You are on page 1of 355

ΜΑΡΙΑ ΝΙΩΤΗ

Γιάννης Μ. Αποστολάκης: Ποιητική θεωρία και κριτικός λόγος

Διδακτορική Διατριβή

Τριμελής συμβουλευτική επιτροπή:

Ελένη Αραμπατζίδου
Δημήτριος Κόκορης (επιβλέπων)
Βασίλειος Α. Φούκας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ & ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Θεσσαλονίκη 2021

1
Όλοι παραδέχονται ότι ο ποιητής πρέπει να γεννηθεί ποιητής. Όλοι, βέβαια,

αποδίδουν δημιουργικές δυνάμεις στην ιδιοφυία, και κανένας δεν σκέφτεται

ότι επαναλαμβάνει ένα παράδοξο. Δεν το αρνιόμαστε αυτό σε έργα της

φαντασίας, αλλά ο οκνηρός, ο ανάξιος άνθρωπος δεν θα πιστεύει στο καλό,

στο υψηλόφρον, στο ωραίο ούτε μέσα στον εαυτό του ούτε μέσα στους άλλους.

Ποια είναι η προέλευσή του, αν όχι κάτι μέσα μας; Ρώτα την καρδιά σου. Δεν

επινοεί μεθόδους καθώς ενεργεί; Δεν είναι η ικανότητά μας για το καλό, αυτό

που ευφραίνεται με το καλό; Ποιος νιώθει πότε έντονα, και δεν επιθυμεί να

εκφράσει το συναίσθημα αυτό, και μήπως τι άλλο εκφράζουμε εκτός από

εκείνο που δημιουργούμε – όχι απλώς μια για πάντα, αλλά δουλεύοντας και

επεκτείνοντάς το έτσι ώστε να μπορέσει να υπάρξει ξανά και ν’ αναπαραχθεί

ξανά; Αυτή είναι η οιωνεί θεϊκή δύναμη της αγάπης, που γι’ αυτήν δεν

σταματούμε ποτέ να μιλούμε και να τραγουδούμε, καθώς αναπαράγει κάθε

στιγμή τα ευγενή χαρακτηριστικά του αγαπημένου, τα τελειοποιεί μέχρι την

παραμικρότερη λεπτομέρεια, τ’ αγκαλιάζει ως σύνολο, χωρίς να ξεκουράζεται

ούτε να κοιμάται νύχτα και μέρα, γοητεύεται από τη δουλειά της, ξαφνιάζεται

με την ακαταπόνητη δραστηριότητά της και βρίσκει το γνώριμο πάντα

καινούριο, επειδή αυτό αναδημιουργείται εκ νέου την κάθε στιγμή από τη

γλυκύτερη δραστηριότητα απ’ όλες.

Ναι, η εικόνα του αγαπημένου δεν μπορεί να γεράσει, επειδή η κάθε στιγμή

είναι η στιγμή της γέννησής της.

Goethe, Περί Τέχνης, μετάφραση – εισαγωγή: Βασίλης Τομανάς, Αθήνα, Printa, 32006, σ. 100.

Η φωτογραφία εξωφύλλου ανήκει στη γράφουσα.

2
Περιεχόμενα
Προλογικό σημείωμα ....................................................................................................... 5
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ] ..................................................................................................... 7
Εισαγωγή ............................................................................................................................ 7
1.1. Χρονικός προσδιορισμός του θέματος ........................................................... 7
1.2. Υπόθεση εργασίας, μεθοδολογία, δόμηση κατά κεφάλαια ........................... 8
1.3. Βιογραφικά στοιχεία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη ...................................... 16
1.4. Βασικές πηγές – Εργογραφία Γιάννη Μ. Αποστολάκη ............................... 22
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ] ............................................................................................... 25
Τα πρώτα θεωρητικά και κριτικά δημοσιεύματα του Γιάννη Μ. Αποστολάκη. Η
βιογραφία του Τόμας Καρλάυλ ..................................................................................... 25
2.1. Για τη διδακτορική του διατριβή. Τα πρώτα κείμενα στον Νουμά................ 25
2.2. Για τον Τόμας Καρλάυλ ....................................................................................... 40
2.3. Για τον Γιάννη Καμπύση ..................................................................................... 60
2.4. Περί κριτικής ........................................................................................................ 63
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ] ..................................................................................................... 67
Η Ποίηση στη ζωή μας: η αποκρυστάλλωση της ποιητικής θεωρίας και της
κριτικής πρακτικής του Γιάννη Μ. Αποστολάκη. «Ένας αληθινός ποιητής: ο
Σολωμός». ......................................................................................................................... 67
3.1. Δόμηση και εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου ............................................... 67
3.2. Συλλογή. Άρνηση. Θαυμασμός ........................................................................... 78
3.3. Η μεγαλοσύνη του Σολωμού ............................................................................... 81
3.4. Εκθειασμός δημοτικού τραγουδιού. Κατάκριση του παλαμικού έργου και
του έργου των περισσοτέρων εκπροσώπων της νεοελληνικής ποίησης .............. 93
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ] ............................................................................................. 125
Το δημοτικό τραγούδι. Ερμηνεία, φιλολογική αποκατάσταση και κριτική
εκδόσεων δημοτικών τραγουδιών.............................................................................. 125
4.1. Βασικές θέσεις του συγγραφέα. Η κριτική στη συλλογή του Σπυρίδωνος
Ζαμπέλιου .................................................................................................................. 125
4.2. Η κριτική στη συλλογή του Νικολάου Πολίτη ............................................... 138
4.3. «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς». Η κριτική στη συλλογή του Παναγιώτη
Αραβαντινού .............................................................................................................. 153
4.4. Ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης για το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι............... 165
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ] ............................................................................................. 172
Η συνέχιση της εμβάθυνσης στο έργο του Σολωμού και η αρνητική πρόσληψη της
ποίησης του Ανδρέα Κάλβου, του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Κώστα
Κρυστάλλη ..................................................................................................................... 172
5.1. Η εξελικτική πορεία του Σολωμού προς την κορύφωση .............................. 172

3
5.2. Η απόρριψη της ελληνόγλωσσης ποίησης του Κάλβου ................................ 194
5.3. Η «αισθητική μελέτη» για την ποίηση του Βαλαωρίτη ................................. 201
5.4. Η ποίηση του Κρυστάλλη ως άγονη μίμηση του δημοτικού τραγουδιού ... 206
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ] .................................................................................................... 213
Η καθηγεσία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ...... 213
6.1. Ένας δημοτικιστής καθηγητής. Η παύση από τα καθήκοντά του για ένα
ακαδημαϊκό έτος ....................................................................................................... 213
6.2. Τα θέματα των πανεπιστημιακών μαθημάτων του Γιάννη Μ. Αποστολάκη
..................................................................................................................................... 217
6.3. Μαρτυρίες για τη διδακτική παρουσία του Αποστολάκη............................. 221
6.4. Οι θέσεις του σε πανεπιστημιακά ζητήματα (δειγματοληπτική αναφορά) και
ένα χιουμοριστικό φοιτητικό ίχνος της πρόσληψής του ..................................... 225
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ] ............................................................................................. 238
Ίχνη κριτικής πρόσληψης των θέσεων του Γιάννη Μ. Αποστολάκη ..................... 238
7.1. Συζητώντας με τις απόψεις του: Κ. Θ. Δημαράς, Λίνος Πολίτης, νεότεροι
μελετητές .................................................................................................................... 238
7.2. Αρνητικά διακείμενοι και φίλα προσκείμενοι .............................................. 246
7.3. Αφιερώματα περιοδικών .................................................................................. 260
7.4. Νηφάλιες αποτιμήσεις ....................................................................................... 265
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ] ................................................................................................. 270
Συμπεράσματα ............................................................................................................... 270
8.1. Ο πυρήνας της ποιητικής θεωρίας του Γιάννη Μ. Αποστολάκη.................. 270
8.2. Πεδία κριτικής εφαρμογής Ι: Καταφάσεις ..................................................... 274
8.3. Πεδία κριτικής εφαρμογής ΙΙ: Αρνήσεις ......................................................... 276
8.4. Σκιαγράφηση της διδακτικής παρουσίας και της πρόσληψης των απόψεων
του Γιάννη Μ. Αποστολάκη ..................................................................................... 279
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ............................................................................................................ 291
Α. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Μ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ ............. 291
B. ΕΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ....................................................................................... 295
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ........................................................................................... 339

4
Προλογικό σημείωμα

Το ενδιαφέρον μου για το έργο και την κριτική παρουσία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη

(1886-1947) γεννιέται κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών μου σπουδών, αρχικά στο

ΕΚΠΑ και κατόπιν στο ΑΠΘ ∙ ενδυναμώνεται με τη μελέτη του βιβλίου Φιλολογικοί

Περίπατοι, όπου σημειώνεται από τον Κωστή Μπαστιά «Ούτε στην Ελλάδα, ούτε στο

εξωτερικό αντάμωσα πνεύμα τόσο ευρύ, εισδυτικό και φαντασία τόσο συνθετική, όσο

ήταν το πνεύμα και η φαντασία του Αποστολάκη»1 - φράση που, όπως θα δούμε, έχει

επιβεβαιωθεί - και αναζωπυρώνεται από το μάθημα του Δημήτρη Κόκορη

«Φιλοσοφικά προτάγματα της λογοτεχνικής κριτικής», το οποίο παρακολούθησα στο

πλαίσιο των μεταπτυχιακών μου σπουδών στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.

Εκπονώντας την παρούσα διδακτορική διατριβή, προσπάθησα να αποσαφηνίσω και

να αναδείξω τις θεωρητικές θέσεις του Αποστολάκη για την ποίηση και συνακόλουθα

για τη λογοτεχνική κριτική, δύο δραστηριότητες τις οποίες ο Γιάννης Αποστολάκης

συνέδεε άρρηκτα, καθώς και την κριτική και τη διδακτική πρακτική αυτού του

«διανοουμένου της άρνησης», άρνησης θεμελιωμένης στο έδαφος της απόλυτα

θετικής πρόσληψης από πλευράς του δύο ποιητικών κορυφών: αφενός του Διονύσιου

Σολωμού και αφετέρου του γνήσιου δημοτικού τραγουδιού.

Θερμές ευχαριστίες οφείλω στην κυρία Ελένη Αραμπατζίδου, επίκουρη

καθηγήτρια του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, καθώς και στον κύριο Βασίλειο Α.

Φούκα, αναπληρωτή καθηγητή του τμήματος Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής του ΑΠΘ .

ως μέλη της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής της διδακτορικής διατριβής με τις

1
Βλ. Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί Περίπατοι. Δεύτερος Κύκλος, εισαγωγή – επιμέλεια: Αλέξης
Ζήρας, πρόλογος: Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αθήνα, Καστανιώτης, 2002, σ. 385-386. Στις σελίδες
381-387 ανθολογούνται τα άρθρα του Κωστή Μπαστιά για τον Γιάννη Αποστολάκη, τα οποία
δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ της Νέας Υόρκης στις 12 και 13 Νοεμβρίου του 1953,
έξι χρόνια μετά από τον θάνατο του Αποστολάκη.

5
παρατηρήσεις τους, αλλά και με το επιστημονικό τους έργο - το οποίο αξιοποίησα

στη συγγραφή της εργασίας - διεύρυναν και εμπλούτισαν τη ματιά μου, ενώ με την

ευγένεια και τη δοτικότητά τους με ενθάρρυναν και με στήριξαν.

Είναι αυτονόητο, αλλά ας σημειωθεί: για λάθη, ατέλειες και παραλείψεις της

παρούσης διατριβής την ευθύνη φέρει αποκλειστικά η γράφουσα. Στον επόπτη της

εργασίας μου κύριο Δημήτρη Κόκορη, θα ήθελα να απευθύνω ένα μεγάλο, εγκάρδιο

και ειλικρινές «ευχαριστώ» για την καθοδήγηση και την πολλαπλή στήριξη που μου

παρέσχε, ακόμη και όταν όλα φαίνονταν ακατόρθωτα. Οι αναφορές στο όνομά του

στις ακόλουθες σελίδες είναι ελάχιστες σε σχέση με τη συμβολή του και οι λέξεις δεν

μπορούν να εκφράσουν όλα όσα τού οφείλω. Με τις γνώσεις του, το αδιάλειπτο

ενδιαφέρον του και τη νηφαλιότητά του με προφύλαξε από υπερβολές και σφάλματα

και με οδήγησε σε ένα, ελπίζω, ευπρεπές και στέρεο αποτέλεσμα.

Μαρία Νιώτη

6
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ]

Εισαγωγή

1.1. Χρονικός προσδιορισμός του θέματος

Τα πρώτα δημοσιεύματα του Γιάννη Μ. Αποστολάκη τοποθετούνται στις αρχές του

εικοστού αιώνα και φιλοξενήθηκαν στο περιοδικό Ο Νουμάς, το οποίο, πέραν του

γενικότερου ρόλου που επιτέλεσε στο νεοελληνικό πνευματικό πεδίο, υπήρξε και

όργανο προώθησης του Δημοτικισμού.2 Το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα

εκδόθηκε το 1950, ήτοι μετά τον θάνατό του (= 3 Απριλίου 1947), ωστόσο το

μεγαλύτερο μέρος του είχε τμηματικά δημοσιευτεί κατά το διάστημα 1945-1946 στο

περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις, ενώ ολόκληρο αναδημοσιεύτηκε και πάλι

τμηματικά στο περιοδικό Εποπτεία (τεύχη 76-82: 1983).

Το γεγονός ότι το βασικότερο έργο του Αποστολάκη, βασικότερο υπό την

έννοια ότι οι κύριες συνιστώσες της συγγραφικής παρουσίας του εν εκτάσει ή εν

σπέρματι περιέχονται σε αυτό, δηλαδή το Η Ποίηση στη ζωή μας (1923),

ανατυπώθηκε τουλάχιστον δύο φορές μετά το θάνατό του3 υποδηλώνει το ενδιαφέρον

για τις θέσεις και τις πεποιθήσεις του φιλολόγου - κριτικού. Είναι γνωστό ότι οι

απόψεις του Αποστολάκη έτυχαν προσοχής και προκάλεσαν εντάσεις και

φιλολογικούς διαλόγους την εποχή κατά την οποία δημοσιεύτηκαν, αλλά η

επιδραστικότητα των απόψεών του συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του. Λίγοι

αποδέχτηκαν τις ιδέες του εν συνόλω, περισσότεροι τις αρνήθηκαν, θεωρώντας τες

2
Βλ. Γ. Χ. Καλογιάννης, Ο «Νουμάς» και η εποχή του (1903-1931). Γλωσσικοί και ιδεολογικοί αγώνες,
Αθήνα, Επικαιρότητα, 1984 .
Ρένα Σταυρίδου – Πατρικίου, Δημοτικισμός και κοινωνικό πρόβλημα,
Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 32000 .
Χ. Λ. Καράογλου & Ιωάννα Ναούμ, [λήμμα] «Ο
Νουμάς», στην Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, 1784-1974, Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών,
2008, σ. 342-344.
3
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», [1956]
και Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1991.

7
εσφαλμένες, ωστόσο η συζήτηση γύρω από αυτές συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες

μας: στις 16 Μαΐου 2019, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον

Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία οργάνωσε ένα «Αφιέρωμα στη μνήμη του

Γιάννη Αποστολάκη» ως ημερίδα, ενταγμένη στον κύκλο εκδηλώσεων «Πρόσωπα

άξια τιμής». Οι τρεις εισηγητές της ημερίδας (Αλέξης Πολίτης, Φραγκίσκη

Αμπατζοπούλου, Παντελής Μπουκάλας) φώτισαν νηφάλια, εμπεριστατωμένα και

από διάφορες οπτικές γωνίες την περίπτωση Αποστολάκη, συνεχίζοντας επάξια την

πορεία της δίκαιης και αμερόληπτης πρόσληψης των θέσεων του συγγραφέα και

μελετητή, δείγματα της οποίας ανιχνεύονται ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου,

δίπλα όμως και σε δείγματα φανατισμού αλλά και κριτικής εμπάθειας, για των

οποίων όμως τον τόνο και ο ίδιος ο Γιάννης Αποστολάκης, εμμονικά απόλυτος και

συχνά άδικος στις εκτιμήσεις του, δεν ήταν άμοιρος ευθυνών. Πάντως, η

δημοσιοποίηση των θέσεων του Αποστολάκη και η συζήτηση για αυτές καλύπτουν

πλέον ένα χρονικό άνυσμα, που ξεπερνά τον έναν αιώνα, οπότε το διάστημα από τις

αρχές του εικοστού έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα χρονικά ορίζει το

πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα κινηθεί η εργασία μας.

1.2. Υπόθεση εργασίας, μεθοδολογία, δόμηση κατά κεφάλαια

Ως υπόθεση εργασίας της έρευνάς μας τέθηκε η διακρίβωση και η καταγραφή της

ποιητικής θεωρίας του Γιάννη Μ. Αποστολάκη, της οποίας οι βασικές θέσεις είναι

διάσπαρτες και όχι συστηματικά διατυπωμένες σε πολλά σημεία των κειμένων του,4

4
Η θεωρία περί ποιήσεως του Γιάννη Αποστολάκη μελετάται υπό το πρίσμα της «Ιστορίας των Ιδεών»
(History of Ideas, Geistesgeschichte), σύμφωνα με την οποία «ρεύματα», «συστήματα» και «θεωρίες»
κάθε εποχής έχουν τη δική τους συνεισφορά και όλα μαζί συλλειτουργούν. Η «Ιστορία των Ιδεών»
διατυπώθηκε από τον Arthur O. Lovejoy (1873-1962), καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Johns
Hopkins της Αμερικής (1910-1938), ο οποίος επεσήμανε και την εξέχουσα σημασία του ρομαντισμού
για την Ιστορία των Ιδεών (1941). Βλ. ενδεικτικά, Arthur O. Lovejoy, The Great Chain of Being: A

8
καθώς και η εφαρμογή αυτής της θεωρίας ως γνώμονα, ώστε να κριθούν ποιητικά

έργα αλλά και κριτικές προσεγγίσεις αυτών των έργων. Προέκταση της βασικής

υπόθεσης εργασίας υπήρξε η στόχευση της ψηλάφησης και ορισμένων ιχνών της

κριτικής πρόσληψης των θέσεων του Αποστολάκη, όχι για να στοιχειοθετηθεί

ενδελεχώς η διαδρομή της πρόσληψης αυτών των θέσεων μέσα στον χρόνο, αλλά για

να φωτιστεί επαρκέστερα – κατά το δυνατόν – ο θεωρητικός του λόγος και η κριτική

του πρακτική.

Το βασικό μεθοδολογικό μοντέλο, που προκρίθηκε ως λειτουργικότερο για

την περαίωση της εργασίας, συγκροτείται από τη σύζευξη κειμενοκεντρικής και

ιστορικής – ερμηνευτικής μεθόδου. Επειδή τα κείμενα του Γιάννη Αποστολάκη

ανήκουν στο γενικότερο γραμματειακό είδος του δοκιμίου με ισχυρή την κειμενική

ταυτότητα της επιστημονικής πραγματείας, εστιάσαμε το βλέμμα μας στα

σημαινόμενα των κειμένων, παρότι δεν προσπεράστηκε ασχολίαστη και η μορφή των

κειμενικών σημαινόντων, που σφραγίζεται από τον δημοτικισμό του συγγραφέα και

από την προσωπική του, ενίοτε λογοτεχνικής υφής, ιδιόλεκτο. Έγινε προσπάθεια

ένταξης των κειμένων στο ιστορικό τους συγκείμενο, με επίγνωση αφενός του ότι ο

«ορίζοντας αναγνωστικών προσδοκιών»5 είναι σύνθετος αλλά και μεταβαλλόμενος

Study of the History of an Idea, Cambridge - MA, Harvard University Press, 1936 (και σε πολλαπλές
επανεκδόσεις) ∙ Arthur O. Lovejoy, «The Meaning of Romanticism for the Historian of Ideas», Journal
of the History of Ideas, τ. 2, τχ. 3, Ιούνιος 1941, σ. 257–278 ∙ Arthur O. Lovejoy, Essays in the History
of Ideas, Baltimore – Maryland, The Johns Hopkins U. Press, 1948 (διαθέσιμο από 20.09.2019 στο:
https://muse.jhu.edu/book/67837) ∙ Elizabeth Millán Brusslan (επιμέλεια), The Palgrave Handbook of
German Romantic Philosophy, New York, Palgrave Macmillan, 2020 ∙ James A. Clarke, Gabriel
Gottlieb (επιμέλεια), Practical Philosophy from Kant to Hegel. Freedom, Right, and Revolution,
Cambridge, Cambridge University Press, 2021, κ.π.ά.
5
Για τη συνθετότητα και την εξελικτική διαμόρφωση του «ορίζοντα αναγνωστικών προσδοκιών», βλ.
Hans Robert Jauss, «Η ιστορία της λογοτεχνίας ως πρόκληση για τις γραμματολογικές σπουδές»,
στο: Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία μελετήματα, εισαγωγή – μετάφραση – επιμέλεια: Μίλτος
Πεχλιβάνος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1995, σ. 63-66.

9
στο άνυσμα ενός αιώνα, αφετέρου του ότι ο ανθρώπινος λόγος ως ετερογλωσσικός

ενσωματώνει υπό έναν κυρίαρχο τόνο αρκετές φωνές που διαλέγονται: υπάρχει αυτό

που σε πρωτογενές αναφορικό επίπεδο λέγεται, εκφέρεται λεκτικά, αλλά υπάρχει και

αυτό που υπονοείται, κοινωνικά αξιολογημένο ως πράξη. 6

Τα κείμενα – πηγές της εργασίας εξετάστηκαν υπό ένα πρίσμα χρονικής

διαδοχής και αλληλοσυσχέτισης, με γνώμονα όμως και το θεματικό τους επίκεντρο,

όπως αυτό οικοδομήθηκε από τον συγγραφέα τους, λόγω του ότι με αυτόν τον τρόπο

αναδεικνύεται και γίνεται εύληπτη η πορεία της σκέψης του Γιάννη Αποστολάκη.

Μετά την «Εισαγωγή» και στο πλαίσιο προσέγγισης των πρώιμων κειμένων του

συγγραφέα (Δεύτερο Κεφάλαιο), σχολιάστηκαν τα κριτικά σημειώματα του

Αποστολάκη στο περιοδικό Ο Νουμάς (1910-1919), ανάμεσα στα οποία εξέχουσα

θέση κατέχουν η κριτική του για το έργο του Γιάννη Καμπύση και οι απόψεις του

«Περί κριτικής», καθώς και η εκτενής βιογράφηση του Τόμας Καρλάυλ, που

αφετηριακά σκιαγραφήθηκε στο αλεξανδρινό περιοδικό Γράμματα (1914) και κυρίως

αναπτύχθηκε από τις σελίδες του περιοδικού Κριτική και Ποίηση (1915-1919). Ακόμη

και σε αυτά τα πρώιμα κείμενα, ανιχνεύονται διάσπαρτες αλλά με διαύγεια

διατυπωμένες θεωρητικές θέσεις του Αποστολάκη για την ποίηση, ενώ ιχνηλατούνται

και ορισμένα πεδία κριτικής εφαρμογής των θεωρητικών του θέσεων. Στο Τρίτο

Κεφάλαιο, προσεγγίζεται το βασικότερο αλλά και γνωστότερο βιβλίο του Γιάννη

6
Βλ. ενδεικτικά, Βασίλης Αλεξίου, «Η γλώσσα του “άλλου” και το “άλλο” της γλώσσας: ένας
διάλογος για το εθνικό και το αλλότριο βασισμένος στην έννοια της “διαλογικότητας” της Σχολής του
Μπαχτίν». Ουτοπία, τχ. 35, Μάιος – Ιούνιος 1999, σ. 121-130 [ας σημειωθεί εδώ ότι οι μήνες έκδοσης
ελληνικών περιοδικών και εφημερίδων έχουν μεταγραφεί για λόγους διατήρησης ενιαίου ύφους της
εργασίας μας στην κοινή νεοελληνική, ενώ μεταφράστηκαν οι μήνες των ξένων περιοδικών και
εφημερίδων], καθώς και Χρυσή Καρατσινίδου, Η αναγέννηση του νοήματος. Ο Μιχαήλ Μπαχτίν και η
σύγχρονη πολιτισμική θεωρία, Αθήνα, Ίνδικτος, 2005.

10
Αποστολάκη, το Η Ποίηση στη ζωή μας (1923), στο οποίο αναπτύσσονται με

μεγαλύτερη σαφήνεια οι απόψεις του Αποστολάκη για την ποίηση ως υπαρξιακό

διακύβευμα και ως δικαίωση της ανθρώπινης ζωής. Ως ενσαρκώσεις της

εξιδανικευμένης οπτικής του και ως κορυφώσεις του νεοελληνικού ποιητικού λόγου ο

συγγραφέας εκλαμβάνει το σολωμικό ποιητικό έργο και το γνήσιο δημοτικό

τραγούδι, ενώ, συλλήβδην, απορρίπτει το έργο του Κωστή Παλαμά, αλλά και των

περισσότερων νεοελλήνων ποιητών, συγχρόνων του Σολωμού (Ανδρέας Κάλβος,

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης) ή μεταγενέστερών του (Κώστας Κρυστάλλης, Λορέντζος

Μαβίλης, Κ. Π. Καβάφης, Λάμπρος Πορφύρας, Ιωάννης Γρυπάρης, κ.ά.).

Ουσιαστικά, το μεταγενέστερο έργο του Αποστολάκη μπορεί να εισπραχθεί

ως ανεπτυγμένη επεξήγηση και λεπτομερέστερος ερμηνευτικός σχολιασμός των

ποιητικών και κριτικών ζητημάτων, τα οποία ο συγγραφέας έθεσε στο Η Ποίηση στη

ζωή μας.

Εκδοτικά ακολούθησε η μελέτη για Τα δημοτικά τραγούδια (1929), με την

οποία ο Αποστολάκης εγκαινιάζει τη μακρά ενασχόλησή του με την κριτική των

συλλογών δημοτικών τραγουδιών. Στο συγκεκριμένο αυτό βιβλίο κρίνει αρνητικά τον

τρόπο εργασίας και την τελική διαμόρφωση των συλλογών του Σπυρίδωνος

Ζαμπέλιου και του Νικολάου Πολίτη. Συνεχίζει, κρίνοντας τις εκδοτικές εμφανίσεις

του τραγουδιού της «Αγιά Σοφιάς» (1939) και τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών

από την Ήπειρο του Παναγιώτη Αραβαντινού (1941), ενώ κατά τη δεκαετία του 1940

αναπτύσσει πιο εκτεταμένα τις απόψεις του για την αισθητική και καλλιτεχνική

υπεροχή του κλέφτικου δημοτικού τραγουδιού, συγκροτώντας ένα βιβλίο που

εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (1950), βασικά όμως τμήματα του οποίου είχαν

δημοσιοποιηθεί σε τεύχη του περιοδικού Πολιτική Επιθεώρησις, κατά τη διετία 1945-

1946. Το Τέταρτο Κεφάλαιο της εργασίας συγκεντρώνει τις θέσεις του Αποστολάκη

11
για το δημοτικό τραγούδι, όπως αυτές εκφράστηκαν με όρους χρονικής διαδοχής,

ανεξαρτήτως τού ότι ανάμεσα στις μελέτες του για το δημοτικό τραγούδι, ο

συγγραφέας εξέδιδε τόσο συγγράμματα ερμηνείας και εκθειασμού του σολωμικού

έργου, όσο και μελέτες στις οποίες ερμηνευτικά και αισθητικά κατέκρινε το έργο

άλλων νεοελλήνων ποιητών.

Στο Πέμπτο Κεφάλαιο της εργασίας, αρχικά προσεγγίζεται η συνέχιση του

σολωμικού εκθειασμού και ο κριτικός υποβιβασμός της ελληνόγλωσσης καλβικής

ποίησης, που αντίστοιχα αποτελούν τα δύο βασικά τμήματα του βιβλίου Τα τραγούδια

μας (1934). Στη συνέχεια, γίνεται προσπάθεια να μελετηθεί η κριτική άρνηση που

εξέφρασε ο Αποστολάκης προς την ποίηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1936) και

προς την ποίηση του Κώστα Κρυστάλλη (1937), αφιερώνοντας στον καθέναν τους

από μία μονογραφία. Βάσιμα υποθέτουμε ότι ο Αποστολάκης ήθελε να γκρεμίσει τον

Βαλαωρίτη από το βάθρο του άξιου συνεχιστή του Σολωμού, στο οποίο τον είχε

τοποθετήσει μία πτυχή της λογοτεχνικής κριτικής, καθώς και να κατεδαφίσει τον

Κρυστάλλη ως συνεχιστή του δημοτικού τραγουδιού, θεωρώντας τον άγονο μιμητή

ενός υψηλού καλλιτεχνικού προτύπου.

Στο Έκτο Κεφάλαιο, έγινε προσπάθεια να ψηλαφηθούν βασικές πλευρές της

καθηγεσίας του Γιάννη Μ. Αποστολάκη στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης, η οποία διήρκεσε – με παύση του για πολιτικούς λόγους κατά το

ακαδημαϊκό έτος 1935-1936 – από το 1926 έως το 1941. Σχολιάζονται τα θέματα των

μαθημάτων (πανεπιστημιακών διαλέξεων) του Αποστολάκη, σταχυολογούνται οι

λιγοστές μαρτυρίες για την παρουσία του και τον τρόπο του ως διδάσκοντος, ενώ

ανασύρονται και ορισμένα δείγματα των θέσεων, τις οποίες κατά καιρούς πήρε ο

Αποστολάκης, ως προς τα ζητήματα της πανεπιστημιακής ζωής. Στο Έβδομο

Κεφάλαιο, σκιαγραφούνται ορισμένα ίχνη της κριτικής πρόσληψης των απόψεων του

12
Αποστολάκη, με στόχο να διαφανεί η συνθετότητα της δεξίωσης των θέσεών του,

τόσο από συγχρόνους του όσο και από μεταγενέστερους, ώστε ταυτόχρονα να

εξηγηθούν σαφέστερα οι συγκεκριμένες θέσεις του ως θεωρητικός λόγος αλλά και ως

κριτική πρακτική, θέσεις οι οποίες συμπυκνωμένα συμπεριλαμβάνονται και στα

«Συμπεράσματα» της εργασίας, που καλύπτουν το Όγδοο (και τελευταίο) Κεφάλαιο

της διατριβής.

Προσπαθήσαμε, στο πλαίσιο της εργασίας μας, να αποκρυσταλλώσουμε μία

«ερμηνεία» των κειμένων του Αποστολάκη, βασισμένη σε λογικούς συσχετισμούς

και σε εσωκειμενικά τεκμήρια, και όχι να εκταθούμε σε μία «υπερερμηνεία» των

κειμένων του,7 που θα απέρρεε από την προκαθορισμένη χρήση θεωρητικών

μοντέλων και μόνον από προσωπικές μας εκτιμήσεις για την ποίηση και τη

λογοτεχνική κριτική. Γίνεται φανερό ότι ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης είχε

διαμορφώσει ένα θεωρητικό και κριτικό μοντέλο για την ποίηση, το οποίο συνδέεται

με τη ρομαντική θέαση του λογοτεχνικού φαινομένου. Η πρόθεση του ποιητή, η ζωή

του ως ψυχική διεργασία προς την έκφραση της καλλιτεχνικής κορύφωσης, η

προσπάθεια της κριτικής να συλλάβει και να ανασυστήσει τον εσώτατο πυρήνα της

σύλληψης του ποιήματος, απαλλαγμένο από εξωτερικές επιδράσεις και προσμείξεις,

αποτελούν βασικούς άξονες του θεωρητικού λόγου και της κριτικής πρακτικής και

του Αποστολάκη.

Ο διαχωρισμός του δοκιμιακού λόγου8 σε αποδεικτικό και στοχαστικό, θα μας

οδηγούσε στο να διαπιστώσουμε ότι ο θεωρητικός και κριτικός λόγος του

7
Βλ. Umberto Eco, Ερμηνεία και Υπερερμηνεία, μετάφραση: Αναστασία Παπακωνσταντίνου, Αθήνα,
Ελληνικά Γράμματα, 1993 και Umberto Eco, Τα όρια της ερμηνείας, μετάφραση: Μαριάννα Κονδύλη,
Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2018.
8
Για το δοκίμιο και τα είδη του, βλ., ενδεικτικά, τα σχετικά λήμματα έγκυρων Λεξικών Λογοτεχνικών
Όρων, αλλά και ειδικότερη βιβλιογραφία: G. Dettanoi, «Éloge de l’ essai», Esprit, τχ. 8-9, Αύγουστος
– Σεπτέμβριος 1986, σ. 183-191 . A. J. Butrym (επιμέλεια), Essays on the Essay. Redefining the Genre,

13
Αποστολάκη αφενός απέχει από την υψηλόβαθμα αναλυτική, υφολογικά ξηρή και με

πολλαπλές παραπομπές τεκμηριωμένη έκφραση της κλασικής επιστημονικής

πραγματείας, αφετέρου όμως παραμένει λόγος αποδεικτικός, εμπλουτισμένος ωστόσο

σε αρκετά σημεία του με την ηδύπνοον αύρα ενός ελεύθερου προσωπικού

στοχασμού, που δεν εκδιώκει τη συναισθηματική ένταση και τη σχεδόν λογοτεχνική

χρήση της μεταφοράς, της παρομοίωσης, ακόμη και της στίξης. Εάν, από την άλλη,

αξιοποιήσουμε την πρόταση των R. Scholes και C.H. Clauss, 9 θα καταλήξουμε στο

ότι ο δοκιμιακός λόγος του Γιάννη Αποστολάκη, θεωρητικός και κριτικός,

συγκεφαλαιώνει στοιχεία τόσο από το ποιητικό όσο και από το δραματικό αλλά και

από το αφηγηματικό δοκίμιο: υπάρχουν σημεία, στα οποία ο συγγραφέας μοιάζει να

απευθύνεται κυρίως στον εαυτό του και δευτερευόντως στον αναγνώστη (ποιητικό

δοκίμιο), συχνά οικοδομείται ένας διάλογος ως αντιθετικός λόγος του συγγραφέα

προς τα επιχειρήματα άλλων κριτικών ή προς τους στίχους ποιητών (δραματικό

δοκίμιο), κατά κανόνα ο συγγραφέας τοποθετείται μέσα στον χρόνο και το θέμα του

εμφανίζεται ως αφήγηση με κλιμακούμενα επιχειρήματα και εξελικτική παρουσίαση

(αφηγηματικό δοκίμιο), ενώ σχεδόν πάντα, ο Αποστολάκης κινείται εντός του χώρου

του καθ’ αυτό δοκιμίου, απευθυνόμενος στον αναγνώστη χωρίς διαμεσολαβήσεις,

Athens [ενν. η πόλη των ΗΠΑ], University of Georgia Press, 1989 .


Δ. Δρακόπουλος & Χ. Γ. Ρώμας,
Το δοκίμιο. Η ιστορία του, η αυτονομία του, η διδακτική του προσέγγιση, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1990 .
Th. J. Harrison, Essayism. Conrad, Musil and Pirandello, Baltimore, John Hopkins University Press,
1992 . Th. W. Adorno, Το δοκίμιο ως είδος, μετάφραση: Β. Ρουστοπάνη-Neumann, Αθήνα, Έρασμος,
1998 . Γιώργος Βελουδής, Γραμματολογία. Θεωρία λογοτεχνίας, Αθήνα, Πατάκης, 32002, σ. 201-204 .
Γιάννης Παρίσης, [λήμμα] «Δοκίμιο», στο: Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα – Έργα –
Ρεύματα – Όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 533-535 ∙ M. H. Abrams, [λήμμα] «Δοκίμιο», στο: Λεξικό
λογοτεχνικών όρων. Θεωρία – Ιστορία – Κριτική λογοτεχνίας, μετάφραση: Γιάννα Δεληβοριά, Αθήνα,
Πατάκης, 2012, σ. 93-94, κ.π.ά.
9
R. Scholes & C. H. Klaus, Στοιχεία του δοκιμίου, μετάφραση: Αριστέα Παρίση, Θεσσαλονίκη, Αφοί
Κωνσταντινίδη, 1985.

14
έχοντας σκοπό να τον πείσει. Όπως πολλαπλά έχει υπογραμμίσει ο Παν. Μουλλάς,10

ο δοκιμιακός λόγος από τις αρχές του εικοστού αιώνα επανακαθορίζεται και βαθμιαία

εντάσσεται μετεξελιγμένος στο λογοτεχνικό αλλά στο και κριτικό πλαίσιο της

νεοελληνικής γραμματείας, και σε αυτό απόλυτα δίκαιο θα ήταν να αναγνωρίσουμε

και τη σχετική συμβολή του Γιάννη Μ. Αποστολάκη.

Όπως σωστά έχει επισημανθεί, «πριν από τις εξελίξεις του 20ου αιώνα στον

χώρο της λογοτεχνικής κριτικής, η μεγάλη πλειονότητα των αναγνωστών συσχέτιζε

τα λογοτεχνικά κείμενα με το ιστορικό συγκείμενό τους και τις προθέσεις των

συγγραφέων τους».11 Το «ιστορικό συγκείμενο» δευτερευόντως ενδιέφερε τον Γιάννη

Αποστολάκη ως επαρκή αναγνώστη με την ιδιότητα του φιλολόγου-κριτικού, ωστόσο

η συγγραφική πρόθεση των ποιητών, καθώς και η καλλιτεχνική ενσάρκωση της

πρόθεσής τους, διυλισμένη από ποικίλα στάδια ψυχικής και λογοτεχνικής διεργασίας

προς επίτευξιν του Υψηλού και του Απόλυτου, συγκρότησαν τον βασικό και

καθοριστικό του γνώμονα. Το πώς αυτός ο γνώμονας κρίθηκε ή και αξιοποιήθηκε και

από άλλους μελετητές και κριτικούς είναι ένα ζητούμενο, του οποίου η προσέγγιση

προϋποθέτει τη λεπτομερή αποσαφήνιση και την – κατά το δυνατόν – τεκμηριωμένη

διακρίβωση των συντεταγμένων του συγκεκριμένου θεωρητικού και κριτικού

γνώμονα και σε αυτά τα σημεία, κατά κύριο λόγο, στοχεύσαμε, εκπονώντας την ανά

χείρας διατριβή.

10
Παν. Μουλλάς, Η δέκατη μούσα. Μελέτες για την κριτική, Αθήνα, Σοκόλης, 2001.
11
K. M. Newton, «Εισαγωγή», στο: K. M. Newton (επιμέλεια), Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού
αιώνα. Ανθολόγιο κειμένων, μετάφραση: Αθανάσιος Κατσικερός – Κώστας Σπαθαράκης, Ηράκλειο,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013, σ. xxii.

15
1.3. Βιογραφικά στοιχεία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη12

Ο Γιάννης Αποστολάκης, του Μιχαήλ και της Χρυσαυγής, γεννήθηκε το 1886 στην

Πελοπόννησο, στα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Ήταν ανιψιός τού αποκαλούμενου και

«πατέρα της ελληνικής λαογραφίας», του Νικολάου Πολίτη, και εξάδελφος των

Φώτου, Γιώργου, Άλκη και Λίνου Πολίτη. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην ιδιαίτερη

πατρίδα του και στη συνέχεια σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο

ίδιος ως προς την ημερομηνία λήψης του πτυχίου του έχει σημειώσει, και αυτό ως

πληροφορία έχει μεταφερθεί και σε έγκυρα και αξιόπιστα δημοσιεύματα: 13 «Το

δίπλωμα το πήρα στις 9 Ιουνίου 1905».14 Αυτό, όμως, σημαίνει ή ότι ο Αποστολάκης

κατάφερε να τελειώσει νωρίτερα από το συνηθισμένο το τότε Γυμνάσιο, ώστε να

εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο, ή ότι γεννήθηκε νωρίτερα από το 1886 (πάντως όλες οι

σχετικές πηγές συγκλίνουν στο 1886 ως έτος γέννησής του).15

12
Βασικές εδώ πηγές μας υπήρξαν το βιογραφικό «σημείωμα» του ίδιου του Αποστολάκη (βλ.
«Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», Νέα Εστία, τχ. 491, Χριστούγεννα 1947, σ. 219-211), τα πολλαπλής
προέλευσης εγκυκλοπαιδικά και διαδικτυογραφικά λήμματα, που αναφέρονται σε αυτόν, καθώς και η
ληξιαρχική πράξη θανάτου του Γιάννη Μ. Αποστολάκη (παρατίθεται στη συνέχεια), την οποία είδαμε
και λάβαμε στις 19 Ιουλίου 2019, από την επίσκεψή μας στο Ληξιαρχείο του Δήμου Αθηναίων.
13
Βλ. ενδεικτικά, Γεράσιμος Ζώρας, «Πριν από 100 χρόνια. Ο Γιάννης Αποστολάκης πτυχιούχος του
Πανεπιστημίου Αθηνών», εφ. Το Καποδιστριακό, (αριθμός φύλλου: 74) 15 Οκτωβρίου 2005.
14
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 210.
15
Στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του Γιάννη Μ. Αποστολάκη (βλ. παρακάτω), αναγράφεται ότι ο
αποβιώσας στις 3 Απριλίου 1947 ήταν «ετών 62». Υποθέτουμε ότι θα είχε γεννηθεί στις αρχές του
1886 (δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί η ακριβής ημερομηνία γέννησής του), δηλαδή κατά την
ημερομηνία του θανάτου του θα είχε κλείσει τα 61 χρόνια ζωής και «θα περπατούσε» στο 62 ο έτος.
Ίσως να ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Δημοτικό Σχολείο το 1891, μαζί με τους γεννηθέντες του έτους
1885. Επειδή τότε ήταν ένδεκα τα συνολικά χρόνια φοίτησης σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση (τέσσερα χρόνια η στοιχειώδης εκπαίδευση, τρία χρόνια το Ελληνικό Σχολείο ή
Σχολαρχείο και τέσσερα χρόνια το Γυμνάσιο), ο Γιάννης Αποστολάκης θα μπορούσε να εγγραφεί στη
Φιλοσοφική Σχολή το νωρίτερο το 1902. Ωστόσο, επειδή και τότε, όπως και σήμερα, ο ελάχιστος
χρόνος φοίτησης για τη λήψη πτυχίου ήταν τα τέσσερα έτη, θα πρέπει να γράφτηκε στη Σχολή
νωρίτερα από το 1902. Από το Μητρώο Εγγραφών της Φιλοσοφικής Σχολής, που βρίσκεται στο
Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκύπτει ότι ο Γιάννης Αποστολάκης ενεγράφη στη

16
Από το 1908 έως το 1911 και με υποτροφία του Πανεπιστημίου Αθηνών,

συνεχίζει με σπουδές φιλολογίας και φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια της Ιένας και του

Βερολίνου, έχοντας ως καθηγητές κράτιστους κλασικούς (κυρίως) φιλολόγους

(Wilamovitz, Schulze, Meyer, Vahlen, Diels, Riehl, Simmel, Stumpf κ.ά.), οι οποίοι

κατά το μάλλον ή ήττον κινούνταν στο ρομαντικογενές κλίμα πρόσληψης της

αρχαίας γραμματείας ειδικά, αλλά και της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας

γενικότερα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία, σφυρηλατεί δεσμούς

φιλίας με τον Γεώργιο Σκληρό (= Γεώργιος Κωνσταντινίδης), τον Κωνσταντίνο

Χατζόπουλο, τον Γεώργιο Ν. Πολίτη και τον Φώτο Ν. Πολίτη.16

Από ορισμένα τεκμήρια μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ψυχική κατάσταση

του Γιάννη Αποστολάκη, τουλάχιστον σε κάποια φάση της περιόδου των σπουδών

στη Γερμανία, δεν ήταν ούτε γαλήνια αλλά ούτε και αδιατάρακτη.17 Πάντως, με

αφορμή την ψυχογραφική προσέγγιση του Γιάννη Κουχτσόγλου στην προσωπικότητα

του Γιάννη Μ. Αποστολάκη,18 ο αδελφός του τελευταίου, ο Γεώργιος Αποστολάκης

(καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), αρνείται σθεναρά την

Φιλοσοφική Σχολή στις 7 Οκτωβρίου 1900 (!). Συμπερασματικά, θα λέγαμε ή ότι ήταν παιδί-θαύμα ή
ότι είχε γεννηθεί πριν από το έτος 1886, ωστόσο από την έρευνά μας δεν προέκυψε ότι γεννήθηκε
νωρίτερα από το φερόμενο ως έτος γέννησής του. Ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση την κ. Αρτέμιδα
Λυκιαρδοπούλου για την προσφορά και τη βοήθειά της κατά την έρευνά μου στο Ιστορικό Αρχείο του
Πανεπιστημίου Αθηνών κάτω από δύσκολες συνθήκες.
16
Βλ. Ρένα Σταυρίδου – Πατρικίου, «Ανέκδοτες επιστολές του Γ. Σκληρού στον Γ. Ν. Πολίτη. Από τις
“παλιές καλές μέρες της Ιένας” στην “ανίερον πραγματικότητα” της βιοπάλης στην Αίγυπτο»,
Μνήμων, τόμος 7, 1978-1979, σ. 18-45.
17
Σε επιστολή του Γ. Σκληρού προς τον Γ. Ν. Πολίτη, η οποία γράφτηκε τον Δεκέμβριο του 1910 στην
Πετρούπολη της Ρωσίας, διαβάζουμε: «Με λυπεί η ψυχική κατάσταση του Αποστολάκη, την αιτία της
οποίας εντελώς αγνοώ και αν δεν είναι μυστικό, θάθελα να την ξέρω». Βλ. Ρένα Σταυρίδου –
Πατρικίου, «Ανέκδοτες επιστολές του Γ. Σκληρού στον Γ. Ν. Πολίτη. […]», Μνήμων, τόμος 7, ό.π., σ.
43.
18
Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 204-209.

17
ευστάθεια των υποθέσεων ως προς τις ψυχικές διακυμάνσεις του αδελφού του και

σημειώνει:

Το στενόν του αδελφού μου φιλικόν περιβάλλον αποτελούμενον κατά το πλείστον εκ

συναδέλφων Ιατρών είχε άμεσον αντίληψιν ότι η σωματική και ψυχική υγεία του

αδελφού μου ήτο τοιαύτη και τοσαύτη ώστε πάντες οι ερχόμενοι εις επαφήν μετ’ αυτού

ιδία δε οι μαθηταί του ήντλουν πραγματικώς ζωήν και αισιοδοξίαν, υφιστάμενοι την

επίδρασιν και την γοητείαν της εξαιρετικής του φυσιογνωμίας.19

Ο Αποστολάκης επέστρεψε στην Ελλάδα από τη Γερμανία το 1911 και στις

12 Ιουνίου 1913 δίδει τον επί διδακτορία όρκο του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχοντας

καταθέσει εναίσιμο διδακτορική διατριβή, της οποίας το θέμα ήταν «Το καλόν παρά

Καντίω». Από το 1911 έως το 1917 εργάστηκε ως καθηγητής φιλόλογος στην

ιδιωτική εκπαίδευση. Ανάμεσα στους μαθητές του στο «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον

Δ. Ν. Μακρή» συγκαταλεγόταν και ο Κ. Θ. Δημαράς.20 Κατά την περίοδο 1915-1919,

εξέδιδε και διηύθυνε (μαζί με τους Σπύρο Αλιμπέρτη και Γεώργιο Ν. Πολίτη) το

περιοδικό Κριτική και Ποίηση. Από το 1918 έως το 1926 εργάστηκε ως ταξινόμος στο

Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας, ενώ το 1926 διορίστηκε καθηγητής «Νεώτερης

Ελληνικής Φιλολογίας» στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης –

του κατεξοχήν για εκείνη την εποχή ανώτατου ιδρύματος, το οποίο προωθούσε μέσω

19
Γεώρ. Αποστολάκης, «Το “Αφιέρωμα Αποστολάκη”», Νέα Εστία, τχ. 494, 1 Φεβρουαρίου 1948, σ.
189. Εφεξής, στα παρατιθέμενα αποσπάσματα διατηρείται η ορθογραφία και η στίξη τού/τἠς
συγγραφέα, αλλά προτιμάται το μονοτονικό σύστημα.
20
Βλ. Γιώργος Αράγης, Ανθολογία της Νεοελληνικής Λογοτεχνικής Κριτικής, Αθήνα, Σοκόλης, 2019, σ.
504.

18
της γλωσσικής ανοχής των διδασκόντων του τον δημοτικισμό στην εκπαίδευση 21 –,

θέση από την οποία αφυπηρέτησε, για να συνταξιοδοτηθεί, το 1941. Η καθηγεσία του

διεκόπη κατά το ακαδημαϊκό έτος 1935-1936, όταν παύθηκε με υπουργική απόφαση

μαζί με δύο ακόμη δημοτικιστές καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής του

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Χαράλαμπο

Θεοδωρίδη (ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης είχε παραιτηθεί για λόγους υγείας από το

1934). Ο Αποστολάκης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1933-1934 διετέλεσε και

κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής.

Παντρεύτηκε την Καλλιόπη Χαλκούση και το 1931 γεννήθηκε ο γιος τους

Μιχαήλ Ι. Αποστολάκης, ο οποίος αργότερα διέπρεψε ως γιατρός (καθηγητής

Πειραματικής Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ .


αφυπηρέτησε ως

ομότιμος καθηγητής το 1998). Ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης πέθανε από εγκεφαλική

αιμορραγία στο σπίτι του, στην Αθήνα (επί της οδού Μακένζι Κινγκ 22 10), την

Πέμπτη, 3 Απριλίου του 1947.

21
Βλ. Κώστας Γαβρόγλου, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Χάιδω Μπάρκουλα, Το Πανεπιστήμιο Αθηνών
[1837-1937] και η ιστορία του, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σ. 217.
22
Πρόκειται για τη σημερινή οδό Λυκαβηττού, η οποία εκκινεί από τη διασταύρωσή της με την
κεντρική οδό Ακαδημίας και αφού διασταυρωθεί με τις οδούς Σόλωνος και Σκουφά, απολήγει στην
περιοχή του Κολωνακίου. Όπως μαθαίνουμε από ανάρτηση του Νίκου Σαραντάκου - «Δρόμοι που
(δεν) αλλάζουν όνομα»: από 26.04.2014 στην ιστοσελίδα https://left.gr/news/dromoi-poy-den-
allazoyn-onoma -, η οδός ονομάστηκε Μακένζι Κινγκ το 1946, αλλά αργότερα (μετά τον θάνατο του
Γιάννη Μ. Αποστολάκη) επανήλθε και θεσμικά η παλαιότερη και έως σήμερα ισχύουσα ονοματοθεσία
της.

19
Εγγραφή του Γιάννη Αποστολάκη στη Φιλοσοφική Σχολή: 7 Οκτωβρίου 1900 [από

το Βιβλίο Εγγραφών του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ιστορικό Αρχείο Ε.Κ.Π.Α.)]

20
Ληξιαρχική πράξη θανάτου του Γιάννη Μ. Αποστολάκη [ακριβές αντίγραφο από το

Ληξιαρχείο του Δήμου Αθηναίων: 19 Ιουλίου 2019]

21
1.4. Βασικές πηγές – Εργογραφία Γιάννη Μ. Αποστολάκη

Τα δημοσιεύματα και τα βιβλία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη, τα οποία αποτέλεσαν

βασικές πηγές της εργασίας μας και θα διερευνηθούν εκτενώς στη συνέχεια, είναι τα

ακόλουθα, κατά χρονολογική σειρά:

* Βάρδος [= Γιάννης Αποστολάκης], «Το παράπονο του ρολογιού», Ο Νουμάς, τχ.

77, 4 Ιανουαρίου 1904, σ. 2.

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Μια κριτική», Ο Νουμάς, τχ. 414, 28 Νοεμβρίου 1910,

σ. 248-250.

* Γ. Α., «Ζωή κ’ Επιστήμη», Ο Νουμάς, τχ. 457, 27 Νοεμβρίου 1911, σ. 642-644.

* [Ενδεχομένως (δεν είναι απολύτως βέβαιο): Σπ. Λ. Αλιμπέρτης – Γιάννης Μ.

Αποστολάκης – Δ. Λ. Δημητριάδης], «“Το Αδερφάτο της Δημοτικής”. Προς τους

οπαδούς κ’ εργάτες της ιδέας, Α΄ Προκήρυξη», Ο Νουμάς, τχ. 420, 23 Ιανουαρίου

1911, σ. 49-50.

* Σ. Αλιμπέρτης, Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο “Αρχισυντάχτης” (Κριτική και Ψυχολογική

ανάλυση)», Ο Νουμάς, τχ. 483, 23 Ιουνίου 1912, σ. 355.

* Γιάννης Αποστολάκης, Σπύρος Αλιμπέρτης, «Αντί προλόγου», Γράμματα

(Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, 15 Ιουνίου 1914, σ. 500-505.

* Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1,

Μάρτιος 1915, σ. 19-36 ( = Ι. Η δοκιμασία), τχ. 2, Απρίλιος 1915, σ. 38-48 ( = ΙΙ. Η

γνωριμιά με τον Γκαίτε), τχ. 3, Μάιος 1915, σ. 69-85 ( = ΙΙΙ. Στην Ερημιά), τχ. 4,

Ιούνιος 1915, σ. 120-130 ( = IV. Δόξα), τχ. 5-6, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1915, σ.

22
131-154 ( = V. Φλυαρίες και VI. Η Γερμανία), τχ. 7, Μάιος 1916, σ. 195-205 (=

Επίλογος).

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης»,

Κριτική και Ποίηση, τχ. 8-9, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1916, σ. 225-265.

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, Ιούλιος

1919, σ. 298-359.

* Γιάν. Μ. Αποστολάκης, «Μία προσθήκη», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, Ιούλιος

1919, σ. 385-386.

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, Αθήνα, [χ.ε.], 1923

(επανεκδόσεις: Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», [1956] και Θεσσαλονίκη,

Εκδόσεις Βάνιας, 1991).

* Φώτος Πολίτης – Γ. Αποστολάκης, «Ο δημοτικισμός και η εκπαιδευτική

μεταρρύθμισις: Ομιλούν λόγιοι, πολιτευόμενοι και επιστήμονες» [δημοσίευση

απόψεων: Ι. Τσιριμώκου, Παντ. Χορν, Φ. Πολίτη, Γ. Αποστολάκη, Κ. Ουράνη, Άλκη

Θρύλου], εφ. Δημοκρατία, 2 Φεβρουαρίου 1926.

* Γιάννης Αποστολάκης, «Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού», Ελληνικά

Γράμματα, τχ. 3, 15 Ιουλίου 1927, σ. 120-121. [Απόσπασμα από το Η Ποίηση στη ζωή

μας]

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, Αθήναι,

Κοντομαρής, 1929.

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, Αθήναι, «Πυρσός» Α.Ε., 1934.

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, Αθήνα,

[χ.ε.], 1936.

23
* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, Θεσσαλονίκη,

[χ.ε.], 1937.

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», ανάτυπο εκ του

πέμπτου τόμου της Επετηρίδος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1940 [ο πέμπτος τόμος της Επετηρίδος είχε τυπωθεί το

1939].

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικο τραγούδι,

Αθήναι, Τύποις Αθαν. Ν. Παπασπύρου, 1941.

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, Εν

Αθήναις, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας Α. Ε., 1950 (τρία

κεφάλαια του βιβλίου δημοσιεύτηκαν κατά τα έτη 1945 και 1946 σε τεύχη του

περιοδικού Πολιτική Επιθεώρησις (βλ. εδώ, κεφ. 3.4), ενώ ολόκληρη η μελέτη

αναδημοσιεύτηκε το 1983 στα τεύχη 76-82 του περιοδικού Εποπτεία).

* Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ο Πολίτης», Νέα Εστία, τχ. 643, 15 Απριλίου 1954, σ.

518-521. [Κεφάλαιο αναδημοσιευμένο από το βιβλίο Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος

Α΄. Οι Συλλογές, Αθήναι, Κοντομαρής, 1929].

24
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ]

Τα πρώτα θεωρητικά και κριτικά δημοσιεύματα του Γιάννη Μ.


Αποστολάκη. Η βιογραφία του Τόμας Καρλάυλ

2.1. Για τη διδακτορική του διατριβή. Τα πρώτα κείμενα στον Νουμά

Τέσσερα δημοσιεύματα του Γιάννη Αποστολάκη στο περιοδικό Ο Νουμάς κατά τα

έτη 1910, 1911 και 1912, ο πρόλογος της μελέτης του για τον Καρλάυλ, που

δημοσιεύτηκε το 1914 στο αλεξανδρινό περιοδικό Γράμματα, η εκτενής μελέτη του

«Ο βίος του Θωμά Καρλάυλ» (1915-1916), το μελέτημα «Ένας φιλολογικός

πρόγονος – Γιάννης Καμπύσης» (1916) καθώς και η περί λογοτεχνικής κριτικής

απόψεις στο κείμενό του «Η κριτική» (1919), που συνοδεύτηκαν και από «Μία

Προσθήκη» (1919), συγκροτούν ένα υλικό, από το οποίο αναδύονται και η θεωρία

του συγγραφέα για την ποίηση αλλά και κριτικές του θέσεις για το έργο ποιητών.

Εκτός από τα τέσσερα κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στον Νουμά, και το «Αντί

προλόγου» της μελέτης για τον Καρλάυλ, που δημοσιεύτηκε στα Γράμματα, τα

υπόλοιπα εντάχθηκαν σε τεύχη του περιοδικού Κριτική και Ποίηση, το οποίο ο

Γιάννης Αποστολάκης εξέδιδε μαζί με τον Σπύρο Αλιμπέρτη και τον Γεώργιο

Νικολάου Πολίτη.23 Σε αυτά τα κείμενα ανιχνεύονται σπερματικά αλλά ευδιάκριτα

θεωρητικές θέσεις για την ποίηση και κριτικές θέσεις για το έργο ποιητών, οι οποίες

23
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», καθώς και το ανυπόγραφο
«Βιογραφικό σημείωμα [για τον Γιάννη Μ. Αποστολάκη]», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 210, 212. Για
μία μεστή σκιαγράφηση των ιδεολογικών και αισθητικών συντεταγμένων του περιοδικού, βλ. Παν.
Μουλλάς, «Ιδεαλισμός και κριτική: μερικές οριοθετήσεις», στον τόμο: Όψεις της λαϊκής και της λόγιας
νεοελληνικής λογοτεχνίας. 5η Επιστημονική Συνάντηση αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη,
Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1994, σ. 65-69 (ΕΕΦΣ, Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας, Παράρτημα 5).

25
θα αποκρυσταλλώνονταν εναργέστερα στο κατοπινό του βιβλίο Η Ποίηση στη ζωή

μας (1923).

Αισθητικές απόψεις του Αποστολάκη για την Τέχνη, ενδεχομένως και για την

ποίηση, εικάζουμε ότι μπορεί να εκφράστηκαν και στη διδακτορική του διατριβή,

της οποίας μέχρι στιγμής μόνον ο τίτλος είναι γνωστός: Το καλόν παρά Καντίω.

Παρά τη σχετική μας προσπάθεια το κείμενο της διατριβής δεν κατέστη έως σήμερα

δυνατόν να βρεθεί και να μελετηθεί. Στον υπηρεσιακό φάκελο του Γιάννη

Αποστολάκη, ο οποίος βρίσκεται στον αποθηκευτικό χώρο όπου φυλάσσονται τα

αρχεία του ΑΠΘ, δεν εντοπίστηκε υπόμνημα δημοσιευμάτων του ούτε αντίτυπα των

επιστημονικών εργασιών του. Αυτό εύλογα εξηγείται, διότι ο Γιάννης Αποστολάκης

δεν κρίθηκε από εκλεκτορικό σώμα, για να γίνει καθηγητής της «Νεώτερης

Ελληνικής Φιλολογίας» της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

αλλά διορίστηκε το 1926, ύστερα από ομόφωνη πρόταση της εισηγητικής επιτροπής,

την οποία αποτελούσαν οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Σωκράτης

Κουγέας, Παναγής Λορεντζάτος, Σίμος Μενάρδος και Χρήστος Τσούντας. 24 Το

κείμενο της διατριβής δεν εντοπίστηκε, παρά την έρευνά μας, ούτε στα αρχεία του

ΕΚΠΑ. Από τον τίτλο της διδακτορικής διατριβής υποθέτουμε βάσιμα πως

επρόκειτο για μελέτη φιλοσοφική, εντασσόμενη στον ειδικότερο χώρο της

Αισθητικής. 25 Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Φιλοσοφικής Σχολής, που έγινε

στις 4 Οκτωβρίου 1912, διαπιστώνουμε ότι ο τότε κοσμήτορας Νικόλαος Πολίτης

ανέφερε:

24
«Βιογραφικό σημείωμα», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 212.
25
Βασικές σχετικές πληροφορίες αντλούνται και από το μελέτημα του Γεράσιμου Ζώρα «Πριν από
100 χρόνια. Ο Γιάννης Αποστολάκης πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Αθηνών», ό.π.

26
Εκ των υπό κρίσιν κατά το παρελθόν πανεπιστημιακόν έτος εναισίμων επί διδακτορία

διατριβών, η μεν του κ. Γεωργίου Γρατσιάτου «Ο παρά Κικέρωνι αρχαιότερος

λεκτικός χαρακτήρ» εγένετο παμψηφεί δεκτή παρά της Σχολής, η δε του κ. Ιωάννου Μ.

Αποστολάκη «Το καλόν παρά Καντίω» εγένετο δεκτή επίσης παρά πάντων των

καθηγητών, πλην του κ. Μ. Ευαγγελίδου.26

Θα ήταν ενδιαφέρον να ξέρουμε τους λόγους εξαιτίας των οποίων ο καθηγητής της

ιστορίας της φιλοσοφίας Μαργαρίτης Ευαγγελίδης (1850-1932)27 δεν ενέκρινε τη

διατριβή του Αποστολάκη, αλλά προς στιγμήν μάς λείπουν τα τεκμήρια της

αρνητικής ψήφου του. Ο Γιάννης Αποστολάκης, πάντως, αναγορεύτηκε διδάκτωρ

στη συνεδρία της 12ης Ιουνίου 1913 και βάσιμα συμπεραίνουμε ότι η υποστήριξη της

διατριβής του έγινε κατά το ακαδημαϊκό έτος 1911-1912. Πάντως, έχουμε την

πληροφορία ότι ο Αποστολάκης δεν είχε περί πολλού τη διδακτορική διατριβή του

και ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν την υπεράσπισε ούτε την εξέδωσε, όπως

τα άλλα βιβλία του, με αποτέλεσμα σήμερα να μην ανευρίσκεται ούτε στο αρχείο

του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Γιάννης Κουχτσόγλου σημειώνει:

Αντίθετα μ’ ό,τι άλλο είχε γράψει [ενν. ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης], δεν υπολόγιζε

καθόλου τη διδαχτορική του διατριβή «Το καλόν παρά Καντίω», που είναι άγνωστη

26
Βλ. και Γεράσιμος Ζώρας, «Πριν από 100 χρόνια. Ο Γιάννης Αποστολάκης πτυχιούχος του
Πανεπιστημίου Αθηνών», ό.π.
27
Βλ. [Ανυπόγραφο], [λήμμα] «Ευαγγελίδης Μαργαρίτης», στο: Πάπυρος – Larousse, τόμος 21, σ. 58∙
Φίλιππος Ηλιού – Πόπη Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900, Αθήνα, Βιβλιολογικό Εργαστήρι
«Φίλιππος Ηλιού» / ΕΛΙΑ, 2006, 1885: λήμματα 403, 964 / 1886: λήμμα 175 / 1888: λήμμα 634 /
1892: λήμμα 387 / 1893: λήμμα 344 / 1899: λήμμα 995 / 1900: λήμματα 46, 1056. Βλ. ενδεικτικά, και
Γ. Μ. Βιζυηνός, Στους δρόμους της λογιοσύνης. Κείμενα γνώσης, θεωρίας και κριτικής, φιλολογική
επιμέλεια: Παν. Μουλλάς, επιλεγόμενα – υπόμνημα: Βενετία Αποστολίδου – Μαίρη Μικέ, Αθήνα,
ΜΙΕΤ, 2013, σ. 33-83, 743.

27
και δε βρίσκεται ούτε στο αρχείο της Φιλοσοφικής Σχολής. Εξηγούσε πως την έγραψε

για λόγους καθαρά τυπικούς.28

Όπως μαρτυρεί ο Δ. Π. Ταγκόπουλος,29 ο Γιάννης Αποστολάκης και ο Σπύρος

Αλιμπέρτης ανήκαν στον αρχικό φιλικό πυρήνα του περιοδικού Ο Νουμάς. Ο

Αλιμπέρτης μάλιστα δημοσίευσε στο περιοδικό κριτικά κείμενα, υπογράφοντας

αρχικά ως Σπύρος Αναστασιάδης.30 Ο Αποστολάκης στη νιότη του, ενδεχομένως και

στην ωριμότητά του,31 έκανε και απόπειρες λογοτεχνικής συγγραφής. Μία από αυτές

δημοσιοποίησε στον Νουμά με το ψευδώνυμο «Βάρδος»32 και την αφιέρωσε στον

φίλο του Σπύρο Αναστασιάδη:

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΡΟΛΟΓΙΟΥ

Στο Σπύρο Αναστασιάδη

Ήτανε νύχτα κ’ ήμουνα στο κρεββάτι πλαγιασμένος.

Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας τίποτε άλλο δεν ακουότανε, παρά του ρολογιού ο

χτύπος τικ τακ, που μου φαινότανε τα βήματα του χάρου που πλησιάζει.

Μα νιωμένος πως μια στιγμή δεν μένει κανένας ήσυχος απ’ την ιδέα του χάρου,

που ώς και μέσα στο δωμάτιό σου έχει στήσει τη φωλιά του, άπλωσα το χέρι ν’

αρπάξω το ρολόι να το πετάξω, να λευτερωθώ απ’ αυτό.


28
Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 207-208.
29
Δ. Π. Ταγκόπουλος, «Από “Τα ιστορικά του Νουμά”. Τα πρώτα Σαββατόβραδα», Ο Νουμάς, τχ.
620, 23 Φεβρουαρίου 1919, σ. 18.
30
Δ. Π. Ταγκόπουλος, ό.π., σ. 19. Το πρώτο κριτικό σημείωμα του Σπύρου Αναστασιάδη στον Νουμά
είχε τίτλο «Ρητορικοί λόγοι Γ. Μιστριώτου», βλ. τχ. 36, 8 Μαΐου 1903, σ. 3.
31
Με βάση τη μαρτυρία του Γιάννη Κουχτσόγλου («Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 207), ο
Γιάννης Αποστολάκης έγραφε στίχους και αφηγηματικά κείμενα, που όμως «τα έσκιζε μόλις έπαιρναν
την οριστική τους μορφή».
32
Κυριάκος Ντελόπουλος, Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα. Νέα συμπληρωμένη έκδοση, Αθήνα,
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2005, σ. 39, 156.

28
Μα μόλις τ’ άγγισα, άκουσα μια πένθιμη και παραπονετικιά φωνή που μού

’λεγε: «δυστυχισμένε, τι κάνεις αυτού; τι σού ’φταιξα εγώ; άλλοι μ’ εβάλανε να

χτυπάω, και δε μ’ αφήνουν ποτέ να σταματήσω . αχ κ’ εγώ ζητάω τη σιγαλιά και την

ειρήνη που ζητάς και συ».

Αυτά μού ’πε η φωνή και σβύστηκε.

Εγώ έμεινα με το χέρι μουδιασμένο απάνω απ’ το ρολόι.

Από τότες άρχισα να τ’ αγαπάω το ρολόι, γιατί ξάνοιξα μέσα του ένα πλάσμα

σαν κ’ εμένα δυστυχισμένο.

ΒΑΡΔΟΣ 33

Το κείμενο αυτό, που ως βασική ρυθμική δομή συσσωματώνει τον στίχο-

εδάφιο (στίχο-παράγραφο), δεν θα μπορούσε, βέβαια, σε καμία περίπτωση να

χαρακτηριστεί κριτικό. Έχει, ωστόσο, διάσταση φιλοσοφική, αφού ο

ετεροκαθορισμός ως έλλειψη πραγμάτωσης της ελεύθερης βούλησης, καθώς και ο

χρόνος και ο θάνατος ως υπαρξιακά διακυβεύματα, αποτελούν διαχρονικά και

θεμελιώδη θέματα τόσο της φιλοσοφίας όσο και της ποίησης.34 Θα υποστηρίζαμε,

μάλιστα, ότι «Το παράπονο του ρολογιού», στο οποίο δεν ενσωματώνεται ρητή

αναφορά στο όνομα ή στη θεωρία κάποιου φιλοσόφου, διέπεται από την εσωτερική

σύνδεση της φιλοσοφίας με την ποιητική έκφραση, κατά την οποία

ο στοχασμός, που συνδέεται εσωτερικά με την ποιητική του, “δείχνεται” ή

“διαφαίνεται” μάλλον, παρά “λέγεται” άμεσα. Ανεξάρτητα από το αν σε τέτοια έργα

33
Βάρδος [= Γιάννης Αποστολάκης], «Το παράπονο του ρολογιού», Ο Νουμάς, τχ. 77, 4 Ιανουαρίου
1904, σ. 2.
34
Για τις σύνθετες σχέσεις της φιλοσοφίας με την ποίηση, βλ. και Στέλιος Βιρβιδάκης, «Ποίηση και /
ως φιλοσοφία», Ποιητική, τχ. 15, Άνοιξη 2015, σ. 127-178.

29
συναντά κανείς συχνά και ρητές αναφορές σε οικεία θέματα και προβλήματα

φιλοσοφικής υφής, η ίδια η οργανική σύνθεση μορφής και περιεχομένου, φανερώνει τις

ιδέες που βρίσκονται στον πυρήνα της έμπνευσης, μέσα από την ανάπτυξη και τη

διανοητική επεξεργασία τής ενσάρκωσής τους με στίχους, σχήματα λόγου, εικόνες,

ρυθμούς και ήχους, με διακριτή αισθητική στόχευση.35

Το συγκεκριμένο λογοτεχνικό κείμενο πολύ πρώιμα υποδηλώνει την προσπάθεια του

Γιάννη Αποστολάκη να εκκινεί από το μερικό και συγκεκριμένο και να τείνει προς το

γενικότερο και φιλοσοφικό, προσπάθεια η οποία, όπως ελπίζουμε να δείξουμε,

αναδύεται και από τις ωριμότερες και μεταγενέστερες από «Το παράπονο του

ρολογιού» θεωρητικές και κριτικές δοκιμές του.

Το 1910, ο διδάκτωρ φιλολογίας Αθανάσιος Χ. Μπούτουρας δημοσιοποιεί το

βιβλίο Φιλολογία – Εκπαίδευσις – Κοινωνική μόρφωσις. Το καθήκον της Πολιτείας

προς το Πανεπιστήμιον και ιδία την Φιλολογικήν Σχολήν.36 Ο Γιάννης Αποστολάκης,

κρίνοντας το βιβλίο από τις σελίδες του Νουμά,37 αρχικά επισημαίνει:

Για το βιβλίο αυτό αξίζει να μιλήση κανείς πλατύτερα αφού ο συγγραφέας του σ’ αυτό

κρίνει το πνευματικό περιβάλλον τής Ελλάδας: τα ιδανικά τα πνευματικά, που μέσα σ’

αυτά πρόκειται κι αυτός στη ζωή του να δράση.38

35
Στέλιος Βιρβιδάκης, «Ποίηση και / ως φιλοσοφία», ό.π., σ. 136.
36
Αθανάσιος Χ. Μπούτουρας, Φιλολογία – Εκπαίδευσις – Κοινωνική μόρφωσις. Το καθήκον της
Πολιτείας προς το Πανεπιστήμιον και ιδία την Φιλολογικήν Σχολήν, Εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ.
Σακελλαρίου, 1910.
37
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Μια κριτική», Ο Νουμάς, τχ. 414, 28 Νοεμβρίου 1910, σ. 248-250.
38
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Μια κριτική», Ο Νουμάς, τχ. 414, ό.π., σ. 248.

30
Θεωρεί, επομένως, το βιβλίο άξιο κριτικού σχολιασμού, παρότι από τη βιβλιοκρισία

του αναδύεται η αντίθεσή του τόσο προς βασικές θέσεις του συγγραφέα όσο και

προς τον τρόπο που ο τελευταίος κρίνει την πνευματική ζωή.

Εδώ δεν ενδιαφέρει τόσο η παρουσίαση των ειδικών αντιρρήσεων του

Αποστολάκη για τις προβαλλόμενες στο βιβλίο θέσεις, όσο η ανίχνευση γενικότερων

απόψεών του για την κριτική και την επιστήμη, απόψεις οι οποίες αναπτύχθηκαν

διεξοδικότερα σε μεταγενέστερα κείμενά του αλλά διαπιστώνουμε ότι είχαν ήδη

διαμορφωθεί από το αρχικό στάδιο της θεωρητικής και κριτικής παρουσίας του:

Όμως αντίς ο συγγραφέας με περισσότερα λόγια και με αυστηρή κριτική να μπη στην

εξέταση των εργασιών της σχολής και να μας δείξη την ξεραΐλα και τη γύμνια από

πνευματικά προβλήματα που βασιλεύει εκεί μέσα – και έτσι θα μας έπειθε τουλάχιστο

πως αν και αυτός δεν έχει φθάσει ακόμα σε σταθερές ιδέες και λαγαρισμένες για τα

τέτοια ζητήματα, όμως το θετικό μέρος τής δουλειά του δε θα είταν παρά μονάχα

ζήτημα χρόνου – περιορίστηκε απλούστατα σε γενικούς αφορισμούς για την επιστήμη,

πως πρέπει να είναι ελεύθερη, πως πρέπει να χωρίζεται από την πράξη, πως η

φιλοσοφία δεν εχτιμιέται στην Ελλάδα κτλ. Δηλαδή θέλω να πω πως δε χρειάζονται σε

μια τέτοια κριτική μελέτη μονάχα γενικότητες και οι συνηθισμένες επικριτικές ιδέες

παρά πρέπει η κριτική μπαίνοντας και ξεψαχνίζοντας τις λεπτομέρειες της ζωής μας να

μας δείχνη πιο ζωντανά τις πνευματικές ανάγκες και έτσι να βοηθάη στη γιατρειά τους,

δηλ. χρειαζόμαστε πλουσιώτερη κριτική.39

Είναι σαφές ότι ο Αποστολάκης θεωρεί ότι η κριτική επιτελεί με συνέπεια τον ρόλο

της, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι λειτουργεί «ξεψαχνίζοντας τις λεπτομέρειες» και

39
«Μια κριτική», Ο Νουμάς, τχ. 414, ό.π., σ. 249.

31
όχι όταν απλώς περιορίζεται στον χώρο της γενικόλογης εμφαντικής καταγγελίας. Η

μελέτη του όλου έργου του και ανεξαρτήτως τού αν θα συμφωνήσει κανείς με τις

θέσεις του και με τον απόλυτο τρόπο που εκφράζονταν αυτές οι θέσεις ή αν θα

διαφωνήσει, δείχνει ότι ο Αποστολάκης ανταποκρίθηκε με συνέπεια στην ανάδειξη

λεπτομερειών και συγκεκριμένων επιχειρημάτων, τα οποία πίστευε ότι στήριζαν τις

απόψεις του. Δεν αξιοποίησε ως μοχλό της κριτικής του μόνον τους γενικούς

αφορισμούς . προσπάθησε ήδη από την εκκίνηση της πνευματικής του πορείας να

θεμελιώσει τον κριτικό και θεωρητικό του λόγο στο έδαφος του συγκεκριμένου και

διακριβωμένου και αυτό πρέπει να του το πιστώσουμε, παρότι είναι σαφές ότι σε

αρκετά σημεία του θεωρητικού του μορφώματος έσφαλε, ενώ, επιπρόσθετα, αδίκησε

πολλούς ποιητές, κρίνοντας το έργο τους με απόλυτο και μονοσήμαντο τρόπο.

Διαχωρίζοντας τον επιστήμονα δάσκαλο από τον επιστήμονα δημιουργό, ο

Αποστολάκης σημειώνει με αφορμή το βιβλίο του Μπούτουρα:

Ο δημιουργός επιστήμονας για ένα έθνος είναι φυτό σπάνιο όπως και ο καλλιτέχνης .

και τέτοιοι πρωτότυποι επιστήμονες χρειάζουνται για να πιάση ρίζα και σε μας η

επιστήμη, που η ίδια η ζωή τους θα τους γεννάη τα προβλήματα τα επιστημονικά, και

που γι’ αυτούς επιστήμη θα εσήμαινε ζωή και όχι ξεφύλλισμα βιβλίων και απαρίθμηση

βιβλιογραφίας και εύρεση μέσου όρου στις διάφορες γνώμες των ξένων επιστημόνων.

Σ’ ένα έθνος που έχει τέτοιους επιστήμονες η επιστήμη είναι ζωντανός παράγοντας και

κέντρον εργασίας κ’ εκεί μπορεί να νοιώση κανείς τη μεγάλη εξανθρωπιστική δύναμή

της όπως δείχνεται και στο ρητό του Ευριπίδη «όλβιος όστις της ιστορίας έσχε

μάθησιν, μήτε πολιτών επί πημοσύνας40 μήτ’ εις αδίκους πράξεις ορμών, αλλ’

40
Η επικρατέστερη μορφή του κειμένου με βάση τις προτάσεις των κλασικών φιλολόγων αποδίδει τη
λέξη ως «πημοσύνην». Ο Αποστολάκης μεταφέρει εδώ τη λέξη σε αιτιατική πτώση πληθυντικού
αριθμού, αλλά το συγκεκριμένο ζήτημα για το δικό μας θέμα δεν έχει βαρύνουσα σημασία.

32
αθανάτου καθορών φύσεως κόσμον αγήρωπη τε συνέστη χώθεν χώπως. τοις δε

τοιούτοις ουδέποτ’ αισχρών έργων μελέτημα προσίζει».41

Η αξιοποίηση του ευριπίδειου αποσπάσματος 910 ενδυναμώνει την ιδέα του

Αποστολάκη ότι η δημιουργική επιστήμη «είναι ζωντανός παράγοντας και κέντρον

εργασίας» και όχι «ξεφύλλισμα βιβλίων και απαρίθμηση βιβλιογραφίας». Αυτονόητα

ελέγξιμη η άποψή του, η οποία, όπως βλέπουμε όμως, είχε διαμορφωθεί από την

έναρξη της κριτικής και επιστημονικής του πορείας42 και εξηγεί έως έναν βαθμό και

τον τρόπο με τον οποίο ο Αποστολάκης εργάστηκε, και το αποτελούμενο από τον

Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι «κέντρον εργασίας» του, και το ότι τιτλοφόρησε

το πιο γνωστό βιβλίο του, πιστεύοντας πως «η ίδια η ζωή […] γεννά τα προβλήματα

τα επιστημονικά», Η Ποίηση στη ζωή μας.

Την έλξη του από τα έργα μεγάλων ανδρών, στα οποία το υπαρξιακό

«κέντρον» παρουσιάζεται ως ανώτερο ιδανικό ζωής εκφρασμένο με τρόπο

καλλιτεχνικά υψηλό, θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης,

υπογράφοντας το 1911 ως Γ. Α. και ένα κριτικό κείμενο για το βιβλίο του Φαίδωνος

41
«Μια κριτική», Ο Νουμάς, τχ. 414, ό.π., σ. 249. Μία επί λέξει μετάφραση του αποσπάσματος του
Ευριπίδη είναι η εξής: «Ευτυχισμένος είναι εκείνος που έμαθε να ερευνά συστηματικά, χωρίς να
επιδιώκει συμφορές για τους πολίτες και χωρίς να επιδίδεται σε άδικες πράξεις, αλλά νιώθοντας την
αγέραστη ομορφιά τής αθάνατης φύσης, με ποιον τρόπο αυτή δημιουργήθηκε και για ποιον σκοπό και
πώς ακριβώς. Σε τέτοιους ανθρώπους ποτέ δεν προσκολλάται η φροντίδα για αισχρές πράξεις».
42
Κατά τούτο, η γενικά ορθή παρουσίαση του έργου του Αποστολάκη από τον Βασίλειο Λαούρδα στο
αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας (βλ. Βασ. Λαούρδας, «Ο ποιητής και ο ερμηνευτής», Νέα Εστία,
τχ. 491, ό.π., σ. 188-203) δεν ευστοχεί, όταν χαρακτηρίζει τα πριν από τη μελέτη για τον Καρλάυλ
κείμενα του Αποστολάκη «δευτερώτερα αρθρίδια» (Λαούρδας, ό.π., σ. 189), χωρίς περαιτέρω
σχολιασμό.

33
Κουκουλέ Περί των παρά Σοφοκλεί γνωμών (1911).43 Στον «Πρόλογο» του βιβλίου

διαβάζουμε:

Μόνον άνδρες υπό μεγάλων ιδεωδών εμπνεόμενοι, διάνοιαι αδραί και φωτειναί

από των διδαγμάτων του παρελθόντος παν διά τους ομοφύλους ωφέλιμον αντλούσαι

και ευρέως το μέλλον ενός λαού επισκοπούσαι, αυταί μόνον ηδύναντο να δεσμεύσωσι

τους συγχρόνους και να γένωνται αληθείς διδάσκαλοι και λύται των υψίστων

προβλημάτων του βίου.

Προφήται ενθουσιασμού μεστοί, ως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης

ποικίλα εν τοις εαυτών δράμασι πραγματευόμενοι θέματα εφρόντιζον αεί να θέτωσιν εν

τω στόματι των δρώντων προσώπων ρήματα βραχέα και βαθειών εννοιών μεστά, δι’

ων παρείχον τοις ακροαταίς είτε τα πορίσματα της πείρας ανδρών παλαιοτέρων επ’

αρετή και παιδεία διαλαμψάντων, είτε γνώμας ιδίας εις γενικώτατα και ύψιστα

αναγομένας θέματα, τουτέστιν εγνωμολόγουν.44

Ο Αποστολάκης, ωστόσο, είναι κάθετα αρνητικός προς το πόνημα τού

Φαίδωνος Κουκουλέ, γιατί πιστεύει ότι ο φιλόλογος οφείλει να έχει αίσθηση της

σύγχρονής του πνευματικής ζωής και ως προς αυτήν να αξιοποιεί ως οδηγό το έργο

των μεγάλων συγγραφέων του παρελθόντος, χωρίς να εγκλείεται στον χώρο ενός

«νεκρού» - κατά τον Αποστολάκη – φιλολογικού σχολαστικισμού.

