Professional Documents
Culture Documents
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ
ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
ΜΟΡΙΑ
ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΑ
§7.1. Τα επιρρήματα είναι μια μεγάλη κατηγορία άκλιτων λέξεων, αρκετά ετερόκλητων ως προς
τη μορφή, τη λειτουργία και την προέλευση, που μερικές φορές συμπλέκονται με τα υπόλοιπα
άκλιτα μέρη του λόγου, με τις προθέσεις, τα μόρια, τις αρνήσεις, τους συνδέσμους, σε βαθμό
που είναι δύσκολο να τα οριοθετήσουμε αυστηρά. Ο όρος επίρρημα μπορεί κατ’ αρχήν να
θεωρηθεί ομπρέλα για τις περισσότερες από τις άκλιτες λέξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν
υπάρχουν αναγνωρίσιμα, αρχετυπικά επιρρήματα με μια στενότερη έννοια (π.χ. δικαίως). Η
ρευστότητα αυτή στην περιοχή των άκλιτων λέξεων και η δυσκολία της αυστηρής οριοθέτησης,
όπως και η συνακόλουθη ορολογική σύγχυση, που ανάγεται στους πρώτους γραμματικούς της
αρχαιότητας και παρατηρείται μέχρι σήμερα, οφείλεται κυρίως στην πρωτεϊκότητα των
στοιχείων αυτών και στην πολλαπλότητα των λειτουργιών τους.
Τα επιρρήματα είναι κατ’ αρχήν προσδιορισμοί του ρήματος (π.χ. εὖ ποιῶ), όπως μαρτυρεί η
ετυμολογία τού όρου, με τον τρόπο που τα επίθετα είναι προσδιορισμοί του ουσιαστικού (π.χ.
ἀγαθὸς ἀνήρ). Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο όροι, όπως συμβαίνει και με τους αντίστοιχους
λατινικούς (adjectivum, adverbium), έχουν ως πρώτο συνθετικό την ίδια πρόθεση, επί, που
δηλώνει ακριβώς την ιδιότητα του προσαρτήματος. Ωστόσο, το επίρρημα είναι δυνατόν να
τροποποιεί και επίθετα (π.χ. πολύ μείζω), άλλα επιρρήματα (π.χ. μάλα χαλεπῶς), ακόμη και
ουσιαστικά (ἡ Ἀθήνησι στάσις/ ἡ ξυσταδὸν μάχη: η εξέγερση στην Αθήνα/ μάχη εκ του
πλησίον) ή και ολόκληρη πρόταση (π.χ. ΘΟΥΚ 1.77.5 ἡ δὲ ἡμετέρα αρχὴ χαλεπὴ δοκεῖ εἶναι·
εἰκότως || η δική μας εξουσία τους φαίνεται, φυσικά, πιεστική). Αυτή η ποικιλία των
συντάξεων του επιρρήματος δείχνει τη στενότητα και αστοχία του παραδοσιακού όρου.
Τα επιρρήματα δηλώνουν κυρίως τόπο, χρόνο, τρόπο και ποσό. Όταν εκφράζουν βεβαίωση,
άρνηση και δισταγμό μπορούν να προσδιορίζουν ολόκληρη την πρόταση και όχι μόνο ειδικά το
ρήμα. Αυτές οι επιρρηματικές σχέσεις, όπως εξάλλου και όλες οι υπόλοιπες (αιτία, σκοπός,
αποτέλεσμα, αναφορά, μέσο, όργανο, προϋπόθεση, εναντίωση κ.λπ.), εκφράζονται και με
άλλες γραμματικές κατηγορίες, είτε μονολεκτικά, με πλάγιες πτώσεις ουσιαστικών και μετοχές,
είτε περιφραστικά, με εμπρόθετα και προτάσεις. Παρά την κατηγορική πολυμορφία τους, όλα
αυτά τα στοιχεία επιτελούν την ίδια συντακτική λειτουργία, που είναι γενικά η πλαισίωση του
ρήματος και η σύνδεσή του με λογικές κατηγορίες (τόπος, χρόνος, αιτία κ.λπ.). Η λειτουργία
αυτή, που παραδοσιακά ονομάζεται επιρρηματικός προσδιορισμός, είναι μια κεντρική
συντακτική έννοια με πολύ μεγαλύτερο εύρος από τη γραμματική κατηγορία του επιρρήματος,
από την οποία απορρέει και με την οποία συχνά συγχέεται.
