You are on page 1of 240

^

ι >

' · ?".

,ΙΧΪώίι^'χΐΙ^
^^^^ ^^^ ί^^"
Μ. Γ. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Α. Ι . ΜΕΛΑ

,^χν# ™%.^^
% \
< >
?Ιι

1®©8,
ον

«ΥΠΡΙΑΚΜ $|βΛΐρθΗΚ>·
ΤΥΠΟΙΣ «ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

%3Ρ^1|^ ^έδί ^ ^ ^ % # ί>^φ % # %4ι«

*^
Ρ,ι^^ ^ ^ ^
Μ. ΚΟΝΤΟΠΟΥΑΟΣ & ΑΗΝΙ. Ι. ΗΙΕΑλΙ
ΕΚΔΟΤΑΙ
ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΜΝΗΜΗΝ
ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΛΙΑΑΣΚΑΑΟΥ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ Δ. ΛΑΝΙΤΟΥ
ΒΑΘΕΙΑΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΎΝΗΣ ΕΝΕΚΕΝ

ΟΙ ΕΓ^ΔΟΦΑΙ
ο λΟΙΔΙΜΟΙ ΙΧΟΑΑΡΧΗΣ ΑΑΡΝΑΚΟΣ
ΝΙΙ^ΟΛΑΟΣ Δ. ΛΑΝΙΤΗΣ
ΥΠΟΥΙΤΕΙΟΝ ΠΑΙΔΕΙΑΣ 1
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ '

[Ο^.β)
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

ΕΙς τήν έκδοσιν τον παρόντος « Ήμερολόγιον'>


.προβαίνομεν ορμώμενοι άπδ τής ειλικρινούς προΰ'έ-
σεως νά σνμβάλωμεν τδ κατά δύναμιν δι' αντον εΙς
τήν πληρεστέραν καϊ ζωηροτέραν έκδήλωσιν τής παρ *
ήμΐν πνενματικής κινήσεως, ή όποία δνστνχώς δέν
δννάμεΰ'α νά εΐπωμεν, δτι ευρίσκεται είς τήν προσή-
κονσαν άκμήν. Ένω μέγας άριΰ'μδς επιστημόνων και
λογίων υπάρχει έν τω τόπφ, έν τούτοις δέν εϊμεϋ'α
εΙς τήν εύχάριστον ΰ'έσιν ν * άριΰ'μήσωμεν οϋτε έν, δν­
νάμεΰ'α νά εΐπωμεν, φιλολογικδν έργον, δίδον σημεία
της υπάρξεως τής παρ' ήμΐν ανωτέρας πνενματικής
ζωής και κινήσεως άνεν τής δποίας βεβαίως δέν δύ­
νανται οί λαοί νά βαδίσωσι τήν όδδν τής προόδον
καϊ τον πολιτισμοϋ.
'Ηέκδοσις λοιπδν «^ Ήμερολόγιον^, σνγκεντρονν-
τος κατ' ανάγκην έν ταΐς στήλαις αντοϋ τήν σννεργα·
<3ίαν πολλών, αποτελεί, όντως ειπείν, τδ στάδιον τής
πνενματικής επικοινωνίας τών διαφόρων λογάδων,
κινεί αυτούς εΙς ευγενή και φιλότιμον άμιλλα» καϊ
σνντελεΐ όντως εΙς τήν άποτίναξιν τής πνενματικής
νάρκης, ή όποία στειρώνει τδν νονν καΧ δεσμεύει τήν
εξαρσιν, άνευ τής όποίας αδύνατον νά παραχΰώσι
τά υψηλά έκεΐνα πνενματικά προϊόντα, τά όποΐα διέ-
κριναν πάντοτε τήν άφΰονον καϊ πλονσίαν παρα­
γωγήν τής ένδοξον ημών φνλής. ,
Καϊ ναϊ μένη παρούσα έκδοσις παρονσιάζει πλεί­
στας ελλείψεις, διά τάς όποίας έξαιτούμεθα τήν έπι-^
είκειαν τών σννδρομητών καϊ αναγνωστών ημών, άλ­
λα προσδοκώμεν, δτι αντη Ό'' άποτελέσγι τήν άπαρχήν
έν τω μέλλοντι τακτικών ετησίων εκδόσεων, όλοέν
βελτιονμένων καϊ σνμπληρονμένων.
Κατ' αύτδν τδν τρόπον πρδς τή ώΰήσει εΙς πνεν-
ματικήν κίνησιν καϊ φιλολογικήν ζωήν,ώζ εϊπομεν, ΰά
παρέλαση άπδ τών στηλών τον Ήμερολόγιον ημών
βαΰμηδδν καϊ ό σύγχρονος βίος, δημόσιος καϊ Ιδιω*
τικδς τάΗ' Κυπρίων, τά ήϋ·η, έθιμα καϊ παραδόσεις
αύτών, τών όποιων ή εμβριθεστέρα μελέτη καϊ έρευ­
να θά δώση άφορμήν, ώστε νά έκτιμηθη πλειότερον
ή ευγένεια τοϋ λαοϋ τούτου και ή άπδ ενδόξων κάί
ευγενών προγόνων καταγωγή τον καϊ νά καταδειχθη
πληρέστερον ή άπόλντος δί' αύτδν ανάγκη ελευθέρου
δίολιτικοϋ βίον.
ΣΓρδς τοϋτο ποιούμεθα θερμοτάτην έκκλησιν πρδς
πάντας τονς έν Κύπρφ λογάδας καϊ έκφράζομεν και
δημοσία τάς άπειρους ημών ευχαριστίας πρδς πάντας
τους σννεργάτας ημών, οί όποιοι παρέσχον τήν ηολύτ
τιμον σνμβολήν αύτών διά τήν παροΰσαν έκδοσιν καϊ
οί όποιοι δέν άμφιβάλλομεν, δτι θά έξακολονθήσωσι
καϊ έν τφ μέλλοντι παρέχοντες ήμΐν ταύτην πρδς έπί-
τενξιν τοϋ διά τον Ήμερολόγιον τούτον έπιδιωκΟ'
μένον νψηλοϋ σκοπόν.
Επίσης όπευθύνομεν θερμοτάτας ευχαριστίας καϊ
πρδς πάντας τονς έκτδς τής Κύπρον σννεργάτας ή^
μών, οί όποιοι πρόθυμοι έσπευσαν άμα τή έκκλήοεί
ημών, νά έλθωσιν έπίκονροι εΙς τδ έργον τών Κυ­
πρίων λογογράφων καϊ πιστόν μένης κάί έν τούτφ τής
εθνικής αλληλεγγύης, κατέθηκεν έκαστος τδν πολύ'
ημον λίθον αντοϋ έπϊ τοϋ παρόντος πνενματικοΰ οι­
κοδομήματος, κάτωθεν τοϋ όποίον έλπίζομεν καϊ εύ­
χόμεθα νά ενρωσι ξενίαν έν βραχεί μέλλοντι οί άριστοι
τών λογογράφων.
01 έκδότας
^ ι χ . V· .ΚΟΝΤΌΠΟΥΛΟΣ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ
ΕΥΠΡΟΥ
Κύπρος εΐνε μία τών μειζόνων νήσων τής
έσω θαλάσσης, καϊ ή τελενταία καϊ μεγίστη
πασών τών νήσων τής Ασίας, ή όποία πρό"
τερον έλέγετο Μακαρία διά τήν εύκρασίαν καϊ ενφο^
ρίαν τοϋ τόπου, μέ δλον δπον ό άήρ αντής, ώς
έπϊ τδ πλείστον εΐνβ θερμδς πλήν είς τήν περιοχήν
τής Κέρινης, δπου ό βορέας έρχεται ψνχρδς, δι­
ερχόμενος δίά τής θαλάσσης, καϊ εΙς τά δρη. Οπου
ό άήρ εΙνε οξύτατος. Σφήκεια, άπδ τών Σφηκών
τών ένοικησάντων αυτήν, οί δποΐοι ήσαν Έθνος,
οϋτω λεγόμενον. Κεραστία, άπδ τών κεράτων, ήτοι
τών έξοχων, τάς δποίας έχει αντη ή Νήσος. Κύπρος
τελενταΐον εκλήθη, άπδ τοϋ Κύπρον, ήτοι τοϋ χαλ­
κοϋ τοϋ έκεΐ πρωτευρεθέντος^ ωσάν δπου αϋτη
ή Νήσος βρίθει μετάλλων, χαλκάνθης τε, στυπτηρίας,
καϊ τών παρομοίων ή άπδ τοϋ έχειν γήν κνο-
){8)(

φόρον καΐ λιπαράν. Περιορίζεται πάντοθεν πελάγη'


άπδ μέν δύσεως ύπδ τοϋ Παμφνλίον Πελάγονς,
άπδ δέ μεσημβρίας νπό τε τοϋ Αιγνπτιακοϋ Πε­
λάγους, καϊ τοϋ Σνριακοϋ. Άπδ ανατολών ύπδ
τοϋ Σνριακοϋ Πελάγους, καϊ άπδ αρκτον ύπδ τοϋ
Κιλικίον Ανλώνος. Ανλών δέ έστϊ στενή αναφορά
τοΰ νδατος ή Λνλώνες Χέγονται τά μεταξύ τών
Φαράγγων στενά καϊ έπϊ μήκος φερόμενα. Τό μή­
κος ταύτης τής νήσον εϊνε μιλίων 250" τδ πλάτος
65' καϊ ή περίμετρος 550. Αφίσταται ή Κύπρος
κατά τδν Στράβωνα άπδ τοϋ Άκάμαντος άκρον, έως
τοϋ Σελινούντος τής τραχείας Κιλικίας, αταδίονς
χιλίονς, πρδς Σίδην δέ τής Παμψνλίας 1600"
πρδς δέ Χελιδονέας 1900, άπδ δέ τής Ίόππης,
ήτοί τοϋ 'Ιάφα μίλια 300, καϊ άπδ τών Ιεροσο­
λύμων 340.
Ή παραθαλάσσια περιγ^^αφή αντής ίγει οντω,
κατά τδν Πτολ-
Ό Άκάμας, τδ άκρωτήριον, κοινώς λεγόμενον
ό Κάβος τοϋ Άγίον Έπιφάνιον, τδ όποΐον εΐ­
νε πρδς δνσμάς τής Νήσον, εκτείνεται πρδς
τά βόρεια. Πόρρω τούτον έν μίλιον κείται Νη-
οίον λεπτδν ωσάν κάτεργον, μετά τούτο, άπδ με­
οημβρίαν εϊνε ή Νέα Πάφος, πόλις ποτέ μέ λι­
μένα, εις τδν δυτικδν αίγιαλδν τής Κύπρον κτι-
)(9){

οθεΐσα ύπδ τοϋ Άγαπήνορος' εΙς αυτήν τήν πόλιν


έσέβετο ή Αφροδίτη, δθεν άπ' αντής Παφία έκα-
λεΐτο, καϊ μέ δλον δπον τανύν κείται έρείπιον,
εϊνε δμως έμπόριον, Ζεφύρειον άκρον, Πάφος Πα­
λαιά, πόλις πόρρω τού αιγιαλού δέκα σταδ.ονς, ή
όποία έχει λιμένα, ή "Υφορμον. Δρέπανον άκρον,
Οίάί μετά τούτο Φρούριον άκρον, άφ' ού άρχεται
ή μεσημβρινή πλενρά τής Νήσον. Κούριον,
πόλις ποτέ. Λύκον ποταμού έκβολαί. Κονρίας
Λκρα, ή όποία εΐνε χερρονησιώδης. Άμαθους, πό­
λις ποτέ. Τετ ίον ποταμού έκβολαί. Κίτιον, πόλις
ποτέ, κοινώς Κίτι, λιμένα έχονσα μέτριον. Άπ' αυ­
τής τής πόλεως ήσαν Ζήνων ό τής Στωικής αί­
ρέοεως Άρχηγέτης καϊ Απολλώνιος ό ίατρός.
Δάδες άκρα. Θρόνοι, πόλις ποτέ, καϊ άκρα. Άπδ
τούτων τών θρόνων άρχεται ή ανατολική πλινρά,
είς τήν δποίαν εϊνε καθεξής, Αμμόχωστος, ον πολύ
^μακράν τής παλαιάς Σαλαμίνος, ήτοι τής Κων­
στάντιας, πόλις τά μάλιστα οχυρά έναντιωθείσα πολ­
λάκις ίσχνρώς είς τάς καταδρομάς τών Τούρκων,
τόσον διά θαλάσσης, δσον και διά ξηράς, ύπδ τών
όποιων έπαθεν έλεεινώς τά έσχατα δεινά. Καλεΐ-
τ:αι κοινώς Φαμαγόοτα. Μετά ταύτην εΐνε αί έκβο­
λαί τού Πεδαίον ποταμού, εΐτα ή ΣαλαμΙς, πόλις,
•ίίτίς καϊ Σαλαμϊν Κνπρία καλείται κτισΰεΐοα ύπδ
)(10)(

τοϋ Τεύκρου τοϋ άδελφοϋ τοϋ Τελαμωνίου Λίαν-


τος, μετά τήν άλωσιν τής Τροίας, καϊ όνομασθεΐσα
όμονύμως τ^ έαντοϋ Πατρίδι' ύστερον αϋτη ώνο-
μάσθη Κωνστάντια τιμηθεΐσα εΙς θρόνον Άρχι­
επίσκοπον αύτοκεφάλον, ύφ' δν υπόκεινται 14 ε­
πίσκοποι, έχοντες τονς θρόνονς αντων έν πόλεσι.
ταΐς ένδον ποτέ ονσαις τής Νήσον. Έλαία άκρα,,
καϊ μετά ταύτην, Ουρά Βοδς, άπ' αυτής άρχεται
ή βορεία πλενρά, έχουσα περιγραφήν τοιαύτην' με·-
τά τήν τοϋ Βοδς Ούράν, Καρπασία, πόλις ποτέ,,
Αχαιών ακτή, 'Λφροδίσιον, Μακαρία, Κερωνία,
Λαπίθου ποταμού έκβολαί. Λάπιθος, πόλις κτι­
σθεϊσα ύπδ τών Λακώνων, καϊ Πραξάνδρου' αϋτγ
εΐχεν "Υφορμον καϊ Νεώρια. Κρομμύων άκρα. Σό­
λοι, πόλις ποτέ. Καλλίνονσα άκρα. Αρσινόη πό­
λις ποτέ, καϊ λιμήν, εΐτα καϊ έτερος λιμήν, Λεύ-
κολλά καλούμενος, καϊ μετά τούτον, Ποδάλιον ά­
κρον, τανύν ονομαστά ακρωτήρια τής Κύπρον
εϊνε ταϋτα. Έκεΐνο δπον εΐνε εΙς τήν τελενταίαν
ακραν, τήν πρδς ανατολάς νεύονσαν, κοινώς κα­
λείται Κάβος τοϋ Άγίον 'Λνδρέου, τδ δέ πρδς
μεσημβρίαν. Κάβο δέ Γάτα, τδ πρδς χειμερινήν ά­
νατολήν. Κάβο δέ Γραίγο, καϊ τδ πρδς βορέαν,.
Κορμακίτι ονομάζεται.
3 Μεσόγειοι πόλεις τής Κύπρου ήσαν τδ πάλαί
κ ΗΚ
<]Χδε, Χύτρος, πόλίς ποτέ μέ θρόνον Επισκόπου,
κοινώς Χίτρι. Τριμηθοϋς, τής όποίας Επίσκοπος
έστάθη δ θανματονργδς Σπυρίδων, καϊ Ταμασσός'
έξ αύτών δέ πασών τών ρηθεισατν πόλεων, τδ πά­
λαι αξιόλογοι πόλεις ήσαν εννέα, κατά τδν Σικελ.
Διόδωρον βιβλίφ ιστ'. ύπδ δέ ταύτας υπήρχε τεταγ­
μένα μικρά πολίσματα τά προσκννούντα ταΐς εννέα
πόλεσι, έκαστη δέ τούτων εϊχε βασιλέα, τής μέν
πόλεως άρχοντα, τφ δέ βασιλεί τών Περσών ν-
ποτεταγμένον' τανύν δέ Μητρόπολις τής Νήσου
^αϊ πρωτεύουσα τών άλλων εϊνε ή Λενκωσία,
κοινώς λεγομένη Νικωσία, κειμένη είς τδ Μεσό­
γειον, καϊ τδν θρόνον τού 'Λρχιεπισκόπον έχουσα'
είς αυτήν εΐνε ό θρόνος τού Πασιά. Ή περί­
μετρος της εϊνε πλεϊον τών τεσσάρων μιλίων, καϊ
παρομοιάζεται κατά τήν θέσιν μέ τήν Φλωρεντίαν,
έχει φρέατα, καϊ πηγάς υδάτων, κρείττον τών
άλλων πόλεων τής Νήσον. Πρδς τδν βόρειον αί­
γιαλδν κείται ή Κερωνία, κοινώς Κερίνι, όλίγον
όχυρά' Ό λιμήν ταύτης εϊνε σμικρότατος, πρδς
δέ τδν Άνατολικόν ευρίσκεται ή Φαμαγόοτα, ώς
εΧρηται, Κλειδί ποτέ τής Κύπρου, ηλησίον ταύτης
είνε ή Κωνστάντια καϊ μία λίμνη νοσηρδν ποιούσα
τόν αέρα. 'Λκολουθεΐ ή Πάφος, καϊ είς τήν πλευράν
έκείνην, είς τήν δποίαν ευρίσκονται αί άλνκαΐ, εΐνβ
καϊ ή Λεμισσδ, έμπόριον, άτείχιστον μέ λιμένα, πα·^
ραπλήσιον μέ τδν λιμένα τής άλνκής, είς τδν όποΐον
θαμίζονσιν οί Ευρωπαίοι. Ή κώμη δπον κείται-
άνω τού λιμένος τής αλυκής, έν μίλιον. Λάρνακα
καλείται, είς τήν οποίαν διάγουσιν οί Κόνσουλοι, καϊ
οί πραγματευταί. Τδ πάλαι έδιαιρεΐτο ή Νήσος αν­
τη είς τέσσαρα μέρη, ή Επαρχίας. Είς τήν Σα-
λαμινίαν, Παφίαν, 'Λμαθουσίαν, καϊ Λαπιθίαν.
Φνσικά δέ διαιρείται είς δύο μέρη, ύφ' ένδς δρονς
έκτεινομένον έξ 'Λνατολών έπϊ δυσμάς, τδ όνο-
μαστδν δρος ταύτης εϊνε δ "Ολνμπος, τδ όποΐον με
τδ νά εϊνε δμοιον είς τδ σχήμα μέ μαστδν, μα­
στοειδές επονομάζεται, κείμενον είς τά πέρατα τής
'Λμαθονσίας, είς τδ όποΐον έκτισεν ή 'Λγία Ελένη-
έπανακάμψαοα έκ τής Ίερονσαλήμ, μετά τήν έ­
φεύρεσιν τού τιμίον ξύλον, Ναδν, είς τδν όποΐον
έθεσε καϊ ένα κομμάτι εκ τοϋ τιμίον ξύλον τοϋ
Σταυρού, καϊ εύθνς έβρεξεν, δπον πρότερον είς:
τήν Κύπρον δέν έπεσε βροχή έπϊ δεκαεπτά έτη,,
δι' ήν αίτίαν τότε έρημώθη ή Κύπρος, βασιλεύοντος
τοϋ Μεγάλον Κωνσταντϊνον. Πεσούσης δέ τότε
τής βροχής, πάλιν επανέκαμψαν είς τήν Πατρίδα τους
οί Κύπριοι. Έκ τούτου τοϋ δρους εξέρχονται πο­
ταμοί, ό Λύκος, καϊ ό Πεδάΐος, οί δποΐοι ποτα­
μοί, ώσπερ καϊ οί λοιποί, εΐνε παρόμοιοι μέ χεί-
)( 13 )(

μάρρονς, έστοντας καϊ ή Νήσος νά εΐνε άννδρος,


είς αύτδ τδ δρος λέγονσι νά γεννάται καϊ ζφον
παρόμοιον μέ τδν κροκόδειλον, τδ δποΐον ύπδ τών
εντοπίων Λάμογγα καλείται.
Λντη ή Νήσος ονομάζεται καϊ δεντέρα Ίου·*
οτινιανή, εΙς τιμήν Θεοδώρας τής γνναικδς τοϋ Τ"
ουστινιανοϋ. Εϊνε εϋοινος, εύέλαισς καϊ πάμφορος^
έχει μέταλλα χαλκοϋ άφθονα, τά έν Ταμασσφ, κατά
τδν Στράβωνα" έν οΐς τδ Χαλκανθές γίνεται καϊ δ Ιδς
τοϋ χαλκοϋ, χρήσιμα πρδς ίατρικάς δυνάμεις. Είς
τά χαλκεΐα τής Κύπρου, δπου έκαιον είς πολ-
λάς ημέρας τδν χαλκίτην λίθον, έγεννώντο είς τήν
μέσην τοϋ πνρδς ζωύφια μείζονα τών μνών, πτε·
ρωτά, τά δποΐα έπηδοϋσαν, καϊ περιεπάτονν εΙς τδ
πϋρ, άφιστάμενα δέ τοϋ πνρδς έθνησκον. Καλοϋσι
δέ ταϋτα πνραλίδες καϊ Πνραύστας. Λέγονσιν ακόμη,
δτι αντη ή Νήσος τδν παλαιδν καιρδν δέν έδέχετο
τά νεκρά ανθρώπινα σώματα, άλλ' δσα έθαπτον
τήν ήμέραν, τήν νύκτα τά ερριπτεν έξω τοϋ τάφον»
Οί Κύπριοι έστάθησαν πάντοτε κατωφερεΐς ύπερ'
βαλλόντως είς τά Αφροδίσια, τόσον οί άνδρες, δσον
καί αί γνναΐκες' ώστε έκ τούτον οί παλαιοί αφιέ­
ρωσαν τήν Κύπρον είς τήν 'Λφροδίτην. Όθεν καί
ή Αφροδίτη Κύπρις παρωνομάσθη. Επίσκοπος
τής Κύπρου έχρημάτισε καϊ δ Ίερδς Έπιφάνιος,
χ 14 )(

6 δποΐος έγραψεν δγδοήκοντα Βίβλους κατά


ΛΙρέσεων, καϊ τά εξής. Τούτος έλθών εΙς Κων­
σταντινούπολιν, καϊ διαφερόμενος Ιωάννη τω Χρν-
οοστόμφ εΐπεν είς αύτόν. Ελπίζω σε μή άποθα-
νεΐν Έπίσκοπον ό δέ Ιωάννης άντέφηοεν, ουδέ
έγώσε τής σής έπιβήσεσθαι πόλεως, τών όποιων κάί
τών δύο οί λόγοι άλήθενσαν. Διότι δ Έπιφά­
νιος έτελεύτησεν είς τήν έν τ^ θαλασσή όδδν,
ό δέ Ιωάννης έξορισθεϊς, καϊ διαφόρονς δνστν-
χίας παθών απέθανε. Σωζόμενος ίστορ. κεφ. ιε'.
Ή Κύπρος τδ πρώτον ώρίζετο ύπδ εδικών της
Βασιλέων, εΐτα έκνριεύθη ύπδ τών Ρωμαίων μετέ­
πειτα ύπδ τών Λύτοκρατόρων τής Κωνσταντινον-
ηόλεως, διά Δουκών, έν έτει δέ άπδ Χριστού
1181 ή 1190 Ριχάρδος δ βασιλεύς τής Αγγλίας,
στρατεύσας μέ στόλον εΙς Ιεροσόλυμα κατά τών
έκεΐσε Σαρακηνών ύπδ χειμώνος καϊ ζάλης τής
θαλάσσης, κατέλαβε τδν λιμένα τής Κύπρον, καϊ
βονληθεϊς έξελθεΐν έξω, έκωλύετο ύπδ τών Κν-
πρίων' δθεν καϊ αύτδς θυμωθεϊς, καϊ κινήσας
πόλεμον κατ' αύτών, έκυρίενσε τής Νήσον μέ τδν
θάνατον τοϋ Χερσάλου, καϊ τήν έτίώλησβ τών Ιπ­
πέων, δπου παρονομάζονται Τεμπλάροι, δι έκατδν
^ιΑί(ί^. οκοϋδα' ούτοι δέ πάλιν, διά τής αντής τι-
μής^ τήν έπώλησαν εΐς τινα Γάλλον, καλούμενον
)( Ιδ Κ

Χονιδωνα, τοϋ δποίον ό άδελφδς 'Λμέργιος, έλα­


βε παρά τοϋ τότε Πάπα, τίτλον Βασιλέως, και
καθεξής τήν ώριζον οί διάδοχοι τούτον, έως δπον
ήλθεν εΙς τήν έξονσίαν τών Γενονησίων άπδ τών
όποιων τήν επήραν οί Βενετοί έν έτει 1473, τών
δποίων λέγονσι νά τήν έχάρισε Καθαρίνα ή Κορ*
νηλία, καϊ τήν ώρισαν έως έτονς άπδ Χριστού
1570, διότι έν τφ αύτφ έτει, τή κβ'. τοϋ Σεπτέμ­
βριον, διώξας αύτονς έκεΐθεν ό Σονλτάν Σελϊμ
τήν έκνρίενσε, μένονσα έως τοϋ νύν εΙς τούς ά-
πογόνονς αύτοϋ.
Ού σμακράν ταύτης τής Νήσον, κατά τά έωθινά
μέρη, κείνται δύο ή τέσσαρες Νήσοι, Κλείδες κα-
λούμεναι, καϊ κοινώς, Καποδέ Σαντ' Άνδρέα,ώσπερ
κάί τδ άκρωτήριον" όμοίως καϊ αί Κάρπασοι Νήσοι,
κληθεΐσαι άπδ τής Καρπασίας πόλεως τής Κύπρον,
ή άπδ τής Καρπάσον, αί όποΐαι κείνται μεταξύ τής
Καρπασίας πόλεως, καϊ τον Αιναρέτου άκρωτήριον.

Ό βίος εΐνε όρος* εΤνε βουνόν δέον δρθιοι νά τό άναβαίνωμεν


^ ι χαθήμενοι νά τό καταβαίνωμεν.

Καθώς οΐ πλανήται, οΰτω καΐ ή δό|α εχει δορυφόρους περί αυτήν


•· Ι Ι Φ Ι Ι · Ι Ι · Ι Ι · Ι Ι · Ι Ι · Ι Ι · Ι Ι * η · Ι Ι · 1 Ι · Ι Ι · Ι Ι · < Ι · Ι Ι · Ι | φ | | · Ι 1 · Η * Ι Ι · Μ · Ι Ι · Ι Ι · Ι ΐ · | Ι · Ι Ι · Ι Ι · Ι Ι · ι < · Ι ΐ Φ Μ · Ι Ι · Ι · · Ι ΐ · Η · * • · Η · η · ^

φ ^^φ ^^φ ^-^Φ ^^φ ^^κ^^ ^^φ ^#τ

(^ Η ΔΑΦΝΗ ^
Τπείκουσα εΙς ευγενή πρόσκλησιν τών άξιοτίρ,ων συντακτών τ ο ν
Ημερολογίου τούτου, δπως γράψω τι και έγώ άξιον μελέτης
καΐ προσοχής, άνέδραμον εΙς τήν άκένίοτον πηγήν τοΰ 21 έν Κύ­
πρψ, οΰτινος μίαν μαύρην, άλλ* ενδοξον Ιστορικήν σελίδα τής μαρ­
τυρικής ήρωΐδος Δάφνης προσφέρω εΙς τό δημόσιον έπ' έλπίδι, δτι
αΰτη θέλει συγκινήσει και διδάξη τάς νεωτέρας Ελληνίδας α ρ ­
κούντως.
Δάφνη δέν ώνομάζετο ή ήρωΐς μου* θ ά τήν αποκαλώ Δάφνην, δι­
ότι πικρός και πλήρης τρομερών βασάνων ύπήρξεν ό βίος της, άλλα
και δαςρνοστεφής έν τή νίκη της κατά τοΰ Τούρκου δημίου της.
•'Ητο ωραία ή Δάφνη, ωραία ώς ναϊσς και σεμνή και αθώα ώς
τά ϊα καΐ τά κρίνα τοΰ άγροΰ. Κόμη μέλαινα, οφθαλμοί μελιχροί
και πλέοντες εΙς γελόεσσαν παρθενικήν αϊγλην, πρόσωπον λευκόν,
ωοειδές, κλίνον πρός τήν ωχρότητα, ανάστημα μέτριον, σύμμετρον,
εΰσωμον και γραφικόν, χείρες μικραΐ καί γραφικαι, χείλη καΐ βάδι
σμα ύποπτέρου νεοσσοϋ πέρδικος, φωνή γλυκεία, ήχοΰσα εν πι­
κρόν άγαθότητος παράπονον, μεμιγμένον μετά τίνος πικρόΐς είρω-
νείας, άλλα και σταθερότητος καΐ ήρωϊσμοΰ κατά τών συμφορών
τ·)ς, άπετέλουν τό σύνολον τής άτυχους υπάρξεως τής Δάφνης,.
οΤον μοι τό περιέγραψε πολλάκις ή μήτηρ μου και οίον διετηρείτο
πως και έν τη προϊούση ήλιχίςι της, κ α θ ' ήν έγνώρισα αυτήν, παι­
δίσκη έγώ, πολλά ετη μετά τήν άνέλπιστον και κατά θείαν πρό­
νοιαν σωτηρίαν της έκτων σιδηρών χειρών τοΰ δημίου της.
Ή Δάφνη, καθώς καΐ αΐ δμίληκες αύτη νεανίδες διέσωζον ετι
ϊχΝ-η τοΰ τελείου Κυπριακοΰ κάλλους, δπερ άπήνθισαν έκ Κύπροο
)( 17 )(
ο'ί δήμιοι τοΰ 21 και άλλο μέν έπώλησαν ώς γλ'ωστόν, είς τάς αγοράς:
της Κων,πόλεως, άλλο δέ κατεδίκασαν εΙς μαρασμόν καΐ θάνατον
εντός τής κο?>,άσεως τοϋ έρεβώδους.... χαρεμίου το^ν !
ΑΙ νεανίδες έκεΐναι, ών προεξείχε κατά τό κάλλος ή Δάφλη, μέ
τήν άπλήν περιβολήν των, ήτις έσώζετο μέχρι πρό τίνος καΐ ένταΰ­
θα, μέ τήν όσφύν ύψηλήν καΐ λιγυράν, ανοικτά τά λευκά και ευτρα­
φή στήθη άπό τοΰ κεκοσμημένοο σχεδόν πάντοτε διά περιλαιμίου
λαιμοΰ, μέχρι τοΰ στέρνου, μέ τάς άφθονους καΐ οΰλας κόμας των
καΐ τά εκατέρωθεν τοΰ μικροΰ μετώπου καΐ όπισθεν τών ώτων
στρεφόμενα κεχωρισμένα μαλλία, μέ τήν καλΰπτραν το^ν πάντοτε,
διήκουσαν μέχρι τών ώμων, καΐ μέ τό δίκην ταινίας ίερείας μαν­
δήλιον, δι' οΰ εδενον όλίγον άνωθεν τοΰ μετιόπου τήν άπολήγουσαν
εις τήν κορυφήν εις ωοειδές σχήμα κεφαλήν, ώμοίαζον πράγματι
πρός Ίερείας ή πρός νύμφας τών μυθικών χρόνων.
Ή Δάφνη, καθώς καΐ αΐ δμίληκες αύτή, κατά τούς ζοφερούς εκεί­
νους χρόνους εμενον κατάκλειστοι έκ φόβου τών Τούρκων, άπηγο­
ρεύετο δέ αϋταΐς ή χρήσις τοΰ κιτρίνου καΐ πρασίνου χρώματος,
διότι τών χρωμάτων τούτων εκαμνον χρήσιν οί Τοΰρκοι.
Πολλάκις έπί τή προφάσει ταύτη ώρμουν εντός τών χριστιανικών
οικιών, πράγματι δμως επραττον τοΰτο, δπως ϊδιοσιν έν αύταΐς, ποία
ήτο ωραία, ήν δι' άπλοΰ μηνύματος τοΰ Τούρκου μεγιστάνος, ύπε­
χρεοΰτο δ δυστυχής πατήρ ή ό σύζυγος νά παρουσίαση αμέσως είς
αυτόν, άλλως τοΰ άπεκόπτετο ή κεφαλή.
Μοιραίως εΐδον οΐ ακόλουθοι μεγιστάνος τινός τούρκου καΐ τήν
ώραίαν καΐ όρφανήν δεκαεξαέτιδα Δάφνην είς τόν οίκον τοΰ έπ' α ­
δελφή γαμβρού της καΐ εΐπον εΙς αύτόν περί τής καλλονής της, οΰ­
τος δέ μαινόμενος καΐ ώπλισμένος είσήλθεν είς τόν οΐκόν της μετά
τών ακολούθων του καΐ απήγαγε βία αυτήν, όδυρομένην καΐ γοώ-
σαν.
Κατάπληκτος ή πόλις.... ήκουσε τήν άπαγωγήν τής Δάφνης, αΙ
φίλαι καΐ συμπαίκτριαί της, ών μία καΐ η μεγάλη προμήτωρ μου,
ώδύροντο επίσης έν τ φ κρυπτφ, διότι, άλλοίμονον!... παντοϋ κα'ι
ύπό γήν ακόμη έφοβοΰντο καταγγελίαν κατ' αύτών πρός τόν μέγα
σημαίνοντα έ ν τ ή πόλει πάροικον έκ Κων/πόλεως μεγιστάνα. Ή
τύ/η αυτής ήγνοεΐτο κατά συνέπειαν έγλ'ώσθη δμως εκ τίνων τολ­
μηρών γειτόνων, είσδυόντων κρύφα είς τήν οίκίαν τοΰ μεγιστάνος.
)( 18 )(
«τι ή ΔάφΛ-η ύφίστατο μαρτύρια, δπως έξομώση, άλλ* αΰτη ενέ­
μεινε πιστή εΙς τήν θρησκείαν της. Κατά τήν άπουσίαν του και
^ καιρφ ΰπνου ό ερωτομανής μεγιστάν έφρόντιζε νά θέτη χειρο-
πέδοις εις τό θΰμά του, μήπως αύτοκτονήση. Δι'δλης τής ημέρας
μισθωτοί Έριννύες 'Οθωμανίδες έπετήρουν τήν ΔάφΛ-ην, χρυσού-
·<ραντα δ' ένδύ^ιατα καΐ πολύτιμα κοσμήματα προσεφέροντο αύτη
-σωρηδόν καΐ δοΰλοι καΐ μάγειροι εκλεκτοί παρεσκεύαζον πολυτε­
λείς τράπεζας, άτινα πάντα περιεφρόνει ή Δάφνη άποφασίσασα νά
σωθη διά τοΰ έξ ασιτίας θανάτου. 'Αλλά ματαίως ήγωνίζετο. Γυ­
μνή σπάθη άνωθεν της διήνοιγε τό στόμα της βίςι είς πρόσληψιν
τροφών καΐ ποτών, οΐ δέ μήνες καΐ τά ετη παρερχόμενα άφήρουν
τό κάλλος έκεΐνο, δπερ άπέμεινεν ώς εν ρόδον ξηρόν και άοσμον
χαί δεσμίαν έρριπτον αυτήν είς τήν εναγή κλίνην.... ΰπερθεν τής
'όποίας ή κλαίουσα γοερώς καΐ φευγουσα μετά φρίκης παρθενία
χης άφήκεν είς τήν Δάφνην, ώς πάγκαλα δώρα τό σθένος καί τήν
.δύναμιν νά μείλ-η στείρα!
Εύλογημένον τό δνομα τοΰ Θεοΰ, δστις έσωσε τήν Δάφνην άπό
τοΰ μαρτυρίου νά ϊδη άναγεννώμενον τόν δήμιον της εντός τών
σπλάγχνων της καΐ έπί τών γονάτων της 1 'Εν τούτοις δέν ίσχυ­
σαν οΰτε τά μαρτύρια οΰτε τά διά χρυσοΰ καί αδαμάντων δελεά-
σματα, δπως τήν πείσωσι νά έξομώση. "Εμεινε Χριστιανή ή Δάφνη Ι
Εδέχθη δέ μόνον τήν σινδόνην, δπως άποκρύπτη εντός αυτής
έξ αίδοΰς τό αίσχος της καΐ τό φθίνον προώρως πρόσωπον της καΐ
τά δάκρυα της, άλλ' ύπό τήν σινδόνην, τήν Έλληνικήν περιβολήν
της έφερε πάντοτε.
Ύπό τήν σινδόνην έλαμπε τοΰ μαρτυρίου της ή φωτοστέφανος
καΐ διά τήν άπώλειαν τής τιμής της έδέετο ή Χριστιανή Δάφνη
νυχθήμερον ζητούσα ώς άντάίνλαγμα τόν θάνατον, άλλα καΐ ο&κος
δέν τήν ηύνόησε. Ό Θεός έπεφύλαττεν αύτη άντΙ θανάτου άπαλ­
λαγήν τοΰ δημίου της καί ζωήν εντιμον καί περιφανή Ικανοποί­
ησίν.
Ό άλάστωρ καί παρθενοφθόρος δαίμων άνεκλήθη ύπό τοϋ Σουλ-
τόνου εΙς Κων/πολιν,.
Ή Δάφνη πρηνής έπί ημερονύκτια δλα Ικετεύει αυτόν νά τήν
«γκαταλίπη πλέον απερχόμενος, άλλ' ό δαίμων δέν έννοεϊ νά εγκα­
ταλίπη τήν αγραν του, τήν ώχράν και μαρανθεϊσαν εντελώς Δάφνην.
)( 19 )(
Τήν πρωΐαν τής αναχωρήσεως της λαβοϋσα τήν άδειαν τοϋ τ υ ­
ράννου της διεμήνυσεν ή Δάςρνη πρός πάσας τάς όμιλίκους αύτη, δ τ ι
επιθυμεί νά τάς ϊδη διά τελευταίαν φοράν, έξορκ^ουσα αύτάς εΙς
τόν Θεόν νά μή τήν άποστραφώσι διά τήν άκουσίαν δι»στυχίαν της^
Πάσαι δέ έκ συγκαταβάσεως πρός τήν αϊτησιν τής απολεσθείσης
πλέον τής κοινωνίας καί τής φιλίας των δυστυχούς Δάφνης, ήλθον
εις άποχαιρετισμόν της!
Τίς δύναται νά περιγράψη τήν όδυνηράν έκείνην σκηνήν τοΰ ά π ο -
χαιρετισμοϋ των ;
Ή Δάφνη ριπτομέλ-η άπό τοΰ τραχήλου τής μιας φίλης εΙς τάς.
άγκάλας της άλλης, δίς έλιποθήμησε ψελλίζουσα, «είμαι τιμία^
είμαι χριστιανή» καί έπανήρχετο είς τάς αισθήσεις της διά νά θλί­
ψη δυνατώτερα είς τάς άγκάλας της τάς τιμίας καΐ χριστιανάς έκεί­
νας φίλας της, αϊτινες ώλόλυζον καΐ κατεφίλουν καί ένίσχυον αυ­
τήν οΰτω διά τό άνευ επιστροφής έκεΐνο ταξείδιον της έπ' έλπίδι
άνταμώσεώς των πλέον εις ουρανούς....
'Έταξείδευον ήδη διά Λάρνακος είς Κων/πολιν, άποβάντες δι*'
ολίγας ώρας είς τήν πόλιν ταύτιρ.
Ή Δάφνη φρουρουμένη ύπό πολλών ακολούθων όθωμανίδων έ­
σύρετο σχεδόν μεταξύ αύτών καΐ δπισθεν τοΰ δημίου της.
Αϊφνης ΰψωσε τούς οφθαλμούς καΐ είδε κυματίζουσαν σημαίαν
τινά άνωθεν Ινός προξενείου· ταυτοχρόνως καΐ ώς έμπνευσθεϊσα
έζήτησε διά τών οφθαλμών τήν θύραν τοϋ προξενείου καΐ είδεν
αυτήν άνοικτήν.
"Εκαμε τό σημεϊον τοϋ σταυροΰ καΐ ελαφρά ώς πτηνόν, ώς άνε­
μος έτράπη πρός τήν θύραν σπεύδουσα δλαις δυνάμεσι.
"Εφθασεν έπί τέλους εις τήν -θύραν, είσήλθε καί εκλεισεν αυτήν
επιμελώς....
Μάτην δ μεγιστάν οδύρεται καί αναζητεί παντοϋ τό θΰμά του και
μαστιγόνει τάς ακολούθους καί απειλεί αύτάς διά θανάτου.
Τό πλοΐον άπήρε διά Κων/πολιν φέρον τόν εκφρονα καΐ λυσσώδη
διά τήν άποτυχίαν του μεγιστάνα, αΐ ακόλουθοι άπελύθησαν, καΐ
ή Δάφνη έσώθη ώς έκ θαύματος.
Ή Δάφνη ώς χριστιανή πλέον κατά τόν μετέπειτα βίον της και
σύζυγος έντιμος δέν ήτο στείρα ! Καίτοι μαρανθεΐσα καί πάντοτε
περίλυπος διατελέσασα καί φέρουσα έπί τοϋ μετώπου της βαθέως
έγκεχαραγμένα τά ϊχνη τής μαρτυρικής αγωνίας της, ηύτύχησε νά.
)( 2Π )(
«Λολαύση τέκνα καΐ χριστιανικιότατα νά έκΟρέψη αυτά καΐ χρκττι-
βνή ευσεβής ν ' ά π ο θ ά ν η , ώς ηύχήθη, καΐ ήρωΐκόν και μοναδι­
κόν παράδειγμα υπεράνθρωπων θυσιών ύπερ πίστεως και πατρί­
δος νά κατ αλ ίπη ήμΐν. ^
Έπί τοιούτων θυσιών καΐ αιμάτων καί δακρύων πολλών μυριά­
δων εκατομβών ανδρών καΐ γυναικών έπέπλευσε περισωθεϊσα η
πολυτίμητος και αγία κιβωτός τοϋ Ελληνισμού^καΐ τής 'Ορθοδο-
ξίας, πρρί ήν δέον νά ώμεν άγρυπνοι φρουροί, έτοιμοι πάντοτε^ ν
ούτοθΐ'αιασΟώμεν πρός περιφρούρησιν αυτής διότι πολιορκοΰσιν
αύτυν ρτι ύπούλο)ς πολλοί εχθροί έκ τοϋ εμφανούς καΐ αφανούς.
Τά ί>ηρία τών έκτουρκισμών καί τής βίας κατάκεινται λ-ύν νωδά
χ α ί άσινή, άλλ' ό φραγκισμός. ό ξενισμός, ό κοσμοπολιτισμός, ή
αδιαφορία καί ό έγΐιησμός είναι έξ ϊσου δεινοί πολέμιοι τοΰ έθνους,
ώς εΤν και οί. Γενίτσαροι τοϋ χριστιανισμού, οί κατ' δνομα χρι­
στιανοί, οί έκ φύσε(ος και κατανογής ανεπίδεκτοι τής έξανΟριοπι-
<^τικΓ1^ θρησκείας καί τοϋ πολιτιπμοΐ' ημών, οί παρά τόν ΑΙμον δη­
λαδή ·/.<») τήν Μακεδονίαν άρπαγρς, εμποησταί καΐ δολοφόνοι.^
Τό εο'ον τής τοιαύτης σωτηρίου αγωγής τών παίδων τοϋ έθνους,
:«Ινα!ΟΛ'αΓεθριμένον θεόθεν είς τάς μητέρας, αΐτινες βαρεΐαν ύπέ-
χουΓϊΐ τήν εύθύνην, άν μή μρλετυισι βαΟέος τήν ίστορίαν τοΰ έ­
θ ν ο υ ; ημών καί τής εκκλησίας καί μεθαρμόσωσι καΐ κατά τήν ά­
νατροφήν τών τέκνων τ(ον καί πάντοτε τόν βίον των πρός τήν έμ­
πνευσιν καί δρασιν καί πολιτείαν τϋ')ν ποομητόρων ημών, άς έξύ­
μνησεν αύτή ή ίστορία τοΰ Έλληνισμοΰ καί Χριστιανισμοΰ ώς συμ-
βαλούσας τά πλείστα είς τήν περιφρούρησιν καΐ διάσωσιν τών θεί­
ω ν καί τών πατρίων διά τοϋ ήθικοϋ καί αδαμάντινου σθένους τιον
3ίαί τής αύταπαρνησίας των.

Αεμεσφ—Κύπρου.
ΠΟΛΥΞΈΝΗ Λ Ο Ί Ζ Ι Α Σ .
Ι^ψΐ'ίΡΛψ^ η. -ΊίοιιΙχιιΙΜτηΐ.. Ιι·ΙΗ'«ι·ι·ι||Ι·ΐ|μ'ΊΓ ^^ • ""((ΐΜΐμ··]! ι·||Ι.1||.<,|||η|η·Π )»·ΙΙ1'" ΙΙΊΐμΊ
Γ ••••·Μ·ΙΙ··ΙΦΜ·Η·1Ι«ΙΙ·ΙΙ#1Ι·||·Ι|«Η#ΙΙ·ΙΙ·Ι » < | · η » Ι Ι » ! ' • * * • — — " • " • " • ^ • " • " • " • " * ' ^ 1

ΙίΙ\1ί
^ !

ΙΙί

•;
*:

•;
•1
ϊ!
• 5
3 3
«Ι

•=
ι
· * Η · Ι Ι · Ι Ι · Ι · η · Ν · Μ « ΜΦΙΙ·Π·Μ·ΙΙ·ΙΙ·Ι*·ΙΙ ιι·η·ηΦΗ·ιι·ιΐΦΐι·ιι·ιι ΜΙ
Μ Μ Ι \·Μ><Α Ι
4

Ο ΑΟΙΔΙΜΟΣ ΚΙΤΙΟΥ
Ι^ΥΪΙΡΙΑΝΟΙ}
^ ο ΚΙΤΙΟΤ ΚΤΠΡΙΑΝΟΣ ^

Π ροσκληθείς χάγώ να σανεισενέγκω τι ώς συ^λβολήν είς


τό έκδοθησό(λενον αΚυπριχχόν Ή^χεοολόγιον» τοΰ
1908, γράφω τας κάτωθι ολίγας γρα|Α^χας, άφορώσας εις
'Ιβράργην πολλαχώς χιμν\σαντκ τήν Κυπριακήν Έχχλησίαν
χαΐ πολιτείαν καΐ ά^χερίστου τυχόντα αγάπης καί σεβασ^λου
παρ' &πα9ΐ τοϊς γνωρίσασιν Αύτόν ό^λογενέσι καΐ ξένοις δια
τδίς πολλδις χαΐ ποικίλας περιχοσαούσας Αύτόν άρετάς.

'Ο άοίδι^λος Μητροπολίτίις Κιτίου Κυπριανός ΟΙκονο-


μίοΎ,ς έγεννόθη έν Λευ'.ονίκφ, κώ^λτ^ι τής Μβσαορίας, τ ^
9 Μαρτίου 1833 χαι ώνο^χάσθη έν τφ βχπτίσ^λατι Ι ω ­
άννης·.
Τφ 1840, έπταίΓ/,ς τήν ήλικίαν, έ|λαθγιτευσε παρά τι­
νι έγχωρίφ του γ.Λ|Χ{χατοδιδασκάλ(|>, διδαχθείς τοι κοινίι
λεγόμενα γρά[λ[Αατ χ, τ φ δ ε 1847 [χετέβη είς Τρίκωρν β­
πως διδα/θ:^ τήν Έκκλησιαστικήν ^λουσικήν πάρα τοΰ τότε
'Ιεοέως τοΰ -/ωρίου Παπά Λουκά, παρ' φ έ^λαθήτευσε δύο
βτη, άντΙ πάσης άλλης πληρω^χής ^οφών αύτόν βίς τδις
γεωργικάς του ασχολίας, ώς ζευγηλάτης κυρίως.
Τώ 1849 ό τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριλλος ρ,β-
κ 24 )(
ταβδις εις Τρίκω^λον κατά τήν συντίΟη περιοδείαν του και
άκουσας τόν Ίωάννην ψάλλοντα έν τ ^ εκκλησία τό '<"Αξιον
έστιν» έγοητεύθη έκ τής μελφδικής φωνής τοΰ μικροΰ μου­
σικού καΐέζγ,τησεν αύτόν παρά τού πατρός του Οίκονόμου
δπως εχ^ αύτόν έν τ ^ Άρχίεπισκοπτ". Ό παττ,ρ του ευ­
χαρίστως τόν παρε-/ώρησε τω Ά ρ χ ι ε π ι σ κ ό π φ , ουτω θέ ο
•^Ιωάννης, δεκαεπταέτ/,ς ή δ η , ήρξατο τών μαθημάτων είς τό
αλληλοδιδακτικόν σχολεΐον Αευκωσίας, διδασκόμενος συγ­
χρόνως καΙ μουσικά παρά τού ψάλτου της Α ρ χ ι ε π ι σ κ ο π ή ;
Ρε'ίοργίου Νικολαίδου.
Τ φ 1 8 5 3 εικοσαετής μόλις γενόμενος, έχειροτονήθη Ί ­
εροδιάκονος ύπό τού προστάτου του Αρχιεπισκόπου Κυρίλ­
λου, μετονομασθείς Κυπριανός*, και τω 1 8 5 5 , αφού οιή-
κουσεν ήδη μαθήματα τινα έν τω τότε Σχολαρχείφ Λευκω­
σίας, εστάλη είς Α θ ή ν α ς , ένθα έσπούδασε δαπάντρ συγγε­
νών του τινών και τοΰ εύκλεώς τόν Άρχιεπισκοπικόν θρόνον
μετά τόν θάνατον τοΰ Κυρίλλου κατέχοντος Μακαρίου.

Κ α ι κατά τόν μαθητικόν και κατά τον φοιτητικόν αΰ-

* Σημ. Κατά τά Εκκλησιαστικά έθιμα, τό κατά τήν χειρο­


τονίαν διδόμενον νέον δνομο δέον ν' άρχηται έκ τών αύτών σχοι-
χβίων τοΰ αλφαβήτου, έξ ών καΐ τό κατά τήν βάπτισιν διδόμενον
όνομα. Τόν Ίωάλ'νην δμως, χειροτονηθέντα κληρικόν, μετωνόμα-
σεν ό Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Κνπριανόν, δούς αύτφ τό δνομα
τοΰ άπαγχονισθέντος Αρχιεπισκόπου Κυπριανοΰ, δστις ήτο ό
γέροντας (προ'ίστάμενος) τοΰ Κυρίλλου.
)( 25 )(

τοΰ βίον έν Α θ ή ν α ι ς διέπρεπεν ό Κυπριανός καΐ διεκρίνειο


μεταξύ τών συμμαθητών και συμφοιτητών του έπι ευφυία,
έπιμελεία και όξύτητι πνεύματος.
Μετά τ ά ; λίαν ευδόκιμου; άύτοΰ σπουδά; έν Α θ ή ν α ι ; , α ­
ποφοίτησα; τοΰ Πανεπιστημίου τω 1 8 6 2 έπανέκαμψεν είς
τήν πατρίδα του Κύπρον και διωρίσθη δεύτεοος διδάσκαλος
έν τ φ Σχολαρχείφ Λευκωσία;, τω τότε λίαν εύδοκίμω; δι-
ευθυνομένφ ύπό τοΰ άοιδίμου Σωφρονίου, τοΰ κατόπιν γε­
νομένου Αρχιεπισκόπου Κύπρου.

"Οτε ό Σωφρόνιο;; κοιν^ψήφφ, εκλήθη εί; τόν Ά ρ χ ι -


πισκοπικόν θρόνον τής Κύπρου, ό Κυπριανός διωρίσθη Σ χ ο ­
λάρχης άντ' αύτοΰ και διετέλεσε τοιοΰτος μέχρι τής 19
Μαίου ε . π . τοΰ 1 8 6 8 , οπότε κοιν^ καΐ όμοθύμφ τών Κ ι ­
τιέων ψήφφ εκλήθη είς τόν Μητροπολιτικόν Κιτιακόν θρό­
νον και έχειροτονήθη Άρχιερεύς ττ; 2 2 Μαίου 1 8 6 8 , εορ­
τή τοΰ Α γ ί ο υ Πνεύματος, έτελεύτησε δέ τόν βίον έν ή λ ι -
κίί^ι 5 3 ετών, τ ^ 2 5 Νοεμβρ. (7 Δεκεμ.) 1 8 8 6 .

Γνωστά τυγχάνουσιν δσα 6 άοίδιμο; Κυπδίανός διεπράξα­


το υπέρ τε τής Εκκλησίας καί τής Πατρίδος κατά τό δε-
καοκταετέ; διάστημα τής Αρχιερατείας του έπί τε Τουρκο­
κρατίας καΐ Ά γ γ λ ο κ ρ α τ ί α ς , διό και περιττόν θεωροΰμεν
ν' άναφέρωμεν ταΰτα ένταΰθα έν λεπτομέρεια.
*Ητο άτομικότης έξοχος, έκφαίνουσα ψυχήν μεγάλην, ά­
ρετήν και φρόνημα ηρωος, προαίρεσιν έφάμιλλον τών θεσπε-
)(26 )(
σίων ανδρών τών άγλαϊσάντων τήν έθνικήν ημών ΈκκλτοΙαν
καΐ Ιστορίαν, έλαμπε δ' έν τ φ μέσφ τοΰ ψηλαφητού σκό­
τους τοΰ έπικεχυμένου τότε έπι τήν δύστηνον αύτοΰ πα-
τοίδα. Βάσκανο; δαίμων έφθόνησε τήν τύχην τοΰ τάλανος
αύτοΰ τόπου και ή απηνής τοΰ θανάτου χειρ κατήνεγκεν άώ-
ρω; τόν βαρύν αυτής πέλεκυν έπΙ τόν πολυτιμότατον άνδρα,
οΰ μεγίστην ειχεν ανάγκην ετι ή Πατρίς και ή Ε κ κ λ η σ ί α .

Ό άοίδιμος Κυπριανός δέν ήτο έκ τών ανδρών εκείνων,


ο?τινε; έρχονται καΐ παρέρχονται είς τόν κόσμον τοΰτον,
γεννώνται και άποθνήσκουσι κατά τόν άνίχλλοίωτον και άμε­
τάτρεπτον τής φύσεω; νόμον, ουδέν ίχνος τ ή ; προτέρας υ­
πάρξεως καταλείποντες όπισθεν αύτών. *Ητο έξ εκείνων, ών
έκαστη ημέρα τής ζωής έγχαράττει όλόκληρον σελίδα τής
Έθνικ-ης Ίστορίας, 6 δέ βίος αύτών συγκεφα)αιοϊ τήν σύγ­
χρονον τοΰ τόπου Ίστορίαν.

