You are on page 1of 6

Ο Στέφαν κι εγώ παντρευτήκαμε στις 27 Σεπτεμβρίου του 2009.

Αν και
κρατούσαμε τη σχέση μας αρκετά κρυφή, κυρίως για να προστατέψουμε το
παιδί, αυτό δε σημαίνει ότι κανείς δε γνώριζε για μας. Βεβαίως ακούγονταν
πολλά κουτσομπολιά, αλλά δεν επιτρέπαμε σε κανέναν να εισβάλει στην
προσωπική μας ζωή. Με πάρα πολλή μεγάλη προσοχή, εκείνη τη μέρα, ο
Στέφαν κι εγώ ανεβάσαμε μια φωτογραφία στο ίντερνετ, χωρίς όμως να
γράψουμε κάποια λεζάντα. Φορούσα ένα ψάθινο καπέλο με κορδόνια γύρω
γύρω και ένα κόκκινο φόρεμα. Αμέσως μόλις ανέβηκε αυτή η φωτογραφία, τα
σχόλια έπεσαν βροχή. Ωστόσο, παρατήρησα ότι πολύ λίγα άτομα μας
καμάρωναν που ήμασταν μαζί ή μας έλεγαν πιτσουνάκια ή άλλες τέτοιες
χαζορομαντικές μπούρδες. Οι περισσότεροι έλεγαν ότι πρέπει να γράψουμε
έναν δίσκο μαζί. Και φυσικά, αυτό δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα.
Τον Οκτώβριο του 2009, πήρα τηλέφωνο την Τζοάννα (όχι την αδελφή μου)
και της είπα ότι θα ερχόμουν στο στούντιο. Έτσι πήρα το τραίνο και πήγα στην
Άλτα, όπου ηχογραφούσε. Ήδη από όταν ήμουν μικρή, η Τζοάννα ξεχώριζε για
τις ηλεκτρονικές της συνθέσεις. Της άρεσε να συνδυάζει περίεργους ήχους και
να φτιάχνει μουσική. Θα μπορούσε άνετα να συνθέσει σάουντρακ ταινίας,
δεδομένου του ότι πολλές ταινίες έχουν ηλεκτρονική μουσική και όχι την
τυπική μουσική με ορχήστρα. Καλλιτέχνες που συνθέτουν τέτοια μουσική για
ταινίες είναι για παράδειγμα ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και οι Tangerine
Dream.
Είχα πολλά κοινά με τη Τζοάννα. Και εμένα μου άρεσε να συνδυάζω
περίεργους ήχους και, βέβαια, και των δυο μας το αγαπημένο όργανο ήταν το
Μοογκάκι. Όταν ήμουν μικρή και ερχόταν σπίτι, θυμάμαι ότι μόλις είχα
αγοράσει το πρώτο μου Μοογκ και ήταν καταενθουσιασμένη μ’ αυτό. Ζήλευε
τον ενισχυτή που είχα με τα πολύχρωμα καλώδια. Και πέρα από το μουσικό
κομμάτι, η Τζοάννα σπούδασε Γλωσσολογία, οπότε είχαμε και κοινά
ενδιαφέροντα. Η μοναδική διαφορά που είχαμε, ως προς τη σύνθεση, ήταν
ότι εκείνη δεν σχεδίαζε πάντα τα τραγούδια που θα έγραφε. Πολλές φορές
απλώς πειραματιζόταν και έγραφε ό,τι έβγαινε. Εγώ δεν το έκανα ποτέ αυτό.
Όπως έχω ξαναπεί, πρώτα ήμουν συγγραφέας και μετά έγινα μουσικός, οπότε
και με τη σύνθεση δουλεύω ως συγγραφέας: φτιάχνω πρώτα ένα πλαίσιο, ένα
περικείμενο και ύστερα το γεμίζω με μουσική. Πολλές φορές μου φαίνεται
σαν να γράφω μουσική για ανύπαρκτες ταινίες, που έχω στο κεφάλι μου.
