You are on page 1of 13

5077_10

http://digital.lib.auth.gr/record/139976

The physical item is part of Aristotle University of Thessaloniki Libary Collection.


This digital representation of the original is made available to the public, under the
Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License.
ΔΑ
ΕΤΟΣ A ·— ΑΡΙΘΜΟΣ 10 ΕΗ Α0ΗΝΑΙΣ.-_8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1909
ΝΗ TO ΦΥΑΛΟΝ 10 ΛΕΠΤΑ η!
1 I mLlwimilt
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ - IUI
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ
Vl\ I Π I Πί I (
jig ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ KATA ΠΕΜΠΤΗΝ I ΕΠΥΡΟΣ K. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ I ΓΡΑΦΕΙΑ OAQZ ΑΛΡΟΎ 6 (πλατεία ομονοιας) ^j

ΟΙ ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΝΤΕΣ ADO ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟΝ ΒΑΣΙλΟΠΑΙΑΕΣ

.

Π
Α.

Ψ-,Ι

is 'f«

Η A. Β. Υ. Ο ΠΡΙΓΚΗΨ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ
2 ΔΑΦΝΗ

ψ
\Ι K-A.TA.XriP>ISEIS
..δτκφΝΗ” 1 ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΠΡΟΠΛΗΡΩΤΕΑ »·
^ Μ
ΈτησΙα \( *Αγγε?.ίαι καί Διαφημίσεις Λεπτ, 30 6 στίχος
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ψ ' Εσωτερικόν........ ......................Δρ. 5 V Καταχωρ. Τραπεζών καί
ΕΚΑΙΑΟΜΕΝΗ ΚΑΤΑ ΠΕΜΠΤΗΝ ψ ’Εξωτερικού .... ...................... <Ιρ. 8 Φ βΕταιριών.................. Δρ, 1.— »
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ W ‘Αμερικής............
/V
«* Τα φιλολογικά δημοσιεύματα καταχωρίζονται
«» δωρεάν, μέ την σειράν των, άν έγκριϋ-ώσιν, και
■1- Ρωαοίας.............. έφ1 δσον έπαρκεΐ 6 χώρος τοΰ φύλλου.
ΟΥΔΕΜΙΑ αΐτηαις πρός έγγροφήν συνδρομη­ η -ψ- efl προπληρωμή εϊνε ορος απαραίτητος.
τών λαμβάνεται ύπ’ ΰψιν, έάν δέν συνοδεύεται ¥ At οννδροιια'ι ααχίζουν xat λύνουν οίανδήποτε *,
ύπό τοΰ Αντιτίμου. ^ εποχην χοϋ έτουςς Λ. Τά χειρόγραφα δεν ίπιστρεφονιαι.

'Λν καί όλίγον άργά, έκφροζομεν ναι διά ύβρόν χέρι δεσποινίδος μέ δάκτυλα καμω- λεία τού Κράτους ή τελετή τής παραδόοεως
των όλίγων αύτοϋ γραμμών τάς Οερμάς μας μέια άπό πάσταν Μαρτιάτικου κρίνου. τής σημαίας. Συμφώνως προς τό πρό­
ευχαριστίας προς τόν ήμεριίσιον τύπον των γραμμα άπηγγέλθη προσευχή, είτα δέ άνε-
Κ
Ά(τν\ών, των έπαρχιών καί, τοΰ έξωτερι-
κοΰ, καθώς καί είς τά ΙΙεριοδικά τά ότιοϊα
Όσοι έταξείδευοαν εις την Ευρώπην έν- γνώοθη ή γνωστή προσλαλιά. Τ.

έχαιρέτιόαν μέ μερικά καλά λόγια τά η^ ώτα θυμοίτται ακόμη τάς επισκέψεις ποΰ έκα­

tTSpTa
φίλλα τιϊς «Δάφνης». μαν εις τά μαγαζιά είς τά όποια ύπηρέτουν
’Ιδιαιτέρας δέ ιΐ’χαριάτίας έκφράζομεν δεσποινίδες. Ή υπάλληλος νεαρωτάτη, δρο-
πρές τάς έίιϊς έιΐι μερίδος : σερωτάιη, κομψή, αιωνίως μειδιώσα, σάς
<·Χρ οι σγφ άφοι » τοΰ « Γειραιώς, <Νιολό- υποδέχεται όπίσω οπό τήν θύραν καί δέν ΕΙΣ ΤΟ ΕΛΑΗΝΙΚΟΝ ΘΕΑΤΡΟΝ
γαν» I ατιών. -■« Άτι £ άριπτσν Μισολογ- σάς αφήνει νά φύγετε άν δέν αφ ήσετε του­
γίου». «Θάρρος» Τρικκόλων, «Ενςώταν* λάχιστον τό τριπλάσιον ποσόν από δ,τι εί­ Είχαμε ΰποοχιΰή είς τό τελευταΐον ψύλ­
Χτιόρτιις ,<'Μοίόος» ΖοκίτΓου, «ΆΪΛΟπατ» λον νά παρονσιάοωμε σήμερα στούς αγα­
χατε διατεθειμέιον όταν είσήρχεσθε εις τό
Κύπρον, ι αι «Σόλπ’.γγ α» τιϊς Μυτιλτητις πητούς άναγνώστας μας τήν περιεργοτέρα
διά τά έέαιρετιιώς κολακευτικά των άιΐ'ρα μαγαζί' τό·πολύ-πολύ είς τό ταμεϊον περι­ ελληνική... στατιστική : ποια έργα δηλαδή
δι* Λμδς. μένει μία σεβαστή κυρία μέ άσπρα μαλλιά
εμαξιλορώθηοαν επί τής Ελληνικής Σκηνής.
Η ΔΙΕΎΘΥΝΣΙΣ καί μέ γυαλιά, ή οποία καμνει σργά-άργά
Όμολογούμεν δτι τό πράγμα δέν ήτο
τάς υποθέσεις καί εισπράττει όσα έξεκόλλη-
πολ,ύ ευκολον. Έν τούτοις κατωρΰώθη χά­
σαν αί πιλάτριαι.
ΕΝΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ρις είς τήν πολύτιμον συνδρομήν φίλ.ου
Ό αγοραστής πληρώνει περισσότερον

.
κακογλοόσσου θεατρικού. Σάς παραθέτομεν
τήν φαιδρότητα, τήν χάριν, τήν κομι|ιήν
κατωτέρω τόν κατάλογον αυτόν δπως τόν
Μ ΙΕΙϋΟΙΝΙΑΕΠίΙΝ ΙΡΓίΖΙΟΝ περιποίησιν, παρά τό εμπόρευμα τό όποιον
κατηρτίσαμεν καί άνευ σχολίων, τά όποια

θά πάρουν. Αλλά διά νά πληρωθούν μει­
παρακαλεΐται νά... διαπράξη ό αναγνώστης.
Μία έφημερίς έγραψε προχθές δτι είς διάματα καί περιποίησή, καί προθυμία ση-
’Ιδού αυτός:
ένα από τά καταστήματα εις τά όποια υπη­ μαίιει ότι δέν μεσολαβούν νεύρα. Ό πελά­
Λ. Κόκκος. Τό (’Ατατολικόν Ζήτημά·» του
ρετούν δεσποινίδες ώς πα'λήτριαι μία απ’ της είναι κάποτε οχληρός καί είς’τήν Ευ­
έγένετο δεκτόν μέ μαξιλάρια άπό τό νοήμον
αυτός, έσήκωσε το χεράκι της καί τό κατέ­ ρώπην όπως καί είς τήν Έ/λάδα, διότι φυ­
κοινόν εις τό θέατρον τής «Όμονοίας».
φερε μέ δλην της την δύναμιν εις τό πρό- σικά είναι δύσπιστος καί φοβείται ότι τόν
Δ. Καλαποϋάκης. 'Η «Δειλά» του εις
σωπον ενός πελάτου. Τό κατάστημα έπω- γελούν. ’Αλλά είρωπαϊκον γυναικεΐον χέρι
τό θέατρον «Παράδεισος».
λοϋσεν είδη πολυτελείας. Καί αυτό είναι δέν καταφέρεται μέ ορμήν νά τόν πείση,
I. Δεληκατερίνης καί I. Κουντουριώ-
Π
περισσότερον επιβαρυντικόν. Πρώτον διότι καί όταν άκόμη φαίνεται αυθάδης ή επι­
της. Έμαξιλαρώθησαν διάτό «Λευκόν δρά­
από μίαν πωλήτριαν αρωμάτων ή λαιμοδε­ θετικός.
μα» είς τό θέατρον «Παράδεισος».
τών άξιοι κανείς όλιγώτερα νεύρα, καί δεύ­ Αυτή είναι ή διαφορά. ’Αλλά ή στοι­
Ν. Σπανδωνης καί Κ. Γιολδάοης. Διά
τερον διότι ό άνθρωπος ό όποιος θά εί- χειώδης διαφορά καθώς βλέπετε, ή οποία
τούς «’Έρωτας του’ Λλκιβιάδον» είς τό 'Ιπ­
σέλθη ν’ άγοράοη αυτά τά πράγματα υπο­ όμως φέρνει αυτή τά τεράστια άποτελέ-
ποδρόμων.
τίθεται ότι εϊνε περιποιημένος καί συνεπώς σματα. Είς τήν Έ/λ,άδα τα. νεύρα κάμνουν
Α.

τεράστιον κακόν. ”Ας τά κόψουν πρώτα Α. Κυριάκός καί I. Δεληκατερίνης. Διά


ότι μία βιαιοπραγία κατά τής βιτρίνος του τό «’Έξω Φρένων» είς τήν Νεάπολιν.
φέρει μεγαλειτέρας ζημίας από ά'λλας βιτρί- αί δεσποινίδες τών καταστημάτων.
Μιχ. Λάμπρος. Διά τό «’Άνω Κάτω»
νας. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΣ καί τό «Πρώτον Πυρ* είςτό θέατρον Τσόχα.
’Αλλά ή έφημερίς μάς δίδει καί την αι­
I. Όρψανίδης. Διά τά «Οικογενειακά
τίαν τής τοιαυτης συμπεριφοράς τής δε- γελοία» του είς τό θέατρον Όρφανίδου.
σποινίδος. ΑΠΟ ΠΕΜΠΤΗ ΣΕ ΠΕΜΠΤΗ
I. Στρατηγόπονλος. Διά τό «Κάτω οί
— ’Έχω νεύρα σήμερα, εΐπεν εις τόν
άνδρες» είς τό «Βαριετέ».
προστρέξαντα χωροφύλακα. Μού είπε νά
μού δώση λιγώτερα, καί τού έσκασα ένα
ΤΑ ΚΓΡΙΩΤΕΡΑ ΣΪΜΒΑΚΤΑ ’Αχ. Νέης. Διά τήν «Χίμαιραν» του είς
τό Άθήναιον.
μπάτσο. Αυτό είναι όλο ! . . .
ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ. Εις ολόκληρον τήν Ευ­ Άρ. Κυριάκός. Διά τόν «Σύλλογον των
κ . ρώπην έγειναν θορυβώδεις διαδηλώσεις ’Αγάμων» είς τό Πανελλήνιον.
‘Η δικαιοσύιη τού άστυφύλακος εΰρήκε διά τήν είς θάνατον καταδίκην τού Φερρέρ. Καί τελευταίος ό κ. Κ. Χρηστομ&νος διά
άρκετά ελαφρυντικήν περίπτωσιν τά νεύρα Τά καθ’ ά'πασαν τήν Ευρώπην καί ’Αμερι­ τόν «Κοντορεβι ϋονλ η ν » του είς τήν «Νέαν
τής δεσποινίδας, ό κύριος πού έφαγε τό κήν συλλαλητήρια υπέρ αυτού ανέρχονται Σκηνήν» δικαίως ή άδικους θά ΐδήτε δταν
χαστούκι δεν έπέμεινε, καί ή δεσποινίς ή 5000. δημοσιευθή τό έργον.
οποία εν τώ μεταξύ είχε ξεθυμώνει καί * Εις τάς Άγγλικάς Ιφημερίδας ανα­ 'Όπως βλέπετε τό...ρεκόρ είς τά μαξηλά-
έτακτοποίησε τά νεύρα της, έκάθησε πάλιν γράφεται έπιμόνως ή εΐδησις ότι ό Βασι­ ρια τό έχει ό κ. I. Δελ.ηκατερίνης, ό συμπα­
είς τό κάθισμά της περιμένουσα νέα νεύρα λεύς πιθανόν νά άναγκασθή νά παραιτηθή. θής συγγραφεύς τών «Χαμινιών», ό όποιος
καί νέον θύμα. Οί άνδρες οί όποιοι δίδουν Περιττόν φυσικά νά διαψευσθή ή εΐδησις. δσες φορές συνειργάσΰη μέ άλλον πάντοτε
είς τάς γυναίκας θέσιν είς τό τράμ, θέσιν * Έν Θεσσαλονίκη έγένετο τελευταίως άντημείφθη μέ μαξιλάρια, (καθώς καί ό κ.
είς τάς υπηρεσίας καί θά τούς δώσουν ύπό τών ’Αλβανών αντιδραστικών κίνημα Α. Κυριάκός), ενώ οσάκις έγραψε μόνος του
άκόμη και ψήφον, δεν δίδουν μόνον τά Αί τουρκικοί άρχαί όμως τό κατέπνιξαν έθριάμβευσε.
χαστούκια, αλλά καί δέχονται εύαγγελικώ- συλλαβόντες πλείστους προεξέχοντας ’Αλ­ 'Όλοι οί.άλλοι, μόνον άπό μιά φορά έμα­
τατα. Αυτό άλλως τε είναι καί τό λογικόν βανούς. ξιλαρώθησαν, διότι φαίνεται δτι μετά.,.έβα-
διότι θά ήτο κάπως τερατώδες μία γυναίκα ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ. Αί έργασίαι τής Βου­ λαν.,.γνώσι.
ή οποία έτυχε νά έχη ολίγον έλαφρόν τό λής προχωρούσιν όμαλώς καί τακτικώς ψη· Διά τήν ακρίβειαν τής ανωτέρω στατι­
χέρι, νά υποχρεώνεται έπειτα νά κυλιέται φίζονται νομοσχέδια. Μεταξύ τών πρώτων στικής έγγυώμεθα, όχι δμως καί διά τήν...
εις τό πεζοδρόμων γρονθοκοπουμέτη μέ είναι τά περί Γενικής Διοικήσεως, τά ταχυ­ τελειότητά της, ..διότι άν δέν άπατώμεθα,
ένα άορενα. δρομικά κ.λ.π. παρελείφθησαν μερικά άλλα έργα, κατά
Άλλ’ άν αυτό είναι επί τέλους ύπαγό- * Τήν παρελ,θ. Κυριακήν είς τήν Εται­ τόν αυτόν τρόπον γινόμενα δεκτά ύπό τού
ρευσις τής λογικής καί τής φυσικής διαφο­ ρείαν τών Φίλων τοΰ Λαού συνεκεντρώθη ενθουσιώδους πλήθους.
ράς τών δύο φύλων, υπάρχει όμως καί'μία πολύς κόσμος διά νά διαμαρτυρηθή διά τήν Θά προσπαθήσωμεν έν τούτοις νά τήν
άλλη λογική—ή λογική τού εμπορίου—ή θανάτωσιν τού Φερρέρ. Κατά τήν συνά- συμπληρώσωμεν καί νάτήν παρουσιάσωμεν
οποία τό χαστούκι τού υπαλλήλου πρύς τόν θροισιν ώμίλησεν ό παρ’ήμίν έγκριτος δι­ μέ δλην τήν επισημότητα πού τής αξίζει,
πελάτην τό θεωρεί'άνοσιούργημα, καί άν κηγόρος κ. Κώστας Σοκόλης. διότι είνε άρκετά περίεργος ύποθέτομεν.
άκόμη τό χέρι πού δίδει τό χαστούκι είναι * Τήν π. εβδομάδα έγεινεν εις τά σχο­ rp *
ΔΑΦΝΗ