Έ π Ι τ-ης Αρχιερατείας του τά Μητροπολιτικά δίκαια


καί καθήκοντα, νέαν λαβόντα ζωήν, είς έντονον και δραστη-
ρίαν ετέθησαν ένέργειαν έπ' ωφελεία θρόνου τε και ποιμνί­
ου, ή έ π ' Έ κ κ λ η σ ί α ; διδαχή τοΰ θείου λόγου τακτικώ; καΐ
τελεσφορώ; συνώδευε τ ά ; ετησίους άνά τήν έπαρ ν ίαν Άο-
χιερατικας περιοόειας, τα δέ παράπονα καΐ παντοειδή π α ­
θήματα ατόμων τε και κοινοτήτων ακούραστου και πατρικού
έτύγχανον μέχρι και τών ελαχίστων λεπτομερειών ακροά­
σεως και τής μάλλον λυσιτελούς καί επιτήδειας ύπερασπί-
κ 27 χ
σεως παρά τ^ Πολιτεί^, παρ' ^ ώς πνευματικός αρχηγός
τό τής επαρχίας του χριστιανικόν πλήρωμα αξιοπρεπέστατα
καΐ άγρυπνότατα πάντοτε έξεπροσώπει. Ή έξοδος δμως
τοΰ άοιδίμου Ποιμενάρχου φιλοπατρία, φιλοπατρία πλήρης
ζήλου καΐ συνέσεως, εύρύτερον εΰρε τό στάδιον άπό τής
Α γ γ λ ι κ ή ς κατοχής.
Ά π ό τής εποχής ταύτης τά σπάνια και έπίζηλα τοΰ
Σεπτοΰ Ίεράρχου πλεονεκτήματα καρδίας τε και διανοίας,
τά αρκούντως καί πρότερον μεμαρτυρημένα, άριδηλότερον
ήδη και έπισημότερον άνεδείχθησαν είς βαθμόν λίαν ύπέ­
ροχον διά τής έν τφ Νομοθετικφ συμβουλίφ πολιτείας
αύτοΰ, ώς μέλους τοΰ ποώτου έν Κύπρφ Κοινοβουλευτικού
σώματος. Ποωτοστατών τών λοιπών έν ταϊς συζητήσεσι,
καθίστα αύτάς τά μάλιστα ενδιαφέρουσας, διά δέ τής εξόχου
ευθυκρισίας, πολυγνωσίας καί έτοιμότητος τοΰ πνεύματος
του πλειστάκις κατήγαγεν έντφ Νομοθετίκφ τόν κοινοβου-
λευτικόν θρίαμβον.
Τοιοΰτον δντα δικαίως έτίμων, ήγάπων καί έσέβοντοτόν
Κυπριανόν ού μόνον οί ομόφυλοι καί ομόθρησκοι του, άλλα
καί οι ΜωαιιεθανοΙ και οί έτερόθρησκοι αλλογενείς., χαί
αύτοί οι κρατούντες 'Άγγλοι, άπό τοΰ ανωτάτου άρχοντος
μέχρι τοΰ ελαχίστου υπάλληλου.
'Επί τφ θανάτφ τοΰ Κυπριανού ό τότε Μ. Αρμοστής ΣΙρ
Έρρίχος Βούλουερ έξέφρασεν επισήμως τόι συλλυπητήρια τοι»
πρός τούς συγγενείς χαί φίλους τοΰ Κυπριανού χαί διέταξε
να χλεισθώσιν εις ενδειξιν πένθους δλα τά δημόσια Γραφεία
χαΐ ύψωθώσιν έπί τών φρουρίων τής νήσου αΙΆγγλιχαί ση-
)( -'8 )(
μαϊαι μεσίστιοι καί άποδοθώσιν ύπό τών πολιτικών αρχών
αί πρέπουσαι τιμαί εί; τόν νεκρόν τού Μητροπολίτου, α­
νέβαλε δ' έπί οκτώ ημέρας έπίσημον τι γεΰμα, δπερ επρό­
κειτο νά δώσ^ έν τω Άρμοστείφ. 'Εν τ ^ Έπισήμφ 'Εφη-
μερίδι τής 9 Δεκεμβρίου 1886 ε.ν, έδημοσιεύθη ύπό τής
Άρχιγραμματείας τό εξής :
Μ,Ή Αντον Έξοχότης, δ Μέγας 'Αρμοστής μετά βαρείας λύπης η­
χούσε το άγγελμα τοϋ θανάτου τον Μητροπολίτου Κιτιέων, Κνρίον
Κυπριανού, τον συμβάντος εν Λεμησσφ την Ίην ίνεστώτος μηνός, και
διακοινών το άγγελμα τοϋτο, επι^μεΤ ν' άναγράψη το δτι ανναιο^άνί'
ται την άπώλειαν, ην ή Κυβέρνησις τής Νήσον καί ή κοινότης εν γένει
^έστησαν, και να έκφραση την είλικρινή άτομικην αντοϋ ανμπά&ειαν,
ί}ν αίσ&άνεται, προς τονς συγγενείς και φίλονς τον μεταστάντος Ίεράρ­
χου διά το δυστύχημα, δπερ γέγονεν αύτοΐς.
*0 Μητροπολίτης Κιτιέων παρακα9ίσας έν τφ Νομο&ετιχφ Συμ­
βουλίψ τής Κύπρον, ώς Μέλος αύτον, έπι τρισιν ετεσιν, έπεδείξατο κα­
τά την έκπλήρωσιν τών καθηκόντων αύτοΰ ώς Νομο&έτον δραστηριό­
τητα και Ικανότητα ού την τυχοΰσαν. Ή απώλεια αύτοϋ τυγχάνει τοι­
αύτη, οΐαν, ή Αύτοΰ Έξοχότης πέποιθεν, απασαι θέλουσι θρηνήαη βί
τάξεις τής Κνπρον και Ιδιαίτατα εκείνα», αΐτινες εύηργετήθησαν έκ τής
πείρας αύτοΰ και τής νπ' αύτον άκριβοΰς γνώσεως πάντων τών ζητη­
μάτων τών σχετιζομένων μετά τών ποικίλων αναγκών και συμφερόν­
των τών κατοίκων της Νήσου.!»

Κατά διαταγήν τής Ά. Έξοχ.


(Ύπογρ.) Φ ά λ κ . Ονά^ρβν
*Αρχιγραμ. τής Κυβερνήσεως.

Τοιαΰτα έν άτελεί σκιαγραφία τά χατά τόν έν μαχαρίί}: τ^


)(29 )(
λήξει Μητροπολίτην Κιτίου Κυποιανόν Οίκονομίδην, Οΰ ή
μνήμη άληστος καί άγήρως διατελέσει είς τόν αίώνα.
'Εν Αάρνακι τ ^ 4τρ Φεβρουαρίου 1907.

Α. Κ. ΠΑΛΑΙΟΛΌΓΟΣ.

•^ ΛΟΓΙΑ Τ£Σ^ΨΥΧΗΣ ^
Ι
Τώρα ποΟ τοΟ ήλ'ου ή θερμές αχτίδες
*πρόβαλαν μέ χάρι πίσω άπ' τό βουνό
καΐ γλυκά χρυσίζουν σάν λευκές ελπίδες
τό βουνό, τόν πύργο, τόν γλαυκό ουρανό,

ποΰ φυτά καΐάνθη, άνθρωποι, πουλιά,


γελαστά ξυπνούνε μέ χαράς τραγούδια,
που άφίνουν βλα τή ζεστή φωληά,
κ' ευωδιές σκορπούνε γύρω τά λουλούδια,

άνοιξε και Σύ τά γλυκά Σου μάτια,


δείξε της ψυχής Σου τή χρυσή αυγή
καΐ τής ευτυχίας τά χρυσά παλάτια
θέ νά ίδη *ςτόφώς Σου μιά φτωχή φυχή.

Ε|ΥΦΡΟΣΥΝΗ 3^Ο*Ι'ΖΟΥ
)(30){

II
''Στή Σελήνη .
Στά ζαφειρένια τούρανου παλάτΙα
μέ άσβεστο τ' ωχρό σου φώς πλανάσαι
κι' όποιος σέ ίδή νομίζει πώς λυπάσαι
καρδιές ποϋ πονεμένες αγρυπνούν.

Σέ βλέπω καΐ Βαρρω τήν πίκρα νοιώθεις


που μέσα 'ςτήν ψυχή κρατώ κλεισμένη
θαρρώ πώς με πονεΐς καΐ δακρυσμένη
μέ βλέπεις άπ* τά βάθη τούρανου.

ΚαΙ μέσα 'ςτήν πονετική θωριά σου


τό μάτι μου αχόρταγα βυθίζω
• κ' έκεΐ θαρρώ πώς γελαστ* άντικρύζω
τά πρόσωπα εκείνων π' αγαπώ.

Και βλέπω μέσα σου μορφές αγαπημένες


καΐ παίρνω θάρρος καΐ χρυσή ελπίδα
μίά 'μέρα τή γλυκεία μου τήν πατρίδα
μέ τήν ψυχή χαρούμενη νά {δώ.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΛΟΊΖΟΥ
Ε. Ο. ΑΝΤίίΝΙΑΔΗΣ, (ϊδε σελ. 33.)
)( 33 )(

'Ο κ. Εύρνβιάδης Ο. Αντωνιάδης, τοϋ δποίον ή


είκών κοσμεί τδ Ήμερολόγιον μας έγεννήθη έν Λάρ­
νακι τήν δην Ίοννίον τού 1857. Δεκαπενταετής ών
μετέβη είς Αλεξάνδρειαν, ένθα έπϊ τριακονταετίαν
δλόκληρον διαμείνας κατώρθωσε διά τής άκαταπόνη­
τον δραστηριότητος, τής παροιμιώδονς τιμιότητος κάί
τής έπιμόχθον φιλεργίας τον νά απόκτηση μεγά­
λην περιονσίαν. "Εχων δέ ύπ' δψιν τον νά παρακο-
λονθήση τονς μεγάλονς τού "Εθνονς εύεργέτας διέ­
θεσε μέρος τής περιονσίας τον, αρκετά σεβαστδν,
πρδς ΐδρνσιν έν τή γενέτειρα τον έκπαιδεντικοϋ ιδρύ­
ματος, ή έλλειφις τού όποίον πρδ πολλού εθεωρείτο
αναγκαιότατη.
"Ηδη δέ άπδ δύο ετών ίσταται ύπερήφανον τδ ττε-
ρικαλλές τών Μονσών τέμενος, κινούν τδν θανμα-
σμδν πάντων, τήν εύγνωμοσύνην καϊ τάς ευλογίας
πρδς τδ μέγα τής Πατρίδος τέκνον, άπολαμβάνον έν
τφ μέσφ ημών επαξίως τών τιμών, άνθ' ών έπραξε.
Ή δέ Ελληνική Κνβέρνησις άμείβονσα τήν γεν-
ναίαν ταύτην πράξιν τού άνδρδς έτίμησεν αύτδν διά
τοϋ παρασήμον τών Ιπποτών τοϋ τάγματος τοϋ Σω-
τήρος.
Ή άβρότης τών τρόπων καϊ τδ μειλίχιον τοϋ χα-
ρακτήρος εΐνε τά κύρια χαρακτηριστικά τής σεβαστής
ταύτης μορφής.
)( 3-1 )(

^ ^ ΤΟ Φ Γ Λ Α Ο ^^^

Φύλλο πτωχό, στόν πλάτανο


Τό γέρικον άπάνου
Έσύ μονάχο απόμεινες
σ' Ενα γυμνό κλαρί,
Τ' άλλα τά πήρεν ό δαρμός
Τ' άνεμου τοΰ τυράννου
Νά τά παιδεύη αλύπητα
στό δρόμο τό μακρύ

Φύλλο πτωχό, πώς θλίβομαι


τήν τύχη σου, καϋμένο,
"Όταν σέ βλέπω στόν τρελλόν
βορία παραδομένο
Και σκέπτομαι περίλυπος
καΐ λέω :—Δέν εΤνε τάχα
σάν τήν καρδιά ποΰ κρέμεται
σέ μ2ά κλωστή μονάχα ;

ΘΡΑΓ. ΖΟ-ΓΟΠΟΥΛΟΖ
-ίι ΝΕΟΣ ΧΡΟΝΟΣ- Κ-

Γ εμάτο όνειρα καϊ πόθους, προσδοκίας καΐ επι­


θυμίας, τό ξανθόμαλλον παιδάκι, άμέριμνον,
χωρίς νά ηξεύρη άπό ποΟ ήλθε καΐ που πηγαίνει,
άδιάφορον είς κάθε έπίδρασιν τής μοίρας, υποδέχε­
ται μέ πηδήματα τόν Νέον Χρόνον, ό δποΧος τοΰ
φέρει είς τήν πήραν φανταχτερά παιγνίδια* αυτά εΤνε
ό κόσμος Ολος διά τό άΒφον παιδάκι.
Αδημονεί πότε νά έλθη νέον έτος, διά νά γεμίση
μέ νέα δώρα.
ΚαΙ ό Χ,ρόνος περνά γύρω άπό τό απαλό σωμα-
τάκι του ώς θωπεία, ίΐ
01 τραχείς τοΰ βίου περισπασμοί έχαλύβδωσαν
τό σώμα. Τό παιδάκι εγινεν άνήρ. Ή ακμή τοΰ
πνεύματος ηλεκτρίζει τά νεΰρα καΐ τό μέτωπον
σκιάζει τό σομ^ρέρον τοΰ παρόντος καΐ ή ανήσυχος
σκέψις περί τοΰ μέλλοντος. "Αν τό παιδί εβλεπεν είς
κάθε νέον Χρόνον παίγνια καΐ δώρα, ό άνήρ βλέπει
ήδη άκανθας είς τόν κοινωνικόν δρόμον, διαψεύσεις

Σ.ε.Κ.Ήμ.—Τό παρόν ώτοσταλέν ύπό τοΰ λογίου κ. Καλογεροπού­


λου διά τό Κυπρ. Ήμερολόγιον τό όποΐον επρόκειτο νά έκδοθή] κοι­
τά τό1907 καΐτοϋ οποίου ή §κδοσις άνεβλήθτϊ διάτό 1908 έδημοσι­
εύθη βίςτό πρωτοχρονιάτικονφύλλον τοΰ 1907 της «Έφ.τοΰ Λαοΰ.
)(36){
εις τάς ονειροπολήσεις. 01 χρόνοι άπωλέσθησαν τα­
χείς είς τήν άνυπαρξίαν, χωρίς σχεδόν νά τούς έννο­
ήση. Τά ξανθά μαλλιά έγιναν μαΰρα, καΐ δύο τρίχες
λευκαι πεισματωδώς έπεκάθησαν έπΙ τών κροτάφων.
'Λσχάλλει διότι ήλθε νέος Χ,ρόνος, ό δποϊος τοΰ
φέρει είς τήν πήραν απογοητεύσεις καΐ πικρίας.
ΚαΙ ό Χ,ρόνος περνςί γύρω άπό τό μεστωμένο
σώμα του ώς απειλή.
III
Ασπρομάλλης ό γέρων εΐνε συμμαζευμένος είς
τό αναμένο τζάκι. ΕΙς τάς φλέβας του μόλις κυκλο­
φορεί, άθερμον, τό αϊμά του. Τά πόδια του εΐνε ακί­
νητα. Μία γενειάς μακρά βαροΜει τό άδύναιο στή­
θος του.
*Ηλθεν 6 Νέος Χρόνος καΐ είς τόν έργρμόν του
μελαγχολεί ό γέρων. "Ονειρα δέν υπάρχουν πλέον,
οΰτε πόθοι, ούτε προσδοκίαι. Δέν υπάρχει οΰτε κάν ή
τραχεία τοΰ βίου πάλη, ή δίδουσα δύναμιν καΐ κίνη­
σιν* δέν υπάρχει δι' αύτόν οΰτε τοΰ μέλλοντος κάν ή
σκέψις. Τά μεσάνυχτα ποΰ ό νέος Χρόνος κτυπφ τάς
θύρα; τών σπητιών, ό γέρων αφυπνίζεται. Μία τα­
ραχή τόν συγκλονίζει* βλέπει νά υψώνεται Ενας κα­
πνός λιβανωτοΰ πρός τό ρυτιδωμένον μέτωπόν του.
Ό νέος Χρόνος φέρει είς τόν μαΰρον σάκκον του
σάβανα.
ΚαΙ ό Χρόνος περνςί γύρω άπό τό ερειπωμένο ν
σώμα τοΟ γέροντος ώς ράπισμα.
_^ ^,^ _^ , ^ ^ .^^^^,^'^.. .^~^. ^ ^ . ^^^ ^^^· ,^"*^. ^'~^·- ^"^^
ννννννννννν\(ννννν\ννννν\νν\νν\ιννννννννννν\ν'ν'ννν\(ννννν\/νν\ι
"^^-^"^Λ^^ " ' ί ^ . ^ ' ^ ^ ^ ί ^ " ^ ,'* <*..'"^ «β./^ " ' ί * . ^ " ^ ^ ''^Λ^^ "••^-^"^^.>^"

«ΠΑΡΘΕΝΙΑ»

-^Τ^νθος τοΰ κοινωνικοϋ βίου, θάλλε; ήρεμαάναπτυσσόμενον


είς τάς ακτίνας τής στοργής καί είς τής φύσεως τήν ζείδωρον
πνοήν. Άρρυτίδωτον τό μέτωπον τό φιλεϊ ελαφρά τής
σκέψεως ή γαλήνη. Οί οφθαλμοί τ,χμαλώτισαν τάς κυα­
νάς ανταύγειας άνεφέλου στερεώματος καί ψυ/αί θά επό-
θησαν τό μέλι τής χάριτος τών χειλέων τ η ς . Βεβαίως
άνοιξιν θά έγεννήθη καί άνοιξιν ύπόσ/ετα». διαρκή ή
καρδία ττ,ς.
Θ ά ήτο ευτυχής ή σ τ ι γ μ ή , καθ' ήν ή δημιουργία
ήρίθ-αησεν ενα ετι άγγελον. Κ α ί ό κόσμος—μία κοιλάς
πλάνης άτερμάτιστος—ποθεΐ τοιαύτας λευκάς υπάρξεις, αΐ
όποΐαι χρησιμεύουν ώς ανυψωτήρες είς τά ίδεώδη πλά­
τ η τοΰ αιθέρος. Μία ί;παρξις παρθενική, αδιάφθορος,
^νη άγνότης καί ποίησις, είναι είς άρραβών ζωής ύπερ­
τέρας τών χαμαιζήλων παθών, είναι εΐς διάττων, δστις λ ΐ '
ποτακτεΐ αίφνης άπό τό στερέωμα, διασχίζει τό κενόν κα^
βρχεται νά φωτιστή) τήν γ ή ν , νά τήν κοσμήσ^ρ.
)( 38 ){
Ά λ λ ' οί άγγελοι εχουν καί τάς θλίψεις των.
Ή σκιά ενός πένθους περιβάλλει τήν φωτβινήν αυτήν
ΰπαρξιν. Ό άιτήρ ό μόλις ήδη προστεθείς είς τόν
ούρανόν τής παρθενίας περιστοιχίζεται άπό νέφη, Καί
τά νέφη αυτά, είναι έξατμισθέντα δάκρυα, είναι ή συ­
νέχεια τοΰ μητρικού σαβάνου. Είς τό [ίίλέμμα τής κόρης
υπάρ/ει μία απορία' δέν λαμποβολεΐ άπό χαράν, άπό
αμεριμνησίας* υποκρύπτει κάποιον πόνον, αναζητεί κάτι,
τό όποιον μόλις έγνώρισε καί δέν έπρόφθασε νά τό ά-
πολαύστρ· μίαν θερμότητα ανάμεσα είς τούς παγετούς
τής άστοργου κοινωνικής πάλης, μίαν παρηγορίαν είς
τάς έναντιότητα; τής τύχης, ένα λιμένα είς τάς θύελλας
τής ψυχής. Κ α ί είναι αυτό τό κάτι ή αγκάλη, ή λυ­
θεΐσα ήδη αδρανής ύπό τόν σταυρόν τοΰ κοιμητηρίου.
Τ ά /είλη αδυνατούν ν' αναμετρήσουν τήν άπώλειαν, καΐ
ή σ ι γ ή — ή όποία λαλεί εύγ),ωττότερον τών θοήνων-—
τά κρατεί ακόμη δέσμια.

Έ χ ε ι άνοικτόν εμπρός της τό ,^ιβλίον. Τό κρατεί


μέ τάς χεΐρας ζηλοτύπως· ευρίσκει είς τάς σελίδας του
έ'να άντικαταοτάτην, έχει καί τό βιβλίον άγκάλας θερ-
μάς^ ενίοτε ώς τής μητρός. Υπάρχουν βιβλία—πύλαι
Ά δ ο υ ψυχικού- υπάρχουν καί βιβλία—σωσίβια* καί όταν
ή θύελλα μυκάται καί ό κεραυνός τοΰ θανάτου έκσπ^Ι
ακράτητος καί κλονίζεται τό σώμα καί θολοΰται ή δι­
άνοια καί ασφυκτιά ή ψυχή, ανατέλλει καί μία έλπΐς
)( 39 ){

άπό τάς σελίδας έκείνας, άναθρώσκει εΐς σπινθήρ π α ρ η ­


γορίας καί αναζητεί ή βαρύθυμος ψι^/ή ν' άναπληρώστ;
^',τι μοιραίως άπώλεσεν, είς μίαν σκέψιν.
*
Άνοικτόν εμπρός της τό βιβλίον, αναμένει, τά νέφη
'θ' αντιπαρέλθουν, τό μέτωπον θά αίθριάστ;, τά χείλη
θά δε/θοΰν πλατυτέραν πνοήν, τό βλέμμα Ο' άναπαυθή
είς τήν άλλαγήν τής σκηνογρα-^ίας. Καί ή παρθενική
αυτη ϋπαρςις δια τήν οποίαν ό κόσμος είναι ακό­
μη όνειρον έαρινόν, όρθούται εί; εν αίνιγμα τής πλά­
σεως, ή όποία φιλοξενεί άνθη καί όφεις, αστέρας κα:
τάοους, βρέφη καί δήμιους. Α ύ τ ή , ή όποία έπλάσθη διά
νά σκορπίζ/, γέλωτας ηχηρούς άνά τούς κήπους καί νά
είναι ό αχώριστος σύντροφος τών πτηνών, προτιμά είς
τάς^ σελίδας τοΰ βιβλίου νά προσηλοϊ τό βλέμμα καί νά
πλανά τήν φαντασίαν είς τά άδυτα τοΰ λογισμού.
Κ α ί δέν έχει άδικον* όταν τά έμψυχα παλαίουν α­
γώνα εξαντλήσεως, τά άψυχα άποτε)ούν άληθινόν θρίαμ­
βον τού πνεύματος καί τής ψυχής.

Αθήναι 4 . 1 . ΚΑΛΟΓΕΡΌΠΟΥΛΟΣ

Τό γηρα·; σμικρύνει· μεγαλννει δέ ό ·θάνατος.


)( 40 )(

^ ^ ΜΕ ΦΟΝ ς Α Ι Ρ Ο ^ί:-

,, Κόϋτοια ζωή ποΰ ζήσαμε σέ χρόνια περασμένα


μέ σέρνει έδώ στόν τάφο σου κα'ι μέ τό δάκρυ σμίγω
τη κάθε σου άνάμνησί, ποΰ μπρος της ώ παρθένα
σάν άγιοκέριτι'ιν καρδιά τι'ιν καίω λίγο λίγο.

,, Μπροστά στό μνήμα τό βουβό τήν προσευχή τους λένε


μέ μοιρολόγια, στους λυγμούς τοϋ πόνου ρυθμισμένα,
οΐ πικροστάλακτοι παλμοί ποΰ κλαίνε κι' δλο κλαίνε
γιά ώμορφιές ποϋ σβύστηκαν γιά μάτια πεθαμ(.ιένα.

Ποια μάγια θά άναστήσουνε τά νεκρωμένα μάτια


τά μάτια τά όλόγλυκα, τά μάτια τά κλεισμένα...
Άλλοίμονο, άνασταίνουνται στης μνήμης τά παλάτια
μά στη ζωή μιείνονν κλειστά κι* δλο κλειστά, ώΐμένα,,

Τά λόγια του συνώδευψαν στοΰ μάρμαρου τήν άκρηα


τά δάκρυα καΐ τά λούλουδα ποϋ σκόρπαε ταιριασμένα.
...Μέ τόν καιρό τή ξέχασ3 καΐ μόνο δρόσου δάκρυα
τόρα φιλάν τό μνημά της και φύλλα μαραμμενα.

Μάρτιος 1907.
Γβώργ. Μαρκίδης.
ΕΤΑΓ. ΧΑΤΖΗΤίΙΑΝΝΟΤ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ. ΒΟΤΑΕΠΗ! ΚλΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΙΦΟΙ
ΕΥΆΓΓΕΛΟΥ ΧΑΦΖΗΊΌΑΝΝΟΥ
νννν\Λ;νννννν»ΛΛ,ννννννννννν\νν\ννννν\ννννννν\Λ ννννννννννννννν

^ 0 ΤΪΠ0Σ^<2
1 , ^ ελευθερία τοΰ τύπου είνε τι ίερόν καί' ύψηλόν, τό ό­
ποΐον οφείλει νά προστατευθ^ μετ' επιμονής καί θάρ­
ρους. Είνε αύτή αύτη ή ελευθερία τοΰ οιανοεΐσθαι,
"απορρέουσα ά π ' αυτής τής φύσεως τοΰ άνθρωπου καί
έξωτερίκευομένη διά τής γραφής. Είναι αύτή αύτη ή
ελευθερία τοΰ λόγου, όστις αντιπροσωπεύεται, συμπληροΰται
καί τελειοποιείται διά γραφής, τεχνικώς τελειοτέρας. Είναι
ή ελευθέρα, άλλ' έντυπος έκφρασις τών ανθρωπίνων σκέψε­
ων καί στοχασμών, ήτις αποτελεί δύναμιν ήθικήν ύπερτά­
την, αγρυπνούσαν υπέρ τής κοινωνικής καί πολιτικής τάξεως.
Έ ν τή λειτουργία τών διαφόρων πολιτικών εξουσιών καί
έν τή έογασίςι τών κοινωνικών ομάδων καί τών προσώπων
κατέστη σήμερον ό τύπος απαραίτητον ό'ργανον διαφωτισμού
καί έπικρίσεως. Ή ελευθερία αύτοΰ τυγχάνει έκ τών ών ούκ
άνευ πρός έξυπηρέτησιν τών ποικίλων κοινωνικών συμφερόν­
των αποτελεί δε καί πολιτικήν έλευθερίαν σπουδαίαν, έγ­
γύησιν όοθοΰ χειρισμού τών εξουσιών. Τ ί ς θά έπιτηρή ά-
νρύπνως τάς πράξεις μιας Κυβερνήσεως ; Τ ί ς θά έρευν^'
)(β){
μετά δραστηριότητος κχί θά καταγγέλλτ; προθύμως είς τήν
ένδιαφερομένην κοινωνίαν πάσαν παρεκτροπών ; Τίς θά πα­
ρακολουθη μετ' ενδιαφέροντος τής χώρας τό φρόνημα καί ώς
αντιπρόσωπος αυτής θά συμβουλεύστρ η θά άπειλήση τούς
τείνοντας ν' άπΟμακρυνθώσιν άπό τής όδοΰ τής νομιμότητος;
Ό Τύπος* ό άγρυπνος οΰτος φύλαξ τών δικαίφν, των συμ­
φερόντων καί τών ελευθεριών ενός λαοΰ* ό ευγενής καί τολ­
μηρός ούτος ελεγκτής, δστις, εμπνέων τόν φόβον τής άπο­
καλύψεως καί τής καταγγελίας είς τούς μέν, έςεγείοων τό
αί'σθημα τής φιλοτιμίας είς τούς δέ, συγκρατεί, όδηνεΐ καί
προάγει τά συμφέροντα όλων, εξυπηρετεί καί ένθαοούνει
τούς υψηλούς σκοπούς καί τάς ωφελίμους τάσεις κοινωνία;
καΐ πολιτείας.
Δίκαιον είναι έν τιρ έπιμόχθφ καΐ ίερ^ϊ ταύττρ αποστολή
του, ής ή έκπλήρωσις προκαλεί μίση καί διωγμούς, νά ένι-
σχύηται ό τύπος καί νά μή τιμωρών ται, εί μή μόνον αί
άληθεΐς αύτοΰ καταχρήσεις, αί όποΐαι ζημιοΰσι Προφανώς
τήν κοινωνικήν καί ήθικήν τάξιν. Ά λ λ α καί έν τή περι­
πτώσει ταύττι δίκαιον επίσης είναι νά μ ή τιμωρώνται διά
φυλακίσεως τά πραγματικά τοΰ τύπου αδικήματα, άλλα διά
χρηματικών ποινών, ώς ορθώς αποφαίνονται διάσημοι ποι­
νικολόγοι καί βαθεΐς μελετηταί τής πολιτικής επιστήμης.
Αέν είναι δυνατόν νά παραβληθή πρό; τόν έγκληματίαν
τ^ν αίμοβόρον ή έξηχρείωμένον κατά τε τήν άνατροφήν καί
την βούλησιν ό συγγραφεί»; η ό δημοσιογράφο;, δστις,
θ^έλων νά συνηγορήσιρ μετά ζέσεω; ύπερ πολιτικής τινός
Η γ')(
θέας η νά επικρίντρ μετά θάρρους δ,τι ταράσσει τήν κοινω­
νικήν συνείδησιν, υπερβαίνει ενίοτε τά κεχαραγμένα δρια
τοΰ νόμου. Είναι οΰτο; ευγενές καί νενναΐον θΰμα τής κοι­
νωνικής ωφελείας καί τή; προόδου τών άλλων, άξιον τής
προστασίας τών πολιτών καί τοΰ νόμου. Διά τοΰτο επιβάλ­
λεται νά άντικατασταθή διά μάλλον φιλελευθέρου νόμου 6
πεοί τύπου τουρκικός νόμος, ό παρ' ήυ.ΐν ετι ίσχύων, Ινχ
παγιωθή ό ελεύθερος έλεγχος, η ελευθέρα άμυνα υπέρ τών
δικαιωμάτων πολιτών καί λαοΰ συνφδά πρό; τό νέον πνεΰμα
τής εποχής καί πρός τάς ορθά; ύπαγοοεύσει; τοΰ συγχρόνου
πολιτισμού.
ΈνΑάρνϊκι τνί 21)3 Νοεμβρίου 1906.

—»<ΧΧ?>~^^&ί~θ3ο.

< ^ ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΡΑΝΟΣ ^


»>ο<»

ΑΙ χαλήτεραι συγκινήσεις μάς έρχονται άπό τά χωρία.


Έκεΐ μέσα ή καρδία τών ανθρώπων πάλλει καλήτερον χαΐ
εύγενέστερον διά τήν Πατρίδα. Δέν τούς απασχολούν έκεΐ τά
ζητήματα τών πόλεων, τά όποΐα δίδουν περισσοτέραν ενερ­
γητικότητα είς τήν σκέψιν και παρακινούν τό πνεΰμα είς βα­
θύτερους συλλογισμούς, έπΙ βλάβτι δμως πολλάκις τών γεν­
ναίων ιδεών καΐ τών ίερών αισθημάτων. Ή άπλοποίησίς
) ( «' ) (

τής ζωής άφίνει νά βλαστάνουν έκεΐ θαλερώτερον αί φυσικαί


καί πρωτόγονοι ίδέαι τ ή ; θρησκείας καί τής Πατρίοος. Δι'
αυτό είς τάς καρδία; τών απλοϊκών αγροτών είναι βαθύτε­
ρον έρριζωμένη ή πίστι;, ή ίπίστις ή παρηγορούσα καί έν-
θχορύνουσα, ή συγκρατούσα καί ενισχύουσα, Δι' αυτό μέσα
είς τάς ψυχάς των θερμαίνεται ακοίμητος ή « γ ά π η πρός τήν
Πατρίδα, τήν ώραίαν καί μεγάλην, μέ τήν οποίαν έπόθη-
σαν νά ζήσουν ελεύθεροι καί ευτυχείς.
Ή συγκίνησις, αγνή, ωραία, ζωντανή, ίσχυρά, μάς έρ·
νεται τήν φοράν αυτήν άπό τό χωρίον τοΰ Μαζωτοΰ. Οί
κάτοικοι τοΰ καλοΰ καί ευγενικού αύτού Γχωρίου μόνοι, αυ­
θόρμητοι, χωρίς διδασκαλίαν καί παρακίνησιν, έσκέφθησαν
ό'τι υπάρχουσι δυστυχείς, οί όποιοι εχουσιν ανάγκην βοηθεί­
ας, δτι υπάρχουσι πάσχοντες, διωκόμενοι, απέλπιδες χαΐ
απαρηγόρητοι, θύματα τής θηριωδίας ανθρώπων, λεγθ[Αενων
Χοιστιανών, τά όποΐα έχουσιν ανάγκην ενθαρρύνσεως χαί ά­
νακουφίσεως. Καί είπαν : οί δυστυχείς αύτοί είναι άδελφοί
μ α ς , λατρεύοντες τόν αύτόν Θεόν τής αγάπης καί τής εΰ-
σπλαγχνίας'οί πάσχοντες αύτοί είναι άδελφοί μας οί όποι­
οι έμίσήθησαν, έσφάγησαν, έδιώχθησαν, απώλεσαν τά υ­
πάρχοντα καί τά αγαθά των, διότι ήγάπησαν τήν Πατρί­
δα, διότι ηθέλησαν νά μείνωσι πιστοί είς τάς παραδόσει;
τών πατέρων των καί είς τάς ίερΛς υποχρεώσεις τής αθανά­
του ίστορίας των. Καί αμέσως ενήργησαν ερανον, μικροί καί
πτωχοί αύτοί, άγνωστοι πρός ους θά έβοήθουν, ερανον έ­
θνικόν υπέρ τών έν Μακεδονί^ καί Βουλγαρίι^ Ελλήνων,
τούς οποίους έκακοποίησε καί παρέβλαψεν ή λύσσα καΐ ή ά-
)( ^' ) (

τιμία τών Βουλγάρων. *Ω, οί Βούλγαροι, οί προαιώνιοι αύ­


τοί εχθροί τής έ).ληνικής Πατρίδος, οί όποιοι, όσάκις δέν
κατορθώνουν νά φονεύουν έ ξ ε ν έ δ ρ α ς τούς άοπλους
"Ελληνοί; Μακεδόνας, νομίζουσιν ήρωΐκόν καί γενναΐον μ έ -
σα εις τό ίδικόν των κράτος νά επιτίθενται έ κ τ ο ΰ α ­
σ φ α λ ο ύ ς ί^αί νά προβαίνουν είς «φαγάς καί λεηλασίας
εναντίον άοπλων, φιλήσυχων καί χρηστών υπηκόων, τών
Ε λ λ ή ν ω ν τής Α γ χ ι ά λ ο υ , τής Βάρνης καί τών άλλων
Βουλγαρικών πόλεων !
Τήν έθνικήν αυτήν όδύνην, ήσθάνθησαν, ώς φαίνεται
πρεπόντως οί ολίγοι τοΰ Μαζωτοΰ χωρικοί, οί όποιοι έμά-
ζευσαν έκ τοΰ προχείρου γρόσια 1 8 6 , τά όποΐα καί ένεχεί-
ρισαν εί; τόν άξιότιμον "Ελληνα Πρόξενον πρό; βοήθειαν
τών ταλαιπωρηθέντων καί άδικηθέντων αδελφών των. "Οσον
ρικρά καί άν φαίνεται ή προσφορά, τόσον ευγενεστέρα προ­
βάλλει ή αυθόρμητος καί εθνική προαίρεσις, ή όποία ώ δ ή ­
γησε τού; ολίγου; αύτού; άγρότα; εί; τήν έκτέλεσιν τόσου
ύψηλοΰ καθήκοντο'; εί; έποχήν, καθ' ήν οί άλλοι γύρω
των κοιμώνται ή άοιαφοροΰσιν ώ ; πρό; τό ζήτημα τοΰτο.
Ό μικρός έρανος δεικνύει τό μέγα κάλΛΟς τής πατριωτικής
ψυχής τών ολίγων αύτών εκλεκτών τ ή ; Πατρίδο;. Καί τά
186 αυτά γρόσια αντιπροσωπεύουν 186 εύγενεΐ; ψυχάς,
αντισταθμίζουν ισαρίθμους ίσχυρά; αφοσιώσεις πρό; δ,τι τί­
μιον καί άγιον έχει ό άνθρωπο;, τήν Πατρίόα.
Ό π ο ί α συνκινητική καί βαθεΐα προσήλωσι; πρό; τό έθνι­
κόν ίδανικόν ! Καί όποΐον άπρόσιτον δίδαγμα πατριωτισμού
έκ τ ή ; άσήαου κωμοπόλεω; πρό; τού; μεγάλου; καί τους
ίσχυοούς ! Ή πράξι; αύτη αποτελεί μίαν πατριωτικήν σ-
)( ^ ' )(

ρετήν άφθαστου γοητεία;, ή όποία λαλεί άφ' εαυτής, η ο­


ποία σιωπηρώς εκπέμπει μεγαλόφωνον κήρυγμα πρός τού;
άλλου; Κυπρίους, ινα μή λησμονήσωσι καί αύτοί τό καθή­
κον των.
Ας έΤ,θωσι πάντες ν' άναζητήσωσιν έν τψ μέσψ τοΰ χω­
ρίου τόν ίερόν βωμόν, τόν όποΐον άκεραιον, άμόλυντον, στε­
ρεόν καί ύψηλόν διετήρησαν διά τήν Πατρίδα οί καλοί κά­
τοικοι του. *Ας σπεύσωσι νά ψηλαφήσωσι καί άκροασθώσι
τά υψηλά σκιρτήματα τών καρδιών αύτών, αί όποΐαι πάλ­
λουσι τούς εξαισίου; παλμού; τοΰ έθνικοΰ μεγαλείου. Καί
ά; τού; μίμηθώσι. Μέ άλληλεγγύην καί αύταπάρνησιν ά-
νενείοεται ή εθνική δόξα !

Έν Αάρνακι τή 2 1 ) 3 Νοεμβρίου 1 9 0 6 .

^ ρ Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ ^
Τό έθνικόν ρΐγο; διεδραμ- πάλιν τά σο)ματά μ α ; . Καί
ή εθνική αγάπη έθώπευσε καί πάλιν τήν ψυχήν μ α ; . Οί
ελεύθεροι αδελφοί, οΙ'τινε; μετέβησαν προσκυνηταί εύλαβεϊ;
τοΰ Παναγίου Τάφου, έπιστρέφοντε; προσωρμίσθησαν καί
εί; τήν Αάρ^^ακα, ί'να άπευθύνωσι πρός τήν δούλην ταύτην
έλλην.κήν Νήαον τόν έθνικόν χαιρετισμόν των. Καλώς μά;
ήλθον ! 'Υπήρςεν ό χαιρετισμός των σάλπισμα ένκαροιώ-
)( ?• )(

θ£ως καί εθνικής πίστεως. Παοά τόν ζωοποιόν τάφον τοΰ


Σωτήρο;, δπου τά πάθη ιού θεανθρώπου απεικόνισαν
προσφόρω; καί τά πάθη τής ελληνικής πατρίδος, ήντλησαν
καί εστερέωσαν καί τήν πίστιν τής εθνικής Αναστάσεως,
πίστιν στηριζομένην πρό παντός έπί τοΰ έθνικοΰ δόγματος
ε ρ γ ά ζ ο υ καί έ λ π ι ζ ε . Καί τήν θαυματουργόν
δύναμιν τ ή ; πίστεω; τ α ύ τ η ; ήσθά/θημεν εισχωρούσαν πλει­
ότερον καί εί; τ ά ; ιδικά; μ α ; ψυχά; δι' έγκαρδιωτάτου α­
δελφικού ασπασμού, ον ήμεΐς καί αύτοί έν ονόματι τής μ ι ­
ας ενιαίας καί αδιαιρέτου Πατρίδο; άντηλλάξαμεν έπί τού
ελληνικού σκάφου;, τό όποΐον έν τή θαλάσστρ ημών άπετέ­
λει οίοι/εί μεταίχμιον δούλου καί ελευθέρου εδάφους.
"Ηκουσαν και ήσθάνθησαν περισσώς οί ελεύθεροι άδελφοί
τού; εθνικού; παλμού; τών /ΐαρδιών μας, οί όποιοι ουδέποτε
ένεκρώθησαν έν τή δουλική σκοτία τών αίώνων ώς καί ύπό
τό φώ; τών σημερινών χρόνων. Εΐδον καί ήννόησαν ίκανώ;
π ώ ; το άνεσπερον φώ; τοΰ εθνικού πνεύματο; φωτίζει τήν
διάνοιάν καί τόν δρόμον ημών τών Κυπρίων καί π ώ ; ή α­
γ ά π η τ ή ; Πατοίδο; καί τ ή ; ελευθερία; ή δίψα εμπνέει και
καθιστή τον λαόν τ ή ; Κύπρου ευγενή μαχητήν τής ίδέα; τής
Ενώσεως, άκατάβλητον καί άνεπηοε'αστον έν ταΐς δο-
κιμασίαΐ; καί ταΐς σαγήναις, α ; άντιτάσσουσι κατά τοΰ
τιμίου άγώνο; του. Κ α ί άπήλθον ένκαρδιώσαντε; καί έ γ -
καρδιωθέντε;, πιστεύσαντε; καί πιστευθεντε;. Καλόν κατευ­
όδιον των ! Ό αρχαίο; τών προγόνων θεό;, ό Αίολο;, ά;
όδηγή είς εύπλοιαν τού; καλού; αδελφού; δι' άνεμου ούριου
)( η· )(

καί ή θάλασσα ναληνιώσα ά; κατα'^ιλή τ ά ; πλευρά; τοΰ


ποντοπορούντο; σκά^50υς των, ολοισβίζουσα τον παλαιόν
φλοΐσβον τών θαλασσίων νικών καί τ ή ; θαλασσίας ελληνι­
κής δόξης. Ά π ό τά ελληνικά κύματα ώ ! είθε νά άναδύση
καί πάλιν ή ένδοξο; νίκη, έλευΟεοούσα τού; δούλου;, άνε­
γείρουσα καί άνυψούσα τήν δλην Πατρίδα, υπηρετούσα τόν
πολιτισμόν.

Έ ν Αάρνακι τή 28)11 Μαΐου 1907.


^ΔΗΜΩΝΑΞ^
ζη έν Αθήναις κατά τόν β' μ. Χ. αίώνα Κύπριος
ικ φιλόσοφος, άριστος τών τότε γινόμενος, οΰ τόν βίον
" συνέγραψεν ό φίλος καί θαυμαστή; αύτοΰ Αουκια-
^Ι^Ξ^ νός ό Σαμοσατεύς. Ό φιλόσοφος ούτος έκαλεΐτο
Δημώναξ καί κατήγετο έξ επιφανούς τής Κύπρου οικογένει­
ας. Έ κ , παιδικής ηλικίας εμφυτον πρός τήν φιλοσοφίαν έ­
ρωτα έχων έσπούδασε πάσας τάς φιλοσοφικάς αιρέσεις και
εζη βίον άληθοΰς φιλοσόφου περιφρονών πάντα τά αν­
θρώπινα αγαθά καί διά τοΰ λόγου καί τοΰ παρα-
δείνματος καθοδηγών τούς τε ορώντας καί άκούοντας εις
τό αγαθόν. Ό Αουκιανός, ό πάντα; σχεδόν τούς συγχρό­
νου; φιλ.οσόφους περιγελών, περί τοΰ Δημώνακτο; λέγει ο­
τι διετέλεσεν όρθψ κα". ύγιεΐ καί άνεπιλήπτψ βίψ χρώμε-
νος. Πάντα άνθρωπον έθεώρει οίκεϊον καί έφρόντιζεν άδελ-
(3θύ; διχονοοΰντα; νά συνδιαλλάτττρ καί ανδρόγυνα έρίζον-
τα νά συμφιλιών/..
Πάντες οί Άθ^,ναΐοι έθαύμαζον αύτόν καθ' ύπερβολήν
καί έθεώοουν ώς ύπέρτεοόντι όν. Στασιάζοντός ποτε τοΰ οή-
μου είσήλθεν είς τήν εκκλησίαν καί φαν ;ίς μόνον επέβαλε
σιωπήν εί; πάντας· ίδών δέ δτι μετενόησαν ήδη, ουδέν
είπών καί αυτός άνεχώρησεν. Έ ν τούτοις κατ' αρχάς έ'-
)( 42 )(
νεκα τής παρρησίας αύτοΰ είχεν ούκ ολίγους εχθρούς, οιτι-
νες καί κατηγόρησαν αύτόν, δτι ουδέποτε τόν ειδον νά θυ-
σιάζτ|ί είς τήν πολιούχον τών Α θ η ν ώ ν θεάν, ούτε έμυήθη
μόνος τών Ε λ λ ή ν ω ν είς τά Ελευσίνια μυστήρια. Μή τα-
ραχθείς έκ τών κατηγοριών τούτων ό Δημώναξ παρουσι­
άσθη είς τήν εκκλησίαν φορών έπί τ ή ; κεφαλή; στέφανο/,
ινα άπολογηθή. «Μή θαυμάσητε, είπεν,ώ άνδρε;Άθηναΐο·.,
αν μή έθυσίασα πρότερον τή Ά θ η ν ^ , διότι έπίστευον ότι
δέν έχει ανάγκην τών παρ' έμοΰ θυσιών.» Ώ ; πρός τήν
άλλην κατηγορίαν, είπεν δτι ό λόγος, όστις έκώλυεν αύτόν
νά μυηθή είς τά Ελευσίνια μυστήρια,είναι δτι, άν μέν ταύ­
τα είναι φαΰλα, δέν θά ήδύνατό νά τά άποσιωπήσγ, άπο
τούς μή μεμυημένους, άλλα θά τού; άπέτρεπεν άπό τών ορ­
γ ί ω ν , άν δ' είναι καλά τά μυστήρια, πάλιν θά τά άπεχάλν-
πτεν έκ φιλανθρωπίας είς πάντας. "Ωστε οί Αθηναίοι, ν^ώ
έκράτουν ήδη λίθους διά νά τόν λιθοβολήσωσιν, άΐλέσω;
κατεπραύνθησαν καί ά π ' εκείνης τής ώρας ήρχισαν νά σέ­
βωνται καί έπί τέλους νά θαυμάζωσιν αύτόν. Έ ν τούτο:;
τό προοίμιον τής απολογίας αύτοΰ ήτο όλίνον τραχύ, διότι,
« Ά ν δ ρ ε ς Α θ η ν α ί ο ι , είπε, βλέποντέ; με εστεφανωμένον
θυσιάσατε καί εμέ, διότι είναι πολύς καιρό; νά προσφέρητε
καλάς θυσίας».
Έ κ τών πολλών ύπ' αυτοΰ εύστόχω; καί άστείω; λε­
χθέντων τών αναφερομένων έντψ Δημο^νακτος [^ίω παρχΟί-
τομεν ολίγα. Σοφιστής τ ι ; εκ τών εύδοκΐ!λθύντο3ν ίν Α θ ή ­
ναις όμιλών ποτε ενώπιον πολλών καί καυχώμενος δτι είναι
έμπειρος πάση; φι).οσοφία; έ).εγεν* *Αν ό Αριστοτέλη; [ΑΣ
)( 43 )(
καλ^ έπί τό Αύκειον, θά τόν ακολουθήσω* άν ό Πλάτων
έπί τήν Ά κ α δ η μ ί α ν , θά υπάγω* άν ό Ζήνων, είς τήν Π ο ι -
κίλην στοάν θά διαμείνω* άν ό Πυθαγόρας μέ καλή, θά
σιωπήσω* (ώς γνωστόν, ό Πυθαγόρας πρός τοΐς άλλοις έδί­
δασκε καί σιωπήν). Σηκωθείς λοιπόν ό Δημώναξ έκ τοΰ
μέσου τών ακροατών, φίλε, τψ είπεν, ό Πυθαγόρας σε
χαλεΐ.—-'Άλλην φοράν ένψ έ'μελλε νά ταξειδεύση έν καιοψ
χειμώνος, τψ είπε τις τών φίλων. Δέν φοβείσαι, μήπως
ναυαγήσας γίντρς βορά τών ιχθύων ; Θά ήμην πολύ άγνώ­
μων, άπήντησεν ό Δημώναξ, νά μή θέλ.ω νά φαγωθώ ύπό
ιχθύων, ένψ έγώ τόσον πολλούς ιχθύς έ'φαγον.—Πρός άλ­
λον έρωτήσαντα αύτόν χλευαστικώς, *Αν χίλιους στατή-
οας ξύλων καύσω, ώ Δημώναξ, πόσοι στατήρες καπνοΰ θά
γίνωσι ; Ζύγισε, είπε, τήν στάκτην καί τό ύπόλοιπον πάν
καπνός είναι. — "Οτε Δανάη τις είχε πρός τόν άδελφόν
της δίκην, Κρίθητι, τή είπε, διότι δέν είσαι ή Δανάη ή
τού Ακρισίου θ υ γ ά τ η ρ . — Ίδών δέ κυνικόν φιλόσοφον κρα­
τούντα άντι βακτηρίας ύπερον καί λέγοντα δτι τού Α ν τ ι ­
σθένους καί τοϋ Διογένου; είναι ζ η λ ω τ ή ; , Μή ψεύδου, εί­
σαι τού 'Υπερίδου μαθητής, τψ είπεν ό Δημώναξ παίζων
μέ τάς λέξεις. "Ισως τό λογοπαίγνιον τούτο ώς καί τό προ­
ηγούμενον δέν άρέστ) εί; μερικού;· τί δμως θά εϊπωσιν ού­
τοι διά τό κατωτέρω λογοπαίγνιον τού σοφωτάτου Σ ω ­
κράτους, δπερ αναφέρει ό μαθητής αύτού Ξενοφών έν το}
«Συμποσίψ» ; Γελωτοποιό; τ ι ; πειράζων τόν Σωκράτην τψ
έλεγεν δτι φροντίζει περί τών μετεώρων.— Καί γνωρίζει;
τι μετεωρότερον τών θεών; είπεν ό Σ ω κ ρ ά τ η ; . — Σύ δ -
)( 41 )(
μως ούχί τούτων λέγουσιν δτι έπψελεΐσαι, άλλα τών άνω-
^ ε λ ε σ τ ά τ ω ν . — Αοιπόν καί ούτω τών θεών επιμελούμαι^
ο'ίτινες άνωθεν βρέχοντες ώ φ ε λ ο ύ σ ι ν ή μ ά ; , είπεν ό
Σωκράτη; παίζων προφανώ; μέ τήν λέςιν άνωφελεστάτων.
Έ ζ η σ ε δέ ό Δημώναξ, ώ ; λέγε·, ό Αουκιανός, σχεδό'/·
εκατόν έτη άνοσος, άλυπος, ούδένα ένοχλήσας, ή αίτή-
σας τι, χρήσιμος τοΐς φίλοις, ούδένα έχθρόν άηοκτήσας
ποτέ' καί τοσοΰτον ήνάπων αυτόν καί οί Αθηναίοι χαί
άπαντες οί "Ελληνες, ώστε κατά τγν διάβασίν αυτού έ-
προσηκώνοντο μέν οί άρχοντες, έσιώπων δέ δλοι. Κατά δέ
τά έσχατα τοΰ βίου του άκλητος εισερχόμενος εί; τήν τυ­
χοΰσαν οίκίαν έδείπνει καί έκοιμάτο, οί δέ ένοικούντε; έ­
θεώρουν τό πράγμα ώς έμφάνισιν θεοΰ τίνος καί έπίστευον
δτι είσήλθεν αγαθός τις δαίμων εί; τήν οίκίαν. Όλίγον
πρό τής τελευτής του ήρώτησε τις τόν Δημώνακτα, τί δια­
τάττει περί τής ταφής. Μή σας μέλτ| πολύ, είπε* διότι
ή οσμή θά μέ θάψτ). Είπόντος δ' εκείνου, Δέν είναι έν­
τροπή νά προτεθή τοιούτου ανδρός σώμα βορά τών όρνέων
καί κυνών; Ουδέν άτοπον, άπεκρίθη, άν μέλλω, καί απο­
θανών,νά είμαι εΐ; τινα ζψα χρήσιμος. Οί Αθηναίοι δμω;
καί έθαψαν αύτόν δημοσία μεγαλοπρεπώς καί έπί πολύ
έπένθησαν, τήν δέ λιθίνην έδραν, έ'ν' ής έσυνήθιζε νά άνα­
παύηται, όσάκις έκουράζετο, προσεκύνουν καί έστεφάνουν
πρός τιμήν τοϋ ανδρός, θεωροΰντες ίερόν καί τόν λίθον έ»'
ού έκάθητο. Πάντες παρηκολούθησαν τήν έκφοράν, οί δί
φιλόσοφοι βαστάζοντες έπ' ώμων τό λείψανον αύτοΰ έφερον
εί; τόν τάφον.

ΛΎΚΙΝΟΣ ΚΟΎΡΙΕΎΣ.
1^1^;^Μ^Ρ-1^^Ι^;^^1Τ1Μ^«^4»1^Μ1

ΛΕΞΕΙΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΙ
ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΣΑΣ ΕΚ ΣΧΟΛΗΣ
£ΜΗΝΙ£ΛΣ ΚΟΡΛΣ

^[^[λάσματα αγνά και προσφιλή, καυχήματα


της εύγενοΰς σκέψεως, χαίρετε μοι κ' ευτυχείτε :
"Ηδη, δτε τόν δόλιχον σταδιοδρομήσασαι της πνευ­
ματικής άρετης είς τό τέρμα άφίκεσθε μόχθων φιλο-
τίμων και σκοπών ευγενών* "Ηδη ό'τε τής άθφας
υμών μαθητικής ζω·^ς τούς πολυσέλιδους συντρόφους
συγκεκινημέναι κλείουσαι λείπετε τήν Σχολήν τήν
ώραίαν, ένθα τά ευτυχέστερα της ζωής υμών Ιτη
διηγάγετε άθφαι ώς παιδία καΐ λευκαΙ ώς ή αρετή*
"Ηδη δ'τε είς τής κοινωνίας είσέρχεσθε τάς πολύστρο­
φους αγυιάς : Ακούσατε λέξεις τινάς χαιρετιστη-
ρίους ψυχής, ήτις ευγενώς ήγάπησε τάς Ελληνίδας
καΐ έν αύταΐς ζή.

«Νεοσσοί άπτήνες, πτερούμενοι έν τή εύελπιστί^^ι,


μικρόν ακόμη, χαι είς άγνωστους μέχρι τοΟ νΟν σφαί­
ρας θά πετασθήτε : άλλα μή, ώ μή, βμματα φίλα,
μή εΙς τοΟ ΰψους τό μετέωρον έκλ^ητε τδ φνοίπδν
καλ άφελες τής Χβΐόϊχής ψρχής : Ή δρδς ή Οψ^ά-
)( 46)(

ρηνοςκαι τά ύψαυχένα βουνά, χα/ίαί, έπΙ τής γής,


στηρίζουσι τό ΰψος των. "Γμεΐς δέ, φίλα Ομματα,
τό αφελές συνδέσατε μετά του ύψηλοΰ, καΐ τό κοινόν
και σύνηθες μετά του ηγεμονικού καΐ τοϋ μεγάλου.
» λΐήποτε είς τής κενοδοξίας τά ευτελή τενάγη
τήν σκέψιν προσαράξητε τήν ευγενή* ή ματαιοδοξία
δούλας υμάς θά καταστήση, και δχι, δχι ! σεις
είσθε έλεύθεραι, έλεύθεραι ψυχαί καΐ 'Ελληνίδες, κό­
ραι ελπιδοφόροι καί μητέρες "Εθνους : καί τίνος δή;
— τοϋ "Εθ^ονς τού Ελληνικού.
» Ό ίρως του Καλού καΐ του * Αληθινού έστω ό
κόσμος τής ψυχής υμών ό άριστος παρά τόν βίον
δλον : Εξαίρει τό Καλόν καΐ βασιλείους απεργά­
ζεται τάς τών ανθρώπων ψυχάς* καΐ ή ξανθή Ε Λ Ε Γ -
Η Ε Ρ Ι Λ τοί) καλαισθητικού καρπός γνωρίζεται.
» Βδελύσσεσθε τά ευτελή καϊ τά μικρά και τά
ανάξια, τιμάτε δέ καΐ σέβεσθε υμάς αύτάς, ήδεϊαι
μέν κ' ευπρόσιτοι πρός τούς ωραίους τήν ψυχήν καΐ
ευγενείς, άλλ' υπερήφανοι καΐ ύψηλαΐ ώς δρη πρό
τών χυδαίων καΐ τών άγεννών.
» Μήποτε τήν ψυχήν υμών μολύνη τό μορμολύ­
κειον τής δεισιδαιμονίας καϊ τών προλήψεων : Αύται
είναι τό σά^ανον τό ειδεχθές τοϋ Πνεύματος καί της
Ελευθερίας.
» Τής ευτυχίας καΐ χαράς υμών &ς αΕρη τήν
)( 47 ){

ακρότητα δ λογισμός χης ξίν/]; υμ'ρορας καϊ τής


σιγώση; θλίψεως* έν δέ τή άτυχίοι (ήν άποτρέποι
άφ' υμών ό φύλαξ άγγελος), μιμνήσκεσθε δτι θά
έλθη, δτι θάέλθη ή χαρά.
» Καί νϋν, άγναί Παρθένοι, φέγγετε μέ τών με­
τώπων σας τάς χρυσαυγείς ακτίνας τήν λεωφόρον
τήν βασίλειον τής Εθνικής Ζωής.
)) Είς τούς παλμούς τής καθαράς υμών καρδίας
συμ/τάλλεται καΐ ή ψυχή τοϋ "Εθνους, και ή χαρά
Σας, είναι χαρά τών ευγενών.»
*Εν Λεμεσφ Κύπρου, 1906.
ΧΡ. Σ. ΧΟΥΡηΟΥΖΙΟΣ.

