματος πίπτοντος είς τό κϋμα. 'Ο κρότος
ήρχετο δεξιόθεν, άπό τό μέρος τοϋ άντρου τοϋ κογχυλοστρώτου καί νυμφο-
στολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο ή Μοσχούλα, ή άνεψιά τοϋ
κύρ Μόσχου, κ’ έλούετο είς τήν θάλασσαν. Δέν θά έρριψοκινδύνευα νά έλθω
35 τόσον σιμά είς τά σύνορά της, έγώ ό σατυρίσκος τοϋ βουνοΰ, νά λουσθώ,
έάν ήξευρα ότι έσυνήθιζε νά λούεται καί τήν νύκτα μέ τό φώς τής σελήνης.
Έγνώριζα ότι τό πρωί, άμα τή άνατολή τοϋ ήλιου, συνήθως έλούετο.
"Εκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον έλάχιστον θόρυβον, άνερριχήθην
είς τά άνω, έκυψα μέ άκραν προφύλαξιν προς τό μέρος του άντρου, καλυπτό
μενος όπισθεν ενός σχοίνου καί σκεπόμενος άπό τήν κορυφήν του βράχου,
καί είδα πράγματι οτι ή Μοσχούλα εϊχε πέσει άρτίως εις τό κΰμα γυμνή,
κ’ έλούετο. . .
* *
32 ένεθυμήθην ΒΣΜ
τον παπα-Γρηγόριον, οΐτινες πολλάκις μέ εΐχον συμβουλεύσει νά φεύγω,
πάντοτε, τον γυναικεΐον πειρασμόν!
Έ κ τής ιδέας τοϋ νά περιμένω δέν ύπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή,
εΐμή ν’ άποφασίσω νά ριφθώ εις τήν θάλασσαν, μέ τά ρούχα, όπως ήμην, νά
5 κολυμβήσω εις τά βαθέα, άπατα νερά, όλον τό προς δυσμάς διάστημα, τό
από τής άκτής όπου εύρισκόμην, εντεύθεν τού μέρους όπου έλούετο ή νεάνις,
μέχρι τού κυρίως όρμου καί τής άμμου, επειδή εις όλον έκεΐνο τό διάστημα,
ώς ήμίσεος μιλίου, ή άκρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος καί
κρημνός. Μόνον εις τό μέρος όπου ήμην έσχηματίζετο τό λΐκνον έκεΐνο τού
ίο θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων καί βράχων.
Θ’ άφηνα τήν Μοσχούλαν μου, τήν αίγα, εις τήν τύχην της, δεμένην έχει
επάνω, άνωθεν τού βράχου, καί άμα έφθανα εις τήν άμμον μέ διάβροχα τά
ροΰχά μου (διότι ήτον ανάγκη νά πλεύσω μέ τά ρούχα), στάζων άλμην καί
άφρόν, θά έβάδιζα δισχίλια βήματα διά νά έπιστρέψω άπό άλλο μονοπάτι
15 πάλιν πλησίον τού κοπαδιού μου, θά κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά
νά λύσω τήν Μοσχούλαν τήν αιγά μου, οπότε ή ανεψιά τού κύρ Μόσχου θά
είχε φύγει χωρίς ν’ άφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αίγιαλόν. Τό σχέδιον
τούτο αν τό έξετέλουν, θά ήτον μέγας κόπος, άληθής άθλος. Θά έχρειάζετο
δέ καί μίαν ώραν καί πλέον. Ούδέ θά ήμην πλέον βέβαιος περί τής άσφα-
20 λείας τού κοπαδιού μου.
Δέν ύπήρχεν άλλη αΐρεσις, εΐμή νά περιμένω. Θά έκράτουν τήν ανα
πνοήν μου. 'Η κόρη εκείνη δέν θά ύπώπτευε τήν παρουσίαν μου. ’Άλλως
ήμην έν συνειδήσει άθωος.
Έντοσούτω όσον άθωος καί αν ήμην, ή περιέργεια δέν μου έλειπε. Καί
25 άνερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τά έπάνω καί εις τήν κορυφήν τού βράχου,
καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων- έκυψα νά ΐδω τήν κολυμβώσαν νεάνιδα.
