You are on page 1of 11

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2023

Ὑπεύθυνος σύνταξης Ἱερ/χος Εὐθύμιος

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ


(Λουκᾶ κεφ. ΙΒ´, 13-21)

Ἡ ἀφορμὴ τῆς παραβολῆς. δέει τοὺς ἀδελφούς, καταπατοῦν τὴν φυ-


σικὴ δικαιοσύνη, ποὺ ἐπιβάλλει καὶ μεταξὺ
Γεγονὸς οἰκτρὸ καὶ θλιβερὸ (τὸ ὁποῖο
ξένων τὴν ἀπονομὴ τοῦ δικαίου, εἶναι δὲ
δυστυχῶς δὲν εἶναι σπάνιο καὶ στὶς μέρες
ἕτοιμοι νὰ ἁρπάξουν ὅσα μπορέσουν. Καὶ
μας) ἡ φιλονικία μεταξὺ δύο ἀδελφῶν γιὰ
δὲν συλλογίζονται οἱ ταλαίπωροι ὅτι ὑ-
τὴν διανομὴ τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς,
πάρχει Θεὸς («ποιῶν κρῖμα πᾶσι τοῖς
ἔδωσε στὸν Κύριο ἀφορμὴ νὰ πεῖ τὴν
ἀδικουμένοις») ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ ἐκδι-
παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Νὰ
κήσει τὸ δίκαιο τῶν ἀδικουμένων (ψαλμ.
περιγράψει στὴν διδακτικότατη αὐτὴ πα-
ρμε´,7).
ραβολή, ποιά ἀπάτη δεινή, ποιά μέθη
καταστρεπτικὴ δημιουργεῖ στὴν ψυχὴ τοῦ Πιθανὸν ὅμως ὁ ζητήσας τὴν ἐπέμβα-
ἀνθρώπου ἡ πλεονεξία. ση τοῦ Κυρίου νὰ ἦταν ἄνθρωπος ὑστε-
ρόβουλος, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ ἀδικήσει τὸν
Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀδελφούς, οἱ
ἀδελφό του. Νόμιζε ὅτι μποροῦσε νὰ χρη-
ὁποῖοι γιὰ τὴν ὕλη, γιὰ τὴν γῆ καὶ τὰ χω-
σιμοποιήσει καὶ τὸν Χριστὸ ὡς βοηθόν
ράφια, ἔγιναν ἐχθροὶ καὶ ἀντίδικοι, παρου-
του στὴν πράξη αὐτή. Διότι κατὰ τὸ ἰου-
σιάστηκαν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τὴν ὥρα
δαϊκὸ δίκαιο ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς λάμ-
ποὺ δίδασκε τὰ πλήθη, καὶ τοῦ ὑπέβαλε
βανε διπλὸ μερίδιο ἀπὸ τὴν κληρονομιά,
τὴν ἑξῆς παράκληση: «Διδάσκαλε, εἰπὲ
μὲ τὴν ὑποχρέωση νὰ συντηρεῖ τὴν μη-
τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι μετ᾿ ἐμοῦ τὴν
τέρα καὶ τὶς τυχὸν ἄγαμες ἀδελφές. Ζητοῦ-
κληρονομίαν» (στίχ.18). Δηλαδή, Διδά-
σε, λοιπόν, ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἢ νὰ μεταβά-
σκαλε διέταξε τὸν ἁδελφό μου, μὲ τὸ κῦ-
λει τὴν διάταξη αὐτὴ τοῦ νόμου, ἢ νὰ ὑπο-
ρος καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ προφήτου καὶ
χρεώσει τὸν μεγαλύτερο ἀδελφὸ νὰ μοι-
διδασκάλου, καὶ ὁ ἀδελφός μου δὲν θὰ
ράσει σὲ ἴσα μερίδια τὴν πατρικὴ κληρο-
ἀδιαφορήσει πρὸς τὴν διαταγή σου.
νομιά. Συμβαίνει καὶ σήμερα αὐτὸ τὸ ὅτι
Ὁ χαρακτῆρας τοῦ αἰτοῦντος. μερικοὶ συμφεροντολόγοι ἐκμεταλλεύονται
Εἶναι πιθανὸν νὰ ἀδικοῦνταν ὁ παρα- τὴν θρησκευτικότητα τοῦ ἄλλου καὶ ἀπαι-
καλέσας τὸν Χριστὸ νὰ ἐπέμβει. Πιθανὸν τοῦν κάθε ὑποχώρηση ἀπὸ ἐκεῖνον, ἀπαι-
ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του, νὰ ἦταν ἄν- τοῦν νὰ ἀδικηθεῖ, ἐπειδὴ τάχα εἶναι θρη-
θρωπος ἄδικος καὶ πλεονέκτης ὁ ὁποῖος σκευτικός! Φαίνεται πιθανὸν ὅτι μὲ τέτοι-
κατακρατοῦσε τὸ μερίδιο τῆς κληρονομιᾶς ους σκοποὺς ζήτησε τὴν ἐπέμβαση τοῦ
του. Διότι ὑπάρχουν, δυστυχῶς, καὶ τέ- Χριστοῦ ὁ νεώτερος, διότι -ὅπως θὰ δοῦ-
τοιοι ἀδελφοὶ πλεονέκτες καὶ ἄσπλαγχνοι, με παρακάτω- ὁ Χριστὸς ἐπέστησε τὴν
οἱ ὁποῖοι καταπατοῦν τὴν φυσικὴ ἀγάπη προσοχὴ καὶ αὐτοῦ καὶ τοῦ πλήθους, ποὺ
καὶ τοὺς δεσμοὺς τοῦ αἵματος, ποὺ συν- ἄκουσε τὴν συνομιλία, στὸ φοβερὸ πάθος
1
τῆς πλεονεξίας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ὁ τική, ποὺ κυβερνᾶται ἀπὸ πνευματικὲς ἀρ-
ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ πάντοτε περισσότερα χές. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ βασιλεία δὲν
ἀπὸ ὅσα ἔχει. Ὅπως καὶ ἂν εἶχε τὸ πρᾶγ- ἐπεμβαίνει στὶς πολιτικὲς ἐξουσίες, οὔτε
μα, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ δύο ἀδελφοὶ ἔθε- συγκρούεται μὲ αὐτές, οὔτε ζητάει νὰ
σαν τὴν ὕλη καὶ τὸ χρῆμα ἀνώτερα ἀπὸ ἁρπάσει τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὰ χέρια τῶν
τὴν ἀδελφικὴ συγγένεια καὶ ἀγάπη καὶ δὲν κοσμικῶν ἀρχόντων. Δὲν ἐπεμβαίνει στὰ
ἦταν συμβιβαστικοὶ καὶ πρόθυμοι νὰ θυ- πολιτικὰ δικαστήρια καὶ παρ᾽ ὅλο ὅτι ὑπο-
σιάσουν τὰ ὑλικὰ χάριν τῆς οἰκογενειακῆς χρεώνει πάντας τοὺς πιστούς -δικαστὲς
εἰρήνης. καὶ λαόν- νὰ φέρωνται μὲ κάθε δικαιοσύ-
νη, δὲν ἐξαναγκάζει κανέναν, ἀλλὰ ἐπι-
Ἡ ἄρνηση τοῦ Κυρίου πρὸς ἐπέμβαση.
φυλάσσεται νὰ ζητήσει εὐθύνες στὴν ἄλλη
Ἀλλὰ πόσο σοφὴ καὶ θαυμαστὴ εἶναι ἡ ζωή. Δὲν παρέχει σὲ κανέναν ἐλπίδα ὅτι
ἀπάντηση τοῦ Κυρίου! «Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ, θὰ ἀπολαύσει διὰ τῆς θρησκείας ὑλικὰ
ἄνθρωπε, τίς με κατέστησε δικαστὴν ἢ κέρδη. Ἐὰν δηλαδὴ ὁ παραπονούμενος
μεριστὴν ἐφ᾽ ὑμᾶς;» (στίχ. 14). Ὁ Κύριος ἐκεῖνος ἀδελφός, ἢ ὁποιοσδήποτε ἄλλος,
γιὰ ὑποθέσεις καθαρὰ ὑλικὲς καὶ τῆς κο- πλησιάζει τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ
σμικῆς ζωῆς, δὲν θέλησε νὰ ἐξασκήσει ἐξασφαλίσει διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ ὑλικὲς
ἐπιρροὴ νομοθέτη, γιὰ νὰ μεταβάλει τοὺς ὠφέλειες, ἀπατᾶται. Διότι οἱ ὠφέλειες τὶς
νόμους τῶν κληρονομιῶν, ἢ ἐξουσίαν δι- ὁποῖες ὑπόσχεται ὁ Χριστὸς εἶναι πνευμα-
καστή, γιὰ νὰ καθορίζει τὰ κληρονομικὰ δι- τικὲς καὶ αἰώνιες. Δὲν ἐπιδοκιμάζει τοὺς
καιώματα τοῦ καθένα. Ἐὰν ὁ ἀδελφὸς δικαστικοὺς ἀγῶνες, στοὺς ὁποίους κα-
ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος Τὸν παρεκάλεσε νὰ γίνει τέρχονται οἰ ἄνθρωποι γιὰ ὑλικὰ πράγμα-
διαιτητὴς στὴν διανομὴ τῆς κληρονομίας, τα, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ νὰ παραιτούμαστε καὶ
Τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν βοηθήσει γιὰ νὰ ἀπὸ τὰ δικαιώματά μας χάριν τῆς εἰρήνης
πετύχει τὴν οὐράνια κληρονομιά, τότε βε- καὶ τῆς ἀγάπης. «Καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆ-
βαιότατα ὁ Κύριος θὰ τοῦ ἔδινε ὅλη Του ναι, καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ
τὴν συνδρομή. Ἀλλὰ τώρα τοῦ λέει: «ἄν- καὶ τὸ ἱμάτιον» (Ματθ. ε´,40). Αὐτὰ εἶναι τὰ
θρωπε ὑλικὲ καὶ ἀσυλλόγιστε, τὴν ὥρα βαθύτερα νοήματα τῆς ἀπάντησης τοῦ
ποὺ ἀκοῦς τὸν θεῖο λόγο ἐσὺ ἔχεις στὸ Κυρίου.
νοῦ σου τὴν διανομή· δὲν σὲ συγκίνησαν Ἡ παραγγελία πρὸς τὰ πλήθη.
ὅσα τώρα εἶπα γιὰ τὴν ἀγαθὴ πρόνοια τοῦ
Στρεφόμενος πρὸς τὸν λαὸ ποὺ παρα-
Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τρέφει ὄχι μόνο τοὺς ἀν-
κολουθοῦσε τὴν συνομιλία, ἔδωσε τὴν ἑξῆς
θρώπους, ἀλλὰ καὶ τὰ σπουργίτια· ἄν-
σπουδαιότατη ἐντολή: «ὁρᾶτε καὶ φυλάσ-
θρωπε πλεονέκτη, ποιός μὲ διώρισε δικα-
σεσθε ἀπὸ τῆς πλεονεξίας». Εἶναι ἀλήθεια
στὴ ἢ διαιτητὴ μεταξύ σας;»
ὅτι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του δὲν
Ἀλλ᾽ ἡ ἀπάντησις αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἐπεμβαίνει στὰ πολιτικὰ ζητήματα καὶ στὶς
πρὸς τὸν προσκολλημένον στὰ ὑλικά, ἔχει οἰκονομολογικὲς διαμάχες τῶν ἀνθρώπων.
καὶ βαθύτερα καὶ σπουδαιότερα νοήματα. Ἀλλὰ ἐπεμβαίνει καὶ ζητάει νὰ διευθύνει
Φανερώνει ποία εἶναι ἡ φύση καὶ τὸ πολί- τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴν κυ-
τευμα τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς ριευθεῖ ἀπὸ τὴν πλεονεξία καὶ νὰ μὴν ἐπι-
γῆς. Φανερώνει ὅτι εἶναι βασιλεία πνευμα- θυμεῖ νὰ ἔχει περισσότερα ἀπὸ τὰ

