You are on page 1of 16

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑ:

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟ


Σκοπός της Διδακτικής Ενότητας

Σκοπός αυτής της διδακτικής ενότητας είναι η συσχέτιση των φιλοσοφικών προϋποθέσεων και των
αισθητικών αρχών της χοροθεραπείας με αναφορά στα ενδιαφέροντα των πρωτοπόρων, με
σύγχρονες θεωρίες κι επιστημονικές προσεγγίσεις που αναφέρονται στο ανθρώπινο σώμα, την
παιδαγωγική και θεραπευτική διάσταση της γνώσης αυτής. Επίσης, θα εισαχθούμε στη θεωρία και
πράξη της σωματοψυχοπαιδαγωγικής και στα συγκεκριμένα θεραπευτικά πλαίσια που έχουν σκοπό
να αποκαταστήσουν τη σχέση του χορευτή, αλλά και του ανθρώπου γενικότερα με τον εαυτό του και
την εσωτερική του κίνηση, καλλιεργώντας μια νέα αντιληπτικότητα κι εφαρμόζοντας μια φιλοσοφία του
αισθητού.

Προσδοκώμενα Αποτελέσματα

Όταν ολοκληρωθεί η παρουσίαση της ενότητας οι εκπαιδευόμενοι θα είναι σε θέση:

 να περιγράψουν τις αισθητικές και φιλοσοφικές ιδέες που ενέπνευσαν τη χοροθεραπεία στους
πρωτοπόρους χοροθεραπευτές του 20ου αιώνα,

 να προσδιορίσουν τη σχέση της χοροθεραπείας με σημαντικές σύγχρονες επιστημονικές


ανακαλύψεις για το ανθρώπινο σώμα και τον κόσμο,

 να γνωρίζουν τις βασικές αρχές και τα θεραπευτικά πλαίσια της σωματοψυχοπαιδαγωγικής


μεθόδου,

 να κατανοήσουν έννοιες όπως αισθητό, δυναμική προσοχή, εσωτερική κίνηση, ενεργός


αμοιβαιότητα, χίασμα σταθερότητας και αλλαγής,

 να εκθέσουν τις σχέσεις της σωματοθεραπείας με τη φαινομενολογική φιλοσοφία της


αντίληψης, και

 να συσχετίσουν τη σωματοψυχοπαιδαγωγική μέθοδο με την αριστοτελική έννοια του πρώτου


κινούντος.

1
Έννοιες - Κλειδιά

 Αισθητική του χορού


 Φαινομενολογία του χορού
 Χορός της τυχαιότητας
 Σωματοψυχοπαιδαγωγική μέθοδος
 Αισθητό
 Σχέση με το σώμα
 Εσωτερική κίνηση
 Δυναμική προσοχή
 Άνοιγμα του νοητικού χώρου
 Χίασμα
 Ενεργός αμοιβαιότητα
 Αδράνεια/δράση
 Σιωπή /έκφραση
 Αρχή της δυναμικότητας
 Αρχή της δημιουργίας
 Αρχή της εξελικτικότητας
 Πρώτον κινούν
 Συμπαντική κίνηση
 Ανακάλυψη του εαυτού

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Οι πρωτοπόροι χοροθεραπεύτριες του 20ού αιώνα χαρακτηρίζονται από την κοινή πεποίθηση και το
όραμά τους για τις δυνατότητες, που αφθονούν και πολλαπλασιάζονται, όταν ο χορός μορφοποιείται
και δημιουργεί θεραπευτικό πεδίο και υποστηρικτικό περιβάλλον. Οι πρώτες αυτές συνειδητές
χοροθεραπεύτριες ασχολήθηκαν επισταμένα με το να βγάλουν το χορό από την «παράσταση» με
σκοπό να δημιουργήσουν νέα πρότυπα κλινικής πράξης, διδασκαλίας και έρευνας. Αυτά τα
θεραπευτικά πρότυπα που αξιοποίησαν το χορό ως τέχνη και τεχνική επηρέασαν και άλλαξαν με τη
σειρά τους την ίδια την αισθητική του χορού.

Ο χορός είναι πράξη επικοινωνίας, άδηλης γνώσης και αλληλεπίδρασης, επειδή μέσα από το βασικό
βίωμα του χορού μπορούμε να βρούμε κοινό νόημα με ανθρώπους των οποίων το φύλο, η μητρική
γλώσσα, το πολιτισμικό ή κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον είναι πολύ διαφορετικό από το δικό μας.
Παραπέρα, η διαρκώς αυξανόμενη γνώση για την ολότητα των συστατικών στοιχείων του εγκεφάλου
και του νευρικού κι αισθητηριακού συστήματος προσθέτει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, ενθουσιασμό κι
2
αισιοδοξία για τις δυνατότητες της χοροθεραπείας. Έτσι, η αντιληπτικότητα της πραγματικότητας και η
δυναμική της συνειδησιακής προθετικότητας, που η σύγχρονη φιλοσοφία και επιστήμη
αναπροσδιορίζουν διαρκώς, συνιστούν τις βάσεις της χοροθεραπευτικής αλλαγής της ουσίας του
ψυχισμού μας και γι’ αυτό, θα ασχοληθούμε με μία από τις πιο χαρακτηριστικές προσεγγίσεις αυτών
των πεδίων: τη σωματοψυχοπαιδαγωγική κινητοποίηση του αισθητού, τις φιλοσοφικές κι
επιστημονικές αρχές της θεραπευτικής αυτής μεθόδου καθώς και τις συνέπειές τους για το σώμα και
το χορό.

Η σωματοψυχοπαιδαγωγική προτείνει ένα πλαίσιο μάθησης που καλλιεργεί τη σωματικότητα κατά τα


πρότυπα της καλλιτεχνικής προσοχής παράλληλα με μια διαδικασία χαλάρωσης των ψυχικών
εντάσεων και ένα άνοιγμα του νοητικού χώρου που ο Danis Bois ονομάζει “attentionnalit?” (δυναμική
προσοχή). Ακόμη ορίζεται ως εφαρμοσμένη φιλοσοφία του αισθητού και προτείνει τρόπους μάθησης,
όπου ο εκπαιδευόμενος ανακαλύπτει πράγματα που δεν μπορούσε πριν να αντιληφθεί, ως προς τη
σχέση του με το σώμα και την αντίληψη του σώματός του. Η αντίληψη αυτή έχει τη δύναμη να
μεταμορφώσει και να εξελίξει τον άνθρωπο, καθώς τον βοηθά να ανακαλύπτει τρόπους να
αντιμετωπίσει τις σταθερές αλλά και τις μεταβαλλόμενες προκλήσεις της ζωής του, τρόπους
διαφορετικούς, καινοτόμους και εμπλουτισμένους. Έχει σκοπό λοιπόν να μεταμορφώσει τις
αναπαραστάσεις και τις συμπεριφορές μέσω εμπλουτισμού των αντιληπτικών ικανοτήτων του
ατόμου. Μέσω της σωματοψυχοπαιδαγωγικής προτείνεται μία εμπειρία κυριολεκτικά αισθητηριακή,
μία εμπειρία που κυρίως εμπεριέχει τις αισθήσεις. Περαιτέρω πρόκειται για την εμπειρία που
υπερβαίνει την απλή αντιληπτική εμπειρία του εαυτού. Αυτή η καινούρια διάσταση του εαυτού δίνεται
κατ’ αρχάς στο άτομο με τη μορφή μιας εσωτερικής κίνησης. Όταν το άτομο μπαίνει στη διαδικασία
αντίληψης της εσωτερικής του κίνησης, τότε θεωρείται ότι κάνει ένα πέρασμα που του αποκαλύπτει,
εμπειρία στην εμπειρία, νεωτερισμό στον νεωτερισμό, την ζωντανή και συγκινητική πραγματικότητα
της εσωτερικότητάς του. Πρόκειται για μια διαδικασία θεραπευτική, δυναμωτική και δημιουργική για
κάθε άνθρωπο.

1. ΧΟΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Στην υποενότητα αυτή θα αναφερθούμε:

 στις πρώτες χοροθεραπεύτριες που αξιοποίησαν το χορό ως θεραπεία, και


 στις βασικές αρχές της σωματοψυχοπαιδαγωγικής μεθόδου.

