You are on page 1of 5

Αποκάλυψη τώρα

Η προχθεσινή μέρα ξεκίνησε στα καθ’ ημάς με την προβλέψιμη αναδίπλωση της κυβέρνησης
έναντι της εκκλησίας. Στην προ λίγων ημερών αιφνιδιαστική απόφαση της κυβέρνησης να
απαγορεύσει το άνοιγμα των ναών και την τέλεση λειτουργιών, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ)
απάντησε αρνητικά, δηλώνοντας πως οι εκκλησίες θα λειτουργήσουν σύμφωνα με τους
περιορισμούς που ίσχυαν κατά τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Ταπεινές εκκλήσεις της
κυβέρνησης προς συμμόρφωση της ΔΙΣ πέσαν στο κενό. Προφανώς η πρώτη δεν υπολόγισε
σωστά το φόβο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας για τη φθορά που υφίσταται η επιρροή της από
την παρατεταμένη αναστολή της εκκλησιαστικής ζωής αλλά, σημαντικότερα, νόμιζε ότι
μπορούσε να παραγκωνίσει την εκκλησιαστική ιεραρχία επί θρησκευτικών θεμάτων (ένα τομέα
τον οποίο η τελευταία θεωρεί κατεξοχήν αρμοδιότητά της και έχει μάθει διαχρονικά όχι απλά
να έχει λόγο αλλά ενίοτε και τον τελευταίο λόγο) με την ίδια ευκολία που έχει παραμερίσει
οποιονδήποτε πολιτειακό ή συλλογικό παράγοντα στον ένδοξο δρόμο της εγκαθίδρυσης της
ελέω πανδημίας απολυταρχίας της.

Με την κυβέρνηση να μη δείχνει καμιά πρόθεση να επιβάλλει την απόφασή της και να ανοίξει
ένα τεράστιο ρήγμα με το εκλογικό της κοινό και να απωλέσει την ίδια της την ταυτότητα ως
θεματοφύλακα του ελληνοχριστιανισμού, το σκηνικό έχει τεθεί για μια καθόλα προβλέψιμη
αναμέτρηση.

Ξεκινά η μέρα των Θεοφανίων και η εκκλησία τηρεί τις υποσχέσεις της: ανοίγει τις εκκλησίες
και τελεί λειτουργίες. Η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να μετριάσει την ήττα της (αφού πρώτα
τα χρυσοπληρωμένα ΜΜΕ προσπάθησαν να την παρουσιάσουν ως κάθε άλλο παρά αυτό που
ήταν – μια άτακτη υποχώρηση) στέλνει αστυνομία σε ναούς και σε χώρους όπου γίνεται η
εθιμοτυπική ρίψη σταυρών ώστε τουλάχιστον να δείξει πως έχει μια παρουσία και εποπτεία. Οι
τραγικές εικόνες των αστυνόμων που έχοντας απέναντί τους ιερέα δίχως μάσκα έσπευσαν να
τον χειροφιλήσουν και να ανοίξουν τα περιπολικά τους ώστε να λουστούν με αγιασμό,
σφράγισε την εικόνα ενός κρατικού μηχανισμού που παθητικά παρακολουθούσε τον ίδιο τον
βιασμό του.

Αναδύονταν έτσι στο φως με τον πιο καθαρό τρόπο τα αδιέξοδα της διαχείρισης της πανδημίας
απ’ την κυβέρνηση. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της και η αγωνία της όσο μπορεί να
αποσοβήσει τις ζημιές που λόγω της κρίσης υφίστατο το κεφάλαιο αλλά και η σπουδή της να
εκμεταλλευτεί τη συγκυρία για την ταχύρρυθμη επιβολή των σχεδιασμών της, την έφεραν σε
ευθεία αντιπαράθεση με ευρεία λαϊκά στρώματα. Η βίαια κατάπνιξη των αντιδράσεών τους και
η χωρίς πολλές τριβές υλοποίηση του δυστοπικού πολιτικού σχεδίου της, γέννησε στην
κυβέρνηση μια αλαζονεία που αποτυπώθηκε σε πολλά επίπεδα. Όταν όμως ήρθε η ώρα να
αναμετρηθεί με την εκκλησία σε ένα έλασσον ζήτημα, όλες οι φαινομενικές της νίκες
αποδείχθηκαν άχρηστες. Οι κατασταλτικές μέθοδοι, οι μόνες που ξέρει να μεταχειρίζεται μια
φιλοχουντική, ακραιοκεντρώα, ντοπαρισμένα νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, αυτές που με τόση
επιτυχία είχε εφαρμόσει ενάντια σε κινήματα, ήταν ακατάλληλες για την πρόκληση που είχε
εμπρός της. Αναγκάστηκε η ίδια η κυβέρνηση να σκύψει και να χειροφιλήσει αυτούς που
τυφλωμένη απ’ την ύβρι της προσπάθησε να ρυθμίσει.

