Professional Documents
Culture Documents
Διδακτορική Διατριβή
Ελένη Αραμπατζίδου
Δημήτριος Κόκορης (επιβλέπων)
Βασίλειος Α. Φούκας
Θεσσαλονίκη 2021
1
Όλοι παραδέχονται ότι ο ποιητής πρέπει να γεννηθεί ποιητής. Όλοι, βέβαια,
στο υψηλόφρον, στο ωραίο ούτε μέσα στον εαυτό του ούτε μέσα στους άλλους.
Ποια είναι η προέλευσή του, αν όχι κάτι μέσα μας; Ρώτα την καρδιά σου. Δεν
επινοεί μεθόδους καθώς ενεργεί; Δεν είναι η ικανότητά μας για το καλό, αυτό
που ευφραίνεται με το καλό; Ποιος νιώθει πότε έντονα, και δεν επιθυμεί να
εκείνο που δημιουργούμε – όχι απλώς μια για πάντα, αλλά δουλεύοντας και
ξανά; Αυτή είναι η οιωνεί θεϊκή δύναμη της αγάπης, που γι’ αυτήν δεν
ούτε να κοιμάται νύχτα και μέρα, γοητεύεται από τη δουλειά της, ξαφνιάζεται
Ναι, η εικόνα του αγαπημένου δεν μπορεί να γεράσει, επειδή η κάθε στιγμή
Goethe, Περί Τέχνης, μετάφραση – εισαγωγή: Βασίλης Τομανάς, Αθήνα, Printa, 32006, σ. 100.
2
Περιεχόμενα
Προλογικό σημείωμα ....................................................................................................... 5
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ] ..................................................................................................... 7
Εισαγωγή ............................................................................................................................ 7
1.1. Χρονικός προσδιορισμός του θέματος ........................................................... 7
1.2. Υπόθεση εργασίας, μεθοδολογία, δόμηση κατά κεφάλαια ........................... 8
1.3. Βιογραφικά στοιχεία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη ...................................... 16
1.4. Βασικές πηγές – Εργογραφία Γιάννη Μ. Αποστολάκη ............................... 22
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ] ............................................................................................... 25
Τα πρώτα θεωρητικά και κριτικά δημοσιεύματα του Γιάννη Μ. Αποστολάκη. Η
βιογραφία του Τόμας Καρλάυλ ..................................................................................... 25
2.1. Για τη διδακτορική του διατριβή. Τα πρώτα κείμενα στον Νουμά................ 25
2.2. Για τον Τόμας Καρλάυλ ....................................................................................... 40
2.3. Για τον Γιάννη Καμπύση ..................................................................................... 60
2.4. Περί κριτικής ........................................................................................................ 63
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ] ..................................................................................................... 67
Η Ποίηση στη ζωή μας: η αποκρυστάλλωση της ποιητικής θεωρίας και της
κριτικής πρακτικής του Γιάννη Μ. Αποστολάκη. «Ένας αληθινός ποιητής: ο
Σολωμός». ......................................................................................................................... 67
3.1. Δόμηση και εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου ............................................... 67
3.2. Συλλογή. Άρνηση. Θαυμασμός ........................................................................... 78
3.3. Η μεγαλοσύνη του Σολωμού ............................................................................... 81
3.4. Εκθειασμός δημοτικού τραγουδιού. Κατάκριση του παλαμικού έργου και
του έργου των περισσοτέρων εκπροσώπων της νεοελληνικής ποίησης .............. 93
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ] ............................................................................................. 125
Το δημοτικό τραγούδι. Ερμηνεία, φιλολογική αποκατάσταση και κριτική
εκδόσεων δημοτικών τραγουδιών.............................................................................. 125
4.1. Βασικές θέσεις του συγγραφέα. Η κριτική στη συλλογή του Σπυρίδωνος
Ζαμπέλιου .................................................................................................................. 125
4.2. Η κριτική στη συλλογή του Νικολάου Πολίτη ............................................... 138
4.3. «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς». Η κριτική στη συλλογή του Παναγιώτη
Αραβαντινού .............................................................................................................. 153
4.4. Ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης για το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι............... 165
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ] ............................................................................................. 172
Η συνέχιση της εμβάθυνσης στο έργο του Σολωμού και η αρνητική πρόσληψη της
ποίησης του Ανδρέα Κάλβου, του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Κώστα
Κρυστάλλη ..................................................................................................................... 172
5.1. Η εξελικτική πορεία του Σολωμού προς την κορύφωση .............................. 172
3
5.2. Η απόρριψη της ελληνόγλωσσης ποίησης του Κάλβου ................................ 194
5.3. Η «αισθητική μελέτη» για την ποίηση του Βαλαωρίτη ................................. 201
5.4. Η ποίηση του Κρυστάλλη ως άγονη μίμηση του δημοτικού τραγουδιού ... 206
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ] .................................................................................................... 213
Η καθηγεσία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ...... 213
6.1. Ένας δημοτικιστής καθηγητής. Η παύση από τα καθήκοντά του για ένα
ακαδημαϊκό έτος ....................................................................................................... 213
6.2. Τα θέματα των πανεπιστημιακών μαθημάτων του Γιάννη Μ. Αποστολάκη
..................................................................................................................................... 217
6.3. Μαρτυρίες για τη διδακτική παρουσία του Αποστολάκη............................. 221
6.4. Οι θέσεις του σε πανεπιστημιακά ζητήματα (δειγματοληπτική αναφορά) και
ένα χιουμοριστικό φοιτητικό ίχνος της πρόσληψής του ..................................... 225
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ] ............................................................................................. 238
Ίχνη κριτικής πρόσληψης των θέσεων του Γιάννη Μ. Αποστολάκη ..................... 238
7.1. Συζητώντας με τις απόψεις του: Κ. Θ. Δημαράς, Λίνος Πολίτης, νεότεροι
μελετητές .................................................................................................................... 238
7.2. Αρνητικά διακείμενοι και φίλα προσκείμενοι .............................................. 246
7.3. Αφιερώματα περιοδικών .................................................................................. 260
7.4. Νηφάλιες αποτιμήσεις ....................................................................................... 265
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ] ................................................................................................. 270
Συμπεράσματα ............................................................................................................... 270
8.1. Ο πυρήνας της ποιητικής θεωρίας του Γιάννη Μ. Αποστολάκη.................. 270
8.2. Πεδία κριτικής εφαρμογής Ι: Καταφάσεις ..................................................... 274
8.3. Πεδία κριτικής εφαρμογής ΙΙ: Αρνήσεις ......................................................... 276
8.4. Σκιαγράφηση της διδακτικής παρουσίας και της πρόσληψης των απόψεων
του Γιάννη Μ. Αποστολάκη ..................................................................................... 279
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ............................................................................................................ 291
Α. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Μ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ ............. 291
B. ΕΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ....................................................................................... 295
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ........................................................................................... 339
4
Προλογικό σημείωμα
Το ενδιαφέρον μου για το έργο και την κριτική παρουσία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη
(1886-1947) γεννιέται κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών μου σπουδών, αρχικά στο
ΕΚΠΑ και κατόπιν στο ΑΠΘ ∙ ενδυναμώνεται με τη μελέτη του βιβλίου Φιλολογικοί
Περίπατοι, όπου σημειώνεται από τον Κωστή Μπαστιά «Ούτε στην Ελλάδα, ούτε στο
εξωτερικό αντάμωσα πνεύμα τόσο ευρύ, εισδυτικό και φαντασία τόσο συνθετική, όσο
ήταν το πνεύμα και η φαντασία του Αποστολάκη»1 - φράση που, όπως θα δούμε, έχει
πλαίσιο των μεταπτυχιακών μου σπουδών στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.
να αναδείξω τις θεωρητικές θέσεις του Αποστολάκη για την ποίηση και συνακόλουθα
συνέδεε άρρηκτα, καθώς και την κριτική και τη διδακτική πρακτική αυτού του
θετικής πρόσληψης από πλευράς του δύο ποιητικών κορυφών: αφενός του Διονύσιου
καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, καθώς και στον κύριο Βασίλειο Α.
Φούκα, αναπληρωτή καθηγητή του τμήματος Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής του ΑΠΘ .
1
Βλ. Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί Περίπατοι. Δεύτερος Κύκλος, εισαγωγή – επιμέλεια: Αλέξης
Ζήρας, πρόλογος: Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αθήνα, Καστανιώτης, 2002, σ. 385-386. Στις σελίδες
381-387 ανθολογούνται τα άρθρα του Κωστή Μπαστιά για τον Γιάννη Αποστολάκη, τα οποία
δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ της Νέας Υόρκης στις 12 και 13 Νοεμβρίου του 1953,
έξι χρόνια μετά από τον θάνατο του Αποστολάκη.
5
παρατηρήσεις τους, αλλά και με το επιστημονικό τους έργο - το οποίο αξιοποίησα
στη συγγραφή της εργασίας - διεύρυναν και εμπλούτισαν τη ματιά μου, ενώ με την
Είναι αυτονόητο, αλλά ας σημειωθεί: για λάθη, ατέλειες και παραλείψεις της
παρούσης διατριβής την ευθύνη φέρει αποκλειστικά η γράφουσα. Στον επόπτη της
εργασίας μου κύριο Δημήτρη Κόκορη, θα ήθελα να απευθύνω ένα μεγάλο, εγκάρδιο
και ειλικρινές «ευχαριστώ» για την καθοδήγηση και την πολλαπλή στήριξη που μου
παρέσχε, ακόμη και όταν όλα φαίνονταν ακατόρθωτα. Οι αναφορές στο όνομά του
στις ακόλουθες σελίδες είναι ελάχιστες σε σχέση με τη συμβολή του και οι λέξεις δεν
μπορούν να εκφράσουν όλα όσα τού οφείλω. Με τις γνώσεις του, το αδιάλειπτο
ενδιαφέρον του και τη νηφαλιότητά του με προφύλαξε από υπερβολές και σφάλματα
Μαρία Νιώτη
6
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ]
Εισαγωγή
εικοστού αιώνα και φιλοξενήθηκαν στο περιοδικό Ο Νουμάς, το οποίο, πέραν του
γενικότερου ρόλου που επιτέλεσε στο νεοελληνικό πνευματικό πεδίο, υπήρξε και
εκδόθηκε το 1950, ήτοι μετά τον θάνατό του (= 3 Απριλίου 1947), ωστόσο το
μεγαλύτερο μέρος του είχε τμηματικά δημοσιευτεί κατά το διάστημα 1945-1946 στο
για τις θέσεις και τις πεποιθήσεις του φιλολόγου - κριτικού. Είναι γνωστό ότι οι
επιδραστικότητα των απόψεών του συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του. Λίγοι
αποδέχτηκαν τις ιδέες του εν συνόλω, περισσότεροι τις αρνήθηκαν, θεωρώντας τες
2
Βλ. Γ. Χ. Καλογιάννης, Ο «Νουμάς» και η εποχή του (1903-1931). Γλωσσικοί και ιδεολογικοί αγώνες,
Αθήνα, Επικαιρότητα, 1984 .
Ρένα Σταυρίδου – Πατρικίου, Δημοτικισμός και κοινωνικό πρόβλημα,
Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 32000 .
Χ. Λ. Καράογλου & Ιωάννα Ναούμ, [λήμμα] «Ο
Νουμάς», στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, 1784-1974, Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών,
2008, σ. 342-344.
3
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», [1956]
και Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1991.
7
εσφαλμένες, ωστόσο η συζήτηση γύρω από αυτές συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες
μας: στις 16 Μαΐου 2019, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον
από διάφορες οπτικές γωνίες την περίπτωση Αποστολάκη, συνεχίζοντας επάξια την
πορεία της δίκαιης και αμερόληπτης πρόσληψης των θέσεων του συγγραφέα και
μελετητή, δείγματα της οποίας ανιχνεύονται ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου,
δίπλα όμως και σε δείγματα φανατισμού αλλά και κριτικής εμπάθειας, για των
οποίων όμως τον τόνο και ο ίδιος ο Γιάννης Αποστολάκης, εμμονικά απόλυτος και
συχνά άδικος στις εκτιμήσεις του, δεν ήταν άμοιρος ευθυνών. Πάντως, η
δημοσιοποίηση των θέσεων του Αποστολάκη και η συζήτηση για αυτές καλύπτουν
πλέον ένα χρονικό άνυσμα, που ξεπερνά τον έναν αιώνα, οπότε το διάστημα από τις
αρχές του εικοστού έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα χρονικά ορίζει το
Ως υπόθεση εργασίας της έρευνάς μας τέθηκε η διακρίβωση και η καταγραφή της
ποιητικής θεωρίας του Γιάννη Μ. Αποστολάκη, της οποίας οι βασικές θέσεις είναι
διάσπαρτες και όχι συστηματικά διατυπωμένες σε πολλά σημεία των κειμένων του,4
4
Η θεωρία περί ποιήσεως του Γιάννη Αποστολάκη μελετάται υπό το πρίσμα της «Ιστορίας των Ιδεών»
(History of Ideas, Geistesgeschichte), σύμφωνα με την οποία «ρεύματα», «συστήματα» και «θεωρίες»
κάθε εποχής έχουν τη δική τους συνεισφορά και όλα μαζί συλλειτουργούν. Η «Ιστορία των Ιδεών»
διατυπώθηκε από τον Arthur O. Lovejoy (1873-1962), καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Johns
Hopkins της Αμερικής (1910-1938), ο οποίος επεσήμανε και την εξέχουσα σημασία του ρομαντισμού
για την Ιστορία των Ιδεών (1941). Βλ. ενδεικτικά, Arthur O. Lovejoy, The Great Chain of Being: A
8
καθώς και η εφαρμογή αυτής της θεωρίας ως γνώμονα, ώστε να κριθούν ποιητικά
έργα αλλά και κριτικές προσεγγίσεις αυτών των έργων. Προέκταση της βασικής
υπόθεσης εργασίας υπήρξε η στόχευση της ψηλάφησης και ορισμένων ιχνών της
ενδελεχώς η διαδρομή της πρόσληψης αυτών των θέσεων μέσα στον χρόνο, αλλά για
του πρακτική.
ανήκουν στο γενικότερο γραμματειακό είδος του δοκιμίου με ισχυρή την κειμενική
σημαινόμενα των κειμένων, παρότι δεν προσπεράστηκε ασχολίαστη και η μορφή των
κειμενικών σημαινόντων, που σφραγίζεται από τον δημοτικισμό του συγγραφέα και
από την προσωπική του, ενίοτε λογοτεχνικής υφής, ιδιόλεκτο. Έγινε προσπάθεια
ένταξης των κειμένων στο ιστορικό τους συγκείμενο, με επίγνωση αφενός του ότι ο
Study of the History of an Idea, Cambridge - MA, Harvard University Press, 1936 (και σε πολλαπλές
επανεκδόσεις) ∙ Arthur O. Lovejoy, «The Meaning of Romanticism for the Historian of Ideas», Journal
of the History of Ideas, τ. 2, τχ. 3, Ιούνιος 1941, σ. 257–278 ∙ Arthur O. Lovejoy, Essays in the History
of Ideas, Baltimore – Maryland, The Johns Hopkins U. Press, 1948 (διαθέσιμο από 20.09.2019 στο:
https://muse.jhu.edu/book/67837) ∙ Elizabeth Millán Brusslan (επιμέλεια), The Palgrave Handbook of
German Romantic Philosophy, New York, Palgrave Macmillan, 2020 ∙ James A. Clarke, Gabriel
Gottlieb (επιμέλεια), Practical Philosophy from Kant to Hegel. Freedom, Right, and Revolution,
Cambridge, Cambridge University Press, 2021, κ.π.ά.
5
Για τη συνθετότητα και την εξελικτική διαμόρφωση του «ορίζοντα αναγνωστικών προσδοκιών», βλ.
Hans Robert Jauss, «Η ιστορία της λογοτεχνίας ως πρόκληση για τις γραμματολογικές σπουδές»,
στο: Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία μελετήματα, εισαγωγή – μετάφραση – επιμέλεια: Μίλτος
Πεχλιβάνος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1995, σ. 63-66.
9
στο άνυσμα ενός αιώνα, αφετέρου του ότι ο ανθρώπινος λόγος ως ετερογλωσσικός
ενσωματώνει υπό έναν κυρίαρχο τόνο αρκετές φωνές που διαλέγονται: υπάρχει αυτό
που σε πρωτογενές αναφορικό επίπεδο λέγεται, εκφέρεται λεκτικά, αλλά υπάρχει και
όπως αυτό οικοδομήθηκε από τον συγγραφέα τους, λόγω του ότι με αυτόν τον τρόπο
αναδεικνύεται και γίνεται εύληπτη η πορεία της σκέψης του Γιάννη Αποστολάκη.
Μετά την «Εισαγωγή» και στο πλαίσιο προσέγγισης των πρώιμων κειμένων του
θέση κατέχουν η κριτική του για το έργο του Γιάννη Καμπύση και οι απόψεις του
«Περί κριτικής», καθώς και η εκτενής βιογράφηση του Τόμας Καρλάυλ, που
αναπτύχθηκε από τις σελίδες του περιοδικού Κριτική και Ποίηση (1915-1919). Ακόμη
διατυπωμένες θεωρητικές θέσεις του Αποστολάκη για την ποίηση, ενώ ιχνηλατούνται
και ορισμένα πεδία κριτικής εφαρμογής των θεωρητικών του θέσεων. Στο Τρίτο
6
Βλ. ενδεικτικά, Βασίλης Αλεξίου, «Η γλώσσα του “άλλου” και το “άλλο” της γλώσσας: ένας
διάλογος για το εθνικό και το αλλότριο βασισμένος στην έννοια της “διαλογικότητας” της Σχολής του
Μπαχτίν». Ουτοπία, τχ. 35, Μάιος – Ιούνιος 1999, σ. 121-130 [ας σημειωθεί εδώ ότι οι μήνες έκδοσης
ελληνικών περιοδικών και εφημερίδων έχουν μεταγραφεί για λόγους διατήρησης ενιαίου ύφους της
εργασίας μας στην κοινή νεοελληνική, ενώ μεταφράστηκαν οι μήνες των ξένων περιοδικών και
εφημερίδων], καθώς και Χρυσή Καρατσινίδου, Η αναγέννηση του νοήματος. Ο Μιχαήλ Μπαχτίν και η
σύγχρονη πολιτισμική θεωρία, Αθήνα, Ίνδικτος, 2005.
10
Αποστολάκη, το Η Ποίηση στη ζωή μας (1923), στο οποίο αναπτύσσονται με
τραγούδι, ενώ, συλλήβδην, απορρίπτει το έργο του Κωστή Παλαμά, αλλά και των
ποιητικών και κριτικών ζητημάτων, τα οποία ο συγγραφέας έθεσε στο Η Ποίηση στη
ζωή μας.
συλλογών δημοτικών τραγουδιών. Στο συγκεκριμένο αυτό βιβλίο κρίνει αρνητικά τον
τρόπο εργασίας και την τελική διαμόρφωση των συλλογών του Σπυρίδωνος
Ζαμπέλιου και του Νικολάου Πολίτη. Συνεχίζει, κρίνοντας τις εκδοτικές εμφανίσεις
του τραγουδιού της «Αγιά Σοφιάς» (1939) και τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών
από την Ήπειρο του Παναγιώτη Αραβαντινού (1941), ενώ κατά τη δεκαετία του 1940
αναπτύσσει πιο εκτεταμένα τις απόψεις του για την αισθητική και καλλιτεχνική
εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (1950), βασικά όμως τμήματα του οποίου είχαν
1946. Το Τέταρτο Κεφάλαιο της εργασίας συγκεντρώνει τις θέσεις του Αποστολάκη
11
για το δημοτικό τραγούδι, όπως αυτές εκφράστηκαν με όρους χρονικής διαδοχής,
ανεξαρτήτως τού ότι ανάμεσα στις μελέτες του για το δημοτικό τραγούδι, ο
έργου, όσο και μελέτες στις οποίες ερμηνευτικά και αισθητικά κατέκρινε το έργο
ποίησης, που αντίστοιχα αποτελούν τα δύο βασικά τμήματα του βιβλίου Τα τραγούδια
μας (1934). Στη συνέχεια, γίνεται προσπάθεια να μελετηθεί η κριτική άρνηση που
εξέφρασε ο Αποστολάκης προς την ποίηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1936) και
προς την ποίηση του Κώστα Κρυστάλλη (1937), αφιερώνοντας στον καθέναν τους
από μία μονογραφία. Βάσιμα υποθέτουμε ότι ο Αποστολάκης ήθελε να γκρεμίσει τον
Βαλαωρίτη από το βάθρο του άξιου συνεχιστή του Σολωμού, στο οποίο τον είχε
τοποθετήσει μία πτυχή της λογοτεχνικής κριτικής, καθώς και να κατεδαφίσει τον
ακαδημαϊκό έτος 1935-1936 – από το 1926 έως το 1941. Σχολιάζονται τα θέματα των
λιγοστές μαρτυρίες για την παρουσία του και τον τρόπο του ως διδάσκοντος, ενώ
ανασύρονται και ορισμένα δείγματα των θέσεων, τις οποίες κατά καιρούς πήρε ο
Κεφάλαιο, σκιαγραφούνται ορισμένα ίχνη της κριτικής πρόσληψης των απόψεων του
12
Αποστολάκη, με στόχο να διαφανεί η συνθετότητα της δεξίωσης των θέσεών του,
τόσο από συγχρόνους του όσο και από μεταγενέστερους, ώστε ταυτόχρονα να
της διατριβής.
μοντέλων και μόνον από προσωπικές μας εκτιμήσεις για την ποίηση και τη
διαμορφώσει ένα θεωρητικό και κριτικό μοντέλο για την ποίηση, το οποίο συνδέεται
προσπάθεια της κριτικής να συλλάβει και να ανασυστήσει τον εσώτατο πυρήνα της
αποτελούν βασικούς άξονες του θεωρητικού λόγου και της κριτικής πρακτικής και
του Αποστολάκη.
7
Βλ. Umberto Eco, Ερμηνεία και Υπερερμηνεία, μετάφραση: Αναστασία Παπακωνσταντίνου, Αθήνα,
Ελληνικά Γράμματα, 1993 και Umberto Eco, Τα όρια της ερμηνείας, μετάφραση: Μαριάννα Κονδύλη,
Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2018.
8
Για το δοκίμιο και τα είδη του, βλ., ενδεικτικά, τα σχετικά λήμματα έγκυρων Λεξικών Λογοτεχνικών
Όρων, αλλά και ειδικότερη βιβλιογραφία: G. Dettanoi, «Éloge de l’ essai», Esprit, τχ. 8-9, Αύγουστος
– Σεπτέμβριος 1986, σ. 183-191 . A. J. Butrym (επιμέλεια), Essays on the Essay. Redefining the Genre,
13
Αποστολάκη αφενός απέχει από την υψηλόβαθμα αναλυτική, υφολογικά ξηρή και με
χρήση της μεταφοράς, της παρομοίωσης, ακόμη και της στίξης. Εάν, από την άλλη,
αξιοποιήσουμε την πρόταση των R. Scholes και C.H. Clauss, 9 θα καταλήξουμε στο
συγκεφαλαιώνει στοιχεία τόσο από το ποιητικό όσο και από το δραματικό αλλά και
απευθύνεται κυρίως στον εαυτό του και δευτερευόντως στον αναγνώστη (ποιητικό
δοκίμιο), κατά κανόνα ο συγγραφέας τοποθετείται μέσα στον χρόνο και το θέμα του
(αφηγηματικό δοκίμιο), ενώ σχεδόν πάντα, ο Αποστολάκης κινείται εντός του χώρου
14
έχοντας σκοπό να τον πείσει. Όπως πολλαπλά έχει υπογραμμίσει ο Παν. Μουλλάς,10
ο δοκιμιακός λόγος από τις αρχές του εικοστού αιώνα επανακαθορίζεται και βαθμιαία
εντάσσεται μετεξελιγμένος στο λογοτεχνικό αλλά στο και κριτικό πλαίσιο της
Όπως σωστά έχει επισημανθεί, «πριν από τις εξελίξεις του 20ου αιώνα στον
πρόθεσής τους, διυλισμένη από ποικίλα στάδια ψυχικής και λογοτεχνικής διεργασίας
προς επίτευξιν του Υψηλού και του Απόλυτου, συγκρότησαν τον βασικό και
καθοριστικό του γνώμονα. Το πώς αυτός ο γνώμονας κρίθηκε ή και αξιοποιήθηκε και
από άλλους μελετητές και κριτικούς είναι ένα ζητούμενο, του οποίου η προσέγγιση
γνώμονα και σε αυτά τα σημεία, κατά κύριο λόγο, στοχεύσαμε, εκπονώντας την ανά
χείρας διατριβή.
10
Παν. Μουλλάς, Η δέκατη μούσα. Μελέτες για την κριτική, Αθήνα, Σοκόλης, 2001.
11
K. M. Newton, «Εισαγωγή», στο: K. M. Newton (επιμέλεια), Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού
αιώνα. Ανθολόγιο κειμένων, μετάφραση: Αθανάσιος Κατσικερός – Κώστας Σπαθαράκης, Ηράκλειο,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013, σ. xxii.
15
1.3. Βιογραφικά στοιχεία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη12
Ο Γιάννης Αποστολάκης, του Μιχαήλ και της Χρυσαυγής, γεννήθηκε το 1886 στην
«πατέρα της ελληνικής λαογραφίας», του Νικολάου Πολίτη, και εξάδελφος των
Φώτου, Γιώργου, Άλκη και Λίνου Πολίτη. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην ιδιαίτερη
πατρίδα του και στη συνέχεια σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο
ίδιος ως προς την ημερομηνία λήψης του πτυχίου του έχει σημειώσει, και αυτό ως
δίπλωμα το πήρα στις 9 Ιουνίου 1905».14 Αυτό, όμως, σημαίνει ή ότι ο Αποστολάκης
εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο, ή ότι γεννήθηκε νωρίτερα από το 1886 (πάντως όλες οι
12
Βασικές εδώ πηγές μας υπήρξαν το βιογραφικό «σημείωμα» του ίδιου του Αποστολάκη (βλ.
«Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», Νέα Εστία, τχ. 491, Χριστούγεννα 1947, σ. 219-211), τα πολλαπλής
προέλευσης εγκυκλοπαιδικά και διαδικτυογραφικά λήμματα, που αναφέρονται σε αυτόν, καθώς και η
ληξιαρχική πράξη θανάτου του Γιάννη Μ. Αποστολάκη (παρατίθεται στη συνέχεια), την οποία είδαμε
και λάβαμε στις 19 Ιουλίου 2019, από την επίσκεψή μας στο Ληξιαρχείο του Δήμου Αθηναίων.
13
Βλ. ενδεικτικά, Γεράσιμος Ζώρας, «Πριν από 100 χρόνια. Ο Γιάννης Αποστολάκης πτυχιούχος του
Πανεπιστημίου Αθηνών», εφ. Το Καποδιστριακό, (αριθμός φύλλου: 74) 15 Οκτωβρίου 2005.
14
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 210.
15
Στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του Γιάννη Μ. Αποστολάκη (βλ. παρακάτω), αναγράφεται ότι ο
αποβιώσας στις 3 Απριλίου 1947 ήταν «ετών 62». Υποθέτουμε ότι θα είχε γεννηθεί στις αρχές του
1886 (δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί η ακριβής ημερομηνία γέννησής του), δηλαδή κατά την
ημερομηνία του θανάτου του θα είχε κλείσει τα 61 χρόνια ζωής και «θα περπατούσε» στο 62 ο έτος.
Ίσως να ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Δημοτικό Σχολείο το 1891, μαζί με τους γεννηθέντες του έτους
1885. Επειδή τότε ήταν ένδεκα τα συνολικά χρόνια φοίτησης σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση (τέσσερα χρόνια η στοιχειώδης εκπαίδευση, τρία χρόνια το Ελληνικό Σχολείο ή
Σχολαρχείο και τέσσερα χρόνια το Γυμνάσιο), ο Γιάννης Αποστολάκης θα μπορούσε να εγγραφεί στη
Φιλοσοφική Σχολή το νωρίτερο το 1902. Ωστόσο, επειδή και τότε, όπως και σήμερα, ο ελάχιστος
χρόνος φοίτησης για τη λήψη πτυχίου ήταν τα τέσσερα έτη, θα πρέπει να γράφτηκε στη Σχολή
νωρίτερα από το 1902. Από το Μητρώο Εγγραφών της Φιλοσοφικής Σχολής, που βρίσκεται στο
Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκύπτει ότι ο Γιάννης Αποστολάκης ενεγράφη στη
16
Από το 1908 έως το 1911 και με υποτροφία του Πανεπιστημίου Αθηνών,
συνεχίζει με σπουδές φιλολογίας και φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια της Ιένας και του
(Wilamovitz, Schulze, Meyer, Vahlen, Diels, Riehl, Simmel, Stumpf κ.ά.), οι οποίοι
αρχαίας γραμματείας ειδικά, αλλά και της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας
γενικότερα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία, σφυρηλατεί δεσμούς
του Γιάννη Αποστολάκη, τουλάχιστον σε κάποια φάση της περιόδου των σπουδών
στη Γερμανία, δεν ήταν ούτε γαλήνια αλλά ούτε και αδιατάρακτη.17 Πάντως, με
(καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), αρνείται σθεναρά την
Φιλοσοφική Σχολή στις 7 Οκτωβρίου 1900 (!). Συμπερασματικά, θα λέγαμε ή ότι ήταν παιδί-θαύμα ή
ότι είχε γεννηθεί πριν από το έτος 1886, ωστόσο από την έρευνά μας δεν προέκυψε ότι γεννήθηκε
νωρίτερα από το φερόμενο ως έτος γέννησής του. Ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση την κ. Αρτέμιδα
Λυκιαρδοπούλου για την προσφορά και τη βοήθειά της κατά την έρευνά μου στο Ιστορικό Αρχείο του
Πανεπιστημίου Αθηνών κάτω από δύσκολες συνθήκες.
16
Βλ. Ρένα Σταυρίδου – Πατρικίου, «Ανέκδοτες επιστολές του Γ. Σκληρού στον Γ. Ν. Πολίτη. Από τις
“παλιές καλές μέρες της Ιένας” στην “ανίερον πραγματικότητα” της βιοπάλης στην Αίγυπτο»,
Μνήμων, τόμος 7, 1978-1979, σ. 18-45.
17
Σε επιστολή του Γ. Σκληρού προς τον Γ. Ν. Πολίτη, η οποία γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 1910 στην
Πετρούπολη της Ρωσίας, διαβάζουμε: «Με λυπεί η ψυχική κατάσταση του Αποστολάκη, την αιτία της
οποίας εντελώς αγνοώ και αν δεν είναι μυστικό, θάθελα να την ξέρω». Βλ. Ρένα Σταυρίδου –
Πατρικίου, «Ανέκδοτες επιστολές του Γ. Σκληρού στον Γ. Ν. Πολίτη. […]», Μνήμων, τόμος 7, ό.π., σ.
43.
18
Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 204-209.
17
ευστάθεια των υποθέσεων ως προς τις ψυχικές διακυμάνσεις του αδελφού του και
σημειώνει:
συναδέλφων Ιατρών είχε άμεσον αντίληψιν ότι η σωματική και ψυχική υγεία του
αδελφού μου ήτο τοιαύτη και τοσαύτη ώστε πάντες οι ερχόμενοι εις επαφήν μετ’ αυτού
ιδία δε οι μαθηταί του ήντλουν πραγματικώς ζωήν και αισιοδοξίαν, υφιστάμενοι την
12 Ιουνίου 1913 δίδει τον επί διδακτορία όρκο του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχοντας
καταθέσει εναίσιμο διδακτορική διατριβή, της οποίας το θέμα ήταν «Το καλόν παρά
εξέδιδε και διηύθυνε (μαζί με τους Σπύρο Αλιμπέρτη και Γεώργιο Ν. Πολίτη) το
περιοδικό Κριτική και Ποίηση. Από το 1918 έως το 1926 εργάστηκε ως ταξινόμος στο
του κατεξοχήν για εκείνη την εποχή ανώτατου ιδρύματος, το οποίο προωθούσε μέσω
19
Γεώρ. Αποστολάκης, «Το “Αφιέρωμα Αποστολάκη”», Νέα Εστία, τχ. 494, 1 Φεβρουαρίου 1948, σ.
189. Εφεξής, στα παρατιθέμενα αποσπάσματα διατηρείται η ορθογραφία και η στίξη τού/τἠς
συγγραφέα, αλλά προτιμάται το μονοτονικό σύστημα.
20
Βλ. Γιώργος Αράγης, Ανθολογία της Νεοελληνικής Λογοτεχνικής Κριτικής, Αθήνα, Σοκόλης, 2019, σ.
504.
18
της γλωσσικής ανοχής των διδασκόντων του τον δημοτικισμό στην εκπαίδευση 21 –,
θέση από την οποία αφυπηρέτησε, για να συνταξιοδοτηθεί, το 1941. Η καθηγεσία του
αιμορραγία στο σπίτι του, στην Αθήνα (επί της οδού Μακένζι Κινγκ 22 10), την
21
Βλ. Κώστας Γαβρόγλου, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Χάιδω Μπάρκουλα, Το Πανεπιστήμιο Αθηνών
[1837-1937] και η ιστορία του, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σ. 217.
22
Πρόκειται για τη σημερινή οδό Λυκαβηττού, η οποία εκκινεί από τη διασταύρωσή της με την
κεντρική οδό Ακαδημίας και αφού διασταυρωθεί με τις οδούς Σόλωνος και Σκουφά, απολήγει στην
περιοχή του Κολωνακίου. Όπως μαθαίνουμε από ανάρτηση του Νίκου Σαραντάκου - «Δρόμοι που
(δεν) αλλάζουν όνομα»: από 26.04.2014 στην ιστοσελίδα https://left.gr/news/dromoi-poy-den-
allazoyn-onoma -, η οδός ονομάστηκε Μακένζι Κινγκ το 1946, αλλά αργότερα (μετά τον θάνατο του
Γιάννη Μ. Αποστολάκη) επανήλθε και θεσμικά η παλαιότερη και έως σήμερα ισχύουσα ονοματοθεσία
της.
19
Εγγραφή του Γιάννη Αποστολάκη στη Φιλοσοφική Σχολή: 7 Οκτωβρίου 1900 [από
20
Ληξιαρχική πράξη θανάτου του Γιάννη Μ. Αποστολάκη [ακριβές αντίγραφο από το
21
1.4. Βασικές πηγές – Εργογραφία Γιάννη Μ. Αποστολάκη
βασικές πηγές της εργασίας μας και θα διερευνηθούν εκτενώς στη συνέχεια, είναι τα
σ. 248-250.
1911, σ. 49-50.
γνωριμιά με τον Γκαίτε), τχ. 3, Μάιος 1915, σ. 69-85 ( = ΙΙΙ. Στην Ερημιά), τχ. 4,
Ιούνιος 1915, σ. 120-130 ( = IV. Δόξα), τχ. 5-6, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1915, σ.
22
131-154 ( = V. Φλυαρίες και VI. Η Γερμανία), τχ. 7, Μάιος 1916, σ. 195-205 (=
Επίλογος).
1919, σ. 298-359.
* Γιάν. Μ. Αποστολάκης, «Μία προσθήκη», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, Ιούλιος
1919, σ. 385-386.
Γράμματα, τχ. 3, 15 Ιουλίου 1927, σ. 120-121. [Απόσπασμα από το Η Ποίηση στη ζωή
μας]
Κοντομαρής, 1929.
[χ.ε.], 1936.
23
* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, Θεσσαλονίκη,
[χ.ε.], 1937.
1939].
Αθήναις, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας Α. Ε., 1950 (τρία
κεφάλαια του βιβλίου δημοσιεύτηκαν κατά τα έτη 1945 και 1946 σε τεύχη του
περιοδικού Πολιτική Επιθεώρησις (βλ. εδώ, κεφ. 3.4), ενώ ολόκληρη η μελέτη
24
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ]
έτη 1910, 1911 και 1912, ο πρόλογος της μελέτης του για τον Καρλάυλ, που
απόψεις στο κείμενό του «Η κριτική» (1919), που συνοδεύτηκαν και από «Μία
Προσθήκη» (1919), συγκροτούν ένα υλικό, από το οποίο αναδύονται και η θεωρία
του συγγραφέα για την ποίηση αλλά και κριτικές του θέσεις για το έργο ποιητών.
Εκτός από τα τέσσερα κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στον Νουμά, και το «Αντί
προλόγου» της μελέτης για τον Καρλάυλ, που δημοσιεύτηκε στα Γράμματα, τα
Γιάννης Αποστολάκης εξέδιδε μαζί με τον Σπύρο Αλιμπέρτη και τον Γεώργιο
θεωρητικές θέσεις για την ποίηση και κριτικές θέσεις για το έργο ποιητών, οι οποίες
23
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», καθώς και το ανυπόγραφο
«Βιογραφικό σημείωμα [για τον Γιάννη Μ. Αποστολάκη]», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 210, 212. Για
μία μεστή σκιαγράφηση των ιδεολογικών και αισθητικών συντεταγμένων του περιοδικού, βλ. Παν.
Μουλλάς, «Ιδεαλισμός και κριτική: μερικές οριοθετήσεις», στον τόμο: Όψεις της λαϊκής και της λόγιας
νεοελληνικής λογοτεχνίας. 5η Επιστημονική Συνάντηση αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη,
Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1994, σ. 65-69 (ΕΕΦΣ, Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας, Παράρτημα 5).
25
θα αποκρυσταλλώνονταν εναργέστερα στο κατοπινό του βιβλίο Η Ποίηση στη ζωή
μας (1923).
Αισθητικές απόψεις του Αποστολάκη για την Τέχνη, ενδεχομένως και για την
ποίηση, εικάζουμε ότι μπορεί να εκφράστηκαν και στη διδακτορική του διατριβή,
της οποίας μέχρι στιγμής μόνον ο τίτλος είναι γνωστός: Το καλόν παρά Καντίω.
Παρά τη σχετική μας προσπάθεια το κείμενο της διατριβής δεν κατέστη έως σήμερα
αρχεία του ΑΠΘ, δεν εντοπίστηκε υπόμνημα δημοσιευμάτων του ούτε αντίτυπα των
δεν κρίθηκε από εκλεκτορικό σώμα, για να γίνει καθηγητής της «Νεώτερης
αλλά διορίστηκε το 1926, ύστερα από ομόφωνη πρόταση της εισηγητικής επιτροπής,
κείμενο της διατριβής δεν εντοπίστηκε, παρά την έρευνά μας, ούτε στα αρχεία του
ΕΚΠΑ. Από τον τίτλο της διδακτορικής διατριβής υποθέτουμε βάσιμα πως
Αισθητικής. 25 Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Φιλοσοφικής Σχολής, που έγινε
ανέφερε:
24
«Βιογραφικό σημείωμα», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 212.
25
Βασικές σχετικές πληροφορίες αντλούνται και από το μελέτημα του Γεράσιμου Ζώρα «Πριν από
100 χρόνια. Ο Γιάννης Αποστολάκης πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Αθηνών», ό.π.
26
Εκ των υπό κρίσιν κατά το παρελθόν πανεπιστημιακόν έτος εναισίμων επί διδακτορία
λεκτικός χαρακτήρ» εγένετο παμψηφεί δεκτή παρά της Σχολής, η δε του κ. Ιωάννου Μ.
Αποστολάκη «Το καλόν παρά Καντίω» εγένετο δεκτή επίσης παρά πάντων των
Θα ήταν ενδιαφέρον να ξέρουμε τους λόγους εξαιτίας των οποίων ο καθηγητής της
διατριβή του Αποστολάκη, αλλά προς στιγμήν μάς λείπουν τα τεκμήρια της
στη συνεδρία της 12ης Ιουνίου 1913 και βάσιμα συμπεραίνουμε ότι η υποστήριξη της
διατριβής του έγινε κατά το ακαδημαϊκό έτος 1911-1912. Πάντως, έχουμε την
πληροφορία ότι ο Αποστολάκης δεν είχε περί πολλού τη διδακτορική διατριβή του
και ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν την υπεράσπισε ούτε την εξέδωσε, όπως
τα άλλα βιβλία του, με αποτέλεσμα σήμερα να μην ανευρίσκεται ούτε στο αρχείο
Αντίθετα μ’ ό,τι άλλο είχε γράψει [ενν. ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης], δεν υπολόγιζε
καθόλου τη διδαχτορική του διατριβή «Το καλόν παρά Καντίω», που είναι άγνωστη
26
Βλ. και Γεράσιμος Ζώρας, «Πριν από 100 χρόνια. Ο Γιάννης Αποστολάκης πτυχιούχος του
Πανεπιστημίου Αθηνών», ό.π.
27
Βλ. [Ανυπόγραφο], [λήμμα] «Ευαγγελίδης Μαργαρίτης», στο: Πάπυρος – Larousse, τόμος 21, σ. 58∙
Φίλιππος Ηλιού – Πόπη Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900, Αθήνα, Βιβλιολογικό Εργαστήρι
«Φίλιππος Ηλιού» / ΕΛΙΑ, 2006, 1885: λήμματα 403, 964 / 1886: λήμμα 175 / 1888: λήμμα 634 /
1892: λήμμα 387 / 1893: λήμμα 344 / 1899: λήμμα 995 / 1900: λήμματα 46, 1056. Βλ. ενδεικτικά, και
Γ. Μ. Βιζυηνός, Στους δρόμους της λογιοσύνης. Κείμενα γνώσης, θεωρίας και κριτικής, φιλολογική
επιμέλεια: Παν. Μουλλάς, επιλεγόμενα – υπόμνημα: Βενετία Αποστολίδου – Μαίρη Μικέ, Αθήνα,
ΜΙΕΤ, 2013, σ. 33-83, 743.
27
και δε βρίσκεται ούτε στο αρχείο της Φιλοσοφικής Σχολής. Εξηγούσε πως την έγραψε
στην ωριμότητά του,31 έκανε και απόπειρες λογοτεχνικής συγγραφής. Μία από αυτές
Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας τίποτε άλλο δεν ακουότανε, παρά του ρολογιού ο
χτύπος τικ τακ, που μου φαινότανε τα βήματα του χάρου που πλησιάζει.
Μα νιωμένος πως μια στιγμή δεν μένει κανένας ήσυχος απ’ την ιδέα του χάρου,
που ώς και μέσα στο δωμάτιό σου έχει στήσει τη φωλιά του, άπλωσα το χέρι ν’
28
Μα μόλις τ’ άγγισα, άκουσα μια πένθιμη και παραπονετικιά φωνή που μού
χτυπάω, και δε μ’ αφήνουν ποτέ να σταματήσω . αχ κ’ εγώ ζητάω τη σιγαλιά και την
Από τότες άρχισα να τ’ αγαπάω το ρολόι, γιατί ξάνοιξα μέσα του ένα πλάσμα
ΒΑΡΔΟΣ 33
θεμελιώδη θέματα τόσο της φιλοσοφίας όσο και της ποίησης.34 Θα υποστηρίζαμε,
μάλιστα, ότι «Το παράπονο του ρολογιού», στο οποίο δεν ενσωματώνεται ρητή
αναφορά στο όνομα ή στη θεωρία κάποιου φιλοσόφου, διέπεται από την εσωτερική
33
Βάρδος [= Γιάννης Αποστολάκης], «Το παράπονο του ρολογιού», Ο Νουμάς, τχ. 77, 4 Ιανουαρίου
1904, σ. 2.
34
Για τις σύνθετες σχέσεις της φιλοσοφίας με την ποίηση, βλ. και Στέλιος Βιρβιδάκης, «Ποίηση και /
ως φιλοσοφία», Ποιητική, τχ. 15, Άνοιξη 2015, σ. 127-178.
29
συναντά κανείς συχνά και ρητές αναφορές σε οικεία θέματα και προβλήματα
φιλοσοφικής υφής, η ίδια η οργανική σύνθεση μορφής και περιεχομένου, φανερώνει τις
ιδέες που βρίσκονται στον πυρήνα της έμπνευσης, μέσα από την ανάπτυξη και τη
Γιάννη Αποστολάκη να εκκινεί από το μερικό και συγκεκριμένο και να τείνει προς το
αναδύεται και από τις ωριμότερες και μεταγενέστερες από «Το παράπονο του
Για το βιβλίο αυτό αξίζει να μιλήση κανείς πλατύτερα αφού ο συγγραφέας του σ’ αυτό
35
Στέλιος Βιρβιδάκης, «Ποίηση και / ως φιλοσοφία», ό.π., σ. 136.
36
Αθανάσιος Χ. Μπούτουρας, Φιλολογία – Εκπαίδευσις – Κοινωνική μόρφωσις. Το καθήκον της
Πολιτείας προς το Πανεπιστήμιον και ιδία την Φιλολογικήν Σχολήν, Εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ.
Σακελλαρίου, 1910.
37
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Μια κριτική», Ο Νουμάς, τχ. 414, 28 Νοεμβρίου 1910, σ. 248-250.
38
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Μια κριτική», Ο Νουμάς, τχ. 414, ό.π., σ. 248.
30
Θεωρεί, επομένως, το βιβλίο άξιο κριτικού σχολιασμού, παρότι από τη βιβλιοκρισία
του αναδύεται η αντίθεσή του τόσο προς βασικές θέσεις του συγγραφέα όσο και
Αποστολάκη για τις προβαλλόμενες στο βιβλίο θέσεις, όσο η ανίχνευση γενικότερων
απόψεών του για την κριτική και την επιστήμη, απόψεις οι οποίες αναπτύχθηκαν
διαμορφωθεί από το αρχικό στάδιο της θεωρητικής και κριτικής παρουσίας του:
Όμως αντίς ο συγγραφέας με περισσότερα λόγια και με αυστηρή κριτική να μπη στην
εξέταση των εργασιών της σχολής και να μας δείξη την ξεραΐλα και τη γύμνια από
πνευματικά προβλήματα που βασιλεύει εκεί μέσα – και έτσι θα μας έπειθε τουλάχιστο
πως αν και αυτός δεν έχει φθάσει ακόμα σε σταθερές ιδέες και λαγαρισμένες για τα
τέτοια ζητήματα, όμως το θετικό μέρος τής δουλειά του δε θα είταν παρά μονάχα
πως πρέπει να είναι ελεύθερη, πως πρέπει να χωρίζεται από την πράξη, πως η
φιλοσοφία δεν εχτιμιέται στην Ελλάδα κτλ. Δηλαδή θέλω να πω πως δε χρειάζονται σε
μια τέτοια κριτική μελέτη μονάχα γενικότητες και οι συνηθισμένες επικριτικές ιδέες
παρά πρέπει η κριτική μπαίνοντας και ξεψαχνίζοντας τις λεπτομέρειες της ζωής μας να
μας δείχνη πιο ζωντανά τις πνευματικές ανάγκες και έτσι να βοηθάη στη γιατρειά τους,
Είναι σαφές ότι ο Αποστολάκης θεωρεί ότι η κριτική επιτελεί με συνέπεια τον ρόλο
της, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι λειτουργεί «ξεψαχνίζοντας τις λεπτομέρειες» και
39
«Μια κριτική», Ο Νουμάς, τχ. 414, ό.π., σ. 249.
31
όχι όταν απλώς περιορίζεται στον χώρο της γενικόλογης εμφαντικής καταγγελίας. Η
μελέτη του όλου έργου του και ανεξαρτήτως τού αν θα συμφωνήσει κανείς με τις
θέσεις του και με τον απόλυτο τρόπο που εκφράζονταν αυτές οι θέσεις ή αν θα
απόψεις του. Δεν αξιοποίησε ως μοχλό της κριτικής του μόνον τους γενικούς
αφορισμούς . προσπάθησε ήδη από την εκκίνηση της πνευματικής του πορείας να
θεμελιώσει τον κριτικό και θεωρητικό του λόγο στο έδαφος του συγκεκριμένου και
διακριβωμένου και αυτό πρέπει να του το πιστώσουμε, παρότι είναι σαφές ότι σε
αρκετά σημεία του θεωρητικού του μορφώματος έσφαλε, ενώ, επιπρόσθετα, αδίκησε
Ο δημιουργός επιστήμονας για ένα έθνος είναι φυτό σπάνιο όπως και ο καλλιτέχνης .
και τέτοιοι πρωτότυποι επιστήμονες χρειάζουνται για να πιάση ρίζα και σε μας η
επιστήμη, που η ίδια η ζωή τους θα τους γεννάη τα προβλήματα τα επιστημονικά, και
που γι’ αυτούς επιστήμη θα εσήμαινε ζωή και όχι ξεφύλλισμα βιβλίων και απαρίθμηση
βιβλιογραφίας και εύρεση μέσου όρου στις διάφορες γνώμες των ξένων επιστημόνων.
Σ’ ένα έθνος που έχει τέτοιους επιστήμονες η επιστήμη είναι ζωντανός παράγοντας και
της όπως δείχνεται και στο ρητό του Ευριπίδη «όλβιος όστις της ιστορίας έσχε
μάθησιν, μήτε πολιτών επί πημοσύνας40 μήτ’ εις αδίκους πράξεις ορμών, αλλ’
40
Η επικρατέστερη μορφή του κειμένου με βάση τις προτάσεις των κλασικών φιλολόγων αποδίδει τη
λέξη ως «πημοσύνην». Ο Αποστολάκης μεταφέρει εδώ τη λέξη σε αιτιατική πτώση πληθυντικού
αριθμού, αλλά το συγκεκριμένο ζήτημα για το δικό μας θέμα δεν έχει βαρύνουσα σημασία.
32
αθανάτου καθορών φύσεως κόσμον αγήρωπη τε συνέστη χώθεν χώπως. τοις δε
ελέγξιμη η άποψή του, η οποία, όπως βλέπουμε όμως, είχε διαμορφωθεί από την
έναρξη της κριτικής και επιστημονικής του πορείας42 και εξηγεί έως έναν βαθμό και
τον τρόπο με τον οποίο ο Αποστολάκης εργάστηκε, και το αποτελούμενο από τον
Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι «κέντρον εργασίας» του, και το ότι τιτλοφόρησε
το πιο γνωστό βιβλίο του, πιστεύοντας πως «η ίδια η ζωή […] γεννά τα προβλήματα
Την έλξη του από τα έργα μεγάλων ανδρών, στα οποία το υπαρξιακό
υπογράφοντας το 1911 ως Γ. Α. και ένα κριτικό κείμενο για το βιβλίο του Φαίδωνος
41
«Μια κριτική», Ο Νουμάς, τχ. 414, ό.π., σ. 249. Μία επί λέξει μετάφραση του αποσπάσματος του
Ευριπίδη είναι η εξής: «Ευτυχισμένος είναι εκείνος που έμαθε να ερευνά συστηματικά, χωρίς να
επιδιώκει συμφορές για τους πολίτες και χωρίς να επιδίδεται σε άδικες πράξεις, αλλά νιώθοντας την
αγέραστη ομορφιά τής αθάνατης φύσης, με ποιον τρόπο αυτή δημιουργήθηκε και για ποιον σκοπό και
πώς ακριβώς. Σε τέτοιους ανθρώπους ποτέ δεν προσκολλάται η φροντίδα για αισχρές πράξεις».
42
Κατά τούτο, η γενικά ορθή παρουσίαση του έργου του Αποστολάκη από τον Βασίλειο Λαούρδα στο
αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας (βλ. Βασ. Λαούρδας, «Ο ποιητής και ο ερμηνευτής», Νέα Εστία,
τχ. 491, ό.π., σ. 188-203) δεν ευστοχεί, όταν χαρακτηρίζει τα πριν από τη μελέτη για τον Καρλάυλ
κείμενα του Αποστολάκη «δευτερώτερα αρθρίδια» (Λαούρδας, ό.π., σ. 189), χωρίς περαιτέρω
σχολιασμό.
33
Κουκουλέ Περί των παρά Σοφοκλεί γνωμών (1911).43 Στον «Πρόλογο» του βιβλίου
διαβάζουμε:
Μόνον άνδρες υπό μεγάλων ιδεωδών εμπνεόμενοι, διάνοιαι αδραί και φωτειναί
από των διδαγμάτων του παρελθόντος παν διά τους ομοφύλους ωφέλιμον αντλούσαι
και ευρέως το μέλλον ενός λαού επισκοπούσαι, αυταί μόνον ηδύναντο να δεσμεύσωσι
τους συγχρόνους και να γένωνται αληθείς διδάσκαλοι και λύται των υψίστων
τω στόματι των δρώντων προσώπων ρήματα βραχέα και βαθειών εννοιών μεστά, δι’
ων παρείχον τοις ακροαταίς είτε τα πορίσματα της πείρας ανδρών παλαιοτέρων επ’
αρετή και παιδεία διαλαμψάντων, είτε γνώμας ιδίας εις γενικώτατα και ύψιστα
Φαίδωνος Κουκουλέ, γιατί πιστεύει ότι ο φιλόλογος οφείλει να έχει αίσθηση της
σύγχρονής του πνευματικής ζωής και ως προς αυτήν να αξιοποιεί ως οδηγό το έργο
των μεγάλων συγγραφέων του παρελθόντος, χωρίς να εγκλείεται στον χώρο ενός
43
Γ. Α., «Ζωή κ’ Επιστήμη», Ο Νουμάς, τχ. 457, 27 Νοεμβρίου 1911, σ. 642-644. Η πληροφορία ότι ο
Γ. Α. είναι ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης αντλείται από το αφιέρωμα της Νέας Εστίας (τχ. 491, ό.π., σ.
212) σε αυτόν, βλ. και «Παράρτημα» στο: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας,
Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 1991, σ. 345.
44
Φαίδων Ι. Κουκουλές, Περί των παρά Σοφοκλεί γνωμών, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Π. Α.
Πετράκου, 1911, σ. 4.
34
Το βιβλίο έχει 33 σελίδες και είναι απαρίθμηση των γνωμών που απαντώνται
στο Σοφοκλή. Δηλαδή ο συγγραφέας του δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ξεφυλλίσει το
Σοφοκλή, νάβρει τις γνώμες του και να τις γράψει σ’ ένα άλλο χαρτί που το εξέδωκε
έπειτα για βιβλίο. Το βιβλίο θα μπορούσε να γίνει μια σελίδα αν εσημείωνε μονάχα τις
παραπομπές και θα χρησίμευε τότε κάλλιστα στην ιδιαίτερη του συγγραφέα εργασία αν
είχε τίποτα καλύτερο να φτιάξει. Για ποιο λοιπόν σκοπό γράφτηκε το βιβλίο αυτό; Το
μόνο σκοπό που θάχε το βιβλίο θα είτανε να χρησιμέψει για συλλογή ρητών, σαν και
κείνα τα βιβλία που ’ναι σωρό στη Γερμανία και που έχουν τα ρητά των μεγάλων
συγγραφέων των Γερμανών και που απ’ αυτά αντλούν τις σοφίες τους οι περσότερες
Γερμανίδες.45
δική του πούχει είναι, ότι και στην αρχή και στο μέσο και στο τέλος μακράς ρήσεως ο
Σοφοκλής μεταχειρίζεται τις γνώμες. Ακριβώς η εργασία αυτή δείχνει πως του
συγγραφέα λείπει εκείνο που θέσαμε μεις ως το κυριότερο προσόν του φιλολόγου,
μίλησαν μονάχα νεκρά βιβλία σ’ ένα αντικείμενο που έχει φωνή [προφανώς εννοεί τον
ότι έχει συνυπογράψει τη διακήρυξη του «Αδερφάτου της Δημοτικής» υπέρ της
45
Εμμέσως πλην σαφώς, από τη διατύπωση ξεπροβάλλει η αντίληψη του Αποστολάκη για την
κατωτερότητα των γυναικών, η οποία θα επιβεβαιωθεί και σε άλλα σημεία της εργασίας μας.
46
Γ. Α., «Ζωή κ’ Επιστήμη», Ο Νουμάς, τχ. 457, ό.π., σ. 643.
47
Βλ. Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 212 και «Παράρτημα» στο: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη
ζωή μας, ό.π., σ. 345-346.
35
δημοτικής γλώσσας,48 ορισμένες διατυπώσεις της οποίας υποθέτουμε βάσιμα ότι τον
εξέφραζαν:
Για τη Δημοτική, την Εθνική γλώσσα θα δουλέψει το Αδερφάτο. […] Το Αδερφάτο δεν
με αδύναμες συνήθειες – για το σκοπό του. Θα είναι στη γνώμη του σκληρό. Στις
σφαίρες τις αψηλές όπου το ζήτημα είναι για την Αλήθεια, μόνη πρέπει ν’ ακούγεται
κείμενο, που δημοσιεύτηκε το 1912 στον Νουμά και συνυπογράφεται από τους
αρχικά σημειώνουν ότι το «να γράφεις θέατρο είναι σήμερα της μόδας»,51
επισημαίνουν:
48
«“Το Αδερφάτο της Δημοτικής”. Προς τους οπαδούς κ’ εργάτες της ιδέας, Α΄ Προκήρυξη», Ο
Νουμάς, τχ. 420, 23 Ιανουαρίου 1911, σ. 49-50.
49
«“Το Αδερφάτο της Δημοτικής”. Προς τους οπαδούς κ’ εργάτες της ιδέας, Α΄ Προκήρυξη», Ο
Νουμάς, τχ. 420, ό.π., σ. 50.
50
Το εξώφυλλο του περιοδικού επιμελήθηκε το 1913 ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης (1887 -
1968), βλ. Δημήτρης Πικιώνης, Κείμενα, πρόλογος: Ζήσιμου Λορεντζάτου, επιμέλεια: Αγνή Πικιώνη,
Μιχάλης Παρούσης, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 52014, σ. 292.
51
Σ. Αλιμπέρτης, Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο “Αρχισυντάχτης” (Κριτική και Ψυχολογική ανάλυση)», Ο
Νουμάς, τχ. 483, 23 Ιουνίου 1912, σ. 355.
36
Τα πρώτα δράματα του κ. Ταγκόπουλου είταν ο θεατρικός αντίλαλος των άρθρων του
έργα του με τη ζωή του, κι ο κ. Ταγκόπουλος πλέκει τα δικά του με σκηνές και ιστορίες
που είδε στη ζωή του. Αυτό το έχει ο ίδιος ανεβάσει και σε θεωρία αιστητική μέσα σε
προλόγους δραματικών του έργων – και τ’ ονομάζει ρεαλισμό.[…] έργο Τέχνης, είναι
άλλο πράμα, κι άλλο η εξιστόρηση που διαβάζουμε στη φημερίδα ενός δράματος που
έγινε στη ζωή. […] δεν έφτιασε ο συγγραφέας πρόσωπα δραματικώς ζωντανά, ώστε ο
θεατής που τα πρωτογνωρίζει στη σκηνή, δίχως την προϋπόθεση ότι του είναι κι από τη
ζωή γνώριμα, να μπορεί να ενδιαφερθεί γι’ αυτά. Το ενδιαφέρο στον άνθρωπο το δίνει
υποδόριο σαρκασμό προς τον Ταγκόπουλο και προφανώς και προς άλλους
πραγματικά μεγάλοι συγγραφείς, όπως «ο Γκαίτες», και δεν εγκρίνουν την απλή
μεταφορά περιστατικών, που ο συγγραφέας «είδε στη ζωή του», όπως κάνει ο
παλαιά φιλία, η οποία συνδέει τους δύο κριτικούς με τον ίδιο ως πρόσωπο αλλά και
52
«Ο “Αρχισυντάχτης” (Κριτική και Ψυχολογική ανάλυση)», Ο Νουμάς, τχ. 483, ό.π., σ. 355, 356.
37
τους «ζωντανούς ανθρώπους»53 οι Αλιμπέρτης και Αποστολάκης, υπαινίσσεται τον
όχι ακόμη (το 1912) γραπτά και δημόσια διατυπωμένο αντιπαλαμισμό του
κλείνει με αφοριστικό τόνο, κατατάσσοντας τον εαυτό του σε εκείνους που δεν
Και οι δυο τους από τους πιο παλιούς φίλους και συνεργάτες του «Νουμά». Δέκα
χρονώνε φιλία και συνεργασία τους συδένει. Και φυσικά, τέτια φιλία είναι ανίκανοι και
χίλιοι ακόμα κριτικοί λίβελλοι ναν τη χαλάσουνε. […] Σήμερα, ακόμα, είναι μόδα να
βρίζουν τον Ψυχάρη και ν’ αρνιούνται τον Παλαμά. Κι ο «Νουμάς» δεν την ακολουθεί
και τούτη τη μόδα. Ώστε ο εκδότης του «Νουμά» και συγγραφέας του «Αρχισυντάχτη»
53
Το Όσοι ζωντανοί του Ίωνος Δραγούμη, ο οποίος ως «Ίδας» δημοσίευσε αρκετά κείμενα στο
περιοδικό Ο Νουμάς, είχε δημοσιοποιηθεί το 1911. Ενδεχομένως να είχε επηρεάσει τη
διαμορφωνόμενη περί τέχνης και ζωής θεωρία του Γιάννη Αποστολάκη.
54
[Δ. Π. Ταγκόπουλος], «Σημ. του “Νουμά”», Ο Νουμάς, τχ. 483, ό.π., σ. 358.
55
Βλ. Κυριάκος Ντελόπουλος, Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα. Νέα συμπληρωμένη έκδοση, ό.π.,
σ. 39, 156 . [Ανυπόγραφο], «Έργα του Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 212.
38
ρουμπρίκα «Φιλοσοφικές κουβέντες»,56 κρίνεται αντιρρητικά η Εισαγωγή εις το
ψευδώνυμο «Εσύ κ’ Εσύ» ως απάντηση στο «Εγώ και Συ» ανιχνεύεται μία κριτική
Απ’ όσα έγραψε στο περασμένο φύλλο ο κ. Μπουρνιάς για το βιβλίο του κ. Βαμβέτσου
φαίνεται πως πρώτα δεν το πολυκατάλαβε και δεύτερο πως η μεταφυσική του
ιδεολογία δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί απ’ την εμπειρική μέθοδο που βρήκε μπροστά
του.58
κριτικής διαμάχης, ενώ στο φύλλο 459 του Νουμά δεν υπάρχει άλλη βιβλιοκρισία
για τη μελέτη του Αλ. Βαμβέτσου, παρά μόνον αυτή που υπογράφεται με το
ψευδώνυμο «Εγώ και Συ». Ωστόσο, επειδή η Ελλάδα είναι «μικρό χωριό» και ο
υποκρυπτόταν υπό το ψευδώνυμο «Εγώ και Συ». Στα τεύχη 460 (18 Δεκεμβρίου
1911) και 461 (1 Ιανουαρίου 1912) του περιοδικού, δεν σχολιάζεται σε κάποιο
σημείο ως εσφαλμένη η αναφορά του «Εγώ και Συ» για τον «κ. Μπουρνιά» ως
56
Εγώ και Συ, «Φιλοσοφικές κουβέντες. “Η Εισαγωγή εις το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον” του κ.
Βαμβέτσου», Ο Νουμάς, τχ. 459, 11 Δεκεμβρίου 1911, σ. 681-683.
57
Βλ. Αλέξανδρος Β. Βαμβέτσος, Εισαγωγή εις το Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον των Ορθοδόξων,
Αθήναι, Τύποις Α. Ραφτάνη, 1911.
58
Εσύ κ’ Εσύ, «Φιλοσοφικές κουβέντες. Κριτική της κριτικής», Ο Νουμάς, τχ. 460, 18 Δεκεμβρίου
1911, σ. 696.
39
συγγραφέα της κριτικής «για το βιβλίο του κ. Βαμβέτσου». Ενδεχομένως να
χρημάτισε και υπουργός,59 αλλά από ό,τι προκύπτει, δεν ήταν οι Αποστολάκης και
Αλιμπέρτης. Κατά τούτο, δεν θα εξετάσουμε περαιτέρω την κριτική προς το βιβλίο
του Αλ. Βαμβέτσου και, επιπρόσθετα, προτείνουμε αυτή να μην εντάσσεται στην
εργογραφία του Γιάννη Αποστολάκη60 αλλά ούτε το «Εγώ και Συ» να εκλαμβάνεται
σαν φιλολογικό του ψευδώνυμο, μια και τουλάχιστον στο περιοδικό Ο Νουμάς δεν
Ο Σπύρος Αλιμπέρτης, ο οποίος, όπως έχει δειχτεί, συνδεόταν με τον κύκλο του
59
Το 1932, 1933 σε κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου διετέλεσε υπουργός και υφυπουργός
Δικαιοσύνης, καθώς και προσωρινός υπουργός Γεωργίας. Το 1947 σε κυβέρνηση του Δημητρίου
Μάξιμου διετέλεσε υπουργός Μεταφορών. Σημειωτέον ότι στο περιοδικό Κριτική και Ποίηση (τχ. 8-9,
Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1916, σ. 223-224) εντοπίζονται τέσσερα πεζοτράγουδα υπό τον γενικό τίτλο
«Παραλλαγές», των οποίων όμως ο συγγραφέας υπογράφει ως «Αλ. Μπουρνιάς».
60
Βλ. δειγματοληπτικά, «Έργα του Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 212.
61
Βλ. τις σχετικές αναφορές της Μαρίας Σ. Ρώτα, Το περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας (1911-
1919), διδακτορική διατριβή, Αθήνα, ΕΚΠΑ – Τμήμα Φιλολογίας, 1994. Η πλέον ενδιαφέρουσα για το
θέμα μας αφορά και τον μετέπειτα βασικό συνεργάτη της μεταξικής δικτατορίας Θεολόγο Νικολούδη:
«Φίλος του Σπ. Αλιμπέρτη, μεσολαβεί για τη συνεργασία του στα Γράμματα, και, στρατευμένος στα
1914, γράφει στον [Στέφανο] Πάργα: “Για τον Αλιμπέρτη τι μούγραψες; Μήπως για τις θεατρικές και
άλλες κριτικές; Δυστυχώς μαθαίνω, πως αυτός και οι γύρω του, τοιμάζουν δικό τους περιοδικό,
αυστηρότατης μορφής, σχέδιο που δεν τον αφίνει να συνεργασθή αλλού”». Βλ. Μαρία Σ. Ρώτα, ό.π.,
σ. 231. Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι στους «γύρω» του Αλιμπέρτη δεσπόζουσα θέση κατείχε
ο Γιάννης Αποστολάκης, ενώ το περιοδικό, για το οποίο κάνει λόγο ο Νικολούδης, δεν μπορεί παρά να
είναι το Κριτική και Ποίηση, το πρώτο τεύχος του οποίου εκδόθηκε την 1η Μαρτίου του 1915. Κείμενα
του Σπύρου Αλιμπέρτη στο αλεξανδρινό περιοδικό Γράμματα: «Λ. Μαβίλης», τχ. 13-14, 30 Απριλίου
1913, σ. 92-95 (αναδημοσίευση από τον Νουμά) / «Αντί προλόγου» [από κοινού με τον Γιάννη
Αποστολάκη], τχ. 21-24, 15 Ιουνίου 1914, σ. 500 / «Δ. Π. Ταγκόπουλου: - “Οι απόγονοι”, Ν. Ποριώτη:
- Η “Ροδόπη”, Psichari: - “Le crime du poète”», τχ. 21-24, ό.π., σ. 559-560.
40
πρόλογο της μελέτης του Γιάννη Αποστολάκη για τον Καρλάυλ. Το κείμενο
σημείωμα, που προηγείται του κειμένου του Αποστολάκη, επισημαίνει για τον
Είναι γραμμένος στην καθαρεύουσα, επειδή η εργασία αυτή γίνεται για ορισμένο
ανέλιξή του στον ακαδημαϊκό χώρο, γεγονός που τον ώθησε τη δεδομένη στιγμή να
εκφράσει τις θέσεις του στην καθαρεύουσα. Στη δημοσιευμένη τμηματικά στο
περιοδικό Κριτική και Ποίηση εργασία του για τον Καρλάυλ αξιοποιείται, όπως θα
δημοσιεύματά του.
62
Γιάννης Αποστολάκης, Σπύρος Αλιμπέρτης, «Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24,
ό.π., σ. 500-505.
63
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 500.
64
Τα κείμενά του γενικά γράφονται στη δημοτική, ενώ είναι πολύ χαρακτηριστική η κατοπινή
αναφορά του Αλέξανδρου Δελμούζου σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Ζάννα, αναφορά
σχετιζόμενη με τρεις καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: «Ο
Θεοδωρίδης, ο Τριανταφυλλίδης και ο Αποστολάκης και οι τρεις τους θα κάμουν τις παραδόσεις των
στη δημοτική, και στη δημοτική θα συνηθίσουν και τους μαθητάς των». Βλ. Ευάγγελος Παπανούτσος,
Αλέξανδρος Δελμούζος. Η ζωή του – επιλογή από το έργο του, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1978, σ. 107-109 και
Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και
σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), Θεσσαλονίκη, Εκδοτικός Οίκος
Αδελφών Κυριακίδη, 2009, σ. 72.
41
Σταχυολογώντας χαρακτηριστικά αποσπάσματα, ψηλαφίζουμε ορισμένα
σημεία της βιοθεωρίας του συντάκτη του κειμένου, τα οποία, κατά περίπτωση,
εξειδικεύονται και ως ειδικότερες θέσεις του για την τέχνη και την κριτική:
Εκείνο, το οποίον ζητούμεν όλοι εις τον κόσμον τούτον και δυστυχώς ελάχιστοι
αγώνες μας, οι πόνοι μας, τα όνειρά μας: όλη η ζωή μας διέρχεται εις την πάλην
κρησφύγετον στερεόν κατά της ορμής του χρόνου. Την συνήθη τραγωδίαν και
κωμωδίαν της ζωής τού ανθρώπου θα ηδυνάμεθα να παρατηρήσωμεν και εις την
προσπάθειάν του ταύτην. Άπειρος κατ’ αρχάς ζητεί βοήθειαν παρά των ομοίων του και
ολίγον εκ του εξωτερικού κόσμου εις τον εαυτόν του, όπου μη ταρασσόμενος πλέον υπό
του απατηλού θεάματος της εξωτερικής ζωής δύναται να ακούση την σιγανήν φωνήν
Εν συνόλω δ’ ειπείν ενώ η ζωή μας πρότερον εφαίνετο κυμαινομένη μεταξύ σκληράς
δηλαδή την ορθήν ελευθερίαν. διότι ελευθερία άνευ ανάγκης δεν είναι δυνατόν να
νοηθή. Διά της αποκτήσεως λοιπόν της πνευματικής μορφής εμφανίζεται ο άνθρωπος
Η διαφώτισις των διαφόρων περιστατικών του βίου, η εξέτασις του έθνους, της
γλώσσης, της εποχής δι’ ένα συγγραφέα γίνεται διά μόνον τον σκοπόν ότι ίσως ταύτα
65
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 501.
66
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 502.
42
συντείνωσι εις το να εκτιμήσωσιν την ιδιαιτέραν εμφάνισιν της περί ης ο λόγος
προσωπικότητος. Ακόμη και τα διάφορα έργα του κρινομένου συγγραφέως και ταύτα
δεν πρέπει να θεωρώμεν ως τον τελευταίον σκοπόν της εργασίας μας, αλλά μελετώντες
ζωντανόν κέντρον της εργασίας εξ ού προήλθον και άνευ της γνώσεως του οποίου
μόνα των ταύτα είναι disjecta membra67 ελλειπούσης της οργανικής συνδέσεως.68
Το κυριότερον ελάττωμα των ιδικών μας κριτικών είναι η έλλειψις όχι μόνον
Είναι το ελάττωμα το οποίον γενικώς δύναται κανείς ν’ αντιληφθή και εις την ζωήν
συμπυκνώσωμεν την ζωήν μας δίδοντες εις αυτήν ωρισμένην μορφήν. Απόπειραν
ονειροπόλων χωρίς ουδέποτε να ενεργήσωσι, και σκεπτικών [,] εις την πράξιν χωρίς η
Δια να αποκτήσωμεν και τον ελάχιστον καθαρόν πυρήνα χρειάζεται αγών αδιάκοπος.
Η δε νίκη δεν έρχεται πολύ ταχέως. Πικρία, απογοήτευσις, ανία, κούρασις δεν είναι
διόλου ενθαρρυντικά εις τον αγώνα μας αυτόν. Συχνάκις υποκύπτομεν παραμελούντες
πλέον πάσαν περαιτέρω προσπάθειαν, το δε ιδανικόν μας σκοτιζόμενον εις την θολήν
ατμοσφαίραν τής ματαιοδοξίας και προσποιήσεως. Χάος δε και σκότος επικρατεί εντός
67
Διάσπαρτα μέλη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στην εκδοτική των κειμένων, για να χαρακτηριστούν
τα κειμενικά «σπαράγματα», τα οποία έχουν διασωθεί από τη χειρόγραφη παράδοση.
68
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 503-504.
69
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 504, υποσημ. 7.
