You are on page 1of 1

400 τὸν δ᾽ ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· Αχνογελώντας ο πολύτεχνος του απάντησε Οδυσσέας:

ἦ ῥά νύ τοι μεγάλων δώρων ἐπεμαίετο θυμὸς «Πολύ μεγάλο αλήθεια χάρισμα λαχτάρησε η καρδιά σου,
ἵππων Αἰακίδαο δαίφρονος· οἳ δ᾽ ἀλεγεινοὶ του αντρόκαρδου Αχιλλέα τ'αλόγατα, που ζόρικο πολύ 'ναι
ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ᾽ ὀχέεσθαι θνητοί να τα μερώσουν άνθρωποι και να τα κυβερνήσουν.
ἄλλῳ γ᾽ ἢ Ἀχιλῆϊ, τὸν ἀθανάτη τέκε μήτηρ. Μόνο ο Αχιλλέας μπορεί, τι αθάνατη τον έχει κάνει μάνα.
Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση και πες την πάσα αλήθεια:
405 ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον· Σαν κίνησες για δω, τον Έχτορα πού αφήκες το ρηγάρχη;
ποῦ νῦν δεῦρο κιὼν λίπες Ἕκτορα ποιμένα λαῶν; Πού έχει ακουμπήσει, πες μου, τ᾿ άρματα; που στέκουν τ᾿ άλογά
ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται ἀρήϊα, ποῦ δέ οἱ ἵπποι; του;
πῶς δαὶ τῶν ἄλλων Τρώων φυλακαί τε καὶ εὐναί; και με των άλλων Τρωών τι γίνεται τις βάρδιες; πού πλαγιάζουν;
ἅσσά τε μητιόωσι μετὰ σφίσιν, ἢ μεμάασιν Ποιάν έχουν πάρει τώρα απόφαση: στα πλοία κοντά να μείνουν

410 αὖθι μένειν παρὰ νηυσὶν ἀπόπροθεν, ἦε πόλιν δὲ μακριά απ᾿ το κάστρο τους στοχάζουνται, για λεν να γύρουν πίσω
ἂψ ἀναχωρήσουσιν, ἐπεὶ δαμάσαντό γ᾽ Ἀχαιούς. και μέσα να κλειστούν, σα νίκησαν πια τώρα τους Αργίτες;»
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Δόλων Εὐμήδεος υἱός· Κι ο γιος του Ευμήδη τότε, ο Δόλωνας, του απηλογήθη κι είπε:
τοὶ γὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾽ ἀτρεκέως καταλέξω. «Εγώ σ᾿ αυτά που με αναρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια'
Ἕκτωρ μὲν μετὰ τοῖσιν, ὅσοι βουληφόροι εἰσί, ο Έχτορας κάνει τώρα σύναξη με τους πρωτογερόντους,
να πάρει απόφασες, και βρίσκεται στου Ίλου το μνήμα δίπλα,
415 βουλὰς βουλεύει θείου παρὰ σήματι Ἴλου
μακριά απ᾿ τη χλαλοή, πολέμαρχε᾿ κι οι βάρδιες που ρωτάς με,
νόσφιν ἀπὸ φλοίσβου· φυλακὰς δ᾽ ἃς εἴρεαι ἥρως
καμιά δε διαφεντεύει ξέχωρη κι ουδέ φυλάει τ᾿ ασκέρι.
οὔ τις κεκριμένη ῥύεται στρατὸν οὐδὲ φυλάσσει.
Από τους Τρώες κρατιούνται ξάγρυπνοι πλάι στις φωτιές μονάχα
ὅσσαι μὲν Τρώων πυρὸς ἐσχάραι, οἷσιν ἀνάγκη
όσοι είναι ανάγκη, και τις βάρδιες τους ο ένας του άλλου φωνάζουν
οἷ δ᾽ ἐγρηγόρθασι φυλασσέμεναί τε κέλονται