Αποδείχθηκε με τον πιο περίτρανο τρόπο αυτό που ήταν ήδη επαρκώς φανερό: η πανδημία και
τα μέτρα που εφαρμόζονται για την αντιμετώπισή της χρησιμοποιούνται ως προπέτασμα για
την εφαρμογή με ιλιγγιώδη ταχύτητα των αντιδραστικότερων τμημάτων της κυβερνητικής
ατζέντας και το στήσιμο ενός νέου συσχετισμού δύναμης για την επόμενη περίοδο.

Όλα αυτά προφανώς δίναν πολιτικό υλικό αρκετό για να καταλαμβάνει τα πρωτοσέλιδα για
βδομάδες. Το απόγευμα όμως τα μάτια όλου του κόσμου στράφηκαν προς την απέναντι μεριά
του Ατλαντικού όπου κάτι αδιανόητο φαινόταν να συμβαίνει. Δελτία ειδήσεων αναμετέδιδαν
σε ζωντανή σύνδεση την εισβολή ορδών οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, την έδρα του
Κογκρέσου (δηλαδή των δύο νομοθετικών σωμάτων, της Γερουσίας και της Βουλής των
αντιπροσώπων) των ΗΠΑ. Εικόνες με διαδηλωτές εντός του Καπιτωλίου να έχουν μπει σε
γραφεία γερουσιαστών, να κάθονται στην έδρα των προεδρευόντων ακόμα και να κλέβουν τα
βήματα των ομιλητών εναλλάσσονταν με αναφορές για εκκένωση του πολιτικού και μη
προσωπικού.

Σύσσωμος ο «δημοκρατικός» κόσμος εντός κι εκτός ΗΠΑ έντρομα παρακολουθούσε κάτι που
μέχρι τότε είχε μάθει να βλέπει να γίνεται μόνο σε άλλες χώρες, αυτές που προστρέχει να
προσφέρει την «βοήθειά» του: ένα πραξικόπημα. Βέβαια, όπως αποδείχθηκε κι απ’ την
έκβαση, δεν επρόκειτο για πραξικόπημα. Με τραγική καθυστέρηση δυνάμεις της αστυνομίας
και της εθνοφυλακής απώθησαν τους οπαδούς, πολλοί εκ των οποίων οπλισμένοι, με
παροιμιώδη ευκολία. Έφτανε η συγκρατημένη ρίψη δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών ώστε
η μεγάλη μάζα του πλήθους να διασπαστεί και να μείνουν λίγοι μικροί πυρήνες διαδηλωτών
μέχρι κι αυτοί να σπάσουν.

Αυτή η αποτυχία διάγνωσης της φύσης του φαινομένου είναι η τελευταία που έρχεται να
προστεθεί στη σωρεία των λαθών και των ανεδαφικών εκτιμήσεων του αμερικάνικου πολιτικού
κατεστημένου, ιδίως της φιλελεύθερης μερίδας του (Δημοκρατικοί). Η αδυναμία τους να
ερμηνεύσουν το φαινόμενο της ανάδειξης και επικράτησης του Τραμπ τους έχει οδηγήσει από
ήττα σε ήττα με πρόσφατη την πύρρειο νίκη του Μπάιντεν έναντί του στις προεδρικές εκλογές.
Και πρόκειται για πύρρειο νίκη γιατί όταν αναμετράσαι με μια φαινομενικά γελοία φιγούρα
σαν τον Τραμπ, βεβαρυμμένο με μια άθλια διακυβέρνηση και σωρεία σκανδάλων, η νίκη με
διαφορά 5 εκατομμυρίων ψήφων σε μια κάλπη με πάνω 150 εκ. ψήφους, είναι πολύ κατώτερη
των περιστάσεων.

