Professional Documents
Culture Documents
Βίος τοῦ Ἁγίου Φαντίνου τοῦ Καλαβροῦ
Βίος τοῦ Ἁγίου Φαντίνου τοῦ Καλαβροῦ
ΜΕΡΟΣ Α´.
ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΒΡΙΑ
1. Εἰσαγωγή.
Ἔπρεπε, βέβαια, ἡ φύσις ποὺ ὑπέπεσε στὴν κατάρα νὰ ἐπιτύχῃ καὶ πάλι
τὴν κάθαρση μέσω τοῦ ὁμοίου της καὶ ἔτσι νὰ ἐπανέλθη στὴν πρώτη
ἀνοδική της πορεία. Γιὰ αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸ ἀνέκφραστο σχέδιό του,
καταδέχθηκε τὰ πάντα καὶ δὲν θεώρησε ἀνάξιο νὰ καρφωθῇ ἐπάνω στὸν
σταυρό, ἀλλὰ νίκησε ἐπάνω σὲ αὐτὸν τὸν ἄριστο τεχνίτη τῆς κακίας καὶ
τὸν κατέστησε νεκρὸ καὶ ἀνίσχυρο. Καὶ σὲ μᾶς ὑπέδειξε ὁδὸ ἄνετη καὶ
εὐκολώτατη γιὰ νὰ νικοῦμε χωρὶς κόπο τὶς πολύπλοκες πανουργίες του
καὶ νὰ ἀνεβαίνωμε πρὸς ἐκεῖνον τὸν χῶρο ἀπὸ ὅπου αὐτὸς ἔχει πέσει.
Ἐκεῖ ἀκριβῶς σπεύδοντας νὰ ἀνέβουν ὅσοι διάλεξαν νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν
Χριστὸ καὶ Θεό, προτίμησαν νὰ κακουχοῦνται, σύμφωνα μὲ τὸν
Ἀπόστολο, ντυμένοι μὲ κατσικίσια δέρματα, μὲ πεῖνα καὶ δίψα, μέσα στὸ
κρύο καὶ στὴν γύμνια.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ τώρα ἐμεῖς ἐγκωμιάζομε. Ἂν καὶ
τὰ λόγια εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὰ μεγάλα κατορθώματά του καὶ
ὑπολείπονται ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους ποὺ θὰ τοῦ ἄξιζαν, ὅμως δὲν θὰ
ἀφήσωμε αὐτὸν γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο χωρὶς ἐγκώμια, ἀλλὰ ἀφοῦ
ἐμπιστευθοῦμε στὶς πρεσβεῖές του ὁλόκληρη τὴν ὁμιλία, κάπως ἔτσι θὰ
ἀρχίσωμε τὴν σχετικὴ μὲ αὐτὸν διήγηση.
2. Οἱ γονεῖς καὶ ἡ πατρίδα τοῦ Φαντίνου.
Τὸ παιδὶ ἦταν στὸ ὄγδοο ἔτος τῆς ἡλικίας, καὶ μάλιστα εἶχε ἀκούσει
πολλὰ γιὰ τὴν φήμη τοῦ ὁσιωτάτου Ἠλία[2] –διότι αὐτὸς σὰν ἕνα ἀστέρι
φωτεινὸ ἔλαμπε ὑπερβολικὰ μὲ τὶς ἀκτῖνες τῶν θαυμάτων μέχρι αὐτὴν
τὴν Ῥώμη. Φθάνει στὸ ἀσκητήριό του ὅπου ὁ μέγας τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος
εὑρίσκετο, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ ἦταν προσηλωμένος στὸν Θεὸ καὶ στὸν
ἑαυτό του, δὲν ἐμφανιζόταν ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή. Καὶ
ἀφοῦ κτύπησε τὴν πόρτα καὶ τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ εὐχαρίστηση οἱ
ἀδελφοὶ ποὺ ἦσαν ἀρκετοί, καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ μάθουν τὸν λόγο γιὰ τὸν
ὁποῖο μπῆκε στὸν κόπο νὰ πάει ἐκεῖ, ὁ πατέρας ἐξήγησε ἀκριβῶς τὰ
σχετικὰ μὲ τὸ παιδί.
Ὅταν, λοιπόν, ἔφθασε τὸ Σάββατο καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ εἶδαν τὸν μέγα
Ἠλία, ὁδηγοῦν αὐτοὺς πρὸς τὸν Ὅσιο. Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶχε πλούσιο τὸ
προορατικὸ χάρισμα καὶ ποὺ προγνώρισε τὸ μέλλον τοῦ παιδιοῦ, ἐπειδὴ
ἦταν προφήτης, τὸν μὲν πατέρα αὐτοῦ τὸν ἐξαπέστειλε στὸ σπίτι.
Φώναξε δὲ τὸν πιὸ λόγιο ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς καὶ τοῦ ἐμπιστεύεται τὸ
παιδὶ γιὰ νὰ τὸ ἐκπαιδεύη μὲ τὸν πλέον ἄριστο τρόπο· διότι ἐγνώριζε ὅτι
αὐτὸ λίγο μετὰ θὰ γίνει σκεῦος ἐκλογῆς γιὰ τὸν Χριστόν.
Ἐνῷ αὐτὸς ἔτσι προόδευε, μία ἡμέρα ὁ μέγας Ἠλίας τὸν κάλεσε κοντά
του, καὶ τοῦ εἶπε: Παιδί μου, Φαντῖνε, γιατί, ἐνῷ εἶσαι τόσο νέος,
ἀπεφάσισες νὰ καταπονηθῇς πάρα πολὺ μὲ τὸ νὰ μπῆς στὸν κόπο νὰ ἔλθῃς
σὲ μᾶς τοὺς τιποτένιους γέροντες; Αὐτὸς ἀπήντησε: Γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὶς
ἁμαρτίες μου. Καὶ ὁ μέγας τοῦ εἶπε πάλι: Ἀλλὰ ἡ ὁδὸς πρὸς τὸν Χριστό,
παιδί μου, ὅπως αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶπε, εἶναι στενὴ καὶ ὄχι πλατειά, καὶ
δύσκολα φθάνει κανεὶς στὸ τέρμα της. Καὶ ὅσοι διαλέγουν νὰ ἔλθουν πρὸς
Ἐκεῖνον διὰ μέσου αὐτῆς, καὶ πεινοῦν καὶ διψοῦν καὶ γυμνητεύουν, ἀλλὰ
καὶ ἐπὶ πλέον κοπιάζουν δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια, γιὰ νὰ
δίνουν ὅσα χρειάζονται σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Πρόσεχε, λοιπόν, καὶ
σὺ ὁ ἴδιος, ποὺ σκοπεύεις νὰ βαδίσεις τὴν στενὴν ὁδό, μὲ τὴν ὁποία
ἀντήλλαξες λίγο πιὸ πρὶν τὴν πλατειά, μήπως δὲν βρῆς νὰ σὲ ἀκολουθῇ τὴν
ὥρα τοῦ χωρισμοῦ σου τὸ κατάλυμα τῆς ὁδοῦ. Νὰ γνωρίζεις, λοιπόν, ὅτι
εἶναι πολλὲς οἱ πανουργίες τοῦ ἐχθροῦ, καὶ γιὰ αὐτὸ πρέπει νὰ στέκεσαι
ἀντιμέτωπος στὴν κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς μὲ σοφία, ὥστε ἀπὸ καμία νὰ μὴν
ὑποσκελισθῇς καὶ γίνεις ἔτσι σὲ ὅλους ποὺ θέλουν νὰ βαδίζουν τὴν ἴδια ὁδὸ
ἀφορμὴ νὰ σκανδαλισθοῦν καὶ νὰ λυγίσουν. Διότι γιὰ αὐτὸν εἶπε ὁ Κύριος·
Συμφέρει νὰ κρεμασθῇ μιὰ μυλόπετρα γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του παρὰ νὰ
σκανδαλίσει ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς.
Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀφοῦ ἔκειρε μοναχὸ αὐτὸν ποὺ ἦταν νεώτατος, ἔπειτα τὸν
συγκαταρίθμησε στὴν συνοδεία τῶν μοναχῶν καὶ τοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς
λόγια: Θέλω, παιδί μου, νὰ ἀναλάβης τὴν διακονία ποὺ ὠφελεῖ ὅλους τοὺς
ἀδελφούς, ἤτοι τὴν τοῦ μαγειρείου, ἡ ὁποία γιὰ αὐτοὺς μὲν ποὺ ἔχουν
ἄγνοια εἶναι ἡ χειρίστη, γιὰ αὐτοὺς ὅμως ποὺ γνωρίζουν στὴν πράξη τὸ
ὕψος της, ἀποβαίνει ἡ πιὸ μεγάλη ἀπὸ ὅλες, καὶ τόσο πολὺ ὥστε, αὐτὸς ποὺ
θὰ τὴν ἐξασκήση μὲ θεῖο πόθο καὶ θερμὴ πίστη, σύντομα θὰ ἐφελκύση τὸ
βλέμμα τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως.
Καὶ αὐτὸς ἀφοῦ δέχθηκε τὰ λόγια ὡσὰν νὰ βγῆκαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ
Θεοῦ καὶ ὄχι ἀνθρώπου, μὲ πολὺ μεγάλη χαρὰ ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς
διακονίας, ἀναλογιζόμενος ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ ἐκείνην φωτιὰ τὸ πῦρ ποὺ
περιμένει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τὸ ὁποῖο διαμένει εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ ὅτι
μέσα σὲ αὐτὸ θὰ τιμωρηθοῦν αἰωνίως ὅσοι ἔχουν τὴν ψυχή τους γεμάτη
ἀπὸ μῖσος. Αὐτὸ συλλογιζόμενος καὶ θρηνώντας, ἀμέσως καρπώθηκε τὸ
δῶρο τῆς κατανύξεως. Καὶ ὑπηρετώντας τοὺς ἀδελφοὺς καὶ
παραστεκόμενος στὴν κοινὴ τράπεζα καὶ βλέποντας αὐτοὺς ὡς ἀγγέλους,
ὅπως θὰ ἔλεγε κανείς, καὶ ὄχι ὡς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀληθινὰ κρίνοντας μὲ
τὸ μυαλό του ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε νὰ βλέπεται ἀπὸ αὐτούς, εἶχε
φθάσει σὲ τόσο μεγάλη ἁπλότητα καὶ καλωσύνη, ὥστε ὅλοι νὰ
ἐκπλήσσωνται ἀπὸ τὴν χάρη τῆς προκοπῆς του καὶ νὰ δοξάζουν τὸν
Κύριον.
7. Ἀσκητικὰ παλαίσματα-ἐκκλησιάρχης.
Δὲν μεσολάβησε πολὺς χρόνος, καὶ νὰ ἔφθασε πλέον ὁ καιρὸς κατὰ τὸν
ὁποῖο ὁ Ὅσιος Ἠλίας ἔσπευσε πρὸς αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, ἀναχωρώντας
ἀπὸ τὸν ἐδῶ κόσμο, ὄντας πλήρης ἡμερῶν καὶ ἀρετῆς. Καὶ λοιπόν, ἀφοῦ
φώναξε ὅλους σὲ συνάθροιση καὶ μετέβαλε τὸ σκυνθρωπὸ αὐτοῦ ὕφος σὲ
μία χαριτωμένη ἔκφραση, μὲ φωνὴ σταθερὴ καὶ ἤρεμη εἶπε γεμάτος
χαρά: Θέλω, παιδιά μου, νὰ γνωρίζετε ὅτι βέβαια ἔφθασε ὁ καιρὸς νὰ
φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο· ἡ ἡμέρα ἔχει τελειώσει, ἡ πανήγυρη ἐξαφανίσθηκε
καὶ οἱ οὐράνιοι Ἄγγελοι, ποὺ θέλουν νὰ πάρουν μαζί τους τὴν ψυχή μου,
εἶναι παρόντες. Τώρα ἀποχωρίζομαι ἀπὸ σᾶς ὁριστικά. Ὅμως, φίλοι μου,
σᾶς ἀφήνω ὡς ἐφόδιο τούτη τὴν ὑπόσχεση, ὅτι δηλαδὴ ἐὰν τηρήσετε τὶς
ἐντολές μου καὶ βαδίζετε ὅπως ἐγὼ σᾶς πρόσταξα καὶ κάνετε κτῆμά σας
τὴν ἀγάπη, χωρὶς νὰ ἀπομακρύνεσθε οὔτε γιὰ λιγάκι ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη,
ὄχι μόνον δὲν θὰ εἶμαι ἀχώριστος ἀπὸ σᾶς μετὰ τὴν ἐδῶ ἀποβίωσή μου,
ἀλλὰ καὶ θὰ ἀπολογηθῶ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ ἀντὶ γιὰ σᾶς κατὰ
τὴν μέλλουσα ὥρα τῆς κρίσεως. Γιὰ αὐτό, ἀσπασθῆτέ με γιὰ τελευταία
φορὰ καὶ προσφέρετέ μου, σᾶς καθικετεύω, τὴν σιγὴ ἀντὶ γιὰ θρῆνο.