ΟΥΓΓΡΙΚΕΣ ΡΑΨΩ,ΔΙΕΣ 7S Γ Γ Ε Λ 7* Κ I Ο HAPAOEISOS


ι
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΓΝΟ ΚΑΙ ΛΑΓΝΟ... Στή σάλα μπήκε αστραφτερά τριανταφυλλένιο φώς, (Φαντασμαγορία ονείρου)
Τά χέρια σου άσπρο., τά χέρια σου άσπρα καί πον σκόοπιοεν ολόχαρη κι' άνάερί) δροσιά ΙΙαραλήρημα τής νύχταν του χυλαοιονου.
λευκή σου ή ψυχή.,. κι ελαμφε λαμπευόχρωμα Κάποιος τυεμονλιαοιός
Ώ ! τών κρίνων έσϋ άσπρο κρίνο, καί ώ ! τρι­ πόθος σά νά γεννήθηκε οτυ είναι μου βαθιά. . . . ΣταΟήτε !. .
αντάφυλλο των άσπρων τριαντάφυλλων ! ΣταΟήτε να διαόώ οχιχτοτυλ-.γμένος τή μαύρη τοΰ
Και μέσα μον σιγάναχμε μία γλυκεία φωτιά Πόνου φορεσιά αύτό τό ροδοσπαρμένο κάμπο, πού
Τά χιόνια τών βουνών τ’ απάτητα, νά ή ψυχή κείνο ζ όνειοοθνμητο το τοιανταφνλλάκι.
σου. φώς άπλετο γλυκολούζει καί χρυσόφτερε; πεταλού­
Α εστας' α.κ> τά μάτια μον μέσα εις τήν καρδιά δες άπαλοπετάνΕ στά λουλουδένια πλατεία του...
Ή γαλανές σιωπές τών νερών τών θαλασσέ-
κατακλυσμός τριανιάφνλ/.α. — ~-4χ, άστρινο άγγελάκι. Ποΰ είμαι
νιων, νά τά μάτια σου....
Σέ είδα, καί ή χαρά μου απελπισμένη κυμά­ ο Πέστε μου, σείς λευκοφόροι κάτοικοι με τής α­
τισε πρός τό ανέσπερο λευκό σου φώς.. νάερες περπατησιές σας, πού μ* ήλιοφώτιστα χα­
Χείλη τά χείλη σου <5έν αγγίξανε, καί άπ’ τό . . . Καί τοάβηςα.— '"■Αχ, πάει πιά κάθε ομορφιά μόγελα πλανιέστε ανάμεσα ατούς όλάνΟιστους κή­
ιριλί πιό ωραία είνε τά χείλη σου... /στήν πλάσι ! πους καί χαρούμενοι κόβετε τόσα άνθη..» τόσα άνθη.,.
Τών ματιών σου οί μενεξέδες — τών ματιών Γώ τώσβυσα, γο πέθανα τό φώς.— νΑχ. . .— Ετσι Γιατί, γιατί μέ βλέπετε μ’ αυτές τής παράξενες
σου οί ωραίοι οί μενεξέδες—’στό γάλα του κορ- 'πρέπει ! ματιές σας καί κυττάτε τή μαύρη μου. τήν δλό-
ιιΐοϋ σου κολυμπάνε... Καί τράβηςα.—Και τήν πληγή πήγα νά μου σκεπάση μαυρή μου φορεσιά ;... Δύστε μου. δύστε μου καί
Καί ή φωνή σου....ώ ! ή φωνή σου ! η ληομονιά. Τής βρύσης της έγύρειμα τή σκέπη. μένα μιά δέσμη άπό τάνθη σας αύτά. ώ λευκοφόροι
Λουλουδένιο πλάσμα έσύ, ποΰ ανάμεσα άπ’ Καί τράβηξα σερνάμενος στή βρύση, πον μου τάζει κάτοικοι μέ τής ανάερες περπατησιές σας...
τή χαρά καί μένα στάθηκες, τή νύχτα τής κουρ­ τη γιατριά, καί ρονφηςα. . . Καί ή καρδιά ιιου άνά- Ποιοί είν’ αυτοί οί φτερωτοί, πού αγκαλιασμένες
τίνες τοϋ κρεβατιού μου κλείνω, νά μή σέ ονει­ [σανε. κρατάνε παρθένες ΰπέρκαλλες καί λούζουνε τά γα-
ρεύομαι : Καί, καθώς ήπια τό νερό π' αδιάκοπα σταλάζει, λακτένια τους μέτωπα μέ φιλιά ;... γιατί μέ άπο-
Κι’ ολο εσένα ονειρεύομαι, ώ ! τών άσπρων βάτοι φύτρωσαν μέσα μου καί όλα τά σκεπάσανε. . . φεύγανε, γιατί μέ διώχνουνε χαμογελώντας ειρω­
τριανταφύλλων έσύ κρίνο, καί ώ ! τών κρίνων νικά ; Που βρίσκομαι ;...
άσπρο τριαντάφυλλο... a Βρύσες !... Βρύσες μέ κρουσταλλύδροσα νερά τρέ-
Πάλε μπροστά μου άστραψε ή πλανερή θωριά τον χουνε τριγύρω μου... ώ σείς, φτερωτοί ςανΟόκομοι,
ΜΑΛΛΙΑ, ΗΡΑΙΑ ΜΑΛΛΙΑ ! . .. καί ή ψυχή μου άντίκυνσε κάτι νά τής μιλή. ποΰ τής φυλάττε γιατί δέ μ" αφήνετε νά ραντίσω
Ή ώμμορφη μποΰκλα τών μαλλιών σου σα νΟοο κι άν με περίζωσε ή ληομονιά, ή ματιά τον τά όλόκαυτα στήΟεια μου μέ λίγες σταγόνες ;... Τί
φεΐδι κρέμεται ποΰ, τής ψυχής μου τ’ άνθια, δλα αστραφτερά μου χάρισε μια γλυκοχαρανγή. μοϋ δείχνετε τά χρυσά γράμματα ποϋχουνε σκαλι­
φαρμάκωσε . . . σμένα σμίλες ϋπέρκοσμες πάνου άπ’ τής πηγές ;...
'Ώ/ Νά. ξημέρωσε ξανά! Τριανταφυλλένιο ρχος «’Αθανασία !..··> Τί Οά 'πή αύτό ;. . Ποΰ είμαι;...
Σά μεταξένιο κλωνάρι από κισσό, πού τήν γύρω τριγύρω έσκόρπισε τό μαγικό άγγελάκι.
καρδιά μου δλη βαλσάμωσε, κρέμεται ή μποΰκλα Καί τώρα πιά κακοκαιρίες κι αέρας <5uraros Ποια ευχή μ’ έρριξε μέσα ’ο αύτό τόν ουράνιο τόπο;..
τών ώμμορφων μαλλιών σου .. . Κανένας, κανένας δέν είνε ’δώ μέσα μέ μαύρη φο­
<5έ>' τό ταράζουνε ποτέ τ’ ώραΐο μας καϊκάκι. . . ρεσιά, δπως έγώ... "Ολοι, όλοι είνε τυλιγμένοι σέ
Τήν τρυφεράδα στεφανώνει τών ματιών σου,
σαν πινελιά συρμένη σέ χλωμό λευκό βελούδο, 1909 Φώτος Γιοφνλλης αραχνοΰφαντες κατάλευκες φορεσιές· δλονών τά

.
άπό άρρωστα καί πικραμένα δάχτυλα . . . κορμιά φαίνονται σά χιονογέννητα... όλοι έχουν άν-
Μέσα ’στην καρδιά μου τυλίχτηκε, ’στά έρημα Οοστεφάνια ξωτικά γύρω στά κεφάλια τους κΤ ά-
πάνου σέ κρινοπάχνες περπατάνε...
κοραλλένια κλωνιά τής καρδιάς μου, καί απλώ­
ΑΙ ΚΙΝΗΤΜ ΑΞΙΑΙ
θηκε μέσα ’στής ψυχής μου τά βύθη τ’ άξύ-
.Θ Ώ !... Ποιος είσαι Σύ. ποΰ άργοδιαβαίνεις. οΰρα-
νόκαλλε Νηέ, μέ τό ξανθό χρυαοβόλο φωτοστέ­
πνητα, ή ώμμορφη μποΰκλα τών μαλλιών σου . . .
Πίσω άπό τό παράθυρο ποΰ χάσκει πρός τό "Ισως μέ φωτίσετε καί δι’ αύτό θά σάς τό έκ- φανο γύρω στό λαμπερό Σου κεφάλι ;... Στάσου !...
άγιο σεληνόφωτο, τά δάκρυά μου αργά σταλάνε μυστηρευθώ. Μέ απασχολεί κάτι. Είνε μερικά στάσου, θέλω νά θαμπωθώ άπό τά φωτοβολήματα
καί ποτίζουνε τά χέρια μου' πίνω τό πικρό πο­ δι’ έμέ σημεία σκοτεινά τού νέου φορολογικού τής μορφής Σου... Γύρω στά μαρμαρόλευκο μέτωπό
τήρι καί διψάω τήν αχνή μορφή σου . . . προγράμματος τής Ιίυβερνήσεως. Τά φώτα σας σου σταλάνε λεπτές ρανίδες άπό άλικο αίμα, ατά-
’Στά μαλλιά σου παραμιλάω λόγια έρωτικά ! ποΰ ζητώ δέν τά θέλω διά νά πεισθώ δτι δέν μέ σου νά τής ξεπλύνω μέ τά θολά δάκρυά μου νά
«Τά δάχτυλά μου μέσα τους αν τάσερνα, τά αφορούν οί νέοι φόροι. Αύτό τό ξεύρω, άφοΰ μήν έρυθραίνουνε τό χιονάτο Σου μέτωπο.
δάχτυλά μου άν τάσερνα μέσα ’στά μαλλιά σου ! ούιε κτήματα, ούτε σπήτια, ούτε εισόδημα έπι- Έλα, άλλαξέ μου τή μαύρη μου φορεσιά μέ μιά
ΤΩ ! τά τρισευτυχισμένα τότε δάχτυλά μου ...» δεκτικόν φορολογίας έχω. Πιστεύσατέ με μάλι­ λευκή, ώ γλυκέ Νηέ, θέλω νά μείνω έδώ μέσα, θέλω
νά αέρνουμαι ταπεινός πίσω Σου, νά μέ πατάνε τά
Π
στα δτι μέ πολλήν πικρίαν κάνω τός δηλώσεις
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΕΓΓΑΡ»,. . αΰτάς καί ιδίως διότι δέν έχω εισόδημα. Καί αιθέρια πόδια σου καί νάγλυκαναστενάζω άπό χαρά.
τό λέγω αύτό διότι, διά νά είμαι ειλικρινής, έκτος ΑΙά φεύγεις, φεύγεις καί Σύ, ώ ΰπέρκοσμε Νηέ !...
"Αρρωστο καί θαμπό, σαν παραπεταμμένη Φεύγεις καί πίσω Σου στρατιές αμέτρητες άπό
ποΰ μ’ αρέσει τό εισόδημα είνε καί ένας άλλος
παπαρούνα, τό κόκκινο φεγγάρι ξεφυλλιζότανε λόγος σοβαρός πού ήθελα νά τό έχω. φτερωτούς σκυφτές Σ’ άκολουθάνε... Ιίοιός είσαι ;...
πρός τή βαθειά θάλασσα ... Λόγος πατριωτικός. "Ηθελα καί έγώ νά έχω ποιός ;
Ξεφυλλιζότανε πρός τή βαθειά καί άλαλη θά­ εισόδημα, νά φορολογείται αύτό, διά νά αύξήσουν Κύκνοι, κύκνοι τραγουδάνε γύρω μου, κύκνοι άν-
λασσα ... , θόλουστοι πλένε μέσα σέ ζαφειρένιες λιμνοΰλες καί
Α.

αί πρόσοδοι τού Δημοσίου Ταμείου διά τήν άνόρ-


'Ωσάν νεκροκεφαλή, μέ πεσμένα τά ματόφυλ­ θωσιν τής χώρας. σκορπάνε τά μεθυστικά του τραγούδια στής ακοές
λα. ανάσκελα πεσμένη μέσα ’στά χάη κσίτεται. Καί ό πατριωτισμός μου είνε τόσον μεγάλος μου... τά λευκά κορμάκια τους μοιάζουνε σάν α­
Σά φέτα κίτρινου πορτοκαλλιοΰ καί σά σιδε­ λαβάστρινα αγάλματα... Κύκνοι, κύκνοι τραγου­
ώστε ήθελα νά έχω διά τό καλόν τής πατρίδας
ρένιο πύραυνο, μέσα ’στή φωτιά κοκκινισμένο, πολύ μεγάλο εισόδημα. "Αν έκφράζετε δισταγ­ δάνε γύρυ) μου. Ά !... Ποια αίΟερόπλαατη κόρη,
λυώνει απόψε τό άρρωστο φεγγάρι. . . ποια άγγελοκάμωτη κόρη είνε κείνη ποΰ σά βασί­
μούς διά τήν ειλικρίνεια τών δηλώσεών μου
"Ενας τρόμος δένει τά μάτια που τό πολυκυτ- υπάρχει μέσον νά σάς πείσω. Κάνετέ με είσοδη- λισσα κάθεται σ’ αυτόν εκεί τό νεφελένιο θρόνο ;...
τάζουνε... ματίαν καί νά ίδήτε πόσον εΰχαρίστως θά πλη­ Γιατί κυττάει τόν ΰπέρκαλλο Νηό ποΰ Τή σιμώνει ;
Είνε σαν τά κέρινα κεφάλια τών πεθαμμένων Ποια είνε ; ποια ; Ποιός είν’ αυτός δ φτερωτός ποΰ
ρώσω τόν φόρον μου.
ποΰ δέ βρίσκουνε ησυχία καί ξαπόσταμα, ποΰ δλο κάθεται στά πόδια Της κρατώντας ένα κρίνο ;...
σαπίζουνε μέσα ’στά μαδημένα τριαντάφυλλα... U νΩ !... ουράνια εικόνα !...
'Ένα πικρό φώς ώς τά βουνά κυλάει, ένα πι­ ’Ελάτε δμως τώρα έπί τού σκοτεινού δι’ έμέ Γονατίζουνε μυριάδες λευκοφόροι γύρω στό νε­
κρό φώς ... σημείου. φελένιο θρόνο Της, μυριάδες μυριάδων !...
Κ’ έγώ μέσα ’στήν αγκαλιά μου πιό πολύ σέ Ποιοι είνε αί κινηταί άξίαι, εις τάς οποίας ... Σταθήτεί... Σταθήτε νά διαβώ σφικτοτυλιγ-
σφίγγω, γιατί άρρωστο καί θαμπό σαν παραπε­ έπιβάλλει πρώτην φοράν φόρον ή Κυβέρνησις ; μένος τή μαύρη τοΰ ΙΙόνου φορεσιά αυτό τό ροδο­
ταμμένη παπαρούνα, τό κόκκινο φεγγάρι ξεφυλ­ ’Εμπρός λοιπόν τά φώτά σας, φωτεΐστε με. σπαρμένο κάμπο, ποΰ φώς άπλετο γλυκολούζει καί
λιζότανε πρός τή βαθειά θάλασσα ... Τί είνε ; Μήπως είνε τ’ αΰτοκΐνητα, τά τράμ, χρυσόφτερες πεταλούδες άπαλοπετάνε στά λουλου­
Ξεφυλλιζότανε πρός τή βαθειά καί άλαλη τ’ αμάξια, τά σύροντα αύτά ; δένια απέραντα πλάτεια του !·..
Θάλασσα. .. "Ολα αύτά κινούνται καί έχουν καί αξίαν. . Ποΰ είμαι ;...
Ναπολέων Λ. Λαπα&ιώτης Δέν είνε δμως αύτά. Αύτά δλα φορολογούνται Μήτσος Αονράκης
πρό πολλοΰ, ένώ αί κινηταί άξίαι πρώτην φορών. --------- c>O0§§0C»c---------
Μά ποια είνε λοιπόν ;
ΟΛΎΜΠΙΑ. Α.ΡΠΑ Κάποια φαεινή ιδέα διαλάμπει ’στάς σκέ­ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ
,Γ ,,ΓII,.,,Ι-,Γ,ΜΙΙΙ-V-Ί. ι.Ι-·- . ιι^·^
ψεις μου.
Μήπως είνε αί γυναίκες ; ΕΠΡΟΒΑΛΛ’ Η ΑΥΓΗ...
Τί σημαίνει κινηταί άξίαι;
Νά κινούνται καί νά έχουν καί άξίαν. Στον κ. Σπνρο Κ. Τρικονπη
* Ω Ρυθμοκρούοτη πένθιμε, τώρα πον οβύνει ή λ,άμψι Μήπως αί γυναίκες δέν κινούνται ;
τοϋ φεγγαριού or* όλόπυχτον τής ουγνεφιας σκοτάδι "Οχι μόνον κινούνται άλλά είνε καί άεικίνητα. 3Πο πέρα ή αυγή έγλυκοπρόβαλλε
γΤάνάστηαε άπ3 τά έγκατα πονχες μια μέρα θάψει Μήπως δέν έχουν άξίαν ; ξνπνοννε τά τριαντάφυλλα κι3 οι κρίνοι
τής κοιμωμένης γαλήνιας τον ύμνο or* άποβράδν... "Εχουν καί παραέχουν ... άμα έχουν προίκα. τό κάθε τί πουλάκι τώρα ξύπνησε
"Αρα μπορεί ή σκέψις μου νά είνε σωστή. Τά καί άρχισε γλυκούς οκοπονς νά χ,ννη.
Τών θλιβερών παραμυθιών χλωμές, βουβές ή κόρες φορολογηθησόμενα είδη εΐν& γένους θηλυκού. H _ ’
τα μάγια θε νά κλώθουνε που σταματούν τά πάθη Ή φορολογία είνε δικαιοτάτη. Ξυπνούνε ή νεράιδες μέσ3 τό πέλαγο
κ3 ένας πατέρας άλαλος άπ3 τά παληά ελεγεία ΔΗΜ· ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ κι* αρχίζουν να χτενίζουν τά μαλλιά τους
κάτι θά μέλπη κλαίγοντας το ονετρον που έχάθη / Υ. I. Τήν τελενιαίαν στιγμήν πληροφορούμαι νά ντύνωνται, νά γίνωντ ενμοοφόιεοες
Πειραιεύς. *Αγγελος Σούλης οιι κινηταί άξίαι είνε αί μετοχαί, αί όμολογίαι χ.τ.λ. —κάποια ψυχή ζητούν ναρθή κοντά τους.
Αυτό είνε δνατνχημα διότι έπρεπε νά φορολογήσουν *.
αί γυναίκες ! Καί ή φλογέρα ή εύμορφη πάλι άρχισε
ΟΣΟΙ τών κ. κ. συνδρομητών δεν με πόνο τούς σκοπούς νά οκορπ-ϋη
λαμβάνουν τακτικά τδ ψύλλον, παρα- Παρακαλοϋνται οί κατά τόπους άγο- καί κάθε μιά φνχή λευκή κι άπάρθενη
καλούνται νά είδοποιήσωσι τήν Διεύ- ρασταί τής «Δάφνης» νά τήν ζητούν τα­ με τό παράπονό της νά ραγίζη . . .
ΰ'υνοιν πρός άμεοον διόρϋ'ωαιν τοϋ κτικά άπό τά ‘Υποπρακτορεία τών εφη­ Άργος. Σεπτέμβρης 1909.
άτοπου. μερίδων. Σπνρος Α. Παναγιωτόττονλος
4 ΔΑΦΝΗ
Παρελτίύαιιεν εις τό τελευταΐον όύλ« ΑΠΟ ΟΣΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ
ΚΑ©Ε BQOAifla* 2.ον {ίας νΰ ϊτοοόΟεόωηεν ότ» εις τό Δη-
ηοι!·ήόιόιια (Γά ληόΟοϋν uiv νττ’ οι’/ει

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΖΩΗ ολ.οι οι yivoi τονόε ι!;ηοίόαντες, άλλα Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ


