You are on page 1of 272

ΑΝΝΑ ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔ ΥΣΣΕΑΣ
<D
!31ΒΛIΟΠΟΛ!Σ ΑΕΒΕ

Λ' ΕΚΔΟΣΙΙ: ΔΕΚΕΜΒΙ)ΙΟ2: 1%7


1· ΛΝΑΤΥΠΩΗi: Α!Ψ!ΛΙΟΣ 1 l)ΨJ

ΙSΒΝ l)60-.!:i: ' Ι

ΜΑΚΕΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΑΛΕΞΑΝΔ!'()Σ !ΣAl'iJL.

ΑΝΝΑ ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔ ΥΣΣΕΑΣ
ΑΝΔΡΕΑ ΜΩΡΑΪΤΗ 3- 114 71 ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ 36.24326, 36.25.575 - FAX 36.4ΚΟ30 ·

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ


ΠΕΣΜΑΖΟΓΛΟΥ 5 - 105 64 ΑΘΗΝΑ - ΤΗΛ. 32.12.111

HΠP://WWW.YIVUOPOLIS.GR- E-MAIL: ODISSEAS((ι.QTENET.GR


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ


Δυο λόγια για τη γλωσσολογία ..... ........................... 9
Τι είναι γλώσσα ........................... . ............................ 13

Β. ·rΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ


Η γλώσσα δεν είναι αθώα ........................................
. 23
Λεκτική και εξωλεκτιιcή επικοινωνία ....................... 26
Αλλαγή και παρακμή της γλώσσας: ή «η κότα που
έκλωσε ένα αυγό πάπιας» . ............... . ..................... 30
Επικοινωνία και κυριολεξία: ή «δε μιλάνε στο σπί-
τι του κρεμασμένου για σκοινί» .............
............... 35
Επικοινωνία και γραμματική: ή «από την πόλη έρ-
χομαι και στην κορφή κανέλα» . .... ......... . . ............. 45
Σωστή και λαθεμένη γλώσσα: ή «όταν λέει, άλγώ
τόν όδόντα», δεν έχει πονόδοντο ...................
...... 53
Γλωσσική αξιολόγηση και εξατομίκευση: ή «ελ-
ληνικούρες και κορακίστικα» . .
.... ................. ........ 63
Γλωσσική καθαρότητα και εθνική αμβλυωπία: ή
«Βράς, άλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ» .. ..... . ............ 75
Γλωσσική ποιότητα και κοινωνική παρανόηση: ή
«Οίεν φλοίεν κουκουροίεν» .................................
. 88

Γ. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ


Εισαγωγικά 109
................................................. ..............

Εκμάθηση της γλώσσας: ή δεν πηγαίνουν βουβοί


μαθητές στο σχολείο .
............................... 112
.............

Ασυνέχεια γλωσσική: ή δεν είναι ομόγλωσση ομά-


δα οι μαθητές ........................................................ 116
.

Σύγκρουση γλωσσική: ή δεν είναι κατώτερες οι


μητρικές παραλλαγές . . 125
..........................................

Σχολική γλώσσα και διδασκαλία των λειτουργιών


της γλώσσας ;.................................................... 131
.....
Δ. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Ιεραρχία και γλώσσα . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1 47
Αβρακαδάβρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 151
Χρήση και κατάχρηση της μαγείας των λέξεων ... . . . . l 54
Πληθωρικός λόγος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1 56
Αξιολογικός . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 161
Συμφυρματικός . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 1 65
Ευφημιστικός ..................................................
. . l 70
Διχοτομικός .................
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . l 73
Αυταπόδεικτος .................................................
. . l 77
Η γλώσσα των εξουσιών και η υποτέλεια της σιωπής 182
Γλώσσα της αλήθειας και δημηγορία . . . . . . . . . . . . . . . 1 83
Γλώσσα της ανωτερότητας και διδασκαλία . . . . . . 189

Ε. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤ ΑΓ ΛΩΣΣΙ ΚΩΝ


ΠΑΡΕΡΜΗΝΕ ΙΩΝ
Ανώτερη γλώσσα είναι η γλώσσα της ανωτερότητας 203
Η μεγάλη παρανόηση της νέας πολιτικής γλώσσας 207
Η φαντασιακή καταφυγή στην άρνηση της ιστορίας 216

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ .....................................................................
. 235
Β ΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 26 1
Α. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ Γ ΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ

Δεν είναι καθόλου εύκολο να οριστείτο γλωσσικό φαινόμενο.


Η εξαιρετική πολυπλοκότητα και οι πολλές διαστάσεις του λό­
γου κάνουν ιδιαίτερα δύσκολη την περιγραφή του, καθώς
αφορά συγχρόνως τη γλωσσολογία, αλλά και την ψυχολογία
(η συμβολική λειτουργία του έχει στενή σχέση με τον ψυχι­
σμό και το ασυνείδητο), κι ακόμα την κοινωνιολογία (η λε­
κτική επικοινωνία είναι φαινόμενο κοινωνικό). Γοητευτικό
αντικείμενο μελέτης, πρόκληση για όλες τις κοινωνικές επι­
στήμες και ερευνητικό πεδίο με πλατιούς ορίζοντες για τις νέ­
ες γενιές, η θεωρία της επικοινωνίας μελετάει τον «φυσικά
συνεχόμενο προφορικό λόγο», πολύ πιο περίπλοκο και άρα
δυσκολότερο για την έρευνα από το «πεπερασμένο σύνολο
των στοιχείων που απαρτίζουν τον γραπτό λόγο»1•
Γλωσσολογία, σημειολογία, σημειωτική, εθνογλωσσολογία,
κοινωνιογλωσσολογία, γλωσσολογική ανθρωπολογία είναι
όροι που σηματοδοτούν τους ορίζοντες μελέτης του γλωσσι­
κού φαινομένου, αλλά (καθώς είναι πολύ καινούριοι και παρά
το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται αρκετά) παραμένουν συχνά
όροι ερμητικοί.
Γλωσσολογία είναι η επιστήμη που μελετάει τη δομή των φυ­
σικών γλωσσών. Όχι τη φιλοσοφία του λόγου ή την εξέλιξη
των γλωσσών2, αντικείμενα της γλωσσολογίας του 19ου αιώνα,
αλλά το σύστημα συμβολισμού, που είναι ο λόγος, όπως συγκε­
κριμένα πραγματώνεται στις διάφορες γλώσσες3• Για να τονίσει
τη διαφορά αυτή, αντιπαραθέτοντας τη σύγχρονη επιστήμη με
το άμεσο παρελθόν, όπου κυριαρχούσε η μελέτη της ιστορίας
των γλωσσών, ο Αντρέ Μαρτινέ γράφει ότι «είναι φυσικό» στην
εποχή μας «η μελέτη ενός εργαλείου, όπως είναι η γλώσσα, να
ξεκινάει από τη λειτουργία του» προτού θέσει ερωτήματα «γιατί
10 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙ Α
και πώς το εργαλείο αυτό παραλλάζει μέσα στο χρόνο »4 •
Ση μειολογία είναι ό ρος του πατέρα της σύγχρονης γλωσσο­
λογίας Φερντινάν ντε Σωσύ ρ, αντίστοιχος του ό ρου σημειωτι­
κή, που χ ρ η σιμοποίησαν οι 'αμερικανοί κλασικοί, όπως π . χ . ο
Λέοναρντ Μπλούμφιλντ. Σημειολογία στο έργο του Σωσύ ρ και
ση μειωτική στων αμερικανών κλασικών ση μαίνει την επιστή­
μη των «ση μείων», γενική επιστήμη με_ αντικείμενο όλα τα
συστήματα επικοινωνίας, της οποίας ο κυ ριότερος κλάδος εί­
ναι η γλωσσολογία. Σύμφωνα με τον ορισμό που έχει δώσει ο
Ρομάν Γιάκομπσον, υπάρχουν τ ρεις επάλληλοι κύκλοι, η
γλωσσολογία, η ση μειωτική και η γενική επικοινωνία. Χρη­
σιμοποιώντας ο Γιάκομπσον μια υπόθεση του Κλωντ Λεβί­
Στ ρως 5 π ρότεινε να διαι ρεθεί η επικοινωνία σε κατηγορίες με
τη μορφή επάλληλων κύκλων. Στον μικρότερο κύκλο που βρί­
σκεται στο κέντ ρο ανήκει η γλωσσολογία (επιστή μη των
γλωσσικών συστη μάτων), «που ερευνητικό π εδίο της έχει τα
λεκτικά μηνύματα». Στον δεύτερο κύκλο, π ου π εριέχει τον
προηγούμενο, ανή κει η ση μειωτική, επιστήμη «των ση μειωτι­
κών συστη μάτων » (όλων των μορφών ε π ικοινωνίας, π ου τα
συστή ματά τους αποτελούν υποκατάστατα του φυσικού λόγου ,
όπως είναι η γραφή , το ταμπού ρλο, τα μο ρς κτλ. καθώς και
όλες οι τυποποιη μένες τεχνητές γλώσσες , ό π ω ς είναι η μαθη­
ματική γλώσσα κτλ.). Ο τρίτος μεγαλύτερος κύκλος, π ου π εριέ­
χει τους άλλους δύο, αφο ρά την επιστή μη της επικοινωνίας
γενικότερα, στην οποία ανή κουν «η κοινωνική ανθ ρωπολογία
και η οικονομία» 6 • Τέλος, ο ιταλός καθηγητής της ση μειωτι­
κής Ουμπέρτο Έ κο θεω ρεί την παιδεία (κουλτού ρα) « φαινό­
μενο επικοινωνίας θεμελιωμένο σε συστήματα ση μασιών» και
ονομάζει τη ση μειωτική «γενική θεωρία της π αιδείας »,7 • Ση­
μειολογία, ση μειωτική και επικοινωνία είναι λοι π όν ό ροι συ­
8
νώνυμοι και ο ρ ίζουν την ε π ιστήμη της ε π ικοινωνιακής συμ­
περιφοράς, λεκτικής και εξωλεκτικής. Υ π άρχει κά π οια σύγχυ­
ση , γιατ ί ο ρ ισμένοι συγγ ραφείς χρησιμο π οιούν τον όρο ση­
μειολογία στη θέση του ό ρου γλωσσολογία, θέλοντας να
τονίσουν ότι π ρόκειται για επιστήμη π ου έχει κόψει τους δε­
σμούς της με την παραδοσιακή γλωσσολογία του l 9ου αι ώνα
και ανή κει στα σύγχρονα ρεύματα. Ε π ίσης , γιατ ί υ π άρχει π ρ ό­
σφατη διαφο ρο π οίη σή τους με αίτια μεθοδολογικά, σε έργα
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ 11

που αποτελούν δομική ανάλυση κυρίως λογοτεχνικών κειμέ­


νων. Τα έ ργα αυτά, που μπο ρούμε να πούμε ότι ανήκουν στη
σημειωτική που δεν είναι ακριβώς ση μειολογία, εντοπίζουν
την π ροσοχή τους μόνο στα ση μαινόμενα, τα νοήματα και όχι
9
στην αδιαίρετη σχέση τους με τα σημαίνοντα • Σύμφωνα με τη
διάκριση αυτή , η ση μειολογία περιέχει τη ση μειωτική, ενώ το
αντίθετο δεν είναι απαραίτητο.
Μέσα στη γενική θεω ρ ία τη ς επικοινωνίας, η γλωσσολογία
έχει σπουδαι ό τατη θέση , γιατί ο λόγος είναι το ση μαντικότε­
ρο απ ό τα συστήματα ε π ικοινωνίας, αλλά επίσης γιατί πολλοί
ειδικοί άλλων κοινωνικών επιστημών (όπως ο Ζαν Πιαζέ ή ο
Κλωντ Λε βί-Στ ρως) θεω ρούν τη γλωσσολογία τον πιο προηγμέ­
νο και με τη μεγαλύτε ρη μεθοδολογική αυστη ρ ότητα κλάδο,
ώστε να τη βλέπουν ως πρότυπο μεθοδολογικό για ό λες τις
συγγενικές επιστήμες.
Ε πίλεκτο αντικείμενο της γλωσσολογίας είναι ο φυσικός λό­
γος, δη λαδή ο π ροφο ρικός λόγος στην καθη μερινή ομιλία. Τη
σπουδαιότητα της ομιλούμενης γλώσσας, ασύγκρ ιτα μεγαλύ­
τερη από όση έχει το υποκατάστατο τη ς γραφής, έχουν τονί­
σει μεγάλοι γλωσσολόγοι, όπως π .χ. ο Έντουαρντ Σαπίρ 1 0
και ο Εμίλ Μπεν βενίστ 1 1 • Ο φυσικός, προφο ρ ικός λ όγος
στην καθη μερινή ομιλία θεω ρ είται συστατικός της δη μιου ργι­
κότητας γενικά, της εφευ ρετικ ό τητας στο χώ ρο των νοη μά­
των και των ιδεών και θεμέλιο της ευφυίας, κυ ρ ίως επειδή η
καθη μερινή και οικεία μο ρφή των γλωσσών χαρακτη ρ ίζεται
απ ό πολυσημία των λεκτικών στοιχείων, από σχετική ρευστ ό­
τητα και ευμετάβλητη φύση των ση μασιών με απερι ό ριστη
δυνατότητα πολλαπλών παραφράσεων 1 2•
Η κοινωνιογλωσσολογία, η εθνογλωσσολογία, η γλωσσο­
λογική ανθ ρωπολογία, η ψυχογλωσσολογία περιγράφουν την
ανάγκη της διακλαδικής αντιμετώπισης του γλωσσικού φαι­
νομένου και τους καινού ριους δρόμους που ανο ίγονται . Τα
π ρώτα βή ματα της σύγχ ρονη ς γλωσσολογίας χ αρακτη ρίζει τά­
ση για τ ην αυτονόμη σή τη ς, που οφείλεται στο γεγονός ό τι η
παραδοσιακή γλωσσολογία δεν ήταν αυτ ό νομη ειδικ ότ ητα, αλ­
λά ένθετη στη φιλολογία και τη φιλοσοφία. Έτσι, όπως
μνη μονεύει ο Ρομάν Γιάκομπσον, το πρώτο συνέδ ρ ιο γλωσσο­
λογίας (το 1 928) ο γάλλος γλωσσολόγο ς Αντουάν Με ϊγέ το
12 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
χαιρετίζει σαν πράξη που δη λώνει τη ν απελευθέρωση και αυ­
τονομία της γλωσσολογίας από τις λοιπές επιστήμες του αν­
θρώπου. Ένα χ ρόνο αργότερα ωστόσο ο κλασικός αμερικανός
ανθ ρωπολόγος και γλωσσολόγος, ένας από τους πρωτοπόρους
της περιγραφικής γλωσσολογίας, ο Έντουαρντ Σαπίρ έγραφε
ότι όσο ήταν απαραίτητη η εσωτερική δόμη ση της επιστή μης,
άλλο τόσο ήταν ζωτική ς σημασίας η διεύ ρυνση των ο ρ ιζόντων
της . Και πρόσθετε ότι είναι αναγκαίο να στ ρέψει η γλωσσολο­
γία το ενδιαφέρον της όλο και περισσότερο σε προ βλήματα
ανθ ρωπολογίας, κοινωνιολογίας και ψυχολογίας, που κατακλύ­
3
ζουν το χώρο του λόγου 1 . Για την ανάγκη πολυεπιστη μονικής
αντιμετώπισης του γλωσσικού φαινομένου, ο Ρομάν Γιάκομπ­
σον γράφει ότι η επιστήμη του λόγου δεν μπορεί να ξεχωρ ίσει
και να απομονωθεί από τα ερωτή ματα που θέτουν η λειτου ργία
του λ ό γου και ο ρόλος του στη ζωή του ανθρ ώπου . Έτσι, θεω­
ρεί απαραίτη τη την παράλλη λη καλλιέργεια της κοινωνιο­
γλωσσολογίας , της γλωσσολογικής ανθ ρωπολογίας και της
εθνογλωσσολογίας 1 4 . Θεω ρεί τέλος τη γειτνίαση της κοινωνιο­
λογίας με τη γλωσσολογία αναγκαία, τη μελέτη της γλωσσο­
λογίας από τους κοινωνιολόγους και την αύξη ση του ενδιαφέ­
ροντος των κοινωνιολόγων για τn γλώσσα . προοπτικές ιδιαίτε-
ρα καρποφό ρες 15 •
Η ανάγκη πολυκλαδική ς αντιμετώπισης του γλωσσικού φαι­
νομένου πηγάζει και από την ίδια τη ση μασία του. Το συμ βο­
λικό σύστη μα, που κατά τον Εμίλ Μπεν βενίστ είναι ενδιάμεσο
ανάμεσα στον άνθ ρωπο και τη φύση και το οποίο επέτρεψε τη
σύγχρονη δη μιου ργία της σκέψη ς , του λόγου και της κοινωνί­
6
ας 1 , είναι ακόμα απόλυτη προϋπόθεση για την κοινωνική ζωή ,
το κατεξοχήν ό ργανο για τη ν ο ργανωμένη σκέψη και την επι­
κοινωνία. Ο λόγος είναι κοινωνικό φαινόμενο με τεράστια
επίδραση και μεγάλη πολιτική ση μασία, είναι ακόμα το βασικό­
τερο μέσο για την κοινωνικοπο ίη ση του ατόμου και τέλος το
μέσο με το οποίο η κοινωνία διαμο ρφώνει την ατομική συνεί­
δηση . Η κοινωνιολογία της γλώσσας επομένως, η μελέτη δη­
λαδή των επιδ ράσεων που ασκεί πάνω στι ς κοινωνικές σχέσεις
η χρήση του λόγου, είναι συστατικό τη ς κατανόησης των α ό­
ρατων και πιο ση μαντικών μηχανισμών του κοινωνικού ελέγ­
χου που γίνεται μέσο των ιδεών.
ΤΙ ΕΙΝ ΑΙ Γ ΛΩΣΣΑ

Η θεωρία της γλώσσας , γράφει ο Νόαμ Τσόμσκι, αφο ρά τη με­


λέτη «ο ρισμένου νοητικού ο ργάνου που είναι ο ανθ ρώπινος λό­
γος» 1 7 . Δηλαδή , η γλώσσα « Καθρέφτης του νου » είναι «π ροϊόν
της ανθρώπινη ς νόη σης, που αναδημιου ργείται σε κάθε άτομο,
με διαδικασίες που βρίσκονται πολύ πέρα από τη βούλη ση ή τη
συνείδη σψ>18• Πράγμα που σημαίνει ακόμα ότι «μελετ ώντας τις
ιδιότητες των φυσικών γλωσσών, τη δομή , την ο ργάνωση και
τη χ ρήση τους, ενδεχομένως θα καταλά βουμε περισσότερο τα
ειδολογικά χαρακτη ριστικά της ανθ ρώπινης νόηση ς » 1 9•
' Η δη στα παραπάνω περιέχονται δύο όροι, η γλώσσα και ο
λόγος. Ε ίναι αρκετά παλιά, ανή κει στον πατέρα της σύγχρονης
γλωσσολογίας Φερντινάν Ί&τε Σωσύ ρ, η « αναγκαία για τη
γλωσσική επιστήμη διάκρισψ>2 0 ανάμεσα στο λ6γο και τις
γλώσσες2 1• Λόγος είναι η ανθ ρώπινη ικανότητα επικοινων ίας με
τον λεκτικό συμ βολισJ,ιό, χαρακτη ριστικό του ανθρώπου κοι­
νωνικό, παγκόσμιο και αναλλοίωτο. Κοινωνικό, γιατ ί άνθρω­
πος και κοινωνία συνυπάρχουν : από τ η στιγμή που γ ίνεται η
τομή στο ζωικό βασίλειο , ο ομιλών άνθ ρωπος δημιο υ ργείται
συγχ ρόνως με την κο_ι νωνική ομάδα. Π αγκόσμιο, γιατί σε όλες
ανεξαιρέτως τις κοινωνίες υπάρχει, συνυπάρχει η ι κανότητα
συμ βολισμού, ο λόγος. Και αναλλοίωτο, γιατ ί δεν υπή ρξε ποτέ
ούτε μπο ρεί να υπάρξει κοινωνική ομάδα δίχως το λόγο. Η αν­
θ ρ ώπινη αυτή ιδιότητα, ο λόγος, πραγματώνεται στις γλώσσες,
που είναι συστή ματα συ μ βολικών σημ ε ίων, συγκεκρ ιμένες
μορφές πραγμάτωσης του λόγου, μορφές ιδιαίτερες σε κάθε
κοινωνία, συγχρονικά μεταβλητές και διαχρονικά μεταβαλλό­
μενες .
Ο λόγος « ε ίναι η ψηλότερη μορφή μιας ικανότητας που ανή­
κει στο ανθρ ώπινο είδος, της ικανότητας συμβολισμού », γράφει
14 ΓΛΩΣΣΑ·ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ο Εμίλ Μ πεν βενίστ. Δη λαδή , «η ύπαρξη του ανθρώπου , η εμ­
φάνισή του μέσα στο ζωικό βασίλειο δεν οφείλεται στη σωμα­
τική του διάπλαση ούτε στην ο ργάνωση του νευ ρικού συστή­
ματος . Οφείλεται πριν απ ' όλα στην ικανότητα συμ βολικής
αναπαράστασης , που είναι η κοινή πηγή της σκέψης, τη ς
γλώσσας κ α ι τη ς κοινωνίας » 22 • Ο λόγο ς επομένως δεν είναι
απλώς «σήμα•>, συνδυασμό ς ή χων που περιέχει νόημα για
εκείνον που το εκπέμπει αλλά και για εκείνον που το προσλα­
βαίνει. Για τούτο τα ζώα, μολονότι επικοινωνούν με συνδυα­
σμούς ήχων που περιέχουν και μεταδίδουν νόημα, δεν έχουν
λόγο .
Ε ίναι θεμελιώδης η διαφο ρά ανάμεσα στη λεγόμενη «γλώσ­
σα των ζώων» και το λόγο. Στη «γλώσσα » των ζ ώων ο συνδυ­
ασμός ήχων είναι «σήμα», ενώ στις ανθρώπινες γλώσσες που
πραγματώνουν το λόγο ο συνδυασμός ή χων είναι σύμβολο. Η
διαφορ ά είναι τεράστια. Π ρόκειται για τη ν τομή που διαφο­
ροποιεί τον άνθ ρωπο από το λοιπό ζωικό βασίλειο. Η γνώση
της «γλώσσας » τους είναι στα ζώα ενστικτώδης . Έχει απο­
δειχτεί ότι οποιοδή ποτε ζώο, απομονωμένο από το είδος του
και μεγαλωμένο σε εργαστη ριακό περιβάλλον, τοποθετη θεί κά­
ποια στιγμή μαζί με τα ομοειδή , κατέχει αυτόματα τη ν ικανό­
τητα να εκπέμπει και να προσλαβαίνει τα .σή ματα που χαρα­
κτη ρ ίζουν το είδος . Για τον άνθ ρωπο αντ ίθετα ο λόγος μαθαί­
νεται, δεν είναι ικανότητα βιολογικά καθο ρισμένη . Η λέξη ε ί­
ναι σύμβολο, γι ' αυτό και ο άνθρωπος , κάτοχος του συμβόλου
μπορεί να παράγει λεκτικό μήνυμα από την εμπειρ ία της πραγ­
ματικότητας , αλλά και λεκτικό μήνυμα από το λεκτικό μήνυ­
3
μα, πράγμα άγνωστο στα ζώα 2 • Ο άνθρωπος ακόμα μπο ρεί να
μεταδώσε� και να προσλάβει μηνύματ α που το περιεχόμενό
.
τους δεν αφορά τη βιωμένη εμπει ρ ία, aλλά την εσωτ ερική εμ­
πει ρία και τη φαντασία. « Κανείς ποτέ δεν έφαγε αμβροσία ού­
τε ή πιε νέκταρ » , γράφει ο Ρομάν Γιάκομπσον, «ωστόσο γνω­
ρίζουμε σε τι συμφραζόμενα μπορούμε να χ ρησιμοποιήσουμε
αυτές τις λέξεις και καταλαβαίνουμε το νόη μά τους όταν τις
'
ακουμε» 24 .
Ο λόγος λοιπόν είναι ικανότητα που πηγάζει από την κοι­
νωνική ζωή και καθορ ίζεται από αυτήν. Κοινή πηγή της σκέ­
ψης , του λόγου και της κοινωνίας, η γλώσσα είναι «ιδιαίτερο
ΓΛΩΣΣ Α ΚΑΙ Γ ΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ 15

συμβολικό σύστη μα ο ργανωμένο σε δύο επίπεδα. Αφενός εί­


ναι φυσικό γεγονός: παράγεται με τα φωνητικά ό ργανα και
προσλαβαίνεται με τα ακουστικά ό ργανα ( . . . ). Αφετέρου είναι
άυλη δομή , επικοινωνία σημαινομένων , που αντικαθιστά τα
γεγονότα ή τις εμπειρίες με την επίκλησή τους ( . . . ) και κάνει
την εσωτερική εμπειρία ενός υποκειμένου προσιτή σ ' ένα άλ­
λο υποκείμενο με την αρθρωμένη και αναπαραστατική έκ­
φρασ ψ> 2s.
Ό λοι οι άνθ ρωποι, ιστο ρικά και συγχρονικά, είναι κάτοχοι
του λόγου. Ε πίσης, όλοι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να
διαπιστώνουν τη γλωσσική διαφορά και να συγκρ ίνουν τις
γλώσσες. «Δεν υπάρχει άνθ ρωπος, όσο πρωτόγονος και αν εί­
ναι, που να μην μπορεί να πει : Η γλώσσα αυτών των ανθ ρ ώ­
πων είναι διαφορετική (από τη δική μου). Τη μιλώ (ή δεν τη
μιλώ), την καταλαβαίνω (ή δεν την καταλαβαίνω)»2 6 .
Ο λόγος είναι ικανότητα συμβολισμού που συνδέεται με τη
σκέψη με τρόπο αδιαίρετο, δεν μπορεί να υπάρξει σκέψη χω­
ρ ίς το λόγο 2 7 , αλλά επίση ς , και αντίθετα με τους μύθους για
τη σχέση της απλής γλώσσας και της σύνθετης νόησης, δεν
υπάρχει σκέψη που να μην έχει γλωσσική έκφραση 2Η . Αυτά τα
δύο πολύ ση μαντικά συμπεράσματα είναι γνωστικές κατακτή­
σεις που δη μιού ργησαν τομή ανάμεσα στη γλωσσολογία και
αυτό π ου ονομαζόταν γλωσσολογία τον 190 αιώνα, τότε που
οι μελετη τές πίστευαν ότι οι γλώσσες προέρχονται από την
προσπάθεια της ανθ ρωπότητας να περιγράψει τη σκέψη , και
αυτονομώντας τη από το λόγο έδιναν στη σκέψη αλλά και στις
γλώσσες ανιστο ρική και υπερκοινωνική διάσταση .
Η γνωστική αυτή κατάκτηση , της απόλυτης εξάρτησης που
έχει η σκέψη από το λόγο, οδήγησε ο ρισμένους ειδικούς στην
υπόθεση ότι η γλώσσα επιδρά στη νόη ση και τη διαμο ρφώνει
σε τέτοιο βαθμό, που οι ανθρώπινες κοινότητες με διαφο ρετι­
κά γλωσσικά συστή ματα θεω ρούνται ότι εξαιτίας τη ς γλώσσας
έχουν διαφο ρετική αντ ίλη ψη του κόσμου , του φυσικού περι­
βάλλοντος. Πρόκειται για τη διάση μη υπόθεση Σαπίρ-Γου­
όρφ, από τα ονόματα δύο αμερικανών γλωσσολόγων, του
Μπέντζαμιν-Λη Γουόρφ και του άμεσου προδρόμου του Έ­
ντουαρντ Σα π ίρ, που πρώτος διατύπωσε την υπόθεση της
« γλωσσικής σχετικότητας », εννοώντας ό τι η εικ όνα του σύμ-
16 ΓΛΩΣ ΣΑ ΚΑ Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
παντος δεν είναι ίδι α για τα κοινωνικά όντα που η 'γλώσσα τους
δεν ανή κει στην ίδια γλωσσική οικογένεια 29 • Η υπόθεση αυτή ,
εξαι ρετικά ενδιαφέρουσα στο ση μείο που κλονίζει βεβαιότητες
του δυτικού πολιτισμού, θέτοντας, όπως και ο Σίγκμουντ
Φ ρόυδ σε άλλο τομέα, σε αμφισ βήτηση τον πλή ρη έλεγχο της
πραγματικότητας από τη λογική , είναι ακόμα σήμερα αμφ ίβο­
λη ως προς την ορθότητά της, σύμφωνα με τους ειδικούς. Μελέ­
τες που την ενισχύουν ή την αμφισ βητούν υπάρχουν πολλές,
αλλά συστη ματική και ολοκληρωμένη απόδειξη δεν υπάρχει 3 0 •
Όλες ο ι μελέτες πάντως δείχνουν τη μεγάλη ση μασία της
γλώσσας ως δομής.
Ο λόγος ε ίναι « η εξελικτική διαδικασία με την οποία πρα­
γματώνεται η εκλογικευτική δυνατότητα του πνεύματος». Ο λό­
γος είνα ι «η συμβολική μεταμό ρφωση των στοιχείων της αι­
σθη τής και της νοητής π ραγματικότητας σε έννοιες » . Δη λαδή ο
λόγος αναπαράγει την πραγματικότητα. Και αυτό, μας λέει ο
Εμίλ Μπενβενίστ, « πρέπει να το εννοήσουμε στην κυριολεκτι­
κή του ση μασία: η πραγματικότητα παράγεται εκ νέου μέσα
από το λόγο »31•
Σύμφωνα με τα παραπάνω , ο λόγος δεν είναι απλώς (όπως
·πίστευε η προεπιστη μονική γλωσσολογία) μέσο για τη μετά­
δοση της σκέψης, δεν περιέχει απλώς το γεγονός , ούτε είναι
δευτερεύων σε σχέση με το γεγονός, είναι κοινωνική πράξη ,
κοινωνική ενέργεια ο λόγος ο ίδιος. Δη λαδή , ο λόγος δεν είναι
μόνο κώδικας του γύρω κόσμου. Ε ίναι συγχ ρόνως κ αι πριν απ '
όλα πράξη κοινωνική. Ι κανότητα συμβολισμού από την οποία
πηγάζει η κοινωνική ζωή . Δεν είναι μόνο το ση μείο συνάντη­
σης των ανθ ρώπων (επικοινωνία) , αλλά επι βάλλει συγκεκριμέ­
νες μορφές σ ' αυτή τη συνάντηση . Δεν είναι μόνο συστατικό
στοιχείο της κοινωνικής ζωής και προϋπόθεση για την ύπαρξή
της, αλλ ά επιβάλλει όρους στην κοινωνική ζωή , είναι τρόπος
κοινωνικής ζωής, επιβάλλει ό ρους στις κοινωνικές σχέσεις32 •
Ο λόγος που πραγματώνεται στις γλώσσες σε όλη την ιστο­
ρ ία των κοινωνιών είναι επίσης δημιου ργός της υποκειμενικό­
τητας και το κατεξοχήν συστατικό στοιχείο της ταυτότητας
των κοινωνικών ομάδων.
Ο άνθpωπος γίνεται υποκ,είμενο χάρη στο λόγο και μέσα από
το λόγο . Στη διάσημη μελϊτη το υ για τίς π ροσωπικές αντωνυ-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ 17
μίες, ο Ε μίλ Μπεν βενίστ γ ράφει ό τ ι πρέπει να προσέξο υ με πως
«η προσωπικ rj αντωνυμία δεν αναφέρεται ούτε σε μια έννοια
ούτε σε ένα άτομο, καθ ώς δεν υπ ά ρχει η έννοια του πρώτου
ενικού π ροσώπου που να περιέχει όλα τα πρώτα πρόσωπα που
δηλώνονται από όλους τους ομιλητές » 3 3 • Το πρώτο ενικό πρό­
σωπο είναι η ικανότητα του ομιλητ r\ να τοποθετείται ως υπο­
κείμενο, να ο ρ ίζεται ως υποκείμενο . Με τη γλώσσα, με το πρώ­
το ενικό πρόσωπο «η υποκειμενικότητα ο ρ ίζεται όχι από το
αίσθημα του καθενός ότι είναι ο εαυτός του, αλλ ά ορίζεται ως
ψυχικ rj ενότητα που υπερ βαίνει το σύνολο των βιωμέν ων εμ­
πειριών και εξασφαλίζει τη δι ά ρκεια της συνε ίδησης» 34 • Έ τσι
η υποκειμενικότητα πηγ άζει από το λόγο, όπως η ατομικότητα
πηγ άζει από την κοινωνικrj οργάνωση. Έξω από το λόγο δεν
υπάρχει υποκε ίμενο, «εγώ», γράφει ο Εμίλ Μπεν βενίστ, είναι η
οντότητα που λέει «εγώ,, 3 5 •
Το πρώτο ενικό πρόσωπο αναφέρεται, λοιπόν, σε « Κ ά τι πολύ
ιδιαίτερο και αποκλειστικά γλωσσ ι κό. Αναφέρεται στην πράξη
της ομιλίας, μέσα στην οποία αρθρώνεται και καθώς αρθρ ώνε­
ται υποδείχνει τον ομιλητ r\». Διαπιστώνουμε δη λαδrj ότι το θε­
μέλιο της υποκειμενικότητας βρίσκεται στην πράξη της _ο μιλί­
ας , και μ ά λιστα βρίσκεται στην κυριολεξία στην πρ ά ξη της
ομιλίας 3 6•
Εξίσου σημαντικό είναι ότι το πρ ώτο ενικό πρόσωπο δεν
υπάρχει χωρίς το δεύτερο, το «εγώ» σε σχέση με «εσύ ». Δη λα­
δrj , ο ομιλητ rj ς δεν μπορεί να τοποθετηθεί μέσα σ το λόγο ως
υποκείμενο, παρ ά μόνο συμπεριλαβαίνοντας και τον ά λλο. Κύ­
ριο χαρακτη ριστικό του λόγου , γρ ά φει ο Μπεν βενίστ, είναι η
πολικότητα. Για να υπάρχει, ο λόγος έχει δύο πόλους, το « εγώ»
και το « εσύ », ένα πρώτο κύριο πρόσωπο, τον πομπό , και ένα
δεύτερο κύριο πρόσωπο, το δέκτ η , και ε ίναι σαν το μαγνη τικό
πεδίο που οι δυο πόλοι αποτελούν προϋπόθεση της λειτου ργίας
του. Η πολικότητα αυτrj , που είναι «θεμελιώδες » χαρακτη ριστι­
κό των γλωσσών , έχει ως συνέπεια τη λειτου ργία του λόγου ,
δη λαδr\ τη διαδικασία της επικοινωνίας 3 7 • Για να τονίσουν τη
ση μασία αυτ rj ς της ανακάλυψης, οι γλωσσολόγοι συχνά αναφέ­
ρουν ως υποκε ίμενο του λόγου όχι τον ομιλητ rj , αλλά το δυα­
δικό υποκείμενο «ομιλητrjς-ακροατrjς».
Η γλωσσολογία επ ο μένως, και π άλι αντίθετα με την παρ ά δο-
18 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

ση του 19ου αιώνα, θεωρεί τον αποδέκτη του λόγου ως εξίσου


κύ ριο πρόσωπο της ομιλίας , απ ' όπου και προκύπτει η θεμελι­
ακή λειτου ργία του λόγου, που είναι η επικοινωνία.
Η πολικότητα της γλώσσας, το μαγνητικό πεδίο που συμ βο­
λίζει η λειτου ργία της , η προϋπόθεση να συνυπάρχει το «εγώ»
με το «εσύ », που γίνονται πρόσωπα από την π ράξη του λόγου,
ση μαίνει ακόμα ότι η θεμελιακή λειτου ργία του λόγου, η επι­
κοινωνία, γίνεται αντιλη πτή με τη ν πιο πλατιά σημασία του
ό ρου . Όχι σαν μετάδοση πλη ροφορίας, που σημαίνει πλη ρο­
φο ρ ώ το δέκτη για κάτι που δεν αντιλήφθη κε με τις δικές του
αισθήσεις, όπως συμ βαίνει με τον αγγελιοφό ρο στην αρχαία
τ ραγωδία, που λέει στους άλλους τα γεγονότα που δεν είδαν με
τα δικά τους μάτια. Αλλά ω ς κοινωνική πράξη , ανάμεσα σε δύο
κύ ρια πρόσωπα, που γίνονται υποκείμενα χάρη σ' αυτή την
κοινωνική πράξη . Ο λόγος κάνει την εσωτερική εμπειρία του
ενός υποκειμένου προσιτή στο άλλο υποκείμενο με τη συμ βο­
λική μεταμό ρφωση της πραγματικότη τας και τη ς εμπειρίας σε
έννοιες .
Η πραγμάτωση του λόγου στις διάφο ρες γλώσσες παίζει έναν
ακόμα σπουδαίο ρόλο στις διάφο ρες κοινωνίες . Η γλώσσα
αποτελεί για την κάθε κοινότητα ,βασικό ενοποιητικό στοιχείο .
Ομοιογενοποιεί τα μέλη της κοινωνικής ομάδας , όντας ένας
από τους ισχυ ρότερους δεσμούς που τα ενώνουν. Η γλώσσα
αποτελεί τη ση μαντικότερη και πιο απτή απόδειξη των ιδιαιτε­
ροτήτων της ομάδας, στις οποίες τα μέλη της αλληλοαναγνω­
ρίζονται ω ς διακριτή κοινότητα. Ε ίναι από τα ισχυ ρότερα σύμ­
βολα της επι βίωση ς και της εξέλιξης, η δη μιου ργική απόδειξη
για κάθε κοινωνική ομάδα της δυνατότητάς της να υπάρχει και
να προοδεύει.
Συστατικό ενοποιητικό της κοινωνικής ομάδας λοιπόν, η
γλώσσα συνθέτει την παλιά ταυτότη τα του γένου ς, και σήμερα
που τις εθνικές κοινότητες απαρτίζουν ομάδες με πλήθος βιο­
λογικές και πολιτισμικές διαφορές προέλευση ς, η γλώσσα
αποτελεί ένα από τα ισχυ ρότερα συστατικά της εθνικής ταυτό­
τητας .
Ο λόγος είναι τέλος το «οικονομικότερο » σύστημα συμ βολι­
σμού και επικοινωνίας . Όπως θαυμάσια περιγράφει ο Εμίλ
Μπεν βενίστ : «Σε αντίθεση με άλλα αναπαραστατικά συστή μα-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ 19
τ α , δεν απαιτεί καμιά μυ ϊ κή προσπάθεια, δε χρειάζεται μετακί­
νηση του σώματος, δεν επι βάλλει επίμοχθους χειρισμούς. Α ς
φανταστούμε την εργασία και τον αδιανόη το μόχθο που θα
απαιτούσε για να αναπαρασταθεί οπτικά μια " δη μιου ργία του
κόσμου" , αν ήταν δυνατό να την παρουσιάσει κανείς με ζω­
γραφικές ή γλυπτές ή άλλες παραστάσεις . Για να δούμε ύστερα
τι συμ βαίνει με την ίδια ιστορία, όταν υ λοποιείται με τη διή­
γηση , τη διαδοχή σύντομων φωνητικών ήχων, που χάνονται αμέ­
σως μόλις εκφραστούν, αμέσως μόλις γ ίνουν αντιλη πτοί, και
όμως η ψυχή νιώθει ανάταση και οι γενεές τους επαναλαμβά­
νουν, και κάθε φορά που η ομιλία ξετυλίγει το γεγονός, κάθε
φορά ο κόσμος ξαναρχίζει. Καμιά δύναμη δε θα φτάσει ποτέ
αυτή του λόγου, που δημιου ργεί τόσα πολλά με τόσο λίγο . » 3 8
.
Β. Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η ΓΛΩΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΑ

Όπως γράφει ο Ρολάν Μπαρτ στη μελέτη του Ο βαθμός μηδέν


της γραφής, « η γλώσσα δεν είναι ποτέ αθώα, οι λέξεις έχουν μια
δεύτερη μνήμη που μυστ η ρ ιωδώς επιζεί στη μέση νέων σημα­
1
σιών » , η γλώσσα «δεν είναι κοινωνικά αθώα» • Παραπλη ρωμα­
τικά νοήματα πολλά και πλουσιότατα, που δίνουν στις λέξεις η
παράδοση , τα κοινωνικά πιστεύω και οι κοινωνικοί κανόνες
που ρυθμίζουν την επικοινωνία, μεταδίδονται με τις πιο απλές
φράσεις , με την επιλογή ακόμα και μιας λέξης , με το γραμμα­
τικό τύπο ή με τη φωνή του ρήματος.
Διατάζω, για παράδειγμα, σημαίνει, δίνω εντολή στην προ­
στακτική . Διατάζοντας ωστόσο, κάνω πολλές π ρόσθετες στην
κυριολεκτική αυτή σημασία πράξεις κοινωνικές: μετατ ρέπω τη
σχέση μου με το δέκτη σε σχέση ιεραρχίας , δη λαδή συγχρόνως
ο ρ ίζω την κοινωνική διάσταση της σχέσης, ακόμα δηλώνω το
παραπανίσιο δικαίωμά μου, δηλαδή αποδίδω στην ιεραρχία
εξουσία, επίσης κοινοποιώ τη δύναμή μου, δίνοντας στον εαυτό
μου το ιεραρχικό δικαίωμα να χρησιμοποιεί προστακτική
κ.ο.κ.
Όποια απλή , καθημερινή φράση περιέχει το επίθετο « αντ ρί­
κιος », μεταδίδει συνεμφατικά, αυτόματα και άσχετα με τα πε­
ρισσότερα πιθανά συμφραζόμενα, την κοινωνική ανισότητα
των φύλων. Στη χρήση του επιθέτου λανθάνει ολόκλη ρη ιδεο­
λογ ία για την ανδρική βιολογική ιδιότη τα που εμφανίζεται
ταυτόσημη με πλήθος θετικές αξίες (θάρρος, ανωτερότητα,
κου ράγιο, αντοχή, αποφασιστικότητα, δύναμη , μεγαλοψυχία).
Το επίθετο περιέχει την αξιολόγηση τη ς βιολογικής διαφοράς
και στο νόημά του η γυναικεία ιδιότητα ενυπάρχει ως αντιθετι­
κή λανθάνουσα απαξία.
Ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα αποφάσισαν πριν μερικά
24 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
χ ρ όνια να αρνη θούν ό τι είναι στάδιο του σοσιαλισμού άρα και
π ολιτικ ό ς τους στόχος η « δικτ ατορία του π ρολεταριάτου».
Υ π άρχουν αίτια του φαινομένου π ου δε μας αφο ρούν εδώ, ένα
π άντ ως α π ό τα αίτια είναι η π λατιά αρνητική συνέμφαση της
λέξης «δικτατο ρ ία », π ου σε π ολλές γλώσσες σήμε ρα συνηχεί
αυτόματα συλλή ψεις , βασανιστή ρια, ερ π ύστ ριες στην άσφαλτο
και άλ λα « Κατα ραμένα» π ολιτικά γεν όμενα.
Όταν ο Οδυσ σέας Ελύτ ης αλλοιώνει τ η μο ρφή τ ων μετοχών
σ' ένα στ ίχο του Ά ξιον Εστί, κατασκευάζει συνέμφαση με την

π αράδοση. « Ο νικήσαντας τον ' Αδ η και τον Έρ ωτα σώσαν­


τ ας , αυτός ο π ρίγκη π ας τ ων κ ρίνων είμαι. » Με την αλλοίωσ η
τ ων μετοχών π αρα π έμ π ει συν ηχ ητικά στ η γλώσσα τ ης εκκλη­
σίας και στο δη μοτικό τ ραγούδι και πρ οσθέτοντας τη μιν ωική
τοιχογραφία κατασκευάζει έμμεσα την ενότητα του ελληνισμού
με τα τρ ία στ άδια, κ λ είνοντας σε μερικές λέξεις ολόκλη ρ η ιδε­
ολογία.
Η γλώσσα δεν είναι αθώα, π ολυάριθμες π λη ροφο ρίες κοι­
ν ωνικές και ι δεολογικά μηνύματα κάθε λογής π εριέχονται στις
λέξεις, στις π ιο α π λές φ ράσεις , στο χει ρισμ ό τ ων λέξε ων και
τ ης σύνταξ ης και στις γραμματικές ε π ιλογές π ου κάνει ο κάθε
ο μιλητής . Α κούγοντας κάπ οιον να λέει, « Κ αλη μέρα, π ώς εί­
σαι, αγα πητ έ Κ ώστα;», ακόμα και χ ω ρίς άλλη ένδειξη έχει
π ροσλάβει ο δέκτης την π λη ρο φο ρία ό τι ο π ομ π ό ς καλη μερί­
ζει κάπ οιον ιεραρχικά κατ ώτερο, απ ό την αδι ό ρατη π ατε ρνα­
λιστική χ ροιά π ου έχει η τυ π ική α π οστ ροφή μαζί με τον ενικ ό .
Η κοιν ωνική διαστ ρ ω μάτ ωση , οι αξ ίες, οι πρ ολή ψεις και
ά π ειροι κοιν ωνικοί π ροσδιορισμοί εκφράζονται στη γλώσσα. Η
φράσ η «Δ εν μ π ορούσα, να π ούμε, ν ' αφήσ ω να π εράσει τέτοια
κου βέντα» ανή κει σε ομιλητή π ου είναι ο πωσδή π οτε άντ ρας,
σχετικά νέος, με χαμ η λ ό μο ρφ ωτικ ό επ ί π εδ ο και λα ϊ κή κοιν ω­
νική καταγ ωγή .
Στις σελίδες π ου ακολουθούν η γλώσσα αντιμετ ωπ ίζεται
α π ό τ η σκο π ιά του κλάδου π ου ονομάζεται Κοιν ωνιολογία της
Γ λώσσας και του ε π άλλη λου κλάδου της Κοιν ωνιογλ ωσσολο­
γ ίας. Δη λαδή , η γλώσσα αντιμετ ω π ίζεται ω ς μέρος της κοιν ω­
νική ς διαδικασίας, το γλ ω σσικό φαινόμενο π εριγρ άφεται ως
κοιν ωνικ ό γεγον ό ς και αναλύονται οι ε π ι π τώσεις του στην
κοιν ωνία. Με την ο πτ ική της κοιν ωνιογλ ωσσολογίας, η συγ -
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 25
κεκριμένη λεκτική δη μιου ργία αναλύεται ως κοινωνική π ρά­
ξ η , που έχει ο ρισμένη επίδραση στους ομιλη τές-δέκτες . Με
τη ν οπτική της κοινωνιολογίας της γλώσσας , αντικείμενο της
ανάλυσης είναι η επίδ ραση που έχει η γλώσσα στα κοινωνικά
φαινόμενα, η επίδ ραση που έχει η μεταγλώσσα στις κοινωνι­
κές ιδέες, στη χρήση της γλώσσας και στις κοινωνικές σχέσεις
των ομιλητ ών και τέλος αντιμετωπίζεται το ερώτημα: ποιοι εί­
ναι οι άλλοι ρόλοι της γλώσσας και με ποιες διαδικασίες α­
σκεί η γλώσσα άλλους ρόλους, μη επικοινωνιακούς, μέσα στην
κοινωνία.
ΛΕΚΤΙΚΉ ΚΑΙ ΕΞΩΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο λό γος είναι , ό πως είδαμε, ικανότητα που πηγάζει από την


κοινωνική ζωή , καθο ρίζεται από αυτήν και επιδρά διαμορφώ­
νοντάς τη . Η γλώσσα είναι μέρος της κοινωνικής συμπεριφο­
ράς και το ση μαντικότερο ανάμεσα στα συστήματα επικοινω­
νίας.
Η ανθ ρώπινη συμπεριφο ρά είναι γενικά επικοινωνιακή.
Ακρι βώς επειδή ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό, με την κοι­
νωνική του ύπαρξη και πράξη συνεχώς μεταδίδει και προσ­
λαβαίνει μηνύματα. Μεταδίδει και προσλαβαίνει μηνύματα
με το λ ό γο , αλλά και με ήχους εξωλεκτικούς (μου ρμού ρισμα,
σφύριγμα, αναστεναγμός κτλ.) κι ακ όμα με τη σιωπή , με τις
εκφράσεις του προσώπου, με το βλέμμα, τις χει ρονομίες, τις κι­
νήσεις, τις στάσεις του σώματος, με το ντύσιμο, το στολισμό
και γενικά την αισθητική του σώματος κ.ο.κ. Όταν μιλάμε,
αλλά και ό ταν ακούμε τον άλλο να μιλάει, δείχνουμε ή κά­
νουμε άλλες χειρονομίες, αλλάζουμε εκφράσεις, ξεροβήχουμε,
συνοφρυωνόμαστε, χαμογελάμε, και όλα τούτα μεταφέρουν
ποικίλα μηνύματα. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει από τον σι­
ωπηλό διπλανό του, αν συμφωνεί ή διαφωνεί, αν είναι θυμωμέ­
νος ή κουρασμένος ή ερωτευμένος κ.ο.κ. Όταν κουνάω το χέ­
2
ρι μου προς κάποιον, επικοινωνώ ήδη πριν του μιλήσω και
πιθανότατα του μεταδίδω μήνυμα πολύ συγκεκριμένο, που
μπορεί να είναι απλός χαι ρετισμός ή να σημαίνει «έχω κάτι
να σου πω », ή « πρ ό σεχε πίσω σου έρχεται αυτοκίνητο».
« Κοιτάζουμε », γράφει ο αμε ρικανός κοινωνιολόγος Έ ρ βιν
Γκόφμαν, « για να δούμε, αλλά και για να δούμε τους άλλους να
κοιτάζουν, για να δούμε να μας βλέπουν να κοιτάζουμε, και σύν­
τομα γιν όμαστε γνώστες και έμπειροι ως προς τις δη λωτικές
χρήσεις του βλέμματος » 3 • Ό πως γ ράφει ο Λου ίς Πριέτο,
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 27

" Όταν κάποιος προφέρει ή γράφει μια φ ράση , όταν κάποιος


γ ράφει στον πίνακα ένα μαθηματικό τύπο, όταν ανά βει το φλας
του αυτοκινήτου, όταν χ ρ η σιμοποιεί το λευκό ραβδί των τυ­
φλών, όταν υψώνει μια ση μαία στο κατάρτι ενός πλοίου, όταν
χτυπάει μια πόρτα, όταν κορνάρει σε μια διασταύ ρωση , όταν
φοράει ένα περιβραχιόνιο του ερυθ ρού σταυ ρού, ακόμα κι όταν
ση μειώνει ένα ραντεβού σε μιαν ατζέντα, σε όλες αυτές τις πε­
ριπτώσεις παράγει κάποιο σήμα»4 •
Τα συστή ματα επικοινωνίας είναι λοιπόν πολλά και η ση­
μειωτική , επιστήμη όλων των ση μειωτικών σ υ στημάτ ων, τείνει
να τα συστη ματοποιήσει θεωρητικά και να τα περιγράψει.
Ο π ρώτος που αποπει ράθηκε να κατασκευάσει ση μειολογική
θεω ρ ία, που αφο ρά όχι το λεκτικό αλλά τα λοιπά συστήματα
επικοινωνίας, 'είναι ο γάλλος σημειολόγος Ρολάν Μπαρτ. Για
τη δημιουργία της θεω ρίας χρησιμοπο ίησε από τη γλωσσολο­
γία τις βασικές έννοιες του Φε ρντινάν ντε Σωσύ ρ και τις έννοι­
ες «δή λωση » ιςαι «παραδήλωσψ• (denotation, connotation) που
ανή κουν στο δανό γλωσσολόγο Λ ουίς Γέλμσλε β 5 • Η « δήλωση »
είναι το «σημαίνον σύμπλεγμα», δη λαδή το ζευγάρι σημαίνον­
σημαινόμενο (λέξη και έννοια), άρα η δή λωση ανή κει στη
γλώσσα. Η .« παραδήλωσψ• είναι σύστημα σε δεύτε ρο, σε μετα­
γλωσσίκό επίπεδο. Το νόημα της παραδήλωσης δεν περιέχεται
στο ση μαίνον σύμπλεγμα, δεν περιέχεται (στο σημαίνον-ση­
μαινόμενο) στη λέξη και το νόημά της, αλλά είναι νόη μα συ­
νεμφατικό, που προέρχεται από την ισ τ ο ρ ία, την ιδεολογία, τις
κοινωνικές αξίες κτλ. Η παραδήλωση π.χ. του τίτλου « Πράσι­
ν ο ι » (που έχουν τα οικολογικά κόμματα της βόρειας Ευρώπης)
είναι η καθαρότητα και η αγνότητα της φύσης , ο σε βασμός της
φύσης, η υγεία και η ευεξία κτλ.
Κατά τον Ρολάν Μπαρτ, το κάθε μήνυμα έχει δυο νοηματικά
επίπεδα. Το πρώτο αποτελείται από το συνδυασμό του ση μαί­
νοντος με το ση μαινόμενο , που σ ' ένα δεύτερο επίπεδο παρά­
γουν το σημαίνον της παραδήλωσης που παραπέμπει άτο ση­
μαινόμενο της παραδή λωσης. Δ η λαδή , όπως το συγκεκ ριμενο­
ποίησε ο Μπαρτ στην ανάλυση μιας διαφήμισης τσιγάρων με
μυ ρωδιά μέντας (η μάρκα Royal menthol), η δή λωση αποτελεί­
ται από το σημαίνον (το πράσινο χ ρώμα) και το ση μαινόμενο
(τη μέντα), που παράγουν το σημαίνον της παραδήλωσης (το
28 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ι ΔΕΟΛΟΓ ΙΑ

συμβολισμό της δ ροσιάς) και παραπέμπουν στο σημαινόμενο


της παραδήλωσης (τη δ ροσιά και τη φρεσκάδα) . Η δήλωση με­
ταδίδει το κυριολεκτικό μήνυ μα και η παραδή λωση το συμβο­
λικό μήνυμα6 •
Είναι ενδιαφέρον ότι ίδια λογική και ίδια λειτου ργία με τη
δή λωση και την παραδή λωση των εικόνων, όπως την αναλύει ο
Μπαρτ, έχει το ση μειολογικό σύστημα της κινεζικής γραφής.
Το ιδεόγραμμα που ση μαίνει «φωτιά» γραμμένο μαζί με το ιδεό­
γραμμα που σημαίνει «σιτη ρά» παράγουν τη λέξη «φθινόπω ρο»
(η εποχή που καίγεται ο σανός). Τα δυο αυτά γραμμένα μαζί με
το ιδεόγραμμα που σημαίνει « καρδιά» φτιάχνουν τη λέξη <<με­
λαγχολία» (το φθινόπωρο της καρδιάς)7• Η κινεζική γραφή δί­
νει στην κινεζική γλώσσα την ακόλουθη μεγάλη ιδιοτυπία, εί­
ναι κατανοητή από ομιλητές που δεν μπορούν να συνεννοηθούν
προφορικά μεταξύ τους. Τα ση μεία προφέρονται τελείως δια­
φορετικά κατά περιοχές , αλλά γράφονται με τα ίδια ιδεογράμ­
ματα. Ομιλητές παραλλαγών της κινεζικής γλώσσας έτσι, που
μιλούν διαφο ρετικά, μπορούν να επικοινωνούν τέλεια με τη
γρ α πτή μορφή της γλώσσας.
Κάτι αντίστοιχο με την κινεζική γραφή συμ βαίνει με τη διε­
θνοποίηση ο ρισμένων ση μάτων, που από επιγραφές στις διά­
φο ρες γλώσσες έγιναν στην εποχή μας εικόνες κατανοητές από
ομιλητ ές διαφο ρετικών γλωσσών, π.χ. το «απαγο ρεύεται το κά­
πνισμα», που είναι εικόνα τσιγάρου πάνω στο τ ροχαίο σήμα
της απαγό ρευσης διέλευσης κ. ά. Ανάλογο ση μειολογικό σύ­
στημα είναι οι διαδεδομένες τις τελευταίες δεκαετ ίες ιστορ ίες
με εικόνες, για τις οποίες έχουν γίνει αρκετές και πολύ ενδιαφέ-
'
s
ρουσες μελέτες .
Στις βιομηχανικές κοινωνίες του τεχνολογικού πολιτισμού
πολλαπλασιάζοντ αι συνεχώς τα μη γλωσσικά σή ματα, τεχνητές
γλώσσες και κώδικες παραγωγής μηνυμάτων με οπτικά σή ματα
και εικόνες . Ο Ουμπέρ τ ο Έκο προ τ είνει να δημιου ργηθεί η
«Θεωρία της παραγωγής σημάτων», που θα μελετήσει όλους αυ­
τούς τους νέους κώδικες και τη λειτουργία τους 9 •
Η επικοινωνία είναι λοιπόν εξαιρετικά πλούσια και ποικίλη ,
κάθε ήχος, εικόνα ή οσμή με τ αδίδει πλη ροφορία, απο τ ελεί
επομένως σημειολογικό μήνυμα. Ο Έντουαρντ Σαπίρ έχει γρά­
ψει ό τ ι είναι ή δη μήνυμα ο ήχος βη μά τ ων που πλησιάζουν10•
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 29
Ε ίναι μήνυμα πλουσιότατο και περ ίπλοκο η φωτογραφία ενός
πεινασμένο υ παιδιού της Αιθιοπίας.
Η λεκτική επικοινωνία έχει ωστόσο π ρ ο ν ομιακή θέση και ο
λόγος παραμένει το σπουδαιότερο σύστημα επικοινωνίας .
Όπως γράφει ο Ρομάν Γιάκομπσον, « κάθε ανθ ρώπινη επικοι­
νωνία με μη λεκτικά μηνύματα . π ροϋποθέτει το κύκλώμα των
λεκτικών μηνυμάτων, ενώ το αντίθετο δε συμβαίνει» 1 1 • Δεν πρέ­
πει όμως συγχρόνως να ξεχνάμε ότι ο φυσικός λόγος π ο τέ
δεν παράγει μηνύματα δίχως παράλληλα εξωλεκτικά συστήματα
επικοινωνίας να του δ ίνο υν π ρόσθετα νοήματα. Η απλούστερη
δήλωση, π.χ . «Καλημέρα», έχει πολλά και διαφο ρετικά νοή­
ματα, ανάλ ογα με τον τόν ο της φωνή ς, τ ο ύφ ο ς, τις εκφράσεις
του π ρ οσώπο υ κτλ. και τις κ ο ινωνικές συνθή κες μέσα στ ις
ο π ο ίες λέγεται. Η ερώτηση « Τι είπες ; » μπο ρεί ανάλογα με
τους π ολλούς εξωλεκτικούς παράγ ο ντες που παρεμβαίν ο υν να
ση μαίνει από απλή αίτηση επανάλη ψης («δεν άκουσα καλά,
ξαναπές τ ο ») μέχρι αμφισ βήτηση και απειλή («πώς τολμάς να
λες κάτι τέτοιο; »).
Ο κάθε ο μιλητής, ως πομπός και ως δέκτης, μεταδίδει και
π ροσλαβαίνει πολλά έμμεσα μηνύματα και σή ματα εξωλεκτι­
κά, από τ ον τόν ο , την επιλ ο γή των λεκτικών στ ο ιχείων, την
αυθόρμητη ή προσεγμένη διατύπωση, το δισταγμό , τις επανα­
λή ψεις, τις παύσεις, την εφαρμογή ή την παραβίαση των
γλωσσικών κανόνων κ.ο. κ.
Η επικοινωνία π ροϋποθέτει επομένως τους κ οινούς κώδικες,
αλλά πριν απ · όλα τη γνώση των κοινωνικ ών συνθηκών μέσα
στις οποίες παράγονται τα μηνύματα. Η κοινωνιογλωσσολογι­
κή πρ οσέγγιση είναι απαραίτητη για την κατανόηση ο ποιουδή­
ποτε λεκτικού μηνύματος. Για να γ ίνει κατανοητή η απλο ύ­
στερη δή λωση , χ ρειάζεται να γνω ρ ίζουμε, όπως γ ράφει ο Τζό­
σουα Φ ίσμαν, « ποιος μιλάει, ποια παραλλαγή , πο ιας γλώσσας,
πότε, για π ο ιο θέμα και με π ο ι ο υς συνομιλητές » 1 2 •
Αντίθετα με τις μεταγλωσσικές μυθο λογ ίες , που ευρύτατα
κυκλοφ ο ρ ούν σε όλες τις κοινωνίες και τις γλώσσες, για την
ύπαρξη μιας ιδανικής μ ορφής, που θα διατύπωνε με το σωστό­
τερ ο ή τον τελειότερ ο τ ρόπο τα λεκτικά μηνύματα, το νόη μα
στη γλώσσα δεν τ ο δ ίνουν ούτε η κυ ριο λεξία ούτε η γραμματι­
κή , όσ ο η γνώση των εξωγλωσσικών κοινωνικών παραγόντων.
ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΉ ΤΗΣ Γ ΛΩΣΣΑΣ
ή
«η κό τα π ου έκλωσε ένα αυ γό πάπιας »

Στο κεφάλαιο των Μαθημάτων όπου αναφέρεται στον « αμετά­


βλητο» και συγχρόνως « μεταβλητό» χαρακτή ρα του ση μείου,
δηλαδή στη συνέχεια και την αλλαγή της γλώσσας, ο Φερντ ι­
νάν ντε Σωσύ ρ γράφει : « Ο άνθ ρωπος που θα ισχυ ριζόταν ότι
φτιάχνει μιαν αμετάβλητη γλώσσα, ότι οι μεταγενέστεροι θα
όφειλαν να τη δεχτούν όπως την καθιέρωσε, θα έμοιαζε με την
κότα που έκλωσε ένα αυγό πάπιας η γλώσσα που ο ίδιος δημι­
ούργησε θα παρασυρθεί, το θέλει είτε όχι, από το ρεύμα που
παρασέρνει όλες τις γλώσσες •• 1 3 •
Η αλλαγή τ ων γλωσσών δεν είναι φαινόμενο συμπτωματικό,
την αλλοίωση των γλωσσικών στοιχείων π ροκαλεί η χρήση
τους η ίδια, άρα η αλλαγή είναι χαρακτη ριστικό φυσικό και
συσ τ ατικό τ ης ζωής των γλωσσών. «Ο χρόνος, που εξασφαλίζει
τη συνέχεια της γλώσσας , έχει ένα άλλο αποτέλεσμα, φαινομε­
νικά αντιφατικό προς το πρώτο : να αλλοιώνει λίγο πολύ γ ρή­
γορα τα γ λωσσικά ση μεία ( . . . ) . Σε τελευταία ανάλυση τα δυο
αυτά πράγματα είναι αλλη λέγγ υα : Το σημείο υποχ ρεώνεται να
αλλοιώνετ αι, επειδή συνεχίζεται. » 1 4 Γι ' αυτό και οι γλώσσες
έχουν συγκ ρι τ ικά με άλλα κοινωνικ ά φαινόμενα την ενδιαφέ­
ρουσα ιδιο τ υπία να οφείλουν τη διάρκειά τους στην αλλοίωση
και μεταμόρφωση τ ων στοιχείων τους, να εξασφαλίζουν τη ζωή
τους μέσα σ τ ο χρόνο με την αλλαγή.
Για να « αντ ιληφθούμε » τη γλώσσα, π ρέπει να μελετήσουμε
τη συγχρονική σχέση των σημείων μέσα στο σύστη μα, γιατ ί τα
γλωσσικά σημεία δεν υπάρχουν παρά μόνο ως μέ ρη του συστή­
ματος μέσα σ τ η συ γ χρονική τους αλλη λεγγύη 1 5 • Η γλώσσα ε ί­
ναι δομή συ γχρονι κή και η διαχ ρονία, γ ράφει ο Εμίλ Μπενβε-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 31
νίστ , ε ίναι διαδοχή συγχρονιών 1 6• Για να «αντιληφθούμε τ η
γλώσσα π ρέπει ν α τη δούμε σuyχρονικά», γιατ ί μ ε τη διαχρονι­
κή προοπτική « δεν αντιλαμ βάνεται κανείς τη γλώσσα; αλλά
μια σειρά γεγονότων που την αλλάζουν » 1 7•
Το κάθε γλωσσικό σύστη μα διέπρυν κανόνες φωνολογικοί,
γραμματικοί και λεξιλογικοί. Σε όλες τις κοινωνίες και
όλες τις γλώσσες , η γλωσσική πράξη των ομιλητών είναι
ισορροπία ανάμεσα στην υποταγή στους κανόνες, προϋπόθεση
για την επικοινωνία, και στην παραβίασή τους για τη δημι­
ου ργία ατομικού ύφους και την ανταπόκ ριση σε νέες επικοι­
νων ιακές ανάγκες. Η γλώσσα, γράφει ο Μ. Σετάτος, ε ίναι
«μηχανισμός πο υ αναγκαστικά προσαρμόζεται σε νέες ανάγ­
κες επικο ινω νίας, όταν αλλάζουν οι κοινωνικοί όροι ». Έτσι,
« Ο ι πραγματώσεις του λόγου και της χ ρήσης μπο ρούν να ει­
σ αγάγουν και στοιχεία που δεν υπάρχουν στη δομή », φαινό­
μενο που προκαλεί την αλλαγή των γλωσσών. Αυτή η συνε­
χής αλλαγή κάνει απαραίτη τ η και την « περιοδική ανανέωση »
της κωδικοπο ι η μένης σε κανόνες γλώσσας, την περιοδική αλ­
λαγή των κανόνων18• Οι αλλοιώσεις , αλλαγές και παρα βιάσεις
τ ων κανόνων δε γίνονται τυχαία, αλλά οφείλονται σε αίτια
κοινωνικά, που προκαλούν νέες ανάγκες επικοινωνίας . ' Άλ­
λωστε, οι αλλοιώσεις και παραβιάσεις των κανόνων πάντοτε
έχουν και με τ αδίδουν πολύ συγκεκ ριμένο νόη μα. Εφόσον
έχουν νόη μα, γράφει ο Ρομάν Γιάκομπσον, όχι μόνο δεν απο­
τελούν « ανωμαλία», αλλά αντίθετα, από τ η στιγμή που χρησι­
μοποιείται από τη γλωσσική κοινότη τ α, η κάθε παραβίαση ή
παραφθο ρά ανή κει αυ τ όματα στη φυσική λειτου ργία του συ­
στήματος, άρα π ρέπει να περιληφθεί στη γραμματική19 •
Μολονότι τα παραπάνω αποτελούν για την εποχή μας γνω­
στικές κατακτήσεις, τις οποίες « δεν υπάρχει πια κανείς που να
αμφισβητεί» 20 , συχνά εμφανίζεται στις διάφορες κοινωνίες με
τη μο ρφή καταστροφικής π ροφητείας η ταύτιση της γλωσσι­
κής αλλαγής με την παρακμή . Ε πισημαίνονται οι αλλαγές, αλ­
λοιώσεις και παραβιάσεις κανόνων, ονομάζονται ανωμαλίες
και φθορά της γλωσσικής ποιότη τ ας και εξομοιώνονται με την
τάση για όλο και μεγαλύτερη φθορά και υποβάθμιση της γλώσ­
σας . Σ υνήθως ως φάρμακο αντίδοτο της γλωσσικής κατασ τ ρο­
φής προτείνεται η επιστροφή σε κάποιο γλωσσικό πρότυπο,
32 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

που είναι η γλώσσα μιας ορισμένης ιστο ρικής στιγμής ή κά­


ποια παραλλαγή της επίση μης και κωδικοποιη μένης γραπτής
μο ρφής. Η προφητεία αυτή , για να διατυπωθεί και μ όνο , οφεί­
λει να παρακά μψει τις παραπάνω βασικές αρχές τ ης γλωσσο­
λογ ίας , αλλά επίσης να περιγράψει τη γλώσσα σαν φαινό μ ενο
υπερ βατικό, που υπάρχει έξω από την κοινωνία και πέρα από
την π ραγματικότητα της χρήσης του λόγου με στόχο την
επικοινωνία.
Ο κοινωνικός μύθος που ταυτίζει τη γλωσσική αλλαγή με
την παρακ μή αναπαράγ ει μια παλιά π ροεπιστημονική ιεράρ­
χ ηση κοινωνικών ομάδων και γλωσσών, που γ εννούσε στο μυ­
αλό κάποιων μορφωμένω ν τον « Πει ρασμό », όπως τον ονομάζει
ο Εμίλ Μπενβενίστ, να ανάγουν «σε παγκόσμιες ιδιότητες του
λόγου τις ιδιαιτερότ ητες μιας ο ρ ισμένης γ λώσσας ή ενός
γ λωσσικού τύπου » 2 1• Η αναγ ωγή αυτή στη ριζόταν στο μύθο ότι
υπάρχει ένα είδος σταδιακής πορείας της ανθ ρωπότητας π ρος
τη γλωσσική τελειότητα και ότι κάποια στιγμή κατακτιέται η
αυθεντικότερη ή η ιδανική γλωσσική μορφή . Από τη στιγμή
που θα διατυπωθεί ο μύθος και θα ο ριστεί η μο ρφή που θεω ρεί­
ται αυθεντική ή ιδανική , η αναγκαιότητα τη ς διατή ρησής της
προκύπτει αυτόματα και η κάθε απομάκρυνση από αυτή γ ίνεται
αντιληπτή σαν πορεία π ρος τη γλωσσική παρακμή .
Ο μύθος αυτός έχει εμφανιστεί πολλές φορές στην ιστο ρία,
με στόχο συχνά αό ρατο και ακόμα συχνότερα ασυνείδητο την
υπεράσπιση προνομίων που κατέχουν ο ρισμένες κοινωνικές
ομάδε ς και τα οποία απειλούν κοινωνικές αλλαγ ές που εκφ ρά­
ζονται σε γ λωσσικές αλλαγές. Έτσι, ο τίτλος της αυθεντικής
γ λώσσας, τ ης μορφής που έφτασε το ιδανικό επίπεδο γλωσσικής
τελειότητας και άρα πρέπει η γ λωσσική εξέλιξη να σταματήσει
γ ια να το διατ η ρήσει, έχει κατά καιρούς αποδοθεί σε διάφορες
γλώσσες .
Το μεσαίωνα, τα λατινικά θεω ρούνται σε όλ η την Ευ ρ ώπη η
αυθεντικότερη έκφραση του ανθρώπινου λό γ ου, περιγ ράφονται
σαν η μόνη μορφή που αξ ίζει να κατέχει τον τ ίτλο τ ης «γλώσ­
σας » και γι ' αυτό ό λες οι άλλες γλώσσες ονομάζονται «χυδαία
ιδιώματα» 22 • Μόνη αληθινή γλώσσα θεω ρείται για αιώνες στην
ανατολή η κλασική αραβική , ενώ όλες οι ομιλούμενες π αραλ­
λαγές της αποκαλούνται «νοθευμένες και κατ ώτερης ποιότητας
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 33
ντοπιολαλιές » 2 3 • Τον 180 και τον 190 αιώνα πιστεύεται σε όλο
τον κόσμο ότι η γαλλική είναι από γλωσσική άποψη καταλλη­
λότερη για τη διπλωματία, επειδή μόνο σε αυτήν αποδίδεται η
« μεγάλη διαύγεια» που απαιτεί η διπλωματική έκφ ραση , σε αν­
τίθεση με την αγγλική που συγκ ριτικά ονομάζεται το « απεχθές
ιδίωμα των τ ραπεζών και των συναλλαγματικών» 2 4 • Η επι βολή
στους ομιλητές των αποικιών της γλώσσας της αποικιακή ς μη­
τ ρόπολης ονομάστηκε εκπολιτισμός και ανύψωση του πνευμα­
τικού επιπέδου, και όλο τον 190 αιώνα η γλωσσολογία της
αποικιοκρατ ίας περιγράφει τις «πρωτόγονες » γλώσσες σαν δο­
μικά ατελέστερες, γραμματικά απλούστερες και λεξιλογικά
φτωχότερες.
Το κύρος και η αίγλη μιας ορισμένη ς γλώσσας, που επέτ ρε­
ψαν ν α της αποδοθεί ο τ ίτλος της αυθεντικότερης ή ιδανικής
μορφής , οφείλεται σε αίτια κοινωνικά και καθόλου γλωσσικά.
Π ρόκειται πάντα για τη γλώσσα μιας μεγάλης δύναμης και
οφείλει το κύρος της σε ο ρισμένη περίοδο κατά την οποία την
κοινότητα που τη μιλάει χαρακτη ρ ίζει πολιτιστική άνθιση ,
αποτέλεσμα μεγάλης οικονομικής ευμάρειας, και πολιτική
ηγεμονία, που ασκεί σε πολλές άλλες χώρες γύρω, όπως συνέ­
βη με τη λατινική από τον αιώνα του Αυγούστου, με την ελλη­
νική της ατ τικής περιόδου , με τη γαλλική του 17ου και 18ου
αιώνα, όπως σ υ μ βαίνει με την αγγλική σήμερα. Γλώσσες στις
οπο ίες εξαιτ ίας της οικονομικής ευμάρειας και της πολιτικής
ηγεμονίας παράγονται τ α έργα της επιστήμης, των ιδεών και
της τέχνης.
Ο «ορίζοντας » των γνώσεων για τις γλώσσες έχει σήμερα
«διευρυνθεί» πολύ , όπως γράφει ο Εμίλ Μπενβενίστ, και έχουν
όλες οι γλώσσες αποχτήσει εξίσου τον τ ίτλο να εκπροσωπούν
το λόγο . Γνω ρίζουμε π ια ότι «δεν κατακτή θηκε» σε καμιά στιγ­
μή του παρελθόντος ούτε και κατακτιέται με καμ ιά μορφή του πα­
ρόντος «τίποτα το π ρωτογενές » ούτε αυθεντικό, οι πιο αρχαίες
γλώσσες αποδεικνύονται εξίσου πλή ρεις και περ ίπλοκες με τις
ση μερινές, οι άλλοτε ονομαζόμενες πρωτόγονες γλώσσες
έχουν, όπως αποδεικνύει η μελέτη τους, «συστηματικότητα και
οργάνωση με υψηλή διαφοροποίηση >> ανάλογη με εκείνη που
έχουν οι γλώσσες των βιομηχανικών κοινωνιών 2 5 • Η αξιολογι­
κή ισότητα για όλες τις φυσικές , δη λαδή ομιλούμενες γλώσσες
34 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
είναι πια κοινό ς τόπος. ' Άλλωστε η «ισομο ρφία των γλωσσών»
ωθεί διάσημους γλωσσολόγους, όπως τον Έντουαρντ Σαπίρ,
τον Ρομάν Γιάκομπσον, τον Νόαμ Τσόμσκι, να θέτουν το π ρό­
βλημα της τυπολογίας των γλωσσών γενικά και να τους απα­
σχολεί η ανεύρεση των « παγκόσμιων» εκείνων κανόνων που
ρυθμίζουν όλες τις γλώσσες.
Ο μύθος που ταυτίζει την αλλαγή της γλώσσας με την πα­
ρακμή τη ς παρα βιάζει στοιχειώδεις επιστη μονικέ ς αρχές .
Όπως έγραφε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης ή δ η το 1907, «κά­
θε γλ ώσσα μετα βάλλεται συγχρόνως, άδιαλείπτως καί συνεχ ώς
είς δλα της τά στοιχεία, φωνητικώς , μορφολογικ ώς, σ η μασιο­
λογικ ώς , συντακτικώς ο ί αδή ποτε μεταβολ ή εiς ενα άπό αύτά
προϋποθέτει η προπαρασκευάζει εiς τήν ιϊλυσιν τ ών γλωσσικών
φαινομένων άλλας μεταβολάς άλλων στοιχείων» 2 6 • Ο μύθος της
παρακμή ς είναι κοινωνικός και οφείλεται στο «γόη τρο της
γραφή ς » . Στη ρίζεται στη λαθεμένη αντ ίλη ψη ότι μια γλώσσα
μπο ρεί να υπάρχει δίχως να μιλιέται ή με τα λόγια του Τριαν­
ταφυλλίδη « άπο ρ ρέει ά π ό πεπλανη μένην ά ντίλη ψιν τοϋ τί εί­
ναι γλ ώσσα καί τ ί ε ίναι ζωντανός λόγος στη ρ ίζεται έπί τής
πεποιθή σεως δτι διά νά ζή μία λέξις, δη λαδή δι ά νά λέγεται,
άρκεί νά γ ράφεται καί liς μή λέγεται. Δι' αύτό νομίζουν οί
πολλοί δτι καί αί λέξεις τής άρχαίας έλληνικής , έπειδή ύ πάρ­
χουν εiς τ ό χαρτί, δέν έχάθησαν ά π ό τήν γλ ώ σσαν, μολονότι
άπό έκατονταετ η ρ ίδων δ έν λέγονται» 2 7• Μια λέξη που δε λέγε­
ται πια είναι λέξη νεκ ρή , άλλωστε ακόμα και όταν μια αρχαία
λέξη χρησιμοποιη θεί για να φτιάξει μια σύγχρονη έννοια, αυτό
«κατά κανένα τρόπο >>, γράφει ο Ζοζέφ Βεντρυές, δε «μας επιτ ρέ­
πει να πούμε ότι πρόκειται για επιστροφή στη ζωή μιας νεκρής
λέξη ς ( . . . ), πρόκειται απλώς για εισαγωγή μιας καινού ριας λέ­
ξη ς στο λεξιλόγιο» 2 8 , με έναν από του ς πολλούς τ ρόπους που
διαθέτουν οι γλώσσες για να κατασκευάζουν καινούριες λέξεις.
Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
. ΚΑΙ ΚΥΡΙ ΟΛΕΞΙΑ
ή
«Δε μιλάνε στο σπίτι του κρεμασμένου για σκοινί»

Οι μύθοι για την ιδανική γλώσσα παραβλέπουν (ή οι ρήτο ρες


που τ ο υ ς διαδίδουν αγνοούν) μια από τις σημαντικότερες γλωσ­
σικέ ς λειτου ργίες, τη μεταβίβαση λανθάνοντος νοή ματος. Τη ν
εξαι ρετικά περίπλοκη και θαυ μαστή ικανότητα των ομιλητών,
που είναι, όπ ως γράφει ο γάλλος γλωσσολόγος Οσ βάλντ Ντυ­
κρό, να πετυχαίνουν να λέγεται κάτι με την αποσιώπησή του 2 9 •
Το άρρητο και λανθάνον μήνυμα ε ίναι δημιού ργημα των
γλωσσικών απαγο ρεύσεων, που έχουν βαθιά τη ρίζα τους στην
ιστο ρία του π ολιτι σμού . Γ λωσσικές απαγορεύσεις υπάρχουν
στις γλώσσες όλων των κοινωνιών. Σε π ολλές θρησκείες
απαγο ρεύεται να προφέρεται το όνομα του θε ού. Ο α ρχαίος
ε βραϊκός θεός , π.χ. , αποκαλείται «Ιεχω βά» και η λέξη αυτή
είναι επίθετο πολύ παλιό, τετραγράμματον με τέσσερα σύμφω­
να, π ο υ δεν π ροφέρονταν, και σημαίνουν ο ακατανόμαστος, αυ­
τός που δε λέγεται 3 0 • Η βλασφημία, η αρχαία «ύ βρις », προέρχε­
ται από αυτή τη βι βλική απαγό ρευση και ταυτίζει την επί­
κληση τ ο υ ο νόματ ος του θε ού με την προσ βολή του 3 1•
Οι γλωσσικέ ς απαγορεύσεις είναι σε όλες τις γλώσσες ποι­
κίλες , θρησκευτικές , κοινωνικέ ς , π ολιτικές, ηθικές . Η ύπαρξη
της απαγό ρευσης θα γεννήσει ο πωσδήπ οτε σε κάποιες συνθή­
κες την ανάγκη να παραβιαστεί. Ο ευφημισμός ε.ίναι γλωσσι­
κή παραβίαση τη ς γλωσσικής απαγό ρευσης , αντικατάσταση
της απαγο ρευμένης λέξης με συνώνυμα, παραφθ ο ρές ή παρω­
νυμ ίες, ό πως η λαϊκή βρισιά «άει στ ο διάτανο », π ο υ με την
παραφθ ο ρά της λέξης «διάβολος » σέ βεται και συγχ ρόνως πα­
ραβιάζει το γλωσσικό ταμπ ο ύ , ή όπως οι πολύ συνηθισμένε ς
παρωνυμ ίες , « πουλάκι », με τις ο ποίες οι γονείς μαθαίνουν στα
36 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
παιδιά τους εξαιτ ίας της απαγό ρευσης να ονομάζουν τα σεξου­
αλικά ό ργανα.
Η γλωσσική απαγό ρευση και η παραβ ίασή της είναι εξ ίσου
ση μαντικές . Σε κάθε κοινωνία η γλωσσική απαγό ρευση εξυπη­
ρετεί κοινωνικές ανάγκες, αλλά το ίδιο και η δυνατότητα να
παρα βιάζεται η απαγόρευση και να υπάρχει τ ρόπος να εκφρά­
ζεται το απαΎο ρευμένο . Αυτό εξηγεί και το παράδοξο που επι­
σημαίνει ο Εμίλ Μ πενβενίστ στην απαγό ρευση να π ροφέρεται
το όνομα του θεού, όπου απαγο ρεύεται να μνη μονεύεται το
όνομα εκείνο που πρέπει να υμνείται και να διαιωνίζεται, αλλά
σαν ακατανόμαστο και απαγορευμένο 3 2 , γλωσσικό παράδοξο
που αιώνες καλλιεργεί το δέος στο θεό και προσθέτει δύναμη
στις εκκλησ ίες .
Η ψυχανάλυση έχει ασχοληθεί με την ανακούφιση που προ­
καλεί η παραβίαση των γλωσσικών ταμπού , που έχουν σχέση
με τη σεξουαλικότητα και την επιθετικότητα.
Στην ανάλυση του χιούμορ που κάνει ο Σίγκμουντ Φρόυδ,
εξηγεί γιατί ο ρισμένα λεκτικά παιγνίδια ή μικρές ιστο ρίες (τα
ανέκδοτα) προκαλούν γέλιο, δη λαδή αυθό ρμητη έκφραση ευ­
χαρίστη σης. Τα περισσότερα αστεία είναι δύο ειδών. Αποτε­
λούν συλλογισμούς που ακολουθούν ώς ένα ση μείο τους κανό­
νες της τυπι κής λογική ς και τελειώνουν με αναπάντεχο σπάσι­
μο του λογικού ειρμού, που προ καλεί το γέλιο , γιατί ανακουφ ί­
ζει στιγμιαία από την πίεση του υπερεγώ, στοιχείου της
αν θ ρ ώπινης προσωπικότητας που εκφράζει τη λογική, την η θι­
κή και τις κοινωνικές απαγο ρεύσεις . ' Αλλα αποτελούν έμμεσο,
άρα κοινωνικά επιτ ρεπτό τρόπο να παραβιάζονται με υπονοού­
μενα ή λεκτικά παιγνίδια τα γλωσσικά ταμπού , ώστε να εκφρά­
ζεται η σεξουαλικότητα και να εξωτερικεύεται η επιθετικότη­
τα. Π ροκαλούν γέλιο για τον ίδιο λόγο. Η ε π ιθυμία και το εν­
διαφέρον για τη σεξουαλικότητα καθώς και αισθή μciτα επιθετι­
κότητας που βρίσκονται στο υποσυνείδη το δεν μπορούν να
εξωτερικευτούν, γιατ ί την έκφρασή τους απαγο ρεύει η κοινω­
νική η θική . Τα ανέκδοτα και τα αστεία πετυχαίνουν θεμιτή άρ­
ση της απαγόρευσης και η έκφραση του απαγο ρευμένου προ­
καλεί ευχαρίστηση 3 3 •
Το λανθάνον νόη μα ε ίναι πλούτος τεράστιος της γλώσσας ,
που δίνει άπειρες δη μιουργικές δυνατότητες στον κάθε ομιλη-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 37
τ ή . Δ ίνει ακόμα επιχειρη ματική δύναμη στην κάθε δή λωση .
Τέλος επιτρέπει στον ομιλητή να οπισθοχω ρεί όταν χ ρειάζεται
και να μπο ρεί να αρνείται ότι διατύπωσε τη λανθάνουσα
δήλωσ η . Για παράδειγμα, η κοινωνική η θική απαγο ρεύει τη
λεκτική αυτοπρο βολή και αυτοκολακεία. Ο ομιλητής, που
αναφέρεται στις διάφο ρες πρωτεύουσες μιλώντας για τον
καιρό, για να δείξει ότι είναι πολυταξιδεμένος, ·μπο ρεί να
αρνη θεί τη λανθάνουσα δή λωση , εάν ο δέκτης την εκφράσει
ρητά, και να πει ότι καθόλου δεν την εννοούσε. Αν κάποιος
ομιλητής συζητώντας για την πολιτική πει τη φ ράση , « Ο τάδε
υπου ργός δεν έκλεβε το δημόσιο ταμείο », εφόσον ο δέκτης
εκφράσει τη λανθάνουσα δή λωση , μπο ρεί να οπισθοχωρήσει,
λέγοντας ότι αυτός ποτέ δεν ε ίπε πω ς ·έκλε βαν οι άλλοι
υπουργοί, άλλωστε δε μίλησε καν γι � άλλους υπουργούς.
Οι γλωσσικοί κανόνες είναι πολύ ευρύτεροι και πλουσιότε­
ροι από εκείνους που ώς τώρα μπό ρεσαν να τυποποιήσουν οι
ειδικοί. Οι κοι νωνικοί κανόνες που ρυθμίζουν την επικοινωνία
και δ ίνουν συνεμφατικά νοήματα στα λεκτικά μηνύματα ε ίναι
εξ ίσου ση μαντικοί με τους γλωσσικούς . Δεν είναι το
κυριολεκτικό νόημα των λέξεων και οι γραμματικές κατηγο ρ ίες
που έ χουν τ η μεγαλύτερη ση μασία, αλλά το νόη μα που παίρνει
το σημαίνον-σημαινόμενο μέσα στο συμφραστικό και το
κοινωνικό του πλαίσ ιο (νόημα κάθε φορά διαφορετικό) και οι
κοινωνικές σχέσεις των ομιλητών που επη ρεάζουν τις
γραμματικές κατηγο ρ ίες. Τη ν επικοινωνία, γράφει ο . Ρομάν
Γιάκομπσον, ρυθμίζουν «Πλήθος από σύνολα κανόνων, που
επ ιτ ρέπουν, επι βάλλουν ή απαγο ρεύουν το λόγο ή τη σιωπή »
και οι κοινωνικές σχέσεις των ομιλητών είναι εκείνες που
«αποτελούν ουσιαστικό μέρος» του κάθε «γλωσσικού κώδικα
και επηρεάζουν άμεσα τις γραμματικές κατηγο ρίες » 34 •
Η επικοινωνία δε γ ίνεται ποτέ στο κενό , γίνεται μόνο στην
κοινωνία, όπου τη διέπουν ο ργανωμένες κοινωνικές σχέσεις,
που επη ρεάζουν τη γλώσσα και δ ίνουν νόη μα στα μηνύματα. Η
τεχνική γνώση του γλωσσικού κώδικα αποτελεί μόνο μικρό
μέρος της δυνατότη τας για λεκτική επικοινωνία. Η αποστήθιση
π. χ. τ ο υ λεξικού μιας γλώσσας πολύ λ ίγο θα βοηθούσε το
γνώστη να καταλάβει τον πιο απλό διάλογο μεταξύ ομιλητών
της.
38 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
Στη γλωσσική διαδικασ ία, οποιαδή ποτε δή λωση έχει πάντα
δύο νοήματα, ένα κυ ριολεκτικό , που μας δίνει το λεξικό και
άρα για την κατανόησή του αρκεί η τεχνική γνώση του λεξιλο­
γ ίου, και έ να λανθάνον, που μας το δ ίνει η γνώση των κοινωνι­
κ ών συνθ η κ ών παραγωγής της δήλωσης 3 5 , δίχως την οποία η
τεχνική αυτή γνώση ε ίναι ανεπαρκέστατη . Ας πάρουμε την πο­
λύ απλή δή λωση «Η ώρα είναι εφτάμισι». Κυριολεκτικό νόημά
της (που μπο ρούμε να κατανοή σουμε με τη βοήθεια του λεξι­
κού) είναι ότι ο πομπός πλη ροφο ρεί το δέκτη πως είναι εφτά­
μισι η ώρα. Αν όμως πομπός της δή λωσης είναι η μητέρα και
δέκτη ς το παιδί της που έχει αφήσει τα βιβλία του ανοιχτά και
παίζει, το νόημα όχι μόνο είναι πολύ πλουσιότερο, αλλά δεν
έχει και μεγάλη σχέση με την κυριολεκτική ση μασία της δή­
λωσης . Αν κάνω σε κάποιον την ερώτηση , «Κοιμάσαι ; », ενώ
είναι ακίνητος και με κλειστά τα μάτια, το ρήμα έχει τελείως
διαφορετική ση μασία από ό,τι αν την απευθύνω σε κάποιον που
μόλις έσπασε ένα πιάτο, γράφει η Βάσω Τοκατλίδου 36 •
Το νόημα στη γλώσσα όχι μόνο δεν περιο ρ ίζεται στην κυ­
ρ ιολεκτική ση μασία των φ ρ άσεων ή των λέξεων, αλλά μπο ρεί
συχνά να ε ίναι άσχετο με την κυριολεξία του μηνύματος. Ανά­
λογα με τις κοινωνικ ές :συνθή κες εκπομπής και λήψης της, η
'
παραπάνω απλή δή λωση ,, «tJ ώρα ε ίναι εφτάμισι », μπο ρεί να
έχει πολύ διαφο ρετικές ση μασίες . Μπορεί να σημαίνει, « Γιατί
άργησες τόσο ; » ή " Έχουμε καιρό γιατί βιάζεσαι ; » ή « Π ώς νύ­
χτωσε χ ω ρ ίς να το καταλά βω ; » ή « Α ρκετά έμεινες , ώρα να
πηγαίνεις . » κ. ο. κ. Η απλούστερη και αθωότερη φ ράση μπο ρεί
να περιέχει πλούσια λανθάνο ντα μηνύματα άσχετα με την κυ­
ριολεξ ία. «Κλείσε την πόρτα» μπο ρεί να σημαίνει «Κάνε κάτι
σε παρακαλώ για να μη μας αποσπάει ο θόρυ βος » ή «Κρυώ­
νω » ή «Θέλω να σου πω κάτι εμπιστευτικό » ή «Θέλω να απο­
μονωθούμε για λίγο οι δυο μας » κ .ο . κ .
Υπάρχουν φράσεις επιφωνηματικές, που μεταδίδουν μηνύμα­
τα τελείως διαφο ρετικά α πό το κυριολεκτικό τους νόη μα, π.χ.
« Εμ, πώς ; », «Αμέ τι ; », « ' Ακου λέει; », που σημαίνουν «συμφω­
νώ». Ή ακόμα, «Τι λες , βρε παιδί μου ; » «Μη μου το λες ! »
« Σο βαρά; », που ση μαίνουν «συμπάσχω ». Επίσης, «Α, δεν ξ έ­
ρω », «Δεν ε ίμαστε καλά», « Πού ακ ο ύστη κε ;» που σημαίνουν
« διαφωνώ».
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠ ΙΚΟ ΙΝΩΝ Ι Α 39

Υπάρχουν ακόμα σε κάθε γλώσσα επιφωνήματα, που μεταδί­


δουν μηνύματα, π. χ . «Ωχ » ή «Αμάν» δηλώνουν ξάφνιασμα από
δυσάρεστη έκπληξη . « Β ρε, β ρε, βρε . . . " ή «Πω, πω» ευχάριστη
έκπληξη και θαυμασμό . «Τς , τς, τς» αποδοκιμασία. «Σςςς »
απαίτηση σιωπής. « Εεεε;» απο ρία.
Σε ό λες τις γλώσσες και όλες τις παραλλαγές του ίδιου
γλωσσικού συστή ματος, ο κάθε ομιλητής έχει πάντοτε εξίσου
ως πομπ ός και ως δέκτης πλή ρη και συνεχή συνείδηση των
μηνυμάτων που λανθάνουν. Κανένας πραγματικ ό ς ομιλητής δεν
εκφράζει ούτε κατανοεί τα λεκτικ ά μηνύματα στην κυ ριολεξία
τους σαν αθώα και απαλλαγμένα από λανθάνοντα μηνύματα. Ο
σύζυγος που ακούει μπαίνοντας στο σπίτι την ε ρ ώτηση της γυ­
ναίκας του , « Πάλι κλειστο ί ήτανε οι φού ρνοι σήμερα;», θα κα­
ταλάβει οπωσδήποτε ότι του λέει «διαμα ρτύ ρομαι με την ειρω­
νεία για την αδιαφο ρ ία σου να ξεχνάς κάθε μέρα να φέρεις ψω­
μί» ή κάτι ανάλογο και εξ ίσου περίπλοκο, και αποκλε ίεται να
αντιλη φθεί το κυριολεκτικό νόημα της φράσης. Το ίδιο θα
συμβεί και με το μαθητή που προχω ρεί α ργά και βαριεστη μένα
προς την τάξη , εάν κάποιος του πει, «Μην τ ρέχεις, Κώστα και
ιδρώσεις », θα καταλάβει το πραγματικό και λανθάνον και ό χι
το κυριολεκτικό νό ημα.
Η πράξη του λόγου αποτελείται απ ό περ ίπλοκες δημιου ργι­
κές επιλογές, μορφικές και ση μασιολογικές , που κατασκευά­
ζουν το ν ό ημα. Η κυριολεξία είναι συχνά υποκατάσταση του
πραγματικού νοή ματος. Συχνή είναι η υποκατατάσταση με την
αντ ίθεση , οπότε η κυ ριολεξία σημαίνει το αντ ίθετο από αυτ ό
που ο ομιλητής εννοεί, όπως στην παραπάνω φράση «μην τρέ­
χεις και ιδρώσεις » ή όπως στη φράση «Μπράβο , Γιάννη , ωραία
τα κατάφερες ! » για το Γιάννη που έσπασε το ποτή ρι. Συχνή
είναι επίσης η υποκατάσταση με τη μεταφορική εξ ίσωση , όταν
λέγεται για κάποιον «είναι λελέκι» ή «Κυπαρισσάκι αψη λό », ή
άλλες πολύ συνηθισμένες υποκαταστάσεις, «μαυ ρισμένος υπο­
ψή φιος », «σαιξπη ρικό πρόσωπο », «μάτια μου », υποκαταστά­
σεις που δε γίνονται ποτέ αντιλη πτές στην κυ ριολεξ ία.
Η συνείδηση των μηνυμάτων που λανθάνουν σε αντ ίθεση με
την κυριολεξία είναι επιπλέον σε κάθε ομιλητή-δέκτη τόσο αυ­
ξη μένη , ώστε συχνά παρακάμπτει τελείως το κυριολεκτικό νόη­
μα και απαντάει κατευθείαν στο λανθάνον νόη μα που αντιλή-
40 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
φθηκε. Έτσι, είναι πολύ συνηθισμένο , ο δέκτης της απλούστα­
της φράσης, «Το παράθυρο είναι ανοιχτό », να αντιδράσει ρω­
τώντας, «Μήπως κρυώνεις ; », ο δέκτης της φ ράσης , «Τι ω ραία
λιακάδα ! >>, να π ροτείνει, « Θέλεις να πάμε περ ίπατο ; », ο δέκτης
της φ ρ άσης , « Μυ ρ ίζει φασολάδα», να καταλάβει ότι ο πομπός
πεινάει κ . ο . κ .
Τ ο νόημα λανθάνει σε πλήθος μορφικά και γραμματικά
στοιχεία της γλώσσας . Οι προθέσεις και τα συνδετικά δίνουν
ανάλογα με τη χρήση τους διαφο ρετικό νόημα στη δήλωση . Αν
π . χ . ο τ ίτλος εφη μερίδας γ ράφει «σκότωσε για ένα κασόνι
ντομάτες », που στην κυριολεξ ία ση μαίνει : αίτιο του φόνου
ή ταν οι ντομάτες και μεταφορικά σημαίνει : η αφορμή του φό­
νου ήταν ασή μαντη, με το διφο ρούμενο επιδιώκει να κεντ ρίσει
την περιέργεια του αναγνώστη . Το « αλλά» μέσα στη φράση ,
« Ε ίναι ω ρ αία αλλά έξυπνη », αποτελεί μόνο του ολόκλη ρο μή­
νυμα που αφο ρά την ιδεολογία της αξιολόγησης των γυναικών
με την εμφάνιση και της απουσ ίας νοη τικών ικανοτήτων από
το «ω ραίο » φύλο γενικά. Το « αφού » στη φ ράση « Πηγαίνω
στο γραφείο, αφού π ρέπει να τα ξέ ρεις όλα ! » δεν εξηγεί την
αναχώρηση , αλλά την αναγγελία της αναχώρησης και υπονοε ί
επιπλέον ότι ο ομιλητ ή ς αναγκάζεται να εξηγήσει την αναγ­
γελία. Αν κάποιος ρωτήσει, « Π ώς πήγες στις εξετάσεις ; » και
ο άλλος απαντή σει, « Πολύ καλά, βέ βαια ! », το « βέ βαια» περιέ­
χει ολόκλη ρο άφατο μήνυμα, άσχετο με την πλη ροφο ρία που
ζητήθη κε και αφορά τη σχέση των δύο ομιλητών 3 7•
Πλήθος νοήματα λανθάνουν ακόμα στη χρήση του χρόνου
των ρημάτων, που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον γλωσσολογικό
θέμα. Ο χ ρόνος των ρη μάτων καθο ρ ίζεται όχι μόνο από τη
γραμματική, αλλά κυ ρίως από το νόημα, γιατ ί ο γλωσσολογι­
κός χρόνος ε ίναι άλλος από τον « φυσικό » χρόνο 3 κ . Στην πρόσ­
κληση , « Έλα», ο δέκτης απαντάει προτού έρθει , « Έφτασα»,
ή στην π ρόσκλη σ η , « Πάμε να φύγουμε » , ο δέκτης απαντάει
προτού ξεκινή σει , «Φύγαμε ! », και εξηγούμε τη ματαίωση ενός
ταξιδιού προσδιο ρίζοντας το χ ρόνο άσχετα με τον φυσικό χ ρό­
νο , « Ήταν να πάμε αύ ριο » . Ο Αχιλλέας Τζάρτζανος γ ράφει
στη Νεοελληνική Σύνταξη ότι μιλ ώντας για το μέλλον στον
μέλλοντα χ ρόνο δη λώνουμε αυτό που θα γ ίνει , ενώ μιλώντας
για το μέλλον σε χ ρς)νο ενεστώτα εκφράζουμε βε βαιότητα για
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 41
αυτό που θα γ ίνει, «Σε λίγο θα φτάσουμε » έχει διαφο ρετικό νό­
η μα από το «Σε λ ίγο φτάνουμε», ο ενεστώτας σημαίνει βεβαιό­
τητα σε σχέση με το μέλλοντα 39 • Οι εφημερίδες χ ρη σιμοποιούν
τα ρή ματα σχεδόν πάντα στον ενεστώτα, γ ιατ ί περιγ ράφουν την
επικαι ρότητ α . ' Οταν χρησιμοποιείται άλλος χρόνος, στην επι­
λογή του λανθάνει νόημα . Στον τ ίτ λ ο « Ο δολοφόνος ήταν εγ­
καταλειμμένο ο ρφανό », η επιλογή του παρατατικού είναι άρ­
ρητη αιτιολογία . Όπως επίσης αιτιολόγηση δ ίνεται με τον
παρατατικό στον τ ίτλο της ε ίδησης, « Παιδί σκοτώνει συμμα­
θητή του , έπ ά ιζαν με οπλισμένη καραμπίνα» .
Για την επικοινωνία λοιπόν το λεξικό και η κυριολεκτική
ση μασία των λέξεων δε φτάνουν, δεν αρκούν για να μεταδοθεί
κ αι να π ροσληφθεί το νόη μα του μηνύματος . Εκείνο που π ριν
απ ' όλα κάνει δυνατή την κατανόηση του νοή ματος και άρα
την επικοινωνία είναι η γνώση των κοινωνικών κανόνων που
τη ρυθμίζουν και των κοινωνικών συνθη κών μέσα στις οποίες
εκπέμπονται τα μηνύματα . Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν για
όλες τις μορφές επικοινωνίας και τις εξωλεκτικές . Η π α ραβία­
ση ή η άγνοια των κοινωνικών κανόνων οδηγεί σε καταστροφή
της επικοινωνίας . Αν, για παράδειγμα, έ βγαινε στο δρόμο ο
π ρόεδρος μιας δυτικής δη μοκ ρατ ίας κρατώντας μεγάλη πολύ­
χ ρωμη ομπρέλα, όπως έκαναν οι αυ τ οκράτο ρες της Κίνας , που
η ομπρέλα συμβόλιζε την εξουσία ζω ή ς και θανάτου πάνω
στους υπη κόους τους, όχι μόνο δε θα έτ ρεμαν οι πολίτες . σ το
πέρασμά του, αλλά θα τον περνούσαν για τ ρελό, άρα ανάξιο για
π ρόεδρο . Αν κάποιος κάτοικος νησιού του Ειρηνικού περπατ ή ­
σει γυμνός σε ευρωπαϊκή λεωφόρο, μολονότι στην κοινωνία
του αυτό είναι και φυσικό και η θικό και κανονικό, θα κινητο­
ποιήσει την αστυνομία . Ανάλογη αποτυχία της επικοινωνίας με
πολλές αρνητικές επιπτώσεις είναι η παρανόηση που προέρχε­
ται α πό τη συνάντηση διαφορετικών συστημάτων ρύθμισης της
κοινωνικής συμπεριφοράς . Π . χ . οι μετανάστες μεσογειακής
π ροέλευσης (Ισπανο ί, Τούρκοι, Έλληνες, άλλοι) προκαλούν
πολύ συχνά σε χώρες της βό ρειας Ε υ ρ ώπης εχθρότητα με τη
φυσική συμπεριφορά τους να μιλούν δυνατά και χειρονομώντας
σε δη μόσιους χώρους, επειδή αυτό γ ίνεται αντιλη πτό σαν επι­
θετική συμπεριφορά, μολονότι είναι γνωστό στους βο ρειοευ­
ρωπαίους χαρακτ η ρ ιστικό, για τ ο οποίο μάλιστα έχουν ολό-
42 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
κλη ρο ιδεολογ ικό σ τ ε ρεό τ υπο που αφορά τ ο «μεσογ ειακό χα­
ρακτ ή ρα».
Π ροϋπόθεσ η τ η ς επικοινωνίας είναι εκτ ός από τ η γνώση τ ου
κ ώδικα η γ νώση τ ων κ ανόνων που τ η ρυθμίζ ουν μέσα σ τ ην
κοινωνία. Προϋπόθεση γ ια τ ην κατ ανόηση οποιουδή πο τ ε μηνύ­
ματ ος είναι η γ νώση τ η ς κοινωνικής πραγ ματ ικό τ η τ ας, των
κοινωνικών συνθη κών μέσα σ τ ις οπο ίες παράγ ε τ αι τ ο μήνυμα.
Ο υποθετικός δέκ τ ης, μέλος κοινωνίας που δε γνωρ ίζει τ ο αε­
ροπλάνο , θα θεωρήσει παράλο γ η ή εικόνα παραμυθιού τ η φρά­
ση « Ο Γιάννη ς κοι τ ούσε τ ον Όλυμπο καθ ώς πετ ούσε προς τ η
Θεσσαλονίκη ». Ακόμα δεν πρόκει τ αι να κατ αλάβει, αν ο Γιάν­
νης κοιτ ούσε τ ο βουνό, καθώς ο Γιάννης πετ ούσε ή καθώς τ ο
βουνό πε τ ούσε. Π ρ άγ μα τ ι, υπάρχει ασάφεια ως προς τ ο υποκεί­
μενο τ η ς υπο τ ακ τ ικής πρό τ αση � και είναι αδύνατ ος ο έξω από
τ ο νόημα γ ραμματ ι κός π ροσδιο ρισμός τ ου. Αυ τ ό που κάνει τ η
φράση αυ τ όματ α κ ατ ανο η τ ή από τ ον καθένα πιθανό δέκ τ η που
δε θα προσέξει καν τ ην ασάφεια τ ου υποκειμένου είναι η γ ενι­
κή πλη ροφόρηση από τ ον κοινωνικό περίγ υρο.
Σύμφωνα με τ η γ ενική κοινωνική πλη ροφόρηση , ο κάθε δέ­
κ τ η ς τ ης δή λωσης «Η γ ιαγ ιά μου ή τ αν ναυτικός » ή «Η αδερφή
μου είναι μητροπολίτ η ς » θα είναι βέ βαιος ό τ ι πρόκειτ αι γ ια ψέ­
μα.
Η εξάρ τ ηση τ ου νοή ματ ος από τ ις κοινωνικές συνθή κες πα­
ραγ ω γ ής τ η ς δήλωσης γ ίνετ αι ολοφάνερη σ τ α μηνύματ α εκείνα
που δεν έχουν νόη μα, ό τ αν είναι ξ εκομμένα από τ ις επικοινω­
νιακές κατ ασ τ άσεις παραγ ωγή ς τ ους. Η φράση π.χ. " Έχει λά­
σπες έξω, και αρκετ ά κουράσ τ ηκα σφου γγ αρ ίζοντ ας από τ ο
πρωί» είναι ακατ ανόη τ η , αν δεν ξέρουμε ό τ ι εκπέμπε τ αι από τ η
μη τ έρα σ τ ο παιδί τ η ς που ζη τ άει να β γ ει έξω να παίξει. Κατ ά
τ ον ίδιο τ ρόπο , η γ νώση των κοινωνικών ιδιαι τ ε ρο τ ή τω ν, τ ο
ισ τ ορικό υπό βαθρο των αξιών, τ η ς παιδείας (κουλτούρας) και
των κοινωνικών σχέσεων ε ίνα ι απαραίτ η τ η προϋπόθεση γ ια
τ ην κατ ανόηση κειμένων που έχουν παραχθεί σε διαφορ ετ ικές
κοινωνίες και άλλη ισ τ ο ρική περίοδο. Η γνώση αυ τ ή είναι
απαραίτ η τ η γ ια τ ην κατ ανόηση τ ου νοήματ ος που περιέχει π.χ.
ο «Θού ριος » τ ου Ρή γ α, επανασ τ ατ ικό εθνικό μή νυμα με τ η
μορφή ποιήματ ος, που δη μιουρ γ ή θ η κε σε συ γ κεκριμένη ισ τ ο­
ρική σ τ ι γ μή και σε ο ρισμένο κοινων ικό πλαίσιο. Κατ ανοώ τ ο
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 43
«Θόύριο», σημαίνει για τον σύγχ ρονο αναγνώστη , κατανοώ τη
σχέση του ποιή ματος με την ιδι α ίτερη ιστορική και κοινωνική
πραγματικότητα, αλλιώς η κ ατανόηση θα ε ίναι ελλιπής ή η εν­
τύπωση της κατ ανόησης θα είναι παρανόηση . Οι πιθανές πα­
ρανοή σεις είναι 7tολλές . Η πατ ριωτική του ρητο ρεία ε ίναι δυσ­
νόητη ή μπο ρεί να οδηγή σει σε παρανόηση , αν ο αναγνώστης
σκέφτεται με αντιιστο ρικές έννοιες , όπως με την υπερκοινωνι­
κότητα ή την αιωνιότητα των αξιών. Η αισθητική αξιολόγ η ση
μπορε ί επίσης να είναι παγίδα, είτε θετική , οπότε ο αναγνώ­
στης ταυτίζει τον ρητορικό πατ ριωτισμό με την ποίηση και χά­
νει π.χ. τη δυνατότητα να δ έχεται ποιητικά μηνύματα άλλης
μο ρφής , είτε αρνητική , οπότε χάνει την κατανόηση της συγ­
χρονικής με το ποίη μα αισθητικής αξίας. Όπως γράφει ο Ρο ­
λάν Μπαρτ για τα κείμενα της γαλλικής επανάστασης , είναι
αδύνατο σήμερα να κατανοή σουμε τη ρητο ρεία που περιέχουν
και την αξία της, αν δεν μπορέσουμε να διακ ρ ίνουμε τη σχέση
που έχει αυτή η ρητο ρ ε ία με την ιστο ρική στιγμή και τα κοι- ..
νωνικά γενόμενα, όπου οι λέξεις κοστίζουν ποτάμια αίμα4 0•
Η γλώσσα είναι μέρος της κοινωνικής επικοινωνιακής συμ- .
πε ριφοράς και δεν έχει νόημα έξω από αυτά τα πλαίσια. Η τ ε ­
χ ν ική γνώση του γλωσσικού κώδικα δεν είναι αρκετή για τη
δη μιουργία και την π ρόσληψη νοήματος. Τα νοήματα τα δημι­
ου ργεί π ρ ιν απ ' όλα η παραδήλωση και το λανθάνον μήνυμα,
το λεκτικό μήνυμα που εκφράζεται με την αποσιώπησή του , το
μήνυμα που αποσιωπά ο ομιλητής και εκφ ρ άζει το αποτέλεσμα
ή την επίπτωσή του.
Η θαυμαστή λειτου ργία της γλώσσας να εκφράζει με λεκτι­
κούς τρόπους μηνύματα άρρητα είναι δη μιουργική ικανότητα
που έχουν όλοι οι ομιλητές μιας φυσικής γλώσσας , ακόμα και
τα νήπια (βλ. παρακάτω σελ. 115). Γι ' αυτό και μια από τις μεθό­
δους δη μιου ργίας του κωμικού στοιχείου στη λογοτεχνία είναι
η καταστροφή της επικοινωνίας που περιέχεται στην κατά λέ­
ξη κατανόηση . Μέθοδος κλασική και παλιά, η δη μιου ργία κω ­
μικών καταστάσεων χάρη σ την ακατανοησ ία που περιέχεται
στην κατανόηση σύμφωνα με την κυ ριολεξ ία υπάρχει ήδη στον
Αριστοφάνη . Στους Βατράχους, για παράδειγμα, ο Χάρος (στίχοι
197 κε . ) λέει στο Διόνυσο που πε ρνάει τον Αχέροντα « Εσύ, κά­
τσε στο κουπί» και αυθόρμητα γελάει κανείς με το θυμό του ,
44 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
όταν διαπιστώνει ότι ο Θεός κατάλαβε την εντολ η στην κιφιο­
λεξία της "και κάθισε πάνω στο κουπί. :ι:Ίαρακάτω (στ. 1365 κε. ),
ο Αισχύλος με τον Ευριπίδη τσακώνονται με διαιτητ η το Δ ιό­
νυσο, για το ποιος από τους δύο είναι καλύτερος στην ποιητικη
τέχνη . Και ο Αισχύλος αποφασίζει να λύσει τη διαφωνία φέρ­
νοντας πάνω στη σκην η μια ζυγαριά, για να αποδείξει τ ίνος η
ποίηση έχει το μεγαλύτερο βάρος. Ακολουθεί η πολύ κωμικη
σκηνη , που ολόκλη ρη στη ρ ίζεται στην κατά λέξη χ ρ η ση της
φ ράσης, να σταθμιστεί το « βάρος » της ποίησης, όταν οι δύο
τραγωδοί απαγγέλουν «επάνω » στη ζυγαpιά, κάνοντάς τη να
γέρνει πότε από τη μια και πότε από την άλλη , ανάλογα με το
« βάρος » των λέξεων που περιέχουν οι στίχοι.
Ε Π ΙΚΟΙΝΩΝΙ Α ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚ Η
ή
«Από την πό λη έρχ ομ αι και στη ν κορφή κα νέλα »