Πρὸς τούτοις ἀφοῦ τοὺς ἐνεθάῤῥύνε καὶ τοὺς ἐνουθέτησε ὅλους καὶ μὲ
πολλὰ ἄλλα λόγια, μὲ ἱλαρότητα καὶ προθυμία παρέδωσε τὸ ἅγιον αὐτοῦ
πνεῦμα. Ἀρκετὸς λαὸς ἔφθασε γιὰ νὰ τιμήσει τὴν τρισμακαρία καὶ
ἀξιΰμνητο αὐτοῦ κοίμηση καὶ ὅλοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες χωρὶς σταματημὸ
ἔψαλλαν ὕμνους. Ὅσοι δὲ κατείχοντο ἀπὸ ποικίλες ἀῤῥώστιες,
ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους ὑγιεῖς μετὰ τὴν ἐκεῖ ἐπίσκεψή τους.
Μόλις ἔφθασε καὶ βρῆκε ἕναν τόπο, ποὺ ταίριαζε λίαν ἐπαρκῶς πρὸς τὸν
ὑψηλὸ στόχο ποὺ ποθοῦσε, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ὁ ὁποῖος τοῦ ἔβαλε
αὐτὴν τὴν σκέψη καὶ εἶπε: Κύριε, σὲ δοξάζω καὶ σὲ ὑμνῶ, διότι μὲ
χόρτασες μὲ τὸ θεῖο ποτὸ τῆς κατανύξεως καὶ ἔτσι κατάλαβα ἀληθινὰ τὴν
ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ τώρα, εὔσπλαγχνε, ἐνίσχυσέ με νὰ
φθάσω στὸ τέρμα αὐτοῦ τοῦ δρόμου, ἀφοῦ ἀγωνισθῶ μέχρι θανάτου. Διότι
θέλεις, τὸ γνωρίζω, θέλεις νὰ σωθῇ κάθε ἄνθρωπος καὶ νὰ ἀπολαύσει τὴν
δική σου βασιλεία. Μὴν μὲ ἁρπάση, λοιπόν, ὁ ψυχοφθόρος λέων, οὔτε νὰ
μὲ πετάξει ἔξω ἀπὸ τὸν σκοπό μου, ἀλλὰ δέξου τὴν ἀθλία προσευχὴ ἀπὸ τὰ
ἀκάθαρτα χείλη μου καὶ σπλαγχνίσου τοὺς ῥύακες τῶν ὀφθαλμῶν μου.
Διότι γιὰ σένα, τὸν μόνον ἀξιέραστο καὶ αἰώνιο, θεώρησα ὡς μηδαμινὰ
ὅλα τὰ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐγκατέλειψα καὶ ὅπως βλέπεις, γυμνὸς καὶ
ἄστεγος ἔχω μείνει, γιὰ νὰ μὴν στερηθῶ τὸν δικό σου ἀκόρεστο πόθο.
Μία ἄλλη φορὰ πάλι, καθὼς περπατοῦσε ἔχοντας στὸ στόμα του τὰ λόγια
τοῦ Κυρίου, συνήντησε ἀγριογούρουνα, τὰ ὁποῖα ἔτρωγαν πάμπολλα
ἀχλάδια κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα. Ὁ καιρὸς ἦταν χειμωνιάτικος καὶ πάρα
πολὺ τσουχτερός. Βασανιζόταν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν παγωνιά, καὶ σφιγγόταν
–διότι ἦταν γυμνός, ἐπειδὴ τὸ ἔνδυμα ποὺ τὸ σκέπαζε εἶχε ἐντελῶς
λειώσει, ἀφοῦ κράτησε μετὰ δυσκολίας ἕνα χρόνο. Ἐπίσης ἔλειωνε ἀπὸ
τὴν πεῖνα –διότι τρεφόταν μὲ ῥίζες ἀπὸ χόρτα ποὺ τὶς ξέζωνε μὲ τὴν ἄκρη
τοῦ ῥαβδιοῦ του ἢ μὲ βλαστάρια δένδρων ἢ καὶ μὲ ὅσα ἡ ἔρημος
μποροῦσε νὰ παράγει. Μόλις, λοιπόν, ὅλα τὰ ἀγριογούρουνα εἶδαν ὅτι ὁ
Ἅγιος εἶχε ὁρμήσει πρὸς τὰ ἀχλάδια –διότι πράγματι ἐκεῖνος, ἀφοῦ
δόξασε τὸν Θεό, μὲ ὁρμὴ ἔσπευδε πρὸς τὸ φαγητό-, σπαρταρώντας
σύγκορμα καὶ τρίζοντας τὰ δόντια του τὸν κύκλωσαν καὶ τὸν ἔσπρωξαν
στὴν μέση. Αὐτὸς ὅμως μένοντας ἤρεμος εἶπε τὰ ἑξῆς στὰ θηρία: Ἐὰν
μὲν ὁ Θεός, προνοώντας κάτι μεγαλύτερο, σᾶς ἔδωσε ἐξουσία ἐναντίον
μου, ἂς εἶναι ἀνεμπόδιστη ἡ θέλησή σας. Ἐὰν ὅμως παροτρυνθήκατε ἀπὸ
δική σας βαναυσότητα καὶ ἀπὸ προσβολὴ τῶν δαιμόνων, νὰ βουβαθῆτε.
Διότι σεῖς εἶσθε χωρὶς λογικὸ καὶ συναίσθηση, ἐμένα ὅμως ὁ Θεός, ποὺ μὲ
πλαστούργησε, μὲ ἔκανε κατ᾿ εἰκόνα Αὐτοῦ καὶ ὁμοίωση. Καὶ μὲ τὸν λόγο
του ἀμέσως ἐσίγησαν καὶ ὑποχώρησαν πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, καὶ στὸ ἑξῆς
δὲν ἔβγαλαν οὔτε ἕνα γρύξιμο.
Μεσολάβησε λίγος καιρὸς καὶ ὁ Ὅσιος τοὺς γκρεμοὺς τῶν βουνῶν καὶ
τοὺς ἀπροσπέλαστους τόπους τοὺς κατέστησε κατοικίες θείων καὶ
πνευματικῶν ἀνδρῶν. Κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες ποὺ ἤρχοντο,
ἀνάλογα μὲ τὴν δύναμη ἢ τὴν προαίρεση ποὺ εἶχε, μὲ τὴν ἄδεια αὐτοῦ
ἔπαιρνε τόπους καὶ ἀναδεικνύετο πατὴρ ἁγίων πατέρων. Καὶ τόσο πολὺ
πυκνὰ γέμισε αὐτὴ ἡ περιοχή ὅσο πρὶν δικαίως εἶχε τὸ ὄνομα ἔρημος. Σὲ
ὅλους δὲ ἕνας ἦταν ὁ κανών· ὅτι φαινόταν καλὸ σὲ ἐκεῖνον, περιττὸ πάλι,
κάθε τι ποὺ δὲν φαινόταν καλό. Καὶ ἕνας νέος νόμος ἦταν ἡ κατήχηση
αὐτοῦ. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ πολὺ ὑπερεῖχαν στὴν ἀρετή, ἐνικῶντο ἀπὸ
τὴν σοφία καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ Φαντίνου περισσότερο ἀπὸ ὅσο νόμιζαν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔμεινε γιὰ πολὺ χρόνο ἔτσι ἔγκλειστος ἔχοντας βοηθὸ τὸν
Θεὸν ποὺ ἔσωσε τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, δὲν καταλάβαινε τοὺς
πόνους ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστεῖτο ὑπερβολικὰ μὲ αὐτούς Ὅταν δὲ ὁ
πονηρὸς δαίμων τὸν ἐξερέθιζε νὰ ἀγανακτήσει καὶ ἀποτύγχανε τοῦ
ἐγχειρήματος, ἐπειδὴ μὲ αὐτὸ ντροπιαζόταν περισσότερο ὁ
τρισκατάρατος, ἔκραζε δυνατά: Μᾶς νίκησες, Φαντῖνε. Καὶ ὅταν, μὲ τὴν
βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ποὺ εὐόδωνε ὅλα ὅσα εἶχαν σχέση μὲ αὐτόν, τὸν
ἔβγαλαν μὲ δυσκολία ἔξω ἀπὸ τὸν ὑπόγειο λάκκο αὐτοὶ ποὺ τὸν ἔβαλαν,
καὶ εἶδαν ὅτι αὐτὸς ἦταν τελείως ἀγνώριστος ἐξ αἰτίας τῶν κακώσεων
ποὺ τοῦ προξένησαν τὰ ζωύφια ποὺ εἶχα ἀναφέρει μεταμελήθηκαν διότι
τὸν ἔκαναν νὰ πονέσει καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια του.
Αὐτός, ἀφοῦ τοὺς συγχώρησε γιὰ ὅσα ἔκαναν καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐχή
του, φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πάει σὲ μία περιοχὴ ποὺ εἶχε νερὸ ποὺ ἔτρεχε
συνεχῶς καὶ ἦταν γεμάτη ἀπὸ βρώσιμα χόρτα καὶ ἐπὶ πλέον εἶχε πολὺ
μεγάλη ἡσυχία. Ἐκεῖ ἔζησε ἥσυχα γιὰ ἕνα διάστημα πολὺ μεγάλο. Πάλι
ὅμως οἱ φθονεροὶ δὲν ἀνείχοντο νὰ βλέπουν τὸν μέγα· ἐνῷ δηλαδὴ ἡ
περιοχὴ πάντοτε ἦταν παντελῶς ἀπροσπέλαστη, γιὰ νὰ τὴν καταστήσουν
πολυσύχναστη, ἀμέσως ἔκαναν νὰ περάσει ὁ δημόσιος δρόμος ἀπὸ τὸ
μέσον τῆς περιοχῆς ἐκείνης. Καὶ ὅταν τὸ ποτάμι ποὺ χυνόταν ἐκεῖ
πλημμύριζε, ὅσοι ἐπρόκειτο νὰ τὸ περάσουν, ἀνέβαιναν ἐπάνω στὸν τόπο
ποὺ ἔμενε ὁ Φαντῖνος καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ περνοῦσαν στὸ ἀπέναντι
μέρος. Αὐτὸς ὅμως καὶ τοῦτο τὸ ὑπέφερε, ἀλλὰ καὶ ἕνεκα τοῦ θορύβου,
καὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐξασθενήσεως στὴν ἡσυχία καὶ διότι ἔλειπε γιὰ πολὺ
διάστημα ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του, ξαναγύρισε στὸ Μοναστήρι.
Ἀλλὰ οὔτε πάλι ὅταν ἐπέστρεψε σὲ αὐτό, ζοῦσε ζωὴ τρυφηλὴ ἢ ἄλλαζε
πλούσια ἐνδύματα, ἀλλὰ συνέχισε ἔτσι ὅπως εἶχε ἀρχίσει. Ἀντὶ γιὰ κρασί,
ἔπινε τρεχούμενο νερὸ ποὺ ἀναβρύουν τὰ ποτάμια καὶ οἱ πηγές· ἀντὶ γιὰ
καρυκευμένα φαγητά, ἔτρωγε ὠμὰ λάχανα καὶ ὄσπρια· καὶ ἐὰν ποτὲ
τύχαινε διὰ τῆς βίας νὰ φάει μαζὶ μὲ ἄλλους, τὸ φαγητό του ἦταν ξερὸ
ψωμί. Ἀντὶ γιὰ κρεββάτι, εἶχε χῶμα· μερικὲς φορὲς πλάγιαζε πάνω σὲ
ψάθα, διότι τὸ σῶμα τό του ἀπὸ καιρὸ εἶχε λιώσει καὶ εἶχε γίνει σκελετός.
