You are on page 1of 14

uuiM -M J W W W Mv n v r ··..............................................

« A A A **** * * * » » * » * *

ΜΗΝΙΑΙΟ ΛΑΟ ΓΡΑΦ ΙΚ Ο ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Ο ΡΓΑΝΟ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ

Χ Ρ Ο Ν Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο Σ
T K Y X O S Κ Β Δ Ο Μ Ο

Α Ρ Γ Ο Ν Α Υ Τ Α Ι- Κ Ο Μ Ν Η Ν Ο Ι,
«ΚΑΙΔΒΤΑΙ Α.ΠΟ ΤΟ εΤΛΛΟΓΟ ΠΟΝΤΙΟΝ

ΑΘΗΝΑ Μ Α Ρ Τ ΙΟ Σ 1944
α ι β υ θ τ ν τ η ϊ

ΠΕΡΙΕΧΟΜ ΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΔΤΟΤ ΠΟΝΤΟΥ Ε Ε Ν . Κ . Α Κ Ο ΓΛ Ο Υ Ε


( Β Β Ν Ο S Ξ Β Ν X τ Α Ε>
ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ ΜΗΠΙΗΙΟ Λ Α Ο Γ Ρ Λ Φ Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο Τ Α Μ I A Ε

Της Διεύβυναη; Υ π έρτατο κ α θ ή κ ο ν ........................................ . . σελ. 137 ΟΡΓΒΝΟ TQN ΠΟΝΤΙΟΝ Α Δ Κ . Κ Ο Γ Κ Α Λ ΙΔ Η Σ


WAl4CTn, «πο το σύ λλ ο γο "ΒΡΓΟΠΛΥΤΒΙ - K0MHHH0U
δ ια χ ε ιρ ιε τ η ε
ΙΣΤΟΡΙΑ-ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ jp O N O E ^ Α ' Τ Ε Υ Χ Ο Ε Ί. Μ Α Ρ Τ ΙΟ Ε ) 944 Ν ΙΚ . Α Π Α Τ Σ Ι Δ Η ΣΙ
Λ. Γατβπούλου Α Ι ήγεμονικαί οίκογένειαι τοΰ Ποντιακού Ε λ λ η ν ισ μ ο ύ . . . » 138 Γ Ρ Α Φ Ε ΙΑ , Μ Ε Ν Α Ν Δ Ρ Ο Υ 4 - Τ Η Α . 2 9 .1 Β 3
Τ ΙΜ Η Τ Ο Υ Τ Ε Υ Χ Ο Υ Σ
ε υ ν δ ρ ο μ ε ε . ε π ιε τ ο λ ε ε . α γ γ ε λ ία , Α Ν λ Ε ° ^ Ω Ε™
Α Υ Τ Ο Υ Δ Ρ Α Χ . 100.000
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ-ΓΛΩΣΣΑ ί,πεοβώνοντ», «τό Δ,,υβϋντή του «epioflixeS, M.vdvipcu 4, Α 6ήν«.

I Τ. Παμπουκη Τραγούδια τής Οίνόης .......................................................... . > 140


X . Σ α β β χ ντ ίδ η Τραγούδι τοΰ γάμου Σ τ α υ ρ Ι .......................... . · . . . . » 141
(1. Κ . Π.) Σταυριώτη Δίστιχα περιοχής Σ τ α υ ρ Ι................................................... » 144 ΥΠΕΡΤΒΤΟ ΚΗΘΝΚΟΝ
Π. X . Ε ΐφ ρ α ιμ 'δ η Δημοτικά τραγούδια Σ ο υ ρ μ έ ν ω ν ............................................ » 145 καί τις άνέκδοτες Ιστορικές συγγραφές
Β . S t v i t * Παιδικό τραγουδάκι Κ ο τ υ ώ ρ ω ν ............................................... » 145 Μέ τό τεΰχος αύτό τό περιοδικό μας τοΰ κ Γ. Τ η λ ικ ίδ η κ α ί τ ώ ν λ ο ιπ ώ ν μα ς
Π. Γ . Κωνατοιντινίδη Παραμύθι Σουρμένω ν . . ............................................... » 146 μπαίνει στή δεύτερη έξαμηνια της ζωης Χ ο ν ίω ν πού ά σ χ ο λ ο ΰ ν τ α ι σ τ ή ν κατεύθυν­
Μ, Νυμφόπουλομ ΑΙνίγματα Σ ά ν τ α ς ......................... * 147 σ η η ή ? Λ 1ά Εργα α ύ τά δέ* ύπάρχει κίν­
Γ . Ζβρζβλίδη ‘Ανέκδοτο Μ α τσ ούκα ς......................................................................... » 148 TOU£ |v a i τάχα άνόγκη νά κάμομε, δπως δυνος νά χ α θ ο ύ ν κ α ί μ π ο ρ ο ύ ν ν άπατε-
Π ολ. Χ ά Λ τκ ’Ανέκδοτα Κοτυώρων .................................... » 149 συνηθίζεται, άπολογ.σμό τού ^Ρνου του; λ έ σ ο υ ν ε ιδ ικ ο ύ ς ό λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ο υ ς
Ε ΰ κ λ . Φ ρουμυουλέπ ουλου 'Α νέκδοτα Κ ο τ υ ώ ρ ω ν ............................................... » 150 Τόν έκαμαν ί\δη οΐ πιό αρμόδιοι άπό τοΰ «’Αρχείου Πόντου* ή κ α ί νά τυπω­
I. Μ «νουσ*ρίδπ 'Ανέκδοτα Κ ο τ υ ώ ρ ω ν .................................................................. » 151 μδς. Τά κέρδη μας είναι όλοψ άνερα: Τα θούν σέ ιδιαίτερες έκδόσεις.
S 3εν1τα Ποντιακή μ ο υ σ ι κ ή ............................................................. ’ .................... » .152 τυπωμένα τεύχη μας μέ τόν πολύτιμό

Τ°ΟΟτθεη<κ α ίΡάπολογισμό των δυσκολιών


ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ πού συναντήσαμε δέν κρίνομε άπαραί-
τητονά κάμομε. Καί αυτές είναι γνωστές.
Χ α ρ . Χ ρ . Λεμονόπ ουλου ‘Ο Γιώ ρ’ άγας (Δίπρακτη θεατρική ήθογραφία) . . » 153 Καί δλο καί περισσεύουν, βλ ο κ α Ι μ εγα ­
λώνουν. Μά κοί ή πίστη καί ή άπόφασή γ η\λ χαονοώΦ^ν μέ ττισΐΠ, με ενυου
μας, νά συνεχίσομε μέ κάθ= θυσία τό
ΖΩΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΗ Εργο πού άρχ σε, άλλο τόσο γίνεται πιό
Χρυσ. Μ υρ Ιδη Συνοπτική έπισκόπηση τοΰ Εργου τής ’Επιτροπής Ποντιακών άκλόνπτη, πιό στέρεη
Σ τ ή δύσκολη αύτή προσπάθειά μας Ιχο· γ ,
Μ ε λ ε τ ώ ν ......................... > 156 Χ ί Ε ά Ϊρ · * ά ηομ«, τοΰ« προγόνι,
με ήδη έξασφαλισμένη δχι άπλως τή συμ­ x ru t μ«ε Β'ΐοβυρούς, πού τους διατηρή
I. Σ Κωνσταντίνος Μοσκώφ ................................................................... » 158
πάθεια άλλά καί τή θ εη κή ένίσχυση τού σαμε αιώνες όλάκερους καί που κινδυ£
Τής Δ κύθυνα ης Γιά τά παιδικά συσσίτια τοΰ Συλλόγου μ α ς .......................... » 159
έπιστημονικοΰ μας κόσμου, που ό κα θέ­ νέ· ουν τώρα, σέ πολύ λίγα χρόνια, νά
» Έ κ τ α κ τ ε ς δωρεές στό περιοδικό μας .................................. » 160
» Ή ύπερτίμηση τοΰ περιοδικού χμας ................... » 160 νας στήν άρμοδιότη-ά του προσφέρει μέ
προθυμία τή συμβολή του γιά _τήν επιτυ- χα·0 1
'V :V , % '" o C Λαονρ«*.«ο0 ·Αρ·
» Τυπογραφικές άβλεψίες στό 5/6 τεΟ χος..................................... » 160
v ia τοΰ σκοπ^Ο τοϋ περιοδ κου μας. νείου τής ’Ακαδημίας 'Αθηνών, στό περι­
Έ * ο μ ε τόν ένθουσιασμό των συμπα σπούδαστο άρθρο του, δημοσιέψαμε
τριωτών μας, πού ή άγάπη καί ή στοργή
τους δημιουργούν τό θερμό και γλυκό Ζ X T i y S T o l ' Z ώ »ν δ ρ 4 μ ..
κλίμα, μέσα στό όποιο θά ευδοκιμήσει
Προφορά τών συμβατικών τοΰ ποντιακού κειμένου. γιά νά δώσει τούς άγλαούς καρπούς του
τό νέο τους περιοδικό.
Έ χ ο μ ε τούς νέους μας συνεργάτες, - o f. - °ΐ
ςχ = (πολύ άνοιχτό ε) φθόγγος άνάμεσα στά φωνήεντα ε καί α ο=δπως διάφορα κεφάλαια της λαογραφίκης 8
πού δλο καί πυκνώνονται γύρω στην πον­
τό γαλλικό eu . ζ=δπως τό γαλλικό j κ = δ τ α ν είναι μπροστά σέ α, ε καί i, δπως τιακή έστία τοΰ περιοδικοΰ μας, οαν τα Ρ ί>λλςά καί ot άλλες στήλες τοΰ περιο­
τό γαλλικό q στίς λέξεις quelle ή qui, δηλαδή μέ δασιά προφορά. ‘Ό τα ν είναι χελιδόνια πού προμηνάνε την άνοιζη και
χαρίζουν τις καλύτερες έλττίδες και τίς δικού μας. τήςβ;ΐ0^ ρς1α5Γ ' ^ ρ
Ο" φ 1« ς ς τής
μπροστά άπό α, ο καί ου, δπως τό γαλλικό c στίς λέξεις carte, contre, coudre.
πιό αισιόδοξες προβλέψεις γιά τό μέλλον. 1 ύνΤοΤΛ Γ π “ν \ .« κ ή ς Λ ο γ ι τ ε χ ν ί '5 καί
ξ=δπως στό γαλλικό kch. π = τό δασύ π, δπως τό γερμανικό ρ. δ=δπως τό Σταματούμε στό σηιαειο αυτό γιά να τής τρεχούμρνης Ζκπς στίς ^^ες μ ς
γαλλικό ch. τ = τ ό δασύ τ, δπως τό γερμανικό ΐ χ= δπω ς τό γαλλικό ch ψ = τονίσομε Ενα βασικό μας στοχασμό .
δπως τό γαλλικό pch. γ=δπω ς στή συλλαβή γα, εστω καί δν είναι μπροστά Κύριος σκοπός τοΰ περιοδικού μας οεν
άπό i. κ=δπ ω ς τό γαλλικό g στή λέξη guerre. π=δπως τό γαλλικό b τ = νομίζομε πώς είναι νά δημοσιεύει συνερ
γασίες άπό τούς 35 τόμους της λα ογρ α ­
δπως τό γαλλικό d. χ= τρ α χ ιά προφορά δπως στό <5χ, ίίστωκι &ν είναι μπρο­ φίας τής Οίνόης τοΰ κ. I. Τ. Παμπουκη, S S K s S J® * rtS S 5
στά άπό ί. Ή ρηματική κατάληξη ·αύ', -εύ’ προφέρεται άβ, έβ καί δχι άφ, έφ ούτε άπό τήν πλουσιότατη συλλογή του
Τό άτονο i σέ νεοελληνικό δίφθογγο προφέρεται σάν ήμίφωνο λ.χ. ξάι, ναΐλοί, κ. (Δ. Κ. Π ' Σται,ρ.ώτη, πού δοκιμάσαμε
τή χαρά νά ΙδοΟμε τΙς έργασίες τους νους, £ΐδ.Η« V * τ" Y‘ ve κ “ι V. κατα-
έφτάει, κρούει. Τό ΐ σέ τούρκικες λέξεις προφέρεται βαθύ, άνάμεσα στό
αύτές, οΟτε τοΰ κ Μελανοφρύδη, του κ.
φθόγγο i καί ου Σαλλαπασίδη (Π. Β. ψηλάντη). «αί των
£ημε(&>αη· Τ ά παραπάνω ονμβα τικά γράμματα γιά τή ν άηόδοοη τής προφοράς, γι4 τιχνικοΰ ς λό­ Λλλων δόκιμων Πόντιων λαογράψων υοτε
γους, δέν μ χ ό ρ ιο ι νά ;ταρουοιάαουν Αμοισμορφία. Ή Ιλλ· ιψ η αύτή θά τα χτ ο κ ο ιη Φ β Ι μόλις τό λχιτρ 6 *ο υ ν
nl *βριατάα·ις Γιά τόν Ιδ ιο λόγο νά συμβατικά γράμματα ά κοδ ίνο ντα ι μόνο μέ οτοιχιία τ # ν 10.
Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ 13»

-
ιςτο ρια κρά καί βέβηλα. Έ μ π ο ο σ θ έ ν μου βλέπω

ΓΕωΓΡΛΦίΟκ μενε τούς "Ελλ η να ς μεγάλους διερμηνείς


τής'Υψηλής Πύλης.
Μόλις έμαθεν ό Μ· Ναπολέων τήν ε Ι­
άνοιγομένην τήν θύραν τής αίωνιότητος.
"Α ν δέν ίδωθώμεν προσκαίρως, είς τήν
γήν, θά συζήσωμεν κατόπιν, εις τούς ού-
ρήνην μεταξύ Τουρκίας καί Ρωσσίας, τό­ ρανούς. 'Αγάπα τόν άτυχή σύζυγόν σου
σον έξεμάνη κατά ιών πρωτεργατών της, καί τά παιδιά μαε. Φρόντιζε διά τήν κ α ­
Ά\ ΗΓΕΜΟΝΙΚΑ! ΟΙΚΟΓΕΙΊΕΙΜΙ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ώστε κατά μέν Τ % Ρωσσικής Αύ^οκρα- λήν άνατροφήν των καί πίστευε, φιλτάτη,
τορίας άπεφάσισί νά έπιχειρήσχ) τήν με δτι ή άληθής εύδαιμονία δέν ύπάρχει είς
Δ · Ο ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΣ Μ ΟΥΡΟ ΥΖΗ Σ KRTft ΤΟΥΣ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ γαλειτέραν έκστρατείαν έξ δσων είχεν τήν γην ά λλ'είς τής μελλούσης μακαριό·
έπιχειρήση μέχρι τής έποχής έκείνης. Ά φ '
τητος τά Παλάτια».
Τοΰ κ ΔΗΜ. ΓλΤΟΠΟΥΛΟΥ έτέρου διέταξε τόν έν Κωνστανηνουπό·
λει πρεσβευτήν τής Γα λλικής Αύτοκρα-
Διά νά συμπληρώσωμεν τό βιογραφι- άντιπροσώπου τής μεγαλειτέρας χριστια­ τορίας Σεμπαστιάνι ή ν' άναγκάση τήν
Κόν διάγρομμα τοϋ Δημητρίου Μουρούζη- νικής χώρας. Τουρκίαν δι' οίωνδήποτε άπειλών καί μ έ ­ Τό τραγικόν τέλος τοΰ Δημητρίου Μ ου­
υίου τοϋ παλαιοΰ ήγεμόνος τής Μ ολδα υΐ­ Μόλις συνηντήθη μέ τόν άρχιστράτη- ρούζη, περιγράφεται συντόμως.
σων νά συμμαχήση μ °ζ ό του καί νά κη
ας Αλεξάνδρου Μουρούζη — πρέϋει νά γον Κουτούζωφ, έπερίμενε ν’ άκούση τούς ρύξη καί πάλιν τόν πόλεμον κατά τής Ή ’Υψηλή Πύλη διά νά ίκανοποιήση
άναφέρωμεν κυρίως τόν σπουδαΐον ρό­ δραυς πού έθετε, διά τήν ειρήνην, ή Ρω σ­ Ρωσσικής Αύτοκρατορίας ή, άν δέν δυνη τάς άξιώσεις τοϋ πρεσβευτοΰ τοΰ Μ Ν α ­
λον του ώς μεγάλου διερμηνέως τής Π ύ­ σική Κυβέρνησις. Ό Κουτούζωφ, δέν έδΐ- πολέοντος, δέν έδίσιασε νά δ ατάξπ τήν
θή νά τό πράξη, νά προσπαθήσω μέ κάθε
λης κατά τήν διάρκειαν τών Ναπολεον· στασε νά τοΰ εΐ τχρ : σφαγήν τοΰ άνδρός, τόν όποιον ό Σ ο υ λ ­
τίων πολίμων. τρόπον, νά έξοντώση τό πρόσωπον πού
— Ό κίνδυνος, δι’ άμφοτέρας τάς χώ ­ έπρωτοστάτησε εις τήν ύπογραφήν τής τάνος πρό ό\ίγου, είχεν ό^ομάση «σω­
Περί τό 1812, αί δύο Αύτοκρατορίαι, ή τήρα» τής ’Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
ρας. είναι μέγας. Άπ αιτοϋνται άμοιβαΐαι Ρωσσοτουρκικής ειρήνης.
Ρωσσική καί ή 'Οθωμανική, πού διετέλουν Έ τ σ ι ή προαίσθησ,ς τοΰ Μουρούζη έ-
ύποχωρήιεις ! Ό Σεμπαστιάνι έγνώριζε, βέβαια, τόν
μεταξύ των είς _ έμπόλεμον κατάστασιν, πηλήθευσε. Ή έκτέλεσίς του έγινεν είς
επιέζοντο ύπό τής άνάγκης νά συνάψουν Ό Ρώσσος άρχιστράτηγος έπειτα είπε πρωτεύοντα ρόλον τοΰ Δημητρίου^ Μου­
ρούζη, Έ σ ιρ ε ψ ε ν , άμέσως, τά δια&ήματά τήν Σούμλαν, εύθύς μόλις ό άντιπρόσω-
ανακωχήν καί νά είρηνεύσουν, πρό τοϋ πρός τόν Μουρούζην δτι ή Ρωσσική Αΰ· πος τοΰ Σουλτά ου τοΰ έφόρεσε τό τιμή·
κοινοϋ κινδύνου τοΰ Μ. Ναπολέοντος, ό τοκρατορία, χάριν τής Ρωσσοτουρκικής του έναντίον τοΰ μεγάλου δ'ερμηνέως
καί έπέτυχε τόν σκοπόν του. Τάς ραδι­ τικόν ένδυμα, ώς δείγμα τής..; . εύνοιας
οποίος έξηκολούθει νά κατακτά τόν κ ό ­ ειρήνης, δέχεται ν' άποσύρη τά στρατεύ­ τοϋ ‘Ανωτάτου Ά ρ χ ο ν τ ο ς τής ‘Οθωμανι­
σμον. ματα κατοχής έκ τών ήγεμονιών Μολ- ουργίας τοΰ Σεμπαστιάνι εις τήν Κωσταν-
τινούπολιν έμαθεν έγκαίρως ό Μουρού κής Αύτοκρατορίας, διά τήν έξασφάλισιν
Α Ι δυο Αύτοκρατορίαι έκριναν ώς έπεί- δαυϊας καί Βλαχίας. Ό Μουρούζης, τότε,
ζης, πού άπουοίαζεν άκόμη, είς τό στρα­ τής ειρήνης. *
γουσαν άνάγκην νά συνάψουν διά πάσης τοϋ άπήντησε: Συνωμίλησε φίλικως μαζυ του καί μ ό ­
θυσίας, ειρήνην μετοξύ των διά νά δυνη· — Ή παραχώρησις είναι, πράγματι, ση­ τόπεδο Vi
λις έξήλ«ε τοΰ οικήματος δπου διεξήχθη
ΘΠ: έκάστη, νά σωθή άπό τήν έξάπλωσιν μαντική ! Μ ολονότι ό έπιφανής γόνος τής μ εγ ά ­ ή τιμητική τελετή, έπέπεσαν κα τ’ αύτοϋ
του μεγάλου κατακτητοΰ. Καί ένώ 6 Κουτούζωφ ήτο Ετοιμος νά λης Ποντιακής οίκογενείας εύρίσκετο, οί δήμιοι πού παρεμόνευαν στήν έξώπορ-
,Η ’Οθωμανική Αύτοκρατορία, λοιπόν, συνέχιση τούς δρους τής Ρωσσικής Αύτο· τότε, έν μεγάλη τιμ^ πλησίον τοΰ έν έ«- τα. ‘Ο Μουρούζης έδβχθη ύπερηφάνως,
που έγνώριζε πόσην ύτιόληψιν είχεν ή’ κρατορίας. ό Μουρούζης τόν έπρόλαβι στρατείςι Μ. Βεζύρου, προησθά θη τό τέ­ πολλάς καί θανατηφόρους πληγάς διά
Ρωσσική Αύτοκρατορία είς τόν Δημήτριον καί τοϋ είπε : λος του, καί έγραψε συγκινητικό γράμμα μαχαιρών, χωρίς νά πή τίποτε καί χωρίς
Μουρούζην, τοΰ έδωσεν άπόλυτον πλη πρός τήν σύζυγόν του, πρός τήν όποιαν νά πράξη τίποτε άνάξιον <οΰ έαυτοϋ του.
— Πρός θεοϋ ! Οΰτε λέξι νά προφέρτ]ς
ρεξουσιότητα νά διαπραγματευθή, μ ετα ­ περί Βεσσαραβίας, άφοΰ ή 'Υψηλή Πύλη μεταξύ άλλων, έλεγε :
Μόνον δταν έπεσεν έξηντλημένος, έ·
ξύ τών δύο άντιπάλων στρατευμάτων τήν θέλει συντόμως τήν ειρήνην καί δέν υπάρ­ «... Μετά τούς κοσμικούς ύπέρ_τής ει­ στέναξε καί είπε σιγά —σιγά:
ειρήνην. Τό αύτό έποαξε καί ή Ρωσσία, χει άνάγκη νέων παραχωρήσεων. ’Αρκεί ρήνης άγώνας, έχω πρό όφθαλμών τούς — Μνήσθητί μου Κ ύ ρ ιε !..
f K * όν άρχιστράτηγόν της Κουτούζωφ. ή έκκένωσις τών δύο ήγεμονιών Μ ολ­ ιινευματικούς άγώνας καί τούε στεφάνους Καί άφήκε τήν τελευταία του πνοή.
Α λ λ έτειδή, έν τφ μεταξύ ό στρατηγός δαυΐας καί Βλαχίας ! “Αγίω ν μαρτύρων Ξυγχώρησον αν παρα­
Ναπολέοντος Μακντονάλ ήπείλει βάλλω τά Ιερά καί μεγάλα πρός τά μι­ Δ. ΓλΤΟΠΟΥΛΟΣ
ν ^όψτ) _τάς συγκοινωνίας μεγάλου Ά φ ο ΰ έληξεν ή συζήτησις έπί τών δ-
τμήματος τοΰ Ρωσσικοΰ στρατοΰ. ή Ρωσ· ρων ύπεγοάψη τό πρακτικόν τής άνακω·
σικη Κυβέρνησις διέταξε τόν άρχιστρά χής έπί τή βάσει τοΰ όποιου συνετάχθη
καί ύπεγράφη, κατόπιν, καί τό κείμενον
τηνον Κουτούζωφ νά κλείση εΙρήνην έστω
* αι, θυσίαν τών τότε ήγεμονιών τής του συμφώνου τής ειρήνης μεταξύ τών
Μολδαυΐας κα1 Βλαχίας καί άκόμη καί δύο Αύτοκρατοριών.
της Βεσσαραβίας πού άνήκεν είς τήν Ή είδησις, έπειτα, τής ύπογραφής τής
Ρωσσικήν ΑύτοκραΤορίαν. ειρήνης ευχαρίστησε τόσο πολύ τόν Σο υλ
/ τάνον ώστε, κατά τόν Οίκονόμον, έκαυ-
χάτο οδτος διό τήν ικανότητα τοΰ μ εγά ­
Οταν έφθασεν ό Μ. Διερμηνεύς τής λου διερμηνέως τοΰ Κράτους τοΰ Δημη-
Πύλης Δημήτριος Μουρούζης είς τό στρα- τρίου Μουρούζη καί εΐπεν δτι «θά στε-
τόπεδον, κατώρθωσε νά μάθη τάς έμπι φανώαη μετά δόξηε»(·) τόν σπουδαΐον
στευτικάς όδηγίας·πού διεβιβάοθησαν, αύτόν "Ελ λ η να πρεσβευτήν, διότι έσωσε
άπό τήν Πετρουπολιν, πρός τόν άργιστρά- τήν ‘Οθωμανικήν Αύτοκρατορίαν άπό μ ε­
τηγον Κουτούζωφ γάλου κινδύνου.
Ελα βε, τότε, τήν ήρωϊκήν άπόφασιν * **
να ένεργήση μέν ώς έμπιστος καί τίμιος Ά λ λ ’ δ λ ’ αΰτά δέν ίσχυσαν διά ν' ά·
εκπρόσωπος τής Πύλης είς τήν άποστο· ποτρέψουν τήν συνήθη μοίραν πού έπερί-
\j^, που άνέλαβε. άλλά πρό παντός νά
μη λησμονήση δτι ήτο χριστιανός καί δτι
(1) Λ ό γ . Έχχλ. Ο Ικ ο ν ύ μ ο ν τον i t O U ovdu m T .
επρόκειτο νά διαπραγματευθή μετά τοΰ Σβ λ. 97.

