You are on page 1of 27

Λόγος ἀσκητικός α΄καὶ παραίνεσις περί μοναχικῆς ἀποταγῆς καί τελειώσεως πνευματικῆς

(μέρος) Μεγάλου Βασιλείου


ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΕΓΑΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ
Α. Ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ποὺ φροντίζει γιὰ τὴν σωτηρία μας, ὅρισε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους
δύο τρόπους ζωῆς, τὴν συζυγία καὶ τὴν παρθενίαν. Ὥστε ὅποιος δεν ημπορεῖ νὰ
ὑπομείνη τὸ ἄθλημα τῆς παρθενίας, νὰ ἔρθη σὲ κοινωνία γάμου μὲ γυναίκα, γνωρίζοντας
ὅτι θὰ ζητηθῆ λόγος γιὰ τὴν σωφροσύνη, τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τοὺς
ἁγίους ἐκείνους ποὺ εἶχαν σύζυγο καὶ ἐτεκνοτρόφησαν. Τοιοῦτος ἦταν στὴν Παλαιὰ
Διαθήκη ὁ Ἀβραάμ, τὸ μέγα καύχημα τοῦ ὁποίου ἦταν ὅτι προετίμησε τὸν Θεὸν καὶ
ἐδέχθη νὰ θυσιάση τὸν μονογενῆ υἱὸν του χωρὶς οἶκτον. Εἶχε δὲ καὶ τὶς θύρες τῆς
σκηνῆς του ἀνοικτές, ἕτοιμος νὰ δεχθῆ αὐτοὺς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ φιλοξενηθοῦν.

Δὲν ἤκουσε τὸ «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς τοῖς πτωχοῖς». Ἀκόμη μεγαλυτέραν
ἀρετὴν ἐπέδειξεν ὁ Ἰὼβ καὶ ἄλλοι πολλοί, ὅπως ὁ Δαυὶδ καὶ ὁ Σαμουήλ. Στὴν Καινὴ
Διαθήκη τοιοῦτοι ὑπῆρξαν ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Θὰ ζητηθοῦν λοιπὸν ἀπὸ
κάθε ἄνθρωπον οἱ καρποί τῆς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπης καὶ θὰ τιμωρηθῆ
ὅποιος παραβῆ αὐτὲς ἢ κάποιες ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐντολές. Αὐτὸ δηλώνει καὶ ὁ Κύριος στὰ
Εὐαγγέλια λέγοντας: «Ὁ ἀγαπῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος», καὶ «oς
οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ τὴν γυναίκα καὶ τὰ τέκνα, ἔτι δὲ
καὶ τὴν ἐαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου εἶναι μαθητής».

Ἄραγε τὸ σκέπτεσαι, ὅτι καὶ στοὺς ἐγγάμους ἀπευθύνονται τὰ Εὐαγγέλια; Ἰδού, σοῦ
ἔγινε σαφὲς ὅτι ἡ ὑπακοὴ στὸ Εὐαγγέλιον θὰ ζητηθῆ ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους,
μοναχοὺς καὶ ἐγγάμους. Διότι θὰ εἶναι ἀρκετή, γι’ αὐτὸν ποὺ ἦλθε σὲ γάμου
κοινωνίαν, ἡ παραχώρησις τῆς ἀκρατείας καὶ τῆς ἐπιθυμίας καὶ συνουσίας πρὸς τὸ
θῆλυ. Ὅλα τα ἄλλα ποὺ ἀναφέρουν οἱ ἐντολές, ἔχουν νομοθετηθῆ γιὰ ὅλους καὶ δὲν
εἶναι ἀκίνδυνα γιὰ τοὺς παραβάτες. Διότι ὅταν ὁ Χριστὸς εὐηγγελίζετο τὶς ἐντολὲς
τοῦ Πατρός, ἀπηυθύνετο πρὸς αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο. Καὶ κάποτε ποὺ συνέβη νὰ
ἐρωτηθῆ ἰδιαιτέρως ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς του, τοὺς διαβεβαίωσε λέγοντας: «Α δὲ ὑμὶν
λέγω, πάσι λέγω (σὲ ὅλους)».

Μὴν ἐπαναπαυθῆς λοιπὸν ἐσύ, ποὺ προετίμησες τὸν γάμον, σὰν νὰ ἔχης δικαίωμα νὰ
ζήσης μὲ τρόπον κοσμικόν. Ὀφείλεις νὰ καταβάλης περισσοτέρους κόπους καὶ προσοχὴν
γιὰ νὰ ἐπιτύχης τὴν σωτηρίαν, ἀφοῦ ἐξέλεξες νὰ ζῆς μέσα στὶς παγίδες καὶ στὸ
βασίλειον τῶν δυνάμεων τῆς ἀποστασίας καὶ ἔχεις ἐμπρὸς στὰ μάτια σου τοὺς
ἐρεθισμοὺς τῶν ἁμαρτιῶν καὶ διεγείρεις ὅλες σου τὶς αἰσθήσεις νύκτα καὶ ἡμέρα πρὸς
τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν. Γνώριζε λοιπὸν ὅτι δὲν θὰ ἀποφύγης τὴν πάλη πρὸς τὸν
ἀποστάτην, οὔτε θὰ ἠμπορέσης νὰ τὸν νικήσεις χωρὶς νὰ κοπιάσης πολὺ γιὰ τὴν τήρηση
τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Διότι πῶς θὰ ἀρνηθῆς τὴν μάχη πρὸς τὸν ἐχθρόν, ἐνῶ ζῆς
μέσα στὸ σκάμμα τῆς μάχης; Καὶ αὐτὸ εἶναι ὁλόκληρος ἡ γῆ, στὴν ὁποίαν ὁ ἐχθρός,
ὅπως διδασκόμεθα ἀπὸ τὸ βιβλίον τοῦ Ἰώβ, περιφέρεται καὶ περιπατεῖ ὡς λυσσασμένος
σκύλος, ἀναζητώντας ποῖον νὰ καταπίη. Ἐὰν λοιπὸν ἀρνῆσαι τὴν μάχη πρὸς τὸν
ἀνταγωνιστήν, νὰ μεταβῆς σὲ ἄλλον κόσμον, ὅπου αὐτὸς δὲν ὑπάρχει. Ἐὰν ὅμως τοῦτο
εἶναι ἀδύνατον, σπεῦσε νὰ μάθης πῶς νὰ ἀγωνίζεσαι ἐναντίον του, διδασκόμενος τὴν
τέχνη τῆς πάλης ἀπὸ τὶς Γραφές, ὥστε νὰ μὴν ἡττηθῆς ἀπὸ αὐτὸν ἐξ ἀγνοίας, καὶ
παραδοθῆς στὸ αἰώνιον πῦρ.

Καὶ αὐτὰ μὲν ἐλέχθησαν πρὸς τοὺς ἐγγάμους, ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἀγωνιστικὸν
φρόνημα καὶ ἀμελοῦν ὅσον ἀφορᾶ στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Σὺ ὅμως, ὁ
ἐραστὴς τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος καὶ πραγματευτῆς τῆς ἀγγελικῆς διαγωγῆς, σὺ ποὺ
ἐπιθυμεῖς νὰ γίνης συστρατιώτης τῶν ἁγίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, τόνωσε τὸν ἐαυτόν
σου πρὸς ὑπομονὴν τῶν θλίψεων καὶ προσελθε ἀνδρείως στὴν σύγκλητο τῶν μοναχῶν. Στὴν
ἀρχὴ τῆς ἀποταγῆς σου νὰ φερθῆς μὲ γενναιότητα ὥστε νὰ μὴν παρασυρθῆς ἀπὸ τὴν
σφοδρὰ συμπάθεια πρὸς τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὸ ὅτι θὰ
ἀνταλλάξης τὰ θνητὰ μὲ τὰ ἀθάνατα. Καὶ ὅταν ἐγκαταλείπης τὰ πράγματα πού σοῦ
ἀνῆκαν, νὰ εἶσαι ἄκαμπτος καὶ βέβαιος ὅτι τὰ ἀποστέλλεις στοὺς οὐρανούς, ἀφοῦ μὲ τὸ
νὰ τὰ ἀποκρύπτης στοὺς κόλπους τῶν πτωχῶν, τὰ εὑρίσκεις πολὺ ἐπηυξημένα κοντὰ στὸν
Θεόν. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἰδική μου ζωήν, καὶ ἐγὼ ἐδαπάνησα πολὺν χρόνον στὴν
ματαιότητα καὶ ἠφάνισα ὅλην σχεδὸν τὴν νεότητά μου στὴν ματαιοπονία, στὴν ἀδιάκοπο
δηλαδὴ μέριμνα μὲ τὴν πρόσληψη τῶν μαθημάτων τῆς «ὑπὸ τοῦ Θεοῦ μωρανθείσης σοφίας».
Ὅταν ὅμως κάποτε, σὰν νὰ ἐξύπνησα ἀπὸ βαθὺν ὕπνον, ἔστρεψα τὴν προσοχή μου πρὸς τὸ
θαυμαστὸν φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ συγχρόνως κατενόησα τὸ ἄχρηστον «τῆς
σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων», ἐθρήνησα πολὺ γιὰ τὴν
ἐλεεινήν μου ζωὴ καὶ παρακαλοῦσα νὰ μοῦ δοθῆ χειραγωγία γιὰ νὰ εἰσαχθῶ στὰ δόγματα
τῆς εὐσεβείας. Καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ ὅλα, ἐφρόντισα νὰ διορθώσω κάπως τὸ ἦθος μου,
τὸ ὁποῖον ἀπὸ τὴν μακροχρόνιο συναναστροφή μου μὲ τοὺς φαύλους εἶχε διαστραφῆ.
Διαβάζοντας λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιον, εἶδα ἐκεῖ ὅτι τὸ μεγαλύτερον ἐφόδιο πρὸς
τελείωσιν εἶναι ἡ πώλησις τῶν ὑπαρχόντων καὶ ἡ διάθεσίς των πρὸς τοὺς πτωχοὺς
ἀδελφούς, καὶ γενικῶς ἡ ἀμεριμνησία γιὰ τὴν ζωὴν αὐτὴν καὶ τὸ νὰ μὴν ἐπιστρέφη ἡ
ψυχὴ πρὸς καμμίαν συμπάθεια πρὸς τὰ παρόντα.

Πράγματι, αὐτὸς ποὺ κατέχεται ἀπὸ τὴν σφοδρᾶν ἐπιθυμία νὰ ἀκολουθήση τὸν Χριστόν,
δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ ἐπιστρέψη σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια οὔτε στὴν ἀγάπη τῶν γονέων
ἢ τῶν οἰκείων. Ὅταν αὐτὴ ἀντιτίθεται στὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου – τότε ἔχει θέση
καὶ τὸ «εἰ τὶς ἔρχεται πρὸς μὲ καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα» καὶ τὰ
λοιπά. Οὔτε νὰ ὑποχωρήση στὸν ἀνθρώπινον φόβον, ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ συμφέρον τῆς
ψυχῆς, πράγμα ποὺ κατώρθωσαν οἱ ἅγιοι, οὔτε νὰ δειλιάση ἀπὸ τὸν χλευασμὸν τῶν καλῶν
ἔργων ἐκ μέρους τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ νικηθῆ ἀπὸ τὴν περιφρόνησή των.
Ἐὰν ὅμως θέλη νὰ γνωρίση ἀκριβέστερα καὶ σαφέστερα τὸ σθένος καὶ τὸν πόθον αὐτῶν
ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν Κύριον, ἃς ἐνθυμηθῆ τὸν Ἀπόστολον, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὸν
ἐαυτόν του καὶ πρὸς ἰδικὴν μας διδασκαλία λέγει: «Εἰ τὶς δοκεῖ πεποιθέναι ἐν σαρκὶ
(νὰ βασισθῆ δηλαδὴ στὰ νομικά, τὰ σωματικά), ἐγὼ μᾶλλον. Περιτομὴ ὀκταήμερος, ἐκ
γένους Ἰσραήλ, φυλῆς Βενιαμίν, Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων, κατὰ νόμον Φαρισαῖος, κατὰ ζῆλον
διώκων τὴν Ἐκκλησίαν, κατὰ δικαιοσύνην τὴν ἐν νόμω γενόμενος ἄμεμπτος. Ἀλλὰ ἅτινα
ἣν μοὶ κέρδη, ταῦτα ἤγημαι διὰ τὸν Χριστὸν ζημίαν. Ἀλλὰ μὲν οὒν καὶ θεωρῶ πάντα
ζημίαν εἶναι διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς γνώσεως Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου ἠμῶν δι’ ὃν τὰ
πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα (ἀκαθαρσίες) εἶναι, ἴνα Χριστὸν κερδίσω». Καὶ
πράγματι, – γιὰ νὰ εἰπῶ κάτι τολμηρὸν μέν, ὅμως ἀληθινόν. Ἐὰν ὁ Ἀπόστολος
παρομοίασε τὰ ἴδια τὰ προνόμια τοῦ νόμου, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς εἶχε δώσει γιὰ κάποιαν
ἐποχήν, πρὸς τὰ ἀπόπτυστα περιττώματα τοῦ σώματος, τὰ ὁποῖα ἐπειγόμεθα ἑξαιρετικῶς
νὰ ἀποβάλωμε, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ ἔκρινεν ὡς ἐμπόδια γιὰ τὴν γνώση τοῦ Χριστοῦ καὶ
τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ γιὰ τὴν συμμόρφωσή μας πρὸς τὸν θάνατον αὐτοῦ, τί θὰ
ἔλεγε κανεὶς γιὰ ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦν κανονισμοὺς ἀνθρωπίνους; Καὶ γιατί χρειάζεται
νὰ ἐπιβεβαιώσωμε τὸν λόγο μὲ ἰδικοὺς μας συλλογισμοὺς καὶ μὲ τὰ παραδείγματα τῶν
ἁγίων; Ὑπάρχει ἡ δυνατότης νὰ παραθέσωμε τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ μὲ αὐτὰ νὰ
πείσωμε τὴν φοβισμένην ψυχήν, ἀφοῦ ὁ ἴδιος διακηρύσσει σαφῶς καὶ ἀναντιρρήτως:
«Οὕτως οὒν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πάσι τοῖς ἐαυτοῦ ὑπάρχουσι, οὐ δύναταί
μου εἶναι μαθητής», καὶ πρὸς τὸν πλούσιο νέο, μετά τό: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι»,
πρῶτα εἶπε: «Ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» καὶ ἔπειτα προσέθεσέ
το: «Δεῦρο, ἀκολούθει μοι». Ἀλλὰ καὶ στὴ παραβολὴ τοῦ ἐμπόρου εἶναι, γιὰ κάθε
συνετὸν ἄνθρωπο, σαφὲς ὅτι στὸ ἴδιο μᾶς ὁδηγεῖ: «Ὁμοία ἐστι», λέγει «ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν, ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητούντι καλοὺς μαργαρίτας, ὃς εὐρῶν ἕνα πολύτιμον
μαργαρίτην, ἀπελθῶν ἐπώλησε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν αὐτόν». Εἶναι πράγματι
φανερόν, ὅτι ὁ πολύτιμος μαργαρίτης ἔχει τεθῆ ἐδῶ ὡς παρομοίωσις τῆς ἐπουρανίου
βασιλείας, τὴν ὁποίαν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μᾶς δεικνύει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ
ἐπιτύχωμε ἐὰν δὲν θυσιάσωμε ὡς ἀντάλλαγμα ὅλα τά ὑπάρχοντά μας, καὶ πλοῦτον καὶ
δόξαν καὶ οἰκογένειαν καὶ ὅ,τι ἄλλο θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς πολλοὺς σπουδαῖο. Ἔπειτα ὁ
Κύριος διεκήρυξε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ κατορθωθῆ τὸ ἐπιζητούμενον, ὅταν ὁ νοῦς
διασκορπίζεται σὲ διάφορες φροντίδες: «Οὐδεὶς δύναται», εἶπε «δυσὶ κυρίοις
δουλεύειν», καὶ πάλιν, «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνά». Ἕναν θησαυρὸ λοιπὸν
πρέπει νὰ ἐκλέξωμε, τὸν ἐπουράνιον, ὥστε σ’ αὐτὸν νὰ ἔχωμε τὴν καρδία μας. «Ὅπου
γὰρ ἐστὶν ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία σου ἔσται», λέγει ὁ Κύριος. Ἐὰν λοιπὸν
ἀφήσωμε γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς μας κάποιο κτῆμα γήινον καὶ φθαρτὴν περιουσίαν, ἐπειδὴ ὁ
νοῦς θάπτεται σ’ αὐτὰ ὡσὰν σὲ βόρβορον, ἡ ψυχὴ κατ’ ἀνάγκη δὲν θὰ ἠμπορῆ νὰ ἰδῆ τὸν
Θεὸν οὔτε νὰ κινηθῆ πρὸς ἐπιθυμίαν τοῦ ἐπουρανίου κάλλους καὶ τῶν ἀγαθῶν ποὺ
σύμφωνα μὲ τὶς ἐπαγγελίες ἔχουν ἑτοιμασθῆ γιὰ ἐμᾶς. Τὴν ἀπόκτησιν αὐτῶν μᾶς εἶναι
ἀδύνατον νὰ τὴν ἐπιτύχωμε, ἐὰν ἕνας ἀπερίσπαστος καὶ σφοδρότερος πόθος δὲν μᾶς
ὁδηγῆ νὰ τὰ ζητοῦμε καὶ δὲν ἀνακουφίζη τὸν κόπο ποὺ τὰ συνοδεύει.
Ἡ ἀποταγὴ λοιπόν, ὅπως ἀπέδειξεν ὁ λόγος, εἶναι λύσις τῶν δεσμῶν τῆς ὑλικῆς αὐτῆς
καὶ προσκαίρου ζωῆς, καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ὑποχρεώσεις, ἡ ὁποία μᾶς
καθιστᾶ ἰκανωτέρους νὰ πάρωμε τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸν Θεόν. Εἶναι ἀφετηρία
μιᾶς ὁδοῦ ἄνευ ἐμποδίων πρὸς ἀπόκτηση καὶ χρήση πραγμάτων πολυτίμων «ὑπὲρ χρυσίον
καὶ λίθον τίμιον πολὺν» καί, μὲ λίγα λόγια, μετάθεσις τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας πρὸς
τὴν οὐράνιον πολιτείαν, ὥστε νὰ ἠμποροῦμε νὰ λέγωμεν ὅτι «τὸ πολίτευμα ἠμῶν ἐν
οὐρανοῖς ὑπάρχει». Καὶ τὸ ἀκόμη μεγαλύτερον, εἶναι ἀρχὴ τῆς ὁμοιώσεώς μας πρὸς τὸν
Χριστόν, ὁ ὁποῖος «δι’ ἠμᾶς ἐπτώχευσεν, πλούσιος ὧν». Ἐὰν δὲν κατορθώσωμε αὐτὴ τὴν
ὁμοίωση, εἶναι ἀδύνατον νὰ φθάσωμε στὸν κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ τρόπον ζωῆς.
Διότι πῶς ἠμπορεῖ νὰ κατορθωθῆ ἡ συντριβὴ τῆς καρδίας, ἢ ἡ ταπείνωσις τοῦ
φρονήματος, ἢ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν θυμόν, ἀπὸ τὴν λύπην, ἀπὸ τὶς φροντίδες, καὶ μὲ
ἕνα λόγον, ἀπὸ τὰ ὀλέθρια πάθη τῆς ψυχῆς, μέσα στὸν πλοῦτο, στὶς βιοτικὲς μέριμνες
καὶ στὴν προσκόλληση καὶ ἐξοικείωση μὲ ὅλα αὐτά; Πράγματι, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δὲν
ἐπιτρέπεται νὰ μεριμνᾶ οὔτε γι’ αὐτὰ τὰ ἀναγκαῖα, ὅπως γιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὸ ἔνδυμα,
ποία λογική τοῦ ἐπιτρέπει νὰ συμπνίγεται, ὡς ἀπὸ ἀκάνθες, ἀπὸ τὶς πονηρὲς μέριμνες
τοῦ πλούτου, οἱ ὁποῖες ἐμποδίζουν τὴν καρποφορία τοῦ σπόρου πού σπείρει ὁ γεωργός
τῶν ψυχῶν μας; Διότι αὐτὸς ὁ Κύριός μας εἶπε: «Οὗτοι εἰσὶν οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας
σπαρέντες, οἱ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου συμπνίγονται, καὶ οὐ
τελεσφορούσιν». Συνδέει δηλαδὴ τὸν πλοῦτο μὲ τὶς ἡδονές.

Ἁγίου Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τοῦ Μεγάλου [4ος αἰὼν – ΕΠΕ – τόμ. 8, σελ.
94 & 232, τόμ. 2, σελ. 66]

Οἱ θλίψεις στήν ζωή μας. Μεγάλου Βασιλείου


ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΕΓΑΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ

ΜΕΡΟΣ Α΄

A) Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΘΛΙΨΕΩΝ

1085.Βρίσκει δὲ ἡ θλίψη κάθε δίκαιο καὶ εὐσεβῆ λόγω τῶν ἀσχολιῶν τοῦ βίου. Γιατί
ἐκεῖνος ποὺ ἀποφεύγει τὴν πλατειὰ καὶ εὐρύχωρη ὁδὸ καὶ βαδίζει τὴ στενὴ καὶ γεμάτη
δυσκολίες, περνάει συχνὰ δοκιμασίες.
Ζωηρὰ διατύπωσε τὸ λόγο ὁ προφήτης Δαβίδ, ὅταν εἶπε: «Στὶς ἀκατάπαυστες θλίψεις πού
μας βρῆκαν, (καταφύγιό μας εἶναι ὁ παντοδύναμος Θεός) 1. Γιατί οἱ θλίψεις μας
κυριεύουν σὰν ζωντανὰ ζῶα, πού μας ἀσκοῦν στὴν ὑπομονή, διὰ μέσου τῆς ὑπομονῆς
δοκιμάζουν καὶ μορφώνουν τὸ χαρακτήρα μας καὶ διὰ μέσου τῆς δοκιμῆς μας ἀσκοῦν στὴν
ἐλπίδα2. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος λέει: «Εἶναι ἀνάγκη, λόγω τῆς ἠθικῆς μας
καταστάσεως, νὰ δοκιμαστοῦμε μὲ πολλὲς θλίψεις, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ»3. Καὶ ὁ Δαβὶδ λέει: «Εἶναι πολλὲς οἱ θλίψεις, ποὺ δοκιμάζουν οἱ δίκαιοι (οἱ
εὐσεβεῖς) στὴ ζωὴ τοὺς»4.

3Αλλά ἐκεῖνος ποὺ θὰ ὑπομείνει μὲ γενναιότητα καὶ ἀταραξία τὸν πειρασμὸ ποὺ
προκαλεῖ ἡ θλίψη θὰ πεῖ : ««Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς δοκιμασίες νικοῦμε θριαμβευτικὰ μὲ τὴ
βοήθεια τοῦ Χρίστου πού μας ἀγάπησε (καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μᾶς ἀφήνει ἀπροστάτευτους
στοὺς κινδύνους καὶ στὶς δύσκολες περιστάσεις ταῦ βίου)»5. Καὶ τόσο πολὺ ἀπέχει ἀπὸ
τὸ νὰ ἀπηυδήσει καὶ νὰ ἀποκάμει στὶς θλίψεις (ὁ ἀπόστ. Παῦλος καὶ κάθε εὐσεβής),
ὥστε τὶς ὑπερβολικὲς δοκιμασίες νὰ τὶς θεωρεῖ ἀφορμὴ καυχήσεως καὶ νὰ λέει: «Ὄχι
μόνον ἐλπίζουμε, ἀλλὰ καὶ καυχόμαστε στὶς θλίψεις μας»6. «Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ
φοβηθοῦμε, ὅταν σείεται ἀπὸ τὰ θεμέλια ἡ γῆ καὶ βουνὰ ὁλόκληρα γκρεμίζονται στὰ
βάθη τῶν θαλασσῶν»7.
Ὁ προφήτης Δαβὶδ (μὲ τὰ λόγια αὐτά) μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ πεποίθηση καὶ ἐμπιστοσύνη
στὸ Χριστὸ εἶναι μεγάλο στήριγμα, γιατί, κι ἂν τὰ πάντα γίνουν ἄνω κάτω, κι’ ἂν ἡ
γῆ περιστρέφεται ἀπὸ τοὺς σεισμούς, κι’ ἂν τὰ βουνὰ ἐγκαταλείψουν τὴ θέση τους καὶ
μετατοπιστοῦν στὴ μέση της θάλασσας, δὲν θὰ φοβηθοῦμε, γιατί ἔχουμε τὸ Θεὸ
καταφύγιο καὶ δύναμη καὶ βοηθὸ στὶς ὑπερβολικὲς δοκιμασίες πού μας βρῆκαν.
Ποιοῦ ἀνθρώπου ἡ καρδιὰ εἶναι τόσο ἀπτόητη, ποιοῦ οἱ λογισμοὶ εἶναι τόσο ἀτάραχοι,
ὥστε σὲ τόσο μεγάλη σύγχυση νὰ ἔχει τὸ νοῦ τοῦ σταθερὰ στραμμένο πρὸς τὸ Θεὸ καὶ
λόγω τῆς ἐλπίδας τοῦ πρὸς αὐτόν, νὰ μὴν τὰ χάνει σὲ κανένα ἀπὸ ὅσα συμβαίνουν.
Ἐμεῖς ὅμως δὲν ἀνεχόμαστε τὴν ὀργὴ ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ὅταν μας ἐπιτεθεῖ ἕνα σκυλὶ ἢ
κάποιο ἄλλο θηρίο, δὲ στρεφόμαστε πρὸς τὸ Θεό, ποὺ εἶναι βοηθός μας στὶς θλίψεις
μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ φόβο μας στρεφόμαστε καὶ στηριζόμαστε στὸν ἑαυτό μας. ‘’ Βούιξαν
καὶ ταράχτηκαν ἀφρισμένα τὰ κύματα τῶν θαλασσῶν. ΄΄[ Ἐμεῖς ὅμως δὲ φοβόμαστε.»]
Ὅταν λοιπὸν σείεται ἡ γῆ καὶ τὰ νερὰ τῶν θαλασσῶν ἠχοῦν καὶ ἀναβράζουν ἀπὸ τὸ βυθό,
τὰ βουνὰ δὲ μετατοπίζονται καὶ κλονίζονται ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς δυνάμεως τοῦ
Κυρίου, τότε λέγει ὁ Δαβίδ, ἡ καρδιά μας μένει ἀπτόητη καὶ ἀτάραχη, γιατί στηρίζει
σταθερὴ καὶ βέβαια τὴν ἐλπίδα της στὸν παντοδύναμο Θεό.(Εἰς ΜΕ’ Ψάλμ, 3, ΕΠΕ5, 302-
304).1. Ψάλμ. 45,2. 2. Ρώμ. 5,34. 3. Πράξ. 14,22. 4. Ψάλμ. 33,20. 5. Ρώμ. 8,37. 6.
Ρώμ. 5,3. 7. Ψάλμ. 45,3.
1086. Ἐπίσης λέμε κακό, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γιὰ μᾶς κουραστικὸ καὶ ὀδυνηρὸ στὶς
αἰσθήσεις, δηλαδὴ τὴ σωματικὴ ἀρρώστια, τὶς πληγὲς τοῦ σώματος, τὴ στέρηση τῶν
ἀναγκαίων, τὴν ἔλλειψη ἐκτιμήσεως, τὴ χρηματικὴ ζημιὰ καὶ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν
συγγενῶν. Τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ στέλνεται ἀπὸ τὸ φρόνιμο καὶ ἀγαθὸ Κύριο πρὸς τὸ
συμφέρον μας.Ἀφαιρεῖ δηλαδὴ τὸν πλοῦτο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν χρησιμοποιοῦν κακῶς, γιὰ
νὰ καταστρέφει τὸ ὄργανο τῆς ἀδικίας.
Στέλνει τὴν ἀρρώστια, γιατί εἶναι ὠφελιμότερο νὰ ἔχουμε δεμένα τὰ μέλη μας παρὰ νὰ
ἔχουμε ἀχαλίνωτες ὁρμὲς πρὸς τὴν ἁμαρτία. Οἱ θάνατοι ἔπειτα ἔρχονται, ὅταν
συμπληρωθοῦν τὰ ὅρια τῆς ζωῆς, τὰ ὁποία ὅρισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ,
ποὺ προβλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ συμφέρον τοῦ καθενός μας. Πείνα καὶ ξηρασίες καὶ
πλημμύρες εἶναι ἐπίσης κοινὲς πληγὲς ποὺ πλήττουν τὶς πόλεις καὶ τὰ ἔθνη, γιὰ νὰ
περιορίζουν τὸν πλεονασμὸ τοῦ κακοῦ.”Ὅπως λοιπὸν ὁ γιατρὸς εἶναι εὐεργέτης, ἀκόμη
κι ὅταν προκαλεῖ πόνους καὶ ἄλγη (γιατί πολεμάει τὴν ἀρρώστια καὶ ὄχι τὸν ἄρρωστο),
ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς γιατί ἐξασφαλίζει ἐξολοκλήρου τὴ σωτηρία μας μὲ μερικὰ
βάσανα .[Ὅτι οὐκ ἐστὶν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, 3, ΕΠΕ 7, 9294 ΒΕΠ 54, 90).