43
Γ. Α., «Ζωή κ’ Επιστήμη», Ο Νουμάς, τχ. 457, 27 Νοεμβρίου 1911, σ. 642-644. Η πληροφορία ότι ο
Γ. Α. είναι ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης αντλείται από το αφιέρωμα της Νέας Εστίας (τχ. 491, ό.π., σ.
212) σε αυτόν, βλ. και «Παράρτημα» στο: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας,
Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 1991, σ. 345.
44
Φαίδων Ι. Κουκουλές, Περί των παρά Σοφοκλεί γνωμών, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Π. Α.
Πετράκου, 1911, σ. 4.

34
Το βιβλίο έχει 33 σελίδες και είναι απαρίθμηση των γνωμών που απαντώνται

στο Σοφοκλή. Δηλαδή ο συγγραφέας του δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ξεφυλλίσει το

Σοφοκλή, νάβρει τις γνώμες του και να τις γράψει σ’ ένα άλλο χαρτί που το εξέδωκε

έπειτα για βιβλίο. Το βιβλίο θα μπορούσε να γίνει μια σελίδα αν εσημείωνε μονάχα τις

παραπομπές και θα χρησίμευε τότε κάλλιστα στην ιδιαίτερη του συγγραφέα εργασία αν

είχε τίποτα καλύτερο να φτιάξει. Για ποιο λοιπόν σκοπό γράφτηκε το βιβλίο αυτό; Το

μόνο σκοπό που θάχε το βιβλίο θα είτανε να χρησιμέψει για συλλογή ρητών, σαν και

κείνα τα βιβλία που ’ναι σωρό στη Γερμανία και που έχουν τα ρητά των μεγάλων

συγγραφέων των Γερμανών και που απ’ αυτά αντλούν τις σοφίες τους οι περσότερες

Γερμανίδες.45

Επιστημονικό νάχει σκοπό, να, δα θα είταν κοροϊδία. Τη μόνη παρατήρηση τη

δική του πούχει είναι, ότι και στην αρχή και στο μέσο και στο τέλος μακράς ρήσεως ο

Σοφοκλής μεταχειρίζεται τις γνώμες. Ακριβώς η εργασία αυτή δείχνει πως του

συγγραφέα λείπει εκείνο που θέσαμε μεις ως το κυριότερο προσόν του φιλολόγου,

δηλαδή, πλούσια αίστηση σύγχρονου πνευματικού βίου .


είναι ακριβώς εργασία που

μίλησαν μονάχα νεκρά βιβλία σ’ ένα αντικείμενο που έχει φωνή [προφανώς εννοεί τον

λόγο του αρχαίου τραγικού ποιητή].46

Ένα άλλο ζήτημα είναι η θέση του Γιάννη Μ. Αποστολάκη ως προς το

γλωσσικό πρόβλημα. Οι επιλογές του ως προς τη γλώσσα θα μας απασχολήσουν και

στη συνέχεια, αλλά προς στιγμήν ας επισημανθεί πως ανιχνεύεται η πληροφορία47

ότι έχει συνυπογράψει τη διακήρυξη του «Αδερφάτου της Δημοτικής» υπέρ της

45
Εμμέσως πλην σαφώς, από τη διατύπωση ξεπροβάλλει η αντίληψη του Αποστολάκη για την
κατωτερότητα των γυναικών, η οποία θα επιβεβαιωθεί και σε άλλα σημεία της εργασίας μας.
46
Γ. Α., «Ζωή κ’ Επιστήμη», Ο Νουμάς, τχ. 457, ό.π., σ. 643.
47
Βλ. Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 212 και «Παράρτημα» στο: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη
ζωή μας, ό.π., σ. 345-346.

35
δημοτικής γλώσσας,48 ορισμένες διατυπώσεις της οποίας υποθέτουμε βάσιμα ότι τον

εξέφραζαν:

Για τη Δημοτική, την Εθνική γλώσσα θα δουλέψει το Αδερφάτο. […] Το Αδερφάτο δεν

θα ζητήσει να τα έχει καλά με την κάθε γνώμη, να χαϊδέψει πρόληψες, να συμβιβαστεί

με αδύναμες συνήθειες – για το σκοπό του. Θα είναι στη γνώμη του σκληρό. Στις

σφαίρες τις αψηλές όπου το ζήτημα είναι για την Αλήθεια, μόνη πρέπει ν’ ακούγεται

της αλήθειας η Γλώσσα.49

Το θεατρικό έργο του Δ. Π. Ταγκόπουλου «Ο αρχισυντάχτης» κρίνεται σε ένα

κείμενο, που δημοσιεύτηκε το 1912 στον Νουμά και συνυπογράφεται από τους

Σπύρο Αλιμπέρτη και Γιάννη Αποστολάκη, οι οποίοι λίγα χρόνια μετά θα

επιχειρούσαν να σκιαγραφήσουν το δικό τους αισθητικό και πνευματικό όραμα και

διαμέσου του περιοδικού τύπου, εκδίδοντας και διευθύνοντας, όπως προαναφέρθηκε,

το περιοδικό Κριτική και Ποίηση.50 Οι συγγραφείς του κριτικού κειμένου, αφού

αρχικά σημειώνουν ότι το «να γράφεις θέατρο είναι σήμερα της μόδας»,51

επισημαίνουν:

48
«“Το Αδερφάτο της Δημοτικής”. Προς τους οπαδούς κ’ εργάτες της ιδέας, Α΄ Προκήρυξη», Ο
Νουμάς, τχ. 420, 23 Ιανουαρίου 1911, σ. 49-50.
49
«“Το Αδερφάτο της Δημοτικής”. Προς τους οπαδούς κ’ εργάτες της ιδέας, Α΄ Προκήρυξη», Ο
Νουμάς, τχ. 420, ό.π., σ. 50.
50
Το εξώφυλλο του περιοδικού επιμελήθηκε το 1913 ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης (1887 -
1968), βλ. Δημήτρης Πικιώνης, Κείμενα, πρόλογος: Ζήσιμου Λορεντζάτου, επιμέλεια: Αγνή Πικιώνη,
Μιχάλης Παρούσης, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 52014, σ. 292.
51
Σ. Αλιμπέρτης, Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο “Αρχισυντάχτης” (Κριτική και Ψυχολογική ανάλυση)», Ο
Νουμάς, τχ. 483, 23 Ιουνίου 1912, σ. 355.

36
Τα πρώτα δράματα του κ. Ταγκόπουλου είταν ο θεατρικός αντίλαλος των άρθρων του

«Νουμά». Τα άρθρα του «Νουμά» είναι, να πούμε, δραματικοί μονόλογοι – τα

δράματα άρθρα πολύλογα, δηλ. με πρόσωπα περισσότερα. Όπως ο Γκαίτες γιόμιζε τα

έργα του με τη ζωή του, κι ο κ. Ταγκόπουλος πλέκει τα δικά του με σκηνές και ιστορίες

που είδε στη ζωή του. Αυτό το έχει ο ίδιος ανεβάσει και σε θεωρία αιστητική μέσα σε

προλόγους δραματικών του έργων – και τ’ ονομάζει ρεαλισμό.[…] έργο Τέχνης, είναι

άλλο πράμα, κι άλλο η εξιστόρηση που διαβάζουμε στη φημερίδα ενός δράματος που

έγινε στη ζωή. […] δεν έφτιασε ο συγγραφέας πρόσωπα δραματικώς ζωντανά, ώστε ο

θεατής που τα πρωτογνωρίζει στη σκηνή, δίχως την προϋπόθεση ότι του είναι κι από τη

ζωή γνώριμα, να μπορεί να ενδιαφερθεί γι’ αυτά. Το ενδιαφέρο στον άνθρωπο το δίνει

ζωντανός πάντοτε άνθρωπος – όχι μαριονέτες. Η ποιητική δημιουργία ανθρώπων

ζωντανών, αυτό είναι η Τέχνη.52

Είναι σαφές ότι οι Αλιμπέρτης και Αποστολάκης διαφωνούν με έναν

ρεαλισμό, ο οποίος απλώς περιγράφει, και εμμέσως πλην σαφώς προκρίνουν τη

μετουσίωση του βιώματος σε τέχνη μέσω εσωτερικών διεργασιών, μετουσίωση που

οδηγεί στην καλλιτεχνική «ζωντάνια» το επεξεργασμένο καλλιτεχνικά βίωμα. Με

υποδόριο σαρκασμό προς τον Ταγκόπουλο και προφανώς και προς άλλους

νεοέλληνες συγγραφείς παραπέμπουν σε αυτό, το οποίο υπονοούν ότι έκαναν

πραγματικά μεγάλοι συγγραφείς, όπως «ο Γκαίτες», και δεν εγκρίνουν την απλή

μεταφορά περιστατικών, που ο συγγραφέας «είδε στη ζωή του», όπως κάνει ο

Ταγκόπουλος. Ο τελευταίος απαντά στην κριτική που δέχτηκε. Παραπέμπει στην

παλαιά φιλία, η οποία συνδέει τους δύο κριτικούς με τον ίδιο ως πρόσωπο αλλά και

με τον Νουμά, υπερασπίζεται το έργο του, χωρίς να συζητά το πώς εκλαμβάνουν

52
«Ο “Αρχισυντάχτης” (Κριτική και Ψυχολογική ανάλυση)», Ο Νουμάς, τχ. 483, ό.π., σ. 355, 356.

37
τους «ζωντανούς ανθρώπους»53 οι Αλιμπέρτης και Αποστολάκης, υπαινίσσεται τον

όχι ακόμη (το 1912) γραπτά και δημόσια διατυπωμένο αντιπαλαμισμό του

Αποστολάκη (ενδεχομένως, εκφρασμένο σε συζητήσεις ή και σε αλληλογραφία) και

κλείνει με αφοριστικό τόνο, κατατάσσοντας τον εαυτό του σε εκείνους που δεν

ακολουθούν αλλά δημιουργούν την καλλιτεχνική και πνευματική μόδα:

Και οι δυο τους από τους πιο παλιούς φίλους και συνεργάτες του «Νουμά». Δέκα

χρονώνε φιλία και συνεργασία τους συδένει. Και φυσικά, τέτια φιλία είναι ανίκανοι και

χίλιοι ακόμα κριτικοί λίβελλοι ναν τη χαλάσουνε. […] Σήμερα, ακόμα, είναι μόδα να

βρίζουν τον Ψυχάρη και ν’ αρνιούνται τον Παλαμά. Κι ο «Νουμάς» δεν την ακολουθεί

και τούτη τη μόδα. Ώστε ο εκδότης του «Νουμά» και συγγραφέας του «Αρχισυντάχτη»

αντί να την ακολουθεί, σα να φιλοδοξεί ναν τη δημιουργεί τη μόδα.54

Παρεμπιπτόντως και εφόσον εξετάζουμε προς στιγμήν κείμενα του

Αποστολάκη, που δημοσιεύτηκαν στον Νουμά, θα προσπαθήσουμε να συμβάλουμε

στην άρση μιας ενδεχόμενης φιλολογικής παρανόησης. Σε αρκετές πηγές, που

αποκρυσταλλώνονται και στο έγκυρο και χρησιμότατο έργο του Κυριάκου

Ντελόπουλου Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα, αναφέρεται το «Εγώ και Συ»

σαν ψευδώνυμη υπογραφή κειμένου που δημοσίευσαν οι Αποστολάκης και

Αλιμπέρτης στον Νουμά.55 Στο συγκεκριμένο κείμενο, το οποίο φιλοξενείται στη

53
Το Όσοι ζωντανοί του Ίωνος Δραγούμη, ο οποίος ως «Ίδας» δημοσίευσε αρκετά κείμενα στο
περιοδικό Ο Νουμάς, είχε δημοσιοποιηθεί το 1911. Ενδεχομένως να είχε επηρεάσει τη
διαμορφωνόμενη περί τέχνης και ζωής θεωρία του Γιάννη Αποστολάκη.
54
[Δ. Π. Ταγκόπουλος], «Σημ. του “Νουμά”», Ο Νουμάς, τχ. 483, ό.π., σ. 358.
55
Βλ. Κυριάκος Ντελόπουλος, Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα. Νέα συμπληρωμένη έκδοση, ό.π.,
σ. 39, 156 . [Ανυπόγραφο], «Έργα του Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 212.

38
ρουμπρίκα «Φιλοσοφικές κουβέντες»,56 κρίνεται αντιρρητικά η Εισαγωγή εις το

Εκκλησιαστικό Δίκαιον του Αλ. Βαμβέτσου57 ως προς γενικότερες φιλοσοφικές

τοποθετήσεις του συγγραφέα για το «καθολικό», το «αναγκαίο», την

«υποκειμενικότητα». Στο ακριβώς επόμενο τεύχος του Νουμά, υπό το παιγνιώδες

ψευδώνυμο «Εσύ κ’ Εσύ» ως απάντηση στο «Εγώ και Συ» ανιχνεύεται μία κριτική

της κριτικής. Εκεί διαβάζουμε:

Απ’ όσα έγραψε στο περασμένο φύλλο ο κ. Μπουρνιάς για το βιβλίο του κ. Βαμβέτσου

φαίνεται πως πρώτα δεν το πολυκατάλαβε και δεύτερο πως η μεταφυσική του

ιδεολογία δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί απ’ την εμπειρική μέθοδο που βρήκε μπροστά

του.58

Δεν ενδιαφέρει εδώ να διεισδύσουμε στον πυρήνα της συγκεκριμένης

κριτικής διαμάχης, ενώ στο φύλλο 459 του Νουμά δεν υπάρχει άλλη βιβλιοκρισία

για τη μελέτη του Αλ. Βαμβέτσου, παρά μόνον αυτή που υπογράφεται με το

ψευδώνυμο «Εγώ και Συ». Ωστόσο, επειδή η Ελλάδα είναι «μικρό χωριό» και ο

χώρος των λογοτεχνικών περιοδικών ακόμη μικρότερο, μπορούμε βάσιμα να

υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος με το ψευδώνυμο «Εσύ κ’ Εσύ» γνώριζε ποιος

υποκρυπτόταν υπό το ψευδώνυμο «Εγώ και Συ». Στα τεύχη 460 (18 Δεκεμβρίου

1911) και 461 (1 Ιανουαρίου 1912) του περιοδικού, δεν σχολιάζεται σε κάποιο

σημείο ως εσφαλμένη η αναφορά του «Εγώ και Συ» για τον «κ. Μπουρνιά» ως

56
Εγώ και Συ, «Φιλοσοφικές κουβέντες. “Η Εισαγωγή εις το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον” του κ.
Βαμβέτσου», Ο Νουμάς, τχ. 459, 11 Δεκεμβρίου 1911, σ. 681-683.
57
Βλ. Αλέξανδρος Β. Βαμβέτσος, Εισαγωγή εις το Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον των Ορθοδόξων,
Αθήναι, Τύποις Α. Ραφτάνη, 1911.
58
Εσύ κ’ Εσύ, «Φιλοσοφικές κουβέντες. Κριτική της κριτικής», Ο Νουμάς, τχ. 460, 18 Δεκεμβρίου
1911, σ. 696.

39
συγγραφέα της κριτικής «για το βιβλίο του κ. Βαμβέτσου». Ενδεχομένως να

επρόκειτο για τον νομικό Ιωάννη Α. Μπουρνιά (1877-1974), που αργότερα

χρημάτισε και υπουργός,59 αλλά από ό,τι προκύπτει, δεν ήταν οι Αποστολάκης και

Αλιμπέρτης. Κατά τούτο, δεν θα εξετάσουμε περαιτέρω την κριτική προς το βιβλίο

του Αλ. Βαμβέτσου και, επιπρόσθετα, προτείνουμε αυτή να μην εντάσσεται στην

εργογραφία του Γιάννη Αποστολάκη60 αλλά ούτε το «Εγώ και Συ» να εκλαμβάνεται

σαν φιλολογικό του ψευδώνυμο, μια και τουλάχιστον στο περιοδικό Ο Νουμάς δεν

εντοπίζεται άλλο κείμενο με τη συγκεκριμένη ψευδωνυμική υπογραφή.

2.2. Για τον Τόμας Καρλάυλ

Ο Σπύρος Αλιμπέρτης, ο οποίος, όπως έχει δειχτεί, συνδεόταν με τον κύκλο του

αλεξανδρινού περιοδικού Γράμματα,61 στέλνει στο περιοδικό για δημοσίευση τον

59
Το 1932, 1933 σε κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου διετέλεσε υπουργός και υφυπουργός
Δικαιοσύνης, καθώς και προσωρινός υπουργός Γεωργίας. Το 1947 σε κυβέρνηση του Δημητρίου
Μάξιμου διετέλεσε υπουργός Μεταφορών. Σημειωτέον ότι στο περιοδικό Κριτική και Ποίηση (τχ. 8-9,
Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1916, σ. 223-224) εντοπίζονται τέσσερα πεζοτράγουδα υπό τον γενικό τίτλο
«Παραλλαγές», των οποίων όμως ο συγγραφέας υπογράφει ως «Αλ. Μπουρνιάς».
60
Βλ. δειγματοληπτικά, «Έργα του Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 212.
61
Βλ. τις σχετικές αναφορές της Μαρίας Σ. Ρώτα, Το περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας (1911-
1919), διδακτορική διατριβή, Αθήνα, ΕΚΠΑ – Τμήμα Φιλολογίας, 1994. Η πλέον ενδιαφέρουσα για το
θέμα μας αφορά και τον μετέπειτα βασικό συνεργάτη της μεταξικής δικτατορίας Θεολόγο Νικολούδη:
«Φίλος του Σπ. Αλιμπέρτη, μεσολαβεί για τη συνεργασία του στα Γράμματα, και, στρατευμένος στα
1914, γράφει στον [Στέφανο] Πάργα: “Για τον Αλιμπέρτη τι μούγραψες; Μήπως για τις θεατρικές και
άλλες κριτικές; Δυστυχώς μαθαίνω, πως αυτός και οι γύρω του, τοιμάζουν δικό τους περιοδικό,
αυστηρότατης μορφής, σχέδιο που δεν τον αφίνει να συνεργασθή αλλού”». Βλ. Μαρία Σ. Ρώτα, ό.π.,
σ. 231. Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι στους «γύρω» του Αλιμπέρτη δεσπόζουσα θέση κατείχε
ο Γιάννης Αποστολάκης, ενώ το περιοδικό, για το οποίο κάνει λόγο ο Νικολούδης, δεν μπορεί παρά να
είναι το Κριτική και Ποίηση, το πρώτο τεύχος του οποίου εκδόθηκε την 1η Μαρτίου του 1915. Κείμενα
του Σπύρου Αλιμπέρτη στο αλεξανδρινό περιοδικό Γράμματα: «Λ. Μαβίλης», τχ. 13-14, 30 Απριλίου
1913, σ. 92-95 (αναδημοσίευση από τον Νουμά) / «Αντί προλόγου» [από κοινού με τον Γιάννη
Αποστολάκη], τχ. 21-24, 15 Ιουνίου 1914, σ. 500 / «Δ. Π. Ταγκόπουλου: - “Οι απόγονοι”, Ν. Ποριώτη:
- Η “Ροδόπη”, Psichari: - “Le crime du poète”», τχ. 21-24, ό.π., σ. 559-560.

40
πρόλογο της μελέτης του Γιάννη Αποστολάκη για τον Καρλάυλ. Το κείμενο

δημοσιεύεται στο περιοδικό το 1914.62 Ο Αλιμπέρτης σε επιστολικό προλογικό

σημείωμα, που προηγείται του κειμένου του Αποστολάκη, επισημαίνει για τον

δημοσιευόμενο πρόλογο της μελέτης:

Είναι γραμμένος στην καθαρεύουσα, επειδή η εργασία αυτή γίνεται για ορισμένο

σκοπό. Υποθέτω πως δεν πειράζει.63

Ο δημοτικιστής Αποστολάκης64 ενδεχομένως να προόριζε τη μελέτη για μελλοντική

ανέλιξή του στον ακαδημαϊκό χώρο, γεγονός που τον ώθησε τη δεδομένη στιγμή να

εκφράσει τις θέσεις του στην καθαρεύουσα. Στη δημοσιευμένη τμηματικά στο

περιοδικό Κριτική και Ποίηση εργασία του για τον Καρλάυλ αξιοποιείται, όπως θα

δούμε, η δημοτική γλώσσα. Το εδώ προσεγγιζόμενο κείμενο δεν εντάχθηκε στην

τμηματική δημοσίευση της όλης μελέτης, αλλά προαναγγέλλει εν συμπυκνώσει

θεωρητικές και κριτικές θέσεις του συγγραφέα, οι οποίες πλατύτερα θα

αναπτύσσονταν και στη βιογράφηση του Καρλάυλ αλλά και σε μεταγενέστερα

δημοσιεύματά του.

62
Γιάννης Αποστολάκης, Σπύρος Αλιμπέρτης, «Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24,
ό.π., σ. 500-505.
63
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 500.
64
Τα κείμενά του γενικά γράφονται στη δημοτική, ενώ είναι πολύ χαρακτηριστική η κατοπινή
αναφορά του Αλέξανδρου Δελμούζου σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Ζάννα, αναφορά
σχετιζόμενη με τρεις καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: «Ο
Θεοδωρίδης, ο Τριανταφυλλίδης και ο Αποστολάκης και οι τρεις τους θα κάμουν τις παραδόσεις των
στη δημοτική, και στη δημοτική θα συνηθίσουν και τους μαθητάς των». Βλ. Ευάγγελος Παπανούτσος,
Αλέξανδρος Δελμούζος. Η ζωή του – επιλογή από το έργο του, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1978, σ. 107-109 και
Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και
σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), Θεσσαλονίκη, Εκδοτικός Οίκος
Αδελφών Κυριακίδη, 2009, σ. 72.

41
Σταχυολογώντας χαρακτηριστικά αποσπάσματα, ψηλαφίζουμε ορισμένα

σημεία της βιοθεωρίας του συντάκτη του κειμένου, τα οποία, κατά περίπτωση,

εξειδικεύονται και ως ειδικότερες θέσεις του για την τέχνη και την κριτική:

Ποίον είναι γενικώς το έργον της ισχυράς προσωπικότητος;

Εκείνο, το οποίον ζητούμεν όλοι εις τον κόσμον τούτον και δυστυχώς ελάχιστοι

δύνανται να το αποκτήσωσιν είναι να δημιουργήσωμεν σταθερόν τι .


δι’ αυτό οι

αγώνες μας, οι πόνοι μας, τα όνειρά μας: όλη η ζωή μας διέρχεται εις την πάλην

αυτήν. Ο καθείς μας με τα μέσα τα οποία διαθέτει προσπαθεί να δημιουργήση

κρησφύγετον στερεόν κατά της ορμής του χρόνου. Την συνήθη τραγωδίαν και

κωμωδίαν της ζωής τού ανθρώπου θα ηδυνάμεθα να παρατηρήσωμεν και εις την

προσπάθειάν του ταύτην. Άπειρος κατ’ αρχάς ζητεί βοήθειαν παρά των ομοίων του και

του άλλου εξωτερικού κόσμου .


ανικανοποίητος όμως και άθυμος επιστρέφει μετ’

ολίγον εκ του εξωτερικού κόσμου εις τον εαυτόν του, όπου μη ταρασσόμενος πλέον υπό

του απατηλού θεάματος της εξωτερικής ζωής δύναται να ακούση την σιγανήν φωνήν

τής έσωθεν προσφερομένης βοηθείας ανακαλύπτων ούτω εσωτερικώς ή πνευματικώς

την δυνατότητα να αποκτήση την ποθουμένην σταθεράν μορφήν […].65

Εν συνόλω δ’ ειπείν ενώ η ζωή μας πρότερον εφαίνετο κυμαινομένη μεταξύ σκληράς

ανάγκης και αλογίστου ελευθερίας τώρα εμφανίζεται ως σκόπιμος ανάγκη. Αποκτώμεν

δηλαδή την ορθήν ελευθερίαν. διότι ελευθερία άνευ ανάγκης δεν είναι δυνατόν να

νοηθή. Διά της αποκτήσεως λοιπόν της πνευματικής μορφής εμφανίζεται ο άνθρωπος

επιτυγχάνων τον προορισμόν και ευρίσκων την ευτυχίαν του […].66

Η διαφώτισις των διαφόρων περιστατικών του βίου, η εξέτασις του έθνους, της

γλώσσης, της εποχής δι’ ένα συγγραφέα γίνεται διά μόνον τον σκοπόν ότι ίσως ταύτα
65
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 501.
66
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 502.

42
συντείνωσι εις το να εκτιμήσωσιν την ιδιαιτέραν εμφάνισιν της περί ης ο λόγος

προσωπικότητος. Ακόμη και τα διάφορα έργα του κρινομένου συγγραφέως και ταύτα

δεν πρέπει να θεωρώμεν ως τον τελευταίον σκοπόν της εργασίας μας, αλλά μελετώντες

και εξετάζοντες ταύτα να προσπαθήσωμεν να αναπαραστήσωμεν εις τον νουν μας το

ζωντανόν κέντρον της εργασίας εξ ού προήλθον και άνευ της γνώσεως του οποίου

μόνα των ταύτα είναι disjecta membra67 ελλειπούσης της οργανικής συνδέσεως.68

Το κυριότερον ελάττωμα των ιδικών μας κριτικών είναι η έλλειψις όχι μόνον

πνευματικού κέντρου αλλά και απλώς ατομικής περισυλλογής και συγκεντρώσεως.

Είναι το ελάττωμα το οποίον γενικώς δύναται κανείς ν’ αντιληφθή και εις την ζωήν

την οποίαν ζώμεν. Ζώμεν άνευ εσωτερικής αντιστάσεως. Ουδαμού κατωρθώσαμεν να

συμπυκνώσωμεν την ζωήν μας δίδοντες εις αυτήν ωρισμένην μορφήν. Απόπειραν

εσωτερικής αντιστάσεως έδειξε κάπως το γλωσσικόν ζήτημα. Η ζωή μας εν τω μεταξύ

εκρέει φεύγουσα ανεπιστρεπτί .υπό της μονοτόνου δε ροής της ναρκούμενοι

παρουσιάζομεν θέαμα ανθρώπων blasés χωρίς όμως να διασκεδάσωσι ποτέ,

ονειροπόλων χωρίς ουδέποτε να ενεργήσωσι, και σκεπτικών [,] εις την πράξιν χωρίς η

σκέψις ουδέποτε να μας βασανίση.69

Δια να αποκτήσωμεν και τον ελάχιστον καθαρόν πυρήνα χρειάζεται αγών αδιάκοπος.

Η δε νίκη δεν έρχεται πολύ ταχέως. Πικρία, απογοήτευσις, ανία, κούρασις δεν είναι

διόλου ενθαρρυντικά εις τον αγώνα μας αυτόν. Συχνάκις υποκύπτομεν παραμελούντες

πλέον πάσαν περαιτέρω προσπάθειαν, το δε ιδανικόν μας σκοτιζόμενον εις την θολήν

ατμοσφαίραν τής ματαιοδοξίας και προσποιήσεως. Χάος δε και σκότος επικρατεί εντός

του εσωτερικού τού ανθρώπου.

67
Διάσπαρτα μέλη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στην εκδοτική των κειμένων, για να χαρακτηριστούν
τα κειμενικά «σπαράγματα», τα οποία έχουν διασωθεί από τη χειρόγραφη παράδοση.
68
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 503-504.
69
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 504, υποσημ. 7.

43
Ο άνθρωπος όμως όστις κατώρθωσε να είναι ειλικρινής έστω και αν η σκέψις

του δεν παρουσιάζει πρωτοτυπίαν επέτυχε την πλέον αξιοσέβαστον τοιαύτην . δεικνύει

τον εαυτόν του έχοντα πλέον σταθεράν αξίαν. Εις τους λόγους του πρέπει να πιστεύση

κανείς έστω και αν δεν τους παραδέχεται. Υπάρχει τέλος τάξις και αρμονία εντός του

εκεί όπου πριν αταξία και χάος εβασίλευε.70

Ισχυρή προσωπικότητα, αγώνας για τη συγκρότηση σταθερού εσωτερικού

κέντρου, το οποίο στην περίπτωση της καλλιτεχνικής έκφρασης οφείλει να

απεικονίζει «σταθεράν μορφήν», «ορθή ελευθερία», προσπάθεια για απομάκρυνση

από τον εξωτερικό κόσμο και για διαμόρφωση «ζωντανού κέντρου εργασίας», διά

«εσωτερικής αντιστάσεως» συγκροτημένου και «εις ωρισμένην μορφήν»

εκφρασμένου, αποτελούν το σύνθετο επίκεντρο της θεωρίας του Αποστολάκη, μιας

θεωρίας που εμπεριέχει αποδοχή πρωταγωνιστικού ρόλου για την κριτική, εφόσον

το κύριον έργον του κριτικού είναι ο σχηματισμός ζωντανού πνευματικού κέντρου.71

Τονίζει, μάλιστα, μεταφέροντας καθιερωμένες απόψεις, με τις οποίες συμφωνεί, ότι

οι μεγάλοι ποιητές ήταν και κριτικοί, αναφέροντας δειγματοληπτικά τον Goethe,

στον οποίο παραπέμπει αρκετές φορές στο κείμενό του, τον Leopardi, Άγγλους

ποιητές-κριτικούς (υπονοώντας μείζονες μορφές του αγγλόφωνου ρομαντισμού), ενώ

εμφανώς αποδέχεται ότι

« […] μόνον ο Βύρων και ο Λαμαρτίνος δεν ήσαν κριτικοί, ένεκα τούτου απώλεσαν

πολλαπλότητα και ήσαν τόσον μονότονοι».72


70
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 504-505.
71
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 504.

44
Ο χαμηλός υφολογικά τόνος και η νηφάλια ματιά, που εμπεριέχουν αρκετές

πιθανότητες για σφαιρική και πολύπλευρη κριτική ανάγνωση των κειμένων, δεν ήταν

ποτέ το marque déposée της πνευματικής πορείας του Γιάννη Αποστολάκη, οπότε τα

συγκεκριμένα στοιχεία δεν ανιχνεύονται ούτε στα πρώιμα θεωρητικά και κριτικά του

κείμενα. Ωστόσο, η πνευματική διεργασία για μετουσίωση του εξωτερικού κόσμου

σε εσώτερο σταθερό κέντρο ως οδηγός διαμόρφωσης θεωρίας, κριτικής πρακτικής

και εντέλει πορείας του βίου δείχνει έναν σύνθετο πυρήνα με ιδεαλιστικές και

ειδικότερα πλατωνικές ρίζες,73 εμπλουτισμένο με την αναζήτηση του απολύτου και

του ιδανικού, όπως τέθηκε από μείζονες φιλοσόφους του γερμανικού ιδεαλισμού σαν

τον Χέγκελ,74 τον Καντ75 (με τον οποίο ασχολήθηκε ο Αποστολάκης στη

διδακτορική του διατριβή) και αρκετούς νεοκαντιανούς76 διανοητές, αλλά και από

στοχαστές σαν τον βρετανό Τόμας Καρλάυλ, ο οποίος «ως λάτρης του τευτονικού

πολιτισμού, έκανε πολλά για να προκαλέσει στους Άγγλους θαυμασμό για τους

72
«Αντί προλόγου», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, ό.π., σ. 504, υποσημ. 8.
73
Βλ. τα βασικά για την πλατωνική φιλοσοφία στις ενδεικτικές μελέτες: Guy Cromwell Field, Ο
Πλάτων και η εποχή του. Μια μελέτη γύρω από τη ζωή και τη φιλοσοφία του 4ου αιώνα π.Χ.,
μετάφραση: Αντώνιος Η. Σακελλαρίου, Αθήνα, Γρηγόρης, 2000 (α΄ εκδ. 1972) ∙ Bernard
Williams, Πλάτων, η επινόηση της φιλοσοφίας, μετάφραση: Ε. Κεκροπούλου, Αθήνα, Ενάλιος, 2001 ∙
74
Βλ. ενδεικτικά, Παναγιώτης Θανασάς: «Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη. Georg Wilhelm Friedrich Hegel»,
στο: https://thanassas.gr/81_cogito.pdf .
Θεόδωρος Πενολίδης, Μέθοδος και συνείδηση, Αθήνα,
Μεταίχμιο, 2004 Peter Singer, Χέγκελ, μετάφραση: Μαρία Χαραλάμπη, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006
.

.
Θεόδωρος Πενολίδης (πρόλογος-εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια), C.W.F. Hegel: Κατευθυντήριες
γραμμές της Φιλοσοφίας του Δικαίου ή Φυσικό Δίκαιο και Επιστήμη περί του Κράτους. Σε επιτομή,
Αθήνα, Κρατερός, 2020 ∙ Χέγκελ, Πρόλογοι και Εισαγωγές, μετάφραση – ερμηνευτικά σχόλια:
Παναγιώτης Θανασάς, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021 κ.π.ά.
75
Για μία σφαιρική σύγχρονη εισαγωγή στον Καντ, βλ., μεταξύ πολλών άλλων, τον συλλογικό τόμο
Κωνσταντίνος Καβουλάκος (επιμέλεια – εισαγωγή – μετάφραση), Ιμμάνουελ Καντ: Πρακτικός λόγος
και νεωτερικότητα. Νέες προσεγγίσεις στην καντιανή φιλοσοφία, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2006.
76
Βλ. ενδεικτικά, Νίκος Αυγελής, «Καντ και νεοκαντιανοί», εφ. Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008,
Παναγιώτης Θανασάς, «Καντ, νεοκαντιανισμός και Πλάτων»,
http://n1.intelibility.com/ime/lyceum/?p=lemma&id=70&lang=1, κ.ά.

45
Γερμανούς».77 Η ροπή προς το απόλυτο και προς την εξιδανίκευση είναι, βέβαια,

sine qua non στοιχείο του ρομαντισμού,78 ενός ισχυρότατου πνευματικού ρεύματος

που σφράγισε τον δέκατο ένατο αιώνα και το οποίο φαίνεται να χαράχτηκε

ανεξίτηλα στη ρίζα της αισθητικής θεωρίας αλλά και της κριτικής πρακτικής του

Γιάννη Αποστολάκη: η δημιουργία του σολωμικού έργου και η ανόρθωση αλλά και

η επανεξέταση του δημοτικού τραγουδιού, οι δύο βασικοί πυλώνες τού έργου τού

Αποστολάκη, ενέχουν ως χρονικό σήμαντρο τον συγκεκριμένο αιώνα και

προσδίδουν στοιχεία ορθότητας στην πρόσληψη του Αποστολάκη ως διανοουμένου

που έδρασε, βέβαια, στο πλαίσιο του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα αλλά δεν

αποκολλήθηκε από το ρομαντικό πνεύμα του προηγούμενου αιώνα.79 Ορισμένες

απολήξεις και κορυφώσεις αυτού του πνεύματος, σαν τον αισθητισμό, για

παράδειγμα, που προώθησε μια «τέχνη για την τέχνη» ως απότοκο αξίωμα μιας

υψηλόβαθμης ωραιολατρίας,80 δεν φαίνεται να επηρέασαν τον Αποστολάκη, ο

οποίος εκλάμβανε το έργο τέχνης και ειδικότερα το αισθητικά δικαιωμένο

λογοτέχνημα ως αποκρυσταλλωμένη μορφή του εσωτερικού αγώνα μιας ισχυρής

προσωπικότητας με ευσταθώς διαμορφωμένο κέντρο. Κατά τούτο, αφενός αδικεί τον

77
J. Salwyn Shapiro, «Thomas Carlyle, Prophet of Fascism», The Journal of Modern History, τχ. 2,
Ιούνιος 1946, σ. 108: «As a devotee of the cult of Teutonism, Carlyle did much to spread admiration
for the Germans among the English».
78
Ο ιδεαλισμός, σύμφωνα με τον Berlin, δηλαδή η ένθερμη αφοσίωση στο ιδεώδες, αποτελεί εγγενές
χαρακτηριστικό στοιχείο του ρομαντισμού. Βλ. Isaiah Berlin, Οι ρίζες του ρομαντισμού, επιμέλεια:
Henry Hardy, μετάφραση: Γ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, Scripta, 2000, σ. 38.
79
Σύμφωνα με τη μαρτυρία τού Κ. Δ. Γεωργούλη (βλ. Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα
Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 205), ο Αποστολάκης «σε τελευταία ανάλυση» δεν ήταν παρά ένας
«ρωμαντικός».
80
Για τον αισθητισμό και τις ρομαντικές του ρίζες, βλ., μεταξύ άλλων, Ian Small (επιμέλεια), The
Aesthetes. A Sourcebook, London, Routledge, 1979 και Λένα Αραμπατζίδου, Αισθητισμός. Η
νεοελληνική εκδοχή του κινήματος, Αθήνα, Μέθεξις, 2012.

46
Αποστολάκη η αποκλειστική πρόσληψή του σαν διανοουμένου της «άρνησης», 81

αφετέρου εξηγείται έως έναν βαθμό η έλξη του από τη ζωή και το έργο του Τόμας

Καρλάυλ (1795-1881)82: αρνήθηκε και κατέκρινε σθεναρά τους ποιητές που δεν

ανταποκρίνονταν στο θεωρητικό και κριτικό μόρφωμα, που από το ξεκίνημα της

πνευματικής διαδρομής του ο Αποστολάκης είχε οικοδομήσει,83 αλλά εκθείασε τα

ποιητικά έργα που ανταποκρίνονταν σε αυτό (δηλαδή, ποιήματα του Σολωμού και

δημοτικά τραγούδια), ενώ ο «ηρωικός άνθρωπος»84 που δυνάμει μπορούσε να

μεγαλουργήσει ξεχωρίζοντας από την «κατώτερη μάζα», ήταν ένα από τα

ιδεολογήματα του σκωτσέζου διανοητή, το οποίο και ο Αποστολάκης ασμένως

αποδεχόταν και επί της ουσίας υπηρέτησε και ως θεωρητικός και κριτικός της

λογοτεχνίας.

Καιρός να δούμε εκ του σύνεγγυς τη βιογράφηση του Τόμας Καρλάυλ από

τον Γιάννη Αποστολάκη.85 Κεντρικός μας στόχος δεν είναι, βέβαια, η διακρίβωση

81
Βλ. Δημήτρης Τζιόβας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και ο τύπος του αρνητή-διανοούμενου στην
Ελλάδα», στο: Όψεις της λαϊκής και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας. 5η Επιστημονική Συνάντηση,
αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη, ό.π., σ. 37-55 και Παντελής Μπουκάλας, «Ο Γιάννης
Αποστολάκης, ένας διανοούμενος της άρνησης», εφ. Η Καθημερινή, ένθετο: Τέχνες & Γράμματα,
19.05.2019.
82
Για μία σφαιρική και εκσυγχρονισμένη προσέγγιση του έργου του Καρλάυλ, βλ. ενδεικτικά: Paul
Ekerry – Marylu Hill (επιμέλεια), Thomas Carlyle Resartus: Reappraising Carlyle’s Contribution to
the Philosophy of History, Political Theory, and Cultural Criticism. Madison, Fairleigh Dickinson
University Press, 2010.
83
Το ότι ο Αποστολάκης λειτούργησε προκρούστεια και αδίκησε πολλούς ποιητές, προσμετρώντας τη
λογοτεχνική αξία με γνώμονα την προκαθορισμένη θεωρία του, είναι, βέβαια, γεγονός, αλλά αυτό δεν
σημαίνει αυταπόδεικτα ούτε ότι ήταν ένας αρνητής των πάντων ούτε ότι και εμείς μέσα από την
παρούσα διατριβή αποδεχόμαστε ότι ο Αποστολάκης ήταν αμετανόητος αρνητής όλων.
84
Βλ. Δημήτρης Τζιόβας, «Ο ποιητής ως ήρωας και η σύγκρουση των παραδόσεων: Σολωμός,
Αποστολάκης, Carlyle», στο: Κοσμοπολίτες και αποσυνάγωγοι. Μελέτες για την ελληνική πεζογραφία
και κριτική (1830-1930), Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003, σ. 299-328.
85
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1, Μάρτιος 1915, σ. 19-
36 ( = Ι. Η δοκιμασία), τχ. 2, 1915, σ. 38-48 ( = ΙΙ. Η γνωριμιά με τον Γκαίτε), τχ. 3, 1915, σ. 69-85 ( =
ΙΙΙ. Στην Ερημιά), τχ. 4, 1915, σ. 120-130 ( = IV. Δόξα), τχ. 5-6, 1915, σ. 131-154 ( = V. Φλυαρίες και

47
πληροφοριών για τη ζωή και το έργο του πρώτου, αλλά η σκιαγράφηση θεωρητικών

και κριτικών στοιχείων, που με αφορμή τον Καρλάυλ διατυπώνει ο δεύτερος:

Ο Γκαίτε κουβεντιάζοντας με τον Έκερμαν για την αυτοβιογραφία που έγραψε,

λέει τα ακόλουθα: «Τ’ ωνόμασα το βιβλίο μου Ποίηση και Αλήθεια γιατί με τις αψηλές

τάσες υψώνεται πάνω από τη σφαίρα της ταπεινής πραγματικότητας» Και λίγο

παρακάτω προσθέτει «τα γεγονότα της ζωής μας δεν έχουνε αξία ενόσο είναι αληθινά

παρά ενόσο είχανε κάποια σημασία». Σύμφωνα λοιπόν με τη γνώμη αυτή τα γεγονότα

της ανθρώπινης ζωής μόνα τους δε γενούνε το διαφέρο να τα γνωρίσουμε παρά

μονάχα όσο φανερώνουνε μια κάποια πνευματική αξία. […] Μόνο και μόνο γιατί

γίνηκε ένα πράμα δε φτάνει να το ανεβάση ώς τον κύκλο της προσοχής μας. Για να

ξεφύγη από την τυχαία πραγματικότητα που το γέννησε και να γίνη ιστορικό δηλαδή

αναγκαίο, το γεγονός πρέπει να κλείνη μέσα του τέτοια σημασία που η ψυχή μας

παντού και πάντα ν’ αναγνωρίζη την ύπαρξή του αναγκαία.86

VI. Η Γερμανία), τχ. 7, 1916, σ. 195-205 ( = Επίλογος). Πέραν της βιογράφησης από τον Γιάννη
Αποστολάκη, για τη ζωή, το έργο και τις φιλοσοφικές κατευθύνσεις του Τόμας Καρλάυλ, βλ.
ενδεικτικά: Ian Campbell, Thomas Carlyle, London, Hamilton, 1974 ∙ George Alan Cate (επιμέλεια),
The Correspondence of Thomas Carlyle and John Ruskin, Stanford, Stanford University Press, 1982 ∙
Fred Kaplan, Thomas Carlyle, Ithaca, Cornell University Press, 1983 ∙ Jonathon C. McCollum,
"Thomas Carlyle, Fascism, and Frederick: From Victorian Prophetto Fascist Ideologue", Theses and
Dissertations (1439), Provo–U.S.A., Brigham Young University, 2007, αναρτημένο στο:
https://scholarsarchive.byu.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=2438&context=etd. ∙ David R. Sorensen,
«A failure of faith: Herbert Grierson, Thomas Carlyle, and the British Academy “Master Mind”
Lecture of 1940», British Academy Review, τχ. 21, Ιανουάριος 2013, σ. 39-43 ∙ Τόμας Καρλάιλ, Sartor
Resartus (Ο Ράφτης Ξαναραμμένος), εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: Χριστίνα Μπάμπου-
Παγκουρέλη, Αθήνα, Αμολγός, 2018 (βιογραφικά στοιχεία για τον Καρλάυλ παρέχονται στην
«Εισαγωγή», σ. 10-12.)
86
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, Ι. Η δοκιμασία», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1, ό.π.,
σ. 19.

48
Οι ρομαντικογενείς φιλοσοφικές ρίζες ενός «γερμανοθρεμμένου ιδανισμού» - στενά

δεμένου με ένα είδος «ιδεοκρατικής απολυτοποίησης»,87 που με εξέχουσα τη

λειτουργία της «ψυχής» αίρει τον άνθρωπο «πάνω από τη σφαίρα της ταπεινής

πραγματικότητας» - διαφαίνονται ήδη από τις πρώτες φράσεις της μελέτης του

Γιάννη Αποστολάκη για τον Καρλάυλ.

Λίγο παρακάτω εξαίρεται ο ρόλος της πατρικής φιγούρας ως ισχυρής

προσωπικότητας και ως «ψυχής δυνατώτερης», την οποία όχι μόνον ο έφηβος

Καρλάυλ, αλλά και κάθε διαμορφωνόμενος άνθρωπος έχει ανάγκη, ώστε να μάθει

αρχικά «να υπακούη» και βαθμιαία να κατανοήσει το (κατά τον Καρλάυλ, αλλά και

σύμφωνα με τον Αποστολάκη) ουσιαστικό νόημα του «Κόσμου και της Ζωής»:

Να εργάζεται ακούραστα και σιωπηλά, να, τι μάθαινε ο γιος από τον πατέρα του.

Πάνω απ’ όλα όμως το πιο σπουδαίο το δίδαγμα, να υπακούη. Υπακοή στη συνείδηση

του παιδιού θα πη να πνίγουνται και ν’ αδυνατίζουνε μπροστά στο στέριο πνεματικό

παρουσίασμα του πατέρα οι διάφορες επιθυμίες του και τα αιστήματα, μ’ όλο το

τσουχτερό το κέντρισμα της στιγμής. Κ’ έτσι μπορούμε να ελπίσουμε πως σιγά σιγά θ’

ανατείλη στο νέον άνθρωπο η σκέψη πως Ζωή και Κόσμος δε σημαίνουν αιστήματα

της στιγμής και επιθυμίες αλλόκοτες, μα κάτι τι πιο στέριο και πολύ πιο βαθύ, που ή θα

είχε μοναχή της η ψυχή του τη δύναμη να το πλάση, ή κάποια άλλη ψυχή δυνατώτερή

της θα τη βοηθούσε να το βρη.88

87
Βλ. Δημήτρης Κόκορης, Φιλοσοφία και νεοελληνική λογοτεχνία. Πτυχές μιας σύνθετης σχέσης,
Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2015, σ. 139.
88
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, Ι. Η δοκιμασία», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1, ό.π.,
σ. 21-22.

49
Από απόψεις, όπως η άνωθι παρατιθέμενη, μπορούμε να εξηγήσουμε τόσο

τους λόγους, που οδήγησαν ορισμένους μελετητές αμέσως μετά τον Δεύτερο

Παγκόσμιο Πόλεμο να θεωρήσουν τον Καρλάυλ διανοητή με επιρροές από τον

γερμανικό Ρομαντισμό89 αλλά και πρόδρομο του φασισμού,90 όσο και το θεωρητικό

υπόστρωμα, το οποίο αργότερα οδήγησε τον Αποστολάκη στην απόρριψη της

παλαμικής ποίησης. Εύκολα μπορούμε να συναγάγουμε σε ποιο καθεστώς

παραπέμπουν η ισχυρή πατρική επιβολή και η υπακοή του ασθενέστερου, εάν

μεταφερθούν στο πεδίο της πολιτικής διακυβέρνησης. Επιπρόσθετα, ένας ποιητής

όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος αυτοχαρακτηριζόταν «ιδεοπλάνος


89
O Zeev Sternhell υποστηρίζει ότι ο Καρλάυλ εγχώνευσε τις απόψεις του Φίχτε, του Γκαίτε, του
Νοβάλις όσο κανένας άλλος Βρετανός του δέκατου ένατου αιώνα. Βλ. Zeev Sternhell, Ο αντι-
διαφωτισμός. Από τον 18ο αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο, μετάφραση: Άννα Καρακατσούλη, επιμέλεια:
Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Αθήνα, Πόλις, 2009, σ. 324.
90
Βλ. J. Salwyn Shapiro, «Thomas Carlyle, Prophet of Fascism», The Journal of Modern History,
(τόμος 17), τχ. 2, ό.π., σ. 97-115, όπου και, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται (σ. 114-115) η μεγάλη
απήχηση των ιδεών του Καρλάυλ στη φασιστική Ιταλία και στη ναζιστική Γερμανία: «Carlyle’ s
writings were translated and widely circulated in Fascist Italy. A prominent Fascist writer, G.
Liciardelli, wrote a book on Mussolini and Carlyle, the thesis of which was that Carlyle was the
prophet of a new social order and that the historic mission of Mussolini was to establish it on solid
foundations. […] Carlyle’s popularity was even greater in Nazi Germany. A book of selections from
his works, translated into German, sold three hundred thousand copies during the period 1926-1932».
[«Τα γραπτά του Καρλάυλ μεταφράστηκαν και διαδόθηκαν ευρέως στη φασιστική Ιταλία. Ένας
διακεκριμένος συγγραφέας για τον φασισμό ο G. Liciardelli, έγραψε ένα βιβλίο για τον Μουσολίνι και
τον Καρλάυλ, αντικείμενο του οποίου ήταν το ότι ο Καρλάυλ ήταν ο προφήτης μιας νέας τάξης
πραγμάτων και ότι η ιστορική αποστολή του Μουσολίνι ήταν να τη θεμελιώσει σε ακλόνητες βάσεις.
[…] Η δημοφιλία του Καρλάυλ ήταν ακόμη μεγαλύτερη στη ναζιστική Γερμανία. Ένα βιβλίο
ανθολογίας των εργασιών του, μεταφρασμένο στα γερμανικά, πούλησε 300.000 αντίτυπα κατά τη
διάρκεια της περιόδου 1926-1932». Η μετάφραση του παραθέματος αυτού, όπως και όλων των άλλων,
στα οποία δεν δηλώνεται ονοματεπώνυμο του/της μεταφραστή/-άστριας ανήκει στη γράφουσα την
παρούσα διατριβή]. Βλ. και Αναστάσης Βιστωνίτης, «“Μεγαλοφυής” αντίφαση», Το Βήμα, ένθετο:
Βιβλία, 04.03.2018. Το ότι κάποια βιβλία του Καρλάυλ βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη του Χίτλερ (βλ.
Timothy W. Ryback, Η βιβλιοθήκη του Χίτλερ. Τα βιβλία που επηρέασαν τη ζωή του, μετάφραση:
Ιωάννα Κονταξάκη, Αθήνα, Πατάκης, 2011, σ. 338, 341, 345-349, 351-352, 361) δεν μας επιτρέπει να
εξαγάγουμε το συμπέρασμα για τη σχέση του Καρλάυλ με φορείς ακραίων και, προφανώς,
επαίσχυντων ιδεολογιών.

50
τραγουδιστής»91 υπό την έννοια ότι εξέφραζε ως ποίηση ό,τι τον συγκινούσε κατά

την περιπλάνησή του στον κόσμο των ιδεών, δεν μπορούσε και προφανώς και δεν

ήθελε να αποκολληθεί από το «τσουχτερό κέντρισμα της στιγμής», οπότε έδωσε και

συνθέσεις αλληλοσυγκρουόμενων ιδεολογικών αποχρώσεων,92 γεγονός που οδήγησε

στο να τον προσλάβουν θετικά (λειτουργώντας επιλεκτικά ως προς το έργο του)

διαφορετικής φιλοσοφικής και ιδεολογικής αφετηρίας κριτικοί. 93 Για παράδειγμα: ο

Δημήτριος Βεζανής94 τον θεωρεί πρόδρομο φασιστικών και ναζιστικών

ιδεολογημάτων, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος95 εκλαμβάνει το παλαμικό έργο σαν

αποκλειστικά εθνοκεντρικό και συνδεόμενο με έναν πλατωνικής και νεοκαντιανής

φύσεως ιδεαλισμό, ενώ ο Νίκος Ζαχαριάδης 96 δεξιώνεται την παλαμική ποίηση σαν

αποκλειστικώς σοσιαλιστική και στρατευμένη στον αγώνα για την κοινωνική

επανάσταση.

Το ρομαντικογενές πνεύμα ενάντια στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού, η

ενόρμηση, η εξιδανίκευση του ηρωικού ανθρώπου, η ροπή προς το Απόλυτο και το

Αιώνιο ως υπερτοπικών και διαχρονικών αξιών που υπερβαίνουν τον εξωτερικό

κόσμο και την κοινωνική και χρονική συγκυρία, με δυο λόγια μία ιδεαλιστικής

χροιάς φιλοσοφία, διαμόρφωσαν τις θέσεις και του Καρλάυλ και του Αποστολάκη.

Το εάν βασικές πτυχές των μόλις αναφερθέντων ιδεολογημάτων αξιοποιήθηκαν για

τη διαμόρφωση του φασιστικού – ναζιστικού κοσμοειδώλου είναι θέμα άλλης


91
Βλ. Δημήτρης Κόκορης, Ποιητικός ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση, Θεσσαλονίκη,
Νησίδες, 2006, σ. 62.
92
Βλ. πολλές σχετικές αναφορές στο: Ευριπίδης Γαραντούδης (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του
Παλαμά. Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016.
93
Βλ. Δημήτρης Κόκορης, Φιλοσοφία και νεοελληνική λογοτεχνία. Πτυχές μιας σύνθετης σχέσης, ό.π.,
σ. 141-156.
94
Δημήτριος Σ. Βεζανής, Ο Παλαμάς φιλόσοφος, Αθήνα, Έκδοσις Α. Ι. Ράλλης, 1930.
95
Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παλαμάς, Αθήνα, Ίκαρος, 21950 (α΄ έκδ. 1936).
96
Νίκος Ζαχαριάδης, Ο αληθινός Παλαμάς, Αθήνα, Τα Νέα Βιβλία, 1945 (η μελέτη γράφτηκε το
1937).

51
τάξεως και είναι μάλλον υπερβολικό τόσο ο Καρλάυλ όσο και ο έλληνας βιογράφος

του να συνδέονται με τον φασισμό. Το ιστορικό συγκείμενο του βίου και της

συγγραφικής δράσης του Τόμας Καρλάυλ (1795-1881) δεν επιτρέπει ουσιώδη

σύνδεση του τελευταίου με τον φασισμό ως πολιτικό μόρφωμα, ενώ ο Καρλάυλ -

παρ’ όλο που από τα γραπτά του αναδύεται ένας ελιτισμός – αισθανόταν ότι

βρίσκεται πιο κοντά στον λαό παρά στην αριστοκρατία και την αστική τάξη της

εποχής του97 και, παράλληλα, το έργο του αφομοιώνεται και διαχέεται στην

ατμόσφαιρα των ιδεών του Μαρξ και του Ένγκελς. 98 Τηρουμένων των αναλογιών

και η σπουδή του Αποστολάκη στο Βερολίνο (1908-1911) υποβάλλει τη

διαμόρφωσή του με καίρια τη συμβολή τού γερμανοθρεμμένου ιδανισμού προς το

Απόλυτο, ενώ η τελευταία περίοδος της καθηγεσίας του (1936-1941) στο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μπορεί χρονικά να συμπίπτει με τη δικτατορία του

Ιωάννη Μεταξά, ωστόσο δεν έχουμε καταγεγραμμένα τεκμήρια για πολιτική

σύμπλευσή του με το δικτατορικό καθεστώς.99 Για παράδειγμα, ουδέποτε

97
Βλ. Zeev Sternhell, Ο αντι-διαφωτισμός. Από τον 18ο αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο, ό.π., σ. 333.
98
Βλ. Michael Löwy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους αντίποδες της
Νεωτερικότητας, μετάφραση: Δέσποινα Καββαδία, πρόλογος – επιμέλεια: Γιώργος Καραμπελιάς,
Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 21999, σ. 202.
99
Ευκαιρίας δοθείσης, μεταφέρουμε ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο από Συνεδρίαση της Φιλοσοφικής
(430/3-11-1938), το οποίο δείχνει το γενικότερο κλίμα της εποχής της μεταξικής δικτατορίας: Ο
γνωστών αριστερών φρονημάτων Χαράλαμπος Θεοδωρίδης αποκάλεσε τον Αποστολάκη «χαφιέ». Το
ότι δεν έδειξε μεταμέλεια και δεν ζήτησε συγγνώμη από τον Αποστολάκη για την ατεκμηρίωτη
κατηγορία συνάντησε την καθολική αποδοκιμασία των καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής.
Παραθέτουμε: «Την εν λόγω πληροφορίαν ανεκοίνωσα [ενν. ο Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Ιωάννης
Δ. Βογιατζίδης] εν Συνεδρία της Σχολής ένθα ο κ. Θεοδωρίδης οργισθείς είπεν “δεν ωμιλήσατε εις τον
κ. Υπουργόν περί της επιστημονικής μου αξίας αλλά περί κομμουνισμού ∙ όπισθεν του κομμουνισμού
υπάρχει ο επιστήμων αλλά το εκάματε αυτό διά να σώσετε την κιβωτόν σας ∙ εγώ ετίμησα την
Σχολήν”. Εις τούτο ο κ. Αποστολάκης απήντησεν ότι δεν έχει την γνώμην ότι ο κ. Θεοδωρίδης ετίμησε
τη Σχολήν, ότε ο κ. Θεοδωρίδης απεκάλεσε τον κ. Αποστολάκην “χαφιέ”, ότε διέλυσα την συνεδρίαν.
Μετά εκάλεσα εκ νέου την Σχολήν και υπέδειξα εις τον κ. Θεοδωρίδην ότι αι φράσεις του ήσαν
υβριστικαί και δι’ αυτήν την Σχολήν ην έπρεπε να ικανοποιήση προσθέσας ότι ο κ. Αποστολάκης

52
δημοσιεύτηκε κείμενό του στο θεωρητικό όργανο του «Τρίτου Ελληνικού

Πολιτισμού», στο περιοδικό Το Νέον Κράτος100 (μία και μόνη φορά αναφέρεται το

όνομά του και αυτή σε κείμενο του Πέτρου Ωρολογά101). Στο εν λόγω περιοδικό

δημοσίευσαν κείμενά τους πολλοί πανεπιστημιακοί καθηγητές, λογοτέχνες και εν

γένει διανοούμενοι, ορισμένοι, μάλιστα, εκ των οποίων δεν ήταν φίλα προσκείμενοι

προς το δικτατορικό καθεστώς102 (Κ. Θ. Δημαράς, Ε. Π. Παπανούτσος, Νίκος

Σβορώνος, Νίκος Παππάς, κ.ά.). Μία πτυχή του περιοδικού ήταν προσανατολισμένη

προς τη λογοτεχνία και ο Αποστολάκης ήταν τότε ο μόνος καθηγητής σε ελληνικό

πανεπιστήμιο με αποκλειστικό γνωστικό αντικείμενο τη «Νεώτερη Ελληνική

Φιλολογία» (η έδρα του Νίκου Α. Βέη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών είχε γνωστικό

αντικείμενο τη «Μέση και Νεωτέρα Ελληνική Φιλολογία»), επομένως η απουσία του

Αποστολάκη από τις σελίδες του περιοδικού είναι μία ένδειξη για την ύπαρξη ή μη

πολιτικής σχέσης του τελευταίου με τον εγχώριο φασισμό.

έσπευσε να ζητήση συγγνώμην διότι εξήφθη και εξετράπη έναντι της Σχολής. Του κ. Θεοδωρίδη
εναντιωθέντος η Σχολή επέμεινεν εις την αποδοκομασίαν και εσυνεχίσθη η συνεδρία», βλ. Δημήτρης
Κ. Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον
αντικομμουνισμό του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του Εμφυλίου, Θεσσαλονίκη, University Studio
Press, 2021, σ. 44-46 (το παράθεμα στη σ. 46).
100
Βλ. Γιώργος Κόκκινος, Η φασίζουσα ιδεολογία στην Ελλάδα. Η περίπτωση του περιοδικού «Νέον
Κράτος» (1937-1941), Αθήνα, Παπαζήσης, 1984 ∙ Αννίτα Π. Παναρέτου, «Το περιοδικό “Το Νέον
Κράτος”», Τεύχη του Ε.Λ.Ι.Α., τχ. 3, Ιανουάριος 1993, σ. 129-168 ∙ Γιώργος Ανδρειωμένος, Η
πνευματική ζωή υπό επιτήρηση: Το παράδειγμα του περιοδικού “Το Νέον Κράτος”. Αναλυτικά ευρετήρια
κατά τεύχος, θέματα και συγγραφείς, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2010 ∙ Δημήτρης Κ.
Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον αντικομμουνισμό
του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του Εμφυλίου, ό.π., σ. 65.
101
Πέτρος Ωρολογάς, «Το πρόβλημα του θανάτου», Το Νέον Κράτος, τχ. 30, 29 Φεβρουαρίου 1940, σ.
405-409 (η αναφορά στον Γιάννη Αποστολάκη στη σ. 406).
102
Για αυτό το ζήτημα, βλ. και Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και η
πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940), τόμος Β΄, Αθήνα, Καστανιώτης, 2002, σ.
1050.

53
Επιστρέφοντας στη βιογράφηση του Καρλάυλ από τον Αποστολάκη,

διαπιστώνουμε ότι η ακλόνητη πίστη του συγγραφέα σε ένα κέντρο ζωής,

αναλλοίωτο και ανθεκτικό στο πέρασμα του χρόνου, βαθύ και εσωτερικό, τονίζεται

και σε παρεμπίπτουσες προς τη βιογράφηση του Καρλάυλ παρατηρήσεις:

Η ζωή μας στην Ελλάδα περνά σε μιαν αδιάκοπη και αβέβαιη πάντοτε προσαρμογή:

πάντα εξωτερικά φτιανόμαστε και διορθωνόμαστε, χωρίς να έχουμε κείνο που είναι η

ρίζα της καλής διόρθωσης, την πίστη δηλαδή την απόλυτη σε μια πράξη, σε μια σκέψη,

στη ζωή μας τέλος.103

Στη συνέχεια, παραθέτουμε ευάριθμα αποσπάσματα, από τα οποία είτε

έμμεσα είτε άμεσα αναδύονται θεωρητικές απόψεις του βιογράφου για τη λειτουργία

της ποίησης αλλά και θέσεις του για τη λογοτεχνική κριτική.

Και για να μιλήσουμε πιο χεροπιαστά: ο Αμλέτος του Σαίκσπηρ ανήκει κυρίως στον

εσωτερικό, στον πνευματικό βίο του Σαίκσπηρ, ένα κομμάτι του κόσμου, που η

τεράστια πνευματική ενέργεια μόρφωσε σιγά-σιγά μέσα του με την ίδια μαζί

αναγκαιότητα και λευτεριά, αφού δούλεψε εσωτερικά και εξωτερικά τυχαία

περιστατικά. Μια όμως και γραφτή ο Αμλέτος, δηλαδή μια και μετατοπιστή στον

εξωτερικόν κόσμο, χάνει την εσωτερική ανάγκη και γίνεται τυχαίο περιστατικό, καθώς

και τα άλλα περιστατικά του εξωτερικού κόσμου. Ξαναμπαίνει όμως πάλε στη σωστή

103
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, Ι. Η δοκιμασία», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1, ό.π.,
σ. 26.

54
του θέση και του εχτιμούμε την αναγκαιότητά του, άμα τονέ μελετήσουμε σαν

εσωτερικό δημιούργημα.104

Οπότε, μία βασική συνιστώσα του θεωρητικού και κριτικού λόγου του Αποστολάκη,

η οποία εδώ σκιαγραφείται με παράδειγμα ένα κεφαλαιώδες θεατρικό και ποιητικό

έργο του Σαίξπηρ, το οποίο ανήκει στον παγκόσμιο κανόνα, συγκροτείται από τα

εξής στοιχεία: α) Το μεγάλο έργο είναι απόρροια εσωτερικού πνευματικού αγώνα,

κατά τον οποίο η «αναγκαιότητα» και η «λευτεριά» οδήγησαν τον δημιουργό να

επεξεργαστεί εσωτερικά και εξωτερικά στοιχεία. β) Για τον δέκτη του έργου (τον

κριτικό αλλά και τον αναγνώστη), αρχικά το έργο δεν είναι παρά «τυχαίο

περιστατικό του εξωτερικού κόσμου». γ) Μόνον όταν αυτό προσεγγιστεί από τον

δέκτη «σαν εσωτερικό δημιούργημα», δηλαδή μόνον όταν εξεταστεί και η βαθύτερη

εσωτερική διεργασία που συντελέστηκε στην προσωπικότητα του καλλιτέχνη και

απέληξε στη δημιουργία του έργου, μόνον τότε το έργο θα «ξαναμπεί στη σωστή του

θέση», οπότε μόνον σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με τον Αποστολάκη,

διασφαλίζεται μία σωστή λειτουργία ανάγνωσης και κατ’ επέκτασιν κριτικής.

Ο κριτικός είναι ο άνθρωπος που ένοιωσε μέσα του την ανάγκη που βρίσκεται

μες στο πνευματικό δημιούργημα .


η ανάγκη αυτή τονέ σπρώχνει ν’ ανοίξη για το

καλλιτέχνημα και για κάθε άλλο πνευματικό δημιούργημα, λεύτερο το δρόμο της

επιβολής του ανάμεσα στα εμπόδια που σωριάζει στη μέση τις πιο πολλές φορές η

στραβή μόρφωση και η προκατάληψη ή και τέλος η αποξένωση των ομοίων του από

ζητήματα τέτιας λογής. Ο κριτικός είναι σα να πούμε ο απόστολος της κίνησης της

πνεματικής. δεν αποδείχνει την ανάγκη του έργου του πνεματικού. προτρέπει μονάχα
104
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, Ι. Η δοκιμασία», Κριτική και Ποίηση, τχ. 1, ό.π.,
σ. 28-29.

55
τους ομοίους του να το προσέξουνε, λεύτεροι και δίχως προκατάληψη, βέβαιος πως η

ανάγκη που φανερώθηκε μέσα σε κείνο θα επιβληθή και στο στοχαστικόν όμοιόν

του.105

Ο κριτικός, λοιπόν, είναι ένας προικισμένος πνευματικός άνθρωπος, που αφού έχει

νιώσει την εσωτερική ανάγκη του δημιουργού, συμβάλλει στην επιβολή του

καλλιτεχνικού έργου, μεταδίδοντας προτρεπτικά και χωρίς τεκμηριωμένα

επιχειρήματα («δεν αποδείχνει») αυτήν την ανάγκη και στους «ομοίους» του, δηλαδή

τους δυνάμει πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι ενδέχεται εξαιτίας «εξωτερικών»

συνθηκών και παραγόντων να έχουν αποξενωθεί «από ζητήματα τέτιας λογής».

Ο Αποστολάκης, φανερώνοντας τις ιδεαλιστικές και ρομαντικές πηγές της

βιοθεωρητικής διαμόρφωσής του, αποτολμά και μία απάντηση σε ένα βασικό

φιλοσοφικό ερώτημα, δηλαδή στο πώς ο άνθρωπος μπορεί ως ύπαρξη εν τέλει να

κατορθώσει να δικαιωθεί, άποψη η οποία ταιριάζει και στη δική του ζωή:

Γιατί τούτο έχουμε το πιο τρανό κατόρθωμα του ανθρώπου στη λιγόχρονη ζωή του: να

μπορέση και να έχη το θάρρος πετώντας κάθε γνώση και κάθε πληροφορία, που

έρχεται απ’ έξω, είτε από την κοινωνία είτε από τους μεγάλους άντρες, μόνος του ν’

αντικρύση τα τεράστια γεγονότα της ζωή του, που, μη χωρώντας σε καμμιά εξωτερική

εντύπωση, μόλις και μετά βίας καθρεφτίζουνται μέσ’ στην απέραντη της ψυχής

έχταση.106

105
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, ΙΙ. Η γνωριμιά με το Γκαίτε», Κριτική και
Ποίηση, τχ. 2, Απρίλιος 1915, σ. 43.
106
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, ΙΙΙ. Στην ερημιά», Κριτική και Ποίηση, τχ. 3,
Μάιος 1915, σ. 76.

56
Με αφορμή πάντα τον βίο του Τόμας Καρλάυλ, παραπέμπει ρητά στους σολωμικούς

Ελεύθερους Πολιορκημένους, κάνοντας λόγο για την «τέλεια έκφραση» ως

υπαρξιακό και καλλιτεχνικό διακύβευμα που δίνει νόημα στην τέχνη και στη ζωή:

Η λέξη έχει τη φυσική τελειότητα που κανένας χρόνος δε μπορεί να της την αφαιρέση:

μένει πάντα ανέπαφη από κάθε του χρόνου δύναμη και χωρίς μαρασμό. Ο ποιητής και

η γύρω του φύση δεν υπάρχουνε πια κ’ όμως οι λέξες του «και μεσ’ στη σκιά, που

φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους – ανάκουστος κελαϊδισμός και

λιποθυμισμένος» έχουνε για την ψυχή μας τη φυσική νωπότητα μιας πάντα τωρινής

στιγμής, τόσο που ο δεύτερος στίχος να γεννά και παραίστηση ακόμα για την ακοή μας.

Καθώς η πράξη για τον άνθρωπο είναι ένα στενό πέρασμα σε κάτι εξωτερικό

γλυτώνοντάς τονε από το λαβύρινθο των στοχασμών, έτσι την ψυχή του ανθρώπου τη

λυτρώνει από τη βαριά ατμόσφαιρα η τέλεια έκφραση όντας κ’ η μοναδική της υπέρτατη

αμοιβή.107

Ο Αποστολάκης, πριν εμφαντικά τονίσει ένα αναμενόμενο από τα μέχρι

στιγμής σημειωθέντα βιοθεωρητικό του αξίωμα («Ιδανικό: να το κλειδί του

πραγματικού»108), με κάθε ευκαιρία επανέρχεται στο στέρεο πνευματικό κέντρο ως

απαραίτητο άξονα όχι απλώς της ζωής αλλά τόσο της «δίκαιης», κατά τη γνώμη του,

σάτιρας όσο και του «αυστηρού» κριτικού ελέγχου:

107
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, ΙV. Η δόξα», Κριτική και Ποίηση, τχ. 4, Ιούνιος
1915, σ. 124.
108
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, V. Φλυαρίες», Κριτική και Ποίηση, τχ. 5-6,
Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1915, σ. 140.

57
Έλεγχο και σάτιρα δεν μπορεί να κάνη το μικρό και φτωχό εγώ των συνειθισμένων

φιλόδοξων και τυχοδιωκτικών ανθρώπων, που δεν έχουνε μέσα τους καμιά στέρια

πνεματική αξία. Εκείνο που τους χαραχτηρίζει είναι η απέραντη αναίδεια να

κακολογούνε. Οι ίδιοι έχουνε μεταβληθή σε μιαν αποθήκη από βρισιές, απ’ όπου με

μεγάλη ευκολία αντλούνε. Για τις άναρθρες και υστερικές κραυγές τέτιων ανθρώπων

μπορεί να λυπάται κανένας πιο πολύ, αν όχι ν’ αηδιάζη, ποτέ όμως να θυμώνη. Δεν

είναι τόσο εύκολο πράμα να έχης μεγάλη ηθική δύναμη μέσα σου, απ’ όπου να βγαίνη

η δίκαιη σάτιρα και ο αυστηρός έλεγχος.109

Ο Αποστολάκης ως υπέρμαχος μιας εσωτερικής και ψυχικής σύνθεσης, που,

ορμώμενη από το σταθερό εσωτερικό επίκεντρο, ενοποιεί τα ειδικότερα μέρη σε ένα

πνευματικά δικαιωμένο όλον, εκφράζει και την άποψή του ως προς το ποιον θεωρεί

άξιο για τον χαρακτηρισμό «του καθαυτό ιστορικού», εμμένοντας σε ένα γνώρισμα

που εντοπίζεται και στον «σωστό ποιητή»:

[…] το δύσκολο όνομα του καθαυτό ιστορικού θα το πάρη μονάχα κείνος, που

προχώρησε από την ιστορία του πολιτισμού στην περιγραφή του ανθρώπου, κείνος

δηλαδή, που μελετώντας όλα τα μερικά παρουσιάσματα του ανθρώπου είτε στη

θρησκεία, είτε στο δίκαιο είτε αλλού είχε τη δύναμη να ξαναπλάση απ’ όλ’ αυτά ένα

σύνολο όχι με πρόσθεση των διάφορων κομματιών, παρά με τη σύνθεση – μ’ εκείνη

δηλαδή την αρχική της ψυχής μας πράξη, που χαραχτηρίζει και το σωστό ποιητή, που

μας παρουσιάζει ένα σύνολο.110

109
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, V. Φλυαρίες», Κριτική και Ποίηση, τχ. 5-6, ό.π.,
σ. 138.
110
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, VI. Η Γερμανία», Κριτική και Ποίηση, τχ. 5-6,
ό.π., σ. 149.

58
Ενδεικτικό είναι και το κλείσιμο της πολυσέλιδης μελέτης, στο οποίο ο

Αποστολάκης, ερμηνεύοντας με τον τρόπο του ένα απόσπασμα (= 12.25) από το

Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, θεωρεί την κριτική άρνηση λειτουργικό τρόπο για διάσωση

της ψυχής και μέσο για την κατάκτηση της ευτυχίας, δίνοντας ισχυρό υπόβαθρο στην

κατοπινή πρόσληψή του ως κριτικού της άρνησης, παρότι τον Σολωμό και ορισμένα

δημοτικά τραγούδια δεν τα απαρνήθηκε ποτέ111 ως επιτεύγματα «τέλειας έκφρασης»:

Άρνηση μεγάλη, θα πήτε, δείχνει ο Καρλάιλ, μα πώς μπορούσε χωρίς αυτή να σταθή

στη ζωή του; Πώς αλλιώς παρά αδιάκοπα χτυπώντας δεξιά κι αριστερά θα μπορούσε

να ξεκαθαρίση τον τόπο από κείνα τα αραχνοΰφαντα και μαγικά δίχτυα, που χωρίς να

το νοιώσουμε ξεπετιούνται από παντού στον κόσμο αυτό για να δεσμέψουνε την ψυχή

μας; Μα τότες κ’ η ευτυχία; Τα λόγια είναι γνωστά: «ο φιλών την ψυχήν αυτού

απολέσει αυτήν . και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον

φυλάξει αυτήν».112

111
Το «σχεδόν» στη διατύπωση της άποψης του Αλέξη Πολίτη υποβάλλει ακριβώς τον Σολωμό και
ορισμένα δημοτικά τραγούδια ως εξαιρέσεις κριτικής αποδοχής, όταν ο μελετητής διαπιστώνει «την
άρνησή του [ενν. του Γιάννη Αποστολάκη] για το σύνολο σχεδόν της νεότερης ελληνικής ποίησης».
Ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση τον καθηγητή Αλέξη Πολίτη, ο οποίος είχε την ευγένεια να μου
στείλει το κείμενο της εισήγησής του στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των
Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, στις 16 Μαΐου 2019. Η εκδήλωση πλέον
υπάρχει βιντεοσκοπημένη στο διαδίκτυο, βλ. Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα…”.
Γιάννης Μ. Αποστολάκης», στο: Αφιέρωμα στη μνήμη του φιλολόγου Γιάννη Αποστολάκη, Αθήνα,
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 16.05.2019:
https://www.youtube.com/watch?v=hOYiwc0tvkg&ab_channel=HellenicParliamentTV.
112
Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ, VII. Επίλογος», Κριτική και Ποίηση, τχ. 7,
Μάιος 1916, σ. 204.

59
2.3. Για τον Γιάννη Καμπύση

Ο τίτλος του μελετήματος «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης»113

ενδέχεται να υποβάλει την υποψία ότι ο Αποστολάκης υπήρξε θετικά διακείμενος

προς το έργο του συγγραφέα, αλλά η ανάγνωση του κειμένου καθιστά την υπόθεση

αβάσιμη και τον τίτλο εν τέλει ειρωνικό. Ο Αποστολάκης κατηγορηματικά

αποφαίνεται στο κλείσιμο της μελέτης του:

Γιατί βέβαια άνθρωποι σαν τον Καμπύση δεν μπορούνε να σταθούνε πρόγονοι. Ο

πρόγονος είναι νικητής του χρόνου κι αυτοί μόνο τη στιγμή δουλέψανε. Όσο για τους

απογόνους, έτσι όπως είμαστε, είναι αστείο να γίνεται λόγος. Πολύ αδύνατο είναι το

φως της μέρας μας, μόλις και βλέπουμε στα πόδια μας μπροστά. Πού δύναμη να

φωτίση τ’ απέραντο σκοτάδι μέσα στο μέλλο; Κι όμως ο Φάουστ βρήκε την υπέρτατή

του στιγμή στο μαντικό κύτταμα στο μέλλο.114

Ο κραταιός Γκαίτε και ο λογοτεχνικός του ήρωας ανταποκρίνονταν, κατά τον

Αποστολάκη, στο πρότυπο του ηρωικού ανθρώπου που με εσωτερικό αγώνα

μεταπλάθει τη «στιγμή» σε ψυχικό «σταθερό κέντρο», καλλιτεχνικά εκφρασμένο,

και έτσι κατακτά τη διαχρονική καταξίωση. Ο Γιάννης Καμπύσης (1872-1901),

παρότι νιτσεϊκά διαμορφωμένος115 και από υψηλόβαθμο ιδανισμό ορμώμενος, δεν

113
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», Κριτική και Ποίηση,
τχ. 8-9, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1916, σ. 225-265.
114
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», ό.π., σ. 265.
115
Για τον νιτσεϊσμό του Γιάννη Καμπύση, βλ. πολλαπλές αναφορές στο: Παντελής Βουτουρής,
Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα: Παλαμάς – Νίτσε, Αθήνα, Καστανιώτης, 2006 και στο: Δημήτρης Ν.
Λαμπρέλλης, Η επίδραση του Νίτσε στην Ελλάδα. “Τέχνη” και “Διόνυσος”, Βλαστός και Καζαντζάκης,
Αθήνα, Παπαζήσης, 2009. Για μία σύγχρονη προσέγγιση στο έργο του Καμπύση, βλ. Ζαφείρης

60
κατόρθωσε με το έργο του να πετύχει κάτι ανάλογο, αφού δεν κατάφερε να ξεφύγει

από τον παλμό της «εποχής» του, όντας «μαζύ και το θύμα της κ’ η καταστροφή

της». 116 Είναι προφανές ότι ο Καμπύσης αποδομείται από «φιλολογικός πρόγονος»,

όχι για να αμαυρωθεί η μνήμη τού από χρόνια θανόντος, αλλά για να φανερώσει ο

Αποστολάκης το πόσο επικίνδυνο είναι να θεοποιείται, κυρίως από τους ανθρώπους

των γραμμάτων, κάποιος ο οποίος εξέλαβε με λανθασμένο τρόπο, παρανόησε και

παραποίησε τα γερμανικά κείμενα. Ο Γιάννης Αποστολάκης, με πεδίο κριτικής την

ιδεολογική και λογοτεχνική παρουσία του Γιάννη Καμπύση, τονίζει για μία ακόμη

φορά τον φιλοσοφικής δόμησης θεωρητικό πυρήνα της πρακτικής του, τον οποίο έχει

αναγάγει και σε κριτικό γνώμονα της συγγραφικής παραγωγής:

Η σοβαρότητα όπου λέω εδώ πως λείπει είναι κείνη η αρμονία, που πρέπει να υπάρχη

του ανθρώπου με το έργο του, του σκοπού με τα μέσα, του ιδανικού με την πραγμάτωσή

του. Ένα ιδανικό μπορεί να μας φαίνεται άφταστο στην πραγμάτωσή του. Μα η στιγμή,

που φάνηκε τόσο μακρυνό από μας, ήτανε κ’ η στιγμή όπου έλαμψε περισσότερο το

φως του στα μάτια μας. Η στιγμή της μεγαλύτερης απελπισίας μας κλείνει μέσα της τη

στιγμή της λαμπρότερης ελπίδας μας. Το μάκρος του δρόμου δε χαλνά την αρμονία που

ζητούμε. […] Η αρμονία όμως δεν υπάρχει εκεί όπου ο άνθρωπος με τις ιδέες του, με

τις πράξες του φανερώνει πως τραβά άλλο δρόμο, από κείνον που θα τον πάη στο

ιδανικό του.117

Νικήτας, Η συμβολή του Γιάννη Καμπύση στο νεοελληνικό θέατρο, διδακτορική διατριβή,
Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Τμήμα Θεάτρου, 2020.
116
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», ό.π., σ. 226.
117
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», ό.π., σ. 227.

61
Συνεχίζοντας, υπογραμμίζει το – κατά την κρίση του – βασικό γνώρισμα της

σοβαρής κριτικής, το οποίο συνδέει με τη θετική του άποψη για τον κριτικό λόγο,

που εξέφρασαν μόνον ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Ιάκωβος Πολυλάς:

Ο Ροΐδης όσο και ο Πολυλάς ήτανε οι μόνοι άνθρωποι, που ζώντας σε μια εποχή πολύ

κατώτερή τους και παλεύοντας για ένα ανώτερο ιδανικό, που έφεγγε μέσα τους,

προσπαθήσανε να περιχαρακώσουνε τη νεοελληνική ψυχή, που ήτανε ένας κάμπος

ολάνοιχτος στο βάρβαρο ποδάρι του καθενός. Σταθήκανε οι μόνοι κριτικοί.118

Ο Αποστολάκης, πάντα με αφορμή το λογοτεχνικό έργο του Γιάννη Καμπύση,

το οποίο και απορρίπτει, δεν παραλείπει και εδώ να συνδέσει την κριτική με την

ποίηση, σκιαγραφώντας εμμέσως πλην σαφώς και τον βασικό κριτικό άξονα των

παρεμβάσεών του, εξαιτίας του οποίου κατέκρινε και απαξίωσε, με ελάχιστες

προαναφερθείσες εξαιρέσεις, το μεγαλύτερο μέρος της νεοελληνικής ποίησης του

δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα:

Ποιητής λοιπόν δεν είναι κείνος που χτίζει αέρινα παλάτια, ούτε κανένα ιδιότροπο

πλάσμα, που του αρέσει πότε να κλαίη πότε να γελά, ούτε οι ποιητικές εικόνες είναι

στολίδια και παιχνιδάκια, που τα φτιάνει από αέρα η θαμαστή μηχανή του, η φαντασία.