εις τό ύνλ*λον Οά ο ny ο ό ι ε ν θ ft τό
η ό ο ΓΪ έ λ τ ι ο ν ό λ ό ι: λήρο ν, uovov Αΰτάς τάς ημέρας έπανελήφθη ή σιωπηρά μυ­
σταγωγία στον καλλιμάρμαρον ναόν τής λεωφό­
όο'ων ι'-ηόίο'ονν όι/ιεόώνως ui τΐιν ττοο-
ΠΕΤΡΟΓ ΖΗΤΟΥΝΙΑΤΗΓ ρου Πανεπιστημίου.
ιιήρυξιν τοΐί Που όϋλλον. Αί αϊθουσαι τής Βιβλιοθήκης μας—γιατί αύτός
Μέσα στο άνδος της ηλικίας τον, α£α<ρνα την είνε ό ναός—ήρχισαν νά λαμβάνουν τήν προτε-
περασμένη Παρασκευή (2 Όκτ.), άπέϋ'ανεν ό ραν οψιν των καί οί παλαιοί καί νέοι γνώριμοι
Πέτρος Ζητοννιάτης και τ9 άπόγεμα τής ϊδιας απαλά καί χαϊδευτικά κύματα τοΰ Βοσπόρου . . . καί φίλοι της, έπανέλαβον τό σιωπηρόν προσκύ­
ημέρας εγινεν ή κηδεία τον, Χαιρετήστε την, χαιρετήστε όλοι τή σημαία μας, νημά των.
*0 Ζητοννιάτης ήτο γνωστότατος στους' φι­ τήν ένδοξη σημαία πού τήν ύφαινε σ’ ένα χρυσό, Τά αναγνωστήριά της έγέμισαν πάλιν άπ’
λολογικούς μας κύκλουε, γιατί, άγκαλά κέχρη- ίλόχρυσο αργαλειό δόξης ή λευθερίά καί τήν κέν- αυτούς.
μάτισε και δημοσιογράφος και χρονογράφος τισε σέ τελλάρο. σέ ώμορφο τελλάρο μιά Νεράιδα Καί τώρα σ’ αύτά βλέπει κανείς ένα σύνολον
στής εφημερίδες, εχει νά δείξη καί άξια λόγον μ’ αιθέρια, μέ μελιστάλαχτα τραγούδια . . . σκυμμένων κεφαλιών πρό άνοιγμένιυν βιβλίων,
φιλολογικήν εργασία. Στην αρχήν έφάνηκε ώς Χαιρετήστε την, γιατί είναι κομμάτι άπ’ τόν καί δέν ακούει παρά τόν ήχον τών φύλλων ποΰ
λυρικός ποιητής κ εβγαλε κ ’ ενα τόμο ποιή- ουρανό μας πού τό πέταξε ό "Ατλας σάν είδε ποΰ ανοίγονται καί τών βιβλίων τοΰ κλείουν.
ματά τον. νΕπειτα άρχισε νά σκορπίζη πολλά κατελύθηκε τό Βασίλειο τού Διάς στή γέννησι τοΰ Άπό τόν ναόν αυτόν τής σιωπής, άναδίδεται
πεζά τον και ποιήματα στ9 Ά&ηναϊκά περιο­ Χριστού. Έλύσσαςε ό Άτλας τότε καί άπ’ τό θυμίαμα πρός τήν Σοφίαν καί τήν ’Επιστήμην.
δικά και στής εφημερίδες 'Η συνεργασία τον θυμό του πέταξε τό κομμάτι αυτό' μά εκείνο σάν Έκεΐ ό φοιτητής άπό τήν μικράν καί μεγάλην
μάλιστα στο περιοδικό *Πανα&ήναια» αξίζει νάξερε, έπεσε απάνω στήν Άκρόπολι, στά ένδοξο Ελλάδα συνεχίζει τήν μελέτην του, έκεΐ ό καθη­
ν' άναφερ&ή. Κάτι ξεχωριστά δικό του περισ­ δύρυ τής Άθηνάς' δ ουρανός είν’ ή σημαία μας καί γητής ή ό διδάσκαλος τής αΰριον πέρνει σημειώ­
σότερο προσπά&ησεν ό Ζητοννιάτης νά μάς τό δόρυ ό κοντός. σεις άπό βιβλία ποΰ δέν ήμπορεΐ ν’ άποκτήση.
δώση οτά τελευταία ποιήματα του : *Άπό την Γιά αΰτό καμμϊά άλλη σημαία δέν έχει τή χάρι Έκεΐ ό μαθητής είσάγεται τό πρώτον εις εύρύτε-
λήκυθον». Κατά δυστυχίαν αί περιπέτειαΐ τής τής δικής μας δέν σκορπίζει όνειρα καί ουράνιους ρον κάπως κύκλον μελέτης, έκεΐ ό φιλανογνώ-
ζωής τον και ό τόσο πρώιμος Ό'άνατός του δεν παλμούς. στης χασομέρης περνά τήν ώραν του ευχάριστα
τον άφισαν νά μάς παρονσιάση κάπως συστη- Μα πότε θά άπλωθή περήφανη στή μεγάλη πόλι, διά τό μ,ή έχειν ποΰ νά τήν περάση καλλίτερα.
ματικώτερη φιλολογικήν εργασία, *Ως τόσο πότε θά ποτισθή άπ" τές γαλανές ψιχάλες τοΰ Έκεΐ —στήν άλλην αίθουσαν —εκκολάπτονται
καί μ* αυτά που εχονμε βλέπουμε οτι ό Ζητου- Βοσπόρου, πότε θά κυματίση απάνω στήν Άγιά οί νεοσσοί τών ?.ογίων καί έκεΐ γίνονται αί πρώ-
νιάτης άγγιζε κάποιες λυρικές χορδές. Σόφιά ; ται λογοκλοπαί άπό παλαιά τομίδια καί συγ­
άνΰ’ρωπος 6 άμοιρος ποιητής, ήτο άγα- Άχ ; Πότε ; γράμματα. Έκεΐ αντιγράφονται αί ίδέαι καί οί
Ό'ώτατος καί εϊχεν έντιμώτατο χαρακτήρα καί Άθήναι Βαοιλ. Ε. Παππαενθ-ομίον στίχοι γιά τούς αρχαρίους. Καί έκεΐ οί σοφοί έ-
γι* αυτό ολος 6 φιλολογικός μας κόσμος συμμε­ πιστήμονες καί οί ξηροί μελετηταί θάπτονται
ρίστηκε τη λύπη τής οικογένειας του. κυριολεκτικώς σέ όγκους λεξικών, χαρτών, βιβλί­
ων πινάκων.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΦΑΛΗΡΟΝ Αί νεαραί έλληνίδες έκεΐ βρίσκουν τά βοηθή-
— Μέ χαρά μας άναγγέλουμε ήμείς πρώτοι στο

.
ματά των, καί έκεΐ ό μαθητής τοΰ γυμνασίου
φιλολογικόν κοινόν μία νέαν ειόησιν,
Ή θάλασσα ήσυχη σάν ένας μεγάλος καΟρέ- σκυμμένος πρό όγκου βιβλίων δεικνύει ατόν έπι-
— 'Ο κ. Γ. Ξενόπουλος θά μάς παρουσίασή σέ
πτης μέ χρώματα αόριστα απλωμένος από τήν σκέπτην καθηγητήν του ότι μελετά έμβριθώς !
τόμο τό ωραίο του οιήγημα : «Κόκκινος βράχος».
— ’Από τό όποιον εβγαλε το δράμά του «Φω­

Καστέλλα έως τό Παλαιόν Φάληρο καί χανόμε- 2?
τεινή Σάντρη». νος πέραν εις τόν ανοικτόν ορίζοντα. Τρία αγ­ Μελετά όμως οΰτος πάντοτε τόν Θουκυδίδην
— Κ' έτσι όσοι καί όσες έσυγκινηθήκανε κ’ έν- γλικά όιορηκτά βαρέα καί ογκώδη εκπέμπουν του, καί περιορίζεται εις τήν ξηράν άνάγνωσιν
θουσιασθήκανε μέ τή Φωτεινή, την τόσο τελεία εν­ πυκνόν καπνόν άπό τάς καπνοδόχους των. Ή τοΰ συντακτικού του, αί δέ νεαραί έλληνίδες
σαρκωμένη στην αθάνατη Κυβέλη, θά λάβουνε την εξέδρα μέ ολίγους περιπατητάς καί πολλά παι­ φροντίζουν άρα γε ν’ αποστηθίσουν μόνον τήν
ευκαιρία νά την ίδοΰν άλλη μιά φορά μέσα από τό δάκια ποΰ παίζουν τριγύρω εις τούς πάγκους με­ Γραμματολογίαν των καί τόν “Όμηρον ;
ώραίο ρομάντσο του κ. Ξενόπουλου. ρικοί, όλίγιστοι ρομαντικοί καί περισοότεραι “Όχι.
—θορυβώδης, ένδιαφέρουσα, καί περίεργη είναι ή κυρίαι απολαμβάνουν τής θέας τής ωραίας τής Αΰτό άπεδείχΰη προχθές. 'Ένας καθηγητής
συζήτησις ποΰ έγινε στες έφημερίδες εξ αιτίας του γλυκυτέρας ώρας αυτής τοΰ φθινοπώρου' ή ώρα τοΰ διδασκαλείου άπό περιέργεια έσκυψε στά
νέου έργου τοΰ κ. 2. Μελά : «Χαλασμένο σπίτι». τής δύσεως είνε ή καλλίτερα τής έποχής αυτής
Π
βιβλία ενός μαθητοΰ του, καί τόν έπιασε νά δια-
— Πρώτος έγραφε γι’ αυτό χρονογράφημα 6 κ. καί τήν συμβόλιζε πολύ. Μικρά χρυσορρόδινα βάζη τούς άθλους τοΰ .... Ροκαμβόλ !
Στ. Σταματίου όπου υποστήριξε ότι τό έργο δεν εί­ νέφη εξαφανίζονται καί αύτά σάν άκολουθοΰντα ’Αλλά καί αί δεσποινίδες άναγνώστριαι;
ναι Ελληνικό. τόν μέγα Βασιλέα τής Γης βαίνοντα ήρέμα όπι­ Άπ’ αύτές μοΰ είχαν κάνη έντύπωσι δύο ποΰ
— Πρώτος λοιπόν 6 Σταματίου. Άπήντησεν ό σθεν τοΰ λόφου τής Κασιέλλας. Ό ουρανός γί­ φορούσαν ποδιά άρσακείου.
Μελάς. 'Ανταπήντησε ό Σταματίου. Έδευτερολό- νεται όλονέν βαθύτερος' είνε βαθυκύανος καί ή “Ήρχοντο κακτικά, κάθε απόγευμα καί έχώ-
γησεν δ Μελάς. Τον υπεράσπισε καί ό Ξενόπουλος. θάλασσα λαμβάνει καί εκείνη σκοτεινόν χρώμα. νοντο κυριολεκτικώς σ’ ένα σωρόν βιβλίων πρό
Έτριτολόγησεν δ Σταματίου. Έμίλησε κατόπιν δ ‘Υπεράνω τοΰ Ύμηττοΰ δστις άπέβαλε τόν α­ τής τραπέζης των.
Α.

δ Νιρβάνας. Έμίλησε κ’ έβγαλε συμπεράσματα δ ραχνοΰφαντοι· ίόχρουν πέπλον τόν όποιον είχε Κατόπιν έπερνον τό μολ/υβάκι των καί εση-
Γρανίτσας. Έξαναμίλησεν 6 Νιρβάνας. Καί πάλιν ρέψει έπί τών ώμων του ή δύσις, λαμπρός ακτι­ μείωνον, έσημείωνον.
έμίλησεν 6 Σταματίου. νοβολεί ό "Άρης. Ό Θεός τοΰ Πολέμου έρυ,θρο- Τάς έθειόρουν σοφάς, πράγμα ποΰ δέν έταίρια-
— 10 χρονογραφήματα γιά ΐήν ώρα. Καί δ θεός πάς εξακοντίζει τάς ακτίνας του, ενώ ακριβώς ζε στά δροσερά πρόσωπά των, στό αιώνιο χαμό­
έχει !..· απέναντι, υπεράνω τής Καστέλλας λευκή καί μι- γελο πού άνθοΰσε στά χείλια των.
— Στο τελευταίο του χρονογράφημα δ κ. Στα- κροτέρα ώς ωραία γυνή ή Αφροδίτη τφ αντα­
Προχθές όλως τυχαίως έρριψα, όταν περνούσα
ματίου ζητάει τόν Καμπάνην, αλλά δεν τόνε βρί­ ποδίδει τόν χαιρετισμόν μέ ιό λαμπρόν αλλά καί
ένα βλέμμα στά βιβλία των.
σκει πουθενά, έπειδή... κοιμάται. απαλόν της φώς.
Άντέγραφον τούς έξης στίχους όχι τοΰ 'Ομή­
— Έβγήκαν τα τελευταία φυλλάδια των περιο­ Ή νυκτερινή ώρα γίνεται αρκετά αισθητή καί
ρου, άλλα μιας ανθολογίας ποιητικής.
δικών : «Σεράπιον», «Παναθήναια», «Πινακοθήκη» οί ολίγοι έναπομείναντες Φαληριώται συμμα­ Ή άγάπη είναι ένα κλαρί
καί «Νουμάς». Φωτός ζεύονται πρό τοΰ μεγάλου ξενοδοχείου τό όποιον καί ή καρδιαΐς λουλούδια
τούς προφυλάττει άπό τόν δροσερόν άπόγειον.
ποΰ....
Δυό μεγάλα ηλεκτρικά εί ·ε αναμμένα καί μα- Δέν έπρόφθασα νά ΐδω άλλα.
κρύτερα ολόκληρος ή πλατεία βυθισμένη εις τό Τό βιβλίον έκλεια0η απότομα καί νευρικά άπό
ΕΠΙ ΤΗ. ΠΡΟΧΘΕΣΙΝΗ. ΕΟΡΤΗ. ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ σκότος. Ή μουσική δέν ταράττει πλέον διά t ν τά μικροσκοπικά χέρια μιάς τών αρσακειάδων
ήχων της, τήν τριγύρω γαλήνην, καί τώρα α­
ταί πρό αύτοΰ ήνοίχθη μία....γραμματολογία, ή
(9 ΓΑΛΑΖΙΑ ΟΝΕΙΡΑ6) κούονται μόνον αί σιγαναί φωναί τών συνομι-
κοία άνέμενε έπάνω σέ μερικά λεξικά ,τήν σειράν
λούντων, τών οποίων οί όμιλοι προσέλαβον οικο­
της ! _______ Κρούπ
γενειακόν χαρακτήρα. Μεγάλλα καπέλλα κατά­
Η ΚΥΑΝΟΛΕΥΚΟΙ φορτα άπό τριαντάφυλλα γελοΰν άκόμη κάτω άπό
ΑΝΤΙΦΑΡΜΑΚΟΝ
τήν ηλεκτρικήν φωιεινήν γυρλάνταν. Καθήμενος
Ιίον mi ιtj οΐηανΰ καί κύματα γεμάτη, μέ τήν καρέκλαν άκουμβισμένος εις τόν τοίχον ό
αιοχει ατίμητο οτανρό χαι χιονισμένο iirt. γνωστότερος καί αγαπητότερος τών ποιητών μας
ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΖΗΤΟΥΝΤΑΝ ΣΤΙΧΟΥΣ ΑΙΑ ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ
ΤΙ καρτερείτε; Μή στέκεαθε! Τρέξατε, φέρτε αποχαιρέτα τό άγαπητόν του Φάληρον μένων
όσον δύναται αργότερο εις τήν πλατείαν κατά Γνωατή είνε ή μανία μεθ’ ής έπιπίπτουαι πολλοί
μου τή μάγο λύρα τοΰ Όρφέως νά τραγουδήσω
κατά διακρινομένου τινός έν τή φιλολογίφ προσώ­
τάς τελευταίας έοπέρας τής Φσληρικής μαγείας.
τή γαλανή έρωμένη μας. Κομίσατέ μου τές μελι ­
που ζητοΰντες στίχους, φράσεις, λέξεις, ΰπογρα-
Καί είνε στωμύλος καί φιλομειδής απόψε, σκορ-
στάλαχτες άρπες, τές άηδονόλαλες γλυκές φλογέ ■ φάς.
ρες τών —ειρήνων νά τονίσω θείο τραγούδι, άρμο- πίζων εις εύρΰν φίλων κύκλον τό σπινθηροβό­
λημα τοΰ πνεύματός του. ‘Ο ασκητικός τήν όψιν Ό Γάλλος ποιητής Ed. Pailleron δ ευφυής
νική ψαλμφδία στήν ώμορφη αγάπη μας πού 'ναι
μέ τήν ύατεώδη μορφήν καί τήν μακράν κόμην συγγραφεύ; τοΰ «Monde ou Γ on s’ ennnuie»
άσπρη, κάτασπρη σάν τό χιόνι καί γαλανή σαν
τή θάλασσα . . . έφεΰρεν αλεξικέραυνών τι, ώς τό έλεγε, κατά τών
ποιητής τοΰ όποιου ή ποίησις είνε ένας ωραίος
προσβολών τούτων. Συνέθεσε δύο τετράστιχα, έν
κλαυσίγελως, είνε εύθυμος απόψε. Καί μοΰ φαίνε­
Ελάτε ! Ελάτε μαζύ μου νά τήν χαιρετίσωμε,
έλάτε νά φιλήαωμε τήν κρινόλευκο, νά βρέξωμε μέ διά τούς άνδρας καί έν διά τάς γυναίκας, άτινα—
ται καλός οιωνός ή γελαστή αυτή νότα μέσα εις
δάκρυα χαράς τή γαλανομάτα’ είναι ώμορφη ή τά αύτά πάντοτε—έδιδε'ε!ς τούς ζητοΰντας.
τήν μελαγχολίαν τήν οποίαν έχουν πάντοτε όλα
άγάπη μας, είναι ή ώμορφώτερη από όλες τές τά ωραία πράγματα όταν τελειώνουν. Καί το μέν διά τους άνδρας είνε τό έξης :
άλλες γιατί κρύβει μέσα της ιδανικά όνειρα καί Δάφνη Λώρα « Θέλετε ένα τετράστιχο σ’ ένα χαρτί γραμμένο ;
γλυκούς πόθους ... Κα/.α, άλ).' άν ρωτήαετε καί τη δική μου γνώμη
Κυττάτε την δέν έχει κάτι μέσα της άπ’ τή σαν ήταν άσπρο τό χαρτί άξιζε κάτι άκόμη.....
γλύκα τού ούρανοϋ μας καί δέν είναι άγνή σάν Η οννείδηοις όμιλ.εϊ, αλλά τό ονμφέρον κραν- μα τώρα τί άξΐζει τό κανμένο ! ; ν.
τόν κρίνο, σάν τόν ώμορφο λευκό κρίνο ; Μή τήν yfl-,ει. ’Ιπποκράτη; Φ. Κοντσίνας. Τό διά τάς γυναίκας όμως δέν είνε τόσον κολα­
κυττάτε πώχει τό πρόσωπό της αίματα, μή σάς κευτικόν, διότι τάς παραβάλει πρός δργανον «ποΰ
τρομάζουν αί κηλίδες, αί κόκκινες αύτές βούλες' Η αβρότης είναι όπως τό ρέον νδτορι τό οποίον τραγουδεϊ καί ξεφωνίζει» καί δ δ μέν σύζυγος παί­
δέν είναι τίποτε' είναι πού δέν νύφθηκε, δέν έπλυνε λιαϊνει και τονς τραχυτέρους χάλικα;. ζει ’στά στραβά, δ δέ έραστής;... ώς Παγανίνης.
άκόμη τό πρόσωπό της ατά καθάρια νερά, στά Ιπποκράτης Φ. Κοντσίνας. Καρπενήαιον - Τάκης Γιολδάοης
7S©7*N7*2:iOY MIX7*