Οι ηχογραφήσεις, όντως, διήρκεσαν ένα μήνα. Η Τζοάννα ήξερε ακριβώς ποια
θα ήταν τα δικά μου μέρη. Και μου άρεσε, γιατί το άλμπουμ της είχε πάρα
πολύ ωραία θεματική. Ήταν επηρεασμένο από το ντοκιμαντέρ Planet Earth,
που παρουσίαζε ο David Attenborough και τα τραγούδια της αναφέρονταν σε
κομμάτια του φυσικού κόσμου. Υπήρχαν ξεχωριστά τραγούδια, για
παράδειγμα, για τις ηπείρους, για τις ζούγκλες, τα δάση, τη θάλασσα κτλ. και
μου φάνηκε πάρα πολύ όμορφη ιδέα. Κι ενώ κανείς θα περίμενε να συνθέσει
συμφωνική μουσική για αυτό, εκείνη χρησιμοποίησε μόνο ηλεκτρονικά
όργανα. Τα δικά μου μέρη αφορούσαν τις θάλασσες, τα δάση και τις υπόγειες
σπηλιές. Τα αγαπημένα μου μέρη!
Το Νοέμβριο του 2009, επέστρεψα στο σπίτι και είχα σκοπό να ξεκινήσω να
γράφω μουσική με τους Mostly Autumn. Στο μυαλό μου γύριζε μια πάρα πολύ
ωραία ιδέα. Τους προηγούμενους μήνες είχε αρχίσει να με ενδιαφέρει το πώς
ορισμένες ασθένειες ή χημικές ουσίες μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία
του εγκεφάλου σου. Έβλεπα βίντεο, τα οποία ήταν προσομοιώσεις που
έδειχναν πώς, ας πούμε, βιώνει τον κόσμο και τον εαυτό του ένα άτομο με
σχιζοφρένεια. Ήταν αρκετά ακριβή βίντεο και περιέγραφαν αυτές τις
καταστάσεις με φρικιαστικό τρόπο. Θυμήθηκα τον εαυτό μου πριν από μερικά
χρόνια στο Άμστερνταμ, όταν μου είχαν ρίξει LSD στο ποτό. Αν η εμπειρία για
εμένα ήταν φρικιαστική, τότε οι άνθρωποι με σχιζοφρένεια τι μπορούν να
πουν;
Επιπλέον, με ενδιέφερε πολύ να μάθω πώς σε επηρεάζουν τα
παραισθησιογόνα και δεν αναφέρομαι μόνο στο LSD, αλλά γενικά στα
ψυχεδελικά. Όπως έχω ξανατονίσει, είμαι μεγάλη φαν των Porcupine Tree και
ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ είναι το Voyage 34. Το συγκεκριμένο
άλμπουμ δεν έχει να κάνει με ταξίδι στο διάστημα ή κάτι τέτοιο, όπως νόμιζα
στην αρχή. Είναι ένα άλμπουμ χωρισμένο σε τέσσερα μεγάλα τραγούδια, τα
οποία περιέχουν πειραματική και ψυχεδελική μουσική. Παράλληλα περιέχει
αφηγήσεις ανθρώπων, οι οποίοι μιλούν για την εμπειρία που είχαν, κάνοντας
χρήση LSD. Η κυρία ιστορία που αφηγείται το τραγούδι είναι η εξής: ένας
νεαρός ο Μπράιαν καλεί τους φίλους του, για να κάνουν χρήση LSD και να
παρατηρήσουν την επίδραση που θα έχει το ναρκωτικό πάνω τους. Ο φίλος
μας, ο Μπράιαν, λοιπόν, δεν φοβάται γιατί σε όλες τις 33 φορές που έχει
χρήση, χρειάστηκε μόνο να χτυπήσει τα δάχτυλά του, για να επανέλθει στην
πραγματικότητα. Αυτή τη φορά, όμως, την 34η φορά, δηλαδή στο 34ο ταξίδι,
ο Μπράιαν δεν μπορούσε να χτυπήσει τα δάχτυλά του και να τερματίσει το
ταξίδι, το οποίο κράτησε 12 ολόκληρες ώρες. Τον έπιασε τρόμος και ήταν
καθισμένος μόνος του στο δωμάτιο. Το τραγούδι, λοιπόν, περιγράφει ένα
άσχημο τριπάρισμα. Οι αφηγήσεις του τραγουδιού προέρχονται από μια
ραδιοφωνική εκπομπή του 1966, που είχε σκοπό να κάνει καμπάνια εναντίον
του LSD. Και το Voyage 34 των Porcupine Tree είναι κάτι σαν ένα
μεταγενέστερο σάουντρακ σ’ αυτή την εκπομπή.