Ο Τραμπ δεν είναι ούτε τετραπέρατος πολιτικός σχεδιαστής ούτε η ιδιοφυέστερη


προσωπικότητα του αιώνα. Υπάρχει πλούσιο υλικό που να αποδεικνύει την αλήθεια του
ισχυρισμού. Είναι όμως ένας καιροσκόπος που κατάφερε να δει πριν απ’ τους Δημοκρατικούς
το τεράστιο χάσμα που έχει δημιουργηθεί στην αμερικανική κοινωνία. Δεκαετίες
νεοφιλελεύθερων πολιτικών, εφαρμοσμένες σε μια κοινωνία που είναι ιστορικά εμποτισμένη
στο ρατσισμό, τον ατομισμό, τον βδελυγματικό αντικομμουνισμό, δημιούργησαν μια ολοένα
και διογκούμενη και φτωχοποιούμενη και ταυτόχρονα πολυδιασπασμένη και
αλληλοδιαπληκτιζόμενη εργατική τάξη. Ο Τραμπ κατάφερε να κάνει αυτό που οι Δημοκρατικοί
(και σε μεγάλο βαθμό ακόμα και οι ίδιοι οι Ρεπουμπλικάνοι) αρνιόταν να κάνουν:
εκμεταλλεύτηκε τη θεατρικότητά του, την ικανότητά του να προσεγγίσει ευρεία ακροατήρια
χάρη στη διασημότητα αλλά και την επιφανειακή αυθεντικότητά του, ώστε να συγκινήσει
ομάδες με ήπια ή και έντονα ρατσιστικά στοιχεία, δήθεν αφουγκραζόμενος την απογοήτευση
και αγανάκτησή τους από μια πολιτική που εξυπηρετεί την άρχουσα τάξη αλλά παραμερίζει
αυτούς τους ίδιους. Καμώθηκε δηλαδή ο Τραμπ ότι στρέφεται εναντίον του συστήματος και
χρησιμοποίησε την οργή που αυτό είχε δημιουργήσει για να εκτοξεύσει την πολιτική του
καριέρα. Με την υποστήριξη σκοτεινών δικτύων της ακροδεξιάς τα οποία είχαν εξασφαλίσει
μια σταθερή παρουσία στο συντηρητικό αμερικανικό πολιτικό σκηνικό και ικανή απήχηση,
κατάφερε να ενώσει γύρω απ’ το πρόσωπό του τις αντιδραστικότερες, πιο λούμπεν και ανοιχτά
ρατσιστικές ομάδες και να συγκροτήσει ένα πολυδύναμο ατομικό στρατό.

Όμως η αχαλίνωτη φιλοδοξία του και ο απρόβλεπτος χαρακτήρας του δεν τον καθιστούσαν
άξιο εμπιστοσύνης της άρχουσας τάξης και προνομιακό εκφραστή των συμφερόντων της. Αν
και ποτέ δεν έπαψε να την εξυπηρετεί και να καταπατά τις εκλογικές του υποσχέσεις για χάρη
της, ποτέ δεν ήταν αποκλειστικά εξαρτημένος απ’ αυτήν. Καθόλη του την πολιτική διαδρομή,
όσες φορές κι αν συγκρούστηκε με επιφανή και κραταιά στελέχη ακόμα και του ίδιου του
κόμματος που τον ανέδειξε ως πρόεδρο, ποτέ δεν απώλεσε την στήριξη του κόσμου του οποίου
τη λατρεία και την τυφλή αφοσίωση είχε εξασφαλίσει. Όσο μάλιστα συσπειρωνόταν το
φιλελεύθερο κατεστημένο εναντίον του, άλλο τόσο συσπειρώνονταν και οι οπαδοί του γύρω
απ’ το πρόσωπό του.

Και όταν έφτασε η ώρα των προεδρικών εκλογών του 2020 η συσπείρωση εναντίον του έφτασε
το μέγιστο βαθμό της. Η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ βρήκε την ευκαιρία να απαλλαγεί απ’ τον
παράφρονα υπηρέτη της και να τον αντικαταστήσει μ’ έναν γνώριμο, προβλέψιμο, εύκολα
διαχειρίσιμο. Παρά το πυρ ομαδόν που εξαπέλυσαν εναντίον του, το καλύτερο που κατάφεραν
ήταν μια νίκη που βίαια άξιζε το όνομά της. Η ευκαιρία βέβαια δεν πέρασε απαρατήρητη από
τον καιροσκόπο του αιώνα. Ξεκίνησε μια καμπάνια αμφισβήτησης του εκλογικού
αποτελέσματος, αυτή καθαυτή καθόλα αβάσιμη αλλά και πολύ επιδραστική ταυτόχρονα χάρη
στην ισχυρή ακολουθία που είχε εξασφαλίσει ο Τραμπ. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα
συγκρατημένα τη στήριξε στο βαθμό που μπορούσε να επωφεληθεί απ’ αυτή, ώστε να
διατηρήσει συσπειρωμένους τους ψηφοφόρους του ενόψει των επικείμενων εκλογών για τη
γερουσία και τη βουλή, ενδεχομένως και για να πιέσει τους δημοκρατικούς για υποχωρήσεις
στον έλεγχο του κράτους και μια οριοθέτηση της πολιτικής τους ατζέντας.

