You are on page 1of 13

ΟΤΣΑ

ΜΗΝΙΑΙΑ Ε Κ Δ Ο Σ Ι Σ -----------
ΕΤΟΣ Γ\ API©. Φ Υ Λ . 3 (27)
Ο Κ Τ Ώ Β Ρ Ι Ο Σ 1922

Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α

Κ8 Σ Τ Η Σ Π Α Λ Α Μ Α Σ : Οί λύκοι.
ΠΑ ΥΛΟ Σ Ν Ι Ρ Β Α Ν Α Σ : Μικρές δεσποινίδες.
ΛΔ. Δ. Π Α Π Α Δ Η Μ Α Σ : ’Ακύμαντα νερά.
Β θ . Σ Τ Α Υ Ρ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ ; Τοιχογραφίες.
G A B R I E L E D ’ A N N U N Z I O : Ή δόξα.
Ρ Π Μ Ι Ι Σ Π Α Π Α Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ : Σκίτσο Λέοντος
Κουκούλα.
ΛΕΩΝ Κ Ο Υ Κ Ο Υ Λ Α Σ : Καθόμαστε στό βράχο...—
Μην τρέμη:...
B e P H A N E M A L L A R M E : Σ ιε ν α γ μ ό ς - 'Α ν ο ιξ η
Β —Θαλασσινή αΰ^α— 'Ο καμπανοκρούσιη;— Ά -
Η . γωνία.
R O M A IN R O L L A N D : Τ ό τραγούδι τών αιώνων.
I. Μ. Π Α Ν Α Γ Ι Ω Ί Ό Π Ο Υ Λ Ο Σ : Έ ν α ς Βέλγος ποιη-
I «ής·

' ΓΡΑΜΜΑΤΑ Κ Α Ι Τ Ε Χ Ν Ε Σ : *Η γ λ υ π τ ι κ ή - Τ ό
β θέατρο— Τά νέα βιβλία— *Η ξένη φιλολογία.

η ■m m m m m
% , \3„. g ν*·^β

^*ΑΧ. 1.25
ίί
Α Θ Η Ν Α Ϊ Κ Η Α Σ Φ Α Λ Ι Σ Τ Ι Κ Η Ε Τ Α ΙΡ Ι Α ??
Ά ν * γ ν ω {ίΐ(ΐΟ ίϊβ ο ι S t i I t . Ι ΐίΐίγ μ α τ ο ς τή; 6 /,ς

Ε Δ Ρ Α Ε Ν Γ Ι Ε 1 Ρ Α ΙΕ Ι : ύδός Νοιυαρίνυυ 1

Κ ΙΝ ΔΥ Ν Ο Ι Π Τ Ρ Ο Σ -Θ Α Λ Α Σ Σ Η Σ -Π Ο Λ Ε Μ Ο γ
Ιίχ ε μ δ ρ ίο ΐ) 1 1Π 7 =ΜΟΥΣΑ=
--------------------- ΜΗΝΙΑΙΑ ΛΟ ΓΟ ΤΕΧ ΝΙΚΗ ΚΑΙ Κ Α Λ Λ ΙΤ Ε Χ Ν ΙΚ Η ΕΚΔΟΣΙΣ

Δ ΙΕΥθΥΝΤΑΙ : ΝΑΣ0Σ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ, Π. Γ. Κ Α Λ Λ ΙΓ Α Σ , I. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟϊΛΟΣ


ΚΕΦΑΑΑΙΟΝ Λ ρα/μάς 3 ,0 0 0 ,0 0 0 -
ΕΤΟΣ Γ' — ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 3 ( 2 7 ) — ΑΘΗΝΑΙ, Ο Κ Τ Ω Β Ρ ΙΟ Σ 1922
■ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟΝ Δραχμάς 9 0 0 ,0 0 0
α ι κ ι ’θ ι ' λ ι ϊ ι ϊ ΜΑΝΟΥΣΗΣ & Γ Υ Α Λ ίΣ Τ Ρ Α Σ
’A q l § . Τηλεφ. έν ΙΊειραιεΙ 1 — 9 4 (όδος Ναυαρίνου 1 )
ΟΙ ΛΥΚΟΙ
» » έ ν ’Αθήναις 5 — 3δ (Σχυά Ρα ζή ) όδός Σοφοκ?ι.έους 0 Π Ο ΙΗ Τ Η Σ ! Μ ΙΑ ΦΩΝΗ

Βοσκοί, στή μάντρα τή; Πολιτείας οί λύκοι 1 ΟΕ λύκοι ! Μιά μοίρα τοΟ φτόνου, τοϋ τρόμου κακή ώρα,
t 6 κι άνθους καί καρπούς δλα τά ριξε ή μπόρα.
ΒΟΤΡΥΣ,, Στλ δττλα, Α κρίτες! Μακρυά καί οί φαΟλοι καί οί περιττοί,
χαλαμαράδες καί δημοκόποι καί μπολσεβίκοι,
για λίγους άδειους ή γιά τοΟ δΐέθρου τά Ιργα βαλτοί.
Τά πάντα άν περνοΟν, θά περάση κ’ έκείνη.

— Ειρήνη σ’ έσέ καί γαλήνη 1


Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Ε Τ Α Ι Ρ Ι Α Ο Ι Ν Ω Ν ΚΑΙ Ο Ι Ν Ο Π Ν Ε Υ Μ Α Τ Ω Ν
Άπ’ τής μαυρίλας τής άραχνίλας τήν άποθήκη Τά Ιθι/η λυγίζονται, δρθώνονταί, πάνε
ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ ΙΙΡΑ ΤΗ ΡΙΟ Ν : ΕΝΑΝΤΙ Χ ΡΗ Μ Α Τ ΙΣ Τ Η ΡΙΟ Υ οέ ακονισμένα γυαλιά κλεισμένο, παλιδ κρασί, στή νύχτα πού χέρια τυφλών τά σκοριτάνε,
ιδν έκατό σου χρόνων άνοίγω τδ άρχοντηλίκι στή δόξα π ιύ ή πίστη καί ή τόλμη τά δίνει.
οχΝΟί Λ Ε Υ Κ Ο Ι— Ε Ρ Υ Θ Ρ Ο Ι raO ήλιοΟ τδ φέγγος, γιατί προσμένουν οί δυνατοί
— Γαλήνη σ’ έσένα καί ειρήνη !
Χ Υ Μ 7* ΓΛ Υ Κ Ε ΙΣ
ξινά σάν πάντα καί γιά τή μ άχη καί γιά τή νίκη
vi τούς φτέρωσες τδ πάτημά τους δπου πατεΐ. Σεισμοί καί φωτιές καί σφαγές καί ποτάμια
ΟΙΝΟΙ Επιτραπέζιοι— Επιδόρπιο» ϊ έμέ — κελλάρης λυράρης είμαι — σ’ έμένα άνήκει στά σπίτια, στά κάστρα, στίς χώρες. Μιά Λάμια

ΕΜΦΙΑΛΩΜΕΝΟΙ ’Ορεκτικοί'·— Τ ονωτικοί Ά ΐδ κεράσω στά νέα ποτήρια τδ άρχαΐο πιοτί. σπυριά τρώει τα Κράτη, κεριά καί τά σβύνει.

— Είρήνη σ’ έσέ καί γαλήνη !


( Έ κ φυσικου •■•Βοσκοί καί σκύλοι, λώβα καί ψώρα. Τ ’ άρνιά; Μουζίκοι.
Μικρές ή μεγάλες, γραφτδ κι άν οί 'Ελλάδες
ΒΕΡΜ ΟΥΤ Μοσχάτου Ο’ίνου) 0 λαός ; Ό νο μ α. Σκλάβας πλέμπας δούλα κ ’ ή δργή.
τδν Τούρκο ή τδ Φράγκο νά λένε άφεντάδες,
to ) άποπάνω θεία τών άστόχαστων καταδίκη
κανείς τί θά γίνη, κανείς τι θά μείνη
**! λογαριάζει καί ξεπλερώνει δσο άν άργή.
Κ Ο Ν ΙΑ Κ “ Β Ο Τ Ρ Υ Σ ,, Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, άρματωλίκΐ,
(Γαλήνη σ’ έσένα καί είρήνη !)
Παλαιόν "Απόσταγμα Οίνου ^ ξεγραμμένα καί τά τριμμένα, ψέμματα, άχνοί, δέν ξέρει. ΠοΟ ; Τί ; ΙΙοΐδ τοΟ δρόμου τδ τέρμα ;
ΑΠΑΡΑΜΙ ΛΛΟΝ . W«i βυζάχτρα τών τετρακόσια) χρόνων, ή φρίκη Λιμάνι ; Γκρεμός ; "Ηλιου άνάτελμα ; Γέρμα ;
ιώί», ΐδ μάθημα τών 'Ελλήνων ώ; χτές, έσύ Γράφει δλο Ενα χέρι. Τί γράφει ; Τί σβύνει ;
Π Ω Λ Ο Υ Ν Τ Α Ι Ε Ι Σ ΟΛΑ ΤΑ Κ Ε Ν Τ Ρ Α Κ Α Τ Α Ν Α Λ Ω Σ Ε Ω Σ
ΡΟ Ραγιά μάννα βιβλικό, πλάσμα ορφικό, Ευρυδίκη, — Είρήνη σ’ έσέ καί γαλήνη !
πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
Στής Δίκη; τδ ζύγι, στδ βήμα τών αιώνων
Τ Ρ Α Π Ε Ζ Α ΑΘΗΝΩΝ ρ ί τόν καθρέφτιζες μέσ’ στής Πόλης τδ βασιλίκι
Γ ν ξυπνημίνο Μαρμαρωμένο, κυνηγητή
παιγνίδια παιδιών οί κολώνες τών θρόνων,
κι άστρόχορος οί ήρωες πού ή φήμη δρθοστήνει,
ΑΝΩΝΓΜΟΣ Ε Τ Α ΙΡΙΑ
Κ Ε Φ Α Α Α Ι Ο Ν ΔΡΧ. 4 8 , 0 0 0 , 0 0 0
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ L ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ Ισλάμ I Ή Θράκη προικιό τυυ, ώ δόξα! Καί άπανωπροίκι (Γαλήνη σ’ έσένα καί είρήνη !)
Ο Π Λ Ε Μ Π Ο Ρ Ο ε ΒΡ* Ελλάδα πάλε στήν τουρκεμένην ’Ανατολή,
κυλώντας καί σβυώντας, νυ χτιάς ά λ ω νά ρη .
’Αγοραπωλησία Συναλλάγματος επί τοΰ ’ Εξωτερικού
ΚΑΤΑΣΤΗ Μ Α ΙΔ Ρ Υ Θ Ε Ν ΤΟ -1833 1 Η ( Ιωνίας γλυκοξημέρωμα...
Στά Έ θ ν η τά Έ θ ν η γιά βδέλλες γιά Χάροι,
Πιστώσεις έναντι Φορτωτικών ‘Οδός Έρμου 122 ΑΘΗΝΑΙ — Οί λύκοι ! Οί λύκοι !
του αίμάτου θρεφτάρια τοΟ άπρίλη καί οί κρίνοι.
Προεξοφλήσεις καί Εισπράξεις Γςιαμματίων Τ ηλ. Κ ) (ί i n ο ς 2 2β Ο ι κ ί α ς 2 30 Ε ° 'βοσκοί άνάξιοι, λύκοι καί οί σκύλοι κ ’ οί άντρείοι, δειλοί.
Πιστωτικά! Έ π ισ το λαί καί Έ ντο λα ί Πληρωμών ν — Ειρήνη σ' έσέ καί γαλήνη !
Πολιτείας τή μάντρα οί λύκοι, παντοΟ είναι λύκοι,
ΧνηματισιικαΙ Έ ντ ο λ α ί Π Α Ο ν Σ Ι Λ Σ Υ Λ Λ Ο Γ Η Γιατί τοΟ χαμοΟ χαλασμοΟ τίς τρεμοΟλες
Ε* χάρταρα ίσκιος, τοΟ ψάλτη λατρεία κ ’ £σύ.
Χρεώγραφα πρός φύλαξιν καί Εϊσπραξις τοκομεριδίων τίς κόβουν χ α μ ό γ ε λ α κάιτοιες στιγμοΟλες,
Ο Π Λ Ω Ν ΚΑΙ Π Ε Ρ Ι Σ Τ Ρ Ο Φ Ω Ν Π Α Ν Τ Ο Σ ΣΥΣΤΗΜΑ f Τ1* δλη ή στάνη. Φέρτε νά πιοΟμε, κούφιο νταηλίκι,
Έ 'νο ι ιίασις Χρηματοκιβωτίων μια στάλα πού ή δίψα γ ιά βρύση τήν πίνει,
Ι Ό Σ , Φ Υ ΣΙΓ Γ ΙΩ Ν ΕΥ ΡΩ Π Η Σ ΚΑ Ι Α Μ ΕΡΙΚ Η Σ τ Αποκάρωμα πού μάς πρέπει, κι δποιο κρασί !
Καταθέσεις Ό ψ ε ω ς καί επί ΓΙ(θ3εσμ'ςι
Ταμιευτήριον επί τόκφ 4 °/β ειησίως. ------ 2 7 ·δ. 1 9 2 2 — Γαλήνη σ’ έσένα καί ειρήνη !
άστέρευτη βρύση, γαλάζιο λουλούδι, σπα9ιά τοΟ Τούρκου καί δαυλιά,
«ά|οντ*ι καί ξ ε γ ρ ά φ ο ν τ α ι, κρύο χέρι’ καί τήν έρριξα,
ναός, πλάσμα, ήχος, λόγος, χαρά τό τραγούδι, παραμονεύει ό Βούλγαρος,
κι 6 Μόσκοβος φοβίρα είναι. χωρίς κανένα χ ά ρ α μ α τήν περιπαίχτρα σάλπιγγα,
ατών άϋπνων τήν κόλαση γλυκόϋπνου κλίνη.
Κι 6 Φράγκος ό άρχοντας, ώ ! πώς t5tivi γλιστρά κατόπ ι τους, Μαννούλα μου, καί τράβηξα
— Ειρήνη σ’ έσέ καί γαλήνη χλωμά θυμίζοντας, δειλά στοΟ δασεροΟ περιβολιού
τά σούφρωσε τά φρύδια του,
καί πώς άνασηκώνοντας *ώς έρχεσαι ξημέρω μα, τά τρίστρατα, τά ξέφωτα,
γιά δσα τής μάγισσας Μούσας ή βέργα
τούς ώμους παραμέρισε »ι5ς ί ί ' * 1 μέσ’ στή συγνεφ ιά. πού μ’ άγνατεύεις τήν αύγή,
σοΟ δείχνει άποπάνω σου καί δνειρα κ ’ έργα,
στό άνταριασμένο διάβα μας, καί μοΟ μίλ^ς τό δειλινό,
ρυθμοΟ Κασταλίες, τοΟ λόγου 'Ιπποκρήνη.
Κορίτσια, ξερριζώστε τα στόν πάγκο τόν άπόμερο,
γιά νά μή γγίξη άπάνω μας !
— Γαλήνη σ’ έσένα καί είρήνη ώ φουντωτά μ α κ ρ ό μ α λ λ α ταξιδευτή καί στοχαστή
Στ’ άμπελοχώραφα φωτιά, 5χή φούρια τής άπ ελ π ισιά ς ! μέ τή ματιά μοβ καρφωτή
γιά δσα πλασμένα σου, γιά δσα θά πλάσης,
στίς φαμελιές τσεκούρωμα, λεβέντες, τά μνημούρια σας, στά ώραΐα παιδάκια τών έφτά
γιά δσα στοΟ κόσμου τήν πίκρα θά μπάσας,
τά σπίτια ρεποθέμελα, «άιρτε τα μέ τά χέρια σας, καί τών ένιά μαγιάπριλων,
μιάς γλύκας ίδέα, μιά σκιά καλωσύνη.
καλύβια καί παλάτια, βά'ι ! «Ν νά τά σκάψουνε γιά σάς κ ’ Οστερα δλόγυρτη ματιά
— Είρήνη σ ’ έσέ καί γαλήνη ! Ά ρ ά κατάρα, λοιμική, JUoi. Πιαστήτε δλόγυρα μ έσ ’ στοΟ βιβλίου τούς θησαυρούς,
θανατικό στάδέρφι* μας. οτό μέγα νεκροκρέββατο, κι άπέ ψηλά στούς ούρανούς
Γαλήνη, τό σάλεμα νά είσαι τοΟ ωραίου,
Φρένα καί σ π \ά χ ν α καί κορμιά, ij χαρφωμένο όλόμαυρο πιό γόητες μπρός στή φαντασιά,
Είρήνη, γιά νά είσαι κ λα γγή τοΟ Τυρταίου,
τών Πανελλήνιον ιά παιδιά, οάν έτοιμο νά τή δεχτή καθώς μισοξανοίγονται
καί μ έ σ ’ στδ κλουβί γιά νά ζής καναρίνι,
σιιίθες καί σβύνουν, καί καπνοί μιά Πεθαμένη ! ”Ω, κ* οί ψαλμοί μέσ’ άπό κάποιων τρίψηλων
γαλήνη σ’ έσένα καί είρήνη. άπάνου άπό τά κάψαλα. χαί οί μΟθοι πού τή βλέπανε πεύκων μακροήμερων κορμιά.
οί θάμα καί σάν δραμα.
Γιά κ ά π ο ια πατρίδα π ού ό νοΟς σου έ χ ε ι β ά λ ίΐ Μάννα, μοΟ μάλλιασε ή καρδιά,
Γλυκό δροσόπνοο τό πρωί,
νά στήση π λα τειά καί βαθειά καί μ ε γ ά λ η , είμαι ό Χελμός καί τό παλιό Κι άν άνοιχτή τό στόμα σας,
τά μ ο νοπ ά τ ια τά ’φερα
γ ιά μέσα σου κι δποια α ρ χ ο ντ ιά , δουλοσύνη, χιόνι προτοΟ νά λυώσιg, βάϊ ! ά; «ταχτεί ά π ’ τό στόμα σας
γύρα, κι ά π ’ δπου διάβαινα
καινούριο, πάει, μέ πλάκωσε. κράξιμο σκούξιμο δαρμός
είρήνη σ’ έσέ καί γαλήνη ! κάποια γαλάζια λούλουδα,
τί μυρολόϊ ωμό, σ κ λ η ρ ό ,
Μάννα, δέ στέκει τί.τοτε γα λ α ν ο λο ύ λ ο υ δ α στρατός,
Καί μήν ξεσπφς. Κλείσου, κρυφό μοναστήρι μ μυρολόϊ μανιάτικο !
γερό κι άντρίκιο μέσα μου, κ ’ έδώ κ ’ έκεΐ, πλάι, πίσω, μπρός
μ’ έσένα καλόγερο, γούμενδ, κύρη,
είμαι άρρωστος χίλιες φορές, Μάννα, ή Πατρίδα χάνεται, τά γ έρ να ν καθώς π έρ ν α γ α ,
κι άς φέγγη σου φώς τδ ίλαρό πού ιλαρύνει. καί χαρωπά καί θλιβερά,
μύριες φορές είμαι άναντρος, Μάννα μοϋ, έ κόσμος χάνεται. ■
— Γαλήνη σ’ έσένα καί είρήνη ! τι άγκομαχάει στά μέσα μου τρέλα τά κεφαλάκια τους,
Μάννα, μπορείς νά τόνε βρής, σά νά μέ χ α ιρ ε τ ο ύ σ α νε
σακάτης κόσμος καί κοσμάς !
Γιατί τό πολέμιο σάν παύη τουφέκι, XI δπως κι άπ’ δπου κατά ’μάς
Πέρα γιά πέρα τσάκισμα! καί σά νά μέ ρωτούσανε.
άπάνου ά π ’ τά μαΟρα χαλάσματα στέκει *i τόν τραβήξης, άπό τά
Σαπιοκάραβο, σύψυχο
μιά ΜοΟσα. Ποτέ τό τραγούδι δέν παύει, |ζιατά τοΟ κόρφου σου ζεστό, — 'Ω ραία γ α λ α ζ ο λ ο ύ λ ο υ δ α ,
σέ καρτεράει τό βούλιασμα.
χαρήτε η’ οί έλεύτεροι τάχα καί οί σκλάβοι. Τ1* γυριστό — ξέρω κ’ έγ ώ — δση κι άν είν’ ή άνθάδα σας
Διαβαίνουμε, κ ’ Ινα τραγούδι θά μείνη, Μάννα, έ'νας κόσμος χάνεται, γώ σάν πρωτόφαντο β γ α λ τ ό , άντ ιγ ρ α μ μ ένη άλάθευτη
τής φλόγας τό θάμα, δροσιά στά καμίνι, γιατί ή Πατρίδα χάνεται. ^ ή ρ ω α καί τό λυτρωτή κι άπό τή λ ιγ ερ ό π λα σ τη ν
Μάννα, δέ βλέπω τίποτε, ^ Ι*«ς τόν προφητεύουνε έντέλεια τ ά χ α ποιοΟ άττικοΟ
γαλήνη τοΟ κόσμου καί είρήνη !
γιά τριγυρνάω θεόστραβος, 1 1 1 πιά οί προφ ή τες π ά ψ α ν ε, εύγενικώτατου ούρανοΟ;
2 .9 .2 2 γιά μ’ έπνιξε τρισκόταδο. Χ! κλάψανε τή χ ά σ η του, τοΟ κ άκ ου άνθεΐτε ! ’Α δ ύ ν α μ α ,
τή δυστυχιά μας κ λ ά ψ α ν ε - χλωμά, π α ρ α κ α λ εσ τ ικ ά ,
Ο Π Ο ΙΗ Τ Η Σ Μάννα, δέ βρίσκω τίποτε
μέσα μου, γνώμη, βουλή, θεό, ξα φνίσματα, ρω τήματα,
Ρ ννα! ή Πατρίδα χάνεται,
Μάννα μου, ό κόσμος χάνεται, κι άν κάτι νοιώθω, είν’ ό χαμός ΚΡοφήτες, ήρωες, μ άρτυρες, σάν άϋλη κ ’ ή σαρ κ ούλα σας,
Μάννα, ή πατρίδα χάνεται, μέσα σέ κόλασι πυρή. άπά ένα δαίμονα σταλτή,
λυτρωτής, καί ό σαλπιστής,
μέτρα καί ρίμες καί σκοποί, γιά μάς π ερ ίγ ελ ο κι αύτή !
F** έδώ σβύνουν. θ ά σβυστής.
κι άνώφελα κι άδιάντροπα. Μάννα δέ βλέιτω τίποτε
Ή λύρα σάν ξετσιπωσιά, μέσα κ ’ έμ π ρός καί πίσω μου, ^ να μου, τή δοκίμασ α Ά ν θ ια , πεινοΟμε γιά καρδιές,
καί σάμπως νά χοροπηδά πού νά μοΟ δώση μιάς ψ υ χ ή ς F*® ο^ό γιωμένο στόμα μου άνθια, διψοΟμε γ ι ά ’ψυχές !
στών πάντων τόν ξολοθρεμό. τό* σ ά λ εμ α , τό θάρρεμα. ΤοΟ κάκου τά ή λιο γ έρ μ α τ α
f y * 5υπνητήρ[α σ ά λ π ιγ γ α ,
Κ ι αύτά τά λόγια τά χρυσά, Μάννα, μακρυά πολύ μακρυά Ρ*ΡΤ*ίων, Ά λκαίων τήν ήδονή. στούς κή που ς μέ τίς εύωδιές.