Διακόνημά του ἦταν ἡ καλλιγραφία καὶ τὸ νὰ ἀναπέμπη ὕμνους στὸν
Θεὸ νύκτα καὶ ἡμέρα.
Ἐκτὸς αὐτοῦ, ἐπειδὴ τήρησε τὸ κατ᾿ ἐικόνα χωρὶς πτώσεις καὶ ἔγινε ἕνας
ἄλλος Ἀδὰμ πρὶν τὴν παρακοή, διέκειτο πρὸς τὰ σαρκοβόρα θηρία καὶ
ἐρπετὰ ὡσὰν πρὸς φίλους. Καὶ ὄντως· στὸ Μοναστήρι ὑπῆρχον μελίσσια,
ἀλλὰ τὰ καταβρόχθιζε μία ἀρκούδα. Μερικοὶ ἀδελφοὶ ἑτοιμάσθηκαν
ἐναντίον της. Ὁ Φαντῖνος, μόλις πληροφορήθηκε αὐτὸ ποὺ πήγαιναν νὰ
κάνουν καὶ γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ ἡ ἀρκούδα, ἀργὰ τὴν νύκτα πλησίαζε
τὰ μελίσσια, τῆς εἶπε: Σὲ διατάσσω νὰ μὴν ἐγγίσῃς τὰ ἐδῶ πράγματα, καὶ
ἐὰν ποτὲ μὲ παρακούσεις, θὰ μάθεις ὅτι προσκάλεσες στὸν ἑαυτό σου τὸν
ἔσχατο θάνατο. Αὐτὴ δὲ ὑποχωρώντας ἀμέσως στὸν λόγο του, δὲν
συνέχισε πλέον νὰ κάνει ζημιά.
Μία φορὰ λοιπόν, μετὰ τὴν κοινωνία τῶν θείων καὶ ἀχράντων μυστηρίων
τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας, καὶ τὴν θεία εὐχαριστία, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ,
λειώνοντας ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ πεῖνα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν σφοδρὴ
δίψα, ζήτησε νερὸ γιὰ νὰ μπορέσει μὲ αὐτὸ μαζὶ καὶ μὲ τὸ θεῖο ἀντίδωρο
νὰ βρῆ δίοδο πρὸς τὰ μέσα, ἐπειδὴ ὁ φάρυγγας ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ
ἐγκράτεια εἶχε πάθει ἀπόφραξη. Καὶ μόλις ἤπιε τὸ νερὸ τοῦ πρώτου
ποτηριοῦ, φάνηκε ἀπὸ μακριά, ἐπάνω ἀντίκρυ στὸ στομάχι του –δὲν
ξέρω νὰ πῶ τὶ ἔπαθε- μία ὑπερμεγέθης πομφόλυγα, κάτω δὲ ἔσπασε ἡ
πιμελή (μαλακὸ λῖπος) καὶ ἔγινε θορυβώδης σπασμὸς τῶν ἐντέρων.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἀπὸ αὐτὰ προκλήθηκαν διαδοχικοὶ πόνοι, ὁ μέγας
Φαντῖνος μὲ δυσκολία ἐπανῆλθε στὸ Μοναστήρι του. Μόλις δὲ
διαδόθηκε σὲ ὅλους ἡ φήμη ὅτι αὐτὸς ἐπέστρεψε πάλι στὸ Μοναστήρι,
πήγαιναν συχνὰ σὲ αὐτόν, καὶ γίνονταν καλὰ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀῤῥώστια
καὶ ἂν ὑπέφεραν.
Φυσικά, ἐπειδὴ κατεστάθη τοιοῦτος, δὲν στερήθηκε τὴν θεία ὀπτασία καὶ
ἀποκάλυψη. Γιὰ παράδειγμα, μία νύκτα, μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας,
ἐνῷ ὅλοι μαζὶ οἱ ἀδελφοί, ἀπὸ τὸ κυριακὸ πήγαιναν στὰ διακονήματά
τους σύμφωνα μὲ τὸν κανονισμό, αὐτὸς κάθισε ὅπου καὶ στεκόταν. Ἀφοῦ
ὕψωσε τὸ βλέμμα καὶ τὰ δύο του χέρια στὸν οὐρανό, αὐτὸς ποὺ εἶχε
πνοή, καθόταν ἄπνους μέχρι τὸ ἀπόγευμα.
Ἐπειδὴ μεταξὺ τῶν μαθητῶν του ἔγινε πολὺς λόγος γιὰ τὴν παράδοξη
στάση, ἀπὸ τὴν φήμη καὶ τὸν θαυμασμὸ μαζεύτηκαν πάρα πολλοί. Ὅταν
ὅμως τελικὰ ἦρθε στὸν ἑαυτό του, ῥώτησε: Τί θόρυβος εἶναι αὐτός, καὶ τί
ὥρα εἶναι; Καὶ ὅταν ὅλοι μαζὶ τοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι 11 (17:00) καὶ γιὰ ποιὸν
λόγο εἶχαν ἔρθει, ἔδωσε ἐντολὴ σὲ αὐτοὺς νὰ κάνουν τὴν ἀκολουθία τοῦ
ἑσπερινοῦ.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὸν περιστοίχισαν κυκλικά, καὶ τὸν ἐκλιπαροῦσαν
ἱκετευτικὰ νὰ πῇ σ᾿ αὐτοὺς ὅσα ἀκριβῶς εἶδε. Ὁ Ὅσιος ἀφοῦ ἀναστέναξε
βαθιά, καὶ κατέβρεξε τὶς ἀσκητικὲς ἐκεῖνες παρειὲς μὲ τοὺς χειμάῤῥους
τῶν δακρύων, εἶπε ἀποφθεγματικὰ σὲ αὐτούς: Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες μου,
ἐὰν θέλετε νὰ μάθετε ἀπὸ αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα γνωρίζω, εἶναι παντελῶς
ἀνέκφραστα. Πλὴν ἐὰν τελείως πείθεσθε σὲ μένα ποὺ σᾶς συμβουλεύω,
ἀφοῦ ἀρνηθῆτε ὁ,τιδήποτε σᾶς ἀνήκει, νὰ ἀναχώρησετε ἀπὸ τοῦτον τὸν
κόσμο γυμνοί.
Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὸ τριμμένο ζωστικό του, ἀνεχώρησε γυμνὸς
στὰ ὄρη. Ἀπὸ ἐκείνη λοιπὸν τὴν στιγμή, μέχρι 20 μέρες ἦταν χωρὶς νερό,
χωρὶς τροφή, καὶ χωρὶς κάποιο σκέπασμα. Πίστευε πὼς ὅσα φρικτὰ εἶδε
καὶ ἄκουσε ἐκεῖ, ὄχι μόνον στὸν κόσμο ἀλλὰ οὔτε καὶ στὸν ἑαυτό του
καθόλου δὲν ἔπρεπε νὰ τὰ διηγηθῆ. Τρεφόταν ἐπὶ τέσσερα χρόνια μὲ
ἄγρια χόρτα καὶ μὲ τίποτε ἄλλο. Καὶ ὅταν πάλι τὸν ξαναέβρισκαν οἱ
σύντροφοί του καὶ διὰ τῆς βίας τὸν ἔσερναν στὸ Μοναστήρι, ὁ μέγας
γρήγορα ξαναγύριζε ἐκεῖ ὅπου καὶ πρῶτα περιφερόταν, νοιώθοντας
εὐχαρίστηση περισσότερο μὲ τὰ θηρία παρὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Μετὰ ἀπὸ πολὺν χρόνο ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι καὶ ἀφοῦ ἔκρυψε τὰ
ἐμπρόσθια μέρη τοῦ σώματός του μὲ ἕνα ἱμάτιο ἀπὸ δέρμα, εἶπε στοὺς
ἀδελφούς μὲ χαρά: Ξέρετε παιδιά μου, ὅτι ἔρχεται ὁ μέγας Νεῖλος;
[6] Ὄχι, ἀπήντησαν ὅλοι. Καὶ αὐτός: Ναί, πραγματικά, ἔφθασε. Ὅσοι
θέλουν λοιπόν, ἂς πᾶμε γρήγορα νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε. Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ
προχώρησαν λίγο, γεμάτοι ἔκπληξη βλέπουν νὰ ἔρχεται μὲ τὰ πόδια ὁ
Νεῖλος, ὁ ὄντως κεκοσμημένος μὲ λόγο καὶ πράξη.
Στὴν μέση αὐτῆς κρεμόταν κάτι σὰν μία κεραία γεμάτη φλόγες. Καὶ τὶς
ψυχὲς ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ πῦρ, ἄλλες μὲν ποὺ ἡ κεραία ἔδειχνε τὰ νῶτά
τους, ἔκρινε νὰ περάσουν ἀπέναντι, ἄλλες ὅμως προϋπαντώντας τε κατὰ
πρόσωπο, τὶς ἐξαπέστελλε στὸ πῦρ. Καὶ ἀνάμεσα στὶς δύο κατηγορίες
ὑπῆρχε ὁ ὀξὺς αὐτὸς διαχωρισμός. Ἀλλοίμονό μου! Ὅσοι ἔπεφταν μέσα,
ἦταν κατάμεστοι ἀπὸ θρήνους καὶ οἰκτρὰ θρηνοῦσαν γιὰ τὴν συγκομιδὴ τῆς
πρωτύτερης ζωῆς τους καὶ θερμοπαρακαλοῦσαν ἀπαρηγόρητα καὶ
ἀνώφελα. Καὶ ἄλλοι, παρὰ τὴν θέλησή τους ἐβρυχώντο καὶ ἐκραύγαζαν·
Ἀλλοίμονο, ἀλλοίμονο. Ἄλλοι πάλι ἐκ βαθέων ἀναστέναζαν μὲ ἀναρίθμητες
δυνατὲς κραυγές· Οὐαί, οὐαί, καὶ κτυποῦσαν τὰ στήθη τους προσθέτοντας·
Ὢ, τὶ μᾶς ἔχει βρῆ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.
Πάλι ὅμως οἱ συνοδοί, διὰ τῆς βίας μὲ χώρισαν ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, ἐνῷ
ἐγὼ γέμισα ἀπὸ πίκρα, ὅπου ἀναπεμπόταν μελῳδικὸς ὕμνος,
ἀκατάπαυστος καὶ ἀσύγκριτος. Ἐδῶ ἄκουσα νὰ μοῦ λέγουν: Πήγαινε νὰ
πῆς στὸν κόσμο ὅσα ἀκριβῶς ἔχεις δεῖ ἐδῶ. Εὐθὺς λοιπόν, μόλις
εἰπώθηκαν αὐτά, ἦλθα στὸν ἑαυτό μου, καὶ βλέποντας σὰν σὲ καθρέπτη τὶς
ἐκεῖ θεῖες θεωρίες, λειώνω ὁλόκληρος σὰν κερί, καὶ λυποῦμαι σφόδρα καὶ
ταράσσομαι. Καὶ ἐνῷ σὲ αὐτοὺς φαίνομαι ὅτι ἀναπνέω, ἔχασα παντελῶς
τὸν νοῦν μου, καὶ φοβήθηκα καὶ περιφρόνησα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
Ὁ Νεῖλος λοιπόν, ἐξεπλάγη ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, καὶ ἀπὸ ἄλλα ἀκόμη, καὶ
κατέχωσε μὲ ἐπιτίμια ὅλους ὅσους κατοικοῦσαν στὸ Μοναστήρι τοῦ
Φαντίνου: ἐπειδὴ ἕναν τέτοιον ἄνδρα, ποὺ ἀνέβηκε μέχρι καὶ στὸν τρίτο
οὐρανό καὶ ποὺ ἄκουσε κάποια ἀνέκφραστα λόγια, τόσο ἀπερίσκεπτα
περιπαίξατε καὶ τὸν νομίσατε γιὰ τρελό.