2
ἀπαραίτητα γιὰ τὴν συντήρηση. «Ὁρᾶτε ψυχῆς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ χρῆμα, διότι
καὶ φυλάσσεσθε», παραγγέλλει· δηλαδὴ οὔτε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς
προσέξτε καλά, «τὰ μάτια σας ἀνοιχτά», πνευματικῆς ζωῆς μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει
μὴν ἀμελήσετε καὶ δὲν προφυλαχθῆτε ὁ ὑλικὸς πλοῦτος, οὔτε τὸν σύνδεσμο τῆς
ἀπὸ τὸν μέγα κίνδυνο τῆς πλεονεξίας. ψυχῆς μὲ τὸ σῶμα, ὅσο αὐτὴ θέλει, μπο-
Διότι εἶναι πολὺ ὕπουλη ἀσθένεια ἡ πλεο- ρεῖ νὰ διατηρήσει. Ἀλλ᾽ ἐπίσης καὶ ἡ ἄνεση
νεξία· εἰσάγει στὴν ψυχὴ τὴν πλάνη καὶ τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν
τὴν ἀπάτη ὅτι τάχα τὸ περισσότερο χρῆμα πλοῦτο. Διότι πολλοὶ ἄνθρωποι ζοῦν εὐχα-
θὰ ἐξασφαλίσει τὴν εὐτυχία. ριστημένοι καὶ ἀναπαυμένοι, καίτοι εἶναι
Ἀπὸ τὴν πλάνη αὐτὴ προέρχεται ἡ πτωχοί· ἐνῷ ἄλλοι μὲ πλοῦτο ἄφθονο,
ἰσχυρὴ τάση τῆς πλεονεξίας, ὁ σφοδρὸς ζοῦν μία ζωὴ γεμάτη ἀπὸ φόβους καὶ ἀνη-
ἔρωτας πρὸς τὸ χρῆμα ποὺ κυριεύει τοὺς συχίες καὶ φροντίδες.
ἀνθρώπους. Καὶ γι᾽ αὐτὸ βλέπουμε τὸν Ἡ παραβολὴ.
ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας νὰ ρίπτεται
στὴν πλεονεξία, μὲ τὴν αἰσχροκέρδεια, τὶς Ἡ παραβολὴ μᾶς παρουσιάζει τὴ ζωὴ
προαγορές, τὶς πιέσεις, τὴ νοθεία, τὸ ψέμα καὶ τὸν θάνατο ἑνὸς τέτοιου πλεονέκτη
καὶ τὴν δολιότητα, τὸ Χρηματιστήριο, τὶς πλούσιου. Καὶ μᾶς καλεῖ νὰ κρίνουμε ἐὰν
πλαστογραφίες, τὶς καταχρήσεις, τὸ ἔγκ- πράγματι ἡ ζωή του, ἡ ἄνεσή του, ἡ εὐτυ-
λημα. Ὁ ἀγώνας ὁ μεγάλος μεταξὺ κεφα- χία του, ἐξαρτῶνταν ἀπὸ τὰ πλούτη του.
λαίου καὶ ἐργασίας, τὸ μῖσος μεταξὺ ἐργα- Ἀρχίζει μὲ τὰ ἑξῆς ζωντανὰ λόγια, ποὺ νο-
τῶν καὶ κεφαλαιούχων, ἡ διαβόητη «πάλη μίζει κανεὶς ὅτι περιγράφουν κανένα σημε-
τῶν τάξεων», ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν πόσο ρινὸ πλούσιο:
ἰσχυρὴ δύναμη εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ χρή- «Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου
ματος. Καὶ κατορθώνει, πολλὲς φορὲς ἡ εὐφόρησεν ἡ χώρα».
μανία αὐτὴ τῆς πλεονεξίας, νὰ μαζεύει τε-
Φαίνεται ὅτι ὁ πλούσιος ἐκεῖνος ἦταν
ράστια ποσά, περιουσίες κολοσσιαῖες στὰ
μεγαλοκτηματίας καὶ τὰ κτήματά του εὐφό-
χέρια ἀτόμων ἢ ἑταιρειῶν. Ἀλλὰ ἐδῶ ἀκρι-
ρησαν, ἔδωσαν ἄφθονη σοδειά. Ὁ Θεὸς
βῶς παρουσιάζεται ἡ μεγάλη ἀπάτη τῆς
ἔδωσε τὴν εὐλογία Του, διεύθυνε τοὺς
πλεονεξίας· ἐδῶ παρουσιάζεται τὸ μεγα-
καιροὺς καὶ τοὺς ἀνέμους τόσο εὐνοϊκούς,
λεῖο τῶν λόγων, τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Χρι-
ὥστε ἡ γονιμοποίηση, ἡ αὔξηση, ἡ καρπο-
στὸς πρὶν ἀπὸ τόσους αἰῶνες καὶ οἱ ὁποῖοι
φορία τῶν ποικίλων καρπῶν τῆς καλλιέρ-
εἶναι τόσο νωποί, σὰν νὰ τοὺς εἶπε γιὰ τὴν
γειας τοῦ πλουσίου νὰ γίνει ἄφθονος καὶ
σημερινὴ ἐποχή. Τί εἶπε ὁ Χριστός; Ἰδού:
ἀπροσδόκητος. Ὁ Θεὸς ποὺ κυβερνάει
«Ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ τὴν φύση καὶ ἀνοίγει τὴν χεῖρά Του καὶ γε-
ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων μίζουν τὰ σύμπαντα ἀπὸ ἄφθονες δωρεές
αὐτοῦ» (στίχ. 15). Προφυλαχθῆτε ἀπὸ τὴν (ψαλμ. ργ´,28), Αὐτὸς ἔδωσε καὶ στὸν
πλεονεξίαν, εἶπε, γιὰ νὰ μὴ σᾶς ἀπατήσει· πλούσιο τοῦτον ἄφθονο πλοῦτο, γιὰ νὰ
διότι δὲν ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἄνεση καὶ διεγείρει στὴν ψυχή του αἰσθήματα εὐγνω-
ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ περισ- μοσύνης, νὰ μαλάξει τὴν καρδιά του καὶ νὰ
σεύματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα γίνονται οἱ μεγά- τὴν παρακινήσει σὲ ἔργα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα
λες περιουσίες. Πρωτίστως ἡ ζωὴ τῆς ὁ πλοῦτος μπορεῖ νὰ δημιουργήσει. Διότι