κι αύτά είναι κάλπικος παράς κι άν ίσκιοι άργοσαλεύουνε Τ ά χέρια είναι γιά τ ’ άρματα,
ίω ^ ή σάλπιγγα
κορόϊδεμα τής συφοράς. σάμπως μέ χέρια σηκωτά, ί· * ά π5 σπηλιάς βυθούς καί τ’ άρματα γιά τή ζωή,
γνεύοντας δλο πρός έμάς Ρ ® Τό δινε γ>« σάλπ ισ μ α κ ’ είναι γιά σάς ό θάνατος !
Μάννα, ή Πατρίδα χάνεται, καί σάμπως θέλοντας νά ποΟν : Ρ^οΰγκρίσμχ τοΟ θ ανατά Σάς μέλλεται ξολοθρεμός,
Μάννα μου, ό κόσμος χάνεται. «Μή σάς παγώνη ό χαλαομός, Κομμένο ρούχνισμα άκοίταχτα, άλογάριαστα,
Τσέτης τζελάτης χύμησε κ ’ είν’ άπό πίσω ό λυτρωμός.» ■r “Ρωπου πού ψ υ χ ο μ α χ α . κάτου άπ ’ τ ’ άλογοπάτημα
μέ τά σπαθιά μέ τά δαυλιά, Tij Κ ’ οί ίσκιοι, μάννα μου, ίσκιοι ’να 1 W 1 σά νά μέ μπάτσισε τοΰ ’Αγαρηνού τοΟ ’Ασιανού...
Δροσοσταλίδα δμορφιά,
νικήτρα συχνά, πιό συχνά καταλύιρα,
μά ή δύναμη είναι μιά φωτιά. 'Η κυρία γ έλ α σ ε μέ δλη της τήν καρδιά ρίγος, δέν τό ξέχασα ποτέ μου. Κα! συχνό συλλογίζομαι,
Ελπίδα καί ΙΙίσιη κι Ά γ ά π η μαζί
_ 1Υ χύτά Ισ ια — ίσια, κύριε, μοϋ είπ ε, πρίν σάς κατα- π ώ ; 0 α μοΰ ήτανε έξλίρετικά ευχάριστο να τό ξχνανοιώσω
Η ΦΩΝΗ κι άνθρώπων κ ’ έθνών μεγαλώνουν χή φύχρα.
|*ράξη, προφθάστε νά φιλήσετε τήν μικρούλα μου χαϊδε- άλλη μιά φορά, άκόμα κι’ αι ήτανε νά γίνη ρίγος θανά­
Χαρά σ’ δποιων τόπων τούς κήπους ανθίζουν Καί ή πού καίγει άσχραπή κ ’ ή εύεργέχρα βροχή [μνη. θ ά είναι, σάς δρκ ίζομ αί, τά ήδονικώτερο φιλί ποΰ του, μέσα σ’ εναν άγριο δρυμό, στά δόντια ένάς τρομεροϋ
άνθοί γαλανοί, γαλανές καί καρδιές, άπ τό μαΟρο τά σύγνεφο βγαίνουν. ly,ta δώσει στήν ζωή σας. θηρίου.
χαρα καί στά ματια δταν κάπου άντικρύζουν Πισιη, Α γάπ η κ ’ Ε λ π ί δ α άς πηγαίνουν Κ*ί μούφερε τό μικρό, χαριτωμένο ζώο, σιμά στό πρό· Γιατί τώρα σά; διηγήθηκχ, μικρές μου δεσποινίδες, τήν
γαλάζιες χλωράδες καί σέ μιά μοναχή, μιά φτωχούλα ψυχή. 3ωπό μ5υ. Έ σ κ υ ψ α , έπιασα τό κεφαλάκι του μέ τά δυό παλιά αυτή ιστορία ; Κ ’ έγώ δέν τό καταλαβαίνω. Σάς όρ-
καί μέσ’ σιίς χερσάδες Ι ι α καινούργια μιά βλάστηση σπόρος μπορεί μου χέρια καί τά φίλημα άνάμεσα στά δυό γλυκά καί φο- κίζομαι, ώραΐες μου, μικρές δεσποινίδες, πως δέν κ α τα λα ­
καί μέσ’ σιίς έρμιές ! ιά μοιρόγραφχο νά είναι μιά ψυχούλα φχωχή. ίερ« μάτια. "Ενα ρίγος τότε πού δέ/ μπορώ νά πώ, άν η- βαίνω καθόλου γιατί σά; διηγήθηκα τήν παλιά αυτη,

Κι άν είναι χυμένη στή φύση μιά χάρη τινε ρίγος ήδονής ή τρομάρα; — μοΟ φχίνεται πώς ήτανε άνόγ]ΐη ίστορία.
"Εν’ άνθος, καί φτάνει,
πού κάποιο φωτόνομα θέλει νά πάρΐβ, [ χά δυό μαζύ — πέρασε σάν άστραπή τά σώμα μου. Π Α Ύ Λ Ο Σ Ν ΙΡ Β Α Ν Α :
κι άν κάποχε κάνει
Πέρασαν άπά τότε πολλά χρόνια, άλλά τδ σκάνιο αύτό
σά χέρι πού δείχνει, σά στόμα καί λέει : πάει θεός νά κράχτη, Βουλή, ΝοΟς, Δικιοσύνη . . .

— Μακρυά τό μαράζι I Ποιος ξέρει . . . ’Ορθός στάσου !


Δέ χάνεται ιίποχε ώς τόσο,
ά κ ο ΰ η ε , νέοι, γέρ οι, κιοτήδες, γενναίοι,
Γιατί ή λύρα πού τρέμε ι στά λιγνά δάχτυλά σου, ΑΚΥΜ ΑΝΤΑ ΝΕΡΑ
καθώς μέσα στ’ άπέραντα είπώθηκεν άστρο,
δέ χάνεται τίποχες, δσο κα^ω; έχτισε, λενε, .κάπου κάποτε κάστρο, Σ τ ή δίδα Κ. Μ. Κ. τιστή φωνή μιάς γυναίκας. ’Έ π ε ιτ α ή γυναίκα πήδησε άπά
φυτρώνω άπ’ χά χώμα' μέσ σχάν κίνχυνο εl^ άςια μιά σν,μαίχ νά γί-η ! τό μικρά πάρκο καί κατέβηκε άνάμεσα στά τραπέζια. Η
Άπό τό παράθυρο τοϋ μονάκριβου ξενοδοχείου τής δεν­
τί ποτίζει μ ’ έκεΐ άντιφεγγιά τοΰ μεγάλου γλόμπου, έπεσε σ’ ενα προκλη­
1 αλήνη σ’ έσένα καί ειρήνη ! τροφυτεμένη; πλατείας κοίταζα τάν κόσμο τοϋ νησιοϋ. Ά ν ά -
τό πού ρέει κι άνασταίνει νεράκι, τικά γέλοιο πού γράψανε τά βαμένα χείλια και στήν άσχρα-
μισί του ξεχώριζεν ή υποκριτική άπλότη τώ^ ξένων, πού
καί φυτρώνω κι άκόμα φτερή καρφίχσα τών μαλλιών. Τά ματοτσίνορα έπαιζαν καί
Ο Π Ο ΙΗ Τ Η Σ πέρναγαν τό καλοκαίρι έκεΐ καί ή ξιπασιά τών ντόπιων,
λουλουδάκι ούρανί μυσχικά στήν ψυχή, τά χέρι τη ; πρότεινεν ενα μικρά ντέφι. Τώρα είχε βραδιάσει
πού προσέχανε νά τού; μιμοϋ/ται,“Ητανε περασμενο τό οει-
ποτισμένο άπό κάποιχ π η γ ή , Τής λύρας κάμε σκοινιά τίς κόρ5ε; γιά μιά κρεμάλα, πέρα ή θάλασσα μαύριζε σωπασμένη, τά φανάρια τού έρη-
λινό, έ ήλιος έγερνε στή δύση του, άπό τή θάλασσα έρχό-
πού πηγαίνουν καί πίνουν οί νινί ή στά σκουπίδια ! Νά μή βχραίνη μας τή φευγάλα I μικοΰ δρόμου είχαν άνάψε- φωτίζοντας τά σκοτεινά τετρά­
ταν μιά υγρή πνοή κι ενα γκρίζο χρώμα κατέβαινεν άργά
γιά νά βγοΟν παλληχάρια καί δράκοι. Α ! ή σασχισμαρα ! 1 ής φχγομχρας ώ ! τό σκουλήκι! γωνο τών κυπχρισιών. Σιγά-σιγά ό κόσμος άρχισε ν άραί
άιιό τά άσπρα σύγνεφα, πού άπλώνονταν σάν φριζαρισμένα
Μακρυά τό σαράκι ! ώνει μόνο ή φωνή τή; γυναίκας άκουόταν πανω, στά πάρκο
-ιχή. Πολιτείας χη μαντρχ οί λύκο: ! ΙΙχνιοΰ είναι λύχοιΙ μαλλιά στό γαλάζιο χάος. Πέρα στήν άλλη άκρη τοϋ νη-
'Η δύναμη ή Βία κι άν είναι μιά δρμή σφυριχτή, ξάστερη στίς νότες ένός γαλλικού τραγουδιού καί
7 9 2 2 Κ Π Σ Τ Η Σ ΠΑΛΑΜΑ2
οΐίΟέ ήλιος πυρπολούσε τά τζάμια τών χαμηλών ξεμακραι-
τά χέρια της χτύπαγαν τις κασχανιέχες. πού άφηναν ε/αν
μένων σπιτιών φωτίζοντας μέ μιά χρυσή άχνα τό γυαλί τών
?αναριων τοϋ έρημικοϋ δρόμου, πού τελείωνε στό πλατύ τε­ ξερά ρυθμικόν ή χ ο -------
Λ - Ϊ » Ρ Ι Κ ; Κ 3 Π Ρ Ο Ζ Ε Ε
τράγωνο τών κυπαρισιών. Στό ξενοδοχείο δέ βρισκόταν ούτε Ινα δωμάτιο άδειο.
Τό πρωί ή μικρή του σάλα πλημμύριζε άπά εύθυμες φωνές
-τίς φοινικιές τής πλατείας ξεχώριζαν γυρτά σέ μαρμά­
Μ ΙΚΡΕΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΕΣ: ρινα 6πίβαθρα δύο μετάλινα λιοντάρια κι’ άνάμεσό τους ενα
καί άπειρα δροσερά κοριτσίστικα πρόσωπα φλυαρούσαν μέ
ι!ς ριχτές ποικιλόχρωμες γάζες ένψ κατέβαιναν γιά τό μ π ά ­
ΑκοΟσχε, μικρές μου δεσποινίδες, νά σάς διηγηθώ μιά μιχρό συντριβάνι, πού τρεμούλιαζε τά νερά μιάς λεκάνης.
πηδοΟσε τώρα στά πόδια μου, πού μέ κοίχαζε μέ ύ νιο. Ό τ χ ν γύριζαν, ή μικρή σάλα άνχηχοΰσεν άπά τίς νό­
παλιά μου άνάμνηση. Κρω χους μιά μεγάλη συνχροφιά εύθυμων παιδιών χορο-
ίδια γλυκά καί τρομερά μαζί μάχια, ήχανε μιά μικρούλα τε; ένάς ξεκο'>ρντισμένου πιάνου, πι,ύ βρισκόταν έκεΐ παρα-
Εδώ καί πολλά χρόνια, είχα πάη κάποτε νά έπισκε- τίγρη. ηζοΟσε κ’ οί τελευταίες ξέθωρες άχτΐνες τή; δύσης έ π α ι­
πεταμένο γιά νά ταράζει τά άρρωστημένα νεύρα κάποιων
φθώ, σ Ιναν ξένο τόπο, μιά γνωστή μου κυρία. "Αν θυμοΰ- ζαν στά μαλλιά τους, πού κρέμαγαν σέ μακρυά χρυσά
Πήγα νά βάλω μ'ά φωνή τρόμου, δταν είδα τήν Άγ­ άρθριτικών γέρων, πού ε 3 ερναν βαρετά τά πόδια του; κα­
μαι καλά, ή κυρία ήτανε Ά γ γ λ ί δ α καί είχε γυρίση, λίγες -αχτυλίδια _
γλίδα κυρία να μπχινη άπά τήν άνχικρυνή πόρτα, ξεκαρδί· τσουφιάζοντας μπροστά στόν άφρόντιστο πα)μά τής νΐίτης.
μέρες πρίν, άπ τίς Ινδίες, δπου έμενε μέ τόν άνδρα της. σμένη στά γέλια. Sxi άντικρινό εστιατόριο ήτανε μ:ά σειρά τραπε,ιών Μέϊα στήν ε ύ θ ψ η αύτή συνχροφιά είδα τά 6 jo κοριτσιοι
Η υπηρέτρια της μ Ιβαλε νά περιμένω σ’ Ινα μικρά χοΰ φαγηιοϋ στρωμένων μέ όλόασπρα τραπεζ-.μάντηλα, πού
θ ά ήτανε άστείο, μοΟ είπε, νά φοβηθήκατε, κύριεί τού γειτονικού σπιχιοϋ τής πόλης. Τά άσκημα πρόσωπά
σαλονάκι γεμάτο άπό έξωχικά υφάσματα καί μικρούς μπρούν­ ί σιγανός άνεμο; τά κόλπω/ε ώ; τά άναποοογυρισμε α
'Η φωνή μου είχε πιαστή καί δέ μπόρεσα ν’ ά π α ν τ ή α ω . τους, τά ψιλόλιγνα πόδια του;, πού Ιμοιζχν σάν πόδια
τζινους θεούς άπάνω στίς εταζέρες. «Χήρια.
— ’Αλλά χό πραματάκι αύτό, κύριε — έξακολούθησε ί πτηνού, καθώ; σάλευαν άvήσJχa μέ τίς καφετιες γόβες, κι
’Αλλά τό πιά παράξενο ά π ’ δλα, μέσα σχό σαλονάκι Αισθανόμουν τδ κορμί μου κουρασμένο, τό κεφα/ t μου
κυρία — είναι άνίκανο να κάνη τό παραμικρότερο καχό· ή ατελείωτη έ-ρινη ΰσιερική φλυαρία τους έδειχνε πως
τής Ά γ γ λ ί δ α ς κυρίας, ήτανε αύτά ποΟ θ ’ άκούσετε τώρα. °iv δδειο. Σχό χαξίδι ιίχ α υποφέρει πολύ* δ άέρας ήτανε
Δέ βλέπετε τί χαριτωμένο πού είναι ; αύτές πού δούλευαν σέ κάποιο γραφείο τή; πόλης, δέν εί-
Καθώς καθόμουνα βυθισμένος σέ μιά μ ε γ ά λ η πολυθρόνα, ένάντια κι’ δσο έβλεπα τώρα το άνατρίχιασμχ τής στρω-
Καί τά πήρε στήν άγκαλιά της κ ι’ άρχισε νά τδ χ»ϊ· yav τίποτχ πάνω τους άπό τήν παρθενιχή έκείνη χάρη τήν
είδα δυό γυαλιστερά μάτια νά μέ κοιτάζουνε κάτω άπό Ινα % θάλασσας, θυμόμουν τά μεγάλα γκρίζιχ κύματα μέ τού;
δεύη, σέρνοντας μέ άγάπ η τά δάχτυλά της, μέ τά αστρα­ άρχοντικά ράθυμη, πού ξεκουραζόταν σιά πρόσωπα τών
τ ρα πέζι. Τά μάτια αύτά ε ί χ α ν ε ενα βλ έμ μ α γ λ υ κ ό καί τρο­ 4ΤΡ«ύ,·, πού κύκλωναν τδ μικρά βαπόρι τή: γραμμή;. Πέρα
φτερά μπριλλάντια, άπάνω στή βελουδένια γκρίζα άλλων κοριτπών. Κάθε τόσο γέλαγαν άδικαιολόγητα κι
μερό μ α ζ ί , ποΟ μούφερε μιά άνα τ ριχ ίλα σ’ δλο μου τό σώμα, ®*ήν α<ρη λιμανιού ά/οψ ε ενα φχναρί κι ό άνεμος
γούνα, ένψ μιά κόκκινη γλωσσίτσα σάλευε ρυθμικά άπάνω δταν πέρασα άπά μπροστά τους ή μικρή έσκυψε κ είπε
Σέ λίγ ο, είδα ενα π ρ ά μ α νά σ α λ εύη πρός τά μέρος ποΟ ^ ρ ε κομμένες νότεο τραγουδιού από μ α βαρκα, πού τρι-
στά γυμνό μπράτσο τής κυρίας καί δυό γυαλιστερά μάτι* κάτι στή μεγάλη καί γύρισαν®, κ ’ οί δυά καί μέ κοιτά­
γ υ α λ ίζ α ν ε τά π αρ άξενα μάτια. Καί, σέ λ ίγ ο ά κ ό μ χ , είδα τά ^'Jrι>»εν έκεΐ σά νά στεκόταν στδν ίδιον τόπο. Μ χ,ύ με τά
τά ίδια γλυκά καί φοβερά μάτια — ήτανε κάρφωμά* ζανε. -----------------
πράμα αύτό νά π α ίρ ν ^ , μέσα σχό θαμπά φώς τοΰ μικροΟ άπάνω στά δικά της. Τ»νάρι το0 λιμανιοϋ άνάψχνε κ ’ οί δύο γλόμποι τής πλχ-
σαλονιοΟ, ενα σ χ ή μ α ζώ ου — χω ρίς άλ λο δέν ή τανε γ ά τ α , Τό ' η it εΐ ανε παραδομένο στή σιωπή. Οί φοι ΐκιές τής
Μήν ξεχνάτε, κυρία μου — είπα θέλοντας νά διχ*!ί' ανάμεσα στίς φοινικιές κ’ ή άντιφεγγιά τoJς έπεσε
δπως νόμισα τήν πρώ τη στιγμ ή — κ χ ί νά π ρ ο χ ω ρ η μέ χ α ­ πλατείας έγερναν μέ νωχέλεια τά κλαδιά τους κ ’ ή θάλασσα
λογησω τάν κωμικό μου φόβο τής πρώτης στιγμής, πώ; ^ βϊ* ^ρεμάμενα νερά τής λεκάνης, ένώ τά ούο μετχλλινχ
ρούμενα π η δ ή μ α τ α π ρός τό μέρος μου. εΐτανε σκοτεινή καί ήσυχη. Σ ά φωτεινή κηλίδα, πού φ ώ ­
χαριχωμένο αύχό πραμαχάκι είναι πάντα μιά τίγρηι Wvxipla x^Qpg^ti^ovxav σχήν έπιφχνειχ τη ;. Ηχοι κιθα-
"Αξαφνα κρύος φόβος μέ κυρίεψε. Τό ζώο αύτό, πού j τιζε τήν άπ ίρχ ν τη αύτή σιωπή, ελα μ -ε τό φανάρι τού λ ι­
έτοιμάζεται νά μά; κατασπαράξω, δταν θά Ιρθη ή ώρα *1 ·· ί*1? κα! μαυιο^ίνου άκούστηκαν άπά Ινα μικρά πάρκο στή
μανιού* καί γύρω άπό τίς άναποδογυρισμένες καρέκλες τοΰ
favix τού μεγάλου καφενείου καί μαζυ τους ήρθεν ή κυμα­
μεγάλου καφενείου ή σκόνη τριγύριζε μέ τί ν ξ , ρ^ ή χο ’Αλήθεια τώρα δέν είχαν άνάγκη νά γυρίσω στήν πόλη.
κάθε της λέξη ν’ άνχηχοΰσεν ένοχληχικά σώπαζε, σάν χ ω ύ ξάσχερο γέλοιο χή; Κλειώς Γύριζα σχό ξενοδοχείο άργά,
τών χαρτιών χοΰ δρόμου. θ α καθόμουν έδώ κάμποσον καιρό, θ ά καθόμουν ώς δχου
της ξεθαρεμένη κίνηση, κάθε τη; γέλοιο πού θάδειχν£ J βρασμένος άπό μακρινό περίπαχο, σχήν πλαχεία είχανε
. . . . Ι ά λόγια τοΟ δειλινοΰ ήρθανε πάλι μέ τήν ίδια ερήμωνε χό νησί, ώς δχου έφευγε κι ό χελευχαΐος ξένος,
αφροντισιά, χούς ύποχονχρίαζε, έΓ ρω γε μ’ Ιναν τρόπο 4»{! υκοτάδι πειά- ή άσχροφεγγιά έττεφχε στή θάλασσα καί πέρα
ειρηνική χαρά σχή σκέψη μου ένώ τά ύγρά χείλια ψιθύρι­ χό καφενείο έκλεινε κι’ ό φθινοπωρινός άνεμος θά τραγού­
ρεχτον ύποταγμένου παιδιοΰ. ο:ή θωριά της άναβίσβινε ιό φώ» χής τράχας.
ζαν μπροστά μου : δαγε θλιβερά καί άγρια χίς έρημικές νυχχες.
"Οχαν φύγανε περάσανε μέσα άπό χήν πλαχεία γΐ4 ,* Είχανε περασμένα μεσάνυχχα, δχαν άχουσα χό σφύριγμα
— Αυτό δά τό ξέρετε., θ ά μείνωμε λίγο έδώ . Έ π ε ι τ α
’ρθοΰνε σχά ξενοδοχείο. Ή Κλειώ πήγαινε σχή μέση. -j βακοριοΟ νά σκίζει τήν ήσυχία τής νύχτας. Σηκώθηκα καί
θά γυρίσομε στήν πόλη. Ά π ο κ ρίθηκ α έξαφνα : Τό βράδι ή βροχή έπαψε.
ματία μου έπεσε σχίς άσπρες κάλχσες τών ποδιών ποδ £*0. χοίταξ* άπό τό παράθυρ·. Τά άπειρα φώτά χου ρίχνανε χό
Ναί . . θά ρθώ κ έγω . . Βρίσκω πώς δέ μπορεί νά Ό άέρας είχε πέσει. Σχήν πλαχεία είχανε λίγος κόσμος.
λουθοΰσαν άργά τού; γέρους καί μοΰ φάνηκε δχι είχε 0χ4 ά ν τ ίφ ε γ γ ο τους στά ήσυχα νερά τοΰ λιμανιοΰ, ό καπνός του
γίνη τίποτα διαφορετικά. . Τά ξανθά πρόσωπο μέ τό ρόδινο άνέβαινε σέ σύγνεφο πάνω άπά τά κατάρτια του κα! τό βίνχζι
Είδα χούς δυό γέρους σκυφχούς κΓ άμίλη^ους πού καχέβη·
περπάχημά χης κάχι χό πρόσχυχα κουχό. Τά κύματχ άχβό-
άντίφεγγο γέλασε 4 τά μάτια χη; μέ κοιτάζανε γεμάχα άπά £νεβοκαχέβαινεν άδιόκοπα. Οί φωνές άπό τί; βάρκες έρχόΛ *αν νά φάνε. ΚΓ δταν τό νησί παραδόθηκε ξανά στή σιωπή
ονταν νά σπάζουν έξω άπό τά λιμάνι κι’ ή μυρωδιά τής (*.
μιά ήμερη γλύκα, πού άναπαυόχαν σχά βλέμμα τους καί τά καί τό φανάρι τοΰ λιμανιοΰ σά φωχεινή κηλίδα φώχισε τήν
λασσας έρχόχαν άνακ*χεμένη μέ τή μυρωδιά άτμοΰ.--------- „ ν τ ώ ρ α πειά δυνατές . . . Τ σ τ ε ρ ’ άπό κάμποση &?λ δέν
χείλια προφέρανε ξανά άργά, μέ παιδιάστικη λύπη : άπέραντη αύχή ήσυχία, κόλλησα χά πρόσωπό μου στό τζάμι
Πέρασα μιά άξέχασιη μέρα κοντά της. ΠηδοΟσε ifo. ά κο υό τα ν τίποτα. Κοίταξα ξανά άπά τό τζάμι, χό λιμάνι
Αλήθεια, χί κρίμα που δεν μπορεί νά γίνη τίποτα. ιΐτανε όλοσκόχεινο, τ ’ άστρα μόνο σπιΟηρίζανε πάνω χου.
τοΰ παραθυριοΰ καί κοίχαξα κάτω. Μπροστά μου ήρθε τό
ΨΡή> χαρούμενη σχήν έρημη άκρογιαλιά καί τό ξάστερο
* 0 πατέρας δέ θά τό ήθελε ποτέ. υγρό όλορόδινο στόμα καί ψιθύρισε μέ τήν ειρηνική του
γέλοιο της έσμιγε μέ τό γέλοιο τών άλλων κοριχσιών τής Κ ο ιμ ή θ η κ α κ α ί ξύπνησα πάλι άπό χά π α ρ α θ ^όφ υλλ α , πού
Εμεινε λίγες στιγμές μέ άφηρημένην έκφραση, έπειια έκδρομής. 'Η συντροφιά εΐτανε μεγάλη κ ’ έχσι βρίσκαμε χ τ υ π ή σ α ν ε δυναχά. Σηκώθηκα γιά νά χά κλείσω, άλλ’ ό γλύκα :
— Αύχό δά χό ξέρεχε . . . θά μείνωμε λιγο έδω . . .
στά χείλη της άνθισε Ινα φωτεινό γαλήνιο γέλοιο καί χά καιρό νά μιλήσωμε οί δυό μας ξένοιαστα. Ά κούγαμε τότε 4έρα; σφύριζε τώρα, λυσσομανοΰσε δξω 4πό τά βράχια του
χέρι χης έσφιξε τό δικό μου. Ψιθύρισα : ό ένας τοΰ άλλου τή φωνή άργή, γιομάχη άπό μιάν εΐρη· λιμανιοΟ. Είχε γυρίσει ό καιρός. Ή θάλασσα βούί,ε, στήν
Έ π ε ι χ α θά γυρίσωμε σχήν πόλη. .
Α Δ , Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ
— Κλειώ. νική γλύκα καί μιά σχιγμή ξεχνούσαμε, πώς δλο έκεΐνο τί πλατεία ή σκόνη είχε σηκωθεί σύγνεφο κ ι’ ό τσίγγος ένός
*Αλλ' αυτή γλυσχροΟσε, χανόταν σχό μακρινά διάδρομο. πλήθος είχανε συντροφιά μας. Κάποτε ένα γέλοιο πού έσχαζε μα γα ζ ιο ΰ χτύπαγε σά νά εΐτανε έτοιμος νά σωριαστεί.
Τ Ο Ι Χ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ
μπροστά μας, μιά τραβηγμένη φωνή πλάϊ, μάς έχανε vi Άποζήτησα τό βαπόρι. Πέρα μοκρυά στό άνοιχτό πέλ α­
Τά βράδι τήν είδα πού έτρωγε σχό διπλανό μου τραπέζι τρομάζουμε. Ιυρίι,αμε άνησυχα. Δέν άκουόνταν παρά xi γος έν* θαμπό φώς άχνόσβυνε. Τό τραγούδι τοΰ άέρα άκού- IX
κοντά σχή θάλασσα. Ό παχέρας χης έριχνε τό άργό, σκο­ πνιχτά πατήματα τών άλλων στήν άμμο, στά σπαρτά, στά οχηκε ξανά σάν παράπονο θλιβερό καί άγριο. Στό δάσος περπατώ πούχει μουσκέψει
τεινό βλέμμα του πάνω χης, δχαν τής άποκρινόχαν μονοσύ- ξερά φύκια. Τό βουνά έκρυβε τά σπίτια τοΰ νησιοΰ καί πέρα ή φθινοπωρινή, βαρειά νοτιά'
λαβα χαί ή μητέρα της σχεκόταν άμίληχη, άλύγισχη μέ χόν ξεχώριζαν τά χαλασματα τοΰ έρειπωμένου φρούριου μέ τούς ^ Τήν άλλη μέρα εΐτανε συγνεφιά κ ι’ ό άνεμος φύσαγε
κΓ ού ε σχιγμή μ ’ άφήνει κάποια σκέψη,
ψηλό μαΟρο μεταξένιο γιακά, πού άγγιζε τά γκρίζια μαλ­ ψηλούς χορταριασμένους τοίχους του. Ή θάλασσα έδώ μοΰ δυνατός. Ά ρ γ η σ α νά ξυπνήσω. "Οταν κοίταξα άπά χό παρά­
γλυκειά, σάν έρωμένης συνχροφιά.
λιά πίσω σχό λαιμό. Ά κ ο υ σ α χήν άπαλή, δροσερή φωνή χης φαινόταν άγρια, τό χρώμά της εΐτανε μουντά καί μάκραινε θυρο χά νερά δξω άπό χό λιμάνι είχανε γκρίζα μέ άσπρους
*Ω ! νάτη ή τσίχλα πάλι, τ ’ άσπρα νέφη
πού έλεγε : άχελείωχα μέ άσπρους άφρούς. άφροϋ; κι’ d δεμένες βάρκες τοΰ μώλου χοροπηδούσανε.
πού τρέχουν, στά βαθειά χών δένχρων, να
— Μεθαύριο σχεδιάζουμε μιά έκδρομή ώ; τά φρούριο Δές έκεΐ... άρχίζει ό δρόμος μέσα άπό τή θάλααα*. Βγήκα στή σάλα. Εΐτανε γεμάχη καί σ’ δλων χά πρόσωπα
χ’ ώχροΰ οί κηλΐδες, πού μιά θύελλα στρέφει,
τοΰ νησιοΰ. Είνε τρέλλα . . . Νά δήχε μαμά ό δρόμος σέ μιά Σήκωσα τά μάτια καί κοίταξα. δπλωνόταν μιά φροντισμένη έκφραση. Κάτι είχε γίνει,^κάτι
καί στή ρωγμή τοΰ βράχου ή κυκλαμιά.
άπόσχαση περνάει μέσα άπό τή θάλασσα . . . Πόσο θά λυπόμουν άν δέ μ ’ άφήνανε νά ρθώ, κρό- σοβαρό καί άνεπάντεχο πού χούς έκανε νά τό σχολιάζουνε
Ά π ’ τήν Αύγοΰλα, σμίγουν κάποιοι τόνοι
Τά γαλανά άτονα μάτια τής μητέρας της μικρήνανε καί στεσε. μέ γέλοιο πνιχτό. Ή ρ θ α έξω άπό τό δωμάχιο πού έμενε ή
σέ μελωδία, γύρω μου, άπαλή,
τήν κοιτάζανε κακόχροπα. Τό πηγοΟνί της κινήθηκε μ’ έναν Καί σώπασε. Κλειώ. Εΐτανε άνοιχτό. Οί δύο γέροι κάθονταν άφωνοι μέ
πού πότε κάποια θύελλα κορυφώνει,
τρόπο σά νά μασοΰσε τά λόγια : Ε πειτα έφυγε άπά κονχά μου κ ’ Ιτρεξε στού; άλλοι*;. οχυμένο πρόσωπο. Κοντά χους στεκόταν τό α/δρό^υ/ο χή»
πόχε βαθειά χης κλαίει ένα βιολί.
— Σύ δέν μπορεί; νά πάς μόνη σου. Αντίο... θα σέ ξαναδώ, μοΰ φώναξε. διπλανής κάμαρας σιωπηλό καί β ο υ β ό . Εξαφ/α άκουσα
ΚΓ δλο τόν κόσμο ή σκέψη μου άδ*λφω«ει,
Η Κλειώ κοίταξε τή μητέρα της μέ απορία. Έ π ε ι τ α Πέρα τα ουρανοθεμελα πέρνανε τό κόκκινο χρώμα ιή» χοντά μου γνωστή φωνή κοριτσιοΰ νά λεει .
γε,.άχη άπό ευφροσύνη σιωπηλή,
ψιθύρισε : φωτιάς καί σέ λίγο ό ήλιος φώτιζε τήν πρωινή θάλασσα. - Έ Κλειώ έφυγε τή νύχτα μέ τόν άξιωματ.κό τοΰ
γιατί ή Αυγή, μακρυά, τή βρίσκει μόνη
— Γ ια τί; ναυτίκοΰ. νά χαίρεται δλη, δίχως νά μιλεΐ.
Καί σώπασε. Ή φωνή τής γυναίκας πού τραγουδοΟσε Ι ό μούχρωμα γυρίζαμε σιγαλοτραγουδώντας. Πάνω άπό Μιά άλλη φωνή ρώτησε :.
σχά πάρκο έρχόχαν ψευδίζοντας μ ’ άλαφρά βράχνιασμα. τά βουερά νερά πετούσανε τ» θαλασσοπούλια καί πίσω μας — Μά καλά μέ τί φύγανε; Είχε βαπόρι ; Σ τ’ άσπρου χωριού, μέ βρίσκει, τά έρμα αλώνια
υψωνότανε σκοτεινά τό φρούριο. Μιά κοριτσίστικη φωνή Άφηρημένος με τά μάτια ορθάνοιχτα είπα : τό δείλι, κΓ ώ; τά βήμα μου άκουσχεΐ,
Οι τρόποι ι ώ / δύο γέρων είχαν μιά έκφραση νωθρή,
διιοχοντριακή. Ή χα νε λιγόλογοι καί τό παραμικρό τούς φώναξε : — Είχε . . . είχε μετά τά μεσάνυχτα. τρομάζουν, γυροφέρνουν χά ψαρόνια
— Δέν έχει φεγγάρι ; Τά κορίτσια μέ κοιτάξανε ξαφνισμένα. ^ ^ ^ χ ’ ύστερα σμίγουν, πάνε δλα μαζύ.
έκανε καχύποπχους. "Οχαν τό γέλοιο τής Κλειώς ξέσπαζε
Καί γέλασε Ινα δυνατό γέλοιο σάν τά λόγια αύτά ν* Αίστάνθηκα τώρα τό κορμί μου νά παραλυε.. Η καρνία Σχά μαΟρο βάλχο πάλι κράζει ή πά.αα,
δυνατό, ξάστερο, τά χείλια τους προφέρανε ένα τραβηγμένο
εΐτανε κάποιο κουτό άσχεΐο. μου χχυποΰσε δυναχά. Κάθησα σάν αύχόμαχα σχόν καναπέ. ή κάπνία σχρέρει γύρω ά π ’ τή σκεπή :
καί σκληρό «σςςςςς» ,ένω τά μάτια τους πέρνανε μιά έκφραση
Η Κλείω έρχόχαν γυρμένη στά μπράτσο μου. ’Αντίκρυ μου στό δωμάτιο τών γέρων βασιλευεν ή σιωπή. « θ ά /ο ι σκυμένη έχει στό τζάκι κάποια
τραχειά μισανθρωπισμοΰ. Σ ιή ν πόλη κάθονταν σέ μιά κεν­
Δές μιά φωτιά έκεΐ σχό πρώτο σπίχ:, είπε. Σά νά μή γινόχαν χίποχα γ ι’ αυχούς γέρνανε χο πρόσωπο γρηοΰλ.»»— έρχεται ή σκέψη νά μοΰ πει.
τρική συνοικία. Έ β γ α ιν α ν σπάνια δξω κ ’ οί μέρες τους
Κοίχαξα κι άκουσα χό χρίξιμο τών ξερών κλαδιών, ποΰ σχυφχό καί άφωνο, δπως πάνχα, δπως τό βράδι που τρω· «Καί θά μεθά χό κέδρο μέσ’ χό σπίχι,
πέρναγαν μονότονες μέσα σιήν άψυχη πολυτέλεια μιάς κ λ ε ι­
καίγονταν. Πλα'ι μας μιλούσανε οί άλλοι σιγά, κ ο υ ρ α σ μ ε ν β γ*νε μέ τήν Κλειώ μαζύ καί τά μάτια τους είχανε τή γα- (άναι στή σχέγη κίχρινοι οί καρποί'
σμένης ζωής... θυμόμουν τήν Κλειώ τότε μέ χά δαμασκηνί
τά βήματά τους άκούονταν άργά καί δσο έρχόμασχε στά > λήνη χων γαλανών άκΰμανχων νερών. κΓ ώ; γαλαζώνει ή έσπέρα άπ’ χόν φ εγ γ ίιη
φόρεμα γυρτή σχά σίδερα τοΰ μπαλκονιοΰ μέ χλωμό πρό­
σπίχια κοντά χόσο ή νύχχα έπεφχε γύρω μας. Σχη σάλα ζωηρεύανε χώρα οί φ^νές. Εξ,ιπνες σπινθηοι τής κάμαρας χήν άμεχρη σιωπή, ^
σωπο καί νωθρή ματιά. Ή μιά μέρα πέρναγε δμοια μέ τήν
στέ; μαχιές πέφτανε γύρω μου ειρωνικά δλα έκεΐνα χα στο· θά τρεμοφέγγει έ/α κερί σχό στάρι,
άλλη κ έμοιαζαν δλες σάν πράσινα στεκούμενα νερά, πού
Δέ συλλογιζόμουν παρά χίς στιγμές αύτές τήο άτελεί«* μιλούσανε γιά τό βραδινό άνεπάντεχο χαξιοι% δταν τ ’ ά ιλώνει, μέσα καί σκορπά
πάνω τους έπεφτε τά άντίφεγγο ένός φθινοπωριάτικου ού-
της εύτυχίας, πού πέρναγαν τόσο γρήγορα. Δέν ήθελα vi Έ ξω άκούσχηκε μιά βροντή Έ π ε ι χ α φωτίστηκε OJvaxa ένός ρωδιού ρουμπίνια, ά π ’ τό δοκάρι
ρανοΰ. Καί τώρα πού καθόταν άντίκρύ μου άνάμεσα στούς
στοχαστώ μέ κανένα τρόπο δτι οί γέροι είχανε σκοπό νά 'J **χσουφιασμένος ουρανός άπό μιά λάμψη κ πρώχ ς π ’ έκ:ψ ε, γ ι* νεκρούς της π ' άγαπά».
σιωπηλούς καί σκυφτούς γέρους, τό πρόσωπό της Ιπραινε*
γυρίσουνε στήν πόλη έπειτα άπό λίγον καιρό. Τό νησί °**λαμαχιές χής βροχής χχυπήσανε σχά χζάμια. Σέ λ ι (ο, Γ . Ο. Σ Τ Α Τ Ρ Ο Π Ο Τ Λ Ο Ζ
ξανά κάτι άπό τή βαρετή έκείνη έκφραση τής πόλης. Σάν
τώρα ό τόπος τής άστείρευτης χαράς μου, πού τή φώτί 1 ^Ρ*χε πολύ κι’ ό άέρας σκόρπιζε χή βροχή-

