You are on page 1of 23

Κείμενα με μετάφραση · Texts with translation ·

Αλέξανδρος I · Αλέξανδρος II · Αλέξανδρος III

Λουκιανοῦ

Ἀλέξανδρος ἢ Ψευδομάντις
Μετάφραση Ἰωάννου Κονδυλάκη
ed. A.M. Harmon, 1925

[1] Σὺ μὲν ἴσως͵ ὦ φίλτατε Κέλσε͵ 1. Συ μεν ίσως, ώ φίλτατε Κέλσε1,

μικρόν τι καὶ φαῦλον οἴει τὸ νομίζεις μικρόν και εύκολον εκείνο το


οποίον μου παραγγέλλεις, δηλαδή να
πρόσταγμα͵ προστάττειν τὸν
σου γράψω βιβλίον περί του βίου και
Ἀλεξάνδρου σοι τοῦ
των τεχνασμάτων, των τολμημάτων και
Ἀβωνοτειχίτου γόητος βίον καὶ των μαγειών του αγύρτου Αλεξάνδρου
ἐπινοίας αὐτοῦ καὶ τολμήματα καὶ του Αβωνοτειχίτου και σου το πέμψω·
μαγγανείας εἰς βιβλίον αλλ' εάν θέλη τις να περιγράψη τα
καθέκαστα ακριβώς, δεν θα είνε
ἐγγράψαντα πέμψαι· τὸ δέ͵ εἴ τις
ευκολώτερον από το να ιστόρηση τας
ἐθέλοι πρὸς τὸ ἀκριβὲς ἕκαστον
πράξεις του Αλεξάνδρου, υιού του
ἐπεξιέναι͵ οὐ μεῖόν ἐστιν ἢ τὰς
Φιλίππου· τόσον ούτος υπήρξε μέγας
Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου πράξεις κατά την κακίαν, όσον εκείνος κατά την
ἀναγράψαι· τοσοῦτος εἰς κακίαν αρετήν.

οὗτος͵ ὅσος εἰς ἀρετὴν ἐκεῖνος.

ὅμως δὲ εἰ μετὰ συγγνώμης Αλλ' όμως εάν μέλλης να αναγνώσης με

ἀναγνώσεσθαι μέλλοις καὶ τὰ επιείκειαν όσα θα σου γράψω και να


συμπλήρωσης τας ελλείψεις της
ἐνδέοντα τοῖς ἱστορουμένοις
ιστορίας, θα αναλάβω τον άθλον και του
προσλογιεῖσθαι͵ ὑποστήσομαί σοι
Αυγείου τον σταύλον, αν όχι όλον, αλλ'
τὸν ἆθλον͵ καὶ τὴν Αὐγέου όσον δύναμαι θα προσπαθήσω να
βουστασίαν͵ εἰ καὶ μὴ πᾶσαν͵ ἀλλ΄ καθαρίσω, εξάγων ολίγους κοφίνους,
εἰς δύναμίν γε τὴν ἐμαυτοῦ ώστε να δύνασαι εξ εκείνων να
ἀνακαθάρασθαι πειράσομαι͵ συμπεράνης πόση και πόσον

ὀλίγους ὅσους τῶν κοφίνων απερίγραπτος ήτο η όλη κόπρος, την


οποίαν τρισχίλιοι βόες επί πολλά έτη θα
ἐκφορήσας͵ ὡς ἀπ΄ ἐκείνων
ηδύναντο να παραγάγωσι.
τεκμαίροιο πόση πᾶσα καὶ ὡς

ἀμύθητος ἦν ἡ κόπρος ἣν

τρισχίλιοι βόες ἐν πολλοῖς ἔτεσιν

ποιῆσαι ἐδύναντο.

[2] Αἰδοῦμαι μὲν οὖν ὑπὲρ ἀμφοῖν͵ 2. Εντρέπομαι και διά τους δύο, διά σε

ὑπέρ τε σοῦ καὶ ἐμαυτοῦ· σοῦ μέν͵ και διά τον εαυτόν μου· διά σε,
απαιτούντα να παραδοθή εις τους
ἀξιοῦντος μνήμῃ καὶ γραφῇ
μεταγενεστέρους διά της γραφής η
παραδοθῆναι ἄνδρα
μνήμη ανθρώπου τρισκαταράτου και διά
τρισκατάρατον͵ ἐμαυτοῦ δέ͵ τον εαυτόν μου καταγινόμενον εις
σπουδὴν ποιουμένου ἐπὶ τοιαύτῃ τοιούτον έργον και ασχολούμενον διά
ἱστορίᾳ καὶ πράξεσιν ἀνθρώπου͵ τας πράξεις ανθρώπου ο οποίος δεν είνε
άξιος να αναγινώσκουν περί αυτού οι
ὃν οὐκ ἀναγιγνώσκεσθαι πρὸς τῶν
μορφωμένοι άνθρωποι, αλλά μάλλον να
πεπαιδευμένων ἦν ἄξιον͵ ἀλλ΄ ἐν
τον βλέπουν εις μέγιστον θέατρον
πανδήμῳ τινὶ μεγίστῳ θεάτρῳ
σπαρασσόμενον υπό πιθήκων ή
ὁρᾶσθαι ὑπὸ πιθήκων ἢ ἀλωπέκων αλωπέκων.

σπαραττόμενον.

ἀλλ΄ ἤν τις ἡμῖν ταύτην ἐπιφέρῃ Αλλ' εάν τις μας κατηγορήση διά τούτο

τὴν αἰτίαν͵ ἕξομεν καὶ αὐτοὶ εἰς θα έχωμεν να αντιτάξωμεν άλλο τι


παραπλήσιον. Και ο Αριανός, ο μαθητής
παράδειγμά τι τοιοῦτον
του Επικτήτου, Ρωμαίος εκ των πρώτων,
ἀνενεγκεῖν. καὶ Ἀρριανὸς γὰρ ὁ
όστις καθ' όλον του τον βίον ησχολείτο
τοῦ Ἐπικτήτου μαθητής͵ ἀνὴρ με την παιδείαν, έπαθε τι παρόμοιον και
Ρωμαίων ἐν τοῖς πρώτοις καὶ δύναται ν' απολογηθή υπέρ ημών. Αυτός
παιδείᾳ παρ΄ ὅλον τὸν βίον κατεδέχθη να γράψη τον βίον του
ληστού Τιλλιβόρου. Ημείς δε θα
συγγενόμενος͵ ὅμοιόν τι παθὼν
ιστορήσωμεν τας πράξεις ληστού πολύ
ἀπολογήσαιτ΄ ἂν καὶ ὑπὲρ ἡμῶν· ωμότερου, καθόσον δεν ελήστευεν εις

Τιλλορόβου γοῦν τοῦ λῃστοῦ τα δάση και τα όρη, αλλ' εις τας πόλεις,
και δεν ελεηλάτει μόνον την Μυσίαν και
κἀκεῖνος βίον ἀναγράψαι ἠξίωσεν.
τα περί την Ίδην μέρη, ούτε ολίγας
ἡμεῖς δὲ πολὺ ὠμοτέρου λῃστοῦ
χώρας της Ασίας τας ερημοτέρας, αλλά
μνήμην ποιησόμεθα͵ ὅσῳ μὴ ἐν όλον, δύναται τις να είπη, το ρωμαϊκόν
ὕλαις καὶ ἐν ὄρεσιν͵ ἀλλ΄ ἐν κράτος εγέμισεν η ληστεία του.
πόλεσιν οὗτος ἐλῄστευεν͵ οὐ

Μυσίαν μόνην οὐδὲ τὴν Ἴδην

κατατρέχων οὐδὲ ὀλίγα τῆς Ἀσίας

μέρη τὰ ἐρημότερα λεηλατῶν͵

ἀλλὰ πᾶσαν ὡς εἰπεῖν τὴν

Ρωμαίων ἀρχὴν ἐμπλήσας τῆς

λῃστείας τῆς αὑτοῦ.

[3] Πρότερον δέ σοι αὐτὸν 3. Και εν πρώτοις θα προσπαθήσω να

ὑπογράψω τῷ λόγῳ πρὸς τὸ σου τον περιγράψω διά του λόγου, ώστε
να τον παραστήσω όσον το δυνατόν
ὁμοιότατον εἰκάσας͵ ὡς ἂν
ομοιότερον, καίτοι δεν είμαι πολύ
δύνωμαι͵ καίτοι μὴ πάνυ γραφικός
δυνατός εις την περιγραφήν. Κατά το
τις ὤν. τὸ γὰρ δὴ σῶμα͵ ἵνα σοι καὶ σώμα, διά να σου παραστήσω και τούτο,
τοῦτο δείξω͵ μέγας τε ἦν καὶ καλὸς ήτο υψηλός, ωραίος και αληθώς
ἰδεῖν καὶ θεοπρεπὴς ὡς ἀληθῶς͵ θεοπρεπής, λευκός το χρώμα και με
γένεια όχι πολύ πυκνά. Κόμη πρόσθετος
λευκὸς τὴν χρόαν͵ τὸ γένειον οὐ
ήτο τόσον καλώς προσηρμοσμένη εις
πάνυ λάσιος͵ κόμην τὴν μὲν ἰδίαν͵
την ιδικήν του ώστε δεν διεκρίνετο ότι
τὴν δὲ καὶ πρόσθετον ἐπικείμενος
ήτο ξένη. Οι οφθαλμοί του είχον πολλήν
εὖ μάλα εἰκασμένην καὶ τοὺς ζωηρότητα και λάμψιν γοητευτικήν, η
πολλοὺς ὅτι ἦν ἀλλοτρία δε φωνή του ήτο μελωδική και λίαν

λεληθυῖαν· ὀφθαλμοὶ πολὺ τὸ ευάρεστος· εν γένει δε κατά το


εξωτερικόν ήτο τέλειος.
γοργὸν καὶ ἔνθεον διεμφαίνοντες͵

φώνημα ἥδιστόν τε ἅμα καὶ


λαμπρότατον· καὶ ὅλως οὐδαμόθεν

μεμπτὸς ἦν ταῦτά γε.