Ολόκλη ρη η επικοινωνία ε ίναι κοινωνικά καθορισμένη . Λεκτι­


κή ή εξωλεκτική , δε γ ίνεται ποτέ στο κενό, αλλά προϋποθέτει
ο ργανωμένες κοινωνικές σχέσεις και ρυθμίζεται από περ ίπλο­
κους κοινωνικούς κανόνες . Η πλή ρης κατανόηση των γλωσ σ ι­
κών φαινομένων ε ίναι αδύνατη , δ ίχως τη γνώση και την ανά­
λυση των κοινωνικ ών συνθηκών παραγωγής του λόγου και των
κοινωνικών επικοινωνιακών κανόνων.
Αυτή την αρχή δεν τη δέχονται όλοι οι γλωσσολόγοι. Ο ρι­
σμένοι από αυτούς (όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Αντ ρέ Μαρτι­
νέ) κ άνουν αφαίρεση των κοινωνικών συνθηκών και του καθο­
ρισμού που ασκούν στη γλώσσα. Η αφαίρεση α υ τ ή , χρή σιμη
προφανώς στη γλωσσολογική θεω ρ ία, οδηγεί ωστόσο σε ερμη­
νευτικά αδιέξοδα. Υπάρχουν γλωσσικά φαινόμενα που είναι
αδύνατο να γίνουν κατανοητά στο αφαιρετικό αυτό επίπεδο και
δ ίχως την ανάλυση των κοινωνικ ών παραγόντων που επιδρούν
στη σχέση του ομιλητή-δέκτη .
Θεω ρητικά, την επικοινωνία εμποδίζουν ή και καταστρέφουν
οι παραβιάσεις των κανόνων που διέπουν την κάθε γλώσσα.
Περιγράφοντας τις παραβιάσεις των γλωσσικών κανόνων, ο Νό­
αμ Τσόμσκι διαπιστώνει ότι δεν είναι οι γραμματικές παραβιά­
σεις εκείνες που εμποδίζουν την επικοινωνία, επισημαίνοντας
με τη βοήθεια τεχνητ ών παραδειγμάτων κάτι πολύ ση μαντικό,
ότι η γραμματική καθόλου δεν αρκεί για να δη μιουργή σει νόη­
μα. Την επικοινω � ία καταστρέφουν οι παραβιάσεις της λογικής
του νοή ματος . Δη λαδή , επισημαίνει δύο ειδών παρα βιάσεις των
γλωσσικών κανόνων, μίiι γραμματική και μία λογική .
Κάθε δή λωση έχει δύο επίπεδα γλωσσικής επάρκειας, ένα ως
46 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
προς τη γραμματική και ένα ως προς την απόδοση . Έτσι, η
δήλωση «θέλω όχι ψάρι» έχει χαμηλό βαθμό γραμματική ς δο­
μή ς , αλλά επιτ ρέπει στο δέκτη να καταλάβει τόσο τη γ ραμμα­
τική αλλοίωση, όσο και το νόημα . Αντίθετα, η δή λωση «Το
πιστεύω, επειδή είναι απίστευτο », μολονότι έχει ψηλό βαθμό
γραμματικής δομής , έχει πολύ χαμη λό βαθμό απόδοσης , γιατ ί
περιέχει λογική κατάργη ση του νοή ματος . ' Α ρα, η παραβίαση
των κανόνων τη ς γ ραμματική ζ οδηγεί σε δή λωση λαθεμένη ,
συνήθως ωστόσο κατανοητή ως προς το νόη μά τη ς , ενώ η πα­
ρ α β ίαση των « επιλεκτικών» κανόνων που καθο ρίζουν την «επι­
τέλεση» (βλ . μεθεπόμενη παράγραφο) οδηγεί σε δήλωση γραμ­
ματικά άψογη , αλλά χω ρ ίς κανένα απολύτως νόη μα, γ ράφει ο
Τσόμσκι και κατασκευάζει την παραδειγματική φράση που έχει
γ ίνει διάση μη : « ' Άχρωμες πράσινες ιδέες κοι μούνται οργισμέ­
να» 4 1 . Παρά τον ψη λό βαθμό γραμματικής επάρκειάς της , η
π ρόταση αυτή δε σημαίνει απολύτως τίποτα.
Υπάρχουν λοιπόν δη λ ώσεις , που έχουν νόημα, μολονότι
αποτελούν π ρότυπα απόκλισης από την κανονική , τη σύμφωνη
με τους γραμματικούς κανόνες μορφή . Αλλά υπάρχουν και δη­
λώσεις , που θέτουν αξεπέραστες δυσκολίες στην ερμηνεία
τους , μολονότι ε ίναι απόλυτα ο ρθόμο ρφες . Έχουμε, καταλήγει
ο Τσόμσκι, τη γραμματική εκείνη που ο ρ ίζει ότι η δήλωση
« Βλέπω άνθ ρωπος τ ρέχει » αποτελεί παρα β ίαση κανόνων και
απόκλιση . Ενώ δεν έχουμε τη γραμματική εκείνη που θα όριζε
ότι η δή λωση « Ο Τζων φό βισε την ειλικ ρ ίνεια» αποτελεί από­
κλιση , παραβίαση κάποιων κανόνων, που μάλιστα έχει αποτέ­
λεσμα όχι τη μείωση , αλλά την κατάργηση του νοή ματος 42 .
Ο Νόαμ Τσόμσκι, όπως δείχνουν τα « τ ρ ία πρότυπα περιγρα­
φής της γλώσσας », που πρότεινε στο διάση μο βι βλίο του Συν­
τακτικές Δ ομές, θεωρεί ότι το αντικείμενο της γλωσσολογικής
θεω ρ ίας είναι ο « ιδανικός » ομιλητής-ακροατής μιας απόλυτα
ομοιογενούς γλωσσικής κοινότητας, που γνω ρίζει άριστα τη
γλώσσα του και του οπο ίου την επιτέλεση δεν επη ρεάζουν. πα­
ράγοντες εξωγλωσσικο ί . « Επιτέλεση » ονομάζει τη γλωσσική
επάρκεια του ομιλητή-ακροατή , που διακ ρ ίνει από τη γλωσσι­
κή « ικανότητα» . Η γλωσσική επάρκεια έχει δύο επίπεδα. Το
ένα, η γλωσσική ικανότητα πηγάζει από τη γνώση που έχει
τη ς γλώσσας του ο ομιλητή ς και δημιουργεί τη γ ραμματική
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 47
α ρ τ ι ό τ η τ α (γραμματ ικό τ η τ α) . Το άλλο, η επιτέλεση πηγάζει από
τ η ν ο ρισμένη χρήση που κάνει τη ς γλώσσας ο ομιλητή ς σε
συγκεκριμένες συνθή κε ς και παράγει τη ν αποδοχή, τ η δυνατό­
τ η τ α να γ ίνει η δή λωση αποδεκ τ ή . Η γραμματ ική αρ τ ιότητα
ε ίναι απο τ έλεσμα της γλωσσική ς ικανό τ η τ ας και η αποδοχή
τ η ς δήλωση ς απο τ έλεσμα τ η ς επι τ έλεση ς του ομιλητή 43 •
Ωσ τ όσο απόλυ τ α ομοιογενε ίς γλωσσικές κοινότη τ ες δεν
υπάρχουν (όπω ς θα δούμε και παρακάτω) ούτε υπ ά ρχει κανένας
πραγματ ικ ός ομιλη τ ή ς , που τ ην όποια δ ή λωσή του να μην επη­
ρεάζουν παράγοντες εξωγλωσσικοί (κοινωνικοί) . Ο «ιδανικός »
ομιλη τ ή ς -ακροατ ή ς ε ίναι θεωρη τ ική κατασκευή , αφαίρεση που
αφήνει έξω από την τ υποποίηση τη ς γλώσσας , τ όσο τη θεωρη­
τ ική ( τ α πρό τ υπα περιγρα φ ή ς τη ς γλώσσας ) όσο και την εμπει­
ρ ική ( τ ην κωδικοποίηση των στοιχείων που απαρτίζουν το σύ­
νολο τ ων π ρ οτάσεων μιας γλώσσας ) μεγάλο αριθμό π ροτάσεων,
που ωστόσο υπάρχουν, όπω ς γ ράφει ο Ρομάν Γιάκομπσον, σε
ό λες τ ις φυσικές γλώσσες . Για το λόγο αυ τ ό ο Γιάκομπσον
υποστη ρ ίζει ό τ ι η αν τ ίλη ψ η για τη γενετική γραμματική , που
έχει υιοθε τ ή σει η διεθνή ς γλωσσολογική σκέψη και βλέπει τη
γλώσσα «σύσ τ η μα σ τ ατικό στην ομο ιογένειά τ ου», πρέπει να
διευ ρυνθεί και να ξεπεράσει τον Σωσύρ . « Η απλουσ τ ευτική και
τ εχνητή κα τ ασκευή » (η αν τ ίλη ψη που βλέπει τ η γλώσσα σύ­
στημα ομοιογενές και στατικό), γράφει , πρέπει «να αντικατα­
σ τ αθεί από τ η δυναμική ιδέα ενός κώδικα διαφο ροποιη μένου,
με τ ατρέψιμου και π ροσαρμόσιμου σ τ ις διαφο ρετ ι κές λειτουρ γ ί­
ες τ ου λόγου και τ ου ς παράγοντ ες του χώρου και του χρόνου,
που απουσιάζουν από τη σωσυ ρική σκέψη ». Θ εωρεί την αφαί­
ρεση , που αφήνει έξω από τ ην τ υποποίηση του ς ποικ ίλου ς πα­
ράγοντ ες που επη ρεάζουν τ ην επιτέλεση του ομιλητή, θεμιτή
για μεθοδολογικούς λόγου ς , «αρκεί όμως », προσθέτει, «να μην
παίρνουν [οι μελετητές ] το θελη μένα σ τ ενό πλαίσιο τη ς πειρα­
ματική ς δουλειάς για την ολική γλωσσική πραγματικότητα» 44 ,
μέσα σ τ η ν οποία οι ανολοκλή ρωτες προτά � εις , οι γραμματικά
(συντακ τ ικά) ατελείς δηλώσεις αποτελούν ση μαντικό μέρος τη ς
επικοινωνίας .
Το γλωσσικό φαινόμενο είναι εξαιρετικά πε ρ ίπλοκο και οι
-
κοινωνικές διαφο ροποιήσει ς στη γλώσσα έχουν μεγάλη ποικι­
λία . Ο κάθε ομιλητή ς είναι γλωσσικός δημιουργός και η ατο-
48 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
μική έκφραση είναι πάντα ισο ρροπία ανάμεσα στην υποταγή
στους κανόνες της γλώσσας και την αλλοίωσή τους με στόχο
το ατομικό ύφος. Η υποταγή στους κανόνες είναι ώς ένα βαθμό
υποχ ρεωτική , αλλιώς καταστρέφεται η επικοινωνία. Και είναι
πλουσιότατη η γλωσσική δη μιουργικότητα τ ων ομιλητών, που
πετυχαίνουν συνεχώς την ισορ ροπία ανάμεσα στην υποταγή
σ το υ ς κανόνες και την εφευρετική διαφο ροποίηση 45 • Η γλωσ­
σική δημιου ργικότη τα τ ων κοινωνικών ομάδων και οι νέες
ανάγκες για νέα γλωσσική αποτελεσματικότητα είναι από τους
παράγοντες που κάνουν τι ς γλώσσες να αλλάζουν ασταμάτητα.
Κάθε γενιά διαφοροποιείται από την προηγούμενη και στο εσω­
τερικό τη ς κάθε γενιάς η κάθε κοινωνική ομάδα διαφο ροποιεί- ·
ται από τι ς άλλες, βάζοντας τη δική της σφραγίδα στη γλώσσα,
με το να σέ βεται τις λέξεις και τους κανόνε ς στο βαθμό που
απαιτεί η επικοινωνία και να τους παρα βιάζει για να εκφράσει
τη διάκριση , που είναι περίπλοκη και κοινωνικά καθορισμένη
και αφο ρά τι ς ιδέες και την εξέλιξή τους. Οι παραβιάσεις είτε
μένουν ατομικέ ς , οπότε ξεχνιούνται και χάνονται, είτε γίνονται
με την επανάληψη δεκτέ ς από τη γλωσσική κοινότητα, οπότε
κάποια στιγμή θα αποτελέσουν τη νέα δεδομένη τάξ η , το νέο
λεξιλόγιο , τους νέους κανόνες, τη νέα γραμματική 46 • Ο κάθε
ομιλητής επιλέγει ανάμεσα στα γλωσσικά στοιχεία σύμφωνα
με κανόνε ς όχι μόνο γλωσσικούς αλλά πλούσιου ς και ποικί­
λους κανόνες κοινωνικούς και άλλα εξωγλωσσικά δεδομένα.
Η παραβίαση τ ων κανόνων τη ς γ ραμματικής δεν είναι ποτέ
παραβίαση ανεξήγητη και δ ίχως νόημα. Δεν υπάρχουν στη
γλωσσική πραγματικότητα παρα βιάσεις, όπως « Θέλω ψάρι
όχι» , εκτός αν αγνοε ί τον κώδικα ο ομιλητής και με ελάχιστα
γλωσσικά στοιχε ία προσπαθεί να επικοινωνήσει σε μια γλώσ­
σα ξένη. Με άλλα λόγια, η γλωσσική « επιτέλεση », όπω ς την
περιγράφει ο Τσόμσκι, είναι πολύ στενότερη από την επικοι­
νωνιακή ικανότητα και δεν αρκεί για την επικοινωνία4 7• Η επι­
κοινωνία προϋποθέτει τη γνώση του κώδικα, αλλά πολύ περισ­
σότερο από το τεχνικό αυτό ζήτημα προϋποθέτει τη γνώση της
κοινωνική ς κατάστασης και των κοινωνικών κανόνων που ρυθ­
μίζουν την επικοινωνία.
Η επικοινωνία άλλωστε μπο ρεί ώς ένα βαθμό να επιτευχθεί
και δίχω ς καθόλου γλωσσική ικανότητα (με πλή ρη άγνοια του
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 49
κώδικα), π . χ . κατά τη συνάντηση ενός Έλληνα και ενός ' Άγ­
γλου, που δε γνω ρίζει καθόλου ο ένας τη γλώσσα του άλλου .
Στην περίπτωση (άγνοιας του κώδικα) απουσίας της γλωσσι­
κής ικανότητας , η επικοινωνία είναι ευκολότερη και πλουσιό­
τερη ανάμεσα σε μέλη κοινοτήτων με συγγενική παιδεία
(κουλτού ρα). Ευκολότερα θα επικοινωνή σουν χωρίς γνώση
των αντ ίστοιχων γλωσσών τους ένας Έλληνας και ένας Ιτα­
λός απ ' ό ,τι ένας Κ ινέζος με ένα Γάλλο. Ακόμα όμως κι αν
βρεθούν σε μιαν έρημο ένας Γιαπωνέζος κι ένας Ι ρλανδός χω­
ρ ίς κοινή γλώσσα, θα επικοινωνή σουν μέχ ρι κάποιο βαθμό .
Αντ ίθετα, αν κάποιος Αθηναίος σταματήσει στο κέντρο της
Αθήνας έναν άλλο περαστικό Αθηναίο και τον ρωτήσει : «Με
συγχωρείτε, μήπως καπνίζετε ; » , ο δέκτης δε θα καταλάβει.
Παρά τη μεγάλη σαφήνεια της γραμματικά ο ρθής και σύμφω­
νης με τους γλωσσικούς κανόνες ερώτη σης, δε θα ξέρει τι να
υποθέσει και θα αναρωτηθεί προτού απαντήσει, μήπως ο
άγνωστος είναι πλανόδιος διαφη μιστής τσιγάρων ή μέλος
εται ρίας για την αντικαπνιστική προπαγάνδα ή μήπως απλώς
θέλει να τρακάρει ένα τσιγάρο, εκτός κι αν έχει κακές προθέ­
σεις (και άλλα ανάλογα με τους λοιπούς παράγοντες, το ύφος,
την η λικία, την εμφάνιση του ομιλητή κλπ. ).
Ενώ λοιπόν διαπιστώνουμε ότι η επικοινωνία μπορεί στοι­
χειωδώς να επιτευχθεί ακόμα και με πλή ρη απουσία της γλωσ­
σικής ικανότητας , το αντίθετο είναι αδύνατο, η απουσία της
επικοινωνιακής ικανότη τας αποκλε ίει τη συνεννόηση . Η απου­
σ ία της μάλιστα καταστ ρέφει την επικοινωνία ακόμα και σε
συνθή κες όπου οι ομιλητές έχουν πλή ρη γλωσσική ικανότητα
στον ίδιο κώδικα.
Η αντ ίληψη του Τσόμσκι για την παραβίαση της λογικής
του νοή ματος διαγράφει τα όρια της θεωρητικής γλωσσολογί­
ας. Η αντ ίλη ψη σύμφωνα με την οποία μπορεί να περιγραφεί
το γλωσσικό φαινόμενο παρα βλέποντας τις κοινωνικές συνθή­
κες που παράγουν νοή ματα οδηγεί σε ερμηνευτικά αδιέξοδα.
Οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί ένα
σύστημα κανόνων που διέπει τη λογική του νοή ματος και το
οποίο θα μας επέτρεπε να εντοπίζουμε την παραβίαση που δεν
είναι γραμματική αλλά νοη ματική . Η κοινωνιολογική οπτική
οδηγεί αντίθετα στη διαπίστωση ότι όχι μόνο δε λε ίπει από
50 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
την επιστη μονική γνώση η «γραμματική » εκείνη που θα ό ρ ιζε
πως είναι λάθος η παραβίαση της λογικής του νοήματος , αλλά
δε θα μπορούσε ποτέ να υ πάρξει και να έχει γενική ισχύ μια
τέτοια γραμματική της λογικής.
' Άλλωστε, ή δη ξέ ρουμε από άλλες επιστήμες ότι η κατάρ­
γηση της λ ο γικής του νοή ματος έχει και νόημα και λογική .
Η ψυχανάλυση αποκαλύπτει το νόημα που περιέχει η λογι­
κή κατάργη ση του νοή ματος στο παραλή ρημα των ψυχ ό:ι τι­
κ ών. Αποκαλύπτει ότ t το παράλογο αυτού του λόγου ακολου­
θεί συγκεκριμένη δική του λογική και η φαινομενική απουσία
νοή ματος περιέχει πλουσιότατα νοήματα, που δηλώνουν τα
αίτια της φυγής από τη λογική και την πραγματικότητα, γιατί
το άτομο που παραλη ρεί, με τον φαινομενικά δίχως νόημα λό­
γο του , λέει ποια είναι τα στοιχεία εκείνα της πραγματικότη­
τας και της λογικής που το κάνουν να υποφέρει. Η ψυχανάλυ­
ση άνοιξε καινού ριους δρόμους στην επιστη μονική γνώση , με
το να θεωρή σει γ�νικά το λόγο ως διερμηνέα ενός άλλου λό­
γου, που έχει δικούς του κανόνες, δικά του σύμβολα και «σύν­
ταξη >> και ανή κει στις βαθύτερες δομές του ψυχισμού.
Χρήση του λόγου ως διερμηνέα ενός άλλου λόγου, που ανή­
κει στο ασυνείδητο και ακολουθεί σύμφωνα με τα κλειδιά της
ψυχαναλυτική ς θεω ρίας τη λογική του ελεύθερου συνει ρμού ,
είναι και η αυτόματη γ ραφή , που έδωσε τη σουρεαλιστική
ποίηση . Το πιο ενδιαφέρον ελληνικό παράδειγμα είναι η πο ί­
ηση του Ανδρέα Εμπει ρ ίκου, επειδή είναι ο μόνος έλληνας
ποιητής για τον οποίο γράφτη κε συχνά ότι η ποίησή του δεν
έχει νόημα. Θα είναι γι ' αυτό πολύ ση μαντική η μελέτη εκεί­
νη που θα χρησιμοποιή σει τα κλειδιά της ψυχανάλυσης , ξεκι­
νώντας από το ποίημα «Αμούρ - αμού ρ » (Γραπτά ή προσωπι­
κή μυθολογία), στο οποίο ο ποιητής ερμηνεύει την ποίησή
του , για να αποκαλύψει όχι μόνο ότι αυτή η ποίηση έχει νόη­
μα, αλλά και γιατί το νόημα είναι έτσι εκφρασμένο. Η « ανά­
γνωση >> της ποίησης του Εμπει ρ ίκου με τα εννοιολογικά ερ­
μηνευτικά κλειδιά της ψυχανάλυσης αποκαλύπτει πλουσιότα­
τα νοή ματα, αλλά και το αίτιο της δυσνόητης γραφής , τα
πολλαπλά ταμπού απέναντι στη σεξουαλική διάσταση 4 8•
Η γραμματική δομή , γ ράφει ο Τσόμσκι, ο βαθμός γραμμα­
τικής επάρκειας είναι ένας μόνο από τους πολλούς παράγοντες
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 51
που αλληλεπιδρ ώντας καθο ρ ίζουν την επιτέλεση και παρά­
γουν το νόημα 4 9 • Το νόημα λοιπόν δεν προέρχεται μόνο από
τη γραμματική και τους κανόνες της, αλλά εξ ίσου πηγάζει
από το χει ρισμό της γλώσσας , την επιλογή των γλωσσικών
στοιχείων, τα συμφραζόμενα και το κοινωνικό πλαίσιο της δή­
λωσ η ς . Για να κ ρ ίνουμε την επιτέλεση , γ ράφει ο Τζων Λάι­
ονς , π ρέπει να γνω ρ ίζουμε τα συμφραζόμενα και τις κοινωνι­
κές συνθή κες της δήλωσης 5 0 •
Το αίτιο της ύπαρξ η ς μηνυμάτων με ψηλή γραμματική
επάρκεια και λογική κατάργηση του νοή ματος είναι ακριβώς
η αποδοχή , τα κοινωνικά δεδομένα που επι βάλλουν την απο­
δοχή της σημασιολογικής ανωμαλίας. Αλλά για να κατανοή­
σουμε τους κανόνες που παράγουν την αποδοχή οποιασδή ποτε
δήλωση ς , πρέπει να περιγράψουμε το κοινωνικό και το συμ­
φ ραστικό της περι βάλλον, γιατί μόνο αυτό δ ίνει στη δή λωση
νόημα. Δη λαδή , η κατανόηση των δη λ ώσεων, που είναι άψο­
γες γραμματικά, των οποίων ο ομιλητής έχει τέλεια γλωσσική
ικανότητα, αλλά είναι ακατανόητες γιατ ί παραβιάζουν τη λο­
γική του νοήματος, προϋποθέτει να είναι οι δηλώσεις αυτές
π ρ αγματικές (που έχουν παραχθεί από ομιλητές σε ο ρ ισμένες
κοινωνικές συνθή κες ομιλίας). Τα παραδείγματα του Τσόμσκι
με τις « άχ ρωμες πράσινες ιδέες » ή άλλα γλωσσολογικά παρα­
δείγματα, «Οι σκιές αδειάζουν γρήγορα», « Η φωνή πέφτει με
το κεφάλι κάτφ » 5 1 , είναι απολύτως αδύνατο να γ ίνουν κατα­
νοη τ ά ως π ρος τη ση μασιολογική τους ανωμαλία, γιατ ί δεν
έχουν συμφραστικό και κοινωνικό πλαίσιο, δεν ε ίναι πραγμα­
τικά μηνύματα που πήγασαν από κοινωνικές συνθή κες επι­
κοινωνίας. Η κατανόη ση λοιπόν των ση μασιολογικά ανώμαλων
μηνυμάτων είναι αδύνατη με μόνη πηγή γνώσης τη γλωσσική
ικανότητα του ομιλητή και μόνο επιστημονικό εργαλείο τη θεω­
ρητική γλωσσολογία, ακριβώς γιατ ί από τη θεωρητική γλωσ­
σολογία λείπει η κοινωνική διάσταση. Πράγματι, αν παραμε­
ρ ίσουμε τις παραδειγματικές κατασκευές των γλωσσολόγων
και εντοπίσουμε ση μασιολογική ανωμαλία σε δηλώσεις
πραγματικών ομιλητών, θα διαπιστώσουμε ότι τα στοιχεία του
συμφραστικού και του κοινωνικού πε ρι βάλλοντος αποκαλύ­
πτουν το νόημα που έχει η παραβίαση της λογικής του νοή­
ματος.
52 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
Με άλλα λόγια, για να γίνει κατανοητή η ση μασιολογικά
ανώμαλη δή λωση , δε μας λείπουν, όπως γράφει ο Τσόμσκι,
γνώσεις για τους κανόνες που διέπουν τη λογική του νοήμα­
τος, αντ ίθετα λε ίπουν κοινωνικές πλη ροφο ρ ίες, που επιτ ρέ­
πο υ ν να εντοπίσουμε π ρ ιν απ ' όλα τη σημασιολογική κατα­
στροφή για να υποψιαστούμε τα αίτιά της. Η κυριότερη δύνα­
μη που έχει η παραβίαση της λογικής του νοήματος είναι ότι
ξεφεύγει από την προσοχή των δεκτών και τους αναγκάζει να
θεω ρ ήσουν πλη ροφο ρ ία τη ση μασιολογική καταστ ροφή . Ο
στρατάρχης Αλέξανδ ρος Παπάγος έλεγε στις προγραμματικές
του δ η λ ώσεις προς τον ελληνικό λαό το Δεκέμβριο του l 953:
<<Έ λληνες πολεμο Gν έπi διετ ίαν ε ί ς τήν Κορέαν μέ τήν συνεί­
δησιν δτι ή γή , ή ό ποία ε ύ ρίσκεται έκεί καi ποτίζεται ύ π ό έ λ­
λ ηνικο G αϊματος αποτελεί προέκτασιν τής ίδίας α ύ τ&ν ίερiiς
γής ». Η ση μασιολογική ανωμαλία της δήλωσης είναι σήμερα
σε ό λους κατανοητή . Η πλη ροφορία, που λέει ότι η γη « ή
όποία ε ύ ρ ίσκεται » στην τόσο μακ ρινή ανατολική Ασία είναι
«π ροέκτασις » της ελληνικής «γ i'j ς », δη λαδή η παραβίαση της
λογικής του νοή ματος , α λ λά και η σχέση αυτής της παρα βία­
σης με το « έ λληνικ ό ν αl μα » που χύθη κε εκεί, είναι σήμερα
φανερό τι ση μαίνουν. Δια βάζοντας τη φ ράση , ο σύ γ χρονος
αναγνώστης καταλαβαίνει αμέσως την ανωμαλία στο νόημα,
όσο και τα α ίτια και τους στόχους της παραβίασης .
5
Στη ν κοινωνία γενικά, όπως θα δούμε παρακάτω 2 , ο λόγος
των εξουσιών είναι εκείνος που συχνά εκπέμπει μηνύματα με
ψηλή γραμμα t'ι κή επάρκεια και κατάργηση της λογικής του
νοήματος.
ΣΩΣΤΗ Κ Α Ι ΛΑΘΕΜΕΝΗ Γ ΛΩΣΣΑ
ή
«οταν λέε ι , ά λγώ τόν ό δόντα», δεν έχε ι πονόδοντο

Ε ίναι βασική αρχή της γλωσσολογίας , γνωστή και αποδεκτή


από τον καιρό του Σωσύ ρ , η φυσική αλλαγή των γλωσσών. Η
συνεχή ς αλλοίωση των γλωσσικών στοιχείων οφε ίλεται στην
ίδια τη χ ρήση της γλώσσας , έτσι ώστε η όποια απόκλιση , απο­
μάκ ρυνση από την κάθ ε φορά δοσμένη γλωσσική τάξη όχι
μόνο δεν είναι ανωμαλία, αλλά είναι φυσικό χαρακτη ριστικό
και συστατικό της ζωής των γλωσσών.
Σύμφωνα με την αρχή αυτή , η κάθε απομάκ ρυνση από την
κωδικοποιη μέν η γλωσσική νόρμα είναι συστατικό της ζωής
και της διά ρκειας των γλωσσών, χαρακτη ριστικό της γλωσσι­
κής δημιου ργικότητας των ομιλητών, είναι νέα γλωσσική
αποτελεσματικότητα σε καινούριες συνθήκες επικοινωνίας .
Γιατ ί επιπλέον, όπως δείχνουν σύγχ ρονες γλωσσολογικές
έρευν ες, οι γλωσσικές αλλαγές οφείλονται όχι μόνο στη μετα­
βολή που προκαλεί η χρήση της γλώσσας με το χ ρόνο, αλλά
και σε καθαρά εξωγλωσσικές, σε κοινωνικές εξελίξεις και αλ­
λαγές 5 3 •
' Α ρα, δεν υπάρχει λάθος στη γλώσσα. Και όχι μόνο αυτό,
αλλά τα γλωσσικά « λάθη », οι φωνολογικές και γραμματικές
α ποκλίσεις και αλλοιώσεις είναι δη μιο υ ργίες που πετυχαίνουν
γλωσσική αποτελεσματ ικότητα, όταν αλλάζουν οι συνθή κες
της επικοινωνίας .
Τι είναι εκείνο που κάνει τη διαπίστωσ η , _ «δεν υ πάρχει λά­
θος στη γλώσσα », να δια βάζεται σαν μεγάλη παραδοξολογία,
ακόμα και από τον αναγνώστη που στις δύο προηγούμενες πα­
ραγράφους αναγνώρισε τη γλωσσική αλλαγή και αλλοίωση
των κανόνων ως φυσικό χαρακτη ριστικό των γλωσσών;
54 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Αναφερθή καμε παραπάνω στον κοινό τόπο που αποτελεί πια
για τη γλωσσολογ ία η « ισομορφία των γλωσσών», η ανυπαρ­
ξ ία ιστο ρ ικά ε ίτε συγχρονικά γλωσσών «αυθεντικότερων » από
άλλες , ανώτερων και κατώτερων. Όλες οι γλωσσικές κοινό­
τητες μιλούν γλώσσες εξίσου περίπλοκες και συστηματικές, εξί­
σου πλούσιες και άρτια δομημένες, που ανταποκρίνονται τέλεια
στις επικοινωνιακές ανάγκες των κοινοτήτων όπου μιλιούνται.
Ωστόσο , παρά το γεγονός ότι η γλωσσολογία γνω ρ ίζει από
πολύ καιρό αυτή την αρχή και θεωρητικά είναι αναμφισ βή­
τητο ότι δεν υπάρχουν (ούτε υπή ρξαν στην ιστο ρ ία του πολι­
τισμού ούτε μπορούν να υπά ρ ξουν) ανθ ρώπινες κοινότητες ού­
τε άγλωσσες ούτε γλωσσικά υποδεέστερες, οι γλώσσες πολλών
κοινοτή των και κοινωνικών ομάδων έχουν κατά καιρούς αξιο­
λογηθεί αρνητικά από τους επιστή μονες . Λαμπρό παράδειγμα
είναι η γλώσσα της νέγρικης μειοψη φ ίας των ΗΠΑ, που μελε­
τήθηκε από τον αμερικανό γλωσσολόγο Γου ίλιαμ Λάμπο β (βλ.
παρακάτω σελ. 69 κε.) και αποδείχτη κε σύστημα πλή ρες και αυ­
στη ρά δομη μένο, εξ ίσου περ ίπλοκο και συστη ματικό με την
κοινή ρυθμισμένη αγγλική . Ποιο είναι το αίτιο που επέτρεπε
σε επιστή μονες να ονομάζουν τη νέγ ρ ικη αγγλικ ή « ατελέστε­
ρψ> και «λαθεμένη » γλώσσα και τη νέγ ρικη κοινότητα
«γλωσσικά μειονεκτική » ; Και γιατί η εργασία του Λάμπο β
θεω ρ ήθηκε ότι έκανε μιαν ανακάλυψη , ανα ρ ωτιέται ο άγγλος
κοινωνιογλωσσολόγος Μάικελ Χαλλιντέι ; Η εμπειρικ ή γλωσ­
σολογική έ ρευνα αποδεικνύει ότι η νέγ ρ ικη κοινότητα « έχει
κι αυτ ή γλώσσα». Αυτό ωστόσο η γλωσσολογία το θεω ρεί όχι
μόνο αναμφισ βή τητο , αλλά σχεδόν αυτονόητο. Θεω ρητικά
αποκλε ίεται να υποθέσει κανε ίς ότι οποιαδή ποτε κοινότητα
μπορεί να ε ίναι « άγλωσση », να μιλάει γλώσσα «λαθεμένη ».
Γιατ ί λοιπόν αυτή η θεωρητικά γνωστή και αποδεκτή επι­
στη μονική αρχή , όταν αποδεικνύεται και εμπειρικά αντιμετω­
πίζεται σαν ανακάλυψη ; 54
Η απάντηση στα δύο παραπάνω ε ρ ωτή ματα είναι η ίδια. Η
έννοια του γλωσσικού « λάθου ς » προέρχεται από την αξιολό­
γηση κοινωνικών τάξεων και ομάδων και την υποτ ίμηση της
γλώσσας τους.
«Λάθη » ονομάζονται οι αποκλίσεις από τη γλωσσική τάξ η ,
αλλοιώσεις ή παραβιάσεις κανόνων της μορφολογ ίας , τ η ς
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 55
γραμματικής-σύνταξης και της φωνολογίας, όταν γ ίνονται συ­
στη ματικά και συλλογικά. Δεν περιέχονται στην κατηγορ ία
αυτή αποκλίσεις ή παραφθο ρές ατομικές και στιγμιαίες, όπως
είναι εκείνες που δεν περιλαβαίνει ο Τσόμσκι στη γραμματική
τυποποίη ση , γιατ ί οφείλονται σε εξωγλωσσικούς παράγοντες :
«κενά μνή μης, αποσπάσεις της π ροσοχής, μεταθέσεις του εν­
διαφέροντος και λάθη χ ω ρ ίς αιτιότητα ή χαρακτη ρ ιστικά» 55 ,
τα σαρδάμ, τα γλιστρ ή ματα _(lapsus) της γλώσσας που ερμη­
νεύει η ψυχολογία ως εκφράσεις του ασυνειδ ή του, οι παρα­
φθο ρές από έντονα συναισθήματα (ο ργ ή , συγκίνηση), που η
καθη μερινή μεταγλώσσα περιγράφει με την έκφραση «χάνω τα
λόγια μου» κτλ.
«Λάθος » είναι λοιπόν παραβίαση κάποιου κανόνα, όχι ατο­
μικ ή και στιγμιαία, αλλά συλλογικ ή και συστηματικ ή . Τι εί­
ναι όμως το «σωστό » ; Ο γλωσσολογικός ο ρ ισμός λέει : « Ο ρθή
χ ρ ή ση της γλώσσας είναι η χρήση εκείνη που έχει επιβληθεί
σαν την ορθότερη και την ανώτερη από μια μερίδα της κοινω­
νίας » 5 6 • Σύμφωνα με τον ο ρισμό αυτόν, «σωστό » και « λάθος »
στη γλώσσα είναι κοινωνικές κατασκευές.
« Κάθε γλωσσική κοινότητα», γ ρ άφει ο Ρομάν Γιάκομπσον,
«έχει στη διάθεσ ή της δομές πε ρισσότερο ρητές (explicit) και
άλλες σε πολλούς βαθμούς ελλειπτικές , που εξασφαλίζουν το
πέρασμα ανάμεσα στα ακραία ση μεία του ρητού και του ελ­
λειπτικού · την εμπρόθετη εναλλαγή ανάμεσα σε αρχαϊκότερα
και πιο σύγχρονα ύφη · φανερή διαφο ρά ανάμεσα στους κανό­
νες της ομιλίας που είναι τελετουργική , προσεγμένη , αυθό ρ­
μητη ή απρόσεχτη . Τα πολυάριθμα σύνολα κανόνων, διαφο ρε­
τικών κατά περιοχές που επιτρέπουν, επι βάλλουν ή απαγορεύ­
ουν το λόγο ή τη σιωπή , αποτελούν φυσικ ή εισαγωγ ή σε κάθε
γ ραμματικ ή πραγματικά γενετική » 5 7 • Η «σωστ ή » χρή ση της
γλώσσας αποτελεί, κατά την κοινωνιογλωσσολογία, τυπικό σύ­
5
στημα, προϊόν καθαρά κοινωνική ς επεξεργασίας 8, που ο ρ ίζει
ποιες επιλογές π ρέπει να κάνει ο ομιλη τής για να προσαρμόζε­
ται στο αισθητικό ή κοινωνικό και μο ρφωτικό γλωσσικό ιδεώ­
5
δες των κοινωνικών ομάδων που διαθέτουν κύ ρος και εξουσία 9 •
Τι είναι τότε το λάθος στη γλώσσα; Όπως είδαμε, ο κάθε
ομιλητ ή ς παράγει μια δή λωση επιλέγοντας γλωσσικά στοιχεία
των οποίων η μορφ ή και η λειτουργία καθο ρίζονται από πολ-
56 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
λά εξωγλωσσικά, κοινωνικά και ψυχολογικά δεδομένα. Ποιοι
ομιλητές κάνουν λάθος και σε ποιες συνθή κες ; Λάθος είναι η
απόκλιση σε σχέση με τους κανόνες, η παραβίασή τους.
Υπάρχει π.χ. ο κανόνας που λέει ότι συντάσσονται με γενική
τα ρή ματα « μιλώ», « λέω » και τα συνώνυμά τους 6 0 • Αν αυτό
είναι το «σωστό», θα πρέπει να δεχτούμε ότι ολόκλη ρος ο
πληθυσμός της Μακεδονίας (και άλλων περιοχών) κάνει γενι­
κά και συστη ματικά το « λάθος » να συντάσσει τα ρή ματα αυτά
με αιτιατική . Όταν όμως ένας πληθυσμός κάνει γενικά και
συστη ματικά τη χρήση κάποιου γλωσσικού στοιχείου, αυτό
δεν είναι «λάθος », είναι αντίθετα μέρος του συντακτικού, είναι
κανόνας, άρα το «σωστό » στη συγκεκριμένη παραλλαγή της
γλώσσας .
Σύμφωνα με τη γραμματική του σχολείου «σωστή » κλίσ η
των δευτερόκλιτων θη λυκών σε -ος είναι -ος -ου -ο (η πρόοδος
-της προόδου-την πρόοδο). Ο Σολωμός ωστόσο, ακολουθώντας
την αρχή των δη μοτικιστών ότι σωστό είναι αυτό που λέει ο
λαός , έγραψε τη Γυναίκα της Ζάκυθος και στην Κύπρο όλοι οι
ομιλη τές λένε «της Πάφος ». Σχεδόν κανείς δε θα υποστή ρ ιζε
ότι οι αποκλίσεις των τοπικών διαλέκτων είναι «λάθη ». Στο
σχολείο ωστόσο, όλοι οι ομιλητές διαλέκτων θα μάθουν τη
«σωστή » χρήση της γλώσσας (βλ. παρακάτω σ. 1 1 6 κ ε). Και εί­
ναι πολύ χαρακτη ριστικό ότι στην ερώτηση , εάν έχουν γραμ­
ματική οι τοπικές διάλεκτοι, οι φοιτητές απαντούν συστη ματι­
κά, πως όχι, δεν έχουν οι διάλεκτοι γραμματική 6 1 •
Σύμφωνα με τη γραμματική και πάλι, «σωστή » είναι η ολο­
κλη ρωμένη πρόταση , η κυ ριολεξία και η συντακτική ακολου­
θία.
Η επικοινωνία ωστόσο είναι πολύ πλουσιότερη από τη νό ρ­
μα, όπως την ο ρ ίζει η γραμματική . Οι ανολοκλή ρωτες δη λώ­
σεις, οι ελλιπείς προτάσεις είναι φαινόμενο συχνό και απο­
τελούν ση μαντικό μέρος της επικοινωνίας σε ορισμένες συνθή­
κες. Ε ίναι τεράστιος ο πλούτος των έμμεσων μηνυμάτων, που
π αράγει και μεταδίδει η ελλειπτική βραχυλογία σε ε π ικοινω­
νιακές συνθή κες μεγάλης οικειότητας και στενών συναισθη­
ματικών σχέσεων. Η ελλιπής δή λωση μεταδίδει με τον π λη ρέ­
στερο τ ρόπο το π εριεχόμενο ερωτικών μηνυμάτων, κατασκευά­
ζει τη συνενοχή όσο κανένας άλλος χει ρισμός της γλώσσας ,
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 57
μεταδίδει πολύ αποτελεσματικά την έντονη συγκίνηση κ τ λ . Η
ανολοκλή ρωτη δή λωση μπο ρεί με την οικονομία ακρι βώς των
γλωσσικών μέσων να μεταδίδει πλουσιότατα λανθάνοντα μηνύ­
ματα οικειότητας και αναγνώρισης της οικειότητας και των
στενών δεσμών. Δηλώσεις, όπως «Μια ζωή , βρε Μαρία, μια
ζωή . . . » ή « 'Ακου εκεί, τώρα μάλιστα . . . » ή « ' Αντε, άιντε . . . »,
μπο ρεί σε συνθήκες στενών δεσμών να περιέχουν μηνύματα τό­
σο πλούσια, που χρειάζονται πολλές αράδες για να γίνουν ρη­
τά. Το πρό βλη μα ωστόσο δεν είναι μόνο η οικονομία, αλλά το
νόημα. Αν τέτοια ανολοκλή ρωτα μηνύματα δοκιμάσουμε να τα
ολοκλη ρώσουμε, τότε το νόη μά τους αλλάζει ριζικά και τα
λανθάνοντα μηνύματα που παράγουν γίνονται διαφορετικά.
Π .χ . στη συνομιλία δύο εφή βων αδε ρφών, ο ένας λέει στον άλ­
λο, «Το πουλό βερ, ρε Κ ώστα ! Πάλι τα ίδια; ». Αν στη θέση της
πλουσιότατης σε λανθάνοντα μηνύματα δή λωσης βάλουμε κά­
ποια ολοκλη ρωμένη εκδοχή της, π.χ. , « Να μου δώσεις πίσω το
πουλό βερ, που πή ρες πάλι, όπως και την άλλη φορά . . . » ή κάτι
παρόμοιο, η ολοκλή ρωση στη θέση των άρρη των μηνυμάτων
μεταδίδει μηνύματα απόστασης και ψυχρότητας, μη αναγνώρι­
σης της οικειότητας ή αμφισβήτησή της. « Η ελλιπής διατύ­
πωση >> γράφει ο Γιάκομπσον, «ακολουθεί και αυτή νόμους. Ο
λόγος δεν είναι ποτέ μονολιθικός». Η ελλιπής διατύπωση έχει
νόη μα, οι υπαλλαγές έχουν νόημα, οι ανακολουθίες επίσης,
άρα όλα τούτα «δεν μπο ρούν να θεω ρηθούν ανωμαλίες » 62 •
Η ασάφεια με την πολυσημία και η υπαλλαγή (η καταστρο­
φή της κυριολεξ ίας με την αλλο ίωση των κανονικών σχέσεων
ανάμεσα στα γλωσσικά στοιχεία) αποτελεί ουσιαστικό μέρος
της αποτελεσματικότητας, του νοη ματικού πλούτου και των
αισθη μάτων που χαρακτ η ρ ίζουν τη γλώσσα της λογοτεχνίας
και μάλιστα την ποιητική γλώσσα. Η ασάφεια και η πολυση­
μία είναι απαραίτητη στην ε ρωτική επικοινωνία, πράγμα που
γίνεται φανερό, αν φανταστούμε πόσες σχέσεις θα έκανε αδύ­
νατες η τέλεια σαφήνεια τη ς έκφραση ς « σ ' αγαπώ» 6 3 • Η υπαλ­
λαγή (που θα ήταν βέβαια καταστ ροφική της επικοινωνίας
στον επιστη μονικό π.χ. λόγο) χρησιμοποιείται δη μιουργικά
από τη λογοτεχνία παράγοντας πολλά παραπλη ρωματικά νοή­
ματα, όπως π. χ. στο στίχο από το Ά ξιον Εστί: «το φυτό που
κελάη δησε και βγή κε η μέρα».
58 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Η ανακολουθία είναι εξαιρετικά αποτελεσματική νοηματικά


σε συνθή κες κυριαρχίας των συναισθημάτων πάνω στη λογική
και τον κοινωνικό έλεγχο, μεταδίδει με μεγάλη πλη ρότητα αι­
σθήματα ο ργής ή αγανάκτηση ς, πάθους ή απελπισίας, κατα­
σκευάζει το χιούμορ κ . ά . Η φράση , π.χ. , «Φύγε από μπροστά
μου, θα τον σκοτώσω, Χ ρ ιστέ μου, φύγε ανάθεμά με ! », μεταδί­
δει πάρα πολλά νοήματα ακριβώς χάρη στην ανακολουθία. Ο
στίχος λαϊκού τ ραγουδιού του Τσιτσάνη , «Αν μ · αξιώσει ο
θεός / λεφτά και αποχτήσω / θ ' αγόραζα ένα κόττερο / τον
κόσμο να γυ ρίσω», χάρη στην ανακολουθία («θα αγόραζα» αντί
« θα αγο ράσω ») λέει έμμεσα πόσο απίθανο είναι κάτι τέτοιο για
τον φτωχό μάγκα, υποκείμενο του ονείρου 64 .
Η παραβίαση της νόρμας λοιπόν μεταδίδει νοήματα άλλα
από εκείνα που μεταδίδει η εφαρμογή της. Ασύντακτες δη λώ­
σεις μπο ρεί σε ορισμένες συνθή κες ομιλίας να έχουν πυκνό­
τητα και επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα αδύνατη να παρα­
χθεί με την εφαρμογή των συντακτικών κανόνων. Π.χ. «Δίνε του
και παραγνω ριστή καμε ! », « ' Αντε, βρε Γιάννη, έχει ο θεός ! » ,
« Έλα μου, το παιδάκι μου, μη μου κλαις άλλο ». Η εφαρμογή
των κωδικοποιη μένων κανόνων είναι ακατάλληλη για πολλές
κατηγο ρίες μηνυμάτων, ό πως μια απειλή , ένα πολιτικό σύνθη­
μα, ένα μήνυμα κινδύνου, μια παρηγο ρητική φ ράση κτλ. ' Α ρα,
η παραβίαση των κανόνων είναι εξ ίσου μέρος της επικοινωνίας
όσο και η εφαρμογή τους.
Οι γλωσσικοί κανόνες δεν έχουν από μόνοι τους αξία, η
εφαρμογή τους μεταδίδει άλλα νοή ματα απ · ό,τι η παραβίασή
τους. ' Α ρα «σωστά» μιλάει εκείνος που πετυχαίνει με τη χρή­
ση των γλωσσικών στοιχείων να μεταδώσει με τον πλη ρέστε­
ρο τ ρόπο το μή νυμα που θέλει. Ο φοιτητής που λέει «του πα­
νεπιστη μιακού άσυλου » δεν κάνει «λάθος », παραβιάζει τονικό
κανόνα της γ ραμματικής του Τριανταφυλλ ίδη , πετυχαίνοντας
μόνο με τον τόνο να προσθέσει στη δή λωσή του το άρρητο,
λανθάνον μήνυμα ότι είναι φορέας ριζοσπαστικών ιδεών.
' Ά λλωστε, αρκεί να βγούμε από την κοινωνική προκατάλη­
ψη που βλέπει τη γλώσσα του σχολείου σαν πρότυπο και αμέ­
σως διαπιστώνουμε ότι ό λοι οι ομιλητές προσλαβαίνουμε μη­
νύματα τόσο από την εφαρμογή όσο και από την παραβίαση
των κανόνων. Η συναίρεση π.χ. στο «μιλώ» αντί το συνηθέ-
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 59
στε ρο «μιλάω » δίνει πολύ διαφο ρετικές πλη ροφο ρίες στο δέκτη
από τη συναίρεση « αΚώ» αντ ί « ακούω» (ή «τα ζα» αντ ί «τα
ζώα») που κάνουν ομιλ ητές από αγροτικές κοινότητες. Ο πα ρ α­
τονισμός «του π ρόεδ ρου » που κάνουν οι φοιτητές δίνει πολύ
διαφο ρετικές πλη ροφο ρ ίες από παρατονισμούς της λαϊκής πα­
ρ αλλαγής, «Οι α(ν)θ ρώπο ι » ή « Ο κινη ματόγραφος ». Ο κάθε ελ­
ληνόφωνος και ομιλητής οποιασδή ποτε παραλλαγής της εθνι­
κής γλώσσας μπο ρεί να υποθέσει την κοινωνική ταυτότητα,
την η λικ ία και τις πολιτικές ιδέες του υποκειμένου της φράσης,
« Ε ίναι π ροφανές ότι δι ίστανται οι απόψεις μας επί του θέμα­
τος ». Ο καθένας επίση ς θα μπο ρούσε να παραθέσει τις πολλές
ά ρρητες πλη ροφο ρ ίες που δίνει ο πομπός της φράση ς , « Δεν πά­
νε οι α(ν)θρ ώποι στον κινη ματόγραφο για να στεναχω ρεθούνε».
Με άλλα λόγια, το α ίτη μα για «σωστή » επικοινωνία σημαί­
νει την εφαρμογή των κανόνων της κωδικοποιη μένης γλώσσας
του σχολε ίου σε όλες τις καταστάσεις ομιλίας , ση μαίνει την
αδυναμία να εκφραστούν ποικίλες σημασίες και πλούσιά λανθά­
νοντα νοή ματα σε διάφο ρ ες συνθή κες επικοινωνίας . Ση μαίνει
όμως και κάτι άλλο, με την εφαρμογή των ίδιων κανόνων σε
όλες τις καταστάσεις , μεταδίδει ο ομιλητής άλλα μηνύματα από
αυτά που σκοπεύει να μεταδώσει. «Σωστή " χρήση · της γλώσ­
σας, δη λαδή είναι καταστ ρ οφή της επικοινωνίας , ή αλλιώς ,
όπως γράφει η Βάσω Τοκατλίδου, «Μπο ρ ούμε άραγε να θεω ρή­
σουμε "σωστή" μια φ ρ άση που κωδικοποιεί ένα μήνυμα, σύμ­
φωνα μεν με τους κανόνες του συστήματος , ασύμφωνα όμως με
τον επιδιωκόμενο επικο ινωνιακό στόχο , αφού μεταδίδει πλη­
ροφο ρ ίες διαφο ρετικές απ ' αυτές που είχε τη ν πρόθεση να με­
ταδώσει ο ομιλητής ; » 6 5 •
Το γλωσσικό π ρότυπο, η «σωστή » χ ρήση της γλώσσας είναι
κοινωνική κατασκευή , τ η ν οποία διαψεύδει η γλωσσική π ρ άξη
των ομιλητών. Όπως θ αυμάσια περιγράφει αυτή τη διάψευση
ο Ελισσαίος Γιαννίδης το 1908 για την καθαρεύόυσα, που ήταν
η «σωστή » γλώσσα της εποχής του, « Πώς θά πεί π.χ. μου πονεί
τό δόντι ; "Αν πεί άλγώ τόν όδόντα ή άλγεί μοι ό όδούς η πονεί
ό όδούς μου, άμέσως θά καταλά βουν οί άλλοι, δτι, γιά νά λέει
αύτός έτσι, βέ βαια δεν του πονεί τό δόντι, γιατί τη στιγμη πού
άρχίζει ό πονόδοντος τελειώνουν τά ψέματα, τελειώνει καi ή
καθαρεύουσα» 66 •
60 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Για αυ τ ό το θέμα τη ς καθαρεύουσας και της «σωστή ς » ή
λαθεμένης ανάμιξης στοιχείων τ ης στο φυσικό λόγο στη δη­
μοτική , υπάρχει μια μοναδική , απ ' όσο ξέρουμε, μελέτη για
την ελληνική γλώσσα, που αντ ί να αξιολογεί με ιδεολογήματα
σαν πλούτο και απόδειξη συνέχειας αυτή τ ην ανάμιξη 6 7 , ανα­
λύει το νόημα που έχει η παρεμ βολή καθαρευουσιάνικων στοι­
χείων στην καθη μερινή ομιλία. Από τη μελέτη αυτή του Μ.
Σε τ ά του 68 , μπορούμε να αντλή σουμε παραδείγματα για τις δια­
φορετικές σημασίες, τα έμμεσα μηνύματα που παράγουν οι
καθαρευουσιανισμοί, ανάλογα με τον ομιλητή και τις κοινω­
νικές συνθή κες της επικοινωνίας .
Ο μορφωμένος ομιλη τή ς της επίσημης παραλλαγής που
χρησιμοποιεί καθαρευουσιανισμούς , όπως «ΕΚ προοιμίου »,
« δεδομένου του θέματος », « εις άγραν », «ουδενός εξαιρουμέ­
νου », « τας παρούσας συνθή κας », «δια μέσου », στοχεύει αλλά
και πετυχαίνει την κοινωνική διάκριση , τη μετάδοση του έμ­
μεσου μηνύματος της κοινωνική ς του ανωτερότητας που απο­
δεικνύει η γνώση και χ ρ ή ση των καθαρευουσιανισμών. Αντ ί­
θετα, ο λαϊκός ομιλητής πετυχαίνει με την καθαρεύουσα τ ην
ειρωνεία, όταν π.χ. σε μια φράση της λαϊκής παραλλαγής πα­
ρεμ βάλλει τη λέξη «η συμ βία μου », κορο ϊδεύει τη θεσμική σχέ­
ση του. Ό τ αν σ την ανεπίσημη ομιλία στη λαϊκή παραλλαγή
παρεμ βάλλει την έκφραση «σ τας διαταγάς σας », αμφισ βη τεί
με την ει ρωνεία την υποταγή στην ιεραρχία.
Η α τέλειωτη και δίχως τελειωμό συζή τηση για την καθαρεύ­
ουσα και τη δη μοτική θα γίνει ανεπίκαιρη, μόνο όταν στη θέ­
ση της αξιολόγησης θα μπει η ανάλυση του νοήματος που
παράγουν τόσο το μίγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, όσο
και η εφαρμογή των κανόνων τη ς λόγιας δημοτικής, που τυ­
ποποίησε ο Μανόλης Τ ριαν τ αφυλλίδης . Η δήθεν αντικειμενι­
κό τ η τα που είναι του συ ρμού και παρουσιάζει σαν μη εμπλο­
κή στο ιστο ρικό γλωσσικό ζή τημα τ ην κοινή και με ίσους
ό ρους καταδίκη του δημοτικισμού και του καθαρευουσιανι­
σμού σαν δυο ακρό τ ητες ή δογματικές τ οποθετήσεις 69 , απο­
τελεί μεταγλώσσα που κ ρ ύ βει την ίδια με τον καθαρευουσια­
νισμό θεω ρ ία για τη γλώσσα. Δεν ε ίναι οι δύο ακραίες εκδο­
χές τ ου « ίδιου » δογματισμού (ο καθαρευουσιανισμός και ο
δημοτικισμός). Ο πρώτος ήταν γλωσσικό ιδανικό ακραία ρυθ-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι Ε Π Ι ΚΟΙΝΩΝ Ι Α 61
μιστικό , με τάση να πλησιάζει τα αρχαία ελληνικά, που οδή­
γησε σε μια γλώσσα με « φωνη τική ιδιοτυπία και χασμωδίες »,
«διαφορετικά συμπλέγματα συμφώνων» από εκείνα της φυσι­
κής γλώσσας και γραμματικ ά στοιχεία, τα οποία φέρνουν
«αναλογικά εκφ ράσεις τ η ς καθαρεύουσας, που δεν είναι απα­
ρ αίτητες ή δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές, γιατ ί έτσι κινδυ­
νεύει η ισο ρ ροπία του συστή ματος » 7 0 • Ο δη μοτικισμός υπε­
ρασπίστη κε τη φυσική γ λ ώσσα με στόχο τη γλωσσική ενότη­
τα του έθνους-κράτους και την αφομο ίωση των ξενόγλωσσων
πληθυσμών, την οποία τυποπο ίη σαν οι κλασικοί του και ορι­
σμένοι νεότεροι (της Θεσσαλονίκης) και προσπάθησαν να
εφεύρουν λύσεις για το λόγιο λεξιλόγιο, που θέλησαν να προ­
σαρμόσουν στους κανόνες της λόγιας δημοτικής, ώστε να μην
αποτελούν οι λέξεις ένθετα στοιχεία, κάτι σαν ξένες λέξεις ,
έξω από τους κανόνες .
Διαπιστώσαμε ώς τώρα ότι στη γλώσσα δεν υπάρχουν «λά­
θη », γιατί οι παραβιάσεις κανόνων αποτελούν μέρος της επι­
κοινωνίας, παράγουν ση μ ασίες και άρα ανή κουν στο σύστημα
και την περιγραφή του . Υπάρχουν ωστόσο στην ελληνική
γλώσσα ορισμένα λάθη (που είναι λάθη), που γίνονται με μεγά­
λη συχνότητα και αποδεικνύουν τις επιπτώσεις που έχει η
ιστορική διγλωσσία και η επι βολή του καθαρευουσιάνικου
γλωσσικού ιδανικού στη ν προσπάθεια των δημοτικιστών ν α
προσαρμόσουν στη γραμματική της λόγιας δη μοτικής ο ρισμέ­
νες κλίσεις της καθαρεύουσας.
Υπάρχουν λοιπόν ο ρισμένα λάθη που δεν ανήκουν στην
επικοινωνιακή ικανότητ α και δε μεταδίδουν ση μασίες άλλες
από την πλη ροφορία ότ ι ο ομιλητής δεν είναι αρκετά μο ρφω­
μένος . Π .χ. η αιτιατική « την οδός», που χρησιμοποιούν συ­
στη ματικά όλοι οι ταξιτζ ή δες της χώρας. Υπάρχουν όμως και
λάθη που γίνονται ευρύτατα από κατηγο ρ ίες μορφωμένων. Συ­
στη ματικά π.χ. ακούγονται οι γενικές «του ειλικρινή », «του
διεθνή », το ανακόλουθο γένος ο ρισμένων θηλυκ ών επιθέτων
«Οι πολυσύχναστοι λεωφό ροι», και όποιος αποδελτιώσει σε
όλο τον τύπο τις αναφο ρές στην τ ραγουδίστρια Χάρι Αλεξίου,
θα διαπιστ ώσει ότι συστη ματικά το όνομά της γράφεται σαν
άκλιτη ξένη λέξη (η Χάρις, της Χάρις, την Χάρις). Η συχνό­
τητα με την οποία εμφανίζονται αυτού του είδους τα λάθη και
62 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
η πλη θώρα των μορφωμένων που τα κάνουν δείχνει ότι είχαν
δίκιο οι δη μοτικιστές, ό ταν για χ ρόνια προσπαθούσαν να
β ρουν τ ρόπους να προσ α ρμόσουν στους κανόνες τη ς ρυθμισμέ­
νη ς δη μοτικής τα καθαρευουσιάνικα τριτόκλιτα, θη λυκά δευτε­
ρόκλιτα σε -ος και άλλα.
Η ιστορική διγλωσσ ία είναι εκείνη που δη μιου ργεί αυτά τα
λάθη , εκείνη που εμπόδισε το λαϊκό ομιλη τή να π ροσαρμόσει
τη ν «οδό» στ η γλώσσα του, κατά τα σε -ω θη λυκά (όπως ευρύ­
τατα κάνουν οι τοπικές δ ιάλεκτοι και οι λαϊκές παραλλαγές),
ώστε να λέει απλούστατα « η οδό - της οδός - τη ν οδό» , αντί να
τη χ ρη σιμοποιεί σαν άκλιτη ξένη λέξη . Κάνει « λάθος », ο ομι­
λη τής, γιατί χ ρη σιμοποιεί τύπο που ανή κει σε άλλη από τη μη­
τρική του γλώσσα. Γι ' αυτό κανένας ελλη νόφωνος δδν υπάρχει,
που θα έκανε ποτέ το αντ ίστοιχο λάθος να πει «στον πατέρας »
ή «στον κόσμος ».
Υπάρχει λοιπόν μια κατη γο ρ ία λαθών, τα οποία οφε ίλονται
σε ένθετους τύπους τη ς καθαρεύουσας, που εξαιτ ίας τ η ς γλωσ­
σικής διαμάχ η ς δεν προσαρμόστη καν στη δη μοτική . Αυτά τα
λάθη θα εκλε ίψουν πια με τη συστ η ματική επανάλ η ψή τους,
που θα τα μετατρέψει σε κανόνα, κάτι που φαίνεται πως ή δη
τείνει να γίνει με τα τριτόκλιτα (ο διεθνής - του διεθνή ) . Τα
περισσότερα δευτερόκλιτα θη λυκά σε -ος δε φαίνεται να τεί­
νουν στην αλλοίωση ούτε την π ροσαρμογή τους, μολονότι δεν
έχουμε καμιά μελέτη της γλώσσας που μιλούν τα στρώματα των
μη μορφωμένων για να ξ έ ρουμε με βε βαιότη τα. Ίσως θα παρα­
μείνουν άκλιτα «σαν απο λιθωμένα κατάλοιπα του παρελθόντος
ή εκφράσεις άλλη ς γλώσσας (όπως τα λατινικά στις νεολατινι­
κές γλώσσες)» 7 1 , ίσως ακόμα να παρέμ βει η γλωσσική δη μι­
ου ργικότη τα των ομιλη τ ών, π ρ άγμα που έχει ήδη γ ίνει στη
λαϊκή γλώσσα, και να τα προσαρμόσει μετατ ρέποντάς τα σε
αρσενικά κατά το « Ο άμμος » ή « Ο ψή φος ».
Γ ΛΩΣΣΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟ ΓΗΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑ ΤΟΜΙΚΕΥΣΗ
ή
ελλην ι κούρες και κορακ ίστ ι κα

Ε ίδαμε ότι το «σωστό » και η « σωστή » χρήση της γλώσσας εί­


ναι κοινωνικη κατασκευη . Λαθεμένη χ ρ η ση της γλώσσας θα
υ π η ρχε , εάν οι γλωσσικές κοινότητες η ταν κοινωνικά και
γλωσσικά ομοιογενείς, η γλώσσα τους ενιαία και στατικ η και
οι συνθ η κες της επικοινωνίας πάντοτε ίδιες .
Ομόγλωσσες κοινότητες ωστόσο δεν υπάρχουν. Τον όρο
«ομόγλωσση κοινότητ α » αμφισ βητεί η δη ο Λέοναρντ Μπλούμ­
φιλντ το 1933, αλλά και ο Αντρέ Μαρτινέ και ο Ρομάν Γ ιάκομπ­
σον και όλοι σχεδόν οι γλωσσολόγοι διαπιστώνουν ότι οι
ομοιογενείς γλωσσικές κοινότητες είναι « μύθος », είναι «απλοϊ­
κη δοξασία » η άποψη ότι οι γλωσσικές κοινότητες είναι ομά­
δες που τα μέλη τους μιλούν πάντα την ίδια γλώσσα με τον
ίδιο τ ρόπο 7 2 •
Ο ό ρος «εθνικη γλώσσα» ε ίναι γενικός και περιγράφει τις
παραλλαγές μεταξύ συστη μάτων (ελληνικά, αρα βικά, αγγλικά,
ρωσικά κτλ .). Στο εσωτ ε ρικό αυτών των συστη μάτων υπάρχουν
(μιλιούνται) τοπικές και κοινωνικές διάλεκτοι. Οι γεωγ ραφικές
διαφοροποιήσεις μειώνονται στις κοινωνίες των μαζικών μέ­
σων ενη μέρωσης και , όπως γ ράφει ο Μ. Σετάτος, οι τοπικές
δ ιάλεκτοι « αφομοιώνονται ολοένα και τείνουν να εξαφανι- ·
στούν» 73 • Οι κοινωνικές διαφοροποιησεις όμως ε ίναι πολλές
και μεγάλες , ώστε καμία εθνικη γλώσσα δεν είναι μία, ενιαία η
ομοιογεν η ς. Σε κάθε εθνικη κοινότητα μιλιούνται γεωγραφικές
παραλλαγές (διάλεκτοι), γεωγραφικές παραλλαγές που δεν εί­
ναι αρκετά μεγάλες ώστε να αποτελούν διαλέκτους ( αλλόλε­
κτοι ), κοινωνικές παραλλαγές κατά τις κοινωνικές τάξεις (κοι­
νωνικές διάλεκτοι) κοινωνικές παραλλαγές που δεν είναι αρκε-
64 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
τά μεγάλες ώστε να αποτελούν διαλέκτους (κοινωνικές αλλόλε­
κτοι), συνθηματικές γλώσσες (όπως ήταν άλλοτε οι γλώσσες
τω ν συντεχνιών και όπως είναι σήμερα οι γλώσσες των εκκλη­
σιών, τα επιστη μονικά ή άλλα τεχνικά ιδιώματα, οι αργκό).
Η κοινωνική πολυγλωσσία στο εσωτερικό της γλωσσικής
εθνικής κοινότητας δεν ε ίναι περιορισμένο φαινόμενο , υπάρ­
χει παντού και αφο ρά ό λ ες τις γλώσσες , όπως δείχνουν εμ­
πειρικές γλωσσολογικές έ ρ ευνες σε πολλές χώρες. Συvοψίζον­
τας π ο ρ ίσματα εμπει ρικών ερευνών, ο άγγλος καθηγητής της
γλωσσολογίας Ρόυ Χάρ ρ ις γ ρ άφει ότι η λαϊκή γλώσσα του
Λονδίνου και η επίση μη αγγλική είναι δύο γλώσσες, δύο
γλωσσικά συστήματα διαφορετικά, μολονότι έχουν το κοινό
όνομα « αγγλική γλώσσα » 74 •
' Άλλωστε οι κανόνες της γλώσσας οι τυποποιη μένοι από
τους ειδικούς είναι κανόν ε ς μιας από τις παραλλαγές της εθνι­
κής γλώσσας. Εκείνη ς τ η ς παραλλαγής , της ομιλούμενης από
τις κυρ ίαρχες κοινωνικές ομάδες, που κωδικοποιήθη κε κα ι
αναπαράγεται από τον εκπαιδευτικό θεσμό . Η περιγραφή και
κωδικοποίηση των λοιπών παραλλαγών που μιλούν διάφο ρες
κοινωνικές ομάδες και μ άλιστα των λαϊκών παραλλαΎών δεν
έγινε ποτέ. Έτσι μόνο μετά από εμπειρική γλωσσολογική
έρευνα μπορούμε να γνω ρ ίζουμε, αν οι αποκλίσεις από την
επίσημη τυποπ ο ιημένη π α ρ αλ λαγή που καταγράφονται σαν
«λάθη » αποτελούν κανόνες συστηματ ικούς άλλης παραλλαγής
της εθνικής γλώσσας.
Η κοινωνική πολυγλωσσία ε ίναι λειτου ργική . Οι διάφο ρες
παραλλαγές που μιλιούνται είναι κατάλλη λες για διαφο ρετικές
συνθή κες επικοινωνίας . Η επίσημη παραλλαγή και η σχολική ,
με τους κανόνες τους και την π άντοτε ολοκλη ρωμένη δήλωση
που ε ίναι προϋπόθεση τ ο υ είδους ομιλίας σε αυτή τη γλώσσα,
μεταδίδουν λανθάνοντα μ η νύματα απόστασης και τυπικών σχέ­
σεων, αποτυπώνουν την κοινωνική ιεραρχία, νομιμοποιούν
τον πομπό έμμεσα αποδίδοντάς του την ιδιότητα του γνώστη ,
εκφράζουν κυριαρχία της λογικής πάνω στα συναισθήματα,
αποτελούν μέρος της κ ο ινωνικής ο ρθοέπειας (σε βασμού των
κυρ ίαρχων κοινωνικών κ ανόνων της « καθώς πρέπει » ομιλίας)
κ . ά. Ε ίναι δηλαδή παραλλαγές της εθνικής γλώσσας κατάλλη­
λες για τη διδασκαλία, τ η δη μηγορία, την κάθε ομιλία σε επί-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 65
ση μες συνθή κες. Ε ίναι για τον ίδιο λόγο ακατάλλη λες γι α την
έκφ ραση έντονων αισθη μ άτων, για τη λογοτεχνία, τη σάτιρα,
για τη με τ άδοση μηνυμάτων αλλη λεγγύη ς και συνενοχής , για
τη μετάδοση έμμεσων μ ηνυμάτων οικει ότητας και στενών δε­
σμών, ακατάλληλες να εκφράσουν την αμφισ βήτηση , την αν­
ταρσία, , την αναίδεια, το σ α ρ κ ασμό και την ειρωνεία, την τ ρυ­
φερ ό τητα, την απελπισία κτλ.
Οι ρυθμιστικές ουτοπίες για μία και μοναδική «σωστή » χρή­
ση τ ή ς γλώσσας διαψεύδον τ αι ασταμάτητα από τη γλωσσική
πραγματικότητα. Όπως δεν υπάρχει καμιά γλώσσα με μία μό­
νο παραλλαγή της, δεν υπάρχει κανένας ομιλητής που να
χ ρ ησιμοποιεί μόνο μία π α ρ αλλαγή και ένα ύφος. Η γλωσσική
π ραγματικότητα είναι πολύ πιο ποικιλό ι.ίο ρφ η και περίπλοκη
από τη φτωχή εικόνα της στατικής περιγ ρ αφής της. Στο εσω­
τερικό της κάθε πολυδιαλεκτικής γλωσσικής κοινότητας κα­
νένας ομιλητ ή ς δεν ε ίναι γνώστη ς ενός μόνο κώδικα, μιας μό­
νο (της μητρικής του) πα ρ αλλαγής της εθνικής γλώσ q ας. Η
πα ι δεία (κουλτούρα) που αντιστοιχεί στις κοινωνικές τάξεις
και άλλες κοινωνικές ο μ άδες και οι παραλλαγές της εθνικής
γλώσσας που μ ιλούν είναι κύκλοι εφαπτόμενοι με μεγαλύτερη
ή μικρότερη επαλληλία. Η επικοινωνιακή ικανότ η τα των ομ ι­
λητών, που μητρικές τους ε ίναι διαφο ρετικές παραλλαγές τ η ς
εθνικής γλώσσας, εκφράζ εται στη χαρακτη ριστική όλων των
ομιλητών προσαρμογή στον κ ώδικα του άλλου.
«Η ικανότητα του ατόμου στη γλωσσική αλλη λενέργεια με
συνομιλη τή άλλης διαλέκτου [ εννοεί ε ίτε τοπικής είτε κοινω­
νικής δια λ έκτου ] ή και γ λ ώσσας είναι μεγαλύτερη όταν ασκεί
το ρόλο του ακροατή και π ιο περιο ρισμένη του ομιλητή », γρά­
φ ει ο Γιάκομπσον και π ροσθέτει ότι η σύγκριση των δ υ ο αυ­
τ ών ικανοτήτων είναι σ η μαντικό α ν τικείμενο της γλωσσολο­
γ ίας . Γ ράφει ακόμα ότι οι ομιλητές έχουν συνείδηση των πα­
ρ αλλαγών, των διακρ ίσεων και των αλλαγών του γλωσσικού
π ροτύπου 75 • Αυ τ ή η γνώσ η δη μιουργεί την ικανότητα των ομι­
λητών να π ροσαρμό ζ ονται στον κώδικα του συνομιλητή, και
αυτή η ικαν ό τητα είναι απα ραίτητη για την επικοινων ί α με't αξύ
ομιλη τών διαφο ρετικών διαλέκτων και διαφο ρετικών γλωσσών.
Η κ αθεμιά επιπλέον παραλλαγή ή κοινωνική διάλεκτος δεν εί­
ναι ούτε αυτή στατική και μονολιθική . Π εριέχει «υποκώδικες »,
66 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ύφη , ε ίδη α ρχαϊκότερα και νεολογικά κτλ . , που είναι κατάλ­
ληλα για διαφο ρετικούς επικοινωνιακούς στόχους, ανάλογα με
τις ποικίλες κοινωνικές συνθή κες ομιλίας.
Σε καμιά γλώσσα λοιπόν δεν υπάρχει στατική ομοιομο ρφία,
κανένας ομιλητής δε χ ρ η σιμοποιεί μόνο μία παραλλαγή ή
κοινωνική διάλεκτο. Σε ό λες τις γλώσσες υπάρχουν (μιλιούν­
ται) περισσότερες παραλλαγές και υποκώδικες της καθεμιάς ,
που χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, ανάλογα με τις συνθή κες
της επικοινωνίας και τους νοη ματικούς στόχους.
Αναφέραμε παραπάνω την επικοινωνιακή ικανότητα των
ομιλητών σε σύγκριση με τη γλωσσική ικανότητα (κατά
Τσόμσκι). Η επικοινωνιακή ικ ανότητα είναι πολύ πλουσιότε­
ρη και δη μιου ργικότερη από την τεχνική γνώση άλλων από
τη μητ ρ ική π αραλλαγών. Η επικοινωνιακή ικανότητα δη μι­
ουργεί τη δυνατότητα π ροσαρμογής στον κώδικα του συνομι­
λητή και την εναλλαγή τ ων κωδίκων (code switching) .
Η εμπειρική μελέτη τ η ς γλωσσικής πράξης τ ω ν ομιλητών
αμέσως αποκαλύπτει την εναλλαγή κωδίκων, την ικανότητα
να περνούν από τον ένα κ ώδικα στον άλλο ή ακόμα να παρεμ­
βάλλουν στην ομιλία γλωσσικά στοιχεία άλλου κώδικα από αυ­
τόν που χ ρη σιμοποιείται τη συγκεκρ ιμένη στιγμή . Ο κάθε
ομιλητής αυθό ρμητα και ανεπαίσθητα προσαρμόζεται στις
ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες της ομιλίας και χ ρησιμοποιεί
διαφορετική παραλλαγή ή υποκώδικα ανάλογα με τις συνθή­
κες και το θέμα του διαλόγου . Έτσι , διαφο ρετικό κώδικα θα
έχει το μήνυμα, εάν απευθύνεται σε ανώτερο ιεραρχικά στην
κοινωνία, σε άγνωστο και ίσο , άγνωστο και κατώτερο , σε οι­
κείο αλλά αξιοσέ βαστο, σε οικείο και ίσο αλλά σε συνθή κες
σο βαρές (πένθος, ασθένεια) ή σε οικε ίο και ίσο σε συνθή κες
αντίθετες (διασκέδαση) κτλ.
Η τάση των ομιλητών να π ροσαρμόζονται στον κώδικα του
συ νομιλητή είναι εύκολο να περιγραφεί, όταν επικοινωνούν με
συνομιλητή που έχει μειωμένη γλωσσική ικανότητα, δη λαδή
είναι νήπιο , αλλόγλωσσος (ή ανάπη ρος). Υ πάρχει αυθόρμητη
τάση απλούστευσης και ε πιμονής , που κάνει π.χ. το λαϊκό μι­
κ ροπωλητή να εξηγεί το δ ρόμο στην αγγλίδα κυ ρ ία λέγοντας :
« Ίσ ια ίσια και μετά δεξιά, και να Ακρόπολη επάνω » . Ανάλογη
τάση δείχνει και η σκηνή , όπου γερμανός φοιτη τής εξηγεί στην
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 67

ελλην ίδα μάνα συμφοιτη τ ή του , πώς να τραβή ξει το πόμολο


της πόρτας για να ανοίξε ι . «Σου λέει να το τρα βήξεις προς τα
πάνω », παρεμβαίνει ο έ λληνας γιος, και η μάνα : «Ναι, αλλά
μου το φωνάζει, κι εγώ κουφή δεν είμαι , γερμανικά δεν ξέρω ! ».
Την τάση προσαρμογή ς αυτής της μορφής στη μειωμένη
γλωσσική ικανότητα του συνομιλητή την ονόμασαν <ψω ρουδί­
στικη ομιλία», επειδή χ α ρ ακτη ρ ίζει όλους σχεδόν τους ομιλη­
τές σε συνομιλία με βρέφη και νή πια. Π ρώτος που επισήμανε
τον ιδιαίτε ρο α πλοποιη μένο αυτό κώδικα ήταν ο Τσαρλς Φέ ρ­
γκιουσον, σε άρθρο όπου περιγράφει τη «μωρουδίστικη ομι­
λία» σε έξι διαφορετικές γ λώσσες και λέει ότι χρησιμοποιείται
π ρος παιδιά (και προς ζώα), προς ξενόγλωσσους, αλλά και στο
διάλογο μεταξύ ερωτευμένων 7 6 .
Η κοινωνική πολυγλωσσία δεν είναι βέβαια αθώα. Συνή θως
συνυπάρχει με τη λεγόμενη κοινωνική διγλωσσία ( diglossia) .
Ο πρώτος π ο υ ονόμασε τ η διγλωσσία με τον όρο από τ η ν ελλη­
νική ρίζα ήταν πάλι ο Τσ αρλς Φ έργκιουσον το 1959 , σε ά ρθρο
του όπου συστη ματοποίησε τη διάκριση ανάμεσα στη διγλωσ­
σία ( bilingualism) και την κοινωνική διγλωσσία (diglossia) 77 ,
για να τονίσει ότι διγλωσ σ ία ε ίναι η απλή συνύπαρξη δύο συ­
στη μάτων 7 8 και κοινωνική διγλωσσία η συνύπαρξη παραλλα­
γών της γλώσσας που διακρίνει κοινωνική αξιολόγηση . Η μία
παραλλαγή θεωρείται στη δοσμένη κοινωνία ανώτερη , «υψηλή »
και αποδίδει κοινωνική ανωτερότητα στους χρήστες της, ενώ η
άλλη θεωρείται κατώτερη , «χαμη λή» και αποκαλύπτει την τα­
πεινή καταγωγή των ομιλητών της 7 9 . Διγλωσσία με αυτή τη
ση μασία υπάρχει τόσο στις αφρικανικές χώρες όπου «υψηλή »
και διακριτική κοινωνικ ή ς ανωτερότητας είναι η γ λώσσα της
πρ ώ ην αποικιακής μητρό πολης σε σχέση με την κατ ώτερη ,
«χαμηλή » τοπική γλώσσα, όσο και σε χ ώρες όπως η Α ίγυπτος ,
η Ελλάδα, η Ελ βετ ία και η Αϊτή 8 0 , όπου συνυπάρχουν μια αρ­
χαϊκότερη ιστορικά και μια νεότερη παραλλαγή μιας γλώσσας ,
που διαφοροποιεί ανάλογη αξιολόγηση .
Τις κοινωνίες λοιπόν χαρακτη ρ ίζει αξιολόγηση των παραλ­
λαγών που μιλιούνται στην ίδια εθνική κοινότητα. Η κοινωνι­
κή στρωμάτωση και η τυπική εκπαίδευση συμ βάλλουν στο ψη­
λό κοινωνικό κύ ρος που έχουν οι επίση μες και λόγιες παραλ­
λαγές , η γλώσσα των θεσμών (του σχολείου , της δικαιοσύνη ς ,
68 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
της πολιτικής εξουσ ίας) και της παιδείας (κουλτού ρας) των με­
σοστρωμάτων και ανώτε ρων κοινωνικών στ ρωμάτων. Συμ βάλ­
λουν επίσης το σχολείο και η κοινωνική ανισότητα στην από­
δοση χαμη λού κοινωνικού κύ ρους σε όλες τις λαϊκές παραλλα­
γές της εθνικής γλώσσας .
Από γλωσσική άποψη και η κοινωνική διγλωσσ ία είναι λει­
του ργική . Επιτ ρέπει στις επίση μες παραλλαγές, με το ψηλό
κοινωνικό κύρος να προσδ ίδουν ανωτερότητα και πειστικότητα
στον ομιλητή , να νομιμοποιούν αυτόν και τα λεγόμενά του στα
μάτια των δεκτών, να του επιτρέπουν ακόμα, όπως θα δούμε
παρακάτω, να ασκεί εξουσία μ ε το λόγο . Οι παραλλαγές της
εθνικής γλώσσας με χαμ η λό κοινωνικό κύρος επιτρέπουν τη
γλωσσική δη μιουργικότ η τ α στην άρνηση σε βασμού , την ειρω­
νεία και τη σάτιρα , την αμφισ βήτη ση , το χιοί�μο ρ, αλλά και τη
φιλ ία και την αλληλεγγύη 8 1 • Η κοινωνική διγλωσσία στην
αμε ρικανική λογοτεχνία έδωσε έργα ψηλής τέχνης στη νέγ ρι­
κη αγγλική , τα οπο ία, α κ ρ ι β ώς εξαιτίας της περιφ ρόνησης με
την οποία για πολλά χρόνια αντιμετωπιζόταν η « άγλωσση » νέ­
γρικη κοινότητα, πετυχαίνουν ανάμεσα σε άλλα τη γλωσσική
αμφισ βήτηση του ρατσισμού, αμφισ βήτηση που όταν δεν είναι
ρητή λανθάνει στη χρήση της γλώσσας .
Από κοινωνική άποψη όμως η κοινωνική διγλωσσ ία έχει
πολλές αρνητικές επιπτώσεις . Ε ίναι το κύριο αίτιο της αποτυ­
χίας στη διδασκαλία τ η ς μητρικής γλώσσας από το σχολείο
( β λ. παρακάτω σ . l 16 κε. ) και δη μιουργός της π ρόσθετης και
αόρατης εξουσ ίας που δ ίνε ι η γλώσσα στους κατόχους των
εξουσιών. Η κοινωνική διγλωσσία είναι ενισχυτική των εξου­
σιών και ουσιαστικός παράγοντας της κοινωνικής ανισότητας,
κυρίως όταν συνυπάρχει στις κοινωνίες (π ράγμα πολύ συνη θι­
σμένο) με αντιεπιστημονικές γλωσσικές θεω ρ ίες , που ταυτίζουν
τις επίση μες παραλλαγές με το γλωσσικό ιδανικό . Η ταύτιση
αυτή επιτρέπει σε ο ρισμένες μειοψη φίες να ασκούν βία με την
υποτίμηση κοινωνικών τ άξεων, που πετυχαίνουν χάρη στην
υποτίμηση της γλ ώσσας τους. Η υποτίμηση αυτή ε ίναι ένα εί­
δος ρατσισμο ύ , εξαιρετικ ά βίαιου, επειδή καταφέρνει να έ χει
νομιμότητα στα ίδια τα μάτια εκείνων που περιγράφει με όρους
κατωτερότητας . Η άγνοια βασικών επιστη μονικών αρχών για
τη λειτουργική ισότητα. των γλωσσών και το χαμη λό κοινωνι-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 69
κό κύρος που έχει η γλώσσα των λαϊκών τάξεων κάνουν την
αντ ίλη ψη για τη «γλωσσική κατωτερότητά» της αληθοφανή με
αποτέλεσμα να αποδέχονται οι ομιλητές αυτή την κατωτερό­
τητα, αναγνω ρίζοντας έτσι την ταπεινότητά τους. Γι · αυτό το
λόγο η γλωσσολογική μελέτη όλων των παραλλαγών που μι­
λιούνται σε μια κ q ινότητα έχει την πρόσθετη κοινωνική ση μα­
σία ότι αποδεικνύει, πώς και γιατί οι ομιλητές τους δεν κάνουν
«λάθη », αλλά ακολουθούν άλλη νόρμα εξίσ ου συστηματική με
την επίση μη.
Ε ίναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς παραδείγματα άλλων
από την επίσημη παραλλαγή κοινωνικών διαλέκτων. Γιατί δεν
τις ξέρουμε. Οι αλλοιώσεις και οι παραβιάσεις κανόνων της
επίση μης γλώσσας, που γ ίνονται συστη ματικά από τους ομι­
λητές άλλων κο ι νωνικών διαλέκτων και άρα αποτελούν κανό­
νες άλλων παραλλαγών τ η ς εθν ι κής γλώσσας, είναι άγνωστες.
Μπο ρ ούμε ωστόσο να παραπέμψουμε στην αγγλική γλώσσα,
γιατ ί σε αυτήν υ πάρχει η γλωσσολογική έρευνα που απέδειξε
και εμπειρικά ότι η «λαθεμένη » χρήση της γλώσσας είναι κα­
θαρά κοινωνική έννοια. Υπάρχουν οι έ ρ ευνες του Κέντ ρου
Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας της Ουάσινγκτον, που αποδ ε ι­
κνύουν ότι οι αλ λ οιώσεις και παρα βιάσεις των κανόνων της
επίσημης αγγλικής από τη νέγρικη κοινότητα, που χ ρόνια
στή ριζαν θεω ρ ίες για τ η « λαθεμένη » χ ρήση της γλώσσας και
την υποδεέστερη γλωσσική ικανότητα των νέγρων αμερικα­
νών, είναι μέρος άλλης γραμματικής και αποτελούν κανόνες
της νέγρικης παραλλαγής της αγγλικής .
Η αμερικανική ψυχολογία, επη ρεασμένη από τον μπιχε βιο­
ρισμό, είχε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο διαπιστώσει
γλωσσική « ανεπάρκεια» των παιδιών από φτωχές και κυ ρ ίως
μαύρες οικογένειες . Έ ρευνες ε ίχαν δείξει ότι η σχολική απο­
τυχία των παιδιών αυτών οφείλεται πριν απ · όλα στη γλώσσα,
στην εκφραστική ικανότη τα, π ροφορική και γραπτή . Στη συνέ­
χεια, από τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών στοιχειοθετή­
θηκε ολόκλη ρη ε ρ μ ηνεία της αποτυχ ίας , που συνοψίζεται στα
ακόλουθα. Τα φτωχά και μαύ ρα παιδιά έχουν χαμη λότερη
γλωσσική προπαίδεια από την οικογένειά τους, δεν ακούνε
στο περι βάλλον ο ρθές και καλοφτιαγμένες φράσεις , αποχτούν
επομένως μειωμένες εκφ ραστικές δυνατότητες, και έτσι στο
70 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
σχολείο έχουν φτωχότε ρο λεξιλόγιο, μεγαλύτερη δυσκολία να
χρη σιμοποιήσουν αφη ρη μένες έννοιες , δεν κατασκευάζουν
ολοκλη ρωμένες φ ράσεις, χ ρη σιμοποιούν ' κραυγές και επιφωνή­
ματα και η λεκτική τους έ κφραση δείχνει μειωμένες δυνατό­
τητες συλλογισμού.
Ομάδα γλωσσολόγων στη ν οποία μετείχε ο Γου ίλιαμ Λα­
μπο β8 2 αρχίζει τη δεκαετία του 1 960 γλωσσολογικές έρευνες στη
μαύ ρη κοινότ η τ α. Κύ ρια επιστη μονική υπόθεση των ερευνη τών
ήταν ότι αυτή η γλωσσική «ανεπάρκεια » δεν μπορεί να υπάρχει,
εφόσον η θεω ρ η τική γλωσσολογία αποκλε ίει τ η δυνατ"ότητα να
υπάρχουν ανθ ρώπινες κοινότη τες «άγλωσσες » ή γλωσσικά υπο­
δεέστε ρες.
Η επιστη μονική ε υ αισθη σία, αλλά και η κοινωνική όραση
των μελετητών επέτ ρεψε να αποδειχτεί ότι η πε.ριγραφή τη ς
νέγ ρικ η ς γλώσσας και των ομιλη τών τη ς με αρνητικούς ό ρους
οφειλόταν στην κοινωνική προκατάλη ψη (που ταύτιζε τη ν
επίση μη αγγλική με το γλωσσικό πρότυπο και έ βλεπε τη
γλωσσική διαφο ρά σαν ανικανότη τα), αλλά και στη ν άγνοια
(δεν είχε πο τέ μελετη θεί η νέγ ρικη γλώσσα). Η επιστ η μονική
ευαισθη σ ία, η αντ ίφαση · που εντόπισαν ανάμεσα στη θεωρητι­
κή αρχή τ η ς γλωσσολογ ίας για τη ν ισότητα των γλωσσών και
στην π ρ αγματ ικότ η τα των γλωσσικά «υποδεέστερων» Νέγρων,
τους οδήγη σε στη συστη ματική μελέτη τη ς γλώσσας που μιλά­
ει η νέγ ρικη μειονότη τ α στις μεγάλες πόλεις. Η κοινωνική
τους ό ρασ η επέτρεψε να αποδειχτεί, πώς και γιατ ί υπή ρχαν
πλούσια αποδεικτικά στοιχεία τη ς γλωσσικής «ανεπάρκειας »
των μαύ ρων παιδιών, σω ρευμένα αποτελέσματα δοκιμασιών
(τεστ) που τα εμφάνιζαν σχεδόν άγλωσσα. Η κοινωνική διά­
σταση οδήγη σε τους ε ρ ευνη τές στη ν υποψία ότι δεν είναι δυ­
νατό να μ η ν επιδρά στις έ ρευνες το έντονα φορτισμένο φυλε­
τικό πρόβλη μα και να μη ν επ η ρεάζει τα αποτελέσματα σε μια
κοινωνία όπου κυ ριαρχούν οι φυλετικές συγκρούσεις . Υπέθε­
σαν ότι θα πρέπει ν α επη ρεάζει τα αποτελέσματα των δοκιμα­
σιών η μεγάλ η δυσπιστία που έχουν τα μαύ ρα παιδιά απέναντι
στις προθέσεις του λευκού εξεταστή , που μιλάει διαφορετικά,
φέρεται διαφορετικά και τα εξετάζει μέσα σε εργαστή ρια που
μοιάζουν ιατ ρεία.
Αποδείχτη κε πράγματι ότι συνήθως σωπαίνου ν τα μαύ ρα
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝ Ι Α 71
παιδιά, όταν εξετάζονται με τη μέθοδο της συνέντευξη ς μέσα
σε εργαστή ρια από λευκούς εξεταστές. Σωπαίνουν και κοιτά­
ζουν, οι απαντή σεις τους περιο ρ ίζονται σε αλλαγές στην έκ­
φ ραση του προσώπου και σε · χειρονομίες, σε σή κωμα των
ώμων για την αρνητική απάντηση και σ ' ένα « Μμμ » στη θέ­
ση της καταφατικής απάντησης. Ενώ αντ ίθετα μιλούν σε
γλώσσα περίπλοκη και δη μιου rγική , με πολυάριθμες συντα­
κτικές δυνατότητες, πλούσιο λεξιλόγιο , και στη γλώσσα αυτή
εκφράζουν όχι μόνο αφη ρημένες έννοιες αλλά και φιλοσοφι­
κούς προ βλη ματισμούς, όταν εξετάζονται μέσα σε συνθή κες
οικείες που δεν τα ξενίζουν και όταν ο εξεταστής όχι μόνο
είναι Νέγ ρος, αλλά ε ίναι επίσης μεγαλωμένος σε νέγρικο γκέ­
το και γνω ρ ίζει τη γλώσσα, αλλά και την παιδεία (κουλτού­
ρ α) , τις συνήθειες, τους κ ανόνες συμπεριφοράς και τους εξω­
λεκτικούς κώδικες επικοινωνίας της μαύρης μειονότητας.
Εξουδετερώνοντας λοιπόν αυτό που ονόμασαν «το παράδοξο
του ερευνητrj >>, ο Γουίλιαμ Λάμποβ και οι συνεργάτες του με­
λέτησαν τη γλώσσα των μαύ ρων και διαπίστωσαν ότι π ρόκει­
ται για γλώσσα εξ ίσου πλούσια με την επίσημη αγγλική , αλλά
διαφορετική . Ε ίναι άλλη αγγλική , με δικούς της φωνολογικούς
κανόνες , δικό της λεξιλόγιο, γραμματική και συντακτικό. Οι
διαφορές , που ώς τότε κ αταγ ράφονταν σαν «λάθη », ε ίναι απο­
κλίσεις από την επίσημη μορφή , ο ργανωμένες σε γλωσσικούς
κανόνες τόσο περ ίπλοκους και σταθερούς όσο και οι κανόνες
της επίσημης γλώσσας 83 •
Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτή ερευνητική εργασία απέ­
δειξε με άλλα λόγια ότι όσοι για χ ρόνια αποφαίνονταν πως η
νέγρικη αγγλική είναι γλώσσα χω ρ ίς λογική και χωρίς γραμ­
ματική , απλώς αγνοούσαν τους κανόνες της γ ραμματικής της.
Την καταδίκαζαν αντί να τη μελετή σουν. Παραβίαζαν τις
γλωσσολογικές αρχές και ταύτιζαν την απόκλιση και την αλ­
λαγή με την παρακμή , βλέποντας κάθε παραβίαση της επίση­
μης γραμματικής σαν «λάθος » και όχι ω ς νέα γλωσσική απο­
τελεσματικότητα δη μιου ργη μένη από διαφορετικές συνθή κες
και νέες ανάγκες επικοινωνίας.
Η κοινωνική κατασκευή του «σωστού » καt τ ου λάθους στη
γλώσσα ε ίναι από επιστη μονική άποψη μεγ άλη ανοησία γιατί
ξεχνάει ότι ο λόγος είναι ικανότητα παγκόσμια, χαρακτη ριστι-
72 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
κ ή του αvθ'ρ ώπινου είδους και ταυτίζει αυτή την εξαι ρετική και
τόσο περ ίπλοκη ικανότητα με την τεχνική γνώση και την
εφαρμογή κάποιων κανόνων (και μάλιστα στατικών). Παρα­
κάμπτει επιπλέον ολόκλη ρο το εξαιρετικά περ ίπλοκ ο θέμα της
επικοινωνιακής ικανότη τ ας, της γνώσης τ ω ν κοινωνικών κανό­
νων που ρυθμίζου ν την επικοινω νία. Παραφθείρει τέ λ ος την
«ενο ρατική » (όπως τη λέει ο Τσόμσκι) γνώση των ομιλητών
για τη γλώσσα τους, αφήνοντας την εντύπωση ότι το νόημα
είναι ίδιο είτε «σωστά» το διατυπώσουμε είτε «λαθεμένα». Με­
ταφέρει δτjλαδή συνεχώς την ψεύτικη πλη ροφορ ία για τη σχέ­
ση νοή ματος και μορφή ς , ενώ η μορφή είναι εκείνη που δίνει
νόη μα στην κάθε δήλωση .
Οι παραβιάσεις ή αλλοιώσεις των γλωσσικών κανόνων με
στόχο τη διάκριση ανήκουν σε ένα γενικότερο γλωσσικό φαινό-
·. μενο, την τάση των ομιλητών να αναγνω ρίζονται με τη γλωσ­
σ ίΚ: ή ιδιαιτερότητα ως κά τ οχοι ο ρισμένων κοινωνικών χαρα­
κτη ριστικών, ορισμένης ταυτότη τας. Το φαινόμενο ονομάζεται
«tξατομίκευση >>. Σε κάθε γλώσσα υπάρχουν πολλά εξατομικευ­
τικά ιδιώματα, λόγια και επίσημα, λαϊκά και συνθη ματικά.
Ένα από αυτά είναι το επιστη μονικό ιδίωμα, γιατ ί η χρήση
του αποδίδει αίγλη και κύ ρος, το ψηλότερο στην εποχή μας
κύρος που είναι η ιδιότη τ α του ειδικού της γνώσης, του ειδή­
μονα. Ένα άλλο τέτοιο ιδίωμα ε ίναι σε όλες τις κοινωνίες η
γλώσσα των νέων.
Οι νέες ομάδες η λικίας έχουν πάντοτε την τάση να διαφο ρο­
ποιούνται με το ντύσιμο, την αισθητική του σ ώματος, τη συμ­
περιφορά και τη γλώσσα. Η λ εγόμενη γλώσσα των νέων απο­
τελεί κώδικα εξατομικευτικό της ομάδας η λικίας , γλωσσική
παραλλαγή που διαφο ροποιεί τους χρή στες της κατασκευάζον­
τας συγχρόνως τη συνοχή της ομάδας . Οι αποκλίσεις της
γλώσσας των νέων από τη ρυθμισμένη παραλλαγή , οι νεολογι­
σμοί και οι γραμματικές παραβιάσεις εκφράζουν με τη γλώσσα
τις αλλαγές στα πρό τ υπα συμπεριφοράς, τις ιδέες, τις αξίες και
τους κανόνες που ρυθμίζουν την επικοινωνία.
Αναφερόμαστε εδώ μόνο στη γλώσσα των μορφωμένων νέων
(των φοιτητών), γιατί η γλώσσα άλλων κοινωνικών κατηγοριών
νέων θα π ρέπει να είναι διαφο ρετική , αλλά δεν τη γνω ρ ίζουμε
καθόλου , ούτε καν από την καθ η μερινή παρατή ρηση της
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝ Ι Α 73
γλωσσικής π ράξης, όπως συμβαίνει με τη γλώσσα τ rov φοιτη­
τών. Η γλώσσα των φοιτ η τ ών λοιπόν, δηλαδή η γλώσσα μετα­
ξύ φοιτητών (αυτή που χρη σιμοποιούν στην επικοινωνία ανά­
μεσά τους, γιατί στις λοιπές συνθή κες χρησιμοποιούν τη ρυθ­
μισμένη σχολική γλώσσα) παρα βιάζει κανόνες του τονισμού,
εφευ ρ ίσκει νεολογισμούς, δανείζεται τύπους ή εκφράσεις από
την αργκό ή δη μιουργεί πάνω στο πρότυπο της αργκό. Οι ομι­
λητές της κάνουν γλωσσικές επιλογές που θεω ρούνται χαμηλού
κοινωνικού κύρους, χρη σιμοποιώντας τες μαζ ί με επιστη μονι­
κούς ό ρους και αφη ρη μένες έννοιες. Δη λαδή , οι φοιτητές στην
ίδια φ ράση με τη λαϊκή αποστροφή « ρε », τον ιδιωματικό νεο­
λογισμό « μου τη σπάει » , τον λαϊκό νεολογισμό « κουφός» ή
«καραφλιάζω » χρησιμοποιούν ό ρους φιλοσοφικούς ή έννοιες
επιστημονικές και παραβιάζουν τον τονισμό της γενική ς.
Τα « Κορακίστικα» των νέων ειρωνεύονται και αμφισ βητούν
τις «ελληνικού ρες » των δασκάλων τους πολύ αποτελεσματικό­
τερα από ό,τι θα πετύχαινε η ρητή κριτική . Αμφισ βητούν επί­
σης το σε βασμό στις δοσμένες ιεραρχίες και πολλές κοινωνι­
κές αξίες.
Με τους νεολογισμούς, τις ιδιωματικές εκφ ράσεις και λέ­
ξεις μεταδίδουν μηνύματα κοινή ς ταυτότητας και διάκρισης
από τις γενιές του « Κατεστη μένου », εκφράζουν αμφισ βήτηση
αρχών και αξιών. Με τις τολμη ρές λέξεις και ο ρ ισμένους ιδιω­
ματισμούς πετυχαίνουν την καταστροφή της «Καθώς π ρέπει »
ομιλίας , μεταδίδοντας μηνύματα άρνησης της ιεραρχίας, άρνη­
σης σε βασμού , κ ριτική ς , αυθάδειας. Με τους νεολογισμούς και
τον παρατονισμό της γενικής μεταδίδουν μηνύματα ριζοσπα­
στικών ιδεών και κοινωνικής αμφισ βήτησης. Με ολόκλη ρη
την αλλόλεκτο μεταδίδουν ση μαντικά μηνύματα συνοχής και
σ υνενοχής μεταξύ τους, αλλη λεγγύης και κοινότητας ιδεών,
αλληλοαναγνώρισης στην κοινή άρνηση απέναντι στις παρα­
δομένες αξ ίες και αρχές . Η παράλλη λη , μαζ ί με υφολογικά ή
άλλα δάνεια από την αργκό, συστηματική χρήση επιστη μονι­
κών ό ρων και αφη ρη μέν ων εννοιών δείχνει ότι οι φοιτητές κα­
ταφέρνουν να εφεύρουν μια γλώσσα που μεταδίδει τόσα ρ ιζο­
σπαστικά νοήματα, χω ρ ίς όμως να πάψει να μεταδίδει την κοι­
νωνική διάκριση , που πετυχαίνει η μετάδοση του έμμεσου μηνύ­
ματος ότι οι ομιλητές ε ίναι γνώστες της επίσημης γλώσσας.
74 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Η χρήση της γλώσσας από τους νέους ενοχλεί, επειδή


ακρι βώς μεταδίδει έμμεσα αλλά ισχυ ρά νοή ματα, από αμφισ βή­
τηση έως αυθάδεια, και είναι συνη θισμένη παρανόηση να κ ρ ί­
νεται σαν « λαθεμένη » , « φτωχή » ή « κακής ποιότητας ». Την άρ­
νηση · αξιών, την παραβίαση απαγο ρεύσεων, την επιθετικότη­
τα, την καταστ ροφή της « Καθώς πρέπει» ομιλίας συχνά οι τυ­
χαίοι ακροατές (και όχι συνομιλητές δέκτες συνήθως) την
ακούνε σαν γλωσσική κ αταστροφή , ενώ είναι γλωσσική δη­
μιου ργικότητα. Ενοχλούνται από τα νοή ματα που λανθάνουν
στη μορφή της και νομίζουν ότι φταίει. η μορφή . Το αίτ η μα
ωστόσο της « διόρθωσης » που λανθάνει στην κριτική της « λα­
θεμένη ς » ή «φτωχής » και «υπο βαθμισμένη ς » γλώσσας των νέ­
ων είναι όχι γλωσσικό αλλά κοινωνικό . Η επιδίωξη (συνειδη­
τή ή όχι), που λανθάνει σε αυτή την κριτική , είναι να μιλούν
οι νέοι σε όλες τις συνθή κες επικοινωνίας μια γλώσσα κ ανο­
νιστικότερη που θα διορθώσει την αθέμιτη κοινωνική τους
συμπεl'ιφορά ( βλ. παρακάτω σ. 98 κε.).
Γ ΛΩΣΣΙΚΗ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤ Α ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΑΜΒΛ ΥΩΠΙΑ
ή
«Β ράς , αλβανι στ ί φ ωτ ιά: Μπολι βάρ»

Π ίσω από κάθε φ ρ άση που αφο ρά τη γλώσσα κρύ βεται πάντα
ολόκλη ρη θεω ρία συνειδη τή η ασυνείδητη 8 4 • Οι μεταγλωσσι­
κές θεω ρ ίες επιδρούν εντονότατα στη σχέση των ομιλητών με
τη γλώσσα, έχουν ά p α και γλωσσικές επιπτώσεις. Οι θεω ρ ίες
αυτές έχουν πάντα σχέση με κοινωνικές αξ ίες , με τη ν κοινωνι­
κή διαστρωμάτωση και τη ν ιεραρχία τη ς, με τη ν κοινωνική
εξουσία. Τέτοια σχέση έχει και η ίδια η γλώσσα. Η νόμιμη
χ ρή ση τη ς , η υπεράσπιση τη ς στασιμότη τάς τη ς ή αντ ίθετα η
αλλοίωσή της έχουν κοινωνικούς στόχους.
Η όποια μελέτη αφορ ά τη γλώσσα δεν μπο ρεί να παρακάμψει
τη ν κοινωνική διάσταση . Σε έναν τόμο του 1976 με γλωσσολο�
γικές μελέτες του , που έχει τον τ ίτλο « Κοινωνιογλωσσικοί τύ"
ποι » , ο Γου ίλιαμ Λάμπο β εξηγεί ότι επίτη δες ώς τότε δεν ε ίχε
χ ρη σιμοποιή σει τον όρο « κοινωνιογλωσσολογία » : «Αντιστά­
θη κ α χ ρόνια στον όρο κοινωνιογλωσσολογία, επειδή υπονοεί
ότι είναι δυνατό να υπάρξει πετυχη μένη γλωσσολογική θεωρία
ή π ρακτική που να μη ν ε ίναι κοινωνική >•8 5 • Οι μελέτες στον
τόμο αυτό αφορούν οι π ε ρ ισσότερες τις αλλαγές στη φωνολο­
γ ία τη ς αγγλικής γλώσσας και διαπιστώνεται ότι οι αλλαγές
αυτές έχουν στενή σχέση με τη ν κοινωνική στρωμάτωσ η 86 , αλ­
λά προέρχονται επίσης από κοινωνικά κίνητ ρα, κοινωνικές ιδέ­
ες των ομιλη τ ών, που ασυνείδη τα επη ρεάζουν τους ήχους των
γλωσσικών ση μείων8 7 •
Αν η μελέτη τη ς φωνολογίας μιας γλώσσας εντοπίζει κοινω­
νικά αίτια τη ς διατ ή ρη ση ς , τη ς υπερδιό ρθωση ς ή τ η ς αλλο ίω­
ση ς των η χη τικών συνδυασμών που παράγουν νό η μα, τόσο πε­
ρισσότερο υπάρχουν κοινωνικά αίτια των θεωριών yιι;ι τη
76 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
γλώσσα που παράγονται σε μια κοινωνία.
Για να γίνει δυνατή η ανάλυση των κοινωνικών αιτίων που
γεννούν τις γλωσσικές θεωρίες , χ ρειάζεται ο εντοπισμός των
κυ ριότερων ή των πλατύτερα αποδεχτών ανάμεσα σε αυτές .
Στη ν ελλη νική κοινωνία σήμερα προ βάλλονται και μοιάζουν
πλατιά αποδεχτές δύο ιδιαίτερα παραπλανη τικές θεω ρ ίες, που
καταλήγουν σε δύο γλωσσικά πρότυπα πολύ συγγενικά μεταξύ
τους . Η π ρ ώτη περιγράφει τη ν ελληνική γλώσσα ασθενική και
δ ίχως αντ ίσταση απέναντι στις ξένες λέξεις και από τη ν αξιο­
λογική αυτή περιγραφή προ βάλλει ένα γλωσσικό π ρότυπο κα­
θαρότη τας που επιπλέον συγχέεται με ιδεολογή ματα για τ η ν
ε θ νική κοινότ η τα και καταστροφικές προφ η τείες για τ η ν αλ­
λοίωσ η ή εξαφάνισή τη ς 8 8 . Η δεύτερη περιy ράφει τη ν ελληνι­
κή γλώσσα σαν κακής ή υπο βαθμισμένη ς ή κατώτερη ς «γλωσ­
σικής » ποιότ η τας, τη ν ελλη νόφωνη κοινότη τα σαν « άγλωσ­
σψ> 89 και στη ν αξιολογική αυτή καταδίκη λανθάνει το γλωσ­
σικό πρότυπο τ η ς καθαρεύουσας 9 0 .
Επειδ ή , όπως γράφει ο Εμίλ Μπενβενίστ, η γνώση των κατα­
κτή σεων τη ς γλωσσολογ ίας « καταστρέφει πλήθος αυταπάτες »
για τη ν « απόλυτη αξία τη ς γλώσσας » 9 1 , πολλαπλασιάζοντας τις
δυνατότη τες επικοινωνίας , θα π ροσπαθήσουμε να δείξουμε ότι
οι δύο αυτές θεωρίες είναι ασύστατες απολύτως επιστη μονικά,
επειδή είναι αθέμιτη η αξιολόγη ση των γλωσσών στη θέση της
περιγραφής και της ανάλυσής τους, επειδή είναι ακόμα πιο αθέ­
μιτη η περιγ ραφή τη ς γ λ ώσσας που στη ρ ίζεται στις πεποιθή­
σεις των μελετη τών και όχι σε συγκεκριμένη γλωσσολογική
έ ρευνα, επειδή τέλος οι ίδιες οι αξιολογή σεις έχουν κοινωνικά
κίν η τ ρ α και νοή ματα, όπως κοινωνικά κίν η τ ρα και νοήματα
έχει η ανωτερότη τα που έμμεσα αποδίδουν στον εαυτό τους
όσοι βλέπουν κατωτερότη τα στη χ ρήση τ η ς γλώσσας που κά­
νουν οι άλλοι.