1.1 Η τέχνη του χορού στη χοροθεραπεία

Αφετηρία των πρωτοπόρων χοροθεραπευτριών του 20ού αιώνα υπήρξε η κοινή πεποίθηση και το
όραμά τους για τις δυνατότητες, που αφθονούν και πολλαπλασιάζονται, όταν ο χορός
μορφοποιείται και δημιουργεί θεραπευτικό πεδίο και υποστηρικτικό περιβάλλον. Οι πρώτες αυτές
συνειδητές χοροθεραπεύτριες ασχολήθηκαν επισταμένα με το να βγάλουν το χορό από την
«παράσταση», με σκοπό να δημιουργήσουν νέα πρότυπα κλινικής πράξης, διδασκαλίας και
έρευνας. Αυτά τα θεραπευτικά πρότυπα που αξιοποίησαν το χορό ως τέχνη και τεχνική
επηρέασαν και άλλαξαν με τη σειρά τους την ίδια την αισθητική του χορού. Η Isadora Duncan, η
3
«μητέρα» του Μοντέρνου Χορού, γράφει ότι «ο αληθινός χορός είναι έκφραση γαλήνης. Τον
οδηγεί ο βαθύς ρυθμός του εσωτερικού συναισθήματος… Ο Χορός είναι ο ρυθμός όλων όσων
πεθαίνουν για να ξαναζήσουν. Είναι η αιώνια ανατολή του ήλιου».

Τα τελευταία εκατό χρόνια όσοι ασχολήθηκαν με την Αισθητική και τη Φαινομενολογία,


επιχείρησαν να κατανοήσουν τη σημασία του χορού. Κοινή θέση όλων είναι ότι ο χορός αξίζει
μελέτης για το νόημα της χορευτικής εμπειρίας, δηλαδή για το ίδιο το βίωμα και όχι απλά για την
παράσταση, το ένα ή το άλλο στυλ ή είδος. Ο χορός είναι πράξη επικοινωνίας, άδηλης γνώσης και
αλληλεπίδρασης, επειδή μέσα από το βασικό βίωμα του χορού μπορούμε να βρούμε κοινό νόημα
με ανθρώπους των οποίων το φύλο, η μητρική γλώσσα, το πολιτισμικό ή κοινωνικο-οικονομικό
περιβάλλον είναι πολύ διαφορετικό από το δικό μας. Αλλά και με το χορό, επίσης, μας
προσφέρεται ένα βασικό εργαλείο για να ανταποκριθούμε στις ανάγκες για θεραπεία που έχουν
ορισμένοι άνθρωποι.

Για τον πατέρα της ψυχανάλυσης, Siegmund Freud, «Το εγώ είναι κατ’ αρχήν σωματικό εγώ. Δεν
είναι απλά μια επίπεδη οντότητα. Είναι αυτή η ίδια, η προβολή μιας οντότητας. Το εγώ πηγάζει
από τις σωματικές αισθήσεις, είναι η νοητική προβολή του σώματος».

Κατά τον John Martin (1893 - 1985), τον πρώτο κριτικό χορού των ΗΠΑ, «Ο χορός πηγάζει από το
έμφυτο δυναμικό όλων των ανθρώπων», είναι «η παρουσία μιας αναδευόμενης συγκινησιακής
κατάστασης» και επομένως συνδέεται με τις βασικές βιολογικές ορμές που βιώνει κάθε ανθρώπινο
ον. Στην αφετηρία του ο χορός έχει τη σωματική κίνηση, «το πρώτο φυσιολογικό αποτέλεσμα της
νοητικής ή συγκινησιακής εμπειρίας».

Αξιοποιώντας το χορό ως θεραπεία με νοσηλευόμενους ψυχιατρικούς ασθενείς, η Marian Chace,


η πρώτη χοροθεραπεύτρια στις ΗΠΑ, διαπιστώνει ότι η εργασία του θεραπευτή δεν στοχεύει στην
ανάπτυξη νέων εξαρτημένων ανακλαστικών, αλλά στο συναίσθημα που προκαλεί η κίνηση, η δε
κίνηση δεν επιβάλλεται, αλλά παράγεται αυθόρμητα και με άμεσο τρόπο, κι έτσι μπορεί να
προκύψει αλλαγή στο εσωτερικό και το εξωτερικό σώμα.

Η Trudi Schoop, επίσης από τις πρωτοπόρους χορογράφους που άσκησαν τη χοροθεραπευτική
τεχνική, αφιερώθηκε στο να βοηθά τους ανθρώπους να ανακαλύπτουν το χορό, αφού πρώτα η
ίδια μέσω του χορού βίωσε την εμπειρία της προσωπικής αλλαγής:

«Πάντα πίστευα ότι η απτή πραγματικότητα είναι το σώμα… ενώ χορογραφούσα τις φαντασιώσεις
μου και τις χόρευα στ’ αλήθεια, συνέβαιναν θετικές αλλαγές στην ίδια μου τη φύση… αυτές οι
πρώτες παντομίμες λειτούργησαν ως ένα είδος ψυχαναλυτικού χορού για μένα… ανακάλυψα
συγκρούσεις τόσο βαθειά ενσωματωμένες, που δεν τις είχα αντιληφθεί ποτέ μέχρι τότε… και τώρα
που το σκέφτομαι, πολλά από τα βασικά προβλήματά μου, πραγματικά εξαφανίστηκαν».

Η Marcia Leventhal μάλιστα παρατηρεί:

«Στο συλλογικό παρελθόν μας, όταν ακόμα οι γλωσσικοί κώδικες ήτανε περιορισμένοι και δεν μας

4
έδιναν τη δυνατότητα να εκφράσουμε συναισθήματα που υπερέβαιναν την κατανόηση, η φυσική
πίεση προς την έκφραση της φόρτισης και της διέγερσης έβρισκε διέξοδο στην σωματική δράση
και/ή την εκφραστική κίνηση. Ο βασικός χορός, λοιπόν, αφορά την ενσωμάτωση και τη
συγκεκριμενοποίηση του συναισθήματος ή της συγκίνησης, μέσα από μια αφαιρετική σωματική
χειρονομία ή δράση. Μέσω της έκφρασης προκύπτει μια αίσθηση ενδυνάμωσης και απαρτίωσης.
Η έκφραση θέτει σε επικοινωνία τη συνείδηση, την αίσθηση, τη βούληση και την αντίληψη. Κατά
κάποιο τρόπο, κάθε φορά που εκφράζουμε τα πολυποίκιλα αισθήματα και βιώματά μας,
πραγματώνουμε μια δράση που ανακουφίζει και υποστηρίζει».

Στη συνέχεια, η περίφημη αυτή στοχαστής του χορού παρουσιάζει το όραμά της για το χορό σαν
ένα δυναμικό πεδίο προσωπικής αλλαγής, προσδιορίζοντας την απαρχή της διαδικασίας αυτής
στο χορό της τυχαιότητας, των Merce Cunningham – John Cage, που εμπνεύστηκαν από
το Βιβλίο των Αλλαγών, την αρχαία Κινεζική χρησμοδοτική μέθοδο. Το μουσικό αυτό χορόδραμα
των δύο σημαντικών αυτών δημιουργών μπορεί να θεωρηθεί και ως η αισθητική αφετηρία για την
θεραπευτική μέθοδο της χοροθεραπείας, που συνδυάζει την σύγχρονη τέχνη, την σύγχρονη
επιστήμη και το ψυχοδυναμικό περιεχόμενό τους.