N Τ I N A
(Συνέχεια έκ τοΰ προηγουμένου) II ριχναν ψοφίμια, πετώντας ύστερα άπό πάνω μέγά-
Τά μελοδραματικά αύτά λόγια έφεραν κάποιο —‘Ο γνιός τοΰ σταπά-Στέργιον αναγγέλλει κάτι, λες πέτρες. Λοιπόν αύτό τά πηγάδι άπό πολλά
αποτέλεσμα, φαίνεται, γιατί δ Μιμήκος έμεινε σιω­ ποϋ ό ανογνώοτης δεν ϋ·ά τό περίμενε. Τΐ χρόνια είχε γίνη δ τάφος πολλών ζψων — οκύλ-
πηλός. ‘Η στιγμή ήταν κατάλληλη για τήν έπίθεσι. είδε ό Μιμήκος άπό zyv κλειδαρότρνπα. λων, μουλαριών — κ’ είχε περίπου γεμίση, ή άσιυ-
— Λοιπόν, παιδί μου, εξακολούθησε ό κ. βουλευ­ νομία όμως άπό τόν καιρό τής μεγάλη; έπιδημία;
τής, δίχως νά σ’ έρωτήσω έτελείωσα μόνος μου τό Ό Μιμήκοο, στήν άοχή νευρικά, κΓ έπειτα μέ τής βλογιά; τό έκλεισε, χτίζοντας τό στόμιό του,
πράγμα... ήρεμώτερον βήμα, έπροχωροΰαε στους έρημους δρό­ κι’ άπό πάνω έβαλε μ.ά μεγάλη καί βαρειά μυλό ■
— Τ£ ;!..., έξεφώνισε πηδώντας άπ’ τήν καρέκλα μου; τού χωρίου, π-,ΰτανε παραδομένο στήν γαλήνη πέτρα.
ό Μιμήκος, ωσάν στό άκουσμα κάποιας συμφοράς. τοΰ ΰπνου. Τελείως βυθισμένος στή; σκέψεις του Σ’ αυτή τήν πέτρα άπό μακρυά δ Μιμήκος διέ-
Ό πατέρας σιό κρίσιμον αυτό σημεΐον είχε τήν έπροχωροΰαε άσυνειδήτως' τοΰ έφαίνετο πώς έ­ κρινε καθισμίνον ένα άνθρωπο, ξισκούφω :ο, μέ ά­
δύναμι νά σιαθή ατάραχος. βλεπε ακόμα μπροστά του τόν πατέρα του, ψηλό, φθονα μαλλιά, κΓ έτσι άκίνητος κάτω άπό τό όρ-
— Ναι, παιδί μου, έξακολούθησε σάν νά μήν έν- ξεραγκιανό, μέ τά μάτια φλεγερά, νά τοΰ φωνάζη : γιαστικόν φώς έμοιαζε σάν μαρμαρωμένος στήν
νόησε τήν έκρηξι τής δυσαρέσκειας τοΰ Μιμήκου. «’Αχάριστο παιδί!. .». Στήν άρχή αίσθανότανε μιά γλυκειά καί'δυνατή γοητεία τοΰ φεγγαριοΰ. Δέν
Δέν θά έχης κανένα παράπονο γιά τήν έκλογή μου... μεγάλη τύψι, έπειτα όμως άρχισε νά καταφίρεται μπόρεσε νά ϊδή ποιος είνε, γιατί τά πρόσωπό του
"Ενα ανεκτίμητο κορίτσι, ένας άγγελος θά μπή έναντίον τοΰ έαυτοό του διά τήν άδυναμία του : ήτανε στραμμένο πρός τό άλλο μέρος. Μιαοξαπλω-
μέα’ στό σπίτι μας. Ή 'Βλενίταα τοΰ κ. Δημάρχου... — Καλά έκανα, διαλογιζότανε' Ίσως μάλιστα μένος δ άνθρωπος έκεΐνος άπάνω αιή μυλόπετρα
δέν έδείχτηκα όσο έπρεπε ά/τρας. είχε στηοίξη τό κεφάλι μέ τό χέρι, κΓ έφαινότανε
Ό Μιμήκος στό άκουσμα έκοκκίνισε γιά μιά
"Επειτα έθυμήθηκε τό κλάμμα, τό παραπονετικό παραδομένος σέ βαθεί; ρεμβασμού;, κυττάζοντας
στιγμή, κι’ έπειτα έγεινε κατάχλωμος. Ή ωραία

.
κλάμμα τή; Ντίνα; στά βάθος τοΰ διαδρόμου, κι’ τά φεγγάρι.
‘Ελένη τοΰ κ. Δημάρχου, ένα μινιόν πλασματάκι
αύτά τοΰ έκαρφώθηκε τόσο πολό στό νοΰ, ώστε έ- — ΙΙολύ άσχημο μέρος γιά ρομάντζα αύτή ή
δεκαπέντε έως δέκα έξη χρόνων, μέ όλο γάλανα παρ-
λησμόνησε όλα τά άλλα, τών σκηνή μέ. τόν πατέρα πέτρα ποϋ σκεπάζει τά λάκκο τόσων ψοφημιών, έ-
Οενικά μάτια, ήταν μιά από τής πολλές κατακτή­

του καί τής τύψεις του. συλλογίσθηκε δ Μιμήκος.
σεις του. ΊΙταν ξετρελλαμένη γι’ αυτόν, καί τό ή­
Χωρίς νά τά καταλάβη περπατώντας είχε φθάση — Ποιάς νά«ε όμως ;... ΚΓ έσταμάτησε διατα­
ξερε όλο τό χωριό. Βίχε άκουσθή πώς δυά φορές
στά τελευταία σπήτια τοΰ χωρίου. Μπροστά του ά- κτικός.
πήγε νά φχρμακωθή, έξ αίτιας τής σκληρότητος του
πλωνότανε δ έλαιών, τόν όποιον έχώριζε σέ δύο δ Μόλις δμως, νικώντας τόν φόβο του, έπροχώ-
νεαρού Λόν Ζουάν, αλλά τήν έκράτη σαν. Καί ό Μι­
χείμαρρος. Ή σκιές τιΐν έληών καί τών άγριοβά- ρησε κάπως, τόιε κατάλαβε. Καί ποιά; άλλος στά
μήκος μάλιστα ήλθε ήμέρα ποϋ ένόμιαε πώς κι’ αυ­
των, κατάμαυρες καί σκοτεινές, μέσ’ στήν πλημ­ χωριό μπορούσε νάνε τέτοιαν ώρα έξω γιά νά κυτ-
τός τήν αγαπούσε αληθινά, αργότερα όμως έπείαθη
μύρα τοΰ φεγγαρίσιου φωτός, έκαναν μιάν έντύπω- τάζη τό φεγγάρι ; "Ολοι οί χωριανοί κοιμόντουσαν
ότι είχε άπατηΟή.
σιν άλλόκοτη, πού θά γεννούσε καί στάν πειό γεν­ χειμώνα καλοκαίρι μέ τή; κόττες. Μ ινάχα δ γυιός
Π
2τήν έξακολουθητική σιωπή τοΰ γυιοΰ του ό γέ· ναίο άθελα συναισθήματα φόβου. Ό Μιμήκος έστα- τού παπά Στέργιου μπορούσε ν’ άποτελή έξαίρε-
ρω-Πετρονάος πήρε περισσότερο θάρρος καί ή φωνή μάτησε καί γιά μιά στιγμή έσκέφθηκε νά γυρίση σιν, «ό ποιητής τον «άρροιι», ό.τω; τόν έλεγαν,
του έπαψε νά είνε παρακλητική, έπήρε μάλιστα πίσω, άλλά πάλι μετενόησε κι’ έκανε μερικά βή­ γιατί κάπου-κάπου έδημοσίευε νερόβραοςα ποιη-
έναν τραχύ τόνο : ματα, άργά-άργά καί αβέβαια. Σέ λίγο όμως ακού­ ματάκια στήν τετάρτη σελίδα τή; «’Αστραπής»,
— Δέν θά μοΰ πής όχι__ Άκουαέ με έμένα, τόν στηκαν άπό μακρυά τά κουδούνια κάποιων ζώων έξυμνώντας τά κάλλη τή; κόρη; τού άστυνόμου,
πατέρα σου. θά ζήσης ευτυχισμένος μαζί της.... καί τό τραγούδι τοΰ αγωγιάτη, ένας παθητικός α­ μέ τήν ύποίαν τάχε ψήση γιά τά καλά. Κατά τά
Α.

Είνε ένας άγγελος... Δέν θά μοΰ πής όχι... Οί γάμοι μανές, που ή άντήχησίς του μακρυνή, σβυσμένη, άλλα όμως δ γυιός τού παπά-Στέργιου ήτανε λαμ­
σας θά γείνουν προτού φύγωμε γιά τήν ’Αθήνα.... εγέμισεν δλον τόν κάμπον. Έπήρε θάρρος κι’ έ- πρός νέος καί τόν έσυμπαθοΰσε όλο τό χωριό, έ-
Ό Μιμήκος δέν έκρατήθηκε. Τρέμοντας νευρικά προχωροΰσε μέ σταθερώτερο βήμα. πειδή δ μακαρίτη; δ πατέρας του, πού έκανε εί­
έσηκώθηκε άπ’ τήν καρέκλα. Κανείς ποτέ στήν ζωή Συλλογίστηκε πάλι τό κλάμμα τή; Ντίνας καί κοσι δύο χρόνια έφημέριος τή; Αγίας Αικατερίνης,
του, δέν του είχε μιλήση μέ τέτοιο τόνο. Καί δ πα­ τότε ή μορφή τοΰ μελαχροινοΰ κοριτσιού μέ τά ήταν ένας άγιος άνθρωπος.
τέρας του τή στιγμή εκείνη άποφασίζωντας δλό- μαΟρα φλογερά καί ήδυπαθή μάτια, μάτια κρεολής, Μόλις άκουσε πίσω του τά βήματα τού Μιμήκου
κληρη τή ζωή του, έμ-.λοΰσε σάν προστακτικά, σάν τού ήλθε είς τό νοΰ έπίμονα, ζωηρά, μέ μιά λάμψι έγύρισε τό κεφάλι καί άναγνωρίζοντάς τον, άναση-
ν’ απειλούσε... μεγαλείτερη άπ’ τήν πραγματική. Ένας πόθος ά- κώθηκε άπ’ τήν θέσ.ν του καί κάπως ντροπιασμέ­
— Πατέρα, είπε μέ φωνή κάπως τρεμουλιαστή’ πέραντος τόν έκυρίευσε κι’ έφαντάσθηκε τήν Ντίνα νος πού τόν έπιασε σ' αυτήν τήν στάσι τής ρέμβη;
αυτό δέν θά γείνη. Δέν μέ πήραν τά χρόνια.... Κα μαζί του, στήν άγκαλιά του, έκεΐ κάπου, κάτω του, τόν έχαιρέτισε μέ εύγένεια.
, στό κάτω-κάτω τής γραφής μάθε πώς δέν έχω καμ στους βαθεΐς ίσκιους τών έληών, μέσ’ στήν άπέ- — Καλησπέρα, Μιμήκο.
μιά συμπάθεια γι’ αυτό τό κορίτσι... Μή μοΰ τό ξα- ραντη, τήν μυστηριώδη έκείνη νυχτερινή γαλήνη... — Καλησπέρα, Σταύρο, άντεχαιρέτισε δ Μιμήκος
ναπής... πλησιάζοντάς τον.
ft
Στά λόγια αυτά, σάν νά τόν ήλέκτρισαν, (ορθώ­ Ό γυιός τού παπά-Στέργιου, στά μικρά του χρό­
θηκε απειλητικός, σχεδόν φοβερός δ γέρω-Πέτρο- Ό άγωγιάτη; μέ δυό μουλάρια φορτωμένα, προσ- νια έκανε όλο τό δημοτικό κΓ έλλην.κό ^Σχολείο
νάος, καί σφουγγίζοντας τό καταΐδρωμένο κίτρινο . περνώντας έχαιρέτισε τόν Μιμήκο : συμμαθητής μέ τόν Μιμήκο, κΓ είχαν συνδεθή μά­
μέτωπό του έφώναξε έπίσημα καί τραγικά. —"2ρα καλή, άφεντικό. λιστα τότε μέ φιλία, ή δποία όμως δέν διατηρήθη­
— ’Αχάριστο παιδί !... Καί μή μπορώντας νά κρατήση τήν περιέργειά κε, όταν δ κ. βουλευτή; έφυγε οίκογενειακώς γιά
Κι’ έχτύπησε χάμω νευρικά τήν καρέκλα του. του, έρώτησε : τήν ’Αθήνα.
— Γιά ποΰ μέ τό καλό ;... Έ κάθισαν κ’ οί δύο άπάνω στήν πέτρα. Ό Μι­
ft —Έτσι, έβγήκα λίγο περίπατο μέ τό φεγγάρι, μήκος σέ λίγο έβγαλε τό ρολόγι του :
Ό Μιμήκος συγχυσμένος έσηκώθηκε άπ’ τό άπάντησε δύσθυμος δ ΜιμήκοΟ, κι’ έξακολούθησε — Δώδεκα παρά δέκα, είπε σιγαλά-
τραπέζι. νά προχωρή ανάμεσα στής σκοτεινές σκιές τών — Πρώτη φορά σέ βλέπω έξω βράδυ τέτοιαν ώ­
Στήν άκρη τοΰ διαδρόμου, πέρνοντας τό καπέλλο έληών. ρα, είπε δ Σταύρος άνοίγοντας αυζήτησι" έγώ
του, άκουσε ένα πνιγμένο παραπονετικά κλάμμα. Ό ήχος τών κοσδουνιών τών ζώων άπομακρυνό- βγαίνω τακτικά, σήμερα μέ τήν πανσέληνο μάλι­
— 'Η Ντίνα ! . . . Αυτή κλαίει; Παράξενο ! έσυλ- τανε καί σέ λίγο έσβνσε, έκεΐνος δλοένα προχω­ στα ή νύχτα είνε μαγεία.
λογίστηκε. ρούσε μ’ έναν άόριστο φόβο μέσα του, άλλά έπρο- — Νά αοΰ πώ ... άπάντησε δ Μιμήκος, δέν αξί­
Πολλήν έιτιθυμία αίσθάνθηκε νά τήν πλησιάση χωροΰσε — πότε άργά. πότε γρήγορα καί νευρικά ζει νά βγαίνη κανείς στή; έρημ ές γιά νά Ιδη τό
έκεινη τήν στιγμή, νά μάθη τί συμβαίνει, άλλα — γιατί ήθελε νά πείση τόν έαυτό του πδς δέν έ- φεγγάρι, τά βλέπει κι’ άπ’ τό λιακωτό του... Σήμερα
έφάνηκε νάρχεται άπό τό λιακωτό δ πατέρας του φ οβότανε... έβγήκα έξαιρετικώς, γ.ατί ήμουν στενοχωρημένος...
κουτσαίνοντας, ψηλός, άδύνατος, όμοιος μέ φάντα­ Είχε πειά ά,τομακουνθή ά.τό τά τελευταία σπή­ Σ' αύτά τά μέρη δμως είνε φόβος...
σμα Γ·.’ αυτό β.αστικός δ Μιμήκος διέτρεξε τόν διά­ τια τοΰ χωριού, κι’ Ιφτασι σ’ in. μέρος δ.το) δέν — Δηλαδή φοβάσαι;... έρώτησε μ' έναν τόνον ύ-
δρομο, κατέβηκε στήν αυλή καί κλείοντας τή με­ ήσχν έληές. Ή:αν ένα μεγάλο χωράφι, στή μίση περηφανείας καί ύπεροχή; δ Σταύρος.
γάλη καί βαρεία έξώπορτα βρέθηκε ατόν δρόμο, τόν τού δ.τοίοο βρισκότανε ένα πηγάίι βαθ), δίχως νερά
ΐϊλατΰ φεγγαροφώτιστο δρόμο. .. άπό πολΰν καιρό. ’Εκεί μέσα οί περιβολάρηδες έρ - (Ακολουθεί)
JH at

0 0 0 ^ΠΟ π^Ντου

b| ..................................................
c$> ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ
"
6) ΑΡΣΑΚΕΙΟΝ ΛΑΡΙΣΣΗΣ
I
’Εάν τά Sve-.pov τής Άτθίδος είνε — ώς άνέγνωσα 1
κάπου—δ Εύελπις ή δ Δόκιμος, τό ϊνειρον του γυ­ i*-y·>
μνάσιό παιδος είνε ή άρσακειάς . . . Ά ! σάς παρα­
καλώ : Μή μου τό άμφιαβητήσητε. ’Οπισθοχωρή­
■: '*s
σατε έάν δέν σας κάμη κόπον ολίγον εις τό πα­
ρελθόν, καί θά ίδήτε ότι κάποτε εις τό θρανίον σας ί- '^·
έβλέπετε τοιουτον τι ό,ειρον. ΙΙώς ; Βλέπετε λοι­ /·'■!·"'·*
πόν ότι αυτά είναι γενικόν ; Ι’υμνασιόπαις-Άρσα-
κειάς.
Θετικός-Άρνητικός ηλεκτρισμός. ’Ιδού τό παν, Π
ώς θά ελεγέ τις φιλόσοφος. Δέν θά ανατρέξω εις τά
αίτια, διότι ανταλλαγή δύο ή τριών βλεμμάτων,
μερικαί Ίϊλληνικαί έξηγήσεις, σημείωαίς τις αρω­ -% Μ , *-
ματισμένη ένίοτε μεταξύ τών φύλλων, ιδού αρκετή Λ'*.
«casus.belli-) διά δύο καρδίας-αυμμαθητρίας.
II
’Ίίνιιξεν ήδη τάς Ούρας καί τό Άρσάκειον Λαρίσ-
σης μετά τών άπηλπισμένων καρδιών τών πασχόν-
των μαθητών. Ιδού. Ό ουρανός μρλυόοϋται, αί ή-
μέραι γίνονται μελαγχολικαί καί ή χελιδών άπήλ- t,··^·
Οεν. ΊΙ άρσακειάς—βρέχει !—εξαφανισμένη εις τήν /-** "
ποδήρη μπέρταν της τρέχει γιά νά κύψη καί πάλιν

.
εις τό ενοχλητικόν θρανίον της. Βρέχει ραρδαίως/Ο
αίώνιοςμαθητής ούδαμοϋ είναι ή τουλάχιστονδένφαί-
νεται. Μά,.οταν ή βροχή παύση, καί δ Σεπτεμβρια­
.Θ νός ήλιος προβάλη ευεργετικός εις τούς ανθηρούς
αγρούς, βγαίνονν ιά οαλιγγόρια. Ιδού δύο-τρεΐς τοι-
οΰτοι, καθ’ ήν στιγμήν λαμβάνω τήν παρούσαν φω­
τογραφίαν διά τήν αγαπητήν «Δάφνην».
Λάρισσα
Π
Q ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ 2ΠΗ £

* ΙΙοτέ δέν μ’ αρέσανε ή γυναίκες ποΰ ύ.τερη- ίδιον τόν εαυτόν μας, δικαιολογοΰντες αυτά εις
φανεύονται γιά τήν ώμορφιά τους. Τίποτα χει­ τήν συνείδησίν μας.
Α.