Ή τον άπόλαυσις, ονειρον, θαύμα. Εΐχεν άπομακρυνθή ώς πέντε όργυιάς
άπό τό άντρον, καί έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς άνατολάς, στρέφουσα τά
νώτα προς τό μέρος μου. “Εβλεπα τήν άμαυράν καί όμως χρυσίζουσαν άμυ-
30 δρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εΰγραμμον, τάς λεύκάς ώς γάλα ώμο-
πλάτας, τούς βραχίονας τούς τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά καί ονει
ρώδη εις τό φέγγος τής σελήνης. Διέβλεπα τήν όσφύν της τήν εύλύγιστον,
τά ισχία της, τάς κνήμας, τούς πόδας της, μεταξύ σκιάς καί φωτός, βαπτι-
ζόμενα εις τό κύμα. Έμάντευα τό στέρνον της, τούς κόλπους της, γλαφυ-
35 ρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τής αύρας τάς ριπάς καί τής θαλάσσης
Δέν δύναμαι νά είπω άν μοϋ ήλθον πονηροί, καί συνάμα παιδικοί άνόη-
τοι λογισμοί, έν εϊδει εύχών κατάραι. «Νά έκινδύνευεν έ'ξαφνα! νά έβαζε μιά
φωνή ! νά έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον όποιον νά έκλάβη διά
θηρίον, διά σκυλόψαρον, καί νά έφώναζε βοήθειαν !. . . »
15 Είναι άληθές, δτι δέν έχόρταινα νά βλέπω τό δνειρον, τό πλέον εις τό
κΰμα. Α λλά την τελευταίαν στιγμήν, άλλοκότως, μοϋ έπανήλθε πάλιν
ή πρώτη ιδέα. . . Νά ριφθώ εις τά κύματα, πρός τό άντίθετον μέρος, εις τά
όπισθεν, νά κολυμβήσω δλον έκεΐνο τό διάστημα έως τήν άμμον, καί νά φύ
γω, νά φύγω τον πειρασμόν !. . .
20 Καί πάλιν δέν έχόρταινα νά βλέπω τό ονειρον. . . Αίφνης εις τάς άνάγ-
κας τοϋ πραγματικοΰ κόσμου μ’ έπανέφερεν ή φωνή τής κατσίκας μου. 'Η
μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης νά βελάζη !. . . .
’Ώ, αύτό δέν τό είχα προβλέψει. Ήμποροΰσα νά σιωπώ έγώ, άλλά
δυστυχώς δέν ήτον εϋκολον νά έπιβάλω σιωπήν εις τήν αίγά μου. Δέν ήξευ-
25 ρα καλά άν ύπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τά θρέμματα, έπειδή δέν είχα
μάθει ακόμη νά κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ό άγνωστος έχθρός, ό
όποιος τής είχε κλέψει τον κωδωνίσκον- άλλά δέν τής είχε κόψει καί τήν
γλώσσαν διά νά μή βελάζη. — Μέ ράμνον πολύκλαδον εις τό στόμα, ή μέ
σπαρτίον περί τό ρόγχος, ή δπως άλλως· άλλά καί άν τό ήξευρα ποΰ νά τό
30 συλλογισθώ!
’Έτρεξα τότε παράφορος νά σφίγξω τό ρύγχος της μέ τήν παλάμην, νά
μή βελάζη. . . Τήν στιγμήν έκείνην έλησμόνησα τήν κόρην τήν κολυμβώσαν
χάριν αύτής ταύτης τής κόρης. Δέν έσκέφθην άν ήτον φόβος νά μέ ΐδή, καί
Δεν ήξεύρω αν ή κόρη ή λουομένη εις τήν θάλασσαν ήκουσε τήν φωνήν
τής γίδας μου. Α λλά καί αν τήν είχεν άκούσει, τί τό παράδοξον; Ποιος
ίο φόβος ήτον; Τό ν’ άκούη τις φωνήν ζώου έκεϊ πού κολυμβα, άφοϋ δεν άπέ-
χει είμή όλίγας όργυιάς άπό τήν ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.
Ά λλ’ όμως, ή στιγμή εκείνη, πού είχα πατήσει εις τήν κορυφήν τοϋ
βράχου, ήρκεσεν. 'Η νεαρά κόρη, εΐτε ήκουσεν εΐτε οχι τήν φωνήν τής
κατσίκας — μάλλον φαίνεται ότι τήν ήκουσε, διότι έ'στρεψε τήν κεφαλήν προς
15 τό μέρος τής ξηράς. . .— είδε τον μαΰρον ίσκιον μου, τον διακαμόν* μου,
έπάνω εις τον βράχον, άνάμεσα εις τούς θάμνους, καί άφήκε μισοπνιγμένην
κραυγήν φόβου...
Τότε μέ κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη άπερίγραπτος. Τά γόνατά
μου έκάμφθησαν. "Εξαλλος εκ τρόμου, ήδυνήθην ν’ άρθρώσω φωνήν, κ’ έ-
20 κραξα:
— Μή φοβάσαι!. . . δεν είναι τίποτε. . . δεν σοΰ θέλω κακόν !
Καί έσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε νά ριφθώ εις τήν θάλασ
σαν, μάλλον, διά νά έλθω εις βοήθειαν τής κόρης, ή νά τρέξω καί νά φ ύγω . . .
"Ηρκει ή φωνή μου νά τής έδιδε μεγαλύτερου θάρρος ή όσον ή παραμονή
25 μου καί τό τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οί αΐγια-
λοί καί αί θάλασσαι έκεΐναι έσυχνάζοντο άπό τούς άλιεΐς, μία βάρκα έφάνη
νά προβάλλη άντικρύ, προς τό άνατολικομεσημβρινόν μέρος, άπό τον πέρα
κάβου, τον σχηματίζοντα τό δεξιόν οίονεί κέρας τοϋ κολπίσκου. Έφάνη
30 πλέουσα άργά, έρχομένη προς τά έδώ, μέ τάς κώπας’ πλήν ή έμφάνισίς της,
άντί νά δώση θάρρος εις τήν κόρην, έπέτεινε τον τρόμον της.
