You are on page 1of 10

ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ

ΧΟ. πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀν- [στρ. α]

θρώπου δεινότερον πέλει·

τοῦτο καὶ πολιοῦ πέραν

πόντου χειμερίῳ νότῳ

χωρεῖ, περιβρυχίοισιν

περῶν ὑπ᾽ οἴδμασιν, θεῶν

τε τὰν ὑπερτάταν, Γᾶν

ἄφθιτον, ἀκαμάταν ἀποτρύεται,

ἰλλομένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος

ἱππείῳ γένει πολεύων.

κουφονόων τε φῦλον ὀρ- [ἀντ. α]

νίθων ἀμφιβαλὼν ἀγρεῖ

καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη

πόντου τ᾽ εἰναλίαν φύσιν

σπείραισι δικτυοκλώστοις,

περιφραδὴς ἀνήρ· κρατεῖ

δὲ μαχαναῖς ἀγραύλου

θηρὸς ὀρεσσιβάτα, λασιαύχενά θ᾽

ἵππον ὑπαξέμεν ἀμφίλοφον ζυγὸν

οὔρειόν τ᾽ ἀκμῆτα ταῦρον.

καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν [στρ. β]


φρόνημα καὶ ἀστυνόμους

ὀργὰς ἐδιδάξατο καὶ δυσαύλων

πάγων ὑπαίθρεια καὶ

δύσομβρα φεύγειν βέλη

παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται

τὸ μέλλον· Ἅιδα μόνον

φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται·

νόσων δ᾽ ἀμαχάνων φυγὰς

ξυμπέφρασται.

σοφόν τι τὸ μαχανόεν [ἀντ. β] 365

τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ᾽ ἔχων

τοτὲ μὲν κακόν, ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἐσθλὸν ἕρπει,

νόμους περαίνων χθονὸς

θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν·

ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν

ξύνεστι τόλμας χάριν.

μήτ᾽ ἐμοὶ παρέστιος

γένοιτο μήτ᾽ ἴσον φρονῶν

ὃς τάδ᾽ ἔρδοι.

ΧΟΡ. Πολλά είναι τα θαμαστά,

μα τίποτα πιο θαμαστό δεν είναι απ᾽ τον άνθρωπο·

αυτός και πέρα απ᾽ την ασπριδερή τη θάλασσα

με του νοτιά τη μάνητα προβαίνει,

περνώντας κύματα που γύρω του σαλεύουν

και την πιο μεγαλύτερη απ᾽ τους θεούς, τη Γη,


που είν᾽ αχάλαστη, και ποτέ δεν αποκάνει,

340την τρυγάει από χρόνο σε χρόνο,

σκαλεύοντάς την μ᾽ άροτρα που τα γυρίζουν άλογα.

Και το συνάφι των ελαφρόμυαλων πουλιών

κυκλώνοντας τα πιάνει κι άγρια θεριά κοπάδια,

και την πλάση όλη απ᾽ της θάλασσας τα βάθη

με τα κλωστένια δίχτυα,

ο τετραπέρατος!

Και μηχανεύεται πολλά για να καταπονέσει τ᾽ ανήμερα θερία

που περπατούνε στα βουνά,

και τον μαλλιαροχαίτη ίππο τον ημέρεψε

με του ζυγού τ᾽ αγκάλιασμα,

και του βουνού τον ταύρο τον ακούραστο.

Και τη λαλιά, και τη σκέψη, σαν πνοή τ᾽ ανέμου

και τις αγορές για προστασία της πολιτείας

μόνος του τα έμαθε, και πώς να ξεφεύγει τα βέλη του πάγου,

που ξεσηκώνει απ᾽ τον ύπνο στις αυλές,

και της νεροποντής τον παραδαρμό.

Σ᾽ όλα έχει διέξοδο, σε τίποτα δεν τον βρίσκει

το μέλλον χωρίς γνώμη —

μόν᾽ απ᾽ τον Άδη να γλιτώσει δεν θα μπορέσει—

παρά κι απ᾽ αρρώστιες δύσκολες πώς να γλιτώνει

έχει σοφιστεί.

Έχει ανέλπιστη σοφία για να βρίσκει τέχνες


και πότε στο κακό ξεπέφτει, πότε στο καλό!

Αψηφάει της χώρας τους νόμους και των θεών τ᾽ ορκισμένο δίκιο.