Τα ποιήματά του είναι σημάδια πολύ αληθινώτερης ζωής, από κείνη που ζούμε εμείς,

με πόνους και με χαρές βαθειά ποτισμένες, που τη ζη μέσα σε μιαν απέραντη μοναξιά

κι αγνάντια στο άγνωστο, που το φως του τον καίει. Το ποίημα είναι η απαλλαγή από

κάτι που μας σφίγγει, είναι η καθαυτό λαλιά μας, είναι η γνωριμιά με το άγνωστο γύρω

μας. Και ποιος άλλος κοντά με τον ποιητή μπορεί να νοιώση το ποίημα έτσι σα

118
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», ό.π., σ. 230.

62
λυτρωμό, σα χαρά υπέρτατη, παρά κείνος όπου το ζητούσε στη ζωή του, παρά ο

κριτικός, ο άνθρωπος που ψάχνει μα που δεν έχει τη δύναμη και την τύχη να βρη;119

2.4. Περί κριτικής

Η σύνδεση γίνεται αναλυτικότερη και σαφέστερη στο μελέτημα του

Αποστολάκη για την κριτική.120 Συμπεριλαμβάνοντας κάθε έκφραση λόγου στη

γενικότερη τοποθέτησή του και υπονοώντας, μεταξύ άλλων, και τον ποιητικό και τον

κριτικό λόγο, ο συγγραφέας τονίζει:

Είναι περιττός κάθε λόγος για ό,τι είναι κοινό σ’ όλους μας, για ό,τι φέρνουμε όλοι

μαζί μας από την κολυμπήθρα. Νοιαζόμαστε και φροντίζουμε μονάχα για ό,τι δεν

έχουμε, για ό,τι δε μπορούμε, για ό,τι ποθούμε. Ο κόσμος όπου ζούμε, είναι πάρα πολύ

πραγματικός. Υπάρχει ένα απόλυτο εδώ [η λέξη «εδώ» πλαγιώνεται από τον

συγγραφέα], που αμέσως μόλις ανοίξουμε τα μάτια μας νοιώθουμε την παρουσία του.

Κι’ αρχίζουν τότε να γεννιώνται ανάγκες και πόθοι, και μαζί μ’ αυτά αρχίζει κ’ η

σκληρή προσπάθεια του ανθρώπου ολοένα να σιάζεται, να διορθώνη, και να

καλυτερεύη την τύχη του. Την προσπάθεια αυτή τη δείχνει το έργο του καθενός, που δεν

βγαίνει καθόλου από ατομική διάθεση, παρά από την ανάγκη, γιατί η ζωή όπου ζούμε

εδώ δεν είναι όνειρο παρά κάτι πολύ πραγματικό. Μιαν αντιφεγγιά από το πραγματικό,

που μας αντικρύζει με το πρώτο άνοιγμα των ματιών μας, φανερώνεται στο έργο του

καθενός, που ίσα-ίσα γι’ αυτό γίνεται και το σπουδαιότερο σημάδι του ανθρώπου.121

119
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», ό.π., σ. 232-233.
120
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, Ιούλιος 1919, σ. 298-359.
121
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 340.

63
Επομένως, κατά τον Αποστολάκη, τα κοινά και τετριμμένα, αυτά που όλοι οι

άνθρωποι δυνάμει βιώνουν ή και σκέφτονται, δεν πρέπει να απασχολούν τον ποιητή

(και συνακόλουθα και τον κριτικό), ο οποίος δικαιώνεται μόνον όταν καλλιτεχνικά

αναπλάσει την εσώτερη «αντιφεγγιά» που ο εξωτερικός κόσμος προκάλεσε στην

ψυχή του. Ακριβώς σε αυτό το σημείο της θεωρίας του Αποστολάκη, δηλαδή στην

ανάδειξη της εσωτερικής ουσίας και της πνευματικής υπόστασης του δημιουργού και

του έργου και στην παράκαμψη των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους, ανιχνεύεται

μία πιθανή επιρροή από την ερμηνευτική πρόταση σημαντικών γερμανόφωνων

διανοητών, των οποίων η σκέψη εκκολάφθηκε στο γενικότερο κλίμα του

ρομαντισμού, όπως ήταν ο Βίλχελμ Ντίλταϋ 122 και ο Φρίντριχ Σλάιερμαχερ.123

Δεδομένων και των στοιχείων, που ήδη αναφέρθηκαν, και συγκρότησαν την

ποιητική θεωρία του Αποστολάκη, η οποία είναι ευδιάκριτη, όπως διαπιστώνουμε,

και πριν από την έκδοση του βιβλίου Η Ποίηση στη ζωή μας (1923), μπορούμε να

εξηγήσουμε την αρνητική κρίση του συγγραφέα για την ιδιαίτερα προβεβλημένη

τότε πνευματική παρουσία του Κωστή Παλαμά, κρίση στην οποία αφιερώνεται το

μεγαλύτερο τμήμα του κειμένου «Η κριτική».

Τι κι αν έχει γράψει χιλιάδες στίχους, όταν παρουσιάζεται να του λείπη το θείο εκείνο

στοιχείο, όπου μονάχα μπορεί να ζήση η ψυχή του ποιητή, η ελευθερία; Σ’ αυτή σα σ’
122
Βλ. Wilhelm Dilthey, Η γένεση της Ερμηνευτικής, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: ∆. Υφαντής,
Αθήνα, Ροές, 2010. Βλ. και την αναρτημένη από 28.02.2012 βιβλιοκρισία: Κοσμάς Ρασπίτσος,
(Βιβλιοκρισία του:) «Wilhelm Dilthey: Η γένεση της Ερμηνευτικής, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια:
∆. Υφαντής (Αθήνα: Ροές 2010)», Κριτικά, 2012-01: http://www.philosophica.gr/critica/2012-01.html.
Για το πώς η συγκεκριμένη πρόταση του Ντίλταϋ επηρέασε μία πτυχή της ιστοριογραφίας ως προς τη
νεοελληνική λογοτεχνία, βλ. Μελέτης Μελετόπουλος, Η Δικτατορία των συνταγματαρχών. Κοινωνία,
Ιδεολογία, Οικονομία. Αθήνα, Παπαζήσης, 1996, σ. 246-247.
123
Βλ. Friedrich Ernst Daniel Schleiermacher, «Über die verschiedenen Methoden des Übersetzens»,
στο: Μ. Rössler & L. Emersleben (επιμέλεια), Kritische Gesamtausgabe, τόμος 11, Berlin & New
York, Walter de Gruyter, 2002, σ. 65-93.

64
αιώνιον ολογάλαζο και ξάστερον ουρανό αδιάκοπα υψώνεται ο ποιητής, ως που

χάνεται από τα μάτια μας: όπου αλλού στον ηθικό κόσμο δυσκολεύεται έτσι να

ταξιδέψη.124

Ο Αποστολάκης, βέβαια, δεν παραλείπει να υπογραμμίσει, υπονοώντας το

δημοτικό τραγούδι (ιδίως το κλέφτικο) και αναφέροντας ρητά και τον Σολωμό, τη

θετική από πλευράς του πρόσληψη των δημιουργών που κατάφεραν να αποδώσουν

το πνευματικό μεγαλείο της εσώτερα διαμορφωμένης αλλά για τον κοινό άνθρωπο

«αόρατης Πατρίδας»:

Αν οι άνθρωποι του 21 παλεύανε για την ορατή πατρίδα μας στη γη απάνω, το ίδιο κι’

ο Σολωμός παλεύοντας για τη δημιουργία μιας ζωντανής γλώσσας προσπαθούσε στ’

απέραντο βασίλειο του πνεύματος να ορίση τα όρια της αόρατης Πατρίδας μας.125

Ο Αποστολάκης, αφού για μία ακόμη φορά καθορίζει θεωρητικά το κατ’ αυτόν

ουσιαστικό νόημα της ποίησης, με αφορμή «Τα Παράκαιρα» του Παλαμά, που

θεωρεί ότι επιβεβαιώνουν την αρνητική κρίση του για τον συγγραφέα τους, παίρνει

θέση και στη διαχρονική διαμάχη καλλιτεχνών-κριτικών, εγκαλώντας επί της ουσίας

τους πρώτους για έλλειψη αυτογνωσίας:

Το ποίημα είναι η ανώτερη ιδανική έκφραση ζωής, γέννημα και σημάδι υπέρτατης

χαράς και λευτεριάς, που γεννιέται μονάχα απάνω σε μια πραγματικότητα

εξιδανικευμένη, κ’ είναι η πλούσια και άξια αμοιβή που δίνει στους ανθρώπους η

Αλήθεια, όταν όλη τους η Ζωή ήταν μια αδιάκοπη ζήτησή της.126

124
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 317.
125
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 331.
126
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 353.

65
Οι άνθρωποι είναι πολύ απαιτητικοί. Αμέσως ζητούν να τους αποδείξη ο άλλος για

ποιο λόγο τούς αρνιέται, ό,τι βάλανε αυτοί με το μυαλό τους να είναι, ενώ το

προχειρότερο και το σωστότερο θα ήταν, προτού ακόμη παρουσιάσουν την αξίωσή

τους, να ζητούν από τον ίδιο τον εαυτό τους την απόδειξη, που θα έπειθε και μας τους

άλλους για το δίκιο τους. Μα τέτιο πράμα δε συνειθίζεται εδώ. Κατηγορούμε με μεγάλη

προθυμία το διπλανό μας, πως είναι αυθαίρετος στην κρίση του για μας, και

λησμονούμε το χειρότερο πως εμείς οι ίδιοι είμαστε αυθαίρετοι στις αξίωσές μας.127

Σχολιάζοντας παλαμικούς στίχους με σατιρικό σαρκασμό,128 ειρωνικά προτρέπει:

Όλα είναι περίφημα απάνω στο χαρτί. Μα δε λες και τίποτε για τη φτωχή μας τη ζωή

Θαυμάσιε ποιητή;129

Ο Αποστολάκης δείχνει έτοιμος πια να συγκεφαλαιώσει και πιο αναλυτικά να

παρουσιάσει τις θέσεις του για την ποίηση και την κριτική, θέσεις τις οποίες και στα

πρώτα του κείμενα είχε σκιαγραφήσει. Αυτό συντελέστηκε στο γνωστότερο βιβλίο

του, το οποίο εκδόθηκε το 1923 και είναι το Η Ποίηση στη ζωή μας.

127
Γιάν. Μ. Αποστολάκης, «Μία προσθήκη», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 385.
128
Βλ. ενδεικτικά, στο: «Μία προσθήκη», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 385: «“Βιβλία,
φυλλάδες, φύλλα σπαρτά πασπατευτά / θρασά από το μολύβι παντού σημαδευτά / ω ξεπαρθενεμένα
κορμάκια…” (Μην τρομάξη η λογία αναγνώστρια. Ο κ. Παλαμάς μιλεί για τα βιβλία, που τα
ξεπαρθενεύει με τις μολυβιές και με το διάβασμα. Ποιητική εικόνα μονάχα.)». [Η υπογράμμιση ανήκει
στον Γιάννη Αποστολάκη].
129
Γιάννης Αποστολάκης, «Μία προσθήκη», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 386.

66
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ]

Η Ποίηση στη ζωή μας: η αποκρυστάλλωση της ποιητικής


θεωρίας και της κριτικής πρακτικής του Γιάννη Μ.
Αποστολάκη. «Ένας αληθινός ποιητής: ο Σολωμός». 130

3.1. Δόμηση και εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου

To Η Ποίηση στη ζωή μας ως τίτλος βιβλίου131 υποβάλλει την πεποίθηση του

συγγραφέα για τον κεφαλαιώδη ρόλο της ποίησης – ας προσεχθεί και το κεφαλαίο

γράμμα «Π» της λέξης «Ποίησης» - ως άξονα της πολύπλευρης ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο σολωμικός δεκαπεντασύλλαβος, ο οποίος σπασμένος σε δύο έμμετρα τμήματα (Δεν

τό ’λπιζα νά ’ν’ η ζωή / μέγα καλό και πρώτο) 132


συγκροτεί το μότο του βιβλίου,

αφενός ως ρυθμικό δείγμα και αφετέρου ως σημασιολογική δυναμική, συνδέει την

ποίηση με τη ζωή, σκιαγραφώντας και το περίγραμμα της σκέψης του συγγραφέα, Οι

βασικές θέσεις του Γιάννη Αποστολάκη ως προς την ποιητική θεωρία και την κριτική

πρακτική έχουν διατυπωθεί, όπως είδαμε, και σε προγενέστερα από την έκδοση του

βιβλίου δημοσιεύματά του. Εδώ, αξιοποιώντας και τη δυναμική μιας επίτομης

έκδοσης που δυνάμει επιτρέπει την πλατύτερη πρόσληψη των απόψεών του από την

αναγνωστική κοινότητα, εκφράζει αναλυτικότερα και συγκεντρωτικά τις θέσεις του

για το ποιητικό φαινόμενο γενικά, για την αξία του σολωμικού έργου και του

δημοτικού τραγουδιού, καθώς και για το έργο ορισμένων ποιητών, που κάλυψαν με

130
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, Αθήνα, [χ. ε.], 1923, σ. 325: «[…] έχουμε το
μεγάλο καλό να υπάρχη στη λογοτεχνία μας ένας αληθινός ποιητής: ο Σολωμός».
131
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π.
132
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., βλ. στο εξώφυλλο της έκδοσης. Βλ. και σε
μία από τις γνωστές ανατυπώσεις του βιβλίου: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας,
Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 1991, σ. 3.

67
την καλλιτεχνική παρουσία τους τη χρονική περίοδο από τα τέλη του δέκατου ένατου

αιώνα έως τις αρχές του εικοστού.

Με όρους, αντλημένους από τη λογική ως βασική πτυχή της φιλοσοφίας και

από την κατάταξη των τρόπων της κριτικής επιχειρηματολογίας,133 θα μπορούσαμε

να χαρακτηρίσουμε τη μέθοδο του Αποστολάκη παραγωγική, υπό την έννοια της

συλλογιστικής πορείας από το γενικό προς το ειδικότερα, κατά την κρίση του

γράφοντος, ισχύον: στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου134 παρατίθενται γενικές και

φιλοσοφικής υφής και προδιάθεσης απόψεις του συγγραφέα για τη λογοτεχνία και τη

ζωή. Στο δεύτερο κεφάλαιο,135 τεκμηριώνει τις γενικότερες απόψεις του με

συγκεκριμένα παραδείγματα από ποιητικά έργα του παγκόσμιου λογοτεχνικού

κανόνα και από καταθέσεις νεοελλήνων ποιητών. Στο τρίτο κεφάλαιο (τελευταίο και

εκτενέστερο του βιβλίου),136 προσπαθεί να καταδείξει τη μεγάλη αξία του

σολωμικού έργου, συνδέοντας την ποιητική του θεωρία με την ποίηση του Σολωμού,

και δευτερευόντως με τη δημοτική ποίηση, για να οικοδομήσει μία κριτική

καταξίωσης, αλλά και με την ποίηση του Παλαμά, του Μαβίλη, του Γρυπάρη, και

άλλων δημιουργών, ώστε να ενδυναμώσει μία κριτική απόρριψης.

Τόσο το μότο όσο και ο επίλογος του πρώτου κεφαλαίου (= «Εισαγωγή»)

καλύπτονται από τον αισχύλειο «μνησιπήμονα πόνο», είκοσι ένα χρόνια πριν από τη

λειτουργική και ποιητικά δικαιωμένη χρήση του από τον Γιώργο Σεφέρη στον

133
Βλ. ενδεικτικά, Φιλήμων Παιονίδης, Στοιχεία κριτικής επιχειρηματολογίας, Θεσσαλονίκη, Ζήτης,
2014.
134
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Εισαγωγή», Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 1-19.
135
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η Συλλογή», Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 20-92.
136
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ο Σολωμός», Η Ποίηση στη ζωή μας, Αθήνα [χ. ε.] 1923, σ. 93-327.

68
«Τελευταίο σταθμό».137 Ειδικότερα, ο Αποστολάκης προτάσσει και επιλογικά

επαναλαμβάνει τους στίχους 176-181 από την τραγωδία του Αισχύλου Αγαμέμνων:

Τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώ-

σαντα, τὸν πάθει μάθος

θέντα κυρίως ἔχειν.

Στάζει δ' ἀνθ' ὕπνου πρὸ καρδίας

μνησιπήμων πόνος· καὶ παρ’ ἄ-

κοντας ἦλθε σωφρονεῖν.138

Ο Αποστολάκης θεωρεί ότι η λογοτεχνία είναι η κατεξοχήν περιοχή που μας

«θυμίζει τα παθήματά μας», ένας προνομιούχος πνευματικός χώρος όπου το

θάμπωμα από ευκαιριακές λάμψεις δεν έχει πέραση, ένα πεδίο μελέτης και

αισθητικής ανύψωσης, το οποίο μπορεί να μας εισαγάγει στην αναζήτηση του

υψηλού ανθρώπινου προορισμού. Ακριβώς μετά το μότο των στίχων του τραγικού

ποιητή Αισχύλου σημειώνει αφετηριακά στη μελέτη του:

137
Το ποίημα «Τελευταίος σταθμός» του Γιώργου Σεφέρη, στο οποίο αξιοποιείται ο «μνησιπήμων
πόνος» από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, γράφτηκε στις 4 Οκτωβρίου 1944. Βλ. Γιώργος Σεφέρης,
Ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος, 131981, σ. 215.
138
Σύμφωνα με τη μετάφραση της Καλλιρρόης Ελεοπούλου: «Έβαλε [ενν. ο Ζευς] τους θνητούς στης
φρονήσεως τον δρόμο, αυτός εκύρωσε τον νόμο “το πάθημα να είναι μάθημα”. Ακόμα και στον ύπνο
μας, μας στάζει στην καρδιά ο πόνος, που θυμίζει τα παθήματά μας, κι έρχεται, θέλομε δεν θέλομε, να
μας σωφρονίσει». Από το Θ. Κ. Στεφανόπουλος – Σταύρος Τσιτσιρίδης – Λένα Αντζουλή – Γιώτα
Κριτσέλη, Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Τόμος Πρώτος, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2002,
αναρτημένο στο:
https://www.greek-
language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=153.

69
Περισσότερο από κάθε άλλη μελέτη πολιτική, οικονομική, μας βοηθά η μελέτη των

λογοτεχνικών έργων να νοιώσουμε, αν ένας λαός πορεύεται το σωστό το δρόμο, αν

ζητά και αν προσπαθεί να ζήση στον κόσμον απάνω σύμφωνα με τον προορισμό τού

ανθρώπου, που όλοι μας το μισοκαταλαβαίνουμε πως είναι κάτι πιο ψηλότερο και

σπουδαιότερο πράμα παρά να μακραίνουμε μονάχα όπως-όπως μιαν ανώφελη ύπαρξη.

Και όχι να πης γιατί στη λογοτεχνία μόνο ή σ’ ό,τι άλλο από συνήθεια κι’ από

παράδοση το περισσότερο δίνουμε το χαραχτηρισμό του πνευματικού, στην επιστήμη

λ.χ. και στη θρησκεία φανερώνεται ο υπέρτατος ρυθμιστής του προορισμού του

ανθρώπου, το πνεύμα, και λείπει τάχατες από παντού αλλού, παρά γιατί εδώ εύκολα δε

μπορεί να θαμπώση τα μάτια μας καμμιά ξαφνική λάμψη για να μας αφήση πιο ύστερα

σε πυκνότερο σκοτάδι.139

Ο συγγραφέας κλείνει την «Εισαγωγή», τονίζοντας και πάλι ότι η ανθρώπινη

ζωή δεν είναι παρά ένα μάθημα στο πάθημα εδραιωμένο. Υποδεικνύει τη μεγάλη

ποίηση, όπως είναι αυτή του Αισχύλου, ως σηματωρό της πορείας του ανθρώπου

προς την ουσιαστική κατάκτηση της Ζωής. Εμμέσως πλην σαφώς, αναφέρεται στην

αναγκαιότητα ενός σταθερού επικέντρου της ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς να εμμένει

στο ποιο συγκεκριμένα θα είναι (ενδεικτικό το ότι ο Αποστολάκης δεν μεταφέρει

τους στίχους 174-175140 από το αρχαίο πρωτότυπο αλλά και δεν αναφέρει το όνομα

του Διός, τον οποίο εξυμνεί ο Αισχύλος), ενώ δεν αποφεύγει ορισμένες διατυπώσεις,

που σήμερα ενδεχομένως θα χαρακτηρίζονταν σεξιστικές, αλλά ήταν για τον

συγγραφέα απαραίτητες, στην προσπάθειά του να κωδικοποιήσει την κατάκτηση του

139
Γιάννης Μ. Αποστολάκη, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π. (1923), σ. 1.
140
Ζῆνα δέ τις προφρόνως ἐπινίκια κλάζων / τεύξεται φρενῶν τὸ πᾶν: Όποιος όμως σε μια επιτυχία του
υμνολογεί τον Δία, αυτός θα έχει την μεγάλη φρόνηση (μετάφραση: Καλλιρρόη Ελεοπούλου, βλ. ό.π.).

70
Απολύτου μέσω της Ποίησης. Ακριβώς πριν επαναλάβει τους στίχους 176-181 από

τον Αγαμέμνονα επισημαίνει:

Περισσότερα να πω - δεν πάει. Ένα όμως ακόμα λέω σ’ όποιον με διαβάσει . κι’ αν το

έχει κι’ ο ίδιος νοιώσει ποτέ στη ζωή του θα με πιστέψη πως δεν έχω καμμιά διάθεση

ν’ αστειευτώ μαζί του – και θα με συχωρέση κι’ όλας αν βρη τις ιδέες μου να μην

αξίζουν τίποτε. Τι τρομερό πράμα, φίλε μου, και τι πόνος να μην είναι ποτές ο

άνθρωπος σίγουρος προτού έρθη η στιγμή και όταν αυτή παρουσιαστή να νοιώθης

πόσο ασήμαντες ήταν όλες οι προτητερινές ετοιμασίες σου .


ανίσχυρος και

παραδομένος βρίσκεσαι σ’ αυτήν. Η Ζωή στο βάθος είναι μάθημα – ποια χαρά και

ποια ελευθερία για τον άνθρωπο – όμως μάθημα που μόνο με πάθημα – τι θρήνος και

ποια τυραννία – μαθαίνεται καλά . κ’ έχει δίκιο ο Αισχύλος, η πιο αντρίκεια ψυχή μέσα

στους ποιητές, να υμνή τον τρομερό θεό, αδιάφορο το όνομα που φέρνει.141

Οι εσώτεροι πόθοι της ψυχής δικαιώνουν υπαρξιακά τον άνθρωπο, κατά τον

συγγραφέα. Η ποίηση μπορεί να τους εκφράσει ως ιδανικό. Η λογοτεχνίζουσα

γλώσσα του Αποστολάκη (γλαφυρή και αξιοπρόσεκτη, ιδίως εάν συνυπολογίσουμε

ότι μέσω αυτής εκφέρεται μία φιλολογική μελέτη) προσπαθεί να περιγράψει τον

βαθύτερο υπαρξιακό πυρήνα της λειτουργίας της ποίησης ως κεντρικού άξονα μιας

άξιας να βιωθεί ζωής, ενώ απορρίπτει ως απόρροια των απόψεών του για την

ουσιαστική σχέση ποίησης και ζωής και τους σοσιαλιστές, γιατί δεν έχουν υψηλά

ιδανικά, περιοριζόμενοι μόνον στην κάλυψη των υλικών αναγκών. Η λογοτεχνία,

λοιπόν, και η ποίηση ως καλλιτεχνική αποκορύφωσή της:

141
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π. (1923), σ. 19.

71
Να πης πως σε κάνει να βλέπης και να μυρίζεσαι τυπωμένο χαρτί και να χαϊδεύης

ωραία βιβλία, καλύτερα τότε να γινόσουνα τυπογράφος, βιβλιοδέτης και όχι ποιητής .

να πης πως σου φέρνει χρήματα, πρέπει να είσαι μωρός, αν διάλεξες τα γράμματα για

μέσο χρηματισμού . να πης πως σου φέρνει τα χειροκροτήματα των θεατών των

ποιητικών έργων σου, Θεέ μου! καλύτερα να γινόσουνα τζουτζές σε τσίρκο παρά να

πάθης τέτοιον εξευτελισμό . με όλη τη σοβαρότητα να ξεγυμνώνεσαι κατάσαρκα μπρος

στον κόσμο και να κάνης θέατρο τον εαυτό σου με όλα τα κρυφά ελαττώματά του, ή να

πης πάλι πως σου φέρνει δόξα: να έλειπε η απόχτησή της, αφού σε κάνει ανήσυχο,

μήπως σ’ αφήσουν οι θαυμαστές σου, όπως το έπαθαν οι μεγάλοι της εποχής μας. Για

τέτοιους σκοπούς υπάρχουν και τ’ ανάλογα μέσα, καθιερωμένα πια από την πράξη . και

θα είναι ολότελα άπραγος άνθρωπος – για να μη πω άλλη βαρύτερη λέξη – όποιος θα

διάλεγε την ποίηση για το δρόμο, που θα τον έφερνε προς τα εκεί.

Στη μελέτη λοιπόν της λογοτεχνίας καμμιάν ύποπτη αξία δε θα κόψη το δρόμο

μας, κι’ αν πουθενά ξεπροβάλη, προδίνεται μόνη της, γιατί ποίηση θα πη έκφραση

πόθων ψυχής, και όπου αυτοί φανερώνουνται, λάμπει αλάκερος ο άνθρωπος από

αλήθεια. Η ανάγκη, η τρομερή αυτή ρίζα της ζωής μας, αυτή τους γεννά κι’ όχι

διάθεση και στενοχώρια του ατόμου, που εύκολα γιατρεύεται, γιατί ό,τι λείπει από το

ένα άτομο το έχει το άλλο και έτσι και τα δυο πορεύονται. Οι πόθοι όμως της ψυχής

δεν είναι έτσι περαστικοί . δε μοιάζουν τους αχνούς, που σκορπίζουνται στ’ άγγιγμα του

κρύου αέρα της χειμωνιάτικης αυγής, μόλις βγουν από το στόμα του ανθρώπου, σαν

φυσά να ζεσταθή. Η παρουσία τους κ’ η απουσία τους, το μεγάλωμά τους ή το μίκρεμά

τους στην ψυχή μας δεν ορίζεται από το γούστο και τη διάθεση του ατόμου. Όσο θέλει

μπορεί να φωνάζη ο σοσιαλιστής στον τόπο μας . ποτέ δε θα μας πείση για την ύπαρξη

72
ενός ιδανικού . στα μάτια του βλέπουμε μόνο τον τρόμο για την πείνα και τη λαχτάρα

για το φαΐ.142

Η απόρριψη του σοσιαλισμού από τον Αποστολάκη ως πολιτικής θεωρίας,

που δεν ενέχει υψηλά πνευματικά ιδανικά, 143 ανιχνεύεται σε αρκετά σημεία των

κειμένων του. Σε αυτά, που ακολουθούν και δειγματοληπτικά μεταφέρονται εδώ, ο

συγγραφέας κατακεραυνώνει και τον Παλαμά, και την «ελεεινή τάξη των

“διανοουμένων”» και τον σοσιαλισμό αλλά και τον φεμινισμό (από όπου και

διαφαίνεται η πεποίθησή του για την κατωτερότητα των γυναικών) και τις

υπερφίαλες χρήσεις του νιτσεϊσμού, με βολές κατά του σημαντικού δημοσιογράφου

Βλάση Γαβριηλίδη (1848-1920), αλλά κυρίως κατακρίνοντας τον παλαιό του φίλο

από τον καιρό των σπουδών του στη Γερμανία,144 τον Γεώργιο Σκληρό (= Γεώργιος

Κωνσταντινίδης, 1878-1919). Πέραν του ότι το βιβλίο του Αποστολάκη εκδόθηκε το

1923, ένα εσωκειμενικό στοιχείο αποδεικνύει πως όταν έγραφε ο Αποστολάκης τις

παρακάτω γραμμές (το 1923, όχι νωρίτερα), οι Σκληρός και Γαβριηλίδης είχαν πριν

από λίγα χρόνια αποβιώσει, όμως οι συναισθηματικές αμφιταλαντεύσεις και η

άμβλυνση της σκληρής κριτικής προς τον ιδεολογικό αντίπαλο λόγω θανάτου τού

τελευταίου, δεν αφορούσαν τη γραφή του Αποστολάκη:

142
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π. (1923), σ. 4. Οι επόμενες παραπομπές, στις
οποίες σημειώνεται μόνον ένδειξη σελίδας ή σελίδων, αναφέρονται στην πρώτη έκδοση του βιβλίου Η
Ποίηση στη ζωή μας.
143
Για το αν η πολιτική στράτευση μπορεί να δημιουργήσει υψηλή λογοτεχνία, βλ. δειγματοληπτικά,
Γιάννης Πάγκαλος, «Γκρύντερ Γκρας: Υψηλή λογοτεχνία και πολιτική στράτευση», The Athens
Review Of Books, τχ. 71, Μάρτιος 2016, σ. 28-30.
144
Βλ. Ρένα Σταυρίδου – Πατρικίου, «Ανέκδοτες επιστολές του Γ. Σκληρού στον Γ. Ν. Πολίτη. Από
τις “παλιές καλές μέρες της Ιένας” στην “ανίερον πραγματικότητα” της βιοπάλης στην Αίγυπτο»,
Μνήμων, τόμος 7, ό.π., σ. 21, 31, 41, 42, 43,45.

73
Όμως για την τύχη μας παρουσιάστηκαν ένα σωρό νέοι με φιλοδοξίες απέραντες και με

συνείδηση πέραν καλού και κακού145 και δημιούργησαν την ελεεινή τάξη των

«διανοουμένων», που όσο πάει και μεγαλώνει, αφού ο μεγάλος αρχιερέας των

γραμμάτων ο Παλαμάς είναι έτοιμος να βαφτίση ποιητές εν ονόματι της Ιδέας όλα τα

μωρά της «Διάπλασης»146 και τους κακούς μαθητές των γυμνασίων. Αυτοί από τη μια

μεριά κ’ οι διανοούμενοι εργάτες, οι σοσιαλιστές, από την άλλη ξεχαρβαλώνουν μια

χαρά τον δυστυχισμένον αυτό τόπο .


σε λίγο θα τους κάμουν συντροφιά κ’ οι

διανοούμενες γυναίκες. Η γυναικεία Ακαδημία147 θα φροντίση να πολλαπλασιαστεί και

αυτό το είδος. Και έτσι μόνοι μας με τα ίδια τα χέρια μας θα σκάβουμε σιγά-σιγά το

λάκκο μας.

Αν είχαν οι διανοούμενοι καθαρώτερη μνήμη και πραγματική σκληράδα εδώ

και 16 χρόνια πάνω-κάτω, όταν πρωτοφάνηκε του Σκληρού «το Κοινωνικό μας

Ζήτημα»,148 θα μπορούσαν, αν όχι να εμποδίσουν, τουλάχιστον όμως να διευθύνουν

έτσι την κίνηση, που να έφερνε την τόνωση στο σύνολο και όχι το ξεχαρβάλωμα. Αν

όλοι οι λόγιοι τότε μ’ επί κεφαλής τον πιο κούφιο και αλαφρό της εποχής του, τον

145
Ενδεχομένως, εδώ έχουμε έμμεση αναφορά στο έργο του Νίτσε Πέρα από το καλό και το κακό του
έτους 1886. Βλ. Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας,
Θεσσαλονίκη, Πανοπτικόν, 2012.
146
Το περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, το οποίο απευθυνόταν σε παιδιά και εφήβους, άρχισε να
εκδίδεται το 1879. Βλ. Βίκυ Πάτσιου, Η Διάπλασις των παίδων 1879-1922, Αθήνα, Καστανιώτης,
1995.
147
Ο Αποστολάκης προφανώς συμφωνούσε με την απόφαση του Ινστιτούτου της Γαλλίας (= η Γενική
Συνέλευση των πέντε Ακαδημιών της χώρας): το 1910 με 90 ψήφους υπέρ και 52 κατά αποφασίστηκε
«πως καμία γυναίκα δεν θα εκλεγόταν ποτέ ως μέλος του». Βλ. Londa Schiebinger, Ο νους δεν έχει
φύλο; Οι γυναίκες στις απαρχές της νεωτερικής επιστήμης, μετάφραση: Κατερίνα Αραμπατζή, Αθήνα,
Κάτοπτρο, 2006, σ. 57-58.
148
Γ. Σκληρός, Το κοινωνικόν μας ζήτημα, Αθήναι, [χ. ε.], 1907. Ενδεχομένως, η αντιρρητικότητα του
Γιάννη Αποστολάκη προς τις ιδέες του Σκληρού να ενδυναμώθηκε από το γεγονός ότι Το κοινωνικό
μας ζήτημα (χωρίς το τελικό –ν στον επιθετικό προσδιορισμό) επανεκδόθηκε το 1922: Γ. Σκληρός, Το
κοινωνικό μας ζήτημα, Αθήναι, Εκδόσεις Σοσιαλιστικού Κέντρου, 21922.

74
Γαβριηλίδη, δεν έχασκαν μπρος σε ό,τι ξένο και καινούργιο, δεν θα έπιαναν έτσι

εύκολα στον τόπο μας οι σοφίες του Σκληρού. […] Γιατί κι’ ο Κωνσταντινίδης να μη

φωνάζη για το σοσιαλισμό, μήπως τους εμπόδιζε κανείς αυτούς να φωνάζουν λίγο πριν

για τον υπεράνθρωπο του Νίτσε, ή μήπως από καμμιά σκέψη φωνάζουν τώρα και για

το φεμινισμό. Κι’ αν ο Κωνσταντινίδης, που είχε και Νιτσεϊκό ψευδώνυμο «Σκληρός»,

ζητούσε κι’ αυτός στη φιλονικία απάνω τούς δικούς τους τίτλους, τι θα του δείχνανε;

Αχ! Πώς η μνήμη κάνει τον άνθρωπο δειλό και ανήμπορο να πη μια φορά όχι. Αλλά

μπορεί να μ’ ερωτήση κανείς: «πώς; Δεν έπιασε ο σοσιαλισμός και στον τόπο μας; Δεν

έχουμε απεργίες, εργατικά ζητήματα;». Βέβαια, συμφωνώ . κάτι έπιασε στον τόπο και

διαδόθηκε πολύ στα τελευταία χρόνια, όμως δεν είναι ο σοσιαλισμός – αυτός μέρα την

ημέρα γίνεται λιγώτερος – παρά η ανοησία των διανοουμένων . τώρα αντίς οι εργάτες

να εργάζουνται, διανοούνται .
φλυαρούν δηλαδή και μένουν αργοί και καθ’ όλα τα

φαινόμενα η ανοησία αυτή δε θα σταματήση, θα διαδοθή και περισσότερο, όταν

μάλιστα γίνουν κ’ οι γυναίκες διανοούμενες, οπότε πια κάθε ίχνος σοσιαλισμού θα έχη

εξαφανιστή από τον τόπο.149

Προφανώς, ο Αποστολάκης ερμηνεύει με προσωπικό τρόπο το περιεχόμενο

του σοσιαλισμού, ενώ θεωρεί ότι οι αλλαγές ή και οι συγχύσεις των κοινωνικών

ρόλων (παράδειγμα, ο διανοούμενος εργάτης) δεν εναρμονίζονται με τη δική του

βιοθεωρία. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται άμεσα και άρρηκτα με τη

θεωρία του για τον ρόλο της ποίησης στην ανθρώπινη ζωή. Παρεμπιπτόντως, ας

σημειωθεί ότι η πεποίθηση του Αποστολάκη για την κατωτερότητα των γυναικών

υπήρξε παροιμιώδης και πιθανόν να οφειλόταν και στην επιρροή που άσκησαν στη

διαμόρφωση της βιοθεωρίας του οι σχετικές απόψεις του Τόμας Καρλάυλ. Ο

149
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 15-16.

75
Αποστολάκης είχε σε υψηλό βαθμό συμβάλλει, με τη δημοσιευμένη στο περιοδικό

Κριτική και Ποίηση πολυσέλιδη μελέτη του (1915-1916), στην πρόσληψη των ιδεών

του Καρλάυλ στο νεοελληνικό πνευματικό πεδίο των αρχών του εικοστού αιώνα.

Επιχειρώντας μία διακειμενική προέκταση, μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από ένα

σημαντικό μυθιστόρημα, που δημοσιεύτηκε την ίδια περίπου εποχή με το Η Ποίηση

στη ζωή μας. Οι ενταγμένες σε έναν εσωτερικό μονόλογο ιδέες του μυθοπλαστικού

ήρωα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη από το μυθιστόρημα Οι σκλάβοι στα δεσμά τους

(1922) δεν εκπροσωπούν βέβαια τον ανθρωπιστή και σοσιαλιστή συγγραφέα του

μυθιστορήματος. Ωστόσο ως δομή της αίσθησης (Structure of Feeling) 150 απηχούν

μία συνιστώσα του γενικότερου κοινωνικού και πνευματικού κλίματος, η οποία

καθρεφτίζεται και στη λογοτεχνία:

Ο Καρλάιλ πολύ σωστά έλεγε πως ο αισθηματισμός είναι η αρρώστια του αιώνα μας…

ο ανώτερος άνθρωπος έπρεπε νά ’ναι απαλλαγμένος από αυτές τες αδυναμίες… έπρεπε

να ξέρει πως η γυναίκα ήταν πλάσμα με μικρό νου, με αλλόκοτη σκέψη, και πως μαζί

της η συνεννόηση ήταν αδύνατη…151

Κατά τον συγγραφέα, οι αρνητικές αξίες έχουν τη χρησιμότητά τους, μια και

δείχνουν τον υποβιβασμό και την εκμηδένιση της Ζωής:

Αλίμονο. Οι αρνητικές αξίες δεν υπάρχουν μόνο στα Μαθηματικά. Υπάρχουν και στη

Ζωή. Φτωχός να κάνη τον πλούσιο, αμαρτωλή γυναίκα να σκουπίζη τα δάκρυα από τα

150
Βλ. Raymond Williams, Κουλτούρα και ιστορία, εισαγωγή – μετάφραση: Βενετία Αποστολίδου,
Αθήνα, Γνώση, 1994, σ. 49-53, 325-335.
151
Κωνστ. Θεοτόκης, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους. Μυθιστόρημα, Εν Αθήναις, Εκδοτικός Οίκος
«Ελευθερουδάκης», 1922, σ. 371.

76
μάτια της και λόγιος της εποχής μας, δε σου πλακώνουν την καρδιά, όταν τους

αντικρύζης; Η Ζωή έχει κατεβή σ’ αυτούς κάτω από το μηδενικό.152

Ο Γιάννης Αποστολάκης ως διανοούμενος της άρνησης153 εκλαμβάνει

εντελώς αρνητικά τόσο τους επιστήμονες όσο και τους λογίους του καιρού του (αυτό

θα το δούμε στο μεθεπόμενο απόσπασμα), συμπεριλαμβάνοντας, βέβαια, στους

τελευταίους και τους ποιητές της εποχής του:

Σπάνια βρίσκουνται στον τόπο μας άνθρωποι, που η ζωή τους από στενή του ατόμου

να υψώθηκε και ν’ άπλωσε στην καθολική του επιστήμονα. Οι περισσότεροι

επιστήμονες, καθώς είναι συνήθεια να ονομάζονται όσοι διάβασαν μερικά

επιστημονικά βιβλία της εποχής τους, δεν έχουν τη δύναμη να σηκώσουν τα μάτια τους

απ’ ό,τι τους δίνει η στιγμή, παρά σαν τους πιο χυδαίους ανθρώπους δημιουργούν τη

ζωή τους απ’ ό,τι κατεβάσει το ρέμα του καιρού. Φουσκώνουν και καμαρώνουν οι

επιστήμονές μας, επειδή κατέχουν τα μέσα της επιστήμης . ίσα-ίσα ό,τι μ’ όλο το δίκιο

σου θα το νόμιζες για το πιο τυχαίο και ολότελα εξωτερικό χαραχτηριστικό του σωστού

επιστήμονα. Η μεγάλη όμως απορία, ο θαυμασμός, το κύριο γνώρισμα και η ουσία της

επιστήμης λείπει από την ψυχή τους. Τα ελληνικά επιστημονικά βιβλία έχουν πάντα ένα

τέλος, δύσκολα όμως να βρης την αρχή τους. Μπορεί να είσαι σύμφωνος με ό,τι

βλέπεις γραμμένο εκεί μέσα, σπάνια όμως θα καταλάβης γιατί γραφτήκανε. Στα σωστά

όμως επιστημονικά βιβλία βλέπεις μέσα στην εξήγηση και στη θεωρία που δίνουν, ν’

152
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 18.
153
Βλ. χαρακτηριστικά, Δημήτρης Τζιόβας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και ο τύπος του αρνητή-
διανοούμενου στην Ελλάδα», στον τόμο: Όψεις της λαϊκής και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας.5η
Επιστημονική Συνάντηση αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη, ό.π., σ. 37-55 και Παντελής
Μπουκάλας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης, ένας διανοούμενος της άρνησης», εφ. Η Καθημερινή, ό.π.

77
αστράφτη η απορία και ο θαυμασμός μιας ψυχής. Έτσι μόνο η επιστήμη γίνεται η

ανώτερη και καθαρώτερη ζωή του ανθρώπου.154

3.2. Συλλογή. Άρνηση. Θαυμασμός

Ο θαυμασμός, που εκπηγάζει ως απόρροια βαθύτερης ψυχικής διεργασίας,

ενδυναμωμένος από μια φυσική αγνότητα σχεδόν παιδική155 και ριζωμένος στο

υψηλό ιδανικό ως σταθερό εσωτερικό επίκεντρο της Ζωής, δεν εκλείπει μόνον από

τους επιστήμονες, αλλά και από τους λογίους της τότε ελληνικής κοινωνίας, που,

σύμφωνα με τον Αποστολάκη, αναλώνονται σε ανούσιες συμπεριφορές, μεταξύ των

οποίων και οι εντελώς εξωτερικοί και ευκαιριακοί, καθόλου δημιουργικοί,

επηρεασμοί τους ακόμη και από ορισμένες φιλοσοφικές θεωρίες:

Ύστερα οι καϋμένοι οι λόγιοι δεν είναι και σκληροί άνθρωποι. Ο καθένας τους

είναι γεμάτος από καλωσύνη και από συμπάθεια για τον άλλον . κι’ αν τύχη καμμιά

φορά και φιλονικήσουν αναμεταξύ τους και βριστούν, σε λίγο θα τους δης πάλι

αγκαλιασμένους. Αλήθεια μια φορά αποφασίσανε να γίνουν σκληροί και να μοιάσουν

ούτε λίγο ούτε πολύ – του διαμαντιού στη σκληράδα (πρβλ. πρόλογο του Περιοδικού

«Διόνυσος»). Και τότε όλοι μαζί άρχισαν να ψάλλουν ύμνους συγκινητικούς προς το

άψυχο είδωλο του μυαλού τους, που τ’ ονόμασαν «Τέχνη», (πρβλ. το τραγούδι στην

πρώτη σελίδα του Περιοδικού «Τέχνη») κι’ ο Παλαμάς έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση να

γίνη μεγαλόστομος ποιητής. Όμως το φυσικό δεν αλλάζει και μ’ όλη τη βοήθεια του

154
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 9.
155
Βλ. Χ. – Δ. Γουνελάς, «Η αναγνώριση της παιδικής επιρροής: μια θεωρητική δέσμευση του Γιάννη
Αποστολάκη, όπως φαίνεται στο κριτικό του δοκίμιο Η ποίηση στη ζωή μας», στο: Όψεις της λαϊκής
και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας. 5η Επιστημονική Συνάντηση – Αφιερωμένη στον Γιάννη
Αποστολάκη, ό.π., σ. 25-36.

78
Νίτσε έμειναν ό,τι ήταν και πριν αντίς για διαμάντια κάρβουνα που μουτζουρώνουν

μόνο το χαρτί.156

Αρκετά πρώιμα, ο Αποστολάκης διαβλέπει τη νιτσεϊκή επιρροή στον πνευματικό

κύκλο των περιοδικών Διόνυσος και Τέχνη, καθώς και στην παλαμική ποίηση (Ο

Δωδεκάλογος του Γύφτου, που ενσωματώνει και εμφανή ίχνη επηρεασμού από τον

Νίτσε, δημοσιοποιήθηκε το 1907). Σήμερα πλέον, οι προαναφερθείσες επιρροές

έχουν επαρκώς στοιχειοθετηθεί,157 ωστόσο ο Αποστολάκης τις θεωρεί επιδερμικές

και ανούσιες, εντελώς εξωτερικές, και όχι ενεργοποιημένες από τη ζωοποιό, κατ’

αυτόν, ενεργοποίηση του θαυμασμού ως απόρροιας εσώτερης ψυχικής διεργασίας.

Επιπρόσθετα, η παιδική αγνότητα, δραστικά λειτουργική «στην αγκαλιά της

φύσης», είναι για τον Αποστολάκη βασική προϋπόθεση της γνήσιας και

καλλιτεχνικά υψηλής ποιητικής έκφρασης, στο πλαίσιο ενός μορφώματος

διατυπωμένου με σεξιστικούς (θα λέγαμε, σήμερα) όρους, κατά το οποίο η αντρική

και η ποιητική ταυτότητα ενώνονται με «ασύντριφτους δεσμούς»:

Ο αληθινός ο άντρας είναι η εξακολούθηση του παιδιού κ’ η ζωή του είναι

πλουσιώτερη, αγνότερη κι’ αδρότερη από του παιδιού. Όποιος δεν το έχει νοιώσει αυτό

στη ζωή του, του κάκου ζητά να γίνη ποιητής και λέει ψέματα πως αγαπά την ποίηση.

Στον αληθινό τον άντρα η ζωή γίνεται εσωτερικότερη από του παιδιού και ο δρόμος

156
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 13-14.
157
Βλ. ενδεικτικά, Παντελής Βουτουρής, Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα: Παλαμάς – Νίτσε, ό.π.,
Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης, Η επίδραση του Νίτσε στην Ελλάδα. “Τέχνη” και “Διόνυσος”, Βλαστός και
Καζαντζάκης, ό.π., καθώς και Χαράλαμπος – Δημήτρης Γουνελάς, «Η “Τέχνη”: Φιλοσοφικές Απόψεις
πάνω στη Λογοτεχνία», στο: Η σοσιαλιστική συνείδηση στην ελληνική λογοτεχνία 1897-1912, Αθήνα,
Κέδρος, 1984, σ. 25-58.

79
είναι η συνέχεια του δρόμου του παιδιού, ως που να νοιώση τον εαυτό του καλά πια

στην αγκαλιά της φύσης, και μαζί της να τον ενώνουν ασύντριφτοι δεσμοί,158

Πόθος, συλλογή, θαυμασμός, σαν αποτυπώματα της αγνής φύσης μέσα στην

ψυχή του καλλιτέχνη και ως εξελικτικά στάδια μιας αγωνιώδους εσωτερικής

διεργασίας, αποδιώχνουν κάθε εξωτερικό στοιχείο και ενσαρκωμένα σε υψηλής

καλλιτεχνικής έντασης ποιητική έκφραση κερδίζουν επάξια – κατά τον Αποστολάκη

– τη θέση τους στην αιωνιότητα:

Ο ποιητής όμως δε θα ησυχάση προτού φτάση στην άκρη με τον πόθο του. Δεν μπορεί

να κάμη αλλιώς. […] αβασίλευτη αυγή κ’ ο θαυμασμός – γλυκές αστραπές .

παιχνίδισμα κι’ αρχή δημιουργίας. Όμως και ποίου αληθινού ποιητή δε λάμπει η ψυχή

από θαυμασμό; Αλλιώς πώς θα μπορούσε να βαστήξη το τραγούδι του στο φως της

ημέρας. Κάθε στιγμή είναι κ’ ένα θείο ξάφνιασμα στον ποιητή. Πίσω από κάθε

αληθινή έμπνευση βρίσκεται ο θαυμασμός. Αυτός είναι να πούμε το βαθύτερο στρώμα

μέσα στην ψυχή του ποιητή. Αυτός τον χωρίζει από τον εξωτερικό κόσμο κι’ αυτός

απλώνει εκείνη τη σιωπή, που όποιος καταλαβαίνει, τη βρίσκει μέσα σ’ όλα τα

καλλιτεχνικά έργα . αυτή είναι η μυστική ατμοσφαίρα που τα περιβάλλει .εκεί μέσα

γεννήθηκαν . κ’ εκεί μέσα ζουν αμάραντα, αιώνια. […] Η συλλογή είναι κάθε φορά ο

δρόμος και ο θαυμασμός το τέλος του . το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο στην ψυχή

του ανθρώπου. Δε συλλογίζεται παρά ο άνθρωπος που θαυμάζει και δε θαυμάζει παρά

όποιος συλλογίζεται.159

158
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ 37.
159
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 51, 59, 61.

80
Η ελπίδα για ανάταση και δικαίωση της ανθρώπινης ύπαρξης εμπεριέχεται,

κατά τον Αποστολάκη, μόνο στη μεγάλη ποίηση, εκείνη που συνδέεται με τη Ζωή,

αφού εκπηγάζει από θερμές ψυχές που με εσωτερικό αγώνα πασχίζουν να ενωθούν

με υψηλά ιδανικά:

Στο βαθύ πόθο, στα ολόθερμα λόγια του Αισχύλου, του Σαιξπήρου, του Γκαίτε,

αλλάζουμε στη στιγμή πρόσωπο και γινόμαστε Προμηθέας, Αμλέτος, Φάουστ, και

ποιος μπορεί να πη τι άλλο ακόμη μπορούμε να γίνουμε, άμα βρεθούν άνθρωποι με

θερμό πόθο και με θερμή αγάπη κοντά μας.160

Ο Αποστολάκης θεωρεί άξιο να αναφερθεί δίπλα σε γίγαντες του παγκόσμιου

λογοτεχνικού κανόνα σαν τον Αισχύλο, τον Σαίξπηρ και τον Γκαίτε, μόνο τον

Σολωμό και αυτό θα επιχειρήσει να το στηρίξει ως συμπέρασμα σε επόμενες σελίδες

του βιβλίου του.

3.3. Η μεγαλοσύνη του Σολωμού

Ο συγγραφέας κάνει μία αξιοσημείωτη προσπάθεια για να τεκμηριώσει την ποιητική

μεγαλοσύνη του Σολωμού, εισφέροντας συγκεκριμένες ερμηνευτικές και κριτικές

αποδείξεις. Με σημερινά κριτήρια, βάσιμα θα συμπεραίναμε ότι ο Αποστολάκης

ασκεί θετική κριτική στο έργο του μεγαλύτερου έλληνα ποιητή του δεκάτου ενάτου

αιώνα. Ο Αποστολάκης, όχι τόσο επί της ουσίας αλλά περισσότερο επί του λεκτικού

τύπου, βάσιμα υποθέτουμε ότι θα διαφωνούσε με τη διατύπωσή μας περί θετικής

κριτικής. Εξαιτίας του ιδανισμού του και της ροπής του προς το υψηλό και το

απόλυτο, εικάζουμε πως θα μας έλεγε ότι ο μεγάλος ποιητής, άρα και ο Σολωμός,

160
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 8.

81
είναι υπεράνω κριτικής. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τη θέση του Αποστολάκη, η

οποία περιλαμβάνεται στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου (= «Η Συλλογή») και θα

μπορούσε έως έναν βαθμό να συμβάλει στο να μην απορριφθεί η πιθανολογία μας:

Μόνο σε μια περίσταση κάνει μεγάλο και πραγματικό καλό η κριτική στον ποιητή –

αδιάφορο αν είναι ζωντανός ή τον λαχταρούμε μονάχα – όταν μπορέση να παρουσιάση

τον ποιητικό κόσμο της εποχής, δημιούργημα των συγχρόνων και κληρονομιά

περασμένων, να μην είναι τίποτα άλλο από αράχνες άνεργων κεφαλιών,

πυκνοαπλωμένες έτσι, που να κρύβουν τον ήλιο .


όταν αποδείχνη τ’ απαλά και

ποικιλόχρωμα λουλούδια, που γητεύουν και λιγώνουν τους αισθαντικούς της εποχής να

μην είναι φυσικά, φυτρωμένα στην πραγματική γη, παρά φτιαγμένα από χαρτί, με λίγα

λόγια: όταν η κριτική είναι αρνητική. Ξέρω πως με τη λέξη άρνηση αγγίζω το πονεμένο

μέρος και θα σηκώθηκαν πολλών οι τρίχες στο άκουσμα, όμως τέτοια είναι η γνώμη

μου. Από καιρό έχει ριζωθή στην ψυχή μου η ιδέα, πως μόνο άνθρωποι με αφάνταστα

σκληρή άρνηση θα μπορέσουν να μας σταματήσουν κάποτε από το αφηνίασμα, που

πήραμε στον κατήφορο.

Είναι σημάδι μαζί με άλλα πολλά της κακομοιριάς, που μας δέρνει, η αλλόκοτη

συγκίνηση και ταραχή, που φέρνει η λέξη άρνηση. Μοιάζει σαν η συλλογή να μας είναι

ολότελα άγνωστη.161

Ο Αποστολάκης ως «συλλογή» δεν εννοεί, βέβαια, τη συνάθροιση, αλλά τη

βαθύτερη σκέψη ως ψυχικό απείκασμα που συνταυτίζεται με τον θαυμασμό.

Σημειώνει επεξηγηματικά, σκιαγραφώντας αρχικά τη γενική συνθήκη και

απολήγοντας στην εξειδικευμένη ποιητική «απόδειξη»:

161
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 22-23.

82
Υπάρχει στενή σχέση και αναλογία συλλογής και θαυμασμού. Όπως με τη συλλογή η

ζωή γίνεται ολοένα εσωτερικότερη χωρίς να χάση σε πλάτος διόλου, έτσι και με το

θαυμασμό το κέντρο της ζωής φεύγει από τα έξω και πηγαίνει προς τα μέσα – με το

θαυμασμό νοιώθουμε τη ζωή ν’ αναβρύζη από μέσα μας – έτσι που πάει να πη κανείς

στο τέλος πως θαυμασμός και συλλογή φανερώνουν το ίδιο ψυχικό φαινόμενο. Η

συλλογή είναι κάθε φορά ο δρόμος και ο θαυμασμός το τέλος του . το ένα δεν υπάρχει

χωρίς το άλλο στην ψυχή του ανθρώπου. Δε συλλογίζεται παρά ο άνθρωπος που

θαυμάζει και δε θαυμάζει παρά όποιος συλλογίζεται. Απόδειξη ο Σολωμός. Χωρίς αυτή

τη διπλή ενέργεια της ψυχής είναι ακατανόητη η ποίησή του. Αδιάκοπη συλλογή και

αδιάκοπος θαυμασμός είναι όλη η ζωή του Σολωμού για κείνο είναι και ποιητής.

Φυσικό λοιπόν να τον παρεξηγήσουν οι λόγιοί μας. Στην εποχή μας πέραση έχει μόνο η

ξιππασιά και η χαζομάρα. Στο δύσκολο ανήφορο, που τραβά ο άνθρωπος με τη

συλλογή, ο θαυμασμός είναι η δροσιά, που ολοένα φυσά στο πρόσωπό του από την

κορυφή και του αλαφρώνει το δρόμο. Όσο προχωρεί τόσο περισσότερο δροσίζεται και

όσο σταματά τόσο περισσότερο πνίγεται στη ζέστη. Μ’ αυτό τον τρόπο ζη ένας ποιητής.

Δροσιά και φως αδιάκοπα πέφτουν από ψηλά στη ζωή του.162

Σε αρκετά σημεία των κειμένων του Αποστολάκη, αλλά ιδιαίτερα στα δύο

τελευταία αποσπάσματα, που παρατέθηκαν από το Η Ποίηση στη ζωή μας, μπορούμε

να ψαύσουμε τις συνιστώσες της θεωρίας του για την ποίηση, οι οποίες είναι και

άρρηκτα συνυφασμένες τόσο με την άποψή του για τον ρόλο της λογοτεχνικής

κριτικής όσο και με την κριτική πρακτική του. Είναι φανερό πως ο Γιάννης

Αποστολάκης εκλαμβάνει την περιρρέουσα το λογοτεχνικό πεδίο κοινωνική και

ιστορική ατμόσφαιρα σαν εξωτερικό και αποπροσανατολιστικό επικάλυμμα. Η

162
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 61-62.

83
κριτική οφείλει να το αναδείξει σαν τέτοιο, ώστε να ελευθερωθεί ο δρόμος προς την

ουσιαστική επικοινωνία μας με το ποιητικό έργο, το οποίο είναι εκφραστικό

αποτέλεσμα εσωτερικής διεργασίας, που με όπλα τη συλλογή και τον θαυμασμό

απομνημειώνει σε καλλιτεχνική μορφή τον πόθο της ταύτισης του δημιουργού αλλά

και του αναγνώστη με το εσωτερικό επίκεντρο του υψηλού ιδανικού. Κατά τούτο,

ήταν εντελώς αναμενόμενες η αντίθεση του Αποστολάκη με πολιτικές και

πνευματικές εκφάνσεις του σοσιαλισμού και της αριστερής διανόησης γενικότερα,

καθώς και η σφοδρότητα με την οποία η μεσοπολεμική μαρξιστική σκέψη

αντέκρουσε τις απόψεις του Αποστολάκη, με αιχμή του δόρατος, βέβαια, τη μελέτη

του Κώστα Βάρναλη Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική.163 Η κριτική πρόσληψη των

απόψεων του Αποστολάκη θα μας απασχολήσει και στη συνέχεια. Ειρήσθω εν

παρόδω, η μόλις αναφερθείσα κριτική διαμάχη, εκ πρώτης όψεως φιλολογική αλλά

επί της ουσίας φιλοσοφική και ιδεολογική, δεν υπογραμμίζει μόνον το ότι συχνά η

λογοτεχνική κριτική ελαύνεται από φιλοσοφικά και βιοθεωρητικά προτάγματα, αλλά

επιπρόσθετα υποδεικνύει τα οξυμμένα αντανακλαστικά του νεοελληνικού κριτικού

λόγου, ο οποίος εντάχθηκε οργανικά και, ενδεχομένως, αναπόδραστα στην

ευρωπαϊκή ιδεολογική σύγκρουση ιδεαλισμού και μαρξισμού κατά την εποχή του

Μεσοπολέμου.164

163
Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, Αθήνα, Έκδοση «Στοχαστή», 1925. Βλ. τη
συμπύκνωση των βασικών θέσεων του συγγραφέα και στη μεταγενέστερη έκδοση: Κώστας Βάρναλης,
Σολωμικά, Αθήνα, Κέδρος, [χ.χ.]. Εμείς μελετήσαμε και τη νεότερη έκδοση: Κώστας Βάρναλης, Ο
Σολωμός χωρίς μεταφυσική, φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Βελουδής, Άθήνα, Κέδρος, 2000.
164
Ως προς αυτό το θέμα, βλ. ενδεικτικά τις σχετικές αναφορές στα: David Siqueiros, L’ art et la
révolution, Paris, Editions Sociales, 1973 . Fredric Jameson (éd.), Aesthetics and Politics, London –
New York, Verso, 1980 . Jean Perus, A la recherche d’ une esthétique socialiste (1917-1934), Paris,
Editions du Centre National de la Recherche Scientifique, 1986 . V. N. Vololinov, Marxism and the
Philosophy of Language, Cambridge – Massachussetts – London, Harvard University Press, 1986 .

Raymond Williams, Keywords. A Vocabulary of Culture and Society, London, Fontana Press, 1988.

84
Σε αυτό το σημείο και πριν περάσουμε στη σταχυολόγηση κριτικών θέσεων

του συγγραφέα ως προς τα έργα συγκεκριμένων ποιητών, μπορούμε να

συγκεφαλαιώσουμε συμπυκνωμένα ως συνιστώσες μιας σύνθετης συνισταμένης τα

βασικά στοιχεία της ποιητικής θεωρίας του Γιάννη Αποστολάκη, που

αποκρυσταλλώνονται στο Η Ποίηση στη ζωή μας και συγκροτούν τον γνώμονα της

κατεύθυνσης του κριτικού του λόγου: α) Η ποίηση ως έκφραση καταξιώνεται μόνον

εάν εδράζεται στη συλλειτουργία συλλογής και θαυμασμού ως εσωτερική ψυχική

διεργασία. β) Η εξωτερική ανάγκη, η επικαιρότητα και τα κοινωνικά δρώμενα

αποτελούν μόνον την εκκίνηση της ποιητικής δημιουργίας. Κατά την πορεία προς

την ολοκλήρωσή της, αυτά τα εξωτερικά στοιχεία πρέπει οργανικά να

αφομοιώνονται από το σταθερό εσωτερικό επίκεντρο του υψηλού ιδανικού ως

απολύτου,165 χωρίς το οποίο η ποιητική δημιουργία παραμένει ελλιπής και κατώτερη.

γ) Το μεγάλο ποιητικό έργο είναι αθάνατο, γιατί μόνο ο μεγάλος ποιητής

«κατορθώνη ό,τι στους άλλους ανθρώπους μένει μισό ή πνίγεται […] από το βαρύ

και αδιάκοπο ζούλημα του χρόνου».166 δ) Ως εκ τούτου, η κριτική κατά την κυρία

αρνητική αποστολή της οφείλει να αποκαλύψει τις «αράχνες» του εξωτερικού

κόσμου και της εποχής, γιατί «κρύβουν τον ήλιο» της αληθινής ποίησης ως ψυχικής

δόνησης δεμένης με την αγνότητα της φύσης και δηλωτικής του εσωτερικού

μεγαλείου του μεγάλου ποιητή. ε) Το ιδανικό ως ψυχική ταλάντωση χρειάζεται να

ωθεί σε δημιουργική κίνηση όχι μόνον την ποίηση αλλά και την κριτική. Το ότι σε

επίπεδο βαθέος ψυχικού πυρήνα ο ποιητής με τον κριτικό συμπίπτουν, δηλώνεται

ευθέως από τον συγγραφέα με όρους θεωρητικής αλλά και εξιδανικευμένης

165
Ο Γιάννης Αποστολάκης θα συμφωνούσε με τους λογίους, μόνον «αν […] το σχετικό το εκήρυχναν
εν ονόματι ενός απολύτου, που το ένοιωθαν βέβαια παντού στη ζωή – ιδανικό άφταστο – να λάμπη
[…]. Το έργο βέβαια θα ήταν σχετικό, αλλά θα ήταν τέτοιο γιατί την ψυχή τους θα την εβασάνιζε ο
πόθος και η έγνοια του απόλυτου», Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 40.
166
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 62.

85
ταύτισης, ενώ εμμέσως εννοείται με όρους παραδειγματικούς και ψυχολογικά,

ενδεχομένως, εξηγήσιμους ότι η ταύτιση του ποιητή Διονυσίου Σολωμού με τον

κριτικό Γιάννη Αποστολάκη για τον τελευταίο, τουλάχιστον, ήταν απολύτως

δεδομένη:

Όμως τέτοιου είδους κριτική, που αρχίζει από την επιφάνεια κι’ ολοένα πάει

πιο μέσα, δεν είναι δουλειά ενός ανθρώπου ούτε μιας στιγμής, παρά πρέπει να είναι το

κυριώτερο μέλημα του καθενός μας σ’ όλη τη ζωή του. Φυσικά λοιπόν κι’ ο ποιητής

έχει να την κάνη μονάχος του σ’ όλη τη ζωή του κ’ έτσι η κριτική είναι αχώριστη από

την ποίηση. Ο ποιητής είναι ο καλύτερος κριτικός με το να είναι ποιητής, όπως εκείνος

που μοιάζει να κάνη μόνο κριτική στο βάθος είναι ποιητής, γιατί θα ήταν αδύνατο

χωρίς αδιάκοπα να αναδεύεται στην ψυχή του και να τον ταράζη η ιδανική μορφή του

ανθρώπου να κάμη οποιαδήποτε άρνηση, ή να προσπαθή να διορθώση – αδιάφορο αν

τα λόγια του δεν είναι στίχοι.167

Η εξιδανίκευση, η συγκινησιακή δόνηση ως επιστέγασμα αγωνιώδους

ψυχικής διεργασίας και η φύση 168 στην αγνή μορφή της και στην προαιώνια

λειτουργία της αποτελούν, ως γνωστόν, κεφαλαιώδη γνωρίσματα της ιδεολογικής και

της αισθητικής λειτουργίας του ρομαντισμού.169 Οι βιοθεωρητικές θέσεις του

167
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 45.
168
Σε μία εξιδανικευμένη υπογράμμιση της φύσης ως αξίας ποιητικά αποδεκτής, ο Γιάννης
Αποστολάκης συνδέει τη φύση με ένα ακόμη κατεξοχήν χαρακτηριστικό του ρομαντισμού, τον έρωτα:
«Σε ποιο μέρος της γης θα μπορέσης να βρης ή ποια εξωτική φαντασία θα μπορέση ποτέ να αναστήση
εμπρός μας τη φύση, όπως ξανοίγεται αυτή μπρος στα μάτια των ερωτευμένων; Απ’ ατέλειωτα
περβόλια περνά ο δρόμος τους κι’ ολόδροσες κ’ ευωδιασμένες σμίγουνε τώρα οι πνοές του νέου και
της νέας π’ αγαπιούνται». Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 64.
169
Βλ. δειγματοληπτικά, L. R. Furst, Ρομαντισμός, μετάφραση: Ι. Ράλλη & Κ. Χατζηδήμου, Αθήνα,
Ερμής, 1974 . G. Hoffmeister (επιμέλεια), European Romanticism. Literary Cross-Currents, Modes

86
Καρλάυλ, η βουλησιαρχία του Σοπενχάουερ, η σκληρότητα και η αναπεπταμένη

ροπή προς το υψηλό ορισμένων βασικών νιτσεϊκών μορφωμάτων, καθώς και ένας

ιδεαλιστικής κοπής ιδανισμός πλατωνικής προέλευσης αλλά και επεξεργασμένος στη

μετεξέλιξή του από κορυφαίους διανοητές τού γερμανόφωνου, κυρίως, ιδεαλισμού

(ιδίως κατά τον δέκατο όγδοο και τον δέκατο ένατο αιώνα) σημάδεψαν τη σκέψη του

Γιάννη Αποστολάκη, ο οποίος διαμόρφωσε με ικανή συμμετοχή και των

προσωπικών του φιλοσοφικών αναζητήσεων και διεργασιών τη δική του ποιητική

θεωρία. Βέβαια, πιστεύουμε πως δεν θα αστοχούσαμε, εάν σημειώναμε πως,

ανεξαρτήτως των ειδικότερων φιλοσοφικών επιδράσεων που του ασκήθηκαν,

παρέμεινε ένας φλογερός ρομαντικός, αξιοπρόσεκτο επιβίωμα του δέκατου ένατου

αιώνα στο χρονικό άνυσμα του εικοστού, contra tempo στην ποιητική εξέλιξη του

αιώνα, κατά τον οποίο συγγραφικά έδρασε. Όπως, μεταξύ άλλων, θα διαπιστώσουμε

στη συνέχεια, ένιωσε κατάβαθα τον σπουδαιότερο ποιητικό εκπρόσωπο του

ελληνικού ρομαντισμού, ερμήνευσε και αποκατέστησε εμπνευσμένα το δημοτικό

τραγούδι κυρίως από μία ρομαντικών καταβολών οπτική, που είχε αρχίσει να

στοιχειοθετείται από τον δέκατο ένατο αιώνα, και αρνήθηκε σθεναρά την αξία όλων

των ποιητών που κατά το μάλλον ή ήττον σηματοδότησαν με το έργο τους την

ποιητική αλλαγή από το 1880 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1920, είτε

κατηγορώντας τους (Βαλαωρίτης, Παλαμάς, Κρυστάλλης, Μαβίλης, Πορφύρας,

Γρυπάρης, Καβάφης) είτε αγνοώντας τους (Βάρναλης, Σικελιανός, Καρυωτάκης).

Βέβαια, ο Αποστολάκης δεν κατεδάφισε με την κριτική του μόνο τα έργα των

μόλις αναφερθέντων ποιητών. Εάν ζούσε σήμερα και έβλεπε τη μεγάλη ανάπτυξη

των καλβικών σπουδών, προφανώς θα μυκτήριζε τους εν νεοελληνική φιλολογία

καλβιστές συναδέλφους του, αφού απερίφραστα πίστευε ότι

and Models, Detroit, Wayne State University Press, 1990 . A. Day, Romanticism, London, Routledge,
1996.

87
ο Κάλβος δεν είναι άξιος ούτε τον «ιμάντα των υποδημάτων» τού Σολωμού να λύση.170

Ο συγγραφέας προσάπτει στον Κάλβο το ότι «είναι φτιαχτός και τεχνητός»171 ενώ

σπανίως

θα βρης μέσα στις ωδές του, κάτι που να το έχη δοκιμάση ο ίδιος, κάτι που να βγαίνη

βαθύτερα παρά από την ξερή τη μάθηση .[…] λέξες, φράσες, εικόνες, μεταφορές είναι

δανεισμένα απ’ την αρχαία μυθολογία και ποίηση.172

Ο Αποστολάκης δεν δίνει σαφή παραπομπή, αλλά χωρίς μεγάλη δυσκολία

μπορούμε να συναγάγουμε ότι στο επόμενο απόσπασμα αναφέρεται στη γνωστή

έμμετρη αποτίμηση του Αλέξανδρου Σούτσου,173 η οποία προέρχεται από την

ποιητικής φόρμας «Επιστολή προς τον Βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα» (1833). Ο

Σούτσος, βέβαια, αναγνωρίζει την ποιητική αξία του Σολωμού και του Κάλβου, αλλά

θέλοντας να υπογραμμίσει την υπεροχή της αρχαΐζουσας έναντι δημοτικής γλώσσας,

διαπράττει και μία εμφανή παρανάγνωση, εντάσσοντας εμμέσως πλην σαφώς και τον

Κάλβο στη χορεία των ποιητών που αξιοποίησαν λαϊκής προέλευσης γλώσσα. Ο

Αποστολάκης, προσπαθώντας να ρηγματώσει ένα παλαιό κριτικό στερεότυπο,

σημειώνει:

170
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 105.
171
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 106.
172
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 106.
173
«Ο Κάλβος και ο Σολωμός, ωδοποιοί μεγάλοι, / κ’ οι δύο παρημέλησαν της γλώσσης μας τα κάλλη.
/ ιδέαι όμως πλούσιαι, πτωχά ενδεδυμέναι, / δεν είναι δι’ αιώνιον ζωή προωρισμέναι». Βλ. Λίνος
Πολίτης, Ποιητική ανθολογία. Βιβλίο τέταρτο, Αθήνα, Δωδώνη, 21977, σ. 97-98.

88
Από την εποχή που ο Σούτσος έβαλε πλάι στο Σολωμό το συμπατριώτη του και λίγο

μεγαλύτερό του στα χρόνια Κάλβο,174 πολλοί βρέθηκαν να έχουν την ποιητικήν

αντίληψη του Σούτσου. Στην εποχή μας πια πολύ συχνά ακούς τα ονόματα των δύο να

πηγαίνουν πλάι πλάι χωρίς να γίνεται καμμιά διάκριση ανάμεσό τους.175

Ο Αποστολάκης θα συνεχίσει αναλυτικότερα την αρνητική κριτική του προς την

ποίηση του Κάλβου και σε μεταγενέστερη μελέτη του (Τα τραγούδια μας - 1934),

ωστόσο γίνεται σαφές ότι η ελληνόγλωσση καλβική ποίηση, όπως και όλες οι

ποιητικές καταθέσεις τις οποίες ο συγγραφέας απαξιώνει στο Η Ποίηση στη ζωή

μας, δεν εναρμονίζονται με το προαναφερθέν, σύνθετο και προκαθορισμένο,

θεωρητικό και κριτικό μοντέλο, που ο Αποστολάκης είχε διαμορφώσει και

αξιοποιούσε ως γνώμονα της αξιολόγησής του για τα ποιητικά έργα.

Η γνώμη του Αποστολάκη για την ελληνόγλωσση ποίηση του Κάλβου ήδη

σχολιάστηκε, αλλά επειδή οι κριτικές αποτιμήσεις του συγγραφέα είναι διάσπαρτες

στο βιβλίο του, προσπαθούμε να ακολουθήσουμε ένα σχήμα γραμματολογικής

εξέλιξης και χρονικής διαδοχής: προηγούνται οι αναφορές σε συγγραφείς της

περιόδου του ελληνικού ρομαντισμού (σε αυτούς χρονολογικά εντάσσεται και ο

Εμμανουήλ Ροΐδης, παρότι δεν συνάδει με το ρομαντικό πνεύμα), έπονται οι

αναφορές σε μετασολωμικούς του Επτανησιακού Κύκλου, σαν τον Γεώργιο

Καλοσγούρο και τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ενώ ακολουθούν οι αναφορές σε

λογοτέχνες της γενιάς του 1880. Οι πάμπολλες αρνητικές κρίσεις του συγγραφέα για

το έργο του Κωστή Παλαμά συζητιούνται ξεχωριστά, ενώ το ίδιο ισχύει για τις

αναφορές του Αποστολάκη στον Ψυχάρη και στο γλωσσικό ζήτημα, σε ορισμένους

πανεπιστημιακούς δασκάλους, σε τεχνοτροπικά ρεύματα, στους δημοσιογράφους, σε

174
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), Ανδρέας Κάλβος (1792-1869).
175
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 105.

89
ορισμένους ξένους μεγάλους ποιητές, στο δημοτικό τραγούδι και, βέβαια, στο έργο

του Διονυσίου Σολωμού, του οποίου τη μεγαλοσύνη επιχειρεί να στοιχειοθετήσει ο

συγγραφέας στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του.

Ο Αποστολάκης, όπως είδαμε, στο μελέτημά του για τον Γιάννη Καμπύση,

αναγνωρίζει την κριτική αξία του Ιάκωβου Πολυλά και του Εμμανουήλ Ροΐδη,

θεωρώντας ότι ζούσαν σε «εποχή πολύ κατώτερή τους», αλλά εμφορούνταν από

«ένα ανώτερο ιδανικό».176 Στο Η Ποίηση στη ζωή μας, διατηρεί την εκτίμησή του για

την κριτική συμβολή των δύο μειζόνων διανοουμένων, αλλά δεν αποσιωπά τις

ενστάσεις του για τη λογοτεχνική τους παρουσία.

Ο Ροΐδης λ.χ. είναι πολύ κατώτερος από το Σολωμό, όχι γιατί ο ένας γράφει στίχους

κι’ ο άλλος δε γράφει, παρά γιατί πίσω από το έργο του Ροΐδη φανερώνεται ο

άνθρωπος, που γλήγορα λύγισε. […] Πρωτοφαίνεται επίσημα στον τόπο μας με την

Πάπισσα Ιωάννα, μ’ ένα έργο, που τον απόδειχνε τέλειο μάστορη στην τέχνη να

γράφη.[…] Κι’ όμως είναι όλο ψεύτικο: δε μιλώ για το περιεχόμενό του, παρά για τον

τρόπο και για το ύφος, που είναι γραμμένο. […] μέσα στη λέξη, στη φράση δε βλέπεις

τη ζωή του τόπου να κινειέται στα ύψη, που την έχει ανεβάσει το άτομο, όπως γίνεται

λ.χ. στην ποίηση του Σολωμού, παρά βλέπεις τον άνθρωπο, που του αρέσει να κάνη

επικίνδυνα αστεία.177

Η υφολογική δεξιοτεχνία και το σπινθηροβόλο χιούμορ θάμπωναν ως κριτήρια

λογοτεχνικής αξίας μπροστά στο «υψηλό» που ο Αποστολάκης αισθανόταν να

εκπηγάζει μόνον από τα σολωμικά συνθέματα.

176
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», Κριτική και Ποίηση,
τχ. 8-9, ό.π., σ. 230.
177
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 99, 100, 101.

90
Η οργανική σχέση με το υψηλό σολωμικό πρότυπο δείχνει να εκλαμβάνεται

από τον Αποστολάκη ως συνθήκη πνευματικής καταξίωσης:

Πολύ ψηλότερα από το Ροΐδη στέκεται ο Πολυλάς και στην πνευματική ανάπτυξή του

πολύ έχει να κάνη η σχέση του με το Σολωμό. […] Φυσικά το καλύτερο έργο του είναι

τα «Προλεγόμενα» στην έκδοση των έργων του ποιητή, που έγινε ύστερα από το

θάνατό του στην Κέρκυρα.178 Τα λόγια εκεί μέσα βγαίνουν από τη ζωντανή

επικοινωνία με την υψηλή μορφή του ποιητή, που χαράχτηκε μια για πάντα στην

ευαίσθητη ψυχή του Πολυλά. […] Δεν έμοιαζε διόλου του δασκάλου του . πού η πύρινη

ψυχή του Σολωμού; Ο Πολυλάς ήταν πολύ απαλή φύση, γυναικεία να πούμε, που

μπορούσε ν’ αφοσιωθή. Όταν πέθανε ο Σολωμός και χάθηκε από τον κόσμο ο

άνθρωπος εκείνος, που θησαυρούς «εχάριζε εις τον νου και εις την καρδιά όσων

ευτύχησαν να τον πλησιάσουν», για τον Πολυλά κοβότανε κάθε στενώτερη σχέση με τις

βαθύτερες ρίζες της ζωής, κ’ ενώ πριν μαζί με το Σολωμό ανάπνεε κι’ αυτός μέσα στην

«αγκαλιά της φύσης», τώρα πια κλείνεται στο γραφείο του και ζη μέσα στην τεχνητή

ατμοσφαίρα των βιβλίων . γίνεται ο λόγιος. […] Ο Πολυλάς δεν μπορεί να συλλάβη με

το νου του το Σαίξπηρ ή τον Όμηρο, τη στιγμή που δημιουργούν . δεν έφτανε ώς εκεί η

δύναμή του . ήταν περισσότερο παθητική φύση . αντίς όμως γι’ αυτό, νοιώθουμε, όταν

πιάνουμε στα χέρια μας καμμιά του μετάφραση, πως μας πηγαίνει σ’ ανθρώπους, που

τους λάτρεψαν αιώνες . σύγχρονοί τους δε γινόμαστε, όπως δοκίμασε να μας κάνη ο

Πάλλης, αν και με πολύ μεγάλη χοντροκοπιά. Η μετάφραση είναι κι’ αυτή δημιουργική

εργασία κι’ ο Πολυλάς δεν ήταν δημιουργός ζωής, ποιητής . γιατί το πνεύμα του δεν

178
Βλ. Διονυσίου Σολωμού Τα Ευρισκόμενα, [Προλεγόμενα και επιμέλεια: Ιάκωβος Πολυλάς],
Κέρκυρα, Τυπογραφείον «Ερμής» Αντώνιου Τερζάκη, 1859. Για μία εμπεριστατωμένη ερμηνευτική
προσέγγιση στον κριτικό Πολυλά, βλ. Δημήτρης Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου
Πολυλά, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2002.

91
είχε εκείνη τη φωτιά και την ορμή που αψηφά κακοκαιρίες και εμπόδια για να

δουλέψη. δεν είχε φτάσει στην ελευθερία, που είναι αναγκαία για μια δημιουργία . είχε

ανάγκη να του έρθουνε μερικές εξωτερικές περίστασες βολικές.179

Όλη η ποιητική θεωρία του συγγραφέα, η οποία συγκεκριμένα συγκλίνει και

προς την απόρριψη της ποιητικής εργασίας του Πολυλά, εν συμπυκνώσει ανιχνεύεται

και στα μόλις αναγνωσθέντα αποσπάσματα. Ο άκαμπτος Αποστολάκης υπογραμμίζει

την απαρέσκειά του για ένα είδος χαμηλόφωνης ευαισθησίας, που την απαξιώνει

απροκάλυπτα σαν γυναικεία και παθητική. Αδικεί κατάφωρα τον Πολυλά και ως

ποιητή, κατεδαφίζοντας, μεταξύ άλλων, και το γνωστό του σονέτο «Ο

ερασιτέχνης», 180 και ως μεταφραστή του Ομήρου και του Σαίξπηρ, συγκροτώντας

μία κραυγαλέα αντίθεση προς την υψηλή θέση που κατέχει έως και σήμερα ο

σπουδαίος λόγιος στον εκπαιδευτικό και φιλολογικό κανόνα.181 Η θέση τού

Αποστολάκη, βέβαια, για τη λογοτεχνική μετάφραση είναι σωστή, σήμερα σχεδόν

αυτονόητη, ενώ φαίνεται, παρεμπιπτόντως και με αφορμή τον μεταφραστή Πολυλά,

να αισθάνεται το υψηλόν της προθέσεως του Αλέξανδρου Πάλλη ως προς τη

179
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 102, 103, 104.
180
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 104.
181
Η μετάφραση Πολυλά της ομηρικής Ιλιάδας (1890) εξακολουθεί να διδάσκεται στη Δευτεροβάθμια
Εκπαίδευση (βλ. http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2296/Archaia-Ellinika-mtfr-Omirika-Epi-
Iliada_B-Gymnasiou_empl/) [το εάν είναι προσφιλής και ευανάγνωστη στο μαθητικό δυναμικό της
χώρας μας ανήκει σε άλλο πεδίο μελέτης και όχι στη φύση της παρούσας διατριβής], ενώ το σονέτο
«Ο ερασιτέχνης» από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και εξής έχει περιληφθεί σε αρκετά σχολικά
λογοτεχνικά ανθολόγια (βλ. Λάμπρος Βαρελάς, Η νεοελληνική και μεταφρασμένη λογοτεχνία στην
ελλαδική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 318). Η μετάφραση του σαιξπηρικού
Άμλετ από τον Ιάκωβο Πολυλά (Αμλέτος. Τραγωδία Σαικσπείρου, έμμετρος μετάφρασις Ιακώβου
Πολυλά, με προλεγόμενα και κριτικάς σημειώσεις, Αθήναι, Εκ του Τυπογραφείου αδελφών Περρή,
1889), εγκαινιάζει και τη χρήση του ιαμβικού δεκατρισύλλαβου στίχου στο νεοελληνικό λογοτεχνικό
πεδίο.