43
Ο άνθρωπος όμως όστις κατώρθωσε να είναι ειλικρινής έστω και αν η σκέψις
του δεν παρουσιάζει πρωτοτυπίαν επέτυχε την πλέον αξιοσέβαστον τοιαύτην . δεικνύει
τον εαυτόν του έχοντα πλέον σταθεράν αξίαν. Εις τους λόγους του πρέπει να πιστεύση
κανείς έστω και αν δεν τους παραδέχεται. Υπάρχει τέλος τάξις και αρμονία εντός του
από τον εξωτερικό κόσμο και για διαμόρφωση «ζωντανού κέντρου εργασίας», διά
θεωρίας που εμπεριέχει αποδοχή πρωταγωνιστικού ρόλου για την κριτική, εφόσον
στον οποίο παραπέμπει αρκετές φορές στο κείμενό του, τον Leopardi, Άγγλους
« […] μόνον ο Βύρων και ο Λαμαρτίνος δεν ήσαν κριτικοί, ένεκα τούτου απώλεσαν
44
Ο χαμηλός υφολογικά τόνος και η νηφάλια ματιά, που εμπεριέχουν αρκετές
πιθανότητες για σφαιρική και πολύπλευρη κριτική ανάγνωση των κειμένων, δεν ήταν
ποτέ το marque déposée της πνευματικής πορείας του Γιάννη Αποστολάκη, οπότε τα
συγκεκριμένα στοιχεία δεν ανιχνεύονται ούτε στα πρώιμα θεωρητικά και κριτικά του
και εντέλει πορείας του βίου δείχνει έναν σύνθετο πυρήνα με ιδεαλιστικές και
του ιδανικού, όπως τέθηκε από μείζονες φιλοσόφους του γερμανικού ιδεαλισμού σαν
τον Χέγκελ,74 τον Καντ75 (με τον οποίο ασχολήθηκε ο Αποστολάκης στη
διδακτορική του διατριβή) και αρκετούς νεοκαντιανούς76 διανοητές, αλλά και από
στοχαστές σαν τον βρετανό Τόμας Καρλάυλ, ο οποίος «ως λάτρης του τευτονικού
πολιτισμού, έκανε πολλά για να προκαλέσει στους Άγγλους θαυμασμό για τους
72
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 504, υποσημ. 8.
73
Βλ. τα βασικά για την πλατωνική φιλοσοφία στις ενδεικτικές μελέτες: Guy Cromwell Field, Ο
Πλάτων και η εποχή του. Μια μελέτη γύρω από τη ζωή και τη φιλοσοφία του 4ου αιώνα π.Χ.,
μετάφραση: Αντώνιος Η. Σακελλαρίου, Αθήνα, Γρηγόρης, 2000 (α΄ εκδ. 1972) ∙ Bernard
Williams, Πλάτων, η επινόηση της φιλοσοφίας, μετάφραση: Ε. Κεκροπούλου, Αθήνα, Ενάλιος, 2001 ∙
74
Βλ. ενδεικτικά, Παναγιώτης Θανασάς: «Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη. Georg Wilhelm Friedrich Hegel»,
στο: https://thanassas.gr/81_cogito.pdf .
Θεόδωρος Πενολίδης, Μέθοδος και συνείδηση, Αθήνα,
Μεταίχμιο, 2004 Peter Singer, Χέγκελ, μετάφραση: Μαρία Χαραλάμπη, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006
.
.
Θεόδωρος Πενολίδης (πρόλογος-εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια), C.W.F. Hegel: Κατευθυντήριες
γραμμές της Φιλοσοφίας του Δικαίου ή Φυσικό Δίκαιο και Επιστήμη περί του Κράτους. Σε επιτομή,
Αθήνα, Κρατερός, 2020 ∙ Χέγκελ, Πρόλογοι και Εισαγωγές, μετάφραση – ερμηνευτικά σχόλια:
Παναγιώτης Θανασάς, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021 κ.π.ά.
75
Για μία σφαιρική σύγχρονη εισαγωγή στον Καντ, βλ., μεταξύ πολλών άλλων, τον συλλογικό τόμο
Κωνσταντίνος Καβουλάκος (επιμέλεια – εισαγωγή – μετάφραση), Ιμμάνουελ Καντ: Πρακτικός λόγος
και νεωτερικότητα. Νέες προσεγγίσεις στην καντιανή φιλοσοφία, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2006.
76
Βλ. ενδεικτικά, Νίκος Αυγελής, «Καντ και νεοκαντιανοί», εφ. Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008,
Παναγιώτης Θανασάς, «Καντ, νεοκαντιανισμός και Πλάτων»,
http://n1.intelibility.com/ime/lyceum/?p=lemma&id=70&lang=1, κ.ά.
45
Γερμανούς».77 Η ροπή προς το απόλυτο και προς την εξιδανίκευση είναι, βέβαια,
sine qua non στοιχείο του ρομαντισμού,78 ενός ισχυρότατου πνευματικού ρεύματος
που σφράγισε τον δέκατο ένατο αιώνα και το οποίο φαίνεται να χαράχτηκε
ανεξίτηλα στη ρίζα της αισθητικής θεωρίας αλλά και της κριτικής πρακτικής του
Γιάννη Αποστολάκη: η δημιουργία του σολωμικού έργου και η ανόρθωση αλλά και
η επανεξέταση του δημοτικού τραγουδιού, οι δύο βασικοί πυλώνες τού έργου τού
που έδρασε, βέβαια, στο πλαίσιο του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα αλλά δεν
απολήξεις και κορυφώσεις αυτού του πνεύματος, σαν τον αισθητισμό, για
παράδειγμα, που προώθησε μια «τέχνη για την τέχνη» ως απότοκο αξίωμα μιας
77
J. Salwyn Shapiro, «Thomas Carlyle, Prophet of Fascism», The Journal of Modern History, τχ. 2,
Ιούνιος 1946, σ. 108: «As a devotee of the cult of Teutonism, Carlyle did much to spread admiration
for the Germans among the English».
78
Ο ιδεαλισμός, σύμφωνα με τον Berlin, δηλαδή η ένθερμη αφοσίωση στο ιδεώδες, αποτελεί εγγενές
χαρακτηριστικό στοιχείο του ρομαντισμού. Βλ. Isaiah Berlin, Οι ρίζες του ρομαντισμού, επιμέλεια:
Henry Hardy, μετάφραση: Γ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, Scripta, 2000, σ. 38.
79
Σύμφωνα με τη μαρτυρία τού Κ. Δ. Γεωργούλη (βλ. Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα
Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 205), ο Αποστολάκης «σε τελευταία ανάλυση» δεν ήταν παρά ένας
«ρωμαντικός».
80
Για τον αισθητισμό και τις ρομαντικές του ρίζες, βλ., μεταξύ άλλων, Ian Small (επιμέλεια), The
Aesthetes. A Sourcebook, London, Routledge, 1979 και Λένα Αραμπατζίδου, Αισθητισμός. Η
νεοελληνική εκδοχή του κινήματος, Αθήνα, Μέθεξις, 2012.
46
Αποστολάκη η αποκλειστική πρόσληψή του σαν διανοουμένου της «άρνησης», 81
αφετέρου εξηγείται έως έναν βαθμό η έλξη του από τη ζωή και το έργο του Τόμας
Καρλάυλ (1795-1881)82: αρνήθηκε και κατέκρινε σθεναρά τους ποιητές που δεν
ανταποκρίνονταν στο θεωρητικό και κριτικό μόρφωμα, που από το ξεκίνημα της
ποιητικά έργα που ανταποκρίνονταν σε αυτό (δηλαδή, ποιήματα του Σολωμού και
αποδεχόταν και επί της ουσίας υπηρέτησε και ως θεωρητικός και κριτικός της
λογοτεχνίας.
τον Γιάννη Αποστολάκη.85 Κεντρικός μας στόχος δεν είναι, βέβαια, η διακρίβωση
81
Βλ. Δημήτρης Τζιόβας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και ο τύπος του αρνητή-διανοούμενου στην
Ελλάδα», στο: Όψεις της λαϊκής και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας. 5η Επιστημονική Συνάντηση,
αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη, ό.π., σ. 37-55 και Παντελής Μπουκάλας, «Ο Γιάννης
Αποστολάκης, ένας διανοούμενος της άρνησης», εφ. Η Καθημερινή, ένθετο: Τέχνες & Γράμματα,
19.05.2019.
82
Για μία σφαιρική και εκσυγχρονισμένη προσέγγιση του έργου του Καρλάυλ, βλ. ενδεικτικά: Paul
Ekerry – Marylu Hill (επιμέλεια), Thomas Carlyle Resartus: Reappraising Carlyle’s Contribution to
the Philosophy of History, Political Theory, and Cultural Criticism. Madison, Fairleigh Dickinson
University Press, 2010.
83
Το ότι ο Αποστολάκης λειτούργησε προκρούστεια και αδίκησε πολλούς ποιητές, προσμετρώντας τη
λογοτεχνική αξία με γνώμονα την προκαθορισμένη θεωρία του, είναι, βέβαια, γεγονός, αλλά αυτό δεν
σημαίνει αυταπόδεικτα ούτε ότι ήταν ένας αρνητής των πάντων ούτε ότι και εμείς μέσα από την
παρούσα διατριβή αποδεχόμαστε ότι ο Αποστολάκης ήταν αμετανόητος αρνητής όλων.
84
Βλ. Δημήτρης Τζιόβας, «Ο ποιητής ως ήρωας και η σύγκρουση των παραδόσεων: Σολωμός,
Αποστολάκης, Carlyle», στο: Κοσμοπολίτες και αποσυνάγωγοι. Μελέτες για την ελληνική πεζογραφία
και κριτική (1830-1930), Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003, σ. 299-328.
85
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1, Μάρτιος 1915, σ. 19-
36 ( = Ι. Η δοκιμασία), τχ. 2, 1915, σ. 38-48 ( = ΙΙ. Η γνωριμιά με τον Γκαίτε), τχ. 3, 1915, σ. 69-85 ( =
ΙΙΙ. Στην Ερημιά), τχ. 4, 1915, σ. 120-130 ( = IV. Δόξα), τχ. 5-6, 1915, σ. 131-154 ( = V. Φλυαρίες και
47
πληροφοριών για τη ζωή και το έργο του πρώτου, αλλά η σκιαγράφηση θεωρητικών
λέει τα ακόλουθα: «Τ’ ωνόμασα το βιβλίο μου Ποίηση και Αλήθεια γιατί με τις αψηλές
τάσες υψώνεται πάνω από τη σφαίρα της ταπεινής πραγματικότητας» Και λίγο
παρακάτω προσθέτει «τα γεγονότα της ζωής μας δεν έχουνε αξία ενόσο είναι αληθινά
παρά ενόσο είχανε κάποια σημασία». Σύμφωνα λοιπόν με τη γνώμη αυτή τα γεγονότα
μονάχα όσο φανερώνουνε μια κάποια πνευματική αξία. […] Μόνο και μόνο γιατί
γίνηκε ένα πράμα δε φτάνει να το ανεβάση ώς τον κύκλο της προσοχής μας. Για να
ξεφύγη από την τυχαία πραγματικότητα που το γέννησε και να γίνη ιστορικό δηλαδή
αναγκαίο, το γεγονός πρέπει να κλείνη μέσα του τέτοια σημασία που η ψυχή μας
VI. Η Γερμανία), τχ. 7, 1916, σ. 195-205 ( = Επίλογος). Πέραν της βιογράφησης από τον Γιάννη
Αποστολάκη, για τη ζωή, το έργο και τις φιλοσοφικές κατευθύνσεις του Τόμας Καρλάυλ, βλ.
ενδεικτικά: Ian Campbell, Thomas Carlyle, London, Hamilton, 1974 ∙ George Alan Cate (επιμέλεια),
The Correspondence of Thomas Carlyle and John Ruskin, Stanford, Stanford University Press, 1982 ∙
Fred Kaplan, Thomas Carlyle, Ithaca, Cornell University Press, 1983 ∙ Jonathon C. McCollum,
"Thomas Carlyle, Fascism, and Frederick: From Victorian Prophetto Fascist Ideologue", Theses and
Dissertations (1439), Provo–U.S.A., Brigham Young University, 2007, αναρτημένο στο:
https://scholarsarchive.byu.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=2438&context=etd. ∙ David R. Sorensen,
«A failure of faith: Herbert Grierson, Thomas Carlyle, and the British Academy “Master Mind”
Lecture of 1940», British Academy Review, τχ. 21, Ιανουάριος 2013, σ. 39-43 ∙ Τόμας Καρλάιλ, Sartor
Resartus (Ο Ράφτης Ξαναραμμένος), εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: Χριστίνα Μπάμπου-
Παγκουρέλη, Αθήνα, Αμολγός, 2018 (βιογραφικά στοιχεία για τον Καρλάυλ παρέχονται στην
«Εισαγωγή», σ. 10-12.)
86
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, Ι. Η δοκιμασία», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1, ό.π.,
σ. 19.
48
Οι ρομαντικογενείς φιλοσοφικές ρίζες ενός «γερμανοθρεμμένου ιδανισμού» - στενά
λειτουργία της «ψυχής» αίρει τον άνθρωπο «πάνω από τη σφαίρα της ταπεινής
πραγματικότητας» - διαφαίνονται ήδη από τις πρώτες φράσεις της μελέτης του
Καρλάυλ, αλλά και κάθε διαμορφωνόμενος άνθρωπος έχει ανάγκη, ώστε να μάθει
αρχικά «να υπακούη» και βαθμιαία να κατανοήσει το (κατά τον Καρλάυλ, αλλά και
σύμφωνα με τον Αποστολάκη) ουσιαστικό νόημα του «Κόσμου και της Ζωής»:
Να εργάζεται ακούραστα και σιωπηλά, να, τι μάθαινε ο γιος από τον πατέρα του.
Πάνω απ’ όλα όμως το πιο σπουδαίο το δίδαγμα, να υπακούη. Υπακοή στη συνείδηση
τσουχτερό το κέντρισμα της στιγμής. Κ’ έτσι μπορούμε να ελπίσουμε πως σιγά σιγά θ’
ανατείλη στο νέον άνθρωπο η σκέψη πως Ζωή και Κόσμος δε σημαίνουν αιστήματα
της στιγμής και επιθυμίες αλλόκοτες, μα κάτι τι πιο στέριο και πολύ πιο βαθύ, που ή θα
είχε μοναχή της η ψυχή του τη δύναμη να το πλάση, ή κάποια άλλη ψυχή δυνατώτερή
87
Βλ. Δημήτρης Κόκορης, Φιλοσοφία και νεοελληνική λογοτεχνία. Πτυχές μιας σύνθετης σχέσης,
Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2015, σ. 139.
88
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, Ι. Η δοκιμασία», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1, ό.π.,
σ. 21-22.
49
Από απόψεις, όπως η άνωθι παρατιθέμενη, μπορούμε να εξηγήσουμε τόσο
τους λόγους, που οδήγησαν ορισμένους μελετητές αμέσως μετά τον Δεύτερο
γερμανικό Ρομαντισμό89 αλλά και πρόδρομο του φασισμού,90 όσο και το θεωρητικό
50
τραγουδιστής»91 υπό την έννοια ότι εξέφραζε ως ποίηση ό,τι τον συγκινούσε κατά
την περιπλάνησή του στον κόσμο των ιδεών, δεν μπορούσε και προφανώς και δεν
ήθελε να αποκολληθεί από το «τσουχτερό κέντρισμα της στιγμής», οπότε έδωσε και
φύσεως ιδεαλισμό, ενώ ο Νίκος Ζαχαριάδης 96 δεξιώνεται την παλαμική ποίηση σαν
επανάσταση.
κόσμο και την κοινωνική και χρονική συγκυρία, με δυο λόγια μία ιδεαλιστικής
χροιάς φιλοσοφία, διαμόρφωσαν τις θέσεις και του Καρλάυλ και του Αποστολάκη.
51
τάξεως και είναι μάλλον υπερβολικό τόσο ο Καρλάυλ όσο και ο έλληνας βιογράφος
του να συνδέονται με τον φασισμό. Το ιστορικό συγκείμενο του βίου και της
παρ’ όλο που από τα γραπτά του αναδύεται ένας ελιτισμός – αισθανόταν ότι
βρίσκεται πιο κοντά στον λαό παρά στην αριστοκρατία και την αστική τάξη της
εποχής του97 και, παράλληλα, το έργο του αφομοιώνεται και διαχέεται στην
ατμόσφαιρα των ιδεών του Μαρξ και του Ένγκελς. 98 Τηρουμένων των αναλογιών
97
Βλ. Zeev Sternhell, Ο αντι-διαφωτισμός. Από τον 18ο αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο, ό.π., σ. 333.
98
Βλ. Michael Löwy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους αντίποδες της
Νεωτερικότητας, μετάφραση: Δέσποινα Καββαδία, πρόλογος – επιμέλεια: Γιώργος Καραμπελιάς,
Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 21999, σ. 202.
99
Ευκαιρίας δοθείσης, μεταφέρουμε ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο από Συνεδρίαση της Φιλοσοφικής
(430/3-11-1938), το οποίο δείχνει το γενικότερο κλίμα της εποχής της μεταξικής δικτατορίας: Ο
γνωστών αριστερών φρονημάτων Χαράλαμπος Θεοδωρίδης αποκάλεσε τον Αποστολάκη «χαφιέ». Το
ότι δεν έδειξε μεταμέλεια και δεν ζήτησε συγγνώμη από τον Αποστολάκη για την ατεκμηρίωτη
κατηγορία συνάντησε την καθολική αποδοκιμασία των καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής.
Παραθέτουμε: «Την εν λόγω πληροφορίαν ανεκοίνωσα [ενν. ο Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Ιωάννης
Δ. Βογιατζίδης] εν Συνεδρία της Σχολής ένθα ο κ. Θεοδωρίδης οργισθείς είπεν “δεν ωμιλήσατε εις τον
κ. Υπουργόν περί της επιστημονικής μου αξίας αλλά περί κομμουνισμού ∙ όπισθεν του κομμουνισμού
υπάρχει ο επιστήμων αλλά το εκάματε αυτό διά να σώσετε την κιβωτόν σας ∙ εγώ ετίμησα την
Σχολήν”. Εις τούτο ο κ. Αποστολάκης απήντησεν ότι δεν έχει την γνώμην ότι ο κ. Θεοδωρίδης ετίμησε
τη Σχολήν, ότε ο κ. Θεοδωρίδης απεκάλεσε τον κ. Αποστολάκην “χαφιέ”, ότε διέλυσα την συνεδρίαν.
Μετά εκάλεσα εκ νέου την Σχολήν και υπέδειξα εις τον κ. Θεοδωρίδην ότι αι φράσεις του ήσαν
υβριστικαί και δι’ αυτήν την Σχολήν ην έπρεπε να ικανοποιήση προσθέσας ότι ο κ. Αποστολάκης
52
δημοσιεύτηκε κείμενό του στο θεωρητικό όργανο του «Τρίτου Ελληνικού
Πολιτισμού», στο περιοδικό Το Νέον Κράτος100 (μία και μόνη φορά αναφέρεται το
όνομά του και αυτή σε κείμενο του Πέτρου Ωρολογά101). Στο εν λόγω περιοδικό
γένει διανοούμενοι, ορισμένοι, μάλιστα, εκ των οποίων δεν ήταν φίλα προσκείμενοι
Σβορώνος, Νίκος Παππάς, κ.ά.). Μία πτυχή του περιοδικού ήταν προσανατολισμένη
Φιλολογία» (η έδρα του Νίκου Α. Βέη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είχε γνωστικό
Αποστολάκη από τις σελίδες του περιοδικού είναι μία ένδειξη για την ύπαρξη ή μη
έσπευσε να ζητήση συγγνώμην διότι εξήφθη και εξετράπη έναντι της Σχολής. Του κ. Θεοδωρίδη
εναντιωθέντος η Σχολή επέμεινεν εις την αποδοκομασίαν και εσυνεχίσθη η συνεδρία», βλ. Δημήτρης
Κ. Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον
αντικομμουνισμό του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του Εμφυλίου, Θεσσαλονίκη, University Studio
Press, 2021, σ. 44-46 (το παράθεμα στη σ. 46).
100
Βλ. Γιώργος Κόκκινος, Η φασίζουσα ιδεολογία στην Ελλάδα. Η περίπτωση του περιοδικού «Νέον
Κράτος» (1937-1941), Αθήνα, Παπαζήσης, 1984 ∙ Αννίτα Π. Παναρέτου, «Το περιοδικό “Το Νέον
Κράτος”», Τεύχη του Ε.Λ.Ι.Α., τχ. 3, Ιανουάριος 1993, σ. 129-168 ∙ Γιώργος Ανδρειωμένος, Η
πνευματική ζωή υπό επιτήρηση: Το παράδειγμα του περιοδικού “Το Νέον Κράτος”. Αναλυτικά ευρετήρια
κατά τεύχος, θέματα και συγγραφείς, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2010 ∙ Δημήτρης Κ.
Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον αντικομμουνισμό
του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του Εμφυλίου, ό.π., σ. 65.
101
Πέτρος Ωρολογάς, «Το πρόβλημα του θανάτου», Το Νέον Κράτος, τχ. 30, 29 Φεβρουαρίου 1940, σ.
405-409 (η αναφορά στον Γιάννη Αποστολάκη στη σ. 406).
102
Για αυτό το ζήτημα, βλ. και Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και η
πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940), τόμος Β΄, Αθήνα, Καστανιώτης, 2002, σ.
1050.
53
Επιστρέφοντας στη βιογράφηση του Καρλάυλ από τον Αποστολάκη,
αναλλοίωτο και ανθεκτικό στο πέρασμα του χρόνου, βαθύ και εσωτερικό, τονίζεται
Η ζωή μας στην Ελλάδα περνά σε μιαν αδιάκοπη και αβέβαιη πάντοτε προσαρμογή:
πάντα εξωτερικά φτιανόμαστε και διορθωνόμαστε, χωρίς να έχουμε κείνο που είναι η
ρίζα της καλής διόρθωσης, την πίστη δηλαδή την απόλυτη σε μια πράξη, σε μια σκέψη,
έμμεσα είτε άμεσα αναδύονται θεωρητικές απόψεις του βιογράφου για τη λειτουργία
Και για να μιλήσουμε πιο χεροπιαστά: ο Αμλέτος του Σαίκσπηρ ανήκει κυρίως στον
εσωτερικό, στον πνευματικό βίο του Σαίκσπηρ, ένα κομμάτι του κόσμου, που η
τεράστια πνευματική ενέργεια μόρφωσε σιγά-σιγά μέσα του με την ίδια μαζί
περιστατικά. Μια όμως και γραφτή ο Αμλέτος, δηλαδή μια και μετατοπιστή στον
εξωτερικόν κόσμο, χάνει την εσωτερική ανάγκη και γίνεται τυχαίο περιστατικό, καθώς
και τα άλλα περιστατικά του εξωτερικού κόσμου. Ξαναμπαίνει όμως πάλε στη σωστή
103
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, Ι. Η δοκιμασία», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1, ό.π.,
σ. 26.
54
του θέση και του εχτιμούμε την αναγκαιότητά του, άμα τονέ μελετήσουμε σαν
εσωτερικό δημιούργημα.104
Οπότε, μία βασική συνιστώσα του θεωρητικού και κριτικού λόγου του Αποστολάκη,
έργο του Σαίξπηρ, το οποίο ανήκει στον παγκόσμιο κανόνα, συγκροτείται από τα
επεξεργαστεί εσωτερικά και εξωτερικά στοιχεία. β) Για τον δέκτη του έργου (τον
κριτικό αλλά και τον αναγνώστη), αρχικά το έργο δεν είναι παρά «τυχαίο
περιστατικό του εξωτερικού κόσμου». γ) Μόνον όταν αυτό προσεγγιστεί από τον
δέκτη «σαν εσωτερικό δημιούργημα», δηλαδή μόνον όταν εξεταστεί και η βαθύτερη
απέληξε στη δημιουργία του έργου, μόνον τότε το έργο θα «ξαναμπεί στη σωστή του
Ο κριτικός είναι ο άνθρωπος που ένοιωσε μέσα του την ανάγκη που βρίσκεται
καλλιτέχνημα και για κάθε άλλο πνευματικό δημιούργημα, λεύτερο το δρόμο της
επιβολής του ανάμεσα στα εμπόδια που σωριάζει στη μέση τις πιο πολλές φορές η
στραβή μόρφωση και η προκατάληψη ή και τέλος η αποξένωση των ομοίων του από
ζητήματα τέτιας λογής. Ο κριτικός είναι σα να πούμε ο απόστολος της κίνησης της
πνεματικής. δεν αποδείχνει την ανάγκη του έργου του πνεματικού. προτρέπει μονάχα
104
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, Ι. Η δοκιμασία», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1, ό.π.,
σ. 28-29.
55
τους ομοίους του να το προσέξουνε, λεύτεροι και δίχως προκατάληψη, βέβαιος πως η
ανάγκη που φανερώθηκε μέσα σε κείνο θα επιβληθή και στο στοχαστικόν όμοιόν
του.105
Ο κριτικός, λοιπόν, είναι ένας προικισμένος πνευματικός άνθρωπος, που αφού έχει
νιώσει την εσωτερική ανάγκη του δημιουργού, συμβάλλει στην επιβολή του
επιχειρήματα («δεν αποδείχνει») αυτήν την ανάγκη και στους «ομοίους» του, δηλαδή
κατορθώσει να δικαιωθεί, άποψη η οποία ταιριάζει και στη δική του ζωή:
Γιατί τούτο έχουμε το πιο τρανό κατόρθωμα του ανθρώπου στη λιγόχρονη ζωή του: να
μπορέση και να έχη το θάρρος πετώντας κάθε γνώση και κάθε πληροφορία, που
έρχεται απ’ έξω, είτε από την κοινωνία είτε από τους μεγάλους άντρες, μόνος του ν’
αντικρύση τα τεράστια γεγονότα της ζωή του, που, μη χωρώντας σε καμμιά εξωτερική
εντύπωση, μόλις και μετά βίας καθρεφτίζουνται μέσ’ στην απέραντη της ψυχής
έχταση.106
105
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, ΙΙ. Η γνωριμιά με το Γκαίτε», Κριτική και
Ποίηση, τχ. 2, Απρίλιος 1915, σ. 43.
106
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, ΙΙΙ. Στην ερημιά», Κριτική και Ποίηση, τχ. 3,
Μάιος 1915, σ. 76.
56
Με αφορμή πάντα τον βίο του Τόμας Καρλάυλ, παραπέμπει ρητά στους σολωμικούς
υπαρξιακό και καλλιτεχνικό διακύβευμα που δίνει νόημα στην τέχνη και στη ζωή:
Η λέξη έχει τη φυσική τελειότητα που κανένας χρόνος δε μπορεί να της την αφαιρέση:
μένει πάντα ανέπαφη από κάθε του χρόνου δύναμη και χωρίς μαρασμό. Ο ποιητής και
η γύρω του φύση δεν υπάρχουνε πια κ’ όμως οι λέξες του «και μεσ’ στη σκιά, που
λιποθυμισμένος» έχουνε για την ψυχή μας τη φυσική νωπότητα μιας πάντα τωρινής
στιγμής, τόσο που ο δεύτερος στίχος να γεννά και παραίστηση ακόμα για την ακοή μας.
Καθώς η πράξη για τον άνθρωπο είναι ένα στενό πέρασμα σε κάτι εξωτερικό
γλυτώνοντάς τονε από το λαβύρινθο των στοχασμών, έτσι την ψυχή του ανθρώπου τη
λυτρώνει από τη βαριά ατμόσφαιρα η τέλεια έκφραση όντας κ’ η μοναδική της υπέρτατη
αμοιβή.107
απαραίτητο άξονα όχι απλώς της ζωής αλλά τόσο της «δίκαιης», κατά τη γνώμη του,
107
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, ΙV. Η δόξα», Κριτική και Ποίηση, τχ. 4, Ιούνιος
1915, σ. 124.
108
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, V. Φλυαρίες», Κριτική και Ποίηση, τχ. 5-6,
Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1915, σ. 140.
57
Έλεγχο και σάτιρα δεν μπορεί να κάνη το μικρό και φτωχό εγώ των συνειθισμένων
φιλόδοξων και τυχοδιωκτικών ανθρώπων, που δεν έχουνε μέσα τους καμιά στέρια
κακολογούνε. Οι ίδιοι έχουνε μεταβληθή σε μιαν αποθήκη από βρισιές, απ’ όπου με
μεγάλη ευκολία αντλούνε. Για τις άναρθρες και υστερικές κραυγές τέτιων ανθρώπων
μπορεί να λυπάται κανένας πιο πολύ, αν όχι ν’ αηδιάζη, ποτέ όμως να θυμώνη. Δεν
είναι τόσο εύκολο πράμα να έχης μεγάλη ηθική δύναμη μέσα σου, απ’ όπου να βγαίνη
πνευματικά δικαιωμένο όλον, εκφράζει και την άποψή του ως προς το ποιον θεωρεί
άξιο για τον χαρακτηρισμό «του καθαυτό ιστορικού», εμμένοντας σε ένα γνώρισμα
[…] το δύσκολο όνομα του καθαυτό ιστορικού θα το πάρη μονάχα κείνος, που
προχώρησε από την ιστορία του πολιτισμού στην περιγραφή του ανθρώπου, κείνος
δηλαδή, που μελετώντας όλα τα μερικά παρουσιάσματα του ανθρώπου είτε στη
θρησκεία, είτε στο δίκαιο είτε αλλού είχε τη δύναμη να ξαναπλάση απ’ όλ’ αυτά ένα
δηλαδή την αρχική της ψυχής μας πράξη, που χαραχτηρίζει και το σωστό ποιητή, που
109
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, V. Φλυαρίες», Κριτική και Ποίηση, τχ. 5-6, ό.π.,
σ. 138.
110
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, VI. Η Γερμανία», Κριτική και Ποίηση, τχ. 5-6,
ό.π., σ. 149.
58
Ενδεικτικό είναι και το κλείσιμο της πολυσέλιδης μελέτης, στο οποίο ο
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, θεωρεί την κριτική άρνηση λειτουργικό τρόπο για διάσωση
της ψυχής και μέσο για την κατάκτηση της ευτυχίας, δίνοντας ισχυρό υπόβαθρο στην
κατοπινή πρόσληψή του ως κριτικού της άρνησης, παρότι τον Σολωμό και ορισμένα
Άρνηση μεγάλη, θα πήτε, δείχνει ο Καρλάιλ, μα πώς μπορούσε χωρίς αυτή να σταθή
στη ζωή του; Πώς αλλιώς παρά αδιάκοπα χτυπώντας δεξιά κι αριστερά θα μπορούσε
να ξεκαθαρίση τον τόπο από κείνα τα αραχνοΰφαντα και μαγικά δίχτυα, που χωρίς να
το νοιώσουμε ξεπετιούνται από παντού στον κόσμο αυτό για να δεσμέψουνε την ψυχή
μας; Μα τότες κ’ η ευτυχία; Τα λόγια είναι γνωστά: «ο φιλών την ψυχήν αυτού
απολέσει αυτήν . και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον
φυλάξει αυτήν».112
111
Το «σχεδόν» στη διατύπωση της άποψης του Αλέξη Πολίτη υποβάλλει ακριβώς τον Σολωμό και
ορισμένα δημοτικά τραγούδια ως εξαιρέσεις κριτικής αποδοχής, όταν ο μελετητής διαπιστώνει «την
άρνησή του [ενν. του Γιάννη Αποστολάκη] για το σύνολο σχεδόν της νεότερης ελληνικής ποίησης».
Ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση τον καθηγητή Αλέξη Πολίτη, ο οποίος είχε την ευγένεια να μου
στείλει το κείμενο της εισήγησής του στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των
Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, στις 16 Μαΐου 2019. Η εκδήλωση πλέον
υπάρχει βιντεοσκοπημένη στο διαδίκτυο, βλ. Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα…”.
Γιάννης Μ. Αποστολάκης», στο: Αφιέρωμα στη μνήμη του φιλολόγου Γιάννη Αποστολάκη, Αθήνα,
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 16.05.2019:
https://www.youtube.com/watch?v=hOYiwc0tvkg&ab_channel=HellenicParliamentTV.
112
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, VII. Επίλογος», Κριτική και Ποίηση, τχ. 7,
Μάιος 1916, σ. 204.
59
2.3. Για τον Γιάννη Καμπύση
προς το έργο του συγγραφέα, αλλά η ανάγνωση του κειμένου καθιστά την υπόθεση
Γιατί βέβαια άνθρωποι σαν τον Καμπύση δεν μπορούνε να σταθούνε πρόγονοι. Ο
πρόγονος είναι νικητής του χρόνου κι αυτοί μόνο τη στιγμή δουλέψανε. Όσο για τους
απογόνους, έτσι όπως είμαστε, είναι αστείο να γίνεται λόγος. Πολύ αδύνατο είναι το
φως της μέρας μας, μόλις και βλέπουμε στα πόδια μας μπροστά. Πού δύναμη να
φωτίση τ’ απέραντο σκοτάδι μέσα στο μέλλο; Κι όμως ο Φάουστ βρήκε την υπέρτατή
113
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», Κριτική και Ποίηση,
τχ. 8-9, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1916, σ. 225-265.
114
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», ό.π., σ. 265.
115
Για τον νιτσεϊσμό του Γιάννη Καμπύση, βλ. πολλαπλές αναφορές στο: Παντελής Βουτουρής,
Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα: Παλαμάς – Νίτσε, Αθήνα, Καστανιώτης, 2006 και στο: Δημήτρης Ν.
Λαμπρέλλης, Η επίδραση του Νίτσε στην Ελλάδα. “Τέχνη” και “Διόνυσος”, Βλαστός και Καζαντζάκης,
Αθήνα, Παπαζήσης, 2009. Για μία σύγχρονη προσέγγιση στο έργο του Καμπύση, βλ. Ζαφείρης
60
κατόρθωσε με το έργο του να πετύχει κάτι ανάλογο, αφού δεν κατάφερε να ξεφύγει
από τον παλμό της «εποχής» του, όντας «μαζύ και το θύμα της κ’ η καταστροφή
της». 116 Είναι προφανές ότι ο Καμπύσης αποδομείται από «φιλολογικός πρόγονος»,
όχι για να αμαυρωθεί η μνήμη τού από χρόνια θανόντος, αλλά για να φανερώσει ο
ιδεολογική και λογοτεχνική παρουσία του Γιάννη Καμπύση, τονίζει για μία ακόμη
φορά τον φιλοσοφικής δόμησης θεωρητικό πυρήνα της πρακτικής του, τον οποίο έχει
Η σοβαρότητα όπου λέω εδώ πως λείπει είναι κείνη η αρμονία, που πρέπει να υπάρχη
του ανθρώπου με το έργο του, του σκοπού με τα μέσα, του ιδανικού με την πραγμάτωσή
του. Ένα ιδανικό μπορεί να μας φαίνεται άφταστο στην πραγμάτωσή του. Μα η στιγμή,
που φάνηκε τόσο μακρυνό από μας, ήτανε κ’ η στιγμή όπου έλαμψε περισσότερο το
φως του στα μάτια μας. Η στιγμή της μεγαλύτερης απελπισίας μας κλείνει μέσα της τη
στιγμή της λαμπρότερης ελπίδας μας. Το μάκρος του δρόμου δε χαλνά την αρμονία που
ζητούμε. […] Η αρμονία όμως δεν υπάρχει εκεί όπου ο άνθρωπος με τις ιδέες του, με
τις πράξες του φανερώνει πως τραβά άλλο δρόμο, από κείνον που θα τον πάη στο
ιδανικό του.117
Νικήτας, Η συμβολή του Γιάννη Καμπύση στο νεοελληνικό θέατρο, διδακτορική διατριβή,
Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Τμήμα Θεάτρου, 2020.
116
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», ό.π., σ. 226.
117
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», ό.π., σ. 227.
61
Συνεχίζοντας, υπογραμμίζει το – κατά την κρίση του – βασικό γνώρισμα της
σοβαρής κριτικής, το οποίο συνδέει με τη θετική του άποψη για τον κριτικό λόγο,
Ο Ροΐδης όσο και ο Πολυλάς ήτανε οι μόνοι άνθρωποι, που ζώντας σε μια εποχή πολύ
κατώτερή τους και παλεύοντας για ένα ανώτερο ιδανικό, που έφεγγε μέσα τους,
το οποίο και απορρίπτει, δεν παραλείπει και εδώ να συνδέσει την κριτική με την
ποίηση, σκιαγραφώντας εμμέσως πλην σαφώς και τον βασικό κριτικό άξονα των
Ποιητής λοιπόν δεν είναι κείνος που χτίζει αέρινα παλάτια, ούτε κανένα ιδιότροπο
πλάσμα, που του αρέσει πότε να κλαίη πότε να γελά, ούτε οι ποιητικές εικόνες είναι
στολίδια και παιχνιδάκια, που τα φτιάνει από αέρα η θαμαστή μηχανή του, η φαντασία.
Τα ποιήματά του είναι σημάδια πολύ αληθινώτερης ζωής, από κείνη που ζούμε εμείς,
με πόνους και με χαρές βαθειά ποτισμένες, που τη ζη μέσα σε μιαν απέραντη μοναξιά
κι αγνάντια στο άγνωστο, που το φως του τον καίει. Το ποίημα είναι η απαλλαγή από
κάτι που μας σφίγγει, είναι η καθαυτό λαλιά μας, είναι η γνωριμιά με το άγνωστο γύρω
μας. Και ποιος άλλος κοντά με τον ποιητή μπορεί να νοιώση το ποίημα έτσι σα
118
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», ό.π., σ. 230.
62
λυτρωμό, σα χαρά υπέρτατη, παρά κείνος όπου το ζητούσε στη ζωή του, παρά ο
κριτικός, ο άνθρωπος που ψάχνει μα που δεν έχει τη δύναμη και την τύχη να βρη;119
γενικότερη τοποθέτησή του και υπονοώντας, μεταξύ άλλων, και τον ποιητικό και τον
Είναι περιττός κάθε λόγος για ό,τι είναι κοινό σ’ όλους μας, για ό,τι φέρνουμε όλοι
μαζί μας από την κολυμπήθρα. Νοιαζόμαστε και φροντίζουμε μονάχα για ό,τι δεν
έχουμε, για ό,τι δε μπορούμε, για ό,τι ποθούμε. Ο κόσμος όπου ζούμε, είναι πάρα πολύ
πραγματικός. Υπάρχει ένα απόλυτο εδώ [η λέξη «εδώ» πλαγιώνεται από τον
συγγραφέα], που αμέσως μόλις ανοίξουμε τα μάτια μας νοιώθουμε την παρουσία του.
Κι’ αρχίζουν τότε να γεννιώνται ανάγκες και πόθοι, και μαζί μ’ αυτά αρχίζει κ’ η
καλυτερεύη την τύχη του. Την προσπάθεια αυτή τη δείχνει το έργο του καθενός, που δεν
βγαίνει καθόλου από ατομική διάθεση, παρά από την ανάγκη, γιατί η ζωή όπου ζούμε
εδώ δεν είναι όνειρο παρά κάτι πολύ πραγματικό. Μιαν αντιφεγγιά από το πραγματικό,
που μας αντικρύζει με το πρώτο άνοιγμα των ματιών μας, φανερώνεται στο έργο του
καθενός, που ίσα-ίσα γι’ αυτό γίνεται και το σπουδαιότερο σημάδι του ανθρώπου.121
119
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», ό.π., σ. 232-233.
120
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, Ιούλιος 1919, σ. 298-359.
121
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 340.
63
Επομένως, κατά τον Αποστολάκη, τα κοινά και τετριμμένα, αυτά που όλοι οι
άνθρωποι δυνάμει βιώνουν ή και σκέφτονται, δεν πρέπει να απασχολούν τον ποιητή
(και συνακόλουθα και τον κριτικό), ο οποίος δικαιώνεται μόνον όταν καλλιτεχνικά
ψυχή του. Ακριβώς σε αυτό το σημείο της θεωρίας του Αποστολάκη, δηλαδή στην
ανάδειξη της εσωτερικής ουσίας και της πνευματικής υπόστασης του δημιουργού και
του έργου και στην παράκαμψη των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους, ανιχνεύεται
Δεδομένων και των στοιχείων, που ήδη αναφέρθηκαν, και συγκρότησαν την
και πριν από την έκδοση του βιβλίου Η Ποίηση στη ζωή μας (1923), μπορούμε να
εξηγήσουμε την αρνητική κρίση του συγγραφέα για την ιδιαίτερα προβεβλημένη
τότε πνευματική παρουσία του Κωστή Παλαμά, κρίση στην οποία αφιερώνεται το
Τι κι αν έχει γράψει χιλιάδες στίχους, όταν παρουσιάζεται να του λείπη το θείο εκείνο
στοιχείο, όπου μονάχα μπορεί να ζήση η ψυχή του ποιητή, η ελευθερία; Σ’ αυτή σα σ’
122
Βλ. Wilhelm Dilthey, Η γένεση της Ερμηνευτικής, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: ∆. Υφαντής,
Αθήνα, Ροές, 2010. Βλ. και την αναρτημένη από 28.02.2012 βιβλιοκρισία: Κοσμάς Ρασπίτσος,
(Βιβλιοκρισία του:) «Wilhelm Dilthey: Η γένεση της Ερμηνευτικής, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια:
∆. Υφαντής (Αθήνα: Ροές 2010)», Κριτικά, 2012-01: http://www.philosophica.gr/critica/2012-01.html.
Για το πώς η συγκεκριμένη πρόταση του Ντίλταϋ επηρέασε μία πτυχή της ιστοριογραφίας ως προς τη
νεοελληνική λογοτεχνία, βλ. Μελέτης Μελετόπουλος, Η Δικτατορία των συνταγματαρχών. Κοινωνία,
Ιδεολογία, Οικονομία. Αθήνα, Παπαζήσης, 1996, σ. 246-247.
123
Βλ. Friedrich Ernst Daniel Schleiermacher, «Über die verschiedenen Methoden des Übersetzens»,
στο: Μ. Rössler & L. Emersleben (επιμέλεια), Kritische Gesamtausgabe, τόμος 11, Berlin & New
York, Walter de Gruyter, 2002, σ. 65-93.
64
αιώνιον ολογάλαζο και ξάστερον ουρανό αδιάκοπα υψώνεται ο ποιητής, ως που
χάνεται από τα μάτια μας: όπου αλλού στον ηθικό κόσμο δυσκολεύεται έτσι να
ταξιδέψη.124
δημοτικό τραγούδι (ιδίως το κλέφτικο) και αναφέροντας ρητά και τον Σολωμό, τη
θετική από πλευράς του πρόσληψη των δημιουργών που κατάφεραν να αποδώσουν
το πνευματικό μεγαλείο της εσώτερα διαμορφωμένης αλλά για τον κοινό άνθρωπο
«αόρατης Πατρίδας»:
Αν οι άνθρωποι του 21 παλεύανε για την ορατή πατρίδα μας στη γη απάνω, το ίδιο κι’
απέραντο βασίλειο του πνεύματος να ορίση τα όρια της αόρατης Πατρίδας μας.125
Ο Αποστολάκης, αφού για μία ακόμη φορά καθορίζει θεωρητικά το κατ’ αυτόν
ουσιαστικό νόημα της ποίησης, με αφορμή «Τα Παράκαιρα» του Παλαμά, που
θεωρεί ότι επιβεβαιώνουν την αρνητική κρίση του για τον συγγραφέα τους, παίρνει
θέση και στη διαχρονική διαμάχη καλλιτεχνών-κριτικών, εγκαλώντας επί της ουσίας
Το ποίημα είναι η ανώτερη ιδανική έκφραση ζωής, γέννημα και σημάδι υπέρτατης
εξιδανικευμένη, κ’ είναι η πλούσια και άξια αμοιβή που δίνει στους ανθρώπους η
Αλήθεια, όταν όλη τους η Ζωή ήταν μια αδιάκοπη ζήτησή της.126
124
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 317.
125
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 331.
126
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 353.
65
Οι άνθρωποι είναι πολύ απαιτητικοί. Αμέσως ζητούν να τους αποδείξη ο άλλος για
ποιο λόγο τούς αρνιέται, ό,τι βάλανε αυτοί με το μυαλό τους να είναι, ενώ το
τους, να ζητούν από τον ίδιο τον εαυτό τους την απόδειξη, που θα έπειθε και μας τους
άλλους για το δίκιο τους. Μα τέτιο πράμα δε συνειθίζεται εδώ. Κατηγορούμε με μεγάλη
προθυμία το διπλανό μας, πως είναι αυθαίρετος στην κρίση του για μας, και
λησμονούμε το χειρότερο πως εμείς οι ίδιοι είμαστε αυθαίρετοι στις αξίωσές μας.127
Όλα είναι περίφημα απάνω στο χαρτί. Μα δε λες και τίποτε για τη φτωχή μας τη ζωή
Θαυμάσιε ποιητή;129
παρουσιάσει τις θέσεις του για την ποίηση και την κριτική, θέσεις τις οποίες και στα
πρώτα του κείμενα είχε σκιαγραφήσει. Αυτό συντελέστηκε στο γνωστότερο βιβλίο
του, το οποίο εκδόθηκε το 1923 και είναι το Η Ποίηση στη ζωή μας.
127
Γιάν. Μ. Αποστολάκης, «Μία προσθήκη», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 385.
128
Βλ. ενδεικτικά, στο: «Μία προσθήκη», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 385: «“Βιβλία,
φυλλάδες, φύλλα σπαρτά πασπατευτά / θρασά από το μολύβι παντού σημαδευτά / ω ξεπαρθενεμένα
κορμάκια…” (Μην τρομάξη η λογία αναγνώστρια. Ο κ. Παλαμάς μιλεί για τα βιβλία, που τα
ξεπαρθενεύει με τις μολυβιές και με το διάβασμα. Ποιητική εικόνα μονάχα.)». [Η υπογράμμιση ανήκει
στον Γιάννη Αποστολάκη].
129
Γιάννης Αποστολάκης, «Μία προσθήκη», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 386.
66
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ]
To Η Ποίηση στη ζωή μας ως τίτλος βιβλίου131 υποβάλλει την πεποίθηση του
συγγραφέα για τον κεφαλαιώδη ρόλο της ποίησης – ας προσεχθεί και το κεφαλαίο
γράμμα «Π» της λέξης «Ποίησης» - ως άξονα της πολύπλευρης ανθρώπινης ύπαρξης.
βασικές θέσεις του Γιάννη Αποστολάκη ως προς την ποιητική θεωρία και την κριτική
πρακτική έχουν διατυπωθεί, όπως είδαμε, και σε προγενέστερα από την έκδοση του
έκδοσης που δυνάμει επιτρέπει την πλατύτερη πρόσληψη των απόψεών του από την
για το ποιητικό φαινόμενο γενικά, για την αξία του σολωμικού έργου και του
δημοτικού τραγουδιού, καθώς και για το έργο ορισμένων ποιητών, που κάλυψαν με
130
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, Αθήνα, [χ. ε.], 1923, σ. 325: «[…] έχουμε το
μεγάλο καλό να υπάρχη στη λογοτεχνία μας ένας αληθινός ποιητής: ο Σολωμός».
131
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π.
132
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., βλ. στο εξώφυλλο της έκδοσης. Βλ. και σε
μία από τις γνωστές ανατυπώσεις του βιβλίου: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας,
Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 1991, σ. 3.
67
την καλλιτεχνική παρουσία τους τη χρονική περίοδο από τα τέλη του δέκατου ένατου
συλλογιστικής πορείας από το γενικό προς το ειδικότερα, κατά την κρίση του
γράφοντος, ισχύον: στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου134 παρατίθενται γενικές και
φιλοσοφικής υφής και προδιάθεσης απόψεις του συγγραφέα για τη λογοτεχνία και τη
κανόνα και από καταθέσεις νεοελλήνων ποιητών. Στο τρίτο κεφάλαιο (τελευταίο και
σολωμικού έργου, συνδέοντας την ποιητική του θεωρία με την ποίηση του Σολωμού,
καταξίωσης, αλλά και με την ποίηση του Παλαμά, του Μαβίλη, του Γρυπάρη, και
καλύπτονται από τον αισχύλειο «μνησιπήμονα πόνο», είκοσι ένα χρόνια πριν από τη
λειτουργική και ποιητικά δικαιωμένη χρήση του από τον Γιώργο Σεφέρη στον
133
Βλ. ενδεικτικά, Φιλήμων Παιονίδης, Στοιχεία κριτικής επιχειρηματολογίας, Θεσσαλονίκη, Ζήτης,
2014.
134
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Εισαγωγή», Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 1-19.
135
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η Συλλογή», Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 20-92.
136
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ο Σολωμός», Η Ποίηση στη ζωή μας, Αθήνα [χ. ε.] 1923, σ. 93-327.
68
«Τελευταίο σταθμό».137 Ειδικότερα, ο Αποστολάκης προτάσσει και επιλογικά
επαναλαμβάνει τους στίχους 176-181 από την τραγωδία του Αισχύλου Αγαμέμνων:
θάμπωμα από ευκαιριακές λάμψεις δεν έχει πέραση, ένα πεδίο μελέτης και
υψηλού ανθρώπινου προορισμού. Ακριβώς μετά το μότο των στίχων του τραγικού
137
Το ποίημα «Τελευταίος σταθμός» του Γιώργου Σεφέρη, στο οποίο αξιοποιείται ο «μνησιπήμων
πόνος» από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, γράφτηκε στις 4 Οκτωβρίου 1944. Βλ. Γιώργος Σεφέρης,
Ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, 131981, σ. 215.
138
Σύμφωνα με τη μετάφραση της Καλλιρρόης Ελεοπούλου: «Έβαλε [ενν. ο Ζευς] τους θνητούς στης
φρονήσεως τον δρόμο, αυτός εκύρωσε τον νόμο “το πάθημα να είναι μάθημα”. Ακόμα και στον ύπνο
μας, μας στάζει στην καρδιά ο πόνος, που θυμίζει τα παθήματά μας, κι έρχεται, θέλομε δεν θέλομε, να
μας σωφρονίσει». Από το Θ. Κ. Στεφανόπουλος – Σταύρος Τσιτσιρίδης – Λένα Αντζουλή – Γιώτα
Κριτσέλη, Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Τόμος Πρώτος, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2002,
αναρτημένο στο:
https://www.greek-
language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=153.
69
Περισσότερο από κάθε άλλη μελέτη πολιτική, οικονομική, μας βοηθά η μελέτη των
ζητά και αν προσπαθεί να ζήση στον κόσμον απάνω σύμφωνα με τον προορισμό τού
ανθρώπου, που όλοι μας το μισοκαταλαβαίνουμε πως είναι κάτι πιο ψηλότερο και
Και όχι να πης γιατί στη λογοτεχνία μόνο ή σ’ ό,τι άλλο από συνήθεια κι’ από
λ.χ. και στη θρησκεία φανερώνεται ο υπέρτατος ρυθμιστής του προορισμού του
ανθρώπου, το πνεύμα, και λείπει τάχατες από παντού αλλού, παρά γιατί εδώ εύκολα δε
μπορεί να θαμπώση τα μάτια μας καμμιά ξαφνική λάμψη για να μας αφήση πιο ύστερα
σε πυκνότερο σκοτάδι.139
ζωή δεν είναι παρά ένα μάθημα στο πάθημα εδραιωμένο. Υποδεικνύει τη μεγάλη
ποίηση, όπως είναι αυτή του Αισχύλου, ως σηματωρό της πορείας του ανθρώπου
προς την ουσιαστική κατάκτηση της Ζωής. Εμμέσως πλην σαφώς, αναφέρεται στην
τους στίχους 174-175140 από το αρχαίο πρωτότυπο αλλά και δεν αναφέρει το όνομα
του Διός, τον οποίο εξυμνεί ο Αισχύλος), ενώ δεν αποφεύγει ορισμένες διατυπώσεις,
139
Γιάννης Μ. Αποστολάκη, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π. (1923), σ. 1.
140
Ζῆνα δέ τις προφρόνως ἐπινίκια κλάζων / τεύξεται φρενῶν τὸ πᾶν: Όποιος όμως σε μια επιτυχία του
υμνολογεί τον Δία, αυτός θα έχει την μεγάλη φρόνηση (μετάφραση: Καλλιρρόη Ελεοπούλου, βλ. ό.π.).
70
Απολύτου μέσω της Ποίησης. Ακριβώς πριν επαναλάβει τους στίχους 176-181 από
Περισσότερα να πω - δεν πάει. Ένα όμως ακόμα λέω σ’ όποιον με διαβάσει . κι’ αν το
έχει κι’ ο ίδιος νοιώσει ποτέ στη ζωή του θα με πιστέψη πως δεν έχω καμμιά διάθεση
ν’ αστειευτώ μαζί του – και θα με συχωρέση κι’ όλας αν βρη τις ιδέες μου να μην
αξίζουν τίποτε. Τι τρομερό πράμα, φίλε μου, και τι πόνος να μην είναι ποτές ο
άνθρωπος σίγουρος προτού έρθη η στιγμή και όταν αυτή παρουσιαστή να νοιώθης
παραδομένος βρίσκεσαι σ’ αυτήν. Η Ζωή στο βάθος είναι μάθημα – ποια χαρά και
ποια ελευθερία για τον άνθρωπο – όμως μάθημα που μόνο με πάθημα – τι θρήνος και
ποια τυραννία – μαθαίνεται καλά . κ’ έχει δίκιο ο Αισχύλος, η πιο αντρίκεια ψυχή μέσα
στους ποιητές, να υμνή τον τρομερό θεό, αδιάφορο το όνομα που φέρνει.141
Οι εσώτεροι πόθοι της ψυχής δικαιώνουν υπαρξιακά τον άνθρωπο, κατά τον
ότι μέσω αυτής εκφέρεται μία φιλολογική μελέτη) προσπαθεί να περιγράψει τον
βαθύτερο υπαρξιακό πυρήνα της λειτουργίας της ποίησης ως κεντρικού άξονα μιας
άξιας να βιωθεί ζωής, ενώ απορρίπτει ως απόρροια των απόψεών του για την
ουσιαστική σχέση ποίησης και ζωής και τους σοσιαλιστές, γιατί δεν έχουν υψηλά
141
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π. (1923), σ. 19.
71
Να πης πως σε κάνει να βλέπης και να μυρίζεσαι τυπωμένο χαρτί και να χαϊδεύης
ωραία βιβλία, καλύτερα τότε να γινόσουνα τυπογράφος, βιβλιοδέτης και όχι ποιητής .
να πης πως σου φέρνει χρήματα, πρέπει να είσαι μωρός, αν διάλεξες τα γράμματα για
μέσο χρηματισμού . να πης πως σου φέρνει τα χειροκροτήματα των θεατών των
ποιητικών έργων σου, Θεέ μου! καλύτερα να γινόσουνα τζουτζές σε τσίρκο παρά να
στον κόσμο και να κάνης θέατρο τον εαυτό σου με όλα τα κρυφά ελαττώματά του, ή να
πης πάλι πως σου φέρνει δόξα: να έλειπε η απόχτησή της, αφού σε κάνει ανήσυχο,
μήπως σ’ αφήσουν οι θαυμαστές σου, όπως το έπαθαν οι μεγάλοι της εποχής μας. Για
τέτοιους σκοπούς υπάρχουν και τ’ ανάλογα μέσα, καθιερωμένα πια από την πράξη . και
διάλεγε την ποίηση για το δρόμο, που θα τον έφερνε προς τα εκεί.
Στη μελέτη λοιπόν της λογοτεχνίας καμμιάν ύποπτη αξία δε θα κόψη το δρόμο
μας, κι’ αν πουθενά ξεπροβάλη, προδίνεται μόνη της, γιατί ποίηση θα πη έκφραση
πόθων ψυχής, και όπου αυτοί φανερώνουνται, λάμπει αλάκερος ο άνθρωπος από
αλήθεια. Η ανάγκη, η τρομερή αυτή ρίζα της ζωής μας, αυτή τους γεννά κι’ όχι
διάθεση και στενοχώρια του ατόμου, που εύκολα γιατρεύεται, γιατί ό,τι λείπει από το
ένα άτομο το έχει το άλλο και έτσι και τα δυο πορεύονται. Οι πόθοι όμως της ψυχής
δεν είναι έτσι περαστικοί . δε μοιάζουν τους αχνούς, που σκορπίζουνται στ’ άγγιγμα του
κρύου αέρα της χειμωνιάτικης αυγής, μόλις βγουν από το στόμα του ανθρώπου, σαν
τους στην ψυχή μας δεν ορίζεται από το γούστο και τη διάθεση του ατόμου. Όσο θέλει
μπορεί να φωνάζη ο σοσιαλιστής στον τόπο μας . ποτέ δε θα μας πείση για την ύπαρξη
72
ενός ιδανικού . στα μάτια του βλέπουμε μόνο τον τρόμο για την πείνα και τη λαχτάρα
για το φαΐ.142
που δεν ενέχει υψηλά πνευματικά ιδανικά, 143 ανιχνεύεται σε αρκετά σημεία των
συγγραφέας κατακεραυνώνει και τον Παλαμά, και την «ελεεινή τάξη των
“διανοουμένων”» και τον σοσιαλισμό αλλά και τον φεμινισμό (από όπου και
διαφαίνεται η πεποίθησή του για την κατωτερότητα των γυναικών) και τις
Βλάση Γαβριηλίδη (1848-1920), αλλά κυρίως κατακρίνοντας τον παλαιό του φίλο
από τον καιρό των σπουδών του στη Γερμανία,144 τον Γεώργιο Σκληρό (= Γεώργιος
1923, ένα εσωκειμενικό στοιχείο αποδεικνύει πως όταν έγραφε ο Αποστολάκης τις
παρακάτω γραμμές (το 1923, όχι νωρίτερα), οι Σκληρός και Γαβριηλίδης είχαν πριν
άμβλυνση της σκληρής κριτικής προς τον ιδεολογικό αντίπαλο λόγω θανάτου τού
142
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π. (1923), σ. 4. Οι επόμενες παραπομπές, στις
οποίες σημειώνεται μόνον ένδειξη σελίδας ή σελίδων, αναφέρονται στην πρώτη έκδοση του βιβλίου Η
Ποίηση στη ζωή μας.
143
Για το αν η πολιτική στράτευση μπορεί να δημιουργήσει υψηλή λογοτεχνία, βλ. δειγματοληπτικά,
Γιάννης Πάγκαλος, «Γκρύντερ Γκρας: Υψηλή λογοτεχνία και πολιτική στράτευση», The Athens
Review Of Books, τχ. 71, Μάρτιος 2016, σ. 28-30.
144
Βλ. Ρένα Σταυρίδου – Πατρικίου, «Ανέκδοτες επιστολές του Γ. Σκληρού στον Γ. Ν. Πολίτη. Από
τις “παλιές καλές μέρες της Ιένας” στην “ανίερον πραγματικότητα” της βιοπάλης στην Αίγυπτο»,
Μνήμων, τόμος 7, ό.π., σ. 21, 31, 41, 42, 43,45.
73
Όμως για την τύχη μας παρουσιάστηκαν ένα σωρό νέοι με φιλοδοξίες απέραντες και με
συνείδηση πέραν καλού και κακού145 και δημιούργησαν την ελεεινή τάξη των
«διανοουμένων», που όσο πάει και μεγαλώνει, αφού ο μεγάλος αρχιερέας των
γραμμάτων ο Παλαμάς είναι έτοιμος να βαφτίση ποιητές εν ονόματι της Ιδέας όλα τα
μωρά της «Διάπλασης»146 και τους κακούς μαθητές των γυμνασίων. Αυτοί από τη μια
αυτό το είδος. Και έτσι μόνοι μας με τα ίδια τα χέρια μας θα σκάβουμε σιγά-σιγά το
λάκκο μας.
και 16 χρόνια πάνω-κάτω, όταν πρωτοφάνηκε του Σκληρού «το Κοινωνικό μας
έτσι την κίνηση, που να έφερνε την τόνωση στο σύνολο και όχι το ξεχαρβάλωμα. Αν
όλοι οι λόγιοι τότε μ’ επί κεφαλής τον πιο κούφιο και αλαφρό της εποχής του, τον
145
Ενδεχομένως, εδώ έχουμε έμμεση αναφορά στο έργο του Νίτσε Πέρα από το καλό και το κακό του
έτους 1886. Βλ. Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας,
Θεσσαλονίκη, Πανοπτικόν, 2012.
146
Το περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, το οποίο απευθυνόταν σε παιδιά και εφήβους, άρχισε να
εκδίδεται το 1879. Βλ. Βίκυ Πάτσιου, Η Διάπλασις των παίδων 1879-1922, Αθήνα, Καστανιώτης,
1995.
147
Ο Αποστολάκης προφανώς συμφωνούσε με την απόφαση του Ινστιτούτου της Γαλλίας (= η Γενική
Συνέλευση των πέντε Ακαδημιών της χώρας): το 1910 με 90 ψήφους υπέρ και 52 κατά αποφασίστηκε
«πως καμία γυναίκα δεν θα εκλεγόταν ποτέ ως μέλος του». Βλ. Londa Schiebinger, Ο νους δεν έχει
φύλο; Οι γυναίκες στις απαρχές της νεωτερικής επιστήμης, μετάφραση: Κατερίνα Αραμπατζή, Αθήνα,
Κάτοπτρο, 2006, σ. 57-58.
148
Γ. Σκληρός, Το κοινωνικόν μας ζήτημα, Αθήναι, [χ. ε.], 1907. Ενδεχομένως, η αντιρρητικότητα του
Γιάννη Αποστολάκη προς τις ιδέες του Σκληρού να ενδυναμώθηκε από το γεγονός ότι Το κοινωνικό
μας ζήτημα (χωρίς το τελικό –ν στον επιθετικό προσδιορισμό) επανεκδόθηκε το 1922: Γ. Σκληρός, Το
κοινωνικό μας ζήτημα, Αθήναι, Εκδόσεις Σοσιαλιστικού Κέντρου, 21922.
74
Γαβριηλίδη, δεν έχασκαν μπρος σε ό,τι ξένο και καινούργιο, δεν θα έπιαναν έτσι
εύκολα στον τόπο μας οι σοφίες του Σκληρού. […] Γιατί κι’ ο Κωνσταντινίδης να μη
φωνάζη για το σοσιαλισμό, μήπως τους εμπόδιζε κανείς αυτούς να φωνάζουν λίγο πριν
για τον υπεράνθρωπο του Νίτσε, ή μήπως από καμμιά σκέψη φωνάζουν τώρα και για
ζητούσε κι’ αυτός στη φιλονικία απάνω τούς δικούς τους τίτλους, τι θα του δείχνανε;
Αχ! Πώς η μνήμη κάνει τον άνθρωπο δειλό και ανήμπορο να πη μια φορά όχι. Αλλά
μπορεί να μ’ ερωτήση κανείς: «πώς; Δεν έπιασε ο σοσιαλισμός και στον τόπο μας; Δεν
έχουμε απεργίες, εργατικά ζητήματα;». Βέβαια, συμφωνώ . κάτι έπιασε στον τόπο και
διαδόθηκε πολύ στα τελευταία χρόνια, όμως δεν είναι ο σοσιαλισμός – αυτός μέρα την
ημέρα γίνεται λιγώτερος – παρά η ανοησία των διανοουμένων . τώρα αντίς οι εργάτες
να εργάζουνται, διανοούνται .
φλυαρούν δηλαδή και μένουν αργοί και καθ’ όλα τα
μάλιστα γίνουν κ’ οι γυναίκες διανοούμενες, οπότε πια κάθε ίχνος σοσιαλισμού θα έχη
του σοσιαλισμού, ενώ θεωρεί ότι οι αλλαγές ή και οι συγχύσεις των κοινωνικών
θεωρία του για τον ρόλο της ποίησης στην ανθρώπινη ζωή. Παρεμπιπτόντως, ας
σημειωθεί ότι η πεποίθηση του Αποστολάκη για την κατωτερότητα των γυναικών
υπήρξε παροιμιώδης και πιθανόν να οφειλόταν και στην επιρροή που άσκησαν στη
149
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 15-16.
75
Αποστολάκης είχε σε υψηλό βαθμό συμβάλλει, με τη δημοσιευμένη στο περιοδικό
Κριτική και Ποίηση πολυσέλιδη μελέτη του (1915-1916), στην πρόσληψη των ιδεών
του Καρλάυλ στο νεοελληνικό πνευματικό πεδίο των αρχών του εικοστού αιώνα.
στη ζωή μας. Οι ενταγμένες σε έναν εσωτερικό μονόλογο ιδέες του μυθοπλαστικού
ήρωα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη από το μυθιστόρημα Οι σκλάβοι στα δεσμά τους
(1922) δεν εκπροσωπούν βέβαια τον ανθρωπιστή και σοσιαλιστή συγγραφέα του
Ο Καρλάιλ πολύ σωστά έλεγε πως ο αισθηματισμός είναι η αρρώστια του αιώνα μας…
ο ανώτερος άνθρωπος έπρεπε νά ’ναι απαλλαγμένος από αυτές τες αδυναμίες… έπρεπε
να ξέρει πως η γυναίκα ήταν πλάσμα με μικρό νου, με αλλόκοτη σκέψη, και πως μαζί
Κατά τον συγγραφέα, οι αρνητικές αξίες έχουν τη χρησιμότητά τους, μια και
Αλίμονο. Οι αρνητικές αξίες δεν υπάρχουν μόνο στα Μαθηματικά. Υπάρχουν και στη
Ζωή. Φτωχός να κάνη τον πλούσιο, αμαρτωλή γυναίκα να σκουπίζη τα δάκρυα από τα
150
Βλ. Raymond Williams, Κουλτούρα και ιστορία, εισαγωγή – μετάφραση: Βενετία Αποστολίδου,
Αθήνα, Γνώση, 1994, σ. 49-53, 325-335.
151
Κωνστ. Θεοτόκης, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους. Μυθιστόρημα, Εν Αθήναις, Εκδοτικός Οίκος
«Ελευθερουδάκης», 1922, σ. 371.
76
μάτια της και λόγιος της εποχής μας, δε σου πλακώνουν την καρδιά, όταν τους
εντελώς αρνητικά τόσο τους επιστήμονες όσο και τους λογίους του καιρού του (αυτό
Σπάνια βρίσκουνται στον τόπο μας άνθρωποι, που η ζωή τους από στενή του ατόμου
επιστημονικά βιβλία της εποχής τους, δεν έχουν τη δύναμη να σηκώσουν τα μάτια τους
απ’ ό,τι τους δίνει η στιγμή, παρά σαν τους πιο χυδαίους ανθρώπους δημιουργούν τη
ζωή τους απ’ ό,τι κατεβάσει το ρέμα του καιρού. Φουσκώνουν και καμαρώνουν οι
επιστήμονές μας, επειδή κατέχουν τα μέσα της επιστήμης . ίσα-ίσα ό,τι μ’ όλο το δίκιο
σου θα το νόμιζες για το πιο τυχαίο και ολότελα εξωτερικό χαραχτηριστικό του σωστού
επιστήμονα. Η μεγάλη όμως απορία, ο θαυμασμός, το κύριο γνώρισμα και η ουσία της
επιστήμης λείπει από την ψυχή τους. Τα ελληνικά επιστημονικά βιβλία έχουν πάντα ένα
τέλος, δύσκολα όμως να βρης την αρχή τους. Μπορεί να είσαι σύμφωνος με ό,τι
βλέπεις γραμμένο εκεί μέσα, σπάνια όμως θα καταλάβης γιατί γραφτήκανε. Στα σωστά
όμως επιστημονικά βιβλία βλέπεις μέσα στην εξήγηση και στη θεωρία που δίνουν, ν’
152
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 18.
153
Βλ. χαρακτηριστικά, Δημήτρης Τζιόβας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και ο τύπος του αρνητή-
διανοούμενου στην Ελλάδα», στον τόμο: Όψεις της λαϊκής και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας.5η
Επιστημονική Συνάντηση αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη, ό.π., σ. 37-55 και Παντελής
Μπουκάλας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης, ένας διανοούμενος της άρνησης», εφ. Η Καθημερινή, ό.π.
77
αστράφτη η απορία και ο θαυμασμός μιας ψυχής. Έτσι μόνο η επιστήμη γίνεται η
ενδυναμωμένος από μια φυσική αγνότητα σχεδόν παιδική155 και ριζωμένος στο
υψηλό ιδανικό ως σταθερό εσωτερικό επίκεντρο της Ζωής, δεν εκλείπει μόνον από
τους επιστήμονες, αλλά και από τους λογίους της τότε ελληνικής κοινωνίας, που,
Ύστερα οι καϋμένοι οι λόγιοι δεν είναι και σκληροί άνθρωποι. Ο καθένας τους
είναι γεμάτος από καλωσύνη και από συμπάθεια για τον άλλον . κι’ αν τύχη καμμιά
φορά και φιλονικήσουν αναμεταξύ τους και βριστούν, σε λίγο θα τους δης πάλι
ούτε λίγο ούτε πολύ – του διαμαντιού στη σκληράδα (πρβλ. πρόλογο του Περιοδικού
«Διόνυσος»). Και τότε όλοι μαζί άρχισαν να ψάλλουν ύμνους συγκινητικούς προς το
άψυχο είδωλο του μυαλού τους, που τ’ ονόμασαν «Τέχνη», (πρβλ. το τραγούδι στην
πρώτη σελίδα του Περιοδικού «Τέχνη») κι’ ο Παλαμάς έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση να
γίνη μεγαλόστομος ποιητής. Όμως το φυσικό δεν αλλάζει και μ’ όλη τη βοήθεια του
154
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 9.
155
Βλ. Χ. – Δ. Γουνελάς, «Η αναγνώριση της παιδικής επιρροής: μια θεωρητική δέσμευση του Γιάννη
Αποστολάκη, όπως φαίνεται στο κριτικό του δοκίμιο Η ποίηση στη ζωή μας», στο: Όψεις της λαϊκής
και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας. 5η Επιστημονική Συνάντηση – Αφιερωμένη στον Γιάννη
Αποστολάκη, ό.π., σ. 25-36.
78
Νίτσε έμειναν ό,τι ήταν και πριν αντίς για διαμάντια κάρβουνα που μουτζουρώνουν
μόνο το χαρτί.156
κύκλο των περιοδικών Διόνυσος και Τέχνη, καθώς και στην παλαμική ποίηση (Ο
Δωδεκάλογος του Γύφτου, που ενσωματώνει και εμφανή ίχνη επηρεασμού από τον
και ανούσιες, εντελώς εξωτερικές, και όχι ενεργοποιημένες από τη ζωοποιό, κατ’
φύσης», είναι για τον Αποστολάκη βασική προϋπόθεση της γνήσιας και
πλουσιώτερη, αγνότερη κι’ αδρότερη από του παιδιού. Όποιος δεν το έχει νοιώσει αυτό
στη ζωή του, του κάκου ζητά να γίνη ποιητής και λέει ψέματα πως αγαπά την ποίηση.
Στον αληθινό τον άντρα η ζωή γίνεται εσωτερικότερη από του παιδιού και ο δρόμος
156
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 13-14.
157
Βλ. ενδεικτικά, Παντελής Βουτουρής, Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα: Παλαμάς – Νίτσε, ό.π.,
Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης, Η επίδραση του Νίτσε στην Ελλάδα. “Τέχνη” και “Διόνυσος”, Βλαστός και
Καζαντζάκης, ό.π., καθώς και Χαράλαμπος – Δημήτρης Γουνελάς, «Η “Τέχνη”: Φιλοσοφικές Απόψεις
πάνω στη Λογοτεχνία», στο: Η σοσιαλιστική συνείδηση στην ελληνική λογοτεχνία 1897-1912, Αθήνα,
Κέδρος, 1984, σ. 25-58.
79
είναι η συνέχεια του δρόμου του παιδιού, ως που να νοιώση τον εαυτό του καλά πια
στην αγκαλιά της φύσης, και μαζί της να τον ενώνουν ασύντριφτοι δεσμοί,158
Πόθος, συλλογή, θαυμασμός, σαν αποτυπώματα της αγνής φύσης μέσα στην
Ο ποιητής όμως δε θα ησυχάση προτού φτάση στην άκρη με τον πόθο του. Δεν μπορεί
παιχνίδισμα κι’ αρχή δημιουργίας. Όμως και ποίου αληθινού ποιητή δε λάμπει η ψυχή
από θαυμασμό; Αλλιώς πώς θα μπορούσε να βαστήξη το τραγούδι του στο φως της
ημέρας. Κάθε στιγμή είναι κ’ ένα θείο ξάφνιασμα στον ποιητή. Πίσω από κάθε
μέσα στην ψυχή του ποιητή. Αυτός τον χωρίζει από τον εξωτερικό κόσμο κι’ αυτός
καλλιτεχνικά έργα . αυτή είναι η μυστική ατμοσφαίρα που τα περιβάλλει .εκεί μέσα
γεννήθηκαν . κ’ εκεί μέσα ζουν αμάραντα, αιώνια. […] Η συλλογή είναι κάθε φορά ο
δρόμος και ο θαυμασμός το τέλος του . το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο στην ψυχή
του ανθρώπου. Δε συλλογίζεται παρά ο άνθρωπος που θαυμάζει και δε θαυμάζει παρά
όποιος συλλογίζεται.159
158
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ 37.
159
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 51, 59, 61.