Μεγάλος και πολύς στην πολιτεία. Αλλά χωρίς πολιτεία,

Όποιος πάει στο κακό έτσι για τόλμη

ούτε στη γενιά μου ποτέ να καθίσει

ούτε με τη δική μου έχει ίδια γνώμη

σαν κάνει τέτοια.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

ΧΟΡ. Ευτυχισμένοι εκείνοι που η ζωή τους πέρασε χωρίς κακοτυχία,

γιατί οποιανού σπίτι

απ᾽ τους θεούς έρθει και σαλέψει

δεν τ᾽ απολείπει συφορά και σέρνεται

από γενιά σε γενιά. Σαν το φουσκωμένο κύμα

στου Πόντου την ανεμοζάλη,

που το πιάνει απ᾽ τη Θράκη ο σίφουνας

590και το ρίχνει στον τρισκότιδο βυθό

και απ᾽ το βάθος κυλάει τη μαύρην άμμο

και βαριά στενάζοντας αχολογούν τα θαλασσόδαρτα ακρογιάλια.

Έτσι θωρώ τις αρχαίες συφορές

της γενιάς των Λαβδακιδών

θα πέφτουν επάνω σ᾽ άλλες συφορές

και ούτε φέρνει η μια γενιά στην άλλη απαλλαγή,

παρά κάποιος από τους θεούς τη ρημάζει ολοένα


και γλιτωμός δεν είναι.

Νά τώρα, ότι που σηκώθηκε ένα φως

πάνω απ᾽ την τελευταία ρίζα

στο σπίτι του Οιδίπου,

και πάλι το ματόβαφο κοπίδι των θεών του κάτω κόσμου,

μαζί ξεμυαλισιά στα λόγια

και της τρέλας Ερινύς.

Τη δύναμή σου, Δία, ποιός άνδρας θα μπορούσε

ξεπερνώντας την να την μποδίσει;

που ούτε ο ύπνος, και όλα ας τα πιάνει,

ποτέ θα σου την πάρει,

ούτε οι ακούραστοι μήνες θα τη σκορπίσουν.

Σ᾽ αγέραστα χρόνια βασίλειο έχεις του Ολύμπου

και φεγγόβολη δόξα.

Για το ύστερο και για το μέλλον

και για τα περασμένα νόμος που αυτός θενα κρατήσει.

Σ᾽ όλη την οικουμένη

από θνητού ζωή

δεν απολείπει ποτέ η δυστυχία.

Επειδή η πολυγυρίστρα ελπίδα

σε πολλούς ανθρώπους είναι ευχάριστη,

πολλούς όμως ξεγελά σ᾽ ανόητες επιθυμιές

και τον ανήξερο πλανεύει

ώσπου να καεί κανείς

απλώνοντας το ποδάρι του στη φλόγα της φωτιάς.


Ένας λόγος ξακουσμένος φανερώθη

από καποιανού σοφία.

Το κακό φαίνεται κάποτες να ᾽ν᾽ καλό σ᾽ εκείνον

που ένας θεός τού συνεπαίρνει τον νου για να τον καταστρέψει.

Αλλά πολύ λίγον καιρό θα κάνει χωρίς συφορά.

ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

ΧΟΡ. Έρωτ᾽ ανίκητε στον πόλεμο

που κάνεις χτήμα σου όπου πέσεις,

που στ᾽ απαλά τα μάγουλα

της κορασίδας νυχτερεύεις

και γυρνάς πάνω από τα πέλαγα

και στους πιο απόμερους τους τόπους,

δε σου ξεφεύγει εσένα ούτε θεός

ούτε κανείς απ᾽ τους λιγόζωους ανθρώπους

κι όποιον θα πιάσεις γίνεται τρελός.

Εσύ και των δικαίων τούς λογισμούς

στην αδικία ξεσέρνεις για όλεθρό τους,

εσύ έχεις και την έχθρ᾽ ανάψει αυτή

ανάμεσα παιδί και το γονιό του·

μα ολόφαντος μέσ᾽ απ᾽ τα βλέφαρα

της νύφης τής λαχταριστής νικάει ο Πόθος,

πάρεδρος των μεγάλων των θεσμών

που αιώνια κυβερνούν τον κόσμο·

γιατ᾽ ανίκητη η Κύπριδα παίζει με μας.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

ΧΟΡ. Το ᾽παθε κι η Δανάη να στερηθεί

το ουράνιο φως μες σε χαλκόδετες ειρκτές

και στο ζυγό υποτάχτηκε, να ζει

κρυμμένη μες σε θάλαμο σαν τάφο·

κι όμως, ω κόρη, ήταν κι αυτή τρανή γενιά

και φύλαε θησαυρό στον κόρφο της

του Δία το σπέρμα, τη χρυσοβροχή·

μα η δύναμη της Μοίρας φοβερή

κι ούτε αρχοντιά ούτε Άρης ούτε κάστρα

ούτε γοργά καράβια κυματόδαρτα

δεν είναι μπορετό να της ξεφύγουν.