1
' A I V 1V r j i v Ζ ΙΟ ΣΤΕΝΟΣ.— θ ά τήν έχεις, όλόκληρη τή ζωή. θυρο, μέ τά δφος άνθρώπου, πού έχει πάθει άπό
ΦΛΑΜΜΑ.— Πότε ; άσφυξία. Ά νβ π νέ ει βαθειά τόν βραδυνάν άέρα·
Στρέφεται, κάνει λίγα βήματα, πλησιάζει στό
Η ΔΟ^Α
Σ ΤΕΝ Ο Σ.— “Οταν Ράσα ι λιγώιερο άχόρταστος.
ΦΛΑΜΜΑ.— Λιγώτερο άχόρταστος ; μεγάλο τραπέζι, ξεφυλλίζει κάιι χαρτιά. Στέκεται
ΣΤΕΝΟΣ.— Ά ν βάζεις ένα ποτήρι κάτου άπά μιά π ηγή προσεχτικός σά ν’ άκούει πίσω ά π ’ τήν πόρτα
Τ ΡΑ ΓΩ Δ ΙΑ ΣΕ ΠΕΝΤΕ Π Ρ Α Ξ Ε ΙΣ πολύ δρμητική, δέν γεμίζει. Ινα θόρυβο ή μιά φωνή. Σταματάει στή μέση τής
ΦΛΑΜΜΑ.— Ώ Δανιήλ, πρέπει νά ξεπεράσω δλους τούς κάμαρας, μένει γιά λίγες στιγμές άκίνητος, μέ τά
(Συνέχεια άπά τά προηγούμενο)
τίς νέες νίκες στή Μεσόγειο, θά αισθανθείς βέβαια πειά Suv*. άλλους σ’ αύτά τά ζήτημα* πρέπει νάμαι δυνατώιερ'-ς καί μάτια προσηλωμένα, κυκλωμένος ά π ’ τις σκιές
ΑΓΡΑΤΗΣ, 0 καθένας κατά τή δύναμη του, καί τόν στό σφυγμό σου τόν ρυθμό τής τέχνης, δ π ω ς δ Μιχαήλ πού (5'χνει ό άναμμένος κηροστάτης. Ξάφνου άκου-
πέρ’ άκόμα. κειό ακόρεστος ά π ’ αυτούς, γιά νά μή μοΰ διαφύγουν καί
Αγγελος δταν έκαψε τούς προμαχώνες' καί θά σκαλίαει; νά μή μού πάρουν αύτά, πού μοΟ άνήκουν. Η άγωνί", ή γετα·. μ ά γυναικεία φωνή πίσω άπ ’ τήν κλεισμένη
ΦΛΑΜΜΑ.— Καί πέρ’ άκ ό μ α! Ό μ ο ρ φ η λέξη, Μάρκο τότε τό κολοσσιαίο άγαλμα τής Πατρίδας, δμοιο μέ τή νη' πόρτα, κι αύτός ταράζεται).
ό ρ μ ή , ή β * α · ··
Αγρατη· ή μόνη πού αρμόζει γιά τήν προθυμία μας. Ό σιώτικη αύτή νίκη, σέ μιά πλώρη πού θάχει τά σχήμα 6νιο0. ΣΤΕΝΟΣ.— Καί δμως μπόρεσες νά προσμένεις σττ^ Η ΦΩΝΗ. — Μέ προσμένει, μέ προσμένει. Σάς λέω, πώς
καθένας πέρα ά π ’ τ!ς δυνάμεις του. Υ πάρχουν θαύματα Δέ θά μπορέσουμε νά τήν τιμήσουμε καλύτερα. Κ ’ έσύ μέ προσμένει. Ά νο ΐχ τε τήν πόρτα 1
σιγή !
γιά νά συντελεστοΰνε. Ό άνοιχτάς πόλεμος πρέπει νάναι Κορένιιε, κ’ έσύ, Φάουρο, θά βρήτε τότε τίς γραμμές τ!{ ΦΛΑΜΜΑ.— Ά χ , θυμάσαι, δταν αύτό τά σπίτι ήταν
γοργός, σχεδόν άστραι.ιαίος, σέ δλα τά σημεία, σύγχρονος, όμορφιάς στά ζωντανό έργο, πού θάχουμε συντελέσει- καί σιωπηλό ; Έ ν α ς μεγάλος ωκεανός άπό άνεκδήλωτες σκέ­ ΣΕΗΝΗ ΠΞΜΤΞ
άποφασιστικός. Έ σωτηρία μας βρίσκεται στήν άσυγκρά- οί άπόστολοί σας θά τις διαιωνίσουν. Ξέρω, ξέρω καλά τ! ψεις ήταν γύρω μου, διαρκώς, διαρκώς . . . Ά λ λ ά τώρα Μ πα(ν*ι ή Κ ο μ ν η νή . "Ε ν α π ο κ 'ό βέλο ττ)ς κρύ6«ι τό π ρ όα ω π ο,
τητη όρμή τών χορικών. ΟΕ συμμορίες τους θάναι τά νεΟρα άξία έχει ή μαρτυρία τήν όποία δίνει ή συναίνεσή σας, είμαι «Αύτάς rou εκδήλωνε ι» καί «Αύιός πού άνασταίνει ά λ λ α φ α ίν ο ν τ α ι τ α μ ε τ α λ λ ικ ά λ ·π (δ ια τοδ κ α π έλ λ ο ο τ η ς , 7ΐί.ύ μ ο ι ά ζ β ^
της ένεργειας μας. Μετά τήν π ρώ ιη άντίσταση ό στρατός κ έκεινών πού σάς μοιάζουν, στήν άλήθεια, γιά τήν όποιαν χήν άνθρώπινη φωνή». 'Η σιωπή μοΟ έχει άπαγορευτεΐ. Τά μ έ μ ικ ρ ή φ τ ϊ?ο > ιή π ϊρ ιχ « φ α λ α ία . Σ τά σ κ ο τ« ινό φ ό ρ ιμ α , π ο ύ τ?ίς τ ο λ ί-