80
Η ελπίδα για ανάταση και δικαίωση της ανθρώπινης ύπαρξης εμπεριέχεται,
κατά τον Αποστολάκη, μόνο στη μεγάλη ποίηση, εκείνη που συνδέεται με τη Ζωή,
αφού εκπηγάζει από θερμές ψυχές που με εσωτερικό αγώνα πασχίζουν να ενωθούν
με υψηλά ιδανικά:
Στο βαθύ πόθο, στα ολόθερμα λόγια του Αισχύλου, του Σαιξπήρου, του Γκαίτε,
αλλάζουμε στη στιγμή πρόσωπο και γινόμαστε Προμηθέας, Αμλέτος, Φάουστ, και
λογοτεχνικού κανόνα σαν τον Αισχύλο, τον Σαίξπηρ και τον Γκαίτε, μόνο τον
ασκεί θετική κριτική στο έργο του μεγαλύτερου έλληνα ποιητή του δεκάτου ενάτου
αιώνα. Ο Αποστολάκης, όχι τόσο επί της ουσίας αλλά περισσότερο επί του λεκτικού
κριτικής. Εξαιτίας του ιδανισμού του και της ροπής του προς το υψηλό και το
απόλυτο, εικάζουμε πως θα μας έλεγε ότι ο μεγάλος ποιητής, άρα και ο Σολωμός,
160
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 8.
81
είναι υπεράνω κριτικής. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τη θέση του Αποστολάκη, η
μπορούσε έως έναν βαθμό να συμβάλει στο να μην απορριφθεί η πιθανολογία μας:
Μόνο σε μια περίσταση κάνει μεγάλο και πραγματικό καλό η κριτική στον ποιητή –
τον ποιητικό κόσμο της εποχής, δημιούργημα των συγχρόνων και κληρονομιά
ποικιλόχρωμα λουλούδια, που γητεύουν και λιγώνουν τους αισθαντικούς της εποχής να
μην είναι φυσικά, φυτρωμένα στην πραγματική γη, παρά φτιαγμένα από χαρτί, με λίγα
λόγια: όταν η κριτική είναι αρνητική. Ξέρω πως με τη λέξη άρνηση αγγίζω το πονεμένο
μέρος και θα σηκώθηκαν πολλών οι τρίχες στο άκουσμα, όμως τέτοια είναι η γνώμη
μου. Από καιρό έχει ριζωθή στην ψυχή μου η ιδέα, πως μόνο άνθρωποι με αφάνταστα
Είναι σημάδι μαζί με άλλα πολλά της κακομοιριάς, που μας δέρνει, η αλλόκοτη
συγκίνηση και ταραχή, που φέρνει η λέξη άρνηση. Μοιάζει σαν η συλλογή να μας είναι
ολότελα άγνωστη.161
161
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 22-23.
82
Υπάρχει στενή σχέση και αναλογία συλλογής και θαυμασμού. Όπως με τη συλλογή η
ζωή γίνεται ολοένα εσωτερικότερη χωρίς να χάση σε πλάτος διόλου, έτσι και με το
θαυμασμό το κέντρο της ζωής φεύγει από τα έξω και πηγαίνει προς τα μέσα – με το
θαυμασμό νοιώθουμε τη ζωή ν’ αναβρύζη από μέσα μας – έτσι που πάει να πη κανείς
στο τέλος πως θαυμασμός και συλλογή φανερώνουν το ίδιο ψυχικό φαινόμενο. Η
συλλογή είναι κάθε φορά ο δρόμος και ο θαυμασμός το τέλος του . το ένα δεν υπάρχει
χωρίς το άλλο στην ψυχή του ανθρώπου. Δε συλλογίζεται παρά ο άνθρωπος που
θαυμάζει και δε θαυμάζει παρά όποιος συλλογίζεται. Απόδειξη ο Σολωμός. Χωρίς αυτή
τη διπλή ενέργεια της ψυχής είναι ακατανόητη η ποίησή του. Αδιάκοπη συλλογή και
αδιάκοπος θαυμασμός είναι όλη η ζωή του Σολωμού για κείνο είναι και ποιητής.
Φυσικό λοιπόν να τον παρεξηγήσουν οι λόγιοί μας. Στην εποχή μας πέραση έχει μόνο η
συλλογή, ο θαυμασμός είναι η δροσιά, που ολοένα φυσά στο πρόσωπό του από την
κορυφή και του αλαφρώνει το δρόμο. Όσο προχωρεί τόσο περισσότερο δροσίζεται και
όσο σταματά τόσο περισσότερο πνίγεται στη ζέστη. Μ’ αυτό τον τρόπο ζη ένας ποιητής.
Δροσιά και φως αδιάκοπα πέφτουν από ψηλά στη ζωή του.162
Σε αρκετά σημεία των κειμένων του Αποστολάκη, αλλά ιδιαίτερα στα δύο
τελευταία αποσπάσματα, που παρατέθηκαν από το Η Ποίηση στη ζωή μας, μπορούμε
να ψαύσουμε τις συνιστώσες της θεωρίας του για την ποίηση, οι οποίες είναι και
άρρηκτα συνυφασμένες τόσο με την άποψή του για τον ρόλο της λογοτεχνικής
κριτικής όσο και με την κριτική πρακτική του. Είναι φανερό πως ο Γιάννης
162
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 61-62.
83
κριτική οφείλει να το αναδείξει σαν τέτοιο, ώστε να ελευθερωθεί ο δρόμος προς την
απομνημειώνει σε καλλιτεχνική μορφή τον πόθο της ταύτισης του δημιουργού αλλά
και του αναγνώστη με το εσωτερικό επίκεντρο του υψηλού ιδανικού. Κατά τούτο,
αντέκρουσε τις απόψεις του Αποστολάκη, με αιχμή του δόρατος, βέβαια, τη μελέτη
επί της ουσίας φιλοσοφική και ιδεολογική, δεν υπογραμμίζει μόνον το ότι συχνά η
ευρωπαϊκή ιδεολογική σύγκρουση ιδεαλισμού και μαρξισμού κατά την εποχή του
Μεσοπολέμου.164
163
Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, Αθήνα, Έκδοση «Στοχαστή», 1925. Βλ. τη
συμπύκνωση των βασικών θέσεων του συγγραφέα και στη μεταγενέστερη έκδοση: Κώστας Βάρναλης,
Σολωμικά, Αθήνα, Κέδρος, [χ.χ.]. Εμείς μελετήσαμε και τη νεότερη έκδοση: Κώστας Βάρναλης, Ο
Σολωμός χωρίς μεταφυσική, φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Βελουδής, Άθήνα, Κέδρος, 2000.
164
Ως προς αυτό το θέμα, βλ. ενδεικτικά τις σχετικές αναφορές στα: David Siqueiros, L’ art et la
révolution, Paris, Editions Sociales, 1973 . Fredric Jameson (éd.), Aesthetics and Politics, London –
New York, Verso, 1980 . Jean Perus, A la recherche d’ une esthétique socialiste (1917-1934), Paris,
Editions du Centre National de la Recherche Scientifique, 1986 . V. N. Vololinov, Marxism and the
Philosophy of Language, Cambridge – Massachussetts – London, Harvard University Press, 1986 .
Raymond Williams, Keywords. A Vocabulary of Culture and Society, London, Fontana Press, 1988.
84
Σε αυτό το σημείο και πριν περάσουμε στη σταχυολόγηση κριτικών θέσεων
αποκρυσταλλώνονται στο Η Ποίηση στη ζωή μας και συγκροτούν τον γνώμονα της
αποτελούν μόνον την εκκίνηση της ποιητικής δημιουργίας. Κατά την πορεία προς
«κατορθώνη ό,τι στους άλλους ανθρώπους μένει μισό ή πνίγεται […] από το βαρύ
και αδιάκοπο ζούλημα του χρόνου».166 δ) Ως εκ τούτου, η κριτική κατά την κυρία
κόσμου και της εποχής, γιατί «κρύβουν τον ήλιο» της αληθινής ποίησης ως ψυχικής
δόνησης δεμένης με την αγνότητα της φύσης και δηλωτικής του εσωτερικού
ωθεί σε δημιουργική κίνηση όχι μόνον την ποίηση αλλά και την κριτική. Το ότι σε
165
Ο Γιάννης Αποστολάκης θα συμφωνούσε με τους λογίους, μόνον «αν […] το σχετικό το εκήρυχναν
εν ονόματι ενός απολύτου, που το ένοιωθαν βέβαια παντού στη ζωή – ιδανικό άφταστο – να λάμπη
[…]. Το έργο βέβαια θα ήταν σχετικό, αλλά θα ήταν τέτοιο γιατί την ψυχή τους θα την εβασάνιζε ο
πόθος και η έγνοια του απόλυτου», Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 40.
166
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 62.
85
ταύτισης, ενώ εμμέσως εννοείται με όρους παραδειγματικούς και ψυχολογικά,
δεδομένη:
Όμως τέτοιου είδους κριτική, που αρχίζει από την επιφάνεια κι’ ολοένα πάει
πιο μέσα, δεν είναι δουλειά ενός ανθρώπου ούτε μιας στιγμής, παρά πρέπει να είναι το
κυριώτερο μέλημα του καθενός μας σ’ όλη τη ζωή του. Φυσικά λοιπόν κι’ ο ποιητής
έχει να την κάνη μονάχος του σ’ όλη τη ζωή του κ’ έτσι η κριτική είναι αχώριστη από
την ποίηση. Ο ποιητής είναι ο καλύτερος κριτικός με το να είναι ποιητής, όπως εκείνος
που μοιάζει να κάνη μόνο κριτική στο βάθος είναι ποιητής, γιατί θα ήταν αδύνατο
χωρίς αδιάκοπα να αναδεύεται στην ψυχή του και να τον ταράζη η ιδανική μορφή του
ψυχικής διεργασίας και η φύση 168 στην αγνή μορφή της και στην προαιώνια
167
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 45.
168
Σε μία εξιδανικευμένη υπογράμμιση της φύσης ως αξίας ποιητικά αποδεκτής, ο Γιάννης
Αποστολάκης συνδέει τη φύση με ένα ακόμη κατεξοχήν χαρακτηριστικό του ρομαντισμού, τον έρωτα:
«Σε ποιο μέρος της γης θα μπορέσης να βρης ή ποια εξωτική φαντασία θα μπορέση ποτέ να αναστήση
εμπρός μας τη φύση, όπως ξανοίγεται αυτή μπρος στα μάτια των ερωτευμένων; Απ’ ατέλειωτα
περβόλια περνά ο δρόμος τους κι’ ολόδροσες κ’ ευωδιασμένες σμίγουνε τώρα οι πνοές του νέου και
της νέας π’ αγαπιούνται». Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 64.
169
Βλ. δειγματοληπτικά, L. R. Furst, Ρομαντισμός, μετάφραση: Ι. Ράλλη & Κ. Χατζηδήμου, Αθήνα,
Ερμής, 1974 . G. Hoffmeister (επιμέλεια), European Romanticism. Literary Cross-Currents, Modes
86
Καρλάυλ, η βουλησιαρχία του Σοπενχάουερ, η σκληρότητα και η αναπεπταμένη
ροπή προς το υψηλό ορισμένων βασικών νιτσεϊκών μορφωμάτων, καθώς και ένας
(ιδίως κατά τον δέκατο όγδοο και τον δέκατο ένατο αιώνα) σημάδεψαν τη σκέψη του
αιώνα στο χρονικό άνυσμα του εικοστού, contra tempo στην ποιητική εξέλιξη του
αιώνα, κατά τον οποίο συγγραφικά έδρασε. Όπως, μεταξύ άλλων, θα διαπιστώσουμε
τραγούδι κυρίως από μία ρομαντικών καταβολών οπτική, που είχε αρχίσει να
στοιχειοθετείται από τον δέκατο ένατο αιώνα, και αρνήθηκε σθεναρά την αξία όλων
των ποιητών που κατά το μάλλον ή ήττον σηματοδότησαν με το έργο τους την
ποιητική αλλαγή από το 1880 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1920, είτε
Βέβαια, ο Αποστολάκης δεν κατεδάφισε με την κριτική του μόνο τα έργα των
μόλις αναφερθέντων ποιητών. Εάν ζούσε σήμερα και έβλεπε τη μεγάλη ανάπτυξη
and Models, Detroit, Wayne State University Press, 1990 . A. Day, Romanticism, London, Routledge,
1996.
87
ο Κάλβος δεν είναι άξιος ούτε τον «ιμάντα των υποδημάτων» τού Σολωμού να λύση.170
Ο συγγραφέας προσάπτει στον Κάλβο το ότι «είναι φτιαχτός και τεχνητός»171 ενώ
σπανίως
θα βρης μέσα στις ωδές του, κάτι που να το έχη δοκιμάση ο ίδιος, κάτι που να βγαίνη
βαθύτερα παρά από την ξερή τη μάθηση .[…] λέξες, φράσες, εικόνες, μεταφορές είναι
ποιητικής φόρμας «Επιστολή προς τον Βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα» (1833). Ο
Σούτσος, βέβαια, αναγνωρίζει την ποιητική αξία του Σολωμού και του Κάλβου, αλλά
διαπράττει και μία εμφανή παρανάγνωση, εντάσσοντας εμμέσως πλην σαφώς και τον
Κάλβο στη χορεία των ποιητών που αξιοποίησαν λαϊκής προέλευσης γλώσσα. Ο
σημειώνει:
170
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 105.
171
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 106.
172
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 106.
173
«Ο Κάλβος και ο Σολωμός, ωδοποιοί μεγάλοι, / κ’ οι δύο παρημέλησαν της γλώσσης μας τα κάλλη.
/ ιδέαι όμως πλούσιαι, πτωχά ενδεδυμέναι, / δεν είναι δι’ αιώνιον ζωή προωρισμέναι». Βλ. Λίνος
Πολίτης, Ποιητική ανθολογία. Βιβλίο τέταρτο, Αθήνα, Δωδώνη, 21977, σ. 97-98.
88
Από την εποχή που ο Σούτσος έβαλε πλάι στο Σολωμό το συμπατριώτη του και λίγο
μεγαλύτερό του στα χρόνια Κάλβο,174 πολλοί βρέθηκαν να έχουν την ποιητικήν
αντίληψη του Σούτσου. Στην εποχή μας πια πολύ συχνά ακούς τα ονόματα των δύο να
ποίηση του Κάλβου και σε μεταγενέστερη μελέτη του (Τα τραγούδια μας - 1934),
ωστόσο γίνεται σαφές ότι η ελληνόγλωσση καλβική ποίηση, όπως και όλες οι
ποιητικές καταθέσεις τις οποίες ο συγγραφέας απαξιώνει στο Η Ποίηση στη ζωή
Η γνώμη του Αποστολάκη για την ελληνόγλωσση ποίηση του Κάλβου ήδη
λογοτέχνες της γενιάς του 1880. Οι πάμπολλες αρνητικές κρίσεις του συγγραφέα για
το έργο του Κωστή Παλαμά συζητιούνται ξεχωριστά, ενώ το ίδιο ισχύει για τις
αναφορές του Αποστολάκη στον Ψυχάρη και στο γλωσσικό ζήτημα, σε ορισμένους
174
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), Ανδρέας Κάλβος (1792-1869).
175
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 105.
89
ορισμένους ξένους μεγάλους ποιητές, στο δημοτικό τραγούδι και, βέβαια, στο έργο
Ο Αποστολάκης, όπως είδαμε, στο μελέτημά του για τον Γιάννη Καμπύση,
αναγνωρίζει την κριτική αξία του Ιάκωβου Πολυλά και του Εμμανουήλ Ροΐδη,
θεωρώντας ότι ζούσαν σε «εποχή πολύ κατώτερή τους», αλλά εμφορούνταν από
«ένα ανώτερο ιδανικό».176 Στο Η Ποίηση στη ζωή μας, διατηρεί την εκτίμησή του για
την κριτική συμβολή των δύο μειζόνων διανοουμένων, αλλά δεν αποσιωπά τις
Ο Ροΐδης λ.χ. είναι πολύ κατώτερος από το Σολωμό, όχι γιατί ο ένας γράφει στίχους
κι’ ο άλλος δε γράφει, παρά γιατί πίσω από το έργο του Ροΐδη φανερώνεται ο
άνθρωπος, που γλήγορα λύγισε. […] Πρωτοφαίνεται επίσημα στον τόπο μας με την
Πάπισσα Ιωάννα, μ’ ένα έργο, που τον απόδειχνε τέλειο μάστορη στην τέχνη να
γράφη.[…] Κι’ όμως είναι όλο ψεύτικο: δε μιλώ για το περιεχόμενό του, παρά για τον
τρόπο και για το ύφος, που είναι γραμμένο. […] μέσα στη λέξη, στη φράση δε βλέπεις
τη ζωή του τόπου να κινειέται στα ύψη, που την έχει ανεβάσει το άτομο, όπως γίνεται
λ.χ. στην ποίηση του Σολωμού, παρά βλέπεις τον άνθρωπο, που του αρέσει να κάνη
επικίνδυνα αστεία.177
176
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», Κριτική και Ποίηση,
τχ. 8-9, ό.π., σ. 230.
177
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 99, 100, 101.
90
Η οργανική σχέση με το υψηλό σολωμικό πρότυπο δείχνει να εκλαμβάνεται
Πολύ ψηλότερα από το Ροΐδη στέκεται ο Πολυλάς και στην πνευματική ανάπτυξή του
πολύ έχει να κάνη η σχέση του με το Σολωμό. […] Φυσικά το καλύτερο έργο του είναι
τα «Προλεγόμενα» στην έκδοση των έργων του ποιητή, που έγινε ύστερα από το
θάνατό του στην Κέρκυρα.178 Τα λόγια εκεί μέσα βγαίνουν από τη ζωντανή
επικοινωνία με την υψηλή μορφή του ποιητή, που χαράχτηκε μια για πάντα στην
ευαίσθητη ψυχή του Πολυλά. […] Δεν έμοιαζε διόλου του δασκάλου του . πού η πύρινη
ψυχή του Σολωμού; Ο Πολυλάς ήταν πολύ απαλή φύση, γυναικεία να πούμε, που
μπορούσε ν’ αφοσιωθή. Όταν πέθανε ο Σολωμός και χάθηκε από τον κόσμο ο
άνθρωπος εκείνος, που θησαυρούς «εχάριζε εις τον νου και εις την καρδιά όσων
ευτύχησαν να τον πλησιάσουν», για τον Πολυλά κοβότανε κάθε στενώτερη σχέση με τις
βαθύτερες ρίζες της ζωής, κ’ ενώ πριν μαζί με το Σολωμό ανάπνεε κι’ αυτός μέσα στην
«αγκαλιά της φύσης», τώρα πια κλείνεται στο γραφείο του και ζη μέσα στην τεχνητή
ατμοσφαίρα των βιβλίων . γίνεται ο λόγιος. […] Ο Πολυλάς δεν μπορεί να συλλάβη με
το νου του το Σαίξπηρ ή τον Όμηρο, τη στιγμή που δημιουργούν . δεν έφτανε ώς εκεί η
δύναμή του . ήταν περισσότερο παθητική φύση . αντίς όμως γι’ αυτό, νοιώθουμε, όταν
πιάνουμε στα χέρια μας καμμιά του μετάφραση, πως μας πηγαίνει σ’ ανθρώπους, που
τους λάτρεψαν αιώνες . σύγχρονοί τους δε γινόμαστε, όπως δοκίμασε να μας κάνη ο
Πάλλης, αν και με πολύ μεγάλη χοντροκοπιά. Η μετάφραση είναι κι’ αυτή δημιουργική
εργασία κι’ ο Πολυλάς δεν ήταν δημιουργός ζωής, ποιητής . γιατί το πνεύμα του δεν
178
Βλ. Διονυσίου Σολωμού Τα Ευρισκόμενα, [Προλεγόμενα και επιμέλεια: Ιάκωβος Πολυλάς],
Κέρκυρα, Τυπογραφείον «Ερμής» Αντώνιου Τερζάκη, 1859. Για μία εμπεριστατωμένη ερμηνευτική
προσέγγιση στον κριτικό Πολυλά, βλ. Δημήτρης Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου
Πολυλά, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2002.
91
είχε εκείνη τη φωτιά και την ορμή που αψηφά κακοκαιρίες και εμπόδια για να
δουλέψη. δεν είχε φτάσει στην ελευθερία, που είναι αναγκαία για μια δημιουργία . είχε
προς την απόρριψη της ποιητικής εργασίας του Πολυλά, εν συμπυκνώσει ανιχνεύεται
την απαρέσκειά του για ένα είδος χαμηλόφωνης ευαισθησίας, που την απαξιώνει
απροκάλυπτα σαν γυναικεία και παθητική. Αδικεί κατάφωρα τον Πολυλά και ως
ερασιτέχνης», 180 και ως μεταφραστή του Ομήρου και του Σαίξπηρ, συγκροτώντας
μία κραυγαλέα αντίθεση προς την υψηλή θέση που κατέχει έως και σήμερα ο
179
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 102, 103, 104.
180
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 104.
181
Η μετάφραση Πολυλά της ομηρικής Ιλιάδας (1890) εξακολουθεί να διδάσκεται στη Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση (βλ. http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2296/Archaia-Ellinika-mtfr-Omirika-Epi-
Iliada_B-Gymnasiou_empl/) [το εάν είναι προσφιλής και ευανάγνωστη στο μαθητικό δυναμικό της
χώρας μας ανήκει σε άλλο πεδίο μελέτης και όχι στη φύση της παρούσας διατριβής], ενώ το σονέτο
«Ο ερασιτέχνης» από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και εξής έχει περιληφθεί σε αρκετά σχολικά
λογοτεχνικά ανθολόγια (βλ. Λάμπρος Βαρελάς, Η νεοελληνική και μεταφρασμένη λογοτεχνία στην
ελλαδική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 318). Η μετάφραση του σαιξπηρικού
Άμλετ από τον Ιάκωβο Πολυλά (Αμλέτος. Τραγωδία Σαικσπείρου, έμμετρος μετάφρασις Ιακώβου
Πολυλά, με προλεγόμενα και κριτικάς σημειώσεις, Αθήναι, Εκ του Τυπογραφείου αδελφών Περρή,
1889), εγκαινιάζει και τη χρήση του ιαμβικού δεκατρισύλλαβου στίχου στο νεοελληνικό λογοτεχνικό
πεδίο.
92
μετάφραση της Ιλιάδας,182 αλλά δείχνει να μην εγκρίνει το αποτέλεσμα της
επιδραστικότητα να συγκριθεί με τον Ιάκωβο Πολυλά και τον Εμμανουήλ Ροΐδη, γι’
φτωχότερος και από τους δυο στο είδος του ήταν ο Καλοσγούρος. Άνθρωπος
σπουδαγμένος και διαβασμένος στη Γερμανική φιλοσοφία, έβλεπε μέσα από τα βιβλία
ποίησης
Έχοντας παρακολουθήσει τον σχηματισμό και τις απολήξεις της ποιητικής θεωρίας
του Αποστολάκη, δεν χρειαζόμαστε την έντονα τυπωμένη εκδοχή, που επέλεξε ο
182
Η μετάφραση των ραψωδιών Α – Ζ εκδόθηκε το 1892 (Αθήνα, Τυπογραφείον Σ. Κ. Βλαστού), η
μετάφραση των ραψωδιών Η – Ω εκδόθηκε το 1900 (πάλι στην Αθήνα από το Τυπογραφείον Σ. Κ.
Βλαστού), ενώ ολοκληρωμένη η μετάφραση εκδόθηκε το 1904: Η Ιλιάδα μεταφρασμένη από τον Αλέξ.
Πάλλη, Παρίσι, Τυπογραφείο Chaponet, 1904. Βλ. και Δημήτρης Κόκορης, Μεταφρασμένη ποίηση.
Διδακτικές και κριτικές προτάσεις, Θεσσαλονίκη, Εργαστήριο Συγκριτικής Γραμματολογίας ΑΠΘ &
Εκδόσεις Σφακιανάκη, 2007, σ. 29-32.
183
Με τον τίτλο «Διονύσιος Σολωμός» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια, τχ. 40, 30 Μαΐου
1902, σ. 102-113. Βλ. την επανέκδοση του κειμένου: Γεώργιος Καλοσγούρος, Διονύσιος Σολωμός,
Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2007.
184
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 104.
93
συγγραφέας, για να αναφερθεί εμφαντικά (αξιοποιώντας και κεφαλαία αρχικά
γράμματα) στον ρόλο της φύσης και της ιδέας ως εξιδανικευμένων αξόνων της ζωής
και της ποίησης. Ο Αποστολάκης θεωρεί απαράδεκτη τη χρήση όρων και εννοιών,
αντλημένων ακόμη και από επιφανείς φιλοσόφους, όταν ο χρήστης τους δεν βιώνει
μία υψηλή ζωή ούτε κατέχει και την πνευματική δύναμη, ώστε ο ίδιος να δημιουργεί
τους όρους και τις έννοιες. Βέβαια, στο τέλος του αποσπάσματος, μπορούμε να
καταλάβουμε και τη βαθύτερη αιτία της απόρριψης του Καλοσγούρου από τον
Του ίδιου [ενν. του Καλοσγούρου] η ζωή και η πνευματική ενέργεια δεν έφταναν να
δημιουργήσουν τους όρους και τις έννοιες, που τους έπαιρνε έτοιμους και
καθαρισμένους από τα βιβλία του Έγελου και τους μεταχειριζότανε για να κρίνη το
Σολωμό . απόδειξη πως έγραψε επαινετική κριτική για τα «Μάτια της ψυχής μου» του
Παλαμά. Όποιος έχει νοιώσει το Σολωμό, κι’ όποιος τη «Φύση» και την «Ιδέα», τις
αντίκρυσε έξω από τα βιβλία, δε θα μπορούσε να επαινέση ένα τέτιο ψεύτικο έργο.185
Ένας από τους πολλούς λόγους, για τους οποίους μέμφεται ο Αποστολάκης
185
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 104-105. Ο Αποστολάκης δεν δίνει
συγκεκριμένη παραπομπή, αλλά η σχετική έρευνα έδειξε ότι προφανώς αναφέρεται στο κείμενο του
Γεωργίου Καλοσγούρου: «Φιλολογική αναγέννησις. “Τα μάτια της ψυχής μου” του Κωστή Παλαμά»,
Εικονογραφημένη Εστία, τχ. 5, 31 Ιανουαρίου 1893, σ. 74-77 και τχ. 7, 14 Φεβρουαρίου 1893, σ. 104-
108.
94
γράφει ολάκερη μελέτη για το Βαλαωρίτη,186 γι’ άνθρωπο, δηλαδή, που δε θα έχανε και
Βαλαωρίτη,188 για να την κρίνει αρνητικά, βέβαια, πόρρω απέχοντας από τον
παλαμικό εκθειασμό. Ωστόσο, ήδη στις σελίδες τού Η Ποίηση στη ζωή μας
Πλησιάζεις και συ να ιδής τους θεούς, που μπροστά τους κάνει όλη αυτή την
παράσταση, γιατί ο ίδιος σ’ αφήνει, και βλέπεις έναν άνθρωπο να δέεται σε ξύλινα
είδωλα και άψυχες εικόνες. Ακούς τις θαυματουργές ιστορίες τους από το στόμα του
Βαλαωρίτη, και τίποτε δεν πιστεύεις απ’ ό,τι σου λέει. Μοιάζουν τις φαντασίες τού
θερμασμένου ανθρώπου. Γεμάτη απ’ άγονη αγάπη και στείρα είναι η καρδιά του
Βαλαωρίτη, όπως είναι και κάθε ανθρώπου, όταν αφοσιώνεται σε νεκρά πράματα.189
Οι υψηλοί ποιητικοί τόνοι του Βαλαωρίτη δεν θεωρούνται από τον Αποστολάκη
εξωτερικά μόνο στοιχεία, κατά τον συγγραφέα, παραμένουν στον βάλτο της κούφιας
186
Ο Αποστολάκης και πάλι δεν παραπέμπει συγκεκριμένα, αλλά προφανώς αναφέρεται στη μελέτη
τού 1914, η οποία περιλαμβάνεται και στα παλαμικά Άπαντα: «Ο Βαλαωρίτης και το έργο του. Δύο
ομιλίες», στο: Κωστή Παλαμά Άπαντα, τόμος Η΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά & Εκδόσεις Μπίρης,
[1966], σ. 199-248. Βλ. και Βενετία Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής
λογοτεχνίας, Αθήνα, Θεμέλιο, 1994, σ. 205-211, 446.
187
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 102.
188
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, Αθήνα [χ. ε.] 1936.
189
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 107-108.
95
Ο συγγραφέας δείχνει να εκτιμά λίγα μόνο σημεία της ποίησης του Λορέντζου
πως μεγάλωσε ο Μαβίλλης κοντά στον Πολυλά και αποκάτω από την παράδοση του
Σολωμού.[…] Μόνο στο σονέττο του Μαβίλλη στον Πολυλά,190 η ποίηση πάει να μπη
στη σωστή θέση της. Από τους πρώτους τέσσερους στίχους και ξεχωριστά από τις
υπογραμμισμένες λέξες βγαίνει μια κάποια πνοή ηθικής μαζί και φυσικής αγνότης.
αναδύονται από εξωτερικές εντυπώσεις, και δεν συμβάλλουν στην ανάρρηση του
190
Ο Αποστολάκης μάλλον το γνωρίζει από την πρώτη του δημοσίευση: Λορέντζος Μαβίλης,
«Ιάκωβος Πολυλάς», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 7-8, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1911, σ. 214. Βλ.
Λορέντζου Μαβίλη, Τα ποιήματα, εισαγωγή – φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Γ. Αλισανδράτος,
Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1990, σ. 77.
191
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 121.
192
Βλ. Λορέντζος Μαβίλης, Τα ποιήματα, ό.π., σ. 66 (= «Ανεμόμυλος»), σ. 76 (= «Κρήτη»), σ. 94 (=
«Υπεράνθρωπος»).
96
του ατόμου σ’ ανώτερο κόσμο .
ολούθε ξεπετιέται η ευχαρίστηση του ατόμου, που
σκλάβωσε και τη συλλογή στα αισθήματά του και στις εντύπωσές του.193
Πώς λ.χ. να τραγουδήση ο Μαβίλης [το επώνυμο του ποιητή εδώ με ένα λάμδα], αφού
τον έχουν κυριέψει οι ιδέες του Σοπενχάουερ. Σαν πέτρα βαραίνουν την καρδιά του και
Κάθε τι εξωγενές, που εμποδίζει τον χτύπο της «λεύτερης καρδιάς» του ποιητή και
193
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 143.
194
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 240. Όπως έδειξε τεκμηριωμένα ο
Θεοδόσης Πυλαρινός, (βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, «Εισαγωγή» στο: Λορέντσου Μαβίλη - Τα κριτικά
κείμενα, Αθήνα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2007, σ. 1-152), ο Μαβίλης στο κριτικό
του έργο λειτούργησε ως άξιος συνεχιστής του Ιάκωβου Πολυλά, αλλά ο Γιάννης Αποστολάκης
αγνόησε αυτήν την πτυχή της συνεισφοράς του Μαβίλη.
97
αρκετά σημεία της μελέτης του Αποστολάκη195 και ενίοτε υπερβαίνει τα όρια ακόμη
Ξεκινώντας από την ειδική περίπτωση της ποίησης του Λάμπρου Πορφύρα, την
διαπίστωση:
Να γράφης στίχους δεν είναι σημάδι μεγαλοφυΐας.- όλοι οι άνθρωποι χωρίς καμιάν
εξαίρεση, μπορούν να στεριώσουν στο χαρτί απάνω αψεγάδιαστες στροφές . σαν δεν το
κάνουν, αυτό σημαίνει πως ζητούν κάτι θετικώτερο στη ζωή τους και δεν τους αρέσει
να κοροϊδεύουνται. πως όμως είναι εύκολη δουλειά, φαίνεται από το πλήθος των νέων
στιχοπλόκων, που μόλις έλειψε κάθε αντίσταση από την κριτική, βγάζουν διάφορα
Η γενικευτική απόρριψη του φλογερού κριτικού για τα όχι και λίγα σημαντικά
λογοτεχνικά περιοδικά των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα199 δεν μας
195
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 56, 70-72, 76, 79-83, 85.
196
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 80.
197
Βλ. δειγματοληπτικά, Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 70: «Ποιος,
αλήθεια, φρόνιμος άνθρωπος θα έπρεπε να ξιππαστή και να πάρη στα σοβαρά τον κ. Πορφύρα για τους
στίχους του […]».
198
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 70.
199
Βλ. ενδεικτικά, Χ. Λ. Καράογλου (εποπτεία) και Ερευνητική Ομάδα, Περιοδικά λόγου και τέχνης
(1901-1940). Τόμος Πρώτος: Αθηναϊκά περιοδικά (1901-1925), Θεσσαλονίκη, University Studio Press,
2007.
98
της ποίησης σε «αψεγάδιαστες στροφές», εννοώντας προφανώς την ενσωματωμένη
σε αυτήν έμμετρη ρυθμολογία. Η συνθήκη αυτή δεν είναι ικανή να κατατάξει μία
δημιουργίας, είναι όμως απαραίτητη ως sine qua non προϋπόθεση κάθε ποιητικής
απόπειρας. Από αυτό το σημείο και μετά ξεκινά η κριτική του Αποστολάκη και
ακριβώς γι’ αυτό οι τεχνικές και ρυθμολογικές παρατηρήσεις του για τα ποιητικά
έργα στο Η Ποίηση στη ζωή μας είναι ελάχιστες και παρεμπίπτουσες. Ο
Αποστολάκης με βάση την ποιητική θεωρία του κάνει, κυρίως, προσέγγιση και
τεχνοτροπικές συνιστώσες τους. Κατά τούτο, είναι μάλλον υπερβολική και άδικη για
έτρεφεν μιαν ιδιαίτερη αντιπάθεια στην τεχνική του στίχου, αντιπάθεια συνδυασμένη μ’
Απλώς θεωρούσε εντελώς απαραίτητη και όχι κριτικά συζητήσιμη την παραδοσιακά
εκφρασμένη έμμετρη ρυθμική επάρκεια του ποιητικού έργου, από τη στιγμή που
τόσο η καλή όσο και η κακή ποίηση την είχαν ως εκφραστική συνθήκη αξιοποιήσει,
πορεία προς την επίτευξη του υψηλού ιδανικού, από την αγνή φύση και την αληθινή
ψυχικής κινητοποίησης και όχι περιορισμένη στην άλω της εξωτερικής εντύπωσης,
200
Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 208.
99
συμβάλουν έως έναν βαθμό στην εξήγηση των αιτιών, για τις οποίες ο Αποστολάκης
δεν καταδέχτηκε να γράψει ούτε μια λέξη στο βιβλίο του για τρεις μείζονες ποιητές
μας, τον Βάρναλη, τον Σικελιανό και τον Καρυωτάκη. Η ποιητική πορεία του
1923,201 οπότε μπορεί, έως έναν βαθμό, να εξηγηθεί η απουσία του από το κριτικό
πεδίο του Αποστολάκη, γιατί όμως ο κριτικός αγνόησε τους άλλους τρεις; Η έκδηλα
μαρξιστική οπτική, που εξέφραζε Το φως που καίει (α΄ έκδοση: 1922),202 απέκλινε
ρομαντικογενής όμως συνύπαρξη των αντιθέτων με πρόταξη της αγνής φύσης και
της αρμονίας του αρχαιοελληνικού ιδεώδους, που είχε αρχίσει να οικοδομείται από
τον Άγγελο Σικελιανό στον Αλαφροΐσκιωτο (α΄ έκδ. 1909)203 και στον Πρόλογο στη
απάντηση βρίσκεται στη μετρική ελευθεριότητα του ποιητή, που οδήγησε την
201
Οκτώ «πεζά ποιήματα», δημοσιευμένα στο περιοδικό Πινακοθήκη, κατά τη διετία 1906-1908, το
σονέτο «Άσε με πάλι», δημοσιευμένο στο ίδιο περιοδικό τον Σεπτέμβριο του 1907, και τέσσερα ακόμη
σονέτα, δημοσιευμένα στα αλεξανδρινά Γράμματα το 1914 (τχ. 21-24, ό.π., σ. 313-314). Βλ. τις
πολλαπλές αναφορές στο πρώιμο ποιητικό έργο του Καζαντζάκη στο: Δημήτρης Κόκορης, Ο
Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση, κριτική πρόσληψη, Αθήνα, Εκδόσεις
Πεδίο, 2020.
202
Βλ. Δήμου Τανάλια [= Κώστα Βάρναλη], Το φως που καίει, Αλεξάνδρεια, Στέφανος Πάργας /
«Γράμματα», 1922.
203
Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, Αθήνα, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1909.
204
Άγγελος Σικελιανός, Πρόλογος στη Ζωή, τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Τυπογρ. «Εστία», 1915-1917.
Ειδικότερα: τόμος Α΄ (= Η Συνείδηση της Γης μου), 1915 , τόμος Β΄ (= Η Συνείδηση της Φυλής μου),
1915 . τόμος Γ΄ (= Η Συνείδηση της Γυναίκας), 1916 . τόμος Δ΄ (= Η Συνείδηση της Πίστης), 1917.
205
Στα ποιήματα σε ελευθερωμένο στίχο, διατηρείται η έμμετρη φόρτιση, αλλά οι στίχοι του
ποιήματος δεν είναι αυστηρά ισοσύλλαβοι, ενώ ενίοτε αξιοποιούνται από τον ποιητή (πάντα μέσα στο
ίδιο ποίημα) παραπάνω από ένα μετρικά σχήματα. Βλ. ειδικότερα: Άννα Κατσιγιάννη, «Μορφικές
μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ποίηση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα (συνοπτικό
100
οποίος μπορούμε να συναγάγουμε ότι υπερέβαινε τις θεμελιακά προϋποτιθέμενες
σατιρών φάνηκε τέσσερα χρόνια μετά (1927) το βιβλίο Η Ποίηση στη ζωή μας,
ωστόσο τα Νηπενθή (α΄ έκδ. 1921)206 δεν άξιζαν της προσοχής του κριτικού;
της απέραντης σαρκαστικής θλίψης που καλύπτει το θεματικό πεδίο της συλλογής
και δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές του υψηλού ιδανικού, όσο και για την
ποιητικής απόπειρας.
μετουσιώνουν την εσωτερική πορεία του ανθρώπου από την ψυχική δόνηση προς το
υψηλό ιδανικό.
Πέρα από μιαν ευχαρίστηση του ανθρώπου για τις πλούσιες εντύπωσες, που του
φέρνουν οι αίσθησες, μη ζητήσης τίποτε άλλο από τα τραγούδια του Γρυπάρη. Είναι
τρομαχτική η έλλειψή τους σ’ αίστημα και ξεχωριστά σε συλλογή. Πικρά ο ίδιος μάς το
διάγραμμα)», Παλίμψηστον, τχ. 5, Δεκέμβριος 1987, σ. 159-184 και Νάσος Βαγενάς (επιμέλεια), Η
ελευθέρωση των μορφών. Η ελληνικη ποίηση από τον έμμετρο στον ελεύθερο στίχο (1880-1940),
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 1996.
206
Βλ. Κ. Γ. Καρυωτάκη, Νηπενθή. Ποιήματα, Αθήνα, [χ.ε.], 1921.
207
Βλ. Χρήστος Παπάζογλου, Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Αθήνα, Κέδρος,
1988.
208
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 121.
101
κι’ αραθυμιά – σαν της δικής μας νειότης
παροξύτονους δεν συγκινεί καθόλου τον κριτικό. Η φωτιά, που δεν γίνεται να
ξανανάψει, υποβάλλει παθητικότητα και κατάπτωση και όχι «συλλογή», υπό την
έννοια της βαθύτερης ψυχικής διεργασίας προς την εξιδανικευμένη ανύψωση, οπότε
εκπρόσωπος της Νέας Αθηναϊκής Σχολής δεν είχε ελπίδες για θετική πρόσληψη από
προκαλείται έκπληξη από την κριτική απαξίωση και των δύο από τη φλογερή
Πώς θα έπαυαν στη στιγμή όλες οι παραξενιές και τα όνειρα του μαραζωμένου και
πάη στην Ευρώπη για να χαρή πάλι την υγειά του, δε θα χανότανε σε όνειρα για την
περασμένη παιδική ευτυχία του και ούτε θα νοσταλγούσε σαν τον Καβάφη, επαρχιώτη
209
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 144. Το ποίημα «Εστιάδες» εντάχθηκε
από τον ποιητή στην ενότητα «Ελεγεία» της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του: βλ. Ιωάννης
Γρυπάρης, Σκαραβαίοι και τερρακόττες, Αθήνα, Σιδέρης, 1919.
210
Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ένας ποιητής», Παναθήναια, τχ. 76, 30 Νοεμβρίου 1903, σ. 97-102. Βλ.
το κείμενο και στον τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμέλεια:
Μιχάλης Πιερής, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003, σ. 23-34.
102
νταντή στην ποίηση, τους βαρβάρους για να του φέρουν λίγη ζωή. Πέρασαν οι
βάρβαροι και δεν ξαναγυρίζουν πια . όλος ο κόσμος τώρα είναι πολιτισμένος. Καμμιά
ελπίδα λοιπόν να μας έρθη απόξω βοήθεια. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση όλα να τα
Παρακάμπτοντας τις επιδράσεις που ασκήθηκαν στο έργο του Καβάφη από τον
του μεγάλου αλεξανδρινού ποιητή όσο και με τις τεχνοτροπικές και στιχουργικές του
211
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 28-29.
212
Βλ. Λένα Αραμπατζίδου, Το διακείμενο του αισθητισμού στην ποίηση του Κ. Π. Καβάφη,
Θεσσαλονίκη, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, 2013.
213
Βλ. ως προς τα θέματα «κοσμοπολιτισμός», «διαπολιτισμικότητα» και «μοντερνισμός» στην
ποίηση του Καβάφη, τα κείμενα των σύμμεικτων τόμων: Η ποίηση του κράματος. Μοντερνισμός και
διαπολιτισμικότητα στο έργο του Καβάφη, επιμέλεια: Μιχάλης Πιερής, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2000, καθώς και Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων,
ό.π. Βέβαια, ας σημειωθεί επιπρόσθετα ότι ο Κ. Π. Καβάφης δεν αγνόησε τον Γιάννη Αποστολάκη ως
μελετητή του δημοτικού τραγουδιού (η κριτική και ερμηνευτική συμβολή του τελευταίου ως προς το
δημοτικό τραγούδι θα αναπτυχθεί στο επόμενο κεφάλαιο). Όπως έχει επισημανθεί, «[…] Οι συλλογείς
και οι μελετητές δημοτικών τραγουδιών που ρητά κατονομάζονται στα κείμενα του Καβάφη
(μελετήματα, άρθρα, βιβλιοκρισίες, σημειώματα, σημειώσεις, καθώς και σε ένα ποίημά του, το
“Πάρθεν”) είναι πολλοί και καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα των επιστημονικών πεδίων
(γλωσσολόγοι, λαογράφοι, μουσικολόγοι, συλλογείς, ιστορικοί κ.ά.) για εκείνη την περίοδο: Γιάννης
Μ. Αποστολάκης […]». Βλ. Σταματία Λαουμτζή, Κ. Π. Καβάφης και Δημοτικό Τραγούδι, Αθήνα,
Ίκαρος, 2021, σ. 53.
103
έχοντα επαφή ούτε με την αληθινή ζωή ούτε με την ατομική ψυχική διεργασία, η
έχει καλύτερη γνώμη. Τον εντάσσει, μάλιστα, στη χορεία των «καλοκαιρινών
λογίων», ίσως γιατί αρκετά έργα του ανέβαιναν ως θερινά θεάματα σε καλοκαιρινά
θέατρα:214
κανείς απόλυτος.215
Η απόρριψη των απονεκρωμένων, άρα εκτός της αληθινής ζωής, δραματικών ηρώων
του Ξενόπουλου συντελείται στο όνομα μιας απόλυτης κριτικής, η οποία αρνείται να
να συγκρίνει κανείς τον Ξενόπουλο με τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον
Σαίξπηρ και τον Ίψεν, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις ιστορικές – κοινωνικές
συνθήκες και τους όρους παραγωγής και δημοσιοποίησης των έργων τους, είναι,
αιτιολογώντας την απόρριψη των θεατρικών έργων του Ξενόπουλου στο όνομα μιας
214
Για αρκετές πρεμιέρες θεατρικών έργων του Γρηγορίου Ξενόπουλου, που δόθηκαν καλοκαίρι, βλ.
και Πλάτων Μαυρομούστακος, «Ο Ξενόπουλος των ηθοποιών», Περίπλους, τχ. 30-31, Ιούλιος –
Δεκέμβριος 1991, σ. 145-149.
215
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 41.
104
απόλυτης κριτικής, που αντιστρατεύεται το σχετικό ως γνώμονα της πραγμάτωσής
της:
τίποτε […] από το έργο του Ψυχάρη δε δείχνει έναν άνθρωπο, που στάθηκε ψηλότερα
από την εποχή του. Πώς λοιπόν ήθελε να μπάση το έθνος του σε καινούργια εποχή;217
«Δεν μπορούσε», είναι η λογικά συναγόμενη απάντηση στο ρητορικό ερώτημα, και
αιτία της αδυναμίας του ηγέτη του δημοτικισμού να αρθεί στο ύψος των μεγάλων και
βάση τη βιοθεωρία του κριτικού, χωρίς εσωτερική μετάπλαση προς το υψηλό και
216
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 41. Ο σοφόκλειος Οιδίπους και ο
αισχύλειος Προμηθέας είναι αρχετυπικοί τραγικοί ήρωες. Ο Αγαμέμνων και η Κασσάνδρα
εμφανίζονται σε τραγωδίες και των τριών μεγάλων τραγικών. Δειγματοληπτικά: ο Αγαμέμνων
εμφανίζεται στην ομώνυμη αισχύλεια τραγωδία, στον σοφόκλειο Αίαντα, στις ευριπίδειες τραγωδίες
Εκάβη και Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Η Κασσάνδρα εμφανίζεται στον αισχύλειο Αγαμέμνονα, στις Τρωάδες
του Ευριπίδη και στον Αίαντα Λοκρό του Σοφοκλή, τραγωδία από την οποία σώθηκαν μόνον
αποσπάσματα (βλ. Δήμητρα Γιωτοπούλου, Η μορφή της Κασσάνδρας στην Αρχαία Ελληνική και
Νεοελληνική Λογοτεχνία, διδακτορική διατριβή, Πάτρα, Πανεπιστήμιο Πατρών – Τμήμα Φιλολογίας,
2012, σ. 83-188).
217
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 193.
105
αιώνιο, να οδηγήσουν τον άνθρωπο «σε μια ανώτερη αντίληψη και σύνθεση της
ζωής»:
Ο Σολωμός είναι ο οδηγός, που σε βοηθά κάθε εμπόδιο να το περάσης και σιγά σιγά σε
φέρνει σε μια ανώτερη αντίληψη και σύνθεση της ζωής . απόδειξη το ίδιο το έργο του
ποιητή μας, ενώ ο Ψυχάρης μόνο σε κόμματα και σε χωρισμό μπορεί να σε φέρη. Ο
χωρίς τον αντίπαλό του, τον καθαρευουσιάνο, γιατί όλο το κουράγιο κι’ όλη του την
πίστη τα παίρνει μόνο από τις ασχήμιες των αρχαϊστών.[…] Στο βάθος, το έργο του
Ψυχάρη, μ’ όλα τα παχειά λόγια για ιδέα και για επιστήμη, δεν ξεφεύγει τον ταπεινό
Αποστολάκης (μαζί με τον εξάδελφό του Φώτο Πολίτη) υποστηρίζει την αυθυπαρξία
της δικής του της αληθείας, σύρθηκε μέσα στην πολιτική, έγινε πολιτικός νεωτερισμός
218
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 190-191. Ο Κωστής Μπαστιάς στο
περιοδικό Ελληνικά Γράμματα, που εξέδιδε μαζί με τον Βασίλη Μαλατάκη, συστρατεύτηκε με τις
απόψεις του Αποστολάκη σχετικά με την ψυχαρική «διαμάχη» και αναδημοσίευσε το 1927 ένα
απόσπασμα από την Ποίηση στη ζωή μας με το σημείωμα: «Επειδή γύρω από την δράση του κ.
Ψυχάρη εγέρθηκε τελευταία κάποιος θόρυβος, κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε ένα απόσπασμα από το
μοναδικό στο είδος του βιβλίο του κ. Αποστολάκη “η ποίηση στη ζωή μας” σχετικό με τα ζητήματα
αυτά», βλ. Γιάννης Αποστολάκης, «Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού», Ελληνικά Γράμματα,
τχ. 3, 15 Ιουλίου 1927, σ. 120-121.
106
και κομματικό πρόγραμμα. […] Η πολιτεία θα βρη στο δημοτικισμό το στήριγμά της.
και θόρυβο»,220 συνδέοντάς τον με τον Παλαμά, τον οποίο αποκαλεί «τοπάρχη του
Ψυχάρη στην Ελλάδα»,221 ενώ βάλλει συνεχώς και με κάθε ευκαιρία εναντίον του
παλαμικού έργου. Οι αντιπαλαμικές αναφορές του βιβλίου Η Ποίηση στη ζωή μας
είναι τόσες πολλές και τόσο δηκτικές, ώστε τεκμηριωμένα αυτό θεωρήθηκε ένας από
μόνον ως ποιητής, αλλά και ως κριτικός. Συχνά, μάλιστα, το παλαμικό έργο επιτελεί
τον δεύτερο όρο αρνητικής σύγκρισης, ώστε να απαξιωθεί από τον κριτικό και
107
Κρίμα, που ο Μαβίλλης γύρεψε να μεγαλώση τη συγκίνισή του με εξωτερικά μέσα,
όπως είναι η Ινδική φιλοσοφία κ’ οι ιδέες του Σοπενάουερ. Ένα τέτοιο φέρσιμο θα το
περίμενε κανείς από άνθρωπο με την ξεραΐλα της καρδιάς και τη σκοτεινιά της
φαντασίας του Παλαμά (πρβλ. η θάλασσα του τίποτα, του τίποτα η αστραπή κ.τ.λ.) όχι
Αν θρηνούσαν οι ποιητές μας υπέρλαμπρο θέαμα ζωής – αληθινή χαρά των ματιών
μας – θα ήταν κάπως δικαιολογημένοι για τις κλάψες τους (πρβλ. πού και πού τα
τραγούδια του Μαβίλλη) μ’ αν ήταν μέτρια η νιότη τους, όπως των περισσοτέρων
ανθρώπων, τότε ο θρήνος τους είναι κακομοιριά (πρβλ. τα άτονα και στεγνά νιάτα του
Παλαμά, όπως φανερώνουνται στα τραγούδια του «Τα μάτια της ψυχής μου» και στις
Πορφύρα, διατείνεται:
Παρόμοιες σάχλες, μεγαλόπνοες όμως και όχι έτσι ξεψυχισμένες, μόνο ο δάσκαλος του
Πορφύρα ο Παλαμάς έχει να δείξη στο έργο του (πρβλ. το «Δωδεκάλογο του
Γύφτου»).225
του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, εκκινεί μεν από τον τελευταίο, αλλά σχεδόν αμέσως
223
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 25.
224
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 67.
225
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 71-72.
108
Ο Βαλαωρίτης τόσο παρασύρθηκε από τη φαντασία του, που κατάντησε στο τέλος
μπαίγνιο της. Κι ο Παλαμάς αυτός είναι, που έπαθε τα χειρότερα. Σα δεν είχε άλλον
τρόπο να περάση για ποιητής, βρήκε για τον προχειρότερο το πάθος . βάλθηκε να φανή
άνθρωπος με πάθος.226
εφόσον η παλαμική ποίησε κινήθηκε σε ποικίλα θεματικά πεδία, τόσο με τόνο υψηλό
όσο και με φωνή που πλησίαζε τον ψίθυρο, χωρίς σε όλες της τις εκδιπλώσεις να
έκφραση.
Ο Παλαμάς είναι ποιητής. Γιατί; - μπορείς λ.χ. να ρωτήσης τρίβοντας τα μάτια σου
από τον ύπνο, που επήρες, διαβάζοντας την ψαλμοφυλλάδα του καινούργιου
226
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ 222.
227
Βλ. ενδεικτικά, Κ. Θ. Δημαράς, Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την τέχνη, Αθήνα, Νεφέλη,
3
1989 . Ευριπίδης Γαραντούδης, Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της ποίησής του και της
σύγχρονης πρόσληψής της, Αθήνα, Καστανιώτης, 2005 . Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ο Παλαμάς και η κρίση
του στίχου, Αθήνα, Νεφέλη, 2007 . Γιώργος Ανδρειωμένος, Ο Παλαμάς και η πολιτική στην πρώιμη και
ύστερη φάση της ζωή του, Ι. Σιδέρης, 2014.
228
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 41.
109
Σακάτης στη φαντασία ο Παλαμάς.229 […] Πάρε παράδειγμα την ποίηση του […] . τι
θόρυβος.230
ποιητικής θεωρίας του, και αφού έχει δώσει και πολλά συγκεκριμένα παραδείγματα
Το έργο ενός ποιητή είναι κι’ αυτό ένας από τους πολλούς τρόπους, που φανερώνεται η
δύναμη του ιδανικού στον άνθρωπο […] Εδώ τα πρωτεία δεν τα έχει κανείς, κι’ ούτε
πάλι κανείς θέλει ν’ αλλάξη τη θέση του ή με το στανιό γυρεύει να γίνη άλλος
άνθρωπος απ’ ό,τι τονέ δείχνει το φυσικό του. Κάθε τέτοια δοκιμή τού φαίνεται
ποιητής δεν έγινε, παρά έμεινε πάντα ο διαβασμένος και βαρετός χρονογράφος σ’
εφημερίδες.231
αποσπασμάτων από το βιβλίο του Αποστολάκη, αλλά έχει ήδη γίνει σαφής, όχι
μόνον η κριτική άρνηση του συγγραφέα προς την ποίηση του Παλαμά, αλλά και η
θεωρητική βάση, από την οποία η αρνητική κριτική εκπορεύτηκε. Επίσης, έχει ήδη
ανιχνευθεί η ταύτιση ποιητή και κριτικού στην περιοχή της βιοθεωρίας του Γιάννη
Αποστολάκη, οπότε αναμενόμενο ήταν να απορριφθεί από αυτόν και η κριτική και
229
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 49.
230
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 60.
231
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 87.
110
θεωρητική συνεισφορά του μείζονος ποιητή μας, η οποία, βέβαια, σήμερα είναι
κατακρίνει κάθε άνθρωπο, που θα βρισκότανε μακριά από τον πόλεμο, εκτός από τον
εαυτό του, όπως και το βασάνισμα πάλι είναι το ανάλογο γλυκοσάλιασμα άλλου
Η διαπλοκή δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας και κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και
στις αρχές του εικοστού (αλλά και αργότερα) έδωσε γόνιμους καρπούς, αλλά στη
ανθρώπους, «που έκαναν το μεγαλύτερο βιασμό στη γλώσσα». 234 Κατά τούτο,
απέρριπτε τον Παλαμά ως στοχαστή, κριτικό και θεωρητικό, όχι μόνον για τις θέσεις
του αυτές καθαυτές, αλλά και για το ότι αυτές συχνά εκφράζονταν μέσα από
232
Βλ. ενδεικτικά, Βενετία Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας,
ό.π. και Μάρα Ψάλτη (επιμέλεια – εισαγωγή – σημειώσεις), Κωστή Παλαμά: Σημειώματα στο
περιθώριο, Αθήνα, Πατάκης, 2018.
233
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 201.
234
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 100.
111
Πόσο φτενό, πόσο ψεύτικο, που φαντάζει μ’ όλη τη γιαλιστερή επιφάνεια, το έργο των
διαφόρων λογίων μας, μόλις το βάλης πλάι στα στέρεα εκείνα και γερά απομεινάρια
ποιητικής του θεωρίας και της κριτικής του πρακτικής, Δεν είχε άδικο ο Βασ.
Ένας στίχος από τα συντρίμμια του έργου του Σολωμού, που δύσκολα θα τον
Πολιορκημένων ο στίχος «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου» ή με
το λιτότερο ακόμη εξωτερικό του στον Πόρφυρα:237 «ανοιχτά πάντα κι’ άγρυπνα τα
μάτια της ψυχής μου». Μόνο και μόνο πως τον συναντάς δυο φορές σε δύο
διαφορετικά έργα και με διάφορη μορφή είναι μιαν απόδειξη, πως το νόημά του δεν
έφευγε παρά θα γυρνούσε στην ψυχή του ποιητή και θα τον έκανε να γυρεύη την
κατάλληλη έκφραση γι’ αυτό. […] Η επανάληψη της λέξης πάντα στο στίχο των
235
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 143.
236
Βασ. Λαούρδας, «Ο ποιητής και ο ερμηνευτής», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 198.
237
Οι συνεχείς βολές του Αποστολάκη και προς την ποίηση του Λάμπρου Πορφύρα, κατά τις οποίες
φυσικό ήταν να αναφέρεται το «επώνυμο» από το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Σύψωμου («ο
Πορφύρας…», «τα ποιήματα του Πορφύρα», κ.ο.κ.) ενδεχομένως δεν επέτρεψαν την έγκαιρη
επισήμανση ενός εμφανούς τυπογραφικού λάθους: στην πρώτη έκδοση του βιβλίου έχει τυπωθεί «στον
Πορφύρα», ενώ το λάθος διατηρείται και σε επανεκδόσεις (βλ. για παράδειγμα, Η Ποίηση στη ζωή μας,
Βάνιας, ό.π., σ. 120)
112
«Ελεύθερων πολιορκημένων» είναι σα να μας δείχνη ο ποιητής πού να προσέξουμε . κ’
έτσι το πάντα κινδυνεύει να παίρνη μια ξεχωριστή θέση και να γίνεται ορατός
μονάρχης του στίχου.[…] Στην παραλλαγή όμως του «Πόρφυρα» το πάντα είναι
βαλμένο σε μια θέση, που χωρίς να χάνη διόλου από την ουσία του, δε βγαίνει μπρος
από τις άλλες λέξες, παρά ζη αδερφικά μ’ αυτές και τις δυναμώνει από τη θέση του.
Ανοιχτά λοιπόν κι’ άγρυπνα έχει τα μάτια της ψυχής του πάντα μόνο εκείνος ο
άνθρωπος, που τον σπρώχνει ο πόθος της αλήθειας, ο άνθρωπος που συλλογίζεται : η
συλλογή – ένα γεγονός πραγματικό – του γεννά την ιδέα, πως έχει μάτια και [η] ψυχή
και πως είναι ολάγρυπνα. όπως πάλι η αλήθεια δε μπορεί να βρεθή και να γνωριστή
παρ’ από τον άνθρωπο, που έχει πάντ’ ανοιχτά και πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής
του. Μ΄ άλλα λόγια ο στίχος αλάκαιρος έχει σημασία . υπάρχει μόνο στο σύνολό του .
δεν υπάρχει στα μέρη του . ούτε μάτια, ούτε ψυχή υπάρχουν από πριν δοσμένα. Ό,τι
υπάρχει είναι η αλήθεια και η λαχτάρα του ανθρώπου γι’ αυτήν. Έκφραση και εικόνα
σημασιολογική συνύπαρξη και την ομιλία και τη σκέψη. Η συλλογή, επομένως, είναι
ένας λειτουργικός και πυκνός σε συνδηλώσεις όρος, που αποδίδει, κατά τον
συγγραφέα, την κίνηση του νου, η οποία, ενδυναμωμένη από την ψυχική δόνηση του
την ποιητική θεωρία του Αποστολάκη, η προτίμησή του προς την εκδοχή του στίχου,
του, ωστόσο, δείχνουν ότι πρωτεύει γι’ αυτόν το φιλοσοφικό και θεματικό
238
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 112-113.
113
μουσικότητα του στίχου και η ρυθμική του υπόσταση ενδεχομένως προσμετρώνται,
γιατί κατά την εκφορά η μετρικά τέταρτη συλλαβή του στίχου (= η τελευταία
συλλαβή της λέξης «ανοιχτά») θα λάβει τον ισχυρό της τονισμό, εγκαινιάζοντας τον
τονισμό στις συλλαβές που βρίσκονται σε ζυγή θέση μέσα στον στίχο, δηλαδή την
δύο διαδοχικών συλλαβών, της τρίτης και της τέταρτης, επιτρέπει την ευκρινή
έναρξη του ιαμβικού ρυθμού από τη μετρικά έκτη συλλαβή και μετά ( = από την
πρώτη συλλαβή της λέξης «άγρυπνα»). Τέτοια ζητήματα, όμως, δεν φαίνεται να
δημιουργούν ρήγμα στο φιλοσοφικό υπόστρωμα της κριτικής του Αποστολάκη. Γι’
αυτόν ο Σολωμός είναι μια αξεπέραστη κορυφή, ένας μεγάλος δημιουργός που
γερμανικής ποίησης και φιλοσοφίας αλλά απλώς εμπλούτισε τη σκέψη του και
διάνοιξε τους ορίζοντές του με αυτές,240 ενώ εκθειάζει τον σολωμικό Διάλογο ως
239
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 112.
240
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 274: «Το φιλέρευνο λοιπόν και ανήσυχο
πνεύμα του ποιητή εύρισκε τροφή στα έργα των Γερμανών ποιητών και φιλοσόφων . είχε ο Σολωμός
τους ίδιους πόθους μ’ εκείνους . και ήταν σε θέση καλύτερα από κάθε άλλον να τους νοιώση και ν’
απολάψη ό,τι καλό είχαν. Κανένας φόβος μήπως χαλάση το στομάχι του ή μήπως πάρη ο νους του
αέρα με τη συντροφιά τους. Ο Σολωμός θα μπορούσε να ξαναπή τα λόγια του Γκαίτε, πως κάθησε σε
τραπέζι στους καλύτερους της γης . το φαγητό τους ποτέ δεν το έκλεψε παρά ήξερε να το χαίρεται».
Βασική ως προς το θέμα των γερμανικών επιρροών, που ασκήθηκαν στη σκέψη και στην ποιητική
πρακτική του Διονυσίου Σολωμού, είναι η μελέτη του Γιώργου Βελουδή: Σολωμός: Ρομαντική ποίηση
και ποιητική – Οι γερμανικές πηγές, Αθήνα, Γνώση, 1989. Για την όλη ποιητική του Σολωμού, βλ. και
114
κείμενο στήριξης και προώθησης της φυσικής λαϊκής γλώσσας, αφού αυτό
φανερώνει «το θρίαμβο της ποίησης στη ζωή μας» και επί της ουσίας «σημαίνει τη
(και σωστά) τρεις συνθέσεις ως κορυφαία επιτεύγματα του ποιητή: τους Ελεύθερους
Μ’ όλη τη χρονική διαφορά, που έχουν στη σύλληψή τους και τα τρία εκείνα
παίρνης όλα μαζύ, όταν τα μελετάς και να τα ξεχωρίζης από τ’ άλλα τα έργα. Πρώτα
πρώτα ξαναγυρίζουν οι ίδιοι στίχοι με μικρές διαφορές, ύστερα μια σημαντική μορφή
παρουσιάζεται η ίδια. Η «φεγγαροντυμένη» του Κρητικού, που δεν είναι άλλο από την
την ξαναφέρνει ο ποιητής στον Πόρφυρα, ως τόσο νοιώθουμε να μην έχη φύγει διόλου
από το νου του. Το απόσπασμα V του Πόρφυρα, αν όχι όλο το τραγούδι, ξεσκεπάζει τη
μαγεία και την ευτυχία, που δοκίμαζε ο ποιητής κοιτώντας τη θωριά της. Το ίδιο
μυστικό αναγάλιασμα, που γέννησε στην ψυχή του Κρητικού «το θείο πρόσωπο», σα
τον τόμο αναφοράς: Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμέλεια:
Γιώργος Κεχαγιόγλου, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010.
241
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 221.
115
«Κοντά ’ναι το χρυσόφτερο, και κατά δω γυρμένο,
Πως δε μνημονεύει την παρουσία της, όπως κάνει στα δύο άλλα τραγούδια δε σημαίνει
ύστερα από πολλά ν’ αντικρύση τη Μορφή της, στον Πόρφυρα νοιώθουμε τη μορφή να
έχη γίνει δική του, να έχει μπη στο αίμα του […].242
Στο σολωμικό έργο ο Αποστολάκης βρίσκει την εφαρμογή της ποιητικής θεωρίας
του. Το βλέπει στα εξελικτικά του στάδια, ως συνάρτηση και όχι ως εξίσωση, κάτι
προς τον ψυχισμό του ποιητή, ιχνηλατεί την εσωτερική διεργασία από τον θαυμασμό
προς την αλήθεια της ποιητικής έκφρασης και ψηλαφώντας το εξυψωμένο ιδανικό
σολωμικής Φεγγαροντυμένης.243
242
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 290-292.
243
Για την ερμηνευτική πολλαπλότητα, που εκπηγάζει από το ρομαντικό και εξιδανικευμένο σολωμικό
σύμβολο, βλ. Massimo Peri, Η Φεγγαροντυμένη του Σολωμού. Ένας άγνωστος χ που πρέπει να
παραμείνει άγνωστος, μετάφραση: Κωστής Παύλου, Αθήνα, Gutenberg, 2016.
116
Από τις σελίδες του βιβλίου Η Ποίηση στη ζωή μας απορρέει και ο θαυμασμός
του συγγραφέα - υπό τους όρους που επέβαλλε, βέβαια, η ποιητική θεωρία του – για
συνομιλητής του νεαρού Σολωμού στην Ιταλία.251 Δείχνει να ξέρει καλά το έργο του
θαυμασμός του συγγραφέα για τη συμβολή του μεγάλου αμερικανού λογοτέχνη ούτε
244
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 122, 146.
245
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 8, 41, 43, κ.ά.
246
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 27, 137-139, κ.ά.
247
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 42, 70.
248
Ο Αποστολάκης (σ. 8) αποτιμά πολύ θετικά την ποιητική σύνθεση του William Wordsworth «Ode:
Intimations of Immorality from Recollections of Early Childhood»: «[…] αν ο Wordsworth δεν
ένοιωθε αδιάκοπη λαχτάρα εντός του, ποτέ δε θα μπορούσε να μας παρουσιάση στην περίφημη Ωδή
του τη μακαριότητα του παιδιού». Για μία σύγχρονη ματιά στο έργο του Wordsworth, βλ.
δειγματοληπτικά, Paul H. Fry, Wordsworth and the Poetry of What We Are, New Haven and London,
Yale University Press, 2008.
249
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 42.
250
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 54-55, 134-138. Ο Κ. Θ. Δημαράς
επισημαίνει ως ρομαντικό γνώρισμα, μεταξύ άλλων, και τη «λαχτάρα για την όποια φυσική ζωή,
αντίθετα προς την συμβατικότητα της κλασικιστικής λογοτεχνίας», επιτρέποντάς μας να
υπενθυμίσουμε την εξιδανικευμένη αποτύπωση της αγνής φύσης ως ρομαντικογενές και
αντικλασικιστικό στοιχείο της ποιητικής θεωρίας του Γιάννη Αποστολάκη, Βλ. Κ. Θ. Δημαράς,
Ελληνικός Ρωμαντισμός, Αθήνα, Ερμής, 32009, σ. 5.
251
Για τη σχετική αναφορά σε βιβλίο του Giulio Pertikari, το οποίο κυκλοφόρησε το 1817, βλ.
Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός: Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές, ό.π., σ.
239.
117
ότι πέφτει, φανερά τουλάχιστον, «στη σαγήνη του Ε. Α. Πόε»,252 όπως αυτό
Η εντελής κριτική πρόσληψη του βιβλίου Η Ποίηση στη ζωή μας υπερβαίνει
τον βασικό στόχο της ανά χείρας διατριβής, ο οποίος κυρίως καλύπτεται από τη
διακρίβωση της ποιητικής θεωρίας και της κριτικής πρακτικής του Γιάννη
δεξιώθηκε τον θεωρητικό και κριτικό λόγο του. Θα αρκεστούμε, προς στιγμήν, σε
αντίπαλος λόγος προς τις θέσεις του Αποστολάκη αρθρώθηκε από τον Κώστα
θεώρηση, αναγνωρίζοντας μεν την ποιητική αξία του, αλλά θεωρώντας τον και παιδί
της εποχής του, του οποίου το έργο χρειάζεται γραμματολογική και κριτική
252
Η φράση είναι δανεισμένη από τον τίτλο του βιβλίου της Χριστίνας Ντουνιά, Στη σαγήνη του Ε. Α.
Πόε, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2019, όπου και εξετάζεται η πρόσληψη του Πόε στην Ελλάδα.
253
Ο Αποστολάκης, τουλάχιστον στο Η Ποίηση στη ζωή μας (βλ. σ. 130-132), θεωρώντας ότι ο Πόε
«είχε τη λογική για τη μόνη καταφυγή του» (σ. 130) και παρασυρμένος από το «φτενό φυσικό» του (σ.
131), έδωσε μεν έργο με αξία, αλλά δεν κατάφερε να μετουσιώσει σε λογοτεχνική έκφραση την
ψυχική δόνηση προς το υψηλό ιδανικό. Το ότι «έγραψε πολλές σελίδες για τον Poe, που ίσως
υπάρχουν στα κατάλοιπά του, μ’ ολότελα διαφορετικό πνεύμα από κείνο που βλέπουμε στην “Ποίηση
στη ζωή μας”» (Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 206) δεν
επιβεβαιώνεται από την έρευνα και βασίζεται μόνο σε προφορικές μαρτυρίες.
254
Βλ. δειγματοληπτικά, Θεόδωρος Βάσσης, «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική. Ο μαρξισμός του
Βάρναλη», Τα Ποιητικά, τχ. 33, Μάρτιος 2019, σ. 1-3.
255
Βλ. Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, ό.π. και Σολωμικά, ό π.
118
Ακόμη και σε συνεντεύξεις,256 όπως αυτή που παρεχώρησε το 1931 στο
τον Αποστολάκη οπτική του για το θέμα «Σολωμός», ενώ δεν αρνείται να αναφέρει
και ορισμένα θετικά στοιχεία της προσωπικότητας του φιλολογικού και ιδεολογικού
του αντιπάλου:
Ο Αποστολάκης είναι ένας εργατικός άνθρωπος και αρκετά μορφωμένος. Δεν ξέρω
όμως γιατί στενεύει τους ορίζοντές του και φεύγει διαρκώς από το θέμα. Την κριτική
τού Αποστολάκη την παρομοιάζω με το εξής: Υποθέσετε ότι πρέπει να κρίνουμε αυτό το
τσιγάρο. Εγώ λέω πως ένας και μόνος τρόπος κρίσεως υπάρχει: να κριθή ως μια
αυτούσια πραγματικότητα. Θα το κρίνουμε αν έχη καλό και φρέσκο καπνό, αν έχη καλό
πούμε ότι είναι καλό, ή μέτριο ή κακό. Ο Αποστολάκης αντί να κρίνη έτσι, ως μια
υφισταμένη πραγματικότητα, σου λέει: το τσιγάρο είναι ανθυγιεινό. Μα, βρε αδελφέ .
άλλη κουβέντα η μια, άλλη η άλλη. Αυτό κάνει με τον Σολωμό. Μεγάλο ποιητή τον λέει
εκείνος, μεγάλο ποιητή τον λέω κι’ εγώ. Με τη διαφορά ότι οι λόγοι του μεγαλείου του
είναι διαφορετικοί για μένα. Μπερδεύει φοβερά τη vie poétique [= ποιητική ζωή] με τη
vie prosaique [= πεζή ζωή] . το έργο με την ιδιωτική ζωή. Ο Σολωμός είναι ποιητής
256
Εδώ και δεκαετίες, οι συνεντεύξεις θεωρούνται άξιο προς έρευνα είδος της γραμματείας, αφού στον
κειμενικό τους ιστό ενσωματώνουν ιδεολογικά, αισθητικά και βιοθεωρητικά στοιχεία των ομιλούντων.
Βλ. ενδεικτικά, Ted Lyon, «Jorge Luis Borges and the Interview as Literary Genre», Latin American
Literary Review, τχ. 44, Χειμώνας 1994, σ. 74-89 .
D. Martens & M. Watthee – Delmotte, «The
Literary Interview: a Study of the Genre and its Mediological Mutations» Literature and Media
Innovation, 2017, αναρτημένο στο: http://lmi.arts.kuleuven.be/project-1-literary-interview-study-genre-
and-its-mediological-mutations.html .
Anneleen Masschelein, Christophe – Martens Meurée &
Stéphanie David – Vanasten, «The Literary Interview: Toward a Poetics of a Hybrid Genre», Poetics
Today, τχ. 1-2, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2014, σ. 1-49, κ.ά.
119
γιατί μπορεί και συλλαβαίνει τη ζωή και έχει τα μέσα να την εκφράση, ώστε να την
κάμη κτήμα και άλλων, κι’ όχι γιατί η ζωή του και το έργο συνεβάδισαν. Έγραψε για τη
μητέρα στίχους ασύγκριτους, ενώ τα ιστορικά δοκουμέντα λένε πως αντίκρυ στη δική
του μητέρα στάθηκε άστοργος, πρόστυχος και κακός. Πώς δικαιολογείται αυτό αν
Σημειωτέον ότι ο Βάρναλης έκρινε τις θέσεις του Αποστολάκη όχι μόνο σε
κείμενο «Λόγια και πράξις (Ο άντρας και η γυναίκα). Ένας διάλογος υπό Κ. Β.