Οι βλέψεις του Τραμπ όμως ήταν άλλες. Ο παθολογικός εγωισμός του δεν του επέτρεπε να
εκχωρήσει νίκη στον αντίπαλό του. Δεν τον ένοιαζε η μακροημέρευση του κόμματός του, αλλά
το λούστρο του brand του. Οι Τραμπ δεν χάνουν. Δυστυχώς πέρα απ’ το πλήθος των
ακολούθων του δεν είχε μείνει κανείς άλλος να τον στηρίξει. Το κατεστημένο του είχε ήδη
γυρίσει την πλάτη και στο μυαλό του το θέμα της διαδοχής είχε λήξει.

Πάνω σ’ αυτή την πολιτική σκηνή διαδραματίζεται και η τελευταία πράξη του δράματος. Ο
Τραμπ πραγματοποιεί συγκέντρωση προχθές όπου για άλλη μια φορά καταγγέλλει ως
παράνομο το εκλογικό αποτέλεσμα και τη νίκη του Μπάιντεν ως κλεμμένη. Ενισχύοντας τη
φωνή των ακροδεξιών δικτύων παραπληροφόρησης, ισχυρίζεται πως η επικράτηση Μπάιντεν
μπορεί να ανατραπεί αν ακυρωθεί η (εθιμοτυπική) έγκρισή της απ’ τη Γερουσία. Αυτό
αποτέλεσε και τη θρυαλλίδα για την πορεία προς το Καπιτώλιο που εξελίχθηκε σε ανοιχτή
εισβολή.

Τα όσα ακολούθησαν ανακίνησαν ιστορικές μνήμες φασιστικών κινημάτων που


εκμεταλλευόμενα ανάλογες συνθήκες αστάθειας προέβησαν σε παρόμοιες κινήσεις μεγάλης
συμβολικής και πολιτικής σημασίας που σήμαναν την εγκαθίδρυση των καθεστώτων τους. Το
ίδιο μοτίβο όμως δεν επαναλήφθηκε κι εδώ. Όπως εύκολα διαπιστώνεται, η αιφνιδιαστική
ευκολία κατά την κυρίευση του Καπιτωλίου απ’ την ακροδεξιά ορδή συγκρίνεται μόνο με την
ευκολία απομάκρυνσής της απ’ το χώρο. Αν και η κίνησή αυτή ήταν συμβατή με άλλα προοίμια
φασιστικών καθεστώτων, στην περίπτωσή μας έλειπε ένας βασικός παράγοντας: ενεργή
στήριξη της αστικής τάξης στο φασιστικό κίνημα. Αντίθετα ήρθε αντιμέτωπο με μια
αποκοιμισμένη αστική τάξη που είχε επαναπαυτεί στ’ ότι οι στρατιές που έχουν συγκροτήσει τα
σκοτεινά δίκτυα που έχει απλώσει και θρεύσει ανά τα χρόνια, ως εφεδρείες ενάντια στα
κινήματα που την αντιπαλεύουν, δεν θα αυτονομηθούν από τους στρατηγούς τους, τη
δηλωμένη πίστη των οποίων στους σχεδιασμούς της είχε εξασφαλισμένη η αστική τάξη. Ο
Τραμπ όμως είχε καταφέρει να αναταράξει τις παγιωμένες σχέσεις ιεραρχίας και υπακοής
αυτού του σκοτεινού μικρόκοσμου. Η χλιαρή κρατική απάντηση που ακολούθησε στην ουσία
ήταν το τράβηγμα του αυτιού απ’ τον εκνευρισμένο γονιό προς το παιδί που προσωρινά
παραστράτησε.