§7.3. Προέλευση
Το ερωτηματικό τοπικό ποῦ συσχετίζεται με τα δεικτικά αὐτοῦ, ἐδῶ, ἐκεῖ, ἐνθάδε, ἐνταῦθα, με
το αόριστο που και με τα αναφορικά οὖ, ὅπου, ἔνθα, ὅθι· το χρονικό ερωτηματικό πότε
συσχετίζεται με το δεικτικό τότε, το αόριστο ποτέ και τα αναφορικά ὅτε, ὁπότε, ἡνίκα, ὁπηνίκα·
το τροπικό ερωτηματικό πῶς συσχετίζεται με τα δεικτικά οὕτως, ὧδε, με το αόριστο πως και με
τα αναφορικά ὡς, ὥσπερ, ὅπως· το ποσοτικό πόσον συσχετίζεται με τα δεικτικά τόσον,
τοσόνδε, τοσοῦτον, με τα αναφορικά ὅπου και ὁπόσον κ.λπ.
Η έκφραση του τόπου από τα επιρρήματα γίνεται με μια σειρά παραγωγικών καταλήξεων οι
οποίες εξειδικεύονται ανάλογα με τη συγκεκριμένη σημασία του τοπικού προσδιορισμού και
διακρίνονται σε αυτές που δηλώνουν στάση σε τόπο, από τόπου κίνηση, κατεύθυνση προς
τόπο και διαμέσου κίνηση.
Οι παραγωγικές καταλήξεις -θι, -σι -ου δηλώνουν τη στάση (όπως και τα ἐδῶ, ἐκεῖ, ἐνταῦθα,
ἔνδον κ.λπ.), π.χ. ἄλλοθι, αὐτόθι, Ἀθήνησι, Ὀλυμπίασι, οἴκοι· οι παραγωγικές καταλήξεις -θεν
και -όθεν δηλώνουν την από τόπου κίνηση, π.χ. ἐκεῖθεν, οἴκοθεν, ἄλλοθεν, ἀμφοτέρωθεν,
ἄνωθεν, ἑκατέρωθεν· οι παραγωγικές καταλήξεις -ω, -σε, -δε, -ζε δηλώνουν την κίνηση προς
τόπο, π.χ. ἄνω, κάτω, ἔσω, πόρρω, οἴκαδε, Ἀθήναζε· η κατάληξη -ῃ δηλώνει τη διαμέσου
κίνηση και έχει ως αφετηρία μια δοτική (ἄλλῃ, ἐκείνῃ).
Επίσης, τόπο εκφράζουν και πολλά αρχαία επιρρήματα που συνάφθηκαν σε ρήματα και
ουσιαστικά και μεταλλάχθηκαν σε προθέσεις και συνδέσμους. Ουσιαστικά, σε αυτή την
κατηγορία εμπίπτουν όλες οι αρχαίες προθέσεις, οι οποίες συνάπτονται και στα ρήματα ως
προρρηματικά κατά τη σύνθεση (βλ. κεφάλαιο προθέσεων).
Τέλος, τα ποσοτικά επιρρήματα έχουν πολύ συχνά τις καταλήξεις -ς, -κις -άκις (δίς, τρίς,
ποσάκις, τοσάκις, πολλάκις, τετράκις κ.λπ.), αλλά υπάρχουν και πολλά χωρίς αυτό το
χαρακτηριστικό (πολύ, μάλα, ἄγαν, λίαν, πάνυ, σφόδρα, ὀλίγον κ.λπ.).
ΠΛ Θεαγ 122a ἡγοῦμαι κράτιστον εἶναι πείθεσθαι αὐτῷ, ἵνα μὴ πολλάκις ἄνευ ἐμοῦ
συγγενόμενός τῳ διαφθαρῇ || θεωρώ ότι είναι πολύ καλό να πειστώ σε αυτόν, για να μην
τυχόν καταστραφεί με τη συναναστροφή κάποιου χωρίς εμένα.
ΠΛ Πολ 584b Ἰδὲ τοίνυν, ἔφην ἐγώ, ἡδονὰς, αἳ οὐκ ἐκ λυπῶν εἰσίν, ἵνα μὴ πολλάκις οἰηθῇς ἐν
τῶ παρόντι οὕτω τοῦτο πεφυκέναι, ἡδονὴν μὲν παῦλαν λύπης εἶναι, λύπην δὲ ἡδονῆς || δες
λοιπόν, είπα εγώ, τις ηδονές, που δεν προέρχονται από λύπες, για να μη θεωρήσεις,
ενδεχομένως, στην προκειμένη περίπτωση ότι αυτό είναι από τη φύση του έτσι, ότι δηλαδή η
ηδονή είναι παύση της λύπης, ενώ η λύπη είναι παύση της ηδονής.
