You are on page 1of 14

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021

Ὑπεύθυνος σύνταξης Ἱερ/χος Εὐθύμιος

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ


(Λουκᾶ κεφ. ΙΗ´, 9-14)
Μία περίοδος τοῦ ἔτους, κατὰ τὴν καὶ ἔπαρση, ὥστε καὶ ὅταν ἀπευθύνο-
ὁποία ζωηρότερα ἡ Ἐκκλησία ὑπενθυ- νταν μὲ τὶς προσευχές τους πρὸς τὸν
μίζει στοὺς Χριστιανοὺς τὸ καθῆκον Θεό, νόμιζαν ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ
τῆς μετάνοιας καὶ τῆς προσευχῆς εἶναι Θεὸς νὰ ὑπακούει σὲ κάθε ἀπαίτησή
ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου. Ἡ περίοδος τους. Ἐπὶ πλέον ἡ ψεύτικη αὐτὴ πεποί-
αὐτὴ ἐγκαινιάζεται μὲ τὴν παραβολὴ θηση τοὺς ἐξύψωνε τόσο, ὥστε νὰ
τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, τὴν ὁποία περιφρονοῦν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους
ἀκοῦμε στὸ ἀνάγνωσμα τοῦ Εὐαγγε- καὶ νὰ τοὺς θεωροῦν ὅλως ἀναξίους νὰ
λίου τῆς πρώτης Κυριακῆς τοῦ Τριω- συγκριθοῦν πρὸς αὐτούς. Γιὰ νὰ δείξει,
δίου. λοιπόν, ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους
Ἡ παραβολὴ αὐτή, ἡ τόσο σύντομη, αὐτούς, πόσο ὁ Θεὸς ἀποδοκιμάζει καὶ
ἀλλὰ τόσο βαρυσήμαντη καὶ διδα- ἀποστρέφεται, ἀλλὰ καὶ καταδικάζει,
κτική, εἶναι μία ψυχολογικὴ περιγρα- τέτοιους ὑπερήφανους, καὶ πόσο ἀντι-
φὴ δύο τελείως ἀντίθετων χαρακτή- θέτως δέχεται καὶ βραβεύει τοὺς τα-
ρων, τοὺς ὁποίους συναντᾶμε σὲ κάθε πεινούς, εἶπε τὴν ἀκόλουθη παραβολή.
ἐποχή· τὸν χαρακτῆρα τοῦ ὑπερηφά- Ὁ ἀναγνώστης ἂς μὴν ὑποθέσει ὅτι
νου ἀφ᾽ ἑνός, καὶ τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἡ παραβολὴ ἅρμοζε τότε μόνον στοὺς
ταπεινοῦ ἀφ᾿ ἑτέρου. Φαρισαίους διότι ὅπως εἴπαμε, δὲν λεί-
Ἀφορμὴ γιὰ τὴν πολύτιμη αὐτὴ πουν ἀπὸ κάθε ἐποχὴ τέτοιοι χαρα-
παραβολὴ ἔδωσαν οἱ ὑπερήφανοι Φα- κτῆρες. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὁ
ρισαῖοι. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, ὁποῖος δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ μάθει
προτοῦ ἀρχίσει τὴν διήγηση τῆς παρα- μήπως ἔχει μορφωθεῖ στὴν ψυχή του
βολῆς σημειώνει: «Εἶπε δὲ (ὁ Κύριος) καὶ χαρακτήρας κάπως φαρισαϊκός. Κα-
πρός τινας πεποιθότας ἐφ᾽ ἑαυτοῖς θὼς ἐπίσης δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ
ὅτι εἰσι δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας δὲν ἔχει ἀνάγκη ν᾽ ἀκούσει νὰ περιγρά-
τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύ- φει αὐτὸς ὁ Κύριος τὸν χαρακτῆρα τοῦ
την» (στίχ. 9). Δηλαδὴ ὁ Κύριος, ἀπὸ ταπεινοῦ, τὸν ὁποῖον ὅλοι πρέπει νὰ
μερικοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μορφώσουμε στὴν ψυχή μας. Ἑπομέ-
μεγάλη ἰδέα περὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ νως ἂς παρακολουθήσει ὁ ἀναγνώστης
τῆς ἀρετῆς τους καὶ φαντάζονταν ὅτι μὲ προσοχὴ τὴν ἀνάπτυξη καὶ αὐτῆς
εἶναι ὑπόδειγμα ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας τῆς παραβολῆς.
καὶ ἐξουθενώνοντας τοὺς ἄλλους,
ἔλαβε ἀφορμὴ νὰ πεῖ πρὸς τοὺς περὶ Ὁ χαρακτήρας τοῦ Φαρισαίου.
Αὐτὸν τὴν παροῦσα παραβολή. Ἡ ψεύ- Προκειμένου ὁ Κύριος νὰ διδάξει
τικη αὐτὴ πεποίθηση, ποὺ εἶχαν γιὰ τόσο σπουδαῖο μάθημα, ἔλαβε δύο τύ-
τὴν ἀρετή τους, τοὺς ἔδινε τόση οἴηση πους ἀνθρώπων γνωστῶν, γιὰ τὴν πε-
1
ρίσταση κατὰ τὴν ὁποία τελοῦσαν τὸ εὐσεβὴς ἔπρεπε ν᾿ ἀπευθύνεται στὸν
καθῆκον ἐπίσης γνωστὸν καὶ ὑψηλό. Θεό. Ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς προσκυνη-
Καὶ ἰδοὺ πῶς ἀρχίζει: «ἄνθρωποι δύο τὲς ἂς δοῦμε πρώτα τὸν Φαρισαῖο.
ἀνέβησαν στὸ ἱερὸν προσεύξασθαι ὁ Οἱ Φαρισαῖοι ἦταν ἡ τάξη ἐκείνη τῶν
εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώ- Ἰουδαίων, ποὺ παρουσιάζονταν περισ-
νης» (στίχ. 10). σότερο προσκολλημένη στὸ νόμο καὶ
Στὸ καθῆκον τῆς προσευχῆς πρό- στὶς ἐθνικὲς παραδόσεις. Κατόρθωσε
κειται ὁ Κύριος νὰ μᾶς παρουσιάσει νὰ ἐμπνεύσει στὸ λαὸ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι
τὸν χαρακτῆρα τοῦ ὑπερήφανου ἀφ᾽ ἡ ἁγιώτερη ὅλων τῶν τάξεων, καὶ γι᾽
ἑνός, καὶ τοῦ ταπεινοῦ ἀφ᾿ ἑτέρου. αὐτὸ ὁ λαὸς πολὺ τὴν τιμοῦσε. Ἀλλ᾽ ὡς
Διότι ἡ διάθεση καὶ ὁ τρόπος, μὲ τὸν ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ Φαρισαῖοι ἦταν
ὑποκριτές, ἄδικοι καὶ ἄσπλαγχνοι, φυ-
ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται, εἴτε
λάττωντας μόνο τὰ ἐξωτερικὰ προ-
μόνος του ἰδιαιτέρως, εἴτε μαζὶ μὲ
σχήματα τῆς εὐσέβειας, ἐπισκέπτο-
ἄλλους δημόσια, δείχνει τὸν χαρακτῆ-
νταν συχνότατα τὸ ναό, ἔχοντας πά-
ρα του. Ἡ προσευχὴ εἶναι ὄχι μόνο τὸ
ντοτε λόγια τῆς Γραφῆς στὰ χείλη,
μέτρο, ἀλλὰ τὸ πλέον εὐαίσθητο βαρό-
ὅταν συνωμιλοῦσαν μὲ ἄλλον, ἐπιδει-
μετρο, ποὺ δείχνει ἀκριβῶς τὴν ἀρετή, κνύονταν σὲ κάθε περίσταση μὲ πρά-
τὴν πνευματικότητα, τὸν ὅλο ἐσωτε- ξεις θρησκευτικὲς καὶ «ποιοῦντες πά-
ρικὸ ἄνθρωπο. Καὶ ἐὰν ἡ εὐγενεστέρα ντα τὰ ἔργα αὐτῶν πρὸς τὸ θεαθῆναι
αὐτὴ πράξη τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τοῖς ἀνθρώποις», ὅπως ἔλεγε γι᾽
εἶναι μολυσμένη ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια αὐτοὺς ὁ Κύριος (Ματθ. κγ´, 5). Τέτοιος
καὶ τὴν ἁμαρτία· ἐὰν ἡ ἱερώτερη αὐτὴ ἦταν ὁ Φαρισαῖος τῆς παρούσης παρα-
ὥρα, κατὰ τὴν ὁποία τὸ πλάσμα συνο- βολῆς, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στὸ ναὸ γιὰ
μιλεῖ μὲ αὐτὸν τὸν Δημιουργό του, πα- νὰ προσευχηθεῖ, ἐπειδὴ ὁ ναὸς ἦταν
ρουσιάζει τὴν μωρία τῆς ἐπίδειξης καὶ τόπος δημόσιος· περισσότερο συχναζό-
τοὺς καπνοὺς τῆς ὑπερηφάνειας, ὥ! μενος ἀπὸ τὶς πλατεῖες καὶ τὶς γωνίες
τότε ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου τῶν δρόμων, ὅπου πολλὲς φορὲς οἱ
αὐτοῦ εἶναι ζωὴ ὑπερηφάνειας καὶ Φαρισαῖοι προσεύχονταν γιὰ νὰ τοὺς
ἁμαρτίας. Νὰ γιατί ὁ Κύριος τὸ καθῆ- βλέπει ὁ λαός. Ἤξεραν ὅτι στὸ ναὸ
κον τῆς προσευχῆς ἐξέλεξε γιὰ νὰ μᾶς πολλὰ μάτια θὰ τὸν ἔβλεπαν καὶ θὰ
παρουσιάσει τοὺς δύο χαρακτῆρες. θαύμαζαν τὴν εὐλάβειά του. Ἦταν
Οἱ δύο αὐτοὶ ἄνθρωποι, ὁ Φαρισαῖος ἀντιπροσωπευτικὸς τύπος τῶν ὑπο-
κριτῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι
καὶ ὁ Τελώνης, ἀνέβηκαν τὴν ἴδια ὥρα
μὲ πολὺ τέχνη νὰ παρουσιάσουν ἀκόμη
στὸ λόφο, ποὺ ἦταν κτισμένος ὁ ναὸς
καὶ εὐσέβεια προσποιημένη, ὅταν βλέ-
τοῦ Σολομῶντα, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν.