3
πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι εἶναι δυνατὸν πόν, τέτοια αἰσθήματα χαρᾶς καὶ σκέψεις
καὶ ὁ πλοῦτος νὰ δημιουργήσει πολὺ κέρ- εὐχάριστες γιὰ τὴν ὠφέλιμη χρησιμοποί-
δος στὴν ψυχή, ὅταν ὁ πλούσιος μιμῆται ηση τοῦ ἀπροσδόκητου πλούτου νὰ κατέ-
τὸν πλούσιο ἐν ἀγαθοῖς Θεό, ὅταν ἀνοίγει χουν τὴν ψυχή του. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἐκεῖ-
τὸ χέρι του γιὰ νὰ σκορπίζει ἄφθονα σὲ νος «διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ, λέγων, τί
ἔργα φιλανθρωπίας, σὲ ἱδρύματα ὅπου ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς
ἀνακουφίζεται ὁ πτωχὸς καὶ ὁ πονεμένος καρπούς μου;» (στίχ. 17). Μόλις γνώρισε
καὶ μορφώνονται ψυχές. Ἔχει νὰ παρου- τὴν εὐφορία ἀπὸ τὰ κτήματά του μπῆκε
σιάσει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἱστορία πολλὰ στὴν ψυχή του καὶ ἡ μεγάλη ἀσθένεια τῆς
παραδείγματα ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπο- πλεονεξίας.
δουλώθηκαν στὸ χρῆμα τους, ἀλλὰ ἀφω- Οἱ ἀνησυχίες καὶ οἱ μέριμνες τοῦ πλε-
σιώθηκαν στὸν Θεό, ὅπως ὁ Ἀβραὰμ καὶ ονέκτου. Πρῶτο σύμπτωμα τῆς ἀσθένειας
ὁ Ἰὼβ καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας καὶ αὐτῆς εἶναι οἱ ἀνήσυχες σκέψεις καὶ οἱ
ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἀλλὰ ἀγωνιώδεις φροντίδες γιὰ τὴν ἐξασφάλιση
τὸ συνηθέστερο εἶναι τὸ ἀντίθετο· τὸ ὅτι τοῦ πλούτου. Τί νὰ κάνω, λέει ὁ πτωχός,
προσκολλᾶται ἡ καρδιὰ στὸ χρῆμα. «Πλοῦ- ὅταν περισφίγγεται ἀπὸ τὴν φτώχεια καὶ
τος ἐὰν ρέει, μὴ προστίθεσθε καρδίαν», δὲν ἔχει τῆς ἡμέρας τὸ ψωμί. Τί νὰ κάνω,
λέει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Δαβίδ (ψαλμ. ξα´,11). λέει καὶ ὁ πλεονέκτης πλούσιος, ὁ ὁποῖος
Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ρέει ὁ δὲν ἔχει ποῦ νὰ ἀποθηκεύσει τὴν ἄφθονη
πλοῦτος, ὅταν αὐξάνει τὸ χρῆμα, προ- ἐσοδειὰ καὶ τὸν πλεονάζοντα πλοῦτό του.
σκολλάει περισσότερο τὴν καρδιά του σ᾽ Σκέπτεσαι, λοιπόν, «τί νὰ κάμεις;» Νὰ τί
αὐτό, τὴν ἀφοσιώνει στὸ χρῆμα, ὁπότε νὰ κάνεις, λέει ὁ σοφὸς Σειράχ: «σύγκλει-
ἔχουμε τὸ φαινόμενο, ποὺ ἐκθέτει ἡ παρα- σον ἐλεημοσύνην ἐν τοῖς ταμείοις σου, καὶ
βολὴ στὴ συνέχεια. αὕτη ἐξελεῖταί σε ἐκ πάσης κακώσεως»
Οἱ σκέψεις τοῦ πλουσίου. (κθ´,12) γέμισε λέει ἐλεημοσύνη τὶς ἀπο-
θῆκες σου, δώσε τὰ ἀγαθά σου σ᾽ ἄλλους
Θὰ ἧταν φυσικὸ ἡ εὐφορία ἐκείνη ἡ με- ἐλεημοσύνη, καὶ τότε θὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ
γάλη νὰ φέρει χαρά, διότι ὁ Θεὸς ἔδωσε κάθε στενοχώρια. Δὲν ξέρεις πῶς νὰ ἐξα-
τώρα στὸν πλούσιον ἀφθονώτερα τὰ μέσα σφαλίσεις τὰ εἰσοδήματά σου; Ἄκουσε μία
νὰ κάνει τὸν ἑαυτό του ἀληθῶς πλούσιο· ἀσφαλῆ τοποθέτηση, τὴν ὁποία σοῦ ὑπο-
πλούσιο σὲ ἔργα ἀγαθά, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ δεικνύει ἕνας σοφὸς ἅγιος, γιὰ νὰ μὴν στε-
τόσους ἄλλους δυστυχεῖς θὰ ἀνακούφιζε, νοχωριέσαι: «Ὁ Θεός, λέει ὁ Αὐγουστῖνος,
καὶ τὸν ἑαυτό του θὰ εὐεργετοῦσε. Διότι δὲν θέλει νὰ χάσεις τὰ πλούτη σου, ἀλλ᾽
ὅταν ἐλεεῖς καὶ εὐεργετεῖς ἄλλους, δὲν ἁπλῶς νὰ ἀλλάξεις τὴν τοποθέτησή τους.
ὠφελεῖς τόσο ἐκείνους ὅσο τὸν ἑαυτό σου. Ἐὰν ὁ φίλος σου ἔλθει στὸ σπίτι σου καὶ
Ἀρκεῖ κανεὶς νὰ σκεφθεῖ ὅτι «ὁ ἐλεῶν δεῖ ὅτι ἔχεις ἀποθηκεύσει τὰ σιτάρια σου
πτωχὸν δανείζει Θεῷ», ὅτι ὁ Χριστὸς σ᾽ ἕνα ὑγρὸ ἰσόγειο, ὅπου θὰ σαπίσουν,
θεωρεῖ τὸν ἑαυτό Του ὑποχρεωμένον γιὰ καὶ σοῦ πεῖ, φίλε μου, θὰ χάσεις ὅσα μὲ
κάθε εὐεργεσία ποὺ κάνουμε σ᾽ ἕναν πτω- πολὺ κόπο μάζεψες, ἀνέβασε τὰ σιτάρια
χὸ καὶ ἐλάχιστο ἀδελφό Του, γιὰ νὰ κατα- σου στὸ ἀνώγειο, βεβαίως θὰ ἀκούσεις
λάβει πόσο εὐεργετεῖ τὸν ἑαυτό του ὁ τὴν ὀρθὴ συμβουλή του. Δὲν θὰ ἀκούσεις,
ἐλεήμων καὶ μεταδοτικός. Θὰ ἔπρεπε, λοι-
4
λοιπόν, καὶ τὸν Χριστό, ποὺ σὲ συμβου- ὅτι ἂν ἀποκτήσει κανεὶς ὡρισμένο ποσό,
λεύει νὰ ἀναβιβάσεις τοὺς θησαυρούς σου θὰ ἡσυχάσει ἔπειτα· δυστυχῶς δὲν θὰ
ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό, ὅπου σκουλήκια ἡσυχάσει, ἀλλὰ θὰ ὑποφέρει τότε πολὺ
καὶ κλέπτες καὶ σκώροι δὲν μποροῦν νὰ τὰ περισσότερον1. Μένει, λοιπόν, κατὰ βάθος
ἀφαιρέσουν;» πτωχὸς ὁ πλεονέκτης, ἀκριβῶς διότι ἡ
«Τί νὰ κάνω», ἔλεγε ὁ πλεονέκτης πλεονεξία δὲν χορταίνει. Ὅταν, λοιπόν, τέ-
πλούσιος τῆς παραβολῆς καὶ κάθε ὅμοιός τοια κατάσταση δημιουργεῖ τὸ χρῆμα, ἔχει
του. Καὶ τὸ λέει μὲ λαχτάρα περισσότερη δίκαιο ὁ ἀπ. Παῦλος, λέγοντας: «οἱ βουλό-
ἀπὸ τὸν πτωχό· διότι καὶ αὐτὸς κατὰ βά- μενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν (πέφτουν) εἰς
θος εἶναι πτωχός. Μὴν παραξενεύεσθε. πειρασμὸν καὶ παγῖδας καὶ ἐπιθυμίας πολ-
Εἶναι πτωχός, διότι ἡ πλεονεξία ἀνοίγει λὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες (οἱ
στὴν ψυχή του χάος ἀχόρταστο, μὲ τρόπο ὁποῖες) βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς
ὥστε ὅσα καὶ ἂν κερδίζει, ἄλλα τόσα νὰ ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν· ρίζα γὰρ πάντων
ἐπιθυμεῖ. Βρίσκεται σὲ διαρκὲς μαρτύριο, τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία· ἧς τινες
διότι δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ πεῖ: «φθάνει, ἀρ- ὀρεγόμενοι, ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πί-
κετὰ ἔχω». Ὅπως ὁ ὑδρωπικὸς ὅσο πίνει, στεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις
ἄλλο τόσο διψᾷ, καὶ πίνωντας αὐξάνει τὸν πολλαῖς» (κάρφωσαν στὸν ἑαυτό τους
ὄγκο καὶ καίγεται ἀπὸ τὴν δίψα, ἔτσι καὶ ὁ ὀδύνες καὶ θλίψεις πολλές. Α΄ Τιμ. στ´,9-
πλεονέκτης τὸ φάρμακο, ποὺ χρησιμο- 10).
ποιεῖ «μείζω τὴν νόσον ποιεῖ», καθὼς ἔλε- Τὰ σχέδια καὶ οἱ ἀποφάσεις τοῦ πλεο-