[4] Τοιόσδε μὲν τὴν μορφήν· ἡ 4. Τοιούτος ήτο κατά την μορφήν· όσον

ψυχὴ δὲ καὶ ἡ γνώμηἀλεξίκακε διά την ψυχήν και τον χαρακτήρα του,
αλεξίκακε Ηρακλή και Ζευ αποτρόπαιε2,
Ἡράκλεις καὶ Ζεῦ ἀποτρόπαιε καὶ
και Διόσκουροι σωτήρες, μη δώσετε εις
Διόσκουροι σωτῆρες͵ πολεμίοις καὶ
φίλους ή εχθρούς να συναντήσουν
ἐχθροῖς ἐντυχεῖν γένοιτο καὶ τοιούτον άνθρωπον και να εμπέσουν εις
συγγενέσθαι τοιούτῳ τινί. συνέσει τα δίκτυα του. Κατά την πανουργίαν και
μὲν γὰρ καὶ ἀγχινοίᾳ καὶ δριμύτητι την νοημοσύνην υπερείχε κατά πολύ
των άλλων ανθρώπων, επί πλέον δε ήτο
πάμπολυ τῶν ἄλλων διέφερεν͵ καὶ
υπερβολικά περίεργος και ευκόλως
τό τε περίεργον καὶ εὐμαθὲς καὶ
εμάνθανε και είχε ισχυρόν τον
μνημονικὸν καὶ πρὸς τὰ μαθήματα
μνημονικόν και ζωηράν την αντίληψιν·
εὐφυές͵ πάντα ταῦτα εἰς αλλά τα προτερήματα ταύτα
ὑπερβολὴν ἑκασταχοῦ ὑπῆρχεν μετεχειρίζετο προς το κακόν.

αὐτῷ.

ἐχρῆτο δὲ αὐτοῖς εἰς τὸ χείριστον͵ Έχων δε τοιαύτην δύναμιν και

καὶ ὄργανα ταῦτα γενναῖα ικανότητα, εντός ολίγου υπερέβη τους


περιφημότερους διά την κακίαν των,
ὑποβεβλημένα ἔχων αὐτίκα μάλα
τους Κέρκωπας, τον Ευρύβατον, τον
τῶν ἐπὶ κακίᾳ διαβοήτων
Φρυνώνδαν, τον Αριστόδημον και τον
ἀκρότατος ἀπετελέσθη͵ ὑπὲρ τοὺς Σώστρατον. Γράφων ποτέ προς τον
Κέρκωπας͵ ὑπὲρ τὸν Εὐρύβατον ἢ γαμβρόν του Ρουτιλλιανόν και ομιλών
Φρυνώνδαν ἢ Ἀριστόδημον ἢ περί του εαυτού του με την
μεγαλειτέραν του μετριοφροσύνην,
Σώστρατον. αὐτὸς μὲν γὰρ τῷ
διετείνετο ότι είνε όμοιος προς τον
γαμβρῷ Ρουτιλιανῷ ποτε γράφων
Πυθαγόραν. Ζητώ συγγνώμην από τον
καὶ τὰ μετριώτατα ὑπὲρ αὑτοῦ
Πυθαγόραν, ο οποίος ήτο σοφός ανήρ
λέγων Πυθαγόρᾳ ὅμοιος εἶναι και θεσπέσιος κατά τας ιδέας· αλλ' εάν
ἠξίου. ἀλλ΄ ἵλεως μὲν ὁ ήτο σύγχρονος του ημετέρου
Αλεξάνδρου, είμαι βέβαιος ότι θα
Πυθαγόρας εἴη͵ σοφὸς ἀνὴρ καὶ εφαίνετο μικρός απέναντι αυτού.

τὴν γνώμην θεσπέσιος͵ εἰ δὲ κατὰ

τοῦτον ἐγεγένητο͵ παῖς ἂν εὖ οἶδ΄

ὅτι πρὸς αὐτὸν εἶναι ἔδοξε.

καὶ πρὸς Χαρίτων μή με νομίσῃς Αλλά δι' όνομα των Χαρίτων, μη

ἐφ΄ ὕβρει ταῦτα τοῦ Πυθαγόρου νομίσης ότι λέγω ταύτα διά να υβρίσω
τον Πυθαγόραν ή ότι θέλω να τους φέρω
λέγειν ἢ συνάπτειν πειρώμενον
εις παραλληλισμόν και να συγκρίνω τας
αὐτοὺς πρὸς ὁμοιότητα τῶν
πράξεις των ως ομοίας. Εάν όμως κανείς
πράξεων· ἀλλ΄ εἴ τις τὰ χείριστα συναθροίση όσα κάκιστα και
καὶ βλασφημότατα τῶν ἐπὶ βλασφημότατα ελέχθησαν εναντίον του
διαβολῇ περὶ τοῦ Πυθαγόρου Πυθαγόρου, τα οποία εγώ δεν πιστεύω,
δεν θα δυνηθούν ταύτα να δώσουν
λεγομένων͵ οἷς ἔγωγε οὐκ ἂν
ελαχίστην και αμυδράν ιδέαν περί της
πεισθείην ὡς ἀληθέσιν οὖσιν͵
αχρειότητος του Αλεξάνδρου.
ὅμως συναγάγοι εἰς τὸ αὐτό͵

πολλοστὸν ἂν μέρος ἅπαντα

ἐκεῖνα γένοιτο τῆς Ἀλεξάνδρου

δεινότητος.

ὅλως γὰρ ἐπινόησόν μοι καὶ τῷ Πρέπει να φαντασθής μίαν ψυχήν χωρίς

λογισμῷ διατύπωσον ηθικήν συνείδησιν, θρασείαν και μη


γνωρίζουσαν εμπόδιο, ακούραστον εις
ποικιλωτάτην τινὰ ψυχῆς κρᾶσιν
την εκτέλεσιν των αποφασισθέντων,
ἐκ ψεύδους καὶ δόλων καὶ
πειστικών και προσελκύουσαν την
ἐπιορκιῶν καὶ κακοτεχνιῶν εμπιστοσύνην, δεξιώς υποκρινομένην
συγκειμένην͵ ῥᾳδίαν͵ τολμηράν͵ την αγαθότητα και κρύπτουσαν τους
παράβολον͵ φιλόπονον αληθείς της σκοπούς υπό εκδηλώσεις
αντιθέτους. Πας όστις τον έβλεπε δια
ἐξεργάσασθαι τὰ νοηθέντα͵ καὶ
πρώτην φοράν απήρχετο με την
πιθανὴν καὶ ἀξιόπιστον καὶ
εντύπωσιν ότι ήτο ο εντιμότατος των
ὑποκριτικὴν τοῦ βελτίονος καὶ τῷ
ανθρώπων, ο πραότατος και συγχρόνως
ἐναντιωτάτῳ τῆς βουλήσεως ο μετριοφρονέστατος και αφελέστατος.

ἐοικυῖαν. οὐδεὶς γοῦν τὸ πρῶτον Εκτός τούτου έτεινε πάντοτε προς τα


μεγάλα και ουδέν μικρόν επεχείρει,
ἐντυχὼν οὐκ ἀπῆλθε δόξαν λαβὼν
αλλά μόνον περί μεγάλων εσκέπτετο.
ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς εἴη πάντων

ἀνθρώπων χρηστότατος καὶ

ἐπιεικέστατος καὶ προσέτι

ἁπλοϊκώτατός τε καὶ ἀφελέστατος.

ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὸ

μεγαλουργὸν προσῆν καὶ τὸ μηδὲν

μικρὸν ἐπινοεῖν͵ ἀλλ΄ ἀεὶ τοῖς

μεγίστοις ἐπέχειν τὸν νοῦν.

[5] Μειράκιον μὲν οὖν ἔτι ὢν πάνυ 5. Όταν ήτο έφηβος, και ήτο πολύ

ὡραῖον͵ ὡς ἐνῆν ἀπὸ τῆς καλάμης ευειδής νέος, ως ηδύνατο τις να


συμπεράνη εκ των λειψάνων του
τεκμαίρεσθαι καὶ ἀκούειν τῶν
κάλλους του, επορνεύετο αναιδώς και
διηγουμένων͵ ἀνέδην ἐπόρνευε καὶ
αντί χρημάτων προσεφέρετο εις τους
συνῆν ἐπὶ μισθῷ τοῖς δεομένοις. ἐν βουλομένους. Μεταξύ δε των αλλων
δὲ τοῖς ἄλλοις λαμβάνει τις αὐτὸν εραστών του κάποιος μάγος εξ εκείνων
ἐραστὴς γόης τῶν μαγείας καὶ οίτινες διατείνονται ότι γνωρίζουν
θαυματουργούς μαγείας και
ἐπῳδὰς θεσπεσίους
εξορκισμούς και υπόσχονται να
ὑπισχνουμένων καὶ χάριτας ἐπὶ
διευκολύνουν έρωτας, εκδικήσεις κατά
τοῖς ἐρωτικοῖς καὶ ἐπαγωγὰς τοῖς
των εχθρων και ευρέσεις θησαυρών και
ἐχθροῖς καὶ θησαυρῶν ἀναπομπὰς κληρονομιών επιτυχίας — ούτος ιδών
καὶ κλήρων διαδοχάς. οὗτος ἰδὼν ότι ο νέος ήτον ευφυής και

εὐφυᾶ παῖδα καὶ πρὸς ὑπηρεσίαν καταλληλότατος προς εξυπηρέτησιν των


σκοπών του και ότι δεν ερωτεύετο
τῶν ἑαυτοῦ πράξεων ἑτοιμότατον͵
ολιγώτερον την κακίαν του παρ' όσον
οὐ μεῖον ἐρῶντα τῆς κακίας τῆς
αυτός το κάλλος του, τον εσπούδασε και
αὐτοῦ ἢ αὐτὸς τῆς ὥρας τῆς
τον μετεχειρίζετο ως βοηθόν και
ἐκείνου͵ ἐξεπαίδευσέ τε αὐτὸν καὶ
διετέλει ὑπουργῷ καὶ ὑπηρέτῃ καὶ συνεργάτην.

