You are on page 1of 65

Λόγος εἰς τά Ἅγια Φῶτα.

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Ἀπόσπασμα ὁμιλίας

Μέ τήν γέννησιν λοιπόν ἔχομεν προεορτάσει τά πρέποντα καί ἐγώ ὁ ὁποῖος προεξάρχω
εἰς τήν ἑορτήν καί σεῖς καί ὅλα τά ἐγκόσμια καί τά ὑπερκόσμια ὄντα. Ἔχομεν τρέξει
μαζί μέ τόν ἀστέρα καί ἔχομεν προσκυνήσει μαζί μέ τούς μάγους, (Ματθ. 2, 10),
ἔχομεν φωτισθῆ μαζί μέ τούς ποιμένας (Λουκ. 2, 7) καί ἔχομεν δοξάσει μαζί μέ τούς
ἀγγέλους, τόν ἔχομεν δεχθῆ εἰς τάς ἀγκάλας μας μαζί μέ τόν Συμεών (Λουκ. 2, 13 ἑ).
Καί τόν ἔχομεν δοξολογήσει μαζί μέ τήν ἀξιοσέβαστον καί σώφρονα ἐκείνην Ἄννα
(Λουκᾶ. 2, 36 ἑ ). Καί ὀφείλεται εὐγνωμοσύνη εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθε κατά τρόπον
ξένον πρός τήν φύσιν του εἰς τόν ἰδικόν του τόπον, διότι ἐδόξασε τόν ξένον. Τώρα δέ
πρόκειται δι᾿ ἄλλην πρᾶξιν τοῦ Χριστοῦ καί δι᾿ ἄλλο μυστήριον.
Δέν ἠμπορῶ νά συγκρατήσω τήν χαράν μου. Νιώθω νά γεμίζω ἀπό Θεόν. Λίγο ἀκόμη καί θά
ἀρχίσω νά κηρύσσω τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν, ὅπως ὁ Ἰωάννης, ἔστω καί ἄν δέν εἶμαι
πρόδρομος, πάντως θά τό κάμω ἀπό τήν ἐρημίαν. Ὁ Χριστός φωτίζεται, ἄς φωτισθῶμεν
μαζί του.

Ὁ Χριστός βαπτίζεται, ἄς κατέβωμεν μαζί του (εἰς τόν ποταμόν) διά νά ἀνέβωμεν καί
μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς βαπτίζεται. Θά πρέπει νά προσέξωμεν μόνον τό βάπτισμα ἤ καί ὅλα
τά ἄλλα; Δηλαδή ποῖος ἦτο, ἀπό ποῖον ἐβαπτίσθη καί πότε ἐβαπτίσθη; Ὅτι ἦτο καθαρός,
ὅτι ἐβαπτίσθη ἀπό τόν Ἰωάννην καί ὅτι μετά ἤρχισε τά θαύματα; Διά νά μάθωμεν τί καί
διά νά διαπαιδαγωγηθῶμεν εἰς τί; Ὅτι α) πρέπει νά καθαριζώμεθα προηγουμένως, β) νά
εἴμεθα ταπεινόφρονες καί γ) νά κηρύσσωμεν μόνον ὅταν εἴμεθα ὁλοκληρωμένοι κατά τήν
πνευματικήν καί σωματικήν ἡλικίαν. Τό πρῶτον (πρέπει νά τό εἴπωμεν) πρός ἐκείνους
οἱ ὁποῖοι σκοπεύουν νά βαπτισθοῦν, ἐνῶ δέν ἔχουν προηγουμένως προετοιμασθῆ καί ἐνῶ
δέν παρέχουν ἐγγυήσεις μέ τήν συνήθειάν των νά πράττουν τό καλόν, ὅτι ἡ λύτρωσίς
των θά παραμείνῃ σταθερά. Διότι ἐάν τό χάρισμα (διότι πράγματι εἶναι χάρισμα)
παρέχει ἄφεσιν τῶν παρελθόντων, τότε εἶναι περισσότερον ταιριαστόν πρός τήν
εὐσέβειαν τό νά μήν ξαναγυρίσωμεν εἰς ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχομεν ἐμέσει. Τό δεύτερον
ἀναφέρεται εἰς εκείνους οἱ ὁποῖοι ὑπερηφανεύονται ἔναντι τῶν ἱερέων, ἄν εἶναι κάπως
ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς. Τό τρίτον δέ πρός ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βασίζονται εἰς τόν
νεανικόν των ἐνθουσιασμόν καί νομίζουν ὅτι ἡ κάθε περίστασις εἶναι κατάλληλος διά
διδασκαλίαν ἤ κατάληψιν τῆς πρωτοκαθεδρίας.

Ὁ Ἰησοῦς ὑποβάλλεται εἰς κάθαρσιν καί σύ τήν περιφρονεῖς; (Καθαρίζεται) ὑπό τοῦ
Ἰωάννου, καί σύ ἐπαναστατεῖς ἐναντίον τοῦ κήρυκός σου; Καθαρίζεται ὅταν εἶναι ἤδη
τριάκοντα ἐτῶν, καί σύ προτοῦ κἄν βγάλῃς γένεια διδάσκεις τούς γέροντας ἤ
τοὐλάχιστον νομίζεις ὅτι τούς διδάσκεις, ἐνῷ οὔτε ἡ ἡλικία οὔτε καί, ἐνδεχομένως, ἡ
συμπεριφορά σου σέ κάνουν ἄξιον σεβασμοῦ; Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν δέ ἔρχονται εἰς
τήν γλῶσσαν τά παραδείγματα τοῦ Δανιήλ καί τῶν ἄλλων νέων κριτῶν, ἐπειδή καθένας ὁ
ὁποῖος ἀδικεῖ, εὔκολα βρίσκει δικαιολογίας. Δέν ἀποτελεῖ ὅμως νόμον τῆς Ἐκκλησίας
ἐκεῖνο τό ὁποῖον εἶναι κάτι σπάνιον, ὅπως τήν ἄνοιξιν δέν τήν φέρει ἕνα μόνον
χελιδόνι, ὅπως δέν κάνει καί μία μόνον γραμμή τόν γεωμέτρην, ἤ ἕνα μόνον ταξίδι τόν
ναυτικόν.

Ὁ Ἰωάννης ὅμως βαπτίζει καί ἔρχεται νά βαπτισθῇ ὁ Ἰησοῦς, διά νά ἁγιάσῃ μέν
ἐνδεχομένως καί τόν βαπτιστήν, ὅπως εἶναι δέ καταφανές, διά νά θάψῃ μέσα εἰς τό
ὕδωρ ὅλον τόν παλαιόν Ἀδάμ καί νά ἁγιάσῃ πρίν ἀπ᾿ αὐτούς καί χάριν αὐτῶν τόν
Ἰορδάνην. Ὅπως δέ ὁ ἴδιος ἦταν πνεῦμα καί σάρξ, ἔτσι δίδει τήν πνευματικήν
ὁλοκλήρωσιν μέ Πνεῦμα καί ὕδωρ. Ὁ βαπτιστής δέν δέχεται καί ὁ Ἰησοῦς ἀγωνίζεται (νά
τόν πείσῃ). «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό σένα» λέγει ὁ λύχνος εἰς τόν Ἥλιον, ἡ
φωνή εἰς τόν Λόγον, ὁ φίλος εἰς τόν Νυμφίον, ὁ ἀνώτερος ἀπό κάθε ἄλλο γέννημα
γυναικός (Ματθ. 11, 11) εἰς τόν Πρωτότοκον ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας (Κολ. 1, 15),
ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐσκίρτησεν ἐνῶ εὑρίσκετο μέσα εἰς τήν κοιλίαν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος
ἐπροσκυνήθη μέσα εἰς τήν κοιλίαν, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προέτρεξε καί ὁ ὁποῖος θά
προτρέξῃ εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐφάνη καί θά φανῇ. «Ἐγώ ἔχω ἀνάγκην νά βαπτισθῶ ἀπό
σένα» – πρόσθεσε καί «δι᾿ ἐσέ» (διότι ἐγνώριζεν ὅτι ἐπρόκειτο νά βαπτισθῇ μέ τό
μαρτύριον) ἤ, ὅπως ὁ Πέτρος, τό ὅτι θά καθαρίσῃς ὄχι μόνον τούς πόδας – «καί σύ
ἔρχεσαι πρός ἐμέ; » (Ματθ. 3, 14). Καί τοῦτο εἶναι προφητικόν. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι
ὅπως μετά τόν Ἡρώδην ἐπρόκειτο νά καταληφθῇ ἀπό μανίαν ὁ Πιλᾶτος, ἔτσι καί μετά ἀπ᾿
αὐτόν, ὁ ὁποῖος θά ἔφευγε προηγουμένως, θά ἀκολουθοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Τί δέ λέγει ὁ
Ἰησοῦς; «Ἄφησε τώρα τάς ἀντιρρήσεις» (Ματθ. 3, 15), διότι αὐτό ἀπαιτοῦσε τό θεῖον
σχέδιον. Διότι ἐγνώριζεν ὅτι μετ᾿ ὀλίγον ἐπρόκειτο νά βαπτίσῃ αὐτός τόν βαπτιστήν.
Τί δέ εἶναι τό φτυάρι (Ματθ. 3, 12); Ἡ κάθαρσις. Τί εἶναι δέ τό πῦρ (Ματθ. 3, 10);
Τό κάψιμον κάθε ἀνοήτου πράγματος καί ἡ ἀναζωπύρωσις τοῦ πνεύματος. Τί εἶναι δέ ἡ
ἀξίνη; Τό κόψιμον τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἔχει γεμίσει μέ ἀκαθαρσίας, ἔχει καταστῆ
ἀθεράπευτος. Τί εἶναι δέ ἡ μάχαιρα (Ματθ. 10, 34); Ἡ τομή τήν ὁποίαν κάνει ὁ Λόγος
καί ἡ ὁποία ξεχωρίζει τό κακόν ἀπό τό καλόν καί τόν πιστόν ἀπό τόν ἄπιστον καί ἡ
ὁποία κάνει τόν υἱόν καί τήν θυγατέρα καί τήν νύμφην νά ἐπαναστατοῦν κατά τοῦ
πατρός καί τῆς μητρός καί τῆς πενθερᾶς (Ματθ. 10, 35), καί τά νέα καί πρόσφατα (νά
ἐπαναστατοῦν) κατά τῶν παλαιῶν τά ὁποῖα εἶναι σκιώδη. Τί εἶναι δέ τό κορδόνι τοῦ
ὑποδήματος (Ματθ. 3, 11), τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖς νά λύσῃς σύ ὁ ὁποῖος βαπτίζεις τόν
Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἔζησες εἰς τήν ἐρημίαν μέ νηστείαν, ὁ νέος Ἠλίας, ὁ ὁποῖος εἶσαι
κάτι ἀνώτερον καί ἀπό προφήτην (Ματθ. 11, 9), ἐφόσον εἶδες καί ἐκεῖνον τόν ὁποῖον
εἶχες προφητεύσει καί ὁ ὁποῖος συνδέεις τήν Παλαιάν μέ τήν Καινήν Διαθήκην; Τί
εἶναι τοῦτο; Ἐνδεχομένως ὁ λόγος περί τῆς ἐλεύσεως εἰς τήν γῆν καί περί τῆς σαρκός,
τοῦ ὁποίου καί τό ἐλάχιστον ἀκόμη τμῆμα εἶναι ἀδύνατον νά γίνῃ κατανοητόν, ὄχι
μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀκόμη σαρκικόν φρόνημα καί εἶναι ἀκόμη νήπια εἰς
τόν Χριστιανισμόν, ἀλλά καί εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διαθέτουν τό Πνεῦμα τοῦ Ἰωάννου.

Ἀλλά καί ἀνεβαίνει ἀπό τό ὕδωρ ὁ Ἰησοῦς. Ἀνεβάζει δέ μαζί του καί τόν κόσμον καί
βλέπει νά σχίζωνται οἱ οὐρανοί, τούς ὁποίους ὁ Ἀδάμ εἶχε κλείσει διά τόν ἑαυτόν του
καί διά τούς ἀπογόνους του, ὅπως εἶχε κλείσει καί μέ τήν μάχαιραν τοῦ πυρός τόν
Παράδεισον (Γεν. 3, 24). Καί τό Πνεῦμα μαρτυρεῖ τήν Θεότητα (διότι τό ὅμοιον
σπεύδει πρός τό ὅμοιον) καί ἡ φωνή ἀπό τούς οὐρανούς (Ματθ. 3, 17) (διότι ἀπ᾿ ἐκεῖ
προερχόταν ἐκεῖνος διά τόν ὁποῖον ἐδίδετο ἡ μαρτυρία). Ἐμφανίζεται δέ ὡσάν
περιστέρι (Λουκ. 3, 22) (διότι τιμᾷ τό σῶμα, ἀφοῦ καί αὐτό γίνεται Θεός μέ τήν
θέωσιν, ὅταν αὐτή θεωρῆται ἀπό τήν πλευράν τοῦ σώματος) καί λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι ἀπό
πολύ παλαιά συνηθισμένο νά φέρῃ τήν εὐχάριστον ἀγγελίαν τῆς παύσεως τοῦ κατακλυσμοῦ
τό περιστέρι (Γεν. 8, 10 ἑ). Ἐάν δέ κρίνῃς τήν θεότητα μέ ὄγκους καί μέ σταθμά, καί
διά τόν λόγον αὐτόν σοῦ φαίνεται μικρόν τό Πνεῦμα, ἐπειδή παρουσιάζεται μέ μορφήν
περιστεριοῦ, ὦ ἀνόητε καί μικρόψυχε διά τά πιό μεγάλα, εἶναι καιρός νά δυσφημίσῃς
καί τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή παρομοιάζεται μέ ἕνα σπειρί ἀπό σινάπι (Ματθ.
13, 31 ἑ), καί νά ὑπερυψώνῃς τόν διάβολον πιό πολύ ἀπό τήν μεγαλειότητα τοῦ Ἰησοῦ,
ἐπειδή αὐτός μέν ὀνομάζεται βουνό μέγα (Ζαχ. 4, 7) καί Λεβιάθαν καί βασιλεύς ὅσων
εὑρίσκονται εἰς τά ὕδατα ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ὀνομάζεται ἀρνίον (Ἰω. 1, 29) καί μαργαρίτης
(Ματθ. 13, 46) καί σταγών καί ἄλλα παρόμοια.

Ἐπειδή δέ σήμερα πανηγυρίζομεν τό βάπτισμα καί πρέπει νά κακοπαθήσωμεν ὀλίγον πρός


χάριν ἐκείνου ὁ ὁποῖος πρός χάριν μας ἔγινεν ὅπως ἐμεῖς καί ἐβαπτίσθη καί
ἐσταυρώθη, ἄς ἐξετάσωμεν φιλοσοφικά κάτι σχετικόν μέ τήν διαφοράν τῶν βαπτισμάτων,
διά νά φύγωμεν ἀπ᾿ ἐδῶ καθαρισμένοι. Ὁ Μωϋσῆς ἐβάπτισεν εἰς τό ὕδωρ καί πρίν ἀπ᾿
αὐτό εἰς τήν νεφέλην καί εἰς τήν θάλασσαν (Ἐξ. 14, 23). Αὐτό δέ ἀποτελοῦσε
σύμβολον, ὅπως πιστεύει καί ὁ Παῦλος. Ἡ θάλασσα τοῦ νεροῦ, ἡ νεφέλη τοῦ Πνεύματος,
τό μάννα τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς, καί τό ὕδωρ, τό ὁποῖον ἔπιναν, τοῦ οὐρανίου ποτοῦ (Α´
Κορ. 10, 1 ἑ). Καί ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισεν, ἀλλά ὄχι τελείως ἰουδαϊκά, ἐπειδή δέν
ἐβάπτισεν μόνον εἰς τό ὕδωρ ἀλλά καί εἰς τήν μετάνοιαν. Ὄχι ὅμως καί ὁλότελα
πνευματικά, ἐπειδή δέν προσθέτει καί τό «εἰς τό Πνεῦμα». Βαπτίζει καί ὁ Ἰησοῦς,
ἀλλά εἰς τό Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι ἡ τελειότης. Καί πῶς δέν εἶναι Θεός, διά νά γίνω καί
λίγο παράτολμος, ἐκεῖνος ἀπό τόν ὁποῖον θά γίνῃς καί σύ Θεός; Γνωρίζω καί τέταρτον
βάπτισμα, τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ αἵματος, εἰς τό ὁποῖον ἐβαπτίσθη καί ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός, καί τό ὁποῖον εἶναι πολύ πιό ἀξιοσέβαστον ἀπό τά ἄλλα, καθόσον δέν
μολύνεται ἀπό μεταγενέστερα ἁμαρτήματα. Γνωρίζω καί πέμπτον ἀκόμη, τό βάπτισμα τῶν
δακρύων, τό ὁποῖον εἶναι ἀκόμη πιό ἐπίπονον, ὅπως «ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βρέχει κάθε
νύκτα τό κρεββάτι καί τά στρώματά του μέ δάκρυα» (Ψαλ. 6, 7), τοῦ ὁποίου «αἱ πληγαί
τῆς κακίας μυρίζουν ἄσχημα καί ἔχουν σαπίσει» (Ψαλ. 37, 6), ὁ ὁποῖος «πενθεῖ καί
βαδίζει μέ σκυμμένο κεφάλι» (Αὐτόθι 7) καί ὁ ὁποῖος μιμεῖται τήν ἐπιστροφήν τοῦ
Μανασσῆ καί τήν ταπείνωσιν τῶν κατοίκων τῆς Νινευΐ, ἡ ὁποία τούς ἐξησφάλισε τήν
συγχώρησιν ( Ἰων. 3, 5), ὁ ὁποῖος, ἀκόμη, λέγει αὐτά τά ὁποῖα εἶπεν ὁ τελώνης εἰς
τόν ναόν καί ἐκέρδισε τήν συγχώρησιν ἀντί διά τόν καυχησιάρην φαρισαῖον (Λουκ. 18,
13 ἑ), καί ὁ ὁποῖος σκύβει μέ ταπείνωσιν, ὅπως ἡ Χαναναία (Ματθ. 15, 22 ἑ), καί
ζητεῖ νά τόν εὐσπλαχνισθοῦν καί νά τοῦ δώσουν ὡς τροφήν ψίχουλα, τήν τροφήν δηλαδή
τήν ὁποίαν τρώγει ὁ σκύλος ὅταν εἶναι πολύ πεινασμένος.

Ἐγώ μέν λοιπόν (ἐπειδή ὁμολογῶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον εὐμετάβλητον καί
μεταβλητῆς φύσεως) καί τοῦτο τό δέχομαι μέ προθυμίαν, καί προσκυνῶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος
τό ἔδωσε, καί τό δίδω καί εἰς τούς ἄλλους, καί προσφέρω φιλανθρωπίαν ἔναντι τῆς
φιλανθρωπίας ἡ ὁποία μοῦ προσφέρεται. Διότι γνωρίζω ὅτι καί ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος
ἀδύνατος, καί ὅτι μέ ὅποιο μέτρο θά κρίνω μέ τό ἴδιο θά κριθῶ (Ματθ. 7, 2).

Σύ δέ τί λέγεις καί τί νόμους βγάζεις, ὦ νέε φαρισαῖε, ὁ ὁποῖος εἶσαι καθαρός μέν
ὡς πρός τό ὄνομα ἀλλά ὄχι καί ὡς πρός τήν ψυχικήν διάθεσιν, καί ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶσαι
τό ἴδιο ἀδύνατος μέ τούς ἄλλους, διακηρύσσεις μέ ἔπαρσιν τάς δοξασίας τοῦ Νοβάτου;
Δέν δέχεσαι τήν μετάνοιαν; Δέν συγκινεῖσαι μέ τούς ὀδυρμούς; Δέν χύνεις οὔτε ἕνα
δάκρυ; Μακάρι νά μήν συναντήσῃς οὔτε σύ τέτοιον κριτήν. Δέν σέβεσαι τήν
φιλανθρωπίαν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε τάς ἀδυναμίας μας καί ἐσήκωσε τάς ἀσθενείας
μας (Πρβλ. Ἠσ. 53, 4), ὁ ὁποῖος ἦλθε ὄχι διά τούς δικαίους, ἀλλά διά νά μετανοήσουν
οἱ ἁμαρτωλοί (Λουκ. 5, 32), ὁ ὁποῖος «θέλει τήν εὐσπλαγνίαν περισσότερον ἀπό τήν
θυσίαν» (Ὠσ. 6, 6), ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τά ἁμαρτήματα ἑβδομήντα ἑπτά φοράς (Ματθ. 18,
22); Πόσο ἀξιομακάριστη θά ἦταν ἡ ὑψηλοφροσύνη σου, ἄν ἦταν καθαρότης καί ὄχι
ἀνόητη κενοδοξία, ἡ ὁποία θέτει νόμους ἀνωτέρους ἀπό τάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί
ἀντικαθιστᾷ τήν μετάνοιαν μέ τήν ἀπόγνωσιν. Διότι τό ἴδιο κακά εἶναι καί ἡ χωρίς
σωφροσύνην συγχώρησις καί ἡ χωρίς συγχώρησιν καταδίκη, ἐπειδή ἡ μέν πρώτη ἀφήνει
τελείως ἐλεύθερα τά χαλινάρια ἐνῶ ἡ δευτέρα προκαλεῖ ἀπόγνωσιν μέ τήν σκληρότητά
της. Δεῖξέ μου τήν καθαρότητά σου, καί τότε θά δεχθῶ νά ὑπερηφανεύεσαι. Τώρα ὅμως
φοβοῦμαι μήπως, ἐνῶ εἶσαι γεμᾶτος ἀπό πληγάς, βάλης μέσα ἐκεῖνο τό ὁποῖον παραμένει
ἀθεράπευτον.

Οὔτε δέχεσαι μετανοημένον τόν Δαβίδ, ὁ ὁποῖος μέ τήν μετάνοιάν του διετήρησε τό
προφητικόν του χάρισμα; Οὔτε τόν Πέτρον τόν μεγάλον, ὁ ὁποῖος ἔπαθε κάτι ἀνθρώπινον
κατά τήν διάρκειαν τοῦ σωτηρίου πάθους (Ματθ. 26, 70); Ὁ Ἰησοῦς δέ τόν ἐδέχθη καί
μέ τήν τριπλῆν ἐρώτησιν καί τήν τριπλῆν ὁμολογίαν ἐθεράπευσε τήν τριπλῆν ἄρνησιν
(Ἰω. 21, 15-17). Ἤ δέν δέχεσαι οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐτελειοποιήθη μέ τό αἷμα του;
Καί αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη δεῖγμα τῆς σκληρότητός σου. Οὔτε ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος
παρενόμησεν εἰς τήν Κόρινθον (Α´ Κορ. 5, 1-13); Ὁ Παῦλος δέ ὑπέδειξεν ὡς ποινήν τήν
ἀγάπην, ἐπειδή εἶδε τήν διόρθωσιν καί τό αἴτιον τῆς διορθώσεως, «διά νά μήν χαθῇ
ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶχεν ἁμαρτήσει ἀπό τήν ὑπερβολικήν ἐπιτίμησιν» (Β´ Κορ. 2, 7).
Οὔτε ἐπιτρέπεις εἰς τάς νέας χήρας νά ὑπανδρεύωνται, ἐπειδή ἡ ἡλικία των εἶναι
εὔκολον νά παρεκκλίνῃ πρός τήν ἁμαρτίαν; Αὐτό ὅμως τό ἐτόλμησεν ὁ Παῦλος (Α´ Τιμ.
5, 14), τοῦ ὁποίου σύ γίνεσαι διδάσκαλος, ὡσάν νά εἶχες ἀναβῆ μέχρι τόν τέταρτον
οὐρανόν καί εἰς ἄλλον Παράδεισον, ὡσάν νά εἶχες ἀκούσει πιό ἀπόρρητα πράγματα, καί
νά εἶχες ὁδηγήσει εἰς τό Εὐαγγέλιον μεγαλύτερον ἀριθμόν ἀνθρώπων.

Ἀλλά αὐτά δέν γίνονται μετά τό βάπτισμα, λέγει κάποιος. Ποία εἶναι ἡ ἀπόδειξις διά
τοῦτο; Ἤ παρουσίαζε ἀποδείξεις, ἤ μήν κατακρίνῃς. Ἐάν δέ τό πρᾶγμα εἶναι ἀμφίβολον,
ἄς ὑπερισχύῃ ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπον. Ἀλλά ὁ Νοβᾶτος, λέγει, δέν ἐδέχθη ἐκείνους
οἱ ὁποῖοι εἶχαν πέσει κατά τήν διάρκειαν τοῦ διωγμοῦ. Καί τί εἶναι αὐτό; Ἐάν μέν
δέν εἶχαν μετανοήσει, τότε εἶχε δίκαιον, διότι οὔτε ἐγώ δέχομαι ἐκείνους οἱ ὁποῖοι
δέν μετανοοῦν, ἤ δέν μετανοοῦν ὅσο πρέπει, καί δέν παρουσιάζουν ὡς ἀντάλλαγμα διά
τό κακόν τήν διόρθωσιν, καί ὅταν τούς δεχθῶ, τούς τοποθετῶ εἰς τήν ἀνάλογον θέσιν.
Ἄν ὅμως δέν δέχεται ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν λυώσει ἀπό τά δάκρυα, δέν θά τόν
μιμηθῶ. Καί διατί θά πρέπει νά ἀποτελέσῃ νόμον δι᾿ ἐμέ ἡ μισανθρωπία τοῦ Νοβάτου, ὁ
ὁποῖος τήν μέν πλεονεξίαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ δευτέραν εἰδωλολατρίαν (Ἐφ. 5, 5), δέν
τήν κατεδίκασε, ἐνῶ κατεδίκασε τόσον σκληρά τήν πορνεία, ὡσάν νά ἦτο ἄσαρκος καί
ἀσώματος; Τί λέγετε; Σᾶς πείθομεν μέ τούς λόγους αὐτούς; Ἐμπρός, ἐλᾶτε μαζί μέ μᾶς,
τούς ἀνθρώπους! Ἄς δοξολογήσωμεν μαζί τόν Κύριον. Ἄς μήν τολμήσῃ κανείς ἀπό σᾶς νά
εἴπῃ, ἔστω καί ἄν ἔχῃ πολύ μεγάλην ἐμπιστοσύνην εἰς τόν ἑαυτόν του· «μή μέ ἀγγίσῃς
διότι εἶμαι καθαρός» (Ἠσ. 65, 5), ἤ «καί ποῖος εἶναι ὅπως εἶμαι ἐγώ; ». Δῶστε καί
σέ μᾶς ἀπό τήν λαμπρότητά σας. Ἀλλά δέν σᾶς πείθομεν; Τότε θά κλάψωμεν πρός χάριν
σας. Αὐτοί μέν λοιπόν, ἄν μέν θέλουν, ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον μας καί τόν δρόμον
τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέ δέν θέλουν, τότε ἄς ἀκολουθήσουν τόν δρόμον των. Ἴσως εἰς
ἐκεῖνον νά βαπτισθοῦν ἀπό τήν φωτίαν, τό τελευταῖον βάπτισμα καί τό πιό ἐπίπονον
καί πιό μακροχρόνιον, τό ὁποῖον κατακαίει τήν ὕλην, ὡσάν χόρτον, καί ἐξαφανίζει τήν
ματαιοδοξίαν κάθε κακίας.

Ἐμεῖς δέ ἄς τιμήσωμεν σήμερα τό βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ καί ἄς τό ἑορτάσωμεν σωστά μέ


τό νά εὐφραινώμεθα πνευματικά καί ὄχι νά περιποιούμεθα τήν κοιλίαν μας. Θά
εὐφρανθοῦμεν δέ μέ ποῖον τρόπον; «Λουσθῆτε διά νά καθαρισθῆτε» (Ἠσ. 1, 16). Ἄν μέν
εἶσθε κόκκινοι ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ὀλιγώτερον κόκκινοι ἀπό τό αἷμα, τότε νά γίνετε
λευκοί ὅπως τό χιόνι. Ἄν δέ εἶσθε κόκκινοι καί ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπό αἵματα, τότε ἄς
φθάσετε ἔστω καί τήν λευκότητα τοῦ μαλλιοῦ. Πάντως καθαρισθῆτε καί φροντίζετε νά
καθαρίζεσθε, ἐπειδή μέ τίποτε ἄλλο δέν χαίρεται τόσον πολύ ὁ Θεός, ὅσο μέ τήν
διόρθωσιν καί τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, χάριν τοῦ ὁποίου ἔχουν λεχθῆ τά πάντα καί
ἔχουν δοθῆ ὅλα τά μυστήρια, διά νά γίνετε φωτεινά ἀστέρια διά τόν κόσμον (Φιλιπ. 2,
15) καί δύναμις ζωτική διά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Διά νά παρουσιασθῆτε ὡσάν τέλεια
φῶτα εἰς τό μεγάλο φῶς, καί νά μυηθῆτε εἰς τήν φωταγωγίαν ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό ἐκεῖ,
παίρνοντες φῶς καθαρώτερον καί δυνατότερον ἀπό τήν Τριάδα, τῆς ὁποίας σήμερα ἔχετε
ὑποδεχθῆ τήν μίαν αὐγήν ἀπό τήν Θεότητα, εἰς τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ
Κυρίου μας, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Λόγος (με’) εἰς τό Πάσχα. Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
«Θὰ σταματήσω εἰς τὸν φυλάκιόν μου», λέγει ὁ θαυμάσιος Ἀββακοὺμ (Ἀββακ. 2, 1). Καὶ
ἐγὼ θὰ σταματήσω μαζί του σήμερα ἐπάνω εἰς τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν διορατικὴν
ἱκανότητα τὴν ὁποίαν μου ἔχει δώσει τὸ Πνεῦμα, καὶ θὰ κατοπτεύσω καὶ θὰ ἀναγνωρίσω
ὅ,τι θὰ μοῦ φανερωθῆ καὶ ὅ,τι θὰ λεχθῆ πρὸς ἐμέ. Καὶ ἐσταμάτησα καὶ κατόπτευσα.

Καὶ νὰ ἄνδρας ὁ ὁποῖος κάθεται ἐπάνω εἰς τὰ νέφη καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι πανύψηλος. Ἡ
ὄψις τοῦ εἶναι ὁμοία πρὸς τὴν ὄψιν ἀγγέλου καὶ ἡ στολὴ τοῦ ὡσὰν λάμψις ἀστραπῆς ἡ
ὁποία σχίζει τὸν οὐρανὸν (πρβλ. Ναοὺμ 2, 5).

Καὶ ἐσήκωσε τὴν χείρα του πρὸς τὴν ἀνατολὴν καὶ ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνὴν (ἡ φωνὴ
τοῦ ἦταν ὡσὰν φωνὴ σάλπιγγος καὶ γύρω του ὑπῆρχε πλῆθος ἀπὸ μίαν οὐρανίαν στρατιὰν)
καὶ εἶπε: «Σήμερα ἦλθεν ἡ σωτηρία εἰς τὸν κόσμον, τὸν ὁρατὸν καὶ τὸν ἀόρατον. Ὁ
Χριστὸς ἀνεστήθη ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἀναστηθῆτε μαζί του.

Ὁ Χριστὸς ἐπανῆλθεν εἰς τὴν θέσιν του, ἐπανέλθετε καὶ σεῖς. Ὁ Χριστὸς ἠλευθερώθη
ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ τάφου, ἐλευθερωθῆτε καὶ σεῖς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας. Αἳ πύλαι
τοῦ ἅδου ἀνοίγονται, ὁ θάνατος καταλύεται, ὁ παλαιὸς Ἀδὰμ ἀπομακρύνεται καὶ ὁ νέος
συμπληρώνεται. Ἐὰν ὑπάρχη κάποια νέα δημιουργία εἰς τὸν Χριστόν, ἀνανεωθῆτε καὶ
σεῖς».

Αὐτὰ ἔλεγεν αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ἀνυμνοῦσαν, ὅπως εἶχε γίνει καὶ προηγουμένως, ὅταν
ἐφανερώθη εἰς ἠμᾶς ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐπίγειον γέννησίν του, μὲ τὸ «δόξα εἰς τὸν
Θεόν, ὁ ὁποῖος βρίσκεται εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ εἰρήνη ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, συμφώνως
πρὸς τὴν ὑπόσχεσίν Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους» (Λουκ. 1, 14). Μαζὶ μὲ αὐτοὺς λέγω καὶ
ἐγὼ τὰ ἴδια πρός σας. Μακάρι δὲ νὰ ἀποκτοῦσα καὶ φωνὴν ἰσάξιαν πρὸς τὴν φωνὴν τῶν
ἀγγέλων, ἡ ὁποία νὰ ἀντηχοῦσε ἂπ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς γῆς.

*** *** ***

Πάσχα τοῦ Κυρίου, Πάσχα, καὶ πάλιν θὰ εἴπω Πάσχα πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτὴ
εἶναι δὶ ἠμᾶς ἡ ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν καὶ ἡ πανήγυρις τῶν πανηγύρεων, ἡ ὁποία τόσον πολὺ
ξεπερνᾶ ὄχι μόνον τὰς ἀνθρωπίνας καὶ τὰς προερχομένας ἀπὸ τὴν γῆν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ
ἐκείνας τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄσας τελοῦνται πρὸς τιμήν Του, ὅσον ξεπερνᾶ ὁ
ἥλιος τοὺς ἀστέρας.
Εἶναι μὲν καλὴ καὶ ἡ χθεσινή μας λαμπροφορία καὶ ἡ φωταψία, τὴν ὁποίαν ἐκάμαμεν καὶ
ὁ καθένας μόνος του καὶ ὅλοι μαζὶ ἀπὸ κοινοῦ, καὶ κατὰ τὴν ὁποίαν κάθε ἄνθρωπος καὶ
σχεδὸν κάθε τί τὸ ὁποῖον ἔχει ἀξίαν κατεφωτίσαμεν μὲ πλῆθος πυρσῶν τὴν νύκτα,
πράγμα τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ σύμβολον τοῦ μεγάλου φωτός, ὅπως καὶ ὁ οὐρανὸς φωτίζει
ἀπὸ ἐπάνω, καταυγάζων ὅλον τὸν κόσμον μὲ τὴν ὡραιότητά του, ὅπως αἱ ὑπερουράνιοι
φύσεις καὶ οἱ ἄγγελοι, ἡ πρώτη φωτεινὴ φύσις μετὰ τὴν πρώτην, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκείνην
προέρχεται, καὶ ὅπως ἡ Τριὰς ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔχει δημιουργηθῆ ὅλον το φῶς, ἀλλὰ
εἶναι ἀκόμη ὡραιοτέρα καὶ πιὸ ἐπίσημος ἡ σημερινή.

Καθόσον χθὲς μὲν τὸ φῶς ἦτο προάγγελος τοῦ μεγάλου Φωτός, τὸ ὁποῖον ἀνασταίνεται,
καὶ κατὰ κάποιον τρόπον μία προεόρτιος χαρά, σήμερον δὲ ἐορτάζομεν τὴν ἰδίαν τὴν
Ἀνάστασιν, ἡ ὁποία δὲν ἀποτελεῖ πλέον ἀντικείμενον ἐλπίδος, ἀλλὰ ἔχει ἤδη γίνει
πραγματικότης καὶ ἔχει συγκεντρώσει γύρω της ὅλον τὸν κόσμον. Ὁ καθένας μὲν λοιπὸν
μὲ τὸν τρόπον του ἃς προσφέρη τὸν καρπόν του καὶ τὸν χρόνον αὐτὸν καὶ ἃς προσφέρη
δῶρον ἑορταστικὸν ἀπὸ τὰ πνευματικά τά ὁποῖα ἀγαπᾶ ὁ Θεός, μικρὸν ἡ μεγαλύτερον
ἀναλόγως πρὸς τὰς δυνάμεις του.

Διότι τὸ νὰ προσφέρη κανεὶς δῶρον ἀντάξιον πρὸς τὴν ἑορτὴν θὰ ἠμποροῦσαν ἴσως μόλις
καὶ μετὰ βίας νὰ τὸ ἐπιτύχουν οἱ ἄγγελοι, οἱ πρῶτοι πνευματικοὶ καὶ καθαροὶ καὶ
θεαταὶ καὶ μάρτυρες τῆς οὐρανίου δόξης, ἔστω καὶ ἂν εἶναι προσιτὸν εἰς αὐτοὺς κάθε
εἶδος ἐξύμνησις. Ἠμεῖς δὲ θὰ προσφέρωμεν τὸν λόγον, τὸ πιὸ ὡραῖον καὶ πολύτιμον ἀπὸ
τὰ μέσα τά ὁποῖα διαθέτομεν, ὑμνοῦντες καὶ κὰτ ἄλλον τρόπον τὸν Λόγον διὰ τὰς
εὐεργεσίας Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.

Θὰ ἀρχίσω δὲ ἀπὸ τὸ σημεῖον αὐτό. Διότι δὲν ἀνέχομαι, ἐνῶ προσφέρω ὡς θυσίαν τοὺς
λόγους μου περὶ τοῦ μεγάλου θύματος καὶ τῆς πιὸ μεγάλης ἀπὸ τὰς ἡμέρας, νὰ μὴν
ἀνατρέξω εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ κάμω ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἀρχήν. Καθαρίσατε πρὸς χάριν μου καὶ
τὸν νοῦν καὶ τὴν ἀκοὴν καὶ τὴν διάνοιαν, ὅσοι ἐντρυφᾶτε εἰς αὐτὰ τὰ πράγματα
(ἐπειδὴ ὁ λόγος ἀναφέρεται εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶναι θεῖος), διὰ νὰ ἀναχωρήσετε ἀφοῦ
θὰ ἔχετε ἐντρυφήσει πραγματικὰ εἰς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν τελειώνουν ποτέ. Θὰ εἶναι δὲ
ὁ λόγος μου πλήρης ἀλλὰ καὶ συνάμα πολὺ σύντομος, εἰς τρόπον ὥστε, οὔτε νὰ σᾶς
λυπήση μὲ τὰς ἐλλείψεις του, οὔτε καὶ νὰ γίνη ἀνιαρὸς ἐξ αἰτίας τοῦ κορεσμοῦ, τὸν
ὁποῖον τυχὸν θὰ σᾶς ἔφερε.

*** *** ***

Ο Θεὸς ὑπῆρχε μὲν πάντοτε, καὶ ὑπάρχει, καὶ θὰ ὑπάρχη, ἤ, καλύτερα, ὑπάρχει
πάντοτε. Διότι τὸ «ὑπῆρχε» καὶ «θὰ ὑπάρχη», εἶναι τμήματα τοῦ χρόνου καὶ τῆς
φθαρτῆς φύσεώς μας. Ὁ ὅρος ὅμως ‘’ὁ ὑπάρχων» ἐκφράζει τὸ αἰώνιον, καὶ μὲ αὐτὸν
αὐτοτιτλοφορεῖται ὅταν ἐμφανίζεται εἰς τὸν Μωϋσῆ ἐπάνω εἰς τὸ ὅρος (Ἐξ. 3, 14).
Διότι ἔχει συγκεντρώσει καὶ διατηρεῖ ὅλην τὴν »ὕπαρξιν», ἡ ὁποία οὔτε ἄρχισε ποτὲ
οὔτε καὶ θὰ λήξη ποτέ, ὡσὰν κάποιος ἀπέραντος καὶ ἀπεριόριστος ὠκεανὸς οὐσίας, ὁ
ὁποῖος ξεπερνᾶ κάθε ἔννοιαν καὶ τοῦ χρόνου καὶ τῆς φύσεως, καὶ ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νὰ
σκιαγραφηθῆ κάπως μόνον μὲ τὸν νοῦν.

Καὶ ἀπὸ αὐτὸν πάλιν μόνον πολὺ ἀμυδρὰ καὶ περιωρισμένα, ὄχι ἀπὸ τὴν οὐσίαν του ἀλλὰ
ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα βρίσκονται γύρω του, διὰ νὰ σχηματισθῆ ἀπὸ τὴν συγκέντρωσιν τῶν
διαφόρων ἐξωτερικῶν φαινομένων μία κάποια εἰκόνα τῆς ἀληθείας ἡ ὁποία χάνεται
προτοῦ προλάβωμεν νὰ τὴν κρατήσωμεν, καὶ ἐξαφανίζεται προτοῦ ἠμπορέσωμεν νὰ τὴν
συλλάβωμεν μὲ τὸν νοῦν.

Ἡ εἰκόνα δὲ αὐτὴ λάμπει εἰς τὸν νοῦν μας, καὶ μάλιστα μόνον ὅταν αὐτὸς εἶναι
καθαρός, ὅπως ἡ ἀστραπὴ ἡ ὁποία διαρκεῖ ἐλάχιστα. Νομίζω δὲ (ὅτι γίνεται αὐτὸ) ἀπὸ
τὴν μία μεριὰ μὲν διὰ νὰ προσελκύη μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἠμπορεῖ νὰ γίνη κατανοητὸν
(διότι τὸ τελείως ἀκατανόητον ἀπογοητεύει καὶ ἐξουδετερώνει κάθε διάθεσιν
προσεγγίσεως), ἀπὸ τὴν ἄλλην δὲ, διὰ νὰ προκαλῆ τὸν θαυμασμὸν μὲ τὸ ἀκατανόητον.μὲ
τὸν θαυμασμὸν νὰ δημιουργῆ περισσότερον πόθον, μὲ τὸν πόθον νὰ καθαρίζη καὶ μὲ τὴν
κάθαρσιν νὰ κάνη τὸν νοῦν μας θεόμορφον.

Ἀφοῦ γίνωμεν δὲ τέτοιοι, τολμῶ νὰ τὸ εἴπω, νὰ συναναστρεφώμεθα μὲ τὸ Θεῖον ὡσὰν


συγγενεῖς. Ὁ Θεὸς νὰ ἑνώνεται καὶ νὰ ἐπιτρέπη νὰ Τὸν γνωρίσουν θεοί, καὶ μάλιστα
τόσον πολύ, ὅσον γνωρίζει κι ὄλας ἐκείνους τοὺς ὁποίους γνωρίζει. Εἶναι λοιπὸν
ἄπειρον τό θεῖον καὶ δυσκολονόητον.

Τὸ μόνον δὲ τὸ ὁποῖον εἶναι κατανοητὸν ἀπʹ αὐτὸ, εἶναι τό ὅτι εἶναι ἄπειρον, ἔστω
καὶ ἂν θὰ νομίζη κάποιος ὅτι εἶναι ἁπλῆς φύσεως ἤ καθʹ ὁλοκληρίαν ἀκατανόητον, ἤ
τελείως κατανοητόν. Διότι πῶς θὰ ἐπιθυμήσωμεν κάποιον ὁ ὁποῖος εἶναι ἁπλὸς ἀπὸ τὴν
φύσιν του; Ἡ ἁπλότης λοιπὸν δὲν ἀποτελεῖ τὴν φύσιν του, ὅπως καὶ εἰς τὰ σύνθετα τὴν
φύσιν των δὲν ἀποτελεῖ μόνον τὸ ὅτι εἶναι σύνθετα.

*** *** ***

Επειδή δὲ τὸ ἄπειρον ἐξετάζεται ἀπὸ δύο πλευρᾶς, ἀπὸ τὴν ἀρχὴν δηλαδὴ καὶ τὸ τέλος
(διότι ὅ,τι ξεπερνᾶ τὰ ὅρια αὐτὰ καὶ δὲν περιορίζεται μέσα σʹ αὐτὰ εἶναι ἄπειρον),
ὅταν μὲν στραφῆ ὁ νοῦς πρὸς τὸ οὐράνιον βάθος, ἐπειδὴ δὲν ἔχει ποὺ νὰ σταθῆ διὰ νὰ
στηρίξη τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀντιλαμβάνεται τὸν Θεόν, ὀνομάζει τὸ
ἄπειρον καὶ τὸ ἀδιέξοδόν τό ὁποῖον προκύπτει ἀπὸ αὐτὰ ἄναρχον. Ὅταν δὲ στραφῆ πρὸς
τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ μέλλοντα, τὸ ὀνομάζει ἀθάνατον καὶ ἄφθαρτον.
Ὅταν δὲ ἐξετάση τὰ πάντα, τὸ ὀνομάζει αἰώνιον. Διότι αἰὼν δὲν εἶναι οὔτε χρόνος,
οὔτε κάποιο τμῆμα τοῦ χρόνου (διότι δὲν μετρᾶται). Ἀλλὰ ὅ,τι εἶναι δὶ ἠμᾶς ὁ
χρόνος, ὁ ὁποῖος μετρᾶται μὲ τὴν περιφορὰν τοῦ ἡλίου, αὐτὸ εἶναι διὰ τὰ αἰώνια ὁ
αἰών, ὁ ὁποῖος ἐπεκτείνεται μαζὶ μὲ τὰ ὄντα, ὡσὰν κάποιο χρονικὸ κίνημα καὶ
διάστημα.

Εἰς αὐτὰ λοιπὸν ἃς ἀρκεσθῆ ἡ τωρινή μου φιλοσοφικὴ ἐνασχόλησις μὲ τὸν Θεόν. Διότι
δὲν ὑπάρχει χρόνος διʹ αὐτά, ἐπειδὴ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔχομεν νὰ ἐξετάσωμεν εἶναι ἡ
οἰκονομία καὶ ὄχι ἡ θεολογία. Ὅταν δὲ εἴπω Θεόν, ἐννοῶ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ ἡ θεότης οὔτε διαχέεται πέρα ἂπ αὐτά, διὰ νὰ μὴν παραδεχθῶμεν
πολλοὺς θεούς, οὔτε περιορίζωνται εἰς ἕνα ἀπʹ αὐτά, διὰ νὰ μὴν κατηγορηθῶμεν ὅτι
δεχόμεθα πτωχὴν θεότητα, καὶ νὰ μὴν μᾶς εἴπουν εἴτε ἰουδαΐζοντας ἐξ αἰτίας τῆς
μονοθείας, εἴτε ἐλληνίζοντας ἐξ αἰτίας τῆς πολυθείας.

Διότι καὶ εἰς τὰ δύο ὑπάρχει τὸ ἴδιον κακόν, ἔστω καὶ ἂν εὑρίσκεται μέσα εἰς
ἀντίθετα πράγματα. Ἔτσι λοιπὸν τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, τὰ ὁποῖα δὲν ἀποκαλύπτονται οὔτε
εἰς τὰ ἴδια τὰ Σεραφείμ, καὶ τὰ ὁποῖα δοξάζονται μὲ τὸν Τρισάγιον ὕμνον (βλ. Ἡσ. 6,
2 ε.), συγκεντρώνονται εἰς μίαν ἀρχὴν καὶ μίαν Θεότητα, πράγμα τὸ ὁποῖον ἔχει
ἐξετάσει κατὰ τρόπον ἄριστον καὶ ὑψηλὸν καὶ κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς πρὶν ἀπὸ ἠμᾶς.

*** *** ***

Επειδή ὅμως δὲν ἦτο τοῦτο ἀρκετὸν εἰς τὴν ἀγαθότητα, τὸ νὰ κινῆται μόνον μὲ τὴν
σκέψιν της, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ διασκορπισθῆ τὸ ἀγαθὸν καὶ νὰ ἐξαπλωθῆ, εἰς τρόπον ὥστε
νὰ γίνουν περισσότερά τα εὐεργετούμενα (διότι αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν τῆς ἀπείρου
ἀγαθότητος), κὰτ ἀρχὴν μὲν δημιουργεῖ μὲ τὴν σκέψιν τοὺς ἀγγέλους καὶ τὰς οὐρανίας
δυνάμεις.
Καὶ ἡ σκέψις τῆς γίνεται ἔργον, τὸ ὁποῖον συμπληρώνεται ἀπὸ τὸν Λόγον καὶ
ὁλοκληρώνεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Καὶ ἔτσι ἐδημιουργήθησαν δεύτεραι λαμπρότητες,
ὑπηρέται τῆς πρώτης λαμπρότητος, τὰς ὁποίας πρέπει νὰ θεωρήσωμεν εἴτε νοερὰ
πνεύματα, εἴτε πῦρ, κατὰ κάποιον τρόπον, ἄϋλον καὶ ἀσώματον, εἴτε ὡς κάποιαν ἄλλην
φύσιν, ἡ ὁποία νὰ ταιριάζη ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον πρὸς τὰ λεχθέντα. Θέλω μὲν
νὰ εἴπω ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ κινηθοῦν πρὸς τὸ κακόν, καὶ ὅτι μόνον πρὸς τὸ καλὸν
ἠμποροῦν νὰ βαδίσουν, ἐπειδὴ εὑρίσκονται γύρω ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ φωτίζονται πρῶται ἂπ
Αὐτὸν (διότι ὁ φωτισμὸς τῶν ἐπιγείων ἀποτελεῖ δεύτερον φωτισμόν).

Μὲ ἀναγκάζει ὅμως νὰ θεωρήσω καὶ νὰ εἴπω, ὅτι δὲν εἶναι ἀκίνητοι ἀλλὰ μόνον
δυσκίνητοι, ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ὁποῖος ὠνομάσθη ἔτσι ἐξ αἰτίας τῆς λαμπρότητός του(βλ.
Ἡσ. 14, 12) καὶ ὁ ὁποῖος ἔγινε σκοτάδι ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφάνειάς του, καὶ αἳ
δυνάμεις αἳ ὁποῖαι ἀπεστάλησαν ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν του, αἳ ὁποῖαι ἐδημιούργησαν τὸ
κακὸν μὲ τὴν ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τὸ καλὸν καὶ τὸ ἐπροκάλεσαν καὶ εἰς ἠμᾶς.

*** *** ***

Έτσι λοιπὸν καὶ διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἐδημιουργήθη ὓπ Αὐτοῦ ὁ νοητὸς κόσμος, εἰς
τρόπον ὥστε νὰ ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ ἐξετάζω τὰ πράγματα αὐτά, καταμετρῶν μὲ τὸν μικρὸν
λόγον μεγάλα πράγματα.
Ἐπειδὴ δὲ τὰ πρῶτα ἤσαν καλὰ (Γέν. κέφ. 1) δὶ Αὐτόν, ἐννοεῖ (καὶ δημιουργεῖ)
δεύτερον κόσμον, ὑλικὸν καὶ ὁρατὸν ( αὐτὸς δὲ ὁ κόσμος εἶναι τὸ ὀργανωμένον σύστημα
καὶ σύνολον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ τῶν μεταξὺ αὐτῶν εὑρισκομένων, ἀξιέπαινον
μὲν διὰ τὴν τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, ἀλλὰ ἀκόμη πιὸ ἀξιέπαινον ἐξ αἰτίας
τοῦ ταιριάσματος καὶ τῆς ἁρμονίας ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἂπ΄ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα
ταιριάζουν τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ ὅλα μεταξύ των, διὰ νὰ συμπληρώσουν ἕνα ἁρμονικὸν
σύνολον), διὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι ἠμπορεῖ νὰ φέρη εἰς τὴν ὕπαρξιν ὄχι μόνον φύσιν
ὁμοίαν πρὸς Αὐτὸν ἀλλὰ καὶ τελείως διαφορετικὴν ἀπὸ Αὐτόν.

Διότι εἶναι μὲν ὅμοια πρὸς τὴν Θεότητα τὰ πνευματικὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα γίνονται
ἀντιληπτὰ μόνον μὲ τὸν νοῦν, ἀλλὰ ταυτοχρόνως εἶναι τελείως διαφορετικά τα ὄντα τὰ
ὁποῖα γίνονται ἀντιληπτὰ μὲ τὰς αἰσθήσεις, καὶ ἀκόμη περισσότερον διαφορετικὰ ἂπ
αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶναι τελείως ἄψυχα καὶ ἀκίνητα.

*** *** ***

Ο νοῦς μὲν λοιπὸν καὶ ἡ αἴσθησις, τὰ ὁποῖα διεχωρίσθησαν κὰτ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸ
ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, παρέμειναν τὸ καθένα μέσα εἰς τὴν φύσιν των καὶ ἔφεραν ἐντός των
τὸ μεγαλεῖον του δημιουργοῦ Λόγου, σιωπηλοὶ ἐγκωμιασταὶ καὶ μεγαλόφωνοι κήρυκες τοῦ
μεγαλουργήματος.
Δὲν ὑπῆρχε δὲ ἀκόμα κράμα καὶ ἀπὸ τὰ δύο, οὔτε κάποια ἕνωσις τῶν ἀντιθέτων, δεῖγμα
ἀνωτέρας σοφίας καὶ τῆς ποικιλίας τῶν φύσεων, οὔτε ἦτο γνωστὸς ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς
ἀγαθότητος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ δημιουργὸς Λόγος αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πράγμα ἤθελε νὰ δείξη, καὶ
νὰ παρουσιάση ἕνα ὃν ἀπὸ τὴν ἕνωσιν καὶ τῶν δύο (της ἀοράτου δηλαδὴ καὶ τῆς ὁρατῆς
φύσεως), ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον.

Καὶ ἀφοῦ ἔλαβε μὲν ἀπὸ τὴν ὕλην, ἡ ὁποία ὑπῆρχεν ἤδη, τὸ σῶμα, καὶ ἀφοῦ ἔβαλεν εἰς
αὐτὸ τὴν πνοὴν τοῦ (τὴν ὁποίαν ὁ λόγος ὁρίζει ὡς νοερᾶν ψυχὴν καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ),
τὸν ἔστησεν ἐπὶ τῆς γῆς ὡσὰν ἄλλον κόσμον, κατὰ κάποιον τρόπον, μεγάλον μέσα εἰς
τὴν μικρότητά του, ὡσὰν ἄλλον ἄγγελον, ὡσὰν μικρὸν προσκυνητήν, φύλακα τῆς ὁρατῆς
κτίσεως καὶ ἱερουργὸν τῆς ἀοράτου, βασιλέα τῶν εὑρισκομένων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ
κυβερνώμενον ταυτοχρόνως ἀπὸ τὸν Οὐρανόν, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, προσωρινὸν καὶ
ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ ἐννοούμενον, εὐρισκόμενον εἰς τὸ μέσον μεταξὺ μεγαλείου καὶ
ταπεινότητος.τὸν ἴδιον πνεῦμα καὶ σάρκα.

Πνεῦμα πρὸς χάριν του, καὶ σάρκα διὰ νὰ ἠμπορῆ νὰ ἐξυψώνεται. Τὸ μὲν ἕνα διὰ νὰ ζῆ
καὶ νὰ δοξάζη τὸν Εὐεργέτην, τὸ δὲ ἄλλο διὰ νὰ ὑποφέρη, νὰ ἐνθυμῆται καὶ νὰ
διαπαιδαγωγῆται ἀπὸ τὸ πάθος του, ἐπιδιώκων νὰ ἀνυψωθῆ πρὸς τὸ μεγαλεῖον. Ὃν τὸ
ὁποῖον διαμένει μὲν εἰς τὴν γῆν, ἀλλὰ μεταβαίνει εἰς ἄλλον κόσμον, καὶ ὡσὰν τέλος
τοῦ μυστηρίου γίνεται θεὸς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν του πρὸς Αὐτόν.

Διότι εἰς αὐτό, κατὰ τὴν γνώμην μου, ὁδηγεῖ ἡ μετρία λάμψις τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία
παρουσιάζεται εἰς τὴν γῆν, εἰς τὸ νὰ ἴδωμεν δηλαδὴ καὶ νὰ αἰσθανθῶμεν τὴν
λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀνταξία πρὸς Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος μᾶς συνέθεσε, καὶ
ὁ Ὁποῖος θὰ μᾶς διαλύση καὶ θὰ μᾶς συνθέση πάλιν κατὰ τρόπον ἀκόμη πιὸ ἔνδοξον.

*** *** ***

Και τὸν ἐτοποθέτησεν εἰς τὸν Παράδεισον (ὅποιος καὶ ἂν ἦτο ὁ Παράδεισος αὐτός),
ἀφοῦ τὸν ἐτίμησε μὲ τὸ αὐτεξούσιον, διὰ νὰ ἀνήκη τὸ ἀγαθὸν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θὰ
τὸ ἐπιλέξη ὄχι ὀλιγώτερον ἀπὸ ὅσον εἰς Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὰ σπέρματα τοῦ
ἀγαθοῦ, τὸν ἔκαμε γεωργὸν ἀθανάτων φυτῶν, δηλαδὴ τῶν θείων ἐννοιῶν, καὶ τῶν
ἁπλουστέρων καὶ τῶν τελειοτέρων, γυμνὸν ἐξ αἰτίας τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς χωρὶς
πονηρίαν ζωῆς, καὶ χωρὶς κανένα κάλυμμα καὶ πρόβλημα. Διότι τέτοιος ἔπρεπε νὰ εἶναι
ὁ πρῶτος ἄνθρωπος.
Καὶ τοῦ δίδει τὸν νόμον ὡς ἀντικείμενον τοῦ αὐτεξουσίου. Ὁ δὲ νόμος ἦτο ἡ ἐντολὴ
ἀπὸ ποία φυτὰ ἠμποροῦσε νὰ φάγη καὶ ποία δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀγγίξη. Εἰς αὐτὰ δὲ ἀνῆκε
τὸ δένδρον τῆς γνώσεως, τὸ ὁποῖον οὔτε ἐφυτεύθη ἀπὸ τὴν ἀρχὴν μὲ κακὸν σκοπόν, οὔτε
ἀπηγορεύθη ἀπὸ φθόνον (ἃς μὴ φθάσουν μέχρις ἐκεῖ αἳ γλῶσσαι τῶν ἐχθρῶν του Θεοῦ,
καὶ ἃς μὴν μιμηθοῦν τὸν ὄφιν!), ἂλλ ἦτο μὲν καλὸν ἐὰν τὸ ἐδοκίμαζε κανεὶς εἰς τὸν
κατάλληλον καιρὸν (διότι τὸ δένδρον, κατὰ τὴν ἄποψίν μου, ἦτο ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, τὴν
ὁποίαν ἠμποροῦσαν νὰ πλησιάσουν χωρὶς νὰ κινδυνεύουν μόνον ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶχαν
τελειοποιηθῆ μὲ τὴν ἄσκησιν), ἀλλὰ δὲν ἦτο καλὸν διὰ τοὺς ἀδοκιμάστους ἀκόμη καὶ
τοὺς πιὸ λαιμάργους ὡς πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν, ὅπως ἡ σκληρὰ τροφὴ δὲν εἶναι ὠφέλιμος
δὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀκόμη ἀδύνατοι καὶ ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ γάλα.

Ἀφοῦ δὲ ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου τοῦ διαβόλου καὶ τῆς παρακινήσεως τῆς γυναικός, ἡ
ὁποία ὑπέκυψε σὰν πιὸ ἀδύνατη καὶ τὸν παρεκίνησε καὶ αὐτὸν σὰν ἡ πιὸ κατάλληλη δὶ
αὐτὸ (ἀλλοίμονον εἰς τὴν ἀδυναμίαν μου! διότι ἡ ἀδυναμία τοῦ προπάτορος εἶναι καὶ
ἰδική μου), ἐλησμόνησε μὲν τὴν ἐντολήν, ἡ ὁποία τοῦ εἶχε δοθῆ. Ἐνικήθη ἀπὸ τὴν
προσωρινὴν γευστικὴν δοκιμὴν καὶ ἔτσι ἐξεδιώχθη αὐτομάτως ἀπὸ τὸ δένδρον τῆς ζωῆς,
ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐξ αἰτίας τῆς κακίας του, καὶ ἐνεδύθη μὲ
δερμάτινα ἐνδύματα (πιθανὸν μὲ τὴν πιὸ βαρειὰ σάρκα, τὴν φθαρτὴν καὶ ἀντίθετον).

Καὶ ὡσὰν πρώτον ἀποτέλεσμα ἀντιλαμβάνεται τὴν καταισχύνην του καὶ κρύπτεται ἀπὸ τὸν
Θεόν. Κερδίζει, βεβαίως, κάτι ἂπ αὐτό: τὸ ὅτι γίνεται θνητὸς καὶ τὸ ὅτι διακόπτεται
ἡ ἁμαρτία διὰ νὰ μὴν γίνη ἀθάνατόν το κακόν, καὶ ἔτσι ἡ τιμωρία ἀποβαίνει
φιλανθρωπία. Διότι ἐγὼ ἔτσι πιστεύω ὅτι τιμωρεῖ ὁ Θεός.

*** *** ***

Αφού δὲ ἐτιμωρήθη προηγουμένως διὰ τὰ πολλὰ ἁμαρτήματα (ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐφύτρωσεν ἡ


ρίζα τῆς κακίας) ἀπὸ διαφόρους αἰτίας καὶ κατὰ διαφόρους χρόνους, μὲ τὸν λόγον, τὸν
νόμον, τοὺς προφήτας, τὰς εὐεργεσίας, τὰς ἀπειλᾶς, τὰς τιμωρίας, τὰς πλημμύρας, τὰς
πυρκαϊᾶς, τοὺς πολέμους, τὰς νίκας, τὰς ἥττας, τὰ σημεῖα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν , τὰ
σημεῖα ἀπὸ τὸν ἀέρα, τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, μὲ τὰς ἀνελπίστους μεταβολᾶς
ἀνθρώπων, πόλεων καὶ λαῶν, πράγματα τὰ ὁποῖα ἀποσκοποῦσαν εἰς τὸ νὰ ἐξαφανισθῆ ἡ
κακία, ἔχει ἀνάγκην τελικὰ ἀπὸ κάποιο ἰσχυρότερον φάρμακον διὰ τὰς φοβερωτέρας
ἀσθενείας, τὰς ἀδελφοκτονίας δηλαδή, τὰς μοιχείας, τὰς ἐπιορκίας, τὰς ἀνωμάλους
ἐπιθυμίας καὶ τὸ χειρότερον καὶ μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα τα κακά, τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ
τὴν μετατόπισιν τῆς προσκυνήσεως ἀπὸ τὸν δημιουργὸν εἰς τὰ δημιουργήματα.
Ἐπειδὴ δὲ εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ μεγαλυτέραν βοήθειαν, τοῦ δίδεται καὶ τέτοια: Ἦτο δὲ ὁ
ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ περιορισθῆ, ὁ
ἀσώματος, ἡ Ἀρχὴ ἡ προερχομένη ἀπὸ τὴν Ἀρχήν, τὸ Φῶς τὸ προερχόμενον ἐκ τοῦ Φωτός,
ἡ πηγὴ τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς ζωῆς, τὸ ἀντίγραφον τοῦ πρωτοτύπου κάλλους, ἡ
ἀναλλοίωτος σφραγίς, ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών, ὁ ὅρος καὶ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός. Αὐτὸς
εἰσέρχεται εἰς τὴν ἰδίαν τὴν εἰκόνα Του, ἐνδύεται μὲ σάρκα πρὸς χάριν τῆς σαρκὸς
καὶ μὲ ψυχὴν πνευματικὴν πρὸς χάριν τῆς ψυχῆς μου, καθαρίζων ἔτσι τὸ ὅμοιον μὲ τὸ
ὅμοιόν Του.

Καὶ γίνεται κατὰ πάντα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, τέλειος ἄνθρωπος(Ἑβρ. 4, 15).
Γεννηθεῖς μὲν ἀπὸ τὴν Παρθένον, τῆς ὁποίας καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα εἶχε καθαρισθῆ
προηγουμένως ἀπὸ τὸ Πνεῦμα (διότι ἔπρεπε μὲν καὶ νὰ τιμηθῆ ἡ γέννησις, ἀλλὰ καὶ νὰ
προτιμηθῆ ἡ παρθενία), παραμείνας δὲ Θεὸς μετὰ τὴν πρόσληψιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Γενόμενος ἐν ἀπὸ τὰ δύο ἀντίθετα, ἀπὸ τὴν σάρκα δηλαδὴ καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα
τὸ μὲν ἕνα ἔκαμε τὸ ἄλλο Θεόν, ἐνῶ τὸ ἄλλο ἔγινε Θεός. Ὢ πόσον ἀξιοθαύμαστος εἶναι
ἡ νέα ἕνωσις! Ὢ πόσον παράδοξος εἶναι ἡ σύνθεσις! Ὁ ὑπάρχων δημιουργεῖται, ὁ
ἀδημιούργητος πλάθεται, καὶ ὁ ἀπεριόριστος περιορίζεται διὰ μέσου της νοερᾶς ψυχῆς,
ἡ ὁποία μεσιτεύει εἰς τὴν Θεότητα καὶ διὰ μέσου της ὑλικῆς φύσεως τῆς σαρκός.

Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δίδει τὸν πλοῦτον, γίνεται πτωχός.διότι γίνεται πτωχὸς κατὰ τὸ ὅτι
παίρνει τὴν σάρκα μου διὰ νὰ γίνω ἐγὼ πλούσιος μὲ τὴν θεότητά Του. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
εἶναι γεμάτος ἀδειάζει.διότι ἀδειάζει ἀπὸ τὴν δόξαν Τοῦ δὶ ὀλίγον καιρόν, διὰ νὰ
γευθῶ ἐγὼ τὴν πληρότητά Του. Ποῖος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Ποῖον εἶναι τὸ
μυστήριον τὸ ὁποῖον μὲ περιβάλλει;

Ἔλαβα τὴν θείαν εἰκόνα καὶ δὲν τὴν ἐφύλαξα. Παίρνει τὴν σάρκα μου, καὶ διὰ νὰ
διατηρήση τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ κάμη ἀθάνατον τὴν σάρκα. Ἔρχεται εἰς δευτέραν
συνάφειαν πολὺ πιὸ παράδοξον ἀπὸ τὴν πρώτην, καθόσον, τότε μὲν ἔδωσε τὸ καλύτερον,
τώρα δὲ παίρνει τὸ χειρότερον. Αὐτὸ εἶναι ἀκόμη πιὸ ταιριαστὸν εἰς τὸν Θεόν, αὐτὸ
εἶναι, δὶ ὅσους διαθέτουν κρίσιν, ἀκόμη πιὸ ὑψηλόν.

*** *** ***

«Ἀλλὰ τί μᾶς ἐνδιαφέρουν αὐτά;», θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἴπη κάποιος ἀπὸ τοὺς πολὺ
φιλεόρτους καὶ ἐνθουσιώδεις πιστούς. «Σπηρούνισε τὸ πουλάρι, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ
τέρμα». «Μίλησέ μας διὰ τὴν ἑορτὴν καὶ δὶ ἐκεῖνα διὰ τὰ ὁποῖα ἔχομεν συγκεντρωθῆ
σήμερα».
Αὐτὸ λοιπὸν καὶ θὰ κάμω, ἔστω καὶ ἂν ἄρχισα κάπως ἀπὸ ὑψηλότερα πράγματα, ἐπειδὴ μὲ
παρακινοῦσε ὁ πόθος καὶ μὲ παρέσυρεν ἡ ρύμη τοῦ λόγου. Δὲν θὰ ἦτο δὲ ἴσως ἄσχημον
διὰ τοὺς φιλομαθεῖς καὶ φιλοκάλους νὰ ἐξετάσωμεν δὶ ὀλίγων τα σχετικὰ μὲ τὴν ἰδίαν
τὴν ὀνομασίαν τοῦ Πάσχα. Κάτι τέτοιο δὲν θὰ ἀποτελοῦσε ἄσχημον ἐμπειρίαν διὰ τὴν
ἀκοήν μας. Τὸ Πάσχα αὐτό, τὸ μέγα καὶ ἀξιοσέβαστον, ἀποκαλεῖται ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους
Φάσκα σύμφωνα μὲ τὴν γλώσσαν των.

Ἡ ὀνομασία δὲ αὐτὴ σημαίνει τὸ πέρασμα, ἱστορικῶς μὲ τὴν φυγὴν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ
τὴν μετανάστευσιν εἰς τὴν γῆν Χαναᾶν, πνευματικῶς δὲ τὴν ἀνάβασιν καὶ τὴν πρόοδον
ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Ἐκεῖνο δὲ τὸ ὁποῖον ἔχομεν
ἴδει νὰ συμβαίνη εἰς πολλὰ σημεῖα τῆς Γραφῆς, τὸ νὰ μεταπλάθωνται δηλαδὴ ὠρισμένα
ὀνόματα ἀπὸ μίαν κάπως ἀσαφῆ ἔννοιαν εἰς κάποιαν σαφεστέραν, ἡ ἀπὸ μίαν κάπως
τραχείαν εἰς κάποιαν πιὸ εὐπρεπῆ, τὸ βλέπομεν νὰ συμβαίνη καὶ ἐδῶ.