Οι κοινωνικές συνθή κες άρα κι οι απαιτήσεις τη ς επικοινω­


νίας αλλάζουν συνεχώς και οι γλώσσες προσα ρμόζονται ·στις
νέες επικοινωνιακές ανάγκες. Η κοινωνική εξέλιξη και η ανάγ­
κ η τη ς επικοινωνίας οδη γούν στη δη μιουργία νέων λέξεων. Σε
ό λες τις γλώσσες γεννιούνται νέα σ η μαινόμενα, νέες έννοιες
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 77
(ανακαλύπτονται ιδιότη τες των ειδών και των φαινομένων στη
φύση και την κοινωνία, εφευ ρ ίσκονται εργαλεία, αντικείμενα,
ιδέες, κοινωνικές σχέσεις), που απαιτούν νέα σημαίνοντα και
έτσι δημιου ργούνται ασταμάτητα ν έ ες λέξεις. Οι τρόποι με
τους οποίους οι γλώσσες δημιου ργούν νέες λέξεις είναι πολ­
λοί, ένας από αυτούς σε ό λες τις γλώσσες και όλη την ιστο ρία
του πολιτισμού είναι τα ξ ένα δάνεια 9 2 •
Η γλώσσα αποτελεί, ό πως είδαμε, τον ισχυ ρότερο δεσμό
που ενώνει τα μέλη της κ οινότητας, γιατί παίζει τον κυριότερο
ρόλο στη δη μιουργία των περ ίπλοκων δεσμών που συγκρο­
τούν την κοιν rj ταυτότητα. Έτσι, εδώ και πολλούς αιώνες
υ πάρχει στεν rj σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την εθνικrj
ταυτότητα, ανάμεσα στη γλώσσα και την εθνικ rj ιδεολογία,
όπως μορφοπο ιούνται σε κάθε ιστορικrj στιγμ η στις διάφο ρες
κοινωνίες .
Κατά και ρούς στα σύγχ ρονα έθνη-κράτη αναπαράγεται η
καταστροφικ rj προφητεία που βλέπει την εξαφάνιση της εθνι­
κ rj ς κοινότη τας στις ξένες λέξεις που μπαίνουν στην εθνικ rj
γλ ώσσα. Η προφητεία στη ρ ίζεται έμμεσα στην ταύτιση της
γ λ ωσσικrj ς εξέλιξης με τ η ν παρακμη της γλώσσας . Εντοπίζει
τη γλωσσικ rj αλλαγη στα ξένα δάνεια του λεξιλογ ίου , διακη­
ρύττει ότι οι ξένες λέξεις μπο ρούν να αλλοιώσουν την ενότη­
τα της γλώσσας και προμαντεύει την απώλεια της εθνικ rj ς ταυ­
τότητας, που θα α κ ολούθrj σει την αλλοίωση από τις ξένες λέ­
ξεις, άρα την εξαφάνιση της γλ ώσσας .
Όταν συγκλ ίνουν όροι κοινωνικοί, όπως η συνύπαρξη της
εθνικrj ς κοινότητας της συγκροτη μένη ς σε κράτος με άλλα
κ ράτη οικονομικά ισχυ ρότερα, που ασκούν πολιτικό έλεγχο
και πολιτιστικrj ηγεμονία, η καταστ ροφικrj πρ ο φητεία ενδέχε­
ται να βρει αρκετ rj α νταπόκ ριση , να προκαλέσει την ανη συ­
χ ία, μ rj πως πράγματι υπά ρχει κ ίνδυνος για την εθνικrj κοινό­
τητα να χάσει την ταυτότ η τ α από την αλλοίωση της γλώσσας
της. Μέσα σε ορισμένες συνθ rj κες δη λαδ rj , η καταστροφικrj
π ροφητεία αγγίζει την ευαισθησία των κοινωνικ ών ομάδων,
που έχουν συνείδηση του συσχετισμού τω ν δυνάμεων σε διε­
θνές επίπεδο και που σωστά αισθάνονται τη γλώσσα ως το κ α­
τεξοχ rj ν ενοποιητικό στοιχείο και τη δη μιου ργικ rj απόδειξη
των ιδιαιτεροτ rj των και της ταυτότ ητάς τους.
78 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Η καταστ ροφική προφητεία, παρά το γεγονός ότι βρίσκει
ανταπόκριση , όταν η εθνική κοινότητα είναι μικρή , λιγότερο
ισχυρή οικονομικά κ α ι με δυσκολίες να υπερασπιστεί την πο­
λιτική της ανεξαρτησία, δεν εφευ ρίσκεται μόνο σε μικρές και
όχι ισχυρές χώρες. Οι γιγάντιοι αριθμοί της αγγλόφωνης κοινό­
τητας και η οικονομική και στ ρ ατιωτική δύναμη των ΗΠΑ κα­
θόλου δεν εμπόδισ αν ν α διαδ ίδεται η ίδια καταστροφική προ­
φητεία στα αγγλικά για την αγγλική γλώσσα και να λέγεται ότι
κινδυνεύει να εξαφανιστεί από τη γλωσσική αλλαγή κ αι τι ς ξέ­
νες επιδράσεις στο λεξιλόγιο 9 3 •
Τα ξένα δάνεια είναι ένας από του ς τρόπους με τους οποίους
όλες οι γλώσσες δημιου ργούν νέες λέξεις . Στην ιστορία των
γλωσσών δεν υπάρχει καμ ία « Κ αθαρή » γλώσσα, χω ρ ίς ξένες
επιδ ράσεις 94 κ αι, όπως γράφει ο Εμίλ Μπεν βενίστ, το λεξιλόγιο
όλων των γλωσσών, «τόσο των α ρχαίων όσο κ αι των σύγχρο­
νων γλωσσ ών ε ίναι γεμάτο δάνεια που αλλη λοδιασταυρώνονται
προς όλες τις κατευθύνσεις » 95 • Η α ρχαία ελληνική γλώσσα εί­
ν αι γεμάτη ξένες λέξεις , γράφει στις αρχές του αιώνα ο Μανό­
λης Τριανταφυλλίδης96•
Στην παλιά α υτή και πολύ ση μαντική μελέτη του για το θέ­
μα, ο Τριανταφυλλίδης αποδεικνύει ότι οι ξένες λέξεις είναι
σπουδαίος πλούτος της γλώσσας, γιατ ί αναπλη ρώνουν πολύ
συγκεκριμένες γλωσσικές ανάγκες , προσθέτουν νοη ματικές
αποχ ρώσεις και συνώνυμα, νέες έννοιες , φτιάχνουν παράγωγα
και σύνθετα, ποικιλότατες μεταφορές, ιδιωματισμούς κτλ. Η
«χιμαιρική » προσδοκία ο ρ ισμένων να καθαρ ίσουν τη γλώσσα
από τις ξένες λέξεις θα οδηγούσε, εάν μπορούσε να πρ αγματο­
ποιηθεί, σε μεγάλη φτώχεια της γλώσσας : «ή έκ βολή ( . . . ) τών
ξένων λέξεων ( . . . ), καi δυνατή άν ήτο, θά άποτελούσε παραφω­
νίαν πρός τά άλλα γλωσσικά στοιχεία τών όποίων τήν άρμονί­
αν θά διετάρασσε, ή γλώσσα θά έγίνετο έκείνο που τήν καθι-·
στοuν τά π ρ αγματικώς ξένα στοιχεία, χιλιομπαλωμένο φό ρεμα
έ παίτου »9 7 •
Ξένες δεν ε ίναι οι λέξεις ξένης ετυμολογίας , γ ράφει ο Τριαν­
ταφυλλίδης , γιατί αν ήταν σωστά αυτά τ α «κουραφέξαλα», τότε
ξένες είναι οι λέξεις : βιβλ ίο, βάρκα, πατάτα, βουνό, τουφέκι, μού­
ρη, τσιγάρο, τσάι, ζάχαρη, σαπούνι, κατσίκα, λουλούδι, σπάγγος,
παντζούρι, παπούτσι, πορτοφόλι, μπαλκόνι, καραμέλα, σοκολάτα,
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠ ΙΚΟΙΝΩΝ Ι Α 79
μπρ ίκι, κορδόνι, κάλτσα, λουρί, σκαμνί, βαρέλι, μανίκι, πουκά­
μισο, μαξιλάρι, κάρβουνο, ταβάνι, ταράτσα κτλ. Ξένες λοιπόν
δεν κάνει τις λέξεις η ετυμολογία τους. Έχει από και ρό ξεχα­
στεί γράφει ο Εμμανουή λ Κρια ράς ότι είναι ξ ένες οι λέξεις
σπίτι, πόρτα, βίδα, παπούτσι98• Ξ ένες είναι μόνο οι λέξεις εκείνες
που δεν είναι σαφείς για τ ους ομιλητές , που είναι « αδιαφανείς »
ως προς το νόημά τους. Αν οι λέξεις με ξένη ετυμολογία ήτ αν
ξ ένες με αυτή τη σημασ ί α, τότε «τό γλωσσικόν α'ίσθημα, τό
ενστικτον τής γλώσσης, αuτη ή στοιχειώδης άνάγκη συνεννοή­
σ εως θά ώδηγούσε αύτομάτως καi άσυνειδήτως » στην αλλαγή
τους 99 •
Οι λέξεις με ξένη ετυμολογία, που χ ρη σιμοποιο ύντα ι συνε­
χ ώς στην καθημερινή ομιλία κ αι είναι σαφέστατες ως π ρος το
νόημά τους για τους ομιλητές αποτελούν επομένως μέρος του
λεξιλογικού θησαυρού της ελληνικής γλώσσας , είναι λέξεις
ελληνικές. Ασαφείς αντίθετα, άρα ξένες στον ζωντανό λόγο εί­
ναι, γράφει ο Τριανταφυλλίδης, οι α ρχ αίες ελληνικές λέξεις :
« ε ίναι εύκολώτατον νά λεχθή δτι ή ίδιότης τής ά σαφείας, άντi
νά άνήκη είς τάς ζωντανάς έλληνικάς λέξεις ξένης καταγωγής,
είναι άποκλειστικό ν γνώρισμα τών άρχαίων έλληνικών τ ών
όποίων γίνεται χ ρή σις είς τόν γ ραπτ όν λόγον », ενώ δεν υπάρ­
χουν πια στον ζωντανό λόγο, στην ομιλία 1 00•
Απαντώντας στην κατηγορία ότι οι ξένες λέξεις ε ίναι «χυ­
δαίες », ο Τριανταφυλλίδη ς διαπιστώνει πριν τον καιρό της
κοινωνιογ λω σσολογίας ότι η αξιολόγηση είναι κοινωνική και
κ αθόλου γλωσσική . Ονομ άζονται «χυδαίες » όχι εξαιτίας της ξέ­
νης ετυμολογίας τους, γ ρ άφει, αλλά επειδή ο ρισμένες από αυ­
τές είν α ι λέξεις λαϊκότερες , που « αποφεύγουν οι ανώτερες τά­
ξεις ». Οι λέξεις π.χ . γλεντώ, καβγάς, χασάπης, τσουράπι μοιά­
ζουν στα αυτιά ο ρισμένων «χυδαιότερες » από τα ελληνικά συ­
νώνυμά τους , όχι επειδή ε ίναι ξένης καταγωγής, αλλά επειδή
είναι λέξεις που χ ρ ησιμοποιούν τα λαϊκά στρώματα. Αυτή η
κοινωνική αξιολόγηση των λέξεων γ ίνεται άλλωστε και αντί­
στροφα, πάλι ο Τριανταφυλλίδης μιλάει, όταν οι ανώτερες τά­
ξεις χρησιμοποιούν περισσότερο τη λέξη κουζίνα που είναι ξέ­
νη , οπότε μοιάζει χυδαιότερο το ελληνικό αλλά λαϊκό μαγε­
ι.υ
ρειό 1 .
Οι «επιπόλαιες » κ αι «χιμαι ρικές » απόψεις για τον καθαρισμό
80 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
τη ς γλώσσας από τις ξένες λέξεις πηγάζουν από την έπαρση
ο ρισμένων διανοουμένων, που ε ίναι δίχως να το λένε αρχαϊ­
στές, και αποτελεί ρυθμιστική ουτοπία, γράφει ο Τριανταφυλ­
λ ίδης πριν τον Σωσύ ρ, να πιστεύουν μερικοί «ότι ή μόρφωσις
μιας γλώσσης είναι ε ργον τή ς θελήσεως καi τή ς αύθαιρεσίας
ένός έκάστου , μολονότι κατέστη πλέον άξίωμα τής γλωσσικής
έπιστή μης οτι ή γλώσσα μ , όλας τdς άτομικdς έπιδράσεις, πο υ
ή μπο ρε ί νd ύποστή , παραμένει έν τφ συνόλφ της δη μιουργία
αύτόματος , φυσικη καi άσυνείδητος το ϋ συνόλου τής κοινωνί-
0
ας » 1 2 .
Η «ξενη λασία », ο διωγμός των ξένων λέξε ων στη ρ ίζεται στη
δοξασία για το ανώτερο π ρότυπο, τη «σωστή » γλώσσα, που εί­
ναι ανώτερη και σωστή , επειδή δεν αλλάζει. Ο φό βος για την
εξαφάνιση μιας γλώσσας από τα ξένα δάνεια στη ρ ίζεται απο­
κλειστικά, όπως λέει ήδη ο Τριανταφυλλίδης, σε παραδε ίγματα
λέξεων που «φαίνονται » ξένες με την πρώτη ματιά. Λέξεις που
για κάποιους λόγους δεν προσαρμόστηκαν στο τυπικό της
γλώσσας , όπως είναι από το λεξιλόγιο των αρχών του αιώνα οι
λέξεις πόκερ, λικέρ, αξεσουάρ, βαλς, ρεκόρ, ριγιέ, μπιμπλό, μπρε­
λόκ, φιλμ, ραντεβού, σουξέ, ασανσέρ, τραμ, καλοριφέρ, ή οι νεότε­
ρες πούλμαν, τζην, κομπιούτερ, γκωλ κ. α. Δεν καταλα βαίνουν, έ­
γραφε ο Τριανταφυλλίδης , ότι ξένες είναι όλες οι λέξεις που ει­
σάγονται μαζ ί με την έννοιά τους , ανεξάρτητα από την ετυμο­
λογ ία τους, άρα ξένης π ροέλευσης δεν ε ίναι μόνο οι λέξεις
χουζούρι, ρεφενές ή ρεκλάμα, αλλά και οι λέξεις αυθεντία, εγωι­
σμός, λωποδύτης, οδοστρωτήρας, τηλεβόλο, γόητρο, πεζοδρό­
μιο 1 0 3 . Δη λαδή η προέλευ ση ενός σημα ίνοντος καθο ρίζεται από
τη γλώσσα στην οποία π ρωτοδη μιου ργήθηκε μαζί με το ση μαι­
νόμενό του . Η λέξη μικρόβιο , γ ρ άφει ο Εμίλ Μπεν βενίστ, είναι
λέξη γαλλική , γιατί στη γαλλική γλώσσα ανακαλύφθη κε το
ση μαινόμενο και πλάστ η κ ε η λέξη και από τη γαλλική μπή κε
σ ε ό λες τις ευ ρωπαϊκές γλώσσες 1 04 • Η λέξη φλερτ, γράφει ο
Ζοζέφ Βεντ ρυές, είναι στα γαλλικά δάνειο από την αγγλική και
μολονότι είναι παλιά γαλλική λέξη που ταξ ίδεψε πριν αιώνες
στη ν Αγγλία, «είναι λάθος να παίρνουμε στα σοβαρά τη μετα­
φορική περιγραφή των λέξεων σαν να ήταν ταξιδιώτες . . . Δεν
είναι η παλιά γαλλική λέξη που εισάγεται, αλλά μια αγγλική
λέξη που η σύ γχρονη γλώσσα μας δανείζεται » 1 0 5 •
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 81
Ξένες ως π ρος την π ρ οέλευσή τους ε ίναι λοιπόν άπειρες λέ­
ξεις που οι περισσότερες δε φαίνονται ξένες. Οι λίγες που φαί­
νονται είναι εκείνες που δεν π ροσαρμόστη καν είτε επειδή η
γλώσσα δεν έχει αντίστοιχο πρότυπο ή για λόγους κοινωνι­
κούς. Η Βάσω Τοκατλίδου γράφει ότι κάποιες ξένες λέξεις δεν
π ροσαρμόζονται, επειδή δεν υπάρχει στην ελληνική ομιλουμέ­
νη α ν τίστοιχο πρότυπο , π . χ . η λέξη πόύλμαν μένει αναλλοίωτη ,
γιατ ί η γλώσσα δεν έχει πρότυπο προσαρμογής της 1 0 6 • Ίσως
αυτός να είναι ο λόγος για τον οποίο λέξεις που μνη μονεύει ο
Τριαν τ αφυλλίδ η ς σ τις αρχές του αιώνα δεν προσαρμόστη καν,
ρεκόρ, τραμ, φιλμ, ραντεβού κτλ. , ίσως η μορφή τους δεν προ­
σφερόταν στην π ροσαρμογή και αφομοίωση . Ίσως το κυριό­
τερο αίτιο είναι κοινωνικ ό . Την αφομοίωση εμποδίζουν κοιν ω­
νικές ομάδες προνομιούχων και μορφωμένων στρωμάτων γιατί
γνω ρ ίζουν τη «σωστή » μο ρφή της ξένης λέξης και επιδιώκουν
τη διάκριση που αφήνει ν α φανεί ότι ξέρουν την ξ ένη γλώσσα
από την οποία προέρχεται η ξ ένη λέξ η . Τα κυ ριότερα αίτια της
μη π ροσαρμογής, γράφει η Β άσω Τοκατλίδου, είναι κοινωνικά.
Υπάρχουν ξένες λέξεις με ίδια μορφή , π.χ. οι λέξεις σε -ερ ή σε
-αζ (γαλλικής προέλευσης), που άλλες αφομοιώθη καν και άλ­
λ ες όχι. Το τρακτέρ, το μοτέρ, το γκαράζ, το γκάζι, προσαρμό­
στη καν κατά τα « πανέρ(ι} >>, «χέρ(ι)», «νάζι », «μαράζι », κλίνον­
ται, σχη ματ ίζουν πληθυντικό και φτιάχνουν παράγωγα. Δεν
έγινε ό μως το ίδιο μ ε το ντοκυμαντέρ ή το ασανσέρ, με το μοντάζ
ή το μποϋκοτάζ κ . ά. «Στ η ν περ ίπτ ωση που το δάνειο εισάγεταΊ
σ ε μια τ άξη απλών ανθ ρ ώπων, όλα απλοποιούνται : το λαϊκό
αυτί που ακούει την ξένη λέξη κάνει την πρώτη εφαρμογή των
ξ ένων στοιχείων. Έτσι στο 'Όe" της λέξης tracteur, ο έλληνας
αγρότης αναγνώρισε το δικό του "ε" και το δικό του " ρ" ( . . . ).
Το ντοκυμαντέρ , δάνειο και νεολογισμός ( . . . ) χρησιμοποιήθηκε
κι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμη , από μια ο ρισμένη
τάξη μορφωμένων ( . . . ). Ίσως ο τύπος και η τη λεό ραση να βγά­
λουν τη λέξη από τα στεγανά ό που χρησιμοποιείται και να την
εισάγουν στο λεξιλόγιο του απλού λαού που μπορεί και προσαρ­
μόζει όλα τα δάνεια με το ισχυρότατο γλωσσικό του αίσθη-
μα» 1 07 .
Η λαϊκή γλώσσα φαίνεται να έχει τεράστια αφομοι ωτική
ικανότητα που δεν εμποδίζει η μορφή των ξένων λέξε ω ν. Ο
82 ΓΛΩΣΣ Α Κ Α Ι Ι Δ�ΟΛΟ ΓΙ Α

λαϊκός ομιλη τής και η καθη με ρ ινή γλώσσα π ροσαρμόζουν και


φτιάχνουν παράγωγα, ο στυλός, του στυλού, το μπετό, του μπετού,
τα μπετά, μπετονιέρα, μπετάρω, ο σινεμάς, οι σινεμάδες κ αι σινε­
μαδιάζομαι, αμπραγιάζι, αμπραγιάρω και μαρσάρω και τριπλάρω
και από το τελείως πρόσφατο στρουμφ ή δη τα παιδιά λένε η
στρουμφίτσα, το στρουμφάκι κ αι στρουμφίζω. Κανείς ωστόσο
πολέμιος των δανε ίων, ό σο κι αν ισχυ ρ ίζεται ότι δεν τον ενο­
χλούν οι λέξεις παπούτσι, πατάτα, ή σπίτι (σαν να ήταν δυνατό),
αλλά απλώς εκείνες που δεν προσαρμόζονται, ούτε λέει ούτε
θέλει να λέει τα μπετά, του στυλού και οι σινεμάδες, γιατ ί αυτά
ε ίναι «χυδαία», όχι βέβαια επειδή είναι ξέν ης προέλευσης , αλ­
λά για λόγους κοινωνικούς. Θέλει τη ν αρχαιοπρεπή καθαρότ η­
τα τη ς γλώσσσας , που ονομάζει « κου ραφέξαλα» ο Τριανταφυλ­
λίδ η ς , θέλει να μεταφ ράζουμε τους Ρόλινγκ Στόουνς « Κυλιόμε­
νους Λ ίθους ». ' Άλλωστε όπως πάλι ο Τριανταφυλλίδη ς έγραφε,
οι πολέμιοι των ξένων λέξεων ε ίναι αρχαϊστές, η π ρόθεσή τους
« δf:ν άπο βλέπει εiς μόνας τάς ξ ένας λέξεις, άλλά έν γένει ε i ς
ολας τάς λέξεις καi τους τύπους, οπου ή νέα μας γλώσσα ένεω­
1
τέρισεν ά π ό τή ς άρχαίας ,, 0 8 •
Η καταστ ροφική προφη τεία για τ ην απώλεια τ η ς ταυτότη τας
πο υ θα επιφέρει η αλλοίωση τη ς γλ ώσσας από τις ξένες λέξεις
αποδί δ ει εντελώς λαθεμένη σ η μασία στο λεξιλόγιο. Ε ίναι
πέρα για πέρα « α βάσιμη » επιστη μονικά η μομφή που απευθύνε­
ται στις λέξεις , η άποψη που λέει ότι μπορούν οι λέξεις να
« διαφθείρουν » μια γλώσσα, έλεγε ο Τριανταφυλλίδ η ς , γιατ ί οι
λέξεις δεν επη ρεάζουν τη «φύση » τη ς γλώσσας, το λεξιλόγιο
1
έχει «όλως διόλου » δευτε ρ εύουσα σ η μασία 0 9 • Ο Ζοζέφ Βεντρυ­
ές γ ράφει ό τ ι για να μελετη θ εί «μέχρι ποιο βαθμό μπο ρ εί η
επίδραση ξένων στοιχείων να αλλοιώσει την ενότ η τα μιας
γλώσσας », πρέπει «να αφήσουμε κατά μέρος » τα δάνεια του λε­
ξιλογίου , που ανταλλάσσονται από τη μια γλώσσα στηy άλλη .
«Δεν ε ίναι οι λέξεις που έχουν ση μασία», η αλλοίωση μιας
οποιασδήποτε γλώσσας δεν π ροέ ρχεται από το λεξιλόγιο, δεν
αφο ρά το λεξιλόγιο, που σε ό λες τις γλώσσες είναι γεμάτο δά­
νεια και π ροσαρμογές κ αι αλ λ άζει γρήγορα. Η επίδραά η που
θα μπορούσε να είν α ι βλ α πτική αφο ρ ά τη δομή τη ς γλώσσας,
το σύστ η μα, δη λαδή ε ίναι η επίδραση στ η μορφολογία, τη
γραμματική και τη σύνταξ η 1 1 0 •
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 83

Οι γλωσσολόγοι, που μελετούν τις γλώσσες αντ ί να προφη­


τεύουν το μέλλον τους, θεωρούν ότι κάθε πρό βλεψη για οποια­
δήποτε γλώσσα έχει πολύ σχετική αξία, γιατί κυρ ιότερος
παράγοντας που καθο ρίζει τη ζωή των γλωσσών είναι η πολι­
τική βούληση των κοινωνικών ομάδων. Με αυτή την πολύ
ση μαντική επιφύλαξη διαπιστώνουν ότι οι μόνες γλώσσες που
ενδέχεται μέσα από κοινωνικές διαδικασίες να εγκαταλειφθούν
από τους ομιλητές τους είναι οι λεγόμενες <<μιχτές » γλώσσες ,
εκείνες που έχουν υπ n στεί μεγάλη αλλοίωση στη δομή , μολ ονό­
τι παραμένει ακέραιο το λεξιλόγιό τους. Παραδείγματα είναι
οι λεγόμενες « Κρεολικές » γλώσσες και η τσιγγάνικη γλώσσα
της οποίας το μορφολογικό σύστημα και η δομή ανή κει σε
μία γλώσσα και το λεξιλόγιο σε άλλη . Στον κόσμο σήμερα
υπάρχουν δύο τσιγγάνικες γλώσσες , με ακέραιο και οι δύο
τσιγγάνικο λεξιλόγιο. Αλλά η μία έχει το μο ρφολογικό σύ­
στημα και τη δομή της αρμενικής και η άλλη το μορφολογικό
σύστημα και iη δομή της αγγλικής γλώσσας 1 1 1 •
Για την ελληνική γλώσα, εκτός από καταστροφικές προφη­
τείες ή ιδεολογήματα καθαρευουσιάνων, ο μόνος κίνδυνος που
έχει επιση μανθεί από γλωσσολόγους είναι η βλαπτική επί­
δ ραση πού μπορεί να έχει στη δομή της γλώσσας η φωνολο­
γ ία και η σύνταξη της καθαρεύουσας. Όπως γράφει ο Μιχάλης
Σετάτος, την καθαρεύουσα χαρακτη ρ ίζει «συντακτική ρευστό­
τητα και ευκολία να δανείζεται συντάξεις και εκφράσεις από
ξ ένες γλώσσες » που «δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές στη φυ­
σική ομιλουμένη , γιατ ί κινδυνεύει η ισορροπία του συστήμα-
τος » 1 1 2 .
Οι γλώσσες δεν είναι θνητές, δε συμπεριφέρονται όπως οι
βιολογικοί ο ργανισμοί, η εξέλιξη και η διάρκειά τους δεν έχει
καμιά σχέση με τις απλοϊκές παρομοιώσεις που βλέπουν τις
γλώσσες σαν «τα φασόλια ή τα χ ρυσάνθεμα» να φυτρώνουν, να
ανθίζουν και ύστερα να μαραίνονται 1 1 3 • Δεν υπή ρξε πρτέ στην
ιστο ρ ία το φαινόμενο να απωλεσθεί μια γλώσσα από τα δά­
νεια του λεξιλογίου που αποτελούν μέρος της φυσικής της
αλλαγής . ' Άλλωστε, θεωρητικά ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να
υπάρξει γλωσσική διαδικασία μεταλλαγής που να οδηγεί στην
απώλεια μιας γλώσσας 1 1 4 •
Το πιο ενδιαφέρον ίσως απ ' όλα είναι ότι το ενδεχόμενο
84 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
εξαφ άνισης μιας γλώσσας, δη λαδή η εγκατάλειψή της από
την κοινότη τα που τη μιλάει, μπο ρεί να συμβεί για ακ ρι βώς
τους αντίθετους λόγους απο εκείνους που πρεσ βεύει η κατα­
στροφική προφητεία. Δεν είναι η απώλεια της γλώσσας που
οδηγεί σε απ ώ λεια της ταυτότητας, αλλά αντίθετα η άρνηση ή
απώλεια της ταυτότητας είναι εκείνη που θα μπορούσε να
οδηγήσει σε απώλ ε ια της γλώσσας.
Ο Ζοζέφ Βεντρυές γράφει ότι « Ο γλωσσολόγος πρέπει να
λογαριάζει ως ένα από τα δεδομένα της μελέτη ς του» την πο­
λιτική βούληση των κοινωνικών ομάδων 1 1 5 • Το αριθμητικό μέ­
γεθος μιας ομόγλωσσης κοινότητας δεν παίζει κανένα ρόλο, δεν
κάνει τη γλώσσα ούτε πιο ανθεκτική ούτε πιο επιρ ρεπή στις
επιδράσεις. Οι μικροί π.χ. αριθμοί της ιρλανδικής, της ουγγρι­
κής, της αλ βανικής, της ελληνικής κοινότη τας δεν έκαναν τις
γλώσσες πιο «εύθ ραυστες ». Έχει συμβεί σε κάποιο χωριό της
Ελ βετ ίας η γαλλική γλώσσα να υποχω ρήσει υπέρ της γερμα­
νική ς, αλλά σε άλλο χωριό έχει συμβεί το αντ ίθετο, η γαλλική
να πάρει τη θέση της γερμανική ς . Τα αίτια δεν είναι καθόλου
γλωσσικά, αλλά οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά 1 1 6• Στη
γαλλική Αλσατία, όπου μιλιέται διάλεκτος γερμανικής προέ­
λευση ς, οι κάτοικοι μιλούσαν μόνο γαλλικά κάθε φορά που
κατακτήθηκε η Αλσατία, και ακόμα σήμερα μιλούν γαλλικά
μπροστά σε οποιονδή ποτε γερμανό ή γερμανόφωνο ξένο 1 1 7 • Το
βελγικό κράτος υποχ ρεώθη κε να γίνει επίσημα δίγλωσσο, επει­
δή η φλαμανδική κοινότητα συσπει ρώθηκε και αγωνίστηκε να
διατη ρήσει τη γλώσσα της. Η πολωνική γλώσσα αντιστάθ η κε
αιώνες στη ρωσική , χωρίς να υποχω ρήσει καθόλου . Και στο
Ισραή λ συνέβη το μοναδικό φαινόμενο να μιλή σουν οι κάτοι­
κοι μια γλώσσα αρχαία και νεκρή για πολλούς αιώνες. Με άλ­
λα λόγια ο αποφασιστικός παράγοντας ε ίναι η πολιτική βού ­
ληση των κοινωνικών ομάδων, είναι η διεκδίκηση της κοινής
ταυτότητας, που αποφασίζει για τη ζωή της γλώσσας, επειδή
αποτελεί η γλώσσα συστατικό στοιχείο της ταυτότητας.
Μια γλώσσα μπορεί να χαθεί, όταν είναι αλλόγλωσση διά­
λεκτο ς στο εσωτερικό μιας εθνική ς κοινότητας, π.χ. η βρετο­
νική διάλεκτος της ομώνυμης γαλλικής επαρχίας . Αλλά και
αυτό εξαρτάται από τις κοινωνικές ομάδες, π.χ. από τη δεκα­
ετία του 1960 έχουν δη μιουργηθεί στη Γαλλία πολιτικά κινή-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 85
ματα που δι ε κδικούν τη διατή ρηση των τοπικών γλωσσών. Μια
γλώσσα μπο ρεί να χαθεί, ότ αν μιλιέται από μια μειοψη φία στο
εσωτερικό μιας εθνικής κοινότητας, όπως οι ινδιάνικες γλώσ­
σες στις Η Π Α . Αλλά και πάλι η ζωή των ινδιάνικων γλωσσών
εξαρτάται περισσότερο από την επιθ υ μία των ομιλη τών τους να
ενσωματωθο ύ ν ως Αμε ρικανο ί ίσοι με τους αγγλόφωνους και
χάνοντας τα ιδιαίτερα χαρακτη ριστικά τους, επειδή αυτά θεω­
ρούνται κατ ώτερα.
Αυτό το τελευταίο φαινόμενο είνα ί ο μόνος δρόμος για την
απώλεια μιας γλώσσας : η υποτίμηση της ταυτότητας, που φέρ­
νει την επιθυμία αποποίη σής της και τη συνακόλουθη αλλοίω­
ση της γλώσσας . Όπως έγινε με την αποικιοκρατία, που άλ­
λωσ τ ε είναι η δημιου ργός των γλωσσών που ονομάζονται
«κρε ο λικές ». Οι άποικοι επέβαλαν τη γλώσσα τους, αλλά
άσκησαν συγχρόνως συνθλιπτική βία στο χώρο τ ων ιδεών και
όλα τα χαρακτηριστικά, βιολογικά και κοινωνικά (χρ ώμα του
δέρματος , παιδεία, θ ρη σκεία, ήθη , έθιμα, συμπε ριφο ρά, γλώσ­
σα) των μαύ ρων κατοίκων, τα ταύτισαν με την απαξία, τον πρω­
τογονισμό, την κατωτερότητα. Η κατάσταση αυτή υποδούλω­
σης και ύστατης περιφ ρόνη σης οδήγησε σε μερικές (ελάχιστες
πάντως, ας μην το ξεχνάμε) περιπτώσεις σε σύγχυση ως προς
την ταυτότητα, σε απάρνησή της εξαιτ ίας του ρατσισμού, δια­
δικασία από την οποία προήλθαν ορισμένες κρεολικές γλώσ­
σες . Για τις πε ρισσότερες περιπτώσεις αντίθετα (σε όλες τις
χώρες εκτός της Καραϊβικής όπου επιβλή θη καν οι Ευ ρωπαίοι),
αυτό δεν ισχύει. Παρά την τ ρομαχτική απόσταση των πολιτι­
σμών και τη σύγκρουση κρατών πανίσχυ ρων με κοινωνίες δί­
χως τη δυνατότητα άμυνας απέναντι στην ανεπτυγμένη τ εχνο­
λογία, οι πα λ ιές αποικίες δεν έχασαν τις γλώσσες τους . Γιατ ί η
ταυτότητα έμεινε παρά το ρ ατσισμό ισχυ ρή, ώστε να οδηγήσει
στη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας.
Στην ελληνική κοινωνία, η βαθιά συντη ρητική αντ ίλη ψη
(που βλέπει την εθνική εξαφάνιση στη γλωσσική αλλαγή και
τις δάνειες ξένες λέξεις) είναι είτε ψευδώνυμος πατ ριωτισμός
με στόχο την υπεράσπιση κοι ν ωνικών προνομίων είτε κοινωνι­
κή απελπισία που προέ ρχεται από την περιφρόνηση της εθνι­
κής ταυτότητας. Οποιοδή ποτε κε ίμενο προμαντεύει καταστρο­
φές και βλέπει σ τις ξένες λέξεις αλλοίωση ή εξανδ ραποδι σ μό
86 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
της γλώσσας , περιέχει συγχρόνως περιγραφή της ε λληνικής
γλώσσας , της κοινων ίας και της ελληνικότητας με τα πιο μαύ­
r α χρώματα. Όλοι ο συγγραφείς που αγωνίζονται εναντ ίον
των ξένων λέξεων πεrιγ ράφουν τη γλώσσα εξαθλιωμένη κα ί
χαμη λής ποιότητας, περιγράφουν την κοινωνία ανερμάτιστη ,
ανήθικη και σαπισμένη , περιγ ράφουν την εθνική ταυτότητα
κατώτερη και περιφ ρονη τέα. Πε ριγράφου ν δη λαδή το κοινω­
νικό, πολιτιστικό και γλωσσικό παρόν σαν την πιο μεγάλη
αθλιότητα σε σχέση με κάποιο ευγενές και ανώτερο παρελθόν.
Με άλλα λόγια, περιφ ρονούν την εθνική ταυτότητα, περιφ ρό­
νηση που συχνά περιέχει απελπισία, αφού η ταυτότητα είναι
και δική τους, αλλά με τ ρομερό πάθος κ α ι έντασ η , που δείχνει
σε ποιο ακραίο βαθμό ταυτ ίζουν την εθνική ταυτότητα με την
αθλιότητα και την κατωτερότητα, που θέλουν να αποποιηθούν.
Πέφτουν έτσι στην κλασική παγίδα του ρατσισμού , να νομί­
ζουν ότι αποπο ιούνται την κατωτε ρότητα της ταυτότητάς τους,
με το να καταγγέλλουν τους ομοεθνείς και τη γλώσσα τους για
, 1 1Η
κατωτεροτητα .
Σε ό,τι αφο ρά τη γλώσσα και παρά τη φαινομενική έγνοια
των προφη τών για την εθνική και γλωσσική επι βίωση , κ ίνδυ­
νος για τη γλώσσα υπάρχει από αυτά ακρι βώς που διαδ ίδουν.
Αν μπο ρούσαν να πείσουν την πλειοψη φία ό τ ι η γλώσσα είναι
τόσο εξαθλιωμένη , η κοινωνία τόσο σαπισμένη και η εθνική
ταυτότητα τόσο άξια περιφrόνησης, μπο ρεί πrάγματι τότε η
γενική άρνηση της ταυτότητας να οδηγούσε σε εξαφάνιση της
γλώσσας.
Στα κείμενα που διαδίδουν την καταστ ροφική προφητεία για
την εξαφάνιση της γλώσσας από τις ξένες λέξεις , όσα δεν είναι
γραμμένα από διανοουμένους που αισθάνονται κατώτερη την
εθνική τους ταυτότητα, είναι δε ίγματα ψευδώνυμου πατ ριωτι­
σμού . Περιέχουν μεταθέσεις και υποκαταστάσεις , που επιτρέ­
πουν σε κοινωνικά συμφέροντα να νομιμοποιούνται επειδή
ονομάζονται εθνικά.
«Β ράς, άλβανιστi φωτιά: Μπολι βάρ », λέει ένας στίχος από
το αντιστασιακό ποίημα Μπολιβάρ, που έγραψε ο Νίκος Εγγο­
νόπουλος και κυκλοφό ρησε χειρόγ ραφο στην Αθήνα κατά τη
ναζιστική κατοχή . Όπως ο ίδιος ο ποιητής ερμηνεύει, ο στί­
χος εννοεί ότι την « άρ βανίτικη λέξη βρdς που ση μαίνει πί5ρ, τή
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 87

βροντοφώναξαν ο ί ναυμάχοι το ϋ 2 1 κι ό d είμνηστος κι ενδοξος


9
ναύαρχος Κουντου ριώτη ς » 1 1 •
Από την άλλη μεριά, την ίδια εποχή υπή ρξε ο πατ ριωτισμός
που ο Μαν ό λης Τριανταφυλλίδη ς ονόμασε « Πατριωτισμό της
πε ρισπωμένη ς ». Το χειμώνα του 1 94 1 στην Αθήνα, με τα πτώ­
ματα της πείνας στους δρόμους και το στρατό κατοχή ς να πε­
ριπολεί, περιώνυμοι καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής πά­
σχιζαν με μεγάλο πάθος να σώσουν το « έθνος », που κινδύνευΈ
από το μονοτονικό σύστημα που χρησιμοποιούσε ο Ιωάννης
Κακριδής 1 20 • Το χειμώνα εκείνο του 1 94 1 , για κάποιους λοιπόν
η ελληνική γλώσσα και το ελληνικό έθνος κινδύνευαν από . . .
τον Ιωάννη Κακριδή που είχ ε καταργήσει την περισπωμένη .
Ε ίναι ω ραία η σύμπτωση , έτσι που μοιάζει να απαντάει στους
« προστάτες του έθνους » καθηγητές ο Εγγονόπουλος, « βροντο­
φωνάζοντας » μιαν αρβανίτικη λέξη , β ρας.
ΓΛΩΣΣΙΚ Ή ΠΟΙΟΤΉΤΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΠΑΡΑΝΟΉΣΉ
ή
>>
«Ο ίεν φ λοίεν κου κου ροίεν

"Ενας δάσκαλος άκούει άλλο δάσκαλο πού βγάζει λόγο καί ρητο­
ρέβει · «Μάσι ράσι κάσι ο ίεν φλο ίεν κουκουροίεν πατραμητραφρυγα­
κακαούσας περιώρισται » . 'Αρπάζει το περιώρισται ό δάσκαλος (τ •

άλλα ό δύστυχος δέν μπόρεσε νά τιi καταλάβrι). «Μπά » , λέει μέσα


του · «άφτός πού μιλεί ξέρει το λοιπο πού ό παθητικός παρακείμενος
είναι περιώρισται! » Χαίρεται. 'Έπειτα γυρ ίζει καί σού λέει· « ·Ο τάδε
γρ άφει καλά/ » 1 2 1

Το παράθεμα αυτό είναι α πό το Ταξίδι του Ψυχ άρη . Οι δη μο­


τικιστές ή ταν κοινωνικο ί μαχη τές, αγωνίζονταν για τη γλωσ­
σική ενότητα του έθνους-κράτους, με βάση τη φυσική ομιλού­
μενη γλώσσα, γι ' αυτό είπαν πολλά σωστά π ράγματα, μερικά
μάλιστα πριν τον καιρό τους. Στο χαριτωμένο αυτό παράθεμα,
ο Ψυχάρης λέει κάτι πολ ύ επίκαιρο, μνη μονεύει τη σχέση ανά­
μεσα σε μια ο ρισμένη επίσημη μορφή της γλώσσας και την
άσκηση κοινωνικής εξουσίας. Περιγράφει πριν έναν αιώνα
τον κοινωνικό στόχο της κατάργησης του νοήματος, με τη
χρήση εκείνη της γλώσσας που παγιδε ύει τον ακροατή , αναγ­
κάζοντάς τον να θαυμάζει, επειδή δεν καταλαβαίνει.
Ή κατάχρηση του κύ ρους, που έχουν οι επίσ η μες γλωσσικές
μορφές, με την καταστροφή της επικοινωνίας που προέρχεται
από τη χω ρ ίς νόημα λεξιθη ρ ία και την παράλλη λη επι βολή
στο δέκτη της αποδοχής ότι αυτός είναι ο μόνος υπεύθυνος
για την επικοινωνιακή κατ αστ ροφή (αυτός φταίει που δεν κα­
ταλαβαίνει) έχει σπουδαίο κοινωνικό ρ όλο, ό π ως θα δούμε
παρακάτω. Ή κατάχρηση αυτή της ανωτερότητας που αποδί-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 89

δει στο χρήστη η κάθε επίσημη γ λώσσα είναι το βασικό αίτιο


της αναπα ρ αγωγή ς (και της διάδοσης) του μύθου που αποδίδει
ανώτ φ η «γλωσσική » ποιότητα σε ο ρ ισμένες παραλλαγές της
εθνικής γλώσσας , τη σχολική, την επιστη μονική (τη νομική ,
τη λόγια φιλολογική κτλ. ) . Ο μύθος αυτός για τη «γλωσσι­
κή » ανωτερότητα ο ρισμένων παραλλαγών της γ λ ώσσας αποδί­
δει ανα π όφευκτα (είτε λέγεται ρητά είτε όχι) «γλωσσική » κα­
τωτε ρότη τα στις άλλες παραλλαγές της εθνικής γ λ ώσσας και
μά λ ιστα τις λ αϊκές παραλλαγές. Η ευφη μιστική διατύπωση
που συχνά αποφεύγει σήμερα πια να ονομάσει κατ ώτερες ποι­
οτικά τις λαϊκές παραλλαγές, αποκαλ ώντας τες απ λώς «δια­
φο ρετικές », αποτε λ εί έντεχνη απόκρυψη τ ης υποτίμησης με τη
ση μασιο λ ογική ανωμα λ ία. Γιατί είναι λογικά άτοπο το νόημα,
είναι ση μασιολογικά ανώμαλη η πε ρ ιγραφή της γλωσσικής
πραγματικότητας, που λέγεται ότι αποτ ελείται από μια « ανώτε­
ρη γ λωσσική ποιότη τα» και μια « απλώς διαφορετική » γλωσ­
σική ποιότητα . Η «διαφορετική » της « ανώτερη ς » δεν μπο ρεί
.

παρά να είναι κατώτε ρ η 1 22 •


Κάθε περιγ ραφή οποιασδήποτε γ λ ώσσας μ ε ό ρους γλωσσι­
κής ανωτερότητας και κατωτερότητας (ή ανωτερότητας και
διαφο ράς, π ο υ είναι το ίδιο) στη ρ ίζεται στ η ν απλοϊκή δοξα­
σ ία, που β λ έπει τη γ λ ώσσα σαν οντότητα αυτόνομη , υπερκοι­
νωνική και απα λλ αγμένη α πό κοινωνικούς κανόνες και κοινω­
νικά νοήματα. Γιατί αν π.χ. η φ ράση , « Φ του, να πάρει η ο ργή ,
την έπαθα πά λι », ήταν κατώτερης γλωσσικής ποιότη τας από
τη φράση , «Ω, τι κ ρ ίμα, απέτυχα εκ νέου », αυτό θα σή μαινε
ότι το νόημα είναι εκ των προτέρων δοσμένο . Θα σήμαινε ότι
το νόημα είναι πάντα τ ο ί διο όσες και αν είναι οι παρα λλαγές
της διατύπωσης, δη λ αδή ότι η επικοινωνία εξαντ λ είται στην
κυριο λ εξία και τη «γραμματικότη -ι α» και ότι ο ι κοινωνικές
συνθή κες παραγωγής δεν είναι εκείνες που πριν απ ' ό λ α δ ί­
νουν νόημα στα μηνύματα.
Η αναφο ρά στη γλωσσική ποιότητα είναι πάντα μετάθεση
στο γλωσσικό πεδίο κοινωνικών διακ ρίσεων. Ανώτερη γ λ ωσ­
σική ποιότητα απέδιδαν στην καθαρεύουσα οι υποστη ριχτές
της ό λη τη «μεγάλη περίοδο του δη μοτικισμού », με επιχειρή­
ματα τη «χυδαιότητα» και την ποιοτική « κατωτε ρότητα» της
δη μοτική ς, και οι στόχοι τους ήταν, όπως γνω ρ ίζουμε πια, κα-
90 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
θαρά κοινωνικο ί και πολιτικοί. Την περίοδο του μεσοπολέμου,
όταν η γλωσσική μάχη είχε πάψει να εκφ ράζει τη σύγκρουση
των εκπροσώπων τη ς αστικής ιδεολογίας με τους αντιπάλους
της , η « κατωτερότητα » και «χυδαιότητα » της δη μοτικής ε ίναι
ακόμα πιο φανερό πρόσχημα, που εξυπη ρετεί πολιτικούς και
συντεχνιακούς σκοπούς , όπως φαίνετάι π.χ. στο αποκαλυπτικό
παράδειγμα των εκλογών στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας
το 1 924 για την κατάληψη της έδρας γλωσσολογίας, όπου ο
Μανόλης Τριανταφυλλίδη ς απο ρ ρ ίπτεται ούτε λίγο ούτε πολύ
για την αγ ραμματοσt'> νη του (για την «αντιεπιστη μονική » του
διατύπωση , τα «σφάλματα», τις «προχειρότητες », την « απλο­
ποίηση », τη «σφαλερά» του γνώμη κ. ά. 1 2 3 ). Φανερή στα μάτια
όλων πολιτική διάσταση έχει η ανωτερότητα της καθαρεύου­
σας από το τέλος της δεκαετ ίας του 1 940, οπότε δεύτερης κατη­
γο ρ ίας διανοούμενοι υπερασπίζονται συνειδητά τη μετεμφυλι­
ακή κοινωνική τάξη πrαγμάτων, καλλιεrγώντας (με αφορμή τη
δήθεν κακή ποιότητα της δη μοτικής) την υποτίμηση και τον
έλεγχο των « κατώτερων» κοινωνικών στρωμάτων 1 2 4• Ακόμα πιο
φανερή ως προς τους πολιτικούς της στόχους είναι η τελευταία
τέτοια απόπειρα (το 1 972), με το περίφημο γαλάζιο βι βλιαράκι,
που έγραψε ανώνυμος χουντικός γλωσσολόγος και κυκλοφό­
ρησε το αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, είχε τον τ ίτλο Εθνική
Γλώσσα και περιεχόμενο ακρότητες όπως : η «έθνικfι γλώσσα»
π ρέπει π ριν απ ' όλα να συνδέεται με το « έθνικόν παρελθόν » ,
ε ν ώ « δευτε ρευόντως » (απλώς «δευτερευόντως ») ν α είναι κατα­
νοητή «άπό τόν λαόν, δη λαδή ά πό το ύ ς άγραμμάτους, διότι καi
αύ το i άποτελοuν τμή μα του εθνους», άλλά, « έάν δεν πλη ροuται
ό δεύτερος ό ρος , τότε ό λαός π ρέπει νά διδαχθή τfιν έθνικfιν
γλώσσαν », γιατ ί « ή υ ί οθέτη σις ένός άνωτέρου γλωσσικοu iδιώ­
ματος έπi θυσία του μητρικοί) ( . . . ) εχει ώς άποτέλεσμα ( . . . ) τfιν
πνευματικήν άνοδον» 1 25 •
Η βιαιότητα και η διαφάνεια των πολιτικών κινήτ ρων της
δικτατορικής «γλωσσολογίας » είναι απλώς η πιο ακραία εκ­
δοχή της αντ ίληψης για την «κατωτερότητα» της γλώσσας
των λαϊκών τάξεων και την «ανωτε ρότητα» της γλωσσικής
κατασκευή ς που συνήθως αντλεί κύρος από την αρχαιοπρέ­
πεια της μορφή ς , θεωρείται αξία αυτόνομη και η επικοινωνια­
κή της λειτουργία είναι από δευτερεύουσα μέχ ρι άχρηστη .
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε Π ΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 91
Τ α συντεχνιακά επιπλέον κ ίνητρα κρύ βονται πάντα (ακόμα
και όταν τα πολιτικά κ ίνητρα δεν ε ίναι άμεσα) σε κάθε πε ρ ι­
γ ραφή της γλώσσας με αξιολογικούς ό ρους. Οποιοσδή ποτε δι­
ανοούμενος περιγράφει τη γλώσσα ορισμένων κοινωνικών ομά­
δων ή την εθνική γλώσσ α γενι κ ά (πράγμα που είναι σήμερα του
συ ρμού) σαν «υπο βαθμισμένη >> ή « Κακής ποιότητας » , αυτοαξι­
ολογείται συνειδητά ή όχι, γιατί αναπόφευκτα υπονοεί ότι η
γλώσσα στην οποία είναι διατυπωμένη η καταδίκη της γλώσ­
σας που μιλούν κάποιοι άλλοι (η δική του γραπτή) είναι σε
αντιπα ράθεση «Καλής » ή «ανώτερη ς » ποιότητας.
Η κοινωνική ιεραρχία που αποτυπώνεται στη γλώσσα είναι
πολύ ισχυ ρ ή , αλλιώς θα ήταν ανεξήγητο πώς γ ίνεται τόσο εύ­
κολα και τόσο πλατιά αποδεκτός ο μύθος της ανώτερης ή κα­
τ ώτερης γλωσσικής ποιότη τας, εφόσον τον καταστρέφει κάθε
στιγμή η γλωσσική πραγματικότητα , αλλά και εφόσον υπάρχει
από καιρό συγκροτημένος κοινωνικός λόγος, που αποκαλύπτει
τα πο λιτικά αίτια διακ ρ ίσεων σε βάρος των λαϊκών τ άξεων. Η
διάκριση που αφορά τη γλώσσα είναι συγκριτικά με άλλες
εξαιρετικά βίαιη , γι ατί είν αι πολύ δύσκολο να γίνει ορατή η
κοινωνική της διάστ αση . Η αρνητική αξιολόγηση των λαϊκών
παρα λλ αγών πετυχαίνει συχνά την αναγνώριση της αλήθειας
τη ς από τους ίδιους τους ομιλητές των παραλλαγών αυτών, που
έτσι οικειοποιούνται τη γ λ ωσσική κατωτερότητα, με αποτέλε­
σ μα να αποποιούνται το δικαίωμά τους στο λόγο, όπως θα δού­
με παρακάτω.
Δεν μπορούμε να ξεχωρ ίσουμε τη γλώσσα από την παιδεία
(κουλτού ρα), τις αξ ίες και τους κοινωνικο ύ ς κανόνες , τις ιδεο­
λογίες, τις συμπερ ι φορές, τις χειρονομίες, την ενδυμασ ία κτλ.
Δεν μπορούμε να ξεχω ρ ίσουμε τη γλώσσα από την παιδεία
(κουλτού ρα), που είναι διαφορετική κατά κοινωνική τάξη . Αλ­
λά ενώ στις δημοκρατικές κοινωνίες είναι πλατιά αποδεκτή η
αξιολογική ισότητ α της ταξικής διαφο ράς σε ό,τι αφορά την
παιδεία , τις αξ ίες κτλ. , η υποτίμηση της γλώσσας π ολλών κοι­
νωνικών ομάδων και τάξεων ολόκλη ρων (οι λαϊκές παρα λλ αγές
των αστικών κέντ ρων) πολύ εύκολα γίνεται εξ ίσου πλατιά απο­
δεκτή . Η υποτίμηση αυτή έχει πολλές κοινωνικές επιπτώσεις .
Οδηγεί σε μεγάλες αξιολογικές παρανοήσεις γιατ ί επιτρέπει σε
κάποιες κοινωνικές ομάδες να υ ποτιμούν τις λαϊκές τάξεις,
92 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
υποτιμώντας τη γλώσσα τους. Η σ ύ γχυση ανάμεσα σε γλωσσι­
κά δεδομένα και μη γλωσσικές πραγματικότητες (που επιτ ρέπει
να υποβι βάζονται στ η ν κατηγορία του λάθους οι παραλλαγές
που είναι μητρικές γλώσσες ορισμένων κοινωνικών κατηγορι­
ών) βοηθάει ακόμα τη συχνή μετάθεση στο γλωσσικό πεδίο
αξιολογήσεων που εκφράζουν κοινωνικές αντιθέσεις, οικονο­
μικές διαφορές ή πολιτικο ύ ς ανταγωνισμο ύ ς . Τέλος προσθέτει
μεγάλη δ ύ ναμη στους κατόχους της πολιτικής και μορφωτικής
εξουσίας . Η χρήση της επίσημης ρυθμισμένης παραλλαγής
που κάνουν οι ομάδες εξουσίας οδηγεί στον κοινωνικό μ ύ θο
της ανωτερότητας των ομιλητών της . Το πρόσθετο κ ύ ρος από
τη μορφή της γλώσσας δ ίνει στο λόγο των ομάδων αυτών μεγά­
λη δ ύ ναμη μέσα στην κοινωνία, επιτρέποντας στους εκπροσώ­
πους των εξουσιών, όπως θα δο ύ με αργότερα, να ασκο ύ ν εξου­
σία και με το λόγο .
Όταν οι ομιλητές αποδέχονται τις αν τιεπιστημονικέ ς αξιο­
λογήσεις για την κατώτερη ποιότητα της γλώσσας τους, έχουν
πιθανότατα στο μυαλό τους όχι την επίσημη γραπτή παραλλα­
γή που υπερασπίζονται συντη ρητικοί διανοο ύ μενοι, για τους
οποίους γλωσσική τελειότητα είναι να μιλάει κανείς σ αν σχο­
λικό βιβλίο, αλλά τη γλώσσα της λογοτ ε χνίας . Δηλαδή παρα­
νοο ύ ν ότι η τεχνη τή λογοτεχνική γλώσσα είναι εκείνη που πε­
ρισσότερο από κάθε άλλη αλλοιώνει το γλωσσικό πρότυπο και
παρα βιάζει τους κανόνες με στόχο το ατομικό ύ φος και την
επικοινωνία στο επίπεδο της εσωτερικής εμπει ρίας και των αι­
σθη μάτων. Παρανοο ύ ν ακόμα το γεγονός ότι η λογοτεχνική
γλώσσα έχει προσόν της την πολυσημία και την ασάφεια,
ακριβώς επειδή επιδιώκει την επικοινωνία στα επίπεδα του ψυ­
χισμο ύ και των συγκινήσεων. Έτσι, η ποίηση χρησιμοποιεί
συχνά λέξεις σπάνιες, γιατί η σπανιότητα τους αποδ ίδει ένα
είδος μαγικής αδιαφάνειας που έχει υποβλητική δ ύ ναμη . Αξιο­
ποιώντας τη διακοσμητική παρουσία και τη νοη ματική ασά­
φεια των αρχαίων λ έξεων, ο Οδυσσέας Ελ ύ της χ ρησιμοποιεί
π. χ. πολλές φορές το επίθετο «γλαυκός » . Θα ήταν ολοφάνερα
καταστροφικό της επικοινωνίας να θεωρηθεί η ποιητική γλώσ­
σα π ρότυπο για όλες τις συνθή κες και να πει π.χ. ο αρχιτέκτο­
νας , «Σκοπε ύ ω αυτόν εδώ τον τοίχο να τον βάψω γλαυκό», ή να
αποπει ραθεί κάποιος να κολακέψει ένα παιδάκι λέγοντάς του ,
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε Π ΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 93
«Τι ωραία γλαυκά ματάκια που έχεις, χ ρυσό μου ».
Ο ό ρος «γλωσσική ποιότητα» δεν έχει άλλο στόχο από τη
μεταμφίεση κοινωνικών αξιολογήσεων σε γλωσσικές, για να
καλλιε ργεί την παρανόη ση . Αν παίρναμε τον όρο στην κυριο­
λεξία του, τότε το μόνο που θα μπορούσε να ση μαίνει θα ήταν
η άρτια χρήση της γλώσσας σε όλες της τις μορφές , ποικιλίες
και παραλλαγές , δη λαδή η αξιοποίη ση των άπειρων δυνατοτή­
των της . Αν όμως λέγοντας κανείς γλωσσική ποιότ ητα εννοεί
τη ν πλουσιότερη , οικονομικότερ η και πλη ρέστερ η επικοινω­
νία, τότε καμιά πα ραλλαγή δεν αποτελεί πρότυπο, αντίθετα τη ν
ποιότ η τα δη μιου ργεί η εναλλαγή των μορφών και κωδίκων και
η χρήση ανάλογα με τις συνθή κες εκείνης τ η ς παραλλαγής που
έχει τ η μεγαλύτερη κατ αλλη λότητα, τη μεγαλύτερη επικοινω­
νιακή αποτελεσμα τικότητα. Ακρι βώς α ντ ίθετα με αυτό το περι­
εχόμενο, ο μύθος της γλωσσικής ποιότ ητας είναι ρυθμιστική
ουτοπία και γλωσσικό άτοπο. Ποιότη τα ονομάζει τη χρήση
της κοινωνικής διαλέκτου , που είναι γλώσσα των θεσ μ ών και
τ ο υ σχολείου. Δη λαδή ποιότητα ονομάζει τη γενίκευση αυτής
της παρ αλλαγής σε όλες τις συνθή κες τη ς επικοινωνίας. Αλ­
λι ώς δε θα ήταν δ υ νατό να εντοπιστεί κακή «γλωσσική » ποιότη­
τα, παρά μόνο στη χρήση εκείνη που θα ε ίχε αποτέλεσμα τη ν
παρανό ηση . Ο μύθος όμως λέει ότι π.χ. οι νέοι σήμερα μιλούν
γλώσσα κακής ποιότη τας ή ακόμα χειρότερα οι «νέοι μας » εί­
ναι « άγλωσσοι », υπάρχει « αγλωσσία των Ελλήνων » και την
ελληνική κοινωνία χαρακτη ρίζει «γλωσσική κακοδαιμονία» 1 2 6 •
· Α ρα κακή ποιότ η τα ονομάζεται η γλώσσα που αποκλίνει
από το επίσημο π ρότυπο και αντ ίστοιχ α καλή ποιότη τα εί­
ναι η π ροσ α ρμογή στο γλωσσικό αυτό πρότυπο ανεξάρτη τα
από τις συνθήκες επικοινωνίας, ενώ είναι πολλές οι συνθή κες
στις ο iτ οίες το επίσημο γλωσσικό πρότυπο είναι τελείως ακα­
τάλληλο.
Η γλωσσική ποιότητα είναι λοιπόν γλωσσικ ό άτοπο, γιατ ί
το πρότυπο της επίσημη ς γλώσσας δεν μπορεί κανένας ομιλη­
τής να το χ ρ ησιμοποιήσει για να εκφράσει, π. χ . , την αγανά­
κτ η ση ή τον έρωτά του , δεν μπο ρ ε ί να το χρη σιμοποιή σει για
να εκφράσει σαρκασμό ή περιπαιχτική διάθεση , δεν μπο ρεί να
εκφράσει με αυτό την πρόκλη ση , την άρνη ση σε βασμού, τη ν
αμφισ βήτηση , δεν μπο ρεί να προκαλέσει λεκτικά το φόβο του
94 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
δέκτη ή τη συμπόνια του και τόσα άλλα.
' Απειρα μπορούν να είναι τα παραδείγματα μηνυμάτων που
διατυπωμένα στη δήθεν ανώτερης ποιότητας επίσημη παραλλα­
γή ή ακόμα και σε απλώς κανονιστικότερη σχολική γλώσσα,
αλλάζουν τελείως νόημα, οπότε η εφαρμογή της « ποιότη τας »
ση μαίνει καταστροφή της επικοινωνίας . Τα μηνύματα οικειό­
τητας, συνενοχή ς, αλλη λεγγύης, συναισθη ματικών δεσμών
είναι αδύνατο να μεταδοθούν με την κανονιστική γλώσσα του
σχολείου . Η φ ράση της φοιτήτριας « Π άμε ένα σινεμαδάκι, ρε
παιδιά; » δεν μπο ρεί να μεταφερθεί στη σχολική γλώσσα. Ελά­
χιστα να τη « διορθώσουμε », π.χ. «Θέλετε ν α πάμε στον κινη­
ματογράφο, παιδιά; », και αμέσως έχουμε ένα μήνυμα πολύ δια­
φο ρετικό νοη ματικά και πολύ φτωχότερο, γιατί απουσιάζει η
έμμεση πρόταση κοινής απόλαυσης που φτιάχνει το υποκο ρι­
στικό (ενώ δεν επιδέχεται τέτοιο χειρισμό η λέξη « κινη ματο­
γράφος »), απουσιάζει η οικειότητα και οι συναισθη ματικοί
δεσμο ί που πετυχαίνει το « ρε » και η σύντ αξη , απουσιάζει η
έμμεση πειστικότητα της π ρότασης, το άφατο μήνυμα «ω ραία
ιδέα δεν είναι ; » ή κάτι πα ρόμοιο κτλ. Μηνύματα άπειρα σε
αριθμό είναι αδύνατο να μεταδοθούν σε μια από τις επίση μες
παραλλαγές της γλώσσας. Π . χ . «Εεε, τι κάνεις εκεί, ρε συνά­
δελφε, είσαι με τα καλά σου ; » ή « Εγώ τον ξέρω εντάξει άν­
θρωπο και θα δεις, τα ξαναλέμε μόλις γυ ρ ίσει » ή ο διάλογος
« -Νάτος ! - Π ούν ' τος ; -Να, εκεί ! - Πού, μωρέ παιδάκι
μου, πλάκα μου κάνεις ; - Μα τι έχει αυτό το κορίτσι και δε
βλέπει σήμερα; ». Και τόσα άλλα.
Παρά τις γλωσσικές αξιολογήσεις, κανένας ομιλητής μιας
φυσικής γλώσσας δεν περιορίζεται σε ένα ύφος, μία μορφή ,
έναν κώδικα. Τα μικ ρά παιδιά γνω ρ ίζουν ή δη και χρησιμοποι­
ούν τις γλωσσ ι κές παραλλαγές και τους κοινωνικούς κ ώδικες
εναλλακτικά, ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες της επικοι­
νωνίας . Έτσι το παιδ ί της π ρ ώτης του δη μοτικού θα πει προς
τη δασκάλα, «Κυρία, μ ας δίνετε, σας παρακαλώ, την μπάλα; »,
και αμέσως την επόμενη στιγμή προς το συμμ αθητή , « Πιάσε,
Κώστα, ψη λοκρεμαστή , έλα κουνήσου » . Αλλά και η δασκάλα
θα πει στο διευθυντή , « Ε ίναι προ βλη ματικά άταχτοι αυτοί οι
δυο μαθη τές και εμποδίζουν την κανονική διεξαγωγή του μαθή­
ματος », ενώ σε ακριβώς αντ ίστοιχη κατάσταση θα πει προς το
Γ ΛΩΣΣΑ Κ Α Ι Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 95
σύζυγό της, «Δεν αντέχω άλλο αυτό το νταβατού ρι, πάρε τα μια
βόλτα έξω, να μαζέψω λ ίγο το κεφάλι μου ». Και δεν υπάρχει
στη γλωσ σ ική πραγματικότητα ο μαθητής εκείνος που θα
χ ρ η σι μ οποιήσει τον κώδικα προς το δάσκαλο για να απευθυν­
θεί στο συμμαθητή του, γιατί ο συμμαθητής θα καταλάβαινε
ότι τον ειρωνεύεται ή ότι του μεταδίδει έμμεσα μήνυμα ψυχρό­
τητας και απόστασης ή άλλο ανάλογα με το πλαίσιο. Ούτε η
δασκάλα εκείνη υπάρχει που θα χρη σιμοποιήσει τον ίδιο κ ώ­
δικα για να π.ε ι παρόμοιο μήνυμα προς το διευθυντ ή , π ρος τα
παιδιά, προς το σύζυγό τη ς , προς τη στενή της φ ίλη κ . ο. κ. Ό­
πως γράφει ο Τζόσουα Φίσμαν, ο διευθυντή ς μεγάλης επιχείρη­
σ η ς και η γ ραμματέας του είναι πολύ πιθαν ό ότι δε θα χ ρη σι­
μοποιήσουν τον συνηθισμένο επίσημο κώδικα που εκφράζει την
ιεραρχικά άνιση σχέση του προϊσταμένου με τη γραμματέα, αλ­
λά έναν οικειότερο, εάν βρεθούν στη δουλειά στις τ ρεις τα ξη­
μερώματα για κάποια πολύ επείγουσα υπόθεση 1 27 •
Η αναφορά στη γλωσσική ποιότητα ση μαίνει ότι όλοι π ρέ­
πει να μιλούν με τον ίδιο τ ρόπο, την ίδια γλωσσική μορφή σε
όλες τις συνθή κες επικοινωνίας . Γιατί, εάν η φ ράση , «Μου τη
δίνει αυτός ο άνθ ρωπος », ήταν κατώτερης γλωσσικής ποιότη­
τας από τη φ ρ άση , «Με ενοχλεί» ή «Με εκνευ ρ ίζει αυτός ο
άνθρωπος » , τότε θα έπρεπε να είναι επικοινωνιακά αποτελε­
σματικότερη η ερωτική ανακοίνωση στην επιστη μονική
γλώσσα, η πολιτική ανακοίνωση στη λογοτεχνική γλώσσα
κ . ο . κ . Ε άν η φ ρ άση , «Τι λε, ρε, για ξαναπέστο, αν σου βαστά­
ει», ήταν κατώτερη ς γλωσσικής ποιότητας από τη φράση , «Εάν
δεν αναιρέσετε αυτό που είπατε, σας πλη ροφορώ ότι θα λάβω
μέτ ρα» , θα έπρεπε η οργή ν α εκφράζεται καθαρότε ρα και πλη­
ρέστερα και η απειλή να είναι νοηματικά ισχυ ρότερη , άρα
πειστικότερη για το δέκτη στη δεύτερη , στην « καλή ς » ποιό­
τη τας φ ράση . Για να εφαρμοστεί στη γλωσσική πραγματικό­
τητα η ανοησία της ανώτερης γλωσσικής ποιότη τας , που ταυ­
τ ίζει την ανωτε ρότη τα άλλοτε με την επίσημη και επιστημο­
νική και άλλοτε με τη λογοτεχνική γλώσσα, προϋποθέτει να
εξηγεί ένας έφη βος στον καλό του φίλο το θυμό εναντίον των
γονέων του που δεν του επιτ ρέπουν να αγοράσει μοτοσυκλέτα
στην επιστη μονική γλώσσα, ή να εξηγεί ο υ π ου ργός των Οι­
κονομικών στην τη λεό ραση τ'α αίτια της υποτίμη σης του
96 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ
εθνικού νομίσματος σε δεκαπεντασύλλα βο. Δη λαδή η εφαρμο­
γή τ ης « ποιότη τας » στη γλωσσική πραγματικότ η τα θα σή μαινε
γελοιογραφική αποτυχία της επικοινωνίας.
Ο ομιλ η τής πετυχαίνει τους επικοινωνιακούς του στόχους
επιλέγοντας τ η μορφή που είναι κατάλλη λη να μεταδώσει το
νό η μα που θέλει στις ο ρ ιa μένες συνθή κες. Έτσι, αν θέλει ο
θεατ ρικός συγγραφέας να συγκινήσει, έγραφε ο Αχιλλέας
Τζάρτζανος , δεν πρέπει να χ ρη σιμοποιήσει τ η ν καθαρεύουσα,
γιατ ί ή έντονα δραματική φ ρ άση , « Ώ μή τερ, μήτερ, άπωλέσθη
δι ' έμέ τ ό πάν», θα κάνει τους θεατές να ξεσπάσουν σε τραν­
ταχτά γέλια 1 2 8 • Π ρ άγματι, η χ ρ ήση επίση μων μορφών σε επι­
κοινωνιακές συνθή κες οικείες ή μεταξύ ιεραρχικά ίσων συνο­
μιλη τών μεταδίδει ει ρωνεία ή μ η νύματα ψυχρότ η τας, απόστα­
ση ς , ανωτερότ η τας. Γι ' αυτό έχουν κωμικό αποτέλεσμα στα
ελληνικά οι μεταφ ράσεις γαλλικών μυθιστορη μάτων το μεσο­
πόλεμο που περιέχουν φ ράσεις, όπως « Γερτρούδη , σας αγαπώ
σαν τ ρελός ».
Οι ομιλ η τές σπάνια εφαρμόζουν στη γλωσσική πράξη τις
θεω ρ ίες τ η ς ποιότη τας. Όπως π.χ. γυμνασιάρχ η ς φιλόλογος,
πο υ περιγράφει σαν « κακή ς » και «υποβαθμισμέν ης » ποιότητας
τη γλώσσα των νέων γενικά και των παιδιών του ιδιαίτερα, λέ­
ει σε διαφορετικές στιγμές στον έφ η βο γιο του τις δύο αποκα­
λυπτικές ακόλουθες φ ράσεις . Στ η φράση του γιου , «Θα επι­
στρέψω στις πέντε. Το πλη ροφορείς σε όποιον τη λεφωνήσει,
aν έχεις τη ν καλοσύνη », ρωτάει, «Τι σε πείραξε πάλι ; », ανα­
γνω ρ ίζοντας τα έμμεσα μηνύματα θυμού και ψυχρότητας στη ν
τυπική και καθώς πρέπει διατύπωση . Σε άλλη κατάσταση ο
ίδιος . ακούγοντας, « Ωχου ρε μπαμπά, μη μου τ η σπας . . . », αντιλέ­
γει θυμωμένος , « ' Ακου δω , μιλάς στον πατέρα σου και όχι σε
κανέναν από τους αλήτες που κάνεις παρέα ! », δη λαδή δη λώνει
ότι θεωρεί (και σωστά) την αργκό του γιου ακατάλ λη λη για
διάλογο με ανώτερο στη ν οικογενειακή ιεραρχία, γιατί αυτή η
γλώσσα μεταδίδει ακρι βώς λανθάνοντα μη νύματα ασέ βειας και
ανταρσίας. Δεν κατάλαβε καλή γλωσσική ποιότ ητα στην πρώ­
τ η φράση ούτε κακή γλωσσική ποιότητα στη δεύτερη , κατ ανόη­
σε θαυμάσια τα πλούσια μ η νύματα που μετέδιδαν οι φράσεις ,
μολονότι κατά τα άλλα εκφ ρ άζει με κάθε ευκαι ρ ία τη λύπη του
για τ ην κακή ποιότη τα τη ς γλώσσας του γιου του και των ομή-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 97

λικων με το γιο μαθητών του.


Οι ομιλη τές παρα βιάζουν στη γλωσσική πράξη τις μετ α­
γλωσσικέ ς θεω ρ ίες για την καλή και την κακή γλωσσική ποιό­
τητα, ακόμα και όταν τις πιστεύουν. Δη λαδή , ίσως η αποκαλυ­
πτικότε ρ η απόδειξη της κοινωνικής διάκ ρ ισης που κ ρ ύ βουν οι
παρερμηνείες για τη δήθεν ανώτε ρ η γλ ω σσική ποιότητα των
επίση μων μο ρ φών είναι το γεγονός ότι δι α ψεύδονται από τη
γλωσσική πράξη . Υποθέτουμε ότι οι διανοούμενοι, που γράφουν
για την κακή ποιότητα της ελληνικής γλώσσας ταυτίζοντας
την ανώτε ρη πο ι ότητα με τις λόγιες πα ρ αλλαγές, δε θα π ρ έπει
να χ ρ η σιμοποιούν τη νομική γλώσσα για να εκφ ράσουν τον
έ ρ ωτά τους ή τη λογοτεχνική γλώσσα για να ζητή σουν κάποιο
δάνειο ή το επιστη μονικό ιδίωμα για να παρηγορήσουν φίλο
που πενθεί ή την κωδικοποιη μένη κοινή του σχολείου για να
μιλήσουν με τη γιαγιά τους στο χω ριό κ . ο. κ .
Οι δοξασ ίες για την καλή και κακή γλωσσική ποιότητα
ωστόσο έχουν επίδ ρ αση στις γλωσσικές ιδέες , χ ρ ησιμεύουν για
να μεταμφιέζεται σε γλωσσική διάκ ριση η υπε ράσπιση κοινω­
νικών ιερα ρ χιών και επιτ ρ έπουν σε κάποιες κατηγο ρίες διανο­
ουμένων να αποδίδουν στον εαυτ ό τους ανωτε ρ ότητα ποιοτική ,
με αφορμή τη γλώσσα. Χρη σιμεύουν επίσης στην καλλιέργεια
παρερμηνειών, με στόχο την υπεράσπιση της κοινωνικής τάξης
πραγμάτων. Η απόδοση κακή ς γλωσσικής ποιότητας σε διάφο­
ρες κοινωνικές διαλέκτους ή ιδιώματα είναι παρε ρμηνεία της
κοινωνικής αμφισ βήτησης που συνεμφατικά περιέχουν. Π.χ. η
φρ άση , «Αστυνομικοί φ ρου ρούν την πλατεία», πε ριέχει στην
επιλογή των λέξεων αποδοχή και σε βασμό της συγκεκριμένης
εξουσίας, ενώ η φ ρ άση , « Μπάτσοι είναι στη μένοι στην πλα­
τεία», μεταδίδει σαφέστατα το λανθάνον μήνυμα της εχθρικής
αμφισ βήτησής της . Όποιος ονομάζει τη δεύτε ρ η φ ρ άση «χα­
μ η λότερη ς » γλωσσικής ποιότητας από την π ρώτη , μεταμφιέζει
συνειδητά ή όχι κ οινωνικές αντιθέσεις σε γλωσσικές αξιολογή­
σεις, και σε τελική ανάλυση (πα ρ ε ρ μην ε ύοντας την κοινωνική
αμφισ βήτηση σε γλωσσική ποιότητα) υπε ρ ασπίζεται την κοι­
νωνι κ ή εξουσία, εμποδίζοντας επιπλέον το δέκτη των λεγομέ­
νων του να συνειδητο π οιήσει ότι ακούει μια θέση πολιτική .
Υπερασπίζεται την κοινωνική εξουσία επίσης, όταν υπονοε ί
ότι θα έπ ρ επε όλοι οι ομιλητές να χ ρ ησιμοποιούν την επίσημη
98 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

παραλλαγή σε όλες τις καταστάσεις επικοινωνίας, π ράγμα που


στο παράδειγμα αυτό σημ αίνει να κάνουν γλωσσικές επιλογές
που θα εξαφάνιζαν τα συνεμφατικά μηνύματα αμφισβήτησης .
Έχει λοιπόν και μεγάλη κοινωνική χρησιμότητα η διάδοση
των γνώσεων για τ η γλώσσα, σύμφωνα με τις οποίες τα ν ο ή μα­
τα δεν είναι π ο τέ εκ των προτέρων γραμμένα στις λέξεις , ώστε
να μπ ο ρεί οποιοσδή 1tοτε ομιλητής να κάνει κακής ποιότητας
χειρισμό των λέξεων. Αντίθέ τα, τα μ ηνύμ ατα α λλάζουν μαζ ί με
το ρόλο κ αι την κοινωνική θέση του ομιλητή , τις συνθή κες του
διαλόγ ου , τ ο συμφραστικό και το κοινωνικό περι βάλλον της
επικοινωνίας .
Όσο αυτές οι γνώσεις διαδίδονται σε μια κοινωνία, τόσο πε­
ρισσότερο γίνεται ο κάθε ομιλητής «ικανότερος » δέκτη ς των
μηνυμάτων σε ιδι ώματα όπως η αργκό ή η γλώσσα των νέων.
Δη λαδή τόσο περισσότερο καταλαβαίνει ότι η αίσθη ση κατα­
στροφής που ακούει σε αυτά τα ιδιώματα δεν είναι γλωσσική ,
είναι καταστρ ο φή αξιών επίσ η μων και ώς τότε απ οδεκτών, εί­
ναι αμφισ βήτη ση τη ς κοινωνικής ιεραρχίας . Όταν π.χ. κάriοι­
ος ακούγοντας φοιτη τές να μιλούν για τη ν «παραβίαση του πα­
νεπιστ η μιακ ού άσυλου » διαπιστώνει στον παρατονισμό τ η ς γε­
νικής κακό χειρισμό των λέξεων, ή όταν ακ ο ύγοντας τους νέ­
ο υς να λένε, «Μ ας την έσπασε πάλι ο Γιάννης , κάθε που
ανοίγει το στόμα του λέει κι από ένα κ ουφό . . . .. , διαπιστώνει
γλώσσα φτωχή και κακής ποιότ η τας, δε συνειδητοποιεί ότι η
καταστρ ο φή π ο υ ακούει και τον ενοχλεί δεν είναι γλωσσική .
Ωστόσο ε ίτε παρανοεί από άγνοια είτε γνω ρίζει όλα τα πα­
ραπάνω και καλλιεργεί συνειδητά την παρανό η ση , ο πολίτ η ς
(συνήθως διανοούμενος) που γίνεται αναπαραγωγός του μύθου
της γλωσσικής ποιότητας ασκεί ένα συγκεκ ρ ιμένο πολιτικό ρό­
λο.
Α ς πάρ ουμε το παράδειγμα τη ς γλώσσας των φοιτη τών που
περιγράψαμε παραπάνω τονίζοντας ότι μεταδίδει το έμμεσο μή­
νυμα τ η ς ταυτότη τας τη ς ομάδας και των ιδεών τη ς, την αμφι­
σ βήτη ση των παραδομένων αξιών και ιεραρχιών, τη ν περιφ ρό­
νη ση των επιταγών για τ ο πώς πρέπει να είναι και πώς πρέπει
να μιλούν οι νέοι. Α ν υποθέσουμε ότι θα μπ ο ρούσαν ποτέ να
αποδεχτούν οι νέοι τη ρ υθμιστική ουτοπία, αποτέλεσμα θα
ήταν να χαθ ούν από τη γλώσσα τους όλα τα ριζοσπαστικά λαν-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 99
θάνοντα μηνύματα. Αν ήταν δη λαδή δυνατό να πάρουν οι νέοι
την κριτική στην κυ ριολεξία της, να δεχτούν ότι είναι η γλώσ­
σα τους «φτωχή » και « κακής ποιότητ ας » και να αρχίσουν να
μιλούν σε όλες τις επικ ο ινωνιακές συνθή κες την ίδια γλώσσα
την π ροσαρμοσμένη στο σχολικό πρότυπο, ο ση μασιολογικός
πλούτος τους θα φτ ώχαινε πάρα πολύ. Ακόμα θα έχανε η
γλώσσα τους τις δυνατότη τες να παράγει λανθάνοντα μηνύμα­
τα κοινωνικής οργής και ανταρσίας, θα έχανε τη ν ικανότητα να
εκφράζει έμμεσα (και όχι ρητά) την άρνηση προσαρμογή ς και
την αμφισβήτηση των ιεραρχιών. Θα έχανε τέλος τη δυνατότη­
τα να παράγει μηνύματα κοινής ταυτότητας και συνοχής καθώς
και μηνύματα αλληλεγγύης και συνενοχή ς . Κοντολογίς θα
έχανε η γλώσσα την εξατομικευτική της λειτου ργία ως ιδίωμα
στο οποίο αναγνωρίζονται και αλλη λοαναγνω ρ ίζονται τα μέλη
ορισμένης ομάδας, γιατ ί θα έχανε όλα εκείνα τα γλωσσικά
στοιχεία που παράγουν τα πλούσια έμμεσα νοή ματα ριζοσπα­
στικών πεποιθήσεων. Θα γινόταν ιδίωμα κοινωνικά προσαρμο­
σμένο και προσαρμοστικό, αλλά πριν απ ' όλα γλωσσικά πολύ
φτωχότερο και ση μασιολογικά πολύ ασθενέστερο.
' Άλλωστε, όπως γράφει ο Πιέρ Μπουρντιέ, η αλλόλεκτος των
νέων που δανείζεται στοιχεία από την αργκό, η αργκό ή κάθε
συνθηματική γλώσσα είναι ιδιώματα που κι αυτά προσδίδουν
«νομιμότητα» στους χρήστες τους, τη νομιμότητα της « αντιε­
ξουσ ίας » 1 2 9 , γιατ ί η μορφή παράγει μηνύματα παλικαριάς και
επιθετικού ανδ ρισμού, πρόκλησης απέναντι στη δύναμη των
μηχανισμών εξουσίας, οικειοποίηση του δικαιώματος στην
αμφισβήτηση κτλ.
Η κατανόηση των μηνυμάτων που παράγουν ο χει ρισμός της
γλώσσας και η επιλογή των γλωσσικών στοιχείων έχει , όπως
θα δούμε παρακάτω, διπλή κοινωνική χρη σιμότητα. Εμπ�δίζει
την παραπλάνηση των δεκτών, τους ευαισθητοποιεί στα νοή­
ματα και τους κάνει ικανότερους να αποφεύγουν την παγίδα σε
οποιοδή ποτε κοινωνικό ιδ ίωμα. Εμποδίζει π.χ . τ η ν κοινοτοπία
ή την απουσία νοή ματος να γίνεται αποδεκτή σαν σοφή πλη­
ροφορ ία, επειδή εκπέμπεται διατυπωμένη με αρχαιοπρεπή και
δυσνόητη μορφική επισημότητα. Αλλά εμποδίζει επίσης τον
αυταρχικό μονόλογο να γίνεται αποδεκτός σαν προοδευτική
και ανοιχτή συνομιλία, επειδή εκπέμπεται διατυiτωμένος με όλα
100 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
τα γλωσσικά στοιχεία των αντιεξουσιαστικών ιδιωμάτων που
λαϊκίζουν.
Η διάδοση των επιστη μονικ ών γνώσεων με άλλα λόγια
γκρεμίζει τους αξιολογικούς μύθους και αυξάνει τη γλωσσική
δη μιου ργικότητα των ομιλητών, αποκλείοντας την παρανόηση
και εμποδίζοντας τις αξιολογήσεις να μειώνουν ή να καταστρέ­
φουν την επικοινωνία.
Οι αξιολογήσεις της γλώσσας, εκτός από την ισχυ ρή επί­
δρι:χση που ασκούν στις ιδέες ενισχύοντας ιεραρχίες και στη­
ρ ίζο ντας εξουσίες , έχουν επίδραση και στην ίδια τη γλώσσα.
Απ ' όσο μπορούμε να κ ρίνουμε δίχως εμπειρικές γλωσσολο­
γικές έρευνες, οι μύθόι της ανώτερης ποιότητας (που δήθεν
αποτελεί η λογιότερη διατύπωση) δε φαίνεται να επιδρούν
στον προφορικό λόγο , ώστε να παραβιάζει ο ομιλητής συνει­
δητά την επικοινωνία (να εκφράζει τον έ ρωτά του, όπως ανα­
φέρθη κε, στη νομική γλώσσα κ. ο . κ. ) . Επιδρούν ωστόσο παρά­
γοντας παρανοήσεις, όταν συναντιούνται κοινωνικές διάλε­
κτοι.
Η συνάντηση κοινωνικών διαλέκτων παράγει από μόνη της
παρανοήσεις , όταν τη φυσική δη μιουργικότητα των ομιλητών
μειώνει η κοινωνική αξιολόγηση της γλώσσας, γιατί προσαρμό­
ζοντας οι ομιλητές τη γλώσσα τους στο κοινωνικό πρότυπο
της ανώτερης γλώσσας παρα βιάζουν κοινωνικούς κανόνες που
ρυθμίζουν την επικοινωνία. Με τον εντοπισμό της παρανόη­
σης, διαπιστώνουμε ότι ο ομιλητής μιας από τις λαϊκές πα­
ραλλαγές εμφανίζεται πιο ευαίσθητος στα λανθάνοντα νοή μα­
τα που εκπέμπει η εφαρμογή του επίσημου γλωσσικού προτύ­
που σε ακατάλλη λες συνθή κες . Έτσι, ο λαϊκός έφη βος γκαρ­
σόνι σε καφενείο επαρχιακής πόλη ς απαντάει χαμογελώντας,
« Αμέσως , κύριος ! », στον αγ ρότη που του λέει, « Πιάσε ένα μέ­
τρι ο καφεδάκι, παλικάρι », ενώ αντιλαμβάνεται σαν υποτιμητι­
κή ά ρνηση οικειότη τας τον πλη θυντικό του φοιτητή , τον
οπο ίο ρωτάει, « Εσύ τι θα πάρεις; », εκείνος λέει, « Μου δ ίνετε
τον κατάλογο, σας παρακαλώ; » και το γκαρσόνι θιγμένο λέει :
«Ο ρ ίστε να διαβάστε ! » και του γυρίζει την π�άτη .
Η κοινωνική κατασκευή της ποιότητας, μ ε άλλα λόγια, μπο­
ρεί να μειώνει τη φυσική στους ομιλη τές τάση π ροσαρμογής
στον κώδικα του άλλου, ενώ τα έμμεσα μηνύματα οικειοποίη-
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ /ΟΙ

σης κοινωνικής ανωτερότητας με τη χρήση κανόνων της επί­


σημη ς επικοινωνίας γ ί,· ονται αντιληπτά από το δέκτη . Π ροσ­
λαβαίνοντας τα κοινω νικά λανθάνοντα μηνύματα στην ερώτηση
μεσοαστής νέας , «Θα μπο ρ ούσα, παρακαλώ, να έχω ένα μικρό
πεπόνι; », ο μανάβης απαντάει γελαστά, « Όλα για πούλημα εί­
ναι , κοπέλα μου , και τα μικρά και τα μεγάλα». Τελείως άλλης
μορφής παρανόηση , που δείχνει την αφομοιωτική και δη μι­
ου ργική ικανότητα του λαϊκού (δίχως εκπαίδευση) φυσικού
ομιλητή , που προσαρμόζει αυθόρμητα και δ ίνει νόημα στο
ακατανόητο, είναι το χαριτωμένο παράδειγμα παρανόησης του
λόγιου ιδιωτισμού στη δοτική από τον ή ρωα του μυθιστορή μα­
τος του Χρόνη Μ ίσσιου στον ακόλουθο διάλογο μεταξύ του φυ­
λακισμένου αγωνιστή και του πονετικού φύλακα: « Έτσι του
μίλησα με λ ίγο παράπονο. Χαμογέλασε λίγο θλιμμένα και μου
λέει, έτσι είναι, ρε Σαλονικιέ, δεν το ξέρεις ; το λέει και το
ρητό : Ουαί κι αλ ίμονο της Ηττη μένης . Του λέω , ποια ήτανε
αυτή , ρε Κοσμά, που της κάνανε και παροιμία; Μου λέει, μην
το ψάχνεις ( . . . ). ' Αντε και καληνύχτα. Μην το ψάχνεις. Όλα
θα περάσουν. Έκλεισε, έφυγε και σκέφτομαι αυτή τη φουκαριά­
ρα την Ηττη μένη και το τι θα τράβη ξε» 1 3 0 •
Οι ρυθμιστικές αντιλή ψεις που αναγνωρ ίζουν γλωσσική ποιό­
τητα μόνο στην επίσημη παραλλαγή , υ ποτιμώντας τις παραλ­
λαγές που μιλούν οι λαϊκές τάξεις, ταυτίζουν την ποιότη τα με
ο ρισμένα χαρακτη ριστικά της γλώσσας αυτής , όπως π.χ. το λε­
ξιλόγιο με λόγια προέλευση , που ανή κει σε παλιότερες μο ρφές
της γλώσσας. Και δεν μπορούν να διακρ ίνουν τα χαρακτη ρι­
στικά εκείνα της επίσημης παραλλαγής , που είναι «δυσλει­
τουργικά», όπως γράφει ο Γουίλιαμ Λάμπο β, γιατί εμποδίζουν
την ανάλυση και τη γενίκευση : τη «συντακτική πε ρ ιπλοκή »
που λειτου ργεί σε βάρος του νοή ματος, την επιδεικτική κοινω­
νικής ανωτερότη τας τάσ η , που φτιάχνει ένα ιδίωμα « κενολόγο,
πομπώδες , πλεοναστικό και χω ρ ίς νόημα» 1 3 1 • Τα ελαττώματα
αυτά δεν τα έχει καμιά λαϊκή πdραλλαγή, που τα μηνύματά της
είναι αμεσότατα, πλουσιότατα σε λανθάνουσες πλη ροφο ρίες,
νοη ματικά �ιαφανή πα ρ ά την ποικιλία των ση μασιών. Γλωσσι­
κά ελαττώματα λοιπόν, παρά τις κοινωνικές αξιολογήσεις της
γλώσσας, έχει κυ ρ ίως η γλώσσα των ομιλητών που επιδιώκουν
κοινωνική διάκριση με τη μορφή των μηνυμάτων τους.
1 02 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Οι λαϊκές παραλλαγές θεωρούνται, όπως είδαμε παραπάνω να


αποδεικνύουν οι γλωσσολογικές έρευνες του Γουίλιαμ Λάμπο β,
γλωσσικά κατώτερες μόνο εξαιτ ίας της γλωσσική ς προκατά­
ληψη ς . Υπάρχει ωστόσο και η ακριβώς αντ ίστοιχη θετική
προκατάλη ψη που υπο βάλλει τη ν αποδοχή σαν σοφών ή ευφυ­
ών των μ η νυμάτων που είναι απλώς διατυπωμένα στη ν επίση μ η
και έγκυ ρ η παραλλαγή , ενώ η συστ η ματική ανάλυσή τους τα
αποδεικνύει κενολόγα, δ ίχως συστη ματικότη τα και ασαφή .
Συγκρ ίνοντας ο Λάμπο β δύο συνεντεύξεις , στις οπο ίες ο διάλο­
γος αφο ρά φιλοσοφικά ζ η τή ματα (για τ η ν ύπαρξη τ η ς ψυχής ,
του Θεού και το υπαρξιακό ζήτ η μα) με δύο ομιλητές διαφο ρε­
τικών κοινωνικών διαλέκτων (ο ομιλη τής α είναι λαϊκής κατα­
γωγής , χ ω ρ ίς μόρφωση και μιλάει τη νέγρικη διάλεκτο, ο β
ομιλητής απόφοιτος ανώτατης εκπαίδευση ς, μεσοαστός και μι­
λάει τη ν επίση μη αγγλική) καταλήγει στο συμπέρασμα για τη
χαμ η λότε ρη απόδοση , τ η λιγότερη συστ η ματικότητα, αλλά και
τη λιγότε ρη ικανότη τα στ η χρήση αφ η ρ η μένων εννοιών από
τον ομιλητή της επίσημη ς γλώσσας. Το συμπέρασμα ωστόσο
αυτό βγαίνει μετά από λεπτομερειακή αναλυτική σύγκρισ η των
δύο συνεντεύξεων, ενώ η πρώτη εντύπωση είναι αντ ίθετα ότι ο
β ομιλ η τής είναι καλύτερος στο χει ρισμό των εννοιών και των
νοη μάτων. «Η εντύπωση », γράφει ο αμερικανός γλωσσολόγος ,
« πηγάζει απλούστατα από τη μακρόχ ρονη εξαρτη μέν η μας αν­
τ ίδ ραση στη λεξιθη ρ ία: γνω ρ ίζουμε ότι εκε ίνοι που χ ρη σιμο­
ποιούν αυτούς τους υφολογικούς κανόνες είναι μορφωμένοι άν­
θ ρωποι, και έχουμε την τάση να τους αποδίδουμε ότι ε ίπαν κάτι
έξυπνο. Οι αντιδ ράσεις μας είναι σωστές ως προς ένα σ η μείο, ο
β ομιλητής ε ίναι πιο μορφωμένος από τον α. Ε ίναι όμως άραγε
λογικότερος, συστη ματικότερος η εξυπνότερος; Ε ίναι έστω ελά­
χιστα καλύτερος στο να οδη γεί με τ η σκέψη ένα πρόβλη μα
π ρος τ η λύση του ; Χειρ ίζεται ευκολότερα τις αφαιρέσεις; Όχι ,
οι συνεντεύξεις δεν οδ η γούν σε καταφατική απάντη ση . Ο β ομι­
λητής πέτυχε να μας πλη ροφορή σει ότι είναι μορφωμένος, αλ­
λά στο τέλος δεν ξέρουμε τι ακρι βώς προσπαθούσε να πει , ούτε
ο ίδιος άλλωστε ήξερε. » Τα δύο αυτά παραδείγματα, π ροσθέτει
ο Λάμπο β, βοη θούν να απο ρ ρ ίψουμε «το μύθο σύμφωνα με τον
οποίο η μεσοαστική γλώσσα είναι καταλλη λότερη για να χειρι­
στεί αφη ρημένα, σύνθετα λογικά και υποθετικά θέματα» 1 3 2 •
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Ε ΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ 103
Οι λαϊκοί (χω ρ ίς εκπαίδευση) ομιλ η τές γενικά φαίνεται να
έχουν μεγαλύτερη γλω σσική δ η μιου ργικότ η τα (είδαμε παραπά­
νω ότι οι λαϊκές παραλλαγές είναι εκε ίνες που προσαρμόζουν
φωνολογικά και τυπικά τις ξ ένες λέξεις που μένουν στη λοιπή
γλώσσα απροσάρμοστες) , αλλά και μικρότερη «γλωσσική ανα­
σφάλεια». Το μορφωτικό επίπεδο και η κοινωνική θέση επη ρεά­
ζουν σε μεγάλο βαθμό τη ν ομιλία σε ο ρισμένες κοινωνικές
συνθή κες, κάνοντας τον ομιλη'τή π ροσεχτικό για να μη ν απο­
κλ ίνει από αυτό που θεω ρεί ως αποδεκτό γλωσσικό πρότυπο, με
αποτελέσματα τις γλωσσικές αποτυχίες, και χαρακτη ριστικό­
τερη τ η ν «υπερδιόρθωση », που συναντού ν ο ι ερευνητές γλωσ­
σολόγοι κυ ρ ίως στα μικροαστικά στρώματα 1 3 3 • Οι γλωσσικές
αυτές αποτυχίες ονομάζονται προϊόντα τ η ς «γλωσσικής ανα­
σφάλειας ».
Γλωσσική ανασφάλεια ε ίναι ο κοινωνικός γλωσσοδέτη ς , που
προκαλεί το κοινωνικό π ρότυπο τ η ς ανώτερη ς γλώσσας , το εμ­
πόδιο στη φυσική δ η μιου ργικότη τα των ομιλητών 1 34 , που έχει
αίτια κοινωνικά αλλά επιπτώσεις γλωσσικές. Δείκτη ς τ η ς
γλωσσικής ανασφάλειας ε ίναι η διαφο ρά που εντοπίζει η εμ­
πειρική γλωσσολογική έρευνα ανάμεσα στη χ ρή σ η της γλώσ­
σας που κάνει ο ομι λη τής και εκείν η τη χ ρήσ η που θεω ρεί
«σωστή » ή πρότυπη . Η συνειδη τή π ροσπάθεια του ομιλητή να
πλη σιάσει τη χ ρ ή ση που θεωρεί ανώτερη δη μιου ργεί εμπλοκή
τη ς φυσικής έκφρασ ης . Η διαφο ρά διακρ ίνεται στα κενά και
τις παύσεις, στο δισταγμό, τη ν αυτοδιό ρθωση , τις επαναλή ψεις
και τέλος τ η ν υπερδιό ρθωση (τη λαθεμένη χρήσ η γλωσσικών
στοιχείων που μοιάζουν λογιότερα). Τα φαινόμενα αυτά εμφα­
νίζονται συστ η ματικά, όταν ο ομιλητής εκφράζεται μέσα σε
συνθή κες που θεω ρεί ότι ενδέχεται να κριθεί αρνη τικά, επειδή
η γλώσσα του αποκλίνει από το πρότυπο της επίση μη ς. Η
γλωσσική ανασφάλεια με άλλα λόγια είναι εκείνη που προκα­
λεί το μεγαλ ύ τ ε ρο μέρος από τη ν εκφραστική δυσκολία και τις
γλωσσικές αποτυχίες που χαρακτ η ρ ίζουν τους ομιλητές , .όταν
χρειαστεί να μιλήσουν σε επίση μες συνθή κες .
Στη ν ελληνική γλώσσα, η γλωσσική ανασφάλεια υποθέτουμε
ότι π ρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερη , γιατί φαίνεται να χαρα­
κτη ρ ίζει τους ομιλητές όλων των κοινωνικών και μο ρφωτικών
κατηγοριών. Τα κενά, η αυτοδιό ρθωση , ο δισταγμός , οι επα-
1 04 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

ναλή ψεις και οι γραμματικές και συντακτικές αποτυχίες στον


επίσ η μο και δη μόσιο λόγο χαρακτη ρίζουν τους ελληνόφωνους
γενικά, ακόμα και τους εκπροσώπους τ ης μορφωτικής εξουσίας
και κ ατόχους ψηλών μορφωτικών τ ίτλων, πράγμα που δε συμ­
βαίνει σε άλλες γλώσσες.
Το κυριότερο αίτιο της μεγαλύτερης γλωσσικής ανασφάλει­
ας που φαίνεται να χαρακτη ρίζει τους ομιλητές της ελληνικής
θα π ρ έπει να είναι η σχολική γλώσσα (κανένας ενή λικας δεν
έχει διδαχθε ί τη λόγια δη μοτική ). Το άλλο αίτιο θα πρέπει να
είναι η γλωσσική σύγχυση (επίσης κλη ρονομιά της ιστορικής
διγλωσσίας) ανάμεσα σ τ ο πρ ό τυπο της λόγιας δημοτικής κ αι
το καθαρευουσιάνικο γλωσσικό ιδεώδες , που έμμεσα επι βιώνει
στις θεω ρ ίες για την κακή γλωσσική ποιότητα της ελληνικής
σήμερα και την ανάγκη «εμπλουτισμού » της με αρχαίες λέ­
ξεις . Σε αυτή τη σύγχυση άλλωστε θα πρέπει να οφείλεται και
το γεγονός ότι υπάρχουν, όπως φαίνεται, μόνο δύο κατηγορίες
ομιλη τών της ελληνικής, που σε επίση μ ε ς συνθήκες (π. χ.
μ προστά στα μικρόφωνα τ η ς τη λεόρασης) δε διακρίνεται στο
λόγο τους η εκφ ραστική αποτυχία της γλωσσική ς ανασφάλει­
ας. Η π ρώτη κατηγο ρία αποτελείται από τη μερ ίδα της μορ­
φωτικής ελίτ π ο υ απαρτίζουν οι δη μοτικιστές (π.χ. της Θ εσ­
σαλονίκης), ίσως επειδή είναι οι μόνοι που έχουν καλή γνώση
της λόγιας δη μοτικής και σίγουρα επειδή είναι οι μόνοι που
δεν ε ίναι θύματα της σύγχυσης του γλωσσικού προτύπου με το
καθαρευουσιάνικο ιδεώδες . Η άλλη κατηγορ ία ε ίναι γυναίκες
μεγάλης η λικίας, όταν απαντούν σε δη μοσιογράφους σε κά­
ποιες τη λεοπτικές εκπομπές επικαι ρότητας που συλλέγουν
εντυπώσεις ή γνώμες σε απομακρυσμένα χωριά. Γυναίκες η λι­
κιωμένες απομακρυσμένων χωριών, άρα προφανώς άτομα χωρίς
καμιά εκπαίδευση. Θα π ρέπει οι γυναίκες αυτές να μην έχουν
καθόλου αντίλη ψ η για την ανώτερη ποιότητα της γλώσσας ,
αποφεύγοντας έτσι την εμπλοκή της γλωσσικής ανασφάλειας.
Όλους τους υπόλοιπους ομιλητές της ε λ:ληνικής χαρακτη ρ ί­
ζει ψηλός δείκτης γλωσσικής ανασφάλειας, όταν μιλούν σε
επίση μες συνθή κες . Α πό όλες τις γλωσσικές αποτυχίες, απο­
καλυπτικότερη της κοινωνικής διάστασης του φαινομένου εί­
ναι ίσως η υπε ρδιό ρθωση . Παρα δ είγματα υπερ δ ιόρθωσης μπο­
ρεί να συλλέξει εύκολα κανε ίς από την τηλεό ραση . Ένα τυ-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙ ΝΩΝΙΑ 1 05

χαίο , αλλά νομίζουμε πολύ χαρακτη ριστικό, ε ίναι η προφο ρά


από εκφωνητές και εκφωνήτ ρ ιες του ουσιαστικού στον τ ίτλο
του μυθιστο ρή ματος της Μάρως Δούκα Αρχαία Σκουριά, που γυ­
ρ ίστηκε τη λεοπτικό έργο και παίχτηκε το 198 1 σε συνέχειες .
Π ροφέρονταν «σκου ρ-ι-ά» (το «ριά» όπως στο γ ριά) και όχι
«σκουργιά ». Π αραφθορά που οφείλεται στη διάσταση ανάμεσα
στην προφο ρά, όπως θα την έλεγε αυθόρμητα ο καθένας ελλη­
νόφω νος, και στη «διόρθωσή » της στις επίση μες συνθή κες
ομιλίας για να πλη σιάσει εκείνη που ν ομίζει ανώτερη ή ευγε­
νέστερη .
Ας ση μειώσουμε τέλος ότι η υποτίμηση των ομιλη τών της
ελληνική ς , που ανήκουν στις κοινωνικές κατηγο ρ ίες με μη­
τ ρική τους γλώσσα τοπικές ή κοινωνικές διαλέκτους, δεν
οφε ίλεται (όπως συνήθως νομίζουμε) στην αποκάλυψη της δυ­
σκολίας τους να χειριστούν την επίσημη παραλλαγή , τη δια­
κ ριτική εκπαίδευσης και κοινωνικής θέσης . Οφείλεται στην
κοινωνική αξιολόγηση που υποβι βάζει στην κατηγο ρ ία του λά­
θους και της κακής ποιότητας όλες τις άλλες παραλλαγές της
εθνικής γλώσσας . Οφείλεται στην κατωτερότητα που αποτελεί
να μιλ ά ει κανείς άλλη από την επίσημη παραλλαγή . Αυτό
φαίνεται καθαρά στα συγκαταβατικά χαμόγελα προς τον κάθε
ομιλητή που χρη σιμοποιεί με άνεση και αρτιότητα μια τοπική
διάλεκτο . Φαίνεται στο γεγονός ότι στα αθηναϊκά σχολεία οι
μαθητές κοροϊδεύουν νεοφερμένα κρητικόπουλα ή κυπριωτό­
πουλα κ . ά. 1 3 5 • Και δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ στα μέσα μαζικής
ενη μέρωσης δεν ακούγεται διαλεκτική προφορά (παρά μόνο
όταν σε διάφο ρα έ ργα ηθοποιοί υποδύονται κωμικούς ή ρωες).
Γ. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΆ ·

Η γλώσσα έχει φανερή τεράστια σημασία για τον εκπαιδευτι­


κό θεσμό . Η γλωσσική εκπαίδευση θεωρείται ένας από τους
σπουδαιότερους στόχους του σχολείου. Το ση μαντικότερο
ωστόσο είναι ότι η γλώσσα αποτελεί το κύριο αν όχι το μόνο
ε ργαλείο μετάδοση ς της γνώσης , το μόνο όργανο επικοινωνί­
ας ανάμεσα στο μαθη τή και το φορέα της γνώσης , το δάσκα­
λο , ανάμεσα στο μαθητή και το σύμβολο της γνώσης, το βι­
βλίο.
Οι επιστήμες της γλώσσας (γλωσσολογία, κοινωνιογλωσ­
σολογία και κοινωνιολογία της γλώσσας) δεν ανή κουν στα
μορφωτικά εφόδια των δασκάλων και των φιλολόγων. Η
«γλωσσική αγωγή » γ ίνεται σ το σχολείο, χωρίς να έχουν απο­
χτή σει οι εκπαιδευτικοί στοιχειώδεις γνώσεις για το τι είναι
γλώσσα, πώς λειτου ργεί και πώς ως συμ βολισμός και κωδικο­
ποίηση της πραγματικότητας επιδρά πάνω στην πραγματικότη­
τα.
Η ελλιπής ως π ρος τις γλωσσικές επιστήμες εκπαίδευση
των εκπαιδευτικών έχει πολλές επιπτ ώσεις. Στο σχολικό θε­
σμό γενικά κυ ριαρχεί η λατ ρεία του γραπτού λόγου και απου­
σιάζει η πολύ ση μαντική διάκ ριση του φυσικού λόγου , της
ομιλίας από το υποκατάστατό του, τη γραφή . Η απουσία της
διάκρισης εμποδίζει και την πειστική μετάδοση της πλη ροφο­
ρ ίας για τη μεγάλη αλλά διαφο ρετική ση μασία τ ο υ γραπτού
λόγου.
Η λατ ρεία της γραφή ς οφείλεται στην π ροεπιστη μονική αν­
τ ίλ η ψη που έχου ν οι φορείς της εκπαιδευτικής ευθύνης για το
τι ση μαίνει γλωσσική μάθηση , για το πώς και πότε μαθαίνεται
η μητ ρική γλώσσα. Τη γλωσσική διδασκαλία αντικαθιστά η
π ρ ο βολή ενός γλωσσικού προτύπου και η προσπάθεια επι βο-
1 10 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

λής του σαν τη μόνη εκδοχή του λόγου. Η έμμεση αυτή πλη­
ροφο ρ ία που συστη ματικά μεταδίδει το σχολείο για τη γλώσ­
σα του , εμφανίζοντάς τη σαν τη μόνη «σωστή » ή « καλής
γλωσσικής ποιότητας » εκδοχή του λόγου, είναι εμπόδιο στην
κατάκτηση από τους μαθητές της μεταγλώσσας, με την ανα­
γνώριση των κανόνων της επικοινωνίας που αυθόρμητα εφαρ­
μόζουν, την κατανόηση δη λαδή σε αφη ρη μένο και λογικό
επίπεδο του γλωσσικού συστή ματος . Ακόμα είναι εμπόδιο για
την κατανόηση της γλωσσικής πραγματικότητας με την ποι­
κιλία των κωδ ίκων που εξυπη ρετούν διαφο ρετικές επικοινωνι­
ακές λειτου ργίες. Το σχολείο αναστέλλει τη φυσική γλωσσι­
κή ,δη μιου ργικότητα των μαθη τών και ναρκοθετεί τον κυ ριό­
τερο γλωσσικό στόχο του, που είναι να μάθει στους μαθητές
να χει ρ ίζονται με επάρκεια τις λόγιες παραλλαγές της εθνικής
γλώσσας.
Ο εκπαιδευτικός θεσμός παραβ μ πει τον τεράστιο πλούτο
και την περιπλοκή του γλωσσικού φαινομένου. Ανάγει τη
γλωσσική πλη ρότητα στη γνώση ο ρισμένων τυποποιη μένων
κανόνων, αποσιωπάει την πολύ ση μαντική για την επικοινω­
νία εναλλαγή των γλωσσικών κωδίκων, αγνοεί ότι τη μητ ρική
τους γλώσσα δε σταματάνε ποτέ οι ομιλητές να τη μαθαίνουν
και ότι η παρέμβαση του σχολείου αποτελεί συγχρόνως συνέ­
χεια της εκμάθησης της μητρικής και διεύ ρυνση του ση μασι­
ολογικού δυναμικού των μαθητών με άλλες παραλλαγές της
εθνικής γλώσσας και μ ε άλλες γλώσσες (νεκρές και ξένες).
Ο στόχος του ελληνικο ύ σχολείου σήμερα ως προς τη
«γλωσσική αγωγή », όπως την ονομάζει, είναι η εκμάθηση της
λόγιας δημοτική ς, με π ρότυπο τη γραπτή λόγια και τη λογο­
τεχνική γλώσσα, η εκμάθηση των παλιότερων λόγιων μορφών
από την ιστο ρ ία της γλώσσας και η εκμάθησ η της αρχαίας
γλώσσας . Οι λόγιες παραλλαγές θεω ρούνται πρότυπο της
γλωσσικής « ευγένειας » ή « ανωτερότητας » και οι λογοτεχνικές
παραλλαγές π ρότυπο της επικοινωνιακής καλαισθησίας. Δε
μαθαίνουν' οι μαθητές τις ποικίλες χρήσεις της φυσικής
γλώσσας στις διάφο ρες παραλλαγές της, αρχίζοντας από τη
μητρική τους (που δεν είναι η ίδια για όλες τις κοινωνικές τά­
ξεις) ούτε τις διαφο ρετικές λειτου ργίες των έντεχνων παραλ­
λαγών. Δε μαθαίνουν τ ι ς παλιότε ρες μο ρφές παρακολουθώντας
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ ///