Ἀφοῦ λοιπόν, πέρασε πολὺς χρόνος, μία νύκτα ὁ Ὅσιος πῆρε ἐντολὴν ἀπὸ
Ἄγγελο Θεοῦ νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πατρίδα του σὰν ἄλλος Ἀβραάμ, καὶ νὰ
ἀναχωρήσει ὄχι πλέον σὲ ἔρημη γῆ, ἀλλὰ στὴν πόλη τῶν Θεσσαλονικέων,
γιὰ νὰ προσελκύσει ἐκεῖ πολλοὺς πρὸς τὸν θεῖον αὐτοῦ ζῆλο καὶ νὰ τοὺς
μεταφέρει στὰ ὕψη τῆς ἀρετῆς. Καὶ ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι αὐτὸ εἶναι θεῖο
πρόσταγμα, συγκέντρωσε στὸ Κυριακό, ἐνώπιόν του ὅλους καὶ τοὺς εἶπε,
τὴν ἑξῆς κατήχηση:
Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα μου περιπόθητα, ἕως ὅτου ὑπάρχει ἀκόμη
σὲ μᾶς καιρός, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἡ διαγωγή μας ἂς εἶναι κοσμία·
ὅσο διαρκεῖ ἡ ἡμέρα, ἂς ἀκολουθήσωμε τὸν ἥλιο. Ἔρχεται ἡ ἀναπόφευκτη
νύκτα, ὁπότε κανεὶς στὸ ἑξῆς δὲν μπορεῖ νὰ ἐργάζεται.
Ἂς μὴν ἐμπλακοῦμε στὰ τερπνὰ τοῦ βίου ποὺ γρήγορα παρέρχονται, οὔτε
τὸν χρόνο ποὺ μᾶς χαρίσθηκε νὰ τὸν ἀφανίσωμε σὲ αὐτά. Ἂς μὴ μᾶς
νικήσει ἡ στοργὴ τῶν γονέων ἢ καὶ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ
κόσμου, διότι σὰν τὸ ἄνθος τοῦ χορταριοῦ ἀκόμη λίγο καὶ θὰ
ἐξαφανισθοῦν. Ἂς μὴν λοιπόν, θάψουμε τὴν ψυχὴ μὲ τὴν γαστριμαργία καὶ
τὸν ἐλεύθερο νοῦ μὲ τὴν μέθη. Ἂς μὴν διαφθείρουμε μὲ τὴν φιληδονία καὶ
τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, μέσα στὸν ὁποῖον κατοικεῖ ὁ
καθαρὸς καὶ ἅγιος νοῦς, ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, οὔτε τὴν ψυχὴ ποὺ ὑπάρχει
σὲ αὐτὸν νὰ την καταστήσουμε ἀντὶ γιὰ καθαρὴ ἀκάθαρτη καὶ ἀντὶ γιὰ φῶς
σπήλαιο ληστῶν καὶ σκότους. Διότι, λέγει, ὁ ἄνθρωπος γίνεται δοῦλος
ἐκείνου ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχει νικηθῇ. Οὔτε νὰ μπῆ μετὰ μέσα μας ἡ
φιλαργυρία καὶ νὰ μᾶς καταστήσει δούλους ἀντὶ ἐλεύθερους καὶ νὰ μᾶς
πείσει, ἀφοῦ μᾶς δέσει μὲ τὶς θηλειές της, νὰ ἐλπίζουμε στὰ μάταια ἀντὶ
στὴν οὐράνια κληρονομία.
Ἂς μὴ βρῆ θέση ἀνάμεσάς μας ἡ ὀργὴ ἢ ἡ κραυγή, διὰ τῶν ὁποίων ἔρχεται
σὰν ἐπακόλουθο ἡ βλασφημία· διότι μὲ αὐτὰ διώχνουμε τὸ πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ καὶ ἐπισύρουμε τὸ πνεῦμα τοῦ πονηροῦ. Ἂς μὴ σαγηνεύσει τὴν ψυχή
μας λύπη σκοτεινὴ καὶ ἄκαρπη καὶ ἔτσι δι᾿ αὐτῆς σκοτισθῇ τὸ καθαρό μας
φρόνημα· διότι ὅλες οἱ λύπες δὲν εἶναι ἀληθινές, ἀλλὰ διαφορετικές. Οὔτε
ἡ ἀκηδία, ἀφοῦ μᾶς ὑποσκάψη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας, μᾶς
συγκαταλέξει στὸν ἀριθμὸ τῶν ἐφευρετῶν τῶν παθῶν δαιμόνων.
Γιὰ αὐτό, ἂς βιάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, τέκνα καὶ ἀδελφοί, ἂς τοὺς
βιάσουμε, ἂς ἐνισχύσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς νουθετήσουμε ὁ ἕνας
τὸν ἄλλο καὶ ἂς τὸν οἰκοδομήσουμε, ἔχοντας τὸν νοῦν μας καὶ λέγοντας:
Ἄραγε, τί λογῆς εἶναι τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον, τὸ πῦρ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ, ὁ
σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τὸ τρίξιμο τῶν ὀδόντων, τὰ δεσμὰ τὰ ἄλυτα, τὰ
τάρταρα τῆς κολάσεως, τὸ κλάμα ἐκεῖνο τὸ ἀπαρηγόρητο; Πῶς θὰ τυλιχθῇ
στὸ εἰλητάριο ὁ οὐρανός, πῶς θὰ πέσουν στὴν γῆ τὰ ἀστέρια καὶ θὰ
σκοτεινιάσει ὁ ἥλιος; Πῶς θὰ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐρανοί, καὶ θὰ κατέβει ὁ
Κριτής, καὶ οἱ σαλευθεῖσες οὐράνιες δυνάμεις θὰ προστρέξουν καὶ θὰ
ἑτοιμασθῇ ὁ φοβερὸς θρόνος καὶ ἡ γῆ θὰ κλονισθῇ περιμένοντας τὴν
ἔλευση τοῦ δικαστοῦ; Πῶς θὰ σπεύσουν σὲ προϋπάντηση οἱ Ἅγιοι καὶ θὰ
ἀξιωθοῦν νὰ ζήσουν μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ἐνῷ ὁ νυμφὼν θὰ κλείσει γιὰ τοὺς
ἀμελεῖς καὶ θὰ πεταχθοῦν ἔξω στὴν φωτιά;
Γιὰ αὐτὰ παιδιά μου μεριμνώντας, μὴν ξεχνᾶτε τὴν ἐλεημοσύνη. Τὸν
πνευματικὸ πατέρα καὶ ἀδελφό, ποὺ ἐγὼ ἐξέλεξα νὰ ἀναλάβει ἐπάξια τὴν
προστασία σας, φροντίστε νὰ τὸν ὑπηρετῆτε ὅπως τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, γιὰ
νὰ μπορῆ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ μένα μὲ προθυμία νὰ ἀγρυπνῆ καὶ νὰ
προσεύχεται, ἐπειδὴ θὰ δώσουμε, λέγει ὁ Παῦλος, λόγο στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς.
ΜΕΡΟΣ Β´.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μὲ αὐτὰ καὶ μὲ πολλὰ ἄλλα ἀφοῦ νουθέτησε τοὺς ἀδελφούς, ἀργὰ τὴν
νύκτα πῆρε ὡς συνοδοιπόρους καὶ τὸν Βιτάλιο καὶ τὸν Νικηφόρο[7] καὶ
μπῆκαν σὲ ἕνα ταχύπλοο πλοῖο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ διαβῆ τὰ στενὰ τοῦ
Ἰονικοῦ Πελάγους μὲ προορισμὸ τὸν ἀπέναντι κόλπο. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὸ
πλοῖο πόσιμο νερό, γιατὶ οἱ ἐπιβάτες ἦσαν πολλοί, ὅλοι μαζὶ ἔτρεξαν
πρὸς τὸν ἀξιύμνητο Φαντῖνο ὡς σὲ ἄλλον Μωϋσῆ. Αὐτὸς ζωηρὰ τοὺς
προέτρεψε νὰ γεμίσουν τὰ δοχεῖά τους, ὅσα εἶχαν, μὲ θαλασσινὸ νερό.
Ἀφοῦ ἔγινε αὐτὸ μὲ πίστη, προσήλωσε ὁ Ὅσιος τὸ βλέμμα του στὸν
οὐρανό, καὶ σταύρωσε μὲ τὸ χέρι τοῦ ὅλα τὰ δοχεῖα, καὶ ἀμέσως ἤπιε
πρῶτος ἀπὸ ὅλους. Ἀφοῦ λοιπόν, καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἤπιαν καὶ
δροσίσθηκαν, ἐγκωμίασαν τὸ παράδοξο θαῦμα ὅπως ἄξιζε. Μόλις ὅμως
ἔφθασαν στὴν ξηρά, τὸ πρὶν θαλασσινὸ νερό, ἐπανῆλθε στὴν δική του
φύση.
Δὲν πέρασε πολὺς καιρός, καὶ μία ἀῤῥώστια τὸν ἔῤῥιξε κάτω. Καὶ ἐπειδὴ
ὅλοι ἀνέμεναν μὲ ἀγωνία αὐτὸς νὰ πεθάνει ἀπὸ αὐτήν, καὶ ὁ καθένας
θεωροῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὀρφάνια, μὲ ἤρεμη φωνὴ
εἶπε πρὸς τοὺς παρόντες: Γιατί ἔτσι πατέρες, χωρὶς διάκριση μὲ
ἐξουθενώνετε; Ὁ ταπεινὸς Φαντῖνος στὴν ἐπαρχία τῶν Θεσσαλονικέων,
θὰ δῆ τὸ τέλος του.
Αὐτὰ εἶπε καὶ τοὺς ἔστειλε ὅλους στὰ σπίτια, καὶ αὐτοστιγμεὶ ξαναβρῆκε
τὴν ὑγεία πέρα ἀπὸ κάθε προσδοκία. Ἀναχωρεῖ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ φθάνει
στὴν Λάρισα. Γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ διέμεινε στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου
Ἀχιλλίου[8] καὶ ἔσπερνε τὸν συνηθισμένο σπόρο τῆς διδασκαλίας του.
Μία ἡμέρα ποὺ περνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, εἶπε: Ὤ, τὶ ὡραιότατος εἶναι
ὁ τόπος αὐτός, ἀλλὰ θὰ παραδοθῇ στοὺς ἐχθρούς. Πάρα πολλοί, μόλις
ἄκουσαν τὰ λόγια του εἶπαν: Αὐτὸ Πάτερ, ἔχει συμβῆ. Ἀλλὰ ὁ μέγας εἶπε:
Οὐδέποτε ἄλλοτε συνέβει μὲ τρόπο βαρύτατο, ὅπως μέλλει νὰ γίνει τώρα.
ΜΕΡΟΣ Γ´.
ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ἀφοῦ μίλησε ἔτσι καὶ εὐχήθηκε ὅλους ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, κατέβηκε στὴν
παραλία, μπῆκε σὲ πλοῖο καὶ προσάραξε σὲ αὐτὴν τὴν περίβλεπτη
Θεσσαλονίκη. Ἔπειτα εἰσῆλθε στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος
Μηνᾶ καὶ ἐκεῖ ἀρχικὰ διέμεινε. Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Φαντῖνος πέρασε τὸ
Ἀδριατικὸ πέλαγος, ἡ φήμη τοῦ διαδόθηκε παντοῦ καὶ πῆρε ἔκταση, καὶ
μόλις ἔφθασε ὁ ποθούμενος πρὸς τοὺς ποθοῦντας, ὅλους τοὺς ὁδήγησε
πρὸς αὐτόν, καὶ βεβαίως αὐτὸν ποὺ κατεῖχε τὸ ὕπατο ἀξίωμα τῆς πόλεως
καὶ ἐκεῖνον τὸν ἴδιο ἀρχιερέα.
Καὶ ποιός θὰ ἦταν ἱκανὸς νὰ διηγηθῇ τὰ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, μὲ πόση
δηλαδὴ εὐλογία γέμισε τὸν τόπο, τί ἰατρεῖο δίχως πληρωμὴ εἶχαν πάντες
στὴν διάθεσή τους καὶ πρὸ τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατό του; Διότι
ἀμέσως, γιὰ ἄλλους ἔγινε λιμάνι ἀσφαλέστατο, γιὰ ἄλλους θαυμάσιος
πύργος ἰσχυρὸς ἔναντι τῶν ἰσχυρῶν καὶ ἐκείνων ποὺ φοβέριζαν μὲ ἄδικες
ἀπειλές· σὲ ἄλλους ἦταν γλυκύς, πειθήνιος, πρᾷος ὅσο κανεὶς ἄλλος καὶ
ταπεινότατος· σὲ κάποιους ἄλλους ὅμως, ποὺ ἦσαν αἰτία νὰ
ταλαιπωροῦνται καὶ νὰ στενάζουν οἱ πτωχοί, ἦταν δίκοπο μαχαίρι ποὺ
ἔκοβε σύῤῥιζα καὶ ἐξιλέωνε.