διαμάχη, που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον Πέτρο Ωρολογά και στον Πέτρο
257
Η συνέντευξη του Κώστα Βάρναλη στον Κωστή Μπαστιά μεταφέρεται από το περιοδικό Εβδομάς
(8 Αυγούστου 1931): Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με 38 συγγραφείς τού 20ου
αιώνα, εισαγωγή – επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτης, 1999, σ. 173.
258
Ο Κώστας Βάρναλης δεν περιέλαβε αυτό το κείμενο στα Αισθητικά – Κριτικά (τόμοι Α΄ και Β΄,
Αθήνα, Κέδρος, 1958), βλ. όμως τη βιβλιογραφική του σήμανση: Λουτσία Μαρκεζέλι – Λούκα,
Συμβολή στην εργογραφία του Κώστα Βάρναλη. Αισθητικά – Κριτικά 1911-1944, Αθήνα, Κέδρος, 1985,
σ. 38 (λήμμα 9).
259
Βλ. λεπτομερή εξέταση του θέματος, στο: Δημήτρης Κόκορης, Φιλοσοφία και νεοελληνική
λογοτεχνία. Πτυχές μιας σύνθετης σχέσης, ό.π., σ. 121-140.
260
Τ. Μαλάνος, «Γ. Μ. Αποστολάκη: “Η Ποίηση στη ζωή μας”», Αργώ (Αλεξανδρείας), τχ. 4-5, 1924,
σ. 173-192. Ο μήνας κυκλοφορίας δεν αναγράφεται στο περιοδικό και, ειρήσθω εν παρόδω,
παραθέτουμε την ίδια επισήμανση από τον Γιάννη Ψυχάρη σε επιστολή του προς το ίδιο περιοδικό με
ημερομηνία 11 Νοεμβρίου 1923: «Το παρατηρήσατε; Το φυλλάδιο αφτό καμιά μερομηνία δε βάλτε,
μήτε τί χρονιά βγήκε μπορούμε νά ξέρουμε, μήτε τί μήνα. Δέν έχει κι όνομα διεφτυντή ας είναι και
120
αντιρρήσεις προς τις θέσεις του Αποστολάκη, χαρακτηρίζει το βιβλίο «αρχή της
αδικίας που έχουμε ανάγκη»261 και «σταθμό στη διανοητική μας ζωή».262 Ο Λίνος
Ποίηση στη ζωή μας «είναι, παρά τις κάποιες ανισότητες και τη χαλαρότητα στη
κύριο άξονα το συγκεκριμένο βιβλίο, την όχι αμελητέα επίδραση των ιδεών και των
θέσεων του Αποστολάκη σε διανοουμένους της γενιάς του 1930,264 ενώ στις αρχές
του εικοστού πρώτου αιώνα, στη ρουμπρίκα «Θέσεις και Σημειώματα» της
Θεσσαλονίκης Φιλόλογος (τα σημειώματα, κατά κανόνα, γράφονταν από τον Χρίστο
υπό τον τίτλο «Μιλάει και ο Γιάννης Αποστολάκης: Ποίημα η διδασκαλία, μάνα και
ποιητής ο δάσκαλος».265
γραμματέα. Κουριόζο πράμα, που έλεγε, η μακαρίτισσα η γιαγιά μου. Οι ρωμαίικές μας οι αοριστίες.»,
[Γιάννης] Ψυχάρης, «Ένα γράμμα», Αργώ (Αλεξανδρείας), τχ. 4-5, 1924, σ. 200.
261
Τ. Μαλάνος, «Γ. Μ. Αποστολάκη: “Η Ποίηση στη ζωή μας”», Αργώ (Αλεξανδρείας), τχ. 4-5, ό.π.,
σ. 176.
262
Τ. Μαλάνος, «Γ. Μ. Αποστολάκη: “Η Ποίηση στη ζωή μας”», Αργώ (Αλεξανδρείας), τχ. 4-5, ό.π.,
σ. 192.
263
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1978, σ. 266.
264
Στυλιανή Παντελιά, «Η επίδραση του Γιάννη Αποστολάκη. (Ο Γιάννης Αποστολάκης και οι
διανοούμενοι της γενιάς του ’30)», Νέα Πορεία, τχ. 431-433, Ιανουάριος – Μάρτιος 1991, σ. 25-29.
265
[Χρίστος Τσολάκης], «Μιλάει και ο Γιάννης Αποστολάκης: Ποίημα η διδασκαλία, μάνα και
ποιητής ο δάσκαλος», Φιλόλογος, τχ, 110, Χειμώνας 2003, σ. 494-496.
121
απορρίπτονται συλλήβδην, για να προκριθεί από τη γραφίδα του κριτικού μόνον ο
φαίνεται ανώτερο από τη Φύση, όπως μας την παρουσιάζουν οι αίσθησές μας: αλλιώς
κοινωνία. Περιττό το αντίγραφο, όταν θα είχε κανείς μπρος στα μάτια του το
τραπέζι του ιδανισμού και δείχνει ανθρώπους κουρασμένους για το δύσκολο δρόμο και
τέτοιο πράμα ούτε καν του πέρασε από το νου . ήταν πολύ πλούσιος ο Σολωμός και δεν
είχε ανάγκη να ρίξη απάνω του τα κουρέλια του ρεαλισμού και του νατουραλισμού –
παρά αληθινός.267
Είναι φανερό ότι στο φιλοσοφικά αλλά και υπαρξιακά διαμορφωμένο θεωρητικό
μοντέλο του Αποστολάκη δεν υπήρχε καθόλου χώρος για την πιστή αναπαράσταση
της ζωής (ρεαλισμός268), αλλά ούτε και για την εξελιγμένη πτυχή της, που
266
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 91.
267
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 319.
268
Βλ. ενδεικτικά, L. R. Furst, Ρομαντισμός, ό.π. . G. Hoffmeister (επιμέλεια), European Romanticism.
Literary Cross-Currents, Modes and Models, ό.π. . A. Day, Romanticism, ό.π.
122
(νατουραλισμός269). Θαυμασμός, ψυχική διέγερση, εσωτερική μετάπλαση των
υπέρβαση της χρονικής και ιστορικής συγκυρίας, όλα αυτά σε συνύπαρξη και
συμπύκνωση οροθετούσαν την περιοχή της μεγάλης ποίησης, της οποίας άξιοι ήταν
Βέβαια, όσον αφορά τη λαϊκή λογοτεχνική δημιουργία και δεδομένης και της
αυτό, μία ενασχόληση που θα τον συνόδευε έως το τέλος του βίου του.271 Φυσικά και
στο Η Ποίηση στη ζωή μας, ενσωματώθηκαν θετικές αναφορές στο δημοτικό
σπαρτάρισμα ψυχής»,272 «ιδανική λάμψη της ζωής μες στο σκοτάδι του θανάτου»,273
269
Βλ. ενδεικτικά, P. Skrine, Νατουραλισμός, μετάφραση: Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη, Αθήνα, Ερμής,
2
1990 και Y. Chevrel, Le naturalism. Étude d’ un mouvement littéraire international, Paris, Presses
Universitaires de France, 21993.
270
«Η εποχή του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού σημαίνει: στροφή στη λογοτεχνική περιουσία του «λαού»
(παραμύθια, παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια, λαϊκά βιβλία), και αξιοποίησή της για την προσωπική
καλλιτεχνική δημιουργία[…]». Βλ. Γιώργος Βελουδής, «Ο επτανησιακός, ο αθηναϊκός και ο
ευρωπαϊκός ρομαντισμός», Μονά-ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Αθήνα, Γνώση, 1992, σ. 100.
271
Η μελέτη του Γιάννη Μ. Αποστολάκη Το κλέφτικο τραγούδι: το πνεύμα κ’ η τέχνη του, η οποία
εκδόθηκε σε επίτομη μορφή το 1950, μετά τον θάνατό του, είχε τμηματικά παρουσιαστεί – εκτός από
το τελευταίο κεφάλαιο – στο περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις, βλ. «Η Εισαγωγή», τχ. 18, 15
Δεκεμβρίου 1945, σ. 1081-1090 . «Κριτική κειμένων», τχ. 5-6, 1-31 Μαρτίου 1946, σ. 320-336 και τχ.
7-8, 1-30 Απριλίου 1946, σ. 425-437 .
«Το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού», τχ. 17-24,
Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1946, σ. 715-747.
272
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 74.
123
φανερώματα «ψυχής ζωντανών ανθρώπων, […] αληθινά τραγούδια, […] θαυμαστά
– κατά την κρίση του – μιμητών του δημοτικού τραγουδιού, βλ. Κρυστάλλης),
ενσωματώθηκαν στο Η Ποίηση στη ζωή μας. Κατά τούτο, το συγκεκριμένο βιβλίο
συγκροτεί τη θεμελιώδη βάση της ποιητικής θεωρίας και της κριτικής πρακτικής του
διεξοδικά και αναλυτικότερα την ποιητική του θεωρία και τις κριτικές του θέσεις,
magni.
273
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 75.
274
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 76.
124
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ]
Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου
μέσα απ’ το Σολωμό ο Αποστολάκης πρόβαλε την εθνική ατομική συνείδησή του. Το
Αποστολάκη.275
ορθότητας, υπό την έννοια ότι ο Αποστολάκης, μελετώντας τον Σολωμό, ιχνηλάτησε
τη σύνθετη πορεία προς την έκφραση του υψηλού ιδανικού με άξονα το έργο ενός
275
Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 206.
276
Ωστόσο, η χρήση του συγκεκριμένου προσδιορισμού εξηγείται: όταν τα Χριστούγεννα του 1947
κυκλοφορεί το αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας στον Αποστολάκη (τχ. 491, ό.π.), ο Εμφύλιος
πόλεμος τείνει προς την κορύφωσή του. Είχε σημασία για τους Έλληνες διανοουμένους, ιδίως για
αυτούς οι οποίοι ανήκαν στην αστική διανόηση, η χρήση του αντιθετικού διπόλου «εθνικός /
αντεθνικός». Πρβλ. αυτό που συνέβη τον Ιούνιο του 1948: «Οι μη αριστεροί αποχωρούν από την
ενιαία εταιρεία και συστήνουν την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών, που σύντομα μετονομάστηκε
χαρακτηριστικά σε “Εθνική”». Βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-
1950, Αθήνα, Πόλις, 2005, σ. 216.
125
τη στερεότητα του λόγου του», όχι «μέσα από τους δρόμους του πνεύματος», αλλά
«μέσα από τη στερεότητα της ίδιας της ζωής». 277 Ο Αποστολάκης μελετά το
δημοτικό τραγούδι για την τέχνη του και αναδεικνύει τη «νοθευτική παρέμβαση» του
Ζαμπέλιου, του Αραβαντινού και του Νικολάου Πολίτη και η στάση αυτή έχει
κριτικές θέσεις του συγγραφέα για την πρόσληψη της επιστήμης ως καλλιτεχνικής
δημιουργίας, για την πανεπιστημιακή σπουδή, αλλά και για το ειδικότερο πεδίο της
απόψεις του:
[…] στην επιστήμη, απαράλλαχτα όπως και στην τέχνη, ό,τι έχει αξία δεν έρχεται απ’
έξω, βγαίνει μόνο του από μέσα από την ψυχή του ανθρώπου. Το επιστημονικό βιβλίο,
όπως και το ποίημα και το καλλιτέχνημα, είναι ψυχική δημιουργία, και για κείνο στο
[…] η αληθινή κατανόηση δεν τραυά εμπρός με την πρόσθεση φωτισμένων κομματιών,
277
Βασ. Λαούρδας, «Ο ποιητής και ο ερμηνευτής», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 199.
278
Βλ. Παντελής Μπουκάλας, «Ιστορίες νοθείας του λαϊκού λόγου», εφ. Η Καθημερινή, ένθετο: Τέχνες
& Γράμματα, 25-26 Μαΐου 2019.
279
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, Αθήναι, Κοντομαρής,
1929.
280
«Το δημοτικό τραγούδι και η μελέτη του», στο: Γιάννη Μ. Αποστολάκη, Τα δημοτικά τραγούδια,
Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 5-11.
281
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 6.
282
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 7.
126
Διαβάζουνε σωρό τα ξένα βιβλία, όχι για να γίνουνε αληθινώτεροι, αλλά για να
ακριβώτατο λουλούδι, από την ίδια τη ζωή του ανθρώπου, αυτό ούτε καν το
ψυχικό τους ανάστημα μένει το ίδιο, - νηπιακό και ασήμαντο. Όλος εκείνος ο χρόνος
της ζωής τους περνά από πάνω τους ξώπετσα, χωρίς να τους ωριμάζη για την αλήθεια .
τους γερνάει μονάχα. Καμιά ταραχή δεν γίνηκε ποτέ στο εσωτερικό τους και για κείνο
χρόνια μας ο χωρισμός ζωής κ’ επιστήμης έγινε τελειωτικός . γι’ αυτό και ελεεινός
Απόλυτος και γι’ αυτό γενικευτικά επικριτικός, για μία ακόμη φορά, ο
που δεν είναι άλλο από το υψηλό και απόλυτο, ως μοναδικό γνώμονα επιστημονικής
σε τέλμα και η πανεπιστημιακή σπουδή, αφού συντελεί στον «χαλασμό» της ψυχής
των νέων:
283
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 8.
127
Για την ώρα λέω μόνο τούτο, πως σε καμιάν ανώτερη ζωή δεν μπάζει το νιο η σπουδή
του όπως γίνεται στο Πανεπιστήμιο. Τα χρόνια που περνάει εκεί μέσα για να πάρη το
δίπλωμά του αποτελειώνουνε το χαλασμό του, που τον έχει αρχίσει κιόλας η άλλη
κοινωνική ζωή του, ώσπου στο τέλος βγαίνει με σβησμένη τη φωτιά της ψυχής – το
διάβασμα πέντ’ έξη βιβλίων δεν μπορεί να τη βαστήξη αναφτή – και ακαμάτης, - ο
παπαγαλισμός δεν ξυπνά τη δύναμη της ψυχής – μ’ ένα λόγο πνευματικό και ψυχικό
συντρίμμι .
και τότε για να συντηρήση την κακομοίρικη ύπαρξή του, γίνεται
ή πετά από πάνω του και τη λίγη ντροπή που του έμεινε και ξεπροβάλλει νεωτεριστής
ώστε να «μπάσει τους νιους σε ανώτερη ζωή» και να διατηρήσει αναμμένη, και όχι
«σβησμένη τη φωτιά της ψυχής» των νεαρών ακροατών του, καθώς και το πώς
αποτυπώθηκε ο διδακτικός του τρόπος στις λίγες μαρτυρίες που υπάρχουν ως προς
τον τελευταίο. Προς στιγμήν και σε συνδυασμό με την άποψή του για τη σύνδεση
επιστήμης και ζωής, ας υπογραμμίσουμε την άρνησή του προς μία επιστήμη,
περιορισμένη στο διάβασμα και στη σχολαστική έρευνα, και την εκτίμηση του για
284
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 9.
128
βαθύτερο λόγο, πέρα από τα άφθονα στοιχεία τεκμηρίωσης που κατά την ανάπτυξη
του βιβλίου του παραθέτει, εξαιτίας του οποίου στέκεται αρνητικός ως προς τις
[…] μόνο κριτική έκδοση των τραγουδιών καμωμένη από ανθρώπους που να έχουν
καταγίνει πολύ μ’ αυτά, να νοιώθουν όμως μαζί κι’ από ποίηση, μπορεί να
τραγούδια, πρέπει να το ξέρη πως μαζί με την άλλη εξέταση την ιστορική, την
κοινωνική, τη λαογραφική κτλ. που άρχισε μαζί τους, έχει και τη φιλολογική να κάμη .
ενωτίζεται την ψυχική διεργασία προς την επίτευξη της καλλιτεχνικά υψηλής
τραγουδιών και όχι απλώς σχολαστικό μελετητή. Χωρίζει τις συλλογές δημοτικών
συλλογές, που τα τραγούδια τους, κατά το λέγειν του συλλέχτη τους, είναι απαράλλαχτα
όπως τ’ άκουσε από το στόμα του λαού, και συλλογές πάλι, που οι εκδότες έχουν
285
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 133.
129
τραγούδι καθαρώτερο. Οι πρώτες είναι οι περισσότερες, οι τελευταίες είναι μονάχα
[…]
Μέσα λοιπόν στο σχέδιο για μια γενική εξέταση γραφτών κι’ άγραφτων κειμένων
βρίσκει τη θέση της κ’ η δική μου κριτική στις συλλογές του Ζαμπέλιου και του Πολίτη,
δημοτικό τραγούδι βγαίνει εκεί μέσα καθαρώτερο. Αρχίζω από τη συλλογή του
Ο Αποστολάκης, ίσως εξαιτίας της απέχθειάς του προς κινήσεις που αναδίνουν
ροπή του Αποστολάκη προς το υψηλό και απόλυτο δεν του άφηνε χώρο για
αναφέρεται στο Άσματα δημοτικά της Ελλάδος. Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής
δημοτικών τραγουδιών του Ζαμπέλιου εμφορείται από την πρόσληψη του δημοτικού
τραγουδιού από τον Αποστολάκη ως ανώτατου και γνήσιου δείγματος της λαϊκής
ψυχής, που προέκυψε από συλλογική ψυχική διεργασία και πορεία προς την ιδανική
286
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 10.
287
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 11.
130
Όλες δηλαδή οι αλλαγές, που έκαμε στο κείμενο ο Ζαμπέλιος, όλες δείχνουν τον
άνθρωπο, που την ποίηση την έχει σαν ένα εξωτερικό και βαλτό στολίδι. Γι’ αυτό κ’ οι
στίχοι οι δικοί του στη στιγμή σού χτυπούν σαν κάτι ξένο και παράταιρο από το άλλο
πραγματικό στην ανώτερη σφαίρα της ποίησης. στους στίχους όμως του Ζαμπέλιου το
ποιητικό βάζει μπογιές απάνω του για να φανή ωραίο. Οι δημοτικοί στίχοι είναι
αποτέλεσμα τη νοθεία τους και τη διαστρέβλωση της λιτής, λαϊκής και επιβλητικής
δυναμικής και λειτουργίας, που ενείχε το κείμενο των τραγουδιών, πριν από τις
288
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 33-34. Η κριτική
του Γιάννη Αποστολάκη στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο θεωρείται ακόμη και σήμερα ακριβής και
λειτουργική, έτσι ώστε να ενδυναμώνει επιχειρήματα μελετητών και ανθολόγων του δημοτικού
τραγουδιού. Βλ. ενδεικτικά, Θανάσης Γαλανάκης - Μάνος Κουμής (επιμέλεια - ανθολόγηση), "Χαίρε,
ω χαίρε Ελευθεριά!". Ο αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση. Ανθολογία, Αθήνα, Τράπεζα
Πειραιώς και Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, 2021, σ. 43.
289
Βλ. ως προς το θέμα, τις οξυδερκείς και σφαιρικές τοποθετήσεις νεότερων μελετητών: Γ. Μ.
Σηφάκης, Για μία ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, 1988 . Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
2010, κ.ά.
131
Η τεκμηρίωση της αρνητικής τοποθέτησης του Αποστολάκη απέναντι στη
παραδείγματα, αλλά για λόγους γενικότερης οικονομίας και για να αποφύγουμε τις
αναφέρεται στο τραγούδι «Του Στέργιου». Συγκριτικά παραθέτει και σχολιάζει την
εκδοχή, που απέδωσε ο Claude Fauriel, 290 και την εκδοχή που διαμόρφωσε ο
Σπυρίδων Ζαμπέλιος:
Στο Fauriel, που πρώτος το δημοσίεψε στη συλλογή του (Τόμ. 1, 128), το τραγούδι έχει
εφτά στίχους, ο Ζαμπέλιος όμως το μάκρυνε δυο στίχους ακόμη κι’ άλλαξε τους
μόλις διαβάση και τις δυο παραλλαγές. Καταχωρίζω και τις δυο εδώ, για να είναι
Fauriel.
290
Οι δύο τόμοι της έκδοσης Fauriel εκδόθηκαν στο Παρίσι κατά τη διετία 1824-1825. Τώρα βλ.
Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τόμος Α΄ (= «Η έκδοση του 1824-1825») & τόμος Β΄ (=
«Ανέκδοτα κείμενα, αναλυτικά κριτικά υπομνήματα, παράρτημα και επίμετρα»), μετάφραση –
επιμέλεια: Αλέξης Πολίτης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012 (τόμος Β΄) & 2013
(τόμος Α΄).
132
Ζαμπέλιος.
[…]
Πάει όμως ο αντρίκιος τόνος του τραγουδιού. Ούτε σημάδι απ’ αυτόν με τις έξυπνες
και λεπτές αλλαγές του εκδότη. Από τον τρίτο στίχο ακούγονται αδιάκοποι μαλακοί και
ειδυλλιακοί τόνοι (λουλουδίζουν, κρύα νερά), ενώ το «μη προσκυνούμε» του κειμένου
ορμήνεια στους άλλους (ας μην προσκυνούμε), παίρνει την κατηγορηματική μορφή
«δεν προσκυνούμε». […] η βαθειά καταφρόνια του κλέφτη (στ. 5 Fauriel) στους
πατριώτες του, καταφρόνια μεγαλύτερη απ’ όση έχει για τους Τούρκους, επειδή τους
ήθελε να μη μοιάζουν μ’ αυτούς, δεν υπάρχει στην παραλλαγή του Ζαμπέλιου. Εδώ οι
Τούρκοι βγαίνουν απ’ τη μέση και παρουσιάζονται για κυρίαρχοι με τους σκλάβους
τους . ενώ πάλι ο ενθουσιασμός, που γεννά στην ψυχή του κλέφτη η ηρωική μορφή του
ανθρώπου (παλληκάρια) σβήστηκε όλη μέσα στα στενά σύνορα του ατόμου: «και μεις
291
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 39-41.
133
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά και αυτό ένα κλέφτικο δημοτικό τραγούδι, «Το
«αηδονολαλεί», λέξη συνηθισμένη στα δημοτικά τραγούδια, και τη διόρθωσε. Για μένα
όμως είναι πετυχημένη λέξη. Φανερώνει τη θερμή αγάπη και το θαυμασμό μαζί για τη
φωνή του ανθρώπου στην τελευταία στιγμή του, σαν είναι πια να μην ακουστή ποτέ στ’
αυτιά μας: γιατί μόνο σ’ αυτή την περίσταση το περισσότερο μπαίνει το ρήμα
μύθου υπό ορθολογιστή. Η εξυπνάδα όμως […] αφάνισε την ουσία και την Ποίηση: Ο
στίχος έγινε:
κ’ επειδή ήτανε μισός, τον έκαμε ολάκερο προσθέτοντας τη φράση «και την καλή του
κράζει». Η φράση είναι αυθαίρετη του κεφαλιού του. Στο δημοτικό τραγούδι δε γίνεται,
διάφορες παραγγελιές στους συντρόφους του να τον εκδικηθούνε, πού να τον θάψουνε
292
Εννοεί τη χειρόγραφη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Παύλου Λάμπρου (πατέρα του
Σπυρίδωνος Λάμπρου), του οποίου η κύρια συμβολή αφορά τον χώρο της νομισματολογίας. Ο Αλέξης
Πολίτης (Το δημοτικό τραγούδι, ό.π., σ. 268) επισημαίνει: «Διαπίστωσε [ενν. ο Γιάννης Αποστολάκης]
[…] ότι όλα – ή, σχεδόν – τα κείμενα του Ζαμπέλιου πατούν στα χνάρια ενός προϋπάρχοντος
κειμένου, εκδομένου από τον Φοριέλ, τον Τομαζέο, ή από την χειρόγραφη συλλογή του Παύλου
Λάμπρου». Βλ. και τη σημείωση του Παντελή Μπουκάλα («Ο Λασκαράτος σαν συλλογέας δημοτικών
τραγουδιών», εφ. Η Καθημερινή, ένθετο: Τέχνες & Γράμματα, 18 Οκτωβρίου 2015): «Το 1842, τη
χρoνιά που ο [Ανδρέας] Λασκαράτος περνάει στο αυτοσχέδιο τετράδιό του τα τραγούδια της σοδειάς
του (τα άκουγε υποθέτω σε γιορτές και από παρέες γλεντοκόπων), ο Νικολό Τομαζέο, ο εξελληνισθείς
Θωμαδαίος, εκδίδει στη Βενετία τη δική του συλλογή με ελληνικά (αλλά και τοσκάνικα και ιλλυρικά)
δημοτικά τραγούδια».
134
κλπ. Λοιπόν τέτοιες παραγγελιές θα περιμέναμε κι’ απ’ το στόμα του Κατσαρού . και
κριτική του Αποστολάκη, που υποδηλώνει στέρεα γνώση αλλά και υψηλόβαθμη
αίσθηση της τεχνικής και της έκφρασης του δημοτικού τραγουδιού, ενδυναμώθηκε
και από τη βαθιά του αγάπη για το σολωμικό έργο και εδώ, ειδικότερα, από την έλξη
δημοτικό τραγούδι ο Σολωμός, μια και αξιοποιεί την προστακτική του ρήματος
μία εξιδανικευμένη, στα όρια του απόλυτου, ανώτερη και γνήσια μορφή καθενός
τραγουδιού, φέρει τη σφραγίδα ενός ρομαντικής κοπής ιδεαλισμού, στο πλαίσιο του
οποίου καλλιτεχνικά εκφραζόταν η ψυχή του λαού ως τραγούδι, αλλά αυτό δεν
αξιοποιείται για μία ακόμη φορά η γνωστή μας πλέον δηκτική γλώσσα του μελετητή:
Οι αστειότερες όμως αλλαγές είναι όσες έκαμε ο Ζαμπέλιος σε μια παραλλαγή από τη
συλλογή Λάμπρου (ύλη Αρχείου 26, 93, Ζαμπέλιος 33, 47, Passow294 586) του
293
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 62-63.
294
Βλ. Τραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Graeciae recentioris, Εdidit Arnoldus Passow,
Lipsiae, In Aedibus B. G. Teubneri, MDCCCLX [= 1860].
135
τραγουδιού για τον καλόγερο, που κλωτσοπατάει τα ράσα του και θέλει να παντρευτή.
Η παραμόρφωση του τραγουδιού αρχίζει από τον πρώτο κι’ όλας στίχο όπου ο
στίχος του Ζαμπέλιου δεν εκφράζει τη δυστυχία και τη στέρηση όπως ο ανάλογος
στίχος του Λάμπρου. Βέβαια το παιδί κι εδώ έμεινε ορφανό, όμως δεν έλειψε η βάγια
από κοντά του. Και παιδί μεγαλωμένο με βάγια δε δοκιμάζει βάσανα μεγάλα. Καλά
καλά δεν καταλαβαίνεις γιατί ένα τέτοιο παιδί να γίνη καλόγερος. Στη δημοτική όμως
που εκφράζει ο πρώτος στίχος (ορφάνια κι’ ανατροφή από ξένους). Χωρίς λόγο πάλι
136
Οι δημοτικοί στίχοι έχουν μεγαλύτερη δύναμη πηγαίνουν σ’ όλη τη ζωή της ημέρας
(φαΐ, ύπνο κλπ.) κι’ όχι όπως στο Ζαμπέλιο μόνο στον ύπνο. Έτσι στη δημοτική
το αντίκρυσμα της νέας κόρης. Μπήκε η λάμψη και το φως του ήλιου στην κατάκλειστη
και ερημική ψυχή του. Για κείνο και δεν είναι καλή η αλλαγή, που έκαμε ο Ζαμπέλιος
στον 7 στίχο
Καλόγερος που ταξειδεύει ακόμη και για να προσκυνήση δεν ανασταίνει στη φαντασία
μας αυστηρή ασκητική ζωή, όπως ο κλεισμένος ασκητής μέσα στο κελλί και στους
ψυχική αλλαγή, που τη φέρνει το αντίκρυσμα της κόρης. Ύστερα κι’ ένας άλλος λόγος
κάνει το τραγούδι όπως βρίσκεται στο Λάμπρο πολύ ανώτερο από του Ζαμπέλιου. Οι
χάρες δηλ. οι γητειές του απέραντου κόσμου στη δημοτική παραλλαγή μαζεύονται σ’
ένα μικρό τόπο και φανερώνονται. Το μοναστήρι είναι καταλληλότερο βάθος για την
ομορφιά του κόσμου παρά ο κόσμος αλαίκαιρος για την ασκητική ζωή του
καλόγηρου.295
όπως είδαμε, από την αποδοχή της άρνησης ως τελεσφόρου κριτικού γνώμονα, αλλά
τα περισσότερα επιχειρήματά του, κατά την εκδίπλωση της κριτικής του πρακτικής
είναι σωστά και βασισμένα στην κατάκριση των λόγιων προσωπικών παρεμβάσεων
295
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 126-128.
137
στην έκφραση, στην εικονοπλασία και στο λαϊκό ήθος του δημοτικού τραγουδιού.
για τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού. Εξετάζοντας τις ποικίλες παραλλαγές των
άσπιλο και υψηλόφρον ήθος της λαϊκής ψυχής, κρίνει τελικώς αρνητικά και την,
της νεοελληνικής γραμματείας, συλλογή που ήταν και είναι σημείο αναφοράς:
Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, υπό Νικολάου Γ. Πολίτου (1914).297
του και τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους συλλέκτες και εκδότες ελληνικών
Στο ταίριασμα πάλι του καθενός τραγουδιού, όπως γίνεται αυτό στις «Εκλογές», δεν
άφησε ο Πολίτης σαν άλλους ερευνητές και συλλέχτες να τον κυβερνήση η όρεξή του,
296
Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, ό.π., σ. 410-411.
297
Ν. Γ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον «Εστία»
Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη, 1914.
138
το ατομικό γούστο . ίσα ίσα σ’ όλους αυτούς τους ακάλεστους διορθωτές του δημοτικού
όμως η συμπλήρωση και η διόρθωση δε γίνηκαν ποτέ με στίχους και με λόγια του ίδιου
του εκδότη, παρά με το υλικό, που το ίδιο τραγούδι παρουσίαζε στις παραλλαγές του.
[…] Πραγματικά μια τέτοια δουλειά ήταν πολύ κοπιαστική. «Εργασία τοιαύτη»
δεκάδες παραλλαγών», κι’ όλες αυτές τις παραλλαγές έπρεπε να τις έχη μπροστά του ο
Πολίτης όταν έκανε την αποκατάσταση του κειμένου σε κάθε τραγούδι. Όμως έτσι και
ξεχωρίζει ο Πολίτης από τους άλλους μελετητές του δημοτικού τραγουδιού. Αυτός είναι
αναλογεί στη μέθοδο που ακολουθεί ένας έγκριτος κλασικός φιλόλογος ως εκδότης
κώδικες, ώστε να αποκρυσταλλώσει την, κατά την κρίση του, ορθότερη και
γνησιότερη γραφή του αρχαίου κειμένου, έτσι και ο Νικόλαος Πολίτης, συνέκρινε
την, κατά την άποψή του, εντελέστερη μορφή, αντλώντας όμως αυστηρά από το
298
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 134-136.
139
δημιουργίες φράσεων ή στίχων, όπως έκανε ο Ζαμπέλιος ή και άλλοι εκδότες
και ο Αποστολάκης μεταφέρει και στο δικό του κείμενο αυτολεξεί τις φράσεις από
«Η εργασία μου είναι ως η του εκδότου φιλολογικού κειμένου, όστις επί τη βάσει των
τούτον εις τα τραγούδια, των οποίων δεν είχον πολλάς παραλλαγάς, παρέμεινον
λόγιου και προσωπικού κειμένου και ενός κειμένου, που είναι συλλογικό και
επιχείρημα και εδώ θα κάνουμε μία – αδέξια, έστω – απόπειρα να την περιγράψουμε:
Εάν εγκύψουμε στον χώρο της αρχαίας γραμματείας (και αυτόν δείχνει να υπονοεί ο
299
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 137.
140
ότι για ποικίλους λόγους, αλλά κυρίως λόγω της αναπόδραστης φθοράς του χρόνου,
ήταν αδύνατον να φτάσει στα χέρια μας το πρωτότυπο υλικό, πάνω στο οποίο
έγραψε τις τραγωδίες του ο Αισχύλος, τις κωμωδίες του ο Αριστοφάνης, την Ιστορία
του ο Θουκυδίδης, τους περίφημους διαλόγους του ο Πλάτων κ.ο.κ. Τα έργα της
μεγαλείου και «να διόρθωναν επί τα βελτίω» τα αρχαία κείμενα, αλλά τους
τραγούδια; Μάλλον όχι. Επειδή πρόκειται για λαϊκά δημιουργήματα, συλλογικά και
κείμενο για κάθε τραγούδι. Αντίθετα, ο Αποστολάκης θεωρεί ότι κάθε παραλλαγή ως
απείκασμα της διαδρομής της λαϊκής ψυχής προς τη δημιουργία του τραγουδιού έχει
αυτάρκεια και αυτοτέλεια και, κατά τούτο, δεν είναι αισθητικά και ποιητικά σωστό
δικαιολογώντας την εκφρασμένη πεποίθησή του για την αξία της αρνητικής κριτικής,
300
Βλ. σχετικά, το έργο αναφοράς των L. D. Reynolds και N. G. Wilson, Αντιγραφείς και φιλόλογοι. Το
ιστορικό της παράδοσης των κλασικών κειμένων, μετάφραση: Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, Αθήνα,
ΜΙΕΤ, 2001.
141
επιστήμη ως έκφραση υπερύψωσης της ύπαρξης και βαθύτερης ψυχικής διεργασίας,
Μονάχα ο Πολίτης από τους συλλέχτες και τους μελετητές της δημοτικής μας ποίησης
νοιάστηκε να ορίση τον τύπο του κάθε τραγουδιού και γύρεψε να συνάξη όλες τις
σχετικές παραλλαγές του . τέλος πρώτος ο Πολίτης μας άνοιξε τα μάτια στις διάφορες
ατέλειες των παραλλαγών και ξεχωριστά στη σπουδαιότερη – στο συμφυρμό, στο
ανακάτωμα του ενός τραγουδιού με το άλλο. Τίποτε άλλο να μη μας μάθαινε, φτάνουν
αυτά μονάχα να του εξασφαλίσουν ξεχωριστή και υψηλή θέση απλησίαστη από τους
Αλλά το έργο του έχει πολύ μεγαλύτερη αξία, επειδή ο Πολίτης ήτανε
επιστήμονας στη σωστή σημασία της λέξης. Έτσι η επιστήμη ήτανε γι’ αυτόν συνολική
ύψωση του είναι του, ήτανε το μέσο για να ζωντανέψη τους βαθύτερους πόθους της
ψυχής του, μέσο δημιουργημένο από την ίδια του την ψυχή κ’ όχι διαλεγμένο έτοιμο
[…] Ως τόσο νομίζω πως η μέθοδος του Πολίτη μ’ όλα της τα καλά δεν είναι σωστή
για τα τραγούδια. Όπως οι συλλογές του Ζαμπέλιου και του Χρηστοβασίλη302 δε μας
ευχαριστούν, έτσι και οι «Εκλογές» του Πολίτη δε μας αναπαύουν. Βέβαια οι αφορμές
που έχουμε για την καθεμιά συλλογή είναι διαφορετικές, και όσο κ’ αν για τις
«Εκλογές» δεν πρέπει να λησμονήσουμε ό,τι είπα και παραπάνω, πως είναι η μοναδική
επιστημονική εργασία για τα τραγούδια μας, όμως το τελικό συμπέρασμα από τη μελέτη
301
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 139.
302
Ο Αποστολάκης αναφέρεται, χωρίς πάντως να παραπέμπει με ακρίβεια, στο: Εθνικά άσματα 1453-
1821: Συλλογή και επιμελεία και προσθήκη ιστορικών σημειώσεων. Υπό Χ. [= Χρήστου] Χρηστοβασίλη,
Εν Αθήναις, Εταιρεία «Ελληνισμός» - Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων «Ανέστη
Κωνσταντινίδου», 21902.
142
τους είναι το ίδιο και στις τρεις συλλογές: δισταγμός και υποψία για τα συμπληρωμένα
ή ταιριασμένα τραγούδια.303
οποίου διάκειται αρνητικά προς τις «Εκλογές» του Νικολάου Πολίτη: η συνένωση
Όπως όμως είναι ταιριασμένα τα τραγούδια στις «Εκλογές», μοιάζει ο Πολίτης να μην
έδωσε μεγάλη προσοχή στην έκφραση. Έτσι βρίσκουμε ενωμένα και ταιριασμένα
κομμάτια από διάφορες παραλλαγές, που δεν πάνε μαζί από την αισθητική τους τη
μεριά . δηλαδή είναι αταίριαστα. Η αδιαφορία αυτή του Πολίτη να ορίση την αισθητική
σημασία και την έκφραση στα κομμάτια, που έπαιρνε από διάφορες παραλλαγές και τα
ταίριαζε, έκαμε μεγάλο κακό. Κατά την ιδέα μου ένας τέτιος ορισμός έπρεπε να ήτανε
τραγουδιού προτού μπη στο ταίριασμά τους. Μαζί με τη λογική, με την ιστορική κ.τ.λ.
τραγούδι όσο γίνεται με αρτιώτερο νόημα δεν προσέχει και παίρνει πολλές φορές
ισότιμα μοτίβα από διάφορες παραλλαγές και τα βάζει το ένα κοντά στο άλλο. Έτσι το
ίδιο νόημα, το ίδιο περιστατικό, μ’ ένα λόγο, κάτι που ειπώθηκε πριν, ξαναγυρίζει
303
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 145.
304
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 146-147.
143
πάλι, το ακούμε το ίδιο για δεύτερη φορά χωρίς καμμιάν ανάγκη, πράμα που
αδυνατίζει τη ζωντάνια του ταιριασμένου τραγουδιού και υψώνει την αξία της
δημοτικής παραλλαγής.305
εφόσον είναι γνήσια και όχι πειραγμένη από ποικίλες παρεμβάσεις του εκάστοτε
παραλλαγή ενός τραγουδιού και όχι στη συνθεμένη από όλες τις παραλλαγές του
Πολίτη:
-Στο τραγούδι της «μάννας του ξενιτεμένου» (Εκλογ. αρ. 165) τα σημάδια του γιου,
που λέει η μάννα στους διαβάτες όταν της τα γυρεύουν, ζωγραφίζουνται έτσι στη
305
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 150.
144
[…] Η μορφή του νειου, που ανασταίνεται έτσι στη φαντασία, δεν ταιριάζει με την
πραγματική εμπειρία, καλά καλά ούτε και με τη λογική είναι σύμφωνο. Επειδή δε
μπορεί κανείς να φανταστή άνθρωπο με λιγνό κορμί μαζί όμως και με πλάτες σα δυο
βουνά, όπως τον ζωγραφίζουν οι στίχοι του Πολίτη. Τα δυο αυτά σημάδια δεν πάνε
μαζί, δεν είναι δηλαδή και τα δυο του ίδιου αισθητικού τύπου, παρά δείχνουν σε δυο
ξεχωριστούς τύπους πλασμένους και τους δυο από τη φαντασία για τη μορφή του νειου.
Παραπάνω είδαμε από ποιες παραλλαγές πήρε ο Πολίτης και ταίρειασε τους
στίχους, φοβάμαι όμως πως εδώ δεν πέτυχε στο ταίρειασμά τους. Οι στίχοι, που
μπήκαν για να φτιάξουν το τραγούδι, οι στίχοι δηλαδή που μνημονεύουν ταξίδι του
νεκρού στα βουνά της Άρνης και οι άλλοι που μιλούν για τη ζωή του στο χώμα
εκφράζουν στο βάθος το ίδιο πράμα, τον παντοτεινό δηλαδή χωρισμό τού πεθαμένου
από τους ζωντανούς και γι’ αυτό δε χρειάζουνται όλοι να μπούνε. Ο Πολίτης έπρεπε να
διαλέξη ή το ταξίδι του νεκρού στα βουνά της Άρνης ή τη ζωή του στο χώμα και στη γη
από κάτω, μια δηλαδή από τις δυο εικόνες που έπλασε η φαντασία του λαού, και όχι να
μεταχειριστή και τα δυο μαζί. Οι σχετικές δημοτικές παραλλαγές απ’ αυτή τη μεριά
306
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 151-152.
145
είναι σωστές. Έχουνε ή το ένα ή το άλλο μοτίβο, όχι όμως και τα δυο μαζί . θα ήτανε
[…] οι τρεις αυτοί στίχοι δεν ενώνουνται όλοι σ’ ένα αισθητικό σύνολο, όπως θα
ήτανε σωστό, παρά ο αισθητικός συμβολισμός του ενός στίχου υψώνεται αταίριαστος
με το συμβολισμό του άλλου. Και ήταν φυσικό να γίνη ένα τέτοιο πράμα, αφού οι
σχετικοί στίχοι στις διάφορες δημοτικές παραλλαγές, απ’ όπου τους μάζωξε ο Πολίτης,
είχαν όλοι τον ίδιο σκοπό, να ζωγραφίσουν δηλαδή το πλήθος από εχθρούς, μ’ άλλα
-Οι στίχοι της αρχής [αναφέρεται στο ακριτικό τραγούδι «Ο Γιάννης αιχμάλωτος»
δεν κυλούν εύκολα. Όταν δηλαδή τους διαβάζεις σταματάς ήσυχος στο τέλος του τρίτου
στίχου . δεν έχεις πια τίποτε άλλο να μάθης για την κατάσταση του πληγωμένου. Το
ένα τέτοιο στίχο τι γυρεύουν ο 4 και ο 5 στίχος. Αντί να συνεχίζουν τη διήγηση εκεί που
307
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 154-155.
308
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 169.
146
την έφτασε ο τρίτος στίχος, την ξαναφέρνουν πάλι στην αρχή: Και είναι φυσικό να
κάμουν ένα τέτιο πράμα, μια και οι δύο εκείνοι στίχοι, όπως φαίνεται από τις
δημοτικές παραλλαγές, είναι στο βάθος ισότιμα μοτίβα με τον τρίτο στίχο. […] Για
κείνο λοιπόν δεν χρειάζουνται διόλου στο ταίριασμα του Πολίτη . ας αφήσουμε πια
που είναι κάπως αστείο να ελπίζουμε γιατρειά για άνθρωπο, που τον ξέρουμε κομένο,
του Αποστολάκη. Πάντως, η αταλάντευτη ροπή του Αποστολάκη προς την αρνητική
κριτική ως δημιουργική και χρήσιμη, αλλά και η απόλυτη προσήλωσή του προς την
έκφραση αμερόληπτης – κατά την κρίση του – γνώμης, ενισχύεται ως προς την
κριτική, που άσκησε προς τον Νικόλαο Πολίτη, και από ορισμένα βιογραφικά
Αποστολάκη και η κοινή λογική λέει ότι ως ιδρυτής του Λαογραφικού Αρχείου της
του στο Λαογραφικό Αρχείο, στο οποίο ο τελευταίος εργάστηκε επί οκτώ χρόνια
δημοτικά τραγούδια, που το αξιοποίησε στη σχετική έρευνά του. Αυτό όμως δεν
εμπόδισε τον Αποστολάκη να εκφράσει μεν την εκτίμησή του προς το έργο και την
προσωπικότητα του Νικολάου Πολίτη, αλλά και να κρίνει αρνητικά τη μέθοδο του
της ουσίας, εγκαλεί τον Πολίτη, επειδή η επιστημονική ιδιότητα του τελευταίου
309
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 177-178.
310
Βλ. Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης και το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας [= Πρακτικά
Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου], τόμοι Α΄ και Β΄, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 2012.
147
κυριάρχησε κατά την σύνταξη των «Εκλογών», επειδή, δηλαδή δεν λειτούργησε ως
στη δουλειά του ο Πολίτης τράβηξε εμπρός με την πρόσθεση κομματιών, με τη βοήθεια
δηλαδή της ξερής λογικής και όχι μ’ εκείνη την πρωταρχική δημιουργική σύνθεση της
ψυχής, που μπορεί το ίδιο πράμα να το φανερώση με χίλιους δυο τρόπους, με μια λέξη
και μ’ εκατό.311
καλλιτεχνικής έκφρασης (αυτά τα δύο επίπεδα είναι, όπως είδαμε, αξεχώριστα και
υπόβαθρο διαμόρφωσης μόνο τη μαθητεία του στον γερμανικό ιδεαλισμό και στις
ιδέες του Τόμας Καρλάυλ, αλλά να επηρεάστηκε και από διάφορα φιλοσοφικά
μορφώματα, που είχαν εισαχθεί στο νεοελληνικό πνευματικό πεδίο από τις αρχές του
εικοστού αιώνα, όπως ήταν η θεωρία του Ανρί Μπερξόν για την intuition (=
Σε μια συνέντευξη που έδωσε ο Μπέρξονας τώρα τελευταία λέει: «Η φιλοσοφία, όπως
311
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 164.
148
αντιλαμβάνεται κατ’ ανάγκην σε σύμβολα πλαστά. Η Τέχνη όμως και η Φιλοσοφία
Βάσιμα υποθέτουμε ότι ο Αποστολάκης θα έλεγε ότι και οι τρεις, όχι μόνον η Τέχνη
και η Φιλοσοφία αλλά και η Επιστήμη, πρέπει να βασίζονται στην ψυχική διεργασία
προς το απόλυτο, η οποία συνδέεται με τη διαίσθηση και την ενόραση του Μπερξόν.
Δεν υπονοούμε ότι ο Γιάννης Αποστολάκης επηρεάστηκε ευθέως από τον Μπερξόν,
μεταφέροντας απόψεις του φιλοσόφου στο δικό του θεωρητικό μόρφωμα, αλλά ότι
είναι πιθανό να επηρεάστηκε από το γενικότερο πνευματικό κλίμα των αρχών του
εικοστού αιώνα, που, όσον αφορά το νεοελληνικό πολιτισμικό πεδίο, είχε προσλάβει
τις θέσεις και του Μπερξόν με όρους αξιοσημείωτης αποδοχής,313 ενώ είναι
ενώ ας μη λησμονούμε ότι και ο Γιάννης Αποστολάκης απαιτούσε από τον φιλόλογο
- επιστήμονα να είναι ποιητής, κατά την εκδίπλωση της κριτικής και επιστημονικής
του ιδιότητας.
οποίου βασικά σημεία ψηλαφήσαμε, και σε ορισμένες απόψεις του Ανρί Μπερξόν
149
Καζαντζάκη, 316 αντλήθηκε από τη βασική μελέτη του Μπερξόν για το γέλιο και την
Ποίον είναι το αντικείμενον της τέχνης; Αν η πραγματικότης ήγγιζεν απ’ ευθείας τας
ευθείας με τα πράγματα και τους εαυτούς μας, τότε, είμαι βέβαιος η τέχνη θα ήταν
περιττή, ή μάλλον όλοι θα είμεθα καλλιτέχναι, διότι η ψυχή μας θα εκραδαίνετο τότε
της ψυχής μας μουσική κάποτε εύθυμη και συχνότερα θλιμμένη, πάντοτε όμως
πρωτότυπη, αδιάκοπη μελωδία της εσωτερικής μας ζωής.[…] Μεταξύ της φύσεως και
ημών – τι λέγω – μεταξύ ημών και της ιδίας μας συνειδήσεως ένας πέπλος
παρεμβαίνει, πέπλος πυκνός διά τους κοινούς ανθρώπους, λεπτός όμως και σχεδόν
της εσωτερικής ζωής, η υπεροχή του ποιητή έναντι του κοινού, συνηθισμένου,
του Αποστολάκη για τη σημασία και τον ρόλο της «ποίησης στη ζωή μας».
διαμόρφωση των θεωρητικών του θέσεων, τις οποίες αξιοποίησε και ως γνώμονα της
κριτικής πρακτικής του, είναι σαφές το επιχείρημά του και η αντιρρητική του άποψη
ως προς τον τρόπο που ο Νικόλαος Πολίτης εργάστηκε, για να διαμορφώσει τις
316
Για ορισμένα σημεία σύνδεσης του Νίκου Καζαντζάκη με τον Μπερξόν, βλ. και Δημήτρης
Κόκορης, Ο Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση, κριτική πρόσληψη, ό.π.,
σ. 42-48.
317
Η. Bercson [αντί του σωστού: Bergson], Το γέλοιο, μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης, Αθήνα,
Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1914, σ. 91-92.
150
«Εκλογές». Από την άλλη πλευρά, ο Αποστολάκης υπογραμμίζει τη σαφή υπεροχή
συγκρίνοντάς τον με τους άλλους συλλέκτες – εκδότες, γι’ αυτό αφιερώνει σε αυτόν
ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του,318 στο οποίο, χωρίς να αναιρεί το βασικό
αντιρρητικό του επιχείρημα προς τη μέθοδο του Πολίτη, εξαίρει το έργο του
τελευταίου ως «γέννημα ψυχής, που δε στάθηκε κλεισμένη στο είδος, στο μέρος,
άνθρωπο «που δεν τον τράβαγαν τα χρήματα και το υλικό κέρδος παρά γύρευε να
ζήση ανώτερη ζωή», οπότε με δεδομένη την επιστημονική του δεινότητα, «μόνο στη
φιλολογία θα μπορούσε να βρη τον πόθο του». 320 Κατά μία έννοια, ο Αποστολάκης
κρίνει τον Πολίτη, χρεώνοντάς του μεν την έλλειψη συνταυτισμού επιστημονικής και
και παρά τη διαφωνία με τον τρόπο που εξέδωσε ο Πολίτης τα δημοτικά τραγούδια,
αναγνωρίζει και την αξία του, αφού συσχετίζει το έργο του μείζονος λαογράφου και
φιλολόγου «με την εσωτερική ζωή του ανθρώπου, και με το ιδανικό του».321
απόψεων και της κριτικής πρακτικής του Γιάννη Αποστολάκη, οπότε η διεξοδική
κριτική πρόσληψή των θέσεών του ξεπερνά τον στόχο μας. Παρόλα αυτά, θα
318
Βλ. «Ο Πολίτης», στο: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές,
ό.π., σ. 274-325. Το εν λόγω κεφάλαιο αναδημοσιεύτηκε επτά χρόνια μετά από τον θάνατο του
Αποστολάκη στο περιοδικό Νέα Εστία. Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ο Πολίτης», Νέα Εστία, τχ.
643, 15 Απριλίου 1954, σ. 518-521.
319
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 277.
320
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 290.
321
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 324.
151
τραγούδια του Γιάννη Αποστολάκη, η οποία συγκροτεί δείγμα νηφάλιας και δίκαιης
κριτικής και προέρχεται από έναν σπουδαίο φιλόλογο.322 Ο Συκουτρής δεν ενέκρινε
την εμπαθή υφολογική ένταση και τον απόλυτο κριτικό τρόπο του Αποστολάκη,
αλλά του αναγνώρισε οξυδέρκεια και ορθότητα ως προς ορισμένες εκτιμήσεις του.
φιλολογικής επιστήμης και ζωής δεν διαφορίζεται από τους βασικούς άξονες
Πανεπιστήμιο Αθηνών, που δόθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1931 υπό τον τίτλο
συνδυασμώ προς λεπτήν διάνοιαν, δια να ζη όχι μόνον τας αντικειμενικάς αληθείας,
αλλά και τας αληθείας της αμέσου ζωής, εκείνας που ονομάζουν οι Γάλλοι vérités de
cœur»,324 ενώ, επιπρόσθετα – ο φιλόλογος, πάντα – «δανείζει εις τις σκιές του
παρελθόντος αίμα από την καρδίαν και φωνή από τα στήθη του, διά να προσφέρουν
ζωντανήν και γόνιμον την συναναστροφήν των εις την σύγχρονον πνευματικήν
ζωήν».325
322
Βλ. Ιωάννης Συκουτρής, «Γιάννη Αποστολάκη, Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄ Οι συλλογές.
Αθήναι 1929», Byzantinisch – Neugriechisshe Jahrbucher, τ. 7, 1928-1929, σ. 499-514. Το κείμενο και
στο: Ιωάννης Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, Αθήναι, Εκδόσεις του Αιγαίου, 1956, σ. 189-202, καθώς
και στο: Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, Αθήνα, Κάκτος, 1997, σ. 696-715.
323
Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, ό.π., σ. 469-511.
324
Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, ό.π., σ. 501 (verities de cœur = αλήθειες της καρδιάς).
325
Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, ό.π., σ. 502.
326
Το σημειώνει επί λέξει, βλ. Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, ό.π., σ. 502.
152
Στη βιβλιοκρισία του, βέβαια, ο Συκουτρής διαπιστώνει την έλλειψη συγγραφικής
και την οξυδέρκεια και την ορθότητα βασικών παρατηρήσεων του Αποστολάκη ως
προς τις συλλογές δημοτικών τραγουδιών του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και του
άρνησης, σημειώνοντας όμως (και σωστά) ότι «η κριτική, όπως και κάθε άρνησις,
αξίαν αποκτά μόνον όταν εν ονόματι μιας θέσεως διεξάγεται ή όταν αφήνη
4.3. «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς». Η κριτική στη συλλογή του
Παναγιώτη Αραβαντινού
Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν η προτροπή του Συκουτρή προς τον Αποστολάκη για
σαφή διαμόρφωση μιας θέσης ως προς το θέμα πραγμάτευσης, θέσης που θα ερχόταν
οποίο ο συγγραφέας καταπιάνεται με «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», 329 απολήγει
σε μία θέση, αφού προηγουμένως έχει διεξέλθει το στάδιο της λεπτομερούς κριτικής
άρνησης.
απολύτως σαφής, σκιαγραφώντας και πάλι τις συντεταγμένες της δικής του εργασίας
327
Ιωάννης Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, ό.π., σ. 190.
328
Ιωάννης Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, ό.π., σ. 198.
329
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», ανάτυπο εκ του πέμπτου τόμου της
Επετηρίδος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1940.
153
Όσο εξετάζω τις διάφορες συλλογές ολοένα και περισσότερο βεβαιώνομαι
πόσο απαραίτητη είναι η κριτική των κειμένων. Έχω βρη κιόλας ’ς τη μελέτη μου τόσο
πολλούς πλαστούς στίχους και τραγούδια χαλασμένα απ’ τη διόρθωση, που αν δεν είχα
το νου μου ’ς άλλα ζητήματα του δημοτικού τραγουδιού, θα μπορούσα μονάχα απ’
αυτά να κάμω ολάκερο βιβλίο κριτικής κειμένων των διαφόρων συλλογών. Όπως
όμως και να είναι ελπίζω γλήγορα να συνεχίσω την κριτική, που άρχισα μια φορά απ’
τις συλλογές Ζαμπέλιου, Πολίτη . το ξεκαθάρισμα του κειμένου δεν είναι σκοπός να τον
καταφρονέση ο μελετητής και, καθώς έγραφα ’ς τον πρόλογο του Α΄ τόμου σ. 10 [ενν.
στο βιβλίο Τα Δημοτικά Τραγούδια. Μέρος Α΄. Οι συλλογές – 1929], δεν είναι δουλειά
ούτ’ ενός προσώπου ούτε μιας στιγμής. Με το τραγούδι όμως της Αγιά Σοφιάς
τις συλλογές και ’ς τα στόματα του κόσμου με μορφή, που έχω πολλές αφορμές να την
υποψιάζουμαι. σε πολλά μέρη ξεχωρίζω το χέρι του διορθωτή και, όπως πάντοτε, η
Βέβαια, όταν ο Αποστολάκης χάρασσε αυτές τις γραμμές, είχε ήδη γράψει
ένα «ολάκερο βιβλίο», που εκδόθηκε το 1929, για να κρίνει τις συλλογές δημοτικών
τραγουδιών των Ζαμπέλιου και Πολίτη, ενώ το 1941 θα εξέδιδε και ένα ακόμη
Αραβαντινού, όμως εδώ το βασικό είναι άλλο: με θεωρητικό έρεισμα το ότι μία
της λαϊκής κοινότητας προς το καλλιτεχνικά υψηλό και δεν πρέπει να νοθεύεται από
330
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», ό.π., σ. 1.
154
διανοούμενους από τους οποίους λείπει «ο θαυμασμός της ψυχής», 331 κατακρίνει τις
προσμείξεις και τις επεμβάσεις του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου στο κείμενο του
στις «Εκλογές» ορισμένα στοιχεία των παρεμβάσεων του Ζαμπέλιου, και απολήγει
στην, κατά τη γνώμη του, γνήσια παραλλαγή του τραγουδιού, την απαλλαγμένη από
331
Βλ. και Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 9.
332
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», ό.π., σ. 13.
155
Ο Αποστολάκης συνεχίζει και ολοκληρώνει την κριτική του ενασχόληση με
τραγούδι, το οποίο θεωρούσε, όπως διαπιστώσαμε (στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας
μας) ήδη από το Η Ποίηση στη ζωή μας, κορυφαίο επίτευγμα της λαϊκής μούσας,
«άγριο σπαρτάρισμα ψυχής», «ιδανική λάμψη της ζωής μες στο σκοτάδι του
αποκατάστασης των γνήσιων παραλλαγών, που δεν έχουν νοθευτεί από προσμείξεις
και πρωτοβουλίες των εκδοτών, κρίνει το 1941334 και την παρουσίαση ειδικά των
Παναγιώτη Αραβαντινού,335 η οποία, βέβαια, είχε εκδοθεί δέκα χρόνια μετά τον
θάνατο του Αραβαντινού (1870) και έξι δεκαετίες πριν από τη δημοσιοποίηση της
λεπτομερούς αρνητικής κριτικής του Γιάννη Αποστολάκη. Από τις δύο πρώτες
οποίος είναι απόλυτα ξεκάθαρος τόσο ως προς τη μέθοδό του, όσο και ως προς την –
για μία ακόμη φορά – αποσαφήνιση της θεωρητικής βάσης, πάνω στην οποία
Η μελέτη για τα κλέφτικα τραγούδια της συλλογής Αραβαντινού είναι κριτική κειμένων,
όμοια και απαράλλαχτη στη σύνθεσή της με την περασμένη μου μελέτη των συλλογών
Ζαμπέλιου και Πολίτη. Πρόβλημα και στις δύο μελέτες είναι να ορισθή το γνήσιο
κείμενο. Όπως εκεί το ίδιο κ’ εδώ το κάθε τραγούδι εξετάζεται, αν είναι σύμφωνο με
το πνεύμα και με την τεχνική του Δημοτικού τραγουδιού, καθώς και τα δύο δένουνται
333
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 74-76.
334
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικο τραγούδι, Αθήναι, Τύποις
Αθαν. Ν. Παπασπύρου, 1941.
335
Συλλογή Δημωδών ασμάτων της Ηπείρου υπό Π. Αραβαντινού, εκδιδομένη υπό των υιών αυτού, Εν
Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Πέτρου Περρή, 1880.
156
’ς αχώριστο σύνολο, στη γλώσσα. Ο έλεγχος δηλαδή του τραγουδιού γίνεται μ’
εσωτερικούς λόγους – με λόγους της ουσίας, που δεν έχουν σχέση με τη μετρική, μ’
τραγουδιών συγγενεύει με τη μελέτη της τέχνης τους, της δημιουργίας τους. Καμμία
κριτική κειμένου, αν πριν στην ψυχή δεν έχει αντιχτυπήσει η λάμψη της τέχνης τους,
αλλά και πώς θα έρθη η καλή αυτή στιγμή χωρίς την κριτική μελέτη των κειμένων;
Σφιχτοδεμένες στην ψυχή του φιλολόγου οι δύο αυτές πνευματικές λειτουργίες . το καλό
Κατάφαση προς την κριτική μελέτη δίδεται από τον Αποστολάκη, μόνον εάν
αυτή συνυπάρχει με τον αντίκτυπο της «λάμψης της τέχνης» των δημοτικών
συνύπαρξη εμφωλεύει στη δική του κριτική πρακτική, ενώ απουσιάζει από την
προσθέσεις, είναι επιλογή του Αποστολάκη (αλλά διατηρούμε μόνο ένα δείγμα).
Πρώτο δείγμα:
Αδέξια διήγηση του φόνου του Τσιοβάρα είναι το τραγούδι 43, σ. 38.
336
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 3.
157
«Βαρκούλα ν εκατέβαινε του Λούρου το ποτάμι
337
Το Μαργαρίτι ήταν και είναι χωριό, που απέχει είκοσι, περίπου, χιλιόμετρα από την Πάργα
Πρεβέζης.
158
Από τεχνική του κλέφτικου τραγουδιού ούτε σημάδι. Τα τρία βόλια, που
έντασης μαζί του αριθμού 3, το μεταχείρισμά του όμως εδώ είναι περιττό, αφού μια
φορά και περιγραφή και ένταση υπάρχει. Ο 13 στίχος περιγράφει «είκοσι βόλια
τόρριξαν» και αποκορυφώνει «τα τρία τον επήραν» . το ίδιο πράμα δεύτερη φορά δε
χρειάζεται να γίνη. Ύστερα και η αλλαγή στο ρήμα «τον πήρε» στ. 14 «του τρύπησε» στ.
δεσμοί του ζωντανού συνόλου, που με πόθο και με κόπο πλάθει ο ποιητής, δημοτικός
και μη, από τα χίλια δυο τυχαία περιστατικά της στιγμής. Το καινούριο ρήμα φέρνει στη
μέση καινούρια πράξη, δε δυναμώνει εσωτερικά την παλιά . πρόσθεση αναπληρώνει την
μπορεί βέβαια να φέρη στο νου το δημοτικό τραγούδι, δεν έχει όμως την ίδια ψυχική
του φόνου. Η ψιλή φωνίτσα ή φωνούλα, που ακούγεται από τον ετοιμοθάνατο κλέφτη
Passow 61
338
Λατινογενής ονομασία (mare = θάλασσα) κοιλάδας, που βρίσκεται στα μισά του δρόμου Πρέβεζας
– Άρτας.
159
“Πού είσαι καλέ μ’ 339 αδερφέ και πολυαγαπημένε;
(βλ. Passow 84, 102 κ.τ.λ.) φανερώνει τον τρόμο μήπως και δε γίνη η μεγάλη έγνοια
της ψυχής του, να γλυτώση δηλαδή το κορμί του από τα χέρια των Τούρκων. Ακοίμητη
ήταν η έγνοια αυτή της ψυχής του . ακόμη και στη βαριά και πικρή στιγμή του θανάτου
δε σβήνει παρά βρίσκει τη δύναμη να περάση το σκοτάδι, τον πόνο, και να φανερωθή.
Η «ψιλή φωνούλα» στη στιγμή του θανάτου αποκορυφώνει τον ηρωισμό του
Για βρισιές όμως και για παλλικαρισμούς σαν του Τσιοβάρα, για τα πληθωρικά
αυτά σπαρταρήματα της σάρκας, η δημοτική ποίηση έχει τη δική της έκφραση ο κλέφτης
«πόθος του ποιητή», «οι εσωτερικοί δεσμοί του ζωντανού συνόλου», η άρση πάνω
339
Ο στίχος, όπως τον αποδίδει ο Passow έχει μετρικό σφάλμα (ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, για να
αρτιωθεί ρυθμικά, εδώ απαιτεί «καλέ μου»), αλλά ο Αποστολάκης δεν το σχολιάζει, προφανώς γιατί
θεωρεί γνησιότερη την παραλλαγή του Passow από την παραλλαγή του Αραβαντινού.
340
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 4-6.
160
«από τα χίλια δυο τυχαία περιστατικά της στιγμής», η εσωτερική ενδυνάμωση, η
«μεγάλη και ακοίμητη έγνοια της ψυχής» σκιαγραφούν και πάλι το υπόβαθρο της
ποιητικής θεωρίας του Αποστολάκη, κατά την οποία μόνο το ποιητικό δημιούργημα,
είτε λαϊκό είτε λόγιο, που ενέχει τα προαναφερθέντα στοιχεία, εκπληρώνει τις
Δεύτερο δείγμα:
Πεζή και κρύα έκθεση του φόνου του Κουταλίδα είναι το σχετικό τραγούδι του
Αραβαντινού 111 σ. 96
“Δεν σ’ το είπα, Γιάννη, μια φορά, δεν σ’ το είπα τρεις και πέντε
161
το αίμα που του χύσανε στου τραπεζιού τη μέση
εκδικητικά σχέδια της χήρας, που μπήκανε μόνο και μόνο, για να ειπωθούν μερικές
λεπτομέρειες, στ. 16, 17. Πρόχειρη ρητορεία είναι η τέχνη του. Η πέρδικα που
με την ανθρώπινη λαλιά, θυμίζει όμως και τη διαφορά. Στο κλέφτικο τραγούδι – στο
ερωτικό γίνεται κάπως αλλιώς – το πουλί μένει μέσα στη φύση του, δεν πάει να ξεφύγη
Η οξυδερκής και ορθή παρατήρηση, ότι, όχι στα κλέφτικα, αλλά στα ερωτικά
συνηθίζεται στο δημοτικό ερωτικό τραγούδι, όπου το φυσικό του πουλιού θαμπώνει
Από το κειμενικό σώμα της κριτικής απόρριψης της μεθόδου και της
επομένως, και η εντελώς αρνητική πρόσληψη της ποίησης του Κώστα Κρυστάλλη,
την οποία ο Αποστολάκης στοιχειοθετεί και σε βιβλίο τού 1939 που θα δούμε πιο
341
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 6-7.
342
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 8.
162
συγκροτημένα στο επόμενο κεφάλαιο, αλλά δεν λείπουν ακόμη η κατάκριση προς
την παλαμική ποίηση, αλλά και η άρνηση του κριτικού και επιστημονικού λόγου,
τραγουδιών, 343
παραπέμπει προς κατάκριση και αποφυγή σε τέσσερις στροφές από
τον Τάφο (1898) του Κωστή Παλαμά. Δεν αναφέρει ονοματεπώνυμο του ποιητή και
τίτλο ποιητικής σύνθεσης, αλλά ο εντοπισμός δεν είναι δύσκολος. Παραθέτει τους
στίχους 497-512 από το έργο και ακολουθεί η αρνητική του θέση, που δεν κάμφθηκε
ούτε από το τραγικό βίωμα ούτε από τον γνήσιο σπαραγμό του ποιητή (ο Παλαμάς
εμπνεύστηκε το ποίημα από τον θάνατο του τετράχρονου γιου του Άλκη):
ξένο // Και μια ξένη μουσική / μια μακρυνή αρμονία / απ’ τη χώρα της κιτριάς / κι’
από την Τευτονία // Συμφωνία τρισεύγενη / κι’ ολόγλυκη σονάτα / σου έπρεπε
υπάρχει και μονάχα η ανώφελη βουή του επιθέτου μέσα στη σιωπή του θανάτου.344
άποψη, που υπογραμμίζει παρηχήσεις του «π» και του «μ» σε ποιητική σύνθεση, και
343
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 61-62.
344
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 62.
163
ως αποτυχημένο δείγμα επιστημονικής μελέτης, μία άποψη, που προσλαμβάνει ως
απειλητικούς του επαναλαμβανόμενους φθόγγους –ο– και –ω– σε λόγια του Χρύση
από την ομηρική Ιλιάδα.345 Αυτό, το οποίο σήμερα γίνεται απολύτως αποδεκτό, ως
έναν κώδικα του λογοτεχνικού έργου και όχι στο όλον του τελευταίου ως οργανικής
συνοδεύει με σαρκασμό και κριτική ειρωνεία. Παραθέτει μία φράση του Γιώργου
Θεοτοκά, του συγγραφέα του μυθιστορήματος Αργώ (1933-1936), την οποία και
Για να συμπληρωθή η αρμονία της πνευματικής μας ζωής ξεσηκώνω από ημερολόγιο
τους διαλογισμούς του δημιουργού για την τέχνη του έργου του, όπου ο αριθμός και όχι
το φωνήεν και το σύμφωνο γίνεται η μυστική πηγή της ομορφιάς. «[…] Στις 14
Αυγούστου [ενν. του 1935] έγινα 30 χρονών, μπήκα στους αριθμούς που αρχίζουν από
“Αργώ” εκφράζει τους αριθμούς που αρχίζουν από 2 . είναι μπορώ να ειπώ το βιβλίο
της νειότης μου». Ο καλλιτέχνης όμως έχει κάποιο ελαφρυντικό, που δεν το έχουνε οι
δύο άλλοι πνευματικοί συνάδελφοί του . ερμηνεύει δικό του έργο και όχι ξένο.346
345
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 63.
346
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 63.
164
4.4. Ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης για το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι
πνεύμα κ’ η τέχνη του, το οποίο εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.347 Τρία μέρη του
βιβλίου είχαν δημοσιευτεί, ζώντος του συγγραφέα, κατά τα έτη 1945 και 1946 στο
δημοσιεύεται για πρώτη φορά» στο βιβλίο, «όπως βρέθηκε στα κατάλοιπα του
αναμενόμενα, ότι «έγνοια ζωής και όχι μεθόδου γέννησε τη μελέτη» 350 του και
καταγγέλλει για μία ακόμη φορά τον επιστήμονα, που «δεν θεμελιώνει στην ψυχή
χαρτιού» και όχι άνθρωπος «με αίμα στις φλέβες». 352 Αυτές οι τοποθετήσεις
θυμίζουν έντονα τις ήδη από τον δέκατο ένατο αιώνα διατυπωμένες αιτιάσεις του
μαθητείας του, αλλά δεν πρέπει να παρακάμψουμε και το ότι είχαν εμφιλοχωρήσει
στο νεοελληνικό πνευματικό πεδίο τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1920 και εξής:
347
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, Εν Αθήναις,
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας Α. Ε., 1950.
348
«Εισαγωγή», Πολιτική Επιθεώρησις, τχ. 18 (τόμος Β΄), 1945, σ. 1031-1090 . «Κριτική κειμένων»,
Πολιτική Επιθεώρησις, τχ. 5-6 (τόμος Γ΄), 1946, σ. 320-336 και τχ. 7-8 (τόμος Γ΄), 1946, σ. 425-437 .
«Το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού», Πολιτική Επιθεώρησις, τχ. 17-24 (τόμος Δ΄), 1946, σ. 715-
747. Βλ. και εδώ, στη βιβλιογραφία.
349
Βλ. «Σημείωμα του εκδότη», στο: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η
τέχνη του, ό.π., σ. 181.
350
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 23.
351
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 6-7.
352
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 9.
165
δείγματος χάριν, ο ποιητής και δημοσιογράφος Τάκης Μπαρλάς, μεταφράζοντας
Η δύναμις αυτή, το είδος τούτων των ανθρώπων, καθώς ο Νίτσε τους απεκάλει
τους δημιουργούς και τους δυνατούς, ο λαβύρινθος όπου πλανώνται εκείνοι που
μορφωμένος φιλισταίος, είνε το αντίθετον του υιού των Μουσών, του καλλιτέχνου, του
των οποίων τον πυρήνα είχε και ο ίδιος πολλαπλά διατυπώσει σε αρκετά του
κείμενα.
μας κριτήρια, βάσει των οποίων προσέλαβε με αρνητικό πρόσωπο τις συλλογές
«Το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού», προσδιορίζει δύο σταθερά συστατικά του
353
Τάκης Μπαρλάς, «Ο οργασμός της γερμανικής νεολαίας και ο ηθικός αντίκτυπος της
καταστροφής», εφ. Η Βραδυνή, 14 Φεβρουαρίου 1924. Το κείμενο συνεχίζεται και ολοκληρώνεται
στο φύλλο της Βραδυνής, που κυκλοφόρησε στις 15 Φεβρουαρίου 1924. Ο Μπαρλάς μεταφέρει
απόψεις από το Unzeitgemasse Betrachtungen (1873-1876) του Νίτσε, βλ. Φρίντριχ Νίτσε, Ιστορία και
ζωή, μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα, Γνώση, 1993 και Φρίντριχ Νίτσε, Παράκαιροι
στοχασμοί, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη, Πανοπτικόν, 2014. Για τον Τάκη Μπαρλά, με
αναφορά και στις νιτσεϊκές ιδέες, τις οποίες μετέφερε στο νεοελληνικό πνευματικό πεδίο κατά την
περίοδο του Μεσοπολέμου, βλ. και Βασίλης Μακρυδήμας, «Η ars poetica του Τάκη Μπαρλά μέσα
από δύο αντικαβαφικές κριτικές του», μικρο-φιλολογικά, τχ. 49, Άνοιξη 2021, σ. 32-38.