Διότι, ἐπειδὴ ὠρισμένοι ἐνόμισαν ὅτι τὸ «φάσκα» ἀποτελοῦσε τὴν ὀνομασίαν τοῦ
σωτηρίου πάθους, ἀφοῦ ἐξελλήνισαν ἐν συνεχεία τὴν ὀνομασίαν, συμφώνως πρὸς τὴν
μεταβολὴν τοῦ φῖ εἰς πῖ καὶ τοῦ κάππα εἰς χῖ, ἀπεκάλεσαν τὴν ἡμέραν Πάσχα. Ἀφοῦ δὲ
παρέλαβεν ἡ συνήθεια τὴν ὀνομασίαν, τὴν ἰσχυροποίησεν ἀκόμη περισσότερον, ἐπειδὴ ἡ
ἀκοὴ τῶν πολλῶν ἀποδέχεται μὲ περισσοτέραν εὐχαρίστησιν τὴν ὀνομασίαν αὐτὴν ὡς πιὸ
εὐσεβῆ.

*** *** ***

Ο θεῖος μὲν λοιπὸν Ἀπόστολος ἀπεφάνθη πρὶν ἀπὸ ἠμᾶς ὅτι ὁλόκληρος ὁ νόμος εἶναι
σκιὰ τῶν μελλόντων(Κόλ. 2, 17) καὶ ἐκείνων τὰ ὁποῖα γίνονται ἀντιληπτὰ ἀπὸ τὴν
ψυχὴν καὶ τὴν διάνοιαν. Ἐπίσης καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀπόστολον
εἶχεν ἐμφανισθῆ εἰς τὸν Μωϋσῆ ὅταν ἔδιδε τὸν νόμον γύρω ἂπ αὐτὰ τὰ πράγματα.
Διότι λέγει: «Φρόντισε νὰ κάνης τὰ πάντα συμφώνως πρὸς τὸν τύπον ὁ ὁποῖος σου
ὑπεδείχθη εἰς τὸ ὅρος», ἐμφανίζων ἔτσι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔβλεπεν ὁ Μωϋσῆς ὡσὰν
σκιαγράφησιν, τρόπον τινά, καὶ προτύπωσιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα δὲν ἐφαίνοντο. Καὶ
πιστεύω ὅτι τίποτε δὲν ἔχει διαταχθῆ εἰς τὴν τύχην, οὔτε χωρὶς λογικὴν αἰτίαν, οὔτε
κατὰ τρόπον ταπεινόν, οὔτε κατὰ τρόπον ἀνάξιον πρὸς τὴν νομοθεσίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν
ὑπηρεσίαν τοῦ Μωϋσέως, ἔστω καὶ ἂν εἶναι δύσκολον νὰ εὑρεθῆ τὸ πνευματικὸν
στοιχεῖον τὸ ὁποῖον ἀντιστοιχεῖ εἰς κάθε μίαν ἀπὸ τὰς σκιᾶς ὅταν τὰς ἐξετάσωμεν
λεπτομερῶς, δηλαδὴ τὰ ὅσα ἔχουν νομοθετηθῆ σχετικὰ μὲ τὴν ἰδίαν τὴν σκηνήν, τὰς
διαστάσεις της, τὰ ὑλικὰ κατασκευῆς της, τοὺς Λευίτας καὶ λειτουργούς, οἱ ὁποῖοι τὰ
βαστάζουν, καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὰς θυσίας, μὲ τοὺς καθαρισμοὺς καὶ μὲ τὰς προσφορᾶς.
Γίνονται δὲ αὐτὰ κατανοητὰ μόνον ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ὁμοιάζουν ὡς πρὸς τὴν
ἀρετὴν εἰς τὸν Μωϋσῆ, ἡ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν παραπλησίαν πρὸς αὐτὸν μόρφωσιν.
Ἐπειδὴ καὶ εἰς τὸ ἴδιο το ὅρος ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἂφ ἑνὸς μὲν
καταβαίνων ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ὑψηλήν του θέσιν, ἂφ ἑτέρου δὲ ἀνυψώνων ἠμᾶς ἀπὸ τὴν
γηίνην ταπείνωσιν, διὰ νὰ εἰσέλθη κάπως καὶ ὅσον εἶναι ἀσφαλὲς Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν
ἠμπορεῖ νὰ περιορισθῆ εἰς τὴν θνητὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.

Διότι δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν κὰτ ἄλλον τρόπον νὰ κατανοήση τὸν Θεὸν τὸ ὑλικὸν σῶμα καὶ
ὁ δέσμιος εἰς τὴν ὕλην νοῦς, ἐὰν δὲν βοηθηθῆ. Τότε λοιπὸν δὲν φαίνεται ὅτι ὅλοι
ἔχουν ἀξιωθῆ νὰ εὐρίσκωνται εἰς τὴν ἰδίαν τάξιν καὶ στάσιν, ἀλλὰ ἄλλος μὲν εἶναι
ἄξιος διὰ τὴν μίαν ἄλλος δὲ διὰ τὴν ἄλλην, ἀναλόγως, ὅπως νομίζω, πρὸς τὴν
καθαρότητά του ὁ καθένας. Ἄλλοι δέ, ὅσοι εἶναι ὅμοιοι μὲ τὰ θηρία ὡς πρὸς τὴν
συμπεριφορὰν καὶ ἀνάξιοι διὰ τὰ θεία μυστήρια, ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ὁλότελα καὶ τὸ
μόνον τὸ ὁποῖον τοὺς ἐπιτρέπεται εἶναι νὰ ἀκούουν τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ.

*** *** ***

Ημείς ὅμως, ἀκολουθοῦντες τὴν μέσην ὁδὸν μεταξὺ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὁλότελα
ὑλικὴν διάνοιαν καὶ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι εἶναι πολὺ θεωρητικοὶ καὶ προηγμένοι εἰς τὰ
πνευματικά, διὰ νὰ μὴν μένωμεν οὔτε ἐντελῶς ἄπρακτοι καὶ ἀκίνητοι, διὰ νὰ μὴν
γίνωμεν ἀνάξιοι καὶ ξένοι δὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μᾶς προσφέρονται (διότι τὸ μὲν πρώτον
εἶναι κατὰ κάποιον τρόπον Ἰουδαϊκὸν καὶ ἀνάξιον, τὸ δὲ ἄλλο ἴδιον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι
μαντεύουν ἀπὸ τὰ ὄνειρα, καὶ τὰ δύο δὲ ἐξ ἴσου κατακριτέα), ἔτσι ἃς ὁμιλήσωμεν διὰ
τὰ πράγματα αὐτά, κατὰ τρόπον δηλαδὴ προσιτὸν πρὸς ἠμᾶς καὶ ὄχι πολὺ παράδοξον καὶ
καταγέλαστον εἰς τοὺς πολλούς.
Διότι νομίζομεν ὅτι, ἐπειδὴ ἐπέσαμεν ἂπ ἀρχῆς ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας καὶ
παρεσύρθημεν ἀπὸ τὴν ἡδονὴν καὶ ἐφθάσαμεν μέχρι τοῦ νὰ γίνωμεν εἰδωλολάτραι καὶ νὰ
κάνωμεν αἰσχρᾶς θυσίας, ἔπρεπε νὰ συνέλθωμεν πάλιν καὶ νὰ ἐπιστρέψωμεν εἰς τὴν
πρώτην κατάστασιν διὰ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς ἠμῶν, ὁ ὁποῖος δὲν
ἀνείχετο νὰ ζημιωθῆ τόσον τὸ ἔργον τῆς χειρός Του, ὁ ἄνθρωπος.

Πῶς λοιπὸν πρέπει νὰ ἀναπλασθῶμεν καὶ τί νὰ γίνωμεν; Πρέπει μὲν νὰ ἀποδοκιμασθῆ ἡ


αὐστηρὰ θεραπεία, ἐπειδὴ δὲν ἠμπορεῖ οὔτε νὰ πείση οὔτε νὰ κτυπήση τὸ κακόν, τὸ
ὁποῖον ἔχει γίνει δευτέρα φύσις ἀπὸ τὴν συνήθειαν, νὰ χρησιμοποιηθῆ δὲ ἡ ἐπιεικὴς
καὶ φιλάνθρωπος μέθοδος τῆς θεραπείας, διὰ νὰ ἐπιτευχθῆ ἡ διόρθωσις.

Διότι οὔτε βλαστὸς ὁ ὁποῖος ἔχει κυρτώσει δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀντέξη τὴν ἀπότομον
εὐθυγράμμισιν καὶ τὴν βίαν τῆς χειρὸς ἡ ὁποία προσπαθεῖ νὰ τὸν εὐθυγραμμίση
(εὐκολώτερα μὲν λοιπὸν θὰ ἠμποροῦσε νὰ σπάση παρὰ νὰ διορθωθῆ), οὔτε καὶ εὐέξαπτον
καὶ ἡλικιωμένον ἄλογον, θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀνεχθῆ τὴν ἐξουσίαν τοῦ χαλινοῦ, χωρὶς
κάποιο καλόπιασμα καὶ χαϊδευτικὸν κάλεσμα.

Διὰ τοῦτο μᾶς ἔχει δοθῆ ὡς βοηθὸς ὁ νόμος, σὰν ἕνα περιτείχισμα μεταξύ του Θεοῦ καὶ
τῶν εἰδώλων, ἂφ ἑνὸς μὲν διὰ νὰ μᾶς ἐπαναφέρη εἰς τὸν Θεόν. Καὶ συγχωρεῖ ὠρισμένα
πράγματα εἰς τὴν ἀρχήν, διὰ νὰ ἐπιτύχη τὸ πιὸ σπουδαῖον. Συγχωρεῖ κὰτ ἀρχὴν τὰς
θυσίας, διὰ νὰ ἐγκαταστήση μέσα μας τὸν Θεόν. Ἔπειτα ὅμως, ὅταν φθάση ὁ κατάλληλος
καιρός, θὰ καταργήση καὶ τὰς θυσίας, θὰ μᾶς ἀλλάξη κατὰ τρόπον σοφὸν μὲ τμηματικᾶς
μεταβολᾶς καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήση εἰς τὸ Εὐαγγέλιον, ἀφοῦ θὰ εἴμεθα ἤδη προετοιμασμένοι
νὰ τὸ ἀκολουθήσωμεν πειθήνια.

*** *** ***

Έτσι μὲν λοιπὸν καὶ διὰ τὸν λόγον αὐτὸν μας ἐδόθη ὁ γραπτὸς νόμος, ὁ ὁποῖος μᾶς
ὁδηγεῖ εἰς τὸν Χριστόν, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῶν θυσιῶν, ὅπως πιστεύω ἐγώ. Διὰ
νὰ μὴν ἀγνοῆς δὲ τὸ βάθος τῆς σοφίας καὶ τὸν πλοῦτον τῶν ἀνεξιχνίαστων κριμάτων τοῦ
Θεοῦ, δὲν ἄφησεν οὔτε αὐτᾶς τὰς θυσίας τελείως ἀνιέρους καὶ ἀτελεσφόρους οὔτε νὰ
ἔχουν μόνον τὴν σημασίαν τοῦ ἁπλοῦ αἵματος, ἀλλὰ εἰς τὰς νομικᾶς θυσίας ἔχει
ἀναμιχθη τὸ ἀθυσίαστον, ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν πρώτην φύσιν του, σφάγιον , διὰ νὰ τὸ
εἴπω ἔτσι, τὸ ὁποῖον δὲν καθαρίζει μόνον μικρὸν μέρος τῆς οἰκουμένης οὔτε δὶ ὀλίγον
μόνον χρόνον, ἀλλὰ καθαρίζει ὁλόκληρον τὸν κόσμον καὶ μάλιστα εἰς τοὺς αἰώνας.
Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν λαμβάνεται ὡς σφάγιον ἂφ ἑνὸς μὲν πρόβατον(Ἐξ. 12, 3 ἐ.), λόγω
τῆς ἀθωότητός του καὶ τοῦ ὅτι ἀποτελοῦσε τὸ ἔνδυμα τῆς ἀρχαίας γυμνότητος (διότι
τέτοιο ἦτο τὸ σφάγιον τὸ ὁποῖον ἐθυσιάσθη πρὸς χάριν μας, τὸ ὁποῖον καὶ εἶναι καὶ
ὀνομάζεται ἔνδυμα ἀφθαρσίας), ἂφ ἑτέρου δὲ ἀρτιμελές, ὄχι μόνον λόγω τῆς Θεότητος,
ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν ὑπάρχει τίποτε τελειότερον, ἀλλὰ καὶ λόγω τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ
ὁποία προσελήφθη καὶ ἐχρίσθη ἀπὸ τὴν Θεότητα καὶ ἡ ὁποία ἔγινεν ὁμοία μὲ ἐκεῖνο τὸ
ὁποῖον τὴν εἶχε χρίσει, καὶ τολμῶ νὰ τὸ εἴπω, ὁμοία μὲ τὸν Θεόν.

Λαμβάνεται δὲ πρόβατον ἄρρεν ἐπειδὴ προσφέρεται ὑπὲρ τοῦ Ἀδάμ, ἡ καλύτερα, ἐπειδὴ
τὸ πιὸ σταθερὸν προσφέρεται ὑπὲρ τοῦ σταθεροῦ, ἐκείνου ὁ ὁποῖος ὑπέκυψε πρῶτος εἰς
τὴν ἁμαρτίαν, ἡ τέλος, ἐπειδὴ δὲν φέρει ἐπάνω του κανένα θηλυκὸν καὶ ἀδύνατον
χαρακτηριστικὸν καὶ ἐπειδὴ ἀπεσπάσθη βιαίως ἀπὸ τοὺς παρθενικοὺς καὶ μητρικοὺς
δεσμοὺς καὶ ἐγεννήθη ἄρρεν ἀπὸ τὴν προφήτιδα, ὅπως ὑπόσχεται ὁ Ἠσαίας(Ἡσ. 8, 3).

Ἑνὸς ἔτους δὲ ὡσὰν ἥλιον δικαιοσύνης ἡ προερχόμενον ἂπ αὐτὸν ἡ περιοριζόμενον ἀπὸ


ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον φαίνεται καὶ ἐπανερχόμενον εἰς τὸν ἐαυτόν του, τὸ ὁποῖον
εὐλογεῖται ὡς στέφανος ἀγαθότητος(Ψάλμ. 64, 12) καὶ εἶναι ἀπὸ ὄλας τὰς πλευρᾶς ἴσον
καὶ ὅμοιον πρὸς τὸν ἐαυτόν του, ὄχι μόνον δὲ διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ
δίδει ζωὴν εἰς τὸν κύκλον τῶν ἀρετῶν, αἳ ὁποῖαι ἀναμιγνύονται καὶ
ἀλληλοσυμπληρώνονται συμφώνως πρὸς τὸν νόμον τῆς φιλίας καὶ τῆς ἁρμονίας.

Καθαρὸν δὲ καὶ γνήσιον, ἐπειδὴ θεραπεύει ἀπὸ τὰς κατηγορίας καὶ ἀπὸ τὰ ἐλαττώματα
καὶ τοὺς μολυσμοὺς τῆς κακίας. Διότι ἂν καὶ ἐσήκωσε τὰς ἁμαρτίας μας καὶ ἐβάστασε
τὰς ἀσθενείας μας (Ἡσ. 53, 4), ὁ Ἴδιος δὲν ἔπαθε τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἔχουν
ἀνάγκην θεραπείας. Διότι ἐδοκιμάσθη κὰθ ὅλα ὅπως καὶ ἠμεῖς, ἀλλὰ παρέμεινεν
ἀναμάρτητος(Ἑβρ. 4, 15), ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατεδίωξε τὸ φῶς τὸ ὁποῖον φωτίζει
εἰς τὸ σκότος(Ἰω. 1, 5), δὲν κατώρθωσε νὰ τὸν νικήση.

*** *** ***

Τι ἀκόμη; Εἰσάγεται μὲν ὁ πρῶτος μήνας, η, καλύτερα, ἡ ἀρχὴ τῶν μηνῶν(Ἐξ. 12, 2),
εἴτε ἐπειδὴ ἦταν τέτοιος ἀπὸ τὴν ἀρχὴν διὰ τοὺς Ἰουδαίους εἴτε ἐπειδὴ ἔγινε κατόπιν
διὰ τὸν λόγον αὐτὸν καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τὸ μυστήριόν το νὰ εἶναι πρῶτος. Ἀκόμη δὲ ἡ
δεκάτη τοῦ μηνός, ἐπειδὴ τὸ δέκα εἶναι ὁ πιὸ πλήρης ἂπ ὅλους τους ἀριθμούς, ἡ πρώτη
τελεία μονὰς ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ μονάδας καὶ ἡ ὁποία δημιουργεῖ τελειότητα.
Διατηρεῖται δὲ εἰς τὴν πέμπτην ἡμέραν, ἴσως ἐπειδὴ τὸ θύμα διὰ τὸ ὁποῖον ὁμιλῶ
καθαρίζει τὰς αἰσθήσεις ἀπὸ τὰς ὁποίας προῆλθε τὸ παράπτωμα καὶ γύρω ἀπὸ τὰς ὁποίας
διεξάγεται ὁ πόλεμος, ἐπειδὴ αὑταὶ δέχονται τὸ κεντρὶ τῆς ἁμαρτίας. Ἐκλέγεται δὲ
ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ ἀρνία(Ἐξ. 12, 5) ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ χειρότερον εἶδος καὶ ἀπὸ τὴν
ἀριστερὰν χείρα τῶν ἐριφίων(Ματθ. 25, 33), ἐπειδὴ δὲν θυσιάζεται μόνον διὰ τοὺς
δικαίους ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς ἁμαρτωλούς.

Μάλιστα δὲ πρὸ παντὸς δὶ αὐτούς, καθόσον ἠμεῖς ἔχομεν ἀνάγκην μεγαλυτέρας


φιλανθρωπίας. Δὲν εἶναι δὲ παράδοξον ἐὰν τὸ πρόβατον ἀναζητῆται μὲν κὰτ ἀρχὴν εἰς
κάθε οἰκίαν καὶ ἐὰν δὲν εὑρεθῆ τότε ἀνευρίσκεται κατόπιν ἐράνου, λόγω τῆς πτωχείας
ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ, ἀπὸ τοὺς οἴκους τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν, ἐπειδὴ τὸ καλύτερον μὲν
εἶναι νὰ ἔχη τὴν ἱκανότητα ὁ καθένας νὰ τελειωθῆ προσωπικὰ καὶ νὰ προσφέρη ζωντανὴν
καὶ ἁγίαν θυσίαν εἰς τὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος τὸν καλεῖ, καθαγιαζόμενος πάντοτε καὶ μὲ
κάθε μέσον.

Ἂν δὲ αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατόν, τότε ἃς χρησιμοποιήσωμεν καὶ συνεργοὺς εἰς αὐτὸ
ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἶναι συγγενεῖς μὲ ἠμᾶς ὡς πρὸς τὴν ἀρετὴν καὶ ἄνθρωποι τοῦ
ἰδίου ἤθους. Διότι αὐτὸ νομίζω ὅτι θέλει νὰ δείξη τὸ παράδειγμα, τὸ νὰ ἐρχόμεθα εἰς
ἐπαφὴν μὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται πολὺ κοντὰ εἰς τὸ σφάγιον, ἐὰν αὐτὸ ἤθελε
χρειασθῆ.

*** *** ***


Απ ἐδῶ προέρχεται ἡ «ἱερὰ νύξ», ἡ ἀντίθετός της νυκτὸς ἡ ὁποία εἶναι διασκορπισμένη
εἰς τὸν παρόντα βίον, κατὰ τὴν ὁποίαν διαλύεται τὸ πρωτόγονον σκότος καὶ τὰ πάντα
ἔρχονται εἰς τὸ φῶς, τακτοποιοῦνται καὶ ἀποκτοῦν μορφὴν καὶ ἔτσι ἀποκτᾶ ὡραιότητα ἡ
προηγουμένη ἀσχήμια. Ἀπὸ ἐδῶ ἀπομακρυνόμεθα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, τὴν σκυθρωπὴν
ἁμαρτίαν ἡ ὁποία μᾶς καταδιώκει, ἀπὸ τὸν Φαραὼ τὸν ἀόρατον τύραννον καὶ ἀπὸ τοὺς
σκληροὺς ἐργοδότας, καὶ μεταφερόμεθα εἰς τὸν οὐράνιον κόσμον.
Καὶ ἀπελευθερωνόμεθα ἀπὸ τὸν πηλὸν καὶ τὴν κατασκευὴν πλίνθων, ἀπὸ τὴν ἀχυρένια καὶ
εὔθραυστον κατασκευὴν τοῦ σώματος, ἡ ὁποία εἰς τοὺς πολλοὺς δὲν ἔχει οὔτε καν τὴν
ἀντοχὴν ἀχυρένιων λογισμῶν. Ἀπὸ ἐδῶ θυσιάζεται ὁ ἀμνὸς καὶ σφραγίζονται μὲ τὸ
τίμιον αἷμα ἡ πράξις καὶ ὁ λόγος, δηλαδὴ ἡ συνήθεια καὶ ἡ ἐνέργεια, αἳ ὁποῖαι
στέκονται εἰς τὰς θύρας μᾶς – λέγω δὲ θύρας τὰ κινήματα καὶ τὰ δόγματα τοῦ νοῦ, τὰ
ὁποῖα ἀνοίγουν καὶ κλείονται καλῶς ἀπὸ τὴν θεωρίαν – ἐπειδὴ κατὰ κάποιον τρόπον ἡ
θεωρία ἀποτελεῖ τὸ μέτρον τῆς πνευματικῆς ἱκανότητάς μας.

Ἀπὸ ἐδῶ δίδεται ἡ τελευταία καὶ πιὸ βαρεία πληγὴ εἰς τοὺς διώκτας καὶ ἡ ὁποία
ἀξίζει πραγματικὰ εἰς τοὺς διώκτας, καὶ ἡ Αἴγυπτος θρηνεῖ τὰ πρωτότοκά των λογισμῶν
καὶ τῶν πράξεών της (τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται καὶ ἐξυψώνεται ὡς σπέρμα Χαλδαϊκὸν ἀπὸ
τὴν Γραφὴν (Ἰουδὶθ 5, 6) καὶ νήπια της Βαβυλῶνος τὰ ὁποῖα ρίπτονται μὲ δύναμιν
ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν καὶ διαλύονται (Ψάλμ. 136, 8-9), καὶ τὰ πάντα εἶναι γεμάτα ἀπὸ
τὴν βοὴν καὶ τὴν κραυγὴν τῶν Αἰγυπτίων, ἐνῶ ἀπὸ ἠμᾶς θὰ ἀπομακρυνθῆ ἐξ αἰτίας τῆς
θυσίας τοῦ ἀρνίου ὁ ἐξολοθρευτὴς ἄγγελος, ἀπὸ σεβασμὸν καὶ φόβον διὰ τὸ χρίσιμον
τῆς θύρας.

Ἀπὸ ἐδῶ προέρχεται καὶ τὸ ἑπταήμερον φούσκωμα τῆς ζύμης (Ἐξ. 12, 19) (διότι τὸ ἑπτὰ
εἶναι ὁ πιὸ μυστικὸς ἀπὸ τοὺς ἀριθμούς, ὁ ὁποῖος ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν κόσμον
αὐτόν), τῆς παλαιᾶς καὶ ξυνῆς κακίας (διότι δὲν προέρχεται ἀπὸ ἐκείνην ἡ ὁποία
δημιουργεῖ τὸ ψωμὶ καὶ ζωογονεῖ), διὰ νὰ μὴν διατρεφώμεθα μὲ τὸ Αἰγυπτιακὸν προζύμι
καὶ τὸ λείψανον τῆς φαρισαϊκῆς διδασκαλίας (Ματθ. 16, 6).

*** *** ***

Και αὐτοὶ μὲν ἃς θρηνοῦν, ἀπὸ ἠμᾶς δὲ θὰ φαγωθῆ τὸ ἀρνί. Θὰ φαγωθῆ δὲ κατὰ τὴν
ἑσπέραν (Ἐξ. 12, 18), ἐπειδὴ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ ἔγινε διὰ τὸ τέλος τῶν αἰώνων,
καὶ ἐπειδὴ παρέδωσε τὸ Μυστήριον εἰς τοὺς μαθητᾶς Τοῦ κατὰ τὴν ἑσπέραν, διαλύων τὴν
σκοτοδίνην τῆς ἁμαρτίας.
Δὲν μαγειρεύεται δὲ ἀλλὰ προσφέρεται ψητόν, διὰ νὰ μὴν ἔχη ὁ λόγος μᾶς τίποτε τὸ
ρευστὸν καὶ εὐκολοδιάλυτον, ἀλλὰ νὰ εἶναι καλοστημένος καὶ σταθερὸς καὶ
δοκιμασμένος ἀπὸ τὸ πῦρ τὸ ὁποῖον καθαρίζει, καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τί τὸ γήϊνον
καὶ ἀπέριττος, καὶ νὰ βοηθούμεθα ἀπὸ τὰ καλὰ κάρβουνα, τὰ ὁποῖα ἀνάπτονται ἀπὸ
Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἦλθε νὰ βάλη φωτιὰν εἰς τὴν γῆν (Λουκᾶ 12, 49), τὴν φωτιὰν ἐκείνην
ἡ ὁποία κατακαίει τὰς πονηρᾶς συνηθείας καὶ ἡ ὁποία ἐπιταχύνει τὸ ἄναμμα. Ὅσον μὲν
λοιπὸν μέρος τοῦ λόγου εἶναι σαρκῶδες καὶ φαγώσιμον, θὰ φαγωθῆ καὶ θὰ καταναλωθῆ
(Ἐξ. 12, 8 ἐ.) μαζὶ μὲ τὰ ἐντόσθια καὶ τὰ κρυφὰ μέρη τοῦ νοῦ καὶ θὰ παραδοθῆ εἰς
πνευματικὴν χώνευσιν μέχρι τὸ κεφάλι καὶ μέχρι τὰ πόδια, μέχρι δηλαδὴ τὰς πρώτας
ἐνατενίσεις τῆς θεότητος καὶ τὰς τελευταίας σκέψεις περὶ τῆς σαρκώσεως.

Δὲν θὰ βγάλωμεν δὲ τίποτε ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκίαν, οὔτε καὶ θὰ κρατήσωμεν τίποτε διὰ τὴν
ἑπομένην ἡμέραν (Ἐξ. 12, 10), ἐπειδὴ τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ Μυστήριά μας δὲν πρέπει
νὰ παρουσιάζωνται εἰς τοὺς ἐκτός της πίστεως, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει κάθαρσις ἡ ὁποία
νὰ ξεπερνᾶ αὐτὴν τὴν νύκτα καὶ ἐπειδὴ δὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν γίνει κοινωνοὶ
τοῦ Λόγου δὲν εἶναι πράγμα ἀξιέπαινον ἡ ἀναβολή.

Διότι, ὅπως εἶναι καλὸν καὶ ἀγαπητὸν εἰς τὸν Θεόν, νὰ μὴ διατηρῆται ἡ ὀργὴ μέχρι νὰ
τελειώση ἡ ἡμέρα, ἀλλὰ νὰ ἐξαφανίζεται πρὶν ἀπὸ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου (Ἔφ. 4, 26),
ὅπως καὶ νὰ τὸ ἐκλάβης αὐτό, εἴτε ἀπὸ χρονικὴν εἴτε καὶ ἀπὸ πνευματικὴν ἄποψιν
(διότι δὲν εἶναι δὶ ἠμᾶς ἀσφαλές το νὰ δύη ἡ ἥλιος ἐνῶ διατηροῦμεν ἀκόμη τὴν ὀργήν
μας), ἔτσι δὲν πρέπει καὶ τὸ φαγητὸν αὐτὸ νὰ διατηρῆται κὰθ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς
νυκτός, οὔτε νὰ φυλάσσεται διὰ τὴν ἑπομένην.
Ὅσον δὲ μέρος ἔχει κόκκαλα καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ φαγωθῆ οὔτε νὰ γίνη ἀπὸ ἠμᾶς
κατανοητόν, δὲν πρέπει νὰ θραυσθῆ (Ἐξ. 12, 46), διαμοιραζόμενον καὶ κατανοούμενον
κατὰ τρόπον ἐσφαλμένον (διότι θὰ παραλείψω νὰ εἴπω ὅτι καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν, συμφώνως
πρὸς τὴν ἱστορίαν, δὲν ἐθραύσθη τίποτε (Ἰω. 19, 36), ἂν καὶ οἱ σταυρωταὶ ἤθελαν νὰ
ἐπισπεύσουν τὸν θάνατόν Του ἐξ αἰτίας τοῦ Σαββάτου), οὔτε νὰ ἀπορριφθῆ καὶ νὰ συρθῆ
ἐδῶ καὶ ἐκεῖ διὰ νὰ μὴν δοθοῦν τὰ ἅγια εἰς τοὺς σκύλους, εἰς τοὺς κακοὺς
κατασπαρακτᾶς τοῦ Λόγου, ὅπως δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ δοθῆ εἰς τοὺς χοίρους ἡ
λαμπρότης καὶ τὸ μαργαριτάρι τοῦ Λόγου (Ματθ. 7, 6), ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ καταναλωθῆ
ἀπὸ τὴν φωτιὰν ἡ ὁποία κατακαίει καὶ τὰ ὁλοκαυτώματα, νὰ ἐκλεπτυνθῆ καὶ νὰ
διατηρηθῆ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ὁποῖον ἐρευνᾶ καὶ γνωρίζει τὰ πάντα, καὶ νὰ μὴν χαθῆ
μέσα εἰς τὰ ὕδατα, οὔτε νὰ διασπαρῆ, ὅπως συνέβη μὲ τὴν κεφαλὴν τοῦ μόσχου τὴν
ὁποίαν ἐσχεδίασεν ὁ Μωϋσῆς διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν διὰ νὰ κατακρίνη τὴν
σκληρότητά του (Ἐξ. 32, 19 ἐ.).

*** *** ***

Αξίζει δὲ νὰ μὴν παραβλέψωμεν οὔτε τὸν τρόπον κατὰ τὸν ὁποῖον ἐτρώγετο τὸ ἀρνί,
ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμεν οὔτε ὁ νόμος, ὁ ὁποῖος ἀρέσκεται νὰ κρύβη τὴν θεωρίαν (τὸ
πνεῦμα) μὲ τὸ γράμμα του. Διότι θὰ καταναλώσωμεν τὸ σφάγιον μὲ ζῆλον καὶ θὰ φάγωμεν
ἄζυμα μαζὶ μὲ πικρὰ χόρτα καὶ θὰ σφίξωμεν μὲ ζώνην τὴν μέσην μας καὶ θὰ δέσωμεν τὰ
ὑποδήματά μας καὶ θὰ κρατήσωμεν μπαστούνι (Ἐξ. 12, 8 ἐ) ὅπως οἱ γέροντες.
Θὰ τὰ κάμωμεν δὲ αὐτὰ μὲ ζῆλον διὰ νὰ μὴν πάθωμεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπαθεν ὁ Λώτ, ὁ
ὁποῖος εἶχε δεχθῆ τὴν ἀπαγορευτικὴν ἐντολήν. Ἃς μὴν κυττάξωμεν γύρω καὶ ἃς μὴν
σταματήσωμεν εἰς ὅλα τα περίχωρα. Ἃς φθάσωμεν εἰς τὸ ὅρος, διὰ νὰ μὴν καταστραφῶμεν
ἀπὸ τὸ παράδοξον πῦρ τὸ ὁποῖον κατέφαγε τὰ Σόδομα καὶ διὰ νὰ μὴν γίνωμεν στήλη
ἅλατος (Γέν. 19, 12 ἐ.) ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴν εἰς τὰ χειρότερα πράγματα, πράγμα τὸ
ὁποῖον προκαλεῖ ἡ ἀργοπορία. Ἃς τὸ φάγωμεν δὲ μὲ πικρὰ χόρτα (Ἐξ. 12, 8), ἐπειδὴ ἡ
σύμφωνος μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ζωὴ εἶναι δύσκολη καὶ ἀνηφορική, πρὸ παντὸς δὶ
ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται ἀκόμη εἰς τὴν ἀρχήν, καὶ ἀπέχει πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν
ἡδονήν.

Διότι, ἂν καὶ εἶναι καλὸς ὁ νέος ζυγὸς καὶ τὸ φορτίον ἐλαφρὸν (Ματθ. 11, 30), ὅπως
ἀκούεις, τοῦτο συμβαίνει λόγω τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς ἀνταμοιβῆς, ἡ ὁποία εἶναι πολὺ
πιὸ πλουσιοπάροχη ἀπὸ τὴν κακοπάθησιν εἰς τὴν γῆν, ἐπειδή, ἀλλοιῶς, ποῖος δὲν θὰ
ἔλεγε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι πολὺ πιὸ κοπιαστικὸν καὶ δύσκολον;

Διότι, ἐνῶ ὁ νόμος ἀπαγορεύει τὴν διάπραξιν τῶν ἁμαρτημάτων, ἐμεῖς κατηγορούμεθα
καὶ διὰ τὰ αἴτια τῶν ἁμαρτημάτων, ὡσὰν νὰ τὰ εἴχαμεν σχεδὸν διαπράξει. Ὁ νόμος
λέγει: «Μὴ μοιχεύσης» (Ἐξ. 20, 13), ἐνῶ σὺ παίρνεις τὴν ἐντολὴν νὰ μὴν ἀποκτήσης
οὔτε ἐπιθυμίαν (Ματθ. 5, 28), διὰ νὰ μὴν δώσης εὐκαιρίαν μὲ τὸ περίεργον καὶ
πονηρὸν βλέμμα νὰ ἀνάψη τὸ πάθος. Ἐκεῖνος λέγει: «μὴ φονεύσεις» (Ἐξ. 20, 15), ἐνῶ
σὺ παίρνεις τὴν ἐντολὴν ὄχι μόνον νὰ μὴν ἀνταποδώσης τὸ κτύπημα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀφήσης
τὸν ἐαυτόν σου εἰς τὴν διάθεσιν ἐκείνου ὁ ὁποῖος σὲ ἐκτύπησε (Ματθ. 5, 39). Πόσον
πιὸ φιλοσοφημένα εἶναι αὐτὰ ἀπὸ ἐκεῖνα!

Ὁ νόμος λέγει: «μὴ παραβῆς τὸν ὅρκον σου» (Ἐξ. 20, 7), ἐνῶ σὺ παίρνεις τὴν ἐντολὴν
νὰ μὴν ὁρκισθῆς καθόλου (Ματθ. 5, 34), οὔτε μικρὸν οὔτε μεγαλύτερον ὅρκον, ἐπειδὴ ὁ
ὅρκος γεννᾶ τὴν ἐπιορκίαν. Ἐκεῖνος λέγει νὰ μὴν προσαρτίσης ἄλλην οἰκίαν εἰς τὴν
οἰκίαν σου καὶ ἄλλον ἀγρὸν εἰς τὸν ἀγρόν σου (Ἡσ. 5, 8) καταπιέζων τὸν πτωχόν, ἐνῶ
σὺ παίρνεις τὴν ἐντολὴν νὰ ἀποχωρισθῆς μὲ προθυμίαν καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀπέκτησες
δικαίως καὶ νὰ γυμνωθῆς πρὸς χάριν τῶν πτωχῶν, διὰ νὰ σηκώνης μὲ εὐκολίαν τὸν
σταυρὸν καὶ νὰ γίνης πλούσιος ἀπὸ ἀγαθά τα ὁποῖα δὲν φαίνονται (Ματθ. 19, 21).

*** *** ***

Η μέση δὲ εἰς τὰ ἄλογα μὲν ἃς μένη χαλαρὴ καὶ χωρὶς περιδεσιν (πρβλ. Ἐξ. 12, 11),
ἐπειδὴ δὲν διαθέτουν τὴν λογικὴν ἡ ὁποία χαλιναγωγεῖ τὰς ἠδονᾶς (δὲν θὰ ἰσχυρισθῶ
ὅτι καὶ ἐκεῖνα γνωρίζουν περιορισμὸν τῆς φυσικῆς των ὁρμῆς), ἐνῶ σὺ πρέπει νὰ
χαλιναγωγῆς μὲ ζώνην καὶ μὲ τὴν σύνεσιν τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὴν διάθεσιν διὰ
χρεμέτισμα (Ἱερεμ. 5,8) (ὅπως λέγει ἡ Γραφή, ἡ ὁποία διασύρει μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν
τὴν αἰσχρότητα τοῦ πάθους), διὰ νὰ τρώγης καθαρός το Πάσχα, ἀφοῦ νεκρώσης τὰ γήϊνα
μέλη σου (Κόλ. 3,5) καὶ ἀφοῦ μιμηθῆς τὴν ζώνην τοῦ Ἰωάννου (Ματθ. 3, 4) τοῦ
ἐρημίτου, τοῦ Προδρόμου καὶ μεγάλου Κήρυκος τῆς ἀληθείας.
Γνωρίζω καὶ ἄλλην ζώνην – ἐννοῶ τὴν στρατιωτικὴν καὶ ἀνδρικὴν – ἀπὸ τὴν ὁποίαν
ὀνομάζονται ὠρισμένοι Σύροι εὔζωνοι ἡ μονοζωνοι (Δ’ Βασ. 5, 2), καὶ λόγω τῆς ὁποίας
ὁ Θεὸς ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Ἰὼβ λέγει: «δέσε μὲ ζώνην ὡς ἄνδρας τὴν μέσην σου καὶ
δός μου ἀπάντησιν ἀνδρικὴν» (Ἰὼβ 38, 3). Αὐτὴν ὑπερηφανεύεται καὶ ὁ θεῖος Δαυὶδ ὅτι
ἔχει περιζωσθῆ ὡς δύναμιν ἐκ Θεοῦ (Ψάλμ. 17, 33) καὶ παρουσιάζει τὸν Θεὸν ὡς
ἐνδεδυμένον καὶ περιζωσμένον μὲ δύναμιν (Ψάλμ. 92, 1), ὠπλισμένον δηλαδὴ κατὰ τῶν
ἀσεβῶν, ἐκτὸς ἂν προτιμᾶ κάποιος τὴν δύναμιν, ἡ ὁποία τὸν κυκλώνει καὶ σχηματίζει
τρόπον τινὰ ζώνην, νὰ τὴν παρομοιάζη μὲ ἱμάτιον, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἐνδύεται τὸ φῶς
(Ψάλμ. 103, 2).

Διότι ποῖος θὰ ὑποστηρίξη ὅτι ἡ δύναμις καὶ τὸ φῶς Τοῦ εἶναι ἄσχετα μεταξύ των;
Ἀναζητῶ κάτι κοινὸν μεταξύ της μέσης του σώματος καὶ τῆς ἀληθείας; Πῶς πρέπει νὰ
ἐννοήσωμεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον λέγει ὁ ἅγιος Παῦλος: «σταθῆτε λοιπὸν μὲ θάρρος ἀφοῦ
ζωσθῆτε εἰς τὴν μέσην σας τὴν ζώνην τῆς ἀληθείας» (Ἔφ. 6, 14); Μήπως τυχὸν ἐπειδὴ
τὸ πνευματικὸν στοιχεῖον περισφίγγει τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ δὲν τὸ ἀφήνει νὰ παρασυρθῆ
εἰς ἄλλα πράγματα; Διότι δὲν θέλει, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀγαπᾶ κάτι, νὰ ἔχη τὴν ἰδίαν
δύναμιν καὶ πρὸς τὰς ἄλλας ἠδονᾶς.

*** *** ***

Τα ὑποδήματά του δέ, ἐκεῖνος μὲν ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ἐγγίση τὴν ἁγίαν καὶ
θεοβάδιστον γῆν, ἃς τὰ λύη, ὅπως ἔκαμε καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐκεῖνος ἐπάνω εἰς τὸ ὅρος (Ἐξ.
3, 5), διὰ νὰ μὴν φέρη ἐπάνω του τίποτε τὸ νεκρόν, οὔτε τίποτε τὸ ὁποῖον νὰ
παρεμβάλλεται μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ὅπως ἐπίσης καὶ ἂν ἀποστέλλεται κάποιος
μαθητὴς διὰ νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιον, στέλλεται κατὰ τρόπον ἀσκητικὸν καὶ ἁπλὸν
(Λουκ. 10, 3 ἐ. ).
Ὀφείλει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ μὴν ἔχη ἐπάνω του νομίσματα, οὔτε ράβδον καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ
νὰ διαθέτη μόνον ἕνα χιτώνα, νὰ κυκλοφορῆ ἀνυπόδητος, διὰ νὰ φανοῦν πόσον ὡραῖοι
εἶναι οἱ πόδες ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κηρύττουν τὴν εἰρήνην (Ἡσ. 52, 7), καὶ κάθε ἄλλο
ἀγαθόν. Ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἀπὸ τὰ σχετικὰ μὲ
τὴν Αἴγυπτον, ἃς φορέση ὑποδήματα (Ἐξ. 12, 11), διὰ νὰ εἶναι ἀσφαλὴς ἀπὸ τὰ ἄλλα
πράγματα καὶ ἐπιπροσθέτως ἀπὸ τοὺς σκορπιοὺς καὶ τὰ φίδια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχει
ἀφθονίαν ἡ Αἴγυπτος, διὰ νὰ μὴν βλάπτεται ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι κεντοῦν τὴν
πτέρναν καὶ τοὺς ὁποίους ἔχομεν ἐντολὴν νὰ συντρίβωμεν μὲ τὰ πόδια μᾶς (Λουκᾶ 10,
19).

Διὰ τὸ μπαστούνι (Ἐξ. 12, 11) δὲ καὶ διὰ τὸν σχετικὸν μὲ αὐτὸ συμβολισμὸν ἡ ἄποψίς
μου εἶναι ἡ ἀκόλουθος: Ἀπὸ τὴν μίαν πλευρὰν τὸ θεωρῶ σὰν ὑποστήριγμα καὶ ἀπὸ τὴν
ἄλλην ὡς καθοδηγητικὸν καὶ διδασκαλικόν, τὸ ὁποῖον ἐπαναφέρει εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν
τὰ λογικὰ πρόβατα. Ἀλλὰ διὰ σὲ τώρα παραγγέλλει ὁ νόμος ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
χρησιμοποιεῖται σὰν ὑποστήριγμα, διὰ νὰ μὴν γονατίση κάπου ὁ λογισμός σου ἀκούων δὶ
αἷμα καὶ πάθος καὶ θάνατον Θεοῦ, καὶ διὰ νὰ μὴν περιπέσης τυχὸν εἰς ἀθείαν ἀπὸ τὴν
πρόθεσίν σου νὰ ὑπερασπισθῆς τάχα τὸν Θεόν. Ἀλλὰ χωρὶς ἐντροπὴν καὶ χωρὶς
ἐνδοιασμοὺς φάγε τὸ Σῶμα καὶ πίε τὸ Αἷμα, ἐὰν ἐπιθυμῆς νὰ ζήσης, χωρὶς νὰ ἀπιστῆς
εἰς τοὺς λόγους τοὺς σχετικοὺς μὲ τὴν σάρκα, καὶ χωρὶς νὰ σὲ ἐνοχλοῦν οἱ λόγοι οἱ
σχετικοὶ μὲ τὸ πάθος.

Νὰ στέκεσαι γερὰ στηριγμένος, σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος, χωρὶς νὰ ἠμπορῆ νὰ σὲ


μετακινήση κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, καὶ χωρὶς νὰ παρασύρεσαι ἀπὸ λόγους οἱ
ὁποῖοι φαίνονται πειστικοί. Σταμάτησε εἰς τὸ ὕψος σου, στῆσε τὰ πόδια σου εἰς τὰς
αὐλᾶς τῆς Ἱερουσαλὴμ (Ψάλμ. 121, 2) καὶ στηρίξου εἰς τὴν πέτραν, διὰ νὰ μὴν ἠμπορὴ
νὰ κλονισθῆ ἡ πορεία σου πρὸς τὸν Θεόν.

*** *** ***


Τι λέγεις; Ἔτσι τυχαίως ἐθεωρήθη καλὸν νὰ ἐξέλθης ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἀπὸ τὸ
σιδερένιο αὐτὸ καμίνι (Δεύτ. 4, 20), νὰ ἐγκαταλείψης τὴν πολυθείαν ἡ ὁποία
ἐπικρατοῦσε ἐκεῖ, νὰ ὁδηγηθῆς ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ καὶ ἀπὸ τὴν νομοθεσίαν καὶ τὴν
στρατηγικήν του καθοδήγησιν; Θὰ σοῦ παρουσιάσω μίαν ἑρμηνείαν ὄχι ἰδικήν μου, ἡ
καλύτερα, πολὺ ἰδικήν μου, ἂν ἐξετάσης τὸ θέμα πνευματικῶς.
Δανείσου ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους σκεύη χρυσὰ καὶ ἀσημένια (Ἐξ. 11, 2), καὶ πάρε τὰ μαζί
σου εἰς τὴν πορείαν. Πάρε ὡς ἐφόδια τὰ ξένα πράγματα, ἡ καλύτερα, τὰ ἰδικά σου,
ἐπειδή σου ὀφείλεται μισθὸς διὰ τὴν ἐργασίαν καὶ τὴν κατασκευὴν τῶν πλίνθων.
Χρησιμοποίησε τέχνασμα διὰ νὰ ἱκανοποιήσης τὴν ἀπαίτησίν σου καὶ ἀφαίρεσέ τα, ὅπως
εἶναι δίκαιον.

Ἔστω, ἔχεις ταλαιπωρηθῆ ἐδῶ, ἀγωνιζόμενος μὲ τὸν πηλόν, τὸ πονηρὸν αὐτὸ καὶ
ἀκάθαρτον σῶμα, καὶ οἰκοδομῶν πόλεις ξένας καὶ ἐπισφαλεῖς, τῶν ὁποίων ἡ ἀνάμνησις
θὰ ἐξαφανισθῆ μὲ κρότον. Τί λοιπόν; Φεύγεις ἀφοῦ ἐδούλεψες δωρεὰν καὶ χωρὶς νὰ
πάρης μισθόν; Τί λοιπόν; θὰ ἀφήσης εἰς τοὺς Αἰγυπτίους καὶ εἰς τὰς ἀντιπάλους
δυνάμεις ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀπέκτησαν ἄδικα καὶ τὰ ὁποῖα θὰ καταναλώσουν κατὰ τρόπον
ἀκόμη χειρότερον;

Δὲν εἶναι ἰδικά των. Τὰ ἔκλεψαν καὶ τὰ ἅρπαξαν ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶπεν: «ἰδικόν
μου εἶναι τὸ ἀσήμι καὶ ἰδικόν μου εἶναι τὸ χρυσάφι» (Ἄγγ. 2, 8) καὶ θὰ τὸ δώσω εἰς
ὅποιον θέλω (Δᾶν. 4, 17). Χθὲς ἀνῆκεν εἰς ἐκείνους, ἐπειδὴ αὐτὸς τὸ εἶχεν
ἐπιτρέψει. Σήμερα τὸ φέρει ὁ Κύριος καὶ τὸ δίνει εἴς σέ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸ
χρησιμοποιήσης σωστὰ διὰ νὰ σωθῆς. Ἃς ἀποκτήσωμεν φίλους ἀπὸ τὰ ἄδικα πλούτη μας,
διὰ νὰ μᾶς ἀνταποδώσουν τὰς εὐεργεσίας μᾶς ὅταν ἀποθάνωμεν, κατὰ τὴν μέλλουσαν
κρίσιν (Λουκ. 16, 9).

*** *** ***

Εάν μὲν εἶσαι κάποιος ὅμοιος μὲ τὴν Ραχὴλ ἡ τὴν Λείαν, ψυχὴ δηλαδὴ ὁμοία μὲ ἐκείνας
τῶν προπατόρων τῆς Πᾶλ. Διαθήκης καὶ μεγάλη, κλέψε καὶ τὰ εἴδωλα τὰ ὁποῖα θὰ εὕρης
ἀπὸ τὸν πατέρα σου, ὄχι διὰ νὰ τὰ διαφυλάξης, ἀλλὰ διὰ νὰ τὰ καταστρέψης (Γέν. 31,
19). Ἐὰν δὲ εἶσαι σοφὸς Ἰσραηλίτης, μετάφερέ τα εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, διὰ νὰ
στενοχωρηθῆ δὶ αὐτὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος σὲ καταδιώκει καὶ νὰ σκεφθῆ καὶ νὰ κατανοήση
ὅτι ἄδικα κατεδυνάστευε καὶ μετεχειρίζετο ὡς δούλους ἀνθρώπους καλυτέρους ἂπ αὐτόν.
Ἂν πράξης κὰτ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ φύγης ἔτσι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, γνωρίζω καλὰ ὅτι θὰ
σὲ ὁδηγήση στήλη ἀπὸ φωτιὰν καὶ ἀπὸ σύννεφον κατὰ τὴν νύκτα καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν
(Ἐξ. 13, 21 ἐ.), ἡ ἔρημος θὰ ἡμερώση, ἡ θάλασσα θὰ χωρισθῆ πρὸς χάριν σου, ὁ Φαραὼ
θὰ πνιγὴ μέσα εἰς αὐτήν, ὁ ἄρτος θὰ πέση ὡς βροχὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὁ βράχος θὰ
ἀναβλύση νερό, οἱ Ἀμαληκίται θὰ κατανικηθοῦν (ὄχι μὲ ὅπλα μόνον ἀλλὰ καὶ μὲ τὰς
ἐχθρικᾶς διὰ τοὺς ἀντιπάλους χείρας τῶν δικαίων, αἳ ὁποῖαι συμβολίζουν ταυτοχρόνως
δέησιν καὶ τὸ ἀνίκητον τρόπαιον τοῦ Σταυροῦ), ὁ ποταμὸς θὰ ἀνακόψη τὸν ροῦν τοῦ
(Ἰησ. Ναυὴ 3, 15), ὁ ἥλιος θὰ σταματήση, ἡ σελήνη θὰ ἀναχαιτισθῆ (Ἰησ. Ναυὴ 10,
12), τὰ τείχη θὰ κατακρημνισθοῦν χωρὶς τὴν χρῆσιν κανενὸς πολεμικοῦ μηχανήματος,
πλήθη (ἀγγέλων) θὰ τρέξουν μπροστὰ διὰ νὰ ἀνοίξουν δρόμον εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ
νὰ ἐμποδίσουν τοὺς ἀλλοφύλους, καὶ θὰ σοῦ δοθοῦν καὶ ὅλα τα ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει
ἡ Γραφὴ ὅτι συνέβησαν μαζὶ καὶ μετὰ ἂπ αὐτά, διὰ νὰ μὴν μακρύνω ἀκόμη περισσότερον
τὸν λόγον. Τέτοιαν ἑορτὴν ἑορτάζεις σήμερα.

Μὲ τέτοια πράγματα σὲ φιλοδωρεῖ ἡ γέννησις Ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη πρὸς χάριν σου
καὶ ὁ ἐπιτάφιος Ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἐπαθεν. Τέτοιο εἶναι διὰ σὲ τὸ μυστήριον τοῦ
Πάσχα. Αὐτὰ ἐσκιαγράφησεν ὁ νόμος καὶ τὰ ὠλοκλήρωσεν ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος κατέλυσε
τὸ γράμμα καὶ ὠλοκλήρωσε τὸ πνεῦμα, καὶ ὁ Ὁποῖος, ἐνῶ μὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐπαθεν
ἐδίδαξε τὸ πάθος, μὲ ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ἐδοξάσθη μᾶς χαρίζει τὴν δυνατότητα νὰ
δοξασθῶμεν μαζί Του.

*** *** ***

Ημπορούμεν λοιπὸν νὰ ἐξετάσωμεν τὸ πράγμα καὶ τὸ δόγμα, τὸ ὁποῖον ἀπὸ τοὺς


περισσοτέρους μὲν παραβλέπεται, ἀλλὰ ἀπὸ ἐμὲ ἐξετάζεται ἐκτενέστατα. Διότι, εἰς
ποῖον ἐδόθη τὸ αἷμα τὸ ὁποῖον ἐχύθη πρὸς χάριν μας καὶ διὰ ποῖον πράγμα ἐχύθη τὸ
μεγάλο καὶ περιβόητον Αἷμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρχιερέως καὶ θύματος ταυτοχρόνως; Διότι
εὐρισκόμεθα μὲν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ πονηροῦ εἰς τὸν ὁποῖον εἴχαμεν πωληθῆ ἀπὸ τὴν
ἁμαρτίαν μὲ ἀντιτιμον τὴν ἀπόλαυσιν τῆς κακίας.
Ἐὰν δὲ τὸ λύτρον δὲν ἀνήκει εἰς κανένα ἄλλον παρὰ εἰς τὸν κάτοχόν του δούλου, ἐρωτῶ
νὰ μάθω εἰς ποῖον προσεφέρθη τοῦτο καὶ διὰ ποῖον λόγον. Ἐὰν μὲν προσεφέρθη εἰς τὸν
πονηρόν, μακρυὰ ἀπὸ ἐμὲ τέτοια βλασφημία! (ἐὰν ὄχι μόνον ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ τὸν
ἴδιον τὸν Θεὸν παίρνη ὡς λύτρον ὁ ληστής, καὶ παίρνη τόσον ὑψηλὸν μισθὸν διὰ τὴν
δουλείαν τῶν ἀνθρώπων τὸ θέλημά του, γεγονὸς διὰ τὸ ὁποῖον θὰ ἦτο δίκαιον νὰ λυπηθῆ
καὶ νὰ ἀφήση ἐλευθέρους καὶ ἠμᾶς).

Ἐὰν δὲ εἰς τὸν Πατέρα, κὰτ ἀρχὴν πῶς ἔγινεν αὐτό; Διότι δὲν ἐκρατούμεθα αἰχμάλωτοι
ἀπὸ ἐκεῖνον. Κατὰ δεύτερον δὲ λόγον, διατὶ τάχα θὰ εὐχαριστοῦσε τὸ Αἷμα τοῦ
Μονογενοῦς τὸν Πατέρα, ὁ Ὁποῖος δὲν ἐδέχθη οὔτε τὸν Ἰσαάκ, ὅταν τοῦ εἶχε προσφερθῆ
ὡς θυσία ἀπὸ τὸν Πατέρα του, ἀλλὰ ἄλλαξε τὴν θυσίαν καὶ ἐτοποθέτησε κριάρι εἰς τὴν
θέσιν τοῦ λογικοῦ θύματος (Γέν. 22, 13); Εἶναι ἑπομένως φανερὸν ὅτι τὸ λαμβάνει μὲν
ὁ Πατήρ, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐκπληρωθῆ τὸ σχέδιον τῆς σωτηρίας καὶ ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ ἁγιασθῆ
ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώση ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ
κατενίκησε μὲ τὴν βίαν τὸν τύραννον, καὶ διὰ νὰ μᾶς ἐπαναφέρη κοντά Του μὲ τὴν
μεσιτείαν τοῦ Υἱοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε τὸ Αἷμα Τοῦ διὰ νὰ μᾶς σώση πρὸς τιμὴν τοῦ
Πατρός, εἰς τὸν Ὁποῖον φαίνεται ὅτι παραχωρεῖ τὰ πάντα. Αὐτὰ μὲν λοιπὸν τὰ σχετικὰ
μὲ τὸν Χριστὸν καθὼς καὶ ὅλα τα ἄλλα ἃς τὰ τιμῶμεν μὲ σιωπήν.

Ὁ δὲ χάλκινος ὄφις κρεμᾶται μὲν ἐναντίον τῶν ὄφεων οἱ ὁποῖοι δαγκώνουν, ἀλλὰ σὰν
ἀντίθετος εἰκὼν καὶ ὄχι σὰν εἰκὼν Ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἔπαθε πρὸς χάριν μας, διότι ὁ
ὄφις σώζει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν βλέπουν, ὄχι ἐπειδὴ τυχὸν πιστεύουν ὅτι εἶναι
ζωντανός, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι νεκρὸς καὶ νεκρώνει μαζί του τὰς δυνάμεις αἳ ὁποῖαι
εὑρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του, ἀφοῦ ἔχει καταργηθῆ καὶ ὁ ἴδιος, ὅπως τοῦ ἄξιζε
(πρβλ. Ἀριθμ. 21, 8-9).

Ποῖον λοιπὸν ἐπιτάφιον λόγον ἁρμόζει νὰ τοῦ ἀπαγγείλωμεν; «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ
κεντρί σου; Ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Ὄσ. 13, 14, Κορ. 15, 55). Ἔχεις πληγωθῆ
ἀπὸ τὸν Σταυρὸν καὶ ἔχεις θανατωθῆ ἀπὸ Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δίδει ζωήν. Εἶσαι χωρὶς
πνοήν, νεκρός, ἀκίνητος, χωρὶς ἐνέργειαν, ἔστω καὶ ἂν διατηρῆς τὴν μορφὴν τοῦ
ὄφεως, καθὼς ἔχεις τοποθετηθῆ ὑψηλὰ διὰ νὰ στιγματισθῆς.

*** *** ***

Θα γίνωμεν δὲ μέτοχοί του Πάσχα, τώρα μὲν τυπικὰ ἀκόμη καί, ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ
παλαιόν, ἀκόμη πιὸ ἀνεπίσημα (διότι τὸ Πάσχα τοῦ νόμου, τολμῶ νὰ τὸ εἴπω, ἦτο ἀκόμη
πιὸ ἀμυδρὸς τύπος τοῦ τύπου), ὕστερα δὲ ἀπὸ λίγο πολὺ τελειότερα καὶ καθαρώτερα,
ὅταν θὰ τὸ πίνη μαζί μας νέον ὁ Λόγος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Πατρὸς (Ματθ. 26, 29)
καὶ θὰ μᾶς ἀποκαλύπτη καὶ θὰ μᾶς διδάσκη ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μᾶς ἔχει δείξει τώρα ὄχι
τόσον καθαρά.
Διότι εἶναι πάντοτε νέον ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον γνωρίζομεν τώρα. Ποία δὲ εἶναι ἡ πόσις
καὶ ἡ ἀπόλαυσις, ἐμεῖς μὲν πρέπει νὰ τὸ μάθωμεν, Ἐκεῖνος δὲ νὰ τὸ διδάξη καὶ νὰ
ἀνακοινώση εἰς τοὺς μαθητᾶς Τοῦ τὸν λόγον. Διότι ἡ διδασκαλία εἶναι τροφὴ καὶ δὶ
ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τρέφει. Ἀλλὰ ἐμπρὸς ἃς γίνωμεν καὶ ἠμεῖς μέτοχοί του νόμου, κατὰ
τρόπον ὅμως πνευματικὸν καὶ ὄχι κατὰ γράμμα, κατὰ τρόπον τέλειον καὶ ὄχι ἀτελῆ,
αἰωνίως καὶ ὄχι προσωρινῶς.

Ἃς κάμωμεν πρωτεύουσάν μας ὄχι τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ τὴν οὐράνιον
μητρόπολιν.Ὄχι ἐκείνην ἡ ὁποία καταπατεῖται τώρα ἀπὸ στρατεύματα, ἀλλὰ ἐκείνη ἡ
ὁποία δοξάζεται ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ἃς θυσιάσωμεν ὄχι νοερὰ μοσχάρια, οὔτε ἀρνία «τὰ
ὁποῖα ἔχουν κέρατα καὶ νύχια» (Ψάλμ. 68, 32), τὸ μεγαλύτερον μέρος τῶν ὁποίων εἶναι
νεκρὸν καὶ δὲν αἰσθάνεται τίποτε, ἀλλὰ «ἃς προσφέρωμεν εἰς τὸν Θεὸν εὐχαριστήριον
θυσίαν» (Ψάλμ. 49, 14) εἰς τὸ οὐράνιον θυσιαστήριον μαζὶ μὲ τοὺς χοροὺς τῶν
ἀγγέλων.
Ἃς διασχίσωμεν τὸ πρώτον χώρισμα (τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου), ἃς προχωρήσωμεν εἰς τὸ
δεύτερον καὶ ἃς πλησιάσωμεν μὲ σεβασμὸν εἰς τὰ Ἅγια των Ἁγίων. Θὰ εἴπω τὸ
μεγαλύτερον, ἃς προσφέρωμεν τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς θυσίαν εἰς τὸν Θεόν, ἡ καλύτερα, ἃς
Τοῦ προσφέρωμεν θυσίαν κάθε ἡμέραν καὶ μὲ κάθε κίνησίν μας. Ἃς δεχώμεθα τὰ πάντα
χάριν τοῦ Λόγου, ἃς μιμούμεθα μὲ τὰ πάθη μᾶς τὸ πάθος Του, ἃς τιμῶμεν τὸ αἷμά Του
μὲ τὸ αἷμά μας καὶ ἃς ἀνερχώμεθα μὲ προθυμίαν εἰς τὸν σταυρόν. Τὰ καρφιὰ εἶναι
γλυκά, ἔστω καὶ ἂν προκαλοῦν φοβεροὺς πόνους. Διότι τὸ νὰ ὑποφέρη κανεὶς μαζὶ μὲ
τὸν Χριστὸν καὶ χάριν τοῦ Χριστοῦ εἶναι προτιμώτερον ἀπὸ τὸ νὰ ζῆ ζωὴν ἀπολαύσεων
κοντὰ σὲ ἄλλους.

*** *** ***

Αν εἶσαι Σίμων Κυρηναῖος (Λουκ. 23, 26), σήκωσε τὸν Σταυρὸν καὶ ἀκολούθησε Τὸν. Ἂν
σταυρωθῆς μαζί Του ὡς ληστὴς (Λουκ. 23, 40 ἐ.), δεῖξε καλὴν προαίρεσιν καὶ γνώρισε
τὸν Θεόν. Ἐὰν Ἐκεῖνος ἐτοποθετήθη μεταξύ των παρανόμων ἐξ αἰτίας σου καὶ ἐξ αἰτίας
τῆς ἁμαρτίας σου, σὺ νὰ γίνης πρὸς χάριν Τοῦ πιστὸς εἰς τὸν νόμον Του.
Προσκύνησε Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ὑψώθη πρὸς χάριν σου εἰς τὸν Σταυρόν, ἀκόμη καὶ ἂν ἔχης
ὑψωθῆ καὶ σύ. Κέρδισε κάτι καὶ ἀπὸ τὴν κακίαν. Ἐξαγόρασε μὲ τὸν θάνατον τὴν
σωτηρίαν. Εἴσελθε εἰς τὸν Παράδεισον μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν, διὰ νὰ μάθης ἀπὸ ποία
ἀγαθὰ ἔχεις ἀπομακρυνθῆ. Παρατήρησε τὰ κάλλη τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν ἐκεῖ. Τὸν ληστὴν ὁ
ὁποῖος διαμαρτύρεται καὶ ὑβρίζει, ἄφησε τὸν νὰ ἀποθάνη ἔξω μαζὶ μὲ τὴν βλασφημίαν
του.

Καὶ ἂν εἶσαι ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας (Λουκ. 23, 50), ζήτησε τὸ Σῶμα ἀπὸ ἐκεῖνον ὁ
ὁποῖος τὸν σταυρώνει. Ἃς γίνη ἰδικόν σου τὸ Σῶμα ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον καθαρίζει τὸν
κόσμον. Καὶ ἂν εἶσαι ὁ Νικόδημος, ὁ θεοσεβὴς ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος Τὸν ἐπεσκέφθη τὴν
νύκτα (Ἰω. 19, 39), ἐνταφίασε Τὸν μὲ μύρα. Καὶ ἂν εἶσαι κάποια Μαρία, ἡ ἡ ἄλλη
Μαρία, ἡ ἡ Σαλώμη, ἡ ἡ Ἰωάννα, πήγαινε πρωὶ-πρωὶ νὰ Τὸν θρηνήσης (Μάρκ. 16,1).

Δὲς πρώτη κυλισμένον τὸν λίθον, ἐνδεχομένως καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τὸν ἴδιον τὸν
Ἰησοῦν. Πὲς Τοῦ κάτι καὶ ἄκουσε τὴν φωνήν Του. Ἂν ἀκούσης «μὴ μὲ ἐγγίζης» (Ἰω. 20,
17), σταμάτησε μακρυά, δεῖξε σεβασμὸν πρὸς τὸν Λόγον, ἀλλὰ μὴ λυπηθῆς. Διότι
γνωρίζει εἰς ποίους θὰ ἐμφανισθῆ πρῶτα. Βοήθησε τὴν Εὔαν, ἡ ὁποία ἔπεσε πρώτη, νὰ
χαιρετήση καὶ πρώτη τὸν Χριστὸν καὶ νὰ τὸ ἀνακοινώση εἰς τοὺς μαθητᾶς (Ἰω. 20, 14
καὶ 18).

Γίνε Πέτρος ἢ Ἰωάννης καὶ σπεῦσε εἰς τὸν τάφον, τρέχων μαζὶ ἡ προπορευόμενος (Ἰω.
20, 4) καὶ συναγωνιζόμενος εἰς τὸν καλὸν συναγωνισμόν. Καὶ ἂν σὲ προλάβη εἰς τὴν
ταχύτητα, νίκησε τὸν μὲ τὴν συστηματικότητά σου καὶ μὴν ἀρκεσθῆς μόνον νὰ πλησιάσης
τὸ μνημεῖον, ἀλλὰ νὰ εἰσέλθης καὶ μέσα (Ἰω. 20, 5-6). Καὶ ἂν λείψης, ὅπως ὁ Θωμάς,
ἀπὸ τὴν συγκέντρωσιν τῶν μαθητῶν εἰς τοὺς ὁποίους ἐμφανίζεται ὁ Ἰησοῦς, ὅταν Τὸν
ἴδης, ἃς μὴν ἀπιστήσης (Ἰω. 20, 24 ἐ.).

Καὶ ἂν ἀπιστήσης, πίστευσε εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι σου τὸ λέγουν. Ἐὰν δὲ δὲν τοὺς
πιστεύσης οὔτε αὐτούς, ἃς πεισθῆς ἀπὸ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν. Ἂν κατεβαίνη εἰς τὸν
Ἄδην, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε καὶ τὰ ἐκεῖ μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, ποῖον εἶναι τὸ
σωτηριῶδες σχέδιον τῆς διπλῆς καταβάσεως καὶ ποῖος ὁ λόγος της: Σώζει μὲ τὴν
ἐμφάνισίν Του ἐκεῖ τους πάντας, ἡ καὶ ἐκεῖ σώζει μόνον ἐκείνους οἱ ὁποῖοι Τὸν
πιστεύουν;

*** *** ***

Και ἂν ἀνεβαίνη εἰς τοὺς οὐρανούς, ἀνέβα μαζί Του. Ἐντάξου εἰς τοὺς ἀγγέλους οἱ
ὁποῖοι Τὸν προπέμπουν ἡ εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι Τὸν ὑποδέχονται. Πρόσταξε νὰ
σηκωθοῦν αἳ πύλαι καὶ νὰ γίνουν ὑψηλότεραι (Ψάλμ. 23, 7), διὰ νὰ ὑποδεχθοῦν πιὸ
μεγαλόπρεπα Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸ πάθος. Ἀπάντησε εἰς ἐκείνους οἱ
ὁποῖοι ἀποροῦν διὰ τὸ σῶμα καὶ τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους, μὲ τὰ ὁποῖα ἀνέρχεται, ἐνῶ
δὲν τὰ εἶχε μαζί Του ὅταν εἶχε κατέβει, καὶ οἱ ὁποῖοι διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἐρωτοῦν
νὰ μάθουν «ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;», ὅτι εἶναι «Κύριος κραταιὸς καὶ
δυνατὸς» (Ψάλμ. 23, 7-8) μὲ ὅλα ὅσα ἀνέκαθεν ἔχει κάνει καὶ μὲ ὅσα κάνει καὶ μὲ τὸν
τωρινὸν πόλεμον καὶ τὴν περίλαμπρον νίκην Του πρὸς χάριν τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ δῶσε
εἰς τὴν διπλὴν ἐρώτησιν διπλὴν τὴν ἀπάντησιν.
Καὶ ἂν ἀποροῦν λέγοντες, συμφώνως πρὸς τὴν δραματικὴν προφητείαν τοῦ Ἠσαίου, «ποῖος
εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἔχει ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἐδὼμ (Ἡσ. 63, 1) καὶ ἀπὸ τὰ γήϊνα
πράγματα;», ἡ «διατὶ εἶναι κόκκινά τα ἐνδύματα ἐκείνου ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει οὔτε αἷμα
οὔτε σῶμα, ὡσὰν νὰ ἔχη ἔλθει ἀπὸ πατητήρι καὶ νὰ ἔχη πατήσει ὁλόκληρον πατητήρι
γεμάτον ἀπὸ σταφύλια;»(Ἡσ. 63, 2),νὰ τοὺς ἐκθειάσης τὴν ὡραιότητα τῆς στολῆς τοῦ
σώματος τὸ ὁποῖον ἔχει πάθη καὶ τὸ ὁποῖον ἔχει καλλωπισθῆ ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ ἔχει
ἀποκτήσει ἀπὸ τὴν Θεότητα τὴν λαμπρότητα ἐκείνην ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν ὑπάρχει τίποτε
πιὸ ἐπιθυμητὸν καὶ πιὸ ὡραῖον.