I
141
Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο ν

τά χείλη καί τό μάγουλο, τό καμαρόφρυδό της ;»


15 «χίλια έδώκα τό πρωΐ, μύρία τό μεσημέρι
κι άλλα τρακόσια δυό φλίουριά στήν κλίνην που κοιμάται,
στήν κλίνην καί στό πάπλωιια, στά κάτασπρα σιντόνια.»
’Καβάλκεψεν τό μαύρο του καί πήγε στή Σαμάρεια.
« Ά ν ο ιξ ε , πόρτα τής αύλής καί πόρτα τσή Σαμάρειας,
20 άνοιξε, πόρτα τής ξανθής, πόρτα τής μαυρομάτας,
πόρτα τής γαϊτανόφρυδος καί τής καρδιοκάφτρας.»
« Ά ϊ τσ’ είσαι συ καί ποιός είσαι καί ξέρεις τ όνομά μου ,»
Δ Η Μ Ο ΤΙΚ Α ΤΡΑ ΓΟ ΥΔ ΙΑ « Ό γ ώ είμαι τοΰ Τδαννέτ’ ό γυιόν, τ ’ ά|ΐον τό παληκάρι,
ΟΙΝΟΗΣ κ ’ έγώ είμ’ αύτός πού σου ’δωκα τά γρόσια στό μαντήλι
1. 25 χίλια σ' έδώκα τό πρωΐ, μύρία τό μεσηαέρι
Σηκώνομαι πρώΐ πρωΐ, δυό οδρες πρίν ξημερώσει, κι άλλα τρακόσια δυό φλίουριά στήν κλίνην που κοιμάσαι,
βλέπω τά πεύκα νά βογγούν καί τά βουνά νά τρίζουν στήν κλίνην καί στό πάπλωμα, στά κάτασπρα σιντόνια.»
«Γιά σήκω, καπετάνιε μου, γιά νά μας τραγουδήσεις «Τρέξτε, σκλσβάδοι, άνοίξετε καί πάρετε τόν ξένο
τόν πόνο τής λαβωματιάς καί τοΰ βουνοΰ τή λαύρα.» κι άλλοι σκλσβάδοι στρώσετε, νά πέφτει_ό ξένος μέσα.»
5 « Κ ’ έγώ σάς λέγω &έ μπορώ κ ’ έσεΐς μέ λέτε σήκω. 30 Ό μαύρος έκιδνέεψε καί μοιάζει τό στρατιώτη,
Γιά πιάστε με νά σηκωθώ, γιά βάλτε με νά κάτσω- ό LiaOpoc έκιδνέεψε κ ’ ή Σαμαρειά ’φοβήθη.
καί φέρτε μου τόν ταμπουρά γιά νά σάς τραγουδήσω «Τό μαύρο, σκύλα, γνώρισες κ' έμένα δέ γνωρίζεις ;»
τόν πόνο τής λαβωματιάς καί τοΟ βουνοΰ τή λαύρα. Χρυσό μαχαίριν τράβηξε άπ’ τ' άργυρό θωκάρι,
Παιδιά, μέ τά μαχαίρια σας σκάψετε μ’ ένα μνήμα, στήν κάμαρα τήν έσυρε, τήν κεφαλή της πήρε.
10 νά ’ναι μακρύ, νά ’ναι φαρδύ, νά 'χει καί παραθύρια, 35 Χρυσόν τδεβρέ τό τύλιξε, στήν πεθερά του πάει.
νά στέκ’ όρθός νά πολεμώ καί δίπλα νά γυρίζω « Ά ϊ πεθερά, κύρ πεθερά, σοΰ φέρνω το κανίδκι».
κι δία ν περνούν κλεφτόπουλα νά μοΰ καλησπερίζουν : «Νά σάν έμέ, βρέ κύρ γαμπρέ, πού μ έφερες κανίδκι.»
«Καλήν έσπέραν, άρχηγέ !» «Καλώς τά παληκάρια!» Καί σάν τό καλοκοίταξε, τής κ ό ρ η ς τό κιφάλι. _
Παιδιά μ’, κι αν πάτε στό χωριό, γλυκό κρασί μήν πιείτε, « Α ν ά θ ε μ ά σε, νιόγαμπρε, καί τό κακόν που ποικες.»
15 τουφέκια νά μή ρίχνετε, τραγούδια νά μήν πείτε. 40 « Α ν ά θ ε μ ά σε, πεθερά, τήν κούρβαν τιναν είχες·
Κι άν σάς ρωτά ή μάνα μου κ ’ ή δόλια άδελφή μου, μίαν κόρην έπάντρεψες, χίλιους γαμπρούς έποικες».
μήν πείτε πώς άπέθανα έδώ στά κορφοβούνια
T4 W 0 S , « ό ,ί .Ι,' ,4 X (y « « 0 τιτλοφόρησε μ. ^ « 6j «
μόν’ πεΐτε πώς παντρεύτηκα καί πήρα μιά γυναίκα'
κάνα τήν πλάκα πεθερά, τή μαύρη γή γυνα ίκα , b Ιδιος δ λαός.
20 τής γής τά λιανολίθαρα κάνα γυναικαδέλφια.
Μουστάκι μου καράπογια καί φρύδια μου γαϊτάνι, ί Τ Η Ϋ Ρ Ι τ Ρ » γ « ύ δ . « 5 γ 4 μ ° " Σ ο λ Χ ο ν Ι 1 t o 0 « . o e m m . »

πού νά σάς φάει ή μαύρη γή καί νά σάς καταλυώσει.

Τό τραγούδι, στό ξετύλιγμα της ύπόθεσής του, είναι τοϋ Ιδιου τόπου μέ τό ν«μ· * * 2^ρΓστ*ν ξξ’ τ' δσπρον τό κράρ’ κι άτό πα τρνατέψτΕ.
τικό πού δημοσίεψα στό προηγούμενο τεΰχος, σ. 111. στείλτε έφτά παλληκάρςχ, τόν κουμπάρον λαλέστε.
Βάλτε σά κέρατα ’θ’ άπάν’, άπ" έναν χρυσόν μήλον
2. κουίξτε καί κεμεντζετζήν καί τ’ Ά μ ιρ α τόν Στύλον.
Ton Σαμάρειας. 5 Δύο λαμπάδας καρφώστε καί άποπάν σα μηλα
καί τονατέψτε δλεν τό κράρ’ , μέ μάραντα καί φύλλα,
“ Ενα ς ξανθός πραματευτής καί ένας στρατιώτης
θέσ τε τό ρακίν σό σινίν, τόν πετεινόν ψεμένον
άντάμαν τρών’ καί πίνουνε κι άντάμα ξιφαντώνουν
καί ή λαμπάδα τή κουμπάρ’, άς έν’ άρματωμένον.
κι άντάμαν πάνε σό τδαρδίν κι άντάμα στήν πραμάτια
Τό μεταξωτόν τό μαντήλ’ , τή κουμπάρου πα Φέ^ τε
« Έ λ α , ξανθέ πραματευτή, πές μας κ ’ έναν τραγώδι.»
10 άς πάη καί ό κέμεντζειζής νά παίρ ήτον καί Ιρται.
5 «Σ ά ν τί τραγώδι νά σοΟ πώ ; Σ ά ν τί τραγώδι λέω ;
Σπάξτε καί δέκα πρόατα καί τά χαλκά γουρέψτε,
Έ γ ώ πολλές έφίλησα, χήρες καί παντρεμένες,
τά καρτόφα καί τό κρομμύδ’ έμορφα τογραέψτε.
μέ παπαδιές, μέ καλογριές καί πάρθενα κοράσια,
Τέσσερ' όκάδες βούτορον τρία κότα πλουγουρα _
σάν τσή Σαμάρειας τό φιλί γλυκύτατο δέν είδα.»
άς τρών’ τό γιαγλίν τό πιλάβ’, κορίτζα και άγουρα.
«Πές μου, ξανθέ πραματευτή, καί τί Σαμάρεια ήτον ;*
15 Στείλτε καί φέρτ’ άγλήγορα κ ’ έναν βαρέλ ρακ: ν-ι
10 «Σαμάρεια καί Σαμσρειανή κι άπό τό Σαλονίκι,
φέρτε κι άνοίξτε τό τουλούμ και κόψτε το τυρίν ι,
πού είχεν τά έννιά ’δελφια, τό στρατιώτην άντρα.*
Ό λ α πα έτοιμάανε, τό τραπέζ’ έστολίεν
«Τί Ιδωσες, πραματευτή, κ ’ έπήρες τό φιλί της ;
Τί έδωσες κ ’ έφίλησες τής Σαμαρειάς τά χείλη, j
148
Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο ν
142 Χρονικά τού Π ό ν τ ο υ

τή νύφεν σήν άλλεν μάνναν, άς πάνε πσραδίγ νε.


γιά τή κουμπάρονος τ* άλάι, τ’ έξώπορτον ένοΐεν.
χιλόχρονοι νά γίν’ντανε, νά είναι προκομμένοι
«Καλώς ώρισες, κουμπάρε, μ’ άλάι-μ’ άλάι τ’ άλάι σ'
κι ά σ ’ σόν θ εό ν οί δύος πσ, νά είν' εύλοημένοι_.
20 όρίστε, πΙα ’ναν ρακίν, άτό πα εν’ χαλάλι σ’.
Καί τό ταούλ’ καί ή ζουρνά, άτώρ’ άς άρχινουνε
θ έκο ν, κουμπάρε, τό μαρτέν’ τσ’ καί κάθ’ κ ’ άπάν’ σό κότι
30 άμον τ' άχπάδκεται τ’ όψίκ', μή στέκ ν άς πορπατοΟνε.
μοίραξον σά παλληκάρα, το βαρέλ’ τό παρότι».
Γονέοι, άέτσ’ πού στέκομε καί άπάν' σό ποδάρι
Ό γαμπρόν θά ξυρίεται, περπέρ', κούξτε δς ερται
δοσέστε τήν εύχήν έσουν, σό νέον τό ζευγάρι.
καθίστ’ άτονε σό σκαμνίν, νερόν καί σαπόν φέρτε.
Γιά δόστε με Μναν ρακίν μέ τό τρανόν ποτήρι
25 Φέρτε τό τρανόν τήν άινάν, ντό κ εΐτ ’ άπάν’ σό ράφι
άσε, κόρη, τόν κύρη σου καί ποΐσον άλλον κυρη.
καί ό περπέρτς έρχίνεσεν ν ’ άκονά τό ξυράφι.
Κουίξτε καί τόν κύρ’ν άτου, τόν περπέρ’ νά χαρίζω 35 Συμπέθερε, άς πίνωμε, Εναν ρακίν έντάμαν
έπεκονέθεν τό ξυράφ’ κι άτό πα "κί ξυρίζει. άσε κόρη, τήν μάννα σου καί ποΐσον άλλεν μάνναν.
Ά σ ε κόρη, τ’ άδέλφα σου καί ά λλ’ ά δ έ λ φ α ποισον
Κουίξτε καί τή μάνναν ά τ’, τό ξυράφ’ έκορώθεν
30 δς φέρ’ καί δι’ κ' έκείνε χάρ’ , μ έθσρή έκομπώθεν. άσε τ’ όσπίτι τή κυροϋ σ ’ καί ά λ λ ’ όσπίτι χτίσον.
Κουίξτε καί τ ’ άδέλφα του, άς είν' καί δύο τρία, Ά σ ε , κόρη, τοί συενούς κι δλεν τή γειτονίαν
γαμπρέ, ποΐσον υπομονήν, γολάι ’ κ* εν’ ή παντρεία. 40 άλλτς γειτονάδας θά εύτάς καί νέον συενίαν.
«Πολά σάρτ’ ετον τό ξυράφ’ κ ’ έγώ κί ταενίζω Τ ’ όψίκ’ δλεν άχπάδκεται έξέβεν καί σ ά *·ωνι
άέτσ’ άμον ντ’ εύτάτε με, άλλο 'κ ί γυναικίζω». συμπέθεροι! άρ* εεις ε ϊα ν !, πέστε μας «σό καλόν-ι»!
35 Έ κ ο νέθ εν καί τό ξυράφ’ κι ό γαμπρόν έξυρίεν Χά α ε, κουμπάρε, πλέρωσον, έκλειδωθεν ό δρόμον
κι άσ’ δλτς τοί φίλτς καί συενούς, τή χάρ’ν άτ' έχαρίεν. άνοιξον στράταν νά δαβαίν’ δλεν ό γαμοστόλον.
Χα ϊτέσ τ' άς πάμε, παιδία, κ ’ έμεΐς όλίγ’ π’ άν είμες 45 Φέρεν, κουμπάρε, τό ρακίν, τ’ άλογα ’μουνδιψοϋνε
καί άποφκά θά βγαίνωμε, έμεΐς Σταυρέτ" άν εΐμες. εοθαν καί έταένεψαν κι’ άλλο κι ιτορπατουνε.
Χα ϊτέσ τ' δς πάμε, παιδία, ’τώρα περ’μέν' ή κάλη, Μ ή σύρτς πολλά καί λυριτζή, φοοΟμαι κόφ’ς τήν κόρδαν
40 'τώρα στέκει σ ’ έξώπορτον, περ'μέν’ τό παλληκάρι» Ιρ θ α μ ’ έταένεψαμε σ ’ έγκλησίας τήν πόρταν.
Έ χπ ά σ τεν πάει δλεν τ ’ άλάι, μέ τοί παρανυφάδας,. Ά φ κ ά σόν πολυέλαιον οΐ νέγαμοι έστάθαν
ώς τή συμπεθεροϋ τ’ όσπίτ’ , εύτάγ’νε τονανμάδας. 50 ποπάδες μέ τά στέφανα σά χέρα το« *
Σίτα λέν «καλλορρίζικα» ! τά δαχτυλίδ άλλάου ,
β*) Σ ή νύφες : τιφαγκίων συρσίματα, τ’ όλόερα χαλάουν.
«Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρ’ ήμέρα
σήμερον ξιχωρίουνταν, μάννα καί θαατέρα». γ ) Σ ή πεβεροΰ
«Σήμερον άσπρος ουρανός, σήμερον άσπρ’ ήμέρα ΣΑ πεθερού έπρόφτασεν τ’ όψίκ’ μέ τήν ήμέραν
σήμερον στεφανούντσνε, άητέντς κ ή περιστέρα». άπάν’ σήν πόρταν ερθανε, μάννα καί θαατέρα.
5 Γιά τερέστε, συμπεθέροι, σό νυφεΐον ντ’ εύτά νε: Έφ ίλεσα νε τή νύφεν καί είπαν «καλή ώρα»,
φορίστ’ άτεν, δκεπάστ’ άτεν, έβράδυνεν θά πάμε. σή γούλαν άτ ς έσέγκανε, μαλαματένεν ωραν.
Έ λ α , κουμπάρε, άνοιξον, έσύ πα τό νυφεΐον 5 Έ λ α , κουμπάρε, έμπροστά χαί σύρον τό χαντζάρι σ ,
καί έτοιμάστε τ’ άλογα τή παρανυφαδίων. Ιλ α , νύφε, ντός σό χαλκόν τό δε|όν τό ποδά^1 ° ■
Φέρτε τή νύφεν βάλτ’ άτεν καί σή γαμπρού τό χέρι ” Ας έξέρτς άτο, I I νύφε, τό χαλκόν εν ή χάρη σ
10 κι δς εύλοΐζ’ άτ’ς ό ποπάς, καλόν τέλος νά φέρη. g ! λυριτζή, άλλο μή στέκ’ς, γιά σύρον τό τοξαρι σ .
Πέτε τήν μάνναν -άτ'ς μή κλαίη, άς δί’ άτ’ς τήν εύχήν ά τ’ς: Έχό ρ εψ α ν έχόρεψαν καί εφααν καί επαν
άμον τή νύφεν άς εύτάρ καί τόν γαμπρόν παιδίν άτ’ς. 10 τή νύφεν τή χιλάκλερον πουδέν σό μεϊτά ν’ ’κ ’ εγκαν.
Κουμπάρε, έσύ φύλαξον καί τά στράτας ώρίώ Έ κ ά τσ α ν ε καί λ έγ’ν άτεν καί τά νυφαδαλουκια
ώσνα πάν’ στεφανούντανε, άτοίν σήν έγκλησίαν. χουζμέτα, μαχοκράτεμαν καί άλλα τζαζουλουκια
15 Ά ς άποχαιρετίζ’ν άτεν καί δλα τά συγκόρτζα Δ ό σ τ ε τ ή ν ύ φ ε ν τ ό φροκάλλ δείξτ ^
κι άς γράφτ’νε τ ’ δνσμαν άτουν, σή κουντούρας τά κότδα. άσ’ σοΟ σπογγίζ’ μέ τήν αύγήν, να τινάζ τό χαλίν ι.
Τή νύφεν σίτα κα βα λλ’κιάζ’ν, τά κεμεντζέδες παίζ’νε 15 Τή νύφες καί ή μουαρέ, είναι βαρυν κουμάδι
τ ’ άδέλφα τ’ς καί οί συενοί, δ λ ’ άρχινοΟν νά κλα ίγ’νε. δείξτ’ άτέναν τοί συενούς γιά να κράτη ά τ ς . ^ ? ( ά .
Έ ρ χ ο υ ν τ α ν δύο κορ’τσόπα κρατούνε τά λαμπάδας Ά ς παίρ' ή νύφε καί τ’ ίμπρίχ καί τό ^ κ ί ρ _ σό χέρ ν
20 πάει κι ό κουμπάρον καβαλκιάζ’, δλτς τοί παρανυφάδας.
άς βάλλ' άτέ καί χερονίφτ και δλα τ * ντρ? ^ _£■·
Οί τδαλγουτζήδες τόν γαμπρόν κί άφήν νε νά έβγαίνη Τά ποδάρα τή πεθερού άς πλυν καί κάθαν βράδ
ώσνα ερται ό κουμπάρον, άτον νά ’λευτερώνω.
20 άς στρών’ καί τό κρεββάτ’ν ά τ ο υ ,- ν ά τρώη ά τ ο ν χ ά ρ ο ν
"Ε λ α , κουμπάρε καί έσύ, πια δναν ρακόπον
Ποΐσον, νύφε, ύπομονήν καί κράτ καί τά σειρά ς,
καί καβαλκία τόν γαμπρόν καί σ ’ άσπρον τ’ άλογόπον..
πουρνά ό γουρζουλάς θά ρούζ’ άπέσ σή πεθεράδας.
25 Γιά δός ίζίν, σήν τονανμά σ’ , τήν στράταν άς άνοίγ’νε

I
44 Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ 146
Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ

δ') Θ ύ μ ισ μ α ν: τδεχέλ’κον καί μικρόν £τον, μίαν έγιαγκουλεύτεν.