διακόνῳ χρώμενος.

ὁ δ΄ αὐτὸς ἐκεῖνος δημοσίᾳ μὲν Ο μάγος εκείνος φανερά ήτο δήθεν

ἰατρὸς δῆθεν ἦν͵ ἠπίστατο δὲ κατὰ ιατρός, εγνώριζε δε, όπως η γυνή του
Αιγυπτίου Θόωνος, φάρμακα πολλά μεν
τὴν Θῶνος τοῦ Αἰγυπτίου γυναῖκα
εσθλά μεμιγμένα, πολλά δε λυγρά3, των
φάρμακα πολλὰ μὲν ἐσθλὰ
οποίων όλων κληρονόμος και διάδοχος
μεμιγμένα͵ πολλὰ δὲ λυγρά· ὧν έγεινεν ο Αλέξανδρος. Ήτο δε ο
ἁπάντων κληρονόμος καὶ διάδοχος διδάσκαλος εκείνος και εραστής την

οὗτος ἐγένετο. ἦν δὲ ὁ διδάσκαλος καταγωγήν Τυανεύς, εκ των


μαθητευσάντων πλησίον Απολλωνίου
ἐκεῖνος καὶ ἐραστὴς τὸ γένος
του Τυανέως4 και γνωριζόντων όλας
Τυανεύς͵ τῶν Ἀπολλωνίῳ τῷ πάνυ
αυτού τας αγυρτείας. Βλέπεις εκ ποίας
συγγενομένων καὶ τὴν πᾶσαν
σχολής προήλθεν ο ημέτερος άνθρωπος.
αὐτοῦ τραγῳδίαν εἰδότων. ὁρᾷς ἐξ

οἵας σοι διατριβῆς ἄνθρωπον

λέγω.

[6] ῎Ηδη δὲ πώγωνος ὁ Ἀλέξανδρος 6. Ο Τυαινεύς εκείνος απέθανε, ο δε

πιμπλάμενος καὶ τοῦ Τυανέως Αλέξανδρος, ο οποίος είχε γεμίσει


γένεια, το δε κάλλος, εκ του οποίου
ἐκείνου ἀποθανόντος ἐν ἀπορίᾳ
ηδύνατο να ζήση, είχε χάσει την
καθεστώς͵ ἀπηνθηκυίας ἅμα τῆς
ανθηρότητά του, περιέπεσεν εις πενίαν·
ὥρας͵ ἀφ΄ ἧς τρέφεσθαι ἐδύνατο͵ και δεν περιωρίσθη εις μικράς
οὐκέτι μικρὸν οὐδὲν ἐπενόει͵ ἀλλὰ επιχειρήσεις, αλλά συνεταιρίσθη με
κοινωνήσας Βυζαντίῳ τινὶ κάποιον χρονογράφον εκ Βυζαντίου,
από τους λαμβάνοντας μέρος εις τους
χορογράφῳ τῶν καθιέντων εἰς
δημοσίους αγώνας, πολύ φαυλότερον
τοὺς ἀγῶνας͵ πολὺ καταρατοτέρῳ
τον χαρακτήρα — ωνομάζετο δε,
τὴν φύσιν Κοκκωνᾶς δέ͵ οἶμαι͵
νομίζω, Κοκκωνάς. — Οι δύο
ἐπεκαλεῖτο περιῄεσαν συνέταιροι περιεφέροντο κάμνοντες
γοητεύοντες καὶ μαγγανεύοντες μαγείας και αγυρτείας και
εκμεταλλευόμενοι την ευπιστίαν των
καὶ τοὺς παχεῖς τῶν ἀνθρώπων παχέων ανθρώπων, όπως απεκάλουν,

οὕτως γὰρ αὐτοὶ τῇ πατρίῳ τῶν κατά το ιδιαίτερον ιδίωμα των μάγων,
τους απλοϊκούς.
μάγων φωνῇ τοὺς πολλοὺς

ὀνομάζουσιν ἀποκείροντες.

ἐν δὴ τούτοις καὶ Μακέτιν γυναῖκα Εν τω μεταξύ δε τούτω ανεκάλυψαν και

πλουσίαν͵ ἔξωρον μέν͵ ἐράσμιον μίαν γυναίκα πλουσίαν, Μακέτιν


ονομαζομένην, η οποία ήτο μεν
δὲ ἔτι εἶναι βουλομένην͵
περασμένη την ηλικίαν, αλλ' ήτο ακόμη
ἐξευρόντες ἐπεσιτίσαντό τε τὰ
φιλάρεσκος· και επί τινα καιρόν
ἀρκοῦντα παρ΄ αὐτῆς καὶ ετρέφοντο παρ' αυτής και την
ἠκολούθησαν ἐκ τῆς Βιθυνίας εἰς ηκολούθησαν εκ της Βιθυνίας εις την
τὴν Μακεδονίαν. Πελλαία δὲ ἦν Μακεδονίαν. Ήτο δε η γυνή εκείνη εκ
της Πέλλης, η οποία άλλοτε επί των
ἐκείνη͵ πάλαι μὲν εὐδαίμονος
Μακεδόνων βασιλέων ήτο πόλις
χωρίου κατὰ τοὺς τῶν Μακεδόνων
ακμάζουσα και ευτυχής, τώρα δε είχεν
βασιλέας͵ νῦν δὲ ταπεινοῦ καὶ [7]
ολίγους και απόρους κατοίκους.
ὀλιγίστους οἰκήτορας ἔχοντος.

ἐνταῦθα ἰδόντες δράκοντας 7. Εκεί είδον όφεις υπερμεγέθεις, λίαν

παμμεγέθεις͵ ἡμέρους πάνυ καὶ εξημερωμένους και ακάκους, ώστε


εσιτίζοντο υπό γυναικών και εκοιμώντο
τιθασούς͵ ὡς καὶ ὑπὸ γυναικῶν
μετά των παιδιών και πατούμενοι δεν
τρέφεσθαι καὶ παιδίοις
εξηρεθίζοντο και ενοχλούμενοι δεν
συγκαθεύδειν καὶ πατουμένους ωργίζοντο και γάλα έπινον από του
ἀνέχεσθαι καὶ θλιβομένους μὴ μαστού, όπως τα βρέφη — υπάρχουν δε
ἀγανακτεῖν καὶ γάλα πίνειν ἀπὸ πολλοί εις το μέρος εκείνο, εξ ου και
προήλθε, φαίνεται, ο περί Ολυμπιάδος
θηλῆς κατὰ ταὐτὰ τοῖς
μύθος, κατά τον οποίον δράκων
βρέφεσιπολλοὶ δὲ γίγνονται παρ΄
τοιούτος συνεκοιμάτο με την σύζυγον
αὐτοῖς τοιοῦτοι͵ ὅθεν καὶ τὸν περὶ
του Φιλίππου, όταν αύτη ήτο έγκυος τον
τῆς Ὀλυμπιάδος μῦθον Αλέξανδρον. Oι δύο συνέταιροι
διαφοιτῆσαι πάλαι εἰκός͵ ὁπότε ηγόρασαν εν εκ των ερπετών τούτων το
καλλίτερον αντί ολίγων οβολών. 8. Και
ἐκύει τὸν Ἀλέξανδρον͵ δράκοντός εντεύθεν, κατά τον Θουκυδίδην, ήρχισεν

τινος͵ οἶμαι͵ τοιούτου ο πόλεμος.

συγκαθεύδοντος αὐτῇ ὠνοῦνται [8]

τῶν ἑρπετῶν ἓν κάλλιστον ὀλίγων

ὀβολῶν. καὶ κατὰ τὸν Θουκυδίδην

ἄρχεται ὁ πόλεμος ἐνθένδε ἤδη.