θά διαλυθεί, θά καταντήσει μιά μικρή μάζα. Ό τ α ν πέσει έπαναστατώ . . . γ« ι τό ο δ μ α , π α ρ ίξ ίν α λ ιγβ ρ ό κ α 1 8 ιιν ιτ ό , κάθ« κ ίν η σ η ά φ ίν ιι νά φ α ί­
σπίιι μου προστατεύεται ά π ’ τά λαό. Τδ/ομά μου ταζει-
στά χέρια μας ή κε,τρική δύναμη, τόν πόλεμο τοΟ δρόμου νο ντα ι γο α λ ισ τ« ρ ο Ι κ ιιμ α τ ισ μ ο ί. Α έν sp op cfji δ λ λ α κ ο σ μ ή μ α τ α , έχ τό ς
(Δίνει τά χέρι στούς άνθρώπους αύτούς, πού έχει δεύει στάν άέρα. Ά κ ο υ σ ε . άπό Ινα μ ικ ρ ό κ * ? ά λ ι Μ ίίο υ σ ις , nc ύ λ ά μ π ιι οά ν θ ώ ρ α κ α ς ατό σττ5'
θά διαδεχθεί ό πόλεμος στά σύνορα καί στή θάλασσα : μιά ζωντανέψει στόν καθέναν άπά ένα δνειρο). ( Έ ρ χ ο ν τ α ι άπά μακριά οί φωνές τοΟ δχλου., πού
θος τη ς.
δοκιμή άκόμα μεγαλείτερη. Μιά όλόκληρη φυλή, πού π α­ I εια σας ! Αύριο θά^αι μέρα πολλής δουλειάς. Κανείς άπλώνονται στήν άπέραντη Πολιτεία. Αύτός π η ­
λεύει ξανά γιά τήν ύπαρξη καί τή διατήρησή της, πού Η ΚΟΜΝΗΝΗ (ξεσκεπάζοντας τό πρόσωπο, λιγάκι λα­
νά μή λείψει άπό δώ, ένωρίς. Έ γ ώ θά ξαγρυπνήσω. θυμη- γαίνει πρός τά παράθυρο καί βλέπει έξω).
ξυπνάει καί τινάζει έπί τέλους τά πειά βαθειά της ένστικτα, θήτε. Καθένας πέρα ά π ’ τις δυνάμεις τ ο υ ! ‘Γπάρχει δόξα χανιασμένη).— Μέ προσμένατε . . .
'Ρώμη !
πού βγάζει άπδ μέσα της τίς κρυμμένες ενέργειες, τίς κάνει γιά δλους. Γειά σας ! (Πέρνει μιά βαθειάν Αναπνοή). ( ’Α π ’ τον προστακτικό τόνο ή· φωνή τη ; κατε-
ελευθερία μέ τήν πνοή τών γεγονότων, τ!ς ζωντανεύει μέ Κ’ έκεΐ κάτω, πέρα άπ ’ τά τείχη, ή σιγή τοϋ ΆγροΟ, βηκε οέ μιάν άνέκφραστη μελωδική νότα, πού
( Ολα τά χέρια σφίγγουν δυνατά τό δικό του. Μιά
τήν δμόγνωμη δρμή της, τις όπλίζει μέ τή ζωτική της έξακολουθεΐ ν’ άντηχεΐ μέσα στό δωμάτιο άκόμα
άντρική άδελφωσύνη τά ενώνει, μιά βέβαιη 6πό· μέ τά ψηλά του χορτάρια πού μυρίζουν . . .
άναγκη, τίς φλογίζει μέ τή σκέψη της, τις Εξερεθίζει, τίς ( Ό φίλος τάν πλησιάζει καί μένει στά πλευρό του. κι δταν σωπάσει. Ή φωνή της φαίνεται σά ν*
σχέση τά σφιχτοδένει. Έ θέρμη τών ένωμένων
μεγαλώνει, τίς άνυψώνει, τίς κάνει δμοιες μέ τή δύναμη ρωτάει κι δμως μιά άφοβη σταθερότης τήν κάνε’
θελήσεων γεμίζει τά γυμνό δωμάτιο. Πού καί Μιά παύση)
τής Μοίρας καί τής Φύσεως . . . Έ σ ύ , Μάρκο Ά γ ρ ά τ η , Λοιπόν, άποφασίστηκε. θ ά χώσουμε τά μπράτσα στό νά νομίζει π ώ ; έπιβεβαιώνει κάτι, σά νάλεγε :
πού, άπά μακριά, δ άέρας φέρνε: τις άνακατε·
έρχεσαι άπ’ τά χωράφια. Δέν υπάρχει λοιπάν παρά άνεπα- «ΜοΟ άνήκετε, εΐσαστε δικός μου». Στέκεται σιμά
μένες φωνές τοΟ δχλου). οίμα καί τή λάσπη, ώς τούς άγκώνες.
νόρθωτη νέκρα καί χαμάς έκεΐ κάτω ; Τά άροτρα είνε δίχως στήν πόρτα, ξέσκεπη, μέ τά μάτια γεμάτα λ α ­
Γειά σας 1 (Μιά παύση).
όνιά ; Τά δρέπανα δέν έχουν κόψη ; Ή μάννα τοΟ σιταριού Τί κάνει, τί σκέφτεται αύτή τή στιγμή δ Καΐσαρ Βρον­ γνεία καί τά χέρια γΐμ ά τα προσφορά μπροστά
(Οί άντρες βγαίνουν. Αύτός τούς κοιτάζει, κα 6ώ;
δέν θά δώσει πειά στάχυα λοιπόν ; Σ τά χ υα γεμάτα καί τή; ; Είνε ήρεμος ; Είνε βέβαιος ; σ’ αύτόν, πού ποθεί δλον τόν κόσμο. Καί χαμο­
φευγουν. Τήν ώρα. πού δ Δανιήλ Στενός κάνει νά
σκληρούς άντρες, γιά τήν πείνα καί γιά τάν πόλεμο, θά (Μιά παύση. Αύτάς σηκώνει τά μάτια πρός τάν γελάει* καί νά, πού τό χαμόγελό της σταματάει
περάσει τό κατώφλι, αυτός τόν φωνάζει. Ή φωνή
δώσει άκόμα . . . Τά ξαγρυπνισμένα μάτια σου είνε μελα­ τά χρόνο καί περιφρονεΐ τά σύμπαν. Κι αύτάς
του έ/ει άλλαξες δέν έχει τήν προηγούμενη στα- έναστρον ούρανό).
νιασμένα ά π ’ τάν πυρβτό, Κλαύδιε Μεσσαλά. Μήπως άνα- Κοίτα πώς λάμπει άπόψε ή Ά ρ κ τ ο ς ! Τό σημεΐο μου τήν κοιτάει, δπως ένας θαμπωμένος τήν είκονα
θερότητα).
κάλυψες σιίς άγρύπνιες σου τά μυστικά μέ τά όποιον ό τοΰ παραληρήματός του, μέ μιά φρικιαστικήν
Έ σύ μείνε, λιγάκι, Στενέ. ' κάνου άπ’ τή στέγη μου, γιά τόσα χρόνια : τά έφτά άστρα
Προστάτης έκαμε τά στρατό του τρομερόν καί άνίκητον ; βουβά. Εΐσαστε έφτά άντρες, λίγο πρίν, έδώ πέρα : έφτά άμφιβολία, μή μπορώντας νά πιστέψει τήν π ρ α γ ­
Μ Ε Σ Σ Α Λ Α Σ .— Καθένας πέρα ά π ’ τίς δυνάμεις του ! ( Ο Δανιήλ Στενός στρέφεται καί πηγαίνει σιμά ματικότητα αύτής τής ταρουσιας.* Η Δοξα,»).
δυνατές θελήσεις. Καλά σημάδι αύτό, Δανιήλ Στενέ !
του. Αύτός έχει πέσει σέ μιά καρέκλα, σιμά στό ( Ό τόνος τής φωνής του είνε παράξενος, γεμάτος
Φ Λ Α Μ Μ Α . - Καί σ’ έσέ τή θάλασσα, Σεβαστιανέ Μαρ- Νά με, ήρθα.
τραπεςι, στηρίζοντας τά μέτωπο στήν άπ»λάμη πικρί-*, θλίψη καί δρμή. Στρέφεται καί περπατάει (Αύτός στέκεται βουβός, άκίνητος καί σάν χ α ­
τέλλο.^ θ ά μπορέσεις νά ξαναπάρείς τήν άρχηγία, πού σοΟ
τοΟ χεριού).
άφαιρεθηκε, νά πολλαπλασιάσεις τά πλοία, νά δημιουργή- μέσα σιά δωμάτιο, κυριευμένος άπά μιάν άκατα- μένος).
Σ ΤΕ Ν Ο Σ (σκύβοντας άπάνω του, σχεδόν μέ οίχτο).—
σεις ενα στόλο, νά κάνεις άπά κάθε άκτή μιά ίερήν έπι- νίκητην άνησυχία). Ή ρ θ α σέ σάς, Ροϋτζέρο Φ λάμμα.
Είσαι κουρασμένος;
στράτευση, νά ξανανεώσεις τά παραδείγματα καί τις δόξες. Κάποιος είπε : «Μπορείς νά υποχρεώσεις τάστρα νά (Οί συλλαβές τοΠ όνόματος άντηχοΟνε καθαρά καί
ΦΛΑΜΜΑ (μισοσηκώνεται).— Ό χ ι . Ά λ λ ά αισθάνομαι
Καί τί δέ μπορεί νά κάμει μιά ήρωική θέληση ; Στήν άρχή κεριστρέφωνται γύρω σου ;» δυνατά στή σιγή, σά νά τίς σκάλιζε αύτή πάνου
τήν άνάγκη ν’ άναπνεύσω . . . Τί πνιγερή βραδυά ! Δέν (Κοιτάζει τά φίλο του κατάμματα).
τοΟ τελευταίου πολέμου δ στόλος τοο Βορρά είχε σαράντα σέ κρύσταλλο).
άκοΟς ; Η μήπως είνε ό πυρετός ; θ ά χ ω πυρετό . . . Νομίζεις πώς παραληρώ ; Είσαι σκυθρωπός.
δυο πλοία· στά τέλος τοΟ πολέμου σχεδόν έφτακόσια. Τά Φ Λ Α Μ Μ Α (σιγά, ταπεινά).—"Ηρθατε σέ μένα; ήρθατε
(Δίνει στό φιλο του τούς σφυγμούς του). (ΤοΟ δίνει τά χέρια).
ναυπηγεία είχαν μεταβληθεϊ σέ τάρταρα. Τί μεγάλο έργο σέ μένα ; . . · Εΐσαστε σείς, ζωντανή, πραγματική . . . Δεν
ήταν τά δικό σου ! “Ολο τά σώμα τής Π ατρί 5ας άναπνέει -ι 1 ΕΝΟΣ. Είσαι ταραγμένος άπ* τήν κούραση. Έδω· Χαΐρε, Δανιήλ. Ά φ η σ έ με, τώρα. Θά έργαστώ. Νύχτα
μ’ άπατάει δ πυρετός μου . . . Έ νόμιζα πώς δέ θά σάς μι-
στή θάλασα, καί δέ μπορεί νά ζήσει, παρά άναπνέ^ντας σες^ όλόκληρο τόν έαυτό σου, σήμερα, μέ χίλιους τρόπους. π*ραμονής. Αύριο νά σηκωθείς πολύ πρωί.
Έ ζ η σ ε ς σάν χίλιοι άνθρωποι. λοΟσα ποτέ έδώ κάτου στή γ ή . . . “Ημουν πολύ μακρι*
στή θάλασσα . . . Κ ΣΤΕΝΟΣ.— Ά να π άψ ο υ, κοιμήσου. Ά ν θ ρ ω π ο ς είσαι
γιά νά σά; φωνάξω . . . Καί τώρα . . . ήρθατε σέ μένα Σ
ΦΛΑΜΜΑ.— Καί άγωνιοΟσα σά νά μούλειπε ή ζωή, Χ έαυ. Κοιμήσου γιά νά σηκωθείς τά ξημερώματα.
Μ Α Ρ Τ Ε Λ Λ Ο .— Καθένας πέρα άπ ’ τις δυνάμεις του ! Έ σ ε ΐς τό είπατε. Ά κ ο υ σ α τδνομά μου . . . Ά λ λ ά μποροΟσε
σά νά μήν ήταν στίς άρτηρίες μου άρκετδ αίμα γιά νά γε­ ΦΑΑΜΜΑ.— 'Η χαραυγή θά μέ βρει σηκωμένο. Χαΐρε.
ΦΛΑΜΜΑ.— Στις ήμέρες τής λατινικής ειρήνης, Σιγι- καί νά μήν ήταν άλήθεια... Ί σ ω ς νά μήν είνε άλήθεια...
μίσει τήν καρδιά μου ! Μήπως ή ζωή χίλιων άνθρώπων (Ακολουθεί τά φίλο του μέ μιά θλιβερή ματια.
σμόντο Λεόνι, δταν θαρθεΐ γιά μάς δ καιρός νά γιορτάσουμε Λίγο πριν ήμουν ζαλισμένος, σά νά είχα πυρετό* ή ίσως
είνε όλόκληρη ή ζωή ; Ό τ α ν μείνει μόνος πηγαίνει πάλι πράς τά παρά­
μεθυσμένος' έβλεπα, άκουγα . · . Φοβόμουν νά κλείσω χά ή βουβή σας μορφή, χά χαμηλωμένο πρόσωπό σας, κατά-
μάτια καί ν’ άναπαυχώ . . . Εϊσασχ’ έχει, σάν καί χώρα. χλωμό καί θλιβερά γιά ένα αύτοκραχορικά παρελθόν: σείς,
( Ή γυναίκα χαμογελάει, νοιώθονχας νά χρέμει ή μονάχη, έ ίε ΐ πάνου, κι άπαρηγόρητη . . .
δυναχή έκείνη καρδιά, καί άχουμπάει σχά μ αρμά­ Η ΚΟΜΝΗΝΗ.— ’Απαρηγόρητη, άπαρηγόρητη ! Τδ
ρινο βάθρο πού βρίσκεχαι άνάμεσα άπ ’ χ!ς δύο μΐσος καί ή ντροπή, καί τά ψέμμα, καί ή θηριώδης γερον­
πόρτες, μέ χδ κεφάλι λιγάκι ριγμένο πράς χά τική έπιμονή, χά πελώριο έμπόδιο χής γερονχικής ήλικίας,
πίσω. Τά πρόοωπό χης φωχίζεχαι άιχά ε/α χ α μ ό ­ μιά μάζα άπό δηληχηριχσμένα χέχ.ιμοθάναχα πράγματα,
γελο καί χά χαρακχηρισχικά χου φαίνεχα:, π ώ ; πού χώριζε τήν ψυχή μου ά π ’ τή δική σα;.,. ’ Αχ, γιατί 5έ
έχασαν χήν άδαμάνχινη σχαθερόχηχά χους). μου παρουσιαστήκατε στά δρόμο τοΰ πόνου καί τοΰ χαμοΟ,
Η ΚΟΜΝΗΝΗ.— Είμ’ έγώ, ζωνχανή. Θέλεχε ν’ άγγί- δταν δέν εϊχαιε πει άκόμα χή λέξη σας, δχαν ό καρπό; χή;
ξεχε χά χέρια μου ; ζωής μου ήχαν άκόμα κλεισμένος σιά χέρια μου ; ’Εγώ
(Χαμογελάει, μιλώντας σιγά, σχή σκιά, σά νά θάβλεπα στό βάθος τών ματιών σας τή λάμψη τής χύχης
βρισκόνταν έχείνος πολύ σιμά χης xai νά χούς σας, σείς θά αίσθανόσασχε ϊσως σχό αίμα μου χήν περηφά-
περιέβαλλε Ινας κύκλος άόραχος). νεια έκείνων, πού ξέρουν νά ζήσουν καί νά φορέσουν τά
ΦΛΑΜΜΑ (δίχως νά πλησιάσει).— Έ νόμ ιζα π ώ ; δέ θά στέμμα. Μιά μόνη σκέψη χαράς, μιά μόνη θέληση καχα-
μπορούσα ποχέ νά σά; μιλήσω... Σ ά ; έβλεπχ πίσω ά π ’ χάν κτήσεως, ή ψυχή μου καί ή δική σας 1
καπνά χής μάχης, νά φαίνεσχε καί νά χάνεσχε πάλι. Τά πρό­ ΦΛΑΜ ΜΑ.— Τί ωφελεί νά στρέφεται πίσω κανείς, νά
σωπό σας ήχαν αύχά πού άρμοζε σχή γυναίκα πού θά μπο­ λυπάται, νά κλαίει γιά χίς δυνάμεις πού έχασε, γιά χίς πρά­
ρούσα νά χή; πω χή λέξη πού χά χείλη μου δέν έπρόφεραν ξεις πού δέν έκαμε, γιά χίς άνώφελες ήμέρε; ; Ποΰ είνε
άκόμη .. “Otav χά μάτια σας άνχίκρυζαν χά δικά μου, έγώ χώρα χά χρόνια χή; βασιλείας σας ; Οί νεκροί πού σάς γέν­
σκεφχόμουν : «’Αγαπάει αύχή χά παιγνίδια, πού παίζουν ο! νησαν μήπως σάς βοηθοΰνε 1 Γιά νά χορχάσεχε μ ’ Ενα μεγα­
άνθρωποι μέ χάν θάναχο, κα! σχά όποια ό θάναχ^ς μπορεί λόπρεπο θέαμα χήν ψυχή σας πού θύματα ι, ήρ θιχε σ’ Ιναν
καί νά νικήσει». Σ ιήν χαρ^χή χοΰ πολέμου, ή δυ»ατή μου άνθρωπο πού πολεμάει δίχως άνάπαυση, σχά πιό ά/ριο σχοι-
καρδιά οά; χαιρεχοΰσε άπά μακριά... χεΐο, μή θέλονιας νά ζήσει παρά γιαχί ύποσχέθηκε σιή ΛΕΩΝ KCYKOYAAS
Η ΚΟΜΝΗΝΗ. — “Α χ , ένόμιζα κάποχε, πώς χρατοΟσα ζωή χου μιά μεγάλη νίκη. Καί χώρα ξαίρει αύχό;, δτι σέ ( Σ κ ί τ ό ο τ ο ΰ ν— Μ i n n Π α η α δ η η η τ ρ ί ο ν )
στά χέρια μου χή θυμωμένη καρδιά σας, κα! π ώ ; αισθανό­ σά; μονάχα, μονάχα σέ σάς τήν είχε ύποσχεθεΐ, κα! δχι
μουν χή θέρμη χού αίμαχος, πού σά; άνέβαινε σχό μέτωπο ! ήρθατε γιά νά τή συντομεύσετε, περνώντας ά π ’ τά μίσος
"Οταν ό θόρυβος έσκέπαζε χή φωνή σας, καί τά πάθη δλων χαί τή ντροπή, πατώντας πάνω σ’ έρείπια... Είν’ άλήθεια ; ΚΑΘΟΜΑΣΤΕ ΜΗΝ Τ Ρ Ε Μ Η Σ . ..
αύχών χώ/ άνθρώιτων έπαναστατοΰσχν άσυγκράιητα, κ »1 ό Είν άλήθεια ; Ή μήπως ήρθατε γιά νά μέ β ά λ ϊΐε σέ πει­ Σ Τ Ο ΒΡΑΧΟ...
θυμάς σάς έστελνε δλες χίς άπειλές χου, χι ό φθόνος προσ­ ρασμό, γιά νά μέ κάνετε νά χαθώ μιά γιά πάντα, γιά νά Μήν τρέμης... τόση γύρω μας απλώνεται
παθούσε νά σάς χτυπήσει σχά νώχα, καί οί φρενιασμένες κάμειε τά χέρια μου νά τρέμουν, σχαλμένη ά π ’ χάν έχθρό... Καθόμαστε στδ βράχο και κοιτούσαμε Σιγή μέσα στδ δάσος, πού εχει άντίλαλο
ζητωκραυγές χών δικών σας τριγύρω άνιηχοΰσαν σάν καχρα Τάν άκούσαχε, σήμερα. Μήπως μοΰ σχέλνει «χήν παρα­ Τή θάλασσα, πού πάνω της καθρέφτιζε Κ’ ή στάλα τής δροσιάς, πού άπ’ τά φυλλώματα
κύλισμα βράχων, καί καθένας φαινόνχαν Ι:οιμος γιά χίς πιά ζάλη ;» Ρίχνει στή γή μιάν αύρα δίχως ήχο.
Τδν ούρανό, γαλήνια, μ ’ δλα τάσχρα του
στυγερές αγριότητες χαί ή μεγάλη αύλή ήταν πλημμυρι­ ( Ή γυναίκα κάνει ενα σύνχομο βήμα γιά νά χάν
σμένη ά π ’ τήν όρμή τής κα:αιγίδος, έγώ σκεφτόμουν ; πλησιάσει, σιή σκιά' έπίίχα σχαματάει, συγχρα- Καί στά γλαυκά ταξείδευεν δ νοΰς μας.
«Τώρα ποιάς θά πολλαπλασιάσει τή δύναμή του ; ’Από χημένη ά π ’ χήν άπάνθρωπη άμφιβολία χου. Καί Τώρα, πού ή άγάπη Λίλια, μάς έκούρασεν,
ποιά μυστικό θά βγάλει τή λέξη πού προστάζει, χή χειρο μένει έκεΐ, βουβή, άκίνηχη, μαομαρωμένη, σάν
Ά σ ε μές στή σιωπή, βαρειές ο{. ανάσες μας
«ομία -πού δαμάζει ;» Σάς έβλεπα νά θριαμβεύετε' καί, μέ κύμα πού έχει πα,ώ σει, Μιά π α ύ σ η .Ά π ό μακριά, Ταξειδευε, και τόσο ήταν το μάγεμα
Νά σμίξουν μέ τών οντων, δπου τάθλιψεν
μιάν άνατριχίλα πού μοΟ περνούμε χίς φλέβίς καί χά κόκ· έρχεται πού καί πού ή βοή χοΰ δχλου). Στά μακρινά τά πέλαγα, πού άρμένιζε,
καλα, σκεφτόμουν: «Αύχός, ξαίρει πώς ή μαχιά μου είνε Έ μέρα και ή νυχτιά τ’ αποκοιμίζει.
Είνε άπίσχευτη ή παρουσία σας έδώ, αύτή χήν ώρα, Πού έτρεμε, σάμπως μπόρας νάταν μήνυμα,
καρφωμένη μονάχα άπάνω χου!»
άν δέν είνε γιά νά παίξει χή ζωή ή το θάναχο. Στή σκέψη, πώς θ’ άράξη σέ λιμάνι.
ΦΛΑΜΜ Α.— Μακριά, είσαστε πολύ μακριά, έκεΐ πάνου,
Η ΚΟΜΝΗΝΗ (μέ πικρήν υπεροψία).— Ναί, ναί, τί Ή τρικυμία τοϋ πάθους μας μι άπέραντη
χ α μ έ \η γιά μένα, άπαγορευμένη, κλεισμένη σ’ E/αν κύκλο
ξαίρω : έμεινε σχ’ αύχιά σας χά άπαίσιο χραγοΰδι πού χρα·
μίσοις καί ντροπής, στάν πύργο τοΰ έχθρού μου. . . Έ γ ώ Σιγή, καθώς αύτήν, ζητάει νά πνίγεται—
γουδοΰσε χό πλήθος, δ:αν σά; έσερνε κάχου ά π ’ χά παρά­ Μά δχι, τή νύχτα εκείνη μάς εμψύχωνε
ήμουν έκεΐ, γιά σά;, σάν εξόριστος. Οί άτέλειωτες διαμάχες, Κι* δ πιδ γλυκός μου λόγος θάναι βέβηλος,
θυρά μου. Ά ν χ η χ ε ΐ άκόμα μέσα σχά σχήθη σας ή έπωδός Μιά άθανασίας πνοή, γύρω άπ’ τά σύμπαντα,
ό φανερός πόλεμος ή ή άνυποψίαστη προδοσία, ή όρμητική Κα! σά γυαλ! τά μάγια θά συντρίψη.
χου... Έ ψυχή σας άνήκει άκόμα σχόν δχλο.
έφοδος, d σκληρές προσβολές, τά κακόβουλο γέλοιο, ή Κι’ άκρη ή ψυχή δεν έβλεπε στδν έρωτα
παραζάλη, ή άπογοήτευση, ή περιφρόνηση, οί σκληρότητες, (Σ ν νέχ εια αταλλο φ ύλλ ο) Κι’ ούτε και στή ζωή τήν ίδια τέλος.
οί φρενίτιδες, δλοι οί παλμοί τού πολέμου' καί, άπά καιρό (Μ ε τ ά φ ρ α σ η ) M IX . £ . X . K C K K A A H S
Μήν τρέμης και κάνεις έδώ δέν έρχεται...
σέ καιρό, μιά σκοχεινή διακοπή, μιά ξαφνική παύση, χό
Οί άντιλαλοι, πού άκοϋς, είναι άπ’ τδ πέρασμα
μάκρεμα άπά κάθε κοντινά πράγμα, ή ψυχή γυμνωμένη E R R A T A
Μιά κοίταζα τά μάτια σου,-πού έλάμπανε, Τών δρυμονιων θεών, πού ίσως ξυπνήσαμε,
άπό κάθε πραγμαχικόχητα, Ινα ξαφνικά δ^ειρο πού χά χύλιγε
Μιά τδ γιαλό, πού οί άνταύγειες φωσφορίζανε, Κι’ άπ’ τίς καρδιές μας, Λίλια, πού χτυπάνε.
δλα, μιά όπχχσία άπό περασμένους καιρούς, ή σιγή γύρω Σχή σελίδα 2 δ χοΰ προηγουμένου χεύχους καί στά τρα­
άπ’ αύιόν πού σκότωσε κ’ έμεινε στή ζωή, κάτι τό άσυνεί- γούδι «’Εξοχικό; περίπαχο;», ή λέξη «άποβράδιασμα» Και στήν υγρή τή νύχτα, μές στή μέθη μου,
Λ ΕΩ Ν ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ
θιστο καί χό μεγαλόπρεπο- χ ’ έκεΐ πάνου, ψηλά, πολύ ψηλά, γίνει «αύχό βράδιασμα». Σάν νάνοιωθα βροχή νά πέφτουν τ’ άστρα!