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ
1087. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ αἴτιος ὅλων τῶν ἀγαθῶν, μὲ κανένα δὲ τρόπο δὲν εἶναι
αἴτιος τοῦ κακοῦ, ἔστω κι ἂν ἐμεῖς δοκιμάζουμε, γιὰ νὰ διορθωθοῦμε, δριμύτερη τὴ
θεραπεία Γιατί ὁ Θεός, ποὺ εἶναι γιατρὸς τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν, χορηγεῖ, ἀνάλογα μὲ
τὴ φύση τῆς ἀρρώστιας, ἀρκετὴ δύναμη στὰ φάρμακα, γιὰ νὰ καθαρίσει, ὅταν χρειαστεῖ,
καὶ τὴν πιὸ βαθειὰ κακία. Αὐτὸ λοιπὸν ἀφοῦ συνειδητοποιήσουμε, Ἂς εὐχαριστοῦμε
πάντοτε τὸ Θεό, κι Ἂς ἀπαλλασσόμαστε ἀπὸ τὴν ἀμέλεια, ἀκόμη κι ἂν αἰσθανόμαστε
σκληρότερη τὴ θεραπεία. Ἡ ὑπομονὴ δὲ τῆς δοκιμασίας μέσα στοὺς πειρασμοὺς εἶναι
γνώρισμα ἐξαιρετικὰ λίγων ἀνθρώπων, ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ πρότυπό του Ἀβραάμ.
[Ἀσκητικαὶ διατάξεις, κέφ. 34, 2, ΕΠΕ9, 544).

ΧΩΡΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΑ ΑΙΩΝΙΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ


1088. Ἐὰν λοιπὸν θέλεις νὰ βασιλέψεις στὸ μέλλον, ἐδῶ μὴν ἐπιζητεῖς ἄνεση καὶ τιμή,
ἀλλά, κι ἂν θλίβεσαι πρὸς τὸ παρὸν γιὰ χάρη τοῦ λόγου, δηλαδὴ τῆς ἀλήθειας, γνώριζε
ὅτι θὰ βασιλέψεις στὸ μέλλον. Γιατί αὐτὸς ὁ μισθὸς ἔχει ὁρισθεῖ ὡς ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴ
θλίψη ποὺ ὑποφέρουμε ἐδῶ γιὰ τὸ καλό. Ἐὰν ὅμως δὲν θλίβεσαι, μὴν περιμένεις ἐκεῖ
στεφάνια, γιατί ἐδῶ δὲν κατέβαλες τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς κόπους ποὺ ἔχουν ὁρισθεῖ γιὰ
τὰ στεφάνια. (Ἀσκητικαὶ διατάξεις, κέφ. ΚΑ’, 1, ΕΠΕ9,522ΒΕΠ57,57).

ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΉΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ


1089. Θυμηθεῖτε τοὺς παλιοὺς ἁγίους, ὅτι δηλαδὴ κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἀξιώθηκε νὰ
πάρει τὰ στεφάνια τῆς ὑπομονῆς μὲ τὴν καλοπέραση καὶ τὶς κολακεῖες τῶν ἄλλων, ἀλλὰ
ὅλοι ἔδειξαν τὴ γνησιότητά τους, περνώντας μέσα ἀπὸ τὸ καμίνι μεγάλων θλίψεων καὶ
διωγμῶν. (Ἔπιστ. 139, Ἀλεξανδρεύσιν, 2, ΕΠΕ 3,66ΒΕΠ55,166).

ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΙΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΝΑΤΟΥΣ


1090. Ὁ Θεὸς ποὺ κυβερνάει καὶ διευθετεῖ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς μας, σ’ ἐκείνους
ποὺ ἔχουν τὴ δύναμη καὶ τὴν ἀντοχὴ νὰ ἀντιμετωπίζουν τὰ (δύσκολα) ἀγωνίσματα,
παρέχει μεγαλύτερες εὐκαιρίες ἐπιτυχίας καὶ προόδου (ἐπιτρέποντας πρὸς τοῦτο συχνὲς
θλίψεις). [Ἐπιστ. 209, Ἀνεπίγραφος ἐπὶ ἀπολογία , ΕΠΕ3, 398ΒΕΠ55, 243).

ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΑΠΟΒΛΕΠΟΥΝ ΣΤΉ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΑΣ

1091. «Θὰ συναθροιστοῦν δυὸ ἡ τρεῖς πόλεις σὲ μία, γιὰ νὰ πιοῦν νερὸ καὶ δὲν θὰ
ξεδιψάσουν, γιατί δὲν ἔπιστρεψανε σὲ μένα, λέει ὁ Κύριος»1. ”Ας καταλάβουμε λοιπὸν
ὅτι ὁ Θεός μας ἔστειλε αὐτὲς τὶς τιμωρίες, γιατί ἀπομακρυνθήκαμε ἄπΤ αὐτὸν καὶ
δείξαμε ἀμέλεια. Δὲν ἐπιδιώκει νὰ μᾶς συντρίψει, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ μᾶς διορθώσει,
ὅπως κάνουν γιὰ τὰ παιδιὰ τοὺς οἱ καλοὶ πατέρες, ποὺ ἀνατρέφουν μὲ ἐπιμέλεια τὰ
παιδιά τους, θυμώνουν καὶ ἐξανίστανται κατὰ τῶν νεαρῶν παιδιῶν τους, ὄχι γιατί
ἐπιθυμοῦν νὰ προξενήσουν σ’ αὐτὰ κάποιο κακό, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ ὁδηγήσουν ἀπὸ τὴ
νηπιακὴ ἀδιαφορία καὶ τὶς νεανικὲς παρεκτροπὲς στὴν ἐπιμέλεια. Παρατηρεῖστε λοιπὸν
πὼς τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φυσική τους πορεία τὶς ἐποχὲς τοῦ
ἔτους καὶ ἄλλαξε κατὰ τρόπο ἀλλόκοτο τὶς καταστάσεις τῶν καιρῶν…
Ἐνῶ παίρνουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ τόσα ἀγαθά, στοὺς ἄλλους δὲν δίνουμε ἀπολύτως τίποτε.
Ἐπαινοῦμε τὴν εὐεργεσία, τὴν στεροῦμε ὅμως ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν ἔχουν ἀνάγκη. Ἐνῶ
εἴμαστε δοῦλοι καὶ ἐλευθερωνόμαστε, δὲν συμπονοῦμε τοὺς συνδούλους μας, ὅταν
πεινοῦμε τρεφόμαστε, ἐνῶ τὸ φτωχὸ τὸν παραβλέπουμε. Ἐνῶ ἔχουμε πλούσιο χορηγὸ καὶ
ταμία, τὸ Θεό, γίναμε τσιγκούνηδες καὶ ἀμέτοχοι στὶς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν.
Τὰ πρόβατά μας εἶναι πολύτοκα (πολὺ γόνιμα), οἱ γυμνοὶ ὅμως εἶναι περισσότεροι ἀπὸ
τὰ πρόβατα. Οἱ ἀποθῆκες λόγω τοῦ πλήθους τῶν ἀποθηκευμένων προϊόντων φαίνονται
στενές, ἀλλὰ ἐμεῖς ἐκεῖνον ποὺ στεναχωρεῖται ἀπὸ τὴ φτώχεια, δὲν τὸν ἐλεοῦμε. Γι’
αὐτό μας ἀπειλεῖ ἡ δίκαιη κρίση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀνοίγει τὸ χέρι του (νὰ
μᾶς δώσει τὰ ἀγαθά του), γιατί ἐμεῖς ἀποκλείσαμε τὴ φιλαδελφία. Γί΄ αὐτὸ τὰ χωράφια
εἶναι ξερὰ , γιατί ψυχράνθηκε ἡ ἀγάπη μας.[Ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῶ, 2, ΕΠΕ 7,132 ΒΕΠ54,
78).

Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΤΑ ΛΥΠΗΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟ ΜΑΣ


1092.Γι’ αὐτὸ οἱ ἄπιστοι καταφεύγουν στοὺς δαίμονες καὶ στὰ εἴδωλα, γιατί μὲ τὴ
σύγχυση ποὺ τοὺς προξένησε ὁ διάβολος, ἔχασαν τὴ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ
ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν καλὰ τὸ Θεό, συχνὰ σφάλλουν ὀπὸ θέμα τῆς διακρίσεως τῶν
πραγμάτων, γιατί τὰ αἰτήματα ποὺ κάνουν πρὸς τὸ Θεὸ γιὰ τὰ συμφέροντά τους, τὰ
κάνουν μὲ τρόπο ποὺ δείχνει ἀπαιδευσιὰ (ἀμορφωσιά) ζητοῦν μερικὰ ὡς ἀγαθά, ἐνῶ δὲν
εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον τοὺς πολλὲς φορές, καὶ ἄλλοτε ἀποφεύγουν ὡς κακὰ ἀλλὰ ποὺ
εἶναι πρὸς αὐτοὺς ὠφέλιμα. Παράδειγμα, εἶναι κάποιος ἄρρωστος. Ἀποφεύγοντας τὸν
πόνο ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀρρώστια, εὔχεται νὰ βρεῖ! τὴν ὑγεία του. Ἔχασε χρήματα; Εἶναι
περίλυπος γιὰ τὴ ζημιά.
Καὶ ὅμως πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ἀρρώστια εἶναι ὠφέλιμη, ὅταν πρόκειται νὰ
διαπαιδαγωγήσει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἡ ὑγεία εἶναι βλαβερή, ὅταν χρησιμοποιεῖται ἀπὸ
ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὑγιὴς ὡς μέσον, γιὰ νὰ ἁμαρτήσει. Ἔτσι καὶ τὰ χρήματα ἤδη σὲ
μερικοὺς ἔγιναν τὰ μέσα ποὺ τοὺς παρέσυραν στὴν ἀκολασία. Καὶ ἡ φτώχεια σωφρόνισε
(συγκράτησε) πολλοὺς ποὺ εἶχαν πάρει κακὸ δρόμο. Οὔτε λοιπὸν νὰ ἀποφεύγεις ὅσα δὲν
πρέπει νὰ ἀποφεύγεις, οὔτε νὰ καταφεύγεις σὲ ἐκεῖνο ποὺ δὲν πρέπει. Ἀλλὰ ἕνα μόνον
πράγμα πρέπει νὰ ἀποφεύγεις, τὴν ἁμαρτία, καὶ μία πρέπει νὰ εἶναι ἡ καταφυγή σου,
ἂν θέλεις νὰ σωθεῖς ἀπὸ τὰ κακά, ὁ Θεός. (Εἰς ΜΕ’ Ψάλμ, 1, ΕΠΕ5, 298300ΒΕΠ52,106-
107).

ΜΕ ΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ Ο ΘΕΟΣ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ


1093. Τὸν κυβερνήτη τὸν δοκιμάζει καὶ τὸν καταρτίζει ἡ τρικυμία, τὸν ἀθλητὴ τὸ
στάδιο, τὸ στρατηγὸ ἡ παράταξη σὲ μάχη, τὸ μεγαλόψυχο καὶ γενναῖο ἡ συμφορά, τὸν δὲ
Χριστιανὸ οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ δοκιμασίες. Οἱ λύπες φανερώνουν τὴ γνήσια ψυχή, ὅπως
ἡ φωτιὰ τὸ καθαρὸ χρυσάφι. Εἶσαι φτωχός; Μὴν κυριεύεσαι ἀπὸ ἀθυμία. Γιατί ἡ
ὑπερβολικὴ στενοχώρια γίνεται αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μὲν λύπη καταποντίζει τὸ νοῦ, ἡ
ἀμηχανία προκαλεῖ ζάλη, ἡ δὲ ἀμφιβολία τῶν λογισμῶν (γιατί νὰ βασανίζομαι); γεννάει
τὴν ἀχαριστία. Νὰ ἔχεις τὴν ἐλπίδα σου στὸ Θεό.
Μήπως νομίζεις ὅτι δὲν βλέπει τὴ στενοχώρια σου; Κρατάει τὴν τροφὴ στὰ χέρια, ἀλλὰ
ἀναβάλλει νὰ σοῦ τὴ δώσει, γιανὰ δοκιμάσει τὴ σταθερότητά σου, γιὰ νὰ γνωρίσει τὶς
διαθέσεις σου, μήπως εἶναι ὅμοιες μὲ τὶς διαθέσεις τῶν ἀκόλαστων καὶ ἀχάριστων.
Γιατί καὶ ἐκεῖνοι, ὅσο εἶναι ἡ τροφὴ στὸ στόμα τοὺς ἐπευφημοῦν, κολακεύουν,
ὕπερθαυμαζουν. Μόλις ὅμως γιὰ λίγο ἀναβληθεῖ τὸ τραπέζι (ἡ παροχὴ εὐεργεσιῶν),
ἐκτοξεύουν σὰν πέτρες τὶς βλαστήμιες ἐναντίον ἐκείνων ποὺ πρὸ ὀλίγου, λόγω τῆς
ἀπολαύσεως, προσκυνοῦσαν ὡς θεούς. [Ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῶ 5,ΕΠΕ7, 144-146,ΒΕΠ54,317]

1094. «Ὅσο ὁ ἐξωτερικός μας ἄνθρωπος (τὸ σῶμα μας) φθείρεται ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες καὶ
τὶς δοκιμασίες, τόσο περισσότερο ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος, ἡ ψυχή μας ἀνανεώνεται καὶ
γίνεται νεώτερη»1. Δὲν σκοτώνει λοιπὸν ἄλλον καὶ ἄλλον ζωοποιεῖ, ἀλλὰ τὸν ἴδιο, μὲ
αὐτὰ ποὺ τὸν σκοτώνει, τὸν ζωοποιεῖ, καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ τὸν πληγώνει, τὸν θεραπεύει,
σύμφωνα μὲ τὴν παροιμία ποὺ λέει: «Σὺ μὲν θὰ χτυπήσεις τὸ σῶμα του μὲ τὸ ραβδί, θὰ
σώσεις ὅμως τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸ θάνατο»2. Πληγώνεται λοιπὸν ἡ σάρκα, γιὰ νὰ
θεραπευτεῖ ἡ ψυχή» θανατώνεται ἡ ἁμαρτία, γιὰ νὰ ζήσει ἡ δικαιοσύνη. Τὸ δὲ ρητό:
«Κατέβασε καὶ ἔριξε ὁ Κύριος τὰ κακὰ καὶ τὶς συμφορὲς στὶς πύλες τῆς Ἱερουσαλήμ»
3. Ἐξηγεῖται μόνο του. Ποιὰ κακά; Ὁ κρότος τῶν ἁρμάτων καὶ τῶν καβαλαρέων.’’Ὅταν δὲ
ἀκούσεις ‘, ὅτι ’Δεν ὑπάρχει κάποιο κακὸ ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔκαμε ὁ Κύριος, νὰ σκέπτεσαι
τὸ ὄνομα τοῦ κακοῦ,ὅτι δηλαδὴ ὁ λόγος ὑπονοεῖ τὴν κάκωση,ποὺ στέλνεται στοὺς
ἁμαρτωλούς, γιὰ τὴ διόρθωση τῶν πλημμελημάτων τους. Γιατί ἡ Γραφὴ λέει ‘’ Σὲ
ἐταλαιπώρησα καὶ σὲ ἄφησα νὰ πεινάσεις, γιὰ νὰ σὲ εὐεργετήσω’’4,γιὰ νὰ σταματήσω
τὴν ἀδικία, προτοῦ ἐξαπλωθεῖ ὑπερβολικά, ὅπως τὸ ρεῦμα [τοῦ ποταμοῦ] ποὺ
συγκρατεῖται μὲ κάποιο ἰσχυρὸ φράγμα καὶ τοίχωμα.
1.Β’.Κόρ.4,16 2.Παροιμ.23,14 3.Μίχ.1,12 4. Δεύτ.8,3 (“Ὅτι οὐκ ἐστὶν αἴτιος τῶν
κακῶν ὁ Θεὸς , ΕΠΕ7,98100ΒΕΠ54,92)..

ΟΙ ΘΛΙΨΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΕΥΣΕΒΕΙΣ


1095. Οὔτε τοὺς γεωργοὺς παραξενεύουν οἱ κόποι τῆς γεωργικῆς ζωῆς, οὔτε γιὰ τοὺς
ναῦτες εἶναι ἀπροσδόκητη ἡ θαλασσινὴ τρικυμία, οὔτε στοὺς μισθωτοὺς ἐργάτες εἶναι
παράδοξος ὁ ἵδρωτας τὸ καλοκαίρι, οὔτε βέβαια σὲ ἐκείνους ποὺ διάλεξαν τὴν εὐσεβῆ
ζωὴ1 εἶναι ἀπρομελέτητες οἱ θλίψεις στὸν παρόντα κόσμο2.(Ἔπιστ. 18, Μακαρίω καὶ
Ἰωάννη, ΕΠΕ2, 368ΒΕΠ55, 38). 1. Β’ Τίμ. 3,12: «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν…
διωχθήσονται». 2. Τῷ. 16, 33: «Ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἔξετε».

1096. Νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος ἢ δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει νὰ δοκιμαστοῦμε περισσότερο


ἀπὸ ὅσο μποροῦμε νὰ ὑποφέρουμε1, ἢ ὅπως τότε ὁ Κύριος ἄλλοτε μὲν ἔκανε λάσπη καὶ
πρόσταζε τὸν ἀσθενῆ νὰ νιφτεῖ στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ2, ἄλλοτε δὲ ἐκδήλωνε τὴ
θέλησή του, λέγοντας: «Θέλω, καθαρίσου»3. Μερικούς τους ἄφηνε νὰ παλεύουν μὲ τὶς
βαρεῖες ἀρρώστιες τους, γιὰ νὰ τοὺς κάμει μὲ τὴν πικρὴ πείρα δοκιμασμένους καὶ
γνήσιους.
Τὸ ἴδιο κάνει καὶ μέ μας, ἄλλοτε βρίσκεται δίπλα μας καὶ μᾶς βοηθάει ἀόρατα καὶ
χωρὶς νὰ τὸν ἀντιλαμβανόμαστε, ὅταν πεισθεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι συμφέρον τῆς ψυχῆς μας,
καὶ ἄλλοτε καταδέχεται νὰ χρησιμοποιήσει ὑλικὰ μέσα γιὰ τὰ παθήματά μας Ἔτσι μὲ τὴν
παράταση τῆς θεραπείας τῆς ἀρρώστιας, κάνει ἐπίμονη (μόνιμη) τὴ μνήμη τῆς
εὐεργεσίας ἤ, ὅπως εἶπα, μᾶς παρέχει κάποιο πρότυπο, γιὰ νὰ φροντίσουμε μὲ ζῆλο γιὰ
τὴν ψυχή μας.
(“Ὀροὶ κατὰ πλάτος, ἐρώτ. ΝΕ’, 2, ΕΠΕ8,398ΒΕΠ 53,213 ).1. Ἀ’Κόρ. 10,13. 2.Ἰω.9,67.
3.Μάτθ. 8,3.

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΘΛΙΨΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ


1097. Τὴν ἀρρώστια καὶ τὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀσημότητα καὶ τὸ θάνατο, καὶ ὅσα εἶναι
λυπηρὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν πρέπει νὰ τὰ καταλογίζουμε ὡς κακά, γιατί οὔτε καὶ
τὰ ἀντίθετα ἂπ αὐτὰ τὰ συγκαταλέγουμε ἀνάμεσα στὰ μέγιστα ἀγαθά. Ἀπ’ αὐτὰ ἀλλὰ μὲν
ὑπάρχουν ἐκ φύσεως, ἀλλὰ δὲ φαίνεται ὅτι βρίσκουν πολλοὺς γιὰ τὸ πνευματικὸ τοὺς
συμφέρον.1
(Εἰς Ἑξαήμερον, ὅμιλ Ἔ, 5, ΕΠΕ 4, 82ΒΕΠ51,199ΜΟ 29, 40). 1. «(Ὁ Θεὸς παιδεύει) ἐπὶ
τὸ συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεὶν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ» (Ἔβρ. 12,10).

ΣΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ Η ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Η ΑΡΕΤΉ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ


1098. Πληροφορήθηκα ὅτι σὲ λύπησε ὁ θάνατος ἑνὸς παιδιοῦ. Ἡ στέρησή του εἶναι
φυσικὸ βέβαια νὰ εἶναι λυπηρὴ σὲ σένα τὸν παππού του.3Αλλά γιὰ ἕναν ἄνδρα ποὺ ἔχει
φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο ἀρετῆς καὶ γνωρίζει καλὰ τὴ φύση τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων
τόσο ἀπὸ τὴν πολυετῆ πείρα ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ διδασκαλία, εἶναι ἑπόμενο νὰ
μὴν εἶναι τόσο ἀφόρητος ὁ χωρισμὸς τῶν συγγενῶν. Γιατί ὁ Κύριος δὲν ζητεῖ τὰ ἴδια
ἀπό μας (τοὺς Χριστιανούς) καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Πράγματι, ἐκεῖνοι μὲν
ζοῦν μία συνηθισμένη ζωή, ἐμεῖς ὅμως ὡς κανόνα τῆς συμπεριφορᾶς μας χρησιμοποιοῦμε
τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὰ προηγούμενα παραδείγματα τῶν μακαρῖων (ἁγίων) ἀνδρῶν,
τῶν ὁποίων ἡ μεγαλοφυὴς σκέψη ἐκδηλωνόταν κυρίως στὶς δύσκολες περιστάσεις. [Ἐπιστ.
206, Ἐλπιδίω ἐπισκοπῶ παραμυθητική, ΕΠΕ2,150ΒΕΠ55, 239240).

1099. “Ὅτι εἶναι τὸ καμίνι γιὰ τὸ χρυσάφι, αὐτὸ εἶναι γιὰ ὅσους προσπαθοῦν νὰ
ἀποκτήσουν κάποια ἀρετή, ἡ θλίψη, ποὺ δοκιμάζουν, γιὰ τὴν ἐλπίδα ὀπὸ Θεό.
(Ἐπιστ 183, Πολιτευομένοις Σαμοσάτων, ΕΠΕ1, 290 ΒΕΠ 55, 200).