Ὡς γὰρ ἂν δύο κάκιστοι καὶ Οι δύο εκείνοι φαυλότατοι και

μεγαλότολμοι καὶ πρὸς τὸ θρασύτατοι και προς πάσαν κακουργίαν


προθυμότατοι ευκόλως εννόησαν ότι
κακουργεῖν προχειρότατοι εἰς τὸ
τους ανθρώπους διευθύνουν δύο
αὐτὸ συνελθόντες͵ ῥᾳδίως
μεγάλοι τύραννοι, η ελπίς και ο
κατενόησαν τὸν τῶν ἀνθρώπων φόβος,και ότι ο δυνάμενος να
βίον ὑπὸ δυοῖν τούτοιν μεγίστοιν επωφεληθή τούτους καταλλήλως ταχέως
τυραννούμενον͵ ἐλπίδος καὶ θα πλουτήση· διότι έβλεπον ότι και εις
τους δύο, και εις τον φοβούμενον και εις
φόβου͵ καὶ ὅτι ὁ τούτων ἑκατέρῳ
τον ελπίζοντα, η πρόγνωσις είνε λίαν
εἰς δέον χρήσασθαι δυνάμενος
αναγκαία και επιθυμητή· δι' αυτής δε
τάχιστα πλουτήσειεν ἄν·
πάλαι επλούτησαν και έγειναν
ἀμφοτέροις γάρ͵ τῷ τε δεδιότι καὶ περίφημοι οι Δελφοί, η Δήλος, η
τῷ ἐλπίζοντι͵ ἑώρων τὴν Κλάρος και αι Βραγχίδαι, καθότι οι

πρόγνωσιν ἀναγκαιοτάτην τε καὶ άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από


των προειρημένων τυράννων, της
ποθεινοτάτην οὖσαν͵ καὶ Δελφοὺς
ελπίδος και του φόβου, να τρέχουν εις
οὕτω πάλαι πλουτῆσαι καὶ
τα μαντεία και να ζητούν να μάθουν τα
ἀοιδίμους γενέσθαι καὶ Δῆλον καὶ
μέλλοντα και προς τούτο να
Κλάρον καὶ Βραγχίδας͵ τῶν προσφέρουν εκατόμβας και ν'
ἀνθρώπων ἀεὶ δι΄ οὓς προεῖπον αφιερώνουν χρυσάς πλίνθους.

τυράννους͵ τὴν ἐλπίδα καὶ τὸν

φόβον͵ φοιτώντων εἰς τὰ ἱερὰ καὶ

προμαθεῖν τὰ μέλλοντα δεομένων͵

καὶ δι΄ αὐτὸ ἑκατόμβας θυόντων


καὶ χρυσᾶς πλίνθους ἀνατιθέντων.

ταῦτα πρὸς ἀλλήλους στρέφοντες Ταύτα σκεπτόμενοι και συζητούντες

καὶ κυκῶντες μαντεῖον απεφάσισαν να ιδρύσουν μαντείον και


να δίδουν χρησμούς με την πεποίθησιν
συστήσασθαι καὶ χρηστήριον
ότι, εάν η επιχείρησις επετύγχανε, θα
ἐβουλεύοντο· εἰ γὰρ τοῦτο
εγίνοντο ταχέως πλούσιοι και ευτυχείς.
προχωρήσειεν αὐτοῖς͵ αὐτίκα Τωόντι δε όχι μόνον επέτυχον, αλλά και
πλούσιοί τε καὶ εὐδαίμονες τ' αποτελέσματα υπερέβησαν τας
ἔσεσθαι ἤλπιζον ὅπερ ἐπὶ μεῖζον ἢ προσδοκίας και τας ελπίδας των.

κατὰ τὴν πρώτην προσδοκίαν

ἀπήντησεν αὐτοῖς καὶ κρεῖττον

διεφάνη τῆς ἐλπίδος.

[9] Τοὐντεῦθεν τὴν σκέψιν 9. Έπειτα ήρχισαν να σκέπτωνται

ἐποιοῦντο͵ πρῶτον μὲν περὶ τοῦ πρώτον μεν διά την εκλογήν του μέρους,
όπου θα ιδρύετο το μαντείον, έπειτα δε
χωρίου͵ δεύτερον δὲ ἥτις ἡ ἀρχὴ
περί της αρχής και του τρόπου της
καὶ ὁ τρόπος ἂν γένοιτο τῆς
επιχειρήσεως. Ο Κοκκωνάς υπεστήριζεν
ἐπιχειρήσεως. ὁ μὲν οὖν Κοκκωνᾶς ως το καταλληλότερον μέρος την
τὴν Καλχηδόνα ἐδοκίμαζεν Χαλκηδόνα, ως τόπον εμπορικόν και
ἐπιτήδειον εἶναι καὶ εὔκαιρον γειτονεύοντα προς την Θράκην και την
Βιθυνίαν, μη απέχοντα δε πολύ και της
χωρίον͵ τῇ τε Θρᾴκῃ καὶ τῇ Βιθυνίᾳ
Ασίας και της Γαλατίας και όλων των
πρόσοικον͵ οὐχ ἑκὰς οὐδὲ τῆς
βορειότερον κατοικούντων λαών. Αλλ' ο
Ἀσίας καὶ Γαλατίας καὶ τῶν
Αλέξανδρος επροτίμα την πατρίδα του,
ὑπερκειμένων ἐθνῶν ἁπάντων· ὁ λέγων και δικαίως ότι διά να επιτύχη εις
δὲ Ἀλέξανδρος ἔμπαλιν τὰ οἴκοι την αρχήν της τοιαύτη επιχείρησις έχει

προὔκρινεν͵ λέγων ὅπερ ἀληθὲς ανάγκην ανθρώπων αξέστων και


μωρών, τοιούτοι δ' έλεγεν ότι είνε οι
ἦν͵ πρὸς τὴν τῶν τοιούτων ἀρχὴν
Παφλαγόνες οι κατοικούντες πέραν της
καὶ ἐπιχείρησιν ἀνθρώπων δεῖν
Αβωνοτείχου, δεισιδαίμονες κατά το
παχέων καὶ ἠλιθίων τῶν
πλείστον και πλούσιοι, οίτινες και μόνον
ὑποδεξομένων͵ οἵους τοὺς αν φανή τις αγύρτης, συνοδευόμενος

Παφλαγόνας εἶναι ἔφασκεν οπό αυλητού ή τυμπανιστού ή κύμβαλα


κρατούντος, και αν ακόμη, κατά το
ὑπεροικοῦντας τὸ τοῦ Ἀβώνου
λεγόμενον, μαντεύη με το κόσκινον,
τεῖχος͵ δεισιδαίμονας τοὺς
χάσκουν ενώπιον του και τον
πολλοὺς καὶ πλουσίους͵ καὶ μόνον θαυμάζουν ως θεόν.
εἰ φανείη τις αὐλητὴν ἢ

τυμπανιστὴν ἢ κυμβάλοις

κροτοῦντα ἐπαγόμενος͵ κοσκίνῳ

τὸ τοῦ λόγου μαντευόμενος͵

αὐτίκα μάλα πάντας κεχηνότας

πρὸς αὐτὸν καὶ ὥσπερ τινὰ τῶν

ἐπουρανίων προσβλέποντας.

[10] Οὐκ ὀλίγης δὲ τῆς περὶ τοῦτο 10. Μετά μικράν περί τούτου

στάσεως αὐτοῖς γενομένης τέλος φιλονεικίαν, υπερίσχυσεν η γνώμη του


Αλεξάνδρου και μεταβάντες εις την
ἐνίκησεν ὁ Ἀλέξανδρος͵ καὶ
Χαλκηδόνα — διότι: ήτον αναγκαία εις
ἀφικόμενοι εἰς τὴν
τον σκοπόν των και η πόλις αύτη —
Χαλκηδόναχρήσιμον γάρ τι ὅμως ἡ έθαψαν εις το ιερόν του Απόλλωνος, το
πόλις αὐτοῖς ἔχειν ἔδοξεἐν τῷ οποίον είναι αρχαιότατον εις την
Ἀπόλλωνος ἱερῷ͵ ὅπερ Χαλκηδόνα, πινακίδας χαλκίνας, επί των
οποίων είχον χαράξει γράμματα λέγοντα
ἀρχαιότατόν ἐστι τοῖς
ότι εντός ολίγου ο Ασκληπιός μετά του
Χαλκηδονίοις͵ κατορύττουσι
πατρός του Απόλλωνος μεταναστεύει εις
δέλτους χαλκᾶς͵ λεγούσας ὡς
τον Πόντον, όπου θα καταλάβη το
αὐτίκα μάλα ὁ Ἀσκληπιὸς σὺν τῷ τείχος του Αβώνου. Aι πινακίδες αύται
πατρὶ Ἀπόλλωνι μέτεισιν εἰς τὸν ανεκαλύφθησαν έπειτα τυχαίως δήθεν

Πόντον καὶ καθέξει τὸ τοῦ Ἀβώνου και συνετέλεσαν να διαδοθή καθ' όλην
την Βιθυνίαν και τον Πόντον και προ
τεῖχος. αὗται αἱ δέλτοι ἐξεπίτηδες
πάντων εις το τείχος του Αβώνου η
εὑρεθεῖσαι διαφοιτῆσαι ῥᾳδίως τὸν
φήμη αύτη. Οι κάτοικοι δε της
λόγον τοῦτον εἰς πᾶσαν τὴν
τελευταίας πόλεως εψήφισαν αμέσως να
Βιθυνίαν καὶ τὸν Πόντον εγερθή ναός και αμέσως ήρχισαν να

ἐποίησαν͵ καὶ πολὺ πρὸ τῶν σκάπτουν τα θεμέλια.

ἄλλων εἰς τὸ τοῦ Ἀβώνου τεῖχος·

κἀκεῖνοι γὰρ καὶ νεὼν αὐτίκα

ἐψηφίσαντο ἐγεῖραι καὶ τοὺς

θεμελίους ἤδη ἔσκαπτον.