Έ φ τ ά ζευγάρα ΚαΙ τό τέκ \ τόν ποπδν περκελών’νε, ’Α κεΐν' τό κομμενόχρονον σύρ’ καλά σό νιδάνι, ·
ερθεν ωρα νά θυμίζ’νε καί ν’ άποκαμαρών’νε. gvuv όμματί’ τέρεμαν, εύτάει σε περιδάνι.
Εφτά ζευγάρα καί τό τ έκ ’ δλ' πα μονοστεφάνοι, ’Α κ ε ΐν ’ τό κομμενόχρονον τρέχ* αν κά κι άραεύ’με,
έγούρεψανε τό χορόν τριύρω σόν ποπδν ι. άθαρεΐ μέ τό τρέξιμον έμέν θά γαντουρεύ' με
5 Γαμπρός, νύφε καί πεθερός έσέβαν σό χορόν-ι ’Α κ ε ΐν ’ τό ξεροπέγαδον, θ ε έ μ’, νά μή τσουροΟται
κι ό λυριτζής γσρδιλαεύ’ πάντα τόν πεθερόν ι. δνταν διψά τ’ άρνόπο μου πάει πίν’ κι άπολιγοΰται
Έξημέρω σεν ό θεός, οί συμπεθέρ' θά φεύ νε, ’Α κ ε ΐν ’ τό'π έραν τά ραχά ντό πολλά έχονίγαν ;
τή νύφεν οί πσρανύφ’σσες λέγ’νε καί δαρμενεύ’νε. ερθεν κ ’ έδέβεν άνοιξη τά χονα 'τουν ’κ' έλύγαν.
Νά είναι καλορρίζικοι καί άγούρα παιδία 90 ’Α κεΐν' τό πέραν τά ραχά χόνα καπατεμένα,
10 πουρνά Μαρτί θά πάμε ξάν, γαμπρέ σήν ξενιτείαν. ποΟ θά πάτε γονεΰετε, πουλλόπα κουρεμμένα !
Ά έ τ σ ’ πα έτελείωσα άοΟ τήν τραβωδίαν ’Α κ ε ΐν ' τό πέραν τά ραχά, ντό πρασινίζ’νε πάντα,
καιρός άλλο 'κ ' έπέμ’νε με, θά σ’κοΟμαι σήν δουλεία μ ’. λάσκουμ’ άτα καθημερ’νώς, τά τάρτα μ’ δλα χάν'νταν
Ά κ ε ΐ ν ’ τό πέραν τό ραχίν πότε θ ’ άπ οχονοΟ τσι!
Δίστιχα περιοχήξ Σταυρί. δσον τερώ τά χό να ‘θε ή καρδία μ’ φουσκοΟται.
Σ υ λ λ ο γ ή τοϋ κ. (Λ.Κ-Π ) ΣΤΗΥΡΙΟΤΗ Ά κ ε ΐ ν ' τό δκυλλοκούταβον φοοΟμαι γιάμ’ θά χάται,
, , (Συνέχεια) έβγαίν’ τήν νύχταν λάδκεται καί ξάι πα 'κί φοάται.
68 Αέτσ δμον τό επαθα, κορ’τσόπον, νά παθάντς·ι (παθάνης) * Ά κ ε ΐ πέραν ί^λες Ιν ' — [ή φραντάλα| τίνος εν’ ;
κι δμον τό δαβαίν' σό κιφάλ’ τσ’, άτότε θά μαθάντς-ι (μαθάνης). γιά τ' έμόν Ι ν ’ , γιά τ’ έ σ ό ν — γιά τή δυονών πα^Ιν
’Αέτσ' γραμμένον ετονε, τρία φοράς ν’ άντρίης ι, 90* Ά κ ε ΐ πέραν σό ραχίν— στέκ’ Ινα ν πουλλίν παχύν,
δύο όσπίτα ’χάλασες, τό τρίτον πώς Αά χτίης ι ; μέ τ’ έκεΐνο τό πουλλίν — τό γιαβρόπο μ’ θά παχύν .
70 Αέτσ έγώ ’κί γίνουμαι, άέτσ’ έγώ ’κί στέκο, Ά κ ε ΐ σό πέραν τό ρακάν τά προατόπα μ' βόσκουν,
χωρίς έσέν τό κιφάλι μ ’ σό μαξιλλάρ’ ’ κί θέκω. μετ' gvgv ψιλόν δύριγμαν εύτάγ’ άτα καί κλώσκουν.
Άέτσ^ εν’ πουλλί μ’, άέτσ’ εν’, αλλο ’κί ταενίζω, Ά κ ε ΐ σό πέραν τό ραχίν θά βγαίνω σόν παρχάρι,
άφοΟ^κί θέλτς νά έρχεσαι, αλλτς θά χαρεντερίζω. μέ τά πουλλία τή θ ε ο ΰ θά στείλω σε χαπάρι.
^Αέτσ εν , ρίζα μ’ , άέτσ’ ί!ν’, άέτσ’ δμον ντ’ έξέρω, Ά κ ε ΐ σό πέραν τό ραχίν, σ' άλάτ’ έπεκειμέρι,
’κί θέλτς νά^’φτάς ντό λέγω σε, πολλά θά υποφέρω ! έκεΐ, μαννίτσα μ', θάψο με, χτίσον καί κοιμητήρι.
* Αέτσ πώς Ιν , Αννίτσα ; — μικρέσσα τριγονίτσα, Ά κ ε ΐ σό πέραν τό ραχίν. σή λιθαρί’ τή ράχαν,
πσρακαλεΐ μ ε : «επαρ' τ ε ν » — καί τ* έσόν ή μανίτσα. έχάθαν σό σεφερπερλούκ’ τά δύο άρκατάδα μ ’
Αζαρέας τρώει τό ξύλον— καί τρομάζ’ δμον τό φύλλον 100 Ά φ ϊ σό πέραν τό ραχίν χορτάρα πρασινίζ’νε,
κ ’ ή γαρή άτ’ κ α τ α ρ δ τ α ι « κ α λ ά νά παθάν’ ό δκύλλον!». θά βγαίν’ν τά παρχαρόπουλλα καί δλα θά θερίζ νε.
Τ5 ’Αίκος άντρας δναλος ντό θ’ εύτάη τήν παντρείαν;
ας ζώδκεται τό πιδταμπάλ’ καί παει σπογγίζ μαντρία. ΣΟ ΥΡΜ ΕNON Συλλογή κ. π. X. ε φ ρ Λιμιδη
Ά ιν ά άπάν' σά γόνατα σ ’ έτέρ νες κ’ έδκεπάουσ'ν Παλαιό Χριστουγεννιάτικο άβμα
ερθα κ ’ έδέβα έπεκέσ’ , άρνόπο μ ’, ντ’ έχπαράουσ’ν ; ’Ποψιζ’νή βραδύ καλή βραδάκι, | 'πόψ' έγβννέθε καλόν παιδάκι,
’Ακεΐνα τά ραχόπουλλα γιατί μοιρολοοΟνε ; ’πόψ’ έγεννέθε κι αδρεν έστάθεν. ! Τόν έγέννησεν ή δ ΐ Παρθένος,
έρροΰξεν τό χ ό ν ' σό ρ α χίν’ νά ερχουν κ ’ έποροΟνε τόν άνέστησεν ή δ'ί-Μαρία | Τόν έπίασαν οί δκύλ Εβραίοι,
Α κ ε ΐν α χ' άστρα τ’ ούρανοϋ νά εσαν τξεβθίΐρ3 , δκύλ’ Ε β ρ α ίο ι καί μύρ' Ε β ρ α ίο ι. | Τόν έκρέμασαν στήν Σκαλομιόνα,
θ' έχάριζ' άτα τ’ έμορφους θά έχτιζα χατίρα. Σκαλαμιόνσ καί σ’ αϊθρον τόπον. | Ά μ ’ , άφέντα καί_μή κοιμάσαι
’Α κεΐνα τά ψηλά ραχά σό χ ό ν ’ ’δέν ’κί παθάν’νε, κι άν κοιμάσαι στά ξύπνα σ’ 'κ* είσαι ! —ύπνα σ' ’ χ είσαι σάν τό γεράκι.
πσδκεΐν το ε ίν ’ άμάθετα κι άτώρα θά μαθάν’νε ; Καί δακόνησον σάν τό παιδάκι, | δψον τό κερί κ ελα σήν πόρτα.
80 Ά κ ε ίν ε ή παντέμορφος πάντα χαλάν* χατίρα, “ Εξω στέκουν τά παληκάρα | καί θυμίζ’νε τήν άφεντιά σου (*)·
β ά λ λ ’ν άτεν νά κεράζ’ ρακίν, φέρ’ εΟκαιρα πότήρα.
Ά κ ε ΐ ν ’ τά ^δκυλλοκούταβα κρύφκουνταν καί γελοόνε Παλαιό τραγούδι.
κι δμον ντ’ έλέττ'νε τοί^εκιάρτς τδιτίζ’νε καί τεροΟνε. Στείλ' άτεν στή βρύση στό κρόν νερόν | καί στό κρόν πεγάδι νά πίν νερό.
’Α κ ε ΐν ’ τά ψηλά τά ραχα εχ'νε τρανόν άντάραν (νά πίν’ νερό, νά πίν ^νερό).
ναϊλλοί άτώρα τοί δεβάτ’ς, ντό θά τρών’ τήν παπάραν! — Κόρη u 6μπα σό χορό, ϊδρωσο, ΐδρωσο κι άπίδρωσο | κ ’ έμόρφυνο κ* έμόρ-
’Α κ ε ΐν ’ τό κομμενόχρονον άπόψ’ ξάι ’κ ’ έκοιμέθεν κ 1^ r φυνο χ έμόρφυνο.
δλεν τή νύχταν φίλεμαν καί λέει ξαν ’κ ' έκα νέθ εν! - Κ ιδ ν τ ε ς έμορφύνω, δκύλ’ υίέ μ ’, | νά κερδαίντς τήν νότη μ ’ , Υα'£&£ρ', υΙέ.
Ά κ ε ΐ ν τό κομμενόχρονον έντώκε μ ’ όμματέαν (γαΐδάρ υίέ, γαΐδόρ υίέ).
νά πάω καί εύρήκ’ άτο άφκά σήν ποταμέαν.
(1) Σ ϊ ή ν 6 μ « α τ Λ ν u a i S i S v τ» ψέλναν·. Ηαν·ν<»βχοΟβ· 6 6νος 4 β * 114* ? ο ί ϊ ! α Μί ο λ ? * ° μ α ζί
85 Α κεΐν τό κομμενόχρονον καί πώς έγαντουρεύτεν ; * ο 0 « . * ν α λ μ - Μ α . Σ ι δ τ ί λ ο ; τοΟ β3»ατος Ιλ β γ * : «‘ Ο ν ο « ο * υ ί η ; τοΟ Ο*ν»ιο0 vd ζή«·ι * 0 « v w * 0». * μ ϊ
μ4 τήν « ίζ ν γ ο ν , τά τέκνα του χ*1 μέ δ λ ο υ ; τούς ουγγ·ν·Ις. Κ α ί ·1ς M u πολλβ*.
146 Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ Χρονικά τοΰ Πόντου 147

KOTYQPQM Συλλογή f fEN ITR


ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
Π χ ιδ ιχ ο τραγουδάκι (·)
"Ε λ α καραβάκι, - φέρε μας λαδάκι, 12) Έ ρ θ ε ν ή δοχλού σήν πόρταν,
ν’ άφτω τήν καντηλίτσαν,— νά χαίρουνταν ο( άγοι, Συλλογή το ΰ κ Μ ΙΛΤ. Ν Υ Μ Φ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ πέντε λύκ\ άρπάξτ' άτεν. Ή ρ&ε ή
άγοι, άγοι,— μέ τή Χριστού τή χάρη, μνξού στήν πόρτα, πέντε λύκοι, Αρπάξτε
1) Άρπαπίτσα κλώδκεται, ή κοιλία
μέ τό χρυσό κ α μ ά ρ ι,- μ έ τό κερί, μέ τό δ α δ ((;) την ( Ή μύξα).
τ’ς πρέδκεται. Ή Αρπαπίτσα γυρνά, ή
μέ τή Χριστού τ’ έλάδι.— Λάμπεις, λάμπεις, 13) “ Οπου πάς άκολουθώ σε, νά
κοιλιά της πρήζεται (τ αδράχτι),
λάμπεις κι δλο γυρίζεις,— πολλές καρδιές ευφραίνεις. πιάντς με ’ κ ’ έπορεΐς ( Ή σκιά).
2) Ποιος έν’ ό γέρον μέ τά δώδεκα
14) Ταντανίζω βάλ' άτα, ταντανί-
1) Μ ελω δία τοδ τραγουδιού βλέπβ στή οβλ. 152. Συ νοδ ευ ό τα νε μ* λίκνισ μα τοΰ παιδιού ή στήν παιδία ; ( Ό χρόνος μέ τούς 12 μήνες).
κο ύνια η στήν άγχαλιά. ζω βγά λ’ άτα. Τά κοννώ και τά βάζω,
3) Ά σ ’ ϋλέεν έγεννέθα κι άσ’ ύ
τά κουνώ καί τά βγάζω (Τά ψωμιά).
λέεν έγεννοπλάστα, κι δνταν έρθα
15) Πούρτ' μαλλίν σό τρυπίν. Μιά
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ σιδερένεν δαλβαρόπον έφόρ’να. Άπ ό
τούφα μαλλί στήν τρύπα. ( Ό ποντικός).
ΙΟ Υ Ρ Μ Ε ΙΊΟ Μ ξύλο γεννήθηκα κι άπό ξύλο πλάστηκα κι
— Έ γ ώ πα έχω ένα έξάδελφο, έ­ 16) Τέντζερε χαλαεμένον τά τσιλί-
Συλλογή το ΰ κ . Π. Γ. ΚΩΜ ΣΤΗΝΤΙΝΙΔΗ δταν ήρΰα φορούσα σιδερένιο βρακί.
κεΐνος πα 'κ ' έξέρ’ νά παίζ’. δα φορτωμένον, Τένισερης γανωμένος
( Στυλιάρι δικελλιον) φορτωμένος τίς ϋράκ»ς. ( ’Ο ουρανός μί
"Ε ν α ν καιρό ό βασιλέας έστειλε σά — ‘Α π ’ άτό ντ' έξήβε, είπε ό βα­ 4) Ά σ ' ύλέεν έγεννέθα κι άσ' ύ-
Σούρμενα μέ ένα άνθρωπο διαταγή, σιλέας. τάστρα).
λέεν έγεννοπλάστα, κι δνταν έρθα τ'
νά λέγον’ άτονα ένα λόγο τίπο νόη­ — Τίπο άν 'κ ' έξήβε, δός με τή χ ά ­ 17) Σά δύο ραχία άνάμεσα βαρκίζ’ ·
ίντέρα μ' έτδοκανίουσαν. Ά π ό ξύλο
μα ’κέ νά έ χ ’ . Τό χωρίο έσήβε τ’ ένα ρη μ’ , είπε τότε ό χωρέτες έναν προόπον. Άνάμεσα σέ δνό βοννά
γεννήθηκα κι άπό ξύλο πλάστηκα κι όταν
σ’ άλλο καί νουνίζ’νε, ντό λόγο νά — Ό βασιλέας έρθε κ' έπέμενε' έ βελάζει IVa προβατάκι. ( Ή πορδή).
ηρϋα τά έντερά μον σερνόντανε καταγής.
έλέπονε καί τίπο νόημα ’ κέ νά έχ'. γροίξε τή δουλεία καί . - 18) "Α το χά, καί ποΟ ’ν ’ έκεΐνο. Νά
( Φϋυρνόσκουπα).
Νουνίζ’νε άπονουνίζ'νε τίτιο τδαρέ — Ά φ ε ρ ιμ . είπε, έρίφ'. το, καί. πού βρίσκεται ; ( Ή σπί&α).
5) Ά σ ’ ύλέεν έγεννέθα κι άσ’ ύλέεν
’κ ’ εν’ . Νέίσα ένας χωρέτες ΐτδ σό — Έ τ ό τ ε διέταξε-ό βασιλέας καί 19) — Ά χ ν α πούχνα, που θά πάς ;
έγεννοπλάστα, κι δνταν έρθα τ' ού
λογαρασμό πα πού ’κ ’ εΤχαν άτονα, έδώκαν άτονα πολλά χάρα καί μέ — Τρυπεμέντσα, ντό ρωτάς ; — Έ σ ύ
λωνών τά σκάλας έλεπα. (Τό κατώφλι).
έξήβε, έρθε σοί τρανούς τοΰ χωρί' τρανά τιμάντας έστειλαν άτονα σό Ατμέ, ποϋ &ά πάς ; — 1 ρνπημέιη, τί ρω­
6) Έ χ ω έναν σωρόν παιδόπα, δκε-
καί λέει άτ’ς «μεράκ’ μ’ έφτάτε, έ· χωρίον άτ τάς ; ( Ό καπνός καϊ τό τζάκι).
πασμένα γαλπαχόπα. ’Έχω ενα σωρό
μένα στειλεΐτε σό βασιλέα νά δίγ’ Ά τώ ρ α , ντό έποΐκαν οί χωρέτ’, έ 20) Δ έν’ άτα, τρέχ’νε λύν' άτα,
παιδιά, σκεπασμένα με ακονφάκια. (Τό
άτονα τό τδογά κ’ν άτ’». Είπ α ν άτο­ ξέρουν άτο έκεΐν’. Έ γ ώ 'κ ' έμονε έ­ στέκ νε. (Τά τσαρούχια).
καρφιά) 21) Ά σ π ρ ο ν έν’, τυρίν ‘ κ ’ έν’ ού-
να οί τρανοί τοβ χωρί’: «καλά νού- κεΐ νά λέγω σασε ντ’ έποΐκαν. 7) Άσπ ροκά τσκον άγελάδ’ , δκίζ’ τ
νισο, τδούνκι άν κ* έπορεΐς νά λές ράδ’ έ χ ’ , πεντικός ’κ ’ έν'. (Τό ραπάνι).
Λεξιλόγιο: (*) νο υνΙζ'\ιε=οκέπτονται' όρμάν’ καί κατηβαίν’. Αγελάδα μέ &■
ντό θέλ’ ό βασιλέας, νά κόφτ’ τό κι- 22) Εϊνας ψύλλος χέζ’ έναν όκάν.
τδαρέ=λ.π. fare, μέσον, θεραπεία νέ'ι'· οπρο σημάδι στό μέτωπο σκίζει το δάσος
φάλι σ ’». «’Εσείς, είπε ό χωρέτες. ( Ό λαχανόσπορος)
σα— λ.τ. ne ise, τέλος πάντων ϊτϋ=λ.π. και κατεβαίνει. (Τό ξυράφι). 23) Έ χ ω έναν χαλκοπουλόπον,
ντ’ έχασετε, τ’ έμόν τό κιφάλ’ άς κό
hi9. καϋόλον μεράκ’=λ.τ. m erak, Α 8) Τήν ήμέραν τύλει τύλει καί τήν
ψκεται». Ά έ τ σ ’ πάλ’ έστειλαν άτονα, βράζ’ βράζ’ κι άν' κ ’ ερται 'Έχω
νησνχία τδογάπ’ = λ. ά. Csvap, Απάν­ νύχταν άποτύλει. Τήν ήμέρα τύλιζε
έδώκαν άτονα κ ’ έντάμα δύο τρία ενα μικρό καζανάκι, βράζει βράζει καϊ
τηση' τδούνκι= λ π. ?u n k ii ή fiin k i, διό και τήν νύχτα ξετύλιζε ( Ή ψά&α η τα
νομάτ’ς άρκατάδους. Έ π ή γα ν σό δέν ξεχειλίζει ( Ή πίπα)
τι' ντ’ έχα σετε= τί χάσατε, τί σας μέλ­ στρωσίδια γιά τόν νπνο). 24) Ποιον έν’ άσ’ δλα γλυκύν ; Ποιο
βασιλέα καί είπαν άτονα «Βασιλέα
λει’ άρκατάδους= λ. τ. arkadas,' συν 9) Μακρύς μακρύς καλόγερος καί
μ’ πολυχρονημένε, τόν άνθρωπο ντ’ είναι τό πιό γλυκό άπ’ δλα; { ’Η ψυχή).
τροφος' ντ’ έράευες = λ. τ, aramak, σή κοσσάρας τόν κόλον κ ' έφτάν’.
έράευες έρθε». «“ Ας έρται, είπε ό 25) Έ χ ω έναν σαντουχόπον κ ’ έν'
π ο ύ ζητούσες' τεμενάχ’=,Α A. temennah Μακρύς καλόγερος και δέ φτάνει στόν
βασιλέας, έμπροστά μ’». Νέϊσα έπή- γομάτον γουργουλίτδα. Έ χ ω ενα σεν-
— χαιρετισμός μέ σκύψιμο τού χεριού καί κόλο τής κόττας. ( Ό δρόμος). τονκάκι κ’ είναι γεμάτο μέ χάντρες. (Τό
γε κι άμον τ’ έσήβε σοϋ βασιλέα σήν
ϋψωσή τον επειτα στό μέτωπο' πουγιούρ 10) Είνα ι τέσσερα άδέλφα καί τρώ-
ότά, έποΐκε ένα τρανό τεμενά χ’ , έ- στόμα).
=λ.τ. buyurtnak, ορίστε, κοπιάστε κα· γ ’νε έντάμαν σ ’ έναν πινάκ’ άπέσ .
σίμωσεν άτονα καί εΐπεν άτονα : 26) θεός *κ' είμαι κι άες ’ κ ’ είμαι
βάλ’= Α .ι. k a v a l, φλογέρα' γιόκ— Α. τ. (Τά τέσσερα βυζιά τής αγελάδας)
— ’ Εγώ είμαι ντ’ έράευες τόν ά ν­ κι δλ’ έμέν πιστεύ’νε. Θεός δέν είμαι
y o k , όχι άφεριμ=Α.π. aferin καί afe- 11) Ά ν ο ί γ ’ άτα, έλέπω άσπα- και άγιος δέν είμαι κι δλοι μέ πιστεύουν.
θρωπο, άμα, βασιλέα μ ’, πρώτα κά τ’
rim, ευγε' έρίφ’=Α.ά. herif, άν&ρωπε. λίγ’ άτα έλέπω. Τ ’ Ανοίγω, βλέπω τά
νά ρωτώ σε καί ΰστερα άμον τό θέ­ ( Ή ζυγαριά).
αφαλώ, βλέπω. (Τά παρά&νρα). 27) “ Ενα ν έν' καί σ’ δλα έμπαίν'
λεις ποϊσο με. XV-*1’ 2 τ .4 . ·Αλ4 χό Τίϋχος μας αύτό χαΐ «Ις τό
— Πουγιούρ, είπε ό βασιλέας. έξης στα λεξιλόγια ο ί τούρκικες λέξεις Φά γρά φ ον­
πάρθηχαν άπό χ ή ν τοώ νκιχη γλώαοα στήν όποια Είναι t ia πράμα πού μπαίνει σέ δλα. (Τό
ται κα ί μέ λα τινικά στοιχεία καί « ά χαρακτηρίζον­
έχονν δνσωματοο&Βί* Δυοχνχίίζ δέ οχά ϋηχβ βολ&χδ νά
— Βασιλέα μ ’, κσ βά λ’ έξέρεις καί ται μέ τά άρχικά τ Λ ν λέξ εω ν: λέζ η τ ο υ ρ κ ικ ή , λ<{Π όνομα— < 5 ά^ρα?).
Λ ρ α β ικ η , λ έ ξ η π βρσ ικη, λέξη τ · υ ρ κ ο « ρ α β ικ ή , τβυρ- άποδο-&βΐ xfltl ή προφορά χοΟ c h οχά ιο ν β χ ιχ ά κβίμε
παίζεις μη ; κ ο π ε ρ α ικ ή , & ρ α β ο η ε ρ ο ι* ή , η ε ρ σ · « ρ « β ικ ή . Π . χ. να, για χΐ λβίπβι χό άνάλογο οχοιχβίο S μέ c c d i l l e
28) Κατακέφαλον τρυπίν βασιλέαν
— Γιόκ, είπε ό βασιλέας. derhal, λ. πα., πού παράγετσι άπό τό περσικό der ‘ Ωοχόσο δ έρβυνηχής -θά χό κα χα λά βιι άπό χό πον- ’ κί φοβάτα:. Ανάστροφη τρύπα <3£ φο­
καί τό Αραβικό h a l κ.ο.κ. χιαχό κείμβνο, δπου άποδίνβχαι ή προφορά χ ο ΐ c h
Εΐπεν άτονα κι άτός : μέ χά αυμβαχιχά γρΛμμαχα πού χρησιμοποιούμε.
βάται βασιλιά. ( Ό πισινός).
Ε ν ν ο ε ίτ α ι πώς οί λέξεις αύτές σ τήν ποντιακή
148 Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ Χρονικά τοΰ Πόντου 149