166
γνήσιου κλέφτικου τραγουδιού, τονίζοντας ότι μόνον ο Διονύσιος Σολωμός στάθηκε
αντάξιός του, επειδή συνένωσε την ψυχική διεργασία ως απόρροια ζωής με την
τραγουδάει μονάχα έναν κλέφτη και μονάχα ένα περιστατικό της ζωής του, καλό ή
κακό, νίκη ή θάνατο. Το τραγούδι λ.χ. του Μπουκουβάλα ιστορίζει τη μάχη του
αρματολού στο Κεράσοβο, το τραγούδι του Σταθά τη ναυμαχία έξω από την
Σουλεϊμάνη και το θάνατό του, το τραγούδι του Κίτσου τη σύλληψή του και την
καταδίκη του σε θάνατο. Έλλειψη του ενός ή του άλλου συστατικού ή ελαττωματικό
μεταχείρισμα δεν είδα να βγήκε ποτέ σε καλό του τραγουδιού . μπροστά μου είχα τότε
τραγούδι πάλι (Passow 37), όπου ο κατασκευαστής δεν αποφάσισε καλά καλά ποιος
τέλος τραγούδια, που παρασταίνουν τα προ ή μετά από ένα περιστατικό (Passow 44,
45: του Μητρομιχάλη), κόβουν την όρεξη και το ενδιαφέρον του ανθρώπου. Τέλος
τραγούδια με ήρωα γενικά τους Κλέφτες ή αόριστα τον Κλέφτη αποδείχνονται νεώτερα
κατασκευάσματα (βλ. Passow 39: τραγούδι του Ντελή Αχμέτη). Ζητώντας λοιπόν
εμπρός του δε θ’ αποφάσιζε να τραγουδήση. θα έλειπε η βεβαίωση του κόσμου για την
167
αξία του ήρωά του. Για τους πατέρες μας ό,τι γινότανε μπροστά στον κόσμο έπαιρνε
ψηλότερη σημασία: δεν το βλέπανε μονάχα τα μάτια του ανθρώπου παρά «πνεύμα
θεού επεφέρετο» ακόμη απάνω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος ζούσε τη ζωή θαυμαστό
και ανεξιχνίαστο γεγονός, η κάθε στιγμή ανοίγματα ατέλειωτα σε μάκρος και σε θέα –
δε ζούσε ούτε πέθαινε κλεισμένος στην εξήγηση της ζωής, σε μια τρύπα. Οι σίχλιες
πνοές της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας δεν είχαν αρχίσει να φυσούνε, να
μολύνουνε τον αέρα και να στενεύουνε τη θέα και την άπλα. Ασφυξία τώρα από παντού
και μονάχα ο θάνατος μένει ανοιχτός, να μπαίνη από καιρό σε καιρό η κρύα πνοή του
θαυμασμού . μας ανατριχιάζει η παγωνιά, είναι όμως και η μοναδική δροσιά της ζωής.
Εδώ πια η εξήγηση δεν αξίζει και ο άνθρωπος στέκεται μια φορά πραγματικά
συγκινηθή κανείς μαζί τους; Κλεισμένοι στο γραφείο σ’ ανήλιαγη δουλειά, στο
διάβασμα του βιβλίου και στην ανάλυση των εννοιών, πάψαμε από καιρό τώρα με την
ψυχή να ζούμε. Ο μόνος άνθρωπος, που έζησε με την ψυχή του, ήτανε ο Σολωμός . για
πνοές» της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας και ακλόνητα βέβαιος για την αξία
του «θαυμασμού» και της «συλλογής», που ως στάδια επίπονης ψυχικής πορείας
354
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 95-96, 121.
168
λόγου χάρη, ο οκτασύλλαβος στίχος και οι συχνές ομοιοκαταληξίες των μανιάτικων
ψυχής. Δείχνει να αποδέχεται την αξία και των μανιάτικων τραγουδιών, αλλά τελικά
αποφαίνεται:
ανασαίνης αέρα κλειστού χώρου, φυλακής. Αντίθετα, ανεμίζεται λεύτερη η ψυχή στο
κλέφτικο τραγούδι – θριαμβική σημαία, επειδή το στοιχείο δεν είναι εδώ κληρονομιά,
κοινωνική παράδοση, συνήθεια παρά το ακρότατο και το πιο νωπό ξεχείλισμα της
καλλιτεχνικά υψηλή, βρίσκει την εφαρμογή της στο γνήσιο κλέφτικο τραγούδι.
και πάλι ρητά το επιχείρημα, στο οποίο βασίστηκε η απόρριψη εκ μέρους του της
Ο γνήσιος ποιητής υψώνει τη γλώσσα σε όργανο της ψυχής και έτσι πλάθει καινούργιο
συμβολισμό. Φυσικό, λοιπόν, έρχεται τώρα στην αρχή το ερώτημα: υπάρχει τέτοιος
355
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 111. Η
αιτιολόγηση του Αποστολάκη υπέρ του κλέφτικου τραγουδιού βασίζεται μόνο στο «Υψηλόν». Ίσως
βάσιμα θα υποθέταμε – αλλά ο Γ. Αποστολάκης δεν τεκμηριώνει την άποψή του, ώστε να εξαγάγουμε
συμπεράσματα – ότι το τραγούδι «του γδικιωμού» (της εκδίκησης, της βεντέτας) προωθεί τον διχασμό
της λαϊκής κοινότητας, ενώ το κλέφτικο συμβάλλει στην ενοποίησή της και στην ενδυνάμωση της
συλλογικότητας έναντι του εθνικού εχθρού, των Οθωμανών.
169
συμβολισμός στο κλέφτικο τραγούδι ή μήπως όλη του η τεχνική βρίσκεται στην
εξωτερική και μηχανική μεταβολή της γλώσσας, που φέρνει η τεχνική; Η ιδέα μου είναι
πως υπάρχει, όπως το δείχνει καλύτερα από κάθε τι άλλο η παραφωνία που γίνεται,
όταν στίχοι και μοτίβα βγαίνουν από τη σωστή θέση τους σε γνήσια τραγούδια και
Το ψυχικό στοιχείο, που τα ποτίζει στο αρχικό τραγούδι, δεν βρίσκει συνέχεια ή
ανταπόκριση στην καινούργια θέση, κ’ έτσι μέσα στην άψυχη συντροφιά ξεχωρίζει
βέβαια η θέρμη της ζωής, αλλά και πάει χαμένη. Όμως απ’ αυτό το κακό μεταχείρισμα
βγαίνει στο τέλος κ’ ένα μεγάλο καλό – το ξεμπρόστισμα της ψευτιάς του έργου.
επόμενου κεφαλαίου της εργασίας μας, εκθειάζει και σε αυτό το βιβλίο του τον
να επαναλάβει την αρνητική του θέση για άλλους ποιητές μας, μένοντας συνεπής στη
θεωρητική και κριτική γραμμή, που είχε με διαύγεια χαράξει ήδη από το Η Ποίηση
στη ζωή μας. Καταδικάζει τον Παλαμά, όπως είδαμε, χωρίς καν να καταδεχτεί να
αναφέρει το όνομά του, ενώ δείχνει να υπολογίζει τον Μαβίλη και τον Γρυπάρη, όχι
όμως για να τους ερμηνεύσει ή να τους επαινέσει (ούτε λόγος!) αλλά για να τους
356
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 149-150.
170
Το φανταχτερό επίθετο της αρχής («χερουβικής»), δυναμωμένο σ’ υπέρτατο βαθμό
(«χρυσός αθέρας»), αφάνισε ολότελα το θεμέλιο που βάζει το ουσιαστικό και το ρήμα
(«χαράς, φλόγισε, σε») κ’ έμεινε αυτό μονάχα κυρίαρχο – αλλά στον αέρα και χωρίς
θεμέλια.357
σολωμικό εκθειασμό και τονίζει ότι η γλώσσα του (όπως και άλλων ποιητών) δεν
φτάνει στην υψηλή ποιητική έκφραση, αλλά παραμένει στο επίπεδο του
Όπως και οι άλλοι λόγιοι, έτσι και ο Γρυπάρης δεν φρόντισε να ξανανιώση τη λέξη και
τη φράση σ’ ουσία και λάμψη. Τέτοιος σκοπός αληθινά δεν όρισε τη ζωή και το έργο
κανενός άλλου στον τόπο μας παρά του Σολωμού. Η γλώσσα δεν πήγαινε στην ποίηση
Κατανοούμε, επομένως, και για μία ακόμη φορά, τους λόγους, για τους οποίους ο
κατατάσσοντας στον χώρο της απόλυτης άρνησης – πάντα με βάση την προσωπική
του ποιητική θεωρία – το έργο αρκετών ποιητών, ανεξαρτήτως του εάν αυτοί ήταν
πρότυπα.
357
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 165.
358
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 166.
171
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ]
συνεχίζει την εμβάθυνση σε δύο ζητήματα, που είχαν αρχίσει να προσεγγίζονται και
σε προγενέστερα κείμενα του συγγραφέα: στη μεγαλοσύνη της ποίησης του Σολωμού
και στην απόρριψη της ελληνόγλωσσης ποίησης του Κάλβου. Η αδύναμη φλόγα μιας
πιθανότητας για κριτική αποδοχή των ποιημάτων, που υποκρύπτεται στη γενική
κτητική του τίτλου, υποβάλλοντας έμμεσα και την αύρα μιας κάποιας ευμενούς
οικειότητας, δεν κρατήθηκε για πολύ αναμμένη από τον οργανικό διανοούμενο της
άρνησης.360 Ορισμένα μόνο ποιήματα του Σολωμού γίνονται αποδεκτά από τον
πριν από την καλλιτεχνική κορύφωση ποιητικές καταθέσεις του Διονυσίου Σολωμού
359
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, Αθήναι, «Πυρσός» Α.Ε., 1934.
360
Παντελής Μπουκάλας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης, ένας διανοούμενος της άρνησης», εφ. Η
Καθημερινή, ό.π..
361
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 24.
172
Σύμφωνα με τους όρους, που εισήγαγε ο Gerard Genette,362 το παρακείμενο
βιβλίο αλλά λειτουργούν εκτός του πλαισίου του). Το μότο του βιβλίου του
φαινόμενο. Η πρώτη εγγραφή προέρχεται από τον έβδομο Ισθμιόνικο του Πινδάρου:
«Δόλιος γαρ αιών επ’ ανδράσι κρέμαται / ελίσσων βίου πόρον. / ιατά δ’ έστι βροτοίς
ουν γ’ ελευθερία και τα».363 Η δεύτερη εγγραφή συγκροτείται από την ενενηκοστή
τέταρτη στροφή του σολωμικού Ύμνου εις την Ελευθερίαν: «Α! το φως που σε
στολίζει / σαν ηλίου φεγγοβολή / και μακρόθεν σπινθηρίζει / δεν είναι, όχι, από τη
γη». 364 Η λευτεριά για τον Γιάννη Αποστολάκη είναι εσωτερική και την εκλαμβάνει
ως αποδέσμευση του ανθρώπου, αλλά και της ποίησης, από τις εξωτερικές συνθήκες
362
Βλ. Gerard Genette, «Structure and Functions of the Title in Literature», μετάφραση: Bernard
Crampé, Critical Inquiry, τχ. 4, Καλοκαίρι 1988, σ. 692-720 και Gerard Genette, Paratexts: Thresholds
of Interpretation, μετάφραση: J. E. Lewin, Cambridge, Cambridge University Press, 1997.
363
Σε μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη: «γιατί άπιστος κρέμεται ο Χρόνος στον άνθρωπο επάνω /και της
ζωής κλωθοστρίβει τους δρόμους / μα τ' άλλα εκείνα γιατρεύουνται, φτάνει / να μη χαθεί η λευτεριά».
Βλ. Πίνδαρος, «Κλεάνδρω Αιγινήτη, παγκρατίω», Ισθμιόνικοι, μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης, στον
ηλεκτρονικό σύνδεσμο:
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%99%CF%83%CE%B8%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CE%BD
%CE%AF%CE%BA%CF%89%CE%BD .
364
Ο Αποστολάκης παραθέτει μόνον τα ονόματα των δύο ποιητών (= Πίνδαρος, Σολωμός), αλλά ο
εντοπισμός των χωρίων, που συγκροτούν το μότο του βιβλίου του, δεν είναι δύσκολος.
173
καλλιτεχνική μορφή ποίησης, που επιστέφεται από την ανώτερη, σχεδόν υπερκόσμια
σύλληψη και απολήγει στην κριτική πράξη, αξιολογεί τα ποιήματα, επομένως είναι
αναμενόμενο να επιμερίζει και το σολωμικό έργο στο στάδιο της «ετοιμασίας» 365 και
«Εισαγωγή» του βιβλίου του το σύνθετο ερώτημα (το χαρακτηρίζει «άρτιο»), που
πώς ο ποιητής πετυχαίνει το σκοπό του; πώς κάνει ζωντανή την ομορφιά; πώς τέλος
πάντα ήταν «να ορίσει το μυστικό κέντρο απ’ όπου ανάβρυζε ξεχωριστή η ζωή»368
του κάθε δημιουργού, με άλλη μέθοδο ως προς το θέμα «Σολωμός» εργάστηκε στο Η
Παντού στην περασμένη μου μελέτη, κ’ εκεί όπου μιλούσα γενικά για τον ποιητή και
ύστερα σαν ήρθα στο χαρακτηρισμό του Σολωμού κι’ άλλων προσώπων από τη
λογοτεχνία μας, η εξέταση γινότανε καθαυτό από το σύνολο του ανθρώπου. Φροντίδα
μου ήτανε να περάσω τα φαινόμενα και να τραβήξω στο βάθος, στην ουσία, να βρω
δηλαδή και να ορίσω το μυστικό κέντρο απ’ όπου ανάβρυζε ξεχωριστή του καθενός η
365
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Σολωμός – Η ετοιμασία», Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 12-59.
366
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Σολωμός – Η επιτυχία», Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 60-290.
367
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 8.
368
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 9.
174
ζωή. Διαφορετικός, για να μην ειπώ αντίθετος, είναι ο τρόπος της εργασίας στη
σημερινή μου μελέτη. Χωρίς να είμαι αδιάφορος για το σύνολο, νοιάζομαι πρώτα
πρώτα για το κάθε μέρος χωριστά. Αυτό και όχι το σύνολο έχει τώρα την πρώτη θέση
στη μελέτη μου. Τα διάφορα δηλαδή έργα εξετάζονται για χάρη δική τους, για την αξία,
που κλείνουν μέσα τους, κι’ όχι για κάτι που δείχνουν πέρ’ από τον εαυτό τους: μ’ ένα
λόγο, φροντίζω για το ορατό στοιχείο της ποίησης κι’ όχι το αόρατο. Στην πρώτη μου
μελέτη – για να μιλήσω με εικόνα – γίνεται προσπάθεια να κερδίσω την ψυχή του
τραγουδιού, στη σημερινή το σώμα, ή, καθώς είπα και παραπάνω, τη σάρκα. Όμως
πάντα πρέπει νάχη κανείς στο νου του πως στο αληθινό ποίημα, καθώς και σε κάθε
στην αρχή καινούργιο θέμα δείχνεται στο τέλος διαφορετικός μονάχα τρόπος στο
κοίταγμα.369
του στηρίχτηκε πιο πολύ στην παραγωγική μέθοδο, ξεκινώντας από το γενικό όλον
αποτυπώσει εν συνόλω την εξελικτική πορεία του ποιητή και με υλικό την ποιητική
έκφραση (= «σάρκα») – και όχι τόσο τον εσώτερο φιλοσοφικό πυρήνα (= ψυχή) – να
369
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 9.
370
Για τα παραγωγικά και τα επαγωγικά επιχειρήματα, βλ. και τις σχετικές αναφορές του Douglas
Walton: Αρχές κριτικής επιχειρηματολογίας, επιμέλεια: Φιλήμων Παιονίδης, μετάφραση: Αδριανός
Φριλίγγος – Φιλήμων Παιονίδης, Αθήνα, Gutenberg, 2021, σ. 89-92.
175
καταδείξει την αξία των κορυφαίων ποιημάτων του Σολωμού ως υψηλών
καλλιτεχνικών επιτευγμάτων.
προηγουμένως αναφέρει ότι «κατά τον Έγελο το απόλυτο είναι η ιδέα», επεξηγώντας
ανάμεσα στο πνεύμα, θεωρημένο στην αφαιρεμένη κι απόλυτη υπόστασή του, και στη
φύση, που αποτελεί τον κόσμο των αισθήσεων, χάνεται κι οδηγιέται στην ενότητα.
Το «μερικό», αυτό καθ’ αυτό, είναι κάτι συμπτωματικό. Αλλά στο «ωραίο»,
απέρρευσαν από τη γραφίδα του Γιάννη Αποστολάκη, συντάκτης τους όμως είναι ο
μεταφυσική, που ως αντίπαλος λόγος στο Η ποίηση στη ζωή μας στοιχειοθέτησε –
371
Κώστας Βάρναλης, «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» [α’ έκδ. 1925, ό.π.], στο: Σολωμικά, Αθήνα,
Κέδρος, χ.χ., σ. 59-60.
176
Στο σημείο αυτό, αξίζει η αναφορά στην αντιπαράθεση δύο σημαντικών
διανοουμένων, του Φώτου Πολίτη και του Κώστα Βάρναλη, 372 οι οποίοι κριτικά
συγκρούστηκαν, δημοσιεύοντας τον Μάιο του 1922 τις απόψεις τους (η μία ως
Πρώτος ο Φώτος Πολίτης στις 16 Μαΐου του 1922 δίνει στο φως της
την εποχή του ως «οπισθοδρομική», με την αιτιολόγηση ότι είναι κατά κύριο λόγο
απουσιάζει η πίστη στο ιδεώδες – άποψη που, λίγο καιρό αργότερα, θα ενστερνιστεί
και ο Αποστολάκης στο μείζον έργο του Η Ποίηση στη ζωή μας.375 Για τον Πολίτη, ο
372
Βλ. αναλυτικά, Αντώνης Κωτίδης, Μοντερνισμός και «Παράδοση» στην ελληνική τέχνη του
μεσοπολέμου, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1993, σ. 72-80.
373
Βλ. κατά σειρά γράφοντος και ημερομηνία δημοσίευσης, Φ. Π., «Υποκειμενική Ποίησις», εφ.
Πολιτεία, 16 Μαΐου 1922. Βλ. και στον τόμο: Φώτος Πολίτης, «Υποκειμενική Ποίησις», Επιλογή
κριτικών άρθρων. Τόμος Γ΄: Λογοτεχνικά, φιλολογική επιμέλεια: Νίκος Πολίτης, Αθήνα, Ίκαρος, 1984,
σ. 93-96. / Φ. Π., «Ο Γκαίτε και κάποιοι άλλοι», εφ. Πολιτεία, 21 Μαΐου 1922. Βλ. και Φώτος Πολίτης,
«Ο Γκαίτε και κάποιοι άλλοι», Επιλογή κριτικών άρθρων. Τόμος Γ΄: Λογοτεχνικά, ό.π., σ. 96-99. / Φ.
Π., «Οι χάρτινοι και οι ζωντανοί», εφ. Πολιτεία, 30 Μαΐου 1922. Βλ. και Φώτος Πολίτης, «Οι χάρτινοι
και οι ζωντανοί», Επιλογή κριτικών άρθρων. Τόμος Γ΄: Λογοτεχνικά, ό.π., σ. 100-103. / Κ. Β.,
«Υποκειμενικό - Αντικειμενικό», εφ. Πρωτεύουσα, 18 Μαΐου 1922. / Κ. Β., «Ωραίον και άσχημον»,
εφ. Πρωτεύουσα, 28 Μαΐου 1922.
374
Βλ. Φ. Π., «Υποκειμενική Ποίησις», εφ. Πολιτεία, ό.π.
375
Πολλοί είναι αυτοί που χαρακτήρισαν τον έναν ως alter ego του άλλου. Παραθέτουμε ενδεικτικά
την άποψη του Γιάννη Μηλιάδη, ο οποίος, κρατώντας αρνητική στάση απέναντι στον Φώτο Πολίτη,
αναφέρεται και στη συγκροτημένη σκέψη του Γιάννη Αποστολάκη, από το περιοδικό Σήμερα: «Όταν
πάλι κυκλοφόρησε – πάνε δέκα χρόνια τώρα – το βιβλίο του κ. Αποστολάκη, Η ποίηση στη ζωή μας,
είδαμε όχι χωρίς κάποια έκπληξη, ότι ο λάλος επιφυλλιδογράφος και ο σιωπηλός οικοδόμος του
βιβλίου έμοιαζαν τόσο στις ιδέες τους, σαν ο ένας να ήταν το alter ego του άλλου. Δε μας ενδιαφέρει
ποιος πρώτος και ποιος ύστερος, μα φυσικά, για να μιλήσουμε για τις ιδέες του κ. Π[ολίτη]., δεν είναι
θεμιτό να κάνεις αναφορά στη συγκροτημένη σκέψη του κ. Α[ποστολάκη]., όπως υπάρχει στο βιβλίο
του. Άλλωστε από τότε ο κ. Π[ολίτης] απόχτησε μια πολυτροπώτερην εκδήλωση και – όσο θυμάμαι
απ’ το διάβασμα των επιφυλλίδων του – άνοιξε τη σκέψη του προς πλατύτερους ορίζοντες,
προσπαθώντας να συλλάβει περισσότερα επίπεδα απ’ το πολύεδρο της ζωής και της σκέψης. Αυτό
είναι απόλυτα προς τιμή του. […] Είναι φυσικά πάντα ένας ιδεαλιστής». Βλ. Γιάννης Γκούρας,
177
οποίος αφορμάται από τις συζητήσεις του Γκαίτε με τον Έκερμανν,376 τρεις είναι οι
αδιαφόρησαν για τα εγχώρια, δηλαδή για την ποίηση του Διονύσιου Σολωμού και
δέκατου ένατου αιώνα. Δεύτερον, η εποχή διέπεται από κρίση αξιών, η οποία
βαθμιαία οδηγεί στην αποκτήνωση και με την άνοδο του υλικού πολιτισμού και την
εξήγηση των φαινομένων μόνο μέσω της λογικής και της επιστήμης, οι άνθρωποι
πλέον στοχεύουν στο εφήμερο και όχι στο αιώνιο ∙ τέλος, παρατηρεί ο Πολίτης, η
σημειωθεί ότι παρόμοιες απόψεις είχε εκφράσει σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα και ο
Καρλάυλ στο πόνημά του Σημεία των καιρών – το δοκίμιο δημοσιεύτηκε ανωνύμως
«Διαβάζοντας…» [για τον Φώτο Πολίτη], Σήμερα, τχ. 2, Φεβρουάριος 1934, σ. 56-58 και Γιάννης
Παπακώστας, Από τη λογοτεχνία στον κοινωνικό προβληματισμό. Ποιήματα – Μεταφράσεις – Μελέτες
και Άρθρα του Γιάννη Μηλιάδη (1895-1975), Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2012, σ. 312.
(όπου παρατίθενται, εκτός των άλλων, και εργοβιογραφικά στοιχεία του Γιάννη Μηλιάδη, βλ.
«Εισαγωγή», σ. 22-134).
376
Βλ. Johann Peter Eckermann, Συνομιλίες με τον Γκαίτε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τόμος
Α΄ και τόμος Β΄, μετάφραση: Δημήτρης Δημοκίδης, επιμέλεια: Τατιάνη Λιάνη, εισαγωγή: Κατερίνα
Καρακάση, Αθήνα, Printa, 2014. Στην εισαγωγή του εν λόγω βιβλίου (βλ. τόμος Α΄, σ. 9) αναφέρεται
ότι τμήμα του έργου αυτού είχε μεταφραστεί από τον Νίκο Καζαντζάκη και είχε εκδοθεί από τον
εκδοτικό οίκο Γ. Φέξη το 1918, λίγο καιρό πριν από τη δημοσίευση του άρθρου του Πολίτη.
Επομένως, συμπεραίνουμε ότι ο Πολίτης, άνθρωπος πολυπράγμων και πολυμαθής, σίγουρα θα το είχε
μελετήσει και γι’ αυτό το χρησιμοποίησε ως θεμελιακή βάση για να δέσει τις απόψεις του.
377
Βλ. Thomas Carlyle, Σημεία των καιρών, επιμέλεια: Δημήτρης Μπελέζος, μετάφραση: Σπύρος
Δενδρινός, Αθήνα, Ροές, 22009, σ. 9, 13.
178
Τόση είναι, φαίνεται η διαστρέβλωσις των εννοιών της εποχής καταπτώσεως, ώστε όχι
την περί ποιητού έννοιαν επί τη βάσει της ιδίας των θέσεως! […] Εφούσκωσεν ως
Έπειτα, ο Πολίτης αναφέρεται και στη δημοτική ποίηση κάθε λαού, για να τονίσει το
αντιλήψεις και «πόθους», αφού μέσα εκεί κλείνεται ολόκληρος ο ζωντανός κόσμος
όλοι οι άνθρωποι εργάζονται εξ ίσου προς τον κοινόν σκοπόν, καθένας με τον ιδικόν
του τρόπον, όλοι προσφέρουν ομοίως την συμβολήν των. Και τότε υπάρχει τραγούδι
μόνον και ποίησις, όχι άτομον, όχι ποιηταί. Αλλ’ όταν ο κόσμος απώλεσε πλέον κάθε
ιδεώδη τάσιν και εκυλήσθη εις τον χρυσόν βούρκον του, η αλληλεπίδρασις ποιητού –
λαού και ποιητού – ατόμου έπαυσεν. […] Η υποκειμενική ποίησις εξειλίχθη εις
ναρκισσισμόν. Ήτο η τελευταία λογική συνέπεια της όλης φρικώδους παρακμής. […] Η
ποίησις αυτή των ναρκισσευομένων ατόμων […] κατέστη το παλλάδιον και της νέας
378
Βλ. Φ. Π., «Υποκειμενική Ποίησις», εφ. Πολιτεία, ό.π.
179
Οι απόψεις του Πολίτη δεν έμειναν ασχολίαστες από τον Κώστα Βάρναλη, ο
οποίος δύο μόλις μέρες μετά δημοσιεύει στην εφημερίδα Πρωτεύουσα το απαντητικό
ίδιος δεν συμπεριέλαβε στα Αισθητικά Κριτικά τού 1958). Ήδη από τον τίτλο
του πνεύμα ο Βάρναλης κατακεραυνώνει τον «Έλληνα κριτικό», που είναι «το πιο
καθυστερημένο δείγμα του είδους» και «με θεωρίες περί “απολύτου” στην Τέχνη»
αξιολογεί και κρίνει με γνώμονα την κλίμακα αξιών που ο μόνο ο ίδιος έχει στη
ειρωνευόμενος τον Πολίτη, και εναντίον του Γκαίτε, αποκαλώντας τον μόνο
«ιστορικό σταθμό στη φιλοσοφία της σκέψης» και όχι κάτι άλλο, 380 ενώ στη συνέχεια
με βάση τον κοινωνικό ιστό διαχωρίζει την τέχνη, τη θρησκεία και την ηθική από την
γίνει αργότερα εμφανές και ξεκάθαρο. Ο Κώστας Βάρναλης στην προσπάθειά του να
στηρίξει τις απόψεις του διατείνεται με υπερβολικό στόμφο ότι ο Διονύσιος Σολωμός
ανήκει μόνο στην εποχή του, αλλά αν ζούσε σήμερα, θα έγραφε αντιπολεμικά και όχι
379
Βλ. Κ. Β., «Υποκειμενικό - Αντικειμενικό», εφ. Πρωτεύουσα, ό.π.
380
Πρβλ. και τις αναφορές του Χάινριχ Χάινε στο βιβλίο Η Ρομαντική Σχολή, μετάφραση: Ν. Μ.
Σκουτερόπουλος, μετάφραση ποιημάτων: Τζένη Μαστοράκη, Αθήνα, Στιγμή, 1993, ο οποίος
αναγνωρίζει τη μεγάλη προσφορά του Γκαίτε στη γερμανική λογοτεχνία, αλλά δεν παύει να τον ψέγει.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του «η ποίηση του Γκαίτε δεν γεννάει πράξεις» (σ. 75-76. Σελίδες που
ξετυλίγει τις απόψεις του για τον Γκαίτε: σ. 61-95). Για τις απόψεις του Χάινε στη Ρομαντική Σχολή,
βλ. Ιωάννα Ναούμ, Μειδίαμα αλγεινόν (1860-1930). Η ποιητική του κλαυσίγελου και ίχνη της
ρομαντικής γενεαλογίας της, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης – Τμήμα Φιλολογίας, 2007, σ. 40-54.
180
Διότι εμείς δε θεωρούμε την τέχνη ως ένα ψυχολογικό απλώς φαινόμενο, αλλά
κοινωνικό φαινόμενο όπως και την ηθική και τη θρησκεία δεν πρέπει να τις θεωρήσομε
άλλοι», 382 όπου διακρίνονται ίχνη της θεωρίας περί ονομάτων (η οποία ήδη είχε
αξιοποιηθεί και από τον Πλάτωνα στη θεωρία του), η σχέση δηλαδή μεταξύ
σημαίνοντος και σημαινομένου.383 Κατά τον Βασίλη Κάλφα, ο Πλάτωνας έδωσε μια
κατανοητή απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των σοφιστών. Γι’ αυτό και
επισημαίνεται ότι οι κατ’ εξοχήν Iδέες είναι ηθικές αξίες και «προτίμησε να
Σωκράτης υποστηρίζει ότι μπορεί να αλλάζει η τεχνική έκφρασης αλλά όχι η ίδια η
τέχνη και φέρνει ως παράδειγμα τις λέξεις «Ζευς», «Ιεχωβάς» και «Θεός», οι οποίες
οποία μπορεί να είναι διαφορετικά, όμως για κάποιους ουσιαστικά σημαίνουν την
έννοια του πατέρα. Ο Πολίτης δεν προσπερνάει ούτε τις σοσιαλιστικές απόψεις του
381
Βλ. Κ. Β., ««Υποκειμενικό - Αντικειμενικό», εφ. Πρωτεύουσα, ό.π.
382
Βλ. Φ. Π., «Ο Γκαίτε και κάποιοι άλλοι», εφ. Πολιτεία, ό.π.
383
Βλ. A. E. Taylor, Πλάτων. Ο άνθρωπος και το έργο του, μετάφραση: Ιορδάνης Αρζόγλου, Αθήνα,
Μ.Ι.Ε.Τ., 1990, σ. 107-123.
384
Βλ. Βασίλης Κάλφας, «Η πλατωνική θεωρία των Ιδεών», Η Εγκυκλοπαίδεια του Πλάτωνα, στο:
http://n1.intelibility.com/ime/lyceum/?p=lemma&id=148&lang=1.
181
Ο Κ. Β. είναι “κοσμοπολίτης”. Και ως τοιούτος, εις τας παραμονάς του χαντακώματος
κομμουνισμόν! 385
εφόσον κάτι αναφέρεται και σχετίζεται μόνο με την εποχή του, μόλις αυτή λήξει,
παύει και αυτό, προσλαμβάνεται και σήμερα θετικά, εφόσον η συγχρονία ενός
δημιουργήματος αποκτά αξία μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το έργο κατορθώνει και
ξεπερνάει τον χρόνο και τον τόπο και γίνεται έτσι αξία υπερτοπική και διαχρονική.
βασισμένη και στη φιλοσοφία του Σαρλ Λαλό, είναι ακόμα πιο εμφανής:
Κ’ εφόσον στη ζωή δεν υπάρχουν άτομα (η θεωρητική αφαίρεση “ατόμων” είναι
του ατόμου ως κοινωνικού όντος με όλες του τις πειθαρχίες κ’ δια τα προστάγματα της
κοινωνικής ζωής.386
Τέλος, ο Φώτος Πολίτης στο «Οι χάρτινοι και οι ζωντανοί» εμμένει στην άποψή του
περί θέασης του απολύτου και κατακεραυνώνει τον ωφελιμιστικό ενθουσιασμό του
385
Βλ. Φ. Π., «Ο Γκαίτε και κάποιοι άλλοι», εφ. Πολιτεία, ό.π.
386
Βλ. Κ. Β., «Ωραίον και άσχημον», εφ. Πρωτεύουσα, ό.π.
182
Πρέπει […] να πιστοποιηθή εντός μας η, δια του παρόντος πάλιν, βεβαιότης του
μέλλοντος. Μόνον έτσι ανοίγει η σκέψις μας και εμψυχώνεται ο πόθος μας προς το
– ωσαύτως και προς την απόλυτον ασχημίαν. […] Η όλη διαφορά μας με τον κ. Κ. Β.
είναι, ότι εγώ μεν ομιλώ έχων υπ’ όψιν την φύσιν, αυτός δε απαντά έχων υπ’ όψιν τα
βιβλία και μάλιστα ωρισμένα μόνον βιβλία. […] Η μεγάλη κατάρα του Νεοέλληνος και
η μεγάλη απόδειξις της ψευτιάς εις την τέχνην μας είναι ότι […] είναι όλοι τους δούλοι
του τελευταίου βιβλίου που διαβάζουν. […] Πολλοί σκύλοι περιφέρονται εις τας οδούς
και μάλιστα χωρίς φίμωτρα. Είμαι όμως καλά ωπλισμένος και ημπορώ να προχωρώ εις
Καθίσταται σαφές ότι δεν ανήκει στο πνεύμα της παρούσης διατριβής η
ενδελεχής ανάλυση της διαμάχης Πολίτη – Βάρναλη ∙ ωστόσο, μέσα από την
υπόβαθρο της αποδοκιμασίας του Βάρναλη για το έργο του Αποστολάκη προϋπήρχε
και, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τη συγγένεια του Φώτου Πολίτη με τον Γιάννη
φιλοσοφικής θεώρησης περί τέχνης και ζωής και εξακτινώνει την κριτική του προς
387
Βλ. Φ. Π., «Οι χάρτινοι και οι ζωντανοί», εφ. Πολιτεία, ό.π.
183
Σολωμού: το “απόλυτο” και το “υψηλό”». 388 Βέβαια, ο Αποστολάκης θεωρούσε τη
ρομαντικογενή επιδίωξη των δύο αυτών θεμελιωδών αξιών ορθή και ισχύουσα για
κάθε εποχή, ενώ ο Βάρναλης ως υπέρμαχος του διαλεκτικού υλισμού τις εξηγούσε
ιστορικά αλλά δεν τις αποδεχόταν ως διαχρονικές και αναλλοίωτες. Η σκέψη και τα
αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης εργασίας. Εδώ, θα αποτολμούσαμε απλώς να
για τις θέσεις του Αποστολάκη, συνέβαλε έως έναν βαθμό στο να αναπροσαρμόσει ο
τελευταίος τη μέθοδό του ως προς το θέμα «Σολωμός». Έγινε πιο αναλυτικός, πιο
ζωή μας, στο οποίο (το ομολογεί και ο ίδιος, άλλωστε) ξεκινούσε με δεδομένη την
αξία του συνόλου, κατά γενική παραδοχή και όχι καθ’ απόδειξιν, για να φτάσει στο
στη μελέτη του, παρατηρώντας ότι για τους περισσότερους μελετητές του Σολωμού
Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν και κατά πόσον ο Αποστολάκης έλαβε υπόψη
του τα σήματα του ιδεολογικού και φιλολογικού του αντιπάλου ή εάν ήθελε να του
388
Κώστας Βάρναλης, Σολωμικά, ό.π., σ. 59.
389
Κώστας Βάρναλης, Σολωμικά, ό.π., σ. 11.
390
Κώστας Βάρναλης, Σολωμικά, ό.π., σ. 21.
184
ισχύουν με οποιαδήποτε μέθοδο και να χαραχτούν. Πάντως, εδώ εισφέρει πολλές
κειμενικές αποδείξεις, που οδηγούν στη στήριξη των τελικών συμπερασμάτων του,
σπουδαία και καλλιτεχνικά «επιτυχημένα» έργα. Κατά τούτο, δεν μας ξαφνιάζει η
δε λείπει πολλές φορές και κάποιο ελαφρό καμάρωμα του τραγουδιστή για τη δική του
διστίχου.391
Ο Αποστολάκης δείχνει να κατανοεί πλέον ότι δεν είναι δυνατόν όλα τα έργα
391
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 12.
185
Αποστολάκης το συναισθάνεται, αφού χωρίς να αποκολληθεί από το κεντρικό
Σπάνιο είναι, αν όχι ολότελα αδύνατο, τα πρώτα λόγια του ποιητή να είναι και τα λόγια
της καρδιάς του, όπως λέμε, να βρη δηλαδή μονομιάς ο ποιητής τη σωστή λυρική
έκφραση. Αυτή βγαίνει από το κέντρο της ζωής, από την ψυχή και όχι από την άκρη,
όπου βρίσκεται κάθε νειος. Ο κόσμος ο πνευματικός και ηθικός με την αντικειμενική
μορφή, που έχει πάρει και παρουσιάζεται στους συγχρόνους, είναι η άκρη του δρόμου,
«Ξανθούλα», αφού «από το κατώφλι του εσωτερικού […] φαίνεται τώρα να τράβηξε
πιο μέσα»,393 και διαπιστώνει πως ο ποιητής βρίσκεται «στο σωστό δρόμο» με τον
υπάρχει σ’ αυτά κάποιος διαφορετικός τονισμός του συνόλου […] κι’ αυτό δείχνει το
Σολωμό να κινειέται αδιάκοπα και γλήγορα προς το κέντρο της ζωής του και να μη
στέκεται χρόνια αργός στην ίδια τη θέση. Ενώ δηλαδή ως τώρα ο ποιητής καμάρωνε με
λεπτομέρειες χαιρότανε να μαζώνη από την καρδιά του και από τις αισθήσεις του και
να τις απλώνη με καμάρι και στους άλλους, στα δυο αυτά τραγούδια προσπερνά τις
λεπτομέρειες και τραβάει κατά την πηγή τους, αφήνει τα πολλά και γυρεύει ένα: ξυπνά,
392
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 13.
393
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 15.
186
μ’ άλλα λόγια, μέσα του η φροντιδα για το οργανικό σύνολο, για το ζωντανό
πρόσωπο.394
και τη «σύλληψη του συνόλου»,395 ο Αποστολάκης φωτίζει την πορεία του Σολωμού
του δημιουργού «Τα δυο αδέρφια» και την «Τρελλή Μάνα» και επεξηγώντας με
σαφήνεια τις λέξεις «εμψύχωση» και «ζωντάνια» ως όρους της κριτικής του,
ποιητικού έργου:
Η λέξη ε μ ψ ύ χ ω σ η κοντά στο εξωτερικό αποτέλεσμα, που φέρνει στο νου η λέξη
κοντά στο άπλωμα, στο βάθος, ή κάτι τέλος εσωτερικό. Έτσι η εμψύχωση, για να
συνεχίσω την παραπάνω φρασεολογία μου, είναι ζωντάνια στον ανώτατο βαθμό, που
δεν την κάνει ούτε η φαντασία, ούτε το αίσθημα, ούτε η εντύπωση, όλες τους μερικές
και εξωτερικές ενέργειες, παρά βγαίνει ακατάπαυτα από κάτι κεντρικό, από κάτι
λόγο της ζωής μέσα του κι’ όχι στον ερεθισμό της φαντασίας, της καρδιάς και της
αίσθησης της δικής του ή του άλλου του κόσμου. Μ’ ένα λόγο η εμψύχωση είναι η
ζωντάνια, που ολοένα βγαίνει από μέσα και ξαπλώνεται στα έξω, πράμα που δύσκολα
και εικόνα μαζί της. Για κείνο απ’ εδώ κ’ εμπρός, καθώς ερχόμαστε να εξετάσουμε τα
394
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 19.
395
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 40.
187
πετυχημένα τραγούδια του Σολωμού, θα μεταχειριζόμαστε τη λέξη «εμψύχωση» και όχι
«ζωντάνια¨, αφού το νόημα απ’ εκείνη τη λέξη ταιριάζει στον πόθο του γνήσιου
ποιητή, που ηύραμε παραπάνω πως είναι να ζήση όσο γίνεται κοντύτερα στην καρδιά
θαυμαστά έργα του Σολωμού τον «Ύμνο», τον «Κρητικό», τους «Ελεύθερους
βασική θέση του, απλώς εμπλουτίζει την τεκμηρίωσή της με περισσότερες σκέψεις,
από το ειδικό και συγκεκριμένο προς το γενικότερο και θεωρητικά δεμένο με την
διανοητική σύλληψή του για τα γνωρίσματα της – κατά την άποψή του – σπουδαίας
και υψηλής ποίησης, της μόνης που δικαιούνταν τον χαρακτηρισμό της γνήσιας και
Τέχνη του Σολωμού και του γνήσιου κλέφτικου τραγουδιού και πεζό αρχικό ή και
ειρωνικά εισαγωγικά στην «τέχνη» του Παλαμά, του Βαλαωρίτη, του Κρυστάλλη και
δεν αναδύεται η αίσθηση του «διχασμού», και αυτό παρατηρείται πρώτα από όλα
στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» (εμφανές το ότι ο Αποστολάκης αποφεύγει την
λεκτική αποτύπωση του τίτλου στην καθαρεύουσα, την οποία καθιέρωσε η έκδοση
396
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 59.
188
Πολυλά,397 και αναφέρει το ποίημα απλώς ως «Ύμνο» ή ως «Ύμνο της
Ελευθερίας»398):
Ό,τι λοιπόν ξεχωρίζει τον «Ύμνο» από τα τραγούδια της «ετοιμασίας» είναι η έλλειψη
από διχασμό. Το ελάττωμα αυτό, που το ηύραμε στα καλύτερα τραγούδια της
«ετοιμασίας» φωλιασμένο βαθιά μέσα στην καρδιά τους, δεν υπάρχει πια στο
καινούργιο έργο. Ο «Ύμνος» φαίνεται καθαρά πως δεν τον γέννησε καμμιά από τις δύο
κυριώτερες πηγές, που θρέφουν και πληθαίνουν την εύκολη ποίηση του ξέγνοιαστου
νέου και του παραστρατημένου γέρου, ούτε δηλαδή ο εξωτερικός κόσμος, που δε
σταματάει – θάλασσα ταραγμένη – να ρίχνη στα πόδια του ανθρώπου σωρό τα άψυχα
θέματα, ούτε η γενική έννοια με το βολικό σχήμα της για κάθε περίσταση. Πολλές
δηλαδή φορές τυχαίνει με την ωμή αντιγραφή περιστατικών του γύρω κόσμου να
τρέχουν οι στίχοι ποτάμι, καθώς πάλι η γενική έννοια με το ανήσκιωτο σχήμα της
ξεγελά τον άνθρωπο και τον κάνει να νομίζη πως έχει ψυχικό και πνευματικό
περιεχόμενο και είναι άξιος πια για ποιητής. Η ελευθερία όμως, που τραγουδάει τώρα
ο Σολωμός, δεν είναι ούτε ήσκιος και αέρας, έννοια δηλαδή γενική, ούτε ξερή πάλι
αντιγραφή από το γύρω κόσμο. Και δεν είναι το πρώτο γιατί ο ποιητής με ζωηρότατο
πόθο γυρεύει ν’ αναστήση στα μάτια μας τη μορφή που γνώρισε και δε σέρνεται βαρύς
μέσα στο ευρύχωρο και τεντωμένο πια από την πολλή χρήση σχήμα της γενικής
έννοιας. Η λευτεριά του «Ύμνου» δεν είναι η λευτεριά γενικά παρά η ορισμένη
λευτεριά, που φανερώθηκε σ’ ορισμένον τόπο και χρόνο, και που έκαμε ορισμένες
397
Βλ. «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στο: Διονυσίου Σολωμού, Τα ευρισκόμενα, [Προλεγόμενα:
Ιάκωβος Πολυλάς], Εν Κερκύρα, Τυπογραφείον Ερμής Αντωνίου Τερζάκη, 1859, σ. 1, 444.
398
Βλ., π.χ., Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 10, 157, 321.
189
πράξες και που έχει, τέλος, τα ορισμένα χαρακτηριστικά που διαβάζουμε εκεί μέσα (βλ.
«το φ α ί ν ε σ θ α ι βρίσκεται μέσα στην ουσία του ε ί ν α ι», ενώ «στο μέτριο έργο
Τόσο η καινούργια έκφραση (στρ. 62) είναι πραγματική αλήθεια, που φέρνει σ’
κάτι περισσότερο τον κάνει να σαστίζη μ’ ότι βλέπουν τα μάτια του (στρ. 64 και 65):
190
Και παλλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά
σωθικά λαχταριστά.
αντικειμενική τους ύπαρξη, όπως παιδιά βεβαιώνουν την ύπαρξη πατέρα. Στον κόσμο
τον αισθητό βρισκόμαστε (στρ. 64, 65) κι’ όμως πόσο μακριά από τον κόσμο του
ρεαλιστή. Από ψηλά ερχόμαστε, από την ψυχή, και η λάμψη της φωτίζει ως την άκρη
το δρόμο μας. Το υψηλό, που χαρακτηρίζει αλάκαιρη τη σύλληψη, προβάλλει και από
την πιο ωμή λεπτομέρεια του αισθητού κόσμου, που αλλιώς μονάχα αηδία και
ενδιαφέρεται για τη λάμψη της ψυχής, που εκπέμπουν οι στίχοι, και για το υψηλό της
1823 πάλευε ακόμη για να ανυψώσει σε βαθμό υψηλό την ελληνομάθειά του, με το
υπό την έννοια ότι αυτά σπαρταρούν ακόμη, συναντιέται στην ιδιόλεκτο των
αλιέων). Επιπρόσθετα, ο ποιητής έχει γράψει και πολύ καλύτερους στίχους από τον
δεύτερο της 63ης στροφής (αδόκιμη η διάσπαση του «μήπως» σε δύο λέξεις), αλλά ο
401
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 99.
402
Βλ. δειγματοληπτικά, Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 139.
191
Αποστολάκης στοχεύει στο ψυχικό βάθος της υψηλής σύλληψης και όχι στην
εκφραστική επιφάνεια.
Με θεωρητικό υπόστρωμα την ψυχική λάμψη, που φωτίζει την ολότητα της
ποιητικής σύλληψης και τον οργανικό συνταυτισμό εσώτερου «είναι» και λεκτικού
«φαίνεσθαι» στο πλαίσιο μιας υψηλής, απόλυτης και τελικά αδιαίρετης ενότητας,
ιδέας και εξωτερικού - ορατού αντικειμένου, που αντιστοιχεί σε αυτήν), αλλά και
ειδικότερα κρατυλικό, υπό την έννοια ότι και ως υψηλή καλλιτεχνική έκφραση «η
γλώσσα περιέχει την υπερβατική δύναμη της ταύτισης λέξης – πράγματος».403 Κατά
παραδείγματα στίχων και στον σχολιασμό τους υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου
τη «Φαρμακωμένη», 406
το τραγούδι της «Μοναχής», 407
τον «Λάμπρο».408 Για τον
θαυμασμό και κατά την ανάπτυξη της μελέτης του, πέρα από τα εκτεταμένα
ποιητικής μεγαλοσύνης:
403
Χ. – Δ. Γουνελάς, «Η Δίπτυχη Λειτουργία της Γλώσσας με Επίκεντρο τον “Κρατύλο” του
Πλάτωνα», στο: Η φιλοσοφία της γλώσσας και η νεοελληνική ποίηση, Αθήνα, Δελφίνι, 1995, σ. 25.
404
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 178.
405
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 179.
406
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 182-183.
407
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 184-193.
408
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 193-228.
192
Στον «Κρητικό υπάρχει ο σπουδαιότερος όρος για την ύπαρξη του θαυμαστού κι αυτός,
βέβαια, δεν είναι το ανακάτωμα του με τον καθημερινό κόσμο της εμπειρίας, παρά η
τέλεια απομάκρυνση απ’ αυτόν για να μη μπορούν να έχουν πέραση οι νόμοι και οι
κανόνες του.409[…] Το ε γ ώ του ποιητή δε φτάνει στο φυσικό του ανάστημα χωρίς το
ε σ ύ του ήρωα, όπως ποίηση πάλι θεριεύει το σπόρο της ηρωικής ζωής. Και για να
μεταχειριστώ στο τέλος τον χαρακτηρισμό του ίδιου του ήρωα για τον εαυτό του, ο
ποιητικό υλικό προσπάθειά του για σύνδεση των δύο κορυφαίων σολωμικών
Κοντινός πολύ και καθαρός αντίλαλος του Κρητικού, σαν ακούη αυτός το γλυκύτατο
ήχο και θέλη στο τέλος να χωριστή από τη σάρκα του, να τον ακολουθήση [ενν. πως
πρόκειται για ήχο μεταφυσικό, μυστικό και οραματικό], είναι και η ανησυχία η
ψυχική των Πολιορκημένων – έτσι αδιάκοπη και δυνατή όπως της θάλασσας – από την
αγάπη και από τον έρωτα του καλού, ενώ οι δύο τελευταίοι στίχοι:
δείχνουν να έχουν οι ήρωες ψυχικά περάσει πέρα απ’ εκεί που στάθηκε ο Κρητικός. Οι
που θα τους είχε μείνει. Λεύτερη είναι πια η ψυχή τους και, το σπουδαιότερο, γλυκειά.
Με το επίθετο αυτό, καθώς και με τη φράση του άλλου στίχου: με χαμόγελο, ζήτησε ο
ποιητής να φανερώση την εσωτερική μακαριότητα, την ψυχική δηλαδή κατάσταση του
409
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 236-237.
410
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 255.
193
ανθρώπου, που τα έχει καλά με τον Θεό του – τον άνθρωπο τον ευδαίμονα, που λέγανε
του Κρητικού – συγκίνηση πρώτα πρώτα της ψυχής και ύστερα της αίσθησης και της
καρδιάς.411
Ο Αποστολάκης γίνεται και από εδώ εμφανές, και ανεξαρτήτως τού εάν έχει
βαθύτατη ψυχική διέγερση του δημιουργού, αλλά και του δυνάμει αναγνώστη, την
στη σφαίρα του υψηλού, ενώ μία κάποια αισθητική ή και συναισθηματική
Με βάση την εφαρμογή του κριτηρίου, εξαιτίας της οποίας ανυψώθηκε κριτικά από
είκοσι ενός ποιημάτων (= ποιητικός πρόλογος και δέκα ωδές στη Λύρα – 1824 και
δέκα ωδές στα Λυρικά – 1826). Διανύοντας την τρίτη δεκαετία του εικοστού πρώτου
αιώνα, ξέρουμε ότι το ιταλόγλωσσο έργο του Κάλβου είναι υπερδιπλάσιο του
γλώσσας, στην οποία δεν προέβλεπε και ίσως ούτε και να επεδίωκε λογοτεχνικά να
411
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 267.
194
σταδιοδρομήσει.412 Δεν είναι δίκαιο, βέβαια, να περιμένουμε το 1934 από τον Γιάννη
καλβικής ποίησης, όταν το 1979 από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων,
αλλά και το 1992 από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, εκλαμβάνονταν σαν Άπαντα Ανδρέου
Κάλβου μόνον οι ευάριθμες ελληνόγλωσσες ωδές του ποιητή, γεγονός που «σήμαινε
ότι διακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Κάλβου και εκατόν είκοσι τρία μετά τον
θάνατό του η βεβαιότητα ότι ο Κάλβος είχε γράψει μόνο είκοσι ωδές όχι μόνο ήταν
κυρίαρχη στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό αλλά επιβίωνε και στο πανεπιστημιακό
πεδίο».413
η εξέταση του Κάλβου δε θα γίνη όπως του Σολωμού, στο κάθε τραγούδι χωριστά,
παρά γενικά στο ποιητικό του έργο, που, με διαφορά δύο χρόνων, είναι όλο συνθεμένο
Τόσο θεματικά και ρυθμολογικά, όσο και γλωσσικά, δείχνει παγιωμένο και
ανεξέλικτο, και ήδη από τις πρώτες φράσεις της κριτικής του, ο Αποστολάκης
σκιαγραφεί το κριτικό του σχήμα, συγκριτολογικό ως προς την ποίηση του Σολωμού
412
Βλ. ενδεικτικά, Γιώργος Ανδρειωμένος, Βιβλιογραφία Ανδρέα Κάλβου (1818-1988), Αθήνα, 1993 .
Ευριπίδης Γαραντούδης, Πολύτροπος αρμονία. Μετρική και ποιητική του Κάλβου, Ηράκλειο,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996 .
Νάσος Βαγενάς (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του
Κάλβου. Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 122010, κ.π.ά.
413
Νάσος Βαγενάς, «Ο Κάλβος σήμερα», εφ. Το Βήμα, 14 Μαρτίου 2021. Για το ποιητικό έργο του
Ανδρέα Κάλβου, βλ. Luigi Trenti, Ευριπίδης Γαραντούδης (επιμέλεια), Ανδρέας Κάλβος. Έργα, τόμος
Α΄ (Ποιητικά), μέρος Α΄ (Δημοσιευμένα), Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2016 και Δημήτρης Δ.
Αρβανιτάκης, Ανδρέας Κάλβος. Έργα, τόμος Α΄ (Ποιητικά), μέρος Β΄ (Αδημοσίευτα), Αθήνα,
Μπουσείο Μπενάκη, 2021.
414
Γιάννη Μ. Αποστολάκη, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 291.
195
και του Κάλβου, ανεπτυγμένο ως προς τον πρώτο όρο σύγκρισης και προς ανάπτυξιν
Στον ένα το τραγούδι είναι φυσικό, να ειπούμε, γέννημα . στον άλλον είναι τεχνική ή
έκφραση, ρητορεία.415
Οι συγκεκριμένες αναφορές στίχων και οι κριτικές θέσεις, που έπονται, στην ουσία
διατυπώσεις υποστηρίζει. «Χοντρή και αδέξια δοκιμή»416 η ωδή «Εις Δόξαν», της
Οθωμανέ . θηρία
σε κατατρέχουν.
Τι άσχημο όμως είναι πως δεν έφυγε ο Οθωμανός, παρά ο ίδιος ο ποιητής. Κλεισμένος
πια τώρα για καλά μέσα στο κούφιο κλουβί των γενικών εννοιών, βγάζει τα κούφια
άξια τα έθνη.
415
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 291.
416
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 295.
196
Ποιος μπορεί ή ποιος έχει τώρα όρεξη να τεντώση τ’ αυτί του για ν’ ακούση; 417
«Δεν είναι γνήσιος ποιητής ο Κάλβος»418 στην ωδή «Εις θάνατον», ενώ είναι
Αποστολάκης συγκρίνει την πρώτη στροφή της ωδής «Εις Σούλι» με την έναρξη του
της Σελλαΐδος.φθάνουσι
μουσικά μέτρα.
Με τον αέρα που φυσάει και φέρνει τα μουσικά μέτρα νόμισεν ο Κάλβος πως βρήκε
αρκετή δικαιολογία του δικού του τραγουδιού. Η Ανάγκη, ο μοναδικός θεός και κύριος
της ψυχής του ποιητή, ξέπεσε σε μια από τις χίλιες δυο συνηθισμένες αφορμές της
Εδώ το ίδιο το θαυμαστό περιστατικό, η μάχη, μπουμπούκιασε μέσα στην ψυχή του
ποιητή, στον αχό κτλ. Ο ποιητής είναι κοντά με το περιστατικό, κάτι παραπάνω: έχει
417
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 298-299.
418
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 300.
197
γίνει ένα μ’ αυτό, δεν είναι μακριά, όπως ο Κάλβος, για να χρειάζεται μια αφορμή να
Ο Κάλβος μεταφορικά και μόνο ακούει τα μουσικά μέτρα από το φύσημα του αέρα,
αγωνία του για το τι συνέβαινε στην πατρίδα, με το ρεαλιστικό υπόστρωμα και την
βέβαια, θεμιτό, αλλά είναι «μετάβασις εις άλλον γένος»420 και αυτό φαίνεται να
διαφεύγει από τον Αποστολάκη, γιατί, όπως και να το κάνουμε, άλλο είναι το
πλαίσιο συγγραφής ενός λόγιου ποιήματος και άλλος ο χώρος και τα μοτίβα
δημιουργήματος.
Στην ωδή «Εις την Νίκην», ο Αποστολάκης βρίσκει ένα ακόμη πεδίο, για να
Η ωδή «Εις την Νίκην» αρχίζει με προσφώνηση της Νίκης, όπου όμως ο
ποιητής δεν ανασταίνει ομπρός μας τη Μορφή, παρά ξηγάει ψυχολογικά τη γέννηση και
Α΄ Ον, συ που η φ α ν τ α σ ί α
419
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 312.
420
Τη φράση χρησιμοποιεί και ο Δημήτρης Δούκαρης («Η “Ασκητική” του Καζαντζάκη και ο κύριος
Γ. Π. Σαββίδης», Κριτικά Φύλλα, τχ. 15, Μάιος – Ιούνιος 1974, σ. 195), για να αντικρούσει τη
συνεκφορά της Ασκητικής του Καζαντζάκη με έργα, όπως Ο Αγών μου του Αδόλφου Χίτλερ και Το
Πιστεύω μας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, την οποία είχε επιχειρήσει ο Γ. Π. Σαββίδης («Ο
πειρασμός του Ευαγγελιστή», εφ. Το Βήμα, 10 Νοεμβρίου 1973).
198
σαν πτερωμένην βλέπει
ουράνιον έργον.
ω Νίκη, συσσωρεύονται
νύκτες αιώνων.
Έτσι και σ’ αυτήν την Ωδή δεν πάμε παραπάνω απ’ τη γενική έννοια . κανένα ζωντανό
ψυχής του ποιητή, όπως λ. χ. στην αρχή του «Ύμνου της Ελευθερίας». Οι στροφές,
Η αυτοθυσία και ο ηρωισμός των Παργιανών («Εις Πάργαν») «δε δίνεται σαν
κάτι πρωτόφαντο […] παρά σαν ένα παράδειγμα γενικής σκέψης», 422 ενώ με
κατηγορηματικά επισημαίνει:
421
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 320-321.
422
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 328.
199
Ο Κάλβος, επειδή δεν ήταν γνήσιος ποιητής, εσύγχιζε την κορυφή με την υπερβολή – κι
όμως η διαφορά είναι τεράστια. Η κορυφή δείχνει σε κάτι εσωτερικό, στο ποιό, ενώ η
αριθμό. Καμμιά σκέψη, κανένα αίστημα, καμμιά, τέλος, εντύπωση δεν ξετυλίγεται
αβίαστα και φυσικά, έτσι που να δείχνη την ξεχωριστή φύση της, το ποιόν της. Το
ριζικό αυτό ελάττωμα, που είναι, πραγματικά, θάνατος για την ποιητική συγκίνηση, ο
συγκίνησή του . ο αέρας όμως εύκολα φεύγει κι ο τεχνητός όγκος σβήνει, διαλύεται και
Ο Αποστολάκης κλείνει τη μελέτη του για τον Κάλβο με μία απόφανση, που
Μ΄ ένα λόγο η ποίηση του Κάλβου είναι γεμάτη σχήματα λεχτικά, από κείνα που
σχήματα τέτοια δεν υπάρχουν κι ό,τι χαραχτηρίζεται για σχήμα ή για τρόπος στο βάθος
είναι κίνημα και φωνή της ψυχής, έτσι φυσικά όπως κι ο άλλος λόγος της καθημερινής
του ζωής. Αυτά είχα να πω και νομίζω να έγινε ο σκοπός πού έβαλα στην αρχή της
Ο φιλόλογος-κριτικός συμπιέζει μέσα στο γενικό του κριτικό σχήμα μία ιδιότυπη
200
ποιητικό κόσμο του Κάλβου, ώστε να ψαύσει και να κατανοήσει τις ειδικές συνθήκες
μέσα στις οποίες αυτός εκφραστικά, καλλιτεχνικά και ιδεολογικά κατά περίπτωση
Επομένως, δεν μας παραξενεύει και η απόρριψη της ποίησης του Αριστοτέλη
Βαλαωρίτη και του Κώστα Κρυστάλλη από τον Γιάννη Αποστολάκη, αλλά μένει να
εξηγήσουμε το γιατί η κριτική άρνηση προς το έργο των δύο ποιητών εκτάθηκε από
τον συγγραφέα σε μέγεθος μονογραφίας για καθέναν από τους δύο δημιουργούς. Ο
Βαλαωρίτης έλαμψε στη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, έχοντας και παρουσία
θεωρήθηκε, κατά μίαν έννοια, και συνεχιστής του Σολωμού, και αυτό ακριβώς
425
Βλ. Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, «Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879). Ο ιστορικός-εθνικός
ποιητής και οι θέσεις της κριτικής», στο: Η νεοελληνική σύνθεση. Θέματα και κατευθύνσεις της
νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Νεφέλη, 1999, σ.117-144.
426
Βλ. Αστέριος Αργυρίου, Η Μεγάλη Ιδέα στο έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Ιωάννινα, Εταιρεία
Ηπειρωτικών Μελετών, 2008.
427
Βλ. Γιάννης Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά πεπρωμένα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ως «εθνικός
ποιητής», Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2009.
201
θέλησε εύλογα να κατακρίνει ο Αποστολάκης, ο οποίος εξηγεί τους λόγους, για τους
Το νόμισα ανάγκη να σταματήσω σ’ αυτόν και να μιλήσω. Δεν είνε, βέβαια, ούτε το
βάθος της ψυχής του, ούτε ο ευγενισμός της γλώσσας του που με κάμανε να πάρω την
απόφαση . κανένα από τα δύο αυτά κύρια συστατικά της αληθινής ποίησης, όπως θα
δούμε παρακάτω, δεν υπάρχει στο έργο του. Η μεγάλη του επιτυχία, να μπορέση
δηλαδή να περάση στον κόσμο για πραγματικός ποιητής, αυτό μ’ ανάγκασε να προσέξω
το Βαλαωρίτη.428
αφετηριακά σε σύγκριση με το σολωμικό έργο, εφόσον στην αρχή της μελέτης του, ο
καμωμένη όχι με τα κούφια ζύγια της αφηρημένης αισθητικής παρά με τα γεμάτα και
στερεά κριτήρια, που ύψωσε στην ψυχή μου η σπουδή του μοναδικού μας ποιητή, του
Σολωμού.429
δημοτικιστής, αφού «σύνθεσε τα τραγούδια του στη ζωντανή γλώσσα», 430 όμως
ορθώνει μία βασική αντίρρηση, που απορρέει από τη θέση του για πλήρη
συνταυτισμό ψυχικής διεργασίας προς την ανύψωση και καλλιτεχνικής έκφρασης, για
428
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, Αθήνα, [χ.ε.], 1936, σ. 7.
429
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 7.
430
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 10.
202
συνένωση «πνεύματος και σάρκας», εφόσον «η γλώσσα είναι ταγμένη να γίνεται η
στάση απ’ τον πολύ τον κόσμο, που έχει τη γλώσσα σαν κάτι έτοιμο, χωριστό, σαν κάτι
εξωτερικό απ’ τον άνθρωπο . πραγματικά ο Βαλαωρίτης δεν ένοιωσε ποτέ τον εαυτό
απ’ αγάπη της γλώσσας του λαού, αλλά είνε αγάπη – το βλέπεις και τ’ ακούς απ’ τα
ίδια του τα λόγια – που δε γίνεται ευλογία ή κατάρα, μ’ ένα λόγο, Μοίρα του
ανθρώπου. Στο βάθος υπάρχει αδιαφορία. Η ανησυχία όλη βρίσκεται μονάχα στην
επιφάνεια.432
Λίγο πριν από τον γλαφυρό χαρακτηρισμό της αναγνωστικής εντύπωσής του από τον
υπερφροσύνη της ψυχής», έχει διαπιστώσει ότι «καμμιά αστραπή από λέξη ή φράση
του Βαλαωρίτη δεν ξεσκεπάζει ψυχή ευτυχισμένη με τα πλούσια αγαθά της». 433
Αθανάση Διάκο και τον Φωτεινό, για να αναρωτηθεί ρητορικά και κατηγορηματικά
να απαντήσει:
Και τώρα τι είνε το τραγούδι του; Είνε αφροί στο στόμα χωρίς εσωτερικό πάθος και
χωρίς βρασμό ψυχής, γοερές κραυγές χωρίς πραγματική αγωνία ψυχής, πόθος χωρίς
431
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 12.
432
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 16-19.
433
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 22.
203
μυστικό ψυχής, φύλλα, τέλος, που δεν έχουν δέσει σε μπουμπούκι – χωρίς μυρουδιά,
Η απουσία της «Μορφής» και της «Συλλογής» από την ψυχή του Βαλαωρίτη,
«αφανίζουν την ενότητα και τη συνέχεια» από την ποίησή του, σε πλήρη
αντιδιαστολή με την γνήσια και μεγάλη ποίηση του Σολωμού, στην οποία «νιώθεις
την Ελλάδα να έχη γίνει πραγματικά “η ψυχή της ψυχής”»435 του ποιητή. Όλα αυτά,
διανθισμένα και με τη θεωρητική άποψη του Αποστολάκη για την υψηλή και
σύνθετη ποιητική μορφή, την οποία είχαν κατακτήσει ο ώριμος Σολωμός και το
Γιατί η Μορφή είνε Φύση και Θαύμα μαζί, ή, αν επιτρέπεται η αντίφαση, είνε το
φυσικό θαύμα της ψυχής . χωρίς τη Μορφή ανοίγεται χάσμα αδιάβατο ανάμεσα Ζωής
και Τέχνης και τρόπος κανένας πια δεν υπάρχει ν’ ακουστή γνήσιος τόνος τραγουδιού.
Ωστόσο, ποτέ δεν παύουνε οι ανώφελες δοκιμές των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν,
νόμισε ο Βαλαωρίτης πως γλυτώνει για πάντα απ’ το μεγάλο κίνδυνο, απ’ την ξερή
έκθεση των ιδεών κι αναπληρώνει την έλλειψη Μορφής.[…] Ύστερα και το συχνό
την ανάγκη να σκεπαστή το μεγάλο ελάττωμα της ψυχής, η απουσία του θαύματος, που
434
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 31.
435
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 32, 62, 66, 67.
436
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 43-44, 45.
204
Κατά τον Αποστολάκη, επομένως, δεν βιώθηκε ο θαυμασμός από την
ποιητική ψυχή του Βαλαωρίτη, ο οποίος θα τον οδηγούσε στη συλλογή και,
Μορφή έχουν τα ποιήματα του Βαλαωρίτη, αλλά όχι τη «Μορφή», όπως θεωρητικά
και του αιώνιου, απαλλαγμένου από εξωγενείς παράγοντες. Η συνεχής σύγκριση του
Βαλαωρίτη με τον Σολωμό διατρέχει τις σελίδες της «αισθητικής μελέτης» του
Αποστολάκη για τον Βαλαωρίτη, αλλά, κατ’ αντιστοιχίαν, η συνεχής σύγκριση των
αλλά εμφιλοχώρησε και στον τίτλο του βιβλίου του Αποστολάκη: Ο Κρυστάλλης και
φωτίζει πληρέστερα το κείμενο. Το βιβλίο για τον Βαλαωρίτη είναι αφιερωμένο από
αισθητικές και ιδεολογικές θέσεις που δεν διέφεραν πολύ από τις αντίστοιχες του
από τον πρόωρο και αδόκητο θάνατο του Φώτου Πολίτη (1890-1934), διανθίστηκε
από την παράθεση στίχων από το Symbolum (1815) του Johann Wolfgang Goethe:
«… Stille / Ruhn oben die Sterne / Und unten die Gräber» [= … Σιωπηλή / ανάπαυση
πάνω από τα αστέρια / και κάτω από τους τάφους]. Ο συγγραφέας παραθέτει απλώς
και δίχως να αναφέρει το έργο, από το οποίο αυτοί προέρχονται, ωστόσο καταφέρνει
ακλόνητη πεποίθησή του για το υψηλό και αιώνιο της γνήσιας ποιητικής έκφρασης,
205
που συνιστά μία ιδιότυπη νίκη του καλλιτέχνη (αλλά και του κριτικού ως
τραγουδιού
αναμενόμενο ήταν ο πρόωρος θάνατός του (το 1894, σε ηλικία μόλις είκοσι έξι ετών)
να τον έχει καταστήσει συμπαθή τόσο στη λογοτεχνική κριτική, 437 όσο και στην
αναγνωστική κοινή γνώμη. Ο Αποστολάκης στοχεύει στη σύγκριση της ποίησης του
καλλιτεχνική αδυναμία του ποιητή μπροστά στο υψηλό και γνήσιο λαϊκό
δημιούργημα.
Τι κι’ αν εγώ θυμήθηκα τον Κρυστάλλη από το δημοτικό τραγούδι κι’ όχι σαν τους
κριτικούς από τον Κρυστάλλη το δημοτικό τραγούδι. Όλοι τον ίδιο δρόμο μοιάζει να
παίρνουμε. Σωστά . μόνο που δεν τον συνεχίζουμε και όλοι ως την άκρη. Παραβολή
ορίστηκε με τη θαμπή θύμηση του ατόμου κι’ όχι με την κρίση τη βγαλμένη από την
437
Βλ. ενδεικτικά, Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Κ. Κρυστάλλης», εφ. Εστία, 6 Μαΐου 1894 (και στο:
Γρηγορίου Ξενόπουλου Άπαντα, τόμος 11, Αθήνα, Μπίρης, 1971, σ. 17-19) και Κωστής Παλαμάς, «Το
έργο του Κρυστάλλη», εφ. Εφημερίς, 10, 11 και 12 Μαΐου 1894 (και στο: Κωστής Παλαμάς, Άπαντα,
τόμος Β΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά & Εκδόσεις Μπίρης, 1962, σ. 463-483).
438
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, Θεσσαλονίκη, [χ. ε.], 1937, σ.
3.
206
Σήμερα, βέβαια, η ποίηση του Κρυστάλλη και το έργο του γενικότερα τείνουν
θεώρηση του έργου του, να θεωρείται ένας άγονος μιμητής του δημοτικού
μακρών με τον Βαλαωρίτη και τον Κρυστάλλη, γιατί ήθελε να κατεδαφίσει, όπως θα
προσπαθήσουμε να δείξουμε, την ποίησή τους, στην οποία διέβλεπε, μέσω της
κριτικής πρόσληψής της, απειλές για τις δύο δικές του ποιητικές κορυφές. Κατά τον
Κρυστάλλη ήταν συντριπτική και καταδείκνυε την υπεροχή των δύο πρώτων όρων
της σύγκρισης, ενώ κατά καμία έννοια οι Βαλαωρίτης και Κρυστάλλης δεν ήταν και
Στο βιβλίο του για τον Κρυστάλλη, ο Αποστολάκης επιλέγει ως μότο κάτι πιο
προσιτό στον αναγνώστη, παρότι και πάλι δεν αναφέρει την πηγή του: «Ο δε
υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται». Το ότι «Όποιος όμως υπομείνει ως το τέλος,
καθρεφτίζει την προσωπική του ακλόνητη πεποίθηση, ότι κριτικά θα δικαιωθεί για
την υπεροχή του Σολωμού και του γνήσιου δημοτικού τραγουδιού έναντι των
συνεχιστών τους στο ποιητικό πεδίο, τους οποίους θεωρηθεί καλλιτεχνικά ανάξιους
439
Βλ. ενδεικτικά, τα κείμενα του σύμμεικτου τόμου: Ευάγγελος Αυδίκος (επιμέλεια & εισαγωγή),
Κώστας Κρυστάλλης. Η επιστροφή. 150 χρόνια από τη γέννησή του (1868-2018), Αθήνα, Ηπειρωτικές
Εκδόσεις «Πέτρα», 2018.
440
Βλ. τις σχετικές αναφορές του Δημήτρη Κόκορη: «Κρυστάλλης και λογοτεχνικός κανόνας», Νέα
Εστία, τχ. 1886, Μάρτιος 2021, σ. 103-112.
441
Το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο κατά Ματθαίο, μετάφραση: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκη,
Ιανός, 2012, σ. 71.
207
για να πλησιάσουν τις δύο μεγαλειώδεις και επιβλητικές κορυφές. Η γενική θέση του
Αποστολάκη για την ποίηση του Κρυστάλλη ενισχύεται με κριτικό σαρκασμό και με
Και το τραγούδι του Κρυστάλλη; Αστεία παρωδία μπρος στο δημοτικό, κατασκεύασμα
ανθρώπου με κλεισμένη ψυχή και μ’ ανοιχτό μονάχα το χοντρότερο όργανο για την
τέχνη, το λογικό .
μαθητική έκθεση, τη διαβάζει κι’ αναγαλλιάζει ο δάσκαλος σαν
βλέπη το ξερό ραβδί της σοφίας του ν’ ανθίζη. ποιο είναι το πληχτικώτερο δεν ξέρεις, η
ψυχική στέγνη του δασκάλου ή ο καλλιτεχνικός αφρός του μαθητή. Άμουσος άνθρωπος
ο Κρυστάλλης ούτε καν υποψιάστηκε την άμετρη ψυχική συγκίνηση, που γέννησε το
δημοτικό τραγούδι.442
δίκιο για την υπεροχή του δημοτικού τραγουδιού, το χάνει έως έναν βαθμό από τις
απόλυτες και μεγαλόστομες κατηγόριες, που εξαπολύει επί δικαίων και αδίκων.
ομόθεμο κλέφτικο τραγούδι (Passow, αρ. 173), για παράδειγμα, χαρακτηρίζει, χωρίς
και του δημοτικογενούς λεξιλογίου, εκφράζουν τον πόνο του ανθρώπου που ζει στην
442
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, ό.π., σ. 14.
443
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, ό.π., σ. 64.