κἀνταῦθα ὁ μὲν Κοκκωνᾶς ἐν Τότε ο Κοκωνάς εγκατελείφθη εις την

Χαλκηδόνι καταλείπεται͵ διττούς Χαλκηδόνα, όπου κατεγίνετο να γράφη


χρησμούς επαμφοτερίζοντας,
τινας καὶ ἀμφιβόλους καὶ λοξοὺς
αμφιβόλους και σκοτεινούς, εκεί δε μετ'
χρησμοὺς συγγράφων͵ καὶ μετ΄
ολίγον απέθανε δηλητηριαστείς υπό
ὀλίγον ἐτελεύτησε τὸν βίον͵ ὑπὸ εχίδνης, νομίζω. 11. Ο δε Αλέξανδρος
ἐχίδνης͵ οἶμαι͵ δηχθείς. [11] μετέβη εις την πατρίδα του, τρέφων ήδη
προεισπέμπεται δὲ ὁ Ἀλέξανδρος͵ μακράν κόμην και φορών ένδυμα
πορφυρόλευκον και επ' αυτού άλλο
κομῶν ἤδη καὶ πλοκάμους
κατάλευκον και κρατών ξιφοδρέπανον,
καθειμένος καὶ μεσόλευκον
όπως ο Περσεύς, από του οποίου έλεγεν
χιτῶνα πορφυροῦν ἐνδεδυκὼς καὶ
ότι κατήγετο εκ μητρός· και οι χαμένοι
ἱμάτιον ὑπὲρ αὐτοῦ λευκὸν οι Παφλαγόνες, ενώ εγνώριζον ότι
ἀναβεβλημένος͵ ἅρπην ἔχων κατὰ αμφότεροι οι γονείς αυτού ήσαν αφανείς

τὸν Περσέα͵ ἀφ΄ οὗ ἑαυτὸν και ταπεινοί, επίστευον εις χρησμόν,


κατασκευασθέντα υπό του Αλεξάνδρου,
ἐγενεαλόγει μητρόθεν· καὶ οἱ
ο οποίος έλεγε:
ὄλεθροι ἐκεῖνοι Παφλαγόνες͵

εἰδότες αὐτοῦ ἄμφω τοὺς γονέας Περσείδης γενεὴν Φοίβῳ φίλος


ἀφανεῖς καὶ ταπεινούς͵ ἐπίστευον οὗτος ὁρᾶται͵
τῷ χρησμῷ λέγοντι δῖος Ἀλέξανδρος͵ Ποδαλειρίου
Περσείδης γενεὴν Φοίβῳ φίλος αἷμα λελογχώς5.
οὗτος ὁρᾶται͵

δῖος Ἀλέξανδρος͵ Ποδαλειρίου


αἷμα λελογχώς.

οὕτως ἄρα ὁ Ποδαλείριος μάχλος Φαίνεται ότι ο Ποδαλείριος ήτο τόσον

καὶ γυναικομανὴς τὴν φύσιν͵ ὡς ασελγής και γυναικομανής, ώστε από


της θεσσαλικής Τρίκκης κατώρθωσε να
ἀπὸ Τρίκκης μέχρι Παφλαγονίας
γονιμοποίηση την μητέρα του
στύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἀλεξάνδρου
Αλεξάνδρου, ευρισκομένην εις την
μητέρα. Παφλαγονίαν.

Εὕρητο δὲ χρησμὸς ἤδη͵ ὡς Υπήρχε δε ήδη και χρησμός, τον οποίον

Σιβύλλης προμαντευσαμένης· τάχα εξέφερεν η Σίβυλλα: “Κατά τα


παράλια του Ευξείνου Πόντου, πλησίον
“Εὐξείνου Πόντοιο παρ΄
της Σινώπης, θα γεννηθή υπό την
ᾐόσιν ἄγχι Σινώπης
κυριαρχίαν των Αυσωνίων εις τα μέρη
ἔσται τις κατὰ Τύρσιν ὑπ΄ της Τύρσιδος, προφήτης, του οποίου το
Αὐσονίοισι προφήτης͵ όνομα αρχίζει από μίαν μονάδα, την
ἐκ πρώτης δεικνὺς μονάδος οποίαν ακολουθούν τρεις δεκάδες,
έπειτα πέντε άλλαι μονάδες και τρείς
τρισσῶν δεκάδων τε
εικοσάδες”. Ούτω σχηματίζεται το
πένθ΄ ἑτέρας μονάδας καὶ
όνομα ανδρός προστάτου6.
εἰκοσάδα τρισάριθμον”͵

ἀνδρὸς ἀλεξητῆρος ὁμωνυμίην

τετράκυκλον.

[12] Εἰσβαλὼν οὖν ὁ Ἀλέξανδρος 12. Εισβαλών λοιπόν ο Αλέξανδρος με

μετὰ τοιαύτης τραγῳδίας διὰ τοιαύτην θεατρικήν παρασκευήν εις την


πατρίδα του, έγεινε περίβλεπτος και
πολλοῦ εἰς τὴν πατρίδα
περίφημος.. Μη αρκούμενος δε εις την
περίβλεπτός τε καὶ λαμπρὸς ἦν͵
άλλην αγυρτείαν, υπεκρίνετο και ότι
μεμηνέναι προσποιούμενος ἐνίοτε κατελαμβάνετο υπό ιεράς μανίας και
καὶ ἀφροῦ ὑποπιμπλάμενος τὸ ενίοτε το στόμα του επληρούτο αφρού.
στόμα· ῥᾳδίως δὲ τοῦτο ὑπῆρχεν Τούτο δε είναι εύκολον να γίνεται κατά
βούλησιν, άμα. κανείς μασήση την ρίζαν
αὐτῷ͵ στρουθίου τῆς βαφικῆς
του βαφικού χόρτου, το οποίον
βοτάνης τὴν ῥίζαν
διαμασησαμένῳ· τοῖς δὲ θεῖόν τι ονομάζεται στρουθίον. Αλλ' εις τους

καὶ φοβερὸν ἐδόκει καὶ ὁ ἀφρός. Παφλαγόνας εφαίνετο και ο αφρός


εκείνος ως θείόν τι.

ἐπεποίητο δὲ αὐτοῖς πάλαι καὶ Ο Αλέξανδρος είχε προς τούτοις προ

κατεσκεύαστο κεφαλὴ δράκοντος πολλού κατασκευάση μίαν κεφαλήν


όφεως από ύφασμα, η οποία είχε τι το
ὀθονίνη ἀνθρωπόμορφόν τι
παρεμφερές προς την ανθρωπίνην
ἐπιφαίνουσα͵ κατάγραφος͵ πάνυ
μορφήν και ήτο χρωματισμένη
εἰκασμένη͵ ὑπὸ θριξὶν ἱππείαις φυσικώτατα, τη βοηθεία δε ιππείων
ἀνοίγουσά τε καὶ αὖθις τριχών ήνοιγε και έκλειε το στόμα και
ἐπικλείουσα τὸ στόμα͵ καὶ γλῶττα προέβαλλε γλώσσαν μαύρην και
διχασμένην, όπως του δράκοντος, η
οἵα δράκοντος διττὴ μέλαινα
οποία ομοίως εσύρετο διά τριχών. Είχον
προέκυπτεν͵ ὑπὸ τριχῶν καὶ αὐτὴ
ακόμη και τον εκ Πέλλης όφιν και τον
ἑλκομένη. καὶ ὁ Πελλαῖος δὲ
έτρεφον, διά να εμφανισθή εις τον
δράκων προϋπῆρχεν καὶ οἴκοι κατάλληλον καιρόν και να λάβη μέρος ή
ἐτρέφετο͵ κατὰ καιρὸν μάλλον να πρωταγωνιστήση εις την

ἐπιφανησόμενος αὐτοῖς καὶ κωμωδίαν.

συντραγῳδήσων͵ μᾶλλον δὲ

πρωταγωνιστὴς ἐσόμενος.

[13] ῎Ηδη δὲ ἄρχεσθαι δέον͵ 13. Όταν δε έφθασεν ο καιρός διά ν'

μηχανᾶται τοιόνδε τι· νύκτωρ γὰρ αρχίσουν, ο Αλέξανδρος έπραξε το


εξής· μεταβάς την νύκτα εις τα θεμέλια
ἐλθὼν ἐπὶ τοὺς θεμελίους τοῦ νεὼ
του ναού, τα οποία προ ολίγου είχον
τοὺς ἄρτι
σκαφή — υπήρχε δε εντός αυτών νερόν
ὀρυττομένουςσυνειστήκει δὲ ἐν το οποίον ή εκείθεν ανέβρυεν ή εκ της
αὐτοῖς ὕδωρ ἢ αὐτόθεν ποθὲν βροχής προήρχετο· — και εκεί έρριψεν
συλλειβόμενον ἢ ἐξ οὐρανοῦ αυγόν χήνας, εις το οποίον, αφού το
εκένωσεν, είχε θέση ερπετόν
πεσόνἐνταῦθα κατατίθεται
αρτιγέννητον. Αφού το έκρυψεν εντός
χήνειον ᾠὸν προκεκενωμένον͵
του πηλού, απήλθε· το δε πρωί έτρεξεν
ἔνδον φυλάττον ἑρπετόν τι
ἀρτιγέννητον͵ καὶ βυθίσας τοῦτο εις την αγοράν γυμνός, φορών μόνον

ἐν μυχῷ τοῦ πηλοῦ ὀπίσω αὖθις περίζωμα χρυσούν και κρατών το


ξιφοδρέπανον, συγχρόνως δε σείων την
ἀπηλλάττετο. ἕωθεν δὲ γυμνὸς εἰς
λυτήν του κόμην, όπως οι τελούντες τα
τὴν ἀγορὰν προπηδήσας͵ διάζωμα
όργια της Ρέας και ενθουσιώντες, ανέβη
περὶ τὸ αἰδοῖον ἔχων͵ κατάχρυσον εις βωμόν υψηλόν και εκείθεν ηγόρευε
καὶ τοῦτο͵ καὶ τὴν ἅρπην ἐκείνην προς τα πλήθη και εμακάριζε την πόλιν,
φέρων͵ σείων ἅμα τὴν κόμην εις την οποίαν θα ήρχετο εντός ολίγου ο
θεός, ούτως ώστε θα εγίνετο ορατός εις
ἄνετον ὥσπερ οἱ τῇ μητρὶ
όλους.
ἀγείροντές τε καὶ ἐνθεαζόμενοι͵

ἐδημηγόρει ἐπὶ βωμόν τινα ὑψηλὸν

ἀναβὰς καὶ τὴν πόλιν ἐμακάριζεν

αὐτίκα μάλα δεξομένην ἐναργῆ

τὸν θεόν.