92
μετάφραση της Ιλιάδας,182 αλλά δείχνει να μην εγκρίνει το αποτέλεσμα της

μεταφραστικής του πρακτικής.

Ο Γεώργιος Καλοσγούρος είχε γράψει μία μελέτη για το σολωμικό έργο.183 Ο

Καλοσγούρος δεν μπορεί, βέβαια, ως προς την κριτική παρουσία και

επιδραστικότητα να συγκριθεί με τον Ιάκωβο Πολυλά και τον Εμμανουήλ Ροΐδη, γι’

αυτό και ο Αποστολάκης αποφαίνεται ότι

φτωχότερος και από τους δυο στο είδος του ήταν ο Καλοσγούρος. Άνθρωπος

σπουδαγμένος και διαβασμένος στη Γερμανική φιλοσοφία, έβλεπε μέσα από τα βιβλία

τη Φύση και την Ιδέα.184

3.4. Εκθειασμός δημοτικού τραγουδιού. Κατάκριση του παλαμικού

έργου και του έργου των περισσοτέρων εκπροσώπων της νεοελληνικής

ποίησης

Έχοντας παρακολουθήσει τον σχηματισμό και τις απολήξεις της ποιητικής θεωρίας

του Αποστολάκη, δεν χρειαζόμαστε την έντονα τυπωμένη εκδοχή, που επέλεξε ο

182
Η μετάφραση των ραψωδιών Α – Ζ εκδόθηκε το 1892 (Αθήνα, Τυπογραφείον Σ. Κ. Βλαστού), η
μετάφραση των ραψωδιών Η – Ω εκδόθηκε το 1900 (πάλι στην Αθήνα από το Τυπογραφείον Σ. Κ.
Βλαστού), ενώ ολοκληρωμένη η μετάφραση εκδόθηκε το 1904: Η Ιλιάδα μεταφρασμένη από τον Αλέξ.
Πάλλη, Παρίσι, Τυπογραφείο Chaponet, 1904. Βλ. και Δημήτρης Κόκορης, Μεταφρασμένη ποίηση.
Διδακτικές και κριτικές προτάσεις, Θεσσαλονίκη, Εργαστήριο Συγκριτικής Γραμματολογίας ΑΠΘ &
Εκδόσεις Σφακιανάκη, 2007, σ. 29-32.
183
Με τον τίτλο «Διονύσιος Σολωμός» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια, τχ. 40, 30 Μαΐου
1902, σ. 102-113. Βλ. την επανέκδοση του κειμένου: Γεώργιος Καλοσγούρος, Διονύσιος Σολωμός,
Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2007.
184
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 104.

93
συγγραφέας, για να αναφερθεί εμφαντικά (αξιοποιώντας και κεφαλαία αρχικά

γράμματα) στον ρόλο της φύσης και της ιδέας ως εξιδανικευμένων αξόνων της ζωής

και της ποίησης. Ο Αποστολάκης θεωρεί απαράδεκτη τη χρήση όρων και εννοιών,

αντλημένων ακόμη και από επιφανείς φιλοσόφους, όταν ο χρήστης τους δεν βιώνει

μία υψηλή ζωή ούτε κατέχει και την πνευματική δύναμη, ώστε ο ίδιος να δημιουργεί

τους όρους και τις έννοιες. Βέβαια, στο τέλος του αποσπάσματος, μπορούμε να

καταλάβουμε και τη βαθύτερη αιτία της απόρριψης του Καλοσγούρου από τον

Αποστολάκη, η οποία συνδέεται και με το αντιπαλαμικό μένος του τελευταίου:

Του ίδιου [ενν. του Καλοσγούρου] η ζωή και η πνευματική ενέργεια δεν έφταναν να

δημιουργήσουν τους όρους και τις έννοιες, που τους έπαιρνε έτοιμους και

καθαρισμένους από τα βιβλία του Έγελου και τους μεταχειριζότανε για να κρίνη το

Σολωμό . απόδειξη πως έγραψε επαινετική κριτική για τα «Μάτια της ψυχής μου» του

Παλαμά. Όποιος έχει νοιώσει το Σολωμό, κι’ όποιος τη «Φύση» και την «Ιδέα», τις

αντίκρυσε έξω από τα βιβλία, δε θα μπορούσε να επαινέση ένα τέτιο ψεύτικο έργο.185

Ένας από τους πολλούς λόγους, για τους οποίους μέμφεται ο Αποστολάκης

τον Παλαμά, είναι και το ότι ο τελευταίος

185
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 104-105. Ο Αποστολάκης δεν δίνει
συγκεκριμένη παραπομπή, αλλά η σχετική έρευνα έδειξε ότι προφανώς αναφέρεται στο κείμενο του
Γεωργίου Καλοσγούρου: «Φιλολογική αναγέννησις. “Τα μάτια της ψυχής μου” του Κωστή Παλαμά»,
Εικονογραφημένη Εστία, τχ. 5, 31 Ιανουαρίου 1893, σ. 74-77 και τχ. 7, 14 Φεβρουαρίου 1893, σ. 104-
108.

94
γράφει ολάκερη μελέτη για το Βαλαωρίτη,186 γι’ άνθρωπο, δηλαδή, που δε θα έχανε και

πολύ το έθνος, αν δεν τον ένοιωθε.187

Και ο Αποστολάκης θα αφιέρωνε αργότερα μία μελέτη στην ποίηση του

Βαλαωρίτη,188 για να την κρίνει αρνητικά, βέβαια, πόρρω απέχοντας από τον

παλαμικό εκθειασμό. Ωστόσο, ήδη στις σελίδες τού Η Ποίηση στη ζωή μας

ανιχνεύεται η απαξιωτική γνώμη του κριτικού για τον ποιητή:

Γονυκλισίες, προσκυνήματα, κλάψες. Χτυπήματα, χαρές τον βλέπεις όλο να είναι.

Πλησιάζεις και συ να ιδής τους θεούς, που μπροστά τους κάνει όλη αυτή την

παράσταση, γιατί ο ίδιος σ’ αφήνει, και βλέπεις έναν άνθρωπο να δέεται σε ξύλινα

είδωλα και άψυχες εικόνες. Ακούς τις θαυματουργές ιστορίες τους από το στόμα του

Βαλαωρίτη, και τίποτε δεν πιστεύεις απ’ ό,τι σου λέει. Μοιάζουν τις φαντασίες τού

θερμασμένου ανθρώπου. Γεμάτη απ’ άγονη αγάπη και στείρα είναι η καρδιά του

Βαλαωρίτη, όπως είναι και κάθε ανθρώπου, όταν αφοσιώνεται σε νεκρά πράματα.189

Οι υψηλοί ποιητικοί τόνοι του Βαλαωρίτη δεν θεωρούνται από τον Αποστολάκη

απόρροια γνήσιας εσωτερικής διεργασίας προς το ιδανικό. Περιορισμένοι σε

εξωτερικά μόνο στοιχεία, κατά τον συγγραφέα, παραμένουν στον βάλτο της κούφιας

ρητορείας και στην άγονη περιοχή της πυρετικά εξημμένης φαντασίας.

186
Ο Αποστολάκης και πάλι δεν παραπέμπει συγκεκριμένα, αλλά προφανώς αναφέρεται στη μελέτη
τού 1914, η οποία περιλαμβάνεται και στα παλαμικά Άπαντα: «Ο Βαλαωρίτης και το έργο του. Δύο
ομιλίες», στο: Κωστή Παλαμά Άπαντα, τόμος Η΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά & Εκδόσεις Μπίρης,
[1966], σ. 199-248. Βλ. και Βενετία Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής
λογοτεχνίας, Αθήνα, Θεμέλιο, 1994, σ. 205-211, 446.
187
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 102.
188
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, Αθήνα [χ. ε.] 1936.
189
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 107-108.

95
Ο συγγραφέας δείχνει να εκτιμά λίγα μόνο σημεία της ποίησης του Λορέντζου

Μαβίλη, εκείνα που δείχνουν

πως μεγάλωσε ο Μαβίλλης κοντά στον Πολυλά και αποκάτω από την παράδοση του

Σολωμού.[…] Μόνο στο σονέττο του Μαβίλλη στον Πολυλά,190 η ποίηση πάει να μπη

στη σωστή θέση της. Από τους πρώτους τέσσερους στίχους και ξεχωριστά από τις

υπογραμμισμένες λέξες βγαίνει μια κάποια πνοή ηθικής μαζί και φυσικής αγνότης.

Στην κορφή της Ζωής, όπου ροδίζει

της Λευτεριάς αμόλευτος αγέρας

και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας

η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει.191

Οι «υπογραμμισμένες» από τον Αποστολάκη λέξεις ενδεικτικά στοιχειοθετούν μία

σκιαγράφηση του ανώτερου ποιητικού ιδανικού του. Κατά τα άλλα, τα περισσότερα

ποιήματα του Μαβίλη απορρίπτονται, επειδή υποτάσσονται σε αισθήματα, που

αναδύονται από εξωτερικές εντυπώσεις, και δεν συμβάλλουν στην ανάρρηση του

ανθρώπου σε έναν κόσμο ανώτερο:

Κοίταξε τον «Ανεμόμυλο» του Μαβίλλη, τον «Υπεράνθρωπο», την «Κρήτη»192 με τη

μελοδραματική έκφραση «Πρόσφυγες της ζωής» κτλ. Πουθενά δε φαίνεται η ανύψωση

190
Ο Αποστολάκης μάλλον το γνωρίζει από την πρώτη του δημοσίευση: Λορέντζος Μαβίλης,
«Ιάκωβος Πολυλάς», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 7-8, Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1911, σ. 214. Βλ.
Λορέντζου Μαβίλη, Τα ποιήματα, εισαγωγή – φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Γ. Αλισανδράτος,
Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1990, σ. 77.
191
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 121.
192
Βλ. Λορέντζος Μαβίλης, Τα ποιήματα, ό.π., σ. 66 (= «Ανεμόμυλος»), σ. 76 (= «Κρήτη»), σ. 94 (=
«Υπεράνθρωπος»).

96
του ατόμου σ’ ανώτερο κόσμο .
ολούθε ξεπετιέται η ευχαρίστηση του ατόμου, που

σκλάβωσε και τη συλλογή στα αισθήματά του και στις εντύπωσές του.193

Με αφορμή την ποίηση του Μαβίλη, ο Αποστολάκης δείχνει να απορρίπτει

ακόμη και την αξιοποίηση φιλοσοφικών προταγμάτων στην ποιητική έκφραση:

Πώς λ.χ. να τραγουδήση ο Μαβίλης [το επώνυμο του ποιητή εδώ με ένα λάμδα], αφού

τον έχουν κυριέψει οι ιδέες του Σοπενχάουερ. Σαν πέτρα βαραίνουν την καρδιά του και

δεν την αφήνουν να χτυπά λεύτερα.194

Κάθε τι εξωγενές, που εμποδίζει τον χτύπο της «λεύτερης καρδιάς» του ποιητή και

συνακόλουθα την εσωτερική του πορεία προς το υψηλό και το υπέρτατο,

απαξιώνεται από τον συγγραφέα. Η ειλικρινής αφιέρωση του καλλιτέχνη σε κάποιο

ιδεολογικό μόρφωμα (φιλοσοφικό, πολιτικό, θρησκευτικό, κ.ά.), η οποία σε

συνδυασμό με τη δημιουργική του πνοή και το ταλέντο του θα μπορούσε να δώσει

καλλιτεχνικώς λειτουργικά έργα, a priori απορρίπτεται, σύμφωνα με τη

βιοθεωρητική στάση αλλά και την κριτική εκτίμηση του Αποστολάκη.

Η εμφαντική απόρριψη της ποίησης του Λάμπρου Πορφύρα ως ψεύτικης, για

τους λόγους στους οποίους επανειλημμένα έως τώρα αναφερθήκαμε, συντελείται σε

193
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 143.
194
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 240. Όπως έδειξε τεκμηριωμένα ο
Θεοδόσης Πυλαρινός, (βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, «Εισαγωγή» στο: Λορέντσου Μαβίλη - Τα κριτικά
κείμενα, Αθήνα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2007, σ. 1-152), ο Μαβίλης στο κριτικό
του έργο λειτούργησε ως άξιος συνεχιστής του Ιάκωβου Πολυλά, αλλά ο Γιάννης Αποστολάκης
αγνόησε αυτήν την πτυχή της συνεισφοράς του Μαβίλη.

97
αρκετά σημεία της μελέτης του Αποστολάκη195 και ενίοτε υπερβαίνει τα όρια ακόμη

και της στοιχειώδους ευγένειας:

Ανοησίες όλα και αηδίες.196

Ξεκινώντας από την ειδική περίπτωση της ποίησης του Λάμπρου Πορφύρα, την

οποία εξακολουθητικά μέμφεται,197 επεκτείνεται, συνεχίζοντας σε μία γενικότερη

διαπίστωση:

Να γράφης στίχους δεν είναι σημάδι μεγαλοφυΐας.- όλοι οι άνθρωποι χωρίς καμιάν

εξαίρεση, μπορούν να στεριώσουν στο χαρτί απάνω αψεγάδιαστες στροφές . σαν δεν το

κάνουν, αυτό σημαίνει πως ζητούν κάτι θετικώτερο στη ζωή τους και δεν τους αρέσει

να κοροϊδεύουνται. πως όμως είναι εύκολη δουλειά, φαίνεται από το πλήθος των νέων

στιχοπλόκων, που μόλις έλειψε κάθε αντίσταση από την κριτική, βγάζουν διάφορα

περιοδικά, όπου αφρίζουν και ξαφρίζουν αδιάκοπα το λιπόσαρκο άτομό τους.198

Η γενικευτική απόρριψη του φλογερού κριτικού για τα όχι και λίγα σημαντικά

λογοτεχνικά περιοδικά των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα199 δεν μας

παραξενεύει. Μπορούμε, ωστόσο, να προσέξουμε ότι θεωρεί δεδομένη τη δόμηση

195
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 56, 70-72, 76, 79-83, 85.
196
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 80.
197
Βλ. δειγματοληπτικά, Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 70: «Ποιος,
αλήθεια, φρόνιμος άνθρωπος θα έπρεπε να ξιππαστή και να πάρη στα σοβαρά τον κ. Πορφύρα για τους
στίχους του […]».
198
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 70.
199
Βλ. ενδεικτικά, Χ. Λ. Καράογλου (εποπτεία) και Ερευνητική Ομάδα, Περιοδικά λόγου και τέχνης
(1901-1940). Τόμος Πρώτος: Αθηναϊκά περιοδικά (1901-1925), Θεσσαλονίκη, University Studio Press,
2007.

98
της ποίησης σε «αψεγάδιαστες στροφές», εννοώντας προφανώς την ενσωματωμένη

σε αυτήν έμμετρη ρυθμολογία. Η συνθήκη αυτή δεν είναι ικανή να κατατάξει μία

ποιητική σύνθεση στον χώρο τής θετικά προσλαμβανόμενης καλλιτεχνικής

δημιουργίας, είναι όμως απαραίτητη ως sine qua non προϋπόθεση κάθε ποιητικής

απόπειρας. Από αυτό το σημείο και μετά ξεκινά η κριτική του Αποστολάκη και

ακριβώς γι’ αυτό οι τεχνικές και ρυθμολογικές παρατηρήσεις του για τα ποιητικά

έργα στο Η Ποίηση στη ζωή μας είναι ελάχιστες και παρεμπίπτουσες. Ο

Αποστολάκης με βάση την ποιητική θεωρία του κάνει, κυρίως, προσέγγιση και

ερμηνεία περιεχομένου των ποιημάτων, προσπερνώντας τις ρυθμικές και

τεχνοτροπικές συνιστώσες τους. Κατά τούτο, είναι μάλλον υπερβολική και άδικη για

τον εμβριθή φιλόλογο Γιάννη Αποστολάκη η εκτίμηση ότι

έτρεφεν μιαν ιδιαίτερη αντιπάθεια στην τεχνική του στίχου, αντιπάθεια συνδυασμένη μ’

αδυναμία να μπει στα μυστικά και στους κανόνες της στιχουργικής.200

Απλώς θεωρούσε εντελώς απαραίτητη και όχι κριτικά συζητήσιμη την παραδοσιακά

εκφρασμένη έμμετρη ρυθμική επάρκεια του ποιητικού έργου, από τη στιγμή που

τόσο η καλή όσο και η κακή ποίηση την είχαν ως εκφραστική συνθήκη αξιοποιήσει,

με ισοσυλλαβίες των στίχων, με ρυθμικές επαναλήψεις των τονικών μετρικών

μοτίβων, στις πλείστες των περιπτώσεων και με ομοιοκαταληξίες. Η εσωτερική

πορεία προς την επίτευξη του υψηλού ιδανικού, από την αγνή φύση και την αληθινή

ζωή αντλημένη αλλά εσωτερικά διαπλασμένη και εκφρασμένη ως επιστέγασμα

ψυχικής κινητοποίησης και όχι περιορισμένη στην άλω της εξωτερικής εντύπωσης,

ήταν ο κριτικός γνώμονας του Αποστολάκη. Τα μόλις σημειωθέντα ενδέχεται να

200
Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 208.

99
συμβάλουν έως έναν βαθμό στην εξήγηση των αιτιών, για τις οποίες ο Αποστολάκης

δεν καταδέχτηκε να γράψει ούτε μια λέξη στο βιβλίο του για τρεις μείζονες ποιητές

μας, τον Βάρναλη, τον Σικελιανό και τον Καρυωτάκη. Η ποιητική πορεία του

Καζαντζάκη είχε με όρους δημοσιοποίησης μόνον αφετηριακά στοιχειοθετηθεί το

1923,201 οπότε μπορεί, έως έναν βαθμό, να εξηγηθεί η απουσία του από το κριτικό

πεδίο του Αποστολάκη, γιατί όμως ο κριτικός αγνόησε τους άλλους τρεις; Η έκδηλα

μαρξιστική οπτική, που εξέφραζε Το φως που καίει (α΄ έκδοση: 1922),202 απέκλινε

προφανώς από τον υψηλόφρονα ιδανισμό του Αποστολάκη ως υποκύπτουσα σε

εξωγενές και όχι εσωτερικά διαπλασμένο φιλοσοφικό και ιδεολογικό μόρφωμα. Η

ρομαντικογενής όμως συνύπαρξη των αντιθέτων με πρόταξη της αγνής φύσης και

της αρμονίας του αρχαιοελληνικού ιδεώδους, που είχε αρχίσει να οικοδομείται από

τον Άγγελο Σικελιανό στον Αλαφροΐσκιωτο (α΄ έκδ. 1909)203 και στον Πρόλογο στη

Ζωή (α΄έκδ. 1915-1917),204 γιατί να προσπεραστεί από τον κριτικό; Ίσως η

απάντηση βρίσκεται στη μετρική ελευθεριότητα του ποιητή, που οδήγησε την

έμμετρη δυναμική του έως τη σύνθετη ρυθμικότητα του ελευθερωμένου στίχου,205 ο

201
Οκτώ «πεζά ποιήματα», δημοσιευμένα στο περιοδικό Πινακοθήκη, κατά τη διετία 1906-1908, το
σονέτο «Άσε με πάλι», δημοσιευμένο στο ίδιο περιοδικό τον Σεπτέμβριο του 1907, και τέσσερα ακόμη
σονέτα, δημοσιευμένα στα αλεξανδρινά Γράμματα το 1914 (τχ. 21-24, ό.π., σ. 313-314). Βλ. τις
πολλαπλές αναφορές στο πρώιμο ποιητικό έργο του Καζαντζάκη στο: Δημήτρης Κόκορης, Ο
Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση, κριτική πρόσληψη, Αθήνα, Εκδόσεις
Πεδίο, 2020.
202
Βλ. Δήμου Τανάλια [= Κώστα Βάρναλη], Το φως που καίει, Αλεξάνδρεια, Στέφανος Πάργας /
«Γράμματα», 1922.
203
Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, Αθήνα, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1909.
204
Άγγελος Σικελιανός, Πρόλογος στη Ζωή, τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Τυπογρ. «Εστία», 1915-1917.
Ειδικότερα: τόμος Α΄ (= Η Συνείδηση της Γης μου), 1915 , τόμος Β΄ (= Η Συνείδηση της Φυλής μου),
1915 . τόμος Γ΄ (= Η Συνείδηση της Γυναίκας), 1916 . τόμος Δ΄ (= Η Συνείδηση της Πίστης), 1917.
205
Στα ποιήματα σε ελευθερωμένο στίχο, διατηρείται η έμμετρη φόρτιση, αλλά οι στίχοι του
ποιήματος δεν είναι αυστηρά ισοσύλλαβοι, ενώ ενίοτε αξιοποιούνται από τον ποιητή (πάντα μέσα στο
ίδιο ποίημα) παραπάνω από ένα μετρικά σχήματα. Βλ. ειδικότερα: Άννα Κατσιγιάννη, «Μορφικές
μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ποίηση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα (συνοπτικό

100
οποίος μπορούμε να συναγάγουμε ότι υπερέβαινε τις θεμελιακά προϋποτιθέμενες

«αψεγάδιαστες στροφές» του Αποστολάκη. Ο Καρυωτάκης των Ελεγείων και

σατιρών φάνηκε τέσσερα χρόνια μετά (1927) το βιβλίο Η Ποίηση στη ζωή μας,

ωστόσο τα Νηπενθή (α΄ έκδ. 1921)206 δεν άξιζαν της προσοχής του κριτικού;

Οπωσδήποτε όχι, υποθέτουμε ότι θα μας απαντούσε ο Αποστολάκης, τόσο εξαιτίας

της απέραντης σαρκαστικής θλίψης που καλύπτει το θεματικό πεδίο της συλλογής

και δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές του υψηλού ιδανικού, όσο και για την

προσπάθεια του ποιητή να προκαλέσει εκ των ένδον ρήγμα στην επιφαινόμενη

αρμονία του έμμετρου οικοδομήματος,207 στοιχείο που υπέσκαπτε τις «αψεγάδιαστες

στροφές» που ο Αποστολάκης είχε προκαθορίσει σαν απαράβατη προϋπόθεση κάθε

ποιητικής απόπειρας.

Οι «άσχημοι και πεζοί»208 στίχοι του Ιωάννη Γρυπάρη εκφραστικά δεν

μετουσιώνουν την εσωτερική πορεία του ανθρώπου από την ψυχική δόνηση προς το

υψηλό ιδανικό.

Πέρα από μιαν ευχαρίστηση του ανθρώπου για τις πλούσιες εντύπωσες, που του

φέρνουν οι αίσθησες, μη ζητήσης τίποτε άλλο από τα τραγούδια του Γρυπάρη. Είναι

τρομαχτική η έλλειψή τους σ’ αίστημα και ξεχωριστά σε συλλογή. Πικρά ο ίδιος μάς το

ξεμολογιέται στις «Εστιάδες»:

«Το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη ανεμελιά

διάγραμμα)», Παλίμψηστον, τχ. 5, Δεκέμβριος 1987, σ. 159-184 και Νάσος Βαγενάς (επιμέλεια), Η
ελευθέρωση των μορφών. Η ελληνικη ποίηση από τον έμμετρο στον ελεύθερο στίχο (1880-1940),
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 1996.
206
Βλ. Κ. Γ. Καρυωτάκη, Νηπενθή. Ποιήματα, Αθήνα, [χ.ε.], 1921.
207
Βλ. Χρήστος Παπάζογλου, Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Αθήνα, Κέδρος,
1988.
208
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 121.

101
κι’ αραθυμιά – σαν της δικής μας νειότης

μα η Άγια η Φωτιά μια πόσβυσε, δεν την ανάβει πλια

ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης».209

Η αρμονική εναλλαγή ιαμβικών δεκαπεντασύλλαβων στίχων (στη

δεκατετρασύλλαβη οξύτονη εκδοχή τους) με ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους

παροξύτονους δεν συγκινεί καθόλου τον κριτικό. Η φωτιά, που δεν γίνεται να

ξανανάψει, υποβάλλει παθητικότητα και κατάπτωση και όχι «συλλογή», υπό την

έννοια της βαθύτερης ψυχικής διεργασίας προς την εξιδανικευμένη ανύψωση, οπότε

ο άξιος μεταφραστής αρχαιοελληνικών τραγωδιών και σημαίνων ποιητικός

εκπρόσωπος της Νέας Αθηναϊκής Σχολής δεν είχε ελπίδες για θετική πρόσληψη από

τον κριτικό λόγο του Γιάννη Αποστολάκη.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ως γνωστόν, ήταν από τους πρώτους που

αναγνώρισαν κριτικά την ποιητική αξία του Κ. Π. Καβάφη. 210 Το να μην

προκαλείται έκπληξη από την κριτική απαξίωση και των δύο από τη φλογερή

γραφίδα του Γιάννη Αποστολάκη είναι γεγονός αναμενόμενο.

Πώς θα έπαυαν στη στιγμή όλες οι παραξενιές και τα όνειρα του μαραζωμένου και

χρόνια κρεββατωμένου ανθρώπου; Δεν θα του έφταιγε πια ο τόπος, δε θα ζητούσε να

πάη στην Ευρώπη για να χαρή πάλι την υγειά του, δε θα χανότανε σε όνειρα για την

περασμένη παιδική ευτυχία του και ούτε θα νοσταλγούσε σαν τον Καβάφη, επαρχιώτη

209
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 144. Το ποίημα «Εστιάδες» εντάχθηκε
από τον ποιητή στην ενότητα «Ελεγεία» της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του: βλ. Ιωάννης
Γρυπάρης, Σκαραβαίοι και τερρακόττες, Αθήνα, Σιδέρης, 1919.
210
Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ένας ποιητής», Παναθήναια, τχ. 76, 30 Νοεμβρίου 1903, σ. 97-102. Βλ.
το κείμενο και στον τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμέλεια:
Μιχάλης Πιερής, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003, σ. 23-34.

102
νταντή στην ποίηση, τους βαρβάρους για να του φέρουν λίγη ζωή. Πέρασαν οι

βάρβαροι και δεν ξαναγυρίζουν πια . όλος ο κόσμος τώρα είναι πολιτισμένος. Καμμιά

ελπίδα λοιπόν να μας έρθη απόξω βοήθεια. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση όλα να τα

περιμένουμε από τον εαυτό μας.211

Ο Αποστολάκης, ο οποίος δείχνει να συνομιλεί εμφανώς με το καβαφικό ποίημα

«Περιμένοντας τους βαρβάρους» (1904), όμως εμμέσως και με το ποίημα «Η

Πόλις» (1910), απορρίπτει τον Καβάφη σαν επαρχιώτη και λεπτεπίλεπτο.

Παρακάμπτοντας τις επιδράσεις που ασκήθηκαν στο έργο του Καβάφη από τον

αισθητισμό,212 απαξιοί, επιπροσθέτως, να ασχοληθεί τόσο με τον κοσμοπολιτισμό

του μεγάλου αλεξανδρινού ποιητή όσο και με τις τεχνοτροπικές και στιχουργικές του

καινοτομίες,213 που επαξίως σήμερα τον τοποθετούν γραμματολογικά στον χώρο

μιας πρώιμης και αξιοσημείωτης νεωτερικότητας. Ο κριτικός τον απορρίπτει ως

αποβλέποντα σε εξωτερικούς παράγοντες για την υπαρξιακή στήριξη αλλά και ως μη

211
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 28-29.
212
Βλ. Λένα Αραμπατζίδου, Το διακείμενο του αισθητισμού στην ποίηση του Κ. Π. Καβάφη,
Θεσσαλονίκη, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, 2013.
213
Βλ. ως προς τα θέματα «κοσμοπολιτισμός», «διαπολιτισμικότητα» και «μοντερνισμός» στην
ποίηση του Καβάφη, τα κείμενα των σύμμεικτων τόμων: Η ποίηση του κράματος. Μοντερνισμός και
διαπολιτισμικότητα στο έργο του Καβάφη, επιμέλεια: Μιχάλης Πιερής, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2000, καθώς και Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων,
ό.π. Βέβαια, ας σημειωθεί επιπρόσθετα ότι ο Κ. Π. Καβάφης δεν αγνόησε τον Γιάννη Αποστολάκη ως
μελετητή του δημοτικού τραγουδιού (η κριτική και ερμηνευτική συμβολή του τελευταίου ως προς το
δημοτικό τραγούδι θα αναπτυχθεί στο επόμενο κεφάλαιο). Όπως έχει επισημανθεί, «[…] Οι συλλογείς
και οι μελετητές δημοτικών τραγουδιών που ρητά κατονομάζονται στα κείμενα του Καβάφη
(μελετήματα, άρθρα, βιβλιοκρισίες, σημειώματα, σημειώσεις, καθώς και σε ένα ποίημά του, το
“Πάρθεν”) είναι πολλοί και καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσμα των επιστημονικών πεδίων
(γλωσσολόγοι, λαογράφοι, μουσικολόγοι, συλλογείς, ιστορικοί κ.ά.) για εκείνη την περίοδο: Γιάννης
Μ. Αποστολάκης […]». Βλ. Σταματία Λαουμτζή, Κ. Π. Καβάφης και Δημοτικό Τραγούδι, Αθήνα,
Ίκαρος, 2021, σ. 53.

103
έχοντα επαφή ούτε με την αληθινή ζωή ούτε με την ατομική ψυχική διεργασία, η

οποία ανοίγει τον δρόμο προς το υψηλό ιδανικό.

Για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο ως θεατρικό συγγραφέα ο Αποστολάκης δεν

έχει καλύτερη γνώμη. Τον εντάσσει, μάλιστα, στη χορεία των «καλοκαιρινών

λογίων», ίσως γιατί αρκετά έργα του ανέβαιναν ως θερινά θεάματα σε καλοκαιρινά

θέατρα:214

Ο κ. Ξενόπουλος και διάφοροι άλλοι καλοκαιρινοί λόγιοι είναι δραματογράφοι. Γιατί;

- ρωτά ο θεατής όλο απελπισία με τους ψόφιους ανθρώπους, που βλέπει να

πηγαινοέρχονται στη σκηνή. – Επειδή – αποκρίνεται η κριτική – δεν πρέπει να είναι

κανείς απόλυτος.215

Η απόρριψη των απονεκρωμένων, άρα εκτός της αληθινής ζωής, δραματικών ηρώων

του Ξενόπουλου συντελείται στο όνομα μιας απόλυτης κριτικής, η οποία αρνείται να

κρίνει τα καλλιτεχνικά έργα, ενταγμένα στο κοινωνικό και το ιστορικό τους

συγκείμενο, αλλά αναζητώντας αφαιρετικά τη βαθύτερη και αιώνια ουσία τους,

καταδέχεται να τα συγκρίνει μόνο με μεγαλειώδη έργα του παγκόσμιου κανόνα. Το

να συγκρίνει κανείς τον Ξενόπουλο με τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον

Σαίξπηρ και τον Ίψεν, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις ιστορικές – κοινωνικές

συνθήκες και τους όρους παραγωγής και δημοσιοποίησης των έργων τους, είναι,

οπωσδήποτε, μονομερές και γι’ αυτό άδικο, αλλά ο Αποστολάκης το πράττει,

αιτιολογώντας την απόρριψη των θεατρικών έργων του Ξενόπουλου στο όνομα μιας

214
Για αρκετές πρεμιέρες θεατρικών έργων του Γρηγορίου Ξενόπουλου, που δόθηκαν καλοκαίρι, βλ.
και Πλάτων Μαυρομούστακος, «Ο Ξενόπουλος των ηθοποιών», Περίπλους, τχ. 30-31, Ιούλιος –
Δεκέμβριος 1991, σ. 145-149.
215
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 41.

104
απόλυτης κριτικής, που αντιστρατεύεται το σχετικό ως γνώμονα της πραγμάτωσής

της:

Μα οι τραγικοί χαρακτήρες είναι όλοι απόλυτοι (Αγαμέμνων, Κασσάνδρα, Οιδίπους,

Προμηθεύς, Οθέλλος, Αμλέτος, Νόρα κ.τ.λ.).216

Σύμφωνα με τον Αποστολάκη, η σύγκριση Ψυχάρη – Σολωμού ως

πνευματικών και γλωσσικών οδηγών απολήγει στη συντριπτική υπεροχή του

μεγάλου Επτανήσιου, εφόσον

τίποτε […] από το έργο του Ψυχάρη δε δείχνει έναν άνθρωπο, που στάθηκε ψηλότερα

από την εποχή του. Πώς λοιπόν ήθελε να μπάση το έθνος του σε καινούργια εποχή;217

«Δεν μπορούσε», είναι η λογικά συναγόμενη απάντηση στο ρητορικό ερώτημα, και

αιτία της αδυναμίας του ηγέτη του δημοτικισμού να αρθεί στο ύψος των μεγάλων και

ψυχικά σφυρηλατημένων ιδανικών, θεωρείται από τον Αποστολάκη η υποταγή του

Ψυχάρη στη μικροπολιτική. Η συγκεκριμένη υποταγή εκλαμβάνεται από τον

Αποστολάκη ως προϊόν των εξωτερικών μόνο συνθηκών, οι οποίες αδυνατούν, με

βάση τη βιοθεωρία του κριτικού, χωρίς εσωτερική μετάπλαση προς το υψηλό και
216
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 41. Ο σοφόκλειος Οιδίπους και ο
αισχύλειος Προμηθέας είναι αρχετυπικοί τραγικοί ήρωες. Ο Αγαμέμνων και η Κασσάνδρα
εμφανίζονται σε τραγωδίες και των τριών μεγάλων τραγικών. Δειγματοληπτικά: ο Αγαμέμνων
εμφανίζεται στην ομώνυμη αισχύλεια τραγωδία, στον σοφόκλειο Αίαντα, στις ευριπίδειες τραγωδίες
Εκάβη και Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Η Κασσάνδρα εμφανίζεται στον αισχύλειο Αγαμέμνονα, στις Τρωάδες
του Ευριπίδη και στον Αίαντα Λοκρό του Σοφοκλή, τραγωδία από την οποία σώθηκαν μόνον
αποσπάσματα (βλ. Δήμητρα Γιωτοπούλου, Η μορφή της Κασσάνδρας στην Αρχαία Ελληνική και
Νεοελληνική Λογοτεχνία, διδακτορική διατριβή, Πάτρα, Πανεπιστήμιο Πατρών – Τμήμα Φιλολογίας,
2012, σ. 83-188).
217
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 193.

105
αιώνιο, να οδηγήσουν τον άνθρωπο «σε μια ανώτερη αντίληψη και σύνθεση της

ζωής»:

Ο Σολωμός είναι ο οδηγός, που σε βοηθά κάθε εμπόδιο να το περάσης και σιγά σιγά σε

φέρνει σε μια ανώτερη αντίληψη και σύνθεση της ζωής . απόδειξη το ίδιο το έργο του

ποιητή μας, ενώ ο Ψυχάρης μόνο σε κόμματα και σε χωρισμό μπορεί να σε φέρη. Ο

σημερινός Δημοτικιστής, ο δημιουργημένος από τον Ψυχάρη, δε μπορεί να σταθή

χωρίς τον αντίπαλό του, τον καθαρευουσιάνο, γιατί όλο το κουράγιο κι’ όλη του την

πίστη τα παίρνει μόνο από τις ασχήμιες των αρχαϊστών.[…] Στο βάθος, το έργο του

Ψυχάρη, μ’ όλα τα παχειά λόγια για ιδέα και για επιστήμη, δεν ξεφεύγει τον ταπεινό

κύκλο της πολιτικής.218

Η σύνδεση του γλωσσικού δημοτικισμού με την πολιτική απορρίπτεται και

κατακρίνεται από τον Αποστολάκη και λίγα χρόνια αργότερα (1926): ο

Αποστολάκης (μαζί με τον εξάδελφό του Φώτο Πολίτη) υποστηρίζει την αυθυπαρξία

του δημοτικισμού και προτρέπει την πολιτεία να τον ενστερνιστεί ως υποστύλωμά

της, με σκοπό την αμφίδρομη πρόοδο:

Ο δημοτικισμός, σα να μην είχε ζωή ο ίδιος για να σταθή ανεξάρτητος, με τη δύναμη

της δικής του της αληθείας, σύρθηκε μέσα στην πολιτική, έγινε πολιτικός νεωτερισμός

218
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 190-191. Ο Κωστής Μπαστιάς στο
περιοδικό Ελληνικά Γράμματα, που εξέδιδε μαζί με τον Βασίλη Μαλατάκη, συστρατεύτηκε με τις
απόψεις του Αποστολάκη σχετικά με την ψυχαρική «διαμάχη» και αναδημοσίευσε το 1927 ένα
απόσπασμα από την Ποίηση στη ζωή μας με το σημείωμα: «Επειδή γύρω από την δράση του κ.
Ψυχάρη εγέρθηκε τελευταία κάποιος θόρυβος, κρίνουμε σκόπιμο να δώσουμε ένα απόσπασμα από το
μοναδικό στο είδος του βιβλίο του κ. Αποστολάκη “η ποίηση στη ζωή μας” σχετικό με τα ζητήματα
αυτά», βλ. Γιάννης Αποστολάκης, «Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού», Ελληνικά Γράμματα,
τχ. 3, 15 Ιουλίου 1927, σ. 120-121.

106
και κομματικό πρόγραμμα. […] Η πολιτεία θα βρη στο δημοτικισμό το στήριγμά της.

Κι’ όχι ανάποδα.219

Ο Αποστολάκης, μάλιστα, κατακρίνει τον Ψυχάρη ως επιζητούντα κυρίως «ρεκλάμα

και θόρυβο»,220 συνδέοντάς τον με τον Παλαμά, τον οποίο αποκαλεί «τοπάρχη του

Ψυχάρη στην Ελλάδα»,221 ενώ βάλλει συνεχώς και με κάθε ευκαιρία εναντίον του

παλαμικού έργου. Οι αντιπαλαμικές αναφορές του βιβλίου Η Ποίηση στη ζωή μας

είναι τόσες πολλές και τόσο δηκτικές, ώστε τεκμηριωμένα αυτό θεωρήθηκε ένας από

τους βασικότερους σταθμούς της αντιπαλαμικής κριτικής. 222

Προκρίνοντας τη σταχυολόγηση μόνον ευάριθμων χαρακτηριστικών

αποσπασμάτων, σημειώνουμε ότι ο Παλαμάς κατακρίθηκε από τον Αποστολάκη όχι

μόνον ως ποιητής, αλλά και ως κριτικός. Συχνά, μάλιστα, το παλαμικό έργο επιτελεί

τον δεύτερο όρο αρνητικής σύγκρισης, ώστε να απαξιωθεί από τον κριτικό και

κάποιος άλλος ποιητής, όπως για παράδειγμα, ο Λορέντζος Μαβίλης:


219
Βλ. Φώτος Πολίτης – Γ. Αποστολάκης, «Ο δημοτικισμός και η εκπαιδευτική μεταρρύθμισις:
Ομιλούν λόγιοι, πολιτευόμενοι και επιστήμονες» [δημοσίευση απόψεων: Ι. Τσιριμώκου, Παντ. Χορν,
Φ. Πολίτη, Γ. Αποστολάκη, Κ. Ουράνη, Άλκη Θρύλου], εφ. Δημοκρατία, 2 Φεβρουαρίου 1926.
220
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 172.
221
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 172. Βέβαια, τέσσερα χρόνια μετά την
έκδοση του βιβλίου Η Ποίηση στη ζωή μας, ο Ψυχάρης θα κατακρίνει εμπαθώς τον Κωστή Παλαμά
και το έργο του, έχοντας μάλλον ως κίνητρο την εκδίκηση, επειδή πίστευε πως, όταν οι δυο τους ήταν
συνυποψήφιοι για το βραβείο Νόμπελ, το 1925, ο Παλαμάς υπονόμευσε με κάθε τρόπο την
υποψηφιότητα του Ψυχάρη. Βλ. Γιάννης Ψυχάρης, Κωστής Παλαμάς, Αλεξάνδρεια, Εκδ. Α. Κασιγόνη,
1927 . Νίκος Μαυρέλος, «Ψυχάρης – Παλαμάς – Επισκοπόπουλος: Το προσκήνιο και το παρασκήνιο
μιας διαμάχης», στο: Πρακτικά της ΙΑ΄ Επιστημονικής Συνάντησης του Τομέα ΜΝΕΣ του Φιλολογικού
Τμήματος του Α.Π.Θ .- “Ο Ψυχάρης και η εποχή του” (Θεσσαλονίκη, 14-17/10/2004), Θεσσαλονίκη,
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών - Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2005, σ. 379-391 .
Αθηνά
Βογιατζόγλου, «Ψυχάρης – Παλαμάς: μια δύσκολη σχέση», Το Δέντρο, τχ. 129-130, Δεκέμβριος 2003,
σ. 56-60 . Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ο Παλαμάς και η κριτική της ποίησής του», εισαγωγή στον τόμο:
Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά. Επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π., σ. l-lii.
222
Βλ. ενδεικτικά, Ευριπίδης Γαραντούδης, Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά. Επιλογή κριτικών
κειμένων, ό.π., σ. xlv-xlix.

107
Κρίμα, που ο Μαβίλλης γύρεψε να μεγαλώση τη συγκίνισή του με εξωτερικά μέσα,

όπως είναι η Ινδική φιλοσοφία κ’ οι ιδέες του Σοπενάουερ. Ένα τέτοιο φέρσιμο θα το

περίμενε κανείς από άνθρωπο με την ξεραΐλα της καρδιάς και τη σκοτεινιά της

φαντασίας του Παλαμά (πρβλ. η θάλασσα του τίποτα, του τίποτα η αστραπή κ.τ.λ.) όχι

όμως από άνθρωπο με τη σοβαρότητα και τη λεπτότητα του Μαβίλλη.223

Αν θρηνούσαν οι ποιητές μας υπέρλαμπρο θέαμα ζωής – αληθινή χαρά των ματιών

μας – θα ήταν κάπως δικαιολογημένοι για τις κλάψες τους (πρβλ. πού και πού τα

τραγούδια του Μαβίλλη) μ’ αν ήταν μέτρια η νιότη τους, όπως των περισσοτέρων

ανθρώπων, τότε ο θρήνος τους είναι κακομοιριά (πρβλ. τα άτονα και στεγνά νιάτα του

Παλαμά, όπως φανερώνουνται στα τραγούδια του «Τα μάτια της ψυχής μου» και στις

κλάψες του στους «Ιάμβους και Αναπαίστους» κτλ.).224

Ο Αποστολάκης, έχοντας μόλις κατακεραυνώσει ποιήματα του Λάμπρου

Πορφύρα, διατείνεται:

Παρόμοιες σάχλες, μεγαλόπνοες όμως και όχι έτσι ξεψυχισμένες, μόνο ο δάσκαλος του

Πορφύρα ο Παλαμάς έχει να δείξη στο έργο του (πρβλ. το «Δωδεκάλογο του

Γύφτου»).225

Όταν, επίσης, ο κριτικός θέλει να καταγγείλει την υπερβολικά εξημμένη φαντασία

του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, εκκινεί μεν από τον τελευταίο, αλλά σχεδόν αμέσως

απολήγει στον Παλαμά ως παράδειγμα προς αποφυγήν:

223
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 25.
224
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 67.
225
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 71-72.

108
Ο Βαλαωρίτης τόσο παρασύρθηκε από τη φαντασία του, που κατάντησε στο τέλος

μπαίγνιο της. Κι ο Παλαμάς αυτός είναι, που έπαθε τα χειρότερα. Σα δεν είχε άλλον

τρόπο να περάση για ποιητής, βρήκε για τον προχειρότερο το πάθος . βάλθηκε να φανή

άνθρωπος με πάθος.226

Οι ρυθμικές ανελίξεις της παλαμικής ποίησης και το μουσικό τους

υπόστρωμα, καθώς και η διαπιστωμένη φιλοσοφική και θεματική πολυμορφία του

ποιητή,227 δεν εναρμονίζονταν με την ποιητική θεωρία του Γιάννη Αποστολάκη,

εφόσον η παλαμική ποίησε κινήθηκε σε ποικίλα θεματικά πεδία, τόσο με τόνο υψηλό

όσο και με φωνή που πλησίαζε τον ψίθυρο, χωρίς σε όλες της τις εκδιπλώσεις να

στοχεύει στο υψηλό ιδανικό, το θεμελιωμένο σε ευσταθές εσωτερικό επίκεντρο, και

στη μετουσίωση των εξωτερικών στοιχείων σε ψυχικά διαπλασμένη ποιητική

έκφραση.

Ο Παλαμάς είναι ποιητής. Γιατί; - μπορείς λ.χ. να ρωτήσης τρίβοντας τα μάτια σου

από τον ύπνο, που επήρες, διαβάζοντας την ψαλμοφυλλάδα του καινούργιου

Φτωχοπρόδρομου. – Επειδή – αποκρίνεται η επίσημη κ’ έξυπνη κριτική - δεν πρέπει να

κρίνουμε απόλυτα παρά σχετικά.228

226
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ 222.
227
Βλ. ενδεικτικά, Κ. Θ. Δημαράς, Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την τέχνη, Αθήνα, Νεφέλη,
3
1989 . Ευριπίδης Γαραντούδης, Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της ποίησής του και της
σύγχρονης πρόσληψής της, Αθήνα, Καστανιώτης, 2005 . Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ο Παλαμάς και η κρίση
του στίχου, Αθήνα, Νεφέλη, 2007 . Γιώργος Ανδρειωμένος, Ο Παλαμάς και η πολιτική στην πρώιμη και
ύστερη φάση της ζωή του, Ι. Σιδέρης, 2014.
228
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 41.

109
Σακάτης στη φαντασία ο Παλαμάς.229 […] Πάρε παράδειγμα την ποίηση του […] . τι

αφρός, τι πρόστυχα φερσίματα, τι χοντρές και βιαστικές χειρονομίες, τι κούφιος

θόρυβος.230

Ο Αποστολάκης, υπογραμμίζοντας για μία ακόμη φορά τον πυρήνα της

ποιητικής θεωρίας του, και αφού έχει δώσει και πολλά συγκεκριμένα παραδείγματα

παλαμικών στίχων, εν τέλει αποφαίνεται:

Το έργο ενός ποιητή είναι κι’ αυτό ένας από τους πολλούς τρόπους, που φανερώνεται η

δύναμη του ιδανικού στον άνθρωπο […] Εδώ τα πρωτεία δεν τα έχει κανείς, κι’ ούτε

πάλι κανείς θέλει ν’ αλλάξη τη θέση του ή με το στανιό γυρεύει να γίνη άλλος

άνθρωπος απ’ ό,τι τονέ δείχνει το φυσικό του. Κάθε τέτοια δοκιμή τού φαίνεται

ανοησία κι’ ασέβεια. Το δοκίμασε να το κάνη ο Παλαμάς, όμως μ’ όλα τα παρακάλια

ποιητής δεν έγινε, παρά έμεινε πάντα ο διαβασμένος και βαρετός χρονογράφος σ’

εφημερίδες.231

Θα μπορούσαμε επί μακρόν να συνεχίσουμε την παράθεση αντιπαλαμικών

αποσπασμάτων από το βιβλίο του Αποστολάκη, αλλά έχει ήδη γίνει σαφής, όχι

μόνον η κριτική άρνηση του συγγραφέα προς την ποίηση του Παλαμά, αλλά και η

θεωρητική βάση, από την οποία η αρνητική κριτική εκπορεύτηκε. Επίσης, έχει ήδη

ανιχνευθεί η ταύτιση ποιητή και κριτικού στην περιοχή της βιοθεωρίας του Γιάννη

Αποστολάκη, οπότε αναμενόμενο ήταν να απορριφθεί από αυτόν και η κριτική και

229
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 49.
230
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 60.
231
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 87.

110
θεωρητική συνεισφορά του μείζονος ποιητή μας, η οποία, βέβαια, σήμερα είναι

τεκμηριωμένη και αναγνωρισμένη:232

Ο στοχασμός του Παλαμά είναι η συνηθισμένη σκέψη πατριώτη αρθρογράφου, που

κατακρίνει κάθε άνθρωπο, που θα βρισκότανε μακριά από τον πόλεμο, εκτός από τον

εαυτό του, όπως και το βασάνισμα πάλι είναι το ανάλογο γλυκοσάλιασμα άλλου

δημοσιογράφου, που λατρεύει να πεθαίνει για το πνεύμα.233

Η διαπλοκή δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας και κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και

στις αρχές του εικοστού (αλλά και αργότερα) έδωσε γόνιμους καρπούς, αλλά στη

σκέψη του Αποστολάκη η δημοσιογραφία ως γραμματειακό είδος κατατασσόταν σε

χαμηλή και απορριπτέα αξιολογική θέση, αφού θεωρούσε τους δημοσιογράφους

ανθρώπους, «που έκαναν το μεγαλύτερο βιασμό στη γλώσσα». 234 Κατά τούτο,

απέρριπτε τον Παλαμά ως στοχαστή, κριτικό και θεωρητικό, όχι μόνον για τις θέσεις

του αυτές καθαυτές, αλλά και για το ότι αυτές συχνά εκφράζονταν μέσα από

εφημερίδες ή και περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας.

Το ποιητικό πρότυπο του Αποστολάκη είναι, όπως αναφέρθηκε, ο Σολωμός.

Με δεκάδες φιλολογικά επιχειρήματα (ερμηνευτικά, αλλά και συγκριτολογικά)

τεκμηριώνεται στη μελέτη του Αποστολάκη το σολωμικό πρωτείο, ενώ ο

συγγραφέας κάθε τόσο υπογραμμίζει τη σολωμική υπεροχή:

232
Βλ. ενδεικτικά, Βενετία Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας,
ό.π. και Μάρα Ψάλτη (επιμέλεια – εισαγωγή – σημειώσεις), Κωστή Παλαμά: Σημειώματα στο
περιθώριο, Αθήνα, Πατάκης, 2018.
233
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 201.
234
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 100.

111
Πόσο φτενό, πόσο ψεύτικο, που φαντάζει μ’ όλη τη γιαλιστερή επιφάνεια, το έργο των

διαφόρων λογίων μας, μόλις το βάλης πλάι στα στέρεα εκείνα και γερά απομεινάρια

της ποίησης του Σολωμού.235

Θα μεταφέρουμε εδώ δύο μόνον αποσπάσματα, τα οποία αφενός υποδεικνύουν τη

φιλολογική οξυδέρκεια του Γιάννη Αποστολάκη, αφετέρου τη γόνιμη συνύπαρξη της

ποιητικής του θεωρίας και της κριτικής του πρακτικής, Δεν είχε άδικο ο Βασ.

Λαούρδας, όταν σημείωνε ότι ο Αποστολάκης στο συγκεκριμένο βιβλίο του

«φιλοσοφεί για τη γλώσσα του ποιητή επάνω σε συγκεκριμένο ποιητικό έργο».236

Στο πρώτο απόσπασμα, ο Αποστολάκης επιχειρηματολογεί ως προς το ποια από τις

δύο εκδοχές ενός πασίγνωστου σολωμικού στίχου θεωρεί εντελέστερη:

Ένας στίχος από τα συντρίμμια του έργου του Σολωμού, που δύσκολα θα τον

παρατρέξη ο προσεχτικός μελετητής, είναι στο Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων

Πολιορκημένων ο στίχος «πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου» ή με

το λιτότερο ακόμη εξωτερικό του στον Πόρφυρα:237 «ανοιχτά πάντα κι’ άγρυπνα τα

μάτια της ψυχής μου». Μόνο και μόνο πως τον συναντάς δυο φορές σε δύο

διαφορετικά έργα και με διάφορη μορφή είναι μιαν απόδειξη, πως το νόημά του δεν

έφευγε παρά θα γυρνούσε στην ψυχή του ποιητή και θα τον έκανε να γυρεύη την

κατάλληλη έκφραση γι’ αυτό. […] Η επανάληψη της λέξης πάντα στο στίχο των

235
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 143.
236
Βασ. Λαούρδας, «Ο ποιητής και ο ερμηνευτής», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 198.
237
Οι συνεχείς βολές του Αποστολάκη και προς την ποίηση του Λάμπρου Πορφύρα, κατά τις οποίες
φυσικό ήταν να αναφέρεται το «επώνυμο» από το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Σύψωμου («ο
Πορφύρας…», «τα ποιήματα του Πορφύρα», κ.ο.κ.) ενδεχομένως δεν επέτρεψαν την έγκαιρη
επισήμανση ενός εμφανούς τυπογραφικού λάθους: στην πρώτη έκδοση του βιβλίου έχει τυπωθεί «στον
Πορφύρα», ενώ το λάθος διατηρείται και σε επανεκδόσεις (βλ. για παράδειγμα, Η Ποίηση στη ζωή μας,
Βάνιας, ό.π., σ. 120)

112
«Ελεύθερων πολιορκημένων» είναι σα να μας δείχνη ο ποιητής πού να προσέξουμε . κ’

έτσι το πάντα κινδυνεύει να παίρνη μια ξεχωριστή θέση και να γίνεται ορατός

μονάρχης του στίχου.[…] Στην παραλλαγή όμως του «Πόρφυρα» το πάντα είναι

βαλμένο σε μια θέση, που χωρίς να χάνη διόλου από την ουσία του, δε βγαίνει μπρος

από τις άλλες λέξες, παρά ζη αδερφικά μ’ αυτές και τις δυναμώνει από τη θέση του.

Ανοιχτά λοιπόν κι’ άγρυπνα έχει τα μάτια της ψυχής του πάντα μόνο εκείνος ο

άνθρωπος, που τον σπρώχνει ο πόθος της αλήθειας, ο άνθρωπος που συλλογίζεται : η

συλλογή – ένα γεγονός πραγματικό – του γεννά την ιδέα, πως έχει μάτια και [η] ψυχή

και πως είναι ολάγρυπνα. όπως πάλι η αλήθεια δε μπορεί να βρεθή και να γνωριστή

παρ’ από τον άνθρωπο, που έχει πάντ’ ανοιχτά και πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής

του. Μ΄ άλλα λόγια ο στίχος αλάκαιρος έχει σημασία . υπάρχει μόνο στο σύνολό του .

δεν υπάρχει στα μέρη του . ούτε μάτια, ούτε ψυχή υπάρχουν από πριν δοσμένα. Ό,τι

υπάρχει είναι η αλήθεια και η λαχτάρα του ανθρώπου γι’ αυτήν. Έκφραση και εικόνα

τους είναι ο στίχος του Σολωμού.238

Ο λόγος, βέβαια, ως λέξη είναι αμφίσημη, ενσωματώνοντας σε

σημασιολογική συνύπαρξη και την ομιλία και τη σκέψη. Η συλλογή, επομένως, είναι

ένας λειτουργικός και πυκνός σε συνδηλώσεις όρος, που αποδίδει, κατά τον

συγγραφέα, την κίνηση του νου, η οποία, ενδυναμωμένη από την ψυχική δόνηση του

θαυμασμού, μεταβάλλεται σε καλλιτεχνημένες λέξεις, δηλαδή σε ποίηση. Με βάση

την ποιητική θεωρία του Αποστολάκη, η προτίμησή του προς την εκδοχή του στίχου,

όπως αυτός συντέθηκε στον Πόρφυρα, ερμηνευτικά τεκμηριώνεται. Τα επιχειρήματά

του, ωστόσο, δείχνουν ότι πρωτεύει γι’ αυτόν το φιλοσοφικό και θεματικό

περιεχόμενο ενός στίχου, και συνακολούθα ενός ποιητικού συνθέματος, ενώ η

238
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 112-113.

113
μουσικότητα του στίχου και η ρυθμική του υπόσταση ενδεχομένως προσμετρώνται,

αλλά δεν πρωταγωνιστούν: το να υπάρχει ολιγοσύλλαβη ετερομετρία στην αφετηρία

ενός ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου είναι σύνηθες. Η τροχαϊκή έναρξη του

στίχου στους Ελεύθερους Πολιορκημένους δεν ανατρέπει τον ιαμβικό βηματισμό,

γιατί κατά την εκφορά η μετρικά τέταρτη συλλαβή του στίχου (= η τελευταία

συλλαβή της λέξης «ανοιχτά») θα λάβει τον ισχυρό της τονισμό, εγκαινιάζοντας τον

τονισμό στις συλλαβές που βρίσκονται σε ζυγή θέση μέσα στον στίχο, δηλαδή την

ιαμβική ρυθμική αίσθηση. Αντίθετα, η αναπαιστική έναρξη του στίχου στον

Πόρφυρα δημιουργεί μετρική εμπλοκή και ρυθμικό παραπάτημα, γιατί ο τονισμός

δύο διαδοχικών συλλαβών, της τρίτης και της τέταρτης, επιτρέπει την ευκρινή

έναρξη του ιαμβικού ρυθμού από τη μετρικά έκτη συλλαβή και μετά ( = από την

πρώτη συλλαβή της λέξης «άγρυπνα»). Τέτοια ζητήματα, όμως, δεν φαίνεται να

δημιουργούν ρήγμα στο φιλοσοφικό υπόστρωμα της κριτικής του Αποστολάκη. Γι’

αυτόν ο Σολωμός είναι μια αξεπέραστη κορυφή, ένας μεγάλος δημιουργός που

κατόρθωσε να μετουσιώσει σε ποίηση «τον αέναο θαυμασμό που ένοιωθε».239

Ο Αποστολάκης ξεκαθαρίζει ότι ο Σολωμός δεν μιμήθηκε άκριτα πτυχές της

γερμανικής ποίησης και φιλοσοφίας αλλά απλώς εμπλούτισε τη σκέψη του και

διάνοιξε τους ορίζοντές του με αυτές,240 ενώ εκθειάζει τον σολωμικό Διάλογο ως

239
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 112.
240
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 274: «Το φιλέρευνο λοιπόν και ανήσυχο
πνεύμα του ποιητή εύρισκε τροφή στα έργα των Γερμανών ποιητών και φιλοσόφων . είχε ο Σολωμός
τους ίδιους πόθους μ’ εκείνους . και ήταν σε θέση καλύτερα από κάθε άλλον να τους νοιώση και ν’
απολάψη ό,τι καλό είχαν. Κανένας φόβος μήπως χαλάση το στομάχι του ή μήπως πάρη ο νους του
αέρα με τη συντροφιά τους. Ο Σολωμός θα μπορούσε να ξαναπή τα λόγια του Γκαίτε, πως κάθησε σε
τραπέζι στους καλύτερους της γης . το φαγητό τους ποτέ δεν το έκλεψε παρά ήξερε να το χαίρεται».
Βασική ως προς το θέμα των γερμανικών επιρροών, που ασκήθηκαν στη σκέψη και στην ποιητική
πρακτική του Διονυσίου Σολωμού, είναι η μελέτη του Γιώργου Βελουδή: Σολωμός: Ρομαντική ποίηση
και ποιητική – Οι γερμανικές πηγές, Αθήνα, Γνώση, 1989. Για την όλη ποιητική του Σολωμού, βλ. και

114
κείμενο στήριξης και προώθησης της φυσικής λαϊκής γλώσσας, αφού αυτό

φανερώνει «το θρίαμβο της ποίησης στη ζωή μας» και επί της ουσίας «σημαίνει τη

λατρεία και το ξαναγύρισμα στη φύση».241 Επιχειρεί έναν ευρύ ερμηνευτικό

σχολιασμό αρκετών σολωμικών ποιημάτων και τελικώς απολήγει στο να θεωρήσει

(και σωστά) τρεις συνθέσεις ως κορυφαία επιτεύγματα του ποιητή: τους Ελεύθερους

Πολιορκημένους, τον Κρητικό και τον Πόρφυρα. Συγκεφαλαιώνοντας, και εδώ

μεταφέρουμε το δεύτερο δείγμα της φιλολογικής του οξύνοιας, επισημαίνει:

Μ’ όλη τη χρονική διαφορά, που έχουν στη σύλληψή τους και τα τρία εκείνα

τραγούδια, δείχνουν αναμεταξύ τους πολλά κοινά σημάδια που σε κάνουν να τα

παίρνης όλα μαζύ, όταν τα μελετάς και να τα ξεχωρίζης από τ’ άλλα τα έργα. Πρώτα

πρώτα ξαναγυρίζουν οι ίδιοι στίχοι με μικρές διαφορές, ύστερα μια σημαντική μορφή

παρουσιάζεται η ίδια. Η «φεγγαροντυμένη» του Κρητικού, που δεν είναι άλλο από την

«Αναδυομένη Αφροδίτη» του Λάμπρου, ξαναφαίνεται στους «Ελεύθερους

Πολιορκημένους» (Γ΄ Σχεδίασμα ‘Απόσπασμα’ VI «Πειρασμός») και μ’ όλο που δεν

την ξαναφέρνει ο ποιητής στον Πόρφυρα, ως τόσο νοιώθουμε να μην έχη φύγει διόλου

από το νου του. Το απόσπασμα V του Πόρφυρα, αν όχι όλο το τραγούδι, ξεσκεπάζει τη

μαγεία και την ευτυχία, που δοκίμαζε ο ποιητής κοιτώντας τη θωριά της. Το ίδιο

μυστικό αναγάλιασμα, που γέννησε στην ψυχή του Κρητικού «το θείο πρόσωπο», σα

χάθηκε από τα μάτια του:

«Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε, και μου τ’ αποκοιμούσε

Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε»

ακούγεται από τους στίχους του Πόρφυρα:

τον τόμο αναφοράς: Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμέλεια:
Γιώργος Κεχαγιόγλου, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010.
241
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 221.

115
«Κοντά ’ναι το χρυσόφτερο, και κατά δω γυρμένο,

Π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,

Και κει γροικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη,

Και κει τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πόχει.

Γλυκά ΄δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,

Και τ’ άστρο κράζει πάρωρα και πρέπει να προβάλη.

Πουλί, πουλάκι, που σκορπάς το θαύμα της φωνής σου,

Ευτυχισμός α δεν είναι το θαύμα της φωνής σου,

Καλό στη γη δεν άνθισε, στον ουρανό, κανένα».

Πως δε μνημονεύει την παρουσία της, όπως κάνει στα δύο άλλα τραγούδια δε σημαίνει

τίποτε. Αν στον Κρητικό και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους ο ποιητής έφτασε

ύστερα από πολλά ν’ αντικρύση τη Μορφή της, στον Πόρφυρα νοιώθουμε τη μορφή να

έχη γίνει δική του, να έχει μπη στο αίμα του […].242

Στο σολωμικό έργο ο Αποστολάκης βρίσκει την εφαρμογή της ποιητικής θεωρίας

του. Το βλέπει στα εξελικτικά του στάδια, ως συνάρτηση και όχι ως εξίσωση, κάτι

δηλαδή παγιωμένο εξαρχής, επαναχαράσσει την πορεία από τα εξωτερικά στοιχεία

προς τον ψυχισμό του ποιητή, ιχνηλατεί την εσωτερική διεργασία από τον θαυμασμό

προς την αλήθεια της ποιητικής έκφρασης και ψηλαφώντας το εξυψωμένο ιδανικό

ως ποιητικό αποτέλεσμα, διαπιστώνει ότι αυτό πραγματώνεται στο πρόσωπο της

σολωμικής Φεγγαροντυμένης.243

242
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 290-292.
243
Για την ερμηνευτική πολλαπλότητα, που εκπηγάζει από το ρομαντικό και εξιδανικευμένο σολωμικό
σύμβολο, βλ. Massimo Peri, Η Φεγγαροντυμένη του Σολωμού. Ένας άγνωστος χ που πρέπει να
παραμείνει άγνωστος, μετάφραση: Κωστής Παύλου, Αθήνα, Gutenberg, 2016.

116
Από τις σελίδες του βιβλίου Η Ποίηση στη ζωή μας απορρέει και ο θαυμασμός

του συγγραφέα - υπό τους όρους που επέβαλλε, βέβαια, η ποιητική θεωρία του – για

το έργο αρκετών σπουδαίων ποιητών του παγκόσμιου κανόνα, όπως ο Δάντης,244 ο

Σαίξπηρ, 245 ο Γκαίτε,246 ο Σέλλεϋ,247 ο Γουόρντζγουορθ,248 ο Κητς.249 Ο

Αποστολάκης ως γνήσιος ρομαντικός φαίνεται να μην εγκρίνει τις απόψεις του

«πατριάρχη» του κλασικισμού Βιτσέντσο Μόντι,250 ο οποίος, ως γνωστόν, υπήρξε

συνομιλητής του νεαρού Σολωμού στην Ιταλία.251 Δείχνει να ξέρει καλά το έργο του

Ε. Α. Πόε, αλλά, τουλάχιστον από το συγκεκριμένο βιβλίο, δεν αποδεικνύεται ο

θαυμασμός του συγγραφέα για τη συμβολή του μεγάλου αμερικανού λογοτέχνη ούτε

244
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 122, 146.
245
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 8, 41, 43, κ.ά.
246
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 27, 137-139, κ.ά.
247
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 42, 70.
248
Ο Αποστολάκης (σ. 8) αποτιμά πολύ θετικά την ποιητική σύνθεση του William Wordsworth «Ode:
Intimations of Immorality from Recollections of Early Childhood»: «[…] αν ο Wordsworth δεν
ένοιωθε αδιάκοπη λαχτάρα εντός του, ποτέ δε θα μπορούσε να μας παρουσιάση στην περίφημη Ωδή
του τη μακαριότητα του παιδιού». Για μία σύγχρονη ματιά στο έργο του Wordsworth, βλ.
δειγματοληπτικά, Paul H. Fry, Wordsworth and the Poetry of What We Are, New Haven and London,
Yale University Press, 2008.
249
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 42.
250
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 54-55, 134-138. Ο Κ. Θ. Δημαράς
επισημαίνει ως ρομαντικό γνώρισμα, μεταξύ άλλων, και τη «λαχτάρα για την όποια φυσική ζωή,
αντίθετα προς την συμβατικότητα της κλασικιστικής λογοτεχνίας», επιτρέποντάς μας να
υπενθυμίσουμε την εξιδανικευμένη αποτύπωση της αγνής φύσης ως ρομαντικογενές και
αντικλασικιστικό στοιχείο της ποιητικής θεωρίας του Γιάννη Αποστολάκη, Βλ. Κ. Θ. Δημαράς,
Ελληνικός Ρωμαντισμός, Αθήνα, Ερμής, 32009, σ. 5.
251
Για τη σχετική αναφορά σε βιβλίο του Giulio Pertikari, το οποίο κυκλοφόρησε το 1817, βλ.
Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός: Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές, ό.π., σ.
239.

117
ότι πέφτει, φανερά τουλάχιστον, «στη σαγήνη του Ε. Α. Πόε»,252 όπως αυτό

καταδεικνύεται από προφορικές μαρτυρίες.253

Η εντελής κριτική πρόσληψη του βιβλίου Η Ποίηση στη ζωή μας υπερβαίνει

τον βασικό στόχο της ανά χείρας διατριβής, ο οποίος κυρίως καλύπτεται από τη

διακρίβωση της ποιητικής θεωρίας και της κριτικής πρακτικής του Γιάννη

Αποστολάκη, χωρίς να εκτείνεται εξαντλητικά και στο πώς η νεοελληνική διανόηση

δεξιώθηκε τον θεωρητικό και κριτικό λόγο του. Θα αρκεστούμε, προς στιγμήν, σε

ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά ίχνη. Αναμφισβήτητα, ο μαρξιστικής προέλευσης

αντίπαλος λόγος προς τις θέσεις του Αποστολάκη αρθρώθηκε από τον Κώστα

Βάρναλη254 και από το βιβλίο του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική.255 Ο Βάρναλης

καταγγέλλει ως ιδεαλιστική και εσφαλμένη την οπτική του Αποστολάκη και

προσπαθεί να αποκολλήσει τον Σολωμό από την εξιδανικευμένη ρομαντικογενή

θεώρηση, αναγνωρίζοντας μεν την ποιητική αξία του, αλλά θεωρώντας τον και παιδί

της εποχής του, του οποίου το έργο χρειάζεται γραμματολογική και κριτική

επανατοποθέτηση με όρους τόσο αισθητικούς όσο και κοινωνικοπολιτικούς.

252
Η φράση είναι δανεισμένη από τον τίτλο του βιβλίου της Χριστίνας Ντουνιά, Στη σαγήνη του Ε. Α.
Πόε, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2019, όπου και εξετάζεται η πρόσληψη του Πόε στην Ελλάδα.
253
Ο Αποστολάκης, τουλάχιστον στο Η Ποίηση στη ζωή μας (βλ. σ. 130-132), θεωρώντας ότι ο Πόε
«είχε τη λογική για τη μόνη καταφυγή του» (σ. 130) και παρασυρμένος από το «φτενό φυσικό» του (σ.
131), έδωσε μεν έργο με αξία, αλλά δεν κατάφερε να μετουσιώσει σε λογοτεχνική έκφραση την
ψυχική δόνηση προς το υψηλό ιδανικό. Το ότι «έγραψε πολλές σελίδες για τον Poe, που ίσως
υπάρχουν στα κατάλοιπά του, μ’ ολότελα διαφορετικό πνεύμα από κείνο που βλέπουμε στην “Ποίηση
στη ζωή μας”» (Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 206) δεν
επιβεβαιώνεται από την έρευνα και βασίζεται μόνο σε προφορικές μαρτυρίες.
254
Βλ. δειγματοληπτικά, Θεόδωρος Βάσσης, «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική. Ο μαρξισμός του
Βάρναλη», Τα Ποιητικά, τχ. 33, Μάρτιος 2019, σ. 1-3.
255
Βλ. Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, ό.π. και Σολωμικά, ό π.

118
Ακόμη και σε συνεντεύξεις,256 όπως αυτή που παρεχώρησε το 1931 στο

πλαίσιο ενός «φιλολογικού περιπάτου» με τον Κωστή Μπαστιά, προσπαθεί –

χρησιμοποιώντας και εκλαϊκευμένα παραδείγματα - να εξηγήσει την αντίθετη προς

τον Αποστολάκη οπτική του για το θέμα «Σολωμός», ενώ δεν αρνείται να αναφέρει

και ορισμένα θετικά στοιχεία της προσωπικότητας του φιλολογικού και ιδεολογικού

του αντιπάλου:

Ο Αποστολάκης είναι ένας εργατικός άνθρωπος και αρκετά μορφωμένος. Δεν ξέρω

όμως γιατί στενεύει τους ορίζοντές του και φεύγει διαρκώς από το θέμα. Την κριτική

τού Αποστολάκη την παρομοιάζω με το εξής: Υποθέσετε ότι πρέπει να κρίνουμε αυτό το

τσιγάρο. Εγώ λέω πως ένας και μόνος τρόπος κρίσεως υπάρχει: να κριθή ως μια

αυτούσια πραγματικότητα. Θα το κρίνουμε αν έχη καλό και φρέσκο καπνό, αν έχη καλό

τσιγαρόχαρτο, αν έχη την πρέπουσα αναλογία νίτρου, αν είναι καλοφτιαγμένο. Τότε θα

πούμε ότι είναι καλό, ή μέτριο ή κακό. Ο Αποστολάκης αντί να κρίνη έτσι, ως μια

υφισταμένη πραγματικότητα, σου λέει: το τσιγάρο είναι ανθυγιεινό. Μα, βρε αδελφέ .

άλλη κουβέντα η μια, άλλη η άλλη. Αυτό κάνει με τον Σολωμό. Μεγάλο ποιητή τον λέει

εκείνος, μεγάλο ποιητή τον λέω κι’ εγώ. Με τη διαφορά ότι οι λόγοι του μεγαλείου του

είναι διαφορετικοί για μένα. Μπερδεύει φοβερά τη vie poétique [= ποιητική ζωή] με τη

vie prosaique [= πεζή ζωή] . το έργο με την ιδιωτική ζωή. Ο Σολωμός είναι ποιητής

256
Εδώ και δεκαετίες, οι συνεντεύξεις θεωρούνται άξιο προς έρευνα είδος της γραμματείας, αφού στον
κειμενικό τους ιστό ενσωματώνουν ιδεολογικά, αισθητικά και βιοθεωρητικά στοιχεία των ομιλούντων.
Βλ. ενδεικτικά, Ted Lyon, «Jorge Luis Borges and the Interview as Literary Genre», Latin American
Literary Review, τχ. 44, Χειμώνας 1994, σ. 74-89 .
D. Martens & M. Watthee – Delmotte, «The
Literary Interview: a Study of the Genre and its Mediological Mutations» Literature and Media
Innovation, 2017, αναρτημένο στο: http://lmi.arts.kuleuven.be/project-1-literary-interview-study-genre-
and-its-mediological-mutations.html .
Anneleen Masschelein, Christophe – Martens Meurée &
Stéphanie David – Vanasten, «The Literary Interview: Toward a Poetics of a Hybrid Genre», Poetics
Today, τχ. 1-2, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2014, σ. 1-49, κ.ά.

119
γιατί μπορεί και συλλαβαίνει τη ζωή και έχει τα μέσα να την εκφράση, ώστε να την

κάμη κτήμα και άλλων, κι’ όχι γιατί η ζωή του και το έργο συνεβάδισαν. Έγραψε για τη

μητέρα στίχους ασύγκριτους, ενώ τα ιστορικά δοκουμέντα λένε πως αντίκρυ στη δική

του μητέρα στάθηκε άστοργος, πρόστυχος και κακός. Πώς δικαιολογείται αυτό αν

δεχθούμε τη θεωρία του κ. Αποστολάκη; Να λοιπόν πού βρίσκεται η διαφορά μας.257

Σημειωτέον ότι ο Βάρναλης έκρινε τις θέσεις του Αποστολάκη όχι μόνο σε

επίπεδο μαχητικής δοκιμιογραφίας ή ως συνεντευξιαζόμενος, αλλά και σε κείμενο

δηκτικής σάτιρας με χιουμοριστική διάσταση: διακωμωδεί τον Αποστολάκη στο

κείμενο «Λόγια και πράξις (Ο άντρας και η γυναίκα). Ένας διάλογος υπό Κ. Β.

Πρόσωπα: Γιάννης Κολοκυθάκης, μεταφυσικός, και Μαριγούλα, απλοϊκή γυναίκα»

(εφ. Ελεύθερος Τύπος, 14.01.1925).258 Επίσης, παρεμβαίνοντας, το 1938, σε κριτική

διαμάχη, που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον Πέτρο Ωρολογά και στον Πέτρο

Σπανδωνίδη, δεν παραλείπει, παρεμπιπτόντως, να βάλει και κατά του

Αποστολάκη.259 Ο Τίμος Μαλάνος σε ένα εκτενές δοκίμιο, που δημοσιεύτηκε ως

βιβλιοκρισία την εποχή κυκλοφορίας του βιβλίου,260 παρότι εκφράζει και

257
Η συνέντευξη του Κώστα Βάρναλη στον Κωστή Μπαστιά μεταφέρεται από το περιοδικό Εβδομάς
(8 Αυγούστου 1931): Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με 38 συγγραφείς τού 20ου
αιώνα, εισαγωγή – επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτης, 1999, σ. 173.
258
Ο Κώστας Βάρναλης δεν περιέλαβε αυτό το κείμενο στα Αισθητικά – Κριτικά (τόμοι Α΄ και Β΄,
Αθήνα, Κέδρος, 1958), βλ. όμως τη βιβλιογραφική του σήμανση: Λουτσία Μαρκεζέλι – Λούκα,
Συμβολή στην εργογραφία του Κώστα Βάρναλη. Αισθητικά – Κριτικά 1911-1944, Αθήνα, Κέδρος, 1985,
σ. 38 (λήμμα 9).
259
Βλ. λεπτομερή εξέταση του θέματος, στο: Δημήτρης Κόκορης, Φιλοσοφία και νεοελληνική
λογοτεχνία. Πτυχές μιας σύνθετης σχέσης, ό.π., σ. 121-140.
260
Τ. Μαλάνος, «Γ. Μ. Αποστολάκη: “Η Ποίηση στη ζωή μας”», Αργώ (Αλεξανδρείας), τχ. 4-5, 1924,
σ. 173-192. Ο μήνας κυκλοφορίας δεν αναγράφεται στο περιοδικό και, ειρήσθω εν παρόδω,
παραθέτουμε την ίδια επισήμανση από τον Γιάννη Ψυχάρη σε επιστολή του προς το ίδιο περιοδικό με
ημερομηνία 11 Νοεμβρίου 1923: «Το παρατηρήσατε; Το φυλλάδιο αφτό καμιά μερομηνία δε βάλτε,
μήτε τί χρονιά βγήκε μπορούμε νά ξέρουμε, μήτε τί μήνα. Δέν έχει κι όνομα διεφτυντή ας είναι και

120
αντιρρήσεις προς τις θέσεις του Αποστολάκη, χαρακτηρίζει το βιβλίο «αρχή της

αδικίας που έχουμε ανάγκη»261 και «σταθμό στη διανοητική μας ζωή».262 Ο Λίνος

Πολίτης, ο οποίος διαδέχτηκε τον Αποστολάκη ως νεοελληνιστής καθηγητής στο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με πνεύμα κριτικής δικαιοσύνης αποφαίνεται ότι το Η

Ποίηση στη ζωή μας «είναι, παρά τις κάποιες ανισότητες και τη χαλαρότητα στη

σύνθεση, η καλύτερη ερμηνεία του έργου του Σολωμού ύστερα από τα

“Προλεγόμενα” του Πολυλά».263 Η Στυλιανή Παντελιά έχει εύστοχα διερευνήσει, με

κύριο άξονα το συγκεκριμένο βιβλίο, την όχι αμελητέα επίδραση των ιδεών και των

θέσεων του Αποστολάκη σε διανοουμένους της γενιάς του 1930,264 ενώ στις αρχές

του εικοστού πρώτου αιώνα, στη ρουμπρίκα «Θέσεις και Σημειώματα» της

περιοδικής έκδοσης των Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης Φιλόλογος (τα σημειώματα, κατά κανόνα, γράφονταν από τον Χρίστο

Τσολάκη), ανιχνεύεται αναδημοσίευση αποσπάσματος από το Η Ποίηση στη ζωή μας

υπό τον τίτλο «Μιλάει και ο Γιάννης Αποστολάκης: Ποίημα η διδασκαλία, μάνα και

ποιητής ο δάσκαλος».265

Στον επίλογο του κεφαλαίου, ας επισημανθεί ότι οι τεχνοτροπίες, που είχαν

εδραιωθεί στη λογοτεχνική έκφραση όταν ο Αποστολάκης συνέθετε το βιβλίο του,

γραμματέα. Κουριόζο πράμα, που έλεγε, η μακαρίτισσα η γιαγιά μου. Οι ρωμαίικές μας οι αοριστίες.»,
[Γιάννης] Ψυχάρης, «Ένα γράμμα», Αργώ (Αλεξανδρείας), τχ. 4-5, 1924, σ. 200.

261
Τ. Μαλάνος, «Γ. Μ. Αποστολάκη: “Η Ποίηση στη ζωή μας”», Αργώ (Αλεξανδρείας), τχ. 4-5, ό.π.,
σ. 176.
262
Τ. Μαλάνος, «Γ. Μ. Αποστολάκη: “Η Ποίηση στη ζωή μας”», Αργώ (Αλεξανδρείας), τχ. 4-5, ό.π.,
σ. 192.
263
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1978, σ. 266.
264
Στυλιανή Παντελιά, «Η επίδραση του Γιάννη Αποστολάκη. (Ο Γιάννης Αποστολάκης και οι
διανοούμενοι της γενιάς του ’30)», Νέα Πορεία, τχ. 431-433, Ιανουάριος – Μάρτιος 1991, σ. 25-29.
265
[Χρίστος Τσολάκης], «Μιλάει και ο Γιάννης Αποστολάκης: Ποίημα η διδασκαλία, μάνα και
ποιητής ο δάσκαλος», Φιλόλογος, τχ, 110, Χειμώνας 2003, σ. 494-496.

121
απορρίπτονται συλλήβδην, για να προκριθεί από τη γραφίδα του κριτικού μόνον ο

ρομαντικής κοπής συγγραφικός ιδανισμός:

Ο ιδανισμός λοιπόν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του τραγουδιού . αυτός το κάνει να

φαίνεται ανώτερο από τη Φύση, όπως μας την παρουσιάζουν οι αίσθησές μας: αλλιώς

θα ήταν χαμένος κόπος να κάθουνται οι άνθρωποι να ξανααντιγράφουν τη Φύση ή την

κοινωνία. Περιττό το αντίγραφο, όταν θα είχε κανείς μπρος στα μάτια του το

πρωτότυπο. Ρεαλισμός και νατουραλισμός, αν δεν είναι αδιάφορος τεχνικός όρος,

σημαίνει στο βάθος χόρτασμα με τ’ αποφάγια και τ’ αποκόμματα από το πλούσιο

τραπέζι του ιδανισμού και δείχνει ανθρώπους κουρασμένους για το δύσκολο δρόμο και

το πέταμα [ενν. το πέταγμα] του ιδανισμού . προτιμούν να σέρνουνται με την κοιλιά.266

Για να γίνη το τραγούδι δε χρειαζότανε ο ποιητής να φανή πιστός στην περιγραφή . –

τέτοιο πράμα ούτε καν του πέρασε από το νου . ήταν πολύ πλούσιος ο Σολωμός και δεν

είχε ανάγκη να ρίξη απάνω του τα κουρέλια του ρεαλισμού και του νατουραλισμού –

παρά αληθινός.267

Είναι φανερό ότι στο φιλοσοφικά αλλά και υπαρξιακά διαμορφωμένο θεωρητικό

μοντέλο του Αποστολάκη δεν υπήρχε καθόλου χώρος για την πιστή αναπαράσταση

της ζωής (ρεαλισμός268), αλλά ούτε και για την εξελιγμένη πτυχή της, που

συγγραφικά προωθούσε την καταβύθιση στην άβυσσο των ανθρωπίνων ενστίκτων

266
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 91.
267
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 319.
268
Βλ. ενδεικτικά, L. R. Furst, Ρομαντισμός, ό.π. . G. Hoffmeister (επιμέλεια), European Romanticism.
Literary Cross-Currents, Modes and Models, ό.π. . A. Day, Romanticism, ό.π.