Το αγαπούσα αυτό το άλμπουμ. Πρέπει να ήταν το άλμπουμ που είχα ακούσει
τις περισσότερες φορές στη ζωή μου. Μπορεί να το άκουγα και δεκαπέντε
φορές τη μέρα. Πολύ συχνά βίωνα την εμπειρία κιόλας. Έβαζα το άλμπουμ και
καθόμουν μία ώρα και το άκουγα ολόκληρο, έχοντας κλειστά μάτια. Συχνά
λειτουργούσε ψυχοθεραπευτικά, κάνοντάς με να ξεφύγω για λίγο από τα
προβλήματά μου -- και ενίοτε από την πραγματικότητα. Με έχει βοηθήσει να
ηρεμήσω, όποτε έχω προβλήματα με τη ζωή μου. Απλώς κλείνομαι τελείως
στον εαυτό μου, βάζοντας αυτό το άλμπουμ και τριπάροντας για μια ώρα που
διαρκεί. Είναι ένας άλλος τρόπος, λοιπόν, να τριπάρω χωρίς ναρκωτικά (όπως
έλεγε η Τζέσικκα) και μάλιστα ο τρόπος με τον οποίο η αίσθηση διαφυγής
λειτουργεί καλύτερα σε μένα. Πλέον μπορώ να πω ότι το Voyage 34, είναι το
αγαπημένο μου άλμπουμ στον κόσμο.
Βέβαια, όλες αυτές οι ιδέες, αν και ήταν πάρα πολύ ωραίες ανήκαν λίγο πολύ
στα προσωπικά μου ενδιαφέροντα. Δεν μπορούσα να υποχρεώσω τους
άλλους να περάσουν τόσους μήνες στο στούντιο και να ασχολούνται με το
LSD. Από την άλλη ούτε ήθελα να πετάξω αυτή την ιδέα, γιατί όπως είπα, μου
άρεσε πάρα πολύ, ούτε ήθελα να δημιουργήσω σόλο άλμπουμ. Σιχαίνομαι τα
σόλο άλμπουμ. Και τότε βρήκα τη λύση να ηχογραφήσω ένα τέτοιο άλμπουμ
με τους Ayrbag. Η αδελφή μου και ο Μπράιαν είχαν μεγάλη αγάπη για τέτοια
θέματα και βεβαίως ένα από τα αγαπημένα άλμπουμ της αδελφής μου ήταν
το Voyage 34.
Έτσι μίλησα με τον Μπράιαν και την αδελφή μου. Μπορώ να πω ότι η ιδέα
τους φάνηκε πάρα πολύ ωραία και μάλιστα καταενθουσιάστηκαν. Δεν μπορώ
να εξηγήσω το γιατί, αλλά τέτοια θέματα όπως οι παραισθήσεις, οι
ψευδαισθήσεις, η σχιζοφρένεια και γενικά τα θέματα που σχετίζονται με την
παραμορφωμένη λειτουργία του εγκεφάλου με τραβούν πάρα πολύ. Ξέρω ότι
είναι τραγικό να τα βιώνει κανείς, αλλά μου αρέσει να γνωρίζω για αυτά και
με τραβούν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που με τραβάει η θάλασσα και το νερό.
Επειδή θέλαμε να κυκλοφορήσουμε το άλμπουμ γύρω στο Φλεβάρη, πήγαμε
κατευθείαν στο στούντιο και αποφασίσαμε να συνθέσουμε τα κομμάτια
κατευθείαν εκεί. Με έτρωγε τόσο πολύ το κεφάλι μου να βγάλω αυτές τις
υπέροχες ιδέες στο χαρτί και στα πλήκτρα, που δεν με ένοιαζε αν δεν θα είμαι
στο σπίτι μου. Επιπλέον για πρώτη φορά δεν ξεκίνησα να συνθέτω σε πιάνο,
αλλά σε απλό συνθεσάιζερ. Μάλλον θα ήμουν αρκετά επηρεασμένη από το
άλμπουμ της Τζοάννας, που η μουσική ήταν κυρίως ηλεκτρονική. Ο δίσκος
μας θα ήταν κυρίως ορχηστρικός και δεν θα περιλάμβανε πολλούς στίχους.