&*ρ»ς τδνα με τ' &λλο, έτσι που ν· σχη­ τού δίνανε στυπωμάτα «= ξυνιαμένα
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ματίζουν κυβικό δγκο σέ μέγεθος δωμα­ δκυλαντάρα *= βρώμικα· έντοΟνεν ά
τίου, ατεγασμένο μέ μεγάλες πέτρινες πέσ’ άτ’ = καταβρόχθιζε χαράρ'*=
M M IO Y K f t ! δουλόπον' νά μή χάνω τήν ήμέλαν ό
Συλλογή r. ΖΕΡΖΕΛΙΔΗ πλάκες, ΐξω και ξέχωρα άπό τό σπίτι' μεγάλο τρίχινο σακκΐ γιά αχυρα' πουρ
καλίπ’ς κ ’ έγώ.
έβόανεν=/?οονσ«, ί^ταν γεμάτο’ τεγμέ πούτ ς— κουρελιάρης' άμον χουρτδάν
Έ , πολλά nac ’κ ’ ε ν ’. — Δουλείαν μ α ν α χ ό ν ; τέδκιμ τή
τ. degme, σπάνια, ποτές' καθαρόν =σάν άακί τσίπα = δμφαλός ’ξωκά—
ράχα σ’ νά κλώθ’ς, άσ’ σά δουλείας
Ό κότσαλης ό Γιάννες σοΟ Καμ- ψωμίν==ιό οιταρίαιο ψωμί έξούκ= λ τ εξω' ντ’ άραεύ'ς=λ. τ. aram ak, τί ζή­
ν ’ άποθάνουμε κ ι' άδειάζουμε. Δέβα τας' Μ ά = μά Π α δ ά = προααγορευτικός
πανβ άφκά, καλός ρεντδιπέρ’ς έτον. eksik (ξίχι) λειψό' άμα = μά, δμως
άκεΐ σά ΐίελίτα τό χωράφ', κοβάλ’
Γό νέον τό κοκκίν σό παλόν άττάν’ κουρνάης=λ τ. kurnaz τσιγκούνης, πο τίτλος νά τελώ (νά τερώ) = rd Ιδώ
πάντα έκχ ύ ν’νεν καί τό σαρπίν άτ' έεΐνα τ’ όχτώ πεντάδα τά στάχα σό γουλπάν' τσ’ (γουρπάν’ τσ’) = Ι τ . kur-
νηρός' μουκασίρ’ς = λ τ. φιλάργυρος
θεμονοκώλ’ όλόγερα, θά θεμονάζου- ban, νά αού γενω θυσία τέδκιμ=λ.7ΐ.
έβόανεν. Τεγμέ τό καθαρόν τό ψωμίν έπ’ έκεΐνον κορώνα ’ κ ’ έγαστροΟτον
με, ό καιρόν σό χάλαγμαν έν’. ” Α ρ'
ά σ ’ σ’ όσπίτ’ ν άτ’ έξούκ’ ’ κ* έίνουτον. =άπό κείνον κουρούνα δέ γαστρωνόταν keske, άρκεΐ νά, μακάρι' τή ράχα σ’
έπήεν άχαρον ό Γιωλίκας, έρροΟξεν, νά κ λ ώ θ \— τήν πλάτη σου νά γυρίσεις
"Α μ α πολλά πα κουρνάης, λέγ’νε, =χλεναστική παροιμιακή ίκφρααη γιά
έσ’κώθεν ώς τοΟ μεσημέρ σου ήλ’ τήν
μουκασίρ’ς ίίτον. Έ π έκεΐνον κορώ­ τόν φιλάργυρο πού δέν κάνει καμιά κα- σά πελίτα=>1 τ. pelit, τοπωνυμία (αύς
πύραν άπέσ’ έκοβάλεσεν τά στάχα, Βαλανιδιές) πεντάδα στάχα = στοίβες
να ' κ ’ έγαστροϋτον. Σήν πόρταν άτ' λωαύνη, και ένα ψυχικό' ·γνρευός=ζη-
άμα τδίπ έπετδτατεύτεν κ ’ ή κοιλία τ'
γυρευόν ' κ ' έπαστούρευεν νέ καλτή τιάνος’ ’ κ ’ έπαστούρευεν=λ.τ. bastir-' στάχι»· θεμονοκώλ’ = βάση τής θημο
έδιπλώθεν άσ’ σόν λιμόν, νά καλα νιας τδίπ έπετδατεύτεν = όλωαδιόλον
κι νά πάη κανείς σ’ έκεινοΟ σό δάνος m ak' δέν άφηνε νά πατήοη δάνος=<3ά·
τδεύ’ ’κί σώζ’.
"Ε ν α ν ΚερασινοΟ ήμέραν έζύμω νεισμα' νέ καλτή κι= λ. τ. ne kald i ki, ξεχαρβαλώθηκε' άσ’ σόν λιμόν==άπ’ τήν
— Ά ρ ’ είδες Γιωλίκα, λέ’ άτον ό τί έμεινε ά>ατε, πόσο μάλλον' Κερασι- πεΐνα ’ κί σώζ’=ι5έν Ιχ6ι δύναμη' κότ
σεν, έξέγκεν τά ψωμία άσ’ σό φουρ
κότσαλης, «κιό τ’ ίσλανμαΐντδας πα νοϋ zsslovviov έζύμωσεν=εκαν« ψωμί’ ίσλανμαΐντδας παλούκ τουτουλμάζ
νίν κ ’ έγόμωσεν τό ζύμωτρον καί τά
λούκ τ’ουτουλμάζ», λέει ό Τούρκον, έξέγκ εν— έβγαλε' θεμελία— ράφια μέα* — (τ. παρ ) θν δέν βραχή ό κόλος ψάρια δέν
θεμελία τ’, ό κόσμος έσι«ουτούλ'τσέν
έλ’ άς δίγω σε τό δίκαιο σ ’ κι’ άμε στόν τοίχο' έσκουτο ύ \ ’ταεν=μοσχοβό· πιάνονται νά 'λα — νά έλεήση, νά λυπηθή'
“ Ο λ ’ οΐ γειτόν’ έγροΐξαν ντό-έζύμω-
σό καλό σ’. λησε' έγροΐξαν ντό = κατάλαβαν πώς' κ ’ έ σ έγκ εν = κ’ εβαλε' τό κα θίν*= τήν
σεν ό κότσαλης, άμα ποιος νά για
— Καλό νά έεις, παδά-Γιαννε καί νά γιαναδεύ’ λ τ. yanasm ak, να ζυ- κομματάρα π α λ ο κ ά μ σ ο ν = παληοπου-
ναδεύ’ έκέσ’; Οί μαυράχαροι μέ τό
ντ’ Ιξαιλω ‘γώ, ό θ εό ν νά’ λά τό γώση' οί μαυράχσροι=οί καψεροί' πα κάμιαο’ όρδανίν == κεφαλόσπιτο κουΐζ’
παζλαματσόπον, μέ τά λαμψάνα καί
πλάσμαν ά τ’, εΤπεν κ ’ έσέγκεν ό σλαματσόπον=7ΐ»?ια καλαμποκίσια ψη φωνάζει σήν άπαλάμαν άτ’=στήν πα­
μέ τά μουταράδες έδεβαϊναν, ίλαμ
Γιωλίκας τό καθίν τό ψωμίν τ ’ έδώ μένη πρόχειρα σέ πέτρινη πλάκα ή σιδε­ λάμη του λέει έεϊνος έεΐνον= Λέ« οτόν
έεΐνο τή μήναν ώς νά έβγαίν’ν τά
κεν άτον ό κότσαλης σό παλαικάμ’- ρένιο δίσκο' λαμψάνα= αυτοφυή λαχα­ ίαυτό του, μονολογεί' ε ; πολλά πα
κριθαρόπα τουν καί κρούγ’ν σό του·
σον άτ’ κέσ' μέ τά χίλςι εΰκάντας, νικά (βρούβες)' μουτα ρά δες= λ τ. mii ’κ ’ ’έ ν’= ε ; δέν είναι και πολύ.
κάν* έναν δυο δεμάτα ΚαταλαχοΟ
έζώστεν τό σκοινοκομμόπον ά τ’ κ ’ έ­ dara, πρόχειρα, προσωρινά, τιπονένια
κάποθεν έρροΟξεν τοΟ πάσογλη ό
δέβεν πλάν. έδεβαϊναν == περνούσαν, έξοικονομιοϋν-
Γιωλίκας άσ’ σήν Κρένασαν Τόν ά- ΚΟΤΥΩΡΩΝ
Τ ’ όρδανίν έδέβεν *κ’ έδέβεν, ό ται·’ ϊλια μ= λ τ. ille ή Ϊ11δ=πρό πάντων Συλλογή κ. ΠΟΛ. λΛ I TW
κ λ ερ ο ν! ’Εεϊνος καμμίαν χορτασμο
νήν ’ κ ’ είχεν. Έ λά σ κο υτον άπαδά Κότσαλης κουΐζ’ καί κλώθ’ άτόν όπίσ’, κρούγ’ν σό τουκά ν’=χτυποϋν ατό δό "Η ντα ν 8έλ« «ονώ.
άκεΐ μέ τ’ έναν δκοινοκόμμ’ σά μέ­ — Νέπε Γιω λίκα ! γ ι’ άς τερώ άτό κανο τού άλωνίσματος καταλαχοΟ=ιυ-
τό ψωμίν τ’ έδώκα σε ! Καί παίρ, τό — Νίκολα, ντό πονεϊς ; έρώτεσεν
σα τ’ καί τεάμ έράευεν δουλείαν χα'ια κάποθεν έρροΟξεν = άπό κάπου
κομμάτ’ τό ψωμίν ζυγιάζ’ σήν άπα κάποιος τόν Νικόλα ν τή Τρικάτδ’
άμα ντόϊσον δουλείαν, έεϊνος νά δου- Ιπεσ»·=κατέφθασε· Πάσογ \τ\=έπωνυμία
λάματ άτ’ καί λέει έεϊνος έεΐνο ν: «έ! — Ή ν τ α ν θέλω πονώ, εΐπεν ό Ν ι­
λεύ’ πα τα κά τ’ ’κ ’ είχεν άσ’ σό πολ­ ό 1 ιωλίκας = χλευαοτική προφορά τού
πολλά πα ’ κ ’ έν’ ». κόλας.
λά τό φαετόν— ζατ| έπαΐρεν καί τά δνόμ Γιωρίκας’ Κρένασα == χωριό τής
χρόνα τ’ — άμα έναν άφορμήν νά γυ- Λεξιλόγιο κότσαλης=προσωνυμία ανω Ματσούκας τόν άκλερον=τόν καη Ποιος έξέγκεν τ’ όμματ* β’ ;
ρεύ’ ό καρίπ’ς. Καμτιαν&=Τοπωννμία (δ Καμπανά; εί­ μένο (άκληρο)' χορτασμονήν ’κ ’ είχεν
— δέν είχε χορταοιά έλάσκουτον = Έρώτεσαν»%ε'ίναν μονόφθαλμον :
Ε ίχ ε ν έναν γούλαν άχωνάρ’ κ ’ ή χε τά εύφορώτερα χωράφια τής Ματσον-
τριγυρνοΰσε· δκοινοκόμμ’ = σχοινοκόμ — Ποιος έξέγκεν τ’ όμμάτι σ ’ ;
κοιλία τ’ Άπ εντέκοτον. "Ηνταν έδοΰ- χας' Γι'αυχό ύπάρχει καί τό ρητό στήν
ματο· σά μέσα τ5=σπ) μέση τον τεάμ — Ό άδελφό μ’ , εΐπεν έκεϊνος.
ναν ά™>ν, στυπωμάτα, δκυλαντάρα, τουρκική:« Μάτοκατα Καμπανόζ, Τορονλτά
έράευεν δουλείαν=άΐγε aram ak, τάχα — Γιά τ' έκεΐνο έξέγκεν ά άτόσον
τιδέν *κ* έτέρνεν, δλα έντούνεν άπέσ’ Ζύγανα, Άλτύαπαττά Ιλενα, ιλλςχ, Γλλα
άτ’ κ ’ έποινεν τήν κοιλίαν άτ’ χαράρ’ ζητούσε δουλειά άμα ντόίσον δουλείαν βαθέα !
’’Ιλενα»—Στην Ματσούκα ό Καμπαιάς,στή
— έθαρρώ τερώ ά το ν : εϊνας πουρ Μεσοχαλδία ή Ζύγανα καί ατό Άλτόαπάτ = μ ά τί εϊδονς δούλειά=μτφ. δέν βαριέ Έ β γ * λ ’ τ' εναν τ' βμμάτ» μ ’
πούτ’ς άμον χουρτδάν μέ τήν τσίπαν (τουρκική περιφέρεια μεταξύ Ματσούκας σαι’ τακά τ’ = λ.ά. takat, δύναμη άσ’
σό πολλά τό φ α ετόν= απ' τήν αδηφα­ Δύος γειτονάδες έζέλευαν πολλά
πάντα 'ξωκά. καί θοανίας) ή Ιλενα κα) πρό πάντων ή
γία ζα τί= λ ά. zati, φυσικά, άλλωστε ό εΐνας τόν άλλον. Έ μ α θ ε ν ά ό βα-
— Ν τ’ άραεύ'ς άδακέσ’, Γιωλίκα, '‘Ιλενα)' ρεντδιπέρ’ς = λ. τ. r e a p e r ,
λέ’ άτον ό κότσαλης γεωργός" τό κοκκίν=τό σιτάρι έκχ ύ ν’- νά γυρεύ’=νά ζητιανέψω' άχωνάρ' = ®σ ιλ έσ ς κ ’ έκούΐξεν τόν εϊναν καί ε ΐ­
— Κιά ντ’ έξαιλω 'γώ, παδά-Γιαν χωνευτήρας' Ά π ε ν τ έ κ ο τ ο ν = ι οπωνυμία πεν άτον :
νεν— ίρριχνε (έκχννω) σαρηίν=άμπάρι — Πέει με, ντό χάρην θέλτς άπ’ i-
νε, Ιλθ α νά τελώ, γουλπάν’ τσ’, τιδέν άπό δρύϊνα παχιά σανίδια ανμβαλτά στις καταβόθρας' ήνταν έδοΟναν άτον=^δ,τί
1Β1
160 X ρ ο ν ικ ά τ ο 0 Π ό ν τ ο υ Χρονικά τοΰ Π ό ν τ ο υ ___ __ ______ __________________

μέν νά έφτάγω σ ε ; "Α μα , ήνταν θά φέρεν άς τρώγομε χαλβάν. ζω σε τρία άχούλα. Ό τεβεκεΧής έ­
νά τρώγω, παίδοπα μ’ , άπ’ ήμψόν
έφτάγω έσέν, διπλά πα θά έφτάγω Λεξιλόγιο: τδιράχ’ς = λ. yirak,τ. πήρεν τό καλάθ’ καί σίτ’ έπαίνανε σή
ώβόν νά δίτε με, κανεΐται μ ε!»
τόν γειτονά σ'. παραγιός' δά γετ= λ ,π sayet, έξαφνα στράταν λέει άτον ό ζαγκίντς
— Βασιλέα μ’ πολύχρονε, εΐπεν πάλκιτ=λ.π. belki, ίσως' εΟκαιρος— Λεξιλόγιο : Κιντέας = τσουκνίδες Τό έναν τ’ άχούλ’ έν’ : άν λένε σε
άτον έκεΐνος χωρίς νά χά ν’ καιρόν, Αδειανός. γουρζούλα = φαρμάκια ^γουρζουλβς τό χαδίλ’ άσ* σήν τδορπάν καλλίον
έβγα λ’ τ' έναν τ’ όμμάτι μ ’. = πανώλης). έν’ , μή πιστεύ’ς άτο.
Συλλογή τοΰ κ. e ΘΡΟΥΜΜΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ — Ά τ ό έγώ πα έξερα το, εΐπεν ό
Το χ α λ ο ρ ρ α μ μ έ ν ο ν ή ζοΰπκα.
Σ υ λ λ ο γ ή το ΰ κ. I. Μ Β Ν Ο Υ Σ Η Ρ ΙΔ Η τεβεκελής.
Το χαριομάτ' τό φέσ'. — Τ ’ άλλο τ ’ άχούλ’ πά έν’, λέει
Μίαν εινας παιδάς έκατήβεν ά σ’
Ό «Ά βέρω φ ». άτον ξαν ό ζαγκίντς, δ ν λένε σ ε : ή
σ’ ΌρτοΟς τά χωρία κ ’ έσουμαρλάε- Ό σ χωρεμένον δ Πάνον τή Κο
ψεν έναν ζούπκαν. “ Οσταν έφόρεσεν βλακά πολλά μασχαράνος έτον· έ Σ όν Εύρωπα'ίκόν τόν πόλεμον οί νεστία ά σ ’ σήν πάσκαν καλλίον έν’ ,
ά κ ’ έπήεν όπιο’ σό χωρίον άτ’, εΐδεν κουρφίουντουν καί πολλά άμα ή κα· Ά γ γ λ ο γ ά λ λ ' έβομβάρδιζαν ^ πολλά μή πιστεύ’ς άτο.
άτον ό κύρ’ς άτ’ , καί άτόσον κ* έτον λατζή άτ’ πά πολλά έγαπείουντουν. καιρόν τό Τδανάκ καλέ καί ’ κ ’ έπόρ- — Ά τ ό πα έξερα το, εΐπεν ό τεβε­
τσιτωμένον άπάν’ν ά τ’ εΐπεν άτον: Άγαπ έσιμος άνθρωπος έτον. Κάπο­ ναν νά έδαβαίν’ναν ά. Ο Σουλείμάν- κελής, γιά πέει με καί τό τρίτον τ
— ’Ατό τήν ζούπκαν έπάτεσανε σε τε έχάρτσεν έτον έναν μεταχειρισμέ- τδαουης έναν ήμέραν σίτ’ έκαλά- άχούλ’ άς τερώ έκεΐνο πα ντό έν5.
κά καί έρρσψαν άτο άπάν’-ι-σ’ ; νον φέσ’ν άτ’ τόν Τξοράν’ τόν Σά β τξευεν κ* έσυζήτανεν σ' άτό άπάν5 — Έ κ ε ΐν ο θά λέγω σ’ άτο δσταν
βαν καί ήμπαν έλεπεν άτον έντοΰνεν σήν καϊβέν άπέσ’, τζαΐζ’ καί λέει πε- πάμε σ’ όσπίτ’ , εΐπεν άτον ό ζαγ
Λ εξιλόγιο : έσουμαρλάεψεν =s λ τ. ά σόν νοΟν άτ’ . Τόν Τξοράν" άτό ριπαιχτικά γιά τ’ Ά γ γ λ ο γ ά λ λ τ ς : κίντς.
lsm arlam ak, παράγγειλε' ζούπκαν = πολλά έρχουντουν άτον. Πάντα έν- Νέπε, γαϊδάρ’ παιδία, τό_Τδανάκ· "Οσταν έπήγανε σ’ όσπίτ , λέει τόν >
στενό κατά τά σκέλη τοπικό πανταλόνι' έ ­ τροπάγουντουν σοίν άνθρώπ’ς σουμά. καλέ γοτζαμάν Ά βέρω φ ’ κ ’ έπόρε­ τ εβ εκελ ή ν; ,
πάτεσανε σε κά — ok βάλανε κάτω μέ «Καί ντ’ έμορφος είσαι μέ τ' έχάρ· σεν νά έπεράν’νεν ά, κ ’ έσεΐς μη θά — Έ , τό τρίτον τ’ άχούλ’ πα εν :
τη βία, τσα σε τό φέσ’», έλεγεν άτον τρίς άν λένε σε ό έφτωχόν άσ’ σόν ζαγ-
περάνετ' ά ;
τήν ώραν ό Πάνον. Μίαν κι άλλο κίν καλλίων έν’. άτό πα μή πιστεύ'ς
Ό πχιδάς χ α λ β χ ν έθέλνεν Λεξιλόγιο : Σουλεϊμά ν ·τδ<3θύης=»
μίαν σ’ έναν μηνίνικον έντώκεν ά Αστυνομικός που ύπηρέτησε πολλά χρόνια άτο.
Εϊνα ς μάστορας έστειλεν έναν ή ­ ξάν σόν νοϋν άτ’. Ό Τξοράντς άρ Ό τεβεκελής άλλο ’κ_ έβάσταξεν^
ma Κοτύωρα' σίτ’ έκαλάτζευεν= ένώ
μέραν τόν τδιράχ’ν άτ’ νά πάει φέρ’ τουκ έπουγαλεύτεν. Ά λ λ ο ύπομονήν Έ δ έ κ ε ν έναν λάχταν κ ’ έσκωσεν κ ’
μιλούσε σήν καϊβέν άπέσ’ = μές οιό
κάτ5 νά τρώνε. Έ δ έ κ ε ν άτον εϊκοσ’ ’κ ’ έπόρεσεν νά έποΐνεν Έ β γ ά λ λ ’ τό έσυρεν τό καλάθ' άσ σό παλκόν
καφενείο' τξαΐζω= φωνάζω γοτζαμάν
παράες καί εΤττεν άτον : φέσ' άσ’ σό κιφάλ’ν άτ’, σύρ’ καί άφκά κ' έκλώστεν εΐπεν τόν ζαγκ1ν'
— λ.τ. kocam an, πελώριος.
— "Επ α ρ ’ άβοΰτα τά είκοσ' παράες τσερίζ’ά σοίν άνθρώπ’ς έμπροστά, έ­ — Έ σ έ ν πα άν λένε σε άπέσ’ σό
καί δέβα φέρεν όλίγα έλαίας άς τρώ- φτάει ά κουτούρα καί κομμάτα κα ί : Έ σ ύ not μή πιστεύ’ξ άτο. καλάθ’ έπέμ’νεν Ινα ν σα γλάμ’ τδα
γομε. « Σ ’κοϋμαι χέζω σ’ έδέκες με τό φέσ’ τάκ', έσύ πα μή πιστεό’ς άτο.
άπέσ’ , ά λ έ ς ά λές !» εΐπεν κ' έδέ­ ’Έ τ ο ν εϊνας ζαγκίντς πολλά τζιγ-
Ό τδιράχ’ς άτ’ έγάπανεν πσλλά Λεξιλόγιο: ζαγκίντς=λ. τ. zenkin,
κενές. "Ε ν α ν ήμέραν έπήγεν σό πα-
τήν χαλβάν. βεν πλάν. πλούσιος' τζιγε\£ς=τσιγχάνος, τσιγκού­
ζάρ', έγόρασεν έναν στίβαν τσανάκια
— Μάστορα, εΐπεν άτον, άν ’ κ ’ ηύ· Λεξιλόγιο : μασχαράνος = εύθυμο- κ’ έσέγκεν άτα δλα σ ’ έναν /καλάθ' νης' τδανάκια=λ. τ. 9anak, πιάτο έ
ρίκω έλαίας, παίρω φέρω χαλβάν ; λόγος, αστείος' έκουρφίγουτουν= παι σέγκεν άτα =·ταβαλε' χα μα λλούκια =
άπέσ’ . Γιά νά μή πλερών' χαμαλλού-
— ’ Ελαίας άν κ ’ ηύρίκ’ς, έπαρ' φέ­ νευότανε' άρτουκ=Α.τ. artik, πιό, πλέον' λ. τ. hamallik=/*eta<pop‘*a· ένοΟντσεν
κια, ένοΟντσεν έναν δαβολσύναν. Έ -
ρεν όλίγον τυρίν, εΐπεν ό μάστορας. έπουγαλεύτεν— λ. τ. bunalm ak, σιενο- — σκάφτηκε' Κοδάν=λ. τ. kose, γωνία
κάτσεν σ' έναν κοδάν κ έσκάλωσεν
— Κιά, τυρίν πα δν ’ κ ’ ηύρίκω, χωρέθηχε' μην(νικον=όνοίΜασηκή ίορτή' έσκάλω σεν= άρχισε' έκούϊζεν=φωνα·
κ’ έκού'ίζεν : « Ά χ ο ύ λ ’ πουλώ, ά χούλ’
τσερΙζ,ω=αχίζω' κουτούρα=κο/χ«ατά-
παίρω φέρω όλίγον χαλβάν ; έρώτε­ πουλώ !* Έσ ούμω σ εν άτον εϊνας τε­ ζε· άχούλ5= λ ά. a k il, μυαλό, γνώση'
σεν ξάν ό παιδάς. χια, θρύψαλα' δ λές - δ \ές = καημένε τεβεκελής=λ. τ. tevekkeli, χασομέρης,
βεκελής κ' έρώτεσεν άτον : «Πώς που-
(κυριολ. θά πεΐς-θά πεις).
— Τυρίν άν ’κ ’ ηϋρίκ’ς... Πώς κί λεΐς τ’ άχούλ’ ;» Εΐπεν άτον κι ό βλάκας' χα όΙλ’=κουρκούτι· τδορπάν=*
ζαγκίντς : « Έ π α ρ ’ καί δέβα άβοϋτο λ.τ. ?orba, σούπα' \άχτα=κλωτσιά' σα-
θά ηύρίκ’ς ! ’Ά μ α δάγετ ’κ ' ηύρίκ’ς Α π ' ήμψόν ώβόν.
καλόν τυρίν, επαρ’ φέρεν όλίγα άλι τό καλάθ’ σ’ όσπίτι μ ’ καί θά μαθί- γλά μ’=Α.τ. saglam, γερό.
Εϊνας χέρα είχεν πέντε παιδία.
κά όψάρα, εΐπεν ό μάστορας.
'Έ ν α ν ήμέραν έμάειρεψεν κιντέας,
— Κιά, μάστορα, εΐπεν ξάμ ό παι· έβρασεν. καί πέντε ώβά καί έκάτσεν
δδς κ ’ έκοντοστάθεν σ' άργαστερί’ σό φαεΐν. Ά σ τ ’ έφαγαν τά κιντέας
τήν πόρταν, πάλκιτ' όψάρα πά ’ κ ’ κ* υστέρα, έδέκεν τά μωρά τ’ς άπό
ηύρίκω. ΕΟκαιρος τό θά κλώσκομα^, έναν ώβόν. «Μάννα, Νεΐπαν άτην τά
όπίσ’ παίρω φέρω όλίγον χα λβάν; μωρά, γιά τ' έσέν ώβόν 'κ ' έβρασες,
— Έ γ ρ ο ίκ ’σα το, δκύλ’ κουτάβ’ , έσύ ώβόν ‘ κί τρώς ;».
εΐπεν άτον ό μάστορας. Τ ' άρ’ δέβα Εΐπεν κ ’ έ κε ΐνε : « Έ γ ώ γουρζούλα
Χρ·νικ* TOW Π ό ν τ ο υ

ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Σ υ λ λ ο γ ή ·*ού Ξ έ νο υ 1·νιτα Φβ®ρημ·ντι duo xmv
κ α θ η γ η τ ή τής Β ν ζ α ν τιν^ ς Μ ονοιχ^ ς κ. 5 . Κ ο ρ Ι
0 ΓΙΩ Ρ; ΑΓΑΣ
Βάϊσμαν (ι) / ΔΙΠΡΡ\ΚΤΜ Θ ΕΑ ΤΡΙΚΗ ΗΘ Ο ΓΡΑΦΙΑ
Χοΰ κ. ΧΠΡΑΛ. ΧΡ. ΑΕΜΟΜΟΠΟΥΛΟΥ
Ηχος jj H a ?· Ρυΰμός ’ Ιωνικός βσημος. Χρόνος μέτριος γοργός.
(lp e a u n a έρθα έκλεψα σε κιάν’ μέ τά δώδεκα
1. Γιώρ' άγας Ά ν τ ρ α ς 55 περίπου έτών. παιδία άσ’ σή κυροϋ σ’ τ ’ όσπίτ’
2. Μαρία . . Γυναίκα του 52 έτών. άπέσ’. Ό κύρ’ -ι·σ’ , — λαφρόν ή νύχτα
·>

3. Ν ικ ο λ α ; . Γ ιό ς τ ο υ ς παντρεμένος. χ’— , κρούει σό νοΰ σ ; ’κ ’ έθέλνεν
1 Ρα ϊ και τω Βα ι t ων 4. Πέτρος . . Γιός τους, φοιτητής στό νά έπαίρ'να σε « Έ γ ώ , έλεγεν ό σ’ χω
Φροντιστήριο τής Τραπε·
σεν κερ κε λικαι μεν ω βω ω νι. ζούντας. ρεμένσν, τοί Χατζη-Λευτεράντας κ ο ­
5. Δέοπ» Κόρη τους άνύπαντρη. ρίτσ’ ’κί δίγ’ άτ’ς». Έ ε ε I Έ κ ε ΐ ν ’ τή
6. Λ ά μ ι τ ο ς . Παραγιός τους. νύχταν έπήγαμε έστεφανώθαμε κρυ­
7. Ε λ π ίδ α . Γυναίκα του Νικόλα.
Μοιρολόγι Μεγάλος Παρασκευής Ο ) 8. Καρύδας Κουμπάρος τους.
φά σή Σιναλοϋς τήν Παναγίαν. Κ ι’
όντάς έκλώσταμε σό Τδάμπαδην, ά
Ηχος Jj Πα φ. Ρυ»μός σννΰετος. Χρόνος μέτριος αργός. Πράξη Α δακά, άδά, σό δέντρον άφκά, έκά-
Σκηνή ΐη τσαμε όλίγον, ένεπάγαμε καί είπαμε
Καλοκαίρι στήν έξοχή. Ή σκηνή παρι­ έντάμαν τά τέρτα καί τά πόνα μσυν.
στάνει £να κομμάτι τοΰ δάσους Τσαμ- Κρούει σό νοΰ σ’ ;

— ν^^Ι Ι ν ^ ^ ι ι ν — ^ __ λούκ τοϋ Τσάμπαση. Ό Γιώρ" άγας μέ τή Μαρία ' Καί λές νά έν’ άβοΟτο
γυναίκα του καί τά παιδιά του πήγαν έ­
Ση με ρ 3ν μαυ ρος ου ου ρα νο ος ση με ε ε έκεΐνο τό δέντρον ;
κεΐ γιά έκδρομή. Α ν ο ίγ ε ι ή αύλαία καί
παρουσιάζεται ό Γιώρ' άγάς μέ τή γ υ ­ Γιώ ρ ’ άγάς. Ά ρ ’ έκεΐνο τό ίδιον
ναίκα του κάτω άπό Mvcx δέντρο καί συ- έν’ ! Έ γ ώ σουμαδεμένον έχ' άτο μέ
=s;^> ^IV. '—5 ^ 1 1 '^ ζητοΰν καθισμένοι χάμω. τό μαχαίρι μ ’. Κι άς λέγω σε τήν ά-
Γ ιώ ρ ’ Αγας. Μάρια ! Καλά έλεγα μα ρτία μ’ ; Κάθαν χρόνον ά σ ’ τ ’ έβγαί·
ρον μαυ ρη με ε ρα ση με ρον ο ο λοι θλι ι βον ται
σε όψέ τό βράδον, ό καιρός όσήμερον νομε σό Τδάμπαδην, έρχομαι άδακά,
καλός θά εν’. Είδες ; Ή δίσα έσ’κώ­ . κάθομαι άφκά σήν έβόραν άχτε καί
HV— < — θέλω νά άπλοϋμαι άδά σ ’ εύλογημέ
11 θεν, ό ήλον έπήρεν. Ά κ ο ύ ς τή θεοΰ
τά πουλόπα ντ’ έμορφα κελαϊδοΰν νον τόν τόπον καικά. Ά π ρ ά να ν μα
και τα cr βου να λυ πουν ται ναχός σίτα έπλούμ’νε, ένούντσα όλί
άδά σό Τδαμλούκ’ άπέσ ; Γιά τέρεν
άκέσ' ντ’ έμορφα φαίνουνταν τή Γα γον τά παλαιά. Τ ’ όμμάτα μ ’ έγομώ
ρά κιολης τά τεπέδες χονιμένα !Άφ · θαν όστάν είδα έγώ έμέν άέτσ’ γέ
Τραγούδι παιδικό. κακαικά τό Σ εμ έν’ , τά καγκέλα, ή ρον, πώς έχάσα τά νεότητα μ’ , κι’ έ
Σιναλοΰ. (Τά δείχνει ένα ένα μέ τό τραγώδεσα άσ’ σήν ψήν κιάν’ έκεΐνο
Ηχος " Πα 9· Ρυ&μός 4σημος. Χρόνος μέτριος άργός (’) χέρι) Ά χ ά ή έγκλεσία τ ’ς πά, ντ’ τό τραγωδόπον. Έ ξέρ τς ποιον ; (τρα ­
έμορφα τδαρτιλίζ’ τή Σιναλοϋς ή Π α ­ γουδάει) :
('Λπ46οοη Θ Ε Ο Δ Ο Σ ΙΑ Σ Τ Σ Ι Μ Π Ε Ρ Λ Η )
ναγία, νά βοηθά μας ! (Κάνει τό Έ λ α , πουλί μ ’, έλα, άρνί μ’ , έλα μή
σταυρό του). τυραννίεις με,
-1

1— — » — .ξ— _
J

1
J
J

• * c| Kr σ ’ έγκαλόπο μ’ έτράνυνες κι άτώρα


Μαρία. (Κάνοντας τό σταυρό της).
F λ nr ι/nr am . _ Ναί, Γιώ ρ’ άγά, οδλα πά έμορφα εί­ ’ κ - έγνωρίεις με.
ναι. Ό Πανάγαθον, γουρτΐάν άτ’ νά Μαρία. Νέπε, Γιώρ’ άγά, κάτ’ άς
ΐνομαι, άδκεμα δουλείας ’κ ’ έφτάει. λέγω σε, έσύ ό άνθρωπον κάπως έχά-
Γ ιώ ρ ’ άγ&;. Γάρη, έξέρτς ντ’ έρ­ σες τόν νοϋ σ’ . Ντό θέλτς νά μα-
την κάν τη λι ι τσαν να χαι ρουν ταν οι α α yoi θεν σό νοΟ u’; θά\>τς ; Τά χρόνα δαβαίν νε κι ό ά ν­
Μαρία. Ν τ ’ έρθεν σό ν ο ΰ σ ’, χαΐρ θρωπον γερά. Ντό νά έφτάμε; Ά έ τ σ ’
6λά ! έπλασε μας ό Παντοδύναμον.
1) Β Μ » .: Β. Ά χβνλβυ. Λαογβαφ ιχά Κ ο « * » . ν , «. » 77- » 7β. Γ ιώ ρ ’ άγάς. ’ κ ’ έξέρω άν ένέσπα- Γιώ ρ άγάς. Ναί. ’ Α έτσ’ έν’. Ό άν
λες ά έσύ, έγώ καμίαν ’κι άνασπάλλ’ θρωπον γερά, άμα κάτ άς λέγω σε
Λ^ν.«νΠαΓ λλαΥΛ Γ ' μ,λα,Μθί ” * ,9<,Y0'’fil0fl ° 4,0« PU" ’ " 4 »» ««Χ»* Μας, ο*. ,».
8” S ° t4 Λ<" * α ! « Τά Τ ό Η ,Ιμ ,ν ο τ , ν „ , γ . ν » , ο Ο «τή » .λ u .. ά Τριάντα χρόνα έγόμωσαμε άσ’ τό έγώ πά ; Ή καρδία καμίαν ’ κί γερά.
164 Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ

Έθαρρώ έκεΐνος ό παλαιόν ό Γιώρ’ σ ’κοΟται άσ’ σόν κόσμον, θά νεβήεται


άγάς είμαι. Γάρη, κάπως ένουμ’νε. ή γενεά μουν κι άλλο ό Πόντιον άσ’
Γιά έλα σούμωσο με, δός με τό χέρι σόν άλλον ’κί θά έγνωρίεται. Νέπε,
σ' άς κρατώ γ·ά όλίγον άπέσ σά ξάι νουνίεις άτα άτά τά πράματα, ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ίδ ρ ύσ εω ς ιο ύ σωματείου μας « Ε π ι τ ρ ο π ή Πον"
χέρα μ’ κι άς κοιμούμαι Εναν ξάι άδά γιόκσαμ άτά γιά τ’ έσάς παιξηγέλα- ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΜΕΛΕΤΟΝ t ιαχών Μελ ειώ ν», τού οποίου έ ρ χο μ α ι σήμ8"
σό σκουντουλισμένον τόν τόπον και· σης ε ίνα ι; Έ ε ί ! Ά ν ο ί ξ ’ τε τ' όμμά­ ρον νά χ ά μ ω συνοπτικήν άνα σ κό π η σιν τοΰ
Τ ή ν 10 Ία ν ο υ α ρ Ιο υ ίγιν· Γ β ν ικ ή Συ νέλβνσ η τής
κά. έπ ιιε λ ε σ θ έ ν ιο ς έργου κατά ι ό δια ρρενσαν χ ρ ο ­
τα σουν καί τερέστε καλά οδλ’ έσουν •Επιτροπής ΙΙο ν χ ιο κ ώ ν Μ ελεχώ ν. Κ ο ν ία σχά Αλλα
Α ντικείμενα πού συζητήθ ηκα ν, ίγ ιν β καί μιά ουνο- νικόν οΰτό δ ιά σ ιη μ α , άφοΰ π ροτάξω όλίγα
(Παίρνει τό χέρι της. Τό κρατάει μιά νά φυλάττετε τήν γλώσσαν τ’ έμαθε- « χ κ ή έπισκόπτιση τοϋ §ργου χού λαμπρού μας ού- ϊιν ά περί τή ς ίδρύσεως αύτοΰ. ν
στιγμή. Ή Μαρία παραξενεύεται καί άπο· χοΰ έπ ισχημονικού ΣοβμαχεΙου άπό χό δια κεκριμένο
σύροντας τό χέρι της μέ τρόπο λέγει) ί τε ά σ’ σόν κύρ’ν έσουν κι άσ’ σόν καί άκούρασχο συμπαχριώχη μας κ. Χ ρ υ σ . Μ υ ρ Ιδ η .
Ό έν Θεσσαλονίκη ύπό τήν π ρ ο ε δ ρ ία ν τοϋ
πάππον έσουν Γιόκσαμ... Χ ρ έο ς μας θεω ρούμε νά έξάρομε κ* έμιϊς : ένθ ερ μου π α ι ρ ι ώ ι ο υ κ. Θ. Κ. θ ε ο φ υ λ ά κ τ ο υ ία-
Μαρί α. Νέπε, έσύ έχάσες ά ; Ά φ ’ς — Τ ή μ νημ εια κή προσφορά σχό δλο ?ργο χοΰ τροΰ Κεντρικός Σύνδεσμος τών Ποντίω ν δ ι ’ έ γ ­
Δέσπω. Σωστά καί καλά λές, πά­ Π ροέδρου χτ»ς *Επιχροπής καί φ ω χισμένου ΠρωΦι·-
τό χέρι μ’ , έντράπ’ όλίγον, τά παι- ράρχη χής ’ Ε κ κλη σ ία ς κ. Χ ς νσ ά ν^ ο υ .
γρα φου του πρός ιό ν σ ε β α σ μ ιώ ια το ν μ η τ ρ ο π ο ­
δία ερχουνταν καί στέκ’νε. τερα. Καμίαν τή γενεάν έμουν ’κί — Τ ή σοβαρό ιαχη συμβολή χού ΔιευΟ υνχή χού λίτην Τ ρα π εζούν ιο ς κ. Χ ρ ύσ α νθ ον ι<ρ 1927 ν-
«•Αρχείου Π ονχου» κ Α. Α . ΙΙα π α δοπ ούλου, γιά χή ν πέδειξε ιή ν άνάγκ ην τή ς συσιάσεως έν Ά θ ή ν α ι ς
(Φτάνουν τά παιδιά: Ό Νικόλας, ό Πέ· πρέπ’ νά ψευτύνομ’ά. Ό Πέτρον, ό λ π ισ ιη μ ο νική κ* έπ ιμελημένη άπό κά θ ε άποψη έμφά-
Tpoc καί ή Δέσπω) νιοη χών gvbcxu χομω ν χού π εριοδικού καί γιά χΐς
επ ισ τη μο ν ικ ής έ π ιιρ ο π ή ς π ρ ός συλλογήν καί
καημένον, άκομάν μικρός εν’ καί ’ κ ’ χερισπούδασχες μελέτες χου πού δημ οσ ιεύ χη κα ν σ* διά σω σιν τοϋ γλ ω σσικού θ η σ α υ ρ ο ί τοΰ άλη-
Νικόλας. Πάτερα, Οργίσαμε όλίγον, έφτάν’ ό νοΟς άτ’ . Έ ξέρ τς , πάτερα, αύχούς σμονήιου Πόντου, όνομάσας καί ι ό π ρ ός συ­
έπήγαμε οΰς τά πρόγατα σουμά. ποιον λέει φ λογέρα ;
— Τ ή ν άξιόλογη ύπηρεσία πού πρόσφεραν σχήν
νερ γα σίαν μέλη α ΰ ιή ς.
δλη προσπάίΚια μέ χΐς πολύχιμες συνεργασίες χους
Γ ιώ ρ ’ άγάς. (Συμμαζευόμενος). " Α ! οΐ Δ. Ο Ικο νο α ίδ η ς, Γ . Σουμι»λίδης, Ε υ φ ρ οσ ύ νη Σ ιδ η - Ή ’Ε π ιτρ ο π ή κ α ιά τή ν π ρ ώ ι η ν αυτής συ
Γ ιώ ρ ’ άγας. Ποιον λέει, γιάβρουμ; ροπ ούλον, Χ ρ υ σ . Μ υρίδη ς, Θ εμ. Ilo σ x ιά δ η c. Π . Με* νεδρίαν τής 26 Μαΐου 1927 ά π ε ς ά σ ισ ε νά μή
"Ερ θ ετ ε ; Καθέστε, καθέστε, τ’ όλη· λανοφ ρύδης, Δ . Κ Παπαδόπουλος, Δέσπ Φω σχηρο
Φολγέρα, φουλογέρα, πώς είπες ά, ή π ε ρ ιο ρ ισ θ ή ε!ς τήν διά σω σ ιν τοΰ γλωσαικοΰ
μέρα πά σουμών’ καί στέκ’ , θά τρώ­ «ού λο υ , * ορδ. Β α μ β α κ ίδ η ς , Κ ω ν. *Αλεξιάδης καί οί
γλώσσα μ ’ πά ’ κί κλώδκεται σ ’ άτά Αλλοι μας λόγιοι. μόνον θη σ α υ ρ ο ύ άλλά νά έπεκταβχί κ α ί είς τόν
γομε. Έ π ή γετε καί σά πρόγατα κέσ’; Ί δ ια ίιε ο α σημειώ νομε χ ή ν έμπνρυσμένη πρωχο- λ α ογ οα φ ιχ όν θ ησ α υρόν, ά κολούθω ς δέ προ-
τά τδατραφίλ’κα τά λόγια. βουλία χο ύ Π ροέδρου χής « Ε ύ ξ ε ίν ο υ Λ έσχης* Θεσ-
Μ έρ ' ε ίν α ι; βαλον κης Ια χρού κ. θ . Κ . θεοφ υ λά κχο υ , πού ή άρ- σλοβούσα νέα μέλη άπετέλεσε δωδεκαμελές
Νικόλας. Έ ν τ ώ κ ε ν άτα ή ζέστα κι Δέσπω Τό γα βά λ’ λέει, πάτερα, χική χου Ιδέα χοσο πλούσια καρποφόρησε. δ ιοικ ητικ ό ν συμβούλιον, τό όπ οιον άφοΰ έθεσβ
τή τδοπανίων τό χειλέβρ’. Δημοσιεύονχας παρακάχω αύχούσια χή ν όμιλία τάς βάσεις καί έχάραξε ι ό π ρ ό γρ αμ α ι ώ ν έρ·
ό Αάμπον εΐπεν τοίν τδοπάντς νά χού κ. Χ ρ . Μ υ ρ Ιο η , Ιχ ο μ ε νά χονίσομε. κ ι αύχή χή
*ιορά, χή ν ύποχρέωση κά θε Π ο ν τ ίο υ νά ένισχύοει γα σιώ ν του ώρισε ιό ν τίιλ ο ν α ύ ιή ς « Έ π ι ι ρ ο π ή
κατηβάζ’ν άτα σή Γαζέν-κιλης τ' όρ- Γ ιώ ρ ’ άγας Ά α ! Τό χειλέβρ’ ! χή ν προσπάθεια χής Έ π ιχ ρ ο π ή ς γιά χή συνέχιση τού Π ο ν τια κ ώ ν Μελειών» καί π ροέβη ϊ ΐ ς τή ν προ-
μάν’ άφκά. Ά τ ό τ ’εύλογημένον, τό νανουρίζ' κα| χόσο π ολ ύ ιιμ ο υ ίρ γ ο υ χης, πού χιμά Ιδια ίχερα χόν κήρυξιν δ ια γω νισ μο ύ π ρ ό ς ουλλογήν γ λ ω σ σ ι­
χόπο μας καί δλον χόν πονχιακό κοσμο.
Πέτρος. Ναί, πατέρα, πήγαμε νά σ'κώ ν’ καί θή κ’ τά πρόγατα, άτό τ κού κιιί λ αογρα φ ίκ οΰ ύλικοΰ. Ά ρ γ ό ι ε ρ ο ν τό
έμορφον τό γαβαλόπον, π’ όντάς ά ’ ΕΠΙΤΡΟ ΠΗ ΠΟΝΤΙΑΚΟΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ένδιαφέρον τοΰ σ ω μα ιείου μας έπ εΗειά θη είς
δοΰμε τά πρόβατά μας. 'Ακούσα με τή ν περισυλλογήν καί ισ τορικού ΰλικοΰ, δ πω ς
Ά ν α σ κ ό η η σ ις τον ερ γ ο ν της ( 1 9 2 8 — 1 9 4 3 )
καί τούς ποιμένας νά παίζουν γλυκά κοΰς ά εύχαριστείεται κι άναπάετα1 άλλως τε φ α ίνετ α ι κ α ί είς τ ό Ιον ά ρ θ ο ν ιο ΰ
χ α ζ ά χ ή ν Γ ε ν ι χ ή ν 2 υ * έ λ ε ν ο ι ν τ ή ς 3 0 ή ς Ί α*
τήν φλογέρα. ή ψή σ’ τ’ άπέσ’. Νίκολα, γιά παΐξον ν ο υ ρ ίο ν 1944 κ α ι α σ ι α ι ι κ ο ΰ έχον ο υ ι ω : « Ι δ ρ ύ ε τ α ι έν Ά θ ή -
Γ ιώ ρ ' άγάς Νέπε, Πέτρον, έσύ ξαμ ά ό λ ίγ ο ν δτσ ,’ θέλω ν ’ άκούγω τό Δέκ« π έν ιε σ υνεπληρώθησαν ειη άπό τής ναις Σ ω μ α ι ι ΐ ο ν ύπό ιό ν ιίτλ ο ν « Έ π ι ι ρ ο π ή
τά ίδια έοκάλω σες; Ντό φουλογέρα λαλόπον άχτε. Ποΐσον έκεΐνο τή Γα-
καί μουλογέρα λές άτουκέσ’ . 'κ ' ε ί­ ρά-κιολης τήν τραγωδίαν.
οδλ’ οί τδοπάν’ καί οί δοΰλ’ έμουν δεικτικό : νά' τδαρτιλίζ’— λαμποκοπάει'
παμε όντάν είσαι σ' όσπίτ’ μέ τ’ έ- (Ό Νικόλας παίζει λιγάκι τή φλογέρα
πά άγαποϋν άτον. γουρπάν’ ά τ'= λ.τ kurban, wi τοϋ γί­
μας, θά καλατζεύ’ς άμον έμάς χω- κι’ ό Γιώ ρ' άγας συνεχίζει):
Γιώ ρ ’ άγας Νέπε, έγώ τήν δουλεία νω ϋνοία χαΐρ όλα = εχφρ. τ hayir
ρέτ’κα ; Έ κ ε ΐ , σό σκολεΐον, σό Φρο- Ά έ τ σ ’ ! Έ μ ο ρ φ α ! Ά τ ώ ρ α δεβάτε ola, ok καλό μας' έβύρα=ϊακιος ' άχτε
μ’ έξέρω κ ’ έφτάγ’ά καλά. Ά τ ό ν τόν
νιτιστήριον— πώς λέν ά κέλα - τή Τρ α ­ άγλήγορα συνταυλίστε τ' δψιμον, χτητ άντων. του &·πρ&να\ = προολίγον'
Λάμπον. μικρόν παιδίν, όρφανόν ό-
πεζούντας δνταν είσαι, καλάτξεψον έτοιμάστε τά πριζόλας καί στρώ­ σείτα=8>’ώ' έπλούμ’νε = απλωνόμουν'
στάν έπήρα τον, έγνάψα ντό Θά ’(νε
δπως θ έ λ τ ς .Ά δ ά , μέ τ’ έμας, θά λές στε τό τραπέζ’ δς τρώγομε. Τ ’ όλη- ένούντσα— σκέφτηκα' γαρή== λ.τ. kari,
ται καλός καί δουλευτέας. Ά π ό μι­
τή κυροΟ σ ’ καί τή πάπονος i -σ’ τήν μέρα σουμών’ καί στέκ*. Νέπε, Ν ίκο­ γυναίκα ένουμ’νε = έγινα' έναν ξά ι=
κρόν παιδίν έξυπνος έτονε' γιά τ’ έ
καλατζήν, Ά κ ο ϋ ς ; Ά μ έ τ α , στείλομ’ λα, γιά έλα δά έσύ. ( Ό Νικόλας πλη­ λιγάκι' σκουντουλισμένο \·=·μοακομνρι·
κείνο έγώ πά έκράτεσα τον παρα-
άτ’ς σό σκολεΐον, μαθάν’νε πέντε σιάζει, οί άλλοι βγαίνουν). Γιά πέ'ί σμένο μέρ’=ποΰ· έντώκεν = χτύπησε'
παίδ’ σουμά μ’ καικά. Κ ι ’ δς λέγω σε
παρών γράμματα καί ερχουνταν με, Νίκολα ό Αάμπον ντ’ εποινεν σά ξά μ=£άν, ξανά, πάλι' κ α\αιζεύω=μιλώ
τήν όρθίαν ; δμον τό παιδί μ ’ εχ ά ­
γαρδοΰ τήν γλώσσαν άτουν Νέπε, πρόγατα κέσ’ ; Είδες ά τ ο ν ; Πώς φαί­ ερχουνταν γαρδοΰ =άπαρνυϋνται (γαρ-
τον κι άτόν πά. Ξάι άπ’ έσάς κί θέ­
μέρ’ είδες ά γραμμένον ά τ ό ; Καί νεται σε, έφτάει καλά τήν δουλείαν δοΰ= λ τ. kaTSi, αντίκρυ)’ καπίκ'=νό·
λω νά χωρίζ' άτον.
πώς έθάρρεσες, ναί άνευλόγετε. Τ ’ άτ’ ; Έ γ ρ ο ικ δ καί κουμανταρίζ* τοί (σ υ ν ε χ ίζ ε τ α ι) X R P . X. Λ Ε Μ 0 Ν 0 Π 0 Υ Λ 0 Σ μισμα ρούσικο' τεκελτέρ’κα = σαχλα,
έσά τά έλλενικούρας σ ’ έμέτερα τά τδοπάντς ; αστεία νεβήετα ΐ= σβήνει' γιόκσ α μ = λ .
Λ εξιλ ό γ ιο : δίσα = ομίχλη· Τδαμ-
χωρέτ’κα σουμά καπ ίκ’ ’ κι άξίζ’νε. Νικόλας. Πολλά καλός καί άξιος ι. yoksa ψ τδατραφίλ’κα = στριφνά’
λούκ’ = τοπωνύμιο, δάσος άπό πεΰκα,
Κ ' έπεκεΐ, νέπε, ξάι ’ κί νουνίεις; έν’ , πάτερα. Ντό νά λέγω σε, τή Λάμ- γα βά λ’= λ τ . k a va l, φλογέρα' χειλέβρ’
κοντά ατό Τδάΐίπαϋη' άκέσ = χαταχεΐ
Ο δ λ ’ δμ ον τ’ έσέν άν έψτάνε καί κα- πονος τήν δουλείαν τρί’ νοματοί πα Γαρά Κιό λ '— δρος κοντά στό Τδάμπαδη — φλογέρα' τδόρ τα=&άμνοι' όλημέρα
λατζεύ’νε άτά τ’ έσά τά τεκελτέρ’κα, 'κ* έποροΰν νά έφτάν’ ά. Οϋς νά βρα- με άπόλνιο νψος 3096 μ. τεπέδες==λ.τ — μεσημέρι· έγνάεψα καί έγνά ψ α =
άσ’ σά τριάντα-σεράντα χρόνα κ ’ ύ­ δύν’ σή δουλείας άτ’ τό κιφάλ’ ά­ tepe, χορφίς' Άφκακαικά=παραxdΓCo, λ.τ. anlam ak, κατάλαβα παραπαίδ’=
στέρια τ’ έμέτερον τό καλάτζεμαν θά πάν’ καματερός, προκομμένος, καί καγκέλα— στροφίς τοϋ δρόμον Ά χ ά = παραγιός.
<Μ Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο ν
Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο ν 157