πουν ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἐπι-
Δὲν ἦταν ὥρα κοινῆς προσευχῆς ἡ ὥρα
δειχθοῦν ἢ θὰ πετύχουν κάποιον ἄλλο
ἐκείνη, ἀλλὰ ἀνέβηκαν ἐκεῖ γιὰ προ-
ὕπουλο σκοπό.
σευχὴ ἰδιωτική· διότι οἱ Ἰουδαῖοι φρο- Ἀλλὰ στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ χρειάζο-
νοῦσαν ὅτι κυρίως στὸν ναὸ τοῦ Σολο- νταν νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴν διαγωγὴ
μῶντα εἰσακούονταν ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ καὶ μερικῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπι-
προσευχές τους καὶ ἐκεῖ πρὸ παντὸς ὁ
2
διώκουν τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, Ἀναφορὰ περὶ τῆς ἁγιότητός του.
ἀλλὰ κατὰ τρόπο ἐντελῶς ἀντίθετο Εἴπαμε, ἂς δοῦμε τὴν προσευχή
πρὸς τοὺς Φαρισαίους. Δηλαδή, οἱ μὲν του· ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε καλύτερα νὰ
Φαρισαῖοι προσεύχονταν ὑποκριτικῶς ποῦμε, ἂς δοῦμε τὴν ἀναφορά, ποὺ
καὶ ἔδειχναν ἐξωτερικῶς θρησκευτι-
δίνει στὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἁγιότητά του.
κοὺς τύπους, διότι ἡ θρησκευτικότητα
Διότι δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ προ-
καὶ ἡ εὐσέβεια τότε, τὴν θαύμαζε καὶ
σευχὴ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Φαρισαῖος.
τὴν τιμοῦσε ὁ λαός. Σήμερα ἀντιθέτως·
Παρατηρῆστε πρῶτον:
ἐπειδὴ ἡ εὐσέβεια δὲν ἀποτελεῖ στοι-
Τὴ στάση του. Μολονότι βρίσκεται
χεῖο ἐπίδειξης, ἐπειδὴ πνεῦμα ἀσέβειας
στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, δὲν συναισθάνεται
ἐπικρατεῖ μεταξὺ τοῦ κόσμου, πολλοὶ
οὔτε τὴν ἱερότητα τοῦ τόπου, οὔτε τὴν
εἰρωνεύονται καὶ γελοῦν τοὺς χριστια-
παρουσία τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖο
νοὺς ποὺ θρησκεύουν, γι᾽ αὐτὸ πολλοὶ
ἀπευθύνεται. «Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς
ἀποφεύγουν ἐπιμελῶς νὰ φανοῦν ὅτι
πρὸς ἑαυτόν, ταῦτα προσηύχετο»,
θρησκεύουν, ἀποφεύγουν νὰ ἐκτελέ-
λέει ὁ Κύριος. Δηλαδὴ ἀφοῦ στάθηκε
σουν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα,
ἄκαμπτος καὶ ἀγέρωχος, χωρὶς νὰ
τὰ ὁποῖα θὰ πέσουν στὴν ἀντίληψη τοῦ
κύψει κἂν τὸ κεφάλι μπροστὰ στὴν με-
κόσμου. Καὶ αὐτὰ γιὰ νὰ ἔχουν τὴν
γαλειότητα τοῦ Θεοῦ· ἀφοῦ στάθηκε μὲ
ὑπόληψη τοῦ κόσμου! Πόσοι ἀποφεύ-
παράστημα ἐπηρμένο, ἀφοῦ ἔλαβε στά-
γουν νὰ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ
ση ἐπιδεικτική, χωρὶς συστολὴ καὶ
μέσα στὰ μέσα μαζικῆς μεταφορᾶς
εὐλάβεια, προσεύχεται. Ἰδοὺ ἕνα ἀπὸ
ὅταν δοῦν ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴ φανοῦν
τὰ γνωρίσματα τοῦ ὑπερήφανου καὶ
εὐλαβεῖς! (Πόσοι ἀποφεύγουν τὸν ἐκ-
ἐγωιστοῦ. Δὲν ἀναγνωρίζει κανέναν
κλησιασμὸ κατὰ τὶς Κυριακὲς ἢ τὸ κή-
ἀνώτερό του, γιὰ νὰ σταθεῖ ἐνώπιόν
ρυγμα τοῦ θείου λόγου, γιὰ νὰ φανοῦν
του μὲ σεβασμὸ καὶ ταπείνωση. Στέκε-
ἄνθρωποι ἀνώτερης δῆθεν ἀνάπτυξης).
ται πάντοτε ἀλύγιστος. Θέλει αὐτὸς
Καταντοῦν στὸ ἴδιο μὲ τοὺς Φαρισαί-
μόνος νὰ φαίνεται, αὐτὸς νὰ τιμᾶται,
ους τέρμα, ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλο δρόμο· τὸ
αὐτὸς ἐνώπιον καὶ τοῦ Θεοῦ ἀκόμη νὰ
τέρμα καὶ ὁ σκοπὸς εἶναι ἡ ἐπίδειξη.
προβάλλει τὸ ἀνάστημά του!
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς βεβαίωσε ὡρισμένως
ὅτι θὰ ἀρνηθεῖ νὰ θεωρήσει Χριστιανὸ «Ἐστάθη πρὸς ἑαυτὸν» ὁ Φαρι-
ἐκεῖνον, ποὺ Τὸν ἀρνεῖται κατὰ τέτοιον σαῖος τῆς παραβολῆς. Δηλαδὴ χωριστὰ
τρόπο, γιὰ νὰ ἐπαινεθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀν- ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ προ-
θρώπους. «Ὅστις ἂν ἀρνήσηταί με σεύχονταν στὸ ναό· χωριστὰ καὶ σὲ
ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσο- τόπο περίβλεπτο. Δὲν θέλει αὐτὸς οὔτε
μαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πα- μέσα στὸ ναὸ νὰ σταθεῖ κοντὰ στοὺς
τρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι´,33). ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ καὶ νὰ θεωρηθεῖ
Μὲ τέτοιες διαθέσεις καὶ πρὸς τέτοιο ὅμοιός τους· δὲν καταδέχεται νὰ τοὺς
σκοπὸ ἀνέβηκε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ ὁ πλησιάσει γιὰ νὰ ἑνώσει τὶς προσευχές
Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς. Ἄς δοῦμε του. Ἀλλὰ ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς
τώρα τὴν προσευχή του γιὰ νὰ βεβαι- ἔχει καὶ σήμερα πολλοὺς ὁμοίους του.
ωθοῦμε περισσότερο περὶ τῶν διαθέ- Πολλοὶ καὶ σήμερα, καὶ ὅταν ἀποφα-
σεών του. σίσουν νὰ μποῦν στὴν ἐκκλησία, δὲν
3
λησμονοῦν τὴν ὑψηλὴ τάχα κοινωνικὴ ἀναπέμπουμε ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρ-
θέση τους. Ζητοῦν κι ἐκεῖ τόπο ἐκλεκτὸ διᾶς λόγια εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεὸ
γιὰ νὰ σταθοῦν· δὲν θέλουν νὰ συμπρο- Πατέρα, τὸν εὐεργέτη καὶ κυβερνήτη
σευχηθοῦν μὲ τὸ λαό. Ἀλλὰ ὁ Θεός, ποὺ τῆς ζωῆς μας. Τί καλὸ ἔχουμε τὸ ὁποῖο
βλέπει «τὸν κρυπτὸν τῆς καρδίας ἄν- δὲν μᾶς τὸ ἔδωσε ὁ Θεός; Ἡ ζωή μας, ἡ
θρωπον» (Α΄ Πέτρ. γ΄,4), θεωρεῖ ἀσυγκρί- ὑγεία, ὁ ἀέρας, τὸ φῶς, κάθε χάρισμα,
τως πολυτιμότερη τὴν ψυχὴ ἑνὸς πτω- κάθε ἀρετή, κάθε ἱκανότητα, «πᾶσα
χοῦ, ἀλλὰ εὐσεβοῦς καὶ ταπεινοῦ, ἀπὸ δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέ-
τοὺς μεγαλύτερους ἀξιωματούχους λειον ἄνωθεν ἐστι καταβαῖνον, ἀπὸ
καὶ βαθύπλουτους, ἀλλὰ ὑπερήφανους τοῦ πατρὸς τῶν φώτων» (Ἰακ. α´,17).
καὶ ἀσεβεῖς. Καὶ θὰ ἔπρεπε ὅσοι νομί- Ἀφοῦ ὁ Φαρισαῖος θέλησε νὰ προσευ-
ζουν ὅτι στέκουν ὑψηλότερα ἀπὸ τοὺς χηθεῖ, ἐπιβάλλονταν νὰ εὐχαριστήσει
ἄλλους, ὅταν πηγαίνουν στὸ ναὸ τοῦ τὸν Θεό.
Θεοῦ, νὰ ἐξομοιώνουν καὶ νὰ ἰσοπεδώ- Ἀλλὰ ὄχι. Ἡ προσευχὴ τοῦ Φαρι-
νουν ἐντελῶς τὸν ἑαυτό τους μὲ τοὺς σαίου δὲν εἶναι εὐχαριστία πρὸς τὸν
ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ. Διότι ἐνδέχεται Θεό, ἀλλὰ συγχαρητήριος προσφώ-
ἐν μέσῳ τοῦ πτωχοῦ αὐτοῦ λαοῦ, νὰ νηση πρὸς τὸν ἑαυτό του. Δὲν εἶναι
ὑπάρχουν καὶ ψυχὲς πράγματι χρι- εὐχαριστία, ἡ ὁποία συνοδεύεται πά-
στιανικὲς καὶ ἅγιες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ ντοτε ἀπὸ αἴσθημα ταπεινώσεως, ἀλλ᾽
μεγάλοι καὶ τρανοὶ ἔχουν ἀνάγκη νὰ εὐκαιρία νὰ συγκρίνει τὸν ἑαυτό του
ζητήσουν τὶς προσευχές τους. «Πολὺ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ
ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» καυχηθεῖ, βλέποντας τὴν ὑπεροχή του.