Ένα άλμπουμ από το οποίο είχα επηρεαστεί επίσης ήταν το Aion των Dead
Can Dance. Η Lisa Gerrard έχει υπέροχη φωνή και σε αυτό το άλμπουμ
ακούγεται πραγματικά μαγευτική η φωνή της. Εκείνο τον καιρό το άκουγα
πολύ συχνά στο σπίτι.
Ο δίσκος θα ξεκινούσε με ένα κομμάτι, που κρατούσε γύρω στα 13 λεπτά.
Νομίζω πως είναι το πιο ψυχεδελικό τραγούδι, που έχουμε γράψει ποτέ.
Κανονικά το τραγούδι ξεκινούσε με ένα ορχηστρικό μέρος που κρατούσε 11
λεπτά και στα τελευταία δύο λεπτά άλλαζε σε μια καταθλιπτικού τύπου
μπαλάντα που μιλούσε για το θάνατο. Αλλά, ακριβώς επειδή το τραγούδι
ήταν τελείως ψυχεδελικό, αποφασίσαμε να βγάλουμε αυτό το μέρος του
τραγουδιού και να το μετακινήσουμε στην αρχή. Ταιριάζει στην αρχή, ωστόσο,
στην πραγματικότητα φαίνεται ότι αυτό το κομμάτι ξεκινάει από το τέλος και
είναι πάρα πολύ περίεργο. Το έχουμε παίξει μερικές φορές λάιβ,
χρησιμοποιώντας ψυχεδελικά βίντεο για να το συνοδεύουν, αλλά δεν το
παίζουμε πια. Πρώτον οι εικόνες αυτές φρικάρουν τον κόσμο και δεύτερον
αναφέρεται στο θάνατο, οπότε δεν μας είναι πολύ ευχάριστο να το παίζουμε
πια.
Κάποιοι θεωρούν ότι είναι το καλύτερο τραγούδι, που έγραψα ποτέ, αν και
δεν είναι Mostly Autumn. Ίσως να το έλεγα και εγώ κάποτε αυτό, αλλά
πιστεύω ότι πια έχουμε γράψει πιο χαρούμενα και λιγότερο κυνικά
τραγούδια. Να το πω αλλιώς, το θεωρώ πολύ σκληρό και υπερβολικό κομμάτι,
αλλά καλοδουλεμένο. Όπως το Voyage 34, έτσι και αυτό περιείχε αφηγήσεις
από διάφορα άτομα, που αγαπούσαμε ή ήταν φίλοι μας. Κάτι το οποίο, ίσως
να μην γνωρίζει ο κόσμος, είναι το γεγονός ότι μερικές από τις αφηγήσεις τις
έκανε η ίδια η κόρη μου, η Γιοχάννα, διότι έχει βρετανική προφορά, λόγω του
μπαμπά της και βέβαια έχει πολύ γλυκιά, παιδική και νεραϊδένια φωνούλα.
Το τραγούδι ονομάζεται An Upstair Case από ένα κομμάτι του Voyage 34.