οἱ παρόντες δέσυνδεδραμήκει γὰρ Οι παρόντες — είχε δε προστρέξει

σχεδὸν ἅπασα ἡ πόλις ἅμα γυναιξὶ σχεδόν όλη η πόλις, μετά των γυναικών,
των παιδιών και των γερόντων —
καὶ γέρουσι καὶ
κατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και
παιδίοιςἐτεθήπεσαν καὶ εὔχοντο
ήρχισαν να εύχωνται και να
καὶ προσεκύνουν. ὁ δὲ φωνάς τινας προσκυνούν. Αυτός δε επρόφερε λέξεις

ἀσήμους φθεγγόμενος͵ οἷαι ακαταλήπτους, ως Εβραϊκάς ή


γένοιντο ἂν Ἑβραίων ἢ Φοινίκων͵ Φοινικικάς, και εξέπληττε τους
ανθρώπους μη εννοούντας τί έλεγε,
ἐξέπληττε τοὺς ἀνθρώπους οὐκ
πλην των ονομάτων του Απόλλωνος και
εἰδότας ὅ τι καὶ λέγοι͵ πλὴν τοῦτο
του Ασκληπιού, τα οποία ανεμίγνυεν εις
μόνον͵ ὅτι πᾶσιν ἐγκατεμίγνυ τὸν
τα ακατάληπτα εκείνα.
Ἀπόλλω καὶ τὸν Ἀσκληπιόν.

[14] εἶτ΄ ἔθει δρόμῳ ἐπὶ τὸν 14. Έπειτα διηυθύνθη τρέχων προς τον

ἐσόμενον νεών· καὶ ἐπὶ τὸ ὄρυγμα ανεγειρόμενον ναόν και καταβάς εις το
όρυγμα των θεμελίων εις το μέρος όπου
ἐλθὼν καὶ τὴν προῳκονομημένην
θα ήτο η πηγή του μαντείου, εισήλθεν
τοῦ χρηστηρίου πηγήν͵ ἐμβὰς εἰς εις το νερόν ψάλλων ύμνους του

τὸ ὕδωρ ὕμνους τε ᾖδεν Ἀσκληπιοῦ Ασκληπιού και του Απόλλωνος και


εκάλει τον θεόν να ευδοκήση να έλθη
καὶ Ἀπόλλωνος μεγάλῃ τῇ φωνῇ
εις την πόλιν. Έπειτα εζήτησε φιάλην·
καὶ ἐκάλει τὸν θεὸν ἥκειν τύχῃ τῇ
όταν δε του εδόθη, την εισήγαγεν εις το
ἀγαθῇ εἰς τὴν πόλιν. εἶτα φιάλην νερόν και μετά του νερού και του πηλού
αἰτήσας͵ ἀναδόντος τινός͵ ῥᾳδίως ανέσυρε το αυγόν, εις το οποίον ήτο
ὑποβαλὼν ἀνιμᾶται μετὰ τοῦ κλεισμένος ο θεός του. Ήτο δε η οπή
του αυγού κλεισμένη με κηρόν λευκόν
ὕδατος καὶ τοῦ πηλοῦ τὸ ᾠὸν
και ψιμύθιον· λαβών δε αυτό εις τας
ἐκεῖνο ἐν ᾧ ὁ θεὸς αὐτῷ
χείρας του είπεν ότι εκράτει τον
κατεκέκλειστο͵ κηρῷ λευκῷ καὶ
Ασκληπιόν. Οι παριστάμενοι
ψιμυθίῳ τὴν ἁρμογὴν τοῦ παρετήρουν τα γινόμενα και εθαύμαζον
πώματος συγκεκολλημένον· καὶ προ πάντων διά την ανακάλυψιν του

λαβὼν αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας ἔχειν αυγού εις το νερόν.

ἔφασκεν ἤδη τὸν Ἀσκληπιόν. οἱ δὲ

ἀπενὲς ἀπέβλεπον ὅ τι καὶ

γίγνοιτο͵ πολὺ πρότερον

θαυμάσαντες τὸ ᾠὸν ἐν τῷ ὕδατι

εὑρημένον.

ἐπεὶ δὲ καὶ κατάξας αὐτὸ εἰς Αφού δε έσπασε το αυγόν και εδέχθη εις

κοίλην τὴν χεῖρα ὑπεδέξατο τὸ τοῦ την παλάμην του το έμβρυον του
ερπετού και οι παρόντες το είδον να
ἑρπετοῦ ἐκείνου ἔμβρυον καὶ οἱ
κινήται και να περιτυλίσσεται εις τους
παρόντες εἶδον κινούμενον καὶ
δακτύλους του, ήρχισαν να αναφωνούν
περὶ τοῖς δακτύλοις εἰλούμενον͵ και να προσκυνούν τον θεόν και να
ἀνέκραγον εὐθὺς καὶ ἠσπάζοντο μακαρίζουν την πόλιν, έκαστος δε εζήτει
τὸν θεὸν καὶ τὴν πόλιν ἐμακάριζον παρά του θεού θησαυρούς και πλούτη
και υγείαν και πάντα τα άλλα αγαθά. Ο
καὶ χανδὸν ἕκαστος ἐνεπίμπλατο
δε Αλέξανδρος τρέχων πάλιν
τῶν εὐχῶν͵ θησαυροὺς καὶ
επέστρεψεν εις την οικίαν του, φέρων
πλούτους καὶ ὑγιείας καὶ τὰ ἄλλα
ἀγαθὰ αἰτῶν παρ΄ αὐτοῦ. ὁ δὲ και τον αρτιγέννητον Ασκληπιάν, ο

δρομαῖος αὖθις ἐπὶ τὴν οἰκίαν ἵετο οποίος ούτω εγεννήθη δύο φοράς, ενώ
οι άλλοι άνθρωποι γεννώται μίαν φοράν,
φέρων ἅμα καὶ τὸν ἀρτιγέννητον
και εγεννήθη όχι εκ της Κορωνίδος,
Ἀσκληπιόν͵ δὶς τεχθέντα͵ ὅτε
ούτε τουλάχιστον εκ κορώνης7, αλλ' εκ
ἄλλοι ἅπαξ τίκτοντ΄ ἄνθρωποι͵ χήνας. Ο δε λαός όλος ηκολούθει και
οὐκ ἐκ Κορωνίδος μὰ Δί΄ οὐδέ γε ήσαν όλοι ενθουσιασμένοι και τρελλοί
κορώνης͵ ἀλλ΄ ἐκ χηνὸς από υπερβολικάς ελπίδας.

γεγεννημένον. ὁ δὲ λεὼς ἅπας

ἠκολούθει͵ πάντες ἔνθεοι καὶ

μεμηνότες ὑπὸ τῶν ἐλπίδων.

[15] Ἡμέρας μὲν οὖν τινας οἴκοι 15. Επί ημέρας έμεινεν εις την

ἔμεινεν ἐλπίζων ὅπερ ἦν͵ ὑπὸ τῆς κατοικίαν του, ελπίζων, όπως και
έγεινεν, ότι εντός ολίγου η φήμη θα
φήμης αὐτίκα μάλα παμπόλλους
έφερε πολλούς εκ των Παφλαγάνων εις
τῶν Παφλαγόνων συνδραμεῖσθαι.
το τείχος του Αβώνου. Όταν δε
ἐπεὶ δὲ ὑπερεπέπληστο ἀνθρώπων υπερεπληρώθη η πόλις από ανθρώπους,
ἡ πόλις͵ ἁπάντων τοὺς οι οποίοι είχον ήδη χάσει προηγουμένως
ἐγκεφάλους καὶ τὰς καρδίας νουν και καρδίαν και ουδόλως ωμοίαζαν
προς λογικούς ανθρώπους και μόνον
προεξῃρημένων οὐδὲν ἐοικότων
κατά την μορφήν διέφερον από τα
σιτοφάγοις ἀνδράσιν͵ ἀλλὰ μόνῃ
πρόβατα, ο Αλέξανδρος καθήμενος με
τῇ μορφῇ μὴ οὐχὶ πρόβατα εἶναι
πολλήν ιεροπρέπειαν επί κλίνης εις μίαν
διαφερόντων͵ ἐν οἰκίσκῳ τινὶ ἐπὶ μικράν οικίαν είχεν εις τον κόλπον του
κλίνης καθεζόμενος μάλα τον εκ Πέλλης Ασκληπιόν, ο όποιος ήτο