Ο ΘΕΟΣ ΤΙΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΑΣ
ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΝ
1100. Ὁ Κύριος ποὺ κυβερνάει τὴ ζωή μας, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνέκφραστη σοφία του, ἔχει
ὁρίσει νὰ συμβαίνουν ὁπωσδήποτε πρὸς τὸ συμφέρον τῶν ψυχῶν μας τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς
μας, μὲ τὰ ὁποία σὲ σένα ἔκαμε τὴ ζωὴ ὀδυνηρή… Οἱ θλίψεις αὐτὲς δὲν ἐπιτρέπονται
ἄσκοπα στοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν προστάτη μας Κύριο, ἀλλὰ γιὰ δοκιμασία τῆς
ἀληθινῆς ἀγάπης πρὸς τὸν κτίστη μας Θεό.
“Ὅπως δηλαδὴ οἱ μόχθοι τῶν ἀγώνων φέρνουν στοὺς ἀθλητὲς τὰ στεφάνια τῆς νίκης, ἔτσι
καὶ οἱ δοκιμασίες στοὺς πειρασμοὺς ὁδηγοῦν τοὺς Χριστιανοὺς στὴν τελειότητα, ἐὰν
δεχθοῦμε ὅσα ἐπιτρέπει ὁ Κύριος μὲ τὴν πρέπουσα ὑπομονὴ καὶ μὲ κάθε εὐχαριστία Τὰ
πάντα κατευθύνονται ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου. Δὲν πρέπει νὰ ὑποδεχόμαστε τίποτε
ἀπὸ ὅσα μας συμβαίνουν σὰν λυπηρό, ἔστω καὶ ἂν πρὸς τὸ παρὸν θίγει τὴν ἀσθένειά
μας. Γιατί, καὶ ἂν ἀγνοοῦμε τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ γεγονότα
ἐπιτρέπεται σέ μας ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς καλό, πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν πεποίθηση ὅτι
ὁπωσδήποτε αὐτὸ γίνεται πρὸς τὸ συμφέρον, εἴτε τὸ δικό μας γιὰ τὴν ἀνταμοιβὴ τῆς
ὑπομονῆς, εἴτε τῆς ψυχῆς τοῦ νεκροῦ ποὺ ἔφυγε, μήπως δηλαδὴ μὲ τὴν παραμονή της στὴ
ζωὴ αὐτὴ μολυνθεῖ ἀπὸ τὴν κακία ποὺ ἐπικρατεῖ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. (Ἔπιστ. 101,
Παραμυθητική, ΕΠΕ 3, 448450 ΒΕΠ55, 133134).

ΜΕ ΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ Ο ΘΕΟΣ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΝ


1101. “Ἂς ἀποδεχθοῦμε λοιπὸν τὸ δυσάρεστο ποὺ συνέβη γιατί μὲ τὸ νὰ δυσανασχετοῦμε
οὔτε αὐτὸ ποὺ ἔγινε διορθώνουμε, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑαυτούς μας καταστρέφουμε. “Ἂς μὴν
κατηγορήσουμε τὴ δίκαια κρίση τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε πολὺ ἀμαθεῖς καὶ δὲν μποροῦμε νὰ
ἐλέγξουμε τὶς μυστικὲς καὶ ἀνέκφραστες κρίσεις καὶ ἀποφάσεις του. Τώρα ὁ Κύριος
ὑποβάλλει σὲ δοκιμασία τὴν ἀγάπη σου πρὸς Αὐτόν. Τώρα σου παρουσιάζεται ἡ εὐκαιρία
μὲ τὴν ὑπομονή σου νὰ καταταγεῖς στὴν τάξη τῶν μαρτύρων.
(Ἐπιστ. 6,2, ΕΠΕ2,350ΒΕΠ55,20).

ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΕΤΟΥΣ


1102. «Εἶναι πολλὲς οἱ θλίψεις τῶν δικαίων καὶ ἀπὸ ὅλες αὐτὲς θὰ τοὺς γλυτώσει ὁ
Κύριος»4. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ λέει ὅτι δὲν ἁρμόζει στὸ δίκαιο καὶ εὐσεβῆ ἡ θλίψη, δὲ
λέει τίποτε ἄλλο παρὰ ὅτι δὲν ἁρμόζει στὸν ἀθλητὴ ὁ ἀντίπαλος. Ἀλλὰ ἐὰν ὁ ἀθλητὴς
δὲν ἀγωνίζεται μὲ ἀντίπαλο, ποιὲς ἀφορμὲς (αἰτίες) θὰ ἔχει γιὰ νὰ στεφανωθεῖ; “Ἤδη
γιὰ τέταρτη φορᾶ ἀναφέρει ὁ ψαλμὸς αὐτὸς (ὁ 33ος) μὲ ποιὸν τρόπο γλυτώνει ὁ Κύριος
ἀπὸ τὶς θλίψεις, ἐκείνους ποὺ θέλει νὰ γλυτώσει. Πρῶτο εἶπε: «Ζήτησα μὲ πόθο τὸν
Κύριο καὶ μὲ ἄκουσε μὲ εὐμένεια, καὶ μὲ γλύτωσε ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις μου»
5. Δεύτερο πάλι εἶπε: «Ἐγὼ ὁ φτωχὸς καὶ ταπεινωμένος ἐφώναξα δυνατὰ καὶ ὁ Κύριος μὲ
ἄκουσε μὲ εὐμένεια καὶ μὲ ἔσωσε ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις μου»6. Τρίτο εἶπε: «Ὕψωσαν
κραυγὴ ἱκεσίας οἱ δίκαιοι καὶ ὁ Κύριος τους ἀκροάστηκε μὲ εὐμένεια, καὶ τοὺς
γλύτωσε ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες τοὺς»7. Καὶ τελευταῖο: «Εἶναι
πολλὲς οἱ θλίψεις ποὺ θὰ δοκιμάσουν στὴ ζωὴ τοὺς οἱ δίκαιοι καὶ ἀπὸ ὅλες αὐτὲς θὰ
τοὺς γλυτώσει ὁ Κύριος»8.
(Εἰς ΛΓ’ Ψάλμ., 12, ΕΠΕ5, 246ΒΕΠ52,89-90).1. Ψάλμ. 33,20. 2. Β’ Κόρ. 4, 8. 3. Ἰω.
16,33. 4. Ψάλμ. 33, 20. 5. Ψάλμ. 33,5. 6. Ψάλμ. 33, 7. 7. Ψάλμ. 33,18. 8. Ψάλμ.
33,20.
ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΕΙΝΑΙ «ΑΡΡΗΤΟΙ ΚΑΙ
ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟΙ»
1103. «Ὁ Θεὸς τὶς ἀβύσσους τὶς ἔκλεισε μέσα στὸ θεῖο θησαυροφυλάκιο»
1… Μήπως λοιπὸν ὀνομάζονται ἄβυσσοι οἱ λόγοι γιὰ τὴ θεία κρίση, ποὺ εἶναι
ἀνέκφραστοι καὶ ἀκατανόητοι ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες διάνοιες καὶ μόνο στὸ Θεὸ εἶναι
γνωστοὶ οἱ λόγοι, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους κυβερνάει τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ὄντα; Τὸ ὅτι ἡ
κρίση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ κτίσματά του ὀνομάστηκε ἄβυσσος, τὸ μάθαμε ἀπὸ
ἄλλον ψαλμὸ ποὺ λέει: «Οἱ κρίσεις σου γιὰ τὰ ἀνθρώπινα εἶναι ἀνεξερεύνητες, ὅπως τὰ
ἀβυσσώδη βάθη τῶν ὠκεανῶν»
2.” ἂν λοιπὸν ζητᾶς ἐπίμονα νὰ μάθεις, γιατί τοῦ μὲν ἁμαρτωλοῦ ἡ ζωὴ παρατείνεται,
τοῦ δὲ ἐνάρετου συντομεύονται οἱ ἡμέρες τῆς προσωρινῆς διαμονῆς τοῦ ἐδῶ στὴ γῆ,
γιατί ὁ ἄδικος εὐημερεῖ, ὁ δὲ δίκαιος θλίβεται, γιατί τὸ παιδὶ προτοῦ νὰ ὡριμάσει
ἁρπάχτηκε ἀπὸ τὸ θάνατο, ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῶν πολέμων, γιατί γίνονται τὰ ναυάγια,
οἱ σεισμοί, οἱ ξηρασίες, οἱ πολλὲς βροχές, γιατί ἔχουν δημιουργηθεῖ ὅσα βλάπτουν
τὸν ἄνθρωπο, γιατί ὁ ἕνας εἶναι δοῦλος καὶ ὁ ἄλλος ἐλεύθερος, γιατί ὁ ἕνας εἶναι
πλούσιος καὶ ὁ ἄλλος φτωχὸς καὶ ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἀνταπόδοση τοῦ Κριτῆ σὲ καθένα ἀπὸ
αὐτούς.
Ὅταν ὅλα αὐτὰ ἔλθουν στὸ νοῦ σου, θυμήσου ὅτι οἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ
εἶναι ἄβυσσος, καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἀσφαλισμένος στὸ θεῖο θησαυροφυλάκιο, δὲν εἶναι
εὔκολα κατανοητὲς ἀπὸ ὁποιουσδήποτε. Καὶ στὸν πιστὸ δόθηκε ὑπόσχεση ἀπὸ μέρους τοῦ
Θεοῦ ὅτι: «Θὰ σοῦ δώσω θησαυροὺς ἀπόκρυφους, ἀόρατους»3. Ὅταν λοιπὸν ἀξιωθοῦμε νὰ
γνωρίσουμε πρόσωπο μὲ πρόσωπο4 τὴν Ἀλήθεια, τότε θὰ δοῦμε καὶ θὰ μάθουμε τὶς
ἀβύσσους (τὰ μυστήρια) ποὺ κρύβονται στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ Θεοῦ. (Ἑρμῆν. εἰς ΛΒ’
Ψάλμ, ΕΠΕ 5,178180ΒΕΠ52, 68). 1. Ψάλμ. 32,7. 2. Ψάλμ. 35,7. 3. Ἤσ. 45,3. 4. Ἀ’ Κόρ.
13,12.

Β’) ΩΦΕΛΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ. ΜΕ ΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΘΑ ΣΤΕΦΑΝΩΘΟΥΜΕ


1104. Λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσο κι ἂν εἶναι βαρὺς ὁ πειρασμός, ἂς ὑπομείνουμε τοὺς
κόπους καὶ τὶς ταλαιπωρίες, γιατί «κανεὶς δὲν στεφανώνεται»1 στοὺς ἀγῶνες, ἂν δὲν
πληγωθεῖ καὶ δὲ σκονισθεῖ. (Ἔπιστ. 240, Νικοπολίταις πρεσβυτέροις 2, ΕΠΕ3,
224ΒΕΠ55, 294) 1. Β’ Τίμ. 2, 5: «Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῆ τίς, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ
νομίμως ἀθλήση».

ΟΙ ΘΛΙΨΕΙΣ ΠΕΡΙΟΡΙΖΟΥΝ ΤΟ ΚΑΚΟ


1105. Ἐξαιτίας αὐτοῦ (τοῦ πλεονασμοῦ τοῦ κακοῦ) οἱ ἄρρωστοι τῶν πόλεων καὶ τῶν
ἐθνῶν, οἱ ξηρασίες τῶν ἀέρων καὶ οἱ ἀκαρπίες τῆς γῆς, καὶ οἱ σκληρὲς δοκιμασίες στὴ
ζωὴ τοῦ καθενὸς περιορίζουν τὴν αὔξηση τοῦ κακοῦ. “Ὥστε ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ ποὺ
παραχωροῦνται ἀπὸ τὸ Θεό, προλαβαίνουν τὴ δημιουργία τῶν ἀληθινῶν κακῶν (τῶν κακῶν
πράξεων). Γιατί καὶ οἱ σωματικὲς κακώσεις καὶ οἱ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα δοκιμασίες ἔχουν
ἐπινοηθεῖ (καὶ ἐπιτρέπονται ἀπὸ τὸ Θεό), γιὰ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὁ Θεὸς
λοιπὸν καταστρέφει τὸ κακὸ καὶ δὲν προέρχεται τὸ κακὸ ἀπὸ τὸ Θεό. Γιατί καὶ ὁ
γιατρὸς θεραπεύει τὴν ἀρρώστια καὶ δὲν προκαλεῖ αὐτὸς τὴν ἀρρώστια στὸ σῶμα.
Οἱ ἐξαφανισμοὶ δὲ τῶν πόλεων καὶ οἱ σεισμοὶ καὶ οἱ κατακλυσμοὶ καὶ οἱ ἀπώλειες τῶν
στρὰ τευμάτων καὶ τὰ ναυάγια καὶ ὅλες οἱ πολυάνθρωπες καταστροφές, ποὺ προκαλοῦνται
εἴτε ἀπὸ τὰ γήινα φαινόμενα εἴτε ἀπὸ τὴ θάλασσα εἴτε ἀπὸ τὸν ἀέρα, εἴτε ἀπὸ τὴ
φωτιά, εἴτε ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία, γίνονται γιὰ τὸ σωφρονισμὸ τῶν ὑπόλοιπων
(ἐκείνων ποὺ ἐπιζοῦν). Γιατί ὁ Θεὸς σωφρονίζει μὲ δημόσιες μάστιγες τὴν πάνδημη
κακία. Τὸ κυρίως λοιπὸν κακὸ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία κυρίως ἀξίζει νὰ ὀνομάζεται
κακὸ καὶ ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἐκλογή μας. Στὸ χέρι μας εἶναι ἡ νὰ
ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν κακία ἢ νὰ εἴμαστε μοχθηροί. Ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα κακά, ἀλλὰ
παραχωροῦνται ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς ἀγωνίσματα, γιὰ νὰ δείξουμε ἀνδρεία, ὅπως στὸν Ἰὼβ ἡ
στέρηση τῶν παιδιῶν, ἡ ἐξαφάνιση ὁλόκληρού του πλούτου μέσα σὲ μία στιγμή, ἡ πληγὴ
τῆς λέπρας, ἀλλὰ δὲ γιὰ τὴ θεραπεία τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ διαπράχθηκαν, ὅπως στὸ Δαβὶδ ἡ
ἀτίμωση (ἡ καταισχύνη) τοῦ βασιλικοῦ οἴκου, γιατί τιμωριόταν γιὰ τὴν παράνομη
ἐπιθυμία.
[Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, 5, ΕΠΕ7,100102ΒΕΠ 54,92).

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΤΑΙ, ΑΝ ΔΕΝ ΔΟΚΙΜΑΣΘΕΙ ΣΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ


1106. «… Καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις, τὶς ὅποιες ὑπέφερα, μὲ γλύτωσε ὁ Κύριος»1
Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ δικαίου καὶ ἐνάρετου εἶναι γεμάτη θλίψεις. Καί: «2 Στενὴ ἡ πόρτα
καὶ γεμάτος δυσκολίες καὶ κινδύνους ὁ δρόμος (ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή). Καί:
«Εἶναι πολλὲς οἱ θλίψεις, ποὺ θὰ δοκιμάσουν στὴ ζωὴ τοὺς οἱ εὐσεβεῖς καὶ δίκαιοι»3.
Γι’ αὐτὸ ὁ ἄπ. Παῦλος λέει: «Θλιβόμαστε σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε περίσταση 4» . Καὶ
ὅτι: «Πρέπει νὰ ὑποστοῦμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ πολλὲς θλίψεις, γιὰ νὰ μποῦμε στὴ
Βασιλεία τοῦ Θεού5» .
Γλυτώνει δὲ ὁ Θεὸς τοὺς ἁγίους ἀπὸ τὴ θλίψη, ὄχι ἀφήνοντας τοὺς χωρὶς δοκιμασίες,
ἀλλὰ χαρίζοντάς τους τὴν ὑπομονή. Γιατί ἐφόσον: «Ἡ θλίψη φέρνει τὴν ὑπομονή, ἡ δὲ
ὑπομονὴ παράγει δοκιμασμένη ἀρετή» , ἐκεῖνος ποὺ δὲν δέχεται τὴ θλίψη, στερεῖ τὸν
ἑαυτό του ἀπὸ τὴ δοκιμασία (καὶ ἑπομένως καὶ ἀπὸ τὴν ἀρετὴ6 καὶ τὴ σωτηρία). “Ὅπως
λοιπὸν κανεὶς δὲν στεφανώνεται, ἂν δὲν ὑπάρχει ἀντίπαλος, ἔτσι καὶ κανεὶς δὲν
μπορεῖ νὰ ἀποδειχτεῖ δοκιμασμένος στὴν ἀρετὴ παρὰ μόνον διὰ μέσου τῶν θλίψεων. Ἀπὸ
ὅλες λοιπὸν τὶς θλίψεις μου μὲ ἔσωσε ὁ Κύριος7» , ὄχι γιατί δὲν μὲ ἀφήνει νὰ ἔχω
θλίψεις, ἀλλὰ γιατί «μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸ θὰ μᾶς χαρίσει καὶ τὴ διέξοδο, τὴ λύση,
τὸ τέλος τοῦ πειρασμοῦ, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ τὸν ὑποφέρουμε8» .
1.Ψάλμ.33,5 2.Μάτθ.7,14 3.Ψάλμ.33,20 4.Β’Κόρ.4,8 5.Πράξ.14,22 6.Ρώμ.5,3-4
7.Ψάλμ.33,5 8.Ἀ’Κόρ.10,13

ΟΙ ΘΛΙΨΕΙΣ ΠΡΟΣΕΛΚΥΟΥΝ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


1107. Δῶσε μας βοήθεια γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴ θλίψη γιατί ἡ σωτηρία ποὺ προσφέρουν
οἱ ἄνθρωποι εἶναι μάταια1» . “Ὥστε ἡ ἔννοια τοῦ ψαλμοῦ δέ μας ἐπιτρέπει ἴσως οὔτε
νὰ προφασιζόμαστε ἀρρώστια, ἀφοῦ εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ θλίψη γίνεται πρόξενος τῆς
βοήθειας τοῦ Θεοῦ.[ΝΘ’ Ψὰλμ I ΕΠΕ5, 362ΒΕΠ 52, 127).1. Ψάλμ. 59,13.

ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ


1108. «Νὰ περιμένεις τὴ μία θλίψη πάνω στὴν ἄλλη καινὰ ἐλπίζεις συνεχῶς. Περίμενε
λίγο ἀκόμη, ἀκόμη λίγο»1. Ἔτσι συνηθίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἀναπαύει ψυχικὰ τὰ
πνευματικὰ τοῦ παιδιὰ μὲ τὴν ὑπόσχεση, ποὺ θὰ πραγματοποιηθεῖ στὸ μέλλον. Γιατί
μετὰ τὶς θλίψεις ἔρχεται ἡ ἐλπίδα, καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐλπίδας βρίσκεται πολὺ
κοντά μας. Κι’ ἂν ἀκόμη ὑπολογίσει κανεὶς ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ θὰ εἶναι
γεμάτη θλίψεις, τὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα εἶναι ἀσήμαντο σὲ σύγκριση μὲ ἐκεῖνον τὸν
ἀτελεύτητο αἰώνα, ποὺ εἶναι τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐλπίδας μας.
[Ἐπιστ. 140, Πρὸς τὴν Ἄντιοχεων Ἐκκλησίαν, 1, ΕΠΕ1, 336ΒΕΠ55, 167).1.Ἤσ.27,10

ΝΑ ΠΑΡΗΓΟΡΟΥΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΤΉΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΕΩΣ


1109. Ὅταν λοιπὸν κάποτέ σου συμβεῖ κάποια δοκιμασία ἀνεπιθύμητη, τότε, ἂν ἔχεις
πολὺ καλὰ προετοιμασμένο τὸ φρόνημά σου, δὲν θὰ ταραχθείςεπειτα δὲ μὲ τὴν ἐλπίδα
τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν θὰ κάμεις ἐλαφρότερα τὰ παρόντα λυπηρὰ καὶ δυσάρεστα. “

Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν βλαμμένα τὰ μάτια, ἀποφεύγουν νὰ κοιτάζουν τὰ πολὺ
λαμπρὰ ἀντικείμενα καὶ ἀναπαύουν τὰ βλέμματά τους στὰ ἄνθη καὶ στὴν πρασινάδα, ἔτσι
καὶ ἡ ψυχὴ δὲν πρέπει συνεχῶς νὰ εἶναι προσηλωμένη στὰ λυπηρὰ οὔτε νὰ ἀφοσιώνεται
στὰ παρόντα ἀνιαρά, ἀλλὰ νὰ περιφέρει τὸ βλέμμα της στὴ θεωρία τῶν ἀληθινῶν ἀγαθῶν.
Ἔτσι θὰ κατορθώσεις νὰ χαίρεις πάντοτε, ἐὰν ὁ βίος σου ἀποβλέπει πάντοτε πρὸς τὸ
Θεό, ἡ δὲ ἐλπίδα τῆς ἀνταποδόσεως ἀνακουφίζει τὴν ψυχὴ ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ τὰ
δυσάρεστα τῆς ζωῆς. (Περὶ εὐχαριστίας, 7, ΕΠΕ 6,102104 ΒΕΠ54,45).

ΟΙ ΘΛΙΨΕΙΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ.


ΜΕΡΟΣ Β΄
(ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ)

Γ] Ο ΘΕΟΣ ΔΙΝΕΙ ΔΙΕΞΟΔΟ ΣΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ


1110. Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος ὑπόσχεται σ’ἐκείνους ποὺ ἐλπίζουν σ’Αὐτὸν τὴν διέξοδο ἀπὸ κάθε
θλίψη…καὶ ὁ προφήτης Ἰωνάς, ποὺ τὸν κατάπιε τὸ κῆτος, ἀξιώθηκε νὰ σωθεῖ, γιατί δὲν
ἀπελπίστηκε [ γιὰ τὴ ζωή του ποὺ κινδύνευε], ἀλλὰ προσευχήθηκε μὲ δυνατὴ φωνὴ πρὸς
τὸν Κύριο. [Ἐπιστ.242,τοὶς Δυτικοὶς Ἐπισκόποις,1,ΕΠΕ2,26-ΒΕΠ55,296]

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ


1111.Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καταφυγὴ καὶ ἡ δύναμή μας, εἶναι ὁ πολύτιμος βοηθός μας στὶς
μεγάλες θλίψεις πού μας βρῆκαν»1. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μεγάλη βοήθεια,
ὅταν τὸν βρίσκουν πολλὰ θλιβερὰ καὶ δυσβάστακτα περιστατικά, λόγω τῆς φυσικῆς
ἀδυναμίας ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ. “Ὅπως λοιπόν, ὅταν θέλει νὰ σωθεῖ ἀπὸ ὅλες τὶς
δύσκολες περιστάσεις, ἐξαιτίας τῆς ἐπιθέσεως τῶν ἐχθρῶν, καταφεύγει σὲ μέρος
ἀσφαλὲς ἡ σὲ κάποια ὑψηλὴ κορυφή, ποὺ νὰ εἶναι ὀχυρωμένη ὁλόγυρα μὲ ἰσχυρὸ τεῖχος,
ἔτσι καταφεύγει (στὶς μεγάλες δοκιμασίες) στὸ Θεό, πιστεύοντας ὅτι ἡ παραμονὴ κοντά
του εἶναι ὁ μόνος τρόπος νὰ βρεῖ ἀνάπαυση. (Εἰς ΜΕ’ Ψάλμ, 1, ΕΠΕ5,298ΒΕΠ
52,106).1.Ψάλμ. 45,2.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ


1112. Μὴ λυπεῖσθε πολὺ γιὰ τὰ κακὰ ποὺ ἔχουν συμβεῖ. Μήτε νὰ ταραχθεῖ ὁ νοῦς σας,
ἀλλὰ νὰ ἀποτινάξετε τὸ θόλωμα (τὴ σύγχυση) τῆς λύπης καὶ νὰ δυναμῶστε τὶς ψυχές
σας, κάνοντας πιὸ γενναῖες σκέψεις καὶ χρησιμοποιώντας τὸ δυσάρεστο γεγονὸς ὡς
πρόφαση γιὰ στεφάνια… Ὑπενθυμεῖστε στοὺς ἑαυτούς σας τὴν καρτερία (τὴν ὑπομονή) τοῦ
Ἰώβ… Κανεὶς ἂς μὴ μεταπεισθεῖ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπαθε, ὥστε νὰ συλλογιστεῖ καὶ νὰ λέει
ὅτι καμιὰ λοιπὸν πρόνοια δὲν κυβερνάει τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μας.
“Ἂς μὴν κατηγορεῖ τὴν πρόνοια καὶ τὴν κρίση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἂς ἀποβλέπει πρὸς τὸν
ἀθλητὴ ἐκεῖνον (τὸν Ἰώβ) καὶ αὐτὸν ἂς κάνει σύμβουλο γιὰ τὸ καλύτερο… “Ὅπως θέλει
ρυθμίζει τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ὅμως σοφὸς καὶ παραχωρεῖ ἐκεῖνο ποὺ
συμφέρει τοὺς δούλους του. Νὰ μὴν περιεργάζεσαι τὴν κρίση τοῦ Κυρίου. Νὰ ἀγαπᾶς
μόνον αὐτὰ ποὺ ἐπιτρέπει ἡ σοφία του. Αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ δώσει, αὐτὸ νὰ τὸ δέχεσαι μὲ
χαρά. (Περὶ τοῦ μὴ προσηλῶσθαι τοὶς βιοτικοίς, 10, 11, 12, ΕΠΕ 7, 190, 196).

ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΠΑΛΛΑΣΣΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΠ’ ΑΥΤΕΣ Ο ΘΕΟΣ, ΑΛΛΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΕΙ ΝΑ ΤΙΣ ΞΕΠΕΡΑΣΟΥΜΕ
1113. «Ὕψωσαν κραυγὴ ἱκεσίας οἱ δίκαιοι καὶ ὁ Κύριος τους ἄκουσε μὲ εὐμένεια καὶ
τοὺς ἐγλύτωσε ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις τους»
1 Νοητὴ (πνευματική) εἶναι ἡ κραυγὴ τῶν δικαίων (τῶν εὐσεβῶν καὶ ἐνάρετων), γιατί
ὑψώνεται δυνατὴ ἀπὸ τὰ ἀπόκρυφά της καρδιᾶς, γί΄αὐτὸ μπορεῖ νὰ φθάσει ἀκόμη καὶ στὰ
ἴδια τὰ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ ζητάει μεγάλες δωρεὲς καὶ προσεύχεται γιὰ
τὰ ἐπουράνια ἀγαθά, αὐτὸς κραυγάζει καὶ ὑψώνει στὸ Θεὸ τέτοια προσευχή, ποὺ γίνεται
εἰσακουστῆ. «Ὕψωσαν λοιπὸν κραυγὴ ἱκεσίας οἱ δίκαιοι.
Δὲν ἐζήτησαν τίποτε τὸ μικροπρεπές, τίποτε τὸ γήινο, τίποτε τὸ εὐτελὲς καὶ
ἀσήμαντο. Γι’αὐτὸ ὁ Κύριος ἔκαμε δεκτὴ τὴν ἱκεσία τους καὶ τοὺς ἐγλύτωσε (ἀπὸ ὅλες
τὶς θλίψεις τους». Δὲν τοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὰ δυσάρεστα περιστατικὰ τόσο, ὅσο τοὺς
ἀνέδειξε ἀνώτερους ἀπὸ αὐτά, ἱκανοὺς νὰ τὰ ξεπερνοῦν.[εἰς ΛΓ’ Ψάλμ, 12, ΕΠΕ5,
240242 ΒΕΠ52,88-89Μ).1. Ψάλμ. 33,18.