Ά φήκε δευτέραν κραυγήν μεγαλυτέρας άγωνίας. Έ ν άκαρεϊ τήν είδα
νά βυθίζεται, καί νά γίνεται άφαντη εις τό κΰμα.
**
Ή Μοσχούλα έζησε, δεν άπέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, καί δέν
ήξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι άπλή θυγάτηρ τής Εΰας, δπως δλαι.
5 Ά λλ’ εγώ έπλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Ή ταλαίπωρος μικρή
μου κατσίκα, τήν όποιαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι «έσχοι-
νιάσθη»- περιεπλάκη κακά είς τό σχοινίον, μέ τό όποιον τήν είχα δεμένην,
καί έπνίγη !. . . Μετρίως έλυπήθην, καί τήν έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ’ έγώ έ'μαθα γράμματα, έξ εύνοιας καί ελέους των καλογήρων, κ’ εγι-
ιο να δικηγόρος. . . Ά φοΰ έπέρασα άπό δύο ίερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα ή μοναδική έκείνη περίστασις, ή ονειρώδης έκείνη άνάμνησις τής
λουομένης κόρης, μ’ έκαμε νά μή γίνω κληρικός; Φεϋ ! άκριβώς ή άνάμνησις
έκείνη έπρεπε νά μέ κάμη νά γίνω μοναχός.
Όρθώς έλεγεν ό γηραιός Σισώης δτι «άν ήθελαν νά μέ κάμουν καλό-
15 γέρον, δέν έ'πρεπε νά μέ στείλουν έξω άπό τό μοναστήρι. . .» Διά τήν σω
τηρίαν τής ψυχής μου ήρκουν τά ολίγα έκεΐνα κολλυβογράμματα, τά όποια
αύτός μέ είχε διδάξει, καί μάλιστα ήσαν καί πολλά!. . .
Καί τώρα, δταν ένθυμοΰμαι τό κοντόν έκεΐνο σχοινίον, από τό όποιον
έσχοινιάσθη κ’ έπνίγη ή Μοσχούλα, ή κατσίκα μου, καί άναλογίζωμαι τό
20 άλλο σχοινίον τής παραβολής, μέ τό όποιον είναι δεμένος ό σκύλος είς τήν
αύλήν του άφέντη του, διαπορώ μέσα μου άν τά δύο δέν είχαν μεγάλην
συγγένειαν, καί άν δέν ήσαν ώς «σχοίνισμα κληρονομιάς» δι’ έμέ, δπως ή
Γραφή λέγει.
’Ώ ! άς ήμην άκόμη βοσκός είς τά ορη !. . . ”
(1900)
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
3
ολαις ταις γυναικαις του χωριου. Οι δε ανδρες καμνουν
παντοτε ο,τι τους λεγουν αι γυναικες τους. Τοιουτροπως || δε
αυταις αι Κυριαις εκλεγουν Δημογεροντας, αυταις διοριζουν 234
διδασκαλον` αυταις κυβερνουν την Εκκλησιαν, αυταις βαζουν
5 γραμματικους, αυταις εξουσιαζουν τους παπαδες, με ενα λογον
αυταις εχουν απο κατω απο τα φουστανια τους ολον το
χωριον.
Μιαν ημερα η Πορτογυρα μαζι με την Ποδοπανα υπηγαν να
βιζιταρουν* την Πατσιαβουρουδα, η οποια τας υπεδεχθη με
10 μεγαλην χαραν και φιλοφρονησιν.
- Η Παναγουδα η Κρημνιωτισσα* σας εφερε, λεγει, εις το σπιτι
μου πρωϊ πρωϊ γιατι απο εψες συλλογιζομαι ενα μεγαλο
σχεδιο, το οποιον εσκοπευα να σας φωναξω να σας το πω.
Εως ποτε πλεον αυτο το κακο θα μας βασανιζει; Εως ποτε θα
15 εχωμε αυτους τους παληανθρωπους τους ανδρες μας ωσαν
ροπαλα επανω εις τα κεφαλια μας; Τι κακο ειναι τουτο; Ημεις
να μεγειρευωμε και αυτοι να ερχωνται το βραδυ να τρωγουν
απο το μαγειρεμενο το φαγι; Ημεις να στρωνωμε και αυτοι να
ερχωνται να κοιμωνται εις τα στρωμενα; Ολα να τα θελουν
20 κατα τη θελησι τους` και οταν τυχνα τους πουμε και ημεις δυο
τρια λογια, να μας δερνουν σαν καλογερικα μουλαρια. Τι
πραμα ειναι τουτο; Δεν υποφερνεται πλεον` και δια τουτο
πρεπει να σκεφθουμε με τι τροπον να παρουμε ημεις τας
θεσεις των ανδρων μας, και αυτους να τους κανωμε γυναικες.
