You are on page 1of 2

Η αρκούδα συνεχίζει να ροχαλίζει.

Είναι μακρύς κρύος χειμώνας και σε ένα σπήλαιο στα δάση


μια καφέ αρκούδα κοιμάται στη βαθιά σκοτεινή φωλιά.
Κοιμάται κουβαριασμένη με τα μάτια σφιχτόκλειστα
κοιμάται την ημέρα κοιμάται και το βράδυ. Ο ψυχρός
άνεμος ουρλιάζει και στριγκλίζει και οι νυχτερινοί ήχοι
ηχούν απειλητικοί αλλά η μεγάλη αρκούδα συνεχίζει να
ροχαλίζει. Κάποιο ποντίκι που αδέξια σουλατσάρει πάνω
στο ένα μέτρο χιόνι , σέρνεται και μπουσουλά προς τη
σπηλιά. Τσιρίζει το ποντίκι: « Πολλή υγρασία, πολλή
σκοτεινιά!» Έτσι ανάβει μια μικρή φωτιά από μικρά
κλαράκια που βγάζουν μια σπίθα ζεστή και γλυκιά. Τα
αναμμένα κάρβουνα τρίζουν και ο αέρας ποτέ δεν σταματά
αλλά και η αρκούδα δεν σταματά τα ροχαλητά. Δυο
λαμπερά μάτια στο λημέρι ρίχνουν μια κλεφτή ματιά και το
ποντίκι βγάζει μια κραυγή, «ποιος είναι εδώ; Ω, ένας λαγός
χοροπηδά μέσα εδώ». «Γεια χαρά καλό ποντίκι, καιρό είχα
να σε δω». Και μαζί μασουλούν ζεστό ποπκορν και
ρουφούν μαύρο τσαι, μυρωδάτο, λίπτον, αγγλικό. Το
ποντίκι πίνει ακόμα μια γουλιά ρουφώντας απολαυστικά
και ο λαγός ρεύεται απωθητικά αλλά η αρκούδα δεν
σταματά τα ροχαλητά. Τώρα, ένας ασβός που τρέχει
βιαστικά πιάνει στον αέρα μια ωραία μυρωδιά. «Α, μυρίζω
νόστιμο φαγητό. Άραγε μπορώ με συντρόφους να το
μοιραστώ;» «Σας έχω κουβαλήσει φουντούκια τραγανά ας
τα μοιραστούμε ειρηνικά», τους λέει ο ασβός
χαμογελώντας πλατιά. Και ροκανίζουν και μασουλάνε με
κριτς και κρουτς και κρα αλλά και η αρκούδα δεν σταματά
τα ροχαλητά. Ενας γεωπόντικας και ένας τυφλοπόντικας
σκάβοντας ένα τούνελ φτάνουν εκεί μπροστά μα κι ένας
τρυποφράχτης και ένα κοράκι τρυπώνουν στη σπηλιά. Ο
τυφλοπόντικας μουρμουρίζει « θεέ μου τι νυχτιά..!» Κι ο
τρυποφράκτης τιτιβίζει «όποιοι είναι έξω στην καταιγίδα
τα έχουν βρει αγγούρια, το λημέρι της αρκούδας είναι
γεμάτο μέχρι τα μπούνια!» Οι φιλοξενούμενοι το έχουν
ρίξει στο κουβεντολόι και περνούν καλά αλλά η μεγάλη
αρκούδα συνεχίζει τα ροχαλητά. Σε ένα σπήλαιο στα δάση,
η αρκούδα βυθισμένη σε βαθιά χειμέρια νάρκη δεν ακούει
διόλου τους ήχους του πάρτι. Ο λαγός αναδαυλίζει τη
φωτιά. Το ποντικάκι μαγειρεύει μια σπέσιαλ σούπα
προσεκτικά. Και ρίχνει αλατοπίπερο και μπαχαρικά.. Όμως
ένα μόριο πιπερόσκονης κάνει την αρκούδα να φταρνιστεί
και όλο το πλήθος να κοκαλώσει και να αναστατωθεί. Και η
αρκούδα ξυπνά και τρίζει τα δόντια της και βγάζει βρυχητά
Και η αρκούδα πάει να κάνει σαματά. Και η αρκούδα πηδά
και περπατά βαριά Και η αρκούδα μουρμουρίζει αγριωπά
«Εσείς μπουκάρατε στο λημέρι και διασκεδάσατε μια
χαρά. Αλλά εγώ; Εγώ κοιμόμουν σα νεκρός και δεν
απόλαυσα τίποτα δυστυχώς» Και κλαψουρίζει και θρηνεί.
Και χτυπιέται και παραμιλεί..! Αμέσως το ποντίκι λέει με
την τσιριχτή φωνή του. Μην ανησυχείς. Δεν υπάρχει λόγος
να κάνεις φασαρία. Έχουμε μπόλικο ποπ κορν και θα
βράσουμε άφθονο μαύρο τσάι για την καλή αρκούδα που
προσφέρει ζεστή φιλοξενία. Η αρκούδα καταβροχθίζει με
μανία, η αρκούδα χλαπακιάζει με βουλιμία. Ύστερα
μορφάζει με ηδονική ευτυχία και μέσα στην τόσο
φασαριόζικη αυτή νύχτα αρχίζει να λέει μια μικρή ιστορία.
Όταν κάποτε ο ήλιος ανατείλει σε μια τσουχτερή, διαυγή
αυγή, η αρκούδα δεν μπορεί να κοιμηθεί αλλά τώρα πια οι
φίλοι της έχουν ξεκινήσει τα ροχαλητά.

You might also like