τ η ν εξέλιξη της γλώσσας. Δ ε μαθαίνουν τα αρχαία σαν αρχαία


γλώσσα, αλλά σαν πρότυπο της π ρωτογενούς και αυθεντικής
ελ λ ηνικής.
Τα νέα βι βλία για τη διδασκαλία της γλώσσας στο δη μοτι­
κό και το γυμνάσιο έχουν βελτιωθεί αρκετά, αποτελούν προ­
σπάθεια να εισαχθεί στο σχολείο η επιστη μονική αντιμετώπι­
ση του γλωσσικού μαθή ματος, αλλά χρειάζ εται ακόμα πολλή
δουλειά. Ωστόσο, σημαντικότερο ζ ήτημα από τα βι βλία ε ίναι
η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. Όπως φαίνεται από την κα­
θημε ρινή σχολική πράξη , το κ υ ριότερο πρό βλημα, η θεμελια­
κή προϋπόθεση για τη γλωσσική διδασκαλία που δε θα είναι
εκ των π ρ οτέρων καταδικασμένη στη ν αποτυχία ε ίναι οι εκ­
παιδευτικοί. Η διαμό ρφωση και γνωστική π ροετοιμασία των
δασκάλων και καθηγητών, που θα πε ριλαμ βάνει ( πράγμα που
δε συμβαίνει ούτε στα καινούρια Παιδαγωγικά Τμήματα)
γλ ω σσολογία, κοινωνιογλωσσολογία και κοινωνιολογία της
γλώσσας,_ είναι πρωταρχικό θέμα. Όσο οι εκπαιδευτικοί πιστεύ­
ουν ότι η σχολική ρυθμισμένη γλώσσα ε ίναι η μόνη εκδοχή
του λόγου και ό,τι άλλο λέγεται πρέπει να καταδικαστεί και
να ξεχαστεί, είναι αναπόφευκτο να αποτυχαίνουν διπλά. Να
καλλιεργούν τη σύγχ υ ση εμποδίζ οντας τη θεω ρητική κατά­
κτη ση των λειτου ργιών της γλώσσας και συγχ ρόνως να μην
καταφέρνουν να μάθουν στους μαθητές ικανοποιητικά τη σχο­
λική γλώσσα.
ΕΚΜΆΘΗΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ή
δεν μπαίνουν β ου β οί μαθητές στο σχ ολεί ο

Η φ ρ άση « Ο τάδε μαθητής δεν εκφ ράζεται καλά ελληνικά» εί­


ναι συχνή και κοινή· στους εκπαιδευτ ι κούς όλων των βαθμ ί­
δων, σ αν να ή τ αν ο μαθητής Κινέζος ή σαν να ήταν η ελληνι­
κή γλώσσα αγαθό που άλλοι μαθητές διαθέτουν και άλλοι όχι.
Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας ονομάζεται στο σχο­
λείο «γλωσσική αγωγή », στόχος της ο ρ ίζεται «η ο ρθή επικοι­
νωνία» και στη ρίζεται στην αντίληψη της εκμάθησης της νε ο ­
ελληνικής γλώσσας, εκμάθηση με τη σημασία της απόχτησης
γνώση ς , όπως συμβαίνει με τον πολλαπλασιασμό ή την ιστο­
ρ ία. Στην αντ ίληψη αυτή λανθάνει η εικόνα του παιδιού , που
μπαίνει στο σχολε ί ο κενό δοχείο ως προς αυτή τη γνώση , για
να αποχτήσει με τη «γλωσσική αγωγή » το μο ρφωτικό αγαθό,
που είναι η γλώσσα.
Ολόκλη ρη η εκπαιδευτική διαδικασία μοιάζει να παρα βλέ­
πει το εξαι ρ ετικά ση μαντικό γεγονός ότι όλα ανεξαιρέτως τα
παιδιά μπαίνουν στην π ρ ώτη τάξη του δη μοτικού έχοντας ή δη
κατακτήσει τους πλούσιους και εξαιρετικά περίπλοκους μηχα­
νισμούς της μητρικής τους γλώσσας . Το κάθε παιδί μπαίνον­
τας στο σχολείο ξέρει τη μητ ρική του γλώσσα. Δεν την «ξέ­
ρει » σαν ένα αφη ρη μένο σύστη μα συνδυασμού φωνητικών
ση μάτων, αλλά με τη λειτου ργική ση μασ ί α του ό ρ ου, δη λαδή
ξέρει να τη χρησιμοποιε ί. Ξέρει να επικοινωνεί με τους άλλους
λεκτικά, να πλη ροφορεί για τις ανάγκες του , να εκφράζει τα
συναισθή ματά τ ου , να ζη τάει πλη ροφο ρ ίες για το γύ ρω κόσμο ,
να προκαλεί με το λόγο αλλαγή της συμπεριφοράς των άλλων
και να π ροσαρμόζει τη συμπεριφορά του σε λεκτικές εντολές,
τέλος να επικοινωνεί στο αφαι ρετικό επίπεδο της φαντασίας .
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛ ΕΙΟ 1 13

Αποτελεί μεγάλο θέμα και ενδιαφέ ρον επιστη μονικό αντι­


κείμενο , που αναγκαστικά θα παρακάμψουμε, η γλωσσική εξέ­
λιξη του β ρέφους. Να σημειώσουμε μόνο ότι η κατάκτηση της
ικανότητας του λόγου γίνεται εξαιρετικά νω ρ ίς . Εκεί γύρω
στην η λικία των 6 μηνών, το βρέφος αποχτάει την ικανότητα
να εννοεί, να μεταδίδει νοή ματα με φωνητικούς συνδυασμούς
που οι οικείοι αποκρυπτογραφούν και καταλαβαίνουν ότι π.χ.
διψάει, θέλει ένα αντικείμενο , ζητάει ν α το σηκώσουν στα χέ­
ρια κ . ο . κ . Αυτή ή β ρεφόλεκτος ή « π ρωτόγλω σσα» 1 με την
οποία μαθαίνει να μεταδίδει νοή ματα με φωνητικούς συνδυα­
σμούς δείχνει ότι το β ρέφος αποχτάει την ικανότη τα χρήσης
ενός ση μασιολογικού συστή ματος, προτού κατακτήσει τις λέ­
ξεις, αποχτάει την επικοινωνιακή ικανότητα, προτού κυ ριαρ­
χήσει την άρθρωση των συλλαβών που συνθέτουν τις λέξεις
και τη δομή της γλώσσας .
Το βρέφος μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα ανεπαίσθητα
μέσα από μια συνεχή διαδικασία αλλη λενέργειας με τα άτομα
του άμεσου περι βάλλοντος. Κατακτάει στη νηπιακή η λικία τη
δυνατότητα να χρησιμοποιεί τη μητρική γλώσσα πλή ρως, και
μάλιστα με τη συνείδη ση ότι μαθαίνει να τη χρησιμοποιεί. Το
νή πιο κατακτάει εξαιρετικά νω ρ ίς την ικανότητα χρήσης των
μηχανισμών της γλώσσας , όπως φαίνεται και από τα λάθη που
κάνει. Αποτελούν πολύ ενδιαφέρον αντικε ίμενο μελέτης τα
γλωσσικά λάθη των νη πίων, από τα οποία μεγάλο ποσοστό
δείχνει ακριβώς την κατάκτηση τ ων δυνατοτήτων χειρισμού
της γλώσσας . Όπως π . χ . το νήπιο που λέει « πολλο ί κόσμοι »
δείχνει ότι έχει κατακτήσει την έννοια τ ω ν αριθμών και χρη­
σιμοποιεί πληθυντικό για κάθε τι πε ρισσότερο από ένα. Ή το
νή πιο που λέει «η μαϊμούδα» , όταν τελειώσει το παραμύθι που
μιλούσε για μαϊμούδες στον πληθυντικό, προσαρμόζοντας την
καινούρια λέξη στη λέξη «αρκούδα-αρκούδες », που ήξερε
ή δη , δείχνοντας δη λαδή με τον λάθος ενικό ότι έχει κατακτή­
σει το μηχανισμό της αναλογίας . Παρόμοια κατάκτηση· είναι
το επίθετο « βολευτικός-η-ο », από νήπιο που το κατασκευάζει
σύμφωνα με τον αόριστο του ρή ματος " βολεύομαι ».
Το παιδί έχει αποχτή σει προτού πάει στο σχολείο πλή ρη
επικοινωνιακή ικανότητα στη μητρική του γλώσσα. Ξέρει να
επιλέγει τα γλωσσικά στοιχεία που είναι κατάλληλα για την
1 14 Γ ΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

επικοινωνία με τους άλλους, ανάλογα με το ποιος είναι ο συ­


νομιλητής, ποιος είναι ο κοινωνικός του ρόλος και ποιος ο
στόχος της ομιλίας . Γνω ρίζει ότι ο λόγος συνδέεται με ορισμέ­
ν α στοιχεία του περι βάλλοντος και ότι η επικοινωνία απαιτεί
κάθε στιγμή επιλογές γλωσσικές. Με άλλη διατύπωση ζητάει
παγωτό από τη μητέρα του το παιδί των έξι χρόνων και με άλλη
από τον π αγωτατζή (η μητέρα έχει το δικαίωμα να επιτρέψει ή
να απαγορεύσει το παγωτό και η ανταπόκρισή της στο αίτημα
πετυχαίνετ αι με διαφορετικά λόγια και άλλο ύφος , ενώ ο ση­
μασιολογικά σημαντικότερος ρόλος του παγωτατζή είναι ο
κοινωνικός του ρόλος και το παιδί ξέρr.ι π.χ. να διαμο ρφώσει
την κ ατάσταση λεκτικά με την ερώτηση « Πόσο κάνει το πα­
γωτό ; »).
Το παιδί π ροτού μπει στην πρώτη τάξη του σχολείου μιλάει
και ξέρει ν α διακ ρ ίνει την καταλλη λότητα των γλωσσικών
στοιχείων γι α την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας . Αλ­
λιώς μιλάει στη μητέρα, αλλιώς στο συνομή λικο φ ίλο, αλλιώς
στη γιαγιά, δη λαδή έχει η δη την ικανότητα να εφαρμόζει την
εναλλαγή των κωδίκων, την ικανότητα μετάβαση ς από μια
γλωσσική μορφή (ή ύφος) σε μιαν άλλη , σύμφωνα με το ρόλο
του συνομιλητή κ α ι την κατάσταση της επικοινωνίας . Σε άλ­
λη μορφή θ α διατυπώσει λεκτικό μήνυμα προς τον πατέρα
που είναι άρρωστος (κατάσταση οικειότητας σοβαρή) και σε
άλλη π ρος την π α ρέα στο παιγνίδι (κατάσταση οικειότητας
που δεν είναι σοβα ρή). Έχει κατακτήσει το παιδί πλή ρως την
πλη ροφοριακή λειτου ργία της γλώσσας 2 , τη δυνατότητα να
τη χ ρ ησιμοποιεί ως μέσο για τη μετάδοση στο συνομιλητή
πλη ροφο ρ ίας που α υτός δεν κατέχει ήδη, καθώς και τη δυνατό­
τητα να μεταδ ίδει λεκτικό μήνυμα από το λεκτικό μήνυμα, δύο
λειτου ργίες της γλώσσας που ο ρ ίζονται σε αναφορά μόνο με
τη γλώσσ α (π.χ. « Να σου πω κάτι : η γάτα βγή κε έξω , αλλά
δεν της άνοιξα εγώ. », ή μήνυμα από το μήνυμα, «Ο μπαμπάς
ε ίπε να μου δώσεις μία σοκολάτα από tις μικρές , μία μικ ρή,
λέει , δεν πει ράζει . ») Χρη σιμοποιεί τη γλώσσα για να δη μι­
ουργεί περι βάλλον φανταστικό και να υποκ ρ ίνεται ρόλους μέ­
σα στη φ ανταστική πραγματικότητα του παιγνιδιού (αποκα­
λώντας το αδε ρφάκι του πελάτη και μιλώντας σαν το γιατ ρό,
ή π ροτ ρέποντ ας το σκαμνί που κα βαλάει να τ ρέξει πιο γρήγο-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ 1 15

ρα σαν άλογο), χρήση της γλώσσας που είναι στο κατώφλι της
τέχνης.
Ακόμα, το παιδί προτού πάει στο σχολείο έχει πλή ρη ικανό­
τητα εκπομπή ς περισσότερων νοη μάτων, με τη χρήση της
γλωσσικής λειτουργίας του λανθάνοντος μηνύματος. Το τετ ρά­
χρονο αγο ράκι που ρωτάει με την καραμούζα στο χέρι , « Μα­
μά, έχεις πονοκέφαλο ; » , εκφράζει συγχρόνως την επιθυμία
το υ , αλλά και την π ρ οσαρμοστική συμπεριφορά του , εφευρί­
σκοντας πολύ κατάλληλη διατύπωση για να ζητήσει την
άδεια. Πολλά και περίπλοκα νοή ματα εκπέμπει κοριτσάκι 6
χ ρόνων σε κατάσταση όπου η επισκέπτ ρια θεία αγκαλιάζει
και χαϊδολογάει το μικρό της αδερφάκι : «(Πλησιάζοντας) Ο
Γιαννάκης μας δεν κατου ρήθηκε σήμερα. (Χτυπάει χαϊδευτικά
το πόδι του αδερφού) Μπράβο, Γιαννάκη ! » Καταφέρνει η μι­
κ ρή να μεταδώσει τ ρ ία διαφορετικά λανθάνοντα μηνύματα και
να πλη ροφορήσει τη θεία συγχρόνως για το ελάττωμα του Γιαν­
νάκη και για τη δική της άψογη συμπε ριφορά, χω ρ ίς ούτε
να κατηγορήσει το αδερφάκι άμεσα ούτε να αυτοαξιολογηθεί
ρητά.
Με άλλα λόγια, το παιδί φτάνοντας για π ρ ώτη φορά στο
σχολείο κυριαρχεί απόλυτα το γλωσσικό σύστημα, χρησιμο­
ποιεί θαυμάσια τη μητρική του γλώσσα� την οποία διευ ρύνει
για να ανταποκρίνεται σε νέες καταστάσεις επικοινωνίας και
μπο ρεί να τη διευρύνει συνεχώς απέναντι σε νέα αιτήματα δια­
φορετικών μο ρφών επικοινωνίας .
ΑΣΥΝΕΧΕΙΑ Γ ΛΩΣΣΙΚΗ
ή
δεν είναι ομόγλωσση ομάδα οι μαθητές

Το σχολείο διδάσκει μία από τις παραλλαγές της εθνικής


γλώσσας, τη ρυθμισμένη και κωδικοποιη μένη από τους γραμ­
ματικούς κοινή , που αντιστοιχεί στην ομιλούμενη από τις κοι­
νωνικές ομάδες των μο ρφωμένων στα μεγάλα ασ τικά κέντ ρα.
Το σχολείο δε διδάσ κ ει αυτή τη γλώσσα αναγνω ρ ίζοντάς τη
σαν μία παραλλαγή της εθνικής γλώσσας , αλλά την παρουσιά­
ζει σαν το μόνο πρότυπο ορθής γλώσσας , σαν τη μοναδική
ποιοτικά άρτια εκδοχή του λόγου . Έτσι, η γλωσσική εκπαί­
δε υ ση παίρνει τη μορφή της γλωσσικής λογοκρισίας. Το
σχολείο υποβι βάζει στην κατηγο ρ ία του «λάθους » ή της κα­
κής γλωσσικής ποιότητας όλες τις άλλες ομιλούμενες παραλ­
λαγές της εθνική ς γλώσσας , όλες τις γεωγραφικές και τις λαϊ­
κές κοινωνικές διαλέκτους, που είναι μητρικές γλώσσες των
μαθη τών από τις αντίστοιχες γεωγραφικές περιοχές ή κοινω­
νικές τάξεις .
Οι μαθητές αντιλαμβάνονται πολύ γρήγορα τη γλωσσική
λογοκ ρισία του σχολείου. Σε οποιαδ ή ποτε πρώτη τάξη του
δη μοτικού ακουστεί η λέξη « Κοντοστούπης » ή «ποδάρι», η
λαϊκή σύνταξη « Ή ρθε, που λες, χτες β ράδυ . . . », η διαλεκτική
σύνταξη « Ο Γιάννης με είπε κάτι » ή κάποια διαλεκτική προ­
φορά, οι μαθητές θα ξεσπάσουν σε πονη ρά γέλια, δη λαδή θα
αναγνω ρίσουν αυτόματα ότι ειπώθη κε κάτι απαγο ρευμένο . Η
απαγό ρευση αυτή έχει πολύ ση μαντικές επιπτώσεις, ε ίναι το
κύ ριο αίτιο της σχολική ς αποτυχίας για τη μεγάλη πλειοψη­
φ ία των μαθητών.
Είναι αδύνατο να θίξει κανε ίς το θέμα της σχολικής γλώσ­
σας, χωρίς να μνη μονεύσει τη θεω ρ ία του Μπέιζιλ Μπερνστίν.
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛ ΕΙΟ //7

Ο άγγλος θεω ρητικός ήταν ο πρώτος, που περιγράφοντας τη


γλωσσική πραγματικότη τα της χώρας του διαπίστωσε ότι η
συστηματική σχολική αποτυχία των μαθητών εργατικής προέ­
λευσης οφείλεται στην κοινωνικά καθο ρισμένη γλωσσική δια­
φο ρ ά. Η γλώσσα του σχολείου (που ονόμασε «επίσημη
γλώσσα» και αργότερα «επεξεργασμένο κώδικα») είναι η αγ­
γλική η ομιλούμενη από τις «μεσαίες τάξεις». Η γλώσσα των
εργατικών στρωμάτων είναι άλλη αγγλική (που ονόμασε « Κοι­
νή γλώσσα» και αργότερα « περιορισμένο κώδικα»). Οι δύο
αυτές γλώσσες διαφέρουν κυρίως ως π ρος τη δομή και καθο ρ ί­
ζουν διαφορετικούς γνωστικούς προσανατολισμούς, επειδή
επιδρούν πάνω στα άτομα και διαμο ρφώνουν δύο διαφορετικές
σχέσεις με τη γλώσσα 3 • Οι μαθητές που προέ ρχονται από τις
«μεσαίες τάξεις » β ρ ίσκονται με την ε ίσοδό τους στο σχολείο
σε γλωσσικό περι βάλλον της μητρικής τους γλώσσας . Αντίθε­
τα, οι μαθητές που προέ ρχονται από τα εργατικά στρ ώματα
βρίσκονται σε μη οικείο γλωσσικό περι βάλλον και για να επι­
κοινωνήσουν με το δάσκαλο και το βι βλίο είναι αναγκασμένοι
να «μεταφράζουν» τη σχολική γλώσσα στο δικό τους διαφο­
ρετικό σύστημα, τ η ν άλλη αγγλική .
Από την κατάσταση αυτή στο αγγλικό σχολείο προκύ πτουν
πλήθος προ βλήματα, με ανάμεσά τους ση μαντικότερο τ ή ν πα­
ρανόηση μεταξύ δασκάλων και μαθητ ών. Ο μαθητής με εργα­
τική καταγωγή και ομιλητής του « περιορισμένου κώδικα»
συναντάει μεγάλες δυσκολίε ς στην επικοινωνία με το δάσκα­
λο, αισθάνεται ότι δεν τον καταλαβαίνουν και ότι αδικείται,
οδηγείται σταδιακά στην αμυντική θέση να αξιολογεί αρνητι­
κά το δάσκαλο και το σχολείο και να εσωτερικε ύ ει την αδυ­
ναμία να εκφράσει τις γνώσεις και τις π ρ οθέσεις του, δη λαδή
εμποδ ίζεται να γίνει καλός μαθητής. Η παρανόη ση του δασκά­
λου έχει πολύ περισσότερες επιπτ ώσεις. Παγιδευμένος στην
άγνοια της γλωσσικής πραy ματικότητας και διαμο ρφωμένος
ώστε να πιστεύει ότι η σχολική γλώσσα είναι η μόνη ο ρθή
εκδοχή τ ου λόγου, ο δάσκαλος αντιλαμ βάνεται την απουσία
άνεσης στην επίσημη επικοινωνία, τους αργότερους ρυθμούς
εξοικείωσης με τις γλωσσικές απαιτή σεις του σχολείου και τη
μικρότερη προσαρμογή στο γλωσσικό πρότυπο σαν χαμη λότε­
ρη νοητική ικανότητα, σαν λιγότερη έφεση για μάθηση των
1 18 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

μαθητών εργατικής καταγωγής. Καταδικάζει έτσι εκ των προ­


τέρων τους μαθητές ο ρισμένης κοινωνικής προέλευσης σαν
ανίκανους για μόρφωση , ενώ πρόκειται απλώς για μαθητές που
είναι φυσικοί ομιλητές άλλης γλώσσας από τη σχολική .
Με δυο λόγια, το κυριότερο έμμεσο συμπέρασμα της εργα­
σ ίας του Μπερνστίν είναι ότι προκαθο ρίζει τη σχολική αποτυ­
χ ία των μαθητ ών εργατικής καταγωγής όχι η γλωσσική διαφο­
ρά η ίδια, αλλά η αγνόη ση της γλωσσική ς διαφ ο ράς από το
σχολείο, η άγνοια των εκπαιδευτικών.
Π ρέπει να μνη μονεύσουμε εδώ τη μεγάλη διεθνή επίδραση
που άσκησε ο Μπερνστίν και η θεω ρ ία του , αλλά και τις πολ­
λές κριτικές που έχουν γίνει, κυρίως επειδή η ονομασία που
έδωσε στις δύο γλώσσες (επεξεργασμένος και περιορισμένος
κώδικας), αλλά και τα χαρακτη ριστικά που απέδωσε στην κα­
θεμιά επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση της θεω ρίας για να στη­
ριχθούν αξιολογικές διακρίσεις σε βάρος της γλώσσας των
λαϊκών τάξεων. Μολονότι τέτοιου είδους οικειοποίηση της
θεω ρίας αποτελεί, κατά τον Μ. Χαλλιντέι, « ανεπίτ ρεπτη δια­
στρέβλωση , αντίθετη με όσα η θεω ρία αποκάλυψε » 4 , ίσως αυτό
το ζήτημα της τυπολογίας των δύο κωδίκων να διαγράφει και
τα όρια της θεω ρητικής προσφο ράς του Μπερνστίν, δη λαδή το
σημείο στο οποίο η θεω ρία έχει πια ξεπεραστεί.
Ε ίναι άξιο να μνη μονευτεί ότι ο Μπερνστίν αντέδ ρασε στις
κριτικές με την επεξεργασία και εξέλιξη των θεω ρητικών ε ρ­
γαλείων και των εννοιών. Από το 1959 έχει αλλάξει πολύ το
περιεχόμενο της έννοιας «γλωσσικός κώδικας ». Σήμερα, τη
χρησιμοποιεί με τη ση μασία όχι μόνο του γλωσσικού συστή­
ματος , αλλά και της κοινωνικής του διάστασης . Η λέξη «Κώ­
δικας » δη λαδή περιέχει το ση μασιολογικό σύστημα (τη
γλώσσα) αλλά και τη ' γλωσσική νομιμότ η τα και τις ιδιότητες
κοινωνικής ισχύος του λόγου . Όπως γράφει το 197 1 , θα είχαν
γίνει πολύ λιγότερες παρανοή σεις του έργου του , αν είχε ονο­
μάσει τους δύο κώδικες «Κ οινωνιογλω σσικούς » και όχι
«γλωσσικούς » 5 • Οι κώδικες , γράφει το 1980, καθο ρ ίζονται
από την παιδεία (κουλτού ρα) και ρυθμίζονται από την κατα­
νομή εξ ουσίας στην κοινωνία. ' Α ρα η αντ ίληψη για τη σωστή
και λαθεμένη επικοινωνία π ρ οϋποθέτει την ιεραρχία των μορ­
φών επικοινωνίας 6 •
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ 119
Αυτό που παραμένει πολύ ενδιαφέρον και δημιου ργικό στο
έργο του Μπερνστίν είναι η ταξική διάσταση της γλώσσας
και της γνώσης . Διακρίνοντας τους δύο κώδικες της αγγλικής
σε δύο μεγάλες κοινωνικές κατηγο ρίες, τόνισε από την αρχή
ότι οι διάφο ρές που εμπειρικές έρευνες εντόπιζαν στη γλώσσα
παιδιών με προέλευση εργατική ή μεσοαστική δεν αφορούν
επιφανειακές διαφορές, π.χ. του λεξιλογίου , αλλά τον τ ρόπο
με τον οποίο οργανώνουν τα παιδιά το περι βάλλον σε έννοιες ,
δη λαδή τόνισε ότι η ίδια η γλωσσική δομή ε ίναι ταξικά
π ροσδιορισμένη 7 • Για τη σχέση τη ς ταξικής παιδείας (κουλ­
τού ρας) με τη σχολική γνώση πολλές από τις π ροσεγγίσεις
του πλησιάζουν τις θεωρ ίες του γάλλου κοινωνιολόγου Πιέρ
Μπουρντιέ, όταν π.χ . ο Μπερνστίν γράφει, « Ο τ ρόπος με τον
οποίο μια κοινωνία ταξινομεί, διαδίδει, μεταδίδει και αξιολο­
γεί την εκπαιδευτική γνώση , που θεωρεί κοινή (public), κα­
θρεφτίζει εξ ίσου την κατανομή εξουσιών και τις �ρχές του
κοινωνικού ελέγχου » 8 • Ε ίναι τέλος ανάμεσα στους ελάχιστους
μη μαρξιστές Ευ ρωπαίους, που μελέτησε τα εκπαιδευτικά ιδρύ­
ματα ως μηχανισμούς αναπαραγωγής της ταξικά π ροσδιο ρισμέ­
νης παιδείας (κουλτού ρ ας) και το ρόλο της εκ � αίδευσης ως
κοινωνικού ελέγχου.
Σημαντική ακόμα στο έργο του Μπερνστίν είναι η μελέτη
της ο ργάνωσης που έχουν οι σχέσεις της ιεραρχίας στο εσω­
τερικό της οικογένειας. Η ο ργάνωση αυτή προσδιορίζει τον
γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας, διαφο ρετικό κατά κοινωνική
τάξη , ανάλογα με τη διαφορετική οργάνωση των οικογενεια­
κ ών σχέσεων. Ο κώδικας στη συνέχεια διαμο ρφώνει τον ση μα­
σιολογικό προσανατολισμό, τον τ ρόπο με τον οποίο το παιδί
ο ρ ιοθετεί εννοιολογικά τον κόσμο, τον ο ργανώνει σε σημασί­
ες και μαθαίνει να αντιδρά στο περι βάλλον. Όπως γράφει ,
«Το άτομο, μαθαίνοντας να υποτάσσει τη συμπεριφο ρά του
στον γλωσσικό κώδικα, μέσο το υ οποίου πραγματώνεται ο ρό­
λος , κάνει κτήμα του τάξεις ση μασιών, σχέσεων και νοημά­
των. Έτσι, π . χ . , το σύμπλεγμα ση μασιών που δη μιου ργείται
μέσα στο σύστημα των οικογενειακών ρόλων αντανακλάται
στην αναπτυσσόμενη προσωπικότητα του παιδιού, διαποτίζον­
τας τη γενική του συμπεριφο ρά» 9 •
Έντονα αμφισ βητήθηκε (κυ ρίως από τον αμε ρικανό γλωσ-
120 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

σολόγο Γου ίλιαμ Λάμποβ 1 0, που άσκησε και τη βιαιότερη


κ ριτική) η τυπολογία των δύο γλωσσικών κωδίκων και η μέ­
θοδος εντοπισμού και καταγραφής τους. Ε ίδαμε παραπάνω άλ­
λωστε ότι ο Γουίλια μ Λάμπο β στη ρ ίζει σε εμπειρικές γλωσ­
σολογικές έρευνες την απόδειξη της κοινωνικής αξιολόγησης
που συνοδεύει τη γλωσσική διαφο ρά. Η εντύπωση όλων των
ομιλη τών για τη σωστότερη , ω ραιότερη και αρτιότε ρη γλωσ­
σική έκφραση καθορίζεται αποκλειστικά από κοινωνικές αξι­
ολογή σεις, κοινωνική διάκριση και κοινωνικές προκαταλή­
ψεις.
Ο Γου ίλιαμ Λάμ πο β αμφισ βητεί την «αρτιότητα » και « καλ­
λιέργεια» του «επεξεργασμένου » κώδικα, και αντίθετα μ ε τον
Μπερνστ ίν δεν του βρίσκει μόνο προτερή ματα, αλλά και λεξι­
θη ρ ία, κενολογία, στό μ φο, σε αντ ίθεση με την α μ εσότητα και
την επικοινωνιακή πλη ρότητα λαϊκών παραλλαγών. Επίσης
καταμαρτυρεί στον Μπερνστίν ότι περιέγραψε τη γλώσσα των
μαθητ ών εργατικής προέλευσης με τα κ ριτή ρια της αγγλικής
του σχολείου , άρα αναπόφευκτα βρήκε ελλείψεις και απουσία
λεκτικών στοιχείων, απλούστερη σύνταξη κτλ. Τέλος , θεωρεί
ότι τα αποτελέσ μ ατα των γλωσσικών δοκι μ ασιών που δείχνουν
ατελέστερη την έκφραση των παιδιών εργατικής προέλευσης
οφείλονται στον ακατάλληλο τρόπο εξέταση ς αυτών των παι­
διών, στις κοινωνιογλωσσικές συνθή κες εφαρμογής των δοκι­
μασιών (τεστ), μέσα στις οποίες τα παιδιά λαϊκής προέλευσης
έχουν στάση άμυνας και συνήθως σωπαίνουν.
Η συγκυ ριακή πάντως ση μασία της θεωρ ίας του Μπερνστίν
στάθηκε μεγάλη ώς το τέλος της δεκαετίας του 1960 , περίοδο
κατά την οπο ία η διεθνής έρευνα είναι στραμμένη στις γλωσ­
σικές « ανεπάρκειες » των μαθη τών απ ό λαϊκές οικογένειες .
' Αν.οιξε το δ ρόμο στην έ ρευνα των κοινωνικών αιτ ίων της
γλωσσικής αποτυχίας αυτών των μαθητών στο σχολείο, μέχ ρι
να έ ρθουν οι γλωσσολογικές έ ρευνες του Γου ίλιαμ Λάμπο β,
για να δείξουν και ε μπειρικά ότι η περιγραφή της γλώσσας
της μαύ ρης μ ειονότητας στις ΗΠΑ σαν «ατελέστερης » οφειλό­
ταν αποκλειστικά και μόνο σε κοινωνικές προκαταλή ψεις . Η
θεω ρ ία της «γλωσσικής ανεπάρκειας » εξηγούσε για χρόνια 1 1
τη συστη ματική και μαζική αποτυχ ία στο σχολείο των μαθη­
τών από οικογένειες μ ειονοτήτων με την «υποδεέστερη >•
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛ ΕΙΟ 121
γλωσσική ικανότητα αυτών των μαθητών, που με τη σειρά της
ερμηνευόταν σαν αποτέλεσμα της « ατελέστε ρης » γλώσσας των
μαύ ρ ων οικογενειών. Αποδεικνύοντας ο Λάμπο β και εμπ ξ: ιρικά
ότι οι νέγροι μαθητές �χουν μητρ ική τους γλώσσα άλλη αγ­
γλική , έθεσε στην έρευνα το πρό βλημα που είχε ήδη έμμεσα
θέσει η θεωρία του Μπε ρνστίν, τις τε ράστιες κοινωνικές επι­
πτ ώσεις που έχει η αγνόηση της κοινωνικής πολυγλωσσ ίας
και η γλωσσική προκατάλη ψη , όταν αποτελεί άξονα προσανα­
τολισμού της σχολικής πολιτικής.
Σήμερα είναι πια αναμφισ βήτητο (θεωρητικά στοιχειοθετημέ­
νο και εμπει ρικά αποδεδειγμένο) ότι οι αξιολογή σεις που ονο­
μάζουν «Κατώτερη » ή « ατελέστερψ• οποιαδήποτε γλώσσα ή
γλωσσική παραλλαγή , είναι από επιστη μονική άποψη « ανοη­
σ ίες », όπως γράφει ο Μ . Χαλλιντέι, προσθέτοντας ωστόσο ότι
«δεν είναι απλώς ανοησίες, αλλά επικίνδυν ε ς ανοησίες » 1 2 οι
αξιολογήσεις αυτές, όταν είναι ιδέες κυρ ίαρχες στον σχολικό
θεσμό και αποτελούν πεποίθηση των εκπαιδευτικών.
Όπως έχει αποδείξει η πολύχ ρονη εμπειρική εργασία των
συνεργατών του Μπέιζιλ Μπερνστίν, τη σχολική αποτυχία των
μαθητών εργατικής προέλευσης προκαθο ρίζει με τ ρόπο απόλυ­
το και αμετάκλητο η άγνοια των εκπαιδευτικών, που τους ωθεί
να καταλαβαίνουν και να αξιολογούν σαν μαθη σιακή ανικανό­
τητα ή έλλειψη ευφυfας τη δυσκολία προσαρμογής των μαθη­
τών αυτών, που απλώς είναι ομιλητές άλλης αγγλικής γλώσσας
από τη σχολική . Έχουν γίνει ακόμα ειδικές εμπειρικές έρευνες
που αποδεικνύουν ότι π ροκαθο ρίζουν την αποτυχία των μαθη­
τών γενικά στα γλωσσικά μαθή ματα οι εκπαιδευτικοί, όταν πι­
στεύουν ότι κάποιοι μαθητές ή και όλοι οι μαθητές μιλούν
γλώσσα φτωχότε ρη ή ποιοτικά ατελέστερη 1 3 •
Το ση μαντικότερο πό ρισμα ωστόσο είναι ότι η δυσκολία που
συναντούν οι μαθητές στο σχολείο και προκαθο ρ ίζει αρνητικά
τη γλωσ σική τους εκπαίδευση δεν είναι, παρά τα φαινόμενα, η
διαφορά της γλώσσας του σχολε ίου από τη μητρική τους. Την
αποτυχία της γλωσσικής εκπαίδευσης προκαθο ρίζει, όπως γρά­
φει ο Μ . Χαλλιντέι εξελίσσοντας τη θεωρία του Μπε ρνστίν, το
κο ινωνικό «στίγμα » της κατωτε ρότη τας με το οποίο σφ ραγίζει
η σχολική λογοκ ρισία τις πε ρισσότε ρες παραλλαγές της εθνι­
κής γλώσσας 1 4 •
f22 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Ε ίδαμε ότι μπαίνοντας στην πρώτη τ άξη του δη μοτικο ύ σχο­


λείου όλα τα παιδι ά κατέχουν πλή ρως την ικανότη τα του λό­
γου . Γνω ρ ίζουν θαυμ άσια την κοινωνική και γεωγ ραφική πα­
ραλλαγή της εθνικής γλώσσας που είναι η μητ ρική τους.
Έχουν πλή ρη επικοινωνιακή ικανότητα σε αυτή τη γλώσσα
και τη δυνατότητα να. τη διευ ρ ύ νουν συνεχώς για να μπορο ύ ν
να ανταποκρίνονται σε ν έ ες απαιτήσεις διαφορετικών καταστ ά­
σεων επικοινωνίας . Α ρα μπορούν να μάθουν όχι μόνο άλλη
·

μία, αλλ ά πε ρισσότερες άλλες παραλλαγ ές της εθνικής γλώσ­


σας, όπως και ά λλες γλώσσες . Το γεγονός λοιπόν ότι η γλώσσα
του σχολείου ε ίναι διαφο ρετική από τη μητρική των περισσό­
τερων μαθητών καθόλου δεν � ρκεί για να εξηγή σει την απο­
τυχία τους στο σχολείο . Δεν έχουν καμιά δυσκολία τα παιδιά
να μ ά θουν μια δε ύτερη και μια τρίτη γλώσσα, γράφει ο Μ .
Χαλλιντέι, εάν λοιπόν δυσκολεύονται στο σχολε ίο από τη δι­
αφορ ά της γλώσσας τους με τη σχολική, γιατί δεν οδηγο ύνται
στην απλο ύστατη λύση να μάθουν αυτή την ά λλη γλώσσα του
;
σχολείου 1 5
Η σχολική διδασκαλία και η γλωσσική λογοκρισία εμποδί­
ζουν τους μαθητές να μάθουν τη γλώσσα του σχολείου , να δι­
ευ ρύνουν δη λαδή το ή δη υπ ά ρχον σημασιολογικό τους δυνα­
μικό με τη γλώσσα αυτή . Η διαδικασία της γλωσσικής δια­
παιδαγώγη ση ς στο σχολείο χαρακτη ρ ίζεται από ασυνέχεια και
σύγκρουση (οι ό ροι είναι του Μ. Χαλλιντ έι 1 6), που εμποδίζουν
τη γλωσσική διδασκαλία να γίνει διεύ ρυνση της επικοινωνια­
κής ικανότητας και πλουτισμός του σημασιολογικού δυναμι­
κο ύ των μαθητ ών.
Η ασυνέχεια αφο ρά τη διδασκαλία του γραπτού λόγου. Οι
μαθητές, όπως αναφέρθη κε, δε φτάνουν στο σχολε ίο βου βοί,
αλλά αντ ίθετα γνώστες της μητρικής τους γλώσσας. Μόλις
μπαίνουν στην π ρ ώτη τάξη του δημοτικού , το πρώτο βασικό
γλωσσικό μάθημα δεν είναι «γλωσσική αγωγή », όπως ονομ ά­
ζεται, ούτε «διδασκαλία της γλώσσας », αλλ ά διδασκαλία της
γραπτής μορφής της γλώσσας , μετάδοση των γνώσεων που θα
επιτρέψουν στους μαθητές να κατακτήσουν το ση μαντικό υ­
ποκατάστατο του φυσικού λόγου, τη γραφή .
Η διεύ ρυνση αυτή του λειτου ργικού ση μασιολογικού δυνα­
μικού με την τελείως διαφο ρετική μορφή επι κοινωνίας , που
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ 1 23

είναι ο γραπτός λόγος και τα εντελώς καινού ρια μέσα αυτή ς


της επικοινωνίας, αποτελεί μεγάλο βήμα στην εξέλιξη των
παιδιών. Η παιδαγωγ ι κή θεω ρ ία έχει από καιρό διαπιστώσει
ότι η εκμάθη ση της γ ραπτής μορφής της επικοινω νίας ε ίναι
δύσκολη για τα παιδιά της π ρώτης σχολικής ηλικίας και η
γρήγορη και αποτελεσματική κατά κ; τηση της γραφής έχει δύο
προϋποθέσεις, που όποτε εφαρμόστηκαν είχαν σε όλους ανε­
ξαι ρέτως τους μαθητές εντυπωσιακά θετικά αποτελέσματα.
Π ρ ώτη απαραίτητη προϋπόθεση είναι να εφεύ ρουν ο ι εκ­
παιδευτικοί μεθόδους και τεχνικές που θα κάνουν τους μαθη­
τές να καταλάβουν τη χ ρ ησιμότητα και τη λειτου ργικότητα
του γραπτού λόγου . Ο εφευρέτης της μεθόδου του σχολικού
τυπογραφείου Σελεστέν Φ ρενέ θεωρούσε πολύ φυσικό να μην
ε ίναι τα παιδιά διατεθειμένα να κάνουν το μεγάλο κόπο που
χρειάζεται η κατάκτηση της γ ραφής, όταν δεν καταλαβαίνουν
ποια είναι η άμεση και αναντικατάστατη χρη σιμότητα του
γραπτού λόγου . Η παιδαγωγική αυτή προϋπόθεση φαίνεται
ακόμα πιο απαραίτητη την εποχή της τεχνολογίας . Η συνει­
δητοποίηση της αναγκαιότητας της γ ραφής για την επικοινω­
νία μεταξύ συνομιλητών που βρίσκονται σε απόσταση εμποδί­
ζεται από το τη λέφωνο. Η χρησιμότητα της γραφής για τη
δυνατότητα να καταφεύγει κανείς στην απόλαυση με την ανά­
γνωση έχει υποκατασταθεί σε αρκετό ποσοστό από τον κινη­
ματογράφο και την τη λεό ραση . Σήμερα δη λαδή οι τεχνικές
και οι μέθοδοι που θα πετύχουν να πείσουν τους μικρούς μα­
θητές για την αναντικατάστατη χρησιμότητα της γραπτής
μορφής της επικοινωνίας ε ίναι ίσως ακόμα πιο αναγκαίες από
ά λ λοτε στο σχολείο. (Μη ν μπο ρώντας εδώ να μπούμε στο εν­
διαφέ ρον θέμα των τεχνικών και μεθόδων, θα αρκεστούμε να
παραπ έ μψουμε στα βιβλία του Σελεστέν Φ ρενέ 1 7 . )
Δεύτερη προϋπόθεση γ ι α να κατακτηθεί η γραπτή μορφή
τη ς επικοινωνίας είναι να αποτελεί η διδασκαλία της γραφής
συνέχεια της εκμάθη σης του φυσικού λόγου. Δη λαδή π ρέπει
στο σχολείο να συνεχίζεται η φυσική διαδικασία (συνειδητή
και έλλογη από τη β ρεφική η λικία) εκμάθησης της μητρικής
γλώa σας, να διευ ρύνεται η ή δη κατακτη μένη επικοινωνιακή
ικανότητα με την εκμάθηση ενός άλλου επικοινωνιακού μέ­
σου. Κοντολογίς, προϋπόθεση για τη συνέχιση της φυσικής
124 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

διαδικασίας είναι να μαθαίνουν οι μαθητές τη γραπτή μορφή


της γλώσσας που ήδη γνωρίζουν να μιλάνε 1 8 •
Τη σχολική διδασκαλία όμως του γραπτού λόγου χαρακτη­
ρ ίζει ασυνέχεια γλωσσική . Οι μαθητές μαθαίνουν γ ραφή και
ανάγνωση της γλώσσας των σχολικών βιβλίων, που είναι η
ομιλούμενη στα μεγάλα αστικά κέντ ρα από τα μεσοστρώματα
και τις μορφωμένες κοινωνικές ομάδες . Μια παραλλαγή της
εθνικής γλώσσας φωνολογικά, λεξιλογικά και γραμματικά
απο μ ακρυσμένη από τη μητρική γλώσσα των μαθητών εκείνων
που ε ίναι ομιλητές γεωγραφικών και κοινωνικών δια λέκτων. Η
ασυνέχεια αυτή στη γλωσσική εκπαίδευση , ο εξαναγκασμός
μεγάλου αριθμού μαθη τών να μάθουν τη γραπτή μορφή μιας
γλώσσας άλλης από τη μητρική τους, έχει πολύ αρνητική επί­
δ ραση , ε ίναι το κύριο αίτιο της αργοπορ ίας στην εκμάθηση
της γ ραφής και της ανάγνωσης, αργοπορ ίας που οφείλεται στο
σχολείο και όχι όπως πιστεύουν οι δάσκαλοι στην ανικανότη­
τα μεγάλου ποσοστού μαθητών. Εδώ και πολλά χ ρόνια, ο Σε­
λεστέν Φ ρενέ ε ίχε προτείνει η γραφή να διδάσκεται ως φυσική
συνέχεια της ζωγραφική ς , με κείμενα αποκλειστικά των ίδιων
των μαθητών (διηγήσεις , όνει ρα, φ ράσεις της καθημερινής ζω­
ής) και όχι σχολικά αλφαβητάρια ή αναγνωσματάρια, αναπό­
φευκτα γραμμένα στην «Κοινή >• γλώσσα των μεσοστρωμάτων
και των αστικών κέντ ρων.
Αν οι μαθητές διδάσκονται τη γ ραπτή μορφή της γλώσσας
που ή δη γνω r ίζουν να μιλάνε, αφαι ρείται τεράστιο μέρος από
τη δυσκολία εκμάθησης δύο καινούριων κωδίκων, της γρα­
πτής μορφής του λόγου και της σχολικής παραλλαγής της
εθνικής γλώσσας συγχρόνως. Διαφορετικά η εκμάθηση της
γραφής χαρακτη ρ ίζεται από ασυνέχεια και δεν αποτελεί διεύ­
ρυνση του ση μασιολογικού δυναμικού που ή δη κατ έχουν οι
μαθη τές με τη γραπτή κωδικοποίησή του.
ΣΥΓΚΡΟ ΥΣΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ
ή
δεν είν αι κ ατ ώτερες οι μητ ρι κ ές παραλλαγές

Παρά τη μεγάλη ση μασία και τι ς επιπτώσεις της ασυνέχειας


στην κατάκτηση της γραφής (που είναι για την πλειοψηφ ία
των μαθη τών εξαναγκασμός στην εκμάθησή της σε γλώσσα
άλλη από τη μnτρική τους) το κύ ριο εμπόδιο στη γλωσσική
εξέλιξη των μ αθητών είναι η γλωσσική σύγκρουση.
Όλοι οι μαθητές που είναι ο μιλητές άλλης παραλλαγής της
εθνικής γλώσσας από τη σχολική υφίστανται σαν π ρώτο
γλωσσι κό μάθη μ α μόλις βρεθούν μ έσα στην τάξη τη βιαιότατη
καταδίκη της μ ητρικής τους γλώσσας. Ολόκλη ρο το ση μασιο­
λογικό δυναμικό , που διαθέτουν ιs:αι χάρη στο οποίο επικοινω­
νού ν θαυ μ άσια μέχρι εκείνη τη στιγμή μ ε το περι βάλλον, υπο­
βι βάζεται από το δάσκαλο στην κατηγο ρ ία του λάθους («δεν
είναι σωστό αυτό»), της κακής ποιότητας (« πες το καλύτε ρα »)
και της μη γλώσσας (« αυτό δε λέγεται »). Η καταδίκη αυτή της
μητρικής του γλώσσας είναι για το μαθητή ξαφνική και άδικη
α μ φισ βήτηση της ικανότητας που διαθέτει να χειρ ίζεται το λό­
γο και όλες τις περιπλοκές του με άνεση και δη μιου ργικότη τα,
είναι άρνηση της αναμφισ βήτητης ικανότητάς του να εννοεί
και να επικοινωνεί σε όλα τα επίπεδα, από την έκφραση αναγ­
κών και επιθυμιών μέχρι τη μετάδοση πλη ροφο ρίας και την
έκφραση στο αφαι ρετικό επίπεδο της φαντασίας .
Μόλις βρεθεί στο καινούριο περι βάλλον του σ χολείου, ο μα­
θητής ο μιλητής (τοπικής ή κοινωνικής) διαλέκτου μαθαίνει
από το δάσκαλο ότι δεν ξέρει ν α μιλάει, αντ ί να πλη ροφορηθεί
ότι εκτός από τη γλώσσα του υπάρχει και η άλλη παραλλαγή
του σχολείου, την οποίu πρέπει να μάθει, γιατί είναι καταλλη­
λότε ρη για τις σχολικές και τις επίση μες συνθή κες επικοινω-
126 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ

νίας, άρα απαραίτητη για την εκπαιδευτική επιτυχία, αλλά και


για την κο ινωνική άνοδο. Αντί για αυτή την πλη ροφο ρία, που
ανοίγει το δ ρόμο στην εκμάθηση της σχολικής γλώσσας από
όλους ανεξαι ρέτως τους μαθητές, κάνει ο δάσκαλος άθελά του
και εξαιτ ίας των γλωσσικ ών μύθων κάτι εξαι ρετικά β ίαιο και
παράλογο, αμφισ βητεί στους μαθητές την ικανότητα του λόγου
που κατέχουν. Λογική συνέπεια είναι αυτό που καθημερινά και
συστηματικά συμβαίνει σε όλα τα σχολεία, οι μαθητές αυτολο­
γοκρίνονται, παύουν να μιλούν μέσα στην τάξη και αντ ί να εκ­
φ ρ άζονται αυθό ρμητα, ψάχνουν κάθε φορά ποια θα ήταν η δια­
τύπωση που αποδέχεται ο δάσκαλος. Έτσι, ψελλίζουν συνή­
θως σαν άλαλα όντα, διστάζουν και ξαναρχίζουν, και περιο ρ ί­
ζονται μιμητικά στις έτοιμες διατυπώσεις του βι βλίου . Μέσα
στην τάξη οι μαθητές βου βαίνονται, ενώ ξανα βρίσκουν 1 9 όλη
τη φυσική άνεση στον δημιουργικό λόγο, μόλις βρεθούν έξω
από τις σχολικές συνθή κες και τη βαριά γλωσσική λογοκρισία
του σχολείου .
Η γλωσσική προκατάλη ψη ως άξονας προσανατολισμού
της σχολικής πολιτικής έχει και ση μαντικές κοινωνικές επι­
πτώσεις. Καταδι κάζοντας σαν λαθεμένες ή κακής ποιότητας
τις διάφορες ομιλούμενες παραλλαγές της εθνικής γλώσσας,
το σχολείο αποδίδει κατωτερότητα στους ομιλητές τους. Ο
επιστη μονικά λαθεμένος αλλά και κοινωνικά ανεπίτρεπτος αυ­
τός υπο βι βασμός είναι κοινωνικό «στίγμα», όπως λέει ο Μ.
Χαλλιντέι, κατωτερότητας με το οποίο σφραγίζει το σχολείο
την πλειοψη φ ία των μαθητών. Η μελέτη του φαινομένου από
ψυχολογική σκοπιά θα έδειχνε πιθανότατα ότι σε αυτή την
καταδίκη σε κατωτερότητα οφε ίλεται μεγάλο μέρος από τη
δυσκολία προσαρμογής στις αξ ίες και τα π ρότυπα συμπεριφο­
ράς του σχολείου , που εκφ ράζεται άλλοτε με τη μορφή αν­
ταρσ ίας απέναντι στη σχολική πειθαρχία, άλλοτε αδιαφορ ίας
απέναντι στη σχολική γνώση και χαρακτη ρ ίζει μαζικά τους
μαθητές από αγροτική και εργατική προέλευση .
Το σχολε ίο με τη γλωσσική του πολιτική ναρκοθετεί τους
ρ ητούς του στόχους και προκαθορ ίζει την αποτυχία τους. Εμ­
ποδίζει τους μαθητές να διευ ρύνουν το σημασιολογικό δυνα­
μικό τους με τη γλώσσα του σχολείου . Γιατ ί απαιτεί από τους
μαθητές την αξιολογική εκείνη γλωσσική προσαρμογή , που
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛ ΕΙΟ 127

προϋποθέτει να απο ρ ρίψουν σαν λαθεμένη και κακής ποιότη­


τας τη γλώσσα που μιλάνε, να απο ρρίψουν ολόκλη ρο το δυνα­
μικό εννοιών και δομών που κατέχουν από το οικογενειακό
περιβάλλον. Αν δεν βρ ίσιωνταν οι μαθητές απέναντι στο δά­
σκαλο και το γλωσσικό πρότυπο του σχολείου αναγκασμένοι
να κάνουν αυτή την ψυχολογικά οδυνη ρή προσαρμογή , η εκ­
μάθηση της σχολικής ως δεύτερης μετά τη μητρική παραλλα­
γής της εθνικής γλώσσας θα ήταν απλή διαδικασία για το δά­
σκαλο και εύκολη για όλους τους μαθητές.
Από παιδαγωγική άποψη λοιπόν η «γλωσσική διδασκαλία»
στο σχολε ίο είναι καταστ ροφική της γλωσσικής διδασκαλίας .
Από γλωσσολογική άποψη , η γλωσσική διδασκαλία είναι μυ­
θολογία, οι μαθητές μαθαίνουν την αντιεπιστη μονική πλη ρο­
φορία ότι υπάρχει μία και μόνη ο ρθή εκδοχή του λόγου γενι­
κά, μία γλώσσα σωστή και καλής ποιότητας , αντ ί να συνειδη­
τοποιήσουν ότι οι ομιλητές κάθε φυσικής γλώσσας χρησιμο­
ποιούν εναλλακτικά περισσότερες παραλλαγές, υποκώδικες
και ύφη , και ότι γλωσσική επάρκεια ε ίναι η ικανότητα εξεύ­
ρεσης της κατάλλη λη ς έκφρασης για την κάθε φο ρά διαφο ρε­
τική κατάσταση επικοινωνίας . Διδάσκοντας το σχολείο τον
αντιεπιστη μονικό μύθο για τη μία και μοναδική σωστή γλώσ­
σα, εμποδίζει τους μαθητές όχι μόνο να μάθουν τη σχολική
γλώσσα, αλλά γενικότερα να αναπτύξουν τη φυσική γλωσσική
δη μιου ργικότητα, την ικανότητα δη μιουργικής χρήσης των
παραλλαγών και κωδίκων, ώστε να είναι αρμονική και πετυ­
χη μένη η προσαρμογή τους στις νέες συνθή κες επικοινωνίας
που θα συναντή σουν μεγαλώνοντας , αλλά και στις συνθή κες
της σύγχ ρονης ζωής στις βιομηχανικές κοινωνίες που αλλά­
ζουν συνεχώς και γρήγορα 20 •
Το σχολείο με άλλα λόγια αντ ί να περιγράφει τη γλωσσική
πραγματικότητα ως συνύπαρξη διαλέκτων και ιδιωμάτων, επι­
τρέποντας στους μαθητές να συνειδητοποιήσουν την εναλλαγή
των κωδίκων ανάλογα με το συνομιλητή και την κατάσταση
επικοινωνίας, και να πλουτίσουν έτσι την επικοινωνιακή τους
ικανότητα προσθέτοντας στο ση μασιολογικό δυναμικό τους τη
γλώσσα του σχολείου, καταδικάζει τις παραλλαγές της εθνικής
γλώσσ ας στο όνομα μιας μυθικής ποιότητας. Εμποδίζει άρα
τους μαθητές να καταλάβουν την καταλληλότητα του κάθε ιδιώ-
128 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

ματος για τις συνθή κες επικοινωνίας που αντιστοιχεί.


Οι μύθοι για τη γλωσσική ποιότητα στο σχολείο είναι πράγ­
ματι « επικίνδυ νες ανοησίες ». Ο εκπαιδευτικός, που πιστεύει
στη μία γλωσσική ποιότητα και ταυτίζει τους μαθητές του με
τη γλωσσική ανεπάρκεια, μπο ρεί να βλάψει πολλαπλά. Απο­
μακρύνει το υ ς μαθητές από την κατ ανόηση και θεωρη τικοποί­
ηση του γλωσσικού φαινομένου, τους εμποδίζει να συνειδητο­
ποιήσουν ότι τις γλωσσικές επιλογές καθο ρίζει όχι κάποια
μυθική ποιότητα, αλλά το συμφραστικό και το κοινωνικό πε­
ρι βάλλον και οι επικοινωνιακοί στόχοι. Έτσι, αναστέλλει σε
μεγάλο βαθμό την ικανότητά τους να μάθουν ποιες γλωσσικές
επιλογές ε ίναι οι κατάλλη λες και γιατ ί αυτές οι επιλογές είναι
λειτου ργικές στο κοινωνικό περι βάλλον του σχολείου και στο
συμφραστικό περι βάλλον του διαλόγου με το δάσκαλο. Δηλα­
δή , το σχολείο εμποδίζει τους μαθητές να μάθουν τους γλωσ­
σικούς κανόνες της σχολικής επικοινωνίας. Επιπλέον, και
ίσως αυτό είναι το κυ ριότερο , παραφθείρει και διαστρεβλώνει
την ή δη κατακτη μένη πριν την είσοδο στο σχολείο , τη θεμε­
λι ώδη προϋπόθεση της λεκτικής επικοινωνίας , που είναι η
π ροσαρμογή του ομιλητή στην επικοινωνιακή κατάστασ η . Τέ­
λος , μεταδίδοντας το αντιεπιστη μονικό μήνυμα ότι με διάφο­
ρες μορφές ειπωμένο το νόημα μένει το ίδιο, μόνο η γλωσσι­
κή ποιότητα γ ίνεται καλύτερη ή χειρότερη , καταστρέφει την
επίσης πριν από το σχολείο κατακτημένη ικανότητα των μα­
θητών να εννοούν, να μεταδίδουν πολύ περισσότερα μηνύματα
από τη ρητή δήλωση και να προσλα βαίνουν τα πλούσια και
ποικίλα λανθάνοντα μηνύματα, διαφορετικά ανάλογα με τις
γλωσσικές επιλογές , τα ιδιώματα και το ύφος. Λέγοντας οι δά­
σκαλοι στους μαθητές τους ότι δεν πρέπει να λένε « βρακί» και
είναι καλύτερο να λένε «παντελόνι », ότι δεν πρέπει να λένε
«λάβρα», αλλά σωστότερο είναι να λένε « αφόρητη ζέστη »,
ότι δεν είναι καλής ποιότητας ο «σαματάς » και να προτιμούν
τη λέξη «φασαρ ία », ότι είναι άσχημο το «νταϊλίκι » και ω ραία
η λέξη «Παλικαριά» 2 1 , καταστ ρέφουν άθελά τους τις δυνατότη­
τες γλωσσική ς δη μιου rγικότητας , αλλά και τις φυσι κ ές ικανό­
τητες πρόσληψης των λανθανόντων μηνυμάτων. Γιατ ί βέ βαια
δεν είναι καθόλου ίδια τα νοήματα που φτιάχνουν ο ι διαφο ρε­
τικές λέξεις , δεν είναι το ίδιο το νόημα της δήλωσης πο υ πε-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ 129

ριέχει λαϊκές και εκείνης που περιέχει κανονιστικότερες λέ­


ξεις, δεν είναι το ίδιο το νόημα της φράσης «Πω, πω, λάβρα ! »
και της φ ράσης «Κάνει αφό ρητη ζέστη ! ». Ούτε ίδιο είναι το
νόημα, ούτε κατάλληλη η όποια λέξη για όλες τις καταστά­
σεις, γιατί τα συνώνυμα έχουν πολύ διαφορετική νοη ματική
απόχρωση . Επιπλέον δεν είναι ωραιότερη λέξη η «παλικαριά»
ούτε σωστότερη , είναι κατάλληλο ση μαίνον για να εκφράσει
την παλικαριά ακριβώς και ακατάλλη λη για να εννοήσει το
«νταϊλ ίκι » κ.ο. κ.
Ο μαθη τής στο σχολείο πρέπει να γίνει ικανός στην κατανό­
η σ η του γλωσσικού φαινομένου γενικά, και γι ' αυτό χ ρειά­
ζονται κοινωνιογλωσσολογικές γνώσεις . Συγχρόνως πρέπει να
κατακτήσει τη σχολική π αραλλαγή . Η κοινωνική αξιολόγηση
των γλωσσών ωστόσο, που αναγνωρ ίζει ανωτερότητα στη
γλώσσα των μορφωμένων κατηγοριών (τη γλώσσα των μεσοα­
στικών στρωμάτων, κατά τον Μπε ρνστ ίν και τον Λάμπο β), θα
πρέπει να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από τους υπεύθυνους
του σχολικού θεσμού. Όπως γράφει ο Γου ίλιαμ Λάμπο β αμ­
φισβητώντας τα συμπε ράσματα του Μπερνστίν, η γλώσσα αυ­
τή που πρέπει να μάθουν οι μαθητές από χαμη λή προέλευση,
γιατί είναι η γλώσσα της μό ρφωση ς, δεν έχει μόνο προτερή­
ματα. ' Α ρα, η διδασκαλία της θα ε ίχε πολύ θετικότερα αποτε­
λέσματα, αν τόνιζε τα θετικά και επισή μαινε συγχρόνως τα
αρνητικά χαρακτη ριστικά της : «Είναι αναμφίβολα πολλές οι λε­
κτικές δεξιότητες που πρέπει να αποχτήσουν με τη μάθηση τα παι­
διά των νέγρικων γκέτο, για να μπορέσουν να έχουν καλή επ ίδο­
ση στο σχολείο, και ορισμένες από αυτές ανήκουν πράγματι στη
μεσοαστική γλωσσική συμπεριφορά ως δικά της χαρακτηριστικά.
Α κρ ίβεια στην ορθογραφία, άσκηση στο χειρισμό αφηρημένων
συμβόλων, ικανότητα να ορίζεις ρητά το νόημα των λέξεων και
πλουσιότερη γνώση του λατινογενούς λεξιλογίου είναι πράγματι
χρήσιμες γνώσεις. Είναι όμως αλήθεια άραγε ότι οι μεσοαστικές
γλωσσικές συνήθειες είναι όλες λειτουργικές και απαραίτητες στη
σχολική διαδικασία; Προτού επιβάλουμε το μεσοαστικό λεκτικό
ύφος (στυλ) στα παιδιά άλλων πολιτιστικών ομάδων, θα πρέπει να
ερευνήσουμε πόσα χαρακτηριστικά του είναι χρήσιμα για τη βασι­
κή ικανότητα της γενίκευσης και της ανάλυσης και πόσα είναι αντί­
θετα απλώς υφολογικά στοιχεία - · ακόμα και δυσλειτουργικά. Στο
130 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

δευτεροβάθμιο σχολείο και το κολέγιο τα 7Jαιδιά των μεσοαστών


αυθόρμητα περιπλέκουν τη σύνταξη σε τέτοι ο βαθμό, ώστε οι διδά­
σκοντες θεωρούν σχεδόν μάταιη την προσπάθεια να τους μάθουν
να εκφράζονται απλούστερα και σαφέστερα. Σε οποιοδήποτε επι­
στημονικό περιοδικό βρίσκει κανείς παραδείγματα τεχνητού ιδιώ­
ματος και καλλιεργημένης κενολογίας - και διαμαρτύρεται για το
φαινόμενο. Είναι άραγε ο "επεξεργασμένος κώδικας" του Μπερν­
στίν όσο "προσαρμοστικός, αναλυτικός και με αποχρώσεις " πιστεύ­
ουν ορισμέν ό ι ψυχολόγοι; Μήπως είναι συγχρόνως πομπώδης,
πλεοναστικός και άδειος; Μήπως είναι απλώς ένα επεξεργασμένο
ύφος (στυλ) και όχι ανώτερος κώδικας ή σύστημα;» 22
ΣΧΟΛΙ ΚΉ Γ ΛΩΣΣΑ
και
δ ι δ ασ καλία των λει το υ ργ ι ών τη ς γ λ ώσσ α ς

Το ζήτημα της μητρικής γλώσσας είναι θεμελιώδες. Η περι­


φ ρόνηση του δασκάλου απέναντι στη μητρική γλώσσα των
μαθητών που είναι ομιλητές τοπικών και κοινωνικών διαλέ­
κτων αποτελεί άσκηση βίας με πολλές συνέπειες . Επιπλέον
είναι κατασ τ ροφική της επικοινωνίας με τους μαθητές και άρα
της δυνατότητας να πετύχουν οι μαθησιακοί στόχοι του δασκά­
λου.
Το σχολείο βέ βαια δεν μπορεί ούτε π ρέπει να διδάσκει στον
κάθε μαθητή τη δική του μητρική παραλλαγή . Η «κοινή »
γλώσσα, γ ράφει ο Μ. Σετάτος, «η νόρμα της κοινή ς, που στη­
ρ ίζεται σε κωδικοποίηση με επιλο γή και παγ ίωση , χρησιμεύει
στην ομοιομο ρφία της διδασκαλίας και δημοκρατικοποίηση
της εκπαίδευσης, στην εθνική και π ολιτιστική ενότητα, στην
καλύτερη επικοινωνία» 2 3 •
Ωστόσο, το σχολείο δεν π ρέπει να έχει στόχο του να εξα­
φανίσει τις ιδιαιτερότητες των μητρικών παραλλαγών, ώστε οι
μαθ η τές να ξεχάσ ουν τα «λαθεμένα» και « Κατώτερα » ση μασι­
ολογικά συστήματα και να μάθουν τη «σωστή » και «ανώτερη »
γλώσσα. Π ρέπει αντίθετα στόχος του να είναι να π ροσθέσει
στις μητρικές παραλλαγές τη γνώση της τυποποιη μένης ρυθ­
μισμένης κοινής και να τους εξοικειώσει με τα άλλα κοινω­
νικά επίσημα ιδιώματα (τη ν επιστη μονική και τη λογοτεχνική
γλώσσα).
Η εκμάθηση της τυποποιη μένης κοινής (γλώσσας των με­
σοστρωμάτων με ανώτερη μόρφωση και των αστικών κέντρων)
δεν μπορεί να επιτευχθεί με την κοινωνική αξιολόγ ησ η , που
την εμφανίζει σαν τη «σωστή » εκδοχή του λόγου . Η εκμάθη-
132 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ

σή της δεν μπορεί να επιτευχθεί όταν δεν παρουσιάζεται η


γλώσσα αυτή στους μαθητές σαν αυτό που είναι, γλώσσα τε­
χνητά παγιωμένη , που κωδικοποιείται με επιλογές , με άλλη
λειτου ργικότη τα από τις λοιπές παραλλαγές . Δη λαδή , η εκμά­
θηση της σχολικής γλώσσας γίνεται έλλογη και συνειδητή
διαδικασία, με την κατανόηση της διαφορετικής επικο ινωνια­
κής λειτου ργικότητάς της, πράγμα που ση μαίνει και την παράλ­
ληλη κατανόηση της ακαταλλη λότητας αυτής της γλώσσας για
άλλες συνθή κες επικοινωνίας, στις οποίες λειτου ργικές είναι οι
λοιπές παραλλαγές . Η συνειδη τοποίηση της διαφο ρετικής επ ι­
κοινωνιακής �ειτου ργίας της σχολική ς και των άλλων παραλ­
λαγών δεν μπορεί παρά να στη ρ ίζεται στη γλωσσολογική αρχή
της ισότ � τας των γλωσσών και διαλέκτων, άρα απαγο ρεύει την
αρνητική αξιολόγηση οποιασδή ποτε ομιλούμενης παραλλαγής.
Μεγάλο μέρος από την εκφραστική ανικανότητα των μαθη­
τών στο σχολείο οφείλεται στην επι βολή του σχολικού π ροτύ­
που τη στη ριγμένη πάνω στην περιφ ρ όνηση των διαλέκτων.
Οι μαθητές αρχίζουν να ντρέπονται για τη μητρική τους
γλώσσα και αυτό το τόσο συνη θισμένο στα σχολεία φαινόμε­
ν ο είναι βιαιότατος κοινωνικός ρατσισμός. Όπως γράφουν ο
Χαλλιντέι και άλλοι, « Ένας ομιλητής που αναγκάζεται να
ντρέπεται για τις ίδιες του τις γλωσσικές συνήθειες υφ ίσταται
θεμελιακή προσ βολή ως ανθρώπινο ον : το να κάνουμε κάποι­
ον, ιδίως ένα παιδί, να αισθάνεται ντροπή για τη γλώσσα του,
είναι κάτι τόσο απαράδεκτο όσο να το κάνουμε να ντρέπεται
για το χ ρ ώ μα του δέρματός του » 2 4 • Το σχολείο το κάνει αυτό
στο όνομα της γλωσσικής « εξύψωσης» των μαθ ητών, με αποτέ­
λεσμα τον υ πο βιβα σ μό τους, αλλά και την καταστ ροφή της
ή δη καλλιεργη μένης ικανότητας να ΠραιJ αρμόζονται ως ομι­
λητές στην επικοινωνιακή κατάσταση , εμποδίζοντας την προ­
σαρμογή τους στο σχολικό επικοινωνιακό πλαίσιο .
Το σχολείο εμφανίζει τη γλώσσα σαν κάτι που μπορεί να
είναι απομονωμένο από το σ 1ψ φραστικό και το κοινωνικό
πλαίσιο, από την επικοινωνιακή κατάσταση . Α ν τίθετα θα έπ ρε­
πε να καλλι ε ργεί στους μαθητές την π ροσλη πτική ευαισθη σία
που έχ ουν ή δη , για να κατακτήσουν και θεωρητικά τη γνώση
ότι το λεκτικό μήνυμα δεν έχει νόημα έξω από το συμφραστικό
και το κοινωνικό πλαίσιο παραγωγής του. Η ευαισθησία αυτή
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ 133

είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της «επικοινωνιακής ικανό­


τητας », αλλά και ο μόνος δρόμος για την κατανόηση κειμένων
που έχουν παραχθεί σε άλλες εποχές . Η άσκηση στην καλλιέρ­
γεια της επικοινωνιακή ς ικανότητας μπορεί π .χ . να αρχίσει στο
σχολείο με τη συνειδητοποίηση ότι δεν καταλαβαίνουμε κά­
ποιον κοινό καθημερινό διάλογο , αν δεν ξέρουμε σε ποιες συν­
θή κες διεξάγεται. (Ο Μ . Χαλλιντ έι δίνει το παράδειγμα μαγνη­
τοφωνημένου διαλόγου παιδιών που τηγάνιζαν πατάτες και μι­
λούσαν γι ' αυτό . Μην ξέροντας οι ακροατές τ ίποτα για τ ην
κατάσταση -ο διάλογος δεν περιείχε τη λέξη πατάτες ούτε τηγά­
νι ούτε τηγάνισμα- δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς λεγόταν 2 5 . ) Η
διδασκαλία αυτή μπο ρεί να περιλάβει ασκήσεις λεκτικές που
δείχν ο υν ότι το νόημα στη γλώσσα το δ ίνει η γνώση των κοι­
νωνικών συνθ ηκών παραγωγής των μηνυμάτων (εντοπίζοντας
π. χ. την παρανόη σ η που προκύπτει από την κυριολεξία, όταν
αγνοούμε τις συνθή κες παραγωγή ς των μηνυμάτων) και να συ­
νεχίσει σε άλλες η λικίες με την ανάλυση κειμένων άλλων επο­
χ ών, όπου θ εμελιακό στοιχείο της κατανόη σης είναι η ιστο ρ ι­
κή αποκατά σ ταση των συνθη κών μέσα στις οποίες δη μιουργή­
θη καν.
Η π ροσαρμογή του ομιλητή στην επικοινωνιακή κατάσταση
δεν είναι κάτι εξαιρετικό , είναι βασικό συστατικό της ικανό­
τητας που έχει ο φυσικός ομιλητής να εννοεί, είναι ι κανότητα
επιλογής που έχουν ή δη αποκτήσει τα νήπια, όπως ε ίδαμε . Το
σχολείο καταστρέφει αυτή τη φυσική ικανότητα προσαρμογής
στην επικοινωνιακή κατάσταση , βάζοντας τους μαθητές να ψά­
χνουν πώς λέγεται «καλύτερα», δη λαδή να ψάχνουν μιαν
απάντηση που δεν έχει ερώτηση . Γιατί το ίδιο μήνυμα ποτέ δε
λέγεται καλύτε ρα , και λέγοντάς το « καλύτερα» γ ίνεται άλλο
μήνυμα, πράγμα που ή δη ξέ ρουν οι μαθητές από :rη ν « ενορα­
τική >>, όπως τη λέει ο Τσόμσκι, γνώση της γλώσσας, και που
είναι πολύτιμο να κατακτή σουν και θεωρητικά . Η ερώτηση
μπο ρεί να είναι μόνο, «Πώς λέγεται σε άλλη κατάσταση και
με άλλο επικοινωνιακό στόχο ». Η θεωρητικοποίηση αυτή
της προσαρμογής στην επικοινωνιακή κατάσταση μπορεί να
α ρχ ίσει με ασκήσεις. Να ζη τήσ ε ι π. χ. ο δάσκαλος από τους
μ α θητές να διη γ η θούν π ρ όσφατο π οδο σφαιρικό αγ ώνα και
ύσ τ ερα να κάνει ερωτήσεις με στόχο την καλλιέρ γ εια της
134 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

γλωσσι κ ής π ροσαρμογής στην επι κ οινωνια κ ή κ ατάσταση .


(Πώς θα έ κ ανες την ίδια διήγηση , αν ήθελες να νομίσει ο συ­
νομιλητής ότι είσαι ουδέτε ρ ος παρατη ρητής, αδιάφορος για τ ο
ποι ο ς θα κ έρδιζε; Π ώς θα το έλεγες για να τον πείσεις ότι αυτά
που περιγράφεις πράγματι συνέβη σαν, αν υποθέσουμε ότι αμ­
φι βάλλει ; Π ώς θα περιέγραφε τον ίδιο αγώνα ένας δάσ κ αλος σε
διάλεξ η κ αι πώς ένας στιχου ργός τ ραγουδιών ρο κ κ . ά. ) Αργό­
τερα, ανάλογα με τις η λι κ ίες μπο ρεί η ίδια άσ κ ηση να γ ίνει μ ι
"
κ αταγ ρ αμ μ έ νο προφορι κ ό λόγο σε διάφορες κ οινωνι κ ές συνθή -
κ ες επίσημης ομιλίας κ αι με κ είμενα. Να χρησιμοποιήσει π.χ.
ο δάσ κ αλος ως διδα κ τι κ ό υλι κ ό απόσπασμα λόγου υπουργού
από τη συζήτηση στη Βουλή κ αι στη συνέχεια να ζητήσει
στ ο υ ς μαθ η τές να το συγ κ ρ ίνουν ως προς τη γλωσσι κ ή διαφορά
κ αι τα δ ι αφο ρετι κ ά μηνύματα που αυτή προσδίδει με ένα κ είμε­
νο για το ίδιο θέμα διατυπωμένο από το γ ρ αμματέα της ΓΣΕΕ
(ή / κ αι από τον πρόεδρο της ΕΦΕΕ) ή δύο δη μοσιογράφων ενός
συμπολιτευόμενου κ αι ενός αντιπολιτευόμενου) . Ή να χρησι­
μοποιήσει μια δ ήλωση ε κ προσώπου ενός πολιτι κ ού κ όμματος
γ ια την κ αταπολέμη ση των ναρ κ ωτι κ ών κ αι το λόγο με αντ ί­
στοιχ ο Περιεχόμενο ενός γιατ ρού (ή /κ αι τη συνέντευξη μιας
μητέρας που έχει τ έτοιο πρό βλημα με το παιδί της ή / κ αι το
αντ ίστοιχο θ έμα σε ένα νομι κ ό κ είμενο). Να χρη σιμοποιήσει
α κ όμα ένα απόσπασμα περιγραφής μάχης από το Μα κ ρυγιάννη
για να το συγ κ ρ ίνουν οι μαθητές με την περιγραφή των ίδιων
γεγονότων από ένα σύγχ ρ ονο ιστορι κ ό ( κ αι /ή από ένα λογοτέ­
χνη σε ιστο ρι κ ό μυθιστόρη μα). Π ροχω ρ ώντας στην αφαίρεση
κ αι την ανάλυση με την ηλι κ ία μπορεί να τεθεί το ερώτημα πώς
αν τψετωπίζουν διαφο ρ ετι κ ά τον πόλεμο ένα κ λέφτι κ ο τ ραγούδι
κ ι ένα ποίημα του Σεφ έ ρη κ αι γιατί κ αι πώς η διαφο ρά αντι­
σ τ οι χ εί κ αι με τη διαφο ρ �τι κ ή ποιητι κ ή γλώσσα. Ή αντίστοι­
χα ερωτήματ α από την πεζ s> γραφία.
Η κ οινωνι κ ή ση μασιολ ο γι κ ή λειτου ργι κ ότητα των κ ωδίκ ων
κ αι παραλλαγών της εθy ικής γλώσσας έχει πρωταρχι κ ή , σημα­
σ ία για να μπο ρέσουν οι μαθητές να μάθουν ως δεύτερη από τη
μητρι κ ή τους τη λόγια σχολι κ ή παραλλαγή κ αι να εξοι κ ειω­
θούν με τις λοιπές λόγιες μορφές της γλώσσας. Η εξοι κ είωση
στην αναγνώριση της λειτου ργι κ ότητας που είναι διαφο ρετι κ ή
μπο ρ εί να αρχίσ ει με παιγνίδια για τη σιωπηλή επι κ οινωνία
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ 135

(παντομίμα), με ασκή σεις για τα πρόσθετα νοήματα που δίνει


στις φράσεις η εξωλεκτική επικοινωνία (εκφράσεις του π ρο­
σ ώπου , κιν ή σεις του σ ώματος, χει ρονομίες κτλ.), αλλά και ο
επιτονισμός των λέξεων (π.χ. η φ ράση « Ο Γιάννης είναι αδερ­
φός της Ε λένης », με τονισμένη τη λέξη «αδερφός » σημαίνει
ε ίναι αδερφός της και όχι κάτι άλλο, με τονισμένο το ρήμα
« ε ίναι » ση μαίνει : οπωσδήποτε είναι αδερφός της και μην αμφι­
βάλλεις, με τονισμένη τη λέξη « Ελένη » ση μαίνει : είναι αδ ε ρ­
φός της Ε λένη ς και όχι κάποιας άλλης). Η εξοικείωση μπο ρεί
να συνεχ ίσει με την παράλλη λη χρήση , ανταλλαγή και ανάλυ­
ση του νοή ματος σε εκφράσεις που διαφέρ ο υν κατά τοπική διά­
λεκτο. Ε πίσης με τον εντοπ ι σμό διαφο ρών στις κοινωνικ �ς δι­
αλέκτους και ανάλυση τω ν διαφο ρετικών νοη μάτων Π ό υ πα ρ ά­
γονται με τις διαφορετικές παραλλαγές της γλώσσας . (Μια και­
νούρια μπάλα ποδοσφαίρου, πώς θα την περιέγραφε ο κά­
τοχός της στους συμμαθητές που έπαιζαν ώς τώρα όλοι μαζ ί
με μπάλα δανεική , πώς θα την περιέγραφε στο συμμαθητή που
είναι άρρωστος και δεν μπορεί να βγει να παίξει και πώς σε
κάποιον για να του την πουλήσει. Πώς θα πε ριέγ ραφαν ο ι μα- .
θητές τη μικρή αυλή του σχολείου τους για να είναι η περι­
γραφή σατιρική και πώς θ α την περιέγ ραφαν σε αίτημα προς το
υπου ργείο για να δοθούν κονδύλια να μεγαλώσει η αυλή . Π ώς
αλλ άζει η γλωσσική μορφή σε διάλογο με τ αξύ αγνώστων στο
δρόμο, αν ο διάλογος εξελιχθεί σε καυγά; Πώς θα περιέγραφε
το χω ρ ιό όπου γεννή θηκε ο μαθη τής σε γράμμα προς τη γιαγιά
που μένει εκεί για να της πει ότι το νοσταλγεί, πώς σ ' ένα φ ίλο
από αλλη λογραφία που ζει στη Σου η δ ία ή τον Καναδά, πώς σ '
ένα δημοσιογράφο που ασχολείται με τις ελλείψεις δρόμων,
σχολείων, νοσοκομείων κτλ. των χω ριών, πώς στον υπου ργό
συγκοινωνιών για να ζητή σει την επέκταση οδικού δικτύου ή
τη δη μιου ργία λιμενο βραχ ίονα κτλ. Με ποιες λεκτικές επι λ ο­
γές θα ε ξηγούσε κανείς πώς λειτου ργεί ένα μηχάνη μα για να το
διαφημίσει και ποιες για να καταλάβουν και να μάθουν τη λει­
του ργία του μικρότερα παιδιά. ) Μπο ρ ούν, ακόμα να αναρωτη­
θούν μαθητές με το δάσκαλο για παραδείγματα διάφορων ειδών
λόγου : π.χ. για να μιλάει έτσι, σε ποιον απευθύνεται ο ομιλ η ­
τής και τι σ τό χο έχει, πώς θα διατύπωνε παρόμοι ο μήνυμα, αν
μιλούσε σε άλλο συνομιλητή με δια φ ο ρετικό επικοινωνιακό
136 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

στόχο (να κερδίσει την εκτίμηση του συνομιλητή ή να κινητο­


ποιή σει τα συναισθήματά του, να τον πείσει ή να τον μεταπεί­
σει, να του δείξει τη μόρφωσή του χωρίς να θεωρηθεί επη ρμέ­
νος ή να χρη σιμοποιήσει τις γνώσεις του για να αποδείξει ότι
έχει δίκιο κ . ο . κ .);
Το παιδί προτού πάει στο σχολείο μαθαίνει τη γλώσσα όχι
βέβαια στην απομόνωση αλλά σε αλληλενέργεια με το περι­
βάλλον, όπου ασκείται στη χρήση της κατά λλη λης έκφρασης
για να πετύχε ι τον επικοινωνιακό στόχο, χωρίς σ υνειδητά Ύ α
ξεχωρ ίζει τη γλώσσα από τις λειτουργίες της. Θεωρητικοποι­
ώντας και π ροσεγγίζοντας αφαιρετικά τη γλώσσα ως προς τις
λειτου ρ γ ίες της στο σχολείο, θα μάθαινε να ελέγχει το σύστη­
μα με τη λογική, καλλιεργώντας την ενσυνε ίδητη και έντεχνη
γλωσσική δη μιουργία.
Τα παραπάνω εντελώς ενδεικτικά παραδείγματα δεν έχουν
άλλο σκοπό ή άλλη χρησιμότητα, παρά μόνο να κάνουν όσο
γίνεται σαφέστερο τι ση μαίνει κατανόηση από τους μαθητές
και θεωρητικοποίηση της λειτουργικότητας του γλωσσικού
φαινομένου. Αν προσπαθούσαμε να τυποποιήσουμε τις αρχές
πάνω στις οποίες πρέπει να στη ρίζεται η γλωσσική διδασκαλία
στο σχολείο για να μην αναστέλλει τη γλωσσική δη μιου ργικό­
τητα των φυσικ ών ομιλητών μαθη τών και να μην εμποδίζει την
εκ μ άθη ση της σχολικής παραλλαγής, θα συνοψίζαμε στα ακό­
λουθα.
Η διδασκαλ ία της γραφής και της ανάγνωσης πρέπει να γίνε­
ται στη μητ ρική γλώσσα των μαθητ ών, χωρίς βιβλία, με την
καταγραφή του αυθόρμητου προφο ρικού λόγου των μαθητών,
χωρίς τη διο ρθωτική παρέμβαση του δασκάλου.
Η πρώτη αφαιρετική προσέγγιση μπο ρεί να είναι η κατανό­
η ση της περιπλοκότητας του επικοινωνιακού φαινομένου, με
τη συνειδητοπο ίηση ότι η επικοινωνία είναι ευρύτερη από τη
λεκτική , ότι επικοινωνιακή είναι ολόκλη ρη η ανθ ρώπινη συμ­
περιφορά και ότι πλήθος εξωλεκτικά στοιχεία δίνουν νόημα
στις φ ρ άσεις (από χει ρονομίες κτλ. έως τον επιτονισμό των λέ­
ξεων).
Η γλωσσική διδασκαλία στη συνέχεια γίνεται παρουσίαση
των μηχανισμών του συστήματος, με τη συνειδητοποίηση των
λεκτικ ών μηχανισμών που οι φυσικοί ομιλητές μαθητέ ς χ ρ η σι-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ 137

μοποιούν αυθόρμητα, · ξεκινώντας από το φαινόμενο για να


π ροχω ρήσουν στη θεωρητικοποίησή του και όχι το αντίθετο ,
από το παράδειγμα στον κανόνα και όχι από τον κανόνα στην
εφαρμογή του, όπου μπορεί ο δάσκαλος νιi ζητή σει από τους
μαθη τές να συλλέγουν από το περι βάλλον γλωσσικά παραδεί­
γματα (πώς εκφ ράζουμε την αμφι βολία, πώς διατυπώνουμε μια
υπόσχεση κτλ. ) .
Α ργότερα . γίνεται η παρουσίαση της εθνική ς γλώσσας , εντο­
πισμός των παραλλαγών που μιλιούνται και πρώτη προσέγγιση
της επικοινωνιακής λειτουργικότητας και του κοινωνικού
πλαισίου που καθο ρ ίζει τις επιλογές της ομιλίας. Παρουσίαση
της ρυθμισμένης σχολικής γλώσσας και της ιδιαίτερης επικοι­
νωνιακής της λειτου ργίας.
Καλλιέργεια της γνώσης για την επικοινωνιακή ικανότητα
και διάκρισή της από τη γλωσσική , απ ' όπου θα πηγάσει και η
γνώση των λειτου ργιών της γλώσσας (σε όλες τις εκδοχές τη ς) ,,
και της προσαρμογής στην επικοινωνιακή κατάσταση .
Καλλιέργεια της συνειδητοποίησης ότι ε ίναι διαφο ρ ετική η
επικοινωνιακή λειτου ργία των παραλλαγών και κωδίκων, κατά
την οπο ία η σχολική κοινή μαθαίνεται μαζί με τη συνεχή απο­
κρυπτογράφηση της χρησιμότητάς της, των ιδιαίτερων λει­
του ργιών που την κάνουν γλώσσα κατάλληλη για ο ρ ισμένους
επικοινωνιακούς στόχους μέσα σε συγκεκριμένες συνθή κες .
' Ολα τα παραπάνω αποκλείουν απολύτως τη μετάδοση από
το σχολείο ενός γλωσσικού π ροτύπου , τη διδασκαλία «προτύ­
πων ομιλίας », με ο ρισμένα χαρακτη ριστικά που περιγράφονται
σαν γενικής αξ ίας π ροτερήματα γλωσσικά και η παραβίασή
τους οδηγεί σε ελαττωματική γλώσσα. Αποκλείουν απολύτως
την επιβε βλη μένη στους εκπαιδευτικούς και βαθιά ριζωμένη ·
αντ ίληψη για την επιδίωξη γλωσσικού ιδανικού έξω από τα
συμφραστικά και κοινωνικά πλαίσια του λόγου. Αποκλείουν τη
μετάδοση από το σχολείο τηζ ρυθμιστικής και αυταρχικής ου­
τοπίας να επι βλη θεί στους μαθητές το λογοτεχνικό και το επι­
στη μονικό ιδίωμα σαν την ο ρθότερη εκδοχή του λόγου, όπως
προτείνεται όχι μόνο με βάση την παραδοσιακή αντίλη ψη για
τη γλωσσική αγωγή, αλλά και στο όνομα της σύγχ ρονης
γλωσσικής επιστή μη ς 2 6 •
138 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Θα π ροσπαθήσουμε τώρα να ολοκλ η ρώσουμε τη θέσ η για το


ποια π ρέπει να είναι η γλωσσική διδασκαλία στο σχολείο, ξε­
κινώντας από ο ρισ μένες αρ χές που προτείνει η Βάσω Τοκατλί­
δου στο βι βλ ίο της Εισαγωγή στη διδακτική των ζωντανών
γλωσσών 2 7 , μοναδική στην ελλ ηνική βι βλιογραφία, απ ' όσο ξέ­
ρουμε , σύνθεση με βάση την εμπειρική γλωσσολογία για τη
δη μιου ργία μεθόδων, τεχνικών και γλωσσικού διδακτικού υλι­
κού για τ η γλωσσική διδασκαλία.
Ο κυριότερος στόχος, κατά τη Βάσω Τοκατλίδου, της γλωσ­
σικής διδασκαλίας π ρέπει να είναι η ανάπτυξ η τ ης επικοινωνι­
ακής δεξιότ η τ ας στους μαθητές 2 8 , που έχει δύο διαστάσεις, μια
γλωσσική και μια εξωγλωσσική . Προϋποθέτει δ η λαδή τ η ν κα­
τάκτη σ η του συστή ματος, « αλλά και τον κατάλλη λα επιλεγμέ­
νο τύπο για τ η συγκεκριμένη πε ρ ίστασ η , δη λαδή εφαρμογή του
συστήματος για επικοινωνία» 2 9• Η γλωσσική διδασκαλία πρέ­
πει να αντι μετωπ ίζει το μαθη τή ως ομιλητή, •<με π ρόθεσ η να
δ ράσει πάνω στο συνομιλητή και τον κόσμο με το λόγο » 3 0 • Το
διδακτικό υλικό επομένως π ρέπει να είναι ποικίλο και « αυθεν­
τικό», «να εξοικειώνει το μαθητή με τ ην αυθεντική μο ρφή που
παίρνει ο λόγος κατά περίστασ η επικοινωνίας » 3 1 •
Τα παραπάνω σ ημ αίνο υν ότι εξοικειώνεται ο μαθητής στο να
αναγνω ρίζει τους κοινωνικούς κανόνες _της γλωσσικής επικοι­
νωνίας, άλλους από τους κανόνες τη ς γλώσσας, και να καταλα­
βαίνει ότι η παρα βίασή τους καταστρέφει τ ην επικοινωνία, δ ί­
νοντας αθέ μιτο νόη μα σε ενδεχομένως θεμιτές ως προς την κυ­
ριολεξία ή τ η ν ο ρθότ ητ ά τους φ ράσεις (π.χ. ο πρωθυπουργός
που θα αποκαλο ύσε τους πολίτες «Φιλαράκια» του ή ο μ αθ η τής
που θα χρ η σιμοποιούσε λα ϊκές ιδιωματικές εκφράσεις π ρος το
διευθυντή του σχολείου).
Η εξοικείωση αυτή με τους κοινωνικούς κανόνες της επικοι­
νωνίας οδηγεί στ η ν αναγνώριση και συνειδ η τή χρήση της
γλώσσας για τ η δη μιουργ ία και μεταβίβαση του εξαιρετικά
ση μαντικο ύ λανθάνοντος μηνύματος. Οδηγεί στ η ν κατανόη σ η
τ ης γλωσσικής απαγόρευσ ης και των αιτίων της, που δεν είναι
απαγό ρευσ η να λεχθεί κάτι, αλλά έμμεσο εμπόδιο, γιατί η πα­
ραβίασ η του γλωσσικού φ ραγ μού δ ίνει διάφορα νοή ματα στο
ρ ητό μήνυμα. Αυτή η κατανό ηση της θαυμαστής ιδιότ η τας που
έχει η γλώσσα να επιτρέπει να λέγεται κάτ ι με την αποσιώπ η -
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ 139

σή του επιτ ρέπει επίσης να αναπτυχθεί η ικανότητα της λεκτι­


κής υ π ερπήδησης των γλω σσ ικών φραγμών με στόχο ο ρισμένο
νόη μα, να αναπτυχθεί με άλλα λόγια η γλωσσική δη μιου ργικό­
τητα.
Η εξοικείωση τ ων μαθητών με τους κοινωνικούς κανόνες της
γλωσσικής επικοινωνίας σημαίνει τη συνειδητοπο ίηση ότι
υπάρχει λόγος τελετουργικός χω ρίς πραγματική ανταλλαγή
πλη ροφο ρ ίας , με συγκεκριμένο κοινωνικό στόχο (π.χ. -Τι κά­
νε τ ε; Καλά ; -Πώς από δω ; -Τι κάνουν τα παιδιά; -Τι χαμπά­
ρια; -Πώς πάμε ; κ . ο . κ . ) . Χρειάζεται ακόμη συνειδητοποίηση
ότι υπάρχει τελετου ργικός λό γ ος σε επίσημες συνθή κες , που
αποκλείει την ελλειπτική διατ � πωση ή την αποσιώπηση των
« εννοουμένων », επι βάλλει τη χρήση τύπων ευγενείας (πλη θυν­
τικός , τ ίτλοι, εκφ ράσεις , αποδοχής της ανωτε ρότητας του συ­
νομιλητή), την επιλογή λεκτικών στοιχείων «κανονιστικών »
και τη διατύπωση που εκφράζει απόσταση και ουδετερότητα
καθώς και κυριαρχία τ η ς λο y ική ς . Ε ίναι πολύ ση μαντικό να
συνειδη τοποιήσουν οι μαθητές ότι η παραβίαση των κοινωνι­
κ ών κανόνων που ρυθμίζουν την επικοινωνία μεταδίδει περί­
πλοκα και πλούσια νοή ματα, ότι π.χ. η χρησιμοποίηση τύπων
οικειότητας με άγνωστο συνομιλητή (στο αστικό κοινωνικό
πε ρι βάλλο ν) ενδέχεται να γίνει αντιλη πτή σαν προσβολή , επι­
θετικότητα κτλ. , η χρήση τύπων από λαϊκές παραλλαγές στο
λόγο σε επίση μες συνθήκες ενδέχεται να γίνει αντιλη πτή σαν
αμφισ βήτηση ιεραρχιών και ανταρσία κ . ο . κ .
Π ρέπει να συνειδητοποιήσουν ακόμα ό τ ι ακριβώς αντίθετα η
παραβίαση των γλωσσικών κανόνων μεταδίδει το μήνυμα της
όχι τέλειας γνώσης της παραλλαγής και αυτό συμβαίνει συνή­
θως με τη σχολική γλώσσα, άρα αυτή η παραβίαση αποκαλύ­
πτει την έλλειψη μόρφωσης του ομιλητή.
Εξίσου ση μαντική είναι η ανάπτυξη της ικανότη τας στους
μαθητές να αντιμετωπίζουν κριτικά τα γλωσσικά φαινόμενα. Η
κ ριτική αυτή ικανότητα προϋποθέτει τ η διάκριση του φυσικού
(προφορικού) λόγου και της γραπτής μορφής και απο κ λείει την
προ βολή των τεχνη τών γ ραπτών μορφών σαν π ρότυπης εκδο­
χής του λόγου.
Για την καλλιέργεια αυτής της κριτικής δυνατότητας τελείως
απρόσφο ρη στο σχολείο ε ίναι η παραδοσιακή αντ ίλη ψη πε ρ ί
140 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

«Καλαισθη σίας » γλωσσικής 3 2 , που αποδίδει στη λογοτεχνική


γλώσσα την ιδιότητα του προτύπου. Το λογοτεχνικό πρότυπο
είναι ακατάλλη λο για τον επιστη μονικό λόγο, για τον πολιτικό
λόγο , για όλες τις κοινωνικές συνθή κες όπου χ ρειάζεται οικο­
νομία και ακρίβεια (π.χ. οδηγίες για τη χρήση μηχανή ματος,
για την ανακοίνωση άμεσου κινδύνου που απαιτε ί γρήγο ρ η αν­
τίδραση κτλ.), για την επικοινωνία σε συνθή κες οικείες σοβα­
ρές ή τραγικές (π.χ. πένθος) κ . ά . Επίσης τελείως άσ ω χη είναι
η προεπιστημονική αντ ίλη ψη περί « ανωτερότητας » γλωσσι­
κής, που αποδ ίδει στην επιστη μονική γλώσσα (στις διάφορες
εκδοχές της, τη νομική , την ιατρική , την παραδοσιακή φιλο­
λογική, τη γλώσσα των θετικών επιστημών και τη σύγχρονη
των κοινωνικών επιστημών), την ιδιότητα του προτύπου. Το
επιστη μονικό πρότυπο είναι ακατάλληλο για τη λογοτεχνία
και γενικά τη φαντασία, για την έκφραση συναισθη ματικών
καταστάσεων, για το σαρκασμό και την ειρωνεία, για την πολε­
μική , για την προπαγάνδα, αλλά και τον κοινό νου, την κοινή
λογική , τη ρητο ρική κτλ .
Για να καλλιεργηθεί η κριτική στάση του μαθητή απέναντι
στα γλωσσικά φα ι νόμενα χ ρειάζεται η κατανόη ση της διάκρι­
σης ανάμεσα στη γλωσσική ικανότητα και την επικοινωνιακή
ικανότητα και η καλλιέργεια της κοινωνιογλωσσικής ευαισθη­
σίας για τις κατάλλη λες γλωσσικές επιλογές που παράγουν το
επιδωκόμενο επικοινωνιακό αποτέλεσμα, με την προσαρμογή
του ομιλητή στην επικοινωνιακή κατάσταση και την εναλλαγή
των κωδίκων. ' Α ρα χ ρειάζεται η μετάδοση στο σχολείο των
γνώσεων που αποδεικνύουν ότι γλωσσικό π ρότυπο ακρι βώς δεν
υπάρχει έξω και πέρα από τις απαιτήσεις των επικοινωνιακών
συνθηκών και τους στόχους της ομιλίας.
Κριτική στάση του μαθητή απέναντι στα γλωσσικά φαινόμε­
να ση μαίνει ακόμα την ικανότητα κατανόησης των προθέσεων
του ομιλη τή , που λανθάνουν στις γλωσσικές του επιλογές . Ε ί­
ναι η ση μαντικότερη γνώση για τη διαμό ρφωση μαθητών ικα­
νών να μην υπόκεινται στην υποδούλωση της σιωπής ως δέκτες
του λόγου που μεταδίδουν όλες οι κοινωνικές εξουσίες. Η χρή­
ση στοιχείων της καθαρεύουσας που δεν ανή κουν στο τυπικό
της κοινής με όλες τις επιδράσεις που έχει υποστεί εξαιτ ίας της
ιστορικής διγλωσσίας (αρσενικά τ ριτόκλιτα ουσιαστικά σε - ων
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ 141

ή σε -εύς, θη λυκά σε -ις, γενικές σε -εως, πληθυντικοί αρσενι­


κών σε -αι, και κλητικές σε -α, εσωτερική αύξη ση και μάλιστα
άτονη -απετέλεσα- κτλ.) μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ανά­
λυση των π ροθέσεων του ομιλητή , αυξάνοντας την κριτική
ικανότητα στην πρόσληψη έμμεσων μηνυμάτων. Η ανάλυση
των προϋποθέσεων που οδηγούν στη χρήση τέτοι ων καθαρευ­
ουσιάνικων τύπων είναι εύκολη , γιατί υ π άρχει η μελέτη των
δημοτικιστών.
Η γνώση αυτή και η ανάπτυξη της κ ρ ιτικής ικανότη τας μπο­
ρούν επιπλέον να αποτελέσουν το έμμεσο αλλά πολύ αποτελε­
σματικό κίνητρο για να θελήσουν και να μπορέσουν συνειδητά
οι μαθητές να αποχτήσουν τέλεια γνώση των λόγιων και επί­
σημων παραλλαγών της εθνικής γλώσσας.
Η εκμάθη ση του συστήματος με τη μετάδοση των κανόνων
της σχολικής νό ρμας πρέπει να είναι κατάκτηση με τη λογική
αυτών των κανόνων, που α παιτεί αφαιρετική προσέγγισ η . Η
αφαιρετική προσέγγιση πρέπει να γίνεται με την απαγωγική μέ­
θοδο , από το συγκεκριμένο π ρος τη γενίκευση , δη λαδή με τη
συνειδη τοποίηση των μηχανισμών της γλώσσας που χρησιμο­
ποιούνται αυθόρμητα.
Χ ρειάζεται επίσης να γίνει συνειδητή η τεράστια πολλαπλό­
τητα και ποικιλία των σχη ματισμών που επιτρέπει το γλωσσικό
σύστημα και που είναι πολύ περισσότεροι α π ό όσους π ρο βλέ­
πει η κωδικοποιη μένη νόρμα. Αυτό σε μεγαλύτερες ηλικίες
μπο ρεί να γίνει ορατό στην ιστορική διάσταση , ό που φαίνεται
ότι η δομή εξελίσσεται και η νόρμα αλλάζει.
Ακόμα είναι πολύ ση μαντική η μετάδοση της γνώσης για
την επίδραση που ασκεί η γλώσσα στην κοινωνική πραγματικό­
τητα. Χ ρειάζεται η ανάλυση που θα κάνει τους μαθητές να κα­
ταλάβουν πώς ο συμ βολισμός και η κωδικοποίηση της πραγμα­
τικότητας επιδρά στην πραγματικότητα και τη διαμο ρφώνει.
Αυτό π ροϋποθέτει και την περιγραφή της κοινωνικής αξιολό­
γησης , που είναι η δημιου ργός της έ ννοιας τ ο υ γλωσσικού
π ροτύπου. Η κατανόηση των κοινωνικών αιτίων δη μιου ργίας
του προτύπου (της ιδανικής γλώσσας) θα επιτρέψει να γίνει συ­
νειδητό ότι ακ ρι βώς αντ ίθετα με την αντιεπιστη μονική αντ ί­
ληψη για το γλ ωσσικό πρότυπο και την αυτονομία του νοή μα­
τος, ο λόγος είναι κοινωνική πράξη που επιδρά στην πραγμα-
142 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

τικότητα. Η ανάλυση των μηχανισμών που το πετυχαίνουν αυ­


τό είναι πολύ σημαντική , γιατ ί οδηγεί στην ικανότητα συνει­
δητής επίδρασης στις ιδέες με τη χ ρήση της γλώσσας . Η κατα­
νόη ση με τη ση μασιολογική ανάλυση αποτελεί και τη δη μι­
ου ργικότερη δυνατή «ανάγνωση » κειμέ νων άλλων εποχών.
Τέλος η γλωσσική διδασκαλία στο σχολείο πρέπει να χρη­
σιμοποιήσει τις μεθ ό δους και τεχνικές, που θα επιτ ρέψουν,
όπως γράφει η Βάσω Τοκατλίδου επιση μαίνοντας κάτι πολύ
ση μαντικό, να γίνει συνειδητό ότι η ομιλία μέσα στην τάξη
είναι λόγος «μπροστά σε κοινό ». Θα μαθαίνουν έτσι όλοι οι
μαθητές (όλων των π ροελεύσεων) να παίρνουν το λόγο μπρο­
στά στο κοι νό της τάξης 33 •
Για το θέμα της γλωσσικής διδασκαλίας στο σχολείο υπάρ­
χει ακόμα το τεράστιο θέμα της κωδικοπο ίησης τ η ς νόρμας,
της σχολικής γραμματικής. Μην μπο ρώντας να το αναλύσουμε
γιατί προϋποθέτει ειδικές γλωσσολογικές γνώσεις , θα θέλαμε
ωστόσο να επιση μάνουμε ότι το ζήτημα της σχολικής γραμμα­
τικής μοιάζει με το πε ριστέρι του Οδυσσέα ανάμεσα στις Συμ­
πληγάδες. Η γραμματική πρέπει να είναι «περιγ ρ αφική >., όπως
τονίζουν όλοι οι γλωσσολόγοι και να μην παρουσιάζει τη νόρ­
μα, που είναι αποτέλεσμα επιλογών και παγίωσης 34 , σαν τη μό­
νη «ορθή » κτλ. εκδοχή του λόγου. Συγχ ρ όνως όμως η γραμμα­
τική στο σχολείο είναι απαραίτη τη , ακρι β ώς γιατ ί ε ίναι απα­
ραίτητη η εκμάθηση της παραλλαγή ς που αποτελεί τη «νόμι­
μη » γλώσσα, τη γλώσσα της μόρφωσης και των θεσμών,
εργαλείο αναγκαίο για την κοινωνική επιτυχί α . Και η σχολική
γραμματική να ρ κοθετείται τελευταία στο όνομα της «ελευθερί­
ας » της γλώσσας και της σύγχρονης γλωσσολογίας .
Οι απόπει ρες ναρκοθέτησης της σχολικής γραμματικής δε
γ ίνονται στο όνομα της ανανέωσης με σύγχρονους επιστη μονι­
κούς ό ρους της γραμματικής του Τ ριανταφυλλίδη που ε ίναι
γραμμένη πριν κοντά μισό αιώνα 3 5 , ώστε αναπόφευκτα η γλώσ­
σα και η νόρμα έχει αλλάξει από τότε. Αλλά γίνονται στο όνο­
μα της μικτής , ανάμιξη που ονομάζεται «σύνθεσ η » , με στόχο
τη ναρκοθέτη ση της μεταρ ρύθμισης του 1 976. Αυτό αποδεικνύ­
εται από την καταδίκη της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη
με το επιχε ίρημα ότι έχει «έντονο ρυθμιστικό χαρακτήρα », για­
τ ί προτρέπει στην αποφυγή του μίγματος καθαρεύουσας και
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ 1 43

δη μοτικής («προτ ρέπει στην αποφυγή ζωντανών και απολύτως


ελληνικών (;) γραμματικών και λεξιλογικών στοιχείων», που
θεωρεί αρχαιόκλιτα) 3 6• Με αυτά τα επιχ ειρή ματα διατυπώνεται
η άποψη ότι η γραμματική του Τριανταφυλλίδη «εζημίωσε πο­
λύ την ομαλή εξέλιξη της γλώσσας μας » 3 7 και γι · αυτό « πρέπει
( . . . ) ν ' αποκλεισθεί η χρήση της στα σ χολεία» 3 8 •
Η περιοδική ανανέωση τ η ς γραμματικής ε ίναι απαραίτητη ,
γιατ ί η γλώσσα εξελίσσεται και η νόρμα αλλάζει. Η γ ραμματι­
κή πρέπει να είναι περιγραφική , αλλά ο γλωσσικός π ρογραμ­
ματισμός επίσης θεωρείται απαραίτητος από τους ειδικούς. Ο
Μ . Χαλλιντέι γράφει, π. χ . , «Στο παρελθόν η εξέλιξη των
γλωσσών ήταν πιο αργή . Σήμερα χρειάζεται π ροσαρμογή σε
ταχύτατες εξελίξεις, άρα και προγραμματισμένη παρέμ βαση
στη γλωσσική ανάπτυξ η . >> 3 9 Και ο Ρομάν Γιάκομπσον γ ράφει:
« Η ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα ρύθμισης και
προγραμματισμού και άρα να τεθεί τέλος στις τελευταίες δεισι­
δαίμονες επιβιώσεις της θεωρίας των νεογραμματικών για τη
μη ανάμιξη στη ζωή της γλώσσας ("αφήστε τη γλώσσα μόνη
της") είναι ένα από τα επείγοντα καθή κοντα της γλωσσολογίας,
στενά δεμένο με την προοδευτική αύξηση του τομέα της επικοι-
,
νωνιας. » 4 0
' Άλλωστε την περιγραφή της γλώσσας τη βλέπει ο Γιάκομπ­
σον, όπως είδαμε παραπάνω , ως περιγραφή του συστή ματος
και ό χ ι καταλογογράφηση των μερών που τ ο απαρτίζουν4 1 , κι
ακόμα περιγραφή όλων των στοι χ ε ίων (φωνολογικών και
γραμματικών) που παράγουν νόη μα είτε με την εφαρμογή είτε
με την παραβίαση των κανόνων της νόρμας. Μια τέτοια περι­
γ ραφική γραμματική είναι έ ργο δύσκολο που απαιτεί τη συνερ­
γασία πολλών ειδικών για μεγάλο διάστημα. Η -σχολική γραμ­
ματική θα π ρέπει να είναι μια απλούστερη και συντομότερη
περιγ ραφή του συστή ματος , μέσα από την οποία θα προ βάλλει
η επιλογή που αποτελεί τη νό ρμα, ώστε να γ ίνει ε ρ γαλείο δι­
δασκαλίας.
Δ. Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΕΞΟΥΣΙΑ
Ι Ε ΡΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ

Δεν μπο ρεί ο π ρόεδρος της δημοκρατ ίας να εμφανιστεί στην


τη λεόραση και να π ροσφωνήσει του πολίτες της χώρας « Φ ίλοι
μου αγαπη μένοι ». Δεν μπορεί ο δάσκαλος να πει μέσα στην
τάξη « Ανοίξτε τα βι βλία σας, αδέρφια». Ο γραμματέας του
συνδικάτου δεν ε ίναι δυνατό να προσφωνήσει τα μέλη «Αξιό­
τιμοι κύ ριοι » . Ο παπάς δεν μπορεί να αρχίσει το κή ρυγμα με
την επίκληση «Σύντ ροφοι και συντ ρόφισσες ». Η μητέρα δε θα
πει στο παιδί της « Αγαπητέ μου , Κώστα» και ο μαθητής δεν
επιτρέπεται να μιλή σει στο δάσκαλο στον ενικό ' . Η παρατυ­
πία δεν ε ίναι γλωσσική (δεν παρα βιάζονται κανόνες του συ­
στή ματος), ούτε νοη ματική (δεν παραβιάζονται κανόνες της
λογικής του νοήματος). Η παρατυπία ε ίναι κοινωνικ ή .
Η κοινωνική ιεραρχία αποτυπώνεται κ α ι εκφράζεται στις
επίσημες παραλλαγές της γλώσσας με τον πλη θυντικό, τη
μνεία των κοινωνικών τ ίτλων («Κύριε πρόεδρε», « Μάλιστα,
στ ρατηγέ μου »), σε εκφράσεις διακριτικές αποδοχής της κοι­
νωνικής ανωτε ρότη τας του συνομιλητή («Αξιότιμε κύριε»,
«Τα σέβη μου ») κτλ. Στην καθη μερινή γλώσσα ή τις λαϊκές
παραλλαγές, όπου γενικά χρησιμοποιείται ο ενικός , τα παρω­
νύμια οικειότητας, τα υποκο ριστικά, ακόμα και η π ροστακτική
π ρος ιεραρχικά ανώτερους, υπάρχει επίσης, μόνο που είναι
διαφορετική , η γλωσσική έκφραση της ιεραρχίας και του σε­
βασμού της. Έτόι π.χ. το παιδί μπορεί να λέει, «Τι θέλεις πά­
λι, καλέ μαμά; » ή « Έλα, μπαμπά, δώσε μού το » ή «Καλή μου,
γιαγιάκα», αλλά δεν μπο ρ ε ί να αποκαλέσει τον πατέ ρα του
« Χ ρυσό μου » ούτε να π ροσφωνήσει τη γιαγιά του « Ελενίτσα».
Η ιεραρχία δεν εγγ ράφεται μόνο στη . γλώσσα, αλλά και
στην εξωτερική εμφάνιση και στο χώρο. Η τή βεννος του καθη­
γητή της Νομικής (δεν ε ίναι τυχαίο ότι οι νομικές σχολές εί-
1 48 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