25 - Αληθεια ! λεγει η Ποδοπανα, πολυ σωστα ομιλεις. Αυτοι οι
ανδρες μας εκαταντησαν πλεον ανυποφερτοι. Προχθες ο δικος
μου μου εφερε μια σιναγριδα να μαγειρεψω. Την εμαγειρεψα.
Επειδη ομως εγεινε πολυ νοστιμη, δια τουτο, οσο να την ιδω
εις το αλας*, ετελειωσε. Ηρθε και αυτος +κ εγυρευε συναγριδα.
30 Τον ειπα πως την εφαγε η γατα. Αλλ εκεινος αδελφη μου, που
να παρ απο λογια! Ναι ναι ναι, ηθελε τη συναγριδα. Τον ειπα
πως ηταν αδιακριτος* καλοφαγας και δια τουτο μ εσαπησε τα
πλευρα μου απο το ξυλο. Τετοιος ανθρωπος δεν θελει ||
κρεμασμα; 235
35 - Α! και δεν εμαθετε τι επαθα εγω ταις προαλλαις απο τον
ιδικον μου; <λεγει η Πορτογυρα>. Ηταν του Αγιου Νικολαου. Το
πρωϊ αμα εβγηκα απο την Εκκλησιαν υπηγα εις την βιζιτα του
γειτονα μας του Νικολα. Κοντα στο κερασμα μας εβγαλε και
τραπεζι με τριω τεσσαρω λογιω φαγητα. Ειχε και γλυκοπιοτο
40 κρασι. Παρε λιγο απο το ενα φαγι, παρε λιγο απο το αλλο` πιε
το ενα ποτηρι για την υγεια του νοικοκυρη, πιε το αλλο για την
υγεια της νοικοκυρας. Καμε το χατιρι το<υ> ενος, καμε το χατιρι
του αλλο<υ>νου. Σε τετοια περιστασι δεν πρεπει να φαινεται
τις χωριατισσα. Αλλα, πραγματα που γινονται, ζαλισθηκα
45 κομματι απο το κρασι, και δια τουτο μ εβαλαν να κοιμηθω
κομματι. Και μολα ταυτα και παλιν δεν αργισα να γυρισω εις το
νοικοκυριο μου, γιατι την ωρα που πηγα εις το σπιτι μου τα
λυχναρια δεν ηταν ακομη αναμμενα. Και ομως ο καλος ο
ανδρας μου καθουνταν εκει με μια πιθαμη κατσουφα*. Τον
50 κακοφανηκε γιατι να παγω στη βιζιτα.
4
Μουρμουριζε ως το πρωϊ, που μ εζαλισε το κεφαλι. Ηταν
πραμα για να θυμωσ αυτο; Αλλα τετοιοι ειναι αυτοι οι ανδρες
…
- Ε! καλονοικοκυραδες μου, επανελαβεν η Πατσιαβουρουδα,
5 καθως βλεπω και σεις εισθε συμφωνες μ εμενα. Τωρα λοιπον
δεν μενει αλλο παρα ναρουμε το μεσον με το οποιον να τους
αναγκασωμε να μας δωσουν τα φορεματα τους και να
φορεσουν αυτοι τα ιδικα μας. Να γινωμε ημεις ανδρες και
αυτους να τους αναγκασωμε να γινουν γυναικες. Ημεις να τους
10 διαταζουμε και αυτοι να υπακουουν. Αλλα, εαν τους το ειπουμε
με καλο τροπο δεν θα το παραδεχθουν. Πρεπει αυταις ταις δυο
τρεις ημεραις να κατηχησωμε ολαις ταις γυναικαις του χωριου,
ωστε μεθαυριο την Κυριακη πρωϊ πρωϊ να σηκωθουν να
φορεσου<ν> ολες τα φορεματα των ανδρων τους <,> ν
15 αρματωθουν με βελονας, με ψαλιδια, με αδραχτια, με
τυλιγαδια*, με ο,τι εχουν και να ερθουν εις το Συνοδικον*. Ημεις
εκει θα βαστουμε τα ποστα και δεν θ αφινωμε ναρχεται
κανενας αν||δρας κοντα μας. Τοτε οι ανδρες μας, αμα μας 236
ιδουν ολαις αρματωμεναις κατ αυτόν τον τροπον, θα τσιλιθουν*
20 απο τον φοβο τους, και θα πεσουν να μας προσκυνησουν και
τοτε ημεις καμομε ολα τα θεληματα μας. Ε; Πως σας φαινεται
αυτο το σχεδιο;
- Και ρωτας ακομα; απηντησαν και αι δυο. Αλλο καλλιτερο απ
αυτο το σχεδιο δεν ημπορει ναυρεθ. Τιποτε αλλο δεν μας
25 μενει παρα ναρχισωμε απο σημερα να κατηχουμε ταις
γυναικαις του χωριου μας.
5
ΣΧΟΛΙΑ
Το διήγημα καταλαμβάνει πέντε σελίδες του Αυτόγραφου Γενναδείου:
το τέλος της σ. 232, ολόκληρες τις σ. 233, 234, 235 και την αρχή της 236.