122
(νατουραλισμός269). Θαυμασμός, ψυχική διέγερση, εσωτερική μετάπλαση των

εξωτερικών στοιχείων σε καλλιτεχνικά εκφρασμένη πορεία προς το υψηλό ιδανικό,

υπέρβαση της χρονικής και ιστορικής συγκυρίας, όλα αυτά σε συνύπαρξη και

συμπύκνωση οροθετούσαν την περιοχή της μεγάλης ποίησης, της οποίας άξιοι ήταν

μόνον οι γίγαντες της παγκόσμιας καταξιωμένης λογοτεχνικής έκφρασης (Αισχύλος,

Σαίξπηρ, Γκαίτε και οι ευάριθμοι προαναφερθέντες), και από τους νεοέλληνες

λογοτέχνες, μόνον ο Σολωμός.

Βέβαια, όσον αφορά τη λαϊκή λογοτεχνική δημιουργία και δεδομένης και της

υψηλής πολιτισμικής θέσης, στην οποία είχε τοποθετήσει ο ρομαντισμός το

Folklore,270 δεν μας παραξενεύει το ότι ο Αποστολάκης προίκιζε με θετικό κριτικό

πρόσημο και το δημοτικό τραγούδι. Με το επόμενο βιβλίο του (Τα δημοτικά

τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές - 1929) εγκαινιάζει τη μακρά ενασχόλησή του με

αυτό, μία ενασχόληση που θα τον συνόδευε έως το τέλος του βίου του.271 Φυσικά και

στο Η Ποίηση στη ζωή μας, ενσωματώθηκαν θετικές αναφορές στο δημοτικό

τραγούδι ως πολιτισμικό προϊόν, σε όψεις του οποίου ο συγγραφέας βλέπει «άγριο

σπαρτάρισμα ψυχής»,272 «ιδανική λάμψη της ζωής μες στο σκοτάδι του θανάτου»,273

269
Βλ. ενδεικτικά, P. Skrine, Νατουραλισμός, μετάφραση: Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη, Αθήνα, Ερμής,
2
1990 και Y. Chevrel, Le naturalism. Étude d’ un mouvement littéraire international, Paris, Presses
Universitaires de France, 21993.
270
«Η εποχή του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού σημαίνει: στροφή στη λογοτεχνική περιουσία του «λαού»
(παραμύθια, παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια, λαϊκά βιβλία), και αξιοποίησή της για την προσωπική
καλλιτεχνική δημιουργία[…]». Βλ. Γιώργος Βελουδής, «Ο επτανησιακός, ο αθηναϊκός και ο
ευρωπαϊκός ρομαντισμός», Μονά-ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Αθήνα, Γνώση, 1992, σ. 100.
271
Η μελέτη του Γιάννη Μ. Αποστολάκη Το κλέφτικο τραγούδι: το πνεύμα κ’ η τέχνη του, η οποία
εκδόθηκε σε επίτομη μορφή το 1950, μετά τον θάνατό του, είχε τμηματικά παρουσιαστεί – εκτός από
το τελευταίο κεφάλαιο – στο περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις, βλ. «Η Εισαγωγή», τχ. 18, 15
Δεκεμβρίου 1945, σ. 1081-1090 . «Κριτική κειμένων», τχ. 5-6, 1-31 Μαρτίου 1946, σ. 320-336 και τχ.
7-8, 1-30 Απριλίου 1946, σ. 425-437 .
«Το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού», τχ. 17-24,
Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1946, σ. 715-747.
272
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 74.

123
φανερώματα «ψυχής ζωντανών ανθρώπων, […] αληθινά τραγούδια, […] θαυμαστά

και ανεξήγητα».274 Ουσιαστικά, όλα τα θέματα της επιστημονικής πορείας του

Γιάννη Αποστολάκη, κατά το μάλλον ή ήττον (εκθειαστική ανύψωση Σολωμού και

δημοτικών τραγουδιών, κριτική απαξίωση Παλαμά, Κάλβου, Βαλαωρίτη και άγονων

– κατά την κρίση του – μιμητών του δημοτικού τραγουδιού, βλ. Κρυστάλλης),

ενσωματώθηκαν στο Η Ποίηση στη ζωή μας. Κατά τούτο, το συγκεκριμένο βιβλίο

συγκροτεί τη θεμελιώδη βάση της ποιητικής θεωρίας και της κριτικής πρακτικής του

Αποστολάκη. Οι μετά το 1923 συγγραφικές του συνεισφορές αναλύουν μεν

διεξοδικά και αναλυτικότερα την ποιητική του θεωρία και τις κριτικές του θέσεις,

αλλά στο βάθος συγκροτούν επιμερισμένες εξακτινώσεις ενός επιβλητικού operis

magni.

273
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 75.
274
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 76.

124
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ]

Το δημοτικό τραγούδι. Ερμηνεία, φιλολογική αποκατάσταση


και κριτική εκδόσεων δημοτικών τραγουδιών

4.1. Βασικές θέσεις του συγγραφέα. Η κριτική στη συλλογή του

Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου

Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι

μέσα απ’ το Σολωμό ο Αποστολάκης πρόβαλε την εθνική ατομική συνείδησή του. Το

δημοτικό τραγούδι είναι η μορφοποίηση της εθνικής ομαδικής συνείδησης του

Αποστολάκη.275

Εάν αφαιρέσουμε τον επιθετικό προσδιορισμό «εθνική / εθνικής», ο οποίος μάλλον

περιπλέκει τα πράγματα,276 θα συμπεραίναμε ότι η παραπάνω άποψη ενέχει στοιχεία

ορθότητας, υπό την έννοια ότι ο Αποστολάκης, μελετώντας τον Σολωμό, ιχνηλάτησε

τη σύνθετη πορεία προς την έκφραση του υψηλού ιδανικού με άξονα το έργο ενός

ποιητή ως ατομικής οντότητας, ενώ μελετώντας το δημοτικό τραγούδι, επιχείρησε να

ανασυστήσει την ιδανική μορφή ενός συλλογικού δημιουργήματος, το οποίο «πλάθει

275
Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 206.
276
Ωστόσο, η χρήση του συγκεκριμένου προσδιορισμού εξηγείται: όταν τα Χριστούγεννα του 1947
κυκλοφορεί το αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας στον Αποστολάκη (τχ. 491, ό.π.), ο Εμφύλιος
πόλεμος τείνει προς την κορύφωσή του. Είχε σημασία για τους Έλληνες διανοουμένους, ιδίως για
αυτούς οι οποίοι ανήκαν στην αστική διανόηση, η χρήση του αντιθετικού διπόλου «εθνικός /
αντεθνικός». Πρβλ. αυτό που συνέβη τον Ιούνιο του 1948: «Οι μη αριστεροί αποχωρούν από την
ενιαία εταιρεία και συστήνουν την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών, που σύντομα μετονομάστηκε
χαρακτηριστικά σε “Εθνική”». Βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-
1950, Αθήνα, Πόλις, 2005, σ. 216.

125
τη στερεότητα του λόγου του», όχι «μέσα από τους δρόμους του πνεύματος», αλλά

«μέσα από τη στερεότητα της ίδιας της ζωής». 277 Ο Αποστολάκης μελετά το

δημοτικό τραγούδι για την τέχνη του και αναδεικνύει τη «νοθευτική παρέμβαση» του

Ζαμπέλιου, του Αραβαντινού και του Νικολάου Πολίτη και η στάση αυτή έχει

χαρακτηριστεί «καθαρή και τίμια».278

Το βιβλίο του Γιάννη Αποστολάκη Τα δημοτικά τραγούδια εκδίδεται το

1929.279 Στο εισαγωγικό κεφάλαιο,280 παρακολουθούμε βασικές θεωρητικές και

κριτικές θέσεις του συγγραφέα για την πρόσληψη της επιστήμης ως καλλιτεχνικής

δημιουργίας, για την πανεπιστημιακή σπουδή, αλλά και για το ειδικότερο πεδίο της

παρουσίασης και της μελέτης του δημοτικού τραγουδιού. Ας εγκύψουμε στις

απόψεις του:

[…] στην επιστήμη, απαράλλαχτα όπως και στην τέχνη, ό,τι έχει αξία δεν έρχεται απ’

έξω, βγαίνει μόνο του από μέσα από την ψυχή του ανθρώπου. Το επιστημονικό βιβλίο,

όπως και το ποίημα και το καλλιτέχνημα, είναι ψυχική δημιουργία, και για κείνο στο

βάθος είναι αμετάφραστο κι’ άχρηστο σ’ αγύμναστη κι’ ανέτοιμη ψυχή.281

[…] η αληθινή κατανόηση δεν τραυά εμπρός με την πρόσθεση φωτισμένων κομματιών,

παρά με την αδιάκοπη κίνηση μέσα σ’ ολοένα φωτεινότερο σύνολο.282

277
Βασ. Λαούρδας, «Ο ποιητής και ο ερμηνευτής», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 199.
278
Βλ. Παντελής Μπουκάλας, «Ιστορίες νοθείας του λαϊκού λόγου», εφ. Η Καθημερινή, ένθετο: Τέχνες
& Γράμματα, 25-26 Μαΐου 2019.
279
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, Αθήναι, Κοντομαρής,
1929.
280
«Το δημοτικό τραγούδι και η μελέτη του», στο: Γιάννη Μ. Αποστολάκη, Τα δημοτικά τραγούδια,
Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 5-11.
281
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 6.
282
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 7.

126
Διαβάζουνε σωρό τα ξένα βιβλία, όχι για να γίνουνε αληθινώτεροι, αλλά για να

φαίνουνται σοφοί, ήγουν πολύξεροι και διαβασμένοι. Το πώς η επιστήμη βγαίνει,

ακριβώτατο λουλούδι, από την ίδια τη ζωή του ανθρώπου, αυτό ούτε καν το

φαντάστηκαν ποτές . από τη στιγμή που γεννιούνται ώς τη στιγμή που πεθαίνουν, το

ψυχικό τους ανάστημα μένει το ίδιο, - νηπιακό και ασήμαντο. Όλος εκείνος ο χρόνος

της ζωής τους περνά από πάνω τους ξώπετσα, χωρίς να τους ωριμάζη για την αλήθεια .

τους γερνάει μονάχα. Καμιά ταραχή δεν γίνηκε ποτέ στο εσωτερικό τους και για κείνο

και κανένα σοβαρό επιστημονικό πρόβλημα δε γέννησε η Ελληνική φιλολογία. Στα

χρόνια μας ο χωρισμός ζωής κ’ επιστήμης έγινε τελειωτικός . γι’ αυτό και ελεεινός

είναι ο ψυχικός ξεπεσμός του φιλολόγου.283

Απόλυτος και γι’ αυτό γενικευτικά επικριτικός, για μία ακόμη φορά, ο

Αποστολάκης, σκιαγραφεί και εδώ το επιστημονικό και καλλιτεχνικό του ιδανικό,

που δεν είναι άλλο από το υψηλό και απόλυτο, ως μοναδικό γνώμονα επιστημονικής

και καλλιτεχνικής πρακτικής, διαμορφωμένο ως αποτέλεσμα εξελικτικής ψυχικής

διεργασίας, πρέπει να αποδίδει το σύνολο της εσωτερικής έντασης του δικαιωμένου

επιστημονικά και καλλιτεχνικού έργου. Φιλολογική επιστήμη και τέχνη ταυτίζονται

ως ανώτατα στάδια ζωής, τα οποία δεν μπορεί να κατακτήσει ο «ψυχικά

ξεπεσμένος» και «στάσιμος» πνευματικός άνθρωπος, γι’ αυτό, κατά τον

Αποστολάκη, ενταγμένη στη γενικότερη κοινωνική οπισθοδρόμηση, έχει περιπέσει

σε τέλμα και η πανεπιστημιακή σπουδή, αφού συντελεί στον «χαλασμό» της ψυχής

των νέων:

283
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 8.

127
Για την ώρα λέω μόνο τούτο, πως σε καμιάν ανώτερη ζωή δεν μπάζει το νιο η σπουδή

του όπως γίνεται στο Πανεπιστήμιο. Τα χρόνια που περνάει εκεί μέσα για να πάρη το

δίπλωμά του αποτελειώνουνε το χαλασμό του, που τον έχει αρχίσει κιόλας η άλλη

κοινωνική ζωή του, ώσπου στο τέλος βγαίνει με σβησμένη τη φωτιά της ψυχής – το

διάβασμα πέντ’ έξη βιβλίων δεν μπορεί να τη βαστήξη αναφτή – και ακαμάτης, - ο

παπαγαλισμός δεν ξυπνά τη δύναμη της ψυχής – μ’ ένα λόγο πνευματικό και ψυχικό

συντρίμμι .
και τότε για να συντηρήση την κακομοίρικη ύπαρξή του, γίνεται

επαγγελματίας ή υπάλληλος, άνθρωπος δηλαδή πάντα δυσαρεστημένος, βασανισμένος,

ή πετά από πάνω του και τη λίγη ντροπή που του έμεινε και ξεπροβάλλει νεωτεριστής

και προοδευτικός, ή, τ’ αντίθετο, υπερασπιστής των πατρίων: κι’ αυτό λέγεται

ανθρώπινη ζωή! 284

Όταν δημοσιοποιήθηκαν οι παραπάνω γραμμές (1929), είχε ήδη ξεκινήσει η

καθηγεσία του Γιάννη Αποστολάκη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και θα

προσεγγίσουμε σε επόμενο κεφάλαιο τα μαθήματα, που προσέφερε ως καθηγητής,

ώστε να «μπάσει τους νιους σε ανώτερη ζωή» και να διατηρήσει αναμμένη, και όχι

«σβησμένη τη φωτιά της ψυχής» των νεαρών ακροατών του, καθώς και το πώς

αποτυπώθηκε ο διδακτικός του τρόπος στις λίγες μαρτυρίες που υπάρχουν ως προς

τον τελευταίο. Προς στιγμήν και σε συνδυασμό με την άποψή του για τη σύνδεση

επιστήμης και ζωής, ας υπογραμμίσουμε την άρνησή του προς μία επιστήμη,

περιορισμένη στο διάβασμα και στη σχολαστική έρευνα, και την εκτίμηση του για

μία φιλολογία, που εκλαμβάνεται ως απόρροια μιας βαθύτερης ψυχικής διεργασίας

προς το υψηλό και ως πλήρης υπέρβαση της επαγγελματικής και υπαλληλικής

ρουτίνας. Ο συγγραφέας γίνεται σαφέστερος και ουσιαστικά υποδηλώνει τον

284
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 9.

128
βαθύτερο λόγο, πέρα από τα άφθονα στοιχεία τεκμηρίωσης που κατά την ανάπτυξη

του βιβλίου του παραθέτει, εξαιτίας του οποίου στέκεται αρνητικός ως προς τις

εκδοτικές προσπάθειες του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και του Νικολάου Πολίτη:

[…] μόνο κριτική έκδοση των τραγουδιών καμωμένη από ανθρώπους που να έχουν

καταγίνει πολύ μ’ αυτά, να νοιώθουν όμως μαζί κι’ από ποίηση, μπορεί να

εξασφαλίση το μελετητή. Ως τότε όποιος καταπιάνεται να μιλάη για δημοτικά

τραγούδια, πρέπει να το ξέρη πως μαζί με την άλλη εξέταση την ιστορική, την

κοινωνική, τη λαογραφική κτλ. που άρχισε μαζί τους, έχει και τη φιλολογική να κάμη .

πρέπει δηλαδή να είναι άξιος να φτιάνη και να δικαιολογή το κείμενό τους.285

Ο Αποστολάκης θέλει τον φιλόλογο δυνάμει ποιητή, ώστε να μπορεί να

ενωτίζεται την ψυχική διεργασία προς την επίτευξη της καλλιτεχνικά υψηλής

ποιητικής δημιουργίας και έτσι να μπορεί να αποκαθιστά το κείμενο των δημοτικών

τραγουδιών και όχι απλώς σχολαστικό μελετητή. Χωρίζει τις συλλογές δημοτικών

τραγουδιών σε δύο κατηγορίες και υποφώσκει η αντιρρητική τοποθέτησή του προς

τις συλλογές με «αλλαγμένα τα τραγούδια»:

Όλες τις συλλογές μπορούμε να τις χωρίσουμε σε δυο .


έχουμε δηλαδή

συλλογές, που τα τραγούδια τους, κατά το λέγειν του συλλέχτη τους, είναι απαράλλαχτα

όπως τ’ άκουσε από το στόμα του λαού, και συλλογές πάλι, που οι εκδότες έχουν

αλλάξει τα τραγούδια, όπως αυτοί νόμιζαν καλύτερο, για να φανή το δημοτικό

285
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 133.

129
τραγούδι καθαρώτερο. Οι πρώτες είναι οι περισσότερες, οι τελευταίες είναι μονάχα

δυο, του Ζαμπέλιου και του Πολίτη.286

[…]

Μέσα λοιπόν στο σχέδιο για μια γενική εξέταση γραφτών κι’ άγραφτων κειμένων

βρίσκει τη θέση της κ’ η δική μου κριτική στις συλλογές του Ζαμπέλιου και του Πολίτη,

στις συλλογές δηλαδή με τ’ αλλαγμένα τα τραγούδια. Θα ξετάσω δηλαδή αν το

δημοτικό τραγούδι βγαίνει εκεί μέσα καθαρώτερο. Αρχίζω από τη συλλογή του

Ζαμπέλιου . είναι η παλιότερη, βγήκε στα 1852.287

Ο Αποστολάκης, ίσως εξαιτίας της απέχθειάς του προς κινήσεις που αναδίνουν

φιλολογικό σχολαστικισμό (η ακριβής παραπομπή δεν είναι σχολαστικισμός, αλλά η

ροπή του Αποστολάκη προς το υψηλό και απόλυτο δεν του άφηνε χώρο για

«μικροπράγματα»), δεν παραθέτει ακριβέστερη παραπομπή, αλλά προφανέστατα

αναφέρεται στο Άσματα δημοτικά της Ελλάδος. Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής

περί μεσαιωνικού ελληνισμού. Υπό Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, Λευκαδίου, Κέρκυρα,

Τυπογραφείον Ερμής: Α. Τερζάκη και Θ. Ρωμαίου, 1852.

Ο πυρήνας της αρνητικής κριτικής του Αποστολάκη προς τη Συλλογή

δημοτικών τραγουδιών του Ζαμπέλιου εμφορείται από την πρόσληψη του δημοτικού

τραγουδιού από τον Αποστολάκη ως ανώτατου και γνήσιου δείγματος της λαϊκής

ψυχής, που προέκυψε από συλλογική ψυχική διεργασία και πορεία προς την ιδανική

έκφραση. Εν συμπυκνώσει, το βασικό επιχείρημα του Αποστολάκη, για να

απορρίψει την τακτική του Ζαμπέλιου, είναι το εξής:

286
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 10.
287
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 11.

130
Όλες δηλαδή οι αλλαγές, που έκαμε στο κείμενο ο Ζαμπέλιος, όλες δείχνουν τον

άνθρωπο, που την ποίηση την έχει σαν ένα εξωτερικό και βαλτό στολίδι. Γι’ αυτό κ’ οι

στίχοι οι δικοί του στη στιγμή σού χτυπούν σαν κάτι ξένο και παράταιρο από το άλλο

το τραγούδι. Το γνήσιο δημοτικό τραγούδι, όπως κάθε καλλιτέχνημα, ανεβάζει το

πραγματικό στην ανώτερη σφαίρα της ποίησης. στους στίχους όμως του Ζαμπέλιου το

ποιητικό βάζει μπογιές απάνω του για να φανή ωραίο. Οι δημοτικοί στίχοι είναι

θερμή ποίηση, οι στίχοι του Ζαμπέλιου κρύα ρητορική.288

Ο Ζαμπέλιος, δηλαδή, εγκαλείται για τις προσωπικές προσμείξεις και

προσθέσεις, με τις οποίες διαμόρφωσε το κείμενο των δημοτικών τραγουδιών, με

αποτέλεσμα τη νοθεία τους και τη διαστρέβλωση της λιτής, λαϊκής και επιβλητικής

δυναμικής και λειτουργίας, που ενείχε το κείμενο των τραγουδιών, πριν από τις

επεμβάσεις του Ζαμπέλιου. Υποφώσκει η πίστη του Αποστολάκη στη μία,

εξιδανικευμένη και ανώτερη, μορφή κάθε δημοτικού τραγουδιού, στοιχείο, βέβαια,

επισφαλές, εάν συνυπολογίσουμε τις παραλλαγές κάθε τραγουδιού, που εν πολλοίς

οφείλονται στους περίπλοκους κώδικες και μετασχηματισμούς,289 οι οποίοι

συνέβαλλαν στις μορφικές και δομικές διαμορφώσεις του τραγουδιού ως απόρροια

της πολλαπλής επεξεργασίας του από τις λαϊκές κοινότητες.

288
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 33-34. Η κριτική
του Γιάννη Αποστολάκη στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο θεωρείται ακόμη και σήμερα ακριβής και
λειτουργική, έτσι ώστε να ενδυναμώνει επιχειρήματα μελετητών και ανθολόγων του δημοτικού
τραγουδιού. Βλ. ενδεικτικά, Θανάσης Γαλανάκης - Μάνος Κουμής (επιμέλεια - ανθολόγηση), "Χαίρε,
ω χαίρε Ελευθεριά!". Ο αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση. Ανθολογία, Αθήνα, Τράπεζα
Πειραιώς και Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, 2021, σ. 43.
289
Βλ. ως προς το θέμα, τις οξυδερκείς και σφαιρικές τοποθετήσεις νεότερων μελετητών: Γ. Μ.
Σηφάκης, Για μία ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, 1988 . Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
2010, κ.ά.

131
Η τεκμηρίωση της αρνητικής τοποθέτησης του Αποστολάκη απέναντι στη

Συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Ζαμπέλιου θεμελιώνεται σε δεκάδες συγκριτικά

παραδείγματα, αλλά για λόγους γενικότερης οικονομίας και για να αποφύγουμε τις

επαναλήψεις, θα παραθέσουμε μόνον τρία, στα οποία σκιαγραφείται και η κριτική

εφαρμογή της θεωρητικής του θέσης. Στο πρώτο παράδειγμα, ο Αποστολάκης

αναφέρεται στο τραγούδι «Του Στέργιου». Συγκριτικά παραθέτει και σχολιάζει την

εκδοχή, που απέδωσε ο Claude Fauriel, 290 και την εκδοχή που διαμόρφωσε ο

Σπυρίδων Ζαμπέλιος:

Στο Fauriel, που πρώτος το δημοσίεψε στη συλλογή του (Τόμ. 1, 128), το τραγούδι έχει

εφτά στίχους, ο Ζαμπέλιος όμως το μάκρυνε δυο στίχους ακόμη κι’ άλλαξε τους

τέσσερες. Τι κακό έκαμε η επιδιόρθωση του Ζαμπέλιου, το καταλαβαίνει ο καθένας

μόλις διαβάση και τις δυο παραλλαγές. Καταχωρίζω και τις δυο εδώ, για να είναι

πρόχειρη η απόδειξη στα λόγια μου.

Fauriel.

Κι’ αν τα δερβένια τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες,

ο Στέργιος είναι ζωντανός, πασσάδες δεν ψηφάει.

Όσο χιονίζουν τα βουνά, Τούρκους μη προσκυνούμε.

Πάμε να λημεριάζωμεν, όπου φωλιάζουν λύκοι.

Στες χώρες σκλάβοι κατοικούν, στους κάμπους με τους Τούρκους,

χώρες λαγκάδια και ερημιές έχουν τα παλληκάρια.

Παρά με Τούρκους, με θεριά καλύτερα να ζούμε.

290
Οι δύο τόμοι της έκδοσης Fauriel εκδόθηκαν στο Παρίσι κατά τη διετία 1824-1825. Τώρα βλ.
Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τόμος Α΄ (= «Η έκδοση του 1824-1825») & τόμος Β΄ (=
«Ανέκδοτα κείμενα, αναλυτικά κριτικά υπομνήματα, παράρτημα και επίμετρα»), μετάφραση –
επιμέλεια: Αλέξης Πολίτης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012 (τόμος Β΄) & 2013
(τόμος Α΄).

132
Ζαμπέλιος.

Κι’ αν τα δερβένια τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες

ο Στέργιος είναι ζωντανός, πασσάδες δεν ψηφάει.

Όσο χιονίζουνε βουνά και λουλουδίζουν κάμποι,

κ’ έχουν οι ράχες κρύα νερά, Τούρκους δεν προσκυνούμε.

Πάμε να λημεριάσωμεν όπου φωλιάζουν λύκοι,

σε κορφοβούνια, σε σπηλιές, σε ράχες και ραχούλες.

Σκλάβοι στες χώρες κατοικούν και Τούρκους προσκυνούνε

και μεις για χώραν έχομε ρημιές κι’ άγρια λαγκάδια.

Παρά με Τούρκους, με θεριά καλύτερα να ζούμε.

[…]

Πάει όμως ο αντρίκιος τόνος του τραγουδιού. Ούτε σημάδι απ’ αυτόν με τις έξυπνες

και λεπτές αλλαγές του εκδότη. Από τον τρίτο στίχο ακούγονται αδιάκοποι μαλακοί και

ειδυλλιακοί τόνοι (λουλουδίζουν, κρύα νερά), ενώ το «μη προσκυνούμε» του κειμένου

του Fauriel, πετυχημένη έκφραση φυσικού δισταγμού, σκεπασμένη μέσα σε μιαν

ορμήνεια στους άλλους (ας μην προσκυνούμε), παίρνει την κατηγορηματική μορφή

«δεν προσκυνούμε». […] η βαθειά καταφρόνια του κλέφτη (στ. 5 Fauriel) στους

πατριώτες του, καταφρόνια μεγαλύτερη απ’ όση έχει για τους Τούρκους, επειδή τους

ήθελε να μη μοιάζουν μ’ αυτούς, δεν υπάρχει στην παραλλαγή του Ζαμπέλιου. Εδώ οι

Τούρκοι βγαίνουν απ’ τη μέση και παρουσιάζονται για κυρίαρχοι με τους σκλάβους

τους . ενώ πάλι ο ενθουσιασμός, που γεννά στην ψυχή του κλέφτη η ηρωική μορφή του

ανθρώπου (παλληκάρια) σβήστηκε όλη μέσα στα στενά σύνορα του ατόμου: «και μεις

για χώραν έχομεν κτλ.» γράφει ο Ζαμπέλιος.291

291
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 39-41.

133
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά και αυτό ένα κλέφτικο δημοτικό τραγούδι, «Το

τραγούδι του Κατσαρού». Ο Αποστολάκης σημειώνει:

Στη συλλογή του Λάμπρου 292 ο στίχος είναι μισός:

«κ’ η γλώσσα του αηδονολαλεί»,

ο Ζαμπέλιος όμως σα σοφός και διαβασμένος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξει το

«αηδονολαλεί», λέξη συνηθισμένη στα δημοτικά τραγούδια, και τη διόρθωσε. Για μένα

όμως είναι πετυχημένη λέξη. Φανερώνει τη θερμή αγάπη και το θαυμασμό μαζί για τη

φωνή του ανθρώπου στην τελευταία στιγμή του, σαν είναι πια να μην ακουστή ποτέ στ’

αυτιά μας: γιατί μόνο σ’ αυτή την περίσταση το περισσότερο μπαίνει το ρήμα

«αηδονολαλώ» στα δημοτικά τραγούδια. Το διόρθωμα είναι έξυπνο όπως η εξήγηση

μύθου υπό ορθολογιστή. Η εξυπνάδα όμως […] αφάνισε την ουσία και την Ποίηση: Ο

στίχος έγινε:

«κι ακόμα η γλώσσα του λαλεί»

κ’ επειδή ήτανε μισός, τον έκαμε ολάκερο προσθέτοντας τη φράση «και την καλή του

κράζει». Η φράση είναι αυθαίρετη του κεφαλιού του. Στο δημοτικό τραγούδι δε γίνεται,

ο πληγωμένος κλέφτης, πεθαίνοντας, να θυμάται τις φιλενάδες του, παρά δίνει

διάφορες παραγγελιές στους συντρόφους του να τον εκδικηθούνε, πού να τον θάψουνε

292
Εννοεί τη χειρόγραφη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Παύλου Λάμπρου (πατέρα του
Σπυρίδωνος Λάμπρου), του οποίου η κύρια συμβολή αφορά τον χώρο της νομισματολογίας. Ο Αλέξης
Πολίτης (Το δημοτικό τραγούδι, ό.π., σ. 268) επισημαίνει: «Διαπίστωσε [ενν. ο Γιάννης Αποστολάκης]
[…] ότι όλα – ή, σχεδόν – τα κείμενα του Ζαμπέλιου πατούν στα χνάρια ενός προϋπάρχοντος
κειμένου, εκδομένου από τον Φοριέλ, τον Τομαζέο, ή από την χειρόγραφη συλλογή του Παύλου
Λάμπρου». Βλ. και τη σημείωση του Παντελή Μπουκάλα («Ο Λασκαράτος σαν συλλογέας δημοτικών
τραγουδιών», εφ. Η Καθημερινή, ένθετο: Τέχνες & Γράμματα, 18 Οκτωβρίου 2015): «Το 1842, τη
χρoνιά που ο [Ανδρέας] Λασκαράτος περνάει στο αυτοσχέδιο τετράδιό του τα τραγούδια της σοδειάς
του (τα άκουγε υποθέτω σε γιορτές και από παρέες γλεντοκόπων), ο Νικολό Τομαζέο, ο εξελληνισθείς
Θωμαδαίος, εκδίδει στη Βενετία τη δική του συλλογή με ελληνικά (αλλά και τοσκάνικα και ιλλυρικά)
δημοτικά τραγούδια».

134
κλπ. Λοιπόν τέτοιες παραγγελιές θα περιμέναμε κι’ απ’ το στόμα του Κατσαρού . και

πραγματικά έτσι γίνεται στις άλλες παραλλαγές, που είναι ακέραιες.293

Μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι η συγκεκριμένη και γενικά σωστή

κριτική του Αποστολάκη, που υποδηλώνει στέρεα γνώση αλλά και υψηλόβαθμη

αίσθηση της τεχνικής και της έκφρασης του δημοτικού τραγουδιού, ενδυναμώθηκε

και από τη βαθιά του αγάπη για το σολωμικό έργο και εδώ, ειδικότερα, από την έλξη

που του ασκούσε ο συγκινησιακά δυναμικός στίχος από τους Ελεύθερους

Πολιορκημένους (Σχεδίασμα Γ΄, ενότητα 8, στίχος 8) «Αηδονολάλειε στήθος μου,

πριν το σπαθί σε σχίσει·». Ο στίχος πράγματι δείχνει πόσο γόνιμα αφομοίωσε το

δημοτικό τραγούδι ο Σολωμός, μια και αξιοποιεί την προστακτική του ρήματος

«αηδονολαλώ» ως «φωνή του ανθρώπου στην τελευταία στιγμή του», όπως

οξυδερκώς παρατηρεί και ο Αποστολάκης. Η ισχυρή πεποίθηση του τελευταίου για

μία εξιδανικευμένη, στα όρια του απόλυτου, ανώτερη και γνήσια μορφή καθενός

τραγουδιού, φέρει τη σφραγίδα ενός ρομαντικής κοπής ιδεαλισμού, στο πλαίσιο του

οποίου καλλιτεχνικά εκφραζόταν η ψυχή του λαού ως τραγούδι, αλλά αυτό δεν

πρέπει να θολώνει το κριτικό μας βλέμμα, με αποτέλεσμα η κριτική του να

απορρίπτεται σαν εσφαλμένη, εξαιτίας του θεωρητικού της υποβάθρου.

Στην αφετηρία της κριτικής αποτίμησης του τρίτου παραδείγματος,

αξιοποιείται για μία ακόμη φορά η γνωστή μας πλέον δηκτική γλώσσα του μελετητή:

Οι αστειότερες όμως αλλαγές είναι όσες έκαμε ο Ζαμπέλιος σε μια παραλλαγή από τη

συλλογή Λάμπρου (ύλη Αρχείου 26, 93, Ζαμπέλιος 33, 47, Passow294 586) του

293
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 62-63.
294
Βλ. Τραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Graeciae recentioris, Εdidit Arnoldus Passow,
Lipsiae, In Aedibus B. G. Teubneri, MDCCCLX [= 1860].

135
τραγουδιού για τον καλόγερο, που κλωτσοπατάει τα ράσα του και θέλει να παντρευτή.

Το κείμενο της παραλλαγής του Λάμπρου είναι ολοκάθαρο και το βάζω:

«Από μικρός ορφάνεψα και ξένοι μ’ αναθρέψαν.

σε μοναστήρι μ’ έβαλαν καλόγερος να γένω.

Σαράντα χρόνους έκανα μέσα στο μοναστήρι,

ασκητικά επέρασα όλους αυτούς τους χρόνους,

ποτέ μου δεν πλανέθηκα μέσ’ τον απάνου κόσμο.

Και μια μερούλα Κυριακή και μια πίσημη ημέρα

προσκυνητές μάς ήρθανε μέσα στο μοναστήρι

άντρες γυναίκες και παιδιά κορίτσια στον καιρό τους.

Ξανθή κόρη μ’ επλάνεσε και θέλω να την πάρω.

Ποδοπατώ τα ράσα μου και κάνω το σταυρό μου.

Σύρτε σταυροί στον ουρανό και στ’ άγιο μοναστήρι

κ’ εγώ θέλω να παντρευτώ την κόρη αυτή να πάρω».

Η παραμόρφωση του τραγουδιού αρχίζει από τον πρώτο κι’ όλας στίχο όπου ο

Ζαμπέλιος γράφει. «Από μικρός ορφάνεψα με βάγια μ’ αναθρέψαν». Ο αλλαγμένος

στίχος του Ζαμπέλιου δεν εκφράζει τη δυστυχία και τη στέρηση όπως ο ανάλογος

στίχος του Λάμπρου. Βέβαια το παιδί κι εδώ έμεινε ορφανό, όμως δεν έλειψε η βάγια

από κοντά του. Και παιδί μεγαλωμένο με βάγια δε δοκιμάζει βάσανα μεγάλα. Καλά

καλά δεν καταλαβαίνεις γιατί ένα τέτοιο παιδί να γίνη καλόγερος. Στη δημοτική όμως

παραλλαγή το καλογήρεμα παρουσιάζεται σαν φυσική ακολουθία της στερημένης ζωής,

που εκφράζει ο πρώτος στίχος (ορφάνια κι’ ανατροφή από ξένους). Χωρίς λόγο πάλι

άλλαξαν ο 3 και ο 4 στίχος.

«είκοσι χρόνους έκαμα μέσα στο μοναστήρι

κι’ ασκητικά κοιμήθηκα χρόνους τριανταπέντε».

136
Οι δημοτικοί στίχοι έχουν μεγαλύτερη δύναμη πηγαίνουν σ’ όλη τη ζωή της ημέρας

(φαΐ, ύπνο κλπ.) κι’ όχι όπως στο Ζαμπέλιο μόνο στον ύπνο. Έτσι στη δημοτική

παραλλαγή είναι δικαιολογημένη η ψυχική επανάσταση που γίνεται στον καλόγερο με

το αντίκρυσμα της νέας κόρης. Μπήκε η λάμψη και το φως του ήλιου στην κατάκλειστη

και ερημική ψυχή του. Για κείνο και δεν είναι καλή η αλλαγή, που έκαμε ο Ζαμπέλιος

στον 7 στίχο

«προσκυνητή με στείλανε σε άλλο μοναστήρι».

Καλόγερος που ταξειδεύει ακόμη και για να προσκυνήση δεν ανασταίνει στη φαντασία

μας αυστηρή ασκητική ζωή, όπως ο κλεισμένος ασκητής μέσα στο κελλί και στους

τέσσερους τοίχους του μοναστηριού. Και φυσικά έτσι δε δικαιολογείται η άξαφνη

ψυχική αλλαγή, που τη φέρνει το αντίκρυσμα της κόρης. Ύστερα κι’ ένας άλλος λόγος

κάνει το τραγούδι όπως βρίσκεται στο Λάμπρο πολύ ανώτερο από του Ζαμπέλιου. Οι

χάρες δηλ. οι γητειές του απέραντου κόσμου στη δημοτική παραλλαγή μαζεύονται σ’

ένα μικρό τόπο και φανερώνονται. Το μοναστήρι είναι καταλληλότερο βάθος για την

ομορφιά του κόσμου παρά ο κόσμος αλαίκαιρος για την ασκητική ζωή του

καλόγηρου.295

Η θεωρητική αφετηρία του Αποστολάκη είναι ιδεοκρατικά απόλυτη,

εκδιώκουσα το στεγνό ορθολογιστικό πνεύμα της επιστήμης και αποδεχόμενη τη

συναισθηματική ένταση της ψυχικής διεργασίας ως δημιουργικό άξονα της σύνδεσης

επιστήμης και ζωής. Επιπρόσθετα, η κριτική θεωρία του Αποστολάκη σημαδεύεται,

όπως είδαμε, από την αποδοχή της άρνησης ως τελεσφόρου κριτικού γνώμονα, αλλά

τα περισσότερα επιχειρήματά του, κατά την εκδίπλωση της κριτικής του πρακτικής

είναι σωστά και βασισμένα στην κατάκριση των λόγιων προσωπικών παρεμβάσεων

295
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 126-128.

137
στην έκφραση, στην εικονοπλασία και στο λαϊκό ήθος του δημοτικού τραγουδιού.

Όπως ακριβοδίκαια παρατηρήθηκε, το συγκεκριμένο πόνημα του Αποστολάκη είναι

«Βιβλίο γραμμένο με πάθος, αλλά και εντυπωσιακής κριτικής ευαισθησίας, σταθμός

για τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού. Εξετάζοντας τις ποικίλες παραλλαγές των

δημοτικών τραγουδιών, διαπιστώνει πρώτος τη νοθεία πάρα πολλών συλλογών […]

και προχωρεί στη διατύπωση πολλών σημαντικών παρατηρήσεων για την

τεχνοτροπία του δημοτικού τραγουδιού».296

4.2. Η κριτική στη συλλογή του Νικολάου Πολίτη

Ο Γιάννης Αποστολάκης με σεβασμό, με γνώση, αλλά και με πεποίθηση γνώμης,

της οποίας οι θεωρητικές καταβολές βρίσκονταν στην αποδοχή μιας καλλιτεχνικά

ύψιστης μορφής καθενός δημοτικού τραγουδιού ως γνήσιας και εκφράζουσας το

άσπιλο και υψηλόφρον ήθος της λαϊκής ψυχής, κρίνει τελικώς αρνητικά και την,

κατά γενική παραδοχή, σημαντικότερη συλλογή δημοτικών τραγουδιών στο πεδίο

της νεοελληνικής γραμματείας, συλλογή που ήταν και είναι σημείο αναφοράς:

Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, υπό Νικολάου Γ. Πολίτου (1914).297

Ο Αποστολάκης, βέβαια, επαινεί τον Νικόλαο Πολίτη για την επιστημοσύνη

του και τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους συλλέκτες και εκδότες ελληνικών

δημοτικών τραγουδιών, περιγράφοντας τη μέθοδο και το βασικό κριτήριο, που ο

Πολίτης αξιοποίησε, για να συνθέσει το βιβλίο του :

Στο ταίριασμα πάλι του καθενός τραγουδιού, όπως γίνεται αυτό στις «Εκλογές», δεν

άφησε ο Πολίτης σαν άλλους ερευνητές και συλλέχτες να τον κυβερνήση η όρεξή του,
296
Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, ό.π., σ. 410-411.
297
Ν. Γ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον «Εστία»
Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη, 1914.

138
το ατομικό γούστο . ίσα ίσα σ’ όλους αυτούς τους ακάλεστους διορθωτές του δημοτικού

τραγουδιού ο Πολίτης στάθηκε ο αυστηρότερος κριτής και ελεγκτής […] Πρόσθετοι

λοιπόν στίχοι και αυθαίρετες αλλαγές γινομένες για να διορθώσουν ή να

συμπληρώσουν το κείμενο, - τα καμώματα του Ζαμπέλιου και των ομοίων του –

λείπουν ολότελα από το έργο του Πολίτη.

Βέβαια τα τραγούδια στις «Εκλογές» συμπληρώνουνται και διορθώνουνται,

όμως η συμπλήρωση και η διόρθωση δε γίνηκαν ποτέ με στίχους και με λόγια του ίδιου

του εκδότη, παρά με το υλικό, που το ίδιο τραγούδι παρουσίαζε στις παραλλαγές του.

[…] Πραγματικά μια τέτοια δουλειά ήταν πολύ κοπιαστική. «Εργασία τοιαύτη»

συνεχίζει ο Πολίτης «ήτο επιπονωτάτη. υπάρχουν τραγούδια ων φέρονται πολλαί

δεκάδες παραλλαγών», κι’ όλες αυτές τις παραλλαγές έπρεπε να τις έχη μπροστά του ο

Πολίτης όταν έκανε την αποκατάσταση του κειμένου σε κάθε τραγούδι. Όμως έτσι και

ξεχωρίζει ο Πολίτης από τους άλλους μελετητές του δημοτικού τραγουδιού. Αυτός είναι

επιστήμονας, οι άλλοι ερασιτέχνες. Ο επιστήμονας κοπιάζει, ο ερασιτέχνης

διασκεδάζει. Τόσο μεγάλη είναι η διαφορά ανάμεσά τους.298

Κατανοούμε, επομένως, ότι η μέθοδος του Νικολάου Πολίτη δομικά

αναλογεί στη μέθοδο που ακολουθεί ένας έγκριτος κλασικός φιλόλογος ως εκδότης

αρχαίων κειμένων: όπως αυτός αντιπαραβάλλει χειρόγραφα και παραδεδομένους

κώδικες, ώστε να αποκρυσταλλώσει την, κατά την κρίση του, ορθότερη και

γνησιότερη γραφή του αρχαίου κειμένου, έτσι και ο Νικόλαος Πολίτης, συνέκρινε

τις ευρισκόμενες παραλλαγές καθενός δημοτικού τραγουδιού και αποκαθιστούσε

την, κατά την άποψή του, εντελέστερη μορφή, αντλώντας όμως αυστηρά από το

ευρισκόμενο υλικό των παραλλαγών και χωρίς να παρεμβάλλει προσωπικές του

298
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 134-136.

139
δημιουργίες φράσεων ή στίχων, όπως έκανε ο Ζαμπέλιος ή και άλλοι εκδότες

δημοτικών τραγουδιών. Άλλωστε, ο ίδιος ο Πολίτης εκθέτει σαφώς τη μέθοδό του

και ο Αποστολάκης μεταφέρει και στο δικό του κείμενο αυτολεξεί τις φράσεις από

την Εισαγωγή του Νικολάου Πολίτη στις «Εκλογές»:

«Η εργασία μου είναι ως η του εκδότου φιλολογικού κειμένου, όστις επί τη βάσει των

εν τους χειρογράφοις γραφών το επεξεργάζεται, περιοριζόμενος εις μόνην την

αποκατάστασιν (recensio) και μη αποτολμών διόρθωσιν (emendation). Διά τον λόγον

τούτον εις τα τραγούδια, των οποίων δεν είχον πολλάς παραλλαγάς, παρέμεινον

ατέλειαι ως λ.χ. χασμωδίαι ή μετρικά σφάλματα . η επανόρθωσις τούτων ήτο βεβαίως

ευκολωτάτη, αλλ’ όχι ως νομίζομεν και επιτετραμμένη».299

Υπάρχει, ωστόσο, μία βασική διαφορά ανάμεσα στην αποκατάσταση ενός

λόγιου και προσωπικού κειμένου και ενός κειμένου, που είναι συλλογικό και

προφορικό δημιούργημα. Αυτήν τη διαφορά, όπως στη συνέχεια θα δούμε,

αισθανόμαστε ότι τη νιώθει ο Αποστολάκης και τη θεμελιώνει σε συγκεκριμένο

επιχείρημα και εδώ θα κάνουμε μία – αδέξια, έστω – απόπειρα να την περιγράψουμε:

το δημιούργημα ενός συγγραφέα ενδέχεται να μην αποκρυσταλλώθηκε σε μία

οριστική μορφή (όπως, για παράδειγμα, συνέβη με ποιητικά συνθέματα του

Διονυσίου Σολωμού), οπότε ο εκδότης με βάση τις χειρόγραφες εκδοχές προσπαθεί

να αποκαταστήσει τη δυνάμει καλύτερη και λειτουργικότερη μορφή του κειμένου.

Εάν εγκύψουμε στον χώρο της αρχαίας γραμματείας (και αυτόν δείχνει να υπονοεί ο

Νικόλαος Πολίτης, χρησιμοποιώντας λατινικούς όρους, παγιωμένους στο κριτικό

υπόμνημα της έκδοσης αρχαίων συγγραφέων), ξεκινούμε από τη λογική παραδοχή

299
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 137.

140
ότι για ποικίλους λόγους, αλλά κυρίως λόγω της αναπόδραστης φθοράς του χρόνου,

ήταν αδύνατον να φτάσει στα χέρια μας το πρωτότυπο υλικό, πάνω στο οποίο

έγραψε τις τραγωδίες του ο Αισχύλος, τις κωμωδίες του ο Αριστοφάνης, την Ιστορία

του ο Θουκυδίδης, τους περίφημους διαλόγους του ο Πλάτων κ.ο.κ. Τα έργα της

κλασικής γραμματείας σώθηκαν χάρη στους αντιγραφείς, στους σχολιογράφους και

στους μεταγενέστερους φιλολόγους, που μπορεί ενίοτε να είχαν και ψευδαίσθηση

μεγαλείου και «να διόρθωναν επί τα βελτίω» τα αρχαία κείμενα, αλλά τους

οφείλουμε πολλά, γιατί τα διέσωσαν.300 Ισχύει όμως το ίδιο για τα δημοτικά

τραγούδια; Μάλλον όχι. Επειδή πρόκειται για λαϊκά δημιουργήματα, συλλογικά και

προφορικά, η κάθε καταγεγραμμένη παραλλαγή, ακόμη και αν δεχτούμε ότι είναι

οριστική, συγκροτεί μία αποκρυσταλλωμένη και χρησιμοποιούμενη εκδοχή, αλλά

συνυπάρχει και με άλλες παραλλαγές. Ο Πολίτης δείχνει να αποδέχεται ότι από τη

σύγκριση και την αντιπαραβολή των παραλλαγών, μπορεί να ανασυνθέσει το ιδανικό

κείμενο για κάθε τραγούδι. Αντίθετα, ο Αποστολάκης θεωρεί ότι κάθε παραλλαγή ως

απείκασμα της διαδρομής της λαϊκής ψυχής προς τη δημιουργία του τραγουδιού έχει

αυτάρκεια και αυτοτέλεια και, κατά τούτο, δεν είναι αισθητικά και ποιητικά σωστό

να παραλλάσσεται η λαϊκή δημιουργική δύναμη, για να αποδοθεί μία ιδανική μορφή

του τραγουδιού με όρους επιστημονικής παρέμβασης.

Ο Γιάννης Αποστολάκης, αφού αποδίδει και άλλους επαίνους στην

επιστημοσύνη και στην ευσυνειδησία του Νικολάου Πολίτη, δεν διστάζει,

δικαιολογώντας την εκφρασμένη πεποίθησή του για την αξία της αρνητικής κριτικής,

να διατυπώσει και το αντιρρητικό του επιχείρημα. Ας παρακολουθήσουμε τόσο τον

έπαινο, συνυφασμένο με το βιοθεωρητικό μόρφωμα του Αποστολάκη για την

300
Βλ. σχετικά, το έργο αναφοράς των L. D. Reynolds και N. G. Wilson, Αντιγραφείς και φιλόλογοι. Το
ιστορικό της παράδοσης των κλασικών κειμένων, μετάφραση: Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, Αθήνα,
ΜΙΕΤ, 2001.

141
επιστήμη ως έκφραση υπερύψωσης της ύπαρξης και βαθύτερης ψυχικής διεργασίας,

όσο και την αντίρρηση:

Μονάχα ο Πολίτης από τους συλλέχτες και τους μελετητές της δημοτικής μας ποίησης

νοιάστηκε να ορίση τον τύπο του κάθε τραγουδιού και γύρεψε να συνάξη όλες τις

σχετικές παραλλαγές του . τέλος πρώτος ο Πολίτης μας άνοιξε τα μάτια στις διάφορες

ατέλειες των παραλλαγών και ξεχωριστά στη σπουδαιότερη – στο συμφυρμό, στο

ανακάτωμα του ενός τραγουδιού με το άλλο. Τίποτε άλλο να μη μας μάθαινε, φτάνουν

αυτά μονάχα να του εξασφαλίσουν ξεχωριστή και υψηλή θέση απλησίαστη από τους

άλλους μελετητές του δημοτικού τραγουδιού.

Αλλά το έργο του έχει πολύ μεγαλύτερη αξία, επειδή ο Πολίτης ήτανε

επιστήμονας στη σωστή σημασία της λέξης. Έτσι η επιστήμη ήτανε γι’ αυτόν συνολική

ύψωση του είναι του, ήτανε το μέσο για να ζωντανέψη τους βαθύτερους πόθους της

ψυχής του, μέσο δημιουργημένο από την ίδια του την ψυχή κ’ όχι διαλεγμένο έτοιμο

από πολλά άλλα, όπως γίνεται τις περισσότερες φορές.301

[…] Ως τόσο νομίζω πως η μέθοδος του Πολίτη μ’ όλα της τα καλά δεν είναι σωστή

για τα τραγούδια. Όπως οι συλλογές του Ζαμπέλιου και του Χρηστοβασίλη302 δε μας

ευχαριστούν, έτσι και οι «Εκλογές» του Πολίτη δε μας αναπαύουν. Βέβαια οι αφορμές

που έχουμε για την καθεμιά συλλογή είναι διαφορετικές, και όσο κ’ αν για τις

«Εκλογές» δεν πρέπει να λησμονήσουμε ό,τι είπα και παραπάνω, πως είναι η μοναδική

επιστημονική εργασία για τα τραγούδια μας, όμως το τελικό συμπέρασμα από τη μελέτη

301
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 139.
302
Ο Αποστολάκης αναφέρεται, χωρίς πάντως να παραπέμπει με ακρίβεια, στο: Εθνικά άσματα 1453-
1821: Συλλογή και επιμελεία και προσθήκη ιστορικών σημειώσεων. Υπό Χ. [= Χρήστου] Χρηστοβασίλη,
Εν Αθήναις, Εταιρεία «Ελληνισμός» - Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων «Ανέστη
Κωνσταντινίδου», 21902.

142
τους είναι το ίδιο και στις τρεις συλλογές: δισταγμός και υποψία για τα συμπληρωμένα

ή ταιριασμένα τραγούδια.303

Ο Αποστολάκης, συνεχίζοντας, παρουσιάζει ευκρινώς τον λόγο, εξαιτίας του

οποίου διάκειται αρνητικά προς τις «Εκλογές» του Νικολάου Πολίτη: η συνένωση

εκφράσεων και εικόνων, προερχομένων από διάφορες παραλλαγές και

εναρμονισμένων στην κειμενική μορφή της αρτιότερης και «καλύτερης» εκδοχής

καθενός τραγουδιού, οδήγησε σε αισθητικό αδυνάτισμά του, που οφειλόταν, κυρίως,

στην περιττή και δυσλειτουργική συνύπαρξη ισοδύναμων μοτίβων:

Όπως όμως είναι ταιριασμένα τα τραγούδια στις «Εκλογές», μοιάζει ο Πολίτης να μην

έδωσε μεγάλη προσοχή στην έκφραση. Έτσι βρίσκουμε ενωμένα και ταιριασμένα

κομμάτια από διάφορες παραλλαγές, που δεν πάνε μαζί από την αισθητική τους τη

μεριά . δηλαδή είναι αταίριαστα. Η αδιαφορία αυτή του Πολίτη να ορίση την αισθητική

σημασία και την έκφραση στα κομμάτια, που έπαιρνε από διάφορες παραλλαγές και τα

ταίριαζε, έκαμε μεγάλο κακό. Κατά την ιδέα μου ένας τέτιος ορισμός έπρεπε να ήτανε

από τα πρώτα πράματα, που χρειαζόταν να κάμη ο μελετητής του δημοτικού

τραγουδιού προτού μπη στο ταίριασμά τους. Μαζί με τη λογική, με την ιστορική κ.τ.λ.

εξέταση έπρεπε να πάη πλάι και η αισθητική εξέταση.304

[…] Ο Πολίτης λοιπόν σαν ταίριαζε τα τραγούδια, φαίνεται να μη λογάριασε

διόλου τα ισότιμα μοτίβα, την ισοδύναμη έκφραση . θέλοντας λοιπόν να παρουσιάση το

τραγούδι όσο γίνεται με αρτιώτερο νόημα δεν προσέχει και παίρνει πολλές φορές

ισότιμα μοτίβα από διάφορες παραλλαγές και τα βάζει το ένα κοντά στο άλλο. Έτσι το

ίδιο νόημα, το ίδιο περιστατικό, μ’ ένα λόγο, κάτι που ειπώθηκε πριν, ξαναγυρίζει
303
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 145.
304
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 146-147.

143
πάλι, το ακούμε το ίδιο για δεύτερη φορά χωρίς καμμιάν ανάγκη, πράμα που

αδυνατίζει τη ζωντάνια του ταιριασμένου τραγουδιού και υψώνει την αξία της

δημοτικής παραλλαγής.305

Ο Αποστολάκης πιστεύει ότι κάθε παραλλαγή ενός δημοτικού τραγουδιού,

εφόσον είναι γνήσια και όχι πειραγμένη από ποικίλες παρεμβάσεις του εκάστοτε

εκδότη, είναι απόσταγμα και κορύφωση της ψυχικής διεργασίας προς το

καλλιτεχνικά υψηλό, διεργασίας συντελεσμένης στον πυρήνα της λαϊκής κοινότητας.

Θεωρεί, επομένως, ότι η στρατηγική του Πολίτη δεν απέδωσε με ακρίβεια τα

δημοτικά τραγούδια ως καθρεφτίσματα της καλλιτεχνικής δύναμης της λαϊκής

ψυχής, γιατί αυτό το στοιχείο αποτυπώνεται και διασώζεται σε κάθε γνήσια

παραλλαγή ενός τραγουδιού και όχι στη συνθεμένη από όλες τις παραλλαγές του

μορφή, η οποία, συχνά, παρουσιάζει αισθητική δυσλειτουργία. Ας

παρακολουθήσουμε, δειγματοληπτικά, ευάριθμες κριτικές αποτιμήσεις του

Αποστολάκη, που αφορούν συγκεκριμένα τραγούδια των «Εκλογών» του Νικολάου

Πολίτη:

-Στο τραγούδι της «μάννας του ξενιτεμένου» (Εκλογ. αρ. 165) τα σημάδια του γιου,

που λέει η μάννα στους διαβάτες όταν της τα γυρεύουν, ζωγραφίζουνται έτσι στη

συλλογή του Πολίτη (στίχ. 21-23)

«Ψηλό λιγνό έχει το κορμί ίσιο σαν κυπαρίσσι

σα δυο βουνά είναι οι πλάτες του, σαν κάστρο η κεφαλή του

σα νεραντζούλα φουντωτή φουντώνουν τα μαλλιά του»

305
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 150.

144
[…] Η μορφή του νειου, που ανασταίνεται έτσι στη φαντασία, δεν ταιριάζει με την

πραγματική εμπειρία, καλά καλά ούτε και με τη λογική είναι σύμφωνο. Επειδή δε

μπορεί κανείς να φανταστή άνθρωπο με λιγνό κορμί μαζί όμως και με πλάτες σα δυο

βουνά, όπως τον ζωγραφίζουν οι στίχοι του Πολίτη. Τα δυο αυτά σημάδια δεν πάνε

μαζί, δεν είναι δηλαδή και τα δυο του ίδιου αισθητικού τύπου, παρά δείχνουν σε δυο

ξεχωριστούς τύπους πλασμένους και τους δυο από τη φαντασία για τη μορφή του νειου.

Κι’ αληθινά αν εξετάσουμε τις δημοτικές παραλλαγές, καμμιά δε βάζει μαζί τα

σημάδια, που δίνει ο Πολίτης για τη μορφή του νειου.306

-«Το δρόμο οπού πέρασα δεν τον ξαναδιαβαίνω

θα πάω στης Άρνης τα βουνά, στης Αρνησιάς τη βρύση

κ’ έχω τη γης για στρώματα, σεντόνια έχω το χώμα

και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα

και πίνω τ’ ωριοστάλαχτο της πλάκας το φαρμάκι»

Παραπάνω είδαμε από ποιες παραλλαγές πήρε ο Πολίτης και ταίρειασε τους

στίχους, φοβάμαι όμως πως εδώ δεν πέτυχε στο ταίρειασμά τους. Οι στίχοι, που

μπήκαν για να φτιάξουν το τραγούδι, οι στίχοι δηλαδή που μνημονεύουν ταξίδι του

νεκρού στα βουνά της Άρνης και οι άλλοι που μιλούν για τη ζωή του στο χώμα

εκφράζουν στο βάθος το ίδιο πράμα, τον παντοτεινό δηλαδή χωρισμό τού πεθαμένου

από τους ζωντανούς και γι’ αυτό δε χρειάζουνται όλοι να μπούνε. Ο Πολίτης έπρεπε να

διαλέξη ή το ταξίδι του νεκρού στα βουνά της Άρνης ή τη ζωή του στο χώμα και στη γη

από κάτω, μια δηλαδή από τις δυο εικόνες που έπλασε η φαντασία του λαού, και όχι να

μεταχειριστή και τα δυο μαζί. Οι σχετικές δημοτικές παραλλαγές απ’ αυτή τη μεριά

306
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 151-152.

145
είναι σωστές. Έχουνε ή το ένα ή το άλλο μοτίβο, όχι όμως και τα δυο μαζί . θα ήτανε

αλλιώς για τη φαντασία του λαού βαρετή ταυτολογία.307

-«Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνούς κι’ αράπηδες κουρσάρους,

οι κάμποι επρασινίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν.

άρχισε να τους διαμετράη, διαμετρημούς δεν είχαν».

[…] οι τρεις αυτοί στίχοι δεν ενώνουνται όλοι σ’ ένα αισθητικό σύνολο, όπως θα

ήτανε σωστό, παρά ο αισθητικός συμβολισμός του ενός στίχου υψώνεται αταίριαστος

με το συμβολισμό του άλλου. Και ήταν φυσικό να γίνη ένα τέτοιο πράμα, αφού οι

σχετικοί στίχοι στις διάφορες δημοτικές παραλλαγές, απ’ όπου τους μάζωξε ο Πολίτης,

είχαν όλοι τον ίδιο σκοπό, να ζωγραφίσουν δηλαδή το πλήθος από εχθρούς, μ’ άλλα

λόγια ήτανε ισότιμα μοτίβα.308

-Οι στίχοι της αρχής [αναφέρεται στο ακριτικό τραγούδι «Ο Γιάννης αιχμάλωτος»

(Εκλ. αρ. 71)] που ζωγραφίζουν το Γιάννη πληγωμένο:

«Κάτου στην άσπρη πέτρα και στο κρύο νερό

εκεί κείτεται ο Γιάννος, τ’ Ανδρονίκου ο γιος

κομμένος και σφαμένος κι’ αναγνώριστος.

Το αίμα του σαν βρύση χύνονταν στη γης

και γιατρεμό δεν είχεν η βαθιά πληγή»

δεν κυλούν εύκολα. Όταν δηλαδή τους διαβάζεις σταματάς ήσυχος στο τέλος του τρίτου

στίχου . δεν έχεις πια τίποτε άλλο να μάθης για την κατάσταση του πληγωμένου. Το

επίθετο «ανεγνώριστος» καθώς έρχεται ύστερα από τα επίθετα «κομμένος» και

«σφαμένος» παρασταίνει το δυνατώτερο βαθμό της ζωντάνιας, όπου έφτασε ο

δημοτικός ποιητής θέλοντας να μας πη το πώς βρισκότανε ο πληγωμένος. Ύστερα από

ένα τέτοιο στίχο τι γυρεύουν ο 4 και ο 5 στίχος. Αντί να συνεχίζουν τη διήγηση εκεί που
307
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 154-155.
308
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 169.

146
την έφτασε ο τρίτος στίχος, την ξαναφέρνουν πάλι στην αρχή: Και είναι φυσικό να

κάμουν ένα τέτιο πράμα, μια και οι δύο εκείνοι στίχοι, όπως φαίνεται από τις

δημοτικές παραλλαγές, είναι στο βάθος ισότιμα μοτίβα με τον τρίτο στίχο. […] Για

κείνο λοιπόν δεν χρειάζουνται διόλου στο ταίριασμα του Πολίτη . ας αφήσουμε πια

που είναι κάπως αστείο να ελπίζουμε γιατρειά για άνθρωπο, που τον ξέρουμε κομένο,

σφαμένο κι’ ανεγνώριστο.309

Μάλλον δεν χρειάζεται η περαιτέρω παράθεση παραδειγμάτων της κριτικής

του Αποστολάκη. Πάντως, η αταλάντευτη ροπή του Αποστολάκη προς την αρνητική

κριτική ως δημιουργική και χρήσιμη, αλλά και η απόλυτη προσήλωσή του προς την

έκφραση αμερόληπτης – κατά την κρίση του – γνώμης, ενισχύεται ως προς την

κριτική, που άσκησε προς τον Νικόλαο Πολίτη, και από ορισμένα βιογραφικά

στοιχεία. Ο Νικόλαος Πολίτης (1852-1921) ήταν, ως γνωστόν, θείος του Γιάννη Μ.

Αποστολάκη και η κοινή λογική λέει ότι ως ιδρυτής του Λαογραφικού Αρχείου της

Ακαδημίας Αθηνών (ιδρύθηκε το 1918)310 συνέβαλε στην πρόσληψη του ανιψιού

του στο Λαογραφικό Αρχείο, στο οποίο ο τελευταίος εργάστηκε επί οκτώ χρόνια

(1918-1926), έχοντας προφανώς πρόσβαση και σε αδημοσίευτο τότε υλικό για τα

δημοτικά τραγούδια, που το αξιοποίησε στη σχετική έρευνά του. Αυτό όμως δεν

εμπόδισε τον Αποστολάκη να εκφράσει μεν την εκτίμησή του προς το έργο και την

προσωπικότητα του Νικολάου Πολίτη, αλλά και να κρίνει αρνητικά τη μέθοδο του

τελευταίου ως προς τη διαμόρφωση του κειμένου των δημοτικών τραγουδιών. Επί

της ουσίας, εγκαλεί τον Πολίτη, επειδή η επιστημονική ιδιότητα του τελευταίου

309
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 177-178.
310
Βλ. Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης και το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας [= Πρακτικά
Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου], τόμοι Α΄ και Β΄, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 2012.

147
κυριάρχησε κατά την σύνταξη των «Εκλογών», επειδή, δηλαδή δεν λειτούργησε ως

επιστήμονας και συνάμα ποιητής, όπως το θεωρητικό μόρφωμα του Αποστολάκη

απαιτούσε. Άλλωστε, ο Αποστολάκης υπογραμμίζει με σαφήνεια ότι

στη δουλειά του ο Πολίτης τράβηξε εμπρός με την πρόσθεση κομματιών, με τη βοήθεια

δηλαδή της ξερής λογικής και όχι μ’ εκείνη την πρωταρχική δημιουργική σύνθεση της

ψυχής, που μπορεί το ίδιο πράμα να το φανερώση με χίλιους δυο τρόπους, με μια λέξη

και μ’ εκατό.311

Ο ρομαντικής κοπής ιδανισμός του Αποστολάκη, που εμπεριέχει την

αγωνιώδη ψυχική διεργασία ως προϋπόθεση της επιστημονικής αλλά και της

καλλιτεχνικής έκφρασης (αυτά τα δύο επίπεδα είναι, όπως είδαμε, αξεχώριστα και

συνταυτιζόμενα στη συγγραφική του θεωρία), ενδεχομένως να μην ενέχει ως

υπόβαθρο διαμόρφωσης μόνο τη μαθητεία του στον γερμανικό ιδεαλισμό και στις

ιδέες του Τόμας Καρλάυλ, αλλά να επηρεάστηκε και από διάφορα φιλοσοφικά

μορφώματα, που είχαν εισαχθεί στο νεοελληνικό πνευματικό πεδίο από τις αρχές του

εικοστού αιώνα, όπως ήταν η θεωρία του Ανρί Μπερξόν για την intuition (=

ενόραση). Ο Νίκος Καζαντζάκης, επεξηγώντας το 1912 τις απόψεις του σημαντικού

γάλλου στοχαστή, σημειώνει, μεταφέροντας λόγια του Μπερξόν:

Σε μια συνέντευξη που έδωσε ο Μπέρξονας τώρα τελευταία λέει: «Η φιλοσοφία, όπως

την αντιλαμβάνομαι, συγγενεύει περισσότερο με την Τέχνη παρά με την Επιστήμη. Η

Επιστήμη δίδει ατελή ή μάλλον κομματιασμένη εικόνα της πραγματικότητας, την

311
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 164.

148
αντιλαμβάνεται κατ’ ανάγκην σε σύμβολα πλαστά. Η Τέχνη όμως και η Φιλοσοφία

έχουν κοινή βάση: κι οι δυο τους στηρίζονται στη διαίσθηση.312

Βάσιμα υποθέτουμε ότι ο Αποστολάκης θα έλεγε ότι και οι τρεις, όχι μόνον η Τέχνη

και η Φιλοσοφία αλλά και η Επιστήμη, πρέπει να βασίζονται στην ψυχική διεργασία

προς το απόλυτο, η οποία συνδέεται με τη διαίσθηση και την ενόραση του Μπερξόν.

Δεν υπονοούμε ότι ο Γιάννης Αποστολάκης επηρεάστηκε ευθέως από τον Μπερξόν,

μεταφέροντας απόψεις του φιλοσόφου στο δικό του θεωρητικό μόρφωμα, αλλά ότι

είναι πιθανό να επηρεάστηκε από το γενικότερο πνευματικό κλίμα των αρχών του

εικοστού αιώνα, που, όσον αφορά το νεοελληνικό πολιτισμικό πεδίο, είχε προσλάβει

τις θέσεις και του Μπερξόν με όρους αξιοσημείωτης αποδοχής,313 ενώ είναι

χαρακτηριστικό ότι τόσο η ευρωπαϊκή314 όσο και η ελληνική διανόηση315 της

συγκεκριμένης εποχής δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τον γάλλο φιλόσοφο «ποιητή»,

ενώ ας μη λησμονούμε ότι και ο Γιάννης Αποστολάκης απαιτούσε από τον φιλόλογο

- επιστήμονα να είναι ποιητής, κατά την εκδίπλωση της κριτικής και επιστημονικής

του ιδιότητας.

Η αναλογία, πάντως, ανάμεσα στον θεωρητικό λόγο του Αποστολάκη, του

οποίου βασικά σημεία ψηλαφήσαμε, και σε ορισμένες απόψεις του Ανρί Μπερξόν

είναι εντυπωσιακή. Το ακόλουθο απόσπασμα, σε μετάφραση του Νίκου


312
Νίκος Καζαντζάκης, «H. Bergson», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τόμος Β΄, (Οκτώβριος) 1912,
σ. 331. Η μελέτη του Καζαντζάκη, η οποία εκτείνεται στις σελίδες 310-334 του προαναφερομένου
τόμου του περιοδικού, τυπώθηκε και σε ανάτυπο: Αθήνα, Τυπογραφείο Μάισνερ και Καργαδούρη,
1912.
313
Βλ. Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, «Ο απόηχος της Évolution créatrice του Bergson στην κίνηση των
ιδεών στη Γαλλία και η υποδοχή του φιλοσόφου στην Ελλάδα», Σύγκριση, τχ. 20, Φεβρουάριος 2010,
σ. 181-193.
314
Βλ. Bertrand Russell, «The Philosophy of Bergson», The Monist, τχ. 3, Ιούλιος 1912, σ. 231-347.
315
Βλ. ενδεικτικά, Ε. Καραπαναγιώτης, «Η φιλοσοφία του Μπέρξων», Ο Νουμάς, τχ. 500, 9
Φεβρουαρίου 1913, σ. 29-30.

149
Καζαντζάκη, 316 αντλήθηκε από τη βασική μελέτη του Μπερξόν για το γέλιο και την

έννοια του κωμικού, της οποίας η νεοελληνική μετάφραση εκδόθηκε το 1914:

Ποίον είναι το αντικείμενον της τέχνης; Αν η πραγματικότης ήγγιζεν απ’ ευθείας τας

αισθήσεις μας και την συνείδησίν μας, αν ημπορούσαμεν να επικοινωνήσωμεν απ’

ευθείας με τα πράγματα και τους εαυτούς μας, τότε, είμαι βέβαιος η τέχνη θα ήταν

περιττή, ή μάλλον όλοι θα είμεθα καλλιτέχναι, διότι η ψυχή μας θα εκραδαίνετο τότε

ακαταπαύστως αρμονικά με την φύσιν. […] Θα ηκούομεν να τραγουδή εις το βάθος

της ψυχής μας μουσική κάποτε εύθυμη και συχνότερα θλιμμένη, πάντοτε όμως

πρωτότυπη, αδιάκοπη μελωδία της εσωτερικής μας ζωής.[…] Μεταξύ της φύσεως και

ημών – τι λέγω – μεταξύ ημών και της ιδίας μας συνειδήσεως ένας πέπλος

παρεμβαίνει, πέπλος πυκνός διά τους κοινούς ανθρώπους, λεπτός όμως και σχεδόν

διαφανής διά τον καλλιτέχνην και τον ποιητήν.317

Ο κραδασμός της ψυχής, η επαφή με την αγνή φύση, η πρωτότυπη μελωδία

της εσωτερικής ζωής, η υπεροχή του ποιητή έναντι του κοινού, συνηθισμένου,

ανθρώπου, δεν απουσιάζουν, όπως διαπιστώσαμε, και από τη θεωρητική αναζήτηση

του Αποστολάκη για τη σημασία και τον ρόλο της «ποίησης στη ζωή μας».

Ανεξαρτήτως, πάντων, των επιρροών, που ασκήθηκαν στον Αποστολάκη κατά τη

διαμόρφωση των θεωρητικών του θέσεων, τις οποίες αξιοποίησε και ως γνώμονα της

κριτικής πρακτικής του, είναι σαφές το επιχείρημά του και η αντιρρητική του άποψη

ως προς τον τρόπο που ο Νικόλαος Πολίτης εργάστηκε, για να διαμορφώσει τις

316
Για ορισμένα σημεία σύνδεσης του Νίκου Καζαντζάκη με τον Μπερξόν, βλ. και Δημήτρης
Κόκορης, Ο Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση, κριτική πρόσληψη, ό.π.,
σ. 42-48.
317
Η. Bercson [αντί του σωστού: Bergson], Το γέλοιο, μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης, Αθήνα,
Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1914, σ. 91-92.

150
«Εκλογές». Από την άλλη πλευρά, ο Αποστολάκης υπογραμμίζει τη σαφή υπεροχή

του Πολίτη ως επιστήμονα, συλλέκτη και εκδότη δημοτικών τραγουδιών,

συγκρίνοντάς τον με τους άλλους συλλέκτες – εκδότες, γι’ αυτό αφιερώνει σε αυτόν

ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του,318 στο οποίο, χωρίς να αναιρεί το βασικό

αντιρρητικό του επιχείρημα προς τη μέθοδο του Πολίτη, εξαίρει το έργο του

τελευταίου ως «γέννημα ψυχής, που δε στάθηκε κλεισμένη στο είδος, στο μέρος,

παρά ζήτησε να συλλάβει το σύνολο»,319 ενώ, επιπρόσθετα, τον χαρακτηρίζει

άνθρωπο «που δεν τον τράβαγαν τα χρήματα και το υλικό κέρδος παρά γύρευε να

ζήση ανώτερη ζωή», οπότε με δεδομένη την επιστημονική του δεινότητα, «μόνο στη

φιλολογία θα μπορούσε να βρη τον πόθο του». 320 Κατά μία έννοια, ο Αποστολάκης

κρίνει τον Πολίτη, χρεώνοντάς του μεν την έλλειψη συνταυτισμού επιστημονικής και

ποιητικής ιδιότητας (ο απορρέων από τις θεωρητικές θέσεις του Αποστολάκη

συνταυτισμός δικαιώνει την «ανώτερη ζωή» του επιστήμονα - κριτικού), ωστόσο,

και παρά τη διαφωνία με τον τρόπο που εξέδωσε ο Πολίτης τα δημοτικά τραγούδια,

αναγνωρίζει και την αξία του, αφού συσχετίζει το έργο του μείζονος λαογράφου και

φιλολόγου «με την εσωτερική ζωή του ανθρώπου, και με το ιδανικό του».321

Βασικός στόχος της εργασίας μας τέθηκε η διακρίβωση των θεωρητικών

απόψεων και της κριτικής πρακτικής του Γιάννη Αποστολάκη, οπότε η διεξοδική

κριτική πρόσληψή των θέσεών του ξεπερνά τον στόχο μας. Παρόλα αυτά, θα

μπορούσαμε να εγκύψουμε στη βιβλιοκρισία του Ιωάννου Συκουτρή για Τα δημοτικά

318
Βλ. «Ο Πολίτης», στο: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές,
ό.π., σ. 274-325. Το εν λόγω κεφάλαιο αναδημοσιεύτηκε επτά χρόνια μετά από τον θάνατο του
Αποστολάκη στο περιοδικό Νέα Εστία. Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ο Πολίτης», Νέα Εστία, τχ.
643, 15 Απριλίου 1954, σ. 518-521.
319
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 277.
320
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 290.
321
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια, Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, ό.π., σ. 324.

151
τραγούδια του Γιάννη Αποστολάκη, η οποία συγκροτεί δείγμα νηφάλιας και δίκαιης

κριτικής και προέρχεται από έναν σπουδαίο φιλόλογο.322 Ο Συκουτρής δεν ενέκρινε

την εμπαθή υφολογική ένταση και τον απόλυτο κριτικό τρόπο του Αποστολάκη,

αλλά του αναγνώρισε οξυδέρκεια και ορθότητα ως προς ορισμένες εκτιμήσεις του.

Παρεμπιπτόντως, ας σημειώσουμε ότι η άποψη του Συκουτρή για τη σχέση

φιλολογικής επιστήμης και ζωής δεν διαφορίζεται από τους βασικούς άξονες

ομόλογων εκτιμήσεων του Αποστολάκη, τις οποίες σκιαγραφήσαμε. Αυτό δεν

ανιχνεύεται στη συγκεκριμένη βιβλιοκρισία, αλλά εάν μελετήσουμε το εναρκτήριο

μάθημα του Συκουτρή ως υφηγητή της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών, που δόθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1931 υπό τον τίτλο

«Φιλολογία και ζωή»,323 θα διαπιστώσουμε πως ο διαπρεπής κλασικός φιλόλογος

διατείνεται ότι ο φιλόλογος «χρειάζεται πλουσίαν συναισθηματικότητα εν

συνδυασμώ προς λεπτήν διάνοιαν, δια να ζη όχι μόνον τας αντικειμενικάς αληθείας,

αλλά και τας αληθείας της αμέσου ζωής, εκείνας που ονομάζουν οι Γάλλοι vérités de

cœur»,324 ενώ, επιπρόσθετα – ο φιλόλογος, πάντα – «δανείζει εις τις σκιές του

παρελθόντος αίμα από την καρδίαν και φωνή από τα στήθη του, διά να προσφέρουν

ζωντανήν και γόνιμον την συναναστροφήν των εις την σύγχρονον πνευματικήν

ζωήν».325

Η εξίσωση φιλολογικής ερμηνείας και καλλιτεχνικής αναδημιουργίας,326 που

προτείνει ο Συκουτρής, μάλλον θα εύρισκε σύμφωνο και τον Γιάννη Αποστολάκη.

322
Βλ. Ιωάννης Συκουτρής, «Γιάννη Αποστολάκη, Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄ Οι συλλογές.
Αθήναι 1929», Byzantinisch – Neugriechisshe Jahrbucher, τ. 7, 1928-1929, σ. 499-514. Το κείμενο και
στο: Ιωάννης Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, Αθήναι, Εκδόσεις του Αιγαίου, 1956, σ. 189-202, καθώς
και στο: Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, Αθήνα, Κάκτος, 1997, σ. 696-715.
323
Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, ό.π., σ. 469-511.
324
Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, ό.π., σ. 501 (verities de cœur = αλήθειες της καρδιάς).
325
Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, ό.π., σ. 502.
326
Το σημειώνει επί λέξει, βλ. Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, ό.π., σ. 502.

152
Στη βιβλιοκρισία του, βέβαια, ο Συκουτρής διαπιστώνει την έλλειψη συγγραφικής

προσπάθειας, ώστε «ο όγκος των γενικών και λεπτομερειακών παρατηρήσεων να

συστηματοποιηθή και συναρμολογηθή εις ενότητας οργανικάς». 327 Παρότι επαινεί

και την οξυδέρκεια και την ορθότητα βασικών παρατηρήσεων του Αποστολάκη ως

προς τις συλλογές δημοτικών τραγουδιών του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και του

Νικολάου Πολίτη, επιβεβαιώνει τη λειτουργία του Αποστολάκη ως κριτικού της

άρνησης, σημειώνοντας όμως (και σωστά) ότι «η κριτική, όπως και κάθε άρνησις,

αξίαν αποκτά μόνον όταν εν ονόματι μιας θέσεως διεξάγεται ή όταν αφήνη

τουλάχιστον να διαφαίνεται η θέσις αύτη».328

4.3. «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς». Η κριτική στη συλλογή του

Παναγιώτη Αραβαντινού

Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν η προτροπή του Συκουτρή προς τον Αποστολάκη για

σαφή διαμόρφωση μιας θέσης ως προς το θέμα πραγμάτευσης, θέσης που θα ερχόταν

ως επιστέγασμα και οργανικό συμπλήρωμα της κριτικής άρνησης, εισακούστηκε.

Πάντως, το επόμενο δημοσίευμα του Αποστολάκη για το δημοτικό τραγούδι, στο

οποίο ο συγγραφέας καταπιάνεται με «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», 329 απολήγει

σε μία θέση, αφού προηγουμένως έχει διεξέλθει το στάδιο της λεπτομερούς κριτικής

άρνησης.

Στην εισαγωγική παράγραφο του κειμένου του, ο Αποστολάκης είναι

απολύτως σαφής, σκιαγραφώντας και πάλι τις συντεταγμένες της δικής του εργασίας

ως προς την έκδοση των δημοτικών τραγουδιών:

327
Ιωάννης Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, ό.π., σ. 190.
328
Ιωάννης Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, ό.π., σ. 198.
329
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», ανάτυπο εκ του πέμπτου τόμου της
Επετηρίδος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1940.

153
Όσο εξετάζω τις διάφορες συλλογές ολοένα και περισσότερο βεβαιώνομαι

πόσο απαραίτητη είναι η κριτική των κειμένων. Έχω βρη κιόλας ’ς τη μελέτη μου τόσο

πολλούς πλαστούς στίχους και τραγούδια χαλασμένα απ’ τη διόρθωση, που αν δεν είχα

το νου μου ’ς άλλα ζητήματα του δημοτικού τραγουδιού, θα μπορούσα μονάχα απ’

αυτά να κάμω ολάκερο βιβλίο κριτικής κειμένων των διαφόρων συλλογών. Όπως

όμως και να είναι ελπίζω γλήγορα να συνεχίσω την κριτική, που άρχισα μια φορά απ’

τις συλλογές Ζαμπέλιου, Πολίτη . το ξεκαθάρισμα του κειμένου δεν είναι σκοπός να τον

καταφρονέση ο μελετητής και, καθώς έγραφα ’ς τον πρόλογο του Α΄ τόμου σ. 10 [ενν.

στο βιβλίο Τα Δημοτικά Τραγούδια. Μέρος Α΄. Οι συλλογές – 1929], δεν είναι δουλειά

ούτ’ ενός προσώπου ούτε μιας στιγμής. Με το τραγούδι όμως της Αγιά Σοφιάς

αποφάσισα να κάμω εξαίρεση. Τραγούδι σημαντικό το ίδιο και από σημαντικώτατο

περιστατικό της ιστορίας μας γεννημένο δε νόμισα σωστό να το αφήσω να περνάη ’ς

τις συλλογές και ’ς τα στόματα του κόσμου με μορφή, που έχω πολλές αφορμές να την

υποψιάζουμαι. σε πολλά μέρη ξεχωρίζω το χέρι του διορθωτή και, όπως πάντοτε, η

διόρθωση δεν έχει γίνει για καλό του τραγουδιού.330

Βέβαια, όταν ο Αποστολάκης χάρασσε αυτές τις γραμμές, είχε ήδη γράψει

ένα «ολάκερο βιβλίο», που εκδόθηκε το 1929, για να κρίνει τις συλλογές δημοτικών

τραγουδιών των Ζαμπέλιου και Πολίτη, ενώ το 1941 θα εξέδιδε και ένα ακόμη

βιβλίο, για να κρίνει τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Παναγιώτη

Αραβαντινού, όμως εδώ το βασικό είναι άλλο: με θεωρητικό έρεισμα το ότι μία

γνήσια παραλλαγή ενός δημοτικού τραγουδιού ενσωματώνει την ψυχική διεργασία

της λαϊκής κοινότητας προς το καλλιτεχνικά υψηλό και δεν πρέπει να νοθεύεται από

330
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», ό.π., σ. 1.