ΝΑ ΚΑΤΑΦΕΥΓΟΥΜΕ ΠΡΩΤΑ ΣΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΕΠΕΙΤΑ ΣΕ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΑ. ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΜΑΓΟΥΣ
ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΕΣ
1114. «Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καταφυγή μας καὶ ἡ δύναμή μας»1. Γι’ αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ λέει
«Τὰ πάντα κατορθώνω μὲ τὴ δύναμη, πού μου δίνει ὁ Χριστός»2, δύναμη εἶναι ὁ Θεός.
Πολλοὶ λοιπὸν μποροῦν νὰ ποῦν «Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ καταφυγή μας», καὶ τὸ «Κύριε, ὑπῆρξες
τὸ καταφύγιό μας»
3, ἀλλὰ πολὺ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ τὸ ποῦν μὲ τὴν ἴδια θερμὴ διάθεση, μὲ τὴν
ὁποία τὸ ἔλεγε ὁ προφήτης Δαβίδ. Γιατί λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν θαυμάσει
τὰ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ μένουν ἐξαρτημένοι ὁλόκληροι ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ αὐτὸν ἀναπνέουν,
καὶ σ’ αὐτὸν ἔχουν στηρίξει τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πεποίθησή τους. Καὶ μᾶς ἐλέγχουν
βέβαια τὰ πράγματα, ὅταν στὶς θλίψεις μας τρέχουμε στὸν καθένα καὶ ὄχι στὸ Θεό.
Ἀσθενεῖ τὸ παιδί; Σὺ ὅμως κοιτάζεις ἐδῶ καὶ ἐκεῖ νὰ βρεῖς τὸ μάγο ἢ ἐκεῖνον ποὺ
κρεμάει στὸ λαιμὸ τῶν ἀνεύθυνων παιδιῶν τὰ ἀλλόκοτα καὶ περιττὰ ἐκεῖνα φυλαχτά, ἢ
στὸ τέλος ἔρχεσαι στὸ γιατρὸ καὶ χρησιμοποιεῖς φάρμακα, ἀδιαφορώντας γιὰ ἐκεῖνον
ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σὲ σώσει. Κι ἂν σὲ ταράξει κάποιο ὄνειρο, τρέχεις ἀμέσως σὲ
κάποιον ὀνειροκρίτη.
Κι ἂν φοβηθεῖς κάποιον ἐχθρό, ἐπινοεῖς ὡς προστάτη ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ
γενικὰ σὲ κάθε ἀνάγκη σου ἀποδεικνύεσαι ὅτι μὲ τὰ λόγια μὲν ὀνομάζεις τὸ Θεὸ
καταφύγιό σου, στὴν πράξη ὅμως προσπαθεῖς νὰ ἐπιτύχεις βοήθεια ἀπὸ τὰ ἀνωφελῆ καὶ
μάταια. Στὸ δίκαιο ὅμως ἀληθινὴ βοήθεια εἶναι ὁ Θεός. Καὶ ὅπως κάποιος στρατηγὸς
ποὺ ἔχει καταρτίσει γενναῖο στρατὸ εἶναι πάντοτε ἕτοιμος νὰ βοηθήσει τὸ μέρος
ἐκεῖνο τοῦ στρατοῦ, ποὺ ἔχει καταπονηθεῖ, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς εἶναι βοηθός μας καὶ
σύμμαχος σὲ καθένα ποὺ μάχεται ἐναντίον τῶν τεχνασμάτων τοῦ διαβόλου, ἀποστέλλοντας
τοὺς ἀγγέλους, γιὰ νὰ σώσουν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. [ Εἰς ΜΕ’ Ψὰλμ 2, ΕΠΕ5,
300-302).1. Ψάλμ. 45,2. 2. Φιλιπ. 4,13. 3. Ψάλμ. 89,1.

ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΑΣ


1115. Ὁ Κύριος καθορίζει τὰ πάντα μὲ μέτρο καὶ ζυγίζοντας μὲ δικαιοσύνη τὴν κάθε
περίσταση. Στέλνει πειρασμούς, ποὺ δὲν ὑπερβαίνουν τὴ δύναμή μας. Δοκιμάζει τοὺς
ἀγωνιστὲς τῆς εὐσέβειας μὲ τὶς ἀντιξοότητες, δὲν τοὺς ἀφήνει ὅμως νὰ πειρασθοῦν
περισσότερο ἀπὸ ὅσο μπορούν1. Καὶ ποτίζει μὲ δάκρυα2 μὲ μέτρο τοὺς πιστούς, ποὺ
ὀφείλουν νὰ ἀποδείξουν, ἂν μποροῦν νὰ διατηρήσουν στὶς θλίψεις τὴν εὐγνωμοσύνη τοὺς
πρὸς Θεό. Αὐτὸς ἔδειξε τὴ φιλανθρωπία τοῦ ἰδιαίτερα μὲ τὴ φροντίδα του γιὰ τὴ
ρύθμιση τῶν προβλημάτων σας.[Ἐπιστ. 219, Τῷ Σαμοσάτων κλήρω, 1, ΕΠΕ 3, 30ΒΕΠ55, 260
ΜΟ 32, 812).1. Ἀ’ Κόρ. 10,13. 2.Ψάλμ. 79, 6: «… ποτιεῖς ἠμᾶς ἐν δάκρυσιν ἐν μέτρῳ».

Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΠΑΡΗΓΟΡΕΙ ΣΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ


1116. Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς δίδει ἀφορμὲς παρηγοριᾶς ἴσες πρὸς τὶς θλίψεις καὶ
παρηγορεῖ τοὺς ταπεινούς, γιὰ νὰ μὴν κυριευθοῦν, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν, ἀπὸ τὴν
ὑπερβολικὴ λύπη1.
(Ἐπιστ. 127, Εὔσεβιω ἐπισκοπῶ Σαμοσάτων, ΕΠΕ1,264ΒΕΠ55,154).
1.Βλ. Β’ Κόρ. 2, 7 καὶ Π. Τρεμπελα, Ὑπόμνημα εἰς τᾶς ἐπιστολᾶς πρὸς Ρωμαίους καὶ
Α’, Β’ πρὸς Κορινθίους, ἑρμηνεία τοῦ στίχου 7 τοῦ κέφ. 2 τῆς Β’ Κορ

ΤΗ ΘΛΙΨΗ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ.


1117.Ὁ ἀγαθὸς Θεὸς συνδέει πάντοτε τὶς θλίψεις μὲ τὴν παρηγοριά.[ Ἐπιστ.90,τοὶς
ἁγιωτάτοις ἀδελφοὶς καὶ ἐπισκόποις τοὶς ἐν τῇ Δύσει, 1,ΕΠΕ2,18-ΒΕΠ55,119]

Δ] Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΘΛΙΨΕΩΝ


1118. Ὅλοι λοιπὸν καὶ ἰδιαίτερα ὁ καθένας καὶ ὅλοι μαζὶ ἂς ἐξετάσουμε τὴ ζωή μας.
Ἂς θεωρήσουμε τὴν ξηρασία ὡς παιδαγωγό, ποὺ ὑπενθυμίζει στὸν καθένα ἀπό μας τὶς
ἁμαρτίες του. Ἂς ἐπαναλάβουμε κι’ ἐμεῖς μὲ συναίσθηση τὰ λόγια του γενναίου Ἰώβ:
«Χεὶρ Κυρίου ἐστὶν ἡ ἀψαμένη μου»1. (Τὸ χέρι τοῦ Κυρίου ἦταν αὐτὸ ποὺ μὲ ἄγγιξε).
Καὶ μάλιστα Ἂς σκεφθοῦμε ὅτι ἡ συμφορά μας (τῆς πείνας καὶ τῆς ξηρασίας) ὀφείλεται
πρωταρχικὰ στὶς ἁμαρτίες μας.
Ἐὰν δὲ πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ κάτι ἄλλο, μερικὲς φορὲς οἱ δυσκολίες αὐτὲς τῆς
ζωῆς στέλνονται στοὺς ἀνθρώπους πρὸς δοκιμασία τῶν “ψυχῶν, γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν ἐπάνω
στὴν δυσκολία οἱ πραγματικὰ δόκιμοι (δοκιμασμένοι, ἐνάρετοι), εἴτε φτωχοὶ εἶναι,
εἴτε πλούσιοι, γιατί καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ δοκιμάζονται ἀκριβῶς μὲ τὴν ὑπομονή. Καὶ
μάλιστα σ’ αὐτὲς τὶς δύσκολες περιστάσεις ἀποδεικνύεται, ἂν ὁ μὲν πλούσιος εἶναι
ἐλεήμονας καὶ φιλάδελφος, ὁ δὲ φτωχός, ἂν εἶναι εὐγνώμονας καὶ ὄχι ἀντίθετα
βλάσφημος, ἀλλάζοντας πολὺ γρήγορα φρονήματα, μαζὶ μὲ τὶς συμφορὲς τῆς ζωῆς.
Ἐγὼ γνωρίζω πολλοὺς (δὲν τὸ ἄκουσα, ἀλλὰ γνώρισα τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔχω προσωπικὴ
πείρα), οἱ ὁποία, ὅσον καιρὸ ἡ περιουσία τοὺς αὐξάνει συνεχῶς καὶ προχωροῦν,
σύμφωνα μὲ τὴν παροιμία, μὲ οὔριο (εὐνοϊκό) ἄνεμο, ὁμολογοῦν τὴν εὐγνωμοσύνη τους
στὸν εὐεργέτη, ἂν καὶ ὄχι τέλεια, ἀλλὰ ἔστω μέτρια ἂν ὅμως κάποτε ἀλλάξει ἡ
κατάσταση καὶ μεταβληθοῦν τὰ πράγματα, καὶ ὁ μὲν πλούσιος γίνει φτωχός,
ἡ ρωμαλαιότητα τοῦ σώματος μεταβληθεῖ σὲ ἀσθένεια, ἡ δὲ δόξα καὶ ἡ περίβλεπτη θέση
σὲ ντροπὴ καὶ ἀτίμωση, τότε γίνονται ἀχάριστοι, ξεστομίζουν βλαστήμιες, βαριοῦνται
νὰ κάνουν προσευχή, ἐκφράζουν τὴν ἀγανάκτησή τους ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, σὰν νὰ ἦταν
χρεώστης τους ποὺ καθυστερεῖ τὴν ὀφειλή του, καὶ δὲν συμπεριφέρονται ἀπέναντι τοῦ
σὰν σὲ Κύριο ποὺ ἔχει ἀγανακτήσει ἐναντίον τους.(Ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῶ,5,ΕΠΕ
7,140142).1.Ἰώβ19,21.

NA EIΜΑΣΤΕ ΕΥΘΥΜΟΙ ΣΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΜΑΣ


1119. «Δῶσε μας, Κύριε, βοήθεια στὴ θλίψη μας»1. Μὴ ζητήσουμε ἀπὸ τὴ δύναμή μας τὴ
βοήθεια οὔτε ἀπὸ τὴν εὐεξία (εὐρωστία) τοῦ σώματος ἂς μὴν ἔχουμε τὴν ἀξίωση νὰ
λάβουμε βοήθεια ἀπὸ κανένα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἔνδοξα. Ἡ
ἐξουσία δὲν διασώζεται οὔτε μὲ τὴν ἀφθονία τῶν χρημάτων οὔτε μὲ τὸ μέγεθος τῆς
δυνάμεως οὔτε μὲ τὴν λαμπρότητα τῆς δόξας, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀφορμὴ τῆς ὑπερβολικῆς
θλίψεως χαρίζει ὁ Κύριος τη βοήθεια τοῦ σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀναζητοῦν μὲ πόθο.
Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ ἄπ. Παῦλος ποὺ θεωροῦσε τὶς θλίψεις τοῦ ὡς καύχημα τού2. Γι’
αὐτὸ μποροῦσε νὰ λέει: (ὅταν ἀσθενῶ, τότε εἶμαι δυνατός, γιατί μου δίνει
περισσότερη χάρη ὁ Θεός). «Δῶσε μας», λοιπόν, «Κύριε, βοήθεια στὴ θλίψη μας», γιατί
«ἡ θλίψη παράγει τὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ παράγει τὴν δοκιμασμένη ἀρετή, ἡ δοκιμασία
φέρνει τὴν ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπίδα στὸ Θεὸ δὲν ντροπιάζει καὶ δὲν διαψεύδει ποτὲ
ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει»4. Βλέπεις ποῦ σὲ ὁδηγεῖ ἡ θλίψη; Στὴν ἐλπίδα ποὺ δὲν
ντροπιάζει καὶ δὲν διαψεύδει ποτὲ τὸν ἄνθρωπο. Εἶσαι ἄρρωστος; Νὰ εἶσαι εὔθυμος,
γιατί «ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, τὸν παιδαγωγεῖ μὲ θλίψεις»
5. Εἶσαι φτωχός; Νὰ χαίρεσαι, γιατί τὴ φτώχειά σου θὰ τὴ διαδεχτοῦν τὰ ἀγαθὰ τοῦ
φτωχοῦ Λαζάρου τῆς παραβολῆς. Ἀτιμάζεσαι γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χρίστου; Εἶσαι
πανευτυχής, , γιατί ἡ ἀτίμωσή σου θὰ μετατραπεῖ σὲ ἀγγελικὴ δόξα. Ἂς πείσουμε,
ἀδελφοί, τοὺς ἑαυτούς μας, σὲ καιρὸ πειρασμοῦ, νὰ μὴν καταφεύγουμε σὲ ἀνθρώπινες
ἐλπίδες, οὔτε ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἐπιζητοῦμε βοήθεια γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ μὲ δάκρυα
καὶ στεναγμοὺς καὶ προσευχὴ ποὺ ἀπαιτεῖ κόπο καὶ ἔντονη ἀγρυπνία νὰ κάνουμε τὶς
δεήσεις μας.
Γιατί βοήθεια στὴ θλίψη τοῦ παίρνει ἐκεῖνος, ποὺ περιφρονῶ ὡς μάταια τὴν ἀνθρώπινη
βοήθεια καὶ στηρίζει τὴν ἐλπίδα τοῦ πάνω σ’ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ σώζει6, στὸν
Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστό, στὸν Ὅποιον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας
τῶν αἰώνων. Ἀμήν».(Εἰς ΝΘ’ Ψάλμ, 5, ΕΠΕ5, 374376ΒΕΠ52,130-131).
1.Ψάλμ. 59,5. 2.«Καὶ καυχώμεθα ἐν ταὶς θλίψεσιν» (Ρώμ. 5,3). 3. Β’ Κόρ. 12,10. 4.
Ρώμ. 5,34. 5.Ἑβρ. 12,6. 6.Ἑβρ.5,7.

ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑ


1120. Στὴν ἀρρώστια νὰ δείχνουμε μεγάλη ὑπομονὴ καὶ καρτερία (μεγαλοψυχία) μαζὶ μὲ
χαρά1. [Ὄροι κατὰ πλάτος, ἐρώτ. ΛΑ’, 3, ΕΠΕ8, 328ΒΕΠ53,192).
1. «Χαίρω ἐν τοὶς παθήμασί μου» (Κόλ. 1, 24). «Καυχώμεθα ἐν ταὶς θλίψεσι» (Ρώμ.
5,3).

ΜΕΓΑΛΗ Η ΑΜΟΙΒΗ ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΥΠΟΜΕΝΟΥΝ


1121. Ἐπιθυμῶ νὰ γνωρίζεις καὶ ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδὴ ὁποῖος δὲν κάμπτεται ἀπὸ τὶς
θλίψεις, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ πρὸς τὸ Θεὸ ὑπομένει τὸ βάρος τῆς λύπης, ἔχει
μεγάλη ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ὑπομονή του. [Ἐπιστ. 302, Πρὸς τὴν ὁμόζυγον
Βρίσωνος παραμυθητική, ΕΠΕ3, 358ΒΕΠ55, 360).

ΝΑ ΔΟΞΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ


1122. «Θὰ εὐλογῶ τὸν Κύριο σὲ κάθε περίσταση καὶ εὐκαιρία»1, ὄχι μόνον τὶς ἡμέρες
τῆς εὐτυχίας, ἀλλὰ καὶ στοὺς καιροὺς τῆς δυστυχίας… Βλέπεις πόσο μεγάλη εἶναι ἡ
ἀγάπη τοῦ ἄνδρα ἐκείνου (τοῦ Δαβίδ) πρὸς τὸ Θεό; Δὲν ἔχανε τὸ θάρρος του ἀπὸ τὰ
κακὰ ποὺ συνεχίζονταν, ὅταν ὄχι μόνο διώχτηκε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ ἀπὸ τοὺς
συγγενεῖς καὶ ἀπὸ τοὺς οἰκείους του (ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ταῦ σπιτιοῦ του) κι ἀπὸ τὰ
κτήματά του, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐξαναγκάστηκε νὰ παραδοθεῖ στοὺς ἐχθρούς του καὶ λίγο
ἔλειψε νὰ θανατωθεῖ ἀπὸ αὐτούς.
Δὲν εἶπε, μέχρι πότε θὰ συνεχίζονται οἱ ταλαιπωρίες μου; Δὲν ἀπελπίστηκε ἀπὸ τὴν
παράταση τῆς θλίψης, γιατί γνώριζε ὅτι: «ἡ θλίψη παράγει σιγὰ σιγὰ τὴν ὑπομονή, ἡ
δὲ ὑπομονὴ παράγει δοκιμασμένη ἀρετή, ἡ δοκιμασμένη δὲ ἀρετὴ παράγει τὴν ἐλπίδα στὸ
Θεό»2. Πράγματι σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι καλὰ προετοιμασμένοι, οἱ θλίψεις εἶναι σὰν
κάποιες τροφὲς κατάλληλες γιὰ ἀθλητὲς καὶ γυμναστικὲς ἀσκήσεις, ποὺ ἀνεβάζουν τὸν
ἀγωνιστὴ στὴν πατρογονικὴ δόξα Ὅταν «μας βρίζουν κι ἐμεῖς εὐχόμαστε ἀγαθὰ γι’
αὐτούς»3, ὅταν «μας βλασφημοῦν κι ἐμεῖς ἀπαντοῦμε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ παρακλητικά»4,
ὅταν μας κουράζουν καὶ μᾶς ταλαιπωροῦν, κι ἐμεῖς εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, ὅταν
καυχόμαστε5 γιὰ τὶς θλίψεις πού μας βασανίζουν.
Γιατί εἶναι πολὺ ἄσχημο νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ τὰ καλὰ πού μας χορηγεῖ, νὰ
σιωποῦμε δὲ γιὰ τὰ δυσάρεστα καὶ λυπηρά. Ἀλλὰ τότε περισσότερο πρέπει νὰ
εὐχαριστοῦμε τὸ Θεό, γιατί γνωρίζουμε ὅτι: Ὅποιον ἀγαπάει ὁ Κύριος τὸν θλίβει καὶ
τὸν παιδαγωγεῖ,μαστιγώνει δὲ καὶ δοκιμάζει περισσότερο ἐκεῖνον ποὺ παραδέχεται σὰν
παιδί Του.6 (ΕἲςΓ’ Ψάλμ., 1,ΕΠΕ5,202ΒΕ 52, 7576).
1.Ψάλμ. 33,2. 2. Ρώμ.5,34.3. Ἀ’ Κόρ.4,12. 4.Ἀ’ Κόρ. 4,13. 5. Ρώμ. 5,3. 6. Παροιμ.
3,12.
ΝΑ ΜΗΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΟΜΑΣΤΕ ΟΥΤΕ ΣΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ
1123. Ὅταν βλέπω καὶ τὸ κακὸ νὰ εὐδοκιμεῖ καὶ τὴν εὐλάβειά σας νὰ εἶναι κουρασμένη
καὶ ἀπογοητευμένη ἀπὸ τὶς συνεχεῖς δοκιμασίες, γεμίζει ἡ “ψυχή μου ἀπὸ ἀθυμία. Ὅταν
ὅμως πάλι σκεφθῶ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι Αὐτὸς γνωρίζει νὰ
ἀνορθώνει ὅσους ἔχουν συντρίβει ἀπὸ τὴ δυστυχία καὶ νὰ ἀγαπᾶ τοὺς δίκαιους, νὰ
συντρίβει τοὺς ὑπερήφανους καὶ νὰ γκρεμίζει τοὺς ἰσχυροὺς ἀπὸ τοὺς θρόνους1, πάλιν
ἀλλάζω γνώμη καὶ διάθεση, ξαλαφρώνω ἐξαιτίας τῶν ἐλπίδων καὶ γνωρίζω ὅτι μὲ τὶς
προσευχές σας ὁ Κύριος θὰ μᾶς χαρίσει γρήγορα τὴ γαλήνη. [Ἐπιστ. 246,
ΕΠΕ2,142ΒΕΠ55, 307). 1. Ψάλμ. 145,8. Λούκ. 1,52.

ΝΑ ΜΗΝ ΚΛΟΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΣΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΙΩΓΜΟΥΣ


1124. Δὲν πρέπει ὁ Χριστιανὸς νὰ φοβᾶται καὶ νὰ ἀγωνιᾶ στὶς δύσκολες περιστάσεις
καὶ νὰ κλονίζεται ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ στὸ Θεό, ἀλλὰ νὰ ἔχει θάρρος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι
παρὼν καὶ φροντίζει γιὰ τὰ προβλήματά του καὶ τὸν ἐνδυναμώνει σὲ ὅλα, καὶ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα τὸν διδάσκει ἀκόμη καὶ τί θὰ ἀποκριθεῖ στοὺς ἐχθροὺς (στοὺς διῶκτες τῆς
πίστεως).
[Ἠθικά, ΞΓ, ΒΕΠ53, 93). 1. Μάτθ. 10, 2831. Λούκ. 12, 1112. Μάρκ. 4, 3740. Πράξ.
5,1721. Β’ Κόρ. 1,810.

ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΣΤΉΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


1125. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ καὶ διάφοροι λόγοι ἐξαιτίας τῶν
ὁποίων προκαλοῦνται οἱ σωματικὲς ταλαιπωρίες ἡ ἐκεῖνες ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ἐξωτερικὲς
αἰτίες, γιατί τὶς στέλνει ὁ Θεὸς ἡ τὶς ἐπιτρέπει γιὰ κάποιο ἀνώτερο σκοπό, καλύτερο
ἀπὸ τὴν ἀπαλλαγή μας ἀπὸ αὐτές. Ἐὰν λοιπὸν μπορέσει κάποιος νὰ γνωρίσει ὅτι πρέπει
νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ δοκιμασία μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ δέηση, εἰσακούεται, ἐὰν
παρακαλέσει, ὅπως οἱ δυὸ τυφλοί του Εὐαγγελίου καὶ οἱ δέκα λεπροὶ καὶ πολλοὶ ἄλλοι
ἐὰν δὲ κάποιος δὲν γνωρίσει τὸ λόγο γιὰ τὸν ὅποιον ἔπεσε στὸ πειρασμὸ (γιατί πολλὲς
φορὲς πρέπει μὲ ὑπομονὴ νὰ κατορθωθεῖ ὁ σκοπὸς τῶν δοκιμασιῶν) καὶ ἐνῶ πρέπει νὰ
ὑπομένει μέχρι τέλους, προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει τὴ δοκιμασία, δὲν εἰσακούεται, γιατί
δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ σκοπὸ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. [Ὄροι κατ’ ἐπιτομήν, ΣΞΑ’
(261), ΕΠΕ 9, 314316 ΒΕΠ 53, 337).

ΝΑ ΜΗΝ ΜΙΚΡΟΨΥΧΟΥΜΕ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟ ΘΕΟ


1126. Νὰ μὴ δείχνεις λοιπὸν μικροψυχία γιὰ τὰ παρόντα, ἀλλὰ περίμενε τὴν
εὐτυχισμένη καὶ ἀτελεύτητη ἐκείνη ζωή. Τότε θὰ δεῖς ὅτι ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀσημότητα
καὶ ἡ στέρηση τῆς ἀπολαύσεως ἐπιτρέπονται γιὰ τὸ συμφέρον ταῦ δικαίου. Καὶ μὴν
ταραχθεῖς τώρα γι’ αὐτὰ ποὺ θεωροῦνται καλά, ὅτι τάχα στὴ διανομὴ τοὺς γίνονται
ἀδικίες.

ΌΤΑΝ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΜΑΣ, ΧΑΙΡΕΤΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ


1127. Οἱ θλίψεις ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς στοὺς ἁγίους, γιὰ νὰ δοκιμασθοῦν, δὲν
προξενοῦν χαρὰ στοὺς ἀόρατους ἐχθρούς μας (στοὺς δαίμονες) . Οἱ δαίμονες
εὐφραίνονται, καὶ χειροκροτοῦν καὶ χαίρονται, ὅταν ἀποκάμουμε ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ
στενοχωρηθοῦν οἱ λογισμοί μας, λόγω τῆς κοπώσεως καὶ τῆς ἀπογοητεύσεως πού μας
ἔφεραν οἱ συχνὲς δοκιμασίες. [ ΚΘ’’Ψάλμ,2,ΕΠΕ5,138-ΒΕΠ52].