Γραμμένο με μολύβι, χωρίς πολλές επιπρόσθετες διορθώσεις. Ο Φ. σημειώνει
το κλείσιμο του διηγήματος με μία οριζόντια γραμμή. Η αφήγηση φαίνεται
αυτοτελής, ωστόσο είναι πιθανό να αποτελεί μόνο την αρχή ενός πιο
εκτεταμένου κειμένου που δεν ολοκληρώθηκε ή δεν σώθηκε. Η συγγραφή του
μπορεί να χρονολογηθεί, με βάση ενδείξεις απ΄ όλο το Αυτόγραφο
Γενναδείου, γύρω στα 1890.
σ. 1
Τίτλος` γυναικομυαλοι] αρσενικοθηλικοι (sic)` ανορθόγραφο πιθανώς εκ
παραδρομής || 5 Σαμοθρκων` στο χφ. το α χωρίς υπογεγραμμένη` καθώς
το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις διορθώνουμε εφεξής τη λ. || 7 που
εγεννησεν … σχεδιον` μεταγενέστερη προσθήκη του Φ. || 10 τρυζει`
προφανώς μπορούμε να διαβάσουμε και τρίζει, το οποίο διαφέρει από το
προηγούμενο στην ένταση του ήχου` με ι δηλώνεται οξύτερος και με υ
αμβλύτερος ήχος || 11 αλλοιμονον` διαγράφεται έπειτα η λ. δε || 12
μαχαιρονεται` ο Φ., όπως και γενικότερα η εποχή του, χρησιμοποιεί το ο αντί
το ω στα σημερινά σε –ωνω ρήματα, βλ. και σ. 1, στ. 23 σηκονει|| 14 – 15
παληογυναικα, παληοπαιδο` στο χφ. το η με υπογεγραμμένη` εξοβελίζουμε
την υπογεγραμμένη ως λανθασμένη (παληός)` εξάλλου και οι ομοίως
σύνθετες παληανθρωπος (σ. 1, στ. 14) και παληανθρωπους (σ. 2, στ. 15)
γράφονται χωρίς υπογεγραμμένη || 17 του πηλου` προσθήκη εντός
κομμάτων` απαλείφουμε το πρώτο κόμμα ||23 λασπη` παρά τη λογιότερη
γλωσσική προτίμηση του Φ. στην αφήγηση (σε αντίθεση με τα διαλογικά
μέρη), όπως η αιτιατική σε ν ακόμη και για λ. με καθαρά δημοτική προέλευση
π.χ. την γλιτσαν (σ. 1, στ. 25), παρεισφρέουν κάπως αταίριαστα και δημοτικοί
τύποι, π.χ. αιτιατικές χωρίς ν` εδώ λασπη αλλά στη σ. 1, στ. 17 και 18
λασπην ή μυξα (σ. 1, στ. 23) ή ημερα (σ. 1, στ. 29 και σ. 2, στ. 8), αν και με ν
(την ημεραν) στη σ. 1, στ. 34 ή φασολες (σ. 1, στ. 30)|| 24 - 25 τα οποια …
γλιτσαν` μεταγενέστερη προσθήκη || 26 βγαζει` ακολουθεί μυ<ρωδιαις>`
σβήνεται διότι αλλάζει η φρ. ||27 εξατμιζονται] βρισκονται || 35 με το
βασιλευμα] οταν βασ<ιλευει> || 37 – 38 βαρβαρεζικο οργανακι] η φτερωτη του
μυλου
σ. 2
4 διοριζουν] συμφων<ουν> ||6-7 εχουν … φουστανια τους] κυβερνουν ||13
σχεδιο` στους διάλογους των ηρώων η γλώσσα βρίσκεται πιο κοντά στη
δημοτική, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αποκοπή του τελικού ν
συνήθως στα δευτερόκλιτα ουδέτερα ουσιαστικά (π.χ. ενταύθα σχεδιο, το ίδιο
και σ. 3, στ. 22 και 24, αλλά στη σ. 1, στ. 7 σχεδιον) και στην αιτιατική όλων
των κλίσεων, βλ. π.χ. τη θελησι (σ. 2, στ. 20), την υγεια (σ. 2, στ. 42) ή τον
φοβο (σ. 3, στ. 20) || 14 Εως` το δεύτερο στο στ.` στο χφ. το ε με μικρό
γράμμα` αλλάζουμε σε κεφαλαίο ||17 βραδυ` διορθώνουμε από ι σε υ /
ακολούθως απαλείφεται η λ. και ||19 στρωμενα` διαγράφεται στη συνέχεια η λ.
στρωματα ||20 οταν` σβήνεται μετά η λ. τους ||24 γυναικες` για λόγους
6
σύνταξης (κατηγορούμενο στο αυτους) έπρεπε να ήταν αιτιατική σε –αις (π.χ.