Στην αποστολή της η χοροθεραπεία βρίσκει αρωγούς την επιστήμη του 20ού αιώνα, που επιτρέπει
τη διεύρυνση του αντιληπτικού πλαισίου του «παραδείγματος», την κίνηση μέσα στις πιθανότητες
του απίθανου, και την αντιμετώπιση των εμποδίων ως εναυσμάτων για δημιουργία νέων μορφών,
αντί για την απογοήτευση και το χάος. Παραπέρα, η διαρκώς αυξανόμενη γνώση για την ολότητα
των συστατικών στοιχείων του εγκεφάλου και του νευρικού κι αισθητηριακού συστήματος
προσθέτει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, ενθουσιασμό κι αισιοδοξία για τις δυνατότητες της
χοροθεραπείας. Έτσι, η αντιληπτικότητα της πραγματικότητας και η δυναμική της συνειδησιακής
προθετικότητας, που η σύγχρονη φιλοσοφία και επιστήμη αναπροσδιορίζουν διαρκώς, συνιστούν
τις βάσεις της χοροθεραπευτικής αλλαγής της ουσίας του ψυχισμού μας και γι’ αυτό, στη συνέχεια
θα ασχοληθούμε με μία από τις πιο χαρακτηριστικές προσεγγίσεις αυτών των πεδίων: τη
σωματοψυχοπαιδαγωγική κινητοποίηση του αισθητού, τις φιλοσοφικές κι επιστημονικές αρχές της
θεραπευτικής αυτής μεθόδου καθώς και τις συνέπειές τους για το σώμα και το χορό.

1.2 Η σωματοψυχοπαιδαγωγική μέθοδος

Η σωματοψυχοπαιδαγωγική μέθοδος του κινησιοθεραπευτή και Δρ. Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής


της κίνησης, καθηγητή Danis Bois, εκκινεί γύρω στη δεκαετία του ‘80 από τη διαπίστωση ότι στην
καθημερινή ζωή οι περισσότεροι των ανθρώπων βιώνουν μια αντιληπτική έλλειψη ως προς τη σχέση
τους με το σώμα και στη συνέχεια ότι η σχέση αυτή είναι εκπαιδεύσιμη. Με την εξάσκηση ο
εκπαιδευόμενος στην σωματοψυχοπαιδαγωγική αποκτά την εμπειρία της άμεσης σχέσης με την
ζωντανή του ύπαρξη, μέσα από ένα είδος αντίληψης του εσωτερικού του σώματός του, που
περιγράφεται ως μια ουσία «αργή, παχιά και γλυκιά», και αφορά στην εσωτερική του κίνηση.

Η σωματοψυχοπαιδαγωγική προτείνει ένα πλαίσιο μάθησης που καλλιεργεί την σωματικότητα κατά τα
πρότυπα της καλλιτεχνικής προσοχής παράλληλα με μια διαδικασία χαλάρωσης των ψυχικών
5
εντάσεων και ένα άνοιγμα του νοητικού χώρου που ο Danis Bois ονομάζει “attentionnalité” (δυναμική
προσοχή). Ακόμη ορίζεται ως εφαρμοσμένη φιλοσοφία του αισθητού και προτείνει τρόπους μάθησης,
όπου ο εκπαιδευόμενος ανακαλύπτει πράγματα που δεν μπορούσε πριν να αντιληφθεί, ως προς τη
σχέση του με το σώμα και την αντίληψη του σώματός του. Η αντίληψη αυτή έχει τη δύναμη να
μεταμορφώσει και να εξελίξει τον άνθρωπο, καθώς τον βοηθά να ανακαλύπτει τρόπους να
αντιμετωπίσει τις σταθερές αλλά και τις μεταβαλλόμενες προκλήσεις της ζωής του, τρόπους
διαφορετικούς, καινοτόμους και εμπλουτισμένους. Έχει σκοπό λοιπόν να μεταμορφώσει τις
αναπαραστάσεις και τις συμπεριφορές μέσω εμπλουτισμού των αντιληπτικών ικανοτήτων του
ατόμου. Μέσω της σωματοψυχοπαιδαγωγικής προτείνεται μία εμπειρία κυριολεκτικά αισθητηριακή,
μία εμπειρία που κυρίως εμπεριέχει τις αισθήσεις. Περαιτέρω πρόκειται για την εμπειρία που
υπερβαίνει την απλή αντιληπτική εμπειρία του εαυτού. Αυτή η καινούρια διάσταση του εαυτού δίνεται
κατ’ αρχάς στο άτομο με τη μορφή μιας εσωτερικής κίνησης που εμψυχώνει το σύνολο του πέπλου
του σώματος. Όταν το άτομο μπαίνει στη διαδικασία αντίληψης της εσωτερικής του κίνησης, τότε
θεωρείται ότι κάνει ένα πέρασμα που του αποκαλύπτει, εμπειρία στην εμπειρία, νεωτερισμό στον
νεωτερισμό, την ζωντανή και συγκινητική πραγματικότητα της εσωτερικότητάς του.

Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της εμπειρίας που προτείνεται στην σωματοψυχοπαιδαγωγική είναι:

 Η εμπειρία είναι κατ’ αρχάς μία εμπειρία αίσθησης του σώματος, μια εμπειρία του «Αισθητού
του σώματος». Η έννοια της αίσθησης είναι πολύ σημαντική, γιατί μέσω αυτής περνά
η δοκιμασία του εαυτού στην εμπειρία.

 Δεν είναι ούτε μία καθημερινή συνηθισμένη εμπειρία, αλλά συγχρόνως, δεν είναι μία εμπειρία
«εξωπραγματική», όπως οι μυστικές εμπειρίες.

 Είναι μία εμπειρία της αμεσότητας. Η αμεσότητα είναι κάτι περισσότερο από το να ζεις το
τώρα, κάτι περισσότερο από το γεγονός του να είσαι συνδεδεμένος με τον εαυτό είναι η
απόδειξη της ζωντανής διαδικασίας που προέρχεται από τη συνάντηση της καθαρής ύπαρξης
του εαυτού με τη δυνητικότητά (δυναμική) του.

 Είναι, τελικά, η πηγή μιας καινούργιας γνώσης που ο Danis Bois ονομάζει ενεργό γνώση. Για
πολύ καιρό μελέτησε, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τις ιδιότητες και τις συνέπειες αυτού του τύπου
γνώσης, που έχουν ανακαλυφθεί μέσα από τη συνάντηση με το Αισθητό του σώματος.

1.3 Στην καρδιά της έκφρασης: τέχνη και σωματοψυχοπαιδαγωγική

Στην Ελλάδα η σωματοψυχοπαιδαγωγική έχει σημαντική παρουσία μέσω του Κέντρου Κινούν, αλλά
και λόγω της ισχυρής παράδοσης των σωματικών προσεγγίσεων τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα,
που αποδεικνύεται από την πρώτη δημιουργία της σχολής Dalcrose της Αθήνας, από τα επιτυχημένα
σεμινάρια σύγχρονων μεθόδων χορού στο Φεστιβάλ της Καλαμάτας που είναι ένας διεθνής πόλος
έρευνας και πρακτικής του χορού αλλά και τα πολύπλευρα σεμινάρια θεραπείας μέσω τέχνης που
υποστηρίζονται και από το χώρο των ιατρικών επιστημών. Αυτή η γενική ορμή είναι φορέας μιας
ανάπτυξης της γνώσης και έχει ενθαρρύνει επιστημονικές εργασίες στους τομείς της φυσικής και
αθλητικής εκπαίδευσης, των επιστημών και των τεχνών, της φαινομενολογικής φιλοσοφίας και της
6
ιατρικής. Με αυτήν την έννοια, ο τομέας της τέχνης προσφέρει το κατεξοχήν παράδειγμα μιας
απόπειρας να συνδεθούν οι αντικειμενικές με τις υποκειμενικές γνώσεις.

Η σωματοψυχοπαιδαγωγική είναι μία τέχνη της σχέσης με τον εαυτό σου, το σώμα σου, τη ζωή σου
και τη ζωή των άλλων, που την εμπνεύστηκε και ανέπτυξε ο Danis Bois με ποικίλες και άμεσες
εφαρμογές στο χώρο της υγείας αλλά και της εκπαίδευσης και της τέχνης. Η σχέση με την τέχνη
αποτελεί τη γέφυρα της συγκεκριμένης μεθόδου με το χώρο της χοροθεραπείας. Από το επιτελείο των
επιμορφωτών της σωματοψυχοπαιδαγωγικής, η Maria Leão είναι εκείνη που μελετά εξειδικευμένα τον
τομέα της καλλιτεχνικής πρακτικής και την παρουσία του εαυτού σε αυτήν από την πλευρά
της σωματικής κίνησης.