*** *** ***

Τι θὰ μᾶς εἴπουν δὶ αὐτὰ οἱ συκοφάνται, οἱ πικρόχολοι ἐλεγκταὶ τῆς Θεότητος, οἱ


κατήγοροι ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἐπαινοῦνται, οἱ σκοτεινοὶ ἐν σχέσει πρὸς τὸ φῶς, οἱ
ἀστοιχείωτοι ἐν σχέσει πρὸς τὴν σοφίαν, ἐκεῖνοι χάριν τῶν ὁποίων ἀπέθανεν ὁ Χριστὸς
χωρὶς νὰ ζητήση ἀντάλλαγμα, τὰ ἀχάριστα δημιουργήματα, τὰ πλάσματα τοῦ πονηροῦ;
Κατηγορεῖς τὸν Θεὸν διὰ τὴν εὐεργεσίαν Του; Διὰ τοῦτο εἶναι μικρός, ἐπειδὴ
ἐταπεινώθη πρὸς χάριν σου; Ἐπειδὴ ὁ καλὸς Ποιμήν, ὁ Ὁποῖος δίνει καὶ τὴν ψυχὴν Τοῦ
διὰ τὰ πρόβατα (Ἰω. 10, 11), ἦλθε πρὸς τὸ πρόβατον τὸ ὁποῖον εἶχε χαθῆ (βλ. Λουκ.
15, 4-10), ἐπάνω εἰς τοὺς λόφους καὶ τὰ βουνὰ εἰς τὰ ὁποῖα ἐθυσίαζες (πρβλ. Ὡσ. 4,
13), καὶ ἀφοῦ τὸ εὗρε τὸ ἐσήκωσεν ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους Του, ἐπάνω εἰς τοὺς ὁποίους
ἐσήκωσε καὶ τὸν Σταυρόν, καὶ τὸ ἐπανέφερεν εἰς τὴν οὐρανίαν ζωὴν καὶ ἀφοῦ τὸ
ἀνύψωσεν ἐκεῖ το ἔβαλεν εἰς τὴν ἰδίαν θέσιν μὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶχαν μείνει ἐκεῖ;
Τὸν κατηγορεῖς ἐπειδὴ ἤναψε λύχνον, τὴν ἰδίαν τὴν σάρκα Του, καὶ ἐσκούπισε τὴν
οἰκίαν (καθαρίζων τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν) καὶ ἀνεζήτησε τὴν δραχμήν, τὴν
εἰκόνα δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία εἶχε καταχωνιασθῆ ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ ἐπειδὴ
συγκεντρώνει διὰ τὴν εὕρεσιν τῆς δραχμῆς τὰς φιλικᾶς πρὸς Αὐτὸν δυνάμεις, τὰς
ὁποίας εἶχε μυήσει καὶ εἰς τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας, καὶ τὰς κάνει μετόχους εἰς
τὴν χαράν Του; Τὸν κατηγορεῖς ἐπειδὴ τὸν λύχνον, ὁ ὁποῖος ἑτοιμάζει τὸν δρόμον, καὶ
ὁ ὁποῖος ἑτοιμάζει εἰς τὸν Κύριον λαὸν ἐκλεκτὸν καὶ καθαρίζει καὶ προετοιμάζει διὰ
τὸ Πνεῦμα μὲ τὸ ὕδωρ, τὸν ἀκολουθεῖ τὸ ὑπέρλαμπρον Φῶς, τὴν φωνὴν τὴν ἀκολουθεῖ ὁ
Λόγος καὶ τὸν ὁδηγὸν τοῦ νυμφίου ὁ Νυμφίος; Δὶ αὐτὸ κατηγορεῖς τὸν Θεόν;

Δὶ αὐτὰ Τὸν θεωρεῖς κατώτερον, ἐπειδὴ βάζει εἰς τὴν μέσην Του τὴν ποδιὰν καὶ πλύνει
τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Τοῦ (Ἰω. 13, 4) καὶ δείχνει τὸν καλύτερον τρόπον νὰ ὑψωθῆ
κανείς, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσιν; Ἐπειδὴ ταπεινώνεται χάριν τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἔχει
κυρτώσει πρὸς τὰ κάτω διὰ νὰ ἀνυψώση μαζί του ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον κλίνει πρὸς τὰ κάτω
ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν; Πῶς δὲ δὲν τὸν κατηγορεῖς διὰ τὸ ὅτι γευματίζει μαζὶ μὲ τοὺς
τελώνας (Λουκᾶ 5, 27 ἐ.) καὶ εἰς τὰς οἰκίας τελωνῶν, καὶ ὅτι κάνει μαθητᾶς Τοῦ
τελώνας διὰ νὰ κερδίση καὶ Αὐτὸς κάτι; Τί δηλαδή; Τὴν σωτηρίαν τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὡσὰν
νὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ κατηγορήση τὸν ἰατρόν, ὅτι σκύβει μὲ κατανόησιν ἐπάνω εἰς
τὰς πληγᾶς καὶ ἀνέχεται τὴν δυσωδίαν, διὰ νὰ δώση τὴν ὑγείαν εἰς τοὺς ἀσθενεῖς, ἡ
ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος σκύβει ἀπὸ εὐσπλαγχνίαν ἐπάνω ἀπὸ τὸν βόθρον διὰ νὰ βγάλη ἀπὸ ἐκεῖ
το ζῶον τὸ ὁποῖον ἔχει πέσει μέσα (πρβλ. Δεύτερον. 22, 4, Ματθ. 12, 11), ὅπως λέγει
ὁ νόμος.

*** *** ***

Απεστάλη μέν, ἀλλὰ ὡς ἄνθρωπος (ἐπειδὴ ἦτο διπλοὺς τὴν φύσιν), ἐπειδὴ καὶ ἔνιωσε
κούρασιν καὶ ἐπείνασε καὶ ἐδίψασε καὶ ἐδάκρυσε κατὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ἐὰν δὲ
ἐστάλη καὶ ὡς Θεός, τί σὲ ἐνοχλεῖ αὐτό; Τὴν θέλησιν τοῦ Πατρός, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον
προέρχεται, καὶ τὸν Ὁποῖον τιμᾶ ὡς ἀρχὴν ἄχρονον, νὰ τὴν θεωρῆς ὡς ἀποστολήν, καὶ
νὰ μὴ πιστεύης ὅτι εἶναι κάτι τὸ ἀταίριαστον διὰ τὸν Θεόν. Ἐπειδὴ λέγεται καὶ ὅτι
ἔχει παραδοθῆ, ἀλλὰ ἔχει γραφὴ ἐπίσης ὅτι ἔχει παραδώσει τὸν Ἐαυτόν του.
Καὶ ὅτι ἔχει ἀναστηθῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἔχει ἀναληφθῆ, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἔχει ἀναστήσει
τὸν Ἐαυτόν του καὶ ὅτι θὰ ἔλθη πάλιν. Ἐκεῖνα προέρχονται ἀπὸ τὴν θέλησιν τοῦ
Πατρός, αὐτὰ ἀπὸ τὴν δύναμίν του. Σὺ δὲ τὰ μὲν πρῶτα τα θεωρεῖς μειωτικά, τὰ δὲ
ἄλλα, τὰ ὁποῖα ἐξυψώνουν, τὰ παραβλέπεις. Καὶ τὸ ὅτι μὲν ἔπαθε, τὸ ὑπολογίζεις.

Τὸ ὅτι δὲ ἔπαθε μὲ τὴν θέλησίν Του, δὲν τὸ ἀναφέρεις. Τί παθαίνει ἀκόμη καὶ τώρα ὁ
Λόγος! Ἀπὸ ἄλλους μὲν τιμᾶται ὡς Θεὸς καὶ ταυτίζεται μὲ αὐτόν, ἀπὸ ἄλλους δὲ
περιφρονεῖται, ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωπος, καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐναντίον ποίων νὰ
ὀργισθῆ περισσότερον; Η, καλύτερα, ποίους νὰ συγχωρήση; Ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἑνώνουν
λανθασμένα, ἡ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι χωρίζουν; Διότι καὶ ἐκεῖνοι ἔπρεπε νὰ διαχωρίζουν
καὶ τοῦτοι νὰ ἑνώνουν. οἱ μὲν μὲ τὸν ἀριθμόν, οἱ δὲ μὲ τὴν Θεότητα.

Ἐμποδίζεσαι ἀπὸ τὴν σάρκα; Αὐτὸ κάνουν καὶ οἱ Ἰουδαῖοι. Μήπως τυχὸν Τὸν ὀνομάζεις
καὶ Σαμαρείτην; Τὴν συνέχειαν ὅμως δὲν θὰ τὴν ἀναφέρω (πρβλ. Ἰω. 8, 48). Δὲν
πιστεύεις εἰς τὴν Θεότητα; Αὐτὸ δὲν συμβαίνει οὔτε μὲ τοὺς δαίμονας. Δύστυχε, πόσον
πιὸ ἄπιστος εἶσαι ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς δαίμονας, καὶ πόσον πιὸ ἀχάριστος ἀπὸ τοὺς
Ἰουδαίους! Ἐκεῖνοι τὴν ὀνομασίαν τοῦ Υἱοῦ τὴν ἐθεώρησαν ὡς ἔκφρασιν ἰσοτιμίας
(πρβλ. Ἰω. 8, 19), διότι δὲν ἐγνώριζαν ἀκόμη τὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε στείλει.

Διότι ἐπίστευαν μόνον ἀφοῦ ἐπάθαιναν. Σὺ δὲ δὲν δέχεσαι οὔτε τὴν ἰσότητα, οὔτε καὶ
ἀναγνωρίζεις τὴν Θεότητα. Θὰ ἦταν καλύτερα διὰ σὲ νὰ εἶσαι περιτετμημένος καὶ νὰ
εὑρίσκεσαι ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ δαίμονος, διὰ νὰ ἐκφρασθῶ κατὰ τρόπον ἀστεῖον, παρὰ
νὰ κατέχεσαι ἀπὸ πονηρίαν καὶ ἀθείαν, ἐνῶ εἶσαι ὑγιὴς καὶ ἀπερίτμητος.

Ἂλλ ὅμως ὁ πόλεμος ἐναντίον τούτων ἡ ἃς σταματήση, ἐὰν βεβαίως θὰ ἤθελαν νὰ


συνετισθοῦν ἔστω καὶ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ἡ ἃς ἀναβληθῆ, ἐὰν δὲν θέλουν νὰ
συνετισθοῦν καὶ παραμένουν ὅπως ἔχουν. Πάντως ἐμεῖς δὲν θὰ φοβηθοῦμεν τίποτε ἐνῶ θὰ
ἀγωνιζώμεθα διὰ τὴν Τριάδα, μὲ σύμμαχόν μας τὴν ἰδίαν τὴν Τριάδα.

*** *** ***

Τώρα δὲ εἴμεθα πλέον ἀναγκασμένοι νὰ ἀνακεφαλαιώσωμεν ὡς ἑξῆς τὸν λόγον. Ἔχομεν


δημιουργηθῆ διὰ νὰ εὐεργετηθοῦμεν. Ἔχομεν εὐεργετηθῆ ἐπειδὴ ἔχομεν δημιουργηθῆ. Μᾶς
παρεδόθη ὁ Παράδεισος διὰ νὰ εὐτυχήσωμεν. Ἐλάβαμεν τὴν ἐντολήν, διὰ νὰ δοξασθῶμεν
ἀφοῦ τὴν φυλάξωμεν, ὄχι ἐπειδὴ τυχὸν ἀγνοοῦσε ὁ Θεὸς ἐκεῖνο τὸν ὁποῖον θὰ ἐγίνετο,
ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μᾶς παραχωρήση τὸ αὐτεξούσιον.
Ἔχομεν ἐξαπατηθῆ, ἐπειδὴ μᾶς ἐφθόνησαν. Ἔχομεν πέσει, ἐπειδὴ ἔχομεν παραβῆ τὴν
ἐντολήν, ἔχομεν ἀναγκασθῆ εἰς νηστείαν ἐπειδὴ δὲν ἐνηστεύσαμεν καὶ μᾶς κατανίκησεν
ἡ ἐπιθυμία τῆς γεύσεως τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως. Διότι ἡ ἐντολὴ ἦτο
παλαιὰ καὶ σύγχρονος μὲ ἠμᾶς, ἕνα μέσον διαπαιδαγωγήσεως τῆς ψυχῆς καὶ σωφρονισμοῦ
ἀπὸ τὰς ἀπολαύσεις.

Τὴν ἐλάβαμεν δὲ εὐλόγως διὰ νὰ ἀπολαύσωμεν, ἀφοῦ τὴν τηρήσωμεν, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο
ἐχάσαμεν ἐπειδὴ δὲν τὴν ἐτηρήσαμεν. Εἴχαμεν ἀνάγκην ἀπὸ Θεὸν ὁ Ὁποῖος ἐσαρκώθη καὶ
ἀπέθανε, διὰ νὰ ζήσωμεν. Ἔχομεν ἀποθάνει μαζί Του διὰ νὰ καθαρισθῶμεν. Ἔχομεν
ἀναστηθῆ μαζί Του ἐπειδὴ ἔχομεν συναποθάνει καὶ ἔχομεν δοξασθῆ ἐπειδὴ ἔχομεν
συναναστηθῆ.

*** *** ***

Πολλά μὲν λοιπὸν εἶναι τὰ θαύματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὁ Θεὸς σταυρώνεται, ὁ ἥλιος
σκεπάζεται ἀπὸ σκότος καὶ κατόπιν ἀνατέλλει πάλιν (διότι ἔπρεπε καὶ τὰ
δημιουργήματα νὰ συμπάσχουν μὲ τὸν Δημιουργόν), τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίζεται
(Λουκ. 23, 44-45, Ματθ. 27, 51), αἷμα καὶ ὕδωρ χύνεται ἀπὸ τὴν πλευρὰν (Ἰω. 19, 34)
(τὸ μὲν ἐπειδὴ ἦτο ἄνθρωπος, τὸ δὲ ἐπειδὴ ἦτο ἀνώτερος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον), ἡ γῆ
συγκλονίζεται, αἳ πέτραι σχίζονται πρὸς χάριν τῆς Πέτρας (Ματθ. 27, 51, Ἃ’ Κορ. 10,
4), οἱ νεκροὶ ἀνασταίνονται (Ματθ. 27, 52), ὡς ἀπόδειξις διὰ τὴν τελευταίαν καὶ
κοινὴν Ἀνάστασιν. Τὰ σημεῖα δὲ τὰ ὁποῖα ἔγιναν εἰς τὸν τάφον καὶ τὰ μετὰ τὴν ταφὴν
(Ματθ. 28, 1 ἐ., Μάρκ. 16, 1 ἐ., Λουκ. 24, 1 ἐ. καὶ Ἰω. 20, 1 ἐ.), ποῖος θὰ
ἠμποροῦσε νὰ τὰ ἐξυμνήση ἐπαξίως; Τίποτε δὲ δὲν εἶναι ἰσάξιον μὲ τὸ θαῦμα τῆς
σωτηρίας μου.
Ὀλίγαι σταγόνες αἵματος αἳ ὁποῖαι ἀναδημιουργοῦν ὁλόκληρον τὸν κόσμον καὶ γίνονται
ὡσὰν χυμὸς γάλακτος δὶ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ μᾶς συνδέουν καὶ μᾶς συγκεντρώνουν
εἰς ἕνα σύνολον.

*** *** ***

Αλλά, ὢ Πάσχα, τὸ μέγα καὶ ἱερόν, τὸ ὁποῖον καθαρίζεις ὁλόκληρον τὸν κόσμον! Διότι
θὰ σοῦ ὁμιλήσω ὡσὰν νὰ ἤσουν ἔμψυχον. Ὢ Λόγε τοῦ Θεοῦ καὶ Φῶς καὶ Ζωὴ καὶ Σοφία καὶ
Δύναμις! Διότι χαίρομαι μὲ ὅλα Σου τὰ ὀνόματα. Ὢ γέννημα καὶ κίνησις καὶ σφραγὶς
τοῦ μεγάλου νοῦ! Ὢ Λόγε, ὁ ὁποῖος κατανοεῖσαι καί, ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος φαίνεσαι, καὶ
ὁ ὁποῖος φέρεις τὰ πάντα συγκεντρωμένα εἰς τὸν λόγον τῆς δυνάμεώς σου!
Τώρα μὲν ἃς δεχθῆς τὸν λόγον αὐτὸν ὄχι ὡς τὸν πρώτον καὶ καλύτερον καρπὸν τῆς
καρποφορίας μας, ἀλλὰ ὡς συμπλήρωμά της ἴσως, εὐχαριστήριον ἀλλὰ καὶ συγχρόνως
παρακλητικόν, διὰ νὰ μὴν ὑποφέρωμεν διὰ τὰς ἐντολᾶς Σου τίποτε περισσότερον ἐκτὸς
ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα καὶ τοὺς ἱεροὺς κόπους καὶ πόνους, μὲ τοὺς ὁποίους ἔχομεν ζήσει
μέχρι σήμερον.

Καὶ ἃς σταματήσης τὴν τυραννίαν τοῦ σώματος ἐναντίον μᾶς (βλέπεις πόσον μεγάλη
εἶναι, Κύριε, καὶ πόσον μᾶς γονατίζει!), ἡ τὴν κρίσιν Σου, ἐὰν πρόκειται νὰ
καθαρισθῶμεν ἂπ αὐτό. Ἐὰν δὲ φθάσωμεν ἐπαξίως εἰς τὸ ποθούμενον τέρμα καὶ γίνωμεν
δεκτοὶ εἰς τὰς οὐρανίους σκηνᾶς, θὰ Σοῦ προσφέρωμεν μὲ προθυμίαν θυσίας δεκτᾶς εἰς
τὸ ἅγιόν Σου θυσιαστήριον, ὢ Πάτερ καὶ Λόγε καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπειδὴ εἰς Σὲ
ὀφείλεται κάθε δόξα, τιμὴ καὶ ἐξουσία εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἐγκωμιαστικός εἰς τούς Μακκαβαίους. Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ, ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
αρχείο λήψης (3)(Β’ Μακ. 6,18- 7,42)

Πρόλογος
Στὸν δεύτερο π.Χ. αἰώνα οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀντιμετώπισαν πρωτοφανῆ πίεσι ἀπὸ τοὺς
κατακτητὲς τους Σελευκίδες, διαδόχους του Μ. Ἀλεξάνδρου, νὰ ἀρνηθοῦν τὴν θρησκεία
τους καὶ νὰ προσχωρήσουν στὴν εἰδωλολατρεία. Οἱ διωγμοὶ ἦταν σκληροὶ καὶ μάλιστα
γιὰ τριάμιση χρόνια ἐπί Ἀντιόχου Δ’ τοῦ Ἐπιφανοῦς, ὁπότε ἐκδηλώθηκε τὸ ἀποκορύφωμα
τῆς ἀντίθεης μανίας. Δημιουργήθηκαν λαμπροί μάρτυρες, ὁλοζώντανες ἀποδείξεις τῆς
δυνάμεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τὰ μαρτύρια αὐτὰ ποὺ χρονικὰ τοποθετοῦνται στὶς ἔσχατες
ἡμέρες τῆς Π. Διαθήκης, προεικονίζουν ἀντίστοιχους ἄθλους ποὺ θὰ λάβουν χώρα στὶς
ἔσχατες ἡμέρες τῆς Κ. Διαθήκης, στὰ τριάμιση χρόνια ποὺ θὰ ἐκδηλωθῆ τὸ ἀντίθεο
μένος τοῦ Ἀντίχριστου.

Μακκαβαῖοι ἢ Ἀσμοναῖοι λέγονταν οἱ ἀπόγονοι τοῦ ἱερέα Ματταθία, πατέρα πέντε γυιῶν
ποὺ πολέμησαν γενναία τους Σελευκίδες. Ἡ ὀνομασία «Μακκαβαῖοι» προῆλθε ἀπὸ τὸν
τρίτο γυιὸ τοῦ Ματταθία, τὸν Ἰούδα ποὺ ἐπικλήθηκε Μακκαβαῖος, διότι σφυροκόπησε
τούς ἐχθροὺς («μακκάμπα=σφυρί).
Ἐδῶ παρουσιάζομε τὸ μαρτύριο ἑπτὰ ἀδελφῶν μὲ τὴν μητέρα τους καὶ τὸν πνευματικό
τους πατέρα Ἐλεάζαρο. Ἐκ παραδόσεως ξέρουμε ὅτι τὸ ὄνομα τῆς μητέρας ἤταν Σολομονή
πού σημαίνει εἰρηνική, καὶ τῶν παιδιῶν της, Ἀβείμ, Ἀντώνιος, Γουρίας, Ἐλεάζαρος,
Εὐσέβωνας, Ἀχείμ καί Μάρκελλος. Ἐμαρτύρησαν στὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας Ἀντιόχου
Δ’ τοῦ Ἐπιφανοῦς, πρὶν ξεσπάση ἡ μακκαβαϊκὴ ἐπανάστασις μὲ τὸν Ἰούδα. Ἡ Ἐκκλησία
ἀπὸ ἐνωρὶς ἐτίμησε τὴν μνήμη τους. Ἡ ἑορτὴ τοὺς ἄγεται στὴν 1η Αυγούστου. Τέτοια
ἡμέρα ἐξεφώνησε καὶ ὁ ἅγιος Γρηγοριος ὁ Θεολόγος την ὁμιλία του «Εἰς Μακκαβαίους»
τὴν ὁποία παραθέτουμε ἐδῶ σε μετάφρασι καὶ μὲ κάποια σχόλια. Οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου πάντα ἀποζητοῦν τὰ σχόλια, διότι ἔχουν πυκνότητα καὶ βάθος νοημάτων.
Τὸ συγκινητικὸ μαρτύριο γίνεται ἀκόμη πιὸ συγκινητικὸ μὲ τὸν ἀπαράμιλλο κάλαμο τοῦ
ἱεροῦ Πατρός. Ἃς σημειωθῆ ὅτι σώζονται καὶ τρεῖς ὡραῖες ὁμιλίες γιὰ τοὺς
Μακκαβαίους τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως
φυλάσσεται ἄφθαρτο τό λείψανο τῆς ἁγίας Σολομονῆς.

+ Ἀρχιμ.ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ
Κείμενο
1.Καὶ οἱ Μακκαβαῖοι; Γι’ αὐτοὺς εἶναι τούτη ἡ πανήγυρις. Συμβαίνει νὰ μὴ τοὺς
τιμοῦνε καὶ τόσο διότι δὲν μαρτύρησαν στὴν χριστιανικὴ περίοδο. Ἀξίζει ὅμως ὅλοι νὰ
τοὺς τιμοῦν, διότι ἔδειξαν καρτερία χάριν τῆς πατροπαράδοτης πίστεως. Αὐτοὶ ποὺ
ἀναδείχθηκαν μάρτυρες πρὶν ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, τί θὰ κατόρθωναν ἄραγε, ἂν
διώκονταν μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ μιμοῦνταν τὸ θάνατό του γιὰ μᾶς; Ἀφοῦ καὶ
χωρὶς τέτοιο μεγάλο παράδειγμα, φάνηκαν τόσο σπουδαῖοι στὴν ἀρετή, πῶς δὲν θὰ
φαίνονταν γενναιότεροι ἂν ἀντιμετώπιζαν τοὺς κινδύνους ἔχοντας ἐμπρός τους τέτοιο
παράδειγμα;
Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ ἕνα πράγμα μυστικὸ καὶ ἀπόρρητο, ποὺ σὲ μένα φαίνεται πολὺ
πιστευτό, καθὼς καὶ σ’ ὅλους τούς φιλόθεους, ὅτι δηλαδὴ κανένας πρὶν ἀπὸ τὴν
παρουσία τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔφθασε στὴν τελειότητα, χωρὶς νὰ τὸν βοηθήση σ’ αὐτὸ ἡ
πίστις στὸν Χριστό. Διότι ὁ Λόγος (σημαίνει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς
Ἁγίας Τριάδος) ἦρθε μὲν καὶ μίλησε φανερὰ ἀργότερα στὸν χρόνο ποὺ ἐκεῖνος διάλεξε,
ἀλλ’ ὅμως γνωρίσθηκε καὶ προηγουμένως στοὺς καθαροὺς στὴν διάνοια. Αὐτὸ φαίνεται
ἀπὸ πολλοὺς ποὺ πρὸ Χριστοῦ ἐτιμήθηκαν (Ὅπως π.χ. ἀπὸ τὰ περιστατικὰ ποὺ συνδέονται
μὲ τὸν Μωυσῆ. Τὸ θεϊκὸ πρόσωπο ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε ὡς φωτιὰ στὴν βάτο (Ἐξοδ. 3,2)
γιὰ νὰ τὸν διορίση ἐλευθερωτὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ
ἄσαρκος Λόγος. Γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται συγχρόνως καὶ «ἄγγελος Κυρίου» καὶ «Κύριος».
Ἔτσι ἑρμηνεύουν τὴν περικοπὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς πρώτους
χριστιανικοὺς χρόνους).
2. Ὄχι λοιπὸν νὰ τοὺς περιφρονήσουμε διότι ἐμαρτύρησαν πρὶν ἀπὸ τὸν σταυρό, ἀλλὰ νὰ
τοὺς ἐπαινέσουμε διότι ἐμαρτύρησαν κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ τοὺς
θεωρήσουμε ἄξιους ἐγκωμιαστικῶν λόγων. Αὐτό, ὄχι γιὰ νὰ πάρουν κι ἄλλη δόξα (ποιά;
ἀφοῦ οἱ πράξεις τοὺς εἶναι ἔνδοξες), ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξασθοῦν οἱ ἐγκωμιάζοντες καὶ νὰ
παρακινηθοῦν στὴν ἀρετὴ οἱ ἀκροατές, καθὼς ἡ ἀνάμνησις θὰ τοὺς κεντρίζη σὲ ὅμοια
ἀγωνίσματα.
Ποιοὶ ἦταν οἱ Μακκαβαίοι καί ἀπὸ ποὺ κατάγονταν καὶ ποιὸ ξεκίνημα ἔκαναν στὴν
διαπαιδαγώγησι καὶ μόρφωσί τους ὥστε νὰ προοδεύσουν τόσο πολὺ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν
δόξα, καὶ νὰ τιμῶνται κάθε ἔτος μὲ πομπὲς καὶ πανηγύρεις, καὶ νὰ ἐναποτίθεται ἀκόμη
μεγαλύτερη δόξα ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ μέσα στὶς ψυχὲς ὅλων, αὐτὰ θὰ τὸ δείξη στοὺς
φιλομαθεῖς καὶ φιλόπονούς το βιβλίο ποὺ γράφει γι’ αὐτούς. Αὐτὸ τὸ βιβλίο φιλοσοφεῖ
γιὰ τὸν λογισμὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι αὐτοκράτορας τῶν παθῶν καὶ κυρίαρχός της
κλίσεως πρὸς τὰ δύο μέρη, τῆς ἀρετῆς δηλαδὴ καὶ τῆς κακίας. Παρουσιάζει καὶ πολλὰ
ἄλλα μαρτύρια, κυρίως ὅμως τὰ κατορθώματα τούτων (Ἐννοεῖ τὸ Δ’ Μακκαβαίων. Ἀλλὰ καὶ
στὸ Β’ γίνεται σχετικὸς λόγος. Τὸ Β’ Μακκαβαίων ἀποτελεῖ βιβλίο τοῦ κανόνος τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ περιγράφει μία φάσι τῆς μακκαβαϊκῆς ἐπαναστάσεως ἐναντίον τῶν
Σελευκιδῶν, καὶ παρέχει ἐνδιαφέροντα γιὰ τὸν μεταγενέστερο Ἰουδαϊσμὸ Ἱστορικὰ καὶ
θρησκευτικὰ στοιχεῖα. Τὸ Δ’ Μακκαβαίων εἶναι βιβλίο οἰκοδομητικοὺ καὶ φιλοσοφικοῦ
περιεχομένου – φιλοσοφεῖ πάνω στὸν εὐσεβῆ καὶ ἡγεμόνα λογισμὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὰ
πάθη – καὶ δὲν ἀνήκει στὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Γραφῆς. Ὡστόσο λόγω τῆς σπουδαιότητας
τοῦ τίθεται ἐν παραρτήματι, στὸ τέλος τῆς Π. Διαθήκης). Σὲ μένα εἶναι ἀρκετὸ νὰ πῶ
τὰ ἑπόμενα:
3.Ἐδῶ βλέπουμε τὸν Ἐλεάζαρο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῶν μαρτύρων τῶν πρὸ Χριστοῦ,
ὅπως ἦταν μετὰ τὸν Χριστὸ ὁ Στέφανος, ἄνδρας Ἱερεὺς καὶ γέροντας, κατάλευκος στὰ
μαλλιά, λαμπρὸς καὶ στὴν φρόνησι. Προηγουμένως προσέφερε θυσίες καὶ προσευχὲς χάριν
τοῦ λαοῦ. Τώρα ὅμως προσφέρει ἄριστο θύμα στὸν Θεὸ τόν ἑαυτό του. Αὐτὴ ἡ προσφορὰ
καθαρίζει ὅλο το λαὸ καὶ ἀποτελεῖ αἴσιο πρόλογο τοῦ μαρτυρικοῦ ἀγῶνος, παραίνεσι
ποὺ ἐκδηλώνεται καὶ μὲ τὴν ὁμιλία καὶ μὲ τὴν σιωπή. Προσφέρει ἀκόμη καὶ τὰ ἑπτὰ
παιδιά, τὸν καρπὸ τῆς δικῆς του διαπαιδαγωγήσεως, «θυσία ζωντανή, ἅγια, εὐάρεστη
στὸν Θεὸ»(Ρωμ. 12,1), ἀπὸ κάθε Ἱεροτελεστία τοῦ Νόμου λαμπρότερη καὶ καθαρότερη.
Καὶ εἶναι πάρα πολὺ νόμιμο καὶ δίκαιο τό νὰ ἀποδίδουμε στὸν (πνευματικὸ) πατέρα τὰ
κατορθώματα τῶν παιδιῶν.
Ἐκεῖ βλέπουμε τὰ γενναῖα καὶ μεγαλόψυχα παιδιά, τὰ εὐγενικὰ βλαστάρια τῆς εὐγενοῦς
μητέρας, τοὺς φιλότιμους ἀγωνιστὲς τῆς ἀλήθειας, τοὺς ὑψηλότερους ἀπὸ ὅλους ἐκεῖνο
τὸν καιρὸ τοῦ Ἀντιόχου (Κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἐξουσίασαν οἱ διάδοχοι τοῦ Μ.
Ἀλεξάνδρου, ἡ Παλαιστίνη μὲ τὴν Συρία καὶ τὴν Νοτιοδυτικὴ Ἀσία ὑπαγόταν στοὺς
Σελευκίδες. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Ἀντιοχος Δ’ ὁ Ἐπιφανὴς κατὰ τὰ ἔτη 169-168 κ.ἐξ.
ἐκήρυξε ἀπηνῆ διωγμὸ κατὰ τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας. Ἀπαγόρευσε τὶς θυσίες καὶ τὴν
περιτομή, κατάργησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου καὶ τὶς ἑορτές, ἔκαψε τὰ θρησκευτικὰ
βιβλία, ἐνῶ παράλληλα ἐπέβαλε βίαια τὴν εἰδωλολατρία, στήνοντας στὸν Ναὸ τῶν
Ἱεροσολύμων καὶ στὸ ὅρος Γαριζὶν ἀγάλματα τοῦ Δία. Καὶ τὸν χειμώνα τοῦ 167 π.χ.
ἔθεσε τὴν Ἰουδαϊκὴ θρησκεία ἐκτὸς νόμου), τοὺς γνήσιους μαθητὲς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου,
τοὺς ἀκριβεῖς τηρητὲς τῶν πατροπαράδοτων ἐθίμων, τοὺς ἑπτὰ στὸν ἀριθμὸ – ἀριθμὸ ποὺ
ἐγκωμιάζεται ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους καὶ ποὺ τιμᾶται μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἕβδομης ἡμέρας
τῆς ἀναπαύσεως. Τὰ βλέπουμε αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ εἶναι μία πνοή, νὰ βλέπουν πρὸς τὸ
ἴδιο σημεῖο, νὰ γνωρίζουν ἕνα δρόμο ζωῆς ποὺ εἴναι ὁ θάνατος γιὰ τὸν Θεό, νὰ εἶναι
ἀδέλφια ὄχι λιγώτερο πνευματικὰ ἂπ’ ὅ,τι σωματικά,νὰ ζηλεύη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γιὰ
τὸν θάνατο- ὢ θαυμαστὸ πράγμα! -νὰ ἁρπάζουν πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα σὰν θησαυροὺς τὰ
βασανιστήρια, νὰ ἐκθέτουν σὲ κίνδυνο τὴν ζωή τους γιὰ χάρι τοῦ «παιδαγωγοῦ» (Ὅπως ὁ
«παιδαγωγὸς» δοῦλος ἐπήγαινε τὸ παιδὶ τοῦ κυρίου του στὸ σχολεῖο, ἔτσι καὶ ὁ νόμος
τοῦ Μωυσῆ ὠδηγοῦσε τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ στὸν Χριστό, στὸν μεγάλο Διδάσκαλο.) Νόμου,
νὰ φοβοῦνται ὄχι τόσο τὰ παρόντα βασανιστήρια, ἀλλὰ νὰ ἐπιζητοῦν τὰ ἑπόμενα,
ἔχοντας ἕνα μόνο φόβο νὰ μὴ κουρασθῆ ὁ δήμιος καθὼς βασανίζει καὶ ἀποχωρήσουν
μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀστεφάνωτοι, καὶ παρὰ τὴν θέλησί τους χωρίσουν ἀπὸ τὰ ἀδέλφια
τοὺς νικώντας νίκη κακὴ μὲ τὸ νὰ κινδυνεύσουν νὰ μὴ μαρτυρήσουν.
4. Βλέπουμε ἐκεῖ τὴν ἀποφασιστικὴ καὶ γενναία μητέρα ποὺ ἀγαπᾶ τὰ παιδιὰ της ἀλλὰ
καὶ τὸν Θεὸ συγχρόνως, καὶ ποὺ σπαράσσονται τὰ σπλάγχνα τῆς ἀντίθετα πρὸς τὴν φύσι.
Γιατί δὲν λυπόταν τὰ παιδιὰ τῆς ὅταν ὑπέφεραν, ἀλλὰ ἀγωνιοῦσε μήπως καὶ δὲν
μαρτυρήσουν. Οὔτε τόσο λαχταροῦσε αὐτὰ ποὺ ἔφυγαν, ὅσο εὐχόταν νὰ προστεθοῦν σ’
ἐκεῖνα καὶ τὰ ὑπόλοιπα καὶ γι’ αὐτὸ τὰ λόγια τῆς ἀναφέρονταν περισσότερο σ’ αὐτά,
παρὰ σ’ ἐκεῖνα ποὺ μετέστησαν. (Καὶ πολὺ σωστὰ) διότι σ’ αὐτά, ἦταν ἀμφίβολος ὁ
ἀγώνας, ἐνῶ σ’ ἐκεῖνα ἐξασφαλίσθηκε τὸ κατάλυμα. Καὶ ἐκεῖνα ἤδη τὰ παρέθετε στὸν
Θεό, ἐνῶ αὐτὰ φρόντιζε πὼς νὰ τὰ δεχθῆ ὁ Θεός.
Ὢ ἀνδρεία ψυχὴ σὲ γυναικεῖο σῶμα! Ὢ θαυμαστὴ καὶ μεγαλόψυχη (πνευματικὴ) πρόοδος! Ὢ
θυσία ὅμοια μὲ τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ νὰ μὴ τολμήσουμε καὶ ποῦμε μεγαλύτερη! Διότι ὁ μὲν
Ἀβραὰμ προσφέρει μὲ προθυμία ἕνα γυιό, ἔστω κι ἂν ἦταν μονογενὴς καὶ γεννημένος μὲ
ὑπόσχεσι καὶ φορτωμένος τὴν ὑπόσχεσι, καὶ ποὺ ἀκόμη περισσότερο ἔγινε ἀπαρχή,
(ξεκίνημα), καὶ ρίζα τῶν θυσιῶν αὐτοῦ του εἴδους, ἐνῶ αὐτὴ ἡ γυναίκα ἀφιέρωσε στὸν
Θεὸ ὁλόκληρο στράτευμα παιδιῶν. Αὐτὴ ἐνίκησε καὶ μητέρες καὶ Ἱερεῖς ὅσον ἀφορᾶ τὶς
θυσίες, διότι προσέφερε θύματα πρόθυμα γιὰ σφαγή, ὁλοκαυτώματα λογικά, σφάγια ποὺ
βιάζονταν νὰ θυσιασθοῦν. Αὐτὴ ἔδειχνε τοὺς μαστούς της καὶ θύμιζε τὴν ἀνατροφή τους
καὶ πρόβαλλε τὰ λευκὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γηρατειά της σὰν ἱκεσία. Δὲν ζητοῦσε νὰ σώση
τὴν ζωή τους, ἀλλὰ τοὺς βίαζε γιὰ τὸ μαρτύριο, θεωρώντας κίνδυνο τὴν ἀναβολὴ καὶ
ὄχι τὸν θάνατο.
Αὐτὴ τίποτε δὲν τὴν ἔκαμψε οὔτε τὴν ἐξασθένησε οὔτε τῆς λιγόστεψε τὴν τόλμη· οὔτε
τὰ προτεινόμενα ὄργανα ἐξαρθρώσεως οὔτε οἱ τροχοὶ ποὺ ξεπρόβαλαν οὔτε οἰ
τροχαντῆρες (Οἱ τροχαντῆρες ἦταν βασανιστικὰ ὄργανα ὅμοια μὲ τοὺς τροχούς. Μὲ τροχὸ
μαρτύρησαν μεταξὺ ἄλλων ὁ ἅγιος Γεώργιος καὶ ἡ ἁγία Αἰκατερίνη. Ὀδυνηρὸ μαρτύριο)
οὔτε οἱ καταπέλτες οὔτε οἱ αἰχμὲς τῶν σιδερένιων νυχιῶν οὔτε τὰ ξίφη ποὺ
ἀκονίζονταν οὔτε τὰ καζάνια ποὺ ἔβραζαν οὔτε ἡ φωτιὰ ποὺ δυνάμωνε οὔτε ὁ τύραννος
ποὺ ἀπειλοῦσε οὔτε ὁ λαὸς οὔτε οἱ λογχοφόροι ποὺ βιάζονταν οὔτε τὰ συγγενικὰ
πρόσωπα ποὺ ἀντικρυζε, οὔτε τὰ μέλη τοῦ σώματος ποὺ διασπώνταν οὔτε οἱ σάρκες ποὺ
ξύνονταν οὔτε τὰ ρυάκια τῶν αἱμάτων οὔτε ἡ νεότητα ποὺ καταστρεφόταν οὔτε τὰ
παρόντα δεινὰ οὔτε τὰ ἀναμενόμενα λυπηρά. Δὲν τὴν ἔκαμψε ἀκόμη καὶ ἐκεῖνο ποὺ γιὰ
ἄλλους σὲ παρόμοιες περιπτώσεις εἶναι ἀσήκωτο, ὁ ἀργὸς χρόνος τῶν μαρτυρίων. Γι’
αὐτὴν τοῦτο ἦταν τὸ πιὸ ἀνάλαφρο, διότι ἀπελάμβανε τὸ θέαμα. Συνέβαινε νὰ
ἀργοποροῦν κάπως τὰ μαρτύρια. Αὐτὸ ὀφειλόταν ὄχι μόνο στὴν ποικιλία τῶν
βασανιστηρίων ποὺ ὅλα μαζί τα καταφρονοῦσαν, ὅπως δὲν θὰ καταφρονοῦσε κάποιος ἕνα
ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ προσέτι στὰ πολύμορφα λόγια τοῦ διώκτη, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε ἔβριζε,
ἄλλοτε ἀπειλοῦσε, ἄλλοτε ἐθώπευε. Τί ἤθελες καὶ δὲν ἔκανε γιὰ νὰ ἐπιτυχῆ αὐτὰ ποὺ
ἔλπιζε.
5. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀποκρίσεις βεβαίως τῶν παιδιῶν πρὸς τὸν τύραννο διακρίνονται γιὰ
τόση σοφία καὶ γενναιότητα, ὥστε ὅλοι οἱ ἔπαινοι τῶν ἄλλων μαζεμένοι νὰ
ὑπολείπωνται ἂν συγκριθοῦν μὲ τὴν δική τους ἐγκαρτέρησι. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐγκαρτέρησίς
τους ὑπολείπεται ἂν συγκριθῆ μὲ τὰ συνετὰ λόγια τους. Καὶ σ’ αὐτοὺς μόνο συνέβη νὰ
ὑποφέρουν τέτοια βασανιστήρια καὶ νὰ ἀποκρίνωνται μὲ τόση σοφία στὶς ἀπειλὲς τοῦ
διώκτη καὶ στοὺς φόβους ποὺ ξεπρόβαλλαν. Καὶ πουθενὰ δὲν νικήθηκαν τὰ γενναῖα
παιδιὰ καὶ ἡ γενναιότερη μητέρα. Αὐτὴ ἀφοῦ ἀναδείχθηκε ἀνώτερη ἀπὸ ὅλους καὶ ἀφοῦ
ἀνέμειξε τὸ (μητρικὸ) φίλτρο μὲ τὴν τόλμη, προσέφερε τὸν ἑαυτό της στὰ παιδιὰ
ἐντάφιο δῶρο ἀκολουθώντας τα στὸν θάνατο. Καὶ πῶς ἔγινε αὐτό; Προχώρησε θεληματικὰ
στοὺς κινδύνους (Ἡ θεληματικὴ προσέλευσις τῆς μητέρας πρὸς τὸ μαρτύριο ἔχει τὴν
ἔννοια νὰ μὴ ἐγγίσουν ἄναγνα χέρια τὸ σῶμα της. Στὸ Δ’ Μάκ. 17,1 διαβάζουμε:
«Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες διηγοῦνταν ὅτι σὰν ἦρθε ἡ σειρά της νὰ μαρτυρήση,
ρίχτηκε μόνη της στὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴ ἐγγίση κανεὶς τὸ σῶμα της» – «ἴνα μὴ ψαύσειε
τὶς τοῦ σώματος ἐαυτῆς»). Καὶ μὲ ποιὰ ἐπιτάφια λόγια; Καλὰ εἶναι βέβαια καὶ τὰ
λόγια τῶν παιδιῶν πρὸς τὸν τύραννο καὶ καλύτερα ἀπὸ καλά. Καὶ γιατί ὄχι; Μὲ τὰ
λόγια αὐτὰ ἀντιμετώπισαν καὶ ἐπολέμησαν τὸν τύραννο. Καλύτεροι ὅμως οἱ λόγοι τῆς
μητέρας ποὺ πρῶτα ἦταν ἐνθαρρυντικοὶ καὶ ἔπειτα ἐπιτάφιοι.
Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι οἱ λόγοι τῶν παιδιῶν; Γιατί εἶναι καλὸ νὰ σᾶς τοὺς θυμίσω γιὰ νὰ
ἔχετε παράδειγμα ὄχι μόνο μαρτυρίου ἀλλὰ καὶ λόγων μαρτύρων σὲ τοῦτα τὰ χρόνια. Τοῦ
ἑνὸς ἦταν διαφορετικοὶ ἀπὸ τοῦ ἄλλου, ἀνάλογα πὼς τὸν ἐξώπλισε τὸν καθένα ἡ ὁμιλία
τοῦ τυράννου ἢ ἡ σειρὰ τῶν μαρτυρίων ἢ ἡ φιλοτιμία τῆς ψυχῆς. Ἂν θέλαμε νὰ
παρουσιάσουμε τὸν τύπο τῶν λόγων τους, θὰ σημειώναμε τὰ ἑξῆς:
-Γιὰ μας, ὢ Ἀντίοχε καὶ ὅλοι ὅσοι παρίστασθε ἐδῶ, ἕνας εἶναι βασιλεὺς ὁ Θεός, ἀπὸ
τὸν ὁποῖο δημιουργηθήκαμε καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο θὰ ἐπιστρέψουμε. Καὶ ἕνας εἶναι
νομοθέτης ὁ Μωυσῆς, τὸν ὁποῖο δὲν θὰ προδώσουμε οὔτε θὰ προσβάλουμε – τὸ
ὁρκιζόμαστε αὐτὸ στοὺς πολλοὺς κινδύνους του γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ στὶς πολλὲς
θαυματουργίες του – ἔστω κι ἂν κάποιος ἄλλος Ἀντίοχος μᾶς ἀπειλῆ σκληρότερα ἀπὸ
σένα. Μία γιὰ μᾶς εἶναι ἀσφάλεια, ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν καὶ τὸ νὰ μὴ καταπέση ὁ
Νόμος μὲ τὸν ὁποῖο περιτειχιζόμαστε. Μία γιὰ μᾶς εἶναι δόξα, τὸ νὰ περιφρονήσουμε
κάθε δόξα ποὺ συνδέεται μὲ τὶς μεγάλες σου ὑποσχέσεις. Ἕνας εἶναι γιὰ μᾶς πλοῦτος,
τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἐλπίζουμε. Καὶ τίποτε γιὰ μᾶς δὲν εἶναι φοβερό, παρὰ τὸ νὰ φοβηθοῦμε
κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις παραταχθήκαμε καὶ μ’ αὐτὸν τὸν
τρόπο ὠπλισθήκαμε. Μὲ τέτοια παλληκάρια ἔχεις νὰ κάνης.
» Εἶναι γλυκὸς βέβαια τοῦτος ὁ κόσμος καὶ ἡ πατρικὴ γῆ καὶ οἱ φίλοι καὶ οἱ
συγγενεῖς καὶ οἱ συνομίληκοι καὶ ὁ μεγάλος τοῦτος καὶ περιβόητος Ναὸς καὶ οἱ
πατροπαράδοτες πανηγύρεις καὶ τὰ μυστήρια καὶ ὅλα τα ὑπόλοιπα, στὰ ὁποῖα ἐμεῖς
διαφέρουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Πλὴν ὅμως αὐτὰ δὲν εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ
τοὺς ἀγῶνες καὶ κινδύνους γιὰ τὴν ἀρετή. Γιὰ μᾶς ὑπάρχει ἄλλος κόσμος, πολὺ
ὑψηλότερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ βλέπουμε καὶ μονιμώτερος. Ὑπάρχει καὶ ἄλλη πατρίδα ἡ Ἄνω
Ἱερουσαλὴμ ποὺ κανένας Ἀντίοχος δὲν θὰ τὴν πολιορκήση οὔτε θὰ περιμένη νὰ τὴν
ὑποτάξη, ἡ ἰσχυρὴ καὶ ἄπαρτη. Συγγενεῖς γιὰ μᾶς εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν
μέσα τους τὴν θεϊκὴ πνοὴ καὶ γεννήθηκαν γιὰ τὴν ἀρετή. Φίλοι μας, οἱ προφῆτες καὶ
οἱ πατριάρχες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πήραμε καὶ τὸν τύπο τῆς θρησκείας κι εὐσέβειάς μας.
Συνομίληκοί μας, ὅσοι κινδυνεύουν συγχρόνως σήμερα μαζί μας καὶ δείχνουν
ἐγκαρτέρησι. Καὶ ἀπὸ τὸν Ναὸ αὐτὸ ὑπάρχει ἄλλος πιὸ μεγαλοπρεπής, ὁ οὐρανός. Καὶ
πανηγύρεις ἔχουμε τὶς ἀγγελικὲς χοροστασίες. Καὶ μυστήριο ἕνα μεγάλο καὶ μέγιστο
καὶ ἄγνωστο στοὺς πολλοὺς ἔχουμε τὸν Θεό, πρὸς τὸν ὁποῖο ἀναφέρονται καὶ τὰ ἐδῶ
μυστήρια.
6.»Σταμάτα λοιπὸν νὰ μᾶς ὑπόσχεσαι τὰ μικρὰ καὶ μηδαμινά. Γιατί δὲν θὰ τιμηθοῦμε μὲ
τὰ ἄτιμα οὔτε θὰ κερδίσουμε τὰ ἐπιζήμια. Δὲν θὰ κάνουμε τόσο ἄθλιο ἐμπόριο. Σταμάτα
νὰ μᾶς ἀπειλῆς γιατί θὰ ἀπειλήσουμε κι ἐμεῖς μὲ τὴν σειρά μας, ὅτι θὰ ἀποδείξουμε
τὴν ἀδυναμία σου καὶ ἐπὶ πλέον θὰ σοῦ προβάλουμε κι ἐμεῖς βασανιστήρια. Ἔχουμε κι
ἐμεῖς κάποια (ἄλλου εἴδους) φωτιὰ μὲ τὴν ὁποία τιμωροῦμε τοὺς διῶκτες. Ἔχεις τὴν
ἐντύπωσι ὅτι πολεμᾶς μὲ ἔθνη καὶ πόλεις καὶ πολὺ πολὺ ἄνανδρους βασιλεῖς, ποὺ ἄλλοι
θὰ νικήσουν, ἄλλοι ἴσως θὰ νικηθοῦν, ἀφοῦ ἄλλωστε δὲν ἀγωνίζονται καὶ γιὰ τόσο
σπουδαία πράγματα.
»Ἐσὺ πολεμᾶς τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, τὶς θεοχάρακτες πλάκες, τοὺς πατροπαράδοτους
θεσμοὺς ποὺ εἶναι τιμημένοι ἀπὸ τὸν λόγο καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο, ἑπτὰ ἀδελφοὺς ποὺ τοὺς
δένει μία ψυχὴ ποὺ θὰ στήσουν ἑπτὰ τρόπαια καὶ θὰ σὲ ἐξευτελίσουν. Πολεμᾶς ἑπτὰ
ἀδελφοὺς ποὺ ἂν τοὺς νικήσης δὲν εἶναι σπουδαῖο κατόρθωμα, ἐὰν ὅμως νικηθῆς θὰ
ἀποτελῆ πολὺ μεγάλη ἐντροπή. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀπόγονοι καὶ μαθητὲς ἐκείνων ποὺ τοὺς
ὁδηγοῦσε ὁ στύλος τῆς φωτιᾶς καὶ τῆς νεφέλης, στοὺς ὁποίους διαχωριζόταν ἡ θάλασσα
καὶ σταματοῦσε τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ καὶ ὁ ἥλιος, καὶ ἔβρεχε (οὐράνιο) ψωμί, καὶ ποὺ
μὲ τὰ ἁπλωμένα χέρια (τοῦ Μωυσῆ) νικώνταν μυριάδες ἐχθροὶ χτυπημένοι ἀπὸ τὴν
προσευχὴ (του) ἐκείνων ποὺ νικοῦσαν θηρία, ποὺ δὲν τοὺς ἔκαιγε ἡ φωτιά, ποὺ ἔκαναν
πίσω οἱ βασιλεῖς θαυμάζοντας τὴν γενναιότητά τους.
»Νὰ ποῦμε καὶ κάτι γνωστὸ σὲ σένα. Εἴμαστε μαθητὲς καὶ μύστες τοῦ Ἐλεαζάρου, τοῦ
ὁποίου γνώρισες τὴν ἀνδρεία. Ἀγωνίσθηκε πρῶτα ὁ (πνευματικὸς) πατέρας. Θὰ
ἀγωνισθοῦν κατόπιν τὰ (πνευματικὰ) παιδιά του. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ ὁ Ἱερεύς. Θὰ
φύγουν κατόπιν καὶ τὰ θύματα. Μὲ πολλά μᾶς φοβίζεις, ἀλλὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ
περισσότερα. Καὶ τί θὰ μᾶς κάνης, ὢ ὑπερήφανε, μὲ τὶς ἀπειλές σου; Καὶ τί θὰ
πάθουμε; Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἰσχυρότερο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ὑποστοῦν τὰ
πάντα (Ὡραῖο γνωμικό. «Οὐδὲν ἰσχυρότερ,ν τῶν πάντα παθεῖν ἑτοίμων». Στὰ κείμενα τοῦ
ἁγίου Γρηγορίου συναντᾶς πολὺ ἐκλεκτὰ ἀποφθέγματα μὲ βάθος νοημάτων καὶ μὲ φραστικὸ
κάλλος. Νά, μία πρόχειρη δειγματοληψία: «Κάλλιστον τῶν ὄντων καὶ ὑψηλότατον Θεός».
«Θεὸν φρᾶσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον». «Χριστὸς ἐφυγαδεύθη εἰς
Αἴγυπτον, ἀλλὰ φυγαδεύει τὰ Αἰγυπτίων». «Μικρὸς εἴμι καὶ μέγας, ταπεινὸς καὶ
ὑψηλός, θνητὸς καὶ ἀθάνατος, ἐπίγειος καὶ οὐράνιος». «Ὄναρ ἐσμὲν οὒχ ἱστάμενον,
φάσμα τί μὴ κρατούμενον, πτῆσις ὀρνέου παρερχομένου, ναῦς ἐπὶ θαλάσσης ὄχνος οὐκ
ἔχουσα, κόνις, ἀτμίς, ἑωθινὴ δρόσος, ἄνθος καιρῶ φυόμενον καὶ καιρῶ λυόμενον».
Ἐπίσης ἐκεῖνο ποὺ συναντήσαμε πιὸ πάνω, «φοβερὸν οὐδὲν ἥ το φοβηθῆναι τί πρὸ
Θεοῦ»).
»Ὢ δήμιοι, γιατί καθυστερεῖτε; Γιατί ἀναβάλλετε; Γιατί τόσο ἀργεῖτε νὰ πάρετε τὴν
καλὴ διαταγή; Ποῦ εἶναι τὰ ξίφη; Ποῦ εἶναι τὰ δεσμά; τὰ ζητῶ γρήγορα. Ἃς ἀναφθῆ
περισσότερο ἡ φωτιά, ἃς γίνουν πιὸ ἐπιθετικά τα θηρία, πιὸ περιποιημένα τὰ
στρεβλωτήρια (Αὐτὲς οἱ φράσεις μᾶς φέρνουν στὴν μνήμη τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου
τοῦ Θεοφόρου, πρὶν φθάση στὴν Ρώμη γιὰ νὰ μαρτυρήση: «Πῦρ καὶ σταυρός, θηρίων τε
συστάσεις, ἀνατομαί, διαιρέσεις, σκορπισμοι ὀστέων, συγκοπῆ μελῶν, ἄλεσμοι ὅλου του
σώματος, κακαὶ κολάσεις τοῦ διαβόλου, ἐπ’ ἔμε ἐρχέσθωσαν, μόνον ἴνα Ἰησοῦ Χριστοῦ
ἐπιτύχω» (ἀπὸ τὴν ἐπιστολή του πρὸς Ρωμαίους). Ἃς εἶναι ὅλα βασιλικὰ καὶ
περισσότερο πολυτελῆ. «Ἐγὼ εἶμαι πρωτότοκος. Θυσίασε μὲ πρῶτο». «Ἐγὼ εἶμαι
τελευταῖος. Ἃς ἀλλάξη ἡ σειρά». «Ἃς μπῆ καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς μεσαίους πρῶτος γιὰ νὰ
τιμηθοῦμε ἐξ ἴσου ὅλοι». Ἀλλὰ διστάζεις; Μήπως καὶ περιμένεις νὰ ἀλλάξουμε γνώμη;
Σοῦ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ πολλὲς φορὲς θὰ σοῦ ἐπαναλάβουμε τὸν ἴδιο λόγο: «Δὲν
πρόκειται νὰ φᾶμε τὰ ἀπαγορευμένα ἀπὸ τὸν Νόμο μας φαγητὰ (Ὁ Ἀντιοχος Δ’ εἶχε δώσει
διαταγὴ «ἕκαστον τῶν Ἑβραίων κρεὼν ὑείων καὶ εἰδωλοθύτων ἀναγκάζειν ἀπογεύεσθαι»
(Δ’ Μακ. 5,2). Ἀπαγορευμένα λοιπὸν φαγητὸ ἐννοεῖ ἐδῶ το χοιρινὸ κρέας καὶ τὶς
τροφὲς ποὺ εἶχαν προσφερθῆ σὲ εἰδωλολατρικὲς θυσίες. Στὸ Β’ Μακ. 6,18 ἀναφέρεται
ὅτι ἐπιεζαν τὸν Ἐλεάζαρο νὰ ἀνοίξη τὸ στόμα του γιὰ νὰ φάη χοιρινὸ – «ἀναχανῶν
ἠναγκάζετο φαγεῖν ὕειον κρέας»). Δὲν θὰ ὑποχωρήσουμε». Πιὸ γρήγορα θὰ σεβασθῆς ἐσὺ
τὰ δικά μας, παρὰ θὰ ὑποταχθοῦμε ἐμεῖς στὰ δικά σας. Μὲ λίγα λόγια: «Ἢ νὰ ἐπινοήσης
καινούργια βασανιστήρια ἢ νὰ ξέρης ὅτι τὰ περιφρονοῦμε τὰ τωρινά».
7. Καὶ αὐτὰ μὲν τὰ ἔλεγαν στὸν τύραννο. Ὅσα δὲ ἔλεγαν μεταξύ τους σὰν προτροπές,
καὶ ὅσα παρατηροῦσες σ’ αὐτούς, ἀποτελοῦν γιὰ τοὺς φιλόθεους ὅ,τι πιὸ ὡραῖο καὶ
ἱερὸ καὶ ἀπὸ κάθε θέαμα ἢ ἄκουσμα γλυκύτερο. Ἐγὼ τουλάχιστον γεμίζω ἀπὸ ἀγαλλίασι
καθὼς τὰ ἐνθυμοῦμαι. Βρίσκομαι νοερῶς μαζί τους στὸ μαρτύριό τους καὶ νοιώθω χαρὰ
καὶ ὑπερηφάνεια μὲ αὐτὴ τὴν διήγησι. Πλησίαζε καὶ ἀγκάλιαζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Γινόταν πανήγυρις σάν νὰ εἶχαν τελεσθῆ ἀθλητικὰ κατορθώματα. Ἐφώναζαν:
-Ἃς προχωρήσουμε, ἀδελφοί, στοὺς κινδύνους. Ἃς προχωρήσουμε χωρὶς ἀργοπορία, ἐν ὄσω
βράζει ἀπὸ θυμὸ ἐναντίον μας ὁ τύραννος, μήπως μαλακώση καὶ χάσουμε τὴν σωτηρία.
Μᾶς περιμένει πλούσιο τραπέζι. Ἃς μὴν ἀπουσιάσουμε. Εἶναι καλὸ νὰ συνοικοῦν οἱ
ἀδελφοί, νὰ συντρώγουν καὶ νὰ συμπολεμοῦν. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο εἶναι νὰ ἐκτίθενται
μαζὶ στὸν κίνδυνο γιὰ τὴν ἀρετή. Ἐὰν τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ περίστασις, θὰ ἀγωνιζόμασταν
καὶ σωματικὰ γιὰ τὴν πατρικὴ γῆ καὶ κληρονομιά. Εἶναι κι αὐτὸς ἐπαινετὸς θάνατος.
Ἀλλὰ τώρα ποὺ δὲν ἀπαιτεῖ κάτι τέτοιο ὁ καιρός, ἃς θυσιάσουμε τὰ σώματά μας. Πῶς νὰ
τὸ κάνουμε; Κι ἂν δὲν θανατωθοῦμε τώρα, δὲν θὰ πεθάνουμε κάποτε; Δὲν θὰ ὑποστοῦμε
τὶς συνέπειες τῆς γεννήσεως; Ἃς κάνουμε τὴν ἀνάγκη φιλοτιμία. Ἃς σοφισθοῦμε τὸν
θάνατο. Ἃς κάνουμε ἀτομικὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι κοινὸ (δηλ. τὸν θάνατο. Ἃς ἀγοράσουμε μὲ
τὸν θάνατο τὴν ζωὴ (Ἡ περικοπὴ αὐτὴ μᾶς φέρνει στὸν νοῦ ἕνα ὑπέροχο ἀπόσπασμα ἀπὸ
τὴν ὁμιλία τοῦ Μ. Βασιλείου, «εἰς τοὺς ἁγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας». «Δριμὺς ὁ
χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος· ἀλγεινὴ ἡ πῆξις, ἀλλ’ ἠδεία ἡ ἀνάπαυσις. Μικρὸν
ἀναμείνωμεν καὶ ὁ κόλπος ἠμᾶς θάλψει τοῦ πατριάρχου. Μιᾶς νυκτὸς ὅλον αἰώνα
ἀνταλλαξώμεθα. Καυθήτω ὁ πούς, ἴνα διηνεκῶς μετ’ ἀγγέλων χορεύη, ἀπορρυήτω ἡ χείρ,
ἴνα ἔχη παρρησίαν πρὸς τὸν Δεσπότην ἐπαίρεσθαι… Μὴ ἐκκλίνωμεν, ὢ συστρατιῶται, μὴ
δῶμεν νῶτα τῷ διαβόλω. Σάρκες εἰσί, μὴ φεισώμεθα· ἐπειδὴ δεῖ πάντως ἀποθάνειν,
ἀποθάνωμεν ἴνα ζήσωμεν»). Ἃς μὴ βρεθῆ κανεὶς ἀνάμεσα μας φιλόζωος οὔτε ἄτολμος. Ἃς
δοκιμάση ἀπόγνωσι ὁ τύραννος ὅτι θὰ λυγίση τοὺς ἄλλους (Ἰουδαίους),
ἀντιμετωπίζοντας τώρα ἐμᾶς. Καὶ αὐτὸς βέβαια θὰ κανονίση τὴν σειρὰ τῶν
βασανιστηρίων, ἐνῶ ἐμεῖς θὰ βάλουμε τὸ τέλος στὴν σειρὰ ἐκείνων ποὺ διώκονται. Ἃς
μὴ φιλονικήσουμε γι’ αὐτὸ ἀπὸ ἔνθερμο ζῆλο. Καὶ ὁ πρῶτος ἃς ἀνοίξη στοὺς ἄλλους τὸν
δρόμο, καὶ ὁ τελευταῖος ἃς βάλη τὴν σφραγίδα στὴν ἄθλησι. Ἀλλὰ σ’ ὅλων μας τὸ μυαλὸ
ἃς σφηνωθῆ ἐξ ἴσου ἡ ἀπόφασις νὰ πάρουμε οἰκογενειακά το στεφάνι (τοῦ μαρτυρίου)
καὶ κανέναν ἀπὸ μᾶς νὰ μὴν τὸν κερδίση ὁ διώκτης, πράγμα ποὺ θὰ τὸν κάνη γιὰ ὅλους
νὰ καυχᾶται, βράζοντας ἀπὸ κακία. Ἃς φανοῦμε ὁ ἕνας ἀδελφός του ἄλλου καὶ ὡς πρὸς
τὴν γέννησι καὶ ὡς πρὸς τὸν θάνατο. Καὶ ὅλοι ἃς ρίχτουμε στοὺς κινδύνους σὰν ἕνας
καὶ ὁ καθένας ἀντὶ ὅλων. Ἐσύ, ὢ Ἐλεάζαρε, ἃς μᾶς ὑποδεχθῆς. Ἐσύ, ὢ μητέρα, ἃς
ἀκολουθήσης. Ἐσύ, ὢ Ἱερουσαλήμ, θάψε τοὺς νεκρούς σου μεγαλόπρεπα, ἂν κάτι
περισσεύη γιὰ τοὺς τάφους. Διηγήσου τὴν ἱστορία μας καὶ δεῖξε τὸ εὐλογημένο
πολυάνδριο μνῆμα ποὺ προῆλθε ἀπὸ μία μητρικὴ κοιλιά, στὶς ἑπόμενες γενεὲς καὶ στοὺς
ἐραστές σου (Ἐραστὲς τῆς Ἱερουσαλὴμ εἶναι οἱ εὐσεβεῖς Ἰσραηλίτες ποὺ ἀγαποῦσαν
ὁλόψυχα τὸν Θεό, τὸν νόμο του καὶ τὴν λατρεία του στὸν Ναό. Ἀναγωγικὰ θεωρεῖται ὡς
Ἱερουσαλήμ, ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία, ὁπότε ἀντιστοίχως θὰ νοηθοῦν καὶ οἱ ἐραστές
της).
8. Αὐτὰ εἶπαν καὶ ἔπραξαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ διήγειρε ὁ ἕνας τὸν ζῆλο τοῦ ἄλλου μὲ
λόγια ὅμοια μὲ δόντια χοίρων («Ὡς συῶν ὀδόντες» λέει τὸ κείμενο. Σύες εἶναι οἱ
χοῖροι. Χτυπητὸ παράδειγμα. Τὰ λόγια παρομοιάζονται μὲ μυτερὰ δόντια χοίρων. Πολλοὶ
μεταφραστὲς κατανοοῦν λανθασμένα αὐτὲς τὶς φράσεις). Καὶ περίμεναν (τὰ μαρτύρια) μὲ
τὴν σειρὰ τῆς ἡλικίας καὶ μὲ ἴση προθυμία. Αὐτὸ ποὺ ἐλάμβανε χώρα ἀποτελοῦσε γιὰ
τοὺς ὁμοεθνεῖς τους αἰτία ὑπερβολικῆς χαρᾶς καὶ θαυμασμοῦ, ἐνῶ γιὰ τοὺς διῶκτες
αἰτία φόβου καὶ καταπλήξεως. Αὐτοὶ ποὺ ἐξεστράτευσαν ἐναντίον κάθε ἔθνους,
νικήθηκαν τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ὁμοψυχία ἑπτὰ ἀδελφῶν ποὺ ἀγωνίζονταν γιὰ τὴν πίστι
τους, ὥστε νὰ μὴ τρέφουν πιὰ καλὲς ἐλπίδες γιὰ τοὺς ἄλλους (Ἰουδαίους).
Καὶ ἡ γενναία τους μητέρα καὶ πραγματικὰ ἀντάξια τέκνων μὲ τέτοια καὶ τόσο μεγάλη
ἀρετή, τὸ μεγάλο καὶ μεγαλόψυχο ἀνάθρεμμα τοῦ Νόμου, μέχρι τότε ἔνοιωθε ἀνάμεικτα
χαρὰ καὶ φόβο καὶ ἦταν στὸ μεταίχμιο τῶν δύο αὐτῶν παθῶν χαρά, γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ
τὰ ἄλλα ποὺ ἔβλεπε φόβο, γιὰ τὸ μέλλον καὶ τὰ φοβερὰ βασανιστήρια. Καὶ ὅμοια μὲ
ὄρνιθα ποὺ στὰ πουλάκια τῆς πλησιάζει φίδι ἢ κάποιος ἄλλος ἐχθρός, πετοῦσε γύρω
τους, ἔβγαζε φωνές, παρακαλοῦσε, συναγωνιζόταν. Καὶ τί δὲν ἔλεγε; Καὶ τί δὲν ἔκανε
προετοιμάζοντάς τους γιὰ τὴν νίκη; Ἅρπαζε τὶς σταγόνες ἀπὸ τὸ αἷμα, ἐπίανε τὰ
κομμάτια ποὺ ξεσχίζονταν ἀπὸ τὰ μέλη, προσκυνοῦσε τὰ λείψανα. Τὸν ἕνα τὸν μάζευε,
τὸν ἄλλον τὸν παρέδιδε, τὸν τρίτο τὸν προετοίμαζε (Γιὰ τὴν μητέρα παρατηρεῖ ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστομος: «Δὲν ἔβλεπε τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεχε, ἀλλὰ ἔβλεπε τὰ στεφάνια τῆς
δικαιοσύνης ποὺ πλέκονταν. Δὲν ἔβλεπε τὶς πλευρὲς ποὺ ἄνοιγαν, ἀλλὰ ἔβλεπε νὰ
οἰκοδομοῦνται αἰώνια σκηνώματα. Δὲν ἔβλεπε τοὺς δημίους ποὺ παρέστεκαν, ἀλλὰ τοὺς
ἀγγέλους ποὺ τοὺς ἐκύκλωναν» (ὁμιλία 1η, εἰς τούς ἁγίους Μακκαβαίους). «Ἡ (μητρικὴ)
φύσις ἔκανε μάχη μὲ τὴν (θεία) χάρι, καὶ ἡ νίκη ἦταν τῆς (θείας) χάριτος» – «φύσις
ἐμάχετο χάριτι, καὶ ἡ νίκη τῆς χάριτος ἣν» (ὁμιλ. 2α). Ἡ μητέρα μετὰ τὸ μαρτύριο
τῶν παιδιῶν τῆς «ἐδόξαζε τὸν Θεόν, διότι δέχθηκε ὅλο τὸν καρπὸ τῆς κοιλίας της,
διότι κανένα δὲν ἀποδοκίμασε, ἀλλὰ τὸ ἐτρύγησε ὁλόκληρό το δένδρο» (ὁμιλ. 2α). Τὰ
μαρτυρικὰ σώματα τῶν ἑπτὰ παιδιῶν ὁ Χρυσορρήμων τὰ παρομοιάζει μὲ στεφάνι καὶ τὸ
σῶμα τῆς μητέρας ποὺ προστέθηκε σ’ αὐτὰ μὲ πολυτιμότατο πετράδι – «καθάπερ στεφάνω
τινι τιμαλφέστατος λίθος» (ὁμιλ. 1η). Ἀπαράμιλλοι εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ὅταν
ἐγκωμιάζουν τοὺς Ἁγίους).
Φώναζε δυνατὰ σὲ ὅλους:
-Μπράβο, παιδιά μου! Μπράβο, γενναῖοι μου! Μπράβο ἐσεῖς πού, μὲ σῶμα, μοιάζετε
σχεδὸν μὲ ἀσώματους! Μπράβο ὑπερασπιστὲς τοῦ Νόμου καὶ τῶν γηρατειῶν μου καὶ τῆς
πόλεως ποὺ σᾶς ἀνέθρεψε καὶ σᾶς ὠδήγησε σὲ τόση ἀρετή! Λίγο ἀκόμη καὶ νικήσαμε.
Κουράσθηκαν οἱ βασανιστές· τὸ μόνο ποὺ μὲ φοβίζει. Λίγο ἀκόμη καὶ ἐγὼ θὰ εἶμαι
καλότυχη ἀνάμεσα στὶς μητέρες κι ἐσεῖς καλότυχα ἀνάμεσα στοὺς νέους. Ἀλλὰ ἀγαπᾶτε
μὲ πόθο τὴν μητέρα; Δὲν πρόκειται νὰ χωρισθῶ. Σᾶς τὸ ὑπόσχομαι. Δὲν ἀποστρέφομαι
καθόλου τὰ παιδιά μου.
9. Ὅταν τοὺς εἶδε ὅλους τελειωμένους μὲ τὸ μαρτύριο (Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, σχετικὰ
μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ παρουσιάζουν τὰ ἑπτὰ μαρτυρικὰ σώματα, παρατηρεῖ: «Μόλις
μαρτύρησε καὶ ὁ ἕβδομος, συμπληρώθηκε ἡ ἑπτάχορδη σιωπηλὴ κιθάρα τῶν μαρτύρων»
(ὁμιλ. 3η, εἰς τοὺς ἄγ. Μακκαβαίους) καὶ ἔνοιωθε ἀσφάλεια μὲ τὴν συμπλήρωσι τοῦ
ἀριθμοῦ τῶν μαρτύρων, ἀνύψωσε πολὺ χαρούμενή το κεφάλι της, σὰν κάποιος
Ὀλυμπιονίκης καὶ μὲ ἀνεβασμένο τὸ φρόνημα καὶ τεντωμένα τὰ χέρια ἀνεβόησε δυνατὰ
καὶ ἐπίσημα;
-Σ’ εὐχαριστῶ, ἅγιε Πατέρα καὶ σένα Νόμε, ποὺ μᾶς διδάσκεις καὶ μᾶς ἐκπαιδεύεις,
καὶ σένα, πατέρα μας Ἐλεάζαρε, ποὺ μαρτύρησες πρὶν ἀπὸ τὰ (πνευματικά) σου τέκνα,
διότι δεχθήκατε τοὺς καρποὺς τῶν μητρικῶν μου ὠδίνων. Σᾶς εὐχαριστῶ διότι ἔγινα
μητέρα πιὸ ἱερὴ καὶ εὐλογημένη ἂπ’ ὅλες τὶς μητέρες. Τίποτε δὲν ἄφησα στὸν κόσμο.
Ὅλα τα παρέδωσα στὸν Θεόν. Τοῦ παρέδωσα τοὺς θησαυρούς μου, τὶς ἐλπίδες τῶν
γηρατειῶν μου. Πόσο μεγαλόπρεπα ἔχω τιμηθῆ! Πόσο τέλεια ἔχω γηροκομηθῆ! Ἔχω λάβει,
παιδιά μου, τὸν μισθὸ γιὰ τὰ τροφεῖα. Σᾶς εἶδα νὰ ἀγωνίζεσθε γιὰ τὴν ἀρετή, ὅλους
σας ἀντίκρυσα μὲ τὸ στεφάνι τῆς νίκης. Τοὺς δημίους τούς βλέπω σὰν εὐεργέτες.
Σχεδὸν εὐγνωμονῶ τὸν τύραννο γιὰ τὴν σειρά, ποὺ μὲ φύλαξε τελευταία γιὰ τὸ
μαρτύριο. Ἔτσι ἀφοῦ σὰν σὲ θέατρο παρουσίασα πρῶτα τα παιδιά μου καὶ ἀφοῦ μαρτύρησα
μαζὶ μὲ τὸ καθένα, μὲ αἴσθημα ὁλοκληρωμένης ἀσφάλειας θὰ ἀκολουθήσω τὰ ὁλοκληρωμένα
θύματα. Δὲν θὰ μαδήσω τὰ μαλλιά μου, δὲν θὰ κομματιάσω τὸν χιτώνα μου, δὲν θὰ
ξεσχίσω μὲ τὰ νύχια τὶς σάρκες μου, δὲν θὰ ξεσπάσω σὲ μοιρολόγι, δὲν θὰ φωνάξω
μοιρολογίστρες, δὲν θὰ κλεισθῶ στὸ σκοτάδι γιὰ νὰ κάνω καὶ τὸν ἀέρα νὰ θρηνῆ μαζί
μου, δὲν θὰ περιμένω παρηγορητές, δὲν θὰ παραθέσω τραπέζι πένθιμο. Αὐτά, ταιριάζουν
σε μὴ εὐγενεῖς μητέρες ποὺ εἶναι μόνο κατὰ σάρκα μητέρες, ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν ζωὴ
τὰ παιδιὰ τοὺς χωρὶς νὰ συνδέεται ἡ ἀναχώρησις αὐτὴ μὲ κάποια ἔνδοξη Ἱστορία.
»Γιὰ μένα, ὢ φίλτατα παιδιά μου, δὲν πεθάνατε, ἀλλὰ γίνατε ὥριμοι καρποί. Δὲν
χαθήκατε, ἀλλὰ ἀλλάξατε τόπο. Δὲν ὑποστήκατε ξέσχισμα, ἀλλὰ σύμπτηξι. Δὲν σᾶς
ἅρπαξε ἄγριο θηρίο, δὲν σᾶς καταπόντισε τὸ κύμα, δὲν σᾶς ἀφάνισε ληστής, δὲν σᾶς
διέλυσε ἀρρώστεια, δὲν σᾶς κατέστρεψε πόλεμος ἢ κάτι ἄλλο μικρὸ ἢ μεγάλο ἀπὸ τὰ
ἀνθρώπινα. Ἂν κάτι τέτοιο σᾶς συνέβαινε, θὰ θρηνοῦσα καὶ μάλιστα ὑπερβολικά. Τότε
θὰ φαινόμουνα φιλοτεκνη ἀπὸ τὰ δάκρυα, ὅπως τώρα ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν δακρύζω. Κι αὐτὰ
τότε τὰ δάκρυα θὰ ἦταν ἀσήμαντα. Τότε πραγματικὰ θὰ θρηνοῦσα, ὅταν μὲ κακὸ τρόπο θὰ
εἴχατε σώσει τὴν ζωή σας, ὅταν θὰ εἴχατε νικηθῆ στὰ βασανιστήρια, ὅταν κάποιον ἀπὸ
σᾶς θὰ τὸν εἶχαν νικήσει ὅπως τώρα νικήθηκαν οἱ διῶκτες.
»Ἀλλὰ τώρα ὅλα εἶναι ἔπαινος, χαρά, δόξα, χοροί, εὐθυμίες σ’ ὅσους ὑπολείφθηκαν.
Ἐγὼ βέβαια προστίθεμαι στὴν θυσία σας. Θὰ καταταγῶ μαζὶ μὲ τὸν Φινεὲς (Ὁ ζηλωτὴς
Ἱερεὺς Φινεὲς στὰ χρόνια του Μωυσῆ ἀντέδρασε στὴν ἠθικὴ πτῶσι τῶν Ἰσραηλιτῶν ποὺ
παρεσύρθησαν ἀπὸ τὶς Μαδιανίτισσες. Χρησιμοποίησε τὸ δόρυ του γιὰ νὰ τιμωρήση
προκλητικὴ ἀνήθικη πράξι. Ὁ ζῆλος του ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ σταμάτησε τὸ
θανατικὸ ποὺ εἶχε ξεσπάσει ἀπὸ θεϊκὴ ὀργὴ στὸ Ἰσραηλιτικὸ στρατόπεδο. Πρβλ. Ἀριθμ.
25, 114). Θὰ δοξασθῶ μαζὶ μὲ τὴν Ἄννα (Ἡ δικαία Ἄννα εἶναι ἡ μητέρα μεγάλου ἅγίου
τῆς Π. Διαθήκης. Ἀφοῦ μὲ προσευχὴ λύθηκε ἡ στειρότητά της καὶ ἀπέκτησε τὸν Σαμουήλ,
τὸν ἀφιέρωσε τριετῆ στὸν Θεό. Πρβλ. Α’ Βασιλ. 1, 128). (Ὑπερτερῶ ἀπὸ αὐτοὺς) γιατί
ὁ μὲν (Φινεὲς) εἶναι ἕνας, ἐνῶ ἐσεῖς τόσοι πολλοὶ ζηλωταὶ ποὺ ἐφονεύσατε μὲ
(πνευματικὸ) δόρυ ὄχι σωματική, ἀλλὰ ψυχικὴ πορνεία. Καὶ ἡ μὲν (Ἄννα) προσέφερε
στὸν Θεὸ ἕνα παιδὶ θεοσδοτο καὶ σὲ βρεφικὴ ἡλικία, ἐνῶ ἐγὼ ἑπτὰ ἄνδρες καὶ μάλιστα
μὲ τὴν θέλησί τους. Ἅς μοῦ συμπλήρωση καὶ ὁ Ἱερεμίας τὸν ἐπιτάφιο λόγο μου, ὄχι
ὅμως θρηνώντας, ἀλλὰ ἐγκωμιάζοντας ὅσιο θάνατο: «Ἐλάμψατε περισσότερο ἀπὸ τὸ χιόνι,
στερεοποιηθήκατε περισσότερο ἀπὸ τὸ γάλα ποὺ γίνεται τυρί, ἔλαμψε περισσότερο ἀπὸ
ζαφείρι ἡ ὁμάδα σᾶς» (Θρήν. 4,7) ποὺ γιὰ τὸν Θεὸ γεννήθηκε καὶ στὸν Θεὸ
προσφέρθηκε.
»Τί ἀπομένει; Πρόσθεσέ με καὶ μένα, ὢ τύραννε, στὰ παιδιά μου, ἐὰν μπορῆ νὰ ἰδῆ
κανεὶς καὶ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ χάρι, γιὰ νὰ γίνη ἐνδοξότερο τὸ ἀνδραγάθημά σου. Μακάρι
καὶ νὰ μποροῦσα νὰ δοκίμαζα ὅλα τα μαρτύρια, γιὰ νὰ ἀναμείξω τὰ αἵματά μου μὲ τὰ
αἵματά τους καὶ τὶς σάρκες τους μὲ τὶς γέρικες σάρκες μου. Γιὰ χάρι τῶν παιδιῶν
ἀγαπῶ καὶ τὰ βασανιστήρια. Ἄν, ὢ τύραννε, δὲν γίνη αὐτό, ἃς ρίξη τουλάχιστον τὴν
σκόνη μου στὴν σκόνη τους καὶ ἃς μᾶς ὑποδεχθῆ ἕνας τάφος. Μὴ ἀρνηθῆς ἰσότιμο θάνατο
στοὺς ἰσότιμους κατὰ τὴν ἀρετή.
»Χαίρετε, μητέρες! Χαίρετε παιδιά! Ἔτσι νὰ ἀνατρέφετε τὰ παιδιὰ ποὺ γεννήσατε. Ἔτσι
νὰ τὰ ἀνατρέφετε. Καλὸ παράδειγμα σᾶς δώσαμε. Νὰ ἄγωνιζεσθε».
10. Αὐτὰ ἔλεγε καὶ προσέθετε τὸν ἑαυτό της στὰ παιδιά της. Μὲ ποιὸ τρόπο;
Καταδικάσθηκε στὴν φωτιά. Καὶ ὤρμησε σ’ αὐτὴν σὰν σὲ νυφικὸ θάλαμο, χωρὶς νὰ
περιμένη τοὺς δημίους ποὺ θὰ τὴν ὠδηγοῦσαν, γιὰ νὰ μὴν ἐγγίση ἁμαρτωλὸ σῶμα τὸ ἁγνὸ
καὶ γενναῖο σῶμα της (Φαίνεται ὅτι δὲν κάηκε πολύ το σῶμα της, ἀφοῦ ἀναφέρεται στὰ
Ἱερὰ λείψανα ποὺ φύλαγαν οἱ Χριστιανοί. Ὅπως σημειώσαμε ὄτι τό λείψανό της σήμερα
σώζεται ὁλόκληρο στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως).
Ἔτσι (μὲ τὸ μαρτύριο) ὁ Ἐλεάζαρος ἀπόλαυσε τὴν Ἱερωσύνη. Αὐτὸς ποὺ ἐμυήθηκε τὰ
ἐπουράνια μυστήρια καὶ ἐμύησε ἄλλους σ’ αὐτά. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἅγιασε τὸν Ἰσραηλιτικὸ
λαὸ μὲ ἐξωτερικοὺς ραντισμούς, ἀλλὰ μὲ τὸ δικό του αἷμα. Αὐτὸς ποὺ ἐτέλεσε σὰν
τελευταῖο μυστήριο τὸν θάνατό του.
Ἔτσι (μὲ τὸ μαρτύριο) τὰ παιδιὰ ἀπόλαυσαν τὰ νειάτα τους, μὴ ὑποκύπτοντας στὶς
ἡδονές, ἀλλὰ κυριαρχώντας στὰ πάθη καὶ ἐξαγνίζοντας τὸ σῶμα τους καὶ πηγαίνοντας
στὴν χώρα τῆς ἀπαθείας.
Ἔτσι (μὲ τὸ μαρτύριο) ἡ μητέρα ἀπόλαυσε τὴν πολυτεκνία της. Καὶ ὅσο ζοῦσαν τὰ
παιδιὰ της καυχιόταν γι’ αὐτά. Καὶ τώρα ποὺ ἔφυγαν ἀναπαύθηκε μαζί τους, ἀφοῦ
παρουσίασε στὸν Θεὸ τὰ παιδιὰ ποὺ γέννησε στὸν κόσμο, καὶ ἀφοῦ παράλληλα πρὸς τὶς
ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ ἀρίθμησε τὰ μαρτύρια, καὶ ἀφοῦ εἶδε τὴν ἴδια σειρὰ τῶν γεννήσεων
στοὺς θανάτους. Διότι τὸ μαρτύριο κράτησε ἀπὸ τὸ πρῶτο παιδὶ μέχρι τὸ τελευταῖο.
Ὅπως τὰ κύματα τῆς ἀγριεμένης θάλασσας ἔρχονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἔτσι καὶ τὰ
παιδιά, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο παρουσίαζε τὴν ἀρετή του καὶ ἔδειχνε μεγαλύτερη
προθυμία στὰ βασανιστήρια, χαλυβδώνοντας τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ
προηγουμένου. Ὁ τύραννος τό ἔβλεπε καλό το ὅτι δὲν εἶχε περισσότερα παιδιά, γιατί
τότε θὰ ἀποχωροῦσε περισσότερο κατησχυμμένος καὶ νικημένος. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορὰ
γνώρισε ὅτι τὰ ὅπλα δὲν τὸν ἔκαναν πανίσχυρο, ἀφοῦ ἐπετέθηκε σὲ ἄοπλα παιδιά,
ὠπλισμένα μόνο μὲ ἕνα ὅπλο, τὴν εὐσέβεια, ποὺ εἶχαν περισσότερη προθυμία νὰ
ὑφίστανται τὰ μαρτύρια ἀπὸ ὅση εἶχε ἐκεῖνος στὸ νὰ τὰ ἑτοιμάζη.
11. Τοῦτο τὸ κατόρθωμα εἶναι θυσία πιὸ ἀσφαλισμένη καὶ πιὸ μεγαλοπρεττὴς ἀπὸ ἐκείνη
τοῦ Ἰεφθάε (Ὁ Ἰεφθάε, κριτὴς ἐπὶ ἕξι ἔτη τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἄνθρωπος ἰσχυρὸς
πίστεως ποὺ ἐνίκησε τοὺς Ἀμμωνίτες καὶ ἐπανέκτησε εἴκοσι Ἰσραηλιτικὲς πόλεις,
ἐθυσίασε τὴν μονάκριβη θυγατέρα του στὸν Θεό, διότι εἶχε τάξει, ἂν νικοῦσε τοὺς
ἐχθρούς, νὰ θυσιάση τὸ πρῶτο πρόσωπο ποὺ θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι του – γιὰ τὰ
χρόνια ἐκεῖνα τῆς Π. Διαθήκης δὲν ἦταν ἐντελῶς παράξενο καὶ ἀσυνήθιστο ἡ
ἀνθρωποθυσία. Τὸ τάξιμο, ὅσο φοβερὸ κι ἂν ἦταν, εἶχε τὸν ἡρωισμὸ νὰ τὸ ἐκπλήρωση
(Κριτ. 11, 30-40), γιατί δὲν ἀνάγκαζε σ’ αὐτό, ὅπως ἐκεῖ ἡ θερμότητα τῆς ὑποσχέσεως
ποὺ δόθηκε (ἀπὸ τὸν Ἰεφθάε) καὶ ὁ πόθος μιᾶς νίκης ποὺ δὲν τὴν ἔλπιζαν. Ἐδῶ
ἀντίθετα ἡ ἱερουργία ἔγινε μὲ τὴν θέλησι τῶν ἴδιων τῶν παιδιῶν καὶ μὲ μόνο μισθὸ
τὶς (μετὰ θάνατον) ἐλπίδες.
Τοῦτο τὸ κατόρθωμα δὲν εἶναι ὀλιγώτερο ἔνδοξο ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ Δανιήλ πού ρίχθηκε
τροφὴ στὰ λιοντάρια καὶ μὲ τὴν ἔκτασι τῶν χεριῶν (σὲ προσευχὴ) ἐνίκησε τὰ θηρία.
Τοῦτο τὸ κατόρθωμα δὲν ἔρχεται δεύτερο σὲ σύγκρισι μὲ ἐκεῖνο τῶν (τριῶν) νέων στήν
Ἀσσυρία, ποὺ ἄγγελος τοὺς δρόσισε στὴν φωτιά, ἀφοῦ δὲν κατεπάτησαν τὸν Νόμο τῶν
Πατέρων τους οὔτε δέχθηκαν τροφὴ βέβηλη καὶ μολυσμένη.
Τοῦτο τὸ κατόρθωμα, σὲ σύγκρισι μὲ τὰ κατοπινά των μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, δὲν
ὑπολείπεται σὲ δόξα. Διότι ἐκεῖνοι, ὅπως τὸ εἶπα στὴν ἀρχή, εἶχαν παράδειγμα τὸ
αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἀκολουθοῦσαν. Ἐπὶ πλέον αὐτὸς ποὺ τοὺς ὠδηγοῦσε σ’ αὐτὰ τὰ
κατορθώματα ἦταν Θεὸς ποὺ τόσα μεγάλα καὶ παράδοξα πρόσφερε γιὰ μᾶς· ἐνῶ σ’ αὐτοὺς
δὲν ὑπῆρχαν τόσα καὶ τέτοια ὑποδείγματα ἀρετῆς.
Τὴν ἐγκαρτέρησι τούτων τὴν ἐθαύμασε ὅλη ἡ Ἰουδαία καὶ σὰν νὰ εἶχε αὐτὴ στεφανωθῆ
ἀγαλλόταν καὶ σηκωνόταν ὄρθια ἀπὸ χαρά. Διότι ἦταν αὐτὸς ἀγώνας καὶ μάλιστα ὁ
μέγιστος ποὺ μέχρι τότε βρῆκε τὴν πόλι. Θὰ κρινόταν ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐὰν θὰ
κατεπατεῖτο ὁ Νόμος ἢ ἐὰν θὰ δοξαζόταν. Γιὰ ὅλο το Ἑβραϊκὸ ἔθνος ἡ ὑπόθεσις αὐτοῦ
του ἀγωνίσματος βρισκόταν στὴν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ.
Καὶ ὁ Ἀντιοχος ἐθαύμασε, καὶ μετέβαλε ἔτσι σὲ θαυμασμὸ τὴν ἀπειλή. Ξέρουν καὶ οἱ
ἐχθροὶ νὰ θαυμάζουν τὴν ἀνδρεία τῶν ἀνδρῶν, ὅταν μετὰ τὴν λῆξι τοῦ θυμοῦ κρίνεται
μόνη της ἡ (γενναία) πράξις. Ἔφυγε λοιπὸν ἄπρακτος, ἀφοῦ ἐξετίμησε τὴν στάσι τοῦ
πατέρα του Σελεύκου (Πρόκειται γιὰ τὸν Σέλευκο Δ’ τὸν Φιλοπάτορα (1871 75) γυιὸ τοῦ
Ἀντιοχοὺ Γ’ τοῦ Μεγάλου. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ τὸ μεγάλο κράτος τῶν Σελευκιδῶν ἔχασε
πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀνατολικότερες ἐπαρχίες, ἀντιμετώπιζε προβλήματα κατακερματισμοῦ καὶ
εἶχε μεγάλα χρέη πρὸς τοὺς Ρωμαίους. Ἐσέβετο τὴν Ἰουδαϊκὴ θρησκεία μέχρι σημείου νὰ
τὴν ἐνισχύη καὶ οἰκονομικά. Μὲ τὴν ὑποκίνησι ὅμως ἀσεβοῦς Ἰουδαίου ἐπεχείρησε νὰ
ἀφαιρέση τοὺς θησαυροὺς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Ναοῦ, στέκοντας ἐκεῖ τὸν στρατηγὸ τοῦ
Ἠλιοδῶρο, ἀλλὰ ἡ ἀποστολὴ ἀπέτυχε κατόπιν «ἄνωθεν» τιμωρίας τοῦ στρατηγοῦ μὲ ἀόρατα
μαστίγια. Ὁ Ἡλιοδωρος ἀνήγγειλε στὸν Σέλευκο: «Ἐὰν ἔχης κανένα ἐχθρὸ ἢ ἐπίβουλο
στεῖλε τον στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ θὰ τὸν πάρης πίσω μαστιγωμένο, ἂν βέβαια γλυτώση τὸν
θάνατο. Σ’ αὐτὸν τὸν τόπο ὑπάρχει στ’ ἀλήθεια κάποια δύναμις Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ
κατοικεῖ στὸν οὐρανό, ἐποπτεύει καὶ προστατεύει αὐτὸν τὸν τόπο καὶ ἐξοντώνει μὲ
χτυπήματα ὅσους πηγαίνουν νὰ κάνουν κακὸ» (Β’ Μακ. 3,38-40). Αὐτὰ τὰ γεγονότα
ἔκαναν τὸν Σέλευκο νὰ μὴ παρενοχλῆ τοὺς Ἰουδαίους στὴν θρησκευτική τους ζωὴ) ποὺ
ἐτίμησε τὸ (Ἰουδαϊκὸ) ἔθνος καὶ ἔδειξε μεγαλοψυχία πρὸς τὸν Ναὸ καὶ ἀφοῦ ἀντίθετα
τονΣίμωνα (Ὁ «δυσσεβῆς» Σίμων ἦταν Ἰουδαῖος καὶ εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ «προοτάτου» τοῦ
Ναοῦ (ἀνώτατος ὑπάλληλος τοῦ Ναοῦ). Προσπαθοῦσε νὰ καλοπιάνη τοὺς Σελευκίδες
κατακτητές, χωρὶς νὰ ὑπολογίζη τὸ κακὸ ποὺ ἔκανε στὴν θρησκεία του. Αὐτὸς τοὺς
παρακίνησε νὰ πάρουν τὰ χρήματα τοῦ Ναοῦ. Αὐτὸς ἀργότερα ἔκανε ἀρχιερέα τὸν ἀδελφό
του Μενέλαο, ἐλεεινὸ πρόσωπο ποὺ μὲ τὴν διαγωγὴ του προξένησε ἀφόρητη θλίψι στοὺς
εὐσεβεῖς Ἰουδαίους. Πρβλ. Β’ Μακ. κεφ. 3ο καὶ 4ο )ποὺ τὸν παρεκίνησε σὲ ἀντίθετη
ἐνέργεια τὸν κατηγόρησε πολὺ σὰν αἴτιο τῆς ἀπανθρωπιᾶς (ποὺ ἔδειξε) καὶ τοῦ
ἐξευτελισμοῦ (ποὺ ὑπέστη).
12. Αὐτοὺς ἃς μιμηθοῦμε καὶ οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ μητέρες καὶ τὰ παιδιά.Οἱ Ἱερεῖς (ἃς τὸ
κάνουν αὐτὸ) πρὸς τιμὴν τοῦ Ἐλεαζάρου τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ λόγια καὶ
ἔργα ἔδειξε τὸ ἄριστο. Οἱ μητέρες, πρὸς τιμὴν τῆς γενναίας μητέρας, ἀγαπώντας
ἀληθινά τά παιδιά τους καὶ προσφέροντάς τα στὸν Χριστό, ὥστε νὰ ἁγιασθῆ καὶ ὁ γάμος
ἀπὸ μία τέτοια θυσία. Καὶ τὰ παιδιά, δείχνοντας εὐλάβεια πρὸς τὰ ἱερὰ αὐτὰ παιδιά,
μὴ δαπανώντας τὰ νειάτα τους στὰ αἰσχρὰ πάθη, ἀλλὰ στὴν πάλη ἐναντίον τῶν παθῶν,
καὶ ἀντιμετωπίζοντας ἀνδρικὰ τὸν καθημερινὸ Ἀντίοχο ποὺ πολεμᾶ μὲ ὅλα τα μέλη τοῦ
σώματος καὶ καταδιώκει μὲ ποικίλους τρόπους (Ὁ «καθ’ ἡμέραν Ἀντιοχος ὁ πάσι μέλεσι
πολέμων καὶ διαφόρως διώκων» εἶναι ὁ διάβολος. Στοὺς αἰσθητοὺς ἐχθρούς του Θεοῦ τῆς
Π. Διαθήκης διακρίνουμε τύπους καὶ εἰκόνες τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ των Χριστιανῶν, τοῦ
λαοῦ τῆς Κ. Διαθήκης. Ἔτσι ὁμιλοῦμε γιὰ νοητὸ Φαραὼ καὶ γιὰ νοητοὺς Φιλισταίους καὶ
Ἀσσυρίους καὶ Βαβυλωνίους).
Ποθῶ νὰ βλέπω ἀθλητὲς κάθε ἐποχὴ καὶ μὲ κάθε τρόπο σὲ κάθε φύλο καὶ ἡλικία, ἡ ὁποία
καὶ φανερὰ πολεμεῖται καὶ κρυφὰ ὑφίσταται ἐπιβουλές. Ποθῶ νὰ ἐνισχύωνται καὶ μὲ τὰ
παλαιὰ διηγήματα καὶ μὲ τὰ νέα καὶ νὰ συγκεντρώνουν τὰ πλέον ὠφέλιμα σὰν τὶς
μέλισσες (ποὺ συγκεντρώνουν τὸ νέκταρ) γιὰ νὰ φτιάξουν τὴν γλυκεία κηρήθρα.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ μὲ τὴν Νέα θὰ εὐδοκίση σὲ μᾶς ὁ Θεός, ποὺ
δοξάζεται στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ γνωρίζει τοὺς δικούς του καὶ γνωρίζεται
ἀπὸ τοὺς δικούς του, ποὺ ὁμολογεῖται καὶ ὁμολογεῖ(Ματθ. 10,32), ποὺ δοξάζεται καὶ
δοξάζει, διὰ τοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Χριστὸς γεννᾶται. Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
(Ἀποσπάσματα ἐκ τῆς Ὁμιλίας ΛΗ´)