γε ὁ Πλούταρχος. «Ὁ ἀγαπῶν ἀργύριον νέκτη.
οὐ πλησθήσεται ἀργυρίου» δηλαδὴ δὲν
Ἐπὶ τέλους. Ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς καὶ
θὰ χορτάσει ποτὲ τὸ χρῆμα ἐκεῖνος ποὺ τὸ
ἀγωνιώδεις σκέψεις βρῆκε ὁ πλούσιος τὴν
ἀγαπᾷ, λέει ὁ Θεός (Εκκλ. ε´,9). Πρέπει νὰ
λύση τοῦ προβλήματος: «Τοῦτο ποιή-
τὸ σκεφθεῖς καλά, ἀναγνῶστά μου, τὸ φαι-
σω», εἶπε· τὸ καλύτερο ποὺ ἔχω νὰ κάνω
νόμενον αὐτό, διότι ἐνδέχεται νὰ νομίζεις
1
Μ. Βασιλείου. Ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ φιλάργυρος, λέει, ὅσα καὶ ἂν ἔχει, εἶναι πτω-
χός, διότι ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούτου εἶναι ἀχόρταστος. Τὰ δέκα προσπαθεῖ νὰ τὰ
κάνει εἴκοσι. Καὶ ὅταν γίνουν εἴκοσι, ἐπιζητεῖ ἄλλα τόσα καὶ πάντοτε τὰ προ-
στιθέμενα δὲν σταματοῦν τὴν ὁρμή, ἀλλὰ ἀνάβουν τὴν ὄρεξη. Ὅπως οἱ μεθυσμέ-
νοι, ὅσο περισσότερο πίνουν, τόσο ἀκόμη ἐπιθυμοῦν, ἔτσι καὶ οἱ νεόπλουτοι,
ὅσο κερδίζουν πολλά, ἐπιθυμοῦν πάντοτε περισσότερα καὶ μὲ τὴν προσθήκη
αὐξάνουν τὴν ἀσθένεια. Δὲν εὐχαριστοῦνται τόσο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν, μολο-
νότι ἔχουν πολλά, ὅσο λυποῦνται γιὰ ἐκεῖνα ποὺ τοὺς λείπουν. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ
ψυχή τους τήκεται ἀπὸ τὶς διαρκεῖς φροντίδας. Ἐνῷ ἔπρεπε νὰ χαίρονται καὶ
νὰ εὐχαριστοῦνται διότι εἶναι πλουσιώτεροι ἀπὸ τόσους ἄλλους, δυσφοροῦν καὶ
θλίβονται καὶ πάσχουν, διότι ἔχουν λιγότερα ἀπὸ ἕναν ἄλλον πλούσιο τοῦ τόπου
τους. Καὶ ὅταν γίνουν σὰν αὐτόν, τότε ἀγωνίζονται νὰ φθάσουν ἄλλον πλου-
σιώτερον. Ὅσα βλέπει τὸ μάτι τοῦ πλεονέκτη, τόσα περισσότερα ἐπιθυμεῖ· ἀλλὰ
τὸ μάτι δὲν χορταίνει ποτὲ νὰ βλέπει καὶ ὁ φιλάργυρος δὲν χορταίνει ποτὲ νὰ
κερδίζει. Ἡ θάλασσα δὲν χορταίνει ποτὲ ἀπὸ τὸ ποτάμια ποὺ χύνονται σ᾽ αὐτήν,
ἀλλ᾽ οὔτε ὁ φιλάργυρος ἀπὸ τὸ χρῆμα ποὺ χύνεται στὰ χρηματοκιβώτιά του. Ὁ
Ἅδης δὲν εἶπε ποτὲ ἀρκεῖ· ἀλλ᾽ οὔτε ὁ πλεονέκτης εἶπε ποτέ, φθάνουν!)
5
εἶναι «καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας», διότι σ᾽ ἐκείνη τὴν πόλη καὶ θὰ μείνουμε ἐκεῖ
οἱ σημερινὲς εἶναι μικρὲς καὶ ἀνεπαρκεῖς ἕνα ἔτος καὶ θὰ κάνουμε ἐμπόρια καὶ θὰ
«καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω κερδίσουμε· τὰ λέτε αὐτὰ ἐνῷ δὲν ξέρετε
ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἂν αὔριον θὰ εἶστε στὴν ζωή· διότι τί εἶναι
ἀγαθά μου» (στίχ. 18). Φαντάζεται δηλα- ἡ ζωή μας; Εἶναι ἕνας ἀτμός, ἕνας ἀχνός,
δὴ ὅτι ἂν κάνει νέες μεγαλύτερες ἀποθῆ- ποὺ φαίνεται λίγες στιγμὲς καὶ ἔπειτα χά-
κες, θὰ ἔμενε πλέον ἥσυχος. Ἀλλὰ πόσο νεται (Ἰακ. δ΄, 18. 14). Ἀποδεικνύεται, λοι-
ἀπατᾶται! Πόσο εἶναι μωρὸς καὶ ἀνόητος! πόν, καθαρά, ὅτι ὁ πλεονέκτης ὑποφέρει
Καὶ ἰδοὺ γιατί: μὲν καὶ ταράσσεται καὶ ἀνησυχεῖ μέχρι νὰ
Διότι καὶ πάλι δὲν θὰ ἔπαυε τὶς φροντί- βρεῖ τρόπο νὰ ἐξασφαλίσει τὰ χρήματά
δες καὶ δὲν θὰ εὕρισκε ἀνάπαυση· ἀλλὰ του· δημιουργεῖ ἀντὶ ἀναπαύσεως νέες
ἀντίθετα τὸ γκρέμισμα τῶν ἀποθηκῶν καὶ φροντίδες καὶ νέους κόπους καὶ νέες ἀνη-
ἡ ἀνοικοδόμηση νέων μεγαλύτερων, θὰ συχίες, ὅταν θέσει σὲ ἐφαρμογὴ τὰ σχέδια
αὔξανε τοὺς κόπους καὶ τὶς φροντίδες του. τῆς δῆθεν ἐξασφαλίσεως.
Καὶ εἶναι φυσικὸ αὐτό διότι, ὅταν ὁ ἄν- Ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ προσέξουμε καὶ
θρωπος δὲν θέλει νὰ ἐφαρμόζει τὸν τρόπο μιὰ σπουδαία λεπτομέρεια τῶν λόγων μὲ
ποὺ τοῦ λέει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἐλευθερώνεται τοὺς ὁποίους διατυπώνει τὴν λύσιν τοῦ
ἀπὸ τὶς φροντίδες, θὰ ἐπινοεῖ τρόπους προβλήματός του. «Συνάξω, λέει, ἐκεῖ
ποὺ μεγαλώνουν τὶς φροντίδες καὶ τοὺς πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά
μόχθους. Ἔπειτα, ἐὰν καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος μου». Δηλαδὴ νὰ προσέξουμε στὴν λέξη:
τὰ κτήματά του ἔφερναν ἄλλη τόση σο- «μου». Δὲν λέει «θὰ συνάξω τὰ γεννήματα
δειά; Δὲν θὰ παρουσιάζονταν νέο καὶ δυ- καὶ τὰ ἀγαθά», ἀλλὰ «τὰ γεννήματά μου,
σκολώτερο πρόβλημα; Καὶ δὲν θὰ χρειά- τὰ δικά μου, εἶναι ὅλα δικά μου, δὲν ἔχει
ζονταν ἄλλες, ἀκόμη μεγαλύτερες, ἀποθῆ- ἄλλος τίποτε σ᾽ αὐτά». Ἐδῶ στὸ «μου»,
κες; Ἢ μήπως νομίζετε ὅτι τότε θὰ ἀποφά- ζωγραφίζεται ὅλος ὁ ὑλόφρων ἐγωισμός
σιζε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ φορτίο τοῦ του, ἡ ἀσπλαγχνία καὶ σκληροκαρδία του.
νέου πλούτου; Ἀλλὰ εἴπαμε τὸ ἀχόρταστο Τυφλώθηκε ἀπὸ τὴν πλεονεξία, ὥστε νὰ
χάος τῆς ψυχῆς τοῦ πλεονέκτου δὲν χορ- μὴ βλέπει ὅτι τὰ γεννήματα αὐτὰ καὶ ἡ γῆ
ταίνει ποτέ. ποὺ τὰ γέννησε καὶ ὅλοι οἱ θησαυροί της
Καὶ κάτι ἄλλο ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι μω- εἶναι ἰδιοκτησία τοῦ Θεοῦ. Δὲν βλέπει ὅτι
ρὸς καὶ ἀνόητος. Ἐπινοεῖ σχέδια, ἀποφα- ἡ εὐφορία τῶν κτημάτων του εἶναι εὐλογία
σίζει νὰ γκρεμίσει, νὰ κτίσει, νὰ συνάξει τοῦ Θεοῦ. Δὲν καταλαβαίνει ὅτι αὐτὸς δὲν
ὅλα τὰ ἀγαθά του, χωρὶς νὰ βάλει καὶ τὸ ἔχει κανένα δικαίωμα νὰ διαθέσει γιὰ τὸν
«ἐάν», δηλαδή, «ἐὰν θέλει ὁ Θεός, ἐὰν ἑαυτό του ἀποκλειστικὰ τὰ ἀγαθὰ αὐτά,
ζήσω». Ὄχι, τὰ θεωρεῖ ὅλα βέβαια καὶ διότι ἁπλούστατα εἶναι ἕνας διαχειριστής,
ἀσφαλῆ. Ἀλλὰ τὰ ὁριστικὰ σχέδια εἶναι ὑπεύθυνος καὶ δοσίλογος ἐνώπιον τοῦ
παράλογα σχέδια διότι ἡ ζωή μας εἶναι στὰ Θεοῦ. Καὶ δυστυχῶς κατὰ παρόμοιο τρό-
χέρια τοῦ Θεοῦ. Ὡραῖα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο πο ἀπατᾶται καὶ τυφλώνεται κάθε πλεονέ-
διὰ τοῦ Ἰακώβου περιγράφει τὴν μωρία κτης, φανταζόμενος ὅτι ἡ περιουσία του
αὐτὴ τῶν ἀνθρώπων: Ἐλᾶτε τώρα, λέει, εἶναι ἀπόλυτα ἰδιοκτησία του. Δὲν βλέπει
σεῖς ποὺ λέτε ὅτι σήμερα ἢ αὔριο θὰ πᾶμε πόσο ἀσταθὲς καὶ ἀβέβαιο καὶ φευγαλέο