208
πόλη, αλλά νοσταλγεί το χωριό και την ύπαιθρο,444 και όχι το έθος και το ήθος μιας
ποιητικής φωνής που βιώνει άμεσα τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού. Η θλίψη
και η μελαγχολία ορισμένων ποιημάτων του Κρυστάλλη, πιθανή απόρροια τόσο του
συμβολιστικού ρεύματος που εισήχθη στο νεοελληνικό ποιητικό πεδίο ήδη από τον
δέκατο ένατο αιώνα, όσο και της βαριάς σωματικής ασθένειας που ταλάνιζε τον
νεαρό ποιητή, εκλαμβάνονται από τον Αποστολάκη σαν αποδείξεις παρακμής και
εκπτώχευσης του υψηλού πνεύματος της δημοτικής ποίησης από έναν άγονο μιμητή
της και όχι ως χαρακτηριστικά μιας ποίησης λόγιας και προσωπικής. Σύμφωνα με
από μόνη της το ελαφρό κάλυμμα της ψυχής – το χρόνο – και δείχνεται . δε χρειάζεται
λ.χ. «τα βουνά τριγύριζε και τα δέντρα κοίταζε» του δημοτικού τραγουδιού δείχνει το
βουβό φούσκωμα της ψυχής από συγκίνηση έτοιμο από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάση
και αληθινά ξεσπάζει. Αδειανή όμως όταν είναι η ψυχή από συγκίνηση, ανοίγεται
εύκολα τόπος για σύγχυση και παρανόηση. Έτσι έγινε και ο Κρυστάλλης .εσύγχυσε το
ενώ,[…] ήσκιος θανάτου δεν ταράζει διόλου το εσωτερικό του γέρου. Και η σύγχυση
444
Βλ. ενδεικτικά, Ερατοσθένης Καψωμένος, «Η σχέση φύσης - πολιτισμού στο ποιητικό σύμπαν του
Κρυστάλλη», Διαβάζω, τχ. 326, 5 Ιανουαρίου 1994, σ. 42-45 και Απόστολος Μπενάτσης, «Το Θέλω
και το Δύναμαι στην ποίηση του Κρυστάλλη», Διαβάζω, τχ. 326, ό.π., σ. 60-65.
209
μακαρίζει βουνά και κάμπους όχι δέντρα . ζωντανά καθώς είναι έχουν μέσα τους το
κριτικού, υπό την έννοια της στέρεας συγκρότησης των διαφορών ανάμεσα στα δύο
ποιητικά αποσπάσματα, αλλά, από την άλλη, εδράζεται και στο απόλυτο, σχεδόν
στίχοι από «Το παράπονο της Βοσκοπούλας» του Κρυστάλλη και συγκρίνονται με
[…]
είναι πια το λιτό και μεγαλόπρεπο προοίμιο του δημοτικού τραγουδιού. Ο δημοτικός
445
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το δημοτικό τραγούδι, ό.π., σ. 51.
210
βασιλέψη» κ’ εμείς ασύντριφτα δεμένοι πάμε από κοντά μαζί του «ούλοι τον ήλιο τον
τηράν». Ούτε εκείνο έχει ακόμη τελειώσει, ούτε εμείς έχουμε ξεχωρίσει απ’ αυτό να
(Ηλιοβασίλεμα) και με τελειωμένη πια και έτοιμη την αξιολογική κρίση (πανώριο). Το
στενό ουσιαστικό, σπίθα που πάει να σβήση, από την τεράστια πυρκαϊά της Φύσης και
το κρύο επίθετο, φτωχό απομεινάρι της πλούσιας άνθησης της ψυχής, αναπληρώσανε
τη ρευστή εκείνη φλόγα, που παρασταίνει ο περίφημος δημοτικός στίχος «Ούλοι τον
ήλιο κτλ», να βγάζουνε πλημμύρα [αυτή περιγράφεται κατά την ανάπτυξη του
Γιατί οι στίχοι του Κρυστάλλη είναι απαράδεκτοι; Μα, φυσικά, γιατί είναι
προσωπικό δημιούργημα μιας γραφίδας, που δεν συνέλαβε το υψηλό και το απόλυτο
γνήσια λαϊκή μούσα. Το γιατί ο Κρυστάλλης έγραψε, όπως έγραψε, ή και το πόσο
μεγάλες απαιτήσεις δικαιούμαστε να έχουμε από μία θερμή ποιητική καρδιά, που
έπαψε να κτυπά πριν κλείσει τα είκοσι έξι της χρόνια, ουδόλως απασχολεί τον
έναν Βαλαωρίτη, έναν Παλαμά, έναν Μαβίλη, έναν Πορφύρα, έναν Γρυπάρη, έναν
Καβάφη. Ο άτυχος Κρυστάλλης δέχτηκε τα ανηλεή κριτικά πυρά του, μόνο και μόνο
επειδή έως έναν βαθμό ακολούθησε και μιμήθηκε το ένα από τα δύο μεγαλειώδη
446
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, ό.π., σ. 41-42.
211
αποστολάκεια πρότυπα, το δημοτικό τραγούδι. Σε ορισμένες σελίδες του βιβλίου, ο
ενός συμπαθούς μυρμηγκιού, αλλά στην ανηλεή κριτική του ενδεχομένως και να
όπως είδαμε, ήδη στο Η Ποίηση στη ζωή μας, είχαν εκφράσει συμπάθεια και
447
Βλ. Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Κ. Κρυστάλλης», εφ. Εστία, ό.π. και Κωστής Παλαμάς, «Το έργο του
Κρυστάλλη», εφ. Εφημερίς, ό.π.
212
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ]
από τον ίδιο, αλλά ήταν δημοτικιστής με αίσθηση μιας γλώσσας φυσικής, ζωντανής
και δόκιμης, χωρίς να εγκρίνει τις ακρότητες ψυχαρικού τύπου. Στην ενότητα «Η
Αν ο πνευματικός οργανισμός μας ήτανε γερός, έπρεπε από καιρό να είχε ξεπεράσει την
μ’ όλο του το είναι, να είχε τραβήξει μπροστά, στον ευγενισμό της γλώσσας, καθώς το
σοφία που χαρίζει έτοιμη στον οπαδό της η μια κ’ η άλλη γλωσσική μερίδα ή το τυχαίο
ανακάτωμά τους, η υψηλή αυτή πανουργία του έξυπνου Νεοέλληνα και, πολύ λιγώτερο,
γυρεύη ύστερ’ απ’ τον άλλον τον κόσμο να πλάση την υψηλή γλώσσα στις υψηλές ιδέες,
που θα γεννούσε το δικό του το κεφάλι. Θα ήξερε πολύ καλά ο ίδιος, από σκληρή
ατομική κριτική και πείρα, πως γλώσσα και σκέψη πάνε πάντα μαζί στον άνθρωπο, και
μόνο χωρίζονται σ’ όποιον συγχύζει το στείρο διάβασμα και την πιο στείρα ακόμα
213
απομνημόνεψη ξένων βιβλίων – τα γεννήματα δηλαδή της αδράνειας, με την ενέργεια
της ψυχής, που, μόνη αυτή, πλάθει σκέψη και γλώσσα μαζί.448
με την καθηγεσία του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, που διήρκεσε από το 1926
έως το 1941, το έτος της συνταξιοδότησής του, με ένα ετήσιο διάλειμμα, κατά το
παύση καθηκόντων για ένα ακαδημαϊκό έτος (1935-1936), που επεβλήθη στους
1926 προς τον Αλέξανδρο Ζάννα και σχολιάζοντας τις γλωσσικές πεποιθήσεις των
δημοτικιστές».450
448
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 10-11.
449
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 200 (και σημ.
78), 243, 255 (και σημ. 193).
450
Βλ. Ευάγγελος Παπανούτσος, Αλέξανδρος Δελμούζος. Η ζωή του – επιλογή από το έργο του, ό.π., σ.
108 και Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 89-90. Βλ.
επίσης, Δημήτρης Κ. Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από
214
Οι λόγοι της προσωρινής απομάκρυνσης του Αποστολάκη και των άλλων δύο
εμπαθές, πολιτικό κλίμα της άνοιξης του 1935. Μετά την αποτυχία του
αποτάξεις βενιζελικών στρατιωτικών και για εκκαθάριση του δημόσιου τομέα από
τους βενιζελικούς».451 Δεν ξέρουμε εάν ο Γιάννης Αποστολάκης ήταν οπαδός του
φανατισμού της εποχής, οδήγησε τον Απρίλιο του 1935454 (επί Δημητρίου Χατζίσκου
ως Υπουργού «της Παιδείας και των Θρησκευμάτων») στην απομάκρυνση των τριών
τον αντικομμουνισμό του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του Εμφυλίου, Θεσσαλονίκη, University
Studio Press, 2021, σ. 38, 40.
451
Βλ. ενδεικτικά, Γεώργιος Μαυρογορδάτος, «Μεταξύ δυο πολέμων: Πολιτική ιστορία 1922 - 1940»,
στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 - 2000, τόμος 7, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 22.
452
Για την ιδεολογική και πολιτική σύνδεση του Αλέξανδρου Δελμούζου με τον Ελευθέριο Βενιζέλο,
βλ. ενδεικτικά, τις πολλαπλές σχετικές αναφορές του Νίκου Π. Τερζή: Η παιδαγωγική του Αλέξανδρου
Π. Δελμούζου. Συστηματική εξέταση του έργου και της δράσης του, Θεσσαλονίκη, Εκδοτικός Οίκος
Αδελφών Κυριακίδη, 22010.
453
Βλ. σχετικά, Γεώργιος Σ. Δημητράκος, «Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, ο φιλόσοφος, ο δάσκαλος, ο
αγωνιστής», Νέα Παιδεία, τχ. 32, Φθινόπωρο 1984, σ. 120-132. Βλ. και τις αυτοβιογραφικές αναφορές
του Θεοδωρίδη στην πολιτική του ιδεολογία: Ο χειμώνας του 1941-42. Χρονικό της Κατοχής, Αθήνα,
Κέδρος, 1980.
454
Έκθεσις των πεπραγμένων κατά το πανεπιστημιακόν έτος 1934-1935 επί πρυτανείας Δημοσθένους Σ.
Στεφανίδου, Θεσσαλονίκη 1937, σ. 60: «… βαρύ πλήγμα εδέχθη η σχολή [ενν. η Φιλοσοφική] κατά
μήνα Απρίλιον 1935, οπότε εν μέσω της δημιουργηθείσης πνιγηράς ατμοσφαίρας, απεμακρύνθησαν
[…] τρία επίλεκτα μέλη της και άριστοι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι […], οι Ι. Αποστολάκης, Αλ.
Δελμούζος και Χαρ. Θεοδωρίδης». Βλ. και Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του
μεσοπολέμου (1926-1940) , ό.π., σ. 153 (σημ. 197).
215
καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής και ενός από τη Γεωπονοδασολογική455 από τα
είναι να απομακρυνόταν και αυτός). Ο Νικόλαος Λούβαρις νηφάλια και ήδη από το
1926 είχε επισημάνει ότι «είναι […] συκοφαντία […] να κατηγορούμεν πάντα
δημοτικιστήν ως κομμουνιστήν, άθεον και τα τοιαύτα», 457 αλλά τέτοιες απόψεις δεν
εισακούονταν μέσα στον ορυμαγδό των πολιτικών συγκρούσεων του 1935. Το ότι ο
δωσίλογος, δεν προσγράφεται, βέβαια, στο ενεργητικό του, αλλά αυτό δεν σημαίνει
πως η εκφρασμένη το 1926 και μόλις προαναφερθείσα άποψή του είναι εσφαλμένη.
455
«Οι καθηγητές αυτοί θα επανέλθουν ένα χρόνο αργότερα από την Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου
Δεμερτζή, με Υπουργό Παιδείας τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ Δημήτριο
Μπαλάνο. Μεταξύ αυτών που απολύθηκαν και εν συνεχεία επανήλθαν περιλαμβάνονταν οι καθηγητές
της Φιλοσοφικής Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Αλέξανδρος Δελμούζος, Γιάννης Αποστολάκης, καθώς
και ο καθηγητής της Γεωπονοδασολογικής Νικόλαος Ρουσσόπουλος», βλ. Δημήτρης Κ.
Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον αντικομμουνισμό
του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του Εμφυλίου, ό.π., σ. 37, 428.
456
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 152 (σημ. 196).
457
Νικόλαος Λούβαρις, [«Απόψεις για το νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης»], εφ. Εφημερίς
των Βαλκανίων, 22 Νοεμβρίου 1926. Βλ. και Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του
μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 459.
216
6.2. Τα θέματα των πανεπιστημιακών μαθημάτων του Γιάννη Μ.
Αποστολάκη
θέματα των μαθημάτων, που διδάχτηκαν από τον Γιάννη Αποστολάκη κατά τα
Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε και έκλεισε με μάθημα για την
ποίηση του Διονυσίου Σολωμού. Κατά τη δεύτερη χρονιά της διδασκαλίας του
έδωσε το στίγμα της μεγαλοσύνης των δύο ποιητικών του προτύπων, πέρασε και
στην αρνητική κριτική, την οποία, όπως διαπιστώσαμε, θεωρούσε θεμελιώδη πυρήνα
της κριτικής διαδικασίας, αλλά και της αισθητικής προσέγγισης των κειμένων.
Τυπάλδου, Μαρκορά κλπ» με απόψεις (προφανώς τις δικές του!) «περί κριτικής», ή
ανάλυση» ποιημάτων των Τυπάλδου και Μαρκορά με «το κριτικόν έργον Πολυλά,
ακαδημαϊκά έτη της διδασκαλίας του δίδασκε και «εκλεκτά τεμάχια διαφόρων
458
Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη. Σπουδές, σπουδαστές
και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 199-200.
217
πεζογράφων» (1930-1931),459 «αισθητικήν ανάλυσιν διηγημάτων» (1931-1932,
τελευταία ακαδημαϊκό περίοδο της καθηγεσίας του (1939-1941) περιέχει και μία
έκπληξη. Δίδαξε πέντε ώρες ανά εβδομάδα. Οι δύο αφιερώθηκαν στην «Αισθητική
ανάλυση των τραγουδιών του Σολωμού» και το μάθημα προοριζόταν «δι’ όλους τους
φοιτητάς». Μία ώρα («δια τους δευτεροετείς») δόθηκε στην «Ερμηνεία τραγουδιών
του Κάλβου», άλλη μία («διά τους τριτοετείς») στο «Ποιητικόν έργον του
Μαβίλλη», αλλά και μία («διά τους τεταρτοετείς») – και εδώ είναι η έκπληξη –
αφιερώθηκε, για να καλυφθεί η «Αισθητική ανάλυσις των έργων του Παλαμά». Είναι
για την παλαμική ποίηση θέσεις του Αποστολάκη, που είχαν διαυγώς και ευθαρσώς
διατυπωθεί ήδη και πριν από τον διορισμό του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
προηγούμενα έτη της καθηγεσίας του, ωστόσο την επισφράγισε, χωρίς να αγνοήσει
ο Κωστής Παλαμάς ήταν ο μόνος εν ζωή λογοτέχνης (απεβίωσε τον Φεβρουάριο του
1943), με του οποίου το έργο ασχολήθηκε ο Αποστολάκης (έστω και με τους όρους
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
459
Διαθέτουμε, δείγματος χάριν, την πληροφορία, η οποία δόθηκε από τον Γ. Ν. Πολίτη στον Αλέξη
Πολίτη (βλ. Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα”. Γιάννης Μ. Αποστολάκης», ό.π.) ότι
«στα πανεπιστημιακά του μαθήματα επαινούσε τον πεζογράφο Βιζυηνό».
218
τόσο από νεωτεριστικά όσο και από πεπαλαιωμένα στοιχεία.460 Ωστόσο, θα πρέπει
να επισημανθεί, ότι διεύρυνε τον ορίζοντα των μαθημάτων του, διδάσκοντας και
έργα μεγάλων και υψηλών μορφών της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο Σαίξπηρ και
ο Γκαίτε. Ο θαυμασμός και η έλξη, που του ασκούσαν κορυφαία έργα του
κριτικές θέσεις, που είχε διαμορφώσει (ακόμη και πριν από το Η Ποίηση στη ζωή
όντας απαλλαγμένη από εξωτερικές πιέσεις και γι’ αυτό λειτουργούσα στο πλαίσιο
γλωσσομάθεια των ελλήνων φοιτητών του Μεσοπολέμου, λογικά υποθέτουμε ότι δεν
μαθημάτων του, ωστόσο ενδέχεται στο πλαίσιο αυτών των παραδόσεων και με
Πολίτου – Μαρμαρινού επισημαίνει ότι στη χώρα μας, η πρώτη έδρα «Γενικής και
460
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, «Νεωτεριστικά και αναχρονιστικά στοιχεία στο πρόγραμμα σπουδών της
Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης στον Μεσοπόλεμο», στο: Γεώργιος Νικολάου, Στυλιανή Ν.
Τσεσμελή, Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης, Ιωάννης Δημάκος (επιμέλεια), Βασική και συνεχιζόμενη
εκπαίδευση των εκπαιδευτικών σε ένα σύνθετο και μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Πρακτικά 11ου
Πανελλήνιου Συνεδρίου της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος, τόμος Α΄, Πάτρα, Π.Ε.Ε. – Π.Τ.Δ.Ε.,
2019, σ. 384-394, όπου και επισημαίνεται ως αναχρονιστικό στοιχείο η «αρνητική και σεξιστική τάση»
του Γιάννη Αποστολάκη (σ. 390).
219
Συγκριτικής Γραμματολογίας» λειτούργησε στο ΑΠΘ, αλλά «ιδρύθηκε το 1964 και
σύλληψης, που εκφραζόταν, βέβαια, και στο επίπεδο της καλλιτεχνικής τους μορφής,
(1934-1935), «Ανάλυσι της τραγωδίας Μέκβεθ [sic] του Σαίξπηρ» (1936-1937) και
του Σαίξπηρ αλλά και ο Φάουστ του Γκαίτε (ενδεχομένως αυτό το έργο του δίδαξε ο
Αποστολάκης, άλλωστε το αναφέρει και σε κείμενά του) είναι έργα ποιητικά, όχι
μόνον υπό τη γενική έννοια της συναισθηματικής έντασης και κορύφωσης που
αναδίνουν, αλλά και υπό την έννοια της λογοτεχνικής μορφής: είναι γραμμένα σε
έμμετρους στίχους, οπότε δεν εντάσσονται μόνο στον γενικό χώρο της θεατρικής
γραφής, αλλά και στη ειδικότερη περιοχή της στιχουργημένης θεατρογραφίας, άρα
και της ποίησης. Ειδικά για τον Φάουστ του Γκαίτε, έχουμε και επιπλέον ένδειξη για
το ότι ο Γιάννης Αποστολάκης είχε και τη γνώση αλλά και την ευαισθησία, ώστε να
τον διδάξει και, μάλιστα, εμπνευσμένα: μία υποσημείωση από το Η Ποίηση στη ζωή
461
Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού, Η Συγκριτική Φιλολογία. Χώρος, σκοπός και μέθοδοι έρευνας,
Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1981, σ. 22.
462
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 137-140.
220
«συλλογή και σύλληψη»463 και συνδέεται με τη σολωμική πρακτική: «να αισθανθή η
Οι μαρτυρίες για την παρουσία του Αποστολάκη ως δασκάλου δεν είναι πολλές.
Γνωστότερη από αυτές, η οποία συχνά συνοδεύει και σχετικές παρατηρήσεις των
το προσωπικό σχόλιο και δεν προέρχεται από φοιτητή του Αποστολάκη (ο Γιώργος
εξής:
Η διδασκαλία του ξεκινούσε από την αρχή, ότι το έργο της τέχνης είναι δημιούργημα
ατόμου, που κλήθηκε από τη μοίρα να γίνει ο νομοθέτης των πολλών. Πίστευε στο
δόγμα της καρλαϋλικής θεωρίας, που είχε αναγάγει τον καλλιτέχνη δημιουργό σε ήρωα,
463
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 137.
464
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 137.
465
Βλ. ενδεικτικά, Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα”. Γιάννης Μ. Αποστολάκης»,
ό.π. και Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 201, 203, 379-
380.
466
Βλ. Καρυοφύλλης (Κάρολος) Μητσάκης, [λήμμα] «Βαφόπουλος, Γιώργος Θ.», στο: Λεξικό
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα – Όροι, ό.π., σ. 266-267.
221
μ’ όλα τα συνακόλουθα της ηρωολατρείας. Κατά τη θεωρία του Αποστολάκη, οι μόνες
μορφές ηρώων στον ελληνικό χώρο, ήσαν εκείνες του Σολωμού και του ανώνυμου
δημιουργού των δημοτικών τραγουδιών, δηλαδή του ελληνικού λαού. Όλοι οι άλλοι
παράγοντες, που έχουν συνθέσει τον πίνακα της νεοελληνικής γραμματείας, κατά την
ίδια θεωρία του Αποστολάκη, ήσαν απλά χορταράκια ή και τσουκνίδες, που φύτρωναν
κάτω από το σολωμικό δέντρο. Μία τέτοια τσουκνίδα, φυσικά, ήταν κ’ η ποίηση του
σπουδών, δεν συνάδει με τον όρο «αυτοκαταστροφή» του Βαφόπουλου, ενώ σίγουρα
η θεωρία του φιλολόγου-κριτικού είχε δεχτεί και άλλες επιδράσεις, πέραν των ιδεών
του Τόμας Καρλάυλ, αλλά οι πιθανές αντιρρήσεις προς την παρουσίαση του
467
Γ. Θ. Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, τόμος Α΄, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1970
(και σε επανέκδοση: Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, χ.χ.), σ.293-297. Για μία υποφώσκουσα παρουσία
των απόψεων του Αποστολάκη, ώστε να αναιρεθούν, κατά μία έννοια, οι θέσεις του, πρωτευόντως για
τον Παλαμά και δευτερευόντως για τον Καβάφη, βλ. Λένα Αραμπατζίδου, «Ανάμεσα σε δυο
μεγάλους. Η γνωριμία του Γ. Βαφόπουλου με τον Κ. Π. Καβάφη και τον Κ. Παλαμά», Αρχείων
Ανάλεκτα. Περιοδική έκδοση μελέτης και έρευνας αρχείων, τχ. 2, Δεκέμβριος 2017, σ. 13-62.
468
Για τη σχέση του Γιάννη Αποστολάκη με τον Γ. Θ. Βαφόπουλο, βλ. Λένα Αραμπατζίδου (επιμέλεια
- παρουσίαση), Αφιέρωμα στον Γ. Θ. Βαφόπουλο. Τόμος πρώτος, Άπαντα τα ποιήματα, Θεσσαλονίκη,
Δήμος Θεσσαλονίκης – Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, 2021, σ. 71-77.
222
Μονάχα όσοι ευτυχήσαμε να τον παρακολουθήσουμε στις πανεπιστημιακές αίθουσες
και να χαρούμε τον ζωντανό του λόγο, και όσοι είχαμε κάποιες σπάνιες και
καλύτερα να διαισθανθούμε τόσο την απέραντη σοφία του και τη φανατική του
προσήλωση στις αξίες της Τέχνης και της Ζωής, όσο και το πάθος του για τον άνθρωπο
και την πνευματική του ακεραίωση. Πίσω από την αυστηρή και ειρωνική μορφή που
στοχαστή που φλέγεται από τις ιδέες και προπάντων του διανοητή που πιστεύει
ακλόνητα στην ποιητική δημιουργία, όμως μια δημιουργία γνήσια, υψηλή και άδολη.469
σημαντικό δάσκαλο μαζί με τον Γιάννη Αποστολάκη και εισφέρει θετικό σχόλιο για
τη διδασκαλία του Σαίξπηρ από τον τελευταίο, καθώς και μία εκθειαστική για αυτόν
όρους απόλυτης διακρίβωσης, αλλά δεν έχουμε και λόγο να την αμφισβητήσουμε:
Ο Αποστολάκης μαζί με τον Γιάννη Κακριδή μάς «έμαθαν γράμματα» και μας
βοήθησαν – είναι αλήθεια με σκληρή δουλειά – να γίνομε και εμείς δάσκαλοι. […] Εκεί
όμως που μας αποκαλύφθηκε η κριτική και αισθητική ιδιοφυία του Αποστολάκη, ήταν
όταν μας δίδαξε μια τραγωδία του Σαίξπηρ.470 Και κάποτε ο Δελμούζος μάς είπε σε μια
469
Μανόλης Ανδρόνικος, «Γιάννης Αποστολάκης. Μνήμη δασκάλου», εφ. Το Βήμα, 26 Αυγούστου
1990.
470
Ίσως να αναφέρεται στη διδασκαλία του «Μάκβεθ», κατά το ακαδημαϊκό έτος 1936-1937. Τις
υπόλοιπες φορές, που ο Αποστολάκης δίδαξε Σαίξπηρ, δεν επικεντρώθηκε σε μία μόνο τραγωδία του
μεγάλου ποιητή και δραματουργού.
223
παρέα που συνομιλούσαμε: «Έπρεπε νά ’χατε την τύχη να ακούσετε τον Αποστολάκη να
Αποστολάκη και η δυσκολία του στην κοινωνική προσαρμογή διαφαίνονται από μία
εκδρομή, δεν καθόταν στο τραπέζι μαζί με τους συναδέλφους του, παρά χωριστά,
μόνος») και από μία ακόμη εξομολόγηση του Γ. Ν. Πολίτη προς τον Αλέξη Πολίτη:
του πρόσωπα που τον εκτιμούσαν απεριόριστα». Η μαρτυρία του Γ. Ν. Πολίτη είναι
προδήλως αυτοβιογραφική και πίσω από αυτήν υποφώσκει η ρήξη δύο ανθρώπων, οι
οποίοι είχαν στενά συνδεθεί κατά τη νεότητά τους, τόσο στο πλαίσιο των σπουδών
τους στη Γερμανία, όσο και κατά την έκδοση του περιοδικού Κριτική και Ποίηση.473
224
διδάσκοντα, έχουμε και έμμεσες – και ως εκ τούτου, όχι και υψηλόβαθμα αξιόπιστες
– πηγές, όπως είναι το σχόλιο του Κώστα Τομανά για τον δημοσιογράφο και εκδότη
Νικόλαο Σφενδόνη:
Άργησε να πάρει πτυχίο, επειδή τον έκοβε συνεχώς ο καθηγητής της Νεοελληνικής
και ο Αποστολάκης, που έμοιαζε με λονδρέζο πόλισμαν, δεν χώνευε καθόλου τον
Παλαμά.474
Η έρευνα του Βασίλη Α. Φούκα έχει επαρκώς φωτίσει τις θέσεις, τις οποίες λάμβανε
υφή του υψηλού και του απολύτου, με ταυτόχρονη κριτική απόρριψη της
και από την εκδήλωση, τουλάχιστον, δύο αντιδράσεών του σε ζητήματα που άπτονται
474
Παρατίθεται από τον Βασίλη Α. Φούκα (Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 363-
364), αντλημένο από το βιβλίο του Κώστα Τομανά, Χρονικό της Θεσσαλονίκης 1921-1944,
Θεσσαλονίκη, Νησίδες, 1995.
475
Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές
και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 97, 102, 107, 109, 120, 121,
126-129, 132, 134, 137, 143, 203, 227, 233, 252, 293.
225
της θέσης των γυναικών476 στην πανεπιστημιακή ζωή. Όταν το 1930, η Σχολή
όσο και σε γυναίκες, ο Αποστολάκης είναι εντελώς αντίθετος, γιατί φρονεί ότι η
τελειοποίηση των σπουδών στο εξωτερικό πρέπει να γίνεται «με τον σκοπόν της
δημιουργίας ανωτέρων ιδανικών ζωής, πράγμα δια το οποίον θεωρεί ικανούς μόνον
τους άνδρας».477
Όταν, επίσης, το 1933, η Σχολή συζητά την επί υφηγεσία αίτηση «της
Αποστολάκης όχι απλώς δηλώνει την αντίθεσή του με το να επιτραπεί «εις γυναίκα
να γίνει υφηγήτρια εις την Σχολήν», αλλά αποχωρεί και επιδεικτικά από τη
συνέλευση, όταν συζητείται το θέμα, για να επανέλθει σε αυτήν, όταν πλέον διά
ήθελε, ή εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε, να προσαρμοστεί στις εξελίξεις των νέων
476
Για τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών ως απόρροια της πρόσληψης και της εκάστοτε εξέλιξης αλλά
και παγίωσης των ταυτοτήτων φύλου, βλ. ενδεικτικά, Michael Kimmel, The Gendered Society.
Oxford, Oxford University Press, 2000. Για το πώς παρουσιάζεται το ζήτημα στην αρχαιοελληνική
γραμματεία, της οποίας εξέχοντα δείγματα (που εδράζονταν στην εικόνα του υψηλόφρονος και
ηρωικού άρρενος, όπως ο Προμηθέας Δεσμώτης) εκθείαζε ο Αποστολάκης, βλ. F. I. Zeitlin, Playing
the Other: Gender and Society in Classical Greek Literature, Chicago & London, University of
Chicago Press, 1996.
477
Από το Βιβλίον Πρακτικών Συνεδριάσεων Καθηγητών, Συνεδρία 104, 22 Φεβρουαρίου 1930, τόμος
Α΄, σ. 284. Η θέση του Αποστολάκη μεταφέρεται και σχολιάζεται από τον Βασίλη Α. Φούκα, Η
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την
περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 203.
478
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 126-129.
479
Γίνεται σαφές από τις σχετικές μελέτες (βλ. ενδεικτικά, Λένα Αραμπατζίδου, Αισθητισμός. Η
νεοελληνική εκδοχή του κινήματος, ό.π.), ότι ο αισθητισμός, που προήγαγε ως βασικό στόχο την
απόλυτη ανύψωση του «η τέχνη για την τέχνη», τόσο στο ευρωπαϊκό, όσο και στο νεοελληνικό,
226
χωρούσαν οι γυναίκες ούτε καλλιτεχνικά αλλά ούτε και επιστημονικά. Αυτός,
ενδεχομένως, ήταν και ο βασικότερος λόγος, εξαιτίας του οποίου μόνον το 8,2% των
διορισμός εκτός των προβλεπόμενων νόμιμων διαδικασιών των Αντωνίου Χατζή και
Γεωργίου Σακελλαρίου, τήρησε στάση σωστή και λογική. Σε άλλα, όπως η εκλογή
ανασκαφικής έρευνας του Γεωργίου Σωτηριάδη στον Μαραθώνα, έδειξε (όχι, βέβαια,
μόνον αυτός στην πρώτη και στην τρίτη από τις μόλις αναφερθείσες περιπτώσεις) μία
επιστημονική του συγκρότηση αλλά και για την παιδαγωγική πρακτική του. Ο
που υποβάλλουν και από την αρχή στηρίζουν την υποψηφιότητα του Δελμούζου για
λογοτεχνικό πεδίο, εξέφραζε ιδεολογικές και αισθητικές τάσεις, που άκμασαν κατά τον δέκατο ένατο
αιώνα.
480
Βλ. τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει ο Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του
μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 203, 360.
481
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 98-103, 105-
113, 122-123, 131-143, 227, 233.
482
Βλ. Νίκος Π. Τερζής, «Ο Δελμούζος στη Φιλοσοφική Σχολή», στο: Η παιδαγωγική του Αλέξανδρου
Π. Δελμούζου. Συστηματική εξέταση του έργου και της δράσης του, ό.π., σ. 141-144. Γενικότερα, για τη
διερεύνηση της διαδικασίας ανάδυσης και εξέλιξης της αριστερής παιδαγωγικής σκέψης στην Ελλάδα
κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, βλ. Ελευθερία Παπαστεφανάκη, Αριστερή Παιδαγωγική
Σκέψη στην Ελλάδα (1910-1951). Από το αστικό σχολείο εργασίας στον πολυτεχνισμό, Αθήνα, Εθνικό
Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 2020, ψηφιακό βιβλίο αναρτημένο στο:
227
μάθημα της Αρχαίας Ιστορίας «σημαντικώτατον», προτείνει «να προκηρυχθεί και η
έδρα του μαθήματος», γιατί επί σειρά ετών το δίδασκαν κατ’ ανάγκην καθηγητές
και της Αρχαίας Ελλάδος). Η μακρά διαδικασία του παράνομου και επιβαλλόμενου
από την εκτελεστική εξουσία διορισμού των Αντωνίου Χατζή και Γεωργίου
Θεσσαλονίκης (διορίστηκαν τελικά τον Νοέμβριο του 1934 από την κυβέρνηση
αντίθετους τους καθηγητές της Σχολής, φυσικά και τον Γιάννη Αποστολάκη.
Από την άλλη, η καθηγεσία του Λάζαρου Βελέλη βρήκε αντίθετο τον
Αποστολάκη, ακόμη και όταν ο Βελέλης ψηφίστηκε για δεύτερη φορά, το 1932, ως
έκτακτος (δηλαδή, επί θητεία) επικουρικός καθηγητής της έδρας της «Ιστορίας και
Φιλολογίας των Εβραίων και των άλλων Σημιτικών λαών». Η προκήρυξη της έδρας,
τον Μάιο του 1928, σαφώς υπέβαλλε την πολιτική βούληση όχι απλώς για
εμβάθυνση στη μελέτη του εβραϊκού πολιτισμού, αλλά και την πρόθεση εξομάλυνσης
των σχέσεων του εβραϊκού πληθυσμού με το ελληνικό στοιχείο, που είχαν έντονα
228
μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης484 (εξ όνυχος τον λέοντα: τον Ιούνιο του 1931
πυρπολήθηκε ο εβραϊκός συνοικισμός Κάμπελ, στο ανατολικό τμήμα της πόλης της
“Ελλάς”» και υπό τις εμπρηστικές προτροπές του δημοσιογράφου Νικολάου Φαρδή
από τις στήλες της εφημερίδας Μακεδονία485). Πίσω από την αντιφατική στάση των
αποκλείουν κατηγορηματικά τον Λάζαρο Βελέλη από θέση μόνιμου καθηγητή, αλλά
ασμένως (με μόνη εξαίρεση, το 1932, τον Αποστολάκη) να τον εγκρίνουν ως έκτακτο
ψυχής», 488 που είχαν κορυφωθεί τον δέκατο ένατο αιώνα, αλλά με κεκτημένη, αν και
484
Βλ. τις ανακοινώσεις στον σύμμεικτο τόμο: Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού, Οι Εβραίοι
στον ελληνικό χώρο. Ζητήματα ιστορίας στη μακρά διάρκεια. Πρακτικά του Α΄ Συμποσίου Ιστορίας.
Θεσσαλονίκη 23-24/11 1991, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1995 . Rena Molho, «Les Juifs en Grèce au XXe
siècle», Matériaux pour l' histoire de notre temps, τχ, 71, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2003, σ. 39-48 . Devin
Naar, Jewish Salonica: Between the Ottoman Empire and Modern Greece, Stanford, Stanford
University Press, 2016. Βλ. και Ρένα Μόλχο, «Η αντιεβραϊκή νομοθεσία του Βενιζέλου στον
Μεσοπόλεμο και πώς η δημοκρατία μπορεί να γίνει αρωγός του αντισημιτισμού», Σύγχρονα Θέματα,
τχ. 82, Ιούνιος 2003, σ. 53-59.
485
Βλ. Μάριος Ορφανός, Η Εθνική Ένωσις Ελλάς και το Πογκρόμ του Καμπέλ μέσα από τον Τύπο [=
διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία], Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης
και Ιστορίας, 2013. Βλ. επίσης, Δημήτρης Κ. Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον αντικομμουνισμό του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του
Εμφυλίου, ό.π., σ. 33-34.
486
Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές
και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 113.
487
Βλ. Έφη Αβδελά – Δημήτρης Αρβανιτάκης – Ελίζα Άννα Δελβερούδη – Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος
– Σωκράτης Πετμεζάς – Τάσος Σακελλαρόπουλος (επιμέλεια), Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα.
Προσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον
19ο και 20ό αιώνα, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης & Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής
Πανεπιστημίου Κρήτης, 2017.
488
Για την ανάπτυξη του μορφώματος στα ευρωπαϊκά (και συνακόλουθα στα νεοελληνικά)
συμφραζόμενα, βλ. ενδεικτικά: Ernest Gellner, Έθνη και εθνικισμός, μετάφραση: Δώρα Λαφαζάνη,
229
φθίνουσα, ταχύτητα, γίνονταν αισθητά και στον εικοστό. Ο Αποστολάκης, πάντως,
ήταν ο μόνος που έδωσε λευκή ψήφο, ακόμη όταν ανανεώθηκε η θητεία του
Ήταν επίσης ο μόνος που δεν ψήφισε το 1933 τον Ι. Θ. Κακριδή για την έκτακτη
ακόμη και ο γλωσσικά αντίθετος προς τον Κακριδή Ιωάννης Παπαδόπουλος τον
ψήφισε «εκθύμως», ο Αποστολάκης έδωσε λευκή ψήφο, επειδή δεν θεωρούσε τον
βόρειο χώρο της Ελλάδας, η οποία και κατά το 1934 θεωρήθηκε μάλλον απόλυτη και
της ανασκαφικής έρευνας του Γεωργίου Σωτηριάδη στον Μαραθώνα, παρά τις
Πανεπιστήμιο και το καπετανάτο του» (ατελέσφορη από πολλές απόψεις, που δεν θα
συζητηθούν, βέβαια, εδώ), ακόμη και στο ειδικό πεδίο της αρχαιολογικής έρευνας να
με ανασκαφική έρευνα του 1932 και του 1940 ανέδειξε το Δισπηλιό της Καστοριάς
230
και από το ότι ο Πέτρος Θέμελης του Πανεπιστημίου Κρήτης ανέδειξε μέσα από την
πολύχρονη (από το 1987 και εξής) ανασκαφική εργασία του την Αρχαία Μεσσήνη.
Ας αναφερθεί πως ο Αποστολάκης ήταν επί της ουσίας απαιτητικός και στον
ρόλο που επωμιζόταν ως κριτής υποψηφίων για πανεπιστημιακές έδρες. Ζητούσε, για
γνωρίζουν όχι μόνο να αναλύουν τις ιδέες και τα νοήματα που αναδύονται από τα
κείμενα, αλλά να εμβαθύνουν στη γλώσσα των κειμένων και να είναι ικανοί να
αντιρρητικότητα προς το πνεύμα της καθηγεσίας του, αλλά ενσωματώνει και έναν
490
«Κάποιος νεοέλληνας, με κλασσικές σπουδές στην Ευρώπη υπέβαλε υποψηφιότητα για έκτακτη
καθηγεσία της αρχαίας φιλολογίας και είχε υποβάλει ανάμεσα σ’ άλλες και μια εργασία του για την
“Ιδέα” στον Πλάτωνα. Εισηγητής ήταν στην ολομέλεια των καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής ο
καθηγητής της φιλοσοφίας Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, ο οποίος έπλεξε το εγκώμιο του υποψηφίου και
η Σχολή όταν άκουσε τον εισηγητή ήταν έτοιμη να τον ψηφίση όταν ζήτησε τον λόγον ο καθηγητής
Αποστολάκης και γύρεψε να υποβάλη μερικά ερωτήματα στον υποψήφιο. Και είπε ο Αποστολάκης,
απευθυνόμενος προς τον υποψήφιο: “Όσα έχετε γράψει στην εργασία σας, που τόσο μας επαίνεσε ο
συνάδελφος κύριος Θεοδωρίδης, είναι πράγματα γνωστά, που έχουν πολλές φορές αναπτύξει και οι
υφηγητές ακόμη στη Χαϊδελβέργη. Συνεπώς εμένα δεν μ’ ενδιαφέρουν αυτά τα χιλιοειπωμένα για την
ιδέα στον Πλάτωνα, αλλά μ’ ενδιαφέρει να μου μεταφράσετε τώρα αυτήν την περικοπή από τον
Πλάτωνα, που ακριβώς μιλεί για τις ιδέες”. Και του ’δωσε το κλασσικό κείμενο να το μεταφράση.
Έτσι η όλη ιστορία πήρε εντελώς δραματική μορφή, γιατί ο υποψήφιος απεκαλύφθη ότι δεν ήταν εις
θέσιν να διαβάση Πλάτωνα στο πρωτότυπο. Κατάπληκτη η Σχολή εγκατέλειψε την εκλογή ενός
φιλολόγου κλασσικής έδρας, που ανέλυε τον Πλάτωνα, και προσφερόταν να τον διδάξη, χωρίς να ξέρη
αρχαία ελληνικά και να μπορή να τον διαβάζη στο πρωτότυπο». Βλ. Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί
Περίπατοι. Δεύτερος Κύκλος, ό.π., σ. 382.
231
Ο κ. Αποστολάκης: Ποιος είναι ο καλύτερος στίχος στον Ύμνο της ελευθερίας
του Σολωμού;
Ο κ. Αποστολάκης: Μμ… Έστω . και κάτι ακόμη . αν δεν μου απαντήσετε σας κόβω.
Ποιος στίχος που πλημμυρίζει από ζωή είναι βγαλμένος απ’ τη ζωή μας;
(Αναγκαία συμπλήρωση του Αλφ. «έτσι κόβονται και οι Φιλόλογοί μας κατά
σωρούς…»).491
αυστηρότητα του Αποστολάκη, αλλά και τη διδακτική εμμονή του με τον σολωμικό
Ύμνο. Στην τελευταία φοιτητική απάντηση διασκευάζονται οι δύο πρώτοι στίχοι της
πεντηκοστής πρώτης στροφής του Ύμνου, στην οποία μάλιστα ο Σολωμός επιχείρησε
συντακτικό και λογικό νόημα του προηγούμενου στίχου, αλλά ολοκληρώνοντας και
λέξη: «Τόσο πέφτουνε τα θερι- / σμένα αστάχια εις τους αγρούς». Στην πρώτη
491
Αλφαβητάρι για διαφώτιση των αναλφαβήτων φοιτητών, 3 Μαρτίου 1939, σ. 4. Παρατίθεται από τον
Βασίλη Α. Φούκα, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και
σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 380.
232
φιλολογικά και αισθητικά. Ο αναφερόμενος «Μιχαλάκης» είναι ασφαλώς ο
καθηγητής Φυσιολογίας του ΑΠΘ. Οι διδαχές του πατρός προς τον υιό ήταν λογικό
(όπως συμβαίνει και σε κάθε παιδί στο ξεκίνημα της ζωής του) να έχουν καταστήσει
τον Μιχαήλ Ιωάννου Αποστολάκη, προφανώς χαριτωμένα αδέξιο αλλά και εμφαντικό
Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας και φυσικό ήταν να αποτελεί ένα είδος
μία συστηματικότερη εμβάθυνση σε αυτό. Σίγουρα διέθετε και τη γνώση και την
δημοτικό τραγούδι, Σαίξπηρ και Γκαίτε), είτε για να τις αξιολογήσει αρνητικά
στη θεωρία περί κριτικής, όπως την είχε διαμορφώσει αυτός ο οργανικός
492
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 362-363.
233
διανοούμενος της άρνησης, ο οποίος δεδηλωμένα απεχθανόταν τη γραμματολογική
σπουδών, είναι ότι άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη της μελέτης του Σολωμού, του
493
Βλ. ενδεικτικά, Roderick Beaton, Folk Poetry of Modern Greece, Cambridge, Cambridge
University Press, 1980 .
Γ. Μ. Σηφάκης, Για μία ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού,
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988 .
Guy Saunier, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια.
Συναγωγή μελετών (1968-2000), Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα & Ελένης Ουράνη, 2001 . Αλέξης Πολίτης, Το
δημοτικό τραγούδι, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010, κ.π.ά.
494
Λίνος Πολίτης, Γύρω στο Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982), Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1995.
495
Εμμανουήλ Κριαράς, Διονύσιος Σολωμός. Ο βίος – το έργο, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»,
2
1969.
496
Ελένη Τσαντσάνογλου, Μία λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Σολωμού. Το αυτόγραφο τετράδιο
Ζακύνθου αρ. 11. Εκδοτική δοκιμή, Αθήνα, Ερμής, 1982.
497
Γιώργος Κεχαγιόγλου (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού. Επιλογή κριτικών κειμένων,
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 42021.
498
Κατερίνα Τικτοπούλου (επιμέλεια), Διονύσιος Σολωμός: Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι [= επτά
βιβλία με εισαγωγές, σχόλια, σημειώσεις και κριτικά υπομνήματα για τα «Σχεδιάσματα» και τους
«Στοχασμούς» του έργου], Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 22011.
234
ασχολήθηκαν περισσότερο με τον Κάλβο, «αφιερώνοντας χρόνο και κόπο, για να
μελετήσουν τη ζωή και το έργο του Κάλβου», 499 αλλά όπως σωστά έχει παρατηρηθεί,
αυτό δεν σημαίνει ότι οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν παρήγαγαν
τίποτε για τον Κάλβο ή ότι οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν εστίασαν στο
σολωμικό έργο.500
Τωμαδάκης, Ζώρας και Βέης καλλιέργησαν και τις σολωμικές έρευνες,501 οι οποίες
499
George Andreiomenos, «Greek National Poets and Academic Critics (1926-1960)», Επιστημονική
Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμος 34, 2002-2003, σ. 398.
500
George Andreiomenos, «Greek National Poets and Academic Critics (1926-1960)», ό.π., σ. 398.
501
Βλ. George Andreiomenos, «Greek National Poets and Academic Critics (1926-1960)», ό.π, σ. 399.
502
Στυλιανός Αλεξίου (επιμέλεια – εισαγωγές), Διονυσίου Σολωμού: Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα,
Στιγμή, 2007.
503
Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός: Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές,
Αθήνα, Γνώση, 1989.
504
Ερατοσθένης Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου». Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Αθήνα,
Εστία, 2006.
505
Peter Mackridge, Διονύσιος Σολωμός, μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, Αθήνα,
Καστανιώτης, 1995.
506
Massimo Peri, Η φεγγαροντυμένη του Σολωμού. Ένας άγνωστος x που πρέπει να μείνει άγνωστος,ό.π.
507
Νάσος Βαγενάς (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου. Επιλογή κριτικών κειμένων,
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010.
508
Γιώργος Ανδρειωμένος, Βιβλιογραφία Ανδρέα Κάλβου 1818-1988, ό.π.
235
Ευριπίδης Γαραντούδης509 (Πανεπιστήμιο Αθηνών) και αρκετοί άλλοι συνέβαλαν
μελέτη του σολωμικού έργου, αλλά εδώ έχει σημασία να υπογραμμιστεί ότι όλοι οι
νεότεροι από τον Αποστολάκη ακαδημαϊκοί μελετητές του Σολωμού, του Κάλβου,
αλλά και του δημοτικού τραγουδιού, κατά το μάλλον ή ήττον, συνομιλούν με το έργο
του Αποστολάκη και αυτό είναι κάτι που προσγράφεται στο ενεργητικό όχι μόνον της
συγγραφικής αλλά και της ακαδημαϊκής - πανεπιστημιακής παρουσίας του. Όπως και
για το ποιητικό φαινόμενο και στενά δεμένη τόσο με την κριτική πρακτική του, όσο
τους φοιτητές του. Αν και κατηγορήθηκε ότι για τη Θεσσαλονίκη «δεν έκανε
509
Ευριπίδης Γαραντούδης, Πολύτροπος αρμονία. Μετρική και ποιητική του Κάλβου, ό.π..
510
Στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες της Θεσσαλονίκης, δημοσιεύεται το 1934, όταν διευθυντής του
περιοδικού ήταν ο Γιώργος Θέμελης, το εξής: «Ο κ. Αποστολάκης, εδώ, μπορεί να ’κανε το παν για το
επάγγελμά του, γ ι α τ η Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η δεν έκανε τίποτε. Η Θεσσαλονίκη τον αγνοεί ως ενεργό
π ν ε υ μ α τ ι κ ό πολίτη της. Ο κ. Αποστολάκης τότε θα ήταν μ ο ν α δ ι κ ή μ α ς τ ύ χ η, όταν
έρριχνε μέρος της πνευματικής του δύναμης ανάμεσα στους Θεσσαλονικείς. Όμως ο αξιόλογος
ερμηνευτής του Σολωμού, στάθηκε εδώ πάντα ξένος, παντάξενος. Οι περισσότεροι καθηγηταί του
Πανεπιστημίου μας κινήθηκαν, άλλος περισσότερο, άλλος λιγώτερο και πρόσφεραν κάτι στον τόπο. Ο
κ. Αποστολάκης δε β ο ή θ η σ ε σε τίποτε. Είναι ένας απλός δ ά σ κ α λ ο ς στο χωριό μας, κ’ εσείς
τον θέλετε για μοναδική μας τύχη. Αν “ε φ ο ύ ν τ ω ν ε” μέσα του λίγη “λ α χ τ ά ρ α” για την
πνευματική “λ ε υ τ ε ρ ι ά” του τόπου αυτού… Ω, words, words, words!...». Βλ. Μ[ακεδονικές].
Η[μέρες]., «Λόγια, λόγια, λόγια!», Μακεδονικές Ημέρες, τχ. 6-7, Ιούνιος-Ιούλιος 1934, σ. 204. Εδώ ας
υπενθυμίσουμε το κοινότοπο: η μονομέρεια που επιφέρει ο στείρος τοπικισμός δρα ανασταλτικά στο
να συνδεθεί η τοπική πνευματική παράδοση με τη θέαση υπό ένα ευρύτερο πλαίσιο των λογοτεχνικών
και, συνάμα, πολιτισμικών συμφραζομένων και αυτό στενεύει, διαχωρίζει και απομονώνει ορίζοντες
και ανθρώπους.
236
Αφήσαμε για το τέλος του παρόντος κεφαλαίου μία ακόμη μαρτυρία, που δεν
δείχνει την υψηλόβαθμη επιδραστικότητα των απόψεών του, ακόμη και μετά τον
Τσουρές»511 μεταφέρει στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα το βίωμα από εξέτασή
του (κατά τη δεκαετία του 1950) σε μάθημα του καθηγητή του Πανεπιστημίου
αναφορών σημειώνει:
Ήμουν ακόμη αποστολακικός. Μας είχε μυήσει νωρίς στα γραπτά του αιρετικού [ενν.
του Αποστολάκη] ο Κ. Ρ., Θεός σχωρέσ’ τον κι αυτόν, τεταρτοετής, όταν εμείς
μπαίναμε στη Σχολή. Διαβάζαμε παθιασμένα την «Ποίηση στη ζωή μας», «Τα
τραγούδια μας», «Το κλέφτικο Τραγούδι», δεν αντέχαμε ν’ ακούμε καλό λόγο για τον
Παλαμά, απεχθανόμασταν κάθε μορφή βιβλιογραφίας και τρίζαμε τα δόντια, τότε που ο
Τωμαδάκης έγραψε στα «Νεοελληνικά»512 του πως οι νέοι έπρεπε να κάψουν τα βιβλία
του Αποστολάκη.513
511
Ν. Μ. Τσουρές [= Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος], «Αύγουστος (διήγημα)», Νέα Εστία, τχ. 1813,
Ιούλιος – Αύγουστος 2008, σ. 91-102. Ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση τον καθηγητή του
Πανεπιστημίου Αθηνών Γεράσιμο Γ. Ζώρα για την υπόδειξη του κειμένου.
512
Βλ. Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, Νεοελληνικά: δοκίμια και μελέται, Αθήναι, Τυπογραφείον Μηνά
Μυρτίδη, 1953.
513
Ν. Μ. Τσουρές [= Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος], «Αύγουστος (διήγημα)», Νέα Εστία, τχ. 1813,
ό.π., σ. 100.
237
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ]
νεότεροι μελετητές
αποσαφήνιση των θεωρητικών θέσεων του Γιάννη Αποστολάκη για την ποίηση,
εφαρμογή τους από αυτόν ως κριτικού γνώμονα για την αξιολόγηση συγκεκριμένων
πληρέστερα και οι θεωρητικές θέσεις, και η κριτική πρακτική, αλλά και η γενικότερη
Μπορούσα να είχα γίνει γλωσσολόγος μαζί του [ενν. τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη] αν,
από τα 1916 και πέρα, δεν ερχόταν μια άλλη επίδραση, η πιο αποφασιστική, να
επισκιάσει κάθε άλλην. Η επίδραση του Γιάννη Αποστολάκη τον οποίο εγνώρισα
δάσκαλό μου στην τρίτη του Ελληνικού. Η διδασκαλία του – αναφέρομαι στα Νέα
238
Ελληνικά – ήταν μία αποκάλυψη. Κάτω από κάθε λέξη των κειμένων εκρυβόταν ένας
μαθήματά του δεν τα έχω ξεχάσει. Οι κρίσεις του δασκάλου για τον «Όρκο των
Υδραίων», λόγου χάριν, του Παλαμά, ίσως σε μερικά σημεία να ξεπερνούσαν την
αντιληπτικότητα των δωδεκάχρονων παιδιών που τις άκουαν, αλλά πάντως μας
εδίδασκαν να στέκουμε ψηλά προκειμένου για ποίηση. Και ύστερα ο λόγος του
Αποστολάκη ήταν ένα μάθημα σκληρό, ένα μάθημα χωρίς συμβιβασμούς που για τούτο
εγοήτευε το παιδί που πρόθυμα έλκεται από τα δύσκολα και από τα ιδανικά. Επί πολλά
χρόνια από τότε, όλα τα χρόνια του γυμνασίου και τα πρώτα πανεπιστημιακά χρόνια,
έμεινα κοντά στον Αποστολάκη, γοητευμένος μαθητής, ώσπου αργά και βαθμιαία ν’
αναπτυχθεί η κριτική και προς τον ίδιο τον διδάσκαλο. Αλλά και τούτο μ’ έναν σεβασμό
και μιαν εμπιστοσύνη που τίποτε δεν εκλόνισε ώς σήμερα. Στον Αποστολάκη οφείλω
την οριστική στροφή μου προς την κριτική και προς τη συστηματική μελέτη των
γραμμάτων.514
Ο δάσκαλός μου ο πρώτος, του οποίου την επίδραση αν την έχω βγάλει από πάνω μου
100 % είναι πολύ αμφίβολο, ήταν ο Αποστολάκης, που γεμάτος γερμανικό ιδανισμό, με
έπεισε ότι την αλήθεια θα την βρω στην τέχνη. Πολύ ωμά το διατυπώνω, αλλά αυτό
είναι η ουσία.515
514
Γιώργος Ζεβελάκης, «Ο Κ. Θ. Δημαράς στο ραδιόφωνο. Το πιο τίμιο, η φωνή του. Μια συνέντευξη
στο Δεύτερο Πρόγραμμα του ΕΙΡ (1958)», The Books’ Journal, τχ. 123, Οκτώβριος 2021, σ. 62.
515
Κ. Θ. Δημαράς, «“Ως η διψώσα έλαφος…”», [= Συνέντευξη στους Νίκο Αλιβιζάτο, Στέφανο
Πεσμαζόγλου και Γιώργο Δερτιλή], Σύγχρονα Θέματα, τχ. 35-37, Δεκέμβριος 1988, σ. 13.
239
Ο Δημαράς ήταν μαθητής του Αποστολάκη κατά τη γυμνασιακή του εκπαίδευση και,
αργότερα, συνεργάτης του έως το 1926 στο Λαογραφικό Αρχείο.516 Υπάρχει μία
ακόμη συνέντευξη του Κ. Θ. Δημαρά, που δόθηκε το 1988 στον Γιάννη Κ. Μπαστιά,
στην οποία ο Δημαράς εισφέρει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη σχέση του με τον
Πριν βγουν τα «Ελληνικά Γράμματα» του [Κωστή] Μπαστιά, εγώ δούλευα κοντά στον
Αποστολάκη και τον βοηθούσα σ’ ένα ή δύο από τα βιβλία του.518 Έρχεται μια στιγμή
στον Αποστολάκη και τον Φώτο Πολίτη. Συνεργάζομαι κι εγώ πότε με τ’ όνομά μου
τοποθέτηση βασισμένη στις ιδέες του Δελμούζου,519 του Αποστολάκη και του Φώτου
Πολίτη.520
516
Βλ. τις σχετικές πληροφορίες και από τον Αλέξη Πολίτη, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα”.
Γιάννης Μ. Αποστολάκης», ό.π.
517
Βλ. Λάμπρος Βαρελάς, Ελληνικά Γράμματα (1927-1930). Επίμετρο: «Τα Νέα» (1930),
Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1995.
518
Προφανώς, ο Κ. Θ. Δημαράς αναφέρεται στη συγκρότηση των βιβλίων Η Ποίηση στη ζωή μας
(1923) και Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄. Οι Συλλογές (1929). Ως εργαζόμενος και αυτός (όπως και
ο Αποστολάκης) στο Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, μπορεί να βοηθούσε τον
Αποστολάκη στην άντληση και στην επεξεργασία ανέκδοτου υλικού, ιδίως για Τα δημοτικά τραγούδια.
519
Ένδειξη εδώ για τη γνωριμία αλλά και τη σύμπλευση σε ορισμένα ζητήματα των Αποστολάκη και
Δελμούζου, σύμπλευση η οποία ενδεχομένως και να συνδέεται με την υποστήριξη του πρώτου προς
τον δεύτερο, όταν διεκδίκησε και τελικά κατέλαβε την έδρα Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής
του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (βλ. εδώ, κεφ. 6.4).
520
Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου: Τόμος Β΄: Βιβλιογραφία,
Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997, σ. 471-472.
240
Ο Αλέξης Ζήρας σχολιάζει και επεξηγεί την «ελληνοκεντρική τοποθέτηση» του
περιοδικού:
Πρόκειται για έναν εθνισμό που διατηρούσε ανοιχτές τις προσβάσεις διαλόγου του τόσο
Εταιρεία» (1925).521
όντας εθνοκεντρικός και ιδεαλιστής στην αρχή της πορείας του και προτού
πνευματικό πεδίο, επαινεί την ερμηνεία του Αποστολάκη ως προς το σολωμικό έργο
Το πόσο επηρεάστηκε από τις θέσεις του Αποστολάκη η οπτική του μείζονος
γραμματολόγου και ιστορικού των ιδεών και της λογοτεχνίας μας φαίνεται από το
521
Αλέξης Ζήρας, «Οι απροσχεδίαστοι διάλογοι του Κωστή Μπαστιά», στο: Κωστής Μπαστιάς,
Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με 38 συγγραφείς του 20ου αιώνα, ό.π., σ. 16-17.
522
Βλ. Μ.[άρκος] Α.[υγέρης], «Η μυστικοπάθεια του Σολωμού», Φιλική Εταιρεία, φυλλάδιο 5, Μάιος
– Ιούνιος 1925, σ. 202-207.
241
Όλη η συλλογή [ενν. τα Αγροτικά του 1891] αποτελείται από μιμήσεις του δημοτικού
οδυνηρή: την λειότητα, την λιτότητα, το πλαστικό δέσιμο του δημοτικού τραγουδιού, την
σοφή και άσφαλτη τοποθέτηση της αρμόδιας λέξης μέσα στον στίχο, την επιγραμματική
φτώχεια καθολική, που προσπαθεί να κρυφθεί μέσα στην αφθονία ενός αχαλίνωτου
ατόφιους στίχους του δημοτικού τραγουδιού μέσα στα ποιήματά του· οι τέτοιοι στίχοι
λάμπουν απομονωμένοι και πυκνώνουν το σκοτάδι γύρω τους. Το ίδιο κάνει και με τα
θέματα όσα δανείζεται από το δημοτικό τραγούδι: συμπλέκονται αδόκητα και μας
ξενίζουν χωρίς να μας θέλγουν. Ανάλογες κρίσεις προκαλεί και η τελευταία του
συλλογή, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893), που κι αυτή επαινέθηκε
Κρυστάλλης, παιδί του βουνού, που δεν μπόρεσε να εγκλιματισθεί στην πολιτεία, πέθανε
φυματικός.Οι σύγχρονοι ήταν θαμπωμένοι ακόμη από την αποκάλυψη του δημοτικού
τραγουδιού· η ερμηνεία του μόλις άρχιζε και η αισθητική του υπόσταση δεν είχε
καθόλου μελετηθεί. Έτσι ήταν πρόθυμοι να τιμήσουν κάθε τι που θα το θύμιζε, που θα
έτεινε προς αυτό, έστω και χωρίς μεγάλο κριτικό έλεγχο. […] Ακόμη ήταν και το
γλωσσικό ζήτημα επάνω στην θέρμη του: η χρήση της δημοτικής αποτελούσε καθεαυτήν
για τους καινούριους δημοτικιστές έναν τίτλο ποιητικό. Ύστερα ήρθε κι ο άωρος
τιμήθηκε υπέρμετρα.523
523
Κ. Θ. Δημαράς Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας,
Αθήνα, Γνώση, 92000 (α΄ έκδ. 1948), σ. 478-479.
242
Η αλήθεια είναι ότι η επιρροή του Αποστολάκη στην πρόσληψη του
δημοτικού τραγουδιού από τη νεότερη έρευνα υπήρξε υψηλόβαθμη, 524 γεγονός που
αποτυπώνεται ευκρινέστατα και στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Λίνου
Massimo Peri528 και πολλοί άλλοι, διαλέγονται με τις θέσεις του Αποστολάκη για το
σολωμικό έργο, ενώ ο Λίνος Πολίτης, κορυφαίος σολωμιστής,529 επίσης, εκτός από
μείζων ιστορικός της λογοτεχνίας μας, δεν διστάζει να αποφανθεί ότι ο Αποστολάκης
έδωσε την «καλύτερη ερμηνεία του έργου του Σολωμού ύστερ’ από τα
θέσεις του Αποστολάκη στο θέμα «Κρυστάλλης», φανερώνει για τον φιλόλογο –
524
Βλ. δειγματοληπτικά, Roderick Beaton, Folk Poetry of Modern Greece, ό.π. . Γ. Μ. Σηφάκης, Για
μία ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, ό.π. . Guy Saunier, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια.
Συναγωγή μελετών (1968-2000), ό.π. .
Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, ό.π.. .
Παντελής
Μπουκάλας, Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των
δημοτικών, Αθήνα, Άγρα, 22017 ∙ Παντελής Μπουκάλας, Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη
δημοτική ποίηση, Αθήνα, Άγρα, 2017 ∙ Παντελής Μπουκάλας, Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα. Το ταξίδι του
φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή, Αθήνα, Άγρα, 2019, κ.π.ά.
525
Βλ. Λίνος Πολίτης, «Το δημοτικό τραγούδι», στο: Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα,
ΜΙΕΤ, 1978 (και σε πολλαπλές επανεκδόσεις), σ. 101-119.
526
Βλ. ενδεικτικά, Στυλιανός Αλεξίου, Σολωμιστές και Σολωμός, Αθήνα, Στιγμή, 1997, σ. 35, 52.
527
Βλ. τις πολλαπλές αναφορές στον Γιάννη Αποστολάκη, που περιλαμβάνονται στον σύμμεικτο τόμο:
Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμέλεια: Γιώργος Κεχαγιόγλου, ό.π.
528
Massimo Peri, Η φεγγαροντυμένη του Σολωμού. Ένας άγνωστος x που πρέπει να μείνει άγνωστος,
ό.π.
529
Βλ. Λίνος Πολίτης, Γύρω στο Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982), ό.π.
530
Λίνος Πολίτης, «Η κριτική», στο: Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 266.
243
Το δημοτικό τραγούδι, του παρατήρησαν [ενν. του Κρυστάλλη], δεν το μετουσιώνει
βαθύτερος από τον κόσμο που εκφράζει η ποίησή του (βλ. κυρίως την κριτική του Γ.Μ.
Οι αυστηρές αυτές κρίσεις, που τις συμμερίζονται και πολλοί νεώτεροι κριτικοί,
προσφορά του Κρυστάλλη πρέπει να τον απαλλάξουμε από την αξιολογική σύγκριση με
το πρότυπο. Φυσικά ο κόσμος του Κρυστάλλη είναι διαφορετικός από τον κόσμο του
δημοτικού τραγουδιού — πώς μπορούσε να είναι αλλιώς; Από την άλλη μεριά, ο στίχος
του δεν αποτελεί τόσο δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού όσο φαίνεται στο
δύναμη και την ορμή από το δημοτικό πρότυπο. Ακόμα και η χρήση των ιδιωματικών
λέξεων, όταν δε φτάνει στην υπερβολή, αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο γοητείας και
δείγμα τεχνίτη όχι κοινού. Αν μάλιστα τοποθετήσουμε τα ποιήματα του Κρυστάλλη στην
εποχή του, όταν ο δέκα χρόνια σχεδόν αρχαιότερός του Παλαμάς βρισκόταν ακόμα στο
πρώιμο στάδιο που αντιπροσωπεύουν Τα Μάτια της ψυχής μου, και η εκμετάλλευση
των δημοτικών πηγών είχε δώσει μόνο τη λειασμένη γλυκερότητα των Ειδυλλίων του
Δροσίνη, τότε θα εκτιμήσουμε καλύτερα και δικαιότερα την προσφορά του πρόωρα
οποίων η λάμψη παραμένει και σήμερα ισχυρή, παρότι παρήλθαν αρκετά χρόνια από
την πρώτη έκδοσή τους, ο ίσκιος των θέσεων του Αποστολάκη είναι βαρύς και,
531
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 220-221.
244
επιπρόσθετα, όταν το έργο του γίνεται πλέον αντικείμενο δίκαιης και νηφάλιας
θεώρησης (όπως συνέβη με τις εισηγήσεις στην εκδήλωση της 16 ης Μαΐου 2019, που
διοργάνωσε εις μνήμη του το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον
Από τους ελάχιστους που αμφισβήτησαν δυναμικά την ποίησή του [ενν. του Κωστή
Παλαμά] – στα όρια της αποδόμησής της – ήταν ο Γιάννης Αποστολάκης, καθηγητής
της νεοελληνικής φιλολογίας στο ΑΠΘ533. όμως αυτόν τον πάνοπλο κριτικό αλλά
απελπιστικά μόνο του και στο συνολικό ζύγι της ποίησης, τον απομόνωσαν εγκαίρως οι
και το ότι εξέχοντες παλαμικοί 535 προσπάθησαν να περιστείλουν και κατά μία έννοια
να υποβιβάσουν τις απόψεις του. Ωστόσο, οι αρνητές του Παλαμά μάλλον δεν ήταν
532
Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα…”. Γιάννης Μ. Αποστολάκης» / Φραγκίσκη
Αμπατζοπούλου, «Γιάννης Αποστολάκης και Θωμάς Καρλάυλ: Ο “ηρωισμός” στη ζωή και στην
ποίηση» / Παντελής Μπουκάλας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης ως αναγνώστης του δημοτικού
τραγουδιού», στο: Αφιέρωμα στη μνήμη του φιλολόγου Γιάννη Αποστολάκη, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής
των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 16.05.2019:
https://www.youtube.com/watch?v=hOYiwc0tvkg&ab_channel=HellenicParliamentTV [οι τρεις
εισηγήσεις είναι βιντεοσκοπημένες και αναρτημένες στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο].
533
Ο επιθετικός προσδιορισμός «Αριστοτέλειο» θεσμικά επικυρώθηκε και προστέθηκε στην ονομασία
του Πανεπιστημίου το 1954 (άρθρο 7 του Νόμου 3108 / 1954) . Στα χρόνια της καθηγεσίας του Γιάννη
Μ. Αποστολάκη αυτό ονομαζόταν απλώς «Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης».
534
Κώστας Σταμάτης, «Παλαμάς Κωστής», στο: Η Ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης 1821, Αθήνα,
Πατάκης, 2020, σ. 568.
535
Ο Κώστας Σταμάτης («Παλαμάς Κωστής», στο: Η Ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης 1821, ό.π.,
σ. 569) αναφέρει τους Γιώργο Κατσίμπαλη και Αντρέα Καραντώνη.
245
«ελάχιστοι»,536 ενώ το ότι ο δύστροπος και μοναχικός Αποστολάκης υπήρξε
«απελπιστικά μόνος στο συνολικό ζύγι της ποίησης» μάλλον δεν επιβεβαιώνεται από
τα στοιχεία που προαναφέραμε, όπως και από έγκυρες φιλολογικές μελέτες που
Ο γνωστότερος αντίπαλος λόγος προς τις θέσεις του Αποστολάκη για τον Σολωμό,
αλλά και την ποίηση γενικότερα, εκφράστηκε, όπως είδαμε, από τον Κώστα
536
Βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ο Παλαμάς και η κριτική της ποίησής του», στο: Εισαγωγή στην
ποίηση του Παλαμά. Επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π., σ. xxxv-Ivi, Ixxi-Ixxv. Για μία σύνοψη των
αιτιών της παλαμικής αφάνειας σήμερα, βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η κριτική πρόσληψη του έργου
του Παλαμά. Από το χθες στο σήμερα», Νέα Εστία, τόμος 183, τχ. 1878, Σεπτέμβριος 2018, σ. 519.
537
Βλ. ενδεικτικά, Κ. Γ. Κασίνης, «Παλαμικά μαργινάλια στο Σολωμό χωρίς μεταφυσική του
Βάρναλη», Ο Πολίτης, τχ. 71, Ιανουάριος – Μάρτιος 1986, σ. 66-75 . Δημήτρης Τζιόβας, «Ο Γιάννης
Αποστολάκης και ο τύπος του αρνητή-διανοούμενου στην Ελλάδα», ό.π. . Δημήτρης Αγγελάτος, «ήχος
λεπτός…[…] γλυκύτατος, ανεκδιήγητος…». Η «τύχη» του σολωμικού έργου και η εξακολουθητική
αμηχανία της κριτικής (1859-1929), Αθήνα, Πατάκης, 2000 . Γιώργος Βελουδής, «Ο Σολωμός χωρίς
μεταφυσική και η εποχή του», στο: Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, φιλολογική
επιμέλεια: Γιώργος Βελουδής, Αθήνα, Κέδρος, 2000, σ. 157-179 . Γεωργία Λαδογιάννη, «Ο Σολωμός
στην κριτική του μεσοπολέμου. Παλαμάς, Αποστολάκης, Βάρναλης», Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 14,
Μάρτιος – Ιούνιος 2000, σ. 39-53 . Δημήτρης Τζιόβας, «Ο ποιητής ως ήρωας και η σύγκρουση των
παραδόσεων: Σολωμός, Αποστολάκης, Carlyle», ό.π. . George Andreiomenos, «Greek National Poets
and Academic Critics (1926-1960)», ό.π., σ. 397-405 . Βενετία Αποστολίδου, «Η συγκρότηση της
νεοελληνικής φιλολογίας και ο Λίνος Πολίτης: Ποίηση, κριτική και επιστήμη» στο: Ο λόγος της
παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά, επιμέλεια: Μαίρη Μικέ – Μίλτος Πεχλιβάνος – Λίζυ
Τσιριμώκου, Αθήνα, Σοκόλης, 2005, σ. 45-55 . Παντελής Βουτουρής, Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα.
Παλαμάς – Νίτσε, ό.π. . Γιώργος Αράγης, Νεοελληνική κριτική. Αξιολογικές κρίσεις [όπου και κεφάλαιο
για τον Γιάννη Αποστολάκη], Αθήνα, Σοκόλης, 2015 [αναρτημένο εν μέρει και στο διαδίκτυο:
https://giorgosaragis.wordpress.com/2017/02/23/%E1%BC%80%CE%BE%CE%B9%CE%BF%CE%
BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-
%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-
%CF%83%CF%84%CE%AE-
%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD/] .
Διονύσης
Στεργιούλας, «Ένας πρώιμος “Ελληνικός Ύμνος” στην Ελευθερία (Ιούνιος 1821)», μικρο-φιλολογικά,
49, Άνοιξη 2021, σ. 12-16, κ.ά.
246
Βάρναλη. Πέρα από την αντιρρητική μελέτη Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), ο
Βάρναλης χιουμοριστικά παρώδησε τις ιδέες του Αποστολάκη, 538 σθεναρά τον
απέρριπτε, 539 κρίνοντας και απόψεις διανοουμένων, όπως τον Πέτρο Σ. Σπανδωνίδη,
Σπανδωνίδης να θεωρηθεί μαθητής του Αποστολάκη είναι θέμα άλλης τάξεως), αλλά
ήταν και αυτός, ο οποίος νεκρολόγησε τον Αποστολάκη – από τις στήλες, μάλιστα,
[…] Ποια είναι, κατά τον Αποστολάκη, η ουσία της Τέχνης; Το ιδανικό πρώτα-πρώτα
το ιδανικό καθ’ εαυτό δεν δέχεται κανένα αισθητικό προορισμό. Μονάχα, όταν
538
Βλ. Κώστας Βάρναλης, «Λόγια και πράξις (Ο άντρας και η γυναίκα). Ένας διάλογος υπό Κ. Β.
Πρόσωπα: Γιάννης Κολοκυθάκης, μεταφυσικός, και Μαριγούλα, απλοϊκή γυναίκα», εφ. Ελεύθερος
Τύπος, 14 Ιανουαρίου 1925.
539
Βλ. ενδεικτικά, Κώστας Βάρναλης, «Ο βερμπαλισμός ως τρόπος σκέψης», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 13
Μαρτίου 1925 .
«Ουσιαστικό-επίθετο», εφ. Η Πρωία, 30 Αυγούστου 1941 .
«Επίθεσις… επιθέτου»,
εφ. Η Πρωία, 7 Σεπτεμβρίου 1941 (για τα δύο κείμενα της εφ. Πρωίας, βλ. και στο: Κώστας
Βάρναλης, Αισθητικά – Κριτικά, τόμος Β΄, Αθήνα, Κέδρος, [1958], σ. 252-257).