"Ιδιον μεγαλό(ρρονος ανθρώπου εΐνε ν'άχοδέχετια (ΐαλ/.ον τι'ιν


πίίρρησίαν τών €ρίλο)ν ή τήν κολακείαν τών έχθρων.

.Μία καλή μητηρ έχει άξίαν εκατόν 5ιδασκά?.(')ν.


_ •:* ^

Κ(Λτηγοροΰμεν έν γένει τούς ανθρώπους ώς αδίκους, (ίπ^ος την


ίδίίλν ημών άδικίαν δικαιολογησωμεν.

Οταν τις εξέρχεται τής οικίας άς έξετάζη) πρότερον τί μέλλει


ν(/. πράξη καΐ δταν είσέλθΐ] πάλιν άς έξετάζη τί έπραξε.

Ή γυνή, είπε μισάνθρωπός τις, συνενοϊ έν έαυτπ τάς τεσσάρας


πράξεις της αριθμητικής. Είναι πρόσθεσις τών σκέψεων, ά€ραίρεσις
τοΰ βαλαντίου, πολλαπλασιασμός τών δαπανούν καΐ διαίρεσις τώ^ν
((ίλ(θν.
χ ·*8 )(

ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ

Εις το κρεοπο)λεΐον.—
Ό ςριλόφρον Χ<ισάπ»)ς—ΛΓο-τοινΙς, Οέλιτε νά σάς σπ(ίηω κομμά­
τι τά κόκκοιλα;.

Ό καθηγητής—Κ^λ/.νερ, ύ ήλιος στό ατραπκ;.! μοι' εΤνε πάρη


πολύς. Απέναντι εΐνε τόσα τροιπέζια. ποΰ δίν τά πιάνρ» ό ήλιο;,
φέρε μου ενα άπό αυτά.

Είς τήν συναναστροφήν.


Ό κύρ Ζαχαρίας πρός τάς κυρίας.
— Ή γνώμη μου εΐνε, δτι πρέπει νά πέρνει κανείς τάς γυναίκας ί)·
.τ(ι)ς εΐνε.
—Μίς. 'Αλλά κΰριε Ζαχαρία σεΤς δέν πέρνετε καμμίαν.

Τό άνδρόγυνον.
Εκείνη—Είσαι αρκετά βάνοιυσος μαζί μου. Μέ μεταχειρίζεσαι ώς
νά ήμουν ύπηρέτριοι.
Εκείνος.—Πώς αντιφάσκεις ! Χθες ακόμη παρεπονείσο δτι φέρο­
μαι εκπληκτικά καλώς πρός τήν ύπηρέτριαν.

Ή σύζυγος.—Δέν μπορώ πιά ·θο την διώξω αίττήν τήν Ζονηπα


Μοΰ λείπουν τόσα άσπρόρρουχα. ΕΤχε τήν άναίδκιαν δταν έλειπα >«
φορέσχι τά νποΝάμιβή μου.
Ό σύζυγος.—*Αδν\·ατον γνν-αϊκα. Αυτό -θά τό παρετηροΟσο έγώ
: % 4 * % ^ ^ 4 ! ! ^ * ^ Φ^^^ Φ^4^^ Φ'^4^^ Φ^
Ι · Η-· Ι .^ · | | .ΤΓ*^
„ . π . „ · • ,- · ^. . Μ Τ
.ΜΠ» Ι 1 » . ^. „?„?,-.*, ϊ„>„;„ „ , „Τ7^!—ϊϊ::^
«1,. : ^ ••^•^—^^· •^•^—Γ^τΤ-ΤΐΓ"
•·Η·Μ·Η·Ι1·Η····ΙΙ·ΙΙ·ΙΙ·ΙΙ·Ν·Ι|#Μ·Ν·Ι··-'..Α·Μ·ΙΙ·Ι

Ο ΕΡΩΣ*
3 ΕΝ ΤΗ> ΒΟΤΚΟΑΙΚΗ" ΠΟΙΗΣΕΙ
ί^ κ τής ακένωτου πηγής τής -ιογον.κής σο'^ίας το θέ[/.α
[λΟυ άντλών,ήτι,ς τοσοΰτον αεγαλοττρεπώς καί έπ'.^α-
ρίτως, άπο τοΰ Σοΰίοκλεους [λέ/οί, τοΰ Λόγγου, έξύ[λνησε
τον Έ ρ ω τ α , είτε ώς τήν πανίσχυρον έκείνην θεότητα, τήν
άόρατον καΐ άκαταριάχητον έκείνην ίσχϋν, έξ ής πάσα ζωή
απορρέει, είς τήν άκάθεκτον δύνα|Λΐν τής όποίας ούοείς,
οΐίτε θ ε ώ ν , οΰΟ' άνερίων άνθρο.)πων '^ΰςι^Αος, είτε ώς φιλο-
παίγ^χονα παίοα άρεσκό^χενον να πληγών^ πάσαν νεαράν καΐ
παρθένον καροίαν διά τών [Αΐκκύλων βελών του, θα ανασύρω
[λίκρόν τόν πέπλον τοΰ ευρύτατου θέ^χατος, ινα ιδω^χεν,
όποίον παρέστησε τοΰτον ή βουκολική Μοΰσα.
Διεξερχόριενός τις τα βουκο/ικα ειδύλλια δέν θα συναν-
τήσ^ρ τόν Έ ρ ω τ α ώς Θεόν άρχαιότατον τέκνον τοΰ Χάους
καί τής Γαίας, καθ' Ήσίοδον, οΰτε θα άναγνώστι ΰανους

Σ.Ε.Κ.Η.—'Η ανω ωραία μελέτη εδημοαιεν&η ίν τφ νπο ήμερο-


μηνίαν 1)14 Ιανουαρίου 1907 φύλλφ τον €Νέου 'Έ&νους»^ ιήν οποί­
αν 6 λόγιος και άγαηψος φίλος κ. Πολύβιος Κωνοταντινίδί/ς αάνυ ευ­
γενώς έπέτρεψεν ήμΐν δπως τήν άναδημοοιεναωμεν και πν,^άοχωμεν
οΰχω ίΐς τους άναγνώαχας τοϊ; Ημερολογίου μας τερπνήν πνευματικήν
ΐροφήν.
)( 50)(
καΐ έγκώ;Αΐχ ε-.; τήν παντοούνχ'^λον τχύτΛ,ν Θεότητχ, τήν
.^Ο'.τώσαν ΰπερπόντιον εν τ' άγρονόαο·.; αΰλαϊς, τήν κλτρ-
δοΰ·/ον, κατ' Εύριπίδην, τών τής Ά : ; ; ο δ ' . τ η ; 'ο-.λτάτων
θαλάμων, ουδέ θα πχραστίί εί; αιλοσοΰκας περί αΰτοΰ
θεωρίας, ώ ; πχρα Πλάτωνι. Δέν θα ίδτ; έςελισ:ΓΟ;Αενον πρό
τών ό^λ^λάτων του οΰτε τόν -χράβολον ή τραγικόν ερωτχ
τής Μηδείας, οΰτε τόν πυρ'.'^λεγή κα'. άνόσιον ερωτχ τής
Φχίδοχς, οΰτε τόν ά'.ρωσιω|λένον συζυγικόν έρωτα τής 'Λλ-
κηστιδος, οΰτε τόν ευγενή κχΐ ^λαρτυρικόν άδελ-ίΐκ-^ν ερωτχ
τής ήρωΐδος Α ν τ ι γ ό ν η ς . Ά λ λ ' έν απχσι κχι πχντχ/οϋ
άπχντ^ τις [χετα πολλής χάριτος κχΙ φυσικότητος εικονιζό-
αενον άνευ όγκου καί στω|χυλίχς ερωτχ άγροτικόν κχί ποι-
αενικόν, άπέριττον κχι ά:ρελή, κχτα τό πλείστον, γλυκύν
κχΐ ναρίεντα, γλυκερόν έρωτα, όν στχλάζουσίν εις τό παρ­
θένον έ'τι στήθος ήβάσκοντός τίνος βουχολίσκου οΐ δ(;ιδοΰχοι
τοΰ έ'ρωτος οφθαλμοί ωραίας τινός -οιαενίδος. Έ ν τφ ει-
δυλλίψ Χ . ό Μίλω/ βλέπων τον σύντρο'^όν του Βάττον
σάν κάτι νάχιτ) τόν έρωτ^ :
ΜΙΛΩΝ
Μεροκαμάτη σύντροφε, σάν τί καη^ιένε νάχης,
ποΰτε τήν αυλακιά μπορείς σάν πρΙν ορθά νά βγάλχις,
οΰτε και πετροκόβεις μαζί μέ άλλι^ν συντροφιά,
άλλ' δλο πίσω κόβεις σάν μιά άμνάδα κοπαδιού,
δταν στό πόδι της έμβη κάνα κακό αγκάθι ;
Κοντεύει μεσημέρι καΐ σύ δουλεχά τώρ' άρχισες,
χωρίς ουτβ μπουκιά 'ψοιμ'ι στό στόμα σου νά βάλης.
ΒΑΤΤΟΣ.—
Μίλων χαλοδουλευτη, πέτρας σκληράς κομιιάτι,
γιά πές μου,'σοΰ συνέβη καμμιά (ρορά στόν βίο σου
νά ποθυμήσης κάτι πούναι πό σένα μακριά ;
κ 51 )(
ΜΙΛΩΝ.—
Ποτέ· πρός τΐ νά ποθυμήση ένας άπλοΰς εργάτης
κανένα πράγμα μακρινό ;
ΒΑΤΤΟΣ.— Ποτέ δέν σοϋ συνέβη
; τήν νύκτα νάγρυπνήσης γιά μίας αγάπης τούς καϋμούς ;
ΜΙΛΩΝ —
θεός φυλάξοι, φίλε μου· δταν ό σκύλλος πάη
στό μακελλειό γιά μιά φορά, δύσκολα πιά ξεκολλ^.
ΒΑΤΤΟΣ.—
Άλλ'έγώ Μίλων, αγαπώ, εΙν' ένδεκα ημέρες.
ΜΙΛΩΝ.— ΚαΙ ποιο σοΰ πήρε τό μυαλό ;
ΒΑΤΤΟΣ.- Ή Πολυβώτη,
ποΰ μιά φορά σουραύλιζε στόν 'Ιπποτίοινα κοντά.
Οι ερασταΙ βόσκουσιν αίγας κχτ' όρος ή είς χλοερούς
Αείζλώνας· δταν είναι ρ,όνοι, (^δουσι πρός αύλόν και συοί-
.,ουσι, διότι [λόνον τό ασ^χα είναι πραϋντικόν τοΰ εοωτος,
και κω[Αάζουσι πρός τό άντικεί^χενον τοΰ άθελους έ'οωτός
των, ώς έν τω είδυλλίφ III ό αίπόλος Τίτυρος πρός τήν
•/αρίεσσαν Ά^χαρυλλίδα και έν τω X I ό άρτι γενειάζων περί
τό στό^χα κροτάιρους τε Κύκλωψ πρός τήν λευκήν Γαλά-
τειαν, ής ήρατο ούχί στά χωρατά, άλλ' ορθαϊς ^χανίαις.
"Οταν παρ' αύταϊς τύχωσιν, έκίρράζουσι τόν πρός αύτάς
ερωτά των, άπολογίζουσι τά αγαθά των, τά πολλά των
ποί^χνια, τούς νεβρούς, τούς σκύμνους, τό άφθονον γ ά λ α ,
τόν νωπόν τυρόν, τήν άντοχήν τών ποδών και τά σωματικά
των χαρίσ|χατα, έκδηλοΰσι τόν πόθον τοΰ νά περιπτύξωσιν
αύτάς, ζ·ητοΰσι φιλ·η|χατα, έστω και κενά '<έ'στι γάρ καΐ έν
κενεοϊσι φιλή^χασιν άδέα τέρψις», έγείρουσιν ενίοτε και
απαιτήσεις, προσφέρουσι στεφάνους, πρόβατα, αίγας, υ π ό -
σνονται διά σή^χερον δέκα πρόβατα καΐ δι' αυριον άλλα
)( ^2 )(

τ03χ, έτι κχι όλόκληρον άγελην. Έ ν τω είουλλίω ΧΧΥ'ΙΙ


|λέ τά πλάνχ και γλυκά του λόγια ό Δχ-^νις αού φεύγεις
έρωτα, τόν ού ίρύγ* -χρθένος άλλη» κχι τχς [χεγάλας
υποσχέσεις, δτι θά δώστ, είς αυτήν, ήν έ-ινεύσγ,, ώς
έ'δνον γά[Χθυ, πάσαν τήν άγέλην, πάντ' άλσεχ κχΐ νο^χον
έπλάνεσε τήν κόρην. 'Αλλ' έν τ φ είδυλλίφ XX, δτε ό ές
αγρών βουκολίσκος έζήτησε πχρά τής αστικής Εύνείχχς
Λ^δύ ΰίλ·ί,^χχ, αυτη τόν ά-ώΟησε λενουσχ :

• πίσω 'πύ μέ νά φύγ);)ς·


έσύ άπλοΰς βουδοβοσ·/(ός νά μέ φιλήσης θέλεις ;
δέν συνηθίζω νά φιλώ ωσάν έσέ χωριάτες·
άλλ' έμαθα νά πιππιλλώ τής πολιτείας χείλια.
Τόμορφό μου τό στόμα μηδέ στόν ΰπνο σου μπορείς
έσύ γιάνά φιλήσης, πόχεις τά χείλι' ακάθαρτα
κι' ολόμαυρα τά χέρια καΐ μιά κακή άποφορ(ί..
Ό δέ φέρων ύποκάρδιον όργήν, κοκκινίσας ύπό θυ'χοΰ
παρεπονήθη πρός τούς άλλους ποι^χένας και ήρ/ισ3ν έν προς
εν νά καταλέγτί τά σω^χατικά του χαρίσ^χατα, τούς ίσύλοι^ς
τάς χ α ί τ α ς , τό λευκόν του ^χέτωπον, τά δ^λ{χατά του, το

φίλησε^, τόν παρέδραιχε, διότι είναι βοϋχόλος· και αήπως ή


Α φ ρ ο δ ί τ η ^ δέν ήγάπησε ποΐ{χένα και δέν έκλαυσε τόν "Α-
δωνιν και τβσοι»ς άλλους άχόιχη ;
•Η Εύνείκα δέ ^χόνον τόν βουκόλον ούκ έφίλησε.
)( 83 )(
Τό γλυκύπικρον τοϋ έρωτος συναίσθη·χα έν τ ^ βουκολικτ^
ποιήσει προσωττοποιού^χενον παρίσταται ώς παις, νηπίαχος
έρως, κούροι έρωτες, και δόλιον βρέφος, παις δ' ύπόπτερος,
χαι «πτεοόεις ώς δονις έ'^ίπταται άλλον έπ' άλλω», καΐ
«οί κώροι έ'τι έρωτες οίοι άηδονιδηες πωτώνται όζον άπ' ό­
ζ ω » . Είνε τέκνον τών θ ε ώ ν , συνήθως δ ε τ ή ς Άφροοίτης,
ήν συνοδεύει πάντοτε. Δραπετεύει δ^ως πολλάκις σπεύδων
άλλαχόσε καΐ αναγκάζει τότε τήν ^χητέρα του νά τρέχ^ καί
τόν γηρεύ^τ).

"Οποιος είδε τόν έ'ροιτα, τί στράτες νά βαστ^ !(1)


εΧνε δικός μου ό χασιμιός—κι' άν μοΰ τό π^, θά πάρη
τής Αφροδίτης τό φιλ'ι βρετίκι του [ΐπροστά.
κι' άντόνε φέρης—κάνομε καλά έμεΙς παλλικάρι

ΚαΙ εξακολουθεί δίδουσα εν πρός εν τά γνωρίσρ,ατά του οιά


τήν εΰκολον άνεύρεσίν του. Χαρακτηρίζει δέ και περιγράφει
αύτόν τοσοΰτον έναργώς και άριστοτεχνικώς, |χετά τόσης ν ά -
οίτος καί νοργότητος, ώστε ό αναγνώστης διεξέρ·/εται τό εί-
δύλλιον τοϋτο σχεδόν απνευστί και άκορέστως έπαναλα^χβά-
νει. ' Η είκ(ον είνε τοσοΰτον ζωηρά, ώστε νομίζει τις, δτι
δέν άναγινώσκει, άλλ' δτι βλέπει, δτι ψαύει τόν έρωτα, ή
ότι έ/ει ενώπιον του αύτόν τόν Έ ρ ω τ α , οίον έφιλοτέχνησεν
ή ιχεναλουργός σ^χίλη τοϋ Πραξιτέλους.

Παιδί εΐνε καλοω'ιμαδο· σέ δέκα θά φανϋ (2)


τό χρώμα του δχι κάτασπρο, μόνο σά φλόγα μοιάζει.

(1) και (2). Κατά παράφρασιν τοϋ άριστον μοι φίλου κ. Σ. Μενάρ-
δου ίν τοΐς ϋ,Πανα^ηναίοις» δημοσιευθεϊσαν.
)( 5* ){
τά μάτια του εΙνε λαμπερά, γλυκοϋλλα εΙν' ή φωνή,
γιατι άλλα συλλογίζεται, και λόγια άλλ' αραδιάζει,
σάν μέλι είν' ή φωνοΰλλά του, κι' ό νους του σά χολή.
•ψεύτικο, κατεργάρικο παίδι, ποϋ άγριοδείχνει
ξετσίπωτο εχει μέτωπο, κεφάλι δλο μαλλί.

Κ α ι ένψ είναι τόσον ^χικκύλος, τά πικρά του βέλη «βάλ-


λ,ει καΐ ποτί Δ ι α » , «βάλλει και είς Α χ έ ρ ο ν τ α καί είς Ά -
ίδεω βασιλτϊα», φθάνει δέ {^έχρι τοσαύτης αστοργίας, ώ­
στε και αυτήν τήν ριητέρα του πολλάκις δαιχάζεΐ' «χά[χμε
πολλάκις τιτρώσκει» λέγει ή ίδία. Φέρει καί λα^χπάδα,
•ήτις καίτοι βαιά, και αύτόν τόν "Ηλιον άναίθει, το τοΰ έρω­
τος σέλας πολλάκις καίει φλογερώτερον κχί Αιπαρχίου Η ­
φαιστείου. Ά φ ή σ α ς ποτέ τήν λαμπάδα και τά τόςα έπήοεν
είς χείρας ό ούλος έρως βοηλάτιν ράβδον και πήραν έπ' ώ-
^χων και ζεύξας ύπό ζυγόν ταύρους 'ί^^'/ιζι νά σπείργ) πυρο-
φόρον αύλακα Δηοΰς' στρέψας δέ πρός τά άνω τά ό[Χ[χατα
είπε προς τόν Δ ί α , «πϊσον άρούρας, ^χή Σέ τόν Εύρώπτ,ς
βοΰ>^ ύπ' άροτρα βάλω». Είναι ριικρός τό σώ^χα, άλλ' είναι
θ ε ό ς [χεγχς. Είναι ώοαϊος τήν μορφήν, πυρι είκελος, άλλ'αί
φρένες είνε κακαί. Έ χ ε ι τό σώ^χα ^χαλακόν, άλλ' είναι άτέ-
ρα|χνος. Τ ά βέλη του είναι μικκύλα και τά τόςα του ανάλο­
γα,άλλα πυρι πάντα βίβαπται· είναι πικρά καΐ τά τραύ^λΧ-
τά του ^χεγάλα. "Οστις δέν έγνώρισε τόν "Ερωτα, δέν φαν­
τάζεται «ήλίκα τόξα ποτι χερσι κρατεί και πώς πικρά τά
βέλη.» Έ χ ε ι άδυνχ^ίχν πρός τό |χέλι, κλέπτει κχί το
)( 33){
κερί* οι' δ, ενώ ποτέ έσύλευεν έκ σί^βλων τό κηρίον, έκέν-
τησε τόν κλέπτ-ην |χέλισσα είς τό άκρον τών -/είρών, ήλ-
γησε δέ τοσοΰτον, ώστε φυσών τ ά δάκτυλα έπέταξε -οός
τήν καλήν Κυθέρειαν κλαίων και όδυρό^χενος, δτι, ένω
«γε τυτθόν θηρίον έστι [χέλισσα άλίκα τραύ[χατα π ο ι ­
ε ί » , και ή [χήτηρ γελάσασα είπε, «τί δέ, ούκ ί'σος έσσί
[χελίσσαις, ώς τυτθόν |χέν ι·ης τά δέ τραύ^χατα άλνίκα ποι­
είς ;» Μίαν ή^χέραν νεαρός ίξευτής, ένω κατεγίνετο είς τό
νά Ο'/ιρεύστρ πτηνά ίντός άλσους, ειδεν Έ ρ ω τ α ύπό­
πτερον καθ·Λ,ΐλ3νον επι κλάδου πύξου, επειδή δέ δέν είδε
ποτε τ·ηλικοΰτον δονεον, άσ/αλάων έ'δρα^χε πρός παρα-
χεί{χενον άροτρέα, είς ον καλέσας εδει:ε τό θΛ,ρίον ό δέ
|χεΐδιών έσεισε τήν κεφαλήν καί παρώτρυνεν αύτόν νά
παύση τό κυνήγι, δια τι αυτό τό όρνεον είναι κακόν θηρίον,
καί, άν πολύ τό πλησιάσ-^,, «ήν είς μέτρον άνερος έλθτ,ς,
οΰτος ό νΰν φεύνων.

μονάχος θά πετάξη
και πάνω στό κεφάλι σου θά κάτση.
Ώ ς δπλα οέν φέρει [χόνον τά τόξα καί τήν δ^δα, λέγε-.
και λόγια γλυκά, «ηδύ λάλημα, ώς [χέλι φωνή,» εις τήν
άρνήν, και γελά και ξεκαρδίζεται γελών και φαίνεται σάν
άκακος κι' άθφος καί κλαίει κάποτε ωσάν αδικηθείς, αλ­
λά σύ, ώ άναγνώστα, «ήν ποτίσδ'Λ,ς κλαίοντα, φυλάσσεο
ρ.ή σέ π).ανήστ,» και έάν γελάσ-Γ,, ή έάν θέλτ) νά σέ φι-
λήσ^ρ, φεύγε, έχει κακόν τό φίλημα, στά χείλη έ·χει
φαρ^χάκι. Κ α ί δταν ^έν γελά ^χαζί ^ας και γλυκό-
λ χ λ τ , έ ν τ ή άο/ή δηλαδή, τότε είν χι -'λυκύ; κχΐ πο-
θητός, άλλ' δτχν ριζώστ, στήν καρδιά, τότε κχτχν-
τ ^ αε/θιστον ύποκάρδιον έλκος. )^ Αί Μοΰσχι ^χόνον δύ-
νχντχι νά χντισταθώσιν εί; τ·ην άκάθεκτον αυτοΰ δύνα^χΐν
«Μοίσας "Ερως κχλέοι, Μοϊσχι τόν "Ερωτα φέροιεν»,
«αί Μοΰσαι τόν 'Έοωτα τόν άνοιον ού '^οβέοντχι.» Αΰ-
ται παρέχουσιν εις τόν έρώντα τήν γλυκεράν ^χολπήν,
δι' ής [χαλάσσεται ο τακερός έρως τών τειροίχένο^ν έρώντων.
*

Ά λ λ α πρός τί νά ^χηκύνω τον λόνον όαιλών περί τοΰ


Έ ρ ω τ ο ς , είτε ώς θ ε ο ΰ πανισ/ύρου «ποικιλθ|χη·/άνου τυ­
ράννου τών ανδρών,» είτε ό)ς ήδίστου 'Λ πικρού συναι-
σθή^χατος διακατέχοντος τάς τρυφερές καρδίας το)ν νεα­
ρών υπάρξεων; Ό έρως είνχι τό ^χέν νηπίαχος, «φρόντι-
στος κώρος, ομαλός, γλυκύς, θερ^χός, ού πικρός, το οέ
αποβαίνει άργαλέος, ανιαρός, βαρύς, αίνος, κακός, δειλός,
δόλιος, άστοργος, άτέραιχνος, δ ι ' δ οί άνθοωποί ποτε πχ-
οεπονέΟησαν ποος τήν υ,ητέοα του τήν Κυποογενή 'Λ-
'^οοδίτην, διατι τόσον ώονίσθη κατ' αύτών ; είς τί ε-
πταισαν οί δείλαιοι, ώστε νά γεννήσ/-, τόσο ·λέ"'α κακόν δι'
δλους. Έ ρ ω τ α άγριον, άστοργον,

διατΙ πτερωτόν κ' έκηβόλον αύτόν νά ποιήση


κι' οΰτί» πικρόν μή δύναται κανείς νά διαφυγή ;

Και σεις, προσφιλείς ^χου άναγνώσται καί έρατεινχί


χ^αγνώστριαι, ών τήν πολύτι;χον προσο/ήν τοσοΰτον
^^^^^^^^^^^^^^^1

^^^^Κ<- •'Ϋ-.Ϊ; ' ^ ^ ^ ^ ^ ^ Ι

•ρ

*'^?*^»!^^

— • -

Ν. Ι^ΑΦΑΛΑΝΟΣ
)( 37 )(
«βτόχως έκράτησα έπι τοϋ άπλοϋ τούτου και «(ΐούσου
«θύρ(χατος, {χτό κααχηθ-ητε, δτι δύναται τις ύ[χών νά |χή
δοκΐ(χάσ;[1 έστω και ακροθιγώς, ή δτι δέν έθώπευ-
οέ ποτε το γλυκύπικρον τούτο έρπετον. 'Ίσως σάς έ-
φάνην ψυχρός, άλλ' είς τί πταίω έγώ, έάν αΐ Μοΰσαι
ύπεκφεύγονσι τήν άνεραστόν ^χοι» ψυχήν ; ηότι αί Μοΰ­
σαι έκ ποδός τφ 'Έρωτι έπονται καί :
όποιος ζητεί νά "ψάλλει χωρίς καθόλου νά πον^,
άνώφελ* αγωνίζεται γιατί αΐ Μοΰσαι τρέχουν,
όπου ό "Ερως τάς χαλεΐ.
"Η 5πως λέγει ό Πλάτων είς τό Συ^λπόσιόν του «πάς
γοΰν ποιητής γίγνεται, κάν ά^ουσος ^ το πριν, ου άν
ό Έρως όίψηται».
ΠΟΛΥΒΙΟΣ Ι. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΒΥφΡΑΪΙΒΛΑ
—Πώς έγνωρίσθηκες μέ τούς δύο σου συζύγους, αγαπητή εξα­
δέλφη;
—'Ληλούστατα! "Ημουν περίπατόν μέτόν πρώτον άνδρα μου, δ­
ταν ήρθεν δ τωρινός μου μέ τό αύτοκίνητύν του καϊ έκοψε κατά τύ­
χην τόν πρώτον. Κ' έτσι έγνωρίσθηκα μέ τόν δεύτερον άνδρα μου.
)( 38 )(
Ή κυρία.—ΤΙ θέλει έδώ ό στρατιώτης;
'Η μαγείρισσα.—Μή σας ενδιαφέρει κυρία, θέλει μονάχα έμενα.

Ί Ι μία μαγείριββα.—Τί τον κρύβεις πάντα τόν δραγώνόν σου;


Τό'-ον αυστηρή εΐνε ή κυρία σου ;
Ή-άλλη μαγείρισσα.—Αυστηρή δχι, άλλ'έρωτόληπτη.

Ή καλογραία οδηγούσα δμιλον μαθητριών εΙς τό Μουσεϊον.


— Ό τ α ν μποϋμεν είς τήν αίθουσαν ποΰ εϊνε εικόνες γυμνών ά^
£ρών νά μή χυτάζη καμία σοις.
—Μία (δειλώς).—Καί πώς μπορούμεν νά ξέρωμεν άπό πρ'ιν τή»
αίθουσαν ;
— θ ά πάω πρώτη νά πληροφορηθώ· άν δέν Ιλθω πολύ γρήγΐΐρΐ^
τότε εΙς τήν αίθουσαν αυτήν εΙνε τέτοια έργα.

ΕΙς τό γραφεΐον.
— Έ χ ο μ ε Ινα μαθητευόμενον, ποΰ εΤνε τόσον κουτός, ποΰ δ,τι το»
ντοΰμε κάνει πάντα τό ανάποδο.
—Εΰκολο πράγμα νά τό διορθώσετε. Αέίβ του πάντο τό άνώιολ
νά αάνχ^ τό σωστό.

*0 πελάτης. 'Αλλά, κύριε, |ΐοΰ έδώσατε χθες μορφί-νην άντΙ κινίνα


Φαρμακοποιός. Τότε μοΟ ό(ρείλ<τε Ινα φράγκο περισσότερο.

«•··>
*Η1ΡΥΣΙΝΗΠΡ0ΤΑ1ΙΡΙΛΙΑ§<-

υ τ ο εΤς άπό ττ^ν στενήν φιλικήν μας ομάδα καί


τόν ήγαπώμεν ό'πως ήγαπώμεθα δλοι μεταξύ μας*
αύτόν τόν είχομεν γνωρίση άπδ τό 1893 εΙς μίαν οί-
3(ογενειακήν συναναστροφήν.
Ό Γεώργιος Φαρίκος έχόρευε τότε θαυμάσια, ε­
ξαίρετα μέ χάριν τάς κυρίας, ύπεκλίνετο μέ κομψό­
τητα ώς γνήσιος παρισινός* τότε είχε παίξει λόεγκριν
3ΐέ τό τετράχορδόν του καΐ μάς έκαμεν έντύπώσιν.
Μάς έφάνη ζωηρός καΐ ευτράπελος, έζήτα τήν τύρβην
χαΐ ήγάπα τόν θόρυβον. Έζητήσαμεν νά σχετισΟώ-
|χεν μετ' αύτοΟ καΐ Οταν παρετηρήσαμεν βτι παρ' Ολα
αυτά εΐχε και βαθεΐαν μόρφωσιν έφροντίσαμεν νά τόν
ίίσαγάγωμεν είς τήν παρέαν μας. Κατόπιν έμάθομεν
Ζτι διεκρίνετο ώς εΤς έκ τών δεινών νεανωτέρω^; νο-
|χομαθών καΐ πάντοτε επέσυρε τήν προσοχήν όσάκις
ήγόρευε πρό τών δικαστηρίων. Δέν έπεζήτει υποθέσεις
^ιότι ήτο λίαν εύπορος, άλλ' ήθελε νά παρίσταται
ουνήγορος δπου διιγίνωσκε κίνδυνον αθώου.
)(60)(
Ή βαθεϊα μελέτη, ήτις άμυδρώς διεκρίνετο (({
τάς συναναστροφάς του ύπό τάς εύφυολογίας, ^
σκώμματά τόυ καΐ τάς χα^Ητωμένας απαντήσεις το».
έλαμπεν είς τάς αγορεύσεις του μέ δλην τήν εύρύτηΐ
τα καΐ τήν λάμψιν καΐ ένφ εΙς τάς συναναστροφά;
του έδανείζετο τάς γνώσεις,άς τοΟ έδωσαν αΐ βαθβΙβΙ
σπουδαί του, εΙς τό δικαστήριον έφρόντιζε νά έξοφλ||
τό χρέος του κάμνων χρήσιν τών δηκτικών βελδι^
είς τά όποΓα αΐ συναναστροφαΐ τοΟ καλοΟ κόσμουτί»
έσυνείθισαν.
Αμέσως μετά τήν έγγραφήν του εΙς τήν παρίβ»
μας παρετηρήσαμεν δτι ήτο φτιασμένος δι* αυτήν. "Η­
μεθα δλοι μας ζωηροί καΐ διεσκεδάζομεν τρελλά άλ­
λα καΐ ανδρικά. *Η παρουσία μαι, έγένετο άφορ|ίί^
συζητήσεων καΐ πολλοί καΐ πολλαί ώμίλουν δι' «6*
τάς. Τά ίτη παρήρχοντο ούτως αμέριμνα καΐ μί
διαρκές μειδίαμα. Πάντοτε καθημερινώς μετά τήν ίρΗ
γασίαν μας καΐ μετά 2 — 3 ώρας διά μελετάς μας ίΟ-
ρισκόμεθα όμοΟώς νά είχομεν προειδοποιηθή.
"Ολοι μας είχομεν μίαν ίδέαν, ήτις δέν μετε5λήΗ
μέ τάς τρεΤς πεντάδας ετών,αίτινες έκτοτε παρήλθον.
Πάντοτε παρεδεχόμεθα δτι ή Ελλάς μας θά γΙνη
μεγάλη. Μεγάλη έπειτα άπό τά σημερινά μας χάλοα,
μέ τόν μικρόν στρατόν μας, μέ τήν άκαταστασίανίων
)(ί^ι κ
οίκονομικών μας* πράγματα δλα αυτά τά όποΐα δύ­
νανται νά ύπάρχωσι καΐ εΙς άλλα έθνη, άλλα τά ό­
ποια ήμεΐς μεγαλοποιοϋμεν διά τό ίδικόν μας. Με-
3^άλη έπειτα άπό τόν άνταγωνισμόν μέ τά άλλα κρά­
τη τοϋ Αίμου, τά δποϊα έχουσιν Ετοιμον είς τά δπλα
150 ή καΐ 200,000 σΊρατοΰ' άλλοίμονον είς δντινα
ξένον έζήτει νά αντίκρουση τήν ίδέαν μας αυτήν. Τά
ισκώμματα διεδέχοντο τό Εν τό άλλο ώς αΐ ακτίνες
|ανηματογράφου και δ άντιλέγων εύρίσκετο αμέσως
•ντός παγίδος άδιεξοδωτέρας ρωμαϊκού υδραγωγείου.
ιΗντλοΟμεν πάντοτε τά επιχειρήματα μας άπό τήν
στορίαν τοΰ ελληνικού έθνους, άπό τάς δοκιμασίας άς
ι:ίιήλθεν άιρω'ΐον, άπό τήν (ροβεράν άπορροφητικήν
ιίιΐύναμίν του, άπό τήν έκπολιτιστικήν έπίδρασίν του,
Ιΐίπό τόν έθνικόν έγωισμόν τόν δποΐον έχομεν οΐ Έ λ ­
ληνες μέ δλην μας τήν προθυμίαν νά μεγαλοποιοϋμεν
ά ελαττώματα μας.
) Έφθάσαμεν είς τό 1896. "Οταν ήλθαν αΐ πρώται
^δήσεις διά τά ατυχήματα του Ελληνικού στρατοΰ
ά ζωηρότης μας μάς έγκατέλειψεν* έγείναμεν δλοι κα-
ηφεΐς. Μετ' δλίγας ημέρας έπαύσαμεν νάβλεπώμε-
α καΐ μερικοί έξ ημών άνεχωρήσαμεν διά τά σύνο-
α. Ό Γεώργιος κατετάχθη είς τήν φάλαγγα τών
ένων καΐ δταν έπέστρεψεν δ κατά σώματα ηττηθείς,
)( 62)(

άλλα κατά άτομα ήρωΙκός στρατός μας,έπληροφορή-


θημεν δτι εΐχε λάβει παράσημον διά σφαίρας έμπη-
γείσης όλίγον άνωθεν τοΰ αριστεροί) μαστοΰ μικρόν
τι υπέρ το^ς καρδιακούς μΰς.
Μετ' όλίγον ήρχίσαμεν πάλιν τόν πρώτον μας βίον,
μέ τάς πρώτας Ιδέας μας. Αΐ διασκεδάσ;εις μας ήκο-
λο!)Βουν ώς οΐ άφροΙ τόν Ελικα τοΰ άτμοπλοίου.
Κατόπιν παρετηρήσαμεν δτι είς τάς οίκογενειακάς
συναναστροφάς δ Γεώργιος προύτίμα διαρκώς τήν
συναναστροφήν τής δεσποινίδος Φιλίας Χ Έχό­
ρευε πολύ, ήστίίευετο καΐ έχαριεντίζετο μετ' αύτης.
Κατά πρώτον δέν μάς έκαμε καμμίαν έντύπώσιν. Ή
δεσποινίς Φιλία Χ.... ανήκουσα ~είς άριστοκρατικω-
τάτην τών Αθηνών οίκογένειαν, ήτο άληθ/)ς καλ­
λονή καΐ μάλιστα, άν θέλητε νά άποφύγωμεν όλίγον
άπό τήν τετριμμένην έννοιαν, καλλον/) άνευ καμμάς
βοηθείας το5 κουρέως, τοΰ άρωματοποιοΰ καΐ τοΟ ό-
δοντοΐατροΰ. Έχόρευε καΐ αύτή θαυμάσια, ή δέ συνο­
μιλία της μαζύ μέ τήν άφέλειαν έπρόδιδε καΐ εύρεί­
αν μόρφωσιν. Τί λοιπόν φυσικώτερον δι' Ενα έξαιρετι­
κον νέον νά θαυμάζη τό τελειότερον πρότυπον της
φύσεως ;
Ή συμπάθεια έξηκολούθει αναπτυσσόμενη άλλε
μετά καιρόν δ Γεώργιος ήρχισε νά καταλαμβάνηται
)( 63 )(

άπό συχνάς σκοτοδίνας και έπΙ τέλους ήναγκάσθη νά


καλέση ίατρόν. 05τος τόν έξήτασε λεπτομερώς καί
άφ' ου συνεννοήθη μέ τους -συγγενείς του, συνεβού-
λευσεν ήπίας κινήσεις καΐ άποχήν άπό συγκινήσεις.
Πρωτήσαμεν καΐ ήμεΐς τόν ίατρόν. Ό Γεώργιος
ί^το καρδιακός. Τό τραύμα δπερ εΐχε λάβη κατά τήν
Ικστρατείαν μέ τήν σφαϊραν, ήτις εΐχε σφηνωθη ά­
νωθεν τής καρδία; ίου δέν έφερε μέν άκαριαίως τόν
)άνατον, εΐχεν δμως θέσει καλώς τάς ρίζας αύτοΰ.
2ϊχον πάθόΐ οϊ καρδιακοί μϋς και είς τόν χρόνον μό-
•ονέπαφίετο ή συμπλήρωσις τής καταστροφής.
Ά λ λ ' ή ζωηρότης τοΰ νέου, ό ταραχώδης βίος δν
ίιήγομεν, και είς έπίμετρον ό καταλαβών ήδη αύτόν
ρως έπετάχυνον τό πάθημα καΐ ό ίατρός πρό τοΰ
ινδύνου δέν έπέτρεπεν ήδη παρά μόνον μικρούς καΐ
ραδεΐς περιπάτους. Είχομεν καϊ ήμεΐς προειδοποιη-
ή περί 'ϊο!)τοο καϊ συνεμορφώσαμεν τήν διαγωγήν
ιας μέ τάς οδηγίας τοΰ ίατροΰ.
Πάντοτε δμως έξηκολουθήσαμεν νά συνανασιρζ-
ώμεΟα τόν άτυχη φίλον μας,ποοσπαθοΰντες νά ποι-
ίλλωμεν τήν μονοτονίαν τής διαίτης του. 'Εκάναμεν
αΐ περιπάτους άλλ' ούχΙ μεγαλητέρους μαμμοθρε-
του δεσποινίδος, βαδίζοντες ήρέμως ώς βαθύγηρο;
αΐ συνδιαλεγόμενοι σιγηλώς ώς υπόδουλοι Ελληνες.
)( 61 )(

'Απεφεύγαμεν νά δώσωμεν εΙς πράγμα τι τήν πα-


ραμικράν προσοχ-ην καϊ αυτός έπραττε τό ίδιον'τόσον
πιστώς έξετέλει τάς προσταγάς τοΰ ίατροΰ. Μία μό­
νη αίτία τόν έκαμε νά προσέξη περισσότερον καΐ νά
κινηθή ταχύτερον άφ'δ,τι τοΰ έπετρέπετο. Τό έπρατ­
τε μόνον διαν διήρχετο πρό ημών τό λανδώ τής
οίκογενείας Χ δλοι έχαιρετώμεν τούς ευρισκομέ­
νους έν τή άμάξη άλλ' αυτός έφαίνετο δτι έπασχε
κατά τοΰ χαιρετισμού, άφινε τήν άμαξαν νά προχώ­
ρηση καΐ έστρέφετο άποτόμως παρακολουθών τήν πο­
ρείαν της μέ κατάδηλον άγωνίαν.
Ή ασθένεια ή μεταβάλλουσα τόν χαρακτήρα του
εΐχεν ενισχύσει του έρωτος του, ό τρόπος τοΰ βίου
μέ τόν δποΧον έξηναγκάσθη νά διάγη έπέδρασεν έπΙ
τοΰ χαρακτήρος του και μετέβαλλεν αύτόν τόν πρφην
ζωηρόν νεανίαν είς πλατωνικόν έραστήν τηκόμενον
καΐ παθαινόμενον πράγματι μέ δλην τήν άπάθειαν,
ήν ό ίδιος έζήτει νά έπιβάλλη είς τόν εαυτόν του.
*Ηλθεν ή πρωταπριλιά. Ήμερα καθ' ή ν Εκαστος προ­
σπαθεί νά παίξη είς βάρος τών φίλων καί γνωρίμων
Εν παιγνίδι λεπτόν ή χονδροειδές αναλόγως τής ευ­
φυίας τών πειθομένων ή τών πειθόντων. Τό απόγευ­
μα έπεχειρήσαμεν νά άνέλθωμεν μέ τόν Γεώργιον τήν
όδόν Κηφισσίας. Δέν είχαμεν φάγει κανείς μέχρι τη?
)(65){

σίιγμής εκείνης ψάρι άπριλιάτικο καΐ είμεθα ευχαρι­


στημένοι άπό τόν εαυτόν μας.
Ό Γεώργιος έφαίνετο πως ακμαιότερος τοϋ συνή­
θους, άλλ' ή μεταβολή αύτή δέν μάς ένεθάρρυνεν
διόλου. "Οτε είχομεν ύπερβή τά Ανάκτορα μάς
συναντι^ ό Αλέκος Κωσο^ρης εις άπό τούς πολλούς ε­
κείνους νέους οϊτινες εννοούν νά επιβάλλουν τήν φιλί­
αν των. *Ητο καλής καρδιάς άλλα ζωηρός καΐ πρό
πάντων άκριτος.
—Έμάθατε, μάς λέγει, τους αρραβώνας τής Φι­
λίας χ . . . .
Έστρέψαμεν δλοι ώς έξ ενστίκτου πρός τόν Γεώργι­
ον. Αί παρειαί του ήσαν καταμέλαναι ώς δ έβενος
τό αίμα εΐχεν άνέλθη είς τήν κεφαλήν και μόλις έ­
πρόφθασε νά μας είπη τήν ήγάπων.
Πρό ημών ήτο τό πτώμα τοΰ άγαπητοΰ φίλου.

Έ ν Αθήναις.

ΑΝΔΡΈΑΣ Δ · ΚΎΡΑΓΓΕΛΟΣ.
)( 60 )(

ΠΟΙΗΜΑ
ΠΡΟΣ ΚΟΡΗΝ Π4ΡΑΘΕΡΙΖ0ΥΣΛΝ ΕΠΙ ΤΟΪ ΤΡ110Α0ΥΣ
• - . _ •ν -^

"Οταν 'ς χόν β?ά/ον τοϋ ^ο,ινού άτηυιελής κχθηστις,


θυ|χήσου Κόρη ^ΐ'.αν ψυχήν ποΰ σ' «γαποί άόόλως,
κι' όταν τό λά^χπον βλέ^λ^α σοι» 'ς τά πέρις άτενίσης,
έσο βεβαία πώς γ'.' αυτήν Σό είσ' ό κ09|Αθς όλο;.

Κ α Ι τοϋ 'Ολύ^λπου ζέφυρος |Λορ»ην Σου τήν ροοίνην,


όταν ποοσψαύση έλα'^ρώς καΐ όλην Σε Οοοσίση,
|Αή λησ[ΛθνήσΛ(ς δύστυχους τήν φλόγα καΐ τήν οίνην,
ήν μόν' ή πχ3θυσία Σου Κόοη Οά κχτασβΰση.

"Οταν τής πεύκης ψίθυρος 'ς τήν άκοήν Σου οθάση^


Οεώρησον ώς στεναγ^ιόν έκ βάθους τής καοοίας,
όν αναπέμπει λάτρι; Σου έκ οόβου αή σέ γάση,
κ' έκ τής πίκρας στίοήσεω; [ΑΟρΰής Σου Ουρανίας.

Τανΰοντα τόν άετόν τάς πτέρυγας αν ϊοης,


νά όιασχίζτ) υψηλά τοϋ Ούρανοϋ τόν θόλον,
τό αίσθημα τοϋ λάτρου Σου, Παρθένε, ^χή παρίότ,ς,
γ ι α τ ' είν' επίσης ϋψηλον, άγνόν καΐ χωρίς όόλον.'

Ενχ\αρναχι ττ, 18 Ιουλίου 1899.


* ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΚΪΠΡΙΩΝ Β^
-^>»<ο

ό ζήτημα τής καταγωγής τών Κνπρίων περί"


εβάλλετο ύπδ πνκνοτάτον σκότονς μέχρις ε­
σχάτων, διότι έσπάνιζον αί έπ' αύτού επιστη­
μονικαί τών ιστοριοδιφών καϊ αρχαιολόγων μελέται.
Τδ επιστημονικώς άγνωστον τού πράγματος έπέτρε-
ψεν είς πολλούς νά έκφράζωσιν οΐαν έκαστος ήθελε
γνώμην αναλόγως τής αγνοίας τον ή τής προθέσεως
τον. *Ιδί(} μετά τήν τελενταίαν πολιτικήν έν Κύπρφ
μεταβολήν καϊ διά πολιτικούς μάλλον ή έπιστημονί'
κονς λόγονς, υπήρξαν οί θελήσαντες νά παραστήσωσι
τονς νύν Κνπρίονς ώς απογόνους τών Άσσνρίων ί­
σως ή μάλλον τών Φοινίκων ουδέποτε δμως τών Ελ­
λήνων. Κατά τής τοιαύτης ύβρεως (ώς τοιαύτην δ
απολύτως έξελάμβανον οί Κύπριοι πάσαν κατά τής
ελληνικής αύτών καταγωγής θεωρίαν ή γνώμην) οι
φίλοι Νησιώται ούχϊ άπαξ μετ * άγανακτήσεως έξα-
νέστησαν, άντιτάσσοντες πρδ παντδς τήν έθνικήν αύ­
τών σννείδησιν ήν γισθάνοντο διάπνρον έν τω βάθει
τής ψυχής αύτών, καΧ τήν δποίαν έκληρονόμησαν
) ( 6 8 )(

άπδ πατέρας πατέρων καϊ τής μάλλον παρφχημέ-


νης αρχαιότητος.
Άπ' αύτοϋ τοϋ έτους 1880 διετίαν τοντέστι μετά
τήν Άγγλικήν προστασίαν, δ μακ. θεμ. θεοχαρίδης
ώμίλει πρδς άνασκενήν τών κατά τής Ελληνικότητας
τών Κνπρίων θεωριών, έν τή αίθούση τής έν Λάρ"
νακι σχολής τοϋ άγ. Λαζάρον καϊ ενώπιον πνκνον
άκροατήριον περϊ <ατής σχέσεως τοϋ έν Κύπρφ Ελ­
ληνισμού πρδς τήν Ελλάδα κατά τούς ηρωικούς χρό·
νονς». 'Εν "ί^ή εποχή εκείνη ή αρχαιολογία δέν είχε
οοβαρώς άσχοληθή είς τδ ζήτημα τοϋτο, καϊ δ ρήτωρ
αναγκάζεται νά περιορίση τά επιχειρήματα είς τά
πενιχρά διδόμενα τών 'Ομηρικών έπων καϊ τής Ελ­
ληνικής φιλολογίας. Πέραν τής ηρωικής εποχής δ ά-
γορητής βλέπει εΙς τδ πνκνδν σκότος τών άπομεμα-
χρνσμένων ποικιλόμορφους άλληλομαχούσας σκιάς,
έν μέσφ δ * αύτών βαθμηδόν καϊ κατ * δλίγον άνα-
πτύσσοντα Ήράκλειον ανάστημα τδν Έλληνισμδν
κσΧ όστις διά τοϋ ροπάλον αύτοϋ καταβάλλει τά άλ'
λότρια στοιχεία καϊ μένει αύτδς μόνος κύριος τοΰ
πεδίον τής μάχης, άναστηλόνει τδ τρόπαιον τής νίκης
καϊ αναφωνεί πρδς δλονς τούς μετά ταϋτα αίώνας
στεντωρεία τή φων^Ι «ή Νήσος αϋτη είνε Ιδική μου».
Άλλ' άν τδχάος τοϋ άπωτέρονπαρελθόντος κα-
Η 69 χ

θίστα δειλόν πως είς τάς κρίσεις τδ φιλόπατρι τής


Νήσου τέκνον έκεΐνο, είς τάς περϊ τής Ελληνικής
γνησιότητος έαντοϋ τε και τών άχροατών τον πεποι­
θήσεις τον δείκννται όντως άπόλντον ώστε νά λέγγι
«Έωντες χαίρειν τονς νεκροσκοποϋντας καϊ άπο-
φαινομένονς καθ'ήν έχει έκαστος περϊ ημών θεωρίαν
πολιτικού σνμφέροντος νά μάς άποδείξη ώς έλκοντας
τδ γένος έκ Φοινίκων ή Άσσνρίων, έξ Αίγντηίων ή
καϊ Αιθιόπων, άποτείνομεν πρδς τονς μυχούς τής
καρδίας υμών τήν έρώτησίν. Τίνας νομίζετε δτι έχε­
τε προγόνους ; Τούς "Ελληνας απαντάτε. Ή θύμα-
λέα αϋτη άπάντησις εϊνε ή άσφαΧεστέρα, ή άκαταμά ·
χητος, ή ακράδαντος μαρτυρία, ή άρδην καταστρέ-
φονσα τάς σνγκεχυμένας ίδέας τών νεκροσκόπων^
δίότι εκπορεύεται άπδ τον θερμού καϊ ζίοντανοϋ αί­
ματος τής καρδίας τδ δποΐον πρδ αίώνων ρέει είς
τάς φλέβας ημών καΧ ζωοποιεΐ τάς έθνικάς δννάμεις,
Τοιαΰται συζητήσεις αίσθηματικαϊ μάλλον ή επιστη­
μονικαί έγένοντο έκτοτε πλεΐσται δσαι. Βαθμηδόν δ­
μως ή αρχαιολογία ήρξατο ασχολούμενη όπωσδήποτε
σοβαρώς καϊ διά τήν Κύπρον, έξ ού τδ επιστημονι­
κδν φώς προήγετο καϊ ηνξανεν, οί δέ Κύπριοι μετ"
άνέκφραστον χαράς έβλεπον καϊ διά τών ομμάτων
των δ,τι έν τή ψυχή των ήσθόνοντο.
)( 70 ){
ΙΙολλοϊ, πολλάκις, έν οίς καϊ ήμεΐς αύτοΙ έπανειλημ-
^ιένως, έσημειώσαμεν καΐ έτονίσαμεν τά νέα επιστημο­
νικά τής επιστήμης αποκτήματα τά δίαφωτίζοντατψ
καταγωγήν τών Κνπρίων. Έν έτει 1905 δ εξαίρετος
ημών φίλος Γ. Α. ΣΓιερΙδης εις τδ πανηγνρικδν της
πρωτοχρονιάς φύλλον τοϋ «Εύαγόρου» κατεχώρησε
βραχεΐαν άλλα πολύ ουσιώδη καϊ ένδιαφέρουσαν «πί
τοϋ ζητήματος διατριβήν, έν ή τδ ευγενές τέκνον τής
2^ήσον δέν όμιλεΐ πλέον καθ' ύπαγόρευσιν μόνον τής
4θνικής του συνειδήσεως, άλλα καϊ τής γλώσσης τής
επιστήμης.
Ό κ- Πιερίδης παρακολουθεί τά ύπ' άλλων γρα-
4ρόμενα, εντριβής δέ αύτδς έκ τής αρχαιολογίας τής
ίδίας αύτοϋ πατρίδος αποφαίνεται τδ γνωστδν «^Κύ­
προς πόλις μεγάλη' δήμοι τήν γλώτταν ακριβώς Έλ­
ληνες*. Ό ημέτερος αγαπητός φίλος βασίζει τψ δο·
4ησίαν του περϊ τής ανέκαθεν Ελληνικότητας τής Κύ­
πρου καϊ είς άλλονς μέν λόγονς άλλα καϊ έπϊ τής. Κν
^ιριακής γραφής, ήτις άπδ τού βον π.χ. αΐόΐνος όνα-
<ραινομένη έπϊ Έτεάνδρον Βασιλέως τής Πάφου, ή­
τις «ήν διάφορος μέν τή Ελληνική κατ' έπιπολήν,
άλλα σνγγενής καθά έβεβαιώθη (Γεώργιος Σμίύ)
τή Δωρική».
Είδικώτερον δμως έπϊ τοϋ ζητήματος τής κατάγω-
)( 71 )(