Ε] ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΠΩΣ ΤΑ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΜΠΕΙΡΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ


1128.Γιατί ἡ Γραφὴ σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς βρίσκουμε νὰ ὀνομάζει αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωὴ ὕδατα
καὶ θάλασσα, ὅπως στὸν Ψαλμό: «Ὁ Κύριος ἅπλωσε τὸ χέρι του ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ
ἔπιασε καὶ μὲ ἔφερε κοντά του μὲ ἔβγαλε ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους, ποὺ σὰν πολλὰ ὕδατα
ἀπειλοῦσαν νὰ πνίξουν τὴ ζωή μου»1. Δηλαδὴ εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι «ὕδατα» ὀνομάζει τὴν
ταραχὴ καὶ τοὺς κινδύνους τῆς ζωῆς. Γιατί οὔτε αὐτά, ποὺ εἶναι εὐνοικὰ καὶ
περιζήτητα ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἔχουν τὴ σταθερότητα καὶ τὴ μονιμότητα, οὔτε οἱ
δύσκολες περιστάσεις καὶ τὰ θλιβερὰ γεγονότα εἶναι μόνιμα.
“Ὅλα εἶναι ἐκτεθειμένα σὲ κάποιο σάλο καὶ ταραχὴ καὶ σὲ ἀπροσδόκητες μεταβολές.
“Ὅπως λοιπὸν εἶναι ἀδύνατον ἡ θάλασσα νὰ παραμείνει γιὰ πολὺ ἡ ἴδια (γιατί αὐτὴ ποὺ
εἶναι τώρα ἤρεμη καὶ σταθερή, ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ τὴν ἰδεῖς νὰ ἀγριεύει ἀπὸ τὰ
φυσήματα τῶν ἀνέμων καὶ ὅμως καὶ τὴν ἀγριεμένη καὶ τὴν ταραγμένη ἀπὸ τὴ θύελλα,
γρήγορα τὴν καλύπτει ἄκρα γαλήνη).
Ἔτσι καὶ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς εὔκολα μεταβάλλονται καὶ πρὸς τὸ καλὸ καὶ πρὸς τὸ
κακό. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται κυβερνήτης, γιὰ νὰ περιμένει τὶς μεταβολὲς καί, ὅταν στὴ
γαλήνη τῆς ζωῆς ὅλα τὰ πράγματα πορεύονται ὁμαλά, νὰ μὴν ἐπαναπαύεται στὰ παρόντα,
σὰν νὰ εἶναι ἀθάνατα, καὶ νὰ μὴν ἀπελπίζεται ἀκόμη καὶ στὴν πιὸ θλιβερὴ περίσταση,
οὔτε νὰ καταποντίζεται, ποθεῖς ὑποβρύχιος μεγάλη λύπη2. Γιατί οὔτε ἡ σωματικὴ ὑγεία
οὔτε τὸ ἄνθος τῆς νιότης οὔτε ἡ εὐπορία τοῦ σπιτιοῦ οὔτε ἡ ὑπόλοιπη εὐημερία τῆς
ζωῆς παραμένουν γιὰ πολύ.
“Ὅσο βρίσκεσαι στὴν καλοκαιρία αὐτῆς τῆς ζωῆς, νὰ περιμένεις κάποτε καὶ τὸ χειμώνα
τῶν πραγμάτων. Γιατί θὰ ἔλθει ἀρρώστια, θὰ ἔλθει φτώχεια, ὁ ἀέρας δὲν φυσάει
πάντοτε οὔριος. Ἀκόμη κι’ αὐτόν, ποὺ εἶναι σὲ ὅλους περίβλεπτος καὶ ἀξιοζήλευτος,
πολλὲς φορὲς τὸν βρίσκουν ἀπροσδόκητες ταπεινώσεις. Καὶ ὁλόκληρη τὴν εὐτυχία τῆς
ζωῆς τὴ συνταράσσουν συνήθως περιστάσεις ἀθέλητες, σὰν αἰφνίδιες καταιγίδες.
Καὶ τὰ κακά σου ἔρχονται συνέχεια σὰν τὰ κύματα τὸ ἕνα ἔρχεται κατόπιν ἀπὸ τὸ ἄλλο,
σοὺ δυσκολεύουν τὴ ζωὴ καὶ σοῦ στήνουν ὁλόγυρα ἐπικίνδυνή τη θύελλα τῆς ζωῆς. Καὶ
αὐτὰ θὰ τὰ δεῖς κάποτε νὰ περνοῦν καὶ ἡ ζωὴ νὰ μεταβάλλεται σὲ χαρὰ καὶ σὲ λευκὴ
πράγματι γαλήνη. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ συνετὸς κυβερνήτης. Αὐτὸς ποὺ στοχαστικὰ
μεταχειρίζεται ὅσα συμβαίνουν στὴ φύση καὶ πάντοτε παραμένει ὁ ἴδιος, χωρὶς νὰ
ἀλαζονεύεται στὶς εὐχάριστες περιστάσεις καὶ χωρὶς νὰ λυγίζει στὶς συμφορές.
Ἐπίσης καὶ γιὰ ἀλλὰ πράγματά μας εἶναι χρήσιμο τὸ καλό της διακυβέρνησης. Γιατί
γνωρίζω καὶ ἄλλα κύματα καὶ ἐπικίνδυνη θαλασσοταραχή, ποὺ ἐγείρεται στὴν ψυχὴ εἶναι
αὐτὴ ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη. Γιατί θυμοὶ καὶ φόβοι, ἡδονὲς καὶ λύπες,
ποὺ ἐπιτίθενται, σὰν ἀπὸ κάποια ὁρμητικὴ ταραχὴ , ἀπὸ τὸ σαρκικὸ φρόνημα, πολλὲς
φορὲς συμβαίνει νὰ καταποντίζουν τὴν ἀκυβέρνητη ψυχή.
Πρέπει λοιπὸν ὁ νοῦς, σὰν κάποιος κυβερνήτης ποὺ στέκεται πάνω ἀπὸ τὰ πάθη καὶ
κυβερνάει τὸ πλοῖο τῆς σάρκας, σὰν μὲ τιμόνι, περιστρέφοντας μὲ δεξιοτεχνία τοὺς
λογισμοὺς καὶ ὑπερπηδώντας τὰ κύματα μὲ γενναιότητα, νὰ κατορθώνει νὰ μένει ψηλὰ
καὶ νὰ εἶναι ἀπλησίαστος ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ μὴ γεμίζει ἡ ψυχή του ἀπὸ τὴν πίκρα,
ποὺ φέρνουν τὰ πάθη καὶ πού, σὰν ἄλλη ἁλμύρα, διαποτίζει τὰ πάντα, ἀλλὰ νὰ
προσεύχεται συνεχῶς καὶ νὰ λέει: «Σῶσε μέ, Κύριε, ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου ποὺ μὲ
μισοῦν. Βγάλε μὲ ἀπὸ τὰ βαθιὰ νερὰ τῶν θλίψεων, ποὺ μὲ ἔχουν περικυκλώσει. “Ἂς μὴ
μὲ καταποντίσει ἡ νεροποντή, Ἂς μὴ μὲ καταπιεῖ ὁ βυθὸς τῆς θάλασσας.’’3
(Εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν Παροιμιῶν, 15, ΕΠΕ 7, 408412 ΒΕΠ54,130-131). Ι.Ψάλμ. 17,17.
2.Β’Κόρ.2,7’’…μήπως τὴ περισσότερη λύπη καταποθῆ ὁ τοιούτος’’.
3.Ψάλμ.68,15-16

ΣΤ) ΟΙ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΕΣ ΘΛΙΨΕΙΣ ΜΑΣ ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΟΥΝ


1129. Πραγματικὰ τὸ ἄκουσμα τῶν ἀπροσδόκητων (λόγων ἡ συμβάντων) εἶναι ἱκανὸ νὰ
κάμει νὰ ἠχήσουν καὶ τὰ δυὸ αὐτιὰ τοῦ ἀνθρώπου1[ νὰ ἀφήσει ἐμβρόντητο ἢ νὰ τὸν
βυθίσει στὴ θλίψη] (Ἐπιστ. 131, Ὄλυμπιω, 1, ΕΠΕ3,394-ΒΕΠ55,158]. 1. Ἀ’ Βάσ. 3,11
καὶ Ὀ’ Βάσ. 21,12: «… ἠχήσει ἀμφότερα τὰ ὦτα αὐτοῦ».

Ζ’) ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΛΟΓΕΣ ΜΕ ΤΟ ΒΑΘΜΟ ΤΉΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΜΑΣ


1130. «Ἕως πότε, Κύριε, θὰ μὲ ἔχεις ἐντελῶς λησμονημένο;»1. Μὲ ὁλόκληρο τὸν Ψαλμό
μας δίδαξε νὰ μὴ λιποψυχοῦμε στὶς θλίψεις, ἀλλὰ νὰ ἀναμένουμε τὴν ἀγαθότητα τοῦ
Θεοῦ καὶ νὰ γνωρίζουμε ὅτι λόγω κάποιου θεικοῦ σχεδίου μας παραδίδει στὶς θλίψεις
καὶ ἐπιβάλλει τόσες καὶ τέτοιες δοκιμασίες ποὺ νὰ εἶναι ἀνάλογες μὲ τὸ βαθμὸ τῆς
πίστεως ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν καθένα μας. (‘Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός,
1, ΕΠΕ7, 8688ΒΕΠ54, 88). 1. Ψάλμ. 12,2.

Η’) ΜΑΣ ΠΑΡΗΓΟΡΕΙ Η ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ


1131. Σ’ ἐκείνους ποὺ βασανίζονται φέρνει μεγάλη παρηγοριὰ καὶ μόνον ἡ δυνατότητα
νὰ θρηνοῦν τὶς συμφορές τους, ἰδιαίτερα ὅταν συναντήσουν ἀνθρώπους ποὺ μποροῦν,
λόγω τῆς εὐγένειας καὶ τῆς καλοσύνης τους, νὰ δείξουν συμπάθεια πρὸς τὶς δοκιμασίες
τοῦ [Ἐπιστ.148,Τραιανῶ,ΕΠΕ3,346).

Θ’) ΑΝΑΚΟΥΦΙΖΟΜΑΣΤΕ, ΌΤΑΝ ΔΙΗΓΟΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΜΑΣ


1132. Τὰ γεγονότα πού μας λύπησαν, ὅταν τὰ ζούσαμε, συνήθως μας φέρνουν κάποια
ἀνακούφιση, ὅταν τὰ διηγούμαστε. [Ἐπιστ. 127, Εὔσεβιω ἐπισκοπῶ Σαμοσάτων, ΕΠΕ1,
264ΒΕΠ55,154).
1133. “Ὅπως γνωρίζεις, ἀκόμη καὶ ἡ ἁπλὴ ἀνακοίνωση φέρνει κάποια ἀνακούφιση ὁ
ἐκείνους ποὺ πονοῦν. [Ἐπιστ. 212, Ἴλαριω, ΕΠΕ3, 400ΒΕΠ55,249).

Ι’) Ο ΙΩΒ ΜΑΣ ΕΔΩΣΕ ΈΝΑ ΚΑΛΟ ΜΑΘΗΜΑ


1134. Στὶς μεγάλες συμφορὲς ἔχουμε ὡς μάθημα τὸν περιβόητο ἐκεῖνο λόγο τοῦ μεγάλου
Ἰώβ: «Ὁ Κύριος ἔδωσε (ὅσα εἴχαμε), ὁ Κύριος καὶ τὰ ἀφαίρεσε ὅπως φάνηκε ἀρεστὸ στὸν
Κύριο, ἔτσι καὶ ἔγινε. “Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου στοὺς αἰῶνες τῶν
αἰώνων»1(Ἐπιστ. 30, Πατρὶ σχολαστικοῦ (φοιτητοῦ) παραμυθητική, ΕΠΕ2, 362ΒΕΠ55,358).
1. Ἴωβ 1,21.

ΙΑ) ΠΟΛΛΕΣ ΟΙ ΘΛΙΨΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


1135. “Ἔπειτα ἀνέστησες καὶ μᾶς τοὺς γέροντες καὶ ναρκωμένους ἤδη ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ
ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ σώματος καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν θλίψεων, ποὺ τώρα ξεσηκώθηκαν
ἀπὸ πολλὰ σημεῖα ἐναντίον μας καὶ καταπίεσαν τὴ ζωή μας. [Ἐπιστ.260,Ὀπτίμω
ἐπισκόπω,2,ΕΠΕ3,276ΒΕΠ55,319-].

Γιά τούς δύσκολους καιρούς (Ἐπιστολή). Μέγας Βασίλειος


ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΕΓΑΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ὁ Μακάριος καὶ ὁ Ἰωάννης ὑπέφεραν πολύ. Τοὺς καταδίωκε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης*


(361-363 μ.Χ.) γιὰ τὴν Πίστη τους, καὶ ἀπὸ ὅ,τι ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος γιὰ νὰ τοὺς
στηρίξει, καὶ τὸ αὐτοκρατορικὸ περιβάλλον – «οἱ κρατοῦντες» ἀνώτεροι ὑπάλληλοι –
καὶ οἱ δικοί τους – «οἱ γνώριμοι», ἴσως οἰκογενειακοὶ – πρόσθεταν τὶς ἀπειλές τους
καὶ τὶς κολακεῖες τους.

Ὁ Μέγας Βασίλειος θέλοντας νὰ τονώσει τὸ ἠθικό τους, ἀντιπαραβάλλει τοὺς κόπους ποὺ
ἔχουν οἱ γήινες ἐπιδιώξεις μὲ τὶς θλίψεις, ποὺ ὁ πιστὸς Χριστιανὸς σηκώνει χάριν
τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ πιὸ ἰσχυρὸ ἀντίβαρο, ἡ συμμαχία στὸν ἀγώνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ?
καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ποὺ εἶναι τὸ τέρμα τῶν κόπων καὶ τῶν πόνων μας.

Αὐτὴ ἡ μεταφυσικὴ διάσταση τῆς ἐπιστολῆς εἶναι γιὰ τοὺς δύσκολους καιρούς, ὅπου
ἀποθρασύνονται οἱ ἐχθροί της Πίστεως, ἡ πνοὴ τῆς αἰσιοδοξίας γιὰ τὴν τελικὴ νίκη
τῆς Ἀληθείας καὶ γιὰ τὴ βράβευση τῶν ἀγωνιστῶν της.
Σὰν τὸ Μακάριο καὶ τὸν Ἰωάννη τῆς 18ης ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Βασιλείου πολλοὶ σήμερα
ἀγωνίζονται, διώκονται καὶ βασανίζονται. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὴ χάρη νὰ βαστάζουν
μέσα στὴν ψυχὴ τοὺς τὴν ὑπόθεση τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ δική μας ἐποχή.

Ἐπιστολὴ 18η Μακάριῳ καὶ Ἰωὰννῃ

Δὲν ξαφνιάζουν οἱ γεωργικοὶ κόποι τοὺς γεωργούς, οὔτε εἶναι ἀπροσδόκητη ἡ θαλασσινὴ
φουρτούνα γιὰ τοὺς ναῦτες, ὅπως καὶ ὁ ἱδρώτας δὲν παραξενεύει τοὺς ἐργάτες κατὰ τὸ
καλοκαίρι? ἔτσι δὲν εἶναι ἐκτὸς προγράμματος καὶ ἡ θλίψη τῆς παρούσας ζωῆς, γιὰ
ἐκείνους ποὺ διάλεξαν τὴ ζωὴ τῆς εὐσεβείας. Ἀλλὰ στὸ καθένα ἐπάγγελμα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ
ἀναφέρθηκαν ἔχει συνταιριαχθεῖ ἀνάλογος κόπος πού μας εἶναι γνωστός? αὐτοὶ δὲ ποὺ
μετέχουν στὸ ἐπάγγελμα, τὸν ἀναδέχονται τὸν πόνο αὐτό, ὄχι βέβαια γιατί τοὺς ἀρέσει
νὰ κοπιάζουν, ἀλλὰ διότι περιμένουν νὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἐκεῖνα – τὰ
ἐπαγγέλματα – ἀποδίδουν. Διότι οἱ ἐλπίδες ποὺ συγκρατοῦν καὶ συναρμόζουν ὁλόκληρο
τὸν βίο τῶν ἀνθρώπων γλυκαίνουν καὶ παρηγοροῦν τὴ δυσκολία ποὺ ἔχει τὸ καθένα
ἐπάγγελμα.
Καὶ ἄλλοι μὲν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κοπιάζουν γιὰ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς ἢ γιὰ ἄλλα γήινα
ἀγαθά, ἔχασαν παντελῶς τὶς ἐλπίδες τους καὶ ἀπόλαυσαν τὰ ἀγαθὰ ποὺ περίμεναν μονάχα
μὲ τὴ φαντασία τοὺς? ἀλλὰ καὶ ἄλλοι εἰς τοὺς ὁποίους συνέβη νὰ ἀποβοῦν τὰ
ἀποτελέσματα κατὰ τὴν ἐπιθυμία τους, ἀναγκάσθηκαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἐλπίσουν καὶ μία
δεύτερη φορᾶ, ἀφοῦ ἡ πρώτη τους ἐλπίδα γρήγορα ἔφυγε καὶ μαράθηκε.
Μονάχα σ’ αὐτοὺς ποὺ καταπονοῦνται χάριν τῆς εὐσεβείας δὲν ἐξαφάνισε τὶς ἐλπίδες τὸ
ψεῦδος, οὔτε τὸ ἀποτέλεσμα κατάστρεψε τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ βραβεῖα τους, ἐφόσον
αὐτοὺς τοὺς παραλαμβάνει μόνιμη καὶ ἀσφαλὴς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Νὰ μή σας ταράζει λοιπὸν καμιὰ συκοφαντία, μήτε φοβέρα τῶν κρατούντων νὰ σᾶς
τρομάζει? οὔτε καὶ νὰ σᾶς λυπεῖ εἰρωνεία καὶ ὕβρις τῶν γνωστῶν σας ἀνθρώπων? οὔτε
κρίση δυσμενὴς ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ προσποιοῦνται ὅτι σας νοιάζονται κρύβοντας τὶς
δόλιες προθέσεις τοὺς κάτω ἀπὸ συμβουλές? τίποτε νὰ μή σας τρομάζει ἐφόσον μαζί σας
συναγωνίζεται ὁ λόγος (τὸ δόγμα) τῆς ἀληθείας. Ἀντιμέτωπος ὅλων αὐτῶν ἂς μάχεται ὁ
ὀρθὸς λογισμὸς καὶ ἂς παρακαλεῖ νὰ τοῦ γίνει σύμμαχος ὁ Διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας, ὁ
Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, χάριν τοῦ ὁποίου εἶναι γλυκὺ πράγμα νὰ πάσχει κανεὶς
καὶ τὸ νὰ πεθάνει εἶναι κέρδος.
* Κατὰ μίαν ἄλλη ἄποψη, τοὺς καταδίωκαν οἱ Ἀρειανοὶ ἐπὶ τοῦ αἱρετικοῦ Αὐτοκράτορα
Οὐάλεντος (364-378 μ.Χ.)

Ο νους και οι ενέργειές του


ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΕΓΑΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ
(Μέγας Βασίλειος)

α. Ο νους του ανθρώπου, όταν περιστρέφεται συνεχώς γύρω από τις κοσμικές μέριμνες,
είναι ανίκανος να, διακρίνει καθαρά την αλήθεια.

β. Είναι πολύτιμο αγαθό ο νους και σ’ αυτόν κατέχουμε το «κατ’ εικόνα» του Θεού,
που μας δημιούργησε· καλή είναι βέβαια και η ενέργεια του νου. Επειδή όμως είναι
αεικίνητος, πολλές φορές κυριεύεται από φαντασιώσεις, βλέποντας ως υπαρκτά πράγματα
και αντικείμενα ανύπαρκτα· πολλές φορές όμως στρέφεται κατ’ ευθείαν προς την
αλήθεια. Επειδή όμως, σύμφωνα με την δική μας αντίληψη, πού πιστεύουμε στο Θεό, στο
νου ενυπάρχουν (εκ φύσεως) δύο δυνάμεις, η μεν μία είναι πονηρή και δαιμονική και
μας συμπαρασύρει προς την αποστασία από το «κατ’ εικόνα», η δε άλλη δύναμη είναι
θεία και αγαθή και μας υψώνει, ώστε να μοιάσουμε με το Θεό. Όταν ο νους είναι
συγκεντρωμένος στον εαυτό του, αντιλαμβάνεται τα πράγματα, που είναι μικρά και
ανάλογα προς τον εαυτό του, όταν όμως παραδοθεί στους απατεώνες δαίμονες, χάνει την
ορθή κρίση του και κυριεύεται από παράξενες φαντασιώσεις.

Τότε ακόμη και το ξύλο πιστεύει ότι δεν είναι ξύλο, αλλά Θεός, και το χρυσάφι δεν
το διακρίνει ότι είναι απλώς χρήσιμο αγαθό, αλλά αντικείμενο λατρείας. Αν όμως
στραφεί προς τη θεία βουλή και σκέψη και δεχθεί τις δωρεές του Άγιου Πνεύματος,
τότε γίνεται ικανός να κατανοεί το Θεό και τις ιδιότητές Του, όσο βέβαια αυτό είναι
δυνατόν στην ανθρώπινη φύση. Τρεις, λοιπόν, τρόπον τινά είναι οι καταστάσεις του
βίου και ισάριθμες με αυτές οι ενέργειες του νου μας. Είτε είναι δηλαδή πονηρά τα
έργα μας, οπότε, φυσικά, είναι πονηρά και τα κινήματα του νου μας, όπως είναι οι
μοιχείες, οι κλοπές, οι λατρείες των ειδώλων, οι συκοφαντίες, οι έριδες, οι θυμοί,
οι ραδιουργίες, οι αλαζονείες και όσα άλλα απαρίθμησε ο Απ. Παύλος ανάμεσα στα έργα
του σαρκικού ανθρώπου. Είτε πάλι η ενέργεια της ψυχής είναι κάπου στη μέση και δεν
έχει τίποτε ούτε το αξιοκατάκριτο ούτε το αξιέπαινο, όπως είναι η απασχόληση με τις
χειρωνακτικές εργασίες, τις οποίες γι’ αυτό ονομάζουμε μέσες και οι οποίες από τη
φύση τους δεν αποκλίνουν καθόλου ούτε προς την αρετή ούτε προς την κακία. Γιατί
πραγματικά ποιά κακία υπάρχει στην κυβερνητική τέχνη (στην πλοήγηση πλοίου) ή στην
ιατρική; (Καμία). Ασφαλώς όμως ούτε αρετές είναι αυτές καθεαυτές, αλλά αποκλίνουν
προς το μέρος της μίας καταστάσεως από τις δύο αντίθετες, ανάλογα με την προαίρεση
εκείνων που τις ασκούν. Ο νους όμως που έχει ενωθεί με τη θεότητα του Αγίου
Πνεύματος, αυτός αντιλαμβάνεται υψηλές θεωρίες και βλέπει τα θεία κάλλη, τόσον όμως
μόνον, όσο του επιτρέπει η Χάρη και όσο χωρεί η φυσική του κατάσταση.

γ. Αν ο νους έχει διαστραφεί από τους δαίμονες, θα λατρέψει τα είδωλα ή θα στραφεί


προς κάποιο άλλο είδος ασέβειας. Αν όμως παραδώσει τον εαυτό του στη χειραγωγία του
Άγιου Πνεύματος, θα γνωρίσει την αλήθεια και θα φθάσει στην επίγνωση του Θεού. Θα
γνωρίσει όμως το Θεό, όπως είπε ο Απ. Παύλος, εν μέρει, τελειότερα δε στη μέλλουσα
ζωή: «Όταν στη μέλλουσα ζωή θα έλθει το τέλειο και θα λάβουμε από το Θεό την τέλεια
γνώση, τότε η μερική και ατελής γνώση, που έχουμε σ’ αυτή τη ζωή, θα καταργηθεί».
Επομένως ο νους ως κριτικό όργανο και καλός είναι και για χρήσιμο σκοπό δόθηκε, για
την κατανόηση δηλαδή του Θεού, αρκεί να ενεργεί τόσο μόνον, όσο η φύση του είναι
δεκτική.

δ. Ο νους που δεν διασκορπίζεται προς τα έξω, ούτε διαχέεται προς τον κόσμο διά
μέσου των αισθήσεων, συγκεντρώνεται στον εαυτό του και μόνος του ανεβαίνει στην
έννοια του Θεού. Και αφού φωτισθεί ολόκληρος από το θείο εκείνο κάλλος, πλήρης
θείας ελλάμψεως, λησμονεί ακόμη και την ίδια του τη φύση και δεν πιέζεται η ψυχή
του από τη φροντίδα για την τροφή ούτε από τη μέριμνα για την ενδυμασία. Αντίθετα,
ελεύθερος από τις γήινες φροντίδες, στρέφει όλο το ζήλο του στην απόκτηση των
αιώνιων αγαθών, πως δηλαδή θα κατορθώσει να αποκτήσει τη σωφροσύνη και την ανδρεία,
τη δικαιοσύνη και τη σύνεση, καθώς και τις υπόλοιπες αρετές, που αποτελούν
υποδιαιρέσεις των γενικών αυτών αρετών και που υποδεικνύουν στον αγαθό άνδρα να
επιτελεί όλα τα καθήκοντά του.

ε. Πρέπει λοιπόν ο νους, σαν κάποιος κυβερνήτης, που στέκεται πάνω από τα πάθη και
σαν να κυβερνάει το πλοίο της σάρκας και σαν με τιμόνι να περιστρέφει με πείρα τους
λογισμούς και να υπερπηδά τα κύματα με γενναιότητα, με το να στέκεται ψηλά και με
το να είναι απλησίαστος από τα πάθη, να μη γεμίζει καθόλου από την πικρία τους, σαν
από την αλμύρα, αλλά πάντοτε να λέει προσευχόμενος: «Σώσε με από τούς εχθρούς μου
που με μισούν βγάλε με από τα βαθιά νερά των θλίψεων που με έχουν περικυκλώσει. Ας
μη με καταποντίσει η νεροποντή, ας μη με καταπιεί ο βυθός».

Πηγή: Μ. Βασιλείου, από τους τόμους Ε.Π.Ε 1 καί Ε.Π.Ε 7

Ὁ χρόνος και η ἔννοια τοῦ χρόνου


ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΕΓΑΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ
Μέγας Βασίλειος

Χρόνος εἶναι τό διάστημα πού ἐκτείνεται μαζί μέ τόν κόσμο ἀπό τή στιγμή τῆς
δημιουργίας, μέ αὐτό τό χρονικό διάστημα μετριέται (συγκρίνεται) κάθε κίνηση εἴτε
τῶν ἄστρων εἴτε τῶν ζώων εἴτε ὁποιουδήποτε ἄλλου ἀπό τά κινούμενα κτίσματα, καί μέ
βάση αὐτή τή μέτρηση λέμε ὅτι τό ἕνα κινεῖται πιό γρήγορα ἤ πιό ἀργά ἀπό τό ἄλλο.