J
ST E PH A N E MALLARME
Τά ξάρτια σου, ερεθίζοντας τίς τρικυμίες, θά ιιοιάσουν ota χείλια* τούς παλαιότατους ραψωδούς· δλη τήν ποίηση ή λέξη μέ κεφαλαία). Ό ήλιος σέρνεται σέ εύθεΐα γραμμή
μ οσα ο αέρας πάνω στά ναυάγια τά συγκλίνει ; χών ξένων λαών προτού ή γραφή σακαιέψ[) τήν ελευθερία μέσα στό αυλάκι, πού ανοίγουν τά φύλλα άπάνω στό νερό,
ιης καί ιής ρουφήση τή φρεσκάδα, άλλάζοντάς την σιγά-σιγά δταν ιά σπρώχνει ό άνεμος.
δίχως πανιά, δίχως πανιά, ουδέ στοργικές νησίδες !
Είρηνικιά άδερφή, ή ψυχή μου πρός τό μέτωπό σου, οέ μιάν εγκεφαλική σοφία. Ό M o re a s, ή Ισχυροτάιη εκεί­ Στό « R e n o u v e a u » : άπό τόν τίτλο του (άντί « P rin-
— Μά τό τραγούδι τών ναυτών γιά άκου, καρδιά μου,ώς τόσοι
ν η ποιητική φλέβα, άπήγγελλε πάντα τούς στίχους του 1 τ^ό
πού ενα φ θινόπωρο ονειρεύεται πορφνρωμένο, tem p s» ), είναι φανερό πώς μιλεΐ γιά τήν άντίθεση τής
μ ο ς τόν έπιανε, οιαν τοΰ έλεγαν νά γράψη. Ε ίναι, νιμί-
κα'ι πρός τόν άστατο ούρανό τοϋ αγγελικού ματιού σου Ο K A M n A N O K P O ^ S T H S άνανεώσεως τής ζωής πρός τή δίλή του παρακμή καί άκα-
υψώνεται— δπως, σ’ εναν κήπο μελαγχολικό, ζομε, τό ασφαλέστερο χαρακτηριστικό τής Ε λληνικής του τάπαυσιη φ θορ ά.— Ή ά δυναμ ία ά νο ίγ ε ι ah χασμουρητό:
πίστα, ενας πίδακας λευκός πρός τό Γλαυκό στενάζει ! Τί)ν ξάστερη τό σήμαντρο λαλιά του ενόσω όρθρίζει ιδιοσυγκρασίας. πρβλ. ή ξαν&ειά ά γω νία κλπ. —Π ίσ ω άπ' δνειρο γ λυκό .
— πρός τό παθητικό γλαυκό τοΰ ωχρού κι άθολου Ό χτώ βρ η, σιήν αίθρια τής αυγής, στεγνή κ’ υπόκωφη ατμ όσφ αιρα, Ό Στεφάν Μαλλαρμέ, καρπός δλης τής μεταμπω' 'ελαι- Τό γαλλικό έχει : a p r e s u n reve· μπορεί καί νά μεταφρα-
πού, στις στέρνες, τήν άπειρη ατονία του καθρεφτίζει, ξέγνοιαστο γιά τό αγόρι, οπού πετάει γιά νά ιό εύφράνβ, ρικης Γαλλικής ποιήσεως, δέν είναι δ ποιητής ιής ζώσης σθή : ύστερα άπ ’ τό πέρασμα ενός ονείρου. Προτίμησα τό
κι άφίνει, στό νεκρό νερόν, (δπου ή ξανθειά αγωνία άπ τό θυμάρι, ά π ’ τή λε β ίν ια άνάμεσα, εναν δρθρο — q-ωνής· ή κατανόησή του χρειάζεται βαθειά μύηση. Τον πρώτο, δέν ξαίρω δμως κατά πόσον έ(α·> τήν ελευθερία τής
τών φύλλων πλεει στον άνεμο και κρυο έν’ ούλάκι ανοίγει), αφομοιώνομε σιγά-σιγά* ή κατάκτησή του είναι δύσκολη’ εκλογή;. Ά ς σημειωθή οπωσδήποτε ή έσκεμμένη άσάφεια
νά σέρνεται ό ήλιος ό χλωμός οέ μακρουλήν αχτίδα. ό κρουστή;, άπό τό στρουθί πού αστράφτει άκραγγιγμένο;Γ ί] περίτεχνη στιχουργία του πρέπει νά άπορροςρηΟή στήν τοΰ M a lla rm e , πού συχνά σκοτίζει άκόμα καί τήν αναφορά
γρινιάζοντας λατινικά, θλιμμένα καββαλώντας ήσυχία τού σπουδαστηρίου* τό αυτί δέν τή συλλαμβάνει : τοΰ ρήματος πρός τό υποκείμενο ή τό άντικείμενο. —Μ ά τό
τήν πέτραν, όπου τή χορδί) τήν παναρχαία συσφίγγει, Είναι προορισμένη νά θίξη τόν εγκέφαλο. Πυκνή στό νόηιια, γλ α υ κ ό γ ε λ ά ε ι : ή έννοια ιής αιθρίας, πού μέ τήν παρου­
Α Μ Ο Ι Β Η
μακρινό άντίφωνον άκούει νά τοϋ κατασταλάζει. Εξοικονομεί, άπάνω στόν δωδεκασύλλαβο, καί τήν τελευταία σία της βασανίζει, άναπτύσσεται σέ ξεχωριστό ποίημα τοϋ
Ή άνοιξη ή καχεκτικιά άπόδιωξε θλιμμένα συλλαβή. Ή φραστική επιλογή, ή έκλεκιικόιητα τών έπιίίέ- M a l l a r m e : « L ’A z u r» .
Παρομοιος είμαι. ’Αλλοίμονο ! ’Α π ’ τή μεθυσμένη νύχτα
τόν ιλαρό χειμώνα, τής γαλήνιας τέχνης ώρα, των, είναι άπαράμιλλη. Μ ’ δλα ταΰτα δέν παρουσιάζει τή
σέρνοντας, μάταια, τό σχοινί, τό ’Ιδανικό ση ιαίνω, Στή « B rise M a rin e » — «Πόντιας αύρα»: Θυμίζει τόν
κα'ι, μέσ στήν ύπαρξή μου, πού τό θολόν υΙ*α ορίζει μοιραία σχολαστικότητα, τή στειρότητα καί τήν παγωνιά κλασσικό δικό μας καί τήν ε λ λ η ν ι κ ή ν άσβεστη άγάπη του
τής άνομίας τό π ισ ιό τό φτέρωμα φρικιάζει,
η αδυναμία σ ενα μακρύ χασμουρητόν ανοίγει. πού θά υπέθετε κανείς* απεναντίας τό έ'ργο του, προερχό­ πρός τή θάλασσα, τόν Ευριπίδη : «Θάλασσα κλύζει πάντ’
μενο άπό βαθειά καί αδιάσπαστη σύλληψη, είναι αύ:ή ή άνθρώ πω ν κακά». — Μπροστά στό αιωνίως νέο, στό άγνι-
κι δ ήχος δέ μού’ρχεται παρά κουφός κα'ι μουδιασμένος.
ποιητική ουσία* μουσκεμμένο σέ μυστική μουσική, τό άκοΰς στικό στοιχείο της, τίποτα δέν είναι δυνατό νό συγκρα*ήση
Μέσ σιό κρανίο μου, δειλινά λευκόφωτα μουδιάζουν, Μά κάποια μέρα, νά χτυπώ σά θάχω πιά άποκάμει,
vi στάζί) άπό ποίηση. Πεπερασμένος στή μορφή, είναι στό κ’ εδώ τόν ποιητή.— Τό χαρτί π ο ύ δ ια φ εν τ εύει ή άαπρά-
πού σιδερένια, ώσάν άρχαΐον τάφο, τό σφίγγει ζώ νη ,__ ώ Σατανά, τήν πλάκα θά σηκώσω κα'ι θά πέσω.
εσωτερικό χωρίς σύνορα. *0 ιδεαλισμός του — γιά τόν δ α : τό χαρτί, πού τήν αγνότητά του δέν έμόλεψε άκόμα
κι άθνμος πίσω από άστατο, γλυκό δνειρο πλανιέμαι,
Α Γ Ω Ν Ι Α . οποίον άλλοτε θ ά μιλήσωμε— δέν είναι δ παγερός αυτάρε­ καμμιά σκέψη, πού, δσο υψηλή κι αν είναι, πάνια θανε
μέσα ά π ’τούς κάμπους, πού δ άμετρος χυμός παντοΰ φανιάζει.
σκο; ιδεαλισμός, δ άποκρουστικός στούς εγωιστικούς ενθου- κατώτερη άπ’ τήν άσπράδα του. Ί σ ω ς αύιό δέ στέκεται καί
Γιά νά δαμάσω άπόψε, ώ ζώα, δέν ήρθα τό κορμ'ι σου,. - οιασμούς του : είναι θερμός καί προσιτός. Είναι, τρόιτον τόσο καλά... Γ ιά κάτι τ έ τ ο ι α παρώδησαν κάποτε ιόν M a l ­
Πέφτω λιγόθυμος κι άπό τά μΰρα μεθυσμένος
πού ενός λαοϋ τά κρίματα προσφεύγουνε, ή νά οργώσω τινά, μιά π ν ε υ μ α τ ικ ή ήδυπάϋ'εια γ ιά τό Ιδεώδες. ("Οσο
και, με το μέτωπο μου, στ όνειρό μου λάκκο ανοίγω, la r m e : λ. χ. «le m o t A n a s t a s e , — n e e p o u r le p a p i e r d e
σπαραχτική μέσ’ σ ι’ άνομα μαλλιά σου τρικυμία ασθενικά κι αν είναι άποδοσμένα τά παραπάνω ποιήματά H o lla n d e » κτλ.— Μ ιά Ά ν ί α ,σ π α ρ α γ μ έ ν η άιτ'τϊς έλπίδες.
τή Θαλπερή δαγκάνοντας τή γ ή ς , πού θροοΰν πανσέδες, ίου, ιό χαρακτηριστικό αύτό έχει διασωθή). Σύμβολο τού
ά π ’ τήν άγιάτρευτην άνία πού τό φιλί μου σπέρνει. Ή Ά ν ί α εκφράζει τή στωική ηρεμία ψυχής, πυύεγεύθηκε
ιδεώδους αύτοΰ είναι τό γαλάζιο: l’a z u r , le b l e u —ποιητι­
τά πάντα καί έγνώρισε τή ζοιή* μά οί έλπίδες τήν π ι ­
και καρτερώ, στο βύθος μου, ή ανία μου ν ’ αναδώση. κοί κοινοί τόποι τοΰ M a lla rm e . Κάιτοια σχέση μέ τήν εν-
Τόν άνονείρευτο, βαρύν, ζη^άω ά π ’ τό στρώιχα σου ύπνο,, κραίνουν δλοένα, ταράζοντας τήν τελειωτικήν άπάθειά της, α- ·
Μά τό Γλαυκό πάνω ά π ’τή χλόη γελάει κι από ιόν ξύπνο *θΐα τοΰ ουρανού, τοΰ χριστιανικ >ΰ ούρανοΰ, δέν μένει
κάτω ά π ’ ιό καταπέτασμα τής τύψης πού κρεμιέται χωρίς νά αληθεύουν ποτέ, χωρίς όμως καί νά φύγουν γιά
κόσμου νιογέννητων πουλιών, πού κελαϊδοΰν σιόν ήλιο. -ΕνΊι βέβαια, πρός ενα τέτοιο σύμβολο.
κα'ι πού, υστέρα άπ ’ τις μαύρες «ου τις χίμαιρες, χορταίνεις, πάντα. Αύιές τόν παραπείθουν νά δίνη πίστη, πώς ή άνά-
ώ έσύ, ποΰ, πλέον παρά οΐ νεκροί, γιά τό μηδέν κατέχεις : μνησή του θά μείνη αιώνια σ’ αύτούς, πού τοΰ σαλεύουν τό
μαντήλι τοϋ υστάτου «χαϊρε».— Μ ιά άνία π ισ τ εύ ει, τό
• γιατ'ι τό Π άθος τρώγοντας τό γνήσιο φυσικό μου, Διόλου άτοπο δέν θεωρώ τά παραθέσω λίγα έομηνευ· χαϊρ ε τών μ α ντη λ ιώ ν —πρβλ. ή ξαν&ειά ά γω ν ία κτλ.
Ά λλοί ! είν’ ή σάρκα αράθυμη, κ’ έσπούδασα όποια γνώση! μέ σημαδεύει, ώσάν κ’ εσέ, μέ τή στειρόιητά του, ΪΙκα σχόλια, — δσο κι δ» προσπάθησα ή μετάφρασή μου νά -—Μ ά άκου ώ; τόσο .. Τό λέει γιατί πρό ολίγου τόν έτά-
Ν α παω ! μακρια να παω ! πουλιά ν’ άγάλλωνται μαντεύω κ’ ένόοφ μέσα κάδεται σιό πέτρινο σου στήθος YlvU ή ίδια ερμηνευτική. (Φϋσικά τά σχόλια δέν είναι προ- ραξε σάν προαίσθηση ή οπτασία τοϋ ναυαγίου· τό τρα­
νομιακή ιδιοκτησία καί πολυτέλεια τών κλασσικών κει- γούδι τών ναυτών τοΰ ξαναζωντανεύει τόν πόθο,
καρδιά πού δόντι άπό κανένα κρίμα δέν πληγώνει, μένων).
άνάμεσα άπ ' τόν άγνωστον άφρό κι άπό τά ούράνια ! Στόν « S o n n e u r» : τό άγόρι καί τό σήμαντρο ανταλ­
φεύγω, ώχρός κι άπνοος, έ'ντρομος άπό τό σάβανό μου,
Πραμμα, μηδε κ οι κήποι οιαρχοΐοι, στά μάτια εντυπωμένοι, ί Σιό « S o up ir* τό νόημα είναι τούτο: « Ή ψυχή μου, λάσσουν σά δώρο εναν χαρούμενον δρθρο. 'Ο καμπανο-
πώς θά πεθάνω τρέμοντας σά θά πλαγιάσω μόνος.
®είρηνικιά άδερφή, υψώνεται πρός τό μέτωπό σου καί κρούστης σηιιαίνει, καθισμένος στό μαρμάρινο πεζοΓλι τοΰ
(Μ ετάφραση) Τ Ε Λ Λ Ο Σ Α Γ Ρ Α Σ *?°? τόν ούρανό τοΰ ματιού σου, δπως ενα συντριβάνι στέ­
δέν τή σκλαβώνουν, τήν καρδιά πού εβάφτισεν ό πόντος ! καμπαναριού. ’Εδώ, στά Γαλλικά, μιά θαυμαστή πα-
ώ νύχιες, μηδέ ή ορφανή ιής λάμπας μου ή αχτίδα, κ ε ι πρός τό γλαυκό». Τό παρακάτω άνελίσσει αύτή τήν ρήχηση:
Σ Η Μ . — Ό ’Οσκ. Ουάϊλδ μακαρίζει κ ίπ ο υ τόν Μ ί λ τ ω ν α
β(?ομο;ωση σέ αύιοτελή θαυμάσια εικόνα,— τρόπος γνώτ
γιά τήν τύφλωσή του· σ’ αυτήν, λέει, χρωστά τή ζωή ιή? n ’e n t e n d d e s c e n d r e a lu i q u ’u n t i n t e m e n t lo in ta in .
πάνω στ’ άχάραχτο χαρτί πού ή ασπράδα διαφεντεύει, ξψΟζ άπ’ αύτόν άκόμα τόν "Ομηρο : ' Η φύσις σέ υποτελή
πΉήσεώς του. Μή βλέποντας πιά νά γράφη, εσύνθεσε τόν
μηδέ ή γυναίκα ή τρυφερή σιιίζοντας τό βρέφος. '""Ιβεσία μεταφοράς, παρομοιώσεως' ό ά ν θ ρ ω π ο ς κα- — φ ρ ικ ιά ζει τό άξερρίζωτο φ τέ ρ ω μ α : δ πόθος τοΰ ίδα«
«Άπολεσθέντα Παράδεισο» άπαγγέλλοντάς τον, ύ π ο β ά λ -
% ι τό κάδρο- αύτή είναι τό πλαίσιο, ή διακοσμητική. νικοΰ δέν βγαίνει παραπέρα άπό μιά παρορμητική φρικί-
λοντάς τον στή δοκιμασία τής ζώσης φωνής, πού είναι η> αση, άνάμεσα ά π ’ τά φτερά, πού δέν σαλεύουν.— Ώ Σ α ­
Θά ξεκινήσω ! Τριάρμενο, δονώντας τά κατάρτια, ,στά σ τ ε ν ά ζ ε ι: επίταση τοΰ έπ ίμ ον α . Ή επιμονή, ή
δοκιμασία τής ποιητικής αίωνιότητος. Π οίημα, πού γράφε· τανά : σ’ αύτόν αποτείνεται, γιατί είναι άντίπαλός του
τήν άγκυρά σου άνάαυ^ε γιά μιά ξωτικιά πλάση ! °1! εξυψώνεται σέ έννοια πίστεως. — Ή ξανϋ-ειά ά γω νία
τ αι κ’ είναι προωρισμένο νά διαβααττ}, δέν έχει μέσα τον
*®ν φ ύλ λ ω ν άντί : τά ξαν&ά ά γω ν ιώ ν τ α φ ύ λ λ α . Ό στόν άγώνα γιά τήν ανατολή τού- Ίδ α ν ικ ο ΰ : συμβολίζει τίς
τό εμφύσημα τής άθάνατης πνοής κι’ δ χρόνος θ ά τό συνε-
Μια Ανια, απ τις εφιαλτικες ελπίδες σπαραγμένη, aHarme, σάν ιδεαλιστής, άγαπδ πάντα τά άψηρημένα υλιστικές δυνάμεις, πού κυριαρχοΰ.ν σΐή μεθυσμένη νύχτα
πάρη. Κα'ι θυμόμαστε, βέβαια, τούς άρχαίους χορούς τή* οιαστικά καί προσωποποιεί τίς ε’ννοιες, (Πρβλ. άλλον, (la n u i t desireuse).
πισιεύει άκόμα στό ύστατο τών μαντηλιών τό χαϊρε ! Σ απφ ώ ς, πού αυτόματο τό μέλος καί ή φράση άνέβαιναν
·Ίρώτα γράμματα κεφαλαία ; — l’A z u r — άλλοΰ ολόκληρη C ΜΕΤΑψΡΑΕΤΗδ
R O M A IN R O L L A N D βέρνχι σχή Μάνχουα, δ Καρίσσιμι σχή Ρώμη, δ Προβενχσάλε καί συνέθεχε μουσιχά κομμάτια μέ χή συνεργασία χών κ α ίο -
σχή Νεάπολι μαρχυροΰν πόσο αύσχηρό μεγαλείο ψυχής καί γήρων χής μονής χόΰ Ά γ ιο υ Γκάλλ, κένχρου μηυσικοΰ χοΰ
ΤΟ Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ = πόση άγνόχης καρδιάς μποροΰσε νά διαχηρηθεΐ μέσα σχήν κοσμου χοΰ 9ου αίώνος. Δέν ύπάρχει συγκινηχικώτερο ά π ’
έλαφρόχηχα καί σχήν άκολασία χών Ίχ α λ ικ ώ ν αύλών. Νά αύχή χή καλλιχεχνική κατάνυξη, αύχή χή χαρούμενη άνθη-
[0 1 έτό μ *ν» ς σ * λ ί5 « ς «Ινα ι π α ρ μ έ '.* ς άπό μ ιά ϊιο ίλ β ξη ίδέα δύσκαμπχη καί φχωλή... Ή Τέχνη μά: δίνει μιά εικόνα Ινα παράδειγμα πιά χχυπηχό ά κ ό μ α :— Δέν είναι πιθανό νά ση χής μουσικής, παρ’ δλα χά έμπόδία, σχό πείσμα δλων,
π ού ϊη μ ο σ ιιύ τ η χ β τόν 1902 σ τ ή «ttevue
Ιο ύ ν ιο τοϋ
χοΰ πνεύμαχος πολύ πιό πλούσια. Είναι ενα είδοο, δχι μονό­ ξαναπεράσει ή άνθρωπότης άπά μιά έποχή χόσο χρομερή, ά άμεσα σ’ δλες χίς κοινωνικές χαραχές.
d’ Ilistoire et de Critique Musicales»: «Γιά τή δέση
χρωμου ίχνογραφήμαχος, άλλά χζα μκ ΰ καθεδρικής έκκλη. δσο ήχαν χό χέλος χοΰ άρχαίου κόσμου : ή άποσύνθεση
τή ς μ ο ν σ ιπ ή ς σ τ η γ ε ν ικ ή ιστορία'·. Ο ί o t X I S s ; α ύ τ έ ς Έ τ σ ι ή μουσική μάς δείχνει έδώ χήν άλληλουχία χής ζω ής
Romain Holland
αίας. Δέν είναι μ;ά άπλή εικόνα. *Εχω όπ’ δψη μου τ& χή; ρωμαϊκής αύχοκραχορίας καί ci μεγάλες έπιδρομες χών
ιίν α ι σάν « ίσ α γω γή ατό β .6 λ ίο τού καχω άπά χά φα.νομενικό θάναχο, χήν αίώνια άνανέωση κάχω
*Oi μοvaiMoi ε ν ό ς κ α ιρ ό ν », 1908. Ά ν κ α ί γ ρ α φ ή κ α ν * γοχθικά εκείνα γυάλινα σχολίσμαχα, οέ σχήμα ρόδου, πρά'. βαρβάρων. Καί δμως, κάτω άπό χό σωρό χών έρείπ'ων πού άπ χήν καχασχροφή χοΟ κόσμου. Πώς θά ήχαν δυναχά νά
ίϊώ κ ^ ί ιί< ο σ ι χ ρ ό ν ια , β \έ< ΐίΐ κ α ν *ίς ά π ό τότ« π ο ά ή ια ν όνχα χής γαλλικής τέχνης, χής καθεαυχό γαλλιχής χέχνη; χάπνιζαν άκόμα, έξακολουθοΟσε νά καίει ή αγνή φλόγα γραφεί ή ίσχορία χών έποχών αύχών, άν παραμεληθοΰν μ ε ­
ή ο ύ σ ία τ η ; οκέψ «ο)ς τού Holland δ χ ι μόνο γ ιά τή μου­ χής Καμπανίας. καί χής l i e —d e —F r a n c e καί σκέπχομ 3 (: xfj; χέχνης. Τά πάθος χής μουσικής συνέδεσε χού; βαρβά­
σ ικ ή κ α ί γ ιά τόν έ ξ ίχ ο ν τ α κ α ! π α ρ α γν ω ρ ισ μ έν ο τη ς
ρικοί άπά χού; πιό ούσιώδεις χαρακχήρες των ; Πώς θά έν-
νά ό λαός πού λέ *ε πώς έχει χαρακχηρισχικό χή φρόνηση ρους νίκηχές μέ χούς νικημένους Γαλάχες-Ρωμαίους. Οί άπαί-
ρόλο στή Ισ το ρ ία τοΒ π ο λ ιτ ισ μ ο ύ , ά λ λ ά κ α ί γ ιά όλ όκ λη " νοηθοΟν, άν παραγνωρισθεί ή άληθινή έσωχερική χους δύ­
καί δχι χή φανχασία, χή λογική καί δχι χήν ιδιοτροπία, τό οίοι Καίσαρες χής παρακμής καί οί Βισιγόχθοι βασιλείς
ρη τή ν τέχ νη κ α ί γ ·ν ιν ά γ ιά τ ή ν ά νθ ρ ώ π ινη κ ίν η σ η · ναμη ; Καί ποιός ξαίρει, &ι αύχά χά άρχικό λάθος δέν όδη-
Δ ιίχ ν ^ υ ν μέ π ό εο έλ»ύθ»ρο κ α ί μ έ π ό σ ο π λ α τύ πνββμα
σχέδιο καί δχι χό χρωμαχισμό. Καί δ λ^άς αύχός δημιούρ­ xf j ; Τουλούζας ξετρελλαίνονχαν καί οί δυό γιά συναυλίες.
γεί σχή δια σχροφή χής μορφής, δχι μόνον μιά; σχιγμής χής
Ιγ ρ α φ ι 4 ο υ γ γ ρ α φ ιύ ς τά Ιρ γ α τοο, π ο ύ άνα φ έρο ντα ι στήν γησε αύχά χά μυστικοπαθή ρόδα χής Α να το λές.
Τά ρωμαϊκά σπίχια καί χά μισοάγρια σχραχόπεδα άνχηχοΰ- ίσχορίας, άλλά χής ίσχορίας όλόκληρης ; Ποιός ξαίρε ι, άν
ίιτο ρ ία τ η ς μ ο υ σ ικ ή ς κ α ί σ τή μ ο ο σ ικ ή κ ρ ιτικ ή ]. ”Εχσι λοιπόν ή γνώση χών χεχνών πλαχαίνει καί δίνει
οαν άπ’ χού: ήχους χών δργάνων. Ό Κλοβίς έφερνε ά π ’ αύχές οί λέξεις Α ναγέννηση καί Παρακμή( πού δίνουμε σέ
ψυχή σχήν ίδέα, πού έχει σχημαχίσει κανείς γιά Ινα λαό,
τήν Κωνσχανχινούπολη μουσικού;.— Ά λ λ ά άγάπη μόνο γιά μερικές περιόδους χοϋ κόσμου δέν προέρχονχαι, δπως σχό
Ή μουσική άρχίζει μόνο χώρα νά παίρνει τή θέση, πού όδηγημένος μόνο άπά χή λογοχεχνία χου.
τήν χέχνη δέν θά είχε σημασία' εκείνο πού είναι πολύ πιό προηγούμενο παράδειγμα, άπό χό δχι περιορίζουμε χήν έξέ-
τής άνήκει σχή γενική ίσχορία. Είναι περίεργο, π ώ ; τόσοι [Ό σ ο γ γρ α φ ιύ ς !*ίχ ν « ι 5 rt*.-a τ ή σ : β ν ή - σ ο ν ιίφ ιιιχ
αημανχικό είναι δτι ή έποχή έκείνη έδημιούργησε μιά και­ χασή μας σέ μιά μόνη άποψη χών πραγμάχων ; Μ ιά χέχνη
καί τόσοι θέλησαν νά δώσουν μιά συγκεφαλαίωση χής έξελί- μ ιτ ο ξ ύ χής ίιτο ρ ία ς τή ς μ ο υ σ ικ ή ς κ α ί τή ς Ισ το ρ ία ς τών
νούργια χέχνη. Ά π ’ αύτή χήν άνασχάχωση τής άνθρωπό- μπορεί νά παρακμάσει' μά ή χέχνη πεθαίνει ποχέ ; Μεχα-
ξεως χοΟ άνθρωπίνου πνεύμαχος, παραλείπονχες μιά άπό ά λ λ ω ν τ«χ νω ν κ α ί δ\.η ς τ ή ς κ ο ινω νικ ή ς ζω ή ς].
χητος βγήκε μιά τέχνη τόσο χελεία, χόσο άγνή, δσο καί χά μορφώνεται, προσαρμόζεται στίς περιστάσεις. Είναι φανερό,
χίς πιό βαθειές χου έκδηλώσεΐ£. Ά λ λ ά μήπως δέν ξαίρουμε Υ πάρχουν μάλισχα μερικές περιπτώσεις πού ή μουσική
άρχιώχερα δημιουργικά έργα τών ευτυχισμένων χρόνων : δχι σ’ Ινα λαό καχεσχραμμένο, βασανισμένο άπό χόν πόλεμο