ναι οι τελευταίες που εγκατέλειψαν σε όλες τις χώρες το δια­


κ ρ ιτικό αυτό ένδυμα), η περούκα του δικαστή (στην Αγγλ ία τη
φ ο ρ άνε ακόμα σήμερα) , η πολεμική βαφή σε κάποιες φυλές Ιν­
διάνων, τα γαλόνια του στρατηγού κτλ. αποτελούν ιεραρχική
διάκριση με την εμφάνιση . Ο άμβωνας στην εκκλη σία, η υπε­
ρυψωμένη έδρα στο σχολείο, οι ιεραρχικά τοποθετη μένες καρέ­
κλες γύρω από ένα τραπέζι συνεδρ ίασης είναι διακριτικά που
οριοθετούν στο χώρο την απόσταση της κοινωνικής ανωτερό­
τητας.
Η απόσταση στο χώρο, η εγγραφή της ιεραρχίας στο χώρο
ε ίναι σημαντικότερη από τα διακ ριτικά στοιχεία στο στολισμό
του σ ώματος, γι ' αυτό και διακρίσεις έντονες , όπως ήταν η κο­
ρ ώνα στο κεφάλι του βασιλιά ή οι στολές των επισή μων, εγκα­
ταλείπονται γρηγο ρότερα στην εποχή μας. Οι εκπρόσωποι της
εξουσίας στις σύγχ ρονες βιομηχανικές κοινωνίες όλο και λ ιγό­
τερο διακ ρ ίνονται από το ένδυμα και τον εξωτερικό στολισμό.
Η απόσταση ανωτερότητας στο χώρο αντίθετα διατη ρείται ευ­
ρύτερα, ως αποτελεσματικότερη , γιατ ί είναι λιγότερο άμεσα
αντιλη πτή . Τα εξαιρετικά υπε ρυψωμένα έδρανα των δικαστών
επιβάλλουν έμμεσα άρα ισχυ ρότερα από τις περούκες την ανω­
τερότητα των εκπροσώπων του νόμου. Η αποτύπωση της ιε­
ραρχ ίας στο χώρο ε ίναι έντονη και επιβάλλεται πολύ ισχυ ρά,
πράγμα που φ αίνεται π.χ. σε φαινόμενα πολύ συνηθισμένα,
όπως το γεγονός ότι οι ακροατές σε μια αίθουσα διαλέξεων αφή­
νουν συστη ματικά άδειες τις πρώτες σειρές καθισμάτων. Την
ίδια έμμεση αποδοχή προς την ανωτερότητα των εκπροσώπων
της επίση μης γνώσης εκφράζουν δίχως να το ξέρουν ή και νο­
μίζοντας πως κάνουν το αντίθετο οι φοιτητές, που αφή νουν
πάντα (με εξαίρεση όταν ο συνωστισμός στις αίθουσες .διδα­
σκαλίας δεν το επιτ ρέπει) άδειες τις π ρ ώτες σειρές των θρανί­
ων.
Ωστόσο, ανάμεσα στις ποικ ίλες κοινωνικές ρυθμίσεις και τε­
λετου ργίες που επιβάλλο υ ν την αναγνώριση και την αποδοχή
της ιεραρχ ίας, η υπο βολή της που εκφράζεται στη γλώσσα εί­
ναι η πιο ισχυ ρή και πιο αποτελεσματική . Ανάμεσα σε όλες τις
μεθόδους αξιολογική ς αποστασιοποίη σης, που υ πο βάλλουν
την κοινωνική ανωτερότητα και κατωτερότητα, γράφει ο Πιέρ
Μπου ρντιέ, «εκείνες που οφείλονται στη γλώσσα είναι οι πιο
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚ Ή ΕΞΟΥΣΙΑ 149

αδιόρατες και πιο αποτελεσματικές » 2 •


Οι γλωσσ ικές παραβιάσεις των κανόνων που ρυθμίζουν την
επικοινωνία δεν ε ίναι καθαρά γλωσσικές, δεν αφορούν τους
κανόνες της γλώσσας , αλλά κανόνες κο ι νωνικο iJς . Η δέσμευση
ωστόσο είναι γλωσσική , απ ' όπου και διαπιστώνουμε γ ια άλλη
μ ια φορά ότι η γλώσσα δεν υπάρχει έξω από την κοινωνία. Η
δέσμευση είναι γλωσσική , αλλά έμμεση . Δεν υπάρχει ρητή
απαγόρευση της παρατυπίας , ο γλωσσικός κανόνας δεν ο ρ ίζει
τι π ρ έπει και τι δεν π ρέπει να λέγετα ι , αλλά επι βάλλει έμμεσα
τη γλωσσ ι κή υποχ ρέωση με τις διάφο ρες ερμηνε ίες που δίνει
σε αυτό που λέγεται με ο ρισμένο τρόπο σε ο ρ ισμένες συνθήκες.
Έτσι το παιδί, που θα ρωτούσε τη γιαγ ι ά του «Τι θέλε ι ς , Ελε­
νίτσα; », θα προκαλούσε τις συνέπειες της αναίδειας απέναντι
στην οικογενειακή ι εραρχία, και αρκεί κάπο ι ος να περ ιλάβει
τ η λέξη « Φιλα ρ άκο » σε μια φράση του προς τον πρόεδρο της
δημοκρατίας, για να κινητοποιήσε ι πιθανότατα την επέμ βαση
της αστυνομίας . Για τον ίδιο ακρι βώς λόγο, η παράλε ι ψη
γλωσσικών στοιχείων που εκφράζουν την ιεραρχία ή η παρα­
βίαση των κανόνων που ρυθμίζουν την «Καθώς π ρέπει » ομιλία
αποτελούν αμφισ βήτηση της ιεραρχίας , πράξη ανταρσ ίας με το
χειρισμό τω ν λέξεων.
Στην εκκλησ ία λοιπόν, δεν είναι δυνατό να προσφωνήσει
από τον άμβωνα ο ιερέας το εκκλησίασμα «συντ ρόφους » ή « φί­
λου ς » του. Μολονότι όμως είνα ι απολύτως νόμιμο να ο ρ ίζε ι τη
σχέση με τους πιστούς αποδίδοντας στον εαυτό του το ρόλο
του συμ βολικού πατέρα, δεν τους αποκαλε ί « Παιδ ιά μου », αλλά
«Τέκνα μου ». Το ίδιο και ο υπάλληλος προς τον προϊστάμενο
δεν πρόκε ιται να πει « Καλημέρα σας, κύριε δι ευθυντή », γιατ ί η
κανονική κλητική ακούγετα ι σαν μειωμέν ο ς σε βασμός προς τη
διευθυντική εξουσία. Ε ίναι πολύ χαρακτη ριστικό ότι η αρχαι­
οπρεπής κλητική σε -α, που έχει χαθεί από τη φυσική γλώσσα
και κανε ίς πια δε θα τολμούσε τη γελοιότητα _να τη χρησ ι μο­
ποιήσει σο βαρά, επιζεί σαν αυτονόητα «σωστή » σε μερικούς
και μόνο τίτλους εξουσίας, « κύ ριε διευθυντΑ, καθηγητΑ, δ ιοι­
κητΑ, συνταγματάρχΑ » . Ένα άλφα που δεσμεύει τον ιεραρχι­
κά κατώτερο, γιατ ί μεταδίδει άρρητη αμφισβήτηση της υποτα­
γής του να χειρ ιστεί τον τίτλο με τους κανόνες της γραμματι­
κής του σχολείου και να τολμήσε ι να πει προς τον ανώτερο
150 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

« κύριε διοικητή », « κύριε συνταγματάρχη », « Κύριε καθηγητή » ,


«Κύριε διευθυντή ».
ΑΒΡΑΚΑΔΑΒΡΑ

Το περιεχόμενο , γ ρ άφει ο Εμίλ Μπεν βενίστ, αποχτάει μορφή


από τ η γλώσσα και μέσα στη γλώσσα, άρα δεν μπο ρεί το περιε­
χόμενο να ξεχωρίσε ι , δεν μπο ρεί να υπερβεί τη γλώσσα 3 • Το
περιεχόμενο και η μορφή τη ς γλώσσας αλλη λοκαθο ρ ίζοντα ι ,
με διαφο ρετ ική μορφή ειπωμένο το μήνυμα αλλάζει, γίνεται μή­
νυμα διαφο ρετικό. Αδιόρατες αλλαγές (όπως η κλητική στο
« διοικητά - διοικη τή » ή η μετάθεση του τόνου στο « Πολέμου -
πόλεμου ») μπο ρεί να αποτελούν αμφισβήτη ση και ανταρσία ή
αποδοχή τ η ς εξουσίας . Μια λέξη μόνο αρκεί για να κατασκευά­
σει περίπλοκα νοήματα, που αφορούν τ η ν άρν η ση ή την υπο­
τ αγή στην εξουσία.
Η εξουσία ασκείται με το λόγο περισσότερο απ ' ό,τι με τη
φυσική επι βολή και την τεχνική υπεροχή (τ η μυϊκή δύναμ η ή
τ α όπλα). Η εξουσία ασκείται σε μεγάλο βαθμό με τις ιδέες,
άρα με τ η γλώσσα, με τις λέξεις . Αν όμως μπο ρεί να ασκείται
εξουσία με τις λέξεις, τότε οι λέξεις έχουν δική τους δύναμη .
Ο ι λέξε ι ς έχουν πράγματι δύναμη . Αρκεί ν α θυμη θούμε ότι η
σιωπή ή ταν θρ η σκευτ ι κή υποχρέωση σε παλιά τάγματα μονα­
χ ών, πως το νερό του κλή δονα πρέπει να είναι «αμίλη το » για
να ισχύσει η μαγεία και ότι στ η ν αρχαιότη τα το μέλλον το
π ροφήτευε μ ι α φωνή: η Πυθία. Υπάρχουν λέξεις με αυτόνομη
δύναμ η . Λ έξεις που αρκεί να προφερθούν και αποχτάει όνομα
το αβάφτιστο βρέφος, γίνονται σύζυγοι ο Γιάννη ς και η Μαρία,
οδ η γείται στη φυλακή ο κατηγορούμενος. Υπάρχουν λέξεις
που μεγαλώνουν τα σπαρτά, λέξεις που φέρνουν τη βροχή ή
ση κώνουν τον άνε μ ο , που διώχνουν το κακό μάτι, που ξορκί­
ζουν τους δαίμονες , απομακρύvουν τους κινδύνους ή γιατρεύ­
ουν τις α ρ ρ ώστιες . Λέξεις που φέρνουν δυστυχία ή π ροκαλούν
καταστ ροφές, λέξεις που μπορούν να επιφέρουν ακόμα και το
152 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

θάνατο. Επικλή σεις θεοτήτων ή πνευμάτων, ευχές, ό ρκοι, κατά­


ρες, λέξεις μαγικές , λέξεις παντοδύναμες .
Ωστόσο , δεν ε ίναι μόνο το ρήμα «Σας ευλογώ», που αρκεί να
το προφέρει ο Πάπας , και η θεία χάρη κατεβαίνει στις κατάμε­
στες πλατείες. Ε ίναι και η λέξη «ελευθερία», που μπορεί μέσα
σε ο ρισμένες συνθή κες να οδ η γήσει στ η ν εξέγερσ η . Με άλλα
λόγια, η δύναμη που έχουν οι λέξεις δεν αφο ρά μόνο τις κοινω­
νίες που χ ρ η σιμοποιούν τ η μαγεία ή τις θρη σκείες που επικα­
λούνται τις θεότ η τες . Η δύναμη δεν είναι μόνο χαρακτη ριστικό
λέξεων σαν τη ν αβρακαδάβρα. Υπάρχουν λέξεις , όπως «έθνος »,
«δη μοκρατία », «σοσιαλισμός », «παράδοση », «δικαιοσύνη » και
πολλές άλλες που περιέχουν και ασκούν εξουσία.
Η δύναμη αυτή θεω ρείται ιδιότη τα των λέξεων από το φιλό­
σοφο τ ης Οξφό ρδη ς Τζων Ώστιν, στη διάσημη μελέτη του που
έχει τον χαρακτ η ριστικό τ ίτλο Πώς γίνονται πράξεις με τις λέ­
ξεις, όπου αναπτύσσει ότι υπάρχουν λέξεις με επιτελεστική ιδιό­
τ η τα, τα «επιτελεστικά» ρή ματα 4 • «Τρώω » είναι ρήμα που όσο
κι αν το λ έω δεν πρόκειται να χορτάσω και «Περπατ ώ» ή «τρέ­
χω » όσο κι αν τα φωνάζω, θα μένω πάντα στη ν ίδια θέσ η . « Ο ρ­
κίζομαι » όμως δεν ε ίναι το ίδιο . Λέγοντας «ορκίζομαι », κάνω
πράξη αυτό που λέω τη στιγμή που το λέω και μόνο λέγοντάς
το. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ρή ματα «συγχαίρω », «συλλυπού­
μαι », «υπόσχομαι », « καλωσο ρ ίζω •>, «συμβουλεύω », « κη ρύσσω
τον πόλεμο » , κ . ά . 5 Επιτελεστική ε ίναι , κατά τον Ώστιν, η δή­
λωση «Που κάνει κάτι, σε αντ ίθεση με εκείνη που λέει κάτι » 6•
Ο Ώ στιν, με άλλα λόγια, θεωρεί την επιτελεστική δήλωση
ιδιότη τα των ίδιων των λέξων 7 • Ο Εμίλ Μπεν βεν ίστ ωστόσο
γράφει ότι η επιτελεστική δ ή λωση δεν είναι λόγος που έχει
αποτέλεσμα την π ράξη , αλλά είναι αυτός ο ίδιος π ράξη και
προϋποθέτει τ ην κοινωνική ο ργάνωση τη ς ιεραρχί ας που δ ίνει
το δικαίωμα στο λόγο του ομιλ ητή να αποτελεί πράξη με την
εκφών η σή του . Όπως πολύ χαρακτη ριστικά γράφει ο Μπεν­
βενίστ, ο καθένας μπορεί να βγει στην κεντ ρική πλατεία και
να φωνάξει « Κη ρύσσω γενική επιστράτευση », χω ρίς να γίνει
απολύτως τίποτα8 • Κανένας πράγματι δεν μπορεί να δώσει
όνομα στο μωρό του βυθίζοντάς το σε μια σκάφ η ή έστω και
στον ποταμό Ι ο ρδάνη και προφέροντας τις κατάλλη λες λέξεις .
Κανέ νας δεν μπορεί να « κη ρύξει τον πόλεμο », απλώς λέγοντας
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 153

ότι τον κη ρύττει, αν δεν κατέχει κάποιον κοινωνικό τίτλο που


αυτόματα κάνει το λόγο του κή ρυξη πολέμου.
Για να είναι ο λόγος πράξη , για να είναι η δή λωση επιτε­
λεστική , πρέπει να έχει ο ομιλη τής την αρμοδιότη τα να προφέ­
ρει την κατάλλη λη λέξη , να έχει την εξουσιοδότηση , το κοι­
νωνικό δικαίωμα να πράττει με τις λέξεις. Με άλλα λόγια, η .
επιτελεστική δή λωση είναι πράξη εξουσίας με το λόγο, ο λόγος
αποτελεί π ράξη , επειδή ο πομπός τ η ς είναι εκπρόσωπος της
κοινωνικής εξουσίας . Όπως γράφει ο Πιέρ Μπου ρντιέ, μπο­
ρεί ο ο μιλη τής να αντικαταστήσει την π ράξη με τα λόγια του,
όταν και επειδή ασκεί ρόλο εξουσίας στο όνομα ολόκλη ρης
κοινωνικής ομάδας. Μπορεί ο δικαστής να αρκεστεί στην εκ­
φ ώνηση της καταδικαστικής απόφασης , επειδή υπάρχει το σύ­
νολο των υπαλλή λων και θεσμ ών που είναι επιφο ρτισμένοι να
κάνουν το λόγο του π ράξη 9 • « Ε ίπεν ό Κύριος », και ο κόσμος
έγινε, αφού και επειδή το είπε, αλλά αυτό προκύπτει ακριβ ώ ς
από την υπέ ρτατη δύναμή του.
Για να είναι ο λόγος π ράξη , για να μπο ρούν οι λέξεις να
δημιου ργούν κατάσταση , π ρέπει ο πομπός τους να έχε ι από
τη ν κοινωνική ο ργάνωση τη δικαιοδοσία. Δη λαδή για να έχει
ο λόγος του ο ίδιος τέτοια δύναμη , π ρέπει να είναι εκπρόσω­
πος εξουσίας.
ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Η γλώσσα είναι φαινόμενο κοινωνικό και προϊόν της κοινω­


νικής διαδικασίας. Επιδρά στην κοινωνική δομή , κωδικοποι­
ώντας και συμ βολίζοντας την πραγματικότητα. Η κοινωνική
π ραγματικότητα είναι ιεραρχικά δομη μένη και η ιεραρχία όχι
μόνο εκφράζεται στη γλώσσα, αλλά αναπαράγεται κιόλας με
τη γλώσσα.
Η σχέση της γλώσσας με την κοινωνική ιεραρχία, άρα με
την κο ι νωνική εξουσία σε όλες τις μορφές της εξαρτάται από
κοινωνικούς κανόνες που ρυθμίζουν την επικοινωνία μεταξύ
ιεραρχικά άνισων συνομιλη τ ών. Για να γίνουν ο ρατο ί αυτοί ο
κανόνες, χ ρειάζεται η κατανόηση των μηχανισμών που στη
συγκεκρ ι μένη κοινων ία και γλώσσα επιτ ρέπουν την οικειο­
ποίηση του λόγου και το δικαίωμα προσανατολισμού της ομι­
λίας με τα «γλωσσικά ενεργήματα» (speech acts) . Χ ρειάζεται
ακόμα ο εντοπισμός των κοινωνικών παραγόντων που προκα­
λούν την αποδοχή (με τη ση μασία που δίνει στον ό ρο ο
Τσόμσκι), που κατασκευάζουν την κοινωνική καταλλη λότητα
της έκφραση ς , ώστε να επιτευχθεί με τη γλώσσα ένα κοινωνι­
κό αποτέλεσμα.
Οι επίσημες παραλλαγές της εθνική ς γλώσσας, εκείνες που
μιλούν ο ι εκπρόσωποι της κοινωνική ς, πολιτικής και μορφω­
τικής εξουσ ίας έχουν μεγάλη κοινωνική νομιμότητα και επι­
βάλλουν τη νομιμότητα του πομπού , προκαλώντας την αποδο­
χή του χειρισμού της γλώσσας . Οι εκπρόσωποι των εξουσιών
κάνουν όχι μόνο χ ρήση , αλλά και κατάχρηση αυτής της νομι­
μότητας που παράγει την αποδοχή , μετατρέποντας τη γλώσσα
σε όπλο για την άσκηση εξουσίας και βίας .
Την κατάχρηση της νομιμότητας που παράγει αποδοχή , που
δ ίνει μαγ ι κές ιδιότητες στη γλώσσα των εξουσιών, θα την ονο-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 155

μάσουμε ιδεολογική γλώσσα. Ε ίναι ο ρισμένη μο ρφή , που πριν


απ ' ό λ α παρα βιάζει τη θεμελιακή λειτου ργία του λόγου, την
επικοινωνία, πετυχαίνοντας την επιβολή της σιωπής στο δέ­
κτη . Δεν ε ίναι τόσο «γλώσσα», όσο χειρισμός της γλώσσας ,
χειρισμός που επιτ ρέπει στον πομπό να ασκεί εξουσία ίc αι βία
με το λόγο . Χειρισμός της γλώσσας που παραβιάζει τη θεμε­
λιακή λειτουργία της επικοινωνίας , γιατί επι βάλλοντας σιωπή
στο δέκτη καταστρέφει την πολικότητα του λόγου και παράγει
στη θέση του τον εξ ουσιαστικό μονόλογο .
Η ιδεολογική γλώσσα έχει ο ρ ισμένα χαρακτ η ρ ιστικά, που
θα προσπαθήσουμε να τυποποιήσουμε, απομονώνοντάς τα ξε­
χωριστά, για να δείξουμε την ιδιαίτερη λειτου ργία του καθενός .
Πρόκειται γ ι α χαρακτη ριστικά μορφικά, που έχουν έντονη επί­
πτωση στους δέκτες, γιατί παράγουν λανθάνοντα νοή ματα που
κάνουν τα ρητά μηνύματα εκ βιαστικά για τους δέκτες , επι βάλ­
λοντας σιωπή και προστατεύοντας τον πομπό από το λογικό
χειρισμό των μηνυμάτων, δηλαδή από την κριτική .
Τα χαρακτη ριστικά αυτά, που απομονώνουμε τεχνητά, συνή­
θως συνυπάρχουν και σίγου ρα δεν εξαντλούν την περιγραφή
της ιδεολογικής γλώσσας . Ε ίναι ωστόσο από τα πιο συχνά
και συνηθισμένα, είναι οι παγίδες που εμφανίζονται συστημα­
τικά στο λόγο των εκπροσώπων κάθε μορφής εξουσ ίας, πολιτι­
κής ή μορφωτικής. Ε ίναι μορφικές ιδιότητες , τ ρόποι χειρι­
σμού των επίση μων παραλλαγών της γλώσσας, που προσδί­
δουν στον πομπό εγκυ ρότητα και νομιμότητα, χωρίς αυτή να
πηγάζει από το ρητό περιεχόμενο των λεγομένων του, που ακό­
μα εξασφαλίζουν στον πομπό το μονόλογο, επι βάλλοντας σtω­
πή στους δέκτες.
Η ιδεολογική γλώσσα λοιπόν, χειρισμός της γλώσσας που
παγιδεύει και εξαπατά, που δ ίνει νομιμότητα στον ομιλητή πέ­
ρα και παρά το νόημα, που παράγει την αποδοχή των λεγομέ­
νων του επίσης παρά το νόημα και κάποτε παρά την απουσία
νοήματος, είναι λόγος (discourse) (α) πληθω ρικός, ( β) αξιολογι­
κός, (γ} ευφημιστικός , (δ) συμφυρματικός, (ε) διχοτομικός κ αι
(στ) αυταπόδεικτος.
156 Γ ΛΩΣΣ Α Κ Α Ι ΙΔ ΕΟΛ Ο Γ Ι Α

Πλη θωρικός

Ένα από τα συνη θέστερα και πιο συχνά χαρακτη ριστικά του
ιδεολογικού λόγου ε ίναι η πληθωρική μο ρφή . Ο πληθωρισμός
συνίσταται στην παρουσ ία μεγαλύτερου αριθμού λέξεων από
τις απαραίτητες για τη δη μιουργία νοή ματος, στην επιλογή
σπάνιων λέξ εων και στη γραμματική κ αι συντακτική επιτή δευ­
ση . Η πλη θωρική μορφή λειτου ργεί σε βάρος του νοή ματος ,
στην καλύτερη πε ρ ίπτωση το κάνει δυσκολότερο στην κατανό­
η ση και πολύ συχνά ασαφέστερο .
Πληθω ρική είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί πολλά συνώ­
νυμα, χαρακτη ρίζεται από μεγάλη συχνότητα ορισμένων τύ­
πων, όπως είναι οι επιθετικοί προσδιορ ισμο ί , οι προθέσεις και
τα επι ρ ρ ή ματα, από μακριές περιόδους και συντακτική περι­
πλοκή , απ ό εξεζη τη μένη συντακτική δομή , από ρητο ρικές επα­
ναλή ψ εις , περισσοτεχνία, μεγαληγορία και συνεχείς περιφ ρά­
σεις . Η γλώσσα αυτή δ ίνει πριν απ ' όλα την εντύπωση της
σπανιότητας , με τη συστη ματική χρήση της λέξης εκείνης που
δεν ηχεί συνη θισμένη και οικεία , άσχετα αν κατασκευάζεται
αυτή η σπανιότητα, ανάλογα με το ιδίωμα, από αρχαιοπ ρεπείς
ελληνικού ρες ή και αρχαίες λέξεις , είτε αντ ίθετα από προκλη­
τικά λαϊκόμορφες κατασκευές, από ξενισμούς , από νεολογι­
σμούς , από παρασύνθετους ιδιωματισμούς , είτε κάποτε και από
μίγμα όλω ν αυτών.
Η πληθω ρική γλώσσα δη μιου ργεί νοη ματική ασάφεια και
πολύ συχν ό τερα απ ' ό ,τι νομίζουμε οδηγεί στον πλεονασμό και
την ακυ ριολεξία. Η επιτήδευση και η πληθώρα των λεκτικών
στοιχε ίων οδηγούν στη ση μασιολογική φθορά. Η κάθε λέξη
παύει να είναι ακριβής ση μασία , απαραίτητη και εννοιολογικά
αναντικατάστατη για τον προσδιορισμό του νοή ματος. Ε ά ν,
π.χ . , χρησιμοποιούνται τ ρ ία ή τέσσερα παρεμφερή επίθετα, για
να προσδιοριστεί ένα ουσιαστικό , ή τη ση μασία ενός ρή ματος
βαραίνουν δύο ή τρία επιρρή ματα, το ν ό η μα της φ ράση ς γίνε­
ται ασαφέστερο , αλλά επίσης μειώνεται η ση μασία των προσ­
δ ιορισμών, που χ άνουν μέρος από την εννοιολογική τους δύνα-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚ Η ΕΞΟΥΣΙΑ 157

μη και πλησιάζουν τα επιφωνή ματα.


Ο λεκτικός πληθωρισμός είναι πολύ εύκολο να εντοπιστεί
στη διαφήμιση , είδος λόγου που έχει την ιδιοτυπία να μην κρύ­
βει το στόχο του . Όταν, π.χ. , λέει «υπεραριστού ργη μα» , το
λεκτικό τέρας, που μετατ ρέπει τό συγκεκριμένο επίθετο από
ση μασία σε κραυγή , σε θαυμαστικό επιφώνημα, με την υπερ­
βολή του την ίδια ομολογεί το στόχο του. Ακρι βώς επειδή η
διαφήμιση δεν έχει επιλογή και δεν μπο ρεί να κ ρύψει την επι.­
δ ίωξή της, μετατρέπει έντεχνα αυτή την αδυναμία σε «ειλικ ρ ί­
νεια », που είναι κι αυτή · μέρος της αποτελεσματικότη τάς της.
Γνω ρίζοντας ότι οι δέκτες αντιστέκονται λογικά και αμφι βάλ­
λουν έντονα για την αλή θεια των λεγομένων της, η διαφή μιση
κατασκευάζει τη συνενοχή με την αποδοχή της αμφιβολίας ,
κλείνει το μάτι στους δέκτες λέγοντας έμμεσα, «ξέρουμε ότι
ξέρετε ότι επιδιώκουμε να σας πείσουμε να αγο ράσετε το τάδε
προϊόν, γι ' αυτό και σας λέμε ότι πράγματι το επιδιώκουμε,
άρα είμαστε ειλικ ρινε ίς ». Λέγοντας έτσι την «αλήθεια », κάνει
αποτελεσματικότερη τη θαυματοποιητική αλήθεια ότι το τάδε
ξυ ραφάκι είναι σαν ερωτικό χάδι. Η γιγάντια υπερ βολή της δι­
αφή μισης με τον τ ρόπο αυτό επη ρεάζει σαν τις νεράιδες και
τους δράκους των πα ρ αμυθιών, που γοητεύουν χωρίς καvένας
να τα πιστεύει. Οι μαγικές και θαυματοποιητικές συνεμφάσεις
και παρομοιώσεις της, όπου μια κατσαρόλα κάνει τη νοικοκυ­
ρά βασίλισσα, μια κολώνια τον υπάλλη λο ακαταμάχητο ερα­
στή , και (εκείνο το ακ ραίο θαύμα, εξαιρετικά βαρύ και δη λωτι­
κό άλλης ιδεολογ ίας) κάποια κρέμα εξαφανίζει τις ρυτίδες και
κάνει τις γυναίκες να μένουν πάντα ε ίκοσι χ ρονών, όλη αυτή η
μαγεία πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την υπερβολή, τον πλη­
θω ρ ισμό (και βέβαια τη λειτουργία της εικόνας, αλλά αυτό ε ί­
ναι μεγάλο θέμα έξω από τα πλαίσια αυτής της εργασίας) και
την κατάχρηση αξιολογικών χαρακτη ρισμών.
Ε ίναι λιγότε ρο αυτόματα κατανοητά τα αποτελέσματα της
πλη θωρικής ιδεολογικής γλώσσας σε δύο πολύ ση μαντικά
στην κοινωνία είδη λόγου, τον πολιτικό και τον επιστη μονικό.
Στα δύο αυτά είδη λόγου η πληθωρική γλώσσα έχει διαφο ρετι­
κά χαρακτη ριστικά, άλλη λειτου ργία και διαφορετική ίσως
κοινωνική σημασία.
Ο λεκτικός πληθω ρισμός στον πολιτικό λόγο χαρακτη ρ ίζε-
1 58 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

τ αι συχνότερα από πλεονασμούς, κατάχρηση συνωνύμων, διατύ­


πωση βε βαιωτική , δεοντολογική και θαυμαστική, έντονη συ­
ναισθη ματική φόρτιση και μεγαλοστομία. Παγιδεύει το δέκτη
κυ ρ ίως συναισθη ματικά και η θικά με το μέγεθος και το βάρος
των αξιών που προ βάλλει η πολιτική ρητορεία. Παραθέτοντας
παρατακτικά μεγάλες λέξεις, μέσα σε φραστικές κατασκευές,
που είν αι συχνά ταυτολογικές και πολύ συχνά η θικά δεσμευτι­
κές , εμποδίζει το δέκτη να χειριστεί τα μηνύματα ως πλη ροφο­
ρίες, χειρισμός που είναι ο μόνος τ ρόπος για να συνειδητοποιή­
σει την καταστροφή του νοή ματος, που κρύ βεται μέσα στα συ­
νώνυμα, στο χείμαρρο των θαυμαστικών, την επανάλη ψη και
κυρίως το μέγεθος των λέξεων-αξιών και τις δεσμευτικές αυτα­
πόδεικτες γενικές («η σωτη ρία του έθνους », «το συμφέρον του
λαού », αλλά και «η προστασία του ελεύθερου κόσμου •>, «το κόμ­
μα της εργατικής τάξης »).
Ο πληθω ρισμός στην πολιτική γλώσσα εμποδίζει την επι­
κοινωνία, μετατ ρέποντας τις λέξεις από έννοιες σε ασαφείς και
νοηματικά ρευστές η θικέ ς ' κατηγο ρ ίες που υποδη λώνουν συμ­
φωνία ή διαφωνία, υπεράσπιση ή καταδ ίκη . Η χ ρήση που γίνε­
ται των λέξεων προ βάλλει την η θική διάσταση σε βάρος του
νοή ματος και μαζ ί με την υπερ βολή και το στόμφο εμποδίζει
την καταν όηση και υπο βάλλει τη ν άκριτη αποδοχή .
Ο πληθω ρισμός συνδέεται πολύ στενά με την αξιολόγη ση
που επιδιώκει , πράγμα που δυσκολεύει την περιγραφή , καθώς
τα χαρακτη ριστικά που τεχνητά απομονώσαμε συνήθως συνυ­
πάρχουν και αλληλεξαρτώνται. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί δεν
έχουν μόνο μεγάλο η θικό βάρος, αλλά αποτελούν αξ ίες με τε ρά­
στιο κοινωνικό κύρος. Ο χειρισμός της γλώσσας επιτρέπει να
χάνεται το νόημα και στη θέση του να απομένει η ασαφής αν­
τιπαράθεση του καλού με το κακό. Χειρισμός που απομακρύνει
τη λογική , απευθύνεται στο συναίσθημα και συσπειρώνει τους
ακροατές με θαυμαστικά επιφωνή ματα και κατάρες , εμποδ ίζον­
τας τη διαφωνί α , αλλά κυρίως εμποδίζοντας τη συμφωνία που
προκύπτει από την κρίση των δεκτών.
Το βασικότερο χαρακτη ριστικό της πληθωρικής ρητορείας
στον πο λ ιτικό λόγο είναι ότι κύριος στόχος της, παρά τα φαινό­
μενα, δεν είναι να πείσει τους δέκτες . Π ριν απ ' όλα επιδι ώκει
να π ροκαλέσει τη συνοχή της κοινωνικής ομάδας στ η ν οποία
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 159
απευθύνεται και όχι να μεταδώσει μήνυμα συγκεκριμένο. Δεν
πλ η ροφο ρεί τό δέκτη , αλλά νομιμοποιεί τον πομπό . Δε μεταδί­
δει μήνυμ α συγκεκριμένο που απευθύνεται στη ν κ ρ ίση των δε­
κτ ών γι α να τους οδη γήσει στο λογικό συμπέρασμα ότι αυτά
που λέει ο ρήτορας' είναι σωστά. Νομιμοποιεί τη συνοχή των
δεκτών σε έν α σύνολο, μιλώντας «εξ ονόματος » του συνόλου
(του έθνους, τ η ς πατρίδας , τη ς ε ργατικής τάξης, των προοδευ­
τικών δυνάμεων, τ η ς πρωτοπο ρ ίας, των επαναστατών, του ελεύ­
θερου κόσμου κ . ο . κ.). Η απουσία επιδίωξη ς να μεταδώσει συγ­
κεκριμένο μήνυμα αποδεικνύεται από το γεγονός ότι την πολι­
τική δή λωσ η συχνά χαρακτη ρ ίζει ταυτολογία . Εθνικό συμφέ­
ρον είν αι αυτό που συμφέρει το έθνος, ο σοσιαλισμός είναι
προοδευτικός επειδή είναι σοσιαλιστικός, η δεξιά αλλά και η
αριστερά είναι εξ ίσου π ροδότες του λαού εφόσον τον προδί­
δουν.
Κλειδιά τη ς ιδεολογικής γλώσσας στον πολιτικό λόγο είναι
οι λέξεις- αξίες (που θα δούμε παρακάτω) ή οι όροι με πολύ
ρευστό νο η μ α τικό περιεχόμενο και η συνεχής αντιπαράθεση
του καλού με το κακό , που κάνει το δέκτη ανήμπορο ε ίτε να
απαιτήσει αποκατάσταση τη ς επικοινωνίας είτε να τη ν αρνη­
θ ε ί. Η βί α που ασκείται επιτ ρέπει να γ ίνονται δεκτά σαν πλη ­
ροφο ρίες μ η νύματα που π αρα βιάζουν τ η λογική του νοήματος.
Η απάτη σε βάρος του δέκτη , που πετυχα ίνει ο γλωσσικός
πλη θωρισμός στον πολιτικό λόγο, δεν είναι ότι κ αταφέρνει να
τον πείσει, αλλά αντ ίθετα ότι στοχεύει ακριβώς πέρα από τη
λογική κ αι τ η ν πειθώ. Του αφήνει τη ν εντύπωσ η ότι επικοινω­
νεί, δη λαδή καταλαβαίνει και κρίνει, ότι διατη ρεί το ρόλο του
δέκτη , του εξ ίσου κύ ριου προσώπου τη ς ομιλίας . Η πλη θωρική
ασάφεια μαζί με τις μεγάλες λέξεις πετυχαίνει να χάνεται το
νό η μ α κ α ι ν α απομένει η συγκεχυμένη αντιπα ράθεση του κα­
λού με το κακό.
Ο πληθωρισμός στον επιστη μονικό λόγο παγιδεύει διαφορε­
τικά, γιατί η σπουδαιότη τα τη ς σπανιότ η τάς του φτιάχνει ασά­
φεια που λειτουργεί τ ρομοκρατικά. Η πλη θωρική σπανιότη τα
του επιστη μονικού λόγου έχει πάντα στόχο τη διάκριση , τ η
μετάδοση του έμμεσου μη νύματος για τη ν απόσταση τη ς ανω­
τερότη τας που χω ρ ίζει τον ειδή μονα από τους κοινούς θνη τούς .
Τα επιστη μονικά κε ίμενα δίνουν πολύ συχνά τη ν εντύπωση ότι
160 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

ο συγγραφέας έγ ρ α ψ ε αυθόρμητα « που γ ίνεται » και ύστερα το


ξανάγ ρα ψ ε « Ο οπο ίος συντελείτα ι » , σπαν ι ότητα που δεν έχει
καμ ι ά απολύτως σχέση με το νόημα και τις αποχ ρώσεις του,
α π λώς π ροσθέτε ι παραπανίσιο μορφ ι κό κύρος στο τεράστιο κύ­
ρος π σ υ ήδη έχε ι ο λόγος του ειδήμονα στις βιομηχανικές κοι­
νων ίες .
Πολλά είναι τα επ ι στη μον ι κά κείμενα, στα οποία θα διαπι­
στώσει κανείς , όταν τα πλησιάσε ι ερωτη ματικά ως προς τη νο­
η ματική τους αποτελεσματ ι κότητα, παρουσία λεκτικών στοι­
χείων πολλαπλάσ ι α των απαραίτητων γ ι α το νόημα. Πολύ συ­
χνά η επ ι στη μονική γλώσσα καταφεύγει σε καθαρευουσιάνικη
σύντ α ξη και προστρέχε ι στην επισημότητα αρχ α ιοπρεπών
στοιχείων. Συστη ματ ι κά χρη σιμοποιεί λέξ εις σπάνιες και αδι­
αφανείς, λέξε ι ς της αρχαίας ελληνικής, αλλά και νεολογισμούς
κα ι ιδιωματ ι κές εφευ ρέσεις, που ξαφν ι άζουν και θαμπώνουν το
δέκτ η . Ακόμα κα ι ο ι κο ι νότερες λέξεις χρησιμοποιούνται με
τ ρόπο που τις κάνε ι να μην ηχούν οικείες. Από την άλλη μεριά,
αν δοκ ι μάσε ι κάπο ι ος να αποκρυπτογραφήσε ι την πληθωρική
αυτή γλώσσα, μετατ ρέποντας την περί π λοκη σύνταξη σε απλές
κ ϊ φ ιες προτάσε ις με πολλές τελε ίες και αντικαθ ι στώντας πού
κα ι πού τη σπάν ι α λέξη με ένα κοινότερο συνώνυμό της, θα
ανακαλύ ψ ε ι τη μεγάλη αποτελεσματικότητα της πληθωρικής
παγ ίδας , που πολύ συχνότερα απ ' ό ,τι υποθέτει κανείς εμφανί­
ζε ι σοφή την κο ι νοτοπία ή κ ρύ βει τη λογική αντίφαση και τη
ση μασ ιολογική ανωμαλία.
Η πληθω ρ ι κή γλώσσα στον επιστη μονικό λόγο είναι τ ρομο­
κ ρατ ι κή , επε ι δή το έ ι.Ψ εσο μήνυμα της ανωτερότητας του ειδή­
μονα (που μεταδίδει η μ ορφ ι κή σπανιότητα) αναγκάζει το δέ­
κτη να αναλάβε ι ολόκλη ρη την ευθύνη για την καταστ ροφή
της επ ι κο ι νων ίας . Το μεγάλο κύρος του επιστη μονικού λόγου
κα ι η έμμεση πλη ροφο ρία της αν ω τε ρότη τας του συγγραφέα
οδηγού ν το δέκτη στο συμπέ ρασμα ότ ι δεν είνα ι άξιος να δε­
χτεί το επ ι στη μον ι κ ό μήνυμα. Η πληθωρική μορφή , που μετα­
δίδε ι την έμμεσ η πλη ροφο ρία ότ ι είναι απρόσιτα τα μυστικά
της επιστή μη ς, σφραγίζε ι με κατωτερό τ ητα το δέκτη και τον
αναγκάζει να οχυρωθεί στη ν ένοχη σιωπή , γιατί φο βάται , πως
ομολογώντας ότι δεν καταλαβαίνε ι , θα απο κ αλύ ψ ει δημόσια
την αναξιότητά του . Ο πομπός έχει έτσι εξασφαλίσει με τη
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 161

μορφή της γλώσσας τόσο την αναγνώριση της ανωτερότητάς


του όσο και την π ροστασία των επιστη μονικών του προϊόντων
από την αμφι βολία και τη ν κ ριτική .
Καθώς η γνώση έχει τεράστιο κύρος στις βιομηχανικές κοι­
νωνίες και είναι με την ευ ρύτητά της δύσκολη και (κυ ρ ίως) μα­
κ ρόχρονη κατάκτη ση , η πληθωρική και δυσνόητη γλώσσα των
κατόχων μορφωτικ ών τίτλων έχει πολύ μεγάλη αποτελεσματικό­
τητα, όταν και επειδή παρουσιάζεται σ αν τη λεκτική ποιότητα
που πετυχαίνουν τα ανώτερα όντα.
Ίσως η μεγάλ η κοινωνική αποτελεσματικότητα του λεκτικού
πληθωρισμού να είναι καθαρότερα ορατή στα ακραία παραδεί­
γματα ιδεολογικής επιστημονικής γλώσσας, όπου είν α ι απόλυ­
τη η νοη ματική καταστ ροφή . Υπάρχουν λίγα τέτοια παραδεί­
γματα κειμένων που προτείνονται σαν επιστη μονικά, ε ίναι σε
ακραίο βαθμό πληθωρικά και δεν έχουν καθόλου νόημα. Η
κοινωνική αποδοχή τους μοιάζει εξίσου γενική , δεν έχουμε εν­
δείξεις που να επιτ ρέπουν να υποθέσουμε ότι τα παραδείγματα
αυτά, μολονότι λίγα και τόσο ακραία, είναι λιγότερο αποδεκτά
στον κοινωνικό χώρο. Αν αυτό είναι σωστό, θα πρέπει να ση­
μαίνει είτε ότι η πληθωρική παγίδα είναι τόσο ισχυ ρή που εξα­
πατά ακόμα και τους μυη μένους στα γνωστικά μυστικά, είτε ότι
η κοινωνική διάκριση , η ανωτερότητα που δίνει η γλώσσα ε ί­
ναι ση μαντικότερη στα μάτια των διανοουμένων από την επι­
κοινωνιακή αποτελεσματικότητα του επιστη μονικού λόγου γε-
νικά.

Α ξιολογ ικός

Τ ο μεγαλύτερο μέρος της δύναμη ς που έχει ο ιδεολογικός λό­


γος είναι η λανθάνουσα αξιολόγη ση . Στο λεξιλόγιο και στη
δομή , στην επιλογή λέξεων, γραμματικών τύπων ή σύνταξη ς
λανθάνουν αξιολογή σεις π ο υ λειτουργούν δεσμευτικά γ ι α το
δέκτη .
Ο ιδεολογικός λόγος δεν είναι οπωσδήποτε πλη θωρικός ,
αλλά είναι πάντα αξιολογικός. Τα μηνύματα έχουν τη μορφή
1 62 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι Ι Δ ΕΟΛΟΓ ΙΑ

της α λή θειας και ό χι της π λη ροφορ ί ας. Το μήνυμα π.χ. διατυ­


πώνεται στην ευκτική ή την π ροστακτική και εισάγεται με βε­
βαιωτικές προτάσεις (εισάγεται με το «πρέπει»). Πε ριέχει δια­
τυπώσεις που αποκλε ίουν την αμφισβήτηση , υποκατάσταση
των τεκμη ρ ίων με η θικές κατηγορ ίες (εντιμότητα, απουσ ία φα­
νατισμού , καλή πρ ό θεση κ . ά. ) είτε με αρετές (ευφυία, γνώσεις,
συνείδηση της πραγματικότητας κ.ά.), στη ρ ίζεται' σε λέξεις
αξ ίες και ό χι σε επιχειρή ματα και αποδείξεις, άρα περιέχει
λανθάνουσα την η θική καταδ ίκη του δέκτη που ενδέχεται να
διαφωνήσει. Ρη τές και έμμεσες αξιολογή σει ς κάνουν το μήνυ­
μ α εκβιαστικ ό για το δέκτη .
Στον πο λ ιτικ ό λό γο η αξιολόγηση που λειτουργεί δεσμευτι­
κά οφείλεται πο λύ συχνά στην αξία που αποτελούν ο ρ ισμένες
λέξεις. Ο πο λιτικός λόγος γενικότερα χειρ ίζεται λ έξεις με γι­
γάντια η θική διάσταση και τ ό σο μεγάλη σ υ ναισθη ματική φό ρ­
τιση , ώστε το α ξ ιο λ ογικό τους βάρος λειτου ργεί από μόνο του
καταστροφικά στο ν ό η μα. Λέξεις που δεν ε ίναι ση μασίες, αλλά
αξίες, σε βαθμό που δεν έχουv πια νόημα, α λλά εξουσία και
μά λιστα εξουσία που είναι αντι � τ ρόψως ανά λογη π ρος το ν όή ­
μα, « έθνος », «σοσιαλισμός », «λαός » , «παράδοση », και άλλες
πο λλές. Λέξεις αξίες , λέξεις τ αμπού , λ έξεις που ε ίναι παγίδες,
γιατ ί αρκε ί να π ροφερθού'ν και το μήνυμα παύ ει να χ ρειάζεται
λογική συνοχή , γ λ ωσσική επάρκεια, νοη ματική αποτελεσματι­
κότητα, παύει να χρειάζεται αιτιολόγηση και ακόμα περισσότε­
ρο αποδεικτικά τεκμή ρια. Χάρη στις λέξεις αξ ίες μπορεί να πε­
ρ ιέχει το μήνυμα κ ραυγαλέ α αντ ίφαση και να γ ίνεται δεκτό σ αν
συλλογισμ ό ς, μπο ρε ί να περιέχει ταυτολογία, ανακολουθία,
ακόμ α και παραλογισμό και αυτ ό να μη γ ίνεται αυτ ό ματα αντι­
λη πτό , μπο ρεί να μην έχει καθόλου νόημα και να γ ίνεται δεκτό
σαν κανονική π λ η ροφορ ία. Η αξία που περιέχουν οι λέξεις αρ­
κε ί απ ό μόνη της για να έχουν τέτοια μηνύματα αποδεικτική
δύναμη , άσχετη με το νόη μα, επειδή η η θική διάσταση , απόλυ­
τα δεσμευτική , αντικαθιστά το νόη μα. Οι λέξεις αξ ίες, με άλλα
λόγια κατασκευάζουν μηνύματα άτρωτα σε κάθε χει ρισμό.
Η «σωτη ρ ί α του έθνους », για παράδειγμα, μήνυμα που τόσο
συχνά μεταδ ίδουν διάφορες π ο λιτικές εξουσ ίες, είναι τέτοια
παγίδα, που απαγο ρεύει το λογικ ό και νοηματικό χειρισμό .
Δεν μπορε ί ο δέκτης να της βάλει ερωτη ματικ ό , χωρ ίς να ταυ-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΚΟΙΝΩΝΙΚ Η ΕΞΟ ΥΣΙΑ 163
τιστεί αυτόματα με την ιεροσ υλία που αποτελεί οποιαδήποτε
αμφιβολία για το αυτονόητο «πρέπει » (που λανθάνει στη «σω­
τη ρ ία» όταν πρόκειται για το «έθνος »). Δεν μπορεί να ρωτή­
σει «γιατί» ή να ζητήσει να αποδειχτεί η αναγκαιότητα της
« σωτη ρ ίας », χωρίς να ταυτιστε ί με τον Εφιάλτ η . Το αξιολογι­
κό βάρος της λέξης «έθνος » αποτελεί από μόνο του καταναγ­
κασμό, γιατ ί με την η θική δέσμευση υποχ ρεώνει το δέκτη να
νομιμοποιεί το μήνυμα ακόμα και όταν το αρνείται, ή μάλλον
κυρίως όταν το αρνείται. Η ισχυρότερη « απόδειξη » της αναγ­
καιότη τας της σωτ η ρ ίας δ ίνεται τότε από την απλή ύπαρξη
της αμφισ βήτη ση ς, που είναι προδοσία.
Η επιβολή του στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία έγινε
«για να σωθεί ο σοσιαλισμός ». Το τεράστιο αξιολογικό βάρος
της λέξης « σοσιαλισμός » επι βάλλει την κατάργη ση του νοή­
ματός της. Ο στρατιωτικός νόμος επι βλή θηκε , γιατί κινδύνευε
από την εργατική τάξη το καθεστώς που ορίζεται ως κυριαρ­
χ ία της ε ργατικής τάξη ς . Η λέξη ταμπού καλύπτει ολόκλη ρο
το νοηματικό χώρο και η ερμηνεία δεν καταστ ρέφεται από αυ­
τή την κ ρ αυγαλέα νοη ματική και λογική αντ ίφαση που περιέ­
χει. Ακόμα, κι αυτό είναι το σπουδαιότερο, ο δέκτης αναγκά­
ζεται να δικαι ώσει το μήνυμα, όποια στάση κι αν πάρει απέ­
ναντ ί του. Ε ίτε το δέχεται και το οικειοποιείται, χωρίς να βλέ­
πει την αντίφαση , οπότε το μήνυμα δικαιώνεται. Είτε το
αρνείται , πράγμα όμως που δεν μπο ρεί να κάνει χωρίς να
αναι ρέσει την ίδια στιγμή την αυτόδη λη και αυταπόδεικτη θε­
τική αξ ία της λέξης ταμπού . Η άρνηση εξισώνεται αυτόματα
με άρνη ση του σοσιαλισμο ι) , οπότε το μήνυμα και πάλι δικαι­
ώνεται. Η δικαίωση υπάρχει στατικά στην εκ των προτέρων
και πέρα από το νόη μα αξ ία που αποτελέί η λέξη .
Στον επιστη μονι κό λόγο, η δέσμευση που πετυχαίνει η αξι­
λογική γλώσσα είναι περισσότερο έντεχνη και όχι τόσο κα­
θαρά ορατ ή . Πολύ συχνότερα απ ' ό,τι διαπιστώνουμε με τη ν
πρώτη ματιά, προτείνεται κάποιο γνωστικό συμπέρασμα σ ε
κε ίμενα επιστη μονικά σαν σωστό ή αναμφισβήτητο όχι σύμ­
φωνα με αποδείξεις και τεκμήρια εμπει ρικά ή θεωρητικά, αλ­
λά επειδή είναι «φανε ρό » ή «ολοφάνερο ». ' Αλλοτε , προτείνε­
ται σαν σωστό με μόν η απόδειξη την καταφυγή ση, γνωστι­
κ ή ικανότητα του μορφωμένου δέκτη . Μόνη απόδειξη δη λαδή
164 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι Ι Δ ΕΟΛΟ Γ Ι Α

είναι κάποιου είδους φράση που λέει περίπου : θα διαπιστώσει


π ως το συμπέ ρασμα είναι σ ωστό εκείνος που κατέχει τις απα­
ραίτητες γνώσεις (τ ω ν οποίων επιπλέον ο πομπός δεν παρα θέ­
τει τις πηγές).
Σπανιότερα κείμενα που προτείνονται σαν επιστη μονικά κα­
ταφεύγουν για να στη ρ ίξουν την άπο ψ η του συγγραφέα στις
νοη τικές ικανότητες ή τις η θικές αρετές του δέκτη . Η διατύ­
π ωση είναι περ ίπου η ακόλουθη : « Όσοι διαθέτουν νη φαλιό­
τητα και καλλιέργεια» , θα διαπιστώσουν οπωσδή ποτε ότι εί­
ναι σ ωστό το τάδε. Το ενδιαφέρον είναι ότι παγιδεύεται με
την πρώτη ματιά ο κά θ ε α ν αγνώστης και κανενός την προσο­
χή δε σταματάει αμέσως το ακραία εκ βιαστικό νόημα της φρά­
σης , που λέει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι είναι φανατικός και
ακαλλιέ ργητος , όποιος δε δέχεται τη «σωστή » άπο ψ η του
συγγραφέα. Η φράση έχει τη μορφή της γνωστής διαφήμισης
«Οι έξυπνοι οδηγούν Ρενώ» , αλλά η πληθω ρική γλώσσα θαμ­
πώνει και η εκ βιαστική τη ς αλή θεια πε ρνάει απαρατήρητη.
Μη νύματα αντίστοιχα άτρωτα καταcrκευ άζει η ιδεολογική
γλώσσα με τις λέξεις αξ ίες και με τ ις ρευστέ ς ση μασ ίες . Ο
επιστη μονικός λόγος , αντ ίθετα με άλλα είδη λόγου , έ χει μεγά­
λη ανάγκη από ακρίβεια και σαφήνεια. Η ιδεολογική γλώ σ σα
χρη σιμοποιεί συχνά λέξεις με μεγάλη νοη ματική ρευστότητα ,
που συνεμφατικά μεταδ ίδουν περισσότερες ση μασ ίες . Τέτοιο
παράδει γ μα είναι η λέξη «λαός », που σημαίνει άλλοτε το σύ­
νολο τ ων πολιτών του έθνους-κ ράτους , άλλοτε τις λαϊκές τά­
ξεις (εργάτες , αγ ρότες , μικ ροαστικά στρώματα) , συχνά σημαί­
νει μόνο τους εργάτες και αγρότες , σπανιότερα ση μαίνει τον
όχλο . Arrό οποιοδή ποτε σχολικό εγχειρίδιο ιστο ρ ίας σχεδόν
' ατασκευάσει κανε ίς ένα λη μματολόγιο με τι ς διάφο ρες ση μα­
\ � ίες που έχει κά θε φορά η λέξη «λαός » από τα συμφ ραζόμε­
νά της , θα διαπιστώσει ότι άλλοτε είναι συνώνυ μο της λέξης
«έθνος » , άλλοτε υποκατάστατο των εννοιών που ο ρίζουν την
κοινωνική στρωμάτωση , πολύ συχνά σημαίνει το πλή θος των
μέσων ανθ ρώπων σε αντιπαράθεση με τους ή ρωες και του ς
εκλεκτούς , και όταν μνημονεύονται επαναστάσεις και εξεγέ ρ­
σεις σημαίνει τον όχλο . Γ ια πολλού ς επιστημονικούς συλλο­
γισμούς ή συμπεράσματα, που περι έχουν τη λέξη «λαός », αρ ­
κεί να βάλει κανείς την ερώτηση « ποιες ακρι βώς κοινωνικές
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙ Κ Ή ΕΞΟΥΣΙΑ 1 65

κατηγορίες του λαού ; » για να διαπιστώσει ότι η πειστικότητα


του συλλογισμού χάνεται και λείπουν πολλά αποδεικτικά στοι­
χεία για να ε ίναι το συμπέρασμα τεκμη ριωμένο. Η λέξη «λαός »
ακόμα επιτρέπει συχνά στους διανοουμένους να τον επικαλούν­
ται θετικά για την απλότητα π.χ. και την αυθεντικότητά του ,
δη λαδή να τον επικαλούνται θετικά τονίζοντας με την ύμνηση
τη διαφο ρά του από τ ους εκλεκτούς, άρα κ ρύ βοντας μέσα στην
εξύμνηση την υποτίμηση .
Οι λέξεις αξ ίες είναι τόσο ισχυ ρές, που καταφέρνουν να κα­
ταστρέφουν τη λογική του νοήματος, ακόμα και όταν η κατα­
στροφή αυτή αντιφάσκει με την κατακτημένη και γενικά απο­
δεκτή γνώση σε μια κοινωνία. Η « εθνική παράδοση » είναι τέ­
τοια αξία, τόσο βαριά που να πετυχαίνει σήμερα η χρήση της
να σπάει όλα τα φράγματα της κατακτη μένης και αποδεκτής
γνώσης για την ιστο ρία, χω ρ ίς να προ βάλλει ούτε η αντίφαση
ούτε το παράλογο. Η «εθνική παράδοση » στις περισσότερες
χρήσεις της βρίσκεται πολύ κοντά στον όρο «φυλή », όχι μόνο
επιστη μονικά ανέγκυ ρο, αλλά και πολιτικά αθέμιτο σήμερα.
Καταφέρνει να κατασκευάζει μια ιδεολογική διήγη ση , που αρ­
χίζει στις πολεμικές κοινωνίες των ομη ρικών επών, περνάει
καταστρέφοντας όλες τι ς έννοιες της ιστο ρικής γνώσης στα
αρχαία κράτη-πόλεις της κλασική ς εποχής, για να ακολουθή­
σει το Μεγαλέξανδρο και ύστερα, παρακάμπτοντας σαν να
ή ταν λεπτομέ ρεια τη ρωμαϊκή αυτοκρατο ρ ία, να συνεχίσει
απτόητα « εθνική » στο πολυεθνικό Βυζάντιο, για να φτάσει, σαν
να μην υπάρχει ιστορ ία, στην ιστορική έννοια της εθνότητας.
' Ατρωτο αξιολογικό ιδεολόγη μα, που δεν προκαλε ί παρά σπά­
νια το ερωτη ματικό για την κατάργηση των κατά τα άλλα γενι­
κά αποδεκτών γνώσεων για την κοινωνική ιστο ρ ία που περιέ­
χει.

Συμφυρμ ατ ικ ός

Ο ιδεολογικός λόγος είναι αρκετά συχνά συμφυ ρματικός, δη­


λαδή κατασκευάζει μίγματα γλωσσικά ή νοη ματικά αθέμιτα,
1 66 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

π ου εμποδ ίζουν την κατανόηση και την κ ριτική αντιμετώπιση


τ ου μηνύματος.
Συνθέτει μεταξύ τους γλωσσικές μο ρφές ή κοινωνικά ιδιώ­
μ ατα. Χρησιμοποιεί ανάκατα σαν συνώνυμες λέξεις παρεμφε­
ρ είς ή και αφη ρη μένες έννοιες άσχετες μεταξύ τους, π ροκα­
λ ώντας έντονη ασάφεια, που λειτου ργεί αποκρύ βοντας από το
δ έ κτη το νόημα, αλλά και εμποδ ίζοντάς τον να αναρωτη θεί
γ ι α την ακρίβεια ή την ορθότη τ ά του. Συνδέει μεταξύ τους έν­
νοιες που αλλη λοαναιρούνται νοη ματικά και λογικά, κατα­
σκευάζοντας νοη ματικά τέ ρατα, λέξεις σύνθετες από ση μασίες
που η μία αποκλε ίει την άλλη . Περιέχει ακόμα συχνές επικα­
λύψεις εννοιών και υποκαταστάσεις όρων, νοη ματικά άλματα
από τη μια πε ριοχή στην άλλη , με αποτέλεσμα πλη ροφοριακά
κενά που δε φαίνονται αλλά και λογικές αντιφάσεις που περ­
νούν απαρατή ρητες. Αυτή η γλωσσική και νοη ματική ασυνέ­
πεια δη μιου ργεί ανάλογα με τις συνθή κες και τ ο είδος του λό­
γου ασάφεια, που προστατεύει τον ομιλητή από την κριτική
αντιμετώπιση , εμποδ ίζοντας την κατανόηση αυ τ ών που λέει.
Παράδειγμα είναι το μίγμα από επιστη μονικό ιδίωμα και
εκφράσεις έντονα λαϊκές ή λαϊκίζουσες , που λειτου ργούν επι­
θετικά, συνθέτοντας τη δύναμη του συλ λ ογισμού χάρη στην
αναξιότητα ή τη γε λ οιότη τα στην οποία/ε μπίπτει η αντίρρη­
ση , που με λαϊκιστικούς και συ νήθως ηθικούς χαρακ τ η ρι­
σμούς έχει έμμεσα απαγορευτεί.
' Αλλο παράδειγμα είναι η παρέμ βαση στο επιστη μονικό
ιδίωμα ρητορείας καθαρά λογοτεχνικής μορφή ς. Το μίγμα
επιστη μονικού ιδι ώματος με λογοτεχνική γλωσσική μορφή εί­
ναι χαρακτη ριστικό κυ ρ ίαρχο στο λόγο που η επιστη μολογία
ονομάζει προεπιστη μονικό. Στο λόγο αυτόν φιλοσοφία, λογο­
τεχ ν ία και ερμηνεία του κόσμου συγχέονται και ο διανοούμε­
νος είναι εξίσου φιλόσοφος, ποιη τής και ερμηνευτής όχι μόνο
του πνεύματος αλλά και τ ης φύσης, στη ρ ίζοντας συχνά τ η ν
πειστικότη τα όσων υποστ η ρ ίζει στη γοητευ τ ική μορφή με τ ην
οποία είναι παρουσιασμένα κα ι όχι στην αποδεικτική τ ους
αξία. Η λογοτεχνική μορφή στον επιστη μονικό λόγο σήμερα
αντιφάσκει έν τ ονα με τ ο στόχο τ ου, που είναι η μετάδοση
γνωστικών μηνυμάτων και πλη ροφο ριών, η αποκάλυψη αόρα­
των στοιχείων που συνθέτουν τη φυσική και την κοινωνική
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΚΟ Ι Ν ΩΝ Ι Κ Η Ε Ξ Ο ΥΣΙ Α 167

πραγματικότητα, η ανάλυσή τους που οδηγεί σε ερμηνεία των


φαινομένων. Αυτός ο στόχος είναι φανε ρό και γενικ ά αποδεκτό
σήμερα ότι έχει ανάγκη από χρήση της γλώσσας με π ρο­
σεχτική ακ ρ ί βεια. Αντίθετα η λογοτεχνική γλώσσα έχει στό­
χο της την υπο βολή ιδεών, αισθη τών εντυπώσεων και αισθη μά­
των με τη ν αισθητική της αρτιότη τα κ αι δεν έχει τίποτα να
αποδείξει. ' Οταν ο επιστη μονικός λόγος, αντ ί να αναλύει και
να αποδείχνει, υπο βάλλει την αποδοχή αυτών που λέει με τη
χρήση της γλώσσας που κάνει η λογοτεχνία, όχι μόνο παγιδεύ­
ει το δέκτη , αλλά προφυλάει κιόλας τον πομπό από την αμφι­
σ βήτηση της μειωμένη ς αποδεικτικής αξ ίας που μπο ρεί να
έχουν τα συμπε ράσματά του. Ανάμιξη της λογοτεχνική ς μο ρ­
φής στην επιστη μονική γλώσσα δεν είναι βέ βαια η προσπάθεια
να ε ίναι ωραία διατυπωμένη η επιστη μονική φ ράση . Ε ίναι η
παρέμβαση μορφικών στοιχείων που έχουν στόχο την υπο βο­
λή , ο χειρισμός της γλώσσας που κύ ριος σκοπός τη ς δεν είναι
να εξηγήσει, αλλά να γοητεύσει, και η απόπειρα γοη τείας,
άσχετα με την αισθη τική της επιτυχία ή αποτυχία, παρεμβαίνει
κάνοντας το νόημα δυσνόητο ή και απρόσιτο. Τέτοιο μίγμα με
ολοφάνερο αποτέλεσμα την έντονη μείωση της. κατανόησης
έχουν τα κείμενα των κοινωνιολόγων και φιλοσόφων τ ης γε­
νιάς του 1930.
Η συμφυ ρματική χρήση της γλώσσας επιτρέπει στον επι­
στη μονικό λόγο να προστατεύεται από τα κενά της ανάλυση ς,
από τα αναπάντητα ερωτή ματα και να εμφανίζεται ολοκλη ρωμέ­
νος και αποδεικτικός , όταν δεν είναι. Αυτό το πετυχαίνει συχνά
με άλματα από τη μια γνωστική περιοχή στην άλλη και με το
ανακάτωμα εννοιών που ανή κουν σε διαφορετικές επιστή μες .
Στο χώρο των κοινωνικ ών επιστη μών διαπιστώνουμε ότι ακόμα
και συγγραφείς με μεγάλη διεθνή φήμη , όπως είναι π.χ. ο πατέ­
ρας τη ς φονξιοναλιστικής θεωρ ίας Τάλκοτ Πάρσονς, καταφεύ­
γουν σε αυτό το ανακάτωμα και σαν από ανεπαίσθητο γλίστ ρη­
μα της πένας χ ρη σιμοποιούν ξαφνικά μια φροϋδική έννοια στη
μέση της κοινωνικ ής ανάλυση ς . Αν αφαιρέσουμε τη φ ροϋδικ1i
έννοια, διαπιστώνουμε ερμηνευτικό κενό της κοινωνικής ανά­
λυση ς , που το πήδημα σε μιαν άλλη επιστήμη εμποδίζει να
φαίνεται.
Η συμφυρματική γλώσσα στον επιστη μονικό λόγο έχει απο-
168 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

τέλεσμα ανάλογο ή συμπλη ρωματικό με τον πλ η θωρισμό και


την αυτοαξιο λόγη ση του συγγραφέα. Το μίγμα γλωσσικών
μο ρφών ή κοινωνι κ ών ιδιωμάτων (π.χ. καθαρεύουσας και δη μο­
τικής ή επίσ η μ η ς κ αι λαϊκής γλώσσας), το ανα κάτωμα ο ρολο­
γιών, θεωριών και εννοιών από διάφορες επιστή μες , εμφανίζε­
ται σαν παραπανίσια ικανότη τα, κατασκευάζοντας ένα σύνολο
πάντοτε επιδεικτικά σπάνιο , που π ροκαλεί το θαυμασμό του δέ­
κτη και εμποδίζει την κ ριτική του δυνατότητα.
Ο πολιτικός λόγος σπάνια ανακατεύει γλωσσικές μορφές κ αι
ιδι ώματα κ αι συχνότερα είναι έντονα συμφυ ρματικός στις έν­
νοιες . Δ η λαδή χρησ ι μοποιεί τις λέξεις παρά το νόη μά τους,
χρ η σ ι μοποιεί σαν συνώνυμες λέξεις με διαφορετική ση μασία,
συνθέτει ό ρους από. λέξεις με νόη μα αλλη λοαναι ρούμενο. Πε­
τυχαίνει έτσι σύγχυση ως π ρος το περ ιεχόμενο του πολιτικού
μηνύματος και κ αταφέρνει να το κ άνει αποδεκτό παρά το νόη­
μά του . Συχνή χρήσ η αυτής της σύνθεσ η ς ό ρων με διαφο ρετικό
νό η μα έκανε η παραδοσιακή σταλινική γλώσσα . Κατασκεύαζε
ενότητες από ετερογενείς μεταξύ τους πολιτικές θέσε ις, επιτ ρέ­
ποντας να καταδι κάζονται εύκολα αποκλίσεις από τη ν ορθόδο­
ξη άποψη , που η αναίρεση τη ς καθεμιάς ξεχω ριστά θα απαιτού­
σε διαφορετικά επιχειρή ματα και άλλ η συλλογιστικ ή , όπως
π.χ . « αναρχοτροτσκισμός » ή << μπουχαρινοτ ροτσκισμός » κ . ά.
Χρήση των λέξεων παρά το νόη μά τους γ ίνεται και είναι γε­
νικά αποδεκτή κυ ρ ίως στις λέξεις πολιτικές αξ ίες , ό πως είναι ο
όρος « έθνος » που συστη ματικά στον πολιτικό λόγο κι ακόμα
σήμερα χ ρ η σ ι μοποιείται όχι σαν ιστο ρική έννοια, αλλά σαν
συνώνυμος τ η ς λέξη ς «φυλή », καταργώντας , όπως ή δη αναφέρ­
θη κε, την ι στορ ία και τη ν έννοια της εξέλιξ η ς.
Η παραβίαση των ση μασιών στον πολιτικό λόγο είναι πολύ
σο βαρότερο φαινόμενο από αλλού , όπως δείχνει το πιο ακραίο
παράδειγμα, που η ακ ρότη τά του ακ ρι βώς τονίζει τη ν τεράστια
ση μασία που έχει η καταστ ροφή των νο η μάτων στον πολιτικό
λόγο. Ο γάλλος ι στορικός των ιδεών Ζαν-Πιέρ Φάιγ έχει αναλύ­
σει ότ ι η χρήση τη ς γλώσσας από τη ναζιστική εξουσία απο­
δείχτη κε ο πιο επικ ίνδυνος πειραματισμός που έγινε ποτέ στ ην
ιστο ρ ία τη ς Ευρώπης πάνω στη σχέση που έχει η γλώσσα με
την πολιτική πράξη 1 0• Ο λόγος των ηγετών του ναζισμού είχε
τ ρ ία κύρια χαρακτη ριστικά . Ήταν πριν απ ' όλα λόγος προφ η-
Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΚΟ Ι Ν Ω Ν Ι Κ Η Ε Ξ Ο ΥΣ Ι Α 169

τικός και κοσμοσωτή ριος, με κύ ριο σ τ ο ιχε ίο του την υπερ βο­
λή. Επίσης κατασκεύασε μια γέφυρα από το παρελθόν στο μέλ­
λον παρακάμπτοντας το παρόν. Δη λαδή , υπεραξιολόγη σε το
παρελθόν, στο οποίο έ βλεπε μόνο θετικά στοιχεία και κυ ρ ίως
την αυθεντικότητα του γε ρμανικού λαού . Συγχρόνως καταδ ίκα­
σε απόλυτα το παρόν, στο οποίο έ βλεπε μόνο αρνητικά στοι­
χεία και κυ ρ ίως την αλλο ίωση της αυθεντικότητας με την απώ­
λεια της καθαρότητας των ριζών. Και κή ρυξε τη σωτη ρ ία στο
μέλλον, με κύριο στόχο την αποκατάσταση της αυθεντικότητ ας
καθαρότητας (το περίφημο σύνθημα «αίμα και χώμα»). Τέλος,
ο λόγος αυτός κατασκεύασε λεκτικά μίγματα από όρους, λέξεις,
ιδέες , συνθή ματα, σύμβολα, που είχαν νόημα έντονα αντίθετο
και συχνά αλλη λοαναιρούμενο . Πρόκειται για το χαρακτη ρι­
στικότερο τέχνασμα, γράφει ο Φάιγ, αυτή ς της εξουσίας, ένα
α.τcό τα κυριότερα αίτια που επέτρεψε στο «φασιστικό παράλο­
γο » να γίνει αποδεκτό «από το λαό της φιλοσοφίας », τον γερμα­
νικό λαό 1 1 , γιατ ί το φασιστικό παράλογο ξεκίνησε σαν νοημ α­
τικός π αρ αλογισμός. Η ναζιστική εξουσία ένωσε τα αντ ίθετα
στο λόγο της. Στή ριξε την προπαγάνδα της στην καταγγελία
του κεφαλαίου και της κεφαλαιοκρατ ίας, ενώ συνεργάστη κε
στενά με το μεγάλο χρη ματιστικό κεφάλαιο, αλλά εμπόδισε
την κατανόηση της αντ ίφαση ς ταυτίζοντας το κεφάλαιο με
τους λίγους εβραίους τραπεζ ίτες , καταδ ίκη που σε λίγα χ ρόνια
μετατοπίστη κε ανεπαίσθητα και αφορούσε τους Ε β ραίους γενι­
κά. Χρησιμοποίη σε τη λέξ η «επανάσταση », που ανή κε στην
ευρωπαϊκή αριστερά, ενώνοντάς τη με τον «εθνικισμό » και τη
συντη ρητική ιδεολογία της πιο αντιδ ραστικής μερ ίδας της
γε ρμανικής δεξιάς . Οικειοποιή θηκε το επίθ ε το · «σοσιαλιστι­
κός », ενώνοντάς το με το ακρι βώς αντ ίθετό του την εποχή εκεί­
νη «εθνικός ». Έφτιαξε έτσι λεκτικά τέ ρατα, όπως «εθνικοσο­
σιαλισμός », «συντη ρη τική ι> και « Ο πισθοδ ρομική επανάσταση ».
Κατ άσ κεύασε το σύνθη μα «Δεν είναι προδοσία να προδίδεις
τους π ροδότες » και ονόμασε «μετριοπαθή λύση » της οικονομι­
κής κ p ίσης, αυτήν που αργότερα ονομάστη κε «τελική λύση ».
Η κατάργηση των ση μασι ών αποδείχτη κε όσο ποτέ άλλοτε
στην ιστο ρία πόσο επικίνδυνη είναι κοινωνικά. Από νοη ματι­
κά, από λεκτικά, τα τέρατα έγιναν πολιτικά και η εκτελεστική
εξουσία έγινε εκτελεστική στην κυριολεξ ία 1 2 •
1 70 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔ ΕΟΛΟ Γ Ι Α

Ευφημι σ τ ι κός

Είδαμε ή δη ότι την ιδεολογική γλώσσα χαρακτη ρίζουν λανθά­


νουσες αξιολογήσεις , που ξεφεύγουν από την προσοχή του δέ­
κτη . Η γλώσσα αυτή χρησιμοποιεί επιπλέον με ο ρισμένους
τ ρόπους τη μετάθεση , τη μετωνυμία και το υπονοούμενο , που
έχουν στόχο τη νομιμοποίηση του πομπού , καθ ώς και την έν­
τεχνη αποσιώπηση του υποκειμένου του ομιλητή . Με την ευ­
φημιστική διατύπωση προσδίδει ο ομιλητής αναντίρρητο κύ ρος
στον εαυτό του , κάνει άτρωτα τα μηνύματά του , μεταμφιέζον­
τάς τα σε αναμφισβήτητα και απαλλάσσεται επιπλέον από την
υποχρέωση να τα τεκμηριώσει με αποδείξεις ή επιχειρή ματα.
Στον πολιτικό λόγο , η ευφη μιστική διατύπωση έχει συχνά
στόχο τον εξορ θ ολογισμό του μηνύματος ή τη νομι μ οποίηση
του πομπού με τις λέξεις. Όλοι οι δικτάτορες στην ιστο ρ ία
του κόσμου ονόμασαν τον εαυτό τους «οδηγό» , «σωτή ρα»,
« πατέρα », οι πιο στυγνοί ανάμεσά τους αυτοπρο βλή θ η καν σαν
« μετ ριοπαθείς », « αφανάτιστοι» και « προσω ρινο ί» , αποκάλεσαν
τους πολιτικούς τους αντιπάλους « άρ ρωστα κύτταρα του ε θ νι­
κού οργανισμού » και « εγκλη ματ ίες », για να νομιμοποιή σουν
με τις λέξεις την εξόντωσή τους . Ν ομιμοπο ίη ση της βίας
εναντίον των κομμουνιστών στη μετεμφυλιακή περίοδο αποτε­
λεί το επίθετο « συμμο ρίτης » και ο ό ρος «συμμοριτοπόλεμος ».
Και δεν είναι τυχαίο ότι μόλις το 1 974 ανέπτυξε ο Παναγιώ­
της Κανελλόπουλος σε τρία άρ θ ρα του στην εφη μερίδα Καθη­
μερινή τον Αύγουστο της χρονιάς αυτή ς , για ποιους λόγους ο
μόνος ό ρος που πρέπει να χρησιμοποιείται για την τ ραγική
αυτή περίοδο είναι « εμφύλιος πόλεμος».
Ένα από τα συχνά χαρακτη ριστικά της ευφη μιστικής
γλώσσας είναι η αποσιώπηση ή μετάθεση του υποκειμένου
της ομιλίας . Ο πολιτικός ρήτο ρας μιλάει στο πρώτο πρόσωπο
του πλη θυντικού , βάζοντας στη θέση του υποκειμένου ένα
αξιολογι κό «εμείς ». Η αντιπαράθεση με τους «άλλους » γίνεται
αυτόματα , χωρίς να χ ρειάζεται να ο ριστούν ούτε να δειχτε ί
γιατί δεν έχουν τις ιδιότητες που ο ρ ίζει το « εμε ίς » . Η μετεμ -
Γ ΛΩΣΣΑ Κ Α Ι Κ Ο Ι ΝΩ Ν Ι Κ Η Ε Ξ Ο ΥΣ Ι Α 1 71

φυλιακή γλώσσα της πολιτικής εξουσ ίας λέει «εμείς » εννο ών­
τας «Οι Έλληνες », για όσους ήταν στη μία και όχι στην άλλη
πολιτική παράταξη . Αλλά πολλές πολιτικές ομάδες λένε σή­
μερα « εμείς » μέσα σε φράσεις για τα συμφέροντα του ελληνι­
κού λαού.
Το υποκείμενο υποκαθιστά πολλές φορές η λέξη «λαός »,
υποκατάσταση με τη γενίκευση που δ ίνει δύναμη στη δή λωση
(«ο λαός απαιτε ί»). Ι σχυ ρότατο αποτέλεσμα έχει ακόμα η κα­
ταφυγή του πολιτικού ομιλητή σε υποκαταστάσεις που εμφα­
νίζουν υποκείμενα των μηνυμάτων αφη ρημένες έννοιες και
η θικές αξίες. «Η ελευθερία απαιτε ί» , «η ομαλότητα επι βάλ­
λει », «η δημοκ ρατία », «η δικαιοσύνη » , «το έθνος », «η ειρή­
νη >> , « Ο σοσιαλισμός » κ . ο . κ . ε ίναι συχνές διατυπώσεις, που χά­
ρη στη μετάθεση του υποκειμένου δ ίνουν μεγάλη δύναμη στον
ομιλητή , γιατί επι βάλλουν σιωπή στο δέκτη . Ο καθένας μπο­
ρεί να αμφι βάλλει , οποιοσδή ποτε σχεδόν μπορεί να τολμή σει
να φέρει αντ ίρρηση στον έστω και δεινότατο συνάνθ ρωπό του.
Ενώ κανένας δεν μπορεί να αντιμιλή σει στη δικαιοσύνη , στο
μέλλον ή την πρόοδο, στο έθνος, το σοσιαλισμό, τη φυλή ,
την παράδοση , την ανθρωπότη τα κ . ο . κ .
Ο ευφη μισμός σ τ η ν επιστη μονική γλώσσα διαφέ ρει ώ ς ένα
βαθμό. Χρη σιμοποιεί ωστόσο και η επιστη μονική γλώσσα την
αποσιώπηση του υποκειμένου . Σε πολλά κε ίμενα για τη γλώσ­
σα (την αξία της ελληνικής και την ανάγκη προστασ ίας της
από την κακή ποιότητα) συναντάμε τη συστη ματική χρήση
της κτητικής αντωνυμίας στη λέξη «γλώσσα». Τα κείμενα αυ­
τά είναι πάντα πολεμικά. Υποστη ρίζουν μιαν άποψη με την
οποία κάποιοι άλλοι διαφωνούν. Η επίμονη λοιπόν επανάλη­
ψη «η γλώσσα μας » , «τη ς γλώσσας μας » αποτελεί έμμεση οι­
κειοποίηση της γλώσσας από τους « άλλους », που άρα δεν είναι
δική τους , εφόσον δε θέλουν την καλή της ποιότητα ή τη σω­
τη ρία της από τη « ρύπανση » και τη φθορά.
Αποτελεσματικότερη είναι ίσως στην επιστη μονική γλώσσα
η ευφημιστική αντικειμενοποίη ση του συμπεράσματος, όταν
αντ ί να π ροκύπτει η θέση του συγγραφέα από τα τεκμή ρια και
τις αποδείξει ς, τα επιχειρή ματα και την ανάλυση , «συνάγεται »
ή «συνάγεται άρα» · από δυσνόητους συλλογισμούς ή καταφt!γή
σε θεωρητικές αυθεντ ίες. Δη λαδή , συνάγεται από μόνη τη ς,
Ι 72 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

όχι από το υποκείμενο που συγγράφει, άρα έχει γενικότερη


αξ ία.
Ευφη μιστική είναι ακόμα η απόδειξη της ο ρθότητας για το
συμπέρασμα του συγγραφέα, που γίνεται με την αντιπαράθεση
στο λάθος συμπέρασμα, χωρίς τεκμή ρια και αποδείξεις. Στη ν
περ ίπτωση αυτή , τη λάθος άποψη ή θέση δεν τ η ν παρουσιάζει
ο πομπός με τη διαtύπωση «η άποψη που λέει τάδε είναι λαθε­
μένη » (« αντιεπιστη μονική », « Πολιτική », «ιδεαλιστική », «μη­
χανιστική » κ.ά.), αλλά με τη διατύπωση «Η λαθεμένη άποψη ,
που λέει ότι . . . ». Με την πρώτη διατύπωση , είναι απαραίτητο να
ακολουθήσει η εξήγηση , το γιατ ί είναι λάθος η άποψη καθώς
και τά επιχειρή ματα που θα το δείξουν. Ενώ με τη δεύτερη δια­
τύπωση , η εξήγηση δεν είναι απαραίτητ η , η σύνταξη έχει ήδη
δώσει την έμμεση πλη ροφορία ότι το λάθος είναι αναμφισβή­
τη το και ο πομπός έχει απαλλαγεί από την υποχ ρέωση να το
αποδείξει.
Αν προσέξουμε, θα δούμε (συχνότερα απ ' ό,τι διαπιστώνουμε
στην πρώτη ανάγνωση) ότι συμπεράσματα προτείνονται σωστά
στον επιστη μονικό λόγο με τη διατύπωση «όπως είναι φανερ ό »
ή « ολοφάνε ρο », δη λαδή μ ε τ η ν καταφυγή σ τ ο αυτόδηλο και
απτό με τις αισθήσεις .
Τέλος , το πιο παγιδευτικό ίσως από τα στοιχεία της ευφη μι­
στικής γλώσσας είναι οι αναφορικοί υπαινιγμοί στο γνωστικό
ή μορφωτικό πλούτο του συγγ ραφέα και των αναγνωστών. Κά­
νει ο συγγραφέας λογοτεχνικές, θεω ρητικές, βι βλιογραφικές
(χω ρ ίς όνομα ή παραπομπή ) ή άλλες γνωστικές νύξεις, που κα­
τασκευάζουν τη μορφωτική συνενοχή με τον αναγνώστη της
ίδιας κατηγορίας, τον μυη μένο αναγνώστη . Ο επιστή μονας δη­
λαδή «Κλείνει το μάτι» ό ' αυτούς που « ξέρουν». Με τον τ ρόπο
αυτό μνημονεύει έμμεσα τις πολλές και σε πολλούς κλάδους
γνώσεις του, και κυ ρίως δη λώνει επίσης έμμεσα ότι απευθύνε­
ται στους λίγους, ότι δε « μιλάει » προς οποιονδή ποτε, ότι «συ­
νομιλε ί» με τους «ομοίους» του. Αριστοκρατική διάκριση , που
λειτουργεί παγιδευτικά τόσο προς τους ομοίους όσο και προς
τους άλλους, όσους αποκλείει.
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 1 73

Δ ιχο τομικός

Συνηθισμένο χαρακτη ρ ιστικό του ιδεολογικού λόγου είνcrι η


διχοτόμηση στην οποία στη ρίζεται. Υπά ρχει εκ των προτέρων
αντιπαράθεση δύο δοσμένων αξιών, ·που δίνουν στο λόγο το κύ­
ριο νόημά του . Η κάθε δή λωση βασ ίζεται στη συνεχή έμμεση
αντίθεση ανάμεσα στο καλό-κακό , σωστό-λάθος, π ροοδευτικό­
αντιδραστικό, ω ραίο-άσχημο, η θικό-ανήθικο κ. ο. κ.
Η διχοτομική ιδιότητα προ βάλλει τη θετική αξ ία και τη
στη ρ ίζει στην αντιπαράθεση με την αντίθετή της, που είναι συ­
νεχώς έμμεσα παρούσα σαν την αρνητική φωτογ ραφία. Έτσι,
η θετική αξ ία εμφανίζεται σαν αποδεικτικός συλλογισμός και η
συνεχής αντιπαράθεση αρκεί για να οδηγεί η απλή μνεία της
θετικής αξ ίας στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι το καλό είναι
θετικό επειδή το κακό αρνητικό (το π ροοδευτικό ε ίναι θετικό
κ .ο. κ .), χωρίς να χ ρειάζεται να αποδειχτεί γιατί είναι καλό το
καλό.
Η διχοτομική λογική π ροϋποθέτει τη μετάδοση από τον
πομπό μιας αλήθειας, που είναι αξία απόλυτα στατική . Βέ βαια,
κ οινωνικός λ όγος χωρίς αξ ίες δεν υπάρχει. Το να αρνηθεί κα­
νείς τη διχοτομική λογική δε ση μαίνει ότι δέχεται το σχετικι­
σμό ή την ανυπαρξία καλού και κακού , σωστού και λάθους .
Αλλά στη διχοτομική παγίδα, η αλήθεια είναι απόλυτη και τε­
λείως στατικ ή . Το σωστό, το καλό, το προοδευτικό κτλ. στον
ιδεολογικό λόγο δεν αποδεικνύονται, δε στη ρ ίζονται, δεν απευ­
θύνονται στην κ ρ ίση του δέκτη . Προϋπά ρ χουν του μηνύματος
και παγιδεύουν το δέκτη . Δε χρειάζονται απόδειξη ή στοιχειο­
θέτη ση, γιατ ί η αξ ία τους προ βάλλει με λανθάνουσα μνεία της
απαξ ίας που προκαλε ί η άρνησή της . Έτσι εμφανίζεται σαν
συλλογισμός με αποδεικτική αξ ία η έμμεση αντιπαραβολή του
σωστού που λέγετ αι, με το λάθος που είναι η αμφι βολία ή η
αντίρρηση για αυτό το σωστό.
Στον επιστημονικό λόγο η διχοτόμηση παγιδεύει στο καλό
και το κακό, το σωστό και το λάθος, την αλήθεια και το ψέμα.
Π α ράii ειγμα αποτελεί η φιλολογία εναντίον της δη μοτικής
1 74 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

γ λώσσας πα λ ιότερη και σημερινή . Κακό είναι η «διγλωσσία»


που π ροκά λ εσε και προκαλεί «έριδες », καλό είναι η μία γλώσ­
σα. Σωστό είναι η σύνθεση των δύο γλωσσών (καθαρεύουσας
και δημοτικής), γιατί αποτελεί πλούτο γλωσσικό, και λάθος η
διάκρισή τους, γιατ ί είναι γλωσσική φτώχεια και πεδίο στείρας
πο λεμικής . Αλήθεια είναι η συνετή και νηφάλια στάση πάνω
από τις « ακρότητες », ψέμα είναι η δημοτικιστική βι βλιογραφία
που περιγράφει τις δύο γλώσσες δομικά συστήματα διαφο ρετι­
κά. Το καλ ό τοποθετεί αυτόματα το δέκτη στο πεδίο της ηθι­
κής, το σωστό στην αντιμ ε τώπιση της πραγματικότητας και η
α λήθεια διαμο ρφώνει τη σχέση του με την αφαίρεση και τις
ιδέες . Η διχοτόμηση δη λαδή παγιδεύει σε τ ρ ία επίπεδα, όπου
το η θικό ε ίναι το ισχυ ρότερο και αποκλε ίει την κριτική . Η πε­
ριγραφή , με τη συνεχή αντιπαραβολή των « φανατισμών » και
της «νηφαλιότητας » που αποτε λεί η (εξαι ρετικά παρεμ βατική
άλλωστε και ρυθμιστική) πρόταση του μίγματος των δύο
γλωσσών, αναγκάζει το δέκτη να αποδεχτεί την «ουδετερότη­
τα» του συγγραφέα. Επίσης , τον δυσκολεύει η εκ των π ροτέρων
ταύτιση της αντίρρησης με το «φανατισμό » να δια βάσει κριτι­
κά την άποψη ή να διαφωνήσει. ' Ε τσι, η διχοτόμη ση πετυχαί­
νει να εμφανίζει επιστη μονική μια τοποθέτηση πο λ ιτική , που
στη ρ ίζεται σε η θικές κατηγο ρίες (νη φαλιότητα και όχι φανα­
τισμός) αντ ί σε τεκμή ρια.
Η διχοτομική ιδιότητα έχει επιτ ρέψει σε πο λλά επιστη μονι­
κά κείμενα να π ροτείνουν σαν συμπεράσματα την πρωθύστερη
ιστορική αξιο λ όγη σ η . Έχει επιτρέψει τη χρήση της λέξης
«αστός » ή του ορισμού « εκπρόσωπος των αστικών δυνάμεων » ή
«συμφερόντων» σαν όρους πολιτικού στιγματισμού . Έτσι, π.χ.
ο Ε λευθέριος Βενιζέλος της πρώτης κυβερνητικής του εφταετ ί­
ας, δη λαδή της αστικής επαναστατικής του περιόδου, χρειάζε­
ται να παραποιηθεί περιγ ραφικά, για να μην αντιφάσκει η διή­
γηση με την αστική ιδιότητά του, που είναι ανιστορικά ταυτι­
σμένη με το κακό (την αντίδραση). Παρόμοια πρωθύστερη
ιστορικά διχοτομική αξιολόγη ση κάνει αδύνατη την ε ρμηνεία
κοινωνικών αντιφάσεων, εμφανίζοντας τα ιστο ρικά φαινόμενα
παράλογα, λ αθεμένα ή τυχαία, όπως π.χ. είναι ο δημοτικισμός
του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά 1 3 , ο εθνικισμός του σοσιαλιστή
Γεώργιου Σκλη ρού, το « λάθος » (ή το σωστό που κάνει το ίδιο)
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝ ΙΚ Ή ΕΞΟΥΣΙΑ 1 75

τ η ς κο ραϊκή ς λύσης κ.ά.


Η αξ ιολογική διχο τ όμηση είναι πο λύ συνηθισμένη σ τ ην
πολι τ ική γλώσσα. Η αντιπαρ άθεση που περιέχει εμποδίζει τ ο
δέκ τη να κ ρίνει , γιατ ί η διχο τ ομική λογική προϋποθέ τ ει τ ην
εκ τ ων προ τ έρων αξιολόγη ση τ ου κα λού και τ ου κακού. Η δι­
χο τ όμηση επι τ ρέπει σ τ ην πολι τ ική ρη τ ο ρεία να χρησιμοποιεί
τ ι ς λέξεις σαν θεολογικά εργαλεία αναθέματο ς .
Α ποκαλυπτ ικό παράδειγμα τ η ς παγίδας που απο τ ε λ εί η δι­
χο τ όμηση είναι η σ τα λινική θεωρ ία για τ ο ρεα λισμό σ τ ην τ έ­
χνη . Περιέχει δύο διχο τ ομικέ ς αξιο λογήσεις , μία γενική ό τ ι ο
σοσια λισμός είναι τ ο καλό (προοδευ τ ικός , η θικός, σωσ τ ός
κ τ λ. ) και μ ία ειδική ό τ ι ο ρεα λισμός είναι σοσιαλισ τ ικός
(προοδευ τ ικός, ωραίος, σωσ τ ός κ τ λ. ) . Α υτόματα ο μη ρεαλι­
σμός είναι ό λ α τα αντ ίθε τα. Η παγίδα ε ίναι ανεξάρτη τ η από
τ ο σωσ τ ό ή λ αθεμένο περιεχόμενο τ ης θεωρίας . Δε συμπεραί­
νει ό τ ι ε ίναι π ροοδευτικό ς ο ρεα λισμός μέσα από τ η συγκε­
κριμένη ανάγνωση τ ου έργου τ έχνης , ού τ ε κάνει ανά λυση τ ης
α λλη λεπίδρ αση ς με τ ην κοινωνική πραγματ ικό τ η τα , που δεί­
χνει ό τ ι ε ίναι προοδευ τ ικός. Λέει μόνο ό τ ι ο ρεα λισμός είναι
προοδευ τ ικQς, επειδrj είναι σοσιαλισ τ ικός και επειδή ο μη ρε­
α λ ισμός ε ίναι αντ ιδρασ τ ικός. Παγιδε ύ ει ακόμα , γιατ ί δεν κα­
τατ άσσει μόνο τ ο ρεαλισμό , α λλά και τ ους δέκ τε ς . Όποιο ς
συμφωνε ί με τ ο ρεαλισμό που είναι προοδευ τ ικός είναι κι α υ­
τ ός π ροοδευ τ ικός και τ ο αντ ίθετ ο . Η διχο τ όμηση δεν εμποδ ί­
ζει μόνο τ ην κρι τ ική , α λλά και τ ην κατανόηση τ η ς ρεα λ ιστι­
κής ή όχι μο ρφής που έχει τ ο έργο τ έχνης . Εμποδίζει δη λαδή
τ ην ε κμάθηο:η τ ης « ανάγνωση ς » τ ων έργων τ έχνης . Π ροετ ο ιμά- ·

ζ ει τ ο δέκ τ η για v α δέχετ αι ή να απο ρ ρ ίπτ ει ο ρ ισμένα μο ρφι­


ΊCά σ τ οιχε ία σ τ ην τ έχνη ( τα ίδια πάν τα σ τ ους αι ώνες) , όχι
κατ. ανοών τ ας τ ην αι σθη τ ική αξία rj τ ην κοινωνική τ ο υ ς λει­
τ'Ο υ ργ ία και χρησιμό τ η τα , αλ λ ά επειδή έχει μάθει να τα θεω­
ρεί στατ ικά και εκ τ ων προ τ έρων προοδευ τ ικά ή όχι, χωρίς
.
αυτΌ ν d έχει σχέση με τ ην ισ τ ο ρική και κοινωνική πραγματ ι­
κο τη τ α. Ακ ρ ι β ώς αντ ίθετα με αύ τ ή τ η συντ η ρη τ ική διχο τ ομι­
κή κατασκευή , η υπεράσπιση τ ου ρεαλισμού, που έκανε π.χ. ο
Γκέοργκ Λούκ ατς , όχι μόνο δεν παγιδεύει το δέκ τ η σ τ ην η θι­
κή αυτοκαταδίκη σε περίπ τ ωση που διαφωνεί, αλλά προσφέρει
πλήθος ερμηνευ τ ικά κλειδιά για τη βαθύτερη και πλη ρέσ τ ερη
1 76 Γ ΛΩΣΣΑ Κ Α Ι Ι Δ ΕΟΛΟΓ Ι Α

κατανόηση των λογοτεχνικών έργων. ' Άλλωστε, γι ' αυτό επι­


τ ρέπει και τα ε ρωτή ματα πάνω στις ερμηνε ίες του Λούκατς και
άρα την αξιοποίησή τους για την εξέλιξη της θεωρίας.
Στη διχοτόμη σ η , στην αυστη ρά οριοθετη μένη και στατ ική
εκ των προτέρων αξιολόγη ση του καλού , του σωστού κτλ.
στη ρίζεται συνήθως η λογική της πολιτικής προπαγάνδας , γι '
αυτό συχνά δεν περιέχει στοιχεία αποδεικτικά του καλού που
προτείνει και του κακού που καταγγέλλει. Ε ίναι απειράριθμες
οι φο ρές που συναντάει κανε ίς στα πρακτικά της Βουλής τη
φ ράση «η άποψη του κόμματός μας είναι σύμφωνη με τα λαϊ­
κά (ή εθνικά) συμφέροντα» , με τη διαφο ρά ότι το ΚΚΕ αναφέ­
ρεται συνή θως στα «λαϊκά», η Ν . Δ . στα «εθνικά » και το ΠΑ­
ΣΟΚ στα «λαϊκά και εθνικά». Κάθε φορά, η φράση είναι αυ­
τάρκης και δε χρειάζεται να αποδείξει ο ομιλητής γιατί είναι
σύμφωνη η άποψη με τα λαϊκά ή εθνικά συμφέ ροντα. Η εξή­
γηση υπάρχει στην εκ των προτέρων διχοτομική και δεσμευ­
τική για τον ακροατή ταύτιση του λαϊκού και του εθνικού με
το σωστό και το καλό .
Παρόμοια διχοτομική αξιολόγηση περιέχει η έκφραση «το
κόμμα της εργατικής τάξη ς » ή «το κόμμα του λαού », όπου η εκ
των προτέρων αξία β ρίσκεται στο πλουσιότατο παραπλη ρωμα­
τικό νόημα που έχει η γενική η ίδια. Η παλιά αυτή γενική
«της εργατικής τάξη ς » δη μιουργεί από μόνη της αξιολογική
διχοτόμη ση , που άλλωστε επέτρεπε και επιτ ρέπει να ονομάζε­
ται « εχθρός της εργατικής τάξης » , όποιος διαφωνε ί με το
κόμμα της ε ργατικής τάξη ς , μολονότι ο εχθρός αυτός μπορεί
να είναι εργάτης ή κομμουνιστής ή και τα δύο, δη λαδή μέλος
της τάξης ή του κόμματος ή και των δύο.
Όλοι οι ρατσισμοί κατασκευάζουν ψεύτικους συλλογισμούς,
που είναι άτρωτοι, γιατί στη ρ ίζονται στην αξ ία-απαξ ία, που η
διχοτόμηση του αυθαίρετου καλού-κακού κατασκευάζει και
παγιδεύει. Απόλυτα διχοτομική με αυτή τη ση μασία είναι ολό­
κλη ρη η γλώσσα, δη λαδή όλες οι ομιλούμενες παραλλαγές
που τη συνθέτουν, όταν αναφέρεται στο γυναικείο φύλο . Θαυ­
μάσια περιγράφει την εκ βιαστική λογική της διχοτόμη σης στο
ρατσισμό η αμε ρικανική παροιμία που λέει « Ένας λευκός κλέ­
φτης είναι κλέφτη ς, ένας μαύρος κλέφτης είναι μαύ ρος». Ο
ρατσισμός κάνει αποδεκτή σαν αυτονόητη την ταύτιση αρνη-
ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι Κ Ο Ι ΝΩΝ Ι Κ Η ΕΞΟΥΣ Ι Α 1 77

τικών ιδιοτήτων με το χ ρ ώμα του δέ ρ μ ατος. Όταν κλέ βει ένας


μαύ ρ ος, μοναδική αιτιολόγη ση , ανάμεσα στις διάφο ρ ες εκδο­
χές που θα χ ρ ειάζονταν σύμφωνα με την κ ο ινωνική λογική
(έκλεψε επειδή είναι φτωχός, ε πειδή πα ρ ασύ ρ θη κε, επειδή είναι
μειωμένης η θικής κ . ο . κ . ) , π ρ ο βάλλεται ένα βιολ ογ ικό χα ρ α­
κτη ρ ιστικό. Και η αιτιολόγηση γίνεται δεκτή , χω ρ ίς να την
καταστ ρ έφει η τε ρ άστια αντίφαση που πε ρ ιέχει και που π ρ ο­
βάλλει καταλυτικά, αν στη θέση του δέ ρ ματος βάλουμε ένα άλ­
λο αντ ίστοιχο χα ρ ακ τη ρ ιστικό , π.χ. «έκλεψε, επειδή είναι
κοκκινομάλλης » .
Η διχοτομική αξιολόγη ση κάνει τη δήλωση πανίσχυ ρ η , για­
τί κατασκευάζοντας την επαλήθευση , που στη ρ ίζεται στο καλό
και στο κακό, γίνεται ο ρ θολογική και αδιάψευστη . Ο ο ρ ίζον­
τας των εκδοχών είναι κλειστός και επιτ ρ έπει μόνο την αποδο­
χή του άσπ ρ ου εναντίον του μαύ ρ ου και αντίστ ρ οφα. Το ση­
μαντικότε ρ ο είναι ότι επιτ ρ έπει στο λόγο να μη χ ρ ειάζεται
τεκμη ρ ίωση και απόδειξη , αλλά και να μη διαψεύδεται από την
αντίφαση που πάντοτε πε ρ ιέχει.

Α υ ταπόδεικτος

' Ολα τα πα ρ απάνω κατασκευάζου ν τη μεγαλύτε ρ η ίσως δύνα­


μη και αποτελεσματικότητα του ιδεολογικού λόγου , την ιδιό­
τητά του να είναι αυταπόδεικτος. Όπως ή δη έχει φανεί έμμε­
σα ώς τώ ρ α, τα χα ρ ακτη ρ ιστικά του λό γ ου αυτού δεν εμφανί­
ζονται το καθένα μόνο του , αλλά συνήθως συνυπά ρ χουν. Αυ­
ταπόδεικτος ο λόγος των εξουσιών γίνεται επειδή είναι π ρ ιν
απ ' όλα αξιολογικός , τα μηνύματά του αποτελούν δια β εβαι ώ­
σεις ο ρ ιστικές, ταυτόση μες με την αλήθεια και στατικές. Οι
λανθάνουσες αξιολογήσεις στη ρ ίζουν τους συλλογισμούς , πα­
ρ ακάμπτοντας την ανάγκη τεκμη ρ ίωσης και αποδείξ εων. Η
π ειστικότητα των συλλογισμών στη ρ ίζεται στην υπο βολή της
αναμφισ βήτητης και ο ρ ιστικής αξ ίας των συμπε ρ ασμάτων.
Η αυταπόδεικτη ιδιότη τα πηγάζει κυ ρ ίως από την έμμεση
αξιολογική καταφυγή σε πλήθος πηγές νομιμότητας ή εγκυ ρ ό-
1 78 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι Ι Δ Ε ΟΛΟΓ ΙΑ

τητας , την αυθεντ ία, τη λογική , τη γνώσ η , αλλά και τη φύση ,


την παρατή ρηση, τις υπερφυσικές δυνάμει ς , κι ακόμα στο αυ ­
τονόητο, το αυτόδη λο, την κοινοτυπία, τον κοινό νου.
Το αυταπόδεικτο της αλή θειας που πηγάζει από την αυθεντία
έχει τεράστια δύναμη , που κάνει το μήνυμα άτ ρωτο. Η αμφισ βή­
τησή του είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα κι όταν ο δέκτη ς
έχει σ υ νε ίδη ση τη ς παγίδας . Η αυταπόδεικτη αξία των μηνυμά­
των που εκπέμπουν οι εκκλησίε ς και τα θρη σκευτικά κείμενα,
με την καταφυγή στην υπέρτατη αυθεντ ία, απαίτη σαν αιώνες
πολιτισμού και τεράστιες κοινωνικές ανακατατάξεις, για να μπο­
ρέσει να δομηθεί ο λόγος που αμφισ βήτησε τη στατική και
υπερ βατική τους αλήθεια.
Η αυταπόδεικτη αλήθεια του ιδεολογικού λόγου μπο ρεί να
στη ρ ίζεται στην πολύ ορθολογική αυθεντία, την επιστήμη ή
μάλλον την Επιστή μη . Συχνά στη ρίζεται σε ιστο ρικές επιστη­
μονικές ή διανοητικές αυθεντίες από τον Αριστοτέλη μέχρι τον
Μαρξ και όλους τους σύγχ ρονους μεγάλους σοφούς . Η κατα­
φυγή στην αυθεντία, που απαλλάσσει το επιστη μονικό κείμενο
από την απαίτηση να είναι αναλυτικό και αποδει�τικό, κάνει
το ρόλο του δέκτη αδύνατο. Αν τολμήσει να αμφι βάλλει, β ρί­
σκεται μπροστά στην ανυπέρ βλητη δυσκολία να αμφισ βητή σει
μόνος εκφο βιστικές στο μέγεθός τους διάνοιες ή την ίδια την
Επιστήμη . Παράδειγμα τέτοιας καταφυγής στην Επιστήμη
αποτελεί η διάδοση στις Η Π Α τη δεκαετία του 1970 μιας θεω­
ρ ίας , που έλεγε ότι η ανθ ρώπινη ευφυία είναι σε ποσοστό 80%
κλη ρονομική και άρα η μαύ ρη φυλή , με αποδεδειγμένο από δο­
κιμασίες (τεστ) χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης , είναι γενετικά
λιγότερο ευφυή ς και γι ' αυτό οι μαύ ροι αμε ρικανο ί δεν ε ίναι
εκπαιδεύσιμοι πάνω από ένα ο ρ ισμένο σχολικό επίπεδο. Τη
θεωρία αυτ ή , οι εγκυ ρότεροι ειδικοί (με ανάμεσά του ς τα μεγα­
λύτε ρα ονόματα στην αμερικανική επιστήμη) την ονόμασαν
απολύτως « ασύστατη » και «ανόητη », γέννημα των ρατσιστικών
αντιλή ψεων, χω ρ ίς καμιά σχέση με τη βιολογία 1 4 • Η θεωρία
στη ριζόταν ολόκλη ρη στον ισχυ ρισμό ότι τα συμπεράσματά
της έχει αποδείξει η «επιστη μονική έρευνα πάνω στα μονοωοει­
δή δ ίδυμα» . Γενετιστές, βιολόγοι και φυσικοί θεωρούν απολύ­
τως ανέγκυρο οποιοδήποτε συμπέρασμα για τη β ιολογία και
την κλη ρονομικότητα στη ρίζεται σε συγκρίσεις διδύμων. Ωστό-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΚΟ Ι Ν Ω Ν Ι ΚΗ Ε Ξ Ο ΥΣ Ι Α 1 79

σο, διαβάζοντας τα συμπεράσματα της θε ω ρίας σε έντυπα μεγά­


λης κυκλοφο ρίας , ήταν σ ίγουρα ελάχιστοι οι κοινο ί θνητοί (κι
ακόμη λιγότεροι οι μαύ ροι) που θα τολμούσαν να αντιπαρατε­
θούν σε αυτό που «απέδειξε η επιστη μονική έρευνα για τα μο­
νοωοειδή δίδυμα».
Η αλή θεια που προτείνεται επιστη μονική , γίνεται αυταπό­
δεικτη με τη συμφυ ρματική χρήση εννοιών από διαφο ρ ετικούς
επιστη μονικούς κλάδους, τη μετάθεση του συλλογισμού από
τον ένα γνωστικό χώρο στον άλλο. Τα σχολικά βι βλία της
ιστο ρ ίας την περίοδο 1 950-60 καταφεύγουν για να εξηγή σουν
έμμεσα (χω ρ ίς ρητή μνεία) τον εμφύλιο πόλεμο, στην «ψυχο­
λογία» των Ελλήνων, που είναι εριστικοί και ή δη από τον και­
ρό του πελοποννησιακού πολέμου συγκρούονται όχι μόνο με
τους εχθ ρούς , αλλά και μεταξύ τους. Η ιστοριογραφική βι βλιο­
γ ραφία περιέχει πλή θος μεταθέσεις στο ψυχολογικό πεδίο, για
να «εξηγήσει» κοινωνικά φαινόμενα.
Εξαιρετικά συχνή στον ιδεολογικό λόγο της επιστήμης είναι
η αυταπόδεικτη ιδιότητα των συμπερασμάτων με την εξαι ρετι­
κά ισχυ ρή καταφυγή στην παρατή ρηση , όπου σαν ερμηνεία
προτείνεται η περιγραφή των φαινομένων. Όλα τα κε ίμενα,
παλιά και σύγχ ρονα, που υπερασπίζονται την ιστορική δι­
γλωσσία σαν ποιότητα και πλούτο τ ή ς γλ ώσσας , κάνουν αυτή
την υπεράσπιση ισχυ ρή, με την η θική καταδίκη της συμμετο­
χής στην ιστο ρική μ άχη για τη γλώσσα και την καταφυγή
στην παρατή ρηση . « Εξηγούν» το ιστορικό γλωσσικό ζήτη μα
σαν αποτέλεσμα του εριστικού χαρακτ ή ρα των ελλήνων γ λωσ­
σο λόγων. Ο εριστικός χαρακτή ρας « αποδεικνύεται » από το
αναντ ίρρητο γεγονός ότι καυγάδιζαν για τη γλώσσα, δη λαδή
ήταν « φανατικοί» και όχι «νηφάλιοι » και γι · αυτό υπήρξε δι­
γλωσσ ία και γλωσσικό ζήτημα. ' Α ρα η διγλωσσία δεν υπάρχει
και το γλωσσικό ζήτημα είναι καρπός φανατισμού. Η επίκλη­
ση της «νη φαλιότη τας » εξαφανίζει ένα μεγάλης έκτασης και
διάρκειας κοινωνικό φαινόμενο, χάρη στην αυταπόδεικτη λο­
γική ηθικών χαρακτη ρισμών και την υποκατάσ ταση της τεκ­
μη ρ ίωσης με την παρατή ρηση , της ερμηνείας με το ορατό.
Η καταφυγή στην παρατή ρηση και τον κοινό τόπο κάνει αυ­
ταπόδεικτα και άτρωτα όλα τα νοητικά προϊόντα του ρατσι­
σμού. Η τρομερή ανθεκτικότητα, που εμφανίζουν οι ρατσισμοί
1 80 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΙΔ ΕΟΛΟ Γ ΙΑ

στην απόδειξη , θεωρητική και εμπει ρική , δείχνει την τερά­


στια δύναμη του άτρωτου αυταπόδεικτου συλλογισμού , που λέ­
ει π. χ . οι γυναίκες είναι συναισθηματικές και όχι λογικές,
όπως είναι φανε ρό, ή έχουν λιγότερες νοητικές ικανότητες,
όπως «αποδ εικνύει» η απουσ ία νοητικής τους παραγωγής
κ. ο . κ .
Ο πολιτικός λόγος επίσης γίνεται συχνά αυταπόδεικτος με
την καταφυγή στην παρατή ρηση , τη φύση και τον κοινό νου .
Η δή λωση γ ίνεται άτρωτη και η αλήθεια της αμετάκλητη ,
χω ρ ίς την ανάγκη καμιάς απόδειξης . Το συνηθισμένο στον
πολιτικό λόγο, νομιμοποιητικό των ηγετών πολιτικό συμπέ­
ρασμα για τη « φυσική », άρα αιώνια συνύπαρξη ηγετών και μά­
ζας παραπέμπει συχνά έμμεσα ή άμεσα στη φύση , όπου « και »
οι ομάδες των ζώων έχουν αρχηγό. Είναι πάντα μέγάλη η δυ­
σκολία αντιπαράθεσης με την κάθε αυταπόδεικτη αλήθεια που
στη ρίζεται σε καταφυγή στη φύσ η . Στο παράδειγμα αυτό, ο δέ­
κτη ς π ρέπει να ξεκινήσει από τη διαφο ρά ανάμεσα στα ζώα
και τις ανθρώπινες κοινωνίες, να αποκαλύψει την πολιτική διά­
σταση της θέσης, να αναφερθεί στην κοινωνική εξέλιξη, στην
ιστορ ία των κοινωνιών κτλ. Χρειάζεται οπλοστάσιο γνώσεων
και επιχειρη μάτων σε περισσότερα επίπεδα, το ιστορικό, το
κοινωνικό, το πολιτικό, για να στοιχειοθετήσει αντίρρηση .
Ενώ η αυτόδηλη και ολοφάνε ρη, αλλά και επιστη μονικά αθέ­
μιτη (είτε για να εξηγήσει ανθ ρώπινα χαρακτη ριστικά είτε για
να οδηγήσει σε πολιτικά συμπε ράσματα) καταφυγή στη φύση
είναι πανίσχυ ρη.
Η παγίδα από την καταφυγή σε αυθεντίες συγχ ρόνως επι­
στη μονικές και πολιτικές, που η αξία τους είναι μαζί θεωρη­
τική και ιδεολογική , είναι διπλή . Αυτό ισχύει ευρύτατα με την
ιεροποιη μένη αυθεντ ία που είναι ο Μαρξ. Όσο μεγαλύτερη
πολιτική αξ ία αποτελε ί ο Μαρξ για την ορισμένη κοινωνική
ομάδα, τόσο περισσότερο τα μέλη της δεσμεύονται ως δέκτες
ενός μηνύματος που στη ρίζεται στο τι είπε ο Μαρξ . Εκτός που
είναι εξαιρετικά σπάνιες οι όσες γνώσεις θα επέτρεπαν στο δέ­
κτη να αμφι βάλλει αυτόματα για το αν πράγματι είπε αυτό ή
άλλο ο Μαρξ, υπάρχει η π ρόσθετη απαγό ρευση της ιεροσυλί­
ας που αποτελεί τέτοια αμφιβολία.
Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η αυταπόδεικτη ιδιότητα του
ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΚΟ Ι Ν ΩΝ Ι Κ Η ΕΞ Ο ΥΣ Ι Α 181

ιδεολογικού λόγου, που προέρχεται από πλήθος πηγές , αφο ρά


όχι βέ βαια τις πηγές , αλλά το χειρισμό τους. Και τούτο για να
τονίσουμε ότι γίνεται αυταπόδεικτο το μήνυμα πάντα χάρη
στον ανιστο ρικό χειρισμό των πηγών. Δη λαδή , από το ιδεολο­
γικό αυταπόδεικτο απουσιάζει πάντα η ιστορική εξέλιξη και η
απουσ ία της μετατ ρέπει τις αξ ίες σε στατικές , άρα αιώνιε ς , άρα
αλήθειες αναμφισ βήτητες. Καμιά αυταπόδεικτη αλήθεια δεν
μπο ρεί να προταθεί, είτε τον Μαρξ αφορά είτε τη νοητική ανι­
κανότητα των μαύ ρων, είτε την « εθνική » συνέχεια τ ο υ ελλη νι­
σμού από τον Όμη ρο, όταν στη δήλωση περιέχεται η ιστο ρι­
κή διάσταση και εξέλιξη .
Η Γ ΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ
ΚΑΙ Η ΥΠΟΤΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Η ι δεολογ ι κ ή γλώσσα επι βάλλει σιωπή στο δέκτη , παγιδεύον­


τάς τον σε ε κ βι αστ ι κ ή αποδοχή αυτών που λέε ι ο πομπός , με
την παrανόηση , την α κ ατανοησία κ α ι την απαγό ρευση του αν­
τιλόγου . Η επι βολή αυτή είναι από μόνη της άσ κ η ση βίας .
Αφα ι ρεί από τ ο λόγο τ η «διπολι κ ή » του ιδιότη τα κ α ι από το
δέ κ τη το ρόλο του εξίσου κ ύ ρι ου προσ ώπο υ της ομιλ ίας . Ο λό­
γος μετατ ρέπετα ι α ε μονόλογο, άρα εξουσ ιάζει τους δέ κ τες. Ο
μονόλογος του πομπού μετατρέπει τη σιωπή του δέκτη σε υπο­
ταγή , γιατ ί τον εμποδίζει να ασ κ ήσε ι το ρόλο του δέ κ τη έστω
κ α ι αρνούμενος την επι κ ο ινωνία.
Ο δέ κ της διατη ρεί πλή ρως το ρόλο του ως εξ ίσου κ ύριο π ρό­
σωπο της ομ ι λίας είτε συνομιλεί είτε αρνείται να αναλά β ε ι την
ευθύνη γ ι α την κ αταστ ροφή της επ ι κ οινωνίας είτε α κ όμα αρ­
νείται να παίξε ι το ρόλο του δέ κ τη . Εάν ο δέ κ της δη λώσει ότι ·

δεν κ αταλα βαίνει , δ ι ατη ρεί το ρόλο του ρ ίχνοντας την ευθύνη
γ ια τη μη επ ι κ ο ι νωνία στον πομπό, η δή λωσή του είνα ι κ ριτική
κ αι απα ι τεί τουλάχιστον αναδιατύπωση του μηνύματος. (Συχνά
άλλωστε η φ ράση «Δεν κ αταλαβαίνω » ή «Δεν κ ατ άλα βα » ση­
μαίνε ι αμφ ι σ β ήτηση κ αι άρνηση στον πομπό του δ ι καιώματος
να έχε ι ε κ φ ράσει αυτό που είπε . ) Εξ ίσου διατη ρεί το ρόλο του
ο δέ κ της όταν αρνείται να τον ασ κ ήσει. Η ερώτηση «Σε ποιον
μ ιλάς ; » συχνά σημαίνει κ ριτι κ ή , ο δέ κ της αμφισ βητεί στον
πομπό το δ ι κ αίωμα στο λόγο που του απευθύνει κ αι υπονοεί ότ ι
έχουν παρα β ιαστεί κ ανόνες της επι κ οινωνίας, πράγμα που τον
κ άνει να την αρνείται .
Η επι κ οινωνία κ αταστ ρέφεται όταν ο πομπός πετυχαίνει να
επι βάλλει στο δέ κ τη σ ιωπή . Όταν πετυχαίνει να τον αναγκά­
σε ι να αναλά βει ολό κ λη ρη την ευθύνη για την απουσία επι -
Γ ΛΩΣΣΑ Κ Ι
Α ΚΟ Ι ΝΩ Ν Ι Κ Η Ε ΞΟΥΣ Ι Α 1 83

κο ινωνίας, να τον εμποδίσει να καταλά βει την επικοινωνιακή


καταστροφή , να τον δεσμεύσει εμποδ ίζοντάς τον να ασκήσει
αλλά και να αρνηθεί το ρόλο του δέκτη . Ο εξαναγκασμός του
δέκτη στη σιωπή είναι άσκηση β ίας αόρατης αλλά συνθλιπτι­
κής. Η αναγκαστική σιωπή είναι η ύστατη υποτέλεια.
Στόχος της ιδεολογικής γλώσσας ε ίναι η επι βολή της σιω­
πής . Παρα βιάζει την επικοινωνία, γιατί έχει άλλη κοινωνική
λειτουργία, δε σκοπεύει να πλη ροφορή σει ούτε να πείσει.
Στη γλώσσα των θρησκειών είναι εύκολα κατανοητό το
φαινόμενο της μη επικοινων ί ας. Η παρα β ίαση της επικοινωνι­
ακής λειτουργ ίας του λόγου είναι και ονομάζεται νόμιμη , για­
τί στόχος ρητός αυτής της γλώσσας είναι η μετάδοση της χά­
ρης του αποκλείει την επικοινωνία μεταξύ αμαρτωλών και του
Θε ίου Πνεύματος.
Στην πολιτική γλώσσα ωστόσο, που έχει ρητό αντικείμενο
και σκοπό να κατακτήσει τους δέκτες, αποδεικνύοντας το σω­
στό και το συμφέρον, να τους πείσει να ασπαστούν ο ρ ισμένη
πολιτική και να ψη φίσουν ο ρισμένους υποψη φίους, μοιάζει πα­
ράδοξος ο ισχυρισμός ότι υπάρχει πολιτική γλώσσα που δεν
έχει στόχο την επικοινωνία.
Στην επιστη μονική γλώσσα, ο στόχος μη επικοινωνίας μοιά­
ζει ακόμα αντιφατικότερος, καθώς μοναδικός ρητός σκοπός
του επιστημονικού λόγου είναι η μετάδοση γνώσεων.