Πιό γρήγορα αὐτό πού σέ μικρότερο χρόνο διανύει περισσότερο διάστημα, πιό ἀργά δέ
αὐτό πού σέ περισσότερο χρόνο διανύει μικρότερο διάστημα. Ἤ μήπως ὁ χρόνος δέν
εἶναι κάτι, τοῦ ὁποίου τό παρελθόν ἐξαφανίστηκε, τό μέλλον ἀκόμη δέν ἐμφανίστηκε,
τό δέ παρόν πρίν τό γνωρίσουμε διαφεύγει τήν ἀντίληψή μας;

Κάπως τέτοια εἶναι καί ἡ φύση τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων (ζώων, φυτῶν κλπ.) ἤ
αὐξάνονται ἤ φθείρονται διαρκῶς καί δέν τά χαρακτηρίζει ἡ σταθερότητα καί ἡ
μονιμότητα. Ἔπρεπε λοιπόν τά σώματα τῶν ζώων καί τῶν φυτῶν, πού εἶναι κατά κάποιο
τρόπο δεμένα ἀναγκαστικά σέ κάποιο ρεῦμα καί τά ἔχει συλλάβει ἡ κίνηση πού τά
ὁδηγεῖ πρός τή γένεση καί τή φθορά, ἔπρεπε νά περιβάλλονται ἀπό τή φύση τοῦ χρόνου,
ὁ ὁποῖος ἔχει ἰδιότητα συγγενῆ πρός τά μεταβλητά ὄντα, (ἀφοῦ καί αὐτός διαρκῶς
τρέχει).

Ἡ ἀρχή τοῦ χρόνου

Ὅταν πλέον ἦρθε ἡ ὥρα νά προστεθεῖ στά ἀόρατα ὄντα καί ὁ ὑλικός αὐτός κόσμος,
(δημιουργήθηκε καί αὐτός) πρῶτα ὡς σχολεῖο καί γυμναστήριο τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν καί
ἔπειτα ὡς κατάλληλος τόπος διαβιώσεως ὅλων γενικά τῶν δημιουργημάτων, πού
γεννιοῦνται καί πεθαίνουν. Σύμφυτη λοιπόν πρός τόν κόσμο καί τά ζῶα καί τά φυτά τοῦ
κόσμου εἴναι ἡ ροή τοῦ χρόνου πού συνεχῶς ἐπείγεται καί τρέχει παράπλευρα πρός
αὐτά, καί πουθενά δέν σταματάει σέ κανένα σημεῖο τοῦ δρόμου της.
Τρέχει σάν τό ποτάμι καί δέν γυρίζει πίσω

Ὁ χρόνος τρέχει καί δέν περιμένει αὐτόν πού ἀργοπορεῖ. Οἱ ἡμέρες φεύγουν βιαστικά
καί προσπερνοῦν τόν ὀκνηρό. Καί όπως δέν εἴναι δυνατόν νά σταματήσει κανείς τό
ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ, ἐκτός ἄν κάποιος χρησιμοποιήσει ὅπως πρέπει τό νερό, ἀφοῦ τό
ἀνακόψει, κατά τήν πρώτη συνάντηση καί ὁρμή, ἔτσι οὔτε τό χρόνο πού τρέχει σύμφωνα
μέ τήν ἀναγκαστική πορεία, μπορεῖ νά συγκρατήσει, οὔτε ἀφοῦ περάσει νά τόν
ἀνακαλέσει πρός τά πίσω, ἐκτός ἄν κάποιος τόν προλάβει, ὅταν ἔρχεται. Καί γι’αὐτό
κράτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ (πού ἄκουσες σήμερα), γιατί φεύγει καί ἐφάρμοσέ την,
καί ἀφοῦ τήν συλλάβεις ἀπό παντοῦ, ἅρπαξέ την στήν ἀγκαλιά σου.

Αναρτήθηκε από byzantio στις 20:46

Ὁμιλία εἰς τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν. Μέγας Βασίλειος
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΕΓΑΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ
1. Πολλοὶ εἶναι οἱ τρόποι τῆς διδασκαλίας, ποὺ μᾶς ὑπέδειξεν ὁ ἱεροψάλτης Δαβὶδ μὲ
τὴν εἰς αὐτὸν ἐνέργειαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλοτε μὲν μὲ τὸ νὰ μᾶς διηγῆται ὁ
προφήτης τὰ παθήματά του καὶ τὴν γενναιότητα μὲ τὴν ὁποίαν ὑπέμεινε τὰ συμβάντα,
διὰ τοῦ προσωπικοῦ του παραδείγματος μᾶς ἀφήνει ὁλοκάθαρην διδασκαλίαν περὶ
ὑπομονῆς, ὅπως ὅταν λέγη· «Κύριε, διατὶ ἔχουν πληθυνθῆ οἱ ἐχθροί μου»[1].