540
Κώστας Βάρναλης, «Το βασίλειο των σκιών ήτοι ο από ρυτήρος βερμπαλισμός», εφ. Η Πρωία, 4
και 5 Σεπτεμβρίου 1938 και «Η “ευθύγραμμη κριτική” και η τεθλασμένη αντικριτική», εφ. Η Πρωία,
12 Σεπτεμβρίου 1938.
541
Κώστας Βάρναλης, «Γιάννης Μ. Αποστολάκης. Ένας αρνητής που τον αγνόησε η ζωή και τον
σκέπασε ο θάνατος», εφ. Ριζοσπάστης, 19 Μαΐου 1947 (βλ. και Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά –
Κριτικά, τόμος Β΄, ό.π., σ. 249-252).
247
Γενικά θετικό πρόσημο, παρά τις ορισμένες επιμέρους αντιρρήσεις του,
έβαλε, όπως διαπιστώσαμε, στο Η Ποίηση στη ζωή μας ο Τίμος Μαλάνος, ενώ
ανεπιφύλακτα θετικός για το βιβλίο υπήρξε ο Φώτος Πολίτης (όπως και για το βιβλίο
αναβλύζει «Πόθος ποιήσεως».543 Ο Φώτος Πολίτης ήταν επηρεασμένος και στη δική
του εργασία από τις ιδέες του Αποστολάκη, σύμφωνα με τον Αλέξη Ζήρα, όπως και ο
Σπύρος Μελάς:
Ο Σπύρος Μελάς (1882-1966), επηρεασμένος, όπως και ο Φώτος Πολίτης, από τις
ιδέες του Γιάννη Αποστολάκη, μετά το 1925 στράφηκε προς τις μονογραφίες ηρωικών
μορφών της Επανάστασης του 1821 και προς μια μορφή επικού θεάτρου.544
Θετικός προς τις απόψεις του Αποστολάκη ήταν και ο Κωστής Μπαστιάς.
Κρίνοντας ένα βιβλίο του Φώτου Πολίτη, εκφράζεται υπέρ του Αποστολάκη,
Ο κ. Αποστολάκης, άνθρωπος καθ’ όλα σοφός και έντινι μέτρω πνευματικός οδηγητής
του κ. Πολίτη, εις το τελευταίον βιβλίον του «Η ποίηση στη ζωή μας» μας εξηγεί κατά
ποίον τρόπον αυτός εννοεί τον ποιητήν, μας δίδει δηλαδή ένα τύπον, σχεδόν ένα
542
Φώτος Πολίτης, «Τα δημοτικά τραγούδια», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 12 Σεπτεμβρίου 1929 (βλ. και
Φώτος Πολίτης, Επιλογή κριτικών άρθρων, τόμος Γ΄ Λογοτεχνικά, ό.π., σ. 280-283).
543
Φώτος Πολίτης, «Η Ποίηση στη ζωή μας», εφ. Πολιτεία, 1 Αυγούστου 1923 και «Πόθος
ποιήσεως», εφ. Πολιτεία, 13 Αυγούστου 1923 (βλ. και Φώτος Πολίτης, Επιλογή κριτικών άρθρων,
τόμος Γ΄ Λογοτεχνικά, ό.π., σ. 135-137 και σ. 138-140 αντιστοίχως).
544
Βλ. Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με 38 συγγραφείς τού 20ου αιώνα, ό.π., σ.
138 (σημ. 2).
248
πορτραίτο. Συμφωνούμεν πλήρως με τον κ. Αποστολάκην. Όντως ο ποιητής πρέπει να
Μήπως υπήρξε κάποιος τέτοιος τον οποίον δεν κατόρθωσε να ίδη ο κ. Αποστολάκης;
Δύο χρόνια μετά (= 1926), θεωρεί ότι «κατ’ εξοχήν μάλιστα εθνική ημπορεί να
Το βιβλίο του για τα δημοτικά τραγούδια είναι εργασία μοναδική και το καινούργιο του
βιβλίο «Τα τραγούδια μας», που και αυτό καταπιάνεται με το ποιητικό έργο του
Αξιοσημείωτο και έως έναν βαθμό ειρωνικό είναι ότι ο πιο χαρακτηριστικός
545
Κωστής Μπαστιάς, «Τα νέα βιβλία. Καραγκιόζης ο Μέγας. Σάτιρα του κ. Φώτου Πολίτη», εφ.
Ελεύθερος Τύπος, 21 Δεκεμβρίου 1924. Βλ. και Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια
του Μεσοπολέμου, Τόμος Α΄: Χρονογραφία – Εργογραφία, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997, σ. 156.
546
Κωστής Μπαστιάς, «Πριν ομιλήση η ελληνική διανόησις. Απαραίτητος πρόλογος εις την έρευναν
των προβλημάτων της Ελληνικής ζωής. Τι επιδιώκει μία ελευθέρα συζήτησις», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 9
Οκτωβρίου 1926. Βλ. και Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου,
Τόμος Α΄: Χρονογραφία – Εργογραφία, ό.π., σ. 207.
547
Κωστής Μπαστιάς, «Η Κριτική του Βιβλίου. Γιάννη Αποστολάκη: «Τα τραγούδια μας», εφ.
Εβδομαδιαίος Τύπος, 8 Ιουλίου 1934. Βλ. Και Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια
του Μεσοπολέμου, Τόμος Α΄: Χρονογραφία – Εργογραφία, ό.π., σ. 354.
249
στάδιο της πνευματικής του πορείας,548 τάσσεται στο πλευρό του Αποστολάκη και
Αλλά τελευταία παρουσιάστηκαν πολλοί επικριτές του Σολωμού [εκλαμβάνει και τον
Κώστα Βάρναλη σαν τέτοιο], φαινόμενο θλιβερό για την πνευματική μας κατάσταση.
Μόνο η αξιόλογη μελέτη του κ. Αποστολάκη μάς αποζημιώνει κάπως για την αθλιότητα
αυτή.549
Διαπρύσιοι κήρυκες της αξίας των ιδεών του Αποστολάκη στάθηκαν, παρότι
με διαφορά δεκαετιών στην έκφραση των σχετικών απόψεών τους, ο Ηρακλής και ο
Ρένος Αποστολίδης,550 ενώ με γενικά θετικό πνεύμα προς τις θέσεις του φιλολόγου-
548
Βλ. Δημήτρης Κόκορης, «Διαβαθμίσεις της σκέψης του Μάρκου Αυγέρη», Φηγός. Γράμματα-
Τέχνες-Πολιτισμός, τχ. 32, Α΄ εξάμηνο 2014, σ. 136-159.
549
Μ.[άρκος] Α.[υγέρης], «Η μυστικοπάθεια του Σολωμού», Φιλική Εταιρεία, φυλλάδιο 5, ό.π., σ. 205.
550
Ηρακλής Ν. Αποστολίδης, «Γιάννης Αποστολάκης», Νέα Εστία, τχ. 227, 1 Ιουνίου 1936, σ. 748-
754 και Ρένος Ηρ. Αποστολίδης, Κατηγορώ, Αθήνα, [ιδιωτική έκδοση, χωρίς επωνυμία εκδότη], 1965,
σ. 129-143.
551
Μάρκος Τσιριμώκος, «Δύο αξιόλογα βιβλία: Γιάννη Αποστολάκη “Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος
Α΄: Οι συλλογές”. Αγγελικής Χατζημιχάλη: “Υποδείγματα λαϊκής τέχνης”», Νέα Εστία, τχ. 69, 1
Νοεμβρίου 1929, σ. 903-906. Στη σελ. 903, θεωρώντας άδικη την κριτική παρασιώπηση του βιβλίου
Τα δημοτικά τραγούδια (1929), αναφέρεται στο «αξιόλογο έργο του κ. Αποστολάκη».
552
Σπύρος Κουτρούλης, «Η επικαιρότητα του κριτικού Γιάννη Αποστολάκη», αναρτημένο από 15
Σεπτεμβρίου 2013 στο: http://koutroulis-spyros.blogspot.com/2013/09/blog-post_15.html (για τις
αρχικές δημοσιεύσεις στα φύλλα 96-98 της Ρήξης, βλ. Σπύρος Κουτρούλης, «Η επικαιρότητα του
κριτικού Γιάννη Αποστολάκη», εφ. Ρήξη, 7 Σεπτεμβρίου 2013 ∙ Σπύρος Κουτρούλης, «Γιάννης
Αποστολάκης: Διονύσιος Σολωμός», εφ. Ρήξη, 5 Οκτωβρίου 2013 ∙ Σπύρος Κουτρούλης, «Δημοτικό
τραγούδι: Η συνείδηση της ελευθερίας», εφ. Ρήξη, 2 Νοεμβρίου 2013). Η καταληκτική περίοδος του
κειμένου είναι η εξής: «Σε πείσμα αυτών που θέλουν να πρυτανεύσει ένα παρόν αντιποιητικό, όσο και
να ξεχαστούν οι ηρωικές και τραγικές πλευρές του παρελθόντος μας, το έργο του Αποστολάκη
αποδεικνύει ότι η αντίσταση του ελληνικού λαού, δηλαδή ο πόθος του για ελευθερία υπήρξε η
250
Παπανούτσου και Αντωνίου Σιγάλα εκπηγάζει συμπάθεια προς τον άνθρωπο
Αποστολάκη, χωρίς να παραγνωρίζεται η ροπή του προς τις εμπαθείς κρίσεις, 553 η
τη διαφωνία του με την απόρριψη του Παλαμά από τον Αποστολάκη, αλλά δεν
του Αποστολάκη:
Πολλοί εχαρακτήρισαν την κριτικήν του κ. Αποστολάκη άρνηση. Αυτό όμως δείχνει την
πνευματική κατάντια εκείνων που δεν μπόρεσαν να δουν στην βαθύτερη και μοναδική
εργασία που έχει να επιδείξη η νεώτερη Ελλάδα τίποτε άλλο από την σκληρή άρνηση
της Παλαμικής στιχοπλοκίας. Η κριτική εκείνη είναι τόσο δημιουργική όσο και μια
ποίηση, γιατί μας αποκαλύπτει, γιατί μας φανερώνει, έναν αληθινό ποιητή, το Σολωμό.
Δεν είναι λοιπόν άρνηση ενός κοινού λυρικού ποιητού. Είναι άρνηση της ιδέας ότι ο κ.
Αρνητική θέση προς τις απόψεις του περιοδικού Κριτική και Ποίηση
όπου ο συντάκτης της στήλης «Τα ζητήματά μας» αποδίδει τους χαρακτηρισμούς:
κορυφαία προϋπόθεση όχι μόνο των πιο σημαντικών του πολιτικών πράξεων αλλά και της
δημιουργίας πολιτισμού».
553
Ε. Π. Παπανούτσος, «Ο πικρός», εφ. Το Βήμα, 28 Σεπτεμβρίου 1950.
554
Αντώνιος Σιγάλας, «Ένας ρομαντικός επιστήμων», στο: Εκλαϊκευμένα μελετήματα, τόμος Α΄,
Αθήνα, Κωνσταντινίδης – Μιχαλάς Ο.Ε., 1970, σ. 137-150.
555
Το παράθεμα στο: Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου, Τόμος
Α΄: Χρονογραφία – Εργογραφία, ό.π., σ. 231. Βλ. Αντρέας Καραντώνης, Εισαγωγή στο Παλαμικό έργο,
Αθήνα, Τυπογραφείο «Εστία», 1929.
556
Για τον Νίκο Γιαννιό, βλ. εν συνόλω, Παναγιώτης Νούτσος, Νίκος Γιαννιός. Άνδρος 1885 – Αθήνα
1958, Αθήνα, Τυπωθήτω – Δαρδανός, 1997.
251
«αριστοκρατικό, νιτσεϊστικό, μεταφυσικό, μεσαιωνικό και ρωμαντικό»557 στο
περιοδικό του Αποστολάκη. Σφόδρα αντιρρητικοί προς τις θέσεις του Αποστολάκη
ήταν ο Γεράσιμος Σπαταλάς, ο οποίος ακόμη και στον τίτλο του ολιγοσέλιδου
αρνητικού βιβλίου του για το Η Ποίηση στη ζωή μας ενέταξε ιδιαίτερα οξείς
μανιφέστο που έθετε τις προϋποθέσεις ως προς τον τρόπο πρόσληψης και έκφρασης
της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τον τρόπο της ανερχόμενης τότε γενιάς του 1930, η
αντιρρητικό άρθρο στην εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος, μέσα από το οποίο βάλλει
εναντίον του Γιάννη Αποστολάκη και του πονήματος του τελευταίου Η Ποίηση στη
ζωή μας. Στο «Κριτικές a priori»561 ο Παπατσώνης θίγει το μείζονος σημασίας για τη
μεσοπολεμική εποχή θέμα της ελληνικότητας, που εγκιβωτίζεται στο βιβλίο του
την καβαφική ποίηση και τονίζει ότι η «ελληνοποίηση δια της βίας» δεν έχει ούτε
πρόκειται να επιφέρει αποτέλεσμα ως προς την εξέλιξη της τέχνης στην Ελλάδα.
557
Βλ. [Ανυπόγραφο], «Τα ζητήματά μας», Σοσιαλιστικά Φύλλα, τχ. 1, Ιούλιος 1915, σ. 22.
558
Γερ. Σπαταλάς, «Η Ποίηση στη ζωή μας» και η εγωπάθεια, η άγνοια και η ακρισία του κ. Γ.
Αποστολάκη, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Ι. Βασιλείου, 1923.
559
Βλ. Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, επιμέλεια: Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα, Εστία: Νέα Ελληνική
Βιβλιοθήκη, 2009 (α΄ έκδ. 1929 με το ψευδώνυμο του Θεοτοκά: Ορέστης Διγενής).
560
Βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και Σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του
’30, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2021, σ. 49.
561
Βλ. Τ. Παπατσώνης, «Κριτικές a priori», Ελεύθερος Λόγος, 29 Ιανουαρίου 1928.
252
Σημειωτέον562 ότι ο Παπατσώνης, κατά τη δεκαετία του 1920, αρχίζει να
απομακρύνεται από τον παραδοσιακό τρόπο της ποιητικής γραφής, κάνει τα πρώτα
δειλά του βήματα προς τον δρόμο της νεωτερικότητας, έχει ως θεματοφύλακα της
έργα τους. Αυτά τα στοιχεία αιτιολογούν την απόρριψη από μέρους του της
αναφερόμενος ο Παπατσώνης στα άτομα του κύκλου του Αποστολάκη, στα οποία και
επισημαίνει ότι
Η ομάδα κριτικών θεμελίωσε μια θεωρία, τη θεωρία της κατηφείας και της
απογνώσεως, και τούτο, για να δημιουργηθεί ένα ερημωμένο μέρος, πρόσφορο για
Ελληνική ανθρωπότητα εις τρόπον ώστε ν’ αποχτήση η τελευταία αυτή τέχνη και
ποίηση στη ζωή της. […] Ο δημιουργός […] πόσο ηλίθιος θα ήταν, αν στη στιγμή της
μέθης του αυτής, είχε και το νου του να μην παραβή τους κανόνες του κ. Αποστολάκη, ή
μάλλον πόσο κακός δάσκαλος είνε ο κ. Αποστολάκης, να θέλη ένα δήθεν δημιουργό,
δημοσιεύτηκε στο τέλος του εικοστού αιώνα και στο οποίο ο ποιητής επιχειρούσε μία
562
Βλ. αναλυτικά για το έργο, την ιχνηλάτηση των σταδίων της πνευματικής διαμόρφωσης, την
εξέλιξη του Τ. Κ. Παπατσώνη ως ποιητή, ως κριτικό αλλά και ως δοκιμιογράφο, καθώς και για τις
επιδράσεις που δέχτηκε: Βασίλης Μακρυδήμας, Στον αστερισμό των αντιθέσεων. Ο κριτικός και
δοκιμιογράφος Τ. Κ. Παπατσώνης, Αθήνα, Gutenberg, 2021.
253
σκιαγράφηση του έργου του και της ζωής του,563 ανιχνεύονται και θετικές απόψεις
για τον Γιάννη Αποστολάκη, γεγονός που δεν διέλαθε της προσοχής της σύγχρονης
Αποστολάκη και απαξιοί να αναφέρει ακόμη και το όνομά του σε δημοσίευμα του
συνδεδεμένο με τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο και επί της ουσίας με μορφώματα του
ανεξίτηλον αίσχος διά τα ελληνικά γράμματα […] εργασία άνευ ουδενός θετικού
επιχειρήματος,
563
Τ. Κ. Παπατσώνης, «Η ζωή μου και η τέχνη μου» [= απόσπασμα συνέντευξης στο Ελληνικό
Ίδρυμα Ραδιοφωνίας], Ευθύνη, τχ. 331, Ιούλιος 1999, σ. 293-296.
564
Δημήτρης Αγγελής, «Ο ποιητής της Πεντηκοστής. Μια υπόθεση εργασίας πάνω στην ποίηση του
Παπατσώνη», στο: Καρφιά στο σώμα, Τέσσερα κείμενα στην κόψη λογοτεχνίας και θεολογίας, Αθήνα,
Αρμός, 2021, σ. 59-117 (βλ. ιδίως σ. 80-81).
565
Βλ. Κωστής Παλαμάς, «Σημειώματα», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 20 Ιουνίου 1927 και Κωστής Παλαμάς,
«Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ο καθηγητής του», εφ. Ταχυδρόμος (Θεσσαλονίκης), 1
Ιανουαρίου 1927 (βλ. και Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος ΙΣΤ΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά &
Εκδόσεις Μπίρης, 1969, σ. 572-573).
566
Κ. Δ. Τ. [= Κωνσταντίνος Τσάτσος], «Παλαμικαί μελέται», εφ. Η Καθημερινή, 24 Ιανουαρίου 1948.
Στο κείμενο αυτό κρίνεται η μελέτη του Κ. Θ. Δημαρά, Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την Τέχνη
(1947), ενώ ο συντάκτης της βιβλιοκρισίας είχε δημοσιεύσει το 1936 τη μελέτη του Παλαμάς.
254
με παράταξιν διαφόρων ξένων ονομάτων δεικνύει ου μόνον ότι δεν κατενόησε τον
Παλαμάν, αλλ’ όπερ και χειρότερον ότι τρέφει μίσος προς αυτόν.567
Την ίδια χρόνια (1930), κατά την οποία ο Δημήτριος Βεζανής τόνιζε
γνώμη του Μιλτιάδη Μαλακάση για το Η Ποίηση στη ζωή μας. Ο ποιητής δεν
ενοχλείται από τις ιδέες του Αποστολάκη (έτσι, τουλάχιστον, λέει) αλλά από τον
«Η Ποίηση στη ζωή μας». «Δεν μ’ ενοχλούν οι ιδέες του Αποστολάκη», μου είπε, «όσο
ο τόνος του. Η γνώμη του ότι μερικοί άνθρωποι που νομίζουν ότι είναι ποιητές δεν
είναι παρά στιχοπλόκοι και άνθρωποι που ξεγελούν τον εαυτό τους, θα μπορούσε να
ήταν σεβαστή, αν λεγόταν σε άλλο τόνο. Δεν μπορώ όμως με κανένα τρόπο ν’ ανεχθώ
την βαρβαρότητα. Τι θέλουν να πουν μερικοί άνθρωποι: ότι έχουν ιερή αγανάκτηση
όταν δεν έχουν τίποτε άλλο από χολή. Είναι φοβερό να θέλουμε με κοσμοθεωρίες να
την ευκαιριακή συγκυρία, όπως η κριτική του Πέτρου Σπανδωνίδη στο περιοδικό
«μονοπλευρικότητα», εκφράζοντας όμως ήδη στον πρόλογό του την άποψη πως όλα
567
Δημήτριος Σ. Βεζανής, Ο Παλαμάς φιλόσοφος, ό.π., σ. β΄.
568
Βλ. τον «φιλολογικό περίπατο» Κωστή Μπαστιά – Μιλτιάδη Μαλάκαση, ο οποίος μεταφέρεται από
το περιοδικό Εβδομάς (27 Νοεμβρίου 1930): Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με
38 συγγραφείς τού 20ου αιώνα, ό.π., σ. 36-37.
255
τα έθνη χρειάζονται την ανάδειξη μεγάλων προσωπικοτήτων, για να προβληθεί μέσα
εκφωνεί λόγο, υποδεχόμενος το 1946 ως νέο ακαδημαϊκό τον Σωτήρη Σκίπη 570 (το
πώς ο ελάσσων ποιητής Σωτήρης Σκίπης έγινε ακαδημαϊκός, ενώ άλλοι πραγματικά
σπουδαίοι ποιητές δεν τιμήθηκαν αναλόγως είναι θέμα που δεν είναι δυνατόν, αλλά
ούτε και πρέπει, να συζητηθεί εδώ). Ο Μπαλάνος αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο
Σκίπης
Εις την μελέτην του «Ποίηση και μεταφυσική» με ζωηρότητα αντικρούει την
προς τον Σολωμόν εκτίμησίν του, παραγνωρίζει την αξίαν παντός άλλου ποιητού.571
Μπαλάνου για το κριτικό κείμενο του Σκίπη δεν θα μπορούσε να τη διαβάσει, γιατί
569
Βλ. Πέτρος Σπανδωνίδης, «Γιάννη Αποστολάκη “Τα τραγούδια μας”», Ρυθμός, τχ. 11-12, Ιούλιος –
Αύγουστος 1934, σ. 362-364.
570
Ως στενός φίλος του Σωτήρη Σκίπη ο Γιάννης Χατζίνης κατακεραυνώνει τον Γιάννη Αποστολάκη
ως κριτικό, γράφοντας για «χυδαιότητα», «κριτικό στόμφο» και «παθολογικό εγωκεντρισμό». Βλ.
Γιάννης Χατζίνης, «Ab imo pectore», Νέα Εστία, τχ. 508, 1 Σεπτεμβρίου 1948, σ. 1081.
571
Δημ. Σ. Μπαλάνος, «Λόγος επί τη δεξιώσει του Ακαδημαϊκού κ. Σωτήρη Σκίπη. Συνεδρία 27ης
Φεβρουαρίου 1946», Ανάτυπο από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 21, 1946, σ. 63.
572
Ο Μπαλάνος δεν δίδει ακριβή παραπομπή. Βλ. Σωτήρης Σκίπης, «Ποίηση και Μεταφυσική», Κάτω
από το δέντρο της ζωής. Δοκίμια και πορτραίτα, Αθήνα, [χ.ε.], 1938, σ. 69-86.
256
τον πρόλαβε ο θάνατος573). Είχε συγκρουστεί με πολύ σημαντικότερους
διανοουμένους και λογοτέχνες, που αμφισβήτησαν τις θέσεις του, οπότε υποθέτουμε
βάσιμα ότι δεν θα έδινε μεγάλη σημασία σε μικρής εμβέλειας και απήχησης
αρνητικές προσλήψεις των απόψεών του, ωστόσο υπάρχει χώρος και για αυτές μέσα
στο σύνθετο τοπίο της πρόσληψης της θεωρίας και της κριτικής πρακτικής του
Γιάννη Αποστολάκη.
πολιτικό χαρακτήρα στην όλη παρουσία του Αποστολάκη, αναφέρεται στο ιστορικό
συγκείμενο που, κατά τη γνώμη του, τον εξέθρεψε και υπαινίσσεται τόσο επηρεασμό
του από τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο όσο και υψηλό βαθμό ως προς την αρνητική
Φορέας μιας αντιλαϊκής νοοτροπίας, στάθηκε, μπορούμε να πούμε (τώρα που τους
γνωρίσαμε καλά), ένας απ’ τους προδρόμους, τους κήρυκες του φασισμού […]. Αυτός ο
της Μεταφυσικής, έβλαψε περισσότερο απ’ όσο θα φαντάζονταν κανείς. […] Βέβαια σ’
έναν τόπο, σε μια εποχή που ανάδωσαν – φαρμακερό τους ξεθύμασμα – το Μεταξά,
573
Τα Πρακτικά της συνεδρίας της 27ης Φεβρουαρίου 1946 τυπώθηκαν σε τόμο (= 21), ο οποίος
ασφαλώς κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του Γιάννη Μ. Αποστολάκη (= 3 Απριλίου 1947).
574
Βλ. Αθηνά Βογιατζόγλου, Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα, Αθήνα,
Κίχλη, 2015.
575
Γιώργος Κοτζιούλας, «Ο Αποστολάκης κριτικός», Νέοι Σταθμοί, τχ. 7, 20 Απριλίου 1947, σ. 54. Το
παράθεμα και στο: Αθηνά Βογιατζόγλου, Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα,
ό.π., σ. 216.
257
Είμαστε, βέβαια, μέσα στο καμίνι του Εμφυλίου πολέμου, οπότε η γενικότερη ένταση
απόλυτος, εμπαθής, «εχθρός» της λαϊκής μάζας και οπαδός ενός εξιδανικευμένου
ιδεοκρατισμού, τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή, ωστόσο, σε επίπεδο συγγραφικής
πρακτικής, δεν συνδέθηκε με τον φασισμό και με την εγχώρια μεταξική εκδοχή του576
Είμεθα υποχρεωμένοι, διά μίαν ακόμη φοράν, να τονίσωμεν, ότι έξω της Μιστριωτικής
καθαρευούσης και της Ψυχαρικής «δημοτικής» υπάρχει η Ελληνική γλώσσα, την οποίαν
ομόλογες απόψεις,578 αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τον συνδέσουμε με
αντλήθηκε από συνέντευξη που έδωσε ο Ιωάννης Μεταξάς, ενάμιση μήνα μετά την
576
Όπως και σε προηγούμενο κεφάλαιο επισημάνθηκε (βλ. αυτόθι, κεφ. 2.2), είναι χαρακτηριστικό ότι
ο Αποστολάκης, όντας μάλιστα κάτοχος της μοναδικής αμιγούς πανεπιστημιακής έδρας «Νεώτερης
Ελληνικής Φιλολογίας», δεν δημοσίευσε ούτε ένα κείμενό του στο Νέον Κράτος. Στο περιοδικό –
θεωρητικό όργανο του μεταξικού καθεστώτος, φιλοξενήθηκαν αρκετά κείμενα για τη λογοτεχνία, ενώ
πολλοί πανεπιστημιακοί καθηγητές πύκνωσαν τις τάξεις των συνεργατών του εντύπου. Βλ. Γιώργος
Κόκκινος, Η φασίζουσα ιδεολογία στην Ελλάδα. Η περίπτωση του περιοδικού «Νέον Κράτος» (1937-
1941), ό.π. . Αννίτα Π. Παναρέτου, «Το περιοδικό “Το Νέον Κράτος”», Τεύχη του Ε.Λ.Ι.Α., τχ. 3, ό.π. .
Γιώργος Ανδρειωμένος, Η πνευματική ζωή υπό επιτήρηση: Το παράδειγμα του περιοδικού “Το Νέον
Κράτος”, ό.π.
577
[Ανυπόγραφο], «Ακαδημαϊκή συζήτησις. Περί μουσικής και γλώσσης. Εξ αφορμής μιας
συνεντεύξεως», εφ. Εστία, 24 Σεπτεμβρίου 1936. Μεταφέρονται και σχολιάζονται απόψεις που
εξέφρασε ο Ιωάννης Μεταξάς σε συνέντευξή του στον Κωστή Μπαστιά (εφ. Η Βραδυνή, 15
Σεπτεμβρίου 1936). Βλ. και Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου:
Τόμος Β΄: Βιβλιογραφία, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997, σ. 156.
578
Βλ. για παράδειγμα, Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ.
10.
258
εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936. Η γενικευτική τάση,
της πολιτικής ιδεολογίας ανιχνεύεται ως ισχυρή ήδη στις αρχές της δεκαετίας του
Η κοινωνία είναι χωρισμένη σε ομάδες. Όλες αυτές οι ομάδες κρίνουν ένα έργο κατά
τους σκοπούς που βάζει ο συγγραφεύς, Αν είναι ειρηνόφιλοι θαυμάζουν τον Μυριβήλη,
Στους κριτές του έργου του Αποστολάκη συγκαταλέγεται και ο ποιητής και
κύκλου του περιοδικού Ιδέα581 που προέτασσε ως αισθητικό δόγμα τον δημοτικισμό
και την παλαμική ποίηση. Σε πολυσέλιδο μελέτημά του στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά
με τίτλο «Γιάννης Αποστολάκης»582 δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη οδό και ψέγει
579
Βλ. το παράθεμα στο: Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου:
Τόμος Β΄: Βιβλιογραφία, ό.π., σ. 294. Το αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Στράτη Μυριβήλη Η ζωή εν
τάφω είχε φανεί από το 1923 στο περιοδικό Καμπάνα της Μυτιλήνης, αλλά είχε γίνει ευρύτερα γνωστό
με τη δεύτερη έκδοσή του (Η ζωή εν τάφω. Ιστορίες του πολέμου, Αθήνα, [χ.ε.], 1930). Το 1931
παρουσιάστηκε η μαρξιστικών κατευθύνσεων Αληθινή απολογία του Σωκράτη (Αθήνα, Τυπογραφείο
«Εστία») του Κώστα Βάρναλη (ο οποίος ως Δήμος Τανάλιας είχε εκδώσει το 1922 Το φως που καίει –
Αλεξάνδρεια, «Γράμματα». Εκδότης: Στέφανος Πάργας), ενώ ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης είχε, μεταξύ
άλλων, παρουσιάσει την εκτενή βιογράφηση του Τόμας Καρλάυλ (1915-1916) και είχε εκδώσει τα
βιβλία του Η Ποίηση στη ζωή μας (1923) και Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄. Οι Συλλογές (1929).
580
Για τον Θεόδωρο Ξύδη, βλ. Αλέξης Ζήρας, [λήμμα] «Ξύδης, Θεόδωρος», Λεξικό Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας. Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα – Όροι, ό.π., σ. 1606-1607.
581
Για το περιοδικό Ιδέα, βλ., Γεωργία Λαδογιάννη, Κοινωνική κρίση και αισθητική αναζήτηση στον
μεσοπόλεμο. Η παρέμβαση του περιοδικού Ιδέα, Αθήνα, Οδυσσέας, 22008.
582
Βλ. Θεόδωρος Ξύδης, «Γιάννης Αποστολάκης», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 30, 1973, σ. 117-
134. Το μελέτημα κυκλοφόρησε και σε ανάτυπο.
259
Κανένας δεν πρέπει ν’ αρνηθή στη φιλολογική προσωπικότητα του Αποστολάκη την
ετοποθέτησε και το δικό του λιθάρι. […] Οι προθέσεις του ίσως να ήταν ευγενέστερες
Γράμματα του Κωστή Μπαστιά ήταν θεμελιωμένα στις απόψεις του Αποστολάκη και
την επιθυμία τού περί τον Σπύρο Μελά εκδοτικού της κύκλου να εκφράσει «γνήσια»
τη συντηρητική αστική διανόηση και λιγότερο την τάση για δημιουργική κριτική,
κυκλοφόρησε το αφιέρωμα της Νέας Εστίας και έξι χρόνια πριν από το δικό της
583
Θεόδωρος Ξύδης, «Γιάννης Αποστολάκης», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, ό.π., σ. 117, 118, 134.
584
Βλ. Μάρθα Καρπόζηλου, Τεύχη-αφιερώματα των ελληνικών περιοδικών (1879-1997), Αθήνα,
Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, 1997, σ. 69, 312, 357.
585
Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 188-212.
586
Ελληνική Δημιουργία, τχ. 137, 15 Οκτωβρίου 1953, σ. 453-492.
587
Από τα λόγια του Κ. Θ. Δημαρά: «Σε μαγνητοφωνημένη συνομιλία μας το 1988 και με την
απόσταση πλέον του μισού αιώνα, ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαράς μού είχε
πει: […] “Τα Ελληνικά Γράμματα είχαν μία ελληνοκεντρική τοποθέτηση βασισμένη στις ιδέες του Α.
Δελμούζου, του Γ. Αποστολάκη και του Φ. Πολίτη. […] Το κλίμα μας την εποχή εκείνη ήταν
αντιπαλαμικό και εγώ [= Κ. Θ. Δημαράς] ήμουν και πολύ αντιαριστερός. Πολύ εναντίον του
Κορδάτου». Βλ. Γιάννης Κ. Μπαστιάς, «Τα Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά», Γράμματα και
Τέχνες, τχ. 74, Ιούνιος – Σεπτέμβριος 1995, σ. 38.
260
αφιέρωμα – να χαρακτηρίσει το αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Αποστολάκη
αφιέρωμα της Νέας Εστίας για τον «Άνθρωπο Γιάννη Αποστολάκη», 589 που δεν
αποσιωπούσε το ότι «όσο κι’ αν του απόδειχναν τετραγωνικά τα λάθη του, δεν τα
παραδεχόταν», καθώς και τις «ιδιοτυπίες», τις «ιδιοτροπίες» και την απέχθειά του
στην «Εισαγωγή» της εργασίας μας (βλ. κεφ. 1.3). Η βασικότερη αντίρρηση, βέβαια,
του Μέγα εδραζόταν στο ότι ο Κουχτσόγλου παρουσιάζει σαν άποψη του Γιάννη Μ.
Αποστολάκη το ότι «δεν υπάρχει εθνική συνείδηση πριν από την κλεφτουριά». 591 Ο
Βεβαίως ο Γιάννης Αποστολάκης αρνήθηκε την αξίαν πολλών και αξίων ίσως
λογοτεχνών μας, πιθανόν ν’ αρνήθηκεν ακόμη και καμίαν από τας ιδικάς του ιδέας,
αλλά πάντως δεν επέρασε ποτέ από τον νουν του ν’ αρνηθή και την ύπαρξιν εθνικής
συνειδήσεως εις τας γενεάς των Ελλήνων εκείνας που έζησαν και εγαλουχήθησαν με το
588
Βλ. [Ανυπόγραφο / Εκ της διευθύσεως], «Κατάντια», Ελληνική Δημιουργία, τχ. 1, 15 Φεβρουαρίου
1948, σ. 59.
589
Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 204-209.
590
Βλ. Γεώρ. Αποστολάκης, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, ό.π., σ.
189 . Γ. Α. Μέγας, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, ό.π., σ. 189- 190
Γιάννης Κουχτσόγλου, [Επιστολή – απάντηση στις δύο προηγούμενες επιστολές για το] «Αφιέρωμα
Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, ό.π., σ. 190-191.
591.
Γ. Α. Μέγας, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, ό.π., σ. 190.
261
τραγούδι της Αγιά Σοφιάς κατά τους μακρούς χρόνους τής δουλείας έως τας ημέρας που
κείμενο του Λαούρδα και στο δικό της αφιέρωμα,594 ένα ανέκδοτο «Σημείωμα»595
διατυπωμένη αλλού, όπως είδαμε) άποψή του για την πανεπιστημιακή διδασκαλία,
μία ελλιπή (και όσον αφορά κείμενο με την υπογραφή «Εγώ και Συ», εσφαλμένη)
εργογραφία του.
262
προσπαθεί να συγκροτήσει την – κατά τη γνώμη του – κοινωνική πτυχή της
Πανεπιστήμια τού επέβαλε την ποινή της απόλυσης από την καθηγητική του θέση
απλό και εύκολα συγχωρητέο πολιτικό λάθος, δεν σημαίνουν ότι πρέπει να
παρακάμψουμε τις πολυπληθείς μελέτες του και τα δημοσιεύματά του, ιδίως όταν
κοινωνική διάσταση, υπό την έννοια ότι ο τελευταίος δεν αγνοούσε την κοινωνία ως
δυνητικό δέκτη των απόψεών του, συμπέρασμα, βέβαια, σχεδόν αυτονόητο, ως προς
διπλανός είναι ο πρώτος σταθμός της ψυχής του ποιητή στο αόρατο ταξίδι της», 601
599
Δημ. Γρ. Τσάκωνας, «Ο κοινωνικός Αποστολάκης», Ελληνική Δημιουργία, τχ. 137, ό.π., σ. 472-475.
600
Διετέλεσε υφυπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως (30 Μαρτίου 1970–25 Αυγούστου 1971),
υφυπουργός Εξωτερικών (26 Αυγούστου 1971–31 Ιουλίου 1972) και υπουργός Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων (31 Ιουλίου 1972–30 Αυγούστου 1972). Αναγορεύτηκε διδάκτορας (1948) του
Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουγκ της Αυστρίας, στο οποίο και δίδαξε ως λέκτορας έως το 1952. Υπήρξε
καθηγητής του Ορθόδοξου Θεολογικού Ινστιτούτου των Παρισίων (1952–1954), λέκτορας και
καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Βόννης (1966–1967), ενώ το 1968
εξελέγη καθηγητής κοινωνιολογίας στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών.
601
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., 1923, σ. 63.
263
αλλά παραμένει πρωτογενώς ατομική διεργασία άξιας ψυχής, αφού «ο ποιητής
προσπαθώντας να βρη το διπλανό του, τονέ δημιουργεί», 602 ψυχής που πορεύεται από
μονογραφία του, τόνισε την ατομικής στόφας και μυστικιστικής υφής πνευματική
κοινοτισμό ως βασική αξία του βιοθεωρήματος του Τσάκωνα,604 γι’ αυτό και ο
υπερτονισμός εκ μέρους του της κοινωνικής διάστασης του έργου του Αποστολάκη.
Πάντως, ας έχουμε υπόψη ότι και ο Βάσος Βαρίκας, δύο χρόνια πριν από τον
602
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., 1923, σ. 51.
603
Δημ. Τσάκωνας, Ιδεαλισμός και μαρξισμός στην Ελλάδα, Αθήνα, Κάκτος, 1988, σ. 140.
604
Βλ. την προσέγγιση της φιλοσοφικής και πολιτικής πρότασης του Δημητρίου Τσάκωνα, που
επιχειρεί ο Μελέτης Μελετόπουλος (στο βιβλίο του Ιδεολογία του δεξιού κράτους 1949-1967, Αθήνα,
Παπαζήσης, 1993, σ. 132–138), καθώς και το κείμενο του Δημητρίου Τσάκωνα «Κοινωνιολογία και
Φιλοσοφία του Νέου Ελληνισμού», Επιθεώρησις Κοινωνικών Ερευνών, δ΄ τρίμηνον 1969 – α΄
τρίμηνον 1970, σ. 85-89 (αναρτημένο και στο διαδίκτυο:
https://cognoscoteam.gr/%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B7%CF%
81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85-
%CE%BD%CE%AD%CE%BF%CF%85-
%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-
%CF%80%CE%BF/).
264
ηθικολόγος που ζητούσε να επιβάλλει στην γύρω του κοινωνία το δράμα της ζωής, που
Αποστολάκη είναι στα περισσότερα δείγματά της ακριβής, δίκαιη και νηφάλια. Σε
Αλέξη Πολίτη, Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου και Παντελή Μπουκάλα, βλ. κεφ. 7.1)
της εκδήλωσης, η οποία διοργανώθηκε στις 16 Μαΐου 2019 από το Ίδρυμα της
Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία για να τιμηθεί η
μνήμη του Γιάννη Μ. Αποστολάκη, αλλά αρκετές ακόμη προσεγγίσεις, στις οποίες
ήδη αναφερθήκαμε, όπως είναι αυτές του Παν. Μουλλά (βλ. κεφ. 2.1), ο οποίος
περιοδικού Κριτική και Ποίηση, του Δημήτρη Τζιόβα (βλ. εδώ κεφ. 2.2 & 3.1), του Χ.
– Δ. Γουνελά (βλ. κεφ. 3.2), της Στυλιανής Παντελιά, που σκιαγραφεί το πώς
επηρέασε ο Αποστολάκης εκπροσώπους της γενιάς του 1930 (βλ. κεφ. 3.4), και
αρκετές ακόμη (βλ. στο τέλος του κεφ. 7.1) που συζητούν κριτικά, ενίοτε και
605
Βάσος Βαρίκας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και το έργον του», Αλλαγή, τχ. 4, Μάιος – Ιούνιος 1951,
σ. 171.
265
Σήμερα οι εκτιμήσεις του – μ’ εξαίρεση τον Κάλβο – για τον Σολωμό, τον
Βαλαωρίτη και τον Κρυστάλλη εξακολουθούν ν’ αντέχουν. Κι αυτό δεν είναι λίγο όταν
στον τόπο μας, κατά γενική ομολογία, παρατηρείται κριτική ένδεια. Για να μην πω
Ωστόσο, η έρευνα δείχνει ότι και κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, παρ’
όλες τις τοποθετήσεις που γενικευτικά και με έμφαση στάθηκαν είτε υπέρ είτε
εναντίον των θέσεων του Αποστολάκη, υπήρξαν και νηφάλιες κριτικές αυτών των
Πρόκειται για την ψύχραιμη και δίκαιη βιβλιοκρισία του Ιωάννη Συκουτρή για Τα
Αποστολάκη, την ανάδειξη από μέρους του των «ισοδύναμων μοτίβων», που δεν
λειτουργική κριτική που άσκησε στις συλλογές του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και του
Νικολάου Πολίτη. Από την άλλη, προσάπτει στον συγγραφέα του βιβλίου την
διαυγέστερης και πιο οργανωμένης δόμησης των κεφαλαίων του βιβλίου, αλλά και
606
[Ανυπόγραφο], «Μνήμη Γιάννη Αποστολάκη», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 11, Νοέμβριος 1982, σ.
25. Δύο χρόνια αργότερα στο ίδιο περιοδικό γίνεται συζήτηση περί λογοτεχνικής κριτικής, όπου και
αναφέρεται η φιλολογική σκευή και η κριτική μέθοδος του Αποστολάκη: «Έχουμε στην αρχή του
Μεσοπολέμου, κυρίως, την κριτική προσέγγιση του Αποστολάκη, η οποία ξεκινάει ως φιλολογική,
στην πραγματικότητα όμως έχει πολλές προσβάσεις κριτικές. Δηλαδή, αυτές οι βασικές αρχές που έχει
μια φιλολογική προσέγγιση, κατάγονται βασικά από την αρχαία ελληνική παράδοση, περνάνε μέσα
από ένα φίλτρο που ορίζεται από κάποια κορυφαία έργα, από τον Γκαίτε ή τον Σίλερ, και γίνεται μια
προσέγγισή τους», βλ. Αλέξανδρος Αργυρίου, «Η λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα (συζητούν οι:
Νόρα Αναγνωστάκη, Αλέξανδρος Αργυρίου, Κώστας Γουλιάμος, Γιάννης Δάλλας, Αλ. Ζήρας και
Σπύρος Τσακνιάς)», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 25, Ιανουάριος 1984, σ. 9.
607
Ιωάννης Συκουτρής, «Γιάννη Αποστολάκη, Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄ Οι συλλογές. Αθήναι
1929», Byzantinisch – Neugriechisshe Jahrbucher, τόμος 7, ό.π., σ. 499-514 (βλ. και Ιωάννης
Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, ό.π. και Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, ό.π.).
266
τον εμπαθή συγγραφικό τόνο, που δεν ταιριάζει στην ψύχραιμη επιστημονική ματιά.
Οι παρατηρήσεις του Συκουτρή είναι σωστές, ακριβώς γι’ αυτό η απάντηση του
Παναγή Λορεντζάτου,608 ο οποίος κατηγορεί τον Συκουτρή για το ότι είναι και
θετικός και αρνητικός για το βιβλίο του Αποστολάκη, σαν το να αναγνωρίζονται τόσο
Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και λιγότερο στο πεδίο μιας
Νηφάλιο τόνο έχουν οι κριτικές φωνές του Τέλλου Άγρα, στις αρχές της
δεκαετίας του 1930,609 του Βάσου Βαρίκα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950,610 του
Γεωργουσόπουλου, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στοιχειοθετεί μία
Γιάννη Αποστολάκη,612 του Εμμανουήλ Κριαρά, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας
του 1990 προσδίδει ως γνώρισμα στην πανεπιστημιακή και συγγραφική παρουσία του
608
Παναγής Λορεντζάτος, «Κριτική κριτικής», Byzantinisch – Neugriechisshe Jahrbucher, τ. 8, 1930,
σ. 473-479.
609
Τέλλος Άγρας, «Πολίτης και Αποστολάκης», Η Πνοή, τχ. 14, Δεκέμβριος 1929, σ. 22-23 (βλ. και:
Τέλλος Άγρας, Κριτικά. Γενικά και ειδικά θέματα, τόμος Δ΄, επιμέλεια: Κώστας Στεργιόπουλος,
Αθήνα, Ερμής, 1995, σ. 323-326).
610
Βάσος Βαρίκας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και το έργον του», Αλλαγή, τχ. 4, ό.π., σ. 169-171.
611
Γ. Θ. Βαφόπουλος, «Ο Παλαμάς ανάμεσα σε δύο υπερβολές» [= διάλεξη του 1954], Ποίηση και
ποιητές. Μελετήματα, Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1983, σ. 132-145.
612
Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Γιάννης Αποστολάκης – Φώτος Πολίτης: τόκοι ενός παλαιού
κεφαλαίου», στον σύμμεικτο τόμο: Η κριτική στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών
Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1981, σ. 145-176.
613
Εμμανουήλ Κριαράς, «Αποστολάκης και φιλολογική έρευνα», εφ. Το Βήμα, 2 Σεπτεμβρίου 1990
και «Διδασκαλία, πάθος και κριτική», εφ. Το Βήμα, 25 Νοεμβρίου 1990.
267
Πάντως μία δίκαιη και νηφάλια τοποθέτηση του Αποστολάκη έγινε και από
τον Γιώργο Κεχαγιόγλου, με αφορμή τον εορτασμό των εβδομήντα πέντε χρόνων
συμβάλουμε, στο μέτρο των δυνάμεων μας, στην αποσαφήνιση της ποιητικής
θεωρίας και της κριτικής πρακτικής ενός ανθρώπου, που άφησε βαθύ το ίχνος του
Γιάννη Αποστολάκη […] ), αλλά στα πρώτα τους βήματα χρωματίστηκαν αφενός από
την προτεραιότητα στην άσκηση της λογοτεχνικής (δοκιμιογραφικής) κριτικής και της
ερμηνευτικής προσέγγισης και αφετέρου από ανεπαρκή κάλυψη μεγάλων περιόδων της
Αποστολάκης, εξηγεί τόσο την παντελή έλλειψη, από τον επιστημονικό ορίζοντα και ως
προσανατολισμό όσο και την πληθώρα μαθητών ή ελεύθερων ακροατών του στη
Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία» συνεχίστηκαν και πολύ αργότερα από την
268
εποχή, π.χ., του Ι. Συκουτρή και του Ν. Α. Βέη) αποτέλεσε θετικό γεγονός . ιδίως αν
σκεφτεί κανείς πως, παρά την αποκλειστικά ιδεοκρατική και, συχνά, άδικη αρνητική
στάση του Αποστολάκη και των οπαδών του απέναντι στη σύγχρονή τους λογοτεχνική
τραγούδι, Σολωμός), καθώς και στη λογοτεχνία του άμεσου παρελθόντος και του
ζωντανού παρόντος (19ος αι. και πρώτες δεκαετίες του 20ου αι.).614
614
Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία», στον συλλογικό τόμο:
Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τα πρώτα 75 χρόνια, Θεσσαλονίκη, University
Studio Press, 2000, σ. 51-52.
269
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ]
Συμπεράσματα
Το σεφερικό «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»615 προφανώς και ισχύει
και για την ποιητική θεωρία, την οποία διαμόρφωσε και ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης,
κώδικα για την ποίηση, τον οποίο και αξιοποίησε ως γνώμονα της κριτικής πρακτικής
πτυχή του (Χέγκελ, Σίλερ, Γκαίτε, κ.π.ά.), ορισμένες πτυχές της κριτικής σκέψης
αλλά και της αισθητικής του Καντ, τις οποίες μελέτησε ο Αποστολάκης και στο
πλαίσιο της εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής, 616 η βαριά σκιά του
615
Γιώργος Σεφέρης, «Τρία κρυφά ποιήματα: Επί σκηνής – ΣΤ’», Ποιήματα, ό.π., σ. 290.
616
Το καλόν παρά Καντίω. Ο Γιάννης Κουχτσόγλου («Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 208)
μεταφέρει ενδιαφέρουσες, αν και όχι απολύτως εξακριβωμένες, πληροφορίες ως προς την αφομοίωση
ιδεών του Immanuel Kant από τον Γιάννη Μ. Αποστολάκη: «Θα υποστήριζα την άποψη πως ο
Αποστολάκης δεν άντλησε τα στοιχεία του Καντιανού “καλού” κατευθείαν από τον Kant από διάφορες
σελίδες πληροφοριακές, αν αξιόπιστος φίλος δε μ’ εβεβαίωνε πως σε ζητήματα Καντιανής φιλοσοφίας
ο Αποστολάκης είχε μιαν “ανεπίσημη” ειδικότητα κι’ ότι πολλές φορές τον συμβουλεύτηκε (ο
αξιόπιστος φίλος) για σχετικές απορίες του. “Δεν είνε καθόλου παράδοξο”, μου έλεγε τελευταία ο
καθηγητής κ. Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, “αλλά είνε έμφυτο με τον κριτικό Αποστολάκη το ότι ο ίδιος
είταν καλά γνωρισμένος με την κριτική φιλοσοφία του Kant”. Κι’ άλλος αξιόπιστος φίλος μού είπε
πως όταν σπούδαζε με τον Αποστολάκη στη Γερμανία, απ’ αυτόν πρωτοδιδάχτηκε Kant».
270
Βίλχελμ Ντίλταϋ, ορισμένες νιτσεϊκές ιδέες, όπως η «σκληρότητα» και ο αγώνας για
του εικοστού αιώνα, που περιελάμβανε τη θετική δεξίωση της élan vital και της
intuition του Ανρί Μπερξόν,617 αλλά και οι προσωπικές φιλοσοφικές αναζητήσεις του
Γιάννη Μ. Αποστολάκη για τον ρόλο της ποίησης, της φιλολογίας ως επιστήμης και
της λογοτεχνικής κριτικής ως αξόνων του ανθρώπινου βίου, συνέθεσαν την ποιητική
θεωρία του: πόθος, θαυμασμός, συλλογή ως καθρεφτίσματα της ζωντάνιας της φύσης
και μιας άδολης παιδικότητας είναι τα στάδια ψυχικής διεργασίας, τα οποία πρέπει να
περιβάλλον και τον εξωτερικό κόσμο, αλλά οφείλει να αποτινάξει αυτήν τη σύνδεση
στην πορεία του για να αναδειχθεί ο εσώτατος πυρήνας της σύλληψης, τον οποίο θα
ενσαρκώσει με στίχους, μαζί με την ψυχική πορεία του προς το ανώτερο ιδανικό,
ποιητής, γι’ αυτό ίσως και τα κείμενά του, από τα οποία, αναδύονται και
(ιδίως αυτά που αφορούν τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού) κάνει αισθητή την
παρουσία της. Αποδεχόταν ως λειτουργική και γόνιμη κυρίως την αρνητική κριτική,
που αποστρέφεται την όποια εφεκτική στάση του γράφοντος κριτική, γι’ αυτό
άρνησης. Ωστόσο, για τις δύο ποιητικές κορυφές, που ερμηνευτικά προσέγγισε, δεν
617
Βλ. δειγματοληπτικά για τον Μπερξόν, στον σύμμεικτο τόμο: M. R. Kelly (επιμέλεια), Bergson and
Phenomenology, U.K., Palgrave Macmillan, 2010. Για την έννοια του χρόνου, βλ. Δημήτρης
Αθανασάκης, «Ο Bergson και το πρόβλημα του χρόνου», Νεύσις, τχ. 16, Δεκέμβριος 2007, σ. 65-87.
271
είχε παρά μόνον εκθειαστικές κρίσεις, γεγονός, ωστόσο, που δεν πρέπει να
πνευματικό και λογοτεχνικό πεδίο όσο και η ίδια η ποιητική θεωρία του, ως
κριτική για μία μελέτη περί Εκκλησιαστικού Δικαίου, κριτική που δημοσιεύτηκε στο
περιοδικό Ο Νουμάς το 1911, με την ψευδωνυμική υπογραφή «Εγώ και Συ». Στο
Ποίηση στη ζωή μας (1923), δεν περιέχονται μόνον οι κεντρικοί άξονες της ποιητικής
θεωρίας του. Κατά το μάλλον ή ήττον, ενσωματώνονται όλα τα θέματα, τα οποία πιο
εξαίρει την εξιδανικευμένη πορεία προς το απόλυτο αλλά και απορρίπτει τις
αποκλίσεις από το θεωρητικό του μοντέλο, αφενός εκφράζει μία ποιητική θεωρία, η
οποία ενέχει και έναν χαρακτήρα ηθικό, προσδιορισμένο από το δέον ως προς το
618 «In reality, of course, there is no crossroads: theory shadows criticism as a […] interiorized
companion, and the conversation between them goes on, whatever their apparent separation» [= Στην
πραγματικότητα, φυσικά, δεν υπάρχουν σταυροδρόμια: η θεωρία σκιάζει την κριτική ως […]
εσωτερικευμένη συντροφιά, και η συζήτηση μεταξύ τους συνεχίζεται, ανεξάρτητα από τον
φαινομενικό διαχωρισμό τους], βλ. Raman Selder, Peter Widdowson, Peter Brooker, A Reader’ s
Guide to Contemporary Literary Theory, Great Britain, Pearson Education Limited, 52005, σ. 10.
272
ποιητικώς εκφράζεσθαι και ως προς το κριτικώς πράττειν.619 Αφετέρου, ο
«το έργο που έχει ύφος προσωπικό εκφράζει τη βαθύτερη προσωπικότητα του
δημιουργού του».621 Επί της ουσίας, η ποιητική θεωρία του Γιάννη Αποστολάκη είναι
και βιοθεωρία, άλλωστε «υπόβαθρο των ισχυρισμών ότι οι συγγραφείς έχουν μια
μια ανησυχία για τις μεγάλες και μικρές αλήθειες της ανθρώπινης ύπαρξης». 622
619
Βλ. τις ενδιαφέρουσες θέσεις των Peter Lamarque και Stein Haugom Olsen, ιδίως στο κεφάλαιο
«Literature and Moral Philosophy» της μελέτης τους «Literature, Truth, and Philosophy», στο: Truth,
Fiction, and Literature, Oxford, Oxford University Press, 1994, σ. 368-394. Βλ. και Eileen John &
Dominic McIver Lopes (επιμέλεια), Philosophy of Literature. Contemporary and Classic Readings.
An Anthology, Oxford, Blackwell Publishing, 2004, σ. 341-354.
620
«Ο Κάιν […] είναι ένας συνδυασμός Προμηθέα, Σατανά, Περιπλανώμενου Ιουδαίου και Φάουστ.
Επιζητά την αθανασία, γίνεται όμως αρνητής της ζωής και σκοτώνει τον αδελφό του. Εδώ έχουμε να
κάνουμε με μια από τις εγγενείς αντιφάσεις του ρομαντισμού, μέσα στον οποίο οι υπέρμετρες
απαιτήσεις της βούλησης για αυτονόμηση συντρίβονται πριν εκπληρωθούν, εξαιτίας των ηθικών
αντιφάσεων του ίδιου του υποκειμένου της εξέγερσης», βλ. Δημήτρης Αγγελής, «Το πρόβλημα Κάιν.
Με αφορμή το ομώνυμο έργο του Βύρωνα», Καρφιά στο σώμα. Τέσσερα κείμενα στην κόψη
λογοτεχνίας και θεολογίας, ό.π., σ. 11.
621
Jenefer Robinson, «Style and Personality in the Literary Work», Philosophical Review, τχ. 94,
Απρίλιος 1985, σ. 247. Η φράση στα αγγλικά έχει ως εξής: «a work which has an individual style
expresses the personality of the implied author of that work». Βλ. και Eileen John & Dominic McIver
Lopes (επιμέλεια), Philosophy of Literature. Contemporary and Classic Readings. An Anthology, ό.π.,
σ. 308.
622
Ole Martin Skilleas, Philosophy and Literature. An Introduction, Edinburgh, Edinburgh University
Press, 2001, σ. 6-7. Η φράση στην αγγλική γλώσσα έχει ως εξής: «Some of the background for claims
that authors have a philosophy may be the fact that philosophy and literature share a concern for the
great and small truths of human existence».
273
8.2. Πεδία κριτικής εφαρμογής Ι: Καταφάσεις
και γνήσιο ποιητή θεωρούσε μόνον τον Διονύσιο Σολωμό. Ήδη στα πρώιμα
δημοσιεύματά του σκιαγραφεί αυτήν την άποψη και τη θέτει εμφαντικότερα στο Η
Ποίηση τη ζωή μας (1923): στο τελευταίο και εκτενέστερο από τα τρία κεφάλαια του
μεγαλείο του θαυμασμού και της συλλογής, που συντάραξαν την ψυχή και το πνεύμα
διεργασίας τα σπουδαία του έργα και προσφέρονται άφθονα δείγματα της ποιητικής
του μεγαλοσύνης. Η ανάδειξη του σολωμικού μεγαλείου συνεχίζεται και στο ένα από
τα δύο κεφάλαια του βιβλίου Τα τραγούδια μας (1934). Ο Αποστολάκης εκκινεί από
συγκεκριμένα δείγματα του έργου του ποιητή και βαθμιαία οικοδομεί τη γενικότερη
άποψή του για τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία του συγκεκριμένου έργου, στο οποίο ο
Αποστολάκης βρίσκει μία σχεδόν απόλυτη πραγμάτωση της ποιητικής θεωρίας του,
στον Πόρφυρα, με την ώριμη ποίηση να έχει στοιχεία ανθρωποκεντρικά, κάτι που
ψυχής. Οι παρατηρήσεις του Αποστολάκη για την αξία και την καλλιτεχνική δύναμη
του δημοτικού τραγουδιού εκκινούν από το Η Ποίηση στη ζωή μας και
623
Βλ. ενδεικτικά, Κατερίνα Τικτοπούλου, «Η εξακολουθητική παρουσία του Διονυσίου Σολωμού»,
The Book’s Journal, τχ. 117, Μάρτιος 2021, σ. 36-38.
274
αποκρυσταλλώνονται συγκεκριμένες, κριτικές και ερμηνευτικές, στο βιβλίο του Το
επίτομη έκδοση δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του συγγραφέα, αλλά τα τρία από τα
Επιθέωρησις κατά τη διετία 1945-1946. Ο Αποστολάκης εκτιμά τόσο την τεχνική όσο
και την καλλιτεχνική πνοή και του μανιάτικου τραγουδιού του «γδικιωμού», ωστόσο
Στα ενδιάμεσα στάδια της μελέτης του για τα δημοτικά τραγούδια, κατέκρινε
επικρίθηκαν από τον Αποστολάκη (το 1934 και το 1941, αντιστοίχως), γιατί, όπως
και προσωπικές στιχουργικές τους επινοήσεις στο ποιητικό σώμα των ασμάτων. Ο
Νικόλαος Πολίτης, παρότι το σπουδαίο του έργο και η προσήλωσή του στην
τραγουδιού και αποκαθιστούσε κάθε τμήμα της ιδανικής, κατά τη γνώμη του,
μορφής, υιοθετώντας την πληρέστερη και λειτουργικότερη κατά τμήμα γραφή από
κάθε παραλλαγή. Δεν υπολόγισε όμως – και εδώ έγκειται η σημαντικότερη συμβολή
275
περιττολογίες και επαναλήψεις, τις οποίες το γνήσιο δημοτικό τραγούδι δεν έπρεπε
γνησιότερης και καλύτερης μιας από τις παραλλαγές και όχι η συγκριτική τους
μελέτη, ώστε να φτιαχτεί με επιστημοσύνη, αλλά και αντίθετη προς τη λαϊκή ψυχή
λογιοσύνη, μία ιδανική μορφή του τραγουδιού. Με αυτήν τη λογική, απέληξε και
γνήσια και λειτουργικότερη (το 1939) και αποκαθαίροντάς την από λόγιες
άξιους προδρόμους του μόνον τον Ιάκωβο Πολυλά και τον Εμμανουήλ Ροΐδη (χωρίς
να καταφάσκει, όμως, προς το λογοτεχνικό τους έργο), γιατί «παλεύοντας για ένα
ανώτερο ιδανικό, που έφεγγε μέσα τους, […] Σταθήκανε οι μόνοι κριτικοί».624
Ένας «οργανικός διανοούμενος της άρνησης» άξιος του χαρακτηρισμού δεν μπορεί
παρά να έχει επιδοθεί κυρίως σε κριτικές αρνήσεις, άλλωστε είδαμε την ακλόνητη
πίστη του Αποστολάκη στον δημιουργικό – κατά την κρίση του – ρόλο, τον οποίο θα
της αρνητικής κριτικής του Αποστολάκη είναι η ποίηση του Κωστή Παλαμά. Εκτός
από το Η Ποίηση στη ζωή μας, το οποίο, όπως διαπιστώσαμε βρίθει αντιπαλαμικών
αναφορών, ο Αποστολάκης, τόσο στο πρώιμο όσο και στο ώριμο στάδιο της
συγγραφικής του πορείας, δεν παραλείπει να κρίνει αρνητικά τον Παλαμά, ακόμη και
όταν το βασικό θέμα της κριτικής του δεν περιλαμβάνει την παλαμική ποίηση. 625
624
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», Κριτική και Ποίηση,
τχ. 8-9, ό.π., σ. 230.
625
Βλ. π.χ., Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 317 κ.εξ.
και Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 62.
276
Κατέκρινε με αναφορά αρκετών παραδειγμάτων και πάντα με γνώμονα την
ποιητική θεωρία του την ελληνόγλωσση ποίηση του Ανδρέα Κάλβου και τα ποιητικά
Πορφύρα. Αφιέρωσε από ένα βιβλίο στην ποίηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και
στην ποίηση του Κώστα Κρυστάλλη. Κατέκρινε σθεναρά τα έργα των δύο ποιητών,
απορρίπτοντας τον Βαλαωρίτη σαν ρηχό, ρητορικό, ψεύτικο και στομφώδη, και
θεωρώντας τον Κρυστάλλη έναν άτεχνο μιμητή και αντιγραφέα του δημοτικού
απορρίψει, αφιερώνοντας από μία μονογραφία στο έργο του καθενός, μια και ένιωθε
ότι οι δύο ποιητές διαστρέβλωσαν και αλλοίωσαν τις δύο – κατά τον Αποστολάκη -
μεγάλες κορυφές της ελληνικής ποίησης, τον Σολωμό και το γνήσιο δημοτικό
τραγούδι.
θεωρητικό μόρφωμα για την κριτική και για τη φιλολογική επιστήμη, οι περισσότερες
277
αγνόησε εντελώς τους Σικελιανό, Βάρναλη, Καζαντζάκη (όσο ζούσε ο Αποστολάκης
ανάξιους ακόμη και για πιθανό αρνητικό σχολιασμό τον Καρυωτάκη και τους
καλλιτεχνική αποκορύφωση σαφώς και δεν ταίριαζε στο κλίμα της ποίησής τους),
και, βέβαια, όλους τους σημαντικούς νεωτερικούς της γενιάς του ’30 (Σεφέρης,
οπωσδήποτε, συγκροτούν μία γλώσσα ξένη προς τη δική του ποιητική θεωρία.
626
Βλ. Δημήτρης Κόκορης, Ο Καζαντζάκης ως ποιητής Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση,
κριτική πρόσληψη, ό.π.
627
Το πρωιμότερο από τα σημαντικά του μυθιστορήματα, τα οποία εκτίναξαν τη φήμη του ως
πεζογράφου, είναι το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που εκδόθηκε το 1946 (Αθήναι, Εκδοτικός
Οίκος Δημ. Δημητράκου).
628
Για τα γνωρίσματα της ποιητικής νεωτερικότητας, τα οποία και στο νεοελληνικό ποιητικό πεδίο
ανιχνεύονται από τη δεκαετία του 1920 και ενδυναμώνονται κατά τη δεκαετία του 1930, βλ. Ανδρέας
Καραντώνης, Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, Αθήνα, Δωδώνη, 1976 .
Αλέξανδρος Αργυρίου, Η
ελληνική ποίηση. Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου, Αθήνα, Σοκόλης, 1979 .
Peter Faulkner,
Μοντερνισμός [= αριθμός 22 στη σειρά «Η γλώσσα της κριτικής»], μετάφραση: Ιουλιέττα Ράλλη –
Καίτη Χατζηδήμου, Αθήνα, Ερμής, 1982 ∙ Astradur Eynsteinsson, The Concept of Modernism, Ithaca /
New York, Corneil University Press, 1990 . Νάσος Βαγενάς, «Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην
ποίηση», Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Αθήνα, Στιγμή, 1994, σ.
21-53 . Charles O. Hartman, Free Verse: An Essay on Prosody, Evanston / Illinois, Northwestern
. .
University Press, 1996 Phillip Hobsbaum, Metre, Rhythm and Verse Form, London, RKP, 1996
Linda Thompson, The Teaching of Poetry: European Perspectives, London, Cassell, 1996 . Dimitris
Tziovas (επιμέλεια), Greek Modernism and Beyond, Oxford and New York, Rowman & Littlefield
Publishers, 1997 ∙ Κώστας Στεργιόπουλος, Περιδιαβάζοντας, τόμος Ε΄ (= Γύρω στη νεοτερική ποίησή
μας), Αθήνα, Κέδρος, 2000 .
Δημήτρης Κόκορης, Ποιητικός ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική
έκφραση, ό.π. ∙ Peter Brooker κ.ά. (επιμέλεια), The Oxford Handbook of Modernisms, Oxford, Oxford
University Press, 2010.
278
8.4. Σκιαγράφηση της διδακτικής παρουσίας και της πρόσληψης
απομακρυσμένος από τον συνήθη ξηρό και στηριγμένο στη μεγάλη βιβλιογραφία
λόγο της επιστημονικής πραγματείας, αλλά συνδεόμενος και με ποικίλες εκδοχές της
πρακτική του, εξάλλου στην αφηγηματική ροή του λόγου του Αποστολάκη, όπως
μία σύγχρονη απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι ο σκοπός της διδασκαλίας της
λογοτεχνίας;»:
που έχει αρχίσει από κτίσεως κόσμου και στον οποίο συμμετέχει ο καθένας μας, όσο
ενδεχομένως και υπό όρους, μπορεί και να συμφωνούσε, εφόσον ο διάλογος δεν είναι
δύο τελευταίες προτάσεις της φράσης αποκλείεται να συμφωνούσε, γιατί στο πλαίσιο
τού επί της ουσίας αριστοκρατικού ιδανικού του για την ποίηση, διαχώριζε την
629
Τσβετάν Τοντορόφ, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, μετάφραση: Χρύσα Βαγενά, Αθήνα, Πόλις, 2013, σ.
108.
279
απρόσωπη λαϊκή μάζα, τους ατάλαντους και μικρόπνοους ποιητές που ανέπλαθαν
οποίοι ένιωθαν και εξέφραζαν την πορεία και την ψυχική διεργασία από το εσώτατο
κέντρο της σύλληψης προς την υψηλόφρονα και ανώτερη καλλιτεχνική έκφραση.
συνάγονται από πολλά σημεία των κειμένων του και από τα θέματα των μαθημάτων
του, αλλά τις είχε εκφράσει ρητά και ο ίδιος στο γνωστό μας αυτοβιογραφικό του
«Σημείωμα»:
Την ιστορική εξέταση της λογοτεχνίας μας πρέπει να τη συμπληρώση και μια αυστηρή
κριτική – αν θέλουμε ν’ αντικρύζουμε χωρίς ντροπή και φόβο κάθε στιγμή της ζωής
μας. Γιατί το παρόν δυο βαριά χρέη βάζει στο ζωντανό άνθρωπο – να δικαιώση το
περασμένο και να ετοιμάση το καλύτερο στο μέλλον. Όποιου ώμοι το βαστούνε αυτός
αξίζει και να ζη. Στην ετοιμασία για το μέλλον μεγάλη βοήθεια θα είναι και η εξέταση
και η μελέτη εκείνων των μεγάλων μορφών ξένων και δικών μας (αρχαίων Ελλήνων),
μεγάλους δηλαδή ποιητές και κριτικούς ξένους και αρχαίους. Κι’ αυτό είναι το πρώτο
πράμα . το δεύτερο που δεν πρέπει να λησμονήση στη διδασκαλία του ο καθηγητής της
νεοελληνικής λογοτεχνίας δε βγαίνει βέβαια έτσι εύκολα όπως το πρώτο, όμως με λίγη
σκέψη θα το βρη. είναι το χρέος που βάζει το μεγάλο χάρισμα της φύσης – η ζωή . είναι
280
η ευθύνη που βγαίνει από την υπεροχή που έχεις σα ζωντανός άνθρωπος απέναντι σ’
ένα νεκρό – εσύ πρέπει να τον κάμης να μιλήση, εσύ πρέπει να τον καταλάβης – να τον
έχοντας να κάμη με ζωντανούς ποιητικούς τύπους είναι σε θέση καλύτερα από κάθε
απόψεις του για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο, καθώς και την
μαθημάτων του και στοιχεία «Περί κριτικής». Εξαιτίας της έφεσής του και της
κριτικής του κατάφασης προς τα μεγαλειώδη ποιητικά έργα και τις μείζονες
και Γκαίτε και Σαίξπηρ, ενώ υπάρχει και έμμεση μαρτυρία ότι δίδαξε και αρχαία
τραγωδία,631 αλλά αυτό δεν διακριβώθηκε από τον κατάλογο των μαθημάτων, τα
ασχολήθηκε πολύ λιγότερο από ό,τι με τον ποιητικό λόγο. Ασφαλώς με πνεύμα
αντιρρητικό και με στερέωση της κριτικής του άρνησης, ενέταξε στη διδασκαλία του
ακόμη Κάλβο, Τυπάλδο, Μαρκορά, Βαλαωρίτη, Μαβίλη, ακόμη και Παλαμά, κατά
το τελευταίο ακαδημαϊκό έτος της καθηγεσίας του. Το έργο των τελευταίων, κατά
μίαν έννοια «το ανάστησε», διδάσκοντάς το, έστω και αντιρρητικά, αλλά δεν τους
630
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 211.
631
Η Δέσποινα Καρπούζα-Καρασάββα αναφέρει (βλ. «Ο δάσκαλος που μας έμαθε γράμματα», εφ. Το
Βήμα, ό.π.) ότι «κάποτε ο Δελμούζος μάς είπε σε μια παρέα που συνομιλούσαμε: “Έπρεπε νά ’χατε την
τύχη να ακούσετε τον Αποστολάκη να σας διδάσκει αρχαία τραγωδία”».
632
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 199-200.
281
«κατάλαβε» αυτούς τους ποιητές, απαξίωσε το ιδανικό της ενσυναίσθησης, το να
μπει στη θέση τους και στην καλλιτεχνική ψυχή τους, γιατί με κριτικό γνώμονα την
ποιητική του θεωρία, όργανο από νωρίς διαμορφωμένο αλλά και εμφανώς
κατά τον Αποστολάκη – επίπεδο σύνδεσης με εξωτερικά και μόνο στοιχεία. Αξίζει,
εκτοπίσματος, παρ’ όλο που οι απόψεις, τις οποίες ο ίδιος προωθούσε διαμέσου της
633
Ενδεικτικά παραθέτουμε εδώ το σχόλιο του Νάσου Δετζώρτζη από το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα:
«[…] του κ. Γιάννη Αποστολάκη […], που είναι ωστόσο πανεπιστημιακός δ ι δ ά σ κ α λ ο ς, και
συνεπώς όφειλε να ασκεί και να τιμά και αυτό το τμήμα της φιλολογίας. Μα γιατί όχι; Ο κ.
Αποστολάκης είναι γνωστό πως έχει κατορθώσει κάτι πιο απίστευτο: Να κατέχει, στην πρωτεύουσα
της Βόρειας Ελλάδας, την έδρα της Νεοελληνικής Φιλολογίας, καίρια θέση, ακόμα και από εθνική
άποψη, για την πνευματική καλλιέργεια των Μ α κ ε δ ό ν ω ν σπουδαστών, και όμως ν’ αρνείται
κατά σύστημα όλο σχεδόν το αντικείμενο της επιστήμης που είν’ ακριβώς εντεταλμένος να διδάσκει!
Επειδή όμως, τώρα τελευταία, πολλοί αναδύθηκαν μνηστήρες και της έδρας εκείνης και της
αντίστοιχης, που πρέπει επιτέλους, αυτοτελής, κι’ εδώ να ιδρυθεί, οι δε μνηστήρες αυτοί προέρχονται
από τις τάξεις των εξωπανεπιστημιακών κριτικών και λογίων μας, που μπορεί να είναι λαμπροί
άνθρωποι και λαμπροί κριτικοί, δεν είναι όμως επιστήμονες φιλόλογοι, ώστε να μπορούν να γίνουν
πανεπιστημιακοί δ ι δ ά σ κ α λ ο ι της Νεοελληνικής Φιλολογίας, - σπεύδω να σημειώσω πως είναι
προτιμότερο, από κάθε άποψη, να διδάσκει ό,τι αρνείται ο κ. Αποστολάκης, παρά να μ η δ ι δ ά -
σ κ ο υ ν εκείνοι ό,τι παραδέχονται», βλ. Νάσος Δετζώρτζης, «Ο Ιωάννης Συκουτρής ως διδάσκαλος»,
Τα Νέα Γράμματα, τχ. 4-5, Απρίλιος – Μάιος 1938, σ. 362-363 (υποσημ. 3). Επίσης, ενδεικτική είναι η
αναφορά του Ρήγα Γκόλφη στον «επιστημονικό και θεωρητικό» οπλισμό του Αποστολάκη, βλ. Ρήγας
Γκόλφης, «Εισαγωγή στη νεοελληνική πεζογραφία», Τα Νέα Γράμματα, τχ. 10, Οκτώβριος 1935, σ.