6
εἶναι τὸ χρῆμα. Σήμερα ἔρχεται ἅφθονο νὰ ἀναπαύεσαι, νὰ τρῶς, νὰ πίνεις, νὰ
στὰ χέρια σου, αὔριο φεύγει χωρὶς νὰ σὲ εὐφραίνεσαι!
προειδοποιεῖ, παρ᾽ ὅλα τὰ προφυλακτικὰ Αὐτὰ σκέπτεται ὁ πλεονέκτης διότι
καὶ ἀσφαλιστικὰ μέτρα ποὺ ἔλαβες. ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸν μέθυσε ἡ ἀπάτη
Ἡ ἐγωιστικὴ αὐτὴ ἀπάτη καὶ προσκόλ- τοῦ πλούτου καὶ τῆς πλεονεξίας διαρκῶς
ληση στὸν πλοῦτο κάνουν τὸν πλεονέκτη παραλογίζεται. Παραλογισμοῦ δὲ καὶ τρέλ-
λάτρη τοῦ μαμμωνᾶ, ἄσπλαγχνο καὶ σκλη- λας λόγια εἶναι καὶ ὅσα σκέπτεται νὰ πεῖ
ροκάρδιο. Ὅταν ὁ πλούσιος μὲ τόσο φα- στὴν ψυχή του. Διότι τὴν ὅλη ἀνάπαυση
νατικὴ προσκόλληση ἔλεγε «τὰ γεννήματά καὶ τὴν εὐτυχία του τὴν στηρίζει στὸ ὅτι
μου, καὶ τὰ ἀγαθά μου», καὶ τὰ ἑτοίμαζε «ἔχει πολλὰ ἀγαθά»· ἐνῷ τὰ πράγματα
μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀπέκλειε κάθε βεβαιώνουν ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ ἐμπόδια
ἄλλον φτωχὸ καὶ δυστυχῆ καὶ πεινασμένο. καὶ βάσανα, ποὺ κάνουν κατάπικρον καὶ
Δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἂν ὑπάρχουν τόσοι τὴν ζωὴ τὴν συνοδευόμενη ἀπὸ τὴν μεγα-
φτωχοὶ ποὺ θὰ ἀνακουφίζονταν μὲ τὰ πε- λύτερη ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν. Ἀπέκλεισε
ρισσεύματά του, τόσα ὀρφανὰ ποὺ θὰ ἀπὸ τὴν ψυχή του κάθε ὑψηλὴ σκέψη, νέ-
αἰσθάνονταν λιγότερη τὴ θλίψη τῆς ὀρφά- κρωσε στὴν καρδιά του κάθε ἐπιθυμία γιὰ
νιας μὲ τὴν προστασία του, τόσα νοσοκο- τὰ οὐράνια, περιώρισε ὅλο του τὸν προο-
μεῖα ποὺ στεγάζουν πονεμένους. Δὲν ἤθε- ρισμὸ στὴν λατρεία τῆς κοιλιᾶς, σὲ μία ζωὴ
λε ὁ πλεονέκτης νὰ μιμηθεῖ τὸν Θεόν, ὁ κτηνώδη, νὰ τρώει, νὰ πίνει καὶ νὰ εὐφραί-
ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τόσα πλούσια ἀγαθά. νεται.!
Δὲν ἤθελε νὰ μιμηθεῖ τὴν γῆ καὶ τὰ ἄψυχα «Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου».
δένδρα ποὺ τοῦ πρόσφεραν μὲ τὴν εὐλο- Ἰδοὺ οἱ τέσσερεις ἐντολὲς τοῦ πλεονέκτη
γία τοῦ Θεοῦ τόση ἄφθονη σοδειά, τὴν τῆς παραβολῆς, οἱ ὁποῖες φανερώνουν
ὁποία αὐτὸς ὁ ἔμψυχος καὶ λογικὸς ἔπρε- ποιό σκοπὸ ἔταξε στὴν ζωή του. Σ᾽ αὐτὲς
πε νὰ μεταδώσει στοὺς ὁμοίους του ἀν- στρέφεται ἡ προσπάθεια, ἡ σκέψη, ἡ ζωὴ
θρώπους. Ὄχι. Ἔμεινε σκληρός, ἄσπλαγ- τῶν περισσότερων πλουσίων, ἀκόμη καὶ
χνος, ἀναίσθητος! ἡ ζωὴ τῶν πτωχῶν ἐκείνων ποὺ πικραίνο-
Ἡ ὑλοφροσύνη καὶ σαρκολατρεία τοῦ νται καὶ στενοχωροῦνται διότι ἀκόμη δὲν
πλεονέκτου. κατώρθωσαν καὶ αὐτοὶ νὰ θησαυρίσουν.
«Ἀναπαύου». Ὄχι ἐργάζου, ἀλλὰ
Σχεδίασε, λοιπόν, ὁ πλεονέκτης καὶ
ἀναπαύου. Θέλουν νὰ κερδίζουν πολλά,
ἄσπλαγχνος πλούσιος νὰ συνάξει στὶς
διὰ νὰ ἐπιτύχουν γρήγορα τὴν ἀνάπαυση,
νέες καὶ μεγάλες ἀποθῆκες ὅλα τὰ γεννή-
χωρὶς νὰ ἐργάζονται καὶ νὰ κοπιάζουν. Ἂν
ματά του καὶ τὰ ἀγαθά του· «Καὶ ἐρῶ τῇ
ὁ ἄλλος γίνεται ἐμπόδιο γιὰ τὸν ταχὺ
ψυχεῖ μου, ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ
πλουτισμὸ καὶ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς ἀνα-
κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε,
παύσεως, δὲν τὸ ἔχει τίποτε νὰ τὸν δυ-
πίε, εὐφραίνου» (στίχ. 19). Θὰ πῶ στὴν
σφημίσει, νὰ τὸν συκοφαντήσει.
ψυχή μου, ψυχή, σημείωσε καλὰ αὐτὸ
ποὺ σοῦ λέω· ἔχεις στὶς ἀποθῆκες αὐτὲς «Φάγε, πίε, εὐφραίνου»! Ἀγαπάει τὸ
ἀγαθὰ πολλὰ τὰ ὁποῖα ἐπαρκοῦν γιὰ χρό- περισσότερο χρῆμα γιὰ νὰ ἔχει ἀφθονώ-
νια πολλά· τώρα, λοιπόν, δὲν ἔχεις τίποτε τερες τὶς σαρκικὲς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις.
ἄλλο νὰ κάνεις παρὰ νὰ τὰ ἀπολαύσεις, Ἐὰν ἡ μανία τοῦ μεγάλου κέρδους δημι-