γής τών Κνπρίων ήσχολήθη ό Γερμανός έγκριτος αρ­


χαιολόγος ΒβίηΗοΙά ΓνβΐΗβη^ηυ. ΙΛ6Ηί6ηδβνς( 1906)
όστις δι' επισταμένης αύτοϋ μελέτης διελεύκανε όρι-
κηικώς πλέον τδ ζήτημα.
'Ο επιστήμων ούτος άρχαιοδίφης έπεσκέφ>θη τήν
•ήμετέραν πατρίδα καϊ μελετήσας έπιτοπίως τά τε
πράγματα καϊ είς άλλας πηγάς προιδραμών έξέδωκε
βιβλιάριον έπιγραφόμενον «Η6ίίνα(]β ζην αΐίθείβη.
ΟβεοΙύοΜβ νοη Κχ^ρνοει* έν φ μετά περισσής σαφη­
νείας καϊ πειστικότητος πραγματεύεται τήν άρ χα ι­
ο τ άτ η ν ίστορίαν τής Κύπρον.
Έν τω έργφ τον τούτφ, ώς δ ίδιος λέγει, έβασίσθη
τοϋτο //εΐ' έπϊ τής ίστορίας τοϋτο δέ έπϊ τής αρχαιο­
λογίας. Τάς ίστορικάς τον πληροφορίας άρύεται άπδ
τής Αιγνπτιακής καϊ Άσσνριακής φιλολογίας. 'Π
Ελληνική φιλολογία πολύ όλίγον τω έφάνη χρήσιμος
<διότι επρόκειτο περϊ καθορισμού πραγμάτων πρϊν
τής εποχής άφ' ής ή Ελληνική ίστορία ήρξατο έπι-
χέονσα τδ φώς της.
Είς τήν Αίγνπτιακήν φιλολογίαν ευρέθη είς τδν
κατάλογον ΤΗηίπιβε τοϋ Γ.' καϊ έν τφ ναφ^ τοϋ
ΚΒΠίβίι ή ονομασία χώρας άναγινωσκρ-
μέν^]ύπδτώνμένώς ΑεβΗ ύπδ των δε ώς Αεί ή
-Αδίί/. Εϊνε γενικώς σήμερον παραδεδεγμένον δτι ή
){ 72 ) ( ^
χώρα Άσΐν δέν εϊνε άλλη ή ή Κύπρος' ευρέθησαν
έπιστολαί μεταξύ τοϋ βασιλέως τής Άσϊύ καϊ τον
τής Αίγύπτου έν αϊς φαίνεται εμπορική συναλλαγή
μεταξύ Κύπρου καϊ Αίγύπτου. Τδ κυριώτερον προ­
ϊόν δπερ έστέλλετο έκ Κύπρον ήτο ό χαλκός. Εϊνε όΙ
τοΓς πάσι γνωστδν δτι ανέκαθεν ή Νήσος ήν περιώ­
νυμος διά τήν έξαγωγήν χαλκοϋ,έξ ον καϊ τδ μέταλλον
τοϋτο εϊνε φερώνυμον τής Κύπρου {οιιρηιβ)· έπίσ)]ς
μεταξύ τών εμπορευμάτων καταλέγεται καΐ ή ξυλεία.
Ύπδ τών Άσσνρίων ή Κύπρος έκαλεΐτο ΑΙαεία,
Τδ δνομα τοΰτο ευρέθη είς έπιγραφήν εύρεθεΐοαν έν
Ταμασσφ Απόλλων Άλασιώτας, περι­
εσώθη δέ καϊ μέχρις ήμόίν κατά τδν αύτδν άρχαιολό-
γον εΐς τι τοπεΐον παρά τήν Πέργαμον όνομαζόμίνον
Άλασοδς καϊ τδ γειτοτικδν αύτή Άΐλάσυκα.
Μεταξύ δέ τών επιχειρημάτων τοϋ δτι κατά τψ
ηροιστορικήν έκείνην έποχήν οί κάτοικοι τής Νήοον
δέν ήσαν οϋτε Αίγύτηιοι οϋτε Φοίνικες αναφέρει τδ
ίστορικδν δπερ ευρέθη έπϊ ένδς παπύρου καϊ δηερ α­
νάγεται εΙς τήν Ιΐην π.χ. εκατονταετηρίδα.
Ίερεύς τις τοϋ Άμμώνος ΑΙγύιηιος έταξείδενιν
έπϊ πλοίου Φοινικικοϋ' ενάντιοι άνεμοι τους έφεραν
εΙς τήν χώραν Άλάσία. Οί κάτοικοι τούς ύπεδέχθη­
σαν μέ πολύ έχθρικάς διαθέσεις' δ ίερεύς άντιλαμβα·
)( 73 )(

\όμενος τοϋ κινδύνου δν διέτρεχεν αυτός τε καϊ οί


,σύντροφοί του άνέκραξε πρδς τά παριστάμενα πλήθη
τών εντοπίων δέν υπάρχει τις γνωρίζων Αιγυπτιακά ;
Απήντησε δέ τις έκ τοϋ πλήθους, έγώ γνωρίζω. Ό
άνθρωπος έχρησίμευσεν ώς διερμηνενς καϊ ό Ιερεύς
έπεισε τονς κατοίκονς νά μή τούς θνσιάσωσιν άνευ
λόγον. Τδ γεγονδς τοϋτο περιφανώς μαρτνρεΐ Οτι οί
Κύπριοι οϋτε Φοίνικες ήσαν διότι τδ πλήρωμα τό'
|Γ6 θά έξηγήτο μετ' αύτών οϋτε Αιγύπτιοι διότι
Ίύτδς ούτος ό ίερενς δέν θά έφώνει άν ύπάρχη τις
^'νωρίζατν Αίγνπτιακά άηοτεινόμενος πρδςΑίγνπτίονς,
Τά αρνητικά ταϋτα γεγονότα μεταβάλλονται εις θε-'
ικά τοιαύτα ώς πρδς τδν καθορισμδν τής φνλετι-
\ότητος τών τότε Κνπρίων διά τών αρχαιολογικών
ύρημάτων θά ήγόμεθα μακράν άν παρηκολονθοϋ-
εν τδν κ.ΙΛοΗΙβηΙ)6νς είς τάς έπϊ τών αρχαιολογικών
ύρημάτων μελετάς τον, άρκούμεθα όέ μόνον νά πα-
αθέσωμεν ενταύθα έπϊ λέξει τδ σνμπέρασμα αύ-
ψϋ. «Καϊ οϋτω διά τής έρεύνης ταύτης τής Κυ­
ριακής ίστορίας άφικόμεθα εγγύς τής ήούς τών
ηορικών χρόνων, καθ' ονς ή Νήσος αντη εΐχε
^ διέλθη πολλαπλάς καϊ πλήρεις μεταβολών πε-
ίπετείας μέχρι σήμερον, διατηρηθείσης δμως τής
Ελληνικής συνειδήσεως άείποτε άπδ τοϋ άποικι-
κ 71)(
σμοϋ τών ΜνκηναΙων Ελλήνων μέχρι σήμερον. Τ6
σνντηρητικδν πνεύμα δπερ καϊ ήμεΐς πολλάκις ή­
δννηθημεν νά παρατηρήσωμεν έν Κύπρφ, διετη­
ρήθη τδ αύτδ καθ' δλας τάς περιόδους, ούτως
ώστε οί Κύπριοι "Ελληνο^, λ*λΜ-νοιν έτι καΙ νϋν
άρχαιότροπόν τινα διάλεκτον, έν τω σχήματι όΐ
πλείστων αγγείων καϊ είς πλείστα ήθη καϊ έθιμα
έμνήσθη μεν αϊφ)νης αρχαίας τινός μορφής, ή έπι-
στεύσαμεν δτι είδομεν τήν άναζωογόνησιν αρχαίας τι­
νός είκόνος
Νομίζω δτι κατέδειξα δτι οί αρχαιότατοι έποικοι
τής Κύπρον ήσαν Άριοι τού Θρακο-φρνγιχοϋι
κλάδου, έξ ού στενήν πρδς τονς Έλληνας συγ*
γένειαν εϊχον, καϊ δτι ή Νήσος αϋτη ήδη άηδ τώ*,
μέσων τής 2ας π.χ. χιλιετηρίδας εϊχεν αποικιστή ύ^
πδ Μνκηναίων Αχαιών, εντεύθεν δέ δ αρκώς πε­
ριελαμβάνετο έντδς τής σφαίρας τοϋ Ελληνικού πο-
λιτισμοϋ. Τών Φοινίκων, ο'τινες βραδύτερον έγί·
νοντο επίσης πολνάριθμοι έν Κύπρφ, δέν έσώ&η-
οαν ή σπάνια μόνον ίχνη είς τά δυο ονόματα τήζ
έπωτολής Απιανηα. Άπαντα επίσης τά Φοίνιχιχ^
ευρήματα, τά όποΐα ώς έκ τοϋ ιδιάζοντος αντω*\
χαρακτήρος διακρίνονται αμέσως άπδ τά μεγάλα ηο-
οά τών κνπριακών αρχαιοτήτων, άνήκουσιν είς νεο-
)( 73 )(
τέραν έποχήν. "Οθεν εϊνε πιθανόν δτι ό σιμηικδς
εμπορικός ούτος λαδς άποκατέστη πολυάριθμος έν
Κύπρφ μετά τήν Αην π. χ. χιλιειηρίδα . . .
Έκεΐνο λοιπόν δπερ ή σννείδησις τών Κνπρίων
Δνεκήρνττεν, ήλθεν έπϊ τέλονς νά επιβεβαίωση καϊ
ή επιστήμη]. 'Π Κύπρος, ώς καϊ άλλοτε έγράψαμεν
ύπήρξεν ελληνική πρϊν ΐοως ή Ελλάς ,ν' άποβή τοι­
αύτη' ή Κύπρος ώς έκ τής γεωγραφικής της θέσεως
υπέστη άναριθμήτονς έπηρείας καϊ μεταβολάς. Άλλ'
ακριβώς έν τούτφ κείται τδ άγαστδν καϊ θανμά-
σιον τής μικράς αυτής ελληνικής δρακός, δτι άντέ­
σχεν ήρωϊκώτατα καθ' δλων τών άπειρων τούτων
τρικνμιών καϊ λαιλάπων. Άραγε έν τή προόδφ τοϋ
πολιτισμού, καϊ τής ανεξαρτησίας τοϋ φρονήματος
δπερ χαρακτηρίζει τδν αίώνα μας, θά βραδύνη ή
δικαιοσύνη έπϊ πολύ έτι νά στέψη τδ ύπερήφανον τής .
Κύπρον μέτωπον μέ τδν άμάραντον τής ελευθερίας
στέφανον; Αέν τδ πιστεύομεν.
ΦΊΛΙΟΣ ΖΑΝΝΈΤΟΣ·

—ΟύδεΙς, ούδ' ό τιμιωτερος ετι, δύναται νά βεβαιώσΐ] δτι δέν θά


'διαπράξ^ ποτέ τοιούτον ή τοιοΰτον λά'θος. Άλλ' ό }ΐέν πονηρός έμ-
Μενει έν αύτφ, ό υποκριτής αποκρύπτει τοϋτο, ό θρασύς δικαιολο-
:/εϊ αύτο και ό τίμιος διορθοί τοΰτο.
)( 76 )(
ΠΟΙΗΜΑ
Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ ΡΑΚΟΣΤΜΕΚΤΗΓ
ΠΡΟ ΦΟΥ ΠΛΑΣΤΟΥ
-·οί·<ο»-

—Θεέ μου τί άπέγεινε τόση περιουσία !


ήν άφησα έΛΐ τής γής, κληθείς έδώ νά έλθω,
, μήπως μοΙ γίνη δλεθρος αύτή ή απουσία ;
έπίτρεψόν μοι Πλάστα μου,ς' τήν γήννά επανέλθω.
>^
Πόσα δεινά υπέφερα, δπως τήν συναθροίσω,
τό ένδυμα μου πενιχρόν, τό φαγητόν επίσης,
νήστις πολλάκις έμεινα, τό χρήμα νά κερδήσω,
έίησα βίον αφανή, άθλιον, μί στερήσεις.
>^
Διύλιζον τόν κώνωπα είς πάσαν έργασίαν
τά ράκη άνεσκάλευον, άνέπνεον τήν κόνιν,
" συνέλεγον τά σκύβαλα μέ δψιν άπαισίαν,
σύνθημα έχων πάντοτε τήν άπληστίαν μόνην,

^ '
—Λησμόνησον δλα έδώ, θνητέ ! τοΰ άλλου κόσμου,
τά πλούτη, χρυσός, άργυρος δέν έχουσιν άξίαν,
)( 77 )(

άπαντα μηδενίζονται τά γήϊνα εμπρός μου,


μισώ και αποστρέφομαι πάσαν πλεονεξίαν.

Σ' τόν Ούρανόν είν' αρετή ή καθαρά καρδία,


πλούτος τά έργα τάγαθά, ή ελεημοσύνη,
λείπει ή πολυτέλεια, έπίδειξις καμμία,
χαϊ βασιλεύει άντ' αύτων αγάπη καλοσύνη.

Είν' ή ζωή αίώνιος ένταΰθα άνθρωπε μου


τά αγαθά της άφθαρτα, γαλήνη, ηρεμία.
Περίλυπος τί σκέπτεσαι είλικρινώς είπε μου,
τήν κεφαλήν σου, βέβαια σκέψις κρατεί, ανία.

Ψ
-Λυποΰμαι δτι έχασα τόσους μόχθους και κόπους,
δσους ύπέστην έν τή γή, μαρτύρια, στερήσεις,
γεγυμνωμένος παντελώς ήλθα ς'αύτούς τούς τόπους.
Πώςνά μή έχω θλιβεράςΠλάστα μου ! αναμνήσεις.

-"Ω άνθρωπε ούτιδανέ ! τά πάντα εΐνε κόνις


ς'τόν άλλον κόσμον μάταια, τέφρα,σποδός καΐ χώμα!
γιατί τό βλέμμα σου ς' τήν γήν είσέτι προσηλώνεις
καΐ άνοσίως βλασφημεί τό δολερόν σου στόμα ;
){ 78 ){

Δέν επανέρχεσαι ποτέ ς' τήν σφαίραν δπου λέγεις·


λησμόνησον τά αγαθά τά πρόσκαιρα τοΰ κόσμοϋ*
δέν έχεις τό δικαίωμα τους τόπους νά έκλέγΓις
κ' έλθέ ν' άπολογηθής λεπτομερώς εμπρός μου.

(Μεγάλην βίβλον ήνοιξεν ό Πλάστης κ' εξετάζων


προσεκτικώς, ήρίθμησε τοΰ φιλάργυρου πράξεις,
πρός δν άποτεινόμενος θυμώδης σκυθρωπάζων,
είπε, καΐ έσεισε σιρο^ρώς τών Ουρανίων Τάξεις).

"Απελθε ς ' τό εξώτερον πυρ τό ήτοιμασμένον,


γίά τόν φρικτόν Διάβολον καΐτούς αύτοΰ Αγγέλους,
σ' όλας έκεΐ τάς πράξεις σου σ' έχω δοκιμασμένοι
καΐ τιμωρίαν πρέπουσαν θά εϋρης έπΙ τέλους.

Ωφέλιμος δέν έγεινες ού μόνον ς' τόν πλησίον,


άλλ' έτι έβασάνισες φρικτά τόν εαυτόν σου,
Φ^γε μακράν ! μή ιστασαι είς τό πλευρόν Όσιων,
διότι σύ έλήστευσας κι' αύτόν τόν άδελφόν σου.

Λάρνακι τή 23)4 Φεβρουαρίου 1898.

^ . ^ΟΥΠΠΑΣ·
^! # ^ ! #^·^ #^^- ^^^3 ·#^·^ Φ^3 Φ
ι·η·ιιφ·ι.·ι.ιι·ιι·ιι·ιι·ιι·η·ιι«ιι·ιι·ιι·ιι·ιι·η·ιι·ιι·ιι·ιι·ιι·ιι·ιι·ιι·ιι.ιι.ιι·ιι.ιι*ιι.>ι·ιι·ιι·ιι·ιι·Η·Η·»

ΡΕΜΒΑΣΜΟΙ
ί^ΑΙ Ν Ο Σ Τ Α Α Γ Ι Α Ι
~*·φ·¥

Στους αγαπητούς Ι. ΣτεφανΙδην και


Κ. Μητσοτάκην, Κρήτην.

^ | ^ ^ σ α · . ωραία. Ά π α ρ α ^ ί λ λ ι ο ; καΐ ύπερό/ως ωραία. Ε ύ -


|Αθοοιά τοϋ τορίνοϋ κα'.ροϋ ;Λθνν.ο·.κή καΐ ασύγκριτη, ποϋ ^
αοελφές σου κο'.μώντα·. άπό χρόνια καΙ νρόν.α ήσυ;/α και ά-
ι;.έρ!,μνες τόν υπνον τής γαλήνης καΐ ποϋ ζουν μόνον είς τάς
αφηγήσεις τών θρύλων καΐ τών παραμυθιών.
Ή σ α ι πάνκαλος. Τ ά ολόμαυρα ιιυρωμένα μαλλιά σου ηνε
μαλλιά άναστηθείσης Βερενίκης ή συνχρόνου γυναικός τοϋ
Γάγγου. Τ ' ονειρώδες και ρεμβώδές σου [βλέμμα ήνε βλέμμα
((ΰγρόν ώς Κυθήρης» καθώς λέγει ό Ανακρέων. *Υπό τήν
Έλληνικήν σου ρίνα γλυκογελα μ' αθάνατα, μεθυστικά κι'
έοατεινά μειδιάματα στόμα ^Λίκρόν μέ λεπτότατα κοράλλινα
•/είλη, κρύπτοντα κανονικώτατα πάλλευκα δόντια. Τό σώ­
μα σου μέ τάς μαντευομένας ή υποφαινομένας γραμμάς του,
έ·/ει τήν πλαστικότητα, τήν ποίησιν και τάς γλαφυράς καμ-
πΰλας τής Αφροδίτης τής Μήλου ή τής καείσης Κνιδίας
Ά.ρροδίτης τοϋ Πραξιτέλους. Τ ά φρύδια σου ήνε τά φρύ­
δια τής Βεατρίκης τοϋ Δάντου, «φρύδια λεία και μαϋρα ώ -
)(80)(
σεΐ έζωνοα-^ήθησαν υπό χρωστήρας καλλιτέχνου». Ή φωντ,
σου, γοητευτική κ»·. Γχάγισσα διολισθαίνουσα ^ΑΟυσική άπό
στόμα υπερόχως φιλομειδές, εισέρχεται εις τά άδυτα τής
ψυ/ής μυστική καΐ παντοδύναμος σάν νά έκλεψεν όλην τ/,/
μαγείαν τών Σειρηνίων ^σμάτων.
"Εχεις τήν χάριν τών Παρισινών. Δι' έ'^έ ήσαι ακόμη ω­
ραιότερα μέ τό σιτόχροον, τό ήρεμον τό γα/.γ,νιον νρώαα,
εις τό όποιον πλανάται μία ήδυπάθεια αγκαλιασμένη |λί
μίαν σιωπηλήν μελαγχολίαν, παρά άν είχες τής'ΛγγλΙδοί
τό χρώμα. "Οπως λέγει κα'. ό ποιητής «ήνε διέγερσις σαρχο;
τό πορφυρώδες χ ρ ώ μ α » . ΚαΙ υπέρ τον πλοΰτον αύτόν ττ";
καλλονής σου τά μαΰρα, τά όλόγλυκα και τά εϋγλωττι
μάτια σου.

«Μάτια ώραΐα* υπάρχει τι εύγλωττότερον αύτών».εγρα-


φεν ό Πονσάρ καΐ είχε δίκαιον. Τ ά μάτια σο^ ή^λποροΰν η
δημιουργήσουν ρίψάσπιδας καί προδότας και ήαποροΰν νι
πλάσουν {χεγάλους καΙ εκλεκτούς. Μάτια ^αΰρα αρρήτου
επιβολής και ά'^θάστου συμπαθητικής ^^ελαγ/ολίας, πο;
γεννούν όχι πλέον ερο^τα άλλ' ενα παραλήρημα έρωτος.
ν ο 8 γουχ ρΐβΐηβ οΙβ βοορβί άο Ιαη^αοαΓ βΐ ά' 68ροΐι·,
ν ο 8 γβιιχ ρΐθΐηδ οίο ταγοηβ οΐ οΙο ΙαοιίΓβ ρροΓοηςΙοδ,
8θη1; Ιίοηβ οοιηηιο Ιββ ΙαοΒ, οΐιαπ^οαηΐβ οοπιιτιβ ΙΜ
[οηάβ^,
<Ιιιο Γ αιίΓΟΓΟ οΙ)1οαΐ1; βΙ ς α ' αΙΐΓϊδΙο Ιο ΘΟΙΓ.
κ 81 )(
Δέν βπεθύμησα ποτ^ νά μιλήσω διά μάτια ποϋ δέν μιλούν,
^>ιότι δέν μ' ένδια'^έρουν ποτέ μάτια άκο^λψα, κοιμισμένα
και αδιάφορα. Δέν θέλω νά πλέξω σέ στίχους βλέμματα
ποϋ δέν λένε τίποτε και ποϋ άφίνουν τήν έντύπώσιν τών ακι­
νήτων βλε|λμάτων τών ψυ/ρών άγαλ^^,άτων. Θέλω τήν ζωήν
έ'στω και άν /αρίζτ, πυρκαϊάς, θέλω τό ό^ραϊον έστω και
άν χαρίζτ) θανάτους, θ έ λ ω τό θέλγον καί μοϋ ήνε άδιά­
φορον άν λογ^ίζτ) |Αέ τήν άλαζονείαν, άν προβάλλτ) αρνήσεις
ή άφίντρ άπαγοητεύσεις.
θ έ λ ω μάτια γεμάτα έρωτα, αάτια έλξιν καί άθανασίαν
γεμάτα, *Ηνε τ ά μάτια ποϋ ζητοΰν δεσμώτας τών θ έ λ γ η ­
τρων των καί ήνε ^τοιοΰτοι όσοι τά άντικρύσουν. Μάτια γ ε ­
μάτα πάθος, ήδονήν καί μυστήριο, πού δέν λησμονούνται καί
ποϋ λησμονοϋν όμως γρήγορα επειδή ίσως ήνε τόσον ώραΐα.
Ποίος ήνε έκεΐνος ποϋ ήμπορεΐ ν' άπολιθο-ίστ-, τάς αισθήσεις
του καί ναρκώστρ τ» νεϋρά του, ώστε νά μή τ ί ν α χ θ ^ , καθώς
άπό ίσχυράν δόνησιν ηλεκτρισμού, όταν σάς άτενίσν) ή τον
ατενίσετε ώ πάγκαλα μάτια.

*Ω κάλλος. ' Ο Γκαίτε είς ήλικίαν 74 ετών ήγάπησε


τρυφεράν κόρην. Ήρνήθησαν νάτού τήν δόσουν είς γάμον κι'
έγραψε τό «έλεγεΐον τοϋ Μάριεμβαδ» είς το όποΐον πάλλε­
ται όλος τής ψυ/ής του ό πόνος.
*Ω παντοδύναμος εύμορ'^ιά. '^Ησαι ιύ πού πυρπολείς τόν
νεανίαν καί ποϋ ημπορείς νά ταράξτρς τήν γαληνίαν ζωήν
τοϋ γέροντος, ποϋ τοϋ γεννάς άγονους επιθυμίας καί θλίβε-
)( 82)(
ράς ενατενίσεις πρός τήν Ιτζο/Ύ,ν τών σφριγώντων ετών, τα
όποΐα έ·/άθησαν πλέον διά παντός. *Ησαι σί< ποϋ τοϋ προ­
καλείς τό δάκρυ, διότι αίσθάνεται μπροστά σου μέ τάς αί-
αωδιασμένας πλέον καί χαύνους αισθήσεις πώς έρρυτίδώθη
η καρδία, έγήρασεν, ένύσταξε καί μέλλει νά χοιμηθή,.
Ά λ λ ο ί μ ο ν ο ν . Ά γ α π α νά ένδιατρίβτ; πλέον είς στίγμα;,αί
όποΐαι άπεδήυιησαν πρό πολλού καί αί όποΐαι δέν τοϋ ένθυ-
'αίζουν παοά ότι δσον καί άν ήνάπησε όσον καί άν άπήλακ-
σε καί ή άνάπη καί ή άπόλαυσις ήτο λ ί γ η .

Ναί ήτο λ ί γ η . Πάντοτε ό χρόνος ηνε ζηλότυπος διά τήν


εύτυ/ίαν μας καί περνά γοργός ο οιλάργυρος είς τάς στιγ-
μάς τής /αράς μας. "Ηνε διότι θέλει πάντοτε νά μά; θλί-
3τ, ό πείσμων καί μο/θηρός γέρων, ό αιώνιο; ν^ιλαστή;.
Σκληοός καί άπιστος, άν μάς ί'δττ) εύτυχοΰντα;, π-ρνα ·χαί
'^εύγει κω-^ός είς τάς παρακλήσεις καί εί; τά δάκρυα μχ;
κω'ίός.
Του φωνάζει ό Λαμαρτΐνος :
Ο Ιβηηρβ 8ΐΐ8ροηοΐ8 Ιοη νοΙ ; ο(; νοα3,1ιοιιΐ'θ8ρΐΌρίοβ8
βαβρβηάοζ νοίΓΟ οοαΓ8 ;
Ι^£ΐί88βζ ηοαβ 89,νοιΐΡΘΡ 1β8 ΓαρΐοΙβδ ίΐόΐΐοοβ
άβδ ρΐαδ 1)βααχ άο ηο8 3θυΓδ,
αλλά μάτην. Περν^ καί φεύγει καί σβύνουν τών μεθυσ|Α£-
νων ψυχών μας τά μαγεμένα χρυσόγελα.
χ 83 ){
Μ&Ϊ8 3β άβΐΏ&ικΙββηνδίΐη Γ[αο1ί{υο8 ηηοηιοηΙδβηοοΓβ
Ιβ ίβηιρδ ΠΊ' όοΐιαρρο οΙ; ίυΐΐ;
Ιο άΐδ α οβΙΙθ ηιιίΐ;: 8οί8 ρΐαδ ΙοηΙβ ; βΐ Γ αιίΓΟΡβ
να άίδδίρβΓ Ια ηαΐΐ;.
Φεύγει. Μά απείρως γοργότερος φαίνεται ό'τι έπέρασεν ό
καιρός, δταν, καλυμμένος πλέον μέ μαλλιά /ιονισμένα α­
πό τόν χειμώνα τοϋ βίου,στρέ'ίτρς τό [βλέμμα πρός τά οπίσω
διά νά μάθττ,ς πότε πέρασεν ή ζω/, ή γεμάτη άγάπην, όνει­
ο α καί ζωήν.
Α λ ή θ ε ι α . Πέρασεν ό καιρός χωρίς νά τό νοιώσης, χωρίς
νά μπόρας νά σκλάβωσες τά περασμένα ή νά ξαναζήσττ)ς τήν
ζωήν ποϋ έ/άθη καί ποϋ άπό τόν ερημον τά'^ον της σοϋ
(δωνάζει πώς δσο καί αν ήγάπησε; όσο καί άν απτ,λαυσες καί
αγάπη καί ή άπόλαυσις ήτο λ ί γ η .

Ηβίαδ ! Ιβ Ιβηιρδ ΙιοαΓβαχ οδΐ; Ι;ου]οιΐΓδ οοΐιιί (^αί


η ' βδΐ; ρ ΐ α δ .

Ή σ α ι ωραία. *Ησαι ένα ποίημα ά'^θάστου εύμορφιάς καί


ύπεοθαυμάστου τελειότητος. Ή γυνή, λέγει ή Κάρμεν Σ ύ λ -
βα, πρέπει νά ήνε έ'μψυχον καλλιτέ/νημα. Αναντιρρήτως
ήσαι άπό τά πλάσματα, ποϋ ώνειροπόλησεν ή ευγενική β α ­
σίλισσα τής Ρουμανίας. Ό "Ομηρος ύμνησε τήν Έλένην
μέ δύο μόνον στίχους* θά ήμποροΰσε νά κάμτ, τό ίδιο καί
γιά σένα ;
)( 81 Χ
Ό π ό τ α ν συλλογίζομαι, ώ χαριτωμένη, πώς μίαν ήμέραν
Οά ήσαι γρηά, π ώ ; τό βάρος τών ετών θά κυρτώστ; τό πλα­
στικό σου τό σώμα, πώς θ' ασπρίσουν τά κατάμαυρα έκεΐνα
μαλλιά σου καί πώς «αί δημοκράτιδες ρυτίδες» μίαν ήμέ­
ραν θ' σ' αυλακώσουν τάς παρειάς, σοΰ όρκίζομαι κλαίω.
"Οταν συλλο^'ίζω'Ααι πώς άπό τήν μανείαν τής τόσης σο^
εύμορφιάς ποϋ στάζει τόσην νλυκάδα καί /άριν, ώ πλάσμα
τέλειο, δέν θά μείντ) παρά κάτι άπό τήν γοητείαν τών
μαύρων ματιών οου, πνίγομαι καί ύβρίζιο. Σκληρά ειμαρμέ­
ν η . ' Ο πολιός γέρων ξεύρει νά μηδενίζ/,, νά δημιουργτ) ε­
ρείπια καί ςεύρει ν' άσ/ημίζτ) τ' απαράμιλλα καί τά πάγ­
καλα. Τ ί κρίμα. Τ ά μαϋρα μαλλιά θά καλύψτ^ ό αφρός τή;
τρικυμίας τοΰ /ρόνου καί θ' άποφυλλισθοΰν τά ρόδα τών
τρυ'^ερών παρειών. Ή εύμορφιά Οά /αθ/) καί θά ζήστ) μό­
νον είς τάς αναμνήσεις καί τοί>ς θρύλους τών ευτυχών ποϋ
τήν άντίκρυσαν. Δέν θά μείνη παρά κάτι άπό τήν ματιά
σου, ώ μαυρομμάτα Ανδαλουσία, ποΰ θά φωτίζγ) σάν λαμ­
πάδα νεκρική χαμένας ωραιότητας, κάτι άπό τήν ματιά
σου ποϋ θά μιλή στήν ψυχή μυστικά τήν θλιμμένην γλώσ­
σαν τών χωρισμών, τών παραπόνων καί τών / α μ ώ ν , κα­
θώς ή μελαγχολική, θαμπή καί αδύνατη φλόγα τών σιωπη­
λών κανδηλών, ποϋ καίονται διά να '^ωτίζουν ερημώσεις τ,
έκπνοάς.

Κάθε δύσις μάς θλίβει. Κ α ί σ' αυτό ακόμη τό ηλιοβασί­


λεμα μελαγχολοΰμεν, επειδή μάς υπενθυμίζει τήν άποδη-
)( 83 )(
μίαν τήν αίωνίαν τών περασμένων ωραίων ημερών,τόν χ α -
μόν τοϋ παρελθόντος, τοϋ παρόντος τό ψυχορράγημα καΐ
τήν δύσιν τοϋ μέλλοντος. « Ά , βεβαίως ουδέν θνττ,σκει χωρίς
νά μάς διεγείρτι πένθος τι, λέγει ό Βύρων. "Οτε ό Νέρων
απέθανε χείρες τινές έρριψαν κρυφίως άνθη έπί τοϋ τάφου
του· θά προήρχοντο άπό εύαίσθητον καρδίαν ευγνωμονούσαν
διά καμμίαν εύεργεσίαν έκ μέρους τοϋ άθλιου εκείνου, καθ'
ήν στιγμήν ή παντοδυναμία του τοϋ εΐ/εν άφίσει μίαν ε­
νάρετον ώραν)>. Άφοϋ μάς λυπεί τών κακούργων ό θάνατος*
άφοϋ αυτά τά είδεχθή, τ' άσχημα, τά πεζά καί τ' ανούσια
με τόν θάνατον των μάς θλίβουν, ποιον σπαραγμόν μάς άφί­
νει ό χαμός τών ωραίων, τών άθφων καί τών εκλεκτών ;

Άλλοίμονο. Αοιπόν μίαν ήμέραν θά ήσαι νεκρή. Α λ ή ­


θεια, θ ά γύρτ|ΐς τό κεφάλι αναίσθητη, θά σοϋ σταυρώσουν
τά χέρια καί θά κοιμηθί^ς τόν ί>πνον τόν άτελεύτητον, τόν
άξύπνητον και αίώνιον, τόν ύπνον τόν άνευ ονείρων. Πόσοι
θά πνίγωνται γύρω σου άπό λυγμοί>ς καί πόσων θά πλημ-
μυρίρ άπό δάκρυ ή πονεμένη καρδιά στό νεκροκράββατό σου
τριγύρω, ένφ σί» βουβή στόν πόνο των, στήν θλΐψι καί στό
δάκρυ των βουβή θά κοιμάσαι καί θά κοιμάσαι /ωρ·ς νά
ξυπνήσ^ρς ποτέ. Τί κρίμα καί δμως είνε αλήθεια. *Ηνε α ­
λήθεια πώς τίποτε δέν θά δ3ΐκνύ7ΐ π ώ ; ύπάρ/ει ή ωραία
ζωή σου, ή άγάπην καί καλωσύνην γεμάτη, καί πώς μόνον
ό βουβός σταυρός, ποϋ θά στέκ^ σιωπηλός επάνω στό πα—
)( 86 )(
νωμένο σου μνήμα, θά δεικνύτιποϋ έγένετο πάλιν γή τής
-ποιητικής σου ψυ/ής τό γήινο περίβλημα.
Ή ν ε ό βίος τοιοϋτος. Σάν νά εινε όνειρο* καί ίσως νχ
μήν εΐ/αν άδικον δσοι ώνόμασαν έτσι τήν ζωήν."Οπως λέγει
« Ρίκμερ : «κοιμώμενοι είσερχόμεθα είς τόν κόσμον καί ά-
περχόμεθα κοιμώμενοι* τί άλλο ήνε ή όνειρον τό μεταξύ ;»

*Ηνε ό βίος τοιοϋτος.


Τοϋ κάλλους ή αλήθεια τί εινε ; Σκώληξ χώμα.
Καί τής χαράς ; Τό δάκρυο τό λάμπονείς τό όμμα.
Τής δόξης ; Κενοτάφιον, εν λήθης μαυσωλεΐον.
Καί τής ζωής ; Ό θάνατος καί τό νεκροταφεϊον.
-Ι-
Νεκοοτα'^εΐον. Προχθές ακόμη στήν Λεμεσόν εκλεΐί;
•στήν «πανεράν σου άνχάλην έ'να ώραΐον ε»ηβον που τοσαχι;
έ/ειροκροτήσαμεν νικητήν είς τά στάδια τής Κύπρου. Κα­
ΰμένε νέε. Τά τόσα όνειρα καί τό τόσον σου σ'^ίρΐγος έχά­
θησαν προώρως είς κρύαν λάρνακα ολίγων σπιθαμών. Ήνε
ώς ν' απέθανες δύο φορές. Πτωχέ φίλε. Έρχονται στον
νουν μου, δραπέτιδες άπό το κοιμητήριο τού χρόνου,αί άνα-
μ.νήσεις τόσων ήμερων ποϋ περάσαμε μαζί στάς Αθήνας.
Ή καρδιά μου φουσκώνει, ραγίζει,
Σέ πικρά μοιρολόγια ξεσπά,
πρίν τά είπώ πόσοι τά είπαν καί πόσοι
σάν έμέ θά τά ειπούνε ξανά.
)( 87 Χ

Σ' ενθυμούμαι. "Ω καλλίτερα θά ήτο νά μή ενθυμούμε­


θα. Ή θέτις έβάπτισε τόν θνητόν της υιόν είς τά ύδατα
τής Στυγός* άλλ' άν, δπως λέγει καί ό Βύρων, ήτο άλλη,
θνητή μήτηρ, θά προτιμούσε τό ύδωρ τής λήθης.

Ματαιότης. Ό Νέλσον έκοψε τον ίστόν τής«Άνατολής» ,


τήν οποίαν πήρεν άπό τούς Γάλλους εί; μίαν ναυμαχίαν,
χαί μετέβαλεν έ'να κομμάτι του είς νεκροκράββατό. Νομίζω
πώς όέν τό έ'καμε διά νά τοϋ ένθυμίζιτ; τήν νίκην του, δσον
ωραίας αναμνήσεις καί άν /αρίζτ) μία νίκη. *Ητο διά νά
ένθυμίζτι τό πεπρωμένον, τό άποοχώρητον καί φυσικά τήν
άλήθειαν. Απαράλλακτα δπως καί ή Μαρία Άντωανέττχ
ή όποία ζώσα έκτισε τό μνημεΐον της διά νά τό βλέπιτ) καί
φιλοσοφώ έπί τής ματαιότητος καί τοϋ μέλλοντος
Ουΐ, ο'βδί; Ια νίβ. Αρτέδ ΐ6]οιΐΡ, Ια ηαΐΙ; Πνίάβ.
ΑρΓθδ Ιουί, Ιβ Γβνοϊΐ, ίηίβΓπαΙ οα άΐνΐη.
ΑαΙοαρ άα ^ραηά ΐ3αηοια6ΐ δΐό^β απο Γοαίβ ανίάβ;
Μαίδ 1)ΐβη άθδ οοηνίθβ ΙαΐδδβηΙ; Ιοαρ ρΐαοο νΐάβ,
βΙ 8β ΙβνβηΙ αναηϋβ Γΐΰ.

Ό χρόνος περν^.
Ελάτε νά /αρώμεν πρίν χαθούν καί πρίν σβύσουν τά ώ­
ραΐα τά χρόνια. Ε λ ά τ ε νά χαρώμεν πρίν άρχίσωμεν νά ζώμεν
)( 88 )(

μέ τάς αναμνήσεις καί πρίν αίσθανθώμεν πώ; καίτοι ζώντες


δέν υπάρχομεν πλέον.
Πεθαίνει ή Ήμερα μά ερ/εται κατόπιν ό "ίίλιο; καί μέ
τά φιλιά του ανασταίνει πάλι τήν νεκρωθεΐσάν του έοωμένη.
Τί ώραΐα θά ήτο άν ήτο έτσι καί ή Ζωή. Τόρα δύομεν διά
παντός. Διά παντός, καί πολλάκις άκλαυοτοι, άγνωστον
πότε καί ποϋ, λησμονοϋντες αίωνίως τό πάν καί λησμονού-
μενοι άπό δ^.ου;.
Χαρήτε. «Δέν ήν' ό βίο; Μάιος αιώνια δέν ήνε».
ΑίπΊοηδ άοηο,αΐιηοηδ άοηο ! Οβ ΙΊιοαΓβ Γυ^ϊΙίνο,
ΗάΙοηβ ηοα8, ίοαίδδοηδ
ίι' ΗοΓηηιο η' α ροίηΙ; άβ ρορί,ΐβ Ιβιτιρβ η'α ροίηΐ
ϋ οοαίθ, βί ηοαδ ραδδοηβ. [άβ ιίνο;
Χαρήτε.Ό Χρόνο; περν^. II οοϋΐο,βΐ; ηοαδ ραδδοπ»

Λευκωσία. 1907.
ΤΈΩΡΓ. *ΪΜ1ΑΡΚΙΔΗΣ.

—Ώς τό πΟρ αυξάνει τήν εύωδίαν τοϋ θυμιάματος, οδτο) και η


εργασία αποκαλύπτει τήν άληΟη τσϋ ανθρώπου «Γςίαν,

—"Αν εΙς ένα άνθρωπον εκμυστηρευΟϊις τό μυστικόν σου, πάντες


ί)ά μάθο)σιν αυτό.
1- ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΙΤΙΟΥ ΚΥΡΙΑλΟΣ
. « Μ · » — Ι Ι · Ι Ι · Ι Ι · Ι Ι · ί Ι · Ι Ι » Β » Ι Ι » Ι Ι » — — « « | » | , » | | > Ι Ι · Ι ί » « § » — — I I I — • • • Ι Ι » » · » · — «»ΙΙ««»Μ»ΙΙ«Β»Μ—

4·ΙΙ·»·Μ····>Ι·ΙΙ·Μ·Η·ΙΙ·Ι|·ΙΙ·ΙΙ·ΙΙ·ΙΙ·Η··Ι«|Ι·Μ·Ι··Μ·Μ·ΙΙ·ΙΙ·Μ·η·Ι··ΙΙ·Η·Η·Ιΐ·>Ι·Μ·Η·Μ·ΙΙ·Ι··Η·Ιΐ·»

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΙΤΙΟΤ
ΚΥΡΙΛΛΟΣ

ΕΙς τδ ύψηλότερον καϊ μαγευτικώτερον χωρίον τής


Κύπρον τδ κατά τάς δντικάς κλιτύας τοϋ Όλύμπορ
ίίείμενον καϊ Πρόδρομος έπονομαζόμενον έγεννήθη ό
Μητροπολίτης Κιτίον Κύριλλος τή 26 'Οκτωβρίον
1845 έκ γονέων μέτριον μέν ύλικδν, μέγιστον δέ ήθι­
κδν πλοΰτον κεκτημένων. Τοϋ μέν πατρδς Μάρκου
Ίερέως καλονμένον, τής δέ μητρδς Μαρίας. Βα­
πτισθείς δέ έπωνομασθη Κωνσταντίνος. Τά πρώτα
γράμματα, τά κοινά, κοινούς παρ' ήμΐν λεγόμενα
γράμματα, έδιδάχθη παρά τοϋ ίδιον πατρός* παιδιό­
θεν εϊχε κλίσιν πρδς τδν μοναχικδν βίον, δθεν περϊ τδ
15 έτος τής ηλικίας τον, χαίρο)ν κατετάχθη εΙς τήν
χορείαν τών υποτρόφων τής Αρχιεπισκοπής '-^βΖ*"
επισκόπον τότε δντος, τοϋ άλήστον μνήμης Μακάρι·
ον, έκ τοϋ αύτοϋ χωρίον Προδρόμου κάκείνου κατα­
γόμενου, ύφ' ον διά τδ προκεχωρικδς τοϋ σχολικού
'έτους, συνεστήθη ένϊ τών Ιεροδιακόνων της Άρχιε·
χ 90 )(
πισκοπής διά προγύμνασιν έν τή γραμματική' τδδϊ
έπιδν σχολικδν έτος έπανελθών έξ Αθηνών καϊ Σχο­
λάρχης έν Αευκωσία διορισθείς ό άοίδιμος Σωφρόνιος
δ Φοίνίξύς, ο μετά ταϋτα Αρχιεπίσκοπος, έλαβεν νπ^
τήν κηδεμονίαν τον τδν Κωνσταντϊνον^ Οστις πιστώς
υπηρετών, χρηστοήθω^ διάγων καϊ επιμελώς τε καΐ
ανελλιπώς εΙς τήν σχολήν φοιτών έπεσπάσατο τήν εν­
νοιαν καϊ τήν άγάπην τοϋ κηδεμόνος καχ διδάσκα­
λον τον, δθεν άποφοιτήσας τού σχολαρχείου Λευκω­
σίας τφ 1865 απεστάλη ύπδ τον διαδεξαμένου τόν ά­
οίδιμον Μακάριον, αειμνήστου Σωφρονίου τω 1866
εις τήν καϊ τότεάκμάζουσαν θεολογικήν οχολήν τών
Ιεροσολύμων^ ένθα έπϊ έξαετίαν (1866-^—1872) ΰια·
κούοας τά έν αύτη διδασκόμενα μαθήματα και τάς όι-
δακτορικάς έξετάσείς ενδοκίμως ύποοτάς έπανή'λ^
(1872) είς Κύπρον. Τδ έπιδν έτος 18 73 έχειροτονή­
θη νπό τού Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου Ιεροδιάκο­
νος μετονομασθείς Κύριλλος, καϊ ή μέν ΘεολογίΗΐΐ
Σχολή επισήμως τήν χειροτονίαν αύτού πληροφορψ
θεΐσα, άπέστειλεν αύτφ κατά τδν κανονισμόν αυτής ΐΙ>
θεολογικόν αύτού δίπλωμα, ή δέ εφορία τών -Σχολεί·
0)ν διώρισεν αύτδν διδάσκαλον κνρίως αέν τών ίερών,
άλλα κάί άλλων ελληνικών μαθημάτων έν τφ ΣχοΧαρ-
χείφ Αενκωσίας καϊ ίεροκήρνκα τής αυτής πόλεως*
)(91).(

^Έπϊ δεκαεξαετίαν δ' δλην (1873—1889) ενόρκως


Μασκών τά υψηλά τον καθήκοντα ελάμβανε πάντοτε
καΐ ένεργδν μέρος είς άπάσας τάς σννελεύσείς τάς γε­
νομένας έν Αρχιεπισκοπή περϊ παντοίων γενικών
ή μερικών ζητημάτων, καϊ ή πλάστιγξ είς ήν τήν γνώ­
μην τον ερριπτεν έκλινε σχεδδν πάντοτε.
Άπδ τής μεταπολιτεύσεως κατήλθε καϊ είς τδν δη­
μοσιογραφικδν κατά τής κακοδιοικήσεως αγώνα, διά
νενρωδών άρθρων έλεγχων και καντηριάζων τά κν-
βερνητικά έκτροπα.
Κατά τδ 1886 εξελέγη βονλεντής έν τφ διαμερί­
σματι Αενκωσίας—Κνρηνείας, αλλά μή ευρεθέντος
τού ονόματος τον έν τφ έκλογικφ καταλόγφ έδωκεν
αμέσως τήν παραίτησίν τον. Τφ 1889 μετατεθέντος
τού μακαρίτον Χρύσανθον άπδ τού τής Κνρηνείας
είς τδν τοϋ Κιτίον θρόνον, εξελέγη ό Κύριλλος παμ··
ψηφεϊ ύπό τε τών αντιπροσώπων τής επαρχίας καϊ τής
Ιεράς Σννόδον, Μητροπολίτης Κνρηνείας, ένθα έπ'
δλίγα έτη μείνας (1889—1893) άφήκε πολλά ίχνη
διαβάσεως, έν οϊς έζέχονσαν θέσιν κατέχει ή έκχρι-
στιάνισις πολλών λινοβαμβάκων.
Τδ αύτδ έτος (1889) εξελέγη έν σνμπληρωματίκ^
εκλογή Βονλεντής Αεμεσοϋ—Πάφον καλ έκτοτε άρ­
χεται ή κνρίως πολιτική αύτοϋ δρασις, καθ' ήν άνε-
Η 92 II
φάνη απτόητος μέν ελεγκτής των κνββργητίΗων πα-
ρεκβάσεων καλ παρεκτροπών, σθεναρός δέ συνήγορος
τών τοϋ ΪΛοϋ δικαιωμάτων.
Τδ 1893 παμψηφεί εξελέγη Μητροπολίτης Κιτίον
καϊ κατ' αρχάς μέν ήρνήθη καϊ έπϊ διή μερον ύπό τε
τών αντιπροσώπων προφορικώς καϊ ύπδ άλλων εξε­
χόντων πολιτών τηλεγραφικώς παρακαλούμένος, έπέ­
μενεν αρνούμενος λέγων δτι αίσθάνεται ίεράν ύποχρέ­
ωσιν νά τελείωση θεάρεστον έργον, ούτινος έν τή ε­
παρχία του κατήρξατο (έννοών τήν τών λινοβαμβάκαιφ
έκχριστιάνίσιν). Έν τέλει δμως καμφτθεϊς καϊ ένδονς
είς τάς παρακλήσεις τών τε αντιπροσώπων καί άλλων
εδέχθη καϊ μετετέθη είς τήν έπαρχίαν Κιτίου.
Τοιούτος έν σκιαγραφία ό Μητροπολίτης Κιτίου.

—Υπάρχουσι πολλών είδών άγάπάι. ΚαΙή τίγρις αγαπά τά τί^


κνα της, τάόποϊαδμως τρώγει δταν πεί\άχί\\.
» *

— Ή γυνή έπλάσθη διά νά ύποφέρα, δ άνήρ;δέ διά νά πάσχη.

_Δύο τινα ύπάρχουσιν εΙς τον κόσμον τοΰτον,. τά όποΐα ό Μν»·


πος δέν ευρίσκει συχνά εντός τοΟ οίκου του· ή καλή σοϋπα καΊ| >ι ά-
νιδιοτελής άγώϊτμ
ΚΡΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΗ
»»*-

Δ έν θά έκθειάσωμεν δι' ωραίων λόγων τάς γενομέ­


νας έν Κρήττ) ανακαλύψεις, ούτε δι' έπέων πτε-
ροέντων θά ζητήσωμεν νά τέρψωμεν τόν φίλον
άναγνώστην, άλλα θά παραθέσω αύτφ απλώς τό πρός
Γήν Κύπρον συνδεόμενον ζήτημα της Κρητικής γρα^

Πρό τών έν Κρήττ, ανασκαφών τιύρίσκοντο έν ταϊς


νήσοις τοϋ Αιγαίου πελάγους μικροί έκ στεατίτου
λίθοι τετράπλευροι καΐ τρίπλευροι μετά σημείων ιδε­
ογραφικών* ταΟτα τά σημεία έθεωρήθησαν ώς ή πα-
ναρχαίατών κατοίκων γραφή. Επίσης έν Κρήτη ηύ-
ρίσκοντο έπϊ ογκολίθων τοιαύτα σύμβολα άλλ' ουδε­
μία σαφής θεωρία έκ τούτων ήδύνατό νά έξαχθη.
'Αλλ' ή θεωρία αίϊτη τά μέγιστα έπιστώθη ύπό
τών έν Κνωσφ, ύπό του κ. Εναηβ γενομένων, άνα.-
ίτκαφών καθώς καΐ ύπό τών άλλαχοΰ ι9\ς Κρήτης γε*
ίίομένων τοιούτων.
Κατά τάς ανακαλύψεις ή γραφή δύναται νά διαι-
)( 91 Κ
ρεθη εΙς δύο είς ίδεογραφικήν ή Ιερόγλυφικήν καΐ £ί;
γραμμικήν. Ή μέν πρώτη ομοιάζει τ^ Αΐγυπτι«χτ|
γραφή, ή δέ δευτέρα τη Κυπριακτ^. Ή μεγαλήτερα
ποσότης της γραφής άνεκαλύφθη έπΙ πινακίδων έξ ό·
πτής γης* πρότερον έχαράσσοντο τά γράμματα καΐ
μετά ταότα έγένετο ή δπτησις.
Τό μεγαλύτερον δείγμα τών πινακίδων έχει μέγε­
θος μεγάλου βιβλίου κάί φέρει 24 σειράς γραμμάτων.
Τό μέγεθος τών περισσοτέρων πινακίδων τής Κνωσοί
ιτοικίλλει άπό 5—20 εκατοστά μήκους καΐ 1—7
πλάτους, ώς ό κ. Ξανθουδίδης, έφορος τών αρχαιο­
τήτων έν Κρήτη, γράφει έν τη άξιολόγψ περί το3
Κρητικού πολιτισμοί πραγματείί^ του.
Οι γραμμικοί χαρακτήρες τών πινακίδων τής Κνω-
σοΟ εΐίνε περίπου 70. Κατά τάς παρατηρήσεις δέ τοδ
κ. Εύανς, του άνασκάψαντος τήν Κνωσόν "Λγγλον
αρχαιολόγου, 10 όμοιάζουσι πρός χαρακτήρας Κυ­
πριακούς, 10 δέ άλλοι πρός χαρακτήρας τοΟ κατόπιν
άργ^αϊκοΰ Έλλην. αλφαβήτου. Επίσης καΐ οΐ έν
Φαιστφ καΐ έν Άγίςι Τριάδι ευρεθέντες 70 περίπου
χαρακτήρες έχουσιν ομοιότητας πρός τό Κυπριακόν
αλφάβητον.
Μέχρι σήμερον δέν κάτωρθώθη ή άνάγνωσις τη{
άνακαλυφθείσης Κρητικής γραφής. 'Εκ τής μετ' επι­
στασίας βμως συγκρίσεως τής Κρητικής καΐ Κυπρί·
)(93)(

ακής γραφής ώς και τής Αιγυπτιακής πολλά έχει νά


ώφεληθή ή επιστήμη, ή εϋρεσις δέ τής κλειδός θά ή­
το θεία άνακάλυψις· ίσως έκ ταύτης νά έλύοντο καϊ
τά έν τή Κυπριακή γραφή αμφισβητούμενα.
Διά τών ανασκαφών τής Κρήτης απεδείχθη ή ίτ-
παρξις ούχΙ μόνον τοΰ Μυκηναϊκού πολιτισμοϋ άλλα
και ΠρομυκηναϊκοΟ. Τά θαυμάσια ανάκτορα τοΰ σο-
φοΟ Μίνωος φωνήν άφιάσι περί τούτου καϊ καταδει­
κνύουσι τό μέγεθος τής προγονικής ημών εύκλείας,
εις πείσμα τών ήμιβαρβάρων νεωτέρων εθνών, άτινα
ζητοΰσι νά καταπνίξωσι τόν Έλληνισμόν.
Πρό τής αναπτύξεως τού αυτοφυούς, ώς απεκά­
λεσε τοΰτον δ ΜαΙΙβΓ, Έλληνικοΰ πολιτισμού ύπήρ­
χεν Ιτερος μέγας πολιτισμός έν Κρήτη* καΐ έκ τής
Κρήτης είναι βέβαιον βτι μετωχετεύθη ο^τος είς τήν
Ελλάδα.
'Αλλά ποία υπερηφάνεια θά κατελάμβανε πάντα
Κύπριον άν μετά σοβαράς άνασκαφάς, αρχαιολογικής
εταιρείας, έν Κύπρψ άνεκαλύπτετο καΐ ό αρχαίος τής
Κύπρου πολιτισμός;
ΚοιτΙς τοΰ πολιτισμοί) ύπήρξεν ή Άσία* έκ
ταύτης διά τής Κύπρου καΐ Κρήτης καΐ τών νήσων
μετεδόθη καΐ είς τήν Ελλάδα δπου άνεπτυχθη είς
τελειότατον βλαστόν. ΆΧλά καΐ ύπό ύλικήν έποψιν
μέγα θά ήτο τό κέρδος τής Κύπρου, έάν έξετελοΰντο
)(96Τ
τοιαΰται άνασκαφαΐ, διότι τότε θά έκινείτο τό ενδια­
φέρον τών άρχαιοφίλων καΐ πλείστους τοιούτους θά
εϊχομεν κάτ' έτος.
Έάν δέ τά άφωνα μνημεία τοιοΰτον έμποιοΰσι θαυ­
μασμόν, φρικίασιν μετά σεβασμοΰ, δταν άναλογισθή
τις δτι πατεί τό έδαφος καΐ τάς βαθμίδας δι' ών ό έν­
δοξος Μίνως ανήρχετο είςτά πλοίσια δώματα του, έ­
άν ταΰτα τοιαύτην έξασκώσιν έπίδρασιν έπΙ τής ψυχής
του πονΟΰντος τό γένος του,ποία θά είναι ή συγκίνησις
μετά τήν άνάγνωσιν τών ενεπίγραφων πινακίδων ;
"Οταν θά ίδωμεν πρό ημών παρελαύνοντα τά κα­
τορθώματα τής αρχαίας λεοντοθύμου γενεάς τών ά-
ρειμανίων Κρητών ; "Οταν θά άναγνώσωμεν τάς δι­
καίας αποφάσεις τοΰ φημιζομένου έπΙ δικαιοσύνη
Μίνωος, δν ή Ελληνική συνείδησις καΐέν "^^δη έθε­
ώρησεν ώς άδέκαστον κριτήν ανώτερον τοΰ Πλούτω­
νος ;
*Ας εύχηθώμεν ίνα ταχέως άνακαλυφθή ή άνά-
γνωσις τή βοηθεί^ τής Κυπριακής πρός δόξαν τοΰ
Έλληνικοΰ γένους.
Έ ν ΝεαπόΧει τή 6η)2)907.
Ι. ΧΑΦΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
Καθηγητής εν Νε«π6λίΐ.
VI. χ. ΑΝ^ΒϋΕτ
)( 9 9 ) (

νν. ϋ. ΑΝδΕΙ_1-
•>ο<*

Θά ήΤΌ παράλειψις άν είς τδ Κυπριακδν Ήμερο­


λόγιον δέν έδημοσιεύετο ή είκό)ν τού κ. Άνσελλ, τε-
λώνον καϊ πρώην προσωρινού Διοικητού Αάρνακος,
δστις κατέδειξε κατά τήν 27ετή ύπηρεσίαν τον φιλο-
κύπρια αίσθήματα, ώς αληθής Κύπριος.
Ό κ. Άνσελλ έγεννήθη έν 8ί. ΜωΊϊηβ, τής γή-
αον ^^^ε6\) έκ πατρδς τοϋ λοχαγού ΙΙβητ]] λλ^αΐΐαπι
ΑηεβΙΙ, υπηρετεί δ,έ έν Κύπρφ από τδ πρώτον έτος
τής κατοχής. Έχρημάτισε προσωρινός Διοικητής έν
Αάρνακι, Άμμοχώστφ κάι Κνρηνεία, άφήκε δέ παν­
τού λαμπράς αναμνήσεις. Είνε ίδρντής τού πρδς προ­
στασίαν καϊ διάδοσιν τής Κερατέας έν τή έπαρχί<}
Αάρνακος Σνλλόγον. Τελενταίως δέ έπαρασημοφορή-
θη ύπδ τού Βασιλέως Εδουάρδου διά τού αυτοκρα­
τορικού παρασήμου τών υπηρεσιών δπερ τω απένειμε
δημοσίί} έν μεγάλη πομπή δ Μ. Αρμοστής έν Αάρ­
νακι.
>Τ4»Τ4>1

ΤΙ ΕΙΝΕ ςΥΠΡΟΣ

Ε σκεπτόμην τί ημπορώ νά γράψω διά τό Κυπρι­


ακδν Ήμερολόγιον, όπόταν μοΟ ήλθεν έπΙκο\)-
ρος ίνας ενθουσιώδη; Ιταλός φίλος μου, άπότό εξωτε­
ρικόν κάπω; Γαριβαλδινός εΙς τά αίσθήματα καΐ Ι-
^έας. Μοΰ γράφει μεταξ-ι άλλων κάτι περί Κύπρου,
τό όποΐον αξίζει τόν κόπο^ διά νά γραφή καΐ νά
εχη τήν θέσιν του μέσα εΙς τό Κυπριακδν Ήμερολό­
γιον. Ή Κύπρος λέγει δέν εΐνε είς μίαν γωνίαν άλ­
λα εΙς τήν καρδίαν τής άνθρωπότητος καΐ τοΰ κό­
σμου, άλυσι; ή όποία ενώνει Ηπείρους και λαούς,
ό γεωγραφικός κρίκος τής ενώσεως καΐ τής Ιστορία;
διά τοΰ οποίου πάν δ,τι ζή διέρχεται δηλαδή, φυλαΙ,
δυναστείαι, και πολιτισμός.
Μεταφέρω τάς Ιδέας αύτάς έδώ άντΙ ίδικής μου
συμβολής.
Μ. ΣΕΒΑΣΛΗΣ.
Η ΕΙΣ ΚΤΠΡΟΝ ΑΦΙΞΙΣ ΤΟ 1870
τοτ ΑΟΙΔΙΜΟΤ
ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΜΥΡΙΑΝΘΕΩΣ

Α γνοοϋρ,εν ποσάκις ό άοίδι^χος Ίερώνυ^χος Μυριανθεύς έ­


πεσκέφθη τήν «ώραίαν πατρίδα», ώς 6 ί§ιος καλεί τήν
νενέθλιον γήν έν τψ «περί τών αρχαίων Κυπρίων» εργφ
του, άφ' ού χρόνου παις ετι ών άπεδή^ει είς Ίεροσόλυ^ια,
μ,έχρι τής προ ολίγων ετών συ^λβάσης τελευτής αύτοΰ. Τοΰ­
το αόνον γνωρίζομεν οτι το 1870 επισκεφθείς αυτήν δέν
ήγετο προ; αυτήν τυχαίως, χάριν απλής τέρψεως και άνα-
ψΐίχής, ή χάριν παροδικής ^χετα τών έν αύτ^ διαβιούντων
συγγενών και φίλων αναστροφής. Τουναντίον, ώς [χετ' όλί­
γον θίι ιδωμεν, ή κατά το έτος έχεΐνο έμφάνισις αύτοΰ έν
Κύπρφ απέβλεπε πρός τι πολλοΰ λόγου άξιο·>, πρός μίαν
σοβαράν έπιστημονικήν έργασίαν.
'Ος γνωστόν ό σοφός οΰτος Κύπριος Άρχίμανδρίτι^ς έ­
πανελθών έξ Ευρώπης τό 1867 είς τήν Άγίαν Πόλιν δι­
ωρίζετο τό δεύτερον ήδη χαθηγη·ίής έν τ^ θεολογική ^Χ^"
λή τοΰ Σταυροΰ *) Καίτοι δέ μετα πολλοΰ ζήλου ανέλαβε

1) «Ανέκδοτα Κυπριακά "Εγγραφα» Άμμώχουστος. 1904, β. 75.