Επίσης η Sylvie Fortin ασχολήθηκε επικεντρωμένα με τους στόχους της σωματικής εκπαίδευσης στις
καλλιτεχνικές πρακτικές που είναι:

 η βελτίωση της τεχνικής,

 η πρόληψη και επούλωση τραυμάτων και

 η ανάπτυξη εκφραστικών ικανοτήτων.

Η σωματοπαιδαγωγική προκαλεί τον κόσμο της τέχνης θέτοντας ως προαπαιτούμενο μια ποιότητα
ενδοσκόπησης εκ μέρους του καλλιτέχνη και ως προς αυτό συνεισφέρει στην χοροθεραπευτική
στοχοθεσία. Στη Γαλλία, όπως στο εξωτερικό, η πρακτική της σωματοψυχοπαιδαγωγικής παντρεύει
τα διαφορετικά αντικείμενα που αναφέρθηκαν προηγουμένως με τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Στην
τέχνη όμως η σωματοψυχοπαιδαγική βρίσκει το ιδανικό πεδίο για την οπτική του πρώτου προσώπου,
την υποκειμενικότητα της εμπειρίας του αισθητού που προτάσσει. Στον νευροβιολόγο Francisco
Varela στηρίζει την ανθρωπολογική φαινομενολογική έννοια του σώματος που χρειάζεται, όταν
εκείνος παρατηρεί ότι τα ανθρώπινα όντα κατά παράδοξο τρόπο δεν είναι αυθόρμητα γνώστες των
προσωπικών τους βιωμάτων. Αυτό το είδος γνώσης όμως φαίνεται ότι βρίσκεται στην καρδιά της
ολοκλήρωσης του ηθοποιού, του χορευτή ή του μουσικού. Η κίνηση, η αντίληψή της από τον δρώντα
και τα αποτελέσματα αυτής της πάντοτε μοναδικής σχέσης, είναι αναμφισβήτητα οι σταθερές της
καλλιτεχνικής πράξης, για να κατορθώσει να αποκτήσει μια μορφή που χορεύεται, παίζεται, λαξεύεται,
ζωγραφίζεται… Είναι μια από τις θεμελιώδεις βιωματικές ιδιομορφίες της τέχνης.

Η σωματοψυχοπαιδαγωγική, με το εξερευνητικό της πνεύμα και με την αγάπη του ριψοκίνδυνου, που
σε τελική ανάλυση είναι ίδιον της τέχνης, προσφέρει μια διαδικασία πρακτικών και πρωτότυπων
απαντήσεων στις προκλήσεις που θέτει η εκφραστικότητα στην τέχνη, καθώς επίσης και σε όλες τις
απρόβλεπτες περιστάσεις της ζωής του ανθρώπου. Το «να είναι κανείς στην καρδιά της έκφρασης»
σημαίνει κατά κάποιον τρόπο να ασπάζεται το σχέδιο του να είναι στην καρδιά των αντιλήψεων του
χωρίς να είναι δεσμώτης τους, στην καρδιά της εμπειρίας του χωρίς να είναι αποκομμένος από τον
κόσμο, πρωταγωνιστής σε μια μετάδοση που αναστατώνει τον ορίζοντα των παραστάσεων και των
συγκινήσεών του. Είναι λοιπόν η σωματοψυχοπαιδαγωγική ένα γνωστικό αντικείμενο που χρησιμεύει
στο να προλαβαίνει το αποκοίμισμα της συνείδησης, αφού, όπως μας προειδοποιεί ο Danis Bois: «Η
συνολική πράξη προϋποθέτει μια συνολική συνείδηση… Χωρίς αυτή, η συνολική πράξη δεν είναι
7
διαθέσιμη […] Ο ερμηνευτής γνωρίζει τα πάντα για το σώμα του ως όργανο εκτέλεσης, αλλά έχει
ακόμα να μάθει για το σώμα του ως όργανο αντίληψης» (καθώς και η πίστη του Grotowski σε αυτό
που αποκαλεί «το διαυγές επίπεδο του αυθόρμητου» παρατίθεται από την Leão). Ο Rilke έγραφε
μάλιστα σε σχέση με την τέχνη: «Τα έργα τέχνης είναι ατελείωτης μοναξιάς, μόνο η αγάπη
κατορθώνει να τα συλλάβει, να τα υποστηρίξει… Η φυσική ανάπτυξη της εσωτερικής ζωής σας θα
σας οδηγήσει με βραδύτητα σε άλλες αντιλήψεις. Όλα είναι προορισμένα να κυοφορηθούν, στη
συνέχεια να γεννηθούν…Να προσμένουμε με μια βαθιά ταπεινοφροσύνη, μια βαθιά υπομονή, την
ώρα γέννησης μιας νέας διαύγειας: το να ζούμε την τέχνη είναι αυτό κι αυτό μόνο· τόσο για να την
κατανοούμε όσο και για να δημιουργούμε».

1.4 Η αδράνεια πριν τη δράση και η σιωπή πριν την έκφραση

Δυο σημαντικές αρχές συνοδεύουν και καθοδηγούν την καλλιτεχνική δουλειά, από πλευράς
σωματοψυχοπαιδαγωγικής: «Η αδράνεια πριν τη δράση και η σιωπή πριν την έκφραση». Παράλληλα
τονίζονται η αμοιβαιότητα αγγίζοντος και αγγιζόμενου που δίνει το έναυσμα για έναν αντιληπτικό
διάλογο, για μια νέα ή επαναανακαλυφθείσα σχέση με τον εαυτό, αλλά και η βραδύτητα και
η ακινησία. Για να πετύχουμε τη δυνατότητα να ακολουθούμε τη βούληση του σώματος η αισθητήρια
βιο-μηχανική προτείνει μια δομή σταθερή και αναπαράξιμη. Αυτή η δομή σχετίζεται με μια
οργανωμένη ουσία που προϋπάρχει κάθε χειρονομίας και χρησιμεύει ως μήτρα των ορατών
χειρονομιών. Το να ακολουθήσουμε αυτόν το νόμο της ενυπάρχουσας υποκειμενικότητας απαιτεί
νηφαλιότητα και ταυτόχρονα έντονη διαθεσιμότητα κάθε στιγμή. Ο καλλιτέχνης ασκείται στο να
εξερευνά το σώμα του, να δυναμώνει την προσοχή του με τρόπο χαλαρό κι όχι με ένταση. Ασκείται
στο να κατοικεί μέσα στην αδράνεια, μέσα στην οποία εξερευνά τον ίδιο του τον εαυτό, τον γεύεται και
τον συναντά με πολλαπλούς διαφορετικούς τρόπους.

Η εμπειρία δεν παράγει ένα βίωμα στενά αντιληπτικό ή παραστατικό, διαμορφώνει μια
ιδιαίτερη ποιότητα σκέψης. Δημιουργεί μια αποτελεσματική διαθεσιμότητα, η οποία, όπως διευκρινίζει
ο Bernard Honoré, επιτρέπει «[…] στον άνθρωπο να ανακαλύψει τον ίδιο του τον εαυτό, όταν,
έχοντας απομακρυνθεί από τις καθημερινές του έγνοιες, τείνει να επιτύχει μια ευρύτερη πρόσβαση
στον κόσμο, παραμένοντας όμως ο εαυτός του». Αυτή η πρακτική είναι στενά συνδεδεμένη με δυο
δράσεις αντίρροπες μεταξύ τους. Όπως υποστηρίζει η Eve Berger, πρόκειται για την «αντιληπτική»
και την «αναστοχαστική» συνείδηση, δυο δυνάμεις στην πραγματικότητα που τρέφουν η μία την άλλη,
όταν βρίσκονται σε τέλεια ισορροπία. Όταν οι δυο πράξεις -η πράξη του αντιλαμβάνεσθαι κι εκείνη του
παρατηρείν/στοχάζεσθαι- αλληλοεμπλέκονται, προσαυξάνεται η παρουσία στον εαυτό μας, στους
άλλους, στον κόσμο. Η διαδικασία αυτή αποκτά θεραπευτική, δυναμωτική, μεταμορφωτική ικανότητα.
Είναι ένα πραγματικό κατόρθωμα το οποίο, στις απαρχές του, εξαντλεί με τις ασυνήθιστες
προσπάθειες που απαιτεί ακόμα και τους πιο σκληραγωγημένους χορευτές. Αυτή η φάση εκμάθησης
μάς επιτρέπει να ριζώσουμε στον εαυτό μας, να συλλάβουμε το μέτρο του χρόνου που εκδιπλώνεται
και να τραφούμε από αυτό. Σιγά-σιγά η προσπάθεια δίνει τη θέση της στην ευτυχία της απόλαυσης
του εαυτού, στο συναίσθημα της ύπαρξής του.