7
ουργεῖ τόσο πυρετὸ στὴν ψυχὴ πολλῶν, Ἰδού, λοιπόν. Ἡ πλεονεξία, ἡ ὁποία νε-
αὐτὸ ὀφείλεται κυρίως στὸ ὅτι ὁλόκληρο κρώνει κάθε φιλάνθρωπον αἴσθημα καὶ
τὸν προορισμό τους τὸν περιώρισαν στὴν μεταβάλλει τὸν πλεονέκτη σὲ ἄκαρδο καὶ
κοιλιά, στὸ «πῶς θὰ φᾶνε, πῶς θὰ πιοῦν, ἄσπλαγχνο, αὐτὴ σβύνει καὶ κάθε φωτεινὴ
πῶς θὰ διασκεδάσουν». Ὤ! ποιά πλημ- πνευματικὴ σκέψη καὶ ἰδιότητα τῆς ψυχῆς,
μύρα κακίας καὶ ἀσωτείας, περιέχουν οἱ τὴν κάνει ὑλόφρονη καὶ σαρκική, τὴν ἀπο-
τρεῖς αὐτὲς λέξεις τοῦ πλεονέκτου τῆς μακρύνει ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀπολαύσει
παραβολῆς: «φάγε, πίε, εὐφραίνου»! τὴν σαρκικὴ ζωὴ τῆς ἀπιστίας. Ἀλλὰ τὸ
Πρόσεξε τώρα καὶ μία χαρακτηριστικὴ τέλος μιᾶς τέτοιας παράφρονης ζωῆς θὰ
λεπτομέρεια. Ὁ πλεονέκτης ἀπευθύνει τὸν εἶναι θλιβερὸ καὶ ὀλέθριο. Αὐτὴν παρου-
τετράλογο τῶν ἐντολῶν τούτων ὄχι στὸ σιάζει ὁ Κύριος στὴν συνέχεια τῆς παρα-
σῶμά του, ὅπως θὰ ἦταν φυσικό, ἀλλὰ βολῆς.
στὴν ψυχή του. «Ψυχή, λέει, ἔχεις πολλὰ Ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ.
ἀγαθὰ στὶς ἀποθῆκες σου ἀναπαύου,
φάγε, πίε, εὐφραίνου». Ἀποχωρίζει δηλα- Παρ᾽ ὅλους τοὺς κόπους καὶ τὶς φρο-
δὴ ὁ πλεονέκτης τὴν πνευματικὴ ψυχή του ντίδες, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ κατακρήμνιση ἀπο-
ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς ζωῆς της, ἀπὸ τὸν πνευ- θηκῶν καὶ ἡ οἰκοδομὴ νέων, ὁ πλούσιος
ματικὸ Θεό, καὶ τὴν ἀναγκάζει νὰ προ- φαίνεται ὅτι ἄρχισε νὰ ἐκτελεῖ τὸ σχέδιό
σκολληθεῖ στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Τὴν καλεῖ νὰ του μὲ ταχύτητα πυρετώδη. Φαίνεται ὅτι
χωθεῖ στὴν ἀποθήκη μὲ τὸ σιτάρι, γιὰ νὰ ὑπεβλήθει στοὺς κόπους καὶ τὶς φροντίδες
ζήσει. Τὴν ἀναγκάζει νὰ χωθεῖ στὸ χρημα- τῆς συγκομιδῆς καὶ τῆς ἀποθηκεύσεως
τοκιβώτιο ποὺ εἶναι γεμᾶτο χρήματα καὶ τῶν ἄφθονων καρπῶν του. Ὅλα ἦταν
χρεώγραφα. Ἢ μᾶλλον νὰ χωθεῖ στὸ στο- πλέον ἕτοιμα. Ἔπεσε τέλος κατάκοπος
μάχι καὶ τὴν κοιλιά, τὴν γεμάτη ἀπὸ τὰ φα- στὸ κρεββάτι του γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ. Ἀλλὰ
γητά, γιὰ νὰ βρεῖ ἐκεῖ ἀνάπαυση καὶ εὐχα- τὴ στιγμὴ ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ προσφω-
ρίστηση, σὰν νὰ ἦταν χοῖρος ποὺ θέλει νὰ νήσει τὴν ὑλόφρονα ψυχή του καὶ νὰ τῆς
κυλισθεῖ στὴ βρωμερὴ λάσπη γιὰ νὰ ἀνα- πεῖ, «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ἀνα-
παυθεῖ! Δυστυχῶς εἶναι καὶ τοῦτο τῆς πλε- παύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» ὁ Θεὸς
ονεξίας ἀπαίσιο ἀποτέλεσμα ὅτι τὴν σκέφθηκε καὶ ἔκρινε ὅλως ἀντιθέτως. Ὁ
πνευματικὴ καὶ ἀθάνατη ψυχή, ἡ ὁποία Θεός, στὰ χέρια τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἡ
ἀναπαύεται καὶ εὐφραίνεται μόνο στὰ ζωή μας· ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο παραμέρισε
πνευματικὰ ἀγαθά. Τὴν ψυχή, ἡ ὁποία ἐντελῶς ὁ πλεονέκτης, γιὰ νὰ στηρίξει τὴ
εἶναι προωρισμένη νὰ ὑψωθεῖ μέχρι τοῦ ζωή του στὴν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν του, ὁ
Θεοῦ καὶ νὰ ζεῖ μόνο ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία Θεὸς ἐξέδωσε ταύτην τὴν ἀπόφαση:
μετὰ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀποσπᾷ ὁ πλεονέ- «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός, ἄφρον, ταύ-
κτης ἀπ᾽ Αὐτοῦ καὶ τὴν ρίπτει στὸν βόρ- τῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν
βορο τῆς ὕλης καὶ τῆς ἀπιστίας. Διότι ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;»
ἔφθασε ὡρισμένως στὴν ἀπιστία, ὅταν νο- (στίχ. 20). Εἴτε διὰ τῆς συνειδήσεως, ἡ
μίζει ὅτι ἡ ψυχή του θὰ βρεῖ στὰ ὑλικὰ ὁποία εἶναι φωνὴ τοῦ Θεοῦ, εἴτε δι᾿ ἀσθέ-
ἀγαθὰ τὴν ἀνάπαυση καὶ τὴν εὐφροσύνη νεια αἰφνίδια, εἴτε μὲ ὅραμα, ὁ πλεονέκτης
της. πλούσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ σαφὴ εἰδο-