)( 102 )(

τό ύψηλόν έργον τοΰ διδασκάλου καΐ είλικρινώς αφωσιώθη


ε'.ς τήν έκπλήοωσιν τών επίπονων τής θέσεως αυτοΰ άπχι-
τήσεων,έν τούτο'.ς έν τ ^ φ'.λοπονί^ αυτοϋ κατώρθου δπω; έ-
ξευρίσκγ) και, -/^^όναν τινα, τόν όποιον ασμένως διέθετε χά­
ριν διαφόρίον άλλων πνευματικών ασχολιών, έξίρ;^ομένων
τοΰ κύκλου τών σχολικών αύτοϋ καθηκόντων. *Η πολυμά­
θεια αύτοϋ καΐ ή γλωσσομαΟειιτ ήτο τοιαύτη, ώστε ήοΰνατο
συγχρόνω; διοάσκ(ον καΐ να έπ'.οίοεται εί; επιστημονικά;
συγγρα-ρα;, επωφελούμενο; τ ή ; σοφία; Γερμανών, "Αν-
γλων και Γάλλων επιστημόνων. Μεταςύ δέ άλλων έπεοό-
θη τότε λίαν επισταμένως και εί; τήν μελέτην τού πολύ­
κροτου ζητήματος τής κ α τ α γ ω γ ή ; τών άρ^αιο^ν Κυποίων,
α δ π ε ρ , ώ ς λέγει ό Ι'οιος,αΓτό τίνος χρόνου κατήντησεν Ιν τών
ποωτίστων μελημάτων ουκ ολίγων σοφών τής Εύοώπης». ^)
Αποτέλεσμα τής εργασίας αύτού ταύτης υπήρξε το σπου-
οαΐον εκείνο καΐ μετα πολλών επαίνων ύπό τών Κυοωπαίων
κριΟέν έργον αυτοϋ «περί τών άρ/αίων Κυπρίων», εκδοΟ;/
έν Α θ ή ν α ι ; τό 1 8 6 8 καΐ εν ό'λφ ές ένενήκοντα σελίδων ά­
ποτελούμενον. Τό μικρόν, πλήν πολύτιαον τού:ο σύγγοα^-
μα συνετάχθη ύπ' αύτοϋ μετα μακράν αελέτην άρ/αίων και
νεωτέρων συγγραφέων, ημετέρων κα·. ςένων. ΠειθόιχεΟα περί

1! €ΠερΙτών αρχαίων Κυπρίων» σ. 2. Αυτόθι ομολογεί δτι άνέ­


λαβεν έργον «ξένον μέν τών είδικών αύτοϋ γγίόσεων και ενασχολή­
σεων καΐ ανώτερον τών δυνάμεων του», έπιβαλλόμενον δμως έκ
καθήκολ-τος πρός τήν πατρίδα.
ο ΑΕΊΜΝΗΣΤΟΣ ΙΑΤΡΟΣ
ΠΑΥΛΟΣ ΒΑΛΖΑΜΑΚΗΖ
)( 103 )(

τούτου εόν διεςέλθωμεν αυτό προσεχτικώς, έάν ΐδωμεν τοις


5αψιλεϊς αυτοΰ παραπομπάς, έάν παρακολουθήσωμεν τδις
(ριτικάς αυτοΰ εκζητήσεις και έάν άκούσωμεν τόν ίδιον γρά-
ροντα « έ π Ι μ α κ ρ ό ν κ α ι μ ε τ ά μ ε γ ί σ τ η ς
ε π ι σ τ α σ ί α ς μελετήσαντες τό περί κα­
ταγωγής τών πρώτων κατοίκων τής Κύπρου πολύκροτον
ζήτημα, έπείσθημεν δτι ούόεμία τών ανωτέρω παρατεθεΐ-
σών γνωμών έστιν αληθής καΐ βεβαία». *)
Φαίνεται δμω; δτι ό μακαρίτης Ιερώνυμος δέν έσκόπει
νά περιορισθή ει; μόνην τήν έκδοσιν τού μικροΰ τούτου βι­
βλίου, μή θεωρών δι' αύτοΰ ώς επαρκώ; έκπληρούμενον τό
πρός τήν πατρίδα καθήκον αύτοΰ. Περί τούτου υπάρχει
σπουδαία τις ενδειξις έν τω μνημονευομένη ένταΰθα εργφ
αύτοΰ, έκ τής όποίας αποδεικνύεται πράγματι, δτι είχβ
κατά νουν δπω; άναλάβτρ μετά τήν δημοσίευσιν αύτοΰ, ώ;
συμπλήρωσιν τούτου καΐ έπέκτασιν,τήν σύνταξιν άλλου τινός
σχετικού έργου. Κατ'αύτήν ό Ιερώνυμο; έν τέλει τής είρηαένης
μελέτης αύτοΰ λέγει, «ταΰτα εστωσαν Ικανά καΐ περί τών
άργαίων Κυπριακών μνημείων. Ά ν α γ κ α ΐ ο ν β ε β α ί ­
ω ς ή τ ο , ί ν α δ ι ά μ α κ ρ ό τ^ ρ ω ν π ε ρ ί τ ό θ έ -
μα τ ο ΰ τ ο έ ν δ ι α τ ρ ί ψ ω μ ε ν άλλ' επειδή στερού­
μεθα πάντων τών πρός έπίλυσίν τοιούτων δυσχερών ζητημά­
των αναγκαίων μέσων, επειδή και αύτο". οΐ περί τάς τοι-

1) αυτόθι.
)( 104 )(
αύτας έρευνας δεινότατοι σοφοι εί; ουδέν έτι βέβαιον έςα-
γόμενον κατήντησαν, φ ρ ό ν ι μ ο ν ν ο μ ί ζ ο μ ε ν ϊνι
Ε Π Ι Τ Ο Υ Π Α Ρ Ό Ν Τ Ο Σ άναβάλωμεν πασαν πε^αιτέοω Ι-
ρευναν.» *) Ώ ς βλέπει τ ι ; έκ τής ένδείξεω; ταύτης δυνά·
με$α νά εϊμεθα βέβαιοι περί τού ότι, ώ ; είπομεν, ό Ιερώνυ­
μος σκοπόν είχε μετά τό 1 8 6 8 νά συντάςη και φέρτ) εί; -ώ;
οιά τοΰ τύπου σχετικόν τι έργον πληρέστερον καϊ έκτενέ­
στερον.
Έ κ τ ο ς τούτου έκ τής ανωτέρω ένδείςεω; δυνάμεθα νά τ.:·
στεύσωμεν, ότι είς τήν σύνταξιν τοϋ δευτέρου τούτου έρνο^
αύτοΰ επροτίθετο νά κατέλθη μετά πειισσοτέοων έ'^οοίο)·/
καΐ σπουδαιότερων μέσων. Π ά ν τ ω ; δέ μεταξύ αύτών ττ,ν
πρωτεύουσαν θέσιν θά κατεϊ^εν ή έπι τόπου μελέτη τών
αρχαίων μνημείων τής Κύπρου, άτινα, ώ ; ό ίδιος ομολογεί
«ασφαλώς έξηγούμενα μέγα φώ; εί; τό περί καταγωγή;
τών πρώτων κατοίκων τής Κύπρου δυσχερέστατον ζήτη|;ΐϊ
έπιχέαι ήδύναντο.» ^) Κ α τ ' εύτυ/ίαν πρός διαφώτισιν :/,;
ενδείξεως ταύτης και πρός έπιβεβάίωσιν τών ύφ' ή^χών "λ£-
γομένων έρχονται επίκουροι δύο έπιστολαί, πρό πολλού £'.;
χείρας ημών έξ άντιγρά'^ου εύρισκόμεναι. Τών επιστολών
τούτων ή μέν μία πέμπεται π α ι ' αύτού ποός τόν Πατριάρ­
χην Ίεροσολ.ύμων Κύριλλον τόν Β ' , ή δέ άλ«λη διευΟύνετχ'.
πρός τόν αύτόν πατριάρχην ύπό τοΰ αειμνήστου Άρχίί'ΐ-

1) Αυτόθι, σ. 89, 90.


2) Αυτόθι, σ. 78.
)( ΙΟδ )(

••σκόπου Κύπρου Σωφρονίου. Ώ ς δε θά ί'δτι πάς τις έκ τής


αναγνώσεως αμφοτέρων άριδήλως καταδεικνύεται, δτι ή κ α -
τ ά τ ό 1 8 7 0 έν Κύπρω άφιξις τοΰ ά. Ιερωνύμου πρώτι­
στον και μόνον σκοπόν αυτής είχε, τήν έπι τόπου μελέτην
τών πλουσιωτάτων Κυπριακών αρχαιοτήτων καί τών ίεοών
τόπων τής προχριστιανικής εποχής, και τήν εντεύθεν ποο-
παρασκευήν είς συγγραφήν άρτιωτέρας περί τής κατανωνής
τών άογαίων Κυπαίωνπραγιχατείας.
Και ή μέν πρώτη τών ανωτέρων μνημονευομένων επι­
στολών εχει ώς έξης :

«Μακαριώτατε Πάτεο και Δέσποτα


Ευρισκόμενος ήδη άπό τριών ήμερων έν Λευκωσία κα­
θήκον μου ένόμισα νά γράψω πρό; τήν Ύμετέραν Θειοτά­
την Μακαριότητα τά κατά τήν άφιξίν μου εί; τ/)ν πατρίδα.
Έ ν Λάονακι διέτριψα ένέα ημέρας, διότι δεςάμενος τάς
επισκέψεις τών έγκριτοτέρων πολιτών αμφοτέρων τών π ό ­
λεων καί τίνων προξένων είχον ανάγκην πλείονος χρόνου
πρό; άνταπόδοσιν τών επισκέψεων τούτων. Κ α τ ά τό διά­
στημα τούτο έπεσκεψάμην και τά πλνούσια αρχαιολογικά
αουσεΐα τοΰ τε Προξένου τ ή ; Ά μ Ι ρ ί κ ή ς Κ. Οβ8Πθΐ3. καΐ
τοΰ Διευθυντού τής 'Οθωμανικής τραπέζης Κ. Ι ^ α η ^ . Ό
Κ. Ο θ β η ο ΐ α παρακληθείς ύπ' έμοΰ ύπέσχετο νά στείλτι
ποός τήν Ύμετέραν Μακαριότητα διά τό Μουσεϊον τής η ­
μετέρα; θεολογικής Σχολής εν κιβώτιον πλήρες Κυπριακών
αρχαίοϊή;ων παντός είδους. Α ν α χ ώ ρ η σ α ; έκ Λάρνακο; διά
κ 106 Κ
τήν Λευκωσίαν διήλθον διά τής Άθιένου, δπου έπεσκεψά-
μην τόν ύπό τοΰ Οββηοΐα άνακαλυφθέντα ναόν τής Αφρο­
δίτης τών Γόλγων και διά τοΰ 'Ιδαλίου πρός έπίσκεψιν ετέ­
ρου ναοΰ τής Αφροδίτης άνακαλυφθέντος ύπό τοΰ Κ. ίί&η^.
Ένταΰθα ήγόρασα παρά τών χωρικών όλίγα τινά άρχαΐχ
διά τήν ήμετέραν Σχολήν, ελπίζω δέ νά αγοράσω και άλλοι
καί έξ άλλων μερών τη; νήσου. Φθάσα; τήν δεκάτην ένάτην
είς Λευκωσίαν κατέλυσα είς τό Μετόχιον τοΰ Κύκκου παρά
τφ Ήγουμένφ, δστις ύπεδέξατο με λίαν ευμενώς και μοί
προσέφερε δύο άνθρώποι,-ς και ζώα διά τήν περιοδείαν τοΰ
πλείστου μέρους τής νήσου. Χθες δέ μ.μ. συνοδευόμενος ύπό
τοΰ Άρχιμανδρίτου τής Αρχιεπισκοπής χαΐ ύπό τοΰ δημο-
γέροντος Οίκονομίδου ένεφανίσθην είς τόν ηγεμόνα τής νή­
σου Σαΐδ, δστις μέ εδέχθη φιλοφρονέστατα και συνδιελέχθη
μετ' έμοΰ πλέον τής ημισείας ώρας. Μαθών δέ τόν σκοπόν·
τής είς τήν πατρίδα έλεύσεώς μου διέταξεν αυθορμήτως νά
γραφώσι συστατικαΐ έπιστολαί πρός δλας τάς αρχάς τής
νήσου, δπω; με διευκολύνωσιν είς πάσαν ανάγκην μου. Τάς
έπιστολάς ταύτας θέλω λά^ει παρά τοΰ ίδίου χατά τήν δευ­
τέραν μου έπίσκεψιν, ήν ύπεσχόμην νά ποιήσω αύτφ πρό
τής έκ Λευκωσίας αναχωρήσεως μου. Έχ τής αυθορμήτου-
προθυμίας τοΰ Πασά παρακινηθείς απεφάσισε και ό Αρχι­
μανδρίτης τής Αρχιεπισκοπής νά γ^&^ττ^ πρός τάς Έκκλη-
«ιαστικάς αρχάς τής Κύπρου τά αυτά. 'Ενταΰθα θέλω όΐα-
τρίψει εισέτι 4 ή 5 ημέρας πρός άπόδοσιν τών επισκέψεων,.
αΐτινες έξακολουθοΰσιν άχόμη νά μοι γίνωνται. Έν συντό-
)( 107 )(
μφ ειπείν πανταχοΰ ευρίσκω άρίστην ύποδοχήν παρ' άπασι
καί ελπίζω νά μένω μέχρι τέλους λίαν ευχαριστημένος.
Έξαιτούμενος δέ αρωγούς και τάς εύχάς καί ευλογίας
τής τρισεβάστου μοι Υμετέρας Μακαοιότητος διατελώ Αυ­
τής τέκνον έν Χριστφ άγαπητόν.»
Έν Λευκωσίσι τ^ 21 Ιουνίου 1870.
Αρχιμανδρίτης
ΙΕΡΏΝΥΜΟΣ ΜΥΡΙΑΝΘΕΎΣ.
Ή δέ δευτέρα επιστολή εχει ώς ακολούθως :
«Μακαοιώτατε χαί Σεβασαιώτατε Πατοιάονα τής Ά ν ί -
•ας Πόλεως Ιερουσαλήμ χαϊ πάσης Παλαιστίνης έν Χριστφ
ττφ θεφ λίαν αγαπητέ ημών αδελφέ καί συλλειτουργέ Κύ­
ριε Κύριε Κύριλλε. Τήν Ύμετέραν περισπούδαστον ήμίν
Σεβασαιωτάτην Μακαριότητα άδελφιχώς έν Κυρίφ κατα-
«παζόμενος ήδιστα προσαγορεύομεν.
Τήν άπό 15 Μαίου άδελφικήν χαί συστατικήν τής Υ ­
μετέρας Σεβασμιωτάτης Μακαριότητος έπιστολήν άνέγνω­
μεν έσ·/άτως μετά τήν άπό Κωνσταντινουπόλεως επιστροφήν
ημών. Εύαγγελισθέντες δ' έξ αυτής τά αίαιχ τής πολυτί­
μου αυτής ύγιείας έχάρημεν λίαν. Ευχαρίστως δέ άγγέλλο^
μεν Αύτιρ, δτι χαΐ ήμεϊς τό γε νΰν θείφ έλέει εύ εχομεν.
*0τε ό Παν. Αρχιμανδρίτης τοΰ Π. Τάφου χαί καθηγη­
τής κύριος Ιερώνυμος άφίκετο είς Κύπρον ημάς μέν δέν εΰ-
οεν αυτόθι, διότι πρό 15 ήμερων είχομεν αποδημήσει είς
Κωνσταντινούπολιν, ευρεν δμως τόν προσωρινώς έπιτροπεύ-
οντα ημάς ήμέτερον Άρχιμανδρίτην, ω χαΐ έπέδωκε τήν
)( 108 )(
πρός ημάς άδελφικήν καί συστατικήν τής Υμετέρας Μαχι-
ριότης έπιστολήν.
"Οθεν ό ημέτερος Αρχιμανδρίτης ύποδεξάμενο; ώ; είχο;
τή/ αύτοϋ Πανοσιολογιότητα φιλοφοόνω; έσπευσε κατά χι-
θήκον νά έφοδιάσιρ αυτήν διά συστατηρίων πρό; τε τόν
Πανιερωτάτον Μητροπολίτην Πάφου καί τούς προϊστα|ΐέ-
νους τών Μοναστηριών καί χωρίων όθεν έμελλε νά διαβ^ τ,
Πανοσιολογιότης του περιερχομένη καί επισκεπτόμενη τά
διάφορα μέρη τής νήσου. Εσχάτως δβ άφ' οΰ καί ήμεΐς έ-
πανεκάμψαμεν αισίως είς τά ίδια ήλθεν αύθις ή αύτού ΙΙι-
νοσιολ.ογιότης είς Λευκωσίαν τή 10 τού τρέχοντος καί ΧΪ-
τέλυσε παρ' ήμϊν έν τ^ Άρχιεπισκοπί), διατρίψασα τρεΐ;
μόνον ημέρας Κατά τό βρ*χύ τοΰτο διάστημα τής παρ' Ϊ.-
μϊν διαμονής της παρέσχομεν αύτ^ τό έφ' ήμϊν πάσαν δυνα­
τήν περιποίησιν καί περίθαλ.ψιν. Τελευ.αϊον δέ έφοδιάβαντ^ί
και διά συστατηρίων μέλλουσαν νά μεταβή είς Άμμόχω­
στον προεπέμψαμεν αυτήν μετά τών ημετέρων ευχών ει; ο­
δόν είρήνης. Πολύν δέ ι^σθάνθημεν εύχαρίστησιν έκ τβ τή;
γνωριμίας καί συναναστροφής τής Αύτοΰ Πανοσιολογίότη-
τος, άλλα χαί ή Πανοσιολογιότης του πιστεύομεν έκ μέρο»;
ημών δέν έμεινε δυσηρεστημένη...
Έν Λευκωσία τ^ 17 Αύγουστου 1870.
τής Υμετέρας Σεβασμιωτάτης ήμΐν Μα-
καριότητος αγαπητός έν Χριστφ α­
δελφός καί δλως πρόθυμος
Ι Ό Κύπρου ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ.
)( 109 )(
Κ α τ ά τ ά ; δύο λοιπόν έπιστολάς ταύτας σκοπός τής είς
Κύπρον παρουσίας τοΰ Άρχιμανδρίτου Ιερωνύμου ήτο ή
επίσκεψις τών διαφόρων έν αύτ-Λ^ αρχαιοτήτων καί μάλιστα
τών μνημείων τών συνδεομένων μετά τής θρησκεία; και τ ή ;
γλώσσης τών αρχαίων Κυπρίων. Κ α ί δεν λέγεται μέν τοϋτο
ρητώ; καί άπεριφράστω;, ούχ ήττον δ μ ω ; έκ βχθυτέρχ; έ­
ρεύνης τοΰ περιεχομένου αύτών καί έξ άντιπαραβολ/η; καΐ
συνδυασμού πρός τό γράμμα καί τόν νουν τ ή ; προμνημονευ-
θείσης εκείνης ένδείξεω; ουδεμία περί τούτου δύναται νά ύ -
πολειφθ^ αμφιβολία.
Π ώ ; δμως έχρησιμοποίησε τά πορίσματα τών έν Κύπρφ
τό 1 8 7 0 γενομένων εξερευνήσεων καί μελετών αύτοΰ ό μα­
καρίτης Ιερώνυμος ; Ε ί ; τό ερώτημα τοϋτο ίσω; δύναται νά
δοθ^ άπάντησί; τ ι ; , κατόπιν προσεκτική; μελέτης τών μετά
θάνατον καταλειφθέντων χειρογράφων αύτοΰ καί τών επιστο­
λών. Ή μ ε ϊ ς ένταΰθα ουδέν περί τούτου δυνάμεθα νά εΐπωμεν.

Έ ν τή θδολογικτ, Σ χ ο λ ^ τοϋ Σταυροΰ


ττί 3 0 Ιανουαρίου 1 9 0 7 .

Διάκονος
ΚΛΗΜΗΣ ΚΑΙ^ΝΑΠΑΣ
Καθηγητής.
κ 110 κ
ΑΗΕΚΔΟΤΑ _ _
Σ ν ^ ι ^ ω ν ί α π ε ο ί ε ρ γ ο ς . — Χ ω ρ ι κ ό ς τις συστηματιχώ^
έκλεπτε τούς καρπού; κτηματίου τοΰ χωρίου του* τίλο;
συλληφθείς ή/θη πρό τοΰ κτηματίου πρός σύναψιν ίδιαιτί-
ρα; συμφωνίας. « Ά ; χάμαμεν έπΙ τέλους καί ήμεϊ;—τί
λέγει—τήν συμφωνίαν μας* πόσα θέλεις νά σοί οώσω υιη'
τόν δρον νά μή μέ κλέπττρς ; θά σοΰ φθάσουν πιστεύω, έ·
κατόν». «Μά τήν πίστιν μου, αποκρίνεται ό κλέπτης, χέ
νω ! »

Π ώ ς ^ τ ^ ω γ ε ν 6 Καρτέ<Ιιος.—Κύριος μεταβά; «ς
έπίσκεψιν τοΰ διασήμου φιλοσόφου Καρτεσίου, τόν εύρεν ιΐ;
τήν τράπεζαν κατχβροχθίζοντα ώραΐα καί πολλά φαγητά.
«ιΏ ! άνέκραξε, και οί φιλόσοφοι λοιπόν άγαπώσι τήν χ»-
λοφαγίαν ; » «ΔιατΙ δ/1 ; άπήντησεν ό φιλόσοφος· νο­
μίζετε δτι ή φύσις τά τόσα καλά προώρισε μόνον δίά τοι»;
ανόητους και τούς αμαθείς ; »
Ά λ η θ η ς ^ιαθηματικός.—Ό πολύς ΒαββαΙ, ρ
θηματίκός τοΰ 18 αίώνος έπνεε τά λοίσθια. Οί οικείοι «»ι
ρικυχλοΰντες αύτόν άπηύθυνον αύτφ, πλήν είς μάτην, β«;-
χινητικωτάτους και τρυφερωτάτους λόγους* φίλος του βλ^
πων τά γινόμενα · στρέφεται πρός τήν οίκογένειαν τΜ
ΒαββαΙ χαΐ λέγει : «ΠεριμεΙνατε καΐ θά τόν κάμω νί^
όμιλήστρ». «Βαββίΐι έκραύγασεν είς τό ούς τοΰ έπιθανατίον,
ποΐον εινε τό τετράγωνον τοΰ 1 2 ; » <κ144», άπήντη»
πάραυτα ούτος. *Ησαν αί τελευταΐαι του λέξεις* στιγμάς τι-
νας μετά ταΰτα εκείτο νεκρός.
φ . ΖίΑΝΒΤΤΟΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ
ΕΙΣ ΤΗΝ
ΕΑΑΗΝΙΚΗΝ ΠΑΡΟΙΜΙΟΓΡΑΦΙΑΝ
Τφ σοφώ τοΟ Έθνικοΰ Πανεπιστημίου Καθηγηττί
' κ. ΝΙΚΟΛΑΩι Γ. ΠΟΛΙΤΗι
Καθη γεμόνι τών περί τήν Έλληνικήν Παροιμιο-
γραφίαν άσχοληθέντων.
Είς τόν έρευνώντα τήν φύσιν καί τόν χαρακτήρα λαοΰ τίνος
αί π α ρ ο ι μ ί α ι δύνανται νά χρησιμεύσωσιν ώς γ ν ώ ­
μων αλάθητος πρός διάγνωσιν τής πνευματικής αναπτύξεως
καί τοϋ προσιδιάζοντος αύτω χάρακτήρος, διότι επ' αυτών
ευοηνται άποτετυπωμένα αυτά τά διανοήματα καί η πρα­
κτική φιλοσοφία καί πάσαι αί διά τής πείρας καί τοΰ χ ρ ό ­
νου κτηθεΐσαι παρατηρήσεις έπί παντό; ζητήματος καΐ
πράγματος σχετιζομένου μετά τοΰ καθ' δλο^ ή έπί μέρους
βίου τοΰ ύπό μελέτην λαοϋ* έκ δέ τής τοιάςδε η τοιάςοε
σχέσεως αύτών πρός άλλας παρόμοιας άλλων τόπων, τοΰ
παραλληλισμού καί τής συγκριτικής μελέτης αύτών δ ι α γ ί -
γνώσκεται ή φυλετική σχέσις, συνάφεια χαί συγγένεια δύο
ή πλειόνων λαών,ή ή έπίδρασις τοϋ ενός έπι τό πνεΰμα, τον
χαρακτήρα χαί τόν πολιτισμόν αού ετέρου.

Ή μεγάλη χρησιμότης τών παροιμιών απ αυτής της αρ­


χαιότητος καταφανής έγένετο. Σπουδαίοι άνδρες φιλόσο-
βοι, σοφίσταί χαί γραμματικοί δέν άπηξίουν έπιαεΛώς νχ
Η 114 κ
ουλλέγωσι τοιαύτα; έν συλλογαΐς ποικίλαις καί περί τήν
έρμηνείαν καί μελέτην αύτών νά έπιδίδωνται, ονομαστοί γε­
νόμενοι διά τοιαύτας συγγραφάς αύτών *), οίοι ό Στωΐχό;
Κλαύδιος Δίδυμος,Αριστοφάνης ό Βυζάντιος, ίοί^ δέ Λο>
χιος ό Ταρραΐο; κλπ. Καί αυτός ό ΣταγιρΙτης φιλόσοφο;
έποίκιλλε τάς σοβαράς αύτοΰ φιλοσοφιχάς συγγραφάς ασχο­
λούμενος καί περί τό εύτελέστερον τοΰτο είδος τής πααχτι·
χής φιλοσοφίας, τάς π α ρ ο ι μ ί α ς , ώς φαίνεται έχ το3
αναγραφομένου μεταξύ τών συγγραφών αύτοΰ βιβλίου «περί
παροιμιών» κακιζόμενος μάλιστα διά τοΰτο ύπό τοΰ μαθη­
τού τοΰ Ισοκράτους Κηφισοδώρου ώς περί τοιαύτα άνάζιι
λόγου μίκρολογήματα καταγινόμενος ^). Ά λ λ α καί μαθη­
ταί αύτοΰ, μεταξύ τών όποιων διακρίνεται καί Κύπριο;,
Κλέαρχος ό Σολεύς, τφ παραδείγματι τοΰ διδασκάλου στοι-
νοΰντες δμοια έφιλοπόνησαν έργα. Ώ ς δέ σήμερον οί ά-
^λοϊχώτεροι έγχαταμειγνύουσιν έν τφ λόγφ χάριν μείζονος
σαφηνείας χαί κύρους δημώδεις παροιμίας, ούτω καί οί σο'
^ισταί έκαλλώπιζον τόν λόγον αύτών διά παροιμιών άδια­
φιλονίκητον τό κΰρος καί τήν άλήθειαν μαρτυρούσας. Πάν­
των δμως έν τ^ εύστόχφ χρήσει παροιμιών, δπως δι' αύτών
χ%τ%9τ^ ό λόγος χαριέστερος καί ευφυέστερος, ανυπέρβλητο;
•περιέμεινεν ό Λουκιανός ^)

1). \ν. ΟΓΙΒΙ : Ίστορία Έλλ. Λογοτεχν. Τομ. Β. σελ. 572 τη;
«λλ. εκδόσεως.
2)· Αθηναίος σ. 60ά (ΟΓΐβί : Ινθα ανωτέρω»;.
3). ΟΓΊΒΙ : αυτόθι.
χ 115 )(
Κατά τόν Μεσαίωνα έν τ^ Δύσει χαί χατά τήν Βυζαντινής
Λερίοδον έν τ^ Α ν α τ ο λ ή άνδρες λόγιοι περί τήν θεολογίαν
καί τήν έκ<λησιαστιχήν ρητορείαν ένδιατρίβοντες είς τάς
παροιμίας δέν άπώχνουν νά προστρέχωσιν, ινα έκεϊθεν άν—
τλήσωσι τά επιχειρήματα τώ/ θεολογικών εξηγήσεων αύτών,
έχρησιμοποίησαν δηλ. δημώδεις παροιμίας εις τήν κ α τ ή χ η ­
σιν, θσησκευτιχήν διδασκαλίαν καί όμιλητικήν πρός έρμη­
νείαν δογματιχήν καί ήθικήν, πρός έξήγησιν ή διασάφη-
σιν ίδέας ή αληθείας τινός προηγουμένω; ήδη αναπτυχθεί­
σης *). Καί τουναντίον άντί τής υποβοηθητικής ταύτης:
θέσεως σύν τφ χρόνφ προσέδωκαν εί; αυτά; πρωτεύουσαν
θέσιν, «τουτέστινάντί νά είναι (ή παροιμία δηλ.) άπλοΰν
βοήθημα παρεισαγόμενον εί; τό κείμενον, έχρησίμευε π λ έ ­
ον ώς άλλο ρητόν τής Γραφής είς θρησκευτικήν άνάπτυξιν καΐ
διδασκαλίαν» ^), έρμηνεύοντες αύτάς αυθαιρέτως πολλάκις,
διά φαντασιώδους ή «σκανδαλώδους» τινός αλληγορίας ^^
Διά τοΰτον άκριβώ; τόν λόγον άνδρες έξέ/ουσαν κατέχον­
τες θέσιν έν τοις γράμμασιν εν τε τ^ αύλτϊ τοΰ Βυζαντίοι^

4). Κρουμβάχερ. Ίστορ. Βυζαντ. Λογοτεχν. Τομ. Γ' σελ. 236·


της έλλ. εκδόσεως.
δ). Κρουμβάχερ. αυτόθι 237.
6) Τήν άνάπτυξιν τοϋ έθνους τούτου ό Κρουμβάχερ ανάγει εις.
τούς «σκοτεινούς χρόνους άπό τοΰ ι' και θ' αιώνος, καθ' οΰς ενεχα
της ταχείας γενικής παρακμής τής εθνικής παιδείας έ | ενός μέν έ­
πεβάλλοντο παραχωρήσεις εΙς τήν πνευματικήν άντίληψιν τοϋ λα­
οΰ, έξ ετέρου δέ άριστον έδαφος εΰρισκεν ή φανταστική αλληγορία.
(Κρουμβ. Τομ. Γ' σελ. 238).
)' Ιΐϋ)(
καί τη 'Εκκλησία ούκ όλίνον τό δια-^έρον έδείκνυον διά τχ;
δημώδεις παροιμίας, έπιμελώ; οέ συνέλεγον καί άπεθησαυ-
ρίζον εί; διεξοδικά; συλλογά; έντ?ίνοντες αύτάς εί; στί­
βους, μεταβάλλοντε; δμω; κατά τό κρατούν τότε σύστη-
;μα τήν δημώδη αύτών μορφ/,ν καί περιβάλλοντε; αύτΐ;
δ ι α τ ή ; τών λογίων γλώσση;, ύπεμνημάτιζον δέ καί ποιχί-
7;ω; ήρμηνευον, οίοι ό πολύγραφος φιλόσοφο; Μιχαήλ ό
Ψ ε λ λ ό ; , ό χρονογράφο; Μιχαήλ ό Γλυκά;, ό Θεόδωρο; ό
Ιΐρόδρομοςκ. ά.

Α ί κυριώτεραι τών συλλογών είναι τών μέν αρχαιοτέ­


ρων χρόνων ή φερομένη ύπό τό δνομά τοϋ Ζηνοβίου, σο-
οιστού έπί τών νοόνων τοϋ Άδοιανοϋ, ή ύπό τοϋ Σουίδα
καλούμενη «επιτομή τών παροιμιών Διδύυ.ου καΐ Ταρραΐο,»
έν Ι^ιβλίοις γ ' » , περιώνυμος κατά τόν μεσαίωνα καταστάαα,
κατά δέ τήν Βυζαντιακήν περίοδον άξιαι μνεία; συναγωγαΐ
παοοιμίών ήσαν αί τοϋ Πλανούδη, Γρηγορίου τοϋ Κυπρίου,
Μακαρίου τοϋ Χρυσοκεφάλου καί τοϋ Άποστολίου, ά; οί
συναγωγεϊ; περισυνελεγον έκ θεολονικών συγγραμ;χάτων
καί ποικίλων άλλων π/^γών ' ) . Τών σφζοΆενων τούτων
συλλογών ή μερών αύτών σώζονται διάφοοοι κώδικε; άπο-
κείμενοι έν ευρωπαϊκοί; Μουσείοις, Βιβλιοθήκαις, έν έλλ,
Μοναϊ; ( ' Ά θ ω ) κ. ά . , μετά π ο λ λ ή ; προσο/ή; καί κριτιχή;
•δυνάμεω; εκδοθέντες ύπό σοφωτάτων άνδίών, καί νέοι οϊ

7). ΟνίβΙ. Τομ. Β' σελ. 573.


)(117)(

•αυι
νων παροιμιογράφων έγένετο ύπό τοϋΟαΐδΓοΓΟί: Ρ&ΓΟΘΠΐΐ-
Ο^ΓθρΗΐ αΡ&ΘΟί έν Ό ξ ω ν ί ω 1 8 3 6 · ή πληρεστέρα δμως
τών παροιμιογράφων έκδοσις ύ-ήρςεν ή ύπό τών ί , β υ Ι δ ο Η
βΙ δοΗηβίοΙβννίη 1 8 3 9 — 1 8 5 1 εί; δύο τόμους εκδοσίς
αυτών. Ά λ λ ' άπό τίνος ή γ γ έ λ θ η , ό'τι νέα έκδοσις έπί τή
Ράσει παιλαιοτέρας τάξεως τών χειρογράφων παρασκευάζεται
ύπό τοϋ Ο ΐ Ι ο Ο Γ υ β ΐ υ β , τοϋ ποικίλας μελετάς καί συμ-
•βολάς είς τήν έλλ. παροιμιογραφίαν άχρι τοϋδε δημοσι-
εύσαντος. ^)
*

Ά λ λ ' έάν έν πάση πεπολιτισμένη /ώρα αί δίασωζόμε-


ναι παροιμίαι σήμερον μετά πάσης επιμελείας συλλέγονται,
καθ' δτι αύται είναι συμφυείς πρός τόν έθνικόν χαρακτήρα
τοϋ λαοϋ η μάλλον είναι τό κάτοπτρον τής πνευματικής ποι­
ότητος αυτοΰ, τί άρά γε έχει τις νά είπτ) διά τήν σπου­
δαιότητα τών άφθόνως περισωθεισών έν τω στόματι τοΰ

8) Λεπτομερείς εΙδήσεις περί τής βιβλιογραφίας έπΙ τών αρχαί­


ων και μεσαιωνικών Ελλήνων παροιμιογράφων,έκδόσεωςτών κωδί-·
κ(ι)ν καΐ τών σχετικών πραγματειών βλέπει τις έν ΟΓΙΒΙ Ίστορ. Έλλ.
Αογοτεχν. έλλ. έκδ. τομ. Β' σελ. 573—574 και Κρουμβάχερ Ίστορ
Βϋζαντ. Λογοτεχν. έλλ. έκδ. τομ. Β' σελ. 385—394 και τομ. Γ' σελ.
242—247 καΐ έν ταΐς εΙσαγο)γαΤς τών τεσσάρο)ν τόμων τών Παροι­
μιών τοΰ κ. Ν. Πολίτου.
)(118){

σημερινού έλληνικοΰ λαοΰ ελληνικών παροιμιών τό μέν έ­


νεκα τοΰ γλωσσικού πλούτου αύτών, τό δέ καί διότι μέ­
γα μέρος τούτων σχετίζεται πρός σπουδαία γεγονότα τοΰ
πολιτικού, θρησκευτικού καί κοινωνικού βίου τοϋ ελληνικού
λ»αοΰ ; Οί γλωσσολόγοι, οΐ εθνολόγοι καί οί περί τάς πα­
ραδόσεις καί τά έθιμα τά ελληνικά ασχολούμενοι φιλοτί^χως
καί έναμίλλως αγωνίζονται περί τήν εύρεσιν νέων τέως
αγνώστων ακραιφνώς ελληνικών παροιμιών, έκ τής επιστη­
μονικής δέ αύτών μελέτης καί έξετάσεω; συνάγουσι συμ­
περάσματα λύοντα σπουδαία γλωσσολογικά καί εθνο­
λογικά ζητήματα, έκ τής συγκριτικής δέ μελέτης καί τών
κοινών γνωρισμάτων παροιμιών άλλων λαών πρός τάς έλ­
ληνικάς καταφαίνεται ή έπίδρασις τοΰ έλληνικοΰ πολιτισριοΰ
έπί τών λαών τούτων ή καί τανάπαλιν, ώς πδχ. έκ τής
συγγενείας τών παροιμιών τών εθνών τής έλληνιχής Χερ­
σονήσου Αλβανών, Σέρβων, Βουλγάρων καί Τούρκων πρός
τάς έλληνιχάς εξάγεται. Παραλείποντε; δέ τάς έπί τού
αύτοΰ εδάφους εργασίας τών τε ξένων καί τών ημετέρων '),
ινα μή μηκύνωμεν τόν λόγον, άρκούμεθα νά μνημονδύσω|Αεν
τής ανυπερβλήτου καί μείζονος ή κατ' άνθρωπον ένα πε­
λώριας εργασίας τοΰ κρατίστου πάντων τών περί τάς παροι·
μοίας άσχοληθέντων Ευρωπαίων καί ημετέρων λογίων σο-

9) Πληροφορίας περί τών προγενεστέρων καΐ συγχρόνων σννο^


γωγέων δημωδών ελληνικών παροιμιών βλέπει τις λεπτομερώς έν
ταϊς είσαγωγαΐς τών 4 τόμων τών Παροιμιών τοΰ κ. Πολίτου, 2νθα
κ αι ή αναγραφή συλλογών αλλόγλωσσων παροιμιών.
ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟ! ΤΩΝ ΑΠΟΙΚΙΩΝ
•«ΠΝ^ΦΟΝ Ι. ακυΕ^σΗίΕΐι
κ 119 χ
φοϋ καθηγητού κ. Ν . Πολίτου, ό'στις έν τψ κολοσσιαίφ ερ­
γφ του «Μ ε λ έ τ α ι περί" τοΰ β ί ο υ χαί
τής γ λ ώ σ σ η ς τοΰ έ λ λ' η ν ι κ ο ΰ λ α ο ύ .
Β ι β λ ι ο θ ή κ η Μ α ρ α σ λ ^ ί , Τ ό μ ο ι 4» ανή­
γειρε διά πολυχρονίου έμβριθοΰς μελέτης περιφανές μνηαεϊ-
ον ου μόνον περιληπτικόν πασών τών πρό αύτού συλλογών
παροιμιών άλλα καί διά νέου άφθονωτάτου ύλικοΰ πλουτι-
σθέν,δπερ αυτός τε συνήθροισε καί οί απανταχού τ ο ΰ Έ λ λ η -
^ισμου λόγιοι επικούρησαν αυτφ εν τουτφ *^), ώστε να κ α ­
ταρτισθώ τι μοναδικόν έν τ ^ τελειότητι αύτοΰ καθιστάμε­
νον έτι μάλλο^^ τοιούτον διά τήν μεθοδικήν κατάταξιν τής
ύλης, τήν σαφή καί ακριβή έρμηνείαν τών παροιμιών καί
παροιμιωδών φράσεων, τήν συγκριτικήν αύτών έξέτασιν πρός
παρόμοιας άλλ.ων εθνών, τά σοφά υπομνήματα καί τάς π ο ι ­
κίλας αναφοράς είς έργα σχετικά, πάντα διεγείροντα τόν
θαυμασμόν διά τήν θαυμασίαν έπιμέλειαν, καρτερικότητα
κϊί άκρίβειαν, μεθ' ών ό κ. Πολίτης διεξάγει τό έργον,υπέρ
τής άποπερατώσεω; τοϋ όποιου σύμπα; ό Ε λ λ η ν ι σ μ ό ; δ ι ­
απύρως εύχεται ^^)

10^ ώντά ονόματα αναγράφει έ ν ταϊς ε'ισ ιγωγαϊς.


11). Τήν μεγάλην άξίαν τοΰ έργου τοΰ κ. Πολίτου μαρτυροΰσι τό
μένη βράβευσις αύτοΰ ύπό τοΰ έν Παρισίοις Σνλλόγον ηρός ·-
νίβχυσιν τών έλλην. σηονδών έν Γ<ιλλία (Αδβοοίαΐίοη ροαΓ
ρηοοαταββιηβηΐ άββ ρΐαάββ (τΓβοςιαββ οη ΓΓαηοο) τό πρώτον, εΧτα δ
και τής έν Μονάχφ Βαναριχής Άπαδημείας τών έηιστημών τό δευ-
ερον, τό δέ αΐ εύμενέσταται καϊ ένθουσιεδέσταται περί αύτοΰ κρί-
)(Ι20){

Έ ν τ ^ ημετέρα Ντ,σψ, τή Κύπρψ, τό λογοτεχνικόν τοΰ­


το είδος ά π ' αύτών τών αρχαίων χρόνων ηυδοκίμει τοσού­
τον, ώστε κατά πληοοφορίαν, ήν παρέχει ήμϊν αρχαίο,·
γραμματικός, ή παροιμία, επειδή επεχωρίαζεν έν Κύ-ρω,
εκλήθη καί Κ ύ π ρ ι ο ς α ί ν ο ;*^), « Ό δέ Κύπριο;
προσηγορεύεται διά τό παρά Κυπρίοις λέγεσθαι ώ ; έπιχώ-
οιο;». *^) Μεταξύ τών αο/αίων παοοι^ιογοά^ων καταλέ-ε-

σεις τών έν Εύροίπη είδικών επιστημόνων, ο'ίτινες εΙς εκτενείς κ'-


^ενείς περί αύτοΰ βιβλιοκρισίας άπεκάλεσαν αυτό μνημεΐον έπι-
ατημονιχόν πρώτης τάξεως—περιφανές μνημεΐον—έ'ργον μεγά­
λης επιβολής—αλη·9·η ϋ-ησανρόν—είναι εντελώς ααχοπο\ έν Γερ-
μανί^ νά ζητήσωμεν νά άμιλλη-Θ-ώμαν πρός αυτό ή νά ^ελήσωμεν
νά προλάβωμεν αυτό—έργον οίχουμενιχής σημασίας—έργααία
ηρωτότνπος νψίστον ενδιαφέροντος—μεταλλείον πλουσιώτατον
'—γιγάντειον έργον—έργον οίχουμενιχής σημασίας χαι Άξιον οΐ-
χονμενιχής διαδόσεως—μεταλλείον γλωσσολογιχών βίδήσεων
έργον ήράχλβιον—περίβλεπτον έργον—χτήμα ές άει τής συγχριτι-
πής λαογνωσίας—λαμπροτάτην χαι πληρεστάτην συλλογήν δημώ­
δους σοφίας—χαι αυτή ή Γερμανιχή επιστήμη ζηλοτύπως απο­
βλέπει εις τά τοιαΰτα έ'ργα, τουλάχιστον συλλογήν, οία ή τοϋ Η.
Πολίτου δέν ήδυνή-θ^ νά άποχτήσ^ ή Γερμανία, εχομεν δμως
τήν παρηγορίαν, ό'τι σχεδόν είς πολλφ χείρονα ημών •θ'έσιν ευ-
ρίσχονται οί Γάλλοι χαι οί "Αγγλοι—καΐ πλήθος άλλο)ν ευμενέ­
στατων όμοίως κρίσεων έν πολυαρίθμοις περιοδικοΧς κα'ι εφημέ­
ριοι ξέναις καΐ ήμετέραις.
12)· Παράβαλε κα'ι αίνος Αίσώπειος,Καριχός αΐνος,Συβαοιτικός
λόγος, Λιβυχός αίνος χαι Μαισωνιχή παροιμία ^ χ ο λ . εις 'Λ.
φθόνιον ΛΥαΙζ ΟΓ. ΚΙιβΙοΓ 2, 8, 10. Π α ρ ά Σακελλ. Κυπριακ. τομ. Β-
σελ.277.
13). Σακελλ. Κυπρ. Τομ. Β ' αυτόθι.
)( 121 )(
ται έν τοϊς πρώτοις καί Κύπριος, ό Περιπατητικό; Κλέαο-
χο; ό Σολεύ; μαθητής τοϋ Αριστοτέλους συγγράψας μεταςύ
άλλων διακρινομένων διά τήν καθαρότητα τής,γλώσσης καί
ίδιον έργον «παροιμία;», ών δέν σψζονται, εί μή αποσπά­
σματα παρ' Ά θ η ν α ί ψ π . δ . χ . ό ορισμός,δν δίδει είς τόν γρϊ-
φον και τά είδη αύτοϋ ^'*), καί ή παροιμία «σαπρός τάρΐ-
χος τήν όρίγανον φιλεϊ»'^). Κ α τ ά δέ τήν βυζαντινήν περί­
οδον ή Κύποος ένει νά έπιοείξη έτεοον παοοίιιιογοάΰον,
Γεώργιον τόν Κύπριον, τόν ύπό τό οίκουμενικόν πατριαρ­
χικόν αύτοϋ όνομα γνωστόν ώ ; Γρηγόριον τόν Κύπριον, ένα
-ών ση^λαντικωτάτων λογοτεχνών τοϋ Ι Γ ' αίώνος γεννη­
θέντα έν Κύπρψ τψ Γ2 Ί 1 , τήν μεν στοιχειώδη παίδευσιν
παιδευθέντα αυτόθι εί; έπιχώριον φραγκικήν σχολήν τήν δέ
ύ']/ηλοτέραν έν Κοιν^ταν :'.νουπόλει πα^ά τω τότε άκμάζον-
τι Γε:οογίω Ά κ ο ο π ο λ ί τ η , άναβιβασθέντα δέ ύστερον κατά
τό Γ283 ύπό τοϋ αύτοκοάτοοο; Άνδρονίκου [υ' ει; τον
ιΠχτριαοχικόν θρόνον, έφ' οϋ παρέμεινε μέχρι τοϋ 1289 ά-
'ηοτ^-^^^'.; είτα εί; μοναστήοιο^^ δπου μετ' ού πολύ, ώς φαί­
νεται, άπέθανεν ^ ' ) . Ή σημαντική αύτη προσωπικότης τοϋ
ΙΓ' αίώνος μεταξύ τών πολυτίμων αύτοϋ συγγραφών, δι'
ών καταφαίνεται ή μεγάλη αύτοϋ δεινότης περί τήν έλ­
ληνικήν σοφίαν καί θεολογίαν, άφήκε καί συλλογήν παροι-

14). Αθηναίος 10, 69. ^Ιδέ Σακελλ. Κυπρ. Τόμ. Β. σελ. 780—781).
15). Αθηναίος 3,84 ^Σακελλ. αυτόθι).
16) Κρουμβάχερ Βυζαντ. Λογοτεχν. Τομ. Β' 138—139.
)( 122 )(
μιών *^). Τοΰτον ό άφωσιωμένος αύτοΰ μαθητής καί οπα­
δός Νικηφόρος Χοΰμνος άπεκάλει «πολύν τήν σοφίαν, πολύν
τούς λόγους, τό μέγα θαΰμα τοΰ καθ' ημάς βίου»^").