«Εἰς τά Θεοφάνεια, ἤτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος»


ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
«Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστός ἐπί γῆς,
ὑψώθητε. “῎Ασατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ”· καί, ἵν᾿ ἀμφότερα συνελών εἴπω,
εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, διά τόν ἐπουράνιον, εἶτα ἐπίγειον.
Χριστός ἐν σαρκί, τρόμῳ καί χαρᾷ ἀγαλλιᾶσθε. Τρόμῳ, διά τήν ἁμαρτίαν· χαρᾷ, διά τήν
ἐλπίδα….
῎Ω τῆς καινῆς μίξεως! ὤ τῆς παραδόξου κράσεως! ὁ ὤν γίνεται καί ὁ ἄκτιστος κτίζεται
καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διά μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης Θεότητι καί σαρκός
παχύτητι. Καί ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γάρ τήν ἐμήν σάρκα, ἵν᾿ ἐγώ πλουτήσω
τήν αὐτοῦ Θεότητα. Καί ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται γάρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν,
ἵν᾿ ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως.

Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τό περί ἐμέ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος
καί οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καί τήν εἰκόνα σώσῃ καί τήν
σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολύ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· ὅσῳ
τότε μέν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δέ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ
προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον. Πρός ταῦτα τί φασιν
ἡμῖν οἱ συκοφάνται, οἱ πικροί τῆς Θεότητος λογισταί, οἱ κατήγοροι τῶν ἐπαινουμένων,
οἱ σκοτεινοί περί τό φῶς, οἱ περί τήν σοφίαν ἀπαίδευτοι, ὑπέρ ὧν Χριστός δωρεάν
ἀπέθανε, τά ἀχάριστα κτίσματα, τά τοῦ Πονηροῦ πλάσματα; Τοῦτο ἐγκαλεῖς Θεῷ, τήν
εὐεργεσίαν; Διά τοῦτο μικρός, ὅτι διά σέ ταπεινός; ῞Οτι ἐπί τό πλανώμενον ἦλθεν ὁ
ποιμήν ὁ καλός, ὁ τιθείς τήν ψυχήν ὑπέρ τῶν προβάτων, ἐπί τά ὄρη καί τούς βουνούς,
ἐφ᾿ ὧν ἐθυσίαζες, καί πλανώμενον εὗρε, καί εὑρών ἐπί τῶν ὤμων ἀνέλαβεν, ἐφ᾿ ὧν καί
τό ξύλον, καί λαβών ἐπανήγαγεν ἐπί τήν ἄνω ζωήν, καί ἀναγαγών τοῖς μένουσι
συνηρίθμησεν; ῞Οτι λύχνον ἧψε τήν ἑαυτοῦ σάρκα καί τήν οἰκίαν ἐσάρωσε (τῆς ἁμαρτίας
τόν κόσμον ἀποκαθαίρων) καί τήν δραχμήν ἐζήτησε, τήν βασιλικήν εἰκόνα συγκεχωσμένην
τοῖς πάθεσι, καί συγκαλεῖ τάς φίλας αὐτῷ δυνάμεις ἐπί τῇ τῆς δραχμῆς εὑρέσει καί
κοινωνούς ποιεῖται τῆς εὐφροσύνης, ἅς καί τῆς οἰκονομίας μύστιδας πεποίητο; ῞Οτι τῷ
προδρόμῳ λύχνῳ τό φῶς ἀκολουθεῖ τό ὑπέρλαμπρον, καί τῇ φωνῇ ὁ Λόγος, καί τῷ
νυμφαγωγῷ ὁ νυμφίος, κατασκευάζοντι Κυρίῳ λαόν περιούσιον καί προκαθαίροντι ἐπί τό
Πνεῦμα διά τοῦ ὕδατος; Ταῦτα ἐγκαλεῖς τῷ Θεῷ;».
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Γεννιέται ὁ Χριστός, δοξάστε Τον. ῾Ο Χριστός ἔρχεται ἀπ᾿ τόν οὐρανό, τρέξτε νά τόν
ἀπαντήσετε. ῾Ο Χριστός κατέβηκε στή γῆ μας. ῾Υψωθεῖτε σεῖς ἀπό τή γήϊνη εὐτέλειά
σας, γιά νά τόν συναντήσετε. “Ψάλλετε ὕμνους στόν Κύριο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς”.
Καί γιά νά τά συμπεριλάβω ὅλα σέ μιά λέξη· ῎Ας εὐφρανθοῦν οἱ οὐρανοί καί ἄς χαρεῖ ἡ
γῆ, γιά τόν ἐπουράνιο, πού ἦρθε κοντά μας καί ἔγινε ἐπίγειος. ῾Ο Χριστός ἦρθε μέ
ἀνθρώπινη σάρκα, Γεμίστε μέ ἀγαλλίαση, πού προέρχεται ἀπό τόν τρόμο καί τή χαρά.
Τόν τρόμο, πού τόν προκαλεῖ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας. Καί τή χαρά, πού μᾶς τή
δίνει ἡ ἐλπίδα.. ῎Ω, πόσο θαυμαστή εἶναι ἡ νέα αὐτή ἕνωση! ῎Ω, πόσο παράδοξη εἶναι
αὐτή ἡ κράση. ῾Ο Θεός, πού ὑπάρχει αἰώνια καί δέν πλάστηκε, γίνεται ἄνθρωπος. Καί ὁ
ἄπειρος καί ἀχώρητος, χωρεῖται μέσα στήν ἀνθρώπινη σάρκα. Καί, μέ τή νοερά ψυχή
Του, βρίσκεται ἀνάμεσα στή θεοτητα καί στήν ὑλικότητα τοῦ δικοῦ μας σώματος. Καί
᾿Εκεῖνος, πού πλουτίζει τά σύμπαντα, γίνεται φτωχός. Φτωχός, καθώς φορεῖ τή δική
μου σάρκα, γιά νά πλουτήσω ἐγώ μέ τή Θεότητά Του. Καί ὁ πλήρης ἀδειάζει. ᾿Αδειάζει,
γιά λίγο, ἀπό τή δόξα Του, γιά νά κοινωνήσω ἐγώ στήν πληρότητά Του. Ποιός εἶναι ὁ
πλοῦτος τῆς ἀγαθότητάς Του; Ποιό εἶναι αὐτό τό μυστήριο, πού μέ συνέχει; ῎Εγινα
μέτοχος τῆς εἰκόνας Του καί δέν τήν φύλαξα. Πῆρε ᾿Εκεῖνος τή σάρκα μου καί γιά νά
σώσει τήν εἰκόνα Του καί γιά νά τήν ἀθανατίσει τή σάρκα. Κοινωνεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη
φύση, γιά δεύτερη φορά, πολύ πιό παράδοξη ἀπό τήν πρώτη. Γιατί, τότε μέν μετάδωσε
στόν ἄνθρωπο τό καλύτερο, τήν «ψυχήν ζῶσαν», ἐνῶ τώρα μεταλαμβάνει ᾿Εκεῖνος τό
χειρότερο, τήν ἀνθρώπινη ἀτέλεια. Αὐτή ἡ κοινωνία Του μαζί μας, ταιριάζει
περισσότερο στή Θεότητα. Αὑτή, γιά ἐκείνους, πού ἔχουν ὀξυμένη νοημοσύνη, εἶναι
ὑψηλότερο. Γιά ὅλα αὐτά τί μᾶς λένε οἱ συκοφάντες, οἱ πικρόχολοι σχολιαστές τῆς
Θεότητας, οἱ κατήγοροι αὐτῶν, πού θά ἔπρεπε νά τά ἐπαινοῦν, οἱ σκοταδιστές, πού δέ
διακρίνουν τό φῶς, οἱ ἀπαίδευτοι σχετικά μέ τήν παιδεία, γιά τούς ὁποίους πέθανε ὁ
Χριστός, δίχως ἀντάλλαγμα εὐγνωμοσύνης, τά ἀχάριστα κτίσματα τοῦ Θεοῦ, τά πλάσματα
τοῦ πονηροῦ; ᾿Εγκαλεῖς τό Θεό, γιά τήν εὐεργεσία, πού σοῦ ἔκανε; Τόν θεωρεῖς μικρό,
ἐπειδή ταπεινώθηκε γιά σένα; Γιά τό ὅτι ἦρθε κοντά στό πλανεμένο πρόβατο ὁ καλός
ποιμένας, πού θυσιάζει τή ζωή του γιά χάρη τῶν προβάτων καί πλανήθηκε πάνω στούς
λόφους καί στά ψηλά βουνά, ἐκεῖ, πού σύ θυσίαζες στά εἴδωλα καί σέ βρῆκε νά
πλανᾶσαι καί σέ πῆρε στούς ὤμους Του, που σήκωσαν καί τό ξύλο τοῦ σταυροῦ Του καί
σέ ξανάφερε στήν οὐράνια ζωή, καί σέ συναρίθμησε μέ ἐκείνους, πού βρίσκονται ἐκεῖ
ἀσφαλισμένοι; Τόν κατηγορεῖς, γιατί ἄναψε λυχνάρι, τήν ἴδια Του τή σάρκα, καί
σάρωσε τό σπίτι (καθαρίζοντας ἀπό τήν ἁμαρτία ὁλόκληρο τόν κόσμο) καί ἀναζήτησε τή
δραχμή, τό θησαυρό πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος, αὐτή ἡ βασιλική εἰκόνα, ἡ καταχωσμένη στά
πάθη, καί, γιά τό κατόρθωμα αὐτό, συγκάλεσε τίς φιλικές Του δυνάμεις, πού τίς εἶχε
μυήσει στό μυστήριο τῆς « Θεϊκῆς οἰκονομίας» Του καί τίς ἔκανε μετόχους τῆς
εὐφροσύνης Του; Τόν κατηγορεῖς, γιατί μετά τό λυχνάρι, πού ἦταν ὁ Πρόδρομος
᾿Ιωάννης, ἀκολούθησε τό ὑ-πέρλαμπρο φῶς, ὁ Λόγος καί, μετά τό νυμφαγωγό ᾿Ιωάννη,
ἦρθε ὁ Νυμφίος, γιά νά ἑτοιμάσει λαό περιούσιο γιά τό Θεό, προκαθαρίζοντάς τον «διά
τοῦ ὕδατος καί τοῦ Πνεύματος» τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος; Γι᾿αὐτά ἐγκαλεῖς τό
Θεό;

Ἡ φιλοπτωχία (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου)


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ καθόλου εὔκολο νά βρεῖ κανείς τήν ὑψηλότερη ἀπ’ ὅλες τίς ἀρετές καί νά
τῆς δώσει τό πρωτεῖο καί τό βραβεῖο, ὅπως ἀκριβῶς δέν εἶναι εὔκολο νά βρεῖ μέσα σ’
ἕνα ὁλάνθιστο καί μοσχοβόλο λιβάδι τό πιό ὡραῖο κι εὐωδιαστό λουλούδι, καθώς πότε
τό ἕνα καί πότε τό ἄλλο τοῦ τραβάει τήν προσοχή καί τόν προκαλεῖ νά τό κόψει πρῶτο.

Ἔτσι, λοιπόν, σκέφτομαι ὅτι καλές ἀρετές εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἀγάπη. Καί
μάρτυρας γιά τήν πίστη εἶναι ὁ Ἀβραάμ, πού δικαιώθηκε ἀπό τήν πίστη του· μάρτυρες
γιά τήν ἐλπίδα εἶναι ὁ Ἐνώς, πού πρῶτος στήριξε τήν ἐλπίδα του στήν ἐπίκληση τοῦ
Κυρίου, καί ὅλοι οἱ δίκαιοι, πού κακοπαθοῦν μέ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας· μάρτυρες
γιά τήν ἀγάπη, τέλος, εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔφτασε στό σημεῖο νά εὔχεται τή
δική του ἀπώλεια γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν του Ἰσραηλιτῶν, καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού
ὀνομάζεται ἀγάπη (A’ Ἰω. 4:8).

Καλή εἶναι ἡ φιλοξενία. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι ἀπό τούς δικαίους ὁ Λώτ, ὁ
Σοδομίτης στή διαμονή μά ὄχι Σοδομίτης στή διαγωγή, καί ἀπό τούς ἁμαρτωλούς ἡ Pαάβ,
ἡ πόρνη στό σῶμα μά ὄχι πόρνη στήν προαίρεση, πού ἐπαινέθηκε καί σώθηκε γιά τή
φιλοξενία (Ἰησ. Nαυή 2:1-21).

Καλή εἶναι ἡ μακροθυμία. Καί μάρτυρας γι’ αὐτό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Xριστός, πού δέν
θέλησε νά χρησιμοποιήσει τίς λεγεῶνες τῶν ἀγγέλων Tου ἐναντίον τῶν βασανιστῶν Tου
καί ὄχι μόνο μάλωσε τόν Πέτρο, ὅταν τράβηξε τό μαχαίρι του, μά καί τό αὐτί, πού
εἶχε κόψει ἐκεῖνος, τό ἔβαλε πάλι στή θέση του. Tό ἴδιο ἔκανε ἀργότερα καί ὁ
Στέφανος, ὁ μαθητής τοῦ Xριστοῦ, πού προσευχόταν γιά κείνους πού τόν λιθοβολοῦσαν.

Καλή εἶναι ἡ πραότητα. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι ὁ Mωυσῆς καί ὁ Δαβίδ, πού πάνω
ἀπ’ ὅλα ὡς πράοι μαρτυρήθηκαν ἀπ’ τή Γραφή, καθώς καί ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ
θεάνθρωπος Ἰησοῦς, πού οὔτε φιλονικοῦσε οὔτε κραύγαζε οὔτε ξεφώνιζε στίς πλατεῖες
οὔτε ἀντιστεκόταν σ’ ἐκείνους πού Tόν εἶχαν συλλάβει.

Καλές εἶναι ἡ προσευχή καί ἡ ἀγρυπνία. Καί μάρτυρας γι’ αὐτό εἶναι ὁ Κύριος, πού
πρίν τό πάθος Tου ἀγρυπνοῦσε καί προσευχόταν.

Καλές εἶναι ἡ ἁγνεία καί ἡ παρθενία. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι τόσο ὁ Παῦλος, πού
τίς θεσμοθέτησε, βραβεύοντας δίκαια καί τό γάμο καί τήν ἀγαμία, ὅσο καί ὁ ἴδιος ὁ
Ἰησοῦς, πού γεννήθηκε ἀπό Παρθένο, γιά νά τιμήσει τή γέννηση μά νά προτιμήσει τήν
παρθενία.

Καλή εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι πολλοί, μέ κυριότερο πάλι
τό Σωτήρα καί Κύριο τῶν ὅλων, πού ταπεινώθηκε, ὄχι μόνο παίρνοντας μορφή δούλου,
παραδίνοντας τό πρόσωπό Tου στήν ντροπή καί στά φτυσίματα καί συναριθμώντας τόν
ἑαυτό Tου μέ τούς παρανόμους, Ἐκεῖνος, πού καθαρίζει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία,
ἀλλά καί πλένοντας τά πόδια τῶν μαθητῶν Tου σάν ὑπηρέτης.

Καλή εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ περιφρόνηση τῶν χρημάτων. Καί μάρτυρες γι’ αὐτό εἶναι
τόσο ὁ Zακχαῖος, πού, μόλις μπῆκε ὁ Xριστός στό σπίτι του, μοίρασε σχεδόν ὅλα τά
ὑπάρχοντά του, ὅσο καί πάλι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού, μιλώντας στόν πλούσιο ἐκεῖνο
νέο, περιόρισε τήν τελειότητα σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό πράγμα (Mατθ. 19:21).

Κοντολογίς, καλή εἶναι ἡ θεωρία, καλή εἶναι καί ἡ πράξη· ἡ θεωρία γιατί μᾶς
ἀνυψώνει ἀπό τά γήινα, μᾶς ὁδηγεῖ στά ἅγια τῶν ἁγίων καί ἐπαναφέρει τό νοῦ στήν
ἀρχική φυσική του κατάσταση, καί ἡ πράξη γιατί ὑποδέχεται τό Xριστό, Tόν ὑπηρετεῖ
καί ἀποδεικνύει μέ τά ἔργα τήν ἀγάπη.
Κάθε ἀρετή εἶναι κι ἕνας δρόμος πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία, σέ κάποιον ἀπ’ τούς
αἰώνιους καί μακάριους τόπους. Γιατί, ὅπως ὑπάρχουν πολλοί τρόποι ζωῆς, ἔτσι
ὑπάρχουν καί πολλοί τόποι κοντά στό Θεό, πού χωρίζονται καί μοιράζονται ἀνάλογα μέ
τήν ἀξία τοῦ καθενός. Καί ἄλλος ἄς ἀσκήσει τή μία ἀρετή, ἄλλος τήν ἄλλη, ἄλλος
πολλές μαζί καί ἄλλος ὅλες, ἄν βέβαια τοῦτο εἶναι δυνατό. Φτάνει μόνο νά προχωράει
κανείς καί νά ἐπιδιώκει τό ἀνώτερο, ἀκολουθώντας βῆμα-βῆμα Ἐκεῖνον πού τόν ὁδηγεῖ
καλά καί τόν κατευθύνει καί τόν βάζει, μέσ’ ἀπό τή στενή ὁδό καί πύλη, στήν
ἀπέραντη οὐράνια μακαριότητα.

Καί ἄν ὁ Παῦλος, πού ἀκολουθεῖ κι αὐτός τό Xριστό, θεωρεῖ τήν ἀγάπη ὡς τήν πρώτη
καί μεγαλύτερη ἐντολή, ὡς τή σύνοψη τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν, τό καλύτερο μέρος
της θεωρῶ πώς εἶναι ἡ ἀγάπη στούς φτωχούς καί, γενικότερα, ἡ εὐσπλαχνία καί ἡ
συμπάθεια στούς συνανθρώπους. Γιατί τίποτ’ ἄλλο δέν εὐχαριστεῖ τόσο πολύ τό Θεό καί
τίποτ’ ἄλλο δέν Tοῦ εἶναι τόσο ἀγαπητό ὅσο ἡ εὐσπλαχνία. Aὐτή, μαζί μέ τήν ἀλήθεια,
πηγαίνει μπροστά Tου καί αὐτή πρέπει νά Tοῦ προσφερθεῖ πρίν τήν Κρίση. Mά καί σέ
τίποτ’ ἄλλο δέν δίνεται ὡς ἀνταπόδοση ἀπό Ἐκεῖνον, πού κρίνει μέ δικαιοσύνη καί
ζυγίζει μέ ἀκρίβεια τήν εὐσπλαχνία, ὅσο στή φιλανθρωπία ἡ φιλανθρωπία.

Σ’ ὅλους, λοιπόν, τούς φτωχούς καί σ’ ἐκείνους πού γιά ὁποιονδήποτε λόγο
κακοπαθοῦν, ὀφείλουμε νά δείχνουμε εὐσπλαχνία, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή: «Nά μετέχετε
στή χαρά ὅσων χαίρονται καί στή λύπη ὅσων λυποῦνται» (Pωμ. 12:15). Καί ὀφείλουμε νά
προσφέρουμε στούς ἀνθρώπους, ὡς ἄνθρωποι κι ἐμεῖς, τήν ἐκδήλωση τῆς καλοσύνης μας,
ὅταν τή χρειάζονται, χτυπημένοι ἀπό κάποια συμφορά, λ.χ. χηρεία ἤ ὀρφάνια ἤ ξενητιά
ἤ σκληρά ἀφεντικά ἤ ἄδικους ἄρχοντες ἤ ἄσπλαχνους φοροεισπράκτορες ἤ φονικούς
ληστές ἤ ἄπληστους κλέφτες ἤ δήμευση περιουσίας ἤ ναυάγιο. Ὅλοι εἶναι ἀξιολύπητοι.
Ὅλοι βλέπουν τά χέρια μας, ὅπως ἐμεῖς βλέπουμε τά χέρια τοῦ Θεοῦ.

Tί θά κάνουμε, λοιπόν, ἐμεῖς πού ἔχουμε τιμηθεῖ μέ τό μεγάλο ὄνομα “χριστιανοί” καί
ἀποτελοῦμε τόν διαλεχτό καί ξεχωριστό λαό, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νά καταγίνεται σέ καλά
καί σωτήρια ἔργα; Tί θά κάνουμε ἐμεῖς οἱ μαθητές τοῦ πράου καί φιλάνθρωπου Ἰησοῦ,
πού σήκωσε τίς ἁμαρτίες μας, ταπεινώθηκε, παίρνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση μας, κι
ἔγινε φτωχός, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι μέ τή θεότητα; Tί θά κάνουμε, ἔχοντας
μπροστά μας ἕνα τόσο μεγάλο ὑπόδειγμα εὐσπλαχνίας καί συμπάθειας; Θά παραβλέψουμε
τούς συνανθρώπους μας; Θά τούς περιφρονήσουμε; Θά τούς ἐγκαταλείψουμε; Κάθε ἄλλο,
ἀδελφοί μου. Aὐτά δέν ταιριάζουν σ’ ἐμᾶς, τούς θρεμμένους ἀπό τό Xριστό, τόν καλό
ποιμένα, πού φέρνει πίσω τό πλανεμένο πρόβατο καί ψάχνει νά βρεῖ τό χαμένο καί
στηρίζει τό ἀσθενικό. Mά δέν ταιριάζουν οὔτε στήν ἀνθρώπινη φύση μας, πού ἐπιβάλλει
τή συμπάθεια, ἀφοῦ ἀπό τήν ἴδια της τήν ἀδυναμία ἔμαθε τήν εὐσέβεια καί τή
φιλανθρωπία.

Γιατί, μολαταῦτα, δέν βοηθᾶμε τούς συνανθρώπους μας, ὅσο εἶναι ἀκόμα καιρός; Γιατί
ἐμεῖς ζοῦμε μέσα στήν ἀπόλαυση, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί μας μέσα στή δυστυχία; Ποτέ νά μήν
πλουτίσω, ἄν αὐτοί στεροῦνται! Ποτέ νά μήν ἔχω ὑγεία, ἄν δέν βάλω βάλσαμο στίς
πληγές τους! Ποτέ νά μή χορτάσω, ποτέ νά μήν ντυθῶ, ποτέ νά μήν ἡσυχάσω μέσα σέ
σπίτι, ἄν δέν τούς δώσω ψωμί καί ροῦχα, ὅσα μπορῶ, κι ἄν δέν τούς ξεκουράσω μέσα
στό σπίτι μου.

Ἄς τ’ ἀναθέσουμε ὅλα στό Xριστό, γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε ἀληθινά, σηκώνοντας τό


σταυρό Tου, γιά ν’ ἀνεβοῦμε στόν ἐπουράνιο κόσμο ἀνάλαφρα καί ἄνετα, χωρίς τίποτα
νά μᾶς τραβάει πρός τά κάτω, καί γιά νά κερδίσουμε στή θέση ὅλων αὐτῶν τό Xριστό,
ἀνεβασμένοι χάρη στήν ταπείνωσή μας καί πλουτισμένοι χάρη στή φτώχεια μας. Ἤ,
τουλάχιστον, ἄς μοιραστοῦμε μέ τό Xριστό τά ὑπάρχοντά μας, γιά ν’ ἁγιαστοῦν κάπως
μέ τή σωστή κατοχή τους καί τήν προσφορά μεριδίου τους στούς φτωχούς.

Δέν θά συνέλθουμε, ἔστω καί ἀργά; Δέν θά νικήσουμε τήν ἀναισθησία μας, γιά νά μήν
πῶ τήν τσιγκουνιά μας; Δέν θά σκεφτοῦμε ὡς ἄνθρωποι; Δέν θά βάλουμε νοερά στή θέση
τῶν ξένων συμφορῶν τίς πιθανές δικές μας;

Γιατί, στ’ ἀλήθεια, τίποτε ἀπό τ’ ἀνθρώπινα δέν εἶναι βέβαιο, τίποτε δέν εἶναι
σταθερό, τίποτε δέν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπό ἄλλους παράγοντες, τίποτε δέν στηρίζεται
σέ ἀμετάβλητες προϋποθέσεις. Ἡ ζωή μας γυρίζει σέ κύκλο, ἕναν κύκλο πού φέρνει
πολλές μεταβολές, συχνά μέσα σέ μιά μέρα, κάποτε καί μέσα σέ μιάν ὥρα. Πιό σίγουρο
εἶναι νά ἐμπιστεύεται κανείς τόν ἄνεμο, πού κινεῖται ἀκατάπαυστα, πιό σίγουρο εἶναι
νά ἐμπιστεύεται τή γραμμή, πού ἀφήνει πάνω στά νερά ἕνα ποντοπόρο πλοῖο, πιό
σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται τ’ ἀπατηλά ὄνειρα μιᾶς νύχτας, πού ἡ ἀπόλαυσή τους
κρατάει τόσο λίγο, πιό σίγουρο εἶναι νά ἐμπιστεύεται ὅσα χαράζουν τά παιδιά πάνω
στήν ἄμμο, ὅταν παίζουν, παρά τήν ἀνθρώπινη εὐτυχία.

Eἶναι, λοιπόν, συνετοί ἐκεῖνοι, πού, μήν ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στά τωρινά, φροντίζουν
νά ἐξασφαλιστοῦν γιά τό μέλλον. Ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη εὐημερία εἶναι ἄστατη καί
μεταβλητή, ἀγαποῦν τήν καλοσύνη, πού δέν χάνεται, γιά νά κερδίσουν τουλάχιστο τό
ἕνα ἀπό τά τρία: ἤ νά μήν κάνουν τίποτα τό κακό, ἐπειδή ἡ καλοσύνη τους προκαλεῖ τή
συμπάθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πολλές φορές εὐεργετεῖ στόν οὐρανό τούς εὐσεβεῖς γιά
τίς ἐπίγειες ἀγαθοεργίες τους· ἤ νά ἔχουν θάρρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή
κακοπάθησαν ὄχι γιά κάποια κακία, ἀλλά γιά κάποιον ἄλλο σκοπό· ἤ, τέλος, ὄντας
φιλάνθρωποι, νά ἀπαιτοῦν ἀπό τό Θεό σάν ὀφειλόμενη τή φιλανθρωπία, τήν ὁποία
ἔδειξαν πρῶτα ἐκεῖνοι στούς φτωχούς, ἐνεργώντας ἔξυπνα.

«Ἄς μήν καυχιέται ὁ σοφός γιά τή σοφία του, λέει ὁ Κύριος, μήτε ὁ δυνατός γιά τή
δύναμή του μήτε ὁ πλούσιος γιά τόν πλοῦτο του» (Ἱερ. 9:23), ἔστω κι ἄν ἔχουν φτάσει
στό ὕψιστο σημεῖο σοφίας, δυνάμεως ἤ πλούτου. Ἐγώ, ὅμως, θά προσθέσω κι ἐκεῖνα πού
ἀκολουθοῦν: Ἄς μήν καυχιέται μήτε ὁ περίβλεπτος γιά τή δόξα του μήτε ὁ γερός γιά
τήν ὑγεία του μήτε ὁ ὄμορφος γιά τήν ὀμορφιά του μήτε ὁ νέος γιά τά νιάτα του μήτε,
κοντολογίς, ἄλλος κανένας γιά ὁτιδήποτε ἀπ’ ὅσα παινεύονται στόν κόσμο τοῦτο καί
προξενοῦν τήν ὑπερηφάνεια. Ἀλλά, ὅποιος καυχιέται, μόνο γι’ αὐτό ἄς καυχιέται, γιά
τό ὅτι γνωρίζει καί ζητάει τό Θεό, ὑποφέρει μαζί μ’ ἐκείνους πού ὑποφέρουν καί
ἀποθέτει τίς ἐλπίδες του γιά τά καλά στό μέλλον. Γιατί τά τωρινά ἀγαθά εἶναι ρευστά
καί πρόσκαιρα. Συνεχῶς μετακινοῦνται καί πηγαίνουν ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο, ὅπως ἡ
μπάλα στό ποδόσφαιρο. Καί δέν ὑπάρχει τίποτα πιό σίγουρο γιά τόν ἄνθρωπο πού τά
κατέχει, ἀπό τό ὅτι θά τά χάσει μέ τό χρόνο ἤ ἀπό τό φθόνο. Ἀπεναντίας, τά
μελλοντικά ἀγαθά εἶναι σταθερά καί μόνιμα. Ποτέ δέν χάνονται, ποτέ δέν πηγαίνουν
ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλο, ποτέ δέν διαψεύδουν τίς ἐλπίδες ὅσων τά ἐμπιστεύονται.

«Ποιός εἶναι σοφός, γιά νά τά καταλάβει αὐτά;» (Ὡσ. 14:10). Ποιός θ’ ἀδιαφορήσει
γιά τά ἐφήμερα καί θά προσέξει τά μόνιμα; Ποιός θά συλλογιστεῖ ὅτι τά τωρινά θά
περάσουν; Ποιός θ’ ἀναλογιστεῖ ὅτι τά ἀναμενόμενα θά μείνουν; Ποιός θά ξεχωρίσει τά
πραγματικά ἀπ’ τά φαινομενικά, γιά ν’ ἀκολουθήσει τά πρῶτα καί νά περιφρονήσει τά
δεύτερα; Ποιός θά ξεχωρίσει τήν ἐπίγεια διαμονή ἀπό τήν ἐπουράνια πολιτεία, τήν
παροικία ἀπό τήν κατοικία, τό σκοτάδι ἀπό τό φῶς, τή λάσπη τοῦ βυθοῦ ἀπό τά ἅγια
χώματα, τή σάρκα ἀπό τό πνεῦμα, τό Θεό ἀπό τόν κοσμοκράτορα διάβολο, τή σκιά τοῦ
θανάτου ἀπό τήν αἰώνια ζωή; Ποιός θά ἐξαγοράσει μέ τά παρόντα τό μέλλον, μέ τόν
φθαρτό πλοῦτο τόν ἄφθαρτο, μέ τά ὁρατά τά ἀόρατα;

Mακάριος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος πού τά διακρίνει αὐτά, χωρίζει μέ τό μαχαίρι τοῦ
Λόγου τό καλύτερο ἀπό τό χειρότερο, ἀνυψώνεται μέ τήν καρδιά του, ὅπως λέει κάπου ὁ
ἱερός Δαβίδ (Ψαλμ. 83:6), φεύγει μ’ ὅλη του τή δύναμη μακριά ἀπό τήν κοιλάδα τούτη
τῆς ὀδύνης, ἐπιδιώκει τά ἀγαθά πού βρίσκονται στόν οὐρανό, σταυρώνεται γιά τόν
κόσμο μαζί μέ τό Xριστό, ἀνασταίνεται μαζί μέ τό Xριστό, ἀνεβαίνει στά ἐπουράνια
σκηνώματα μαζί μέ τό Xριστό καί γίνεται κληρονόμος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πού δέν
μεταβάλλεται ποτέ πιά.

Ἄς ἀκολουθήσουμε τό Λόγο, ἄς ἐπιδώξουμε τήν οὐράνια ἀπόλαυση, ἄς ἀπαλλαγοῦμε ἀπό


τήν ἐπίγεια περιουσία. Ἄς κρατήσουμε ἀπό τά γήινα μόνο ὅσα εἶναι καλά, ἄς σώσουμε
τίς ψυχές μας μέ ἐλεημοσύνες, ἄς δώσουμε ἀπό τά ὑπάρχοντά μας στούς φτωχούς, γιά νά
γίνουμε πλούσιοι σέ αἰώνια ἀγαθά. Δῶσε κάτι καί στήν ψυχή, ὄχι στή σάρκα μονάχα.
Δῶσε κάτι καί στό Θεό, ὄχι στόν κόσμο μονάχα. Πάρε κάτι ἀπ’ τήν κοιλιά καί δῶσ’ το
στό πνεῦμα. Πάρε κάτι ἀπ’ τή φωτιά, πού κατακαίει τά γήινα, καί ξεμάκρυνέ το ἀπό τή
φλόγα. Ἅρπαξε κάτι ἀπό τόν τύραννο κι ἐμπιστέψου το στόν Κύριο. Δῶσε λίγο σ’
Ἐκεῖνον, πού σοῦ ἔχει προσφέρει τό πολύ. Δῶσε τα καί ὅλα ἀκόμα σ’ Ἐκεῖνον, πού σοῦ
τά ἔχει χαρίσει ὅλα. Ποτέ δέν θά ξεπεράσεις στή γενναιοδωρία τό Θεό, ἔστω κι ἄν
χαρίσεις ὅλα σου τά ὑπάρχοντα, ἔστω κι ἄν προσθέσεις σ’ αὐτά καί τόν ἴδιο σου τόν
ἑαυτό. Γιατί καί τοῦ ἑαυτοῦ σου ἡ προσφορά στό Θεό ἰσοδυναμεῖ μέ ἀπόκτηση. Ὅσα κι
ἄν προσφέρεις, ἐκεῖνα πού μένουν εἶναι περισσότερα. Καί δέν θά δώσεις τίποτα δικό
σου, γιατί ὅλα τά ἔχεις πάρει ἀπό τό Θεό.

Ἄς μή γίνουμε, ἀγαπητοί μου φίλοι καί ἀδελφοί, κακοί διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν πού
μᾶς δόθηκαν. Ἄς μήν κοπιάζουμε γιά νά θησαυρίζουμε καί ν’ ἀποταμιεύουμε, ἐνῶ ἄλλοι
ὑποφέρουν ἀπό τήν πείνα. Ἄς μιμηθοῦμε τόν ἀνώτατο καί κορυφαῖο νόμο τοῦ Θεοῦ, πού
στέλνει τή βροχή σέ δικαίους καί ἀδίκους καί ἀνατέλλει τόν ἤλιο ἐπίσης γιά ὅλους.
Αὐτός ἔκανε τή γῆ εὐρύχωρη γιά ὅλα τά χερσαῖα ζῶα, δημιούργησε πηγές, ποτάμια,
δάση, ἀέρα γιά τά φτερωτά καί νερά γιά τά ὑδρόβια, καί ἔδωσε σ’ ὅλα τά ὄντα ἄφθονα
τά ἀπαραίτητα γιά τή ζωή τους στοιχεῖα, χωρίς νά τά περιορίζει καμιά ἐξουσία, χωρίς
νά τά καθορίζει κανένας γραπτός νόμος, χωρίς νά τά ἐμποδίζουν σύνορα. Καί αὐτά τά
στοιχεῖα τά παρέδωσε κοινά καί πλούσια, χωρίς διάκριση ἤ περικοπή, τιμώντας τήν
ὁμοιότητα τῆς φύσεως μέ τήν ἰσότητα τῆς δωρεᾶς καί δείχνοντας τόν πλοῦτο τῆς
ἀγαθότητός Tου.

Oἱ ἄνθρωποι, ὅμως, ἀφότου ἔβγαλαν ἀπό τή γῆ τό χρυσάφι, τό ἀσήμι καί τά πολύτιμα


πετράδια, ἀφότου ἔφτιαξαν ροῦχα μαλακά καί περιττά καί ἀφότου ἀπέκτησαν ἄλλα
παρόμοια πράγματα, πού ἀποτελοῦν αἰτίες πολέμων καί ἐπαναστάσεων καί τυραννικῶν
καθεστώτων, κυριεύθηκαν ἀπό παράλογη ὑπεροψία. Ἔτσι, δέν δείχνουν εὐσπλαχνία στούς
δυστυχισμένους συνανθρώπους τους καί δέν θέλουν οὔτε μέ τά περίσσια τους νά δώσουν
στούς ἄλλους τά ἀναγκαῖα. Τί βαναυσότητα! Τί σκληρότητα! Δέν σκέφτονται, ἄν ὄχι
τίποτ’ ἄλλο, πώς ἡ φτώχεια καί ὁ πλοῦτος, ἡ ἐλευθερία καί ἡ δουλεία καί τ’ ἄλλα
παρόμοια, ἐμφανίστηκαν στό ἀνθρώπινο γένος μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, σάν
ἀρρώστιες πού ἐκδηλώνονται μαζί μέ τήν κακία καί πού εἶναι δικές της ἐπινοήσεις.
Ἀρχικά, ὅμως, δέν ἔγιναν ἔτσι τά πράγματα, λέει ἡ Γραφή (Mατθ. 19:8), ἀλλά Ἐκεῖνος
πού ἔπλασε ἐξαρχῆς τόν ἄνθρωπο, τόν ἄφησε ἐλεύθερο, αὐτεξούσιο – συγκρατημένο μόνο
ἀπό τό νόμο τῆς ἐντολῆς – καί πλούσιο μέσα στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς. Aὐτή τήν
ἐλευθερία κι αὐτόν τόν πλοῦτο θέλησε νά χαρίσει – καί χάρισε – ὁ Θεός, μέσω τοῦ
πρώτου ἀνθρώπου, καί στό ὑπόλοιπο ἀνθρώπινο γένος. Ἐλευθερία καί πλοῦτος ἦταν μόνο
ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς. Φτώχεια ἀληθινή καί δουλεία ἦταν ἡ παράβασή της.

Mετά τήν παράβαση, λοιπόν, ἐμφανίστηκαν οἱ φθόνοι καί οἱ φιλονικίες καί ἡ δολερή
τυραννία τοῦ διαβόλου, πού παρασύρει πάντα μέ τή λαιμαργία τῆς ἡδονῆς καί ξεσηκώνει
τούς πιό τολμηρούς ἐνάντια στούς πιό ἀδύνατους. Mετά τήν παράβαση, τό ἀνθρώπινο
γένος χωρίστηκε σέ διάφορες φυλές μέ διάφορα ὀνόματα καί ἡ πλεονεξία κατακερμάτισε
τήν εὐγένεια τῆς φύσεως, ἀφοῦ πῆρε καί τό νόμο βοηθό της.

Ἐσύ, ὅμως, νά κοιτᾶς τήν ἀρχική ἑνότητα καί ἰσότητα, ὄχι τήν τελική διαίρεση· ὄχι
τό νόμο πού ἐπικράτησε, ἀλλά τό νόμο τοῦ Δημιουργοῦ. Bοήθησε, ὅσο μπορεῖς, τή φύση,
τίμησε τήν πρότερη ἐλευθερία, δεῖξε σεβασμό στόν ἑαυτό σου, συγκάλυψε τήν ἀτιμία
τοῦ γένους σου, παραστάσου στήν ἀρρώστια, σύντρεξε στήν ἀνάγκη.

Παρηγόρησε ὁ γερός τόν ἄρρωστο, ὁ πλούσιος τόν φτωχό, ὁ ὄρθιος τόν πεσμένο, ὁ
χαρούμενος τόν λυπημένο, ὁ εὐτυχισμένος τόν δυστυχισμένο.

Δῶσε κάτι στό Θεό ὡς δῶρο εὐχαριστήριο, γιά τό ὅτι εἶσαι ἕνας ἀπ’ αὐτούς πού
μποροῦν νά εὐεργετοῦν καί ὄχι ἀπ’ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη νά εὐεργετοῦνται, γιά τό
ὅτι δέν περιμένεις ἐσύ βοήθεια ἀπό τά χέρια ἄλλων, ἀλλ’ ἀπό τά δικά σου χέρια
περιμένουν ἄλλοι βοήθεια.

Πλούτισε ὄχι μόνο σέ περιουσία, μά καί σέ εὐσέβεια, ὄχι μόνο σέ χρυσάφι, μά καί σέ
ἀρετή, ἤ καλύτερα μόνο σέ ἀρετή.

Γίνε πιό τίμιος ἀπό τόν πλησίον μέ τήν ἐπίδειξη περισσότερης καλοσύνης. Γίνε θεός
γιά τόν δυστυχισμένο μέ τή μίμηση τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ.
Δῶσε κάτι, ἔστω καί ἐλάχιστο, σ’ ἐκεῖνον πού ἔχει ἀνάγκη. Γιατί καί τό ἐλάχιστο δέν
εἶναι ἀσήμαντο γιά τόν ἄνθρωπο πού ὅλα τά στερεῖται, μά οὔτε καί γιά τό Θεό, ἐφόσον
εἶναι ἀνάλογο μέ τίς δυνατότητές σου. Ἀντί γιά μεγάλη προσφορά, δῶσε τήν προθυμία
σου. Κι ἄν δέν ἔχεις τίποτα, δάκρυσε. Ἡ ὁλόψυχη συμπάθεια εἶναι μεγάλο φάρμακο γι’
αὐτόν πού δυστυχεῖ. Ἡ ἀληθινή συμπόνια ἀνακουφίζει πολύ ἀπό τή συμφορά.

Δέν ἔχει μικρότερη ἀξία, ἀδελφέ μου, ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό ζῶο, πού, ἄν χαθεῖ ἤ πέσει
σέ χαντάκι, σέ προστάζει ὁ νόμος νά τό σηκώσεις καί νά τό περιμαζέψεις (Δευτ. 22:1-
4). Πόση εὐσπλαχνία, ἑπομένως, ὀφείλουμε νά δείχνουμε στούς συνανθρώπους μας, ὅταν
ἀκόμα καί μέ τ’ ἄλογα ζῶα ἔχουμε χρέος νά εἴμαστε πονετικοί;

«Δανείζει τό Θεό ὅποιος ἐλεεῖ φτωχό», λέει ἡ Γραφή (Παροιμ. 19:17). Ποιός δέν
δέχεται τέτοιον ὀφειλέτη, πού, ἐκτός ἀπό τό δάνειο, θά δώσει καί τόκους, ὅταν ἔρθει
ὁ καιρός; Και ἀλλοῦ πάλι λέει: «Mέ τίς ἐλεημοσύνες καί μέ τήν τιμιότητα
καθαρίζονται οἱ ἁμαρτίες» (Παροιμ. 15:27α).