154
διανοούμενους από τους οποίους λείπει «ο θαυμασμός της ψυχής», 331 κατακρίνει τις

προσμείξεις και τις επεμβάσεις του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου στο κείμενο του

τραγουδιού, παρεμπιπτόντως στηλιτεύει και τον Νικόλαο Πολίτη, επειδή κράτησε

στις «Εκλογές» ορισμένα στοιχεία των παρεμβάσεων του Ζαμπέλιου, και απολήγει

στην, κατά τη γνώμη του, γνήσια παραλλαγή του τραγουδιού, την απαλλαγμένη από

κάθε είδους υστερογενείς προσθέσεις και προσμείξεις:

Αν είναι όμως να παραδεχτούμε τρίτη ξεχωριστή παραλλαγή, τότε το κείμενό

της χωρίς τα στολίδια και τα διορθώματα του Ζαμπέλιου θα ήτανε το ακόλουθο:

«Σημαίν’ ο Θεός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα πουράνια

σημαίνει κι η αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι

με τετρακόσια σήμαντρα, μ’ εξήντα δυο καμπάνες,

κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Σιμά να βγουν τα άγια κι’ ο βασιλιάς του κόσμου

Φωνή τούς ήρτ’ εξ ουρανού αγγέλων απ’ το στόμα

“Αφήτ’ αυτήν την ψαλμωδιάν, να χαμηλώσουν τ’ Άγια

και στείλτε λόγον ’ς την Φραγκιάν, να έρθουν να τα πιάσουν,

να πάρουν τον χρυσόν σταυρόν και τ’ άγιον Ευαγγέλιον

και την Αγίαν Τράπεζαν, να μη την αμολύνουν”.

Σαν τ’ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν οι εικόνες

“Σώπα, κυρία Δέσποινα, μην κλαίης, μη διακρύζης.

Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι”».332

331
Βλ. και Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 9.
332
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», ό.π., σ. 13.

155
Ο Αποστολάκης συνεχίζει και ολοκληρώνει την κριτική του ενασχόληση με

τα δημοτικά τραγούδια και την έκδοσή τους, μελετώντας ειδικότερα το κλέφτικο

τραγούδι, το οποίο θεωρούσε, όπως διαπιστώσαμε (στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας

μας) ήδη από το Η Ποίηση στη ζωή μας, κορυφαίο επίτευγμα της λαϊκής μούσας,

«άγριο σπαρτάρισμα ψυχής», «ιδανική λάμψη της ζωής μες στο σκοτάδι του

θανάτου», φανέρωμα «ψυχής ζωντανών ανθρώπων».333 Στη γνωστή γραμμή

αποκατάστασης των γνήσιων παραλλαγών, που δεν έχουν νοθευτεί από προσμείξεις

και πρωτοβουλίες των εκδοτών, κρίνει το 1941334 και την παρουσίαση ειδικά των

κλέφτικων τραγουδιών στη συλλογή ηπειρώτικων δημοτικών τραγουδιών του

Παναγιώτη Αραβαντινού,335 η οποία, βέβαια, είχε εκδοθεί δέκα χρόνια μετά τον

θάνατο του Αραβαντινού (1870) και έξι δεκαετίες πριν από τη δημοσιοποίηση της

λεπτομερούς αρνητικής κριτικής του Γιάννη Αποστολάκη. Από τις δύο πρώτες

παραγράφους του βιβλίου του, αισθανόμαστε το πώς λειτούργησε ο Αποστολάκης, ο

οποίος είναι απόλυτα ξεκάθαρος τόσο ως προς τη μέθοδό του, όσο και ως προς την –

για μία ακόμη φορά – αποσαφήνιση της θεωρητικής βάσης, πάνω στην οποία

οικοδόμησε την αρνητική κριτική του :

Η μελέτη για τα κλέφτικα τραγούδια της συλλογής Αραβαντινού είναι κριτική κειμένων,

όμοια και απαράλλαχτη στη σύνθεσή της με την περασμένη μου μελέτη των συλλογών

Ζαμπέλιου και Πολίτη. Πρόβλημα και στις δύο μελέτες είναι να ορισθή το γνήσιο

κείμενο. Όπως εκεί το ίδιο κ’ εδώ το κάθε τραγούδι εξετάζεται, αν είναι σύμφωνο με

το πνεύμα και με την τεχνική του Δημοτικού τραγουδιού, καθώς και τα δύο δένουνται

333
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 74-76.
334
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικο τραγούδι, Αθήναι, Τύποις
Αθαν. Ν. Παπασπύρου, 1941.
335
Συλλογή Δημωδών ασμάτων της Ηπείρου υπό Π. Αραβαντινού, εκδιδομένη υπό των υιών αυτού, Εν
Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Πέτρου Περρή, 1880.

156
’ς αχώριστο σύνολο, στη γλώσσα. Ο έλεγχος δηλαδή του τραγουδιού γίνεται μ’

εσωτερικούς λόγους – με λόγους της ουσίας, που δεν έχουν σχέση με τη μετρική, μ’

αισθητικές θεωρίες ή μ’ όποιαν άλλη μερική εξέταση, ιστορική, κοινωνιολογική,

γεωγραφική κτλ. που θα μπορούσε να γίνη και πρέπει να γίνεται.

Περισσότερο παρά με κάθε άλλο η κριτική των κειμένων των δημοτικών

τραγουδιών συγγενεύει με τη μελέτη της τέχνης τους, της δημιουργίας τους. Καμμία

κριτική κειμένου, αν πριν στην ψυχή δεν έχει αντιχτυπήσει η λάμψη της τέχνης τους,

αλλά και πώς θα έρθη η καλή αυτή στιγμή χωρίς την κριτική μελέτη των κειμένων;

Σφιχτοδεμένες στην ψυχή του φιλολόγου οι δύο αυτές πνευματικές λειτουργίες . το καλό

της μιας γίνεται και το καλό της άλλης.336

Κατάφαση προς την κριτική μελέτη δίδεται από τον Αποστολάκη, μόνον εάν

αυτή συνυπάρχει με τον αντίκτυπο της «λάμψης της τέχνης» των δημοτικών

τραγουδιών στην ψυχή του κριτικού. Ο συγγραφέας υπονοεί ότι η επιζητούμενη

συνύπαρξη εμφωλεύει στη δική του κριτική πρακτική, ενώ απουσιάζει από την

πρακτική των προηγούμενων συλλεκτών-εκδοτών. Δεν θα μας διαφώτιζε περαιτέρω

η παράθεση πολλών κριτικών σημείων της συλλογής Αραβαντινού. Ο κίνδυνος της

περιττής επανάληψης ελλοχεύει, γι’ αυτό θα αρκεστούμε σε δύο μόνο

χαρακτηριστικά δείγματα. Το έντονο τύπωμα, που υποδεικνύει νοθεύσεις και λόγιες

προσθέσεις, είναι επιλογή του Αποστολάκη (αλλά διατηρούμε μόνο ένα δείγμα).

Πρώτο δείγμα:

Αδέξια διήγηση του φόνου του Τσιοβάρα είναι το τραγούδι 43, σ. 38.

Μελοδραματικό προοίμιο στ. 1-7 το αρχίζει:

336
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 3.

157
«Βαρκούλα ν εκατέβαινε του Λούρου το ποτάμι

τα ρέματα ροβόλογαν και η βαρκούλα τρέχει.

Καταμεσής του ποταμιού στον πόρο του Τσιοβάρα

τα ρέματα ροβόλογαν και η βαρκούλα εστάθη

γιατί δεξιά του ποταμού, ’ς ένα δεντρί μεγάλο

ένα πουλί, μαύρο πουλί, σαν απ’ ανθρώπου στόμα,

στριγκιά φωνήν εξέβγαλε, κ’ οι λόγγοι αχολογούσαν,»

και τώρα έρχονταν ξερά τα περιστατικά του φόνου

«Καραβοκύρη, σαν θα βγης όξ’ από το ποτάμι,

διαλάλησε στην Πρέβεζα, στην Βόνιτσα, στο Βάλτο,

να μάθουν πως εσκότωσαν τον καπετάν Τσιοβάρα.

Πέρναγε ψες με δυο παιδιά στην Άρτα να πηγαίνη

κ’ εδώ καρτέρι τόκαμαν Τούρκοι Μαργαριτιώτες.337

Είκοσι βόλια τόρριξαν τα τρία τον επήραν.

τόνα τον πήρε στο μερί, τ’ άλλο στο δέξιο χέρι,

το τρίτο το πικρότερο του τρύπησε τα στήθια.

Ψιλή φωνίτσαν έβγαλε, ψιλή φωνίτσα βγάζει .

“Μαργαριτιώτες άπιστοι, νυχτοπαλληκαράδες,

εγώ αν σκότωσα πολλούς, πολλούς απ’ τους δικούς σας,

παλληκαρήσια τόκανα, δεν σκότωνα τη νύχτα .

τοξέρει όλ’ η Λάμαρη,338 ο Λούρος, το Φανάρι”».

337
Το Μαργαρίτι ήταν και είναι χωριό, που απέχει είκοσι, περίπου, χιλιόμετρα από την Πάργα
Πρεβέζης.

158
Από τεχνική του κλέφτικου τραγουδιού ούτε σημάδι. Τα τρία βόλια, που

πλήγωσαν τον Τσιοβάρα θυμίζουν βέβαια το συνηθισμένο μοτίβο περιγραφής κ’

έντασης μαζί του αριθμού 3, το μεταχείρισμά του όμως εδώ είναι περιττό, αφού μια

φορά και περιγραφή και ένταση υπάρχει. Ο 13 στίχος περιγράφει «είκοσι βόλια

τόρριξαν» και αποκορυφώνει «τα τρία τον επήραν» . το ίδιο πράμα δεύτερη φορά δε

χρειάζεται να γίνη. Ύστερα και η αλλαγή στο ρήμα «τον πήρε» στ. 14 «του τρύπησε» στ.

15 δείχνει απειρία της δημοτικής τεχνικής. Με την αλλαγή χαλαρώνουν οι εσωτερικοί

δεσμοί του ζωντανού συνόλου, που με πόθο και με κόπο πλάθει ο ποιητής, δημοτικός

και μη, από τα χίλια δυο τυχαία περιστατικά της στιγμής. Το καινούριο ρήμα φέρνει στη

μέση καινούρια πράξη, δε δυναμώνει εσωτερικά την παλιά . πρόσθεση αναπληρώνει την

ένταση. Ο 16 πάλι στίχος

«ψιλή φωνίτσαν έβγαλε, ψιλή φωνίτσα βγάζει»

μπορεί βέβαια να φέρη στο νου το δημοτικό τραγούδι, δεν έχει όμως την ίδια ψυχική

σημασία παρά χρησιμεύει να συμπληρώση όπως όπως τη διήγηση των περιστατικών

του φόνου. Η ψιλή φωνίτσα ή φωνούλα, που ακούγεται από τον ετοιμοθάνατο κλέφτη

στο τέλος του τραγουδιού

Passow 61

«ψιλή φωνούλα έβγαλε σαν παλληκάρι πούταν

338
Λατινογενής ονομασία (mare = θάλασσα) κοιλάδας, που βρίσκεται στα μισά του δρόμου Πρέβεζας
– Άρτας.

159
“Πού είσαι καλέ μ’ 339 αδερφέ και πολυαγαπημένε;

Γύρισε πίσω, πάρε με, πάρε μου το κεφάλι,

να μην το πάρ’ η παγανιά και ο Ιουσούφ Αράπης

και μου το πάη στα Γιάννινα τ’ Αλή πασσά του σκύλου”»,

(βλ. Passow 84, 102 κ.τ.λ.) φανερώνει τον τρόμο μήπως και δε γίνη η μεγάλη έγνοια

της ψυχής του, να γλυτώση δηλαδή το κορμί του από τα χέρια των Τούρκων. Ακοίμητη

ήταν η έγνοια αυτή της ψυχής του . ακόμη και στη βαριά και πικρή στιγμή του θανάτου

δε σβήνει παρά βρίσκει τη δύναμη να περάση το σκοτάδι, τον πόνο, και να φανερωθή.

Η «ψιλή φωνούλα» στη στιγμή του θανάτου αποκορυφώνει τον ηρωισμό του

παλληκαριού. αυτή είναι η ψυχική σημασία του στίχου:

«ψιλή φωνούλα έβγαλε σαν παλληκάρι πούταν»

ή «ψιλή φωνούλα έσυρεν όσο καν ημπορούσε».

Για βρισιές όμως και για παλλικαρισμούς σαν του Τσιοβάρα, για τα πληθωρικά

αυτά σπαρταρήματα της σάρκας, η δημοτική ποίηση έχει τη δική της έκφραση ο κλέφτης

χουγιάζει Passow 80, χουχουτίζει Passow 42, φωνάζει Passow 93.340

Αξιοποιείται και εδώ ως κριτικός γνώμονας απόρριψης η γνωστή μας ύπαρξη

ισοδύναμων μοτίβων στο εσωτερικό μιας παραλλαγής δημοτικού τραγουδιού, ενώ ο

«πόθος του ποιητή», «οι εσωτερικοί δεσμοί του ζωντανού συνόλου», η άρση πάνω

339
Ο στίχος, όπως τον αποδίδει ο Passow έχει μετρικό σφάλμα (ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, για να
αρτιωθεί ρυθμικά, εδώ απαιτεί «καλέ μου»), αλλά ο Αποστολάκης δεν το σχολιάζει, προφανώς γιατί
θεωρεί γνησιότερη την παραλλαγή του Passow από την παραλλαγή του Αραβαντινού.
340
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 4-6.

160
«από τα χίλια δυο τυχαία περιστατικά της στιγμής», η εσωτερική ενδυνάμωση, η

«μεγάλη και ακοίμητη έγνοια της ψυχής» σκιαγραφούν και πάλι το υπόβαθρο της

ποιητικής θεωρίας του Αποστολάκη, κατά την οποία μόνο το ποιητικό δημιούργημα,

είτε λαϊκό είτε λόγιο, που ενέχει τα προαναφερθέντα στοιχεία, εκπληρώνει τις

προϋποθέσεις της καλλιτεχνικής αποκορύφωσης.

Δεύτερο δείγμα:

Πεζή και κρύα έκθεση του φόνου του Κουταλίδα είναι το σχετικό τραγούδι του

Αραβαντινού 111 σ. 96

«Στο Βουλγαρέλι το χωριό ψηλά μες το Τσουμέρκο

μια πέρδικα κατάμαυρη, κλεισμένη στο κλουβί της,

μοιρολογούσε κ’ έλεγε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα

“Δεν σ’ το είπα, Γιάννη, μια φορά, δεν σ’ το είπα τρεις και πέντε

στους Τούρκους μη μπιστεύεσαι, γιατ’ είν’ οχτρός κρυμμένος

γιατί σκοτώνουν μ’ απιστιά τ’ άξια παλληκάρια.

Στα λόγια όπου σόλεγα εγέλαγες μ’ εμένα,

εγέλαγες, και μόλεγες τους Τούρκους δεν φοβάσαι,

και χήρα τώρα μ’ άφησες και καταφρονεμένη,

κι’ άφησες και μικρά παιδιά σαν μήλα μαραμένα.

Παιδί μου, πότε να σε ιδώ, να γένης παλληκάρι,

να σέρνης εις τον ώμο σου ντουφέκι καριοφίλι,

κουμπούρες εις την μέση σου, σπαθί Τουρκοβαμμένο,

να παίρνης ράχες και βουνά, δρόμους και μονοπάτια,

να βρης τον Τσέλιο Πίτασαρη, να βρης απ’ τη γενιά του,

το αίμα για να πλερωθήςτου Γιάννη Κουταλίδα,

161
το αίμα που του χύσανε στου τραπεζιού τη μέση

όντας τα παλληκάρια του ήτανε σκορπισμένα”».

Το γνήσιο δημοτικό τραγούδι θα στεκότανε στο φόνο και θ’ άφηνε έξω τα

εκδικητικά σχέδια της χήρας, που μπήκανε μόνο και μόνο, για να ειπωθούν μερικές

λεπτομέρειες, στ. 16, 17. Πρόχειρη ρητορεία είναι η τέχνη του. Η πέρδικα που

μοιρολογάει θυμίζει βέβαια το γνώριμο προοίμιο του κλέφτικου τραγουδιού, το πουλί

με την ανθρώπινη λαλιά, θυμίζει όμως και τη διαφορά. Στο κλέφτικο τραγούδι – στο

ερωτικό γίνεται κάπως αλλιώς – το πουλί μένει μέσα στη φύση του, δεν πάει να ξεφύγη

να γίνη αλληγορία καθώς εδώ και ’ς άλλα τραγούδια με προσθεμένους στίχους.341

Η οξυδερκής και ορθή παρατήρηση, ότι, όχι στα κλέφτικα, αλλά στα ερωτικά

δημοτικά τραγούδια η ανθρώπινη λαλιά του πτηνού αντιστοιχεί με όρους αλληγορίας

στη φωνή του ερωτικού προσώπου, εμπλουτίζεται με κατακριτέο – κατά τον

Αποστολάκη – παράδειγμα από την ποίηση του Κώστα Κρυστάλλη (=

«Περδικομάτα»), το οποίο ο συγγραφέας θεωρεί

κατασκεύασμα ψεύτικης παρθενιάς, με αλληγορία παρατραβηγμένη και όχι όπως

συνηθίζεται στο δημοτικό ερωτικό τραγούδι, όπου το φυσικό του πουλιού θαμπώνει

αλλά δε σβήνει ολότελα από την εικονική φράση.342

Από το κειμενικό σώμα της κριτικής απόρριψης της μεθόδου και της

συλλογής κλέφτικων δημοτικών τραγουδιών του Αραβαντινού, δεν απουσιάζει,

επομένως, και η εντελώς αρνητική πρόσληψη της ποίησης του Κώστα Κρυστάλλη,

την οποία ο Αποστολάκης στοιχειοθετεί και σε βιβλίο τού 1939 που θα δούμε πιο
341
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 6-7.
342
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 8.

162
συγκροτημένα στο επόμενο κεφάλαιο, αλλά δεν λείπουν ακόμη η κατάκριση προς

την παλαμική ποίηση, αλλά και η άρνηση του κριτικού και επιστημονικού λόγου,

που στοχευμένα οικοδομήθηκε σε απομονωμένα από τη συνολική καλλιτεχνική

σύλληψη στοιχεία, όπως οι παρηχήσεις και οι φθογγολογικές επαναλήψεις. Ο

Αποστολάκης, επιχειρηματολογώντας υπέρ του «γερού ουσιαστικού», το οποίο,

βέβαια, βρίσκει μόνο στον Σολωμό και σε γνήσιες παραλλαγές δημοτικών

τραγουδιών, 343
παραπέμπει προς κατάκριση και αποφυγή σε τέσσερις στροφές από

τον Τάφο (1898) του Κωστή Παλαμά. Δεν αναφέρει ονοματεπώνυμο του ποιητή και

τίτλο ποιητικής σύνθεσης, αλλά ο εντοπισμός δεν είναι δύσκολος. Παραθέτει τους

στίχους 497-512 από το έργο και ακολουθεί η αρνητική του θέση, που δεν κάμφθηκε

ούτε από το τραγικό βίωμα ούτε από τον γνήσιο σπαραγμό του ποιητή (ο Παλαμάς

εμπνεύστηκε το ποίημα από τον θάνατο του τετράχρονου γιου του Άλκη):

«Από το προσωπάκι σου / το ζαχαροχυμένο / στάλαζ’ ένα μάγεμα / σα μακρινό, σαν

ξένο // Και μια ξένη μουσική / μια μακρυνή αρμονία / απ’ τη χώρα της κιτριάς / κι’

από την Τευτονία // Συμφωνία τρισεύγενη / κι’ ολόγλυκη σονάτα / σου έπρεπε

συντρόφισσα / στην υστερνή σου στράτα // κι’ ο σκοπός ο τρίσβαθος / κ’ η ονειρευτή

ψυχή σου / στο κατώφλι ενός λευκού / να σμίξουν παραδείσου».

Το ουσιαστικό έχει πεθάνει. Ούτε ψυχή, ούτε παράδεισος, ούτε συμφωνία

υπάρχει και μονάχα η ανώφελη βουή του επιθέτου μέσα στη σιωπή του θανάτου.344

Στη συνέχεια, ο Αποστολάκης, χωρίς να διευκρινίζει σε ποιον κριτικό και σε

ποιον φιλόλογο αναφέρεται, καταδικάζει ως αποτυχημένο δείγμα κριτικής μία

άποψη, που υπογραμμίζει παρηχήσεις του «π» και του «μ» σε ποιητική σύνθεση, και
343
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 61-62.
344
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 62.

163
ως αποτυχημένο δείγμα επιστημονικής μελέτης, μία άποψη, που προσλαμβάνει ως

απειλητικούς του επαναλαμβανόμενους φθόγγους –ο– και –ω– σε λόγια του Χρύση

από την ομηρική Ιλιάδα.345 Αυτό, το οποίο σήμερα γίνεται απολύτως αποδεκτό, ως

γλωσσολογική και δομική μελέτη της λογοτεχνίας, ακριβώς επειδή εδράζεται σε

έναν κώδικα του λογοτεχνικού έργου και όχι στο όλον του τελευταίου ως οργανικής

ενότητας, από τον Αποστολάκη καταδικάζεται απερίφραστα ως κριτική ή και ως

επιστημονική πρακτική. Ελαφρυντικό βρίσκει μόνο στον καλλιτέχνη, στο πλαίσιο

της επεξηγηματικής αυτοαναφοράς, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν το

συνοδεύει με σαρκασμό και κριτική ειρωνεία. Παραθέτει μία φράση του Γιώργου

Θεοτοκά, του συγγραφέα του μυθιστορήματος Αργώ (1933-1936), την οποία και

σχολιάζει υπό το πνεύμα που προαναφέρθηκε:

Για να συμπληρωθή η αρμονία της πνευματικής μας ζωής ξεσηκώνω από ημερολόγιο

τους διαλογισμούς του δημιουργού για την τέχνη του έργου του, όπου ο αριθμός και όχι

το φωνήεν και το σύμφωνο γίνεται η μυστική πηγή της ομορφιάς. «[…] Στις 14

Αυγούστου [ενν. του 1935] έγινα 30 χρονών, μπήκα στους αριθμούς που αρχίζουν από

3, σε μια περίοδο ζωής, που μου φαίνεται σα να έχη χρωματισμό διαφορετικό. Η

“Αργώ” εκφράζει τους αριθμούς που αρχίζουν από 2 . είναι μπορώ να ειπώ το βιβλίο

της νειότης μου». Ο καλλιτέχνης όμως έχει κάποιο ελαφρυντικό, που δεν το έχουνε οι

δύο άλλοι πνευματικοί συνάδελφοί του . ερμηνεύει δικό του έργο και όχι ξένο.346

345
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 63.
346
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 63.

164
4.4. Ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης για το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι

Η μακρά ενασχόληση του Γιάννη Αποστολάκη με το δημοτικό τραγούδι

συγκεφαλαιώνεται και ολοκληρώνεται με το βιβλίο του Το κλέφτικό τραγούδι. Το

πνεύμα κ’ η τέχνη του, το οποίο εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.347 Τρία μέρη του

βιβλίου είχαν δημοσιευτεί, ζώντος του συγγραφέα, κατά τα έτη 1945 και 1946 στο

περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις,348 ενώ «το τελευταίο κεφάλαιο, Η ΤΕΧΝΙΚΗ,

δημοσιεύεται για πρώτη φορά» στο βιβλίο, «όπως βρέθηκε στα κατάλοιπα του

συγγραφέα». 349 Στην «Εισαγωγή», ο Αποστολάκης υπογραμμίζει, κατά τα

αναμενόμενα, ότι «έγνοια ζωής και όχι μεθόδου γέννησε τη μελέτη» 350 του και

καταγγέλλει για μία ακόμη φορά τον επιστήμονα, που «δεν θεμελιώνει στην ψυχή

ούτε με την ψυχή .


θεμελιώνει με τη βιβλιογραφία»,351 όντας «άνθρωπος του

χαρτιού» και όχι άνθρωπος «με αίμα στις φλέβες». 352 Αυτές οι τοποθετήσεις

θυμίζουν έντονα τις ήδη από τον δέκατο ένατο αιώνα διατυπωμένες αιτιάσεις του

Φρίντριχ Νίτσε εναντίον των «μορφωμένων φιλισταίων», με τις οποίες ο

Αποστολάκης ενδεχομένως είχε έρθει σε επαφή στο πλαίσιο της γερμανοθρεμμένης

μαθητείας του, αλλά δεν πρέπει να παρακάμψουμε και το ότι είχαν εμφιλοχωρήσει

στο νεοελληνικό πνευματικό πεδίο τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1920 και εξής:

347
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, Εν Αθήναις,
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας Α. Ε., 1950.
348
«Εισαγωγή», Πολιτική Επιθεώρησις, τχ. 18 (τόμος Β΄), 1945, σ. 1031-1090 . «Κριτική κειμένων»,
Πολιτική Επιθεώρησις, τχ. 5-6 (τόμος Γ΄), 1946, σ. 320-336 και τχ. 7-8 (τόμος Γ΄), 1946, σ. 425-437 .

«Το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού», Πολιτική Επιθεώρησις, τχ. 17-24 (τόμος Δ΄), 1946, σ. 715-
747. Βλ. και εδώ, στη βιβλιογραφία.
349
Βλ. «Σημείωμα του εκδότη», στο: Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η
τέχνη του, ό.π., σ. 181.
350
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 23.
351
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 6-7.
352
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 9.

165
δείγματος χάριν, ο ποιητής και δημοσιογράφος Τάκης Μπαρλάς, μεταφράζοντας

αλλά και παραφράζοντας εν εκτάσει απόψεις του Νίτσε, σημειώνει το 1924:

Η δύναμις αυτή, το είδος τούτων των ανθρώπων, καθώς ο Νίτσε τους απεκάλει

σαρκαστικά, είναι οι «μορφωμένοι φιλισταίοι». […] Είνε το εμπόδιον που σταματά

τους δημιουργούς και τους δυνατούς, ο λαβύρινθος όπου πλανώνται εκείνοι που

αμφιβάλλουν, η δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα που καταπνίγει τα σπέρματα, η άμμος της

ερήμου π’ αποξηραίνει το πνεύμα, το ανήσυχον και διψασμένον διά νέαν ζωήν. Ο

μορφωμένος φιλισταίος, είνε το αντίθετον του υιού των Μουσών, του καλλιτέχνου, του

ανθρώπου της υψηλής διανοήσεως. Είνε ο πολυδιαβασμένος σοφός.353

Εάν παραβλέψουμε τη μεσοπολεμική δημοσιογραφική καθαρεύουσα, βάσιμα

υποθέτουμε ότι ο Αποστολάκης ασμένως θα προσυπέγραφε τέτοιου τύπου απόψεις,

των οποίων τον πυρήνα είχε και ο ίδιος πολλαπλά διατυπώσει σε αρκετά του

κείμενα.

Στο κεφάλαιο «Κριτική κειμένων», ο Αποστολάκης επαναθέτει τα γνωστά

μας κριτήρια, βάσει των οποίων προσέλαβε με αρνητικό πρόσωπο τις συλλογές

δημοτικών τραγουδιών των Ζαμπέλιου, Πολίτη και Αραβαντινού, ενώ ιχνηλατώντας

«Το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού», προσδιορίζει δύο σταθερά συστατικά του

353
Τάκης Μπαρλάς, «Ο οργασμός της γερμανικής νεολαίας και ο ηθικός αντίκτυπος της
καταστροφής», εφ. Η Βραδυνή, 14 Φεβρουαρίου 1924. Το κείμενο συνεχίζεται και ολοκληρώνεται
στο φύλλο της Βραδυνής, που κυκλοφόρησε στις 15 Φεβρουαρίου 1924. Ο Μπαρλάς μεταφέρει
απόψεις από το Unzeitgemasse Betrachtungen (1873-1876) του Νίτσε, βλ. Φρίντριχ Νίτσε, Ιστορία και
ζωή, μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα, Γνώση, 1993 και Φρίντριχ Νίτσε, Παράκαιροι
στοχασμοί, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη, Πανοπτικόν, 2014. Για τον Τάκη Μπαρλά, με
αναφορά και στις νιτσεϊκές ιδέες, τις οποίες μετέφερε στο νεοελληνικό πνευματικό πεδίο κατά την
περίοδο του Μεσοπολέμου, βλ. και Βασίλης Μακρυδήμας, «Η ars poetica του Τάκη Μπαρλά μέσα
από δύο αντικαβαφικές κριτικές του», μικρο-φιλολογικά, τχ. 49, Άνοιξη 2021, σ. 32-38.

166
γνήσιου κλέφτικου τραγουδιού, τονίζοντας ότι μόνον ο Διονύσιος Σολωμός στάθηκε

αντάξιός του, επειδή συνένωσε την ψυχική διεργασία ως απόρροια ζωής με την

υψηλή καλλιτεχνική έκφραση:

Δύο βρίσκει ο μελετητής σταθερά συστατικά του γνήσιου κλέφτικου τραγουδιού: το

ορισμένο άτομο και το ορισμένο περιστατικό. Κανονικά δηλαδή ο δημοτικός ποιητής

τραγουδάει μονάχα έναν κλέφτη και μονάχα ένα περιστατικό της ζωής του, καλό ή

κακό, νίκη ή θάνατο. Το τραγούδι λ.χ. του Μπουκουβάλα ιστορίζει τη μάχη του

αρματολού στο Κεράσοβο, το τραγούδι του Σταθά τη ναυμαχία έξω από την

Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, το τραγούδι του Μηλιόνη τη μονομαχία του με τον

Σουλεϊμάνη και το θάνατό του, το τραγούδι του Κίτσου τη σύλληψή του και την

καταδίκη του σε θάνατο. Έλλειψη του ενός ή του άλλου συστατικού ή ελαττωματικό

μεταχείρισμα δεν είδα να βγήκε ποτέ σε καλό του τραγουδιού . μπροστά μου είχα τότε

άτεχνο στιχούργημα ή νόθο κατασκεύασμα. Το τραγούδι λ.χ. του Ανδρούτσου

(Passow46), με τα πολλά περιστατικά της ζωής του αρματωλού, ξέπεσε σε πεζό

βιογραφικό στιχούργημα . το ίδιο και το τραγούδι του Νικοτσάρα (Passow82). Από το

τραγούδι πάλι (Passow 37), όπου ο κατασκευαστής δεν αποφάσισε καλά καλά ποιος

νάναι ο ήρωάς του, ο Βλαχοθανάσης ή ο Ανδρούτσος, ακούεται μονάχα θόρυβος. Άλλα

τέλος τραγούδια, που παρασταίνουν τα προ ή μετά από ένα περιστατικό (Passow 44,

45: του Μητρομιχάλη), κόβουν την όρεξη και το ενδιαφέρον του ανθρώπου. Τέλος

τραγούδια με ήρωα γενικά τους Κλέφτες ή αόριστα τον Κλέφτη αποδείχνονται νεώτερα

κατασκευάσματα (βλ. Passow 39: τραγούδι του Ντελή Αχμέτη). Ζητώντας λοιπόν

σύντομον ορισμό, θα μπορούσε κανείς να ειπή πως το κλέφτικο τραγούδι είναι

τραγούδι περιστατικών, επειδή αληθινά ο δημοτικός ποιητής χωρίς το περιστατικό

εμπρός του δε θ’ αποφάσιζε να τραγουδήση. θα έλειπε η βεβαίωση του κόσμου για την

167
αξία του ήρωά του. Για τους πατέρες μας ό,τι γινότανε μπροστά στον κόσμο έπαιρνε

ψηλότερη σημασία: δεν το βλέπανε μονάχα τα μάτια του ανθρώπου παρά «πνεύμα

θεού επεφέρετο» ακόμη απάνω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος ζούσε τη ζωή θαυμαστό

και ανεξιχνίαστο γεγονός, η κάθε στιγμή ανοίγματα ατέλειωτα σε μάκρος και σε θέα –

δε ζούσε ούτε πέθαινε κλεισμένος στην εξήγηση της ζωής, σε μια τρύπα. Οι σίχλιες

πνοές της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας δεν είχαν αρχίσει να φυσούνε, να

μολύνουνε τον αέρα και να στενεύουνε τη θέα και την άπλα. Ασφυξία τώρα από παντού

και μονάχα ο θάνατος μένει ανοιχτός, να μπαίνη από καιρό σε καιρό η κρύα πνοή του

θαυμασμού . μας ανατριχιάζει η παγωνιά, είναι όμως και η μοναδική δροσιά της ζωής.

Εδώ πια η εξήγηση δεν αξίζει και ο άνθρωπος στέκεται μια φορά πραγματικά

συλλοϊσμένος.[…] Γεννήματα όμως ψυχής τα κλέφτικα τραγούδια, πού ψυχή τώρα να

συγκινηθή κανείς μαζί τους; Κλεισμένοι στο γραφείο σ’ ανήλιαγη δουλειά, στο

διάβασμα του βιβλίου και στην ανάλυση των εννοιών, πάψαμε από καιρό τώρα με την

ψυχή να ζούμε. Ο μόνος άνθρωπος, που έζησε με την ψυχή του, ήτανε ο Σολωμός . για

κείνο στάθηκε και ο άξιος τραγουδιστής του αγώνα της λευτεριάς.354

Απολύτως σαφής ο Αποστολάκης, πεπεισμένος για τις «μολύνουσες τον αέρα

πνοές» της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας και ακλόνητα βέβαιος για την αξία

του «θαυμασμού» και της «συλλογής», που ως στάδια επίπονης ψυχικής πορείας

οδηγούν στο καλλιτεχνικά υψηλό, παραθέτει δεκάδες παραδείγματα, ομόλογα και

αντίστοιχα με αυτά που παρουσιάσαμε σε προηγούμενες σελίδες. Πολύ

ενδιαφέρουσα είναι η σύγκριση, που επιχειρεί ο Αποστολάκης, ανάμεσα στα

μανιάτικα δημοτικά τραγούδια «του γδικιωμού» και στα κλέφτικα δημοτικά

τραγούδια. Δεν τον απασχολούν ειδικότερα φιλολογικά χαρακτηριστικά τους (όπως,

354
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 95-96, 121.

168
λόγου χάρη, ο οκτασύλλαβος στίχος και οι συχνές ομοιοκαταληξίες των μανιάτικων

τραγουδιών σε αντιδιαστολή με τον δεκαπεντασύλλαβο στίχο και τη σπανιότατη

ομοιοκαταληξία των κλέφτικών τραγουδιών) . τον ενδιαφέρει το συνολικό πνεύμα

των τραγουδιών ως γνήσιων καθρεφτισμάτων τής συνδεδεμένης με τη ζωή λαϊκής

ψυχής. Δείχνει να αποδέχεται την αξία και των μανιάτικων τραγουδιών, αλλά τελικά

αποφαίνεται:

Φυσικά δεν είναι πια παράξενο πως σε πνίγει το Μανιάτικο τραγούδι .


μοιάζει ν’

ανασαίνης αέρα κλειστού χώρου, φυλακής. Αντίθετα, ανεμίζεται λεύτερη η ψυχή στο

κλέφτικο τραγούδι – θριαμβική σημαία, επειδή το στοιχείο δεν είναι εδώ κληρονομιά,

κοινωνική παράδοση, συνήθεια παρά το ακρότατο και το πιο νωπό ξεχείλισμα της

ψυχής, σ’ ειλικρίνεια και σ’ αβίαστη θέρμη παρόμοιο με τη γνήσια λυρική διάχυση.355

Συνοψίζοντας τη θεωρητική του θέση για την ποίηση, που θεωρεί

καλλιτεχνικά υψηλή, βρίσκει την εφαρμογή της στο γνήσιο κλέφτικο τραγούδι.

Σχολιάζοντας την τεχνική του τελευταίου, στο κεφάλαιο «Η τεχνική», υπογραμμίζει

και πάλι ρητά το επιχείρημα, στο οποίο βασίστηκε η απόρριψη εκ μέρους του της

εργασίας των παλαιότερων εκδοτών:

Ο γνήσιος ποιητής υψώνει τη γλώσσα σε όργανο της ψυχής και έτσι πλάθει καινούργιο

συμβολισμό. Φυσικό, λοιπόν, έρχεται τώρα στην αρχή το ερώτημα: υπάρχει τέτοιος

355
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 111. Η
αιτιολόγηση του Αποστολάκη υπέρ του κλέφτικου τραγουδιού βασίζεται μόνο στο «Υψηλόν». Ίσως
βάσιμα θα υποθέταμε – αλλά ο Γ. Αποστολάκης δεν τεκμηριώνει την άποψή του, ώστε να εξαγάγουμε
συμπεράσματα – ότι το τραγούδι «του γδικιωμού» (της εκδίκησης, της βεντέτας) προωθεί τον διχασμό
της λαϊκής κοινότητας, ενώ το κλέφτικο συμβάλλει στην ενοποίησή της και στην ενδυνάμωση της
συλλογικότητας έναντι του εθνικού εχθρού, των Οθωμανών.

169
συμβολισμός στο κλέφτικο τραγούδι ή μήπως όλη του η τεχνική βρίσκεται στην

εξωτερική και μηχανική μεταβολή της γλώσσας, που φέρνει η τεχνική; Η ιδέα μου είναι

πως υπάρχει, όπως το δείχνει καλύτερα από κάθε τι άλλο η παραφωνία που γίνεται,

όταν στίχοι και μοτίβα βγαίνουν από τη σωστή θέση τους σε γνήσια τραγούδια και

μπαίνουνε για στολίδια και για παραγεμίσματα σε διάφορα κίβδηλα κατασκευάσματα.

Το ψυχικό στοιχείο, που τα ποτίζει στο αρχικό τραγούδι, δεν βρίσκει συνέχεια ή

ανταπόκριση στην καινούργια θέση, κ’ έτσι μέσα στην άψυχη συντροφιά ξεχωρίζει

βέβαια η θέρμη της ζωής, αλλά και πάει χαμένη. Όμως απ’ αυτό το κακό μεταχείρισμα

βγαίνει στο τέλος κ’ ένα μεγάλο καλό – το ξεμπρόστισμα της ψευτιάς του έργου.

Παραδείγματα βρίσκεις εύκολα στις συλλογές.356

Ο Αποστολάκης, και αυτό μπορεί να νοηθεί και ως προαναγγελία του

επόμενου κεφαλαίου της εργασίας μας, εκθειάζει και σε αυτό το βιβλίο του τον

Σολωμό και το κλέφτικο δημοτικό τραγούδι, ενώ δεν παραλείπει, παρεμπιπτόντως,

να επαναλάβει την αρνητική του θέση για άλλους ποιητές μας, μένοντας συνεπής στη

θεωρητική και κριτική γραμμή, που είχε με διαύγεια χαράξει ήδη από το Η Ποίηση

στη ζωή μας. Καταδικάζει τον Παλαμά, όπως είδαμε, χωρίς καν να καταδεχτεί να

αναφέρει το όνομά του, ενώ δείχνει να υπολογίζει τον Μαβίλη και τον Γρυπάρη, όχι

όμως για να τους ερμηνεύσει ή να τους επαινέσει (ούτε λόγος!) αλλά για να τους

απορρίψει, βασισμένος σε γνωστά μας πλέον επιχειρήματα. Κρίνοντας τους

εναρκτήριους στίχους του ποιήματος του Μαβίλη «Χάρις» (= «Χερουβικής χαράς

χρυσός αθέρας / σε φλόγισε πατώντας της Ηπείρου / το χώμα […]»), σημειώνει:

356
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 149-150.

170
Το φανταχτερό επίθετο της αρχής («χερουβικής»), δυναμωμένο σ’ υπέρτατο βαθμό

(«χρυσός αθέρας»), αφάνισε ολότελα το θεμέλιο που βάζει το ουσιαστικό και το ρήμα

(«χαράς, φλόγισε, σε») κ’ έμεινε αυτό μονάχα κυρίαρχο – αλλά στον αέρα και χωρίς

θεμέλια.357

Κατηγορώντας και την ποίηση του Γρυπάρη, παρεμβάλλει τον αναμενόμενο

σολωμικό εκθειασμό και τονίζει ότι η γλώσσα του (όπως και άλλων ποιητών) δεν

φτάνει στην υψηλή ποιητική έκφραση, αλλά παραμένει στο επίπεδο του

επιφανειακού και άνευρου ρητορισμού:

Όπως και οι άλλοι λόγιοι, έτσι και ο Γρυπάρης δεν φρόντισε να ξανανιώση τη λέξη και

τη φράση σ’ ουσία και λάμψη. Τέτοιος σκοπός αληθινά δεν όρισε τη ζωή και το έργο

κανενός άλλου στον τόπο μας παρά του Σολωμού. Η γλώσσα δεν πήγαινε στην ποίηση

παραπάνω από τη ρητορεία.358

Κατανοούμε, επομένως, και για μία ακόμη φορά, τους λόγους, για τους οποίους ο

Αποστολάκης συμπλήρωσε το κριτικό του έργο, εξηγώντας την υπεροχή του

κλέφτικου δημοτικού τραγουδιού και της σολωμικής ποίησης, αλλά και

κατατάσσοντας στον χώρο της απόλυτης άρνησης – πάντα με βάση την προσωπική

του ποιητική θεωρία – το έργο αρκετών ποιητών, ανεξαρτήτως του εάν αυτοί ήταν

μεταγενέστεροι (Παλαμάς, Μαβίλης, Καβάφης, Κρυστάλλης, Γρυπάρης, Πορφύρας,

κ.ά.) ή χρονικά συνυπήρξαν (Κάλβος, Βαλαωρίτης) με τα μεγάλα του ποιητικά

πρότυπα.

357
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 165.
358
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, ό.π., σ. 166.

171
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ]

Η συνέχιση της εμβάθυνσης στο έργο του Σολωμού και η


αρνητική πρόσληψη της ποίησης του Ανδρέα Κάλβου, του
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Κώστα Κρυστάλλη

5.1. Η εξελικτική πορεία του Σολωμού προς την κορύφωση

Η μελέτη του Γιάννη Αποστολάκη Τα τραγούδια μας εκδόθηκε το 1934359 και

συνεχίζει την εμβάθυνση σε δύο ζητήματα, που είχαν αρχίσει να προσεγγίζονται και

σε προγενέστερα κείμενα του συγγραφέα: στη μεγαλοσύνη της ποίησης του Σολωμού

και στην απόρριψη της ελληνόγλωσσης ποίησης του Κάλβου. Η αδύναμη φλόγα μιας

πιθανότητας για κριτική αποδοχή των ποιημάτων, που υποκρύπτεται στη γενική

κτητική του τίτλου, υποβάλλοντας έμμεσα και την αύρα μιας κάποιας ευμενούς

οικειότητας, δεν κρατήθηκε για πολύ αναμμένη από τον οργανικό διανοούμενο της

άρνησης.360 Ορισμένα μόνο ποιήματα του Σολωμού γίνονται αποδεκτά από τον

συγγραφέα ως μεγαλειώδη και αντάξια του ονόματός τους ποιητικά συνθέματα. Οι

πριν από την καλλιτεχνική κορύφωση ποιητικές καταθέσεις του Διονυσίου Σολωμού

και όλες ανεξαιρέτως οι ελληνόγλωσσες ωδές του Ανδρέα Κάλβου κριτικά

απορρίπτονται από τον Γιάννη Αποστολάκη ως «θαμπά λαμπυρίσματα της ψυχής»,

στην καλύτερη για τους δημιουργούς περίπτωση.361

359
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, Αθήναι, «Πυρσός» Α.Ε., 1934.
360
Παντελής Μπουκάλας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης, ένας διανοούμενος της άρνησης», εφ. Η
Καθημερινή, ό.π..
361
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 24.

172
Σύμφωνα με τους όρους, που εισήγαγε ο Gerard Genette,362 το παρακείμενο

(paratext) ενός βιβλίου επιμερίζεται σε περικείμενο (peritext: μότο, τίτλος και

υπότιτλος, εξώφυλλο, αφιερώσεις, οπισθόφυλλο, δηλαδή στοιχεία που

περιλαμβάνονται εντός του πλαισίου του βιβλίου) και σε επικείμενο (epitext:

συνεντεύξεις, διαφημίσεις, παρουσιάσεις, κριτικές, δηλαδή στοιχεία που αφορούν το

βιβλίο αλλά λειτουργούν εκτός του πλαισίου του). Το μότο του βιβλίου του

Αποστολάκη συγκροτείται από δύο εγγραφές, οι οποίες ως περικειμενικό στοιχείο

υποβάλλουν το θεωρητικό μόρφωμα του συγγραφέα ως προς το πώς αυτός

προσελάμβανε και σε προέκταση ως προς το πώς αυτός έκρινε το ποιητικό

φαινόμενο. Η πρώτη εγγραφή προέρχεται από τον έβδομο Ισθμιόνικο του Πινδάρου:

«Δόλιος γαρ αιών επ’ ανδράσι κρέμαται / ελίσσων βίου πόρον. / ιατά δ’ έστι βροτοίς

ουν γ’ ελευθερία και τα».363 Η δεύτερη εγγραφή συγκροτείται από την ενενηκοστή

τέταρτη στροφή του σολωμικού Ύμνου εις την Ελευθερίαν: «Α! το φως που σε

στολίζει / σαν ηλίου φεγγοβολή / και μακρόθεν σπινθηρίζει / δεν είναι, όχι, από τη

γη». 364 Η λευτεριά για τον Γιάννη Αποστολάκη είναι εσωτερική και την εκλαμβάνει

ως αποδέσμευση του ανθρώπου, αλλά και της ποίησης, από τις εξωτερικές συνθήκες

και πιέσεις, ώστε οι ψυχικές διεργασίες της πορείας προς το ιδανικό να

αποκρυσταλλωθούν ως δικαίωση και της ύπαρξης αλλά και της εκφρασμένης με

362
Βλ. Gerard Genette, «Structure and Functions of the Title in Literature», μετάφραση: Bernard
Crampé, Critical Inquiry, τχ. 4, Καλοκαίρι 1988, σ. 692-720 και Gerard Genette, Paratexts: Thresholds
of Interpretation, μετάφραση: J. E. Lewin, Cambridge, Cambridge University Press, 1997.
363
Σε μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη: «γιατί άπιστος κρέμεται ο Χρόνος στον άνθρωπο επάνω /και της
ζωής κλωθοστρίβει τους δρόμους / μα τ' άλλα εκείνα γιατρεύουνται, φτάνει / να μη χαθεί η λευτεριά».
Βλ. Πίνδαρος, «Κλεάνδρω Αιγινήτη, παγκρατίω», Ισθμιόνικοι, μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης, στον
ηλεκτρονικό σύνδεσμο:
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%99%CF%83%CE%B8%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CE%BD
%CE%AF%CE%BA%CF%89%CE%BD .
364
Ο Αποστολάκης παραθέτει μόνον τα ονόματα των δύο ποιητών (= Πίνδαρος, Σολωμός), αλλά ο
εντοπισμός των χωρίων, που συγκροτούν το μότο του βιβλίου του, δεν είναι δύσκολος.

173
καλλιτεχνική μορφή ποίησης, που επιστέφεται από την ανώτερη, σχεδόν υπερκόσμια

(«δεν είναι από τη γη»), λάμψη του απόλυτου.

Με αυτόν τον κριτικό γνώμονα, που ξεκινά ως θεωρητική – φιλοσοφική

σύλληψη και απολήγει στην κριτική πράξη, αξιολογεί τα ποιήματα, επομένως είναι

αναμενόμενο να επιμερίζει και το σολωμικό έργο στο στάδιο της «ετοιμασίας» 365 και

στο στάδιο της «επιτυχίας». 366 Ο Αποστολάκης διατυπώνει διαυγώς στην

«Εισαγωγή» του βιβλίου του το σύνθετο ερώτημα (το χαρακτηρίζει «άρτιο»), που

καθοδήγησε την κριτική πρακτική του:

πώς ο ποιητής πετυχαίνει το σκοπό του; πώς κάνει ζωντανή την ομορφιά; πώς τέλος

ντύνει σάρκα το πνεύμα και μας συναρπάζει με το παρουσίασμά του;367

Επιπρόσθετα, ο Αποστολάκης υπογραμμίζει ότι, παρότι βασικός του στόχος

πάντα ήταν «να ορίσει το μυστικό κέντρο απ’ όπου ανάβρυζε ξεχωριστή η ζωή»368

του κάθε δημιουργού, με άλλη μέθοδο ως προς το θέμα «Σολωμός» εργάστηκε στο Η

Ποίηση στη ζωή μας και με άλλη στα Τραγούδια μας:

Παντού στην περασμένη μου μελέτη, κ’ εκεί όπου μιλούσα γενικά για τον ποιητή και

ύστερα σαν ήρθα στο χαρακτηρισμό του Σολωμού κι’ άλλων προσώπων από τη

λογοτεχνία μας, η εξέταση γινότανε καθαυτό από το σύνολο του ανθρώπου. Φροντίδα

μου ήτανε να περάσω τα φαινόμενα και να τραβήξω στο βάθος, στην ουσία, να βρω

δηλαδή και να ορίσω το μυστικό κέντρο απ’ όπου ανάβρυζε ξεχωριστή του καθενός η

365
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Σολωμός – Η ετοιμασία», Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 12-59.
366
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Σολωμός – Η επιτυχία», Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 60-290.
367
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 8.
368
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 9.

174
ζωή. Διαφορετικός, για να μην ειπώ αντίθετος, είναι ο τρόπος της εργασίας στη

σημερινή μου μελέτη. Χωρίς να είμαι αδιάφορος για το σύνολο, νοιάζομαι πρώτα

πρώτα για το κάθε μέρος χωριστά. Αυτό και όχι το σύνολο έχει τώρα την πρώτη θέση

στη μελέτη μου. Τα διάφορα δηλαδή έργα εξετάζονται για χάρη δική τους, για την αξία,

που κλείνουν μέσα τους, κι’ όχι για κάτι που δείχνουν πέρ’ από τον εαυτό τους: μ’ ένα

λόγο, φροντίζω για το ορατό στοιχείο της ποίησης κι’ όχι το αόρατο. Στην πρώτη μου

μελέτη – για να μιλήσω με εικόνα – γίνεται προσπάθεια να κερδίσω την ψυχή του

τραγουδιού, στη σημερινή το σώμα, ή, καθώς είπα και παραπάνω, τη σάρκα. Όμως

πάντα πρέπει νάχη κανείς στο νου του πως στο αληθινό ποίημα, καθώς και σε κάθε

καλλιτέχνημα, σάρκα και ψυχή πραγματικά δεν χωρίζονται .


έτσι πάλι ό,τι φαντάζει

στην αρχή καινούργιο θέμα δείχνεται στο τέλος διαφορετικός μονάχα τρόπος στο

κοίταγμα.369

Τηρουμένων των αναλογιών, θα λέγαμε ότι ο συγγραφέας στην παλαιότερη δουλειά

του στηρίχτηκε πιο πολύ στην παραγωγική μέθοδο, ξεκινώντας από το γενικό όλον

και αξιοποιώντας εν πορεία τα ειδικότερα μέρη, ώστε να σκιαγραφήσει το βαθύ

φιλοσοφικό επίκεντρο του σολωμικού μεγαλείου. Στο συγκεκριμένο βιβλίο,

λειτούργησε, όμως, ως επί το πλείστον, με άξονα μία μέθοδο επαγωγική,370

ερμηνεύοντας αρχικώς τα μέρη της σολωμικής ποίησης, ώστε βαθμιαία να

αποτυπώσει εν συνόλω την εξελικτική πορεία του ποιητή και με υλικό την ποιητική

έκφραση (= «σάρκα») – και όχι τόσο τον εσώτερο φιλοσοφικό πυρήνα (= ψυχή) – να

369
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 9.
370
Για τα παραγωγικά και τα επαγωγικά επιχειρήματα, βλ. και τις σχετικές αναφορές του Douglas
Walton: Αρχές κριτικής επιχειρηματολογίας, επιμέλεια: Φιλήμων Παιονίδης, μετάφραση: Αδριανός
Φριλίγγος – Φιλήμων Παιονίδης, Αθήνα, Gutenberg, 2021, σ. 89-92.

175
καταδείξει την αξία των κορυφαίων ποιημάτων του Σολωμού ως υψηλών

καλλιτεχνικών επιτευγμάτων.

Ας εγκύψουμε στις ακόλουθες φράσεις, των οποίων ο συγγραφέας έχει

προηγουμένως αναφέρει ότι «κατά τον Έγελο το απόλυτο είναι η ιδέα», επεξηγώντας

κατόπιν ότι «η αισθητή παράστασή της είναι το ιδανικό, το ωραίο»:

Το ωραίο στην Τέχνη είναι αναγνωρισμένο ως ένα μέσο, με το οποίο η αντίθεση

ανάμεσα στο πνεύμα, θεωρημένο στην αφαιρεμένη κι απόλυτη υπόστασή του, και στη

φύση, που αποτελεί τον κόσμο των αισθήσεων, χάνεται κι οδηγιέται στην ενότητα.

(Δηλ. το ωραίο είναι το απόλυτο με μορφή μερική).

Το «μερικό», αυτό καθ’ αυτό, είναι κάτι συμπτωματικό. Αλλά στο «ωραίο»,

ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ως μορφή συμπτωματική, είναι τόσο βαθιά συνδεμένο με το

«γενικό», ώστε συγχωνεύεται κι αφομοιώνεται με τούτο. Έτσι το ωραίο στην Τέχνη

παρουσιάζει τη «σκέψη ενσαρκωμένη».371

Με βάση τα όσα προηγήθηκαν, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι φράσεις

απέρρευσαν από τη γραφίδα του Γιάννη Αποστολάκη, συντάκτης τους όμως είναι ο

Κώστας Βάρναλης και αποσπάστηκαν από τη μελέτη του Ο Σολωμός χωρίς

μεταφυσική, που ως αντίπαλος λόγος στο Η ποίηση στη ζωή μας στοιχειοθέτησε –

μαζί με το συγκεκριμένο βιβλίο του Αποστολάκη – έναν από τους επιβλητικότερους

φιλολογικούς διαλόγους της νεοελληνικής γραμματείας, του οποίου η δυναμική

επεκτάθηκε και μετά τη μεσοπολεμική εποχή.

371
Κώστας Βάρναλης, «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» [α’ έκδ. 1925, ό.π.], στο: Σολωμικά, Αθήνα,
Κέδρος, χ.χ., σ. 59-60.

176
Στο σημείο αυτό, αξίζει η αναφορά στην αντιπαράθεση δύο σημαντικών

διανοουμένων, του Φώτου Πολίτη και του Κώστα Βάρναλη, 372 οι οποίοι κριτικά

συγκρούστηκαν, δημοσιεύοντας τον Μάιο του 1922 τις απόψεις τους (η μία ως

απάντηση της άλλης), στις εφημερίδες Πολιτεία και Πρωτεύουσα αντιστοίχως.373

Πρώτος ο Φώτος Πολίτης στις 16 Μαΐου του 1922 δίνει στο φως της

δημοσιότητας το άρθρο του με τίτλο «Υποκειμενική Ποίησις». 374 Ο Πολίτης κρίνει

την εποχή του ως «οπισθοδρομική», με την αιτιολόγηση ότι είναι κατά κύριο λόγο

«υποκειμενική», με αποτέλεσμα να έχει εκπέσει η λαχτάρα για ποίηση, αφού

απουσιάζει η πίστη στο ιδεώδες – άποψη που, λίγο καιρό αργότερα, θα ενστερνιστεί

και ο Αποστολάκης στο μείζον έργο του Η Ποίηση στη ζωή μας.375 Για τον Πολίτη, ο

372
Βλ. αναλυτικά, Αντώνης Κωτίδης, Μοντερνισμός και «Παράδοση» στην ελληνική τέχνη του
μεσοπολέμου, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1993, σ. 72-80.
373
Βλ. κατά σειρά γράφοντος και ημερομηνία δημοσίευσης, Φ. Π., «Υποκειμενική Ποίησις», εφ.
Πολιτεία, 16 Μαΐου 1922. Βλ. και στον τόμο: Φώτος Πολίτης, «Υποκειμενική Ποίησις», Επιλογή
κριτικών άρθρων. Τόμος Γ΄: Λογοτεχνικά, φιλολογική επιμέλεια: Νίκος Πολίτης, Αθήνα, Ίκαρος, 1984,
σ. 93-96. / Φ. Π., «Ο Γκαίτε και κάποιοι άλλοι», εφ. Πολιτεία, 21 Μαΐου 1922. Βλ. και Φώτος Πολίτης,
«Ο Γκαίτε και κάποιοι άλλοι», Επιλογή κριτικών άρθρων. Τόμος Γ΄: Λογοτεχνικά, ό.π., σ. 96-99. / Φ.
Π., «Οι χάρτινοι και οι ζωντανοί», εφ. Πολιτεία, 30 Μαΐου 1922. Βλ. και Φώτος Πολίτης, «Οι χάρτινοι
και οι ζωντανοί», Επιλογή κριτικών άρθρων. Τόμος Γ΄: Λογοτεχνικά, ό.π., σ. 100-103. / Κ. Β.,
«Υποκειμενικό - Αντικειμενικό», εφ. Πρωτεύουσα, 18 Μαΐου 1922. / Κ. Β., «Ωραίον και άσχημον»,
εφ. Πρωτεύουσα, 28 Μαΐου 1922.
374
Βλ. Φ. Π., «Υποκειμενική Ποίησις», εφ. Πολιτεία, ό.π.
375
Πολλοί είναι αυτοί που χαρακτήρισαν τον έναν ως alter ego του άλλου. Παραθέτουμε ενδεικτικά
την άποψη του Γιάννη Μηλιάδη, ο οποίος, κρατώντας αρνητική στάση απέναντι στον Φώτο Πολίτη,
αναφέρεται και στη συγκροτημένη σκέψη του Γιάννη Αποστολάκη, από το περιοδικό Σήμερα: «Όταν
πάλι κυκλοφόρησε – πάνε δέκα χρόνια τώρα – το βιβλίο του κ. Αποστολάκη, Η ποίηση στη ζωή μας,
είδαμε όχι χωρίς κάποια έκπληξη, ότι ο λάλος επιφυλλιδογράφος και ο σιωπηλός οικοδόμος του
βιβλίου έμοιαζαν τόσο στις ιδέες τους, σαν ο ένας να ήταν το alter ego του άλλου. Δε μας ενδιαφέρει
ποιος πρώτος και ποιος ύστερος, μα φυσικά, για να μιλήσουμε για τις ιδέες του κ. Π[ολίτη]., δεν είναι
θεμιτό να κάνεις αναφορά στη συγκροτημένη σκέψη του κ. Α[ποστολάκη]., όπως υπάρχει στο βιβλίο
του. Άλλωστε από τότε ο κ. Π[ολίτης] απόχτησε μια πολυτροπώτερην εκδήλωση και – όσο θυμάμαι
απ’ το διάβασμα των επιφυλλίδων του – άνοιξε τη σκέψη του προς πλατύτερους ορίζοντες,
προσπαθώντας να συλλάβει περισσότερα επίπεδα απ’ το πολύεδρο της ζωής και της σκέψης. Αυτό
είναι απόλυτα προς τιμή του. […] Είναι φυσικά πάντα ένας ιδεαλιστής». Βλ. Γιάννης Γκούρας,

177
οποίος αφορμάται από τις συζητήσεις του Γκαίτε με τον Έκερμανν,376 τρεις είναι οι

κύριοι λόγοι, οι οποίοι οδήγησαν στην παρακμή. Καταρχάς, οι νέοι ποιητές

αδιαφόρησαν για τα εγχώρια, δηλαδή για την ποίηση του Διονύσιου Σολωμού και

έστρεψαν το βλέμμα τους σε ξένους δημιουργούς, κυρίως σε γάλλους ποιητές του

δέκατου ένατου αιώνα. Δεύτερον, η εποχή διέπεται από κρίση αξιών, η οποία

βαθμιαία οδηγεί στην αποκτήνωση και με την άνοδο του υλικού πολιτισμού και την

εξήγηση των φαινομένων μόνο μέσω της λογικής και της επιστήμης, οι άνθρωποι

πλέον στοχεύουν στο εφήμερο και όχι στο αιώνιο ∙ τέλος, παρατηρεί ο Πολίτης, η

θρησκεία έπαψε να έχει την αξία της, αφού μετεβλήθη σε δεισιδαιμονία. Ας

σημειωθεί ότι παρόμοιες απόψεις είχε εκφράσει σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα και ο

Καρλάυλ στο πόνημά του Σημεία των καιρών – το δοκίμιο δημοσιεύτηκε ανωνύμως

στην Επιθεώρηση του Εδιμβούργου το 1829 και ο συγγραφέας το αναγνώρισε

δημοσίως δέκα έτη μετά τη δημοσίευση –, γραμμένο ως «μία αξιοθαύμαστα

αποτελεσματική επίθεση κατά της υιοθέτησης χρησιμοθηρικών αξιών από τους

συγχρόνους του».377 Προς επίρρωση των θέσεων του ο Πολίτης αναφέρει:

«Διαβάζοντας…» [για τον Φώτο Πολίτη], Σήμερα, τχ. 2, Φεβρουάριος 1934, σ. 56-58 και Γιάννης
Παπακώστας, Από τη λογοτεχνία στον κοινωνικό προβληματισμό. Ποιήματα – Μεταφράσεις – Μελέτες
και Άρθρα του Γιάννη Μηλιάδη (1895-1975), Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2012, σ. 312.
(όπου παρατίθενται, εκτός των άλλων, και εργοβιογραφικά στοιχεία του Γιάννη Μηλιάδη, βλ.
«Εισαγωγή», σ. 22-134).
376
Βλ. Johann Peter Eckermann, Συνομιλίες με τον Γκαίτε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τόμος
Α΄ και τόμος Β΄, μετάφραση: Δημήτρης Δημοκίδης, επιμέλεια: Τατιάνη Λιάνη, εισαγωγή: Κατερίνα
Καρακάση, Αθήνα, Printa, 2014. Στην εισαγωγή του εν λόγω βιβλίου (βλ. τόμος Α΄, σ. 9) αναφέρεται
ότι τμήμα του έργου αυτού είχε μεταφραστεί από τον Νίκο Καζαντζάκη και είχε εκδοθεί από τον
εκδοτικό οίκο Γ. Φέξη το 1918, λίγο καιρό πριν από τη δημοσίευση του άρθρου του Πολίτη.
Επομένως, συμπεραίνουμε ότι ο Πολίτης, άνθρωπος πολυπράγμων και πολυμαθής, σίγουρα θα το είχε
μελετήσει και γι’ αυτό το χρησιμοποίησε ως θεμελιακή βάση για να δέσει τις απόψεις του.
377
Βλ. Thomas Carlyle, Σημεία των καιρών, επιμέλεια: Δημήτρης Μπελέζος, μετάφραση: Σπύρος
Δενδρινός, Αθήνα, Ροές, 22009, σ. 9, 13.

178
Τόση είναι, φαίνεται η διαστρέβλωσις των εννοιών της εποχής καταπτώσεως, ώστε όχι

μόνον να θεωρήσουν εαυτούς ποιητάς οι άνθρωποι ούτοι, αλλά και να διαμορφώσουν

την περί ποιητού έννοιαν επί τη βάσει της ιδίας των θέσεως! […] Εφούσκωσεν ως

κούρκος ο υποκειμενικός ποιητής, απολύτως ικανοποιημένος διότι “ἐβόα ἐν ἐρήμῳ”.

Έπειτα, ο Πολίτης αναφέρεται και στη δημοτική ποίηση κάθε λαού, για να τονίσει το

συλλογικό υποκείμενο. Η δημοτική ποίηση εκφράζει κοινά οράματα, κοινές

αντιλήψεις και «πόθους», αφού μέσα εκεί κλείνεται ολόκληρος ο ζωντανός κόσμος

και αναπλάθεται η φύση, ενώ ταυτόχρονα ο ποιητής ως άτομο χάνεται:

Όπου υπάρχει α ν ά γ κ η π ο ι ή σ ε ω ς, δηλαδή ανάγκη εκφράσεως υψηλών πόθων,

όλοι οι άνθρωποι εργάζονται εξ ίσου προς τον κοινόν σκοπόν, καθένας με τον ιδικόν

του τρόπον, όλοι προσφέρουν ομοίως την συμβολήν των. Και τότε υπάρχει τραγούδι

μόνον και ποίησις, όχι άτομον, όχι ποιηταί. Αλλ’ όταν ο κόσμος απώλεσε πλέον κάθε

ιδεώδη τάσιν και εκυλήσθη εις τον χρυσόν βούρκον του, η αλληλεπίδρασις ποιητού –

λαού και ποιητού – ατόμου έπαυσεν. […] Η υποκειμενική ποίησις εξειλίχθη εις

αδιάντροπον απογύμνωσιν εκάστου ποιητικού ατόμου, τελουμένην με αηδή

ναρκισσισμόν. Ήτο η τελευταία λογική συνέπεια της όλης φρικώδους παρακμής. […] Η

ποίησις αυτή των ναρκισσευομένων ατόμων […] κατέστη το παλλάδιον και της νέας

γεννεάς των Ελλήνων στιχοπλόκων.378

378
Βλ. Φ. Π., «Υποκειμενική Ποίησις», εφ. Πολιτεία, ό.π.

179
Οι απόψεις του Πολίτη δεν έμειναν ασχολίαστες από τον Κώστα Βάρναλη, ο

οποίος δύο μόλις μέρες μετά δημοσιεύει στην εφημερίδα Πρωτεύουσα το απαντητικό

– επικριτικό κείμενό του με τίτλο «Υποκειμενικό - Αντικειμενικό»379 (άρθρο που ο

ίδιος δεν συμπεριέλαβε στα Αισθητικά Κριτικά τού 1958). Ήδη από τον τίτλο

διαφαίνεται ο σκοπός του γράφοντος, ο οποίος με τη χρήση της ίδιας λέξης

(«Υποκειμενικό») παρορμητικά και μαχητικά εξεγείρεται εναντίον των θέσεων του

Πολίτη, θεωρώντας τες «πρόχειρες» και «αυτοσχέδιες». Με το γνωστό αγωνιστικό

του πνεύμα ο Βάρναλης κατακεραυνώνει τον «Έλληνα κριτικό», που είναι «το πιο

καθυστερημένο δείγμα του είδους» και «με θεωρίες περί “απολύτου” στην Τέχνη»

αξιολογεί και κρίνει με γνώμονα την κλίμακα αξιών που ο μόνο ο ίδιος έχει στη

σκέψη του, χωρίς αντικειμενικά ερείσματα. Μάλιστα, ο Βάρναλης καταφέρεται,

ειρωνευόμενος τον Πολίτη, και εναντίον του Γκαίτε, αποκαλώντας τον μόνο

«ιστορικό σταθμό στη φιλοσοφία της σκέψης» και όχι κάτι άλλο, 380 ενώ στη συνέχεια

με βάση τον κοινωνικό ιστό διαχωρίζει την τέχνη, τη θρησκεία και την ηθική από την

ψυχολογία, αναδεικνύοντας το εκκολαπτόμενο μαρξιστικό πρόταγμά του, το οποίο θα

γίνει αργότερα εμφανές και ξεκάθαρο. Ο Κώστας Βάρναλης στην προσπάθειά του να

στηρίξει τις απόψεις του διατείνεται με υπερβολικό στόμφο ότι ο Διονύσιος Σολωμός

ανήκει μόνο στην εποχή του, αλλά αν ζούσε σήμερα, θα έγραφε αντιπολεμικά και όχι

με πατριωτική θεματική τα ποιήματά του:

379
Βλ. Κ. Β., «Υποκειμενικό - Αντικειμενικό», εφ. Πρωτεύουσα, ό.π.
380
Πρβλ. και τις αναφορές του Χάινριχ Χάινε στο βιβλίο Η Ρομαντική Σχολή, μετάφραση: Ν. Μ.
Σκουτερόπουλος, μετάφραση ποιημάτων: Τζένη Μαστοράκη, Αθήνα, Στιγμή, 1993, ο οποίος
αναγνωρίζει τη μεγάλη προσφορά του Γκαίτε στη γερμανική λογοτεχνία, αλλά δεν παύει να τον ψέγει.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του «η ποίηση του Γκαίτε δεν γεννάει πράξεις» (σ. 75-76. Σελίδες που
ξετυλίγει τις απόψεις του για τον Γκαίτε: σ. 61-95). Για τις απόψεις του Χάινε στη Ρομαντική Σχολή,
βλ. Ιωάννα Ναούμ, Μειδίαμα αλγεινόν (1860-1930). Η ποιητική του κλαυσίγελου και ίχνη της
ρομαντικής γενεαλογίας της, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης – Τμήμα Φιλολογίας, 2007, σ. 40-54.

180
Διότι εμείς δε θεωρούμε την τέχνη ως ένα ψυχολογικό απλώς φαινόμενο, αλλά

κοινωνικό φαινόμενο όπως και την ηθική και τη θρησκεία δεν πρέπει να τις θεωρήσομε

ως ψυχολογικά φαινόμενα, αλλά κοινωνικά φαινόμενα.381 […] Η πατρίδα και η

θρησκεία δεν είναι πια κ ο ι ν ω ν ι κ έ ς δ υ ν ά μ ε ι ς.

Η απάντηση του Φώτου Πολίτη έρχεται με το «Ο Γκαίτε και κάποιοι

άλλοι», 382 όπου διακρίνονται ίχνη της θεωρίας περί ονομάτων (η οποία ήδη είχε

αξιοποιηθεί και από τον Πλάτωνα στη θεωρία του), η σχέση δηλαδή μεταξύ

σημαίνοντος και σημαινομένου.383 Κατά τον Βασίλη Κάλφα, ο Πλάτωνας έδωσε μια

κατανοητή απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των σοφιστών. Γι’ αυτό και

επισημαίνεται ότι οι κατ’ εξοχήν Iδέες είναι ηθικές αξίες και «προτίμησε να

διχοτομήσει την πραγματικότητα σε δύο ανεξάρτητα βασίλεια, παρά να αφήσει να

πλανάται η σύγχυση φιλοσοφίας και σοφιστικής».384 Ο Πολίτης σαν ένας άλλος

Σωκράτης υποστηρίζει ότι μπορεί να αλλάζει η τεχνική έκφρασης αλλά όχι η ίδια η

τέχνη και φέρνει ως παράδειγμα τις λέξεις «Ζευς», «Ιεχωβάς» και «Θεός», οι οποίες

εκφράζουν το ίδιο θρησκευτικό αίσθημα, εφόσον αναφέρονται στην έννοια του

προστάτη – Θεού. Το ίδιο επιχειρεί και με το παράδειγμα των ανδρικών ονομάτων, τα

οποία μπορεί να είναι διαφορετικά, όμως για κάποιους ουσιαστικά σημαίνουν την

έννοια του πατέρα. Ο Πολίτης δεν προσπερνάει ούτε τις σοσιαλιστικές απόψεις του

Βάρναλη και τονίζει εμφαντικά:

381
Βλ. Κ. Β., ««Υποκειμενικό - Αντικειμενικό», εφ. Πρωτεύουσα, ό.π.
382
Βλ. Φ. Π., «Ο Γκαίτε και κάποιοι άλλοι», εφ. Πολιτεία, ό.π.
383
Βλ. A. E. Taylor, Πλάτων. Ο άνθρωπος και το έργο του, μετάφραση: Ιορδάνης Αρζόγλου, Αθήνα,
Μ.Ι.Ε.Τ., 1990, σ. 107-123.
384
Βλ. Βασίλης Κάλφας, «Η πλατωνική θεωρία των Ιδεών», Η Εγκυκλοπαίδεια του Πλάτωνα, στο:
http://n1.intelibility.com/ime/lyceum/?p=lemma&id=148&lang=1.

181
Ο Κ. Β. είναι “κοσμοπολίτης”. Και ως τοιούτος, εις τας παραμονάς του χαντακώματος

της μπολσεβικικής απόπειρας, ανεκάλυψεν ως “πρόσταγμα του καιρού μας” τον

κομμουνισμόν! 385

Θα ήταν περιττολογία να αναφερθεί πως η άποψη του Πολίτη, σχετικά με το ότι

εφόσον κάτι αναφέρεται και σχετίζεται μόνο με την εποχή του, μόλις αυτή λήξει,

παύει και αυτό, προσλαμβάνεται και σήμερα θετικά, εφόσον η συγχρονία ενός

δημιουργήματος αποκτά αξία μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το έργο κατορθώνει και

ξεπερνάει τον χρόνο και τον τόπο και γίνεται έτσι αξία υπερτοπική και διαχρονική.

Ο Βάρναλης απαντάει με το άρθρο «Ωραίον και άσχημον», στο οποίο η

προσανατολισμένη στο θεωρητικό μόρφωμα του σοσιαλισμού βιοθεωρία του,

βασισμένη και στη φιλοσοφία του Σαρλ Λαλό, είναι ακόμα πιο εμφανής:

Κ’ εφόσον στη ζωή δεν υπάρχουν άτομα (η θεωρητική αφαίρεση “ατόμων” είναι

ολότελα αυθαίρετη) αλλά “κοινωνικοί άνθρωποι” ειλικρίνεια είναι η φυσική εκδήλωση

του ατόμου ως κοινωνικού όντος με όλες του τις πειθαρχίες κ’ δια τα προστάγματα της

κοινωνικής ζωής.386

Τέλος, ο Φώτος Πολίτης στο «Οι χάρτινοι και οι ζωντανοί» εμμένει στην άποψή του

περί θέασης του απολύτου και κατακεραυνώνει τον ωφελιμιστικό ενθουσιασμό του

Βάρναλη, που προκύπτει από τη στείρα ανάγνωση των βιβλίων:

385
Βλ. Φ. Π., «Ο Γκαίτε και κάποιοι άλλοι», εφ. Πολιτεία, ό.π.
386
Βλ. Κ. Β., «Ωραίον και άσχημον», εφ. Πρωτεύουσα, ό.π.

182
Πρέπει […] να πιστοποιηθή εντός μας η, δια του παρόντος πάλιν, βεβαιότης του

μέλλοντος. Μόνον έτσι ανοίγει η σκέψις μας και εμψυχώνεται ο πόθος μας προς το

απόλυτον ιδεώδες. Προς το α π ό λ υ τ ο ν ναι. Προς την απόλυτον ωραιότητα, την

απόλυτον ηθική, την απόλυτον αλήθειαν. Και – δια να μη δυσαρεστήσωμεν τον κ. Κ. Β.

– ωσαύτως και προς την απόλυτον ασχημίαν. […] Η όλη διαφορά μας με τον κ. Κ. Β.

είναι, ότι εγώ μεν ομιλώ έχων υπ’ όψιν την φύσιν, αυτός δε απαντά έχων υπ’ όψιν τα

βιβλία και μάλιστα ωρισμένα μόνον βιβλία. […] Η μεγάλη κατάρα του Νεοέλληνος και

η μεγάλη απόδειξις της ψευτιάς εις την τέχνην μας είναι ότι […] είναι όλοι τους δούλοι

του τελευταίου βιβλίου που διαβάζουν. […] Πολλοί σκύλοι περιφέρονται εις τας οδούς

και μάλιστα χωρίς φίμωτρα. Είμαι όμως καλά ωπλισμένος και ημπορώ να προχωρώ εις

τον δρόμον μου ξέγνοιαστος.387

Καθίσταται σαφές ότι δεν ανήκει στο πνεύμα της παρούσης διατριβής η

ενδελεχής ανάλυση της διαμάχης Πολίτη – Βάρναλη ∙ ωστόσο, μέσα από την

αδρομερή παρουσίαση των κύριων σημείων της μπορούμε να καταλάβουμε ότι το

υπόβαθρο της αποδοκιμασίας του Βάρναλη για το έργο του Αποστολάκη προϋπήρχε

και, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τη συγγένεια του Φώτου Πολίτη με τον Γιάννη

Αποστολάκη, φωτίζονται καλύτερα οι συνιστώσες των απόψεων του Βάρναλη, ο

οποίος με παραγωγική πορεία πατάει πάνω σε έναν ήδη διαμορφωμένο πυρήνα

φιλοσοφικής θεώρησης περί τέχνης και ζωής και εξακτινώνει την κριτική του προς

όλες τις αντίθετες από αυτόν πλευρές.

Ο Αποστολάκης δεν θα διαφωνούσε και με τη διαπίστωση του Βάρναλη ότι

«δυο είναι οι θεμελιακές αισθητικές (και γενικότερα φιλοσοφικές) αρχές του

387
Βλ. Φ. Π., «Οι χάρτινοι και οι ζωντανοί», εφ. Πολιτεία, ό.π.

183
Σολωμού: το “απόλυτο” και το “υψηλό”». 388 Βέβαια, ο Αποστολάκης θεωρούσε τη

ρομαντικογενή επιδίωξη των δύο αυτών θεμελιωδών αξιών ορθή και ισχύουσα για

κάθε εποχή, ενώ ο Βάρναλης ως υπέρμαχος του διαλεκτικού υλισμού τις εξηγούσε

ιστορικά αλλά δεν τις αποδεχόταν ως διαχρονικές και αναλλοίωτες. Η σκέψη και τα

αισθητικά μορφώματα των δύο σημαντικών διανοουμένων, πέραν των εμφανών

αντιθέσεων και των οξύτατων αντιπαραθέσεων, ενέχουν και ορισμένες αναλογίες,

αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης εργασίας. Εδώ, θα αποτολμούσαμε απλώς να

καταθέσουμε ως πρόταση το ότι η κριτική του Βάρναλη, παρότι εντελώς αρνητική

για τις θέσεις του Αποστολάκη, συνέβαλε έως έναν βαθμό στο να αναπροσαρμόσει ο

τελευταίος τη μέθοδό του ως προς το θέμα «Σολωμός». Έγινε πιο αναλυτικός, πιο

συγκεκριμένος και επαγωγικός στα Τραγούδια μας, ανασυνθέτοντας τα μερικά και

ειδικά τεκμήρια, ώστε να χτίσει το σολωμικό όλον, σε αντίθεση με το Η Ποίηση στη

ζωή μας, στο οποίο (το ομολογεί και ο ίδιος, άλλωστε) ξεκινούσε με δεδομένη την

αξία του συνόλου, κατά γενική παραδοχή και όχι καθ’ απόδειξιν, για να φτάσει στο

εσώτατο «μυστικό κέντρο» της σολωμικής δημιουργίας. Ο Βάρναλης δίνει σήματα

στη μελέτη του, παρατηρώντας ότι για τους περισσότερους μελετητές του Σολωμού

«η άμεση παρατήρηση των κειμένων μπαίνει σε δεύτερη μοίρα», ότι τους

χαρακτηρίζει η «υπερβολή», ότι ο θαυμασμός τους «για το Σολωμό πήρε το

χαραχτήρα φετιχισμού»,389 ότι οφείλουν να κατεβούν «από τη μεταφυσική

ελευθερολογία στην αντικειμενική πραγματικότητα». 390

Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν και κατά πόσον ο Αποστολάκης έλαβε υπόψη

του τα σήματα του ιδεολογικού και φιλολογικού του αντιπάλου ή εάν ήθελε να του

δείξει ότι οι γενικές συντεταγμένες των παλαιότερα διατυπωμένων θέσεών του

388
Κώστας Βάρναλης, Σολωμικά, ό.π., σ. 59.
389
Κώστας Βάρναλης, Σολωμικά, ό.π., σ. 11.
390
Κώστας Βάρναλης, Σολωμικά, ό.π., σ. 21.

184
ισχύουν με οποιαδήποτε μέθοδο και να χαραχτούν. Πάντως, εδώ εισφέρει πολλές

κειμενικές αποδείξεις, που οδηγούν στη στήριξη των τελικών συμπερασμάτων του,

ενώ δεν αντιμετωπίζει ολόκληρο το σολωμικό έργο με υψήγορο θαυμασμό. Θεωρεί

αδύναμα τα πρώιμα σολωμικά ποιήματα, αλλά τα εκλαμβάνει (και σωστά) ως

απαραίτητο στάδιο «ετοιμασίας», για να δοθούν κατά την εξελικτική ωρίμανση τα

σπουδαία και καλλιτεχνικά «επιτυχημένα» έργα. Κατά τούτο, δεν μας ξαφνιάζει η

εναρκτήρια παράγραφος του κεφαλαίου «Σολωμός – Η ετοιμασία»:

Το τραγούδι στην «Όμορφη μοναστηρίσια» είναι το πιο αδύνατο του Σολωμού:

Μοναστηρήσια μου όμορφη, εδώ είμαι και κ ο ι τ ά ω

πρόβαλε κει στα κάγκελα να ιδής που τ ρ α γ ο υ δ ά ω.

Το περιεχόμενό του αισθηματολογικό, καθώς εφτανήσιας καντάδας, απ’ όπου

δε λείπει πολλές φορές και κάποιο ελαφρό καμάρωμα του τραγουδιστή για τη δική του

την ηθική, όπως λ.χ. εδώ

Μοναστηρήσια μου όμορφη, εδώ έλα και στοχάσου

πως δε θα κάμω να χ α θ ή, αθώα μου, η π α ρ θ ε ν ι ά σ ο υ.

Τεχνική του πάλι η ευκολώτερη που γίνεται – η πρόχειρη ομοιοκαταληξία του

διστίχου.391

Ο Αποστολάκης δείχνει να κατανοεί πλέον ότι δεν είναι δυνατόν όλα τα έργα

ενός καλλιτέχνη να είναι αριστουργηματικά και να αναδίνουν το εκφραστικά και

ψυχικά «υψηλό» που συμπυκνώνει και αποκρυσταλλώνει το καλλιτεχνικά

«απόλυτο». Η καλλιτεχνική πορεία είναι κατά το μάλλον ή ήττον εξελικτική. Ο

391
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 12.