ρότερο δέν υπάρχει άπό τό νά ύ.τερηφανεύεσαι * Ποτέ δέν μπορεί κανείς νά γείνη μεγάλος
γιά ένα πράγμα τοϋ όποιου έού δέν είσαι ό δη­ στό είδος του όταν ώς πρώτον όρον θέτει τήν
μιουργός... Ζητώ συγγνώμην ατό εκείνες ποΰ Ιδέαν ποΰ θά σχηματίση ό κόσμος γι’ αυτόν.
κατορθώνουν μόνες τους καί γίνονται... (όμορ­ * Ό έίνθρωπος ποϋ προσπαθεί νά μανθάνη
φες.... τί ιδέαν έχει γι’ αυτόν ό κόσμος δείχνει ότι δέν
* Άπόδειξις ότι ό άνθρωπος ζή μέσα σ' ένα έχει αυτός καμμίανγιά τόν εαυτόν του Ιδέαν. "Αν
περιβάλλον παρά τήν φύσιν του, είνε ότι είνε δυ- είχε δέν θά έρωτοΰσε.
στυχής. * "Αν έλειπε ή ψευτιά άπό τόν Έρωτα τότε...
* Πειραζόμεθα όταν βλέπουμε ένα ειλικρινή ό έρως θά έξεγράφετο από τά Λεξικά όλων τών
άνθρωπον νά λέγη τά έλαττώματά μας, επειδή γλωσσών. Ονράνης
εσυνειθίσαμεν νά τά κρύπτωμεν και άπό τόν

ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ Φ- ΖΗΝΩΝΟΣ
Θυγάτηρ τοϋ έν Νοβιοροσίακη προξένου τής
Ελλάδος. 'Η Δίς Ζήνωνος — αληθινή μουσική
ίδιοφυΐα - προικισμένη μέ μοναδικόν καλλιτεχνι­
κόν τάλαντον, έπεράτωσε εσχάτως τάς σπουδάς
της εις τήν Βασ. Μουσικήν ακαδημίαν τοϋ Μο­
νάχου, τυχοϋσα μόνη αυτή μεταξύ όλων τών ευ­
ρωπαϊκών συναδέλφων της τοϋ βαθμού άριστα,
όστις σημειωτέοι-, πολύ ολίγα πτυχία τοϋ μεγά­
λου Μουσικού ιδρύματος τής Γερμανίας έχει μέ-
^χρι τοΰδε κοσμίμσει.
■Hi ΑΠΟ ΤΑΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ MAI |Κ
(0 ΙΙΑΜΜίυΐ 111WMJ1 HA1 lllMAAllMl AlIM tN AAniliH \U

.

Π

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΛΟΥΛΗΣ
Α.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΚΟΥΤΟΥΛΑΣ
Έπιβαίνων της φορβάδος του I. Περιη’Λνη.
Νικητής τών Ποδηλατικών Αγώνων τής Λαρίσσης.
Δΰτρεξε τα 35 χιλιόμετρα εις 1 ώραν καί 6'. Νικητής Εις τήν Ιπποδρομίαν 'ίππων άγωνισϋέντων καί κατά ιά προηγού­
(Άποστ. κ. Θ. Θεοχ ) μενα Ετη EV Λαρίσση. ’Λποσι. Θ. Θεοχ.

v £2: ]£r i—· jfc— M~-

ΑΠ’ TO ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΜΟΥ


-.W- ' '\""N ^ Η ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ
ΣΚΕΨΕΙΣ

* Ό χαρακτήρας τοϋ ανθρώπου γίνεται από


συνήθειες. Νυν ή ϋ τι α είνε νά είσαι καλός ή κα­
κός. Τίποτε δέν εΐνε έμφυτο.
*'0 εγωισμός είνε μιά μεγάλη κινητήριος δΰ-
ναμις. Μπορώ νά πώ πώς είνε οάν τόν ηλεκτρι­
σμό. "Οσοι ξέρουνε νά τόν μειαχειριστοϋνε κά­
νουνε μεγάλα πράγμαια. "Οσοι δέν ξέρουνε πε­
θαίνουν άπ’ αΰιόν.
* Ό άντρας κατ’ αυτό μόνον είνε ανώτερος
από τή γυναίκα Γ διότι τήν θεωρεί καιωτέραν του
* Στή γυναίκα μή προσπαθής νά δείχνεσαι
ούτε άιώτερος πνενματικώς οΰ;ε κατώτερος, αν
θέλης νά τήν κάνης νά σ’ άγαπήση Δείχνου ίσος.
‘II γυναίκα έχει αυτή τήν αδυναμία.
* ΓΙοτές δέν είμαστε ευχαριστημένοι άπό τήν
ηλικία μας. Πάντοτε λέμε πώς είμαστε ή πολύ
μικροί ή πολύ μεγάλοι γιά δ,τι ζητάμε, νά κά­
μουμε. Το τώρα κανείς άνθρωπος δέν τό εκατά-
λαβε δσο τοΰ άξιζει.
* Μή ζητάς άπ’ τή γυναίκα ποΰ αγαπάς πε-
ρισοόιερα άπ’ δσα μπορείς νά τής δώσης έσύ.
* Καί ατά πλέον ιδανικά πράγματα προβάλ­
λει τήν άσχημη μορφή του τό πεζόν. Αυτό δεν
πρέπει νά μάς άπαγοηιεΰρ. ’Ενάντια, μάλιστα.
Πρέπει νά μάς δυναμώνη στήν ιδέα μας on
σιγά-σιγά, μιά μέρα θά μπορέσουμε νά ιό πεια
ξωμε τέλεια. Θέλησις χρειάζεται.
* Τότε μονάχα θά έννοήσωμε τόν προορισμόν
μας όταν αισθανθούμε ότι ό κόσμος δέν έγεινε
■γώ μάς αλλά έμεΐς γιά τόν κόσμον.
Ονράνης Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ
8 ΔΑΦΝΗ

M^RCEla PROVOST

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
IV

ΤΑ ΜΑΤΙΑ
‘Η Δεαηοινις 5Αντωνία Λεγκράν οτόν κύριο ύποκόμητα 'Ερβε δε Ααβεριέρ.

Δέν αμφιβάλλω, κύριε Έρβέ, τώρα ποΰ σάς Εμείς, δέν εΐνε έτσι; ξεύρομε καλά πώς δέν σπίτι μας, ποΰ ποτέ δέν εΐνε πολύ διασκεδα-
γράφω, ότι τό όνομά μου σιό τέλος αύτοΰ τοϋ μπορούμε νά εϊμεθα φρόνιμες σ’ όλη μας τή στικό' όσες φορές πάμε στό θέατρο τό βράδυ, εί­
γράμματος δέν θά αάς θυμίση τίποτε.., Θά οάς ζωή' καί εΐνε μεγάλη τύχη άν καταφέρωμε νά ναι σπουδαίο πράγμα.... Λοιπόν τήν ημέρα, τήν
συμβαίνουν τόααι περιπέτειαι! Μάλιστα, έχω ά- παντρευτούμε μ’ έκείνον ποΰ μάς έκανε νά πα· ώρα ποΰ δοκιμάζουμε σεμιζέττες καί έπανωφό-
άδικον νά ονομάζω περιπέτειαν ότι έγινε μεταξύ ραστρατήσωμε. Καταλαβαίνετε κύριε Έρβέ, ori ρια, ή τή νύχτα στό κρεββάτι μας, όταν δέν κοι-
μας...Γιά σάτ δέν είσαι εντελώς τίποτα' αλησμο­ δέν έσκεπτόμην πώς θά μ’ ένυμφεύεσθε ΰ ιτε- μούμεθα, έχουμε καιρό νά λυπούμεθα σκεπτόμε-
νήσατε τήν άλλην στιγμή, τή μικρή έκείνη μέ τά ρα : ήξευρα πώς θά μέ έβαρύνεθε καί δ τι θά μέ νες έναν άι-δρα.—Τόσο πολύ σά; εσυλλογιζόμουν
μαύρα ποΰ παρακολουθούσατε ενα βράδυ... στάς άφίνατε, όχι ύστερα άπό πολύ ν καιρόν, γιά νά έγίο ώστε τίποτε δέν μ’ ευχαριστούσε πιά. Πριν
18 Μαίου, άιτό τήν γωνία τής όδοΰ Μποασσΰ δ’ παντρευτήιε μέ μιά πλούσια δεσποινίδα' αυτό ήμουν εύθυμη, άπελάμβανα τήν ζωήν μου, είχα
Άγκλάς έως τήν πλατείαν των Πυραμίδων.... Δέν δέν μ’ έπείραζε διόλ.ου, ήαουν μάλιστα άρκετά πεποίθησιν στό μέλλον χωρίς νά ξεύρω καλά
τύ θιιμάσθε; Έκεΐ μοΰ ομιλήσατε, κι’ έπεριπα- ευχαριστημένη όταν έσκεπτόμουν ότι θά μ’ άγα- καλά γιαιί. Τώρα δέν έπιθυμοΰσα πιά τίποτε,
τήσαμε μαζΰ έ’ως τήν ύσύν Μοντοργκέλ, πολύ πούσατε λίγο καιρό καί ότι θά έγινόμην δική σας δέν έκοιμούμην. Θά πιστεύσετε ότι τής τελευ­
κοντά σιό σπίτι μου. Έφορούσατε φράκο καί ά­ χωρίς νά ήμουν ποτέ κανενός, οαν νά εΐσθε σύ­ ταίες δεκαπέντε ημέρες τοΰ ’Ιουλίου, σάς έπερί­
σπρη γραβάτα, μέ λουστρινένια παπούτσια καί ζυγός μου. Μοΰ άρέσατε τόσο ! Δέν έφαντάζεσθε μενα κάθε βράδυ στό πεζοδρόμιο, άπέναντι από
μαύρο μαχφερλάν φοδραρισμένο μέ σατέν.—Ώ ! τήν έντύπωσι ποΰ μοΰ έκάνατε. Κι’ έν τούτοις τή λέσχη σας; Σά; είδα οκτώ φορές, κύριε'Ερβέ,
όλα τά θυμάμαι έγώ καί μοΰ φαίνονταν άστεϊο, έβλέπαμε στό κατάστημα ενα σωρό κομψούς κυ­ άλλά ποτέ δέν μπόρεσα νά σάς μιλήσω' δέν έ-
τόσο ωραίο να είμαι μαζύ σας στό δρόμο, καί νά ρίους ποΰ ήοχοντο νά συνοδεύσουν τήν κυρίαν βγαίνατε ποτέ μόνος ή άν έτύχαινε καμμιά φορά,
μιλούμε σάν \ά έγνωριζύμεθα! Έντρεπόμουν κι’ των ή τήν φίλην των στό προβάρισμα ! έμπαίνατε γρήγορα στό αμάξι σας... “Επειτα, έ­
όμως ήμουν ευχαριστημένη. Έσκεπτόμουν : «Α­ Άλλά κανένας δέν είχε τά μουστάκια σας, τά τρεμα τόσον πολύ ιοστε δέν θά μποροΰσα, νο­

.
φού περπατάει κοντά μου, εμπρός σέ όλον τόν δόντια σας καί τά μάτια σας... ιδίως τά μά­ μίζω, ούτε νά περπατήσω, ούτε νά σάς μιλήσω
κόσμο, όταν φέγγει ακόμα, θά πή ότι άληΟινά τια σας. Ένφ έπερίμενα στή γωνιά τής όδοΰ Τε­
δέν μέ βρίσκει άσχημη οΰιε κακά ντυμένη...» ράς, έσκεπτόμουν τά μάτια σας, ναι, κι’ έλεγα

Καί όταν μ’ άφήσατε άφοϋ μ’ έφιλήσατε πολύ πώς σέ λίγο, όταν θά εϊμεθα μόνοι στήν κάμαρα, Στά τέλη τοΰ Ιουνίου έφύγατε γιά τήν έξοχήν.
πολύ κάτω άιτό τήν μεγάλη έκείνη πόρτα (εϊμεθα I ά< έτολμοΰσα θά τά έφιλοΰσσ πολύ δυνατά, τά Είδα στόν «Γαλάτην», τόν όποιον διαβάζουν σιό
τρελλοί αληθινά !), έκατάλαβα πώς μέ όλα όσα μάτια σας! μαγαζί, «ό κ. υποκόμης Έρβέ δε Λαβεριέρ, πα­
είπα, θά ερχόμουν έν τούτοις στό ραντεβού ποΰ ραθερίζει στύν πύργον δ’ Έστουζάν. (Βανδέα)».
μοΰ έδίνατε, διά τό μεθαυριανό βράδυ, στό σπίτι Στήν άπουσία σας ήμουν ήσυχη, φαντασθεΐτε !
τής όδοΰ Τεράς. Ώ ! δέν φαντάζεσθε όλα όσα Έπερίμενα μιά ώρα, δυύ ώρες... έπερίμενα ώ; “Ηξευρα πώς δέν εΐσθε στό Παρίσι, ότι δέν υ­
ανακάτεψα στό κεφάλι μου καί στήν κα ρδιά μου μετά τά μεσάνυχτα, κυττάζοντσς τήν γωνιά τής πήρχε τρόπος νά σάς ίδώ. Έλεγα στόν έαυτόν
τόν καιρό ποΰ πέρασε ύστερα... όταν σάς έλεγα λεωφόρου Β.λλιέ τόσο πολύ, ώστε ό κόσμος μέ μου : «Θά ξαναγυρίση τό φθινόπωρο' δέν εϊμεθα
τήν ώρα τού μακροΰ μας περιπάτου, ότι δέν είχα έτερνε ώρισμένως γιά ο,τι δέν ήμουν. Βρέθηκαν γέροι ούτε ό ένας ούτε ό άλλος· θά ήτο πράγ­
γνωριμίες, ο τι ποτέ δέν παραστράτησα ούτε είχα κύριοι ποΰ μ’ έτλησίαζαν καί μοΰ έλεγαν άσχη­ ματι παράξενο άν δέν ξανασυναντώμεθα πιά
όρεξι γι’ αυτό, καί έγελούσατε χαριτωμένα κι’ μα πράγματα, καί δέν ήξερα τί νά κάνω γιά νά ποτέ». Καί είχα δίκηο, διότι σάς συνήντησα τήν
Π
έστέκεσθε γιά νά μέ κυττάζετε κατάματα, καί τούς άποφύγω, διότι δέν έτολμοΰσα ν’ άπομα- επομένη τής έπιστροφή; σας στό Παρίσι. Θά
μού έλέγατε : «Φρόνιμη; έντελώς ; Μιά μι κρυνθώ άπό φόβο μή σάς χάσω. Τέλος πάντων, σάς διηγηθώ πώς' δέν πρέπει νά θυμώσετε, κύ­
κρή Παρισινή σάν καί σάς ; Μέ τά μάτια αυτό όταν έκτύ τησε δωδεκάιιιση μετά τά μεσάνυχτα, ριε Έρβέ, γιατί λυπήθηκα πολύ τότε.
καί μέ τέτοιο στόμα ; Φρόνιμη σέ ηλικία δεκαεν όταν έκλεισε τό γραφείο των λεωμορείων, άπε- ‘Ορίστε. ‘Η έφημερίδα μοΰ άνήγγειλε πάλι
νέα χρόνων ;...—Καί έβλεπα ότι μ’ έπιστεύατε φάσισα νά γυρίσω γιά νά μήν άνη συχήση ή άδελ- ότι έγυρίσατε στό' Παρίσι, μέ πλήθος άλλων
μόνον κατά τόήιιισυ. Έ! λοιπόν ή τον άλήθεια : φή μου. προσώπων ποΰ έχουν πύργους. Έγώ ξανάρχισα
Είχα τήν καρδιά λυπημένη, κύριε Έρβέ, καί νά φυλάγω άπ’ έξω άπό τή λέσχη σας στάς 9 1)2
Α.