Η σιωπή με την οποία ασχολούμαστε γενικά είναι μια σιωπή ποσοτική. Τη γνωρίζουμε όλοι και την
εκτιμούμε κατά στιγμές ή μερικές φορές την αποφεύγουμε. Στη σωματοψυχοπαιδαγωγική πρόκειται

8
για μια σιωπή δρώσα και διαδραστική. Ο Grotowski θεωρούσε ότι αυτή η ποιότητα σιωπής ήταν
απαραίτητη: «Όταν θέλετε να αποκαλύψετε το θησαυρό σας πρέπει να δουλεύετε στη σιωπή»
(παρατίθεται από τη Leão). Όποιες κι αν είναι οι συνθήκες της πρακτικής μας, η σχέση μας με την
ποιότητα της σιωπής είναι πάντοτε παρούσα σε αυτήν. Η αισθητήρια ενδοσκόπηση είναι προφανώς η
παιδαγωγική κατάσταση μέσα στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί καλύτερα αυτή η ιδιαίτερη
διαθεσιμότητα. Όπως λέει η Maria Leão «….. η σιωπή δεν είναι αναισθησία ή απόσυρση στον εαυτό,
αλλά αντίθετα περιέχει δυναμισμό, οίστρο, παρόρμηση, δέσμευση». Η «ενεργός αμοιβαιότητα»– είναι
ένας όρος που εκφράζεται εδώ με δυο στιγμιαίες πράξεις: δίνομαι στη σιωπή και η σιωπή δίνεται σε
μένα. Από αυτό το διπλό δόσιμο γεννιέται, αναβλύζει και προσφέρεται, όπως γράφει η Maria Leão,
«ένα είδος γνώσης που δεν είναι ακόμα αποτελεσματικό, αλλά καθορίζει ήδη την κίνηση». Η σιωπή
που περιέχεται στην πράξη, την κίνηση ή τον ήχο δεν ψεύδεται, δεν εξαπατά, δεν συνθηκολογεί με
τον αισθητισμό. Χτυπά, πηγαίνει κατευθείαν στο σκοπό που η ζωή επιλέγει, χωρίς περιστροφές, κάνει
τις μάσκες να πέσουν. Τοποθετεί τον καλλιτέχνη σε ένα βαθμό αυθεντικότητας χωρίς ημίμετρα. Είναι
μια πράξη γέννησης μιας θεμελιακής χαράς.

Καταλήγοντας, τέθηκαν δυο καθοριστικά στοιχεία που η προσέγγιση της σωματοψυχοπαιδαγωγικής


προσφέρει στον καλλιτέχνη: η αδράνεια πριν από τη δράση και η σιωπή πριν από την έκφραση. Αυτοί
είναι δυο μεγάλοι παιδαγωγικοί άξονες της μεθόδου: Πέρα από την παραστατική διαδικασία με την
κλασική έννοια του όρου, παρατηρούμε στην πράξη την ακόμα ευρύτερη δυνατότητα, όπου ο
καλλιτέχνης βιώνοντας την εμπειρία ενός νέου τρόπου να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του επιτυγχάνει
την υγεία, και μάλιστα τη μεγάλη υγεία, την τόσο αγαπητή στο Nietzsche και την οποία μας θυμίζει ο
Honoré: «Εμείς που είμαστε καινούριοι, χωρίς όνομα, δυσνόητοι, εμείς, προοίμιο ενός μέλλοντος
ακόμα αβέβαιου, για να επιτύχουμε έναν καινούριο σκοπό, έχουμε ανάγκη από ένα εξίσου καινούριο
μέσον, δηλαδή μια υγεία, πιο ρωμαλέα, πιο επινοητική, πιο επίμονη, πιο ριψοκίνδυνη, πιο χαρούμενη
απ’ ό,τι υπήρξε οποιαδήποτε υγεία μέχρι τότε».

2. Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΟΥ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ,


ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΟΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ

Στην υποενότητα αυτή θα αναφερθούμε στην αντιληπτική σχέση του ατόμου με το σώμα του και
στα θεραπευτικά πλαίσια της σωματοψυχοπαιδαγωγικής μεθόδου. Παρατίθενται φιλοσοφικοί
στοχασμοί, εκτιμήσεις για την έρευνα και τις προοπτικές της σωματοψυχοπαιδαγωγικής.

2.1 Η αντίληψη του σώματος

Το αρχικό παράδοξο που διαπιστώνουν οι σωματοψυχοπαιδαγωγοί σε σχέση με το σώμα είναι ότι


ζούμε τόσο μακριά από αυτό, που είναι στην πραγματικότητα τόσο κοντά σε μας, το ίδιο μας το σώμα,
και αυτό δεν αφορά σε μία χωρική απομάκρυνση, αλλά στην πενία της αντιληπτικής σχέσης με αυτό.
Πολύ συχνά το άτομο διατηρεί με το σώμα του μια σχέση «σώματος – αντικειμένου», σώματος
εργαλείου, μηχανικού σώματος ή ακόμα ενός σώματος επιδόσεων ή στην υπηρεσία του φαίνεσθαι.

9
Την ίδια στιγμή, η έννοια σώμα φαίνεται να είναι πανταχού παρούσα στην κοινωνία μας,
το σώμα εμφανίζεται στις πρώτες σελίδες των περιοδικών με το δικό του τρόπο. Πρόκειται μάλλον, για
την προβολή του εξωτερικού περιβλήματος του σώματος, παρά για ένα κάλεσμα στην συνάντηση με
το βιωμένο σώμα. Στις χρήσεις αυτές απαντά μία παρότρυνση περίεργη, ν’ αποφύγουμε τον εαυτό
μας, αντί να εισχωρήσουμε στην καρδιά της ύλης της ύπαρξής μας. Το πρόβλημα αυτό
αντιμετωπίζεται με την υπόθεση εργασίας ότι η αντιληπτική σχέση με το σώμα είναι εκπαιδεύσιμη,
εφόσον σε ό,τι αφορά στην αντίληψη του σώματος και του εαυτού, ο άνθρωπος διαθέτει δυνατότητες
ανεξάντλητες.

Η σωματοψυχοπαιδαγωγική, έτσι, μπορεί να ορισθεί σαν ένα διάβημα ενεργοποίησης ανεξάντλητων


αντιληπτικών δυνατοτήτων, σαν την εξέλιξη νέων ικανοτήτων ως προς τη σχέση με το σώμα μας, με
τους άλλους, με τον κόσμο, πρόκειται για «την αρχή του ζώντος σώματος». Πράγματι, ο αντιληπτικός
εμπλουτισμός επιτρέπει μία ανανεωμένη προσέγγιση των διαδικασιών της εσωτερικής αλλαγής, που
λαμβάνουν χώρα στον άνθρωπο. Μέσω αυτής της τέχνης που μας μαθαίνει να μπαίνουμε σε
αντιληπτική επικοινωνία με τις αποχρώσεις της δυναμικής αλήθειας, σωματικής και ψυχικής, το άτομο
πλησιάζει για πρώτη φορά αυτό που μπορούμε, να ονομάσουμε «εσωτερική κίνηση», σκεπτικό που
ανέπτυξε ο Danis Bois στην διατριβή του και που επικύρωσε η έρευνα που έγινε στο CERAP, και
περιγράφεται με λέξεις όπως: ζέστη, βάθος, συνολικότητα, παρουσία του εαυτού, αίσθημα ύπαρξης.
Πρόκειται συγκεκριμένα για την εμπειρία του Αισθητού.