8
ποίηση περὶ πράγματος, τὸ ὁποῖο οὐδέ- ρίζει τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου ὁ
ποτε σκέφθηκε ὅτι θὰ πεθάνει. Τὸν καιρὸ ὕμνος ἐκεῖνος τῆς νεκρώσιμης ἀκολου-
τῆς νύκτας ἔλαβε τὴν εἰδοποίηση. Σὲ ὥρα θίας, ποὺ λέει: «πάντα σκιᾶς ἀσθενέστε-
κατὰ τὴν ὁποία ρέμβαζε καὶ ἔπλεε στὸν ρα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία τοῦ
ὠκεανὸ τῆς φανταστικῆς εὐτυχίας, ἦρθε ἡ βίου ροπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος δια-
ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ. δέχεται»!
«Ἄφρον»! Ἰδοὺ ἡ λέξις, μὲ τὴν ὁποία «Ἀπαιτοῦσι τὴν ψυχήν σου». Καὶ φυσι-
ὁ Θεὸς προσφωνεῖ τὸν πλεονέκτη, δηλα- κὰ τὴν ἀπαιτοῦν γιὰ νὰ δώσει λόγο στὸν
δὴ «μωρὲ καὶ ἀνόητε»! Ὁ Θεός, ἡ πηγὴ Κριτή. Ἔδωσες προσεκτικὸ αὐτὶ στὴν μω-
τῆς σοφίας καὶ τῆς συνέσεως, θεωρεῖ ρὴ φιλολογία τῆς ἀπιστίας, ποὺ διαδίδουν
ἀσύνετο καὶ μωρὸ καὶ ἀνόητο κάθε πλεο- οἱ πολέμιοι τῆς ἀλήθειας. Πίστευσες εὔκο-
νέκτη, ὑλιστὴ καὶ ἄπιστο. λα ὅτι δὲν ὑπάρχει κρίση καὶ ἀνταπόδοση,
«Ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀλλ᾽ ὅτι μόνον ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι τὸ πᾶν,
ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ». Ὄχι ζωὴ γιὰ χρό- ἔπειτα δὲ ἀπὸ αὐτὴν χάνεται ὁ ἄνθρωπος
νια πολλά, ὅπως λογάριαζες ἐσύ· ὄχι μα- καὶ ἐξαφανίζεται. Καὶ ὅμως ἡ ψυχὴ ζεῖ, ἡ
κροβιότητα, ποὺ θὰ κυλοῦσε μέσα σὲ ψυχὴ πρέπει νὰ κριθεῖ. Πρέπει νὰ ἀπολο-
χλιδὴ καὶ φαγοπότια καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ γηθεῖς τώρα στὴν φεβερὴ ἐρώτηση τοῦ
θάνατον. Ἀποθνήσκεις αὐτὴν τώρα τὴν Κριτοῦ: «ἄνθρωπε, τί ἔκανες τὴν ψυχή
νύκτα. Ἀποθνήσκεις μὲ θάνατο οἰκτρό. σου»! Θὰ βρεθοῦμε ἆρά γε ἐμεῖς στὴν
Διότι «ἀπαιτοῦσι τὴν ψυχήν σου». Τὴν ἀπείρως εὐχάριστη θέση νὰ ἀπαντήσουμε
ψυχὴ αὐτή, ποὺ θέλησες νὰ τὴν κάνεις στὴν ἐρώτηση αὐτή: «τὴν ψυχή μου τὴν
δούλη τῶν ὀρέξεων τῆς σαρκός, αὐτὴν χρησιμοποίησα σύμφωνα μὲ τὸν νόμο
τώρα τὴν ἀποχωρίζουν βιαίως ἀπὸ τὸ σου»; Ἢ μήπως θὰ μείνουμε ἀναπολόγη-
σῶμα καὶ διακόπτουν τὴν αἰσχρὴ καὶ πα- τοι, ὅπως ὁ ἄφρων πλούσιος τῆς παρα-
ράνομη προσκόλληση, στὴν ὁποία τὴν βολῆς; Μὴ γένοιτο!
ὑποχρέωσες. Ὁποία θλίψη τώρα γιὰ τὸν «Ἀπαιτοῦσι τὴν ψυχήν σου» διότι δὲν
ἀσεβὴ πλεονέκτη! Ὁ εὐσεβὴς καὶ ἦταν ἡ ψυχή σου ἰδιοκτησία σου γιὰ νὰ τὴν
ἀφοσιωμένος στὸν Θεὸ ἄνθρωπος, κάνεις ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ δάνειο ποὺ σοῦ
εὐχαρίστως παραδίδει τὴν ψυχή του στὸν ἔδωσε ὁ Θεός. Καὶ ἀφοῦ τὴν διέφθειρες
θάνατο, διότι «ἐπιθυμεῖ ἀναλῦσαι καὶ σὺν κατὰ τρόπο ἀθεράπευτο καὶ τὴν διέστρε-
Χριστῷ εἶναι», ὅπως καὶ ὁ Παῦλος (Φιλιπ. ψες, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεῖ τώρα θέση
α´, 23). Ἀλλ᾿ ὁ ὑλιστὴς καὶ ἄπιστος πλεο- κοντὰ στὸν Θεό. Θὰ τὴν παραλάβουν ὄχι
νέκτης, αὐτὸς καταλαμβάνεται ἀπὸ φρίκη οἱ ἄγγελοι οἱ ἀγαθοί, ἀλλὰ οἱ ἄγγελοι τοῦ
καὶ τρόμο, ὅταν βλέπει ὅτι ἀφήνει αἴφνης σκότους, οἱ πονηροὶ δαίμονες, στοὺς
τὸν κόσμον, τὸν ὁποῖο τόσο ἀγάπησε· ὅτι ὁποίους τὴν εἶχες παραδώσει ἐπὶ τῆς γῆς,
αἰφνιδίως κρημνίζονται ὅλα του τὰ σχέδια καὶ θὰ συρθεῖς τώρα ἀπὸ τοὺς δαίμονες
ἐκεῖνα, στὰ ὁποῖα εἶχε στηρίξει τὴν εὐτυχία ὡς συντετριμμένο ναυάγιο!
του. Πόσους ἔχουμε δεῖ ἀνθρώπους ποὺ «Ἂ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» Ἐκεῖνο,
σχεδίαζαν μεγαλοφάνταστα σχέδια ποὺ κάνει ἀκόμη φρικτὸ τὸν θάνατο τοῦ
μακρᾶς ζωῆς καὶ δράσεως, ἀλλὰ δὲν ξη- πλεονέκτη, εἶναι ὅτι ἀναγκάζεται νὰ ἀπο-
μέρωσαν τὸ πρωΐ! Πόσο ὡραῖα χαρακτη- χωρισθεῖ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα

9
προσκόλλησε τὴν ψυχή του καὶ τὶς ἐλπί- πλούσιοι προέβλεπαν σὲ ποιούς θὰ κατα-
δες του. Ἀφήνει ὅσα μὲ τόσους κόπους καὶ ντήσουν τὰ ὑπάρχοντά τους, θὰ προτι-
ἀνησυχίες καὶ ἀϋπνίες καὶ φροντίδες καὶ μοῦσαν νὰ τὰ καύσουν μᾶλλον, παρὰ νὰ
φόβους καὶ κινδύνους μάζεψε γιὰ νὰ τὰ τὰ ἀφήσουν.
ἔχει γιὰ πολλὰ ἔτη. Ἰδοὺ τώρα τὰ χάνει σὲ
Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς παραβολῆς.
μία στιγμή! Εἶναι τρομερὸς ὁ θάνατος στὸν
πλεονέκτην. Διότι δὲν μπορεῖ νὰ τὰ πάρει «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ
μαζί του, λέει ὁ Προφήτης Δαβίδ (Ψαλμ. μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν» (στίχ. 21). Δὲν
μη´,17), ἀλλὰ θὰ φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο ἦταν, λέει ὁ Κύριος, μόνον ὁ πλούσιος τῆς
τοῦτον γυμνός, ὅπως εἰσῆλθε σ᾽ αὐτόν, παραβολῆς ἄφρων καὶ μωρὸς καὶ ἀνόητος
χωρὶς τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ θησαύρισε νὰ ἀλλὰ εἶναι ἄφρων καὶ κάθε ἄνθρωπος, ὁ
τοῦ χρησιμεύουν οὔτε στὴν κρίση, οὔτε ὁποῖος: «θησαυρίζει ἑαυτῷ» θησαυρίζει
στὴν αἰώνια κατάσταση στὴν ὁποία διὰ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς
τοῦ θανάτου εἰσέρχεται πλέον. Πόσο συ- ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος. Εἶναι
χνὰ θὰ ἔπρεπε νὰ σκέπτεται κάθε πλεονέ- καὶ αὐτὸς ἄφρων καὶ ἀνόητος, διότι ἐνῷ
κτης τὴν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου: «τί ὠφε- θησαυρίζει γιὰ τὸ σῶμα καὶ διακηρύττει
λήσει ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσει τὸν κό- «πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτικα καὶ οὐδε-
σμον ὅλον, καὶ ζημιωθεῖ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; νὸς χρείαν ἔχω», ἐν τούτοις ὅπως βεβαι-
ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ώνει ὁ Θεός, θὰ βρεθεῖ «ταλαίπωρος καὶ
ψυχῆς αὐτοῦ;» (Μάρκ. η´, 36-37). ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλός» (Αποκ.
«Ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;» Τὰ ἀφή- γ΄, 17). Εἶναι ἄφρων διότι δὲν σκέπτεται
νεις ἐσὺ τὰ ἀγαθά σου, ἀλλὰ σὲ ποῖον τὰ καθόλου τὸν θάνατον. Καὶ ὅμως ἡ σκέψη
ἀφήνεις; Ὤ! τοῦτο εἶναι τὸ ἀκόμη θλιβερώ- περὶ θανάτου εἶναι ἱκανὴ νὰ προλάβει τὴν
τερο γιὰ τὸν ἀποθνήσκοντα πλεονέκτη. Τὰ καταστροφή· εἶναι ἱκανὴ νὰ ἐπαναφέρει
χρήματα καὶ τὰ κτήματα αὐτά, ποὺ ἔχει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ἀφρο-
βρέξει μὲ τὸν ἱδρῶτα του καὶ ἀπέκτησε μὲ σύνης καὶ τῆς τρέλλας, στὸν δρόμο τῆς
λαχτάρα καὶ μὲ αἷμα· τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ συνέσεως καὶ τῆς λογικῆς. Ἡ σκέψη περὶ
τὰ ὁποῖα πούλησε τὴν ψυχή του, σὲ ποῖον θανάτου εἶναι ἡ φιλοσοφία ποὺ ἐξωραΐζει
τὰ ἀφήνει; Στὰ παιδιά του; Στοὺς συγγενεῖς τὴν ζωή, τὴν ὁποία ἡ ἀφροσύνη τῆς πλε-
του; Ἀλλὰ γνωρίζει πῶς θὰ τὰ χρησιμο- ονεξίας τόσο ἀσχημίζει.
ποιήσουν; Θὰ τὰ χρησιμοποιήσουν κατὰ Εἶναι ἄφρων καθένας ποὺ στηρίζει τὴν
τρόπον ποὺ θὰ εὐλογεῖ ἢ θὰ καταρᾶται τὴν ζωὴ καὶ τὴν εὐτυχία του στὸ πλῆθος τῶν
μνήμην του; Πρὸς τιμὴ ἢ στιγματισμὸ καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, στὸν πλοῦτο καὶ τὰ
ἀτιμία τοῦ ὀνόματός του; Σὲ σκοποὺς ἀγα- εἰσοδήματά του. Καὶ δὲν σκέπτεται ὅτι τὰ
θοὺς ἢ στὴν ἀσωτείαν; Δυστυχῶς στὴν ὑλικὰ ἀγαθά, ὄχι μόνον δὲν μποροῦν νὰ
ἀσωτεία συνήθως θυσιάζονται τέτοιες κλη- κρατήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ζωὴ καὶ τὴν
ρονομιές. Καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ πλεονέκτης εὐτυχία, ἀλλὰ τὴν συντομεύουν συχνὰ καὶ
γνωρίζει σὲ ποιούς τὰ ἀφήνει, πάλι δὲν τὴν κάνουν ἀνιαρὴ μὲ τοὺς κόπους, μὲ τὶς
γνωρίζει σὲ ποιούς κατόπιν θὰ περιέλθουν ἀνησυχίες, μὲ τὶς μέριμνες, μὲ τὶς παρεκτ-
«Θησαυρίζει, καὶ οὗ γινώσκει τίνι συνάξει ροπὲς καὶ ἀσωτείες, στὶς ὁποῖες ὁ πλοῦ-
αὐτά», (Ψαλμ. λη´,7). Περιέρχονται σὲ τος διευκολύνει καὶ παρασύρει.
χέρια ξένων ἢ καὶ ἐχθρῶν. Ἐὰν πολλοὶ Ἔτσι εἶναι ἄφρων «ὁ μὴ εἰς Θεὸν
10
πλουτῶν» δηλαδὴ καθένας, ὁ ὁποῖος δὲν «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ
φροντίζει νὰ ἀποταμιεύσει καὶ νὰ πλουτή- εἰς Θεὸν πλουτῶν». Οἱ τελευταῖες αὐτὲς
σει θησαυρούς, ποὺ κατατίθενται στὰ λέξεις τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ ἀπειλὴ φοβερὴ
χέρια τοῦ Θεοῦ· νὰ πλουτήσει πίστη, νὰ πρὸς κάθε ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος σκέπτεται
πλουτήσει σ᾽ ἔργα ἀγαθά, ἐλεημοσύνης καὶ ζεῖ ὅπως καὶ ὁ ἄφρων πλούσιος· πρὸς
καὶ φιλανθρωπίας (Α΄, Τιμ. στ´, 17-19), σ᾽ κάθε ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος δὲν προσπαθεῖ
ἔργα ὑπομονῆς, πραότητος, δικαιοσύνης, νὰ πλουτήσει μὲ ἀρετές. Τέτοιος θάνατος
ἠθικῆς, ἁγνότητος, ἀγάπης. Πολλοί, ποὺ θὰ τὸν βρεῖ μέσα στὶς σκέψεις καὶ τὶς μέρι-
ἔχουν πλούτη ἄφθονα στὸν παρόντα κό- μνες γιὰ τὰ ὑλικὰ τῆς πράγματα· θάνατος
σμον εἶναι πάμπτωχοι ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς αἰφνίδιος καὶ βίαιος.
ἀρετῆς. Εἶναι μεγάλη τρέλλα αὐτὴ ποὺ πα- Ἂς φοβηθοῦμε τὸ ἀπαίσιο αὐτὸ κατά-
ρουσιάζουν ὅσοι καταπατοῦν τὸν νόμο ντημα ποὺ ἀπειλεῖ κάθε ἄφρονα. Ἂς προ-
τοῦ Θεοῦ καὶ περιφρονοῦν τὴν ἀρετὴ καὶ σκολλήσουμε τὴν ψυχή μας στὸν Θεὸ ὁ
πουλοῦν τὴν ψυχή τους γιὰ νὰ πλουτί- ὁποῖος προνοεῖ πατρικὰ γιὰ τὴν συντή-
σουν μὲ χρῆμα καὶ μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ τοῦ κό- ρησή μας· ἂς ζητάμε τὴν βασιλεία Τοῦ καὶ
σμου τούτου, τῶν ὁποίων ἡ οὐσιαστικὴ τὴν δικαιοσύνη Αὐτοῦ! Ἀμήν.
ἀξία εἶναι μηδέν!

Ἐκ τοῦ βιβλίου “ΑΙ ΠΑΡΑΒΟΛΑΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ”

ὑπὸ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ ἐκδ. ΖΩΗ 1929

11

You might also like