Ἄς καθαριστοῦμε, λοιπόν, μέ τήν ἐλεημοσύνη, ἄς πλύνουμε μέ τό καλό βοτάνι τίς


βρωμιές καί τούς λεκέδες μας, ἄς γίνουμε ἄσπροι, ἄλλοι σάν τό μαλλί καί ἄλλοι σάν
τό χιόνι, ἀνάλογα μέ τήν εὐσπλαχνία του ὁ καθένας. «Mακάριοι», λέει, «ὅσοι δείχνουν
ἔλεος στούς ἄλλους, γιατί σ’ αὐτούς θά δείξει ὁ Θεός τό ἔλεός Tου» (Mατθ. 5:7). Tό
ἔλεος ὑπογραμμίζεται στούς μακαρισμούς. Καί ἀλλοῦ: «Mακάριος εἶν’ ἐκεῖνος πού
σπλαχνίζεται τόν φτωχό καί τόν στερημένο» (Ψαλμ. 40:2). Καί: «Ἀγαθός ἄνθρωπος εἶν’
ἐκεῖνος πού συμπονάει τούς ἄλλους καί τούς δανείζει» (Ψαλμ. 111:5). Καί: «Παντοτινά
ἐλεεῖ καί δανείζει ὁ δίκαιος» (Ψαλμ. 36:26). Ἄς ἁρπάξουμε τό μακαρισμό, ἄς τόν
κατανοήσουμε, ἄς ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση του, ἄς γίνουμε ἀγαθοί ἄνθρωποι. Oὔτε ἡ
νύχτα νά μή διακόψει τήν ἐλεημοσύνη σου. «Mήν πεῖς, “Φύγε τώρα καί ἔλα πάλι αὔριο
νά σοῦ δώσω βοήθεια”» (Παροιμ. 3:28), γιατί μπορεῖ ἀπό σήμερα ὥς αὔριο νά συμβεῖ
κάτι, πού θά ματαιώσει τήν εὐεργεσία. Ἡ φιλανθρωπία εἶναι τό μόνο πράγμα πού δέν
παίρνει ἀναβολή. «Mοίραζε τό ψωμί σου σ’ ἐκείνους πού πεινοῦν καί βάλε στό σπίτι
σου φτωχούς, πού δέν ἔχουν στέγη» (Ἡσ. 58:7). Καί αὐτά νά τά κάνεις μέ προθυμία.
«Ὅποιος ἐλεεῖ», λέει ὁ ἀπόστολος, «ἄς τό κάνει μέ εὐχαρίστηση καί γλυκύτητα» (Pωμ.
12:8). Mέ τήν προθυμία, τό καλό σοῦ λογαριάζεται σάν διπλό. Ἡ ἐλεημοσύνη πού
γίνεται μέ στενοχώρια ἤ ἐξαναγκασμό, εἶναι ἄχαρη καί ἄνοστη. Nά πανηγυρίζουμε
πρέπει, ὄχι νά θρηνοῦμε, ὅταν κάνουμε καλοσύνες.

Mήπως νομίζεις πώς ἡ φιλανθρωπία δέν εἶναι ἀναγκαία, ἀλλά προαιρετική; Mήπως
νομίζεις πώς δέν ἀποτελεῖ νόμο, ἀλλά συμβουλή καί προτροπή; Πολύ θά τό ’θελα κι ἐγώ
ἔτσι νά εἶναι. Καί ἔτσι τό νόμιζα. Mά μέ φοβίζουν ὅσα λέει ἡ Γραφή γιά ἐκείνους
πού, τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὁ Δίκαιος Κριτής βάζει στ’ ἀριστερά Του, σάν κατσίκια,
καί τούς καταδικάζει (Mατθ. 25:31-46). Aὐτοί δέν καταδικάζονται γιατί ἔκλεψαν ἤ
λήστεψαν ἤ ἀσέλγησαν ἤ ἔκαναν ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπ’ ὅσα ἀπαγορεύει ὁ Θεός, ἀλλά γιατί
δέν ἔδειξαν φροντίδα γιά τό Xριστό μέσω τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων.

Ὅσο εἶναι καιρός, λοιπόν, ἄς ἐπισκεφθοῦμε τό Xριστό, ἄς Tόν περιποιηθοῦμε, ἄς Tόν


θρέψουμε, ἄς Tόν ντύσουμε, ἄς Tόν περιμαζέψουμε, ἄς Tόν τιμήσουμε. Ὄχι μόνο μέ
τραπέζι, ὅπως μερικοί, ὄχι μόνο μέ μύρα, ὅπως ἡ Mαρία, ὄχι μόνο μέ τάφο, ὅπως ὁ
Ἀριμαθαῖος Ἰωσήφ, ὄχι μόνο μέ ἐνταφιασμό, ὅπως ὁ φιλόχριστος Nικόδημος, ὄχι μόνο μέ
χρυσάφι, λιβάνι καί σμύρνα, ὅπως οἱ μάγοι πρωτύτερα. Mά ἐπειδή ὁ Κύριος τῶν ὅλων
θέλει ἔλεος καί ὄχι θυσία καί ἐπειδή ἡ εὐσπλαχνία εἶναι καλύτερη ἀπό τή θυσία
μυριάδων καλοθρεμμένων ἀρνιῶν, ἄς Tοῦ τήν προσφέρουμε μέσου ἐκείνων πού ἔχουν
ἀνάγκη, μέσω ἐκείνων πού βρίσκονται σήμερα σέ δεινή θέση, γιά νά μᾶς ὑποδεχθοῦν
στήν οὐράνια βασιλεία, ὅταν φύγουμε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο καί πᾶμε κοντά στόν Κύριό
μας, τό Xριστό, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Λόγος Θ΄– Ἀπολογητικὸς εἰς τὸν ἐαυτοῦ πατέρα. Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ἀπολογητικὸς εἰς τὸν ἐαυτοῦ πατέρα Γρηγόριον,
συμπαρόντως αὐτῷ Βασιλείου, ἠνίκα ἐπίσκοπος ἐχειροτονήθη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ὁ ἀπολογητικὸς εἰς τὸν ἐαυτοῦ πατέρα Γρηγόριον ἐξεφωνήθη ὀλίγον πρὸ τοῦ Πάσχα τοῦ
ἔτους 372, ὅταν ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ τὸν Μέγα Βασίλειον ἐπίσκοπος
Σασίμων.

Ὁ Γρηγόριος ἀναφέρεται κατ’ ἀρχὴν εἰς τὴν ἀναξιότητά του, τὴν ὁποία παραβάλλει μὲ
ἐκείνην τοῦ Μανωέ, τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ ἑκατόνταρχου τῶν εὐαγγελίων, οἱ ὁποῖοι δὲν
ἠμποροῦσαν νὰ ἀτενίσουν ἢ νὰ δεχθοῦν εἰς τὴν οἰκίαν τῶν τὸ μεγαλεῖον του Θεοῦ.

Παρηγορεῖται ὅμως δι’ αὐτὴν μὲ τὴν ἀνάμνησιν τοῦ Σαοὺλ ὁ ὁποῖος ἐπροφήτευσεν, ἔστω
καὶ ἂν δὲν ἦτο κατὰ πάντα ἀξιοςδια τὴν χάριν αὐτήν, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα, βλέποντας
τὴν ὑπερηφάνειαν ἀπὸ τὴν ὁποία κατελήφθη ὁ Σαοὺλ διὰ τὴν χάριν, καὶ ἡ ὁποία ἐπέφερε
τὴν καταστροφήν του, αἰσθάνεται νὰ πλυμμηρίζει ἀπὸ τρόμον ἀλλὰ καὶ ἀπὸ χαράν, ἀπὸ
ἀγάπη ἀλλὰ καὶ ἀπὸ φόβο διὰ τὸ Πνεῦμα, ὅπως συμβαίνει εἰς τὰ παιδιὰ ὅταν
ἀντικρύζουν τὰς ἀστραπᾶς.

Παρὰ τοὺς δισταγμούς μου, συνεχίζει, ἐνίκησε τελικά το Πνεῦμα καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ
ἀναλάβω τὸ ὑπούργημα. «Ἰδοὺ τώρα ἔχεις μπροστά σου ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐποθοῦσες,
λέγει μὲ κάποιαν πικρίαν ὁ Γρηγόριος ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν φίλον του Βασίλειον,
ἐμνένα τὸν ἴδιο νικημένο ἀπὸ σένα καθὼς καὶ τὸν λόγον μου, τὸν ὁποῖον ἐπαινοῦσες
καὶ κατέκρινες ἐπειδὴ παρέμενεν ἀχρησιμοποίητος».

Κλείνει δὲ τὸν λόγον τοῦτο, τὸν ὁποῖον χαρακτηρίζει ἕνα ζωηρὸν προσωπικὸν χρῶμα, μὲ
τὴν παράκλησιν πρὸς τὸν πατέρα καὶ πρὸς τὸν φίλον του νὰ τοῦ διδάξουν πὼς πρέπει νὰ
ποιμαίνει τὸ ποίμνιον καὶ νὰ τὸν στηρίζουν πρὸς χάριν τοῦ ποιμνίου μὲ τὰς
διδασκαλίας καὶ τὰς προσευχᾶς των.

ΚΕΙΜΕΝΟ

Πάλιν χρίομαι καὶ πάλιν μὲ ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ πάλιν προχωρῶ
λυπημένος καὶ σκυθρωπός. Ἴσως νὰ ἀπορεῖτε. Καὶ ὁ Ἠσαΐας (Ἡσ. 6,1ε.), προτοῦ μὲν νὰ
ἴδει τὴν δόξα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν θρόνον τὸν ὑψηλὸν καὶ ὑπερήφανον καὶ τὰ σεραφεὶμ
γύρω ἀπὸ αὐτόν, δὲν λέγει τίποτε παρόμοιον, οὔτε ἀπομακρύνεται ἀπὸ ἀνυπομονησία,
οὔτε φοβᾶται. ἀλλὰ κατακρίνει μὲν τὸν Ἰσραήλ, δικαιολογεῖ δὲ καὶ ὑπερασπίζεται τὸν
ἐαυτόν του, ἐπειδὴ δὲν εὐθύνεται διὰ τίποτε.
Ἀφοῦ δὲ εἶδε τὰ πράγματα αὐτά, καὶ ἤκουσε τὴν ἁγίαν καὶ μυστικὴν φωνήν, ὡσὰν νὰ
εἶχε συναισθανθεῖ κάτι ἀνώτερον ἀπὸ τὸν ἐαυτόν του, λέγει: Ὢ πόσον ταλαίπωρος εἶμαι
ἐγὼ διότι ἔχω λυπηθεῖ πολύ», καὶ ὅσα λέγει ἐν συνεχεία (τὰ ὁποῖα παραλείπω), διὰ νὰ
μὴ φανῶ ὑπερήφανος καὶ ἀσεβής. Εὑρίσκω δὲ καὶ τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον κριτὴν Μανωὲ καὶ
κατόπιν τὸν Πέτρον, τὸ στήριγμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν μὲν πρώτον νὰ λέγει: «ἔχομεν
χαθεῖ γυναίκα. εἴδαμεν τὸν Θεόν!»(Κρίτ. 13,22ε.), ἐπειδὴ εἶδεν ὅραμα τὸ ὁποῖον
ξεπερνοῦσε τὴν φύσιν καὶ τὴν δύναμίν του. τὸν δὲ δεύτερον, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπέφερε τὴν
πρόνοιαν καὶ τὴν ἐνέργειαν τοῦ Σωτῆρος, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐπιδείξει κατὰ τὸ ψάρεμα
εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤσαν μαζί του, καὶ διὰ τοῦτο ἔνιωθε, βεβαίως, θαυμασμόν,
ἀλλὰ τὸν ἀπέπεμπεν ἀπὸ τὸ πλοῖον μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι δὲν ἦτο ἄξιος νὰ τοῦ
παρουσιασθεῖ καὶ νὰ τοῦ ὁμιλήσει ὁ Θεὸς (Λουκ. 5,8ε).

*** *** ***

Ὅταν ἀκούω δὲ καὶ τὸν ἑκατόνταρχον εἰς τὰ εὐαγγέλια, νὰ ἀπαιτεῖ μὲν τὴν δύναμιν,
ἀλλὰ νὰ μὴ ζητεῖ τὴν παρουσίαν, ἐπειδὴ τάχα δὲν ἐχωροῦσε ἡ οἰκία τοῦ τὸ μεγαλεῖον
καὶ τὴν τιμὴν τοῦ (Ματθ. 8,8), δὲν ἠμπορῶ νὰ κατηγορήσω τὸν ἐαυτόν μου διὰ τὴν
δειλίαν μου αὐτὴν καὶ διὰ τὴν μελαγχολίαν μου.
Διότι τὴν μὲν ἀδυναμίαν τοῦ ὀφθαλμοῦ τὴν φανερώνει ὁ ἥλιος, τὴν δὲ ἀσθένειαν τῆς
ψυχῆς τὴν φανερώνει ὁ Θεός, ὅταν παρουσιασθεῖ. Καὶ δὶ’ ἄλλους μὲν εἶναι φῶς, δὶ’
ἄλλους δὲ φωτιά, ἀναλόγως πρὸς τὸ ὑλικὸν καὶ τὰς ἰδιότητας τὰς ὁποίας διαθέτουν
οὗτοι.

Ποία εἶναι ἡ γνώμη μᾶς διὰ τὸν Σαούλ; Διότι ἔλαβε τὸ χρίσμα καὶ τοῦ μετεδόθη τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἔγινε τότε πνευματικὸς – ἐγὼ τουλάχιστον δὲν θὰ ἠμποροῦσα νὰ τὸ
ὀνομάσω διαφορετικὰ αὐτὸ τὸ πράγμα – καὶ ἐπροφήτευσεν, καὶ ἔτσι παρ’ ἐλπίδα, καὶ
μολονότι τοῦτο δὲν ἦτο φυσικόν, ἔγινε ἐκεῖνο τὸ θαῦμα. «Συγκαταλέγεται δὲ καὶ ὁ
Σαοὺλ εἰς τοὺς προφήτας»(Ἃ΄ Βασ. 10,12), πράγμα τὸ ὁποῖον ἀκούγεται καὶ λέγεται
ἀκόμη καὶ σήμερα; Ἐπειδὴ δὲ δὲν προσέφερεν ὁλόκληρον τὸν ἐαυτὸν τοῦ εἰς τὸ Πνεῦμα
καὶ ἐπειδὴ δὲν μετεβλήθη πραγματικὰ εἰς ἄλλον ἄνθρωπον, ὅπως εἶχε καθῆκον, ἀλλὰ
παρέμεινεν εἰς αὐτὸν ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν παλαιὰν σπίθα τῆς κακίας καὶ τὸ πονηρὸν
πνεῦμα, ὑπῆρχε μέσα του μάχη μεταξὺ σαρκὸς καὶ πνεύματος.Ἀλλὰ δὲν χρειάζεται νὰ
διεκτραγωδήσει κανεὶς ὅλα ὅσα ἔχουν σχέσιν μὲ αὐτόν. Γνωρίζετε τὸ ἀντίθετον ἐκεῖνο
πνεῦμα καὶ τὸν ψαλμωδόν, ὁ ὁποῖος τὸν διεσκέδαζεν(Ἃ΄ Βασ. 16,14ε.).

Ὅμως ἐκεῖνο γίνεται φανερὸν καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι, ἔστω καὶ ἂν ἡ χάρις δὲν πλησιάζει τοὺς
ἀναξίους καὶ τὸ ὄργανον δὲν εἶναι πονηρὸν καὶ ἐντελῶς ἀκατάλληλον (διότι ἔχει
λεχθεῖ μὲ σαφήνειαν ὅτι εἰς ψυχὴν πονηρᾶν δὲν θὰ εἰσέλθει σοφία [Σόφ. Σολομ.1,4],
πράγμα τὸ ὁποῖον ἐγὼ πιστεύω), εἶναι ἔργον ἐξ ἴσου σπουδαῖον κατ’ ἐμέ, τὸ νὰ
διατηρήσει κανεὶς τὴν ἀξίαν καὶ τὴν ἁρμονίαν μὲ τὸ νὰ ταιριάσει καλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν
καὶ νὰ γίνει ἄξιος δὶ’ αὐτὴν (τὴν χάριν) λόγω τοῦ μεταβλητοῦ καὶ τῆς ἀσταθείας τῶν
ἀνθρωπίνων συνηθειῶν καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Ἐπειδή, βεβαίως, πολλᾶς φορᾶς ἡ ἰδία ἡ χάρις, διὰ νὰ ἀναφέρω τὸ χειρότερον καὶ τὸ
πλέον παράδοξον ἀπὸ τὰ κακά μας, ἀφοῦ δημιουργήσει ὑπερηφάνειαν καὶ ἀνεβάσει ὑψηλά,
καταρρίπτει καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν τὸν ἐπλησίασαν
ἐπαξίως, καὶ ἔτσι καταπίπτομεν ἐξ αἰτίας τῆς ἐπάρσεώς μας, διὰ νὰ παρουσιασθεῖ εἰς
ὅλην τὴν ἔκτασίν της ἡ φρίκη τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μᾶς θανατώνει χρησιμοποιοῦσα ὡς
ὄργανον τὸ ἀγαθὸν(Ρωμ. 7,13).

*** *** ***

Αυτά εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μου ἐπροξένησαν φόβον καὶ μὲ ἐγέμισαν μὲ πικρίαν καὶ
λύπην, καὶ μὲ ἔκαμαν νὰ πάθω κάτι παρόμοιον μὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο παθαίνουν τὰ παιδιὰ
ἀπὸ τὰς ἀστραπᾶς. νὰ νιώθουν δηλαδὴ ταυτόχρονα εὐχαρίστησιν καὶ τρόμον ἀπὸ τὸ
θέαμα.
Διότι κι ἐγὼ ἔνιωσα ταυτόχρονα ἀγάπην καὶ φόβον διὰ τὸ Πνεῦμα. Καὶ ἐχρειάσθηκα
ὁρισμένον χρονικὸν διάστημα διὰ νὰ στραφῶ πρὸς τὸν ἐαυτόν μου, νὰ ἀνανήψω καὶ νὰ
γίνω περισσότερον σταθερὸς καὶ καλύτερος, διὰ νὰ νικήσει καθαρά το Πνεῦμα, ἀφοῦ
εἶχε πλέον ἀπομακρυνθεῖ ὁ προξενῶν τὴν λύπην διάβολος (ὅπως τὰ ζιζάνια ὅταν εἶναι
ἀκόμη μικρά), καὶ ἀφοῦ οἱ πονηροὶ λογισμοὶ εἶχαν ὑποχωρήσει πρὸ τῶν ὑψηλοτέρων ,
διὰ νὰ μὲ παραλάβει εἰς τὴν ὑπηρεσίαν καὶ τὰ ἔργα του, εἰς τὴν διαπαιδαγώγησιν
αὐτοῦ του λαοῦ, εἰς τὴν διακυβέρνησιν ψυχῶν, εἰς τὴν διδασκαλίαν μὲ τὸν λόγον, μὲ
τὰ ἔργα καὶ μὲ τὸ παράδειγμα, μὲ τὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης τὰ δεξιὰ καὶ τὰ ἀριστερὰ
(Β΄Κορ. 6,7), εἰς τὴν σωστὴν διαποίμανσιν, ἡ ὁποία ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ
προσεγγίζει πρὸς τὸν Θεόν, καταναλώνει τὸ σῶμα καὶ τὸ προσθέτει εἰς τὸ Πνεῦμα,
ἀποφεύγει τὸ σκοτάδι καὶ χαίρεται εἰς τὸ φῶς, ἐκδιώκει τὰ θηρία, συγκεντρώνει τὸ
ποίμνιον, προφυλάσσει ἀπὸ κρημνοὺς καὶ ἐρημίας καὶ ἀνεβάζει εἰς τὰ ὅρη καὶ τὰ ὕψη.

Δι’ αὐτὰ νομίζω ὅτι ὁμιλεῖ καὶ ὁ θαυμάσιος Μιχαίας, ὅταν προσπαθεῖ νὰ μᾶς σύρει ἀπὸ
κάτω πρὸς τὰ ὕψη τῆς πίστεως μὲ τοὺς λόγους: «Προσεγγίσατε τὰ αἰώνια ὅρη. Σήκω καὶ
βάδιζε, διότι δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἀναπαυθεῖς αὐτοῦ» (Μιχ. 2,10), ἔστω καὶ ἂν νομίζουν
ὁρισμένοι ὅτι ἠμποροῦν νὰ ἀναπαυθοῦν πεσμένοι κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ βλέποντας πρὸς
τὰ κάτω.

*** *** ***

Αυτόν τὸν τρόπον διαποιμάνσεως νὰ μὲ διδάξετε λοιπόν, ὢ φίλοι, ποιμένες καὶ


συμποιμένες μου. Αὐτῆς τῆς διαποιμάνσεως τὰ μυστικὰ νὰ μοῦ δώσετε, καὶ ἰδίως σὺ
(1), ὁ κοινὸς Πατὴρ ὅλων, ὁ ὁποῖος ἔχεις διαπαιδαγωγήσει καὶ ἔχεις ἀλλάξεις ἐντελῶς
πάρα πολλοὺς ποιμένας μέχρι τώρα, σύ, ὁ ὁποῖος ὑπέβαλλες εἰς δοκιμασίαν τὸν
ἀσκητικὸν τρόπον ζωῆς μου καὶ ὁ ὁποῖος μὲ κρίνεις .
Ἀλλὰ – δέξου, παρακαλῶ, μὲ κατανόησιντον λόγον μου – μήπως ἠμπορῶ, ἐνῶ
περιστρέφομαι μέσα εἰς τὴν ζάλην καὶ τὸν θόρυβον, νὰ διαποιμαίνω καὶ νὰ συντηρῶ
κατὰ τὸν ἁρμόζοντα τρόπον τὸ ποίμνιον; Ἤμουν ὁ πιὸ φιλάνθρωπος μεταξύ των προβάτων
(ἐὰν δὲν στενοχωρεῖσαι νὰ τὸ εἴπω), ὅταν ἤμουν ἐν ἁπλὸ μέλος τοῦ ἀνευθύνου
ποιμνίου, ἢ ὅταν ἤμουν ἕνας ἁπλὸς ἱερεὺς μεταξύ των ἄλλων, ὅταν ἀξιώθηκα νὰ εἰσέλθω
τὸ πρώτον εἰς τὴν ὑπεύθυνον πνευματικὴν ἡγεσίαν.

Τώρα μὲν ἔχεις ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐποθοῦσες, μὲ ἔχεις κάτω ἀπὸ τὰ χέρια σου καὶ ἔχεις
νικήσει τὸν ἀνίκητον. Καὶ ὁρίστε τώρα, μαζὶ μές τα ἄλλα, καὶ ὁ λόγος τὸν ὁποῖον
ἐνσυνειδήτως ἐπεδίωκες καὶ τὸν ὁποῖον ἐπαινοῦσες καὶ ταυτοχρόνως κατέκρινές το ὅτι
παρέμενεν ἀργὸς καὶ ἀχρησιμοποίητος μὲ πολλοὺς καὶ συχνοὺς μύδρους εἰς τοὺς λόγους
σου.

[1]: Καὶ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο στρέφεται ὁ Γρηγόριος πρὸς τὸν πατέρα του καὶ τοῦ
ἀπευθύνει τοὺς παρακάτω λόγους.

*** *** ***

Αλλά ἔχω νὰ εἴπω κάτι ἐναντίον τῆς ἀγάπης αὐτῆς. Ποῖος ἀπὸ τοὺς κοινοὺς φίλους θὰ
μὲ κρίνει; Ἢ ποιὸς θὰ γίνει ἀδέκαστος κριτής, διὰ νὰ ἐκδώσει τὴν σωστὴν ἀπόφασιν,
χωρὶς νὰ πάθει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο παθαίνουν οἱ πολλοί, νὰ μεροληπτήσει δηλαδὴ εἰς τὴν
κρίσιν του; Μὲ προτρέπεις νὰ ἀναφέρω τὴν κατηγορίαν, χωρὶς νὰ μοῦ ἐπιτεθεῖς μετὰ μὲ
τὸν λόγον;
Ἀκούσθηκε καὶ ἀπὸ ἐσέ, ὢ θαυμάσιε, κάτι ἄγνωστον εἰς ἐμέ, πραγματικὰ ἄγνωστον καὶ
ἀδύνατον νὰ γίνει πιστευτόν, καὶ τὸ ὁποῖον ποτὲ πιὰ πρινδεν εἶχε ἀκουσθεῖ δὶ’ ἐμέ.
Ὅτι τάχα δὲν ἐπείσθησα, ἀλλὰ ἐξαναγκάσθηκα. Ώ, πράγμα παράδοξον! Πῶς ἔχουν γίνει τὰ
πάντα παράδοξα! Καὶ πόσον μὲ ἐξεχώρισες!

Τί θέλεις νὰ ἀναφέρω, τὸν θρόνον ἢ τὸ μεγαλεῖον της χάριτος; Ὅμως πήγαινε μπροστὰ
καὶ κέρδιζε ἐπιτυχίας καὶ βασίλευε(Ψάλμ. 44, 5) καὶ ποίμαινε ἐμᾶς τοὺς ποιμένας.
Διότι εἴμεθα πρόθυμοι νὰ σὲ ἀκολουθήσωμεν καὶ νὰ ὁδηγούμεθα ἀπὸ τὴν διαποίμανσίν
σου τὴν ὑψηλὴν καὶ ἔνθεον.

Διότι θὰ εἶναι ἀληθὲς ὅ,τι καὶ ἂν εἴπω (δὶ’ αὐτὴν) ἔστω καὶ ἂν ἐτόλμησα νὰ πράξω
κάτι παράνομον παρακινούμενος ἀπὸ ἀγάπην. Δίδαξε μὲ τὴν ἀγάπην σου διὰ τὸ ποίμνιον,
τὴν ἐπιμέλειαν καὶ τὴν σύνεσίν σου, τὴν φροντίδα, τὰς ἀγρυπνίας, τὴν ὑποχώρησιν τῶν
ἀπαιτήσεων τῆς σαρκὸς πρὸ τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ πνεύματος, τὰς καλυτέρας δυνάμεις τοῦ
σώματός σου, τὸ ὁποῖον ἀποκάμνει διὰ τὸ ποίμνιον, τὴν προθυμίαν διὰ τὴν πραότητα,
τὴν γαλήνην καὶ τὴν ἠρεμίαν εἰς τὴν πράξιν (πράγμα τὸ ὁποῖον δὲν συναντᾶται σὲ
πολλοὺς καὶ τοῦ ὁποίου τὰ παραδείγματα εἶναι ὀλίγα), τοὺς ἀγώνας πρὸς χάριν τοῦ
ποιμνίου καὶ τὰς νίκας τὰς ὁποίας ἔχεις κερδίσει διὰ τὸν Χριστόν.

*** *** ***

Ειπέ μοῦ, εἰς ποία λιβάδια πρέπει νὰ ὁδηγῶ τὰ ποίμνια καὶ εἰς ποίας πηγᾶς, καὶ ποία
λιβάδια ἢ ποίας πηγᾶς πρέπει νὰ ἀποφεύγω. Ποίους πρέπει νὰ ποιμαίνω μὲ τὴν
βακτηρίαν καὶ ποίους μὲ τὴν φλογέραν. Πότε πρέπει νὰ πηγαίνω τὰ ποίμνια εἰς τὴν
βοσκὴν καὶ πότε νὰ τὰ φέρνω πίσω. Πῶς πρέπει νὰ πολεμῶ τοὺς λύκους καὶ νὰ μὴ πολεμῶ
τοὺς ποιμένας, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν παροῦσαν περίστασιν, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ
ποιμένες ἔχουν γίνει ἄφρονες καὶ ἔχουν διασκορπίσει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴν βοσκὴν(Ἱερ.
10,21), διὰ νὰ θρηνήσω ὅπως ἀκριβῶς ἐθρήνησαν καὶ οἱ ἅγιοι προφῆται.
Πῶς θὰ ἐνισχύσω τὸ ἀδύνατον καὶ θὰ σηκώσω πάλιν ὄρθιον ἐκεῖνο ποὺ ἐπεσεν, καὶ θὰ
φέρω πίσω ἐκεῖνο ποὺ ἔχει πλανηθεῖ, καὶ θὰ ἀναζητήσω αὐτὸ ποὺ ἔχει χαθεῖ καὶ θὰ
διαφυλάξω τὸ ἰσχυρόν. Πῶς θὰ τὰ μάθω αὐτὰ καὶ πῶς θὰ τὰ διαφυλάξω συμφόωνως πρὸς
τὴν ὀρθὴν μέθοδον διαποιμάνσεως καὶ τὴν ἰδικήν σου, διὰ νὰ μὴ γίνω κακὸς ποιμήν,
τρώγων τὸ γάλα καὶ ἐνδυόμενος τὰ μαλλιά, κατασφάζων τὰ παχύτερα πρόβατα ἢ πωλῶν
αὐτὰ καὶ ἐγκαταλείπων τὰ ὑπόλοιπα εἰς τὰ θηρία καὶ τοὺς κρημνούς, καὶ φροντίζων
περισσότερον διὰ τὸν ἐαυτόν μου παρὰ διὰ τὰ πρόβατα, πράγμα διὰ τὸ ὁποῖον
ἐκατηγοροῦντο οἱ παλαιοὶ ἡγέτες τοῦ Ἰσραὴλ(Ἰεζεκ. 34,2ε.).

Αὐτὰ νὰ μὲ διδάσκετε καὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους νὰ μὲ στηρίζετε, μὲ αὐτὰ τὰ


παραγγέλματα νὰ μὲ ποιμένετε καὶ νὰ ποιμένετε μαζί μου, καὶ νὰ σώζετε, ὅπως μὲ τὴν
διδασκαλίαν ἔτσι καὶ μὲ τὰς εὐχᾶς καὶ ἐμένα καὶ τὸ ἱερὸν αὐτὸ ποίμνιον, διὰ νὰ
πορεύομαι μὲ ἀσφάλειαν καὶ διὰ νὰ ἠμπορεῖτε νὰ νὰ ὑπερηφανεύεσθε δὶ’ αὐτὸ κατὰ τὴν
ἡμέραν τῆς ἐλεύσεως καὶ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ ἀρχιποιμένος ἠμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τὸν
Παντοκράτορα Πατέρα μαζὶ μὲ τὸ ἅγιον Πνεῦμα καὶ τώρα καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν
αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀπολογητικὸς (περὶ Ἱεροσύνης). Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ

Εἶναι καὶ κάτι ἄλλο τελευταῖο καὶ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅσα εἶπα. (Προχωρῶ, βλέπετε, στὸν
κολοφώνα τοῦ λόγου καὶ δὲν θὰ πῶ ψέμα• γιατί δὲν ἐπιτρέπεται σ’ αὐτοὺς ποὺ μιλοῦν
γιὰ τόσο ὑψηλὰ ζητήματα).

Δὲν ἐνόμιζα κι οὔτε τώρα νομίζω, ὅτι τὸ ἴδιο εἶναι νὰ βόσκη κανεὶς ποίμνιο ἢ
βουκόλιο καὶ τὸ ἴδιο νὰ ἐπιστατῆ ἀνθρώπινες ψυχές. Γιατί ἐκεῖ φθάνει κανεὶς νὰ
θρέψη ἢ νὰ παχύνη τὸ βουκόλιο ἢ τὸ ποίμνιο, καὶ σ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἀποβλέποντας ὁ
βουκόλος ἢ ὁ βοσκὸς θὰ πάη σὲ τόπους μὲ ἄφθονο νερὸ καὶ μὲ καλὸ χόρτο, θὰ ὁδηγήση
τὰ ζῶα του ἀπὸ λιβάδι σὲ λιβάδι, θὰ τὰ ξεκουράαση, θὰ τὰ σκορπίση καὶ θὰ τὰ
συμμαζέψη, μερικὰ μὲ τὸ ραβδί του, τὰ περισσότερα μὲ τὴ φλογέρα. Ἄλλη δουλειὰ δὲν
ἔχει ὁ βοσκὸς ἢ ὁ βουκόλος, παρὰ κάποτε κάποτε νὰ πολεμήση λίγο μὲ τοὺς λύκους κι
ἴσως καμιὰ φορᾶ νὰ φροντίση γιὰ κανένα ἄρρωστο ζῶο του. Ἡ συνηθισμένη τοῦ φροντίδα
εἶναι οἱ βελανιδιές, ἡ σκιά, οἱ καλαμιές, νὰ ξαπλωθῆ στὸ παχὺ χορτάρι κοντὰ στὸ
κρύο νερό, νὰ στρώση κρεββάτι στὴ δροσιὰ καὶ κάπου κάπου νὰ τραγουδήση καὶ κανένα
ἐρωτικὸ κρατώντας τὸ ποτήρι, νὰ κουβεντιάση μὲ τὶς ἀγελάδες ἢ τὰ πρόβατά του, κι
ἀπ’ αὐτὰ πάλι νὰ φάη στὸ γλέντι του ἢ νὰ πουλήση τὸ παχύτερο. Γιὰ τὴν ἀρετὴ ὅμως
τῶν ποιμνίων ἢ τῶν βουκολίων δὲν ἐφρόντισε ποτὲ κανείς.

Ἄλλωστε ποιὰ εἶναι ἡ ἀρετή των; Καὶ ποιὸς ἐσκέφθηκε ποτὲ τί εἶναι καλὸ γι’ αὐτὰ
ἐμπρὸς στὴ δική του ἐξ ἐκείνων ἡδονή;

Στοὺς ἀνθρώπους ὅμως, ἂν εἶναι δύσκολο νὰ ξέρη κανεὶς νὰ εἶναι ἀρχόμενος,


κινδυνεύει νὰ εἶναι πολὺ δυσκολώτερο νὰ ξέρη κανεὶς πὼς νὰ ἄρχη ἀνθρώπων, καὶ
μάλιστα τέτοιαν ἀρχὴ τὴν ἰδικὴ μᾶς τῶν ἱερέων, ἡ ὁποία ἔχει θείους νόμους καὶ
ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς πρὸς τὸν Θεὸ• καὶ ὅσο εἶναι τὸ ὕψος καὶ τὸ ἀξίωμα αὐτῆς τῆς ἀρχῆς,
τόσο μεγαλύτερος εἶναι ὁ κίνδυνος γιὰ ὅποιον ἔχει νοῦ νὰ τὸ σκεφθῆ. Θὰ πρέπει,
πρῶτο καὶ κύριο, ὅπως ὁ ἄργυρος ἢ ὁ χρυσός, ὅπως καὶ νὰ τὸν γυρίσης καὶ σὲ ὅλων των
εἰδῶν τὰς περιστάσεις καὶ τὰ πράγματα, πουθενὰ νὰ μὴν ἔχη ἐντός του διόλου κατώτερο
ὑλικὸ ποὺ δὲν ἀντέχει στὴ δοκιμαστικὴ φωτιὰ• ἀλλιῶς, τόσο μεγαλύτερο κακὸ θὰ κάνη
ὅσο περισσότερους κυβέρνα• γιατί βέβαια μεγαλύτερη εἶναι ἡ κακία ποὺ προχωρεῖ σὲ
πολλούς, ἀπὸ ἐκείνην ποὺ μένει μόνο ἑνός.

[…] Δὲν ταιριάζουν τὰ ἴδια σὲ ὅλους, δὲν ἔχουν οὔτε τὶς ἴδιες σκέψεις οὔτε τὶς
ἴδιες ἐπιθυμίες ἡ γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα, ὁ γέρος μὲ τὸν νέο, ὁ φτωχὸς μὲ τὸν
πλούσιο, ὁ χαρούμενος μὲ τὸν λυπημένο, ὁ ἄρρωστος μὲ τὸν γερό, οἱ ἄρχοντες κι οἱ
πολίτες, οἱ σοφοὶ κι οἱ ἀμόρφωτοι, οἱ δειλοὶ καὶ οἱ θρασεῖς, οἱ ὀργίλοι καὶ οἱ
πράοι. Ὅσοι προοδεύουν σὲ κάτι κι ὅσοι ἀποτυχαίνουν.

Κι ἂν τὰ ἐξετάσης λεπτομερέστερα, δὲν ζοῦν τὸ ἴδιο οἱ περισσότεροι παντρεμένοι μὲ


τοὺς ἄγαμους• οὔτε πάλι οἱ ἐρημίτες ὅμοια μὲ τοὺς κοινωνικοὺς κι ὅσους ἔχουν μικτὴ
ζωὴ• οὔτε ὅσοι ἔχουν δοκιμασθῆ καὶ ζοῦν στὴ θεωρία πρὸς ὅσους ἀγωνίζονται• οἱ ἀστοὶ
πάλι μὲ τοὺς ἀγρότες• οἱ ἠθικώτεροι μὲ τοὺς πονηρότερους• οἱ ἔχοντες ὑποθέσεις μὲ
ὅσους ἔχουν παραιτηθὴ• οὔτε ὅσοι κτυπήθηκαν ἀπὸ συμφορὲς μ’ ἐκείνους ποὺ προχωροῦν
στὴ ζωὴ τοὺς χωρὶς ἐμπόδια καὶ δὲν ἐγνώρισαν τὸ χειρότερο ὁ καθένας τοὺς διαφέρει
ἀπὸ τὸν ἄλλο στὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ὁρμὲς συχνὰ περισσότερο ἀπ’ ὅσο σωματικὰ
φαίνεται• ἂν θέλης, πρόσθεσε ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιαίτερή του καθενὸς μᾶς ἰδιοσυγκρασία.
Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ κυβερνηθοῦν αὐτὰ ὅλα.

Καθὼς λοιπὸν δὲν προσφέρουν τὴν ἴδια θεραπεία καὶ τροφὴ σὲ ὅλα τα σώματα, ἀλλὰ
χρειάζονται διαφορετικὴ οἱ γεροὶ καὶ διαφορετικὴ οἱ ἄρρωστοι, ἔτσι καὶ τὶς ψυχὲς
τὶς θεραπεύουν μὲ ἰδιαίτερη διδασκαλία καὶ ἀγωγή. Μαρτυροῦν τὸν καλὸ τρόπο τῆς
θεραπείας οἱ ἴδιοι, ποὺ ἔχουν τὰ πάθη• ἄλλους τοὺς συμμορφώνει ἡ συμβουλή, ἄλλοι
τακτοποιοῦνται μὲ τὸ παραδειγμα• ἄλλοι χρειάζονται παρόρμηση, ἄλλοι θέλουν χαλινό.
Μερικοὶ εἶναι νωθροὶ καὶ δυσκίνητοι στὸ καλὸ καὶ χρειάζεται νὰ τοὺς ξυπνήση κανεὶς
μὲ τὸ μαστίγωμα τῆς διδασκαλίας ἄλλοι ὅμως εἶναι περισσότερο εὐέξαπτοι καὶ
ἀκατάσχετοι στὶς ὁρμές, σὰν τὰ γενναῖα ἄλογα ποὺ τρέχουν πέρα ἀπὸ τὸ σημάδι τῆς
στροφῆς τοῦ σταδίου, κι αὐτοὶ θὰ γίνονταν καλύτεροι μὲ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ
συγκράτημα τῆς διδασκαλίας.

Ἄλλους τοὺς ὠφέλησε ὁ ἔπαινος, ἄλλους ἡ ἐπίπληξη, τὸ καθένα στὴν κατάλληλη


περίσταση, ἡ ἀντίθετά τους ἔβλαψε, ἐπειδὴ ἦταν παράκαιρο καὶ παράλογο. Ἄλλους τοὺς
ἐστερέωσε ἡ παρηγοριά, ἄλλους τὸ μάλωμα καὶ τοῦτο πάλι σ’ ἄλλους ἦταν δημόσιος
ἔλεγχος, σ’ ἄλλους μυστικὴ νουθεσία. Γιατί ἄλλων τοὺς ἀρέσει νὰ περιφρονοῦν τὴν
ἰδιαίτερη νουθεσία καὶ τοὺς χρειάζεται γιὰ νὰ σωφρονισθοῦν ἡ καταδίκη των ἀπὸ τὸ
πλῆθος κι ἄλλοι πάλι γίνονται ἀδιάντροποι μὲ τοὺς φανεροὺς ἐλέγχου, ὁδηγούμενοι στὸ
ἀγαθὸ μὲ τὴ μυστικότητα τῆς ἐπιπλήξεως καὶ ἀνταποδίδοντας στὴ συμπάθειά μας τὴν
ὑπακοή τους.

[…] Τοῦτο μόνο ξεπερνᾶ τὴ δύναμή μου, τὸ νὰ παραδεχθῶ ν’ ἀναλάβω τὴν ἀρχηγία καὶ
κυβέρνηση ψυχῶν καί, χωρὶς ἀκόμη νὰ ἔχω μάθει καλὰ οὔτε τὸ πὼς νὰ κυβερνῶμαι ὁ
ἴδιος, χωρὶς νὰ ἔχω καθαρίσει τὴν ψυχή μου ὅσο ἁρμόζει, νὰ μοῦ ἐμπιστευθοῦν
ἐπιστασία ποιμνίου.

Κι αὐτὸ μάλιστα σὲ τέτοιες σήμερα περιστάσεις, ὅπου εἶναι προτιμότερο, βλέποντας


τοὺς ἄλλους ἀναστατωμένους καὶ ταραγμένους, φεύγοντας δρόμο κανεὶς ἀπὸ τὴ μέση,
ἀπομακρυνόμενος μὲ προφύλαξη, νὰ γλυτώνη ἀπὸ τὴ ζάλη καὶ τὸ πηχτὸ σκοτάδι τῆς
ἁμαρτίας• σὲ καιρούς, ὅπου τα μέλη ἀντιμάχονται μεταξύ τους, καὶ χάθηκε κι ὅ,τι
ὑπόλοιπο ἀγάπης εἶχε μείνει. Ἄλλωστε, ἀπόμεινε πιὰ ὁ ἱερεὺς ὄνομα γιὰ τὸν τύπο,
καθὼς ἐξαπλώθηκε ἡ περιφρόνηση στοὺς ἄρχοντες κατὰ τὴν προφητεία τῆς ἁγίας Γραφῆς.

Καὶ μακάρι νὰ ἦταν γιὰ τὸν τύπο• ἐνῶ τώρα…, μὰ ἃς μὴν τὸ εἰποῦμε, ἃς πέση στὸ
κεφάλι τῶν ἄθεων ἡ βλασφημία. Ὁ φόβος ἔλειψε ἐντελῶς ἀπὸ τὶς ψυχές• στὴ θέση τοῦ
ἐμπῆκε ἡ ἀναίδεια• ἕρμαια στὸν τυχόντα εἶναι ἡ θεογνωσία καὶ τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος.
Ἐγίναμε ὅλοι εὐσεβεῖς μόνο σ’ ἕνα πράγμα, στὸ νὰ κατηγοροῦμε τοὺς ἄλλους ὡς
ἀσεβεῖς. Χρησιμοποιοῦμε ὡς δικαστᾶς μᾶς τοὺς ἄθεους, ρίχνουμε τὰ ἅγια στοὺς σκύλους
καὶ πετοῦμε μπροστὰ στοὺς χοίρους τὰ μαργαριτάρια, κοινολογώντας τὰ ἱερὰ σὲ αὐτιὰ
καὶ ψυχὲς ἀσεβῶν. Ἐκτελοῦμε οἱ τρισάθλιοι ἀκριβῶς τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἐχθρῶν μας καὶ
δὲν ντρεπόμαστε νὰ ζοῦμε σὲ πλήρη ἀνηθικότητα. Ξένοι ἐντελῶς πρὸς τὴν πίστιν μας,
σωστοὶ Μωαβίται καὶ Ἀμμανίται, οἱ ὁποῖοι οὔτε ἐπιτρέπονταν νὰ πλησιάσουν τὴν
Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου, ἐρευνοῦν καὶ ἁλωνίζουν μέσα στὰ ἁγιώτατά μας. Ἀνοίξαμε σ’
ὅλους ὄχι τὶς πύλες τῆς δικαιοσύνης, ἀλλὰ περάσματα ἐμπαιγμοῦ καὶ αὐθαδείας
ἐναντίον ἀλλήλων κι εἶναι γιὰ μᾶς ἄριστος, ὄχι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐκστομίζει μάταιο
λόγο ἀπὸ φόβο Θεοῦ, ἀλλὰ ὅποιος τύχει νὰ εἴπη ἐναντίον τοῦ ἄλλου τὶς περισσότερες
κατηγορίες, εἴτε ἀνοιχτά, εἴτε ὑπονοούμενα• ὅποιος δηλαδὴ δημιουργεῖ ζητήματα μὲ τὴ
γλώσσα του, ἢ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε πιὸ σωστά, χύνει σὰν φίδι δηλητήριο.

Προσέχουμε ἀκόμη τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Ὄχι γιὰ νὰ πονέσουμε γι’ αὐτές, ἀλλὰ γιὰ
νὰ τοὺς εἰρωνευθοῦμε• Ὄχι γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύσουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς κτυπήσουμε ἀπ’
ἐπάνω• κι ἔχουμε ὡς ἀπολογία τῶν δικῶν μᾶς ἁμαρτιῶν τὶς παραβάσεις τῶν ἄλλων!
Παραδεχόμαστε καλοὺς καὶ κακοὺς ὄχι κατὰ τὰ ἔργα τους, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν ἔχθρα ἢ
τὴ φιλία μας• κι ὅ,τι ἐπαινοῦμε στὸν ἕνα σήμερα, αὔριο τὸ κακίζουμε γιὰ τὸν ἄλλον
κι ὅσα οἱ ἄλλοι καταγγέλλουν, ἐμεῖς τὰ καμαρώνουμε• καὶ μὲ προθυμία συγχωροῦμε τὸ
κάθε τί στὸν ἄσεβη. Τόσο μεγαλόψυχοι εἴμαστε ἀπέναντί της κακίας!

Ὅλα κατάντησαν ὅπως στὴν ἀρχή, ὅταν δὲν ὑπῆρχε κόσμος, οὔτε ἡ τωρινὴ τάξις καὶ
διαμόρφωση• τότε ποὺ ἦταν ὅλα ἀνακατωμένα καὶ ἀνώμαλα κι ἐχρειάζονταν τὸ χέρι καὶ
τὴ δύναμη ποὺ τὰ ἐτακτοποίησε. Κι ἂν θέλης ἀκόμη, βρισκόμαστε σὰν σὲ πόλεμο μέσα σὲ
νυκτερινὸ σκοτάδι μὲ τὸ ἀμυδρὸ φῶς τῆς σελήνης, χωρὶς νὰ ξεχωρίζουμε τὶς μορφὲς
ἐχθρῶν καὶ φίλων ἢ σὰν σὲ ναυμαχία καὶ ταραχή, μὲ καταδρομὴ ἄνεμων καὶ ἰσχυρὴν ὁρμὴ
ρευμάτων, μ’ ἐπιδρομὴ κυμάτων, μὲ συγκρούσεις πλοίων, μὲ συμπλοκὴ κονταριῶν, μὲ
φωνὲς κελευστῶν, μὲ θρήνους πληγωμένων, πνιγμένοι ἀπὸ ξένους ἤχους καὶ σὲ κατάσταση
ἀπορίας, καὶ μὴ ἔχοντας καιρὸ γι’ ἀνδρεῖες πράξεις, ἀλλοίμονο τί παθαίνουμε,
πέφτουμε ὁ ἕνας ἐπάνω στὸν ἄλλον καὶ σκοτωνόμαστε ἀναμεταξύ μας.

Καὶ δὲν εἶναι τέτοια ἡ κατάσταση τοῦ λαοῦ μόνο, ἐνῶ οἱ ἱερεῖς εἶναι καλύτεροι• παρὰ
φαίνεται τώρα καθαρὰ νὰ ἐφαρμόζεταί το σὰν κατάρα ἄλλοτε εἰπωμένο, «ἐκατάντησε ὁ
ἱερεὺς σὰν τὸ λαό». Κι οὔτε πάλι εἶναι τέτοιοι οἱ πολλοί, ἐνῶ οἱ ἀνώτεροί του λαοῦ
καὶ προϊστάμενοι καλύτεροι• παρὰ κι αὐτοὶ πολεμοῦν φανερά τους κληρικούς,
χρησιμοποιώντας τὴν εὐσέβεια ὡς ὅπλο γιὰ νὰ ἐξαναγκάσουν τοὺς ἄλλους σὲ ὑπακοή. Κι
ὅσοι μὲν παθαίνονται γιὰ ζητήματα πίστεως καὶ τὰ ὑψηλότατα θέματα τῆς θεολογίας, κι
ἐγὼ δὲν τοὺς κατηγορὼ• μάλιστα, γιὰ νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς ἐπαινῶ καὶ χαίρω
μαζί τους καὶ εὔχομαι νὰ εἶμαι κι ἐγὼ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν
ἀλήθεια καὶ μισοῦν τὸ ψεύδος• κι ἀκόμη μπορῶ καὶ νὰ τὸ καυχηθῶ ὅτι θὰ εἶμαι. Γιατί
προτιμότερος εἶναι ὁ ἐπαινετὸς πόλεμος, ἀπὸ μίαν εἰρήνη ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν
Θεὸ• καὶ γιὰ ἕναν τέτοιον πόλεμο κάνει ὠπλισμένο μαχητὴ τὸν πράον ἄνθρωπο τὸ ἅγιο
Πνεῦμα, ὥστε νὰ μπορῆ νὰ πολεμάη ὅπως πρέπει.

Τώρα ὅμως εἶναι μερικοὶ ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ μικρὰ καὶ ἀνωφελῆ πράγματα, καὶ
παίρνουν, ὅσους μποροῦν, συμμάχους τῶν τοῦ κακοῦ μὲ πολλὴ ἀμάθεια καὶ θρασύτητα• κι
ἔπειτα λένε σὲ ὅλα, προσβάλλεται ἡ πίστις, καὶ τὸ σεβαστὸ αὐτὸ ὄνομα τὸ ἀνακατώνουν
στὶς προσωπικές τους φιλονεικίες. Ἀπ’ αὐτά, ὅπως εἶναι φυσικό, ἐγίναμε μισητοὶ στὰ
ἔθνη, καὶ τὰ χειρότερο, δὲν μποροῦμε νὰ εἴπουμε ὅτι ἀδίκως μᾶς κατακρίνουν
ἐξευτελισθήκαμε ἀκόμη καὶ στοὺς ἁπλούστερους ἀπὸ τοὺς δικούς μας. Καὶ δὲν εἶναι
καθόλου παράδοξο, ὅτι αὐτὸ συμβαίνει μὲ τοὺς περισσότερους, ἀφοῦ αὐτοὶ μόλις θὰ
μποροῦσαν νὰ δεχθοῦν κάτι καλὸ κι ἀπὸ τοὺς καλοὺς ἀκόμη.

Ἔτσι μᾶς κτυποῦν ἐκ τῶν ὄπισθεν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ὅσα ἐμεῖς ἐφευρίσκουμε οἱ μὲν
ἐναντίον τῶν ἄλλων, ἐκεῖνοι τὰ χρησιμοποιοῦν ἐναντίον ὅλων μας. Ἐκαταντήσαμε
πρωτοφανὲς θέαμα, ὄχι σὲ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, ὅπως ὁ γενναιότατος ἀθλητὴς
Παῦλος, ὅταν ἀγωνιζόταν ἐναντίον τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν τοῦ σκότους• ἐμεῖς γινήκαμε
θέατρο σ’ ὅλους σχεδὸν τοὺς κακοὺς καὶ σὲ κάθε περίσταση καὶ τόπο, στὴν ἀγορά, στὰ
συμπόσια, στὶς χάρες μας, στὰ πένθη μας. Ἐφθάσαμε ἀκόμη ἕως τὴ σκηνὴ τῶν ἄσεμνων
θεάτρων, καὶ τὸ λέω κλαίγοντας σχεδόν, καὶ γελοῦμε μὲ τὶς αἰσχρότητες• κατήντησε νὰ
μὴν ὑπάρχη γιὰ μᾶς τίποτε ἄλλο εὐχαριστότερο, οὔτε διήγηση ἢ τραγούδι, οὔτε
παράσταση, ἀπὸ τὸν ἐμπαιζόμενο χριστιανό.

Αὐτὰ μας προξενεῖ ὁ ἀναμεταξὺ μας πόλεμος. Αὐτὰ κάνουν οἱ ἀγωνιζόμενοι μὲ μεγάλο
ζῆλο χάριν τοῦ ἀγαθοῦ καὶ πράου Ἰησοῦ. Αὐτὰ ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ μὲ φανατισμό, ποὺ
δὲν χρειάζεται. Στὸ στάδιο δὲν ἐπιτρέπεται ν’ ἀγωνίζεται κανεὶς στὴν πάλη ἢ σὲ ἄλλο
ἀγώνισμα ἔξω ἀπὸ τοὺς κανονισμοὺς ἀλλιῶς, θὰ τὸν ἀποδοκιμάσουν μὲ φωνὲς καὶ θὰ τὸν
ἀτιμάσουν καὶ θὰ χάση τὴ νίκη ὁ ἐκβιαστὴς στὴν πάλη ἢ ὁ ἀγωνιζόμενος σὲ κάτι ἄλλο
παράνομα καὶ ἀντίθετα πρὸς τοὺς ὁρισμένους κανονισμοὺς τοῦ ἀγωνίσματος, ἔστω κι ἂν
εἶναι γενναιότατος καὶ τεχνικώτατος. Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ν’ ἀγωνίζεται κανεὶς ὑπὲρ
Χριστοῦ ἀντιχριστιανικὰ καὶ θὰ ὑπηρετήσει ποτὲ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, πολεμώντας
γι’ αὐτὴν κατὰ ἀπαγορευμένο τρόπο; […]

Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου «Τὸ τῆς Ἱερωσύνης ἐπάγγελμα»


Ἀπολογητικὸς (περὶ Ἱεροσύνης), μΕτ. Θ. Καστανά, ἔκδ. «Ἐνορίας», 1948, Ἀποσπάσματα.

Λόγος ΚΣΤ΄– Εἰς ἐαυτὸν εἰς τὸν λαὸν καὶ εἰς τους ποιμένας. Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ
Πάντως ἐπανῆλθα πλησίον σας, ἀφοῦ ἀπεμακρύνθην μὲν μὲ βίαν, προσῆλθα δὲ χωρὶς βίαν,
Ἀλλὰ καὶ πολὺ προθύμως καὶ μὲ αὐτόματα πόδια, ποὺ λέγει ὁ λόγος, καθὼς τὸ Πνεῦμα μὲ
ὠδήγει οὕτως, ὡσὰν ρεῦμα, πρὸς μὲν τὸν ἀνήφορον ἐκβιαζόμενον, πρὸς τὸν κατήφορον δὲ
ἐπειγόμενον. Πράγματι μία ἡμέρα εἶναι ὁλόκληρος βίος ἀνθρώπου εἰς τοὺς κοπιάζοντας
μὲ πόθον· νομίζω δὲ ὅτι τὸ συμβὰν εἰς τὸν Ἰακὼβ εἶναι διαφορετικόν. Οὗτος, ἐνῶ
ἐδούλευσεν εἰς τὸν Σῦρον Λάβαν ἐπὶ δεκατέσσαρα ἔτη χάριν τῶν δύο παρθένων, δὲν
ἐκουράσθη· «διότι ὄλαι αἳ ἡμέραι ἤσαν δὶ’ αὐτὸν ὡς μία ἡμέρα, διότι τὰς ἠγάπα».
Ἴσως διότι τὸ ποθούμενον εὐρίσκετο πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του ἢ διότι εἶναι ἐλαφρόν το νὰ
κοπιάζη κανεὶς δὶ’ ἔρωτα, ἔστω καὶ ἂν ἡ ἀναβολὴ προκαλῆ λύπην. Ἐξ ἄλλου τὸ εὔκολον
εἰς ἀπόκτησην εἶναι ἀργὸν εἰς ἐπιθυμίαν, ὅπως εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς πρὸ ἠμῶν. Ἐγὼ
λοιπόν, ὅταν ἤμην πλησίον σας, ἐλάχιστα ἠσθανόμην τὸ πάθος μου διὰ σας, ὅταν δὲ
ἐχωρίσθην, ἀντελήφθην τὸν πόθον, τὸν γλυκὺν τύραννον τίποτε δὲν εἶναι νέον.
Πράγματι, ἐὰν ὀδύρεται τόσον πολὺ ὁ βουκόλος διότι εἶς μόσχος ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὴν
ἀγέλην καὶ ὁ ποιμὴν διότι ἔν πρόβατον ἔλειψεν ἀπὸ τὸ κοπάδι, καὶ ἂν τὸ πτηνὸν θρηνῆ
τὴν φωλεᾶν τὴν ὁποίαν ἐγκατέλειψε δι’ ὀλίγον, ὥστε ἐκεῖνοι μὲν λαμβάνουν τὰς
φλογέρας καὶ ἀνερχόμενοι εἰς σκοπιὰν γεμίζουν μὲ ἀθυμίαν τὰ ὄργανα καὶ ἀνακαλοῦν τὰ
προηγηθέντα ζῶα ὡσὰν νὰ ἤσαν λογικά, ἂν δὲ αὐτὰ ὑπακούσουν, χαίρονται περισσότερον
δὶ’ αὐτὰ ἀπὸ ὅσον δὶ’ ὅλα τα ἄλλα, περὶ τῶν ὁποίων δὲν ἐφρόντισαν, τὸ δὲ πτηνὸν
πηγαίνει τρύζον εἰς τὴν φωλεᾶν καὶ ὁρμᾶ ἐπάνω εἰς τὰ τρύζοντα πουλάκια καὶ τὰ
περιβάλλει μὲ τὰς πτέρυγας· πόσον ἀξιώτερα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι διὰ τὸν ἱκανὸν
ποιμένα τὰ λογικὰ πρόβατα, διὰ τὰ ὁποῖα μάλιστα καὶ ἐκινδύνευσε, ἀφοῦ καὶ τοῦτο
αὐξάνει τὴν ἀγάπην;

Παρατηρήσατε πόση εἶναι ἡ πίστις· καὶ διὰ τὰ ἰδικά μου αἰσθήματα σᾶς πείθω καὶ διὰ
τὰ ἰδικὰ σᾶς διαβεβαιώνω. Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι καθόλου ἀξιοθαύμαστον. Εἰς ὅσους
εἶναι κοινόν το Πνεῦμα, κοινὸν εἶναι καὶ τὸ πάθος· εἰς ὅσους δὲ εἶναι ἴσον τὸ
πάθος, ἴση εἶναι καὶ ἡ πίστις. Διότι ὅ,τι δὲν ἔπαθε κανείς, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τὸ
πιστεύση οὔτε δὶ’ ἄλλον ὁ δὲ παθῶν εἶναι ἐτοιμότερος νὰ τὸ παραδεχθῆ, ὡς μάρτυς
ἀόρατος ἀοράτου πάθους, οἰκεῖον κάτοπτρον ξένης μορφῆς. Διὰ τοῦτο δὲν ὑπέφερα νὰ
μένω μακρὰν ἀπὸ σᾶς περισσότερον, ἂν καὶ ἤμην ἀρκετὰ στενοχωρημένος καὶ
δυσαρεστημένος μὲ τὰ ἐδῶ πράγματα.Ἤμην δὲ δυσαρεστημένος ὄχι μόνον μὲ ἐκεῖνα τὰ
ὁποῖα φέρουν αἳ πόλεις (πλήθη, θορύβους, ἀγορᾶς, θέατρα, ἀπολαύσεις, ὕβρεις,
ἄγοντας καὶ ἀγομένους, ζημιοῦντας καὶ ζημιουμένους, πενθοῦντας καὶ πενθουμένους,
κλαίοντας, χαίροντας, ὑπανδρευομένους, θάπτοντας, ἐπευφημουμένους, βλασφημουμένους,
δάση κακίας, ἀναβρασμὸν κόσμου, μεταβολᾶς πρὸς ἀντιθετικᾶς διευθύνσεις, ὅπως εἰς
τὸν πορθμὸν τοῦ Εὐρίπου καὶ εἰς τοὺς ἀνέμους), ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὰ ἀκόμη τὰ σοβαρώτερα
καὶ πολυτιμότερα, τὰ σχετιζόμενα πρὸς αὐτὸ τὸ βῆμα δηλαδὴ καὶ πρὸς τὴν ἁγίαν
τράπεζαν. Ἠμεῖς βεβαίως εἴμεθα ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι προσεγγίζουν εἰς τὸν Θεόν,
διότι θεωρούμεθα ὅτι ἔχομεν τὴν ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν πραγμάτων τούτων, τοῦ ἱεροῦ
βήματος καὶ τῆς τραπέζης, Ἀλλὰ φοβοῦμαι μήπως κακῶς προσεγγίζωμεν καὶ δὲν δυνάμεθα
νὰ βαστάσωμεν τὴν δύναμιν τοῦ πυρὸς ὡς ἡ καλάμη.

Σας ἐποθοῦσα, τέκνα, καὶ μ’ ἐποθούσατε εἰς ἴσον βαθμόν. Τὸ πιστεύω, ἂν βεβαίως
πρέπει εἰς τὸν λόγον νὰ προσθέσω καὶ πίστιν, «ναὶ μὰ τὴν καύχησίν μου διὰ σας, τὴν
ὁποίαν ἔχω ἐνώπιόν του Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας». Διότι αὐτὴν τὴν μορφὴν ὅρκου
μου ὑπέδειξε τὸ ἅγιον Πνεῦμα, μὲ τοῦ ὁποίου τὴν χάριν ἐκινήθημεν πρός σας, διὰ νὰ
καταρτίσωμεν εἰς τὸν Κύριον λαὸν περιούσιον.

images (5)

Ὅταν ἐπανῆλθεν ἀπὸ τὸν ἀγρὸν μετὰ τὸ ἐπεισόδιον τοῦ Μαξίμου


Αὐτά λέγω ὁ δειλὸς ἐγὼ καὶ ἐχέφρων, διὸ καὶ κατηγοροῦμαι διὰ τὴν περίσκεψιν ὡς
ραθυμίαν. Διότι δὲν εἶμαι ποιμὴν ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κατεσθίουν τὸ γάλα καὶ
περιβάλλονται τὰ ἔρια καὶ σφάζουν καὶ φονεύουν ἢ πωλοῦν τὰ μανάρια καὶ λέγουν,
«εὐλογητὸς ὁ Κύριος , διότι ἐπλουτήσαμεν», οἱ ὁποῖοι ποιμαίνουν ἑαυτοὺς καὶ ὄχι τὰ
πρόβατα, ἂν ἐνθυμῆσθε βέβαια τὰς προφητικᾶς φωνᾶς, διὰ τῶν ὁποίων ἐκδιώκουν ἐκεῖνοι
τοὺς κακοὺς ποιμένας· ἀλλ’ εἶμαι ἐξ ἐκείνων τῶν ποιμένων οἱ ὁποῖοι δύνανται μᾶλλον
νὰ εἴπουν μετὰ τοῦ Παύλου, «ποῖος ἀσθενεῖ, καὶ ἐγὼ δὲν ἀσθενῶ; ποῖος σκανδαλίζεται,
καὶ δὲν φλογίζομαι ἢ δὲν νοιάζομαι ἐγώ;»· «διότι δὲν ζητῶ τὰ ἰδικά σας, ἀλλὰ σᾶς
τοὺς ἴδιους», καὶ «ἐφλογιζόμην ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ κατεπιεζόμην ἀπὸ τὴν
παγωνιὰν τῆς νυκτός». Εἶναι ἡ φωνὴ πατριάρχου ποιμένος, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκουν τὰ
σημαδεμένα πρόβατα, τὰ φροντίσαντα νὰ βατευθοῦν εἰς τοὺς ἐκεῖθεν λάκκους. Οὕτω
λοιπὸν καὶ διὰ τοῦτο προσῆλθα εἴς σᾶς καὶ οὕτω σᾶς εὗρον. Ἀφοῦ δὲ προσῆλθα, ἃς
δώσωμεν λογαριασμὸν οἱ μὲν εἰς τοὺς δὲ περὶ τοῦ τί ἐπετύχομεν εἰς τὸ μεταξύ. Διότι
καλὸν εἶναι νὰ νομίζωμεν ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπὸ ἠμᾶς ἀπολογισμὸς ὄχι μόνον διὰ λόγον
καὶ πράξιν, ἀλλὰ καὶ διὰ πάντα καιρὸν καὶ διὰ βραχύτατον καὶ λεπτότατον μέρος τῆς
ὥρας. Σεῖς λοιπὸν ἀνακοινώσατέ μου τὴν ἐργασίαν σας, ἐγὼ δὲ θὰ φέρω εἰς τὸ μέσον
ὅσα ἐφιλοσόφησα συναναστραφεῖς μὲ τὸν ἐαυτόν μου εἰς τὴν ἡσυχίαν.

Πράγματι ἐγὼ φοβοῦμαι τοὺς βαρεῖς λύκους, μήπως παρακολουθήσαντες τὴν σκοτοδίνην
μας, σπαράξουν τὸ ποίμνιον μὲ λόγους συναρπακτικοὺς καὶ βιαίους· διότι αὐτοὶ
παρακολουθοῦν τὰς δυσχερεῖς στιγμᾶς, ἀφοῦ δὲν δύνανται νὰ ὑπερισχύσουν φανερῶς·
φοβοῦμαι τοὺς ληστᾶς καὶ κλέπτας, μήπως πηδῶντες εἰς τὴν αὐλὴν διὰ τοῦ φράκτου,
συλαγωγήσουν μὲ ἀναίδειαν, ἢ κλέψουν δὶ’ ἀπάτης, ὥστε νὰ θυσιάσουν, νὰ φονεύσουν
καὶ νὰ καταστρέψουν, ἁρπάζοντες λείαν, κατεσθίοντες ψυχᾶς, ὅπως εἶπεν εἰς ἐκ τῶν
προφητῶν. Φοβοῦμαι τὴν θυροπούλαν, μήπως τὴν εὔρη ἀνοικτὴν κάποιος ἀπὸ τοὺς χθὲς
καὶ πρὸ ὀλίγου ἰδικούς μας καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ εἰσέλθη ὡς ἰδικός μας, ἐπιβουλευθῆ τὸ
ποίμνιον ὡς ξένος. Διότι αἳ μεθοδεύσεις τοῦ ἐνεργοῦντος τὰ τοιαῦτα εἶναι πολλαὶ καὶ
ποικίλαι· καὶ κανεὶς δὲν εἶναι τόσον καλὸς ἀρχιτέκτων ἑνὸς μεγαλοπρεποῦς κτηρίου,
ὅσον ὁ ἀντικείμενος εἶναι σοφιστὴς κακίας. Φοβοῦμαι δὲ τώρα καὶ κύνας, οἱ ὁποῖοι
βιάζονται νὰ γίνουν ποιμένες, καὶ τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι δὲν εἰσέφεραν τίποτε εἰς
τὸ ποιμαντικὸν ἔργον, εἰ μὴ τὴν κουρὰν τῆς κόμης, τὴν ὁποίαν ἤσκησαν κακῶς, διότι
αὐτοὶ οὔτε κύνες ἔμειναν οὔτε ποιμένες ἔγιναν, πλὴν τοῦ ὅτι εἰσέπραξαν καὶ
διεσκόρπισαν καὶ διέλυσαν ξένον κόπον, ἐπειδὴ εὐκολώτερον εἶναι πάντοτε τὸ νὰ
καταστρέψης του νὰ συντήρησης, καὶ μὲ κόπον μὲν γεννᾶται ὁ ἄνθρωπος, λέγει ὁ Ἰώβ,
καὶ ναυπηγεῖται πλοῖον καὶ οἰκοδομεῖται οἰκία, ἐνῶ τὸ ν’ ἀποκτείνουν ἢ καταλύσουν ἢ
κατακαύσουν εἶναι εἰς ὅλων τὴν ἐξουσίαν. Ὥστε οὔτε τώρα νὰ μὴ ὑπερφρονοῦν αὐτοὶ οἱ
ὁποῖοι ἐξεσήκωσαν τοὺς κύνας κατὰ τῆς ποίμνης, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ εἴπουν
ὅτι προσέφεραν ἢ διέσωσαν ἔστω καὶ ἐν πρόβατον, διότι ἀσκήσαντες τὴν πονηρίαν δὲν
ἔμαθον νὰ ἀγαθοποιοῦν, ἐὰν δὲ ταράσσουν τὴν ποίμνην, τοῦτο εἶναι καὶ ζάλη μικρά,
τοῦτο εἶναι καὶ νόσος ὀλίγη, τοῦτο εἶναι καὶ θηρίον ἐν ἐπιπεσὸν ἀποτόμως. Ἃς
σταματήσουν λοιπὸν οἱ μεγαλαυχοῦντες διὰ τὴν αἰσχύνην των καί, ἀφοῦ διακόψουν τὴν
κακίαν, ἂν δύνανται, ἃς προσκυνήσουν καὶ προσπέσουν καὶ κλαύσουν ἐμπρὸς εἰς τὸν
Κύριον ὁ ὁποῖος τοὺς ἐπλασεν, καὶ ἃς ἀναμιχθοῦν μὲ τὴν ποίμνην ὅσοι δὲν εἶναι
ἐντελῶς ἀνίατοι.