2.2 Πρωταρχική κίνηση και πρώτον κινούν

Ο Danis Bois δίνει τον ορισμό της εσωτερικής κίνησης «ως μία κίνηση που δεν δημιουργεί
μετακίνηση». Σ’ αυτόν τον ορισμό υπάρχει ένα παράδοξο που προκαλεί δυσπιστία στην αντίληψή μας
για τον δυϊσμό κίνησης/ακινησίας. Μπορούμε να ανακαλέσουμε εδώ την εξαιρετική έννοια του
«πρώτου κινούντος» του Αριστοτέλη, όπως την αναφέρει ο Danis Bois, ως αυτού που φέρει εντός του
την αρχή της ίδιας της κίνησής του. Ως έρεισμα, ας χρησιμοποιήσουμε την πρόταση του Αριστοτέλη, ο
οποίος θεωρούσε ότι η γη είναι ακίνητη, ωστόσο βρισκόταν αντιμέτωπος με έναν κόσμο εν κινήσει και
το ερώτημα που ετίθετο είναι να μάθει από πού προέρχεται η αρχική παρόρμηση αυτής της κίνησης.
Προκειμένου να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, είχε φανταστεί έναν κόσμο κινούντων, όπου το κάθε
κινούν ενεργοποιείται από ένα άλλο, ώσπου να φτάσει στο πρώτο κινούν. Για τον Αριστοτέλη, το
πρώτο αυτό κινούν, παρά το γεγονός ότι είναι ακίνητο, φέρει μέσα του την κίνηση που ευθύνεται για
τις υπόλοιπες κινήσεις. Παρ’ ότι η άποψη αυτή μοιάζει ξεκάθαρη, ωστόσο ο εκπαιδευόμενος μπορεί
να διερωτηθεί πώς η ακινησία είναι δυνατόν να φέρει κίνηση. Είναι πράγματι δύσκολο να φανταστεί
κανείς μια κίνηση χωρίς μετακίνηση. Αλλά μπορούμε ωστόσο να φανταστούμε μια κίνηση
χωρίς ορατή μετακίνηση. Αυτό το «κινούν ακίνητο» είναι μια απουσία ορατής μετακίνησης, η οποία
εγγράφεται στον αστερισμό του α-χρονικού. Η αντικειμενική μετακίνηση του δεύτερου κινούντος
επισημαίνει τη γένεση του χρόνου και ενεργοποιεί την χωροχρονική αλυσίδα, στην κοσμογονική και
κοσμολογική της διάσταση.

Ο μεταφυσικός προβληματισμός σχετικά με τις απαρχές του κόσμου εγκαταλείφθηκε από τους
σύγχρονους φιλοσόφους, και απασχολεί τώρα τους κοσμολόγους και ιδιαίτερα σε σχέση με την
προσπάθειά τους να εξηγήσουν τη γένεση του σύμπαντος. Παραδοσιακά, η γένεση συλλαμβάνεται

10
ως μια έκρηξη από ένα μηδαμινό σημείο, μια μικροσκοπική μπίλια τεράστιας ενέργειας, η οποία
διογκώνεται ώσπου να καταλάβει όλο το χώρο. Η εικόνα αυτή είναι λανθασμένη, επισημαίνουν οι
κοσμολόγοι: το Big Bang γεννά όχι μόνο το χώρο και το χρόνο, αλλά επίσης και το ίδιο το πλαίσιο της
ύπαρξης του σύμπαντος. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για την ακαθόριστη κίνηση που
ενεργοποιεί τα πάντα, είτε για την καθορισμένη κίνηση που ενεργοποιεί την ύλη του ανθρώπου, η
κίνηση παράγει την αρχή της κινητικότητας. Η εν λόγω κίνηση αποτελεί την πρωταρχική βάση στην
οποία στηρίζεται ο νόμος του αισθητού. Αποκαλείται συμπαντική κίνηση, γιατί εμφανίζεται πραγματικά
στην αντίληψη ως ουσία εν κινήσει. Και επίσης γιατί όταν εντοπίζεται στην ύλη του ανθρώπου, γεννά
το Είναι, ένα Είναι στο σύνολό του, το οποίο υπάρχει από μόνο του και μέσα από τον εαυτό του, για
να επαναλάβουμε την έκφραση του Heidegger. Η αντίληψη του αισθητού μάς κάνει να δούμε αμυδρά
την ύπαρξη μιας κινητικότητας που ενυπάρχει σε κάθε πράγμα, από το πιο μεγάλο στο πιο μικρό,
καθώς και την ύπαρξη μιας κινητής σχέσης ανάμεσα στο εξαιρετικά μικρό και στο εξαιρετικά μεγάλο,
ανάμεσα στον άνθρωπο και στο περιβάλλον του.

Η αναλυτική μελέτη της κίνησης αποδεικνύει ότι κάθε κίνηση χαρακτηρίζεται από τέσσερις
παραμέτρους: την ταχύτητα, την κατεύθυνση, την έκταση και τη ρυθμική ροή. Αυτές οι παράμετροι
είναι παρούσες στο ορατό εύρος της καθορισμένης κίνησης, όπως επίσης και στο αδιόρατο της
ακαθόριστης κίνησης. Είναι προφανές ότι οι παράμετροι της κατεύθυνσης και της έκτασης είναι
διαστημικής φύσης, ενώ οι παράμετροι της ταχύτητας και της ρυθμικής ροής είναι χρονικής φύσης.
Στα πλαίσια της κίνησης, ωστόσο, είναι αναπόσπαστα μέρη, μια ηχώ του συνόλου. Τις λεπτομέρειες
κάθε ξεχωριστής έκφανσης της κίνησης αυτές δεν τις αντιλαμβανόμαστε με τη θεωρητική λογική, αλλά
τις νιώθουμε μέσα από την εμπειρία του αισθητού.

Η συμπαντική κίνηση ενεργοποιείται από την αρχή δημιουργίας και την αρχή δύναμης/δυναμικότητας:

Από τις παραπάνω τέσσερις παραμέτρους, η πιο σημαντική φαίνεται να είναι η ταχύτητα, γιατί φέρει
μέσα της την κινητική ισχύ (δυναμικότητα) της κίνησης, χωρίς την οποία καμία από τις υπόλοιπες
παραμέτρους δεν θα υπήρχε. Για το λόγο αυτόν, αναγνωρίζουμε την αρχή της δημιουργίας μέσα στην
ταχύτητα και μάλιστα τη συγκεκριμένη ταχύτητα της συμπαντικής κίνησης, η οποία είναι διαφορετικής
φύσης από την ιλιγγιώδη ταχύτητα του χωρο-χρόνου σε κοσμική κλίμακα: περίπου τριακόσιες
χιλιάδες χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο, για την ταχύτητα του φωτός στο κενό. Ενώ εδώ αναφερόμαστε,
αντίθετα, σε μια εξαιρετικά αργή ταχύτητα, στον αντίποδα των συνηθειών μας και της κρίσης μας.

1. Στο επίπεδο της αρχής της δημιουργίας, η κίνηση δεν συνεπάγεται σωματικές μετακινήσεις, η
κίνηση είναι η πηγή τους, η κινητήρια αρχή που ενεργοποιεί καθετί ζωντανό· πρόκειται για μια «ολική
κίνηση».

2. Η δεύτερη αρχή μας, η αρχή της δυναμικότητας, είναι συνδεδεμένη με το ακόλουθο πρόβλημα:
υπάρχει άραγε απώλεια ποιότητας σ’ αυτό το πέρασμα από την ακαθόριστη στην καθορισμένη
κίνηση; Η απάντηση είναι όχι, αφού κάθε παρούσα στιγμή μεταφέρει τη δύναμη της δημιουργίας,
χωρίς καμία απώλεια. Η συμπαντική κίνηση εκτυλίσσεται με μεγαλοπρεπή βραδύτητα, τόσο στο
σύμπαν όσο και στο υλικό του σώματος.