Π ο ν τια κ ώ ν Μελετών» σκοπόν εχον χήν περι- Τ ρ α π εζο ΰ ν ιο ς Χρύσανθον, “ Α ν θ ιμ ο ν Παπαδό-


συλλογήν, μελέτην καί δημοσίευσιν γλωσσικού, γητοΰ τή ς φ ιλ ο λ ο γ ία ς, ό λόγος έδ ό θ η είς τόν ιεράρχην τελευχοΐον χαύχης έχπρόσωπον.
π ο υ Α .ο ν , Δ η μ ο σ θ έ ιη ν Η. Ο ί-ο ν ο μ ίδ η ν , Χρή- Ή Ε κ κ λ η σ ί α Τ ρα π εζοΰντος, ή ό π οία πα-
λ α ο γ ρ α φ ικ ο ν καί ιστορικού ΰλικυϋ τοΰ Π ό του». στον ΚαλαντιΛην, Λ εωνίδαν Ί α σ Ο 'ίδ η ν , Σταΰ- Γενικόν Γ ρ αιιιιατέα χ. Η . P u e c h δ ιε υ θ υ ν τ ή ν
Π ε ρ ί β ιλ ιο γ ρ α φ ίο ς δέν έγένειο λόγος, άλλά καί τής Σ χ ο λ ή ς τώ ν όχωτέμων οπουήών, ό όποιος ρέπχεν f-|ς ιό ν συγγραφέα ι ή ν tu x n iy i a v eu ·
ρον Ν ιχο λ α ί^η ν , Λ άμ π ρον Λ α μ π ρ ια ν ιδ η ν , Χρυ peuic floavciiv1^ ? ά 'α ο κ ο π ή ο ρ ω ς xo0 Ιΐόνιοιι,
τό κεφάλαιο ν ανκό, λίαν ουσιώδες, δέν παρη σοστομον Μυρί^ην, Κωνστα ντίνον Κανσήζ, είς τήν σ χετικ ήν έ χ θ ι σ ι ν τή ς επ ιτρ ο π ή ς έπ ι
μελήθη. τών β ρ α βείω ν όναιιέρει ότι απενει*ήθη εις χό onoti^Xfi μχηυεϊον φ ω ιε ιν ό ν χής πολυμ*»θείας
Θεμ ισ τοκλήν ΙΙα σ ιιά δ η ν , Λάζαρον θ ε ο δ ω ρ ίδ η ν , κ ο ι βυΟυνοιας χοΰ δια πρεπούς Ά π ο κ ρ ι ο α ^ ί ο ν
Α ί οίκ ονομικα ί σ υ ν θ ή κ α ι, ΰφ" ας εϋρέθη ‘Α β ρ α ά μ [Ιολυχρονιάδην, οί όποιο ι ά π ε τ έ λ β - « Ά ρ χ ε ϊι ν Πόντου» ι ό βροβ^ϊον Κ ωνοχοντίνου
χαχά ι ή ν έναρξιν τοΰ έργου της ή Έ π ι τ ρ ο π ή Ζ ά π π α , κ αί ό δπι ΐ ς μειυξΰ άλλων πι ρί χοΰ χοΰ Οικουμεν ικ ού θρ όνου, Οίλει δέ ασφαλώ ς
σαν καί έ π ισ ήμ ω ς τό Διοικητικόν α ύ ιή ς Σ υ μ ­ έξι π η ρ ε τή ο ει τά ς περί ίο* αύχοΰ θέμαχι ς Ιοχο·
ήμώ ν, μ ολας τά ς έκ θ ε ισαλονίκης έ 'ΐα χ ύα εις, βούλιον, μέ πρόεδρον τόν σ εβα σ μ ώ τα ιον μ η ­ ‘ΚλληνIOUοϋ τοΰ Πόντου καί τοΰ πι λιτιημ οΰ
βέν ήσαν και τόσον έ ν θ α ρ ρ υ ν τικ α ί, ι ό δ ι ο ι κ η ­ αύτοΰ π ρ ο σ θ έ τ ε ι κοί τά έ ή c : Ή Ε τ α ι ρ ε ί α ρικ άς μελ έια ς τίπρ* ήμ ΐν χε^κσι αλλα>οΰ».
τρ ο π ολ ίτη ν Τ ραπεζοΰνχος κ. Χ ρύσανθον. Τό χ ρ η μ α ιικ ό ν ι ο ΰ ι ο επ υ θ λ ο ν ό οεβα·
τικόν Συμβούλιον αύτής όαως έχον π λή ρ ει πε Κατά μίαν έκ τών π ρ ώ τ ω ν συνεδριάσεων ήμ ώ ν ά π ο ν ε μ ι» σα ι ό βραΡείον Ζ ά -fna είς τό
Ά ρ χ ε ϊ ο ν Ποντι,υ έ - φ ρ ά ζ ε ι ι ή ν ε ύ ( ήν νά δυ- σμιώ τατος Π ρ ό ίδ ρ ο ς ττροΓέφιρεν ^είς χό χα·
π ο ίθ η σ ι ν είς ιό ν ζήλον καί ι ή ν δ ρ α σ τ η ρ ιό ­ τό Διοικ ητικόν Συμβούλιον π ά μ ψ η φ ι ί κ αί ό-
τη τα ι ώ ν μελών ίου μ ετ’ άποφασισχικ ότητος ν η θ ϋ τοΰτο νά σΐ'νεχίοχι τήν έκδοσιν ίο υ δρα- μεΐον τής ’Ε π ιτρ ο π ή ς ήμω ν, ι ής οπ οία ς χ6
μ ο φ ώ νω ς έξέλεξεν έπ ίτιμ ο ν π ρ όεδρον δ ιά τό Διοικ ητικήν Σΐ'ρΡούλιον άνεχηρι ξεν αυιό ν ουμ·
έπ ρ ο χώ ρ ησ ε, τ ά δέ άτοχελέσμαχα έδικ αίωσαν έπια τημ ονικόν κΰρος του καί τήν ειδ ικ ό τη τά σχηρ ω ς πρός &(Ιελος τών λλτινικών Σπουδών.
Ό τ ρ ίι ο ς τόι oc Ιξ εδ ό θ η χόν ' υ κ τ ώ β ρ ι ο ν φώνιπς πρός χό Κατπστα τ·κόν ιύεργέχην.
τα ς προβλέψεις. ’Εννοείται τά πάντα έγίνονχο του ώ ;. γνωσσολόγου τόν δια κεκ ριμένον κ α θ η ­
χοΰ 1931, ιόν δέ Μ ο ρ ,ιο ν τοΰ επομένου έχους Κ ατά ιό ο ύ ιό ε ιο ς 1937 η έν^ Ί α ρ ι σ ί ο ι ς
μέ τή ν μεγαλυτέραν οικ ονομίαν, μισθοδοιού- γη τήν καί α κ α δη μα ϊκ ό ν Γ εώ ρ γ ιο ν Χ α χζ η δ ά -
ή Έ π ι χ ρ ο π ή ήμώ ν έ β ρ α β εύ θ η υπό χής ’ ·*κα·
Έ τ a ι ρ ^ ί a πρός ρνίπγυσιν τών Ρ λ λ η ν ίκφ ν
μενον π ρ ο σω π ικ όν δέν είχ ε, τά γενικά έξοδα κην, Ό σοφός κ α θ η γ η τ ή ς π ρ ο σ ελ θ ώ ν κατά
α φαντάσχω ς μικρά. ού5έ ένοίκιον έπληρώνετο δ ημ ίας Ά θ η ν ώ » κοχά χήν π αν η γυυική ν ο ΰτή ς Σπου«ί7)ν « A F Sociation p o u r Γ e n c o u r a g e ·
τήν συνεδρίαν τή ς 23 ‘Ιουνίου 1927 έξέφρασε m e n d d e s E t u d e s G r e c q u e s » περι ή ς nye
έ π ί πέν τε έτη, κ αθ όσ ον κατά τό δ ιά στημ α αύτό τάς εύ χ α ρ ισ τ ία : του δ ιά τή ν ά π ο ν ε μ η θ ε ϊσ α ν συνεδρία»· τή ς 25 Μ αρτίου 19^2. καχο χήν ο ­
ποία ν ό Γενικός Γι αμμα τεύ. Σ ΐιιος Μ ί 'ά ρ δ ο ς Φ^ραμεν άν(0ΐέρα>, anfvh»p8 to βραβι-ιον Ζάπ·
ή Ε π ιτρ ο π ή ήμώ ν έστεγάζεχο ύ,τό τή ν ψιλ ό α nrω τιμήν καί υπεσχέθη νά συντέλεσή είς τήν
έν τή ηχεΜ'Τ) έ κ θ ί σ ε ι του ά νο φ ιρ ε ι μεχαξύ πα είς χό ύπό τοΰ Π ροέδρου ήμώ ν ουγνροφέν
ξβνον οροφήν τοΰ φ ιλ ο π ά τρ ιδ ο ς κ. Χρ, Καλαν- εύόδωσιν τοΰ σοβαρού έρ γου, τό όποιο ν ή Ε ­
δλλων κ οί χά έξής χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ι κ ά : « 'Ο λ ό κ λη ­ έρνον Ε ίς τήν ε κ ^εο ίν χου έκ μέρο»·ς τής Ε ­
τίδου, ή όποία κατέστη ιστορική δ ιά τούς Πον­ π ιτ ρ ο π ή ήμών άνέλαβεν, άλλά τό β α θ ύ γ ή ρ α ς ,
τίους δ ιό τ ι ΰιτό τήν ιδία ν οροφήν έ ι τ ε γ ά σ θ η ρος Ε λ λ η ν ι κ ό ς Λαός ριζοιμένος έπ ί τών ακτών π ιτ ρ ο π ή ς τών β ρ α β ^ ω ν ό κ. P. C h a n t r a i n
ή έτελ θ ο ΰ σ α ά σθένεια καί ό άκολουΟήσας θ ά ­ μετ’ ε7κίΐ)Μίϋ,ν ά 'ο λ ύ ε ι τό εργον Λια τος β·
άλλοτε καί ή όιισς έκείνη τών π α τ ρ ι ω τ ώ ν Π ο ν ­ νατός του έ ματαιω σ αν τήν π ρ α γμ α τ ο π ο ίη σ ιν τών τοΰ Εϋξείνου άπό χών προιτ.,ιν “Ελλήνων θ α ­
τίων, α γω νισ θε ν τ ω ν ύπερ τών δ ικ α ίω ν τοΰ π ο ­ λασσοπόρων, φ ΐ'λάχτων πλεΐσχα χής Ι ω ν ι κ ή ς φθόνο* ς π η γά ς του τός ό π οιος ο ουγγροφενς
ΰποσχέσδών του. ί έ ν π α ρ α θ έ τ ε ι μόνον άλλη κ α ί τάς έμελετησε,
λ ύ π α θ ο υ ς Ποντου. Μεγαλειχήβουλα σ χέδια κ αί Έ γ γ ρ α φ ή π ο λ λ ώ ν μελώ ν δέν έ π ε δ ι ώ χ θ η , δ ια λεκ ιου γ α ρ α κ τη ρ ισ τικ ά , χοΰ οποίου ι ή ν γνη-
χρυσά δ ειρα, τά όπ οια ότε έπρόκειτο νά γί σίαν καιαγιιιγήν καί χήν έί*νικήν ουνείδησιν χόν πλοΰχον τών συνν ομμάτιον, τήν μέθοδον
κατά τά π ρ ώ τ α έτη μάλισ τα τά δ ώ δ εκ α μέλη καί σ α ς ή ν ε ·π ν τήο έ ^ θ έ σ ίο κ . Τ ό εργον τοΰτο,
νουν π ρ α ^ μ α τικ ότη ς κατέρρευσαν δ ιά νά μάς τοΰ Διοικ. Σ υ μβου λίου ήσαν καί τσ μόνα μέλη ούδ’ αύτός ό Φ ο λ μ ιρ ά γ ερ ά πετόλμ ηοε να ουΙ^η-
άφήσουν θ λ ιβ ε ρ ά ς αναμνήσεις τήη·(3, ε ξ ε ρ ρ 'ζίά θη Λιά μιός έκ εΐίΐεν χ ω ρ ίς λέγει ό κ C h a n t r a i n τ ψ φ πολύ τόν ουγγρα-
τοΰ σωματείου μας, άπό τοΰ 1933 όμ ω ς ό α ρ ι θ ­ φέα κ υ ί λόγι«*ν δ«3τις ιό εγροψ ε.
‘Αλλά κ αί μετέπειτα ή Έ π ι τ ρ ο π ή ήμώ ν μός αύτών β α θ μ η δ ό ν η ύ ξ ή θ η φ θ ά σ α ς κατά τό καν νη χ ρ η σ ιμ ο π ο ι η θ ή προς αμυνον άναλόγω ς
τή ς θριιλο··μένης ανδ ρ είο ς του καί τής σ θ ε ν α ­ Τ ό αύτό ειος 19Η7 ό έπ ισ κ εφ θ είς την Τρα·
έτήρησε τήν αύτήν τακτικήν όσον άτ>ορ<ϊ τάς λήξαν έ<ος 1943·εί; 28, πάντων επίλεκτων τ έ ­
οικ ονο μίας, ήρκεϊ νά σάς αναφ έρω ό ί ΐ , όταν ρ ά , φ ιλ ο π α τρ ία ς. Και μηλις τό ήιιισ·· μειο φ ε- πείΐοΰνια κ αί υελ^τήοας τά εν αυτή μντιμιϊα
κνων τοϋ άλησμονήτου Πόντου, τή ς χρ ισ τια ν ικ ή ς π ρ χ ιτ ε κ τι>νικής κ α ί τέ χ ν η ς
τό 1932 ενΟικιάοαμεν διομάτιον ώ ς γρ α φεΐον Α ί συνεδριάσεις δ ιε ξ ή χ θ η σ α ν μετά π α ρ α ­ ρόμενον γυμνόν έρρίο-θη είς χή» έ εν θ έ ρ ο ν h λ-
καί α π ο θ ή κ η ν είς τήν όδόν Γ εω ρ γίο υ Σταύρου λ ά ί α άπό χοΰ Τ οϋ γέιο υ μέχρι χής Ρ οδόπης. κ αί σοφάς π»ρί αύ ών μρλετας Ύρόψας δ ι ά σ η ­
δ ειγ μ α τ ικ ή ς τόξεως καί ά τρ ιβείας· αί σ υ ζη τή ­ μος Γ ολλο ς βυΐα ντιν ολόνος καί κ υ θ π ν η ι η ς
ά ρ ιθ . 6, τό όχ ο ΐο ν κρατοΰμεν άκόμη. έπληρώ- σεις πάντοτε εύ/ιρ επεϊ; χαί σοβαραί, καί αύταί Ι δ ο ύ π οιον θ λ ιβ ε ρ ό ν σύνολι.ν μα ερ οχο χ ω ν καί
σ α · ε ν ενοίκιο» ?00 δ ρ αχ μ ά ς κατά μήνα, έδα- ιχροσφιλεστάχων άναμνήσεων μελε if φ ίλ οπό- κοί Λκαδηιΐοΐ*ός κ. G. M i l l e t ε*«ομΒ λα μ π ρ ό ν
ά χό α η αί ά ντιρ ρήσ εις ευπροσήγοροι καί μ ε τ ρ ι­ καί έ μ π ^ ι σ τ ο τ ω μ έ χ η ν εϊσ ηνησιν π ε ρ ί τοΰ εΙ·
π α ν η θ η σ α ν 6ε δ ιά τήν έ.τιπλοσκευήν του έν ο π α θ ε ί ς μέ τόν όρελόμε,νυν πρός άλλήλους νως ή Έ π ι τ ρ ο π ή Π ον τια κ ώ ν μ ε / ε ιώ ν , τήν
όποιαν μετά έ ξ α .ρ ε ιικ ή ς χ ιμ ής β ρ ο β ^ ε ι οήμε- ρηι»ένου συγ·γράιιματος « Η Κκκληοία Τρα·
5 λ φ 1 8 9 0 ^δροχιιαί, ή τ ο ι: 1000 δρ. δ ι ’ ένα σεβασμόν. Τ ά π ά ν τα σοβ ρά κ αι αξιοπρεπή
ντουλάπι ως β ι β λ ιο θ η κ η , 500 δρ. δι* ένα τ ρ α ­ ρον ή ’Α κ αδημία ». πείΐοΰντος» είς τήν εν Π αοισ ·οις Λ κπδηι·ίαν
ώς α ρ μ ό ζε ι είς σω ματεΐο ν άποβ ιέπον είς άνώ- τών *ΚπινροίτΓ ν • A c a d e m i e d e s J n s c r i p t i o n s ,
π έ ζ ι ώς γρ α φ ε ΐο ν καί 390 δρ. δ ι ’ ε ; κ α θ ί ­ τερον σκοπόν. Μετά χην έκδοσιν χοΰ 4 κοί 5 τόμου όμοΰ
σμα τα ψ ά θ ι ν α κοινά. Π ροβάλλει ό θ ε ν τό ερ ώ ­ είς έ a t o u o v ογκώ δη χής όξο λόγου μεΑετης s e a n c e d u J u i l l e t 1937 ·
Κατά τό διά σ τ η μ α αύτό τώ ν δεκαπέντε έτών Knxa ιός έορτος τη^ έκατονχαεχηρίδος xo<J
τη μ α πρός τί ή τόσον φ ε ιδ ώ , ή άπάντησις μ ’ δ \ α ς τάς άνωιτάλους περισ τάσεις έξ εδόθησαν τοΰ Π ρ οέ δ ρ ου ύ.ιών ύπό χόν χίχλον « Ή Έ < ·
κλησίο Τ ραπ εζο·νχο ς» , ή Ά ν α Λ η ο ί α ’Α θ η νώ ν Πανεπιστημίου ’Αθηνών ο Πρόεδρος τής Επι­
είν α ι ότι η Έ π ι τ ρ ο π ή ήμώ ν τό χ ρ ή μ α , τό ένδεκ α τόμοι μέ ά ;ιο λογαν περιεχόμενον. Β ε ­
όποιο ν xjj προσεφέρετο τό π ρ ι ώ ρ ι ζ ε δ ι ’ άνώ· κοχά χή π αν η γυρ ικ ήν αύτή ς συνεδρίαν τής τροπής ήμών σεβασμιίοτατος μητροπολιτης.
βα ίω ς ό ά υ ι θ μ ό ς τών τόμων δέν άνταποκρί- Τραπεζοΰντος κ. Χρύπανθι ς άνηγορεύθη έιχΙ·
τερον σκοπόν, νά π ρ ο κ η ρ ύ ίη δια γω νισ μο ύς νεται είς τόν α ρ ι θ μ ό ν τών έτών άλλά τό κ ε ­ χής 24 Μορχ ου 1937 έβρόβει σεν α ύτήν, χό δέ
π ρ ος συλλογήν ΰλικοΰ, νά δαπανήσω δ ι ' άντι· σ χειι* όν ά π ό σ π π σ ^ α έκ ι ή . έ κ θ ε σ ιω ς τον Γε· τιμος χοθηγη'ής τοΰ Έθνικοΰ Πανεπισχη-
νόν σ υ μ π λ η ρ ο ίτ α ι διά τοΰ μ ν η μ ε ιώ δ ο υ ς έργου μίου, χήν 2·ιν Νοεμβρίου χοΰ ϊδίου εχους τΛ
γ ρ α φ α χ ειρ ογρ ά φ ω ν πρός δημοσίευσιν, καί κυ τού Π ροέδρου τή ς Έ τ ι τ ρ ο π ή ς ήμό5ν « Ή Έ κ νικι.ΰ Γρα|·μοιέιι·ς τής Ά κ ο δ η μ ι α ς κ. Γ ε ω ρ ­
ρ ίω ς νά έμφ ανίσ ο τό περ ιοδ ικ όν τη ς « Α ρ · γίο υ Οικονόμου έχει ώς έξής : «Μετά χήν γ ν ώ ­ έν Παρισίο ς Ρπ.σοικόν Ορθόδοξον Ίνοιιτοΰ·
κλησία Γραπεζοϋντος» τοΰ καταλαβό'-τος τόν χον έξέλείεν ούτόν ιιέλος έπίχιμον, χήν 23
χεΐο ν Πόντου» άνάλογον τή ς έ<τιμ ήοεω ς, ής 4 καί 5 τομον μέ πολύτιιτον περιεχόμενον. μην χής Γ ' χοξε-ως κοί ά τ ό φ ο σ ιν ιή ς όλομε-
εχυχε χοΰτο είς τον κόσμον τών γρα μμ άτω ν. λείος χής Ά κ α ημ Ιας τό έκ 31,000 δ ρ αχμώ ν •Οκτωβρίου 19fi8 έξελέγη έπίχιμος Έχαΐρος
Ό δεύτερος τόμος έξεδ όθη π ε ρ ί τά τέλη χής ’Αρχαιολογικής Έχαιρείας, χήν 15 ‘Απρι­
Ή Ε π ι τ ρ ο π ή Π οντιακώ ν Μελετών π ρ ίν ή τοΰ 1929 καί έτέθ η είς κυκλοφορία ν τόν ’Ι α ­ βραβεΐον 'Αλεξάνδρου Μ υρογένους εις μ ν ή ­
ακόμη συντάξ(| τό καταστατικ όν της ε<αμε τήν μην Σ ιειιά ν ο υ Μιιυρογένους πρ· ω ρ σμενον δ ι' λίου 1 Η39 έξελέγη έπί^μον μέλος τής "Κχαι-
νουάριον τοΰ 1930. Ά π ό τής έκδόσεως το» ρείος Βυζαιχινών Σπουδών καί χήν 28 Νοεμ­
έμφ ά νισ ίν ι η ς διά τή ς έκδόσεως τόν Ν ο έ μ ­ δευτέρου τόαου ά ρ χ ε ι ιι σειρά β ρ α βείω ν καί Έ λ λ η α >ό γένο. συγγρ' <τέα έν ΈλΑ.οδι η άλ·
λοχοΰ έ/ α>εσχημέ<ον, ό σ η ς ή *ε*εν έκδοσει βρίου 1940 ό έν Άθήναις Φιλολογικός Σύλ
βριον τοΰ 1928 τοΰ π ρ ώ τ ιυ τόμου τοΰ π ε ρ ιο ­ τιμώ ν διά τήν Ε π ι τ ρ ο π ή ν ήμώ ν καί τό
κατά χην έία ε τ ίο ν 1931 —1936 χό αριστον eq· λονος «Παρνασσός» άνεκήρυξεν ούχόν μέλος
δικού τη ς « Ά ρ χ ε ϊ ο ν Πόντου», ι ό όποιον μέ Ιρ γον της.
ευμενείς κρίσε ς καί σχόλια ίι υ χ ε ν έξαιρετικ ής γον χό άνα«ι ερόμενον ε ί τος π ο λ ιτικ ό ς ε π ι­ έπίχιμον. t ,
Τ φ 1931 ή έν Π α ρ ι σ ί ί ι ς Ε τ α ι ρ ε ί α πρός Άλλά χαί άλλα όξιωμαχα ανωχερα και τι-
υπ ο δ ο χή ς ύπό τοΰ κόσμου τών γραμμαχων, τά ένίσχυσιν τών Ε λ λ η ν ι κ ώ ν Σ τ ο υ δ ώ ν « A s s o c ia στήμης· ή 'Α κ α δ η μ ία ά πονέμει εις τόν σέβα-
σμιώχατον μι,ιοοποΛίχην Τ ρ α π εζοΰν τος κύριον μαί μεγάλαι έπεφυλάσσοντο είς χόν Πρόεδρον
δέ σωματεΐον ήμώ ν εΛ,αβε θ ε σ ιν μεταξύ τών tio n p o u r Γ e n co u ra g e m e n t des E tu d e s
Χ ρ ύσ α νθ ον δ ιά τό περισπούδαστο* ούτοΰ σύγ­ ήμών. Τήν 10 Δεκεμβρίου 1938 άνήλθεν εις
επισ τη μο νικ ώ ν σ ω ματείω ν, εξαιρετική τιμή, G r e c q u e s » τήν o .toiuv ά.ταριιζουν σ οφοί άχα-
γρ α μ μ α « Ή Ε κ κ λ η σ ί α Τραπεζοΰντος» έκ σε­ χόν αρχιεπισκοπικόν θρόνον ’Αθηνών καί πό­
αλλά καί μεγάλη η θ ι κ ή χόνωσις άμέσως προ- δ ημ κϊ/.οί καί κ α θ η γ η τ α ί τών Πανεπισ τημ ίω ν
λίδων έν\εοκοσία>ν περίπ ου, ουνοδευόμενον σης Ελλάδος, είς δέ χόν χίχλον τού αρχιεπι­
έβη αΰτη είς τήν σύνταξιν τοΰ κατα στα τικού κ αί ετέρω ν έκ πα ιδευτικώ ν Ι ΐ ρ υ μ ά ι ω ν τής Γ α λ ­
ύπό π λούσια ς β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία ς καί μετ’ έμβρι- σκόπου προοετέθη καί έτερος. Τό Ιργον αν-
της, μετά τήν έ τικύρ ω σ ιν τοΰ ό/ιοίου διά τής λία ς καί άλλων εύ ρ ω τ α ΐκ ώ ν χ ω ρ ώ ν , έβράβευσβ
θ ε ία ς άοχολούμενον π ερ ί τή ν ίσι· ρ ίον τή ς τοΰ « Ή Εκκλησία Τραπεζοΰντος», ιό όποιον
υπ α ρ ιθ . 6548 άποφ άσ εω ς τοΰ Πρω τοδικ είο υ τό π ερ ιο δ ικ ώ ν μας. Κατά τήν Γ ενική ν α ύ ιή ς
Έ κ κ λ η ο ι ι ς Τραπεζοΰντι ς άπο τώ ν ά ρχ οιοτά- έχιμησε χάς σελίδας χοΰ 4 καί 5 χόμου χοΰ
’Α θ η ν ώ ν έγενετο ή ιδρυτική π ρ α ξ ις μέ ΐδ ρυτάς Συνελευσιν τή ς 25 Ί ο η ν ίο υ 1931 ιιετά τήν ο μ ι ­ ήμετέρου ’Αρχείου εΐ αι μνημείον Ικανόν νά
τά δώδεκα μέλη αύτής τούς, Μ ητροπολίτην λία ν τοΰ Προέδρου χ. J o s e p h V e n d r i e s καθη- tcnv α ύ ιή ς χβόνηιν ιοί* π ροο^αιοι» α«’ΐΤ|ς
έξαφανιομοΰ, δ α ι ις κ α ιέ α ιη σ ε χόν έπ ιφ ανή χαταχάξχ) αύχόν μεχαξύ χών Ιστορικών, οί ό
IBS Χ ρ ο ν ι κ ά τοΟ Π ό ν τ ο υ 15·
Χ ρ ο ν ι κ ά τοΟ Π ό ν τ ο υ