θεοπρεπῶς ἐσταλμένος υπερμεγέθης και ευτραφής, και τον


άφινε να περιτυλίσσεται εις τον
ἐλάμβανεν εἰς τὸν κόλπον τὸν
τράχηλόν του και να μένη έξω η ουρά
Πελλαῖον ἐκεῖνον Ἀσκληπιόν͵
του. Ήτο δε τόσον μεγάλος, ώστε μέρος
μέγιστόν τε καὶ κάλλιστον͵ ὡς
αυτού εσύρετο εις την ποδιάν του και
ἔφην͵ ὄντα͵ καὶ ὅλον τῷ αὑτοῦ έφθανε μέχρι του εδάφους. Ο
τραχήλῳ περιειλήσας καὶ τὴν Αλέξανδρος εκράτει εις την μασχάλην
οὐρὰν ἔξω ἀφείςπολὺς δὲ ἦνἐν τῷ του και έκρυπτε την κεφαλήν του

προκολπίῳ προκεχύσθαι αὐτοῦ καὶ όφεως, ο οποίος δεν έφερεν αντίστασιιν,


διότι, ως ελέχθη, ήτο πολύ ανεκτικός και
χαμαὶ τὸ μέρος ἐπισύρεσθαι͵
ήμερος, και παρουσίαζε την εξ
μόνην τὴν κεφαλὴν ὑπὸ μάλης
υφάσματος κεφαλήν ως την κεφαλήν
ἔχων καὶ ἀποκρύπτων͵ τάχα του πραγματικού όφεως.
ἀνεχομένου πάντα ἐκείνου͵

προὔφαινεν τὴν ὀθονίνην κεφαλὴν

κατὰ θάτερον τοῦ πώγωνος͵ ὡς

δῆθεν ἐκείνου τοῦ φαινομένου

πάντως οὖσαν.

[16] Εἶτά μοι ἐπινόησον οἰκίσκον 16. Να φαντασθής έπειτα ότι αυτά

οὐ πάνυ φαιδρὸν οὐδὲ εἰς κόρον συνέβαινον εις οικίσκον ανεπαρκώς


φωτιζόμενον και ότι εις αυτόν
τοῦ φωτὸς δεχόμενον καὶ πλῆθος
συνηθροίζετο πλήθος παντοδαπών
ἀνθρώπων συγκλύδων͵
ανθρώπων προκατειλημμένων, εχόντων
τεταραγμένων καὶ την φαντασίαν εξημμένην και
προεκπεπληγμένων καὶ ταῖς περιμενόντων να ιδούν θαυμαστά
ἐλπίσιν ἐπαιωρουμένων͵ οἷς πράγματα. Εις τούτους εισερχομένους
επόμενον είνε ότι εφαίνετο θαυμαστόν
εἰσελθοῦσι τεράστιον ὡς εἰκὸς τὸ
πώς το προ ολίγου μικρόν ερπετόν εντός
πρᾶγμα ἐφαίνετο͵ ἐκ τοῦ τέως
ολίγων ημερών έγεινε τόσον μεγάλος
μικροῦ ἑρπετοῦ ἐντὸς ἡμερῶν
όφις με μορφήν ανθρωπίνην και
ὀλίγων τοσοῦτον δράκοντα συγχρόνως τόσον ήμερος. Δεν έμεναν
πεφηνέναι͵ ἀνθρωπόμορφον καὶ άλλως επί πολύ, αλλά πριν να ίδουν

ταῦτα καὶ τιθασόν. ἠπείγοντο δὲ ακριβώς το επιδεικνυόμενον θαύμα,


εξεδιώκοντο υπό των κατόπιν
αὐτίκα πρὸς τὴν ἔξοδον͵ καὶ πρὶν
εισερχομένων αδιακόπως. Είχε δε
ἀκριβῶς ἰδεῖν͵ ἐξηλαύνοντο ὑπὸ
ανοιχθή άλλη έξοδος κατέναντι της
τῶν ἀεὶ ἐπεισιόντων· ἐτετρύπητο
εισόδου, όπως λέγεται ότι έπραξαν και
δὲ κατὰ τὸ ἀντίθυρον ἄλλη ἔξοδος. οι Μακεδόνες εις την Βαβυλώνα κατά
οἷόν τι καὶ τοὺς Μακεδόνας ἐν την ασθένειαν του Αλεξάνδρου, ότε ο
Βαβυλῶνι ποιῆσαι ἐπ΄ Ἀλεξάνδρῳ Μακεδονικός στρατός περικυκλώσας τα

νοσοῦντι λόγος͵ ὅτε ὁ μὲν ἤδη ανάκτορα, εζήτει να ίδη τον θνήσκοντα
βασιλέα και να του απευθύνη τον
πονήρως εἶχεν͵ οἱ δὲ περιστάντες
τελευταίον χαιρετισμόν. Την επίδειξιν
τὰ βασίλεια ἐπόθουν ἰδεῖν αὐτὸν
ταύτην δεν έκαμε μίαν φοράν μόνον ο
καὶ προσειπεῖν τὸ ὕστατον. τὴν δὲ μιαρός ψευδομάντις, αλλά πολλάκις και
ἐπίδειξιν ταύτην οὐχ ἅπαξ ὁ μάλιστα οσακις ήρχοντο προς αυτόν
μιαρός͵ ἀλλὰ πολλάκις ποιῆσαι επισκέπται πλούσιοι διά πρώτην φοράν.

λέγεται͵ καὶ μάλιστα εἴ τινες τῶν

πλουσίων ἀφίκοιντο νεαλέστεροι.

[17] Ἐνταῦθα͵ ὦ φίλε Κέλσε͵ εἰ δεῖ 17. Διά να είπωμεν την αλήθειαν, φίλε

τἀληθῆ λέγειν͵ συγγνώμην χρὴ Κέλσε, πρέπει να δικαιολογήσωμεν τους


Παφλαγόνας εκείνους και Ποντικούς,
ἀπονέμειν τοῖς Παφλαγόσι καὶ
διότι όντες άνθρωποι χονδροκέφαλοι και
Ποντικοῖς ἐκείνοις͵ παχέσι καὶ
απαίδευτοι εξηπατήθησαν, ως
ἀπαιδεύτοις ἀνθρώποις͵ εἰ βεβαιούμενοι και διά της αφής περί της
ἐξηπατήθησαν ἁπτόμενοι τοῦ πραγματικότητος του όφεως — διότι και
δράκοντοςκαὶ γὰρ τοῦτο παρεῖχεν την απόδειξιν ταύτην παρείχεν εις τους
βουλομένους ο Αλέξανδρος — και εις
τοῖς βουλομένοις ὁ
αμυδρόν φως βλέποντες την κεφαλήν
Ἀλέξανδροςὁρῶντές τε ἐν ἀμυδρῷ
αυτού να ανοίγη και να κλείη το στόμα.
τῷ φωτὶ τὴν κεφαλὴν δῆθεν αὐτοῦ
Μόνον ένας Δημόκριτος ή και αυτός ο
ἀνοίγουσάν τε καὶ συγκλείουσαν Επίκουρος ή ο Μητρόδωρος ή και άλλος
τὸ στόμα͵ ὥστε πάνυ τὸ μηχάνημα τις εξ εκείνων των οποίων η ισχυρά

ἐδεῖτο Δημοκρίτου τινὸς ἢ καὶ διάνοια δεν πιστεύει ευκόλως και


αβασανίστως, θα ηδύναντο να
αὐτοῦ Ἐπικούρου ἢ Μητροδώρου ἤ
δυσπιστήσουν προς το τέχνασμα και να
τινος ἄλλου ἀδαμαντίνην πρὸς τὰ
μαντεύσουν περί τίνος επρόκειτο· και αν
τοιαῦτα τὴν γνώμην ἔχοντος͵ ὡς
δεν ηδύναντο να εύρουν την αλήθειαν,
ἀπιστῆσαι καὶ ὅπερ ἦν εἰκάσαι͵ καὶ πάλιν θα εσχημάτιζον την πεποίθησιν
εἰ μὴ εὑρεῖν τὸν τρόπον ἐδύνατο͵ ότι τους διέφευγεν ο τρόπος της απάτης,

ἐκεῖνο γοῦν προ πεπεισμένου͵ ὅτι αλλ' ότι το πάν ήτο ψεύδος και αδύνατον
λέληθεν αὐτὸν ὁ τρόπος τῆς να είνε αληθές.

μαγγανείας͵ τὸ δ΄ οὖν πᾶν ψεῦδός

ἐστι καὶ γενέσθαι ἀδύνατον.