πόσο δύσκολα καχώρθωσαν οί άλλες χέχνες, πιό εύνοημένες είναι ή μόνη ένδειξη μιά; όλόκληρης Ισωχερικής ζωής ποΰ
είναι χά γρ η γο ρ ια νό άσμα, πού καχά τόν κ. Γκεβάρ (Ge- ή χίς έπανασχάσεις, ή δημιουργική δύναμη μπορεί δύσκολα
ωσχόσο, πιό ευπρόσιτες σχή διανόηση, νά πάρουν μιά θέση δέν έξωχερικεύεχαί καθόλου.— Τ ί μαθαίνουμε άπό χήν πολι·
vaert) πρωχοβγήκε σχόν 4ον αιώνα διά μέσου χοΰ ψαλμοΰ νά έξωτερικευθεί μέ τήν άρχιτεκχονική : ή άρχιχεκχονική
σχή γενική ίσχορία ; "Η μήπω; είναι πολύς καιρός, πού χική ίσχορία χής ’Ιταλίας καί χής Γερμανίας χοΰ 1 7ου αίώ­
Μ η Ι ο ύ ϊα , «φωνή νίκης χοΰ χρισχιανίσμοΰ Ιπειχα άπά δυό· χρειάζεχαι χρήμαχα καί έχει άνάγκη άπό νέες οικοδομές,άπό
έγινε δεκχή άπό χή γενική ίτχορία, ή ίσχορία χής λογοχε- νος ; — Μιά συνέχεια άπό αύλικές διαβολές, σχραχιωχιχΐ;
μισυ χρόνων διωγμού;», καί πού χά άρισχουργήμαχά του καλοπέραση καί πεποίθηση σχό μέλλον. Μπορεί μάλισχα νά
χνίας, τών έπισχημών, χής φιλοσοφίας, δλης χή; άνθρωπί- άποχυχίες, μαζεμμένες καχαστροφές, πρ'γκηπικούς γάμους,
φαίνονται νά είναι χοΰ χέλους χοΰ Του αίώνος μεχαξύ χοΰ πει κανείς, πώς χί πλασχικές χέχνες γιά ν’ άναπχυχθοΰν
%ης σκέψεως ; ΚάΙ δμως ή πολιχική ίσχορία ένός έθνους δέν έορτές καί δυστυχίες. Πώ; νά έξηγήσουμε λοιπόν τήν δμοία
μέ θαϋμα άνάσχαση χών δύο αύχών λαών, στόν 18ον κα! ; 560 καί χοΰ 600, δηλ. μεχαξύ χών έπιδρομών χών Γόχθων έχουν γενικά άνάγκη άπό πολυχέλεια καί άνάπουση, άπό μιά
είναι παρά ή πιό έπιπόλαιη άποψη χής προσωπικόχηχός χου.
19ον αιώνα;—Τό Ιργο τών μουσικών χους, μας κάνει vi χαί χών έπιδρομών χών Λομβαρδών, «σέ μιά έποχή, χάξη έξευγενισμένη, μιά σχεχική ισορροπία πολιτισμοΰ. Μά
Γιά νά γίνει γνωσχή ή έσωχερική χου ζωή, πού είναι ή
χό διαβλέπουμε' μάς δείχνει, σχή Γερμανία, θησαυρούς πί- πού παρουσιάζεχαι σχή φανχασί* μας σάν μιά ά δ ι ά κ ο π η δταν οί υλικές συνθήκες γίνονχαι σκληρές, δχαν ή ζωή γίνε-
πη γή χής ένεργείας χου, πρέπει νά εισχωρήσει κανείς εως
στεως καί ένεργείας, πού μαζεύονται σιωιτηλά, μάς δείχνει ουνέχεια πολέμων, σφαγών, καχασχροφών, άσθενειών, π εί­ χαι δύσκολη, φχωχειά, γεμάχη φρονχίδες πού καχαπονοΰν,
χήν ψυχή χο» διά μέσου χής λογοχεχνίας, χί]ς φιλοσοφίας»
χαρακχήρες άιχλοϊκούς καί ήρωικού;, χόν θαυμάσιο Έρρίχο νας, καχακλυσμών, χέχοιαν πού δ "Αγιος Γρηγόριος βλέπει δχαν χής είνε άπαγορευμένο ν’ άνοιχχεί πρός χά έξω, μαζεύε-
χών χεχνών, δπου άνχανακλώνχαι οί ιδέες, χά πάθη, χά
S c h iitz , πού, καχά χή διάρκεια χοΰ ΤριακονχαεχοΟς πολέ­ συμπχώμαχα χοΰ χέλους χοΰ κό ιμου καί χά προμηνύμαχα ται σχόν έαυχό χης κ ’ ή αίώνια χης άνάγκη χής εύχυχίας χής
όνειρα όλοκλήρου χοΟ έθνους.
μου, μέσα στίς χειρότερες καχασχροφές πού έρήμωσαν ποτέ Τήί Τελευχαίας Κρίσεως». Καί δμως, δλα χά χραγούδια δείχνει άλλους δρόμους καλλιχεχνίκούς. Τό ώραΐον μεχα-
Είναι γνωσχό πόσο ή λογοχεχνία ώ,φελεί χήν ίσχορία,
*δτά άποπνέουν χό άρωμα χής είρήνι,ς καί τής ελπίδας γιά σχημαχίζεχαι, παίρνει χαρακχήρα πιά έσωχερικό, προσφεύ­
πόσο μπορεί νά βοηθήσει π . γ. ή ποίηση χοΰ C o rn e ille καί μιά παχρίδα, έξαχολουθεί νά χραγουδεΐ ήσυχα χήν πίστη
χου, χή δυναχή, χή μεγαλειώδη, χήν άσάλευχη' γύρω χου ό μέλλον. Μιά βουκολική άπλόχης, μιά σοβαρή καί φωχι- γει σχίς πιό βαθειές χέχνες : χήν ποίηση, χή μουσική. Δέν
ή φιλοσοφία χοΰ D e s c a r te s σχήν κατανόηση χών γαλλικών
®|*ένη ήρεμία γραμμών σάν σέ έλλϊ^νικό άνάγλυφο' μιά πεθαίνει. Πισχεύω μ’ δλη μου χήν ειλικρίνεια, τ;ώ; δέν π ε­
γενεών χής συνθήκης χής Βεσχφαλίας ή πόσο ή έπανάσχαση Ίωάννης-Χρισχόφορος Μ πάχ, ό Ίωάννης-Μ ιχαήλ Μπάχ,
ποίηση έλεύθερη, ποχισμένη άπ ’ χή φύση- μιά χρυφερή θαίνει ποχέ. Δέν υπάρχει οδχε θάναχος, οϋχε άναγέννηση
χοΰ 89 θά ήταν νεκρό γράμμα, άν δεν μάς ήχαν γνώριμε; πρόγονοι χοΰ μεγάλου Μπάχ, πού φαίνονχαι νά έχουν μέα*
χους χήν προαίσθηση χής μ εγ α λ ο φ υ έ ς πού θά γεννηθεί άπ Χαλωσύνη χης καρδιάς υπερβολικά συγκινητική : νά ποιά τής άνθρωπότηχος. Τά φώς δέν έπαυσε ποχέ νά καίει- μόνο
οί σκέψεις χών έγκυκλοπαιδικών καί χών Σαλονιών χοΰ
αύχούς· δ Π χχελμχελ, ό Κίναου, ό ΜπουξτεχοΟδε, ό Ζίχεβ, r|Wv ή τέχνη πού βγήκε άπά βαρβάρους καί πού δέν έχει πώς άλλάζει θέση, πηγαίνει ά π ’ χή μιά χέχνη σχήν άλλη,
18ου αίώνος. “Εχει έννοηθεί πόσο είναι πολύχιμες, γιά τή
τίποτε χά βαρβαρικό : «μάρχυς χής ψυχικής καχασχάσεως δπως άπά χόν ενα λαό σχόν άλλο. Ά ν μελετάτε μιά χέχνη
γνώση μιάς εποχής, οί πληροφορίες πού μάς δίνουν οί π λα­ ό “Ερλεμπαχ — μεγάλες ψυχές κλεισμένες δλη χους χή
•Χείνων πού έζησαν άνάμεσα σέ χόσα φοβερά γεγονόχα».— μόνο, φυσικά θά βρήτε σχήν ίσχορία διακοπές, περιόδους,
στικές χέχνες : ή φυσιογνωμία χης, οί χύποι, οί κινήσεις, σχό σχενό κύκλο μιάς μικρής έπαρχιακής πόλεως, Ρ ω'
Καί δέ μπορεί κανείς νά πει δχι έχουμε έπί χοΰ προκειμέ- πού ή καρδιά παύει νά λειτουργεί. Ά λ λ ά άν έχεχε μιά γ ε ­
χά φορέμαχα, οί μίδες, όλόκληρη ή μορφή χής καθημερινής σχοί άπό μιά χούφχα άνθρώπους, χωρίς φιλοδοξία, χωρ*»
Vou μιά χέχνη μονασχηρίακή κα! καλογερίσχικη, κλεισμένη νική άποψη δλων χών χεχνών θά αίϊθανθείχε νά κυλάει σάν
χης ζωής άνασχαίνονχαι. Καί πόσες πληροφορίες γιά χήν έλπίδα νά έπιζήσουν, χραγουδώνχας γιά τόν έαυχό τουζ
°* χόσμο περιωρισμένο. Ή χ α ν χέχνη λαϊκή, πού έβασίλεψε ποχάμι ή αίωνιόχης χής ζωής.— Νά γιαχί πισχεύω πώς σχή
ίσχορία ! "Ολα περιέχονχαι σ’ αύχό : κάθε πολιχική έπανά- μόνο καί γιά χό θ ε ό χους, καί πού, άνάμεσα σ ’ δλες «6
0 δλο χόν άρχαΐο ρίΛμαϊκά κόσμο. Ά π ό χή Ρώμη πέρασε βάση κάθε γενικής ίσχορίας, χρειάζεχαι Ινα είδος συγκρι-
σχαση Ιχει χό« άνχίκτυπό της σέ μιά καλλιχεχνική έπανά- οικιακές κα! δημόσιες λύπες μαζεύουν σιγά, έπίμονα, (Hi"
°*ήν ’Αγγλία, σχή Γερμανία, σχή Γαλλία. 'Γπήρξε δσο χικής ίσχορίας δλων χών μορφών χής τέχνης' ή παράλειψη
σχαση, καί ή ζωή ένός έθνους είναι ενας όργανισμός, δπου σαυρού; δυνάμεω; καί ηβικής ύγείας, χχίζονχα; πέχρα |» ί
πέχρα χό μελλούμενο μεγαλείο χής Γερμανίας. χ»μμιά άλλη χέχνη, άνχιπροσωπευχική μιάς έποχής. "Οιαν καί μιάς μόνο, κινδυνεύει νά δώσει μιά ψεύχικη ίδέα. όλό­
δλα συνδέονχαι, χά οικονομικά φαινόμενα μέ χά καλλιχε-
Τήν ίδια έποχή ξεσπάει καί στή/ ’Ιταλία Ινας μουσι*^ *6«σιλευαν οί άπόγονοι χοΰ Μεγάλου Καρόλου, δχαν δηλ. κληρης χής άλλης εικόνας. Άνχικείμενο χής ίσχορίας π ρ έ­
χνικά φαινόμενα.... Ά λ λ ά ή μεγαλείχερη ίσχορική δπηρε-
άναβρασμός· ξεχύνεχαι σ’ όλόκληρη χήν Ευρώπη· δκο?^ ϋ' ^ τ^χνη αύχή ήχαν σχή χρυσή χη; έποχή, οί πρίγκηπες πει νά είναι ή ζωνχανή ένόχης χοΰ άνθρωπίνου πνεύμαχος.
σία χών χεχνών, είνε χό δχι μάς βάζουν σέ έπαφή μέ χήν καρ­
λώνει χ>)ν Γαλλία, χή Γερμανία, χήν Αύιτρία, χήν Άγγλι*ι άπόλυχα άφιερωθεί σ’ αύχήν. Ό Μέγας Κάρολος καί Καί γι αύχά πρέπει να συγκραχεί χή συνοχή άνάμεσα σ’ δλες
διά μιάς έποχής, δχι μάς κάνουν ν’ αγγίξωμε χό βάθο; χή;
δείχνονχα; π οιάήταν άκόμη στόν L7ov αιώνα ή υπεροχή τ(^ ^ Αουδοβΐκος δ Εύσεβής περνοΰσαν ήμέρες όλόκληρες χρα- χου τίς σκέψεις.
αίσθημαχικόχηχός χης. Φαινομενικά, ή λογοτεχνία καί ή *
φιλοσοφία μάς πληροφοροΰν σαφέστερα, άνάγοντας οέ χύ ιταλικού πνεύματος· κα! ν ά ιω άπά τή / πομπώδη καί άκανί Υ°ϋδώνχας κ ’ άκούγονχας τραγούδια, ένχελώς άπορροφη- * *
πους ευκρινείς καί ώρισμένους τούς χαρακχήρες μιάς έπο­ νιστη αύχ^) πληθωρικότητα μ^υσι-'.ή; δημιουργίας μ’.ά σειρ* Ρένοι άπ ’ αύχά. Ό Κάρολος δ Φαλακρά; μ’ δλες χίς φασα- Ά ς προσπαθήσουμε νά καθορίσουμε χή θέση χής μουσι­
χής. Ά λ λ ά εισάγουν μιάν άπλοποίηση ψεύχικη, δίνουν μιά μεγαλοφυΐες βαθειέ; καί συγκεντρωμένες, δτ.ω; δ Μοντε* *ίεί χής βασιλείας χου, διαχηροΰσε μουσική άλλη^ογραφία κής σχή συνέχεια μέσα τής ιστορίας.— Ή θέση αύχή είναι
ΜΟΥΣΑ
παύει1 καί δέν έχουμε φόβο ούτε στό μέλλον νά τιάψει. Έ
πολύ πιό σημαντική ά π ’δτι ουνήθως χήν φαντάζοντα·..'Η μου­ πού τίς έδωσαν οί αισθητικοί. 'Ο ε>α; τήν δνομάζει κινού­ Ανησυχία μας ή ή υπερηφάνεια μας θά ήθελαν συχνά νά
σική φτάνει ώ; τήν άρχή τ ο Ο πολιτισμού. Σ ’ εκείνους πού μενη άρχιτεκτονική, 6 άλλος ποιητική ψυχολογία. 'Ο ένα; μά; πείσουν, δτι έχουμε φθάτει στήν κορυφή τής Τέχνης
τήν θέλουν χθεσινή, πρέπει νά θυμίσουμε τόν Ά ρ ισ τίξεντ(') βλέπει μιά τέχνη έντελώς πλαστική καί έξωτερικής έμφα- καί στήν παραμονή τής παρακμής. Γίνεται πάντοτε αύτό ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ = = = = = = = = = =
άπό τόν Τάραντα, πού θεωροΟσε, δτι ή π α ρ α κ μ ή τ ή ; μουσι­ νίσεως. 'Ο άλλος, μιά τέχνη καθαρά ήθική; έκφράσεως. IV 4πό τήν άρχή τών αιώνων. Σ ’ δλες τίς έποχές στέναξαν !
ΓΡΑΦΕΙΑ : ΚΟΑΟΚΟΤΡΩΝΗ 37 = = = = = = =
κής άρχιζε άπό τόν Σοφοκλή καί τόν Πλάτωνα, άνθρωπο μ έ αύτόν τό θεωρητικό συστατικό τής μουσικής είναι ή μελω­ «"Ολα έχουν ειπωθεί καί φθάνουμε πολύ άρ γά».— "Ολα
πολύ έξ*υγενισμένη καλαισθησία, καί πού ευρισκε πώ; άπό δία- γιά κείνον ή άρμονίτ. Καί άληθινά δλα αύτά είναι όρ9ά |νουν ειπωθεί, ’ί σως- άλλά άκόμα δλα πρέπει νά είπωθοΟν. ΣΓΝΑΡΟΜΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΛΡΑΧ. 1 5 .—
τόν 7ον αιώνα καί τίς μελωδίες τοϋ Όλύμποι·(*) δέν εί/,ε καί δλοι τους έχουν δίκιο Ή τέχνη είναι άνεξάντλητη, σάν τή ζωή. Τίποτε δέν μά; » . ΕΞΗ ΜΗΝΕΣ » 8 .—
παραχθεί τίποτα αξιόλογο. Η ίστορία άλλωστε όοηγεί δχι στό ν’ άμφιβάλλει κανείς τό δείχνει καλλίτερα ά π ’ αύτή τήν άστείρευτη μουσική, » EEQTEPIKOT » 2 0 .—
Ά π ό αιώνα σέ αιώνα έπαναλαμβάνονταν, πώ; ή Μουσική αυτό τό μουσικό ώκεανό, πού γεμίζει τούς αιώνες. ΤΟ ΦΪΑΛΟ ΑΡΑΧ. 1.25
γιά δλα — άπέχει πολύ άπό τό σημείο αύτό — άλλά στό νά
είχε φθάσει στόν κολοφώνα τη; καί πώ; δέν τής έμενε πιά (Μ ε τά φ ρ α σ η ) Π. Γ. Κ.
πιστεύει κανείς μερικώς σέ δλα, στό νά άνάγει τις γενικέ;
παρά νά π αρακ μ άϊει. Δέν ύπάρχουν έποχές πού νά μήν είναι πρός τά 1483 γιά νά σπουδάσει μέσ’ στή B r u g e s τήν τέχνη
θεωρίες σέ κρίσεις πού άληθεύονν γιά μιά όμάδα γεγονότων
μουσικές. Δέν υπάρχουν λαοί πολιτισμένοι, πούνά μήν υπήρ­ τήν δνομαστή τοΰ M e m lin g , δυνάμωσε μέσ’ στήν ψυχή τοΰ
ξαν μουσικοί,έστω καί σέ μ:ά στιγμή τής ιστορίας των, άκόμα
καί μια ώρα τής ιστορίας, σέ άποσπάσματα τ ή ; άλήθειας.
Κ είναι σωστότατο νά δίνονται σιή μουσική δλα τά όνόματα
ΕΝΑ5 δΕΛ ΓΟ Ξ Π 0 ΙΗ Τ Η 2 R o d e n b a c h ή αίσθηση τών εύγενικών, λεπτών πραγμάτων.
κ ’ Iκείνοι πού είμαστε συνειθισμένοι νά τούς θεωροΟμε σά/ (Μ ερικ ο ί χα ρ α κ τη ρ ισ μ ο ί) Μέσ’ στά τραγούδια του δέν άπαντάται ούτε μιά βάρβαρη
πού άναφέραμε' είναι άρχιτεκτονική ήχων,σέ μερικούς αίδ-
τούς πιό λίγο κατάλληλους γιά τή μουσική. Ή Α γ γ λ ί α κραυγή — ή άγρια τρικυμία τοΰ δρόμου. Γι αύτόν δέν
νε» άρχιτεκτονική; καί γιά τού; άρχιτεκτονικούς λαούς, άν Ο G E O R G E S R O D E N B A C H , ό σπουδαιότερος
π. χ . πού ήταν Ινα μεγάλο μουσικό έθνος έως τήν έπα\ά- ύπάρχει παρά τό ήρεμο, συγκρατημένο πάθος, ή σιωπηλή
μπορώ νά έκφρασθώ έτσι, δπως γιά τούς Φραγκο-Φλαμαν- ; ϊοως Βέλγος άντιιτρόσωπος τοΰ Γαλλικοΰ συμβολισμού. Εύ-
στάση τού 1688. συμπάθεια, ή υπομονητική άνία, ή εύγενικώτατη ώραιο-
διυς τού Ιδου καί τοΟ Ιΰου αΐώνος. Είναι σχέδιο, γραμμή, γενικός, παθητικός καί λεπτός. "Ο,τι τάν διακρίνει : ό συγ-
Ύ πάρχουν ιστορικές περιστάσεις πιό εύνι'ύές άπό άλ­ πάθεια,, ή μοναξιά κ ’ ή νοσταλγία —δλη ή γοητεία ή έξαί-
μελωοια, πλαστική ώραιότης, γιά τού; λαού; πού έχουν τήν χρατημένος του μυστικισμός, ή θαυμαστή του ώραιοπάθεια.
λες γιά τήν έξέλιξη τής μουσικής ; —Θά φαίνονταν φυσικό σια τής B r u g e s - la - M o r t e , τής πόλεως «μέ τούς ζωντανούς
άντίληψη καί τή λατρεία τή ; φίρμας, γιά τούς λαούς ζωγρά­ Ύιτό τό παρουσιαστικό ενός Ευρωπαίου τών τελευταίων
μέ μερικές έπιφυλάξεις, πώ; ή μουσική άνθηση συμπίπτει ναούς καί μέ τούς νεκρωμένους δρόμου;», κατά τήν έκ ­
φων καί γλυπτών, δπως οί Ιταλοί. Εί/αι έσωτερική ποίηση, δεκαετηρίδων τοΰ δέκατου ένατου αιώνα, κρύβει τήν ψυχή
μέ τήν παρακμή τών άλλων τεχνών κα! μάλιστα μέ τίς δυ- φραση τοΰ H u y s m a n s .
λυρικές διαχύσεις, φιλοσοφική σκέψη γιά τού; ποιητικού; ■ ένάς παλαιοΰ, μεσαιωνικοΰ ίδαλγοΰ. Κατέχει σέ μοναδικά
στυχίες μιάς χώρας. Τά παραδείγματα, πού φέραμε άπό τήν
καί τού; φιλοσοφικούς λαούς, δπως οί Γερμανοί. Προσαρ­ βαθμό τήν αίσθηση τών λεπτών, άβρών πραγμάτων.. Τό βε­
έποχή των ’Επιδρομών καί άπό τόν ιταλικό καί τόν γερμα­
μόζεται σ’ δλες τις κοινωνικές συνθήκες. Εί^αΐ τέχνη αύλή; βαιώνουν κ’ οί τίτλοι άκόμα τών ποιητικών του συλλογών : Η ΓΟ Η ΤΕ ΙΑ τών νεκρών νερών είναι δ,τι ένθουσιάζει
νικό 17ον αιώνα μάς κάνουν σχεδόν νά τό π ισ τ έψ ο υ μ ε.Ά λ ­
ποιητικής καί εύγενικής στήν έποχή τοΰ Φραγκίσκου τοΟ «Soirs d e P r o v in c e » , « L a t e n t a t i o n d e s n u a g e s » , « L e όλοκληρωτικά καί χωρίς δρια τά R o d e n b a c h . 'Ωρισμένες
λωστε φαίνεται, άπό τήν πρώτη δψη, νά είναι έτσι τά πράγ­
Α'. καί τοΰ Καρόλου τοΰ Η ', — τέχνη πίστεως καί άγώνος coeur d e l’e a u » , « L e soir d a n s les v i t r e s » , « L e v o y a g e σειρές τραγουδιών του, σάν τά « A q u a r iu m m e n t a l» κι
ματα, άφοΟ ή μουσική είναι μιά άτομική προσήλωοη τοΰ
στήν έποχή τής Μεταρρυθμίσεως, — τέχνη έπιδείξεως καί dans les y e u x » κλπ. άκόμα σάν τό «C oeur d e l’eau» μάς δίνουν τέλεια έκφρα-
νοΟ, πού δέν ζητεί, γιά νά ύπάρξει, τίποτε περισσότερο
πριγκηπικής άλαζονείας έιτί Λουδοβίκου Ι Α ', — τέχνη σάλο- σμένο τό πολύτροπον δραμα τής άνεξάντλητης αύτής γ ο η ­
άπό μιά ψυχή καί μιά φωνή. "Ενας δυστυχή; τριγυρισμέ. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ τών χεριών. "Οπως ένας άλλος, σ ύγχρο­ τείας. Τά σκεφτικά νερά, πού άσάλευτα δνειρεύονται τή
νιοΰ τόν 18ον αιώνα-—στό πλησίασμα τής έπαναστάσεως ή
νος άπό άθλιότητα καί καταστροφές, στή φυλακή χωρισμέ­ νός του, ό Γάλλος Εύγένιος Καρριέρ, ύπήρξε κ α τ’ έξοχήν δόξα τών ώκεανών μέ τά βαριά, γοργά καράβια, μιλοΟν
λυρική έκφραση τών επαναστατικών προσωπικοτήτων —
νος άπό τόν δπόλοιπο κόσμο, μπορεί νά δημιουργήσει ενα ί ζωγράφος τών χεριών. Σέ μιά όλόκληρη σειρά τραγου- στήν ψυχή του μ ’ Ινα τρόπο έντελώς ιδιαίτερο. Μπορεί νά
μουσικό ή ποιητικό Αριστούργημα. θά γίνει ή φωνή τών δημοκρατικών κοινωνιών τοΰ μέλλον­
διων — « L e s li g n e s d e la m a i n » — υμνεί μέ ήρεμη περι- συνεννοηθεΐ μαζί τους. Ξαναβρίσκει μέσα σ’ αύτά τόν έαυτό
Κι δμως έοώ δέν πρόκειται παρά γιά μιά μορφή τής τος, δπως ήταν ή φωνή τών άριστοκρατικών κοινωνιών τοΟ
παρελθόντος. Κανένας τύπος δέν τήν δεσμεύει. Είναι·τό τρα­ πάθεια κ’ έρωτικό μυστικισμά τήν άφθιτη δόξα τών χεριών του : τήν πλήξη του, τήν περισυλλογή του, τήν άπομόνωσή
μουσικής. Ή μουσική, πού είναι μιά έ-δόμυχη τέχνη, μπο­
γούδι τών αίώνων καί τό ά/θος τή; ιστορίας· ουτρώνει πάνω μέ τά μακριά δάχτυλα καί τά στιλπνότατα νύχια, πού μπαί­ του, τό σκεπτικισμό του, τήν πένθιμη νοσταλγία του, τήν
ρεί νά εί /at κ:>ί μιά κοινωνική τέχνη· μπορεί νά είναι άπο-
νουν στή σάρκα σάν ένα κομμάτι κοραλλιοΰ, τών δροσερών ήγεμονική του μοναξιά. Γιατί κι αύτός είναι σάν τό
τέλεβμα τή; κατανύξεως καί τοΰ πόνου, μά μπορεί νά άπό τή θλίψη, δ^τω; καί πάνω ά π ’ τή χαρά τής άνθρω-
Χεριών, πού μοιάζουν σά νάπαιξαν μέσ’ στά νερό, τών φεγ- « A q u a r i u m m e n ta l» , πού « p la in t to u s les e a u x v a ssa le s,
εΐ/αι καί τής χαράς, καί τής άπλής ζωηρότητος άκόμη. πότητος.
γερών χεριών, τών γέρικων καί τών νεκρών χεριών, τών Q u e la v ie in t e r e s s e e t s’y a s s o c ia n t» .
Υποτάσσεται στού; χαρακτήρες δλων τών λαών καί [ 'X ix t p x i n i μ·.ά π ο λ ύ σύντομ η ίιχ δ ρ ο μ ή 5 .ά μέσου