ΞΕΝ Απομν 4.7.2 ἐδίδασκε δὲ καὶ μέχρι ὅτου δέοι ἔμπειρον εἶναι ἑκάστου πράγματος τὸν
ὀρθῶς πεπαιδευμένον. Αὐτίκα γεωμετρίαν μέχρι μὲν τούτου ἔφη δεῖν μανθάνειν, ἕως ὅτου
ἱκανός τις γένοιτο || Δίδασκε λοιπόν και μέχρι ποιου σημείου χρειάζεται να έχει την εμπειρία
κάθε πράγματος εκείνος που είναι σωστά εκπαιδευμένος. Έλεγε, για παράδειγμα, ότι τη
γεωμετρία πρέπει κανείς να τη μαθαίνει έως ότου γίνει αρκετά καλός γνώστης.
Η συντακτική θεωρία διακρίνει δύο κατηγορίες επιρρημάτων, αυτά που έχουν στενό πεδίο και
προσδιορίζουν ένα ρήμα και εκείνα που έχουν ευρύτερο πεδίο προσδιορίζοντας ολόκληρη
πρόταση, τα λεγόμενα προτασιακά επιρρήματα, τα οποία παραδοσιακά χαρακτηρίζονται
μερικές φορές μόρια. Ας σκεφτούμε τη νεοελληνική πρόταση "Σιγά, δεν βρέχει σιγά!": το
δεύτερο σιγά προσδιορίζει το ρήμα τροπικά, το πρώτο όμως αναφέρεται σε όλη την πρόταση
δηλώνοντας ειρωνεία απέναντι στο προτασιακό περιεχόμενο της κύριας πρότασης και με αυτή
την έννοια θα ισοδυναμούσε και το ίδιο με ολόκληρη πρόταση (π.χ. Δεν συμφωνώ/ Δεν ισχύει
αυτό/ Αμφιβάλλω, δεν βρέχει σιγά!).
Τα βεβαιωτικά (π.χ. ναί), αρνητικά (οὐκ) ή διστακτικά (π.χ. ἴσως, ἆρα, κ.λπ.), όπως και ορισμένα
τροπικά (π.χ. εἰκότως) επιρρήματα φαίνεται ότι αναφέρονται συχνά σε όλη την πρόταση και όχι
μόνο στο ρήμα, όπως συμβαίνει μερικές φορές με τα νεοελληνικά "καλά, σιγά, ασφαλώς,
βεβαίως” κ.λπ.:
ΠΛ Αλκ1 110d Ἀλλ’ ἴσως τοῦτό σοι οὐκ ὀρθῶς ἀπεκρινάμην || αλλά, ίσως, δεν σου αποκρίθηκα
σωστά σε αυτό.
ΠΛ Φαιδρ 64c ἆρα μὴ ἄλλο τι ᾖ ὁ θάνατος ἢ τοῦτο; || Είναι, άραγε, ο θάνατος κάτι άλλο πέρα
από αυτό;
ΠΛ Πολ 441b Ναὶ μὰ Δί’, ἦν δ’ ἐγώ, καλῶς γε εἶπες. || Ναι, μα τον Δία, είπα εγώ, σωστά
απάντησες.
ΙΣΟΚΡ 1.48 πάντες γὰρ μισοῦσιν οὐχ οὕτω τοὺς ἐξαμαρτάνοντας ὡς τοὺς ἐπιεικεῖς μὲν
φήσαντας εἶναι μηδὲν δὲ τῶν τυχόντων διαφέροντας, εἰκότως || όλοι, φυσικά, μισούν όχι τόσο
αυτούς που διαπράττουν αδικήματα όσο αυτούς που ισχυρίζονται πως είναι δίκαιοι, ενώ δεν
διαφέρουν καθόλου από τους τυχαίους.
Πολλά επιρρήματα παράγονται από ουσιαστικά, π.χ. το τοπικό θύραζε, το χρονικό ἀκμήν, τα
τροπικά ἄγαν, πάλιν, δωρεάν, τα δοτικοφανή σπουδῇ, σχολῇ, κομιδῇ, εἰκῇ. Άλλα προέρχονται
από επίθετα (μέγα, πολύ, τυχόν (ἴσως), πολλά, σφόδρα, μάλα, τάχα, ἴσως, ὅμως κ.λπ). Τα
δοτικοφανή επιρρήματα, και γενικότερα τα επιρρήματα που προέρχονται από ουσιαστικά και
επίθετα, αποτελούν σε σχέση με αυτά υπεργενικεύσεις: π.χ. ενώ το ουσιαστικό θύρα δηλώνει
ένα αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου, πολύ συγκεκριμένο, το αντίστοιχο επίρρημα θύρασι,
που σημαίνει κατά λέξη στην πόρτα, εκτείνεται σημασιολογικά πολύ μέχρι του σημείου "έξω
από το σπίτι", μια ιδιαίτερα ευρεία και γενική έννοια.