[18] Κατ΄ ὀλίγον οὖν καὶ ἡ Βιθυνία 18. Ολίγον κατ' ολίγον όλη η Βιθυνία

καὶ ἡ Γαλατία καὶ ἡ Θρᾴκη και η Γαλατία και η Θράκη


προσέτρεξαν, διότι έκαστος εκ των
συνέρρει͵ ἑκάστου τῶν
επιστρεφόντων έλεγεν ότι είδε
ἀπαγγελλόν των κατὰ τὸ εἰκὸς
γεννώμενον τον θεόν και τον ήγγισε με
λέγοντος ὡς καὶ γεννώμενον ἴδοι τας χείρας του όταν μετ' ολίγον έγεινε
τὸν θεὸν καὶ ὕστερον ἅψαιτο μετ΄ παμμέγιστος και παρουσίασε μορφήν
ὀλίγον παμμεγέθους αὐτοῦ ανθρωπίνην. Έγειναν δε και εικόνες και
αγάλματα και ξόανα παριστώντα τον
γεγενημένου καὶ τὸ πρόσωπον
ιερόν εκείνον δράκοντα, άλλα μεν εκ
ἀνθρώπῳ ἐοικότος. γραφαί τε ἐπὶ
χαλκού, άλλα δε εξ αργύρου, καιί εδόθη
τούτῳ καὶ εἰκόνες καὶ ξόανα͵ τὰ
εις τον θεόν το όνομα Γλύκων, συνεπεία
μὲν ἐκ χαλκοῦ͵ τὰ δὲ ἐξ ἀργύρου εμμέτρου και θείου παραγγέλματος, το
εἰκασμένα͵ καὶ ὄνομά γε τῷ θεῷ οποίον εξεφώνησεν ο Αλέξανδρος·

ἐπιτεθέν· Γλύκων γὰρ ἐκαλεῖτο ἔκ Είμαι ο Γλύκων, τρίτου

τινος ἐμμέτρου καὶ θείου βαθμού απόγονος του Διός,

προστάγματος. ἀνεφώνησε γὰρ ὁ φως διά τους ανθρώπους.

Ἀλέξανδρος

Εἰμὶ Γλύκων͵ τρίτον αἷμα

Διός͵ φάος ἀνθρώποισιν.

[19] Καὶ ἐπειδὴ καιρὸς ἦν͵ οὗπερ 19. Όταν δε ο Αλέξανδρος ενόμισεν

ἕνεκα τὰ πάντα ἐμεμηχάνητο͵ καὶ ότι ήτο καιρός να αρχίση η


εκμετάλλευσις των προπαρασκευών του
χρᾶν τοῖς δεομένοις καὶ θεσπίζειν͵
και έλαβε την έγκρισιν να παρέχη
παρ΄ Ἀμφιλόχου τοῦ ἐν Κιλικίᾳ τὸ
χρησμούς και να δίδη γνώμας εις τους
ἐνδόσιμον λαβώνκαὶ γὰρ ἐκεῖνος͵ ζητούντας παρά του εν Κιλικία
μετὰ τὴν τοῦ πατρὸς τελευτὴν τοῦ Αμφιλόχου — διότι και ούτος μετά τον
Ἀμφιάρεω καὶ τὸν ἐν Θήβαις θάνατον του πατρός του Αμφιάρεω και

ἀφανισμὸν αὐτοῦ ἐκπεσὼν τῆς την καταστροφήν του εις τας Θήβας,
κατέφυγεν εις την Κιλικίαν και έζησεν
οἰκείας εἰς τὴν Κιλικίαν
ευτυχής προφητεύων εις τους Κίλικας το
ἀφικόμενος͵ οὐ πονήρως
μέλλον και λαμβάνων δύο οβολούς δι'
ἀπήλλαξεν͵ προθεσπίζων καὶ έκαστον χρησμόν — ήρχισε να προλέγη
αὐτὸς τοῖς Κίλιξι τὰ μέλλοντα καὶ εις όλους τους ερχομένους ότι ο θεός εις
δύ΄ ὀβολοὺς ἐφ΄ ἑκάστῳ χρησμῷ ημέραν την οποίαν ώριζε θα παρείχε
χρησμούς.
λαμβάνων ἐκεῖθεν οὖν τὸ

ἐνδόσιμον λαβὼν ὁ Ἀλέξανδρος

προλέγει πᾶσι τοῖς ἀφικομένοις ὡς

μαντεύσεται ὁ θεός͵ ῥητήν τινα

ἡμέραν προειπών.

ἐκέλευσεν δὲ ἕκαστον͵ οὗ δέοιτο ἂν Παρήγγειλε δε εις πάντα βουλόμενον να

καὶ ὃ μάλιστα μαθεῖν ἐθέλοι͵ εἰς γράψη ό,τι εζήτει και ήθελε να μάθη και
να περιγράψη και σφράγιση δια κηρού ή
βιβλίον ἐγγράψαντα καταρράψαι
πηλού ή άλλου τοιούτου το γραφέν·
τε καὶ κατασημήνασθαι κηρῷ ἢ
αυτός δε θα ελάμβανε τας σημειώσεις
πηλῷ ἢ ἄλλῳ τοιούτῳ. αὐτὸς δὲ ταύτας και θα κατέβαινεν εις το άδυτον,
λαβὼν τὰ βιβλία καὶ εἰς τὸ ἄδυτον διότι ήδη ο ναός είχε κτισθή και η σκηνή
κατελθὼνἤδη γὰρ ὁ νεὼς ἐγήγερτο της κωμωδίας είχε συμπληρωθή, και
αφού θα ήκουε τας απαντήσεις του
καὶ ἡ σκηνὴ
θεού, θα εκάλει ένα έκαστον δια
παρεσκεύαστοκαλέσειν ἔμελλε
κήρυκος και θα του απέδιδε την
κατὰ τάξιν τοὺς δεδωκότας ὑπὸ
σημείωσίν του σφραγισμένην, όπως την
κήρυκι καὶ θεολόγῳ͵ καὶ παρὰ τοῦ έδωκε, και συγχρόνως την απόκρισιν
θεοῦ ἀκούων ἕκαστα τὸ μὲν υπογεγραμμένην, όπως ακριβώς

βιβλίον ἀποδώσειν σεσημασμένον απήντησεν ο θεός εις το ερώτημα,


εκάστου.
ὡς εἶχε͵ τὴν δὲ πρὸς αὐτὸ

ἀπόκρισιν ὑπογεγραμμένην͵ πρὸς

ἔπος ἀμειβομένου τοῦ θεοῦ περὶ


ὅτου τις ἔροιτο.

[20] ῏Ην δὲ τὸ μηχάνημα τοῦτο 20. Το τέχνασμα δι' άνθρωπον, όπως συ

ἀνδρὶ μὲν οἵῳ σοί͵ εἰ δὲ μὴ και εγώ, δεν ήτο δύσκολον να εννοηθή,
διά τους απλούς όμως και ανοήτους
φορτικὸν εἰπεῖν͵ καὶ οἵῳ ἐμοί͵
ανθρώπους εφαίνετο μέγα και
πρόδηλον καὶ γνῶναι ῥᾴδιον͵ τοῖς
θαυμαστόν. Γνωρίζων διαφόρους
δὲ ἰδιώταις καὶ κορύζης μεστοῖς τρόπους να ανοίγη τας σφραγίδας,
τὴν ῥῖνα τεράστιον καὶ πάνυ ήνοιγε τας σημειώσεις, ανεγίνωσκε τας
ἀπίστῳ ὅμοιον. ἐπινοήσας γὰρ ερωτήσεις και έδιδε τας δέουσας
απαντήσεις, έπειτα δε κλείσας πάλιν και
ποικίλας τῶν σφραγίδων τὰς
σφραγίσας απέδιδε τα σημειώματα, προς
λύσεις ἀνεγίγνωσκέν τε τὰς
μέγαν θαυμασμόν των λαμβανόντων.
ἐρωτήσεις ἑκάστας καὶ τὰ
Και ήκούοντο όλοι να λέγουν· πως
δοκοῦντα πρὸς αὐτὰς ἀπεκρίνετο͵ αυτός εγνώριζεν όσα εγώ του έδωκα
εἶτα κατειλήσας αὖθις καὶ ασφαλώς σφραγισμένα με σφραγίδας

σημηνάμενος ἀπεδίδου μετὰ των οποίων η απομίμησις είνε


δύσκολος, εάν αληθώς δεν είνε θεός
πολλοῦ θαύματος τοῖς
παντογνώστης;
λαμβάνουσιν. καὶ πολὺ ἦν παρ΄

αὐτοῖς τὸ πόθεν γὰρ οὗτος

ἠπίστατο ἃ ἐγὼ πάνυ ἀσφαλῶς

σημηνάμενος αὐτῷ ἔδωκα ὑπὸ

σφραγῖσιν δυσμιμήτοις͵ εἰ μὴ θεός

τις ὡς ἀληθῶς ὁ πάντα γιγνώσκων

ἦν;

Σημειώσεις

1. Ο Κέλσος ούτος είνε ο περίφημος Επικούριος φιλόσοφος όστις έγραψε κατά του
Χριστιανισμού υπό τον τίτλον “Αληθής λόγος ή περί Αληθείας” σύγγραμμα
διηρημένον εις οκτώ βιβλία, το οποίον ανεσκεύασεν ο Ωριγένης όστις και διετήρησεν
αποσπάσματά τινα αυτού.
2. Αλεξίκακος και αποτρόπαιος είνε συνώνυμα, σημαίνοντα τους αποδιώκοντας τα
δυστυχήματα από τους ανθρώπους.

3. Ομήρου Οδύσσεια Δ. σ. 252: Εγνώριζε να παρασκευάζη πολλά φάρμακα, τα μεν


καλά, τα δε ολέθρια.

4. Περίφημος μάγος, ούτινος τον βίον έγραψεν ο Φιλόστρατος.

5. Καταγόμενος εκ του Περσέως και του Ποδαλειρίου συγγενής, αναδεικνύεται


φίλος του Απόλλωνος ο θείος Αλέξανδρος.

6. Το όνομα Αλέξανδρος σημαίνει, ως γνωστόν, τον υπερασπιστήν.

7. Ο Λουκιανός παίζει με τας λέξεις Κορωνίς, όνομα της μητρός του Ασκληπιού,
και κορώνη (κουρούνα).

Αρχή σελίδας

Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Φεβρουάριος 2002

You might also like