Μένοντας κατάπληκτος γιὰ αὐτό, καὶ ἐνῷ συλλογιζόταν ἐὰν τοῦτο τοῦ
συνέβη τὴν νύκτα στὸ ὄνειρο ἢ στὸ ξύπνιο, ἄρχισαν νὰ τρέχουν τὰ αὐτιά
του σὰν βρῦσες πίδακες ἀπὸ πῦον πρὸς τὴν γενειάδα. Μόλις εἶδε αὐτὸ ὁ
Ἀντίπας καὶ κατάλαβε ὅτι τὸ ὅραμα ἦταν πραγματικὸ καὶ ὄχι ὄνειρο, νὰ
καὶ καταφθάνει ἡ γριὰ μητέρα του ἀπὸ τοὺς γιατρούς, χωρὶς κανένα
ὄφελος. Μόλις λοιπόν, καὶ αὐτὴ διεπίστωσε τὸ θαῦμα, μὲ δάκρυα
ἀνυμνοῦσε αὐτὸν ποὺ χάρισε τὴν ὑγεία, καὶ τρέχοντας καὶ οἱ δύο πῆγαν
στὸν μεγάλο Ὅσιο.
Ἄλλοτε πάλι, ἀφοῦ πῆρε αὐτὸν ποὺ μόλις θεράπευσε, πῆγε στὴν
Κασσανδριωτικὴ πύλη καὶ καθόταν σὰν βουβὸς μέχρι τὴν 4 η ὥρα (10
π.μ.). Γρήγορα ὅμως κινήθηκε μὲ ὁρμὴ πρὸς τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας
Μεγαλομάρτυρος Ἀνυσίας καὶ στάθηκε σὲ μία πάροδο κοντὰ στὸν μακρὺ
δρόμο ποὺ πήγαινε πρὸς τὰ κάτω. Καὶ νά, δύο μοναχοὶ ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ
Ἄθω, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ μὴν τοὺς πάρουν εἴδηση, πέρασαν σὰν
στὰ κρυφά, μὲ κατεύθυνση τὴν Ἀθήνα.
Καὶ ὅταν οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι ξαναεπέστρεψαν ἀπὸ τὸ ταξίδι τους καὶ πῆγαν
στὸν Ὅσιο, τὸν γνώρισαν ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ συνήντησαν πρὶν λίγο
καιρό καὶ ἀπὸ φόβο ἀμέσως ἔδειξαν μετάνοια καὶ δοξολόγησαν μὲ
ταπεινοφροσύνη τὸν Θεό, ποὺ ἔδωσε σὲ αὐτὸν τοῦτο τὸ χάρισμα.
Κάποιος κριτής, ποὺ κατήγετο ἀπὸ ἐδῶ καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε ἀδράξει τὴν
ἐξουσία γιὰ πορισμὸ χρημάτων παρὰ γιὰ νὰ βοηθάει αὐτοὺς ποὺ
καταπονοῦντο ἀπὸ ἀδικίες, κατέβαλλε προσπάθειες νὰ συγκεντρώσει γιὰ
λογαριασμό του τὰ πάντα ἀνεξαιρέτως. Ὁ δὲ Φαντῖνος, ἀπὸ συμπάθεια
πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ καμπτόμενος ἀπὸ τοὺς στεναγμούς των, μὲ γυμνὰ
τὰ πόδια, καὶ μέσα στὴν παγωνιά, καὶ μέσα στὸ λιοπύρι, φορώντας μία
προβιὰ ἀπὸ κατσίκι καὶ πεζοπορώντας, πήγαινε καὶ ἐλευθέρωνε τοὺς
ἀδυνάτους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἰσχυρῶν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἅρπαζαν μὲ
ἀδικίες τὰ ὑπάρχοντά τους, παρακινώντας τους μὲ λόγια ψυχοσωτήρια
καὶ πολὺ ἀποτελεσματικά. Ἔτσι καὶ τὸν προαναφερθέντα κριτή, θερμὰ
παρεκάλεσε πολλὲς φορὲς γιὰ κάποια ἀδικία.
Αὐτὸς ὅμως, ἐπειδὴ παγιδεύθηκε ὁ λογισμός του πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν
φιλαργυρία, περιφρονοῦσε τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου, χλευάζοντάς τους
ὡσὰν νὰ ἦσαν ἀνοησίες. Ὁ δὲ μέγας, ὅταν εἶδε ὅτι αὐτὸς
ὑπερηφανευόταν πάρα πολύ, καὶ ὅτι ἡ κακία του ἔβλαπτε ὄχι μόνο τὸν
ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ τὸ κοινὸ συμφέρον, φώναξε δυνατὰ ἐν μέσῳ
ὅλων: Κύριε, σήκω ὀργισμένος καὶ ἐξαφάνισε ὅλα ὅσα ἀνήκουν σὲ αὐτὸν
τὸν ἀγνώμονα μέχρι καὶ τὴν τελευταία πέτρα. Καὶ ὁ λόγος ἔργον ἐγένετο,
καὶ ὅλοι μαζὶ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, ἀπρόσμενα, τοῦ ἅρπαξαν ὅλα τὰ
ὑπάρχοντά του. Καὶ ὁ πρὶν ἀλαζονευόμενος, μὲ δυσκολία περιέσωσε
μόνο τὴν ζωή του, μετανοώντας πολὺ ἀργὰ γιὰ ὅλες τὶς πρὶν ἀφροσύνες
του.
5. Ὁ παρήκοος δούκας.
Εἶχα πάει στὸν ὁσιώτατο χάριν ψυχικῆς ὠφελείας, καὶ ἕνας πτωχὸς
ζητώντας καταφύγιο ἔπεσε στὰ πόδια του, διότι χαιρέκακοι ἄνθρωποι τὸν
συκοφάντησαν στὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ λοιπόν, τὸν παρηγόρησε πάρα πολύ,
τοῦ εἶπε: Ἐὰν ἔχεις ἕνα πουλὶ ἥμερο ἢ ἄγριο, πρόσφερε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο σὲ
αὐτὸν τὸν ἄρχοντα ποὺ τρίζει τὰ δόντια του. Ὁ πτωχὸς ὅμως, που δέχθηκε
αὐτὸ περισσότερο σὰν ἕνα κόπο χωρὶς ἀποτέλεσμα, διότι αὐτὸς δὲν
κατεῖχε κάτι, ἔλεγε: Παρὰ μόνον νὰ κοπιάζω μὲ τὰ χέρια μου καὶ νὰ
τρέφομαι. Ἀμέσως ὁ μέγας, ἀφοῦ τὸν ἔπιασε μὲ τὰ δύο του χέρια, τὸν
ὁδήγησε ἔξω πρὸς τὴν πεδιάδα. Καὶ κατὰ συγκυρία, νά, τρεῖς γερανοὶ
πέταξαν πρὸς τὰ κάτω καὶ σταμάτησαν γιὰ νὰ βοσκήσουν αὐτὰ ποὺ
φύτρωναν στὴν γῆ. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἄφησε τὸν πτωχό, ἦλθε κοντὰ στοὺς
γερανούς, καὶ ἀφοῦ ἔπιασε ἕναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς, μὲ χαρὰ τὸν ἔδωσε στὸν
πτωχό, λέγοντας: Σὲ κανέναν ἄλλον ἂς μὴν ἀποκαλύψης αὐτό, ἀλλὰ σὰν
νὰ βρῆκες ὁ ἴδιος τὸ ζῶο, πήγαινε μὲ θάῤῥος στὸν ἄρχοντα. Αὐτὸς δέ,
πραγματοποίησε τὴν προσταγή, καὶ μετέφερε αὐτὸ ποὺ κέρδισε. Καὶ
ἀμέσως, ὁ πρὶν διώκτης ἀναδείχθηκε σὲ φίλο καὶ ἀπὸ τότε καὶ μετὰ τοῦ
παρεῖχε κάθε διευκόλυνση.
7. Ἡ κακόφθαλμη ὑπηρέτρια.
Κάποιος ἄρχοντας ποὺ εἶχε εἰλικρινῆ πίστη στὸν ἀξιΰμνητο Ὅσιο, τοῦ
ἔστελνε μία ἢ δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα ψωμί. Αὐτὸς εἶχε μία ὑπηρέτρια
μὲ ἄῤῥωστα μάτια καὶ μία ἡμέρα ἔτυχε αὐτὴ νὰ τοῦ πάει τὸ συνηθισμένο.
Μόλις ὁ μέγας εἶδε τὸ βάσανό της καὶ ὅταν ἔμαθε ὅτι αὐτὴ τὸ εἶχε ἀπὸ
πάρα πολὺ καιρό, τῆς εἶπε: Αὔριο γυναίκα, ἔλα, καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω
μύρο ἀπὸ τὸν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο γιὰ νὰ γιατρευθῇς.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα λοιπόν, αὐτὴ πῆγε ξανὰ στὸν Φαντῖνο καὶ ζητοῦσε τὴν
θεραπεία τῶν ματιῶν, προτείνοντάς τα γεμάτα ῥυτίδες. Καὶ αὐτός: Τὸ
τίμιο μύρο ποὺ σοῦ ὑποσχέθηκα δὲν τὸ πῆρα ἀκόμη. Ἀμέσως ὅμως, πῆρε
ἀπὸ τὴν γῆ ἕνα σβῶλο, πασπάλισε μὲ ἐπιμέλεια τὰ μάτια αὐτῆς καὶ τὰ
ἔκανε νὰ μὴν βλέπουν καθόλου, καὶ τὴν προέτρεψε νὰ πλύνει τὸ
πρόσωπό της. Μόλις ξέπλυνε τὸ πρόσωπο μαζὶ μὲ τὰ μάτια της -καὶ αὐτὸ
τὸ ἔκανε μὲ πίστη-, αὐτὴ ποὺ πρὶν ἦταν δύσμορφη, ἀπέκτησε καὶ πάλι
καλοὺς ὀφθαλμούς, αὐτὴ ποὺ πρίν, ἐπειδὴ τὴν κορόιδευαν γιὰ τὰ μάτια
της, τὰ σκέπαζε μὲ ἕνα κάλυμμα. Ἔτσι λοιπόν, γύρισε στὸ σπίτι
χοροπηδώντας ὁλόκληρη καὶ κατέπληξε ὅλους μὲ τὸ θαῦμα ποὺ τῆς
συνέβει, καὶ ὅλους τοὺς προέτρεπε νὰ δοξάζουν τὸν Θεόν, ποὺ τελοῦσε
διὰ τοῦ Ὁσίου Αὐτοῦ, μέγιστα θαύματα.
8. Τὸ ἰαματικὸ ῥάπισμα
Κάποιος ἄλλος, ποὺ εἶχε κεφαλόπονο καὶ ὑπέφερε ἐπίσης ἀπὸ τὰ δόντια,
ἐμπιστεύθηκε ὅλες του τὶς ἐλπίδες στοὺς γιατρούς, ἀλλὰ ὁ πόνος
αὐξήθηκε περισσότερο. Γιὰ νὰ βρῆ κάποια μικρὴ καλυτέρευση, βγῆκε
ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ἀπὸ τὴν Κασσανδριωτικὴ πύλη, στὸ μέσα μέρος τῆς
ὁποίας συνήντησε τὸν ὁσιώτατο.
9. Ὁ ἑτοιμοθάνατος ἄῤῥωστος.
