You are on page 1of 3

Η ΜΕΤΟΧΗ

Η μετοχή είναι ρηματικό επίθετο, δηλ. έχει τις ιδιότητες:


→ και του ρήματος (χρόνοι, διάθεση, φωνή)
→ και του επιθέτου (γένη, αριθμούς, πτώσεις).

΢υντακτικά οι μετοχές είναι τριών ειδών, επιθετικές ή αναφορικές, κατηγορηματικές και


επιρρηματικές.

Επιρρηματικές χαρακτηρίζονται οι μετοχές που μας δίνουν μια επιρρηματική σχέση. Αυτές είναι:
χρονικές, αιτιολογικές, υποθετικές, εναντιωματικές, τελικές και τροπικές.

Όλες, εκτός από τις τροπικές ισοδυναμούν, αντικαθιστούν και μεταφράζονται με κάποιο είδος
δευτερεύουσας πρότασης. Όταν λοιπόν, εμείς έχουμε να χαρακτηρίσουμε μια επιρρηματική
μετοχή φέρνουμε κοντά τη μετοχή με το ρήμα και προσπαθούμε να καταλάβουμε το είδος της
δευτερεύουσας πρότασης που η μετοχή έχει αντικαταστήσει. Πέρα από το ρήμα που παίζει τον
πρώτο ρόλο για το χαρακτηρισμό μιας μετοχής αρκετά μας βοηθάνε και ορισμένα τυπικά
χαρακτηριστικά.

Αυτά είναι:
(α) Οι μετοχές σε χρόνο ΕΝΕ΢ΣΩΣΑ είναι κατά πάσα πιθανότητα ΣΡΟΠΙΚΕ΢.
(β) Οι μετοχές σε χρόνο ΑΟΡΙ΢ΣΟ είναι κατά πάσα πιθανότητα ΧΡΟΝΙΚΕ΢ ή ΑΙΣΙΟΛΟΓΙΚΕ΢.
γ) Οι μετοχές σε χρόνο ΜΕΛΛΟΝΣΑ είναι ΣΕΛΙΚΕ΢.
(δ) Όταν μια μετοχή έχει κοντά της κάποιο χρονικό επίρρημα θα είναι κατά πάσα πιθανότητα
ΧΡΟΝΙΚΗ.
(ε) Οι ΑΙΣΙΟΛΟΓΙΚΕ΢ μετοχές όταν δηλώνουν πραγματική αιτιολογία συχνά εκφέρονται με τα
ἅτε, οἷον, οἷα + ΜΣΧ, ενώ όταν δηλώνουν υποκειμενική αιτιολογία εκφέρονται με το ὡς + ΜΣΧ.
Όταν η αιτιολογία είναι ψευδής η αιτιολογική μετοχή εκφέρεται με το ὥσπερ + ΜΣΧ.
(στ) Όταν μια μετοχή έχει κοντά της το καίτοι ή το καίπερ ή το καὶ θα εξετάζουμε μήπως είναι
ΕΝΑΝΣΙΩΜΑΣΙΚΗ.
Επιρρηματική μετοχή. Απόλυτη και συνημμένη μετοχή
Επιρρηματική μετοχή
Βρίσκεται συνήθως σε ενεστώτα . Δηλώνει το μέσο ή τον τρόπο και τις συνθήκες με τις
Τροπική

οποίες γίνεται κάτι. Μεταφράζεται:


1. με το να +ρήμα, 2.χωρίς να + ρήμα(αν έχει άρνηση), 3.ο (ώ)ντας, 4.με επίρρημα
π.χ. Χρή σε θαρρουντα ( έχοντας θάρρος /με το να έχεις θάρρος) λέγειν τ’ αληθές.
Δηλώνει την αιτία για την οποία γίνεται κάτι. Αναλύεται σε αιτιολογική πρόταση.
Αιτιολο

π.χ. όντος (επειδή πράγματι ήταν) τοῦ πυκνοῦ δάσους οὐχ ἐώρων(=δεν έβλεπαν)
γική

Δηλώνει το σκοπό για τον οποίο γίνεται αυτό που λέει το ρήμα.
Τελικ

Βρίσκεται σε χρόνο μέλλοντα .Εξαρτάται από ρήματα κίνησης ή σκόπιμης ενέργειας.


ή

π.χ. το στράτευμα παρεσκευάζετο (=προετοιμαζόταν) ως μαχούμενον (για να μάχεται)


Δηλώνει την προϋπόθεση με την οποία ισχύει η έννοια του ρήματος .Άρνηση: μή (σπάνια
Υποθετι

ου)
κή

Αναλύεται σε υποθετική πρόταση π.χ. ἄρχεσθαι μαθών (αν μάθει να…) ἄρχειν
ἐπιστήσει
Εναντιωμ

Δηλώνει εναντίωση ή παραχώρηση . Αναλύεται σε εναντιωματική-παραχωρητική


ατική

πρόταση.
π.χ. Μέγας γέγονε Φίλιππος ἀσθενής ών (αν και ήταν …) κατ’ αρχάς

Δηλώνει χρόνο σε συσχετισμό με το χρόνο του ρήματος της πρότασης.


Χρονι

Αναλύεται σε χρονική πρόταση


κή

π.χ. .Εὐθύς οὖν με ιδών (όταν με είδε) ησπάζετο (=με φιλούσε).