Καί σήαερον έτι ό ερευνών τήν γλώσσαν καί τάς παρα­


δόσεις τών Κυπρίων θά άπαντήστ;; άφθονίαν παροιμιώι/, διόη
ό κυποιακός αγροτικός κόσμος φιληδεϊ νά κοσμή διά τού­
των τόν λόγον του καί χάριν μείζονος πειστικότητος η χύ-
ρους τών λεγομένων του νά ποιήται κατά κόρον πολλάχις
χρήσιν παροιμιών. Παρ' όλ,ην δμως τήν άφθονίαν καί τήν
ποικιλίαν αύτών αί δημώδεις κυπριακαί παροιμίαι ούτε εϊζ
πλήρεις συλλογάς συνελέχθησαν, ούτε έμελετήθησαν η
ήραηνεύθησαν άχρι τούδε συστηματικώς, πλήν τών ύπό το5
κ. Πολίτου έν τψ έργφ του περιλαμβανομένων καί τών
ά π λ ώ ; μόνον αναγραφομένων ύπό τού Σακελλαρίου χιΐ
Λουκά έν τοΐς εαυτών βφλίοις. Καί διά παλαιοτέρα; [ίέν
ήμέοα; ίσω; θά ήτό π ω ; δυσκολωτέρα οίαδήποτε έπί τού
λαογραφικού τούτου είδους πρωτότυπος εργασία, σή^ιερον
δμως, δτε πρόκειται πάσιν ώ ; περιφανές πρότυπον μίμήσεω;
ή σχετική εργασία τοΰ κ. Πολίτου, νομίζομεν, δτι μία α­
ποκλειστική συλλογή τών κυπριακών παροιμιών καί έρ[Αη··
νεία αύτών κατά τό σύστημα τοΰ κ. Πολίτου θά ήτο λίχν^

17). Περ'ι αύτοΰ, τών έργων του κα'ι τών εκδόσεων αύτών Ιδέ πα(^
Κρουμβάχερ Βυζ. Λογοτεχν. Τομ· Β' σελ. 138—141.
18) Βοίββοηβάβ ^^ηβαΐοΐ» ΟΓοβοα Ι 313 (παρά Κρουμβάχερ Β' 139).
)( 123)(

τιμητικδν στάδιον διά ιόν Κύπριον έκεΐνον λόγιον—καί δή


τών νεωτέρων—δστις ήθελεν εγκύψει είς τήν μελέτην τής
πατρίου γλώσσης καί τών εθίμων τοΰ τόπου του.
•β

Μετά τήν διεξοδικήν ταύτην είσαγωγικήν έναρξιν, δι' ής


Ιν ολίγοις τήν χρησιμότητα καί σκοπιμότητα τών παροιμι­
ών κατεδείξαμεν καί έν γενικαΐς νραμμαϊς τήν έπί τούτων
σχετικήν έργασίαν ύπεδηλώσαμεν, έσκέφθημεν, δτι δέν θά
ητο εντελώς άνάξιον τοΰ κόπου, έάν τό θέμα τής διά τό
ΚκπριακόνΉμερολόγιον προωρισ^; ένης συμβολής ημών ήρυ-
"Ιμεθα έκ τοΰ πλουσίου θησαυρού τών κυπριακών παροιμιών
Ίαί δή τών προχείρως φερομένων έν τψ στόματι τών Κ υ -
'ιρίων αγροτών.
Β'
'ΙΙ δ{|6 ^ρο^ζές τοίτ Μάρτη και «ό λ ό ς
της ^ κ α ς » .
'Εν Κύπρψ κατά τόν Μάρτιον, ώς καί έν πάστ) άλλγ, ι­
ου γ. πλάτους χώρα, επικρατεί πλέον ή άνοιξις, χάριν δ -
ιω; τής ευδοκιμήσεως τής σποράς γενικώς, ίδίως ό'μως τών
ιτηρών, καί τής πλήρους εξασφαλίσεως τής επιτυχίας α ύ -
';ών θεωρούνται καί είναι ακόμη άναγκαΐαι αί βροχαί κατά
"όν Μάρτιον, άλλ' ούχί έν μεγάλττ, ποσότητι ή κατά π υ -
'νά χρονικά διαστήματα. Τ ή ν εύεογ8τικόττΒ|^^ταύτην τής
ροχής τοΰ Μαρτίου ό ελληνικός λαός «ι^πυπ«β«ν,.,είς ώ-
„«1ας παροιμίας ποικίλων.παραλλαγών, ό δέ κυπριακός διά
ής εξής είς πολιτικούς στίχους παροιμίας :
)(121)(

Άν βρέξγ} ό Μάρτης δκυο νερά τσί' Άηρίλληζ ουΚον ίι>αν


Ται* δν δόξη χοΐαΐ τοΖ Μάιου τσ^αι μιλλοψιχαδίσγ}, ^'-')
Τόχε να δης χόμ Πλάαχημ μον ψωμίμ ποΰ νά γΐοίρκήση.
Κ α ί τά μέν δκηό ν ε ρ ά τοΰ Μ ά ρ τ η καί τό
άλλο έ ν α τοΰ Ά π ρ ί λ λ η αναφέρονται ίδίω; εί; τχ
σιτηοά, τήν κριθήν καί τόν σϊτον, τά όποια τότε άοχονται
άναπέμποντα στάχυ;, β κ ά λ λ ο υ ν στρασ'· Ιδι
ξ ι σ τ ρ α στί ζουν, οπότε ή αραιά βροχή ύποβοηθεϊ
είς τήν μέστωσιν α ύ τ ώ ν τό δε μ ι λ λ ο ψ ι χ ά δ ι σ ρι αν
τ ο ύ Μ ά άφορ^ μέν καί εί; τά όψιμα σιτηρά, κυρίω; ό'-

19λ Λέ|ις σύνθετοςέκ τοΰ μιλλόςχαι ψιχαδίζω,ψιχαλίζω·μιλλός=


υγρός μουσκεμένος,βρεμένος«μέφ φορής τάροΰχά σου γιατί εμμιλλά
τσία'ι βλάφτει σε». ^ίλλα==πάχος, λίπος, ξίγκι,ήνό Σακελλάριος (τομ.
Β' σελ. 659) σχετίζει πρός τά μήλα (πρόβατα) τών αρχαίων καΐ πρός
τό παρ' Ίπαοκράτει απαντών μήλειον στέαρ. Ήμεϊς δυσπιστοΰντες
πρός τό ορθόν τής σχέσεως ταύτης προτιμώμεν τήν διά * γραφήν
τής λέξεως, μιλλοψιχαδίζω σημ. δ,τι καΐτό άπλοΰν ι^νιχαλίζω, ή μάλ­
λον λεπτοτέραν εννοιαν περικλείει· παρβλ. μιλλοβρέχει, μιλλοβρε ·
μένος, μιλλοδρώνω, μιλλόδρωμαν, μιλλώνω=καταλύ(ύ έν καιρφ
νηστείας, μιλλόπιττα κλπ.
Ή ορθή γραφή τής λέξεως ψιχαλίζω εΙνε ή διά ( ψιχίον, ψίρ»^
λον, "ψίχαλα (άρτου, άρχ. ψίχες, ψιχάδια τοϋV ψουμΛοΰ έν Κύϊ^φ)
καΐ ψιχάδια=βροχή ή μάλλον λεπτή βροχή, καΐ ούχι ψιιχαΧΙζ») ώς
έγραφον αύτην, έν οΤς και ό Σακελλάριος ουτω γράψας αυτήν έν
ταΐς κυπριακαΐς λέξεσι, και πολλοί τών σημερινών έξακολουθοΰσιν
παραδεχόμενοι αυτό προκΰπτον έκ τοϋ αρχαίου -ψεκάζω (όοθ.
ψακάζω). Ό Κοραής έν τοΐς Άτάκτοις αύτοϋ (τόμ. IV σελ. 703)
έν τφ ρήματι ψηχιζλίζω παραπέμπει εΙς τό ψιχαλίζω (σελ. 703)
ένθα γράφει ν^χβΟ/ί», ψικαλλίζω. Παρβλ. κα'ι την ποιητικήν λ^ιν
ν»ά5-άδος (=ψιχάδια) έν Ό μ . Ίλ. Π. 459 και Ήσ.Άσπ.Ήράχλ. 384.
){ 125 )(

μω; εις τόν όροβον,όστις ακόμη είναι μικρός καί εχει ανάγ­
κην ύγρότητός τινο; τοΰ εδάφους. «"Οιαν ό Μάρχης Εφτά-
αιν, εϊηεν σε ονλα τά σπαρτά νά τοί5 κλον&ήσουν, άμμά χδ
ρόβι, ηοϋ ί^χον ακόμη μικρόν χοχ* άχέλείωχον, ηονχον ηοκά-
χω ατόβ βώλον, τότες εηαραηονή^ητσίεν ηώς εμ μηορεΐ νά
χόν ήφ^άση, χσΐ έηοληή&ηχσίεν δ Μάρχης τσ»* εϊηεν χου
(ίίαν μικρόν χσίαΐ καρπερόν»' ή κατ' άλλην έκδοχήν δχε^ρ-
χεν χής Παναΐας {β5 Μαρχίου), η Ταχυρία μου ευλόησεν.
ούλα τά σηερμένα, χσίαι εϊηεν χους, (ίμιχσΐά-μεάλα κλονι&άχέ
μονί>, τό σιχάριν χαχαι χό κλι{^^άριν άκουσαν χης, άμμά τό
ρόβιμ,ηοϋ έν εμηόρηεν, γιαχΙ ήταν ακόμα μικρόν, εηαραηο-
νή^ηχαΐεν, οιι έμ μηορεΙ, χαχαΐ η Παναΐα ή Δέσποινα εϊηεν
χου (ίέσύ μικρόν χσίαι καμηερόνη.
Τής ποοκειμένης παροιμίας ύπάρχΟυσι καί αί ακόλουθοι
παραλλαγαί,αΐ'τινες είναι καί αί συνηθέστερον καί κοινότεραι
άπαντώσαι :
Α'.
Μν βρέξη ό Μάρχης δκαό νερά χσΐ* Άηρίλλης ουλον ενα
ταΐ' &ν δόξη τσίαΐ χοϋ ΜαχσίαΙ μιλλοψιχαδίαη
αξίζει τσίαΐ ιάμάξισ αου χοΐαΐ χόν άμαξοράλην (^ μέ χόν
άμαξολάτην),
Β'.
Άν 'χανήβρέξη δ Μάρχης δκηό νερά χαΐ'ονλος Άηρίλλης ενα
Ταΐ' &ν Ίαν τοΰ δόξη χοχαΐ χοΰ Μά νά μιλλοψιχαδίαη
αξίζει χό χροναοάμαξομ /*έ τό άμαξοβίρχιν.
)(1-^0)(

φέρονται δέ έν τφ στόματι τοϋ λαοϋ ύπό τήν προσωνυμία ν


ό λός τήρ ο κ ά ς , διότι θεωρούνται ώς άπάντησί;
γραίας τινός είς προταθείσάν αύτ^ έροΊτησιν.Ώς δέ έξ αυτής
τής διατυπώσεως των καί τής προσωνυμίας συνάγεται, υ­
πόκειται μΰθος, έν ψ τό κύριον πρόσωπον διαδραματίζει
ή πανταχοΰ παροΰσα εν τοϊς κυπριακοϊς παραμυθίο.ς γρϊϊα.
Έχει δ' οΰτος ώς έξή; έκ τού στόματος αύτοϋ τοϋ λαοϋ
είλημμένος :
« Ό βασιλέας ό Σολομός εϊχεν Ηναν γυιόν. Μχάν ήμέραν
εφυίν χου ό γνιός χυυ χοΐ* έηήεν χσχ* έχώαχην εσσω της
μιας γερόνχιααας τσχαΐ εϊηέν χης ϊμηα χοχαι μολοήοη χο σ^
κανέναν ηώς ήρχεν εσσω της χσχ* έχώστην ϊνας αύ^ροοπος,
ποΰ νά ξέρη ή κακορίζιχαΐη ή γερόνχισσα ηκΐός ήτονν. Ό
βασιλέας γυρεμόν χόν γνΐόν χον έν τόν ενρισκεν. "Εβκαλεν
α' οϋλην χήχ χώραν χου δκχαλαληχάδες ηέρκιμον χόν ην-
ροΰσιν, άμμά έν εΰρέϋητσίεν. "Υσχερις έχσι δ Σολομός, ποΰ
^χονν, έβαλεν χσΐ* έκαμαν χον ενανάμάξιμ μϊ χόν άμαξο-
λάρην πάνω οϋλομ μάλαμα, τσ^' έφώναξεν ο* ονλην τήχ
χώραν, 5πκΐος εύρεση χσίαΙ ποκόψη το νά τοΰ τό χαρίση.
"Εξερεμ πώς, δχι μονηχά ό γνιός χον έμπόρηεν νά τό πο­
κόψη. ^Επήαιννεν ϊνας, έπήαιννεν άλλος, έπήεν ονλος δ χό·
αμος, τσίαί κανένας έν ήμπόρησεν νά χό ποκόψη. "Εφτα-
αεν ώς χά φκΐά τής γερόντισσας" ταΐ'ή γερόνχίσαα εΙπέν χο
χον γν^οΰ χοΰ βααιλέα,ποΰτονν Ιααω της χωσμένος, πώςίχ-
ϋΐ τ<η' (χαι δ βααιλίας. Τό βααιλοπαίιν εϊπεν χης οίπήαιννε
ίαν ηέρκιμον χό ηοκόψηςτ».<ίΤαγ'ίνχα ποΰ ξέρω έγιώ ισί'Γν-
)( 127 )(
χαμ πό ννά σϋντύχω, γνΐέ μον,ποΰ τάοίης τήν εϋτσνήν μον.
έπήεν τόσος κόσμος τσΓ εν το πόκοψεν τοί' έννά πάω ε-
γΐό) ή ρκά, μΐά φτείρα κοχτημένη, τσ^' έννά τό ποκόψω ;»
απήαιννε, εϊπέν της τό βασιλοπαίιν τσίβί γνριψε νά τό δης,
ΛΟΙ* άμ μέσ ο' άφήννονσι μεφ φνης, ώστι νά τό ξορτωσης'
τσί' άμα χό δης τσί'άρωτήαονα οε νά πολοηΰης τσ\αΙ να
πης :
Άμ βρέξχι ό Μάρτης δκαό νερά τσί* Άπρίλλης ούλον ένα
τσί' άν δόξη τσιαΐ τοΰ Μά τσία'ι μιλλοψιχαδίση
αξίζει τσιαΐ τάμάξισ σου τσχαΐ τόν άμαξολάρην.
^Ακρόστην τον ή ρκά τσί' έπήεν. "Αμα εψταξεμ πόξω
ποΰ τό παλάχιν του βασιλέα έτοΐεϊ χαμοί έστάϋητσίεν. "Ιν-
χαμ ποΰ θέλεις, γερόν τιοαο, εϊπέν της ένας στρατιώτης ποΰ
ίφύλαεν βάρκχαν πόξω πον τό παλάτιν. (α'Ά, γνιέ μον,ποΰ
ν&σίης τήν έφτσίήμ μον, ϋέλω νά δώ τσίαι γ'ιώ τάμάξιμ με
χόν άμαξολάχην πονν'ουλομ μάλαμαν ηέρκιμον χό ποκόψωΐ>.
({."Αμε, γερόντισσα, χράβα αχήδ δονλειάα αον, εϊπέν χης δ
αχραιιώχης, ήρχεν ουλοζ ό κόσμος χαι' έν έξώρχωαεν νά
τό ποκόψη τσί' έν νά τό ποκόψης έαν ή γερόντισσαΐ>, Τσ^
ϊν τήν άφηνεν. Ή γερόντισσα έν εφενκεν κατά πώς χής εϊ­
ηεν χό βασιλοπαίιν. Τό πράμαν Ιφχασεν ώς χά φκιά χοΰ
βασιλέα. Ό βασιλέας ενχύς έδιάχαξεν νάφήαονν χή[ν γερόν-
χίασαν νά δη χάμάξιν τό χρνσόν μ^ τόν άμαξολάχην. Ταΐαϊ
χόχες άφήκαν χην. "Εχαι κονμπα—κονμπα πάνω αχό βερ-
κσΰίν της ή γερόνχισσα έγνριαβν γύρου—γύρου χάμαξκή),
δέν το ηέλα—^αέλα τσίαι νατερις έγύριαεν ται'εϊπέν τους
κ 128 Χ
Ά β βρέξϊ) δ Μάρτης δκαό νερά τσι' Ά.τρί/.λης ούλ ος Γνα
τσί' άν δόξτ) τσιαΙ τοΰ Μά εσιαΙ μιλλοψιχαδίσΐ)
αξίζει τσιαΙ τό αμάξι σου τσιαΙ τόν άμαξολιίοην.
Τσί Εκαμεν νά φύη ή γερόιβϊίσσα. αΐΐΗ\άοχέ την .τοισίεί,
εϊπεν ό βασιλέας, «.αυτή ξέρει ποϋ ει» δ γυιός μου)). Εύτυς
έπκΐάσάν χην τσί' έμολόηοέν χα οϋλα καχά πώ: χάξερεν ή
κοχσΐάκαρη. Τα}' εισι μϊχόλ λόΐ' τήρ ρκά; ηυρεν ό βασιλέ­
ας ό Σολομός χόν γυΐόν χον. Τσί' εαεινεν δ λός χ ήρ
ρκ ά ς ω; χήσ σήμερον^.
Κατ'άλλην συντομωτέραν παραλλαγήν : "Ενας βασιλέας
εκαμεν έναν άμάξιν χρυσόν τσί' Εμηην αύχός μέσα χσίαΙ μϊ
χόν άμαξολάρην ουλον χρνσά νχυμένον τσίοί μϊ χρυσόν ά'
μαξοβέρκιν, χσΐ έγνριζεν πον τόπον σϊ χόπον τσί* ^ρώταν
νά τοΰ πονσιν, ΐντα άξίαν εα\ει χάμάξιν χον. Καδένας ποΰ
τό έ&ώρεν ελεεν χσίαΙ χήν ϊκιΐμησίν χον, άμμά καμμιά έν
αρεσεν χοΰ βασιλέα. Έχσι δκ\άν έγνριζεν ηυρεν ενα γέρον
φχωχόν πώκαμνεν ζευκάριν, χαΐ'εβαλέν χον νά χό χχιμήση.
Ό γέρος έξνπνος χσίαι πονηρός έηολοή^ην τσί εϊπεν χου
«,&ωρείς, λαλεί χον, χονιομ ποΰ σπέρνω
Ά ν ' τάνήβρέξη ό Μάρτης δκαό νερά τσί, ούλος Άπρίλλης ένα.
Τσι' άν 'τάντοΰ δόξη τσαιαΐ τοΰ Μά τσχαΐ μιλλοιριχαδίσ^
αξίζει τό χρυσάμαξον τσιαΙ τό άμαξοβέρκιν.
Τιίΐ'άρεαεν χον βασιλέα χαΫέχάρισέν χου χό χοΰ γέρου χό
χρυσάμαξον τσια2 τό άμαξοβέρκιν.
*Ή ίδέα περί τής εύεργβτικότητος τών δύο βροχών τοΰ
Μαοτίου ή τοΰ Α π ρ ι λ ί ο υ καί τής μιας τοΰ Μαίου είναι γβ-
)( 129 Κ

νική σχεδόν παρά τψ έλ.ληνικψ λαψ, διό καί ή παροιμίχ


ύπό ποικίλας παραλλαγάς κατάντη σχεδόν πανελλήνιος. Έ ν ·
τφ Β ' . τόμφ τών παροιμιών τοϋ κ. Πολίτου άνανινώσκει
τι; έν ττρ λέξει Ά π ρ ί λ η ς τ ά ; ποικίλας παραλλαγάς τ ά ς
άνακηρυττούσας τ ά δ ύ ο ν ε ρ ά τ ο ύ Α π ρ ί λ η ώς
τά μάλλον ευεργετικά διά τήν γεωργίαν ^^).
*

Ό πανελλήνιος ούτος χαρακτήρ τής ποοκειμένης π α ρ ο ι ­


μίας πείθει ημάς είς τό νά συναγάγωμεν ώς πόρισμα τής
μικράς ταύτης συμβολής,δτι αί δημώδεις έλληνικαί π α ρ ο ι μ ί -
αι,ώς όλα τά άλλα ίσχυρά τεκμήρια,διά τής γλωσσικής α ύ ­
τών μορφής καί τής διατυπώσεως τεκμηριοΰσι τήν άδιάσπα­
στον ενότητα τής ελληνικής φυλής, ήν σήμερον δι' ιδιοτε­
λείς σκοπούς οί αλλογενείς άποπειοώνται νά διασπάσωσι.
Τήν Κύπρον καί τούς Κυπρίους διέβαλον καί κατεσυκο-
φάντησαν ποικίλα προβαλόντες άντιστόρητα καί άφιλοσόφη—
τα επιχειρήματα άνθρωποι αδαείς καί ξένοι εντελώς πρός
ζήτημα σπουδαιότατον, οΐον τό «περί καταγωγής τών Κ υ ­
πρίων», θελήσαντες νά παραστήσωσιν ημάς ώς απογόνους
τών Φοινίκων, τών Άσσυρίων, καί δέν γνωρίζω ποίους
άλλους ξένους ποός τήν Κύπρον λαούς έξέθαψαν άπό τά βά­
θη τών αίώνων, έν οΐς άπαξ διά παντός έτάφησαν, ά π α ρ -

20) ένθα ό σοφός καθηγητής αναγράφει κα'ι άφθονίαν ξένων σχε­


τικών ηαροιμιων.
){ 130 )(
>ούμενοι είς ημάς τήν ελληνικότητα τής καταγωγής μας
χ α ί άποστεροϋντες ένεκα τούτου ή μ ά ; , τού; σημερινούς Κ υ ­
πρίους, τήν έθνικήν ημών ποοσηνορίαν. ' Α λ λ ά τά τελευ­
ταία πορίσματα τ ή ; αρχαιολογικής έρεύνης, ή μελέτη τής
*Ιστορίας καί γλώσσης, ή λαογραφία πρός δέ καί ή εθνική
μ.ας συνείδησις πάντα καταβοώσιν έκμηδενίζοντα πάσαν
δπισθόβουλον τάσιν άριδήλως κυροΰντα τήν ευγενή ημών
χ α τ α γ ω γ ή ν καί τόν άδιάρρηκτον ημών σύνδεσμον ποός τό δ-
ΤνΟν στέλεχος τοΰ ελληνικού κόσμου.

Έ ν Λάρνακι. Υ Π . 1907.

ΠΟΛΎΒΙΟΣ Ι ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΊΔΗΣ.

' ν > Ν /Χ.*~.^

ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ

Παοά τίνος Όθωμανοΰ έκ Κοφίνου ήκουσα τήν προκει­


μένην παροιμίαν ώς εξής διατυπουμένην :
Φεβράρ γΐαγάρ σα Ικκι γιαμούρ
Μάρτα γΐαγάρ σσ πΐρ γιαμούρ
Μαΐστα τσίιλεσιίρσα
σενιν άρσπανιν φιγιαττί οτουρ
ήτοι αν βρέξί) ό Φεβράρης δυό βροχές
ό Μάρτης βρέξτ) μιαν βροχήν
κι* ό Μάης -ψιχαλίσχι
ή άξίο τοΰ άμο^οϋ σου αύτή είναι.
κ 131 )(
Π α ρ ά οέ α ί δ . Φραγκισκανοΰ ίερέως μοί άνεκοινώθησαν
αί εξής δύο Ί τ α λ ι κ α ί , ών ή δευτέρα έν δ ι α λ έ κ τ ω Ν ε α π ό ­
λεως.

1) ϋ η » ρϊο^βία ά' Αρηίβ ν&Ιβ ρΐυ οΗ β ϋ ΐΓοηο άί ϋ&νϊ<1=μΐά βρο­


χή του Απριλίου αξίζει πιό πολύ άπό τόν θρόνον τοΰ Δαυΐδ.
2. Μαιτο, ρίαονί ρίυον
ΑρΓΪΙβ, ΜΕΙ τϋίηί
Μα^βίο, αηα β Βοηα
Οΐυριο, ιη&ηοο υο^Ιία
β ΙαΙΙο ο Ι)βη6 αοςίΐα
ήτοι Μάρτη, βρέχε, βρέχε
Απρίλη, μή σταματήσης ποτέ*
Μάη, μισ και καλή
κα'ι δλα τά αγαθά άφθονοΰσι.
Κ α ί π α ρ ' " Ά γ γ λ ο υ υ π α λ λ ή λ ο υ τ ή ς Κ υ π ρ . Κυβερνήσεως»
Μ&ΓοΗ νίηείβ &ηά ΑρτΊΙ ίΙονβΓβ
1)Γίιΐβ8 ^Γββη ϋβΐάβ αηά Μ&γ £1θΛνβΓ8
ήχοι οί άνεμοι τοΰ Μάρτη κα'ι τάνθη τοΰ Απρίλη
φέρουν πράσινα χωράφια κι* ό Μάης άνθη.

Π· Ι κ>
/•κ^'. ,^^-· ν / ν χ ν > ν < .»/>.>>ιν ν ^ ν , ν^Ν,,^

— Α γ α π ώ τόσον τήν ζωήν, ώστε ήθελοΛ νά ζώ και εΙς τόν Ά δ η ν

- Ή φρόνησις εΙνε αρχή τών άλλων αρετών


κ 132 Η
ΑΝΕΚΔΟΤΑ
"Α{>ι<ίτος γ ε ω γ ρ ά φ ο ς . — Γ ε ω γ ρ ά φ ο ς , σ υ γ γ ρ ά ψ α ς γε­
νικήν μεγάλην περιγραφήν τής υδρογείου σφαίρας, άπεπλα-
νήθη ποτέ μετά τοϋ ύπηρέτου του είς μικράν άπό τής Ό ρ -
λεάνης άπόστασιν. *Ητο ήδη μεσονύκτιον καί ή νύξ σκο­
τεινότατη, ό οέ σοφός γεωγράφος δέν ήδύνατό νά εύρτ; τήν
όδόν. Ό υπηρέτης στενοχωρηθεί; αποτείνει τόν λόγον προς
τόν κύοΐόν του, λέγων : « Τ ί σάς έμελλε νά περιγράψητε
τόν κόσμον όλόκληρον, άφοϋ δέν δύνασθε νά εΰρητε τόν
δρόμον σα; είς δύο άπό τοϋ μέρους, είς δ κατοικείτε, λεύ­
γας άπόστασιν ;
2τοί2ζημα " Α γ γ λ ω ν π ο λ ι τ ι κ ώ ν . — Ό διάσημο;
άγγλος πολιτικός Ι'Όχ ανήρχετο θερινήν τινα ήμέραν με­
τά τι;ος μέλους τής Βουλή; τών Αόοδων τήν μεγάλην
τού Λονδίνου όδόν. Ό Φώξ έστοιχημάτισεν ότι έάν ήκολού-
θουν ό μέν τήν έτέραν πλευράν τής όδοϋ, ό δε τήν άλλην,
αυτός θά συντ,ντα τάς πεοισσοτέρας γαλάς έπί τής όδου του.
Κ α ί , προσέθηκέ : «Σάς άφίνω νά έκλέξητε οίανδήποτε
πλευράν θέλετε». Πράγματι, όταν οί στοιχηματίσαντες έ­
φθασαν είς τό άλλο άκρον τής όδοϋ, ό Φώξ είχε συναντήσει
εξ γαλάς, ένω ό ευγενής λόρδος ούδεμίαν. «"Ημην βεβαι­
ότατος, είπε τότε ό Φ ώ ς , δτι ήθέλετε εκλέξει τήν σκιαζο-
μένην πλευράν τής όδοΰ, μάλλον εύχάριστον κατά τοιού­
τον καύσωνα, καί επομένως θά έκέρδιζα τό στοίχημα, δι-
«τι αί γα/.αϊ προτιμώσι πάντοτε τό πρός τον ήλιον έστραμ-
μένον μέρος».
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
(^ ΕΡί Ι^ΑΡΠΑΣΙΑΣ <^
<•·»

Η ωραία, ή πολυάνθρωπος Καρπασία είναι μία τών


επαρχιών είς άς ή φύσις έπεδαψίλευσεν αγαθά. Ό επισκε­
πτόμενος αυτήν έχει πολλά νά ί'δ^, πολλά νά θαυμάση,
πολλά; παρατηρήσεις νά κάμτ). Τό εύκρατον καί γλυκύ το5
κλίματος, ή ήρεμος φύσις, τά μαγευτικά τοπεϊα, ή τών
γυναικών έκτακτος καί ονομαστή καλλονή, ή εύπροσηγορίοι
τών κατοίκων, ή απέριττο; φιλοξενία άφίνουσι τάς καλλιτέ­
ρας εντυπώσεις.
α ηοη και έθιμα εν τη ευανορψ εκειν:|ΐ επαρχκ:}: είναι,
ό).ω; Ε λ λ η ν ι κ ά καί έν πολλοί; ποιητικά" αί έορταί, οί χ ο ­
ροί, τά Ισματα, οί αρχαϊκοί μανδύαι καί ή έν γένει ε γ χ ώ ­
ριο; ενδυμασία μεθ' ής πεοιβάλλουσιν αί γυναίκες τά ευλύ­
γιστα καί κομψά αύτών σώματα ένέχουσί τι τό ; μεγαλοπρε­
πές χαί εξόχως ώραΐον καί αύτοί οί γάμοι εις τά μέρη β-
κεΐνα είναι πρωτότυποι* γίνοντα'. μετά πολλής άπλοϊκότητος
καί μετά τρόπου ύπενθυμίζοντο; τάς παλαιάς έποχάς καθ'
* ; ούτοι δημοτελέστατα έωρτάζοντο καί έπανηγυρίζοντο.
Παρευρέθην είς έ'να τοιοΰτον τελεσθέντα έν τ ^ φίλοξένφ
Κώμτρ Αιγιαλού καί εύαρέστως έβλεπον διεξαγόμενα πάντ«
κατά τά ττατροπαράδοτα : δ δημοσίί^ι διά μουσικής καί \-
κ 136 κ
ομάτων γινόμενος στολισμός τής νύμφης καί τοΰ γαμβρού,
τά κατά τήν ίεροτελεστίαν εθη,ή μεγάλη συγκέντρωσις τών
κατοίκων κατά τάς λαβούσας χώραν έν ταΐς ήμέραι; το3
γάμου διασκεδάσεις μέ ένεθουσίασαν, δ,τι δέ τά μέγιστα μοΙ
ένεποίησεν αίσθησιν ήτο ό έν ύπαίθρψ τό εσπέρας μετά τήν
γαμήλιον τράπεζαν δοθείς χορός.
*Ητο μία τών αλησμόνητων νυκτών τοΰ Αύγουστοι».
Ε ν τ ό ς αυλής ευρύχωρου ευρίσκοντο πάντες οΐ προσκεκλη^λέ-
νοι, άνδρες, γυναίκες, παιδία φέροντες έκαστο; κηρίον άνη|Α·
μένον δπερ έλάμβανον κατά τήν είσοδον ύπό τοΰ γαμβρού*
οί νεόνυμφοι έκάθηντο έπί τόπου ύψηλοΰ καί παρ' αύτοί;
ήναπτον πυρσοί φωτίζοντες άπαντα τόν χώρον ύπό τού; ή­
χους δέ τής μουσικής, ύπό τό απαστράπτον έκεΐνο φέγγος
τών πυρσών καί τών λαμπάδων, δπερ ήμαύρωνε καί αύτών
τών αστέρων τήν λάμψιν, ήρξατο ό χορός είς δν έλάμβανον
μέρος πάντες οί νέοι καί πάσαι αί νεανίδες μετά πολλής χά­
ριτος καί ευκινησίας χορεύοντες τόν πεφημισμένον σ υ ρ τ ό ν
καί τόν χαριτωμένον κ α ρ τ σ ι λ α μ π ά ν . Καί ήτο ώ­
ραΐον νά βλέπ^ρ τις τούς συγγενείς καί φίλους τών χορευ­
τών προσερχόμενους μετ' ενθουσιασμού ίνα προσφέρωσι τοί;
μουσικοί; τάς μικράς χρηματικάς άμοιβάς των τάς άποτί-
λούσας τό κοινώς λεγόμενον π λ ο ύ μ ι σ μ α* άλλα τί
έφελκΰσαν πρό παντός τήν προσοχήν μου ήτο ή πληθώρα τών
αργυρών καί ίδί^ τών χρυσών νομισμάτων, άτινα προβεχολ-
λώντο ύπό τών νέων επί τών μετώπων καί τών οργάνων τών
μουσικών όσάκις εχόρευον νεανίδες καί δή έκτων ώρχίωνχιί
)( 137 )(

-πλουσίων τοΰ χωρίου* έρωτήσασα εμαθον δτι τοΰτο γίνεται


είς ενδειξιν τής πρός τήν κόρην αγάπης καί συμπαθείας τοΰ
νέου καί θεωρείται ακόμη ώς προμήνυμα είς αϊτησιν γά­
μων. Έκ τών ούτω προσκολλωμένων ύπό τών νέων λαμ-
βάνουσιν οί μουσικοί μερίδιόν τι καί έπίστρέφουσι τά λοιπά.
Κατά τήν διάρκειαν καί τά διαλείμματα τοΰ χοροΰ αντη­
χούν είς τό μεσουράνημα τά μέ πολλήν χάριν ^δόμενα εγ­
χώρια ^σματα καί διάλογοι έμμετροι έν οΐς έκφραστίκώτα-
τα περιεγράφοντο τά αίσθήματα καί τής καρδίας οί πόνοι*
καί έπί ώρας εχόρευον καί διεσκέδαζον οί παρευρισκόμενοι
καί ήσαν σχεδόν οί πλείστοι τών έν τφ χωρίφ χωρίς ουδέν
άτοπον νά λάβτρ χώραν, χωρίς ουδέν άπρεπες νά συμβ^* καί
ένθυμίζουσιν αί τοιαΰται συγκεντρώσεις καί διασκεδάσεις τά
τών κατέρων ημών ήθη καί έθιμα, τά είλικρινή, τά απλοϊκά,
τά ελληνοπρεπή, τά ό'λως μακράν τοΰ νεωτέρου ψευδούς πο­
λιτισμού, δστις άπό τίνος λυμαίνεται ατυχώς τάς πόλεις καί
τά μεγάλα κέντρα καί δηλητηριάζει τοΰ έθνους τήν συνείδη­
σιν.

ΧΡΥΣΗ ΊΣ.
Λευκωσία Μάρτιος 1907.
)( 138 )(

ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ

•ΑποτΐΓ2ζθΐ?<Ια έ κ ^ ί κ η ι ΐ ι ς . — Κρεωπώλη; είχε γεί­


τονα άρτοποιόν, γνωστόν καθ' άπασαν τήν πόλιν καί πε­
ρίφημον διά τήν σμικρότητα τών άρτων του. Ήμέραν τινά
συνήντησε πρό τής οίκίας του τόν άρτοποιόν, δστις καί τόν
ήρώτησε «"Ωρα καλή· άπό ποΰ έρχεσαι ; » «Ήγόρασα
άπό τό άρτοπωλεΐόν σου ήμίσειαν δωδεκάδα άρτων». «*θ!
ποΰ εϊναι ; δέν τού; βλέπω «Ύπό τόν πίλον μή άνησυ-
χήτε καί χωρούν». Ό αρτοποιός καταπίνει τόν έμπαιγ-
μόν, μέ τήν άπόφασιν δμω; τής έκδικήσεως έν εύθέτφ
καιρφ. Δέν παρήλθε καιρός πολύς κχί ό κρεωπώλης συναν­
τή πάλιν τόν άρτοποιόν καί τψ αποτείνει αυτός τήν έρώτη­
σίν, διαπυνθανόμενος τά κατά τόν φίλον του. Ό αρτοποιός,
νομίζων τήν στιγμήν καταλληλοτάτην δι' άντεκδίκησιν, τ^
άπαντ^ . «Έρχοααι άπό τό κρεωπωλεϊόν σου, άγοράσας.
βώδιον κεφάλι όλόκληρον». «Μά ποΰ τό έβαλες καί δέν
φαίνεται ; έρωτϊί ό κρεωπώλη; έκπληκτο;. «Ύπό τόν πί­
λον» άπαντ^ ό αρτοποιός καί άπέρχετί^ι θριαμβευτίκώς.

-ο*ο-
ΛΟΥΗΣ} ΒΥΑΒΒ. ΛΟ ΙΖΟΣ
ΛΟΥΗΣ ΕΥΑΓΓ. ΛΟΊΖΟΣ
Αιδάχτωρ τον Διχαίον.—Δικηγόρος,—Βονλεντής
Λάρνακας- Άμμόχωστον.—Δήμαρχος Βαρωσίων
χαΐ Αμμόχωστον χ.χ.λ.

Νέος, νεώτατος, μή πατήσας ακόμη τόν ονδόν


τον 30οϋ έτους τής ηλικίας του, μολονότι όλίγαι λεν-
και τρίχες στίζουσι ποϋ καί που τήν πλουάίαν κα-
στανήν κόμην του. Πρωτότοκος νίός τον κ. Εύαγγ,
Λοΐζον, διακεκριμένον πολίτου τής πόλεως Βαρωσί­
ων, διατελέσαντος έπι σειράν ετών Δημάρχου κοΛ
Προέδρου τής Επιτροπείας τών Σχολών. Δεκαεν-
ναετής ακόμη φοιτητής τής νομικής κατήλ'&ε κατά τό
1897 ώς οπλίτης τής «Φοιτητικής Φάλαγγοςτ* εΙς
Κρήτην καΐ ήγωνία^ μετ * έν&ονσιασμοϋ ΰπερ τής
έλενϋ'ερίας τής ηρωικής Νήσον. «Παρέμεινε κα·^* δ^
λον τό διάστημα τής εκστρατείας, υφιστάμενος μετά
καρτερίας και αντοχής πάσας τάς κακουχίας καΐ
σιερήσεις, έπιδειξάμενος γενναιότητα καϊ διαγωγήν
άρίστην» κατά τό έγγραφον τοΰ Άρχηγοϋ τοΰ στρα"
τοϋ τής κατοχής τής Κρήτης στρατηγοΰ Βάσσον, δ­
περ ώς πολύτιμον έγκόλπιον φυλόχτ^ι* Άηό τοΰ
1900 δικηγορεί έν τη πρώτ^ ΥΟ^Ι^Ι^Ώ νπερααηίζωτ^
)( 142 )(

^ετ' άγχιναίνς και δραστηριότητος τά συμφέροντα


τών πολιτών του καϊ τιμών διά τής ενγλωττίας του
τό δικαηκόν βήμα. Άπό τής έν τή γενετείρί} τον
εγκαταστάσεως εκλέγεται ύπό τών συνεπαρχιωτ(ον του
τακτικώς μέλος τής επαρχιακής εκπαιδευτικής επι­
τροπείας και ύπό τών συμπολιτών του μέλος τοϋ Α­
δελφάτου τοϋ νοσοκομείου. Κατά τάς τελευταίας βον-
λευτικάς έκλογάς τοϋ 1906—εξελέγη βουλευτής Λάρ­
νακος— Αμμοχώστου. Κατά δέ τόν Μάρτιον τον
1907, τιμώντες οί Σαλαμίνιοι τόν έπίλεκτον ου μπο-
λίτην των, περιέβαλον μέ τό ύπέρτατον δημοτικόν ά-
ζίωμα, έκλέξαντες αύτόν Δήμαρχον Βαρωσίων καΐ
'^Λμμοχώστσυ. Τελευταίον δέ εξελέγη ύπό τών ουνα-
^λφων του βουλευτών μέλος τής επιτροπείας τοϋ Δα·
νειστικοϋ Ταμείου.
Σχεδόν αυτοδίδακτος όμιλεΐ καϊ γράφει ευχερώς
τήν Γαλλικήν καϊ Άγγλικήν. Φιλόστοργος υΙός καΐ
αγνός πατριώτης πρωτοστατεί εΙς πάσαν έ'&νικήν κί­
νησιν. Τό βαλάντιον του εϊνε πάντοτε άνοικτόν χάριν
9ης πατρίδος καΐ τής φιλανθρωπίας. Μετριόφρων καΙ
ρετρι^πα&ής πέραν ϊσως τοΰ δέοντος.
Ίδιαίτερον χαρακτηριστικόν : Άγαμος καϊ όλίγον
ΙΙηερβολίχός θαυμαστής τοΰ γυναικείου κάλλους.
»>ο<«
ΟΡΛΙΛ ΛϋΛΜΗΗΣΙΣ

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΪ ΣΧΟΑΕΙΟΝ


Μέσα είς τόν τόσον θόρυβον περί τής καταστάσεως τής
εκπαιδεύσεως σήμερον,μέσα είς αάς συζητήσεις καί τάς γ ν ώ ­
μας τάς μυρίας τάς διασταυρουμένας πεοί τοΰ τίς πταίει
διά τήν άθλίαν υπό πάντων όμολογουμένην κατάστασιν τής
εκπαιδεύσεως μας, μού έρχεται είς τόν νουν, τί νομίζετε ;
Ή ωραία, ή ποιητική, ή χαριτωμένη άνάμνησις τοϋ πρώ­
του μου σχολείου. Δέν ήτο κανέν μέγαρον. δέν διεφημίσθη
εις τά πέρατα τοΰ Ε λ λ η ν ι σ μ ο ύ ώς μέλλον νά σώστρ τής
Ε λ λ ά δ ο ς τήν ύπαρξίν, δέν διηυθύνετο άπό πτυχιούχους,
δέν είχον συναθροισθή έκεΐ πάσαι αί έξοχότητες είς τήν
διδασκαλίαν. Τίποτε άπό αυτά. Ούτε Ά ν γ λ ι κ ά ^ ουτε
Γαλλικά, ούτε γλωσσομάθεια τό δίέκρινεν. Ά π λ ο ΰ ν άπλού­
στατον τό αγαπημένο μας σχολεΐον εις μίαν άκραν τοΰ χω­
ρίου μας επάνω είς τό αγαπημένο {^ας νησί, 'ς τή Σίφνο
συνέδεεν είς τήν διδασκαλίαν τάς πρώτας βάσεις είς τήν έκ­
παίδευσιν μετά τοΰ σεβασμοΰ πρός δ,τι ύψηλόν, δ,τι μέγα,
πρός τήν θρησκείαν τών πατέρων. Καί πώς νά τό λησμονή-
Μ 144 Κ

σγ, κανείς ένα τέτοιο σχολείο, γεμάτο άπό ενθουσιασμό πρός


τήν διδασκάλισσα γεμάτο άπό αγάπη πρός τά βιβλία, πρός
τήν πατρίδα μας, πρός τήν εκκλησία.

'Αλλά διά νά νοηθ^ καλλίτερα ή ίδρυσις τοΰ πρώτου μου-


σχολείου,θά μέ άκολουθήσητε είς τό φυτώριον, έξ οΰ έξήλ­
θον καί διεσπάρησαν είς τά χωρία τής νήσου καί άλλαι,
πΛήν τής ίδικής μας, διδασκάλισσαι. Μίαν περίπου ώραν
μακράν τοΰ ερατεινού τών Έξαμπέλων χωρίου πρός τό ΒΔ.
αύτοΰ μέρος σώζονται τά ερείπια παλαιάς μονής τοΰ Ά γ ι ­
ου Ιωάννου τοΰ Θεολόγου είς τήν θέσιν α'ςτοΰ Μουγ­
κού»,όνομασθεϊσαν οίίτω είτε άπό κωφαλάλου τινός, είτε ά­
πό τής έκδηλωθείσης εύαρεστήσεως ξ έ ν η ς δεσποίνης έ­
πί τής Φραγκοκρατίας διά τής φράσεως «Ο' ββΐ ΓΠΟη
Οούΐ;,» ήτις κατήντησε είς τήν τοπωνυμίαν τοΰ Μουγκού.
Είς τοίις πρδποδας τοΰ ύψηλοΰ δρους τοΰ προφήτου Ή ­
λιου κειμένη ή θέσις, είνε ωραία τήν άποψιν, προέχουσα.
έν μέσφ αρκετά συνδένδρων σειράδων. Τά ερείπια έκεΐνα,πα­
ρά τά όποΐα σώζονται έτι κελλία τινά διά τόν συντηροΰντα
τόν ναόν τής μονής τόν αρκετά παλαιόν, ϊστανται έκεΐ έν
μέσψ τής σιγής τής ερημικής μάρτυρες τής τιμωρίας, ήν υ­
πέστησαν οί κάτοικοι τοΰ ^μοναστηρίου διά τής διαλύσεως
τούτου καί τοΰ διασκορπισμού αύτών είς πάσαν τήν νήσον,
ένεκα τής μετατροπής αύτοΰ είς κέντρον διασκεδάσεων, ώς
λέγουσιν αί κακαί γλώσσαι, πρός δ ού κατώκνουν μακράν
δδόν πορεύεσθαι οί δανδήδες τής Σίφνου κατά τους χρόνους
)( 145 )(
εκείνους, είς ουδέν λογιζόμενοι τάς δυσχέρειας τής μέχρις έ ­
κεΐ μεταβάσεως καί έκεϊθεν επιστροφής ακόμη καί έν καιρώ
βαθύτατης νυκτός.
*

Αί μοναχαί αΰται μετά τήν διάλυσιν τής μονής έγκατα-


στάσαι είς τάς διαφόρους κώμας, άλλαι είς άλλα έργα εδό­
θησαν, τινές δέ καί είς τήν έκπαίδευσιν τών μικρών νησιω­
τών ήσχολήθησαν. Μία τούτων, ή Άννοΰσα, κατψκησεν είς
τό χωριόν μας Έξάμπελα, καί δή είς τήν ουνοικίαν τής ά­
γιας Βαρβάρας, άπό τοΰ έκεΐ ναοΰ ούτω καλουμένην. "Ενα
σπιτάκι τοΰ χωρίου μέ τήν συνειθισμένη είς τό νησί διαί —
ρεσι, ήτο τό μέγαρον τοΰ σχολείου καί ή κατοικία τής οι-
δασκαλίσσης.Μία αίθουσα εμπρός, μία καμαρούλα δηλαδή,
είς τό βάθος τής όποίας δύο θύραι, ών ή μία ήγε πρός τδ
μ α ε ρ ε ΐ ο καί ή άλλη πρός τόν κοιτώνα τής διδασκαλίσ-
σης, έν τφ όποίψ διεφαίνετο πλαγίως ή καλογηρική της
κ α ρ γ ι ό λ α , ή υψηλή νησιωτική κλίνη μέ τά κεντήμα­
τα τά παλαιά. Τό δωμάτιόν τό περιλαμβάνον τό σχολεΐον
δλο κατείχετο τό πλείστον άπό τήν κ ρ ε β β α τ α ρ ί ά ,
τόν ιστόν δηλαδή, ό όποιος ήτο τό κύριον έργον τής διδα-
«χαλίσσης μας, καλής ύφαντρίας. Περί τόν ίστόν καί παρά.
τούς τοίχους είς μίαν γραμμήν ήσαν τά καθίσματα μας.
Τεμάχια κορμών δένδρων στρογγυλά διά τό πρώτον τμήμα,
κορμοί άπό ημάς καλούμενα, καί Τάβλαις έπί τοιούτων τε-^
μαχίων διά τό δεύτερον, τό ανώτερον, τήν άνωτέραν τάξιν..
Τήν θέσιν τής δασκαλοκαθέδρας κατείχεν αυτός ό Ιστός,,
)( 146 )(
έν τψ όποίφ καθήμενη ή διευθύντρια μας είργάζετο διηνε­
κώς φέρουσα τήν γραφικήν νησιωτικήν ένδυμασίαν. Αυστη­
ρά ττν όψιν μέ τό ύψη)»όν νησιωτικόν κάλυμμα, τήν π έ ν­
ν α ν, έπί κεφαλής μέ τήν μακράν λευκήν μανδήλην άπό
τής όποίας προέβαλλον παρά τάς παρειάς κρεμάμενοι οί
βόστρυχοι, φέρουσα στρογγύλας μεγάλας διόπτρας, μέ τόν
νησιωτικόν στηθόδεσμον καί τό βραχύ πολύπτυχον φόρεμα
καί τή; μ ο ύ λ α ι ς μέ τά υψηλά τακούνια, παρηκολούθει
τόν βόμβον τών πέριξ ασχολουμένων είς τήν άνάγνωσιν με­
τά μέλους τινός ιδιορρύθμου, συνοδεύουσα διά τής κινήσε­
ως τού χτενίου τού α ρ γ α λ ε ι ο ύ καί τού ήχου καί
τής άπό τοΰ ενός είς τό άλλο μέρος μεταπηδώσης κερκϊδο;
τήν δλην μουσικήν αυτήν συναυλίαν τών παντοίων φωνών
μικρών καί μεγάλων, αρσενικών καί θηλυκών. "Ω πόσον
θά καθηδυνόμην έάν έβλεπα έξαφνα μίά φορά ακόμη αύτο
τό άθώον αυτό τό ώραΐον θέαμα !!

Μάτην θά έζητεΐτε όργανα διδασκαλίας. Τό μόνον δργα­


νον ήτο ή κ ο ύ τ σ α , βέργα λεπτή, όλίγον είς τό άκρον
κεκαμμένη χρησιμεύουσα νά παρενχίθεται άπό διαστήματος
εις διάστημα είς τό πίσω μέρος τοΰ α ρ γ α λ ε ι ο ύ , Ο­
που τυλίσσεται τό νήμα τό ύφαινόμενον. Όσάκις μαθητής
τις περιέπιπτεν εις ατόπημα τι καί προσέπιπτεν εις τοι/ς
αεγάλους άνωθεν τών διόπτρων ενίοτε έξακοντίζοντας βλο-
«υρδν τό δμμα οφθαλμούς τής κυρά Άννούσης έκαλεΐτο
πλησίον αυτής υποκρινομένης δτι τής επεαεν ή σ α ί τ α
)( 147 )(
καί παρεκαλείτο νά τήν σηκώστ^,. Έ ν φ λοιπόν έκυπτε πρός
τοϋτο ή κούτσα έδούλευεν αναλόγως τοΰ πταίσματος κ α ­
ταμετρούσα τά νώτα :ου.
Έκεΐνο δμως τό όποιον εϊνε χαρακτηριστικώτατον της-
τότε εργασίας είνε ό τρόπος καθ' δν είσήγετό τις είς τήν
γλώσσαν, εί; τήν άνάγνωσιν δηλ. καί τήν άλλην άπό τοΰ
βιβλίου άνάπτυξιν. Τό πρώτον βιβλίον δπερ μετά χαράς
μεγάλης είς χείρας έλαμβάνομεν ήσαν πρώτα φύλλα το5
αλφαβηταρίου τά όποϊα ήρχιζον άπό τά κεφαλαία. Τ ά φύλλα
αυτά διά νά μή ξεσχίζωνται(τότε βλέπετε,δέν ύπήρχεν ό δια­
γωνισμός τών βιβλίων) έτίθεντο επάνω είς τεμάχιον κλάδου·
πικροδάφνης καταλλήλως έσχισμένου, ήτις καλείται έν Σ ί -
φνψ ο υ λ λ ά δ α, έντεΰθεν δ' ί'σως καί τά βιβλία γενικώς
φ υ λ λ ά δ α ΐ ς εκλήθησαν. Καί έμανθάνομεν τό άλφάβη-
τον καί ποοε^αίνομεν είς τόν συλλαβισμόν άπό τών απλού­
στερων είς τά δυσκολώτερα. *Ητο ήμερα χαράς, ήμερα εορ­
τής, ήμερα άγαλλιάσεως, ή ήμερα εκείνη, καθ' ήν έπρεπε
νά άφήσωμεν τήν φυλλάδα καί νά σταθώμεν εύλαβ^ώς πρδ
τής παρά τόν άργαλειόν τής κασέλλας τής διδασκαλίσσης-
τής πεοιλαμβανούσης τά νέα βιβλία μας.
Τό Χ τ ω ή χ ι , τό ψαλτήρι καί ό Απόστολος άπετέλουν
τρεις ανωτέρας βαθμίδας εκπαιδεύσεως. Τ ί ώραϊοι χρόνοι Γ
'Στά κόκκινα ντυμένο τό Χ τ ω ή χ ι μάς μετεβίβαζεν είς ά ­
νωτέραν τάξιν. Τ ή ν πρώτην ήμέραν έπίδεικτικώς τό μετε—
φέρομεν είς τό σπίτι, έκεΐ τό έ σ τ α κ ώ ν α μ ε ν , τ δ
περιεβάλλομεν δηλ. διά χάρτου, ϊνα τό προφυλάξωμεν άπό^
κ 148 )(
τήν φθοράν. Ήρχίζομεν τήν άνάγνωσιν. Πώς νομίζετε ;
^Εβλέπομεν τό σημεΐον τού σταυρού πρό τοΰ άνωθεν τοΰ άλ­
λου κειμένου αλφαβήτου καί μετά μέλους έκφωνούντες τό
«Σταυρέ β ο ή θ ε ι μ ο ι » καθ' έκάστην έπανελαμ-
·€άνομεν τ ό ά ρ φ α , β ή τ α κτλ. καί τότε έπεχειρούμεν
τόν συλλαβισμόν τοΰ εκκλησιαστικού κειμένου τής ωραίας
συλλογής τοΰ άγιου Ιωάννου τοΰ Δαμασκηνού, άρχίζοντες
άπό τ ό « Τ ά ς έ σ π ε ρ ι ν ά ς ημών εύχάς»
3<αί δι'δλης τής όκτωήχου προβαίνοντες. Καί είνε αληθές δτι
^ηχανικώς έμανθάνομεν τά έμμελώς άναγινωσκόμενα, άλ­
λα τά έμανθάνομεν, τά άπεστηθίζομεν καί έκτοτε δέν έξη-
^είφθησαν τά πλείστα τούτων άπό τήν μνήμην μας.
*

Τό σχολεΐον μας τό τόσον περιωρισμένον τότε έβοηθεϊτο


καί άπό τήν Εκκλησίαν. Αφήσατε δτι δταν έ β γ α ζ α -
μεν, έτελειώναμεν δηλ. τό Χτωήχι, έ π ε ρ ν ο ύ σ α μ ε
χίς τό ψαλτήρι, έκαθήμεθα άπό τούς κ ο ρ μ ο ύ ς είς τήν
τ ά β λ α , σάν νά πούμε εί; τήν άνωτέραν τάξιν, ώφείλο­
μεν νά γνωρίζωμεν πότε ήτο μεγάλη καί πότε μικρή
σ κ ό λ η , ώστε δτε ήτο μεγάλη νά μή ζαλίζωμε τήν δι­
δασκάλισσα. Τό έδιδασκόμεθα άπό τόν τρόπον τ ή ; κρούσε-
<<>ς τοΰ κώδωνος τοΰ ναοΰ είς τόν έσπερινόν. *Αν έσήμαινε
δίπλοκάμπανα σχολείο δέν είχε τήν έπιοΰσαν άν ήτο δ'
^ έπιοΰσα Κυριακή, έπρεπε νά σπεύσωμεν νά- ξεχωρίσωμεν
4ΐπό τόν φούρνο, ό όποιος κάθε Σάββατο άναβε, τό Δευ-
Η 149 )(

-τερίάτικο τής Κυρά Άννούσης. Ώφείλομεν νά είμεθα είς


•τόν έσπερινόν τοΰ Σαββάτου ή τής παραμονή; εορτής είς
τήν εκκλησίαν- Όφείλομεν νά κρατοΰμεν τό ί σ ο τοΰ δε­
ξιού άμα καί τοΰ άριστεροΰ ψάλτου, τής Κυρά Ά^νούσης,
ήτις έξετέλει χρέη αμφοτέρων τών ψαλτών, όσάκις άπου-
σίαζεν εΐς τών οίκοκυραίων τής γειτονιά;, ό γέρω Χατζής.
Καί ούτω σχολεΐον καί εκκλησία συνειργάζοντο καί έθετον
τάς πρώτας βάσεις τής αγωγής τών παίδων διδακτικώτα-
τα. Ώφείλομεν έπί πάσι τούτοις νά κανοναρχώμεν,άμιλ­
λώμενοι τίς καλλίτερον θά τ ό κ α μ π α ν ί σ ^ ρ , χωρίς
βεβαίως πολλάκις νά βλέπωμεν καί είς τό βιβλίον, δπερ
αηχανικώς έκρατοΰμεν καί τυπικώς, διότι τά είχομεν ήδη
άποστηθίσ^ρ.

Αύτή είνε ή είκών τού πρώτου μου σχολείου. Γεμάτο


ζωήν, γεμάτο ποίησι, μέσα εί; ένα κόσμον εντυπώσεων
«εβαστών, μ ά ; διέπλασσε τήν καρδίαν μέ τρόπον άγνόν, ά­
πλοΰν, είλικρινή. Κ α ί δμως έν τ ^ αφελείς καί άπλότητι
του μάς έβαλε τάς πρώτας καί αδιάσειστους βάσεις πρός
δ,τι ύψηλόν, μ ά ; έδίδαξε τ ά πρώτα καί μεγάλα διδάγματα
τής θεοσέβειας, μάς ένεθουσίασε διά τά γράμματα, διά τήν
πατρίδα, διά τήν θρησκείαν, μάς παρεσκεύασεν, δπως δυ­
σχερέστατα δύναται καί τό τελειότερον σήμερον τών σ χ ο ­
λείων νά παρασκευάση. Καί τοΰτο διότι συνέδεσε δύο τών
χυαίωτάτων στοχείων, ή μάλλον τών μόνων δυναμένων νά
συγκρατήσωσι πάν έθνος δσον μέγα,δσον μικρόν καί άν είνε.
χΐδοχ
τής άφοσιώσεω; εί; πάν έθνικόν, τής άφοσιώσεω; είς τό
μέγα τής αγάπης πρός τήν πατρίδα συναίσθηαα καί τοΰ
ενθουσιασμού πρός τήν διδασκαλίαν τήν άπό τής θρησκείας.
Καί τοΰτο διότι είς τ ά ; τρυφερά; τών παιδίων τής εποχής
εκείνης ψυχάς είχε ριζωθή ή πεποίθησις τού δτι δέν εΐνε
δυνατόν νά ύπάρξ^ρ τι ύψηλότερον άπό τόν ίερέα, τί σεβα-
στότερον άπό τόν διδάσκαλον.

Έ ν Κηφισιά τίρ 9;τι Σεπτεμβρίου 1 9 0 7 .

Ι.
χ. ΔΡΑΓΑΤ7ΗΣ
πρφην γυμνασιάρχης, διεν&νντης τοΰ
ΑραγατσεΙον έκπαίδβντικοΰ Ιδρύματος.

— Ή δεισιδαιμονία εΙνε ό αφρός τής πίστεως.


* *

—Κρυπτέ την εύτυχίαν σου πρός αποφυγήν τοϋ φθόνου.

-Τό πρόσωπον εΙνε ή προσωπίς τής καρδίας.

-Τό ψεΰδος ζητεϊ πάντοτε νά μιμηται τήν άλήθειαν.