Ποίαν θεωρίαν τῶν ὑψίστων πραγμάτων ἡ λαβόντες ἀπὸ ἐμὲ ἐφυλάξατε ἢ εἰσεφέρατε σεῖς
οἱ ἴδιοι εἴτε περὶ τοῦ θεολογικοῦ προβλήματος εἴτε περὶ ἄλλων δογμάτων, τὰ ὁποῖα
πολλάκις παρέθεσα εἰς σᾶς ἀφθόνως; Ζητῶ δηλαδὴ ὄχι μόνον τὸ κεφάλαιον τοῦ δανείου
ἀλλὰ καὶ τὸν τόκον, ὄχι μόνον τὸ τάλαντον ἀλλὰ καὶ τὴν ἐργασίαν ὥστε νὰ μὴ εὑρεθῆ
κανείς, ὁ ὁποῖος θὰ κατακρύψη καὶ θὰ καταχώση τὸ ἐμπιστευμένον ποσόν, διὰ νὰ
κατηγορῆ ἔπειτα τὸν ἐμπιστευθέντα ὡς σκληρὸν καὶ ὡς ἐπιθυμοῦντα τὰ ξένα. Ποίαν
ἀξιέπαινον πράξιν ἐκαρποφορήσατε, εἴτε κρυφὴν ὥστε νὰ μὴ γνωρίζη δὶ’ αὐτὴν ἡ
ἀριστερά σας, εἴτε φανερᾶν ὥστε νὰ λάμπη τὸ φῶς σᾶς ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ
νὰ δειχθῆ τὸ δένδρον ἀπὸ τὸν καρπὸν καὶ νὰ γνωρισθῆ ὁ διδάσκαλος ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς,
καὶ νὰ εἴπη κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐποπτεύοντας τὴν κατάστασίν μας (εἶναι δὲ πολλοὶ
αὐτοί, εἴτε ἀπὸ καλωσύνην εἴτε ἀπὸ περιέργειαν) ὅτι πράγματι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά
σας, ὄχι μόνον ὑγιῶς κηρυσσόμενος, ἀλλὰ καὶ λατρευόμενος; Ὅπως δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει
διακεκριμένη πράξις χωρὶς πίστιν (ἐπειδὴ οἱ πολλοὶ ἐπαγγέλλονται τὸ καλὸν καὶ χάριν
δόξης καὶ διότι οὕτως εἶναι ἐκ φύσεως καμωμένοι), οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργα
εἶναι νεκρά. Καὶ προσέχετε, νὰ μὴ σᾶς ἀπατᾶ κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὐκόλως
ἐπιτρέπουν τὰ πάντα, μὲ κενοὺς λόγους, χάριν ἑνός, τῆς ἀσεβείας εἰς τὰ δόγματα
δηλαδή, καὶ καταβάλλουν φαῦλον μισθὸν διὰ φαῦλον πράγμα. Δείξατε λοιπὸν ἀπὸ τὰ ἔργα
τὴν πίστιν, τὴν γονιμότητα τοῦ ἐδάφους σας, ἂν δὲν ἐσπείραμεν εἰς τὸ κενόν, ἂν
ὑπάρχη εἰς σᾶς γέννημα ἱκανὸν νὰ ἀποδώση ἄλευρα καὶ ἄξιον νὰ εἰσαχθῆ εἰς ἀποθήκας,
διὰ νὰ καλλιεργήσωμεν προθυμότερον εἰς τὸ μέλλον. Ποῖος ἀποδίδει καρπὸν τὸ ἐν εἰς
ἑκατόν, ποῖος εἰς ἑξήκοντα, ποιὸς τέλος εἰς τριάκοντα; Ἢ πάλιν ποῖος ἀπὸ τὰ
τριάκοντα προχωρῶν εἰς τὰ ἑξήκοντα (διότι ἔχομεν καὶ αὐτὴν τὴν τάξιν εἰς τὰ
Εὐαγγέλια) ἔφθασεν εἰς τὰ ἑκατόν, ὥστε προοδεύων ὡς ὁ Ἰσαὰκ νὰ καταστῆ μέγας,
βαδίζων ἀπὸ δυνάμεως εἰς δύναμιν καὶ ψάλλων ἀπὸ τὴν καρδίαν τοῦ τὰς ὠδᾶς τῶν
ἀναβαθμῶν καὶ διενεργῶν ἀναβάσεις εἰς τὴν καρδίαν του;

Ζητώ ἄφθονον τὸν καρπὸν σας εἰς λόγον. Διότι ἰδικὸν σας εἶναι τὸ κέρδος, ὄχι ἰδικόν
μου· ἂν δὲ εἶναι καὶ ἰδικόν μας, τοῦτο συμβαίνει διότι εἶναι ἰδικόν σας,
ἀντιστρεφομένης τῆς ὠφελείας ἀπὸ σᾶς εἰς ἠμᾶς, ὅπως γίνεται εἰς τὰς λάμψεις τῶν
ἀντανακλάσεων. Ἂν ἐπτωχοτροφήσατε, ἂν ἐφιλοξενήσατε, ἂν ἐνίψατε πόδας ἁγίων, ἂν
τρυφῶντες μὲ τὴν καταργουμένην γαστέρα (ἔστω καὶ τοῦτο) ἐνετρυφήσατε καὶ διὰ τῶν
ἐντολῶν διότι δὲν ὑπάρχει καλυτέρα τρυφὴ ἀπὸ αὐτήν, οὔτε μονιμωτέρα, δὶ’ ὅσους
θέλουν νὰ ἐντρυφοῦν. Ἂν ἀνεπαύσατε κατὰ τὸ δυνατὸν κάποιους ἀπὸ τοὺς λειτουργούς
τοῦ θυσιαστηρίου ἐντίμως πενομένους (ἐπιτρέψατέ μου νὰ εἴπω καὶ τοῦτο), διὰ νὰ
παραστέκωνται περισσότερον ἀπερισπάστως εἰς τὸ θυσιαστήριον καί, λαμβάνοντες ἀπὸ τὰ
ἰδικά σας, νὰ ἀντεισφέρουν τὰ ἰδικὰ των διότι εἶναι ἐντροπὴ καὶ ἠμεῖς νὰ ζητῶμεν
αὐτὰ τὰ πράγματα καὶ σεῖς νὰ μὴ τὰ παρέχετε. Δὲν σᾶς ἐνουθέτησα δὲ αὐτά, διὰ νὰ
γίνη οὕτως εἰς ἐμέ· διότι καλὸν εἶναι ν’ ἀποθάνω μᾶλλον παρὰ νὰ ἀχρηστευθῆ τὸ
καύχημά μου καὶ νὰ μοῦ καταστῆ ἄμισθον τό εὐαγγέλιον, ἀφοῦ ἀμειφθῶ ἐδῶ· διότι ἡ
κήρυξις τοῦ εὐαγγελίου εἶναι ζήτημα ἀνάγκης, ἡ δὲ φιλοτιμία εἶναι νὰ γίνεται
ἀδαπάνως. Ἀλλὰ σᾶς ἐνουθέτησα, διὰ νὰ μάθετε ὅτι τὸν Χριστὸν εὐεργετεῖτε διὰ τοῦ
ὅτι εὐεργετεῖτε καὶ ἕνα ἀπὸ τοὺς μικρούς. Ἐπειδή, ὅπως ὅλα ὅσα εἶμαι ἐγώ, ἔγιναν
δι’ ἐμέ, οὕτω καὶ τὰ ἐλάχιστά τῶν πράξεών μου ἀναδέχεται ὁ Χριστὸς εἰς ἐαυτόν· εἴτε
στέγην προσφέρης εἰς κάποιον εἴτε ἔνδυμα εἴτε εἰς τὴν φυλακὴν τὸν ἐπισκεφθῆς εἴτε
ἀσθενοῦντα τὸν ἴδης, τὸ πλέον ἀσήμαντον, εἴτε ἁπλῶς τοῦ δροσίσης τὴν γλώσσαν μὲ
ψυχρὸν ὕδωρ ὅταν κατατρύχεται ἀπὸ δίψαν, ὅπως ἐχρειάζετο ἀπὸ τὸν πτωχὸν Λάζαρον ὁ
ὑποφέρων εἰς τὴν φλόγα πλούσιος, ὁ ὁποῖος τί ἔλαβεν ἔναντι τῆς ἐδῶ τρυφῆς καὶ τῆς
περιφρονήσεως πρὸς τὸν πεινώντα καὶ πληγιασμένον Λάζαρον; τὸ νὰ χρειάζεται ἐκεῖ τὸν
Λάζαρον, ἀλλὰ νὰ μὴ τὸ ἐπιτυγχάνη.

7. Εκείνα λοιπὸν τὰ ὁποῖα σᾶς ζητοῦμεν ἠμεῖς, εἶναι αὐτά· καὶ γνωρίζω ὅτι δὲν
ἐντρέπεσθε νὰ σᾶς ζητῆται λόγος διὰ τὰ ἔργα σας οὔτε ἀπὸ ἠμᾶς τώρα οὔτε ἀπὸ τὸν
Κύριον κατὰ τὴν τελευταίαν ἡμέραν, εἰς τὴν ὁποίαν συνάγονται ὅλα τα ἰδικά μας,
συμφώνως πρὸς τὸ λεχθέν, «καὶ ἐγὼ ἔρχομαι νὰ συναγάγω τὰς σκέψεις καὶ τὰς πράξεις
σας», καὶ «ἰδοὺ ἄνθρωπος καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ ὁ μισθὸς αὐτοῦ μαζί του». Τὰ δὲ
ἰδικά μας καὶ ὅσα σᾶς φέρομεν ἀπὸ τὴν ἐρημίαν – ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἠλίας εὐχαρίστως
ἐφιλοσόφει εἰς τὸν Κάρμηλον καὶ ὁ Ἰωάννης εἰς τὴν ἔρημον, καὶ αὐτὸς οὗτος δὲ ὁ
Ἰησοῦς κατένεμεν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὰς μὲν πράξεις εἰς τοὺς ὄχλους, τὰς δὲ εὐχᾶς
εἰς τὴν ἡσυχίαν καὶ τὰς ἐρημίας, νομοθετῶν τί; Ὡς νομίζω, ὅτι πρέπει καὶ νὰ ἡσυχάζη
κανεὶς κάπως, ὥστε νὰ συναναστρέφεται ἀθολώτως μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἐπαναφέρη τὸν
νοῦν ἀπὸ τὰς περιπλανήσεις· διότι δὲν ἐχρειάζετο αὐτὸς ἀναχώρησιν, ἀφοῦ δὲν εἶχεν
ἄλλωστε εἰς τί νὰ συσταλῆ, ἀφοῦ εἶναι Θεὸς καὶ πληροὶ τὰ πάντα, ἀλλὰ διὰ νὰ μάθωμεν
ἠμεῖς ὅτι ὑπάρχει καιρὸς καὶ διὰ τὴν πράξιν καὶ διὰ τὴν ὑψηλοτέραν ἀσχολίαν. Ποία
λοιπὸν εἶναι τὰ τῆς ἐρημίας μου; Διότι ὡς ἱκανὸς ἔμπορος κερδίζων ἀπὸ παντοῦ, θέλω
νὰ σᾶς προσφέρω καὶ ἀπὸ ἐδῶ κάποιον ἐμπόρευμα.

Ἐβάδιζα μόνος μου, ἐνῶ ἔκλινε πρὸς τὸ τέλος ἡ ἡμέρα. ὁ δὲ περίπατος ἦτο εἰς τὴν
ἀκτὴν διότι μὲ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀναψυχὴν συνηθίζω πάντοτε νὰ διαλύω τοὺς
κόπους, ἀφοῦ οὔτε ἡ χορδὴ δὲν ἀντέχει τὴν συνεχῆ ἔντασιν καὶ χρειάζεται νὰ χαλάρωση
ὀλίγον ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ τόξου, ἂν πρόκειται νὰ ταθῆ καὶ νὰ μὴ μείνη ἄχρηστος διὰ τὸν
τοξότην οὔτε ἀνωφελὴς εἰς ὥραν χρησιμοποιήσεως. Ἐβάδιζα λοιπόν, καὶ οἱ μὲν πόδες
ἐπροχώρουν, ἡ δὲ ὄψις ἦτο ἁπλωμένη εἰς τὴν θάλασσαν. Αὐτὴ ὅμως παρουσίαζεν ὄχι
εὐχάριστον θέαμα, ἂν καὶ ἄλλως εἶναι γλυκύτατον, ὅταν ἀπὸ τὴν γαλήνην ἀποστίλβη καὶ
προσπαίζη εἰς τὰς ἀκτᾶς εὐχάριστα καὶ ἡμέρα. Τί συνέβη δὲ τότε; Θὰ χρησιμοποιήσω
εὐχαρίστως καὶ τὰ λόγια τῆς Γραφῆς. Καθὼς ἔπνεε σφοδρὸς ἄνεμος, ἐσηκώνετο καὶ
ἐθορύβει· ὅπως δὲ συμβαίνει εἰς τοιαῦτα κινήματα, ἄλλα κύματα, σηκωνόμενα ἀπὸ
μακρὰν καὶ κορυφούμενα ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἔπειτα ἐλαττούμενα, διελύοντο πρὸς τὰς
ἀκτᾶς, ἄλλα δὲ ἐπιπίπτοντα κατὰ τῶν γειτονικῶν βράχων καὶ ἀποκρουόμενα,
ἐσκορπίζοντο εἰς ἀφρώδη καὶ ψιλὴν ἄχνην, ὅπου τά μὲν χαλίκια καὶ τὰ φύκια, οἱ
κοχλίαι καὶ τὰ ἐλαφρὰ ὄστρακα, ἐνῶ μερικὰ ἠρπάζοντο πάλιν, ὅταν τὸ κύμα ὑπεχώρει·
αἱ δὲ πέτραι ἤσαν ἄσειστοι καὶ ἀτίνακτοι, ὡσὰν νὰ μὴ τὰς ἠνώχλει τίποτε, πλὴν τοῦ
ὅτι ἐβάλλοντο ἀπὸ τὰ κύματα.

Γνωρίζω ὅτι ὠφελήθην κάπως ἀπὸ αὐτὸ εἰς φιλοσόφησιν. Ἐπειδὴ ἀναφέρω τὰ πάντα εἰς
τὸν ἐαυτόν μου, καὶ μάλιστα, ἐὰν τύχη νὰ ἰλιγγιάσω ἐμπρὸς εἰς κάτι ἀπὸ τὰ
συμβαίνοντα, πράγμα τὸ ὁποῖον ἔχω πάθει καὶ τώρα, δὲν ἐδέχθην παρέργως τὸ
βλεπόμενον. Οὕτω τὸ θέαμα ἔγινε δι’ ἐμὲ δίδαγμα. Πράγματι, εἶπα ἐγώ, δὲν εἶναι
θάλασσα ὁ βίος μας καὶ τὰ ἀνθρώπινα, διότι καὶ εἰς αὐτὸν παρατηρεῖται πολύ το
ἁλμυρὸν καὶ ἄστατον, ἄνεμοι δὲ εἶναι οἱ προσπίπτοντες πειρασμοὶ καὶ τὰ ἀπροσδόκητα
γεγονότα; Τοῦτο νομίζω ὅτι κατενόησε καὶ ὁ θαυμασιώτατος Δαβίδ, διὸ καὶ λέγει,
«σῶσε μέ, Κύριε, διότι εἰσῆλθον ὕδατα ἕως τὴν ψυχήν μου», καὶ «ρύσαί με ἀπὸ τὰ
βαθέα ὕδατα», «ἦλθον δὲ εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, καὶ μὲ κατεπόντισε καταιγίς». Ἀπὸ
τοὺς πειραζομένους δε ἄλλοι μου ἐφαίνοντο ὅτι παρασύρονται ὡς τὰ ἐλαφρότατα καὶ
ἄπνοα πράγματα, καὶ ὅτι δὲν ἀντέχουν οὔτε ὀλίγον εἰς τὰς ἐνοχλήσεις, διότι δὲν
ἔχουν μέσα των στερεότητα καὶ βάρος σώφρονος λογισμοῦ, ἀντιβαίνοντος εἰς τοὺς
προσπίπτοντας εἰς αὐτόν. Ἄλλοι πάλιν εἶναι πέτρα, ἄξιοι τῆς πέτρας ἐκείνης, ἐπάνω
εἰς τὴν ὁποίαν ἐβαδίσαμεν καὶ τὴν ὁποίαν λατρεύομεν, ὅσοι χρησιμοποιοῦντες
φιλοσοφικὸν λόγον καὶ ὑπερβαίνοντες τὴν ταπεινότητα τῶν πολλῶν, ὑπομένουν τὰ πάντα
ἀσείστως καὶ ἀτινάκτως, καὶ περιγελοῦν ἢ λυποῦνται τοὺς σειομένους, τὸ πρώτον ἀπὸ
φιλοσοφίαν, τὸ δεύτερον ἀπὸ φιλανθρωπίαν· αὐτοὶ δὲ οἱ ἴδιοι θεωροῦν ἐντροπήν, ὅταν
μὲν τὰ δεινὰ ἀπουσιάζουν, νὰ τὰ περιφρονοῦν, μᾶλλον δὲ νὰ μὴ τὰ θεωροῦν καν δεινά,
ὅταν δὲ εἶναι παρόντα νὰ ὑποτάσσωνται εἰς αὐτὰ (καὶ μάλιστα ποία; τὰ παρερχόμενα ὡς
ἱστάμενα), καὶ ἐκτὸς καιροῦ μὲν νὰ φιλοσοφοῦν, εἰς τὰς ὥρας ἀνάγκης δὲ νὰ φαίνονται
ἀφιλόσοφοι· τὸ ἴδιον ὡσὰν νὰ ἐνόμιζε κανεὶς τὸν ἐαυτόν του ὡς τὸν ἄριστόν των
ἀθλητῶν, χωρὶς καν νὰ κατέρχεται εἰς τὸ στάδιον, ἢ ὡς πλοίαρχον εὐδόκιμον, ὁ ὁποῖος
εἰς μὲν τὰς καλοκαιρίας καυχᾶται διὰ τὴν τέχνην του, εἰς δὲ τὰς τρικυμίας
ἐγκαταλείπει τὸ τιμόνι.

Αφού δὲ ὁπωσδήποτε ἐπελήφθην αὐτῶν τῶν λόγων, ἦλθον καὶ πρὸς ἄλλην εἰκόνα, ἡ ὁποία
συμπίπτει πολὺ μὲ τὰ παρόντα, θὰ μὲ νομίσετε ἴσως μυθολόγον γέροντα, ἂν τὴν
γνωστοποιήσω καὶ εἴς σᾶς· ἀλλ’ ὅμως πρέπει νὰ τὴν γνωστοποιήσω, διότι βλέπω ὅτι καὶ
ἡ Γραφὴ πολλάκις χρησιμοποιεῖ τοιαύτας εἰκόνας πρὸς σαφεστέραν δήλωσιν. Ὑπάρχει
κατὰ τὸν μύθον ἐν φυτόν, τὸ ὁποῖον ἀποκοπτόμενον θάλλει καὶ ἀγωνίζεται πρὸς τὸν
σίδηρον καὶ ἂν πρέπει νὰ ὁμιλήσωμεν παραδόξως περὶ ἑνὸς παραδόξου πράγματος, ζῆ μὲ
τὸν θάνατον καὶ φυτρώνει μὲ τὴν τομὴν καὶ αὐξάνεται, ὅταν δαπανᾶται. Αὐτὰ λοιπὸν
λέγει ὁ μύθος καὶ τὸ πλάσμα καθ’ ἑαυτό· εἰς ἐμὲ δὲ φαίνεται σαφῶς ὅτι τοιοῦτον
πράγμα εἶναι ὁ φιλόσοφος. Εὐδοκιμεῖ εἰς τὰ πάθη, καθιστᾶ τὰ λυπηρὰ μέσον ἀρετῆς καὶ
δοξάζεται μὲ τὰ ἀντίθετα, χωρὶς νὰ ἐπαίρεται μὲ τὰ δεξιὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης οὔτε
νὰ κάμπτεται μὲ τὰ ἀριστερά, ἀλλὰ παραμένων πάντοτε ὁ αὐτὸς εἰς τὰ αὐτὰ ἢ
καθιστάμενος καὶ δοκιμώτερος, ὅπως ὁ χρυσὸς εἰς τὴν κάμινον. Ἃς σκεφθῶμεν δὲ ὡς
ἑξῆς. Εἶναι κανεὶς εὐπατρίδης; θὰ ἐπιδείξη ἔναντί του αἵματος τὴν εὐγένειαν τρόπων,
ὥστε νὰ εὐδοκιμῆ κατὰ τὰς δύο ἀπόψεις, καὶ γενεαλογικῶς καὶ πραγματιστικῶς. Εἶναι
δυσγενῆς κατὰ τὴν μορφὴν καὶ τὸ ὑλικόν, ἂν ὑποτεθῆ ὅτι διαφέρει πολὺ πηλὸς ἀπὸ
πηλόν; Θὰ εἰσαγάγη ἀντ’ αὐτῆς τὴν νοερᾶν εὐγένειαν καὶ αὐτὴν εἰς τὴν ὁποίαν
διαπλάττει ἕκαστος ἐαυτὸν πρὸς τὸ χειρότερον ἢ τὸ καλύτερον· τὴν δὲ ἄλλην, ὅση εἴτε
σπείρεται εἴτε γράφεται, θὰ παραγράψη ὡς ἀναξίαν λόγου καὶ κίβδηλον. Διότι ὑπάρχει
ἐν τριπλοῦν γένος· πρώτον τὸ ἔχον ἄνωθεν τὴν ἀρχήν, κατὰ τὸ ὁποῖον εἴμεθα ἐξ ἴσου
ὅλοι εὐγενεῖς, ἀφοῦ ἐγεννήθημεν κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ· δεύτερον τὸ ἐρχόμενον ἀπὸ
τὴν σάρκα, ὡς πρὸς τὸ ὁποῖον δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι κανεὶς εὐγενής, ἀφοῦ συνίσταται
εἰς τὴν φθοράν. Τρίτον τὸ διακρινόμενον ἀπὸ τὴν κακίαν ἢ τὴν ἀρετήν, τοῦ ὁποίου
κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον μετέχομεν, ἀναλόγως, ὡς νομίζω, πρὸς τὴν τήρησαν ἢ διαφθορὰν
τῆς εἰκόνος. Αὐτὴν τὴν εὐγένειαν πρέπει ν’ ἀγαπήση ὁ ἀληθῶς σοφὸς καὶ φιλόσοφος. Ὡς
πρὸς τὸ τέταρτον γένος, τὸ συνιστάμενον εἰς γράμματα καὶ προστάγματα, τότε θὰ τὸ
θεωρήσω ἀξιόλογον, ὅταν θὰ ἀποδεχθῶ τὸ εἰς τὰ φκιασιδώματα κάλλος καὶ θὰ σεβασθῶ
πίθηκον διαταχθέντα νὰ εἶναι λέων.

Είναι νέος; Θὰ ἀνδρωθῆ ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ θ’ ἀπολαύση ἐκ τῆς νεότητος τοῦτο, τὸ
νὰ μὴ πάθη τὰ τῶν νέων, ἀλλὰ νὰ δείξη γεροντικὴν φρόνησιν εἰς ἀκμαῖον σῶμα· καὶ θὰ
χαρῆ διὰ τὴν νίκην περισσότερον παρὰ οἱ στεφανούμενοι εἰς τὴν Ὀλυμπίαν, διότι θὰ
νικήση εἰς κοινὸν θέατρον, τὴν οἰκουμένην, καὶ μάλιστα νίκην μὴ ἐξαγοραζομένην.
Κλίνει πρὸς τὸ γῆρας; Ἀλλὰ δὲν θὰ γηράση καὶ εἰς τὴν ψυχήν· θὰ δεχθῆ τὴν διάλυσιν
ὡς προθεσμίαν ἀναγκαίας ἐλευθερίας, θὰ μεταβῆ εὐχαρίστως εἰς τὰ μέλλοντα, ὅπου δὲν
ὑπάρχει ἄωρος οὔτε πρεσβύτερος, ἀλλὰ ὅλοι εἶναι τέλειοι εἰς τὴν πνευματικὴν
ἡλικίαν. Εἶναι ὡραῖος; Θὰ ἀντικατοπτρίση τὸ κάλλος εἰς τὸ κάλλος, τὸ τῆς ψυχῆς εἰς
τὸ τοῦ σώματος. Ἐπέρασε τὸ ἄνθος ἀνεπηρέαστον; Κλίνει πρὸς τὸν ἐαυτόν του καὶ δὲν
γνωρίζει καν ὅτι βλέπεται ἀπὸ ἄλλους. Εἶναι ἄσχημος εἰς τὴν ὄψιν; Ἀλλ’ εἶναι ὡραῖος
εἰς τὰ κρυπτόμενα, ὡσὰν ἀνθηρὸν ρόδον εὐωδέστατον εἰς κάλυκα μὴ ἀνθηρὰν καὶ ἄοσμον.
«Εἶναι ἰδιαιτέρως ὡραῖος ἐπάνω ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων»; Δὲν δίδει καν
εὐκαιρίαν νὰ φαίνεται τὸ ἐκτός, μεταστρέφων τὸν θεατὴν πρὸς τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον.
Ἔχει εὐεξίαν; Νὰ χρησιμοποιήση τὴν ὑγείαν πρὸς τὸ καλύτερον νὰ νουθετήση, νὰ πλήξη,
νὰ παρρησιασθῆ μὲ λόγον, ν’ ἀγρυπνήση, νὰ κοιμηθῆ χάμω, νὰ νηστεύση, νὰ κενώση τὴν
ὅλην, νὰ θεωρήση τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια, νὰ μελετήση τὸν θάνατον μὲ πάσαν
σπουδήν. Θὰ ἀρρωστήση; Νὰ πολεμήση· ἂν δὲ ἡττηθῆ, νὰ νικήση ἐπιτυγχάνων το νὰ μὴ
μάχεται πλέον. Εἶναι πλούσιος; νὰ φιλοσοφήση τὴν ἀποπτώχευσιν, νὰ μεταδώση τὰ
ὑπάρχοντα εἰς τὸν ἔχοντα ἀνάγκην, ὡς οἰκονόμος τῶν ξένων ἀγαθῶν· οὕτως ὥστε καὶ
ἐκεῖνος νὰ εὐεργετηθῆ μὲ τὴν μετάληψιν καὶ αὐτὸς νὰ συναχθῆ πρὸς τὸν Θεόν, μὴ ἔχων
τίποτε ἄλλο πλὴν τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ σώματος. Εἶναι πτωχός; Νὰ ἔχη πλοῦτον τὸν Θεὸν
καὶ τὸν περίγελων τῶν πλουσίων, ὡς πάντοτε μὲν κατεχόντων, πάντοτε δὲ πενομένων
λόγω του ὅτι χρειάζονται τὸ περισσότερον καὶ πίνουν διὰ νὰ διψάσουν περισσότερον.

Πεινά; Νὰ τραφῆ μαζὶ μὲ τὰ πτηνά, τῶν ὁποίων ὁ βίος εἶναι ἄσπαρτος καὶ
ἀκαλλιέργητος· νὰ ζήση μαζὶ μὲ τὸν Ἠλίαν πλησίον της Σαραφθίας, «ἡ λήκυθος μὲ τὸ
ἔλαιον δὲν θὰ λείψη καὶ ἡ ὑδρία μὲ τὸ ἄλευρον δὲν θὰ ὀλιγοστεύση»· ἡ πρώτη θὰ
πηγάζη πάντοτε, ἡ δὲ δευτέρα θὰ παράγη πλουσίως, διὰ νὰ τιμηθῆ φιλόξενος χήρα καὶ
νὰ τρέφη τὸν τρέφοντα. Θὰ διψάση; Κρῆναι δὶ’ αὐτὸν καὶ ποταμοὶ εἶναι τὸ ποτόν,
ποτὸν τὸ ὁποῖον δὲν μεθύσκει, οὔτε μετρούμενον· ἂν ὅλα λείπουν λόγω ἀνομβρίας, θὰ
ποτισθῆ ἴσως μὲ χείμαρρον. Θὰ τρέμη; Τοῦτο ὑπέστη καὶ ὁ Παῦλος, ἀλλ’ ἐπὶ πόσον
χρόνον; Ὑπάρχει καὶ ἔνδυμα πέτρας· ἃς σὲ πείση καὶ ὁ Ἰὼβ λέγων, «ἐπειδὴ δὲν εἶχον
σκέπην, περιεβλήθησαν πέτραν». Παρατήρησε, παρακαλῶ, καὶ τὰ τελειότερα. Θὰ
λοιδορηθῆ; Νὰ νικήση μὲ τὸ νὰ μὴ ἀντιλοιδορῆ· Θὰ διωχθῆ; Νὰ ἀνεχθῆ. Θὰ βλασφημηθῆ;
Νὰ παρακαλέση. Θὰ διαβληθῆ; Νὰ προσευχηθῆ. Θὰ ραπισθῆ εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα; Νὰ
προσφέρη καὶ τὴν ἄλλην· ἐὰν δὲ εἶχε τρίτην, νὰ προέβαλε καὶ αὐτήν, διὰ νὰ διδάξη
τὸν κτυπώντα νὰ μακροθυμὴ περισσότερον, ἐκπαιδεύων μὲ τὴν πράξιν εἰς ὅσα δὲν ἦτο
ἱκανὸς νὰ τὸ κάμη μὲ τὸν λόγον. Θὰ ὀνειδισθῆ; Τοῦτο ὑπέστη καὶ ὁ Χριστός· θὰ τιμηθῆ
μὲ τὴν κοινωνίαν τοῦ πάθους. καὶ ἂν ἀκούση «ὅτι εἶναι Σαμαρείτης καὶ ἂν κατηγορηθῆ
ὅτι εἶναι δαιμονιζόμενος, θὰ τὰ δεχθῆ ὅλα μετὰ τοῦ Θεοῦ. Θὰ τοῦ λείψουν πολλὰ
ἀκόμη, ἀκόμη καὶ ἂν πάθη πολλά, ὄξος, χολή, στέφανος ἀκάνθινος, σκῆπτρον καλάμινον,
χλαμὺς κοκκίνη, σταυρός, καρφιά, λησταὶ σταυρούμενοι, περαστικοὶ ὑβρισταί. Διότι
πρέπει νὰ ἔχη τὸν Θεὸν περισσότερον μὲ τὸ νὰ ὑποφέρη περισσότερον ἀτιμαζόμενος.

Δεν ὑπάρχει τίποτε ἰσχυρότερόν της φιλοσοφίας, τίποτε περισσότερον ἀσύλληπτον. Ὅλα
θὰ ἐνδώσουν πρὶν ἀπὸ τὸν φιλόσοφον. «Ὁ ὄναγρος εἶναι εἰς τὴν ἔρημον», λέγει ὁ Ἰώβ,
«ἄδετος καὶ ἐλεύθερος, καταγελῶν τὸν θόρυβον τῆς πόλεως, μὴ ἀκούων μομφὴν
φορολόγου. Ὁ μονοκερως εἶναι ζῶον αὐτόνομον. Θὰ θελήση νὰ δουλεύση εἴς σέ; Θὰ τὸν
δέσης εἰς τὴν φάτνην; θὰ ὑποταχθῆ εἰς ζυγόν;». Ὅταν ἔχη ἀποταχθῆ ἀπὸ ὅλα τα
ἐπίγεια, τοῦ κατασκευάζονται πτέρυγες ὡς τοῦ ἀετοῦ, θὰ ἐπιστρέψη εἰς τὸν οἶκον τοῦ
προϊσταμένου του, θὰ πετάξη ἄνω πρὸς τὸν Θεόν. Θὰ εἴπω κάτι κεφαλαιῶδες. Τὰ δύο
αὐτὰ εἶναι δυσυπέρβλητα, ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄγγελος· τρίτον εἶναι ὁ φιλόσοφος, ἄυλος εἰς
ὕλην, εἰς σῶμα ἀπερίγραπτος, ἐπὶ γῆς οὐράνιος, εἰς πάθη ἀπαθής, ἡττώμενος καθ’ ὅλα
πλὴν τοῦ φρονήματος, μὲ τὸ νὰ νικᾶται νικῶν τοὺς νομίζοντας ὅτι ἐπικρατοῦν. Ἀφοῦ δὲ
ὁ λόγος μᾶς περιέγραψε τὸν φιλόσοφον, ἀπὸ τὸ σημεῖον εἰς τὸ ὁποῖον ἤρχισα, ἐμπρὸς
τώρα ἃς ἐπισκοπήσωμεν ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὰ ἰδικὰ μᾶς («διότι νομίζω ὅτι ἔχω καὶ
ἐγὼ Πνεῦμα Θεοῦ», ἔστω καὶ ἂν ἐγὼ εἰς κάτι ἀπὸ αὐτὰ εἶμαι τρωτὸς καὶ ἁλώσιμος).
Οὕτω, ἂν μὲν οἱ μισοῦντες καὶ πολεμοῦντες μὲ μὲ εὕρουν νικημένον, νὰ μὲ συγχωρήσουν
ἀπὸ τὸ ἐγχείρημα, ἂν καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν προαίρεσιν ἂν δὲ μὲ εὕρουν ἀνώτερόν των
πολεμούντων καὶ ὑψηλότερον, νὰ ἀπαλλαγοῦν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν κακίαν ἢ νὰ ἐπινοήσουν
νεωτέραν ὁδὸν τῆς ἀδικίας, ἀφοῦ ἡ παροῦσα καταφρονεῖται, καὶ νὰ μὴ κατηγοροῦνται
πλὴν τῆς κακίας καὶ διὰ μωρίαν, ὡς παρανομοῦντες ματαίως καὶ μὴ γνωρίζοντες ὅτι
ἀδικοῦν αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐπιμελοῦνται.

Διότι κατὰ τί θὰ μᾶς λυπήσουν, ἂν τὰ διεξέλθουν ὅλα; Ἃς ἴδωμεν ὅσα δύναται νὰ


ἀδικηθῆ ἀπὸ ἀνθρώπους ἄνθρωπος. Θὰ μὲ ὀνομάσουν ἀπαίδευτον; Μίαν σοφίαν γνωρίζω, τὸ
νὰ φοβοῦμαι τὸν Θεόν, διότι «ἀρχὴ σοφίας εἶναι ὁ φόβος Κυρίου», καὶ «τέλος λόγου
εἶναι, νὰ ἀκούης τὸ πᾶν, νὰ φοβῆσαι τὸν Θεόν». Αὐτὰ λέγει ὁ σοφώτατος Σολομῶν. Ἃς
μὲ δείξουν λοιπὸν ὡς στερούμενον φόβου, καὶ ἃς νικήσουν. Τῆς δὲ ἄλλης σοφίας μέρος
μὲν παρεμέρισα, μέρος δὲ εὔχομαι καὶ ἐλπίζω νὰ προσλάβω μὲ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος.
Θὰ μὲ κατηγορήσουν διὰ πτωχείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ περιουσία μου; Εἴθε νὰ ἀπέβαλλα
αὐτὰ τὰ ράκια, διὰ νὰ διέλθω γυμνὸς τὰς ἄκανθας τοῦ βίου· εἴθε ἐπίσης νὰ ἀποβάλω
καὶ τὸν βαρὺν τοῦτον χιτώνα, ὅσον τὸ δυνατὸν γρηγορώτερον, διὰ νὰ λάβω ἐλαφρότερον.
Θὰ μὲ ἀποκαλέσουν φιλόπατριν; Πόσον μικρὰ σκέπτονται περὶ ἠμῶν, πραγματικοὶ
ὑβρισταὶ καὶ μισόξενοι! Ὑπάρχει, ὢ ἄνθρωποι, πατρὶς περιγραπτὴ εἰς ἐμέ, ὁ ὁποῖος
ἔχω πάσαν πατρίδα καὶ καμμίαν; Σὺ δὲ δὲν εἶσαι ξένος καὶ παρεπίδημος; Δὲν σοΰ
ἐπαινῶ τὴν κατοικίαν, ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ περίπτωσίς σου, διὰ νὰ μὴ ἐκπέσης τῆς
ἀληθινῆς πατρίδος, εἰς τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ἀποθέτωμεν τὰ πολιτικά μας δικαιώματα.
Δὲν θὰ μᾶς ὀνειδίσης δὲ διὰ τὸ γῆρας καὶ τὴν φιλασθενικότητα; Δὲν ἀνήκει ὅλον αὐτὸ
εἰς τὸν χῶρον τῆς ὕλης καὶ τῆς φύσεως, διὰ νὰ μάθης καὶ κάτι ἀπὸ τὰ ἀπόρρητά μου·
ἐν μέρος τὸ ἐδαπάνησε καὶ ὁ λογισμός, διὰ νὰ καυχηθῶ καὶ ἐγὼ ὀλίγον. Σὺ δὲ δὲν
εἶσαι σφριγηλὸς καὶ εὔσωμος; Γλυκὺ θέαμα! Εἴθε νὰ εἶχες καὶ ὀλίγα ἄσπρα μαλλιὰ καὶ
κάποιαν ὠχρότητα, διὰ νὰ πιστευθῆς τότε, ὅτι εἶσαι συνετὸς καὶ φιλόσοφος.

Τι ἄλλο περαιτέρω; Θὰ μὲ καθαιρέσουν ἀπὸ θρόνους; Ποιοὺς ὅμως; Αὐτοὺς εἰς τοὺς
ὁποίους εὐχαρίστως ἀνῆλθα ἢ προηγουμένως ἢ τώρα; Μακαρίζω δὲ τοὺς ἐπιβαίνοντας
θρόνων; Σὺ δὲ μοῦ τοὺς καθιστᾶς γλυκύτερους, ἐπιβαίνων εἰς τὸν ἰδικόν σου τόσον
ἀναξίως; Οὔτε τὰ προηγουμένως συμβάντα δὲν σᾶς ἐφανέρωσαν τὴν γνώμην μου; Ἢ ἤσαν
καὶ ἐκεῖνα κάποια ἀπόλαυσις καὶ δοκιμασία τοῦ πόθου; Πράγματι οἱ ἐπιτήδειοι ὅλα τα
ἰδικὰ τῶν τὰ ἀποδίδουν εἰς ἄλλους, ἄλλα μὲν καθ’ ὑποψίαν ἄλλα δὲ ρητῶς. Τί εἶναι
τάχα ἡ συντριβή; Τί τάχα αἳ ἀραί, τὰς ὁποίας ἐκάμαμεν δημοσία ἐναντίον μας; Τί τάχα
τὰ δάκρυα καὶ τὸ ὅτι ἐγίναμεν εἰς σᾶς παρ’ ὀλίγον ἐλεεινοὶ καὶ μισητοὶ λόγω τῆς
ἀντιστάσεως; Θὰ μᾶς ἀποστερήσουν προεδρίας; Αὐτὴν πότε καὶ ποῖος σώφρων ἐθαύμασε,
ἐνῶ τώρα καὶ τὸ νὰ τὴν ἀποφεύγη κανεὶς εἶναι στοιχειῶδες δεῖγμα συνέσεως, ὅπως
νομίζω ἐγὼ τουλάχιστον; Αὐτὴν διὰ τὴν ὁποίαν ὅλα τα πράγματά μας δονοῦνται καὶ
σείονται· διὰ τὴν ὁποίαν τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης εἶναι γεμάτα ὑποψίαν καὶ πόλεμον
κωφὸν καὶ ἀνώνυμον· διὰ τὴν ὁποίαν κινδυνεύομεν νὰ εἴμεθα τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ
ἐγίναμεν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ν’ ἀποβάλωμεν τὸ μέγα καὶ νέον ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ;
Πόσον θὰ ἤθελα νὰ μὴ ὑπῆρχε προεδρία, οὔτε προτίμησις θέσεως καὶ τυραννικὴ
προνομία, διὰ νὰ ἐγνωριζόμεθα μόνον ἀπὸ τὴν ἀρετήν! Τώρα δὲ τὸ δεξιὸν τοῦτο καὶ τὸ
ἀριστερὸν καὶ τὸ μέσον, τὸ ὑψηλότερον καὶ τὸ χαμηλότερον, καὶ τὸ προβάδισμα ἢ
συμβάδισμα ἔχουν προκαλέσει εἰς ἠμᾶς πολλὰ συντρίμματα χωρὶς λόγον, πολλοὺς ὤθησαν
εἰς τὸν βόθρον καὶ ἀπήγαγαν εἰς τὸν χῶρον τῶν ἐριφίων ὄχι μόνον τῶν κατωτέρων, ἀλλ’
ἀκόμη καὶ τῶν ποιμένων, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ εἶναι διδάσκαλοι τοῦ Ἰησοῦ, ἠγνόησαν ταῦτα.

Θα μὲ ἐμποδίσουν ἀπὸ τὰ θυσιαστήρια; Ἀλλὰ γνωρίζω καὶ ἄλλο θυσιαστήριον, τοῦ ὁποίου
τύποι εἶναι τὰ τώρα βλεπόμενα· θυσιαστήριον εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἤγγισε λαξευτήριον
οὔτε χείρ, οὔτε ἠκούσθη σίδηρος ἢ κάτι ἄλλο τῶν τεχνικῶν καὶ διακοσμητῶν, ἀλλ’
εἶναι ὁλόκληρον ἔργον τοῦ νοῦ καὶ ἡ ἀνάβασις εἰς αὐτὸ γίνεται διὰ θεωρίας. Εἰς αὐτὸ
θὰ παραστῶ, εἰς αὐτὸ θὰ θυσιάσω εὐπρόσδεκτα θύματα, θυσίαν καὶ προσφορὰν καὶ
ὁλοκαυτώματα, ἀνώτερά των προσφερομένων τώρα ὅσον ἀνωτέρα εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς
σκιᾶς. Περὶ αὐτοῦ νομίζω ὅτι φιλοσοφεῖ καὶ ὁ μέγας Δαυὶδ λέγων, «καὶ θὰ εἰσέλθω
πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, τοῦ εὐφραίνοντος τὴν πνευματικήν μου νεότητα». Ἀπὸ
αὐτὸ τὸ θυσιαστήριον δὲν θὰ μὲ ἀπομακρύνη ὅποιος τὸ θέλει. Θὰ μὲ ἀπελάσουν ἀπὸ τὴν
πόλιν; Ἀλλ’ ὄχι καὶ ἀπὸ τὴν εὐρισκομένην εἰς τοὺς οὐρανούς. Ἃς καταφέρουν τοῦτο
ὅσοι μὲ πολεμοῦν! Καὶ πράγματι τὸ ἐπεχείρησαν, ἀλλ’ ἕως ὅτου δὲν δύνανται νὰ τὸ
ἐπιτύχουν, μᾶς ρίπτουν ρανίδες ὕδατος ἢ μᾶς κτυποῦν μὲ αὔρας ἢ παίζουν μὲ ὄνειρα·
οὕτω βλέπω ἐγὼ τὸν πόλεμον αὐτῶν, θὰ μοῦ πάρουν τὰ ἀγαθά; Ποία; Ἂν πρόκειται περὶ
τῶν ἰδικῶν μου, ἅς μου περικόψουν καὶ τὰς πτέρυγας, τὰς ὁποίας δὲν ἔχω περιβληθῆ·
ἂν δὲ πρόκειται περὶ τῶν τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο εἶναι τὸ ἀντικείμενον περὶ τοῦ ὁποίου
γίνεται ὅλος ὁ πόλεμος· αὐτὰ εἶναι διὰ τὰ ὁποῖα ὁ κλέπτης ζηλοφθονεῖ τὸ ταμεῖον καὶ
προδίδει τὸν Θεὸν διὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὸ χειρότερον ὅλων. Τόση δὲ εἶναι ἡ τιμὴ
ὄχι τοῦ προδιδομένου, ἀλλὰ τοῦ προδίδοντος.

Θα μοῦ κλείσουν τὰς οἰκίας των; Θὰ μοῦ περικόψουν τὰς ἀνέσεις; Θὰ μὲ ἀποξενώσουν
ἀπὸ φίλους; Διότι, βλέπεις, πολὺ φορτικοὶ ἐγίναμεν εἰς πολλούς, ἂν καὶ μᾶς
προσεκάλουν – δὲν θὰ φανῶμεν ἀχάριστοι -· ἐὰν δὲ ἐγίναμεν φορτικοί, τοῦτο συνέβη
διὰ τὴν ἐπιφυλακτικότητα μᾶλλον παρὰ διὰ τὴν ἀποδοχήν. Τὸ δὲ αἴτιον εἶναι ὅτι μᾶς
ἀνέπαυσεν κάποιος εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος οἶκος, ὅπως τὸν Ἐλισσαῖον ὅ της
Σουναμίτιδος, συγγενῶν κατὰ τὸ σῶμα, συγγενῶν κατὰ τὸ Πνεῦμα, καθ’ ὅλα φιλότιμων·
πλησίον των ὁποίων συνεπήχθη ὁ λαὸς οὗτος, διατηρῶν κρυφίως τὴν διωκομένην
εὐσέβειαν, ὄχι ἀφόβως οὔτε ἀκινδύνως. Εἴθε νὰ τὸν ἀμείψη ὁ Κύριος δικαίως κατὰ τὴν
ἡμέραν τῆς ἀνταποδόσεως! Ἂν δὲ ἐπιδιώκωμεν τρυφήν, εἴθε νὰ ἐντρυφήσουν ἐναντίον
ἠμῶν οἱ μισηταὶ ἠμῶν διότι δὲν θὰ καταρασθῶ εἰς βάρος μου τίποτε χειρότερον. Ἀπὸ
τοὺς φίλους δέ, ἄλλοι μὲν δὲν θὰ φύγουν ἀπὸ κοντά μας, γνωρίζω καλῶς, οὔτε ἂν
κακοποιηθοῦν, διότι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀδικοῦνται μαζὶ μὲ ἠμᾶς τοὺς ἔκανε νὰ πονοῦν
μαζί μας· τῶν δὲ ἄλλων ἔχομεν ἤδη γυμνασθῆ νὰ ὑπομένωμεν τὴν ὑπεροψίαν, ὅταν μᾶς
περιφρονοῦν. Διότι ἐκ τῶν φίλων καὶ τῶν πλησίον μου ἄλλοι μὲν καὶ φανερῶς
«ἐπλησίασαν καὶ ἐστάθησαν εἰς τὴν ἀντίπαλον παράταξιν·», ἄλλοι δέ, φιλανθρωπότεροι,
«ἐστάθησαν ἀπὸ μακρὰν» καὶ αὐτὴν τὴν νύκτα «ἐσκανδαλίσθησαν ὅλοι». Σχεδὸν καὶ ὁ
Πέτρος μὲ ἀπηρνήθη, καὶ ἴσως οὔτε καν κλαίει πικρῶς, διὰ νὰ θεραπεύση τὴν
ἁμαρτίαν».

Φαίνεται ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος γεμάτος τόλμην καὶ θράσος· ὁ μόνος αἰσιόδοξος εἰς τὰ
φοβερά, ὁ μόνος καρτερικός, καὶ ὅταν δημοσία ἐπαινοῦμαι καὶ ἰδιαιτέρως
καταφρονοῦμαι, καὶ ὅταν γνωρίζωμαι εἰς Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν μὲ τὸ νὰ πολεμοῦμαι. Ποία
παραφροσύνη! «Ἂν παραταχθῆ ἐν στρατόπεδον ἐναντίον μου, δὲν θὰ φοβηθῆ ἡ καρδιά μου·
ἐὰν ἐγερθῆ ἐναντίον μου πόλεμος, εἰς αὐτὴν ἐλπίζω ἐγώ». Τόσον πολὺ δὲν θεωρῶ
φοβερὸν κάτι ἀπὸ τὰ παρόντα, ὥστε ἀφήνων τὸν ἐαυτόν μου, θρηνῶ τοὺς λυπήσαντας μέ.
Σεῖς, μέλη τοῦ Χριστοῦ κάποτε, μέλη ἀξιότιμα δὶ’ ἐμέ, ἂν καὶ τώρα διεφθαρμένα, μέλη
αὐτῆς τῆς ποίμνης, τὴν ὁποίαν ἐπροδώσατε σχεδὸν πρὶν συναχθῆτε, πῶς διεσπάσθητε καὶ
διεσπάσατε ὡς βοΐδια, ἀπολυμένα ἀπὸ τὸν ζυγόν; Πῶς ἠγείρατε ἐναντίον τοῦ
θυσιαστηρίου θυσιαστήριον; Πῶς κατεστράφητε αἰφνιδίως; Πῶς καὶ οἱ ἴδιοι ἐνεκρώθητε
μὲ τὴν ἀποκοπὴν καὶ ἠμᾶς ἐκάματε νὰ πονοῦμεν; Πῶς κατεχράσθητε τὴν ἁπλότητα τῶν
ποιμένων πρὸς διάλυσιν τῆς ποίμνης; Διότι δὲν θὰ μεμφθῶ ἐκείνους διὰ τὴν ἀπειρίαν,
ἀλλὰ θὰ κατηγορήσω σᾶς διὰ τὴν κακίαν. «Ποῖος θὰ σὲ βοηθήση εἰς τὴν διαφθοράν σου,
Ἰσραήλ;». Ποῖον φάρμακον θὰ εὕρω ἐπουλωτικόν; Ποῖον ἐπίδεσμον; Πῶς νὰ συνάψω τὰ
διεστῶτα; Μὲ ποία δάκρυα, ποίους λόγους, ποίας εὔχας, νὰ θεραπεύσω τὸ σύντριμμα; Ἢ
ἴσως μὲ τὸν κατωτέρω τρόπον;

Τριάς ἁγία καὶ προσκυνητὴ καὶ τελεία, καλῶς συναπτόμενη καὶ προσκυνουμένη ἀπὸ ἠμᾶς,
ἰδικόν σου εἶναι τὸ ἔργον τοῦτο, ἰδικόν σου τὸ κατόρθωμα. Σὺ δύνασαι ν’
ἀποκαταστήσης τούτους πάλιν εἰς ἠμᾶς, ἀφοῦ ἀπεμακρύνθησαν τόσον, ὥστε νὰ παιδευθοῦν
διὰ τοῦ χωρισμοῦ πρὸς ὁμόνοιαν, καὶ ν’ ἀντιδώσης εἰς ἠμᾶς διὰ τοὺς ἐδῶ μόχθους τὰ
ἐπουράνια καὶ ἀστασίαστα. Τὸ πρώτον δὲ καὶ μέγιστον ἀπὸ αὐτὰ εἶναι νὰ φωτισθῶμεν
ἀπὸ σὲ τελειότερα καὶ καθαρώτερα, πῶς ἡ ἰδία καὶ ὡς Μονὰς νοεῖσαι καὶ ὡς Τριὰς
εὑρίσκεσαι; Πῶς τὸ ἀγέννητον καὶ τὸ γεννητὸν καὶ τὸ ἐκπορευτὸν εἶναι μία φύσις,
τρεῖς ἰδιαιτερότητες, «εἰς Θεὸς ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πάσιν», οὔτε
μετατιθέμενος οὔτε μειούμενος οὔτε τεμνόμενος, τώρα κατὰ μέρος μὲν
καταλαμβανόμενος, κατὰ μέρος δὲ ζητούμενος, κάποτε δὲ καταληφθησόμενος ἴσως εἰς
ὅλον σου τὸ εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐδῶ καλῶς ζήσαντας διὰ βίου καὶ θεωρίας;
Εις αὐτὸν πρέπει πάσα δόξα, τιμή, κράτος, εἰς τοὺς αἰώνας. Γένοιτο.

Μετάφραση: Στέργιος Σάκκος

Λόγος 37ος: «Στὸ ρητό τοῦ Εὐαγγελίου, «ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους
κτλ.». Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ
– Γάμος, Παρθενία, Διαζύγιο…

Ὁ νέος περίπατος στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀφορᾶ δώδεκα στίχους τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου.
Θὰ μᾶς τοὺς ἀναλύση ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Θεολόγου
ἀναδίδεται ζωντανὸ καὶ τὸ δράμα ποὺ ζοῦσε ἡ Ἐκκλησία τὸν 4ο μ.Χ. αἱ. μὲ τοὺς
αἱρετικούς. Ορισμένες περικοπὲς τῆς ὁμιλίας ἐντυπωσιάζουν ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ
φεμινιστικὰ θέματα. Ἡ ὁμιλία ἐκφωνήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι.

Ὁ Ιησούς ποὺ διάλεξε τοὺς ψαράδες, ψαρεύει κι αὐτὸς καὶ μεταβαίνει ἀπὸ τόπο σὲ
τόπο. Γιὰ ποιὸν λόγο; Ὄχι μόνο γιὰ νὰ κερδίση περισσότερους φιλόθεους ἀνθρώπους,
ἀλλά, ὅπως νομίζω, καὶ γιὰ νὰ ἁγιάση περισσότερους τόπους. Γίνεται στοὺς Ἰουδαίους
σὰν Ἰουδαῖος γιὰ νὰ κερδίση Ἰουδαίους στοὺς πιστοὺς στὸν Νόμο, σὰν πιστὸς στὸν
Νόμο, γιὰ νὰ ἐξαγόραση τοὺς πιστοὺς στὸν Νόμο στοὺς ἀσθενεῖς σὰν ἀσθενὴς γιὰ νὰ
σώση τοὺς ἀσθενεῖς. Γίνεται τὰ πάντα στοὺς πάντες, γιὰ νὰ κερδίση τοὺς πάντες. Ἀλλὰ
τί λέω «τὰ πάντα στοὺς πάντες»; Ἐκεῖνο ποὺ ὁ Παῦλος δὲν ἀνέχθηκε νὰ τὸ πῆ γιὰ τὸν
ἑαυτό του, βλέπω νὰ τὸ παθαίνη ὁ Σωτήρ. Γιατί δὲν γίνεται μόνο Ἰουδαῖος δὲν παίρνει
ἐπάνω του τόσο ἀνάρμοστα καὶ ἄθλια ὀνόματα, ἀλλὰ καὶ τὸ πιὸ ἀνάρμοστο ἀπὸ ὅλα:
αὐτοαμαρτία καιαυτοκαταρα(Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὴν πρὸς Γαλατὰς ἐπιστολὴ
(3,13), «ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου μὲ τὸ νὰ γίνη γιὰ χάρι
μᾶς κατάρα». Αὐτὸ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς θυσίας τοῦ Γολγοθά. Ἐκεῖ ὁ Χριστὸς
ἐπάνω στὸν Σταυρὸ φορτώθηκε τὶς ἁμαρτίες ὅλου του κόσμου. Ἦταν σὰν νὰ ἔγινε ἕνα
πράγμα μὲ τὴν ἁμαρτία. «Αὐτὸν ποὺ δὲν γνώρισε ἁμαρτία, ὁ Θεὸς γιὰ χάρι μᾶς τὸν
ἔκανε ἁμαρτία» (Β’ Κορ. 5,21) δὲν εἶναι βέβαια, ἀλλὰ ἀκούει. Γιατί πῶς εἶναι
ἁμαρτία αὐτός, κι ἐμᾶς μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Πῶς πάλι κατάρα, αὐτὸς ποῦ
μᾶς ἐξαγοράζει ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου;

Τὰ δέχεται αὐτὰ τὰ ὀνόματα γιὰ νὰ δείξη μέχρι ποὺ φθάνει ἡ ταπείνωσίς του, καὶ
γίνεται ἔτσι σ’ ἐμᾶς προτυπο ταπεινώσεως, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὴν ἀνύψωσι.

Ὅπως λοιπὸν εἶπα, γίνεται ψαράς, συγκαταβαίνει σὲ ὅλους, ψαρεύει, ὅλα τα σκεπάζει
καὶ τὰ ἀνέχεται, γιὰ νὰ ἀνασύρη ἀπὸ τὸ βάθος τὸ ψάρι, τὸν ἄνθρωπο δηλαδὴ ποὺ
κολυμπάει στὰ ἀναταραγμένα καὶ ἁλμυρὰ κύματα τοῦ βίου.

/2. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα «ὅταν ἐτελείωσε αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Γαλιλαία
καὶ ἦρθε στὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη» (Ματθ. 19,1). Πηγαίνει μὲ τὸ
καλὸ στὴν Γαλιλαία γιὰ νὰ δὴ ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι μεγάλο φῶς.
Μετακινεῖται στὴν Ἰουδαία, γιὰ νὰ πείση τοὺς ἀνθρώπους της νὰ σηκωθοῦν καὶ νὰ
ἀφήσουν τὸ «γράμμα» καὶ ν’ ἀκολουθήσουν τὸ «Πνεῦμα». Τὴν μία φορὰ διδάσκει στὸ
ὅρος, τὴν ἄλλη κάνει διάλογο στὶς πεδιάδες, ἄλλοτε μπαίνει στὸ πλοῖο καὶ ἄλλοτε
ἐπιτιμᾶ τὶς τρικυμίες. Ακόμη δέχεται καὶ ὕπνο, γιὰ νὰ εὐλογήση τὸν ὕπνο. Ἀκόμη καὶ
κοπιάζει γιὰ νὰ ἁγιάση καὶ τὸν κόπο. Ἀκόμη καὶ δακρύζει, γιὰ νὰ κάνη ἐπαινετό το
δάκρυ. Μεταβαίνει ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλο αὐτὸς ποὺ δὲν χωράει σὲ κανένα τόπο, ὁ
ἄχρονος, ὁ ἀσώματος, αὐτὸς ποὺ δὲν περιλαμβάνεται ἀπὸ τίποτε.

Ὁ ἴδιος καὶ «ἦταν» (Ἰωάν. 1,1) καὶ «γίνεται» (Ἰωάν. 1,14) καὶ μπαίνει μέσα στὸ
χρόνο. «Στὴν ἀρχὴ ἦταν, καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ἦταν, καὶ Θεὸς ἦταν» (Ἰωάν. 1,1). Τρεῖς
φορὲς ἐτονίσθηκε τὸ «ἦταν». Ἐκεῖνο ποὺ ἦταν τὸ ἄδειασε καὶ ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν τὸ
πῆρε δικό του, χωρὶς νὰ γίνη δύο πρόσωπα, ἀλλὰ ἀνέχθηκε τὸ ἕνα πρόσωπο νὰ ἀνήκη σὲ
δύο (φύσεις). Και τὰ δύο, καὶ ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ προσέλαβε καὶ ἐκεῖνο ποὺ προσελήφθη
εἶναι Θεός. Δύο φύσεις ἔτρεξαν μαζὶ (καὶ ἑνώθηκαν) σὲ ἕνα πρόσωπο. Ὄχι δύο Υἱοί. Ἃς
μὴ μᾶς παραπλανᾶ ἡ ἕνωσις. Αὐτὸς ὁ τόσο πολύς, ὁ τόσο μεγάλος… Ἀλλὰ τί ἔπαθα; Πάλι
ἔπεσα στὶς ἀνθρώπινες λέξεις. Διότι πῶς ὁ ἁπλοὺς (Θεὸς) νὰ χαρακτηρίζεται «τόσο
μεγάλος»; Πῶς ὁ ἀπόσος νὰ χαρακτηρίζεται «τόσο πολύς». Ἀλλὰ συγχωρεῖστε τὰ λόγια
μου αὐτά. Ομιλώ γιὰ τὰ μέγιστα πράγματα χρησιμοποιώντας μικρὸ ὄργανο (δηλ. τὴν
ἀνθρώπινη γλώσσα).

Ὁ πολύς, ὁ μακρόθυμος, ἢ χωρὶς μορφὴ καὶ σῶμα φύσις, ἃς τὸ ἀνεχθῆ κι αὐτό, τὰ τόσο
φτωχὰ γιὰ τὴν ἀλήθεια λόγια ποὺ μιλοῦν γιὰ τὸν Θεὸ σὰν νὰ εἶχε σῶμα. Ἀφοῦ
καταδέχθηκε νὰ φορέση σάρκα, δέχεται καὶ αὐτοῦ του εἴδους τὰ λόγια.

«Καὶ τὸν ἀκολούθησαν πολλὰ πλήθη λαοῦ. Καὶ τοὺς ἐθεράπευσε ἐκεῖ» (Ματθ. 19,2). Ἐκεῖ
ποὺ ὑπῆρχε μεγαλύτερη ἐρημιά. Ἐὰν ἔμεινε στὴν ὑψηλή του θέσι, ἐὰν δὲν εἶχε
συγκαταβῆ στὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια? ἐὰν ἔμεινε σ’ αὐτὸ ποὺ ἦταν, φυλάττοντας τὸν
ἑαυτὸ τοῦ ἀπρόσιτο καὶ ἀπερίληπτο, λίγοι θὰ τὸν ἀκολουθοῦσαν ἴσως. Δὲν ξέρω, ἂν
λίγοι ἢ ἴσως μόνο ὁ Μωυσῆς καὶ αὐτὸς τόσο, ὥστε μόλις ποὺ ἀντικρυσε «τὰ ὀπίσθια του
Θεοῦ» (Ἔξοδ. 33,23)( Δηλαδὴ δὲν ἀντικρυσε κατὰ πρόσωπο τὸν Θεό. Τὰ «ἔμπροσθέν» του
Θεοῦ σημαίνουν τὴν μεγάλη του δόξα, ἐνῶ τὰ «ὀπίσθια» μικρότερη δόξα). Διότι τὴν
νεφέλη τὴν διέσχισε εἴτε ἀπαλλασσόμενος ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ σώματος εἴτε συμμαζώνοντας
τελείως τὶς αἰσθήσεις του.
Τὴν λεπτότητα τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν ἄυλη καὶ ἀσώματη κατάστασί της ἢ δὲν ξέρω
πὼς ἀλλιῶς νὰ τὴν ὀνομάσω, πὼς νὰ τὴν ἀντικρυζε φορώντας σῶμα καὶ κοιτάζοντας μὲ
ὑλικὰ μάτια; Ἐπειδὴ ὅμως (ὁ Θεός), «ἀδειάζει» γιὰ χάρι μας καὶ κατεβαίνει στὴν γῆ –
«ἄδειασμα» λέω τὴν κάπως ὑποχώρησι καὶ ἐλάττωσι τῆς δόξας τοῦ – γι’ αὐτὸ γίνεται
προσιτὸς καὶ ἀντιληπτός.

Συγχωρέστε μὲ ἐν τῷ μεταξὺ ποὺ μὲ πιάνει κάποιο ἀνθρώπινο πάθος(Πάθος ἐναντίον τῶν


Ἀρειανῶν ποὺ ἀπέρριπταν τὴν θεότητα τοῦ Υἱοῦ, θεωρώντας τὸν κτίσμα. Τὰ ἴδια
πρεσβεύουν καὶ σημέρα οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά). Γεμίζω ἀπὸ θυμὸ καὶ λύπη γιὰ τὸν
Χριστό μου – εὔχομαι νὰ συμπάσχετε κι ἐσεῖς – σὰν ἰδῶ νὰ ἀτιμάζεται ὁ Χριστός μου
γι’ αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο περισσότερο εἶχε δικαίωμα νὰ τιμᾶται. Γι’ αὐτὸ πές μου,
εἶναι ἄτιμος, διότι γιὰ σένα ταπεινώθηκε; Γι’ αὐτὸ τὸν λὲς κτίσμα, διότι φροντίζει
γιὰ τὸ κτίσμα; Γι’ αὐτὸ δὲν τὸν δέχεσαι ὡς ἄχρονο, διότι ἐπισκέφθηκε τοὺς «ὑπὸ
χρόνον»; Ωστόσο ὅλα τα ὑποφέρει, ὅλα τα δέχεται. Καὶ ποιὸ τὸ παράδοξο; Δέχθηκε
ραπίσματα, ἀνέχθηκε ἐμπτυσμούς, γεύθηκε χολὴ ἐξ αἴτιας τῆς ἰδικῆς μου
γεύσεως(Ἐννοεῖ τὸ ἁμάρτημα τῶν πρωτοπλάστων ποὺ γεύθηκαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό).
Δέχεται καὶ τώρα πετροβόλημα (Ὁ ἅγιος Γρηγόριος συχνὰ ἀναφέρει στοὺς λόγους τοῦ τὰ
περιστατικὰ τῶν Εὐαγγελίων, ὅπου οἱ Ἰουδαῖοι στὰ Ἱεροσόλυμα ἐπεχείρησαν νὰ
λιθοβολήσουν τὸν Κύριο (Ἰωάν. 8,59 καὶ 10,31). Στοὺς λιθασμοὺς αὐτοὺς δίνει
διάφορες μεταφορικὲς ἔννοιες. Κυρίως χαρακτηρίζει ἔτσι τὰ ἐπιχειρήματα τῶν Ἀρειανῶν
ποὺ θέλουν νὰ ὑποβιβάσουν τὸν Χριστό. Κλασσικὴ εἶναι ἡ φράσις, «ὁ Λόγος οὐ
λιθάζεται» ποὺ τὴν συναντοῦμε στοὺς περίφημους θεολογικούς του λόγους) ὄχι μόνο ἀπὸ
τοὺς ἀντιπάλους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μᾶς ποὺ θεωρούμεθα εὐσεβεῖς. Διότι αὐτὸς ποὺ συζητεῖ
γιὰ τὸν Ἀσώματο καὶ χρησιμοποιεῖ ἀνθρώπινες ὀνομασίες μᾶλλον κάνει τὸ ἔργο τῶν
ἀντιπάλων καὶ πετροβολητών (Ἐδῶ θίγεται ἕνα σπουδαιότατο θεολογικὸ ζήτημα. Τὰ
κατηγορήματα τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας εἶναι ἐντελῶς ἀνεπαρκῆ γιὰ νὰ ὁρίσουν τὰ
πράγματα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ὁ Χριστὸς στὰ Εὐαγγέλια ἀναγκάζεται νὰ
χρησιμοποιῆ εἰκόνες καὶ παραβολές. Γι’ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ στὴν λατρεία
τῆς χρησιμοποιοῦνται πολὺ οἱ συμβολισμοί). Ἀλλὰ τὸ ἐπαναλαμβάνω, ἃς συγχωρηθῆ αὐτὴ
ἡ ἀδυναμία. Πετροβολοῦμε χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, μὴ μπορώντας νὰ ὁμιλήσουμε
διαφορετικά. Χρησιμοποιοῦμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε.

– Ακούς νὰ σὲ λέμε Λόγο, ἀλλὰ εἶσαι πάνω ἀπὸ τὸν λόγο. Εἶσαι πάνω ἀπὸ τὸ φῶς, καὶ
ὀνομάζεσαι Φῶς. Ἀκοῦς νὰ σὲ λέμε Πῦρ, χωρὶς νὰ εἶσαι ὑλικὴ φωτιά, ἀλλὰ διότι
καθαρίζεις τὴν ἐλαφρὴ καὶ ἄχρηστη ὕλη? Μάχαιρα, διότι κόβεις τὸ χειρότερο ἀπὸ τὸ
καλύτερο? Λυχνιστήρι διότι καθαρίζεις τὸ ἁλώνι καὶ ὅ,τι εἶναι ἐλαφρὸ καὶ «ἀνεμιαΐο»
τὸ ἀπομακρύνεις, καὶ ὅ,τι εἶναι βαρὺ καὶ γεμάτο το τοποθετεῖς στὶς ἀποθῆκες τοῦ
Οὐρανοῦ? Ἀξίνη, διότι κόβεις τὴν ἄκαρπη συκιὰ ποὺ πολὺ τὴν ἀνέχθηκες καὶ διότι
κόβεις τὶς ρίζες τῆς κακίας καὶ πονηρίας? Θύρα, διότι ἐσὺ μᾶς εἰσάγεις (στὴν
βασιλεία)? Ὁδός, διότι ἐσὺ μᾶς ὁδηγεῖς στὸν ἴσιο δρόμο? Πρόβατο, διότι θυσιάστηκες?
Ἀρχιερεύς, διότι προσφέρεις θυσία τὸ σῶμα σου? Υἱός, διότι γεννᾶσαι ἀπὸ τὸν Πατέρα.