γυναικαις σ. 2, στ. 1 και σ. 3, στ. 13) αλλά υποθέτουμε ότι εννοείται να γινουν
(όπως αναγράφεται στη σ. 3, στ. 9), οπότε είναι υποκείμενο σε ονομαστική`
επομένως σωστά σε -ες||29 +κ` διαβάζουμε με αμφιβολία και με έκθλιψη,
εφόσον πάνω από τη δυσδιάκριτη λ. (και όχι δεξιά) συμπληρώνεται το σημείο
της αποστρόφου ( ) || 42 χατιρι` εδώ γράφεται με η (χατηρι) ενώ στη σ. 2, στ.
43 με ι` προτιμήσαμε τη δεύτερη εκδοχή και τις δύο φορές ως απλούστερη /
το<υ>` από αβλεψία πρέπει να παραλείφτηκε το υ (γενική ενικού του
αρσενικού άρθρου)` εξάλλου συσχετίζεται και με τη χρήση της γενικής στη σ.
2, στ. 43 (του αλλο<υ>νου)` διαφορετικά είναι ασύντακτος ο τύπος του ενικού
ουδετέρου άρθρου (το)
σ. 3
4 επανελαβεν η Πατσιαβουρουδα` επιπρόσθετη συμπλήρωση || 14
φορεσου<ν>` μάλλον ξεφεύγει το τελικό ν του ρήματος / ολες` τύπος
ονομαστικής πληθυντικού θηλυκού γένους, γι΄ αυτό και διαφορετική
ορθογραφία από την αιτιατική (σ. 3, στ. 12 και 19) σε -αις || 15 – 16 <,> ν
αρματωθουν … ο,τι εχουν` μεταγενέστερη προσθήκη` στην αρχή της
διορθωμένης φρ. λείπει στο χφ. ένα κόμμα - ίσως διέλαθε λόγω της κατοπινής
επέμβασης ||19 μας` το δεύτερο` μεταγενέστερη προσθήκη
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
αδιακριτος: αδιανόητος, αστόχαστος
αναγκαια: απόπατος, αποχωρητήριο
βαρβαρεζικο παραλλαγή του βαρβαρικόν όργανον = αερόφωνο, ρομβία,
οργανακι: λατέρνα. Επομένως η εκφ. η γλωσσα της πηγαινει ωσαν
βαρβαρεζικο οργανακι = είναι γλωσσοκοπάνα
βιζιταρω: επισκέπτομαι, από το βίζιτα
κατσουφα: σκυθρωπότητα, κατήφεια
να την ιδω εις το εκφ. που σημαίνει δοκιμάζω το υπό παρασκευή φαγητό για
αλας: να δω πόσο αλάτι χρειάζεται
Παναγουδα η
Κρημνιωτισσα: Παναγιά η Κρημνιώτισσα, προσωνυμία της Παναγίας και
θαυματουργό εκκλησάκι της Σαμοθράκης σε απόκρημνο
βράχο, στην περιοχή της Παχιάς Άμμου, στη νότια ακτή του
νησιού (βλ. και Κατσάνης 1996, 206)
Ποδοπανα: παρωνύμιο προερχόμενο από τα «ποδοπάνια», φόδρα από
δέρμα κατσίκας που έμπαινε κάτω από τα «απανωθέλια»,
δηλαδή το άνω τμήμα του τσαρουχιού (βλ. και
Παρασκευαϊδης 1983, 289)
Συνοδικον: χώρος μοναστηριού ή εκκλησίας όπου φιλοξενούνται οι
επίσημοι επισκέπτες και προσφέρονται τα κεράσματα στις
μεγάλες γιορτές
τερζιδικος: ο σχετικός με τον τερζή = ράπτη
τσιλιζω: τσιρλίζω, έχω υδαρές αποπάτημα – ευκοιλιότητα, βρομίζω με
τσίρλες
τυλιγαδι: ξύλινο διχαλωτό ραβδί για το τύλιγμα του νήματος σε
κουβάρια ή θηλιές
Θανάσης Β. Κούγκουλος
7
Ανθρωποσωστης Αιλουρος
Εκ πρωτης οψεως του τιτλου του παροντος αρθριδιου μου βεβαιως 265
θα ειπῃ τις, ιδου και ετερος φιλος των ζῳων 1 οστις ερχεται να μας διηγηθῃ
κἀνεν φανταστικον κατορθωμα του γατου του, εκ φιλοτιμιας οπως και αυτος
φανῃ οτι εχει φραγκικην ευαισθησιαν και ότι εργαζεται υπερ των
ταλαιπωρουμενων ζῳων, ως να μη ηρκεν η Ζωονομια του Δαβρινου και τα
τοσα αλλα συγγραματα της εν Αγγλιᾳ Εταιριας των φιλων των ζῳων. Τῃ
αληθειᾳ εν προαισθησει της μομφης ταυτης θἀ απειρειγον να φερω εις φως
εκεινο οπερ προ των θυρων σκοτεινης τινος αγροτικης οικιας της νησου
Σαμοθρᾳκης ελαβε χωραν, εαν δεν φοβουμην μηπως φανω αγνωμων προς
τον ευεργετην Σαλβατόρον 2 (ουτως ονομαζεται ο ηρως αιλουρος), ο οποιος
αν εζη εις τους χρονους των Ρωμαιων, βεβαιως θα ετυγχανε τιμων
ευεργετου και Σωτηρος και θα ηξιουτο επιτυμβιου μνημειου. Είναι δε το
γεγονος ουτινος την αφηγησιν ωδε παρατιθημι ουχι φανταστικον
φιλοτεχνημα, αποκυημα αργουντος καλαμου, αλλ’ ιστορικον ανεκδοτον
αξιον υποδοχης εν επι Φυσ. Ιστοριας εν τῃ ως ανωτερω ρηθεισῃ κατοικια.