«»•»
χ ρ . :!}. Χ0ΥΡΜΟΥΖΙΟ2}
ΜΜΜΜΜ^Μ^ΜΜ Ε^
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Σ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΣ

Έγεννήθη κατά έτος 1878 καΐ έδιδάχθη παρόί τοΟ


έθνικοΰ διδασκάλου κ. Ανδρέου Θεμιστοκλέους. Ά π ό
επταετίας διευθύνει τήν «Σάλπιγγα», τά κύρια δέ ση­
μεία της δράσεως του, εΐνε, πλήν του Ιεροϋ έθνικοΰ
ζητήματος της ελληνικής άλλα δουλωμένης φευ!
πατρίδος μας καΐ ή αμείλικτος καταδίωξις τών έν τη
'ΑνατολΫ) προσηλυτιστικών φραγκοκαλογηρικών σχο­
λών, φρονοΟντος άδιστάκτως έπι τη βάσει γεγονότων
καΐ Ιστορικών αποδείξεων, βτι έν ταΐς καταχθονίοις αύ­
τών σχολαϊς κακουργεΐται ύπούλως ή εθνική καΐ θρη­
σκευτική συνείδησις της ελληνικής νεότητος. Ε π ί ­
σης επέστησε τήν προσοχτιν του είς τό ζήτημα της
διαπλάσεως καλλιτεχνικού αισθήματος παρά τφ λαφ
χαΐ εΙς τήν έμπνευσιν τοϋ σωτηρίου πνεύματος της
κοινωνικής καί πολιτικής αλληλεγγύης.
^ ^ ^ ^ ^ ^ ^ ^ ^ ί ^
το ΠΑΡΛΠΟΗΟ ΤΟΤ ΗΙΚΟΤ
(Τυφλόν όρφανον)

1
Γιατί, γιατί, Πανάγαθε Πατέρα,
Μοϋ χάρισες καί μάτ'α καΐ μητέρα
ΚαΙ πάλι μου τά πήρες μ' άπον'ά
ΚαΙ μ' Ιρριψες σέ σκότη αϊ όρφαν^ά ;

Τί σοΰφταιξα σάν ήμουν τότε βρί'ξιος


Κι' έσκέπασες τά μάτ^α μοο μέ νέφος
Καί μ' άφησες τυφλό καί μοναχό
Νά τρέχω μές τούς δρόμους τό φτωχό ;

3
Σ' αρέσει νά μέ βλέπης, τό καΰμένο,
Κατάμονο, τυφλό, βασανισμένο
ΚαΙ δέν μέ θανατώνεις τ' ορφανό
Καί μ' ίχεις μές 'στόν (^δη ζωντανό ;
)(1ο5)(

4
Ακούω τόσα πράγματα, θεέ μου,
Καί τίποτε δέν βλέπω, φεΰ !... ποτέ μου.
Δέν ξέρω τί σημαίνει φωτεινό,
Τί μαΟρο, τί λευκό, τί σκοτεινό !

5
"Αν είχα τής γής Ολης τά παλάτια
θ ά τάδινα γίά νάχω κϊ' έγώ μάτ'α
Κι' άν είχα πάλι μάτ'α ζηλευτά
Γιά νάχω μάνα τάδινα κ2' αυτά !

6
Στά χϊόνια και στούς ί^λ'ους, ώ Πατέρα
Μέ τό βίολΙ γυρίζω νύκτα 'μέρα
Κι' ένφ κρυφά τήν μάννα μου θρηνώ
Στούς άλλους τραγουδώ γ2ατΙ πεινώ !

7
Έ δ ώ κ2' έκεΐ [ίΟ'^ίγρ αα,Ί γυρίζω
Στους τοίχους τό κεφάλι μου ξεσχίζω
Κα'ι κάποιοι μοΰ φωνάζουνε σχληρά ;
Στραβέ, θά στραβωθ^ς χΐ'άλλη φορά Ι
)(ι;;6)(

8
Στραβό παντοϋ καί πάντοτε μέ κράζουν...
Μέ τ' δνομα πττέ δέν μέ φωνάζουν
Κα' ένφ μέ 'βρίζουν μ' άσπλαχνη λαλ^ά
Μ' ονόματα στολίζουν τά σκυλιά !

9
Πολλαΐς φοραΐς σκληρά μέ βασανίζουν
Ν ά δουν άν καί τά μάτ2α μου δακρύζουν
Καί χαίρουν δταν βλέπουν νά κυλόί
Τό δάκρυ κϊ' άπ* τά μάτια τά τυφλά Ι

10
" Α χ ! . . . δλοι μέ τούς πόνους μου γελούνε
Πολλοί καί μέ ταΐς πέτραις μέ κτυπούνε
ΚαΙ μόνον μίά φυχή ποιητική
Μοϋ τείνει πάντα χεΐρα σπλαχνική !

Έ ν Λευκωσί^.

. ^ΙΩΆΝΝΗΣ ^ΊΕΡΔΙΟΣ.

-<··•»
ΜΙΧΑΗΛ ϋ. Ν ί ς Ο Λ Α ΙΔΗ2}
ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Δικηγόρος—Βονλβυτής

Έγεννή'&η τφ 18 78 έκ χρηστών και εύσεβεστά^


των γονέων. Τετραετής ών έμενεν ορφανός πατρός,
άλλ' εϊχε τήν εύτνχίαν νά διατελέση ύπό κηδεμονίαν
λίαν αύστηράν και έπιμεμελη μένην, τοϋ επίσης λίαν
ευσεβούς μακαρίτον Γρ. Ν. Κνζίδον.
Ή επιμέλεια, φιλοτιμία καϊ έκτακτος άντίληψις
αύτοϋ έξεδηλώθησαν λίαν ζωηρώς εύθνς άπό τών
πρώτων ετών τής μαθητικής τον ζωής. Καθ' δλα τά
στάδια ταύτης διεκρίθη πάντοτε ευρισκόμενος εΙς τήν
πρώτην γραμμήν διά τοϋτο και ύπήρξεν ό φίλτατος
τών μαθητών τοϋ Σχολάρχον Νικολάου Λανίτ. ν. Τό
έξης γεγονός άφηγεΐτο πάντοτε ό θεΐος καί κηδεμών
αύτοϋ, λίαν χαρακτηριστικόν τής καλλίστης γνώμης,
τήν οποίαν εϊχε περί τών πνεν ματ ικών καϊ λοιπών
προσόντων αύτον ό ρηθεις αείμνηστος Σχολάρχης*
δταν ό κ. Νικολαΐδης είχεν αποφοιτήσει τοϋ Σχο­
λαρχείου λαβών τόν άνώτατον βαθμόν, ό κηδεμών
αύτοϋ εσκεπτετο ν * άποστείλη αντόν εΙς τό εξωτερικόν
πρός έκμάθησιν ξένο)ν γλωσσών και άπόκτησιν εμ­
πορικών γνώσεων. Ό κ. Λανίτης μόλις μαθών τοΰ­
το μετεκαλέσατο παρ' έαυτφ τόν ρηθέντα κηδεμόνα
χαϊ άπήτησε, δπως διά παντός τρόπου ό Μιχαλάχης
)( 100 )(

(ώς έκάλει αύιόν) αταλή εΙς Άθ/^νας πρός άποπερά­


τωσιν τών σπουδών του καΐ . έπιστημονικόν καταρτι­
σμόν καλέοας δέ κάι τόν ϊδιον κατ' ιδίαν παρώτρυ­
νεν, δπως έπ' ούδενί λόγω δεχθ[] ν' άνακόψη τάς πε­
ραιτέρω σπουδάς' τοϋτο ήιο άλλως τε και ό διακαής
πόθος τοϋ ίδίου ρέποντος φύσει εΙς εν^υιί\)αν μάθη­
σιν και οντω μετά τινα έτι/ είς ήλικίαν μόλις 22 ετών
ένεκαθίστατο ώς εϋελπις επιστήμων, δικηγόρος, έν τή
γενέτειρα αύτού πόλει Λάρνακι πρός έξάσκησιν τοΰ
έπαγγέλμ^'τός το»'. Ευθύς άπό τών πρώτων βημάτων
τοϋ πρακιικοϋ του σταδίου περιεκοσμήθη διά τής α­
πολύτου εμπιστοσύνης δλων τών δυναμένων νά έκτι-
μήσωσι τήν ίκανότητα καϊ άξίαν αύτοϋ, εντός ολί­
γου δε χρονικού διαστήματος συνεκέντρωσε σταθε­
ράν και μεγάλην πελατείαν. Άλλ * άδιάπτωτον ενδι­
αφέρον καϊ διακαής πόθος, δπως παράσχη τάς υπη­
ρεσίας αύτοϋ πρός την Πατρίδα, έρριψαν αντόν ευθύς
είς τόν δημόσιον βίον. Εξελέγη άλληλοδιαδόχως εΙς
δύο περιόδους μέλος τής Επαρχιακής Εκπαιδευτι­
κής Έπιιροπής καϊ άφ' ού έπϊ σειράν ετών προσέ­
φερε τάς υπηρεσίας αύτοϋ έν τφ άξιώματί τούτω λη-
ξάσης τής δευτέρας περιόδου εξελέγη καϊ έκ τρίτου
έλθό)ν πρώτος πλειονοψηψήσας μεταξύ τών συνυπο-
φηφίο)ν αύτοϋ, άλλ'άπεχλείσθη λόγφ ενστάσεως δτι
δέν:ε1^ε τά προσόντα ώς...μή συμπληρώσας τό 30
)( 161 )(

έτος τής ηλικίας του. Άλλα μετ * ολίγους μήνας δ μή


συμπ ηρώσας τό δριον τής ηλικίας διά τό αξίωμα τοϋ
^Επαρχιακού Εκπαιδευτικού Επιτρόπου έστέλλετο
πανηγυρικώς είς τό Νομοθετικόν Συμβούλιον τής
Κύπρου ώς αντιπρόσωπος τοϋ εκλογικού διαμερίσμα­
τος Λάρνακος— Αμμοχώστου έλθών δεύτερος μετα­
ξύ έπτά ίσχνρών υποψηφίων. Καϊ ήδη άπό έτους ή
φωνή αύτοϋ σθεναρά ακούεται έν τω Νομοθετικφ
Συμβουλίφ προασπίζουσα τά νψιοτα τής Νήσου η­
μών συμφέροντα. Ή ανεγνωρισμένη ρητορική δεινό­
της αύτοϋ έν συνδυασμφ μετ^ κρίσεως ίσχυράς κάί
βαθείας γνώσεως τών Κυπριακών πραγμάτων, ουδε­
μία αμφιβολία, δτι άνοίγουσιν αύτω διακεκριμένην
θέσιν μεταξύ τών Κυπρίων πολιτευόμενων. Ακατα­
πόνητος έν τή έργαοία καϊ άνεζάντλ7]τος έν τω διακα­
εί ζήλφ πρός ύπηρεσίαν τών γενικών τοϋ Ίόπου συμ­
φερόντων άπό δύο ετών διατελ.εΐ συνδιευθυντής τής έν
Λάρνακι εκδιδομένης « Εφημερίδος τοϋ Λαοϋ·>'> ύπερ
ής διαθέτει πάντα τόν ύπολειπόμενον χρόνον τής α­
ναπαύσεως αύτοϋ. Άπό τών στηλών τής ρηθείσης
Εφημερίδος δι' αρθρογραφίας σθεναράς καϊ εμβρι­
θούς πρά^μάτεύσεως' πλείστων μεγάλων τοϋ τόπον
ζητημάτων έδειξεν, δτι εϊνε ούχϊ κατώτερος χειριστής
τοϋ καλάμου ή τοϋ λόγου. Δικαίως λοιπόν ή πατρίς
προσδοκ^ πολλά παρά τοιούτων ανδρών.
.•••«•••Μ.Μ.ΜΦΜΦ1Ι.ΚΦΙ1·!··!!·!!·!··!!·».!»»···»·»»"·"····"·"*»·"·" · " · " · " · " · " · " · " · " · " · " · " · '

ΠΝΕΎΜΑ
•<•··>'

'Π δύναμις τοϋ έμβαθύνείν εις τοϋ κόσμου τά


πράγματα προαπαιτεί τό πολύ ένα μαρτυριον ή τον-
λάχιστον μίαν ζωήν αίώνος. Άλλα πότε ζωή μακρά
ήδννήθη νά παρέλθη] ανεν σταθμών εΙς κρισίμους καϊ
ατυχείς περιστάσεις;
-Ι­
Ό ποιητής εΙνε δ Θεός τής γής, άνεν τοϋ δποίου
δεν δννάμεθα νά έννοήσωμεν καϊ νά αΙσθανθώμεν τοΰ
ούρανοϋ τόν θεόν.

Σνμβαίνει ενίοτε τό δηλητήριον τό δποΐον αίσθανό­


μεθα είς τήν ψνχήν μας,έξ αίτιας ενός άνθρώπον,αύτό
τό ϊδιον δηλητήριον νά μεταβάλλεται δλίγον κατ' ό­
λίγον κάί άσνναισθήτως εΙς τό γλνχντερον βάλσαμον,
δταν έλθγι περίστασις νά φανώμεν εύεργέται εΙς εκεί­
νον τόν άνθρωπον, δχι διότι μάς εϊνε έπιβεβλημένον,
άλλα διότι θέλομεν νά φανώμεν επιλήσμονες πρός δ,τι
κακόν μάς εκαμεν άλλοτε.
κ 163 )(

Ή κοιτϊς είς τήν δποίαν εξελίχθη μία εύτνχία εΐνε


πάντοτε ευαίσθητος, καϊ φέρει πάντοτε τήν σφραγίδα
λάμψεως παρελθονσης' καϊ, δπως δ βράχος τόν όποΐ­
ον μία γαλήνη παρατεταμένη έλάξενσεν είς καλλιτέ­
χνημα, κατά τήν τρικνμίαν χρώμα μόνον καϊ έκφρα­
σιν άλλάσσει, οϋτω καϊ τό μέρος έκεΐνο τής ψυχής
τοϋ άνθρωπου μετά τήν εύτυχίαν άπορίαν τινά μόνον
παρουσιάζει.

Ή άνθρωπίνη ψυχή έκτος τοϋ δτι εϊνε τό μεγαλο-


φυέστερον δημιούργημα τοϋ Θεοϋ, εΐνε συνάμα καϊ τό
περιεργότερον συμβαίνει πολλάκις έγρηγοροϋσα ν' ά­
δυνατή εντελώς δπως άκούση τάς πέριξ αυτής λαλού-
σας γλώσσας καϊ ν' άντιληφθή τοϋ περιβάλλοντος τήν
κατάστασιν, έξ άλλου δέ κοιμωμένη άπό αίώνων πολ­
λών δύναται νά έξυπνήση αυτοστιγμεί είς τήν άπήχησιν
μιας καϊ μόνης λέξεως.

Τίέστι Θεός;
Μία Ίδέα έμψυχος άπεριόριστον εκτάσεως καϊ βά­
θους καϊ ύφους.
Έκεΐνο τό δποΐον κινεί τό πνεϋμα τοϋ φιλοσόφου,
τήν ψυχήν τοϋ ποιητοΰ, τόν παλμόν τοϋ έρωτευαένου.
)( 164 )(

Έκεΐνο τό δποΐον κρατεί συνδεδεμένους τόν άνθρω-


π,ον μέ τό πεπρωμένον του, τήν γήν μέ τόν ούρανόν.
Έκεΐνο τό όποΐον διευθύνει τήν όρχήστραν τής
παγκοσμίου αρμονίας.

Γυναίκας δπως εϊμαι έγώ δέν θέλω πολλάς, διότι


θά ώλιγόστευον οί άνθρωποί καϊ θά έπληθύνοντο τά
βιβλία. Καϊ τότε ποΐος θά τ' άνεγίνωσκε ;
Φεβρουάριος 1907, Α θ ή ν α ι .

ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ.

Ά ^ η ρ η ^ ι έ ν ο ς Καθηγητής.—Διάσημος καθηγη­
τ ή ; μετέβϊΐνΐν ή;^ιέ^αν τινα εί; το γυμνάσιον ό καιρό; έ­
φαίνετο πολύ βρο/ερό; κ/ι δια πάν ένδε/όμενον έλαβε
τό άλεξίβρο/ον όμοϋ. Φθάσα; εις τόν πρό τ η ; Ούρα; όΐά-
δρομον, ένεΟυμηίίη αΐΰνης, δτι έλησμόνησε βιβλίον τι και
τοποθέτησα; τό άλεξίβρο;/ον παροι τήν γωνίαν, έπέστρε­
φεν, ινα λάβγ, τό λησμονηθέν, Έπιστρέψα; μετα τοϋ βιβλί­
ου λαμβάνει τό άλεξίβοο^ον καΐ απέρχεσαι. Μετ' ολίγον
δμως καθ' όδόν τψ φαίνεται, δτι οΐ διαβάται, β/.έπον-
τες αυτόν, μόλις συνεκράτουν τόν γέλωτα* ήθίλησε ο'
άκριβώ; νά έρωτήστι γνωστόν του τό αίτιον τοϋ έμπαι-
νμοϋ. Οϋτος πλησιάσας τόν διδάσκαλον «Δι' όνομα το^
θ ε ο ύ , κύριε κ α θ η γ η τ ά , — λ έ γ ε ι — τ ί έχάματε ; Κρατείτε
ύπό τόν βραχίονα έν «ϊδει άλεξιβρύχου σκουκόξυλον!».
Άνταποκοινόμενος εί; τ/)ν πρόσκλησιν Τ μ ώ ν δ­
πως συμβάλω είς τήν σύνταξιν τοϋ Κυπριακού Η ­
μερολογίου, νομίζω δτι δέν παρέχω ύλη,» άνευ ενδι­
αφέροντος διά ΊΟ^ς άναγνύστας αύτο^, έάν παραθέ­
σω διαφόοους .πληροφορίας περί Κύπρου, έν σχέσει
πρδς τόν πληθυσμόν, τήν ψοροΧογίοίν, τό έμπόριον
κλπ. αυτής.

ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ, ΕΜΒΑΔΟΝ.
' Η Κύπρο; τρίτη Νήσος τής Μεσογείου ό); προ; τό μέ-
νεθο; υιετα τήν Σικελίαν κχι Σαροώ κείται μεταξύ τών
μοιρών'340 και 3 3 ' και 3 5 " 4 1 ' ' β , π . και αεταςϋ 32<' 2 0 '
και 34'' και 3 5 ' μήκους
Τόαέγιστόν τ η ; μήκο; είνε 140 μίλια, τό δέ μέγιστον
αυτής π λ ά τ ο ; Οϋ περίπου μίλια.
Τό ίμβαδόν αυτής είνε 3 5 8 4 τετραγωνικά μίλια.
Τ ό καλλιεργημενον αυτής έδαφος υπολογίζεται είς 1,
2 0 0 , 0 0 0 τό δε άκαλλιέργητον είςΐ , 0 9 3 , 7 6 0 περίπουστρέμ-
μ α τ α ( Λ θ Γ ϋ « ) * Έ κ τοϋ τελευταίου 4 5 0 , 0 0 0 στρέμματα υ ­
πολογίζεται τό δάτο; τής νήσου, 3 2 0 , 0 0 0 αΐ καλλιεργή-

1 Έκαστον αοΓβ εΙνε ϊσον μέ 3 περίπου Κυπριακός σκάλας.


){ 166 )(

σιμοί γαϊαι, τό δε ύπόλοιπον είνε β ρ α ^ ώ δ · ; κχι άν-πίδε-


κτον καλλιέργειας,
ΚΑΤΟΙΚΟΙ
Ό ολικός πληθυσμός τών κατοίκων τ ή ; Νήσου κατ5ι
τήν τελευταίανάπογρα'-2ήν τοϋ 1 9 0 0 , άνερ/εται εί; 2 3 7 ,
0 2 2 . Οϋτοι διαιρούνται είς
"Ελληνα; 182,739
Μωαμεθανού: 51,309
διά'.5θοα άλλα θοησκεύαατα 2,974
όλικόν 237,022
Κ α τ α τήν προσεχή άπογραρήν η τ ι ; γενήσεται κατα τό
1 9 1 0 , έαν επικράτηση ή αύτή άναλοΛ'ία εί; τήν αϋςησιν
τοϋ πληθυσμού, υπολογίζεται δτι οϋτος θ' άνέλθ-Γ, εις
2 6 0 , 0 0 0 περίπου.
Α ί κυοιώτεραι πόλει; τήςΝήσου χαΐ αί έ'δοαι τών Διοικη­
τών τών ό[λωνί,'ρ.ων αυτών δια^;.εριοράτων είο'ιν α'ι έ;ής:
Λευκωσία ποωτεύοι^σα κάτοικοι 14481
Λάρναξ » 7964
Λεμεσός » 8298
Άμμό/ωστος Βαρώσια » 2823
Κυρήνεια » 1336
Πά'ίος » 2815
ΠΡΟΣΟΔΟΙ ΚΑΙ ΔΑΠΑΝΑΙ.
Αί δημόσιοι πρόσοδοι τ ή ; Νήσου κατα τό οίκονομολογι-
χόν έτος τό λήγον τήν 3 1 Μαρτίου 1907 ανέρχονται
)( 167 Χ
είς £286,873
αί δέ δαπάναι ει; τό ποσόν £182,065
Περίσσευμα £104,808
Φόρος ύποτελεία; £ 92,799
καθαρόν πλεόνασμα £12,009
Σημειωτέον ότι τό λήξαν ετο; υπήρξε τό μάλλον ποοσο-
δοφόρον καί τό δεύτερον ή τρίτον άπό τής Α γ γ λ ι κ ή ς κα­
τοχή;, καθ' δ ό φόρο; τ ή ; ϋποτελείας πληρόνεται ολόκλη­
ρο; έκ τών Κυπριακών προσόδων άνευ επιδόματος τοϋ Βοετ-
τανικοϋ θησαυροφυλάκιο·... Καθ' δλα τά άλλα ετη ό μέσος δ-
ρο; τής καταβολής τής Κύπρου διχ τόν φόρον τής ύποτε­
λείας είνε £ 6 2 , 0 0 0 , ό δέ μέσο; όρο; τοϋ Βρετανικού έπι-
δόματο; είνε £ 3 0 , 0 0 0 .
Τό ζήτημα τοϋτο έ-Ι τοϋ ότ3ίου προτκόπτει ή π50οδο;
τής Νήσου κατά τήν όμολογίαν κχί αύτών τών "Αγνλων,
αποτελεί το κυριώτατον τών υλικών παραπόνων τών Νησιω­
τών, καΐ τό θέμα διαρκοϋ; διχμχρτυρήσεω; συνεπεία τ ή ; ό­
ποία; καί δια τών ενεργειών τοϋ Μ. Άρμοστοΰ 8 ί Γ
ΟΗαΓίβδ Α . Κ ί π ^ Ι ΐ Λ Π η α η επετεύχθη ό καθορισμό; τοϋ
Βρετανικού έπιδόματο; εί; £ 5 0 , 0 0 0 ετησίως, καί τοϋτο ώς
δοκιμή διά τά τρία προσεχή εεη άπό τοϋ παρόντος. Έ π ο -
μένω; ή πραγυιατικ/^ καταβολή τής Νήσου έλαττοΰται είς
£42,000.'
Οί Κύπριοι καίπερ άναγνωρίσαντε; τήν άνακουφιστικήν
ταύτην παοα^ώρησιν τ ή ; Κυβερνήσεως, δικαίω; έξακολου-
χ 168 Κ
θουν παραπονούμενοι καί άξιοϋντες δπως δλαι «ι πρόσοδοι
δαπανώνται διά τήν πρόοδον τής χώρας.
Τ ^ κυριώτερα κονδύλια τών προοόδων είσίν:
Δεκατεϊαι £85,851
Τελωνεία £46,680
Εξαγωγικοί δασμοί (βΧΟίβθ) £42,049
Κτηματικός φόρος £29,408
Έ κ τών εξόδων τά εξής κονδύλια άφορώσι τήν δημοσίαν
ώφέλειαν.
Δημόσια έργα £17,460
Παιδεία £ 5,000
τ6 δέ ύπόλοιπον δαπανάται είς τήν ύπηρεσίαν άνά τά διά­
φορα τμήματα πλήν τοΰ ποσού £ 1 3 , 1 5 7 δπερ πληρόνεται
διά τήν ύπηρεσίαν τού δημοσίου χρέους συμποσούμενου εις
£ 3 1 4 , 0 0 0 διά τά αρδευτικά, λιμενικά και τόν σιδηρόδρο-
μον μέ τόκον καί χρεωλύσιον 4 ^/ρ.

ΤΕΛΩΝΕΙΑ
Έ ν Κύπρω επικρατεί τό τελωνειακόν σύστημα τής 'Οθωμα­
νικής Αυτοκρατορίας ήτοι έπί τής βάσεως εισαγωγικού δα­
σμοΰ 8 ^1^. Έ ν τούτοις δμως υπάρχει διατίμησις(Τ3,ΓΪΠ'β)
έπί τών πλείστων είδών, καί πολλά εϊδη υποβάλλονται είς
δασμόν 10 ^1^ κατόπιν είδικής Νομοθεσίας. Αί προελεύσεις
πάσης χώρας υποβάλλονται είς τόν αύτόν δασαόν άνευ δια­
κρίσεως μή εξαιρουμένης ουδέ τής "Αγγλίας καί Τουρκία^·
Πλήν τοϋ τελωνειακού δασμοΰ επιβάλλονται άποβαθρίχά
){ 169 )(

τέλη έπΙ τ ^ βάσει είδικής διατιμήσεως διά τε τήν είσαγω­


γήν και έξαγωγήν.
Λιμενικά τέλη επιβάλλονται επίσης έπΙ τών εισαγομέ­
νων καί εξαγομένων εμπορευμάτων έπί τ^ βάσει είδικής οια-
τιμήσεως. Ταΰτα έπιβαρύνουσι τά πλοία καί ατμόπλοια.
Χαρτόόη^ον
Μεταξύ τών φορολογιών έν τ^ Νήσφ συγκαταλέγεται καί
ή διά χαρτοσήμου κατά τήν εξής διατίμησιν.
Διά τό ποσόν £ 1 «Χ?^ 12 £ 0 0 1
» 12 » 25 0 0 2
» 25 » 40 0 0 3
» 40 » 60 0 0 4 '/,
» 60 » 80 0 0 6
» 80 » 100 0 1 0
» 100 » 150 0 1 4 ν,
» 150 » 200 0 2 0
» 200 » 300 0 3 0
» 300 » 400 0 4 0
» 400 » 500 0 5 0
» 500 » 750 0 7 4 ν.
9 750 » 1000 0 10 0
» 1000 » 1500 0 15 0
4 » 1500 » 2000 1 0 0
» 2000 » 3000 1 10 0
]» 3000 » 4000 2 0 0
?> 4000 » 5000 2 10 0
)( 170 )(

» 5000 9 7400 3 15 Ο
» 7500 » 10000 5 0 0
τ> 10000 » 15000 7 10 Ο
» 15000 » 20000 10 Ο Ο
» 20000 » 30000 15 Ο Ο
» 30000 » 40000 20 Ο Ο
» 40000 » 50000 25 Ο Ο
καί οϋτω καθεξής τίί προσθήκτ|ΐ 10 σελ. έ π ΐ £ ΐ 0 0 0
Διά έπιταγάς δψεω; καί αποδείξεις παρα­
λαβής δι' οίονδήποτε ποσόν 0 0 1
Διά συμβόλαια άνευ ορισμού ποσού κλπ. 0 1 6

ΠΑΙΔΕΙΑ
Ύπάρχουσιν ένΚύπρφτά έξή; Σχολεία κατ'έθ/ικότητα.
Κατ<οτέρα ΙΙατδεία.
Σχολεία Μα&ηχαΙ
Ελληνικά 332 20712
Ιίωαμε&ανικ'α 169 5120
Μέόη Παιδεία.
Έλληνικίχ
τό έν Λευκωσία Γυμνάσιον |ΐα«?);ταί 298 δαπάνη £1410
τό ανώτερον Παρθεναγωγεΐον » 155 » £ 340
4 ήμιγυμνάσια Λάρνακος,
Λ)σοϋ, Πάφου, 'Αμμοχ. » 24 5 » £1032
κ 171 )(
Μωαμεθανικά
Ίδαδί έν Λευκωσί(?ι » 102 » £ 444
Παρθεναγωγεΐον Βικτωρίας » 105 » £ 150
τό όλικόν ποσόν δπερ δαπανάται διά τήν παιδείαν έν Κύ­
πρψ ανέρχεται είς £ 1 8 , 8 9 3 έξ ών £ 4 7 4 1 καταβάλλει ή
Κυβέρνησις καί £ 1 4 1 5 2 οί κάτοικοι δι' είδικής φορολογί­
ας, δι' εισφορών καί εισιτηρίων.

ΚΙΝΗΣΙΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Ή εξαγωγή εμπορευμάτων έκ τής Νήσου διά τάς δια­
φόρους χώρας ανήλθε κατά τό λήξαν έτος 1 9 0 6 — 1 9 0 7
£603,054 συμπεριλαμβανομένων £ 1 0 1 , 1 3 3 είς νομίσματα.
Είς τήν έξαγωγήν πρώτη χώρα έρχεται ή Αίγυπτος μέ
£184525 καί δευτέρα ή 'Αγγλία μέ £ 1 3 0 3 9 9 . Είς δέ
τήν εισαγωγής πρώτη ή 'Αγγλία μέ £ 1 5 3 1 4 2 καί δευ­
τέρα ή Αίγυπτος μέ £ 1 4 7 2 3 2 έν αις δμως συμπεριλαμ­
βάνεται ή εισαγωγή νομισμάτων £ 9 6 , 4 7 6 επομένως ή πρός
τήν είσαγωγήν εμπορευμάτων δευτέρα εΐνε ή Τοιρκία μέ
£109,044.

ΕΤΗΣΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
ΑΙ ακόλουθοι ειοΐν αί ποσότητες τών διαφέρων προϊόν*
των & ή Νήσος παρ-ήγαγε χατά τό,^τελευταΐον έτος διά «
'τήν έξαγωγήν χαΐ έπιτόηιον^χατανάλωσιν
)( 172)(

Σίτος κοιλά 2,336.847 άξια ώς ίγγιαχα £38θ,0θα


Κριθή » 2,692,963 » » 220,000
Βρώμη » 348,074 » » 27,000
"Οροβος » 338,747 » » 50,000
Βάμβαξ δχά&βς 573,752 » » 25,000
Σήσαμον » 250,075 » » 3,000
Έλβιον » 1,241,682 » » 13,000
Ρφδια » 2,381,640 » » 12,000
Σταφυλαί » 27,667,150 » » 120,000
Κουκούλια » 136,901 » » 20,000
Χαρούπια Καντ. 297,884 » » 225,000
Διάφορα 155,000
1,250,000

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
Κατά τδ λήξαν έτος ύπήρχον έν τ^ Νήσφ
*Ιπποι, ήμίονοι,δνοι 59,645
Κάμηλοι 1,172
Βόες 55,282
Πρόβατα 258,959
Αίγες 239,528
Κατά τδ λήξαν «τος εξήχθησαν ζώα αξίας £27,390.

ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΚΙΝΗΣΙΣ
Ατμόπλοια προβ»γγ{σαντ« εις τούς Λιμένας τής Νή-
Η 173 )(
σου χατά τδ λήξαν έτος είσί :
Αγγλικά 127 τόνων 116,565
Αυστριακά 53 » 98,844
Γαλλικά 28 » 63,983
Ελληνικά 61 » 43,697
•Οθωμανικά 19 » 17,933
Ιταλικά 24 » 51,547
Γερμανικά 4 » 5,478
Δανικά 1 » 984
317 397031
Ιστιοφόρα προσεγγίσαντα είς τούς Λιμένας τής Νήσου
κατά τό λήξαν έτος είσί :
Κυπριακά 206 τόνων
•Οθωμανικά 382 »
Ελληνικά 25 »
Ίταλιχά 7 »
Αυστριακά 1 »
Αμερικανικά 1 »
62Γ
Ή Κύπρος χέχτηται μόνον μίαν άτμοπλοϊχήν έταιαε(αι»
τήν τής «Λεμεσού» Ιδρυθεΐσαν μόλις πρδ έτους τ^- &ξϊβ«·
παίνφ πρωτοβουλία χαΐ υλιχ^ υποστηρίξει τώγ ^ άδβλφώι^
Πηλαβάχη έν Αίγύπτφ χαΙ Κύπρφ χαι διά μετοχίχοίί;}^·"
ψαλαίου £ 2 0 , 0 0 0 . Ή έταιρεί» βχ^ει ούβ ατμόπλοια τήν
)( 174 )(
Σαλαμίνα τόνων εκτοπίσεως 995 καί τήν Λενκωσίαν τόνων
βάοους 1087 μέ σΓ,μαίαν Έλληνικήν καί μϊ θέσεις επιβα­
τών αρκετά άνετους. Διά τών ατμόπλοιων τούτων εξυπη­
ρετείται ή ταχυδρομική εβδομαδιαία υπηρεσία Κύπρου χαί
Αίγύπτου άντί ετησίας Κυβερνητικής έπι^ορηγήσεως
£4,750.
"Έδρα τής εταιρείας έν .Υεμεσφ.
Ξέναι έταιρεΐαι προσεγγίζουσιν είς τούς λιμένας Κύπρου,
ή τού Αύστρ. Λλόϋδ τετράκις τού μηνός έν Λάρνα/ΐι καί
Λεμεσφ. Ή τών Γαλλικών διαπορθ^^ιεύσεων(Μθ88^§ϋ^^θ8)
δΙς τοΰ μηνός έν Λάρνακι, ή Ιταλική Φλόριο δις τοϋ μη­
νδς έν Λάρνακι, ή τής Λβΐα ΜίηΟΡ τρίς τοϋ μηνός έν
Λάρνακι, Λεμεσψ, Άμμοχώστψ, ή τοϋ Χεδιβιέ δίς τοϋ
μηνδς έν Λάρνακι. Εκτάκτως δέ ή τοΰ Πανταλέοντος Φω.
χαΐς χαΐ αλλαι.
*Η ιστιοφόρος ναυτιλία τής Κύπρου σύγκειται έχ δ — 6
πλοίων ών τό μεγαλείτερον είνε250 τόνωνβάρους, έχτελοΰντα
ταξείδια ταχτικά μεταξύ Κύπρου και Αίγύπτου χαί 2 0 —
30 μικρών τών 20 — 50 τόνων διά τήν άκ:οπλο<αν τής
Νήσβυν ·
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ελαφρά σιδηροδρομική γραμμή πλάτους 2. 6' ιχτείνε-
ται. μόνον άπδ Άμμόχωστον άχρι Λευκωσίας χαί Μόρφου
ίγγλ. μιλ. 61.
. · Α ΐ » » 5 « ο ι δδοΙ υπάρχουσι περί τά 828 άγγλ. μίλια,
<6ν δμ««ν^έγα μέρος έν άτελεί χαταστάσει.
)(ΐ7οΗ

"Οπου δέν ύπάρ-/ουσι αμαξιτοί οδοί, ή συγκοινωνία ε­


νεργείται δι' Ι'ππων, ήμιόνων καί όνων.
Τηλεγραφική συγκοινωνία ενεργείται οιά τής ανατολικής
τηλεγραφικής εταιρείας ήτις συνδέει τήν Κύπρον μετά τοϋ
εξωτερικού διά καλψδίου άπό Λάρνακα εί; Αλεξάνδρειαν.
Έ ν Κύπρφ δέ συνδέονται διά σύρματος οί εξής σταθμοί :
Λευκωσία, Λάρναξ, Λεμεσός, Α μ μ ό χ ω σ τ ο ς , Πάφος, Κ υ ­
ρήνεια, Τρώοδος καί Πλάτραι (οί τελευταίοι δύο κατά
τό θέρος.
Πλήν τής έν λόγψ γραμμής υπάρχει καί ή 'Οθωμαν.
Αύτοκρ. γραμμή μέ τό εξωτερικόν κατ' δνομα μόνον, τοϋ
καλφδίου αυτής άπό πολλών ετών άνεπανόρθωτον ϋποστάν-
τος βλάβην, εσωτερικώς δέ συνδέουσα Λευκωσίαν, Λάρ­
νακα χαί " Α γ ι ο ν θεόδωρον Καρπασίας.

ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ, ΜΕΤΡΑ. ΣΤΑΘΜΑ


Νο||ΐ{<Ι||ΐατα
Δυνάμει Βασιλικού διατάγματος επιτρέπεται έν Κύποψ ή
κυκλοφορία μόνον τών έξης νομισμάτων.
Χρυοός Ή Ά γ γ λ . λίρα σελ. 2 0 γρ χάλκ. 180
Άργυρος, Κυπριακδν σε)ιίνιον » » 9
» ήμισυ σελ. » » 4 V,
» τρίγροσον - •
» » 3
ι
Χαλκός. Γρόσιβν
» */, γροβ. •'

ν'.ϊ:
» "'Α γρ*··
κ 176 )(
Μ^Χ^α Χωρητικότητο;.
Διά τά Δημητριακά επικρατεί τό χοιλόν ίσον μέ 8 να-
λόνια ίσον τω άγγλικφ ϋαδίΐοΐ.

ΔΙΑΤΑ ΡΕΥΣΤΑ
1 Κουάρτερ
1 Κυπρ. Λίτρα 2 ^/^ κουάρτερς
Γαλόνι 4 »
Κοΰζα » 9 »
Γομάρι » 16 Κοΰζες
Βάρη
1 οκά 400 δράμια
1 Λίτρα 1 */ όχάς
1 Καντάρι 44 οκάδες
1 Χαλεπ.καντ:. 180 <)κ. ΙΟΟλίτρ.διάχαρούπια
1 τόνος οκάδες 800
Μέτ^α μήκ . 1 πους 12 ΐντζες
1 ίϊήχωί 2 πόδες
1 γιάρδα 3 πόδες
1 σκάλα 60 πήχ. 14400 τετρ.πόδ.
1 μίλλιον 2640 πήχ. 1936 » σκάλ.
ΤΡΑΠΕΖΑ
Τρβίπεζιχδν Κατάστημα έν Κύπρφ 2ν μόνον υπάρχει»
Ή Αύτ. Ό θ . Τράπεζα μέ εδραν Λάρνακα χαι ύποκατα-^
σχήματα έν Λευκωσίφ, Λεμεσφ Άμμοχώστφ: Άντβ^ΐίβ-
χρίται δέ έν Πάφφ καΐ Κυρηνείφ,
κ 177 )(
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
'Η βιομηχανία έν Κύπρφ εινε μικρού λόγου αξία περιο­
ριζόμενη είς Οινοποιεία χαΐ Οίνοπνευματοποιεΐα έξ ών πρω­
τεύουσα τό τών κυρ. Χρ. Χατζηπαύλου καί υιών, τό τής
Ανωνύμου εταιρείας,«ι. Γ. Μιχαηλίδου έν Λεμεσφ τό Τΐΐθ
ΡβΓΛρβίΙΗί \νίηβ αββοοίαΐίοη Οοηιρδί,ηγ διευθυνόμε­
νον ύπό τοΰ κ. \ ν . ΟΗαρΙίη έν Πέρα Πεδίφ, καί τό τοΰ
κ. Βαλδασερίδου έν Λάρνακι. Ε/ς γυψομηχανάς συμποσου-
μένας είς έπτά έν Κύπρφ παραγούσας πρός έξαγωγήν είς:
Αϊγυπτον περίπου 1 8 — 2 0 0 0 0 τον. γύψον κατ' έτος.
Εις διαφόρους άλευρομηχανάς μεγάλας και μίκράς εις τάς.
πόλεις χαί χωρία διά τήν έπιτόπιον χατανάλωσιν.
Είς τό έν Άμμοχώστφ χλωστήριον τοΰ κ. Μαντζούρα.
Είς τό έν Λεμεσφ Κεράμειον τής ύπό τόν κ. Γ. ©•
ΡωσβΙδην εταιρείας.
Είς τδ έν Λεμεσφ Μηχανουργεΐον και χυτήριον τοΰ χ..
Ι. Κυριακίδη.
Εις διάφορα Βυρσοδεψεία, ιδιωτικά υφαντήρια παράγοντα
ούχι εύχα-^αφρόνητα μεταξωτοί χαί βαμβακερά υφάσματα.
Είς τά άγγειοπλαστεϊα Αμμοχώστου, Κόρνου, Φοινίοΰ
χαΐ Ααπηθου δι' ώ» προμηθεύεται έπαρχώς ό τόπ6ς άπδ υ ­
δρίας χαΐ λαγήνους.
Είς Καπνεργοστάσια χαΐ Σιγαροποιεϊα. χαι διάφορα άλ-
).α μιχροτέρας σπουδαιότητος εργοστάσια.
ΜΕΤΑΑΑ ΚΑΙ ΟΡΥΚΤΑ
Καίτοι ή Νήσος χατά τί^ν αρχαιότητα έφημίζετο δια ται
)( 178 )(
μεταλλεία της είς τούς νεωτέρου; χρόνους υστέρησε χατά
πολύ άλλων /ωρών είς τόν πλουτολογικόν κλάόον.
'Έν μόνον μεταλλείον εινε γνωστόν : τό τής Λίμνης
διά χαλκόν ανήκον είς άγγλ. έταιρείαν καί τοϋτο αμ­
φιβόλου έπιτυ/ίας.
Τό άμιαντωρυχεΐον Τρωόδους μεταβιβασθέν ΰπό τοϋ Κου
Τρομπέττα είς έταιρείαν Τεργέστης εξακολουθεί αίσιοδό-
ξως τάς εργασίας του. Εξήγαγε οέ περί τούς τόν. 200 α­
μιάντου εφέτος.
Δεύτερον άμιαντωρυχεΐον τό τής Άμαθοϋντος άρχίζον
τάς έργαίας του δσον οϋπω.
Γενική έλπίς υπάρχει δτι είς τό μέλλον δοθήσεται μείζον
προσοχή καί δραστηριωτέρα ενέργεια είς τόν κλάδον τοΰτον.
Φαιό χώμα εξάγεται έκ Λάρναχος περί τάς 3 — 4 χιλιά­
δες τόνων κατ' έτος δι' Άγγλίαν,Ίταλίαν καί Άμερικήν
Περιορίζομαι είς τάς ανωτέρω πληροφορίας ένεκα ελλεί­
ψεως χρόνου έπιφυλαττόμενος νά τάς συμπληρώσω κατά τό
προσεχές έτος άν ζήσωμεν μέ τδ χαλόν. Επειδή δέ γράφω
χαθ' ήν έποχήν δλοι εχομεν έστραμμένα τά βλέμματα είς
τον ούρανόν τόν μόνον προστάτην τής Κύπρου, εύχομαι
νά άνοίξωσιν αί εύεργετιχβί του ιτηγαι χαΐ μάς οροσίσωσι
αέ ελπίδας χαΐ μάς προετοιμάσωσιν ευτυχές τό νέον ετος.
Έν Λεμεσφ 18)31 δβρίου 1907.

^ΠΥΡΟΣ ^: . ^ Α Ο Υ Ζ ό Χ •
Θ. ΘΕΟΔΟΤΟΥ
Βονλεντής—Δικηγόρος.
Ι. ΚΑΛΟΥΤΣΗΣ, πρόΙενος τίίς Ελλάδος.
ο ΤΑΓΜΑΤΆΡΧΗΣ ΤΣΑΜΠΕΡΑΑΙΝ
^ π ό τής 1ης λοιπόν 'Οκτωβρίου ό κ. Τσάμπερλαιν έπαυσε
νά είνε Διοικητής Κυρηνείας ού μήν άλλα καί υπάλληλος
καθόλου τής Κυπριακής Κυβερνήσεως. Ή Κύπρος τον έ­
γνώρισεν άπο εικοσαετίας ώς ϋπασπιστήν τοϋ Άρμοστοΰ
Βοϋλβερ τό πρώτον, καί μετά ταϋτα ώς ύπάλληλον εις δια­
φόρους τής διοικήσεως κλάδους, ώ ; Άστυνόμον καί ώς Δι­
οικητήν.
Διάοοοοΐ επαρχίαι ώς ή Λεμησσό;, ή Λάρναξ, ή Λευ­
κωσία καί ή Κυρήνεια άπήλαυσαν τών υπηρεσιών του, άλλ'^
εκείνη, ήτις δύναται νά καυχηθί; δια τήν άντοχήν καί καρ­
τερίαν της είνε ή Κυρήνεια, ήτις έπί δεκαετίαν καί πλέον
ίσω; τόν εί/εν είς τούς κόλπους της ώς άρχοντα της.
Ώ ς στοατιωτικόν τόν κ. Τσάμπερλαιν αναρμόδιοι πάν­
τως τυννάνομεν νά τόν κρίνωμεν, άλλ' ουδέ καί μάς εν­
διαφέρει τούτο, ύποθέτομεν δμως δτι είχε πολύτιμα διά τό
έργον έκεΐνο προσόντα, διότι, άν μή άλλο, άναμφισβήτητον
είνε δτι εί/ε καί εχει ίπποτισμόν, ευθύτητα καί είλικρίνει­
αν /αρακτήρος.
'Επίσης καί εύρείαν μόρφωσιν κέκτηται καί άρχαιολογί-
χάς γνώσεις ού τάς τυχούσας, ταΰτα δμως ίκανά νά τόν ά­
ναδείξωσιν έν έτέρφ κύκλφ είς αύτόν τουλάχιστον τόν χ.
κ 186 Χ
Τσάμπερλαιν ούδεμίαν συμβολήν παρέσχον είς τό εονον
αύτοϋ ώς Διοικητού, αν μή πολλάκις καί σπουδαία υπήρ­
ξαν κωλύματα ώς περισπώντα τήν μέριμναν του καί τό
πλείστον τής προσο/ής του άπορροφώντα. Ώ ς διοικητής
λοιπόν ήτο ήκιστα αρμόδιος διά τό έργον, θά συνομολο-
γήσωσι δ' ήμϊν πάντες οί γνωρίσαντες αύτόν, ουδέ τών
κυβερνώντων έςαΐ3θυμέν(ον, άλλα πιστεύομεν χαι αυτό; ά
Γδιος, διότι τό τής είλικρινείας του προσόν ουδείς τό αρ­
νείται. Μέ/ρι τοϋ διορισμού τοϋ κ. Τσάμπερλαιν (Ό; διοι­
κητού έκοάτει έν Κύπρψ τουλάχιστον ή αγαθή ίδέα περί
τής άνγλικής κυβερνήσεως δτι παρ' αύτή έν τψ διορισ;Αψ.
τών υπαλλήλων δέν ίσχύουσι μέσα, ή έπιρροαί, άλλα μόνον
ή είδικόττ,ς, ό αγαθός χαρακτήρ καί ή ικανότης τοϋ υπο­
ψηφίου καί αί εγγυήσεις, άς παρείχεν υπέρ τής ανελλιπούς
έκπληοώσεως τών καθηκόντων του.
Ταϋτα νοά,^ίοντες ουδόλως έννοοΰμεν να ψέ:ω;αεν τόν
κ. Τσάμπερλαιν, εί μή ώς πρός τήν ελλειψιν ειδικότητος
καί ίκανότητος περί το διοικεΐν, άφοϋ άλλως μετά πάσης
ειλικρίνειας άνομολογοϋμεν τάς περικοσμούσας αύτον άρε­
τάς, δπερ ούχί άπαξ άπαντα έν ταΐς γραμμαίς ταύταις.
Τελείως άπειρος περί τό διοικεΐν ό κ. Τσάμπερλαιν τά
διοικητικά του καθήκοντα προσήρμοζε πρός τάς τρα/είας
του στοατιωτικάς έςεις, ουδ' ήδύνατό νά έννοήσιρ δτι |χε-
γίστη ήτο ή άπόστασις τών μέν άπό τών δέ.
Καθολικός τό θρήσκευμα έκ τών φανατικωτέρων χαΐ
πολλάς είς τήν Παπικήν εκκλησίαν παρασ/ών υπηρεσίας
){ 187 )(

ήτο εκ τών μάλλον τετιμη μένων αυτής τέκνων, τής τιμής


δέ ταύτης απτά δείγματα έ'σχε πλειστάκις ύπ' αυτής π α ­
ρασημοφορηθείς. Ύ π ό τήν εποψιν ταύτην ώκτειρε πάντα
χριστιανόν μηδ' αύτών τών ομοεθνών του εξαιρουμένων,
δστις δέν ύπετάσσετο είς τήν Παπικήν κυριαρ/ίαν, τοϋτο
δμως ουδαμώς τόν έκώ)υε νά τρέφτρ ίδιαιτέοαν στοργήν καί
άγάπην πρός τούς Οθωμανούς, έξ ών καί μόνους είχε συν­
τρόφους έν τψ οί'κφ, έν τ ^ υπηρεσία καί άπαντα/ού.
Παραδόξως πρός την μόρφωσιν, τήν καταγωγήν του καί
τάς ίστορικάς του γνώσεις, καί τήν εγκαύχησιν καί τόν
κομπασμόν δτι είς πεπολιτισμένον ανήκει έθνος, ήτο μισέλ-
λην, ούδ' έντρέπετο νά έπιδεικνύτρ τοϋτο, υπερβαίνων πολ­
λάκις τά έσκαμμένα καί αυτά τής ευπρεπείας καί άβρότητος
τά δρια. Τό γεγονός τής είς το χωρίον Γέρι περιφρονήσεως
τής είκόνος τοϋ Βασιλέως μας είνε έκ τών ολίγων τοιού­
των ενδείξεων τοϋ μισελληνισμοϋ του, άλλα καί έκ τών
επεισοδίων εκείνων, άτινα εΐνε άξια έπανάστασιν νά προκα­
λέσωσι, λυπηρόν δέ εΐνε δτι τοσούτον άδεξίως οί άομόδιοι
διεχειρίσθησαν τό ζ ή τ η μ α , ώστε ούδ' ή ελαχίστη ίκανο-
ποίησις εδόθη ήμΐν είτε έκ μέρους αύτού είτε τής προστα­
τευούσης αύτόν Κυβερνήσεως.
Ά ν τ ί τούτου ώς έπίβράβευσις τρόπον τινά ήλθεν ή εκλο­
γή του ώς μέλους τής επιτροπείας τού Μουσείου, καί δή
τ ^ συνεργείςι εκείνων, είς ούς τήν ελπίδα ό κυπριακός λαός
είχεν αναθέσει τής Ικανοποιήσεως τής εθνικής μας φιλοτι­
μίας έν τψ μνησθέντι θλιβερψ έπεισοδίφ τοΰ Γεοιοΰ.
){188 )(
Ώ ς αντιστάθμισμα τοΰ μισελληνισμοϋ του είχε τόν άκρατον
φίλοτουρκισμόν, δν καί'έξήσκει μετά φανατισμοΰ καί ζήλου,
έκπληξιν καί τοί; Οθωμανοί; αύτοίς έμποιοΰντος, ών πολλοί
τήν ύπερβολήν ταύτην, καίτοι ούχί δικαίως, ώς ύπόκρισιν
έξελάμβανον.
Τούρκους εί/ε πάντοτε ύπηρέτας, τούρκους ακολούθους,
τούρκους ζαπτιέδες έν ταΐς περιοδείαις του, μεθ' ών χαι
ούχί σπανίως εσχε διάφορα καί ού/ί άτερπή επεισόδια.
Δεκανεύς τίς ποτε ακολουθών αύτψ είς μακράν έν ήμέ-
ρ(]ΐ θέρους όδοιπορίαν καί καθ' ύπερβολήν πεινάσας δέν ενό­
μισεν δτι εγκληματεί έάν ετρωγεν έπτά αυγά ανήκοντα
είς τόν κ. Τσάμπερλαιν, άλλ' ευρισκόμενα είς τό δισάχκιον
αύτοΰ, δπερ καί επραξεν, άγνοών άλλως δτι ταϋτα ήσαν η
μόνη τροφή, ήν δι' εαυτόν διά τρείς ήμίρας ό κ. Τσάα-
περλαιν έκ Κυρηνείας παρέλαβε, τοϋτο δμω; όλίγον εδέησε,
νά τφ έτοιμάστ, θέσιν είς τό έδώλιον τοϋ κατηγορουμένου.
Διότι δταν κατά τήν είς Κορμακίτην άφιςίν του ο χ.
Τσάμπερλαιν ζητήσας δέν εύρε τά αυγά του, έπληροφορήθη
δέ τό γεγονός παρά τοΰ ίδίου δεκανέως, τοσούτον ώργίσθη
ώστε αμέσως ώς αστυνόμος τψ απαγγέλλει κατηγορίαν έπί
κλοπτ). Ό δυστυχής δεκανεύς ικετεύει, επικαλείται τον
οίκτον χαί τό ελεός του,ύπόσ/εται νά άναπληρώστ; αμέσως,
νά διπλασιάστρ καί τριπλασιάσττ, ταϋτα, άλλ' είς μάτην.
Ό κ. Τσάμπερλαιν άκαμπτος καί αδυσώπητος, διότι σπα­
νίως είχε σχέσιν μετά τής επιεικείας καί συγκαταβά­
σεως, αναχωρεί αμέσως νήστις έκ Κορμαχίτου, άφοΰ ;πΐ3
κ 189 )(
μόνον μίαν φιάλην καμπανίτου, τοΰ συνήθους του καί ά γ α ­
πητοΰ ποτού, καί φθάνει αυθημερόν είς Κυρήνειαν μετά
τοϋ ζαπτιέ, δν καί μετά τόσας ακόμη ώρας εξακολουθεί ύπό
κατηνορίαν νά ^ραττ;.
Αί ίκεσίαι καί τ χ δάκρυα τοϋ ζαπτιέ έν Κυ3ηνεί(}ΐ έπα­
νελήφθησαν θερμότερα, πιστεύομεν δμως δτι ή έθνικότης
του μάλλον η ταϋτα συνεκίνησαν τον κ. Τσάμπεολαιν, ώστε
νά τψ συγχωρήστ), ού/ί δμω; καί έν τψ μέλλοντι άναθήν
περί αύτοϋ ίδέαν νά "ΐοίψτ^ καί υπέρ τής προαγωγής του νΐ^
έργάζηται, ώ ; θά έπραττε δι' άλλον καί κατωτέρας πιθα­
νώς ίκανότητο;, μή συνειθίζοντα δμω; νά τρώγτ|) τούς
αύγάδες του, ώ ; ό κ. Τσάμπερλαιν έκάλει ταύτα είς ίδιόρ-
ουθμον έλληνικήν γλώσσαν.
Τό γεγονός δεικνύει μάλλον τήν λεπτολογίαν, το αυστη­
ρώς μέχρις αδικίας δίκαιον καί τήν άκραν εκκεντρικότητα
τοϋ Τσάμπερλαιν, παρά τήν γλισχρότητά του, ήτις δέν
είνε πάντως έκ τών κυρίων χαρακτηριστικών αύτοϋ, καίτοι
έν δλψ του τω βίψ προσπαθεί νά έπιδεικνύτ) αυτήν. Σταθε-''
ρώς δέν έδαπάνα περισσότερον τοϋ σελίνίου καθ' ήμέραν δια
τήν τροφήν του, ούχ ήττον δμως δέν έφείδετο νά πίν«
μίαν ή δύο φιάλα; καμπανίτου εί; εκαστον γεύμα.
Είς τούς ύπηρέτας του, καίτοι τούρκους πάντοτε, ήονεϊτο
ενίοτε καί εν τεμάχιον άρτου, δέν άπηξίου δ μ ω ; πολλάκις,
όσάκις δίέκρινεν δτι ήσθένουν, νά τού; τρέφτ;ι μέ γ ά λ α χ τ α
καί \ΐΐ βούτυρα π α χ έ α καί νά τούς ποτίζτρ μέ στάουτ ή χαΐ
μέ τόν χαμπανίτην αύτόν.
Θά ένθυμήται πιστεύω είς τών φίλων ριου, οή|Λερον
ίπαξίω; τής ικανότητος του άνωτέραν κατέχων θέσιν έν τ^
ζυβεονητική υπηοεσία, τότε δέ εν τή υπηρεσία τής οιοική-
σεως τοϋ κ. Τσά'^ιπεολαιν διατελών καί έκ τών μάλλον
ευνοουμένων αύτοϋ ϋπάο/ων, οτι καθ' έκάστην νύκτα, δταν
ποτέ ήσθένησεν εί; τών υπηρετών αύτοϋ, μετέβαινον μετά
τού κ. Τσάμπερλαιν είς τήν οίκίαν τοϋ τούρκου ύπηρέτου
κρατούντες άνά τ ά ; δύω /εΐρας φιάλας ζύθου καί δοχεία
γάλακτος είς άνακού'-ΐισιν καί ένίσ/υσιν τοϋ παθόντος.
Ούδ' έλησμόνησεν, ελπίζω, τήν έκπληξιν ύφ' ής ό χ.
Τσάμπερλαιν κατελήφθη, δταν είς μίαν τών νυκτών τούτων
είσελθόντες εϋρον λουόμενον τόν ύπηρέτην τούτον, δτε καί
ήκουσε τόν κ. Τσάμπερλαιν άναφωνοϋντα έν ένθουσιασμψ
καί συχνάκις έπαναλαμβάνοντα τάς λέξεις : Π ο νναβ α
οΐβαη ΤαΓίί !
Ό φίλος μου ούτος καί σήι^ΐ-ον ακόμη τυγχάνει έχ
τών αγαπητών καί έιαπίστων τοϋ . . Τσ7|/-ερλαιν, καί πολ­
λάς αύτού άποστο).άς εκτελεί, όσάκις ευκαιρεί, δέν πιστεύω
δμως,ό'τι έκτοτε παρόμοια τ φ παρουσιάσθη ευκαιρία νά φέρττ)
μετ'έκείνου άνά χείρας βούτυρα καί γάλακτα καί μπύρραν.
Τούς τούρκους Κυρηνείας παρεκά).εσε νά τω όρίσωσιν εν
τψ νεκροταφείφ των μέρος δπως ταφή ε/ αυτοί, έκτοτε οέ
ύποδειχθέν τό μέρος τούτο μένει ίερόν καί άπαραβίαστον οιά
τδν κ. Τσάμπερλαιν. Δέν γνωρίζομεν κατά πόσον τοϋτο
συνάδει πρός τάς δοξασίας τής Παπικής εκκλησίας, αλλά
φαίνεται δτι ό κ. Τσάμπερλαιν γν(ι>ρίζει αμφότερα έναρμο-
χ 191 Κ
"νίως νά συνδυάζττ) καί τήν σύγκρουσιν αύτών τεχνηέντως
παρακάμπτει.
Ά ν τώρα πρόκηται νά πραγματοποιήστ|) τήν ύπόσχεσιν
του ή δ / ι , είνε ζήτημα ά(5θοών αύτόν τόν ίδιον, αλλά το
νεγονός δτι προεπλήρωσε το τής έν Κυρηνείςι οίκίας του
ένοίκιον διά δύω ή τρία έτη ακόμη, δεικνύει δτι'δέν σκέπτε­
ται νά παρασπονδήοτΓΐ.
Έ ν ψ δέ τοιοΰτος ήτο πρός τούς Τούρκους, τούς Α ρ μ ε ­
νίους έμίσει δσον καί τούς "Ελληνας ή καί πλειότερον, ούχί
δέ άπαξ έδογμάτιζεν, αλλά καί μεγαλοφώνως είς πάσαν
μετά Αρμενίων ύπαλ/νήλων συνάντησιν του έκάλει αυτούς
νά άπέλθωσίν είς Καύκασον, Ταϋρον ή Καισάρειαν, άτινα
καί μόνον προωρισμένα δι' αυτούς ί^σαν.
' Η περιβολή του, καί αϋτη ήτο ιδιόρρυθμος καί εκκεν­
τρική, διά τούς μή είδότας δέ αύτόν τεκμήριον εσχάτης
πενίας ή γλισχρότητος, ένψ πράγματι ούδέτερον τούτων
συνέβαινε.
Μικρόν πάντοτε άμπέ/ονον, πολύ άνω τής όσφύος, περί-
σκελίδας ούχί σπανίως κατερρακωμένας, ούχί άπαξ ε^βά-
δα.ς άντί υποδημάτων, άς τινας καί αύτάς άπέβαλλε περί­
πατων ανυπόδητος εντός τοΰ γραφείου του.
Κινεζικόν βαρύτιμον σάλιον ουδέποτε έλειπεν άπό τών
ώμων, τελευταίως δμως καί τοϋτο αντικατέστησε μέ μίαν
συνήθη μ α ν δ η λ ι ά ν . '
Επιδιορθώσεις καί έμβαλώματα τών φορεμάτων τού­
των έγίνοντο ύπ' αύτοΰ τοΰ ίδίου, ούχί άπαξ δέ εθεάθη
Η 192)(