Ένα κομμάτι που είχα γράψει και μου άρεσε ονομάζεται For Those that We
Noticed... Δεν θα ήθελα να πω, γιατί επέλεξα αυτό τον φαινομενικά άσχετο
τίτλο με το περιεχόμενο του τραγουδιού. Το τραγούδι αυτό αναφέρεται σε
ένα ανθρώπινο φαινόμενο, που ονομάζεται συναισθησία, το οποίο
συνειδητοποίησα σε τόσο μεγάλη ηλικία ότι το είχα. Δεν έχει να κάνει με την
ενσυναίσθηση, όπως νόμιζα στην αρχή. Η συναισθησία είναι η ανάμειξη των
αισθήσεων, την οποία μπορεί κανείς να βιώσει με τη χρήση LSD. Αλλά δεν
ισχύει πάντα αυτό. Μπορεί κανείς να έχει αυτή την ικανότητα και έμφυτα. Για
να το θέσω αλλιώς, κάποιος με συναισθησία μπορεί να βλέπει μουσική ή να
ακούει χρώματα. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να ακούει μια λέξη και να
σκέφτεται ότι η συγκεκριμένη λέξη είναι μωβ. Είπα πριν ότι εγώ έχω
συναισθησία και αυτό το έχω κυρίως με τη μουσική. Όταν για παράδειγμα,
διαβάζω ένα βιβλίο, πολύ συχνά το ακούω από την άποψη ότι σκέφτομαι
μελωδίες εκείνη την ώρα. Αυτό το παθαίνω και όταν περπατάω στη φύση. Για
αυτό το λόγο μπορώ να γράψω κάπως αυτόματα μουσική, όταν σκεφτώ μια
ιστορία, ένα πλαίσιο ή αν δω μια εικόνα. Κάποτε προκαλούσα επίτηδες τον
εαυτό μου, παίρνοντας ένα βιβλίο με εικόνες τοπίων, το οποίο έβαζα στο
πιάνο. Και προσπαθούσα να παίξω με μουσική την εικόνα. Αυτός είναι ο
ορισμός της συναισθησίας.
Το άλμπουμ ονομάστηκε The Voyage και είναι προφανές από πού πήρε τον
τίτλο. Και ύστερα από αυτό θα ξεκινούσε μια τεράστια περιοδεία. Είχαμε
σκοπό να κάνουμε κάτι πολύ περίεργο εκείνο τον καιρό. Οι Ayrbag θα έπαιζαν
μαζί με τους Mostly Autumn. Θα χωρίζαμε την παράσταση σε δύο μέρη και θα
περιλαμβάναμε κι ένα διάλειμμα. Στο πρώτο μέρος θα παίζαμε ολόκληρο το
Voyage με τους Ayrbag και στο δεύτερο οι Mostly Autumn θα έπαιζαν τα
τραγούδια τους. Δε γινόταν να μην παίξουμε ολόκληρο το άλμπουμ, γιατί τα
τραγούδια συνδέονταν. Ήταν σαν ένα τεράστιο τραγούδι και το τέλος του ενός
ήταν η αρχή του άλλου, εκτός από το πρώτο τραγούδι, που όπως είπα
ξεκινούσε από το τέλος του.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 26 Φεβρουαρίου του 2010 και αμέσως
ξεκίνησε η περιοδεία μας. Μπορώ να πω ότι πήρε αρκετά θετικές κριτικές και
μάλιστα για πρώτη φορά οι Ayrbag άρχισαν να γίνονται πιο γνωστοί. Το κύριο
συγκρότημά μου ήταν οι Mostly Autumn πάντα, ενώ οι Ayrbag ήταν ένα
πειραματικό πρότζεκτ που είχα φτιάξει με τη Τζοάννα στα εφηβικά μου
χρόνια. Όμως μετά το Voyage, όχι μόνο αποκτήσαμε καινούριους θαυμαστές,
αλλά πολλοί έλεγαν ότι δεν τους άρεσαν ιδιαίτερα οι Mostly Autumn, ενώ οι
Ayrbag ήταν μαγευτικοί. Να πω την αλήθεια, οι Mostly Autumn ήταν ένα απλό
ροκ συγκρότημα, ενώ με τους Ayrbag φτιάχναμε πάντα πιο σινεματική και πιο
πειραματική μουσική.
Στη μαμά μου άρεσε πολύ το άλμπουμ, ακόμα κι αν είχε να κάνει με LSD. Οι
μαμάδες δεν είναι και ιδιαίτερα ενθουσιασμένες, όταν τα παιδιά τους
ασχολούνται με τέτοια. Αλλά συζητούσαμε πολύ συχνά για τη συναισθησία.
Ήμουν πολύ χαρούμενη, που είχα καταλάβει ότι το είχα αυτό, διότι έτσι
συνειδητοποιούσα τι με κάνει και γράφω μουσική. Και ευτυχώς, δηλαδή,
επειδή με τη μουσική δεν είμαι μια απλή συγγραφέας, αλλά δίνω λίγο χρώμα
στις ιστορίες μου. (Μόλις έκανα έμμεση αναφορά στη συναισθησία!).

You might also like