σάς τό ορκίζομαι άκόμα, καί θά τό πιστεύατε ο


ρισμένως uv είσΟε κοντά μου τή στιγμή αυτή : σάς βεβαιώνω ότι στό κρεββάτι μου δέν έκοιμή- άκριβώς. Ώρισμένως υπήρχαν κάποια μάγια
μιά στιγμή ποΰ κανείς δέν έχει όρεξι ν’ άστει- θηκα διόλου καί ότι έκλαψα πολύ. Καίτοι έσκε­ στούς δυό μας' μόλις ήμουν έκεΐ τρία λεπτά, όταν
ευθή ή νάψευσθή! ΤΛ! κύριε Έρβέ, είμαι πολύ πτόμουν κι’ έλεγα στύν εαυτό μου: ’Εμποδί­ ένα ιδιωτικό αμάξι έσταμάτησεν έμπρός στήν λέ­
άσχημα. Έγώ ποΰ ήμουν τόσο καλά όλη τήν ά σθηκε άπό τήν οίκογένειά του ή άπό δουλειές... σχη. Μέσα στ’ αμάξι είδα μιά κυρία.‘Ένας μικρός
νοιξι καί όλο τό καλοκαίρι! Ένόμιζα πώς έγια- καί δέν μπόρεσε νά μέ προειδοποιήση, άφοϋ δέν υπηρέτης τής ώμίληαε στήν πορτιέρα καί αμέσως
τρεύτηκά'πιά έντελώς. Νά ποΰ μόλις ήλθαν τά ήξευρε τήν διεύθυνσί μου...» — Έντρεπόμην μο­ μπήκε μέσα τρέχοντας. Δέν θά σάς πειράξη κύ­
πρώτα κρύα μ’ έξανάρχισε πάλιν ή βρογχίτις.... λαταύτα διότι έπήγα μόνη μου σ’αυτό τό Ren ριε Έρβέ, άν σάς πώ ότι δέν βρίσκοι τήν κυρία
Πρέπει νά σάς πώ ότι ποτέ δέν ήμουν πολύ dc/.-vous. αυτή ούτε ώμμορφη, ούτε νέα, καί ότι καί ή
γερή...’Έπειτα, ή δουλειά μας είναι φοβερή γιά Έσκεπτόμουν: «Έάν μ’ έπιθυμοΰσε πολύ, θά τουαλέττα της έπίσης δέν εΐνε άπό έκεΐνες ποΰ
όσες έχουν άδύνατον τύ στήθος... Δοκιμάζει κα­ εΰρισκεν οπωσδήποτε τό μέσον νά ξεφύγη καί νά κάνομε γίά τής κυρίες καθιος πρέπει; Τέλος
νείς τό ένα ύστερα άπό τό άλλο, ένα γουναρικό μέ συναντήση». 'Όσο κι’ άν εΐνε κανείς φρόνι­ ράντων ήλθατε γρήγορα νά τήν συναντήσετε·
καί ενα φόρεμα ντεκολτέ, μέ φοβερές θερμοκρα­ μος, ξέρει πώς εΐνε οί άνδρες, «μα έχουν μιά γυ­ πριν άναβήτε στόν κουπέ της έφωνάξατε στόν
σίες καλοριφέρ καί άπό πόρτες ποΰ σοΰ άνοί- ναίκα σιό κεφάλι τους. αμαξά : «Στήν όδάν Τεράς!» Έκείνη τήν στιγμή
γουν έξαφνα στής πλάτες....Καί όλη τήν ώρα όρ ... Τέλος πάντων ήμουν λυπημένη, ιδίως διότι αίσθάνθηκα νά κτυπάη ή καρδιά. Θεέ μου ! μοΰ
ϋια, νά γυρίζης καί νά ξαναγυρίζης σάν αληθινή δέν ήξευρα ποΰ θά ξανασυναντώμεθα. Δέν σά; είχατε πή: «’Έχω έκεΐ ένα σπίτι ποΰ χρησι­
κούκλα-όπως μάς λένε άλλως τε !...—’Αλλά δέν είχα πή τήν διεύθυνσί μου- έγώ ήξευρα τό ό­ μεύει μόνον γι’ αυτό !.... » Λοιπόν ήξευρα τί έ-
θέλω νά σάς γράφω λυπητερά πράγματα. Δέν νομά σας καί τήν λέσχην σας, μά δέν θά έτολμοΰ­ πρόκειτο νά γίνη ...
είμαι θυμωμένη μαζύ σας, διόλου μά διόλου ... σα ποτέ νά σά,γράψω."Υστερα άπό συλλογισμού;, Εΐνε άνοησία μου; έ'ω; τό βράδυ έκεΐνο, δέν
Έχω μόνον κάτι τά οάς ζητήσω πού θά μοΰ έ έβγαλα τό συμπέρασμα, ότι άν μ’ άγαπούσατε είχα ζηλέψη διόλου. Νά σάς πώ, δέν ήξευρα διό­
κάνε μεγάλη εϋγαρίστησι- δέν θά μοΰ τύ άρνη λίγο, θά καταφέρνατε νά μέ συναντήσετε, άφοΰ λου διατί. Έπρεπε νά φαντασθώ πώς δέν έζού-
θήτε βεβαίως όταν θά διαβάσετε ολόκληρο τό ήξεύραιε πού είιε ή δουλειά μου καί τί ώρα τε­ σατε σάν ένας άγιος.... Άλλά όταν είδα τύ πρό-
γράμμα μου. λειώνω.. . σωτον, όταν ήξευρα τό μέρος.... ώ! αυτό μοΰ
Καί εβδομάδες ολόκληρε; κύριε Έρβέ, άργοΰ- έκανε τόσο κακό, τόσο κακό ! Δέν ξεύρω πιά πώς
σα τό βράδυ τακτικά έξω άπό τήν πόρτα τοΰ έγύρισα στό σπίτι. .. έπλάγιασα στό κρεββάτι,
Λοιπόν τύ βράδυ ποΰ είχαμε συμφωνήσει (είχα καταστήματα;, κυττάζοντας μήπως σά; ίδώ νά αμέσως. Είχα κρυώσει άρά γε ή μήτως ήτον ή
πή : "Οχι ! όχι !.. άλλά έκαιαλάβαιε καλά πώς έργειθε, καί ύστερα σιγά σιγά ανέβαινα τή·/ οδόν συγκίνησις ποΰ αίσθάνθηκα; Είχα πυρετό όλη
αΰιό έν τούτοις έσήμαιτε ναι), άφησα τύ άτελιέ Γιβολί, καί έπερνα τόν δρόμο πού έκάναμε τήν νύχτα, αίσθάνθηκα τό στήθος μου φραγ­
μιά ώρα έιωρίτερα άπό τή συνειθισμένη, κι’ έ- μαζύ. . Ποτέ δέν σά; συνήνιησα. . “Ητον φανε­ μένο, κι’ άρχισα νά βήχω.... τόσο, μά τόσο
τρεξα γρήγορα στό σπίτι \ά κάνω τήν τουαλέττα ρόν : δέν μ’ έσκέπτεσθε ποτέ,—έπρεπε νά σά; λη­ πολύ, ώστε νά ποΰ έπέρασα ένα ολόκληρο μήνα
μου. Είπα στή μεγαλείτερή μου αδελφή ότι θά σμονήσω, δέν εΐνε έτσι; Λύιό έλεγα στόν εαυτόν’ στό κρεββάτι, καί δέν έσηκώθηκα διόλου, καί
έπήγαινα στό θέατρο μέ κάτι φίλες μου. Ξεύρει μου, — μά δέν μποροΰσα ! φοβοΰμαι πώς δέν θά σηκωθώ πιά ποτέ.
πώς είμαι πολύ σοβαρή, ιίιστε δέν τής έπέρασε Όσο περισσότερο περνοΰσε ό καιρός, τόσο πε­ Εννοείτε, κύριε Έρβέ, πώς δέν σάς κατηγορώ
καμμία ιδέα. Σάς βεβαιώ' ότι ήμουν άρκετά νό­ ρισσότερο σά; έσκεπτόμουν, καί τόσο περισσότερο γιά τήν άσθένειά μου... Ποτέ δέν είχα γερό στή­
στιμη, όταν έφθασα στήν γνωνιά τής όδοΰ Τεράς, έλυπούμην. Τό πρώτο βράδυ σάς είχα βρή νόστι­ θος· κάθε χειμώνα βήχω, καί ότι μοΰ συμβαίνει
όπου έπρεπε νά σάς περιμένω κατά τάς έννέα. μο, καί αίσθάνθηκα μεγάλη εΰχαρίστησι όταν μ’ σήμερα, θά μοΰ συνέβαινε πιθανώτατα τήν μιά
Δέν έφοροΰσα πιά τή μαύρη φουστίτσα μου' είχα έψιλήσατε κάτω ά τό τήν μεγάλη πόρτα. Τώρα, ημέρα ή τήν άλλην. Τέλος πάντων μπορεί τό
ένα ώμορφο φόρεμα ταγιερ άπό μπλε cUaaya, άπό τόν πόθο νά σά; ίδώ χωρίς νά τό κατορ­ πράγμα νά έπήγε λίγο γρηγορότερα έξ αιτίας
αντιγραμμένό άπό ένα σχέδιο ποΰ έκανε τό κα θώσω, σάς έπιθυμοΰαα τόσο πολύ, ι'όστε έννόησα σα;, χωρίς νά δτάρχη κακή θέλησις έξ μέρους σας.
τάστημα γιά μιά άγγλίδα πριγκήπισσα, παρα­ ότι σάς άγαποΰσα. Θά ήτον άσχημο νά γελάσετε Λοιπόν, επειδή δέν εΐνε ευχάριστο, δέν εΐνε
καλώ ! Καί έφθανα τόσον ευχαριστημένη ποΰ θά μ’ αυτά ποΰ σάς λέω, κύριε Έρβέ. Στόν δικό σας έτσι; νά φεύγη κανείς στά εΐτοσί του χρόνια, χω­
οάς έξανάβλεπα, ώστε σχεδόν δέν ήσθανόμην κόσμο, άφαιρεΐται κανείς άπό τόσε; διασκεδά­ ρίς νά έχη ποτέ αίσθανθή τήν ευτυχία, ήθελα νά
διόλου τύψεις.... Σάς βεβαιώνω... (τό έσκέφθηκα σεις ϊόστε δέν έχει καιρό, ίσως ν’ άκούση καί τήν σάς ζητήσω κάτι ποΰ θά μοΰ έκαμε μεγάλη, με­
ύστερα καί μέ ψυχραιμία) ότι θά μέ έκάνατε ότι καρδιά του. γάλη εΰρτρίστησι καί τόότοΐον δέν θάσάςκοστί-
θέλατε. ’Εμείς δέν έχουμε παρά τό άτελιέ μας καί τύ oq παρά ένα μικρό κό.το: νά έλθετε νά μοΰ πήτε
Δ λ. φ JN ri
«χαΐρε» στό σπίτι μου, άφοϋ δέν μπορώ νά έλϋω
εγώ στό δικό σας.τΩ ! δέν ϋά ένοχληϋήτε διόλου:
δέν ϋά μιλήσετε παρά μόνο σ’ έμενα. Τρία πα­
Η Α Γ α π η
------- Λ^ηματιχ)] Είκων
τώματα ϋ’ άνεβήτε στο Ιό τής όδοϋ Μοντοργκέλ' ^Ημουνα τόσο ψηλά, ο3 ένα τόσο (ΐννο όνειρο οέ — Καί, χρυσή μου, πάντοτε!
Οά κτυπήσετε καί Οά ζητήσετε τήν Δίδα ’Αντω­ μια τόοο αγνή θ/.ίψι ! . . . Καί τώρα βλ,έπω πώς δεν Τρελλά λόγια ! "Ονειρα ψεύτικα καί χαμένα,
νία Λεγκράν στην αδελφή μου ποΰ Οά σάς άνοι­ μειοοεϊ κανείς να είναι ιδανικό;, πώς ή πραγιιαιι- τί γρήγορα ποΰ ϋά διαλυϋήτε ! Άγαϋές ελπίδες,
ξη. Θά μάς άφήσουν μόνους... "Εγινα πολύ αδύ­ χότης μά; τραβα. οαω; ή γη καί μάς Λερώνει χω­ πώς ϋά σβνσϋήτε καί σείς ! Θά ξεφυλλιοϋήτε
νατη στό σώμα... αλλά δέν Οά ίδήτε παρά μόνο ρίς νά το ϋέλω/ιε! Άνεβαιτει κανείς νιγηλότερα μαζί μέ τά τριαντάφυλλα, ίσως πειό γρήγορα,
τύ πρόσωπό μου, τό όποιον εινε νόστιμο ακόμα, μόνο για νά πέοι; πειό βαοειά .' . . . Αγαπώ μόνον πειύ γρήγορα άκόμα!
σχεδόν όπως άλλοτε μοϋ φαίνεται. Θά μέ φιλή­ ο,τι είναι άτιηγορενμενον.
σετε' Οά σάς κυττάζω, θ' ακούσω τή φωνή σας... (JioSnibach εις την * ΪΙλάνηνι>) Φϋινόπωρο !
Καί νομίζω πώς Οά φύγω πιό εύχαριστημένη αν "Ανοιξις ! Ινίτρινα-κίτρινα σκόρπια φύλλα....Κύτταξε τί
μοϋ επιτρέψετε νά φιλήσω τά μάτια σας.,. Ή φύσις όλη γελά! Μερικές κόκκινες πα­ απονα ποϋ τά σέρνει ό άνεμος κάτω στό χώμα!
παρούνες ανάμεσα άπ’ τά δροσοπράσινα χόρτα Δέν έζοΰσαν τάχα κι’ αύτιι μιit φορά ! Τα κλα­
. τ.
ς τοϋ κάμπου σηκώνουν υπερήφανα τό κεφάλι διά μένουν γυμνά, γιά νά μάς θυμίζουν τιί καϋ-
τους, σάν νά μή ξέρουν τάχα πώς μιά πνοή μένα τά πεϋαμένα φύλλα Ι,.,Μέοα στο ερημωμένο
άνεμου μπορεί νά τής ξεφυλλίση. Τί μάταιες ποϋ δάσος τρέχει ό νέος σαν τρελλος' κάτι ϋέλει,
ΠΛΗΓΠΜΕΝΕΣ ΣΤΡΟΦΕΣ είναι! Γ0 ουρανός όλος γελά τό γαλάζιο του μει­ κάτι γυρεύει' τί έχασε :
δίαμα . . . Κάπου-κάπου βλέπεις κάτι άσπρα συν­ — Τήν άγάπη του !
νεφάκια απαλά, σάν τύ μπαμπάκι, λές κι’ είναι Κατακομένος πέφτει άπάνω σ’ ένα βράχο νά
flD COELUAU... βαλμένα, γιά νά ξεκουράζουν τό βλέμμα ποϋ χά­
νεται μέα’στό άπειρο ... Ό ήλιος λάμπει καί
ξαποστάση λίγο. Ό νούς του πετά μακρυά' πού
τρέχειη _
ζωογονεί όλη τή φύσι. . . — Στήν άγάπη του !
Jilr'ai quesla mortal vita “ό παν μαραίνεται Δύο είδωλόμορφα αγγελούδια τρέχουν μέσ’τόν "Ενα σύνεφο περνώντας έοκοτείνιασε τόν ήλιο
a mn non piaque.., έ6α> το παν διαβαίνει. - κάμπο μαζεύοντας μυρωμένα λουλούδια' τά τρελ- καί τόν ήλιο τής εύτυχίας του...
11ετηύοχΐ}ζ\, ,Avt, Καλααο·/δύοττ}έ\. ’Από μακρυά ακούει ξεκαρδισμένα γέλοια. Γιά
λα γέλοια τους ακούονται σάν ηχώ τοϋ γέλοιου
μιά στιγμή κρύβεται νιιμή τόν δοϋν. ’Λχ! ποιος
(’2 τή γλυκύτατη μνήμη τής πολυκλαύστου αδελ­ τής φύαεωσ. Είναι δύο κοριτσάκια δροσερά-όρο- γελά ;
φής μου Ευγενίας) σερά σάν εΰϋραατα άνΟάκια. Τό μεγαλήτερο έ­
χει κάτι καστανά μαλλάκια τόσο ώμορφα, έχουν — Ή άγάπη του !!... στήν αγκαλιά ενός άλ­
τό χρώμα τών ματιών του, ποΰ σάν ϋέλει τά κά­ λου!!... Συντρίμια !!...
I νει νά σοϋ ποϋν τόσα όσα δέν ϋά μποροϋσε νά Τήν εύρήκε χαμένη. Τά φύλλα πέφτουν τώρα
Τή λύρα μου νοοταλγικά την χιάνω, καί αρχίζω, σοϋ πή μέ τύ αγγελικό στοματάκι του άν σοϋ μι- πολλά-πολλά μαζύ, γιά νά τήν θάψουν!!
Ίον πόνου μου γλυκαίνοντας την άμετρη πικράδα, λοϋσε όλη του τή ζωή! Ή κρυστάλλινη φωνή ν *.
°Ενα οκοπό ραϊοτικό, θλιμμένο νά. τονίζω, του μοιάζει μέ μιά υπερκόσμια μουσική καί τό Χειμώνας !
Κάτω από θλίψεων, κανμών και οδυνών Ισκιάδα. γέλοιο του είναι ποιό αγνό άπ’ τό αγνότερο γέ- Χιόνια στή γη καί στήν καρδιά του ...Σκέπτε­
λοιο ποϋ άκούσΟηκε ποτέ. Λές καί τάπλασε ό ται τήν περασμένη του ευτυχία, ποϋ πέταξε πολύ
II Θεός γιά νά μάς δείξη δλη τή μεγάλη, τήν ά- μακρυά, γιά νά μή ξαναγυρίση ποτέ πειά καί
φϋαστη, τήν υπερούσια τέχνη του. Τό μικρότερο, κρύβει πάντα μεσ’ στό νού του τό άνάλαφρο
"Ολα τσ πάντα κόλαοι ατελείωτη νομίζω' ποΰ φαίνεται σάν μεγαλείτερο άπ’ τό πρώτο, καί φτερούγιασμά της...."Ολο άναμνήσεις ! /.ή μέσα
Διαβολοκαζανόβραομα τό κάθε. π ον κινιέταί’
3Αστροπελέκι φονικό ο.τι κι αν άτενίζο>'

. ποΰ τοϋ μοιάζει σάν άδελφάκι, είναι πειύ ξανϋό


καί ποιό πεταχτό άκόμα. “Ενα μαϋρο στεφάνι
Φλόγες, πλημμύρες, πνρκαϊες τό κάϋεποϋ 3μιλιέται... τριγυρίζει τά μάτια του καί δίνει μιά μελαγχο­
στό παρελϋόν, παρόν γι’ αύαιν δέν υπάρχει καί
τό μέλλον είναι τόσο σκοτεινό ποϋ δέν τό δια­
.Θ λική όψι στό πρόσωπό του ποΰ όλο γελά. Τρέ­
κρίνει. Φαντάζεται άκόμα πώς άκούει τήν φωνή
εκείνης ποϋ τόν έξέχασε, σαν Ενα περασμένο τρα­
Λόγος, και έργο, καί ματιά, και οτοχαομός άκόμα, χουν, παίζουν, πηδοϋν καί μαζεύουν λουλούδια... γούδι πλασμένο γιά νά φϋάνη ώς τέι πειόβαϋειά
JOoo τον ανήξερου μικρόν, τόοο καί τον μεγάλου, "Ενας νέος άπό μακρυά έχει τά μάτια του καρ­ κατάβαϋα, ώς τήν καρδιά τής καρδιάς του ! Φαν­
Καρφιά Χριστού μοϋ γίνονται για τ άθλιό μου φωμένα άπάνω τους. Άρά γε ή τύχη νά τόν τάζεται ακόμα πώς αισθάνεται τό ιίπαλό, οι’ίν τύ
[οώμα..., έφερεν έκεϊ ;!! Μέ δύο πηδήματα τά έφϋασε κ’ πούπουλο χέρι της νά τόν σφίγγη στήν αγκαλιά
Που 3ρίγτικε — αλλοίμονο !— 3ς τη μέση τέτοιον εκείνα μόλις τόν κατάλαβαν άρχισαν νά τρέχουν, της ! Φαντάζεται άκόμα πώς τό βλέμμα της τοϋ
[οάλου... νά τρέχουν, γιά νά τοϋ ξεφύγουν... δίνει ζωή χωρίς νά τύ συναντά, πειά ! Φαντάζε­
Σέ λίγο φιλιωμένα καί τά τρία έπλεκαν στε­ ται πώς τόν άγαπά άκόμα....
III φάνια. 'Όλα άσπρα. Τά σπίτια, οι δρόμοι, τά δένδρα,
— «"Οποιος κάνη τό πειό ώμορφο στεφάνι ϋά βουτηγμένα μεσ’ τύ χιόνι ποϋ πέφτει σάν μπα­
Π
Τό κάθε τι, ποΰ ήλθ3 εδώ, εις δλη του τη ζήυΐ, μπάκι. "Ολο χιονίζει ! χιόνι, χιόνι, χιόνι!!...
3 Α:το αυτήν την γεννηοι δ>ς τό στερνό τον μνήμα, φιλήση τούς άλλους δύο.»
Τά στεφάνια έγιναν όλα τά ίδια κι’ έτσι . . . 'Λνοιξις!
Τό περνούν και τό σέρνουνε τά ΓΙάθ?] καί τά Μίση, Τό πράσινο ξαναβασιλεύει, τά λουλούδια ξανα-
Και ιοϋ περνούν άπ* το λαιμό τον 'Ένστικτου τό μοιράσϋηκαν τά φιλιά, χωρίς παράπονο ! ! νοίγουν, τό μύρο τους ζανασκορπιέται. ή φύσις
[νήμα. Καλοκαίρι ! ,
Ό ήλιος σκάει τήν πέτρα ! Κάτω άπό ένα ξαναγεννιέται καί μόνο ή καρδιά του μένει πεϋα-
κλωνόγυρτο πεϋκο, στον δροσερό τόν ίσκιο, «ε­ μένη. άναίσΰητη ! ’Αναίσθητη σέ κάϋε αίσθημα,
3Εκείνο, που γεννήθηκε καί λες που ϋά ανξαίνη, κείνος» καί «εκείνη» λένε γλυκά τραγούδια τής σέ κάϋε ιδανικό....
Α.