τ ή ; Ιίτ ο ρ ί-τ ς τ ή ς μ ο υ σ ικ ίς το ικ .0 * -η μ ί\η ς μέσα στό


γυρισμένων χεριών, πού είναι γεμάτα άπό παράδοξες άνα-
δλων τών κ α ι.ώ ν κΓ δταν είναι γνωστή ή ίστορία τη ; καί
σύνολο τή ς ά ία « τ > ξ ΐ(ο ς τοϋ π ο λ ιτισ μ ο ύ τή ς 4ύσ«α>(, ί λ«μπές μέσ’ στά παλιά προγονικά πορτραίτα, τών άσκητί-
οί μορφές π ιύ έλαβε δ:ά μέσου τών αιώνων, δέν άπορεί ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ είναι ό R o d e n b a c h στόν τρόπο τής έκ-
σ ^ γ γ ρ α ^ ιύ ; β γο ίζ*ι το π α ρ α κ ά τ ω ο υ μ π έρ α σ μ ]. *δν, μοναστηρίσιων χεριών, τών γόνιμων χεριών, πού σπέρ­
κανείς γιά τίς άντιφάσεις, πού βασιλεύουν στούς όρισμού; φράσεώς του. Ά π ό τά πρώτα του ποιητικά βιβλία — τίς
Τό θέαμα τής αίωνίας ούτής άνθήσ:ως τής μουσική; νουν άδρά τό στάρι ή τίς ιδέες, τών σκεφτικών, πραϋντικών
«θλίψεις», τή «Λευκή νεότητα», τόν «Κοσμικό χειμώνα»
(1) Ό Ά ρ ισ τ ό ξ« ν ο ς , 3 2 5 π. X ., μ α θ η τή ς τοδ ’ Α ρ ισ το τέ λ η ϊγ ρ α ψ ι
είναι μιά ήθική ευεργεσία. Εί /αι ένα ξεκούρασμα μέσα στή Χεριών. κι άλλα— ώς τά ώραιότερά του, τά τελευταία του — τή
ίυ ό π ρ α γ μ α τ β ίις γ ιά τή Μ ο υ σ ικ ή , τίς « Ά ρ χ έ ς » κ α ίτ ά « 5 τ ο ιχ « ίι» .Ά π ό παγκόσμια ταραχή. Ή πολιτική καί ή κοινωνική ίστορία «Βασιλεία τή; σιωπής» καί τίς «Κλειστές ζωές»— διακρί-
τ ά Ιρ γ α α ύτά έσ ώ θ η χ α ν ά π ο σ π ά σ μ α τα , π ο ύ έ κ ϊο θ ή χ α ν ί γ ιά π ρ ώ τη είναι ένας άγών χωρίς τέλος, μιά ώθηση τής άνθρω,·τότητος Ο R O D E N B A C H είναι ή B r u g e s , ή B ru g e s-la -
νεταί καθαρά ή θαυμαστή του δεξιοτεχνία στήν άπόδοση
φ ορά στό’ Α μ σ τ ιρ ν τ α μ ά π δ τό Δανό Μ ά ρ κ ο M e ib o m στά 16 δ 2 .Ή τ ίλ ίυ -
πρός μιά πρόο5ο αίωνίω; άμφισβητούμενη, έμποδιζόμενη ak Morte, καθώς τήν όνομάζει σέ κάποιο ρομάντζο του, ή
καί τών πιά άκαθόριστων σχημάτων καί τών πιά άτονων
τα !α Ικ δ ο σ η , μ έ γ * ρ μ α ν ικ ή μβ τά φ ρα ση , l/ tv j στό B spoX tvo ά π ό τόν
κάθε τη; βήμα, λίγο-λίγο κυριευόμενη άπό λυσσώδη μανία. π«χνιασμένη Βενετία τής Φλάντρας. 'Η ψυχή του είναι αύ·
Π α ύ λ ο M a r q u a r d στά 18 6 8 . χρωματισμών καί τών πιό φευγαλέων, άπροσδιόριστων ήχων.
Ά π ό τήν ιστορία δλης τής τέχνες ξεχειλίζει ένα; χαρακτή­ ξ η μ έ ν η σάν άνθος περίεργο μέσ’ στόν άέρα της. Είναι γε
(2) *0 Ό λ υ μ π ο ς α ύτό ς Ιω ς πρ ό ό λ ίγο υ έθ 5 ΐο ρ *Ε το μ ο υ σ 'κ ό π ρ ό ­
Είναι λεπτός καί λεπτομερειακός συγχρόνως. Τά θέματά του
σω πο o iv τό Μ αρσύα, Ό ρ φ έ α κ α ί ά λλ οϋς. *Η ά λ ή θ ίΐα (δπ ω ς έχ *ι ρας άφθονίας.καί ειρήνης, Έ ο ώ δεν υπάρχει πρόοδος. “Οσο Μτη άπό τή μυστικοπάθεια τών ναών της, άπό τήν υ π ο ­
ε ί ν α ι ώρισμένα.’Επανέρχεται πάντοτε μέ στοργή καί άγάπη
ά ν α μ φ υ β ή τ η τ α ά π ο δ ίίχ θ ιί) *1ν α ι, π ώ ; δ 'Ο λ υ μ π ο ς γ ιά χόν ίπ ο ίο ν γ(
μακρυά κι’ άν δοΰμε στά περασμένα θά καταλάβουμε, πώ; μονητική γαλήνη τών πένθιμων της καναλιών, άπό τή γκρίζα
σ’ αύτά. Ποτέ δμως δέ μάς τά ξαναδίνει όμοιότροΓα. Πάν­
ν ιτ α ι λ ό γο ς σ τή μ ίλ έ τ η α ύ τή , 6έν «Ιναι μ υ θ ικ ό πρόσω πο, ά λ λ ά ίσ το
ή τελειότης έχει πλέον επιτευχθεί καί πολύ παράλογος Υοητεία τών μεσαιωνικών τη; κτιρίων, άπό τή σιωπή τών
ρ ικ ό . Μ υ θ ικ ό *!να ι μόνο δ π ρ ώ το ς "Ο λ υ μ π ο ς, δ ϊή θ β ν π ρ όγονος αΰτοΒ, τοτε διαφορετικά. Έ ν ώ τά έξαντλεί ώς τήν τελευταία των
ήταν έχείνος, πού θά νόμιζε πώς οί προσπάθειες τών αιώ­ δρόμων της, άπδ τή νοσταλγία τών παραδόσεών της. Στήν
πο ύ κ α τ ά τ ή ν π α ρ ά δοσ η ή τ α ν μ α θ η τές τνδ Μ α ρσύα στή Φ ρ υ ϊία . Ό ί/α , μά; τά παρουσιάζει άνεξάντλητα. Δέν είναι ξηρός.
νων κατώρθωσαν νά φέρουν τόν άνθρωπο έστω καί κατά μί* π4λη, πού άφησε λαμπρά σημάδια μιά έξαιρετική ά ν α γ ε ν
ν«ώ τ*ρος Ό λ υ μ π ο ς ίΐν α ι έκ « ίνο ς, π ο ύ Ιφ «ρ« μ α ζύ μ έ μ ιρ κ ο ύ ς ά λλους Ού:ε στεγνός. Γιατί κατέχει μιά πλούσια έκφραση, γιατί
συντρόφ ους του τή ν α ύ λ η τ ικ ή τέχ νη ά π ' τή Φ ρ υ γ ;α σ -ιή ν ‘Ε λ λ ά δ α ίδέα πιό κοντά σιό ώραϊον άπό τόν καιρό τοΰ Ά γ ι ο ι Γρη* νωμενη τέχνγ) κι δπου υπάρχει ή ώραιοτερη Μαντόνα τοΰ
κατέχει τήν Ποίηση, πού δέν είναι παρά έκφραση κ ’ αΐ-
κ α τ ά τά μέσα τού 7ου α ϊω ν ^ ς π . X . θ ιω ρ ε ίια ι ά πό όσους ά ρ χ α ίο υ ς
γορίου καί τοΰ Παλεστρίνα ! Μά αύτό δέν είναι ούτε λυπη­ βιογράφου M e m lin g , ό « Ά γ ιο ς Δονατιανάς» τοΰ V a n
α3ημα. Καί κάτι άλλο άπάνω άπ ’ αύτά : Ω ΡΑ ΙΟ ΤΗ Σ.
ά σ χ ο λ ή θ η κ α ν μ έ τ ή μ ο υ σ ικ ή δ π ιό κ λ α σ σ ικ ό ς σ υ ν θ ίτ η ς μ*λ<»5 δ . Τ ά
ρό, ούτε ταπεινωτικό γιά τό πνεΰμα ι άπ’ έναντίας 'Η τέ­ Eyck κ ’ ή «Κρίση του Καμβύση» τοΰ G e r a r d D a v i d , ένάς
Ιρ γ α του σ τή ν ά ρ χ α ία ’Ε λ λ ά δ α π ο λ λ ά χ ιό ν ια έθ ·ω ρ ο ύ < ιο ά ρ ια το υ ρ - ΙΩ Α Ν . Μ. Π Α Ν Α Γ Ι Ω Τ Ο Π Ο Τ Α Ο Σ
χνη εί-αι τό δ τ ι ρ ο τή; άνθρωπίτητος, Ινα δ-είρο φωτόςι ^δλϋ προσωπικού ζωγράφου, πού ήρθ’ άπά τήν Ολλανδία
γ ή μ α τ α .
( Σ η μ . Μετ ) έλευθερίας, γαληνιαίας δυνάμεως. Τό δνειρο αύτό ποτέ δέν
,ρέψει ψηλές φιλοδοξίες κάνει μεγάλα όνειρα άλλ’ αμφιβάλ­ ψηλά, μέ τή χαριτωμένη νευρικότητα ένός σώματος ελα­

Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α ΚΑΙ Τ Ε Χ Ν Ε Σ ε ι αν ι^ά μπορέσει νά τά πραγματοποιήσει ποτέ.


Ύ λ ο τήν πίεση τών αισθημάτων αυτών, γιά νά τούς
φρού, διαπλασμένου άπό τή γυμναστική και τό χορό.
Έξέθεσεν ένα μεγάλον άριθμό προτομών, κατασκευα­
δώσει μιάν έκφραση ίΐλασιΐκή, μ ’ ένα θάρρος αφελές απ ο ­ σμένων έτειτ’ άπό μιάν άμεση έταφ ή μέ τή φύση, πυύ μάς
Η ΓΛΥΠΤΙΚΗ γοητεύει : Τοΰ δίνει o , u τοΰ έλειπε, τήν εντατική πνευμα­ φασίζει ν ’ άψιερώσει ένα μνημείο μεγαλοπρεπές (δώδεκα παρουσιάζουν τήν τεχνική του κρυμμένη στήν έκφραση τοΰ
τική ζωή, τούς θησαυρούς τής τέχνης τοΰ παρελθόντος, τούς αγάλματα), πού έκτελούμενο θά ήταν μιά νίκη, «Σ τους ν ι ­ χαρακτήρος. Τί) «Χορεύτρια», ένα κεφάλι γελαστό, Ιπάνω
[G a b rie l S e a ille s : Έ ν α ς Έ λ λ η ν γ λ ύ π τ η ς — Κ ω ν σ τ α ν ­
άγώνες καί τά παραδείγματα τοΰ παρόντο;. ΙΙαραδόθηκε κημένους τής ζωής». άπό ένα μα<ρύ λαιμό, πυύ φαίνεται π ώ ; συνε(ίζει ένα
τίνο ς Δ η μ η τ ρ ιά δ η ;.— Ά π ό τ ή ν κ α λ λ ιτ « χ ν ιχ ή < π ιθ « (ί> ρ η α η
σά μεθυσμενος σ αυτή τή γόνιμη κίνηση. Έ τ ι τρία έτη κατά συνέχειαν εξέθεσε στό «Σαλόν τών κορμί μέ γραμμές κυματιστές' συμπαθητικές μορφές νεαρών
* L ' A rt et le s A rtis te s» τοδ Π α ρ ια ιο 3, Ά ρ . 2 9 - ’Ι ο ύ ­
Γάλλων Καλλιτεχνών» αποσπάσματα αυτής τής συνθέσεως γυναικών, σοβαρές φυσιογνωμίες πολιτικών άνδρών, επίση­
λ ιο ς 19 2 2 1. Αλλά λιγο-λίγο οί διάφορες άντιφατικές θεωρίες, ό θό­
πού Ιπροκάλεσαν τό ενδιαφέρον τής κριτικής καί τών ειδι­ μες προτομές πριγκή των καί πριγκηπισσών, τήν προτομή
ρυβος τών σχολών, τών ομάδων, πού χτυπιούνται άναμε-
Ό χ. Δημητριάδης ανήκει καί σιήν Ε λλ άδ α μαζί και κών. Στό Σαλόν τοΰ 1907 εξέθεσε τόν « Ά ν τ ρ α » , ένα χάλ­
ταξυ τους τοΰ κατέστησαν άνα/καία τήν αύτοσυγκέντρωση. τοΰ G a b r ie l Sea ille s, πού ενθυμίζει τις ωραιότερες προ­
στη Γαλλία, δυό χώρες κλασσικές, ποΰ to πνεϋμα τους συγ­ κινο άγαλμα υπερφυσικού μεγέθους.
Α κ ού σ ε άρκετά τούς Ά λλους, αποφασίζει ν’ άκούσει καί τομές τής άρχαιότητος.
γενεύει τόσο πολυ.
Έ ν α ς άνθρωπος μέ κορμί δυνατό, μέ κεφάλι ενεργητικό,
τή δική του φωνή. Ρίχνεται σιή διυλειά γιά νά βρει τόν 'Ο Δημητριάδης δέν έκαμε δ,τι ήθελε" περιώρισε τίς φ ι ­
Είναι "Ελλην κι δμως δέν είναι καθόλου ξένος ανά­ μέ ιό δεξί πόδι τεντωμένο, τό άριστερό λυγισμένο, άναση-
εαυτό του. Ξαίρει π ώ ; ό καλλιτέχνη; δέ μαθαίνει ν ’ αύτο- λοδοξίες του. Ε ίναι άρκετά νέος δμως γιά νά μπορέσει νά
μεσα μας. Νέος άκόμα εδηιιιούργησκν ενα έργο, δπου εκδη­ κώνειαι μέ τά δυό του χέρια, Ιπι τών δ,ιοίων στηρίζειαι,
γνωρίζεται μέ τίς κουβέντες καί τίς μάταιες συζητήσεις, άλλά πραγματοποιήσει τίς ελπίδες τ ο υ . Ή 'Ελλάς, αφού τόν ήγνό-
λώνονται οί πιό ψηλές ιδιότητες. Ό Ευγένιος Καρριέρ κάνει μιά νέα προσπάθεια γιά νά ξαναρχίσει τόν αγώνα
μέ τήν αύθόρμητη εργασία καί μέ τή σκέψη· έτσι αποκαλύ­ ησε πολύν καιρό, άνεκάλυψε ιέλος, δ τι έχει ένα γλύπιη.
συνήθιζε να λέει πότε-πότε: «Δέν πρέπει νά ζωγραφίζει κα­ ιήί ζωής. / /
πτεται περισσότερο στον έαυτό του παρά σεούς άλλους. Τού εμπιστεύθηκε τήν εκτέλεση ένός μνημείου γ ι άνάμνηση
νείς παρά δταν είναι άνίκανος γιά δτι δήποτε άλλο». Ό Αύιό τό ό’μορφο έργο, πού στολίζει σήαερα ενα δημο·
Ζεΐ τότε τή σκληρότατη ζωή τοΰ γλύπτη. Τό πρώτο του τής ’Α π ελ ε υ & ε ρ ώ ο ε ω ς τής νή σ ου Χ ίο υ .
Δημητριάδη: γεννήθηκε γλύπιη:. Βρήκε τόν προορισμό του οιο κήπο τής Ά μιένης, τιιιήθηκε μέ χρυσό μετάλλιο σέ κά­
στήν ίδ ια του φυσική κατασκευή. έργο (1905) είναι ένα μεγάλο άγαλμα γυναίκας, δπου ήδη Τού δόθηκε ή ευκαιρία νά έκπληρο^σει, σέ ωριμότητα
ποια έκθεση τής Α μ ε ρ ικ ή :. '
διερμηνεύει την ταση του ν ’ αποδώσει μέ τή μορφή τήν έκ· πιά, τό ό'νειρο πού ειχεν άπό τή νεόιητά του. Μά δέν εβγή-
Κατάγεται άπό τή Στενήμαχο, μικρή πόλη τή; ’Ανατο­ '·■ 'Ως παντάν μιά γυναίκα πεσμένη στά γόνατα, μέ τό κε­
φράση μιάς εσωτερικής ζωής. καμε άκόμα άπό τά δύσκολα χρόνια. Ει'δε νά τόν άφήσει
λικής Ρωμυλίας, κοντά στή Ροδόπη, κοιτίδα τοϋ Έλληνικοϋ φάλι χωσμένο στά τεντωμένα τη; χέρια σέ μιά στάση άπελ-
Πολιτισμού. Γ ιά νά γλυτώσει άπό τή Βουλγαρική τυραννία, Ι ο σώμα, σύμφωνα με τό στοχασμό τοΰ Λεονάρντο ντά πιοία; κ’ Ιγκαταλείψεως, δείχνει τήν αντίθεση τής άδυνα ή Ειμαρμένη νά προχωρήσει μπροστά, χωρίς νά τόΰ κό­
δ πατέρας του καιέφυγε στήν ’Αθήνα. Τό παιδί είχε μέσα Βίντσι, έχει γίνει από μιά ψυχή καί μιλεΐ σάν ένα πρόσωπο. μίας καταβλημένης οριστικά. ψει άλλη μιά φορά τό δρόμο !
τδυ ενα είδος πλαστικοϋ ενστίκτου, τή δεξιότητα νά συλ­ Στο Σάλον τοΰ 1905 εςεθεσεν ένα άγαλμα αντρικό, υπερφυ­ Τό κορμί τής κεραυνωμένη; αύιής γυναίκας, εκτελεσμένο (Μ ε τ ά φ ρ α σ η )
λαμβάνει τά σχήματα κ’ αισθανότανε πολύ συχνά τήν ανά­ σικού μεγεθους, τό «Δίλημμα». Ό άντρας κάθεται σ’ ένα μέ πλαστική σοφία, τοΰ δ.τοίου οί γραμμές προεκτείνονται
γκη νά μετουσιώνει τούς όραματισμούς του. Σε ηλικία πέντε βράχο μέ τό κεφάλι στά δυό του χέρια γυρμένο, σέ μιά στάση, Εξακολουθητικά, είναι ένα περίφημο κομμάτι, δπου φαί- ΤΟ Θ Ε Α Τ Ρ Ο
χρονών έσκά^ισε μ ’ ενα καρφί κ’ ένα σφυρί στό κατώφλι πού δείχνει τήν άγωνία καί τό στοχασμό. νεται ή θέληση τοΰ Δημητριάδη νά σεβασθεί τούς νόμους
τοΰ σπιτιού του ανθρώπινες μορφές, ψάρια καί ζ ώ α . Ή οί- Ο Δημητριαδης είναι καλλιτέχνη;· ή τέχνη συνδέεται ιής φύσεως, νά βγάλει τήν πνευματική συνείδηση άπό τό Στδ Θίασο Β ε ά κ η — Νέζερ είχαν παραδοθεΐ στά τέλη
κογένειά του είχε πολλά μέλη κ’ ή κατάστασή της ή οικονο­ στενά μέ τη σκέψη του καί μέ τά αίσθήματά του. Τό «Δί­ σχήμα καί τήν ομορφιά αυτής τής ίδιας ιή ; Ικδηλώσεως τοΰ ’Ιουλίου, άπ ’ τούς κ.κ. Νάσο Χ ρ η 3 τίδη καί Ί ω α ν . Μ. Πανα-
μική ήταν μέτρια. Κερδίζοντας μόνος τό ψ ω μ ί του, δ Δη- λημμα» άνταποκρίνεται στίς άμφιβολίες του, στήν εργασία αισθήματος. γιωτόπουλο, δυό πρωτότυπα Ιργα, πού έπρόκειτο—δπως
ιιητριάδης άρχισε τίς σπουδές του στή Σχολή τών Καλών ιή ; σκέψεως, με τήν ο.ιοία προσπαθεί νά ταχτοποιήσει τίς Τό κεντρικό σύμπλεγμα, καλά τοποθετημένο, παρουσιά­ είχε άναγγελθεΐ ά π ’ τδν καθημερινό τύιτο— νά παιχτοΟν τίς
Τεχνών τής ’Αθήνας. *Η εργασία ύποκύπτοντας στή δυνα- ιδεες του για να προβεΐ με βεβαιότητα στις ενέργειες του. ζει ενα άνιρα καί μιά γυναίκα, κάτου άπό τόν πέπλο τής πρώτες μέρες τοΰ Σεπτεμβρίου. ’Επειδή πολλοί λόγοι έμ-
τώτατη κλίση του έφερε θαυμαστά αποτελέσματα. Τό 1903 Ι ό «Δίλημμα» μα; δίνει τήν άνάμνηση τοΰ «Στοχαστή» Ειμαρμένης, τής οποίας τό σχήμα διαγράφεται μυστηριωδώς. πόδισαν τό άνέβασμα δχι μόνο αυτών τών δυό, άλλά καί
έγινε υπότροφος τής ίδιας Σχολή; τών Καλών Τεχνών γιά τοΰ Ροντεν. Χωρίς αμφιβολία ο Δημητριάδη; ύπέστη τήν Ή ρ θ ε ό πόλεμος, δ άπαίσιος πόλεμος, πού δέν κατα. μερικών άλλων πρωτοτύπων έλληνικών έργων, θεωροΟμε
νά μπορέσει νά τελειοποιηθεί σ’ ένα μεγάλο καλλιτεχνικό επίδραση τοΰ μεγάλου δασκάλου" θέλει τό άγαλμα νά σχη­ σιρέφει μόνο τά αριστουργήματα τοΰ παρελθόντος, άλλά δποχρέωσή μας, καί γιά νά λείψει κάθε παρεξήγηση, νά
κέντρο. Τόν υποχρέωσαν νά πάει στό Μόναχο, άλλ’ αύιός ματίζει ογκο, να πιάνει μια θέση σιό διάστημα κ’ οί δγκοι *»1 καταδικάζει σέ αδράνεια τού; καλλιτέχνες πού δέν σκο- δημοσιεύσουμε τό πάρα κάτω γράμμα, πού μάς Ιστειλε ό
αίσθανόιανε μιάν ακατανίκητη έλξη πρός τή Γαλλία, τή δεμενοι με τη μάζα νά πλάθονται δυνατά, Ά λλά ένώ συ­ ιώνει. διευθυντής τοΟ θιάσου κ. Αιμίλιος Βεάκης :
χώρα πού δέν έπαψε άπά τό 13ο αιώνα καί δώθε νά δίνει νήθως οι μαθηχαι τοΰ Ρ ο νιεν τόν μιμούνται εξωτερικά, Ό Δημητριάδη; δέν έτελείωσε τό μνημείο του. Γ ιά νά Ά & ή ν α ι 1 1 Σ ε π τ ε μ β ρ ίο υ 1 9 4 2
μεγάλους γλύπτες καί μένει χωρίς αντίπαλο στό σημείο αύτό ξεπερνούν θεληματικα τα ελαττώματά του, μεταμορφώνουν παρηγορηθεί, ά; θυμ η θεί πόσοι κοί πόσοι διδάσκαλοι προ
Φίλοι κύριοι Ν . Χ ρ η στίδη καί I. Μ. Π α να γ ιω τ ό η ο υ λ ε ,
άπό τό τέλος τής ’Ιταλικής ’Αναγεννήσεως μέχρι σήμερα. Τό τά σχήματα καί συγχέουν τό άγαλμα μέ τό βράχο, ό Δημη­ ■ ίνέσιερυι δέν κατάφεραν νά τελειώσουν τό έργο τους.
1904 έπειτα άπό μιά σύντομη διαμονή στό Μόναχο, καιά- τριάδη:, πιστός στό πνεύμα τής φυλής του, κρατεί τήν ου­ Τό έργο τοΰ Μιχαήλ Α γγέλο υ έγινε άπό άποσπάσμαια Παρακαλώ θερμά νά μέ συχωρέσετε πού δέν πρόφτασα
φερε μέ πολλές κ’ επίμονες προσπάθειες νά πάει στό Παρίσι σία τοΰ μέτρου. Ά π ο σ τρ έφ εια ι τά «effets» τής μισοτελει­ Ι^Υαλοπρεπών μνημείων, πού τά συνέλαβε, τάρχισε, άλλά μέσα στή φετεινή καλοκαιρινή περίοδο ν ’ ά ν ε β ά σ ω .τά
γιά νά τελειοποιηθεί. ωμένης εκτελέσεως καί τά λεγάμενα «βάρβαρα», σέβεται- τή τοϊ δόθηκε ευκαιρία νά τά συμπληρώσει. έργα σας « Έ ν α τραγούδι πού σβύνει...» (Νάσου Χρηστίδη,
Ο ί κανονισμοί ιόν υποχρέωναν ν’ ακολουθήσει τά μ α ­ φύση καί ξαίρει, π ώ ; ή παράδοση άρχίζει άπ ’ αύιή τή φύση, Ό Δημητριάδης στενοχωρήθηκε γιατί βρέθηκε σιήν δραματική κωμωδία σέ δυό εικόνες) καί «Τό τρίτο καλο­
θήματα τής Σχολής τών Καλών Τεχνών τοΰ Π α ρ ισ ιο ΰ .Ό π ω ς δηλαδη απο το πνεύμα εκείνων, πού τή δημιούργησαν. “νάγκη νά περιορίσει τίς φιλοδοξίες του. Αναγκάστηκε ν ’ καίρι» (I. Μ. Παναγιωτοπούλου, δράμα δίπρακτο).
καί στήν ’Αθήνα, διακρίθηκε, πέρασε μ’ Ιπιτυχία τούς δια­ Ό π ω ς ό συμπατριώτης του ό Άντρέας Σενιέ, έλεγε : ^νηθεΐ γιά κάμποσο καιρό τά όνειρά του γιά τή σύνθεση Τά δυό αύτά — κατά τή γνώμη μου— άρτιώτατα θ ε α ­
γωνισμούς καί τιμήθηκε μέ μετάλλια. «Π άνω σέ νέους σιοχασμούς κάνουμε αρχαίους στίχους?» ^ μ ε ίω ν , δπου νά διερμηνεύωνται ιδέες αιώνιες, γιά τό πα- τρικά έργα έπιτρέψατέ μου νά καταλέξω— μαζί μέ τή «Θ υ­
Ή διδασκαλία, πού τοΰ παρείχετο δέν τόν άφήκε χωρίς ενθυμούμενος ’ίσως τίς πρώτες εικόνες, πού άπεθαύμασε, ίΝ ίασμα μέσ’ άπό τά συμπλέγματα τών άγαλμάτων μιάς σία» τοΰ σεβαστού φίλου ποιητή Ά ρ . Προβελεγγίου, τούς
κάποιαν απογοήτευση. Γνωρίζει δμως εξ άλλου, πώς ό καλ­ τά άετώματα καί τίς μετόπες, σκέπτεται, π ώ ; τά άπομονω- “^τεκτονικής πού νά έξαίρει τήν αρμονία. 'Η άνάγκη «Φιλανθρώπους» τής κυρίας Ά ρ τέμ ιδο ς Ντόκου και τό
λιτέχνη; είναι τεχνίτη; καί π ώ ; δπ ο ια δ ή ιο ιε γλώσσα κι άν μένα άγάλμαια φαίνονται σάν άιτοσπάσματα έργων, πού °.*ως αύτή τοΰ έδωκε τήν ευκαιρία νά δείξει τήν τεχνική του, «Καινούριο Αίμα» τοΰ κυρίου Δ. Μ πόγρη—στό δραματο­
μιλεΐ πρέπει νά είναι κύριος τής τεχνικής καί π ώ ; δσο ψ η ­ πρέπει νά ενώνονται μέ άλλες εικόνες (άλλα άγάλματα) ποικιλία τοΰ ταλέντου του, τή λεπτότηια καί τή χάρη λόγιο τοΰ Θιάσου τής 'Εταιρίας μας καί γυμνάζοντας καί
λότερα κι αν βλεπει, τοσο είναι απαραίτητο νά κρατιέται κ’ ετσι δημιουργώντας τήν αρχιτεκτονική του σταθμίζει τούς ΙΟυ, τή δεξιόιητά του νά καθορίζει τό χαρακτήρα σέ προ- δοκιμάζοντάς τα τό χειμώνα, νά τ ’ άνεβίσω στήν επιστροφή
καί νά οδηγείται άπό τήν επιστήμη. Μαθαίνει τήν τέχνη δγκους και τί; μάζες του σ’ ένα σύνολο αρμονικό, ά ; που ή l0W: δυνατές. Μ ά; δίνει εικόνε; γυναικών μέ άρμονικώ- μας, υπό καλλίτερες, δπως ελπίζω, συνθήκες, σέ ειρηνικά»·
του ευσυνείδητα, γίνειαι, δ,τι πρέπει νά είναι στήν άρχή γλυπτική του αποκτά δλη τήν εκφραστική της άξία. Μέ τόν S χάρη, δ π ω ; ή «Βακχίς», ή «Μαζεμμένη γυναίκα», ή τερους καιρούς καί σέ καλή θεαιρική έποχή.
— ένας άρχιεργάιης.'Η ζωή τοΰ Παρισιού πρώτα-πρώτα τόν I τρόπον δμως αύτό, κυριεύεται άπό τίς δυσκολίες της ζωή»’ ‘λουομένιρ, μέ τό κορμί τη; λίγο γυρμένο, μέ τά χέρια Έ χ ω τήν πεποίθηση πώς τά δυό αύτά έργα σας, μαζύ