Γλ ώσσα της αλ ήθε ι ας κα ι δημη γορία

Η γλώσσα των θρη σκειών είναι ρ ητά καταστροφική τη ς επι­


κοινωνίας . Η υποχ ρ εωτική σιωπή είναι κανόνας θρησκευτι­
κός, η αμφι βολία ο ρ ίζεται σαν αμαρτία και η πίστη είναι απο­
δοχή της θείας χάρη ς , άρα είναι υποχρεωτικά αντ ίθετη με την
κ ρ ίση και τη σκέψη (οι θρη σκείες άλλωστε κη ρύσσουν ότι εί­
ναι βλασφη μία να ερευνάς αντί να πιστεύεις).
Η διαφάνεια του στόχου που έχει η γλώσσα των θρησκειών,
με τη τη ρητή επιβολή της σιωπής και την απαγόρευση της
σκέψης είναι συστατικό της εξουσίας των εκκλησιών. Η απα-
1 84 Γ ΛΩΣΣΑ Κ Α Ι Ι Δ ΕΟΛΟ Γ Ι Α

γόρευση της επικοινων ίας από τις εκκλη σίες οφείλεται στην
απόλυτη αξία που αποτελεί ο θείος λόγος, αυτός ο κατεξοχήν
μονόλογος στην ιστο ρία του πολιτισμού, εφόσον ταυτίζεται με
την υπέ ρτατη Αλήθεια. Μόνη δυνατή «επικοινωνία» με την
υπέρτατη αλήθεια είναι η αποδοχή της με τη σιωπή . Η μ ε τάδο­
σή της η ίδια αποτελεί χάρη και έχει στόχο τη σωτη ρία των
δεκτών. Η γλώσσα των θρη σκειών δεν έχει στόχο την επικοι­
νωνία, γιατ ί πομπός της είναι η αλήθεια. Κάθε διάλογος με την
αλήθεια είναι αδύνατο ς , ακόμα πεrισσότερο όταν αυτή εκπέμ­
πεται από την εξουσία τη δίχως τέλος και αρχή , την αόρατη ,
αιώνια και συμπαντική κι ακόμα ασύλλη πτη από το ανθ ρώπινο
μυαλό.
Η μεγαλύτερη δύναμη της γλώσσας των θρη σκειών ωστόσο
δεν οφείλεται στη ρ ητή απαγόρευση της επικοινωνίας . Πηγά­
ζει από το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι των εκκλησιών ονομά­
ζονται μεσάζοντες και μεταφραστές, ενδιάμεσοι πομπο ί και
ερμηνευτές του θείου λόγου . Μεταδότες του υπερ βατικού μη νύ­
ματος της υπέ ρτατης αλήθειας, που εκπέμπεται προς όλους,
αλλά το δέχεται όποιος είναι άξιος να αναγνωρίσει τη χάρη
που του απευθύνεται και να εξασφαλίσει έτσι τη σωτη ρ ία (που
είναι σωτη ρ ία ούτε λίγο ούτε πολύ από το θάνατο). Με άλλα
λόγια, η μεγαλύτερη δύναμη της γλώσσας των θρη σκειών δεν
κρύ β εται στη ρητή αλλά στην έμμεση απαγό ρευσ η . Στη
βλασφημία που αποτελεί η οικειοποίηση του ρόλου του δέ­
κτη , την αμαρτ ία να τολμήσει ο θνητός να βάλει τον εαυτό
του εξίσου κύριο πρόσωπο της ομιλίας με το υπέ ρτατο θείο
ον. Η μαγική ιδιότητα της γλώσσας β ρ ίσκεται στην καταδίκη
που α υ τόματα προκαλεί ο λογικός χειρισμός της υπέρτατης
αλήθειας.
Μοναδικός στόχος της γλώσσας των θρη σκειών είναι να
σώζει τους θνητούς , δη λαδή να κατασκευάζει τη συνοχή των
πιστών σε πο ίμν ι ο της εκκλησίας .
Η πολιτική γλώσσα έχει συχνά στόχο της να κατασκευάσει
τη συνοχή των δεκτών σε ομάδα, που η ύπαρξή της η ίδια
αποτελεί αποδοχή της ηγεσ ίας και η συνοχή της αποτελεί ανα­
γνώριση της ιεραρχικής δομής που αποδ ίδει στον ομιλητή το
δικαίωμα να κατέχει το βήμα και το λόγο. Η καταστ ροφή της
επικοινωνίας είναι οικειοποίηση από τον πομπό του δικαιώμα-
ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΚΟ Ι ΝΩΝ Ι Κ Η ΕΞΟΥΣ Ι Α 1 85

τος στο μονόλογο. Η συνοχή των δεκτών σε ομάδα, που ανα­


γνω ρίζει αυτό το δικαίωμα έχοντας αποδεχτεί τη σιωπή , αποτε­
λεί τη μέγιστη νομιμοποίηση του πομπού.
Το ρητό περιεχόμενο του πολιτικού λόγου είναι πάντα η πρό­
θεση του πομπού να πείσει τους δέκτες να του δώσουν την
εξουσιοδότηση να αποφασίζει. Ο ομιλητής ωστόσο έχει πρώ­
τα αποδώσει στον εαυτό του το δικαίωμα να αποφασίζει για τα
κοινωνικά γενόμενα, έχει αναγνω ρίσει στον εαυτό του την
ικανότητα να γνω ρίζει τα προ βλήματα των κοινωνικών ομά­
δων (και αυτών στις οπο ίες δεν ανή κει) και τι ς λύσεις τους,
και ύστερα ζητάει τη συναίνεση στην εξουσιοδότηση .
Αυτή η δικαιοδοσία έχει μεγάλη κοινωνική ση μασία, γιατ ί
σ ' αυτή ν πριν απ ' όλα ο φ είλεται το γεγονός ότι ο ομιλητής
χρη σιμοποιεί γλώσσα που λέει την αλήθεια, δη λαδή καταστρέ­
φει την επικοινωνία. Μη χανισμο ί κοινωνικοί και π ρονόμια (οι­
κονομικά, ταξικά ή μορφωτικά) δίνουν σε κοινωνικές ομάδες
το δικαίωμα σ τ ον δημόσιο λόγο . Ιεραρχίες κοινωνικές επιτρέ­
πουν την οικειοποίηση από ορισμένες ομάδες του δικαιώμ ατος
να είναι τα μέλη τους γνώστες των προ βλη μάτων και των λύ­
σεων. Η γνωστική αυτή ικανότητα είναι συνήθως μορφωτική ,
δη λαδή κοινωνική ανωτερότητα, αλλά γίνεται ευρύτατα αντι­
λη πτή σαν φυσική ανωτερότητα. Μύθος κοινωνικός που καλ­
λιεργεί την έπαρση των ηγετών, επιτρέποντάς τους να αντλούν
τη δικαιοδοσία από αφη ρη μένες έννοιες (το εθνικό συμφέρον,
την ελευθε ρ ία, τη δημοκρατία, το σοσιαλισμό, το δ ίκιο του
λαού, τα συμφέροντα της εργατικής τάξης , την επανάσταση
κ . ο . κ . ) . Να αντλούν τη δικαιοδοσία από νοητικές κατασκευές,
σαν να ή ταν οι έννοιες υπερ βατικοί εντολοδόχοι ή θεότητες,
π ρ άγμα που μετατ ρέπει αυτόματα από κει και πέρα τη γνώμη
του ηγέτη σε αλήθεια με μοναδικό στόχο την επιβολή της.
Ο πολιτικός λόγος, όταν επιδιώκει να πείσει, απευθύνεται
στη λογική και την κρίση των δεκτών, μεταδίδει πλη ροφο ρ ίες
και αποκαλύπτει κοινωνικές σχέσεις . Ο πολιτικός λόγος στην
ιδεολογική γλώσσα κάνει το αντ ίθετο, γιατ ί κύριος στόχος
του είναι να κατασκευάσει τη συνοχή των δεκτών σε ομάδα, που
νομιμοποιεί το δικαίωμα του ομιλητή στο λόγο, άρα σ τ ην
η γετική του θέση .
Κύριος στόχος της ιδεολογικής γλώσσας είναι η νομιμο-
1 86 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

πο ί η ση του πομπού, η δικαίωση και υπε ράσπιση της κοινωνι­


κ ής ιεραρχ ί ας που του δίνει το δικα ίωμα του λόγου. Έτσι ο
ηγέτης πα ίζει το ρόλο του μάγου της φυλής, που μέσα από τη
συγκεκριμένη διχοτομική αντιπαράθεση του καλού με το κακό
ταυτίζει τα λεγόμενά του με το καλό και έμμεσα καταδικάζει
την αμφιβολία σαν απόδειξη υπεράσπισης του κακού .
Ο ρόλος του μάγου ωστόσο δεν εξαντλείται στους τ ίτλους
που η παρομο ίωση ανακαλε ί . Υπάρχουν ιταλικές μελέτες του
πολιτικού λόγου όχι των κυ βερνητών, αλλά ομάδων της άκρας
αριστε ράς , που δρουν σε κοινο βουλευτική περίοδο στην παρα­
νομία 1 5 . Οι μελέτες διαπιστώνουν ότι η γλώσσα των ομάδων
αυτών καταστρέφει την επικοινωνιακή λειτου ργία του λόγου .
Τα επαναστατικά λεκτικά στερεότυπα, το αφη ρη μένο λεξιλό­
γιο, η διχοτομική πόλωση της λογικής του νοή ματος κατα­
σκευάζουν ένα μονόλογο αυταπόδεικτο, β ίαιο και αυταρχικό,
καθώς οι πομπο ί του αποδίδουν στον εαυτό τους επιπλέον το
δικα ίωμα να επι βάλλει με τη β ί α την αλήθεια που εκπέμπουν
στους ί διους τους αποδέκτες του επαναστατικού μηνύματος (την
εργατική τάξη ή το λαό). Με τη βία, γιατ ί για να γίνει δεκτό το
επαναστατικό μήνυμα πρέπει να ξυπνήσει ο λαός ή η ε ργατική
τάξη , και όταν ξυπνήσει (ή καταλάβει ότι η παραδοσιακή αρι­
στερά τον εξαπατά) θα το δεχτε ί . Δη λαδή , η μέγιστη αν όχι
μοναδική δικα ί ωση αυτού του πολιτικού λόγου είναι το δ ίκιο
και το συμφέ ρ ον του λαού ή της εργατικής τάξης, που όμως ο
λαός ή η εργατική τάξη δεν το βλέπει ή δεν το ξέρει. Η δικαί­
ωση δη λαδή απουσιάζει και μάλιστα ρητά. Η πληθω ρική αντι­
παράθεση αυταπόδεικτα καλών και αυταπόδεικτα κακών δυνά­
μεων είναι ωστόσο π ο λύ ισχυ ρή , ώστε συνήθως δεν αναρωτιέ­
ται ο δέκτης , από πού αποδεικνύεται ότι το συμφέρον του λαού
είναι αυτό ακρι βώς που ο λαός δε βλ έ πει και τι είναι εκείνο που
κάνει την εργατική τάξη θύμα εξαπάτησης, ενώ κάποιες ομάδες
που δεν ανή κουν στην εργατική τάξη τόσο οξυδερκέστερες.
Ο κάθε μάγος της φυλής νομιμοποιεί το δικα ίωμά του να κα­
τέχει το λόγο, όταν προτείνει τα μηνύματά του σωστά, χάρη
στην ηθική καταδίκη του λάθους (χαρακτηριστικό της θρη­
σκευτικής αλήθειας). Όταν η αλήθεια που εκπέμπει είναι εκ
των προτέρων δοσμένη στον ί διο από τη Γνώση, την Επιστή­
μη , τη Δημοκρατ ία κ.ο.κ. Όταν προτού μιλήσει, έχει τη βε-
ΓΛ ΩΣΣΑ Κ Α Ι ΚΟ Ι ΝΩ Ν Ι Κ Η Ε Ξ Ο ΥΣ Ι Α 187

βαιότητα ότι ξέρει το σωστό με τρόπο τόσο αναμφισ βήτητο,


που αποκλείει την όποια επεξεργασία του από τους άλλους.
Βε βαιότητα, που π ροέ ρχεται από κοινωνικά π ρονόμια και από
την περιφρόνη ση των κοινωνικών ομάδων, τις οποίες δηλώνει
ο ρήτο ρας ότι εκπροσωπεί. Βε βαιότητα, που μετατ ρέπεται σε
δικαίωμα της η θικής καταδίκης απέναντι σε κάθε ερωτη ματικό
ή αμφι βολία, δη λαδή απέναντι στο διάλογο και τη συμμετοχή .
Καταδίκη , που αποκλείει την επαλήθευση , αποκλείοντας σε
τελευταία ανάλυση τη σκέψη .
Το ρόλο αυτό στις βιομηχανικές κοινωνίες μπο ρεί να παίξει
ο κάθε μάγος που «ξέρει» εκ των προτέρων το σωστό και δίνει
στον εαυτό του το δικαίωμα να το κάνει πράξη , είτε οδηγώντας
με το μονόλογο τους πολλούς είτε οδηγώντας τους λίγους να
αφυπνή σουν τους πολλούς μονολογώντας π ρος όλους.
Τα παραπάνω αποτελούν μόνο στοιχεία προ βλη ματισμού ,
που υποδεικνύουν υποθέσεις εργασίας για μιαν ανάλυση του
πολιτικού λόγου , που στην ελληνική κοινωνία εκπέμπεται στη
γλώσσα που ονομάσαμε ιδεολογική . Η συστη ματική ανάλυση ,
που εκκρεμεί ν α γίνει, θ α δείξει τ η συχνότητα της ιδεολογικής
μορφής στον πολιτικό λόγο και θα μπορέσει να αποδείξει, εάν
πράγματι αποτελεί η χρήση της τόσο γενικευμένη καταφυγή
στη μαγεία ώστε να αφο ρά όλες τις πολιτικές ομάδες και κόμ­
ματα. Θα αποδείξει εάν πράγματι στον πολιτικό λόγο γενικά
είναι εξαιρετικά μειωμένη η παραγωγή νοήματος, όπως φανε­
ρώνουν πολλές ενδείξεις. Θα μπορέσει να υπολογίσει ύστερα
την εξουσία του πολιτικού λόγου , εξουσία που μετ ριέται με τα
αποτελέσματα που προκαλε ί ο πολιτικός λόγος στην κοινωνική
ομάδα που αποτελούν οι δέκτες του.
Ένα από τα κυριότερα εμπόδια στην παραγωγή νοήματος στη
γλώσσα της πολιτικής είναι η σχέση του νοή ματος Ηε τους θε­
μελιώδεις μηχανισμούς της κοινωνικής εξουσίας . Σύμφωνα με
μια απο τις ση μαντικότερες γνωστικές κατακτήσεις που ανή­
κουν στον Μαρξ, κάθε κοινωνικό προϊόν έχει πάνω του αόρατα
ίχνη του συστή ματος παραγωγής που το δη μιού ργησε. Αυτό
ισχύει και για τη γλώσσα. Για να κάνει η ανάλυση ορατά τα
ίχνη της καταστ ροφής του νοή ματος στην πολιτική γλώσσα,
πρέπει να ψάξει τους κοινωνικούς κανόνες παραγωγής του πο­
λιτικού λόγου .
1 88 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛΟΓΙΑ

Όπως ξέρουμε από τον Μαξ Βέμπε ρ, η μεγαλύτερη δύναμη


της κάθε κοινωνικής εξουσ ίας δεν ε ίναι η κατοχή υλικής δύνα­
μης , η υπε ροχή τ η ς σε μηχανισμούς και μέσα άσκησης βίας ,
αλλά αντ ίθετα η συναίνεση των εξουσιαζομένων, η αποδοχή
της εξουσ ίας . Η μεγάλη δύναμη των εξουσιών στις σύγχρονες
κοινωνίες είναι η ηθι κ;ή , φυσική και λογική νομιμότητά τους.
Αυτή η νομιμότητα, η συναίνεση , η αποδοχή σαν αμετάκλητης
εκείνη ς της ιεραρχίάς που δίνει στις εξουσ ίες τον ηγετικό τους
ρόλο, γίνεται με τις ιδέες, δη λαδή με τη γλώσσα.
' Ο πως ακόμα ξέ ρουμε από τον Καρλ Μαρξ, η εκμετάλλευση
γίνεται μέσα από μηχανισμούς οικονομικής ο ργάνωσης, αλλά
και μέσα από τις ιδέες . Στις σύγχρονες κοινωνίες φαίνεται να
μειώνεται ποσοτικά ο πολιτικός λόγος που ερμηνεύει ιστο ρικά
το πα ρελθόν και οραματίζεται δη μιου ργικά το μέλλον. Τέτοιος
λόγος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη γλώσσα που θεμελιώδης
λειτου ργία της είναι η επικοινωνία. Ο αντ ίλογος στο λόγο των
εξουσιών δη μιουργείται μέσα από τη διαδικασία κατανόησης
και ανάλυσης των αμετάκλητων αλη θειών που εκπέμπει και όχι
από την εξουσιαστική χ ρήση της γλώσσας για να μεταδοθούν
άλλες σωστότερες αμετάκλητες αλήθειες .
Οι φιλόσοφοι της Φ ραγκφού ρτης και πρώτος ο Χέρμπε ρτ
Μαρκούζε έχουν κάνει τη θεωρη τική υπόθεση ότι στις σύγχ ρο­
νες κοινωνίες η εκμετάλλευση πεpνάει περισσότερο απ · ό,τι
άλλοτε από το χώρο των ιδεών. Οι ιδέες εκφράζονται με τη
γλώσσα. Β ρισκόμαστε δη λαδή μπροστά σε καινούριο εξαι ρετι­
κά ενδιαφέρον γνωστικό πεδίο. Η επιστη μονική παραγωγή στο
πεδίο αυτό θα π ρέπει να ξεκινή σει από τους κοινωνικούς κανό­
νες παραγωγής του επίση μου πολιτικού λόγου, του λόγου των
εξουσιών στην ελληνική κοινωνία. Και η ανάλυση των κοινω­
νικών κανόνων παραγωγής του επίση μου λόγου έχει μεγάλη
σχέση με τις ρητές και λανθάνουσες θεωρ ίες για τη γλώσσα,
για τη φύση και τη λειτου ργία της που κυριαρχούν στην κοι­
νωνία και τη δεοντολογία για τη γλωσσική ποιότητα που κα­
τασκευάζει την «αποδοχή » ορισμένων επίση μων μο ρφών.
ΓΛΩΣ Σ Α Κ Α Ι ΚΟ Ι ΝΩΝ Ι Κ Η ΕΞΟ ΥΣ Ι Α 189

Γλ ώσσα της α νωτερ τητας α


ό κ ι διδα σκαλ ία

Η δύναμη των λέξεων, η εξουσία που δ ίνει η -χ ρήση ο ρισμένων


γλωσσικών μορφών στον ομιλητή δεν ανή κει στο λόγο τον
ίδιο, αλλά προέρ-χεται από την κοινωνική διαίρεση , την ιεραρ­
χ ία που προσδίδει σε ο ρισμένες γλωσσικές μο ρφές μεγάλο κοι­
νωνικό κύρος. Σε όλες τις κοι νω νίες , η επίσημη μορφή της
εθνικής γλώσσας στις διάφο ρες παραλλαγές της, πάντα αξιο­
λογη μένη σαν γλώσσα ανώτερη, είναι το ιδίωμα των μο ρφωτι­
κών θεσμών και προνομιακούς χρήστες έχει τους κατόχους
κοινωνικών μορφωτικών τίτλων, τους διανοουμένους .
Οι διανοούμενοι είναι τιτλούχοι του μόνου θεσμού που έ-χει
στην κοινωνία το νόμιμο δικαίωμα να πιστοποιεί την κατοχή
γνώσεων, άρα είναι επίση μα κάτο χοι των γνώσεων σε διάφορα
επίπεδα και διακριτο ί από τους συμπολίτες τους, που ακριβώς
δεν είναι αναγνω ρισμένοι κάτοχοι κάποιας γνώσης. Οι διανοού­
μενοι παράγουν μέσα στον κοινωνικ ό καταμε ρισμό της εργασί­
ας ό -χ ι υλικά, αλλά συμβολικά αγαθά, προϊόντα νοητικά, έργα
της τέχνης και της επιστή μης, παράγουν ιδέες .
Αν πα ρατη ρή σουμε τη γλώσσα του θεσμού που πιστοποιεί
τ η ν κατοχή των ανώτερων γνώσεων, την πανεπιστη μιακή
γλώσσα, διαπιστώνουμε ότι είναι ιδίωμα ιδιαίτερο και πριν απ '
όλα δυσνόητο. Τα μηνύματα της πανεπισ τ η μιακής γλώσσας δεν
είναι σχεδόν ποτέ μηνύματα που παραπέμπουν στον κώδικα
(ανακοινώσεις που ολοκλη ρώνονται με τον ορισμό των εννοιών
τους), μολονότι το πο.σοστό των όρων που δεν είναι γνωστοί
στο μέσο ομιλητή (και άρα η κατανόηση των μηνυμάτων προϋ­
ποθέτει τη γνώση τους) είναι μεγάλο . Το γεγονός αυτό έχει με­
γάλη ση μασία για την αποδοτικότη τα τ η ς πανεπιστημιακής δι­
δασκαλίας , δη λαδή για την ποσότ f� τα των πληροφοριών που
μ ε ταδίδει. Η πανεπιστημιακή γλώσσα δεν αποκαλύπτει τα μυ­
στικά της, μολονότι οι χ ρή στες της καλά γνω ρ ίζουν ότι δεν
αποτελεί κώδικα κοινό ούτε εξ ίσου γνωστό στον πομπό και
τους δέκτες .
Σε άλλες χώρες έχει μελετηθεί συγκεκ ριμένα η αποδοτικότη-
1 90 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι Ι Δ Ε ΟΛΟ Γ Ι Α

τα της πανεπιστημιακής γλώσσας 1 6 και έχουν διαπισ τ ωθεί πολύ


μεγάλες απώλειες στην ποσότητα των πλη ροφοριών που με τ α­
δ ίδεται με την πανεπιστη μιακή διδασκαλία εξαιτίας της άγ νοι­
ας του κώδικ ά , του εργαλείου της διδασκαλίας.
Οι διδασκόμενοι όμως είναι μαθη τ ευόμενοι γν.ώ στες και μό­
νος στόχος της διδασκαλίας είναι η μετάδοση ορισ μένων γνώ­
σεων και η επίση μη επι βεβαίωση της κατοχής τους (το δ ίπλω­
μα). Το ό ργανο μετάδοση ς των γνώσεων ε ίναι υπεύθυνο για
ση μαντικές γνωστικές απώλειες. Δη λαδή υπάρχει με γ άλη αν τ ί­
φαση ανάμεσα στο στόχο της διδασκαλίας και την απο τ υχία
του εξαιτίας τ η ς γλώσσας στην οποία γίνε τ αι η διδασκαλία.
Αποκαλυπτι κότερη ως προς την αντ ίφαση αυτή είναι η συ­
νείδηση της αποτυχ ίας του ρητού στόχου και η παράλληλη επί­
μονη άρνηση όλων των συμβα λλομένων στην εκπαιδευ τ ική δι­
αδικασ ία να ελέγξουν το όργανο μεταβίβασης των γνώσεων ως
προς την επικοινωνιακή του αποδοτικότητα.
Γαλλικές κυ ρ ίως μελέτες με υπεύθυνο τον Πιερ Μπουρντ ιέ
έχουν διαπιστώσει 1 7 ότι τα μέλη της πανεπιστη μιακής κοινό τ η­
τας αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τις παιδαγωγικές τεχνικές
και τη γλώσσα εκείνη που θα είχε τη μεγαλύτερη δυνατ ή απο­
δοτικό τητα, αλλά αρνούνται κιόλας να απασχολήσουν τ ο θε­
σμό με τ εχνικές συστη ματικής μετάδοσης του γλωσσικού κώ­
δικα στον οποίο διδάσκεται η πανεπιστημιακή γνώσ η . Ακόμα
αποκαλυπτικότερο είναι ότι η άρνηση αυ τ ή εμφανίζε τ αι σαν
προστασία της ανωτερότητας του ανώτερου εκπαιδευ τ ικού θε­
σμού . Η πανεπιστημιακή διδασκαλία διαφοροποιείτ αι στα μά­
τια των φορέων της από τη «σχολική », ακριβώς χάρη στην από­
κ ρυφη γλώσσα της. Έτσι περιγράφουν οι φορείς αυ τ οί τη χρή­
ση των τεχνικών που θα αύξανε την αποδοτικότη τ α αυτής τ η ς
γλώσσας σαν υποβι βασμό του ιερού τ η ς επιστή μης σε δη μοτι­
κό σχολείο .
Α πό τ η ν άλλη μεριά, οι « μαθητευόμενοι μάγοι » (κατά τ η ν
έκφραση τ ο υ Πιερ Μπου ρντιέ) συμμετέχουν απόλυτα σ τ ο επι­
κοινωνιακ ό παράδοξο. Οι φοιτητές θ ι; ω ρούν τα ανώτατα εκ­
παιδευτικά ιδρύματα περισσότερο ανώτατα και λιγό τ ερο εκπαι­
δευτικά. Α ρμονικά συνένοχοι της μεγάλης γλωσσικής παρανό­
ησης, αρνούνται τον υποβι βασμό τους σε μαθητές του δη μοτι­
κού σ χολείου και περιφ ρονούν την απασχόληση με την τ εχνι-
ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΚΟ Ι Ν Ω Ν Ι Κ Η ΕΞ Ο ΥΣ Ι Α 1 91

κή εκμάθηση τη ς πανεπιστημιακής γλώσcrας . Ποτέ δεν έτυχε


φοιτητική διεκδίκηση να διατυπώσει το αίτημα της συστη μα­
τική ς μετάδοση ς αυτή ς της γλώσσας , σαν να ήταν η μετάδοσή
τη ς ιεροσυλία, που θα αφαιρούσε από το θεσμό το μεγαλύτερο
μέρος της αίγλης του . Οι φοιτητές οικειοποιούνται την από­
κρυφη γλώσσα και τη μι μούνται με περισσότερη ή λιγότε ρη
αδεξιότητα, ανάλογα με πόση απόσταση τη χω ρίζει από τη μη­
τρική τους, δηλαδή ανάλογα με την κοινωνική τους προέλευ­
ση.
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μελετηθεί στην ελληνική κοι­
νωνία, γιατ ί δεν έγινε ποτέ στα πανεπιστήμια (ούτε διατυπώθη­
κε αίτημα να γίνει) μεταρ ρύθμιση με στόχο την αποδοτικότητα
του θεσμού και δεν αντιμετωπίστη κε ποτέ η τεχνική μετάδοση ς
του κ ώδικα στον οποίο διδάσκεται η επιστη μονική γνώσ η . Θ α
ήταν επίση ς πολύ ενδιαφέ ρον να μελετηθεί η σχέση που έχει
αυτή η απουσ ία με την κοινή σε όλους (όλα τα μέλη της πανε­
πιστη μιακής κοινότητας όλων των εποχών) βε βαιότητα για το
χαμη λό επίπεδο των σπουδών και των σπουδαστών, την πτώση
της ποιότητας , που ορισμένες περιόδους όπως η σημερινή πε­
ριγράφεται με τα μελανότερα χρώματα.
Η άρνηση των διδασκόντων να διδάξουν την πανεπιστη μια­
κή γλώσσα συστηματικά και η παράλληλη άρνηση των μ αθη­
τευόμενων μάγων να τη διδαχτούν έχει αναλυθεί από τον Πιέρ
Μπου ρντιέ ως προ ς τα αίτιά της. Η γλώσσα αυτή εμφανίζεται
χάρη στην αδιαφάνεια και το κύρο ς τη ς σαν ανώτερη γλώσσα,
που δεν αποτελεί απλό ό ργανο προσιτό στον καθένα να την
αποχτήσει. Η χ ρήση τη ς καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι το
κατεξοχήν τεχνητό αυτό ιδίωμα είναι η «φυσική » γλώσσα των
κατόχων της «φυσικής » νοητικής ανωτερότητας . ' Αρα ούτε
μεταδίδεται ούτε μαθαίνεται . Η χρήση τη ς προϋποθέτει φυσι ιy ά
διανοητικά χαρίσματα που άλλοι διαθέτουν και άλλοι όχι. 'ο
λόγος σε αυτήν αποτελεί μυσταγωγία, συνάντη ση ιδιαιτεροτή­
των σε ανώτερο από του ς πολλούς επίπεδο, ανταλλαγή της
αναγνώριση ς εκλεκτού προ ς εκλεκτό τη ς διακριτικής ανωτε ρό­
τητας που είναι η «φυσική » ευφυία 1 � .
Από τη στιγμή που το ιδίωμα των επιστη μόνων προτείνεται
και γ ίνεται αποδεκτό σαν τη «φυσική » γλώσσα των ανώτε ρων
νοητικά, η διάδοση τη ς κατάχρησής του μέσα στην κοινωνία
1 92 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι Ι Δ Ε ΟΛΟΓ Ι Α

είναι εύκολη και γρήγο ρ η . Πράγματι , από τα πο ρίσματα των


θετικών επιστημών μέχρι την κριτ ική του κινη ματογ ράφου και
από τη θεω ρ ία της λογοτεχνίας μέχρι την πολιτική επιστή μη
και την οικονομία, το απόκρυφο ιδ ίωμα μεταδίδει ρητά γνώ­
σεις , πλη ροφο ρίες, αναλύσεις , ε ρμηνείες, εμποδίζοντας με τη
μορφή της διατύπωσης την κατανόησή τους.
Κοινωνικός ρόλος αυτής της γλώσσας είναι η διακριτική της
δυνατότητα. Ε ίναι σύμ βολο, κάτι σαν παράσημο κοινωνικής
διάκριση ς . Αποδίδει στο χρήστη της τη σπουδαιότερη , την εγ­
κυμότερη και την η θικά νομιμότερη κοινωνική ανωτερότητα,
τη νοητική ανωτερότητα, την ευφυία. Π ρονόμιο που δεν κατα­
κτιέται με τη δύναμη , δεν αγοράζεται με πλούτη , δε χαρίζεται
με εύνοιες , δώρο υπερκοινωνικό της μ ο ί ρας , μυθική αρετή·, που
δικαιώνει την κοινωνική και μορφωτική ανισότητα και νομι­
μοποιεί τα π ρονόμια με τον πιο αόρατο τρόπο. «Ο ρατσισμός
της ευφυίας » 1 9 , γράφει ο Πιέρ Μπουρντιέ, είναι χειρότε ρος από
τους λοιπούς. Πλατιά κυ ρίαρχος στην εποχή μας , είναι ο πιο
αόρατος από όλες τις κοινωνικές διακ ρ ίσεις. Καλλιεργείται με
την έμμεση κυ ρ ίως απόκρυψη της πλη ροφο ρίας ότι η ευφυία, ή
μάλλον η ικανότη τα που ο βιομηχανικός πολιτισμός ονομάζει
ευφυία, είναι ικανότητα κοινωνικά καθο ρισμένη .

Σε κάθε διατύπωση που αφο ρά τη γλώσσα παραμονεύουν δι­


φορούμενα και παρανοήσεις. Τα παραπάνω καθό_λ ου δε σημαί­
νουν ότι η επιστη μονική γλώσσα μπο ρεί να είναι απλή και κα­
θημερινή , ότι αρκεί να μεταφ ραστεί το επιστη μονικό μήνυμα
σε γλώσσα καθημε ρινή για να μην υπάρχουν τα πε ρίπλοκα αυ­
τά προ βλήματα.
Η επιστη μονική γλώσσα έχει ανάγκη από χειρισμούς που
ακρι βώς τη διαφο ροποιούν από την καθημε ρινή , που έχει άλ­
λες επικοινωνιακές λειτουργίες και γι ' αυτό τη χαρακτη ρ ίζει
πολυσημία των λ έ κτικών στοιχείων, σχετική ρευστότητα και
ευμετάβλητη φύση των ση μασιών. Έχει αντ ίθετα ανάγκη από
ακ ρίβεια και δη μιου ργικότητα, από πυκνότητα και κυρίως από
εννοιολογικά εργαλεία.
Η αντ ίφαση που μόλις. επισημάναμε είναι δύσκολη στην πε­
ριγραφή της . Η επιστη μονική γ λώσσα χρειάζεται έννοιες που
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Η Ε ΞΟ Υ Σ Ι Α 1 93

λει τ ου ργούν σαν κλειδιά τ η ς ανάλυσης. Χρειάζετ αι χειρισ μό


που επι τ ρέπει σ τ ον επισ τ η μονικό λόγο να ξεφεύγει από τ ις
παγίδες τ ου κοινού νου . Ε ίναι γλώσσα που π ρέπει να δίνει σ τ ο
χρήσ τ η τ ης τ η δυνατ ό τ η τ α να κατ ασκευάζει τ ο αντ ικείμενο
τ η ς επισ τ ήμης ενάν τ ια σ τ ην αυ τ απάτ η τ ης άμεσης αν τ ίληψης.
Π ρ έπει να μπορεί να π ροσ τ ατ εύει τ α συμπε ράσματ ά τ η ς από
τ ην άλωση τ η ς κοινής λογικής και κυρίως α π ό τ ην αφομοιω­
τ ική δύναμη τ η ς παραδοσιακής γνώσης, που μπορεί να τ α κα­
τ ασ τ ρέφει με τ ην οικειοποίη ση . Χρειάζε τ αι να προσ τ α τ εύει τ ις
γνωσ τ ικές κα τ ακ τ ή σεις από τ η διασ τ ρέ βλωση , που μπο ρ ε ί να
προκαλέσει η οικειοπο ίησή τ ους σε άλλο πλαίσιο. Να προ­
σ τ α τ εύει τ ην ανάλυση από τ ην απλούσ τ ευση , που μπο ρεί να εί­
ναι έντ ονα παραφθαρ τ ική σε όλες τ ις επισ τ ή μες και ιδίως σε
εκείνες που τ α κύρια εργαλεία τ ους είναι οι έννοι ες .

Η επισ τ η μονική γλώσσα λοιπόν έχει ανάγκη από ο ρισμένο


χει ρισμό , για να μπορεί με τ ις έννοιες να αποκαλύπ τ ει άγνω­
σ τ ε ς ιδιότ η τ ες ή αι τ ίες τ ων κοινωνικών, ιστ ορικών φαινομένων,
να παράγει γνώση . Επειδή έχει τ εράσ τ ια κοινωνική αίγλη και
δύναμη η γλώσσα αυ τ ή , η διαχω ρισ τ ική γραμμή αν άμεσα
σ τ η ν επισ τ η μονική γλώσσα που παράγει γνώση και εκείνη
που επι βάλλει σιωπή είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί. Ωσ τ ό­
σο διαγράφε τ αι κάθε σ τ ιγμή σ τ ις άπειρες έμμεσες πλη ροφο ρ ί­
ες για τ ις προϋποθέσεις που απαιτ ε ί η κατ άκτ ηση τ ων γνώσεων,
διαγράφε τ αι κάθε σ τ ιγμή σ τ η ν έμμεση πλη ροφο ρ ία ό τ ι η γνώ­
σ η είναι απρόσιτ η σ τ α μέ τ ρια πνεύματ α. Γι ' αυ τ ό η γλώσσα
τ ης πανεπισ τ η μιακής διδασκαλίας είναι ιδιαίτ ερα αποκαλυ­
πτ ική . Μόνος νομιμοποιη τ ικός τ η ς ρόλος είναι η με τ αβίβαση
επισ τ η μονικών γνώσεων, ο χειρισμός τ η ς όμως εξαιρε τ ικά
συχνά με τ αδίδει τ ο έμμεσο ι.ί ήνυμα ό τ ι η κα τ οχή αυ τ ών τ ων
γνώσεων δεν είναι απόκ τ η μα, προσι τ ό με ο ρισμένες προϋποθέ­
σεις, αλλά προσόν, ιδιό τ η τ α φυσική, χάρισμα. Μήνυμα βαθύ­
τ ατ α αντ ιδρασ τ ικό και πλη ροφορία επισ τ ημονικά λαθεμένη . Η
γνώση καθόλου δεν είναι άθλος διανοη τ ικός, προσι τ ός μόνο σε
όντ α εξαίρε τ α και εξαιρέσεις. Υπάρχουν αντ ίθετ α σωρευμένα
επισ τ η μονικά τ εκμή ρια, που αποδεικνύουν ό τ ι είναι κατ άκ τ ηση
προσι τ ή σ τ ον καθένα, μέσα από ορισμένες (μελε τ η μένες κι αυ-
1 94 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι Ι Δ Ε ΟΛΟ Γ ΙΑ

τές) κοινωνικές προϋποθέσεις.


Η διαχω ριστική γ ραμμή ανάμεσα στο χειρισμό της γ λώσσας
που παράγ ει γ νώση και εκείνον που καταστρέφει την επικοινω­
νία διαγ ράφεται κάθε στιγ μή στην επιδίωξη της μορφικής σπα­
νιότητας σε βάρος της επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας .
Καθώς η σπανιότητα της μορφής γ ίνεται αντιληπτή στην κοι­
νωνία σαν απόδειξη νοητικής ανωτερότητας, παραμονεύει κάθε
στιγ μή την ιδιαίτερη κοινωνική κατη γ ο ρ ία των διανοουμένων
η πα γ ίδα να μεταδίδουν με τη μορφή του λό γ ου την πλη ροφο­
ρ ία ότι δεν ανή κουν στον ταπεινό μέσο ό ρο των κοινών θνη­
τών. Η αυτοαξιολό γ ηση παρεμβαίνει ανεπαίσθητα καταστρέ­
φοντας την επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα. Η ηθική της
γ ραφή ς, που χαρακτη ρ ίζει η αναζήτηση της σπανιότητας, με­
τατρέπει τη γ λώ CJ σα από ερ γ αλείο επικοινωνίας σε εξουσιαστι­
κή παρέμ βαση . Η αναζήτηση της σπανιότητας οδη γ εί σε νοη­
ματική ακαθοριστία που λειτουρ γ εί τ ρομοκρατικά πάνω στους
δέκτες. Τα έμμεσα μηνύματα της ανωτερότητας του διανοουμέ­
νου που εκπέμπει η απρόσιτη ανωτερότητα της γ λώσσας του
αναγ κάζουν το δέκτη να αναλάβει ολόκλη ρη την ευθύνη γ ια
την καταστ ροφή της επικοινωνίας . ' Α ρα απαγ ορεύουν στο δέ­
κτη ερωτηματικό ή αμφι βολία, υπο βάλλοντάς του την αμφι βο­
λία γ ια τις νοητικές του ικανότητες.
Το κλειδί ωστόσο γ ια την κατανόηση της κοινωνικής λει­
του ρ γ ίας της μαγ ικής γ λώσσας που πιστοποιεί τη νοητική
ανωτερότητα δεν είναι η αυτοαξιολό γ ηση, αλλά τα κοι νωνικά
προνόμια των διανοουμένων. Ο κοινωνικός καταμε ρισμός της
ε ργ ασίας και τα συνακόλουθα προνόμια δημιουρ γ ούν τις συν­
θή κες γ ια την ακόμα και ασυνείδητη τάση υπεράσπισης αυτών
των προνομίων από τη μειοψη φία που τα κατέχει. Τα προνό­
μια των διανοουμένων είναι πολύ με γ άλα. Ε κτός από την αί­
γ λη και το κύρος που δίνει η διανοητική ε ργ ασία (με την αξι­
ολό γ η σ η , που νομιμοποιεί τον κοινωνικό καταμερισμό εμφα­
νίζοντάς τον σ αν φυσική διαί ρ εση ), οι διανοούμενοι ασκούν
ση μαντικό μέρος της κοινωνικής εξουσίας . Αποτελούν την
κοινωνική ομάδα, που όλοι αναγ νω ρ ίζουν ότι απαρτίζεται από
αυτούς που ξέρουν ποια είναι τα κοινωνικά προ βλή ματα και
ποιες οι λύσεις τους . Εξουσία ιδιαίτερα ισχυ ρή στις σύ γ χρο­
νες κοινωνίες , όπου η βία ασκείται όλο και περισσότερο με
ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΚΟ Ι Ν ΩΝ Ι Κ Η ΕΞΟ ΥΣ Ι Α 1 95

μεσάζο ν τες, ελεγκτές της γνώμη ς και νομιμοποιούς της κοιν ω­


νικής τάξης πραγμάτων τους ειδήμονες .
Η απαγόρευση της αμφι βολίας που συχ ν ά περιέχει η τ ρομο­
κρατική γλώσσα τω ν διαν οουμέ ν ων είν αι κατάχρηση του κοι­
ν ω νικού αυτού προνομίου της γ νώση ς, και σε τε λευταία ανάλυ­
ση π ροστατεύει τη ν κοι ν ω νική ιεραρχία, δ ίνοντας στη ν πολύ
συγκεκριμέ ν η κοινωνική ομάδα το αποκλειστικό δικαίωμα να
f,έρει τα προ βλή ματα όλων των άλλω ν κοινωνικών ομάδω ν και
τάξεων.
Στην αξιολογική γραφή , λέει ο Ρολάν Μπαρτ, κάθε λέξη γί­
νεται άλλοθι 2 0. Η ν οη ματική ακαθο ριστία που αποδεικνύει την
ανωτερότητα του πομπού και τη ν αν ικα ν ότητα των δεκτών με­
τατρέπει τη ν κοι ν ωνική εξουσία σε άσκηση βίας στο χώρο τον
πιο ευαίσθητο και τον πιο δύσκολο ν α ελεγχθεί, το χώρο τω ν
ιδεών. Η κάθε λέξη γίνεται άλλοθι. Ασκούν μέρος της οικο ν ο­
μικής και της πολιτικής εξουσ ίας και αυτοπρο βάλλο νται συγ­
χρόνως οι διανοούμενοι σαν κοινωνικά αδέσμευτοι και πολιτι­
κά ουδέτε r οι. Ασκούν μέρος της οικονομικής και της πολιτι­
κής εξουσίας και αυτοπ ρο βάλλο ν ται σαν εχθροί της εξουσ ίας .
Ο αιρετικός λόγος του ρι ζ οσπάστη διανοουμένου έχει σήμερα
αίγλη και αποδίδει κύρος και δύναμη . Γιατί οι έννοιες έ χ ουν και
αυτές ιστορία. Πολλές από τις εννοιολογικές κατακτήσεις του
μαρξισμού , που επέτρεψαν να αποκαλυφθού ν κοινω ν ικές σχέ­
σεις εξουσίας που βρίσκονται πίσω από τις ιδέες, μετατ ρέπον­
ται σε στατικές αλήθειες και υπερασπίζο νται ν έες ιεραρχίες,
εμποδ ίζοντας τη ν εξέλιξη της κριτικής ανάλυσης. Σήμερα
μπορεί ν α γραφτεί ένα πολύ ριζοσπαστικό κείμενο με βαθιά
συντη ρητικό πε ριεχόμενο.
Για πλήθος επιστημο ν ικά κείμε ν α μ πορεί να δειχτεί ότι η
κριτική σκέψη του δέκτη δε ν εμποδίζεται από τη ν αναγνωστι­
κή δυσκολία, που οφείλεται στην προϋπόθεση της εξοικείω­
σης με γνωστικά και εννοιολογικά ε rγαλεία. Εμποδίζεται από
τη ν ασάφεια, που προκαλεί η γλωσσική μαγεία με την α ναζή­
τηση της μορφική ς σπαν ιότητας. Γιατ ί η επιστημο νική γλώσ­
σα έχει ανάγκη από σαφή ν εια, οπωσδή ποτε τη σαφή νεια εκεί­
νη που αποκλείει στο δέκτη την εκδοχή να θεωρή σει τη δυ­
σκολία αποτέλεσμα της αμετάκλητης κατωτερότητάς του. Σα­
φήνεια, που δε ν ε ίναι απλούστευση , αλλά παραπομπή στις
1 96 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι Ι Δ ΕΟΛΟΓΙΑ

γνωστικές προϋποθέσεις για την πλή ρη κατανόηση . ' Άλλω­


στε, η μετάδοση γνώση ς δεν είναι μόνο μετάδοση πλη ροφορι­
ών , αλλά και του τ ρόπου να χει ρίζεται κανείς τις πλη ροφο ρ ί­
ες, της μεθόδου. Η επιστη μονική - γλώσσα ε ίναι απαραίτητο να
καλλιεργεί μεταδ ίδοντάς τη την κριτική σκέψη .
Με άλλα λόγια, ο επιστη μονικός λόγος πρέπει να καλλιερ­
γεί την αμφιβολία και το ερωτη ματικό, θεμέλιο της γνώσης σε
μια εξελικτική και ατέλειωτη πορεία. Κάθε επιστη μονικό συμπέ­
ρασμα είναι γνωστική · κατάκτηση , που προκύπτει από το
χειρισμό ορισμένων .δ εδομένων. Νέος χειρισμός και πρόσθετα
δεδομέν α θα οδηγή σουν στην επόμενη κατάκτηση . Ο λόγος
πάνω στη γνώση είναι επιστη μονικός , όταν προσφέρει πο ρί­
σματα ανοιχτά στην επαλήθευση . Η δυνατότητα επαλήθευσης
έχει πολύ στενή σχέση με τη γλώσσα στην οποία είναι διατυ­
πωμένο το επιστη μονικό συμπέρασμα. ' Οπως γράφει ο
Οσ βάλντ Ντυκρό, η ίδια « η διατύπωση μιας ιδέας είναι το
πρώτο βήμα για την αμφισβήτησή της » 2 1 • Η ασάφεια στον
επιστη μονικό λόγο εμποδ ίζει το δέκτη να καταλάβει γιατί δεν
καταλαβαίνει , μετατρέποντας το μήνυμα από συμπέρασμα που
επιδέχεται επαλήθευση σε στατική αλήθεια. Η τρομοκρατική
γλώσσα που μεταδίδει αλήθειες έχει κοινωνικό στόχο, γιατί
έχει τη μεγάλη δύναμη να προστατεύει τον πομπό από την
κριτική , την εξέλιξη που θα φέ ρει αναπόφευκτα μια μέρα νέες
γνωστικές κατακτήσεις από άλλους.
Η μαγική γλώσσα που ξεχω ρ ίζει τους εκλεκτούς σε τελευ­
ταία ανάλυση υπερασπίζεται ιεραρχίες . Η διάδοσή της οφεί­
λεται στη μορφωτική συνενοχή και την τρομοκρατική τ!Ις
λειτου ργία. Η μορφωτική συνενοχή κατασκευάζει τη συνοχή
των ιεραρχιών, ο ριοθετεί τις ομάδες των εκλεκτών και επιτ ρέ­
πει στην αλλη λοαναγνώριση της ανωτερότητας μέσα από τη
γλώσσα να προστατεύει τα προνόμια των διανοουμένων, μετα­
τρέποντας την εξουσία τους από « ο ρθολογική », σε «παραδο­
σιακή » και «χαρισματική », κατά την ορολογία του Μαξ Βέ­
μπερ . Να μετατ ρέπει δηλαδή την εξουσία που στη ρ ίζεται σε
αποδείξεις για την κοινωνική χρησιμότητα της διανοητικής
τους παραγωγής , σε εξουσία που οφείλεται στην ακινησία των
ιεραρχικών δ ομών και στην αποδοχή της μυθικής φυσικής
ανωτε ρότη τας που διακρ ίνει τη μειοψη φία των διανοουμένων.
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 1 97

Η τρομοκρατική λειτου ρ γία της γλώσ σ ας γενικεύει την παρανό­


ηση και εμπο δ ίζ ει την κ ριτική των νοητικών προϊόντων, αλλά
και την αμφισβήτηση των δομών της ιεραρχίας.
Ο σπουδαιότε ρος κο ινωνικός ρό λος της μαγικής γλώσσας
που αποδίδει ανωτερότητα είναι η επι βολή της σιωπής στους
δέκτες , σιωπή που παράγει μια γενικευμένη απουσία κριτικής.
Οι κ άτοχοι των μορφωτικών προνομίων αναγνωρ ίζουν στη χρή­
ση τ ης γλώσσας αυτής τους ομοίους τους και π ροστατεύουν
τον εαυτό τους αλλά και ολόκλη ρη την κοινων ι κή κατηγορία
από την κ ριτική .
Οι δέκτες που είναι παρίες της οικογένειας των εκλεκτών ,
δεύτερης κατηγο ρ ίας διανοούμενοι, είναι οι πιο ένθ ερμοι υπο­
στη ριχτές της μαγικής γλώσ σ ας και συνή θ ως εκείνοι που κά­
νουν φανερή κατάχρηση των μαγικών της ιδιοτήτων. Ε ίναι οι
προ θ υμότεροι μεταδότες προφητειών για τους κινδύνους χαμη­
λής ποιότητας που απειλούν τη γλώσσα, οι βιαιότεροι κατήγο­
ροι των νέων γλωσσικών κωδίκω ν που δη μιουργούνται, οι ανι­
χ ν ευτές τ η ς κακής ποιότητας που εντοπίζουν στη γλώσσα των
νέων γενεών και των ομάδων κοινωνικής αμφισ βήτη σης . Οι
παρίες της οικογένειας των εκλεκτών, διανοούμενοι με λιγότε­
ρ α π ρονόμια και μειωμένο μερ ίδιο στην εξουσία κάνουν τη με­
γαλύτερη κατάχρηση της γλωσσικής μαγείας και κατασκευά­
ζουν την αυτοαξιολόγηση με τη μέ θ οδο της «είς άτοπον άπα­
γωγής ». Ιδιοποιούνται ανωτερότητα από την κατωτ ε ρότητα
που ανακαλύπτουν στη γλώσσα, συνή θ ως μια από τις επίση μες
μ ο ρφές της ε θ νικής γ λ ώσσας . Κάνουν φανε ρή κατάχρηση της
α υθ εντ ίας σε βάρος της πληροφο ρ ίας. Ονομάζουν αντικειμ ενι­
κ ότητα το αμάλγαμα θ εωριών. Ο στόχος της αυτοκαταξ ίωσης
ι- ίναι στα κείμενά τους εύκολα αναγνώσιμος . Είναι φανερός στο
αντικείμενό τους, συνή θ ως τόσο μεγάλο και γενικό, ώστε το
μέγεθ ος και η γενίκευση (ο ' Ά ν θ ρωπος , η Οικονομία, η Η θ ική ,
η Ελευ θ ε ρ ία, στους αι ώνες) εμφανίζει τη συ ρ ραφή γνωστών θ ε­
μάτων σαν έργο νέο και «γιγάντιο ». Ε ίναι φανερό κυρ ίως στη
γλώσσα, που η ασάφειά της δύσκολα κ ρ ύ βει τη σύγχυση , τις
παραφ θ ο ρές κ αι την « προφητική » πρό θ εση των συγγραφέων να
σ ώσουν με τη γραφή τους μεγάλες κοινωνικές αξίες, όπως την
η θ ική , την ε θνική ταυτότητα, την παράδοση , τη γλώσσα.
Σημασία δεν έχει τόσο η διανοητική παραγωγή διανοουμ έ -
1 98 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι Ι Δ ΕΟΛΟΓ Ι Α

νων αυτής της κατηγο ρ ίας, αλλά η διάδοση στον κοινωνικό


χώρο της μαγικής γλώσσας, που η μορφή εμποδ ίζει την απο­
κρυπτογ ράφηση των μυστικών της. Της επιστη μονική ς γλώσ­
σ ας εκείνης, που δ ίχως να ε ίναι τ ρωτό το περιεχόμενό της, πα­
γιδεύει τους « Κοινούς θνητούς», τους (λίγους άλλωστε) πιθα­
νούς αναγνώστες και κυρ ί ως τους μαθητευόμενους της επιστή­
μης, τους υποψήφιους ειδή μονες , τους σπουδαστές . Όσο
περισσότερο αναγκάζονται αυτοί να αποδεχτούν τη μαγική δυσ­
νόητη γλώσσα πέφτοντας στην παγίδα της, δη λαδή αναγνω ρ ί­
ζοντας στη δυσκολ ί α κατανόησης τη μειωμένη νοητική τους
ικανότητα, τόσο υποκρ ίνονται ότι καταλαβα ίνουν. Η γλώσσα
δη λαδή εμποδίζει την κατάκτηση της γνώσης από αυτούς
στους οπο ίους απευθύνεται.
Η γλώσσα από όργανο επικοινωνίας μετατ ρέπεται όλο και
περισσότερο σε κοινωνικό διακριτικό ανωτερότητας . Η διαδι­
κασ ί α αυτή ευνοε ί την ό λο και ευρύτερη διάδοση μαγικών ιδι­
ωμάτων, που γενικεύουν την αποδοχή με τη μ ίμησή τους. Η
γεν ί κευση της αποδοχή ς λειτου ργεί σαν μπού μερανγκ. Επιδρά
απαγο ρευτ ι κά στ ι ς κοινων ι κές ομάδες των διανοουμένων που
είναι παραγωγο ί νέων γνώσεων, με την απειλή της κοινωνικής
απα ξ ίας . Όπως γράφει ο Πιερ Μπου ρντιέ, εκε ίνος που θα τολ­
μούσε να χρη σιμοποιήσει στην επιστήμη γλώσσα απλή και
κατανοητή, θα πλή ρωνε ακριβά το τίμημα της σαφήνειας . Αυτό­
ματα θα αναγνώριζαν όλ ό ι ότι δεν ανή κει στο πάνθεον των
εκλεκτών. Εκείνος που θα στερούσε τη γ ραφή του από τη δ ι α­
κ ριτική α ίγλη που προσφέ ρει η μορφική σπανιότητα κα ι θα
περιο ριζόταν σε ακριβε ίς πλη ροφορίες και προσεχτ ι κές επεξη­
γήσεις, δ ίνοντας επιπλέον τον ορισμό των εννοιών που κάθε
φορά χρη σιμοποιεί, θα κινδύνευε να υποτιμη θε ί' σαν δασκαλά­
κος αντί για αυθεντ ία. Και το κυριότερο είναι, γράφει πολύ χα­
ρακτη ριστικά, ότι θα κινδύνευε να υποτιμηθεί κυρ ίως από εκεί­
νους τους οπο ί ους ο λό γο ς του βοηθάει να προσεγγίσουν το
πε ριεχόμενο, εκείνους που θαυμάζουν, όταν και επειδή δεν κα­
ταλαβαίνουν 22 .
Σε ό,τι αφο ρά τον επιστη μονικό λόγο, η διάκριση ανάμεσα
στην πλη ροφό ρηση και την αποτυχ ί α πλη ροφό ρησης πρέπει
να μπορε ί να γ ίνεται στο μυαλό του δέκτη . Η αδυναμ ί α να κά-
ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙ ΝΩΝΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ 1 99
νει τη διάκριση επι βάλλει σιωπή , και αυτό μειώνει τις γενικές
πιθανότητες επιστημονικής δημιουργικότητας στη συγκεκριμέ­
νη κοινωνία.
Ε. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΣΗΜΑΣΙΑ
ΤΩΝ ΜΕΤΑΓ ΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΩΝ
ΑΝΩΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ
Ε ΙΝΑΙ Η Γ ΛΩΣΣΑ ΤΗΣ Α ΝΩΤΕ ΡΟΤΗΤ ΑΣ

Η κοινωνική αποτελεσματικότητα τη ς γλώσσας που επι βάλλει


σιωπή έχει διάφο ρα α ίτια, ανάμεσα στα οπο ία τη μεταγλώσσα,
τον κυ ρ ίαρχο κοινωνικό λ ό γο που πε ρ ιγράφει και αξιολογεί
τη γλώσσα της εθνικής κοινότητας. Όσο λιγότε ρο διακι­
νούνται στον κοινωνικό χώρο επιστη μονικές γνώσεις που
αφο ρούν τις ποικίλες παραλλαγές της γλώσσας και τη λει­
του ργικ ότητά τους, τόσο ευνοούνται οι αξιολογικοί μύθοι για
την ιδανική γλώσσα μειώνοντας την επικοινωνία μ εταξύ κοι­
νωνικά άνισων ομιλητ ών.
Οι αξιολογικο ί μl)θοι για την ιδανική γλώσσα παίζουν πολύ
σπουδαίο κοινωνικό ρόλο. Καλλιεργούν την υποτίμηση και
νομιμοποιούν τη ρητή υποτίμηση των περισσότερων παρα λ­
λαγών της φυσική ς γλώσσας. Καλλιεργούν σε ακραίο βαθμό
«το γόη τρο της γραφής », εμποδίζοντας τις ομιλούμενες πα­
ραλλαγές να γίνουν αντικε ίμενο έρευνας και μελέτης 1 • Στη
συνέχεια, το επιστη μονικό αυτό κενό επιτρέπει να π ροτείνον­
ται σαν την « Κοινή » ομιλουμένη τεχνητές ιδιόλεκτοι κάποιων
διανοουμένων, με την αυθαίρετη δικαιολογία ότι έτσι εξασφα­
λίζεται ο λεξιλογικός πλούτος, η καλή γλωσσική ποιότητα ή
η σύνδεση με την παράδοση . Και το κυριότερο, οι αξιολογι­
κοί μύθοι καλλιεργούν την άκρ ιτη αποδοχή των κοινωνικά νό­
μι μων ιδιωμάτων, ε πιτρέποντας στο λόγο των εξουσι ών να γί­
νεται πανίσχυ ρος.
Η αποτελεσματικότητα της ιδεολογικής γλώσσας δεν ε ίναι
μοιραίο φαινόμενο. Δεν οφείλεται στην άγνοια κάποιων μυστι­
κ ών, στην απουσία κάποιων τεχνικών γνώσ εων, που θα επέτρ ε­
π αν στον κάθε δέκτη την αποκρυπτογράφηση των παγίδων της,
παροπ λίζοντας έτσι τους εκπροσώπους της εξουσίας από ένα
204 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

μέρος της δύναμής τους. Η μεγάλη κοινωνική αποτελεσματικό­


τητα της ιδεολογικής γλώσσας οφείλεται πριν απ ' όλα στους
κοινωνικούς μύθους για τη γλώσσα. Στα κατάλοιπα της παρα­
δοσιακής γνώσης για την αθωότη τα τη ς μορφής και την αυτο­
νομία του νοήματος . Στις ρυθμιστικές ουτοπίες για την ιδανική
μορφή και τις σταυ ροφορίες αυτόκλητων προφητών, που γρά­
φουν για να σώσουν τη γλώσσα από. . . τους ομιλητές της.
Εντοπίζοντας το πρόβλη μα στην ελληνική κοινωνία και
γλώσσα, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι η αποτελεσματικό­
τητα της ιδεολογικής γλώσσας διάφο ρων ομάδων κοινωνικής
εξουσίας οφείλεται ακριβώς στην πειστικότητα που φαίνεται
να έχουν σήμε ρα οι αξιολογικο ί μύθοι για τη γλώσσα. Κατα­
στ ρέφουν την ευαισθησία των κοινωνικών ομάδων, εμποδίζον­
τας την κατανόη ση των παγίδων που στήνει η γλώσσα των
εξουσιών.
Την ελληνική κοινωνία χαρακτη ρίζει η μεγάλη ιδιοτυπία
του ιστορικού γλωσσικού ζητή ματος με τις πολλές ιδεολογικές
περιπλοκές του . Η ιστορική διγλωσσία ωστόσο έχει από καιρό
αναλυθεί ως π ρος την κοινωνική χρη σιμότητα της καθαρεύου­
σας και τα πολιτικά αίτια της επιβολής της. Υπάρχει άρα στην
ελλη νική κοινωνία ένας λόγος ερμηνευτικός της ιστορικής δι­
γλωσσίας; απομυθευτικός και ο ρθολογικός, που έχει εντοπίσει
(πριν ακόμα η δυτική επιστήμη αναπτύξει την κοινωνιολογία
της γλώσσας) τη λειτου ργική σχέση ανάμεσα σε αυταρχικές
πολιτικές εξουσ ίες και τη γλωσσική βία της καθαρεύουσας. Το
ιστο ρικό γλωσσικό ζήτη μα με άλλα λόγια έχει κλη ρονομήσει
μαζ ί με πολλά αρνητικά και ένα θετικό χαρακτη ριστικό, τη με­
γάλη ευαισθησία των κοινωνικών ομάδων απέναντι στη χρήση
της επίση μη ς γλώσσας ως ο ργάνου για την άσκηση εξουσίας,
μέσα από τη γενικά διαπιστωμένη τέτοια χρήση της καθαρεύ­
ουσας. Τα κοινωνικά αίτια της ιστορικής διγλωσσίας είναι ευ­
ρύτερα ορατά και η χρήση τη ς καθαρεύουσας (σαν γλώσσας
μαγικής με στόχο τη νομιμοποίη ση εξουσιών χωρίς . συναίνε­
ση) είναι κατανοητή από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Η μεγαλύ­
τερη αυτή ευαισθησία, η πλατιά συνείδη ση ότι μπορεί η επί­
σημη γλώσσα να χρησιμοποιείται σαν όπλο για την άσκη ση
β ίας θα μπο ρούσε να έχει το ακόλουθο ση μαντικό αποτέλεriμα,
να κάνει την ιδεολογική γλώσσα σε όλα τα ιδιώματα διαφανέ-
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ Μ ΕΤΑΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΩΝ 205

στερη ως προς τους στόχους της, και άρα την εξουσιαστική


της χ ρήση λιγότερο αποδοτική , σπανιότερη και δυσκολότερη .
Συνέ βη το αντ ίθετο ακριβώς. Και τούτο γιατ ί κατά τη δεκαε­
τ ία που πέρασε από το 1976, δη λαδή τη δεκαετ ία που ακολού­
θησε τη γλωσσική μεταρρύθμιση , τα πολλά καινούρια κοινω­
νιογλωσσικά δεδομένα τα εμπόδισε να γίνουν κατανοητά, με
ένα πυκνό παραπέτασμα παρερμηνειών, ο προφητικός λόγος
διανοουμένων πάνω στη γλώσσα.
Οι παραλλαγές του προφητικού αυτού λόγου είναι πολλές, οι
παρερμηνείες ωστόσο που διέδωσε μπορούν να συνοψιστούν σε
μία, την κακή (ή υπο βαθμισμένη ή αποπτωχευμένη ή κατώτε­
ρη) ποιότητα τη ς ελληνικής γλώσσας. Πρόκειται για παρανό­
ηση υπαρκτών προ βλη μάτων, διαστρεβλωτική περιγραφή ορα­
τών φαινομένων, γι ' αυτό και η πειστικότητα της παρερμηνεί­
ας στάθη κε τόσο μεγάλη.
Το 1 976, η γλωσσική μεταρρύθμιση δεν άλλαξε στην πράξη
τη γλωσσική κατάσταση , απλώς συμβόλισε και θεσμοθέτησε
μιαν αλλαγή που ε ίχε ή δη γίνει. Η καθαρεύουσα δεν ήταν πια
γλώσσα αποτελεσματική , δεν απέδιδε πια στο χρήστη της νο­
μιμότητα, το αντίθετο μάλιστα. Δεν ήταν άρα χρήσιμη σε κα­
μιά εξουσία. Τα αίτια είναι πολλά και γνωστά, το κυριότερο
είναι η συστηματική στην πολιτική ιστορία δεκαετιών ταύτιση
της καθαρεύουσας με αυταρχικές ή έκτακτες πολιτικές εξουσί­
ες, μέχρι τη χαριστική βολή που της έδωσε η κατάχρη ση των
μαγικών της ιδιοτήτων από τη δικτατο ρία των συνταγματαρ­
χών. Η κατάχρη ση αυτή στάθη κε το κύκνειο άσμα της αυταρ­
χικής λεξιθη ρ ίας, που από τη δεκαετία του 1960 σαρκάζει η
γλώσσα του Μποστ. Απέδωσε για πάντα στην καθαρεύουσα
ηχητική συγγένεια με ακραία αντιδραστικές θέσεις και πρά­
ξεις, με αποτέλεσμα το 1974 να εγκαταλειφθεί ο ριστικά πια από
όλους σχεδόν τους ώς τότε χρήστες της τόσο στον Πολιτικό
όσο και στον επιστημονικό λόγο.
' Οπως είδαμε όμως και παραπάνω , η εξουσία που αποδίδει ο
χειρισμός της γλώσσας στον ομιλητή δεν ανή κει στο λόγο τον
ίδιο, αλλά οφείλεται σε κοινωνικά αίτια. Την άσκηση βίας δεν
την πετύχαιναν μόνες τους οι δοτικές ούτε τα δύσκολα στην
προφο ρ ά συμπλέγματα φθόγγων 2 ούτε οι αρχαιοπρεπείς κατα­
λήξεις της καθαρεύουσας. ' Ασκηση βίας με το λόγο μπο ρεί να
206 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΙΔ ΕΟΛΟΓ ΙΑ

επιτευχθεί και με άλλη γλώσσα ή με άλλη κοινωνική διάλεκτο,


αρκεί να συγκλίνουν οι κοινωνικοί όροι που δ ίνουν στον πομ­
πό τ η νομιμότητα να κατέχει το λόγο και την αλήθεια.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΝΟΗΣΗ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Τον προφητικό λόγο για τη γλώσσα, που δημιούργησε παρα­


νοr]σεις ενισχύοντας τις μαγικές ιδιότητες της γλώσσας των
εξουσιών και εμποδίζοντας την κατανόηση των παγίδων της,
τον διέδωσαν κυ ρ ίως καθαρευουσιάν οι. Το γεγονός όμως αυτό
είναι δευτερεύον και εκείνο που αντίθετα έχει μεγάλη σημασία
είναι η τεράστια συ ν αίνεση που φαίνεται να συνάντησε ο λό­
γος αυτός. Μεγάλη σημασία έχει η γενικευμένη αποδοχr] της
παρερμηνείας, το γεγονός ότι η παραφθα ρ τικr] περιγραφη της
γλώσσας σαν υπο βαθμισμένης και κακr]ς ποιότητας μοιάζει να
γίνεται αυτόματα και πλατιά αποδεκτr] σαν αυτο νόητη και
ολοφάνερη πικρr] αλr]θεια.
Από το 1974 η γλωσσικr] πραγματικότητα υφίσταται μεγά­
λες αλλαγές , με ανάμεσά τους σημαντικότερη και πιο φανερr]
την εγκατάλειψη της καθαρεύουσας από την πολιτικr] εξου­
σ ία. Παύοντας όμως να μιλάει στην καθα ρ εύουσα, δε σωπαίνει
κιόλας η εξουσία όλο αυτό το διάστημα, αλλά εξακολουθεί να
μιλάει, ανάλογα με τους πολιτικούς π ρ οσαν ατολισμούς των
εκπροσώπων της, άλλοτε ένα εκδημοτικισμένο ιδίωμα της πα­
λιάς επίσημης πολιτικr]ς γλώσσας και άλλοτε ένα μίγμα λό­
γιας δημοτικr]ς και μιας λαϊκιστικr]ς παραφθο ράς της καθα­
ρευουσιάνικης επισημότητας.
Μολον ότι η γλωσσικr] αυτr] αλλαγr] ανiιμετωπίζεται θετικά,
αργά και ανεπαίσθητα αρχίζει να δημιου ργείται στον κοινωνι­
κό χώ ρ ο κάτι σαν υποψία απέναντι στη νέα γλώσσα της πολι­
τικr]ς εξουσίας. Κάποιο αρνητικό φαινόμενο γίνεται αισθητό,
κάτι αυθαίρετο και καταχ ρ η στικό ακούγεται στην προβολr]
προοδευτικών αρχών και αντιλr] ψεων με τον εκδη μοτικισμό
των τυποποιημένων επίσημων ό ρων η άλλες παραβιάσεις του
208 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔ ΕΟΛ ΟΓΙΑ

καθαρευουσιάνικου καθωσπρεπισμού στην επίσημη ομιλία, με


τη συστηματική από ορισμένους εκπροσώπους χρήση τύπων,
κλίσεων ή τονισμού που δίνουν στην επίσημη γλώσσα έντονα
λαϊκίζοντες απόηχους.
Με άλλα λόγια, προσλαβαίνοντας οι δέκτες τα λανθάνοντα
μηνύματα που μεταδίδει η νέα και λαϊκίζουσα αυτή γλώσσα
της πολιτικής εξου a ίας , άκουσαν πολύ σωστά στην έμμεση
αυτή απάρνηση της καθαρευουσιάνικης βίας την καταδίκη της
πολιτικής βίας και της αυταρχικής διακυ βέρνησης . Αλλά επί­
σης πολύ σωστά άκουσαν και κάτι άλλο, που δεν η χούσε θε­
τικά, κάτι έμμεσο που παρακολουθούσαν καχύποπτα. Θα το
καταλάβαιναν γρήγορα και η κατανόηση θα είχε πολύ θετικές
συνέπειες τόσο γλωσσικές όσο και πολιτικές . Η κοινωνική
όμως αυτή δυνατότητα καταστρέφεται από τον προφητικό λό­
γο των καθαρευουσιάνων, που παρεμβαίνει ξαφνικά και «εξη­
γεί» : η γλώσσα της πολιτικής εξουσίας είναι κατώτερης ποιό­
τητας, η γλώσσα των μέσων μαζικής επικοινωνίας , των ειδή­
σεων, των πολιτικών κομμάτων, της κυ βέρνη σης είναι φτωχή
και υπο βαθμισμένη .
Η κοινωνική αξιολόγηση που προϋπάρχει ισχυ ρότατη κάνει
αυτόματα αποδεκτή την παρερμηνεία σαν αυτονόητα σωστή .
Μοιάζει ολοφάνερα ευγενέστερο να ακούμε «Ο πρωθυπου ργός
προσήλθε», ccη κυ βερνητική άποψις δεν προϋπέθετε», «Οι
υπου ργο ί Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως διεφώνησαν
(ή) συνεφώνη σαν » κτλ. Το ακούμε πράγματι όλοι, ακόμα κι
όταν γνω ρ ίζουμε πολύ καλά ότι αυτό που ακούμε είναι κοινω­
νική διάκριση , η ανωτερότητα ανή κει στην ιεραρχία και όχι
στη γλώσσα την ίδια. Μοιάζει ολοφάνερα χυδαιότερο να ακού­
με το υπουργείο « Εθνικής Αμυνας » ή «Δημόσιας Τάξης»,
·

ακόμα κι όταν γνω ρ ίζουμε ότι ο εκδημοτικισμός δεν είναι από


μόνος του ούτε ευγενής ούτε ταπεινός, η κατάληξη δεν ε ίναι
από μόνη της ούτε αριστοκρατική ούτε χυδαία, αλλά η νομιμό­
τητα της επίσημης και τυποποιημένης έκφρασης προσθέτει κά­
ποιο αδιόρατο παραπλη ρωματικό νόημα μεγαλύτερου σε βα­
σμού στο θεσμό . Λέγοντας «Ο υπου ργός Δη μόσιας Τάξης»,
υπονοεί ο ομιλητής λιγότερο σεβασμό στο κύ ρος και τη δύ­
ναμη , στα δικαιώματα που έχει ο υπου ργός. Και ακριβώς γι '
αυτό το λέει με αυτή τη μορφή . Εξηγώντας το χειρισμό της
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΩΝ 209

γλώσσας σαν γλωσσική χυδαιότητα, εμποδίζουν οι υπερασπι­


στές της ποιότητας τους δέκτες να προσλάβουν τα νοήματα που
εκπέμπονται με τέτοιους χειρισμούς, ά ρ α τους εμποδίζουν και
να τα κρίνουν ή να τα αμφισ βητήσουν.
Το νέο γλωσσικό φαινόμενο εξηγείται σαν κακή ποιότητα
και η παρερμηνεία, η διαστ ρεβλωτική περιγραφή της γλωσσι­
κής πραγματικότητας δημιουργεί πυκνό παραπέτασμα και κα­
ταστρέφει τις δυνατότητες εντοπισμού του πραγματικού προ­
βλή ματος, που ε ίναι ακριβώς το αντ ίθετο. Από το 1974 διαμορ­
φώνεται μια νέα γλώσσα της πολιτικής εξουσίας, εξ ίσου αυταρχι­
κή με την παλιότερη , περισσότερο παγιδευτική ωστόσο, γιατί
το ιστορικό γλωσσικό ζήτημα της κλη ρονόμησε συνέμφαση
προοδευτικών πεποιθήσεων. Η καταδίκη της αυταρχικής πολι­
τικής και η δημοκρατική πρόθεση , που ο κάθε έλληνας πολί­
της ακούει στις λέξεις και όχι στα λόγια, στη μορφή και όχι
στο νόημα των μηνυμάτων της πολιτικής εξουσίας, είναι μεγά­
λη ενίσχυση των εκπροσώπων της. Τους δίνει τη δυνατότητα
να εξαντλούν την προοδευτικότητα στις λέξεις ακριβώς και όχι
στα λόγια, στη μορφή και όχι στο νόημα. Η λαϊκότητα που
έχει η γλώσσα αυτή , όταν με όλη την τελετουργική μεγαλοπρέ­
πεια της εξουσ ίας πίσω από δάση μικροφώνων κάθε εκπρόσω­
πός της μιλάει "σαν» απλός άνθρωπος του λαού, αποδίδει μεγά­
λη δύναμη στο χρήστη της , προσφέροντάς του με τη μορφή
της πολιτικές ιδιότητες, που αλλιώς θα έπρεπε να κερδίσει με το
περιεχόμενο των λεγομένων του (άξιος εμπιστοσύνης του λαού,
εκπρόσωπος των συμφερόντων του, πολέμιος της αντίδρασης
κ.ο. κ.). Γλωσσική παγίδα ισάξια της παλιότε ρης , αν όχι μεγα­
λύτερη .
Η νέα γλώσσα τ η ς πολιτικής εξουσ ίας είναι αποτελεσματι­
κή . Δη λαδή πετυχαίνει να κατασκευάζει την κοινωνική. καταλ­
ληλότητα της πολιτικής έκφραση ς, ώστε να επιφέρει συγκε­
κριμένο αποτέλεσμα, να αποδίδει στον ομιλητή δημοκρατική ή
ριζοσπαστική νομιμότητα με τη μορφή και μόνο της γλιοσσας.
Γι · αυτό παρατη ρούνται και ορισμένα φαινόμενα που μοιάζουν
αντιφατικά, να χρησιμοποιείται η γλώσσα αυτή από πολιτικούς
ηγέτες που είναι προστάτες παραδοσιακότερων αξιών και συν­
τη ρητικότερων αρχών, γιατ ί τους αποδίδει δημοκρατικούς τίτ­
λους και πειστικότητα. Αυτό είναι το αίτιο που οδήγη σε τον
210 Γ ΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

αρχηγό της Ν. Δημοκρατίας, πολιτικ ό από πολλά χρόνια


γνωστό ως Κωνσταντίνο Μητσοτάκη , να μετονομαστεί σε
« Κώστα» από το Φεβρουάριο του 1 984. Στο ίδιο αίτιο οφείλεται
το γεγονός ότι τα τελευταία χ ρόνια η νεολαία της Ν.Δ. γεμίζει
και εκείνη την Αθήνα κάθε Σεπτέμβριο με αφίσες και πανώ που
γράφουν «Κάλεσμα» στο φεστι βάλ της.
Η ταύτιση της καθαρευουσιάνικης επισημότητας με τα τανκς
τη ς δικτατορίας δ ίνει μεγάλη αποτελεσματικότητα στη
λαϊκότ ροπη γλώσσα των πολιτικών ηγετών, επιτ ρέποντάς τους
να εξαντλούν όταν το θέλουν τη δημοκρατική πρόθεση στη
μορφή και όχι στο ν ό ημα των λεγομένων τους. Και οι δέκτες
είχαν αρχίσει να υποψιάζονται. Παρεμβαίνει όμως ο μύθος της
ποιότητας, τυφλώνοντας όλους όσοι (και είναι πολλοί) σωστά
υποψιάζονταν τη νέα αυτή γλώσσα της πολιτικής εξουσ ίας.
Και εμποδίζει ο μύθος να γίνει ορατό ότι οι εκπρόσωποι της
εξουσ ίας κάνουν κατάχρηση της θετικής συνέμφασης που έχει
η λαϊκότ ροπη γλώσσα, πετυχαίνοντας να παγιδεύσουν τους
δέκτες, υποχ ρεώνοντάς τους να νομίζουν ότι άκουσαν και
κατάλαβαν μηνύματα σωστά ή αντιαυταρχικά ή προοδευτικά,
επειδή η γλώσσα στην οποία εκπέμπονται είναι λαϊκίζουσα.
Καταστ ρέφει ο ερμηνευτικός μύθος την επικοινωνιακή
ικανότητα των δεκτών, που θα τους επέτ ρεπε να διακρίνουν τις
νέες παγίδες της νέας πολιτικής γλώσσας . Τους εμποδίζει να
συνειδητοποιήσουν ότι έμμεσα απαγο ρεύει η γλώσσα αυτή τον
λογικό χειρισμό των πολιτικών μηνυμάτων, ακρι βώς εξαιτ ίας
της λαϊκιστικής μορφής της. Τους εμποδίζει να καταλάβουν ότι
δε γίνονται οι εκπρόσωποι της πολιτικής εξουσίας καθόλου
υποστη ριχτές «λαϊκών» συμφερόντων με μόνη τη λαϊκότητα
των καταλήξεων ή των πτώσεων της γλώσσας.
Η παρερμηνεία είναι τεράστια, περιγράφει το φαινόμενο
παραποιώντας την εικόνα του σαν αρνητική φωτογραφία.
Ονομάζει κακής ή κατ ώτερης ποιότητας μια νέα γλώσσα, που
ακρι βώς αντ ίθετα είναι γλώσσα εξαιρετικά αποτελεσματική
σαν όπλο για την άσκηση εξουσ ίας με το λόγο. Οι δέκτες πε­
ριβάλλουν με εμπιστοσύνη τον ομιλητή, γιατί στην αιρετική
μορφή της γλώσσας του αναγνω ρίζουν την τάση ανατ ροπής
της παραδοσιακής ιεραρχίας και την πρόθεση αντικατάστα­
σης των αξιών από νέες. Στην παραφθο ρά της παλιάς ε π ίση-
Η ΣΗΜΑ ΣΙ Α Τ ΩΝ ΜΕΤ Α Γ ΛΩΣΣΙ Κ ΩΝ Π Α ΡΕΡΜ Η Ν Ε Ι Ω Ν 211

μης γλώσσας ακούνε έμμεσες υποσχέσεις για εκδημοκρατισμό,


συμμετοχική άσκη ση της πολιτικής και απελευθέρωση της
κριτική ς, υποσχέσεις πολύ ση μαντικές σε μια κοινωνία, που
δεκάδες χρόνια συνθλίβουν λογοκρισίες και άμεση πολιτική
β ία. Κάθε φορά δη λαδή που σε πλή ρη αντ ίφαση με την αιρετι­
κή μορφή της γλώσσας του ο λόγος της πολιτικής εξουσίας
ε ίναι έντονα αυταρχικός, παρεμβαίνει η παρε ρμηνε ία που τον
ονομάζει «γλώσσα κακή ς ποιότητας » τυφλώνοντας διπλά του ς
δέκτες και προκαλώντας δύο καταστ ροφικά αποτελέσματα. Κά­
ποιες κοινωνικές ομάδες παρασύ ρονται και αναγνω ρ ίζουν τη
μυθική κακή ποιότη τα, τη λα ϊ κίζουσα μορφή σαν θετική και
δική τους (αν η ωραία, επειδή αιρετική και φορτισμένη με το
σπουδαίο λανθάνον μήνυμα της απελευθέρωσης , αν η δική τους
αυτή γλώσσα ε ίναι κακής ποιότητας , ε ίναι θετική αξία η κακή
ποιότητα). Δεύτερη και κυριότερη επικοινωνιακή κατα σ τ ροφή
ε ίναι ότι όλες οι κοινωνικές ομάδες εμποδίζονται να διακ ρ ί­
νουν τις παγίδες του αυταρχικού μονολόγου των εξουσιών. Και
πέφτουν στη μεγάλη παγίδα του λα ϊκισμού, βλέποντας στην
εκμετάλλευση της μορφικής προοδευτικότητας τη νοη μ ατικά
ουδέτερη και πολιτικά αθώα απουσία κομ ψ ότητας ή μορφικής
καλαισθησίας .
Παγιδευμένη ολόκλη ρη η κοινωνία στην παρερμηνεία της
κακής γλωσσικής ποιότη τας , πέφτει στις νοη ματικές παγίδες
τη ς λα ϊκιστικής γλώσσας ή αντιστέκεται στη μορφή και ό χι
στο νόη μα. Η μειο ψ η φ ία των διανοουμένων, που αποτελούν
τις αριστερές πρωτοπο ρ ίες, αντιπαραθέτει στη «χαμη λή » ποιό­
τητα της γλώσσας των εξουσιών τη ν προοδευτικότητα και
ποιοτική ανωτερότητα καθαρευουσιάνικων επιρρη μάτων ή
προθέσεων. Προκλητικά υπερασπίζεται άχρηστους καθαρευ­
ουσιανισμούς , δ ίνει μάχες γι α το τονικό σύστημα και γίνεται
συνένοχη της πιο αντιδ ραστικής ώς τ ώρα καταδίκης των δη­
μοτικιστών, αντ ί να συμ βάλλει στην ανάλυση της ιστο ρικής
τους παρέμβαση ς με σύγχρονους επιστη μονικούς ό ρους. Μο­
λονότι οι κομμουνιστές και αριστεριστές αυτοί διανοούμενοι
καταλαβαίνουν ότι ε ίναι απάτη να θεωρείται ο εκδημοτικισμός
μιας τυποποιη μένη ς γενικής απόδειξη προοδευτικής ιδεολογί­
ας, ενισχύουν αντ ί να αποκαλύπτουν τις νοη ματικές αυτές πα­
γίδες. Και απαντούν στον αυταρχισμό του λα ϊ κισμού με το ρι-
212 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

ζοσπαστισμό της περισπωμένης.


Η παρερμηνεία της κακής ποιότητας ενισ-χύει την αποδο-χή
των εξουσιαστικών μονολόγων που εκπέμπονται σε όλες τις
« ποιότητες » , γιατί ενισ-χύει την αποδοτικότητα της ιδεολογι­
κής γλώσσας γενικά, καταστρέφοντας τη δημιουργικότητα και
επικο ι νωνιακή ικανότητα των δεκτών. Όσο περισσότερο γίνε­
ται πιστευτός ο μύθος της κακής ποιότητας, τόσο μεγαλύτερη
θα γίνεται σταδιακά η απόδοση και πειστικότητα μηνυμάτων
που εκπέμπονται σε «Καλή γλωσσική ποιότητα» (πάνω σε δέ­
κτες που όμως ανή κουν σε ο ρισμένες κοινωνικές ομάδες, τα μι­
κ ροαστικά κυρίως στρώματα, τα λοιπά στρώμαtα της αστικής
τάξης και την κοινωνική κατηγορία των διανοουμένων). Η πο­
λιτική ευαισθησ ία των ηγετών ενδε-χομένως το έ-χει νιώσει αυτό
-χωρίς να το καταλαβαίνει, αλλιώς είναι ακατανόητα τα αίtια
της μεταστροφής των υπουργών που αρ-χίζουν να δηλώνουν πως
η γλώσσα πράγματι πάσ-χει και πρέπει να γιατρευτε.ί, ενώ λίγα
-χ ρόνια πριν θεωρούσαν το μονοτονικό σύστημα περισσότερη
δημοκρατ ία και -χρησιμοποιούσαν παρατονισμούς της γενικής
.
ή λ αϊκότ ροπους νεολογισμούς. Εξίσου -χαρακτη ριστικό είναι
ότι το μόνο κόμμα που δε φαίνεται να δεί-χνει την πρόθεση να
περάσει στην «καλή γλωσσική ποιότητα» είναι το ΚΚΕ , γιατ ί
οι κοινωνικές τάξεις στις οπο ίες κυ ρ ίως απευθύνεται παραμέ­
νουν δεκτικές τ η ς λαϊκίζουσας γλώσσας, με τα λανθάνοντα πο­
λιτικά μηνύματά της και με τις παγίδες της.
Το ζητούμενο με την πολιτική · γλώσσα ε ίναι να επιτ ρέπει το
λογικό -χε ι ρ ι σμό των μηνυμάτων της, πράγμα που μπο ρεί να
αποκλειστεί σε όλες τις «ποιότητες » . Η πειστικότητα της με­
ταγλωσσικής παρερμηνείας ωστόσο έ-χει μεγάλη κοινωνική
σημασία, ό-χι μόνο επειδή καταστρέφει την επικοινωνιακή ικα­
νότητα των δεκτών. Η μία παρερμηνεία φέρνει την άλλη και η
μεταμφίεση πολιτικών φαινομένων σε προ βλήματα αισθητικής
(καλαισθησίας της γλώσσας) επιτρέπει στην άσκηση βίας με
το λόγο να αυξάνεται, και να εφευ ρίσκονται από όλες τις με­
ριές η περιφρόνηση και η -χειραγώγηση των λα ϊκών τάξεων. Η
περιφρόνηση ε ίναι συστατικό της -χειραγώγησης και τα δύο
μαζί οδηγούν σε φαινόμενα πολύ επικίνδυνα, όπως είναι να αυ­
ξάνεται η άκριτη αποδο-χή της όποιας εξουσίας είναι ή μοιάζει
ισ-χυρ ή , και να απο-χτάει συναίνεση η άσκηση βίας . Παράδειγ-
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕ ΡΜΗΝ ΕΙΩΝ 213

μα τέτοιας συναίνεσης αποτελεί η πολιτική λειτουργία του τύ­


που και οι ερμηνείες που θα αποδώσουν την «ποιότητά» του
στην κακή ποιότητα του ελληνικού λαού.
Ο τύπος είναι χαρακτη ριστικό παράδειγμα ενός φαινομένου
τεράστιας κοινωνικής σημασίας, γιατ ί μπορεί να έχει εξαιρετι­
κά ανθεκτικές στο χρόνο επιπτώσεις, που συνοψίζονται στην
αύξηση της συμ βολικής βίας, τη γενίκευση της άσκη σης βίας
με το λόγο. Μολονότι το φαινόμενο είναι ορατό και συνειδητό,
συσκοτ ίζεται με παρερμηνε ίες και διαστρε βλώσεις. Η γλώσσα
της δη μοσιογραφίας, η γλώσσα του κατά τεκμή ριο π ροοδευτι­
κού τύπου γ ίνεται όλο και περισσότερο αυταρχική και κατα­
στροφική της επικοινωνίας . Την πλη ροφορ ία αντικαθιστά η
υπερ βολή , την ενη μέρωση ο εντυπωσιασμός, την τεκμη ρ ίωση
η σοφιστεία, την ανάλυση η αγανάκτη ση . Όλο και περισσό­
τερο οι πολιτικοί αντίπαλοι, αντί να γίνονται αντικε ίμενα κρι­
τικής , χαρακτη ρ ίζονται με επίθετα εξευτελιστικά. Η πολιτική
θέση προ βάλλεται σωστή , όχι επειδή στη ρ ίζεται σε αποδεικτι­
κή τεκμ'η ρίωσ η , αλλά με την καταφυγή στη γελοιοποίηση της
λαθεμένης άποψης ή στην ηθική καταδίκη των υποστη ρ ιχτών
της . Β ία ακραία πάνω στους αναγνώστες, που η πλειοψη φ ία του
τύπου αντιμετωπίζει σαν κάποια συνομοταξ ία μισότυφλων, που
διαβάζουν μόνο στοιχεία μεγέθους δέκα πόντων και παλιμπαί­
δων, που δ ίχως κ ρ ίση και χω ρ ίς λογική καταλαβαίνουν μόνο
τον υπερθετικό βαθμό, μόνο απειλητικές υπερ βολές , και δεν
καταλαβαίνουν τον πολιτικό συλλογισμό ούτε τα επιχειρή μα­
τα.
Το φαινόμενο έχει επιση μανθεί πολλές φορές, είναι γνωστό
και συνειδητό. Περιγράφεται όμως με την καταφυγή στην πα­
ραφθαρτική κυρίαρχη εικόνα της κακής ποιότητας , παρανόηση
που οδηγεί σε αυτόδη λες ερμηνείες και εμφανίζει την περιγρα­
φή του φαινομένου σαν την αιτία του. Επειδή ολοφάνερα η διά­
δοση αυτής της δη μοσιογραφίας οφείλεται στην κυκλοφο ριακή
επιτυχία του ε ίδους, η κακή ποιότητα του τύπου αναπόφευκτα
εξηγείται ρητά ή όχι με την κακή ποιότητα των αναγνωστών.
Η ανάλυση του εξαιρετικά σημαντικού αυτού φαινομένου,
που �α πρέπει για πολλούς κοινωνικούς λόγους να γίνει, κά­
νουμε την υπόθεση εργασίας ότι θα οδηγήσει σε τελείως δια­
φορετικό συμπέρασμα. Το έμμεσο αίτη μα των αναγνωστών στο
214 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

οποίο απάντησε ο τύπος με τη συμβολική βία θα πρέπει, όταν


μελετηθεί, να αποδειχτεί άλλο : ένα έμμεσο αίτημα ελευθερ ίας
του λόγου , κυ ρ ίαρχο στην πλειοψη φ ία των κοινωνικών τ άξεων
και επιμέρους κοινωνικών ομάδων.
Η υπόθεση ε ργασ ίας με άλλα λόγια είναι η ακόλουθη . Έν­
τονο αίσθημα ανακούφισης και απελευθέρωσης προκαλεί από
το 1974 η δυνατότητα να λέγεται και να γράφεται η αντίρ ρηση ,
η αμφισ βήτη ση , η αγανάκτηση, που χ ρόνια πολλά συνέθλιβαν·
λογοκρισίες και εμπόδιζε η άμεση και ωμή βία. Κυ ριαρχεί ένα
γενικευμένο αίτημα να απελευθερωθεί ο αντίλογος και το δι­
καίωμα κριτικ ή ς, να ελέγχονται και να λογαριάζουν τον έλεγχο
οι κάτοχοι της πολιτικής εξουσίας.
Οι εκπρόσωποι της εξουσίας του τύπου πετυχαίνουν τον
έλεγχο της γνώμης με την αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση
αυτού του αιτή ματος ελευθερ ίας και αντιλόγου. Γ κρεμίζουν τα
ταμπού, αλλά τα γκρεμίζουν αλλού από εκεί που τόσες δεκαετ ί­
ες ασκούνταν οι λογοκρισίες. Υποκαθιστούν την κριτική με
ένα είδος αθυ ροστομίας , που δίνει την ψευδαίσθη ση ελέγχου
και ε π ίκριση ς, ενώ μεταθέτει την πολιτική κριτική στο πεδίο
της ηθικής. Παραλείπουν τους τ ίτλους εξουσίας και τους αντι­
καθιστούν με χαρακτη ρισμούς μεγάλης οικειότητας (ο Αντρέ­
ας, ο Ψη λός), που μοιάζουν α π ομυθευτικ:οί των ισχυρών, ενώ
αντ ίθετα π αγιδεύουν. Όταν χρησιμοποιούνται θετικά μειώνουν
με την απατη λ ή οικειότητα την κριτική αποστασιοποίηση και
την απόδοση ευθυνών, και όταν χρησιμοποιούνται αρνητικά
καταστρέφουν την κριτική δυνατότητα, μετατ ρέποντάς τη από
ένα σύνολο πλη ροφο ριών και πολιτικών συλλογισμών σε εκ:
των π ροτέρων απόρριψη με χαρακτη ρισμούς μειωτικούς. Η
συστη ματική υποκατάσταση της πολιτικής από την ηθική διά­
στaση καλλιεργεί την άκριτη αποδοχή α π ό τους αναγνώστες
του ρόλου του οπαδού ή του αντιπάλου. Τους αφαιρεί την ευθύ­
νη του λογικού χει ρισμού των δεδομένων, ώστε να συμφωνή­
σουν κατά τα επιχειρ ή ματα ή να διαφωνήσουν, αφαιρώντας
τους σε τελευταία ανάλυση το δικαίωμα στην κρίση .
Γκρεμίζοντας τα ταμπού αλ λ ού από εκεί που ασκούνταν οι
λογοκρισίες, π αραβιάζει ο τύπος κανόνες της κοινωνική ς ηθι­
κής, π αραβιάζει τα λεκτικά η θικά ταμπού και αυτό δίνει μια
τεράστια ψ ευδαίσθηση τ όλμη ς και αντιλόγου που είναι χειρό-
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ Μ ΕΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕ ΡΜΗ Ν Ε ΙΩΝ 215

τερη από τις παλιές λογοκρισίες, γιατ ί εμποδίζει και αυτ ή την
κριτικ ή , τον αντίλογο και τον έλεγχο των κυβερνητών, αλλά
δίχως να το καταλαβαίνουν οι αναγνώστες . Ασκεί βία πολιτι­
κ ή , που ενισχύει την εξουσία των η γ ετών, κυβερνώντων και
αντιπολίτευσης. Και όταν το σπουδαίο αυτ ό πολιτικό φαινό­
μενο γίνεται αντιληπτό σαν κακ ή ποιότητα, που θεωρείται α­
ποτέλεσμα της κακ ή ς ποιότητας των αναγνωστών, εμποδίζον­
ται οι αναγνώστες να συνειδητοποιή σουν τη συμπαιγνία σε βά­
ρος τους και καταδικάζονται επιπλέον με την ύστατη περιφρό­
νηση ότι τους παρέχεται αυτό που αξίζουν.
Η πανίσχυ ρη λαϊκιστικ ή γλώσσα και η παντοδύναμη λαϊκι­
στική δημοσιογραφία, που ελέγχουν τη γνώμη των πολιτ ών με
βιαιότατα μ έ σα, θα χάσουν μεγάλο μέρος από την αποτελεσμα­
τικότητά τους, μόνο εφόσον γίνει φανερ ή και μπορέσει σπά­
ζοντας τα φράγματα των παρερμηνειών να γίνει κατανοητ ή η
κοινωνικ ή τους λειτου ργία και οι πολιτικοί τους στόχοι. Για
να γίνει αυτό π ρέπει οι επαγγελματ ίες διανοούμενοι να διατη­
ρούν σε εγρ ή γο ρση τη συνείδηση ότι και αυτοί ανή κουν στην
κοινωνία (σε ο ρισμένη κοινωνικ ή τάξη και στην ιδιαίτερη
κοινωνικ ή κατη γο ρ ία των παραγωγών ιδεών) και αυτό τους κα­
θορίζει. Να μάχονται ενάντια στην «επαγγελματικ ή τους ιδεο­
λογία» (την πίστη στη φυσικ ή τους ανωτερότητα), ώστε να
μην περιφρονούν τις λαϊκές κοινωνικές τάξεις, τη γλώσσα τους,
την παιδεία-κουλτού ρα και την ικανότητα των μελών τους να
κ ρ ίνουν ποια προ βλ ή ματα έχουν. Να δείχνουν οι διανοούμενοι
λιγότερη έπαρση , ώσ τε να βλέπουν ότι δεν είναι καλαισθησία
η τ ρομοκρατικ ή γλώσσα της μορφωτικ ή ς τους ανωτερότητας,
ούτε απουσία καλαισθησίας ο εξ ίσου αυταρχικός λαϊκισμός.
Τέτοιου ε ίδους αυτοέλεγχος των διανοουμένων (γιατ ί αυτοί έ­
χουν τ ο λόγο) θα μπορέσει ίσως να π ροστατέψει και την εθνι­
κ ή ταυτ ότητα από την εικόνα της άθλι ότητας, που οδηγεί σε
ό λο και μεγαλύτερο ιδεολογικό κενό και είναι ίσως το τελευ­
ταίο και σημαντικότερο αίτιο όλων των φαινομένων που έχ ουν
σχέση με την ελληνικ ή γλώσσα και την άσκηση εξουσίας
στην ελληνικ ή κοινωνία.
Η ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΉ ΚΑΤΑΦΥΓΉ
ΣΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ο π ροφητικός λόγος διανοουμένων που περιγράφει την ελλη­


νική γλώσσα σαν υπο βαθμισμένη και κακής ποιότητας περιέ­
χει τις παρακάτω θέσεις . Αξιολόγηση του ιστορικού γλωσσι­
κού ζητήματος σαν να ήταν τεχνητό πρό βλημα που δη μιουργή­
θηκε από τον κακό χαρακτή ρα των ελλήνων γλωσσολόγων. Α­
ξιολόγηση της ελληνικής γλώσσας, που ταυτίζει την καθαρεύ­
ουσα με το «υψη λόν » ύφος και παράλληλα καταδικάζει τη δη­
μοτική σαν κατασκεύασμα του δογματισμού των δημοτικιστών.
Προ βολή σαν σωστής και γλώσσας καλής ποιότητας του μίγ­
ματος δημοτικής και καθαρεύουσας, που έχει « κυρίως» καθα­
ρευουσιάνικη δομή . Περιγραφή της γλωσσικής πραγματικότη­
τας με τ ους ό ρους « φτωχή » και « υπο βαθμισμένη >> γλώσσα, εξή­
γηση της « παρακμή ς » αυτής με αναφορά στη νομιμοποίηση
της δημοτικής και πρόταση αναπλουτισμού με την « αναγωγή »
της γλώσσας στις αρχαίες « ρίζες ».
Ο προφητικός αυτός λόγος, όπως διατυπώνεται στην πιο επε­
ξεργασμένη εκδοχή του, από τον σο βαρότερο και πιο έγκυρο
εκπρόσωπό του, λέει συγκεκριμένα τα ακόλουθα.
(α) Αξιολόγηση του ιστορικο6 γλωσσικο6 ζητήματος: Χρειά­
ζεται «μια απάντησι στο συχνά επαναλαμβανόμενο αμε ίλικτο ε­
ρώτημα, γιατί η γλωσσολογία στην Ελλάδα δεν έφτασε νωρίτε­
ρα στους προβληματισμούς τουλάχιστον της γλωσσικής επιστή­
μης ( ) . Η απάντησι είναι απλή μαζί και τραγική: (. . .) οι γλωσ­
. . .