λέει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἰακώβου (ε´,16). Δὲν εὐχαριστεῖ ὁ Φαρισαῖος, ἀλλὰ ἐκ-
Ὁ Φαρισαῖος, λοιπόν, προσεύχεται φράζει τὴν πεποίθησή του ὅτι εἶναι δί-
πρὸς ἑαυτόν· ὄχι πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ καιος. Δὲν εὐχαριστεῖ, ἀλλὰ κακολο-
μᾶλλον πρὸς τὸν ἑαυτό του. Ἔχει γεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Κατακρίνει ὡς
μπροστά του τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του ἀλαζώνας, ὁ ὁποῖος δὲν βρίσκει τίποτε
καὶ αὐτὸ λιβανίζει. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ἡ προ- τὸ καλὸ στοὺς ἄλλους, παρὰ μόνο κα-
σευχή του δὲν φθάνει στὸν Θεό. Ἂς κίες καὶ ἐλαττώματα. Ὤ, τόσο συχνὰ
δοῦμε τώρα δεύτερον καί: καὶ ἀπὸ ἐμᾶς πολλοί, δυστυχῶς, ζητᾶ-
Τοὺς λόγους τῆς προσευχῆς του. με εὐκαιρίες καὶ δημιουργοῦμε συζη-
Οἱ πρῶτες λέξεις τῆς προσευχῆς του τήσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες καταβάλλουμε
εἶναι αὐτές: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι». προσπάθεια νὰ παρουσιάσουμε τοὺς
Ἐὰν ἔμενε ἕως ἐδῶ, ἐὰν ἔλεγε ὅτι εὐχα- ἄλλους φορτωμένους ἀπὸ κακίες καὶ
ριστεῖ τὸν Θεό, διότι πλούσια τὸν εὐερ- ἐλαττώματα, πρὸς τὸν σκοπὸ νὰ ἐξυ-
γέτησε, διότι τὸν ἄφησε στὴ ζωή, διότι ψώσουμε τὴ δική μας προσωπικότητα!
τοῦ δίνει τὰ μέσα τῆς συντηρήσεως, «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ
διότι τὸν φώτισε νὰ πιστεύει στὸν ἀλη- εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων,
θινὸ Θεό, ἡ προσευχή του δὲν θὰ εἶχε ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς
τίποτε τὸ ἐσφαλμένο. Διότι εἶναι καθῆ- οὗτος ὁ τελώνης» (στίχ. 11). Στὶς λέξεις
κον ἀπαραίτητο διὰ τῆς προσευχῆς νὰ αὐτὲς βλέπουμε πρωτίστως τὴν πεποί-
4
θηση ὅτι εἶναι δίκαιος καὶ ἐνάρετος. ἀλλὰ ἀπὸ κάθε εἶδος καρπῶν, δηλαδὴ
Καυχᾶται διότι δὲν εἶναι ἅρπαγας, καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λαχανικά, τὸ ἄνηθο τὸ
διότι δὲν ὑπῆρξε τοκογλύφος καὶ πιε- κύμινο καὶ τὸ ἡδύοσμο. Καὶ τοιουτο-
στικὸς στοὺς ὀφειλέτες ἢ τοὺς ἐνοι- τρόπως ὁ Φαρισαῖος παρουσίασε τὸν
κιαστὲς τῶν κτημάτων του, οὔτε μετα- ἑαυτό του ἐντάξει ἀπέναντι τοῦ νόμου·
χειρίστηκε μέσα ὕπουλα ἢ ἐγκλημα- τόσο ὡς πρὸς τὸ ἠθικὸ μέρος, ὅσο καὶ
τικὰ γιὰ νὰ ἁρπάξει ξένη περιουσία. ὡς πρὸς τὸ τυπικό.
Καυχᾶται διότι δὲν εἶναι ἄδικος στὶς Ἂς παραδεχθοῦμε πρὸς στιγμή, ὅτι
συναλλαγὲς καὶ τὶς δοσοληψίες του, ὅλα ὅσα εἶπε ἦταν πράγματι ἀληθινά,
στὸ ἐμπόριο καὶ τὸ ἐπάγγελμά του. ὅτι ἀποτελοῦν πράγματι κεφάλαιο δι-
Καυχᾶται διότι δὲν πρόσβαλε τὴν καιοσύνης καὶ ἀρετῆς. Ἀλλὰ «πᾶσα ἡ
οἰκογενειακὴ τιμὴ τοῦ ἄλλου, δὲν πα- δικαιοσύνη ἡμῶν ὡς ράκος ἀποκα-
ρέσυρε στὴν ἀτιμία τὴ σύζυγο τοῦ ἄλ- θημένης» λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας
λου, ὥστε νὰ γίνει ὁ διάβολος τῆς (ξδ´,6)· δηλαδὴ ἕνα βρωμερὸ κουρέλι

οἰκογένειας, δὲν ἔκλινε στὴν αἰσχρότη- εἶναι ὅλη ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ
τα καὶ τὴν ἀνηθικότητα. ἀνθρώπου. Ὅτι τέτοια ἦταν καὶ ἡ ἀρε-
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ δικαιοσύνη δὲν πε- τὴ τοῦ Φαρισαίου, ἀποδεικνύεται ἀπὸ
ριορίζεται στὶς ἀρνητικὲς μόνο ἀρετές, τὰ ἑξῆς ἀδιαφιλονείκητα γεγονότα.
ὁ Φαρισαῖος ἔχει καὶ ἄλλο κεφάλαιο Πρῶτον, ὅτι τὴν κατόρθωση τῶν
ἀρετῆς, γιὰ τὸ ὁποῖο θεωρεῖ πρέπον νὰ ἀρετῶν του τὴν ἀποδίδει ἀποκλειστικὰ
καυχηθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· τὸ κεφά- στὸν ἑαυτό του, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι
λαιο τῆς ὑπερακριβοῦς τηρήσεως τῶν ὅλο ψέμα· διότι τίποτε ὁ ἄνθρωπος δὲν
νομικῶν διατάξεων. Γι᾽ αὐτὸ προσθέ- μπορεῖ νὰ κατορθώσει μόνος του, ἂν ὁ
τει: «Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, Θεὸς δὲν τοῦ δώσει τὴ δύναμη καὶ τὰ
ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι» (στίχ. μέσα. Τὴ στιγμὴ ποὺ βλέπουμε τὸν
12). Παῦλο, τὸ ἐκλεκτὸ αὐτὸ σκεῦος τοῦ
Οἱ Φαρισαῖοι συνήθιζαν νὰ νη- Θεοῦ, τὸν ἀκαταπόνητο καὶ δραστη-
στεύουν δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα, τὴν ριώτατο καὶ ὑπὲρ πάντα ἄλλον Φαρι-
Δευτέρα καὶ τὴν Πέμπτη, ἀλλὰ κυρίως σαῖο ζηλωτὴ καὶ τηρητὴ τοῦ νόμου, νὰ
πρὸς ἐπίδειξη. Καὶ γι᾽ αὐτὸ ὁ Κύριος λέει «χάριτι Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι» (Α΄ Κορ.
στὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του λέει ιε´,10), τότε τί νὰ πεῖ ὁποιοσδήποτε ἄλ-
πρὸς τοὺς μαθητές Του: «ὅταν δὲ νη- λος κοινὸς ἄνθρωπος καὶ κάθε ἀλαζὼν
στεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑπο- Φαρισαῖος; Δεύτερον, ὅτι ἐπιμένει μὲ
κριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση στὴν ἀναφορὰ
τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι περὶ τῶν ἀρετῶν του, σὰν ὅλη του ἡ
τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες» (Ματ. ἀνάγκη, γιὰ τὴν ὁποία ἦλθε στὸ ναό,
στ´,16). Καυχᾶται ὁ Φαρισαῖος γιὰ τὴ νη- ἦταν νὰ ἀναφέρει στὸν Θεό, τὸν πα-
στεία του αὐτή. Ἀκόμη δὲ διότι πρό- νταχοῦ παρόντα καὶ τὰ πάντα γνωρί-
σφερε στὸ ναὸ τὸ δέκατο τῶν εἰσοδη- ζοντα, πόσο ἦταν ἐνάρετος, νὰ προ-
μάτων του. Καὶ ὄχι ἀπὸ ἐκεῖνα μόνο τὰ σκαλέσει ἔτσι καὶ τὸν Θεὸ νὰ θαυμάσει
εἴδη ποὺ ὥριζε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος, τὴ φαρισαϊκὴ ἀρετή του. Ἐπικυρώνει
5
δηλαδὴ μὲ πολλὴ ἀκρίβεια ἐκεῖνα, τὰ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ
ὁποῖα ὁ Ἡσαΐας ἔλεγε περὶ τῶν Φαρι- τὴν φιλανθρωπία. Καὶ πάλι νηστεία
σαίων τῆς ἐποχῆς του: «ἐγγίζειν τῷ καὶ φιλανθρωπία πρέπει νὰ συνοδεύο-
Θεῷ ἐπιθυμοῦσι λέγοντες· Τί ὅτι νται ἀπὸ ταπείνωση ἀληθινή. Νη-
ἐνηστεύσαμεν καὶ οὐκ εἶδες; ἐταπει- στεύετε, λέει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἡσαΐου
νώσαμεν τὰς ψυχὰς ἡμῶν καὶ οὐκ πρὸς τοὺς Ἰσραηλῖτες, ἀλλὰ «ἐν ταῖς
ἔγνως;» Θέλουν να πλησιάσουν τὸν ἡμέραις τῶν νηστειῶν ὑμῶν εὑρίσκετε
Θεὸ μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ βροῦν προστα- τὰ θελήματα ὑμῶν, καὶ πάντας τοὺς
σία καὶ λένε· Γιατί, ὅταν νηστεύσαμε, ὑποχειρίους ὑμῶν ὑπονύσσετε (δηλαδὴ