Γνώρισε το ζυγό της και του Δρύαντα ο γιος,

ο αψίχολος των Ηδωνών ο βασιλιάς,

που για τις βλαστημιές του τις παράφορες

κλείστηκε απ᾽ το Διόνυσο δεσμώτης

μέσα σε πέτρινη σπηλιά· κι έτσι σταλιά σταλιά

ρεύει το φοβερό το θρασομάνισμά του

και τ᾽ άγριο φούντωμα της λύσσας του,

κι ένιωσε που ήταν τρέλα, το Θεό

με βλάστημη να ᾽γγίξει γλώσσα, γιατί μπόδιζε

τις ένθεες τις γυναίκες και τις βακχικές φωτιές

κι ερέθιζε τις φίλαυλες τις Μούσες.


Δώθε απ᾽ τους Μαύρους βράχους της διπλής

της θάλασσας είναι του Βόσπορου οι ακτές

κι ο εχθρόξενος Σαλμυδησσός της Θράκης,

εκεί όπου ο Άρης ο γειτονικός

είδε το άθεο το πάθημα των δυο των Φινειδών,

που η άγρια η μητριά των

τους τύφλωσε χτυπώντας τούς ανεύφραντους

τους κύκλους τω ματιών των

με τα ματοβαμμένα χέρια της

και με τις μυτερές σαΐτες τ᾽ αργαλειού της.

Κι έλιωναν κλαίοντας οι βαριόμοιροι

τη μαύρη τους τη μοίρα, που ᾽χαν γεννηθεί

από μητέρα κακοπαντρεμένη·

κι αυτή ήταν σπέρμα των αρχαίων Ερεχθειδών

και μες σ᾽ απόμακρες μεγάλωσε σπηλιές

με του πατέρα της Βορά τις μπόρες

και πιο γοργή από άλογα έτρεχε

πάνω απ᾽ τα ορθόψηλα τα βράχια,

θεών παιδί· μα και σε κείνη απάνω πέσανε

οι προαιώνιες Μοίρες, κόρη ω κόρη.

ΠΕΜΠΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

ΧΟΡ. Ω πολυονόματε

της νύφης της Καδμείας καμάρι


και του βαρύβροντου

του Δία βλαστάρι,

την Ιταλία την ξακουστή

που προστατεύεις

και στης Ελευσινίας Δηούς

τους κοσμοσύναχτους τους κόρφους βασιλεύεις,

ω Βάκχε εσύ, που των Βακχών

κατοικείς τη μητρόπολη τη Θήβα

στου Ισμηνού πλάι τα νερά

και στη Δρακοσπορά.

Εσένα πάνω από το δίκορφο

το βράχο, που οι Κωρύκιες οι μαινάδες

περνούν βακχεύοντας,

σέ ειδαν οι δάδες

μες σε φεγγόβολους καπνούς,

σε είδε κι η βρύση

της Κασταλίας· και σένα προβοδούν

οι κισσοφούντωτες βουνοπλαγιές της Νύσσας

κι ο πολυστάφυλος χλωρός γιαλός,

όταν μ᾽ ευάν ευοί θεϊκά τραγούδια

της Θήβας σου τους δρόμους τους πλατείς

θα ᾽ρθεις να επισκεφτείς.

Την πόλη πὄχεις σε τιμή

απ᾽ όλες πιο ξεχωριστή

μαζί με την κεραυνωμένη σου μητέρα·


και τώρα που τη χώρα μας κρατεί

μεγάλη αρρώστια πέρα ως πέρα,

έλα σε μας να φέρεις λυτρωμό

πάνω απ᾽ του Παρνασσού τις ράχες

ή πέρ᾽ από τον πολυτάραχο πορθμό.

Ω εσύ που σέρνεις σε χορό

τα φλογερ᾽ άστρα τ᾽ ουρανού,

ω των νυχτερινών οργίων παραστάτη,

ω θεϊκό διογέννητο παιδί

μπρόβαλ᾽ εσύ της χώρας μας προστάτη

με τη δική σου συνοδειά μαζί,

τις Θυιάδες, που ολονύχτιες σε χορεύουν,

τον Ίακχό τους, ξώφρενες, ευάν ευοί.

You might also like