σολόγοι μας (. . .) δεν ασχολήθηκαν τόσο με την μελέτη (. . .) της


γλώσσας (. . .), όσο αποκλειστικά σχεδόν με την ιστορία της ελ­
ληνικής γλώσσας, σε σχέσι συνήθως με την γλωσσική έριδα κα­
θαρευούσης-δημοτικής. (. . .), δεν μπόρεσαν (. . .) ν αποφύγουν την
·

εμπλοκή τους στο γλωσσικό, όπου κατανάλωσαν πολύτιμες δυνά-


Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΓΛΩΣΣΙΚΩΝ Π Α ΡΕ ΡΜΗΝΕΙΩΝ 217

μεις (. . .). Ο ι νεώτεροι (. . .) γλωσσολόγοι έδωσαν τ ο προβdδισμα


στην επιστημονική έρευνα, αντιμετωπίζοντας με μεγαλύτiρη
νηφαλιότητα, ρεαλισμό κι επιστημονική διdθεσι το γλωσσικό ζή­
τημα, που έπαψε πια να ε ίναι το κύριο μέλημd τους. Έτσι σήμε­
ρα, με μεγdλη ομολογουμένως καθυστέρησι και δυσανάλογα
πολύ χαμένο χρόνο για την λύσι ενός προβλήματος απλού και
εύκολου στην βdσι του, διαπιστώνουμε πως (. . .) η γλωσσολογία
έχει αρχίσει να παρακολουθή τις σύγχρονες κατευθύνσεις της
γλωσσικής επιστήμης σε διεθνές επίπεδο » 3 •
Το παράθεμα αυτό λέει ότι υπάρχει ένα πολύ σοβαρό και α­
ναπάντητο ερώτημα, του οποίου ωστόσο η απάντηση είναι «α­
πλή », αρκεί να κοιτάξει κανε ίς το φαινόμενο και προ βάλλει
μόνη της: οι γλωσσολόγοι «μας » παρασύρθη καν στην έ ριδα.
Εκτός από τόσο απλή , η απάντηση είναι και «τραγική >>, ο κα­
κός αυτός χαρακτή ρας των γλωσσολόγων καθυστέρησε την ε­
πιστήμη δ ίχως λόγο, αφού το πρόβλημα ήταν τελικά «απλό και
εύκολο » 4 • Με άλλα λόγια, δε χρειάζεται να αναρωτιόμαστε πια
γιατ ί υπή ρξε το γλωσσικό ζήτημα. Η απάντηση είναι ότι οι
γλωσσολόγοι (μέχ ρι τους νεώτερους) στάθη καν φανατικοί, αλ­
λά και τυφλο ί, εφόσον το γλωσσικό ζήτημα οφείλεται στην
αδυναμία τους να δουν το «απλό » και «εύκολο ».
Η περιγραφή του ιστορικού φαινομένου (οι γλωσσολόγοι
τσακώνονταν από τον καιρό του Ψυχάρη) προτείνεται σαν εξή­
γηση , με την παραπομπή στην ηθική διάσταση. « Ερμηνεία» εί­
ναι η καταφυγή στα ηθικά χαρακτηριστικά κάποιων διανοουμέ­
νων. Πέρα από την απολύτως αθέμιτη μεθοδολογικά εξήγηση
ενός ιστο ρικού φαινομένου με την καταφυγή στον κακό χαρα­
κτή ρα των ατόμων, η επανάληψη των επιθέτων « απλό» και «εύ­
κολο » υπο βάλλει στον αναγνώστη την ιδέα ότι αν δε βλέπει κι
αυτός το « απλό » και «εύκολο » είναι είτε ανόη τος είτε φανατι­
κός. Τον εμποδίζει έτσι να καταλάβει ότι το ζήτημα της ερμη­
νείας παρακάμπτεται και στη θέση της ερμηνείας π ροτείνεται η
η θική αξιολόγηση της συμπεριφοράς των ατόμων, και «επι­
στη μονική , ουδέτερη και νηφάλια» ονομάζεται η ηθική κατα­
δίκη όλων των γλωσσολόγων της χώρας και όποιου άλλου έχει
διαφορετική άποψη από το συγγραφέα.
Το γλωσσικό ζήτηι:ια, όπως γράφει αλλού , αρχίζει πριν το
Χριστό 5 , αλλά « Ό, τι μπορεί κανείς να ψέξη στην εξέλιξι του
218 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

γλωσσικού ζητήματος - χαρακτηριστικό μιας μονιστικής και


φανατικής νοοτροπίας και ένδειξι συγχρόνως αφελούς, υπερα­
πλουστευτικής θεωρήσεως των πραγμάτων - είναι ότι και όταν
ακόμη δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για μια σωστή
θεώρησι, επικράτησαν πάλι οι μονιστικές θέσεις κι εμπόδισαν
μια ταχύτερη λύση του γλωσσικού ζητήματος. (. . .) Πρέπει γενι­
κά να παρατηρηθή ότι, μετά το ψυχαρικό ιδίως κίνημα και τις
συνέπειές του, η εξεύρεσι λύσεως για το γλωσσικό ζήτημα πο­
λώθηκε μέσα στην αντίθεση "καθαρεύουσα-δημοτικη'" και στο
επακόλουθο δίλημμα της "ψευδοδιγλωσσίας" ,,6_
' Εχει μνη μονεύσει το αττικ:ιστικ:ό κ: ίνημα ονομάζοντάς το
«κ:αταστρεπτικ: ό » (πάλι ηθικ:ή καταδίκ:η στη θέση της ε ρμηνε ί­
ας) , αλλά τονίζει ότι πρέπει να ψέξουμε το ψυχαρικό κ: ίνη μα,
γιατί τότε ήταν κ:ατάλλη λες οι συνθήκ:ες για τη «σωστή » αντι­
μετ ώπιση του γλωσσικ:ού . Μολονότι η π ροτ ίμηση αυτή στον
Ψυχάρη σαν τον κ:ύριο υπεύθυνο του κ:ακ:ού είναι ιδιαίτερα α­
ποκ:αλυπτικ:ή , το σημαντικ:ότερο σήμερα ε ίναι άλλο . Ε ίναι το
γεγον ό ς ότι ο επιστημονικός παρατη ρητής των ιστο ρικών
φαινομένων έχει ρόλο του να «ψέγει» το λάθος κ:αι να επαινεί
το σωστό. Ε π ιστη μονικ:ή αντιμετώπιση ονομάζεται ρητ ά η
ηθικ:ή αποτ ίμησ η , που αποδίδει «ψόγο » στην ιστο ρ ία, όταν αυ­
τή εξελίσσεται σε «λάθος » δρόμο, κ:αι μάλιστα τότε που ήταν
«Κ:ατάλλη λες » οι συνθή κες για να πάρει το δ ρόμο το «σωστό ».
Το « λάθος », συνεχίζει ο συγγραφέας, ήταν επιπλέον τερά­
στιο , γιατ ί η περίφημη διγλωσσία που ταλαιπώρησε την Ελλά­
δα αιώνες δεν υπή ρξε καν, ήταν «ψευδοδιγλωσσία» κ:αι «ψευ­
δοδίλημμα» : Μετά το ψυχαρικό κ:υ ρ ίω ς κ:ίνη μα κ:αι τις συνέπει­
ές του, « Υποστηρ ίχθηκε κατά κόρον - και πιστεύθηκε τελικά
-(. . .) ότι η επιλογή είναι ανάμεσα σε δύο γλ ώσσες (''διγλωσσί­
α"), την "γλώσσα" της καθαρευούσης και την " γλώσσα" της
δημοτικής. Έτσι οι δυστυχείς Νεοέλληνες (. . .) βυθίζονταν στο
χάσμα ενός ψευδοδιλήμματος και αυτοδεσμεύονταν στα στενά
όρια μιας τεχνητής πολώσεως (. . .). Η πραγματικότητα ήταν (. . .)
διαφορετική. Η ελληνική γλωσσική κατάστασι δεν απετέλεσε
ποτέ μιαν "εξ ορισμού" ανυπέρβλητη διγλωσσία (bίlίngualίsm) ·
κατά βάσιν δεν ήταν παρά μια γλωσσική διμορφία ή δι-ϋφία (dί­
glossίa). Όχι δύο διαφορετικές γλώσσες (δύο φωνολογικά, δύο
μορφολογικά, δύο συντακτικά και λεξιλογικά συστήματα), αλλά
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ Μ ΕΤΑΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕ ΡΜΗΝΕΙΩΝ 219

δύο παράλληλες μορφές μιας και της αυτής γλώσσας ή. αλλιώς,


επιφανειακές διαφοροποιήσεις μιας ενιαίας, υποκειμένης γλωσσικής
βάσεως » 7 •
Συνέπεια του ψυχαριιωύ κινήματος ήταν λοιπόν η «κατά κό­
ρον» επανάλη ψη ενός «λάθους», ενώ «στην πραγματικότητα»
και «κατά βάσιν» υπάρχει μόvο μία γλώσσα. Το ιστορικό
γλωσσικό ζήτημα, που από τον καιρό του Ψυχάρη δη μιούργη­
σε διαδη λώσεις με τραυματίες και νεκρούς το 1 90 1 , που έκανε
τον Ελευθέριο Βενιζέλο να λέει στη Βουλή το Φε βρουάριο του
1 9 1 1 ότι προσπαθεί η αντιπολίτευση με αφο ρμή το γλωσσικό
να ρίξει την κυ βέρνηση , που οδήγησε δύο φορές τον Αλέξαν­
δρο Δελμούζο στα δ.ικαστή ρια, που το 1 964 ακόμα προκάλεσε
μεγάλη πολιτική σύγκρουση και τόσα άλλα γνωστά, το ιστορι­
κό αυτό ζήτημα ήταν ένα « ψευδοδίλημμα». Ένα κοινωνικό
πρό βλημα τόσο οξύ και μακρόχρονο ε ίναι απλούστατα ψευτο­
πρό βλημα, που οφείλεται σε δύο « λάθη », το ένα μετά το άλλο :
στο φανατισμό των γλωσσολόγων, και ύστερα στη μεγάλη αφέ­
λεια των «δύστυχων Νεοελλήνων» (αφού η επανάληψη άρκεσε
για να τους κάνει να πιστέψουν σ ' ένα «λάθος » ) .
Για να στη ρ ίξει τέλος ο συγγραφέας το «σωστό », αποσιωπά­
ει ότι όχι μόνο ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης (γιατ ί αυτός στα
συμφραζόμενα ανή κει στους φανατικούς που διέδωσαν το λά­
θος) , αλλά και «νεώτεροι γλωσσολόγοι», όπως ο Μιχάλης Σετά­
τος, που δεν μπορεί κανείς να «ψέξει» για φανατικό, υποστη­
ρ ίζουν πως η καθαρεύουσα και η δη μοτική είναι δύο γλωσσικά
συστή ματα (φωνολογικά και συντακτικά) διαφο ρετικά.
Έτσι, η ηθική καταδίκη του « λάθους» και ή αποσιώπηση
της αμφισ βήτησης του «σωστού » κάνουν ατ ράνταχτο και αυ­
ταπόδεικτο το «σωστό ».
( β) Αξιολόγηση της ελληνικής γλώσσας: Η επίσημη μορφή
της ελληνικής γλώσσας, κατάλλη λη για τον επιστη μονικό λό­
γο είναι η καθαρεύουσα : « Ή γλώσσα τής έπιστήμης ήτο καi εί­
ναι, είς κύριον λόγον, ή κατ ' έξοχην «λογία μορφή γλώσσης », τ. ε.
τό ϋφος καθαρεύουσα. Τοί5τ αύτό συμβαίνει είς την γλωσσικην

έκ.φρασιν έπισήμων έκδηλώσεων (έπ ίσημοι λόγοι κ. λ. π.) κ. ο. κ.


Ε'ίτε άρέσει είτε όχι ή καθαρεύουσα θεωρείται είς την συνείδησιν
τών πλείστων έκ τών 'Ελλήνων ώς τό "ύ ψηλόν ϋφος", τό "επίση­
μον ύφος", τό ϋφος τό όποίον άρμόζει είς τάς άντιστοίχους γλωσσι-
220 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΙΔΕ ΟΛΟΓΙΑ
κάς καταστάσεις. . . " 8•
Με ρ ι κά χ ρό ν ι α αρ γότερα, ο συ γγ ραφέας υποστη ρ ίζε ι : «Α πο­
τελώντας για χρόνια το κύριο όργανο εκφράσεως του γραπτού λόγου
κι ενός μικρότερου μέρους του επ ίσημου προφορικού λόγου, η απλή
καθαρεύουσα καλλιεργήθηκε συστηματικά κι εξελίχθηκε σε γλωσσι­
κό όργανο με υψηλή επικοινωνιακή δύναμι στην περιοχή του επι­
στημονικού ιδίως λόγου » 9• «Η καθαρεύουσα ως κύριο όργανο εκ­
φράσεως της νεοελληνικής επιστήμης, του νεοελληνικού βίου και
0
πολιτισμού έχει προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες. . . » 1 •
Συ γ χρόν ως, δη λών ει ρητά: «Α υτό φυσικά δεν σημαίνει (. . .) ότι
υποστηρίζω και την χρήση της καθαρεύουσας ως επ ίσημης γλώσ­
σας» 1 1 • Ωστόσο υποστη ρίζει ότι η « Κο ινή Νεοελλη νι κψ• εί­
ν αι μ ι α τ ρ ίτη γ λώσσα, «προϊό ν συ ν θέσεως » της δη μοτικής και
της καθαρεύουσας, με φωνολογία «κυρίως » της καθαρεύουσας
1
και σύνταξη «κυρίως » της καθαρεύουσας 2 •
Η καθαρεύουσα λοιπόν , το « γ λωσσικό » αυτό «όργανο » με
τη ν «υψηλή επικοιν ων ι ακή δύναμη » , έχει επι βάλει τη φωνολο­
γία και τη σύ νταξή του στην « κοινή νεοελλη ν ική » . Παρά όμως
αυτή την εξέλιξη , υπάρχει «γλωσσικό πρό βλημα » στο ν «τόπο
μας σήμερα» και αυτό είν αι η κακή ποιότητα της « νεοελληνι­
κής •>, επειδή ασκε ίται δημοτικιστική τ ρομοκρατ ία, εμποδίζε­
ται η « αρχή » της «ελευθερίας τη ς γλώσσας » και δε γίνεται
α π οδεκτή «η ενιαία πρότυπη εθνική γλ ώσσα » : «Στον τόπο μας
υπάρχει σήμερα "γλωσσικό πρόβλημα" (. . .) Πρόβλημα αποτελεί
πλέον η ίδια η χρήση της νεοελληνικής, μιας γλώσσας άχρωμης,
τεχνητής, φτωχής, υποβαθμισμένης. . . » 1 3 • Αίτιο αυτής της
κακής κατάστασης είναι ο ι «εσφαλμένες αντιλήψεις και παρανοή­
σεις για την χρήση της γλώσσας, παρεξηγήσεις για την προέλευση
των στοιχείων που πρέπει να χρησιμοποιούνται (ο εσκεμμένος απο­
κλεισμός ή υποβιβασμός του ρόλου λογίας προελεύσεως στοιχείων).
(. . .) ο αφόρητος μιμητισμός ξένων στοιχείων, που οδηγε ί σε ρύ­
πανση και αλλοιώσεις της φυσιογνωμίας της γλώσσας » 1 4 •
Και μολονότι ο συγγ ραφέας βε βαιώνει : «Δεν επιτεθήκαμε στην
Δ ημοτική>> 1 5, «δεν αντιδικούμε· με κανένα, το επαναλαμβάνω» 1 6
ξαν ατονίζει σε πολλά κείμεν α τ η ν καταδίκη τ ο υ δημοτ ι κιστι­
κού φαν ατισμού που φτωχαίνει τη γλώσσα: «Γι αυτό είμαστε '

ριζικά αντίθετοι προς τις καθαρολόγες δημοτικιστικές απαγορεύ­


σεις, που αποτρέπουν από τη χρήση στοιχείων τα οποία κακώς χα-
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤ ΑΓ ΛΩΣΣΙ ΚΩΝ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΩΝ 221

ρακτηρ ίζονται ως λόγια ή αντιλαίΚά. (. .) Η "δημοτικιστική


.

τρομοκρατία" (. . .) λειτουργεί ως ανασταλτικός φραγμός » 1 7 • Η


γλωσσική ποιότητα βλάπτεται από « τα ψευδοδιδάγματα της
φτειαχτής δημοτικίστικης δημοτικής », και «είναι καιρός να σταματή­
σει πια αυτή η γλωσσική τρομοκρατία » 1 8•
« Ριζικά αντ ίθετος» λοιπόν με τη «δη μοτικιστική τ ρομοκρα­
τ ία» και τη «φτειαχτή δημοτικίστικη δη μοτική », υπερασπίζε­
ται την «αρχή » της ελευθερίας : «Μια τρίτη αρχή (. . .) είναι η
ελευθερία στην γλώσσα, που πρακτικά σημαίνει ελευθερία στις επιλο­
γές των λέξεων, των γραμματικών τύπων και των συντακτικών
σχημάτων που διαθέτει η νεοελληνική. Με άλλα λόγια, η αξιοποίηση
της πολυμορφίας και της πολυφωνίας που προσφέρει η ίδια η γλώσσα
μας ως απόληξη γλωσσικής επεξεργασίας χιλιάδων ετών» 19•
Η αντίφαση στα παραπάνω είναι πιο αποκαλυπτική απ ' όλα.
Από τη μια δηλώνει ότι η Κοινή Νεοελληνική είναι αυτή η
«σύνθεση » που έχει γίνει από την παράλλη λη χρήση των δύο
γλωσσών, άρα η γλώσσα αυτή (η τ ρ ίτη μορφή με τη φωνολο­
γία και τη σύνταξη της καθαρεύουσας) υπάρχει, μιλιέται και ο
συγγραφέας απλώς την περιγράφει, έτσι όπως είναι και . άρα
όπως μιλιέται. Συγχρόνως κη ρύττει τη γλωσσική παρακμή και
ζητάει «ελευθερ ία» στη γλώσσα, δη λαδή ζητάει αρχαιοπρεπή
πολυτυπία, που ονομάζει πλούτο και ποιότητα γλωσσική . Με
άλλα λόγια, μολονότι δηλώνει ότι αυτή η γλώσσα υπάρχει,
συγχρόνως διεκδικεί την « ελευθερία» που θα την κάνει να υ­
πάρξει, ώστε να πάψει το «γλωσσικό πρό βλη μα» της «φτωχής»
και «υπο βαθμισμένης » «νεοελληνικής».
Η αντ ίφαση αποκαλύπτει πόσο ρυθμιστική (και όχι «περι­
γραφική ») είναι η παρέμ βαση του συγγραφέα. Για να σταματή­
σει η παρακμή της «νεοελληνικής», πρέπει να θεσμοθετηθεί η
γ λωσσική «ελευθερία », που θα ε π ιβάλει τη χρήση της «κοινής
νεοελληνική ς » . Μα αυτή η « Κοινή » είτε υπάρχει, έχει διαμο ρ­
φωθεί και μιλιέται, ή δεν υπάρχει. Αν υπάρχει, δε χρειάζεται
βέ βαια να επιβληθεί, αφού μιλιέται . Αν μιλιέται, δεν υπάρχει
γλωσσική παρακμή , αφού αυτή η « Κοινή » είναι τόσο κοντινή
στην καθαρεύουσα και η καθαρεύουσα είναι η καλή ποιότητα
και το υψη λόν ύφος. Για να υπάρχει κακή ποιότητα, θα πρέπει
άλλη να είναι η «νεοελληνική » και άλλη η «κοινή νεοελληνι­
κή >>, ή θα πρέπει η « Κοινή νεοελληνική » να μην είναι τόσο
222 Γ ΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

«κοινή >> , ή μάλλον η περιγραφή της να μην είναι κ αι τ όσο cc πε­


ριγραφική ».
Η
(γ ) Το γλωσσικό π ρότυ πο: γλωσσική ελευθε ρ ία (ελευθερία
επιλογών ανάμεσα σε συντακτικές δομές που «π ροσφέρει » η
πολυχιλιετής ιστο ρία της γλώσσας) μαζί με την καταδίκη της
δημοτικής και των δη μοτικιστών οδηγεί τελικά στο «ζήτημα
τ ης ενιαίας πρότυπης εθνικής γλ ώσσας » 2 0 • Και ενιαία πρότυπη
εθνική γλώσσα είναι η «διαχρονική » γλώσσα: «Γιατί οι αληθινές
ρ ίζες της Ελληνικής συμπλέκονται αδιαχώριστα στην λαλιά του
Μακρυγιάννη και στην γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών, στους
βυζαντινούς ύμνο υ ς κ α ι στην γλ ώσσα του Ευαγγελ ίου, στην γλώσ­
σα των έργων των κλ ασικών συγγραφέων μας μέχρι τα ηρωικά
τραγούδια του "παππού των Ελλ ήνων", του Ομήρου. Αυτό εννοούμε
(. . .) ενιαία στην διαχρονική τη ς ενότητα ελληνική γλώσσα» 2 1 • Η
ελευθερ ία να επιλέγει κανείς «λέξεις », « γραμματικο ύ ς τύπους »
και «συντακτικά σχήματα» από τον Όμη ρο μέχρι το Μακ ρυ­
γιάννη διατη ρεί cc ενιαία στη διαχ ρονική της ενότη τα» την ελ­
ληνική γλώσσα, αλλιώς ο περιο ρισμός στη φωνολογία της δη­
μοτικής και τη σύνταξη της δημοτικής οδηγεί σε υποβάθμιση
της γλώσσας και κακή ποιότητα.
Ο συγγραφέας σίγου ρα γνωρίζει ότι το «πρό τυπο » αυτό της
cc ενιαίας στη διαχρονική της ενότητα» εθνικής γλώσσας ε ίναι
τ ο καθαρευουσιάνικο γλωσσικό ιδανικό, αλλά πιστεύει συγχρό­
νως ότι αυτό το π ρότυπο αποτελεί την καλή γλωσσική ποιότη­
τα. Γι ' αυτό γράφει: ccKι όσοι μας κατηγορούν πως π αρεισάγουμε
έτσι ή υιοθετούμε σιωπηρώς την καθαρεύουσα, ας ξανασκεφτούν
(. . .) τις συνέπειες τέτοιων (. . .) απαγορευτικών αρχών, που οδηγούν
απευθείας σε αποδυνάμωση της σύγχρονης Ελληνικής και σταθερή
υποβάθμιση της γλωσσικής μας επικοινωνίας» 22 • Και παρακάτω :
«Γι αυτό φοβόμαστε - και τ ο διακηρύσσουμε - π ω ς η αποκοπή
·

α πό τις ρ ίζ ες της γλ ώσσας μ ας , τ ο ν αρχαίο ελ λ ηνικό λόγο (. . .), την


λdγια βυζα ντινή και νεοελληνική παράδοση (. . .) μόνο σε φτώχεια ή
ξενοκρατία μπορεί να οδηγήσει» 2 3 •
Τέλος, η ελληνική γλ ώσσα δε χρειάζεται δάνεια από ξένες
γλώσσες , έχει ιδιαίτερο χαρακτη ριστικό, το «προνόμιο » να εί­
ναι γλώσσα αυτά ρκης : «η ελληνική γλώσσα προσφέρεται όσο λί­
γες άλλες γλώσσες για ,εσωτερική ανανέωση και πληρότητα μέσα
από το ίδιο το γλωσσικό (ετυμολογικό και λοιπό) υλικό της» 2 4 •
Η ΣΗΜΑΣ ΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΓΛΩΣΣΙ ΚΩΝ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΩΝ 223

«Ιδιαίτερο προνόμιο ( . .) της ελληνικής γλώσσας ( . .), το προνό­


μιο της γλώσσας μας να ανανεώνεται εσωτερικά μέσα από τα στοι­
χεία της παραδόσεώς της, χωρίς να καταφεύγει σε "εξωτερικό δα­
νεισμ ό" » 2 5 .
Συμπερασματικά, το γλωσσικό πρότυπο είναι η επιστροφή
στις « ρ ίζες » της γλώσσας « μας » που είναι «αδιαχώριστα » η
«γλώσσα του Μακρυγιάννη » και «Ο αρχαίος ελληνικός λόγος »
μέχρι «τα τραγούδια του Ομή ρου ». Η λέξη «λόγος » για τα α ρ­
χαία δίνει ζωντάνια, δη λαδή την άφατη πληροφο ρ ία της ζων­
τανής αρχαίας γλώσσας και επιτρέπει στο συγγραφέα να αποφύ­
γει τη μνεία των πολλών συστημάτων που αποτελούν την αρ­
χαία γλώσσα από την ομη ρική εποχή . « Ρίζες » της γλώσσας
«μας » είναι λοιπόν η διαχρονική διάσταση και ζητούμενο είναι
η « ενιαία» και « πρότυπη » « εθνική γλώσσα», που θα χρησιμο­
ποιεί τον πλούτο των « ριζών», για να σωθεί η «νεοελληνική >>
από τη φτώχεια. Αναπλουτισμός με « αναγωγή » στις αρχαίες
26.
« ρ ίζες »
Θα αφήσουμε κατά μέρος το αδιανόητο «προνόμιο » της ελ­
ληνικής , που δεν έχει ανάγκη (όπω ς έχουν η ρωσική ή η αγγλι­
κή) από εξωτε ρικό δανεισμό, και αρκεί να ψάχνει τις «Καινού­
ριες » λέξεις στον Όμηρο. Θ.α αφήσουμε κατά μέρος την «Ου­
δετερότη τα» και τη «νηφαλιότητα» που δείχνει η περιγραφή
της εισαγωγής ξένων λέξεων με τον όρο « ρύπανση ». Θα αφή­
σουμε τους όρους «ενιαία πρότυπη εθνική γλώσσα» και «ενιαία
στη διαχρονική της ενότητα γλώσσα», και το επίθετο « αληθι­
νές » που π ροσδιορ ίζει τις « ρ ίζες » της γλώσσας (γεννώντας επι­
πλέον την απορ ία, ποιες άραγε ψεύτικες ή κ ίβδηλες « ρ ίζες » της
γλώσσας υπονοεί για να τις ξεχω ρ ίζει από τις «αληθινές »). Και
θα υπογραμμίσουμε μόνο τη ρητή από το συγγραφέα άρνηση
ότι λέει αυτό που λέει, με την οποία συμπλη ρ ώνεται η άποψη
και πρότασή του. Υμνεί, όπως είδαμε, την καθαρεύουσα σαν το
«γλωσσικό ό ργανο » με την «υψηλή επικοινωνιακή δύναμη » και
προσθέτει «δεν υποστ η ρ ίζω την καθαρεύουσα». Περιγράφει τη
δη μοτική με επίθετα υ β ριστικά, της αποδίδει την ευθύνη της
γλωσσικής παρακμής και π ροσθέτει «δεν επιτεθή καμε ποτέ στη
δη μοτική ». Γ ράφει ότι πολύ «σωστά» η Πολιτε ία νομοθέτησε
τη γλωσσική μεταρρύθμιση του 1 976 και προσθέτει ότι π ρέπει
το ταχύτερο να αποσυ ρθεί η γραμματική της δημοτικής από τα
224 ΓΛ ΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
σχολεία και στη θέση της να μπει η γραμματική της « Κοινής
νεοελληνικής » (της «τρίτης » γλώσσας που αναφέρεται παραπά­
νω) 2 7 •
Πώς να περιγράψουμε αυτή την αντ ίφαση ; Ο συγγραφέας λέ­
ει μιαν άποψη και συγχρόνως λέει ότι δεν τη λέει. Γ ιατί όμως
παγιδεύονται οι αναγνώστες και δια βάζοντας διαπιστώνουν ότι
πράγματι, όπως λέει, δε λέει αυτό που λέει; Η απάντηση είναι,
νομίζουμε, αρκετά περίπλοκη , γι ' αυτό θα ξαναγυρίσουμε στο
ίδιο ερώτημα παρακάτω .
Βασική παγίδα είναι η λέξη « ρ ίζες » της γλώσσας (όρος με
μεγάλη επιτυχία που χρησιμοποιείται από πολλούς συγγρα­
φείς), γιατί ε ίναι επιστη μονικά λαθεμένη , αλλά πολύ έντονα
αληθοφανής. Η γλώσσα έχει παρελθόν και ιστο ρία, άρα τι πιο
«σωστ ό » από τη διατύπωσ η , έχει « ρ ίζες » . Η παρομοίωση του
δέντ ρου ανακαλεί την εμπειρική γνώση από το φυσικό περι­
βάλλον για τη σημασία που έχουν οι « ρ ίζες » . Όλοι ξέρουμε
ότι το δέντ ρο μπορεί να κακοπάθει, μα θα ξαναφυτ ρ ώσει, αρκεί
να μην καταστ ραφούν οι ρ ίζες . Έτσι, η λέξη « ρ ίζες » καλύπτει
ολόκλη ρο το νοη ματικό χώρο και κάνει άκριτα αποδεκτή μιαν
άποψη όχι μόνο επιστημονικά λαθεμένη , αλλά και λογικά άτο­
πη .
Πέρα από το γεγονός ότι στοιχειώδεις γλωσσολογικές γνώ­
σεις απαγορεύουν να περιγράφεται μια γλώσσα σαν δέντρο ή
φυτό ή βιολογικός ο ργανισμός, η εξήγηση της φτώχειας με την
απομάκρυνση από τις ρίζες είναι και λογικά αθέμιτη . Εφόσον
συστατικό της ζωής και της διάρκειας των γλωσσών ( π ράγμα
που ρητά δεν αμφισ βητεί απολύτως κανένας) είναι η εξέλιξη
και η αλλαγή , η κάθε γλώσσα ασταμάτητα μέσα στο χ ρόνο,
όσο μιλιέται , απομακ ρύνεται από τις « ρ ίζες » της και δεν μπο­
ρεί παρά να απομακρύνεται ακρι βώς επειδή μιλιέται.
Ο αναπλουτισμός με τα αρχαία ελληνικά είναι συλλογισμός
σημασιολογικά ανώμαλος, γιατ ί στη ρ ίζεται σε δύο λανθάνοντα
αξιώματα που αλλη λοαποκλείονται λογικά. Η θέση , η γλώσσα
φτωχαίνει επειδή απομακρύνεται από τις ρ ίζες, στη ρ ίζ εται στο
λανθάνον αξίωμα ότι δεν πρέπει να απομακρύνεται από τις ρ ί­
ζες, άρα δεν πρέπει να εξελίσσεται και να αλλάζει . Η θέση , η
φτωχή και υπο βαθμισ μένη γλώσσα θα ξαναπλουτ ίσει με την
«αναγωγή » της στα αpχαία ελληνικά, στη ρίζεται στο λανθά-
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΓ ΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙ ΩΝ 225

νον αξίωμα ότι πρέπει να αλλάξει, αλλά προς την αντ ίθετη κα­
τεύθυνση , να « ανανεωθεί» με την « αναγωγή » στις αρχαίες ρί­
ζες . Contradictio terminis (ανανέωση = αλλαγή π ρος τα πίσω)
που γίνεται παγίδα, γιατ ί επιτ ρέπει στους χρήστες της να υπε­
ρασπίζονται τη στασιμότητα της γλώσσας και συγχρόνως την
αλλαγή της, να προτείνουν να σταματήσει η « λαθεμένη » αλλα­
γή , που οδηγεί στην παρακμή και να αρχίσει η «σωστή » αλλα­
γή , που θα την καθαρίσει από τη « ρύπανση » και θα την πλου­
τίσει με . . . ομη ρικούς νεοελληνισμούς.
Όλα τούτα, παλιά και παλιωμένα (από το 1 85 3 που γράφεται
από τον Π. Σούτσο Ή Νέα Σχολή τοϋ Γραφομένου Λόγου μέχρι
τους τελευταίους επιθετικούς καθαρευουσιάνους της δεκαετίας
του 1 950) δε θα είχαν πολλή σημασία, αν δεν υπή ρχε το φαινό­
μενο να γ ίνονται αποδεκτά ευρύτερα, να υιοθετούνται από ομά­
δες εξ ο ρ ισμού π ροοδευτικών διανοουμένων και να αναπαρά­
γονται από μαρξιστές και αριστερά κόμματα.
Νομίζουμε ότι πολύ χαρακτη ριστικό παράδειγμα και ισχυρή
ένδειξη της αποδοχής που τυχαίνει ο μύθος της παρακμής είναι
η ο ργάνωση τον Ιανουάριο του 1 985 δη μόσιου διαλόγου, με αν­
τικείμενο τη σωτη ρ ία της γλώσσας και του έθνους, από το μι­
κρό κόμμα της α ριστεράς, που έθεσε στην ελληνική κοινωνία
το σημαντικό θέμα του σοσιαλισμού με δη μοκρατ ία και τόλ­
μησε να καταπιαστεί με την προσπάθεια ανανέωσης των αρι­
στερών οραμάτων. Στις 1 9. 1 . 1 985 λοιπόν το πρώην ΚΚΕ εσ. ο ρ­
γανώνει η μερήσια δημόσια συζήτηση με θέμα τη σωτη ρ ία της
γλώσσας, στην οποία καλεί με την ακόλουθη ανακοίνωση 2 8 :
« Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος Εσωτερικού αποφάσισε να πά­
ρει πρωτοβουλ ία για το θέμα της Ελληνικής Γλώσσας, όπως τείνει
να διαμορφωθεί μετά την επισημοποίηση της Δ ημοτικής και τη λει­
τουργία της στον γραπτό και προφορικό λόγο. Α ναγνωρίζει ότι η
παρατηρούμενη καθίζηση στην έκφραση, που διαπι στώνε'τ:μι με ιδι­
αίτερο τρόπο στα μέσα της ενημέρωσης, στον τύπο, στο .σχολείο,
στα πολιτικά κόμματα κλπ. μπορεί να οδηγήσει σε πτώχευση της
πνευματικής μας ζωής. Το ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ Υ εκτιμώντας ότι η
Γλώσσα του ;1 αού και η επιβίωση του Έθνους αλληλοσυνδέονται,
δεν μπορεί να μείνει αδιάφορο. Α ναλαμβάνει να διοργανώσει δημόσ,ιο
διάλογο για τη γλώσσα στον οποίο θα κληθούν να συμμετάσχουν εκ­
πρόσωποι όλων των τάσεων. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί το
226 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Σάββατο 1 9 Ιανουαρίου 1 985 στο κλειστό γήπεδο του Μίλωνα,


στη Νέα Σμύρνη, και θα διαρκέσει ολόκληρη την ημέρα. Το
ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ Υ υποστηρίζει ότι η γλώσσα δεν μπορεί να γί­
νει σημείο κομματικής ή ιδεολογικής ταυτότητας. Εάν καταντή­
σει να θεωρείται στοιχείο πολιτικού προσδιορισμού, τότε θα
δυσκολευθεί η ελεύθερη και δημο.κρατική κοινωνική ανάπλαση
του τόπου».
Στο μικρό αυτό κείμενο όλα σχεδόν τα λεκτικά στοιχεία το­
νίζουν και υπογραμμίζουν τη μεγάλη αξία που αποτελεί η ελ­
ληνική γλώσσα και την αναμφισ βήτητη , ολοφάνερη και αυτο­
νόητη ανάγκη σωτη ρίας της. Τα κεφαλαία («Ελληνική ς » και
«Γλώσσας » και παρακάτω « Γλώσσας », «Λαού » και « Έθνους»),
η στερεότυπη σε πολιτικά κείμενα έκφραση «αποφάσισε να πά­
ρει πρωτο βουλία» σημαίνουν τη μεγάλη ση μασία του θέματος.
Η γλώσσα κινδυνεύει, γράφει. Έχει υποστεί « καθίζη ση »,
που είναι στο κείμενο απολύτως αναμφισ βήτητη με τον πλεο­
νασμό και την ακυριολεξ ία. Στη φ ραστική οικονομία και την
πλη ρότητα του νοή ματος η διατύπωση («η παρατ η ρούμενη
καθ ίζηση στην έκφραση που διαπιστώνεται με ιδιαίτερο τρό­
πο . . . ») περιέχει τη μετοχή «παρατη ρούμενη » που πλεονάζει
και την έκφραση «με ιδιαίτερο τρόπο » που ακυ ριολεκτεί. Πε­
τυχαίνουν και τα δύο να υπονοήσουν ότι κάτι που όχι μόνο
παρατηρείται, αλλά διαπιστώνεται κιόλας δε χω ράει την παρα­
μικρή αμφιβολία. Δεν είναι τυχαία η μετοχή, δη λαδή η σύν­
ταξη με την απουσία υποκειμένου (δε γράφει το κόμμα « παρα­
τηρεί» και « διαπιστώνει » την «Καθίζηση », αλλά η «Παρατη ρού­
μενη >> και «διαπιστώνεται »). Η μετάθεση του υποκειμένου με τη
γενίκευση ισχυ ρότατα υπο βάλλει το αυτόδη λο και την αδυνα­
μί α να προ βληθεί αμφι βολία.
Η δικαίωση της «πρωτο βουλίας » γίνεται με το ρήμα «ανα­
γνω ρ ίζει » . Όχι «νομίζει » ή « πιστεύει» ή «έχει τη γνώμη » ή
ό ,τι άλλο, αλλά « αναγνω ρ ίζει » ότι, όπως σωστά επιση μαίνουν
κάποιοι (που π ρ άγματι έχουν επιση μάνει, όπως είδαμε), η κα­
θίζηση «μπορεί να οδηγήσει σε πτώχευση της πνευματικής μας
ζωής». Και ακολουθεί ο «πλου ραλισμός » των ιδεών με τη φρά­
ση «θα κληθούν να συμμετάσχουν εκπρόσωποι όλων των τά­
σεων ». Καλεί δημοκρατικότατα όλες τις «τάσεις » σε διάλογο,
δη λώνοντας ρητά στη ν ίδια την πρόσκληση ότι « αναγνωρ ίζει »
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕ ΤΑΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΩΝ 22 7

εκ των προτέρων ποια «τάση » έχει ήδη πει και πρόκειται στο
«διάλογο » να υπερασπιστεί αυτά που είναι αυτονόητα και ολο­
φάνερα και σωστά και εθνικής σημασίας .
Τ ο ση μαντικότερο ωστόσο είναι άλ λ ο. Ο πολύ περ ίεργος
προσδιορισμός της « έκφρασης » με τη λέξη « καθίζηση » παρα­
πέμπει στη βιολ ογία, στο αίμα και ολοκλη ρώνεται η έμμεση
πλη ροφο ρ ία ότι πρόκειται εδώ για γενικότερο ζήτημα ζωής και
θανάτου με την αναφορά στην «επι βίωση του Έθνους » . Η
«πρωτο βουλία » έχει τη μέγιστη δυνατή πολιτική δικαίωση ,
αφού πρόκειται για τη σχέση της « Γ λώσσας του Λαού » με την
« επιβίωση του Έθνους » . Ένα από τα συστατικά τη ς βιολογι­
κής ζωής του έθνους, η γλώσσα-αίμα ασθενεί από συγκεκριμέ­
νη αλλοίωση , την « Κ αθίζηση » και η αρρώστια εμφανίζεται
«μετά την επισημοποίηση της δη μοτική ς και τη λειτουργία της
στον γραπτό και π ρ οφορικό λόγο » . Η « επι βίωση του Έθνους »
απειλείται από την « επιση μοποίηση της δημοτ ι κής » και αυτό
το από τον και ρό τ ο υ Ψ υχάρη α ρ αχνιασμένο σκιάχτ ρο, το υιο­
θετεί ξάφνου η πιο προοδευτική μερ ίδα της επίσημης αριστε­
ρ άς . Γ ιατί «η γλώσσα » , λέει, «δεν μπορεί να γίνει σημείο κομ­
ματικής ή ιδεολογικής ταυτότητας » ούτε να «καταντήσει να θε­
ω ρ είται στοιχείο πολιτικού προσδιορισμού » . Δη λαδή η γλώσ­
σα « οφείλει » να στέκεται πάνω από τις κομματικές ταυτότητες
και τις ιδεολογίες, αξ ία υπερπολιτική , άρα υπερκοινωνική , η
γλώσσα πρέπει να μη χρησιμοποιείται από τον ένα και τον άλ­
λο για να τον προσδιο ρίζει πολιτικά με τη χ ρ ήσ η της. Η
γλώσσα «πρέπει » να είναι αθώα, σαν να μην ήταν στοιχείο πο­
λιτικού ακρι βώς προσδιο ρισμού η αντίληψη μιας γλώσσας που
το αίμα της δε μολύνουν πολιτικά ούτε ακόμα «χειρότερα »
κομματικά μικρόβια. Σαν να μην ήταν πολιτική η αντ ίληψη
μιας γλώσ q ας που από τη στατική μορφική της «ευγένεια »
εξαρτάται «η επι βίωση του Έθνους » .

Τελικά, όλος ο περισπασμός για την κακή γλωσσική ποιότη­


τα της «νεοελληνική ς » , για την ανάγκη να αξιοποιούμε το
«π ρ ονόμιο » της γλώσσας « μας » που επιτ ρέπει την « εσωτε ρική
228 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ανανέωση » χω ρ ίς καταφυγή στη « ρύπανση », για την ανανέωση
με την επιστ ροφή στις αρχαίες « ρ ίζες » και άρα με την. επανα­
φορά των αρχαίων στο γυμνάσιο, είναι μια σταδιακή αμφισ βή­
τηση της μεταρ ρύθμισης του 1 976. Για τη γλωσσική παρακμή
φταίει η μεταρ ρύθμιση , σαν να μηv ήταν η νομική αυτή παρέμ­
βαα:η κατάργηση της νομοθεσίας που ονόμαζε «επίσημη γλώσ­
σα του κ ράτους » την καθαρεύουσα. Αυτό, οι αφελέστεροι οπα­
δοί της άποψης το λένε ρητά, οι άλλοι και ο θεωρητικός της
εκπρόσωπος , όπως είδαμε, το λέει και συγχ ρόνως λέει ότι δεν
το λέει.
Το ζητούμενο ε ίναι τελικά να ξαναγυ ρ ίσουμε στην καθαρεύ­
ουσα μετονομάζοντάς τη σε «Κοινή ». Αλλά εδώ προκύπτει ένα
μεγάλο ε ρ ώτημα. Π ώς ε ίναι δυνατό να πείθει αυτή η άποψη
σήμερα; Πώς ε ίναι δυνατό να ξαναζωντανεύει το λυμένο γλωσ­
σικό ζήτημα και να πολώνεται ο δημόσιος διάλογος σε αντιθέ­
σεις τόσο παλιωμένες ;
Νομίζουμε ότι η απάντηση είναι το ιδεολογικό καταφύγιο
των αρχαίων « προγόνων».
Π ρόκειται για υπόθεση και όχι συγκροτημένη ερμηνεία, που
στη ρ ίζεται σε ενδείξεις, αλλά και στη θεωρητική θέση ότι η
παρανόηση της πολιτικής γλώσσας για την οποία μιλήσαμε
ή δη και η τ άση διανοουμένων να υπερασπιστούν κοινωνικά
προνόμια, με την προφητική απόπειρα να σώσουν τη γλώσσα
από τους ομιλητές της, δεν αρκούν για να εξηγήσουν την πλα­
τιά αποδοχή που φαίνεται να έχει αυτός ο μύθος της γλωσσικής
παρακμής. ' Αρα θα πρέπει να υπάρχουν αίτια γενικότερα κοι­
νωνικά. Οι ενδείξεις δίνονται από την πειστικότητα της εξαι­
ρετικά τ ρωτής θέσης για την επιστροφή στις « ρ ίζες » της
γλώσσας και από την επανεμφάνιση με απροσδόκητη πειστικό­
τητα της παλιάς καθαρευουσιάνικης θέσης, που έλεγε ότι γλωσ­
σική επάρκεια στη φυσική τους γλώσσα μπο ρούν να αποχτή­
σουν οι Έλληνες μόνο αν μάθουν καλά τα αρχαία ελληνικά.
Έχουμε μπροστά μας , νομίζουμε, τη διάδοση μιας πολιτικής
θεω ρ ίας για την ανάγκη σωτη ρίας της γλώσσας, δηλαδή του
έθνους, με την επιστροφή στις ρ ίζες της γλώσσας, δη λαδή σε
κάποια πρωτογενή αυθεντικότητα της εθνικής ταυτότητας. Με
άλλα λόγια, νομίζουμε ότι η πειστικότητα των προφητειών για
την παρακμή της γλώσσας έχει στενή σχέση με την εθνική
Η Σ Η ΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕ ΡΜΗΝΕΙΩΝ 229

ταυτότητα, ότι μέσα από περίπλοκη κρίση των αξιών που συνθέ­
τουν την εθνική ταυτότητα γ ίνεται ανάκληση της λαμπρότητας
που έχει η ελληνική αρχαιότητα ως αξία παγκόσμια. Γίνεται
φαντασιακή οικειοπο ίηση αυτής της λαμπρ ότητας με τη μορφή
ιδεολογικού καταφυγίου.
Θα προσπαθήσουμε με λίγα λόγια να εξηγήσουμε τι εννοού­
με με την κ ρ ίση των αξιών που συνθέτουν την εθνική ταυτότη­
τα.
Την ελληνική κοινωνία σήμερα χαρακτη ρίζει απουσία πολι­
τικής «προοπτικής» (με τη σημασία που δ ίνει στον ό ρο ο Γκέ­
ο ργκ Λούκατς, μετουσίωση της υποκειμενικότητας σε έκφραση
της κοινωνικής πραγματικό τητας, που στη ρίζεται στο παρό ν
και προετοιμάζει το μέλλον). Η απουσία πολιτικής «προοπτι­
κής », για τις κοινωνικές ομάδες που αρνούνται την κοινωνική
τάξη πραγμάτων, θα πρέπει να οφείλεται κατά το μεγαλύτερο
μέρος της στην κρίση των αριστερών ιδεών, το μαρασμό των
σοσιαλιστικών ιδανικών, τη φθορά της πειστικότητας που είχε
άλλοτε η σοσιαλιστική «προοπτική » και το γεγονό ς ό τι το κε­
νό αυτό δεν κάλυψε ακόμα η δημιουργία νέων επαναστατικών
ο ραμάτων.
Στο πολιτικ ό πεδίο υπάρχει επίσης π όλωση σε διεθ νές επίπε­
δο, τα κέντ ρα εξουσίας των δύο κόσμων ανατολής και δύσης
μεταδίδουν συστη ματικά το μήνυμα της αναγκαστικής επιλο­
γής ανάμεσα στα δύο πρότυπα κοινωνίας , που εμφανίζονται
σαν ο ριστικά και τελευταία προϊόντα της ιστορικής εξέλιξης.
Η «προοπτική » παίρνει έτσι τη μορφή της αναγκαστικής επι­
λογής ανάμεσα σε δύο κακά (το κεφαλαιοκρατικ ό πρότυπο με
τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες και την αδικία ή το σο­
σιαλιστικό πρότυπο με την αυταρχική κοινωνική ιεραρχία και
την ανελευθερία), ανάλογα με το ποιο νομίζει ο καθένας το λι­
γότερο κακό. Συμ βι βαστικός ή κυνικός, ο αντιιστο ρικός αυτός
εξαναγκασμός σε δύο και μόνο επιλογές μειώνει υπερ βολικά
την κοινωνικ ή συνείδηση , γιατ ί καταστρέφει την έννοια της
αναγκαιότητας στη συμμετοχή των κοινωνικών ομάδων για την
αλλαγή των κοινωνικών δεδομένων , εμφανίζοντας τη συμμετο­
χή μάταιη .
Σε αυτ ό το θεμελιώδες αίτιο της απουσίας πολιτικής π ροο­
πτικής , σε αυτό το ιδεολογικ ό κενό των οραμάτων για τη δυνα-
230 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

τότητα ενός δικαιότερου, καλύτερου και υ:ιο ελεύθερου κόσμου


προστ ίθεται η οικονομική ανασφάλεια και η κοινωνική κρίση ,
αποτέλεσμα των ιδιαίτερων μορφών, που πήρε εξελισσόμενος ο
ελληνικός καπιταλισμός (με συστατικά του το γρήγορο κέρδος
και την απουσία επανεπένδυση ς , τον ιδιότυπο κ ρατικό παρεμ­
29
βατισμό και τη μεγάλη ανάπτυξη της μικροαστικής τάξης ).
Οι ταχύτατες τέλος οικονομικές αλλαγές από τη δεκατ ία του
1 960 και οι κοινωνικές μεταμο ρφώσεις που επέφεραν οδηγού­
σαν σε σταδιακή εξέλιξη των ιδεών, σταδιακή αντικατάσταση
παραδοσιακών αρχών και αξιών από νέες, σταδιακή κυριαρχία
των αστικών αρχών πάνω στις αρχές και αξ ίες της αγροτικής
παραδοσιακής κοινωνίας. Την εξέλιξη αυτή αναχαίτισε, αντικό­
βοντας τους δ ρόμους της και παρακωλύοντας την αποδοχή των
νέων ιδεών η δικτατορία του 1 967- 1 974. Η ανακοπή αυτή των
εξελ ίξεων στο χώρο των ιδεών και των κοινωνικών αξιών οδή­
γησε με τη μετα π ολίτευση και την ένταξη στην ΕΟΚ σε εξαι­
ρετικά γρήγο ρες αλλαγές. Η απότομη και γενικά αποδεκτή ως
νόμιμη και θεμιτή κυριαρχία των αρχών τη ς κοινοβουλευτικής
δημοκρατ ίας , της ελευθερ ίας του τύπου και της σκέψη ς , αλλά
και η προσαρμογή στα ευρωπα ϊ κά πρότυπα με τον εκσυγχ ρονι­
σμό της νομοθεσίας σε θέματα που αφορούν το διακανονισμό
των κοινωνικών σχέσεων και τις κοινωνικές αξ ίες (π.χ. το οι­
κογενειακό δ ίκαιο και η ισότητα των φύλων) επι βάλλουν αρχές
και αξ ίες με ταχύτητα υπερ βολική για την αφομοίωσή τους. Οι
αλλαγές αυτές δη λαδή στο χώρο των ιδεών και των αξιών δεν
ω ρ ίμασαν σταδιακά, ώστε να τις εσωτερικεύσουν και να τις οι­
κειοποιηθούν διεκδικώντας τες κοινωνικές ομάδες , αλλά επι­
βλήθηκαν με τη μορφή προοδευτικών νεωτερισμών από τις κυ­
βερνήσεις, χωρίς τη σύγκρουση που θα τις επέ βαλε στις συνει­
δή σεις των ενδιαφερόμενων ομάδων. Συμβιώνουν έτσι στον
κοινωνικό χώρο οι πιο προχωρη μένοι νεωτερισμοί στις ιδέες
με τις πιο παραδοσιακές προαστικές αξ ίες , προκαλώντας σύγ­
χυση και φαινόμενα κρίσης και ανομίας . Οι παραδοσιακές αρ­
χές και αξίες επανεμφανίζονται με νεωτεριστικό περίβλη μα. Ο
πολύ γνωστός και οικείος πολιτικός αυταρχισμός και η πολιτι­
κή βία της παραδοσιακής δεξιάς απλώνεται και παίρνει τη μορ­
φή της νόμιμης και δίκαιης επι βολής του σωστού πάνω στο
λάθος, μετατ ρέποντας σε εξαιρετικά βίαιο και αυταρχικό τον
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΩΝ 231
πολιτικό λόγο των α ριστερών κομμάτων και λοιπών προοδευ­
τικών συσπειρώσεων. Ο τύπος στο όνομα της ελευθερίας του
λόγου παραβιάζει τους κώδικες της κοινωνικής ηθικής. Ο αν­
τίλογος στον αυταρχισμό χάνει το στόχο του ανάμεσα στα δε­
ξιά και τα αριστερά και η σύγχυση γεννάει άλλες δικαιώσεις
βίαιων παρεμβάσεων, όπου κυριαρχεί η βαθύτατη περιφρόνηση
των « μαζών» που «κάνουν λάθος » και συστηματικά προ βάλλε­
ται το δικαίωμα επιβολής του σωστού με μέσα άλλοτε τελείως
αθέμιτα για κάθε ομάδα που δεν αυτοαναγνω ριζόταν στην « αν­
τίδραση >>. Οι πιο συντη ρητικές ιδέες αποχτούν επίχρισμα αντι­
λόγου και νόμιμου δικαιώματος να εκφράζονται δίχως να ανα­
καλούν την πολιτική τους π ροέλευση . Η πιο ανασταλτική της
προόδου και πιο ταυτισμένη με δικτατο ρικά καθεστώτα έννοια
της παράδοσης παίρνει την εξαγνισμέ ν η μορφή του ασφαλέ­
στερου , δοκιμασμένου και κυρίως « δικού μας » και όχι « ξενό­
φερτου» τ ρόπου ζωής. Ο αντιιμπεριαλισμός παίρνει έντονες
αποχρώσεις σω βινισμού , η αξία της εθνότητας έντονες απο­
χρώσεις ρατσισμού. Σε κάποιο γλωσσάρι μετεμφυλiακής ρητο­
ρείας εκπέμπεται λόγος που δε θεωρείται αυτόματα αντιδραστι­
κός, ώστε να κατατάσσει τον πομπό του.
Όλα τούτα δεν είναι δυνατό να μην αφήνουν γενικότερα μια
εντύπωση σύγχυσης και αδιεξόδου. Η εθν ική ταυτότητα χάνει
τα ρεαλιστικά συστατικά της, η αρνητική εικόνα που της επι­
στρέφει ο ευρωπαϊκός καθρέφτης θα μπορούσε να οδηγήσει σε
στρατηγικούς στόχους, να αξιοποιηθούν τα θετικά της χαρα­
κτη ριστικά για να μετατ ραπούν διαλεγμένα στοιχεία της παρά­
δοσης και ιδιαιτερότητες της εθνικής κοινότητας σε μοχλό της
προόδου. Αυτό όμως προϋποθέτει την πολιτική « Προοπτική ».
Και η απουσία της οδηγεί στο ανακουφιστικό για την αρνητι­
κή εικόνα υποκατάστατο της εθνικιστικής μεγαληγορ ίας.
Με δυο λόγια η κ ρ ίση των αξιών και των ιδεών γίνεται αντι­
ληπτή σαν αδιέξοδο και αυτή η αίσθηση αδιεξόδου οδηγεί
σύμφωνα με τις αξίες της κοινωνίας, που δεν πρόλαβαν ν α με­
ταλλαγούν σταδιακά, στη φαντασιακή καταφυγή σε μια λύση
μαγική . Τη λύση του εθνικού παραμυθιού, που λέει ότι η εθνι­
κή κοινότητα έλκει τη μεγάλη αξία της από την άφθαρτη στους
αιώνες λαμπρότητα της αρχαιότητας. ' Άλλωστε, και αυτό θα
ήταν πολύ σημαντικό να μελετηθεί, από την ίδρυση του ελλη-
232 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
νικού κράτους, κάθε φορά που η ελληνική κοινωνία βρ ίσκεται
σε κρίση τέτοιου είδους, που δεν επιτρέπει στις κοινωνικές ομά­
δες να ο ραματιστούν το μέλλον, το ίδιο παραμύθι εμφανίζεται
σαν ιδεολογικό καταφύγιο και για την αρνητική και αδιέξοδη
εικόνα του παρόντος παρηγο ρεί η φαντασιακή μετατ ροπή των
υπαρκτών μελών της εθνικής κοινότητας σε « απογόνους » των
αρχαίων τους προγόνων.
Η κ ρ ίση των ιδεών πάντα π αράγει μέσα στο σκοτεινό θάλαμο
της ιδεολογίας τη ν ανά π οδη εικόνα της πραγματι κ ότητας. Με­
τατρέποντας τις πραγματικές κοινωνικές δυσκολίες σε μοιραία
αδιέξοδα, οδηγεί σε διπλή άρνη ση του παρόντος, καταδίκη και
π ρόθεση παράκαμψής του (και όχι συμμετο χ ής για τη μετατ ρο­
πή του). Η άρνηση αυτ ή , αναπόφευκτα αδιέξοδη , οδηγεί στην
εφεύ ρεση επαληθεύσεων της μόνης ουτοπίας που είναι ικανή
να παρακάμψει το παρόν, της γέφυ ρας προς το ιδανικό παρελ­
θόν, επιστροφή στις ρίζες ή ανασύσταση κομμέν ω ν δεσμών που
θα οδηγήσει στο ιδανικό μέλλον.
Για να φτιαχτεί η γέφυ ρα που παρακάμπτει το παρόν και
οδηγεί συγχρόνως στο παρελθόν και το μέλλον μέσα από τ ην
επιστ ροφή στις ρ ίζες, χ ρειάζονται οι επαληθεύσεις της συγγέ­
νειας με αυτό το παρελθόν. Επαλη θεύσεις και συγγένεια, που
όμως (το ιδανικό παρελθόν, βλέπεις , είναι χιλιάδες χρόνια μα­
κριά) μοναδικό τους αποκούμπι έχουν την αδιάσπαστη εθνική
συνέχεια. Και καθώς αυτή η συνέχεια του «έθνους» από τον
Όμη ρο ώς σήμερα είναι αδύνατο να κατασκευαστεί με την
εφεύ ρεση επαληθεύσεων της βιολογικής συγγένειας , κατα­
σκευάζεται με τη γλώσσα. Κι εδώ είναι που προδίδεται ο μύθος
της γλωσσικής παρακμής και αποκαλύπτεται ότι είναι προπέ­
τασμα. Η συνέχεια της γλώσσας υπάρχει, άρα θα μπορούσε να
αρκέσει για να αποδείξει την εθνική συνέχεια που είναι το
υποκατάστατο ζητούμενο. Αλλά η συγγένεια με το ιδανικό πα­
ρελθόν δ εν είναι η ίδια και μόνη της αρκετή , γιατ ί ιδεολογικός
στόχος είναι οι επαληθεύσεις τη ς παρακμής του παρόντος που
στοιχειοθετούν την ανάγκη παράκαμψής του και την επιστ ρο­
φή στο παρελθόν.
Δεν εξηγείται αλλιώς, πώς είναι δυνατό σήμερα, σε αυτή τη ν
ευρω π α ϊκή φάση εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας , όχι μόνο να
μην είναι περιθω ριακός ούτε ανεπίκαιρος , αλλά και να μη γίνε-
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩ Ν ΜΕΤΑΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕ ΡΜΗΝΕΙΩΝ 233

ται αντιλη πτός ευρύτερα ως αντιδραστικός ο ιδεολογικός λό­


γος, που βάζει στη θέση της ιστορ ίας την αλλη λουχία των διη­
γήσεων και λέει ότι ο Α βραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, έλληνες
πατεράδες γεννούν έλληνες γιους σε ένα «ενιαίο » και αδιάκοπο
κύκλο, αλυσίδα χιλιάδων χρόνων. Αλλη λουχία διηγήσεων που
κατασκευάζει μιαν εξαιρετικά αντιδραστική αξία-έθνος, νοη­
ματικά πολύ κοντινή στην έννοια της ccφυλής».
Η φαντασιακή καταφυγή σε μιαν αξ ία-έθνος , που για να
υπάρχει πρέπει να μην έχει ιστορία, που για να αξίζει να υπάρ­
χει χρειάζεται να αντικαθιστά την ιστορία με το τοτέμ της
«τρισχιλιετούς » συγγένειας , οφείλεται στην καταδίκη του πα­
ρόντος, την περιφρόνηση της εθνικής ταυτότητας 30 , την πρό­
θεση παράκαμψη ς του παρόντος με τη γέφυ ρα που ενώνει το
μέλλον με το ιδανικό παρελθόν. Ο ευρωπαϊκός καθρέφτης επι­
στρέφει μιαν αρνητική εικόνα της εθνικής ταυτότητας, που η
κρίση των αξιών και η απουσία πολιτικής προοπτικής εμφανί­
ζουν αδιέξοδη. Και κατασκευάζεται η γέφυ ρα για την επιστρο­
φή στο ιδανικό παρελθόν, σε μιαν cc ελληνικότητα» μπροστά
στην οπο ία υποκλίνονται τ α ισχυ ρά κράτη του κόσμου . Δε θα
είμαστε αυτό που είμαστε, αν γίνουμε αυτό που cc είμασταν», αν
μοιάσουμε στους προγόνους που όλοι θαυμάζουν. Φαντασιακή
οικειοπο ίηση της α ρχαίας δόξας με την αποκάθαρση της
γλώσσας , που ε ίναι ευγενής και ανώτερη όσο περισσότερο
·

μοιάζει με τα αρχαία ελληνικά.


Φαντασιακή καταφυγή σε μιαν ανύπαρκτη ελληνικότη τα που
στοιχειοθετεί την αξία της εθνικής ταυτότητας με την άρνηση
της ιστορ ίας, φαντασιακή απόδειξη της ανύπαρκτης ελληνικό­
τητας με την καταφυγή στην αξία της γλώσσας που στοιχειο­
θετεί η άρνηση της ιστορ ίας της γλώσσας. Φαντασιακή κατα­
φυγή στο παρελθόν με την καταδίκη του παρόντος και της φυ­
σικής γλώσσας , γέφυρα μαγική , χάρη στην οποία για την
απ9υσία προοπτικής παρηγορεί η ίδια η αιωνιότητα.
Η μεγάλη φτώχεια της ουτοπίας είναι ότι για να συσταθεί η
γέφυρα που παρακάμπτει το παρόν, για να επιτευχθεί η επι­
στροφή στο παρελθόν, η μόνη διαθέσιμη δυνατότητα είναι με­
ρικές καταλήξεις σε -εως, λ ίγη καθαροπρεπής πολυτυπία, με ρι­
κές προθέσεις που συντάσσονται με γενική , λίγες αρχαίες λέ­·
ξεις εδώ κι εκεί. Οι πολιτισμο ί όμως δεν είναι κοσμήματα, οι
234 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
γλώσσ ες δεν είν αι σ φραγίδες τίτλω ν ευγεν είας . Τα προ βλήματα
του παρό ντος δεν αν τιμετωπίζο ν ται ούτε με τη ν επίκλη σ η κα­
λ ών πν ευμάτω ν , ούτε με τη ν αν άκλη σ η λαμπ ρών προγό νω ν , ού­
τε ακόμα περι σσ ότερο με λίγες καταλήξεις και κάποιες γεν ικές .
Αλλιώς, βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες (αρχαίες) πέτρες .
Η φτ ώχεια της ουτοπίας θα έπρεπε να την αφή ν ει σ το περι­
θώριο, κατάλοιπο όπως είν αι ιδεολογικών κ ά.τασ κευών μιας
άλλης εποχής . Α ντ ίθετα, κερδίζει οπαδούς, απλών εται και π ε ί­
θει. Αυτό είν αι επικίνδυ νο . Η απροσ δόκητη, σ αν τραγική ειρω­
ν εία της ι στορίας, θέ σ η που λέει ότι σ ή μερα πάσ χει η ελλη ν ι­
κή κοινω ν ία από γλω σσ ική παρακμή , επειδή ν ομοθετήθη κε η_
κατάργη σ η της νομοθε σ ίας που επέβαλε τη ν καθαρεύου σ α, ε ί­
ν αι θέ σ η επικίν δυ ν η . Η σ ωτη ρία της γλώσσ ας με τη ν επισ τ ρο­
φή σ τις ρ ίζες της γλώσσ ας, η αν ασ ύ σ τασ η τω ν κομμέν ω ν δε­
σ μών , η γέφυ ρα προς το ιδαν ικό παρελθό ν είν αι θέ σ η επικίν δυ­
νη . Στη ν πολιτική ι σ τορία η γέφυρα αυτή που παρακάμπτει το
παρόν οδηγεί σ υ νήθως όχι βέ βαια σ το παρελθόν , αλλά σ ε βίαιο
έλεγχο του παρόντος από κο σ μοσ ωτή ριες πολιτικές εξου σ ίες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Α. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Γ ΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ

1 . Roman Jakobson, "La linguistique", στο συλλογ. τόμο, Tendances princi­


pales de Ια recherche dans les sciences sociales, τ. Ι, εκδ. Mouton-Unesco,
Παρίσι 1 970, σ . 87.
2. Emile Benνeniste, P�oblemes de linguistique generale, τ . Ι, εκδ. Gallimard,
Παρίσι 1 966, σ . 26.
3 . Στο ίδιο, σ . 23.
4. Andre Martinet, Elements de linguistique generale. εκδ. Α. Colin, Παρ ίσι
1 967 2 ( 1 960), σ. 34.
5 . Ο Claude Leνi-Strauss στο βιβλίο του Anthropologie Structurale, εκδ. Plon,
Παρίσι 1 958, θεωρεί τους κανόνες της συγγένειας, του λόγου και των οι­
κονομικών ανταλλαγών ως τα επίπεδα ενός φ αινομένου επικοινωνίας.
6. Roman Jakobson , Essais de linguistique generale, τ . Ι: Les fondations du lan­
gage, εκδ. Les editions de Minuit, Παρίσι 1 963, κεφ. Ι και Π Ι .
7. Um berto Eco, Α theory of semiotics, ε κ δ . Indiana Uniνersity Press, Μ πλού­
μινγκτον ΗΠΑ 1 979 2 ( 1 976), σ . 22.
8 . G . B ateson και άλλων, La nouvelle communication, εκδ. Seuil, Π α ρ ίσι 1 98 1 ,
σ . 1 06.
Όπως γ ράφει για τον ό ρο «ση μειολογία» ή « επιστήμη των σημείων» ο Β .
Toussaint, Qu' est-ce que Ια Semiologie?, εκδ. Priνat , Π α ρ ίσι 1 978, « Ο όρος
είναι νεολογισμός που έχει κατακλύσει τα μέσα επικοινωνίας ( ... ) , αλλά
παραμένει άγνωστος και πολύ λ ίγοι άνθρωποι μπορούν να ο ρ ίσουν το νό­
ημά του» (σ. 9).
9. Για τη ση μασιολογία, βλ. Georges Mounin, Κλειδιά για τη γλωσσολογία,
εκδ. του Μορφωτικού Ιδ ρύματος της Εθνικής Τράπεζας , Αθήνα 1 984, σ .
1 38- 1 52.
1 0. Edward Sapir, Selective writings, εκδ. Berkeley, Λος · Άντζελες 1 963, σ . 7.
1 1 . Emile Benνeniste, Problemes de linguistique, τ. Ι , όπου παραπάνω στο κεφά­
λαιο Α στη σημείωση 2, σ . 28 [στο εξής η παραπομπή αυτή σε π ροηγού­
μενη σημείωση θα αναφέρεται: ό . π . , κεφ. Α : σημ. 2, σ . 28].
1 2. Jakobson, " La linguistique", ό.π., κεφ. Α : σημ. 1 σ . 508.
1 3. Στο ίδιο, σ. 504 (όπου μνημονεύεται η παραπομπή στον Ε. Sapir, ό . π . ,
κεφ. Α : σ η μ . 1 0, σ. 1 6 1 ) .
1 4. Σ τ ο ίδιο, σ . 5 1 5.
1 5. Στο ίδιο, σ. 5 1 8.
236 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
1 6. Benveniste, Problemes de linguistique, τ. ! , ό.π., κεφ. Α : σημ. 2, σ. 23.
1 7. Noam Chomsky, Rejlections on language, εκδ. Pantheon Books, Νέα Υόρ-
κη 1 975, σ . 36.
1 8. Στο ίδιο, σ . 4.
1 9. Στο ίδιο, σ. 4-5.
20. Benveniste, Problemes de linguistique, τ. Ι , ό.π., κεφ. Α : σημ. 2, σ. 1 9 .
2 1 . Λόγος = langage κ α ι γλώσσα = langue, όπως μετέφρασε τους ό ρους ο
Φώτης Α ποστολόπουλος που μας άφησε στα ελληνικά το έργο του Saus­
sure ( βλ. παρακάτω κεφ. Β: σημ. 1 3), θεωρούμε αυτή τη μετάφραση ορθό­
τερη από την ακρι βώς αντίθετη (langue = λόγος και langage = γλώσσα)
που κάνει ο Γ. Μ παμπινιώτης ( βλ. ενδεικτικά, Θεωρητική γλωσσολογία,
Αθήνα 1 980, σ. 1 5- 1 6), γιατί ο ό ρος langage ση μαίνει στον Saussure τη
γενική ικανότητα του ανθρ ώπου, άρα το λόγο, και langue την ιδιαίτερη
π ραγμάτωσή του στη ν κάθε ομιλούσα κοινότητα, άρα τη γλώσσα.
22. Benveniste, Problemes de /inguistique, τ. Ι , ό.π., κεφ. Α : σημ. 2, σ. 26 και 27.
23. Στο ίδιο, σ. 56-62.
24. Jakobson, Essais de linguistique, ό. π . , κεφ. Α: σημ. 6, σ. 78.
25. Benveniste, Problemes de /inguistique, τ. Ι, ό. π . , κεφ. Α : σημ. 2, σ. 28.
26. Jakobson, Essais de linguistique, ό. π . , κεφ. Α: σημ. 6, σ. 68.
27. Benνeniste, Problemes de linguistique, τ. Ι, ό.π., κεφ. Α: σημ. 2, σ. 25.
28. Στο ίδιο, σ. 63.
29. Οι μελέτες του Benjamin Lee Whorf για το θέμα αυτό δημοσιεύτη καν
τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, σ έναν τόμο με επιμέλεια του John
·

Β . Caroll, Language, Thought and Reality: Selected writings of Benjamin Lee


Whorf. εκδ. The ΜΙΤ Press, Κέιμπρ ιτζ 1 956.
30. Βλ. Ian Ο . Currie, "The Sapir-Whorf Hypothesis" , Berkeley Journal of
Socio/ogy, Χ Ι , 1 966, σ . 1 4- 1 3 1 , αναδημοσίευση στον τόμο J . E . . Curtis,
J . W. Petras, The Sociology of Know/edge: α Reader, εκδ. Duckworth, Λον­
δίνο 1 982 2 , σ . 403-42 1 .
3 1 . Benveniste, Prob/emes de linguistique, τ . Ι , ό . π . , κεφ. Α : σημ. 2, σ . 2 8 και 25.
32. Oswald Ducrot, Dire et ne pas dire: principes de semantique linguistique, εκδ.
Herman, Π α ρ ίσι 1 9802 , σ. 4.
33. Benνeniste, Problemes de linguistique, τ . Ι , ό.π. , κεφ. Α : σημ. 2, σ. 26 1 .
34. Στο ίδιο, σ . 259-260.
35. Στο ίδιο, σ . 260.
36. Στο ίδιο, σ. 262.
37. Στο ίδιο, σ. 260.
38. Στο ίδιο, σ . 29.

Β. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

1. Roland Barthes, Le degre zero de /' ecriture, εκδ. Gonthier, Παρίσι 1 9642
( 1 959), σ. 1 9.
ΣΗ ΜΕΙΩΣΕΙΣ σ. 1 2-30 23 7

2. S. Pit Corder, lntroducing applied linguistics, εκδ. Penguin, Λ ονδίνο 1 982 5


( 1 973), σ. 24.
3. Erνing Goffman, Forms of talk. εκδ. Blackwell, Οξφόρδη 1 98 1 , σ. 2. Για
το θέμα αυτό βλ. και το αφιέρωμα του περιοδικού Psycho/ogie Franι,:aise,
τ. 30, αρ. 1 , Μάρτιος 1 985, στο θέμα «τι λέει και τι κάνει η επικοινω­
νία•>, και ειδικότερα (σ. 1 1 -23) το άρθρο του G. Argentin "Systeme ges­
tuel et communication" .
4. Luis Prieto, Μηνύματα και σήματα, εκδ. Νεφέλη , Αθήνα l 986 (α έκδοση·

πρωτοτύπου 1 966), σ. 43.


5 . Ο Louis Hjelmsleν δημιουργεί τους όρους δήλωση και παραδήλωση ( de­
notation, connotation) στο βιβλίο του, Prolegomena to α theory of /angua­
ge, εκδ. M adison 1 962 2 (γαλλική μετάφραση: εκδ. Les editions de Minuit
1 974), στο κεφ. 22. Βλ. και το κείμενο του Roland Barthes, όπου παρα­
πέμπει στον Hjelmsleν και στην οικειοποίηση των όρων δή λωση και πα­
ραδή λωση , «Στοιχεία σημειολογίας» (από το περιοδικό Communications,
αρ. 4, 1 964), στον τόμο Κείμενα σημειολογίας. εκδ. Νεφέλη , Αθήνα 1 98 1 ,
σ . 5 5- 1 3 5 (όπου ο ι όροι denotation-connotation μεταφράζονται υποσή­
μανση και παρασήμανση).
6. Roland Barthes, " Rhetorique de l' image", Communications, αρ. 4, 1 964.
7. Bernard Toussaint, Qu' est-ce que /α semiologie?, εκδ. Priνat, Παρίσι 1 978,
σ. 1 9.
8. Βλ. ενδεικτικά αφιέρωμα στο θέμα: περιοδικό Communications, αρ. 24,
1 976.
9. Eco, Α theory of semiotics, ό.π., κεφ. Α: σημ. 7, κυρίως το κεφ. Theory of
sign production, σ. 1 53-3 1 3.
1 0. Η αναφορά βρίσκεται στο Dell Hymes, Foundations in Sociolinguistics: an
ethnographic approach, Uniνersity of Pennsylνania Press, Φιλαδέλφεια
1 974, σ. 1 3 (από το Ε. Sapir, Language, εκδ. H arcourt Brace, Νέα Υόρκη
1 92 1 , σ. 3).
1 1 . Jakobson, "La linguistique", ό.π., κεφ. Α: σημ. 1, σ. 5 1 1 .
1 2. Joshua Α. Fishman, "Sociolinguistics", στο Κ . Β . Back (ed), Social Psycho­
logy, εκδ. Wiley, Νέα Υόρκη 1 969, σ. 1 8.
Όπως γ ράφει ο Erwin Goffman, "The neglected situation", στο Pier­
Paolo Giglioli (ed), Language and socia/ context, εκδ. Penguin, Λονδίνο
1 979• ( 1 972): «Η ομιλία είναι κοινωνικά ο ργανωμένη όχι· μόνο με τους
ό ρους ποιος μιλάει προς ποιον σε ποια γλώσσα, αλλά σαν ένα μικρό σύ­
στημα μιας και από τους δύο επικυρωμένης και τελετουργικά οργανωμέ­
νης πράξης πρόσωπο με πρόσωπο, μια κοινωνική συνάντηση . » (σ. 65).
Και συνεχίζει: « Η αλλη λενέργεια πρόσωπο με πρόσωπο έχει τους δικούς
της κανόνες, τις δικές της διαδικασίες και τη δική της δομή, τα στοιχεία
αυτά δε φαίνεται να είναι εγγενώς γλωσσικά ως προς το χαρακτή ρα
τους , - μολονότι συχνά εκφράζονται με το γλωσσικό επικοινωνιακό μέ­
σο. » (σ. 66).
1 3 . Ferdinand de Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, μετάφραση Φ.
Αποστολόπουλου, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1 979, σ. 1 1 1 .
1 4. Στο ίδιο, σ. 1 09.
238 Γ ΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
1 5. Στο ίδιο, σ . 1 22.
1 6. Benνeniste, Problemes de linguistique, τ. Ι , ό . π . , κεφ. Α : σημ. 2, σ. 5.
1 7. Saussure, Μαθήματα, ό.π., κεφ. Β: σημ. 1 3, σ. 1 26.
1 8. Μ. Σετάτος, «Το γλωσσικό ζήτη μα και η καθιέρωση της δημοτικής στα
πλαίσια της γενικής γλωσσολογίας », στο συλλογικό τόμο, Δ ημοτική
Γλ ώσσα, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα χ.χ. [ 1 978], σ. 82 και 84.
1 9. Jakobson, Essais de linguistique, ό . π . , κεφ. Α: σημ. 6, σ. 97.
20. Benνeniste, Prob/emes de linguistique, τ. Ι , ό . π . , κεφ. Α : σημ. 2, σ. 5.
21. Στο ίδιο, σ. 5.
22. Jean Aitchison, Language change: progress or decay?, εκδ. Fontana, Λον­
δίνο 1 98 1 , σ. 1 9-26.
23. Juliette Garmadi, La sociolinguistique, εκδ. PUF, Παρίσι 1 98 1 , σ. 1 86.
24. Στο ίδιο, σ. 1 86.
Ο Georges Mounin, Histoire de /α linguistique: des origines au ΧΧ' siecle,
εκδ. PUF, Παρίσι 1 98 5 2 ( 1 967), γ ράφει επίσης γι ' αυτήν «την περίεργη
θεω ρία της παρακμής των γλωσσών, που αποδίδει την τελειότητά τους
στην περίοδο της π ροϊστο ρ ίας τους, πριν τη γ ραφή » (σ. 9). Αντίστοιχη
αντίληψη εκφ ράζει ο άγγλος καθη γητής γλωσσολογίας Roy H arris, The
language makers, εκδ. Duckworth, Λονδ ίνο 1 980: «Η λατ ρεία της γ ραφής
έχει καταγγελθεί ως μέρος της " κλασικής πλάνης" που λέγεται ότι διέ­
δωσαν οι έλληνες λόγιοι της Αλεξάνδρειας, και συμπλη ρώνεται από την
εξίσου σοβαρή παρανόηση, σύμφωνα με την οποία η γλώσσα της τωρινής
γενιάς ε ίναι πάντα λιγότερο "σωστή" από τη γλώσσα των προη γούμενων
γενεών . .. (σ. 7).
25. Benνeniste, Prob/emes de linguistique, τ. Ι, ό.π., κεφ. Α : σημ. 2, σ. 5-6.
Στην αξιολόγηση των γλωσσών περιέχεται και ο μύθος της φτωχής ή
πλούσιας γλώσσας. Για το θέμα αυτό ο John Lyons, στο βι βλίο του για
4
τον Chomsky, βλ. J . Lyons, Chomsky, εκδ. Fontana, Λονδίνο 1 982 ( 1 970),
γ ράφει: «Δεν υπάρχει διαφορά στον πλούτο του λεξιλογίου μεταξύ γλωσ­
σών. Δη λαδή , υπάρχουν στα αγγλικά π.χ. ή στα ρωσικά πολυάριθμες λέ­
ξεις σχετικές με τη σύγχ ρονη επιστήμη και τεχνολογία, που δεν έχουν
αντίστοιχές τους σε γλώσσες κοινωνιών χωρίς αναπτυγμένη τεχνολογία.
Υπάρχουν ωστόσο επίσης πολυάριθμες λέξεις σχετικές με αντικείμενα,
φυτά, έθι_μα, συναισθήματα κτλ. στις γλώσσες των Ινδιάνων της λατινικής
Αμερικής, που δεν έχουν αντίστοιχές τους στα αγγλικά ή τα ρωσικά ή τις
άλλες γλώσσες βιομηχανικών κοινωνιών. Η γλωσσολογία δεν επιτρέπει
σήμερα την περιγραφή του λεξιλογίου μιας γλώσσας σαν πλουσιότερου ή
φτωχότερου από μιας άλλης γλώσσας. Όλες οι γλώσσες έχουν λεξιλόγιο
επαρκώς πλούσιο για να εκφ ράσουν όλες τις αποχρώσεις νοημάτων που
χρη σιμοποιούν οι ομιλητές τους σε κάθε κοινωνία. .. (σ. 2 1 ).
26. Μανόλης Τ ριανταφυλλίδης, «Ξενηλασία ή ισοτέλεια: μελέτη περί των ξέ­
νων λέξεων της νέας ελληνι κής», Άπαντα, τομ. Α ' , Θεσσαλονίκη 1 963,
σ. 1 25 .
27. Σ τ ο ίδιο, σ. 45.
28. Joseph Vendryes, Le langage: introduction linguistique ά /' histoire, εκδ. Α.
2
Michel, Παρίσι 1 968 ( 1 923), σ. 2 1 7, βλ. και εδώ, σ . 80.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ σ. 30-48 23 9

29. Ducrot, Dire, ό . π . , κεφ. Α: σημ. 32, σ. 9- 1 0.


30. Paul Ε. Corcoran, Political /anguage and rhetoric, εκδ. Uniνersity of Queens­
land Press, Κου ίνσλαντ Αυστραλίας 1 979, σ. 1 8.
3 1 . Emile Benνeniste, Prob/emes de Zinguistique generale, τ. Ι Ι , εκδ. Gallimard,
Παρίσι 1 974, σ. 224.
32. Στο ίδιο, σ. 255.
33. Sigmund Freud, Jokes and their re/ation to unconscious, τ . 8 της στερεότυ­
πης έ κδοσης των Α πάντων, 1 960, βλ. ε πίσης τ. 5, 1 953, The interpretation of
dreams ( β ' μέρος) και τ . 6, 1 960, The psychopatho/ogy of eνeryday /ife.
34. Jakobson, "La linguistique" , ό . π . , κεφ. Α : σημ. 1 , σ. 5 1 6.
35. Ducrot, Dire, ό . π . , κεφ. Α: σημ. 32, σ. 9.
36. Βάσω Τοκατλίδου, Εισαγωγή στη διδακτική των ζωντανών γλωσσών, εκδ.
Οδυσσέας, Αθήνα 1 986, σ. 95.
Για τη σχέση νοή ματος και συνθηκ ών εκπομπής του μηνύματος, ο Dell
Hymes, Foundations in Sociolinguistics, ό . π . , κεφ. Β: σημ. 1 0, σ . 5, αναφέρε­
ται σε παράδειγμα του Leonard Bloomfield, για τη διαφορά στο νόημα της
δή λωσης « Π εινάω » , όταν τη λέει κάποιος ζητιάνος ή το φαγωμένο παιδί
που δε θέλει να πάει για ύπνο.
37. Ο Oswald Ducrot στη μελέτη του 'Άnalyses pragmatiques", Communica­
tions, αρ. 32, 1 980, σ. 20, παραπέμπει σε μια φ ράση του Μωπασάν, «Α­
φού τελείωσε τις βαλίτσες της, η Ζαν πλησίασε στο παράθυ ρο, αλλά η
βροχή εξακολουθούσε . .. και αναλύει πώς στη λέξη «αλλά» περιέχεται
ολόκληρο λανθάνον μήνυμα: ότι η Ζαν περ ίμενε με ανυπομονησία πότε
θα σταματήσει να βρέχει.
38. Benνeniste, Problemes de linguistique, τ . ΙΙ, ό . π . , κεφ. Β: σημ. 3 1 , σ. 76-78.
Για το χρόνο και το ποιόν ενεργείας στο ελληνικό ρήμα υποστη ρίζε­
ται σύντομα από τη γλωσσολόγο Μαρία Τζε βελέκου διδακτορική δια­
τριβή στο πανεπιστή μιο Jussieu-Paris V I I , με διευθύνοντα τον Α. Culioli
και τ ίτλο: " Le temps et 1' aspect dans le systeme νerbal grec".
39. Αχιλλέας Τζάρτζανος, Νεοελληνική Σύνταξις : της κοινής δημοτικής, (τ. Α '
1 928) τ. Α και Β , εκδ. ΟΕΣΒ, Αθήνα 1 946, τ. Α , σ. 26 1 .
40. Barthes, Le degre zero, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 1 , σ( 33-4.
4 1 . Noam Chomsky, Syntactic Structures, εκδ. Mouton, Χάγη 1 957, σ . 1 42.
(Colourless green ideas sleep furiously. )
42. Noam Chomsky, Aspects of the theory of syntax, εκδ. The Μ Ι Τ Press,
Κέιμπριτζ 1 980 1 2 ( 1 965), σ. 1 5 1 και 1 57.
43. Οι ό ροι στο πρωτότυπο είναι grammaticalness (γ ραμματική ο ρθότητα) και
acceptability (αποδοχή), competence (ικανότητα) και performance (επιτέ­
λ εση), βλ. ό που στην αμέσως προηγούμενη σημ. 42, σ. 10 κε. και 4 κε.
44. Jakobson, "La linguistique", ό . π . , κεφ. Α: σημ. 1, σ. 5 1 6 και 5 1 7.
45. Όπως γ ράφει ο Μ. Σετάτος, «Το γλωσσικό ζήτημα .. , ό . π . , κεφ. Β: σημ. 1 8,
σ. 8 1 , στη μια άκρη των γλωσσικών καταστάσεων συναντούμε «τις εντε­
λώς ατομικές πραγματώσεις του λόγου».
46. Βλ. την πε ριγραφή της συμφραστικής θεωρ ίας του σημαινομένου και της
περιστασιακής θεω ρ ίας της ση μασίας, που κάνει ο Georges Mounin,
Κλειδιά για τη γλωσσολογία, ό . π . , κεφ. Α : σημ. 9, σ. 1 46- 1 52.
240 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι Ι Δ Ε ΟΛΟ Γ Ι Α

4 7 . Β λ . M i k h a · i · l B a k h t i n e [ V . N . Volochinoν], Le marxisme et /α phi/osophie du


langage: essai d' application de Ια methode so �iologique en linguistique, ε κδ .
L e s editions de M i n u i t , Π α ρ ίσι 1 977 (πρωτότυπο, Λένινγκ ραντ 1 929),
όπου γ ράφει: «Η γλώσσα ζει και εξελίσσεται ιστορικά μέσα στη συγκε­
κ ριμένη λ ε κ τ ι κ ή ε π ι r ω ινωνία και όχι μέσα στο αφη ρ η μένο γλωσσολογι­
κό σί,στημα των μορφών τ η ς γλώσσας, οίιτε μέσα στον ατομικό ψυχισμό
των ο μ ι λ η τ ώ ν » ( σ . 1 3 7). " ' Α ρ α , το πρό βλημα των μορφών τ η ς δ ή λωσης­
έ κ φ ρασης (enonciat i o n ) , λαμβανό μενο ως ένα όλο αποχτάει τ ε ρ άστια
σ η μασία» ( σ . 1 3 8). «Η δομή τ η ς δ ή λωσης-έκφρασης ε ίναι δομή καθαρά
κοινωνική .. (σ. 1 4 1 ).
48. Η π ο ί η σ η του Α νδρέα Ε μ π ε ι ρ ίκου, όπως ο ίδιος ε ξ η γ ε ί στο Α μού ρ-αμοίφ
τ η ς συλλογής Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία (όπως έχει επισημάνει ο Γ .
Γ ιατρομανω λ ά κ η ς , Α νδρέας Εμπειρίκος, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1 983), ε ίναι
ακολουθία εικόνων και αλληλουχία συνειρμών, εικόνες ενός θεατ ρι κοί'
έργου στο οποίο μπαίνει πρόσωπο από άλλο θεατρικό έργο, « όπως συμ­
βαίνει στα όνειρα και τις φαντασιώσεις » . Η κατανόηση δηλαδή προϋποθέ­
τει την π ροσέγγιση με τις έννοιες της ψυχαναλυτικής θεω ρ ίας.
Ν ομ ίζουμε πως θα ήταν πολύ δημιουργική η ανάλυση της πο ίησης του
Ε μπει ρ ίκου, που θ α αντιμετώπιζε τον κάθε «πα ράλογο » στίχο σαν κ ρυ­
πτογ ραφικό μήνυμα από αυτά « ΠΟιJ ξεφεί,γουν από τον έλεγχο της συνει­
δητής πλευ ρ άς της π ροσωπικότ η τ ο ς » . Το κλειδί τ η ς κατ ανό ησης είναι
με άλλα λόγ ια ο συνειρμός και η ανάκληση των επιθυμιών του ασυνειδή­
του. Η ποίηση του Ε μ π ε ι ρ ίκου λέει το άφατο, ονομάζει το ακατανόμα­
σ τ ο , τ ο απαγο ρ ευμένο δι πλά όχι μόνο από την κοινωνική η θ ι κ ή , αλλά
από τις εσωτ ε ρ ι κευμένες απαγορείJσεις, τα ταμποιί και τ η λογική (το
υ π ε ρ ε γ ώ ) . « Α νο ίγω τ α μάτια μου και βλέπω ό,τι υπάρχει / κλε ίνω τ α μά­
τια μου και βλέπω ό,τι ποθώ», λέει αλλοί' ο Εμπειρ ίκος.
Η « ανάγνωσ η >• τ η ς ποίησης του Ε μ π ε ι ρ ίκου π ροϋποθέτει τ η ν κατ ανό­
ηση όχι της κ υ ρ ι ολεξίας, αλλά των νοη μάτων που πηγάζουν από τους
συμβολ ισμούς των λέξεων, από την η χ η τ ι κ ή συγγένεια με άλλες λέξεις,
από τη συνει ρ μ ι κ ή ακολουθία των ει κόνων που σαν ψ η φ ίδες φτιάχνουν
μωσαϊκά με π ε ρ ιεχόμενο πάντα την ερωτική ορμή και τη θνη τή ιδιότητα
του έμφυλου ανθ ρ ώπου που συνδέεται μαζί τ η ς . Π ροϋποθέτει τ η ν κατανό­
η ση με πυξ ίδα τις βασικές έννοιες της ψυχαναλυτικής θεωρ ίας.
Νο μ ίζουμε ότι αυτή η π ροσέγγιση επιτρέπει επίσης την κατανό ηση αλ­
λά και μιαν ανάλυση με νέους ό ρους της γλώσσας του Ε μ π ε ι ρ ίκου και των
σουρεαλιστών, το ιδιότυπο γλωσσικό μίγμα καθα ρεύουσας και δη μο­
τ ι κ ή ς με λαϊκές και ιδιωματικές εκφ ράσεις και λέξεις. Το γλωσσικό αυτό
μ ίγμα πετυχαίνει να κάνει τις λέξεις να μην ηχούν ο ι κ ε ίες, να απομα­
κ ρύνει τ η ν κ υ ρ ι α ρ χ ία τ η ς λογικής καταστ ρέφοντας τη συνοχή και των
δί'ο γλωσσών. ' Ετ σ ι , η ιδιότυπη γλώσσα των σουρ εαλιστών δ ίνει μιαν
ε κ π λ η κ τ ι κ ή πολυση μ ία και μιαν εντυπωσιακή ρευστότητα των ση μασιών,
όπου ο ι λέξεις ε κπέμπουν συγχρόνως πολυάριθμα νοή ματα σε πολλά επί­
πεδα.
Θα π ροσπαθήσουμε, σαν πα ράδειγμα του τ ι εννοούμε με την π ροσέγ­
γιση που χ ρ η σιμοποιεί σαν κλειδιά τ η ς κατανό η σ η ς τις ψυχαναλυτικές
ΣΗΜΕ ΙΩΣΕΙΣ σ. 48-50 24 1

έννοιες, να κάνουμε μια πρώτη «ανάγνωση » ενός πο �ή ματος του Εμπειρί­


κου.
Ε ίναι το ποίημα «Συμπλή ρωσις φορτη γού ατμοπλο ίου » από τη συλλογή
Υψικάμινος (εκδ. Πλειάς, Αθήνα χ . χ . , σ . \ Ο).
ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΙΣ ΦΟΡΤΗΓΟ Υ Α ΤΜΟΠΛ Ο/Ο Υ
Σάν τά νερά ένός '1ρκωτοϋ δικαστηρίου ταράχτηκε ή γαλήνη τών ματιών της,
άλλά τό άνάβλεμμά της κατ ίσχυσε tν τέλει καί πέταl;ε στήν αίθρία τοϋ θολωτοϋ
της όνείρου δπως πετιi μιά μυίγα άπό τήν μύτη ένός κοιμωμένου παιδιοϋ στήν
τύρβη μιιiς πολύφωτης σιγής. Τότε οί τηρηταί τών νόμων συνελθόντες άπεφά­
σισαν νά σκοτώσουν τήν σιγή μιά γιά πάντα καί νά στήσουν άκριβώς στό Ιδιο
σημείο τό ii.γαλμα τής γαλήνης τών ματιών της γιατί ή νέα γυναίκα κρατοϋσε
στά χέρια της τό άνάβλεμμά της σάν θαυματουργό φίδι.
Τα νοή ματα δεν προέ ρχονται από την κυ ρ ιολεξία ούτε τη λογική ακο­
λουθία, αλλά πηγάζουν από τις συνηχήσεις και τους συμ βολισμούς που
ανακαλούν οι λέξεις.
Στον τίτλο, η λέξη «συμπλήρωσις» ανακαλεί την πλή ρωση και την
πλη ρότητα, την ικανοποίηση , αλλά και την πλη ρωμή (τόσο με την κυρι­
ολεκτική όσο και τη μεταφορική σημασία « πλη ρώνω αμαρτίες »). Το
« φορτηγό ατμόπλοιο » ανακαλεί την οικογένεια των εφοπλιστών απ ' όπου
κατάγεται ο ποιητής, τις ρίζες, τη δέσμευση , την οικογενειακή εξουσία
(διπλή εξουσία, πάνω στο γιο και στην κοινωνία). Ο συνδυασμός των λέ­
ξεων ενώνει δύο αντίθετα: το «φορτηγό» συμ βολίζει το εμπό ριο, τα πλού­
τη, τη χρησιμότητα (την οικογένεια, το κύ ρος, τη δύναμη και τις αρχές
της), το « ατμόπλοιο » ανακαλεί το πλέω και ατμός, τη φυγή (το ρήμα πλέω
είναι γενικά σύμ βολο της φυγής στο όνειρο σε όλη την ποίηση του Εμ­
πει ρίκου), το ταξίδι, το όνει ρο.
Ακρι βώς επειδή ο τίτλος δεν έχει καμιά φανερή και λογική σχέση με
το ποίημα, θα πρέπει να αποτελεί μέρος της ση μασίας του. Το ποίημα
μιλάει για μια γυναίκα. Αν αφεθούμε στους συμ βολισμούς και τα νοή μα­
τα που ανακαλούν συνειρμικά και ηχη τικά οι τ ρεις λέξεις του τίτλου, η
γυναίκα του ποιή ματος είναι συγγενής, και ο συνδυασμός ε ρωτική επι­
θυμία - συγγένεια έχει νοηματικό περιεχόμενο την πανάρχαια απαγόρευ­
ση όπου στη ρ ίζεται ο πολιτισμός, το ταμπού της αιμομιξίας.
Τα μάτια της γυναίκας έχουν δύο αντίθετα στοιχεία, τη « γαλήνη » των
ματιών και το «ανάβλεμμά » της. Η γαλήνη των ματιών της παρομοιάζε­
ται ρητά με το «ορκωτό δικαστή ριο», την πιο έντονη εικόνα της κοινω­
νικής απαγόρευσης, το θεσμό που επιβάλλει με την κ ρ ίση στον ένοχο
(ενοχή) την τιμωρία και τις κοινωνικές επιταγές. Η γαλήνη των ματιών
της είναι το κοινωνικό ηθικό π ρέπει.
Η γαλήνη «ταράχτηκε», αλλά «εν τέλει» (δη λαδή μετά από διαδικασία
σύγκρουσης) « Κατίσχυσε» το ανάβλεμμα και « πέταξε» στην «αιθρία του
θολωτού της ονείρου ». Το ανάβλεμμα της γυναίκας πέταξε στην αιθρία
(φως, απεραντωσύνη , ελευθερία) του θολωτού (ουρανός, σύμπαν, καμπύ­
λη-συμβολισμός του θηλυκού) ονείρου « τ η ς » , του δικού της ονείρου. Το
ανάβλεμμα είναι αυτό το κάτι, που ταράζει τη «γαλήνη », υπε ρισχύει των
επιταγών και πετάει π ρος το όνειρο.
242 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Η παρομοίωση για το πώς πετάει το ανάβλεμμα προς το όνειρο περιέ­
χει τη •ψυ ίγα » , που ε ίναι μαύρη, ενοχλητική , βουίζει και ίσως συμβολί­
ζει την τύψη ή την ενοχή , το « Κοιμώμενο παιδί», εικόνα της εγκατάλει­
ψης, της εύθραυστης αθωότητας, του κυριολεκτικού ονείρου (τα όνειρα
των παιδιών, κατά τον Φ ρόυδ είναι η άμεση χωρ ίς διαμεσολαβήσεις ικα­
νοποίηση των ανεκπλήρωτων επιθυμιών), τέλος την «τύρβη της πολύφω­
της σιγής » . Η ση μασιολογική ανωμαλία «τύρβη της σιγή ς » θα πρέπει να
συμβολίζει το ασυνείδητο, η βουή και αντάρα της σιγής υπονοεί κάποιο
παραπλη ρωματικό νόημα της λέξης σιγή, ίσως αυτό που αποσιωπάται,
που δεν ακούγεται (δεν π ροσλαβαίνεται με τις αισθήσεις και τη λογική),
το ασυνείδητο, που ε ίναι «σιγή » γεμάτη «τύρβη » και συγχρόνως «πολύ­
φωτ η >>, έντονα παρούσα, φανερή, ωραία . . .
Αφού συνέβησαν αυτά («τότε»), συνή λθαν « Ο ι τη ρηταί των νόμων » και
« απεφάσισαν να σκοτώσουν την σιγή ». Να σκοτώσουν την πολύφωτη και
γεμάτη βουή και αντάρα σιγή. Για να τη σκοτώσουν «μια για πάντα»,
έστησαν ένα άγαλμα. Η γυναίκα ήταν «νέα» και έτσι κ ρατούσε στα χέρια
της το ανάβλεμμά τ η ς (αυτό που ταράζει τη γαλήνη και κατισχύει πετών­
τας προς το όνειρο με τις π ροτροπές της σιγής) σαν «θαυματουργό φίδι »
(εδώ ο συμ βολισμός του π ροπατορικού αμαρτήματος είναι άμεσος), φίδι
και θαυματου ργό, ικανό να προκαλεί θαύματα. Επειδή λοιπόν η νεότητα
της γυναίκας έκανε το ανάβλεμμά της φ ίδι θαυματουργό, για να σκοτώ­
σουν οι τη ρηταί των νόμων τη σιγή «μια για πάντα», απεφάσισαν να στή­
σουν ακριβώς στο ίδιο σημείο το άγαλμα της γαλήνης των ματιών της. Η
γαλήνη των ματιών της δεν αρκεί, γιατί όταν συγκ ρούεται με το ανάβλεμ­
μα, εκείνο κατισχύει και πετάει στο όνειρο, κυριαρχεί η τύ ρ βη της σιγής.
Οι τ η ρ η τ α ί των νόμων λοιπόν έστη σαν το ψυχρό και λευκό και σκλη ρό
και ω ραίο, αλλά δίχως ζωή άγαλμα της γαλήνης των ματιών της «ακριβώς
στο ίδιο σημείο». Η νέα γυναίκα έγινε από τους τη ρητές των νόμων (που
σύμφωνα με τον τ ίτλο ε ίναι η οικογένεια και η εξουσία) το άγαλμα της
γαλήνη ς , το άγαλμα του κοινωνικού καθώς π ρέπει είναι, παρέμ βαση της
εξουσίας που σκότωσε «μια για πάντα» την ταραχή της γαλήνης που π ρο­
καλούσε το ανάβλεμμα - θαυματουργό φίδι.
49. Chomsky, Aspects of the theory of syntax, ό π., κεφ. Β : σημ. 42, σ. 1 1 .
50. John Lyons, Language, meaning and context, εκδ. Fontana, Λονδίνο 1 983 2
( 1 98 1 ) , σ. 28.
51. Alain Rey, Theories du signe et du sens, εκδ. Klincksieck, Π αρίσι 1 976, σ.
239.
52. Βλ. εδώ παρακάτω, σ. 1 54 κε.
53. William Laboν, "The reflection of social processes ίη linguistic structures",
στου ίδιου, Sociolinguistic Patterns, εκδ. Uniνersity of Pennsylvania Press,
Φιλαδέλφεια 1 972, σ. 1 1 0 - 1 2 1 .
54. Michael Α . Κ . H alliday, Language as social semiotic: the social interpretation
of language and meaning, εκδ. Ε. Arnold, Λονδίνο 1 978, σ. 97.
55. Chomsky, Aspects of the theory of syntax, ό.π., κεφ. Β : σημ. 42, όπου γ ρά­
φει: «Η γλωσσολογική θεωρία ενδιαφέρεται για έναν ιδανικό ομιλητή­
ακ ροατ ή , μέσα σε μιαν απολύτως ομοιογενή γλωσσική κοινότητα, που
ΣΗΜΕΙΩ ΣΕ Ι Σ σ. 5 1 -60 243
γνωρίζει τη γλώσσα του τέλεια και δεν επη ρεάζεται από συνθή κες άσχε­
τες με τη γραμματική , όπως περιορισμούς της μνή μης, αποσπάσεις ή με­
ταθέσεις της προσοχής και του ενδιαφέροντος και λάθη χωρίς αιτιότητα
ή χαρακτη ριστικά (random or characteristic), όταν εφαρμόζει τη γνώση
που έχει της γλώσσας σε συγκεκριμένη επιτέλεση (actual performance). »
(σ. 3).
56. Georges Mounin (sous la direction de), Dictionnaire [de Ja linguistique],
εκδ. PUF, Παρίσι 1 974, σ. 235.
57. Jakobson , "La linguistique" , ό.π., κεφ. Α: σημ. 1, σ . 5 1 6.
58. Joshua Α. Fishman, Sociolinguistique, εκδ. F. Nathan, Παρίσι 1 97 1 , σ. 39.
59. Garmadi, La sociolinguistique, ό.π., κεφ. Β: σημ. 23, σ. 65.
60. Τζάρτζανος, Νεοελληνική Σύνταξις, ό.π., κεφ. Β : σημ. 39, τ. Α σ. 1 20.
·,

6 1 . Σε μάθημα με τίτλο «Εκπαίδευση και γλώσσα» και περιεχόμενο τις παι­


δαγωγικές επιπτώσεις της γλωσσικής προκατάληψης για τη μία «σωστή »
γλωσσική εκδοχή στην εκμάθηση της μητρικής γλώσσας, που διδά­
σκουμε στο Τμήμα Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του πα­
νεπιστημίου Ιωαννίνων από τσ χειμερινό εξάμηνο του 1 985-86, σε συ­
νεργασία με την κοινωνιολόγο, μεταπτυχιακή υπότροφο Μαριάννα Κον­
δύλη, που εκπονεί διδακτορική διατριβή με θέμα τη διδασκαλία της μητρι­
κής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο, ως εισαγωγή στο μάθημα κάνουμε (η
ιδέα ήταν της Μ. Κ.) την ερώτηση στους φοιτητές και τις φοιτήτριες, εάν
έχουν, κατά τη γνώμη τους, οι τοπικές διάλεκτοι γραμματική . Η αντανα­
κλαστική απάντηση είναι στη μεγάλη πλειοψηφία αρνητική.
62. Jakobson , Essais de linguistique, ό.π., κεφ. Α: σημ. 6, σ. 92 και 97.
63. Η πετυχημένη αυτή επισήμανση που αφορά την έκφραση «σ αγαπώ» ·

ανή κει στον αναπλη ρωτή καθηγητή στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δ . Ε . του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Θανάση Γκότοβο. Για το θέμα αυτό βλ. και τη
φράση του Erwin Goffman, Forms of Ta/k, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 3, όπου λέει,
στην επικοινωνία υπάρχει «μόνιμα η δυνατότητα ο ακροατής ( . . . ) να ζητή­
σει ( . . . ) επανάληψη ή αναδιατύπωση του μηνύματος» (σ. 1 0). «Το αίτη­
μα δεν αποτελεί απαίτηση απόλυτης κατανόησης - ο Θεός να φυλάει τον
καθένα μας από κάτι τέτοιο . » (σ. 1 1 ).
64. Βλ. επίσης Τζάρτζανος, Νεοελληνική Σύνταξις, ό.π., κεφ. Β: σημ. 39, τ. Β · ,

σ . 90-93 και 264.