δὲν πρόσεξες τὴ νηστεία μας; Ταπεινώ- τρυπᾶτε, βασανίζετε τοὺς ἀνθρώπους
σαμε μὲ μετάνοια τὶς ψυχές μας κι ἐσὺ ποὺ εἶναι στὴν ἐξουσία σας). Εἰ εἰς κρί-
δὲν θέλησες νὰ λάβεις γνώση (Ἡσ. νη´,3). σεις καὶ μάχας (δηλαδὴ σὲ δικαστήρια
Προσπαθεῖ, λοιπόν, ὁ Φαρισαῖος νὰ πα- καὶ φιλονεικίες) νηστεύετε καὶ τύπτετε
ρουσιάσει τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ τὸν ταπεινόν, ἵνα τί μοι νηστεύετε;…
Θεοῦ ὡς πρόσωπο, ποὺ τήρησε ὑπερεκ- Οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην…
περισσοῦ τὸ νόμο Του· ὡς πρόσωπο, οὐδ᾿ ἂν κάμψεις ὡς κρίκον τὸν τράχη-
ποὺ ἔκανε καὶ «ὑπέρτακτα ἔργα», καὶ λόν σου (δηλαδὴ οὔτε ἂν κάνεις τὸ
ἑπομένως ἔκανε τὸν Θεὸ ὀφειλέτη του. λαιμό σου σὰν κρικέλα ἀπὸ τὴ νηστεία)
Τόσο γεμᾶτο ἀπὸ ἀρετὲς βλέπει τὸν καὶ σάκκον καὶ σποδὸν (στὰκτη) ὑπο-
ἑαυτό του, ὥστε δὲν αἰσθάνεται τὴν στρώσει, οὐδ᾽ οὕτω καλέσητε νηστείαν
ἀνάγκη νὰ ζητήσει τίποτε ἀπὸ τὸν Θεό. δεκτήν. Οὐχὶ τοιαύτην νηστείαν ἐξελε-
Δὲν βλέπει καμία ἔλλειψη, γιὰ τὴν ξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλὰ λύε πάντα
ὁποία ἔπρεπε νὰ παρακαλέσει τὸν Θεό! σύνδεσμον ἀδικίας, διάλυε στραγγα-
Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἄλλος σπουδαῖος λιὰς βιαίων συναλλαγμάτων (δηλ. διά-
λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἀρετὴ τοῦ Φα- λυε συναλλαγές, μὲ τὶς ὁποῖες βιάζεις
ρισαίου ἦταν μάταιος αὐτοθαυμασμός. καὶ πνίγεις τοὺς ἄλλους), ἀπόστελλε
Λέει ὅτι δὲν ἦταν ἄδικος καὶ μοιχός. τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει καὶ πᾶσαν
Ἀλλὰ μποροῦσε νὰ βεβαιώσει ὅτι δὲν συγγραφὴν ἄδικον (δηλαδὴ κάθε ἄδικη
εἶχε ἐπιθυμήσει ποτὲ τὰ ἀγαθὰ τοῦ συμφωνία γραπτή) διάσπα. Διάθρυπτε
πλησίον; Ὁ Μωσαϊκὸς νόμος ἀπαγό- πεινῶντι τὸν ἄρτον (δηλαδὴ δίνε εὐχα-
ρευε ὡρισμένος, λέγων: «οὐκ ἐπιθυμή- ρίστως στὸν πεινασμένο τὸν ἄρτο σου)
σεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου, οὔτε καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τὸν
τὴν οἰκίαν, οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ … οὔτε οἶκόν σου. Ἐὰν ἴδεις γυμνόν, περίβαλε,
τοῦ βοὸς αὐτοῦ, οὔτε τοῦ ὑποζυγίου καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός
αὐτοῦ, οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ, σου οὐχ ὑπερόψει. Τότε... προπορεύσε-
οὔτε πάντα ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστιν» ται ἔμπροσθέν σου ἡ δικαιοσύνη σου
(Δευτερ. ε´,21). Νήστευε, λέει, δὶς τοῦ Σαβ- καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ περιστελεῖ σε.
βάτου καὶ ἔδινε τὸ ἕνα δέκατο τῶν Τότε βοήσει καὶ ὁ Θεὸς εἰσακούσεταί
εἰσοδημάτων του στὸ ναό. Καλὴ ἡ νη- σου, ἔτι λαλοῦντός σου ἐρεῖ, ἰδοῦ πά-
στεία καὶ οἱ προσφορές· ἀλλὰ ἀπαιτεῖ- ρειμι» (Ἡσ. νη´,39). Ἀλλὰ τέτοια δικαιο-
ται καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ σύνη, τὴν ὁποία ζητάει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ
6
Ἡσαΐου, δὲν γεύθηκε ποτὲ ὁ Φαρισαῖος δρόμο τῆς μετάνοιας, ἀλλὰ τὸν πλη-
τῆς παραβολῆς. γώνει;
Μὴν ἀπορεῖς, ἀναγνῶστα μου. Τέ-
Ἡ κατάκριση καὶ ἐξουθένωση τοιοι εἶναι ὅλοι οἱ ὑπερήφανοι καὶ ὑψη-
τῶν ἄλλων λοκάρδιοι. Μὴν περιμένεις ἀπὸ αὐτοὺς
Ἀλλὰ ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς εὐσπλαγχνία καὶ συμπάθεια. Χωρὶς νὰ
δὲν ἀρκέστηκε στὴν ἀλαζονικὴ ἀπα- ξέρουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἄλλου, τὸν κα-
ρίθμηση τῶν ἀρετῶν του· βρῆκε ὁ τα- τακρίνουν αὐστηρά. Χωρὶς νὰ σκεφθοῦν
λαίπωρος τὴν εὐκαιρία νὰ κατακρίνει, ὅτι ἐκεῖνος ἐνδέχεται νὰ μετενόησε καὶ
νὰ κακολογήσει, νὰ ἐξευτελίσει τοὺς νὰ ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτοὶ τὸν
ἄλλους ἀνθρώπους. «Ὁ Θεὸς εὐχα- καταδικάζουν ἀλύπητα γιὰ τὰ σφάλ-
ριστῶ σοι, ἔλεγεν, ὅτι οὐκ εἰμὶ ματά του. Τὰ λίγα καὶ πτωχὰ ψίχουλα
ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, τῆς ἀρετῆς τους παρουσιάζονται μπρο-
ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς στά τους διαμάντια καὶ μαργαριτάρια
οὗτος ὁ τελώνης». Ὅλοι, λοιπόν, οἱ πολύτιμα. Καὶ μέσα στὸν αὐτοθαυμα-
ἄλλοι εἶναι ἅρπαγες, ἐκτὸς αὐτοῦ μό- σμό τους ἀπορροφοῦνται, ὅπως ὁ μυ-
νου. Ὅλοι μοιχοὶ καὶ αἰσχροὶ καὶ ἀνή- θολογικὸς Νάρκισσος, ἀπὸ τὴν φαντα-
θικοι καὶ μόνο αὐτὸς εἶναι φῶς ἐν μέσῳ στικὴ καλλονή τους. Ὅσο στενώτερος
τοῦ γενικοῦ σκότους· μόνος αὐτὸς ἄν- εἶναι ὁ χῶρος, στὸν ὁποῖο κλείνεται ὁ
θος ἠθικῆς ἐν μέσῳ τῆς ἀνηθικότητος, ἄνθρωπος, τόσο καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλ-
εὐωδία ἐν μέσῳ τῆς γενικῆς δυσωδίας, μῶν του περιορίζεται, ὥστε ἔπειτα ἀπὸ
ἁγνότης ἐν μέσῳ τῆς διαφθορᾶς! Στὴν λίγο χρόνο νὰ μὴ βλέπει παραπέρα τί-
κακολογία αὐτή, στὴν ὁποία εὐχαρι- ποτε. Κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ ὑπε-
στιέται ἡ συκοφαντικὴ γλῶσσά του, ρήφανος, ὅσο περισσότερο στρέφει τὸ
περιλαμβάνει καὶ τὸν τελώνη, ὁ ὁποῖος θαυμασμό του πρὸς τὸ ἐγώ του, πρὸς
προσεύχονταν σὲ μία γωνία μὲ πολλὴ τὸ κάλλος του, πρὸς τὰ προτερήματά
ἀγωνία. του, τὰ σωματικὰ ἢ τὰ ψυχικά, πρὸς
«Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἀξία του, τόσο σκο-
ἀνθρώπων... ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώ- τίζεται στὴν κρίση, τόσο οἱ ἄλλοι τοῦ
νης». Τί δουλειὰ εἶχε μὲ τὸν δυστυχῆ φαίνονται ἄσχημοι καὶ ἀηδεῖς στὴ μορ-
ἐκεῖνον τελώνη; Γιατί τὸν ἐξευτελίζει; φὴ καὶ τὴν ψυχή. Πουθενὰ ὁ ὑπερήφα-
Γιατί δὲν τὸν ἀφήνει στὴ θλίψη, ποὺ νος δὲν βλέπει ἀρετή, τιμιότητα, εἰλι-
δοκιμάζει ἀπὸ τὴν τύψη τῆς συνείδη- κρίνεια, δικαιοσύνη, ἁγιότητα. Ὅλοι
σης γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ τὸν ἐξαχρειωμένοι, ἐκτὸς βεβαίως τοῦ
πληγώνει ἀκόμη βαθύτερα; Δὲν χαί- ἑαυτοῦ του. Καὶ ὅταν ἀκόμη βλέπει
ρετε, ποὺ βλέπει καὶ τὸν τελώνη στὸ τοὺς ἄλλους μετανοημένους καὶ ἀκούει
ναό, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀπεδείκνυε ὅτι ὁ ὅτι «ὁ Θεὸς καρδίαν συντετριμμένην
τελώνης αὐτὸς ἀποφάσισε νὰ μετανοή- καὶ τεταπεινωμένην οὐκ ἐξουδενώσει»,
σει; Δὲν σπεύδει κοντά του νὰ τὸν συγ- αὐτὸς τὴν ἐξουθενώνει καὶ τὴν ἐξευτε-
χαρεῖ, νὰ τὸν ἐνθαρρύνει, νὰ προσευ- λίζει.