εντός τοΰ Γραφείου του ή καί άλλαχοΰ οάπτων κομβία τοΰ


πανταλονίου του, όσάκις έλησμόνει νά πράςτ; τούτο χατ'
οικον.
Τοιαύτη ήτο σχεδόν πάντοτε ή ενδυμασία του /ειμώνός
τε καί θέρους, καί μέ τοιαύτην καί κατά τάς παγετώδεις
καί βρο/εράς τοϋ χειμώνος νύχτας είς μεταμεσονύκτιους ώ ­
ρας έξήρ/ετο μέ ταίς ίστορικαΐς του παντόφλαις είς έπιθε­
ώρησιν τών φυλάκων ή είς τόν λιμένα διά νά καταλάβτΓ^ έξ
απρόοπτου τούς τελωνοφύλακας κοιμωμένους, ώς υπέθετε,
μία δέ τοιαύτη νύξ ήτο, δτε παρεσύρθησαν αί παντόφλαις
αύταί ύπό τής βρο/ής, αυτός δέ ώσεί κολυμβών είς τά ύ ­
δατα καί κινδυνεύων έκάλει καί θύλακας καί τελωνοφύλα­
κας είς βοήθειαν ότέ μέν μέ όργήν καί ύβρεις, ότέ δέ μέ ικε­
σίας χαί παρακλήσεις.
Οί φύλακες καί τελοίνοφύλακες είτε πράγματι μή άκού­
οντες τάς φωνάς του είτε καί προσποιούμενοι τό τοιούτον,
έπί πολλήν ώραν άφήκαν αύτόν νά κλυδωνίζηται εντός τών
υδάτων έλπίζοντες ό'τι θά άπαλλαγώσιν έν τψ μέλλοντι τών
ενοχλήσεων του, άλλ' ήπατήθησαν, διότι έκτοτε ό κ.
Τσάμπερλαιν μεγαλειτέραν ανέπτυξε τήν δραστηριότητα διά
τάς νυκτερινάς κατοπτεύσεις καί μάλλον αύτοΐς ενοχλητικός
κατέστη.
Ουδείς δμως μεθ' δλα ταύτα ήτο μεγαλοπρεπέστερος ή.
έλευθεριώτερος χατά τε τήν περιβολήν χαί τήν πολυτέλειαν^
είτε δταν περιεβάλλετο τήν τού Ταγματάρχου στολήν είτε
τό ύψηλόν του χαπέλλον καί τό βαρύτιμον του φράκον μέ δ -
)( 193 )(
λα τά διάσημα τών διαφόρω/ του παρασήμων, είτε κατά
τήν έορτήν τού Βασιλέως, είτε είς οίανδήποτε άλλην έπί­
σημον ύποδοχήν.
Τήν ίδιόρρυθμόν του γλισχρότητά έπεδείκνυε κυρίως κα Ι
διά τό Κυβερνητικόν χρήμα, πολλάκις θυσιάζων πολλά άν­
τί ολίγων, μή φε'.δόμενος τού χρόνου τοϋ εαυτού ή τών υ ­
παλλήλων του καί τήν έργασίαν τής διοικήσεως άπαραδειγ-
ματίστως επιβραδύνων, γνωστή δέ εΐνε πιστεύω ή αλληλο­
γραφία, ήν έπί έξάμηνον διετήρησε μετά τοϋ Γοαοοείου-
τοϋ Ά ρ χ ι λ ο γ ι σ τ ο ΰ διά μίαν δ ε κ ά ρ α ν ήτις έφαίνετο
περισσεύουσα είς τό ταμεΐον τής διοικήσεως του, ό'πεο έπί τέ­
λους ήνάγκασ3 τόν τότε είρωνα καί σκωπτικόν άρ/ιλογιστήν
Ά σ μ ο υ ρ νά κλείσττ) τήν μακράν καί έπιζήμιον ταύτην ά λ ­
ληλογραφίαν διά τών λέξεων « Ο ϊ ν θ ίί; ί ο ί1ΐ6 β Γ δ ί
1)β^^αΓ γοιι ηιββΐ;».
Κ α θ ' δσον άφορ^ τήν πρός τούς υπαλλήλους συμπεοιφο-
ράν του, πάντες οί άνά τήν Κύπρον υπάλληλοι μοί έπίμαρ-
τυροϋσιν δτι μετ' αποστροφής άλλα καί τίνος τερψιθυμίας
άναμιμνήσκονται ταύτης.
Ό συνήθης τής κλήσεως τρόπος δίν ήτο οΰτε τό Κύριε,,
οϋτε τό ΜΐδΙβΓ οϋτε τό έφέντη, άλλα τό Ο ο η ΐ ί θ γ , τό
γαδοΰρΐ, καί τό έσηέκ, άτινα συγχρόνως άπήγγελλε καί είς
τάς τρεΐς γλώσσας.
"Οταν τό πρώτον τό είδος τοΰτο τής προσαγορεύσεως
ήκουσε τις τών φίλων μου νεαρός τότε υπάλληλος άλλα νΰν
έπ' ώμων αρκετούς φέρων Μαίους χαί διαχεκριμένην κατέχων
κ 194 Η
^έσιν επαξίως τής ευφυίας,γλωσσομάθειας καί Ικανότητος του
κατεπλάγη καί ευγενείς" έποιήσατο παρατηρήσεις καί εις ε­
πανάληψιν τής παοαδόξου προσαγορεύσεως τψ υπέμνησεν δτι
τό αυτό καί είς τοΰτον παρέχεται δικαίωμα άλλ' ήναγκάσθη
έπι τέλους κχί ο ϋ : ο ; ώ ; πάντε; οί άλ λοι νά έξοικείωθτ) πρός
τούτο χαί μετά γέλωτος νά άνακοινώντ^ι τοΐς φίλοις τό πάθη-
μια, δπερ ούχί άπας τής ημέρας συνέβαινε.
Οί υπάλληλοι δι^ροΰντο εί; ευνοουμένους καί μ ή , άλλα
καί οί ευνοούμενοι αύτοί δέν ήσαν ευτυχέστεροι ουδέ ηκουον
άλλως, ή ώς περιεγράφη , τοϋ ονόματος των, ώς έκ πε­
ρισσού δέ ήσαν υποχρεωμένοι νά τόν άκολουθώσιν είς όλας
του τάς ιδιοτροπίας, νά μένωσιν είς τό γραφεΐον μέ/ρι βα­
θείας νυκτός, νά μή γνωρίζωσι δέ πότε νά φάγωσιν ή πότε
νά κοιμηθώσιν ώς ζητούμενοι καθ' έκάστην στιγμήν ύπ'
αύτοϋ, ώστε πολλάχις προετίμων νά εύρίσκωνται είς τάς
τάξεις τών ύπό δυσμένειαν υπαλλήλων. «Είμαι έκ τών
μάλλον αγαπητών καί εμπίστων τοϋ κ. Τσάμπερλαιν»,
μοί έλεγε τελευταίως είς τών φίλων μου έν Κυρηνείί^ ευ­
φυής δντως καί δραστήριος υπάλληλος, « άλλα δέν μέ
άφίνει ούτε νά φάγω, ούτε νά κοιμηθώ καί μέ περιάγει
άνά τούς οδούς καί ρύμας τής πόλεως όσάκις δέν μέ κρατεί
εις τό γραφεΐον, καί διά τοϋτο προτιμώ τήν είς τάς τάξεις
τών μή ευνοουμένων μετάστάσιν, καί μοί φαίνεται δτι
πρέπει νά σπεύσω νά τό πράξω.»
Μεθ' δλα ταύτα πολλοί τών υπαλλήλων δέν τόν έμίσουν,
πολύ δέ γρήγορα συνείθιζον τό ίδιον τής συμπεριφοράς του
)( 195 Χ
καί ύπέφερον τούτον, ώς ύπέφερεν εύπαίδευτος καί μ ε γ α ­
λοφυής έν Λάρνακι φίλος μου, δστις τής αξιοπρέπειας καί
μεγαλοφροσύνης τό αίσθημα είς τοιούτον ε/ει βαθμόν άνε­
πτυγμένον, ώστε πλήν τού κ. Τσάμπερλαιν δέν θά ήνεί­
χετο οϋτε τόν Μέγαν Ναπολέοντα. 'Οφίίλομεν νά όμολο­
γήσωμεν δτι ό)ς διοικητής ει/εν δλην τήν καλήν διάθεσιν
νά πράςτ; τό καλόν καί ώφέλιμον, άλλα δυστυχώς δέν
έγνώριζε πώς νά πράξη τοϋτο, ή δέ π λ η μ μ ε λ ή ; αϋτη άντί­
ληψις είς πολλά τά άτοπα κα) επιβλαβή τόν ώδήγει.
*Ητο δντως αμερόληπτο; καί πολλάχις δημοσία έ-ετιμα.
καί πλουσίους καί άρ/οντάς όσάκις διεγίνοίσκεν ότι ύπήρ­
χον παρ' αύτοΐς προθέσεις πρός βλάβην τοϋ κοινού ή και.
ενός άτομου, άλλ' ού/ί σπανίως χαί τοϋτο έπραττεν εκ σφα­
λεράς αντιλήψεως.
Ή άκρα τυπικότης το > έφθανε μέ/ρΐ τοϋ γελοίου, π ο λ -
λάκι; οζ ούκ δλίγα τά άτοπα, αλλά καί ζημίαι μεγάλαι εκ
ταύτη; έπισυνέβησαν.
Είς τρικυμιώδη τινά νύκτα τοϋ Δεκεμβρίου τοία σπογγα­
λιευτικά πλοΐάοΐα υιέ άπαν έν αύτοϊς τό πλήρωμα των διέ-
τρε/ον τόν έ'σ/ατον κίνδυνον τού ναυαγίου, δν κατά τήν
γνώμην τών ναυτικών θά άπέφευγον, αν άμέσω; έ/ορηγοϋν-
το αί άλυσσίδες τοϋ Τελωνείου. Ά λ λ ' ό κ. Τσάμπεολαιν
είς τρείς τών πρώτων πολιτών παρουσιασθέντας πρό αύτοϋ
καί προφορικώς τήν αίτησιν ταύτην ποίησαν :ας άπ^ρτησεν
δπως τψ νίντ) γραπτή αίτησις φέρουσα τάς ύπογραφάς έπι-
τροηής τής πόλεως. Οί έν λόγψ πολίται υποδεικνύουν τ δ
χ 196 )(
άκαιρον τού πράγματος καί τόν έπικείυ,ενον κίνδυνον ούχι
μόνον τών πλοίων άλλα καί τών έν αύτψ ανθρώπων, άλλ'
ο κ. Τσάμπερλαιν επιμένει είς τήν άπαίτησιν του, ήτις ύ­
πομιμνήσκει παλαιόν σοφόν ψήφισμα δημαρ/είου έπαρχια-
χής τίνος πόλεως τής Γαλλίας, καθ' δ ή πυροσβεστική του
αντλία θά έχορηγεΐτο μόνον έπί τψ δρφ δτι θά έγίνετο
γ ρ α π τ ή αίτησις τουλάχιστον 24 ώρας πρό τής πυρκαϊάς.
Συνεπεία τής απαιτήσεως ταύτης καί τά τρία έκεΐνα
πλοία κατά την νύκτα έκείνην έναυάγησαν, καί οί έν αύτοΐς
άνθρωποι άπαντες θά έπνίγοντο, άν μή δύο τής Κυρηνείας
ευγενείς πολίται άκολουθοϋντες τό γενναιόφρον καί ύψηλόν
παράδειγμα τοϋ διακεκριμένου υπαλλήλου κ. Ι. Κ. Περι­
στιάνη γραμματέως τότε τής Αστυνομίας καί πρώτου ρι-
φθέντος είς τήν θάλασσαν, δέν εσπευδον μέ προφανή τής
ζωής των κίνδυνον νά διασώσωσιν απαντάς τούτους.
Ό κ. Τσάμπερλαιν παρών κατά τήν στιγμήν εκείνην
χαί συγκινηθείς πρό τής έξοχου ταύτης αύταπαρνήσεως έ­
σπευσε νά προσφέρη δύο λίρας είς τούς σωτήρας, άλλ' ούτοι
μετ' άγανακτήσεως απέκρουσαν τό διά /ουσίου τίμημα τουτο
τής φιλανθρωπίας
•Έν τούτοις καίτοι πάς τις αμφέβαλλε περί τής ορθής αν­
τιλήψεως του εί/ε τήν πεποίθησίν, δτι εύσυνειδήτως καί ά­
μερολήπτως θά διεξεπεοαίου πάσαν ύπόθεσιν άν καλώς άν­
τελαμβάνετο ταύτης.
' Η βελτίωσις τοΰ δρόμου τής Κυρηνείας καί ή τομή τών
τεραστίων εκείνων βρά'/ων, οϊτινες καί έκτοτε φέρουσι τό
χ 197 )(
τ)νομά του,οφείλονται αποκλειστικώς είς αύτόν, πρός τοΰτο
οε επί πολλούς μήνας αδιαφορών διά τάς άλλας τής οιοι-
κήσεως υπηρεσίας, διημέρευε καί διενυκτέρευε πολλάκις μετά
τών εργαζομένων φυλακισμένων, μετ' αύτών λαμβάνων και
τό γεΰμα καί τό δεΐπνον του.
Τό τής ελεημοσύνης αί'σθημα είχεν είς μέγιστον βαθμον
άνεπτυγμένον, τακτικώς δέ καί έν τψ κρυπτφ ένήργει ταύ­
την διά τάς αξίας ελεημοσύνης οίκογενείας, αμείλικτος όέ
ήτο άν ποτε τω συνίστατο πρός ελεημοσύνην ανάξιος τις
τοιαύτης, είς δέ τών έν Λάονακι έπί πολλά έτη ύπηρετη­
σάντων υπαστυνόμων ύπό τήν βαρεΐαν του περιέπεσε ουσμε-
νειαν καί μέ τόν συνήθη τής προσαγορεύσεως τρόπον πολ­
λάκις προσηγορεύθη διότι συνέστησε πρδς ελεημοσύνην μίαν
Κυρίαν έν Λάρνακι, άξίαν μέν ελεημοσύνης χατ' αυτόν, φέ­
ρουσαν δμως Λευκά γάντια.
Λέγεται πλούσιος καί είνε,ού/ί δμως ώς υποτίθεται μέ η -
γεμονικόνείσόδημα. Είνε κάτο/ος κτηματικής τινοςπεριουσι-
ας έν Α γ γ λ ί α καί χρηματικής επίσης παρά ταΐς εκεΐ τρα-
πέζαις, άλλα τό εισόδημα τούτων εί'τε ανέρχεται εις πέντε.
χ ι λ . λιρών κατ' ετος, ώς λέγεται, είτε είς δύο, δπερ είνε
χαί τό ακριβές, μεγάλην ό κ. Τσάμπερλαιν ευρίσκει τέρψιν
νά τό άφίντ, όλόκληρον καί νά τό έπαυξάν^ διά τοϋ μι­
σθού του καί νϋν διά τής συντάξεως στερούμενος αυτός,
διά τήν άριστοκράτιδα σύζυγον του καί τά τέκνα του,
ήν άνά δύο ή τρία ετη επισκέπτεται έν Ισπανία, ή '1τ<χ-
λί<ί, ή Άγγλίίί.
)( 198)(
Έ ξ αγάπης πρός τήν Κύποον καί δή ποό; τήν Κυοή-
νειαν, υποθέτω, πάντα λίθον έκίνΛ,σε κχί υψηλά; έπεκαλέ­
σθη έπιρροάς έν ' Α γ γ λ ί α καί έν αύττί τίί Ι τ α λ ί α έν τή βα­
σιλική αυλή ινα διατηρηθή είσέτι έπί τινα έτη έν τή υ π η ­
ρεσία, άλλα πρό; μεγάλην του θλίψιν ύπήρςεν άκατόρθω­
τον.
Ά λ λ α καί οϋτω πάλιν μένει έν Κυοηνεί:*, δ.του ίσω; θά
ήτο ευτυχέστερο;, άν καί ό διαβόητο; λό:δο; Χοΰστίϋ/ έζη
ε·/ Κυρηνϊία, υποτιθεμένου πάντοτε δτι θά έζων είοηνικώ;,
άφού,ώ; λέγεται,δέν κατώρθωσε νά τά συμβιβάστ) μέ τόν έ­
κεΐσε παρεπιδημοΰντα κ. \\Ί11ίαΐΐΐ \^^^[1^(}, δστι; πεοΙ
πνευματιστικά κατανίνεται νχινόυιενα κχί τον νουν τ ή ; άν-
θοωπότητος διά μαθηματικών υπολογισμών βοηθούμενος καί
ύπό τής συζύ^Όυ του είς εν άπό τά διάφορα συρτάρια του
ποοσπαθεΐ νά πεοισυλλέξη.
ι ^ ' ι'
Δι' ημάς ή έν Κύποψ διαμονή τοϋ κ. Τσάμπερλαιν δέν
είνε δυσάρεστος άφοϋ δέν είνε πλέον Διοικητής, οϋτε ύ π ο ­
θέτομεν από τοϋ νϋν μέλος τής Επιτροπείας τοϋ Μουσείο^
ύπό Ε λ λ ή ν ω ν έκλεγόμενον.

Λευκωσία.
^^ίψί^

ΟΛΙΓΟΝ ΚΑΊ ΕΝ ΤΩ ΟΥΡΑΝΟ


«»0<«

ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΛΟΓΙΚΗ

Π Ο Σ Ο Ν ή νύξ απόψε είνε ωραία χαί θαυμασία !


ιΟΊ αστέρες λάμπουσι τόσον πολύ καί μού φαίνονται
πολύ πλησιέστεοον ή άλλοτε. Ν ο μ ί ζ ω , δτι δια­
κρίνω τό νεφέλωμα τής Ανδρομέδας.
— Ναί* καί ό Γαλαξίας τί λαμπρός ! μέ τούς ανοικτούς
αύτού βοα/ίονας, ώς δύο αδαμάντινοι ποταμοί. Διατρέ/ει
τόν ούρανόν πορευόμενος πρός δυσμάς, φέρων τόν σταυρόν
τοϋ Κύκνου έν τοΐς ύποκυάνοις
αύτοϋ νέφεσιν. Ίδέ καί τον τοξό­
την καί τόν Δέλφινα. Τ ί μεγαλο­
πρέπεια ούρανοϋ απόψε ! Ά λ λ α . . .
τί σκέπτεσαι ; φαίνεσαι ονειροπό­
λων !
— Έσκεπτόμην, δτι ή Γ ή ,
έφ' ής ευρισκόμεθα, είναι τόσον
μικρός αστήρ καί έν τούτοις κείται
έν μέσφ' αύτών. Κάτωθι καί άνωθι
ή"μών υπάρχουν αστέρες. Ποίοι
αστερισμοί εινε ήδη χάτωθι ;
)(200 Κ
— Οί αντίθετοι τούτων. Βλέπεις τόν έρυθροΰν έχεϊνον
αστέρα πρός τόν νότιον ορίζοντα ; Είναι ό Φαμαλ/ώτ^ι
Έάν δέ λάβτρς τήν διεύθυνσιν αυτήν πρός τά έχεΐ καί χάμ^ς
τόν κύκλον τής Γής, θά εϋρτρς άπωτέρω, μεσημβρινώς τόν
Άχερνάρ, δστις ήδη είνε χάτωθι τοϋ ορίζοντος μας, τόν
Τουκάνον, τόν Σταυρόν τής Μεσημβρίας, τόν Κένταυρον,
τήν "Υδραν, τήν Παρθένον.
— Λοιπόν ακριβώς έσκεπτόμην, δτι ευρισκόμεθα είς τό
μέσον τοϋ Ούρανοϋ καί κατοικοϋμεν κόσμον κεντρικόν.
— Απαράλλακτα, ώς νά διεμένομεν είς τήνΆφροδίτην,
εις τόν Άρην, τόν Δία ή τόν Κρόνον. 'Αλλά καί έπί τής
Άνδοομέδας ή έν ταΐς Πλειάσιν έάν ευρισκόμεθα θά είμεθα
επίσης είς τό μέσον τοΰ ούρανοϋ. Πάντοτε είς τό μέσον τού
ούρανοΰ καί τού Σύμπαντος θά εύρισκώμεθα.
— "Ωστε, έάν ή Γή μας ήτο διαφανής, θά έβλέπο;^ιεν
διά μέσου αυτής ήδη τούς αστερισμούς τούτου; κάτωθι
ημών, ώς καί τόν περιβάλλοντα ημάς ΓαλαξΙαν, δίχην
άστροφεγγοΰς πελωρίου ζώνης, έν τφ μέσφ τών κόσμων.
— Ναί και τότε θά ένόεις καλλίτερον πώς φερόμεθα έν
τφ άπείρφ κενφ εντός μικράς λέμβου. "Εκαστος δέ τών
αναρίθμητων αύτών, ώς βλέπεις, αστέρων είναι καΐ είς
ήλιος. Ή θέσις μας δθεν είναι ταπεινότατη απέναντι τοΰ
απέραντου αύτοΰ χάους τών αστέρων, οΐτινες διαφέρουσιν
αλλήλων κατά τήν άπόστασιν, τήν λάμψιν, τδ ειοος του
^ωτός, τήν ήλιχίαν, τήν δύναμιν, τό μέγεθος.
— Ποία ή άπόστασις τοΰ Βέγα, τού αγαπητού μο»
Αστέρος ;
)( 201)(
— Τρίς 204 εκατομμύρια χιλιόμετρα άπό τοΰ Ήλιου,
Προστιθεμένης χαί τής άφ' ημών πρός τοΰτον αποστάσεως
ενός εκατομμυρίου τριακοσίων έβδομήκοντα πέντε χιλιάδων.
Αμαξοστοιχία σιδηροδρόμου μέ τα/ύτητα ενός χιλιομέτρου
κατά λεπτόν τής ώρας, δστις θά διήνυε 270 ετη διά νά
φθάστ) είς τδν "Ηλιον, ήθελε χρειασθή, 371 εκατομμύρια
ετη διά νά έ'λθ^ρ είς τόν Βέγαν. *Η δέ φωτεινή αύτού άκτίς
διά νά φθάστ) πρός ημάς καί ήτις τρέ/ει μέ (τήν ιλιγγιώδη
ταχύτητα 3 0 0 , 0 0 0 χιλιομέτρων κατά δευτερόλεπτον...
φαντάσθητι τί ήλικίαν θά εί/ες όπόταν ή άχτίς αϋτη εφυ­
γεν άπό τήν πηγήν της, διά νά έ'λθτ) έδώ.
— Είμαι εικοσιπέντε ετών.
— Λοιπόν, δταν ή άκτίς αϋτη εφυγεν έκεΐθεν, ήσο τριών
^τών καί τεσσάρων μηνών. Ή άκτίς αύτη έρχεται κατ'
ευθείαν έκεϊθεν έκτοτε διά νά φθάστρ σήμερον έδώ. Καί ση-
ρ,είωσον εΐνε εις έκ τών πλησιέστερων ήμΐν αστέρων.
Οί αστέρες είσίν οΐ άξονες τοΰ σύμπαντος.
*0 ημέτερος μετά τών γειτόνων του άλληλοβαστάζονται
^κ τής αμοιβαίας αύτών έλξεως καΐ έκαστος κυκλοφορεί έν
τφ σύμπαντι, ύπείκων είς τό σύνολον τών έλξεων.
Έν τφ φωτί δλων τών ήλιων αύτών περιφέρονται κόσμοι
•ώς ή ημετέρα Γή, κατοικούμενοι ύπό δντων καί όσάκις
ΐβλέπω αυτούς, συλλογίζομαι τούς διαβιοϋντας έκεΐσε και
τόν άπομεμαχρι^σμένον και μυστηριώδη αύτών βίον. Ά π α ν
αύτδ τό μεγαλοπρεπές θέαμα παρίσταται ώς μία ζώσα
|λεγαλούπολις ενώπιον μου.
χ 202 )(
— *Ό, πόσον έπεθύμουν νά μάθω, πώς καί παρά τίνων
κατοικούνται οΐ άπειροπληθεί; αύτοι κόσμοι ! Οί άνθρωποι
έκεΐ μάς ομοιάζουν άρα γε, έχουσι τάς αισθήσεις μας, σκέ­
πτονται ώς ήμεΐς ;
Τί ώραΐον πράγμα νά εί/ομεν χαί έκεΐ αδελφούς. *Αν
ήδυνάμην, νά εκαμνον πτερά, νά πετάξω Ιως τόν ούρανόν !
— Καί έν τούτοις είμεθα καί ζώμίν έν τφ ούρανψ. Εί­
μεθα πλησίον αύτών, πνευματικώς τούς αίσθανόμεθα, άλλ^
ή πραγματικότης τών αισθήσεων μάς άπατ^. Είμεθα έν τψ
ούρανψ καί έν τούτοις νομίζομεν, δτι ευρισκόμεθα έκτος
αύτοΰ. Νομίζομεν δτι διά τού θανάτου θά πλησιάσωμεν αυ­
τούς, ένψ τουναντίον καί διά τού θανάτου έδώ θά μείνω­
μέν, δηλαδή εί; τό μεταξύ κενόν τών κόσμων αύτών.
Άφήσωμεν πλέον τούς μύθους καί τάς παραδόσεις* έάν οΐ
κάτοικοι τών κόσμων αύτών γεννώνται μόνον διά ν άποθνή-
σκωσιν, ό βίος τότε θά ήτον άνευ σκοποΰ καί τό σύμπαν ά­
νευ λόγου. Τότε ό κόσμος θά παρωμοίαζε πρός μαγι/όν φα­
νόν, δι' ού αί μαγικα'. σκηναί διέρ/ονται πρό τής φωτειν?|ς
ύαλου αύτού, πρός στιγμήν μόνον καί άνευ έννοιας.
— "Ηδη εννοώ, διδάσκαλε μου. Ζώμεν ούχί έπί τής
νής, άλλ' έν τφ φωτί τού ηλίου, δπερ μετά τόν θάνατον
τοΰ σώματος μας εξακολουθεί νά μάς ζωογον^ καί διατηρή.
— Ναί ζώμεν έν τίί ακτινοβολία τού ηλίου, ή δέ άν­
θρωπότης τυφλώττει, διότι τό πράγμα είνε καθαρόν, πασι­
φανές, άναμφισβήτητον. Ίδού, πρό ημών, τό σύμπαν. Δέν
τό πλάττομεν ήμεϊς* τό επλασεν δ δημιουργός, διά τήν
άθανασίαν τοΰ ανθρώπου.
)( 203 )(
— " Η δ η εννοώ ποΰ ευρίσκομαι.
— Ή άνθρωπότης φαντάζεται, δτι δέν ευρίσκεται έν
τψ ούρανψ. Ά λ λ α τότε τόσοι μεγάλοι προϋπάρξαντες νόες,
τζοΰ εστρεφον τούς οφθαλμούς ; Οί ίδρυταί τών θρησκειών,
τί έβλεπον, θέσαντες τήν γήν χάτωθι καί τόν ούρανόν ά­
νωθι ; Κ α ί διατί έχώρησαν τόν πλανήτην μας έκ τοΰ λοιπού
σύμπαντος, διατί έθεσαν τήν ζωήν κάτω χαί τόν θάνατον
επάνω καί υπέθεσαν, δτι τό άκατανόητον ήτον ό σκοπός τής
πλάσεως ;
— "Ωστε θάνατος δέν υπάρχει ούδαμού ;
— ' Η ζωή δέν σβέννυται, ουδέποτε δέ θά παραδεχθώ,
δτι ή ϋπαρξις τοϋ ανθρώπου είναι άνευ σκοπού καί δτι αί
τόσαι προϋπάρξεις έγένοντο άνευ λόγου. Βλέπω τήν άλή­
θειαν, βλέπω τό φώς. Εί'μεθα απείρως μικροί έν τψ απεί­
ρως μεγάλψ.
— Νομίζω, δτι ή ψι>/ή μου βαδίζει άναμέσον τών
απείρων αύτών κόσμων.
— Ή Γή μάς φέρει έν τή πορεία της. Έκάστην δέ
δέ πρωίαν έ/ει κάμει έ'να έπί πλέον κύκλον. Ευρισκόμεθα
καθ' έκάστην άλλαχοΰ καί έν τούτοις ουδείς τό φαντάζεται
διότι ό πλανήτης ημών κατοικείται άπο οντά, άγνοοϋντα
ποϋ ευρίσκονται.
— Ώς καί τί κάμνουσιν. Ά λ λ α , οϋτω είνε χαί οί κά­
τοικοι τοϋ 'Άρεως, τής Αφροδίτης κτλ;
— Δέν τό πιστεύω, διότι όμοιάζομεν πρός τούς άγριους
ενός μέρους τής γ ή ς , οΐτινες δέν έχουσιν ίδέαν τοϋ εαυτού
Η 204){
των καί οΐτινες Ισως τόν ούρανόν φαντάζονται, ώς στέ-
γασμα τής κεφαλής των. Δυστυχώς διά τό πλείστον τών
ανθρώπων τής Γής, επιστήμη δι' αυτούς δέν υπάρχει οί δέ
σοφοί θεωρούνται ώς περίεργα δντα. θ ά παρετήρησας πολ­
λάκις, πώς οΐ άνθρωποι διανέμουσι τήν δόξαν καί τάς τι­
μάς, πώς φονεύουσι τούς αθώους καί πώς τιμώσι τούς
ίβχυρούς. Πάντας ίδίως άπασχολοΰσιν αί υποθέσεις καΐ
ουδέν άλλο σκέπτονται ή νά τρέχωσιν όπισθεν τοΰ χρήμα­
τος και τής τύχης, μή αντιλαμβανόμενοι, ό'τι άποθνήσκουσι
καθ' όδόν τής πλάνης των.
— Δέν είνε πνευματώδες τοΰτο, ούτε περιποιεΐ είς
αυτούς τιμήν.
— Βεβαίως, πλήν φεΰ ! τοιοΰτος έγένετο ό γήινος
βίος. ΑΙ ποιχίλαι απολαύσεις δέν άφίνουσι^τόν άνθρωπον νά
σκεφθή εις άλλα.
— ΚαΙ έν τούτοις, τί ώραΐον καί τί μεγαλοπρεπές
θέαμα, τό μεγαλεΐον αυτό τού άστερόεντος ούρανοΰ.Όποία
βαθύτατη ησυχία όποία είρήνη καί όποΐον χάος τελειότη­
τος ! Παοατηρήσατε τάς Πλειάδας, πόσον υψώθησαν έν τφ
ούρανφ, άφ' δτου όμιλοΰμεν. Λάμπουσιν ήδη δλιγώτερον
και εΐνε έπτά.
— Παρατήρησον είς τόν άστερισμόν αύτόν, τόν αστέρα,
δν οί άρ/αΐοι ένόμιζον έξαφανισθέντα κατά τούς χρόνους
τού Τρωικού πολέμου. Είνε ό ασθενέστερος καί μόλις δια­
κρίνεται. Είς καλός οφθαλμός δύναται νά ίδτρ οκτώ, έννία,
ί'έκα χ*ι ενίοτε περισσοτέρους.
)( 205 Κ
— Ά λ λ α πόσους αστέρας εχουσι λοιπόν αί Πλειάδες ;
— Πολλάς έχατοντάδαις. Διά τοΰ τηλεσκοπίου άνακα-
λύπτομεν μικροσκοπικούς, τοΰ δεκάτου π;μπτου, δεκάτου
έκτου, δεκάτου έβδομου μεγέθους. *Η δέ φωτογραφία απο­
καλύπτει ήμϊν ετι απαρατήρητους τφ όφθαλμψ ημών αστέ­
ρας, καθόσον, ώς γνωρίζεις, ό νέος φωτογραφικός αμφιβλη­
στροειδής χιτών τής αστρονομίας, αποκαλύπτει καί φωτο­
γραφεί ήδη αστέρας μήπω παρατηρηθέντας διά τοΰ ισχυρό­
τατου τηλεσκοπίου.
— Ώ , ναί, εννοώ, δτι αισθάνομαι τό άπειρον, άλλ'ου­
δέποτε θά κατορθώσω νά τό αντιληφθώ.
— Έ ν τούτοις είναι εύκολώτερον νά έννοήστις τό άπειρο «Γ
ή τό πεπερασμένον. Φαντάσθητι, οτι θέτεις δρια είς μέρο;
τι τού απείρου* δέν θά τό κατορθώσεις, διότι ή φαντασία σου
θά διαβ^ τό δριον. Καί τούτο, διότι οΰτε ή οαντασία, οΰ­
τε τό άπειρον εχουσιν δρια.
—"Αχ πόσον ήθελον νά μεταβώ έκεΐ !
-—Ποΰ, είς τό άπειρον ; Έλθέ. Εΰκολον πράγμα. Ίδού
μεταβώμεν έκεΐ πνευματικώς. Φαντάσθητι, δτι ταξειδεύο-
μεν μέ ταχύτητα φωτός δηλαδή τριακοσίων χιλιάδων χιλι­
ομέτρων κατά δευτερόλεπτον ! Μετά τεσσαράκοντα λεπτά
•ά είμεθα είς τόν Δία,μετά μίαν ώραν είς τόν Κρόνον, με­
τά τεσσάρας είς τόν Ποσειδώνα, μετά τριάκοντα Ιξ ετη είς
τόν πολικόν Αστέρα καί εκατόν έτη είς τόν αστέρα έκεΐνον^
Έξαχολουθήσωμεν τόν δρόμον μας κατ' ευθείαν γραμμήν
πέραν τοΰ αστέρος τούτου εκατόν ετη ακόμη χαί πάντοτε
)( 206 )(
άπωτέρω έπί χίλια Ιτη δέκα χιλιάδας έτη, εκατόν χιλιάδας
ετη, άνευ διακοπής, πάντοτε προ/ωροϋντες, μετά τής αύ-
Της τα/ύτητος τών τριακοσίων χιλιάδων χατά δευτερόλε­
πτον. Καί ίδε έ/άσαμεν πλέον άπό τών οφθαλμών μας τήν
Τ ή ν , τό ήλιακόν ημών σύστημα καί τον "Ηλιον άχόμη* ώς
καί τούς κυριωτέρους αστέρας, τούς όποιους έκ τής Γής πα-
ρετηροϋμεν. Διήλθομεν άγνωστους ήμίν άστεροφόρους /ώ­
ρας χαί είσεδύσαμεν είς απέραντους έρημους, ήλίων εκτάσεις.
Ή γ γ ί σ α μ ε ν έν τγ, μακρ^ταύττρ πορεία μας κόσμους θαυμα-
σιωτέρους τών δακτυλίων τού Κρόνου, κομήτας φανταστι­
κούς, νυκτερίδας τοϋ ουρανίου χάους, ήλιους απαστράπτον­
τας έκ λαμπρότητος, φάρους εκθαμβωτικούς, εκπέμποντας
δλα τά χρώματα τοϋ πρίσματος, διά μέσου τοϋ τετυφλωυέ-
νου άπειρου. Άνεκαλύψαμεν κατοικητήρια παράδοξα. Οντων
υπερφυσικών δι' ημάς, υπέρ—γήινων καί υπέρ—ήλίων καί
ούδαμού ή παγκόσίΛίος ελξις^μάς συνεκράτησεν, έξαχολουθη-
σαντες τήν πορείαν μας κατ' ευθείαν, έ-ί εκατόν /ιλιάδας
ετη, έπί πεντακόσιας -χιλιάδας ετών, έπί έκατομαύριον, δέκα
εκατομμύρια ετη, εκατόν εκατομμύρια καί πάντοτε μετά
τής αυτής ταχύτητος τοϋ φωτός, τών τριακοσίων / ι λ . / ι -
λιομέτρων κατά δευτερόλεπτον.
— Κ α ί ήδη ποϋ είμεθα λοιπόν, ώ διδάσκαλε μου ; Ποϋ
τό σύμπαν περαιούται ;
— Ο υ τ ε κατά βήμα, φίλε μου, έπρο/ωρήσαμεν πρός τό
σύμπαν καί μοϋ ζητείς τό τέλος αύτοϋ ; Μόλις τόν φλοιόν
τοΰ σύμπαντος έπατήσαμεν δι' ό'λης μας τής πορείας αυτής!
)( 207){

Κ α ί ήδυνάμεθα ούτω νά ταξειδεύωμεν κατά τήν αυτήν π ά ν ­


τοτε διεύθυνσιν ή καί κατά έτέραν, έπί όλόκληρον τήν α ι ω ­
νιότητα καί ουδέποτε θά έφθάνομεν είς τό τέρμα.
— Κ α ί ϊ ί υπάρχουν λοιπόν έτι καί πέραν τής αιωνιότη­
τας αυτής, ώς λέγετε ;
- - Ν έ ο ι ουρανοί έ'τι, νέοι κόσμοι, ήλιοι, αστέρες, κομή-
ται κλπ. δηλ. τό άπειρον τοιούτον σύμπαν, άνευ αρχής χαί
τέλους, άνευ ύψους καί βάθους, άνευ κάτω καί άνω, ουτε ζε­
νίθ, οΰτε ναδίρ. Τ ά άστρα μας χοησίμεύουν καί ώς σημεία
αφετηρίας διά μέσου τών όποιων έπι/ειροΰμεν τόν τριγωνι-
σμόν τών ουρανών. Ά λ λ ' ουδέν σημεΐον στερεόν υπάρχει έν
τψ άπείρφ, πρός δ νά δυνάμεθα ν' άναφερθώμεν. Τ ό ταξεί­
διον αυτό, δπερ πνευματικώς πρό δλίγου έκάμομεν, τό εκτε­
λούν καί αύτοί οί αστέρες, μεταβαίνοντες καθ' δλας τάς δι­
ευθύνσεις με καταπληκτικάς τ α / ύ τ η τ α ς . Καί ήμεΐς δ' επί­
σης ταξειδεύομεν άπαρατηρήτως έν τψ κενψ άπό αμνημο­
νεύτων χρόνων καί ταξειδεύομεν ακαταπαύστως, καθόσον
πρίν ή γεννηθώμεν, ή Γ ή μας έταςείδευεν ή δ η , άφοϋ άπετέ­
λει μέρος τοϋ ηλιακού νεφελώματος, εκτελούσα τόν προορι­
σμόν της. Μετά δέ τό τέλος τοϋ γηίνου κόσμου, τά λείψα­
να τοϋ πλανήτου μας θά έξακολουθήσωσι ταξειδεύοντα έν
ταΐς νέαις αύτών έπικοινωνίαις. Τό κενόν, επαναλαμβάνω,
είναι άπειρον-, ή δέ κίνησις αδιάφθορος.
— " Ω σ τ ε δλοι αύτοί οί αστέρες, ούς βλέπομεν, κινούνται
καί τρέχουσι πρός τό άπειρον κενόν μέ καταπληκτικήν τ α / ύ ­
τητα. Οία ιλιγγιώδης καί κολοσιαία εκστρατεία, ώς νά ε­
πρόκειτο περί κατακτήσεως κόσμων καί χωρών.
—Παρατήρησον τό αστρον έκεΐνο, τό άλφα τοϋ Κύκνου*
κ 208 χ
πορεύεται πρδς ημάς, πίπτει ευθέως χαθ' ημών μέ τανύτη-
τα δύο δισεκατομμυρίων χιλιομέτρων κατ' ετος. Άλλ' ου­
δέποτε θά μάς φθάσ:|ΐ, διότι καί ήμεΐς φεύνομεν πρός τόν
άστερισμόν τοϋ Ηρακλέους.
*0 Άρκτοΰρος πορεύεται πρός μεσημβρίαν, μέ ταχύτητα
τριών δισεκατομμυρίων χιλιομέτρων χατ' ετος. Έν δέ τ^
Μεγάλτρ Άρκτφ,' υπάρχει αστήρ, δστις τρέχει μέ ταχύτη­
τα εικοσιοκτώ εκατομμυρίων χιλιομέτρων κατ' ετος.
Καί πάντες ούτοι τρέχουσι, πίπτουσι, κυκλοφορούσι διά
μέσου τοΰ απεριορίστου απείρου, ώς κόνις άμμου, έν φ δια­
μένουσι, ζώσι και άποθνήσκουσι τόσαι ψυχαί !
— Έν τψ Γαλαξία, δλοι εκείνοι οί αστέρες φαίνονται,
ώς νά έοάπτωνται αλλήλων.
— Άπατη μεγάλη. Ό πλησιέστερος εκεί είς άλλον
αστήρ, τί νομίζετε απέχει ; τεσσαράκοντα εκατομμύρια χι­
λιομέτρων άπό τού ήλιου μας* καί ή άπόστασις αύτη είναι
σχετικώς τφ άπείρφ μηδαμινή. Αί δέ φωτειναί ακτίνες
των, ώς καί αί τής θερ^ότητος καί τοΰ ηλεκτρισμού, αί
3λξεις αύτών καί ό μαγνητισμός των συνδυάζονται οΰτως,
ώστε ένψ είς ημάς φαίνεται, δτι μεταξύ τής γής καί τού
Ήλιου υπάρχει κενόν εκατόν τεσσαοάκοντα εννέα έκατομ-
ιίυρίων χιλιομέτρων έν τούτοις κενόν τοιούτον, ώς το νομί­
ζομεν, δέν υπάρχει, καθόσον αόρατοι δεσμοί συγκρατοΰσι
μεταξύ αύτών τούς κόσμους, ώς ό ήλιος συγκρατεί τήν Γήν
έν τψ κενφ δια τής θερμδτητος τού φωτός, τοΰ ηλεκτρι­
σμού κ.τ.λ. Τό σύμπαν εινε μέγα τι σώμα άποτελούμε­
νον έξ απείρων μορίων, ήτοι ήλίων, πλανητών κ.τ.λ. έν
τ*) αύτ^ σχέσει, δπως τά άτομα τεμαχίου σιδήρου, ενός
)(209)(
δένδρου ή ενός ανθρωπίνου σώματος, τά δποϊα συνέχονται
διά μέσου ί^'ών καί νεύρων, ορατών καί αοράτων δυνάμεων
καί τά όποϊα διαρκώς πάλλουσίν έν άκατανοήτφ ήμ»ν^
κινήσει.
—"Ωστε τό Σύμπαν είνε μέγα τι ζωϊκόν δν ; "Εκαστος
δί χόσμος μόριον τοΰ μεγάλου αύτοΰ σώματος.
—Βεβαίως, αί δέ ψυχαί κυχλοφορούσιν άπό τοΰ ενός κό­
σμου είς τόν έτερον, ώς ρευστά, ζωογονούντα τό σύμπαν.
"Ανευ αύτών οί κόσμοι θά ήσαν άψυχοι. Ούτω δέ αί ψυ­
χικαί δυνάμεις, δπως καί αί φυσικαί, διατρέχουσι τάς α­
ποστάσεις συντόμως καί ταχέως καί άνευ ούδενός εμποδίου.
—'Αλλά, διδάσκαλε μου, ό θάνατοί* τί έστιν;
— Ό θάνατος είνε ή πύλη, δι' ής ή ψυχή εισέρχεται.
Λς τόν προορισμόν της. Είδες ποτέ νεκρόν άνθρωπον ; Δέν
είδες όποιον άφατον μειδίαμα επιφαίνεται είς τό πρόσωπον
του. Τούτο δέν είνε μόνον εκφρασις τής καταπαύσεως τώ/
πόνων τής αγωνίας* δέν είνε μόνον ή άνάπαυσις τών μυιών
καί νεύρων, ώς λέγουσι οί ίατροί, άλλ' ύπάρ/ει έκεΐ καί ε­
τερόν τι, εκφρασίς της τής άνακουφίσεως τής ζωής,ενδομύ­
χου ίκανοποιήσεως, περιφρονήσεως τής ϋλης, υπέροχου τινός:
καταστάσεως, ήτις απομένει είς το πρόσωπον άαέσως με­
τά τήν άναχώρησιν τής ψυχής, ήτις, μόλις έπέλθη ή κα-
τάπτωσις τού σώματος, αΰτη εχει ήδη ίδεϊ τό αίθέριον φώς
τής ετέρας ζωής. Είνε ανάλογος έντύπωσις πρός έκείνην, ί^ν
ό άεροναύτης αίσθάνεται έν άεροστάτφ, όπόταν φθάσ^τ; άνωθν
τών νεφών διότι αίφνηδίως περιβάλλεται ύπό εκθαμβωτικού
φωτός καί απαλλασσόμενος τής βαρείας ατμοσφαίρας, ήτις
τον περιέβαλε πρίν, αίσθάνεται ήδη ελαφρότητα καί χαράν,.
χ 210 χ
ήτις τόν πληροί ευτυχίας. Καί τότε δέν θέλει πλέον νά έ-
πανέλθτρ είς τήν Γήν, αλλά βλέπων πρό αύτού δρόμον ά­
νοικτόν φωτός καί ευδαιμονίας, προχωρεί ή εισδύει είς τό
άπειρον έκεΐ καί γλυκύτατον άγνωστον, ένψ ή άποτύπωσις
τής ευτυχίας ταύτης καί εύχαριστησεως μένει έν τψ προσ-
<ί>πψ τοϋ νεκρού έδώ κάτω, ένψ τό πένθος καί τά δάκρυα
περιβάλλουσι τόν τεθνεώτα δι' έπικηδείου εορτής.
, — Τ ί άπατη λοιπόν, τί άπατη ό'-ου είνε θάνατος !
Ό βίος ομοιάζει πρός δνειρον, καθόσον αί περιβάλλουσαι
ημάς σκηναί καί τραγψδίαι, ουδέν άλλο είσίν ή φαινόμενα
ονειρώδη, άτινα ή αστρονομία, ή φυσική καί χημεία βαθ­
μηδόν διαλύουσιν. Α ί ποιχίλαι άνάγκαι του βίου καί τό ό-
λιγοχρόνιον τούτου δέν άφίνουσιν ημάς, δπως άντιληφθώμεν
τής προγενεστέρας ημών υπάρξεως, ώς έν τοίς ονείροις δέν
δυνάμεθα νά άναμνησθώμεν τών προγενεστέρων ημών ονεί­
ρων. Ό π ό τ α ν δμως έξέλθωμεν τής ζωής άπαλλαττόμεΟα τού
ήδυπαθοϋς πέπλου μας χαί τότε άναμιμνησκόμεθα αμέσως
τοϋ παρελθόντος βίου μας.
— ' Α λ λ ά διατί τότε ό άνθρωπος προτιμά τόσον τόν π α ­
ρόντα κόσμον τοϋ μέλλοντος, διατί δέν φροντίζει σοβαρώς
καί διά τήν άπωτέρω ζωήν ;
—.-Διότι είνε είσέτι νήπιον καί βαδίζει ^ζτ,Ζίωζ' έν τού-
τοις βαθμηδόν έλεύσεται ήμαρ καθ' ο διά τής προόδου τών
επιστημών καί τής παρατηρήσεως, θά ϋθάση είς τήν άπαι­
τουμένην διανοητικήν άνάπτυξιν καί θά έπιδοθή έοοωμενέ-
στερον είς τήν άνακάλυψιν τοϋ ά·'ν(όστου.
— Ώ , είθε ! εί'θε !
(Μίμηοις.) φ. « Π Ρ Ι Ν Τ Ε Ζ Η Σ .
1ί? ^^^^ ^^^ ^^^ >Κ^^ ^^^Λ^ ^ ^ # ^

νίΟΤΟΒΙΑΒΑΡ
Σϊι. χ . ΣΎΜΕΩΝΙΔΟΥ
Λ ν ο ΐ β β ί θ γ βίΓθθΐ; Ν ο 4 9 .

ΕΝ ΑΥΤΩ ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ
ι^ιουευκ ΜΥΡΩΔΙΚΑ
ΦΟΝΤΑΝ
ΠΟΥΡΑ
ΣΟΚΟΛΑΤΑΙ
ΚΤΛ. ΚΤΛ.
ΚΑΡΑΜΕΛΛΑΙ
ΠΙΣΚΟΤΤΑ ΚΑΤΑ2ΚΕΤΑΖ0ΝΤΑΙ
ΕΙΔΗ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΕΙΔΩΝ
ΓΛΥΚΥΣΜΑΤΑ
ΜΟΡΤΑΤΕΛΛΑΙ
ΤΥΡΙΑ ΔΙΑ
ΕΥΡΩΠΑ ΓΚΑ ΠΟΤΑ ΓΑΜΟΥΖ
ΒΑΠΤΙΧΕΙΖ
ΕΙΔΗ ΓΡΑΦΙΚΉΣ ΕΧΠΕΡΙΑΑΖ
ΚΛ.

ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΙ
ΔΙ* ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ
ΜΕΓΑ ΧΡΓΧΟΧΟΕΙΟΗ
Μ. Ζ Α Ν Ν Ε Τ Ο Υ
ΕΝ Λ Α Ρ Ν Α Κ Ι
ΔΡΑΓΑΤΣΕΙΟΝ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ
ΕΝ ΠείΡΑΙΕΙ
Ο ί κ ο τ ρ ο ^ ε ϊ ο ν τέλ,ειον.—Ξεναι γλώίί<ίίΐι.—
Έ θ ν ι κ η κατή^ζηίίις·. — 'Ιϋτοοία τΓις ήιιέοαν- —
Γίνεται δηλαδή άνάγνωσις έκ τών έφηαερίοων παντός πα­
τριωτικού ή άλλου διδακτικού 1 ώοαν ϊήν ήμέραν.—Σθ\ι-
η δ ι κ η Γυ^ιναίίτική.—Τζ^>όπος· διδαιίκαλίας· άν-
θρωπίίίτικός.—ϊκοπευτική.

ΔΙΕΤΘΓΝΤΗΣ
δ πρφην Γυμνασιάρχης Πειραιώς

Δ'" ΙΑΚ. Χ. ΔΡΑΓΑΤΣΗΣ


Κανονισμός αποστέλλεται τωαΐτοϋντι.
ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΝ
ΚΑΠΝΩΝ ΚΑΙ ΣΙΓΑΡΕΤΤΩΝ
"Η ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ" "ΡΟΒΤϋΝΑ ΡΈΙΙΧ"
Φ. ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ & Κ, ΣΑΒΒΙΔΟΥ
ΕΝ ΛΑΡΝΑΚΙ
Όδός- Οΰλαελε'η Νο. 25—29.

Τό άρχαιότερον, τελειότερον και τό μέγιστον έν


Κύπρφ Έργοστάσιον καπνοΰ καΐ σιγαρέττων, απο­
κτήσαν έν τή Νήσφ κάί τω Έξωτερικφ μεγάλην φή­
μην διά τά άρωματώδη καί εκλεκτά καπνά κάί σιγα-
ρέττα του. Είνε τό μόνον έν Κύπρφ Έργοστάσιον Σι­
γαρέττων τό δποΐον έπεξέτείνε τήν κατανάλωσίν του έν
Εσπερία, Αφρική καϊ ".άπω Ανατολή, διό και τοϋ­
το είναι έχέγγυον τής τελειότητας τον, καΐ τής άρι­
στης ποιότητος τών καπνών τον.

Καπνίζετε Καπνά και Σιγα^έτα τη<;


"ΚΑΛΗΣ ΤΓΧΗΣ"
.'. ] - : ^;•'

1 . . . . ^ : - , ι -.,-ί' •* •' Κ. •«. . •.•--•.' ι

\>Α

•:''ν^'^:-ίν1ν^·ί^',·-
Γΐ'\.ι ;•

:'::^'Ρ:^'Μ^'^Ί^¥·;

• ·Λ>

.-τ. ί
> ;

•Λ
•ί- Γ Μ.' !

You might also like