420 ἀλλήλοις· ἀτὰρ αὖτε πολύκλητοι ἐπίκουροι


να τις κρατούν ξύπνοι᾿ μα οι σύμμαχοι κοιμούνται οι ξακουσμένοι,
εὕδουσι· Τρωσὶν γὰρ ἐπιτραπέουσι φυλάσσειν·
κι έχουν στους Τρώες αφήσει ολότελα του φυλαγμοϋ την έγνοια'
οὐ γάρ σφιν παῖδες σχεδὸν εἵαται οὐδὲ γυναῖκες.
τι τα παιδιά και τις γυναίκες τους αυτοί κοντά δεν έχουν.»
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
Ὀδυσσεύς·
« Χώρια κοιμούνται αυτοί, για ανάκατα με τους αλογατάδες
πῶς γὰρ νῦν Τρώεσσι μεμιγμένοι ἱπποδάμοισιν
τους Τρώες; Για μίλα μου ξεκάθαρα᾿ θέλω καλά να ξέρω.»
425 εὕδουσ᾽ ἦ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι ὄφρα δαείω. Κι ο γιος του Ευμήδη τότε, ο Δόλωνας, του απηλογήθη κι είπε:
τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Δόλων Εὐμήδεος υἱός· «Λέω και σ᾿ αυτά που τώρα ρώτησες να πω την πάσα αλήθεια'
τοὶ γὰρ ἐγὼ καὶ ταῦτα μάλ᾽ ἀτρεκέως καταλέξω. γιαλού μεριά στέκονται οι Παίονες οι γυρτοδοξαράτοι,
πρὸς μὲν ἁλὸς Κᾶρες καὶ Παίονες ἀγκυλότοξοι μαζί κι οι Πελασγοί κι οι Λέλεγες κι οι Καύκωνες κι οι Κάρες'
καὶ Λέλεγες καὶ Καύκωνες δῖοί τε Πελασγοί,

430 πρὸς Θύμβρης δ᾽ ἔλαχον Λύκιοι Μυσοί τ᾽ ἀγέρωχοι κατά τη Θύβρη πάλε οι πέρφανοι Μυσοί με τους Λυκιώτες,
καὶ Φρύγες ἱππόμαχοι καὶ Μῄονες ἱπποκορυσταί. κι οι Μαίονες, οι τρανοί στον πόλεμο, κι οι αλογατάδες Φρύγες.
ἀλλὰ τί ἢ ἐμὲ ταῦτα διεξερέεσθε ἕκαστα; Μ᾿ από όλα τούτα ποιο είναι τ᾿ όφελος που με ψιλορωτατε;
εἰ γὰρ δὴ μέματον Τρώων καταδῦναι ὅμιλον Αν τώρα να χυθείτε θέλετε μέσα στων Τρωών τ᾿ ασκέρι,
Θρήϊκες οἷδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες ἔσχατοι ἄλλων· να τους οι Θράκες, μόλις που 'φτασαν, στην άκρα, χώρια απ᾿
όλους.
435 ἐν δέ σφιν ῾Ρῆσος βασιλεὺς πάϊς Ἠϊονῆος. Γιος του Ηονέα λογιέται ο ρήγας τους και Ρήσο τον φωνάζουν.
τοῦ δὴ καλλίστους ἵππους ἴδον ἠδὲ μεγίστους· Σαν τα φαριά του έτσι πεντάμορφα και πιο τρανά δεν είδα'
λευκότεροι χιόνος, θείειν δ᾽ ἀνέμοισιν ὁμοῖοι· κι από το χιόνι ακόμα ασπρότερα, γοργά σαν τους ανέμους.
ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται· Κι είναι το αμάξι του με μάλαμα κι ασήμι δουλεμένο.
τεύχεα δὲ χρύσεια πελώρια θαῦμα ἰδέσθαι Αρματωσιά χρυσή, θεόρατη, να ιδείς και να θαμάξεις,

You might also like