Πάλι κινῶ τὴν γλώσσα μου σὲ διαμαρτυρία. Διότι πάλι μερικοὶ λύσσαξαν ἐναντίον τοῦ
Χριστοῦ ἢ καλύτερα ἐναντίον ἐμοῦ ποὺ ἀξιώθηκα νὰ κηρύττω γιὰ τὸν Λόγο (δηλ. τὸν
Χριστό). Ἔγινα, σὰν τὸν (Πρόδρομο) Ἰωάννη, φωνὴ ποὺ βοᾶ στὴν ἔρημο σ’ αὐτὴν τὴν
πόλι ποὺ ἄλλοτε ἦταν ἔρημη καὶ ἄνυδρη, ἐνῶ τώρα μὲ πολλοὺς πολλοὺς κατοίκους (Ἡ
Κωνσταντινούπολις γεμάτη ἀπὸ Ἀρειανοὺς χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Θεολόγο ἔρημη καὶ
ἄνυδρη. Ὅταν μὲ τὴν δράσι τοῦ πλήθυναν οἱ Ὀρθόδοξοι ἔγινε «λίαν οἰκουμένη»).

Αλλά ἃς ἐπανέλθω στὸν λόγο μου, σ’ αὐτὸ ποὺ ἔλεγα, ὅτι τὸν ἀκολουθοῦσαν πολλὰ πλήθη
λαοῦ, διότι συγκαταβαίνει στὶς ἀσθένειές μας. Ἔπειτα τί συνέβη; «Καὶ τὸν ἐπλησίασαν
οἱ Φαρισαῖοι, πειράζοντας τὸν καὶ λέγοντας, ἐὰν ἐπιτρέπεται στὸν ἄνδρα νὰ διώχνη
τὴν γυναίκα του γιὰ κάθε αἰτία»; (Ματθ. 19,3).
Πάλι οἱ φαρισαῖοι πειράζουν. Πάλι αὐτοὶ ποὺ διαβάζουν τὸν Νόμο δὲν γνωρίζουν τὸν
Νόμο. Πάλι οἱ ἑρμηνευτὲς τοῦ Νόμου ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλους διδασκάλους.

Δὲν ἔφταναν οἱ Σαδδουκαῖοι ποὺ τὸν ἐπείραζαν γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀναστάσεως, καὶ οἱ
νομικοὶ ποὺ ρωτοῦσαν γιὰ τὴν τελειότητα, καὶ οἱ Ἡρωδιανοὶ γιὰ τὸν κῆνσο καὶ γιὰ τὴν
ἐξουσία τοῦ ἄλλοι. Ἀλλὰ κάποιος τὸν πείραξε ἐρωτώντας τὸν γιὰ τὸν γάμο, αὐτὸν ποὺ
δὲν πειράζεται, ποὺ δημιούργησε τὴν συζυγία, αὐτὸν ποὺ ἀπὸ τὸν πρῶτο γάμο ἔφτιαξε
ὅλο το ἀνθρώπινο γένος. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε: «Δὲν διαβάσατε στὶς Γραφὲς ὅτι
ὁ Δημιουργός των ἀνθρώπων, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοὺς ἔκανε ἄνδρα καὶ γυναίκα» (Ματθ. 19,4).

Ξέρει ὁ Χριστὸς σὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις νὰ δίνη ἐξηγήσεις καὶ σὲ ἄλλες νὰ
ἀποστομώνη τοὺς ἐρωτῶντες. Ὅταν τὸν ρωτήσανε «μὲ ποιὰ ἐξουσία ἐνεργεῖς ἔτσι;»
(Ματθ. 21,23) ἐρώτησις πολὺ χονδροειδὴς καὶ ἀγενής, καὶ αὐτὸς τοὺς ἐρωτὰ μὲ τὴν
σειρά του, «τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἦταν ἡ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;»
(Ματθ. 21,25), ἐρώτησις ποὺ τοὺς ἔδενε χειροπόδαρα κι ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρὲς(Δηλαδὴ
δὲν μποροῦσαν νὰ ἀπαντήσουν ὅτι τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη προερχόταν ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους, γιατί θὰ ξεσηκωνόταν ἐναντίον τοὺς ὁ λαὸς ποὺ εἶχε τὸν Ἰωάννη σὰν
θεόσταλτο προφήτη. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν ἀκόμη νὰ ποῦν ὅτι προερχόταν ἀπὸ τὸν οὐρανό,
διότι τότε θὰ ἔπρεπε νὰ δεχθοῦν τόσο τὸ βάπτισμά του ὅσο καὶ τὴν μαρτυρία γιὰ τὸν
Ἰησοῦ σὰν Σωτήρα τοῦ κόσμου, πράγματα ποὺ ἀπέρριψαν).

Μποροῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς κατὰ μίμησι τοῦ Χριστοῦ, μερικὲς φορὲς νὰ ἀποστομώνουμε
αὐτοὺς ποὺ συζητοῦν μαζί μας περίεργα καὶ ἀπίθανα, καὶ μὲ πιὸ ἀπίθανες ἀντερωτήσεις
νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὶς ἀνάρμοστες ἐρωτήσεις. Ἔχουμε κι ἐμεῖς μερικὲς φορὲς τὴν
μάταιη κοσμικὴ σοφία, γιὰ νὰ καυχηθῶ σὰν ἄφρων. Ὅταν ὅμως ὁ Χριστὸς βλέπη νὰ
ὑποβάλλωνται σωστὲς καὶ λογικὲς ἐρωτήσεις, δὲν ἀπαρνεῖται τὶς συνετὲς ἀποκρίσεις.

Το ἐρώτημα ποὺ ἔθεσές μου φαίνεται ὅτι τιμᾶ τὴν συζυγικὴ πίστι καὶ ἀπαιτεῖ
φιλάνθρωπη ἀπόκρισι. Τὴν συζυγικὴ πίστι ὅπου βλέπω πολλοὺς νὰ μὴ βαδίζουν σωστά,
καὶ ἡ ὑπάρχουσα νομοθεσία εἶναι ἄνιση καὶ ἀκανόνιστη. Πως λοιπὸν τὸ ἔκαναν, ὥστε οἱ
γυναῖκες νὰ τιμωροῦνται, ἐνῶ οἱ ἄνδρες νὰ κινοῦνται ἐλεύθερα; Καὶ ἡ μὲν γυναίκα ποὺ
ἀπάτησε τὸν ἄνδρα τῆς θεωρεῖται μοιχαλίδα καὶ γεύεται τὶς πικρὲς τιμωρίες τῶν
νόμων, ἐνῶ ὁ ἄνδρας ποὺ συνεχῶς ἁμαρτάνει καὶ ἀπατᾶ τὴν γυναίκα του νὰ μὴ θεωρεῖται
ὑπόδικος.
Δὲν τὴν δέχομαι αὐτὴ τὴ νομοθεσία, δὲν ἐπαινῶ αὐτὴ τὴν ἀντίληψι καὶ συνήθεια. Αυτοί
ποὺ θέσπισαν τοὺς νόμους ἦταν ἄνδρες γι’ αὐτὸ ἡ νομοθεσία εἶναι εἰς βάρος τῶν
γυναικών (Μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι ἡ ἁμαρτία τῆς συζύγου μπορεῖ νὰ ἔχη σὰν ἀποτέλεσμα τὴν
νοθεία τοῦ γένους, δηλαδὴ κάποιο ἢ κάποια τέκνα τῆς οἰκογενείας νὰ προέρχωνται ἀπὸ
ἄλλον πατέρα, οἱ Ρωμαϊκοὶ νόμοι στὰ χρόνια αὐτὰ φέρονταν αὐστηρὰ πρὸς τὶς γυναῖκες.
Μόνο στὸν ἄνδρα ἀναγνώριζαν τὸ δικαίωμα νὰ ζητῆ διαζύγιο γιὰ λόγους μοιχείας. Ἀλλὰ
καὶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ποὺ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ συγκρούωνται μὲ τοὺς νόμους τῆς
πολιτείας, ὅταν μάλιστα εἶχαν καὶ κάποια λογικὴ βάσι, υἱοθετοῦνταν αὐτὲς οἱ ἀρχές.
Διαφωτιστικός της καταστάσεως εἶναι ὁ 9ος κανὼν τοῦ Μ. Βασιλείου:

«…Ὅσον ἀφορᾶ τὴν γυναίκα, βλέπουμε πολλὴ τὴν ἀκριβολογία… Ὁ Ἱερεμίας λέει: «Ἐὰν μία
γυναίκα πάη μὲ ἄλλον ἄνδρα, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιστρέψη στὸν ἄνδρα της, διότι
θεωρεῖται πολὺ μολυσμένη» (3,1). Ἐπίσης «ἐκεῖνος ποὺ κρατάει τὴν μοιχαλίδα σὰν
σύζυγο εἶναι ἀνόητος καὶ ἀσεβὴς» (Πάρμ. 18,22). Σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια ποὺ
ἐπεκράτησε σ’ ἐμᾶς, οἱ γυναῖκες προστάσσονται νὰ κρατοῦν σὰν συζύγους τοὺς ἄνδρες
ποὺ ὑπέπεσαν σὲ μοιχεῖες καὶ πορνεῖες· καὶ ἀπορῶ ἂν εἶναι μοιχαλίδα ἡ γυναίκα ποὺ
πῆρε ἄνδρα τὸν ὁποῖον ἐχώρισε ἡ γυναίκα του γιὰ ἀπιστία… Τὸ νὰ ὑποπέση ὁ ἄνδρας σὲ
πορνεῖες, δὲν τὸ συνηθίζουμε καὶ στὴν Ἐκκλησία μας νὰ τὸ θεωροῦμε αἰτία διαζυγίου,
ἀλλὰ δεχόμαστε ὅτι πρέπει ἡ γυναίκα νὰ συγκατοικῆ μαζί του, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ἀπὸ
εἰδωλολάτρη δὲν προστάχθηκε νὰ χωρίζεται. «Ποῦ ξέρεις, γυναίκα; Μπορεῖ νὰ σώσης τὸν
ἄνδρα σου» (Ἃ’ Κορ. 7,16)». Ὄχι μόνο ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι μεγάλοι
Πατέρες, καὶ μάλιστα ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος διαμαρτύρονταν γιὰ τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς
ποὺ ἀδικοῦσαν τὸ γυναικεῖο φύλο. Ἀργότερα ἡ πολιτεία, ἐπὶ Ἰουστινιανοὺ κατήργησε
τοὺς μεροληπτικοὺς ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν νόμους καὶ ἀναγνώρισε στὴν γυναίκα τὸ δικαίωμα
νὰ ζητῆ διαζύγιο γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους ποὺ ζητοῦσε καὶ ὁ ἄνδρας (Νεαρὰ 28,7)).
Άλλωστε τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ μὲ τὰ τέκνα ποὺ τὰ ἀνέθεσαν στὴν ἐξουσία τοῦ πατέρα, ἐνῶ
δὲν ἔδειξαν φροντίδα καὶ δὲν ἐτίμησαν τὸ ἀσθενέστερο μέρος, (δηλ. τὴν μητέρα).

Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τὰ λέει ἔτσι, ἀλλὰ «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου ποὺ
εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς ἐντολὲς ποὺ ἔχει καὶ ὑπόσχεσι: «γιὰ νὰ εὐτυχήσης» (Ἐξοδ.
20,12). Καὶ «ὁποῖος κακολογεῖ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του νὰ θανατώνεται»
(Ἐξοδ. 21,27). Μὲ ὅμοιο τρόπο καὶ τὸ καλὸ ἐτίμησε καὶ τὸ κακὸ κατεδίκασε. Καὶ πάλι,
«ἡ εὐλογία τοῦ πατέρα στηρίζει τὰ σπίτια τῶν τέκνων, ἐνῶ ἡ κατάρα τῆς μητέρας τὰ
ξεθεμελιώνει» (Σ. Σειρὰχ 3,9).

Βλέπετε ἰσότητα νομοθεσίας; Ένας εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας,
ἀπὸ ἕνα χῶμα εἶναι πλασμένοι καὶ οἱ δύο, μία εἶναι ἡ εἰκόνα κατὰ τὴν ὁποία
πλάσθηκαν, ἕνας νόμος ὑπάρχει καὶ γιὰ τοὺς δύο, ἕνας θάνατος, μία ἀνάστασις. Ὅμοια
ἀπὸ ἄνδρα καὶ γυναίκα ἤρθαμε στὴν ὕπαρξι. Ἕνα χρέος ἔχουν τὰ τέκνα πρὸς τοὺς γονείς
(Οἱ θέσεις αὐτὲς καὶ οἱ ἑπόμενες τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς εἶναι ἀποστομωτικὲς γιὰ ὅσους
κατηγοροῦν τὸν Χριστιανισμὸ γιὰ ὑποτίμησι τοῦ γυναικείου φύλου. Ἡ περικοπὴ ἔχει
χρησιμοποιηθῆ παρὰ πολὺ σὲ συζητήσεις στὸ θέμα «Χριστιανισμὸς καὶ φεμινισμὸς»)

Πως λοιπόν ἐσὺ ζητεῖς ἀκεραιότητα ἀπὸ τὴν γυναίκα σου, χωρὶς νὰ εἰσφέρης καὶ σὺ τὸ
ὅμοιο; Πως ζητεῖς νὰ λάβης ὅ,τι δὲν δίνεις; Πῶς ἐνῶ εἶσαι ὁμότιμο σῶμα βγάζεις
ἄδικο νόμο. Ἐὰν στοχάζεσαι τὰ χειρότερα (αὐτὰ ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν πτῶσι μᾶς)
σκέψου ὅτι ἁμάρτησε μὲν ἡ γυναίκα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ Ἀδάμ. Καὶ τοὺς δύο
τους ἐξαπάτησε τὸ φίδι. Δεν βρέθηκε τὸ ἕνα μέρος πιὸ ἀσθενικὸ καὶ τὸ ἄλλο πιὸ
ἰσχυρό. Εάν πάλι σκέπτεσαι τὰ καλύτερα (αὐτὰ ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀνόρθωσί μας)
σκέψου ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὸ πάθος του καὶ τοὺς δύο τους σώζει. Σαρκώθηκε χάριν τοῦ
ἄνδρα; Τὸ ἴδιο καὶ χάριν τῆς γυναίκας. Θανατώθηκε γιὰ τὸν ἄνδρα; Τὸ ἴδιο καὶ ἡ
γυναίκα μὲ τὸν θάνατο τοῦ σώζεται. Ἐπειδὴ ὀνομάζεται ἀπόγονός του Δαβίδ, νομίζεις
ὅτι τιμᾶται ὁ ἄνδρας; Σκέψου ὅτι γεννᾶται ἀπὸ τὴν Παρθένο, πράγμα που είναι υπέρ
των γυναικών.
Ὁ λόγος τῆς Γραφῆς σημειώνει, «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γέν. 2,24). Καὶ ἀφοῦ
πρόκειται γιὰ μία σάρκα, ἃς θεωρείται ομοτιμη.

Ὁ δὲ Παῦλος καὶ μὲ παράδειγμα νομοθετεῖ τὴν συζυγικὴ ἀκεραιότητα. Πῶς καὶ μὲ ποιὸ
τρόπο; Μὲ τὸ νὰ λέη ὅτι «τὸ μυστήριον τοῦτο εἶναι μεγάλο, καὶ ἐγὼ τὸ συσχετίζω μὲ
τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία» (Ἐφεσ. 5,32). Εἶναι καλὸ γιὰ τὴν γυναίκα νὰ ντρέπεται
τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο τοῦ ἄνδρα. Καὶ εἶναι καλὸ στὸν ἄνδρα νὰ μὴν ἀτιμάζη τὴν
Ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῆς γυναίκας. «Ἡ γυναίκα, λέει, πρέπει νὰ φοβᾶται τὸν ἄνδρα»
(Ἐφεσ. 5,33). Διότι πρέπει νὰ φοβᾶται καὶ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνδρας πρέπει νὰ
φροντίζη τὴν γυναίκα, διότι καὶ ὁ Χριστὸς φροντίζει τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ
τὸ φιλοσοφήσουμε πιὸ πολὺ αὐτὸ τὸ ρητό (του Παύλου).

«Ἄρμεγε καὶ χτύπα τὸ γάλα, καὶ θὰ γίνη βούτυρο» (Πάρμ. 30,33). Ἐξέτασέ το (τὸ ρητὸ)
καὶ μπορεῖς νὰ βρῆς σ’ αὐτὸ κάτι πιὸ χρήσιμο καὶ θρεπτικό. Μοῦ φαίνεται πὼς ἐδῶ ὁ
λόγος ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν διγαμία. Ἐὰν ὑπῆρχαν δύο Χριστοί, τότε καὶ δύο ἄνδρες καὶ
δύο γυναῖκες. Ἐὰν ὅμως ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας, μία εἶναι καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας,
ἕνα καὶ τὸ σῶμα. Τὸ δεύτερο σῶμα νὰ ἀπορρίπτεται. Καὶ ἂν δὲν ἐπιτρέπεται τὸ
δεύτερο, τί νὰ πῆ κανεὶς γιὰ τὸ τρίτο. Το πρῶτο, νόμιμο? τὸ δεύτερο, κατὰ
συγχώρησι? τὸ τρίτο, παράνομο. Κι ὁποῖος ζητήσει καὶ περισσότερο μοιάζει μὲ
γουρούνι, καὶ δὲν βρίσκουμε πολλὰ παραδείγματα νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν ἄσχημη ζωή
του.
Ὁ Νόμος γιὰ κάθε αἰτία προβλέπει διαζύγιο. Ὁ Χριστὸς ὅμως ὄχι γιὰ κάθε αἰτία.
Ἐπιτρέπει μόνο τὸν χωρισμὸ τῆς πόρνης, ἐνῶ γιὰ τὰ ἄλλα παραγγέλλει φιλοσοφικὴ
ἐγκαρτέρησι. Καὶ τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὴν πόρνη τὸν ἐπιτρέπει, διότι αὐτὴ νοθεύει τὸ
γένος. Γιὰ τὸ ἄλλα ἃς δείχνουμε φιλοσοφικὴ ἐγκαρτέρησι. Ἢ καλύτερα ἃς δείχνετε
φιλοσοφικὴ ἐγκαρτέρησι ὅσοι δεχθήκατε τὸν ζυγὸ τοῦ γάμου.

Ἐὰν δῆς στὴν γυναίκα σου «ἐπιγραφὲς καὶ ὑπογραφὲς» δηλ. βαψίματα, ἀφαίρεσέ τα. Ἐὰν
γλώσσα ἀπερίσκεπτη, σωφρόνισε τὴν. Ἐὰν γέλιο ἀνήθικο, φέρε τῆς στενοχώρια. Ἐὰν
ἔξοδα καὶ ποτὰ ὑπερβολικά, συμμάζεψε τὴν. Ἐὰν ἐπισκέψεις ἀκατάλληλες, δέσε τὴν. Ἐὰν
βλέμμα ποὺ περιφέρεται ἐδῶ καὶ κεῖ, τιμώρησε τὴν. Μὴ τὴν κόψης ἀπερίσκεπτα. Μὴ τὴν
χωρίσης. Γιατί δὲν ξέρουμε ποιὸ θὰ κινδυνέψη, αὐτὸ ποὺ κόβει ἢ αὐτὸ ποὺ κόβεται. «Ἡ
πηγή, λέει ἡ Γραφή, ἀπὸ ὅπου πίνεις νερὸ νὰ εἶναι δική σου, καὶ κανένας ξένος νὰ
μὴν πίνη ἀπὸ αὐτὴ» (Πάρμ. 5,17). Καὶ «μὲ σένα νὰ συναναστρέφεται τὸ χαριτωμένο
πουλάρι σου καὶ τὸ ἀγαπημένο ἐλάφι σου» (Πάρμ. 5,19). Ἐσὺ λοιπὸν μὴ γίνεσαι ξένος
ποταμός, μήτε νὰ κοιτάζης νὰ ἀρέσης σὲ ἄλλες παρὰ μόνο στὴν γυναίκα σου. Ἐὰν ὅμως
τρέχης ἀλλοῦ, τότε καὶ στὸ δικό σου μέλος νομοθετεῖς τὴν ἁμαρτία καὶ ἀσέλγεια. Ἔτσι
τὰ λέει ὁ Σωτήρ.

Αλλά οἱ Φαρισαῖοι πῶς φέρονται; Τοὺς φαίνεται σκληρὸς ὁ λόγος (Ἐννοεῖ τὸν λόγο τοῦ
Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀπαγόρευσι τοῦ διαζυγίου, ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὴν περίπτωσι τῆς
πορνείας). Και ἄλλα βέβαια λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀπαρέσκουν καὶ στοὺς Φαρισαίους τῆς
ἐποχῆς ἐκείνης καὶ στοὺς τωρινοὺς Φαρισαίους. Τὸν Φαρισαῖο δὲν τὸν κάνει μόνο ἡ
καταγωγή, ἀλλὰ καὶ ἡ συμπεριφορά. Παρόμοια γνωρίζω καὶ Ἀσσύριο καὶ Αἰγύπτιο ποὺ
κατατάσσεται μ’ αὐτοὺς γιὰ τὴν προαίρεσι καὶ τὸ φρόνημά του.
Τί λένε λοιπὸν οἱ Φαρισαῖοι; «Ἐάν ετσι ἔχη τὸ θέμα τῆς διαζεύξεως τοῦ ἄνδρα ἀπὸ τὴν
γυναίκα, μόνο ἀπὸ μία αἰτία, τότε δὲν συμφέρει ὁ γάμος» (Ματθ. 19, 10).

– Ὢ Φαρισαῖε, τώρα τὸ καταλαβαίνεις πὼς δὲν συμφέρει ὁ γάμος. Προηγουμένως δὲν τὸ


γνώριζες, ὅταν ἔβλεπες τὶς χῆρες γυναῖκες καὶ τὰ ὀρφανὰ παιδιὰ καὶ τοὺς θανάτους
τῶν μικρῶν παιδιῶν καὶ τὰ πένθη ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὰ γλέντια, καὶ τοὺς θανάτους τῶν
νεόνυμφων καὶ τὶς ἀτεκνίες καὶ τὶς γεννήσεις ἀναπήρων παιδιῶν καὶ τοὺς τοκετοὺς
ὅπου πέθανε ἡ μητέρα καὶ ὅλη τὴν σχετικὴ κωμωδία ἢ τραγωδία; Ἢ καλύτερα καὶ τὰ δυὸ
μαζί.

Συμφέρει νὰ παντρευθῆ κανείς; Συμφωνώ κι ἐγώ, διότι «ὁ γάμος εἶναι τίμιος καὶ ἡ
κοίτη ἀμόλυντη» (Ἔβρ. 13,4). Συμφέρει στοὺς σώφρονες, ὄχι στοὺς ἀχόρταγους καὶ σ’
αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ δίνουν στὴν σάρκα περισσότερη ἀξία ἀπὸ ὅ,τι πρέπει. Ὅταν ὁ
γάμος εἶναι μόνο τοῦτο, γάμος δηλαδὴ καὶ ἕνωσις συζύγων καὶ ἐπιθυμία ἀποκτήσεως
παιδιῶν διαδόχων, εἶναι καλός, διότι δημιουργεῖ περισσοτέρους ἀνθρώπους ποὺ
εὐαρεστοῦν τὸν Θεό. Ὅταν ὅμως ἐξάπτη τὴν ὕλη τῆς σάρκας καὶ σὲ περιβάλλη μὲ ἀγκάθια
καὶ γίνεται σὰν δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ κακό, τότε κι ἐγὼ ἀναφωνῶ, «δὲν συμφέρει νὰ
παντρευθῆς».

/10. Ο γάμος εἶναι καλὸ πράγμα, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι εἶναι καὶ ἀνώτερο ἀπὸ τὴν
παρθενία. Διότι δὲν θὰ ἦταν μεγάλο πράγμα ἡ παρθενία, ἂν δὲν τύχαινε νὰ εἶναι
καλύτερη ἀπὸ καλό. Ἀλλὰ μὴν στενοχωρεῖσθε ὅσες εἴσαστε στὸ ζυγὸ τοῦ γάμου. «Πρέπει
να πειθαρχούμε στον Θεὸ μᾶλλον παρὰ στοὺς ἀνθρώπους»(Πράξ. 5,29). Πλὴν ὅμως νὰ
εἴσαστε συνδεδεμένες μεταξύ σας καὶ οἱ παρθένες καὶ οἱ σύζυγοι γυναῖκες καὶ νὰ
εἴσαστε ἕνα πράγμα «ἐν Κυρίω» καὶ οἱ μὲν στόλισμά των δέ. Δὲν θὰ ὑπῆρχε ἄγαμος, ἂν
ἔλειπε ὁ γάμος. Γιατί πῶς ξεπρόβαλε σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ ἡ παρθένος; Δὲν θὰ ὑπῆρχε γάμος
σεμνός, ἂν δὲν ἔφερε σὰν καρπὸ στὸν Θεὸ καὶ στὴν ζωή, παρθένο. Τίμησε καὶ σὺ (ἡ
παρθένος) τὴν μητέρα σου ἀπὸ ὅπου δημιουργήθηκες. Τίμησε καὶ σὺ (ἡ σύζυγος) αὐτὴν
ποὺ προῆλθε ἀπὸ μητέρα, ἔστω κι ἂν δὲν εἶναι μητέρα. Δὲν εἶναι μὲν μητέρα, ἀλλὰ
εἶναι νύμφη τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ δὲν κρύβεται, ἐνῶ ἡ κρυμμένη εἶναι φανερὴ στὸν Θεό. «Ὅλη ἡ δόξα
τῆς θυγατρὸς τοῦ Βασιλέως εἶναι ἀπὸ μέσα καὶ περιβάλλεται καὶ στολίζεται μὲ χρυσὰ
κρόσσια» (Ψάλμ. 44,14) εἴτε δηλαδὴ μὲ (ἅγιες) πράξεις εἴτε μὲ (ἱερὲς) θεωρίες.

Καὶ αὐτὴ ποὺ εἶναι στὸν ζυγὸ τοῦ γάμου, ἃς ἀνήκη κάπως στὸν Χριστό. Ἡ παρθένος ἃς
ἀνήκη ὁλόκληρη στὸν Χριστό. Ἡ μία νὰ μὴ δένεται ἐντελῶς μὲ τὰ κοσμικά. Ἡ ἄλλη (ἡ
παρθένος) νὰ μὴ προσχωρῆ καθόλου στὸν κόσμο. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τὴν παντρεμένη εἶναι
μερικό, γιὰ τὴν παρθένο ἃς εἶναι ὁλικό.

– Ἔχεις διαλέξει, (παρθένε), τὴν ἀγγελικὴ ζωή; Ἔχεις καταταγὴ στοὺς ἄγαμους; Ἃς μὴ
καταπέσης στὰ σαρκικά, ἃς μὴ καταπέσης στὰ ὑλικά, ἃς μὴ κάνης γάμο μὲ τὰ ὑλικά, ἐνῶ
παράλληλα μένεις ἄγαμη. Όταν τὸ μάτι πορνεύη, δὲν φυλάει παρθενία. Ὅταν ἡ γλώσσα
πορνεύη, συνενώνεται μὲ τὸν διάβολο. Ὅταν τὰ πόδια βαδίζουν ἄτακτα, ἐπικρίνονται
γιὰ ἀρρώστεια ἢ κίνδυνο. Ἃς ἀσκῆ παρθενία καὶ ὁ νοῦς, ἃς μὴ τρέχουν ἐδῶ κι ἐκεῖ οἱ
σκέψεις, ἃς μὴ περιπλανοῦνται. Ἃς μὴ τυπώνωνται στὴν διάνοια ἁμαρτωλὲς εἰκόνες,
γιατί κι αὐτὸ ἀποτελεῖ μέρος τῆς πορνείας. Ας μὴν εἰκονίζωνται στὴν ψυχὴ τὰ μισητά.

«Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε σ’ αὐτούς: Δὲν τὸν δέχονται ὅλοι αὐτὸν τὸν λόγο (γιὰ τὴν
ἀγαμία), ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ τοὺς δόθηκε (ἡ σχετικὴ χάρις)» (Ματθ. 19,11). Βλέπετε πόσο
ὑψηλὸ εἶναι τὸ πράγμα. Λίγο ἔλειψε νὰ εἶναι καὶ ἄπιαστο. Ἀλήθεια, πὼς μπορεῖ νὰ μὴν
εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν σάρκα αὐτὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ σαρκικὴ γέννησι καὶ δὲν
προχωρεῖ ὅμοια σὲ σαρκικὴ γέννησι; Γιατί, πῶς νὰ μὴν εἶναι ἀγγελικὸ πράγμα, αὐτή,
ποῦ εἶναι δεμένη μὲ τὴν σάρκα νὰ μὴ ζῆ σαρκικά, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται ψηλότερα ἀπὸ τὴν
φυσικὴ κατάστασι; Η σάρκα τὴν ἔδεσε στὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ φρόνημα καὶ ἡ σκέψις τὴν
ἀνέβασε στὸν Θεό. Ἡ σάρκα τὴν βάραινε, ἀλλὰ τὸ φρόνημα καὶ ἡ σκέψις τὴν φτέρωσε. Ἡ
σάρκα τὴν ἔδεσε, ἀλλὰ ὁ πόθος τὴν ἔλυσε.
– Τεντώσου ὁλόψυχα, παρθένε, πρὸς τὸν Θεόν. Αὐτὸ βέβαιά το νομοθετῶ καὶ γιὰ τοὺς
ἄνδρες καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες. Καὶ ἃς μὴ σοῦ φανῆ, (παρθένε), κάποιο ἄλλο πράγμα
καλό, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀρέσουν στοὺς πολλούς. Ἃς μὴ σοῦ φανῆ καλὸ πράγμα ἡ εὐγενικὴ
καταγωγή, οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ὁ βασιλικὸς θρόνος οὔτε ἡ ἐξουσία οὔτε ἡ ὀμορφιὰ ποὺ
φαντάζει στὰ χρώματα καὶ στὶς συνθέσεις τῶν σωματικῶν μελῶν. Ἡ ὀμορφιὰ αὐτὴ γίνεται
παίγνιο τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἀρρώστειας. Ἄραγε ἄδειασες στὸν Θεὸν ὅλη τὴν δύναμι τῆς
ἀγάπης σου; Ἄραγε δὲν ποθεῖς δύο πράγματα, καὶ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ ἀόρατα; Ἄραγε
πληγώθηκες τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ «ἐκλεκτὸν βέλος» (Ἧς. 49,2) καὶ γνώρισες καλὰ τὴν
ὀμορφιὰ τοῦ Νυμφίου; ὥστε νὰ τοῦ λὲς καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὴν νύμφη τοῦ νυμφικοῦ δράματος
καὶ τραγουδιοῦ: «Εἶσαι γλυκύτητα καὶ ὅλος ἐπιθυμία» (Ἆσμα ἀσμάτων 5,16).

Κοιτάξετε τὰ νερὰ ποὺ μπῆκαν μέσα σὲ μολύβδινους σωλῆνες, πὼς ἀπὸ τὴν μεγάλη πίεσι
καὶ τὴν ἑνιαία φορά, πολλὲς φορὲς ξεφεύγουν τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν φύσι τους, ὥστε
ξεπετάγονται ψηλά. Καὶ καθὼς σπρώχνονται ἀπὸ πίσω, πάντοτε πετάγονται πρὸς τὰ ἄνω.
Ἔτσι καὶ σύ, (παρθένε), ἐὰν σφιχτῆς στὸν πόθο καὶ ὁλόκληρη συναφθῆς στὸν Θεό, θὰ
πεταχθῆς ψηλά. Δὲν θὰ πέσης κάτω. Δὲν θὰ διαλυθῆς. Θὰ μείνης ὁλόκληρη στὸν Χριστό,
μέχρις ὅτου ἀξιωθῆς καὶ νὰ ἀντικρύσης τὸν Χριστό, τὸν νυμφίο σου. Φύλαγε τὸν ἑαυτό
σου ἀπρόσιτο στὸ κακὸ καὶ στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα καὶ στὴν ζωὴ καὶ στὶς σκέψεις καὶ
στὶς κινήσεις. Από παντοῦ ὁ Πονηρὸς σὲ περιεργάζεται καὶ τὰ παρατηρεῖ ὅλα
προσεκτικά, ποὺ θὰ χτυπήση, ποὺ θὰ πληγώση, ποὺ τυχὸν θὰ βρῆ ξεγυμνωμένο μέρος, τὸ
ὁποῖο προσφέρεται γιὰ χτύπημα. Όσο πιὸ καθαρὴ σὲ βλέπει, τόσο περισσότερο
ἀγωνίζεται νὰ σὲ κηλίδωση. Ἄλλωστε στὴν λαμπρὴ ἐνδυμασία οἱ κηλίδες εἶναι πιὸ
ἐμφανεῖς.
Ἃς μὴ παρασύρη ὁ ὀφθαλμὸς τὸν ὀφθαλμὸ οὔτε τὸ γέλιο τὸ γέλιο οὔτε ἡ οἰκειότητα τὴν
νύκτα οὔτε ἡ νύκτα τὴν ἀπώλεια. Εκείνο ποὺ σιγὰ σιγὰ παρασύρεται καὶ ὑποκλέπτεται,
πρὸς τὸ παρὸν δείχνει ἀνεπαίσθητη ζημιά, ἀλλὰ καταλήγει στὸ πιὸ βαρὺ ἁμάρτημα.

«Δὲν τὸν δέχονται ὅλοι αὐτὸν τὸν λόγο (γιὰ τὴν ἀγαμία), ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ τοὺς δόθηκε
(ἡ σχετικὴ χάρις)» (Ματθ. 19,11). Σαν ἀκούσης «τοὺς δόθηκε», μὴ σκεφθῆς σὰν
αἱρετικός, μὴν ὁμιλήσης γιὰ φύσεις, μὴν ὁμιλήσης γιὰ τοὺς «χοϊκοὺς» καὶ τοὺς
«πνευματικοὺς» καὶ τοὺς «μέσους». Γιατί εἶναι μερικοὶ τόσο ἄσχημα τοποθετημένοι,
ὥστε νὰ νομίζουν πὼς ἄλλοι ἄνθρωποι ἔχουν φύσι ποὺ προορίζεται ἐξ ὁλοκλήρου γιὰ
ἀπώλεια, ἄλλοι γιὰ σωτηρία καὶ ἄλλοι ἀνάλογα πρὸς τὰ ποὺ κλίνει ἡ θέλησίς τους,
πρὸς τὰ χειρότερα ἢ πρὸς τὰ καλύτερα.
Δέχομαι κι ἐγὼ βέβαια ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἱκανότητες ἄλλος περισσότερες καὶ ἄλλος
λιγώτερες. Ἀλλὰ δὲν ἐπαρκοῦν οἱ ἱκανότητες γιὰ τὴν (πνευματικὴ) τελειότητα. Αὐτὴ
προκαλεῖται ἀπὸ τὴν σκέψι καὶ τὴν ἀπόφασι, ποὺ κάνουν τὴν φύσι νὰ προχώρηση σὲ
ἔργο, ὅπως ἀκριβῶς ὁ πυριτόλιθος πρέπει νὰ χτυπηθῆ μὲ τὸ σίδερο γιὰ νὰ δημιουργηθῆ
φωτιά.

Ὅταν ἀκούσης «σ’ αὐτοὺς ποὺ δόθηκε», νὰ πρόσθεσης, «δόθηκε σ’ ὅσους προσκαλοῦνται
καὶ συγκατανεύουν στὴν πρόσκλησι». Ὅπως πάλι ὅταν ἀκούσης «δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ
ἐκεῖνον ποὺ θέλει οὔτε ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν ποὺ ἐλεεῖ» (Ρωμ.
9,16), σὲ συμβουλεύω νὰ σκεφθῆς τὸ ἴδιο. Ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ τόσο ἀλαζονεύονται
γιὰ τὰ κατορθώματά τους, ὥστε τὸ πᾶν νὰ τὸ δίνουν στὸν ἑαυτό τους καὶ τίποτε στὸν
Δημιουργὸ καὶ δοτήρα τῆς σοφίας καὶ χορηγό των καλῶν. Γι’ αὐτὸ τοὺς διδάσκει ὁ
λόγος πὼς καὶ ἡ θέλησις τοῦ καλοῦ χρειάζεται τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ? ἢ καλύτερα, ἡ
ἐκλογὴ τοῦ σωστοῦ ἀποτελεῖ θεϊκὸ δῶρο τῆς θεϊκῆς φιλανθρωπίας.

Πρέπει νὰ θέτουμε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ σώζωνται καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου
καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοὺ (Ἡ ὀρθόδοξος θέσις εἶναι ὅτι πρέπει νὰ συνεργήσουν καὶ οἱ δύο
παράγοντες στὴν σωτηρία τοῦ ἄνθρωπου, καὶ ἡ θεία ἐνέργεια καὶ ἡ ἀνθρώπινη.
Πρόκειται γιὰ θεανθρώπινη συνεργασία. Αὐτὴ τὴν γραμμὴ ὑποστηρίζουν καὶ οἱ
Καππαδόκες Πατέρες, ὅπως ἐν προκειμένω ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Στὴν δύσι, ὁ Ἱερὸς
Αὐγουστίνος τὸ εἶδε διαφορετικά το θέμα, ὑπερτονίζοντας τὸν θεῖο παράγοντα καὶ
ὑποτιμώντας τὸν ἀνθρώπινο). Γι’ αὐτὸ λέει, «δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θέλει»
δηλαδὴ μόνο ἀπὸ ἐκεῖνον, «οὔτε» μόνο «ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ
ποὺ ἐλεεῖ» (Ρωμ. 9,16). Ἔπειτα, ἀφοῦ καὶ ἡ βούλησις προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅλα
φυσικά τα ἔδωσε στὸν Θεό. Ὅσο καὶ νὰ τρέξης ὅσο καὶ νὰ ἀγωνισθῆς, ἔχεις ἀνάγκη τοῦ
στεφανοθέτη. «Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήση σπίτι, ἄδικα κοπιάζουν οἱ οἰκοδόμοι. Ἐὰν
ὁ Κύριος δὲν φυλάξη πόλι, ἄδικα ἀγρυπνοῦν οἱ φυλακὲς τῆς» (Ψάλμ. 126,1).

Γνωρίζω, λέει (ὁ Σολομῶν), ὅτι «τὸ τρέξιμο δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἀνάλαφρους οὔτε ὁ
πόλεμος γιὰ τοὺς δυνατοὺς» (Ἔκκλ. 9,11) οὔτε γιὰ τοὺς μαχητὲς ἡ νίκη, οὔτε γιὰ τοὺς
καλοταξειδευτὲς τὰ λιμάνια. Ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἡ ἐπιτυχία τῆς νίκης
καὶ τὸ καλὸ φθάσιμο τοῦ πλοίου στὸ λιμάνι.

Και τὸ ἑπόμενο περιστατικό, ἂν καὶ λέγεται καὶ κατανοεῖται σὲ ἄλλη περικοπῆ, ἴσως
νὰ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ τὸ προσθέσω στὰ προηγούμενα, γιὰ νὰ χαρίσω καὶ σὲ σᾶς τὸν
πλοῦτο μου:
«Ἐζήτησε ἡ μητέρα τῶν παιδιῶν τοῦ Ζεβεδαίου» (Ματθ. 20,20) ἀπὸ πάθος ἀγάπης πρὸς τὰ
παιδιά της, καὶ ἀπὸ ἄγνοια τοῦ τί μεγάλο πράγμα ζητεῖ – συγχωρεῖται ὅμως γιατί εἶχε
ὑπερβολικὴ ἀγάπη καὶ φυσικὴ συμπάθεια καὶ εὔνοια πρὸς τὰ παιδιά της, ἀφοῦ ἄλλωστε
δὲν ὑπάρχει τίποτε εὐσπλαγχνικώτερο ἀπὸ τὴν μητέρα· καὶ τὸ λέω αὐτὸ γιὰ νὰ
νομοθετήσω τὴν τιμὴ πρὸς τὶς μητέρες. «Ἐζήτησε λοιπὸν ἡ μητέρα τους ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ,
νὰ καθήσουν τὰ παιδιὰ τῆς ἕνα στὰ δεξιὰ καὶ ἕνα στὰ ἀριστερά».

Ἀλλὰ πῶς φέρθηκε ὁ Σωτήρ; Ἐρώτησε στὴν ἀρχὴ ἂν μποροῦν νὰ πιοῦν τὸ ποτήριο ποὺ
ἐπρόκειτο αὐτὸς νὰ πιῆ. Καὶ σὰν συμφώνησαν σ’ αὐτὸ καὶ ὁ Σωτὴρ τὸ δέχθηκε – γνώριζε
βέβαια ὅτι μὲ αὐτὸ φθάνουν ἢ μᾶλλον θὰ φθάσουν στὴν τελείωσι καὶ στὸ τέλος – τί
τοὺς εἶπε;«Τὸ μὲν ποτήριο θὰ τὸ πιήτε, ἀλλὰ τὸ νὰ καθήσετε στὰ δεξιὰ καὶ στὰ
ἀριστερὰ δὲν εἶναι στὸ χέρι μου νὰ τὸ δώσω, ἀλλὰ ἀνήκει σ’ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δόθηκε»
(Ματθ. 20,23). Μα καλὰ πῶς γίνεται αὐτό; Ο ἡγεμόνας νοῦς δὲν συμβάλλει σὲ τίποτε;
Οὔτε ὁ κόπος; Οὔτε ὁ λόγος; Οὔτε ἡ μοναστικὴ ἄσκησις καὶ ζωή; Οὔτε ἡ νηστεία; Οὔτε
ἡ ἀγρυπνία; Οὔτε ἡ χαμευνία; Οὔτε τὸ συνεχὲς χύσιμο δακρύων; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά,
ἀλλὰ σὰν μὲ κάποια παράλογη κλήρωσι ὁ Ἱερεμίας ἁγιάζεται ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας
του καὶ ἄλλοι ἀπὸ τότε ἀποξενώνονται ἀπὸ τὸν Θεόν;

Φοβάμαι μήπως σᾶς κόλληση καὶ καμμία παράλογη ἰδέα, πὼς ἡ ψυχὴ προϋπήρξεκαι ἔζησε
σὲ ἄλλο κόσμο καὶ ἔπειτα δέθηκε μ’ αὐτὸ τὸ σῶμα. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἐκεῖ διαγωγή,
ἄλλοι παίρνουν ἐδῶ το χάρισμα τῆς προφητείας, καὶ ἄλλοι ὅσοι ἔζησαν ἁμαρτωλὰ
καταδικάζονται. Τοῦτο ὅμως εἶναι πολὺ παράλογο νὰ τὸ δεχθοῦμε. Ἐπίσης δὲν εἶναι
«ἐκκλησιαστικό». Ἄλλοι ἃς κάνουν παιγνίδια μὲ τέτοια δόγματα. Σ’ ἐμᾶς δὲν εἶναι
ἀσφαλὲς νὰ κάνουμε τέτοια παιγνίδια. Γι’ αὐτὸ καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περικοπὴ στὸ «σ’
αὐτοὺς ποὺ τοὺς δόθηκε», ἃς προσθέσης, «δόθηκε στοὺς ἄξιους». Ὅ,τι ἀπέκτησαν δὲν τὸ
πῆραν ἁπλῶς ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ τὸ ἔδωσαν καὶ οἱ ἴδιοι στὸν ἑαυτό τους.
«Διότι ὑπάρχουν εὐνοῦχοι ποὺ εὐνουχίσθηκαν ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τοὺς» κλπ.
(Ματθ. 19,12). Τὸ ἤθελα ὑπερβολικὰ νὰ μποροῦσα νὰ πῶ κάποιον λόγο ἀνδρικὸ γιὰ τοὺς
εὐνούχους.
– Μὴν ὑψηλοφρονεῖτε ὅσοι ἐκ φύσεως εἴσαστε εὐνοῦχοι. Διότι ἡ ἠθικὴ ἀκεραιότης σας
ἴσως εἶναι ἀθέλητη, ἀφού δεν γνώρισε δοκιμασία καὶ δὲν δοκιμάσθηκε στὴν πράξι μὲ
πειρασμούς. Τὸ καλὸ ποὺ ἔχουμε ἐκ φύσεως εἶναι μικρᾶς ἀξίας, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ ἔχουμε
ἀπὸ τὴν θέλησί μας (καὶ τὸν προσωπικό μας ἀγώνα) εἶναι ἀξιέπαινο. Ποιὰ χάρι καὶ
ποιὸ ἔπαινο ν’ ἀποδώσουμε στὴν φωτιὰ ἐπειδὴ καίει; Αὐτὸ τὸ ἔχει ἐκ φύσεως. Ποιὰ
χάρι καὶ ποιὸν ἔπαινο ν’ ἀποδώσουμε στὸ νερὸ ἐπειδὴ κυλάει πρὸς τὰ κάτω; Αὐτὸ τὸ
ἔχει ἀπὸ τὸν Δημιουργό Του. Ποιὰ χάρι καὶ ποιὸν ἔπαινο ν’ ἀποδώσουμε στὸ χιόνι
ἐπειδὴ εἶναι ψυχρό; Ἢ στὸν ἥλιο ἐπειδὴ φωτίζει; Διότι καὶ νὰ μὴ τὸ θέλη, φωτίζει.
Κᾶνε μου τὴν χάρι νὰ θέλησης τὰ καλύτερα. Κᾶνε μου τὴν χάρι, ἐὰν κατέληξες
σαρκικός, νὰ μεταβληθῆς σὲ πνευματικὸ ἐάν, ἐνῶ σύρεσαι κάτω ἀπὸ τὸ μολύβι τῆς
σάρκας, ἀπόκτησης φτερὰ ἀπὸ τὴν λογική? ἐάν, ἐνῶ κατέληξες ταπεινός, μεταβληθῆς σὲ
οὐράνιο? ἐάν, ἐνῶ δέθηκες μὲ τὴν σάρκα, φανῆς ἀνώτερός της.

Επειδή ἡ σωματικὴ ἐγκράτεια δὲν φέρνει ἔπαινο στοὺς εὐνούχους, ἂπ’ αὐτοὺς ζητῶ κάτι
ἄλλο. Μὴν πορνεύσετε ὅσον ἀφορᾶ τὴν πίστι σας στὸν Θεό. Ἀφοῦ συζευχθήκατε τὸν
Χριστό, μὴν ἀτιμάσετε τὸν Χριστό. Ἀφοῦ τελειωθήκατε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, μὴ κάνετε
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁμότιμο μέ σας, (δηλ. κτίσμα)( Στὰ χρόνια του ἁγίου Γρηγορίου
ὑπῆρχαν καὶ οἱ Πνευματομάχοι, ποὺ δὲν ὠμολογοῦσαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς Θεὸν ἀληθινόν,
ὁμότιμο καὶ ἴσο πρὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ὁ λόγος τώρα γίνεται ἀντιαιρετικὸς καὶ
στρέφεται ἐναντίον αὐτῶν τῶν αἱρετικῶν, χωρὶς νὰ ξεχνάη καὶ τοὺς Ἀρειανούς). Ο
Παῦλος λέει, «ἐὰν ἀκόμη ἄρεσα στοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ἤμουνα δοῦλος Χριστοῦ» (Γαλ.
1,10). Ἐὰν ἐλάτρευα κτίσμα, δὲν θὰ ὠνομαζόμουν Χριστιανός. Γιὰ ποιὸ λόγο ἔχει τιμὴ
τὸ ὄνομα Χριστιανός; Ὄχι διότι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός; Ἐκτὸς καὶ συμβαίνει αὐτὸ
ἐπειδὴ εἶμαι ἄνθρωπος ποὺ συνενώθηκα μὲ τὸν Χριστὸ μὲ ἀγάπη. Ὅμως καὶ τὸν Πέτρο
τιμῶ, ἀλλὰ δὲν ὀνομάζομαι Πετριανός. Καὶ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ δὲν ὠνομάσθηκα Παυλιανός.
Δὲν δέχομαι νὰ παίρνω ὀνόματα ἀπὸ ἀνθρώπους ἀφοῦ εἶμαι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι
ἂν τὸν Χριστὸ τὸν θεωρῆς Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάζεσαι Χριστιανός, καλῶς. Εἴθε νὰ
καλεῖσαι ἔτσι καὶ νὰ μένης πιστὸς καὶ στὸ ὄνομα καὶ στὸ πράγμα. Ἐὰν ὅμως ἐπειδὴ
ἁπλῶς ἀγαπᾶς τὸν Χριστό, γιὰ τοῦτο παίρνεις ἀπὸ αὐτὸν τὸ ὄνομα, τίποτε τὸ
περισσότερο δὲν προσφέρεις στὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὶς ἄλλες ὀνομασίες ποὺ προκύπτουν
ἀπὸ κάποιο ἐπάγγελμα ἢ πράγμα.
Βλέπετε αὐτοὺς ποὺ δείχνουν ζῆλο γιὰ τὶς Ἱπποδρομίες. Αὐτοὶ παίρνουν ὀνόματα ἀπὸ τὰ
χρώματα καὶ ἀπὸ τὶς παρατάξεις ὅπου ἀνήκουν(Στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ γενικὰ στὴν
Ρωμιοσύνη ὑπῆρχαν μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου μ.Χ. αἰώνα δύο μεγάλες ὁμάδες, οἱ Βένετοι
(=γαλάζιοι) καὶ οἱ Πράσινοι. Στοὺς δεύτερους ἄνηκαν τὰ λαϊκώτερα στρώματα. Ἐνῶ στὴν
ἀρχὴ οἱ δραστηριότητές τους περιορίζονταν στὰ ἀθλητικά, ἀργότερα εἴχαμε καὶ
ἀνάμειξι μὲ τὰ πολιτικά, ποὺ πολλὲς φορὲς δημιουργοῦσε ὀξεῖς προβληματισμούς).
Εσείς, ἂν κι ἐγὼ δὲν τὰ λέω, τὰ γνωρίζετε τὰ ὀνόματα. Ἐὰν μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια
ὀνομάζεσαι Χριστιανός, εἶναι πολὺ ἀσήμαντη ἡ ὀνομασία, ἔστω κι ἂν ἐσὺ καλλωπίζεσαι
γι’ αὐτή. Ἐὰν ὅμως ὀνομάζεσαιΧριστιανος, διότι τὸν Χριστὸ τὸν θεωρεῖς Θεό, τότε
δεῖξε αὐτὸ ποὺ πιστεύεις μὲ τὰ ἔργα σου.
Ἐὰν ὁ Υἱὸς εἶναι κτίσμα, ἀκόμη καὶ τώρα λατρεύεις τὴν κτίσι καὶ ὄχι τὸν Κτίστη. Ἐὰν
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κτίσμα, ἄδικα βαπτίσθηκες καὶ στὰ μὲν δύο μέρη ὑγιαίνεις – ἢ
μᾶλλον οὔτε σ’ ἐκεῖνα – στὸ δὲ τρίτο βρίσκεσαι σὲ πλήρη κίνδυνο.

Φαντάσου τὴν Τριάδα σὰν ἕνα μαργαριτάρι, ποὺ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς εἶναι ὅμοιο καὶ
λάμπει ἐξ ἴσου. Ὁποῖο τμῆμα του κι ἂν χαλάση, χάθηκε ὅλη ἡ ὀμορφιά του. Έτσι ὅταν
προσβάλης τὸν Υἱὸ γιὰ νὰ τίμησης τὸν Πατέρα, δὲν δέχεται τὴν τιμή σου. Μὲ τὴν
προσβολὴ τοῦ Υἱοῦ ὁ Πατὴρ δὲν δοξάζεται. Εάν «ὁ σοφὸς Υἱὸς εὐφραίνη τὸν πατέρα τοῦ»
(Πάρμ. 10,1), πόσο περισσότερο ἡ τιμὴ τοῦ Υἱοῦ γίνεται τιμὴ του Πατέρα; Ἀκόμα δέξου
καὶ τοῦτο: «Υἱέ, νὰ μὴ δοξάζεσαι μὲ τὴν προσβολὴ τοῦ πατέρα σου» (Σ. Σειρὰχ 3,10).
Καθ’ ὅμοιο τρόπο οὔτε ὁ Πατὴρ δοξάζεται μὲ τὴν προσβολὴ τοῦ Υἱοῦ.

Ἐὰν προσβάλης τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, δὲν δέχεται τὴν τιμή σου ὁ Υἱός. Διότι ἂν καὶ δὲν
γεννᾶται σὰν τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὅμως προέρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο Πατέρα. Ή ὅλους
τίμησέ τους ἢ ὅλους πρόσβαλέ τους, γιὰ νὰ εἶσαι συνεπὴς μὲ τὸν ἑαυτό σου. Δεν
δέχομαι τὴν μισοευσέβειά σου. Σὲ θέλω ὁλόκληρο εὐσεβῆ, καὶ ὅπως θέλω. Συγχώρησέ μου
τὸ πάθος. Πονάω καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ μὲ μισοῦν. Ἤσουνα μέλος δικό μου, πὰρ ὅλο ποὺ
τώρα ἀποκόβεσαι. Ἴσως νὰ γίνης πάλι μέλος.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁμιλῶ μὲ φιλανθρωπία. Αὐτὰ τὰ λέμε γιὰ τοὺς εὐνούχους, ὥστε νὰ ἔχουν
ἀκεραιότητα στὴν πίστι πρὸς τὸν Θεό.

Δεν λέγεται μόνο ἡ σωματικὴ ἁμαρτία πορνεία καὶ μοιχεία, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη ἁμαρτία
σου καὶ μάλιστα ἡ παρανομία στὴν πίστι πρὸς τὸν Θεό. Πῶς θὰ σοῦ τὸ ἀποδείξουμε;
Γιατί ἴσως νὰ τὸ ζητῆς. «Ἐπόρνευσαν, λέει ἡ Γραφή, μὲ τὶς πράξεις καὶ τὶς
ἐνασχολήσεις τοὺς» (Ψάλμ. 105,39). Βλέπεις ἀναίσχυντη πράξι πορνείας; «Καὶ
ἐμοίχευσαν (λατρεύοντας) ξύλινα εἴδωλα» (Ἱερ. 3,9). Βλέπεις πὼς ὑπάρχει καὶ
θρησκευτικὴ μοιχεία; Μὴ λοιπὸν μοιχεύσης στὴν ψυχή, ἐνῶ εἶσαι ἀκέραιος στὸ σῶμα.
Μὴ δείξης, (εὐνοῦχε), τὴν ἀθέλητη σωματική σου ἐγκράτεια ἐκεῖ ποὺ δὲν
χαρακτηρίζεσαι ἐγκρατής, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ μπορεῖς νὰ ἁμαρτήσης. Γιατί λοιπόν,
(εὐνοῦχοι), ἀσπασθήκατε τὴν αἵρεσι; Γιατί ὅλοι πήρατε τὸν κατήφορο, ὥστε τὸ
«εὐνοῦχος» νὰ εἶναι συνώνυμος μὲ τὸ αἱρετικός. Συνταχθῆτε μὲ τοὺς ἄνδρες. Ἔστω καὶ
ἀργὰ δείξετε κάποιο ἀνδρικὸ φρόνημα. Φύγετε ἀπὸ τοὺς γυναικωνίτες. Ἃς μὴ προστεθῆ
στὸ ἄσχημο ὄνομά σας τὸ ἄσχημο κήρυγμά σας(Στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου οἱ
Εὐνοῦχοι εἶχαν σπουδαῖες θέσεις τόσο στὴν βασιλικὴ αὐλή, ὅσο καὶ στὴν ὅλη διοίκησι
τοῦ κράτους. Τὸ ὄνομά τους δὲν συνδέθηκε μὲ τὴν ἀρετή. Συχνὰ κατέφευγαν σὲ
ραδιουργίες καὶ συνωμοσίες. Ἐπὶ πλέον, ὅπως διακρίνεται καθαρὰ στὸν λόγο τοῦ
θεολόγου Πατρός, ἔπαιρναν τὸ μέρος τῶν αἱρετικῶν. Γιὰ τοὺς αὐλικοὺς ποὺ ἦταν κυρίως
εὐνοῦχοι ὁ ἱερὸς Πατὴρ δὲν μᾶς ἄφησε καλοὺς χαρακτηρισμούς. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν
Κωνσταντινούπολι καὶ ἐκφωνώντας τὸν ἀποχαιρετιστήριο λόγο τοῦ ἀνέφερε καὶ τὰ ἑξῆς:
«Χαιρετῶ κι’ ἐσὰς ποὺ ἀνήκετε στὴν αὐλὴ καὶ ὑπηρεσία τοῦ βασιλέως? ἂν μὲν εἴσαστε
πιστοὶ στὸν βασιλέα δὲν τὸ ξέρω? πάντως ὡς πρὸς τὸν Θεὸ κατὰ τὸ πλεῖστον εἴσαστε
ἄπιστοι». Ὁ ἱερὸς ρήτορας ξέρει νὰ εἶναι τολμηρὸς στὴν γλώσσα του καὶ νὰ
στηλιτεύη).

Ἔχετε ὄρεξι νὰ συνεχίσουμε λίγο τὸν λόγο; Ἢ χορτάσατε μὲ ὅσα ἐλέχθηκαν; Ὡστόσο ἃς
ἀκουσθοῦν καὶ τιμητικὰ λόγια γιὰ (κάποιους ἄλλους) εὐνούχους. Ὁ λόγος θὰ εἶναι
ἐπαινετικός.

Μόνο ἃς ἀποκόψουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὰ πάθη, προσέχοντας μήπως καὶ κάποια
δηλητηριασμένη ρίζα ἀναβλαστάνει μέσα μας καὶ μᾶς ταράζει. Μόνο ἃς συμμορφώνουμε
τὴν ζωή μας μὲ τὴν (θεία) εἰκόνα. Μόνο νὰ σεβώμαστε τὸ Ἀρχέτυπο (Συχνὰ ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁμιλεῖ γιὰ τὴν θεία εἰκόνα. Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Λογικὸς
ὁ Θεός, λογικὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος. Ἐλεύθερος ὁ Θεός, ἐλεύθερος καὶ ὁ ἄνθρωπος…
Ἀρχέτυπο εἶναι ὁ Θεός, ἀντίγραφο -εἰκόνα ὁ ἄνθρωπος). Ἀπόκοψε τὰ πάθη τοῦ σώματος,
ἀπόκοψε καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ὅσο ἀνώτερη καὶ πολυτιμότερη εἶναι ἡ ψυχή, τόσο
ἀνώτερο εἶναι νὰ καθαρίσης αὐτὴν παρὰ τὸ σῶμα. Καὶ ἂν εἶναι ἀξιέπαινό το νὰ
καθαρίζης τὸ σῶμα, σκέψου πόσο ἀνώτερο καὶ σπουδαιότερο εἶναι το νὰ καθαρίζης τὴν
ψυχή.
Ἀπόκοψε καὶ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ἀπόκοψε καὶ τὴν κακοδοξία τοῦ Σαβελλίου (Ὁ
Σαβέλλιος 3ος μ.Χ. αἱ. – ἐδίδασκε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα πρόσωπο ποὺ παρουσιάσθηκε
πρῶτα ὡς Πατήρ, ἔπειτα ὡς Υἱὸς καὶ κατόπιν ὡς Ἅγιον Πνεῦμα). Μήτε νὰ ἑνώσης τὰ
πρόσωπα τῆς θεότητος περισσότερο ἀπὸ ὅσο πρέπει, μήτε νὰ τὰ διαιρέσης κακῶς. Μήτε
νὰ συνένωσης τὰ τρία πρόσωπα σὲ ἕνα (ὅπως ὁ Σαβέλλιος), μήτε νὰ φτιάξης τρεῖς
διαφορετικὲς καὶ ξένες φύσεις (ὅπως ὁ Ἄρειος). Καὶ τὸ ἕνα εἶναι ἀξιέπαινο, ὅταν τὸ
ἐννοοῦμε σωστὰ (μία φύσις)· καὶ τὰ τρία, ὅταν διαιροῦνται σωστά· ὅταν δηλαδὴ ἡ
διαίρεσις δὲν ἀναφέρεται στὴν θεϊκὴ φύσι, ἀλλὰ στὰ πρόσωπα.
Αυτά τὰ νομοθετῶ καὶ γιὰ τοὺς λαϊκούς, αὐτὰ τὰ παραγγέλλω καὶ στοὺς κληρικούς, ἀλλὰ
καὶ στοὺς ἄρχοντες. Βοηθήσατε τὸν (ὀρθόδοξο) λόγο, ὅσοι ἔχετε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν
δυνατότητα νὰ βοηθῆτε. Είναι μεγάλο πράγμα νὰ προλάβης τὸν φόνο καὶ νὰ περιορίσης
τὴν μοιχεία καὶ νὰ συνετίσης τὸν κλέφτη ἀλλὰ πολὺ περισσότερο νὰ ὑποστηρίζης μὲ
νόμο τὴν Ὀρθοδοξία καὶ νὰ ὁμολογήσης τὸν λόγο τῆς ὀρθῆς πίστεως. Δὲν θὰ κατορθώση
τόσα ὁ δικός μου λόγος ποὺ πολεμεῖ ὑπὲρ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅσο ὁ νόμος τοῦ κράτους.
Θὰ βοηθήση ὁ νόμος, ἐὰν κλείνη τὸ στόμα τῶν κακοδόξων, ἐὰν ἐνισχύη τοὺς διωκόμενους
Ὀρθοδόξους, ἐὰν συγκρατῆ τοὺς φονιάδες, ἐὰν ἐμποδίζη τὸν φόνο. Δεν ἐννοῶ μόνο τὸν
σωματικό, ἀλλὰ καὶ τὸν ψυχικό, ἀφοῦ κάθε ἁμαρτία, εἶναι θάνατος τῆς ψυχῆς. Ἐδῶ ἃς
σταματήσουμε τὸν λόγο.
Υπολείπεται μόνο νὰ κάνουμε μία εὐχὴ γιὰ ὅσους συγκεντρώθηκαν ἐδῶ.
– Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, λαὸς καὶ ἄρχοντες, γέροι, νέοι καὶ κοπέλλες, κάθε ἡλικία, ἃς
ὑπομείνετε κάθε βλάβη εἴτε χρηματικὴ εἴτε σωματική ενα ὅμως νὰ μὴ δέχεσθε, τὴν
ζημία (ὡς πρὸς τὴν πίστι σας) στὸν Θεό.

Προσκυνῶ τὸν Πατέρα, προσκυνῶ τὸν Υἱό, προσκυνῶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἡ καλύτερα
προσκυνοῦμε, ἐγὼ ποὺ σᾶς ὁμιλῶ πρῶτος ἀπὸ ὅλους, ἐγὼ καὶ ὕστερα ἀπὸ ὅλους καὶ μαζὶ
μὲ ὅλους, μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου καὶ Χριστοῦ μας, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ
δύναμις εἰς τοὺς αἰώνας.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ + ἀρχιμ. ΔΑΝΙΗΛ ΓΟΥΒΑΛΗ

Λόγος ΜΔ΄ – Εἰς τὴν Καινήν Κυριακην. Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ
Εἶναι παλαιὸς ὁ νόμος νὰ ἐορτάζωνται ἐγκαίνια, καὶ ὁ νόμος αὐτὸς εἶναι σωστός, ἤ,
καλύτερα, νὰ τιμῶνται τὰ νέα πράγματα μὲ ἐγκαίνια. Αὐτὸ δὲ γίνεται ὄχι μίαν φορᾶν
μόνον ἀλλὰ πολλᾶς, ἐπειδὴ κάθε στροφὴ τοῦ ἔτους ἐπαναφέρει πάλιν τὴν ἰδίαν ἡμέραν,
διὰ νὰ μὴν ἐξαφανισθοῦν μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου τὰ καλά, οὔτε νὰ παραπέσουν καὶ
νὰ σβήσουν εἰς τὰ βάθη τῆς λησμονιᾶς.

Ἐγκαινιάζονται μὲν καὶ νησιὰ πρὸς τὸν Θεόν, ὅπως ἀναγιγνώσκομεν εἰς τὸν Ἠσαΐαν,
ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν θεωρήσωμεν τὰ νησιὰ αὐτά. Νομίζω δὲ ὅτι πρέπει νὰ τὰ θεωρήσωμεν
ὡς τὰς ἐκκλησίας αἱ ὁποῖαι ἔχουν δημιουργηθεῖ πρόσφατα ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ αἱ
ὁποῖαι μόλις ἔχουν σηκωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁλμυρὴν ἀπιστίαν καὶ στερεοποιοῦνται κατὰ
τέτοιον τρόπον ὥστε νὰ ἠμπορεῖ νὰ βασισθεῖ εἰς αὐτὰ ὁ Θεός. Ἐγκαινιάζεται δὲ
χάλκινον τεῖχος ἀπὸ κάποιον ἄλλον προφήτην, τὸ ὁποῖον νομίζω ὅτι ἐννοεῖ ψυχὴν
ἰσχυρᾶν καὶ ὁμοίαν μὲ χρυσόν, ἡ ὁποία ἐσταθεροποιήθη ἐσχάτως εἰς τὴν εὐσέβειαν.
Παρακινούμεθα δὲ νὰ ψάλωμεν εἰς τὸν Κύριον νέον ἄσμα, εἴτε ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν
συρθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν εἰς τὴν Βαβυλώνα καὶ εἰς τὴν πονηρᾶν σύγχυσιν καὶ κατόπιν
ἔχουν ἐπιστρέψει καὶ σωθεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ (καὶ οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ μὲν δὲν
ἠμποροῦσαν νὰ ψάλλουν τὸ θεῖον, ἐπειδὴ ἡ γῆ ἦτο ξένη, ἐνῶ ἐδῶ δημιουργοῦν νέον ἄσμα
καὶ νέαν ζωήν), εἴτε ἐκεῖνοι oι ὁποῖοι παρέμειναν εἰς τὸ ἀγαθὸν καὶ προοδεύουν εἰς
αὐτὸ καὶ ἕνα μέρος τοῦ μὲν τὸ ἔχουν ἐπιτύχει ἤδη, ἐνῶ τὸ ἄλλο τὸ ἐπιτυγχάνουν μὲ
τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἀνακαινίζει.

Ἐγκαινιάζεται δὲ ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, τὴν ὁποίαν ὑπέδειξεν ὁ Θεός, τὴν ἔκανε
πραγματικότητα ὁ Βεσελεὴλ καὶ τὴν ἐστερέωσεν ὁ Μωϋσῆς, καὶ μάλιστα κατὰ τρόπον
ὑπερβολικὰ πολυτελῆ. Ἐγκαινιάζεται ἐπίσης ἡ Βασιλεία τοῦ Δαβίδ, καὶ μάλιστα ὄχι
μίαν φορᾶν μόνον, ἀλλὰ τὸ πρώτον ὅταν ἐχρίσθη ὡς βασιλεὺς καὶ τὸ δεύτερον ὅταν
ἀνηγορεύθη. « Ἐωρτάσθη δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων (τοῦ ναοῦ) εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἦτο
χειμών», ὁ χειμὼν τῆς ἀπιστίας, καὶ παρευρίσκετο ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ὁ Θεὸς καὶ ναὸς
(τοῦ Θεοῦ), Θεὸς αἰώνιος καὶ ναὸς πρόσφατος, ὁ ὁποῖος διαλύεται αὐθημερὸν καὶ
ἀνασταίνεται μετὰ τρεῖς ἡμέρας καὶ παραμένει εἰς τοὺς αἰώνας, διὰ νὰ σωθῶ ἐγὼ καὶ
νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὸ παλαιὸν παράπτωμα καὶ νὰ γίνω νέα κτίσις, ἀφοῦ θὰ ἔχω ἀναπλασθεῖ
μὲ τὴν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐκδηλωθεῖσαν ἀγάπην του πρὸς τὸν ἄνθρωπον. Ὁ θεῖος δὲ
Δαβὶδ ἐπιδιώκει καρδίαν καθαράν, ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἐντός του, καὶ πνεῦμα εὐθὲς
τὸ ὁποῖον ἐγκαινιάζεται εἰς τὰ ἔγκατά του, ὄχι ἐπειδὴ τυχὸν δὲν εἶχε (διότι ποῖος
θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἔχει ἐὰν δὲν εἶχεν ὁ Δαβὶδ ὁ τόσον μέγας;), ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐγνώριζεν
ὅτι, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μᾶς δίδεται τώρα διὰ πάντα, εἶναι νέον. Καὶ διὰ ποῖον λόγον
θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρω περισσότερα ἐγκαίνια ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ γνωρίσωμεν
τὰ παρόντα καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πανηγυρίζομεν σήμερον ἀφοῦ ἐπλησιάσαμεν εἰς τὴν μετὰ
θάνατον ζωήν; Ἐγκαίνια, ἐγκαίνια εἶναι ἡ πανήγυρις, ἀδελφοί. Ἃς τὸ ἐπαναλάβωμεν δὲ
πολλᾶς φορᾶς ἀπὸ ἡδονήν. Καὶ ποία εἶναι τὰ ἐγκαίνια αὐτά; Ἐκεῖνοι μὲν οἱ ὁποῖοι τὸ
γνωρίζετε, ἃς τὸ διδάξετε, ἐκεῖνοι δὲ οἱ ὁποῖοι τὸ ἀγνοεῖτε, ἐγκαινιάσατε τὴν ἀκοήν
σας μὲ αὐτό.