χηθεῖ μαζί του, νὰ τὸν στηρίξει στὸν Τέτοια εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Φαρι-
7
σαίου, στὴν ὁποία τόσο καθαρὰ ἔδειξε τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχῆς. Πόσο συχνὰ
τὸ χαρακτήρα του. Δὲν ἦταν προσευχὴ συναντᾶμε τέτοιους ἀνθρώπους! Πόσες
αὐτή, ἀλλὰ αὐτολιβάνισμα, κακολογία πτωχὲς τῆς ἀγνοίας ψυχὲς ἐπαναπαύ-
καὶ καταλαλιά, βλασφημία μᾶλλον κα- ονται στὰ ψίχουλα τῆς ἀρετῆς τους καὶ
τὰ τοῦ Θεοῦ, παρὰ προσευχή. Τέτοιος δὲν σπεύδουν νὰ καθαρίσουν τὴν ψυχή
εἶναι ὁ ὑπερήφανος σὲ ὅλες τὶς ἐκδη- τους καὶ νὰ ταπεινωθοῦν ἐνώπιον τοῦ
λώσεις τῆς ζωῆς του. Κουφός, μαται- Θεοῦ, γιὰ νὰ βροῦν σωτηρία!
όδοξος, στερημένος ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ
Ὁ χαρακτήρας τοῦ τελώνη.
ἀρετή, κακολόγος, συκοφάντης.
Μὲ λίγες λέξεις ὁ Κύριος ζωγραφί-
Προτοῦ ὅμως τελειώσει ἡ παροῦσα
ζει καὶ τοῦ ταπεινοῦ τὸν χαρακτῆρα
παράγραφος, στὴν ὁποία περιγράφεται
στὸ πρόσωπο τοῦ τελώνη, ὁ ὁποῖος μὲ
ὁ χαρακτῆρας τοῦ ὑπερήφανου, εἶναι
τὴν ταπεινή του προσευχὴ ἐκδήλωσε
ἀνάγκη νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι «ὅσα
μία σπουδαία κατάσταση τῆς ψυχῆς
προεγράφη εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκα-
του, τὴ μετάνοιά του. Ἡ μετάνοια τοῦ
λίαν προεγράφη» (Ρωμ. ιε´,4)· γράφηκαν
τελώνη γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἡ προ-
γιὰ νὰ διδασκόμαστε ἐμεῖς, λέει ὁ θεῖος
σευχή του, ὁ ὅλος πόθος του νὰ βρεῖ
Παῦλος. Ἡ παραβολὴ τοῦ Φαρισαίου
ἔλεος, ἀποτελοῦν πλήρη ἀντίθεση πρὸς
γράφηκε στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ
τὴν πεποίθηση τοῦ Φαρισαίου ὅτι εἶναι
δίνει ἀφορμὴ στὸν καθένα μας νὰ
δίκαιος καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη τοῦ θείου
ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του. Μήπως ὑπάρ-
ἐλέους. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, πῶς τὸν πα-
χει καὶ στὴν διαγωγή μας ὁμοιότητα
ρουσιάζει ὁ Κύριος στὴν παραβολή.
μὲ τὴ διαγωγὴ τοῦ Φαρισαίου; Μήπως
ὁ χαρακτῆρας τοῦ ἐγωιστοῦ καὶ ὑπε- Ἡ στάση τοῦ Τελώνη
ρήφανου μορφώθηκε στὴν ψυχή μας; «Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς
Μήπως στηρίζουμε τὴν ἀξία καὶ τὴν οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς
ἀρετή μας στὸ ὅτι δὲν κλέψαμε, δὲν τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι· ἀλλ᾽ ἔτυπτεν
φονεύσαμε, δὲν διαπράξαμε ἐγκλήμα- εἰς τὸ στῆθος αὑτοῦ, λέγων: Ὁ Θεός,
τα, ἐνῶ ὑπάρχει πλῆθος ἄλλο κακιῶν ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (στίχ. 13).
καὶ ἐλαττωμάτων στὴν ψυχή μας; Οἱ τελῶνες ἦταν ὑπάλληλοι τῆς
Μήπως ἀγνοοῦμε ὅτι «πάντες ἡμάρτο- ρωμαϊκῆς πολιτείας, διωρισμένοι γιὰ
μεν καὶ ὑστερούμεθα τῆς δόξης τοῦ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων, ἢ ἐνοικια-
Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄,23), ὅπως λέει ὁ Παῦλος; στὲς τῶν φόρων, τοὺς ὁποίους εἶχε
Δηλαδὴ ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ ἐπιβάλει ἐπὶ τοῦ ὑποτεταγμένου σ᾽
καὶ μόνο ὁ βαθμὸς διαφέρει. Ἂς ἐξετά- αὐτὴν Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Οἱ Ἰουδαῖοι,
ζουμε, μήπως νομίζουμε ὅτι ἐκπληρώ- φανατικοὶ ἐθνικιστὲς καὶ μὴ ἀνεχόμε-
σαμε ὅλα τὰ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ νοι τὸ ρωμαϊκὸ ζυγό, θεωροῦσαν τοὺς
προορισμοῦ μας καθήκοντα, ἁπλῶς μὲ φόρους ὡς προσβολὴ ἀνυπόφορη καὶ
τὸ ὅτι πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία καὶ γι᾽ αὐτὸ μισοῦσαν τοὺς εἰσπράκτορες
νὰ ἐκτελοῦμε μερικὰ ἐξωτερικὰ θρη- τῶν φόρων τελῶνες. Ἀλλὰ καὶ τοὺς
σκευτικὰ καθήκοντα, χωρὶς νὰ φροντί- ἀποστρέφονταν, διότι οἱ τελῶνες κατὰ
σουμε γιὰ τὴν πλήρη ἀναγέννηση καὶ τὴν εἴσπραξη τῶν φόρων ἀποδεικνύο-
8
νταν πιεστικοί, ἅρπαγες, ἄδικοι καὶ ἐξ᾽ στὴν ἄπειρη ἀγαθότητά Του.
αἰτίας αὐτοῦ κατήντησε τὸ ὄνομα «τε- Ἀπὸ μακριὰ στεκόμενος ὁ τελώνης
λώνης» νὰ σημαίνει μεγάλος ἁμαρτω- «οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς
λός. Ὁ τελώνης, λοιπόν, τῆς παραβο- εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι». Δὲν τολ-
λῆς ἦταν ἕνας τέτοιος ἁμαρτωλός· μοῦσε νὰ σηκώσει τὰ μάτια πρὸς τὸν
ἀλλὰ ἁμαρτωλός, ὁ ὁποῖος τώρα μετα- οὐρανό, ἀλλὰ κρατοῦσε τὸ βλέμμα
νόησε καὶ προσεύχονταν. Τὸ Πνεῦμα προσηλωμένο στὴ γῆ. Συναισθάνεται
ὅτι εἶναι γι᾿ αὐτὸν ἀναίδεια νὰ σηκώσει
τοῦ Θεοῦ ἐπισκέφτηκε τὴν «συντε-
χέρια καὶ μάτια πρὸς τὸν οὐρανό, διότι
τριμμένην καὶ τεταπεινωμένην» καρ-
στὸν οὐρανὸ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ.
διά του. Ἦταν πλέον «ὁ πτωχὸς τῷ
Ἐκεῖ διαμένει ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων, ὁ πα-
πνεύματι», ὁ πενθῶν γιὰ τὶς ἁμαρτίες
ντοδύναμος καὶ παντεπόπτης Θεός,
του. Αὐτοὺς τοὺς μακαρίζει ὁ Κύριος τὸν ὁποῖο μυριάδες ἁγίων ἀγγέλων καὶ
(Ματθ. ε´,3-4). Τὴ μετάνοια, τὴ συντριβὴ
ἀρχαγγέλων περιστοιχίζουν. Ἐκεῖ στὸν
τῆς καρδιᾶς, τὴν ταπείνωσή του, τὴν οὐρανὸ ἀτενίζουν οἱ ψυχὲς οἱ ἁγνὲς καὶ
ἐκφράζουν πρῶτα οἱ χειρονομίες καὶ οἱ ἅγιες. Πῶς, λοιπόν, ὁ τελώνης νὰ ση-
πράξεις ἐκεῖνες, ποὺ συνοδεύουν τὴν κώσει τὰ μάτια πρὸς ἕνα τέτοιο περι-
προσευχή του. Διότι λέει ὁ Κύριος περὶ βάλλον; Γνώριζε ὅτι ὅλη ἡ συνοδεία
τοῦ τελώνη ὅτι: τοῦ οὐρανοῦ, τὰ πνεύματα τῶν ἁγίων
«Ἐστάθη μακρόθεν». Στάθηκε σὲ ἀγγέλων, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὑπῆρ-
μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο. ξαν μάρτυρες τῶν ἁμαρτωλῶν του
Φοβήθηκε ἴσως ὅτι, ἂν πλησίαζε αὐτὸς πράξεων, τῶν ἀδικιῶν, τῶν βιαιοπρα-
ὁ ἁμαρτωλός, θὰ προσέβαλλε τὸν δί- γιῶν, τῶν δολιοτήτων, τὶς ὁποῖες ὁ τε-
καιο Φαρισαῖο καὶ θὰ τάραζε τὶς προ- λώνης καὶ ἀντιπρόσωπος τῆς ρωμαϊ-
σευχές του. Ἀλλὰ κυρίως στάθηκε κῆς βίας διέπραξε. Ναί· τὸν ἔβλεπε
τότε ὁ Θεός, καθὼς βλέπει καὶ κάθε
μακριά, διότι συναισθάνεται βαθιὰ ὅτι
ἁμαρτωλό, καίτοι ὁ ἁμαρτωλός, τυ-
εἶναι ἀνάξιος νὰ πλησιάσει τὸν τόπο
φλωμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νομίζει ὅτι
ἐκεῖνον, στὸν ὁποῖο βρίσκεται ὁ Θεός.
δὲν τὸν βλέπει ὁ Θεὸς καὶ ὅτι χρειά-
Συναισθάνεται ὅτι ἔζησε μακριὰ τοῦ
ζεται νὰ λάβει προφυλακτικὰ μέτρα
Θεοῦ, βίο ἁμαρτίας καὶ ἀνομίας. Πῶς, μόνο ἀπὸ τὰ βλέμματα τῶν ἀνθρώπων.