 Συνημμένη λέγεται η μετοχή της οποίας το υποκείμενο είναι και άλλος όρος της πρότασης,
έχει δηλαδή και άλλη συντακτική θέση μέσα στην πρόταση που ανήκει η μετοχή.
π.χ. Ορῶμεν πάντα ἀληθῆ όντα (η μτχ όντα είναι συνημμένη γιατί το υποκείμενο της [πάντα]
είναι και αντικείμενο του ρήματος .)
 Απόλυτη λέγεται η μετοχή της οποίας το υποκείμενο δεν είναι και άλλος όρος της πρότασης,
αλλά αποκλειστικά και μόνο υποκείμενο της μετοχής . Απόλυτες μετοχές είναι μόνο οι
επιρρηματικές.
π.χ. Σούτων λεχθέντων διέλυσε την σύνοδον ο Αγησίλαος .(η μετοχή λεχθέντων είναι γενική
απόλυτη μετοχή με υποκείμενο της το τούτων )
Γενική απόλυτη μετοχή :
΢ε γενική απόλυτη βρίσκονται μόνο οι μετοχές προσωπικών ρημάτων. Σο υποκείμενο της
γενικής απόλυτης βρίσκεται σε γενική πτώση . π.χ. Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύται

Κατηγορηματική μετοχή
Η κατηγορηματική μετοχή χρησιμεύει ως κατηγορούμενο ή κατηγορηματικός προσδιορισμός.
Πάντα είναι χωρίς άρθρο (μετάφραση: να, ότι). π.χ. Ευθύδημος έχαιρεν ακούων ταυτα.
Κατηγορηματική μετοχή παίρνουν τα ρήματα:
ειμί, γίγνομαι, υπάρχω, τυγχάνω, φθάνω ,φανερός ειμί, δῆλος ειμί .
Σα ρήματα ψυχικού πάθους
Όσα ρήματα δηλώνουν επάρκεια ,πλησμονή ,απόλαυση .
Όσα δηλώνουν έναρξη ,λήξη ,ανοχή ,ολιγωρία ,υπομονή ,επιμονή ,καρτερία, κόπωση
Όσα δηλώνουν ευεργεσία ,ευτυχία ,χάρη ,αδικία ,υπεροχή ,νίκη ,ήττα .
Όσα δηλώνουν αίσθηση ,μάθηση ,γνώση ,μνήμη .
Όσα δηλώνουν αγγελία ,έλεγχο, δήλωση.
Ενεργητική φωνή

• Ενεστώτας: ὁ λύων, τοῦ λύοντος, τῷ λύοντι, τόν λύοντα, ὦ λύων – οἱ λύοντες, τῶν λυόντων,
τοῖς λύουσι, τούς λύοντας, ὦ λύοντες

• Μέλλοντας: ὁ λύσων, τοῦ λύσοντος, τῷ λύσοντι, τόν λύσοντα, ὦ λύσων – οἱ λύσοντες, τῶν
λυσόντων, τοῖς λύσουσι, τούς λύσοντας, ὦ λύσοντες (η διαφορά από τον ενεστώτα είναι ένα
«σ»)

• Αόριστος: ὁ λύσας, τοῦ λύσαντος, τῷ λύσαντι, τόν λύσαντα, ὦ λύσας – οἱ λύσαντες, τῶν
λυσάντων, τοῖς λύσασι, τούς λύσαντας, ὦ λύσαντες

• Παρακείμενος: ὁ λελυκώς, τοῦ λελυκότος, τῷ λελυκότι, τόν λελυκότα, ὦ λελυκώς – οἱ


λελυκότες, τῶν λελυκότων, τοῖς λελυκόσι, τούς λελυκότας, ὦ λελυκότες

Μέση φωνή

• Ενεστώτας: ὁ λυόμενος, τοῦ λυομένου, τῷ λυομένῳ, τόν λυόμενον, ὦ λυόμενε – οἱ


λυόμενοι, τῶν λυομένων, τοῖς λυομένοις, τούς λυομένους, ὦ λυόμενοι

• Μέλλοντας: ὁ λυσόμενος, τοῦ λυσομένου, τῷ λυσομένῳ, τόν λυσόμενον, ὦ λυσόμενε – οἱ


λυσόμενοι, τῶν λυσομένων, τοῖς λυσομένοις, τούς λυσομένους, ὦ λυσόμενοι

• Αόριστος: ὁ λυσάμενος, τοῦ λυσαμένου, τῷ λυσαμένῳ, τόν λυσάμενον, ὦ λυσάμενε – οἱ


λυσάμενοι, τῶν λυσαμένων, τοῖς λυσαμένοις, τούς λυσαμένους, ὦ λυσάμενοι

• Παρακείμενος: ὁ λελυμένος, τοῦ λελυμένου, τῷ λελυμένῳ, τόν λελυμένον, ὦ λελυμένε – οἱ


λελυμένοι, τῶν λελυμένων, τοῖς λελυμένοις, τούς λελυμένους, ὦ λελυμένοι

• Παθητικός αόριστος: ὁ λυθείς, τοῦ λυθέντος, τῷ λυθέντι, τόν λυθέντα, ὦ λυθείς – οἱ


λυθέντες, τῶν λυθέντων, τοῖς λυθεῖσι, τούς λυθέντας, ὦ λυθέντες.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: το θηλυκό των μετοχών κλίνεται όπως ένα πρωτόκλιτο ουσιαστικό, ενώ το ουδέτερο
κλίνεται και αυτό κατά την κλίση, που κλίνεται και το αρσενικό, με τη διαφορά ότι έχει 3 όμοιες
πτώσεις στον ενικό και στον πληθυντικό: την ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική.

You might also like