Μετα το γευμα μιας των ημερων του παρελθοντος μηνος Ιουλιου, η
συζυγος του διηγηθεντος μοι το γεγονος τουτο, αποκοιμισασα προ της
αυλης της οικιας χαμαι επι τινος ταπητος το μολις πεντε μηνων ηλικιαν αγον
παιδιον της, και αφησασα παρ’αυτῳ ως || συντροφους και φυλακας τα δυο 266
κορασια αυτης, των οποιων το πρεσβυτερον δεν εχει εκλειση ακομη το
εβδομον ετος της ηλικιας του, μετεβη εις την γειτονικην οικιαν χαριν μικρας
και βραχυχρονιου εργασιας, ητις, ως συνηθως συμβαινει παρα τοις
λογοφιλοις γυναιξι, εγενετο μακροχρονιος. 3
1
Διαγράφεται το λογοπαίγνιο: «φιλος των γαλών και ουχι των γάλων η Γαλλων» (με τόνους
από τον Φ.).
2
Με τόνο στο χειρόγραφο.
3
Σβήνονται ακολούθως τα εξής: «Μη δι’ ολως ξενισθῃς φιλε αναγνωστα, οστις κατοικεις εν
πολει και μονον μεγαλοπρεπεις και πολυτελεις εξοχικας οικιας γιγνωσκεις, δια το αφελες και
λιτον των ηθων. Υπαρχουσιν ακομη και σημερον ανθρωποι, διαιτωμενοι».
Παρα τῃ τριαδι των παιδιων εκειτο χαμαζε και ο Σαλβατορος
τεταμενος απαθως μεγας μεγαλωσει και ρογχαλιζων ηδονικωτατα, ο οποιος,
κατά την συνηθειαν του, και την φοραν ταυτην ειχε τον μυστακα του παρα
το δεξιον ωτιον του κοιμειμενου παιδιου.
Ενῳ δε τα δυο κορασια κατεγινοντο μεταμεγιστης επιμελειας και
σπουδης εις τον στολισμον της κουκλας, την οποιαν, την φοραν ταυτην,
ενεδυον με τα νυμφικα της δια να την υπανδρευσουν με τον Σαλβατορον,
τον οποιον υπερβολικως ηγαπων δια την φρονιμαδα του, και μαλιστα δια
την κολακειαν του, καθοσον μαλιστα, οσακις εκρατουν εις χειρας φαγητον,
χιλιακις εφιλα τας χειρας και τους ποδας των, μεχρις οτου λαβῃ το
μεροιδιον του. Ενῳ λοιπον παντα ταυτα μετα πολλης επισημοτητος και
σοβαροτητος ετελουντο παρα τῳ κοιμωμενῳ παιδιῳ, αιφνης αναφαινεται εκ
τινος εκειθεν οπης μεγας αιολος οφις, οστις ελκυσθεις βεβαιως εκ της
ηδειας οσμης του γαλακτοτρεφομενου παιδιου ελισσομενος και συριζων
κατηυθυνθη προς αυτό.
Τα δυο κορασια, εν καταστασει οπως κατανοησωσι τον επικειμενον
αυτοις ολεθρον, επεταξαν χαμαι και κουκλαν και ενδυματα και ετραπησαν
εις απεγνωσμενην φυγην, κραυγαζοντα και ολολυζοντα. Πλην αλλ εξ
ενστικτου τινος στοργης προς το κοιμωμενον παιδιον, μολις απομακρυθεντα
εικοσαδα τινα βηματων, εστραφησαν προς αυτο οπως ιδωσι την τυχην του
και ει δυνατον, το σωσωσι δια των κλαυθμυρισμων των. Και, βοηθειαν μεν
τινα δεν ηδυνηθησαν να του παρασχωσιν, αν ουχι άλλο τι, ειδον όμως εν
ολῃ τῃ φρικαλεοτητι αυτου το τραγικωτατον δραμα, οπερ προ των
οφθαλμων των εξετυλιχθη. ||
Ο οφις ειχεν ηδη πλησιασει μεχρι της κεφαλης του κοιμωμενου 267
βρεφους, οτε πληρης οργης και αγανακτησεως ο Σαλβατορος και κατα το δη
λεγομενον μαχμουρης εισετι, διοτι βεβαιως προωρως τον αφυπνησεν, δια
των ονυχων, του δεξιου εμπροσθιου ποδος κατεφερε μιαν αλλα καλην επι
της κεφαλης αυτου. Ο οφις, θορυβηθεις εκ της απροοπτου ταυτης πληγης,
κατ’ ολιγον ωπισθοχωρισεν, οπως μετα περισσοτερας ορμης επιπεσῃ κατα
του παιδιου. Πλην όμως ο ατρομητος Σαλβατορος μετα της αυτης
δεξιωσεως υπεδεχθη τον μαινομαινον οφιν και κατα την δευτεραν ταυτην
εφοδον αυτου. Εκ τριτου δε και αυθις επετεθη ο οφις του παιδιου αλλα και
τριτον ελαβε ραπισμα παρα του Σαλβατορου.