Ἕνας ἄλλος, ποὺ ἦταν κλινήρης ἐπὶ μακρότατο χρονικὸ διάστημα, καὶ
ὅλοι ἔλεγαν συνέχεια ὅτι ἔπεσε σὲ ἑτοιμοθάνατο ῥόγχο, ξαφνικά, ἄρχισε
νὰ παρακαλῆ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῇ, νὰ μπῆ στὸν κόπο ὁ
Φαντῖνος νὰ ἔλθει σὲ αὐτόν. Καὶ ἐκεῖνος, ὡς φιλεύσπλαγχνος, ἄμεσως
ἔφθασε καὶ ὅλους τοὺς ἔπιασε ἀπορία. Καὶ εἶπε: Ἔμπρὸς λοιπόν, μὴν
παραζαλίζετε ἀπερίσκεπτα τὸν ἄῤῥωστο, ἀλλὰ προσέχοντας τοὺς ἑαυτούς
σας, ἡσυχάσατε στὰ σπίτια σας.
Αὐτὰ εἶπε καὶ ἀφοῦ ἔδωσε στὸν ἀσθενῆ τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης, μὲ τὰ
δύο του χέρια, ἀνακούφιζε κάθε σκελετωμένο μέρος αὐτοῦ, ἐνῷ ὁ
ἄῤῥωστος καταμουσκευόταν ἀπὸ ἕνα πολὺ εὐεργετικὸ ἱδρῶτα. Σὰν
ἐπακόλουθα προστέθηκαν ὁ ὕπνος καὶ ἡ ὄρεξη, καὶ ἔτσι ἡ χάρη τοῦ
Φαντίνου μεταμόρφωσε αὐτόν, ποὺ πρὶν ἦταν ξεγραμμένος, σὲ ἕναν
ἄλλον, γεμάτο ὑγεία καὶ πολλὴ δύναμη.
10. Ἡ γριὰ κλώστρα καὶ τὸ τέχνασμα τοῦ Ὁσίου.
Ἄλλοτε πάλι, ἐνῷ περπατοῦσε μὲ γυμνὰ πόδια πάνω στὸ χιόνι μὲ ἕναν
μανδύα μόνον καὶ ἕνα ζωστικό, καὶ σφιγγόταν ἀπὸ τὸ κρύο, νὰ τὸν
συναντᾶ μιὰ γριά, γιατὶ νόμιζε ὅτι θὰ πάρει κάποιο κέρμα. Ὁ Ὅσιος,
βέβαια, τῆς ἔλεγε ὅτι δὲν εἶχε τίποτε, αὐτὴν ὅμως δὲν σταματοῦσε νὰ
λέγει περισσότερα. Καὶ ἐκεῖνος ἀφοῦ τῆς ἔῤῥιξε βιαστικὰ τὸ
καλοφτιαγμένο ζωστικὸ ποὺ φοροῦσε καὶ ἔμεινε μόνον μὲ τὸν μανδύα,
γύρισε πάλι πίσω.
Κάποια ἀδέλφια ποὺ εἶχαν πολλὴ ἀγάπη μεταξύ τους, ἀπὸ κακὸ φθόνο
τοῦ διαβόλου γέμισαν ἀπὸ δηλητήριο καὶ δολιότητα, καὶ τόσο πολὺ
ἔβραζαν ἀπὸ μῖσος, Ὥστε, ἐὰν τύχαινε ὁ ἕνας νὰ ἔρχεται ἀπέναντι ἀπὸ
τὸν ἄλλον, γρήγορα ἄλλαζε δρόμο.
Ὅταν λοιπόν, ἀπὸ θεία πρόνοια τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ μακάριος καὶ ὅτι ὁ ἕνας
πολὺ σύντομα θὰ ἰδῆ τὸν θάνατο τοῦ ἄλλου, βαθιὰ ἀναστενάζοντας καὶ
καταμουσκεύοντας τὶς ἀσκητικὲς ἐκεῖνες παρειὲς μὲ δάκρυα, αἰσθανόταν
βδελυγμία γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ἐχθροῦ. Κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος πῆγε σὲ
αὐτὸν γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια καὶ εὐχή, πρόσεξε τὰ δάκρυα τοῦ ἀξιύμνητου
καὶ τὸν ῥώτησε: Ποιά ἡ αἰτία, Πάτερ; Καὶ ἐκεῖνος: Καὶ πῶς χωρὶς δάκρυα
μπορῶ νὰ ὑποφέρω τὸ νέο τέχνασμα τοῦ διαβόλου; Διότι, ἀδέλφια ποὺ
ἦσαν πολὺ ἀγαπημένα καὶ ζοῦσαν μαζί, πρὶν λίγο ἔγινα λεία τῆς ἔχθρας.
Ἀλλοίμονο, διότι μέχρι τὸ Σάββατο ὁ θάνατος θὰ χωρίσει τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν
ἄλλον, γεμάτο μνησικακία. Ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸ μοῦ ἔγινε φανερὸ ἀπὸ θεία
πρόνοια, ἂς σπεύσουμε καὶ οἱ δύο γιὰ νὰ μηνύσουμε σὲ αὐτοὺς τὰ περὶ
εἰρήνης. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ καθένας χωριστὰ δὲν ὑπήκουε, ὁ Φαντῖνος μὲ τὶς
παραινέσεις του τοὺς ἔκανε νὰ συναντηθοῦν καὶ ὅταν πάλι μυστικὰ τοὺς
φανέρωσε τὸ μέλλον τους, μὲ δυσκολία τοὺς ἥνωσε μὲ τὴν ἀγάπη. Ἀπὸ
τότε, λοιπόν, καὶ ὕστερα εὐφραίνονταν, ὅπως πρίν, τρώγοντας μαζὶ ψωμὶ
καὶ ἁλάτι. Καὶ ὅταν ἦλθε τὸ Σάββατο, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ
Φαντίνου, ὅ ἕνας ἄφησε γλυκὰ στὰ χέρια τοῦ ἄλλου τὴν πνοή του.
Ἕνας ἄλλος πάλι, τσουκαλᾶς στὴν τέχνη, συνέχιζε νὰ ἔχει μέχρι 7 χρόνια
ἄσπονδη ἔχθρα πρὸς τὸν γιό του. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ὀργὴ μὲ τὴν πάροδο τοῦ
χρόνου ἄρχισε νὰ δυναμώνει περισσότερο, ὁ μέγας θεώρησε καλὸ νὰ
πάει πρὸς αὐτούς. Καὶ βέβαια, ἐπειδὴ ἦταν πληρέστατος ἀπὸ θεία χάρη,
μὲ τὶς συμβουλές του -θαῦμα- μετέβαλε τοὺς πρὶν ἀδιάλλακτους πάλι σὲ
φίλους. Ἀπὸ τότε λοιπόν, πατέρας καὶ παιδὶ μόνοιασαν, καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ
ὁποῖοι τοὺς ἔδιωχναν ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ αὐτοὶ ἦσαν ἀνάξιοι
τῆς μυστικῆς θυσίας, τώρα ἀναπέμποντας εὐχαριστίες τοὺς ἀξίωσαν καὶ
τῆς θείας κοινωνίας. Ἔτσι λοιπόν, ἔμειναν γιὰ πολὺ χρονικὸ διάστημα μὲ
τὴν χάρη τοῦ Φαντίνου, μέχρις ὅτου ὁ θάνατος χώρισε τὸν γέρο ἀπὸ τὸν
γυιό.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἀποστρεφόταν τὴν παροῦσα ζωή, γιὰ τὶς θλίψεις
ποὺ συνέβαιναν σὲ αὐτὴν καθημερινὰ καὶ θρηνοῦσε, ἐπιθυμοῦσε, ὅπως ὁ
Παῦλος, νὰ φύγει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό.
Καὶ ἦλθε ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο ἐπρόκειτο καὶ αὐτὸς νὰ ἀναχωρήσει
πρὸς τὸ ποθούμενο, ἀφοῦ ἔγινε πλήρης ἡμερῶν καὶ ἀρετῆς.
Καὶ λοιπόν, ἐνῷ ἤδη ἦταν ἄῤῥωστος καὶ ἔκειτο στὸ ἔδαφος καὶ
θρηνοῦσε, ἡ φήμη συνετέλεσε ὥστε πάρα πολλοὶ νὰ ἔρθουν σὲ αὐτόν,
ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ αὐτὸς ὁ ὁποῖος ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς
γιὰ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν κοσμικὴ παιδεία, ὁ Συμεών, καὶ ὁ Φώτιος[10].
Καὶ ὅταν εἶδαν ὅτι σιγὰ σιγὰ σβήνει καὶ πρόκειται νὰ περάσει τὶς πύλες
τοῦ κοινοῦ ταξιδιοῦ, γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ ἔτσι, ἄρχισαν οἱ Γέροντες νὰ
αἰσθάνονται μία μεγάλη φυσικὴ συγκίνηση καὶ νὰ πονάει ἡ καρδία τους.
Τελικά, ὁ ἀναφερθεὶς Συμεών, ὅταν παρατήρησε τὴν ἀτονία καὶ
συμπέρανε ὅτι θὰ πεθάνει, μὲ ἤρεμη φωνή, μαζὶ μὲ εὐλαβέστατο τρόπο
εἶπε πρὸς αὐτόν: Νομίζω Πάτερ, ὅτι αὔριο πρόκειται νὰ τελειώσεις καὶ
μετὰ ἀπὸ αὐτὸ θὰ δεχθῇς ἐπάξια τὴν κληρονομιὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Γιὰ
αὐτὸ καὶ θέλω νὰ εἶμαι μαζί σου, μέχρις ὅτου θὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τοῦτο τὸ
σαρκίο καὶ πλήρης εὐφροσύνης, θὰ κατασκηνώσεις στὰ οὐράνια
σκηνώματα, τὰ ὁποῖα καὶ ἑτοιμάσθηκαν γιὰ σένα. Αὐτὸς ὅμως, τόσο πολὺ
κοντὰ ἦταν στὸν Θεό, καὶ πρὶν τὸν θάνατο καὶ μετὰ τὸν θάνατο, ὥστε
ἀμέσως ἀπήντησε πρὸς αὐτὸν μὲ μεγάλη ἑτοιμότητα: Ὄχι, Πάτερ, ὄχι.
Ἀντίθετα, ὅπως εἶπε καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες, θὰ παραμείνω ἔτσι
ὅπως βλέπετε τὴν ἑβδομάδα αὐτή, καὶ τὸ Σάββατο μετὰ τὴν νυκτερινὴ
ἀκολουθία θὰ ἐγκαταλείψω τὸ σῶμα καὶ θὰ ἀπέλθω.
Ἔτσι ἀφοῦ μίλησε, καὶ ὅλους τοὺς ἔστειλε στὰ σπίτια τους, ὁ μέγας,
σιγοψιθυρίζοντας ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: Ἀλλοίμονο, πόσο ἀπαρηγόρητος
εἶμαι ἀπὸ τὴν πίεση· ὁ Θεὸς νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν μοχθηρὸ ἄνθρωπο ὁ
ὁποῖος πρόκειται νὰ ἔρθει. Αὐτὸς ἀρχίζει νὰ γράφει ἕνα βιβλίο καὶ μὲ αὐτὸ
σκέπτεται νὰ μᾶς ληστέψει ὅλους, νομίζοντας ὅτι θὰ ξαναπάρει τὸ κῦρος,
ἀλλὰ ἀγνοεῖ ὁ μάταιος τὸ τέλος.
Ἐνῷ αὐτὰ ἐπανελάμβανε συνεχῶς, κάποιος ἀπὸ τοὺς παρόντες εἶπε: Καὶ
ποιός ἄραγε, Πάτερ, εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, καὶ γιὰ ποιό σκοπὸ ἀρχίζει
νὰ γράφει καὶ τὸ βιβλίο; Καὶ αὐτὸς ἀπήντησε μὲ ἑτοιμότητα σὲ αὐτὸν ποὺ
ῥώτησε: Πέτρος ὀνομάζεται· καὶ χάρην τίνος θὰ ἔρθει στὰ λεγόμενα, σεῖς
οἱ ζωντανοὶ θὰ τὸ μάθετε ἐντὸς ὀλίγου.
ΜΕΡΟΣ Δ´.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΤΑΞΙΔΙ
Αὐτὸς λοιπόν, γνωρίζοντας ὅτι ὁ ἑαυτός του τείνει πρὸς τὴν ἔξοδο καὶ ὅτι
τοῦ λοιποῦ πλησιάζει πρὸς τὴν ὕστατη πνοή, κάλεσε κοντά του ὅλους
τοὺς συγκεντρωθέντες, καὶ ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ἰδιαίτερα ἐμένα τὸν
ἀνάξιο. Καὶ ἀφοῦ τοὺς κατεφίλησε καὶ τοὺς εὐχήθηκε, ἐναπέθεσε τὸ
πνεῦμά του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ διήνυε τὸ 73 ο ἔτος τῆς ἡλικίας του.