λοιπόν, τώρα ὁ ἄδικος νὰ τολμήσει νὰ Αὐτὸ συναισθάνεται τώρα ὁ τελώνης
πλησιάσει τὸν δίκαιο Θεό; Πῶς ὁ ἀκά- καὶ θεωρεῖ ἀναίδεια νὰ ὑψώσει πρὸς
θαρτος νὰ σταθεῖ πλησίον τοῦ καθαροῦ τὸν οὐρανὸ τὰ μάτια ἐκεῖνα, ποὺ ἦταν
καὶ ἀμώμου Θεοῦ; Ὁ ἁμαρτωλὸς πλη- ἕως τώρα προσκολλημένα μόνο στὸ
σίον τοῦ ἀναμαρτήτου καὶ ἁγίου Κυ- χρῆμα, στὴν ἀδικία, στὴν ἁμαρτία. Ἡ
ρίου; Ἐκεῖ, μακριά, κρίνει ὅτι τοῦ συναίσθηση αὐτὴ τῆς ἁμαρτωλότητός
ἁρμόζει νὰ μένει. Ὅπως οἱ λεπροὶ πρέ- του καὶ ἀναξιότητός του, ἡ κατήφεια ἡ
πει νὰ μένουν χωριστὰ ἀπὸ τοὺς ὁποία ἦταν ζωγραφισμένη στὸ πρό-
ὑγιεῖς, ἔτσι καὶ αὐτὸς ἀναγνωρίζει ὅτι σωπό του, ἀποτελοῦσαν ἀπόδειξη τῆς
εἶναι δίκαιον νὰ μένει σὲ ἀπόσταση ἀπὸ ἐσωτερικῆς λύπης καὶ συντριβῆς του.
τὸν Θεό. Ἐὰν Ἐκεῖνος τὸν πλησιάζει, Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ συναίσθηση εἶναι ἡ με-
αὐτὸ ὀφείλεται στὸ μέγα ἔλεός Του, γάλη δωρεά, τὴν ὁποία ἡ ταπείνωση

9
χαρίζει στὸν ἄνθρωπο. Ἡ βαθειὰ συ- γιὰ νὰ ἐκδηλώσει τὴν ἀγανάκτηση
ναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας, ἡ κατὰ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ του. Κτυ-
πλήρης γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ πῶντας τὸ στῆθος του, χτυποῦσε τὴν
«αὐτογνωσία», τὸ περίφημο «γνῶθι σ᾽ ἕδρα τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς του, τὴν
αυτόν», τὸ ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σοφοὶ καρδιά, τὴ δηλητηριασμένη αὐτὴ πη-
εἶπαν ὅτι εἶναι βάση τῆς ἠθικῆς προό- γή, ἀπὸ τὴν ὁποία, καθὼς βεβαίωσε ὁ
δου, αὐτὰ ὑπάρχουν μόνον ὅπου ἐγκα- Κύριος, «οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκ-
ταστάθηκε ἡ ταπείνωση. Μὲ τὴν ταπει-
πορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι,
νώση καὶ ὁ μεγαλύτερος ἅγιος, ἀνα-
κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος,
γνωρίζει τὴν μικρότητά του καὶ τὴν
ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφη-
ἀναξιότητά του, ἀναγνωρίζει ὅτι κάθε
μία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη» (Μάρκ.
καλὸ ποὺ ἔχει, τὸ ἔχει λάβει ἀπὸ τὸν
ζ´,22). Καὶ γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὴν καθα-
Θεό, ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἔχει μόνο τὴν
ἁμαρτία, ζητάει νὰ στέκεται μακριὰ ρότητα τῆς καρδιᾶς ἐπιζητάει καὶ μα-
τοῦ Θεοῦ ταπεινωμένος. Ἀλλὰ τότε καρίζει τοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ» καὶ
ἀκριβῶς ὁ Θεὸς ἐκχύνει πλουσιώτερο βεβαιώνει ὅτι αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν
τὸ ἔλεός Του. Τότε ἡ ταπείνωση γίνε- καθαρὸ καὶ ἅγιον Θεό (Ματθ. ε´,8). Ὁ τε-
ται μαγνήτης ἰσχυρότατος, ποὺ ἕλκει λώνης, λοιπόν, κτυπάει τὸ στῆθος του
τὸν Θεὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπο τὸν τα- γιὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖ κατὰ τοῦ ἐντὸς
πεινό. Ὑπενθυμίζουμε τὸ παράδειγμα αὐτοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου». Γιὰ νὰ
τοῦ Πέτρου (Λουκᾶ ε´,8-10), τὸ παράδειγμα συντρίψει αὐτὴν τὴν καρδιά, ποὺ εἶχε
τοῦ ἑκατοντάρχου (Ματθ. η´,8). Καὶ ὁ τε- σκληρύνει ἡ ἁμαρτία, νὰ προσφέρει
λώνης, λοιπόν, ποὺ δὲν τολμοῦσε νὰ ἔτσι στὸν Θεὸ ὡς θυσία «καρδίαν συ-
σηκώσει τὰ μάτια πρὸς τὸν οὐρανό, ντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην»,
εἵλκυσε τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Δὲν σή- καρδιὰ μετανοημένη, τὴν ὁποία δέχε-
κωσε τὰ μάτια ὁ τελώνης, ἀλλ᾽ ἄνοιξε
ται ὁ Θεὸς μὲ εὐσπλαγχνία.
τὴν καρδιά. Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει
ὁ ἄνθρωπος νὰ παρουσιάσει ἄλλη Οἱ λόγοι τῆς προσευχῆς του.
ὡραιότητα, τόσο ἀρεστὴ καὶ εὐχάρι- Ἀλλὰ τὴ θερμὴ μετάνοια, τὴ βαθειὰ
στη, ὅσο τὴ συστολὴ ἐκείνη καὶ τὸ κοκ- ταπείνωση τοῦ τελώνη, φανερώνουν
κίνισμα, ποὺ ζωγραφίζει στὸ πρόσωπο καὶ οἱ λόγοι τῆς προσευχῆς του. Τί
ἡ βαθειὰ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ συναί- ἔλεγε στὴν προσευχή του;
σθηση τῆς ἐνοχῆς. Ὅτι σ᾽ αὐτὴν τὴν Μὴ περιμένουμε ν᾽ ἀκούσουμε καμία
ὡραιότητα ἀρέσκεται ὁ Θεὸς τὸ βεβαι- μεγάλη σὲ χρόνο προσευχή. Φόβος,
ώνει πάλι διὰ τοῦ Ἡσαΐου, λέγων: «ἐπὶ ντροπή, ζωηρὰ αἰσθήματα μετανοίας
τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ λύπης πλημμύριζαν τὴν ψυχή του.
καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους Ἡ ἐνθύμιση τῶν ἁμαρτιῶν, τὶς ὁποῖες
μου;» (ξστ´, 2). ὑπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ ἔκανε. Ἡ συ-
Ὄχι μόνο δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια ναίσθηση ὅτι προσέβαλε μὲ τὶς ἁμαρ-
νὰ σηκώσει πρὸς τὸν οὐρανὸ ὁ τελώ- τίες του τὸν Θεὸ τὸν ἅγιο καὶ φάνηκε
νης, ἀλλ᾿ ἐπὶ πλέον «ἔτυπτεν εἰς τὸ ἀχάριστος πρὸς τὸν Μέγα Εὐεργέτη. Ἡ
στἦθος αὐτοῦ». Ποιό λόγο εἶχε τὸ κτύ- συναίσθηση ὅτι ἔζησε ἀποστάτης καὶ
πημα αὐτό; Κτυποῦσε τὸ στῆθος του ἀντάρτης, ὅλα αὐτὰ ὡς κύματα ἀδιά-
10
κοπα κατέκλυζαν τὴν ψυχή του, μὲ ἁμαρτία. Ὅταν ἤμουν στὸ κρεβάτι, τὴν
τρόπον ὥστε νὰ δένεται ἡ γλῶσσα καὶ ἁμαρτία σκεπτόμουν. Ὅταν σηκωνό-
νὰ μὴ ξέρει τί ν᾿ ἀναφέρει πρῶτο καὶ τί μουν, πρὸς αὐτὴν ὁ νοῦς μου ἔτρεχε
δεύτερο. Περιορίζεται στὴ σύντομη, ἀμέσως. Καὶ καθ᾽ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς
ἀλλὰ τόσο σπουδαία καὶ τόσο ἐκφρα- ἡμέρας ἀσχολούμουν μὲ τὴν ἁμαρτία.
στικὴ ἐκείνη προσευχή: «ὁ Θεός, Δεσμὰ καὶ ἁλυσίδες ἔχει χαλκεύσει ἡ
ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»! ἁμαρτία καὶ περιέσφιξε τὴν ψυχή μου
Εἶναι πολὺ γνωστὲς σ᾽ ὅλους οἱ λέ- καὶ τὴν ὕπαρξή μου μὲ τρόπο ὥστε οἱ
ξεις τῆς προσευχῆς αὐτῆς. Καὶ ὅλοι σκέψεις, οἱ ἐπιθυμίες, τὰ ἐλατήρια τῆς
σχεδὸν τὶς λέμε συχνά, διότι τὸ «Κύ- ψυχῆς μου, οἱ ἐσωτερικοὶ σκοποί μου,
ριε, ἐλέησον» (αὐτὸ σημαίνουν οἱ λέ- τὰ βλέμματα, τὰ χέρια μου, τὸ νευρικὸ
ξεις τῆς προσευχῆς «ὁ Θεὸς ἵλάσθητί σύστημα, ὁ ὅλος ἄνθρωπος στὴν ἁμαρ-
μοι τῷ ἁμαρτωλῷ») εἶναι προσευχὴ τία νὰ δουλεύει! Ἁμαρτωλὸς ἀπὸ γεν-
νήσεως, ἁμαρτωλὸς ἀπὸ προαιρέσεως,
καθημερινῆς χρήσης. Ἀλλὰ τὶς λέμε
ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τῶν πράξεων τοῦ βίου!
ἄραγε μὲ τὸν πόθο ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ
«Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος· τίς με
τὸ στόμα τοῦ τελώνη; Διότι ἀπὸ τὰ
ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου
στόματα ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναδει-
τούτου;» (Ρωμ. ζ´,24).
κνύονται ἔπειτα ἀληθινοὶ ἅγιοι, οἱ λέ-
Ἀλλὰ στὴ λέξη «ἁμαρτωλός», μὲ
ξεις αὐτὲς ἐξέρχονται ἐγκάρδιες καὶ
τὴν ὁποία ὁ τελώνης ὀνομάζει τὸν
θερμές. Ἂς προσέξει ὁ ἀναγνώστης τὸ
ἑαυτό του, πρέπει καθένας μας νὰ κα-
βαθὺ νόημα τῶν λίγων αὐτῶν λέξεων.