Το επίρρημα έχει αυτό το χαρακτηριστικό της γενίκευσης περισσότερο από άλλες κατηγορίες
(π.χ. το επίθετο). Η μορφική ακαμψία του, δηλαδή η γυμνότητά του από μορφολογικά
χαρακτηριστικά, επιτρέπει μια αρκετά γενικόλογη αναφορά στα πράγματα (σε σχέση π.χ. με το
επίθετο, που δεσμεύεται μορφολογικά ως προς γένος και αριθμό από το ουσιαστικό που το
ίδιο περιορίζει). Έτσι, χρησιμοποιείται πολύ συχνά για να περιγράψει περιληπτικά τον τρόπο
εκτέλεσης μιας πράξης, τα παράλληλα συμβάντα, τα επακόλουθα, τον σκοπό και την αιτία: π.χ.
στην πρόταση ΘΟΥΚ 2.33.3 βιαιότερον ἀναγαγόμενοι ἐκομίσθησαν ἐπ’ οἴκου (:αφού
αντιμετώπισαν πιο ισχυρές πολεμικές δραστηριότητες, αναχώρησαν), το επίρρημα βιαιότερον
χρωματίζει τροπικά δηλώνοντας με έναν πολύ γενικό τρόπο/ προσδιορισμό όλα τα παραπάνω
στοιχεία.
Πολλά επιρρήματα, όπως και οι άλλες λέξεις, εκτείνονται σημασιολογικά και πέραν της
πρωταρχικής σημασίας τους. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα απ’ όλα είναι πολλά τοπικά
επιρρήματα που εξελίχθηκαν σε προθέσεις αποκτώντας και πολλές νέες, μεταφορικές
σημασίες (π.χ. το ὑπὲρ με αρχική τοπική σημασία "υπεράνω" καταλήγει αργότερα ως πρόθεση
να δηλώνει και την υπεράσπιση, μια μεταφορική σημασία που προκύπτει από την εικόνα του
πολεμιστή με τα όπλα του πάνω από τον προστατευόμενο) (βλ. κεφάλαιο προθέσεων).
<^>
Παπατσίρος Απόστολος
φιλόλογος
Έχει γίνει συνήθεια πλέον ν' ακούμε συχνά αλλά και να διαβάζουμε στα έγγραφα από το
Υπουργείο Παιδείας και όχι μόνο, το λόγιο επίρρημα τυχόν, το οποίο σημαίνει ίσως ή
ενδεχομένως, να συνοδεύει διάφορα ουσιαστικά ως επιθετικός προσδιορισμός. Όσοι το λένε ή
το γράφουν έτσι το ταυτίζουν δηλαδή με το επίθετο πιθανός, -ή, -ό οπότε αλλάζουν εκτός από
τη συντακτική χρήση του και τη σημασία του. Δείτε ενδεικτικά:
Το λάθος είναι άλλο ένα παράδειγμα γλωσσικής αυθαιρεσίας, που επειδή λεγόταν και
ακουγόταν, ατυχώς πέρασε και στα νεότερα λεξικά ως ένας ακόμα νεολογισμός και μετά
εδραιώθηκε. Το τυχόν ως αρχαίο επίρρημα είναι άκλιτη λέξη και κατά συνέπεια δεν μπορεί να
επέχει θέση ομοιόπτωτου προσδιορισμού, ως επίθετο δηλαδή -και μάλιστα έναρθρο- μπροστά
από ουσιαστικό σε πρόταση. Βέβαια αυτοί που το χρησιμοποιούν ως επίθετο το αποδίδουν στη
μετοχή Αορίστου β ΄ του τυγχάνω (ο τυχών, η τυχούσα, το τυχόν) η οποία όμως έχει
διαφορετική σημασία (ο τυχαίος, -α, -ο ή ο κατά τύχη). Πώς λέμε ο πρώτος τυχών; Εκεί
φαίνεται και η σημασία του όρου που είναι ο οποιοσδήποτε. Θα είχε ίσως νόημα να πεις για
τυχόν πρόβλημα, αλλά όχι για τυχόν προβλήματα ή τυχόν συνέπειες. Τα προβλήματα είναι
πιθανά ή ενδεχόμενα, όχι τυχαία, όπως και οι συνέπειες και οι υποψηφιότητες των
εκπαιδευτικών ή οι αποφάσεις της Λυκειακής Επιτροπής είναι πιθανές ή ενδεχόμενες και
καθόλου τυχαίες ή στην τύχη. Σκεφτείτε λέει η Λυκειακή Επιτροπή να αποφάσιζε στην τύχη ή
όπως τύχει τι θα γινότανε…