π οϊοι ένεκυψαν είς τή ν μελειών ι ή ς Ισ το ρ ία ς χω ρη μένο σημείο — κατάστη σε ιή ν π εριο υσία αύτό έργο. Ό Σύλλογός μας εκ φρ ά ζε σέ δλους
ναι εμπορικ ή έπ ιχ είρ η σ ις, άλλά ηνευμαιική
χής Ό ρ θ ο δ ο ξ ο υ Ά ν α χ ο λ ικ ή ς ’Εκκ λ ησ ία ς. Ή ερ γα σ ία ά πο β λέπ ο υο α νά περισώσω, δημ οσιεύ­ χου λ ειτού ργημ α κοινωνικό. Σ ι ή Θεσσαλονίκη χΐς θ ε ρ μ έ ς χου εύ /α ρ ισ τίε ς .
"Α καδημία 'Α θ η ν ώ ν έ<τιμώσα τό έργον αύ· σω καί καχαοιήσχ) γνωστόν είς τόν κόσμον τών *ΰεργειεΐ γενναιό δωρα π λ ή θ ο ς ί δ ιώ ιε ς σ ι ί ; Κατάλογος δωρεών.
χοΰ έταξεν ηΰτάν μεταξύ ιώ ν τα χτ ικ ώ ν αυτή ς γρ α ιιμ ά τ ω ν χον Ε λ λ η ν ι κ ό ν πολιτισ μόν τής πα· δύσκολες στιγ μές το υ ;, στίς π ρ α γ μ α τ ικ έ ς τους
Π«ν. Έ λ ε υ θ ε ρ ι ά δ η ς Δρχ. 3 000 000
μελών έκλεξασα αύεόν π α μ ψ η φ ε ί α κ α δ η μ α ϊκ ό ν τρ ίδ ο ς μας, τοΰ άλησμονήτου Πόνχου, ό όποιος άνάγκες. Σ τ ό Κιλκίς καί τά π ε ρ ίχ ω ρ α χά
Ά λέξ. Σ εΐ.α νιδ η ς » Β ι.ΟΟΟ
έν χή σ ύ ν ε δ ρ έ τής όλομελείας αύεής ι ή ν 2 άπομ εμονω μένος καί άπομεμσκρυσμένος είς φ τω χά καί ι ά ο ρ φ α ν ά π α ιδ ά κ ια , ι ή ς μοίρας
Ά ν ν α Κ α π α γ ια ν ν ί8η » 65 000
Ν οεμ βρ ίου 1939. χήν εσ χ α τιά ν έκείνην τοϋ Εΰξεινου, άνέπιυ ξεν οί ά πόκληροι, νοιώ θουνε, χρό νια συνέχεια,
Γ εώ ρ . Ιελλόγλ υς » 400.000
Δικαιο ύνται δθ·εν οι άποτελουντες τήν ’ Ε ­ ίδ ιο ν βιον μέ έ χ δ η λ ώ σ ε ι: δια φόρους άπό χά χή θ ε ρ μ ή πνοή ιή ς π ο ν ειιχ ή ς καί π α ι ρ ι ω ι ι κ ή ς
Λάκης Κ α ρ αβ ια ς » 200 000
π ιτρ ο π ή ν Π ο ντιακ ώ ν Μελετών νά εΙ·αι υπε­ ί λ λ α τμ ή μ α τα τής Ε λ λ η ν ι κ ή ς φ λήι., κ αί τό χου ψ υ χ ή ς . Σ ι ό ν Ι Ιλ α τα μ ώ ν α , χόν μοιραίο
Π λ α τα μ ώ ν α , δπου ά χ ο σ ύ ρ θ η χ ε , σαν σέ έρη- Κων. Φόλτωφ » 10 000
ρ ή φ α ν ο ι διά τήν π ρ ο α γω γή ν τοϋ Προέδρου έ ιγον αύτό άνέλαβεν ή ‘ ε π ιτ ρ ο π ή Ποντιακών Λαζ. X οιιμ ανίδ ης » 5 000
αύτώ ν, εις τά α ν ώ τα τα ά ξιώ μα τα τή; Έ κ κ η- Μ -λεεών σ τη ριζομ έ η εις χό π α τ ρ ιω τικ ό ν έν- όη τ ή ρ ιο ΰ σ ιε ρ ’ άπό χό Μάη ιο ΰ 1941, σκορ ιά
Γεώργ· Τ σ ι χ ρ ι τ ζ ή ς » 150 Οι !θ
ο ί α ; κ αϊ τής έπισ εήμ ης, καθόσον π άπ α τιμή δια φέρ ον κ α ί τήν αρω γή ν τών Π ο ν τ ίω ν , καί μπλόχερα τόν θ η ι α υ ρ ό ι ή ς έθ·νικής ιο υ άλ-
Γ ^ ω ρ γ Σ ιιμ εω ν ιδ η ς » 500 000
άπονεμομένη αύεφ ά νεα ν αχ λ άται κ αι επ ’ αυτής. χρέφει χ ρη σ εάς ελ πίδα ς δ ει θ ά συνέχισή αύτό ληλεγγυης. Προστατεύει σ υσ τη μα τικ ά χά θ ύ ­
Γεώρ Ιασυινιδης » 500 οοο
Ή ’Επ ιτρ ο π ή ήμώ ν άφοΰ εδρεψΒ τάς ά ω· καί είς ιό ιιέλλον συμπληρώνουσα καί τελειο- ματα χοΰ ιε λ ε υ ια ίο υ πολέμου, π ρ ο ικ ο δ ο ιε ϊ
Παν. Κ α τ α ι α κ ί λ η ; » 150 ΟιΟ
χέρω δ άφ ν ας έσυνέχισε τό έργον α ύτή ; μετά ποιοΰσα αύεό συμφώ νως πρός χήν γενικήν νενναϊα τές άδελφές κ αί ιέ ς θ υ γ α τ έ ρ ε ς ιώ ν ά
Δηιιοσθ . Δ η α η τρ ιά δ η ς » 300.000
περισ σοτέρας έπιμ ελείας έκδωσασα καί ιο ύς π άντω ν ήμ ώ ν ε π ιθ υ μ ία ν. γα π ή ρ ω ν κ αί ιώ ν σκοτωμένων ή ρ ώ ω ν ιο ΰ Α λ ­
X ιρ. Χ ου ρζ ομ α νογ λου ς » 10 ο 000
Κ α τ ό π ιν τόμους μέχοι χοΰ ενδεκάτου' αί δέ βανικού μετώπου, γιά χήν ά ποκ α ιά σ χ α σ ή τους.
ΧΡΥΣΟ ΣΤΟ Μ Ο Σ Μ Υ ΡΙΔ Η Σ Π ά ν ιν ος Κ α π ασ α χά ^η ς » 150 000
βραβεύσεις καί χ ιμ α ί έ ξ ύ ψ ω ια ν τ ό γόητρόν Μ οιράζει χυχχικά — μέσα σ ιή ς συμφοράς χά
χρόνια - σ τ ο ύ ς γύ ρω φτω χούς, χοΰ άγροκοήμα- ΔηαοσΙ> Δ ιιο η τρ ιά δη ς » 300 00
χης, τ ό όποιον συνειέλεσεν είς τό νά i / g κ α ί Κ υνα τα ντϊνος Ίω ά ν. Μοοκώφ.
χός χου, χήν π α ρ α γ ω γ ή , ζ ω ϊχ ή κ αί γεω ρ γικ ή , Φ, <α Παπαναστασίου » 250 000
χήν οικ ονομικήν ένίσχυσιν δ ια φ ό ρ ω ν ιδ ρ υ μ ά ­
τω ν κιά ά ιο μ ω ν . Π ε ρ ί οικ ονο μική : ένισχύσ-ως που γ ι ’ αύτή ν ό ίδ ιο ς μ ο χ θ ε ί, σάν ά πλός σχλα Ε ί; μ ν ή μ η ν Σ π υ ρ .Σ τ ε φ α ν ίδ η
Τ ή ν 7 3 1944 πέθ·ανε στόν Π λ α τα μ ώ να , δ-
Ο ίχο γ έ νεια Π Σ ι ε φ α ν ί^ η » 6C0 000
προκειμένου οφ είλω νά άναψέρω δει τό έν στερ ’ ά πό σύντομη α σ θ έν ε ια , πνευμονία , δ φτια ς, μέ ιερό άσκητικ ό ζή λο.
Θεσσαλονίκη κέντρον τώ ν Π ιντίων, ή « Ε υ ;ει Κ ω ν σ ια ν εϊν ο ς Μ σχοιφ. Είς ιινήιιην Κωνσε. M Jσ κώ φ
Ή δράση του σ ιόν τομέα τών φ ι λ α ν θ ρ ω ­ Παύλος I. Μυλοπουλος ^ » 2 000 000
νος Λέσχη*, τό όποιον ι ι μ φ χούς π α ι ρ ι ώ τ α ς ΓεννήΟ ηχε σ ιά Κοχύωρα χοΰ Πόντου χό π ιώ ν καί κ οιν ωνικής φύσης έργων είν α ι δμνος
μ α ς δια ιή ν τόσον εύεργετιχ ήν έν χή π ρ ω τ ε ύ ­
Ό κ και ή κ. Ά λ . Ά μ ο ι ρ ό γ λ ο υ » 1 .200.000
1894. Μεχα χήν αποφ οίτησ ή ton άπό χό Σ χ ο ­ ο λ ά κ ε ρ ο ς : Σχή Θεσ]νίχη, μέ γρρη χ ο ρ η γία ,
ουσα τής βορείου Ε λ λ ά δ ο ς μο ρ φ ω τικ ή ν δϋά· λαρχείο τής π α τ ρ ίδ α ς του έφυγε γιά τή Ρωα· Ο ί κ. κ Σίμ Μιχ. κ α ί Χ α ρ . Αχ.
έ γ χ α ιν ιά ζ ε ι χη νέα λειχουργία χοΰ «Θεαγενείου Ά να σ α σ ιά δ η * 1.000 000
οιν του, τόσ ιν αύεό, δ ι ο ν καί Ιδ ια ιτέρ ω ς ό βι·«, κ ’ έγκ α τ α σ τά θ η κ ε , χό 1909, σχό Σουχούμ Νοσοκομείου». Μέ χόν Έ λ λ η ν . Έ ρ . Σχαυρό Ό κ Ξ Ξ 200.000
Π ρ ό εδ ρ ο ς αύτοΰ, ό ακούραστος Θεοφυλ ικεος, χοΰ Καυκάσου, κοντά στόν, α ρ χ ά ρ ιο χόχε κ α ­ θ ε σ |ν ίκ η ς , που υπ ήρξε Α ν τ ι π ρ ό ε δ ρ ό ς χου,
είς χόν όπ οιον κυρίω ς οφ είλετα ι ή Ιδέα τή ς π νέμπ ορ ο, άδερφό του, Νικόλαο Μοσκώφ. Ε ί : ιτνήιιην Γ ε ω ρ . Κο γκα λ ίδη
συνδέει ιδ ν ο μ α χου ώ ; «Μέγας Εύεργέτης» εου. Ή Οί<ο /ίν ε ιά τ ·υ » 2.00'.000
ουστά ιεως τής 'Ε π ι τ ρ ο π ή ς μας, μεγάλον §5ει· Μιά ά σ υ ν ή θ ισ τη τα χύ τη τ α στήν α ντίληψ η, Ε ν ι σ χ ύ ε ι ο ίχ ο ν ο μ ικώ ς ι ή ν Ε Λ ί Ι Α θ ^σ ] ίχης, Π ε ίρ ο ς Κ ογχα λιδης » 150 000
ξα ν ένδιαφ έρον καί ά ιέ ρ ισ τ ο ν παρέσχον τήν μ ιά κρίση β α θ ύ τ α τ η κ ’ ένα δια περ α σ τικ ό χήν « Α ε ρ ο λ έ σ χ η » , χον « Ί σ χ ιο π λ ο ϊί ό "Ο μιλο», Α δ ε λ φ ο ί Π Γ ρ ιιιιιαίικ όπο υ λοι » 400 000
ύπ οσ τή ριξιν των διά τό έργον χης. Πρίις πάν πνεύμα, που ά πό μ α θ η τ ή άκόμα χοΰ σχολείου Ιδρύει τό « Μοσχώφειον Νοσοκοιιεΐον Παίδ ω ν».
Ό X. καί ή κ. Γ εω ρ. Β α φ ε ιά δ η » 300 000
χας α υτού;, εύεργέτας καί δ ω ρ η τά ;, ιώ ν οποίω ν χόν χ α ρ α κτή ρ ιζα ν , κ ι' άπό κοντά μ ιά άπεριό' Τό νοσοκομείο Κιλκίς γν ω ρ ίζ ε ι πλουσιότατη Εύσερ. καί Ά λ κ Κ ογχα λίδη » 500.000
χ ά ονόματα κ α ια χ ω ρ ο ΰ ντ α ι εις Ιδια ιτέρα ν σε ρισεη ζω τικ όε η τ α κοί π ρ ω τ οβο υλ ία δίνουν χήν χήν εί-ιφορά κ αί ε0Ηργεσια ιου. 2.χόν Π λ α τ α ­
λ ί δ α τοΰ περ ιο δικ ο ύ μας κ αί α να γρ ά φοντα ι εις
Ε ίς μνήμην I . Σαρασλάναγλου
έ;ή γ η σ η χής υπέροχης σ τα διοδρ ο μ ία ς τοΰ ι>ύ· μώνα ΐ ΐ ρ ύ ε ι τό Ι α τ ρ ε ί ο , δπου βρίσκει δωρεάν
Ιδ ια ίτε ρ ο ν πίν ακα άνηρτημένον έν τφ γραφείς) Ό κ. καί ή χ. Γεωρ. Καζέζογλου » 100.000
χοδημιούργητου αύτοΰ α ν θ ρ ώ π ο υ στό σ ιϊβ ο ιή ν ία ιρ ι κ ή καί φαρμακΗυα κή ιο υ π ε ρ ίθ α λ ψ η Ε ί - «νήμην Φιλ κιένης κσί Α υ ­
χ ή ς 'Ε π ι τ ρ ο π ή ς , κ ο # ώ . καί π ρός π ά ν ια ς ιούς τού εμπορίου. ό γύ ρω ά γρ οτικ ό; π λη θ υσ μ ός
οπ ω σ δ ή π οτε συντελέσαντας ε ί ς τή ν έδραίω σιν ξεντίου Καρποζήλου
Τ ό 1 9 1 6 —18 ξεκίνα κ απνέμπορος άπό χή Οικονομικός παρ ά γοντα ς χοΰ ιόπ ου δυνα- Π >πη Λ αρ π οζήλ >υ » 50.000
κ α ί άπρόσκοπτον σ ταδιοδρομ ία ν χοΰ σωματείου μικρή πόλη χού Καυχάσου, χό Ά τ λ ε ρ . ιός, ά ν α δ ε ίχ θ η χ ε καί κοινωνικός π α ρ ά γον ια ς Είς μνή μ Δομνος Γ Ό ρ φ α ν ί δ η
μ α ς . είμ β θ α εύγνώμονες. Τ ό 1922 έ γ κ α θ ί σ τ α τ α ι ο ρ ισ τικά στή Θ εσ ­ έξαιρετικός. Ά ν εα ιν . Π α π α ν ιον ου » 150 000
Τ ά ς σελίδας τού π εριο δικ ού ήμών έτίμησαν σαλονίκη. Σ υ νά π εε ι ολόκληρο σύσ η μ α σχέσεων Ή Φυση, ή ά νιίν ο μ η , που τόσο σ τοργικά Είς ανημην Μιχ. Γιαννουκάκη
δ ιά τής δημοσιεύσεω ς έν α ΰτφ π ρω τοτύπω ν μέ σπουδαιό τατους χ ιιπ νεμπσριχ ούς οίκους καί
μελετών ά ν θ ρ ω π ο ι τών γ ρ α μ μ ά τω ν σοφοί κα-
χόν π αρασχάίϊ ηκε στήν υπέροχη ψ υχ ικ ή του Οί<ογέ εια Ν ιεα λ α Σ α ρ α ν τίδ η » 100 000
μονοπώλιιι χοΰ Έ ξ ω τ ε ρ ικ ο ΰ . α π λ ώ ν ει χήν κα· π ρ οικ οδότη σ η, έκαμε χήν ίδιο χροπία νά τόν
θ η γ η τ α ί καί άκαδημα'ίχοί ή μ έιε ρ ο ι καί ξένοι. π ν ε μ π ο ρ ιχ ή του δ ρ ά σ η σέ ολοένα καί πλατύ r ίς μ ήμην Ά ρ Θεοφυλάκτου
ά ρ π ά ξ η στήν άκμή τής π ο ιη χικ ά ω ρ α ία ς δρα- Ιΐα ν ε λλ ή ν Έ ν . Ά λ ε υ ρ ε μ π ό ρ ω ν » 250.000
Τ ό περ ιοδικ όν ήα ώ ν « Ά ρ χ ε ΐο ν Πόντου» τοϋ χερους κύχλους καί γίνεχαι έ>ας άπό χούς στυ- ο ιη ρ ιό ιη χ ά ς χου Είς μνήμην Λυγερής Κ εφ αλίδη
όποιου ό Α' τόμ ο: έξεδόΟη είς 150J άνιίτυπα , λοβά τες τοΰ κ απνεμπορίο υ Θεσ /νικης. Σ υ ν ι ρ ι π ι ι κ ή είναι ή άπώ λεια , γ ιά χόν κόσμο Δημ. Κεψαλιδ ης » 600.000
δ Β ’ 1000, ό 1” 800 καί κατόπιν ό α ρ ιθ μ ό ς Π α ρ άλληλα χόν δ ια κ ρ ίν ει ή εύγενική φ ιλ ο ­ πού γνώ ρισ ε τά μνρα ιά ψ υ χ ι κ ι ιή ς άλησμό Χα ρ. Χουρζομανογλους, είς μ ν ή ­
χών α ντιτύπω ν π ε ρ .ω ρ ίσ θ η είς 600, προσφέ- δοξία ν’ αύτοκ αλ λ ιερ γεϊται μέ δ τι χοΰ π ρ ο σ ­
ρεχαι δωρεάν είς χάς β ι β λ ιο θ ή κ α ς τή ς 'Ε λ λ ά ­
ν η ιη ς φ υσιο γνω μίας. Κ' ή ψ υχ ή ι ή ς γενέτειράς μην πατ ός χου » 100.000
φ έρει ή έ π ισ ιή μ η , ή τέχνη, ή δια νόηση. ιου χ άν ει ι ό χ αύχ ημ ά της, ά τρ ο σ δ ό χ η τ α τοσο.
δος, είς ι ά ; β ιβ λ ιο θ ή κ α ς τών Π α ν επισ τη μ ίω ν Ε ίς μνημην Ά ν δ ρ έ ο υ Μυρίδη
Έ < ε ϊν ο που ξ έχω ρ α χ α ρ α κ τη ρ ίζ ε ι χήν π ρ ο ­ Δίνοντας τήν άτελή α ύιη σ κ ια γ ρ α φ ία τής 250 000
κ α ί Ά κ α δ η μ ι ώ ν χής ’Ελλάδος, χής ’Αμ ερ ικ ής Ί ω ιν. Θε ,δοσιά δης »
σ ω π ικ ό τ η τά του είν α ι ό πλούσιος ψ υχικ ός xow Αδρότατης μορφής ιο ϋ άνδρός, που τοσο π ρ ό ω ­
κ α ί χών κυριωτέ,ιων κρατώ ν χής Ε υρώπη ς, είς Εις μνήμην Γεωρ. Φ ω τιά δη
κόσμος : ρα μάς εφυγε, ρ α ίν ω μέ ι ό πονεαένο καί θ ε ρ μ ό Σ ε ρ α φ ε ί μ ΆΛο ιίδη ς » 100 000
χά ’Ο ρ θ ό δ ο ξ α Π α τ ρ ια ρ χ ε ία καί ιό ν άρχηγόν Τ ίμ ι ο ς , ευγενικός, α πλ ό ς στούς τρόπους, δάκρυ τοϋ π α ιδικού φίλου ιόν νω πό ιο υ τάφο. Είς μνήαην Ζ οης Κολτή
χής Ά γ γ λ κ α ν ι κ ή ς Ε κ κ λ η σ ί α ς , είς ι ή ν βιβλίο ομιλ η τικ ό τα το ς π ρός δλους, φ ίλ ος γεμοίεος νο­ "Α ς είν αι ά γ έ ρ ϋ σ ιη ή μνήμη χου. Ό κ. κι«ί ή χ. Ί ω ά ν Μπράβου » 200.009
θ ή κ η ν χών ά ν α χ ιό ρ ω ν , ε ί; χοΰς κ α ι ά καιρούς σ τα λγ ία καί σ ι ο ρ / ή , συναρπάζει ιό ν κ αθένα
π ρ ω θ υ π ο υ ρ γ ο ύ ς κ αί υπουργούς χής ’ Ελλάδος, Θεσ]νίκη, 13-3-44 I . Σ. Είς μνήμην Ν ικ Π σ π α χ α ιζ ή
πού τόν π λ η σ ιά ζει. 100.000
εις τούς κορυφαίους διανοουμένους Έ λ λ η ν α ς Ν ιουνεοϋ Ν. ΙΙα π α χα τζή »
Τόν π η γ α ίο , τόν άδολο π α τ ρ ιω τ ισ μ ό χου,
κ α ί ξένους, χάς έν Έ λ λ ά δ ι ξένας α ρ χ α ιο λ ο γ ι­ Για τό παιδικά μας αυβαίτια. Είς μνήμην ί ά β . Ά θ α ν α σ ι ά δ η
χόν έδειξε πολύ νωρίς, δεαν οί σ υμ πατριώ τες 4.000 000
κ ός Σ χ ο λ ά ς , εις χάς σχολάς Ε ύελπίδω ν, Δοκί­ Λ άζα ρ ος Ά ί> α ν ο σ ιά δ η ς »
ίο υ Κ ο ιυω οϊεες, ξεφεύγοντα ς χόν έ θ ν ικ ό χβ·
Σ έ συνέχεια μέ χόν κατάλογο δωρεώ ν γιά Είς μνήμην Ρ ο δ ο π η ς Τ ζο υ λ ιά δη
μω ν , Ά ν α ρ γ ύ ρ ε ιο ν , Ε ύ α γ γελ ιχ ή ν Σχολήν Νέας χαχρεγμό, κ α ια φ ύ γ α ν ε χό 1917 στή Ρω σσία . 1.000.000
Σ μ ύρ ν η ς, Μεγιιλην χοΰ Γένους 2χ ο λή ν , Θεο- χά π α ι δ ι κ ά συσσίχια χοΰ Συλλόγου μας πού κ α ­ Φ ιλ ο π ο ίμ η ν Γζαυλιά5ης »
Ι δ ι α ι τ έ ρ ω ς άξιοσηιιείω τη είν α ι ή συγκινη-
λο γικ ήν Σ χ ο λ ή ν Χ ά λ κ η ς καί άλλας, ήμερή ιιον τα χω ρ ίσ α μ ε στό προηγούμενό μας τεύχος, δ η ­ Με ι ή ν ε ϋ χ α ιο ία ιο ΰ γά μου
μένη κατα νόηση που έδειξε π ά ν ι α στόν έργα-
χύπον Ά θ η » ώ ν καί χινα π ερ ιο δ ικ ά τής η μ ε ­ μοσιεύομε π α ρ α κά ν ω καί νέες δωρεές σ υ μ π α ­ κ. Ά ν . θ η ιΟ ο σ ιά δη
χικό πόνο. 250. ΓΟΟ
δ α π ή ς καί άλλοδαπής. τριω τώ ν μας πού π ρ ο θ υ μ ο π ο ιή θ η κ α ν νά ένι- Ί ω ά ν . ^ ε ο Λ ο σ ιά δ η ; »
Ό Κων. Μοσκώφ είν α ι δ ά ν θ ρ ω π ο ς , π ο υ — 300.000
Τά « Ά ρ χ ε ΐ ο ν Ιΐόν ιο υ » ώ ς γνωστόν δέν ε ί ­ οχύσουν χό κατεξοχήν έ&νικβ καί φ ιλ α ν θ ρ ω π ι κ ό Ο ίκ ο γ ενε ια Δημ. Σ υ μβου λίδη »
μπορεί κανείς νά χό ισχυρισ τεί έως Ενα π ρ ο ­
wo Χρονικά τοΟ Π ό ν τ ο υ