11
Μια άλλη σημαντική άποψη του Αριστοτέλη υποδηλώνεται ίσως και στη δική μας εμπειρία της
κινητικής ουσίας: η περιγραφή της κίνησης, ως σταθερής και ομοιόμορφης, η οποία φέρει την αρχή
της εξελικτικότητας. Όπως είδαμε παραπάνω, πρόκειται πράγματι για μια δύναμη, ικανή να παράσχει
μια αέναη αλλαγή σε οτιδήποτε έχει επαφή με αυτήν. Η εν λόγω δύναμη δεν περιλαμβάνεται μέσα στο
χρόνο και στο χώρο, αλλά ενεργοποιεί το χρόνο και το χώρο, τους δημιουργεί. Διαβλέπουμε, στο
σημείο αυτό, με ποιο τρόπο αυτή η αχρονική δύναμη μπορεί να εκφραστεί στα πλαίσια μιας
χρονικότητας. Το ον που εμφανίζεται στα πλαίσια αυτής της σχέσης, δηλαδή της παρουσίας του
εαυτού απέναντι στο απόλυτο, στο α-χρονικό, είναι ένα ον που ανήκει στο αμετάβλητο, στο μόνιμο.
Παρ’ όλα αυτά, το ον του αισθητού φέρει μέσα του την αποκάλυψη ενός δυναμικού χωρίς
περιεχόμενο, το οποίο, κατά τη δημιουργία του, ανοίγεται σε όλες τις εφικτές δυνατότητές του.

Ενώ η σύγχρονη φιλοσοφία απομακρύνθηκε από το οντολογικό υπόβαθρο της Αριστοτελικής


σύλληψης της κίνησης, υπάρχει ωστόσο κάποια αντήχηση αυτών των θεωριών του Αριστοτέλη σε
ορισμένους φαινομενολόγους του 20ού αιώνα: Για παράδειγμα, ο φαινομενολόγος Renaud Barbaras
(1955 -) σχολιάζει ένα κείμενο του Jan Patocka (1907-1977), στο οποίο διακρίνει στην κίνηση ενός
ζωντανού στοιχείου την επιβεβαίωση μιας πρωταρχικής κίνησης. Στη φαινομενολογία του αισθητού, η
εσωτερική κίνηση ως «ακινησία εν κινήσει» αποτελεί θεμελιώδες χίασμα, ενώ ο εκπαιδευόμενος
αποκτά την σαφή εμπειρία της διπλής υπόστασης του σώματος, σύμφωνα με τον Merleau Ponty,
στον οποίο επίσης απαντά η έννοια του χιάσματος κίνησης/ακινησίας. Σε σχέση με την Χουσσερλιανή
φαινομενολογία, η φαινομενολογία του αισθητού υποστηρίζει μεν τον κομβικό ρόλο της σωματικής
αντίληψης στα πλαίσια του ανθρώπινου βιώματος, ωστόσο η ειδική αντίληψη της υποκειμενικότητας
της κίνησης προχώρησε ακόμα πιο πέρα, εκφράζοντας με τον όρο «αισθητό» την υποκειμενική
αντικειμενικότητα του βιωμένου σώματος.

Κατά την διαδρομή του ο εκπαιδευόμενος-θεραπευόμενος, ανακαλύπτει την αρχή της δυναμικότητας,
καθώς αισθάνεται ότι κινείται εκ των έσω, στην επαφή με την δημιουργική ορμή που χαρακτηρίζει τον
«ζώντα άνθρωπο», ενώ παράλληλα εισέρχεται σ’ αυτόν τον χώρο που, πολλοί άνθρωποι της τέχνης
και του θεάτρου, ονομάζουν «διευρυμένη προσοχή» και που ο Danis Bois ονομάζει “attentionnalité”
(εν δυνάμει προσοχή), βιώνοντας και μια εμπειρία χαλάρωσης των ψυχικών εντάσεων, από ένα
άνοιγμα του νοητικού χώρου, για να φθάσουμε στην αρχή της εξελικτικότητας, την τελευταία όψη της
εσωτερικής κίνησης, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατόν να ανακαλύψουμε ένα άλλο πρόσωπο της
δημιουργικής ορμής του «Zώντος». Ο σωματοψυχοπαιδαγωγός είναι εκπαιδευμένος στο να μπορεί
να οδηγήσει τον εκπαιδευόμενο σ’ αυτό που πρόκειται να γίνει, όταν θα συναντήσει το χίασμα της
σταθερότητας και της αλλαγής.

Η εμπειρία του αισθητού μάς μαθαίνει ότι υπάρχει μια πρώτη ύλη, ότι αυτή είναι κίνηση, μια ενεργός
κίνηση η οποία ξεκινά από ένα σημείο, επεκτείνεται προοδευτικά σε όλους τους χώρους και κατόπιν
στο σύμπαν. Εκτός αν αυτή η κίνηση υπάρχει ταυτόχρονα παντού. Ο νους μπορεί άραγε να συλλάβει
μια τέτοια έννοια; Ασφαλώς, με την προϋπόθεση να εγκαταλείψει την ιδέα του εκτατού. Ο τρόπος που
αντιλαμβανόμαστε την ύλη, το αισθητό της ύλης, ξεφεύγει από το αυστηρό πλαίσιο της εξωδεκτικής
και ιδιοδεκτικής αντίληψης, προκειμένου να αποκαλύψει την ικανότητα του σκέπτεσθαι. Το βίωμα του
αισθητού αποκτά έτσι μια δική του έννοια, ένα «μη σκεπτόμενο σκέπτεσθαι». Μια σκέψη που δεν
σκέφτεται ακόμα «κάτι», σαν ένα είδος σκέψης που δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα. Παραπέμπει στο
12
είδος της καθαρής σκέψης ως σιωπηρού βιώματος για το οποίο μιλούσε ο Husserl. Απομακρυνόμενη
από αυτήν τη στατική καθαρότητα της σκέψης που υιοθετεί η Φαινομενολογία, η
σωματοψυχοπαιδαγωγική στρέφεται στα δυναμικά στοιχεία της σκέψης, παραπέμποντας στον Henri
Bergson (1859 - 1941).

Συμπερασματικά, η εσωτερική κίνηση είναι μια εκ βαθέων κινητοποίηση της ύλης που φέρει μέσα μια
δύναμη, που όχι μόνον συμμετέχει στη ρύθμιση του οργανισμού αλλά και στην εξισορρόπηση του
ψυχισμού. Καθετί που μπαίνει στην σχέση με την εσωτερική κίνηση, μπαίνει στην διαδικασία της
αλλαγής: είναι η αρχή της εξελικτικότητας. Η σωματοψυχοπαιδαγωγική προτείνει ν’ ανακαλύψουμε
ένα συνδυασμό (πλέξιμο/χίασμα) μεταξύ σταθερότητας και αλλαγής, προσφέροντας νέες
κατευθύνσεις και νέες διεξόδους στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος. Η εμπειρία του
Αισθητού δεν προκύπτει μόνο από την αντίληψη αλλά από την αίσθηση της αντίληψης: βρισκόμαστε
εδώ μπροστά σε μια έβδομη αίσθηση. Η εσωτερική κίνηση και η έννοια του δυναμικού είναι οι δύο
βασικοί πυλώνες της εμπειρίας του Αισθητού. Η έννοια του δυναμικού μας οδηγεί στη δύναμη της
ανάπτυξης, της εξελικτικότητας στη σχέση του θεραπευόμενου με την εσωτερική του κίνηση. Η
σωματοψυχοπαιδαγωγική αποσκοπεί να εξελίξει την ένωση του αισθάνεσθαι και του σκέπτεσθαι. Η
ενυπάρχουσα γνώση είναι μια γνώση που εξελίσσεται από τη σχέση με το Αισθητό σώμα. Η
σωματοψυχοπαιδαγωγική, τέλος, είναι μια προσέγγιση ενεργοποίησης των αντιληπτικών
δυνατοτήτων, καθώς διευκολύνει στη διαμόρφωση ενός υποκειμένου δημιουργού και παρατηρητή
ταυτόχρονα της ίδιας της ζωής του. Η φιλοσοφία του Αισθητού δεν βάζει σε αντιπαράθεση ύλη και
σκέψη αλλά τολμά να συνδυάσει (να συμφιλιώσει) ύλη και υποκειμενικότητα.