Ὁ Θεὸς ἦτο φῶς ἀπλησίαστον καὶ ἀτελεύτητον, τὸ ὁποῖον οὔτε ἤρχισεν, οὔτε θὰ παύση
οὔτε καὶ μετρᾶται, καὶ τὸ ὁποῖον λάμπει πάντα, διαθέτει τρεῖς λάμψεις καὶ ἠμπορεῖ
νὰ γίνη ὁρατόν, ὅσον ἠμπορεῖ νὰ γίνει αὐτό, ἀπὸ ὀλίγους, νομίζω δὲ οὔτε καὶ ἀπὸ
ὀλίγους. Δεύτερα φῶτα δέ, ἐκλάμψεις τοῦ πρώτου Φωτός, εἶναι αἱ δυνάμεις αἱ ὁποῖαι
εὑρίσκονται γύρω του καὶ τὰ πνεύματα τὰ ὁποῖα τὸν ὑπηρετοῦν. Τὸ φῶς δὲ τὸ ὁποῖον
ἔχομεν ἠμεῖς, ὄχι μόνον ἐνεφανίσθη κατόπιν, ἀλλὰ καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὴν νύκτα καὶ
χωρίζει τὴν νύκτα εἰς δύο ἴσα μέρη, γίνεται ἀντιληπτὸν ἀπὸ τὴν δράσιν καὶ διαχέεται
εἰς τὸν ἀέρα καὶ παίρνει πίσω ὅ,τι δίδει. Διότι δίδει τὴν ἱκανότητα τῆς ὁράσεως καὶ
ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως τὸ πρώτον ἀντικείμενον τῆς ὁράσεως, καὶ κάνει νὰ φανερωθοῦν
καθαρά τα ὁρατὰ πράγματα ἀφοῦ τὰ περιλούσει. Διότι ὁ Θεός, ἀφοῦ ἠθέλησε νὰ
δημιουργήσει τὸν κόσμον αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἔχει συσταθεῖ ἀπὸ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα πράγματα
καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι μέγας καὶ ἀξιοθαύμαστος κῆρυξ τῆς μεγαλειότητάς του, διὰ μὲν τὰ
αἰώνια εἶναι ὁ ἴδιος φῶς καὶ ὄχι κάποιος ἄλλος (διότι διὰ ποῖον λόγον θὰ ἔπρεπε νὰ
ὑπάρχει δεύτερον φῶς δὶ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα διαθέτουν τὸ πιὸ μεγάλο φῶς;), διὰ τὰ
ἐπίγεια δὲ τὰ εὑρισκόμενα γύρω μας ἐκπέμπει τὴν δύναμιν τοῦ φωτὸς τούτου. Καὶ διότι
ἐταίριαζεν εἰς τὸ μεγάλο φῶς τῆς δημιουργίας νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸ φῶς μὲ τὸ ὁποῖον
διαλύει τὸ σκότος καὶ τὴν ἔλλειψιν ὡραιότητος καὶ τάξεως ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε
προηγουμένως.

Και αὐτὸ δὲ δὲν τὸ ἔκαμεν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν οὔτε ὀργανικόν, οὔτε ἡλιακόν, ὅπως λέγω
ἐγώ, ἀλλὰ τὸ ἔκαμεν ἀσώματον καὶ ἀνεξάρτητον ἀπὸ τὸν ἥλιον· ἐν συνεχεία δὲ τὸ
παρεχώρησεν εἰς τὸν ἥλιον, διὰ νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ φῶς ὁλόκληρον τὸν κόσμον. Ἐπειδὴ
δὲ εἰς τὰ ἄλλα δημιουργήματα, ἀφοῦ ἐδημιούργησε κατὰ πρώτον τὴν ὕλην, τῆς ἔδωσε
κατόπιν μορφὴν καὶ ἐχορήγησεν εἰς τὸ καθένα τὴν θέσιν καὶ τὸ σχῆμα καὶ τὸ μέγεθός
του, ἐδῶ, διὰ νὰ θαυματουργήσει ἀκόμη περισσότερον, ἐδημιούργησε τὴν μορφὴν πρὶν
ἀπὸ τὴν ὕλην (διότι τὸ φῶς ἀποτελεῖ τὴν μορφὴν τοῦ ἡλίου) καὶ κατόπιν προσθέτει τὴν
ὕλην καὶ δημιουργεῖ τὸν ὀφθαλμὸν τῆς ἡμέρας, αὐτὸν δηλαδὴ τὸν ἥλιον. Κατ’ αὐτὸν τὸν
τὸν τρόπον ἔχομεν τὴν ἀρίθμησιν τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας καὶ τῆς τρίτης ἡμέρας,
καθὼς καὶ τῶν ἑπομένων μέχρι τῆς ἑβδόμης, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐσταμάτησε τὸ ἔργον του,
εἰς τὰς ὁποίας κατανέμονται τὰ δημιουργήματα, τὰ ὁποῖα ταξινομοῦνται κατὰ μυστικὴν
ἀλληλουχίαν καὶ δὲν ἐμφανίζονται ὅλα μαζί, ὅπως θὰ ἦτο δυνατὸν εἰς τὸν παντοδύναμον
Λόγον, τοῦ ὁποίου καὶ ἡ ἁπλὴ σκέψις ἢ ὁ ἁπλὸς λόγος γίνονται πράγματα χειροπιαστά.
Ἐὰν δὲ ὁ ἄνθρωπος ἐνεφανίσθη τελευταῖος, καὶ μάλιστα τιμημένος ἀπὸ τὴν χείρα καὶ
τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι καθόλου ἀξιοπερίεργον. Διότι ἔπρεπε, καθὼς ἦτο
βασιλεύς, νὰ δημιουργηθεῖ προηγουμένως τὸ βασίλειόν του, καὶ κατόπιν νὰ τοποθετηθεῖ
εἰς αὐτὸ ὁ βασιλεύς, ὁ ὁποῖος θὰ ὑπηρετῆται ἀπὸ τὰ πάντα. Ἐὰν μὲν λοιπὸν εἴχαμεν
παραμείνει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἴμεθα καὶ εἴχαμεν τηρήσει τὴν ἐντολήν, θὰ εἴχαμεν
γίνει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν εἴμεθα καὶ θὰ εἴχαμεν γευθεῖ τὸν καρπὸν τοῦ ξύλου τῆς
ζωῆς μετὰ τὸ ξύλον τῆς γνώσεως. Τί θὰ εἴχαμεν γίνει δέ; Θὰ εἴχαμεν γίνει ἀθάνατοι
καὶ θὰ εἴχαμεν πλησιάσει τὸν Θεόν. Ἐπειδὴ δὲ ἐξ αἰτίας τοῦ φθόνου τοῦ διαβόλου
ἦλθεν ὁ θάνατος εἰς τὸν κόσμον καὶ ὑπέκλεψε μὲ τὴν ἀπάτην τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὸν
λόγον αὐτὸν ὑπομένει ὁ Θεὸς τὸ πάθος μας μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ γίνεται πτωχὸς
μὲ τὸ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν σάρκα, διὰ νὰ πλουτήσωμεν ἠμεῖς ἀπὸ τὴν πτώχευσίν του. Ἀπὸ
ἐκεῖ προῆλθεν ὁ θάνατος καὶ ἡ ταφὴ καὶ ἡ ἀνάστασίς του. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἡ νέα
δημιουργία καὶ ἡ ἑορτὴ μετὰ τὴν ἑορτήν. Πάλιν δὲ ἐγὼ θὰ πανηγυρίσω ἐγκαινιάζων τὴν
σωτηρίαν μου.
Τί λέγει λοιπόν; Δὲν ἦτο ἡ πρώτη Κυριακή, ἐκείνη ἡ ὁποία ἦλθε μετὰ τὴν ἱερὰν νύκτα
καὶ τὴν λαμπαδηφορίαν, τὸ ἐγκαίνιον; Ἀλλὰ τὸ ἀποδίδεις αὐτὸ εἰς τὴν σημερινήν, ὢ
ἄνθρωπε φίλε των ἑορτῶν καὶ ἐπινοητὰ πολλῶν φαιδρῶν πραγμάτων; Ἐκεῖνο ἦτο ἡ
σωτήριος ἡμέρα, ἐνῶ αὐτὴ ἐδῶ εἶναι τὸ γενέθλιόν της σωτηρίας. Καὶ ἐκείνη μὲν εἶναι
τὸ τελευταῖον σύνορόν της ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως, αὐτὴ δὲ ἀνήκει καθαρὰ εἰς τὴν
δευτέραν δημιουργίαν, εἰς τρόπον ὥστε, ὅπως ἡ πρώτη δημιουργία ἀρχίζει ἀπὸ τὴν
Κυριακὴν (εἶναι δὲ αὐτὸ φανερὸν ἐπειδὴ τὸ Σάββατον, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὸ σταμάτημα
τῶν ἔργων, εἶναι ἡ ἑβδόμη ἡμέρα μετὰ ἀπ’ αὐτήν), ἔτσι καὶ ἡ δευτέρα νὰ ἀρχίση πάλιν
ἀπὸ τὴν ἰδίαν ἡμέραν, ἐπειδὴ εἶναι ἡ πρώτη μετὰ ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἡ ὀγδόη ὅταν
ὑπολογίσωμεν καὶ τὰς προηγουμένας, πιὸ ὑψηλὴ ἀπὸ τὴν ὑψηλὴν καὶ πιὸ θαυμασία ἀπὸ
τὴν θαυμασίαν, ἐπειδὴ ὁδηγεῖ εἰς τὴν οὐράνιον κατάστασιν. Αὐτὴν νομίζω ὅτι
ὑπαινίσσεται καὶ ὁ ἱερὸς Σολομῶν ὅταν νομοθετεῖ νὰ δίδεται μερίδα εἰς τοὺς ἑπτά,
εἰς τὸν βίον αὐτὸν δηλαδή, καὶ εἰς τοὺς ὀκτώ, εἰς τὸν μέλλοντα δηλαδή, ἀπὸ τὴν
ἐπίγειον εὐμάρειαν καὶ ἀπὸ τὴν οὐράνιον ἀποκατάστασιν. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι καὶ ὁ
μέγας Δαβὶδ εἰς αὐτὴν ἀφιερώνει τοὺς ψαλμοὺς διὰ τὴν ὀγδόην, ὅπως ἀφιερώνει καὶ εἰς
αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῶν ἐγκαινίων ἄλλον ψαλμόν, τὸν ὁποῖον ὀνομάζει ἐγκαινιασμὸν
κάποιας οἰκίας, ἡ ὁποία εἴμεθα ἠμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχομεν ἀξιωθεῖ καὶ νὰ ὀνομαζώμεθα
καὶ νὰ γινώμεθα ναὸς τοῦ Θεοῦ.

Γνωρίζετε διὰ ποῖον λόγον ἑορτάζονται τὰ ἐγκαίνια. Διὰ τοῦτο νὰ ἀνακαινίζεσθε καί,
ἀφοῦ ἀπορρίψετε τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, νὰ ζῆτε μίαν νέαν ζωήν, ἀφοῦ βάλετε χαλινὸν
εἰς ὅλα ἐκεῖνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔρχεται ὁ θάνατος, ἀφοῦ διαπαιδαγωγήσετε ὅλα τα μέλη
σας, ἀφοῦ μισήσετε ἢ ἀφοῦ ἐμέσετε ὅλην τὴν πονηρᾶν γεῦσιν τοῦ ξύλου καὶ ἀφοῦ
ἐνθυμῆσθε τὰ παλαιὰ μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ τὰ ἀποφύγωμεν. Ὁ καρπὸς ὁ ὁποῖος μὲ
ἐθανάτωσεν ἦτο ὡραῖος εἰς τὴν ὄψιν καὶ εὐχάριστος εἰς τὴν γεῦσιν. Ἃς ἀποφύγωμεν τὰ
ὡραῖα χρώματα καὶ ἃς προσέξωμεν τοὺς ἑαυτούς μας. Μὴ σὲ νικήση ἡ ἐπιθυμία τοῦ
κάλλους, οὔτε νὰ συναρπασθοῦν τὰ βλέφαρά σου, ἐὰν εἶναι δυνατὸν παράβλεψέ το
τελείως, ἀφοῦ ἐνθυμηθεῖς τὴν Εὔαν, τὸ γλυκὺ δόλωμα, τὸ φάρμακον τὸ ὁποῖον τιμῶμεν.
Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σώσει εὔκολα ἡ ξένη ἐπιθυμία ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἡ ἰδία
κατέστρεψε; Ἃς μὴ γλυκανθεῖ ὁ φάρυγγάς σου, ὁ ὁποῖος καταπίνει ὀ,τιδήποτε τοῦ δοθεῖ
καὶ τὸ ὁποῖον, προτοῦ μὲν καταποθεῖ ἐκτιμᾶται, ἀλλὰ κατόπιν ἐξευτελίζεται.
Κινδυνεύεις νὰ νικηθεῖς ἀπὸ τὴν ὄσφρησίν σου; Ἀπόφευγε τὰ ἀρώματα. Ἔχεις γίνει
μαλθακὸς ἀπὸ τὴν ἁφήν; Ἀπόφευγε τὰ λεία καὶ τὰ μαλακὰ πράγματα. Σὲ παρεπλάνησεν ἡ
ἀκοή σου; Κλεῖσε τὴν θύραν εἰς τὰ ἀπατηλὰ καὶ περίεργα λόγια. Ἄνοιγε τὸ στόμα σου
εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ προσελκύσεις τὸ Πνεῦμα καὶ νὰ μὴν καταπίεις τὸν
θάνατον. Ὅταν σὲ δελεάζει κάτι ἀπὸ τὰ ἀπηγορευμένα, ἐνθυμήσου ποῖος ἤσουν καὶ διὰ
ποῖον λόγον ἔχεις χαθεῖ. Ἐὰν ἀπομακρυνθεῖς ὀλίγον ἀπὸ τὴν λογικήν, φρόντισε νὰ
ἐπανεύρεις τὸν ἐαυτόν σου προτοῦ πέσεις τελείως ἔξω καὶ παρασυρθεῖς πρὸς τὸν
θάνατον, καὶ γίνε νέος ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ καὶ ἑόρταζε τὰ ἐγκαίνια τῆς ψυχῆς σου.

Ὁ θυμός σου ἃς στρέφεται μόνον ἐναντίον τοῦ ὄφεως ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἐξέπεσες.
Ὁλόκληρόν το ἐπιθυμητικόν σου ἃς εἶναι τεντωμένον πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ὄχι πρὸς κάτι
ἄλλο ἐπίφοβον ἢ ἐπικίνδυνον. Ἡ λογική σου ἃς ἐλέγχει τὰ πάντα καὶ ἃς μὴ σύρεται
πρὸς τὰ κάτω το καλύτερον ἀπὸ τὸ χειρότερον. Μὴ μισήσεις τὸν ἀδελφόν σου, χάριν τοῦ
ὁποίου ἀπέθανεν ὁ Χριστὸς καὶ ἔγινεν ἀδελφός σου, ἐνῶ ἦτο Θεὸς καὶ Κύριος, καὶ
μάλιστα χωρὶς λόγον. Μὴ φθονήσεις ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνει, σὺ ὁ ὁποῖος
ἐφθονήθης καὶ ἐπείσθης νὰ φθονεῖς καὶ κατέπεσες διὰ τὸν λόγον αὐτόν. Μὴν
ἐξευτελίσεις δάκρυ, σὺ ὁ ὁποῖος ἔπαθες πολλὰ ἀξιοδάκρυτα πράγματα καὶ ἔπειτα
ἐδέχθης συγχώρησιν. Μὴ διώξεις πτωχόν, σὺ ὁ ὁποῖος ἔχεις γίνει πλούσιος ἀπὸ τὸν
Θεόν. Ἐὰν δὲ τὸν διώξεις, μὴ πλουτήσεις τουλάχιστον εἰς βάρος του. Διότι καὶ αὐτὸ
εἶναι πολὺ διὰ τοὺς ἀχόρταγους. Μὴν ἐξευτελίσης ξένον, χάριν τοῦ ὁποίου ἐξενιτεύθη
ὁ Χριστός, διὰ τὸν ὁποῖον ὅλοι ἠμεῖς εἴμεθα ξένοι καὶ παρεπίδημοι, διὰ νὰ μὴν
ἀποξενωθεῖς ἀπὸ τὸν παράδεισον ὅπως ἔγινε παλαιότερα. Παραχώρησε εἰς ἐκεῖνον ὁ
ὁποῖος ἔχει ἀνάγκην στέγην, προστασίαν καὶ τροφήν, σὺ ὁ ὁποῖος τὰ ἔχεις ἄφθονα καὶ
πολὺ περισσότερα ἀπ’ ὅσα σου χρειάζονται. Μὴν ἀγαπήσεις τὸν πλοῦτον, ἐὰν δὲν βοηθεῖ
τοὺς πτωχούς. Συγχώρησε, σὺ ὁ ὁποῖος ἔχεις συγχωρηθεῖ. Ἐλέησε, σὺ ὁ ὁποῖος ἔχεις
ἐλεηθεῖ. Ἀπόκτησε μὲ τὴν ἀγάπην σου πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ὅσον
ἔχεις ἀκόμη καιρόν. Ὅλη ἡ ζωή σου καὶ κάθε πράξις τῆς ζωῆς σου ἃς ἀνακαινισθεῖ.
Σεις αἱ ὁποῖαι εἶσθε ὑπὸ ζυγόν, προσφέρατε κάτι εἰς τὸν Θεόν, διότι ἔχετε
προσληφθεῖ ἀπ’ αὐτόν. αἱ παρθένοι προσφέρατε τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν, διότι ἔχετε
λυθεῖ. Μὴ γίνεσθε κλέπτριαι τῆς ἡδονῆς ἡ ὁποία ὑποδουλώνει, ἀφοῦ ἀποφύγετε τὴν
ἐλευθερίαν μὲ τὸ νὰ συγκατοικεῖτε ὄχι βεβαίως μὲ συζύγους ἀλλὰ πάντως μὲ ἄνδρας.
Δὲν δέχομαι νὰ ὑποφέρω πάντοτε ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις τῆς ἡδονῆς καὶ μισῶ τὴν συνήθειαν
τοῦ συναγελασμοῦ εἰς τὰς αὐλᾶς τῶν λουτρῶν. Οἱ ἄρχοντες νὰ φοβεῖσθε τὸν πιὸ δυνατὸν
καὶ οἱ καθήμενοι εἰς τοὺς ὑψηλοὺς θρόνους τὸν πιὸ ὑψηλόν. Μὴ θαυμάσεις τίποτε τὸ
παροδικὸν καὶ μὴν παραβλέψεις τίποτε τὸ μόνιμον. Οὔτε νὰ προσπαθήσεις νὰ
ἀγκαλιάσεις κάτι τὸ ὁποῖον σου φεύγει ἐνῶ τὸ κρατᾶς. Μὴν ἐπιδίωξεις τίποτε ἀπὸ
ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν προκαλοῦν φθόνον ἀλλὰ μίσος. Μὴν ὑπερηφανευθεῖς πάρα πολύ, διὰ
νὰ μὴν πέσεις πολύ. Μὴ νομίζεις ὅτι φαίνεσαι καλύτερος ἀπὸ τοὺς κακούς, ἀλλὰ νὰ
λυπᾶσαι ὅταν σὲ ξεπερνοῦν οἱ ἀγαθοί. Μὴ καταγελάσεις τὴν πτῶσιν τοῦ γείτονός σου,
ἀλλὰ νὰ προχωρεῖς μὲ ἀσφάλειαν ὅσον ἠμπορεῖς καὶ νὰ δίδεις ταυτοχρόνως χείρα
βοηθείας εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται πεσμένος κάτω. Οὔτε νὰ προκαλέσεις
ἀπελπισίαν εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εὐημερεῖ μὲ τὴν κακήν σου διάθεσιν, ἀλλὰ οὔτε καὶ
νὰ προξενήσεις ἀπελπισίαν μὲ τὰς καλᾶς σου πράξεις εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔχει κακὴν
διάθεσιν. Ἕνας χρόνος φέρει τεσσάρας ἐποχάς, ἐνῶ μία μοναδικὴ στιγμὴ ἠμπορεῖ νὰ
προκαλέσει πολλᾶς μεταβολᾶς εἰς τὰ πράγματα. Ἅς σου μετριάζει τὴν ἡδονὴν μὲν ἡ
φροντίδα, τὴν λύπην δὲ ἡ ἐλπίδα διὰ τὸ καλύτερον. Ἔτσι ἀνακαινίζεται ὁ ἄνθρωπος,
ἔτσι τιμᾶται ἡ ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων, μὲ τέτοιες ἀπολαύσεις καὶ μὲ τέτοια ἐδέσματα.
Δὲν θὰ ἐμφανισθεῖς, λέγει, μὲ ἄδεια χέρια ἐμπρός μου, ἀλλὰ θὰ ἔχεις μαζί σου κάτι
καλόν. Τώρα δὲ παρουσιάσου ἀνακαινισμένος, διαφορετικὸς ὡς πρὸς τὴν συμπεριφορὰν
καὶ τελείως ἀλλαγμένος. «Τὰ παλαιὰ ἔχουν περάσει. Ἰδοὺ τὰ πάντα ἔχουν γίνει νέα».
Αὐτὸ τὸ πράγμα ἃς προσφέρεις ὡς καρπὸν εἰς τὴν ἑορτήν, τὸ νὰ ὑποστεῖς δηλαδὴ τὴν
καλὴν μεταβολήν. Καὶ νὰ μὴν ὑπερηφανευθεῖς δὶ’ αὐτό, ἀλλὰ νὰ εἴπης ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
εἶπεν ὁ Δαβίδ· «αὐτὴ ἡ μεταβολὴ ὀφείλεται εἰς τὴν δεξιάν του Ὑψίστου», ἀπὸ τὴν
ὁποίαν προέρχεται κάθε τί τὸ ὁποῖον κατορθώνουν οἱ ἄνθρωποι. Τὰ παραπάνω δὲ δὲν
θέλουν νὰ σοῦ εἴπουν νὰ παραμένεις πάντοτε εἰς τὴν ἰδίαν κατάστασιν, ἀλλὰ νὰ εἶσαι
ἀεικίνητος, εὐκίνητος καὶ ὁπωσδήποτε ἀνακαινισμένος. Ἂν ἁμαρτάνεις, νὰ ἐπιστρέφεις
εἰς τὸν ὀρθὸν δρόμον, καὶ ἂν βαδίζεις ἐπιτυχῶς, νὰ ἐντείνεις τὰς προσπαθείας σου.

Χθες εἶχες τὴν πίστιν εἰς τοὺς καιρούς, σήμερα γνώρισε τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεόν.
Μέχρι πότε θὰ κουτσαίνεις καὶ διὰ τὰ δύο; Μέχρι πότε θὰ ἠμπορεῖς νὰ συνδυάζεις τὰ
πράγματα αὐτά; Πρέπει νὰ φροντίσεις κάποτε νὰ οἰκοδομήσεις κάτι. Χθὲς ἐκτιμοῦσες το
νὰ φαίνεσαι ὅτι εἶσαι κάτι, σήμερα προτίμησέ το νὰ εἶσαι. Μέχρι ποὺ θὰ φθάσουν τὰ
ὄνειρα. Κάποτε θὰ πρέπει νὰ μελετήσεις καὶ τὴν ἀλήθειαν. Χθὲς ἤσουν ἐπιδεικτικός,
σήμερα νὰ φανεῖς λογικευμένος. Χθὲς ἤσουν κακολόγος καὶ θρασύς, σήμερα νὰ εἶσαι
ἤπιος καὶ μειλίχιος. Χθὲς ἔπαιρνες μέρος εἰς διασκεδάσεις, σήμερα ἐπιβάλλεις
σωφροσύνην. Σήμερα πίνεις οἶνον, αὔριον θὰ πίεις ὕδωρ. Σήμερα σπαταλᾶς χρόνον καὶ
χρῆμα ἐξηπλωμένος ἐπάνω εἰς κρεβάτια ἀπὸ ἐλεφαντοστοῦν καὶ ἀλειφόμενος μὲ τὰ πιὸ
ἀκριβὰ ἀρώματα, ἐνῶ αὔριον θὰ ξαπλώνεις εἰς τὸ πάτωμα καὶ θὰ ἀγρυπνεῖς. Ἀντὶ νὰ
προσπα-θεῖς νὰ προκαλέσεις τὸν γέλωτα, νὰ εἶσαι σοβαρός. Ἀντὶ νὰ εἶσαι στολισμένος,
νὰ εἶσαι ἀτημέλητος. Ἀντὶ ὑπερήφανος καὶ ἀλαζών, ταπεινὸς τὴν ὄψιν. Ἀντὶ νὰ
διαθέτεις χρυσὴν στέγην, νὰ παραμένης εἰς στενὸν χῶρον. Νὰ κόπτεις τὴν κεφαλὴν πρὸς
τὰ κάτω ἀντὶ νὰ κορδώνεσαι. Ἐὰν σκέπτεσαι καὶ πράττεις κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ
ἀντιλαμβάνεσαι τὴν αἰτίαν τῶν πραγμάτων αὐτῶν, θὰ γίνουν πρὸς χάριν σου νέα, ὁ
οὐρανός, ἡ γῆ καὶ ὅλα τα ἄλλα.

Αλλ’ ἃς προχωρήσωμεν πλέον καὶ ἃς ἐορτάσωμεν μαζὶ καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ταιριάζουν
εἰς τὴν ἐποχήν. Διότι τὰ πάντα συμβαδίζουν καὶ συναγάλλονται διὰ τὸ καλόν της
πανηγύρεως. Πρόσεξε ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα βλέπεις. Ἡ βασίλισσα τῶν ἐποχῶν συμβαδίζει μὲ
τὴν βασίλισσαν τῶν ἡμερῶν, καὶ τῆς προσφέρει ὡς δῶρον ὅ,τι καλύτερον καὶ πιὸ
εὐχάριστον διαθέτει. Τώρα ὁ οὐρανὸς εἶναι πιὸ καθαρός. Τώρα ὁ ἥλιος εἶναι πιὸ ὑψηλὰ
καὶ πιὸ λαμπρός. Τώρα ὁ δίσκος τῆς σελήνης εἶναι πιὸ φωτεινὸς καὶ τὸ πλῆθος τῶν
ἀστέρων πιὸ καθαρόν. Τώρα εἰς τὰς ἀκτᾶς μὲν προσφέρονται ὡς σπονδὴ κύματα, εἰς τὸν
ἥλιον δὲ νέφη, εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν ἄνεμοι, εἰς τὰ φυτὰ ἡ γῆ καὶ εἰς τὴν ὅρασιν τὰ
φυτά. Τώρα αἱ πηγαὶ βγάζουν πιὸ καθαρὰ νερὰ καὶ οἱ ποταμοὶ παρουσιάζονται μὲ πιὸ
πολλὰ νερά, ἀφοῦ ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ χειμῶνος. Καὶ τὸ λιβάδι εὐωδιάζει
καὶ τὰ φυτὰ φυτρώνουν παντοῦ καὶ τὸ χορτάρι θερίζεται καὶ τὰ πρόβατα πηδοῦν
χαρούμενα ἐπάνω εἰς τὰ καταπράσινα χωράφια. Μόλις τώρα βγαίνει ἀπὸ τὸ λιμάνι τὸ
πλοῖον μὲ χαρούμενα ἐπιφωνήματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ περισσότερα εἶναι ἀρεστὰ εἰς τὸν
Θεόν, καὶ ἀνοίγει ὡσὰν πτερὰ τὰ πανιά του. Καὶ ἀναπηδᾶ ὁλόγυρα χαρούμενόν το
δελφίνι, καὶ σφυρίζει ὅσο πιὸ εὐχάριστα ἠμπορεῖ καὶ ὑποδέχεται καὶ συνοδεύει μὲ
μεγάλην εὐθυμίαν τὰ πλοῖα. Τώρα ἑτοιμάζει καὶ ὁ γεωργός το ἄροτρόν του, προσβλέπων
εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐπικαλούμενος τὸν δότην των καρπῶν, καὶ ὁδηγεῖ κάτω ἀπὸ τὸν
ζυγὸν τὸ βόδι μὲ τὸ ὁποῖο ὀργώνει, καὶ σκάβει γλυκὺ αὐλάκι καὶ εὐφραίνεται μὲ τὴν
ἐλπίδα. Τώρα καὶ ὁ αἰγοβοσκὸς καὶ ὁ ἀγελαδάρης ἑτοιμάζουν τὴν φλογέρα των καὶ
ἀρχίζουν νὰ σφυρίζουν ποιμενικὸν σκοπὸν καὶ νὰ διαλαλοῦν τὴν ἄνοιξιν εἰς τὰ φυτὰ
καὶ τοὺς βράχους. Τώρα ὁ κηπουρὸς περιποιεῖται τὰ φυτὰ καὶ ὁ κυνηγὸς πουλιῶν
ἑτοιμάζει παγίδας καὶ παρατηρεῖ λοξά τα νέα βλαστάρια καὶ ἐξετάζει τὸ πτερὸν
κάποιου πτηνοῦ. Καὶ ὁ ψαρὰς κατοπτεύει τὸν βυθόν, καθαρίζει τὰ δίκτυά του καὶ
κάθεται ἐπάνω εἰς τὸν βράχον (τῆς ἀκτῆς).

Τώρα μὲν ἡ φιλόπονος μέλισσα, ἀφοῦ ἤνοιξε τὰ πτερὰ καὶ ἐπέταξε μακρυὰ ἀπὸ τὴν
κυψέλην, παρουσιάζει τὴν σοφίαν της καὶ πετὰ ἐπάνω ἀπὸ τὰ λιβάδια καὶ τρυγᾶ τὰ
ἄνθη. Καὶ ἄλλη μὲν κτίζει τὰς κηρύθρας, ἀφοῦ ὑφάνη, τὰς ἑξαγώνους καὶ τὰς
ἀντιθέτους των κυψελίδας μὲ τὴν χρησημοποίησιν εὐθειῶν γραμμῶν καὶ γωνιῶν καὶ
πραγματοποίηση ἔργον κάλλους καὶ ταυτοχρόνως ἀσφαλείας, ἄλλη δὲ ἐναποθέτει τὸ μέλι
εἰς τὰς ἀποθήκας καὶ προσφέρει εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὴν φιλοξενεῖ καρπὸν γλυκὺν ὁ
ὁποῖος παράγεται χωρὶς καλλιέργειαν. Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνωμεν καὶ ἠμεῖς, ὁ
μελισσόκηπος τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἔχομεν λάβει ὑπόδειγμα σοφίας καὶ φιλεργίας! Τώρα δὲ
τὸ πτηνὸν κτίζει τὴν φωλεᾶν του καὶ ἄλλο μὲν ἐπιστρέφει εἰς τὴν φωλεᾶν του, ἄλλο
μπαίνει μέσα καὶ ἄλλο πετὰ γύρω ἀπ’ αὐτὴν καὶ γεμίζει τὸ δάσος μὲ τὸ κελάδημά του
καὶ εὐφραίνει τὴν ἀκοὴν τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλα ὑμνοῦν καὶ δοξάζουν τὸν Θεὸν μὲ μυστικᾶς
φωνᾶς, καὶ ἔτσι γίνεται ὁ ὕμνος τῶν ἰδικός μας καὶ ἀπὸ αὐτὰ παραλαμβάνω ἐγὼ τὴν
συνήθειαν νὰ ὑμνῶ. Τώρα μὲν γελᾶ κάθε εἶδος ζώων καὶ εἶναι εὐκαιρία νὰ εὐφρανθοῦν
ὄλαι μᾶς αἱ αἰσθήσεις. Τώρα δὲ τὸ ὑπερήφανον καὶ μεγαλόπρεπον ἄλογον, ἐπειδὴ
δυσανασχετεῖ κλεισμένον εἰς τοὺς σταύλους, θραύει τὰ δεσμά του καὶ ὁρμᾶ ἀκάθεκτον
εἰς τὰς πεδιάδας καὶ καθρεπτίζεται φιλάρεσκα εἰς τοὺς ποταμούς.

Δια ποῖον λόγον δὲ νὰ ἀναφέρω καὶ τὰ ὑπόλοιπα; Τώρα οἱ μάρτυρες κάνουν νὰ ἀνοίξει ὁ
οὐρανὸς καὶ παρελαύνουν ὅλοι μαζὶ καὶ μὲ λαμπρὸν βῆμα συγκεντρώνουν τὸν φιλοχριστὸν
λαὸν καὶ παρουσιάζουν τὰ κατορθώματά των. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἰδικός μου, ὁ
ὁποῖος ἔχει στεφανωθεῖ (διότι εἶναι ἰδικός μου, ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶμαι ὅμοιός του —
ἃς μὴν ὑπάρξει φθόνος δὶ’ αὐτό—, τὸ λέγω δὶ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν), ὁ
περίφημος Μάμας, ὁ ποιμὴν καὶ μάρτυς. Αὐτὸς παλαιότερα μὲν ἄρμεγε τὰς ἔλαφους αἱ
ὁποῖαι ἔτρεχαν κοντά του ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην διὰ νὰ τραφεῖ ὁ δίκαιος ἀπὸ ξένον
γάλα, τώρα δὲ ποιμαίνει τὸν λαὸν τῆς μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος εἶναι πολύμορφος ἀπὸ τὰ
κάλλη τῆς ἀρετῆς, ἀντάξιος πρὸς τοὺς ποιμένας του καὶ ἄξιος διὰ λόγους ἐπινικίους,
καὶ ἐγκαινιάζει σήμερα τὴν ἄνοιξιν διὰ τὰς πολλᾶς χιλιάδας ἐκείνων οἱ ὁποῖοι
σπεύδουν ἀπὸ παντοῦ. Ἀκόμη δέ, διὰ νὰ τὸ εἴπω πιὸ σύντομα, τώρα εἶναι ἄνοιξις
κοσμική, ἄνοιξις πνευματική, ἄνοιξις διὰ τὰς ψυχᾶς, ἄνοιξις διὰ τὰ σώματα, ἄνοιξις
ὁρατὴ καὶ ἄνοιξις ἀόρατος, εἰς τὴν ὁποίαν εἴθε νὰ γίνωμεν μέτοχοι κατὰ τὴν ἄλλην
ζωήν, ἀφοῦ θὰ ἔχωμεν ζήσει καλῶς κατὰ τὴν παροῦσαν. Εἴθε δὲ νὰ ἀποσταλῶμεν
ἀνανεωμένοι εἰς τὴν νέαν ζωὴν μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸν
ὁποῖον ἀνήκει ὅλη ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πρὸς δόξαν
τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν.

Περί ἀρετῆς. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου


ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ

Πόσο ἐπιθυμῶ τήν ἀρετή· ἀλλ’ αὐτό δέ μ’ ἔχει μάθει ποιά νά ‘ναι αὐτή ἀλλά καί πώς
θά φτάσει καί σ’ ἐμένα πού τήν ποθῶ˙ ὁ ἀνεκπλήρωτος ὁ πόθος εἶναι πόνος. Ἄν εἶναι
ρεῦμα καθαρό πού δέ σμίγει καθόλου μέ τά νερά τοῦ χειμώνα πού τρέχουν στίς
χαράδρες, ποιός τήν ἀπάντησε στή γῆ, ρωτιέμαι. Ἤ ἔχει ἀντλήσει ἀπ’ τήν καρδιά τοῦ
βόρβορον ἤ δέχτηκε, τή βαριά σάρκα σέρνοντας, καί ἀπ’ τό σκοτεινό θολωμένος
ἐξωτερικό ἐχθρό της ζωῆς μας καί τό λασπερό βάραθρο.

Δέν ἦταν κάτι ταιριαστό, ἀφοῦ εἶμαι στάλα πού ἔπηξε καί κυλῶ μές στή ζωή πού
κυλάει, νά μείνω ἔξω ἀπ’ τή ροή. Μ’ ἄν ἀσημένιο καθαρό δέν ἦταν ρεῦμα μόνο, ἡ ἀρετή
θά ἦταν γιά τούς κατώτερους καί τό ἀνακάτωμα ἄκοσμο. Πῶς εἶναι ἀρετή αὐτό; νά μοῦ
πεῖς. Γιατί κι ἐγώ πότε ἀπό δῶ, πότε ἀπό κεῖ τή γοργή σκέψη στρέφω. Παγωμένο εἶναι
τό χιόνι καί λαμπρό, κόκκινη καί ζεστή ἡ φύση τῆς φωτιᾶς οὔτε σμίγουν αὐτά τά δύο.
Καταλύεται ἡ δύναμή τους προτοῦ ἀναμιχθοῦν. Καί πώς ἔπεσε ντροπή στήν ἀρετή
ἀσχημίζοντας τήν εἰκόνα, τήν εἰκόνα τοῦ μεγάλου Θεοῦ ἡ κακοχάρη ἁμαρτία, ἄν ἀληθινά
εἶμαι Θεός καί κλῆρος δικός του καυχιέμαι ὅτι εἶμαι. Ἀκούω καί τό ἥμερο ρεῦμα τοῦ
Ἀλφειοῦ˙ μέσα ἀπό τήν πικρή θάλασσα κυλᾶ θαῦμα μεγάλο τό γλυκύ ρεῦμα καί δέν περνᾶ
μέσα τοῦ τό μόλυσμα. Τοῦ ἀέρα μόλυσμα εἶναι ἡ θολούρα καί ἡ ἀρρώστια στό σῶμα˙ τῆς
ἀρετῆς, τό δικό μας σκοτάδι. Συχνά ἔβαλα φτερά στά πόδια γιά τά ἐπάνω ἀλλά, βαριά,
πού μέ λιώνει φροντίδα μ’ ἔριξε κάτω συχνά πάλι μέ καταφώτισε τό ἅγιο φῶς τῆς
θεότητας ἀλλά μπῆκε στή μέση ἕνα σύννεφο, κρύφτηκε ἡ μεγάλη λάμψη καί μέ σπάραξε
ποῦ μου διέφυγε ἐνῶ ἤμουν κοντά˙ ποιός φθόνος; Μήπως νά ποθεῖται πάντοτε ἀπό μένα
ποθεῖ τῶν θνητῶν ὁ νόμος, ἤ τοῦτο καλύτερο εἶναι γιά μένα, μέ δυσκολία ν’ ἀποχτήσω
καί μέ δυσκολία νά φυλάξω, γιατί τοῦτο εἶναι τό μόνιμο, γιά ὅποιο κουράστηκε ὁ
νοῦς. Συχνά πάλι τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ τή διάκριση ὁ ἐχθρός ἀποστέρησε σάν ἀγρίμι
παμπόνηρο ἐφαρμόζοντας σέ ἄλλα ἴχνη τά ἴχνη του, γιά νά παραπλανήσει μέ τούς δόλους
τοῦ τόν κυνηγό τοῦ καλοῦ. Σέ ἄλλο μέ σπρώχνει πού ἀγαπῶ ἡ σάρκα, σέ ἄλλο ἡ ἐντολή
σέ ἄλλο ὁ Θεός, ὁ φθόνος σέ ἄλλο, σέ τοῦτο ὁ χρόνος σ’ ἐκεῖνο ἡ ἱκανότητα˙ πράττω
αὐτό πού μισῶ καί χαίρομαι μέ τίς παρανομίες μου. Καί γελῶ μέ τό φοβερό θάνατο πού
κλείνεται μέσα στά σπλάχνα μου, καγχάζοντας, κακοχαρά, γιατί κι ὁ ὄλεθρος εἶναι
τερπνός. Τώρα σέρνεται χαμηλά, τώρα μετεωρίζεται˙ τήν ὕβρη περιφρονεῖ σήμερα, καί
ὑβριστής γίνεται αὔριο, διαφορετικός σέ διαφορετικούς καιρούς σάν κανένα χταπόδι
πού παίρνει τό χρῶμα τῆς πέτρας χύνοντας θερμά δάκρυα, ἀλλά μαζί τους δέ χύθηκε ἡ
ἁμαρτία˙ ἄλλα ἄφησα νά χυθοῦν κι ἄλλα ἀμέσως συναθροίζω μέσα μου γιά νέες ἁμαρτίες
κι ἔχω ἀπορρίψει τά φάρμακα τῆς θεραπείας. Εἶμαι παρθένος στό σῶμα, ἄν εἶμαι καί
στό μυαλό δέν καλοξέρω. Τό σῶμα σκεπάστηκε μέ τήν ντροπή ἀλλά φέρθηκε μ’ ἀναίδεια ὁ
νοῦς βλέπει καθαρά τίς ξένες κακίες κι εἶναι τυφλός γιά τίς δικές του· οὐράνιος
εἶμαι στίς σκέψεις ἀλλά γήινος στίς ἐπιθυμίες, γαλημένος καί εἰρηνεμένος ἀλλά ἄν
κάποιος ἄνεμος φυσήξει, ἀκόμα καί μικρός, ὀρθώνομαι μέ ὁλοφούσκωτα κύματα καί δέ
σταματᾶ ὁ παφλασμός προτοῦ γίνει γαλήνη. Ἄν πέσει τότε ὁ θυμός δέν εἶναι μέγα
θαῦμα. Συχνά ἐνῶ καλοδρομίζω μέ ἄριστες ἐλπίδες καί πιά ἁπλώνομαι πέρα ἀπό τό μέσο
τῆς ἀρετῆς, ξαφνικά μέ ξαναφέρνει πίσω πάλι στήν ἀρχή ὁ ὀλέθριος ἐχθρός καί
βρίσκομαι πάλι νά πατῶ στήν ἄμμο πού μᾶς ξεγέλασε πιό μπροστά μέ ἀβέβαια βήματα.
Ἀνεβαίνω ἐγώ πάλι καί πάλι μέ πηγαίνει πίσω περισσότερο ἀπό πρῶτα τό δύστυχο καί
περπατῶ πάντα καί πάντα ὁ φόβος μου μεγάλος· λίγο προχώρησα κι ἀμέσως πίσω. Μακρά
εἶναι ἡ ζωή μου καί δέ θέλω τῆς ζωῆς μου τή λύση, ποθῶ τή θεραπεία πού ὡστόσο
βρίσκεται μακριά μου· σέ περισσότερες ἡμέρες μαζεύω περισσότερη κακία. Γι’ αὐτό γιά
τό γένος μας ἄς ἰσχύει αὐτή ἡ σκέψη: Πρώτη εἶναι ἡ καθαρή φύση τῆς Τριάδας κι
ἔπειτα οἱ ἄγγελοι˙ τρίτη ἐγώ ὁ θνητός, φύση ἀμφίβολη· ἀνάμεσα στή ζωή καί στόν
ἀπαίσιο θάνατο στέκομαι, ἔχοντας πλουσιόδωρο τέλος ἀλλά ὅλο μόχθο, ἄν καί λίγο μόνο
ἄνοιξα τήν πόρτα τῆς κακῆς ζωῆς. Ἔτσι ὁ Θεός ὅρισε νά εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ νοῦ μου. Ὁ
ἄριστος εἶναι αὐτός πού μέσα σέ πλησμονή κακῶν κρατάει ἰσχνές εἰκόνες τῆς κακίας
καί πρός τόν ἀνήφορο τρέχει μέ τή βοήθεια τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἀπό φλογερό ἔρωτα τῆς
ἀρετῆς γεμάτος καί καταδιώκοντας καταπόδι τήν κακία. Κι ὅπως ρεῦμα ποταμοῦ πού ὁρμᾶ
σέ ἄλλο ρεῦμα τραχύ, θολό κι ἄγριο, ἄν ἀνακατωθεῖ, μέ τό ἀφθονότερο καθαρό νερό τοῦ
σκεπάζει τό λασπόνερο, νά ἡ ἀρετή τοῦ δίπλεχτου ἀνθρώπου, τό παραπάνω εἶναι τῶν
οὐράνιων. Κι ἄν κάποιος ἀπό ἐδῶ ἀκόμα εἶδε τό Θεό ἤ στό βασιλιά ἔτρεξε σηκώνοντας
ἀπό δῶ στόν οὐρανό τή βαριά σάρκα, αὐτό εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, οἱ θνητοί ἄς
περιορίζονται στό μέτρο. Ἀλλά ἐμπρός ἄς ἀποθέσω στό νοῦ σου καί τοῦτο τό λόγο: πώς
θά φθάσεις στήν κορυφή τῆς μεγάλης ἀρετῆς, ἄν μόνη αὐτή εἶναι καθαρή θυσία στόν
καθαρό. Δέν πιστεύω ἐδῶ. Γιατί ἐδῶ στενοχωρεῖ τά μάτια πυκνό
ς καπνός κι εἴμ’ εὐχαριστημένος ἄν τοῦ ξεφύγω ἔστω καί μέ πικρά δάκρυα. Δέν ἔγινε
τότε ἡ ἀρετή δῶρο μονάχα σ’ ἐσένα τοῦ μεγάλου Θεοῦ τιμώντας τήν εἰκόνα τοῦ ἀλλά
εἶναι καί δική σου ἐπιθυμία˙ κι οὔτε εἶναι ἐπιθυμία σου μόνο, θέλει καί ἀνώτερη
δύναμη, ὅπως οὔτε ἡ δική μου ὅραση εἶδε μόνη της ὅσα βλέπομε κι ἄς εἶναι καί πολύ
δυνατή, χωρίς τή βοήθεια τοῦ μεγάλου Φαέθοντα Αὐτός ἔδωσε λάμψη στά μάτια, κι αὐτός
φάνηκε σ’ αὐτό. Δύο εἶναι τοῦ μεγάλου Θεοῦ σχετικά μέ τά καλά ἔργα οἱ μοῖρες, ἡ
πρώτη καί ἡ τελευταία καί μία εἶναι ἡ δική μου. Ἐκεῖνος μ’ ἔκανε δεκτικό του καλοῦ
καί μοῦ ἔδωσε τή δύναμη γι’ αὐτό. Κι ἐγώ δρομέας στή μέση του σταδίου ὄχι πολύ
ἐλαφρός τρέχω, ὄχι δίχως βραβεῖο, τεντώνοντας τά μέλη μου στά ἅλματα ἔχοντας τό
Χριστό πνοή μου, τό Χριστό δύναμη κι εὐτυχία θαυμαστή, πού καί τά μάτια μου
καθαρίζει καί μοῦ ἐξασφαλίζει δρόμο καλό. Χωρίς αὐτόν ὅλοι οἱ θνητοί εἶναι
παιγνίδια μάταια, εἶναι ζωντανοί νεκροί πού σκορποῦν ὀσμή ἁμαρτίας. Εἶδες πουλί νά
πετάει δίχως ἀέρα; οὔτε κολυμπᾶ τό θαλασσοπλάνητο δελφίνι χωρίς νερό. Ἔτσι καί
χωρίς τό Χριστό ὁ θνητός δέν κάνει μήτε βῆμα. Γι’ αὐτό μή μᾶς κάνεις τό σπουδαῖο
μήτε σ’ ἐσένα νά στηρίζεις μέ τό νοῦ σου τή δύναμή σου κι ἄς εἶσαι πάνσοφος. Μήτε
βλέποντας κάποιον πιό χαμηλά νά σηκωθεῖς στά ὕψη σά νά ἔχεις νικήσει τούς πάντες
καί βαδίζεις κοντά στό τέρμα. Μένει ἐδῶ ἀπ’ τό τέρμα ὅποιος δέ βλέπει τό τέρμα τῆς
πορείας. Μήν τρομάζεις ὑπερβολικά μήτε νά εἶσαι ὑπερβολικά θαρραλέος· ἡ ἔπαρση σέ
γκρέμισε στή γῆ, ἡ ἐλπίδα σέ σήκωσε στόν οὐρανό. Ὀργίζεται ὁ Θεός μέ τίς
ὑπερβολικές περηφάνειες. Πιάσε τοῦτο μέ τά χέρια σου, ἔλπιζε ἐκεῖνο, λύγιζε στό
ἄλλο˙ νά, ἡ φρονιμάδα, νά ξέρεις τά ὅρια τῆς ζωῆς σου.

Εἶναι ἴσο κακό ν’ ἀπελπίζεσαι γιά τά καλά καί νά ἔχεις μεγάλο θάρρος ὅτι τό ἄριστο
εἶναι εὔκολο. Καί μέ τό ἕνα καί μέ τό ἄλλο βάζεις στό νοῦ σου κακές διακοπές τῆς
πορείας σου· πάντοτε τεντωμένο στά χέρια σου τό τόξο ἄς σκοπεύει τό στόχο. Μήτε
πέρα ἀπό τήν ἐντολή τοῦ μεγάλου Χριστοῦ νά χτυπᾶς, μήτε πιό δῶ· δέν πετυχαίνεις τό
στόχο οὔτε ἔτσι οὔτ’ ἀλλιῶς. Καί τό παραπάνω συχνά εἶναι ἄχρηστο, ὅταν καινούργια
δόξα ποθώντας ρίχνομε μέ παρατεντωμένο τόξο. Ἄν μεγαλοφρονεῖς θά σού θυμίσω πώς
ἦρθες στή ζωή. Τί ἤσουν πρωτύτερα, μέ ποιά μορφή κρυβόσουν στά σπλάγχνα καί τί θά
εἶσαι ἀργότερα˙ σκόνη καί τροφή τῶν σκουληκιῶν μήν ἔχοντας στούς νεκρούς τίποτα
παραπάνω ἀπό τόν πιό ἀσήμαντο.

Ἄν ταπεινοφρονεῖς, ἔχεις γίνει τοῦ Χριστοῦ πλάσμα καί πνοή καί σεβαστό μέρος
ἐκείνου πού σ’ ἔπλασε˙ εἶσαι οὐράνιος κι ἐπίγειος, Θεός πού ἔγινες καί εἶσαι ἔργο
ἀΐδιο, μέ τοῦ Χριστοῦ τά πάθη βαδίζοντας σέ ἄφθαρτη δόξα. Γι’ αὐτό μή χαρίζεσαι στό
σῶμα, νά μήν ἀγαπᾶς τά περιττά της ζωῆς αὐτῆς ἀλλά νά τό κάνεις ὡραῖο ναό. Ὁ θνητός
εἶναι ναός τοῦ μεγάλου Θεοῦ πού τόν ἔπλασε καί κινεῖται ἀπό τή γῆ καί βαδίζει πάντα
πρός τόν οὐρανό. Αὐτόν ἐγώ παρακαλῶ νά τόν διατηρεῖς εὐωδιαστό μέ κάθε πράξη σου
καί λόγο καί νά ἔχει πάντα μέσα τό Θεό, ἄριστο πάντοτε, πραγματικό ὄχι φαινομενικό.
Μή κοκκινοβαμμένο, πολύχρωμο καράβι, πού ἀστράφτει ἀπό ψεύτικη ὀμορφιά, μή ρίξεις
στήν πλάτη τῆς θάλλασας ἀλλά καλοκάρφωτο, καλοτάξιδο, στέρεα δεμένο ἀπό τά χέρια
τοῦ ναυπηγοῦ, πού πετάει γοργά στά κύματα.

Ἄς προχωρεῖ καθένας μπροστά κι ὅλοι νά κρατιέστε ἀπό τό Θεό καί ὁ σοφός κι ὁ


δυνατός κι ὁ πλούσιος κι ὁ ἀναγκασμένος, τό Θεό, τήν ἀκλόνητη ἄγκυρα. Ἀπό κεῖ ἄς
δέσουν τά σκοινιά ὅλοι καί πιό πολύ ἐγώ πού κάθομαι σέ θρόνο ὑψηλό, ὁδηγώντας μέ
τίς θυσίες μου τό λαό στόν οὐρανό, πού ἔχω τόσο βάρος˙ ὅταν προσβάλλω τό Χριστό μέ
μαυρισμένη ψυχή, πόση δόξα ἀποχτῶ ὅταν πλησιάζω τή θεότητα. Γιατί τά μέτρα τοῦ Θεοῦ
τ’ ἀκολουθοῦν καί τά μέτρα τῆς ζωῆς κι ὅπως πάλι εἶναι τά μέτρα τῆς ζωῆς εἶναι καί
τοῦ Θεοῦ τά μέτρα. Ἔτσι ἄν φρονεῖς κυβερνᾶς ἐδῶ σίγουρη τή ζωή σου τώρα κι ἔπειτα
μαζί μέ τήν ἀνώτερη ἀκολουθία τοῦ Θεοῦ, ὅποτε θά διαλυθεῖ ὁ ἴσκιος τῆς ζωῆς αὐτῆς
μέσα στό φῶς τῆς ἡμέρας.

ΑΡΧΑΙΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟΝ

Τήν ἀρετήν ποθέω μέν, ἄταρ τάδε μ’ οὐκ ἐδίδαξεν, ἤτις δή τελέθει, καί ὀππόθεν ἴξετ’
ἔμοιγε, καί μάλα πέρ ποθέοντι. Πόθος δ’ ἀτέλεστος, ἀνίη. Εἰ μέν δή καθαρός τελέθει
ρόος, οὐκ ἐπιμικτος ὕδασι χειμερίοισι, χαραδραίοισι τ’ ἀναύροις, δίζημ’ ὅς μίν
ἔτετμεν ἐπί χθονός. Ἤ γάρ ἀνέσχε βόρβορον ἐκ κραδίης, ἤ δέξατο, σάρκα βαρείαν
ἕλκων, καί ζοφόεντι θολούμενος ἔκτοθεν ἐχθρῶ ζωῆς ἡμετέρης, καί ἰλυόεντι βερέθρω.
Οὐδέ γάρ ἦεν ἐοικός, ἐπεῖ ρύσις εἰμί παγεῖσα, καί ρευστοῦ βιοτοιο διεκρέω, ἔμμεν’
ἄρευστον. Εἰ δ’ οὐκ ἀργύρεος πάντη ρόος, ἄλλ’ ἐπιμικτος ἔστι χειροτέροις ἀρετή, καί
μίξις ἄκοσμος, πῶς ἀρετή τελέθει, τάδε φράζεο. Καί γάρ ἔγωγε τή καί τή νόον ὠκύν
ἐπί στήθεσσιν ἑλίσσω. Ψυχρή μέν χιόνος φύσις ἐπλετο, ἀργυρέη τέ· ξανθή δ’ αὖ θερμή
τέ πυρός φύσις, οὐδ’ ἐπιμικτα ταῦτα πέλει. Ἐλύθη δέ βίη πάρος, ἤ ἀνεμίχθη. Τή δ’
ἀρετή πῶς αἶσχος ἐπήλυθεν εἰκόν’ ἀτίζον, εἰκόνα τήν μεγάλοιο Θεοῦ, κακοχαρτος
ἁμαρτᾶς, εἰ ἐτεόν Θεός εἰμι, λάχος δέ σόν εὔχομαι εἶναι.

Πυνθάνομ’ Ἀλφειοῖο καλόν ρόον, ὡς διά πικρῆς ἔρχεθ’ ἀλός, μέγα θαῦμα, γλυκύς ρόος,
οὐδ’ ἐπιμικτος ἡ λώβη τελέθει. Λώβη δέ τέ ἠέρος ἀχλύς, καί νοῦσος μελέων ἀρετῆς δέ
τέ, ἡμετέρη νύξ. Πολλάκι ταρσόν ἄειρα πρός αἰθέρα, καί μέ βαρεία τηκεδανή τέ
μέριμνα χαμαί βάλε, πολλάκι δ’ αὖτε αὐγασάμην θεότητος ἁγνόν φάος, ἀλλά μέσον τί
ἦλθε νέφος, κρύφθη δέ σέλας μέγα, καί μ’ ἐδάϊξεν, ὡς φύγεν ἐγγύς ἔοντα. Τίς ὁ
φθόνος; ἤ ποθέεσθαι αἰέν ἐμοί ποθέει θνητοῦ νόμος, ἤ τόδ’ ἄμεινον ἔστιν ἐμοί, μόχθω
μέν ἐλεῖν, μόχθω δέ φυλάξαι, τοῦτο γάρ ἐμπεδόν ἐστιν, ὁ νοῦς κάμε. Πολλάκι δ’ αὖτε
ἐσθλού τ’ ἠδέ κακοῖο διάκρισιν ἐχθρός ἄμερσεν, ὡς θήρ κερδαλέος τίς ἐπ’ ἴχνεσιν
ἴχνια βάλλων, ὡς κέν θηρητήρα καλοῦ πλάξειε δόλοισιν.

Ἄλλο τί σάρξ μέν ἀνωξεν ἐμοί φίλον, ἄλλο δ’ ἐφετμή, ἄλλο θεός, φθόνος ἄλλο, χρόνος
τό μέν, ἄλλο τί δ’ αἰών. Ἐρδω δ’, ὁ στυγέω, καί ἀμφιγέγηθα κακοίσι. Καί γελόω μόρον
αἰνόν ἐνί σπλάγχνοισιν ἐμοίσι, Σαρδάνιον, κακοχαρτον, ἐπεῖ καί τερπνός ὄλεθρος. Νῦν
χθαμαλός, νῦν αὖτε μετήορος, ὕβριν ἀτίζων σήμερον, ὑβριστής δ’ ἄρ’ ἔς αὔριον ἄλλος
ἐν ἄλλοις καιροῖς, πουλυπόδης τίς ἐειδόμενος χρόα πέτραις, δάκρυα θερμά χέων, ἡ δ’
οὐ συνέρευσεν ἁμαρτᾶς. Καί τά μέν ἐξεκένωσα, τά δ’ ἔνδοθεν αὔθις ἀγείρω ἄλλαις
ἀμπλακίησιν, ἄκους δέ τέ φάρμακα ρίψα. Σάρκεσι παρθένος εἰμί, καί εἰ φρεσίν, οὗ
σάφα οἶδα.

Αἰδώς ὄμμ’ ἐκάλυψε, νόος δ’ ἀνένευσεν ἀναιδής, ὀξυφαής ξείνοισι κακοῖς, ἴιδιοις δέ
τ’ ἀφεγγής. Οὐράνιος μύθοισιν, ἐπιχθόνιος πραπίδεσσιν εἰμί, γαληνιόων τέ, καί
εὔδιος· εἰ δ’ ἄρ’ ἀήτης καί τυτθός πνεύσειεν, ἀνίσταμαι οἰδαλέοισι κύμασιν, οὐδ’
ἀπέληξε ρόθος πάρος, ἠέ γενέσθαι νηνεμίην. Τῆμος δέ πεσεῖν χόλον, οὗ μέγα θαῦμα.
Πολλάκι δ’ εὐδρομέοντα σύν ἐλπωρήσιν ἀρίσταις, ἤδη καί μεσάτης ἀρετῆς
ὑπερεκτείνοντα, ἐξαπίνης παλίνορσον ὑπό προπόδεσσιν ἔθηκεν, ὡς τέ κατά ψαμάθοιο
φέρων πόδα λοίγιος ἐχθρός, κλεπτομένης προπάροιθεν ὑπ’ ἴχνεσιν ἀστατέουσιν αὔθις
ἀνέρχομ’ ἔγωγε, καί ἔμπαλιν ἔρχομ’ ὀπίσσω. Πλεῖον ἔτ’ ἤ τοπάροιθε δυσάμμορος, αἰέν
ὁδεύων, αἰέν ἔχων μέγα τάρβος, ἔβην μόγις, ὤκα δ’ ὄλισθον.

Μακρός μοί βίος ἐστι, καί οὐκ ἐθέλω βιότοιο λύσιν, ἄκος ποθέων, ἄκος δέ τέ τήλ’ ἄπ’
ἐμεῖο, ἤμασι πλειοτέροισι πλέον κακότητος ἀγείρων. Τούνεκεν ἡμετέρα γενεή τόδε
δόγμα πεπήχθω· πρώτη μέν Τριάδος καθαρή φύσις· αὐτάρ ἔπειτα, ἀγγελική· τριτάτη δ’
ἄρ’ ἐγώ βροτός, ἀμφιτάλαντος, μεσσηγύ ζωῆς τέ καί ἀργαλέου θανάτοιο ἐστηῶς,
ἐρίδωρον ἔχων τέλος, ἀλλ’ ἐπίμοχθον, εἰ καί μικρόν ἔωξα κακοῦ βιοτοιο θύρετρα. Ὧδε
θεός γάρ ἀνωξεν ἐμῆς φρενός ἔμμεν’ ἄεθλον. Κεῖνος δ’ ἐστίν ἄριστος, ὅς ἕν πλεόνεσσι
κακοίσι βαιά φέρει κακίης ἰνδάλματα, καί πρός ἀναντες σπεύδει σύν μεγάλοιο Θεοῦ
χερί, θερμόν ἔρωτα τῆς ἀρετῆς φορέων, κακίης δέ τέ νῶτα διώκων. Ὡς τέ ρόος ποταμοῖο
βιωμένος ἄλλο ρέεθρον τρηχαλέον, θολερόν τέ καί ἄγριον, εἰ δέ μιγείη, κρυπτῶν
πλειοτέρω καθαρῶ ρόον ἰλυόεντα ἤδ’ ἀρετή πλεκτοῖο, τό δέ πλέον οὐρανιώνων. Εἰ δέ
τίς ἐνθᾶδ’ ἐῶν Θεόν ἔδρακεν, ἤ πρός ἄνακτα ἔδραμε σάρκα βαρείαν ἔς οὐρανόν ἔνθεν
ἀείρας, τοῦτο Θεοῦ γέρας ἐστι. Βροτοῖς δέ τέ μετρ’ ἐπικείσθω. Εἰ δ’ ἄγε τοι καί
τοῦτον ἐγώ λόγον ἐν φρεσί θήσω, πῶς κέν τῆς μεγάλης ἀρετῆς ἐπί τέλσον ἴκηαι, ἤ
μούνη καθαρῶ καθαρόν θύος. Οὐ μέν οἴω ἐνθάδε. Πουλύχοος γάρ ἐπ’ ὄμμασιν ἐνθάδε
καπνός, στέργω δ’, εἰ κέν ἔπειτα λίπω κακά δακρυόεντα. Οὐκ οἶον μεγάλοιο Θεοῦ τότε
δῶρον ἐτύχθη, εἰκόνα πέρ τίοντος, ἐπεῖ καί σεῖο μενοινής, οὔτε σέο φρενός οἶον,
ἐπεῖ καί κρείσσονος ἀλκῆς, ὡς οὐδ’ ὄψις ἔμοιγε μόνη θηήσατο λευστά, καί μάλα
δερκομένη πέρ, ἑκάς μεγάλου Φαέθοντος· αὐτός δ’ ὄμματ’ ἔλαμψε, καί ὄμμασιν αὐτός
ἐφάνθη. Δοιαί μέν μεγάλοιο Θεοῦ πρός κρείσσονα μοῖραι, πρώτη θ’ ὑστατίη τέ, ἴη δέ
τέ καί παρ’ ἐμοῖο. Κεῖνος δεκτόν ἔθηκε καλοῦ, καί κάρτος ὀπάζει. Αὐτός δ’ ἐν μεσάτω
σταδιηδρόμος οὗ μάλ’ ἐλαφρός ἔρχομαι, οὐκ ἀγέραστος, ἐν ἄλμασι κῶλα τιταίνων
Χριστόν ἔχων πνοιήν, Χριστόν σθένος, ὄλβον ἀγητόν, ὅς μέ καί ὠπήεντα καί
εὐδρομέοντα τίθησι. Κείνου δ’ ἐκτός, ἅπαντες ἐτώσια παίγνια θνητοί, καί νέκυες
ζώοντες, ὀδωδότες ἀμπλακίησιν. Οὐδέ γάρ ἠέρος ἐκτός ἴδες πωτώμενον ὄρνιν, οὐδέ μέν
ὕδατος ἐκτός ἀλίδρομος ἑπτατο δελφίς. Ὡς οὐδέ Χριστοῖο δίχα βροτός ἴχνος ἀείρει. Τῷ
μή μοί λίην μεγαλίζεο, μηδ’ ἐπί σεῖο κάρτος ἔχειν πραπίδεσσι, καί εἰ μάλα πάνσοφος
εἴης. Μηδέ τιν’ εἰσορέων χθαμαλώτερον ὑψόσ’ ἀερθῆς, ὡς πάντων κρατέων, καί τέρματος
ἄσσον ἐλαύνων. Τέρματος ἐντός ἔμεινεν, ὅς οὐκ ἴδε τέρμα πορείης. Λίην μή τρομέειν,
λίην δέ τέ μή βλεμεαίνειν. Εἷς γῆν ὕψος ἔθηκεν, ἔς οὐρανόν ἐλπίς ἄειρε, καί ρ’
ὑπεροπλίησι Θεός κοτέει μεγάλησι. Μάρπτε τό μέν χείρεσσι, τό δ’ ἔλπεο, τῷ δ’
ὑποεικε· καί τό σαοφροσύνης, μέτρ’ ἴδμεναι ἤς βιοτῆτος. Ἴσον τί κακόν ἔστιν ἀπ’
ἐλπίδος ἐσθλᾶ τίθεσθαι, καί μέγα θάρσος ἔχειν, ὡς εὐπετές ἔμμεν’ ἄριστον. Ἀμφοτέρως
κέν ὀδοῖο κακήν στάσιν ἕν φρεσι θείης. Αἰεῖ σοί τό βέλεμvov ἐπίσκοπον ἐν χερί
κείσθω, μηδέν ὑπερπέμπειν Χριστοῦ μεγάλοιο ἐφετμῆς, μηδέ μέν ἐντός ἄγειν, ἀβλῆς
σκοπός ἀμφοτέρωθεν. Πολλάκι καί τό περισσόν ἀχρήϊον, εὖτε νέοιο Κύδεος ἰμείροντες,
ὑπερτονα τοξεύοιμεν. Ἤν μεγαλοφρονέης, μνήσω σ’ ὅθεν ἔς βίον ἦλθες, τίς μέν ἔης
τοπάροιθε, τίς ἕν σπλάγχνοισιν ἐκεύθου, τίς δ’ ἄρ’ ἔση μετέπειτα, κόνις, καί σητός
ἐδωδή, μηδέν ἀκιδνοτάτοιο φέρων πλέον ἐν νεκύεσσιν. Ἤν χθαμαλοφρονέης, πλάσμα
Χριστοῖο τέτυξαι, καί πνοή, μοίρη τέ σεβάσμιος, ἔνθεν ἐπήχθης, οὐράνιος, χθόνιος,
τυκτός θεός, ἔργον ἄληστον, τοῖς Χριστοῦ παθέεσσιν ἔς ἄφθιτον εὖχος ὁδεύων. Τούνεκα
μή σάρκεσσι χαρίζεο, μή τά περισσά τοῦδε βίου φιλέειν, νηόν δέ τέ λώονα τεύχειν.
Νηός γάρ μεγάλοιο Θεοῦ βροτός, ὅνπερ ἔτευξε κινύμενος γαίηθεν, ἔς οὐρανόν αἰέν
ὁδεύων. Τόν πέρ ἐγώ κέλομαι σέ θυώδεα πάσι φυλάσσειν ἔργμασιν ἠδέ λόγοισιν, ἀεί
Θεόν ἐντός ἔχοντα, αἰέν ἄριστον ἐόντα, ἐτήτυμον, οὗ δοκέοντα. Μή ναῦν μιλτοπάρηον,
εὔχροον, ἤ παρασήμοις κάλλεσιν ἀστράπτουσαν ἄγειν ἐπί νῶτα θαλάσσης, ἀλλ’ ἐσθλήν
γόμφοισιν, εὔπλοον, εὖ ἀραρυίαν χείρεσι ναυπηγοῖο, δί’ οἴδματος ὤκα φέρουσαν.

Πᾶς μέν προπάροιθε, Θεοῦ δέ τέ πάντες ἔχοισθε, ὅς σοφός, ὅς σθεναρός, ὅς πλούσιος,


ὅς τ’ ἐπιδευής, ἕρματος ἀψεύστοιο. Πρυμνήσια κεῖθεν ἀνήφθω πάσιν, ἐμοί δέ μάλιστα,
ὅς ἔζομαι ὑψιθόωκος. Λαόν ἄγων θυέεσσι πρός οὐρανόν, ὤ τόσον ἄχθος Χριστόν
ἀτιμάζοντι μελαινομέναις πραπίδεσσιν, ὀσσάτιον κλέος ἐσθλόν ἐπήν θεοτητι πελάζω.
Καί γάρ δή μετροισι Θεοῦ καί μέτρα βίοιο ἔσπεται, ὡς δέ μετροισι βίου καί μέτρα
Θεοῖο. Ὠδ’ ἄν μοί φρονέων, βίο ἔμπεδον ἐνθᾶδ’ ἐλαύνοις ἐνθάδε καί μετέπειτα Θεοῦ
σύν ἀρείονι πομπή, λυθέντος σκιόεντος ἐν ἤματι τοῦδε βίοιο.

http://www.egolpion.com

You might also like