Ἄλλοτε δὲ συστήνει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ταχύτητά του εἰς τὴν βοήθειαν,
τὴν ὁποίαν παρέχει εἰς αὐτοὺς ποὺ ἀληθινὰ τὸν ἐπιζητοῦν, μὲ τὸ νὰ λέγη· «εἰς τὴν
ἐπίκλησίν μου μὲ εἰσήκουσεν ὁ Θεός μου, ποὺ εἶναι Θεὸς τῆς δικαιοσύνης»[2].
Καὶ αὐτὰ λέγω ὅτι ἰσοδυναμοῦν μὲ τὸν προφήτην ποὺ εἶπεν· «ἐνῶ θὰ ὁμιλῆς ἀκόμη ἐσύ,
θὰ εἰπῆ· νά, εἶμαι παρὼν»[3]. Δηλαδή, δὲν ἐπρόφθασε νὰ τὸν ἐπικαλεσθῆ καὶ ἡ ἀκοὴ
τοῦ Θεοῦ ἐπρόλαβε τὸ τέλος τῆς προσευχῆς.
Ὅταν πάλιν ἀναπέμπη εἰς τὸν Θεὸν ἰκετηρίους προσευχᾶς καὶ δεήσεις, μᾶς διδάσκει
κατὰ ποῖον τρόπον ἁρμόζει οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ ἐξιλεώνουν τὸν Θεόν. «Κύριε, νὰ μὴ μὲ
κρίνης ἀνάλογα μὲ τὸν θυμόν σου, καὶ νὰ μὴ μὲ τιμωρήσης ἀνάλογα μὲ τὴν ὀργήν
σου»[4].
Εἰς τὸν δωδέκατον δὲ ψαλμὸν μὲ τοὺς λόγους· «ὡς πότε, Κύριε, θὰ μὲ λησμονὴς
ὁλοτελῶς;»[5], διὰ νὰ μᾶς δείξη κάποιαν παράτασιν δοκιμασίας.
Καὶ μὲ ὁλόκληρον τὸν ψαλμὸν διὰ νὰ μᾶς διδάξη νὰ μὴ λιποψυχοῦμεν κατὰ τὰς θλίψεις,
ἀλλὰ νὰ ἀναμένωμεν τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἠξεύρωμεν ὅτι λόγω κάποιας
οἰκονομίας μᾶς παραδίδει εἰς τὰς δοκιμασίας τῶν θλίψεων, ἐπιβάλλων τὸ μέτρον τῶν
δοκιμασιῶν ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸν τῆς πίστεως, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸν καθένα.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἔχει λεχθῆ το, «ὡς πότε, Κύριε, θὰ μὲ λησμονὴς ὁλοτελῶς;» καί το, «ὡς
πότε θὰ ἀποστρέφης τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἐμέ;»[6], ἀμέσως μεταβαίνει εἰς τὸ κακόν των
ἀθέων. Αὐτοί, ὅταν τοὺς εὔρη κάποια μικρὰ δυσκολία εἰς τὴν ζωήν, ἐπειδὴ δὲν
ἠμποροῦν νὰ ὑποφέρουν τὰς δυσκολωτέρας περιστάσεις τῶν πραγμάτων, ἀμέσως
ἀμφιβάλλουν μὲ τὴν διάνοιάν των, ἐὰν ὑπάρχη Θεὸς ποὺ φροντίζει διὰ τὰ ἐδῶ πράγματα,
ἐὰν παρατηρῆ τὸ καθένα ἀπ’ αὐτά, ἐὰν ἀποδίδη δικαιοσύνην εἰς τὸν καθένα κατ’ ἀξίαν.
Ἔπειτα ὅταν ἰδοῦν τοὺς ἑαυτούς των νὰ παραμένουν περισσότερον εἰς τὰ δυσάρεστα
ἐμπεδώνουν τὸ πονηρὸν δόγμα καὶ ἀποφαίνονται εἰς τὰς καρδίας των ὅτι δὲν ὑπάρχει
Θεός. «Ὁ ἄφρων εἶπε μέσα του· δὲν ὑπάρχει Θεὸς»[7].
Καὶ αὐτὸ ἀφοῦ τὸ βάλλη εἰς τὸ μυαλόν του, διαπράττει λοιπὸν ἀφθόνως κάθε ἁμαρτίαν.
Διότι ἐὰν δὲν ὑπάρχη αὐτὸς ποὺ ἐπιβλέπει, ἐὰν δὲν ὑπάρχη αὐτὸς ποὺ ἀνταποδίδει εἰς
τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰς πράξεις τῆς ζωῆς του, τί ἐμποδίζει νὰ καταδυναστεύωμεν
τὸν πτωχόν, νὰ σκοτώνωμεν τὰ ὀρφανά, νὰ φονεύωμεν τὴν χήραν καὶ τὸν πάροικον, νὰ
ἀποτολμοῦμεν κάθε ἀνοσιούργημα, νὰ μολυνώμεθα μὲ ἀκάθαρτα καὶ βδελυρὰ πάθη καὶ μὲ
ὄλας τὰς κτηνώδεις ἐπιθυμίας;
Διὰ τοῦτο ὡς συνέπειάν του ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, ἐπρόσθεσέ το, «διεφθάρησαν καὶ
διέπραξαν βδελυρὰ ἔργα»[8]. Διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐκτραποῦν ἀπὸ τὸν σωστὸν
δρόμον, ἐὰν αἳ ψυχαί των δὲν ἀσθενήσουν ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν τῆς λήθης τοῦ Θεοῦ.//
2. Ἀπὸ ποῦ οἱ εἰδωλολάτραι ἔχουν παραδοθῆ «εἰς ἀνάξιον νοῦν, ὥστε νὰ κάνουν αὐτὰ
ποῦ δὲν ἁρμόζει»[9]; Ὄχι διότι εἶπαν, «δὲν ὑπάρχει Θεός»; Ἀπὸ ποῦ ἔχουν βουτηχθῆ
εἰς «πάθη ἀτιμωτικὰ καὶ αἳ γυναῖκες τῶν ἀντήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν μὲ τὴν
ἀφύσικον καὶ οἱ ἄνδρες ἀσελγοῦν μὲ ἄνδρας»[10];
Ὄχι διότι «ἀντήλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ μὲ τὰ ὁμοιώματα τῶν κτηνῶν, τῶν
τετραπόδων καὶ τῶν ἑρπετῶν»[11]; Ἄφρων λοιπόν, διότι πράγματι στερεῖται νοῦ καὶ
φρονήσεως, αὐτὸς ποὺ λέγει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός.
Παραπλήσιος πρὸς αὐτὸν καὶ μάλιστα ἄνθρωπος ποὺ δὲν ὑστερεῖ καθόλου εἰς ἀφροσύνην,
εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ λέγει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν. Θεωρῶ δηλαδὴ ὅτι ἡ
ἁμαρτία αὐτῶν εἶναι ἰσότιμος, διότι καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος ἐξ ἴσου ἀρνοῦνται τὸν
ἀγαθὸν Θεόν.
Διότι ὁ μὲν ἕνας ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν ὑπάρχει οὐδόλως, ὁ δὲ ἄλλος προσδιορίζει ὅτι
αὐτὸς δὲν εἶναι ἀγαθός. Διότι ἐὰν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν, εἶναι ὁλοφάνερον ὅτι δὲν
εἶναι ἀγαθός, ὥστε καὶ ἀπὸ τὰς δύο πλευρᾶς ὑπάρχει ἄρνησις τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ ποῦ, λέγει, προέρχονται αἳ ἀσθένειαι; Ἀπὸ ποῦ οἱ πρόωροι θάνατοι; Ἀπὸ ποῦ αἳ
ὁλοσχερεῖς καταστροφαὶ τῶν πόλεων; Τὰ ναυάγια; Οἱ πόλεμοι; Αἳ ἀσθένειαι; Καὶ ὅλα
αὐτὰ βεβαίως εἶναι κακά, λέγει, καὶ ὅλα εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ.
Ὥστε ποῖον ἄλλον ἠμποροῦμεν νὰ κατηγορήσωμεν διὰ τὰ γεγονότα, ἂν ὄχι τὸν Θεόν; Ἔλα
τώρα λοιπόν, ἐπειδὴ ἔχομεν ἐμπλακῆ εἰς τὸ πολυθρύλητον αὐτὸ ζήτημα, ἀφοῦ ὁδηγήσωμεν
τὸν λόγον εἰς κάποιαν παραδεκτὴν ἀρχὴν καὶ ἀσχοληθοῦμεν μὲ μεγαλυτέραν ζέσιν μὲ τὸ
πρόβλημα, ἃς προσπαθήσωμεν νὰ δώσωμεν σαφῆ καὶ ἀσύγχυτον τὴν ἐξήγησιν περὶ αὐτοῦ.
3. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἔχωμεν προκαταβολικῶς εἰς τὴν σκέψιν μᾶς ἕνα πράγμα· ὅτι,
ἐπειδὴ εἴμεθα πλάσμα τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ αὐτὸν διατηρούμεθα, ποὺ δὶ’ ἠμᾶς καὶ
τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγαλύτερα οἰκονομεῖ, δὲν θὰ πάθωμεν κάτι, ὅταν ὁ Θεὸς δὲν θέλη,
ἀλλ’ οὔτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑποφέρομεν εἶναι κάτι βλαβερὸν ἢ τέτοιον, ὥστε νὰ εἶναι
κάπως καλύτερον, διὰ νὰ γίνη ἀντιληπτὸν καὶ μὲ τὴν σκέψιν. Οἱ μὲν θάνατοι
προέρχονται βεβαίως ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅμως ὁ θάνατος ἐξάπαντος δὲν εἶναι κακόν,
ἐκτὸς ἐὰν κάποιος ἐννοῆ μόνον τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Διότι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ ἐδῶ δεινὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν κολάσεων εἰς τὸν ἄδην. Καὶ πάλιν
τὰ κακὰ εἰς τὸν ἄδην δὲν ἔχουν αἴτιον τὸν Θεόν, ἀλλ’ ἠμᾶς τοὺς ἰδίους. Διότι ἀρχὴ
καὶ ρίζα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἐλευθερία μας καὶ τὸ αὐτεξούσιον.
Διότι θὰ ἠμποροῦσαν αὐτοὶ ποῦ δὲν διαπράττουν τὸ κακὸν νὰ μὴ ἔχουν καμμίαν
συμφοράν· αὐτοὶ ἀφοῦ ἐδολώθησαν εἰς τὴν ἁμαρτίαν διὰ τῆς ἡδονῆς, ποίαν εὔλογον
δικαιολογίαν θὰ ἠμπορούσαμεν νὰ ἀναφέρωμέν το ὅτι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν γίνει
αἴτιοι τῶν συμφορῶν εἰς τοὺς ἑαυτούς των; Κακὸν λοιπὸν εἶναι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὡς πρὸς
τὴν ἰδικὴν μᾶς ἀντίληψιν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὡς πρὸς τὴν καθ’ αὐτὸ φύσιν.
Τὸ φυσικὸν λοιπὸν κακὸν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἠμᾶς· δηλαδὴ ἡ ἀδικία, ἡ ἀσέλγεια, ἡ
ἀφροσύνη, ἡ δειλία, οἱ φθόνοι, οἱ φόνοι, αἳ δηλητηριάσεις, αἳ ραδιουργίαι καὶ ὅσα
κακὰ συγγενεύουν μ’ αὐτά, μὲ τὸ νὰ καταμολύνουν τὴν ψυχήν, ποὺ ἔχει δημιουργηθῆ
σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ κτίστου μας, καὶ φυσικὰ ἀμαυρώνουν τὸ κάλλος της.
Ἐπίσης κακὸν λέγομεν ὅ,τι εἶναι δὶ’ ἠμᾶς ἐπίπονον καὶ ὀδυνηρὸν εἰς τὰς αἰσθήσεις·
δηλαδὴ τὴν σωματικὴν ἀσθένειαν, τὰς σωματικᾶς πληγᾶς, τὴν στέρησιν τῶν ἀναγκαίων,
τὴν αἰσχύνην, τὴν χρηματικὴν ζημίαν καὶ τὴν ἀπώλειαν τῶν συγγενῶν.
Τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ προκαλεῖται εἰς ἠμᾶς ἀπὸ τὸν φρόνιμον καὶ ἀγαθὸν Δεσπότην διὰ τὸ
συμφέρον μας. Διότι μὲ τὸ νὰ ἀφαιρῆ τὸν πλοῦτον ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν χρησιμοποιοῦν
κακῶς, καταστρέφει ἔτσι τὸ ὄργανον τῆς ἀδικίας των.
Δίδει δὲ ἀρρώστιαν εἰς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὠφελιμώτερον νὰ ἔχουν δεμένα τὰ μέλη
τῶν παρὰ νὰ ἔχουν τὰς ὁρμᾶς τῶν ἀνεμποδίστους πρὸς τὴν ἁμαρτίαν. Οἱ θάνατοι δὲ
ἐπέρχονται, ὅταν συμπληρωθοῦν τὰ ὅρια τῆς ζωῆς, ποὺ ἐξ ἀρχῆς διὰ τὸν καθένα ὤρισεν
ἡ δικαία κρίσις τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ μακρυὰ προβλέπει τὰ συμφέρον διὰ τὸν καθένα
ἀπό μας.
Πείνα, ξηρασίαι, βροχαὶ ἄφθονοι, εἶναι κοιναὶ πληγαὶ ποὺ πλήττουν πόλεις καὶ ἔθνη,
διὰ νὰ περιορίζουν τὴν ὑπερβολὴν τοῦ κακοῦ. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἰατρὸς εἶναι εὐεργέτης,
εἴτε πόνους, εἴτε ἄλγη ἐπιβάλλει εἰς τὸ σῶμα (διότι μάχεται ἐναντίον τῆς νόσου καὶ
ὄχι τοῦ ἀρρώστου), ἔτσι ἀγαθὸς εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ οἰκονομεῖ τὴν σωτηρίαν εἰς τὸ
σύνολον διὰ τῶν μερικῶν κολάσεων.
Ἐσὺ δὲ τὸν ἰατρὸν ποὺ ἄλλα μὲν κόπτει, ἄλλα δὲ καυτηριάζει καὶ ἄλλα καθ’ ὁλοκληρίαν
ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, δὲν τὸν κατηγορεῖς διὰ τίποτε, ἀλλὰ καὶ χρήματα βεβαίως τὸν
πληρώνεις καὶ σωτήρα τὸν ἀποκαλεῖς, διότι σταματᾶ τὴν ἀσθένειαν, ὅταν ἐμφανισθῆ εἰς
μικρὸν μέρος, προτοῦ ἡ ἀρρώστια ἐξαπλωθῆ εἰς ὁλόκληρόν το σῶμα.
Ὅταν ὅμως ἰδῆς πόλιν νὰ ἔχη σωριασθὴ ἀπὸ σεισμὸν ἐπάνω εἰς τοὺς κατοίκους της ἢ
πλοῖον νὰ ἔχη κατασυντριβὴ εἰς τὴν θάλασσαν αὔτανδρον, δὲν διστάζεις νὰ βλασφημῆς
ἐναντίον τοῦ ἀληθινοῦ ἰατροῦ καὶ σωτῆρος.
Καὶ ὅμως ἔπρεπε νὰ κατανοήσωμεν ὅτι, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀρρωστοῦν ἀπὸ ἐλαφρᾶς
ἀσθενείας καὶ θεραπευσίμους, δέχονται τὰς ὠφελείας τῶν φροντίδων, ὅταν δὲ ἡ
ἀσθένεια ἀποδειχθῆ ἀνωτέρα της θεραπείας, καθίσταται ἀναγκαία ἡ ἀπομάκρυνσις τοῦ
ἀχρηστευθέντος μέλους, ὥστε νὰ μὴ ἐπεκταθῆ εἰς τὰ εὐαίσθητα ἡ νόσος διὰ τῆς
συνεχοῦς προόδου.
Ὅπως λοιπὸν ὁ ἰατρὸς δὲν εἶναι αἴτιος διὰ τὴν ἐγχείρησιν ἢ διὰ τὴν καυτηρίασιν,
ἀλλ’ ἡ ἀρρώστια, ἔτσι καὶ οἱ ἑξαφανισμοὶ τῶν πόλεων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν ἀρχὴν τῶν
εἰς τὰ ὑπερβολικὰ ἁμαρτήματα, ἀπαλλάσσουν τὸν Θεὸν ἀπὸ κάθε κατηγορίαν.
4. Ἀλλ’ ἐὰν βεβαίως ὁ Θεὸς εἶναι ἀνεύθυνος διὰ τὰ κακά, λέγει, τότε πῶς ἔχει εἰπωθῆ
ὁ λόγος· «ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς ποὺ κατεσκεύασε τὸ φῶς καὶ ποὺ ἔκαμε τὸ σκότος, αὐτὸς ποὺ
φέρει τὴν εὐτυχίαν καὶ προκαλεῖ τὴν δυστυχίαν»[12]; Καὶ πάλιν «τὸ κακόν, λέγει,
κατέβη ἀπὸ τὸν Κύριον εἰς τὴν πύλην τῆς Ἱερουσαλὴμ»[13], καὶ «δὲν ὑπάρχει κακὸν εἰς
τὴν πόλιν ποὺ νὰ μὴ τὸ ἔκαμεν ὁ Κύριος»[14].
Καὶ εἰς τὴν μεγάλην ὠδὴν τοῦ Μωυσέως· «ἰδέστε, ἰδέστε, ὅτι ἐγὼ ὑπάρχω καὶ δὲν
ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς ἀπὸ ἐμέ, ἐγὼ θανατώνω καὶ ζωοποιῶ, ἐγὼ πληγώνω καὶ
θεραπεύω»[15].
Ἀλλὰ δὶ’ αὐτὸν ποὺ καταλαβαίνει τὸ νόημα τῆς Γραφῆς τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν συνιστᾶ
κατηγορίαν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ὅτι εἶναι αἴτιος καὶ δημιουργός των κακῶν. Διότι αὐτὸς
ποὺ εἶπεν ὅτι «ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς ποὺ κατεσκεύασε τὸ φῶς καὶ ἐποίησε τὸ σκότος», μὲ
αὐτὰ παρουσιάζει τὸν ἐαυτὸν τοῦ δημιουργόν της κτίσεως, ὄχι δημιουργὸν κάποιου
κακοῦ.
Διὰ νὰ μὴ νομίσης λοιπὸν ὅτι ἄλλος μὲν εἶναι αἴτιος τοῦ φωτός, ἄλλος δὲ τοῦ
σκότους, ὠνόμασε τὸν ἐαυτὸν τοῦ ποιητὴν καὶ τεχνίτην αὐτῶν ποὺ φαίνονται νὰ εἶναι
ἀντίθετα εἰς τὴν κτίσιν, διὰ νὰ μὴ ζητήσης ἄλλον δημιουργόν του πυρὸς καὶ ἄλλον τοῦ
νεροῦ, μήτε ἄλλον τοῦ ἀέρος καὶ ἄλλον τῆς γῆς. Διότι φαίνεται πὼς αὐτὰ ἀντιτίθενται
μεταξύ των κατὰ τὸν λόγον τῆς ἀντιθέσεως τῶν ποιοτήτων. Πράγμα ποὺ πολλοί το ἔπαθαν
καὶ ἐστράφησαν πρὸς τὴν πολυθεΐαν.
Κάμνει δὲ εἰρήνην καὶ δημιουργεῖ κακά. Πράγματι σὲ εἰρηνεύει, ὅταν μὲ τὴν καλὴν
διδασκαλίαν θὰ γαληνεύση τὸν νοῦν σου καὶ θὰ καταπραΰνη τὰ πάθη ποὺ ἐπαναστατοῦν
ἐναντίον τῆς ψυχῆς. «Κτίζει δὲ κακά», δηλαδὴ τὰ μεταποιεῖ καὶ τὰ βελτιώνει, ὥστε
παραμεριζόμενα διὰ τὸ ὅτι εἶναι κακά, νὰ μετέχουν εἰς τὴν ρύσιν τοῦ καλοῦ. «Καρδίαν
καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεὸς»[16]. Ὄχι νὰ δημιουργήσης τώρα, ἀλλὰ νὰ
καινουργιώσης αὐτὴν ποὺ ἐπαλαίωσεν ἀπὸ τὴν κακίαν. Καὶ «διὰ νὰ κτίση τοὺς δύο εἰς
ἕνα νέον ἄνθρωπον»[17].
Τὸ «νὰ κτίση» δὲν σημαίνει νὰ δημιουργήση ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ νὰ μεταρρυθμίση αὐτοὺς
ποὺ ὑπάρχουν. Καὶ «ὁ ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστὸν εἶναι καινὴ κτίσις»[18]. Καὶ πάλιν ὁ
Μωυσῆς· «δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ πατέρας σου ποὺ σὲ ἀπέκτησε καὶ σὲ ἐποίησε καὶ
σὲ ἔκτισε;»[19]. Δηλαδὴ ξεκάθαρα ἐδῶ μὲ τὸ νὰ ταχθῆ μετὰ τὴν ποίησιν ἡ κτίσις, μᾶς
διδάσκει ὅτι ἔχει ταχθῆ διὰ τὴν βελτίωσιν, διότι τὸ ὄνομα τῆς κτίσεως σημαίνει τὰ
πολλά.
Ὥστε ὅταν κάμνη εἰρήνην, ἔτσι κάμνει τὴν εἰρήνην, μὲ τὸ νὰ κτίζη τὰ κακά, δηλαδὴ μὲ
τὸ νὰ μεταποιῆ καὶ ὁδηγῆ εἰς καλλιτέρευσιν. Ἔπειτα λοιπὸν καὶ ἂν ἀκόμη ἐννοήσης ὡς
εἰρήνην τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τοὺς πολέμους καὶ ὡς κακὸν εἰπῆς τὰ δεινὰ ποὺ ἀκολουθοῦν
αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν, δηλαδὴ ἐκστρατείας ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς πατρίδος, κόπους,
ἀγρυπνίας, ἀγωνίας, ἱδρώτας, τραύματα, σφαγᾶς, ἁλώσεις πόλεων, αἰχμαλωσίας,
ἀπαγωγᾶς, τὰ οἰκτρὰ θεάματα τῶν φονευθέντων καὶ μὲ μίαν λέξιν, ὅσα λυπηρὰ
συνοδεύουν τοὺς πολέμους, λέγομεν ὅτι ἔχουν γίνει μὲ τὴν δικαίαν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, ὁ
ὁποῖος ἐπιφέρει μὲ τοὺς πολέμους τὰς τιμωρίας εἰς αὐτοὺς ποὺ ἀξίζουν τὰς κολάσεις.
Ἢ μήπως ἐσὺ θὰ ἤθελες νὰ μὴ εἶχαν κατακαῆ τὰ Σόδομα ὕστερα ἀπὸ τὰ ἀνοσιουργήματα
ἐκεῖνα; Ἢ νὰ μὴ εἶχε καταστραφῆ ἡ Ἱερουσαλήμ, μήτε νὰ εἶχε ἐρημωθῆ ὁ ναὸς ὑστέρα
ἀπὸ τὴν φρικτὴν καὶ παράφρονα ἐνέργειαν τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον τοῦ Κυρίου;
Πῶς ἀλλιῶς θὰ ἦταν σωστὸν νὰ γίνουν αὐτά, ἂν ὄχι μὲ τὰ ρωμαϊκὰ χέρια, εἰς τὰ ὁποῖα
οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ἐχθροί της ζωῆς των, παρέδωκαν τὸν Κύριόν μας; Ὥστε εἶναι δυνατὸν
κάποτε καὶ μάλιστα δικαίως νὰ ἔχουν ἐπιβληθῆ τὰ κακά του πολέμου εἰς αὐτοὺς ποὺ τὰ
ἀξίζουν.
Καὶ τὸν λόγον, «ἐγὼ θανατώνω καὶ ἐγὼ ζωοποιῶ,» νὰ τὸν ἀποδέχεσαι, ἐὰν θέλης, κατὰ
τὸ πρόχειρον νόημά του. Διότι ὁ φόβος οἰκοδομεῖ τοὺς ἁπλοϊκωτέρους. «Ἐγὼ πληγώνω
καὶ ἐγὼ θεραπεύω». Καὶ τοῦτο εἶναι χρήσιμον νὰ ἐννοῆται ἀπὸ μόνον του. Διότι ἡ μὲν
πληγῆ ἐμβάλλει τὸν φόβον, ἡ δὲ θεραπεία προτρέπει πρὸς τὴν ἀγάπην.
Σοῦ ἐπιτρέπεται βεβαίως νὰ διανοηθῆς καὶ κάπως ὑψηλότερα διὰ τὰ ὅσα ἔχουν εἰπωθῆ.
Ἐγὼ θὰ θανατώσω μὲ τὴν ἁμαρτίαν καὶ θὰ ζωοποιήσω μὲ τὴν δικαιοσύνην. Διότι «ὅσον ὁ
ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος φθείρεται, τόσον ὁ ἐσωτερικὸς ἀνακαινουργιώνεται»[20].
Λοιπὸν δὲν ἀποκτείνει ἄλλον καὶ ἄλλον ζωοποιεῖ, ἀλλὰ τὸν ἴδιον, μὲ αὐτὰ ποὺ τὸν
σκοτώνει, τὸν ζωοποιεῖ, καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ τὸν πληγώνει, τὸν θεραπεύει, σύμφωνα μὲ τὴν
παροιμίαν ποὺ λέγει ὅτι «σὺ μὲν θὰ τὸν πατάξης μὲ τὴν ράβδον, θὰ σώσης ὅμως τὴν
ψυχήν του ἀπὸ τὸν θάνατον»[21].
Λοιπὸν πληγώνεται μὲν ἡ σάρκα, διὰ νὰ θεραπευθῆ ἡ ψυχή, θανατώνεται ἡ ἁμαρτία, διὰ
νὰ ζήση ἡ δικαιοσύνη.
Ἐπίσης το, «κατέβη τὸ κακὸν ἀπὸ τὸν Κύριον εἰς τὴν πύλην τῆς Ἱερουσαλὴμ» εἶναι
αὐτοεξήγητον. Ποῖον κακόν; Ὁ θόρυβος τῶν ἁμαξῶν καὶ τῶν καβαλλαρέων. Ὅταν δὲ
ἀκούσης «δὲν ὑπάρχει κακὸν εἰς τὴν πόλιν ποὺ νὰ μὴ τὸ ἔκαμεν ὁ Κύριος», νὰ ἐννοῆς
τὸ ὄνομα τῆς κακίας, ὅτι δηλαδὴ ὁ λόγος ὑπονοεῖ τὴν κάκωσιν ποὺ γίνεται εἰς τοὺς
ἁμαρτωλοὺς πρὸς διόρθωσιν τῶν πλημμελημάτων.
Διότι «σὲ ἐταλαιπώρησα, λέγει, καὶ σὲ ἄφησα νὰ πεινάσης διὰ νὰ σὲ εὐεργετήσω»[22]
διὰ νὰ σταματήσω τὴν κακίαν προτοῦ ὑπερβολικὰ ἐξαπλωθῆ, ὅπως τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ
ποὺ συγκρατεῖται μὲ κάποιον ἰσχυρὸν φράκτην καὶ ἀντιτείχισμα.
5. Διὰ τοῦτο αἳ ἀρρώστιαι τῶν πόλεων καὶ τῶν ἐθνῶν, αἳ ξηρασίαι τῶν ἀέρων καὶ αἳ
ἀκαρπίαι τῆς γῆς καὶ αἳ ἀκόμη πιὸ σκληραὶ περιστάσεις εἰς τὴν ζωὴν τοῦ καθενὸς
περικόπτουν τὴν αὔξησιν τῆς κακίας. Ὥστε ὅλα τα κακὰ αὐτὰ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν
Θεόν, ἀφαιροῦν τὴν αἰτίαν τῆς δημιουργίας τῶν πραγματικῶν κακῶν.
Διότι καὶ αἳ σωματικαὶ κακώσεις καὶ τὰ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα δυσάρεστα, ἔχουν ἐπινοηθῆ
πρὸς ἀποχὴν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Ὁ Θεὸς λοιπὸν καταστρέφει τὸ κακὸν καὶ τὸ κακὸν δὲν
προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν. Διότι καὶ ὁ ἰατρὸς δὲν ἐμβάλλει τὴν ἀρρώστιαν εἰς τὸ σῶμα
ἀλλὰ τὴν βγάζει ἀπ’ αὐτό.
Οἱ ἀφανισμοὶ τῶν πόλεων καὶ οἱ σεισμοὶ καὶ αἳ πλημμύραι καὶ αἳ ἀπώλειαι τῶν
στρατευμάτων καὶ τὰ ναυάγια καὶ ὄλαι αἳ πολυάνθρωποι καταστροφαί, εἴτε ἀπὸ τὴν γῆν,
εἴτε ἀπὸ τὴν θάλασσαν, εἴτε ἀπὸ τὸν ἀέρα, εἴτε ἀπὸ τὴν φωτιάν, εἴτε ἀπὸ
ὁποιανδήποτε αἰτίαν προκαλοῦνται, γίνονται διὰ τὸν σωφρονισμὸν αὐτῶν ποὺ ἐπιζοῦν.
Διότι ὁ Θεὸς μὲ δημοσίας μάστιγας σωφρονίζει τὴν παλλαϊκὴν κακίαν. Τὸ κυρίως κακὸν
λοιπὸν εἶναι ἡ ἁμαρτία, καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν βούλησίν μας. Αὐτὴ ἀξίζει μάλιστα νὰ
ὀνομάζεται κακόν. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἢ νὰ ἀπέχωμεν ἀπὸ τὴν κακίαν ἢ νὰ εἴμεθα
μοχθηροί.
Ἀπὸ τὰ λοιπὰ κακά, ἄλλα μὲν προβάλλονται ὡς ἀγωνίσματα πρὸς ἐπίδειξιν ἀνδρείας,
ὅπως εἰς τὸν Ἰὼβ ἡ στέρησις τῶν παιδιῶν, ἡ ἐξαφάνισις τοῦ πλούτου ὁλοκλήρου εἰς
μίαν στιγμήν, ἡ πληγὴ τῆς λέπρας, ἄλλα δὲ πρὸς θεραπείαν τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ
διεπράχθησαν, ὅπως εἰς τὸν Δαβὶδ ἡ ἀτίμωσις τοῦ βασιλικοῦ οἴκου, διότι ἐτιμωρεῖτο
διὰ τὴν παράνομον ἐπιθυμίαν.
Ἐπίσης καὶ κάποιο ἄλλο εἶδος ἀπὸ τὰ φοβερὰ ἔχομεν μάθει ὅτι ἐπιφέρει ἡ δικαία
κρίσις τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ κάμη περισσότερον σώφρονας αὐτοὺς ποὺ εὔκολα ρέπουν πρὸς τὴν
ἁμαρτίαν. Ὅπως λ.χ. ὁ Δαθᾶν καὶ ὁ Ἀβειρῶν ποὺ τοὺς κατέπιεν ἡ γῆ, μὲ τοὺς λάκκους
καὶ τὰ χάσματα ποὺ ἄνοιξε δὶ’ αὐτοὺς[23]. Ἐδῶ βεβαίως δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι ποῦ μὲ τὸν
τρόπον αὐτὸν τῆς τιμωρίας ἔγιναν καλύτεροι (διότι πῶς ἦταν δυνατὸν αὐτοὶ ποῦ
κατέβησαν εἰς τὸν ἄδην νὰ γίνουν καλύτεροι;), ἀλλὰ μὲ τὸ παράδειγμά των ἔχουν κάμει
πιὸ σώφρονάς τους ὑπολοίπους.
Ἔτσι καὶ ὁ φαραὼ κατεποντίσθη μὲ ὁλόκληρον τὴν στρατιὰν τοῦ[24]. Ἔτσι κατεστράφησαν
αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦσαν πρῶτα τὴν Παλαιστίνην. Ὥστε καὶ ἂν κάποτε ὁ ἀπόστολος λέγει
«σκεύη ὀργῆς ποὺ κατεσκευάσθησαν διὰ νὰ καταστραφοῦν»[25], νὰ μὴ νομίσωμεν ὅτι
εἶναι κάποια πονηρὰ κατασκευὴ (διότι ἔτσι ἡ αἰτία θὰ ἀποδοθῆ δικαιότερα εἰς τὸν
κατασκευαστήν), ἀλλ’ ὅταν ἀκούσης «σκεύη» νὰ ἐννοῆς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει
γίνει διὰ κάτι χρήσιμον.
Καὶ ὅπως εἰς τὸ ἀρχοντικὸν σπίτι, ἄλλο μὲν εἶναι χρυσοῦν σκεῦος, ἄλλο ἀργυρένιον,
ἄλλο δὲ ὀστράκινον, ἄλλο δὲ ξύλινον[26] (ἀφοῦ ἡ βούλησις τοῦ καθενὸς παρέχει τὴν
ὁμοιότητα εἰς τὰ ὑλικά, καὶ χρυσοῦν μὲν σκεῦος εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι καθαρὸς εἰς
τὸν χαρακτήρα καὶ ἄδολος, ἀπὸ ἄργυρον δὲ αὐτὸς ποὺ εἶναι κατώτερος ὡς πρὸς τὴν
ἀξίαν ἀπὸ ἐκεῖνον, ἀπὸ ὄστρακον δὲ αὐτὸς ποὺ φρονεῖ τὰ γήινα καὶ εἶναι κατάλληλος
διὰ νὰ συντριβή, καὶ ἀπὸ ξύλον αὐτὸς ποὺ εὔκολα καταλερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ
γίνεται ὑλικὸν διὰ τὸ αἰώνιον πῦρ), ἔτσι καὶ «σκεῦος ὀργῆς», εἶναι αὐτὸς πού, ὡσὰν
ἀγγεῖον, ἐχώρησε τὴν διαβολικὴν ἐνέργειαν καὶ ποὺ ἐξ αἰτίας τῆς δυσωδίας, ἡ ὁποία
ἔχει ἐπισυμβῆ εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὴν σῆψιν, δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ ὁδηγηθῆ εἰς χρῆσιν,
ἀλλ’ ἀξίζει μόνον νὰ ἐξαφανισθῆ καὶ νὰ χαθῆ.
Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ καταστραφῆ αὐτός, ὁ σοφὸς καὶ φρόνιμος οἰκονόμος
τῶν ψυχῶν, τὸν ἐκυβέρνησε νὰ γίνη ἔνδοξος καὶ ἑξακουστὸς εἰς ὅλους, διὰ νὰ ἀποβῆ
λοιπὸν μὲ τὸ πάθημά του ὠφέλιμος εἰς τοὺς ἄλλους, διότι αὐτὸς ἦταν ἀθεράπευτος λόγω
τῆς ὑπερβολικῆς κακίας του. Τὸν ἐσκλήρυνε δὲ μὲ τὴν μακροθυμίαν καὶ μὲ τὴν ἀναβολὴν
τῆς τιμωρίας, ἐπιτείνων τὴν κακίαν του, διὰ νὰ φανερωθῆ εἰς αὐτὸν ἡ δικαιοσύνη τῆς
θείας κρίσεως μὲ τὸ νὰ αὐξηθῆ εἰς τὸ ἔπακρον ὅριον ἡ κακία του.
Διὰ τοῦτο ἀπὸ μικρότερα κτυπήματα, πάντοτε προσθέτων καὶ ἐπιτείνων τὰς συμφορᾶς,
δὲν ἐμαλάκωσε τὸ ἀνυπότακτον φρόνημά του, ἀλλὰ τὸν συνελάμβανε καὶ νὰ καταφρονῆ τὴν
ἀνοχὴν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἔχη συνηθίσει εἰς τὰ δεινὰ ποὺ τοῦ ἐπεβάλλοντο.
Καὶ ὅμως οὔτε ἔτσι τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν θάνατον, μέχρις ὅτου ὁ ἴδιος κατεπόντισε
τὸν ἐαυτόν του, ὅταν ἐπάνω εἰς τὴν ἀλαζονείαν τῆς καρδίας τοῦ ἐπεχείρησε νὰ
ἀντισταθῆ εἰς τὴν πορείαν τῶν δικαίων καὶ ἐνόμισεν ὅτι ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα θὰ διαβαθὴ
καὶ ἀπ’ αὐτόν, ὅπως καὶ ἀπὸ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Τώρα λοιπὸν ἀφοῦ γνωρίζεις ὅτι αὐτὰ
εἶναι τὰ εἴδη τοῦ κακοῦ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τὰ ἔχεις ξεχωρίσει ἐντός
σου, καὶ ἀφοῦ γνωρίζεις καλὰ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τί εἶναι τὸ πραγματικῶς κακόν, ὅτι εἶναι
ἡ ἁμαρτία, τῆς ὁποίας τὸ τέλος εἶναι ἡ καταστροφή, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τί αὐτὸ ποὺ
φαίνεται μὲν κακὸν ἐξ αἰτίας τοῦ αἰσθήματος τοῦ πόνου, ἔχει δὲ δύναμιν ἀγαθοῦ, ὅπως