Τοτε δη τοτε! ... Ο οφις κατανοησας βεβαιως οτι ειχεν ενωπιον
αυτου αντιπαλον ουκ ευκαταφρονητον, αντιτασσοντα βιαν κατα της
αθεμιτου ορεξεως αυτου, υπεραγαν ερεθισθεις, αφηκε το παιδιον και
παρεταχθη κατα του αυθαδους αιλουρου, του τολμησαντος να επιβαλῃ χειρα
τιμωρον επ’ αυτου. Αλλα και ουτος, αισθανθεις βεβαιως την επιθεσιν
ελαβεν αμυντικην θεσιν.
Ο οφις, πεπυρακτωμενος ως εκ του καυσωνος της εποχης,
εξηγριωμενος ενεκεν της απροοπτου αντιστασεως και τεθορυβημενος εκ
των πληγων τας οποιας ελαβεν ελιχθεις και εξελιχθεις επανειλημμενως μετ’
αστραπιαιας ταχυτητος, δια δε σπασμωδικης και βιαιας κινησεως των
λεπιδων του πολυστικτου και μυωδους σωματος αυτου, στηριχθεις επι της
ουρας, ανεστυλωσε κατα γραμμην καθετον το επιλοιπον εμπροσθιον μερος
του σωματος αυτου. Οι οφθαλμοι του απηστραψαν ως σπινθηρες
πεπυρακτωμενου ανθρακος. Η δε κεφαλη του στραφεισα προς το μερος του
αιλουρου αφηκε χαινον το στομα εκ του οποιου ανεφανη, ως πευκεδανος
οϊστος, 4 το ιοβολον γλωσσιδιον.
Η στασις αυτη του οφεως βαθεως συνεταραξε και συνεκινησε τον
υπερηφανον και καρτεροφρονα αιλουρον. Ως δια σφοδρου δε ηλεκτρικου
ρευματος, οι οφθαλμοι του εξηγριωθησαν, οι μυστακες του ανωρθωθησαν,
το ρυγχος του συνωφρυωθη, οι δε χαρακτηρες εν γενει του προσωπου του
ολοτελως ηλλοιωθησαν ενῳ σπασμωδικη τις κινησις των χειλεων του αφηκε
να φανῃ || διστιχος σειρα βελονωτων οδοντων. Αι τριχες του σωματος του 268
ελαβον σπασμωδικην κινησιν, η δε θυσανωτη κερκος του εξεταθη
τιτανικως, δια της ακρας επι του εδαφους στηριχθεισα.
Ουτω δε, βλοσσυρως 5 προσβλεψας προς τον οφιν, δι’ελαφρου και
ταχεως αλματος επεσε κατ’ αυτου, τον οποιον σφοδρως παταξας δια των
οξεων ονυχων του επληγωσεν εν τῳ μεσῳ του σωματος. Πλην, αλλα τουτου
γενομενου, προελαβεν ο οφις οπως περιτυλιχθῃ περι το σωμα εκεινου, τον
4
Διαλυτικά σημειώνει ο Φ.
5
Στο χειρόγραφο απαντάται ο λανθασμένος τύπος «βλοσσυρον», ο οποίος ή πρέπει να
μετατραπεί σε επίρρημα, όπως επιλέγουμε, ή πρέπει να συμπληρωθεί ως «βλοσσυρον
<βλεμμα>».
οποιον οξεως δαγκωσας επι του τραχηλου παρα τῳ ωτιῳ επετυχεν ινα
εγχυσῃ εντος της σχηματισθεισης πληγης τον υπο τον οδοντα κεκρυμμενον
ιον αυτου. Τελευταιον δε και ο γαττος, ετι περισσοτερον εξαφθεις εκ της
γενομενης αυτῳ πληγης μανιωδως στραφεις μετ’ απελπιστικης και βιαιας
κινησεως κατωρθωσεν οπως συλλαβῃ δια των οδοντων αυτου την κεφαλην
του οφεως.
Μετα ημισειαν δε περιπου ωραν, οτε ειχε φθασει η μητηρ του
κοιμωμενου παιδιου, ο μεν μιαιφονος οφις εκειτο απνους κατα γης, μηδεν
σημειον ζωης παρουσιαζων, ο δε φιλανθρωπος γαττος, ως γενναιος
στρατιωτης πληγωθεις εν τῳ πεδιῳ της μαχης, επνεε τα λοισθια παρα τῃ
κοιτιδι του παιδιου!
Ορθογραφικές διορθώσεις
ουτος -ουτως
βρεβους - βρεφους
χαινων –χαινον
συλλαβη – συλλαβῃ