Στηλιτεύτηκε έντονα και πράγματι ισχύει ότι αν στη θέση του ακροδεξιού εσμού ήταν κινήματα
της αριστεράς και της εργασίας τα γεγονότα θα είχαν εκτυλιχθεί πολύ διαφορετικά. Δεν
χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά για να φανταστούμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, φτάνει μια
σύντομη αναδρομή στο δυναμικό, μαζικό κίνημα που ξέσπασε τους περασμένους μήνες στις
ΗΠΑ με αφορμή τις αστυνομικές δολοφονίες Αφροαμερικανών που αντλούσαν όμως ορμή και
οργή απ’ τη χρόνια εξαθλίωση και καταπίεση των κατώτερων στρωμάτων της αμερικανικής
κοινωνίας, ιδίως αυτών που δεν είναι λευκοί. Όταν πλήθος διαδηλωτών με μπροστάρηδες τα
μέλη του κινήματος Black Lives Matter φτάσανε μπροστά στο Καπιτώλιο, το βρήκαν
φρουρούμενο από μια πάνοπλη και οργανωμένη εθνοφυλακή που δεν θα ανεχόταν να
εκχωρήσει χιλιοστό εδάφους.

Αυτά τα γεγονότα των τελευταίων μηνών είναι δηλωτικά της πολύ βαθιάς ρήξης στο σώμα της
αμερικανικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας τα οράματα της οποίας, έτσι όπως της τα έταξαν,
έχουν διαψευστεί από την φτωχοποίηση και την ανασφάλεια που της επέβαλαν οι
νεοφιλελεύθερες πολιτικές της αστικής της τάξης, την κρυστάλλινη ταξικότητα των οποίων έχει
αποκαλύψει η παρούσα κρίση, η δεύτερη σε μια δεκαετία και καταστροφικότερη ως τώρα. Στα
στρατόπεδα που αρχίζουν να ετοιμάζονται για τις μάχες που έρχονται, η αστική τάξη κάνει
ξεκάθαρο το ποιο της ανήκει και ποιο αντιμάχεται, κι ας μην είναι ακόμα διατεθειμένη να
δώσει το σάλπισμα για την κορύφωση της σύγκρουσης. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ανακωχή εκ
μέρους της, απλά διεξαγωγή του ταξικού πολέμου με άλλα, πιο ήπια μέσα. Για την ώρα ο
Τραμπ (και οι συν αυτώ) μάλλον δεν θα πεταχτεί στα σκουπίδια αλλά θα αποθηκευτεί στο
ψυγείο, ώστε να χρησιμοποιηθεί όταν οι συνθήκες θα καλέσουν για τα «ιδιαίτερα ταλέντα»
του.

Προσπαθώντας να εντοπίσουμε το νήμα που συνδέει τα συνταρακτικά γεγονότα των ΗΠΑ με τα


εν Ελλάδι τεκταινόμενα, προκύπτουν κάποιες αναλογίες. Αντιμέτωπα με μια πρωτοφανή
δοκιμασία εξαιτίας της πανδημίας, τα πολιτικά συστήματα των δυτικών δημοκρατιών
διέρχονται μια βαριά κρίση. Η εξουσία των αστικών τάξεων, για χρόνια ιδεολογικά ενδεδυμένη
ώστε να κρύβει τον ταξικό χαρακτήρα της, αρχίζει να γίνεται διαφανέστερη. Οι ανόσιοι σκοποί
της πιο δύσκολα δικαιολογούνται, τα επαχθή στηρίγματά της πιο δύσκολα κρύβονται. Οι
απέλπιδες προσπάθειές της σε στιγμές απελπισίας της να εξαναγκάσει τα δεύτερα να
υπηρετήσουν τους πρώτους δεν αποφέρουν πάντα το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Στην
Ελλάδα αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την υπενθύμιση του ότι ακόμα και το αυταρχικότερο
πολιτικό καθεστώς συμμορφώνεται τελικά με τα κελεύσματα της εκκλησίας. Στην Αμερική, την
ανάδειξη των εκλεκτικών συγγενειών μιας άρχουσας τάξης (αλλά και των απανταχού αστικών
τάξεων) που δυσκολεύεται να αναγνώσει μια ολοένα και πολυπλοκότερη πραγματικότητα σ’
ένα περιβάλλον αμφισβήτησης της παντοκρατορίας και της ηγεμονίας της.
Και η κρίση, όπως και η ιστορία, συνεχίζεται.

https://www.stonisi.gr/post/14110/apokalypsh-twra

You might also like