αἳ κακώσεις ποὺ ἐπιβάλλονται διὰ νὰ ἀποτραπῆ ἡ ἁμαρτία, τῶν ὁποίων οἱ καρποὶ εἶναι
ἡ αἰώνιος σωτηρία τῶν ψυχῶν, νὰ παύσης νὰ δυσαρεστῆσαι μὲ τὰς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ.
Γενικὰ δὲ νὰ μὴ θεωρῆς τὸν Θεὸν αἴτιον τῆς ὑπάρξεως τοῦ κακοῦ, μήτε νὰ φαντάζεσαι
ὅτι τὸ κακὸν ἔχει ἰδίαν ὑπόστασιν. Διότι ἡ κακία δὲν εἶναι κάτι ποὺ ὑπάρχει, ὅπως
ἀκριβῶς κάποιο ζῶον, οὔτε ἠμποροῦμεν νὰ θεωρήσωμεν ὑπαρκτὴν τὴν οὐσίαν αὐτῆς. Διότι
τὸ κακὸν εἶναι στέρησις τοῦ ἀγαθοῦ. Ὁ ὀφθαλμὸς κατεσκευάσθη.
Ἡ τύφλωσις ὅμως ἐπέρχεται μὲ τὴν ἀπώλειαν τῶν ματιῶν. Ὥστε, ἐὰν ὁ ὀφθαλμὸς δὲν ἦταν
ἀπὸ φθαρτὴν φύσιν, ἡ τύφλωσις δὲν θὰ εἶχε θέσιν. Ἔτσι καὶ τὸ κακὸν δὲν ἔχει ἰδίαν
ὕπαρξιν, ἀλλ’ ἔρχεται κατόπιν εἰς τὰς ἀναπηρίας τῆς ψυχῆς.
Οὔτε βεβαίως εἶναι ἀγέννητον, ὅπως διδάσκουν οἱ ἀσεβεῖς[27], οἱ ὁποῖοι κάμνουν
ὁμότιμον τὴν πονηρᾶν μὲ τὴν ἀγαθὴν φύσιν, ἐὰν καὶ ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη εἶναι ἄναρχοι,
τότε εἶναι ἀνώτεραι καὶ ἀπὸ τὴν γένεσιν. Ἀλλ’ οὔτε γεννητὸν τὸ κακόν.
Διότι ἐὰν ὅλα προέρχωνται ἀπὸ τὸν Θεόν, τότε πῶς εἶναι δυνατόν το κακὸν νὰ
προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀγαθόν; Διότι οὔτε τὸ αἰσχρὸν προέρχεται ἀπὸ τὸ καλόν, οὔτε ἡ
κακία ἀπὸ τὴν ἀρετήν. Ἀναγνωσε τὴν διήγησιν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ θὰ εὕρης
ἐκεῖ ὅτι «πάντα καλὰ καὶ μάλιστα λίαν καλὰ»[28]. Τὸ κακὸν λοιπὸν δὲν ἐκτίσθη
συγχρόνως μὲ τὰ καλά.
Ἀλλ’ οὔτε ἡ νοερὰ κτίσις, ὅταν ἐγίνετο ἀπὸ τὸν Δημιουργὸν ἦλθεν εἰς τὴν ὕπαρξιν
ἀναμικτος μὲ τὴν κακίαν. Διότι ἐὰν τὰ ὑλικὰ σώματα εἶχαν σύμφυτόν το κακὸν ἐντός
των, πῶς τότε τὰ νοητὰ ποὺ διαφέρουν τόσον πολὺ εἰς καθαρότητα καὶ ἁγιασμόν, θὰ
εἶχαν κοινὴν μὲ τὸ κακὸν τὴν ὕπαρξιν;
Ἀλλ’ ὅμως τὸ κακὸν ὑπάρχει καὶ ἡ ἐνέργεια φανερώνει ὅτι εἶναι πολὺ διάχυτον εἰς
ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχει τὴν ὕπαρξιν αὐτό, ἐὰν δὲν εἶναι οὔτε
ἄναρχον, λέγει, οὔτε ἔχει δημιουργηθῆ;
6. Νὰ ἀντιρωτηθοῦν αὐτοὶ ποῦ διερευνοῦν αὐτά· ἀπὸ ποῦ αἳ ἀσθένειαι; ἀπὸ ποῦ αἳ
σωματικαὶ ἀναπηρίαι; Διότι ἡ νόσος οὔτε ἀγέννητος εἶναι, ἀλλ’ οὔτε καὶ δημιούργημα
τοῦ Θεοῦ. Τὰ ζωντανὰ ὅμως ἐκτίσθησαν φυσικὰ μαζὶ μὲ τὴν πρέπουσαν εἰς αὐτὰ
κατασκευὴν καὶ παρήχθησαν εἰς τὴν ζωὴν τέλεια καὶ ἀρτιμελῆ, ἠσθένησαν δὲ ἀφοῦ
ἐξετράπησαν ἀπὸ τὴν φυσικήν των κατάστασιν.
Διότι χάνουν τὴν ὑγείαν των ἢ λόγω κακῆς διαίτης ἢ λόγω ὁποιασδήποτε ἄλλης αἰτίας
ποὺ προκαλεῖ ἀσθένειαν. Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἔπλασε σῶμα, ὄχι ἀρρώστιαν. Ὁ Θεὸς ἐποίησε
τὴν ψυχήν, ὄχι ὅμως τὴν ἁμαρτίαν.
Ἡ ψυχὴ ἐταλαιπωρήθη, ἀφοῦ ἐξέφυγεν ἀπὸ τὴν φυσικήν της κατάστασιν. Ποῖον ὅμως
ὑπῆρξε δὶ’ αὐτὴν τὸ προηγούμενον ἀγαθόν; Ἡ θέσις τῆς δίπλα εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἡ
ἕνωσις διὰ τῆς ἀγάπης, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀφοῦ ἐξέπεσεν, ἐταλαιπωρήθη ἀπὸ ποικίλας καὶ
πολυμόρφους ἀσθενείας. Διατὶ ὅμως γενικὰ ἡ ψυχὴ εἶναι δεκτική του κακοῦ;
Ἐξ αἰτίας τῆς αὐτεξουσίου ὁρμῆς, ἡ ὁποία μάλιστα ἁρμόζει εἰς λογικὴν φύσιν. Διότι
ἀφοῦ ἀπεδεσμεύθη ἀπὸ κάθε ἀναγκαιότητα καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν κτίστην ἐλευθέραν ζωήν,
λόγω του ὅτι ἔχει δημιουργηθῆ σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀντιλαμβάνεται μὲν τὸ
ἀγαθὸν καὶ γνωρίζει πολὺ καλὰ τὴν ἀπόλαυσίν του, διαθέτει δὲ ἐξουσίαν καὶ δύναμιν
νὰ διατηρῆ τὴν κατὰ φύσιν ζωήν της, ἐφ’ ὅσον παραμένει εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ καλοῦ
καὶ εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τῶν νοητῶν.
Ἔχει ὅμως ἐξουσίαν καὶ νὰ ἀρνηθῆ κάποτε τὸ καλόν. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει εἰς αὐτήν,
ὅταν ἀναμιχθῆ μὲ τὴν σάρκα ἐξ αἰτίας τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν, ἀφοῦ πρῶτα χορτάση ἀπὸ τὴν
μακαρίαν τέρψιν καὶ τρόπον τινὰ ἀποκοιμηθῆ καὶ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὰ ἄνω.
7. Ὁ Ἀδὰμ ὑπῆρξε κάποτε ἐπάνω, ὄχι τοπικῶς ἀλλὰ κατὰ τὸ φρόνημα. Τότε, μόλις
ἐψυχώθη καὶ ἐκύτταξεν εἰς τὸν οὐρανόν, ἔγινεν ὅλος χαρὰ μὲ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπεν ·
ἀγαποῦσε τὸν εὐεργέτην ποὺ τοῦ εἶχε χαρίσει τὴν ἀπόλαυσιν τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὸν
εἶχεν ἀναπαύσει μὲ τὰς τέρψεις τοῦ παραδείσου, τοῦ εἶχε δώσει ἐξουσίαν ὁμοίαν μὲ
τῶν ἀγγέλων καὶ τὸν εἶχε κάμει ὁμοδίαιτον μὲ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ ἀκροατὴν τῆς
φωνῆς τοῦ Θεοῦ.
Ἐνῶ ἐπροστατεύετο ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ ὅλα αὐτά, καὶ ἀπελάμβανε τὰ ἀγαθά του, πολὺ
γρήγορα, ἀφοῦ ἐχορτάσθη ἀπὸ ὅλα καὶ τρόπον τινὰ αὐθαδίασεν ἀπὸ τὸν κόρον,
ἐπροτίμησεν ἀντὶ τῆς νοητῆς ὀμορφιᾶς αὐτὸ ποὺ ἐφάνη τερπνὸν εἰς τὰ σαρκικὰ μάτια,
καὶ ἀντὶ τῶν πνευματικῶν ἀπολαύσεων ἐθεώρησε πολυτιμότερον τὸ γέμισμα τῆς κοιλίας.
Καὶ ἀμέσως εὑρέθη ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισον, ἔξω ἀπὸ τὴν μακαρίαν ἐκείνην διαβίωσιν.
Δὲν ἔγινεν ἀπὸ ἀνάγκην κακός, ἀλλὰ λόγω ἀπερισκεψίας. Διὰ τοῦτο καὶ ἠμάρτησεν ἐξ
αἰτίας κακῆς ἐκλογῆς καὶ ἀπέθανεν ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας. «Διότι τὸ τίμημα τῆς
ἁμαρτίας εἶναι ὁ θάνατος»[29]. Δηλαδὴ ὅσον ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὴν ζωήν, τόσον
ἐπλησίαζεν εἰς τὸν θάνατον. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ζωή· ὁ θάνατος εἶναι στέρησις τῆς
ζωῆς.
Ὥστε ὁ Ἀδὰμ ἐπροκάλεσε τὸν θάνατον μὲ τὴν ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τὸν Θεόν, σύμφωνα μὲ τὸν
λόγον τῆς Γραφῆς· «ὅτι νά, αὐτοὶ ποὺ φεύγουν μακρὰν ἀπό σε, θὰ καταστραφοῦν»[30].
Ἔτσι δὲν εἶναι ὁ Θεὸς αὐτὸς ποὺ ἐδημιούργησε τὸν θάνατον, ἀλλ’ ἠμεῖς τὸν
ἐπροκαλέσαμεν εἰς τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὴν κακὴν θέλησιν.
Ἀλλ’ ὅμως οὔτε ἠμπόδισε τὴν διάλυσιν διὰ τοῦ θανάτου, λόγω τῶν αἰτιῶν ποὺ εἴπαμεν
προηγουμένως, διὰ νὰ μὴ διατηρήση ἀθάνατον εἰς ἠμᾶς τὴν ἀρρώστιαν. Ὅπως ἐὰν κάποιος
δὲν θὰ κατεδέχετο νὰ βάλη εἰς τὴν φωτιὰν διὰ ψήσιμον πήλινον σκεῦος ποὺ ἐρράγισε,
προτοῦ θεραπεύση τὸ ἐλάττωμά του διὰ τῆς ἀνακατασκευῆς του.
Ἀλλὰ διατὶ δὲν ἔχομεν εἰς τὴν φύσιν μᾶς τὴν ἀναμαρτησίαν, λέγει, ὥστε, καὶ ὅταν
ἀκόμη θέλωμεν, νὰ μὴ ὑπάρχη εἰς ἠμᾶς ἡ ἁμαρτία; Διότι καὶ ἐσὺ τοὺς δούλους δὲν τοὺς
θεωρεῖς φίλους, ὅταν τοὺς κρατᾶς δέσμιους, ἀλλ’ ὅταν τοὺς ἰδῆς ἑκουσίως νὰ ἐκτελοῦν
τὰ καθήκοντα πρός σε. Καὶ εἰς τὸν Θεὸν λοιπὸν δὲν ἀρέσει ὅ,τι γίνεται ἐξ ἀνάγκης,
ἀλλ’ αὐτὸ ποὺ ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς ἀρετῆς. Ἡ δὲ ἀρετὴ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν
ἐλευθέραν βούλησιν καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀναγκαιότητα.
Ἡ ἐλευθέρα βούλησις ἔχει ἐξαρτηθῆ ἀπὸ τὰ «ἐφ’ ἠμὶν»[31]. Τὸ «ἐφ’ ἠμὶν» ὅμως εἶναι
τὸ αὐτεξούσιον. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ὁποῖος κατηγορεῖ τὸν ποιητήν, διότι δὲν μᾶς ἔκαμεν
ἐκ φύσεως ἀναμαρτήτους, δὲν προτιμᾶ τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν ἄλογον φύσιν ἀπὸ τὴν
λογικήν, καὶ αὐτὴν ποὺ δὲν κινεῖται καὶ δὲν ἔχει ὁρμὴν ἀπὸ τὴν προαιρετικὴν καὶ
ἔμπρακτον.
Αὐτὰ ἂν καὶ παρεκβατικῶς, ἀλλὰ κατ’ ἀνάγκην τὰ εἴπαμεν, διὰ νὰ μή, ἀφοῦ
καταβαραθρωθῆς εἰς διαλογισμούς, κοντὰ εἰς τὴν στέρησιν τῶν ἀξιολόγων ὑπομείνης ἐπὶ
πλέον καὶ τὴν στέρησιν τοῦ Θεοῦ. Ἃς σταματήσωμεν λοιπὸν νὰ διορθώνωμεν τὸν σοφόν.
Ἃς σταματήσωμεν νὰ ἐπιζητοῦμεν κάτι καλύτερον ἀπὸ αὐτὰ ποὺ αὐτὸς ἐδημιούργησε.
Διότι ἐὰν μᾶς διαφεύγουν τὰ αἴτια τῶν ἐπὶ μέρους σχεδίων, τουλάχιστον ἃς ἐνυπάρχη
εἰς τὰς ψυχᾶς μᾶς ἕνα βεβαίως δόγμα, ἐκεῖνο· ὅτι δηλαδὴ κανένα κακὸν δὲν γίνεται
ἀπὸ τὸ ἀγαθόν.
8. Κοντὰ εἰς αὐτὸ δὲ εἰσέρχεται πρὸς ἐξέτασιν, κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῆς ἐννοίας, καὶ
τὸ πρόβλημα τὸ σχετικὸν μὲ τὸν διάβολον. Ἐὰν τὰ κακὰ δὲν προέρχωνται ἀπὸ τὸν Θεόν,
τότε ἀπὸ ποῦ ὁ διάβολος; Τί λοιπὸν λέγομεν δὶ’ αὐτό;
Διὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ θὰ εἶναι ἀρκετὴ δὶ’ ἠμᾶς ἡ ἰδία δικαιολογία, τὴν ὁποίαν
ἀπεδώσαμεν καὶ διὰ τὴν ἀνθρωπίνην πονηρίαν. Δηλαδὴ ἀπὸ ποῦ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε
πονηρός; Ἀπὸ τὴν ἰδίαν του τὴν προαίρεσιν. Ἀπὸ ποῦ κακὸς ὁ διάβολος;
Ἀπὸ τὴν ἰδίαν αἰτίαν. Διότι καὶ αὐτὸς ἔχει ἐλευθέραν ζωὴν καὶ ἔχει ἐντός του τὴν
δύναμιν ἢ νὰ παραμείνη κοντὰ εἰς τὸν Θεὸν ἢ νὰ ἀποξενωθῆ ἀπὸ τὸ ἀγαθόν. Ὁ Γαβριὴλ
ἦταν ἄγγελος καὶ διαρκῶς παρεστέκετο δίπλα εἰς τὸν Θεόν. Ὁ Σατανᾶς ἦταν καὶ αὐτὸς
ἄγγελος, ἀλλ’ ἐξέπεσε καθ’ ὁλοκληρίαν ἀπὸ τὴν ἰδικὴν τοῦ τάξιν.
Καὶ ἐκεῖνον ἡ θέλησίς του τὸν διεφύλαξεν εἰς τὰ ὑψηλὰ καὶ αὐτὸν ἡ αὐτεξούσιος
θέλησίς του τὸν κατεκρήμνισε. Βεβαίως ἠμποροῦσε καὶ ἐκεῖνος νὰ ἀποστατήση καὶ αὐτὸς
νὰ μὴ ἐκπέση. Ἀλλὰ τὸν ἕνα ἡ ἄπληστος ἀγάπη διὰ τὸν Θεὸν τὸν διεφύλαξε καὶ τὸν
ἄλλον ἡ ἀναχώρησίς του ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸν κατέστησεν ἀπόβλητον.
Αὐτὸ εἶναι τὸ κακόν, δηλ. ἡ ἀποξένωσις ἀπὸ τὸν Θεόν. Μία μικρὰ περιστροφὴ τοῦ
ματιοῦ μᾶς κάμνει ἢ νὰ εἴμεθα μὲ τὸν ἥλιον ἢ μὲ τὴν σκιὰν τοῦ σώματός μας. Καὶ εἰς
τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ὁ φωτισμὸς εἶναι ἕτοιμος δὶ’ αὐτὸν ποὺ ἀνέβλεψε, δὶ’ αὐτὸν δὲ
ποὺ ἐστράφη πρὸς τὴν σκιὰν εἶναι ἀναγκαῖον το σκοτάδι.
Ἔτσι ὁ διάβολος γίνεται πονηρός. Δὲν εἶναι φύσις ποὺ ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ἀγαθόν,
ἀλλὰ ἀπὸ τὴν θέλησιν ἔχει τὴν πονηρίαν. Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν ὁ πόλεμος
ἐναντίον μας; Διότι μὲ τὸ νὰ εἶναι δοχεῖον κάθε κακίας, ἐδέχθη καὶ τὴν ἀσθένειαν
τοῦ φθόνου καὶ μᾶς ἐφθόνησε διὰ τὴν τιμήν. Δὲν ἠμπόρεσε νὰ ὑποφέρη τὴν ζωήν μας ποὺ
ἦταν χωρὶς λύπη εἰς τὸν παράδεισον.
Ἀφοῦ μὲ πονηρίας καὶ ραδιουργίας ἐξεγέλασε τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀφοῦ τὸν πόθον ποὺ
εἶχε νὰ ὁμοιάση τὸν Θεόν, τὸν μετεχειρίσθη διὰ νὰ τὸν ἐξαπατήση, τοῦ ὑπέδειξε τὸ
δένδρον καὶ τοῦ ὑπεσχέθη ὅτι μὲ τὴν βρῶσιν ἀπὸ αὐτὸ θὰ τὸν καταστήση ὅμοιον μὲ τὸν
Θεόν.
Διότι «ἐὰν φάγετε, λέγει, θὰ γίνετε θεοί, γνωρίζοντες τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν»[32].
Δὲν ἐδημιουργήθη διὰ νὰ εἶναι ἐχθρός μας, ἀλλὰ ἀπὸ ζηλοτυπίαν ἀπέβη ἐχθρός μας.
Βλέπων δηλαδὴ τὸν ἐαυτόν του νὰ ἔχη ξεπέσει ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν ἀγγέλων, δὲν
ἠμποροῦσε νὰ βλέπη τὸ γήινον πλάσμα νὰ ἀνυψώνεται διὰ προκοπῆς εἰς τὸ ἀγγελικὸν
ἀξίωμα.
9. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔγινεν ἐχθρός, ὁ Θεὸς μᾶς ἐνέβαλε τὴν ἔχθραν ἐναντίον του, μὲ αὐτὰ
τὰ ὁποῖα ὠμίλησεν εἰς τὸ θηρίον ποὺ τὸν εἶχεν ὑπηρετήσει, ὅταν τοῦ ἀπηύθυνε τὴν
ἀπειλήν· ὅτι «θὰ στήσω ἔχθραν ἀνάμεσα εἴς σὲ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους της»[33].
Διότι πράγματι αἳ συμφιλιώσεις μὲ τὴν κακίαν εἶναι βλαβεραί. Ἄλλωστε αὐτὸς εἶναι ὁ
νόμος τῆς φιλίας· νὰ γεννᾶται φυσικὰ λόγω ὁμοιότητος εἰς αὐτοὺς ποὺ συνδέονται.
Συνεπῶς εἶναι πολὺ σωστόν το ρητόν· «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαὶ»[34].
Διότι ὅπως εἰς τοὺς τόπους ποὺ εἶναι μολυσμένοι ἀπὸ νόσους ὁ ἀέρας ποὺ ἀναπνέεται,
μεταδίδει κρυφὴν ἀσθένειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ ζοῦν ἐκεῖ, ἔτσι ἡ συνήθεια πρὸς τὰ κακὰ
ἐμβάλλει μεγάλα κακὰ εἰς τὰς ψυχᾶς, ἔστω καὶ ἂν τὸ βλαβερὸν δὲν γίνεται ἀμέσως
ἀντιληπτόν. Διὰ τοῦτο ἡ ἔχθρα πρὸς τὸ φίδι εἶναι ἄσπονδος.
Ἐὰν δὲ τὸ ὄργανον ἀξίζει τόσον μίσος, πόσον ἁρμόζει νὰ ἐχθραινώμεθα τὸν αὐτουργόν;
Ἀλλὰ καὶ διατὶ ὑπῆρχε, λέγει, τὸ δένδρον εἰς τὸν παράδεισον, διὰ τοῦ ὁποίου ἔμελλεν
ὁ διάβολος νὰ ξεκινήση τὴν ἐπιχείρησίν του ἐναντίον μας; Διότι ἐὰν δὲν εἶχε τὸ
δόλωμα τῆς ἀπάτης, πῶς θὰ μᾶς ὠδηγοῦσε διὰ τῆς παρακοῆς εἰς τὸν θάνατον;
Διότι ἔπρεπε νὰ ὑπάρχη ἡ ἐντολὴ ποὺ νὰ δοκιμάζη τὴν ὑπακοήν μας. Διὰ τοῦτο ὑπῆρχε
φυτὸν γόνιμον εἰς ὡραίους καρπούς, διὰ νὰ ἀξιωθοῦμεν δικαίως τὰ στεφάνια τῆς
ὑπομονῆς, ἀφοῦ ἀπεφεύγαμεν τὸ ἡδονικὸν καὶ ἐπεδεικνύαμεν τὸ ἀγαθόν της ἐγκράτειας.
Εἰς τὴν βρῶσιν δὲν ἐπηκολούθησε μόνον ἡ παραβίασις τῆς ἐντολῆς ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπίγνωσις
τῆς γυμνότητας. Διότι «ἔφαγαν, λέγει, καὶ ἄνοιξαν τὰ μάτια των καὶ εἶδαν ὅτι ἦταν
γυμνοὶ»[35]. Ἔπρεπε δὲ νὰ μὴ γνωρίζουν τὴν γύμνωσιν, διὰ νὰ μὴ ἀπησχολεῖτο ὁ νοῦς
τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναπληρώση τὴν ἔλλειψιν, μὲ τὸ νὰ ἐπινοῆ ἐνδύματα διὰ τὸν ἐαυτόν
του καὶ θαλπωρὴν τῆς γυμνότητος, καὶ γενικὰ μὲ τὴν φροντίδα τῆς σαρκός, ἀποσπώμενος
ἀπὸ τὴν ἐνατένισιν τοῦ Θεοῦ.
Διατὶ ὅμως ἀμέσως μ’ αὐτὸν δὲν κατεσκευάσθησαν συγχρόνως καὶ τὰ ἐνδύματα; Διότι
αὐτὰ δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι οὔτε φυσικὰ οὔτε τεχνητά. Διότι τὰ μὲν φυσικὰ εἶναι
γνώρισμα τῶν ἀλόγων ζώων π.χ. πτερά, τρίχες, παχέα δέρματα, τὰ ὁποῖα ἠμποροῦν νὰ
ὑπομένουν τὰς κακοκαιρίας καὶ νὰ ὑποφέρουν τὴν ζέστην.
Εἰς αὐτὰ κατὰ τίποτε τὸ ἕνα δὲν διέφερεν ἀπὸ τὸ ἄλλο, διότι εἰς ὅλα ἡ φύσις εἶναι
ἰσότιμος. Εἰς τὸν ἄνθρωπον ὅμως ἔπρεπε, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν Θεόν, αἳ
ἀνταποδόσεις τῶν ἀγαθῶν νὰ εἶναι διάφοροι. Αἳ ἐπαγγελματικαὶ ἀσχολίαι θὰ
ἐπροξενοῦσαν φροντίδας, πράγμα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποφευχθῆ ὡς βλαβερὸν διὰ τὸν
ἄνθρωπον.
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος, ὅταν μᾶς προκαλῆ ἐκ νέου εἰς τὴν παραδεισιακὴν ζωήν,
ξεριζώνει τὴν μέριμναν ἀπὸ τὰς ψυχᾶς μὲ τὸ νὰ λέγη· «Μὴ μεριμνᾶτε διὰ τὴν ζωὴν σᾶς
τί θὰ φάγετε ἢ τί θὰ πιήτε, οὔτε διὰ τὸ σῶμα σᾶς τί θὰ φορέσετε»[36].
Λοιπὸν οὔτε ἐκ φύσεως ἐπρεπεν εἰς αὐτὸν νὰ ἔχη τὰ σκεπάσματα, οὔτε διὰ τῆς τέχνης,
ἀλλὰ ἄλλου εἴδους ὑπῆρχαν ἕτοιμα, ἐφ’ ὅσον ἐπεδείκνυε τὴν ἀρετήν, αὐτὰ ποὺ ἔμελλε
νὰ ἐπιφανοῦν εἰς τὸν ἄνθρωπον μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ περιαστράψουν μὲ κάποια
φωτεινὰ ἐνδύματα, ὁποῖα εἶναι τὰ ἐνδύματα τῶν ἀγγέλων, ποὺ ξεπερνοῦν εἰς ποικιλίαν
τὰ ἄνθη καὶ εἰς λαμπρότητα καὶ στιλπνότητα τὰ ἄστρα.
Διὰ τοῦτο λοιπὸν δὲν τοῦ ἐδόθησαν συγχρόνως τὰ ἐνδύματα, ἐπειδὴ ἦταν βραβεῖα
ἀρετῆς, ποὺ ἐναπέκειντο εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ εἰς τὰ ὁποῖα λόγω τῆς διαβολικῆς
ἐπηρείας δὲν ἠμπόρεσε νὰ φθάση. Ἐξ αἰτίας τῆς παλαιᾶς πτώσεώς μας, ποὺ ἐπισυνέβη μὲ
τὴν βλαβερᾶν ἐπενέργειάν του, ὁ διάβολος ἔγινεν ἀντίπαλός μας.
Ὁ Κύριος μας οἰκονόμησε τὸν ἀγώνα ἐναντίον του, ὥστε μὲ τὴν ὑπακοὴν ἠμεῖς νὰ
παλαίψωμεν πάλιν καὶ νὰ στεφανωθοῦμεν διὰ τὴν νίκην κατὰ τοῦ ἀντιπάλου μας. Μακάρι
νὰ μὴ εἶχε γίνει διάβολος καὶ νὰ παρέμεινεν εἰς τὴν τάξιν ὅπου ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τὸν
ἔταξεν ὁ ταξιάρχης. Ἐπειδὴ ὅμως ἔγινεν ἀποστάτης, ἔγινεν ἐχθρός του Θεοῦ καὶ τῶν
ἀνθρώπων ποὺ ἐπλάσθησαν σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ (διὰ τοῦτο μάλιστα εἶναι
μισάνθρωπος, διότι εἶναι καὶ θεομάχος· καὶ μᾶς μισεῖ ὡς κτήματα τοῦ Δεσπότου, μᾶς
μισεῖ ὡς ὁμοιώματα τοῦ Θεοῦ), ἐχρησιμοποίησε λοιπὸν τὴν πονηρίαν του, αὐτὸς ποὺ μὲ
σοφίαν καὶ πρόνοιαν διακυβερνᾶ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, διὰ νὰ γυμνάση τὰς ψυχᾶς μας,
ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἰατρὸς χρησιμοποιεῖ τὸ δηλητήριον τῆς ὀχιᾶς διὰ νὰ παρασκευάση
σωτήρια φάρμακα. Ποῖος λοιπὸν ὑπῆρξεν ὁ διάβολος;
Καὶ ποία ἡ τάξις του; Καὶ ποῖον τὸ ἀξίωμά του; Καὶ ἀπὸ ποῦ γενικὰ ἔλαβε τὸ ὄνομα
Σατανᾶς; Σατανᾶς λοιπὸν λέγεται, διότι ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ἀγαθόν. Αὐτὸ σημαίνει,
ὅπως ἔχομεν μάθει εἰς τὰ βιβλία τῶν Βασιλειῶν, ἡ ἑβραϊκὴ λέξις. «Ἐξήγειρε γάρ,
φησί, Κύριος τῷ Σολομώντι σατᾶν, Ἄδερ τὸν βασιλέα τῶν Σύρων»[37].
Διάβολος δὲ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος γίνεται καὶ συνεργὸς τῆς ἁμαρτίας μας καὶ κατήγορός μας.
Διότι χαίρει μὲ τὴν καταστροφήν μας καὶ μᾶς στιγματίζει μὲ τὰς πράξεις μας. Ἡ φύσις
τοῦ εἶναι ἀσώματος, σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολον ποὺ εἶπε· «δὲν διεξάγομεν πάλην μὲ
σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα»[38].
Τὸ ἀξίωμα δὲ εἶναι αὐτοκρατορικόν. Διότι λέγει «ἀγωνιζόμεθα μὲ τὰς ἀρχάς, τὰς
ἐξουσίας, τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκοτεινοῦ τούτου κόσμου»[39]. Ὁ δὲ τόπος τῆς
δυναστείας εἶναι ὁ ἐναέριος χῶρος, ὅπως μᾶς τὸ λέγει ὁ ἴδιος· «κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς
ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ πνεύματος τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς
ἀπειθείας»[40].
Διὰ τοῦτο καὶ ἄρχων τοῦ κόσμου ὀνομάζεται, διότι ἡ δεσποτεία τοῦ εἶναι γύρω ἀπὸ τὴν
γῆν. Καὶ ὁ Κύριος κάπως ἔτσι λέγει· «τώρα γίνεται κρίσις τοῦ κόσμου τούτου, τώρα ὁ
ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου θὰ ἐκβληθῆ ἔξω»[41]. Καὶ πάλιν· «ἔρχεται ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου
τούτου καὶ δὲν ἔχει ἐπάνω μου καμμίαν δύναμιν»[42].
10. Ἐπειδὴ ὅμως ὠμιλήσαμεν διὰ τὴν στρατιὰν τοῦ διαβόλου, ὅτι «εἶναι πνεύματα
πονηρὰ εἰς τοὺς οὐρανοὺς»[43], πρέπει νὰ γνωρίζωμεν καλὰ ὅτι ἡ Γραφὴ ὀνομάζει
συνήθως οὐρανὸν τὸν ἀέρα, ὅπως λ.χ. ὁ λόγος «τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ»[44] καὶ τὸ
«ἀναβαίνουσιν ἕως τῶν οὐρανῶν»[45], δηλαδὴ ἀνυψώνονται πολὺ εἰς τὸν ἀέρα.
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος εἶπεν ὅτι «ὁ Σατανᾶς ὡσὰν ἀστραπὴ ἐπεσεν ἀπὸ τὸν
οὐρανὸν»[46]. Δηλαδὴ ὅτι ἐπεσεν ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν του καὶ πεσμένος κάτω καταπατεῖται
ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐλπίσει εἰς τὸν Χριστόν. Διότι «ἔδωκεν ἐξουσίαν εἰς τοὺς
μαθητᾶς νὰ πατοῦν ἐπάνω εἰς τὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιοὺς καὶ εἰς ὁλόκληρον τὴν
δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ»[47].
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξεδιώχθη ἡ πονηρὰ δεσποτεία του καὶ ἐκαθαρίσθη ὁ περιγειος χῶρος μὲ τὸ
σωτήριον πάθος, ποὺ εἰρήνευσε τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια[48], μᾶς κηρύσσεται λοιπὸν
ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι ὁ μὲν Ἰωάννης λέγει «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν»[49] καὶ ὁ Κύριος παντοῦ κηρύσσει τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας.
Καὶ ἀκόμη πρωτύτερα οἱ ἄγγελοι ἐκραύγαζαν «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς
εἰρήνη»[50] καὶ οἱ ἀγαλλιώμενοι μὲ τὴν εἴσοδον τοῦ Κυρίου μᾶς εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
ἐκραύγαζαν «εἰρήνη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ δόξα ἐν τοῖς ὑψίστοις»[51].
Καὶ γενικὰ ἀπειράριθμοι εἶναι αἳ φωναὶ τῶν ἐπινικίων, ποὺ παρουσιάζουν τὴν τελικὴν
συντριβὴν τοῦ ἐχθροῦ, διότι καμμία πάλη, κανένας ἀγώνας δὲν μᾶς ἀπομένει εἰς τὰ
οὐράνια. Κανεὶς δὲν μᾶς ἀντιστέκεται καὶ δὲν μᾶς ἐκτρέπει ἀπὸ τὴν μακαρίαν ζωήν,
ἀλλὰ εἰς τὸ ἑξῆς ἠμεῖς χωρὶς λύπην κατέχομεν τὴν κληρονομίαν καὶ διαρκῶς
ἀπολαμβάνομεν ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀρχικῶς λόγω τῆς ἐπιβουλῆς τοῦ
διαβόλου ἐμποδίσθημεν νὰ φάγωμεν.
Διότι «ὁ Θεὸς ἐτοποθέτησε τὴν φλογίνην ρομφαίαν νὰ φυλάσση τὸν δρόμον πρὸς τὸ
δένδρον τῆς ζωῆς»[52], τὴν ὁποίαν ἀνεμπόδιστα ἀφοῦ διέλθωμεν, μακάρι νὰ εἰσέλθωμεν
εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας. Εἰς αὐτὸν ἡ
δόξα καὶ ἡ δύναμις εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1]. Ψάλμ. 3, 2.
[2]. Ψάλμ. 4, 2.
[3]. Ἡσ. 58, 9.
[4]. Ψάλμ. 6, 2.
[5]. Ψάλμ. 12, 4.
[6]. Ψάλμ. 12, 2.
[7]. Ψάλμ. 13, 1.
[8]. Ψάλμ. 13, 1.
[9]. Ρωμ. 1, 28.
[10]. Ρωμ. 1, 26-27.
[11]. Ρωμ. 1, 23.
[12]. Ἡσ. 45, 7.
[13]. Μιχ. 1, 12.
[14]. Ἀμῶς 3, 6.
[15]. Δεύτ. 32, 39.
[16]. Ψάλμ. 50, 12.
[17]. Ἐφεσ. 2, 15.
[18]. Β’ Κορ. 5, 17.
[19]. Δεύτ. 32, 6.
[20]. Β’ Κορ. 4, 16.
[21]. Παροιμ. 23, 14.
[22]. Δεύτ. 8, 3.
[23]. Ἀριθ. 16, 31 κ.ἐξ.
[24]. Ἐξοδ. 14, 28.
[25]. Ρωμ. 9, 24.
[26]. Β’ Τιμ. 2, 20.
[27]. Ὑπονοεῖ ἐδῶ τους ὀπαδοὺς τῶν δυαρχικῶν συστημάτων καὶ τοὺς ὁμοίως πρὸς αὐτοὺς
πιστεύοντας Γνωστικούς, οἱ ὁποῖοι ἐδέχοντο τὸν Θεὸν καὶ τὸ κακὸν ὡς δύο
αὐθυπάρκτους ὑπάρξεις.
[28]. Γέν. 1, 31.
[29]. Ρωμ. 6, 23.
[30]. Ψάλμ. 72, 27.
[31]. Τὸ «ἐφ’ ἠμὶν» εἶναι τὸ αὐτεξούσιον. Διὰ τοῦ ὄρου «τὰ ἐφ’ ἠμὶν» σημαίνονται τὰ
πράγματα ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ αὐτεξούσιόν του ἀνθρώπου. Ἡ ὁρολογία εἶναι τῆς
στωϊκῆς φιλοσοφίας.
[32]. Γέν. 3, 5.
[33]. Γέν. 3, 15.
[34]. Ἃ’ Κορ. 15, 33.
[35]. Γέν. 3, 7.
[36]. Ματθ. 6, 25.
[37]. Γ’ Βασιλ. 11, 14.
[38]. Ἐφεσ. 6, 12.
[39]. Ἐφεσ. 6, 12.
[40]. Ἐφεσ. 2, 2.
[41]. Ἰωάν. 12, 31.
[42]. Ἰωάν. 14, 30.
[43]. Ἐφεσ. 6, 12.
[44]. Ματθ. 6, 26.
[45]. Ψάλμ. 106, 26.
[46]. Λουκ. 10, 18.
[47]. Λουκ. 10, 19.
[48]. Κολασ. 1, 20.
[49]. Ματθ. 3, 2.
[50]. Λουκ. 2, 14.
[51]. Λουκ. 19, 38.
[52]. Γέν. 3, 24.
(Πατερικὲς Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» Μ.Βασιλείου Ἔργα, Τόμος 7ος, Ὁμιλία 4η,
σέλ.86-123.)
Πηγή ἤλ. κειμένου: “Ἱερὰ Μητρόπολις Γλυφάδας”
alopsis.gr

You might also like