θρεπτίζει τὸν ἑαυτό του. Ἂς ἐνθυμηθεῖ
Μὲ τὴν προσευχή του αὐτὴ ὁμολο-
καθένας ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς παιδικῆς
γεῖ ὅτι εἶναι «ἁμαρτωλός». Καὶ ὄχι
του ἡλικίας, τὶς πράξεις, τὰ λόγια, τὶς
ἁπλῶς ἁμαρτωλός, ἀλλὰ «ὁ ἁμαρτω-
ἐπιθυμίες, τὴ διαγωγή του. Ἂς συνεχί-
λός», δηλαδὴ ὁ διάσημος ἁμαρτωλός, ὁ
«πρῶτος ἁμαρτωλός», ὅπως ὁ Παῦλος σει ἐξετάζοντας τὰ χρόνια τῆς ζωῆς
ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό του. Ὁ Φαρισαῖος του μέχρι σήμερα, καὶ θὰ πεισθεῖ ὅτι
δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἁμαρτωλό, τοῦ ἁρμόζει ἄριστα ἡ ὀνομασία τοῦ
καίτοι ἔβλεπε στὸ νόμο ὅτι «οὐδεὶς «ἁμαρτωλοῦ». Διότι ὄχι μόνο οἱ παρα-
καθαρὸς ἀπὸ ρύπου, κἂν μία ἡ ἡμέρα βάσεις, ἀλλὰ καὶ ἡ πλέον ἀγαθὴ πράξη
τῆς ζωῆς αὐτοῦ». Ἀλλὰ ὁ τελώνης δὲν τοῦ βίου μας δὲν εἶναι τόσο καθαρή,
βρίσκει ἄλλο χαρακτηρισμὸ γιὰ τὸν ὥστε νὰ ἐπιβλέπει σ᾽ αὐτὴν ὁ Θεὸς ὁ
ἑαυτό του, παρὰ μόνο τὸ χαρακτηρι- ἅγιος μὲ πλήρη εὐαρέσκεια. Πλανᾶται
σμὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἐπ᾽ αὐτοφώ- πλάνη δεινὴ ἐκεῖνος ποὺ φαντάζεται
ρῳ ἐγκληματία, ὁ ὁποῖος τώρα στέκε- ὅτι δὲν εἶναι ἁμαρτωλός. «Ἐὰν εἴπωμεν
ται ἐνώπιον τοῦ Κριτῆ. Εἶναι σὰν νὰ ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλα-
ἔλεγε: τίποτε ἄλλο δὲν ἔχω νὰ παρου- νῶμεν, καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν
σιάσω, παρὰ μόνο τὴν ἁμαρτία. Καμία ἡμῖν», λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Α΄
ἀρετὴ δὲν ἐργάστηκα καθαρὴ καὶ ἐλεύ-
Ἰω. α´,8). Ἐκεῖνος, ποὺ μετενόησε εἰλι-
θερη ἀπὸ τὸ μόλυσμα τῆς ἁμαρτίας.
κρινὰ καὶ ἔγινε πράγματι ταπεινός, δὲν
Κάθε ὥρα τοῦ βίου μου ἔχει νὰ δείξει
βρίσκει λέξεις ἐπαρκεῖς νὰ ἐκφράσει
ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν Σου καὶ μία

11
τὴν ἁμαρτωλότητά του. Ἐκεῖνος, ποὺ ται τὶς προσευχές μας διὰ μέσου τῆς
γνωρίζει τὴν ἔννοια καὶ τὸ πλάτος τοῦ ἀναίμακτης θυσίας, ἡ ὁποία προσφέρε-
νόμου τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ πεῖ σὲ κάθε ται κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Πολλοὶ
λέξη τοῦ Θείου νόμου: «ὁ Θεὸς θεωροῦν ὅλως ἀδιάφορο τὸ ζήτημα τῆς
ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». προσευχῆς, γιὰ τὸ λόγο ὅτι δὲν αἰσθά-
Συχνὰ ἀκοῦμε ἀπὸ πολλούς, ὅτι δὲν νονται τὴν ἁμαρτωλή τους κατάσταση,
εἶναι ἁμαρτωλοί, διότι δὲν διέπραξαν οὔτε κατάλαβαν σὲ ποιὸ βάραθρο καὶ
μεγάλα ἐγκλήματα. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν τὸ σὲ ποιὰ φρικτὴ συμφορὰ τοὺς ὁδηγεῖ ἡ
λέει ποτὲ ἕνας ἀληθινὰ φωτισμένος. ἁμαρτία. Εἶναι σ᾽ ὅλους γνωστὸ μὲ πό-
Διότι ὁ Κύριος δήλωσε καθαρὰ ὅτι «ὃς ση ταπείνωση, μὲ πόση συντριβὴ σπεύ-
ἐὰν λύσει μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων δει νὰ ζητήσει συνδρομὴ καὶ ἐλεημο-
τῶν ἐλαχίστων... ἐλάχιστος κληθήσε- σύνη ἕνας πάμπτωχος, ἕνας πεινασμέ-
ται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν», νος, ἕνας οἰκογενειάρχης, ποὺ βλέπει
δηλαδὴ θὰ ἀποκλεισθεῖ ἀπὸ τὴν βασι- τὰ παιδιά του ἑτοιμοθάνατα ἀπὸ τὴν
λεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. ε´,19). Μόνο ἕνας πεῖνα. Ἀλλὰ γιατί παρακαλεῖ μὲ τόση
δὲν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἁμαρτωλός· λαχτάρα; Ἀκριβῶς διότι συναισθάνεται
ἐκεῖνος, ποὺ γεννήθηκε ἀναμάρτητος καὶ βλέπει τὸν κίνδυνο τοῦ ἐκ πείνης
καὶ ἔμεινε ἀναμάρτητος σ᾽ ὅλη του τὴ θανάτου. Κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο
ζωή. Ἀλλὰ τέτοιος εἶναι μόνο ὁ Χρι- καὶ ἕνας ἁμαρτωλός, ποὺ αἰσθάνθηκε
στός. Οἱ ἄλλοι ἐμεῖς «πάντες ἡμάρτο- βαθιὰ τὸν τρομερὸ κίνδυνο τῆς ἁμαρ-
μεν καὶ ὑστερούμεθα τῆς δόξης τοῦ τίας, σπεύδει στὴν προσευχὴ καὶ ζη-
Θεοῦ» (Ρωμ. γ´,23) καὶ ἑπομένως ὅλοι εἶναι τάει τὴ σωτηρία. Καὶ γι᾽ αὐτὸ συναί-
ἀνάγκη νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ νὰ ζητή- σθηση τῆς ἁμαρτίας, ταπείνωση, προ-
σουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διότι αὐτὸ σευχή, εἶναι πάντοτε στενὲς καὶ ἀδιά-
εἶναι οὐσιῶδες γνώρισμα τῆς ταπεινώ- σπαστα συνδεδεμένες ἀρετές. Ἐνῶ
σεως, τὸ νὰ συναισθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀντιθέτως, ὅπου δὲν ὑπάρχει προ-
πλήρως καὶ βαθιὰ τὴν κατάστασή του σευχή, ἐκεῖ ἀσφαλέστατα θὰ ὑπάρχει
καὶ νὰ καταφεύγει στὸν Θεό. ὑπερηφάνεια, ἀναισθησία, ἀδιαφορία
Ἀναγνωρίζοντας καὶ ὁμολογῶντας ἀπέναντι τῆς ἁμαρτίας.
τὸν ἑαυτό του "ἁμαρτωλό", ὁ τελώνης Προσεύχεται. λοιπόν, ὁ τεταπεινω-
καταφεύγει στὸν Θεὸ διὰ τῆς προσευ- μένος ἁμαρτωλὸς τελώνης καὶ πρὸς
χῆς. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλῆς τὸν Θεὸ κράζει μεγαλοφώνως. Διότι
του κατάστασης· ἡ συναίσθηση τοῦ πρὸς ποιόν ἄλλο μπορεῖ νὰ πετάξει ἡ
τρομεροῦ κινδύνου, ποὺ δημιουργεῖ ἡ ψυχὴ καὶ νὰ βρεῖ βοήθειαν, ἔλεος καὶ
ἁμαρτία, τὸν παρακινεῖ νὰ σπεύσει σωτηρία; Αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργός
στὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐξαρτήσει τὸν ἑαυτό μας, ὁ Κυβερνήτης τῆς ζωῆς μας, ὁ
του ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸν Θεό. Πολλοὶ Πατέρας μας ἀλλὰ καὶ ὁ Κριτής μας.
δυστυχῶς ζοῦν χωρὶς προσευχή. Πολ- Αὐτὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς σώσει ἢ
λοὶ δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ κα- νὰ μᾶς καταδικάσει. Τὸν προσβάλ-
ταφεύγουν στὸν Θεό, οὔτε νὰ πηγαί- λουμε διὰ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅμως
νουν στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὁ Θεὸς δέχε- εἶναι τόσο ἐπιεικής, τόσο συγκαταβα-
12
τικός, τόσο εὔσπλαγχνος, τόσο πρόθυ- τελώνης. Καὶ ὄχι ἁπλῶς συμπάθεια
μος νὰ μᾶς σώσει! Ἑπομένως δὲν ὑπάρ- ἄπρακτη καὶ ἀνενέργητη, ἀλλὰ ἀποτε-
χει ἱερώτερη στιγμή, δὲν ὑπάρχει πο- λεσματικὴ καὶ σωτήρια. Διότι ἐμεῖς συ-
λυτιμότερη ὥρα ἀπὸ ἐκείνη, κατὰ τὴν μπαθοῦμε πολλὲς φορὲς τὸν δυστυχῆ,
ὁποία ταπεινωμένος ὁ ἁμαρτωλὸς Χρι- ἀλλὰ δὲν ἔχουμε τὴ δύναμη καὶ τὰ
στιανὸς κλίνει τὰ γόνατα γιὰ προ- μέσα νὰ τὸν σώσουμε ἀπὸ τὴ δυστυχία
σευχή. Πόσο, λοιπόν, εἶναι λογικοὶ καὶ του. Ὁ Θεὸς ὅμως ἔχει καὶ τὴ δύναμη
φρόνιμοι καὶ σοφοί, ὅσοι ἁμαρτωλοὶ ἄπειρη καὶ τὸ μέσον τῆς σωτηρίας
καταφεύγουν στὸν Θεὸ διὰ τῆς προ- ἀποτελεσματικώτατο. Τὸ μέσον αὐτὸ
σευχῆς! Πόσο ἄφρονες καὶ ἀνόητοι καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι
ἀξιοδάκρυτοι εἶναι, ὅσοι ἀποφεύγουν ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ.