Ό κ. κ αί ή κ. Ά ν . Σ α β ρ ά μ η 200.000 Ό κ. Π αναγ. Έ λ ε υ θ ε ρ ι ά δ η ς S.OOn. 000


Ούρανία Μ αρινάκη 150 000 "Ο κ. Ά λ έ ξ . Μωϋσ δης 3.000 090 Κ ΟΙ ΝΩΝΙ ΚΑ
Γ ιά τό κρέας καί <6 ψ ω μ ί Ό κ. Π αναγ. 'Αργυροπουλος 3.000 000 •Ο κ. Π ΑΝ Α Γ. Ν. Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ ΙΑ Α Η Σ Ό κ. ΓΕΩ ΡΓ. Β Ε Λ ΙΣ Σ Α Ρ ΙΔ Η Σ
ιώ ν π α ι δ ι χ ώ ν συσσιτίων ■ο κ. Θ ι ο χ . Σύ λβεστρος 5.000.000 καί
καί
έπί τέσακρις Κυριακές Ό κ. Λ ά ζ.’ Α,θανοσιάδης είς μ ν ή ­ =23
•Η Σ Ο Υ Λ Α I. ΛΡΓΥΡΟ Π Ο ΥΛΟ Υ Ή 1ΚΑ I. Κ Α Α Λ ΙΦ Α Τ ΙΔ Η
Πανάγ. Λ α ζα ρ ίδ ης 13.800.000 μην τοΰ υίοϋ του Σ ά β β α 1 .000.000
Ί ω ά ν . Π ε ρ β α ν ίδ η ς 1 420 000 Ό κ. Ξ. Ξ εις μνήμην Κωνστ. Έ τ έ λ ε σ α ν τούς γάμους των στήν *Α θή να ’ Κτέλεσαν τούς γάμους των σ τή ν *Α θήνα
Π α ν . Ά ρ γυ ρ ό π ο υ λ ο ς 3.452.G00 Μοσκώφ 200 000 τ ή ν 19-8-43 τή ν 27-Ϊ-44.
Ίω ά ν. Άργυρόπουλος 3 452.000 ΟΙ κ. Α δ ε λ φ ο ί Ά λ ε υ ρ ά 2 000.000
Έ π α μ . Δ η μ η τρ ιά δ η ς 3.452.000 Ό κ. Ί ω ά ν . Φ ισ τ η ρ ό π ο υ λ ο ς 2.000 000 •Ο η. ΔΗΜ ΟΣθ. ΣΜ Π Α ΡΟ Υ Ν Η Σ •Ο κ. Ν Ι Κ Ο Σ Σ . Μ ΙΧ Α Η Λ ΙΔ Η Σ
Νικ. Ξ η ρ ό ιο υ λ ο ς 3.454.000 Ό κ. Ά λ κ ΚογκαΛίδης 1000 000 Καί
καί
Π α ν ά γ . Μ α ρ ουλ ίδ η; (εκτός άπό Ό κ. -Ελευθ. Κ α λεμκερίδης 2 000 000
17 ό*. κρέας κ αί 20 ό*. ψ ω μ ί Ό κ. Ά λ ε ξ . Ο ύ σταμ πα σ ίβ ης Ή δ. Ε Λ Ε Ν Η ΑΘ ΜΠΑΛΑΝΟΥ eH Ε Υ Α Γ Γ Ε Λ ΙΑ X. ΚΑΝ ΒΤΗ
1 000 000
πού Υορήγησε έπ ί άλλες τέσσε- Μάς στείλ υν έπίσ ης άπό τή Θεσ )νίκη : άροαβωνιάστηκαν στήν ’ Α θ ή ν α τή ν τή ν 12— 3—44 έτέλεσαν τους γ ά μ ό υ ; των στή ν ’ Α θ ή να
ρες Κυριακές) Δρ. 11.565.000 Ό λ . Μιχ Σ. Μ ιχα η λ ίδ η ς » 25 ( 00.000 καί έτέλεσαν τούς γάμους των τή ν 80—4 —44 τ ή ν 80—4 — 44.
Γ ιά ι ό κρέα ς τοΰ Π ά σ χ α τών Ό κ. Γ εώ ρ. Χ α ρ ο λ ιιμ π ίδ η ς » 25 000 000
Τ ά « X . τ. Π .» εύχονται σέ δλους κά θε χαρά καί εύτυχία.
π α ιδ ικ ώ ν συσσιτίων : Α δ ε λ φ ο ί Η λ ιά δ η » 2 1.500 000
Π α ν ά γ Λ 'ΐζ α ρ ίδ η ς Δρ. 6 400 000 Ό κ. Τ ιμολέω ν Κσσμίδης * 7 0C0 000
Π α ν αγ . Μ αρουλίδης 6.400.000 Ό κ. Κώστας Σ χ ο ιν ά ς » 5 000 000
Ή λ ί α ς Τ ομπούλης 10.0(10 000 Ό Δημ. Ι σ ιρ α ν ι δ η ς » 5 0 '0 .0 0 0
θ ρ α σ Δ η μη ιριάδης 2 000.000 Ό κ. 1'ηλ. Π ο π α δόπ ουλ ος ·' 3.000.000
θ ε ό δ . Χ ο υ μ η ν ίδη ς 2 000.000 Ό κ. Πολύκ. Π ο λ ιτ ιδ η ς » 3 5 ( 0 000 ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Χορίλ. Μαιιοι λ ίδ ης 2.000 000 Ό κ. θ ε ο χ . Κ 'ΐ ρ ιπ ίδ η ς » 2 000 000 Ν έα Π ο ντΙα Κ α λ λ ιτ έχν ιδα. μας κ. Δ. Ψ α θ ά , κο ΰ άνεβάστηκαν καί μέ μεγάλη
Ίω ά ν, Έ ρμείδης 1.000.000 Ό κ. Α οζ. Σ ι ε φ α ν ίδ η ς » 2.00Ο.000 έπ ιτνχία συνεχίζεται ή παράστασή τους στό θέατρο
1'ά «X. τ. Π.» εκφράζουν σέ όλας θ ε ρ μ ό ­ Τ ή ν 95-3-44 δ ό θη κδ στό θέατρο ’Α λ ίκ η ς συναυ­ *Αργυροπούλου.
£χτακτες συνεισφορές. τατες ευχαριστίες. λία τής ύψηφώ νου δ Α . Σα χα ρ ίδ η , μέ τή σύμπραξη
τοϋ τενόρου κ *Α6 Τ ρ ικο υ ρ ά κη . Σ τ ό πιάνο ή κ. Μ . « Σ ύ γ χ ρ ο ν η Τ ο υ ρ κική λόγοτεχνία »
Μέ τή ν κ α θ υ σ τέ ρ η σ η στήν έκδοση τοΰ π ε ρ ιο ­ *Η υπερτίμηση τοΰ π ερ ιο δ ικο ύ μας. Σταματίου. Τ ό έκλβκτό πρόγραμμα έκτελέστηκε μ/
Ιπ ιιυ χία . *Η δ. Σ α χα ρ ίδ η , διπλωματούχος τού *Ε θ ν .
δικ ού μας οί σ υ μ πα τρ ιώ τες μας δέ δυσκολεύ­ Μ έ τό ν παββπάνβ τίτ λ ο τυπώ βηκ· x a t χ«χλο«ρο·
*Ωόείου, έμφανίζεται γιά πρώτη φορά στή σ κη νή . yet σέ δλα τά Κ β ν τ β ι* * β ι β λ ι ο π ω ^ α ΛιτάνθιΟμα
τη καν νά δ ιαισ τανθιιύ ν π ώ ς ο( σημερινές δύσκο- Βρισ κόμαστε στή δύσκολη, μά υ π ο χ ρ εω τικ ή
άπό έκλβκτά 5ιηγήμα τα καί Αποοηβσματα άτδ τά
λες οικ ονομικές συνθήκες υπαγορεύουν κάπ ω ς θ έ σ η , νά ι ΰξήσομε τήν τιμ ή τοϋ π ερ ιο δ ικ ού καλύτερα μυθιστορήματα τής ούγχοονης τβ νο κική ς
Σκίτσα τής έποχής.
γενναιότερη υποστήριξη τοΰ δύσκολου έργου μας, κ α θ ώ ς κ α ί ι ώ ν προηγουμένω ν τευχών, σέ λογοτεχνίας» μεταφρασμένα σέ ώραία δ ημ οτική γλώσ­
του. "Ε τσ ι, μέ συγκινητικ ή π ρ ο θ υ μ ία , μας δρ αχμές 10H.000. Ε ίν α ι 6 τίτλος σειράς σκέΕς τοΰ συμπατριώτη σα άπό τόν κ, Κ λ ε ά ν θ η Κ α ρ ιπ ίδ η .
προσφέρανε γιά ένίσχυση τών «X. τ. Π.» τίς Ο ί άναγνώ οτες μας π ρ έ π ε ι νά σημειώσουν
Ακόλουθες έκτακτες συνεισφορές. Ι δ ι α ί τ ε ρ α π ώ ς μόνο τό χαρ τί, χ ω ρ ίς νά υπολογίσομε τά
μας συγκινεί ή προσφορά τώ ν τρ ιώ ν π ρ ώ τ ω ν τυ πω τικά καί λοιπά έξοδα, σ τ ο ιχ ίζ ε ι σήμερα
δ ω ρ η τώ ν, γ ιά τή φ ιλ ία κ αί τή ν εκτίμ ηση πού περισσότερο ά πό 100 χ ιλ ιά δες δραχμές.
έχουν στούς Ποντίους κ αί τίς π αραδόσεις μας. Τ ό έπι/τλέον κόστος κ α λ ύπ τετα ι ευ τυχώ ς ΑΛΛΗ ΛΟ Γ ΡΑΦΙΑ
Ή κ. Ά ν θ ύλα Νικο λοΐδου Δρχ. 2.0 ΙΌ 000 μέ τ ις έκτακτες δωρεές, πού δημοσιεύονται
(Τά χειρόγραφα πού μάς στέλνονται, είτε δημοσιεύονται είτε δχι, δέν έπιστρέψονιαι)
Ό κ. Βασίλειο ς Μουράίίογλους 3 000.000 π α ρ α π ά ν ω . Πισ τεύομε π ώ ς ο ί σ υμ πα τρ ιώ τες
Ό κ. Ά θ . Μ ταλανος (3η δόση) 100.000 μας έκιιμ ήσ ουν τίς όύτκολες περισ τά σ εις
Ό κ. Ευάγγελος Ί ω α ν ν ι δ η ς πού π ερνάμε καί θ ά θελήσουν π ρ ό θ υ μ α νά ρομε γιά τ ή ν άφοσίωση καί τό ν ένθουσιασμό μέ τόν
15.000.000 © tecp. £ . Ά μ « ρ « ν τ ί δ η ν . Λάβα με τή νεκρ ολο ­
όποίο συνεχίζετβ τή ν κα λλιέργεια τοΰ π οντιακού δη­
"Ο κ. Ί ω ά ν . Π ερ βα ν ίδ ης συνεχίσουν νά υποστηρίζουν τήν π ρ ο σ π ά θ ε ια γία σας γιά τόν ά ε ίμ ν η σ τ ο Κ . Μοσκώφ. Σ έ άλλη σε-,
5.000.000 λίδα τοΰ τεύχους α ύιοΰ βλέπετε παρόμοια τοΰ συν·* μοτικού τραγουδιού κα ί τών ήθογρα φ ικώ ν μας πα-
(Τά 3 500 000 χ ο ρ η γ ή θ η κ α ν άπό μας πού τόσο έχει ά ν τ α π ο κ ρ ι θ ε ϊ στις π ρ ο σδ ο­ εργάτη μας κ. I . Σ . πού μάς ή ρ θ ε νωρίτερα- ρασχάσεων. πού κά θε τόσο δοκιμάζουν τή χα&ά νά
τό μήνα Σ επ τ έ μ β ρ ιο 1943) κίες τους. τ ’ άπολαμβάνουν ο ΐ συμπατριώτες μας έκεΐ στή Βο­
Μ κ ο ν Ε η α ν ί δ π ν . Π ήρα με τό γράμμα σας. Σ ά ς
Ό κ. ΔημοσΟ. Ί ι ρδάνογλους 5.000.000 Ή συνέχιση τή ς έκδοσης τοΰ περιο δικ οΰ εύχαριστοΰμε γιά τά καλά σας λόγια καί σάς συγχαίτ ρεινή Ε λ λ ά δ α .
Ό κ. Εύρι. Τοκα τλιδης 4.000 000 μας, δ π ω ς τ ’ ομολογούν κ α ί ξένοι, άποτ*λεΙ σ ο ­
Ό κ. Νικ. Βηρόπουλος 3 000 000 βα ρό τίτλο τιμ ή ς γιά τήν Π ον τια κ ή ο λ ότητα,
Ό κ. Ί ω ά ν . Ά ρ γυ ρ ό π ο υ λ ο ς 3.000 000 πού δ είχ νει έτσι π ί ρ ίτ ρ α ν α π ώ ς γ ν ω ρ ίζ ε ι νά
Ό κ. Π έτ ρ ο ς Μαυροειδής 2.00Ο.0 0 εκ τιμ ά τά π ρογονικ ά του κ ε ιμ ή λ ια , νά υπ ερ ­
Ό κ. Παναγ. Μ αρουλίδης 5 ΟΐιΟ.ΟΟβ νικ ά κ ά θ ε έμποδιο κ αί νά π ρ ο β α ίν ει στις άναγ·
Ό κ Π έτρος Κ α λ λ ιφ α τίδη ς 2.000.000 καΐες ΰ υ ο ίε ς γιά τή ν π ερ ίσ ω σ ή τους.
Τ υ π ο γ ρ α φ ικ έ ; αβλεψ ίες σ τ * 5 —6 τε ύ χ ο ς

Σ τό τέλος τή ς 1ης σελ. τοΰ έξωφύλλου, άντί 1943— 1944.


Σελ. 116, στηλη 2, ατίχ. τελευταίος, άντί στουκράκ’ν ά τ — ατουράκ’ν ά τ 1
Σελ. 117, στήλη 1, στίχ. 3, άντί γα υρ ζο υλ ά ς—γουρζουλας.

Σημείωση. Ό Διευθυντής τοΟ περιοδικού βρίσκεται στά γραφεία μας, Μ ε­


Τό τεΟχος μας αύτό τυπώθηκε τήν 13 Μ α ΐου 1944. νάνδρου 4, κάθε Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, <&ρα 10— 11.

You might also like