2.3 Τα θεραπευτικά πλαίσια της σωματοψυχοπαιδαγωγικής μεθόδου

Τα προτεινόμενα αυτά πλαίσια είναι:

1. Η δια χειρός διαμεσολάβηση -η συνοδεία δια χειρός του ατόμου- όπου κάτω από το έργο των
χεριών, στην καρδιά των μυϊκών ιστών και των οστών του μεμβρανώδους και του οστίτη ιστού, ο
ειδικός ανακαλύπτει την εσωτερική κίνηση σαν κινητήριο δύναμη μιας αργής μετακίνησης όλων των
ζωτικών σωματικών δομών, κοινή σε όλους.

2. Η αισθητηριακή κίνηση επιτρέπει να εξερευνήσουμε την κινητοποίηση του εαυτού, μέσω της
έκφρασης της βαθιάς εσωτερικής μας ορμής. Εάν πράγματι η εσωτερική κίνηση ζωντανεύει τους
ιστούς του σώματος, με την εξάσκηση γίνεται δυνατό για τον καθένα να αντιληφθεί μέσα του ότι οι
κατευθύνσεις αυτής της εσωτερικής κίνησης μας προσκαλούν σε μία μετακίνηση στο χώρο και πιο
πέρα από αυτό, στην έκφραση του βαθύτερου «είναι» μας, στην σκηνή της ύπαρξής μας.

3. Η αισθητηριακή ενδοσκόπηση, δίνει την ευκαιρία ν’ αναπτύξουμε τα εσωτερικά μας εργαλεία, που
διευκολύνουν την πρόσβαση στο περιεχόμενο του βιώματος του Αισθητού και στη ζωντανή εμπειρία
του εαυτού.

13
4. Η ενεργός αμοιβαιότητα αναφέρεται σ’ αυτήν την εμπειρία, στην οποία συμμετέχουν ενεργά και οι
δύο πλευρές (θεραπευτής και θεραπευόμενος, μαθητής και δάσκαλος).

5. Ο λεκτικός διάλογος, η έκφραση με λέξεις που αναπτύσσει την ικανότητα να περιγράφει κανείς την
εμπειρία του Αισθητού σώματος, αλλά και τις εσωτερικές διαδικασίες ή και τις σκέψεις που γεννιούνται
από την πρωτόγνωρη εμπειρία της επαφής με την εσωτερική κίνηση.

Συμπερασματικά, η δια χειρός διαμεσολάβηση της σωματοψυχοπαιδαγωγικής συνδυάζει τις έννοιες


της κίνησης, της αφής και της αμοιβαιότητας, για να ελέγξει μέσω αυτών την ψυχοτονική δομή του
ατόμου που συνοδεύεται από τον ειδικό.

Σύνοψη

Με την ολοκλήρωση της ενότητας αυτής μάθατε:

 τα πρωτοποριακά θεραπευτικά πρότυπα που αξιοποίησαν το χορό ως τέχνη και τεχνική,

 τα χαρακτηριστικά και τις αρχές της σωματοψυχοπαιδαγωγικής μεθόδου,

 τις εφαρμογές της σωματοψυχοπαιδαγωγικής,

 το φιλοσοφικό πλαίσιο της σωματοψυχοπαιδαγωγικής, και

 τα θεραπευτικά πλαίσια της σωματοψυχοπαιδαγωγικής.

Βιβλιογραφία

 R. Βarbaras “La perception et le mouvement vivant”, dans Le désir et la


distance. Introduction à une phénoménologie de la perception, Vrin, 1998.

 E. Berger, La somato-psychopédagogie, ou comment se former à l'intelligence du corps,


éditions Point d'Appui, Ivry-sur-Seine, 2006 (Η Σωματοψυχοπαιδαγωγική ή πώς
εκπαιδευόμαστε στην εξυπνάδα του σώματος, Αθήνα: υπό έκδοση).

 D. Bohm, L’Univers implique, Editions du Rocher, 1989.

 D. Bois, Το Αισθητό και η Κίνηση, Κινούν, Αθήνα, 2001.

 D. Bois, O Ανανεωμένος μου εαυτός, Κινούν, Αθήνα, 2006.

 D. Bois, Le Corps sensible et la transformation des représentations de l’adulte, Thèse de


Doctorat en didactique et organisation des institutions éducatives, Université de Séville
Séville, 2007.

 D. Bois, “De la fasciathérapie à la somato-psychopédagogie: analyse du processus d’


émergence de nouvelles disciplines”, εις Sujet sensible et renouvellement du moi: les apports

14
de la fasciathérapie et de la somato-pschopédagogie, Coll. Forum, Point d’ appui, Paris,
2009b, σελ. 47 - 72.

 D. Bois - D. Austry, “Vers l’émergence du paradigme du Sensible”, εις Sujet sensible et


renouvellement du moi: les apports de la fasciathérapie et de la somato-pschopédagogie,
Coll. Forum, Point d’appui, Paris, 2009b, σελ. 105 - 135.

 H. Bourhis, “Pédagogie du sensible et enrichissement des potentialités perceptives en vue


d’accéder à la réciprocité actuante”, εις Vers l’accomplissement de l’être humain, Point
d’appui, Paris, 2009.

 H. Chaiklin (επιμ.), Marian Chace: Her papers, ADTA, Columbia, MD, 1975.

 I. Duncan, The art of the dance, Theater Arts Inc., New York, 1928.

 S. Fortin, “L' éducation somatique: Nouvel ingrédient de la formation pratique en danse”,


Nouvelles de Danse, 28, 1996, σελ.15 - 30.

 J. Humpich, “Être au coeur de l’expression - Danse, musique et voix”, εις D. Bois & M.
Humpich (επιμ.), Vers l’accomplissement de l’être humain, soin croissance et formation,
éditions Point d’Appui, 2009, σελ. 310 - 327.

 Ε. Husserl (1913), Idées directrices pour une phénoménologie I, μετάφρ. P. Ricoeur, TEL
Gallimard, 1950.

 E. J. Kuzian, The Body: Phenomenology and Aesthetics. The Case of Dance, ProQuest LLC,
2015.

 M. Leão, La présence totale au movement, Éditions Point d’Appui, 2003.

 M. Leventhal, “Transformation and Healing Through Dance Therapy: The Challenge and
Imperative of Holding the Vision”, εις American Journal of Dance Therapy, 2008, τ. 30, 2, σελ.
4 – 23 (μετάφρ. στα Ελληνικά Έ. Κήτα: «Μεταμόρφωση και Ίαση μέσω της Χοροθεραπείας: Η
πρόκληση και η επιταγή της διατήρησης του Οράματος»,
www.gadt.gr/docs/metamorfosi_iasi.pdf).

 J. Martin, “The modern dance”, εις F. Rogers (επιμ.), Dance: A basic educational technique,
Macmillan, New York, 1941, σελ. 52 – 69.

 J. Martin, The modern dance, Dance Horizons, New York, 1965 (1η έκδοση 1933).

 M. Merleau-Ponty: Le visible et l’ invisible, TEL Gallimard, 1979, Phénoménologie de la


perception, TEL Gallimard, 1990, L’ âil et l’ esprit, Folio essais, 1990, L’ union de l’ âme et du
corps, Vrin, 1997, Signes, Folio essais, 2000.

15
 T. Moss, The probability of the impossible: Scientific discoveries and explorations in the
psychic world, McGraw-Hill, Columbus, OH, 1961.

 T. Schoop, Won’t you join the dance? Mayfield Publishing Co., Palo Alto, CA, 1974.

 M. Sheets-Johnstone (1966), The Phenomenology of Dance, Combined Academic


Publishers Ltd., 20155.

 Fr. Varela, E. van Thompson, E. Rosch, The Embodied Mind: Cognitive Science and
Human Experience, The MIT Press, Cambridge, MA, 1991.

Δικτυογραφία

 http://www.somatopsychopedagogie.pointdappui.fr

 Site de l’École Supérieure de Somato-psychopédagogie de Paris:


www.somato-psychopedagogie.com

 Site du Centre d’Étude et de Recherche Appliquée en Psychopédagogie perceptive:


www.cerap.org

 https://www.youtube.com/watch?v=tJcIi4ot97s

 https://www.youtube.com/watch?v=GfLv04AZBX8.

16

You might also like