Ύπείκοντας σε κάτι 3Αρχές, ο* απερίγραπτους Νό- άγάπης... Βλέπει πώς όλα εΤνε μάταια όνειρα στύν κό­
[μονς, Στό πλάι τους τρέχει δροσερό δροσερό τό ρυά σμο. ’Απογοητευμένος ζητεί τήν χαρά, τήν λήϋη
3 Σ ένα βαρύ περίβλημα..., μαραίνεται, πεθαίνει.,., κΓ έπαψαν τό τραγοϋδι γιά ν’ άκούσοσν τό φλί- ίσως, στό πρώτο παράλογο πάϋος ποϋ συντυ­
Τής Βίας φέρνουν το Σταυρό επάνω εις τους ώμους. σβισμά του. χαίνει !
— Θά μ’ άγαπάς πάντοτε" δέν ϋά μέ ξεχάσης Ξαναζή, άγνιίιριστός πειά, άλλος άνϋρωπος,
πειά ;! Θά ϋυμάσαι σ’ όλη σου τή ζωή αΰτύ τό μέ άλλη ψυχή, μέ άλλα α’ισϋήματα, μέ άλλους
Αυτόν εδώ τον Γολγοθά αν Κόσμο τόνε λένε, πόϋους ...
Τον λεν5 γιατe εινε στόλισμα εις τό φρικτό σκοτάδι, δένδρο, τό τραγούδι μας, τά φιλιά μας, τήν α­
Εις έναν τάφο που καρδιές τόσες λιβάνι καίνε' γάπη μας ;!.. Σεπτέμβριος 1909 Μανώλης Κ. Μαγκάκης.
Για τ' εινε μαύρο κάτοπρο καί πλαίσιο του "£δη.... Καί τώρα πώς θά ζήσω, χωρίς έρωτα;
IV ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΟΣ πώς; Στήν καρδιά, ποΰ μακρυά της έφτε-
ρονγισ ή άγάπη τί ί)έ ν άπομείνη τώρα ; Τό
νΩ/ νά3μπορούσα, σύσσωμος, τή σφαίρα νά δια- 30 ’Οκτωβρίου βράδυ
[σχίσου ■ χέρι μου σέρνεται βαρν κι ανόρεχτο άπάνο)σ τό
Νά κόψω σίδερα, φραγμούς, συμβόλαια «καί νόμους Μιά ολόκληρη ιόρα ήταν μαζί μου τ από­ λευκό χαρτί καί στήν άκρη τής πέννας μου
Κ' εις εναν Κόσμο 3Ιδανικό νά *λθώ νά μετοίκησα), γευμα καί μου κουβέντιαζε. Κάτι κομπλι- κατασταλάζουν κάποιοι λησμονημένοι στίχοι
Μακρύ3 άπό τόπους βέβηλους ανίερους κι3 ανόμους / ποΰ τους έλεγα άνόητοΐ'ς όταν τους πρωτο-
μέντα κάτι τρυφερότητες ποΰ μουλεγε καί
κάτι λιγωμένες ματιές ποΰ μονριχναν τά κα­ διάβασα γιατί δέν ήμουνα τότε σέ ϋέαι νά
νΩ / νά 3μπορούσαν, Ουρανέ, τά μάγα σου παλάτια τους καταλάβω :
Πού έχουν βροχή τ3 άοώμάτα, τον έοο>ζα πλημμύρα, στανά του μάτια κάτι ματιές ποΰ λίγες μέρες
προτήτερα μποροΰσαν νά μέ ξετρελλάνουν. Κ3 ϊ/τανε κ.απον ένα παλάτι.
Νά είχαν αιώνιο θαυμαστή τ άπόξερά μου μάτια Κ* Jtr τώρα κάπον ένα ρημάδι
Καί υμνητή τά χείλη^μου, με τήν καρδιά μου ?.ύρα, Σά νά κατάλαβε πως τοΰ φεύγω κι αγωνί­ Αχ ! τή φνχή πον κλείνει μέσα
ζεται νά μέ κράτηση ιιπλώνοντας γύρω μου σιά σπ/.άχνα της τόν μαΰρον !
νΩ / ού, Κόσμε Ουράνιε κάμε με, σάν πετάξω άλα τά ίρωτοπλεγμένα δίχτυα του. Τοΰ κά- 3Εγώ τό)' έσβνοα τόν ‘Ήλιο
3Σ τά οτήθια σου τ αγνά, Φωτός κι3άγάπης συνοδίτη' κον όμως δλο τοΰ φεύγω, ναι τό νοιώθω Έγώ τό σώ.τασα τ* αηδόνι
Αός μου αστραπή γιά νά φανώ καί σθένος νά φωνάζω Αία ή συννεφιά με πνίγει τώρα
καλά πώς, ολο καί σπρώχνομαι μακρυά του’ ' Αχ ! πέστε μου ποϋ ξημερώνει !
*3Εδώ ό νΕρως, ή * Ελπίς κι3 ή Πίατις έχουν κοίτη /»
έτσι χωρίς κ εγώ νά τό θέλ.ω. Ναι μάρτυς
μου ό Θεός πώς δέν τό ϋέλω, ήμουνα τόσο ’Εδώ τελειώνει τό ήμερο/άγιον τής μελα-
ευτυχισμένη όταν τόν άγαποΰσα ! Τόσο ευ­ χροινής μου φίλης. ”Οταν χάριν τών αναγνω­
V
τυχισμένη ! Τά πειό ασήμαντα λόγια νά μον- στών τής «Δάφνης» τό παρέ,δωσα εις τήν
* Ολημερίς τή λύρα μου τήν πιάνω, καί άργμζω,
λεγε τά θυμόμουνα, ώρες ολόκληρες κι άν δ>ιμοσιότητα, χωρίς καν. νά τήν ραπήσω ν-
Τον πόνον μου γλυκαίνοντας τήν άμετρη πικράδα,
Τέτοιο σκοπό ραΐστικό, θλιμμένο, τον τονίζω, περνούσαν μέ τήν ίδια σειρά ποΰ βγήκαν πεαχέ&ηκα νιί τύ παραθέσω, όπως έχει, χω­
Κάτω άπό θλίψεων, κανμών καί οδυνών ισκιάδα. άπ τό στόμά του' καί σήμερα ποΰ μιά ύλό- ρίς κανένα σχόλ.ιο καί έχω απόφασιν να τη­
Άθήναι Γεώργιος Σ. Γροπέτης κλ,ηρη ώρα μοΰ γλυκοαφύριζε σιγά σταύτί ρήσω τήν νπόσχεσί μου.
Φ. Κ. τήν τρυφερότερη ερωτική σοννάτα δέ θυμά­ Τώρα άν κανένας άπό σας τή λυπάται καί
μαι οϋτε μιά νότα άπό τή μουσική της ! Τί θέλει νά τής υπόδειξη ποΰ ξημερώνει εινε ε­
ΟΥΔΕΜΙΑ άπόδειξις συνδρομής ή άλλη αίνιγμα ποΰ είναι αυτή ή μικρή αίματωμένη λεύθερος νά τό κάμη. Μολ.ονότι καί αυτό τό
εισπραξις πληρωμής εινε ισχυρά, εάν δέν μηχανή ποΰ τή λένε καρδιά ! "Ενα του χαμό­ θεωρώ περιττόν, διότι είμαι βέβαιος, άτι δέν
■φέρη τήν υπογραφήν τοϋ Διευθυντοϋ καί γελο μονφτασε νά τόν αγαπήσω κ ενα τον θάργήση διόλου νά τό εύρη μόνη της.
τήν σφραγίδα τοΰ φύλλου. ερύϋημα σήμερα μέ κάνει νά τόν ξεχάσω. ’Αθήνα Βίκτωρ Ν. Ζήνων
10 ΔΑΦΝΗ

Στην αγκαλιά οου πάρε με !... νΕνας μεγάλος λύκος /


ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ Q, ANDRE RIVQIRE ζ)
Κρνόνω... Καί. πώς ετρέμα μην πέθαινα έτσι... α-
[δίκως,
Και μόνη μου Γιά πάντοτε . "Αχ ! Σφυκταγ-
λ*εγαλα_ονειρα [κά?.2.ασέ μου
Το στήθος!.. Τί, δε σφίγγεις !
(Συνέχεια έχ τον προηγουμένου) 'Ο Βοσκός.
Πολλές ώρες μή καταλαβαίνοντας την («II etait une bergere») Νά...
καψα τον ήλιον εμείνε χαννωμένος ’μπρο­ 'Η Βοσκόπουλα.
στά ’στης λίρες οαν ν’ ά~τοβλακιί>ί)η>.ε. Καί ΚΑΤΑ ΜΕΤΑΦΡΑ1ΙΝ ΛΕΟΝΤΟΙ L ΜΑΚΚΑ Τί, δεν μιλάς, χρυσέ μου ;
Αξαφνα—κόντευε νά βασιλίψη—εβα?.ε βια­ Τό βλέμμα σου, θαρρώ, ζητεί νά μ’ ά-χοφεύγει !
‘Π Πριγκηττέσσα. Ό Βοσκός (μάλλον δειλά).
στικά το λιθάρι ’ητη θέπι τον, ανέβηκε οιγά-
Βέβαια ! νΟχι ! ”Οχι !
σιγά επάνω καί ’έπειτα τρελλός άπ’ τη χαρά eΟ Βοσκός. Ή Βοσκοποϋλα.
τον, πηδώντας, ε’φθαοε ’οτί]ν πάλι, καί Και κάποια Κυριακή, πρέπει εμείς χωρίς άλλο, Τό πρόσωπό οου ειν’ σφαλιστό, πένθιμο, λες και
’κλείστηκε ’στην κάμαρά τον. ’Στην νπερ- Άπ3 τό χωριό να κάνωμε κανένα γϋρο πάλι [τωχει
τάτη εκείνη στιγμή φοβήθηκε μήπως τρελ- Νά μάθουνε τόν πλοΰτό μου, τήν τύχη μου, δλ3 οί Σφραγίσει ή άσχημη σιωπή, κι’ άπαρνηθή τό γέλοιο !
λαθεϊ ’ατά. σωστά ! Iάλλοι, Κνττα με... πές μου γλήγορα... Τό μέτωπο τό τέλειο
"Η Πριγκηττέσσα. Ποια αρρώστεια στό ρητίδωσε, ποιά... πάγωσε τό
II ”Αν θέλης. , ' , , /z«e‘···.
Ό πάμπτωχος εργάτης έγεινε δ πειδ πλού­ *0 Βοσκός· Φεύγουμε... πάμε κι υ καθείς ας λέη, δτι κό θν
Βλέπεις πάντοτε οοΰ λέω κάθε μου ακέψι... [ξέρη...
σιος άνθρωπος τον κόσμον. Κι’ αυτός δεν
Δεν είμαι οϋτ3 υπερήφανος,... μά ό κόσμος έλα ζη· Γιά τάλλα,—εκτός έσένανε,—ί'χω καρδιά κλεισμένη !
εί'ξερε πόσα έχει. Καί όλοι ’φθονούσαν τον [λεφη, “Ελα !
νεόπλουτο, καί τον ’νόμιζαν τρισευτνγμ- ιατί ό καθείς πριγκήπισοας <5έν γίνεται προστάτης ! "Ο Βοσκός.
σμένο. Ή Πριγκηττέσσα. Δεν θέλω.
"Ολοι έμαθαν την πηγή του πλούτον ε­ Εγώ θά κάνω πάντοτε δλ3 δσα σύ προοτάττεις... "Η Βοσκοττονλα.
κείνου τοΰ αμύθητου. Πές ; Μ* αγαπάς ; Μπά ; Γιατί ;
Μά όπως ’σ αυτόν ήταν εύκολο νά γέ­ cO Βσσκός. "Ο Βοσκός.
μιση σέ λίγη ώρα τσουβάλια ολάκερα από Βέβαια / Κάποιος με περιμένει...
λίρες, τόσο σ’ αυτούς ήταν δύσκολο νά πά­ *Η Πριγκηττέσσα. 3Αδύνατον !
ρουν καί μία λίρα ακόμα. Τό λες... μά μόνο με τά χείλια, "Η Βοσκοττονλα.
Αφηρημένος, γλήγορα, χωρίς ορμή καί ζήλεια. Τί ,
Γιατί μόλις άπλωναν τό άπληστο χέρι
Οταν 3ρωτώ μόν3 απαντάς καί με φωνή σβυομένη. cO Βοσκός.
τοί’ς καί αυτοί, αμέσως τό χρυσά όραμα α­ —3Σαν αγαπά κανείς 3οτόπώς καί 3στό γιατί επιμένει,
Δεν μπορώ !...

.
φανίζονταν σαν μαγεία αληθινή. Λόγια τρνφερογέννητα οκορπά γεμάτα γλύκα
"Η Βοσκοττονλα.
Καί είχαν παραιτηθή επισήμως ολοι από Σαν 3κεϊνα πονλεγες σιγά όταν 3στό δάσος μπήκα’.
Οταν εσύ άέν ήξενρες καν πώς εγώ σάς είδα,... Τί έχεις ; Τί εϊνε τοΰ το ! ;
τον ν’ άπολάψουν κΐ αυτοί κάτι από τό θη­

Οταν σάς κύτταζα κρυφά, καί ατής καρδιάς τή "Ο Βοσκός.
σαυρό... "Ολοι φθονούσαν τον ευτυχισμένο [λαύρα
κάτοχό τον, όπως είπαμε. Τον νόμιζαν—με Εννοιωθα μιά άνακονφισΐ άπ3 έκπληςι κ3 ελπίδα, Με περιμένει «α.τοίο^.·.
τό δίκηο τους—ευτυχισμένο. Κ3 έτρεμα,.. φύλλο ταπεινό στον έρωτος τήν αύρα,— <Η Βοσκοττονλα.
Γιά χάϊδει/>ε με λόγια οου ξεχεΟ.ιστά άπό πόθο’ Ποχός:
Μά αυτός κάθε άλλο ήταν παρά τέτοιο !
Γιά κύτταξε, προσπάθησε, πές μου... "Ο Βοσκός.
Μιά κρυφή λύπη τον έδερνε από τήν άρχή
‘Ο Βοσκός. . . . ποϋχει τιμάΐς καί πλούτο.
που έγινε πλούσιος, καί τύν σιγότρωε.
9 Μιλώ, όπως νοιώθω .. "Η Βοσκοττονλα.
τΗταν αγράμματος ! ία,- αγαπώ... Εϊν ωραία ! Νά / Σάς λαχταρά ή καρ·
Τί σαν είχε τόσα παλάτια χρυσοστόλιστα. ' [διά μου : Ποχός ;
Π
Εν3 άλλο είχα πριν αίσθημα.... κ3 έλειψε τό-αισθη- "Ο Βοσκός.
Τι σαν οί υπηρέτες του έκολυμποΰσαν ’στο
[μά μου, "Η Πριγκήπιοοα.
χρνοάη ι. Τί σαν ήταν ’στο χ,έρι του ν’άπο-
Κ3 ενώ δεν σάς αγάπαγα.... σάς αγαπώ... Νά ! — 1Η Βοσκοττονλα
λάψη κάθε επίγειο άγαθό. ["Ωραία ! Τί ?.ές\ 3 Εσένα περιμένει ;
Αύτός ήταν αγράμματος. Οί άπειροι δά­ "Η Πριγκηττέσσα "Ο Βοσκός.
σκαλοι δεν ’μπορούσαν ούτε γρϋ νά τον Ωοαΐα ! Καί βέβαια... άφοΰναι οτά σωστά μαζν μου έρω-
Α.

μάθουν. "Ο Βοσκός. [τευμένη !


Λε μαθαίνει κανένας πρώην εργάτης, σω­ "Ωραία/... υλοχαρά νοιώθω καί σάς συγχαίρω. Δεν είμαι πειά βοσκός, εγώ.
στό ξΰλ.ο άπελέκητο, γράμματα όταν μεγα- "Ωραΐα ! "Η Βοσκοττονλα (συμβιβαστική).
λώαη λίγο, όσο πλούσιος κι’ άν εϊνε ! (Μένουν σιωπηλοί).
Ναι! Βλέπω, βλέπω, φως μου...
Κάθε ’μέρα τό ολόλαμπρο παλάτι Ιβι'ινζε "Ο Βοσκός.
ΣΚΗΝΗ ΣΤ'.
άπό τά βογγητά τοΰ νοικοκύρη τον. Κ’ έ- 3Έγινα πριγχηπόπουλο.
λεγε άνά,μεσα ’ςτονς στεναγμούς του: "Ο Βοσκός, ή Πριγκηττέσσα, ή Βοσκοττονλα.
"Η Βοσκοττονλα.
— Αχ, τί δυστυχισμένος πού είμαι! . . . *Η Βοσκοττονλα (άπό μακρηά, αόρατη). Ποιο φάσμα μαύρου κόσμου,
Είμαι αγράμματος ! Τί μ’ωφελούν τά πλού- Φαϋνε ! Ποιο ονειρον, ή ποιά μάγισσα τονφερε αυτήν τήν
τη ; Νοιώθω πώς κι’οί ίδιοι οί ’πηρέτες μου "Η Πριγκηττέσσα. [τρέ?.λα !
με κοροϊδεύουν αλύπητα στα κρυη>ά γι’αύτύ * Ηλθεν αυτή. Τί κρίμα !
cO Βοσκός. 'Ο Βοσκός.
μου τό ελάττωμα ! . . .
Να ί. Τά νέα σάρεσαν ;
Καί Αναστέναζε πάλι.
*Ή ΙΙριγκηττέσσα. "Η Βοσκοττονλα.
Καί ξανάρχιζε :
Μήν τής πής.,.. Θά σε γιατρέψω... νΕ?.α... έλα !
— "Αλλα δέκα χρόνια, έδινα γιά νά γίνω "Ελα στό σπήτι, αγάπη μου/, — "II μαύρη μοίρα
κ’ έγά) γραμματισμένος απ’ τι) ζωή μου! *0 Βοσκός.
[φταίει,—
Δεν είχε τελειώσει καλά καλά τά λόγια του Ίό ξέρω... Κρίμα τά νειάτα τά χρυσά !—Βοσκέ μου. .·
Τοΰ κάκου θε νά πήγαιναν όλ3 αί προσπάθειαί μου.
αυτά, όταν έξαφνα ή ίδια φωνή πού τύν Άς ψύγωμεν ! "Η Πριγκηττέσσα (εμφανίζεται),
τρόμαξε προ πέντε χρόνων ακούστηκε. Καλά Xiet.
"Η Πριγκηττέσσα.
■— ilf:*a χρόνια είπες ; Καλά ! Θά σε "Η Βοσκοττονλα.
*Ας φύγωμε... Ναι! Γλήγορα!
κάμω τον πιο γραμματισμένο άνθρωπο τού "Η Πριγκηπέσσα !
"Η Βοσκοττονλα (πληοιέοιερα, πάνε3 αόρατη).
κόσμου. Πρόσεξε ϋμως άνθρωπε .... Πρό­ "Ο Βοσκός.
Χρυσέ μου !
σεξε μή μετανοκυσης . . . Καί θά εϊνε τότε Βλέπεις, νά/...
9 » f "Ο Βοσκός.
αργα ! "Η Βοσκοττονλα.
* Εμπρός !
Σάστισε, μά λίγο ό πλούσιος. "Η Πριγκηπέσσα!
"Η Πριγκηπέσσα.
"Ομως ’στή στιγμή είπε στο πνεύμα. eΠ ΙΙριγκηττέσσα
Δεν μπαίνει τό κλειδί... Εϊνε πολύ σκοτάδι !
— “Οχι ! “Οχι ! /Ιέν θά "ιιετανοιώσω. Νάμαι /
"Η Βοσκοττονλα (φαίνεται άπό το βάθος).
Καμμία άπάντησις δεν τού έδόθη. *Η Βοσκοττονλα.
Φαννε ! Φοβάμαι, Φαΰνέ μου / Κοντά ’κεΐ. 3στό πη-
III Λοιπόν; 3Αλήθεια!... Μ3 άφησε!... Εϊν9 όνειρο ί ;
ίχόδι,
Είδα ί'ι’α ?.νχο !—rrovnai ; σύ ; [Κοιμάμαι ! ;
Ό εργάτη:
εργάτης, μέγας καί πολύς έγεινε φΐ Λοιπόν πειά εμέ δεν μ3 αγαπά μά... τώρα εσάς λα-
λόλογος. Ό Βοσκός (οτήν ίΐριγκηπέοοα).
[τρεύει ;
Ό μεγαλείτερος ά.τ? δλονς. Κρνφθήτε. Δεν μάς λνπάσθε τούς φτωχούς ;/.. Κανείς... νά τό
(οτήν βοοχοποϋλα) Νάμαι ! Ναματ ! [πιοτενη ;
Τον πολιορκούν οί έκδοτα* εφημερίδάν
Ή Βοοχοπονλα (τρέχει έ.τάνω του, χαΐ καταφεύ­ "Οχι! Δεν εϊνε δυνατόν ) Μ3 αγάπαγε... οάς λέω,...
καί περιοδικών. Γονατίζουν οί ίλιαοάρχαι γει οτήν αγκαλιά του). νΑλλως τε δεν οάς αγαπά πειά τώρα,άφοΰ εγώ κλαίω.
*μπροοιά τον γιά νά τονζ προτίμηση. Άχ ! Έώ τέλους... Σύ’οαι; Σύ! ; .-ιώί ετρεχα ! "Ετσι είναι ! Δεν τήν άγαπάς;
("Επεται το τέλος) Αημ. Κρεβονρης [φοβάμαι / (Έπεται συνέχενα)
Α Φ Ν Η 11