\
iU B L I C Α . Τ Ι Ο ΙΜ M E I V S U J E L L . E : B E L L E S Ι_ E l i R E S -
μέ τ’ άλλα τρία πού ώνόμασα πάρα πάνω, θά μοΰ δώσουν Καί κοντά σου δέ σκέφτεται κανείς καθόλου τό/ θάνατο
ιή ν ευκαιρία νά παρουσιάσω σιό θεατρικό καί φιλολογικό γιατί είσαι τά δέντρο τής ζω ή: μέσα στόν κήττο τής ειρήνης* SAUX A R T S -T H E A T H E - C R IT IQ U E = = = = = =

κοινό ιής ’Αθήνας μιάν (Αξιοθαύμαστη παραγωγή τοΰ Ε λ ­ 2


37, R U E C O L O C O T R O N I, 37, - A TH EN ES - GRECE - ABONN. ETRA N G ER FR S. 20

ληνικόν Πνεύματος, βοηθώντας το εισι στό ξεφανέρωμά του


και ξεπληρώνοντας τόν προορισμό ποΰ Εταξα στόν εαυτό μου. Κοντά σου οί άνθρωποι είναι άγαθοί καί δέν ξαίρουν ij
μίσος. Μέσ’ στά τείχη σου δέν ύπάρχουν ούτε πλούσιοι, οίτε
Μέ τήν ελπίδα π ώ ; θά μοΰ επιτρέψειε νά κρατήσω τά
φτωχοί, ούτε παπάδες υπερήφανοι, ούτε άμιρτωλοί, κολα­
χειρόγραφά σας σμένοι.
Σάς ευχαριστώ ολόψυχα Οί άνθρωποι τών Μαγδάλων δέ μαζεύουν μέ στοργή Τ Α Π Ε Ρ ΙΟ Δ ΙΚ Α
ΑΙΜ ΙΛΙΟ Σ ΒΕΑΚΗΕ θησαυρούς. Ά λ λ ά βάζουν στάν ίδιο τόπο δλοι τά πλούτη
τους κ ’ είν' εύτυχισμένοι, πού άγαπιοΰνται μεταξύ του;
βαθιά.
Τ Α Ν Ε Α ΒΙΒΛΙΑ Ώ Μάγδαλα, δέντρο τής ζωής μέσα στόν κήπο τή; εί-
τοΰ το τό μ ή ν α ιά π ε ^ ιο δ ιχ ά ; της καί διευθυντής : Ά ρ . I. Ρ ά λ λ η ς—Ά θ ή ν α ι— Γραφεία :

ρήνης, θά μείνετε πάντα ό καθρέφτης μιάς μυστικής άν «Ο Ν Ο ΓΜ ΑΣ».— Λογοτεχνική έπιθεώρηση. (Ιδ ρ ύ θη κ ε | 'Οδος Εύριπίδου, 6 —Τιμή φύλλου λεπτά 80.
(Μ ονάχα ή α ποστολή δυό α ν τ ι τ ύ π ω ν λαβαίνεται ν π ο ψ η ) o:i 1:903) — Βγαίνει δυό φορές τά μήνα. — Ίδ ιο χτή της, έκδό- « Ε Σ Π Ε Ρ Ο Σ » .— Δεκαήμερος φιλολογική καί κοινωνική
θρωπότητος. Κι δταν ύποφέρουν οί άνθρωποι θά σάς σκέ­
φτονται καί θά σάς άναζητοΰν. η; κα! διευθυντής : Δ. Π Ταγκόπουλος—Τά φύλλο δρ 3. έφημερίς— Διευθυντή;: Γιάννης Μπαρούνας— Έ π Ι τής Ολης:
Δ Η Μ Ο Σ Θ Ε Ν Η Β Ο Υ Τ Υ Ρ Α : «3Ηό γκρέμισ μα τών Βελ. Φρέρης— Σΰρος— Συνδρ. έτησία Δρχ. 30.
3 *0 Φ Α Ρ Ο Σ ».— Δ ϊκ αήιερ ο ν φιλολογικόν περιοδικόν.—
Θ εώ ν» Mai ϋ,λλα δ ιη γ ή μ α τ α .— ’Αθηναϊκόν Βιβλίοπωλεϊον
'βχδόται : Ν. Μ-:ταξά;, Μ. Κωβχϊος καί Σια. — Γραφεία : « T H E N E W A R M E N IA » . — Issu ed b i-m o n th ly
X. Γανιάρη και Σ ιας— Ά θ ή ν α ι, 1922 —Δρχ, 6 . (Θά γρά­ Κι άν τά Μάγδαλα είναι ή πιό γλυκιά μέσ’ στίς πό­
ψουμε στό Ερχόμενο φύλλο). 'Οδός «ίντι Μιτουάλί άριθ. 3 0 —Α λεξάνδρεια (Αίγυπτος). I by « T h e n e w A r m e n ia P u b l i s h i n g C o m p a n y »— 949
λεις, ή Μαρία είναι ή ομορφότερη άνάμεσα στίς γυναίχί;
Γ Κ Υ Ν Τ Ε Μ Ω Ι Ι Α Σ Σ Α Ν : * Ή &1ς Μ αργαριτάρι». τών Μαγδάλων. «ΠΑΙΔΙΚΗ Χ Α Ρ Α » .— Παιδικόν περιοδικόν— Ίδιοκτή : B r o a d w a y —N e w Y o r k , Ν . Y.
— Μετάφρασις Ν . Πετρούτσου.— “Εκδοσις Ζ ηκάκη—Ά θ ή ­ Είναι μελαχροινή μά όμορφη, δπως οί τέντες τοΟ Κηδάρ,
ναι, 1 9 2 2 —Δρχ. 2.50. είναι μελαχροινή γιατί τήν κοίταξεν ό ήλιος,
Τ Ο Λ Σ Τ Ο Η : «Τ ί είδα στ’ δ’νειρό μ ο υ » καί Άλλα είναι όμορφη σ*ν τή θερσά καί σάν τή νύχτα ήδονική, ,
δ ιη γ ή μ α τ α . — Μετάφρασις 'Ελένης I. Σ ιφ να ίου— “Εκδοσις τά δόντια της είναι σάν ενα κοπάδι άρνάδων, πού βγαί­
νουν δυο δυό ά π ’ τό λουτρό τους,
Ζηκάκη—Ά θ ή ν α ι , 1922— Δρχ. 3.50.
τό μάγουλό της είναι σά ρόδι σκασμένα κάτου άπά τίς
ΜΑΞΙΜ Γ Κ Ο Ρ Κ Υ : «Οί π ρ ώ η ν έίν&ροιποι».— Με- πτυχώσεις τοΟ πέπλου της,
τάφρ. Πέτρου Π ικ ρ ο ΰ —’Εκδοτικός Οίκος X. Γανιάρη κο'ι τό χαμόγελό της είναι σάν ένα ποίμνιο, πού κατεβαίνω
Σ ια ς— Ά θ ή ν α ι , 1922 — Δρχ. 6 . άπό τά βουνά, σά μιά π η γή σέ κοιλάδα,
Λ. Τ Ο Λ Σ Τ Ο Η : « Ή σ υ ζ υ γ ικ ή ε υ τ υ χ ί α ». — Μετ. Κ. είναι όμορφη, είναι ευχάριστη, είν’άχτινόβολη καί γλυκ'.ά : A N T trtP o s a n o i THS “ M OYSAS»
Ψαρροΰ— Α θ η ν α ϊκ ό ν Βιβλιοπωλεΐον X. Γανιάρη και Σιας
— Ά θ ή ν α ι, 1922 —Δρχ. δ. 5
Μ 1Ρ Α Λ Η Χ Α Ν ΤΙΤ : *Στή χώ ρ α τών έ ρ ώ τ ω ν ».— Πλανώμενον μέσα στίς δχθες, τόν είδε μι* μέρα μέσ*
στό φώς καί τή δροσιά τή ; δεσμεύτ^ιας μοναξιάς της. Βά­ ΠΕΙΡΑΙΕΓΣ : Ή λιάδης καί Σώμος (Λίωφ. Σωκράτους). Α ΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ : Χρύσανθού καί Σαούλης ( B o u l e v a r d
Μετ. Κ. Τρικογλίδη— ’Εκδοτικός Οικος X. Γανιάρη κα'ι
διζε πολύν καιρό, ώς που νά κουράσει τό φλογισμένο του ί?» : X. Πχπαδάκης ('Οδός Κολοκοτρώνη). R a m le h ) .
Σ ια ς— Ά θ ή ν α ι , 1922—Δρχ. 5.
σώμα. Πλανιότανε τρεφόμενος μέ καρπούς καί πίνοντας άπδ 1ΓΡ0Σ : Φ . Καλουτά; ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΝ : Σ . Α ρβανίτης καί Σια.
π ηγές δροσερές. ΑΑΡίΣΣΑ : Αδελφοί Παπακωνσταντίνου. Λ Ε Μ Ε Σ Σ Ο Σ (Κ Π ΙΡ Ο Σ ) : Ά ρ ιιτ ό δ η μ ο ς Κυριακίδης.
1ΙΡΕΒΒΖ V : Νικόλ. Τσουτσάνης.
Η Ξ Ε Ν Η Φ ΙΛΟΛΟΓΙΑ Κ ’ ή περήφανη έγειρε τό φορτωμένο άπό άρώματα μέ­ ΧΙΟΣ: Περικλής Ί χ τ ρ ίδ η ; (Ό δ ά ς Μητροπόλεως)
Α ΡΓΟ Σ : θάνος ΙΙαναγιωτόπουλος.
τωπό της πρός τάν δυστυχή. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ : Γ. Βνφόπουλος ('Οδός Α κ ρ ίτα 3)
Στήν ώχρή καί ξανθή του μορφή είδε μιά μεγαλειότητα, ϊ » : II. θ . Παυλίδη: (Βουλ(αροκιόνου 1 ). ΗΛΤΡΛ1 : Ά γ γ ε λ ο ς Φ έγγος καί Σ ια (ΈρμοΟ 56).
Σ’ έν’ άπό τά τελευταία τεύχη της « R e v u e d e Γ epo Ι Ω Α Ν Ν Ι Ν Α : Λημ. Σιωμόπουλος.
πού δέν ύπήρχε σ’ δλους έκείνους, πού ώς τότε άγάπησε, ΚΩΝ]ΙΙΟΛΙΣ : Π. Λαδίλας ( B o u le v a r d E s k i BoYboda,
que» τοϋ Παρισιοΰ δημοσιεύονται μερικά άιτοσπάσματα από
τό «Ευαγγέλιο κατά τάν ’Ιούδα» τών Μ. καί A. A u d in . μιάν όμορφιά, πού δέν είχαν οί θεοί τών έθνικών. 9 4 · - G a l a ta).
Κ ' ή κουρασμένη της καρδιά γοητεύθηκε.
’Επειδή πρόκειται γιά ένα έργο είλικρινοΰς λυρισμοΰ, έξαι-
Ό ΊησοΟς έμίλησεν έτσι :
ρετικά λεπτογραμμένη; καί ποιητικώτατης πρόζας καί λι-
κνιστικής γοητείας, μειαφράζουμ’ έδώ κάποια κομμάτια « Ώ γυναίκα τών Μαγδάλων, έρχομαι άπά μακρινές έρη­
μους, δπου ή καρδιά μου κουράστηκεν άσκητεύοντας. Πε­
άπό τό μέρος, πού έπιγράφεται «Μαρία».— Νομίζει κανείς,
ράστε δίχως νά μέ δήτε».
δτι διαβάζει τό « Ά σ μ α άσμάτων» τής Π. Διαθήκης.
Κ ’ ή Μαρία άπάντησε :
1 « Ε λ ά τ ε σείς πού ύποφέρετε, τά Μάγδαλα δέν ξανάβουν
τή θλίψη, άλλά τή γιατρεύουν. Γιατί μέσα σ’αύτά τά τείχη
Μάγδαλα 1 Πόλη γλυκιά, λίκνισε τήν ά9υμία σου στήν κανείς δέν πρέπει νά υποφέρει.
άκρη τής λίμνης, πού τραγουδεί.
Οί θυγατέρες καί τά παιδιά τών άνθρώπων τρέχουν άπό
Τό πρόσωπό σας δέν είναι καθόλου καμωμένο γιά τίς
σκληρές άγρυπνίες τής έρημου κι ούτε ή εύθραυστη δπαρξή ]
ΟΙ ΤΟΜΟΙ Τ Η Σ “ΜΟΥΣΑΣ,,
τόν Κάρμηλο κι άπό τό Λίβανο κι άπό τό Έ ρ μ ώ ν κι άπό σας γιά τά ούρλιάσματα τών προφητών.’Ελάτε στά Μάγδαλ*)
Τ Ο Ύ » Π Ρ Λ Χ Ο ν Κ Α Ι Δ Κ ^ Χ Ε Ρ Ο Ι ί» Ε Τ Ο Υ Ϊ
τό Γαλαάδ κι άπό τό Σαρών κι άπό τό Ισ ρ α ή λ καί τό Ραμά. πού βασιλεύει ή μεγάλη χαρά τών έρασμίων πολιτειών».
Κατεβαίνουν τίς πλαγιές τών κοιλάδων ίσαμε σέ γιά νά Κι ό ΊησοΟς πήγε στά Μάγδαλα.
πνίξουν τού; πόνους των στό καθάριο γλυκόπιοτο τών ήδο- * Μ Ε 2 0 0 ΓΙΥ Κ Ν ΩΤ Υ Π Ω Μ Ε Ν Α Σ Δ Ι Σ Τ Η Λ Ο Υ Σ Σ Ε Λ Ι Δ Α Σ Ε Κ Α Σ Τ Ο Σ ,
* Ψ
νών, πού προσφέρεις. Π Λ Η Ρ Ε ΙΣ Ε Κ Λ Ε Κ Τ Η Σ Π ΡΩ Τ Ο Τ Υ Π Ο Υ ΚΑΙ Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Υ Λ Η Σ
'Ο κ. F . V e r m a le έδημοσίευσε ένα άρκετά ένδιαφέρ°ν
Ή άπό καρυδιές καί φοινικόδεντρα ζώνη σου σέ κρύβει έργο του γιά τάν ’Ιωσήφ ντε Μαίστρ, τίς « N o te s s u r J°* 1
άπό τά μάτια, πού δέν ξαίρουν καθόλου ν’ άγαποΰν. Τό
μέτωπό σου ύψώνεται ύπερήφανο πρό; τό γαλάζιο τοΟ ού-
s e p h d e M a is tre i n c o n n u » . Οί σημειώσεις αύτές ά να φ έ·
ρονται πρό παντός στή νεανική ήλικία τοΰ φ ιλ ο σ ό φ ο υ
Π ΡΟ Σ ΔΡ. 20 Ε Κ Α Σ Τ Ο Σ
ρανοΰ σου. «Πάπα» καί τών «'Εσπερίδων», στήν έποχή τών παρακμή' ,
Είσαι όμορφη, ώ βασίλισσα τή; μικρής θάλασσας* τά σεών του. Μα; χρησιμεύουν δμως πολύ γιά νά κατανοήσαμε Αττοοτελλονται ελεύθεροί ταχυδρομικών τελών, εις τονέμβαζοντα τό αντιτιμ,ον εις την
μαλλιά σου είναι δάση, πού ξαπλώνονται ηδονικά στά βα- τάν τρόπο, μέ τάν οποίο καλλιεργήθηκε τό εξαιρετικά *ut“ Λ
()ιά ιών κοιλάδων. πνεΰμα.
διεύθυνσιν: Περιοδικόν rΜούσα»— Κολοκοτρώνη 3 7 — Αθήνας.
Ε Κ Δ Ο Τ ΙΚ Ο Σ Ο ΙΚ Ο Σ X. ΓΑ Ν ΙΑ Ρ Η & Σ ΙΑΣ

Ε Τ Ε Θ Η Σ Α Ν Ε Ι Σ Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ι Α Ν ΤΑ Κ Α Τ Ω Θ Ι Ν Ε Α Β Ι Β Λ Ι Α :
1) Δ Η Μ Ο Σ Θ Ε Ν Η Β Ο Υ Τ Υ Ρ Α : «Τό γκρέμισμα χών θ ε ώ ν » ....................................... Δρχ. 6
2) Μ Α Ξ ΙΜ Γ Κ Ο Ρ Κ Υ : «Οί πρώην ά ν θ ρ ω π ο ι » ......................................................................» 6
3) Λ Ε Ο Ν Τ Ο Σ Τ Ο Λ Σ Τ Ο Η : « Η συζυγική ε υ τ υ χ ί α » ........................................................ » 5
4) Μ Ι Ρ Α Λ Η Χ Α Ν Τ Ι Τ : «Στί) χώρα τών έ ρ ώ τ ω ν » ....................................................... *5
Ζ Η Τ Η Σ Α Τ Ε Τ ΙΜ Ο Κ Α Τ Α Λ Ο Γ Ο Ν - ΔΙΔΕΤΑ Ι Δ β Ρ Ε Α Ν

ψ \

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ


ΙΔΡΤΘΕΙΣΑ ΤΩ 1841

Ε Δ Ρ Α ΕΝ Α Θ Η Ν Α ΙΣ

ΤΟ Μ ΕΓΑ Λ Υ ΤΕΡΟ Ν Π ΙΣΤΩ ΤΙΚ Ο Ν ΙΔΡΥΜΑ


Κ Ε Φ Α Α Α ΙΟ Ν Ο Α1ΚΑΙ Κ Α Τ Α Θ Ε Σ Ε ΙΣ
Μ Ε Τ Ο Χ ΙΚ Ο Ν ΚΑΙ ΑΠΟ Θ ΕΜ ΑΤΙΚΟ Ν ΔΡΛΧΜΑΙ
ΔΡ. 3 5 , 0 0 0 , 0 0 0 9 0 0 ,0 0 0 ,0 0 0

’E m χοΰ Τ υ α ο γ ρ α φ ε Ι ο ν « Ο ίκογ, Ά ο τ έ ρ ο ς » Π Κ α ψ ι ώ ι η χ α ί Γ. Κ α χερ ινά κ η . Κολοχοιρώνη 37

You might also like