535. Εδώ κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε τη χειρόγραφη αφιέρωση του ηπειρώτη ποιητή με
σοσιαλιστικό όραμα Άνθου Πωγωνίτη [= Βασίλη Καραφύλλη] προς τον Γιάννη Αποστολάκη στο
εσώφυλλο της ποιητικής του συλλογής Οι Σκελετοί των ονείρων: «Στο σοφό καθηγητή κο Γιάννη
282
Στα θέματα «Σολωμός», «Δημοτικό Τραγούδι», ακόμη και στο θέμα
άνοιξε δρόμο και επηρέασε την μετά από αυτόν έρευνα και συνακόλουθα και την
Ποίηση στη ζωή μας (1923), οι θέσεις του έγιναν αντικείμενο ευρύτερης προσοχής.
Ορισμένοι τις δέχτηκαν, περισσότεροι τις αρνήθηκαν. Μεγάλος και επί μακρά
Βάρναλης, ωστόσο δραστικά πολέμησε τις απόψεις του και ο κύκλος στήριξης και
Αποστολάκη μ’ εκτίμηση βαθειά». Το συγκεκριμένο βιβλίο με την ιδιόχειρη αφιέρωση βρίσκεται στην
Κεντρική Βιβλιοθήκη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης [Συλλογή Φυλλαδίων -
Φ.8220]. Βλ. Α[νθος]. Πωγωνίτης, Οι Σκελετοί των ονείρων, Θεσσαλονίκη, Νίκος Σ. Ζλατάνος, 1939.
Για τον Πωγωνίτη, βλ. δειγματοληπτικά, Νίκος Α. Τέντας, Άνθος Πωγωνίτης. Ο ηπειρώτης εργάτης
ποιητής, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2004.
634
Δειγματοληπτικά αναφέρουμε την από 10 Ιουνίου 1929 επιστολή του Γιώργου Κατσίμπαλη προς
τον Γιάννη Κλ. Ζερβό (ποιητή από το νησί της Καλύμνου, ο οποίος είχε έλθει σε επαφή με τον Γιάννη
Αποστολάκη κατά την περίοδο 1909-1911 στη Γερμανία), στην οποία ο γράφων απορρίπτει τις θέσεις
του Αποστολάκη: «Τα γράμματά σου όλα πολύ πικρά και παραπονεμένα. Μα τι διάβολο! τόσο λίγο το
ξαίρεις το Ρωμαίϊκο! Έχεις απόλυτα δίκιο για τους Φωτοπολίτηδες, που είναι όλοι τους καθάρματα και
τσαρλατάνοι και τίποτ’ άλλο. Τους αφήκα δυο βιβλία σου σπίτι τους ιδιοχείρως και δύο άλλα στην
εφημερίδα, πάλι ιδιοχείρως κι όμως τίποτε! Αυτοί βλέπεις έχουνε βάλει προορισμό της ζωής τους να
κατασυκοφαντούν και να πομπεύουν ολόκληρη την νεοελληνική λογοτεχνία, για να περνάνε για
σπουδαίοι, και διαλέγουν τα πιο ασήμαντα κ’ ευκολοκατάκριτα δείγματα για να τα διασύρουν.
Μονάχα εσύ με την άγια αγνότητά σου και ίσως μερικοί άλλοι όμοιοι σου “Πάντοτ’ ευκολοπίστευτοι
και πάντα προδομένοι” εξακολουθούν να πιστεύουν στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα, και στην καλή
πρόθεση αυτών των καθαρμάτων. Κι ο Αποστολάκης το βρωμερώτερο αγγείο απ’ όλους. […] Μόνο ο
Σολωμός και αυτοί έχουν αξία, όλα τάλλα είναι κολοκύθια. ΚΟΛΟΚΥΘΟΠΟΙΗΣΗ λοιπόν ΣΤΗ ΖΩΗ
ΜΑΣ, κι έχει ο Θεός!...». Βλ. Γεώργιος Μιχ. Φρατζής, «Με αφορμή μια ανέκδοτη επιστολή του Γ. Κ.
Κατσίμπαλη προς το Γ. Ζερβό: Παλαμάς versus Σολωμός», στο: Elisabeth Close, Michael Tsianikas
and George Frazis (επιμέλεια), Greek Research in Australia: Proceedings of the Biennial International
Conference of Greek Studies, Flinders University April 2003, Adelaide, Flinders University
Department of Languages – Modern Greek, 2005, σ. 735-754 (για τα παρατιθέμενα αποσπάσματα, βλ.
σ. 740, 741), αναρτημένο στο: https://dspace.flinders.edu.au/xmlui/handle/2328/8164. Βλ. και Γιάννης
283
των ιδεών του Αποστολάκη ανιχνεύονται ήδη από τη δεκαετία του 1920, όμως μόνο
βαθμιαία και με την πάροδο του χρόνου διαμορφώθηκε ένα κλίμα που δεν
θέσεών του. Σήμερα πια, οι απόψεις του αντιμετωπίζονται σφαιρικά και νηφάλια,
τον ώριμο Σολωμό και τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού) αλλά και να
τον Παλαμά και τους άλλους ποιητές, με το έργο των οποίων ασχολήθηκε. Είναι
αρκούντως ειρωνικό, τελικά, το ότι αυτός ο «κριτικός της άρνησης» συνέβαλε πολύ
βαθύτερα τα ποιητικά έργα που επαίνεσε, ενώ εκείνα που αρνήθηκε, όταν
προσεγγίζονταν από άλλους, λίγο βοηθήθηκαν ως προς την αξιολόγηση και την
ερμηνεία από τις δικές του θέσεις, μια και η επίδραση του Αποστολάκη περιορίστηκε
μόνο στη δυναμική οικοδόμησης αντεπιχειρημάτων προς τις απόψεις του και δεν
Το χρονικό άνυσμα – από τις αρχές του εικοστού αιώνα έως σήμερα –
δυσκολεύτηκαν και κρατούν ακόμη επιφυλακτική στάση ως προς την αποδοχή του
Αποστολάκη. Ένας λόγος είναι πως ο Αποστολάκης για τα δεδομένα της εποχής του
284
(ο ελληνικός εικοστός αιώνας έχει προσφάτως χαρακτηριστεί «αντιφατικός»)635
διέφερε από τους ομοτέχνους κριτικούς και συναδέλφους του, καθώς είχε το θάρρος
της γνώμης, αλλά μιας γνώμης που κάθε άλλο παρά συνοδοιπορούσε με την κοινή
έναν αξιολογικό κανόνα έργων και δημιουργών (κάτι ανάλογο – αλλά με πεδίο
αναφοράς τη λογοτεχνία όλου του «δυτικού» κόσμου - συνέβη και με τον Χάρολντ
Μπλουμ προς το τέλος του εικοστού αιώνα, το 1994),637 που κατά τη θεωρία του
της ποίησης, υποδηλώνοντας ότι η αληθινή ποίηση επιφέρει την υπέρβαση κάθε
αναγνώστη ότι είναι γνήσια. Εξάλλου, με τον Διονύσιο Σολωμό, ο οποίος αξιοποίησε
αξιοσημείωτες απόψεις για την artem poeticam, οι οποίες δεν έχουν χάσει την
635
Βλ. Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Αθήνα, Πόλις, 2019, σ. 15.
636
Λόγια του Οδυσσέα Ελύτη: «Αν κάποιος από τους Νεοέλληνες εστάθηκε δάσκαλός μου, αυτός
βέβαια ήτανε ο Σολωμός: το λέω με δέος γιατί κάθε γειτνίαση μαζί του σε συντρίβει», βλ. Οδυσσέας
Ελύτης, Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, Αθήνα, Ύψιλον, 2000, σ. 29.
637
Βλ. Harold Bloom, Ο Δυτικός Κανόνας. Τα βιβλία και τα Σχολεία των Εποχών, μετάφραση:
Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εισαγωγή-επιμέλεια: Δημήτρης Αρμάος, Αθήνα, Gutenberg, 2007. Για
εκτενέστερη βιβλιογραφία περί λογοτεχνικού κανόνα, βλ. την υποσημείωση 1 στο μελέτημα του
Γιώργου Ανδρειωμένου, «Οι κανόνες και ο Παλαμάς», Νέα Εστία, τχ. 1878, Σεπτέμβριος 2018, σ. 564.
638
Βλ. Αλέξης Πολίτης, 1821-1831. Μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούρια λογοτεχνία.
Ποίηση, πεζογραφία, λογιοσύνη, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021, σ. 47.
285
πρωτοτυπία και το θεωρητικό και πρακτικό τους κύρος, ενώ, παράλληλα, η γλώσσα
(το τι λέει) και η μορφή (το πώς, ο τρόπος που το λέει) φαίνεται ότι λειτουργούν ως
αντίρροπες δυνάμεις που συγκλίνουν όμως προς την ίδια διεύθυνση και με
Γιάννης Αποστολάκης επιδίωξε να χαράξει έναν λειτουργικό, κατά την άποψή του,
δρόμο, ώστε να πορευτεί ο δυνάμει δημιουργός και ο αναγνώστης προς τον κόσμο
των καθαρών μορφών και των υψηλών ποιητικών τοπίων. Στην ερώτηση «μπορεί ο
αναγνωρίσουμε.
639
Η γενικευτική χρήση του αρσενικού γένους στη λέξη «αναγνώστης» (ή όπου αλλού μέσα στην
παρούσα διατριβή συναντάται) δεν υποδηλώνει σε καμία περίπτωση γλωσσικό σεξισμό.
640
Βλ. Γιάννης Πολέμης (επιμέλεια), Καλλίμαχος και Χρυσορρόη [Παλαιότερα κείμενα της
νεοελληνικής λογοτεχνίας -14-], Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης –
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2021, σ. 11-12, όπου στην
«Εισαγωγή» αναφέρεται: «Γενικότερα, στους δύο τελευταίους βυζαντινούς αιώνες η κοινωνία
εκκοσμικεύεται περισσότερο, οι παλιές βεβαιότητες αναθεωρούνται, ο τρόπος σκέψης αρχίζει να
ξεφεύγει σταδιακά από τα μεσαιωνικά καλούπια. Έχουμε δηλαδή, ακόμη και τον 14 ο αι., τα πρώτα, όχι
πάντα τόσο δειλά, φανερώματα της Αναγέννησης, φαινομένου οπωσδήποτε πανευρωπαϊκού, στο οποίο
ο ελληνικός κόσμος δεν μπορούσε παρά να συμμετέχει. Έτσι ίσως εξηγείται η σαφώς μεγαλύτερη και
πιο θαρραλέα αξιοποίηση της ομιλουμένης γλώσσας, ιδίως στην ποίηση, κατά τα παλαιολόγεια
χρόνια».
286
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε, τελειώνοντας, ότι δεν
είχαμε σκοπό με την εργασία μας να ταχθούμε είτε απέναντι είτε στο πλευρό του
του οπτική γωνία, να εξηγήσουμε τις θέσεις του και να παρουσιάσουμε, με όση
διαύγεια μπορούσαμε, την ποιητική θεωρία του και την κριτική πρακτική του. Η
εφεκτικότητα, που μπορεί να υπήρχε αρχικά, έγινε θερμή υποδοχή (όχι, βέβαια, και
απόλυτη συμφωνία), καθώς το χαρίεν ύφος των βιβλίων του (ειδικότερα στο Η
Ποίηση στη ζωή μας), ο πλούτος των παραδειγμάτων και η ευρύτητα της σκέψης του
μάς οδήγησαν να κατανοήσουμε ότι η ανάδειξη του έργου του Αποστολάκη, που
μέχρι και σήμερα ίσως παραμένει ζητούμενο από κάποιους, είναι επιβεβλημένη. Η
εντρύφηση στο έργο του μάς έκανε ξεκάθαρο ότι μόνιμη επιδίωξη του ανθρώπου εν
ιδανικού,642 αλλά δίχως ίχνος ατομισμού,643 για να χρησιμοποιήσουμε λόγια δικά του,
μας η ζωή, τελικά, είναι η κορυφή όλων των αξιών, η οποία παρομοιάζεται με
641
Ενδεικτικά παραθέτουμε τα λόγια του Δημήτρη Πικιώνη: «1912 – 1920: Είναι απ’ την περίοδο
τούτη των εκστρατειών, των επιστρατεύσεων και των καταστροφών που χρονολογούνται οι
πνευματικές μου φιλίες. Αλιμπέρτης, Μπουρνιάς, κι ύστερα ο Αποστολάκης κι οι Πολίτιδες. Είναι η
εποχή της εκδόσεως της Κριτικής και Ποίησης. Ας σταματήσουμε μ’ ευλάβεια στον Αποστολάκη. Τον
είπαν αρνητή, αλλά πούθε έβγαινε η σκληρή του άρνηση ειμή από τον βαθύτατο πόθο της ψυχής του
για ποίηση; Από την υψηλή ιδέα για την Τέχνη που είχε μέσα του συλλάβει; Το πνεύμα του μας είχε
όλους επηρεάσει. Του χρωστάμε τα μέγιστα κέρδη που άνθρωπος μπορεί να χαρίσει στο διπλανό του»,
βλ. Δημήτρης Πικιώνης, Κείμενα, ό.π., σ. 31-32.
642
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 42.
643
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 223.
644
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 29.
287
κριτικές θέσεις του Αποστολάκη. Δεν τις εξύμνησε εν συνόλω645 ούτε τις απέρριψε
καθ’ ολοκληρίαν, αλλά αντίθετα υπογράμμισε τις, κατά τη γνώμη του, αρετές τους,
ενώ κατέκρινε τις ελλείψεις και τις αδυναμίες τους. Ο Συκουτρής, στην πραγματικά
ακανθώδες θέμα της παιδοφιλίας στην κλασική Ελλάδα, τονίζει πως προτού
συγκείμενο και άλλα συμφραζόμενα, γράφει κάτι που δύναται κατ’ αναλογίαν να
μεταφερθεί και στην προσέγγιση της ποιητικής θεωρίας και του κριτικού λόγου του
Γιάννη Μ. Αποστολάκη:
Ευτυχώς η επιστήμη εξέφυγε προ πολλού το δίλημμα: έγκρισις ή κατάκρισις; Έργον της
η […] παρασιώπησις.646
εκπόνηση μιας διατριβής για το έργο του Αποστολάκη δεν συντελεί στην
παρασιώπηση των θέσεών του. Στόχος μας, επαναλαμβάνουμε, δεν ήταν ούτε να
645
Αναφέρουμε ενδεικτικά τον χαρακτηρισμό «ποντίφικας της μεγαλοπραγμοσύνης» του Ιωάννη
Συκουτρή προς τον Γιάννη Αποστολάκη, βλ., Ιωάννης Συκουτρής, «Γύρω από το ζήτημα των κριτικών
εκδόσεων της λογοτεχνίας μας II» [Απαντητική επιστολή στον Λίνο Πολίτη μέσω του περιοδικού Τα
Νέα Γράμματα], Τα Νέα Γράμματα, τχ. 4, Απρίλιος 1936, σ. 356. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη επιστολή
ο Συκουτρής καταφέρεται ενάντια στους ισχυρισμούς του Λίνου Πολίτη, συγγενή του Αποστολάκη,
και είναι εμφανώς δικαιολογημένος – ίσως όμως και άδικος – ο με ρητορικό στόμφο διατυπωμένος
χαρακτηρισμός.
646
Πλάτωνος Συμπόσιον, Κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον
της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου &Σιας Α. Ε., 2017 (α΄ έκδ. 1934), σ. 40.
288
αποδεχτούμε καθ’ ολοκληρίαν τις απόψεις του αλλά ούτε και προκαθορισμένα να τις
ποιητική του θεωρία και τον κριτικό του λόγο, την αντανάκλασή τους στην
πανεπιστημιακή του παρουσία, καθώς και ορισμένα ίχνη της πρόσληψης των θέσεών
του. Κλείνουμε εδώ, ελπίζοντας ότι έως έναν βαθμό το καταφέραμε και ότι
αντιμετωπίσαμε τον Αποστολάκη όχι ως ιστορικό κατάλοιπο, αφορμή για μία ακόμη
Αποστολάκης «δεν είναι λαϊκός άνθρωπος. Και δεν προσποιείται πως είναι. […]
Πρόκειται για μια στάση καθαρή και τίμια».647 Ως απόσταγμα της σκέψης του
παραθέτουμε τόσο εν είδει κατακλείδας όσο και honoris causa (αφού κάθε αντίγραφο
είναι περιττό, αν έχεις μπροστά σου το πρωτότυπο648) τα λόγια του ίδιου του Γιάννη
Η αξία της πνευματικής ζωής σ’ ένα τόπο κρίνεται σε τέτοιες κρίσιμες ώρες σαν αυτές
που περνάμε σήμερα. Στην πιο δεινή ατομική ή εθνική του περιπέτεια, ο Άγγλος μπορεί
ψυχικά και πνευματικά στοιχεία να τον στηρίξουν. Το ίδιο ο Γερμανός θα βρη στον
Γκαίτε. Εμείς, όμως, σε ποιον ποιητή μας, αν αφαιρέση κανείς τον Σολωμό, μπορούμε
647
Βλ. Παντελής Μπουκάλας, «Ιστορίες νοθείας του λαϊκού λόγου», εφ. Η Καθημερινή, ό.π.
648
Λόγια του Αποστολάκη, βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 91.
649
Για τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα της βικτωριανής εποχής Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, βλ. Robert
Browning, Η τελευταία μου δούκισσα και άλλοι δραματικοί μονόλογοι, εισαγωγή – μετάφραση: Άρης
Μπερλής, Αθήνα, Άγρα, 2016.
650
Βλ. δειγματοληπτικά, John Batchelor, Tennyson: To Strive, To Seek, To Find, New York, Pegasus,
Norton Group, 22013.
289
σε κονιορτό, που θα μετατοπίζεται κάθε φορά κατά την κατεύθυνση του ανέμου; Το
μεγαλείο του Χριστού υπάρχει ακριβώς στη δύναμή του να κρατά όρθιους τους
ανθρώπους και τα έργα τους είναι η άρνησις της δυνατότητας του ανθρώπου να σταθή
651
Βλ. Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί Περίπατοι. Δεύτερος Κύκλος, ό.π., σ. 386.
290
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βάρδος [= Γιάννης Αποστολάκης], «Το παράπονο του ρολογιού», Ο Νουμάς, τχ. 77,
4 Ιανουαρίου 1904, σ. 2.
248-250.
γνωριμιά με τον Γκαίτε), τχ. 3, Μάιος 1915, σ. 69-85 ( = ΙΙΙ. Στην Ερημιά), τχ. 4,
Ιούνιος 1915, σ. 120-130 ( = IV. Δόξα), τχ. 5-6, Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1915, σ.
291
131-154 ( = V. Φλυαρίες και VI. Η Γερμανία), τχ. 7, Μάιος 1916, σ. 195-205 (=
Επίλογος).
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, Ιούλιος 1919,
σ. 298-359.
Γιάν. Μ. Αποστολάκης, «Μία προσθήκη», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, Ιούλιος
1919, σ. 385-386.
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, Αθήνα, [χ.ε.], 1923 (επανεκδόσεις:
1991).
Γράμματα, τχ. 3, 15 Ιουλίου 1927, σ. 120-121. [Απόσπασμα από το Η Ποίηση στη ζωή
μας]
292
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, Αθήναι,
Κοντομαρής, 1929.
1936.
[χ.ε.], 1937.
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», ανάτυπο εκ του πέμπτου
Αθήναις, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας Α. Ε., 1950 (τρία
κεφάλαια του βιβλίου δημοσιεύτηκαν κατά τα έτη 1945 και 1946 σε τεύχη του
293
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η Εισαγωγή», Πολιτική Επιθεώρησις, τχ. 18, 15
Δεκεμβρίου 1945, σ. 1081-1090.
Γ΄), 1-31 Μαρτίου 1946, σ. 320-336 και τχ. 7-8 (τόμος Γ΄), 1-30 Απριλίου 1946, σ.
425-437.
294
B. ΕΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δημήτρης Αγγελής, Καρφιά στο σώμα. Τέσσερα κείμενα στην κόψη λογοτεχνίας και
θεολογίας, Αθήνα, Αρμός, 2021.
Τέλλος Άγρας, «Πολίτης και Αποστολάκης», Η Πνοή, τχ. 14, Δεκέμβριος 1929, σ.
22-23.
Τέλλος Άγρας, Κριτικά. Γενικά και ειδικά θέματα, τόμος Δ΄, επιμέλεια: Κώστας
Στεργιόπουλος, Αθήνα, Ερμής, 1995.
Δημήτρης Αθανασάκης, «Ο Bergson και το πρόβλημα του χρόνου», Νεύσις, τχ. 16,
Δεκέμβριος 2007, σ. 65-87.
Βασίλης Αλεξίου, «Η γλώσσα του “άλλου” και το “άλλο” της γλώσσας: ένας
διάλογος για το εθνικό και το αλλότριο βασισμένος στην έννοια της “διαλογικότητας”
της Σχολής του Μπαχτίν», Ουτοπία, τχ. 35, Μάιος – Ιούνιος 1999, σ. 121-130.
295
Στυλιανός Αλεξίου (επιμέλεια – εισαγωγές), Διονυσίου Σολωμού: Ποιήματα και Πεζά,
Αθήνα, Στιγμή, 2007.
Γιώργος Ανδρειωμένος, Ο Παλαμάς και η πολιτική στην πρώιμη και ύστερη φάση της
ζωή του, Ι. Σιδέρης, 2014.
Γιώργος Ανδρειωμένος, «Οι κανόνες και ο Παλαμάς», Νέα Εστία, τχ. 1878,
Σεπτέμβριος 2018, σ. 564-579.
296
[Ανυπόγραφο], «Τα ζητήματά μας», Σοσιαλιστικά Φύλλα, τχ. 1, Ιούλιος 1915, σ. 22.
[Ανυπόγραφο], «Έργα του Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 491, Χριστούγεννα 1947, σ.
212.
Γεώρ. Αποστολάκης, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ.
494, 1 Φεβρουαρίου 1948, σ. 189.
Ρένος Ηρ. Αποστολίδης, Κατηγορώ, Αθήνα, [ιδιωτική έκδοση, χ.ε.], 1965, σ. 129-
143.
297
Βενετία Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας,
Αθήνα, Θεμέλιο, 1994.
298
Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης, Ανδρέας Κάλβος. Έργα, τόμος Α΄ (Ποιητικά), μέρος Β΄
(Αδημοσίευτα), Αθήνα, Μπουσείο Μπενάκη, 2021.
Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα
χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940), τόμος Β΄, Αθήνα, Καστανιώτης, 2002.
Αστέριος Αργυρίου, Η Μεγάλη Ιδέα στο έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Ιωάννινα,
Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, 2008.
299
George Andreiomenos, «Greek National Poets and Academic Critics (1926-1960)»,
Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμος
34, 2002-2003, σ. 397-405.
__
Νάσος Βαγενάς (επιμέλεια), Η ελευθέρωση των μορφών. Η ελληνική ποίηση από τον
έμμετρο στον ελεύθερο στίχο (1880-1940), Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης. 1996.
Νάσος Βαγενάς (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου. Επιλογή κριτικών
κειμένων, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 122010.
Βάσος Βαρίκας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και το έργον του», Αλλαγή, τχ. 4, Μάιος –
Ιούνιος 1951, σ. 169-171.
300
Κώστας Βάρναλης, «Λόγια και πράξις (Ο άντρας και η γυναίκα). Ένας διάλογος υπό
Κ. Β. Πρόσωπα: Γιάννης Κολοκυθάκης, μεταφυσικός, και Μαριγούλα, απλοϊκή
γυναίκα», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 14 Ιανουαρίου 1925.
Κώστας Βάρναλης, «Το βασίλειο των σκιών ήτοι ο από ρυτήρος βερμπαλισμός», εφ.
Η Πρωία, 4 και 5 Σεπτεμβρίου 1938.
301
Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά – Κριτικά, τόμοι Α΄ και Β΄, Αθήνα, Κέδρος, 1958.
Γιώργος Βελουδής, «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και η εποχή του», στο: Κώστας
Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Βελουδής,
Αθήνα, Κέδρος, 2000, σ. 157-179.
302
Στέλιος Βιρβιδάκης, «Ποίηση και / ως φιλοσοφία», Ποιητική, τχ. 15, Άνοιξη 2015, σ.
127-178.
Αθηνά Βογιατζόγλου, Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα,
Αθήνα, Κίχλη, 2015.
John Batchelor, Tennyson: To Strive, To Seek, To Find, New York, Pegasus, Norton
Group, 22013.
303
A. J. Butrym (επιμέλεια), Essays on the Essay. Redefining the Genre, Athens [ενν. Η
πόλη των ΗΠΑ], University of Georgia Press, 1989.
__
Ευριπίδης Γαραντούδης, Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της ποίησής του
και της σύγχρονης πρόσληψής της, Αθήνα, Καστανιώτης, 2005.
Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η κριτική πρόσληψη του έργου του Παλαμά. Από το χθες
στο σήμερα», Νέα Εστία, τχ. 1878, Σεπτέμβριος 2018, σ. 514-531.
304
Ρήγας Γκόλφης, «Εισαγωγή στη νεοελληνική πεζογραφία», Τα Νέα Γράμματα, τχ. 10,
Οκτώβριος 1935, σ. 528-536.
__
George Alan Cate (επιμέλεια), The Correspondence of Thomas Carlyle and John
Ruskin, Stanford, Stanford University Press, 1982.
305
James A. Clarke, Gabriel Gottlieb (επιμέλεια), Practical Philosophy from Kant to
Hegel. Freedom, Right, and Revolution, Cambridge, Cambridge University Press,
2021.
__
Κ. Θ. Δημαράς, Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την Τέχνη, Αθήνα, Ίκαρος,
1947.
Κ. Θ. Δημαράς, Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την τέχνη, Αθήνα, Νεφέλη,
3
1989.
Κ. Θ. Δημαράς Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την
εποχή μας, Αθήνα, Γνώση, 92000 (α΄έκδ. 1948).
306
A. Day, Romanticism, London, Routledge, 1996.
Εσύ κ’ Εσύ, «Φιλοσοφικές κουβέντες. Κριτική της κριτικής», Ο Νουμάς, τχ. 460, 18
Δεκεμβρίου 1911, σ. 696.
307
Umberto Eco, Ερμηνεία και Υπερερμηνεία, μετάφραση: Αναστασία
Παπακωνσταντίνου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1993.
Guy Cromwell Field, Ο Πλάτων και η εποχή του. Μια μελέτη γύρω από τη ζωή και τη
φιλοσοφία του 4ου αιώνα π.Χ., μετάφραση: Αντώνιος Η. Σακελλαρίου, Αθήνα,
Γρηγόρης, 2000 (α΄ εκδ. 1972)
Paul H. Fry, Wordsworth and the Poetry of What We Are, New Haven and London,
Yale University Press, 2008.
308
__
Αλέξης Ζήρας, «Οι απροσχεδίαστοι διάλογοι του Κωστή Μπαστιά», στο: Κωστής
Μπαστιάς, Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με 38 συγγραφείς του 20 ου αιώνα,
εισαγωγή – επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας, Αθήνα, Καστανιώτης, 1999, σ. 16-17.
Γεράσιμος Ζώρας, «Πριν από 100 χρόνια. Ο Γιάννης Αποστολάκης πτυχιούχος του
Πανεπιστημίου Αθηνών», εφ. Το Καποδιστριακό, (αριθμός φύλλου: 74), 15
Οκτωβρίου 2005.
__
309
Goethe, Περί Τέχνης, μετάφραση – εισαγωγή: Βασίλης Τομανάς, Αθήνα, Printa,
3
2006.
__
Phillip Hobsbaum, Metre, Rhythm and Verse Form, London, RKP, 1996.
E. J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος,
πραγματικότητα, μετάφραση: Χρύσα Νάντρις, Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1994.
__
310
Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, επιμέλεια: Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα, Εστία: Νέα
Ελληνική Βιβλιοθήκη, 2009 (α΄ έκδ. 1929).
Fredric Jameson (επιμέλεια), Aesthetics and Politics, London – New York, Verso,
1980.
Νίκος Καζαντζάκης, «H. Bergson», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τόμος Β΄,
Οκτώβριος 1912, σ. 310-334 (και σε ανάτυπο: Αθήνα, Τυπογραφείο Μάισνερ και
Καργαδούρη, 1912).
Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήναι, Εκδοτικός Οίκος
Δημ. Δημητράκου, 1946.
311
Γεώργιος Καλοσγούρος, «Φιλολογική αναγέννησις. “Τα μάτια της ψυχής μου” του
Κωστή Παλαμά», Εικονογραφημένη Εστία, τχ. 5, 31 Ιανουαρίου 1893, σ. 74-77.
Ανδρέας Καραντώνης, Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, Αθήνα, Δωδώνη, 1976.
312
Μάρθα Καρπόζηλου, Τεύχη-αφιερώματα των ελληνικών περιοδικών (1879-1997),
Αθήνα, Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, 1997.
Άννα Κατσιγιάννη, «Μορφικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ποίηση του τέλους του
19ου και των αρχών του 20ου αιώνα (συνοπτικό διάγραμμα)», Παλίμψηστον, τχ. 5,
Δεκέμβριος 1987, σ. 159-184.
Ερατοσθένης Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου». Ερμηνευτικά κλειδιά στο
Σολωμό, Αθήνα, Εστία, 2006.
313
Γιώργος Κόκκινος, Βασίλης Μπογιατζής, Αναζητώντας «ιερό καταφύγιο». Ο
Αλέξανδρος Δελμούζος και η σύγχρονή του ελληνική διανόηση, Αθήνα, Ταξιδευτής,
2017.
Δημήτρης Κόκορης, «Κρυστάλλης και λογοτεχνικός κανόνας», Νέα Εστία, τχ. 1886,
Μάρτιος 2021, σ. 103-112.
314
Σπύρος Κουτρούλης, «Η επικαιρότητα του κριτικού Γιάννη Αποστολάκη», στο:
http://koutroulis-spyros.blogspot.com/2013/09/blog-post_15.html, τελευταία
ανάκτηση: 16.12.2019.
__
315
Michael Kimmel, The Gendered Society, Oxford, Oxford University Press, 2000.
__
Peter Lamarque & Stein Haugom Olsen, κεφ. «Literature and Moral Philosophy» της
μελέτης «Literature, Truth, and Philosophy», στο: Truth, Fiction, and Literature,
Oxford, Oxford University Press, 1994, σ. 368-394.
316
Arthur O. Lovejoy, The Great Chain of Being: A Study of the History of an Idea,
Cambridge - MA, Harvard University Press, 1936 (και σε πολλαπλές επανεκδόσεις).
Arthur O. Lovejoy, Essays in the History of Ideas, Baltimore – Maryland, The Johns
Hopkins U. Press, 1948 (διαθέσιμο από 20.09.2019 στο:
https://muse.jhu.edu/book/67837, τελευταία ανάκτηση: 02.01.2020.
Ted Lyon, «Jorge Luis Borges and the Interview as Literary Genre», Latin American
Literary Review, τχ. 44, Χειμώνας 1994, σ. 74-89.
__
Βασίλης Μακρυδήμας, «Η ars poetica του Τάκη Μπαρλά μέσα από δύο
αντικαβαφικές κριτικές του», μικρο-φιλολογικά, τχ. 49, Άνοιξη 2021, σ. 32-38.
317
Τ. Μαλάνος, «Γ. Μ. Αποστολάκη: “Η Ποίηση στη ζωή μας”», Αργώ (Αλεξανδρείας),
τχ. 4-5, 1924, σ. 173-192.
Γ. Α. Μέγας, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, 1
Φεβρουαρίου 1948, σ. 189- 190.
318
Μελέτης Μελετόπουλος, Ιδεολογία του δεξιού κράτους 1949-1967, Αθήνα,
Παπαζήσης, 1993.
Ρένα Μόλχο, «Η αντιεβραϊκή νομοθεσία του Βενιζέλου στον Μεσοπόλεμο και πώς η
δημοκρατία μπορεί να γίνει αρωγός του αντισημιτισμού», Σύγχρονα Θέματα, τχ. 82,
Ιούνιος 2003, σ. 53-59.
Παν. Μουλλάς, «Ιδεαλισμός και κριτική: μερικές οριοθετήσεις», στο: Όψεις της
λαϊκής και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας. 5η Επιστημονική Συνάντηση
αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1994, σ. 65-69 (ΕΕΦΣ,
Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας, Παράρτημα 5).
Παν. Μουλλάς, Η δέκατη μούσα. Μελέτες για την κριτική, Αθήνα, Σοκόλης, 2001.
Τάκης Μπαρλάς, «Ο οργασμός της γερμανικής νεολαίας και ο ηθικός αντίκτυπος της
καταστροφής», εφ. Η Βραδυνή, 14 Φεβρουαρίου 1924 & 15 Φεβρουαρίου 1924.
Γιάννης Κ. Μπαστιάς, «Τα Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά», Γράμματα και
Τέχνες, τχ. 74, Ιούνιος – Σεπτέμβριος 1995, σ. 36-38.
Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου, Τόμος Α΄:
Χρονογραφία – Εργογραφία, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997.
319
Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου: Τόμος Β΄:
Βιβλιογραφία, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997.
Κωστής Μπαστιάς, «Τα νέα βιβλία. Καραγκιόζης ο Μέγας. Σάτιρα του κ. Φώτου
Πολίτη», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 21 Δεκεμβρίου 1924.
Απόστολος Μπενάτσης, «Το Θέλω και το Δύναμαι στην ποίηση του Κρυστάλλη»,
Διαβάζω, τχ. 326, 5 Ιανουαρίου 1994, σ. 60-65.
320
Παντελής Μπουκάλας, Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της
ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, Αθήνα, Άγρα, 22017.
Παντελής Μπουκάλας, Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική
ποίηση, Αθήνα, Άγρα, 2017.
Παντελής Μπουκάλας, Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα. Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν
υπερβολή, Αθήνα, Άγρα, 2019.
Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Ιστορίες του πολέμου, Αθήνα, [χ.ε.], 1930.
__
321
Peter Mackridge, Διονύσιος Σολωμός, μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ,
Αθήνα, Καστανιώτης, 1995.
D. Martens & M. Watthee – Delmotte, «The Literary Interview: a Study of the Genre
and its Mediological Mutations», Literature and Media Innovation, 2017, αναρτημένο
στο: http://lmi.arts.kuleuven.be/project-1-literary-interview-study-genre-and-its-
mediological-mutations, τελευταία ανάκτηση: 05.11.2020.
Rena Molho, «Les Juifsen Grèce au XXe siècle», Matériaux pour l' histoire de notre
temps, τχ, 71, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2003, σ. 39-48.
__
Ιωάννα Ναούμ, Μειδίαμα αλγεινόν (1860-1930). Η ποιητική του κλαυσίγελου και ίχνη
της ρομαντικής γενεαλογίας της, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Τμήμα Φιλολογίας, 2007.
322
Φρίντριχ Νίτσε, Ιστορία και ζωή, μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα,
Γνώση, 1993.
Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας,
Θεσσαλονίκη, Πανοπτικόν, 2012.
Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και Σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη
δεκαετία του ’30, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2021.
__
Devin Naar, Jewish Salonica: Between the Ottoman Empire and Modern Greece,
Stanford, Stanford University Press, 2016.
323
Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ένας ποιητής», Παναθήναια, τχ. 76, 30 Νοεμβρίου 1903, σ.
97-102.
Μάριος Ορφανός, Η Εθνική Ένωσις Ελλάς και το Πογκρόμ του Καμπέλ μέσα από τον
Τύπο [=διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία], Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο – Τμήμα
Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, 2013.
__
Κωστής Παλαμάς, «Το έργο του Κρυστάλλη», εφ. Εφημερίς, 10, 11 και 12 Μαΐου
1894.
324
Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος Β΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά & Εκδόσεις
Μπίρης, 1962.
Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος Η΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά & Εκδόσεις
Μπίρης, 1966.
Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος ΙΣΤ΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά & Εκδόσεις
Μπίρης, 1969.
Αλέξ. Πάλλης, Η Ιλιάδα μεταφρασμένη από τον Αλέξ. Πάλλη, Παρίσι, Τυπογραφείο
Chaponet, 1904.
Αννίτα Π. Παναρέτου, «Το περιοδικό “Το Νέον Κράτος”», Τεύχη του Ε.Λ.Ι.Α., τχ. 3,
Ιανουάριος 1993, σ. 129-168.
325
Ελευθερία Παπαστεφανάκη, Αριστερή Παιδαγωγική Σκέψη στην Ελλάδα (1910-1951).
Από το αστικό σχολείο εργασίας στον πολυτεχνισμό, Αθήνα, Εθνικό Κέντρο
Κοινωνικών Ερευνών, 2020, ψηφιακό βιβλίο αναρτημένο στο:
https://ebooks.epublishing.ekt.gr/index.php/ekke/catalog/book/53, τελευταία
ανάκτηση: 10.02.2021.
Μιχάλης Πιερής (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών
κειμένων, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003.
326
Δημήτρης Πικιώνης, Κείμενα, πρόλογος: Ζήσιμος Λορεντζάτος, επιμέλεια: Αγνή
Πικιώνη, Μιχάλης Παρούσης, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 52014.
327
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1978.
Λίνος Πολίτης, Γύρω στο Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982), Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ.,
1995.
Φώτος Πολίτης, «Η Ποίηση στη ζωή μας», εφ. Πολιτεία, 1 Αυγούστου 1923.
328
Α. Πωγωνίτης [= Βασίλης Καραφύλλης], Οι Σκελετοί των ονείρων, Θεσσαλονίκη,
Νίκος Σ. Ζλατάνος, 1939.
__
Bertrand Russell, «The Philosophy of Bergson», The Monist, τχ. 3, 1 Ιουλίου 1912, σ.
231-347.
__
329
Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ο Παλαμάς και η κρίση του στίχου, Αθήνα, Νεφέλη, 2007.
Άγγελος Σικελιανός, Πρόλογος στη Ζωή, τόμος Α΄(= Η Συνείδηση της Γης μου),
Αθήνα, Τυπογρ. «Εστία», 1915.
Άγγελος Σικελιανός, Πρόλογος στη Ζωή, τόμος Β΄(= Η Συνείδηση της Φυλής μου),
Αθήνα, Τυπογρ. «Εστία», 1915.
Άγγελος Σικελιανός, Πρόλογος στη Ζωή, τόμος Γ΄(= Η Συνείδηση της Γυναίκας),
Αθήνα, Τυπογρ. «Εστία», 1916.
Άγγελος Σικελιανός, Πρόλογος στη Ζωή, τόμος Δ΄(= Η Συνείδηση της Πίστης),
Αθήνα, Τυπογρ. «Εστία», 1917.
Σωτήρης Σκίπης, «Ποίηση και Μεταφυσική», στο: Κάτω από το δέντρο της ζωής.
Δοκίμια και πορτραίτα, Αθήνα, [χ.ε.], 1938, σ. 69-86.
330
Γ. Σκληρός, Το κοινωνικό μας ζήτημα, Αθήναι, Εκδόσεις Σοσιαλιστικού Κέντρου,
2
1922.
Πέτρος Σπανδωνίδης, «Γιάννη Αποστολάκη “Τα τραγούδια μας”», Ρυθμός, τχ. 11-12,
Ιούλιος – Αύγουστος 1934, σ. 362-364.
Γερ. Σπαταλάς, «Η Ποίηση στη ζωή μας» και η εγωπάθεια, η άγνοια και η ακρισία του
κ. Γ. Αποστολάκη, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Ι. Βασιλείου,1923.
331
Ιωάννης Συκουτρής, «Γιάννη Αποστολάκη, Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄ Οι
συλλογές. Αθήναι 1929», Byzantinisch – Neugriechisshe Jahrbucher, τ. 7, 1928-1929,
σ. 499-514.
Ιωάννης Συκουτρής, «Γύρω από το ζήτημα των κριτικών εκδόσεων της λογοτεχνίας
μας II» [Απαντητική επιστολή στον Λίνο Πολίτη μέσω του περιοδικού Τα Νέα
Γράμματα], Τα Νέα Γράμματα, τχ. 4, Απρίλιος 1936, σ. 347-359.
Ιωάννης Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, Αθήναι, Εκδόσεις του Αιγαίου, 1956.
Συλλογή Δημωδών ασμάτων της Ηπείρου υπό Π. Αραβαντινού, εκδιδομένη υπό των
υιών αυτού, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Πέτρου Περρή, 1880.
__
Londa Schiebinger, Ο νους δεν Έχει φύλο; Οι γυναίκες στις απαρχές της νεωτερικής
επιστήμης, μετάφραση: Κατερίνα Αραμπατζή, Αθήνα, Κάτοπτρο, 2006.
332
J. Salwyn Shapiro, «Thomas Carlyle, Prophet of Fascism», The Journal of Modern
History, τχ. 2, Ιούνιος 1946, σ. 97-115.
David R. Sorensen, «A failure of faith: Herbert Grierson, Thomas Carlyle, and the
British Academy “Master Mind” Lecture of 1940», British Academy Review, τχ. 21,
Ιανουάριος 2013, σ. 39-43.
Zeev Sternhell, Ο αντι-διαφωτισμός. Από τον 18ο αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο,
επιμέλεια: Αλέξανδρος Κιουπκιολής, μετάφραση: Άννα Καρακατσούλη, Αθήνα,
Πόλις, 2009.
__
[Δ. Π. Ταγκόπουλος], «Σημ. του “Νουμά”», Ο Νουμάς, τχ. 483, 23 Ιουνίου 1912, σ.
358.
333
Νίκος Α. Τέντας, Άνθος Πωγωνίτης. Ο ηπειρώτης εργάτης ποιητής, Θεσσαλονίκη,
Ερωδιός, 2004.
334
Τραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Graeciae recentioris, Εdidit Arnoldus
Passow, Lipsiae, In Aedibus B. G. Teubneri, MDCCCLX [= 1860].
Δημ. Τσάκωνας, Ιδεαλισμός και μαρξισμός στην Ελλάδα, Αθήνα, Κάκτος, 1988.
335
Ν. Μ. Τσουρές [= Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος], «Αύγουστος (διήγημα)», Νέα
Εστία, τχ. 1813, Ιούλιος – Αύγουστος 2008, σ. 91-102.
Dimitris Tziovas (επιμέλεια), Greek Modernism and Beyond, Oxford and New York,
Rowman & Littlefield Publishers, 1997.
__
336
Γεώργιος Μιχ. Φρατζής, «Με αφορμή μιαν έκδοση, επιστολή του Γ. Κ. Κατσίμπαλη
προς το Γ. Ζερβό: Παλαμάς versus Σολωμός», στο: Elisabeth Close, Michael
Tsianikas and George Frazis (επιμέλεια), Greek Research in Australia: Proceedings
of the Biennial International Conference of Greek Studies, Flinders University April
2003, Adelaide, Flinders University Department of Languages – Modern Greek, 2005,
σ. 735-754, αναρτημένο στο: https://dspace.flinders.edu.au/xmlui/handle/2328/8164,
τελευταία ανάκτηση: 23.08.2020.
337
Χάινριχ Χάινε, Η Ρομαντική Σχολή, μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, μετάφραση
ποιημάτων: Τζένη Μαστοράκη, Αθήνα, Στιγμή, 1993.
Γιάννης Χατζίνης, «Ab imo pectore», Νέα Εστία, τχ. 508, 1 Σεπτεμβρίου 1948, σ.
1079-1081.
[Γιάννης] Ψυχάρης, «Ένα γράμμα», Αργώ (Αλεξανδρείας), τχ. 4-5, 1924, σ. 200.
Πέτρος Ωρολογάς, «Το πρόβλημα του θανάτου», Το Νέον Κράτος, τχ. 30, 29
Φεβρουαρίου 1940, σ. 405-409.
__
F. I. Zeitlin, Playing the Other: Gender and Society in Classical Greek Literature,
Chicago & London, University of Chicago Press, 1996.
__
338
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Α
Αβδελά, Έφ. 229
Αγγελάτος, Δ. 246
Αγγελής, Δ. 254, 273
Άγρας, Τ. 267
Αθανασάκης, Δ. 271
Αιακός, Αντ. 230
Αισχύλος 34, 69, 70, 71, 81, 104, 123, 141
Αλεξίου, Β. 10
Αλεξίου, Στ. 235, 243
Αλή πασσάς 160
Αλιβιζάτος, Ν. 239
Αλιμπέρτης, Σπ. 18, 22, 25, 28, 36, 37, 38, 40, 41, 287
Αλισανδράτος, Γ. Γ. 96
Αμπατζοπούλου, Φρ. 8, 245, 265
Αναγνωστάκη, Ν. 266
Αναστασιάδης, Σπ. [= Αλιμπέρτης, Σπ.] 28
Ανδρειωμένος, Γ. 53, 109, 195, 235, 258, 285
Ανδρόνικος, Μ. 222, 223, 224
Ανδρούτσος, Οδ. 167
Αντζουλή, Λ. 69
Αποστολάκη, Χρ. 16
Αποστολάκης, Γ. 17, 18, 261
Αποστολάκης, Μιχ. Ι. [= πατέρας Γ. Αποστολάκη] 16
Αποστολάκης, Μιχ. Ι. [= υιός Γ. Αποστολάκη] 19, 232, 233
Αποστολίδης, Ηρ. Ν. 250
Αποστολίδης, Ρ. Ηρ. 250
339
Αποστολίδου, Β. 27, 76, 95, 111, 246
Αραβαντινός, Π. 11, 24, 126, 153, 154, 156, 157, 160, 161, 162, 163, 164, 166, 275,
276
Αράγης, Γ. 18, 246
Αραμπατζή, Κ. 74
Αραμπατζίδου, Λ. 5, 46, 103, 222, 226
Αρβανιτάκης, Δ. 195, 229
Αργυρίου, Αλ. 53, 266, 278
Αργυρίου, Αστ. 201
Αρζόγλου, Ιορδ. 181
Αριστοφάνης 141
Αρμάος, Δ. 285
Αυγελής, Ν. 45
Αυγέρης, Μ. 241, 249, 250
Αυδίκος, Ε. 207
Β
Βαγενά, Χρ. 279
Βαγενάς Ν. 101, 195, 235, 278
Βαλαωρίτης, Αρ. 11, 12, 23, 87, 89, 95, 108, 109, 124, 171, 172, 188, 201, 202, 203,
204, 205, 207, 211, 213, 214, 217, 233, 258, 266, 277, 281
Βαμβέτσος, Αλ. Β. 39, 40
Βάρδος [= Αποστολάκης, Γιάννης] 22, 28, 29
Βαρελάς, Λ. 92, 240
Βαρίκας, Β. 264, 265, 267
Βάρναλης, Κ. 84, 87, 100, 118, 120, 176, 177, 180, 181, 182, 183, 184, 201, 246, 247,
250, 259, 278, 283
Βάσσης, Θ. 118
Βαφόπουλος, Γ. Θ. 221, 222, 267
Βεζανής, Δ. Σ. 51, 254, 255
Βέης, Ν. Α. 53, 234, 235, 269
Βελέλης, Λ. 227, 228, 229, 230
Βελουδής, Γ. 14, 84, 114, 117, 123, 235, 246
Βενιζέλος, Ελ. 40, 215, 229
Βιζυηνός, Γ. Μ. 27, 218
Βιρβιδάκης, Στ. 29, 30
Βιστωνίτης, Αν. 50
Βλαστός, Π. 60, 79
Βλάχος, Άγγ. 242
Βογιατζίδης, Ι. Δ. 52
Βογιατζόγλου, Αθ. 107, 257
Βουτουρής, Παντ. 60, 79, 246
Βύρων, Λ. 44, 273
340
Γ
Γαβριηλίδης, Βλ. 73, 75
Γαβρόγλου, Κ. 19
Γαζή, Έφ. 230
Γαλανάκης, Θ. 131
Γαραντούδης, Ευρ. 51, 107, 109, 195, 236, 246
Γεωργούλης, Κ. Δ. 46
Γεωργουσόπουλος, Κ. 5, 267
Γιαννιός, Ν. 251
Γιωτοπούλου, Δ. 105
Γκαίτε(ς) 22, 37, 47, 48, 50, 56, 60, 81, 114, 117, 123, 177, 178, 180, 181, 182, 219,
220, 233, 266, 270, 281, 289
Γκρας, Γκρύντερ 73
Γκόλφης, Ρ. 282
Γκούρας, Γ. [= Μηλιάδης, Γ.] 177
Γουλιάμος, Κ. 266
Γουνελάς, Χ. – Δ. 78, 79, 192, 265
Γουόρντζγουορθ, Γ. 117
Γρατσιάτος, Γ. 27
Γρυπάρης, Ι. 11, 68, 87, 101, 102, 170, 171, 173, 211, 277
Δ
Δάλλας, Γ. 266
Δάντης 117
Δελβερούδη, Ελ. Άνν. 229
Δεληβοριά, Γ. 14
Δελμούζος, Αλ. 19, 41, 214, 215, 216, 223, 224, 227, 228, 230, 240, 241, 260, 281
Δεμερτζής, Κ. 216
Δενδρινός, Σπ. 178
Δερτιλής, Γ. 239
Δέσποινα [= Παναγία] 155
Δετζώρτζης, Ν. 282
Δημάκος, Ι. 219
Δημαράς, Κ. Θ. 18, 53, 109, 117, 238, 239, 240, 242, 252, 254, 260
Δημητράκος, Γ. Σ. 215
Δημητριάδης, Δ. Λ. 22
Δημοκίδης, Δ. 178
Διάκος, Αθ. 203
Διγενής, Ορ. [= Θεοτοκάς, Γ.] 252
Δούκαρης, Δ. 198
Δούκας, Στρ. 241
Δρακόπουλος, Δ. 14
341
Ε
Έγελος 94, 176
Εγώ και Συ [= αταύτιστο ψευδώνυμο] 38, 39, 40, 262, 272
Έκερμαν(ν), Γ. Π. 48, 178
Ελεοπούλου, Καλλ. 69, 70
Ελύτης, Οδ. 278, 285
Ένγκελς, Φρ. 52
Επισκοπόπουλος, Ν. 107
Ευαγγελίδης, Μαργ. 27
Ευριπίδης 32, 33, 34, 104, 105
Ζ
Ζαμπέλιος, Σπ. 11, 125, 126, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 136, 137, 139, 140,
142, 153, 154, 155, 156, 166, 266, 275
Ζάννας, Αλ. 41, 214
Ζαχαριάδης, Ν. 51
Ζεβελάκης, Γ. 239
Ζερβός, Γ. Κλ. 283
Ζήρας, Αλ. 5, 120, 241, 248, 259, 266
Ζώρας, Γερ. Γ. 16, 26, 27, 237
Ζώρας, Γ. 234, 235, 237
Η
Ηλιού, Φ. 27
Θ
Θανασάς, Π. 45
Θέμελης, Γ. 236
Θέμελης, Π. 231
Θεοδωρίδης, Χ. 19, 41, 52, 53, 214, 215, 216, 230, 231
Θεοτοκάς, Γ. 164, 252
Θεοτόκης, Κ. 76
Θουκυδίδης 141
Θρύλος, Άλκ. [= Ουράνη, Ελ.] 107
Θωμαδαίος [= Τομαζέος, Ν.] 134
Ι
Ίδας [= Δραγούμης, Ί.] 38
Ιουσούφ, Αράπης 160
Ίψεν, Ερρ. 104
Ιωάννης [= Ευαγγελιστής] 59
342
Κ
Κ. Β. [=Βάρναλης, Κ.] 120, 177, 180, 181, 182, 183, 247
Κ. Δ. Τ. [=Τσάτσος Κ.] 254
Καβάφης, Κ. Π. 11, 87, 102, 103, 171, 211, 222, 253, 277
Καββαδία, Δ. 52
Καβουλάκος, Κ. 45
Καζαντζάκης, Ν. 60, 79, 100, 148, 149, 150, 178, 198, 278
Κάιν 273
Κακριδής, Ι. Θ. 223, 227, 230
Κάλβος, Ανδρ. 11, 88, 89, 124, 171, 172, 194, 195, 196, 197, 198, 200, 201, 217, 218,
233, 234, 235, 236, 249, 266, 277, 281, 283
Καλογιάννης, Γ. Χ. 7
Καλοσγούρος, Γ. 89, 93, 94, 217
Κάλφας, Β. 181
Καμπύσης, Γ. 10, 23, 25, 60, 61, 62, 63, 90, 276
Καντ, Ιμμ. 18, 26, 27, 45, 270
Καρακάση, Κ. 178
Καρακατσούλη, Άνν. 50
Καραμανωλάκης, Β. 19
Καραμπελιάς, Γ. 52
Καραντώνης, Αντρ. 245, 251, 278
Καράογλου, Χ. Λ. 7, 98
Καραπαναγιώτης, Ε. 149
Καρατσινίδου, Χρ. 10
Καραφύλλης, Β. [= Πωγωνίτης, Άνθ.] 282
Καρθαίος, Κ. 259
Καρλάιλ, Θ. / Τ. 22, 47, 48, 49, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 76
Καρλάυλ, Τ. 10, 25, 33, 40, 41, 45, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 54, 57, 75, 76, 87, 148, 178,
222, 245, 259, 270
Καρπόζηλου, Μ. 260
Καρπούζα-Καρασάββα, Δ. 223, 224, 281
Καρυωτάκης, Κ. 87, 100, 101, 278
Κασίνης, Κ. Γ. 246
Καστρινάκη, Αγγ. 125
Κατσιγιάννη, Άνν. 100
Κατσικερός, Αθ. 15
Κατσίμπαλης, Γ. 245, 283
Καψωμένος, Ερ. 209, 235
Κεκροπούλου, Ε. 45
Κεραμόπουλος, Αντ. Δ. 230
Κεχαγιόγλου, Γ. 115, 234, 243, 268, 269
Κητς, Τζ. 117
Κικέρων 27
343
Κιουπκιολής, Αλ. 50
Κόκκινος, Γ. 53, 228, 258
Κόκορης, Δ. 5, 6, 49, 51, 93, 100, 120, 150, 207, 250, 278
Κονδύλη, Μ. 13
Κονταξάκη, Ι. 50
Κόντογλου, Φ. 241
Κοτζιούλας, Γ. 257
Κουγέας, Σ. 26
Κουκουλές, Φ. Ι. 34
Κουμής, Μ. 131
Κουταλίδας, Γ. 161
Κουτρούλης, Σπ. 250
Κουχτσόγλου, Γ. 17, 27, 28, 46, 99, 118, 125, 261, 270
Κριαράς, Εμμ. 234, 235, 267
Κριτσέλη, Γ. 69
Κρυστάλλης, Κ. 11, 12, 24, 87, 124, 162, 171, 172, 188, 201, 204, 205, 206, 207, 208,
209, 210, 211, 212, 241, 242, 243, 244, 266, 277
Κυπαρίσσης, Β. 232, 233
Κωνσταντινίδης, Γ. [= Σκληρός, Γ.] 17, 73, 75
Κωτίδης, Αντ. 177
Κώττα, Β. 226
Λ
Λαδογιάννη, Γ. 246, 259
Λαλό, Σ. 182
Λαμαρτίνος, Αλφ. Ντ. 44
Λαμπρέλλης, Δ. Ν. 60, 79
Λάμπρου, Π. 134, 135, 136
Λάμπρου, Σπ. 134
Λαουμτζή, Στ. 103
Λαούρδας, Β. 33, 112, 126, 262
Λασκαράτος, Α. 134
Λαφαζάνη, Δ. 229
Λιάκος, Αντ. 285
Λιάνη, Τ. 178
Λορεντζάτος, Ζ. 36, 287
Λορεντζάτος, Π. 26, 267
Λούβαρις, Ν. 216
Λυκιαρδοπούλου, Άρτ. 17
Μ
Μ. Α. [= Αυγέρης, Μ.] 241, 250
Μαβίλ(λ)ης, Λορ. 11, 40, 68, 87, 96, 97, 107, 108, 170, 171, 211, 217, 218, 233, 277,
281
344
Μακρής, Δ. Ν. 18
Μακρόπουλος, Ι. 228
Μακρυδήμας, Β. 166, 253
Μαλακάσης, Μ. 255
Μαλάνος, Τ. 120, 121, 248
Μαλατάκης, Β. 106
Μαλαφάντης, Κ. Δ. 219
Μάξιμος, Δ. 40
Μαρκεζέλι – Λούκα, Λ. 120
Μαρκοράς, Γερ. 217, 233, 281
Μαρξ, Κ. 52
Μαστοράκη, Τζ. 180
Μαστροδημήτρης, Π. 201
Ματθαίος [= Ευαγγελιστής] 207
Ματθιόπουλος, Ευγ. Δ. 229
Μαυρέλος, Ν. 107
Μαυρογορδάτος, Γ. 215
Μαυρομούστακος, Πλ. 104
Μαυροσκούφης, Δ. Κ. 53, 214, 216, 229
Μεγάλου – Σεφεριάδη, Λ. 123
Μέγας, Γ. Α. 261, 262
Μελάς, Σπ. 248, 260, 262
Μελετόπουλος, Μ. 64, 264
Μενάρδος, Σ. 26
Μεταξάς, Ι. 52, 257, 258
Μηλιάδης, Γ. [βλ. και Γκούρας, Γ.] 177, 178, 241
Μητσάκης, Καρ. (Κάρολος) 221
Μικέ, Μ. 27, 246
Μιστριώτης, Γ. 28
Μιχαλάκης [= Αποστολάκης, Μιχαήλ Ι.] 232, 233
Μόλχο, Ρ. 229
Μόντι, Β. 117
Μουλλάς, Π. 15, 25, 27, 246, 265
Μπαλάνος, Δ. Σ. 216, 256
Μπάμπου-Παγκουρέλη, Χρ. 48
Μπάρκουλα, Χ. 19
Μπαρλάς, Τ. 166
Μπαστιάς, Γ. Κ. 240, 249, 251, 258, 259, 260, 284
Μπαστιάς, Κ. 5, 106, 119, 120, 231, 240, 241, 248, 249, 251, 255, 258, 259, 260, 284,
289, 290
Μπάυρον, Λ. 192
Μπελέζος, Δ. 178
Μπενάτσης, Απ. 209
Μπερλής, Άρ. 289
345
Μπερξόν, Ανρ. 148, 149, 150, 271
Μπλουμ, Χ. 285
Μπογιατζής, Β. 228
Μποτουροπούλου, Ιφ. 149
Μπουκάλας, Π. 8, 47, 77, 126, 134, 172, 243, 245, 265, 289
Μπουρνιάς, Αλ. 40, 287
Μπουρνιάς, Ι. Α. 39, 40
Μπούτουρας, Αθ. Χ. 30, 32
Μπράουνινγκ, Ρ. 289
Μυριβήλης, Στρ. 259
Ν
Νάντρις, Χρ. 230
Ναούμ, Ι. 7, 180
Νικήτας, Ζ. 61
Νικολάου, Γ. 219
Νικολούδης, Θ. 40
Νίτσε, Φρ. 60, 74, 75, 79, 165, 166, 246
Νοβάλις 50
Νούτσος, Π. 251
Ντελόπουλος, Κ. 28, 38
Ντίλταϋ, Β. 64, 271
Ντουνιά, Χρ. 118, 252
Ξ
Ξενόπουλος, Γρ. 102, 104, 206, 212, 277
Ξύδης, Θ. 259, 260
Ο
Όθων [= τ. Βασιλεύς της Ελλάδος] 88
Όμηρος 91
Ορφανός, Μ. 229
Ουράνης, Κ. 107
Π
Πάγκαλος, Γ. 73
Παιονίδης, Φ. 68, 175
Παλαμάς, Άλκ. 163
Παλαμάς, Κ. 10, 38, 50, 51, 60, 64, 65, 66, 68, 73, 74, 78, 79, 87, 89, 94, 95, 107,
108, 109, 110, 111, 124, 163, 170, 171, 188, 201, 206, 211, 212, 218, 222, 225, 233,
237, 239, 244, 245, 246, 251, 254, 255, 267, 276, 281, 283, 284, 285
Πάλλης, Αλ. 91, 92, 93
Παναγιωτάκης, Ν. Μ. 141
Παναρέτου, Ανν. Π. 53, 258
346
Παντελιά, Στ. 121, 265
Παντζαλή, Ελ. 224
Παπαγεωργίου, Κ. Γ. 265
Παπαδημητρίου, Γ. 46
Παπαδόπουλος, Γ. 198
Παπαδόπουλος, Ι. 230
Παπάζογλου, Χρ. 101
Παπαθεοδώρου, Γ. 201
Παπακωνσταντίνου, Αν. 13
Παπακώστας, Γ. 178
Παπανούτσος, Ε. Π. 41, 53, 214, 251
Παπαστεφανάκη, Ελ. 227
Παπατσώνης, Τ. 252, 253, 254
Παππαδάκις, Ν. 230
Παππάς, Ν. 53
Πάργας, Στ. 40
Παρίση, Αρ. 14
Παρίσης, Γ. 14
Παρούσης, Μ. 36, 287
Πάτσιου, Β. 74
Παύλου, Κ. 116
Πελεκίδης, Ε. 227, 228
Πενολίδης, Θ. 45
Πεσμαζόγλου, Στ. 239
Πετμεζάς, Σ. 229
Πετρόπουλος, Δ. Α. 262
Πεχλιβάνος, Μ. 9, 246
Πιερής, Μ. 102, 103
Πικιώνη, Α. 36
Πικιώνης, Δ. 36, 241, 287
Πίνδαρος 173
Πλάτων 45, 141, 181, 192, 231, 288
Πόε, Ε. Α. 117, 118
Πολέμη, Π. 27
Πολέμης, Γ. 286
Πολίτης, Αλ. 8, 59, 131, 132, 134, 138, 218, 221, 224, 234, 240, 243, 245, 265, 285
Πολίτης, Άλκ. 16
Πολίτης, Γ. 16, 17, 18, 25, 73, 218, 224
Πολίτης, Λ. 16, 88, 121, 234, 235, 238, 243, 244, 246, 288
Πολίτης, Νικόλαος 11, 16, 24, 25, 26, 126, 129, 130, 138, 139, 140, 141, 142, 143,
144, 145, 146, 147, 148, 150, 151, 153, 154, 155, 156, 166, 260, 266, 267, 275
Πολίτης, Νίκος 177
Πολίτης, Φ. 16, 17, 23, 106, 107, 177, 178, 179, 180, 181, 182, 183, 205, 240, 248,
249, 260, 267
347
Πολίτιδες 287
Πολίτου – Μαρμαρινού, Ελ. 219, 220
Πολυλάς, Ι. 62, 91, 96, 189, 277
Πολυχρονάκης, Δ. 91
Ποριώτης, Ν. 40
Πορφύρας, Λ. 11, 87, 97, 98, 108, 112, 171, 211, 277
Πυλαρινός, Θ. 97
Πωγωνίτης, Άνθ. [= Καραφύλλης, Β.] 282, 283
Ρ
Ράλλη, Ι. 86, 278
Ράλλης, Ι. 216
Ρασπίτσος, Κ. 64
Ρίτσος, Γ. 278
Ροΐδης, Εμμ. 62, 89, 90, 91, 93, 276, 277
Ρουσσόπουλος, Ν. 216
Ρουστοπάνη-Neumann, Β. 14
Ρώμας, Χ. Γ. 14
Ρώτα, Μαρία Σ. 40
Σ
Σαββίδης, Γ. Π. 69, 198
Σαίξπηρ, Ο. [Σαικσπείρος / Σαίκσπηρ] 54, 55, 81, 91, 92, 104, 117, 123, 219, 220,
223, 233, 281
Σακελλαρίου, Γ. 227, 228
Σακελλαρίου, Αντ. Η. 45
Σακελλαρόπουλος, Τ. 229
Σαμουήλ, Αλ. 109
Σαραντάκος, Ν. 19
Σαρίκας, Ζ. 74, 166
Σβορώνος, Ν. 53
Σέλλεϋ, Π. 117
Σεφέρης, Γ. 68, 69, 270, 278
Σηφάκης, Γ. Μ. 131, 234, 243
Σιγάλας, Αντ. 251
Σικελιανός, Άγγ. 87, 100, 201, 278
Σίλερ, Φρ. 266, 270
Σκίπης, Σ. 256
Σκληρός, Γ. [= Κωνσταντινίδης, Γ.] 17, 73, 74, 75
Σκουτερόπουλος, Ν. Μ. 166, 180
Σλάιερμαχερ, Φρ. 64, 270
Σολωμός, Δ. 5, 11, 12, 33, 47, 59, 65, 67, 68, 81, 83, 84, 86, 88, 89, 90, 91, 93, 94, 96,
105, 106, 111, 112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119, 121, 122, 123, 124, 125, 135,
140, 163, 167, 168, 170, 171, 172, 173, 174, 176, 178, 180, 184, 185, 186, 187, 188,
348
189, 194, 195, 201, 202, 204, 205, 207, 211, 213, 217, 218, 220, 222, 232, 233, 234,
235, 236, 241, 243, 246, 247, 249, 250, 251, 253, 256, 266, 269, 274, 277, 281, 283,
284, 285, 289
Σοπεν(χ)άουερ, Άρθ. 87, 97, 108
Σούτσος, Αλ. 88, 89
Σοφοκλής 34, 35, 104, 105
Σπαθαράκης, Κ. 15
Σπανδωνίδης, Π. Σ. 120, 247, 255, 256
Σπαταλάς, Γερ. 252
Σταμάτης, Κ. 245
Σταυρίδου – Πατρικίου, Ρ. 7, 17, 73
Στεργιόπουλος, Κ. 267, 278
Στεργιούλας, Δ. 246
Στεφανίδης, Δ. Σ. 215
Στεφανόπουλος, Θ. Κ. 69
Συκουτρής, Ι. 151, 152, 153, 266, 267, 269, 282, 287, 288
Σύψωμος, Δ. [= Πορφύρας, Λ.] 112
Σφενδόνης, Ν. 225
Σωκράτης 181, 259
Σωτηριάδης, Γ. 227, 228, 230
Τ
Ταβαρτζόγλου, Κ. 285
Ταγκόπουλος, Δ. Π. 28, 36, 37, 38, 40, 277
Τανάλιας, Δ. [= Βάρναλης, Κ.] 100, 259
Τένυσσον, Άλ. 289
Τέντας, Ν. Α. 283
Τερζής, Ν. Π. 215, 227
Τζιόβας, Δ. 47, 77, 246, 265
Τικτοπούλου, Κ. 234, 274
Τομαζέος, Ν. 134
Τομανάς, Β. 2
Τομανάς, Κ. 225
Τοντορόφ, Τσβ. 279
Τριανταφυλλίδης, Μ. 19, 41, 214, 216, 238
Τριανταφυλλόπουλος, Ν. Δ. 237
Τσακνιάς, Σπ. 266
Τσάκωνας, Δ. Γρ. 262, 263, 264
Τσαλδάρης, Π. 215, 228
Τσαντσάνογλου, Ελ. 234
Τσάτσος, Κ. 51, 254, 283
Τσεσμελή, Στ. Ν, 219
Τσιριμώκος, Ι. 107
Τσιριμώκος, Μ. 250
349
Τσιριμώκου, Λ. 246
Τσιτσιρίδης, Στ. 69
Τσολάκης, Χρ. 121
Τσούντας, Χρ. 26
Τσουρές, Ν. Μ. [= Τριανταφυλλόπουλος, Νίκος Δ.] 237
Τυπάλδος, Ι. 217, 233, 281
Τωμαδάκης, Ν. Β. 234, 235, 237
Υ
Υφαντής, ∆. 64
Φ
Φ. Π. [= Πολίτης, Φ.] 177, 179, 181, 182, 183
Φαρδής, Ν. 229
Φίχτε, Γ. Γκ. 50
Φοριέλ, Κλ. 134
Φούκας, Β. Α. 5, 41, 214, 215, 216, 217, 219, 221, 224, 225, 226, 227, 228, 229, 230,
232, 233, 281
Φρατζής, Γ. Μιχ. 283
Φριλίγγος, Αδρ. 175
Φωτεινός, Ηλ. 203
Φωτοπολίτηδες 283
Χ
Χάινε, Χ. 180
Χαλκούση, Κ. 19
Χαραλάμπη, Μ. 45
Χαριτωνίδης, Χ. 230
Χατζηδήμου, Κ. 86, 278
Χατζημιχάλη, Αγγ. 250
Χατζής, Αντ. 227, 228
Χατζίνης, Γ. 256
Χατζίσκος, Δ. 215
Χατζόπουλος, Κ. 17
Χέγκελ 45, 270
Χίτλερ, Αδ. 50, 198
Χορν, Παντ. 107
Χρηστοβασίλης, Χ. 142
Χριστιανόπουλος, Ντ. 207
Ψ
Ψάλτη, Μ. 111
Ψυχάρης, Γ. 38, 89, 105, 106, 107, 120, 121
350
Ω
Ωρολογάς, Π. 53, 120
______________
A
Abrams, M. H. 14
Adorno, Th. W. 14
Andreiomenos, G. 235, 246
B
Batchelor J. 289
Beaton, R. 234, 243
Bercson, Η. 150
Bergson, H. 149, 150, 271
Berlin, Is. 46
Bloom, H. 285
Borges, J. L. 119
Brooker, P. 272, 278
Butrym, A. J. 13
C
Campbell, I. 48
Carlyle, Th. 46, 47, 48, 50, 178, 246
Cate, G. Al. 48
Chevrel, Y. 123
Clarke, J. A. 9
Clauss, C. H. 14
Close, El. 283
Conrad, J. 14
Crampé, B. 173
D
Day, A. 87, 122
Dettanoi, G. 13
Diels, 17
Dilthey, W. 64
E
Eckermann, J. P. 178
Eco, Umb. 13, 117
Ekerry, P. 47
Emersleben, L. 64
Eynsteinsson, Astr. 278
351
F
Faulkner, P. 278
Fauriel, Cl. 132, 133
Field, G. Cr. 45
Frazis, G. 283
Fry, P. H. 117
Furst, L. R. 86, 122
G
Gellner, Ern. 229
Genette, G. 173
Grierson, H. 48
Goethe, J. W. 2, 44, 205
Gottlieb, G. 9
H
Hardy, H. 46
Harrison, Th. J. 14
Hartman, Ch. O. 278
Hegel, G. W. Fr. 9, 45
Hill, M. 47
Hobsbaum, Ph. 278
Hobsbawm, E. J. 230
Hoffmeister, G. 86, 122
I
-
J
Jameson, Fr. 84
Jauss, H. R. 9
John, Eil. 273
K
Kant, Imm. 9, 270
Kaplan, Fr. 48
Kimmel, M. 226
L
Lamarque, P. 273
Leopardi, G. 44
Lewin, J. E. 173
Liciardelli, G. 50
Lopes, D. McIv. 273
352
Lovejoy, Arth. O. 8, 9
Löwy, M. 52
Lyon, T. 119
M
Mackridge, P. 235
Martens, D. 119
Martens, C. – M. 119
Masschelein, Ann. 119
McCollum, J. C. 48
Meurée, Chr. – Mart. 119
Meyer, W. 17
Millán Brusslan, El. 9
Molho, R. 229
Musil, R. 14
Mussolini, B. 50
N
Naar, D. 229
Newton, K. M. 15
O
Olsen, St. H. 273
P
Passow, Arn. 135, 159, 160, 167, 208
Peri, M. 116, 235, 243
Pertikari, G. 117
Perus, J. 84
Pirandello, L. 14
Psichari[s], J. 40
Q
-
R
Reynolds, L. D. 141
Riehl, Al. 17
Robinson, J. 273
Rössler, Μ. 64
Russell, B. 149
Ruskin, J. 48
Ryback, T. W. 50
353
S
Saunier, G. 234, 243
Sayre, R. 52
Schiebinger, L. 74
Schleiermacher, Fr. Ern. D. 64
Scholes, R. 14
Schulze, W. 17
Selder, R. 272
Shapiro, J. S. 46, 50
Simmel, G. 17
Singer, P. 45
Siqueiros, D. 84
Skilleas, Ol. M. 273
Skrine, P. 123
Small, I. 46
Sorensen, D. R. 48
Sternhell, Z. 50, 52
Stumpf, C. 17
T
Taylor, A. E. 181
Tennyson, Alfr. L. 289
Thompson, L. 278
Trenti, L. 195
Tsianikas, M. 283
Tziovas, D. 278
U
-
V
Vahlen, J. 17
Vanasten, St. D. 119
Vololinov, V. N. 84
W
Walton, D. 175
Watthee – Delmotte, M. 119
Widdowson, Peter 272
Wilamovitz, Ul. 17
Williams, B. 45
Williams, R. 76, 84
Wilson, N. G. 141
Woolf, St. 230
354
Wordsworth, W. 117
X
-
Y
-
Z
Zeitlin, F. I. 226
355