Καὶ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ ζωή, καὶ ὁλόκληρος εἰσέρχεται στὴν ζωὴ
ποὺ εἶναι κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ στὸν Θεό, τὴν ὁποία ἀγαποῦσε
καὶ ὅταν ἦταν δεμένος μὲ τὸ σῶμα. Καὶ μεταφέρεται ἐκεῖ ὅπου ὁ
χείμαῤῥος τῆς ἀπολαύσεως καὶ ἡ χλόη γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλοῦν οἱ
Προφῆτες, ὅπου ἡ διαμονὴ τῶν ἐκλεκτῶν, ἡ ἀκατάπαυστος δοξολογία
τῶν Ἀγγέλων καὶ ἡ αἰώνια ζωή, καὶ ἀπόλαυση τῶν δικαίων.
2. Ἁγιοπρεπὴς ταφή.
Τέτοιο τέλος εἶχε ὁ Ὅσιος καὶ ἔτσι προγνώρισε τὴν διάβασή του πρὸς τὸν
Κύριο καὶ τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ ἐτάφη μεγαλοπρεπῶς, ὄχι
χωρὶς ψαλμωδίες ποὺ πρέπουν στοὺς Ἁγίους, στὸ χῶρο ἀκριβῶς πού, ἐνῷ
ἀκόμη ζοῦσε, διάλεξε νὰ ψάλλει κατ᾿ ἰδίαν καὶ νὰ προσεύχεται, καὶ ἐπὶ
πλέον νὰ διδάσκει λεπτομερῶς ὅσους τύχαιναν νὰ τὸν πλησιάσουν. Καὶ
τὸ ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν γνωρίζει νὰ πάσχει κάποια ζημία καὶ μετὰ τὸν θάνατο,
τὸ ἀποδεικνύει αὐτὸς ὁ ἴδιος μὲ τὸ νὰ δέχεται μὲ θεραπεῖες καὶ θαύματα
αὐτοὺς ποὺ καταφεύγουν στὸν Κύριο μέσῳ αὐτοῦ.
ΜΕΡΟΣ Ε´.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ
Διότι πράγματι, στὰ τρίμερα ἀπὸ τὴν κοίμηση αὐτοῦ, ὅπως εἶναι
συνήθεια, προετοιμάσθηκαν ὅλοι νὰ κάνουν τὸ μνημόσυνο ποὺ γίνεται
σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀπεδήμησαν στὸν Κύριο. Ἀπὸ βραδύς, ἐνῷ βέβαια
ἔψαλλαν χωρὶς διακοπὴ στὴν ἀγρυπνία ποὺ εἶχε πολὺ κόσμο, ξαφνικὰ
ἀπὸ τὸν τάφο σκορπίσθηκε μία πολὺ παράξενη εὐωδία.
Καὶ ἐνῷ ὅλοι μαζὶ φώναζαν δυνατά: Κύριε ἐλέησον, ἀφοῦ σταμάτησαν τὸ
ψάλσιμο, νὰ καὶ καταφθάνει μία γυναικούλα ποὺ εἶχε παράλυτο τὸ χέρι
της. Πῆρε λοιπόν, ἡ ταλαίπωρη, γεμάτη ἐλπίδα, λάδι ἀπὸ τὴν καντήλα
καὶ ἀφοῦ φώναξε μὲ ὅλη της τὴν ψυχή: Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἄλειψε τὸ
παράλυτο μέλος της. Καὶ μόλις τὸ ἄλειψε, ἀμέσως τὸ χέρι ἔγινε
εὐκολογύριστο.
Καὶ στὰ ἐννιάμερα κατὰ παρόμοιο τρόπο μείναμε ἄγρυπνοι τὴν νύκτα καὶ
ἡ ἴδια εὐωδία δὲν σταματοῦσε. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴν
ἀγρυπνία, κάποιος μοναχὸς ποὺ εἶχε στὸ στῆθός του ἕνα κρυφὸ πρήξιμο,
τὸ ὁποῖο τοῦ προξενοῦσε ἕναν ἔκδηλο πόνο. Αὐτός, ἐπειδὴ πολὺ
κουράσθηκε τρέχοντας στοὺς γιατρούς, καὶ δὲν εὕρισκε γιατρειά, ὄντας
κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς τελείας ἀπελπισίας καὶ τῆς προσμονῆς τοῦ
θανάτου, ἔγειρε πάνω στὸν τάφο τοῦ μακαρίου καὶ ἀποκοιμήθηκε –
πράγματι ἡ λύπη κατὰ κάποιο τρόπο ἑλκύει πρὸς τὸν ἑαυτό της τὸν ὕπνο.
Καὶ νά, βλέπει τὸν Ἅγιο νὰ κρατάει ἕνα ξυράφι, νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν
καὶ τοῦ λέει: Τί ἔχεις; Γιατί πονᾶς; προσθέτοντας καὶ τὸ ὄνομά του.
Αὐτὸς ὅσο μποροῦσε γρηγορώτερα τοῦ διηγήθηκε τὸν ἀῤῥώστιά του, καὶ
ὁ Ἅγιος ἀφοῦ πῆρε τὸ ξυράφι ποὺ εἶχε καὶ τοῦ εἶπε: Μὴ φοβᾶσαι ἀπὸ
τώρα καὶ μετά, ἔκανε πὼς ἤθελε νὰ τοῦ κόψει τὸ σαπισμένο μέρος. Εὐθὺς
ξύπνησε ἀπὸ τὸν φόβο ὁ πλήρης πόνου, καὶ νὰ τὶ βλέπει, ὅτι τάχα ἡ
ἀῤῥώστια εἶχε καταπραϋνθῇ σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε ποτέ. Ἀλλὰ ἀκόμη αὐτὴ
ὑπῆρχε σὲ αὐτόν· ἄρχισαν ὅμως νὰ ὑποχωροῦν οἱ ὀξεῖς πόνοι. Πάλι
ἔπεσε στὸν ἴδιο βαθὺ ὕπνο καὶ κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ βεβαιώθηκε γιὰ
τὴν τελεία θεραπεία του. Ἐπειδὴ πραγματικὰ ἀξιώθηκε τῆς βοηθείας τοῦ
Ἁγίου, στάθηκε στὴν μέση ὅλων γιὰ νὰ τὸν ἄκουν καὶ διεκήρυττε φανερὰ
τὴν ὀπτασία.
Ἄλλοι ποὺ τοὺς μετέφεραν στὰ χέρια χωρὶς καμία παρηγοριά, γύριζαν
πίσω χοροπηδώντας μαζὶ μὲ τὰ στρωσίδια τους. Ἄλλοι, κουφοὶ καὶ
γεμάτοι πόνο, ἀφοῦ εὕρισκαν ξαφνικὰ τὴν σωματικὴ καὶ πνευματικὴ
ὑγεία, ἀνέπεμπαν εὐχαριστίες στὸν Θεὸ καὶ στὸν Ἅγιο.
Σὲ ἕναν ἄλλον ποὺ εἶχε δυσουρία, ἐμφανίσθηκε ὁ μέγας στὸ ὄνειρο καὶ
τὸν διέταξε νὰ πιεῖ ἀμέσως μαζὶ μὲ Ἁγίασμα χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο. Ὁ
ἄῤῥωστος, ἀφοῦ ἤπιε αὐτὸ μὲ πίστη, ἀμέσως τὸ σκληρυμμένο μέρος ποὺ
προκαλοῦσε συχνὰ βίους πόνους, τὴν ἴδια ὥρα φαινόταν ἀπ᾿ ἔξω
εὐάγωγο. Καὶ αὐτὸς ἀνέπεμψε εὐχαριστία σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔκανε
καλά.
4. Ὁ παράλυτος κεραμοποιός.
Ἕνας ἄλλος, ἀπὸ εἰλικρινῆ πίστη πῆγε στὴν Βασιλεύουσα Πόλη καὶ
θερμὰ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ζωγράφους νὰ κάνουν μία εἰκόνα τοῦ Φαντίνου.
Ἐπειδὴ ὅμως ὅλοι μαζὶ ἀρνήθηκαν νὰ ζωγραφίσουν μὲ χρώματα σὲ
σανίδι αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν εἶδαν μὲ τὰ μάτια του, ἀλλὰ μόνον ἐξ ἀκοῆς
γνώριζαν, ἔστειλαν τὸν παραγγελιοδότη σὲ κάποιον ὑδρωπικὸ ποὺ ἤξερε
νὰ ζωγραφίζει. Ὅταν λοιπόν, πῆγε σὲ αὐτὸν καὶ τὸν βρῆκε ἐντελῶς
ἀκίνητο ἐδῶ καὶ τρία χρόνια, τοῦ εἶπε ὁ ἄῤῥωστος: Γιατί ἐνοχλήθηκες νὰ
ἔλθεις; Καὶ αὐτός, ἀφοῦ ἀναστέναξε, ὅπως ὅταν δὲν μπορῆ κανεὶς νὰ
ἐκφρασθῇ, τοῦ ἀποκρίθηκε μὲ στεναγμό: Γιὰ νὰ ζωγραφίσεις σὺ τὴν
εἰκόνα αὐτοῦ ποὺ ἔλαμψε πολὺ πρόσφατα μὲ δυνατὸ φῶς στὴν
Θεσσαλονίκη. Καὶ αὐτός: Ἀλήθεια, φάνηκε ἐκεῖ ἕνας Ἅγιος καὶ μάλιστα
στὶς μέρες αὐτές; Ἐὰν λοιπὸν εἶναι ἀλήθεια, θέλω ὡς προκαταβολὴ ἕνα
χρυσὸ νόμισμα, καὶ ὁπωσδήποτε ἡ χάρη του θὰ μοῦ ἐμφανισθῇ ἐὰν βέβαια
θέλεις. Αὐτὰ εἶπε καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ ἔδωσε αὐτὸ ποὺ ζήτησε καὶ ἔφυγε
μὲ μεγάλη διάθεση γεμάτος χαρά. Τὴν τρίτη λοιπὸν νύκτα, ὁ ὑπεράγιος
καὶ μέγας Φαντῖνος, ἦλθε φανερὰ στὸν ὑδρωπικό, καὶ ἀφοῦ στάθηκε,
ὅπως συνήθιζε, στὰ πόδια τοῦ κρεβατιοῦ, βύθισε ὅλως διόλου μέσα στὴν
ἔκπληξη τὸν πλαγιασμένο. Ἔπειτα λέει: Σήκω παιδί μου, διότι μὲ τὴν θεία
χάρη σὲ ἐπισκέφθηκα, καὶ ζωγράφισε ἀπαράλλακτα τὴν μορφὴ τοῦ
Φαντίνου καθὼς μὲ βλέπει νὰ εἶμαι. Αὐτὸς τότε ἀνακάθισε ἀμέσως μὲ
μεγάλη γρηγοράδα καὶ βγῆκε πρὸς τὰ ἔξω, ἀφοῦ αἰσθάνθηκε ἕνα
κέντημα μέσα στὴν κύστη. Καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Φαντίνου, βγῆκε ἀπὸ
κάτω διὰ μιᾶς δύσοσμο ὑδρωπικὸ ὑγρό, καὶ τὸ πρὶν πρησμένο σῶμα
μαζεύθηκε πρὸς τὰ μέσα καὶ ἀνέκτησε ἐξ ὁλοκλήρου τὸ φυσικό του
σχῆμα. Ἀμέσως, κοιτάζοντας αὐτὸν ποὺ τοῦ παρουσιάσθηκε, ἄρχισε νὰ
τὸν ζωγραφίζει, ἀλλὰ μόλις χτύπησε τὸ νυκτερινὸ τάλαντο, ὁ βλεπόμενος
ἔγινε ἄφαντος. Τὴν ἑπομένη πάλι νύκτα, ὁ Ἅγιος καθ᾿ ὅμοιο τρόπο
παρουσιάσθηκε καὶ ἔτσι τὸ ἀντίγραφο τῆς μορφῆς αὐτοῦ ἔφθασε αἰσίως
στὸ τέλος.