185
Αποστολάκης το συναισθάνεται, αφού χωρίς να αποκολληθεί από το κεντρικό

θεωρητικό του επιχείρημα, επισημαίνει:

Σπάνιο είναι, αν όχι ολότελα αδύνατο, τα πρώτα λόγια του ποιητή να είναι και τα λόγια

της καρδιάς του, όπως λέμε, να βρη δηλαδή μονομιάς ο ποιητής τη σωστή λυρική

έκφραση. Αυτή βγαίνει από το κέντρο της ζωής, από την ψυχή και όχι από την άκρη,

όπου βρίσκεται κάθε νειος. Ο κόσμος ο πνευματικός και ηθικός με την αντικειμενική

μορφή, που έχει πάρει και παρουσιάζεται στους συγχρόνους, είναι η άκρη του δρόμου,

μαζί όμως και το φυσικό ξεκίνημα για το νέο.392

Ο Αποστολάκης βρίσκει ωριμότερο τον Σολωμό στην «Αγνώριστη», στην

«Ξανθούλα», αφού «από το κατώφλι του εσωτερικού […] φαίνεται τώρα να τράβηξε

πιο μέσα»,393 και διαπιστώνει πως ο ποιητής βρίσκεται «στο σωστό δρόμο» με τον

«Θάνατο της Ορφανής» και με τον «Θάνατο του Βοσκού», γιατί

υπάρχει σ’ αυτά κάποιος διαφορετικός τονισμός του συνόλου […] κι’ αυτό δείχνει το

Σολωμό να κινειέται αδιάκοπα και γλήγορα προς το κέντρο της ζωής του και να μη

στέκεται χρόνια αργός στην ίδια τη θέση. Ενώ δηλαδή ως τώρα ο ποιητής καμάρωνε με

τα ξεχωριστά περιστατικά και αισθήματα («Ευρυκόμη», «Ξανθούλα»), με τις

εξαιρετικές εντυπώσεις («Ξανθούλα», «Άγνωστη»), αυτές να ειπούμε τις πολύτιμες

λεπτομέρειες χαιρότανε να μαζώνη από την καρδιά του και από τις αισθήσεις του και

να τις απλώνη με καμάρι και στους άλλους, στα δυο αυτά τραγούδια προσπερνά τις

λεπτομέρειες και τραβάει κατά την πηγή τους, αφήνει τα πολλά και γυρεύει ένα: ξυπνά,

392
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 13.
393
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 15.

186
μ’ άλλα λόγια, μέσα του η φροντιδα για το οργανικό σύνολο, για το ζωντανό

πρόσωπο.394

Με παράθεση και με ερμηνευτικό σχολιασμό πολλών συγκεκριμένων

ποιητικών αποσπασμάτων και με σταθερό κριτήριο την «ενότητα του αντικειμένου»

και τη «σύλληψη του συνόλου»,395 ο Αποστολάκης φωτίζει την πορεία του Σολωμού

προς τα μεγάλα «επιτυχημένα» ποιήματά του, εντάσσοντας στο στάδιο «ετοιμασίας»

του δημιουργού «Τα δυο αδέρφια» και την «Τρελλή Μάνα» και επεξηγώντας με

σαφήνεια τις λέξεις «εμψύχωση» και «ζωντάνια» ως όρους της κριτικής του,

θεωρώντας ότι η πρώτη συγκροτεί το χαρακτηριστικό τού υψηλού και αιώνιου

ποιητικού έργου:

Η λέξη ε μ ψ ύ χ ω σ η κοντά στο εξωτερικό αποτέλεσμα, που φέρνει στο νου η λέξη

ζ ω ν τ ά ν ι α, σε κάνει να σκεφθής τη δύναμη, την ενέργεια, κοντά στην επιφάνεια,

κοντά στο άπλωμα, στο βάθος, ή κάτι τέλος εσωτερικό. Έτσι η εμψύχωση, για να

συνεχίσω την παραπάνω φρασεολογία μου, είναι ζωντάνια στον ανώτατο βαθμό, που

δεν την κάνει ούτε η φαντασία, ούτε το αίσθημα, ούτε η εντύπωση, όλες τους μερικές

και εξωτερικές ενέργειες, παρά βγαίνει ακατάπαυτα από κάτι κεντρικό, από κάτι

εσωτερικό . απαράλλαχτα όπως ο άνθρωπος ή όποιο άλλο ζωντανό πλάσμα έχει το

λόγο της ζωής μέσα του κι’ όχι στον ερεθισμό της φαντασίας, της καρδιάς και της

αίσθησης της δικής του ή του άλλου του κόσμου. Μ’ ένα λόγο η εμψύχωση είναι η

ζωντάνια, που ολοένα βγαίνει από μέσα και ξαπλώνεται στα έξω, πράμα που δύσκολα

σε κάνει να το σκεφτής μονάχη της η λέξη «ζωντάνια» . χρειάζεται πάντα περίφραση

και εικόνα μαζί της. Για κείνο απ’ εδώ κ’ εμπρός, καθώς ερχόμαστε να εξετάσουμε τα
394
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 19.
395
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 40.

187
πετυχημένα τραγούδια του Σολωμού, θα μεταχειριζόμαστε τη λέξη «εμψύχωση» και όχι

«ζωντάνια¨, αφού το νόημα απ’ εκείνη τη λέξη ταιριάζει στον πόθο του γνήσιου

ποιητή, που ηύραμε παραπάνω πως είναι να ζήση όσο γίνεται κοντύτερα στην καρδιά

τού μοναδικού κόσμου, που ορίστηκε για τον άνθρωπο.396

Πάμε, λοιπόν, και στην «εμψυχωμένη» ποίηση της σολωμικής καλλιτεχνικής

κορύφωσης. Ο Αποστολάκης, ήδη στο Η Ποίηση στη ζωή μας, αναφέρει ως

θαυμαστά έργα του Σολωμού τον «Ύμνο», τον «Κρητικό», τους «Ελεύθερους

Πολιορκημένους» και τον «Πόρφυρα». Εδώ, δεν αποστασιοποιείται από αυτήν τη

βασική θέση του, απλώς εμπλουτίζει την τεκμηρίωσή της με περισσότερες σκέψεις,

βασισμένες σε χαρακτηριστικά αποσπάσματα των έργων, ακολουθώντας μία πορεία

από το ειδικό και συγκεκριμένο προς το γενικότερο και θεωρητικά δεμένο με την

διανοητική σύλληψή του για τα γνωρίσματα της – κατά την άποψή του – σπουδαίας

και υψηλής ποίησης, της μόνης που δικαιούνταν τον χαρακτηρισμό της γνήσιας και

αληθινής τέχνης (ο Αποστολάκης ασφαλώς θα προτιμούσε κεφαλαίο αρχικό στην

Τέχνη του Σολωμού και του γνήσιου κλέφτικου τραγουδιού και πεζό αρχικό ή και

ειρωνικά εισαγωγικά στην «τέχνη» του Παλαμά, του Βαλαωρίτη, του Κρυστάλλη και

των υπολοίπων εκπροσώπων του στιχουργημένου λόγου).

Ο συγγραφέας βρίσκει ότι στα σπουδαία έργα του Σολωμού λειτούργησε η

«εμψύχωση», με αποτέλεσμα η εσώτερη ψυχή του ποιήματος και η σάρκα της

καλλιτεχνικής έκφρασης να συγκροτούν ένα αδιαίρετο οργανικό όλον, από το οποίο

δεν αναδύεται η αίσθηση του «διχασμού», και αυτό παρατηρείται πρώτα από όλα

στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» (εμφανές το ότι ο Αποστολάκης αποφεύγει την

λεκτική αποτύπωση του τίτλου στην καθαρεύουσα, την οποία καθιέρωσε η έκδοση

396
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 59.

188
Πολυλά,397 και αναφέρει το ποίημα απλώς ως «Ύμνο» ή ως «Ύμνο της

Ελευθερίας»398):

Ό,τι λοιπόν ξεχωρίζει τον «Ύμνο» από τα τραγούδια της «ετοιμασίας» είναι η έλλειψη

από διχασμό. Το ελάττωμα αυτό, που το ηύραμε στα καλύτερα τραγούδια της

«ετοιμασίας» φωλιασμένο βαθιά μέσα στην καρδιά τους, δεν υπάρχει πια στο

καινούργιο έργο. Ο «Ύμνος» φαίνεται καθαρά πως δεν τον γέννησε καμμιά από τις δύο

κυριώτερες πηγές, που θρέφουν και πληθαίνουν την εύκολη ποίηση του ξέγνοιαστου

νέου και του παραστρατημένου γέρου, ούτε δηλαδή ο εξωτερικός κόσμος, που δε

σταματάει – θάλασσα ταραγμένη – να ρίχνη στα πόδια του ανθρώπου σωρό τα άψυχα

θέματα, ούτε η γενική έννοια με το βολικό σχήμα της για κάθε περίσταση. Πολλές

δηλαδή φορές τυχαίνει με την ωμή αντιγραφή περιστατικών του γύρω κόσμου να

τρέχουν οι στίχοι ποτάμι, καθώς πάλι η γενική έννοια με το ανήσκιωτο σχήμα της

ξεγελά τον άνθρωπο και τον κάνει να νομίζη πως έχει ψυχικό και πνευματικό

περιεχόμενο και είναι άξιος πια για ποιητής. Η ελευθερία όμως, που τραγουδάει τώρα

ο Σολωμός, δεν είναι ούτε ήσκιος και αέρας, έννοια δηλαδή γενική, ούτε ξερή πάλι

αντιγραφή από το γύρω κόσμο. Και δεν είναι το πρώτο γιατί ο ποιητής με ζωηρότατο

πόθο γυρεύει ν’ αναστήση στα μάτια μας τη μορφή που γνώρισε και δε σέρνεται βαρύς

μέσα στο ευρύχωρο και τεντωμένο πια από την πολλή χρήση σχήμα της γενικής

έννοιας. Η λευτεριά του «Ύμνου» δεν είναι η λευτεριά γενικά παρά η ορισμένη

λευτεριά, που φανερώθηκε σ’ ορισμένον τόπο και χρόνο, και που έκαμε ορισμένες

397
Βλ. «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», στο: Διονυσίου Σολωμού, Τα ευρισκόμενα, [Προλεγόμενα:
Ιάκωβος Πολυλάς], Εν Κερκύρα, Τυπογραφείον Ερμής Αντωνίου Τερζάκη, 1859, σ. 1, 444.
398
Βλ., π.χ., Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 10, 157, 321.

189
πράξες και που έχει, τέλος, τα ορισμένα χαρακτηριστικά που διαβάζουμε εκεί μέσα (βλ.

στρ. 1, 2, 28, 29, 30, 31 κτλ).399

Ένα από τα πολλά παραδείγματα, που παρουσιάζει ο Αποστολάκης, για να

τεκμηριώσει, μιλώντας με όρους αμιγώς φιλοσοφικούς, το ότι στον γνήσιο ποιητή

«το φ α ί ν ε σ θ α ι βρίσκεται μέσα στην ουσία του ε ί ν α ι», ενώ «στο μέτριο έργο

τέχνης νοιώθεις να έχη γίνει χωρισμός ε ί ν α ι και φ α ί ν ε σ θ α ι», 400 αντλείται

από τις στροφές 62-65, τις οποίες και παραθέτει:

Ουρανός γι’ αυτούς δεν είναι,

ουδέ πέλαγο, ουδέ γη.

Γι’ αυτούς όλους το παν είναι

μαζωμένο αντάμα εκεί.

Τόσο η καινούργια έκφραση (στρ. 62) είναι πραγματική αλήθεια, που φέρνει σ’

ανησυχία τον ποιητή (στρ. 63):

Τόση η μάνητα και η ζάλη,

που στοχάζεσαι μη πως

από μια μεριά κι απ’ άλλη

δεν μείνη ένας ζωντανός,

κάτι περισσότερο τον κάνει να σαστίζη μ’ ότι βλέπουν τα μάτια του (στρ. 64 και 65):

Κοίτα χέρια απελπισμένα

πώς θερίζουνε ζωές!

Χάμου πέφτουνε κομμένα

χέρια, πόδια, κεφαλές.


399
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 62-63.
400
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 77.

190
Και παλλάσκες και σπαθία

με ολοσκόρπιστα μυαλά

και με ολόσχιστα κρανία

σωθικά λαχταριστά.

Οι τρεις αυτές στροφές, γεννήματα της 62ας στροφής, βεβαιώνουν την

αντικειμενική τους ύπαρξη, όπως παιδιά βεβαιώνουν την ύπαρξη πατέρα. Στον κόσμο

τον αισθητό βρισκόμαστε (στρ. 64, 65) κι’ όμως πόσο μακριά από τον κόσμο του

ρεαλιστή. Από ψηλά ερχόμαστε, από την ψυχή, και η λάμψη της φωτίζει ως την άκρη

το δρόμο μας. Το υψηλό, που χαρακτηρίζει αλάκαιρη τη σύλληψη, προβάλλει και από

την πιο ωμή λεπτομέρεια του αισθητού κόσμου, που αλλιώς μονάχα αηδία και

σιχαμάρα (ολοσκόρπιστα μυαλά, σωθικά λαχταριστά) θα μπορούσε να γεννήση.401

Ο Αποστολάκης δεν θα παραλείψει να εκθειάσει τη σολωμική γλώσσα των

συνθέσεων της «επιτυχίας» ως εσωτερικά καλλιεργημένη, φωτεινή και

«ζωντανή». 402 Πάντως στο μόλις παρατεθέν απόσπασμα, δείχνει αποκλειστικά να

ενδιαφέρεται για τη λάμψη της ψυχής, που εκπέμπουν οι στίχοι, και για το υψηλό της

καθολικής σύλληψης, παρακάμπτοντας το ότι ο εικοσιπεντάχρονος ποιητής, που το

1823 πάλευε ακόμη για να ανυψώσει σε βαθμό υψηλό την ελληνομάθειά του, με το

«λαχταριστά» μάλλον εννοεί «σπαρταριστά», και όχι «ελκυστικά – επιθυμητά»,

σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη σημασία (μόνο η έκφραση «ψάρια λαχταριστά»,

υπό την έννοια ότι αυτά σπαρταρούν ακόμη, συναντιέται στην ιδιόλεκτο των

αλιέων). Επιπρόσθετα, ο ποιητής έχει γράψει και πολύ καλύτερους στίχους από τον

δεύτερο της 63ης στροφής (αδόκιμη η διάσπαση του «μήπως» σε δύο λέξεις), αλλά ο

401
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 99.
402
Βλ. δειγματοληπτικά, Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 139.

191
Αποστολάκης στοχεύει στο ψυχικό βάθος της υψηλής σύλληψης και όχι στην

εκφραστική επιφάνεια.

Με θεωρητικό υπόστρωμα την ψυχική λάμψη, που φωτίζει την ολότητα της

ποιητικής σύλληψης και τον οργανικό συνταυτισμό εσώτερου «είναι» και λεκτικού

«φαίνεσθαι» στο πλαίσιο μιας υψηλής, απόλυτης και τελικά αδιαίρετης ενότητας,

ξεδιπλώνεται η κριτική του Αποστολάκη, της οποίας το θεωρητικό επίκεντρο θα

μπορούσε να χαρακτηριστεί όχι απλώς πλατωνικό (στο σημείο διαχωρισμού αιώνιας

ιδέας και εξωτερικού - ορατού αντικειμένου, που αντιστοιχεί σε αυτήν), αλλά και

ειδικότερα κρατυλικό, υπό την έννοια ότι και ως υψηλή καλλιτεχνική έκφραση «η

γλώσσα περιέχει την υπερβατική δύναμη της ταύτισης λέξης – πράγματος».403 Κατά

την κριτική του πρακτική ο συγγραφέας, πρακτική βασισμένη σε πολλαπλά

παραδείγματα στίχων και στον σχολιασμό τους υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου

θεωρητικού υποστρώματος, αποδέχεται ως υψηλής καλλιτεχνικής αξίας συνθέματα

το «Τραγούδι του Μπάυρον»,404 το εξάστιχο για την «Καταστροφή των Ψαρών»,405

τη «Φαρμακωμένη», 406
το τραγούδι της «Μοναχής», 407
τον «Λάμπρο».408 Για τον

«Κρητικό» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», ο Αποστολάκης εκφράζει

θαυμασμό και κατά την ανάπτυξη της μελέτης του, πέρα από τα εκτεταμένα

παραδείγματα στίχων, υπογραμμίζει και βασικές προϋποθέσεις τής – κατ’ αυτόν –

ποιητικής μεγαλοσύνης:

403
Χ. – Δ. Γουνελάς, «Η Δίπτυχη Λειτουργία της Γλώσσας με Επίκεντρο τον “Κρατύλο” του
Πλάτωνα», στο: Η φιλοσοφία της γλώσσας και η νεοελληνική ποίηση, Αθήνα, Δελφίνι, 1995, σ. 25.
404
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 178.
405
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 179.
406
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 182-183.
407
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 184-193.
408
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 193-228.

192
Στον «Κρητικό υπάρχει ο σπουδαιότερος όρος για την ύπαρξη του θαυμαστού κι αυτός,

βέβαια, δεν είναι το ανακάτωμα του με τον καθημερινό κόσμο της εμπειρίας, παρά η

τέλεια απομάκρυνση απ’ αυτόν για να μη μπορούν να έχουν πέραση οι νόμοι και οι

κανόνες του.409[…] Το ε γ ώ του ποιητή δε φτάνει στο φυσικό του ανάστημα χωρίς το

ε σ ύ του ήρωα, όπως ποίηση πάλι θεριεύει το σπόρο της ηρωικής ζωής. Και για να

μεταχειριστώ στο τέλος τον χαρακτηρισμό του ίδιου του ήρωα για τον εαυτό του, ο

Κρητικός είναι ο άνθρωπος με τη βαθιά ψυχή που τη γέμισεν ο πόνος.410

Δίκαιο είναι να αναγνωρίσουμε στον Αποστολάκη και τη στηριγμένη στο

ποιητικό υλικό προσπάθειά του για σύνδεση των δύο κορυφαίων σολωμικών

συνθέσεων, υπό όρους συνέχειας και αναλογίας:

Κοντινός πολύ και καθαρός αντίλαλος του Κρητικού, σαν ακούη αυτός το γλυκύτατο

ήχο και θέλη στο τέλος να χωριστή από τη σάρκα του, να τον ακολουθήση [ενν. πως

πρόκειται για ήχο μεταφυσικό, μυστικό και οραματικό], είναι και η ανησυχία η

ψυχική των Πολιορκημένων – έτσι αδιάκοπη και δυνατή όπως της θάλασσας – από την

αγάπη και από τον έρωτα του καλού, ενώ οι δύο τελευταίοι στίχοι:

γλυκειά κ’ ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,

κ’ υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.

δείχνουν να έχουν οι ήρωες ψυχικά περάσει πέρα απ’ εκεί που στάθηκε ο Κρητικός. Οι

Πολιορκημένοι δεν τρομάζουν, παρά είναι πρόθυμοι να χάσουν το τρυφερό κλωνάρι

που θα τους είχε μείνει. Λεύτερη είναι πια η ψυχή τους και, το σπουδαιότερο, γλυκειά.

Με το επίθετο αυτό, καθώς και με τη φράση του άλλου στίχου: με χαμόγελο, ζήτησε ο

ποιητής να φανερώση την εσωτερική μακαριότητα, την ψυχική δηλαδή κατάσταση του
409
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 236-237.
410
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 255.

193
ανθρώπου, που τα έχει καλά με τον Θεό του – τον άνθρωπο τον ευδαίμονα, που λέγανε

οι αρχαίοι. Ύστερα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους υπάρχει ανάλογη συγκίνηση με

του Κρητικού – συγκίνηση πρώτα πρώτα της ψυχής και ύστερα της αίσθησης και της

καρδιάς.411

Ο Αποστολάκης γίνεται και από εδώ εμφανές, και ανεξαρτήτως τού εάν έχει

αντικειμενικά δίκιο ή άδικο, ότι θεωρεί θεμελιώδες κριτήριο καλλιτεχνικής αξίας τη

βαθύτατη ψυχική διέγερση του δημιουργού, αλλά και του δυνάμει αναγνώστη, την

οποία διαχωρίζει από την αισθητική και τη συναισθηματική διέγερση. Ο

συνταυτισμός αυτών των τριών αναβαθμών της συγκίνησης καταξιώνει το ποίημα

στη σφαίρα του υψηλού, ενώ μία κάποια αισθητική ή και συναισθηματική

ταλάντωση δεν αρκεί, χωρίς τη βαθύτατη ψυχική κίνηση, ώστε το ποίημα να

αποσπάσει τη θετική κριτική, τουλάχιστον του Αποστολάκη.

5.2. Η απόρριψη της ελληνόγλωσσης ποίησης του Κάλβου

Με βάση την εφαρμογή του κριτηρίου, εξαιτίας της οποίας ανυψώθηκε κριτικά από

τον Αποστολάκη ο ώριμος Σολωμός, κατεδαφίστηκε ο ελληνόγλωσσος Κάλβος των

είκοσι ενός ποιημάτων (= ποιητικός πρόλογος και δέκα ωδές στη Λύρα – 1824 και

δέκα ωδές στα Λυρικά – 1826). Διανύοντας την τρίτη δεκαετία του εικοστού πρώτου

αιώνα, ξέρουμε ότι το ιταλόγλωσσο έργο του Κάλβου είναι υπερδιπλάσιο του

ελληνόγλωσσου και ότι ο επιβλητικός Ζακύνθιος κατέστη μείζων ποιητής μιας

γλώσσας, στην οποία δεν προέβλεπε και ίσως ούτε και να επεδίωκε λογοτεχνικά να

411
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 267.

194
σταδιοδρομήσει.412 Δεν είναι δίκαιο, βέβαια, να περιμένουμε το 1934 από τον Γιάννη

Αποστολάκη προσδιορισμό των ιταλογενών ρυθμικών στοιχείων της ελληνόγλωσσης

καλβικής ποίησης, όταν το 1979 από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων,

αλλά και το 1992 από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, εκλαμβάνονταν σαν Άπαντα Ανδρέου

Κάλβου μόνον οι ευάριθμες ελληνόγλωσσες ωδές του ποιητή, γεγονός που «σήμαινε

ότι διακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Κάλβου και εκατόν είκοσι τρία μετά τον

θάνατό του η βεβαιότητα ότι ο Κάλβος είχε γράψει μόνο είκοσι ωδές όχι μόνο ήταν

κυρίαρχη στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό αλλά επιβίωνε και στο πανεπιστημιακό

πεδίο».413

Ο Αποστολάκης αρχικά πληροφορεί ότι

η εξέταση του Κάλβου δε θα γίνη όπως του Σολωμού, στο κάθε τραγούδι χωριστά,

παρά γενικά στο ποιητικό του έργο, που, με διαφορά δύο χρόνων, είναι όλο συνθεμένο

τον ίδιο πάνω – κάτω καιρό (1824-1826).414

Πράγματι, το ελληνόγλωσσο έργο του Κάλβου δεν παρουσιάζει εξελικτικά στάδια.

Τόσο θεματικά και ρυθμολογικά, όσο και γλωσσικά, δείχνει παγιωμένο και

ανεξέλικτο, και ήδη από τις πρώτες φράσεις της κριτικής του, ο Αποστολάκης

σκιαγραφεί το κριτικό του σχήμα, συγκριτολογικό ως προς την ποίηση του Σολωμού
412
Βλ. ενδεικτικά, Γιώργος Ανδρειωμένος, Βιβλιογραφία Ανδρέα Κάλβου (1818-1988), Αθήνα, 1993 .
Ευριπίδης Γαραντούδης, Πολύτροπος αρμονία. Μετρική και ποιητική του Κάλβου, Ηράκλειο,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996 .
Νάσος Βαγενάς (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του
Κάλβου. Επιλογή κριτικών κειμένων, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 122010, κ.π.ά.
413
Νάσος Βαγενάς, «Ο Κάλβος σήμερα», εφ. Το Βήμα, 14 Μαρτίου 2021. Για το ποιητικό έργο του
Ανδρέα Κάλβου, βλ. Luigi Trenti, Ευριπίδης Γαραντούδης (επιμέλεια), Ανδρέας Κάλβος. Έργα, τόμος
Α΄ (Ποιητικά), μέρος Α΄ (Δημοσιευμένα), Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2016 και Δημήτρης Δ.
Αρβανιτάκης, Ανδρέας Κάλβος. Έργα, τόμος Α΄ (Ποιητικά), μέρος Β΄ (Αδημοσίευτα), Αθήνα,
Μπουσείο Μπενάκη, 2021.
414
Γιάννη Μ. Αποστολάκη, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 291.

195
και του Κάλβου, ανεπτυγμένο ως προς τον πρώτο όρο σύγκρισης και προς ανάπτυξιν

ως προς τον δεύτερο:

Στον ένα το τραγούδι είναι φυσικό, να ειπούμε, γέννημα . στον άλλον είναι τεχνική ή

άτεχνη κατασκευή. Στον ένα είναι έκφραση ψυχής .


στον άλλον είναι μίμηση από

έκφραση, ρητορεία.415

Οι συγκεκριμένες αναφορές στίχων και οι κριτικές θέσεις, που έπονται, στην ουσία

υπηρετούν το σχήμα που ο Αποστολάκης προαναγγέλλει και με συσσωρευόμενες

διατυπώσεις υποστηρίζει. «Χοντρή και αδέξια δοκιμή»416 η ωδή «Εις Δόξαν», της

οποίας η προσέγγιση διανθίζεται με ικανή δόση κριτικού σαρκασμού:

ΚΔ΄ Τι τρέμεις; Την φοράδα

κτύπα, κέντησον, φύγε,

Οθωμανέ . θηρία

μάχην πνέοντα, δόξα,

σε κατατρέχουν.

Τι άσχημο όμως είναι πως δεν έφυγε ο Οθωμανός, παρά ο ίδιος ο ποιητής. Κλεισμένος

πια τώρα για καλά μέσα στο κούφιο κλουβί των γενικών εννοιών, βγάζει τα κούφια

συμπεράσματά του, που τα τραγουδάει με ακόμα πιο κούφια φωνή:

ΚΕ΄ Ω δόξα, διά τον πόθον σου

γίνονται και πατρίδος

και τιμής και γλυκείας

ελευθερίας και ύμνων

άξια τα έθνη.
415
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 291.
416
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 295.

196
Ποιος μπορεί ή ποιος έχει τώρα όρεξη να τεντώση τ’ αυτί του για ν’ ακούση; 417

«Δεν είναι γνήσιος ποιητής ο Κάλβος»418 στην ωδή «Εις θάνατον», ενώ είναι

συντριπτική η σύγκριση σε βάρος του, εάν παραβληθούν με όρους αναλογίας

ορισμένες εικόνες του με ομόλογες του κλέφτικου δημοτικού τραγουδιού. Ο

Αποστολάκης συγκρίνει την πρώτη στροφή της ωδής «Εις Σούλι» με την έναρξη του

τραγουδιού του Μπουκουβάλα:

Α΄ Φυσάει σφοδρός ο αέρας

και το δάσος κυμαίνεται

της Σελλαΐδος.φθάνουσι

μακράν εδώ, όπου κάθομαι,

μουσικά μέτρα.

Με τον αέρα που φυσάει και φέρνει τα μουσικά μέτρα νόμισεν ο Κάλβος πως βρήκε

αρκετή δικαιολογία του δικού του τραγουδιού. Η Ανάγκη, ο μοναδικός θεός και κύριος

της ψυχής του ποιητή, ξέπεσε σε μια από τις χίλιες δυο συνηθισμένες αφορμές της

Τύχης . το σκονισμένο προοίμιο του δασκάλου της ρητορικής αναπλήρωσε το μυστικό

κι ολόδροσο μπουμπούκιασμα του τραγουδιού στην αρχή. Καμμιά σύγκριση με τη λιτή

και υπέροχη αρχή του δημοτικού τραγουδιού του Μπουκουβάλα:

Τι νάναι ο αχός που γίνεται κ’ η ταραχή η μεγάλη;

Μήνα βουβάλια σφάζονται μήνα θεριά μαλλώνουν;

Ουδέ βουβάλια σφάζονται κι ουδέ θεριά μαλλώνουν

ο Μπουκουβάλας πολεμά κτλ.

Εδώ το ίδιο το θαυμαστό περιστατικό, η μάχη, μπουμπούκιασε μέσα στην ψυχή του

ποιητή, στον αχό κτλ. Ο ποιητής είναι κοντά με το περιστατικό, κάτι παραπάνω: έχει
417
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 298-299.
418
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 300.

197
γίνει ένα μ’ αυτό, δεν είναι μακριά, όπως ο Κάλβος, για να χρειάζεται μια αφορμή να

δικαιολογήση το τραγούδι που αποφάσισε να κάμη.419

Ο Κάλβος μεταφορικά και μόνο ακούει τα μουσικά μέτρα από το φύσημα του αέρα,

γιατί πράγματι: αντικειμενικά βρισκόταν πολύ μακριά από το ηρωικό Σούλι. Το να

συγκρίνουμε την ποιητική μυθοπλασία του Κάλβου, υποβιβάζοντας τη γνήσια

αγωνία του για το τι συνέβαινε στην πατρίδα, με το ρεαλιστικό υπόστρωμα και την

παραδοσιακή τεχνική των άστοχων ερωτημάτων του δημοτικού τραγουδιού είναι,

βέβαια, θεμιτό, αλλά είναι «μετάβασις εις άλλον γένος»420 και αυτό φαίνεται να

διαφεύγει από τον Αποστολάκη, γιατί, όπως και να το κάνουμε, άλλο είναι το

πλαίσιο συγγραφής ενός λόγιου ποιήματος και άλλος ο χώρος και τα μοτίβα

κατασκευής ενός προφορικού και στην επέκτασή του συλλογικού λαϊκού

δημιουργήματος.

Στην ωδή «Εις την Νίκην», ο Αποστολάκης βρίσκει ένα ακόμη πεδίο, για να

διατρανώσει τη σολωμική υπεροχή έναντι της καλβικής ανούσιας ρητορείας:

Η ωδή «Εις την Νίκην» αρχίζει με προσφώνηση της Νίκης, όπου όμως ο

ποιητής δεν ανασταίνει ομπρός μας τη Μορφή, παρά ξηγάει ψυχολογικά τη γέννηση και

την παρουσία της Μορφής στην ψυχή των ανθρώπων:

Α΄ Ον, συ που η φ α ν τ α σ ί α

φλογώδης των θνητών

419
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 312.
420
Τη φράση χρησιμοποιεί και ο Δημήτρης Δούκαρης («Η “Ασκητική” του Καζαντζάκη και ο κύριος
Γ. Π. Σαββίδης», Κριτικά Φύλλα, τχ. 15, Μάιος – Ιούνιος 1974, σ. 195), για να αντικρούσει τη
συνεκφορά της Ασκητικής του Καζαντζάκη με έργα, όπως Ο Αγών μου του Αδόλφου Χίτλερ και Το
Πιστεύω μας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, την οποία είχε επιχειρήσει ο Γ. Π. Σαββίδης («Ο
πειρασμός του Ευαγγελιστή», εφ. Το Βήμα, 10 Νοεμβρίου 1973).

198
σαν πτερωμένην βλέπει

π α ρ θ έ ν ο ν εις τον αέραν

ουράνιον έργον.

Η Β΄ στροφή γυρεύει την εξήγηση να στρέψη σ’ έκφραση και σε συμβολισμό, η

επιτυχία όμως είναι ολότελα εξωτερική:

Στο μέτωπόν σου πάντοτε

άσβεστος λάμπει αστέρας,

ω Νίκη, συσσωρεύονται

τριγύρω σου ματαίως

νύκτες αιώνων.

Έτσι και σ’ αυτήν την Ωδή δεν πάμε παραπάνω απ’ τη γενική έννοια . κανένα ζωντανό

ε σ ύ δεν αντικρύζει το ε γ ώ του ποιητή . καμμιά Μορφή δε στέκεται αντίκρυ της

ψυχής του ποιητή, όπως λ. χ. στην αρχή του «Ύμνου της Ελευθερίας». Οι στροφές,

γέννημα μάθησης κι όχι άμεσης ψυχικής εμπειρίας, παρουσιάζουν τη συνηθισμένη

χαρτένια προσωποποιία του ρήτορα. Φυσικά ε μ ψ ύ χ ω σ η δεν υπάρχει στο τραγούδι


.
το κέντρο της ζωής βρίσκεται έξω απ’ αυτό, ενώ ο ποιητής ξεπροβάλλει κάθε τόσο και

προσθέτει απ’ έξω ό,τι νομίζει χρήσιμο για την περίσταση.421

Η αυτοθυσία και ο ηρωισμός των Παργιανών («Εις Πάργαν») «δε δίνεται σαν

κάτι πρωτόφαντο […] παρά σαν ένα παράδειγμα γενικής σκέψης», 422 ενώ με

ομόλογα επιχειρήματα απορρίπτονται «Τα Ηφαίστεια», «Ο Ωκεανός», οι ωδές «Εις

Χίον», «Εις Ψαρά», «Εις Αγαρηνούς», «Εις Ελευθερίαν», κ.ο.κ. Ο Αποστολάκης

κατηγορηματικά επισημαίνει:

421
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 320-321.
422
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π., σ. 328.

199
Ο Κάλβος, επειδή δεν ήταν γνήσιος ποιητής, εσύγχιζε την κορυφή με την υπερβολή – κι

όμως η διαφορά είναι τεράστια. Η κορυφή δείχνει σε κάτι εσωτερικό, στο ποιό, ενώ η

υπερβολή σημαίνει αναπλήρωση του ποιού με κάτι εξωτερικό με το ποσό, με τον

αριθμό. Καμμιά σκέψη, κανένα αίστημα, καμμιά, τέλος, εντύπωση δεν ξετυλίγεται

αβίαστα και φυσικά, έτσι που να δείχνη την ξεχωριστή φύση της, το ποιόν της. Το

ριζικό αυτό ελάττωμα, που είναι, πραγματικά, θάνατος για την ποιητική συγκίνηση, ο

Κάλβος γυρεύει να το κρύψη, ή νομίζει πως το αναπληρώνει με το εξωτερικό

μεγάλωμα ή με το τεχνητό φούσκωμα που δοκιμάζει να δώση στην ασήμαντη

συγκίνησή του . ο αέρας όμως εύκολα φεύγει κι ο τεχνητός όγκος σβήνει, διαλύεται και

φαίνεται τότε όλη φτώχια η ψυχική.423

Ο Αποστολάκης κλείνει τη μελέτη του για τον Κάλβο με μία απόφανση, που

απορρέει από το γνωστό θεωρητικό του μόρφωμα για την ποίηση:

Μ΄ ένα λόγο η ποίηση του Κάλβου είναι γεμάτη σχήματα λεχτικά, από κείνα που

αναφέρουν τα συνταχτικά και τα εγχειρίδια ρητορικής. Στον αληθινόν όμως ποιητή

σχήματα τέτοια δεν υπάρχουν κι ό,τι χαραχτηρίζεται για σχήμα ή για τρόπος στο βάθος

είναι κίνημα και φωνή της ψυχής, έτσι φυσικά όπως κι ο άλλος λόγος της καθημερινής

του ζωής. Αυτά είχα να πω και νομίζω να έγινε ο σκοπός πού έβαλα στην αρχή της

μελέτης ν’ αποδείξω για ρητορική κατασκευή το τραγούδι του Κάλβου.424

Ο φιλόλογος-κριτικός συμπιέζει μέσα στο γενικό του κριτικό σχήμα μία ιδιότυπη

ποίηση, η οποία διαμορφώθηκε κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές,

πολιτισμικές και γλωσσικές συνθήκες, αλλά ο Αποστολάκης δεν ενωτιζόταν τον


423
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π, σ. 359.
424
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, ό.π, σ. 365.

200
ποιητικό κόσμο του Κάλβου, ώστε να ψαύσει και να κατανοήσει τις ειδικές συνθήκες

μέσα στις οποίες αυτός εκφραστικά, καλλιτεχνικά και ιδεολογικά κατά περίπτωση

αποκρυσταλλώθηκε. Η βασισμένη στο θεωρητικό του μόρφωμα κριτική πρακτική

του ακολουθούσε την ακριβώς αντίστροφη πορεία: εφάρμοζε προκρούστεια το

υψηλό και το απόλυτο ως καλλιτεχνική κορύφωση έντονης ψυχικής διεργασίας και

ως αποτέλεσμα «ζωντάνιας» και «εμψύχωσης», απορρίπτοντας σθεναρά ό,τι δεν

χώραγε στο σχήμα του.

5.3. Η «αισθητική μελέτη» για την ποίηση του Βαλαωρίτη

Επομένως, δεν μας παραξενεύει και η απόρριψη της ποίησης του Αριστοτέλη

Βαλαωρίτη και του Κώστα Κρυστάλλη από τον Γιάννη Αποστολάκη, αλλά μένει να

εξηγήσουμε το γιατί η κριτική άρνηση προς το έργο των δύο ποιητών εκτάθηκε από

τον συγγραφέα σε μέγεθος μονογραφίας για καθέναν από τους δύο δημιουργούς. Ο

Βαλαωρίτης έλαμψε στη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, έχοντας και παρουσία

(βουλευτής) στα πολιτικά δρώμενα. Η ποίησή του προσέχτηκε ιδιαίτερα,425

σημαντικοί ποιητές (Παλαμάς, Βάρναλης, Σικελιανός) ασχολήθηκαν με το έργο του,

προσλαμβάνοντάς το θετικά, ενώ μεταγενέστεροι μελετητές τον συνέδεσαν

τεκμηριωμένα με τη Μεγάλη Ιδέα426 και με τα εθνικά οράματα.427 Ως Επτανήσιος,

θεωρήθηκε, κατά μίαν έννοια, και συνεχιστής του Σολωμού, και αυτό ακριβώς

425
Βλ. Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, «Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879). Ο ιστορικός-εθνικός
ποιητής και οι θέσεις της κριτικής», στο: Η νεοελληνική σύνθεση. Θέματα και κατευθύνσεις της
νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Νεφέλη, 1999, σ.117-144.
426
Βλ. Αστέριος Αργυρίου, Η Μεγάλη Ιδέα στο έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Ιωάννινα, Εταιρεία
Ηπειρωτικών Μελετών, 2008.
427
Βλ. Γιάννης Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά πεπρωμένα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ως «εθνικός
ποιητής», Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2009.

201
θέλησε εύλογα να κατακρίνει ο Αποστολάκης, ο οποίος εξηγεί τους λόγους, για τους

οποίους ασχολήθηκε με την ποίηση του Βαλαωρίτη:

Το νόμισα ανάγκη να σταματήσω σ’ αυτόν και να μιλήσω. Δεν είνε, βέβαια, ούτε το

βάθος της ψυχής του, ούτε ο ευγενισμός της γλώσσας του που με κάμανε να πάρω την

απόφαση . κανένα από τα δύο αυτά κύρια συστατικά της αληθινής ποίησης, όπως θα

δούμε παρακάτω, δεν υπάρχει στο έργο του. Η μεγάλη του επιτυχία, να μπορέση

δηλαδή να περάση στον κόσμο για πραγματικός ποιητής, αυτό μ’ ανάγκασε να προσέξω

το Βαλαωρίτη.428

Η κριτική και αισθητική αποτίμηση της ποίησης του Βαλαωρίτη τίθεται

αφετηριακά σε σύγκριση με το σολωμικό έργο, εφόσον στην αρχή της μελέτης του, ο

Αποστολάκης δηλώνει πως η προσέγγιση της ποίησης του Βαλαωρίτη είναι

καμωμένη όχι με τα κούφια ζύγια της αφηρημένης αισθητικής παρά με τα γεμάτα και

στερεά κριτήρια, που ύψωσε στην ψυχή μου η σπουδή του μοναδικού μας ποιητή, του

Σολωμού.429

Ο συγγραφέας προσγράφει στο ενεργητικό του Βαλαωρίτη το ότι ήταν

δημοτικιστής, αφού «σύνθεσε τα τραγούδια του στη ζωντανή γλώσσα», 430 όμως

ορθώνει μία βασική αντίρρηση, που απορρέει από τη θέση του για πλήρη

συνταυτισμό ψυχικής διεργασίας προς την ανύψωση και καλλιτεχνικής έκφρασης, για

428
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, Αθήνα, [χ.ε.], 1936, σ. 7.
429
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 7.
430
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 10.

202
συνένωση «πνεύματος και σάρκας», εφόσον «η γλώσσα είναι ταγμένη να γίνεται η

σάρκα στο πνεύμα»,431 όπως μεταφορικά και πολλαπλά έχει υπογραμμίσει:

Μελετώντας το έργο, καταλαβαίνεις να μην ξεχωρίζη ο Βαλαωρίτης στην ψυχική

στάση απ’ τον πολύ τον κόσμο, που έχει τη γλώσσα σαν κάτι έτοιμο, χωριστό, σαν κάτι

εξωτερικό απ’ τον άνθρωπο . πραγματικά ο Βαλαωρίτης δεν ένοιωσε ποτέ τον εαυτό

του γινομένο ένα με τη γλώσσα. Ο πρόλογος των «Μνημοσύνων» φαίνεται να ξεχειλίζη

απ’ αγάπη της γλώσσας του λαού, αλλά είνε αγάπη – το βλέπεις και τ’ ακούς απ’ τα

ίδια του τα λόγια – που δε γίνεται ευλογία ή κατάρα, μ’ ένα λόγο, Μοίρα του

ανθρώπου. Στο βάθος υπάρχει αδιαφορία. Η ανησυχία όλη βρίσκεται μονάχα στην

επιφάνεια.432

Λίγο πριν από τον γλαφυρό χαρακτηρισμό της αναγνωστικής εντύπωσής του από τον

σολωμικό Διάλογο, την οποία δεν διστάζει να προσδιορίσει ως «τιτανική

υπερφροσύνη της ψυχής», έχει διαπιστώσει ότι «καμμιά αστραπή από λέξη ή φράση

του Βαλαωρίτη δεν ξεσκεπάζει ψυχή ευτυχισμένη με τα πλούσια αγαθά της». 433

Ο Αποστολάκης παραθέτει ικανά δείγματα από την ποιητική πορεία του

Βαλαωρίτη, της οποίας το άνυσμα εκτείνεται από τα Στιχουργήματα έως τον

Αθανάση Διάκο και τον Φωτεινό, για να αναρωτηθεί ρητορικά και κατηγορηματικά

να απαντήσει:

Και τώρα τι είνε το τραγούδι του; Είνε αφροί στο στόμα χωρίς εσωτερικό πάθος και

χωρίς βρασμό ψυχής, γοερές κραυγές χωρίς πραγματική αγωνία ψυχής, πόθος χωρίς

431
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 12.
432
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 16-19.
433
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 22.

203
μυστικό ψυχής, φύλλα, τέλος, που δεν έχουν δέσει σε μπουμπούκι – χωρίς μυρουδιά,

χωρίς τρυφεράδα καμμιά της ουσίας τους.434

Η απουσία της «Μορφής» και της «Συλλογής» από την ψυχή του Βαλαωρίτη,

τον οδήγησαν στον «χοντρό υλισμό» και σε «επίδειξη ναρκισσισμού», που

«αφανίζουν την ενότητα και τη συνέχεια» από την ποίησή του, σε πλήρη

αντιδιαστολή με την γνήσια και μεγάλη ποίηση του Σολωμού, στην οποία «νιώθεις

την Ελλάδα να έχη γίνει πραγματικά “η ψυχή της ψυχής”»435 του ποιητή. Όλα αυτά,

διανθισμένα και με τη θεωρητική άποψη του Αποστολάκη για την υψηλή και

σύνθετη ποιητική μορφή, την οποία είχαν κατακτήσει ο ώριμος Σολωμός και το

γνήσιο δημοτικό τραγούδι, αλλά όχι βέβαια ο κούφιος και ναρκισσευόμενος

Βαλαωρίτης, ούτε ο άγονος μιμητής Κρυστάλλης:

Γιατί η Μορφή είνε Φύση και Θαύμα μαζί, ή, αν επιτρέπεται η αντίφαση, είνε το

φυσικό θαύμα της ψυχής . χωρίς τη Μορφή ανοίγεται χάσμα αδιάβατο ανάμεσα Ζωής

και Τέχνης και τρόπος κανένας πια δεν υπάρχει ν’ ακουστή γνήσιος τόνος τραγουδιού.

Ωστόσο, ποτέ δεν παύουνε οι ανώφελες δοκιμές των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν,

εμψυχώνοντας αυθαίρετα διάφορα άψυχα αντικείμενα, που σχετίζονται με τους ήρωες,

νόμισε ο Βαλαωρίτης πως γλυτώνει για πάντα απ’ το μεγάλο κίνδυνο, απ’ την ξερή

έκθεση των ιδεών κι αναπληρώνει την έλλειψη Μορφής.[…] Ύστερα και το συχνό

μεταχείρισμα από περιστατικά απίθανα κι αφύσικα καταλαβαίνει κανείς να βγαίνη απ’

την ανάγκη να σκεπαστή το μεγάλο ελάττωμα της ψυχής, η απουσία του θαύματος, που

σημαίνει στο βάθος απουσία Μορφής.436

434
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 31.
435
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 32, 62, 66, 67.
436
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 43-44, 45.

204
Κατά τον Αποστολάκη, επομένως, δεν βιώθηκε ο θαυμασμός από την

ποιητική ψυχή του Βαλαωρίτη, ο οποίος θα τον οδηγούσε στη συλλογή και,

συνακόλουθα, στην καλλιτεχνική διεργασία προς την ποιητική αποκορύφωση.

Μορφή έχουν τα ποιήματα του Βαλαωρίτη, αλλά όχι τη «Μορφή», όπως θεωρητικά

και κριτικά τη συνελάμβανε ο Αποστολάκης, ως ποιητική ενσάρκωση του υψηλού

και του αιώνιου, απαλλαγμένου από εξωγενείς παράγοντες. Η συνεχής σύγκριση του

Βαλαωρίτη με τον Σολωμό διατρέχει τις σελίδες της «αισθητικής μελέτης» του

Αποστολάκη για τον Βαλαωρίτη, αλλά, κατ’ αντιστοιχίαν, η συνεχής σύγκριση των

ποιημάτων του Κρυστάλλη με τα δημοτικά τραγούδια όχι απλώς πραγματώνεται,

αλλά εμφιλοχώρησε και στον τίτλο του βιβλίου του Αποστολάκη: Ο Κρυστάλλης και

το Δημοτικό Τραγούδι. Το μότο καθενός από τα δύο βιβλία είναι ενδιαφέρον να

σχολιαστεί ως απότοκο της γενικά αποδεκτής άποψης ότι το περικείμενο δυνάμει

φωτίζει πληρέστερα το κείμενο. Το βιβλίο για τον Βαλαωρίτη είναι αφιερωμένο από

τον Αποστολάκη «Στη μνήμη του Φώτου Πολίτη», δυναμικού διανοουμένου, με

αισθητικές και ιδεολογικές θέσεις που δεν διέφεραν πολύ από τις αντίστοιχες του

Αποστολάκη. Η υποδηλούμενη συναισθηματική δόνηση, που ένιωσε ο Αποστολάκης

από τον πρόωρο και αδόκητο θάνατο του Φώτου Πολίτη (1890-1934), διανθίστηκε

από την παράθεση στίχων από το Symbolum (1815) του Johann Wolfgang Goethe:

«… Stille / Ruhn oben die Sterne / Und unten die Gräber» [= … Σιωπηλή / ανάπαυση

πάνω από τα αστέρια / και κάτω από τους τάφους]. Ο συγγραφέας παραθέτει απλώς

το επώνυμο του μεγάλου γερμανού δημιουργού, χωρίς να μεταφράζει τους στίχους

και δίχως να αναφέρει το έργο, από το οποίο αυτοί προέρχονται, ωστόσο καταφέρνει

– έστω και με αυτόν τον υποδηλωτικό τρόπο – να συνδέσει το υψηλό και

μεταφυσικό με την αναπόδραστη θνητότητα και αυτό, οπωσδήποτε, θυμίζει την

ακλόνητη πεποίθησή του για το υψηλό και αιώνιο της γνήσιας ποιητικής έκφρασης,

205
που συνιστά μία ιδιότυπη νίκη του καλλιτέχνη (αλλά και του κριτικού ως

καλλιτέχνη) απέναντι στον χρόνο και στον θάνατο.

5.4. Η ποίηση του Κρυστάλλη ως άγονη μίμηση του δημοτικού

τραγουδιού

Ο Κώστας Κρυστάλλης θεωρήθηκε συνεχιστής του δημοτικού τραγουδιού, ενώ

αναμενόμενο ήταν ο πρόωρος θάνατός του (το 1894, σε ηλικία μόλις είκοσι έξι ετών)

να τον έχει καταστήσει συμπαθή τόσο στη λογοτεχνική κριτική, 437 όσο και στην

αναγνωστική κοινή γνώμη. Ο Αποστολάκης στοχεύει στη σύγκριση της ποίησης του

Κρυστάλλη με την ποίηση του δημοτικού τραγουδιού, ώστε να καταδείξει την

καλλιτεχνική αδυναμία του ποιητή μπροστά στο υψηλό και γνήσιο λαϊκό

δημιούργημα.

Τι κι’ αν εγώ θυμήθηκα τον Κρυστάλλη από το δημοτικό τραγούδι κι’ όχι σαν τους

κριτικούς από τον Κρυστάλλη το δημοτικό τραγούδι. Όλοι τον ίδιο δρόμο μοιάζει να

παίρνουμε. Σωστά . μόνο που δεν τον συνεχίζουμε και όλοι ως την άκρη. Παραβολή

τραγουδιού Κρυστάλλη και δημοτικού τραγουδιού δεν έγινε ποτέ .


η σχέση τους

ορίστηκε με τη θαμπή θύμηση του ατόμου κι’ όχι με την κρίση τη βγαλμένη από την

εκτίμηση του αντικειμένου.438

437
Βλ. ενδεικτικά, Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Κ. Κρυστάλλης», εφ. Εστία, 6 Μαΐου 1894 (και στο:
Γρηγορίου Ξενόπουλου Άπαντα, τόμος 11, Αθήνα, Μπίρης, 1971, σ. 17-19) και Κωστής Παλαμάς, «Το
έργο του Κρυστάλλη», εφ. Εφημερίς, 10, 11 και 12 Μαΐου 1894 (και στο: Κωστής Παλαμάς, Άπαντα,
τόμος Β΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά & Εκδόσεις Μπίρης, 1962, σ. 463-483).
438
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, Θεσσαλονίκη, [χ. ε.], 1937, σ.
3.

206
Σήμερα, βέβαια, η ποίηση του Κρυστάλλη και το έργο του γενικότερα τείνουν

να επανεκτιμηθούν,439 αλλά η οπτική του Αποστολάκη υπήρξε δεσπόζουσα επί

δεκαετίες και επηρέασε τα μείζονα ιστοριογραφικά έργα για τη νεοελληνική

λογοτεχνία,440 με αποτέλεσμα ο Κρυστάλλης, κατά τη στερεοτυπική κριτική

θεώρηση του έργου του, να θεωρείται ένας άγονος μιμητής του δημοτικού

τραγουδιού, όπως τον παρουσίασε ο Αποστολάκης. Ο τελευταίος ασχολήθηκε δια

μακρών με τον Βαλαωρίτη και τον Κρυστάλλη, γιατί ήθελε να κατεδαφίσει, όπως θα

προσπαθήσουμε να δείξουμε, την ποίησή τους, στην οποία διέβλεπε, μέσω της

κριτικής πρόσληψής της, απειλές για τις δύο δικές του ποιητικές κορυφές. Κατά τον

Αποστολάκη, η σύγκριση Σολωμού – Βαλαωρίτη και δημοτικού τραγουδιού –

Κρυστάλλη ήταν συντριπτική και καταδείκνυε την υπεροχή των δύο πρώτων όρων

της σύγκρισης, ενώ κατά καμία έννοια οι Βαλαωρίτης και Κρυστάλλης δεν ήταν και

δεν έπρεπε να θεωρούνται γόνιμοι συνεχιστές των δύο μεγάλων προτύπων.

Στο βιβλίο του για τον Κρυστάλλη, ο Αποστολάκης επιλέγει ως μότο κάτι πιο

προσιτό στον αναγνώστη, παρότι και πάλι δεν αναφέρει την πηγή του: «Ο δε

υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται». Το ότι «Όποιος όμως υπομείνει ως το τέλος,

αυτός θα σωθεί»,441 σύμφωνα με το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Ματθ. κδ΄ 13),

καθρεφτίζει την προσωπική του ακλόνητη πεποίθηση, ότι κριτικά θα δικαιωθεί για

την υπεροχή του Σολωμού και του γνήσιου δημοτικού τραγουδιού έναντι των

συνεχιστών τους στο ποιητικό πεδίο, τους οποίους θεωρηθεί καλλιτεχνικά ανάξιους

439
Βλ. ενδεικτικά, τα κείμενα του σύμμεικτου τόμου: Ευάγγελος Αυδίκος (επιμέλεια & εισαγωγή),
Κώστας Κρυστάλλης. Η επιστροφή. 150 χρόνια από τη γέννησή του (1868-2018), Αθήνα, Ηπειρωτικές
Εκδόσεις «Πέτρα», 2018.
440
Βλ. τις σχετικές αναφορές του Δημήτρη Κόκορη: «Κρυστάλλης και λογοτεχνικός κανόνας», Νέα
Εστία, τχ. 1886, Μάρτιος 2021, σ. 103-112.
441
Το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο κατά Ματθαίο, μετάφραση: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκη,
Ιανός, 2012, σ. 71.

207
για να πλησιάσουν τις δύο μεγαλειώδεις και επιβλητικές κορυφές. Η γενική θέση του

Αποστολάκη για την ποίηση του Κρυστάλλη ενισχύεται με κριτικό σαρκασμό και με

εκφράσεις κάθετης και απόλυτης απαξίωσης:

Και το τραγούδι του Κρυστάλλη; Αστεία παρωδία μπρος στο δημοτικό, κατασκεύασμα

ανθρώπου με κλεισμένη ψυχή και μ’ ανοιχτό μονάχα το χοντρότερο όργανο για την

τέχνη, το λογικό .
μαθητική έκθεση, τη διαβάζει κι’ αναγαλλιάζει ο δάσκαλος σαν

βλέπη το ξερό ραβδί της σοφίας του ν’ ανθίζη. ποιο είναι το πληχτικώτερο δεν ξέρεις, η

ψυχική στέγνη του δασκάλου ή ο καλλιτεχνικός αφρός του μαθητή. Άμουσος άνθρωπος

ο Κρυστάλλης ούτε καν υποψιάστηκε την άμετρη ψυχική συγκίνηση, που γέννησε το

δημοτικό τραγούδι.442

Δεκάδες τα παραδείγματα σύγκρισης της ποίησης του Κρυστάλλη με

δημοτικά τραγούδια, τα οποία παρουσιάζει ο Αποστολάκης. Ακόμη και όταν έχει

δίκιο για την υπεροχή του δημοτικού τραγουδιού, το χάνει έως έναν βαθμό από τις

απόλυτες και μεγαλόστομες κατηγόριες, που εξαπολύει επί δικαίων και αδίκων.

Παραβάλλοντας το «Τραγούδι κλέφτικο» (από τα Αγροτικά του Κρυστάλλη) με

ομόθεμο κλέφτικο τραγούδι (Passow, αρ. 173), για παράδειγμα, χαρακτηρίζει, χωρίς

συγκεκριμένα να επιχειρηματολογεί, το ποίημα του Κρυστάλλη «παρδαλό

κατασκεύασμα ναρκισσισμού, αισθητισμού και Βαλαωρίτικης μεγαλομανίας και

μεγαλοφωνίας».443 Ο μελετητής δείχνει να μην υπολογίζει ότι αρκετά ποιήματα του

Κρυστάλλη μέσω του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, της εικονοποιίας της υπαίθρου

και του δημοτικογενούς λεξιλογίου, εκφράζουν τον πόνο του ανθρώπου που ζει στην

442
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, ό.π., σ. 14.
443
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, ό.π., σ. 64.

208
πόλη, αλλά νοσταλγεί το χωριό και την ύπαιθρο,444 και όχι το έθος και το ήθος μιας

ποιητικής φωνής που βιώνει άμεσα τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού. Η θλίψη

και η μελαγχολία ορισμένων ποιημάτων του Κρυστάλλη, πιθανή απόρροια τόσο του

συμβολιστικού ρεύματος που εισήχθη στο νεοελληνικό ποιητικό πεδίο ήδη από τον

δέκατο ένατο αιώνα, όσο και της βαριάς σωματικής ασθένειας που ταλάνιζε τον

νεαρό ποιητή, εκλαμβάνονται από τον Αποστολάκη σαν αποδείξεις παρακμής και

εκπτώχευσης του υψηλού πνεύματος της δημοτικής ποίησης από έναν άγονο μιμητή

της και όχι ως χαρακτηριστικά μιας ποίησης λόγιας και προσωπικής. Σύμφωνα με

τον Αποστολάκη, όλα τα ποιήματα του Κρυστάλλη είναι δείγματα γραφής

άμουσου στιχοπλόκου και όχι εμπνευσμένου ποιητή. Η πραγματική συγκίνηση σπάζει

από μόνη της το ελαφρό κάλυμμα της ψυχής – το χρόνο – και δείχνεται . δε χρειάζεται

εξωτερική ετοιμασία να επιβληθή – επιβάλλεται ευθύς με την παρουσία της. Ο στίχος

λ.χ. «τα βουνά τριγύριζε και τα δέντρα κοίταζε» του δημοτικού τραγουδιού δείχνει το

βουβό φούσκωμα της ψυχής από συγκίνηση έτοιμο από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάση

και αληθινά ξεσπάζει. Αδειανή όμως όταν είναι η ψυχή από συγκίνηση, ανοίγεται

εύκολα τόπος για σύγχυση και παρανόηση. Έτσι έγινε και ο Κρυστάλλης .εσύγχυσε το

τραγούδι της Ηπείρου με το γνωστό μακαρισμό των βουνών

Καλότυχα, μωρέ δεντρά, που ζάτε χίλια χρόνια

που ανθίζετε καθ’ άνοιξη και κάθε καλοκαίρι

γ ε ρ ά μ α τ α δ ε ν έ χ ε τ ε και Χάρο δε φοβάστε

ενώ,[…] ήσκιος θανάτου δεν ταράζει διόλου το εσωτερικό του γέρου. Και η σύγχυση

γίνεται ακόμη χειρότερη με το μακαρισμό των δέντρων. Ο δημοτικός ποιητής

444
Βλ. ενδεικτικά, Ερατοσθένης Καψωμένος, «Η σχέση φύσης - πολιτισμού στο ποιητικό σύμπαν του
Κρυστάλλη», Διαβάζω, τχ. 326, 5 Ιανουαρίου 1994, σ. 42-45 και Απόστολος Μπενάτσης, «Το Θέλω
και το Δύναμαι στην ποίηση του Κρυστάλλη», Διαβάζω, τχ. 326, ό.π., σ. 60-65.

209
μακαρίζει βουνά και κάμπους όχι δέντρα . ζωντανά καθώς είναι έχουν μέσα τους το

θάνατο, όσες χιλιάδες χρόνια κι’ αν ζούνε.445

Κανένα περιθώριο προσωπικής αναδημιουργίας δεν αφήνει ο κριτικός στον νεότερο

ποιητή, θεωρώντας απορριπτέα και αντικαλλιτεχνική οποιαδήποτε απόκλιση από το

υψηλό πρότυπο της γνήσιας δημοτικής ποίησης.

Μάλλον δεν αποφεύγουμε τον κίνδυνο της περιττής επανάληψης,

παραθέτοντας επί μακρόν τα συγκριτικά παραδείγματα του Αποστολάκη. Ένα

τελευταίο μεταφέρουμε, το οποίο υποδεικνύει μεν τη φιλολογική δεινότητα του

κριτικού, υπό την έννοια της στέρεας συγκρότησης των διαφορών ανάμεσα στα δύο

ποιητικά αποσπάσματα, αλλά, από την άλλη, εδράζεται και στο απόλυτο, σχεδόν

δογματικό, πνεύμα της θεωρητικής του σύλληψης. Εδώ μεταφέρονται οι εναρκτήριοι

στίχοι από «Το παράπονο της Βοσκοπούλας» του Κρυστάλλη και συγκρίνονται με

τους δύο πρώτους στίχους του δημοτικού τραγουδιού της «Απαρνημένης»:

«Όλοι το ηλιοβασίλεμα κοιτάζουν το πανώριο

κ’ η κόρη οπόχει τον καημό τους κάμπους αγαναντεύει»

[…]

Οι δύο πρώτοι στίχοι του τραγουδιού της «Απαρνημένης» […].

«Ούλοι τον ήλιο τον τηράν, που πάει να βασιλέψη

κ’ η κόρη που είχε τον καημό το πέλαγο αγναντεύει»

αρχίζουν το τραγούδι της Βοσκοπούλας .


αλλαγμένοι όμως από τον Κρυστάλλη δεν

είναι πια το λιτό και μεγαλόπρεπο προοίμιο του δημοτικού τραγουδιού. Ο δημοτικός

ποιητής παρασταίνει το φυσικό γεγονός να γίνεται μπροστά μας «που πάει να

445
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το δημοτικό τραγούδι, ό.π., σ. 51.

210
βασιλέψη» κ’ εμείς ασύντριφτα δεμένοι πάμε από κοντά μαζί του «ούλοι τον ήλιο τον

τηράν». Ούτε εκείνο έχει ακόμη τελειώσει, ούτε εμείς έχουμε ξεχωρίσει απ’ αυτό να

σταθούμε από μακριά να τ’ ορίσουμε (Ηλιοβασίλεμα) και να το κρίνουμε (Πανώριο).

Μ΄ ένα λόγο ο δημοτικός ποιητής παρασταίνει το φυσικό γεγονός σα να γίνεται πρώτη

φορά, ή καλύτερα να μη το έχουν χορτάσει ποτέ τα μάτια του ανθρώπου – να μένη

πάντα θαυμαστό. Αντίθετα ο Κρυστάλλης μιλάει με τελειωμένο πια το γεγονός

(Ηλιοβασίλεμα) και με τελειωμένη πια και έτοιμη την αξιολογική κρίση (πανώριο). Το

στενό ουσιαστικό, σπίθα που πάει να σβήση, από την τεράστια πυρκαϊά της Φύσης και

το κρύο επίθετο, φτωχό απομεινάρι της πλούσιας άνθησης της ψυχής, αναπληρώσανε

τη ρευστή εκείνη φλόγα, που παρασταίνει ο περίφημος δημοτικός στίχος «Ούλοι τον

ήλιο κτλ», να βγάζουνε πλημμύρα [αυτή περιγράφεται κατά την ανάπτυξη του

τραγουδιού], Φύση και ψυχή μαζί ενωμένα.446

Γιατί οι στίχοι του Κρυστάλλη είναι απαράδεκτοι; Μα, φυσικά, γιατί είναι

προσωπικό δημιούργημα μιας γραφίδας, που δεν συνέλαβε το υψηλό και το απόλυτο

ως αγωνιώδες απόσταγμα και αποκορύφωμα ψυχικής διεργασίας, όπως έπραξε η

γνήσια λαϊκή μούσα. Το γιατί ο Κρυστάλλης έγραψε, όπως έγραψε, ή και το πόσο

μεγάλες απαιτήσεις δικαιούμαστε να έχουμε από μία θερμή ποιητική καρδιά, που

έπαψε να κτυπά πριν κλείσει τα είκοσι έξι της χρόνια, ουδόλως απασχολεί τον

υψηλόφρονα κριτικό της άρνησης. Ο Αποστολάκης, με γνώμονα τα υψηλά

καλλιτεχνικά επιτεύγματα του Σολωμού και του δημοτικού τραγουδιού, κατεδάφισε

έναν Βαλαωρίτη, έναν Παλαμά, έναν Μαβίλη, έναν Πορφύρα, έναν Γρυπάρη, έναν

Καβάφη. Ο άτυχος Κρυστάλλης δέχτηκε τα ανηλεή κριτικά πυρά του, μόνο και μόνο

επειδή έως έναν βαθμό ακολούθησε και μιμήθηκε το ένα από τα δύο μεγαλειώδη

446
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, ό.π., σ. 41-42.

211
αποστολάκεια πρότυπα, το δημοτικό τραγούδι. Σε ορισμένες σελίδες του βιβλίου, ο

σημερινός αναγνώστης νιώθει ότι ο Αποστολάκης βάλλει με βαριά κανόνια έναντι

ενός συμπαθούς μυρμηγκιού, αλλά στην ανηλεή κριτική του ενδεχομένως και να

συνέτεινε το ότι δύο σπουδαίοι λογοτέχνες μας ως κριτικοί, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος

και ο Κωστής Παλαμάς,447 τους οποίους ο Αποστολάκης είχε δηκτικά απορρίψει,

όπως είδαμε, ήδη στο Η Ποίηση στη ζωή μας, είχαν εκφράσει συμπάθεια και

αποδοχή προς το έργο Κρυστάλλη.

447
Βλ. Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Κ. Κρυστάλλης», εφ. Εστία, ό.π. και Κωστής Παλαμάς, «Το έργο του
Κρυστάλλη», εφ. Εφημερίς, ό.π.

212
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ]

Η καθηγεσία του Γιάννη Μ. Αποστολάκη στο Πανεπιστήμιο


Θεσσαλονίκης

6.1. Ένας δημοτικιστής καθηγητής. Η παύση από τα καθήκοντά του

για ένα ακαδημαϊκό έτος

Το ότι ο Γιάννης Αποστολάκης ήταν δημοτικιστής έχει πολλαπλά επισημανθεί και

από τον ίδιο, αλλά ήταν δημοτικιστής με αίσθηση μιας γλώσσας φυσικής, ζωντανής

και δόκιμης, χωρίς να εγκρίνει τις ακρότητες ψυχαρικού τύπου. Στην ενότητα «Η

Γλώσσα» τού βιβλίου του για τον Βαλαωρίτη χαρακτηριστικά σημειώνει:

Αν ο πνευματικός οργανισμός μας ήτανε γερός, έπρεπε από καιρό να είχε ξεπεράσει την

ανούσια πια τώρα αντίθεση καθαρεύουσας – δημοτικής κι ο άνθρωπος του πνεύματος,

μ’ όλο του το είναι, να είχε τραβήξει μπροστά, στον ευγενισμό της γλώσσας, καθώς το

παραγγέλνει κι ο Σολωμός. Αηδία τότε θα πλημμύριζε την ψυχή με την ξεθυμασμένη

σοφία που χαρίζει έτοιμη στον οπαδό της η μια κ’ η άλλη γλωσσική μερίδα ή το τυχαίο

ανακάτωμά τους, η υψηλή αυτή πανουργία του έξυπνου Νεοέλληνα και, πολύ λιγώτερο,

δε θα είχε κανείς το θάρρος ή το θράσος να προβάλη άνθρωπος του πνεύματος, και να

γυρεύη ύστερ’ απ’ τον άλλον τον κόσμο να πλάση την υψηλή γλώσσα στις υψηλές ιδέες,

που θα γεννούσε το δικό του το κεφάλι. Θα ήξερε πολύ καλά ο ίδιος, από σκληρή

ατομική κριτική και πείρα, πως γλώσσα και σκέψη πάνε πάντα μαζί στον άνθρωπο, και

μόνο χωρίζονται σ’ όποιον συγχύζει το στείρο διάβασμα και την πιο στείρα ακόμα

213
απομνημόνεψη ξένων βιβλίων – τα γεννήματα δηλαδή της αδράνειας, με την ενέργεια

της ψυχής, που, μόνη αυτή, πλάθει σκέψη και γλώσσα μαζί.448

Η προσήλωση του Αποστολάκη στη δημοτική γλώσσα συνδέεται άρρηκτα και

με την καθηγεσία του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, που διήρκεσε από το 1926

έως το 1941, το έτος της συνταξιοδότησής του, με ένα ετήσιο διάλειμμα, κατά το

ακαδημαϊκό έτος 1935-1936. Η σύνδεση είναι εύλογη, για να υποδειχθεί η γλώσσα

στην οποία ο Αποστολάκης δίδασκε και συνέγραψε τα επιστημονικά του κείμενα,

κείμενα που απευθύνονταν ως πανεπιστημιακά συγγράμματα και στο φοιτητικό

κοινό, αλλά και για να φανούν η μισαλλοδοξία, η υπεραπλούστευση, η πόλωση και η

εμπάθεια, που ανέκαθεν χαρακτήριζαν την πανεπιστημιακή ζωή αλλά και τη

νεοελληνική διοίκηση σε επίπεδο θεσμικό. Τα τελευταία στοιχεία συνδέονται με την

παύση καθηκόντων για ένα ακαδημαϊκό έτος (1935-1936), που επεβλήθη στους

καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιάννη

Αποστολάκη, Αλέξανδρο Δελμούζο και Χαράλαμπο Θεοδωρίδη.449

Παρεμπιπτόντως, ας επαναλάβουμε ότι ο Δελμούζος, σε επιστολή της 5ης Νοεμβρίου

1926 προς τον Αλέξανδρο Ζάννα και σχολιάζοντας τις γλωσσικές πεποιθήσεις των

πρώτων καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

χαρακτηρίζει τους Τριανταφυλλίδη, Αποστολάκη και Θεοδωρίδη «φωτισμένους

δημοτικιστές».450

448
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ. 10-11.
449
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 200 (και σημ.
78), 243, 255 (και σημ. 193).
450
Βλ. Ευάγγελος Παπανούτσος, Αλέξανδρος Δελμούζος. Η ζωή του – επιλογή από το έργο του, ό.π., σ.
108 και Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 89-90. Βλ.
επίσης, Δημήτρης Κ. Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από

214
Οι λόγοι της προσωρινής απομάκρυνσης του Αποστολάκη και των άλλων δύο

καθηγητών οφείλονταν στο εκρηκτικό, δηλαδή υψηλόβαθμα μισαλλόδοξο και

εμπαθές, πολιτικό κλίμα της άνοιξης του 1935. Μετά την αποτυχία του

φιλοβενιζελικού στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935, παρέμεινε στην

πρωθυπουργία ο Παναγής Τσαλδάρης, αλλά δόθηκε η «αφορμή για διώξεις και

αποτάξεις βενιζελικών στρατιωτικών και για εκκαθάριση του δημόσιου τομέα από

τους βενιζελικούς».451 Δεν ξέρουμε εάν ο Γιάννης Αποστολάκης ήταν οπαδός του

Ελευθερίου Βενιζέλου, (ο Δελμούζος ήταν,452 ενώ ο Θεοδωρίδης ως αριστερός δεν

ήταν453) αλλά η χονδροειδής και υπεραπλουστευτική εξίσωση «κάθε δημοτικιστής =

βενιζελικός ή αριστερός», δεδομένου και του εξαιρετικά οξυμμένου πολιτικού

φανατισμού της εποχής, οδήγησε τον Απρίλιο του 1935454 (επί Δημητρίου Χατζίσκου

ως Υπουργού «της Παιδείας και των Θρησκευμάτων») στην απομάκρυνση των τριών

τον αντικομμουνισμό του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του Εμφυλίου, Θεσσαλονίκη, University
Studio Press, 2021, σ. 38, 40.
451
Βλ. ενδεικτικά, Γεώργιος Μαυρογορδάτος, «Μεταξύ δυο πολέμων: Πολιτική ιστορία 1922 - 1940»,
στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 - 2000, τόμος 7, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 22.
452
Για την ιδεολογική και πολιτική σύνδεση του Αλέξανδρου Δελμούζου με τον Ελευθέριο Βενιζέλο,
βλ. ενδεικτικά, τις πολλαπλές σχετικές αναφορές του Νίκου Π. Τερζή: Η παιδαγωγική του Αλέξανδρου
Π. Δελμούζου. Συστηματική εξέταση του έργου και της δράσης του, Θεσσαλονίκη, Εκδοτικός Οίκος
Αδελφών Κυριακίδη, 22010.
453
Βλ. σχετικά, Γεώργιος Σ. Δημητράκος, «Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, ο φιλόσοφος, ο δάσκαλος, ο
αγωνιστής», Νέα Παιδεία, τχ. 32, Φθινόπωρο 1984, σ. 120-132. Βλ. και τις αυτοβιογραφικές αναφορές
του Θεοδωρίδη στην πολιτική του ιδεολογία: Ο χειμώνας του 1941-42. Χρονικό της Κατοχής, Αθήνα,
Κέδρος, 1980.
454
Έκθεσις των πεπραγμένων κατά το πανεπιστημιακόν έτος 1934-1935 επί πρυτανείας Δημοσθένους Σ.
Στεφανίδου, Θεσσαλονίκη 1937, σ. 60: «… βαρύ πλήγμα εδέχθη η σχολή [ενν. η Φιλοσοφική] κατά
μήνα Απρίλιον 1935, οπότε εν μέσω της δημιουργηθείσης πνιγηράς ατμοσφαίρας, απεμακρύνθησαν
[…] τρία επίλεκτα μέλη της και άριστοι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι […], οι Ι. Αποστολάκης, Αλ.
Δελμούζος και Χαρ. Θεοδωρίδης». Βλ. και Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του
μεσοπολέμου (1926-1940) , ό.π., σ. 153 (σημ. 197).

215
καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής και ενός από τη Γεωπονοδασολογική455 από τα

πανεπιστημιακά τους καθήκοντα (βάσιμα υποθέτουμε ότι εάν ο Μανόλης

Τριανταφυλλίδης δεν είχε παραιτηθεί για λόγους υγείας το 1934,456 το πιθανότερο

είναι να απομακρυνόταν και αυτός). Ο Νικόλαος Λούβαρις νηφάλια και ήδη από το

1926 είχε επισημάνει ότι «είναι […] συκοφαντία […] να κατηγορούμεν πάντα

δημοτικιστήν ως κομμουνιστήν, άθεον και τα τοιαύτα», 457 αλλά τέτοιες απόψεις δεν

εισακούονταν μέσα στον ορυμαγδό των πολιτικών συγκρούσεων του 1935. Το ότι ο

Νικόλαος Λούβαρις υπήρξε Υπουργός Παιδείας (από 7 Απριλίου 1943 έως 12

Οκτωβρίου 1944) της κατοχικής κυβέρνησης Ιωάννου Ράλλη και ως εκ τούτου

δωσίλογος, δεν προσγράφεται, βέβαια, στο ενεργητικό του, αλλά αυτό δεν σημαίνει

πως η εκφρασμένη το 1926 και μόλις προαναφερθείσα άποψή του είναι εσφαλμένη.

455
«Οι καθηγητές αυτοί θα επανέλθουν ένα χρόνο αργότερα από την Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου
Δεμερτζή, με Υπουργό Παιδείας τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ Δημήτριο
Μπαλάνο. Μεταξύ αυτών που απολύθηκαν και εν συνεχεία επανήλθαν περιλαμβάνονταν οι καθηγητές
της Φιλοσοφικής Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Αλέξανδρος Δελμούζος, Γιάννης Αποστολάκης, καθώς
και ο καθηγητής της Γεωπονοδασολογικής Νικόλαος Ρουσσόπουλος», βλ. Δημήτρης Κ.
Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον αντικομμουνισμό
του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του Εμφυλίου, ό.π., σ. 37, 428.
456
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 152 (σημ. 196).
457
Νικόλαος Λούβαρις, [«Απόψεις για το νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης»], εφ. Εφημερίς
των Βαλκανίων, 22 Νοεμβρίου 1926. Βλ. και Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του
μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 459.

216
6.2. Τα θέματα των πανεπιστημιακών μαθημάτων του Γιάννη Μ.

Αποστολάκη

Η μελέτη αναφοράς του Βασίλη Α. Φούκα χαρτογραφεί, μεταξύ άλλων, και τα

θέματα των μαθημάτων, που διδάχτηκαν από τον Γιάννη Αποστολάκη κατά τα

δεκατρία χρόνια της καθηγεσίας του (1926-1935, 1936-1941),458 και, βέβαια,

ιχνηλατεί και το αναμενόμενο: η διδακτική πορεία του Αποστολάκη στη Φιλοσοφική

Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε και έκλεισε με μάθημα για την

ποίηση του Διονυσίου Σολωμού. Κατά τη δεύτερη χρονιά της διδασκαλίας του

(1927-1928), ο Αποστολάκης δίδαξε δημοτικό τραγούδι και Κάλβο, οπότε, αφού

έδωσε το στίγμα της μεγαλοσύνης των δύο ποιητικών του προτύπων, πέρασε και

στην αρνητική κριτική, την οποία, όπως διαπιστώσαμε, θεωρούσε θεμελιώδη πυρήνα

της κριτικής διαδικασίας, αλλά και της αισθητικής προσέγγισης των κειμένων.

Δίδαξε ακόμη Τυπάλδο, Μαρκορά, Βαλαωρίτη και Μαβίλη. Διάνθιζε ενίοτε τα

μαθήματά του με εμβάθυνση στη λογοτεχνική κριτική, όπως έπραξε κατά το

ακαδημαϊκό έτος 1931-1932, οπότε εμπλούτισε την «Ερμηνεία των ποιητών

Τυπάλδου, Μαρκορά κλπ» με απόψεις (προφανώς τις δικές του!) «περί κριτικής», ή

κατά το ακαδημαϊκό έτος 1938-1939, κατά το οποίο συνδύασε την «αισθητική

ανάλυση» ποιημάτων των Τυπάλδου και Μαρκορά με «το κριτικόν έργον Πολυλά,

Καλοσγούρου». Η πεζογραφία δεν είχε αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος των

διδακτικών ενδιαφερόντων του Αποστολάκη, ωστόσο δεν την αγνόησε: κατά τα

ακαδημαϊκά έτη της διδασκαλίας του δίδασκε και «εκλεκτά τεμάχια διαφόρων

458
Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη. Σπουδές, σπουδαστές
και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 199-200.

217
πεζογράφων» (1930-1931),459 «αισθητικήν ανάλυσιν διηγημάτων» (1931-1932,

1934-1935, 1936-1937) ή συμπύκνωνε στο πλαίσιο ενός μαθήματος αναλύσεις τόσο

ποιημάτων, όσο και πεζογραφημάτων (1934-1935, 1936-1937, 1937-1938).

Η προσέγγιση των διδακτικών αντικειμένων του Αποστολάκη, κατά την

τελευταία ακαδημαϊκό περίοδο της καθηγεσίας του (1939-1941) περιέχει και μία

έκπληξη. Δίδαξε πέντε ώρες ανά εβδομάδα. Οι δύο αφιερώθηκαν στην «Αισθητική

ανάλυση των τραγουδιών του Σολωμού» και το μάθημα προοριζόταν «δι’ όλους τους

φοιτητάς». Μία ώρα («δια τους δευτεροετείς») δόθηκε στην «Ερμηνεία τραγουδιών

του Κάλβου», άλλη μία («διά τους τριτοετείς») στο «Ποιητικόν έργον του

Μαβίλλη», αλλά και μία («διά τους τεταρτοετείς») – και εδώ είναι η έκπληξη –

αφιερώθηκε, για να καλυφθεί η «Αισθητική ανάλυσις των έργων του Παλαμά». Είναι

λογικό να υποθέσουμε ότι η ανάλυση βασίστηκε στις αντιρρητικές και απορριπτικές

για την παλαμική ποίηση θέσεις του Αποστολάκη, που είχαν διαυγώς και ευθαρσώς

διατυπωθεί ήδη και πριν από τον διορισμό του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Δεν φαίνεται να αφιέρωσε αποκλειστικά στον Παλαμά άλλο μάθημα κατά τα

προηγούμενα έτη της καθηγεσίας του, ωστόσο την επισφράγισε, χωρίς να αγνοήσει

το παλαμικό έργο, έστω και για να το απορρίψει. Παρεμπιπτόντως, ας σημειωθεί ότι

ο Κωστής Παλαμάς ήταν ο μόνος εν ζωή λογοτέχνης (απεβίωσε τον Φεβρουάριο του

1943), με του οποίου το έργο ασχολήθηκε ο Αποστολάκης (έστω και με τους όρους

που σκιαγραφήθηκαν) κατά τη διάρκεια της διδακτικής του θητείας στο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ο Αποστολάκης, ως γνωστόν, κατείχε την έδρα της «Νεώτερης Ελληνικής

Φιλολογίας» στη Φιλοσοφική Σχολή, της οποίας το πρόγραμμα σπουδών εμφορείτο

459
Διαθέτουμε, δείγματος χάριν, την πληροφορία, η οποία δόθηκε από τον Γ. Ν. Πολίτη στον Αλέξη
Πολίτη (βλ. Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα”. Γιάννης Μ. Αποστολάκης», ό.π.) ότι
«στα πανεπιστημιακά του μαθήματα επαινούσε τον πεζογράφο Βιζυηνό».

218
τόσο από νεωτεριστικά όσο και από πεπαλαιωμένα στοιχεία.460 Ωστόσο, θα πρέπει

να επισημανθεί, ότι διεύρυνε τον ορίζοντα των μαθημάτων του, διδάσκοντας και

έργα μεγάλων και υψηλών μορφών της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως ο Σαίξπηρ και

ο Γκαίτε. Ο θαυμασμός και η έλξη, που του ασκούσαν κορυφαία έργα του

παγκόσμιου λογοτεχνικού κανόνα, ασφαλώς εδράζονταν και στις θεωρητικές και

κριτικές θέσεις, που είχε διαμορφώσει (ακόμη και πριν από το Η Ποίηση στη ζωή

μας) για τη γνήσια και αληθινή ποίηση: υψηλής συγκινησιακής έντασης

καλλιτεχνική έκφραση, που ενσωμάτωνε την ψυχική διεργασία προς το απόλυτο,

όντας απαλλαγμένη από εξωτερικές πιέσεις και γι’ αυτό λειτουργούσα στο πλαίσιο

της υπερτοπικότητας και της διαχρονίας. Μάλλον θα δίδασκε τους κορυφαίους

ξένους συγγραφείς, χρησιμοποιώντας νεοελληνικές μεταφράσεις τους (η

γλωσσομάθεια των ελλήνων φοιτητών του Μεσοπολέμου, λογικά υποθέτουμε ότι δεν

ήταν υψηλόβαθμη). Ατυχώς, δεν εντοπίστηκαν σχεδιαγράμματα των συγκεκριμένων

μαθημάτων του, ωστόσο ενδέχεται στο πλαίσιο αυτών των παραδόσεων και με

πιθανή βάση την αντιπαραβολή πρωτοτύπου – μετάφρασης ή και την κριτική

προσέγγιση μεταφραστικών εκδοχών του πρωτοτύπου, ο Αποστολάκης να

εκτεινόταν και σε συγκριτολογικά σχόλια ή και σε διακειμενικές συγκρίσεις, γεγονός

που θα ήταν πρωτοποριακό για τα νεοελληνικά φιλολογικά δρώμενα. (Η Ελένη

Πολίτου – Μαρμαρινού επισημαίνει ότι στη χώρα μας, η πρώτη έδρα «Γενικής και

460
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, «Νεωτεριστικά και αναχρονιστικά στοιχεία στο πρόγραμμα σπουδών της
Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης στον Μεσοπόλεμο», στο: Γεώργιος Νικολάου, Στυλιανή Ν.
Τσεσμελή, Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης, Ιωάννης Δημάκος (επιμέλεια), Βασική και συνεχιζόμενη
εκπαίδευση των εκπαιδευτικών σε ένα σύνθετο και μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Πρακτικά 11ου
Πανελλήνιου Συνεδρίου της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος, τόμος Α΄, Πάτρα, Π.Ε.Ε. – Π.Τ.Δ.Ε.,
2019, σ. 384-394, όπου και επισημαίνεται ως αναχρονιστικό στοιχείο η «αρνητική και σεξιστική τάση»
του Γιάννη Αποστολάκη (σ. 390).