65. Τοκατλίδου, Εισαγωγή στη διδακτική, ό.π., κεφ. Β: σημ. 36, σ. 77.
66. Ελισαίος Γιαννίδης, Γλώσσα και Ζωή, Αθήνα 1 908 (επανεκδόσεις 1 9 1 0,
1 9 1 4, 1 927, 1 969, 1 978), σ. 1 22, μνημονεύεται στο Σετάτος, «Φαινομενο­
λογία της καθαρεύουσας », όπου στην αμέσως παρακάτω σημ. 68, σ. 93.
67. Αντίληψη που τα τελευταία χρόνια έχει μεγάλη διάδοση και διατυπώνεται
σαν αυτονόητα σωστή . Σχεδόν καθημερινά βρίσκει κανείς στον ημερήσιο
τύπο κάποιο κείμενο που ονομάζει την ανάμιξη συστημάτων της ελληνι­
κής γλωσσικό πλούτο και καλή ποιότητα.
68. Μιχαήλ Σετάτος, «Φαινομενολογία της καθαρεύουσας », Επιστημονική
Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσ­
σαλονίκης, 1 973, σ. 73-95. (Αναδημοσίευση στο συλλογικό τόμο Δημοτι­
κή Γλώσσα, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα χ.χ. [ 1 978), σ. 45-80).
244 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
69. Βλ. παρακάτω, κεφ. Β : σημ. 90.
70. Σετάτος, «Φαινομενολογία της καθαρεύουσας », ό . π . , κεφ. Β: σημ. 68, σ. 74
και 82.
7 1 . Στο ίδιο, σ. 94.
72. Βλ. Jakobson, "La linguistique", ό . π . , κεφ. Α : σημ. 1, βλ. και Garmadi, La
sociolinguistique, ό.π., κεφ. Β : σημ. 23, σ. 2 1 .
73. Σετάτος, «Το γλωσσικό ζήτημα», ό . π . , κεφ. Β : σημ. 1 8, σ . 82-83. Στη δια­
τύπωση εδώ του Μ. Σετάτου λανθάνει η άποψη ότι ε ίναι φυσική η εξαφά­
νιση των τοπικών διαλέκτων, που εξηγείται με τη διάδοση των μαζικών
μέσων ενη μέρωσης. Ωστόσο, η εξαφάνιση σταδιακά των τοπικών διαλέ­
κτων, ελληνικών και αλλόγλωσσων οφείλεται πριν απ ' όλα, νομίζουμε,
στην κοινωνική αξιολόγηση που δ ίνει κύρος και ανωτερότητα στον ομι­
λητή της « Κοινή ς » (γλώσσας των μορφωμένων και των μεσοστρωμάτων).
Η κατωτερότητα που έχει στα μάτια όλων η διαλεκτική προφορά, ακόμα
και όταν είναι το μόνο στοιχείο της μητρικής που έχει μείνει στον ομιλη­
τή όταν μορφωθεί, αποτελεί το σημαντικότερο αίτιο για να θέλουν οι νέοι
κυρ ίως να ξεχάσουν τη μητρική τους διάλεκτο, αποδεικτική κατωτερότη­
τας. Την αξιολόγηση αυτή την καλλιεργεί επιπλέον με το βιαιότερο τ ρό­
πο το σχολείο, ο θεσμός ο κατεξοχήν υπεύθυνος για την εξαφ ιi νιση των
διαλέκτων, γιατί ρητά ταυτίζει όλες τις ομιλούμενες παραλλαγές, εκτός
την κοινή , με την κακή γλωσσική ποιότητα, όπως αναλύουμε παρακάτω
στο κεφ. Σχολείο και γλώσσα.
74. Roy Harris, The language makers, εκδ. Duckworth, Λονδίνο 1 980, σ. 93-96.
75. Jakobson, "La linguistique" , ό . π . , κεφ. Α: σημ. 1 , σ. 5 1 6.
76. C . A . Ferguson, "Baby talk ίπ six languages" , American Anthropologist, 66,
1 964, σ . 1 03- 1 1 4. Για την αντίστοιχη απλοποιη μένη ομιλία προς ξενό­
γλωσσους αφιερώνει άλλο άρθρο: του ίδιου, "Foreign talk as the name of
a simplified register", International Journal of the Sociology of Language,
28 (αφιέρωμα στο θέμα Foreign Talk), 1 98 1 , σ. 9- 1 8.
77. C . A . Ferguson, "Diglossia", World, τ. 1 5, 1 959, σ. 325-340.
78. « Α πλή » ωστόσο συνύπαρξη γλωσσών ή μορφών δεν υπάρχει. Η διγλωσ­
σία είναι πάντα αξιολογημένη κοινωνικά, δη λαδή μία από τις συνυπάρ­
χουσες γλώσσες έχει το κύρος της ανώτερης και προσδίδει νομιμότητα
στους ομιλητές της, γι ' αυτό άλλωστε προκύπτουν κοινωνικές συγκ ρού­
σεις για τη γλώσσα σε κοινωνίες με παράλληλη ύπαρξη και χρήση δια­
φορετικών γλωσσών, όπως είναι ο Καναδάς , το Βέλγιο κ.ά. Για το θέμα
αυτό βλ. τον συλλογικό τόμο, Ρ.-Ρ. Giglioli (ed), Language and social con­
text, εκδ. Penguin 1 979 5 ( 1 972), και κυρ ίως την περιεχόμενη μελέτη , R . F .
Inglehart, Μ. Woodward, "Language conflicts a n d political community" ,
σ. 358-377.
Για το θέμα αυτό βλ. επίσης , Andre Martinet, "Bilinguisme et diglossie:
appel a une νision dynamique", La linguistique, τ . 1 8 , αρ. ! , 1 982 (τεύχος
αφιέρωμα στο θέμα Bilinguisme et diglossie), όπου γράφει: «Θα μπορούσα­
με ίσως να πούμε ότι υπάρχει πάντα ένας βαθμός κοινωνικής διγλωσσίας
(dig!ossie) στις κοινότητες που παραδοσιακά θεωρούνται μονόγλωσσες,
γιατί δεν υπάρχει ποτέ ταύτιση ανάμεσα στην καθημερινή χρήση και την επί-
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ σ. 60- 75 245

σημη νόρμα. Ωστόσο μιλάμε για κοινωνική διγλωσσία μόνο όταν οι χρή­
στες έχουν συνείδηση της διαφοράς (dualite) και τουλάχιστον ο ρισμένοι
ανάμεσά τους μάχονται να τη μειώσουν ή να την εξαφανίσουν, είτε με τη
γενίκευση μιας από τις μορφές σε χ ρήση σε βάρος της άλλης , είτε με
σταδιακή μείωση των διαφορών που τις χωρ ίζουν . » (σ. 9). Στη συνέχεια
το άρθρο (όπως και άλλα του ίδιου τεύχους) κάνει κ ριτική στον όρο
diglossia του Ferguson, θεωρώντας ότι είναι απλουστευτικός, γιατί τις
γλωσσικές κοινότητες χαρακτη ρίζει κοινωνική πολυγλωσσία και όχι
απλώς διγλωσσία.
79. Αντίθετα με την ο ρολογία και τους ορισμούς που χρησιμοποιεί ο Γ.
Μπαμπινιώτης, Νεοελληνική Κοινή: πέρα της καθαρευούσης και της δημοτι­
κής, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 1 979, σ. 27 κε. και 4 1 κε. , ονομάζοντας «πραγ­
ματική διγλωσσία» τον bilingualism και απλή «διμορφία » ή «διϋφία» τη
diglossia, για να υποστη ρίξει τη θέση ότι την ελληνική γλωσσική κοινό­
τητα δε χαρακτη ρίζει « διγλωσσία», εφόσον καθαρεύουσα και δημοτική
ε ίναι και οι δύο «μορφές » ή «ύφη >• της ελληνικής γλώσσας, αντίθετα με
αυτά, η διάκριση στη διεθνή βι βλιογραφία είναι σαφέστατα το άνισο
κοινωνικό κύρος των δύο σε χρήση γλωσσών ή παραλλαγών. ' Αλλωστε
ο ό ρος diglossia του· Ferguson έρχεται να αντικαταστήσει τον όρο social
bilingualism , βλ. Mounin, Dictionnaire, ό. π . , κεφ. Β: σημ. 56, σ . 1 08 , βλ. και
Α. Martinet, La linguistique: guide alphabetique, εκδ. Denoel, Παρίσι
1 969, σ. 305 κε. Βλ. τέλος τ η διάσημη μελέτη για τη νέγρικη αγγλική
των Η Π Α , την οποία ο William Laboν αποδεικνύει άλλο γλωσσικό σύ­
στημα, Language in the inner city, όπου στην αμέσως παρακάτω σημ. 83.
80. Βλ. Ferguson, ''Diglossia" , ό . π . , κεφ. Β : σημ. 77, σ . 325, 333 και 334.
8 1 . Βλ. και Dell Hymes, Foundations in sociolinguistics: an ethnographic ap­
proach, εκδ. Uniνersity of Pennsylνania Press, Φιλαδέλφεια 1 974, σ. 30.
82. Ομάδα του Center for Applied Linguistics στην Ουάσινγκτον με υπεύθυνο
τον W. Shuy.
83. Τα δεδομένα της ε ργασίας αυτής βρ ίσκονται κυ ρ ίως στις εξής δη μοσιεύ­
σεις: W. Laboν, Language in the inner city: Studies in the B/ack English
νernacu/ar, εκδ. University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια 1 972, επί­
σης του ίδιου Socio/inguistic Patterns, εκδ. University of Pennsylvania
Press, Φιλαδέλφεια 1 972.
84. Αλλά και η γλώσσα που χρησιμοποιεί κανε ίς για να μιλήσει για τη
γλώσσα κρύβει πεποιθήσεις για τη γλώσσα. Όπως γ ράφει ο S . Pit Cor­
der, Introducing applied /inguistics, ό . π . , κεφ. Β: σημ. 2, «υπάρχει πολύ στε­
νή σχέση ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο μιλάμε για ένα επιστημονικό
αντικείμενο και τον τρόπο που το βλέπουμε, το εννοούμε, το αντιλαμβα­
νόμαστε». Με την ίδια λογική «η γλώσσα που χρη σιμοποιούμε για να
ο ρ ίσουμε τι ε ίναι γλώσσα αποκαλύπτει τις συνειδητές ή λανθάνουσες
πεποιθήσεις μας για το τι είναι γλώσσα» (σ. 1 9) .
85. Laboν, Socio/inguistic Patterns, ό. π . , κεφ. Β : σ η μ . 53, Ε ισαγωγή , σ . Χ Ι Ι Ι .
8 6 . Σ τ ο ίδιο, βλ. τη μελέτη π ο υ τιτλοφορείται « Κοινωνική διάκριση στην
προφορά του R •>, σ . 43-69 και τη μελέτη , « Η υπερδιόρθωση στην κατώ­
τερη μεσαία τάξη ως παράγοντας γλωσσική ς αλλαγής » , σ . 1 22- 1 42.
246 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
87. Στο ίδιο , βλ. τ η μελέτη με τ ίτλο «Τα κοινωνικά κ ίνητρα της αλλαγής
ενός προφε ρόμενου ήχου », σ. 1 -4 1 .
88. Βλ. Γιάννης Καλιό ρης, Ο γλωσσικός αφελληνισμός: πέραν τού μισοξενι­
σμού και της υποτελείας, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1 984.
89. Βλ. Γ. Μπαμπινιώτης, Νεοελληνική Κοινή, ό . π . , κεφ. Β: σημ. 67, ενδεικτικά
σ . 79, 80, 83 και 86.
90. Ο Γ. Μπαμπινιώτης σε όλα σχεδόν τα κείμενά του, όπου μνημονεύει την
ιστορική διγλωσσία, καταδικάζει ρητά τους δύο « φανατισμούς» και π ρο­
τ ρέπει στην « επιστημονική νηφαλιότητ � ... προτείνοντας συγχ ρόνως ως
« νεοελληνική κοινή » την καθαρεύουσα, βλ. Γ. Μπαμπινιώτου, Π. Κον­
τού, Συγχρονική Γραμματική της Κοινής Ελληνικής, Αθήνα 1 967. Επίσης
υποστ η ρ ίζει ότι « η γλώσσα της επιστή μης» ήταν πάντα και ε ίναι ακόμα
και σήμερα η καθαρεύουσα. Βλ. Γ. Μπαμπινιώτου , « Κοινή Νέα Ελληνι­
κή, 'Άντιγλώσσα" και διγλωσσία», Πλάτων, δελτίον της Εταιρίας Ελλή­
νων Φιλολόγων, τομ. 24, αρ. 47/48, 1 972, σ . 1 95 (το κείμενο αναδημοσι­
εύτηκε μεταγραμμένο από την καθαρεύουσα σε μικτή , στου ίδιου , Νεοελ­
ληνική Κοινή, ό . π . , κεφ. Β: σημ. 67, σ. 73 κε).
9 1 . Benνeniste, Problemes de linguistique, τ. Ι, ό . π . , κεφ. Α: σημ. 2, σ. 39.
92. Vendryes, Le langage, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 28, σ . 289.
93. Aitchison, Language change, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 22, σ. 1 5- 1 9.
Το ίδιο, σημειώνει ο Roy H arris, The language makers, ό . π . , κεφ. Β: σημ.
74, συμ βαίνει με τους γάλ.λ.ους «πανεπιστημιακούς καθαρολόγους » , όπως
π.χ. τον R . Etiemble, που έχει γράψει το 1 964 το βιβλίο με τον υποτιμη­
τικό τίτλο Parlez-νous Franglais?, κατακρίνοντας δάνεια από την αγγλική
γλώσσα, όπως jazz, weekend, κτλ. που χρη σιμοποιούνται πλατιά στην
καθημερινή γαλλική των μορφωμένων στ ρωμάτων. Ο Roy H arris προσθέ­
τει: «Τα δάνεια συνεχίζουν παρά αυτές τις κριτικές, γιατ ί η διαφωνία
ορισμένων ατόμων δεν έχει την ισχύ για να επιβληθεί πάνω στη συλλο­
γική επιλογή της κοινότη τας » (σ. ! 04).
Βλ. και Jean-Pierre Beaujot, " Les statues de neige: ou contribution au
portrait du petit defenseur de la langue franς:aise" , Langue Franι;aise, α ρ .
5 4 , Μάιος 1 982, σ. 40-55. Η μελέτη αφορά τους υπεραuπιστές (από τις
αρχές του αιώνα ώς σήμε ρα) της αυθεντικότητας, καθαρότη τας και ποιό­
τη τας της γαλλικής γλώσσας και αναλύει τα κοινωνικά αίτια των θεω ρ ι­
ών για την παρακμή και την ανάγκη σωτη ρ ίας της γλώσσας.
94. Vendryes, Le langage, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 28, σ. 289.
95. Benνeniste, Problemes de linguistique, τ . Ι , ό . π . , κεφ. Α : σημ. 2, σ . 24 1 .
96. Τριανταφυλλίδης, «Ξενη λασία», ό . π . , κεφ. Β : σημ. 26, σ . 27.
97. Στο ίδιο, σ. 1 25.
98. Εμμ. Κ ριαράς, Η σημερινή μας γλώσσα, εκδ. Μάλλιαρη ς , Θεσσαλονίκη
1 984, σ. 45.
99. Τ ριανταφυλλίδης, «Ξενηλασία», ό . π . , κεφ. Β : σημ. 26, σ. 96.
Ι ΟΟ. Στο ίδιο, σ. 96.
! Ο Ι . Στο ίδιο , σ. 72.
! 02. Στο ίδιο, σ. 21 και 30.
1 03. Στο ίδιο, σ . 12 και 37.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ σ. 75- 83 247

1 04. Benνeniste, Problemes de linguistique, τ. ΙΙ, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 3 1 : «Υπάρχει


στα γαλλικά μεγάλος αριθμός από λέξεις φτιαγμένες από στοιχεία (ele­
ments) ελλη νολατινικά. Οι πε ρισσότερες ανή κουν στο επιστημονικό λε­
ξιλόγιο. Τις αφήνουμε συνήθως έξω από τα πλαίσια της σύνθεση ς, ακ ρι­
βώς εξαιτ ίας της π ροέλευσής τους. Μοιάζουν να ανή κουν στη μορφολο­
γία των κλασικών γλωσσών, όντας μο ρφικά σύμφωνες με το μοντέλο,
που κλη ρονομήσαμε ή μιμηθή καμε, αυτών των γλωσσών, ακόμα κι όταν
δημιου ργήθη καν τ η σύγχρονη εποχή . Αυτή η παραδοσιακή αντίλη ψη
εμπόδισε να αναγνω ριστεί η πραγματική φύση πολλών νεολογισμών που
δημιου ργήθη καν στο σημερινό επιστημονικό λεξιλόγιο καθώς και η ση­
μασία τους για την περιγραφή των γαλλικών σύνθετων λέξεων. ( . . . ) Η
πεποίθη ση, σύμφωνα με την οποία είχαμε να κάνουμε με σύγχρονες πα­
ραλλαγές μιας ελληνολατινικής κατηγορ ίας, στάθηκε τόσο ισχυ ρ ή , ώστε
οδήγησε μερικές φορές στην παραμέληση βασικών λεξικογραφικών δε­
δομένων. Θεωρούμε χρήσιμο, μελετώντας τη γέννηση ενός όρου θεμελι­
ώδους για τη σύγχρονη επιστή μη, της λέξης: μικρόβιο, να δείξουμε ότι
δημιουργήθηκε στη γαλλική γλώσσα, από όπου πέρασε στις περισσότε­
ρες άλλες γλώσσες. » (σ. 1 63- 1 64).
Στις σελίδες που ακολουθούν εκτίθεται η απόδειξη , γιατί δεν υπάρχει
αυτή η λέξη στην αρχαία ελληνική και πώς γεννήθηκε στη γαλλική
γλώσσα, ως αποτέλεσμα της ανακάλυψης από τον Παστέρ του σημαινο­
μένου « μικ ρόβιο ».
1 05 . Vendryes, Le langage, ό.π., κεφ. Β: σημ. 28, σ . 2 1 7.
1 06. Βάσω Τοκατλίδου, « Π ρο βλή ματα ο ρολογίας και δανε ίων», στη συλλογ.
έκδ. , Προβλήματα της δημοτικής γλώσσας, εκδ. Τέχνη , Θεσσαλονίκη
1 976, σ . 62.
1 07. Στο ίδιο, σ. 6 1 .
1 08. Τριανταφυλλίδη ς, « Ξενηλασία•., ό . π . , κεφ. Β : σημ. 26, σ . 2 1 .
1 09. Στο ίδιο, σ . 7.
1 1 0. Vendryes, Le langage, ό . π . , κεφ. Β: σημ. 28, σ . 3 1 7.
1 1 1 . Στο ίδιο, σ. 320-32 1 .
1 1 2. Σετάτος, « Φαινομενολογία», ό . π . , κεφ. Β : σημ. 68, σ. 92 και 87.
1 1 3 . Aitchison, Language change, ό.π., κεφ. Β : σημ. 22, σ. 208.
1 1 4. Στο θέμα αυτό της γλώσσας και ταυτότητας, εξαιρετικά επίκαιρο στη δι­
εθνή βιβλιογραφία είναι το πρό βλημα της εξαφάνισης των τοπικών
γλωσσών και διαλέκτων στις διάφορες χώρες (ΗΠΑ, Ε ΣΣΔ, Γαλλία,
Ιταλία, Ισπανία κτλ.) με την επιβολή της γλώσσας που μιλάει ή πολυ­
πληθέστερη ή ισχυρότερη κοινότητα. Βλ. για το ζήτημα αυτό το περιο­
δικό Langages , τ . 6 1 , Μάρτιος 1 98 1 , αφιέρωμα στο θέμα Bilinguisme et
diglossie, με κε ίμενα του Jean-Baptίste M arcellesi και άλλων καθώς και
την πολύ μεγάλη αμερικανική βι βλιογ ραφία για τη γλωσσική ενσωμά­
τωση των μη αγγλόφωνων μειονοτήτων στις Η ΠΑ. Θα ήταν ενδιαφέρον
να μελετηθεί κάποτε η πολιτική ενσωμάτωσης των μειονοτήτων στην
Ελλάδα (πολιτική που υποστή ριξαν με πάθος και αποτελεσματικότητα οι
δημοτικιστές, με π ρ ώτο τον Τριανταφυλλίδη) και το αποτέλεσμά της, η
εξαφάνιση των αλλόγλωσσων διαλέκτων και άλλων ιδιωμάτων.
248 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
1 1 5. Vendryes, Le langage, ό.π., κεφ. Β : σημ. 28, σ. 3 1 0.
Ι 1 6. Στο ίδιο, σ. 309.
1 1 7. Στο ίδιο, σ. 3 1 0.
Ι 1 8. Βλ. συγκεκριμένο παράδειγμα παρακάτω, κεφ. Ε: σημ. 30.
1 1 9. Ν ίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα, τόμος Β ' , εκδ. Ίκαρος, Αθήνα χ . χ . , σ.
16 και 30.
1 20. Βλ. Η δίκη των τόνων (Η πειθαρχική δίωζις του καθηγητή /. Θ. Κακριδή).
εκδ. Εστ ία-Κολλάρος, Αθήνα χ.χ. [ 1 944). Το πιο εντυπωσιακό απ ' όλα
σε αυτή την ιστορία (κατά τα άλλα κοινότυπη ιστο ρία δίωξης δημοτικι­
στή για τις γλωσσικές του ιδέες) είναι οι χρονολογίες. Η διαδικασία για
τη δίωξη ξε κίνησε το Νοέμβριο του 1 94 1 και η πειθαρχική απόφαση
πάρθηκε το Φεβρουάριο του 1 942. Από τον Απρίλιο του 1 94 1 έχουν εγ­
κατασταθε ί στην Αθήνα και σε όλη τη χώρα τα ναζιστικά στ ρατεύματα
κατοχής. Η παρουσία του ναζιστικού στρατού και η πείνα (που εκείνο
ακριβώς το χειμώνα ήταν η χει ρότερη με δε κάδες χιλιάδες θύματα) είναι
γεγονότα τόσο τραυματικά για το εθνικό αίσθημα κάθε πολ ίτ η , ώστε το
να θεωρούν οι καθηγητές εκείνοι π ρωτεύον « πατριωτικό " τους χρέος μέ­
σα σε αυτές τις συνθήκες να «σώσουν το έθνος" από τη φθο ρά στη γλώσ­
σα, που θα έφε ρνε το μονοτονικό σύστημα του Ι. Κακριδή, είναι γελοιο­
γραφική στην υπερ βολή της πολιτική πράξη μετονομασ ίας βαθύτατα αν­
τιδ ραστικών θέσεων για το έθνος, την ανεξαρτησία και την ενότητά του ,
σε γλωσσικές δήθεν θέσεις.
121. Ψυχάρης, Το Ταζίδι μου. επανέκδοση της α ' έκδοσης του 1 888, εκδ. Ερ­
μής, Αθήνα 1 97 1 , σ. 1 92.
1 22. Η άποψη αυτ ή , που ονομάζει «ανώτε ρ η " και « καλής ποιότη τας " την επι­
στη μονική γλώσσα, ευφημιστικά διακρ ίνοντάς την από τη λαϊκή που εί­
ναι απλώς «διαφορετική >,, στη ρίζεται στην παλιά καθαρευουσιάνικη ταύ­
τιση της δημοτικής με τη λαϊκή γλώσσα.
1 23 . Μ . Τριανταφυλλίδης, Ά παντα, τομ. 8ος, Θεσσαλονίκη , σ. 405, 4 1 1 , 4 1 4,
427 και 429.
1 24. Βλ. Γ. Κουρμούλης, Η επίσημος γλώσσα του Έθνους. Αθήνα 1 948, σ. 4
και 1 9.
1 25 . Ανώνυμου συγγραφέα, Εθνική Γλώσσα. εκδ. Αρχηγείου Ενόπλων Δυνά­
μεων, Αθήνα 1 972, σ. 4 και 6.
1 26. Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη ς , Νεοελληνική κοινή: πέρα της καθαρευούσης και της
δημοτικής, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 1 979, σ. 86, 79 και 80.
1 27. Fishman, Sociolinguistique, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 58, σ. 63.
1 28. «Μιά φ ράσις καθαρευουσιάνικη σάν έτούτη π.χ. " Ώ μή τερ, μήτερ,
απωλέσθη δι , έμέ τό πάν" άν ακουστή σέ μία, εστω καί τραγικώτατη
στιγμή , απ ' τοϋ θεάτρου τή σκηνή , θά προκαλέσει τά γέλια, καί κάθε
άλλο παρά συγκινεί,,, Αχ. Τζάρτζανος, Η ζωντανή εθνική μας γλώσσα,
Αθήνα 1 936, σ. 6.
1 29. Pierre Bourdieu, Ce que parler νeut dire: /' economie des echanges lingui­
stiques, εκδ. Fayard , Παρίσι 1 982, σ. 460.
1 30. Χ οόνης Μ ίσσιος, Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εκδ. Γράμματα, Αθήνα
ι <Jιso, ο . : ' t
ΣΗ ΜΕΙΩΣΕΙΣ σ. 84- 1 1 9 249

1 3 1 . William Labov, "The logic of nonstandard English", στο J . E . Alatis (ed),


Report ο/ the twentieth annual round table meeting on Linguistics and Lan­
guage Studies, εκδ. Georgetown University Press, Ουάσινγκτον 1 970, σ.
1 1 - 1 2.
1 32. Στο ίδιο, σ. 1 8.
1 33 . Labov, Socio/inguistic Patterns, ό.π., κεφ. Β: σημ. 53, σ. 1 22- 1 42.
1 34. Τη δημιου ργικότητα (creativity ή open-endedness), που αναλύει ο Chom­
sky στα κεφ. 1 και 2 των Syntactic Structures (ό.π., κεφ. Β : σημ. 4 1 ) και
σημαίνει την ικανότητα που έχουν όλοι οι ομιλητές μιας γλ ώσσας να πα­
ρ άγουν και να καταλαβαίνουν άπειρο αριθμό προτάσεων, που δεν είχαν
προηγουμένως ξανακούσει (ικανότητα αμφισβητούμενη πάντως από άλ­
λους γλωσσολόγους).
1 35 . Όπως διαπιστώνει ο Γιάννης Μπασλής σε έρευνα στους μαθητές του
Κολλεγίου Αθηνών, στην αδη μοσίευτη διατ ριβή του στο πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων με θέμα την εφαρμογή της θεωρ ίας του Β . Bernstein στην ελ­
λη νική γλώσσα.

Γ. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ

1. Michael Α . Κ . Halliday, Learning hοιι• to mean: Explorations in the deνe­


lopment ο/ /anguage, εκδ. Ε. Arnold, Λονδίνο 1 975, σ. 8 κε. και 7 1 .
2 . Στο ίδιο, σ . 1 8-20.
3 . Βλ. Basil Bernstein , "Socίal class and linguistic deνelopment : a theory of
social learning" (κείμενο του 1 958) και του ίδιου, 'Ά socio-linguistic ap­
proach to socialization : with some reference to educability" (κείμενο του
1 9 7 1 ), σε ελληνική μετάφραση στο ' Α ννα Φ ραγκουδάκη , Κοινωνιολογία
της Εκπαίδευσης: θεωρίες για την κοινωνική ανισότητα στο σχολείο, εκδ.
Παπαζήσης, Αθήνα 1 985, σ. 393-43 1 και 433-468.
4. M [ichael] Α . Κ . Halliday, Language as socia/ semiotic: the social interpreta­
tion ο/ language and meaning, εκδ. Ε . Arnold, Λονδίνο 1 978, σ. 1 02 κε.
5 . Basil Bernstein, Class, codes and control: theoretical studies towards α socio­
logy of language, εκδ. Routledge and Kegan Paul, Λονδίνο 1 97 1 , σ. 1 70.
6, Basil Bernstein, "Codes, modalities and the process of cultural reproduc­
tion: a model", Psycho/ogica/ Bulletin, Depart ment of Education, Uniνersity
of London, π ο 7, 1 980, σ. 1 .
7 . Αυτό είναι κυρίως το αντικείμενο των τ ριών τόμων μ ε τ ίτλο Class, Codes
and Control, που κυκλοφόρη σαν αντίστοιχα το 1 97 1 , 1 974 και 1 977 (βλ.
βι βλιογ ραφία).
8. Basil Bernstein, 'Όπ the classification and framing of educational know­
ledge », στο M . F . D . Young (ed), Knoιι•/edge and Control, εκδ. Collier-Mac­
Millan, Λονδίνο 1 97 1 , σ. 47.
9. Bernstein, «Κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση », στο Φ ρ αγκουδάκη ,
Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, ό.π., κεφ. Γ: σημ. 3, σ. 437.
250 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
1 0. Η κριτική του Labov εναντ ίον του Bernstein βρ ίσκεται σε πολλά κείμενά
του, αλλά κυρίως αναπτύσσεται στο W. Labov, "The logic of a nonstan­
dard English", ό . π . , κεφ. Β : σημ. 1 3 1 .
1 1 . Βλ. Φραγκουδάκη, Κοι νω νιολογία της Εκπαίδευσης, ό . π . , κεφ. Γ : σημ. 3 , σ .
1 3 1 κε.
1 2. Halliday, Language as social semiotic, ό . π . , κεφ. Γ: σημ. 4, σ. 23.
1 3. Βλ. Frederic Williams (ed), Language and po νerty: perspectiνes on α theme,
εκδ. Markham, Σικάγο 1 970, κυρίως το κεφ. 1 8.
1 4. Halliday, Language, ό . π . , κεφ. Γ: σημ. 4, σ. 23.
1 5. Στο ίδιο, σ . 1 04.
1 6. Στο ίδιο, σ. 1 00 κε.
1 7. Celestin Freinet, La methode naturelle, /: /' apprentissage de Ια lecture, εκδ.
Delachaux et Niestle, Γενεύη 1 969. Βλ. και του ίδιου , Το σχολείο του λαού,
εκδ. Οδυσσέας , Αθήνα 1 978.
1 8. Halliday, Language, ό.π., κεφ. Γ: σημ. 4, σ. 206 κε. και 209.
1 9. Φ ρ αγκουδάκη , Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, ό . π . , κεφ. Γ: σημ. 3, σ .
1 34- 1 35 κ α ι αντίστοιχη παραπομπή σ. 238.
20. Βλ. και Dell Hymes, Foundations in sociolinguistics: an ethnographic ap­
proach, εκδ. University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια 1 975, σ. 1 1 9.
Η αποτυχία του σχολείου στη διδασκαλία της γλώσσας έχει κοινωνι­
κή σημασία πολύ ευ ρύτερη από αυτήν που παραδοσιακά διαπιστώνουν
οι εκπαιδευτ ικοί οι ίδιοι και αφο ρά τη γλωσσική άνεση στη χρήση των
λόγιων μορφών. Όπως δείχνουν οι κοινωνιογλωσσολογικές έ ρευνες, βλ.
John J . Gu mperz (ed), Language and social identity, Cam bridge University
Press, Νέα Υόρκη 1 982, σ . 4, στις σύγχ ρονες βιομηχανικές κοινωνίες
έχει αλλάξει ο ρόλος των γλωσσικών δεξιοτήτων. Π . χ . για να βρει κα­
νείς δουλειά, ακόμη και χει ρωνακτική μη ειδικευμένη , χ ρειάζεται να
έχει ικανότητες που προϋποθέτουν περ ίπλοκες γλωσσικές δεξιότητες,
όπως να γ ράφει αιτήσεις, να συμπληρώνει μηχανογραφικά δελτία, να
ανταποκρ ίνεται σε συνέντευξη με υπεύθυνους για την π ρόσληψη σε μια
θέση κ.ά. Χρειάζεται δη λαδή ικανότητες στο γ ραπτό και τον π ροφορικό
λόγο, που δεν απαιτούσε στο παρελθόν η ιδιωτική ή δημόσια εργοδοσ ία.
2 1 . Τα Κείμενα Νεοελληνικής Λ ογοτεχνίας του ΟΕΔΒ, για την Α και τη Γ · ·

γυμνασίου ( 1 983), παραπέμπουν με αστερίσκο στο κάτω μέρος της σελί­


δας, μεταφ ράζοντας λέξεις των λογοτεχνικών κειμένων. Μεταφ ράζουν τις
ιδιωματικές και παλιότερες διαλεκτικές λέξεις. Ωστόσο, στο εγχει ρ ίδιο
της Α τάξης μεταφ ράζουν και λέξεις όπως : τριζόνι, φτουράω, χαρακιά, ρί­
·

γα, βολοδέρνω, νταϊλ ίκι. μπουχτισμένος, αλαμπουρνέζικα, ντουντούκα, ξενί­


ζω, τσαπ ί, πάσα ένας, αντένα, τραμ. λ ίμα (πε ίνα), κάνω το κομμάτι μου, μα­
ραφέτι, μπαίλντισμένος, ράτσα, αράδα, φύσημα κ.ά. Στο εγχει ρ ίδιο της Γ ·

τάξης μεταφράζουν λέξεις όπως: αντένιί. ιι:ανακάρης. χώρα (πόλη), μελτέμι.


λάβρα, κάβος, αλαφιάζομαι, μπερντές, μαμούνι, βρακί. σαματάς, ξεμπουκάρω,
λουφάζω, παντιέρα, μπουνάτσα, μαραφέτι κ.ά.
Ε ίναι αδύνατο να υποθέσει κανείς ότι οι επιμελητές του σχολικοί' εγ­
χει ριδίου μέλη του τότε Κ Ε Μ Ε θεωρούν ότι οι μαθητές των 1 2 χ ρόνων
δεν ξέ ρουν τη σημασία των λέξεων ριγέ πουκάμισο, χαρακιά και χαράζω,
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ σ. 1 20- 1 37 251
νταϊλίια και νταής, μπουχτισμένος ή αράδα ή φύσημα. Ακόμα περισσότερο
είναι αδύνατο να θεωρούν τους μαθητές των 1 5 χ ρόνων ανίκανους να κα­
ταλά βουν τις λέξεις μελ τέμι και μπουνάτσα, μαμούνι, βρακί, σαματάς ή μα­
ραφέτι κτλ. Αρα οι επιμελητές με τη μετάφραση γνωστών και σε καθη­
·

με ρινή χρήση λέξεων από το λαϊκό λεξιλόγιο έμμεσα και ίσως όχι συ­
νειδητά προσπαθούν να υπο βάλλουν στους μαθητές την αρχή ότι π ρέπει
να διαλέγουν και να χρησιμοποιούν όχι την καθη μερινή και λαϊκή , αλλά
την κανονιστικότερη λέξη . Υπο βάλλουν τη «σωστή » επιλογή , που είναι
να λέει ο μαθητής «ταλαιπω ρούμαι » όπως μεταφ ράζει το βι βλίο και όχι
βολοδέρνω, «γραμμή » και όχι χαρακιά. «χορτασμένο ς » και όχι μπουχτισμέ­
νος, «σφυρίχτρα» και όχι ντουντούκα, «αφόρητη ζέστη ή καύσωνας » και
όχι λάβρα, « Παντελόνι» και όχι βρακί, «σημαία» και όχι παντιέρα, «νηνε­
μία» και όχι μπουνάτσα. « ε ργαλείο ή σύνε ργο » και όχι μαραφέτι κ . ο . κ .
Π ροσπαθούν να υπο βάλουν δη λαδή στους μαθητές ερμηνείες ση μασιο­
λογικά λαθεμένες των λέξεων που εκείνοι ξέρουν ήδη και χρησιμοποι­
ούν, γιατί βέ βαια μπουχτισμένος καθόλου δε σημαίνει «χο ρτασμένος »,
ντουντούιω καθόλου δε σημαίνει «σφυ ρ ίχτρα», ούτε «σημαία» ακριβώς εί­
ναι η παντιέρα κ.ο.κ.
22. Laboν, "The logic of nonstandard" , ό . π . , κεφ. Β : σημ. 1 3 1 , σ. 1 1 - 1 2.
23. Σετάτος, «Το γλωσσικό ζήτημα», ό . π . , κεφ. Β : σημ. 1 8, σ. 82, βλ. και σ. 85
και 85-86.
24. Μ . Α . Κ . H alliday, Α . Mclntosh, Ρ. Steνens, The linguistic sciences and lan­
guage /earning, εκδ. Longman Linguistics Library, Λονδ ίνο 1 964 (αναδημ.
I ndiana Uniνersity Press, Μπλούμινγκτον Η Π Α 1 966), σ . 1 05.
25. Halliday, Language as social semiotic, ό.π., κεφ. Γ: σημ. 4, σ. 33.
26. Βλ. Γ . Μπαμπινιώτης, « Γλωσσολογία και διδασκαλία της γλώσσας », Σε­
μινάριο 5: Γλώσσα και Εκπαίδευση (αφιέρωμα στον Εμμ. Κριαρά), Ιούνι­
ος 1 985, σ. 2 1 -40.
Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας προτε ίνει για τη διδασκαλία της γλώσ­
σας στο σχολείο τα ακόλουθα: « Ό. τι πρέπει να διδαχθεί στο σχολείο, όπως
είναι φανερό, είναι από την μια πλευρά το σύστημα, ο μηχανισμός της μητρικής
γλώσσας κι από την άλλη πρότυπα ομιλίας, πρότυπα συγκεκριμένης πραγμα­
τώσεως του κοινού λόγου, χαρακτηριζόμενα από ευαισθησία, ικανότητα εκφρά­
σεως της σκέψεως με ακρίβεια, σαφήνεια, αποτελεσματικότητα κι ευθυβολία.
Τέτοια πρότυπα ομιλίας μπορεί να είναι ένα επιτυχημένο λογοτεχνικό κείμενο,
ένα επιστημονικό άρθρο ευρύτερου ενδιαφέροντος και γενικότερα κάθε κείμενο
που πείθει πως έχει αξιοποιήσει στον καλύτερο βαθμό τις δυνατότητες που
παρέχει το σύστημα μιας γλώσσας. Με δυο λ όγια κάθε προϊόν δημιουργικού
λόγου. (. . . ) Όσο κι αν βολεύει η περιγραφή της συνήθως παγιοποιημένης γρα­
π τής ομιλίας (. . . ). ωστόσο το προβάδισμα στη διδασκαλία της γλώσσας το έχει
η φυσική προφορική ομιλία. Έτσι πρότυπα ομιλίας που από τη φύση τους
βρίσκονται κοντύτερα στην προφορική μορφή του λόγου -όπως είναι λ.χ. ορι­
σμένα λογοτεχνικά κείμενα (. . .) ή και κείμενα ζωντανού επιστημονικού λόγου,
καθώς και δοκίμια ή φιλολογικού κ. ά. περιεχομένου κείμενα- πρέπει να προτι­
μώνται ως παραδείγματα δημιουργικού προφορικού λόγου έναντι άλλων που
υπόκεινται σε αυστηρή συμμόρφωση και τυποποίηση» (σ. 35-36).
252 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Στο παράθεμα αυτό, το ση μαντικότερο μήνυμα βρίσκεται στο δεύτερο
μέρος, όπου ο συγγ ραφέας (α) δηλώνει ρητά ότι η γλωσσική διδασκαλία
π ρέπει να δίνει «το προβάδισμα» στη « φυσική ομιλία», τον προφορικό
λόγο και όχι στον γραπτό λόγο και (β) προτείνει σαν παραδείγματα «δημι­
ουργικού προφορικού λόγου » τα λογοτεχνικά κείμενα, τα κείμενα ζωντανού(;)
επιστημονικού λόγου, τα δοκίμια και τα λοιπά κείμενα φιλολογικού περι­
εχομένου. Η μεγάλη αυτή αντ ίφαση , να δηλώνει ότι πρέπει να διδάσκεται
η γλώσσα με παραδείγματα «προφορική ς » ομιλίας και να ονομάζει προ­
φορικό λόγο τα «κείμενα», επιστημονικά, φιλολογικά, λογοτεχνικά, μέχρ ι
κ α ι τα «δοκίμια», δη λαδή τα π ρότυπα τ ο υ π ι ο έντεχνου (τεχνητού) γ ρα­
πτού λόγου, ίσως να εξηγείται από την απόπειρα του συγγραφέα να
συνδυάσει το αίτημα της γλωσσολογίας (για την π ροτεραιότητα του φυ­
σικού προφορικού λόγου) με την παραδοσιακή αντίληψη για το γλωσσι­
κό πρότυπο, που ε ίναι η επίσημη γλώσσα στη γραπτή της μορφή. Ε πειδή
ο συνδυασμός ε ίναι αδύνατος, καταλήγει να ονομάζει παραδείγματα « φυ­
σικής ομιλίας» τα λογοτεχνικά, επιστημονικά κτλ. κείμενα. Ο πωσδήποτε
πάντως η μεγάλη αυτή αντ ίφαση αποκαλύπτει ότι η αξιολόγη ση , η κοι­
νωνική αξιολόγηση που π ρ ο βάλλει τις επίσημες παραλλαγές σαν π ρότυ­
πα γλωσσικά, γ ίνεται αντιλη πτή από το συγγραφέα σαν γλωσσική διά­
κ ριση, άρα πιστεύει στην ανωτερότητα των επίσημων παραλλαγών, παρά
τις ρητές αναφορές στη γλωσσολογία για το αντίθετο.
Αυτό το τελευταίο φαίνεται καθαρά και στο π ρ ώτο μέρος του παραθέ­
ματος, όπου χ ρ η σιμοποιεί για να χαρακτη ρ ίσει τα γλωσσικά « πρότυπα»,
σαν να ήταν όροι επιστημονικοί, τις λέξεις «ευαισθη σία», «ακρίβεια•>,
«σαφή νεια», « αποτελεσματικότητα» και «ευθυ βολία». Τα « πρότυπα»
γλώσσας, που προτείνει να διδάσκει το σχολείο, πρέπει να χαρακτη ρ ί­
ζονται από « ευαισθη σία», που όμως δεν είναι επιστημονική γλωσσολο­
γική έννοια. Η «ευαισθησία» του γλωσσικού παραδείγματος είναι εξαι­
ρετικά ασαφής και ρευστός χαρακτη ρισμός, π ράγμα που αποκλείει τη
δυνατότητα να οριστούν ε πιστημονικά κριτήρια «ευαισθησίας » μιας λε­
κτικής παραγωγής. Η « α κ ρ ί βεια» στην έκφραση της σκέψης δεν είναι
ένα πρότυπο γενικής αξίας, είναι κατάλληλη για ο ρισμένα είδη ομιλίας
σε επίσης ο ρισμένες καταστάσεις επικοινωνίας, ενώ είναι ακατάλληλη
για άλλα (π.χ. για νd εκφράσει συναισθήματα, για την ποιητική έκφρα­
σ η , για την επίσημη επικοινωνία όταν θ ίγονται θέματα που είναι κοινω­
νικά τ αμπού , όπως η σεξουαλικότητα). Το ίδιο ισχύει για τη «σαφή­
νεια,., που επίσης δεν είναι π ρότυπο για όλους τους επικοινωνιακούς στό­
χους σε όλα τα πλαίσια (ε ίναι ακατάλληλη για τη θρησκευτική μεταφυ­
σική, για την ερωτική επικοινωνία, για την ειρωνεία και την
επιθετικότητα, για τη λογοτεχνία, για την παραβίαση λεκτικών ταμπού).
Η « ευθυβολία» δεν ανή κει στο γλωσσολογικό λεξιλόγιο και είναι όσο
ρευστή και ασαφής είναι η «ευαισθη σία». Η « αποτελεσματικότη τα »
όμως είναι κοινωνιογλωσσολογική έννοια, μόνο π ο υ σημαίνει την επι­
τυχία του ε πικοινωνιακού στόχου χάρη στην κατάλληλη επιλογή γλωσ­
σικών στοιχείων, παραλλαγής και ύφους. ' Α ρα η « αποτελεσματικότητα»
με αυτή τη ση μασία αντιφάσκει με όλα τα προηγούμενα.
ΣΗΜΕ ΙΩΣΕΙΣ σ. 1 38- 1 49 253

27. Τοκατλίδου, Εισαγωγή στη διδακτική, ό . π . , κεφ. Β: σημ. 36.


28. Στο ίδιο, σ. 89 κε.
29. Στο ίδιο, σ. 9 1 .
30. Στο ίδιο, σ . 99.
31. Στο ίδιο, σ. 1 06.
32. Για τ η ν αυθαίρετη και καθαρά κοινωνιογενή αξιολόγηση που αποδίδει
« καλαισθη σία» σε ορισμένες γλωσσικές μορφές, βλ. την κ ριτική στην
άποψη του Γ. Καλιόρη από τον Θανάση Γκότο βο, « Επιλεκτικές γλωσ­
σικές ευαισθη σ ίες και λογιόμεικτη πολεμικ ή ", Σύγχρονη Εκπαίδευση, τ .
3 3 , Μαρτ.-Απρ. 1 987, σ . 65-75.
33. Τοκατλίδου, Εισαγωγή στη διδακτική. ό . π . , κεφ. Β: σημ. 36, σ. 1 1 1 .
34. Σετάτος, «Το γλωσσικό ζήτημα», ό . π . , κεφ. Β : σημ. 1 8, σ. 84 και 85.
35. Για τ η ν ανάγκη ανανέωση ς της σχολικής γ ραμματικής, Β λ . Σετάτος, «Το
γλωσσικό ζήτημα», ό . π . , κεφ. Β : σημ. 1 8, σ . 85 κε., βλ. και Θεοπούλα
Ανθογαλίδου, « Γλωσσολογικά προβλή ματα της καθιερωμένης δη μοτι­
κής», Ηριδανός, τ. 4, 1 976, σ. 1 44- 1 53 και της ίδιας, « Π λέομεν άνω ποτα­
μών . . . : για τη διδασκαλία της δημοτικής», Ηριδανός, τ . 5-6, 1 976, σ . 65-76.
36. Γ. Μπαμπινιώτης, «Πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής», στο συλ­
λογικό τόμο Δ ημοτική Γλώσσα, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα χ . χ . [ 1 978), σ. 1 5 5
και 1 56- 1 57. (Για τ η ν υπε ράσπιση τ η ς μικτής, βλ. του ίδιου , Νεοελληνι­
κή Κοινή: πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής, εκδ. Γ ρηγόρης Αθήνα
1 979, κ υ ρ ίως σ . 27 κε., 40 κε. και 1 3 5 κε. Ε π ίσης για το γεγονός ότι ο
συγγραφέας « νεοελληνική κοινή » θεωρεί τ η ν καθαρεύουσα, βλ. στο
κειμ. σ . 220 κε. και παρακάτω κεφ. Ε: σημ. 8, 9 και 1 0. )
37. Στο ίδιο, σ. 1 55.
38. Στο ίδιο, σ. 1 5 7.
39. Halliday, Language, ό . π . , κεφ. Γ : σημ. 4, σ. 1 97 .
40. Jakobson, " L a linguistique", ό . π . , κεφ. Α : σ η μ . 1 , σ . 5 1 7.
41. Στο ίδιο, σ. 7 1 .
Ε ίναι ίσως χ ρήσιμο ν α τονίσουμε ότι ο J a kobson μιλώντας για γ ραμ­
ματική εννοεί γ ραμματική της φυσικής (ομιλούμενης) γλώσσας, πολύ
πιο περ ίπλοκης με τις ποικιλίες παραλλαγών και υφών από ό,τι η γρα­
πτή γλώσσα. Τονίζοντας τις μεγαλύτερες δυσκολίες καταγραφής και ρύθ­
μισης, γ ράφει (στο ίδιο, σ . 87): «Ο φυσικά συνεχόμενος π ροφορικός λό­
γος έθεσε αρχικά στη θεωρία της επικοινωνίας προ βλή ματα ασύγκ ριτα
πιο περ ίπλοκα απ ' ό,τι έθετε το πεπε ρασμένο σύνολο των στοιχείων που
απαρτίζουν το γ ραπτό λόγο".

Δ. Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

1 . Oliνier Reboul, Langage et ideologie, εκδ. PUF, Παρίσι 1 980, σ . 9.


2. Pierre Bourdieu, Jean-Claude Passeron, Monique de Saint Martin, Rapport
pf!dagogique et communication, εκδ. Mouton, Παρίσι 1 965, σ. 27.
254 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
3. Benνeniste, Problemes de linguistique, τ. Ι, ό . π . , κεφ. Α: σημ. 2, σ. 64.
4. John L. Austin, How ιο do things with words, εκδ. Oxford Uniνersity Press,
Λονδίνο 1 962 (επιτελεστικός = performatif) .
5. Στο ίδιο, σ. 40 και 79.
6. Στο ίδιο, σ. 1 32.
7. Στο ίδιο, σ. 23, ο Austin γράφει: « Υποθέστε, π.χ., ότι βλέπω ένα καράβι
πάνω στη ναυπηγική σχ.άρα, πηγαίνω κοντά και σπάζω την μπουκάλα που
κ ρέμεται στο σκαρί, φωνάζω " Β αφτίζω αυτό το πλοίο Στάλιν" ( . . . ), το
πρό βλημα ε ίναι όμως ότι δεν ή μουν το πρόσωπο το επιλεγμένο για να
ονομάσει το πλο ίο ( . . . ). Δεν ή μουν το κατάλληλο π ρόσωπο, δεν ε ίχα την
ικανότητα να επιτελέσω την πράξη . . . ». Ωστόσο δεν αναφέρει τι είδους
« καταλληλότητα» χρειάζεται, δεν αναφέρει τι ε ίδους «επιλογή » γίνεται,
ώστε ο ομιλητής να μπορεί αρθρώνοντας τη φ ρ άση να κάνει πράξη, να
μπορεί η δή λωσή του να είναι επιτελεστική. Και όχι μόνο αυτό, αλλά
προσθέτει ότι οι «αβεβαιότητες» ως προς την « καταλληλότητα» του ομι­
λητή να κάνει πράξη με το λόγο «δεν ενδιαφέρουν τη θεωρία» (σ. 24).
Όπως γράφει ο John Lyons για το βιβλίο αυτό του Austin στο Lan­
guage, meaning and context, ό . π . , κεφ. Β: σημ. 50, «στόχος του Austin ήταν
( . . . ) να αμφισ βητήσει την περιγραφική πλάνη , όπως την έβλεπε, την
άποψη , σύμφωνα με την οποία η μόνη φιλοσοφικά ενδιαφέρουσα λει­
τουργία της γλώσσας ε ίναι η κατασκευή αληθινών ή ψευδών δηλώσεων.
( . . . ) Αμφισβητούσε την αποδεικτική (νerificationist) θέση , που συνδέεται
με το λογικό θετικισμό, σύμφωνα με την οποία οι προτάσεις έχουν νόη­
μα εάν και μόνο εάν εκφ ράζουν συλλογισμούς που είναι δυνατό ν ' απο­
δειχτούν ή να διαψευσθούν. >• (σ. 1 73).
8. Benνeniste, Problemes de linguistique, τ. 1 , ό . π . , κεφ. Α : σημ. 2, « Έτσι κι
αλλιώς, μια επιτελεστική δήλωση δεν ε ίναι πραγματική παρά μόνο όταν
αναγνω ρ ίζεται ως πράξη. Έξω από τις συνθή κες που την κάνουν επιτε­
λεστική, μια τέτοια δή λωση δεν ε ίναι πια τ ίποτα. Οποιοσδή ποτε μπορεί
να φωνάξει στην κεντ ρική πλατεία: " Κη ρύσσω γενική επιστράτευση".
Μην μπορώντας να ε ίναι πράξη, γιατί λείπει η απαιτούμενη εξουσία, μια
τέτοια φ ρ άση δεν ε ίναι πια παρά μόνο λόγια (parole)· περιορίζεται σε
κενή κραυγ ή , ε ίναι παιδισμός ή τ ρέλα. Μια επιτελεστική δήλωση που
δεν ε ίναι πράξη δεν υπάρχει. Δεν έχει ύπαρξη παρά μόνο ως πράξη
εξουσίας. Αλλά, οι πράξεις εξουσίας είναι πρώτα και πάντοτε δηλώσεις
που προφέ ρονται από εκείνους στους οπο ίους ανή κει το δικαίωμα να τις
προφέρουν. >• (σ. 273).
9. Bourdieu, Ce que parler veut dire, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 1 29, σ. 73.
1 0. Jean-Pierre Faye, Les langages totalitaires: critique de Ια raison (de !' eco­
nomie) narrative, εκδ. Hermann, Παρίσι 1 972.
1 1 . Jean-Pierre Faye, La critique du langage et son economie, εκδ. Galilee,
Παρίσι 1 973, σ. 53.
1 2. Jean-Pierre Faye, Thέorie du recit, εκδ. Hermann, Παρίσι 1 972, σ. 87.
1 3 . Το θέμα του δη μοτικισμού του Ιωάννη Μεταξά επεξεργάζεται σε διδα­
κτορική διατριβή η φιλόλογος, μεταπτυχιακή υπότροφος Δ ή μητρα Ρηγο­
πούλου, στο Τμήμα Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής-Ψυχολογίας του πανεπι-
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ σ. 1 5 1 -203 255

στημίου Ιωαννίνων.
1 4. Βλ. περιγραφή της θεωρίας και του έντονου διαλόγου που π ροκάλεσε
στις ΗΠΑ, στο Φραγκουδάκη, Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, ό . π . , κεφ. Γ:
σημ. 3, σ. 1 1 3- 1 27.
1 5. Όπως ε ίναι οι ομάδες που δημιουργήθη καν στις μεγάλες πόλεις μετά το
1 968 με χαρακτη ριστικές επωνυμίες, π.χ. Ε ργατική Εξουσία, Στην Υπη ρε­
σία του Λαού , Διαρκής Πάλη (Potere Opera·iΌ, Serνire il Popolo, Lotta
Continua), βλ. Ι . Paccaguella, Μ. Cortelazzd, "La langue politique en Italie•>,
στο C . Kerbrat-Orecchioni, Μ . Mouilland, Le Discours Politique, εκδ.
Presses Uniν. de Lyon, σ. 5 7-68, όπου μνημονεύεται και η μελέτη του Ρ.
Violi, Ι giornali dell' estrema sinistra, εκδ. Garzanti, Μιλάνο 1 977.
1 6. Βλ. Bourdieu και άλλων, Rapp ort pedagogique, ό . π . , κεφ. Δ : σημ. 2.
1 7. Στο ίδιο, βλ. και Ρ. Bourdieu, J.-C. Passeron, Les heritiers, εκδ. Les editions
de Minuit, Παρ ίσι 1 964, βλ. ακόμα Pierre Bourdieu, Questions de Sociolo­
gie, εκδ. Les editions de !Ί1 inuit, Παρίσι 1 980.
1 8. Bourdieu, Ce que parler νι•ut dire, ό. π. , κεφ. Β: σημ. 1 29.
1 9. Bourdieu, Questions de Sociologie, ό . π . , κεφ. Δ: σημ. 1 7, σ. 267.
Για το ίδιο θέμα, βλ. και Chomsky, Reflections, ό . π . , κεφ. Α : σημ. 1 7,
όπου αποκαλεί «τη νέα κοινωνική τάξη της τεχνολογικής ιντελιγκέντσι­
ας, που ελπίζει να φέρει "τη βασιλεία της ε πιστημονικής ευφυίας", το
πιο αριστοκρατικό, δεσποτικό, υπερφίαλο και πιο ελιτιστικό απ ' όλα τα
καθεστώτα» (σ. 1 33).
20. Barthes, Le degre zero, ό.π., κεφ. Β: σημ. 1, σ. 22.
2 1 . Ducrot, Dire, ό . π . , κεφ. Α : σημ. 32, σ. 6
22. Bourdieu και άλλων, Rapp ort p edagogique, ό . π . , κεφ. Δ: σημ. 2, σ. 23.
Για το θέμα αυτό της συμβολικής μέσα στην κοινωνία χρήσης της
γνώσης υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον ιστορικό παράδειγμα, η στάση των
αγραμμάτων την τελευταία περίοδο της τουρκοκ ρατίας απέναντι στο βι­
βλίο. Οι αγ ράμματοι της εποχής αγο ράζουν βιβλία. Οι περιπτώσεις αυ­
τές «εκφράζουν μια νέα ιδιότητα που αποκτά το βι βλίο, όταν από αντι­
κε ίμενο χρήσης μετατ ρέπεται σε κοινωνικό σύμβολο· εκφράζουν δη λαδή
την επιθυμία ατόμων, που δεν γνωρ ίζουν ανάγνωση, να ενσωματωθούν
και με τον τρόπο αυτό σε μια ανώτερη βαθμίδα ενός κοινωνικού σώμα­
τος, για το οποίο η αγορά βιβλίων και η δη μιου ργία βι βλιοθή κης αντι­
προσωπεύουν μια διάκριση και ένα τ ίτλο τιμή ς » . Βλ. Παρέμβαση του
Φίλιππου Ηλιού στη στρογγυλή τ ράπεζα του Α Διεθνούς Συμποσίου,
·

που έκανε το Κέντρο Ν εοελλη νικών Σπουδών, Το βιβλίο στις προβιομη­


χανικές κοινωνίες, Αθήνα 1 982, σ. 36 1 .

Ε . Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ Μ ΕΤΑΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΩΝ

1. Όπως γράφει ο Emile Benνeniste, Problemes de linguistique, τ. Ι Ι, ό . π . ,


κεφ. Β : σ η μ . 3 1 , οι γλωσσολογικές μελέτες είναι «διαμο ρφωτικές » των
256 ΓΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ιδεών, «με την έννοια ότι καταστρέφουν πολλές αυταπάτες, που δημιουρ­
γούνται αυθόρμητα, ε ίναι πολύ ανθεκτικές στο κοινό και αφορούν την
απόλυτη αξία της γλώσσας, την απόλυτη αξία που ο καθένας β ρ ίσκει
στη δική του γλώσσα σε σχέση με τις άλλες (σ. 39).
. . . >•

2. Βλ. και Μ . Σετάτος, Φωνολογία της κοινήr; νεοελληνικής, εκδ. Παπαζήσης,


Αθήνα 1 974, σ. 4, 22 και 60-6 1 .
3 . Γ . Μπαμπινιώτης, Θεωρητική Γλωσσολογία, Αθήνα 1 980, Π ρόλογος, σ . 5-
6.
4. Τα κλειδιά για την κατανόηση του παραθέματος ε ίναι οι λέξεις «συχνά
ε παναλαμβανόμενο » και « αμείλικτο » (ερώτημα), « απλή » και «τραγική »
(απάντη ση), « έριδα» « εμπλοκή », «κατανάλωσαν», «νηφαλιότητα», « ρεα­
λισμός», « επιστη μονική διάθεση», «ομολογουμένως», « δυσανάλογα»,
(πρό βλημα) «απλό και εύκολο στην βάσι του ».
Υπάρχει ένα ερώτημα αναπάντητο (εφόσον «συχνά επαναλαμβανόμε­
νο ») και μεγάλης σπουδαιότητας («αμείλικτ ο ») . Η άγνωστη ωστόσο και
αναγκαία απάντηση σε αυτό είναι « απλή " και «τ ραγική ». Η λανθάνουσα
αξιολόγη ση ε ίναι ήδη καθοριστική του νοήματος. Η αργοπο ρία της
γλωσσικής επιστή μης, λέει ο συγγραφέας, θέμα πολύ σοβαρό, έχει αίτια
που δεν ε ίναι γνωστά και όλοι αναρωτιούνται χωρίς να βρ ίσκουν την
απάντηση. Η περιγ ραφή του ερωτή ματος έτσι με τα επίθετα « αμείλικτο»
και «συχνά επαναλαμ βανόμενο » αντιφάσκει με την περιγραφή της
« απάντησης " κατασκευάζοντας την αξιολόγη ση. Αν το ερώτημα είναι τό­
σο σοβαρό και αναπάντητο, πώς ε ίναι λογικά δυνατό η απάντηση να εί­
ναι « απλή »; Ε άν η απάντηση είναι «απλή », τότε γιατ ί το ε ρώτημα περι­
γ ράφεται αναπάντητο; Η αντίφαση παράγει τη λανθάνουσα αξιολόγηση :
'Έlementary, my dear Watson'', λέει ο συγγραφέας, ε ίναι πολύ « απλή » η
λύση του μυστη ρ ίου, και το επίθετο « απλή » πετυχαίνει να μεταδώσει
λανθάνοντα μηνύματα (α) έγινε πολύ κακό για το τ ίποτα, ( β) πήρε δια­
στάσεις μυστη ρίου ένα θέμα τελικά τόσο απλό, (γ) ο αναγνώστης δεν
είναι δυνατό να μη βλέπει το «απλό », όταν επιτέλους κάποιος του το δεί­
χνει.
Η απάντηση επιπλέον ε ίναι πράγματι «απλή », γιατί ο συγγ ραφέας κα­
ταφεύγει στην παγίδα του αυτόδη λου και απτού με τις αισθήσεις. Γιατ ί
υπάρχει π ρό βλημα και ερώτημα; Μα απλούστατα διότι οι γλωσσολόγοι
«μας » μπλέχτη καν στην «έριδα», με την « εμπλοκή » τους στο γλωσσικό
θέμα και « κατανάλωσαν» τις δυνάμεις τους καθυστε ρώντας «ομολογουμέ­
νως» και « δυσανάλογα » την επιστήμη . Σαν ε ρμηνεία προτείνεται η εικό­
να του φαινομένου, η φωτογραφική περιγ ραφή του. Γιατ ί υπήρξε γλωσ­
σικό ζήτημα; Ε πειδή οι γλωσσολόγοι τσακώνονταν για τη γλώσσα. Η
παγίδα του αυτόδηλου ε ίναι, όπως είδαμε παραπάνω, πολύ ισχυρή. Οι
γλωσσολόγοι πράγματι (όπως ο καθένας ξέρει) διαφώνη σαν. Έτσι, πα­
γιδεύεται ο αναγνι.ί1στης και δεν αντιλαμβάνεται ότι η εξήγηση είναι
ταυτολογι κή. Το γεγονός ότι οι γλωσσολόγοι διαφωνούσαν δεν είναι εξή­
γηση της ύπαρξης γλωσσικού ζητή ματος, ε ίναι επανάληψη της περιγρα­
φής του ίδιου θέματος: γλωσσικό ζήτημα υπή ρχε επειδή διαφωνούσαν οι
γλωσσολόγοι και διαφωνούσαν επειδή υπή ρχε γλωσσικό ζήτημα. Ε ρμη-
ΣΗΜΕ ΙΩΣΕΙΣ σ. 205-2 1 7 25 7

νεία αντίθετα ε ίναι η απάντηση στο γιατί υπή ρχε ζήτημα, δηλαδή γιατί
διαφωνούσαν οι γλωσσολόγοι.
Ενώ ο συγγραφέας παρουσιάζει ρητά σαν ερμηνεία την περιγραφή του
προβλή ματος, η ερμηνεία του λανθάνει στην περιγραφή , αλλά είναι κι
αυτή τ αυτολογική. Η επιλογή των λέξεων «έριδα», « εμπλοκή», «κατανά­
λωσαν» υπονοεί ότι οι γλωσσολόγοι καυγάδιζαν, επειδή ή ταν καυγατζή­
δες. Γλωσσικό ζήτημα δη λαδή υπήρξε, επειδή οι γλωσσολόγοι έτυχε να
έχουν κακό χαρακτή ρα. Έχει προηγηθεί η αξιολόγηση αυτής της
« απάντησης .. σαν «τραγικής ». Πολύ έντεχνος χαρακτη ρισμός, που απο­
στασιοποιεί το συγγραφέα από την «έριδα» και του αποδίδει έγνοια για
την επιστή μη, αλλά και μεγάλη φαινομενική αντικειμενικότητα: δεν κα­
τακρίνει αυτός τους γλωσσολόγους, απλώς διαπιστώνει πόσο «τ ραγικό»
ε ίναι να καθυστερήσει η επιστήμη εξαιτίας της « εμπλοκής στην έριδα»,
πόσο «τραγικό » στάθη κε να έχει μια χώρα γλωσσολόγους τόσο εριστι­
κούς.
Κλε ίνοντας την περιγραφή του προβλήματος, ο συγγραφέας αποδίδει
στον κακό χαρακτή ρα των γλωσσολόγων την «ομολογουμένως » και « δυ­
σανάλογα" μεγάλη καθυστέρηση της επιστή μης. Το επίρρημα «ομολο­
γουμένως» παραπέμπει στη γενικά γνωστή ή παραδεκτή καθυστέ ρηση
της επιστήμης και το «δυσανάλογα» έρχεται να ενισχύσει την προηγού­
μενη αξιολόγηση των αιτίων του γλωσσικού ζητή ματος σαν πολύ
«απλών», αλλά και την αξιολόγηση που ακολουθεί: « απλό και ε1)κολο ».
Η διατύπωση («ενός προ βλήματος απλού και εύκολου στην βάσι του»)
κατασκευάζει έμμεσα μηνύματα αξιολογικά πολύ βίαια. Οι γλωσσολόγοι
της χώρας (με ανάμεσά τους δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ελλη­
νική βι βλιογραφία) καθυστέρησαν τη γλωσσολογία, δη λαδή έβλαψαν
την επιστή μ'η . Η κατηγορία ε ίναι πολύ βαριά. Αυτό που την κάνει ωστό­
σο απολύτως αθέμιτη ε ίναι ότι συνδυάζεται με την επαναλη πτική ρητή
περιγραφή του προβλήματος σαν απλού και εύκολου . Έ βλαψαν την
επιστήμη εξαιτ ίας του εριστικού χαρακτή ρα τους, αλλά επιπλέον την
έ βλαψαν, επειδή δεν μπόρεσαν να δουν κάτι που ή ταν πολύ απλό και εύ­
κολο. Ε κτός από φανατικοί, όλοι οι γλωσσολόγοι της χώρας ή ταν επί­
σης τυφλοί και ανόητοι.
Η πρόθεση του συγγραφέα πιθανότατα δεν ε ίναι να κατηγορήσει
όλους τους γλωσσολόγους , αλλά να αξιολογήσει σε αντιπαράθεση τους
«νεώτε ρου ς » γλωσσολόγους που έχουν «νηφαλιότητα .. , « ρεαλισμό " και
«επιστημονική διάθεσι», αρετές χάρη στις οποίες βλέπουν τα « απλά"
προ βλήματα και βρίσκουν τις « απλές και εύκολες " λύσεις. Η π ρόθεσή
του είναι να αποδείξει την ουδετερότητα και την αντικειμενικότητά τού
απέναντι στη γλωσσική «έριδα•>, με την καταγγελία των άλλων για φα­
νατισμό. Ε π ίσης να παγιδεύσει τον αναγνώστη στην αξιολογική περιγρα­
φή. Η διατύπωση (κυ ρ ίως με τις λέξεις « εμπλοκή», «έριδα», «νηφαλιότη­
τα» κτλ . , «δυσανάλογα .. , «απλή », « απλό και εύκολο») υπονοεί πολύ καθα­
ρά ότι όποιος δε βλέπει πόσο απλό είναι το θέμα, πόσο κακό είναι η «έρι­
δα" και πόσο απλή και εύκολη ε ίναι η λύση του γλωσσικού, είναι απλού­
στατα και αυτός τυφλός ή φανατικός ή και τα δύο.
258 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
5. Γ. Μπαμπινιώτη ς, Νεοελληνική Κοινή, ό.π., κεφ. Β : σημ. 79, σ. 1 5- 1 6 και 1 7
(βλ. κ ίχ ι του ίδιου Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1 986,
σ. 1 65 και 1 66).
6. Στο ίδιο, σ . 27 ( βλ. και Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σ . 1 7 1 ) .
7. Στο ίδιο, σ. 27-28 ( β λ . κ α ι Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, σ .
1 7 1 - 1 72):
8. Δ . Γ . Μπαμπινιώτου, « Κοινή νεοελληνική», Πλάτων, ό.π., κεφ. Β: σημ. 90,
σ. 1 95.
9. Μπαμπινιώτης, Νεοελληνική Κοινή, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 79, σ. 22, ( βλ. και του
ίδιου, Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, ό . π . , κεφ. Ε: σημ. 5, σ.
1 69).
1 0. Γ. Μπαμπινιώτης, «Υπεραπλουστεύσεις κ'αι παρερμηνείες ", Η Καθημερινή
8 . 7 . 1 982, αναδημοσίευση στον τόμο του Ε λλη νικού Γλωσσικοί> Ομίλου,
Ελληνική Γλώσσα, Α , εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1 984, σ . 1 70- 1 7 1 ( βλ. και
του ίδιου, Νεοελληνική Κοινή, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 79, σ. 1 03).
1 1 . Στο ίδιο, σ . 1 7 1 .
1 2. Μπαμπινιώτης, Νεοελληνική Κοινή, ό . π . , κεφ. Β : σημ. 79·, σ . 3 1 κε. και 36
(βλ. και του ίδιου, Συνοπτική ιστορία, ό . π . , κεφ. Ε: σημ. 5, σ . 1 73 και 1 76).
Στο θέμα της σύνταξης ειδικά, ο συγγραφέας είναι βέβαιος ότι η νεο­
ελληνική κοινή έχει τη σύνταξη της καθαρεύουσας. Υπάρχει μάλιστα
εξέλιξη ως προς αυτή τη βεβαιότητα. Σε κε ίμενο του 1 978 γράφει: «Με
αρκετή εικοτολογία (γιατί λε ίπουν ακόμη οι κατάλληλες επιστημονικές
μελέτες) μπορεί να υποστη ριχθή για την συντακτική δομή της κοινής νε­
οελληνικής ότι είναι κι αυτή προϊόν συνθέσεως με έντονη την λόγια πα­
'
pουσ ία,, (Μπαμπινιώτης, Νεοελληνική Κοινή, ό . π . , κεφ. Β: σ ημ. 79, σ. 36).
Στην αναδημοσ ίευση αυτού του κειμένου το 1 985 η ίδια φράση ε ίναι δι­
αφορετικά διατυ πωμένη : «Με ανάλογη βεβαιότητα μπορεί να υποστη ρι­
χθεί για την συντακτική δομή της κοινής νεοελληνικής πως κι αυτή εί­
ναι προϊόν συνθέσεως με έντονη την λόγια παρουσία » (Συνοπτική ιστο­
ρία. ό . π . , κεφ. Ε: σημ. 5, σ. 1 76). Η «εικοτολογία» έγινε « βε βαιότητα",
αλλά είναι κρίμα που δε μνη μονεύονται οι μελέτες που θα πρέπει στο με­
ταξύ να έγιναν για να βε βαιώσουν την παλιότερη υπόθεση .
1 3. Γ. Μπαμπινιώτης, « Ν εοελληνική γλώσσα, μέ ριμνα, αμεριμνη σία και
υπερπροστασ ία», αναδημοσιευμένο από την Καθημερ:νή Μα'ϊου και Ιου­
νίου 1 982, στο συλλογικό τόμο του Ελληνικού Γλωσσικού Ομ ίλου, Ελ­
ληνική Γλώσσα, ό.π., κεφ. Ε: σημ. 1 0, σ. 1 43.
1 4. Γ. Μπαμπινιώτης, Γλωσσολογία και λογοτεχνία: από την τεχνική στην τέ­
χνη του λόγου; Αθήνα 1 984, σ. 1 48.
1 5. Μπαμπινιώτης, στο συλλογικό τόμο του Ε λληνικού Γλωσσικού Ομίλου,
Ελληνική Γλώσσα, ό . π . , κεφ. Ε : σημ. 1 0, σ. 1 4 1 .
1 6. Στο ίδιο, σ . 1 74.
1 7. Στο ίδιο, σ. 1 44- 1 45 .
1 8. Σ τ ο ίδιο, σ. 1 73.
1 9. Στο ίδιο, σ. 1 44.
20. Μπαμπινιώτης, Θεωρητική γλωσσολογία, ό . π . , κεφ. Ε: σημ. 3, Π ρόλογος,
σ . 5.
ΣΗ Μ Ε ΙΩΣ Ε Ι Σ σ. 2 1 7-233 259

2 1 . Μ παμπινιώτης, στο σ11λλογικό τόμο το11 Ελληνικο\1 Γλωσσικο\1 Ομίλο1 1 ,


Ελληνική Γλώσσα, ό . π . , κεφ. Ε : σ η μ . 1 0, σ. 1 45. '
22. Στο ίδιο, σ. 1 45.
23. Στο ίδιο, σ. 1 57 .
2 4 . Στο ίδιο, σ. 1 5 8.
25. Στο ίδιο, σ. 1 45.
26. Βλ. στο κειμ. σ. 222 και κεφ. Ε : σημ. 23.
27. Μ παμπινιώτης, Νεοελληνική Κοι νή, ό.π. , κεφ. Β : σημ. 79, σ. 1 3 3- 1 85.
28. Αναδημοσ ίε11ση από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο, 24. 1. 1 985.
29. Βλ, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Κράτος, ιωινωνία, εργασία στη μεταπολεμική
Ελλάδα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1 986, σ. 1 24.
30. Ακ ραίο παράδειγμα της περιφρόνησης της εθνικής ταυτότητας και της
πεποίθησης για το απολι.,τως αδιέξοδο παρόν της ελληνικής κοινωνίας
είναι το βιβλίο του Χ. Γιανναρά με τον αποκαλυπτικό τίτλο Finis Graeciae
και τον ακόμα απο καλυπτικότερο υπότιλο «Θ ρηνητική εικασ ία » (εκδ. Δό­
μος, 1 987), που είναι συλλογή άρθρων δημοσιευμένων στην εφημερίδα το
Βήμα ( Ν οέμβριος 1 985 Ιούνιος 1 986). Το π ρ ώτο από αυτά τα άρθρα (με
-

τον τ ίτλο «Θρηνη τ ική εικασία») γράφει: Ο τόπος διαλύεται και κα­
" · · ·

ταρρέει. ( . . . ) Ο τόπος διαλύεται και καταρρέει ( . . . ), δεν έχουμε δυνάμεις να


αντιδράσουμε στην κατάρ ρευση . ( . . . ) Και φτάσαμε σε α11τό που ε ίμαστε
σήμερα ( . . . ). Ο τόπος διαλύεται και καταρρέει - ποιος δεν το βλέπει; ( . . . ) Η
κατάρρευση είναι γενική ( . . . ). Επιζήσαμε κάπου τρεις χιλιάδες χρόνια. Ο ι
σημερινοί κ α ι ρ ο ί ε ίναι οι πιο αμείλικτοι, δ ε ν έχουμε δυνάμεις να αντι­
σταθοι'>με. ( . . . ) Ο τόπος διαλι'>εται και καταρρέει. ( . . . ) Κατάρ ρευση ( . . . ). Το
τέλος μας έχει ουσιαστικά κριθεί. .. » (σ. 1 1 - 1 3) .
Η βασική πληροφορία που μεταδίδει τ ο βιβλίο είναι ό τ ι η Ελλάδα κα­
ταρρέει. Το εξαιρετικά μονότονο αυτό μοτίβο διανθ ίζουν φ ράσεις, όπως :
« ' Εχουμε στις ψυχές μας τη χωματερή γεύση του ιστο ρικοι'> τέλους της
φυλής ή του γένους» (σ. 1 1 ) , «κηδει.,ουμε καθημερινά την πατρ ίδα και η
μακάβρια εκφορά ε ίναι σχεδόν πράξη ρουτ ίνας » ( 1 3 ). Η περιγ ραφή αυτή
του θανάτου και της κηδείας παίρνει κάποτε μορφές ακραίες, όπως: «Δε
σας χτύπησε η μπόχα της σήψης; ( . . . ) Η Ελλάδα πέθανε, η Ελλάδα θα
μείνει νεκ ρ ή » (85). «Γύρω μας η καθημερινότητα κυλάει ομαλά, την μπό­
χα της αποσύνθεσης ( . . . ) τη συνηθ ίσαμε » (86). « Κοράκια μαζεμένα ( . . . )
μυρ ίζονται το πτώμα» ( 86), « Finis Graeciae » (90), και εδώ τελειώνει το βι­
βλίο.
Από την ανάγνωση π ροκύπτει μια απορία. Τι νόημα έχει ως κοινωνική
πράξη αυτό το βιβλίο;
Η δη μοσιογραφία και η έκδοση βιβλίου είναι κοινωνική πράξ η . Δη λα­
δή, μολονότι ο συγγ ραφέας σε ένα από τα άρθρα μνημονεύει τον Ν ίτσε,
που γράφει «τ ρελός » και λέει «αλήθειες» (86), δεν είναι δυνατό να αντιμε­
τωπίσει κανείς αυτή την επαναδημοσίευση σαν λογοτεχνική κ ραυγή ούτε
άσμα κύκνειον, αλλά ως κοινωνική π ράξη , που είναι. Η διαδικασία παρα­
γωγής και δημοσίευσης αυτών των άρθρων ε ίναι λογική και συνειδητή
κοινωνική παρέμβαση, που δεν έχει καμιά σχέση με τον Ν ίτσε. Γ ράφον­
ται και δη μοσιει'>ονται σε έγκυ ρη εφημερ ίδα, προτείνονται σε εκδοτικό
260 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ο ίκο, διορθώνονται δοκίμια, υπογράφονται συμβόλαια για συγγραφικά
δικαι ώματα κ.ο.κ. Το τέλος το θεωρεί ο συγγραφέας συντελεσμένο, βέ­
βαιο, οριστικό και παρακάτω πάλι βέβαιο, ώσπου παύει πια να το τονίζει
και μιλάει για «μπόχα» και για « κοράκια». Αφού είναι συντελεσμένο και
βέβαιο, γιατί τη δημοσιεύει την περιγραφή του θανάτου και την αναδη­
μοσιεύει; Τα πτώματα των αναγνωστών δεν μπορούν τ ίποτα, κανείς δεν
μπορεί να το αποτρέψει το τέλος, όπως γράφει ρητά, τότε γιατ ί το ξαναλέ­
ει; Ακόμα, μολονότι ο συγγραφέας ε ίναι από τους πιο ενεργούς υποστη ρι­
χτές της ο ρθοδοξίας, δεν ασιςεί καν το ρόλο του προφήτη με συνέπεια.
Δεν τα λέει όλα τούτα για να κη ρύξει «Μετανοείτε». Δε λέει, Μετανοείτε
για να σωθείτε, οπότε θα ε ίχε κάποια λογική η περιγραφή με τα πτώματα,
την μπόχα και τα κοράκια, που έχουν και άλλοι προφήτες κάνει. Π ώς
εξηγείται λοιπόν.ως κοινωνική πράξη αυτό το δημοσ ίευμα;
Η «απελπισία» και η «απόγνωση » για το «ιστορικό τέλος », εξηγεί ο
συγγραφέας, ε ίναι μεγάλη , αλλά όχι απόλυτη . Γιατί η καταστροφή θα
παρασύρει μόνο «το ελλαδικό κρατ ίδιο » ( 1 8). Λίγοι « πολύτιμοι άνθρωποι»
εξακολουθούν να υπάρχουν, αυτοί θα μείνουν ( 1 7). Θα χαθεί μονάχα το
«ελλαδικό κρατ ίδιο », πράγμα που έχει μικρή σημασία, γιατί αλλού μας
λέει «τα σύνο ρα της πατ ρ ίδας δεν είναι καταρχήν γεωγ ραφικά» (57). «Ο
αφανισμός του ελλαδικού κρατιδίου» δεν έχει πολλή σημασία, γιατί «μας
ενδιαφέρει περισσότερο από το θλιβερό κρατίδιο η ψηλαφητή απόδειξη
του υπαρκτικού ρεαλισμού που ελευθε ρώνει τη ζωή από το θάνατο» (20).
Επειδή αυτή η «ψη λαφητή απόδειξ η » ε ίναι τελε ίως ακατανόητη . και ο
«υπαρκτικός ρεαλισμός » επίσης, ας περιοριστούμε στο κεντρικό μήνυμα,
στην αξιολόγηση ότι δεν πειράζει που θα « αφανιστεί» το «θλιβερό κρατί­
διο», το ελλη νικό κράτος, γιατ ί θα μείνουν οι « πολύτιμοι άνθρωποι», θα
με ίνει ο «ελληνικός τρόπος βίου » ( 1 7), θα με ίνουν τα «μνημεία» ( 1 7). Με
άλλα λόγια, το βιβλίο αυτό με τη μελοδραματική ρητορική της απελπισί­
ας μεταδίδει ένα βασικό μήνυμα, ότι ο συγγραφέας δεν έχει σχέση, δε
μοιράζεται την ευθύνη , δε μοιάζει και δεν ταυτ ίζεται με την αθλιότη τα
που βλέπει στο ελληνικό κ ρ άτος, στον έλληνα πολίτη και την εθνική
ταυτότητα. Αυτός δεν είναι Έλληνας-μέλος του « κρατιδίου », δεν έχει
καμιά σχέση και συγγένεια με την « κακομοιριά, την αφασία ή τον αφανι­
σμό του ελλαδικού κ ρατιδίου », ε ίναι συμπαντικός « Πολύτιμος άνθρωπος »,
μοιάζει με τα «μνημεία», αyήκει στον « ελληνικό τ ρόπο βίου » , στη δια­
χρονική διασπο ρά, συγγενεύει με την αρχαιότητα, ανή κει τέλος πάντων
στην αθάνατη « φυλή », το αιώνιο «γένος » των Ελλήνων, το οποίο δεν έχει
σχέση με τα ταπεινά και άξια τόσης περιφ ρόνησης όντα που συνθέτουν
μαζί με τους θεσμούς το «θλιβερό ελλαδικό κ ρατ ίδιο ».
Δηλαδή, ο συγγραφέας πέφτει στην κλασική παγίδα του ρατσισμού.
Πε ριγράφει με τη μεγαλύτερη βδελυγμία και επιθετικότητα την πατρ ίδα
του και τους ομοίους του, νομίζοντας ότι έτσι αποποιείται την κατωτερό­
τητα που βλέπει στην εθνική ταυτότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ADAM, J . -M . , GOLDENSTEI N , J .-P., Linguistique et discours litteraire:


theorie et pratique des textes, Larousse Universite, Paris 1 976.
A E B I SCHER, V., Les femmes et /e Zangage: representations sociales d' une
difference, P . U . F. , Paris 1 985.
A E B I S C H E R , ν., F O R E L , c . (ed), Parlers masculins, parlers feminins,
Delachaux et Niestle; Geneve 1 983.
A ITCH I SO N , J . , Language Change: progress or decay?, εκδ. Fontana,
London 1 98 1 .
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝ ΩΝ , Δ ελτίο επιστημονικής ορολογίας και νεολογι­
σμών, τεύχος 1, Αθήνα 1 986.
ANGENOT, Μ. , La paro/e pamph/έtaire: typologie des discours modernes,
Payot, Paris 1 982.
ANSCOMBRE, J.-C., DUCROT, ο., L' argumentation dans /α Zangue, Pierre
Mandaga, Bruxelles 1 983.
A USTI N, J . L . , How to do things with words, Oxford University Press,
London 1 962.

BACHMANN, C . , LINDELFELD, J., SIMONIN, J., Langage et communica­


tions sociales, Hatier-Credif, Paris 1 98 1 .
B A L , W . , GERMA I N , J . , Guide de Zinguistique, εκδ. d e Ι ' lnstitut d e Lin­
guistique de Louvain 1 979 (βι βλιογραφικός οδηγός).
ΒΑΚΗΤΙΝΕ, Μ. , Esthetique de Ζα creation νerba/e, Gallimard, Paris 1 984.
ΒΑΚΗΤΙΝΕ, Μ. [VOLOCHINOV, V . N . ] , Le marxisme et la phi/osophie du
Zangage: essai d' application de Ζα methode socio/ogique en lingui­
stique, Les editions de Minuit, Paris 1 977 ( α ' έκδ. Λένινγκραντ
1 929 ως Volochinov).
BARDIN, L., L' analyse de contenu, P.U.F., Paris 1 977.
BARNES, D. et al. , Language, the /earner and the schoo/, Penguin, Lon­
don 1 975.
BARTHES, R., 'Έlements de semiologie", Communications, Νο 4, 1 964
(ελλην. μτφρ. στο Κείμενα σημειολογίας, βλ. παρακάτω).
BARTHES, R., "Rhetorique Ι' image", Communications, Νο 4, 1 964.
BARTHES, R . , Le degre zero de /' ecriture, Gonthier, Paris 1 9642 ( 1 953).
262 Γ ΛΩΣΣΑ Κ Α Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Ο βαθμός μηδέν της γραφής, μτφρ. Κώστας Παπαγεω ργίου, Εκ­
δόσεις 70, Αθήνα 1 97 1 .
B A RTHES, R . , S/Z: analyse semiologique d' une nouvelle d' Η. de Balzac,
· Seuίl, Paris 1 969.
BATESON, G., βλ. Υ. Winkin.
BEACCO, J.-C. , DAE,OT, Μ., Analyse de discours, Hachette/Larousse,
Paris 1 984;
BEAUGRANDE, de . R . , P�ESSLER, W., lntroduction to text linguistics,
..

Longman; New v6'ik: 1 98 1 .


BE A UVOIS, J,L . , G H I Qf) όN E, R . , L ' homme et son langage: attitudes et
_
enjeux- sol"iaux, P . U . F Paris 1 98 1 .
. ,

BELLEMIN- N O E L, J . , Vers /' inconscient du texte, P . U . F . , Paris 1 979.


Β Ε Ν Ν Α Ν Ι , J . et al . , Du bilinguisme, Denoel, Paris 1 985.
B E N VENISTE, Ε., Problemes de linguistique generale, t . 1, Gallimard, Pa­
ris 1 966.
BENVENISTE, Ε . , Problemes de linguistique generale, t. 2, Gallimard , Pa­
ris 1 974.
BENVENISTE, Ε . , CHOMSKY, Ν . , JAKOBSON, R . et al . , Prob/emes de /an­
gage, Gallimard, Paris 1 966.
B E R E LSON, Β . , Content analysis in communication research, Hafner Pu b.
Co. , New York 1 97 1 2 (The Free PΓess, Glencoe 1 952).
BE RNSTE I N , Β., Class and pedagogies visible and invisib/e, O . C . D . E .
(CE R I ) , Paris 1 973.
BERNSTE I N , Β., Class, codes and contro/: Theoretical studies towards α
sociology of /anguage, Routledge and Kegan Paul , London 1 97 1 .
BE RNSTE I N , Β . , Class, codes and controι- App/ied studies towards α
sociology of language, Vol . 1 1 , Routledge and Kegan Paul, Lon­
don 1 973.
BER NSTE I N , Β . , Class, codes and control: Towards α theory of educational
transmissions, Vol. Ι Ι Ι , Routledge and Kegan Paul , London 1 977.
BERNSTEI N , Β., 'Έducation cannot compensate for society" , New Soci­
ety, 387, Febr . , 1 970.
B E RNSTE I N , Β . , 'Όη the classification and trainning of educational
knowledge", in M F D YOUNG (ed) , Knowledge and Control, Col­
. . .

lier-M acm illan, London 1 97 1 .


B E R NSTE I N , Β . , "Codes, modalities and the process o f cultural repro­
duction: a model" , ίη Pedagogica/ Bulletin, Department of Educa­
tion, University of London , η ο 7, 1 980.
B E R R UTO, G . , La Sociolinguistica, Zanichelli, Bologna 1 974.
B I L I N G U ISME Ε Τ DIGLOSSIE, αφιέρωμα της revue de la Societe lnter­
nationale de la Linguistique Fonctionnelle, Linguistique, Vol . 1 8,
ηο. 1 , 1 982, P.U.F.
Β Ι ΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 2ι 3
BLOOMFIELD, L . , Lίterate and ίl/ίterate speech, 1 92 1 , ίη D. HYMES, Lan­
guage ίn culture and socίety, βλ. παρακ άτω.
BOURDIEU, Ρ., PASSERON, J.-C., SAINT MARTIN, Μ . de, Rapport peda­
gogίque et communίcatίon, Mouton, Paris, 1 965.
BOURD I E U , Ρ. , "Le marche des biens symboliques", L ' A nnee Socίolo­
gίque, 22, 197 1 .
BOURDIEU, Ρ . , Ce que par/er νeut dίre: /' economίe des echanges lίnguί­
stίques, Fayard, Paris l 982.
BOUTET, J., Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία, Γρηγόρης, Αθήνα 1 984.
BRANDIS, W., HENDERSON, D . , Social c/ass, language and communica-i:
tίon, Routledge and Kegan Paul, London l 970.
BRIGHT, W., Socίolίnguίstίcs, La Haye 1 966.
BRONCKART, J.-P. et al. , Le fonctionnement des discours (un modele
psycho/ogique et une methode d' analyse), Delachaux-Niestle, Lau­
sanne 1 985.
BROWNING, R . , Η ελληνική γλώσσα μεσαιωνική και νέα, έκδ. Παπαδή­
μας , Αθήνα 1 972 (πρωτότυπο 1 969).
B RUNOT, F., "Le mysticisme dans le langage de la Reνolution", Les
Cahiers Rationalistes, η ο 38, Fevrier 1 935.
B R Y S O N , L . , (ed) , The communication of ideas, H arper and Row, New
York 1 948.
B UCHLER, l . R . , SELBY, Η . Α . , A formal study of myth, Austin 1 968.
B URKE, Κ . (ed), Language as symbolic actίon: Essays on life, lίterature
and method, University of California Press, Los A ngeles 1 966.

CALVET, L.-J . , Lίnguίstique et colonίalίsme (petίt traίte de glottophagie),


Payot , Paris 1 974.
CAMERON, D . , Femίnίsm and Zίnguίstic theory, Macmillan, London
1 985.
CARROLL, J . B . (ed), Language, thought and reality: Selected wrίtings of
Benjamin Lee Whorf. The ΜΙΤ Press, Cambridge Mass. l 965.
CARROLL, J . B . , Language and Thought, Prentice-Hall Inc. , New Jersey
1 964.
CAPELL, Α . , Studίes ίn Sociolinguistics, La Haye 1 966.
CASS IRER, Ε . , Langage et mythe ά propos des noms de dieux, Les editions
de Minuit, Paris 1 973 (Yale University Press 1 953).
CASSI RER, Ε., SECHECHA ΥΕ, Α., DOROSZE WSKI, w . , B ϋ HLER, κ . et al . ,
Essais sur Ζα Zangage, Les editions d e Minuit, Paris 1 969 (όπου η
μελέτη του Cassirer, Η γλώσσα και η δόμηση του κόσμου των
αντικειμένων).
CARTWRIGHT, D . P . , Les methodes de recherche dans les scίences so­
cίales, P . U . F . , Paris 1 969.
264 Γ ΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

?
CHAPPELL, ν.c., (ed), Ordinary Language, Dover Pu licatίons Inc.,
New Yorlc 1 9ό4.
CHARAUDEAU, Ρ., Langage et discours: έlέments de sέmiolinguistique,
Hachette Unίv., Parίs 1 983.
CHARTI ER, R . , (sous la dίr. de), Pratiques de Ια /ecture, Rίvages, Paris
1 985.
CHOMSKY, Ν . , Syntactic Structures, Mouton, The Hague 1 957.
CHOMSKY, Ν., A spects of the Theory of Syntax. The ΜΙΤ Press, Cam­
bridge Mass. 1 980 1 2 ( 1 965).
CHOMSKY, Ν., Language and Mind, Harcourt Brace, New York 1 972 2
( 1 968).
CHOMSKY, Ν., Reflections on Zanguage, Pantheon Books , New York
1 975.
CHOMSKY, Ν . , Current Issues in Linguistic Theory, Mouton, La Haye
1 964.
CHOMSKY, Ν . , Language and Responsabi/ity (Based on conversatίons
wίth Mίtsou Ronat), The Harvester Press, Sussex 1 979.
CHOMSKY, Ν., Δ ιάλογος με τον Πιαζέ, βλ. Pίaget .
COHEN, Μ . , Matέriaux pour une sociologie du Zangage, t. 1, Maspero,
Paris 1 97 1 2 (Albίn Michel 1 956).
COHEN, Μ . , Matέriaux pour une socio/ogie du /angage, t . 11, Maspero ,
Paris 1 978.
COHEN, J . , Le haut Zangage: thέorie de /α poέticitέ, Flammarion, Paris
1 979.
COMMUNICA TIONS, (Idέologies, discours. pouνoirs), αφιέρωμα στον
Georges Friedmann, 28, 1 978.
COMMUN ICATIONS, (Les actes du discours), αφιέρωμα στον J . L .
Austin, 3 2 , 1 980.
COMMUNICA TIONS, αφιέρωμα στο θέμα: Grammaire gέnέratiνe et sέ­
mantique, 40, 1 984.
CORCORAN, Ρ . Ε . , Political Zanguage and Rhetoric, University of Queens­
land Press, Queensland (Australia) 1 979.
CORDER, S . P. , lntroducing applied linguistics. Penguίn, London 1 982 2
( 1 973).
COURTIAL, J.-P., La communication piέgέe, R. Jauze, Paris 1 979.

DAH LBERG, G., Context and the child's orientation to meaning, Glee­
rup, �tockholm 1 985.
DANFORTH, L.M., "The ίdeologίcal context of the search for continui­
tίes in Greek culture", Journal of Modern Greek Studies, May 1 984.
DANON-BOI LEAU ι . , 'Άrgumentation et dίscours scientifique" , Lan­
gages, 42, Juin 1 976.
Β ΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 265
Δ Ε Μ Ι ΡΗ-ΠΡΟΔΡΟΜΙΔΟΥ, Ε . , Ν ΙΚΟΛΑ· Ι · ΔΟΥ-ΝΕΣΤΩΡΑ, Δ . , ΤΡΥΦΩΝΑ­
ΑΝΤΩΝΟΠΟΥ ΛΟΥ, Ν . , Η γλώσσα των ιδιωτισμών και των εκφρά­
σεων, Uniνersity Studio Press, Θεσσαλονίκη 1 983.
DOWNES, W., Language and Society, Fontana, London 1 984.
D UCROT, Ο . , Dire et ne pas dire: prίncipes de semantique /inguistique,
Hermann, Paris 1 9802 ( 1 972).
D UCROT, Ο . , et al., Les mots du discours, Les editions de Minuit, Paris
1 980.
D UCROT, Ο . , Les echel/es argumentatiνes, Les ί:ditions de Minuit, Paris
1 980.
D UMORTIER, J.-L., PLAZANET, F., Pour Zire /e recit: /' ana/yse
structura/e au serνice de /α pέdagogie de Ζα /ecture, De Boeck,
Bruxelles 1 980.

ECO, U., Α theory of semiotics, Indiana Uniνersity Press, Bloomington


1 9792 ( 1 976).
ECO, U., Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή, Μάλλιαρης, Θεσσαλονί­
κη 1 9855 ( 1 982).
ECO, U., Lector ίn fabu/a, Grasset, Paris 1 985 (γαλλική μτφρ.).
Ε Θ Ν Ι Κ Η ΓΛΩΣΣΑ, Εκδόσεις Α ρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατιω­
τικόν Τυπογραφείον, Αθήνα, Ιούλιος 1 972.
ΕΛΛΗΝΙ ΚΟΣ ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ, Ελληνική Γλώσσα: αναζητήσεις και
συζητήσεις, τομ. Α, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1 984.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ, Ελληνική Γλώσσα: αναζητήσεις και
συζητήσεις, τομ. Β,_ Καρδαμίτσα, Αθήνα 1 986.
ESCARPIT, R., Theorie generale de /' ίnformation et de Ζα communication,
Hachette Uniνersite, Paris 1 976.
ESSAIS SUR LE DISCOURS SOVIETIQUE, (semiologie, linguistique, ana­
lyse discursiνe), 2- 1 982, 3- 1 983, 4- 1 984, Uniνersite de Grenoble 1 1 1 .

F AΥ Ε , J.-P., Langages totalitaires, Hermann, Paris 1 972.


FAYE, J.-P. , Theorie du recit: introduction aux 'Ίangages totalitaires",
Hermann, Paris 1 972.
FA ΥΕ, J.-P. , La critique du Zangage et son economίe, Galilee, Paris 1 973.
FERGUSON, C.A., 'Όiglossia" , Wor/d, Vol. 1 5, 1 959.
FERGUSON C.A., "Foreign talk as the name of a simplified register" ,
International Journal of the Sociology of Language, 28 (αφιέρωμα
στο Foreign Talk), 1 98 1 .
FERGUSON, C.A. , "Baby talk ί η six languages" , American Anthropologist,
66, 1 964.
FISHMAN, J.A. (ed), Readings ίn the Sociology of Language, La Haye,
Paris 1 968.
266 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑ Ι ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
FISHMAN, J . A . (ed) , Advance.5 in Sociology of Language, Mouton, Paris
1 97 1 .
FISHMAN, J . A . , Sociolinguistique, F. Nathan , Paris 1 97 1 (πρωτότυπο : ίη
K . W. Back (ed.), Social Psychology, Wiley, New York 1 969).
FONTAINE, J . , Le cercle linguistique de Prague, Mame, Paris 1 975.
FOSSION, Α , LAURENT, J.-P. , Les lectures nouvelles: linguistique et pra­
tiques textuelles, De Boeck, Bruxelles 1 98 1 .
FRANςOIS, F., "Conduites langagieres et sociolinguistique scolaire' ' ,
Langages, 5 9 , Septembre 1 980.
FRANKLIN, J., Le discours du pouvoir, « 1 0- 1 8 », Paris 1 975.
FREINET, C., La methode naturelle, t. !: /' apprentissage de la langue,
Delachaux et Niestle, Geneve 1 969.
FUCHS, C., GOFFIC, Le Ρ. , Initiation aux problemes des linguistiques
contemporaines, Hachette Universite, Paris 1 975.

GADET, F . , PECH E UX, Μ . , La langue introuvable, Maspero , Paris 1 98 1 .


GARDIN, J.-C., Les analyses de discours, Delachaux-Niestle, Geneve
1 974.
GARMADI, J., La sociolinguistique, P .U .F., Paris 1 98 1 .
G AΥΟΤ, G . , PECHEUX, Μ . , "Recherches sur le discours illuministe au
1 8e siecle" , Annales, 26 (3-4), 1 97 1 .
G ENOUVRIER, Ε . , GUEUNIER, Ν . , " Langue maternelle et communaute
linguίstίque", Langue Franraise, 54, Mai 1 982.
GERBNER et al. (eds), The analysis of communication contents: develop­
ments in scientific theories and computer techniques, Wiley, New
York 1 969.
GHIGLIONE, R., BEA UVOIS, J.-L. , CHABROL, Cl., TROGNON, Α., Manuel
d' analyse de contenu, Α. Colin, Paris 1 980.
G H I G LIONE, R., MATALON, Β . , BACRI, Ν . , μs dires analyses: /' analyse
propositionnelle du discours, Presses Universitaires de Vincennes
et CNRS , Paris 1 985.
G H IGLIONE, R . , "La Communication: ses faires , ses dires , ses effects" ,
Psychologie Franraise, 3 0- 1 , Mars 1 985.
ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, Ελισ. , Γλώσσα και Ζωή, 1 978 6 ( 1 908) .
GIGLIOLI, Ρ.-Ρ. , Language and social context, Penguin, 1 9796 ( 1 972).
GOFFMAN, Ε., The presentation of Se/f in everyday life, Dou bleday An-
chor Books, Garden City, Ν . Υ . 1 959.
GOFFMAN , Ε., Encounters: Two studies in the sociology of interaction,
Bobbs-Merrill, Indianapolis 1 96 1 .
GOFFMAN, Ε . , Forms of Talk, Β . Blackwell, Oxford 1 98 1 .
GREIMAS, A . J . , LANDOWSKI, Ε . et al . , ln troduction iι /' analyse du
discours en sciences sociales, Hachette Universite, Paris 1 979.
ΒΙΒ ΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 267

G ROUPE Ο' ENTREVERNES, Analyse semiotique des textes, Presses


Universitaires de Lyon, 1 984.
GUESPIN, L . , "Typologie du discours politique" , Langages, 4 1 , Mars
1 97 1 .
GUILHAUMOU, J . , MAL D IOIER, Ο . , PROST, Α . , ROBIN, R . , Langage et
ideologies: le discours comme objet de /' histoire, Les editions
Ouvrieres, Paris 1 974. ·

G UILLAUMIN, C . , L' ideologie raciste: genese et langage, Mouton, Paris


1 972.
G UMPERTZ, J.J. (ed), Language and social identity, Cambrί, jge Univer­
sity Press, New York 1 982.
G UMPERTZ, J.J., H YMES, Ο.Η. (eds), Directions in SociolingHistίcs, New
York 1 967.
GUMPE RTZ, J.J., HYMES, Ο . Η . (eds), "The Ethnography of Communi­
cation", Anthropologίst, 66, 6 (Part 2) 1 964.

HAG E GE, C . , L' homme de paroles: Contrίbutίon lίnguίstίque aux sciences


humaίnes, Fayard l 985.
HALLIOAY, Μ . Α . Κ . , Learnίng how to mean: Exploratίons ίn the deνe­
lopment ο/ language, Ε. Arnold, London l 975.
HALLIOAY, Μ . Α . Κ . , Language as socίal semίotic: the social ίntepretatίon
ο/ language and meanίng. Ε. Arnold, London l 978.
HALLIOA Υ, Μ . Α . Κ . , McINTOSH , Α., STREVENS, Ρ . , The lίnguίstίc scίen­
ces and language teaching, Indiana University Press, Bloomington
1 966 (Longman Linguistics Library, London 1 964) .
HALTE , J.-F., PETITJEAN, Α . , Pratiques du recit, CEOIC , Paris 1 977.
HARRIS, R., The language makers, Duckworth, London l 980.
HARRIS, z.s., 'Όiscourse analysis", Language, Vol. 28, 1 952.
HARVARO EOUCATIONAL REVI E W , αφιέ ρωμα στο θέμα: Language
and Learning (by R. B ROWN and others), Vol. 34, no 2, Cam­
bridge Mass . , 1 964.
ΧΑ ΤΖΙΔΑΚΙΣ, Γ . Ν . , Σύντομος ιστορία της ελληνικής γλώσσης, Σιδέρης,
Αθήνα 1 9 1 5.
HAUGEN, Ε . , Language Conjlict and Language Planning, Cambridge
Mass . , l 966.
HENRI, Ρ . , MOSCOVICI, s . , "Problemes de Ι' analyse de contenu",
Langages, l 1 , 1 968.
H E RMAN, J., Les langages de la sociologie, P.U.F., (Que sais-je), Paris
1 983.
HJELMSLEV, ι . , Prolegomena to α Theory ο/ Language, Madison 1 96 1 2
(γαλλ. μτφ ρ. Les editions de Minuit, Paris 1 97 1 ).
HOGGART, R., The Uses ο/ Literacy, Penguin, London 1 958.
268 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
HOLLAND, J., "Social class and changes ίη orientation to meaning" ,
Sociology, 1 5, 1 98 1 .
HOLSTI, O . R . , Content analysis for the social sciences and humanities,
Addison- Wesley Publications Co. , Reading Massachusetts, 1 969.
HUMBOLT, νοη W., Linguistic νariability and intellectual deνelopment,
University of Miami Press, 1 97 1 .
H UOT, Η . , Enseignement du fran9ais e t linguistique, Α . Colin, Paris 1 98 1 .
HYMES, D . , Foundations in sociolinguistίcs: an ethnographic approach,
University of Pennsylvania Press, Philadelphia 1 974.
H YMES, D. (ed), Language in Culture and Society, Evanston, New York
1 964.
HYMES, D . , ' ' Directions ίη (Ethno-) Linguistic Theory", American An­
thropologist, 66, 3 (Part 2), 1 964.
H YMES, D . , 'Όη communicative competence" ίη R. H UXLEY, Ε. I N­
GRAM (eds), Language acquisition: models and methods, Academic
Press, New York 1 97 1 .

JAKOBSON, R . , " La linguistique" , ίη Tendances principa/es de la recher­


che dans les Sciences Sociales, Mouton/Unesco, Paris-La Haye,
1 970, p. 504-556 (ελλην. μτφρ. του Δημ. Σωτη ρόπουλου σε εξε­
ζητημένη ψυχαρική γλώσσα, με τίτλο: Τα μεγάλα ρέματα της
γλωσσολογίας, έκδ. του περιοδ. Θεσσαλική Εστία, Αθήνα 1 983).
JAKOBSON, R. , Essais de linguistique generale I· /es fondations du langage,
Les editions de Minuit, Paris 1 963.
JAKOBSON, R., Essais de linguistique generale ΙΙ: Rapports externes et
internes du langage, Les editions de Minuit, Paris 1 973.
JAKOBSON, R . , Selected Writings, Mouton, The Hague, 1 978.

ΚΑ Λ ΙΟΡΗΣ, Γ . , Ο γλωσσικός αφελληνισμός: πέραν του μισοξενισμού και


της υποτελείας, Πολύτυπο, Αθήνα 1 984.
ΚΕΙΜΕΝΑ σημειολογίας (Benveniste, Barthes, Derrida, Peirce, Fou­
cault), Νεφέλη , Αθήνα 1 98 1 .
ΚΕΥ, M . R . , Male/Female Language, The Scarecrow Press, New Jersey
1 975.
KERBRAT-ORECCH IONI, C . , MOUI LLAND, Μ . , Le discours politique,
Presses Universitaires de Lyon 1 984.
ΚΟΥΡΜΟΥΛ ΗΣ, Γ . Ι . , Η επ ίσημος γλώσσα του Έθνους, Αθήνα 1 948.
KRESS, G., HODGE, R., Language as ideology, Routledge and Kegan
Paul, London 1 98 1 2 ( 1 978).
ΚΡΙΑΡΑΣ, Εμ. , Η σημερινή μας γλώσσα, Μ ά λλιαρης, Θεσσαλονίκη 1 984.
KRI PPENDORFF, Κ . , Content analysis: an introduction to its methodolo-
·

gy, Sage Publications , California 1 980.


ΒΙ ΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 269
LABOV, W., The Social Stratification of English in New York City, Wash­
ington D . C . 1 966.
LABOV, W., 'Ήypercorrection by the lower middle class as a factor ίη
the linguistic", ίη W. Bright (ed), Sociolinguistics, 1 966, p. 84-
101.
LABOV, W . , "The logic of ηοη standard English", ί η J . E . Alatis (ed),
Report of the Twentieth Annua/ Round Tab/e Meeting on Lingui­
stics and Language Studies, Georgetown University Press, Wash­
ington D . C . , 1 970.
LABOV, W., Sociolinguistic Patterns, University of Pennsylvania Press,
Philadelphia 1 972.
LABOV, W., Language in the inner city: Studies in the Black English ver­
nacu/ar, University of Pennsylvania Press, Philadelphia 1 972.
LAKOFF, R., Language and woman's p/ace, Harper and Row, New York
1 975.
LASSWELL, H.J. et al . , Language of Politics, G . Stewart , New York
1 949.
LA WTON , D . , Social class, Zanguage and education, Routledge and Ke­
gan Paul, London 1 9702 ( 1 968).
LECOINTRE, S., GALLIOT, L.J., "Le changement linguistique", Langages,
32, Decembre 1 973.
LEFEBVRE, Η., Le Zangage et /α societe, Gallimard, Paris 1 966.
LEHMAN, D. et al . , Lecture fonctionne/Ze de textes de specia/ite, Didier­
Credif, Paris 1 975.
LEPSCHY, G . C . , La linguistique structurale (μτφρ. από τα ιταλικά του
L.-J. Calvet), Payot, Paris 1 967.
LIEBERSON, S . (ed) , Explorations in Socio/inguistics, La Haye, 1 966.
L YONS, J., lntroduction to Theoretical Linguistics, Cambridge 1 968.
L YONS, J., Language, meaning and context, Fontana, London 1 98 3 2
( 1 98 1 ).
L YONS, J . , Chomsky, Fontana, London 1 9824 ( 1 970) .

MAINGUENEAU, D . , Initiation aux methodes de / ' analyse du discours:


problemes et perspectiνes, Hachette Universite, Paris 1 976.
·
MALDIDIER, D., "Le discours politique de la guerre d' Algerie: ap­
proche synchronique et diachronique", Langages, 23, 1 97 1 .
MANDELBA UM, D.G. (ed), Edward Sapir, Culture, Language and Persona­
/ity: Se/ected Essays, Univ. of California, Los Angeles 1 960.
MARCHAND, F. (coordonne par), Manuel de linguistique . appliquee, t. 1 :
L ' acquisition du Zangage, Delagrave, Paris 1 975.
MARCHAND, F. (coordonne par), Manue/ de linguistique app/iquee, t. 3:
Les analyses ae Ζα Zangue, Delagrave, Paris 1 979.
2 70 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
MARCELLES I , J . - 8 . , GARDIN, 8 . , ln troduction ά la sociolinguistique: la
lίnguistique sociale, Larousse Universite, Paris 1 974.
MARCELLESI, J . - 8 . , "Langages et classes sociales, le marrisme", Lan­
gages, 46, Juin 1 977.
MARCELLESI, J . - 8 . , " Bilinguisme et diglossie" , Langages, 6 1 , Mars
1 98 1.
MARTI NET, Α., Elements de linguistique generale, Α . Colin, Paris 1 960.
MARTINET, Α . , La linguίstique synchronίque, Paris 1 965.
MARTINET, Α., θέματα λειτουργικής σύνταξης, Νεφέλη , Αθήνα 1 985.
MARTINET, J . , Clefs pour la semiologie, Seghers, Paris 1 975 2 ( 1 973).
MARX, ENGELS, LAFARGUE, STALINE, Marxisme et linguistique, Payot ,
Paris 1 977.
M E I LI,ET, Α., "Sur le bilinguisme", in C assirer et. al. , Essais sur le
langage, Les editions de Minuit, Paris 1 969.
M I LLER, C., SWIFT, Κ., Words and Women: new language in ni-w tίmes,
Anchor/Doubleday, New York 1 976.
MOREAU, R., Introduction ά Ια thέorίe des langages, Hachette Universi­
te, Paris 1 975.
MOUNIN, G., Histoίre de Ια linguistique: des origines au ΧΧ' siecle,
P.O.F., Paris 1 985 2 ( 1 967).
MOUN I N , G., Clefs pour la linguίstique, Seghers, Paris 1 97 1 2 ( 1 968),
Κλειδιά για τη γλωσσολογία, μτφρ. Α . Αναστασιάδη-Συμεωνίδη ,
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1 984.
MOUNIN, G . , Clefs pour la semantique, Seghers, Paris 1 972.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ . Δ . , « Κοινή Νέα Ελληνική , 'Άντιγλώσσα" και
"Διγλωσσία" •» Πλάτων, Δ ελτίον της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολό­
γων, τομ. 24, αρ. 47/48, Αθήνα 1 972.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ., Νεοελληνική Κοινή: πέρα της καθαρευούσης και
της δημοτικής, Γρηγόρης, Αθήνα 1 979.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ., θεωρητική γλωσσολογία: εισαγωγή στην σύγχρονη
γλωσσολογία, Αθήνa 1 980.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ., Γλωσσολογία και λογοτεχνία: από την τεχνική
στην τέχνη του λόγου, Αθήνα 1 984.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ., Γλωσσολογικές σχολές: ευρωπαϊκός και αμερικα­
νικός δομισμός, Αθήνα 1 985.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ . , Συνοπτική ιστορ ία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα
1 985.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ . , Εισαγωγή στην σημασιολογία, Αθήνα 1 985.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ . , « Γλωσσολογία και διδασκαλία της γλώσσας »,
Σεμινάριο 5 : Γλώσσα και Ε κπαίδευση , Ιούνιος 1 985.
M ULLER, C . , lnίtiation aux methodes de la statistίque lίnguίstίque, Ha­
chette Universite, Paris 1 973.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 2 71
PARRET, Η . , "La mise en discours'', Langages, 70, Juin 1 983.
PECHEUX, Μ . , 'Άnalyse de contenu et theories du discours'', Bu/Zetin
du CERP, XVI, Νο 3, 1 967.
PECHEUX, Μ., Les νerites de /α Palice, Maspero, Paris 1 975.
PENINOU, G., lnte/Zigence de /α publicite: etude semiotique, Laffont, Pa­
ris 1 972.
PIAGET, J., "Το think is to produce", στου ίδιου, Structuralism, Basic
Books, New York 1 970.
PIAGET, J . , CHOMSKY, Ν . , (debat), Theories du Zangage, theories de /'
apprentissage, Seuil, Paris 1 979.
PI ERSON, G . W . , The education of American /eaders, Praeger, New York
1 969.
POI RIER, J . et al. , Les recits de νίe, P.U.F., Paris 1 983.
POOL, de s . Ι. (ed), Trends ίn content analysis, Illinois University Press,
Urbana 1 959.
PRI ETO, L., Μηνύματα και σήματα, Νεφέλη , Αθήνα 1 98 6 (πρωτότυπο
1 966) .
PRIETO, L . , Pertinence et pratique, Les editions d e Minuit, Paris 1 975.
PROVOST, G . , «Approche du discours politique: "socialisme" et "socia­
liste" chez Jaures >>, Langages, 1 3, 1 969.

REBOUL, ο., Langage et ideo/ogie, P.U.F., Paris 1 980.


REY, Α., Theories du signe et du sens, Klincksieck, Paris 1 976.
ROBIN, R., Histoire et Zinguistique, Armand Colin , Paris 1 973.

S A PIR, Ε . , Se/ected Writίngs, B erkeley, Los Angeles 1 963.


SAPIR, Ε., βλ. Mandelbaum.
SAUSSURE de, F., Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, μτφρ. Φ. Α ποστο­
λόπουλος, Παπαζήσης , Αθήνα 1 979.
SCHAFF, Α., Γλώσσα και Γνώση, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα χ.χ. [ 1 978].
SEARLE, J . R . , Speech acts: an essay ίn the philosophy of Zanguage, Cam­
bridge Uniνersity Press, 1 983 9 ( 1 969) .
SEARLE, C h . , The forsaken /oνer: White Words and Black Peop/e, Pen­
guin, London 1 973.
ΣΕΤΑΤ0Σ, Μ . , Φωνολογία της κοινής νεοελληνικής, Παπαζήσης, Αθήνα
1 974.
ΣΕΤΑΤΟΣ, Μ., Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας, Θεσσαλονίκη 1 97 1 .
ΣΕΤΑ ΤΟΣ, Μ . , Ιστορικοσυγκριτική γραμματική των ινδοευρωπαϊκών
γλωσσών, Θεσσαλονίκη 1 97 1 .
ΣΕΤΑ ΤΟΣ, Μ . , «Φαινομενολογία της κ αθαρεύουσας », Επιστημονική
Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
1 973.
272 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Σ ΕΤΑΤΟΣ, Μ., «Το γλωσσικό ζήτημα και η καθιέρωση της δημοτικής
στα πλαίσια της γενικής γλωσσολογίας », στο συλλογικό τόμο
Δ ημοτική Γλώσσα, Γρηγόρης, Αθήνα χ.χ. [ 1 978).
SI LBERMANN, Α., Communication de masse: έlέments de sociologie em­
pirique, Hachette Uniνersite, Paris 1 98 1 (γερμανικό πρωτότυπο
V. Enke Verlag 1 969).
SIMON, T. W . , SCHOLES, R.J. (eds), Language, Mind and Brain, Erlbaum,
London 1 982.
SINCLAIR Ο Ε ZW ART, Η., A cquisition du langage et dένelopement de Ια
pensέe: sous-systemes organiques et opέrations concretes. Dunod,
Paris 1 967.
S I NCLAIR, J . , COULTHARD, R., Towards an analysis of discourse,
Oxford Press, London 1 975.
SHY, R.W., WOLFRAM, W.A., RILEY, W . K . , Field techniques in an urban
language study, Center for Applied Linguistics, Washington 1 968.
SMITH, F., MILLER, G.A. (eds), The Genesis of Language: Α psycholin­
guistic approach. The Μ . Ι .Τ. Press, Cambridge Massachusetts 1 966.
SLOBIN, D., Psycholinguistics, Scott Foresman , Glenνiew Illinois 197 1 .
SPENDER, D . , Man Made Language. Routledge and Kegan Paul, Lon­
don 1 985 2 ( 1 980).
STEINER, G., Langage et silence, Seuil, Paris 1 969 (πρωτότυπο: Athene­
um, New York 1 967).
STONE, P.J. et al. (eds), The general inquirer. Α computer approach to
conten t analysis in the behaνioral sciences, The Μ . Ι .Τ. Press, Cam­
bridge Mass. 1 966.
STUBBS, Μ . , Langage spontanέ, langage έ!αbοrέ, Α. Colin, Paris 1 983
(πρωτότυπο : Methuen, London 1 976) .
ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΓΙ Α ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΉ ΓΛΩΣΣΑ , Μάρτιος 1 964, εκδ. ΑΤΙ,
Αθήνα 1 965.

TA ULI, V., Introduction to α theory of language planning, Uppsala 1 968.


THORNE, Β., HEN LEY, Ν . , (eds), Language and Sex: Difference and Do­
minance, Newsbury House, Rowley Mass. 1 975.
ΤΟΚ Α ΤΛΙΔΟΥ, Β . , Εισαγωγή στη διδακτική των ζωντανών γλωσσών
(Προβλήματα - Προτάσεις). Οδυσσέας, Αθήνα 1 986.
ΤΟΚ Α ΤΛΙΔΟΥ, Β., « Π ρο βλή ματα ορολογίας και δανείων», στο συλ­
λογ. τόμο Προβλήματα της Δ ημοτικής Γλώσσας. Τέχνη , Θεσσα­
λονίκη 1 976.
TO USSAINT, Β., Qu' est-ce que Ια sέmiologie?, Priνat, Paris 1 978.
ΤΖΑΡΤΖΑ ΝΟΣ, Α . , Νεοελληνική Σύνταξις (της κοινής δημοτικής), τομ.
Α ' , ΟΕΣΒ 1 946, τομ. Β ' , Ο ΕΣΒ 1 963 (α ' έκδ. Α ' τομ . , Ο ΕΣΒ
1 928).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 2 73

ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΣ, Α . , Το γλωσσικό μας πρόβλημα: πώς εμφανίζεται τώρα


και ποία είναι η ορθή λύσις του, Κολλάρος, Αθήνα 1 934.
ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΣ, Α., Η ζωντανή εθνική μας γλώσσα, Αθήνα 1 936.
ΤΡΙ ΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Μ., «Ξενη λασία ή Ισοτέλεια: μελέτη περί των
ξένων λέξεων της νέας ελληνική ς », Ά παντα, τομ. Α Θεσσα­ ·,

λονίκη 1 963.
ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ, Κ., Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα,
Θεμέλιο, Αθήνα 1 986.

UNRUG d', M.-C. , Analyse de contenu et acte de parole, Delarge, Paris


1 974.

VENDRYES, J . , Le langage: ίntroductίon linguίstίque a /' histoire, Albin


Michel, Paris 1 968 2 ( 1 923).
VERON, Ε., "Le Hibou" , Communίcatίons, 28, 1 978.
VIOLI, Ρ., Ι gίornalί dell' estrema sίnίstra, Garzanti, Milano 1 977.
VYGOTSKY, L.S., Thought and language, The Μ . Ι .Τ. Press, 1 969 5 ( 1 962) .
VYGOTSKY, L . S . , Mίnd ίn socίety: The deνelopment of higher psycho-
logίcal process, H arνard Uniνersity Press, 1 978.

WI LLIAMS, F. (ed), Language and poνerty: perspectίνes on α theme,


Markham , Chicago 1 970.
WINKIN, Υ . , (ed), La nouνelle communίcatίon (Bateson, Birdwhistell,
Goffman, Hall , Jackson, Scheflen, Sigman, Watzlawick), Seuil,
Paris 1 98 ! .
WHORF, B.L., βλ. S . B . Carroll.
WOLFRAM, W . , Socίolίnguίstίc Aspects of Assίmίlatίon (Puerto Rican
English ίn New York Cίty), Center of Applied Linguistics, Arlin­
gton, Virginia 1 974.

YAGUELLO, Μ . , Les mots et les femmes, Payot, Paris 1 978.


Υ AGUELLO, Μ., A lίce au pays du langage: pour comprendre Ια linguί­
stίque, Seuil, Paris 1 98 ! .

You might also like