τὴ σωτηρία, τὴν ὁποία προσφέρει σ᾽ Ἡ ἄπειρη ἀγαθότητα, σοφία καὶ
αὐτοὺς ὁ Θεὸς μὲ τόση εὐσπλαγχνία, εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ὅρισε ἕνα τέ-
καὶ βαδίζουν πρὸς τὸν ὄλεθρο καὶ τὴν τοιο θαυμαστὸ μέσον σωτηρίας γιὰ νὰ
καταστροφή! ἐλεήσει ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὸ ὅτι
Τεταπεινωμένος ὁ τελώνης, κατα- ἔστειλε στὸν κόσμο αὐτὸν τὸν Υἱό Του
φεύγει στὸν Θεὸ διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τὸν μονογενῆ καὶ ἀγαπητὸν καὶ τὸν
κράζει «ἱλάσθητί μοι». Δηλαδὴ ἐλέη- θυσίασε, γιὰ νὰ βροῦμε ἔλεος καὶ μέσον
σόν με. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸ τὸ ἔλεος; Τὸ σωτηρίας ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ
ξέρουμε ὅλοι ἐκ πείρας. Ὅταν βλέ- ἀποστάται! Διὰ τοῦ σοφοῦ, λοιπόν, καὶ
πουμε ἕναν δυστυχῆ, ἕναν ἀσθενῆ, ἕναν θαυμαστοῦ τούτου μέσου, διὰ τῆς θυ-
πληγωμένο, ποὺ πάσχει καὶ ὑποφέρει, σίας τοῦ Χριστοῦ καὶ μόνον δι᾿ αὐτῆς
αἰσθανόμαστε οἶκτο, συμπάθεια, «τὸν σώζεται κάθε ἁμαρτωλός, ποὺ μετα-
λυπᾶται ἡ καρδιά μας». Καὶ ὅσο περισ- νοεῖ καὶ καταφεύγει στὸν Θεό. «Οὐκ
σότερο σπλαγχνικοὶ καὶ συμπαθεῖς ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία οὔτε
εἴμαστε, ὅσο καλύτερα γνωρίζουμε τοὺς γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν
πόνους καὶ τὴ δυστυχία τοῦ ἄλλου, οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν
ὅσο περισσότερο τὸν ἀγαπᾶμε, τόσο ὦ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς», λέει τὸ Πνεῦμα
μεγαλύτερο εἶναι καὶ τὸ αἴσθημα τῆς τὸ Ἅγιο διὰ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου
συμπάθειας. Ὁ Θεός, λοιπόν, ὁ ὁποῖος (Πράξ. δ΄,12). Καὶ γι᾽ αὐτό, ὅταν ζητᾶμε
τὴν μὲν συμπάθεια καὶ τὴν εὐσπλαγ- ἔλεος καὶ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν
χνία καὶ τὴν ἀγάπη ἔχει σὲ ἄπειρο μας, πρέπει νὰ τὴν ζητᾶμε διὰ μέσου
βαθμό, γνωρίζει δὲ πλήρως τόσο τὴν τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ.
κατάστασή μας τὴν ἁμαρτωλή, ὅσο καὶ Τέτοια ὑπῆρξε ἡ προσευχὴ τοῦ τα-
τὸν κίνδυνο τῆς αἰώνιας καταδίκης, πεινοῦ τελώνη. Σύντομη, ἀλλὰ ἐγκάρ-
ποὺ μᾶς ἑτοιμάζει ἡ ἁμαρτία. Αὐτὸς δια, βαρυσήμαντη, ἀποτελεσματική.
εἶναι καὶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον Καὶ τέτοιος εἶναι ὁ χαρακτῆρας τοῦ
συμπαθὴς καὶ σπλαγχνικὸς πρὸς τὸν ταπεινοῦ, ὁ ὁποῖος φανερώνεται ἄρι-
ἁμαρτωλό, ὁ ὁποῖος μετανοεῖ καὶ ζητᾶ στα κυρίως στὸ ἱερὸ καθῆκον τῆς προ-
σευχῆς.
τὴ συμπάθειά Του καὶ τὴν εὐσπλαγ-
χνία Του. Αὐτὴ τὴ συμπάθεια ζητᾶ ὁ Ἡ κρίση τοῦ Κυρίου περὶ τῶν
13
δύο χαρακτήρων. τὸν Θεό, τί ἄλλο εἶναι παρὰ τρελός;
Ἀφοῦ ὁ Κύριος ζωγράφισε τόσο Ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι φοβερὸς ἀντίπαλος.
παραστατικὰ τὸ χαρακτῆρα τοῦ ὑπε- Ἀπὸ τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία συνέ-
ρήφανου ἀφ᾽ ἑνὸς καὶ τοῦ ταπεινοῦ τριψε τὸν πρῶτο ὑπερήφανο, ποὺ πα-
ἀφ᾽ ἑτέρου, ἐκφέρει ἔπειτα τὴν περὶ ρουσιάσθηκε στὴ δημιουργία, τὸν
αὐτῶν κρίση Του. Ἡ κρίση αὐτὴ δὲν Ἐω-σφόρο, ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἔκτοτε ἀπὸ
εἶναι κρίση ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι τὴν ἀγγελικὴ λαμπρότητα καὶ μετα-
δυνατὸν νὰ σφάλλει καὶ νὰ ἀπατᾶται, βλήθηκε σὲ σατανᾶν, σὲ ἄγγελο σκό-
ἀλλὰ τοῦ ἀλάθητου Θεοῦ: «Λέγω ὑμῖν, τους, κακίας, ἁμαρτίας· ἀπὸ τὴν ἐποχὴ
κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος στὸν ἐκείνη συντρίβει κάθε ὑπερήφανον καὶ
οἶκον αὐτοῦ, ἢ ἐκεῖνος». Σᾶς βεβαι- ἀμετανόητον.
ώνω, λέει ὁ Κύριος, ὅτι ὁ ταπεινὸς τε- Ἀντιθέτως ὑψώνει τὸν ταπεινὸ σὲ
λώνης κατέβηκε ἀπὸ τὸ ναὸ στὸ σπίτι δόξα οὐράνια. Ὑψώνει τὸν Παῦλο, ὁ
του δικαιωμένος, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ ὁποῖος μὲ ἄκρα ταπείνωση ὁμολογεῖ
τὶς ἁμαρτίες του παρὰ ὁ Φαρισαῖος. «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον
Ἀλλ᾽ ὁ Κύριος δίνει καὶ τὸ λόγο γιὰ ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι
τὸν ὁποῖο δικαιώθηκε ὁ τελώνης καὶ ἐγώ» (Α΄ Τιμ. α´,15). Ὑψώνει τὴν πτωχή,
καταδικάστηκε ὁ Φαρισαῖος: «Ὅτι ἀλλὰ ταπεινὴ παρθένον Μαριὰμ σὲ μη-
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται τέρα τοῦ Θεοῦ Λόγου· διότι μὲ ἄκρα
ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» ταπείνωση ὀνομάζει ἑαυτὴν «δούλην
στ. 14. τοῦ Κυρίου». Ὑψώνει τοὺς τελώνας,
Ἐὰν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποστρεφό- τοὺς ποικίλους ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι
μαστε καὶ ἀηδιάζουμε τοὺς ὑπερήφα- μὲ ταπείνωση, μὲ μετάνοια, μὲ συναί-
νους, τοὺς ἐγωιστές, πολὺ περισσότε- σθηση, προσπίπτουν στὸν Θεὸ καὶ ζη-
ρο ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὅλως τοῦν τὸ ἔλεός Του. Τοὺς ὑψώνει ἐδῶ
ἀλήθεια, ὁ δὲ ὑπερήφανος ζεῖ στὸ στὰ ὄμματα τῶν συνετῶν καὶ φρονί-
ψεῦδος. Ζεῖ σὲ μία κατάσταση θελημα- μων καὶ λογικῶν ἀνθρώπων. Θὰ τοὺς
τικῆς μωρίας καὶ τρέλας. Τέτοιας τρέ- ὑψώσει σὲ μέγα ὕψος δόξης, ὅταν θὰ
λας, ὥστε νὰ ἀντιτάσσεται καὶ νὰ ἔλθει ἐπὶ θρόνου δόξης «ἐνδοξασθῆναι
πολεμάει αὐτὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Β΄ Θεσ. α΄,10).
Ἐφ᾿ ὅσον δὲν ὑποτάσσεται στὸ νόμο Ἂς φυλαχθοῦμε, λοιπόν, ἀπὸ τὴν
του, ἀλλὰ κάνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει καὶ ὅ,τι ὑπερηφάνεια, τὴν ἐπίδειξη, τὴν μαται-
θὰ προκαλέσει τοὺς ἐπαίνους τοῦ κό- οδοξία, τὴν ἀνυποταξία στὸ θεῖο θέ-
σμου· ἐφ᾽ ὅσον δὲν ἀναγνωρίζει ἁμαρ- λημα. Διότι καθένας, ποὺ ὑψώνει τὸν
τήματα στὸν ἑαυτό του καὶ δὲν αἰσθά- ἑαυτό του, θὰ ταπεινωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό,
νεται τὴν ἀνάγκη νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος δηλαδὴ θὰ συντριβεῖ. Μὲ ταπείνωση,
τοῦ Θεοῦ· ἐφ᾽ ὅσον τολμᾶ νὰ προβάλ- λοιπόν, ὅσο τὸ δυνατὸν βαθύτερη, κι
λει τὸ ἀνάστημά του ἐνώπιον τῆς με- ἂς φωνάξουμε πρὸς τὸν Θεό: «ὁ Θεός,
γαλειότητος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πολεμάει ἰλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς»!
Ἐκ τοῦ βιβλίου “ΑΙ ΠΑΡΑΒΟΛΑΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ”

ὑπὸ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ ἐκδ. ΖΩΗ 1929

14

You might also like