Μία μοναχή, ἀπὸ τὶς πλέον σώφρονες, ἡ ὁποία εἶχε στὸ λαιμό της
χοιράδες[11], ζητοῦσε τὴν ὑγεία ἀπὸ τὸν Φαντῖνο, ὅταν ἀκόμη βρισκόταν
ἐν ζωῇ. Καὶ ἐκεῖνος, ἐπειδὴ λυπήθηκε αὐτὴν ποὺ ἔπεφτε μὲ πίστη στὰ
πόδια του, ἀγγίζοντάς την μὲ τὸ χέρι καὶ ἐπικαλούμενος τὸν Χριστό, τὸν
Θεό, διὰ μιᾶς ἐξαφάνισε αὐτὲς τελείως.
Μία μέρα ὅμως, ποὺ αὐτὸς ἀναχώρησε ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα πρὸς τὸν
Κύριο, οἱ χοιράδες βγῆκαν πάλι στὴν μοναχή, καὶ ἐπειδὴ κράτησαν πολὺ
καιρό, τὴν βασάνιζαν μὲ ὀξεῖς πόνους. Αὐτὴ μὴ ξέροντας τὶ νὰ κάνει καὶ
ὑποφέροντας ἀπὸ τὶς πυκνὲς ἀναπνοές, φώναξε κλαίγοντας: Ἅγιε τοῦ
Θεοῦ, κοίταξε καὶ τὰ παρόντα ἀπὸ τὴν δόξα ποὺ ἔχεις λάβει καὶ σὲ
περιβάλλει, καὶ δὲς τὴν θλίψη μου καὶ δέξου τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ
δάκρυά μου καὶ ἐλέησε ἐμένα ποὺ ἐλπίζω μόνο στὸν Θεὸ καὶ σὲ
σένα. Αὐτὰ εἶπε καὶ γιὰ λίγο ἡσύχασε καὶ σβήνοντας ἀπὸ τὴν λύπη,
φαινόταν ὅτι κοιμᾶται. Καὶ ἀμέσως βλέπει τὸν Ἅγιο νὰ στέκεται κοντά
της καὶ νὰ τὴν ῥωτᾶ νὰ μάθει γιὰ τὸν πόνο της. Αὐτὴ βέβαια, μὲ πολὺ
ὀδύνη τοῦ ἀνέφερε τὴν ἀῤῥώστια καὶ ὁ μέγας, ἀφοῦ σφράγισε τὶς
χοιράδες μὲ τὰ δύο του χέρια, εἶπε: Σὲ θεραπεύει καὶ τώρα ὁ χορηγὸς τῶν
ἰάσεων. Ἡ ἄῤῥωστη ξύπνησε ἀμέσως γεμάτη ἐμπιστοσύνη ἀπὸ τὴν
ἐμφάνιση τοῦ μακαρίου καὶ μέχρι τώρα φαίνεται καθαρὰ πολὺ ὑγιής.
Πάλι ζαλίζομαι καὶ μένω ἔκθαμβος καὶ φαίνομαι ὅτι μιλάω τολμηρά.
Πράγματι, ὅπως τὰ μανδήλια τοῦ Παύλου, τοῦ οἰκουμενικοῦ
διδασκάλου, ἔδιωχναν ἀῤῥώστιες καὶ δαιμόνια, ἔτσι καὶ τοῦ μαθητοῦ
αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἀντάξια τῆς ἀγάπης, γιὰ νὰ μιλήσω ἔτσι, καὶ
δίδαξε στὰ χρόνια μας.
Μεγαλυνάριον.
Σημειώσεις
[1] Ὅσιος Φαντῖνος: Ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Καλαβρίας, μᾶς εἶναι γνωστοὶ
δύο Ἑλληνοϊταλοὶ Ἅγιοι ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα Φαντῖνος. Ὁ ἕνας, ποὺ
προέρχεται ἀπὸ τὴν Σικελία, φέρεται ὡς Ἅγιος Φαντῖνος ὁ Παλαιός, διότι
προηγεῖται χρονικά. Καίτοι Σικελός, ἔδρασε ὅμως στὴν Νότιο Καλαβρία,
στὴν περιοχὴ τῆς Ταυριανῆς, ὅπου κατὰ τὴν παράδοση ἐτάφη τὸ 336
μέσα σὲ μία ἀρχαία κρύπτη, τὴν ὁποία ἔφερε στὸ φῶς πρόσφατα ἡ
χριστιανικὴ ἀρχαιολογία. Ἦταν κρυπτοχριστιανός, δοῦλος κάποιου
εἰδωλολάτρου κυρίου, τοῦ Βαλσαμίου, ποὺ τοῦ εἶχε ἀναθέσει νὰ βόσκει
τὰ ἄλογα, ἐξ οὗ καὶ ἡ προσωνυμία του· Φαντῖνος ὁ Ἱππονομεύς.
Ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα, γιὰ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται θαυματουργός.
Εἰκονίζεται συνήθως ὡς στρατιωτικὸς πάνω σὲ ἄλογ. Ἡ μνήμη του
ἀναγράφεται στὶς 24 Ἰουλίου. Ἀκολουθία του συνέθεσε ὁ συμπατριώτης
του Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος.
[3] Λυκαονία: Ἡ Λυκαονία, εἶναι μία περιοχὴ τῆς Νοτίου Ἰταλίας μεταξὺ
Ἀπουλίας, Καμπανίας καὶ Καλαβρίας, ἡ ὁποία βρέχεται Δυτικὰ ἀπὸ τὴν
Τυρηννικὴ θάλασσα καὶ Ἀνατολικὰ ἀπὸ τὸ Ἰόνιο Πέλαγος. Ἡ περιοχὴ
εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ ὀρεινὲς τῆς Ἰταλίας· ὑπολογίζεται ὅτι μόνο τὸ 8% τοῦ
ἐδάφους της εἶναι πεδινό.
[4] Λουκᾶς: Ὁ ἀδελφὸς αὐτὸς τοῦ Ὁσίου Φαντίνου ποὺ τὸν ἄφησε
ἀργότερα οἰκονόμο-ἡγούμενο στὸ μεγάλο Μοναστήρι του, εἶναι γνωστὸς
καὶ ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Καλαβροῦ, ὅπου χαρακτηρίζεται,
οἰκονόμος καὶ συνετός, καὶ ἡ ζωή του δὲν ὑπελείπετο στὴν ἀρετὴ ἀπὸ
αὐτὴ τοῦ ἀδελφοῦ του. Πιθανὸν νὰ ἐκοιμήθη τὸ Σάββατο 21 Νοεμβρίου
του 991 καὶ νὰ ἐτάφη στὸν νάρθηκα τοῦ Ἁγίου Ἀγγέλου, ἐν τῷ λεγομένῳ
Βαλλελουκίῳ.
[6] Ὅσιος Νεῖλος: Πρόκειται γιὰ τὸν Ὅσιο Νεῖλο τὸν Νέο ἀπὸ τὸ
Ῥυσιάνο τῆς Καλαβρίας (909-1004), τὸν ἱδρυτὴ τῆς ἑλληνορύθμου
Μονῆς τῆς Κρυπτοφέῤῥης κοντὰ στὴν Ῥώμη ποὺ ἐπιβιώνει μέχρι
σήμερα. Ὑπῆρξε μία ἐξέχουσα πνευματικὴ μορφή, καὶ ἄσκησε ἐπιῤῥοὴ
παντοῦ, μέχρι καὶ στοὺς βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου καὶ στὸν νεαρὸ βασιλιὰ
τῶν Φράγκων Ὄθωνα Γ´.
Συνδεόταν πολὺ στενὰ μὲ τὸν Ὅσιο Φαντῖνο, στὸ Μοναστήρι τοῦ ὁποίου
ἔζησε γιὰ τρία χρόνια. Τόση ἀγάπη πνευματικὴ εἶχαν μεταξύ των, ὥστε
τοὺς παρομοίαζαν μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη ἢ τὸν Βασίλειο καὶ τὸν
Γρηγόριο. Καὶ ὅταν ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἔφυγε σὲ ἕνα ἀσκηταριὸ γιὰ νὰ
ζήσει μόνος του, ὁ Ὅσιος Φαντῖνος τοῦ ἐξησφάλιζε τὰ πρὸς τὸ ζῆν κάθε
ἑβδομάδα. Ἀλλὰ καὶ στὸ ἀσκητήριό του πῆγε συχνὰ ὁ Ὅσιος Φαντῖνος
καὶ συζητοῦσαν πνευματικά. Μάλιστα, ὅταν ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἔμεινε
σχεδὸν ἡμίξηρος ἀπὸ κτύπημα στὸ κεφάλι ἀπὸ τὸν διάβολο ποὺ τοῦ
παρουσιάστηκε ὀφθαλμοφανῶς, ὁ Ὅσιος Φαντῖνος θαυματουργικὰ τοῦ
χαρίζει τὴν ὑγεία. Ἡ βαθύτατη σχέση τους φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ
Ὅσιος Φαντῖνος μόνον στὸν Ὅσιο Νεῖλο ἐμπιστεύθηκε τὴν φοβερὴ
ὀπτασία ποὺ εἶχε γιὰ τὴν μελλοντικὴ τύχη ὅλων τῶν Μοναστηριῶν τῆς
Καλαβρίας, καὶ τὴν ἁρπαγή του στὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση.
[7] Βιτάλιο καὶ Νικηφόρο: Γιὰ τὸν Βιτάλιο δὲν γνωρίζουμε τίποτα, γιὰ
τὸν Νικηφόρο ὅμως ἔχουμε σημαντικὲς πληροφορίες ἀπὸ τὸν Βίο τοῦ
Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ἐκεῖ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ὅσιος
Νικηφόρος, τὸ ἐπώνυμο Γυμνός, κατὰ θεία προσταγή, πῆγε στὸ Ἅγιον
Ὄρος καὶ ὑπετάγη στὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο. Πῆρε τὴν ἐπωνυμία γυμνός,
γιατὶ ζοῦσε γυμνὸς στὰ βουνὰ τῆς Καλαβρίας. Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος στὴν
ἀρχὴ τὸν ἄφησε νὰ ζῇ ὅπως εἶχε συνηθίσει. Σιγὰ σιγὰ ὅμως τοῦ ἄλλαξε
τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς ζωῆς καὶ τὸν καθιστᾶ κοινοβιάτη. Ἔφθασε δὲ σὲ
μεγάλα ὕψη ἀρετῆς καὶ ἐκοιμήθη ὁσιακά. Ὅταν ἔγινε ἡ μετάθεση τῶν
λειψάνων του στοὺς καινούργιους τάφους ποὺ ἔκτισε ὁ Ὅσιος
Ἀθανάσιος, εἶδαν ὅτι τὰ ὀστᾶ τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου εἶχαν μυροβλύσει.
[9] τὴν θαυμαστὴ εὐχὴ τοῦ Φιλίππου τοῦ Ἀργυραίου: Ὁ Ἅγιος Φίλιππος
ποὺ μνημονεύεται ἐδῶ ἔζησε στὸ Ἀργύραιον ἢ Ἀργύριον ἢ Ἀγύριον ἢ
Ἄργυρον, ἡ σημερινὴ μικρὴ πόλη τῆς Ἀγύρας τῆς Σικελίας ποὺ βρίσκεται
σὲ ἕναν λοφο μὲ θέα τὸ ἡφαίστειο τῆς Αἴτνας. Ἔζησε τὸν 7 ο αἰῶνα, ἦταν
ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ἵδρυσε ἕνα Μοναστήρι στὸ Ἀγύριον ποὺ πῆρε
τὸ ὄνομά του. Τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ εἶναι ὅτι εἶχε τὸ
χάρισμα κατὰ τῶν κακῶν πνευμάτων, διὸ καὶ τοῦ ἀποδόδθηκε ἡ
προσωνυμία πνευματοδιώκτης. Ἡ μνήμη του ἀναγράφεται σὲ Σιναΐτικο
Κώδικα, στὶς 12 Μαΐου.
[11] χοιράδες: Πρόκειται γιὰ διόγκωση καὶ σκλήρυνση τῶν ἀδένων τοῦ
λαιμοῦ, τὰ κοινῶς λεγόμενα χελώνια.