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Eli ΤΟΤΙ ΛΙίΓΟΝΜΟΥΣ U1


ΣΤΗΑΗ ΕΓΚΡΙΣΕΩΝ
Έπειδίι εις τά γραφεία μας όυνεκεν- Ι0Σ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
τρώΟιισαν άηκετά λογοτεχνήματα, πολ­ ϊμμ mmi miniyjm mi νι
λοί οί τών άναγνωιίτών μας ΐιιτοΐίν
νά μάθουν ποια έκ τών ύποοτελλοιιίνων Ή διεύΟυνσις τής «Δάφνης» επιθυμούσα ν’α­
fthhHrko ν γραφιαι έργων των είνε έγκεκριμμένα, ίδρύάαμεν
τΐιν κάτωθι ίτι'ιλην, είς ίίν τακτικώς Οά
νάθεση είς τούς άναγνώσιας της τήν σύνΟεαιν τών
εν αυτή δημοσιευόμενων Διαγωνισμών (Λίνιγμά-
άναγράφωντιιι τά έκάΟτοτε έγκρινόμενα. των, Γρίφων, Λογοπαιγνίων κ.λ.π.) προκηρύσσει
σήμερον τον διαγωνισμόν αυτόν ΰπό τούς ε'ίής
ορούς :
hmMmd Μέχρι της 23ης Σεπτεμβρίου ένεκρίΟιι- I) Τον ΔιαγωνκΙμοί? τούτοι· 0ά άυμμε-
<ίαν καί Οά διιμοόιευΟοΰν τά εξής : τάάχωιΐι γενικώς όλοι οί άνιιγνώόται τον
Κόκκινης Κορδέλλας.— Τί τρώγουσι καί τί πί- περιοδικόν, άποιίτέλλοντες όνλλογίιν
Κον ΤΑ. Πολιτην, Κόρινθον,—Σάς εΰχαριστοϋμεν, νουσι. Αινιγμάτων, Ηαιγνίων κ.λ.π., μίι περιέ-
άλλά δυστυχώς δέν έχωμεν πουθενά άνταποκριτάς. Περ. Γ. Δανδίνου.—"Ερως (Έλευθέρα μετά-
Δημ. Φαρμάκην, Ζάκυνθον.—Εΰχαριστοϋμεν έγ- jjovdav περιόόότερα τών τών Ιο, <νέοον-
φρασις). dav κάτωθι έκάάτον «ιίνίγματος τΐιν λύ-
καρδίως. Βααιλ. Άσλ.—Ή έκδίκησις.
Δνίδα Φρ. Ταικλητήρα, Πόλον, Κους ’Δϋ·. Λα­ div τον. Ί',κΰΟτιι «ΐνλλογίι δέον νά dv-
Παναγ. Γ. Γαρέξου.--Τά βασανιστήρια τής
γόν, Πόλον, X. Στοννόηονλον, Χρ. Καμπιώτην, Ίεράς Έξετάαεως. νοδεύιιται ύπό είκοόαλέπτον γραηματο-
Π. Σπυρόπουλον, Πόλον. — Σάς εΰχαριστοϋμεν. Νιχολ. Κρανιωτάχη. ’Αντίλαλοι.—Μαΰρα ξυ­ ιίΐιιιοΐΓ μόνον.
Φύλλα καί αποδείξεις σάς άπεστάλησαν. πνήματα. ϋ) ’() διαγωνιόμός οντος Οά είναι τρί­
Κ. Φωτάχην, Καλάμας, - Φωτογραφία έλήφθη, Γεωργ· ΆύΤ. Γεωργιάδου. Εικόνα.—Τά κάστρο. μηνος, έζαιρέόει τού παρόντος όιίτις ώς
άλλ’ είνε σκοτεινή καί δέν θά έπιτύχη εις τήν τσιγ­ ΤΑ. Ν. Τράκα.— Τ’ ορφανό ναυτόπουλο. έκ τον τέλονς τον ετοι·ς, λΐιγ·ει τΐιν '.Μ
κογραφίαν. Ιππότου δε Ίφλάντ.—ΊτΙά. Δεκέμβριον.
Δνίδα X, Καμπιώτον, Πόρον.—Ή μετάφρασίς Ίω. Πααιόκα.—Αί προτιμήσεις τών γυναικών. 0) Ί·',κ τών λαμόανομένων όνλλογών
σας θά δημοσιευθή εις τό μεθεπόμενον φόλλον. Άντ. Ν. ΤΑανίκη.—Τραγουδάκι.
Οά δΐιμοοΤεύονται τινές έκ τών καλλίτε­
ΤΑ. Ν. Τράκαν, Καλάμας.—Ιίίς τό προσεχές. ("Επεται συνέχεια)
Κους Π, ΤΑπούτην, Νικολάτον, Στανρόπου- ρων.
λον, Πυλαρινάν, ΤΑακρήν, Βερνΐκον, Δριβολιά- ά) Ίΰν τώ διαγωνιιίμώ τούτφ Οά βρα-
ρην, Πολυκαλάν καί Ν. Λοβέρδον, Άργοατόλιον. OVAKMIA ΠΓΟ Ι ΙΜΙΙΣΙΣ ΙΪΧΥΚΙ,διότι Οεύωνται :
— Σάς εΰχαριστοϋμεν έγκαρδίως. Φύλλα άπεστάλη­ 1 πρώτος λαμβάνιον χρηματικόν βραβεϊον
ή «Δάφνη», καΟαρώς φιλολογικόν χαρα­
σαν έξ αρχής. δραχ. 5, μίαν ετησίαν συνδρομήν τής Δάφνης,
κτήρα εχονόα, δέχεται καί διιμοόιεύει καί χαίρει τό δικαίωμα τής δημοσιεύσεως τριών
Θ. Πολίτην, ’Ενταύθα. — Ή «Δάφνη» έχει ίδικούς ά ν ε ξ α ι ρ έ τ ω ς μέ τΐιν όειράν των, είς
της διακεκριμμένους συνεργάτας, περί τούς δέκα, δμοΰ έκ τών καλλίτερων άσκήσεων τής συλ­

.
ώριόμένας όελίδας τον ψύλλοι:, δλα τά λογής του.
τά έργα τών διτοίων βλέπετε είς τό φόλλον τα­
έγκρινόμενα φιλολογικά προϊόντα τών 2 δεύτεροι λαμβάνοντες τρίδραχμον χρηματ.
κτικά. "Ολοι οί λοιποί εινε απλώς άναγνώπται της,
καί έχουν τό δικαίωμα νά σιέλλουν έργα των, άναγνωότών τιις ΔΩΙ*ΚΑΙ\. βραβεϊον έκαστος και ιίνά μίαν έξάμηνον συν­
τά όποια μόνον !'ιν έγκριϋονν δημοοιενοινται. Μάς
.Θ δρομήν τής Δάφνης, καί
3 τρίτοι άνά μίαν τρίμηνον συνδρομήν.
έννοεΐτε ; Διά τούτο καί ποτέ δέν υπάρχει φόβος νά Προηγούμενα φύλλα τής 'Δάφνης*
καταντήση τά φόλλον όπως φαντάζεσθε. Καί τέλος &ά δημοσιευτούν τά ονόματα όλων
Κους: Άλ. Λεβαντήν Γαλαξείδιον, Γ. Δ. Δαβ·, εύρίοκονται εις τά γραφεία, καϋώς και τών αυμμετασχύντων τοϋ Διαγωνισμού είς τήν
Σ. Βάλωσην ένταϋθα, Άλ. Μαρ., S. ένταϋθα, Δάφνην.
είς δλα τά κιόσκια, όπου πωλοϋνται Προθεσμία αημμετοχής είς τον παρόντα Δια­
Τάκην Γιολδάσην Καρπενήαιον, Ε. Κ. Ροϋβαν
Κάϊρον, X. Θεοτοκάτον ένταϋθα.—Έλήφθησαν. εφημερίδες. γωνισμόν ορίζεται ή 3L ’Οκτωβρίου.
Νίκον Δαονλην Πάτρας. Π. Σεκακον ένταϋθα,
Γάταν ένταϋθα, Γιάννην Διάκον Ναύπακτον, Δεω-
νίδαν Βέκκον Καλάμας, Διονύσιον ‘Ερημίτην 1® ΜΗΝΙΑΙΟΣ 4Ι4ΓΜ1Ϊ ΑΓΣΕίΙΝ
Π
Πειραιά, Νίκον ΤΑαρκόπουλον Κυπαρισσίαν. Θ.
ΤΑπαρταακούλον, Νεκρολούλουδο Ζάκυνθον, Στ. L0mm εργαπηριοκ Ό διαγωνισμός τών λύσεων τών έν τή «Δάφνη»
Παπασταύρου Θήβας,—Έλήφθησαν,
A. Stelhadi, Κάϊρον.—"Ολα δσα έστείλατε έλή­
φθησαν. Φύλλα καί αποδείξεις σάς άπεστάλησαν.
\ ^φωτοτσιγκογραφίας ’ δημοσιευομένων ΔίΑΓϋΝΙΣΜίίΝ (Αινιγμάτων, Γρί­
φων, κ λ.) γίνεται εις τά έξης μηνιαίος : ΟΙ λόται
όφείλουσι ν’ άποστέλλωαιν έπί ιδιαιτέρων φύλλων
Εΰχαριστοϋμεν διά τήν καλήν άναγγελίαν.«Τά Άνα-
Kill ΞΥΠΟΓΡΑΦΙΑΤ χάρτου τάς λύσεις τών έν έκάατψ φυλλαδίφ τής
κατεμμένα» λίαν προσεχώς. Άλέκον Λεβαντήν «Δάφνης» δημοσιευομένων 3 άσκήσεων, συναποατέλ-
Α.

Γαλαξείδι, Κωνατ. Φωτάχην ’Αθήνας, Δειλήν flPflflIQYi λοντες καί έν δεκάλεπτον γραμματόοημον διά τάς
Γραφίδα Πατήσια, έλήφθησαν. Νίκον Γκουν- _ OflOI ΚΟΛΟΚΟΤΡίΐΓΐΗ λύσεις έκάστου φυλλαδίου.
τούναν Κυπαρισσίαν.—Τά σταλέντα έλήφθησαν αρ 55 - Είς τό τέλος έκάστου μηνός, έκ τών έχόντων τάς
άλλ’ άτυχώς δέν ένεκρίθησαν- μερικαί φωτογραφίαι περισσοτέρας λύσεις θά βραβεύωνται :
ίσως δημοσιευϋοϋν μεθαόριον. Φρρρ Δάρισσαν.— ΑΟΗΝΑΙ 1 πρώτος, λαμβάνων χρηματικόν βραβεϊον
Έλήφθησαν όλα- εΰχαριστοϋμεν. Ν. Άνδρεόπου- δραχ. 5 καί μίαν έτησίαν συνδρομήν τής «Δά­
λον ένταϋθα.—Έλήφθη. φνης» .
Π. Ταίχλ. Καλάμας, Ε. Ροδολάκην, Σέλινον 2 δεύτεροι λαμβάνοντες άνά 3 δραχ. έκα­
Κρήτης. "Οσα έστείλατε έλήφθησαν' άναμένωμεν στος καί μίαν έξάμηνον συνδρομήν.
Χααομέρην ένταϋθα. Καί ή λόσις του ποϋ είναι ■ Καί τέλος 3 τρίτοι άνά μίαν τρίμηνον συν­
ΓεώρΥ. Κατωπόδην Λευκάδα. Β. Παπαεν&υ- δρομήν.
μιου, ένταϋθα. ”Λλυτον Λϊνοιγμα, Ναόπλιον. Α. ’Επίσης θά δημοαιεύωνται τά όνόματα δλων τών
Ν. Σ. ένταϋθα' έλήφθησαν. Λουχίαν Τάχη Λχά- λυτών μέ τάν άριθμόν τών ορθών λύσεων άς έσχε
λχου, Πάτρας. Σάς εόχαριστοϋμεν πολύ καί’περι- έκαστος καθ’ δλον τάν μήνα.
μένωμεν χωρίς άλλο. ΣΗΜ. Είς ιόν Διαγωνισμόν τονιον 0α νπαχΟώοι
Δ. Ερεβούρην, Τρίκκαλα. Ό Σολωμός αυμπε- καί ό εν τώ προηγονμένφ φνλλισ δημοοιευδείς
ριλαμβάνεται. Μόνον τά τελευταίον. Διαγωνισμός.

Demoiselle de Loudres donne des PlYlBEYOtK IN III. Mil HIV Hdl’flSl 11)07
ΑΜΙΑΝΤΑ ΗΛΙΟΥ
Άνεγνωρισμένης αντοχής καί
Lefjons d’Anglais. TO ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΩΝ ΕΡΓΑΠΗΡΙ0Ν EN ANATOAHi έντάσεως 6ι9 ολα τά συστή­
i ME ΤΑ ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ
ματα τών φωτισμών εις μεγά-
.S' ’adrcsscr M iss OEME λην παρακαταθήκην με τιμάς
u] ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΧΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ
Poste Restante En Ville εν&ηνάς
ΕΙΣ ΤΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ

91
a.:;.::.:: a, mmm
& ΜΕΓΑ ΚΕΡΔΟΣ 100,000 ΔΡΑΧΜΩΝ 91
ΆΟΐιναι, οδός Καλαμιώτον !ί(>
ΙΙειραιεΐ·ς. Λεωφόρ. ΆΟιινάς !έ
16
16 ΑΝΤΙ ΕΝΟΣ Μ0Ν0ΔΡΑΧΗ10Υ ΓΡΑΜΜΑΤΙΟΥ 91
16 91 ΟΛΟΝΤΟΙΑΤΡΕΙΟΝ
16 ΤΟΥ ΛΑΧΕΙΟΥ 91 Γ. I. ΖΑίΜΟΥΖΑΚΗ
ss 91
16 ΤΟΥ ΕΒΜΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ KM TON APXAIOTHTQH ΤΗΣ ΕΛΛΛΛΟΪ 91
91
’Οδός ΆΟιινίίς 03 Είσοδος Παλλάδος 1α

Είδικύτης τεχνητών όδόντων. ’Εφαρμογή τε­


16 ΤΗΣ ΚλΗΡΩΣΕΠΣ]ΤΗΣ 25“;ΟΚΤΩΒΡΙΟΤ 1909
91 λεία καί ταχεία καί ήγγυημένη. 'Υλικά ‘Αμερικα­
16 νικά άριστα. ’Εμφράξεις όδόντων διά νεωτάτης
16 = ΕΝ ΟΛΩι ΧΙΛΙΑ ΚΕΡΔΗ ΕΚ 225,000 ΔΡΑΧΜΩΝ = 91 γερμανικής μεθόδου, θεραπεία έν γένει τών παθή­
σεων τοϋ στόματος. Τιμαί λίαν συγκαταβατικοί.
A ( ΣΕΛΙΣ ΔΙΑ ΤΑΣ ΚΥΡΙΑΣ ~)
ο flpO ΤΗΝ TEAEYTfllflJV JWOflfljV

.

Π
Α.

σμένην άπό τό κρινολΐνον ή από τά παραφουσκωμένα ως μπαλόνια μανίκια! '


Ίο νέον κτένισμα επαναφέρει την κεφαλήν εις φυσικός διαστάσεις και ή
κορδέλλα ήτις μέ τόσην χάριν στεφανόνει τό μαλλιά, ενθυμίζει τός καλλιτε­
χνικός κομμώσεις των αρχαίων έλληνίδων. .
Εξ άλλου τίποτε δεν είναι πρακτικώτερον από τός κοντός φούστας διά τύν
χορόν αί δποϊαι μόλις εγγίζουν τό πάτωμα. At μέ μακράν ουράν όό μείνουν
μόνον διά τάς ύποδοχάς οπότε δίνουν τόσην μεγαλοπρέπειαν έίς τό βράδυ βά­
δισμα, Wi άρμόζουν τόσον ϋαυμασίως και εις τάς νέας, Ιδίως δμως εις τάς
οπωσδήποτε ωρίμους οίκοδεσποίνας. . Ν,

ΤΥΠΟΙΧ Π· Α. ΠΕΤΡΑΚΟΥ

You might also like