219
Συγκριτικής Γραμματολογίας» λειτούργησε στο ΑΠΘ, αλλά «ιδρύθηκε το 1964 και

πληρώθηκε μόλις το 1975»461).

Προφανώς, ο Αποστολάκης υπερθεμάτιζε της αξίας των κορυφαίων έργων

(όπως, άλλωστε, θα έπραττε και διδάσκοντας Σολωμό και δημοτικό τραγούδι),

προσπαθώντας να ανασυστήσει το εσώτατο κέντρο της καλλιτεχνικής τους

σύλληψης, που εκφραζόταν, βέβαια, και στο επίπεδο της καλλιτεχνικής τους μορφής,

η οποία, άρρηκτα δεμένη με την υψηλής αξίας θεωρητική σύλληψη, συγκροτούσε

ένα λειτουργικό οργανικό όλον διαχρονικής εμβέλειας, Δίδαξε «Ερμηνεία ρωμαϊκών

δραμάτων Σαίκσπηρ» (1931-1932), «Ανάλυσι των δραμάτων Σαιξπήρου και Γκαίτε»

(1934-1935), «Ανάλυσι της τραγωδίας Μέκβεθ [sic] του Σαίξπηρ» (1936-1937) και

«Ερμηνεία τραγωδιών Σέξσπηρ» (1937-1938). Κλείνοντας τη σκιαγράφηση της

συγκεκριμένης διδακτικής πτυχής του Αποστολάκη, υπενθυμίζουμε ότι τα δράματα

του Σαίξπηρ αλλά και ο Φάουστ του Γκαίτε (ενδεχομένως αυτό το έργο του δίδαξε ο

Αποστολάκης, άλλωστε το αναφέρει και σε κείμενά του) είναι έργα ποιητικά, όχι

μόνον υπό τη γενική έννοια της συναισθηματικής έντασης και κορύφωσης που

αναδίνουν, αλλά και υπό την έννοια της λογοτεχνικής μορφής: είναι γραμμένα σε

έμμετρους στίχους, οπότε δεν εντάσσονται μόνο στον γενικό χώρο της θεατρικής

γραφής, αλλά και στη ειδικότερη περιοχή της στιχουργημένης θεατρογραφίας, άρα

και της ποίησης. Ειδικά για τον Φάουστ του Γκαίτε, έχουμε και επιπλέον ένδειξη για

το ότι ο Γιάννης Αποστολάκης είχε και τη γνώση αλλά και την ευαισθησία, ώστε να

τον διδάξει και, μάλιστα, εμπνευσμένα: μία υποσημείωση από το Η Ποίηση στη ζωή

μας εκτείνεται σε τέσσερις σελίδες,462 στις οποίες ερμηνεύονται οι μορφές του

Φάουστ και της Μαργαρίτας, ενώ το αριστούργημα του Γκαίτε εκλαμβάνεται ως

461
Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού, Η Συγκριτική Φιλολογία. Χώρος, σκοπός και μέθοδοι έρευνας,
Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1981, σ. 22.
462
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 137-140.

220
«συλλογή και σύλληψη»463 και συνδέεται με τη σολωμική πρακτική: «να αισθανθή η

καρδιά ό,τι συνέλαβε πρώτα ο νους».464

6.3. Μαρτυρίες για τη διδακτική παρουσία του Αποστολάκη

Οι μαρτυρίες για την παρουσία του Αποστολάκη ως δασκάλου δεν είναι πολλές.

Γνωστότερη από αυτές, η οποία συχνά συνοδεύει και σχετικές παρατηρήσεις των

μελετητών της γενικότερης πνευματικής συμβολής του Αποστολάκη,465 είναι αυτή

του ποιητή Γ. Θ. Βαφόπουλου. Καταγράφεται στις Σελίδες αυτοβιογραφίας του και

εδράζεται σε βιωματική εντύπωση, αλλά συνδυάζει την αντικειμενική καταγραφή με

το προσωπικό σχόλιο και δεν προέρχεται από φοιτητή του Αποστολάκη (ο Γιώργος

Βαφόπουλος σπούδασε μαθηματικά για ορισμένα χρόνια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

και αργότερα βιβλιοθηκονομία στο Λονδίνο466). Ο Βαφόπουλος, αφού έχει

χαρακτηρίσει τον Αποστολάκη «παράξενο άνθρωπο με γερό μυαλό», συνεχίζει ως

εξής:

Η διδασκαλία του ξεκινούσε από την αρχή, ότι το έργο της τέχνης είναι δημιούργημα

όχι πολλών παραγόντων, όπως παραδέχονται οι κοινωνιολόγοι, αλλά ενός εκλεκτού

ατόμου, που κλήθηκε από τη μοίρα να γίνει ο νομοθέτης των πολλών. Πίστευε στο

δόγμα της καρλαϋλικής θεωρίας, που είχε αναγάγει τον καλλιτέχνη δημιουργό σε ήρωα,

463
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 137.
464
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 137.
465
Βλ. ενδεικτικά, Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα”. Γιάννης Μ. Αποστολάκης»,
ό.π. και Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 201, 203, 379-
380.
466
Βλ. Καρυοφύλλης (Κάρολος) Μητσάκης, [λήμμα] «Βαφόπουλος, Γιώργος Θ.», στο: Λεξικό
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα – Όροι, ό.π., σ. 266-267.

221
μ’ όλα τα συνακόλουθα της ηρωολατρείας. Κατά τη θεωρία του Αποστολάκη, οι μόνες

μορφές ηρώων στον ελληνικό χώρο, ήσαν εκείνες του Σολωμού και του ανώνυμου

δημιουργού των δημοτικών τραγουδιών, δηλαδή του ελληνικού λαού. Όλοι οι άλλοι

παράγοντες, που έχουν συνθέσει τον πίνακα της νεοελληνικής γραμματείας, κατά την

ίδια θεωρία του Αποστολάκη, ήσαν απλά χορταράκια ή και τσουκνίδες, που φύτρωναν

κάτω από το σολωμικό δέντρο. Μία τέτοια τσουκνίδα, φυσικά, ήταν κ’ η ποίηση του

Παλαμά.[…] Η πολύχρονη διδασκαλία του Αποστολάκη στο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης, δεν αξιώθηκε να δημιουργήσει «σχολή». Η υπερβολή και οι εσωτερικές

αντινομίες της διδασκαλίας του ήσαν τα όπλα της αυτοκαταστροφής του.467

Η επιδραστικότητα, που άσκησε ο Αποστολάκης στον χώρο των νεοελληνικών

σπουδών, δεν συνάδει με τον όρο «αυτοκαταστροφή» του Βαφόπουλου, ενώ σίγουρα

η θεωρία του φιλολόγου-κριτικού είχε δεχτεί και άλλες επιδράσεις, πέραν των ιδεών

του Τόμας Καρλάυλ, αλλά οι πιθανές αντιρρήσεις προς την παρουσίαση του

Αποστολάκη από τον Βαφόπουλο δεν θα συζητηθούν εδώ.468

Μισόν αιώνα μετά το τέλος της καθηγεσίας του Αποστολάκη, το 1990,

δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Το Βήμα δύο μαρτυρίες με πνεύμα θετικό και

τιμητικό για τον Αποστολάκη ως πανεπιστημιακό δάσκαλο, οι οποίες προέρχονταν

από φοιτητές του. Ο Μανόλης Ανδρόνικος σημειώνει:

467
Γ. Θ. Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, τόμος Α΄, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1970
(και σε επανέκδοση: Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, χ.χ.), σ.293-297. Για μία υποφώσκουσα παρουσία
των απόψεων του Αποστολάκη, ώστε να αναιρεθούν, κατά μία έννοια, οι θέσεις του, πρωτευόντως για
τον Παλαμά και δευτερευόντως για τον Καβάφη, βλ. Λένα Αραμπατζίδου, «Ανάμεσα σε δυο
μεγάλους. Η γνωριμία του Γ. Βαφόπουλου με τον Κ. Π. Καβάφη και τον Κ. Παλαμά», Αρχείων
Ανάλεκτα. Περιοδική έκδοση μελέτης και έρευνας αρχείων, τχ. 2, Δεκέμβριος 2017, σ. 13-62.
468
Για τη σχέση του Γιάννη Αποστολάκη με τον Γ. Θ. Βαφόπουλο, βλ. Λένα Αραμπατζίδου (επιμέλεια
- παρουσίαση), Αφιέρωμα στον Γ. Θ. Βαφόπουλο. Τόμος πρώτος, Άπαντα τα ποιήματα, Θεσσαλονίκη,
Δήμος Θεσσαλονίκης – Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, 2021, σ. 71-77.

222
Μονάχα όσοι ευτυχήσαμε να τον παρακολουθήσουμε στις πανεπιστημιακές αίθουσες

και να χαρούμε τον ζωντανό του λόγο, και όσοι είχαμε κάποιες σπάνιες και

απροσδόκητες ευκαιρίες να συνομιλήσουμε μαζί του, κατορθώσαμε να καταλάβουμε ή

καλύτερα να διαισθανθούμε τόσο την απέραντη σοφία του και τη φανατική του

προσήλωση στις αξίες της Τέχνης και της Ζωής, όσο και το πάθος του για τον άνθρωπο

και την πνευματική του ακεραίωση. Πίσω από την αυστηρή και ειρωνική μορφή που

έδειχνε ως προσωπείο, ο συνομιλητής του ξεχώριζε σιγά-σιγά το αληθινό πρόσωπο του

στοχαστή που φλέγεται από τις ιδέες και προπάντων του διανοητή που πιστεύει

ακλόνητα στην ποιητική δημιουργία, όμως μια δημιουργία γνήσια, υψηλή και άδολη.469

Η Δέσποινα Καρπούζα-Καρασάββα αναφέρει και τον Ι. Θ. Κακριδή ως

σημαντικό δάσκαλο μαζί με τον Γιάννη Αποστολάκη και εισφέρει θετικό σχόλιο για

τη διδασκαλία του Σαίξπηρ από τον τελευταίο, καθώς και μία εκθειαστική για αυτόν

γνώμη του Αλέξανδρου Δελμούζου, την οποία δεν μπορούμε να ενδυναμώσουμε με

όρους απόλυτης διακρίβωσης, αλλά δεν έχουμε και λόγο να την αμφισβητήσουμε:

Ο Αποστολάκης μαζί με τον Γιάννη Κακριδή μάς «έμαθαν γράμματα» και μας

βοήθησαν – είναι αλήθεια με σκληρή δουλειά – να γίνομε και εμείς δάσκαλοι. […] Εκεί

όμως που μας αποκαλύφθηκε η κριτική και αισθητική ιδιοφυία του Αποστολάκη, ήταν

όταν μας δίδαξε μια τραγωδία του Σαίξπηρ.470 Και κάποτε ο Δελμούζος μάς είπε σε μια

469
Μανόλης Ανδρόνικος, «Γιάννης Αποστολάκης. Μνήμη δασκάλου», εφ. Το Βήμα, 26 Αυγούστου
1990.
470
Ίσως να αναφέρεται στη διδασκαλία του «Μάκβεθ», κατά το ακαδημαϊκό έτος 1936-1937. Τις
υπόλοιπες φορές, που ο Αποστολάκης δίδαξε Σαίξπηρ, δεν επικεντρώθηκε σε μία μόνο τραγωδία του
μεγάλου ποιητή και δραματουργού.

223
παρέα που συνομιλούσαμε: «Έπρεπε νά ’χατε την τύχη να ακούσετε τον Αποστολάκη να

σας διδάσκει αρχαία τραγωδία».471

Ο Αλέξης Πολίτης εμπλουτίζει την πρόσληψη του Αποστολάκη ως καθηγητή

του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τρεις ακόμη αξιόπιστες προφορικές μαρτυρίες,

των οποίων είχε γίνει αποδέκτης:472 Η γεννημένη το 1923 Ελένη Παντζαλή

εξομολογήθηκε ότι το σημαντικότερο κίνητρο, για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική

Σχολή, ήταν το «να παρακολουθήσει μαθήματα του Αποστολάκη» (εάν το κατάφερε,

θα ήταν για λίγο, αφού το 1941 ο Αποστολάκης αφυπηρέτησε). Η δυστροπία του

Αποστολάκη και η δυσκολία του στην κοινωνική προσαρμογή διαφαίνονται από μία

πληροφορία του Μανόλη Ανδρόνικου («όταν η Σχολή πήγαινε εκπαιδευτική

εκδρομή, δεν καθόταν στο τραπέζι μαζί με τους συναδέλφους του, παρά χωριστά,

μόνος») και από μία ακόμη εξομολόγηση του Γ. Ν. Πολίτη προς τον Αλέξη Πολίτη:

«Είχε καταφέρει να τσακωθεί, γερά, και να διακόψει πολύχρονες φιλίες με αγαπητά

του πρόσωπα που τον εκτιμούσαν απεριόριστα». Η μαρτυρία του Γ. Ν. Πολίτη είναι

προδήλως αυτοβιογραφική και πίσω από αυτήν υποφώσκει η ρήξη δύο ανθρώπων, οι

οποίοι είχαν στενά συνδεθεί κατά τη νεότητά τους, τόσο στο πλαίσιο των σπουδών

τους στη Γερμανία, όσο και κατά την έκδοση του περιοδικού Κριτική και Ποίηση.473

Για την αυστηρότητα, αλλά και ενδεχόμενη εμπάθεια του Αποστολάκη ως


471
Δέσποινα Καρπούζα-Καρασάββα, «Ο δάσκαλος που μας έμαθε γράμματα», εφ. Το Βήμα, 23
Σεπτεμβρίου 1990. Ανεξακρίβωτο το σε ποιο μάθημα του Αποστολάκη αναφερόταν ο Δελμούζος (βλ.
και Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα”. Γιάννης Μ. Αποστολάκης», ό.π.). Πάντως από
τους υπάρχοντες τίτλους των μαθημάτων του Αποστολάκη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (βλ.
Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και
σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 199-200), δεν προκύπτει ότι
δίδαξε αρχαία τραγωδία.
472
Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα”. Γιάννης Μ. Αποστολάκης», ό.π.
473
Βλ. και Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», καθώς και το ανυπόγραφο
«Βιογραφικό σημείωμα [ενν. του Γιάννη Μ. Αποστολάκη]», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 210, 212.

224
διδάσκοντα, έχουμε και έμμεσες – και ως εκ τούτου, όχι και υψηλόβαθμα αξιόπιστες

– πηγές, όπως είναι το σχόλιο του Κώστα Τομανά για τον δημοσιογράφο και εκδότη

Νικόλαο Σφενδόνη:

Άργησε να πάρει πτυχίο, επειδή τον έκοβε συνεχώς ο καθηγητής της Νεοελληνικής

Λογοτεχνίας Γιάννης Αποστολάκης. Γιατί ο Σφενδόνης ήταν ενθουσιώδης παλαμικός

και ο Αποστολάκης, που έμοιαζε με λονδρέζο πόλισμαν, δεν χώνευε καθόλου τον

Παλαμά.474

6.4. Οι θέσεις του σε πανεπιστημιακά ζητήματα (δειγματοληπτική

αναφορά) και ένα χιουμοριστικό φοιτητικό ίχνος της πρόσληψής του

Η έρευνα του Βασίλη Α. Φούκα έχει επαρκώς φωτίσει τις θέσεις, τις οποίες λάμβανε

ο Γιάννης Αποστολάκης για διάφορα θέματα, που απασχόλησαν τη Φιλοσοφική

Σχολή, θέσεις που αποκαλύπτονται από τα Πρακτικά των συνελεύσεων των

διδασκόντων.475 Οι πολλαπλές κειμενικές αναφορές του Αποστολάκη στην ανδρική

υφή του υψηλού και του απολύτου, με ταυτόχρονη κριτική απόρριψη της

θηλυπρέπειας στις εκφάνσεις του καλλιτεχνικού και πνευματικού βίου, συνοδεύονται

και από την εκδήλωση, τουλάχιστον, δύο αντιδράσεών του σε ζητήματα που άπτονται

474
Παρατίθεται από τον Βασίλη Α. Φούκα (Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 363-
364), αντλημένο από το βιβλίο του Κώστα Τομανά, Χρονικό της Θεσσαλονίκης 1921-1944,
Θεσσαλονίκη, Νησίδες, 1995.
475
Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές
και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 97, 102, 107, 109, 120, 121,
126-129, 132, 134, 137, 143, 203, 227, 233, 252, 293.

225
της θέσης των γυναικών476 στην πανεπιστημιακή ζωή. Όταν το 1930, η Σχολή

αποφάσισε να χορηγούνται υποτροφίες για σπουδές στο εξωτερικό τόσο σε άνδρες,

όσο και σε γυναίκες, ο Αποστολάκης είναι εντελώς αντίθετος, γιατί φρονεί ότι η

τελειοποίηση των σπουδών στο εξωτερικό πρέπει να γίνεται «με τον σκοπόν της

δημιουργίας ανωτέρων ιδανικών ζωής, πράγμα δια το οποίον θεωρεί ικανούς μόνον

τους άνδρας».477

Όταν, επίσης, το 1933, η Σχολή συζητά την επί υφηγεσία αίτηση «της

διδάκτορος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Παρισίων» Βενετίας Κώττα, ο

Αποστολάκης όχι απλώς δηλώνει την αντίθεσή του με το να επιτραπεί «εις γυναίκα

να γίνει υφηγήτρια εις την Σχολήν», αλλά αποχωρεί και επιδεικτικά από τη

συνέλευση, όταν συζητείται το θέμα, για να επανέλθει σε αυτήν, όταν πλέον διά

ψηφοφορίας έχει απορριφθεί το αίτημα.478 Είναι φανερό ότι ο Αποστολάκης δεν

ήθελε, ή εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε, να προσαρμοστεί στις εξελίξεις των νέων

καιρών, μένοντας προσκολλημένος σε ένα και προσωπικά διαμορφωμένο

ρομαντικογένες ιδανικό απόλυτου και αριστοκρατικού αισθητισμού,479 στο οποίο δεν

476
Για τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών ως απόρροια της πρόσληψης και της εκάστοτε εξέλιξης αλλά
και παγίωσης των ταυτοτήτων φύλου, βλ. ενδεικτικά, Michael Kimmel, The Gendered Society.
Oxford, Oxford University Press, 2000. Για το πώς παρουσιάζεται το ζήτημα στην αρχαιοελληνική
γραμματεία, της οποίας εξέχοντα δείγματα (που εδράζονταν στην εικόνα του υψηλόφρονος και
ηρωικού άρρενος, όπως ο Προμηθέας Δεσμώτης) εκθείαζε ο Αποστολάκης, βλ. F. I. Zeitlin, Playing
the Other: Gender and Society in Classical Greek Literature, Chicago & London, University of
Chicago Press, 1996.
477
Από το Βιβλίον Πρακτικών Συνεδριάσεων Καθηγητών, Συνεδρία 104, 22 Φεβρουαρίου 1930, τόμος
Α΄, σ. 284. Η θέση του Αποστολάκη μεταφέρεται και σχολιάζεται από τον Βασίλη Α. Φούκα, Η
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την
περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 203.
478
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 126-129.
479
Γίνεται σαφές από τις σχετικές μελέτες (βλ. ενδεικτικά, Λένα Αραμπατζίδου, Αισθητισμός. Η
νεοελληνική εκδοχή του κινήματος, ό.π.), ότι ο αισθητισμός, που προήγαγε ως βασικό στόχο την
απόλυτη ανύψωση του «η τέχνη για την τέχνη», τόσο στο ευρωπαϊκό, όσο και στο νεοελληνικό,

226
χωρούσαν οι γυναίκες ούτε καλλιτεχνικά αλλά ούτε και επιστημονικά. Αυτός,

ενδεχομένως, ήταν και ο βασικότερος λόγος, εξαιτίας του οποίου μόνον το 8,2% των

φοιτητριών της Σχολής480 επέλεγαν – επί καθηγεσίας Γιάννη Μ. Αποστολάκη - ως

ειδίκευση το πτυχίο της Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας.

Σε αρκετά ζητήματα ο Αποστολάκης, όπως, για παράδειγμα, η εκλογή του

Αλέξανδρου Δελμούζου, η προκήρυξη για κάλυψη της έδρας Αρχαίας Ιστορίας ή ο

διορισμός εκτός των προβλεπόμενων νόμιμων διαδικασιών των Αντωνίου Χατζή και

Γεωργίου Σακελλαρίου, τήρησε στάση σωστή και λογική. Σε άλλα, όπως η εκλογή

του Λάζαρου Βελέλη, η εκλογή του Ι. Θ. Κακριδή ή η χρηματοδότηση της

ανασκαφικής έρευνας του Γεωργίου Σωτηριάδη στον Μαραθώνα, έδειξε (όχι, βέβαια,

μόνον αυτός στην πρώτη και στην τρίτη από τις μόλις αναφερθείσες περιπτώσεις) μία

πείσμονα εμπάθεια.481 Ο Αλέξανδρος Δελμούζος είχε διακριθεί και για την

επιστημονική του συγκρότηση αλλά και για την παιδαγωγική πρακτική του. Ο

Γιάννης Μ. Αποστολάκης μαζί με τον Ευστράτιο Πελεκίδη είναι οι δύο καθηγητές

που υποβάλλουν και από την αρχή στηρίζουν την υποψηφιότητα του Δελμούζου για

την έδρα της Παιδαγωγικής.482 Ο Αποστολάκης, επίσης, θεωρώντας (και σωστά) το

λογοτεχνικό πεδίο, εξέφραζε ιδεολογικές και αισθητικές τάσεις, που άκμασαν κατά τον δέκατο ένατο
αιώνα.
480
Βλ. τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει ο Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του
μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 203, 360.
481
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 98-103, 105-
113, 122-123, 131-143, 227, 233.
482
Βλ. Νίκος Π. Τερζής, «Ο Δελμούζος στη Φιλοσοφική Σχολή», στο: Η παιδαγωγική του Αλέξανδρου
Π. Δελμούζου. Συστηματική εξέταση του έργου και της δράσης του, ό.π., σ. 141-144. Γενικότερα, για τη
διερεύνηση της διαδικασίας ανάδυσης και εξέλιξης της αριστερής παιδαγωγικής σκέψης στην Ελλάδα
κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, βλ. Ελευθερία Παπαστεφανάκη, Αριστερή Παιδαγωγική
Σκέψη στην Ελλάδα (1910-1951). Από το αστικό σχολείο εργασίας στον πολυτεχνισμό, Αθήνα, Εθνικό
Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 2020, ψηφιακό βιβλίο αναρτημένο στο:

227
μάθημα της Αρχαίας Ιστορίας «σημαντικώτατον», προτείνει «να προκηρυχθεί και η

έδρα του μαθήματος», γιατί επί σειρά ετών το δίδασκαν κατ’ ανάγκην καθηγητές

συναφούς ειδικότητας «ως εν παρέργω»,483 όπως ο επιγραφολόγος Ευστράτιος

Πελεκίδης (καθηγητής της Επιγραφικής και των Πολιτικών Αρχαιοτήτων) και ο

αρχαιολόγος Γεώργιος Σωτηριάδης (καθηγητής της Ιστορίας των Ανατολικών Λαών

και της Αρχαίας Ελλάδος). Η μακρά διαδικασία του παράνομου και επιβαλλόμενου

από την εκτελεστική εξουσία διορισμού των Αντωνίου Χατζή και Γεωργίου

Σακελλαρίου ως καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης (διορίστηκαν τελικά τον Νοέμβριο του 1934 από την κυβέρνηση

Παναγή Τσαλδάρη, όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Ιωάννης Μακρόπουλος) βρήκε

αντίθετους τους καθηγητές της Σχολής, φυσικά και τον Γιάννη Αποστολάκη.

Από την άλλη, η καθηγεσία του Λάζαρου Βελέλη βρήκε αντίθετο τον

Αποστολάκη, ακόμη και όταν ο Βελέλης ψηφίστηκε για δεύτερη φορά, το 1932, ως

έκτακτος (δηλαδή, επί θητεία) επικουρικός καθηγητής της έδρας της «Ιστορίας και

Φιλολογίας των Εβραίων και των άλλων Σημιτικών λαών». Η προκήρυξη της έδρας,

τον Μάιο του 1928, σαφώς υπέβαλλε την πολιτική βούληση όχι απλώς για

εμβάθυνση στη μελέτη του εβραϊκού πολιτισμού, αλλά και την πρόθεση εξομάλυνσης

των σχέσεων του εβραϊκού πληθυσμού με το ελληνικό στοιχείο, που είχαν έντονα

διαταραχτεί, ιδίως σε μία πόλη με τα κοινωνικά και δημογραφικά δεδομένα της

https://ebooks.epublishing.ekt.gr/index.php/ekke/catalog/book/53. Για την αναθεώρηση του


ιδεολογικού προσήμου του Αλέξανδρου Δελμούζου, βλ. εν συνόλω, Γιώργος Κόκκινος, Βασίλης
Μπογιατζής, Αναζητώντας «ιερό καταφύγιο». Ο Αλέξανδρος Δελμούζος και η σύγχρονή του ελληνική
διανόηση, Αθήνα, Ταξιδευτής, 2017, όπου και προσδιορίζεται ο Δελμούζος ως εθνικιστής
δημοτικιστής με σαφείς πάνω του επιρροές του γερμανικού από καθέδρας σοσιαλισμόύ.
483
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 227.

228
μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης484 (εξ όνυχος τον λέοντα: τον Ιούνιο του 1931

πυρπολήθηκε ο εβραϊκός συνοικισμός Κάμπελ, στο ανατολικό τμήμα της πόλης της

Θεσσαλονίκης, από τους «χαλυβδόκρανους» της διαβόητης «Εθνικής Ενώσεως

“Ελλάς”» και υπό τις εμπρηστικές προτροπές του δημοσιογράφου Νικολάου Φαρδή

από τις στήλες της εφημερίδας Μακεδονία485). Πίσω από την αντιφατική στάση των

καθηγητών της Σχολής, την οποία ορθά επισημαίνει ο Βασίλης Α. Φούκας486 - να

αποκλείουν κατηγορηματικά τον Λάζαρο Βελέλη από θέση μόνιμου καθηγητή, αλλά

ασμένως (με μόνη εξαίρεση, το 1932, τον Αποστολάκη) να τον εγκρίνουν ως έκτακτο

επικουρικό διδάσκοντα – υποφώσκει το κοινωνικό και ιστορικό συγκείμενο, αλλά και

τα ιδεολογικά μορφώματα της «φυλετικής καθαρότητας»487 και της «εθνικής

ψυχής», 488 που είχαν κορυφωθεί τον δέκατο ένατο αιώνα, αλλά με κεκτημένη, αν και

484
Βλ. τις ανακοινώσεις στον σύμμεικτο τόμο: Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού, Οι Εβραίοι
στον ελληνικό χώρο. Ζητήματα ιστορίας στη μακρά διάρκεια. Πρακτικά του Α΄ Συμποσίου Ιστορίας.
Θεσσαλονίκη 23-24/11 1991, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1995 . Rena Molho, «Les Juifs en Grèce au XXe
siècle», Matériaux pour l' histoire de notre temps, τχ, 71, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2003, σ. 39-48 . Devin
Naar, Jewish Salonica: Between the Ottoman Empire and Modern Greece, Stanford, Stanford
University Press, 2016. Βλ. και Ρένα Μόλχο, «Η αντιεβραϊκή νομοθεσία του Βενιζέλου στον
Μεσοπόλεμο και πώς η δημοκρατία μπορεί να γίνει αρωγός του αντισημιτισμού», Σύγχρονα Θέματα,
τχ. 82, Ιούνιος 2003, σ. 53-59.
485
Βλ. Μάριος Ορφανός, Η Εθνική Ένωσις Ελλάς και το Πογκρόμ του Καμπέλ μέσα από τον Τύπο [=
διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία], Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο – Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης
και Ιστορίας, 2013. Βλ. επίσης, Δημήτρης Κ. Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον αντικομμουνισμό του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του
Εμφυλίου, ό.π., σ. 33-34.
486
Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές
και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 113.
487
Βλ. Έφη Αβδελά – Δημήτρης Αρβανιτάκης – Ελίζα Άννα Δελβερούδη – Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος
– Σωκράτης Πετμεζάς – Τάσος Σακελλαρόπουλος (επιμέλεια), Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα.
Προσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον
19ο και 20ό αιώνα, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης & Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής
Πανεπιστημίου Κρήτης, 2017.
488
Για την ανάπτυξη του μορφώματος στα ευρωπαϊκά (και συνακόλουθα στα νεοελληνικά)
συμφραζόμενα, βλ. ενδεικτικά: Ernest Gellner, Έθνη και εθνικισμός, μετάφραση: Δώρα Λαφαζάνη,

229
φθίνουσα, ταχύτητα, γίνονταν αισθητά και στον εικοστό. Ο Αποστολάκης, πάντως,

ήταν ο μόνος που έδωσε λευκή ψήφο, ακόμη όταν ανανεώθηκε η θητεία του

επιστημονικά επαρκέστατου Λάζαρου Βελέλη489 ως έκτακτου επικουρικού καθηγητή.

Ήταν επίσης ο μόνος που δεν ψήφισε το 1933 τον Ι. Θ. Κακριδή για την έκτακτη

αυτοτελή έδρα της κλασικής φιλολογίας. Παρότι οι εισηγητές Χαρίτων Χαριτωνίδης

και Νικόλαος Παππαδάκις στήριξαν με θέρμη την υποψηφιότητα Κακριδή, ενώ

ακόμη και ο γλωσσικά αντίθετος προς τον Κακριδή Ιωάννης Παπαδόπουλος τον

ψήφισε «εκθύμως», ο Αποστολάκης έδωσε λευκή ψήφο, επειδή δεν θεωρούσε τον

Κακριδή «αρκετά ώριμο». Ο Αποστολάκης, τέλος, φαίνεται να είχε προσχωρήσει στη

λογική ότι το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης συνδέεται κατ’ αποκλειστικότητα με τον

βόρειο χώρο της Ελλάδας, η οποία και κατά το 1934 θεωρήθηκε μάλλον απόλυτη και

παρωχημένη, αφού τελικά η Σχολή ενέκρινε κατά πλειοψηφίαν τη χρηματοδότηση

της ανασκαφικής έρευνας του Γεωργίου Σωτηριάδη στον Μαραθώνα, παρά τις

αντιρρήσεις των Αποστολάκη, Δελμούζου και Θεοδωρίδη. Με τη λογική τού «κάθε

Πανεπιστήμιο και το καπετανάτο του» (ατελέσφορη από πολλές απόψεις, που δεν θα

συζητηθούν, βέβαια, εδώ), ακόμη και στο ειδικό πεδίο της αρχαιολογικής έρευνας να

περιοριστούμε, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι θα μας είχαν λείψει πολύτιμα

ευρήματα και πορίσματα, γεγονός που πιστοποιείται, για να αναφέρουμε γνωστά

παραδείγματα, από το ότι ο Αντώνιος Δ. Κεραμόπουλος του Πανεπιστημίου Αθηνών

με ανασκαφική έρευνα του 1932 και του 1940 ανέδειξε το Δισπηλιό της Καστοριάς

Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1992 .


E. J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα.
Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, μετάφραση: Χρύσα Νάντρις, Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1994 . Stuart
Woolf, Ο εθνικισμός στην Ευρώπη, πρόλογος: Αντώνης Αιακός, μετάφραση: Έφη Γαζή, Αθήνα,
Θεμέλιο, 1995.
489
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 467.

230
και από το ότι ο Πέτρος Θέμελης του Πανεπιστημίου Κρήτης ανέδειξε μέσα από την

πολύχρονη (από το 1987 και εξής) ανασκαφική εργασία του την Αρχαία Μεσσήνη.

Ας αναφερθεί πως ο Αποστολάκης ήταν επί της ουσίας απαιτητικός και στον

ρόλο που επωμιζόταν ως κριτής υποψηφίων για πανεπιστημιακές έδρες. Ζητούσε, για

παράδειγμα, από υποψηφίους, που ήθελαν να διδάξουν αρχαία ελληνικά, να

γνωρίζουν όχι μόνο να αναλύουν τις ιδέες και τα νοήματα που αναδύονται από τα

κείμενα, αλλά να εμβαθύνουν στη γλώσσα των κειμένων και να είναι ικανοί να

διαβάζουν και να μεταφράζουν τα κείμενα των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων.490

Ας μην παρακάμψουμε και μία καλοκάγαθη φοιτητική σάτιρα προς τον

Γιάννη Αποστολάκη, η οποία δείχνει μία δροσερή και χιουμοριστική νεανική

αντιρρητικότητα προς το πνεύμα της καθηγεσίας του, αλλά ενσωματώνει και έναν

πλούτο πραγματολογικών στοιχείων. Προέρχεται από φοιτητικό περιοδικό, που έφερε

τον αυτοσαρκαστικό τίτλο Αλφαβητάρι για διαφώτιση των αναλφαβήτων φοιτητών:

490
«Κάποιος νεοέλληνας, με κλασσικές σπουδές στην Ευρώπη υπέβαλε υποψηφιότητα για έκτακτη
καθηγεσία της αρχαίας φιλολογίας και είχε υποβάλει ανάμεσα σ’ άλλες και μια εργασία του για την
“Ιδέα” στον Πλάτωνα. Εισηγητής ήταν στην ολομέλεια των καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής ο
καθηγητής της φιλοσοφίας Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, ο οποίος έπλεξε το εγκώμιο του υποψηφίου και
η Σχολή όταν άκουσε τον εισηγητή ήταν έτοιμη να τον ψηφίση όταν ζήτησε τον λόγον ο καθηγητής
Αποστολάκης και γύρεψε να υποβάλη μερικά ερωτήματα στον υποψήφιο. Και είπε ο Αποστολάκης,
απευθυνόμενος προς τον υποψήφιο: “Όσα έχετε γράψει στην εργασία σας, που τόσο μας επαίνεσε ο
συνάδελφος κύριος Θεοδωρίδης, είναι πράγματα γνωστά, που έχουν πολλές φορές αναπτύξει και οι
υφηγητές ακόμη στη Χαϊδελβέργη. Συνεπώς εμένα δεν μ’ ενδιαφέρουν αυτά τα χιλιοειπωμένα για την
ιδέα στον Πλάτωνα, αλλά μ’ ενδιαφέρει να μου μεταφράσετε τώρα αυτήν την περικοπή από τον
Πλάτωνα, που ακριβώς μιλεί για τις ιδέες”. Και του ’δωσε το κλασσικό κείμενο να το μεταφράση.
Έτσι η όλη ιστορία πήρε εντελώς δραματική μορφή, γιατί ο υποψήφιος απεκαλύφθη ότι δεν ήταν εις
θέσιν να διαβάση Πλάτωνα στο πρωτότυπο. Κατάπληκτη η Σχολή εγκατέλειψε την εκλογή ενός
φιλολόγου κλασσικής έδρας, που ανέλυε τον Πλάτωνα, και προσφερόταν να τον διδάξη, χωρίς να ξέρη
αρχαία ελληνικά και να μπορή να τον διαβάζη στο πρωτότυπο». Βλ. Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί
Περίπατοι. Δεύτερος Κύκλος, ό.π., σ. 382.

231
Ο κ. Αποστολάκης: Ποιος είναι ο καλύτερος στίχος στον Ύμνο της ελευθερίας

του Σολωμού;

Φοιτητής: Α! το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβολή!...

Ο κ. Αποστολάκης: Ωραία! Γιατί;

Φοιτητής: Γιατί το λέει κι ο Μιχαλάκης σας.

Ο κ. Αποστολάκης: Από πού το ξέρετε;

Φοιτητής: Μας τόπε ο κ. Κυπαρίσσης.

Ο κ. Αποστολάκης: Μμ… Έστω . και κάτι ακόμη . αν δεν μου απαντήσετε σας κόβω.

Ποιος στίχος που πλημμυρίζει από ζωή είναι βγαλμένος απ’ τη ζωή μας;

Φοιτητής: «όπως πέφτουνε τα θερισμένα στάχυα στους αγρούς…»

(Αναγκαία συμπλήρωση του Αλφ. «έτσι κόβονται και οι Φιλόλογοί μας κατά

σωρούς…»).491

Η χαριτωμένη τεχνητή ομοιοκαταληξία του κλεισίματος υποδηλώνει την

αυστηρότητα του Αποστολάκη, αλλά και τη διδακτική εμμονή του με τον σολωμικό

Ύμνο. Στην τελευταία φοιτητική απάντηση διασκευάζονται οι δύο πρώτοι στίχοι της

πεντηκοστής πρώτης στροφής του Ύμνου, στην οποία μάλιστα ο Σολωμός επιχείρησε

έναν πρωτότυπο διασκελισμό, συνεχίζοντας στον δεύτερο στίχο όχι μόνο το

συντακτικό και λογικό νόημα του προηγούμενου στίχου, αλλά ολοκληρώνοντας και

μία διακεκομμένη – μάλλον για να του βγει μετρικά ο τροχαϊκός οκτασύλλαβος –

λέξη: «Τόσο πέφτουνε τα θερι- / σμένα αστάχια εις τους αγρούς». Στην πρώτη

φοιτητική απάντηση, μεταφέρεται, βέβαια, ο γνωστός στίχος της ενενηκοστής

τέταρτης στροφής, τον οποίο, όπως είδαμε, ο Αποστολάκης είχε εκθειάσει

491
Αλφαβητάρι για διαφώτιση των αναλφαβήτων φοιτητών, 3 Μαρτίου 1939, σ. 4. Παρατίθεται από τον
Βασίλη Α. Φούκα, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές, σπουδαστές και
σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 380.

232
φιλολογικά και αισθητικά. Ο αναφερόμενος «Μιχαλάκης» είναι ασφαλώς ο

οκτάχρονος τότε (1939) γιος του Γιάννη Μ. Αποστολάκη, ο οποίος αργότερα

διέπρεψε ως γιατρός και έκλεισε την επιστημονική πορεία του ως ομότιμος

καθηγητής Φυσιολογίας του ΑΠΘ. Οι διδαχές του πατρός προς τον υιό ήταν λογικό

(όπως συμβαίνει και σε κάθε παιδί στο ξεκίνημα της ζωής του) να έχουν καταστήσει

τον Μιχαήλ Ιωάννου Αποστολάκη, προφανώς χαριτωμένα αδέξιο αλλά και εμφαντικό

αναπαραγωγό των πατρικών αντιλήψεων. Τέλος, ο Βασίλειος Κυπαρίσσης ήταν από

τους πρώτους φοιτητές-βοηθούς στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης, εκπροσωπώντας έναν πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής

θεσμό, αυτόν του φοιτητή-βοηθού.492 Δραστηριοποιήθηκε στο Σπουδαστήριο

Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας και φυσικό ήταν να αποτελεί ένα είδος

συνδέσμου ανάμεσα στον καθηγητή και τους φοιτητές του.

Μία αξιοσημείωτη έλλειψη στο πρόγραμμα μαθημάτων του Γιάννη

Αποστολάκη στοιχειοθετείται από την απουσία ενός μαθήματος Ιστορίας της

Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, στο οποίο θα χαράσσονταν οι γενικές κατευθύνσεις του

νεοελληνικού λογοτεχνικού πεδίου, ώστε με τις ειδικότερες παραδόσεις να επερχόταν

μία συστηματικότερη εμβάθυνση σε αυτό. Σίγουρα διέθετε και τη γνώση και την

κριτική οξυδέρκεια, ώστε να το διδάξει, αλλά προτίμησε να κινηθεί στην περιοχή

εξειδικευμένων λογοτεχνικών καταθέσεων, είτε για να τις ανυψώσει (Σολωμός,

δημοτικό τραγούδι, Σαίξπηρ και Γκαίτε), είτε για να τις αξιολογήσει αρνητικά

(Κάλβος, Τυπάλδος, Μαρκοράς, Βαλαωρίτης, Μαβίλης, αλλά και Παλαμάς). Ίσως η

διδακτική «μερικότητα» αυτού του τύπου να ταίριαζε καλύτερα ως διδακτική πράξη

στη θεωρία περί κριτικής, όπως την είχε διαμορφώσει αυτός ο οργανικός

492
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 362-363.

233
διανοούμενος της άρνησης, ο οποίος δεδηλωμένα απεχθανόταν τη γραμματολογική

συστηματοποίηση και την ενδελεχή βιβλιογραφική στήριξη.

Εκείνο, ωστόσο, που πρέπει να πιστωθεί ως επίδραση του Αποστολάκη στον

ειδικότερο χώρο της πανεπιστημιακής εξέλιξης των φιλολογικών νεοελληνικών

σπουδών, είναι ότι άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη της μελέτης του Σολωμού, του

Κάλβου και του δημοτικού τραγουδιού. Ως προς το τελευταίο, αναφέρθηκαν και

προηγουμένως έγκυρες μελέτες που προέρχονται από ερευνητές του ακαδημαϊκού

χώρου, εντός και εκτός Ελλάδος.493 Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και οι άμεσοι,

αλλά οι κάπως πιο απομακρυσμένοι χρονικά, «διάδοχοι» του Αποστολάκη (Λίνος

Πολίτης,494 Εμμανουήλ Κριαράς,495 Ελένη Τσαντσάνογλου,496 Γιώργος

Κεχαγιόγλου,497 Κατερίνα Τικτοπούλου498) συνέβαλαν και συμβάλλουν στη γόνιμη

ανάπτυξη των σολωμικών σπουδών. Οι παλαιότεροι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι του

Πανεπιστημίου Αθηνών (Γεώργιος Ζώρας, Νικόλαος Τωμαδάκης, Νίκος Α. Βέης)

493
Βλ. ενδεικτικά, Roderick Beaton, Folk Poetry of Modern Greece, Cambridge, Cambridge
University Press, 1980 .
Γ. Μ. Σηφάκης, Για μία ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού,
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988 .
Guy Saunier, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια.
Συναγωγή μελετών (1968-2000), Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα & Ελένης Ουράνη, 2001 . Αλέξης Πολίτης, Το
δημοτικό τραγούδι, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010, κ.π.ά.
494
Λίνος Πολίτης, Γύρω στο Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982), Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1995.
495
Εμμανουήλ Κριαράς, Διονύσιος Σολωμός. Ο βίος – το έργο, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»,
2
1969.
496
Ελένη Τσαντσάνογλου, Μία λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Σολωμού. Το αυτόγραφο τετράδιο
Ζακύνθου αρ. 11. Εκδοτική δοκιμή, Αθήνα, Ερμής, 1982.
497
Γιώργος Κεχαγιόγλου (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού. Επιλογή κριτικών κειμένων,
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 42021.
498
Κατερίνα Τικτοπούλου (επιμέλεια), Διονύσιος Σολωμός: Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι [= επτά
βιβλία με εισαγωγές, σχόλια, σημειώσεις και κριτικά υπομνήματα για τα «Σχεδιάσματα» και τους
«Στοχασμούς» του έργου], Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 22011.

234
ασχολήθηκαν περισσότερο με τον Κάλβο, «αφιερώνοντας χρόνο και κόπο, για να

μελετήσουν τη ζωή και το έργο του Κάλβου», 499 αλλά όπως σωστά έχει παρατηρηθεί,

αυτό δεν σημαίνει ότι οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν παρήγαγαν

τίποτε για τον Κάλβο ή ότι οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών δεν εστίασαν στο

σολωμικό έργο.500

Ο Εμμανουήλ Κριαράς και ο Λίνος Πολίτης ασχολήθηκαν και με το καλβικό έργο, οι

Τωμαδάκης, Ζώρας και Βέης καλλιέργησαν και τις σολωμικές έρευνες,501 οι οποίες

αναπτύχθηκαν και από ακαδημαϊκούς δασκάλων νεότερων Πανεπιστημίων του

ελληνικού χώρου (Πανεπιστήμιο Κρήτης: Στυλιανός Αλεξίου, 502 Πανεπιστήμιο

Ιωαννίνων: Γιώργος Βελουδής,503 Ερατοσθένης Καψωμένος504), αλλά και από

μείζονες νεοελληνιστές του εξωτερικού (π.χ. Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης: Peter

Mackridge,505 Πανεπιστήμιο της Πάντοβας: Massimo Peri506). Νάσος Βαγενάς507

(Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιώργος Ανδρειωμένος508 (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου),

499
George Andreiomenos, «Greek National Poets and Academic Critics (1926-1960)», Επιστημονική
Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμος 34, 2002-2003, σ. 398.
500
George Andreiomenos, «Greek National Poets and Academic Critics (1926-1960)», ό.π., σ. 398.
501
Βλ. George Andreiomenos, «Greek National Poets and Academic Critics (1926-1960)», ό.π, σ. 399.
502
Στυλιανός Αλεξίου (επιμέλεια – εισαγωγές), Διονυσίου Σολωμού: Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα,
Στιγμή, 2007.
503
Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός: Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές,
Αθήνα, Γνώση, 1989.
504
Ερατοσθένης Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου». Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Αθήνα,
Εστία, 2006.
505
Peter Mackridge, Διονύσιος Σολωμός, μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, Αθήνα,
Καστανιώτης, 1995.
506
Massimo Peri, Η φεγγαροντυμένη του Σολωμού. Ένας άγνωστος x που πρέπει να μείνει άγνωστος,ό.π.
507
Νάσος Βαγενάς (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου. Επιλογή κριτικών κειμένων,
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010.
508
Γιώργος Ανδρειωμένος, Βιβλιογραφία Ανδρέα Κάλβου 1818-1988, ό.π.

235
Ευριπίδης Γαραντούδης509 (Πανεπιστήμιο Αθηνών) και αρκετοί άλλοι συνέβαλαν

υψηλόβαθμα στην άνθιση των καλβικών σπουδών, χωρίς να παρακάμψουν και τη

μελέτη του σολωμικού έργου, αλλά εδώ έχει σημασία να υπογραμμιστεί ότι όλοι οι

νεότεροι από τον Αποστολάκη ακαδημαϊκοί μελετητές του Σολωμού, του Κάλβου,

αλλά και του δημοτικού τραγουδιού, κατά το μάλλον ή ήττον, συνομιλούν με το έργο

του Αποστολάκη και αυτό είναι κάτι που προσγράφεται στο ενεργητικό όχι μόνον της

συγγραφικής αλλά και της ακαδημαϊκής - πανεπιστημιακής παρουσίας του. Όπως και

να έχει, η καθηγεσία του Γιάννη Αποστολάκη, με υπόβαθρο τη θεωρητική του θέση

για το ποιητικό φαινόμενο και στενά δεμένη τόσο με την κριτική πρακτική του, όσο

και με τη γενικότερη συγγραφική του δραστηριότητα, διαμόρφωσε τις φοιτήτριες και

τους φοιτητές του. Αν και κατηγορήθηκε ότι για τη Θεσσαλονίκη «δεν έκανε

τίποτα», 510 αναμφισβήτητα άσκησε γενικότερη επίδραση στο νεοελληνικό

πολιτισμικό πεδίο, της οποίας ορισμένα ίχνη θα προσπαθήσουμε να ψηλαφήσουμε

στο επόμενο κεφάλαιο.

509
Ευριπίδης Γαραντούδης, Πολύτροπος αρμονία. Μετρική και ποιητική του Κάλβου, ό.π..
510
Στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες της Θεσσαλονίκης, δημοσιεύεται το 1934, όταν διευθυντής του
περιοδικού ήταν ο Γιώργος Θέμελης, το εξής: «Ο κ. Αποστολάκης, εδώ, μπορεί να ’κανε το παν για το
επάγγελμά του, γ ι α τ η Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η δεν έκανε τίποτε. Η Θεσσαλονίκη τον αγνοεί ως ενεργό
π ν ε υ μ α τ ι κ ό πολίτη της. Ο κ. Αποστολάκης τότε θα ήταν μ ο ν α δ ι κ ή μ α ς τ ύ χ η, όταν
έρριχνε μέρος της πνευματικής του δύναμης ανάμεσα στους Θεσσαλονικείς. Όμως ο αξιόλογος
ερμηνευτής του Σολωμού, στάθηκε εδώ πάντα ξένος, παντάξενος. Οι περισσότεροι καθηγηταί του
Πανεπιστημίου μας κινήθηκαν, άλλος περισσότερο, άλλος λιγώτερο και πρόσφεραν κάτι στον τόπο. Ο
κ. Αποστολάκης δε β ο ή θ η σ ε σε τίποτε. Είναι ένας απλός δ ά σ κ α λ ο ς στο χωριό μας, κ’ εσείς
τον θέλετε για μοναδική μας τύχη. Αν “ε φ ο ύ ν τ ω ν ε” μέσα του λίγη “λ α χ τ ά ρ α” για την
πνευματική “λ ε υ τ ε ρ ι ά” του τόπου αυτού… Ω, words, words, words!...». Βλ. Μ[ακεδονικές].
Η[μέρες]., «Λόγια, λόγια, λόγια!», Μακεδονικές Ημέρες, τχ. 6-7, Ιούνιος-Ιούλιος 1934, σ. 204. Εδώ ας
υπενθυμίσουμε το κοινότοπο: η μονομέρεια που επιφέρει ο στείρος τοπικισμός δρα ανασταλτικά στο
να συνδεθεί η τοπική πνευματική παράδοση με τη θέαση υπό ένα ευρύτερο πλαίσιο των λογοτεχνικών
και, συνάμα, πολιτισμικών συμφραζομένων και αυτό στενεύει, διαχωρίζει και απομονώνει ορίζοντες
και ανθρώπους.

236
Αφήσαμε για το τέλος του παρόντος κεφαλαίου μία ακόμη μαρτυρία, που δεν

σκιαγραφεί άμεσα τη διδακτική και επιστημονική παρουσία του Αποστολάκη, αλλά

δείχνει την υψηλόβαθμη επιδραστικότητα των απόψεών του, ακόμη και μετά τον

θάνατό του. Ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος υπό το ψευδώνυμο «Ν. Μ.

Τσουρές»511 μεταφέρει στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα το βίωμα από εξέτασή

του (κατά τη δεκαετία του 1950) σε μάθημα του καθηγητή του Πανεπιστημίου

Αθηνών Γεωργίου Ζώρα και μεταξύ άλλων ενδιαφερουσών αυτοβιογραφικών

αναφορών σημειώνει:

Ήμουν ακόμη αποστολακικός. Μας είχε μυήσει νωρίς στα γραπτά του αιρετικού [ενν.

του Αποστολάκη] ο Κ. Ρ., Θεός σχωρέσ’ τον κι αυτόν, τεταρτοετής, όταν εμείς

μπαίναμε στη Σχολή. Διαβάζαμε παθιασμένα την «Ποίηση στη ζωή μας», «Τα

τραγούδια μας», «Το κλέφτικο Τραγούδι», δεν αντέχαμε ν’ ακούμε καλό λόγο για τον

Παλαμά, απεχθανόμασταν κάθε μορφή βιβλιογραφίας και τρίζαμε τα δόντια, τότε που ο

Τωμαδάκης έγραψε στα «Νεοελληνικά»512 του πως οι νέοι έπρεπε να κάψουν τα βιβλία

του Αποστολάκη.513

511
Ν. Μ. Τσουρές [= Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος], «Αύγουστος (διήγημα)», Νέα Εστία, τχ. 1813,
Ιούλιος – Αύγουστος 2008, σ. 91-102. Ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση τον καθηγητή του
Πανεπιστημίου Αθηνών Γεράσιμο Γ. Ζώρα για την υπόδειξη του κειμένου.
512
Βλ. Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, Νεοελληνικά: δοκίμια και μελέται, Αθήναι, Τυπογραφείον Μηνά
Μυρτίδη, 1953.
513
Ν. Μ. Τσουρές [= Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος], «Αύγουστος (διήγημα)», Νέα Εστία, τχ. 1813,
ό.π., σ. 100.

237
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ]

Ίχνη κριτικής πρόσληψης των θέσεων του Γιάννη Μ.


Αποστολάκη

7.1. Συζητώντας με τις απόψεις του: Κ. Θ. Δημαράς, Λίνος Πολίτης,

νεότεροι μελετητές

Όπως σημειώθηκε και προηγουμένως, ως στόχος της εργασίας τέθηκε η

αποσαφήνιση των θεωρητικών θέσεων του Γιάννη Αποστολάκη για την ποίηση,

εμφαντικά αλλά διάσπαρτα διατυπωμένων στα δημοσιευμένα του κείμενα, και η

εφαρμογή τους από αυτόν ως κριτικού γνώμονα για την αξιολόγηση συγκεκριμένων

έργων. Η πλήρης χαρτογράφηση της κριτικής πρόσληψης του Αποστολάκη,

συμπεριλαμβανομένων και των επιχειρημάτων που τη συνόδευσαν, θα μπορούσε να

αποτελέσει το θέμα μιας άλλης εργασίας, ωστόσο, θα προσπαθήσουμε, κλείνοντας τη

διατριβή μας, να σκιαγραφήσουμε ορισμένα ακόμη ίχνη της, ώστε να φωτιστούν

πληρέστερα και οι θεωρητικές θέσεις, και η κριτική πρακτική, αλλά και η γενικότερη

πνευματική παρουσία του φιλολόγου – κριτικού.

Σε μία ραδιοφωνική συνέντευξη, η οποία μεταδόθηκε το 1958 αλλά το

περιεχόμενό της καταγράφηκε πρόσφατα σε έντυπη μορφή, ο Κ. Θ. Δημαράς

επεσήμανε την κεφαλαιώδη συνεισφορά του δασκάλου του Γιάννη Αποστολάκη, ο

οποίος συνέβαλε στη συγκρότηση της προσωπικότητάς του:

Μπορούσα να είχα γίνει γλωσσολόγος μαζί του [ενν. τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη] αν,

από τα 1916 και πέρα, δεν ερχόταν μια άλλη επίδραση, η πιο αποφασιστική, να

επισκιάσει κάθε άλλην. Η επίδραση του Γιάννη Αποστολάκη τον οποίο εγνώρισα

δάσκαλό μου στην τρίτη του Ελληνικού. Η διδασκαλία του – αναφέρομαι στα Νέα

238
Ελληνικά – ήταν μία αποκάλυψη. Κάτω από κάθε λέξη των κειμένων εκρυβόταν ένας

κόσμος ακέραιος νοημάτων, διαθέσεων, επιδιώξεων που σιγά σιγά φανερωνόταν

καθώς προχωρούσε η μελέτη μας και μαζί εμαθαίναμε να είμαστε απαιτητικοί. Τα

μαθήματά του δεν τα έχω ξεχάσει. Οι κρίσεις του δασκάλου για τον «Όρκο των

Υδραίων», λόγου χάριν, του Παλαμά, ίσως σε μερικά σημεία να ξεπερνούσαν την

αντιληπτικότητα των δωδεκάχρονων παιδιών που τις άκουαν, αλλά πάντως μας

εδίδασκαν να στέκουμε ψηλά προκειμένου για ποίηση. Και ύστερα ο λόγος του

Αποστολάκη ήταν ένα μάθημα σκληρό, ένα μάθημα χωρίς συμβιβασμούς που για τούτο

εγοήτευε το παιδί που πρόθυμα έλκεται από τα δύσκολα και από τα ιδανικά. Επί πολλά

χρόνια από τότε, όλα τα χρόνια του γυμνασίου και τα πρώτα πανεπιστημιακά χρόνια,

έμεινα κοντά στον Αποστολάκη, γοητευμένος μαθητής, ώσπου αργά και βαθμιαία ν’

αναπτυχθεί η κριτική και προς τον ίδιο τον διδάσκαλο. Αλλά και τούτο μ’ έναν σεβασμό

και μιαν εμπιστοσύνη που τίποτε δεν εκλόνισε ώς σήμερα. Στον Αποστολάκη οφείλω

την οριστική στροφή μου προς την κριτική και προς τη συστηματική μελέτη των

γραμμάτων.514

Επιπρόσθετα, ο Κ. Θ. Δημαράς, όντας ογδόντα τεσσάρων ετών, μεταξύ

πολλών άλλων, αναφέρει:

Ο δάσκαλός μου ο πρώτος, του οποίου την επίδραση αν την έχω βγάλει από πάνω μου

100 % είναι πολύ αμφίβολο, ήταν ο Αποστολάκης, που γεμάτος γερμανικό ιδανισμό, με

έπεισε ότι την αλήθεια θα την βρω στην τέχνη. Πολύ ωμά το διατυπώνω, αλλά αυτό

είναι η ουσία.515

514
Γιώργος Ζεβελάκης, «Ο Κ. Θ. Δημαράς στο ραδιόφωνο. Το πιο τίμιο, η φωνή του. Μια συνέντευξη
στο Δεύτερο Πρόγραμμα του ΕΙΡ (1958)», The Books’ Journal, τχ. 123, Οκτώβριος 2021, σ. 62.
515
Κ. Θ. Δημαράς, «“Ως η διψώσα έλαφος…”», [= Συνέντευξη στους Νίκο Αλιβιζάτο, Στέφανο
Πεσμαζόγλου και Γιώργο Δερτιλή], Σύγχρονα Θέματα, τχ. 35-37, Δεκέμβριος 1988, σ. 13.

239
Ο Δημαράς ήταν μαθητής του Αποστολάκη κατά τη γυμνασιακή του εκπαίδευση και,

αργότερα, συνεργάτης του έως το 1926 στο Λαογραφικό Αρχείο.516 Υπάρχει μία

ακόμη συνέντευξη του Κ. Θ. Δημαρά, που δόθηκε το 1988 στον Γιάννη Κ. Μπαστιά,

στην οποία ο Δημαράς εισφέρει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη σχέση του με τον

Αποστολάκη, αλλά και για το σημαντικό περιοδικό Ελληνικά Γράμματα, που

εκδιδόταν από το 1927 έως το 1930.517 Ο Δημαράς αναφέρει:

Πριν βγουν τα «Ελληνικά Γράμματα» του [Κωστή] Μπαστιά, εγώ δούλευα κοντά στον

Αποστολάκη και τον βοηθούσα σ’ ένα ή δύο από τα βιβλία του.518 Έρχεται μια στιγμή

που αποφασίζει ο Μπαστιάς να βγάλει το περιοδικό που είναι απόλυτα τοποθετημένο

στον Αποστολάκη και τον Φώτο Πολίτη. Συνεργάζομαι κι εγώ πότε με τ’ όνομά μου

πότε με ψευδώνυμα. […] Τα «Ελληνικά Γράμματα» είχαν μια ελληνοκεντρική

τοποθέτηση βασισμένη στις ιδέες του Δελμούζου,519 του Αποστολάκη και του Φώτου

Πολίτη.520

516
Βλ. τις σχετικές πληροφορίες και από τον Αλέξη Πολίτη, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα”.
Γιάννης Μ. Αποστολάκης», ό.π.
517
Βλ. Λάμπρος Βαρελάς, Ελληνικά Γράμματα (1927-1930). Επίμετρο: «Τα Νέα» (1930),
Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1995.
518
Προφανώς, ο Κ. Θ. Δημαράς αναφέρεται στη συγκρότηση των βιβλίων Η Ποίηση στη ζωή μας
(1923) και Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄. Οι Συλλογές (1929). Ως εργαζόμενος και αυτός (όπως και
ο Αποστολάκης) στο Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, μπορεί να βοηθούσε τον
Αποστολάκη στην άντληση και στην επεξεργασία ανέκδοτου υλικού, ιδίως για Τα δημοτικά τραγούδια.
519
Ένδειξη εδώ για τη γνωριμία αλλά και τη σύμπλευση σε ορισμένα ζητήματα των Αποστολάκη και
Δελμούζου, σύμπλευση η οποία ενδεχομένως και να συνδέεται με την υποστήριξη του πρώτου προς
τον δεύτερο, όταν διεκδίκησε και τελικά κατέλαβε την έδρα Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής
του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (βλ. εδώ, κεφ. 6.4).
520
Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου: Τόμος Β΄: Βιβλιογραφία,
Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997, σ. 471-472.

240
Ο Αλέξης Ζήρας σχολιάζει και επεξηγεί την «ελληνοκεντρική τοποθέτηση» του

περιοδικού:

Πρόκειται για έναν εθνισμό που διατηρούσε ανοιχτές τις προσβάσεις διαλόγου του τόσο

με τον δημοκρατικό σοσιαλισμό των μετριοπαθών δημοτικιστών, όπως ο Αλέξανδρος

Δελμούζος, όσο και με την αναζήτηση ενός συνεκτικού μύθου που θα

επαναδραστηριοποιούσε τη μεσαιωνική θρησκευτική παράδοση και θα αναδείκνυε τον

κοινοτικό, λαϊκό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, όπως προσδοκούσαν ο Φώτης

Κόντογλου, ο Στρατής Δούκας, ο Γιάννης Μηλιάδης και ο Δημήτρης Πικιώνης με την

έκδοση του βραχύβιου αλλά με διαμορφωμένη ταυτότητα περιοδικού «Φιλική

Εταιρεία» (1925).521

Ειρήσθω εν παρόδω, όπως θα σχολιάσουμε και στη συνέχεια, ο Μάρκος Αυγέρης,

όντας εθνοκεντρικός και ιδεαλιστής στην αρχή της πορείας του και προτού

διαμορφωθεί σε συνεπή εκπρόσωπο του ορθόδοξου μαρξισμού στο νεοελληνικό

πνευματικό πεδίο, επαινεί την ερμηνεία του Αποστολάκη ως προς το σολωμικό έργο

από τις σελίδες της Φιλικής Εταιρείας.522

Το πόσο επηρεάστηκε από τις θέσεις του Αποστολάκη η οπτική του μείζονος

γραμματολόγου και ιστορικού των ιδεών και της λογοτεχνίας μας φαίνεται από το

πώς παρουσιάζει το δημοτικό τραγούδι και, ενδεικτικότερα, από το πώς

προσλαμβάνει το έργο του Κώστα Κρυστάλλη:

521
Αλέξης Ζήρας, «Οι απροσχεδίαστοι διάλογοι του Κωστή Μπαστιά», στο: Κωστής Μπαστιάς,
Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με 38 συγγραφείς του 20ου αιώνα, ό.π., σ. 16-17.
522
Βλ. Μ.[άρκος] Α.[υγέρης], «Η μυστικοπάθεια του Σολωμού», Φιλική Εταιρεία, φυλλάδιο 5, Μάιος
– Ιούνιος 1925, σ. 202-207.

241
Όλη η συλλογή [ενν. τα Αγροτικά του 1891] αποτελείται από μιμήσεις του δημοτικού

τραγουδιού. Ο νέος ποιητής προσπαθεί να γράψει δημοτικά τραγούδια. Η πτώση είναι

οδυνηρή: την λειότητα, την λιτότητα, το πλαστικό δέσιμο του δημοτικού τραγουδιού, την

σοφή και άσφαλτη τοποθέτηση της αρμόδιας λέξης μέσα στον στίχο, την επιγραμματική

διατύπωση του συναισθήματος και της ψυχολογίας έρχεται να τα αντικαταστήσει μια

φτώχεια καθολική, που προσπαθεί να κρυφθεί μέσα στην αφθονία ενός αχαλίνωτου

δεκαπεντασύλλαβου. Το χειρότερο είναι ότι ο Κρυστάλλης παρεμβάλλει κάποτε

ατόφιους στίχους του δημοτικού τραγουδιού μέσα στα ποιήματά του· οι τέτοιοι στίχοι

λάμπουν απομονωμένοι και πυκνώνουν το σκοτάδι γύρω τους. Το ίδιο κάνει και με τα

θέματα όσα δανείζεται από το δημοτικό τραγούδι: συμπλέκονται αδόκητα και μας

ξενίζουν χωρίς να μας θέλγουν. Ανάλογες κρίσεις προκαλεί και η τελευταία του

συλλογή, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης (1893), που κι αυτή επαινέθηκε

σε ποιητικό διαγωνισμό με εισηγητή τον Άγγελο Βλάχο. Τον επόμενο χρόνο ο

Κρυστάλλης, παιδί του βουνού, που δεν μπόρεσε να εγκλιματισθεί στην πολιτεία, πέθανε

φυματικός.Οι σύγχρονοι ήταν θαμπωμένοι ακόμη από την αποκάλυψη του δημοτικού

τραγουδιού· η ερμηνεία του μόλις άρχιζε και η αισθητική του υπόσταση δεν είχε

καθόλου μελετηθεί. Έτσι ήταν πρόθυμοι να τιμήσουν κάθε τι που θα το θύμιζε, που θα

έτεινε προς αυτό, έστω και χωρίς μεγάλο κριτικό έλεγχο. […] Ακόμη ήταν και το

γλωσσικό ζήτημα επάνω στην θέρμη του: η χρήση της δημοτικής αποτελούσε καθεαυτήν

για τους καινούριους δημοτικιστές έναν τίτλο ποιητικό. Ύστερα ήρθε κι ο άωρος

θάνατος του Κρυστάλλη να δημιουργήσει κατάλληλη ατμόσφαιρα υποβολής. Ο ποιητής

τιμήθηκε υπέρμετρα.523

523
Κ. Θ. Δημαράς Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας,
Αθήνα, Γνώση, 92000 (α΄ έκδ. 1948), σ. 478-479.

242
Η αλήθεια είναι ότι η επιρροή του Αποστολάκη στην πρόσληψη του

δημοτικού τραγουδιού από τη νεότερη έρευνα υπήρξε υψηλόβαθμη, 524 γεγονός που

αποτυπώνεται ευκρινέστατα και στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Λίνου

Πολίτη,525 διαδόχου του Αποστολάκη στην έδρα «Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας»

του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ισχυρή επίδραση του Αποστολάκη

αποτυπώνεται και στον ειδικότερο χώρο των σολωμικών σπουδών. Κορυφαίοι

νεότεροι σολωμιστές, όπως ο Στυλιανός Αλεξίου,526 ο Γιώργος Κεχαγιόγλου,527 o

Massimo Peri528 και πολλοί άλλοι, διαλέγονται με τις θέσεις του Αποστολάκη για το

σολωμικό έργο, ενώ ο Λίνος Πολίτης, κορυφαίος σολωμιστής,529 επίσης, εκτός από

μείζων ιστορικός της λογοτεχνίας μας, δεν διστάζει να αποφανθεί ότι ο Αποστολάκης

έδωσε την «καλύτερη ερμηνεία του έργου του Σολωμού ύστερ’ από τα

“Προλεγόμενα” του Πολυλά».530

Ο Λίνος Πολίτης, και όταν νηφάλια αποστασιοποιείται από τις απόλυτες

θέσεις του Αποστολάκη στο θέμα «Κρυστάλλης», φανερώνει για τον φιλόλογο –

κριτικό σεβασμό και εκτίμηση:

524
Βλ. δειγματοληπτικά, Roderick Beaton, Folk Poetry of Modern Greece, ό.π. . Γ. Μ. Σηφάκης, Για
μία ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, ό.π. . Guy Saunier, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια.
Συναγωγή μελετών (1968-2000), ό.π. .
Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, ό.π.. .
Παντελής
Μπουκάλας, Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των
δημοτικών, Αθήνα, Άγρα, 22017 ∙ Παντελής Μπουκάλας, Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη
δημοτική ποίηση, Αθήνα, Άγρα, 2017 ∙ Παντελής Μπουκάλας, Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα. Το ταξίδι του
φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή, Αθήνα, Άγρα, 2019, κ.π.ά.
525
Βλ. Λίνος Πολίτης, «Το δημοτικό τραγούδι», στο: Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα,
ΜΙΕΤ, 1978 (και σε πολλαπλές επανεκδόσεις), σ. 101-119.
526
Βλ. ενδεικτικά, Στυλιανός Αλεξίου, Σολωμιστές και Σολωμός, Αθήνα, Στιγμή, 1997, σ. 35, 52.
527
Βλ. τις πολλαπλές αναφορές στον Γιάννη Αποστολάκη, που περιλαμβάνονται στον σύμμεικτο τόμο:
Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμέλεια: Γιώργος Κεχαγιόγλου, ό.π.
528
Massimo Peri, Η φεγγαροντυμένη του Σολωμού. Ένας άγνωστος x που πρέπει να μείνει άγνωστος,
ό.π.
529
Βλ. Λίνος Πολίτης, Γύρω στο Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982), ό.π.
530
Λίνος Πολίτης, «Η κριτική», στο: Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 266.

243
Το δημοτικό τραγούδι, του παρατήρησαν [ενν. του Κρυστάλλη], δεν το μετουσιώνει

δημιουργικά, αλλά το μεταφέρει αυτούσιο σε μια μίμηση δουλική. Κι ακόμα, ο κόσμος

του δημοτικού τραγουδιού, ο γνήσιος, είναι, είπαν, απείρως πλουσιότερος και

βαθύτερος από τον κόσμο που εκφράζει η ποίησή του (βλ. κυρίως την κριτική του Γ.Μ.

Αποστολάκη, Ο Κρυστάλλης και το δημοτικό τραγούδι, Θεσσαλονίκη 1937).

Οι αυστηρές αυτές κρίσεις, που τις συμμερίζονται και πολλοί νεώτεροι κριτικοί,

χρειάζονται όμως ίσως κάποια αναθεώρηση. Για να αποτιμήσουμε δικαιότερα την

προσφορά του Κρυστάλλη πρέπει να τον απαλλάξουμε από την αξιολογική σύγκριση με

το πρότυπο. Φυσικά ο κόσμος του Κρυστάλλη είναι διαφορετικός από τον κόσμο του

δημοτικού τραγουδιού — πώς μπορούσε να είναι αλλιώς; Από την άλλη μεριά, ο στίχος

του δεν αποτελεί τόσο δουλική μίμηση του δημοτικού τραγουδιού όσο φαίνεται στο

πρώτο αντίκρισμα. Εύτονος, αδρός, πλάθεται με πολλή τέχνη προσωπική, αντλώντας τη

δύναμη και την ορμή από το δημοτικό πρότυπο. Ακόμα και η χρήση των ιδιωματικών

λέξεων, όταν δε φτάνει στην υπερβολή, αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο γοητείας και

δείγμα τεχνίτη όχι κοινού. Αν μάλιστα τοποθετήσουμε τα ποιήματα του Κρυστάλλη στην

εποχή του, όταν ο δέκα χρόνια σχεδόν αρχαιότερός του Παλαμάς βρισκόταν ακόμα στο

πρώιμο στάδιο που αντιπροσωπεύουν Τα Μάτια της ψυχής μου, και η εκμετάλλευση

των δημοτικών πηγών είχε δώσει μόνο τη λειασμένη γλυκερότητα των Ειδυλλίων του

Δροσίνη, τότε θα εκτιμήσουμε καλύτερα και δικαιότερα την προσφορά του πρόωρα

χαμένου ποιητή στη νεοελληνική ποίηση.531

Όταν σε σημαντικά γραμματολογικά έργα για τη νεοελληνική λογοτεχνία, των

οποίων η λάμψη παραμένει και σήμερα ισχυρή, παρότι παρήλθαν αρκετά χρόνια από

την πρώτη έκδοσή τους, ο ίσκιος των θέσεων του Αποστολάκη είναι βαρύς και,

531
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 220-221.

244
επιπρόσθετα, όταν το έργο του γίνεται πλέον αντικείμενο δίκαιης και νηφάλιας

θεώρησης (όπως συνέβη με τις εισηγήσεις στην εκδήλωση της 16 ης Μαΐου 2019, που

διοργάνωσε εις μνήμη του το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον

Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία532), μάλλον δεν είναι απόλυτα ακριβής μία

γνώμη, όπως αυτή:

Από τους ελάχιστους που αμφισβήτησαν δυναμικά την ποίησή του [ενν. του Κωστή

Παλαμά] – στα όρια της αποδόμησής της – ήταν ο Γιάννης Αποστολάκης, καθηγητής

της νεοελληνικής φιλολογίας στο ΑΠΘ533. όμως αυτόν τον πάνοπλο κριτικό αλλά

απελπιστικά μόνο του και στο συνολικό ζύγι της ποίησης, τον απομόνωσαν εγκαίρως οι

θεματοφύλακες του παλαμισμού και τον έκρυψαν ως αιρεσιάρχη «άνευ αντιπάλου».534

Το ότι ο Αποστολάκης υπήρξε εμφαντικά αντιπαλαμικός, είναι, βέβαια, σωστό, όπως

και το ότι εξέχοντες παλαμικοί 535 προσπάθησαν να περιστείλουν και κατά μία έννοια

να υποβιβάσουν τις απόψεις του. Ωστόσο, οι αρνητές του Παλαμά μάλλον δεν ήταν

532
Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα…”. Γιάννης Μ. Αποστολάκης» / Φραγκίσκη
Αμπατζοπούλου, «Γιάννης Αποστολάκης και Θωμάς Καρλάυλ: Ο “ηρωισμός” στη ζωή και στην
ποίηση» / Παντελής Μπουκάλας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης ως αναγνώστης του δημοτικού
τραγουδιού», στο: Αφιέρωμα στη μνήμη του φιλολόγου Γιάννη Αποστολάκη, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής
των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 16.05.2019:
https://www.youtube.com/watch?v=hOYiwc0tvkg&ab_channel=HellenicParliamentTV [οι τρεις
εισηγήσεις είναι βιντεοσκοπημένες και αναρτημένες στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο].
533
Ο επιθετικός προσδιορισμός «Αριστοτέλειο» θεσμικά επικυρώθηκε και προστέθηκε στην ονομασία
του Πανεπιστημίου το 1954 (άρθρο 7 του Νόμου 3108 / 1954) . Στα χρόνια της καθηγεσίας του Γιάννη
Μ. Αποστολάκη αυτό ονομαζόταν απλώς «Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης».
534
Κώστας Σταμάτης, «Παλαμάς Κωστής», στο: Η Ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης 1821, Αθήνα,
Πατάκης, 2020, σ. 568.
535
Ο Κώστας Σταμάτης («Παλαμάς Κωστής», στο: Η Ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης 1821, ό.π.,
σ. 569) αναφέρει τους Γιώργο Κατσίμπαλη και Αντρέα Καραντώνη.

245
«ελάχιστοι»,536 ενώ το ότι ο δύστροπος και μοναχικός Αποστολάκης υπήρξε

«απελπιστικά μόνος στο συνολικό ζύγι της ποίησης» μάλλον δεν επιβεβαιώνεται από

τα στοιχεία που προαναφέραμε, όπως και από έγκυρες φιλολογικές μελέτες που

συζητούν τις απόψεις του.537

7.2. Αρνητικά διακείμενοι και φίλα προσκείμενοι

Ο γνωστότερος αντίπαλος λόγος προς τις θέσεις του Αποστολάκη για τον Σολωμό,

αλλά και την ποίηση γενικότερα, εκφράστηκε, όπως είδαμε, από τον Κώστα

536
Βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Ο Παλαμάς και η κριτική της ποίησής του», στο: Εισαγωγή στην
ποίηση του Παλαμά. Επιλογή κριτικών κειμένων, ό.π., σ. xxxv-Ivi, Ixxi-Ixxv. Για μία σύνοψη των
αιτιών της παλαμικής αφάνειας σήμερα, βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η κριτική πρόσληψη του έργου
του Παλαμά. Από το χθες στο σήμερα», Νέα Εστία, τόμος 183, τχ. 1878, Σεπτέμβριος 2018, σ. 519.
537
Βλ. ενδεικτικά, Κ. Γ. Κασίνης, «Παλαμικά μαργινάλια στο Σολωμό χωρίς μεταφυσική του
Βάρναλη», Ο Πολίτης, τχ. 71, Ιανουάριος – Μάρτιος 1986, σ. 66-75 . Δημήτρης Τζιόβας, «Ο Γιάννης
Αποστολάκης και ο τύπος του αρνητή-διανοούμενου στην Ελλάδα», ό.π. . Δημήτρης Αγγελάτος, «ήχος
λεπτός…[…] γλυκύτατος, ανεκδιήγητος…». Η «τύχη» του σολωμικού έργου και η εξακολουθητική
αμηχανία της κριτικής (1859-1929), Αθήνα, Πατάκης, 2000 . Γιώργος Βελουδής, «Ο Σολωμός χωρίς
μεταφυσική και η εποχή του», στο: Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, φιλολογική
επιμέλεια: Γιώργος Βελουδής, Αθήνα, Κέδρος, 2000, σ. 157-179 . Γεωργία Λαδογιάννη, «Ο Σολωμός
στην κριτική του μεσοπολέμου. Παλαμάς, Αποστολάκης, Βάρναλης», Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 14,
Μάρτιος – Ιούνιος 2000, σ. 39-53 . Δημήτρης Τζιόβας, «Ο ποιητής ως ήρωας και η σύγκρουση των
παραδόσεων: Σολωμός, Αποστολάκης, Carlyle», ό.π. . George Andreiomenos, «Greek National Poets
and Academic Critics (1926-1960)», ό.π., σ. 397-405 . Βενετία Αποστολίδου, «Η συγκρότηση της
νεοελληνικής φιλολογίας και ο Λίνος Πολίτης: Ποίηση, κριτική και επιστήμη» στο: Ο λόγος της
παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά, επιμέλεια: Μαίρη Μικέ – Μίλτος Πεχλιβάνος – Λίζυ
Τσιριμώκου, Αθήνα, Σοκόλης, 2005, σ. 45-55 . Παντελής Βουτουρής, Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα.
Παλαμάς – Νίτσε, ό.π. . Γιώργος Αράγης, Νεοελληνική κριτική. Αξιολογικές κρίσεις [όπου και κεφάλαιο
για τον Γιάννη Αποστολάκη], Αθήνα, Σοκόλης, 2015 [αναρτημένο εν μέρει και στο διαδίκτυο:
https://giorgosaragis.wordpress.com/2017/02/23/%E1%BC%80%CE%BE%CE%B9%CE%BF%CE%
BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-
%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-
%CF%83%CF%84%CE%AE-
%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD/] .
Διονύσης
Στεργιούλας, «Ένας πρώιμος “Ελληνικός Ύμνος” στην Ελευθερία (Ιούνιος 1821)», μικρο-φιλολογικά,
49, Άνοιξη 2021, σ. 12-16, κ.ά.

246
Βάρναλη. Πέρα από την αντιρρητική μελέτη Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), ο

Βάρναλης χιουμοριστικά παρώδησε τις ιδέες του Αποστολάκη, 538 σθεναρά τον

απέρριπτε, 539 κρίνοντας και απόψεις διανοουμένων, όπως τον Πέτρο Σ. Σπανδωνίδη,

τους οποίους θεωρούσε «μαθητές του Αποστολάκη»540 (το αν όντως μπορεί ο

Σπανδωνίδης να θεωρηθεί μαθητής του Αποστολάκη είναι θέμα άλλης τάξεως), αλλά

ήταν και αυτός, ο οποίος νεκρολόγησε τον Αποστολάκη – από τις στήλες, μάλιστα,

του Ριζοσπάστη – σταθερά αντιρρητικός, αλλά προσπαθώντας να σκιαγραφήσει και

το επίκεντρο της ποιητικής θεωρίας του φιλολόγου-κριτικού:

Ο Αποστολάκης ήταν ένας σοβαρός αντίπαλος. Γλωσσομαθής εργατικός, φιλόδοξος,

επίμονος – μονοκόκκαλος. Αλλ’ είχε ένα βασικό ελάττωμα. Ήτανε αντιδιαλεχτικός.

[…] Ποια είναι, κατά τον Αποστολάκη, η ουσία της Τέχνης; Το ιδανικό πρώτα-πρώτα

το ιδανικό καθ’ εαυτό δεν δέχεται κανένα αισθητικό προορισμό. Μονάχα, όταν

μετουσιωθεί αισθητικά, τότες μπορεί να γίνει ή ωραίο ή άσχημο ανάλογα με την

επιτυχία ή την αποτυχία της μετουσίωσής του.541

538
Βλ. Κώστας Βάρναλης, «Λόγια και πράξις (Ο άντρας και η γυναίκα). Ένας διάλογος υπό Κ. Β.
Πρόσωπα: Γιάννης Κολοκυθάκης, μεταφυσικός, και Μαριγούλα, απλοϊκή γυναίκα», εφ. Ελεύθερος
Τύπος, 14 Ιανουαρίου 1925.
539
Βλ. ενδεικτικά, Κώστας Βάρναλης, «Ο βερμπαλισμός ως τρόπος σκέψης», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 13
Μαρτίου 1925 .
«Ουσιαστικό-επίθετο», εφ. Η Πρωία, 30 Αυγούστου 1941 .
«Επίθεσις… επιθέτου»,
εφ. Η Πρωία, 7 Σεπτεμβρίου 1941 (για τα δύο κείμενα της εφ. Πρωίας, βλ. και στο: Κώστας
Βάρναλης, Αισθητικά – Κριτικά, τόμος Β΄, Αθήνα, Κέδρος, [1958], σ. 252-257).
540
Κώστας Βάρναλης, «Το βασίλειο των σκιών ήτοι ο από ρυτήρος βερμπαλισμός», εφ. Η Πρωία, 4
και 5 Σεπτεμβρίου 1938 και «Η “ευθύγραμμη κριτική” και η τεθλασμένη αντικριτική», εφ. Η Πρωία,
12 Σεπτεμβρίου 1938.
541
Κώστας Βάρναλης, «Γιάννης Μ. Αποστολάκης. Ένας αρνητής που τον αγνόησε η ζωή και τον
σκέπασε ο θάνατος», εφ. Ριζοσπάστης, 19 Μαΐου 1947 (βλ. και Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά –
Κριτικά, τόμος Β΄, ό.π., σ. 249-252).

247
Γενικά θετικό πρόσημο, παρά τις ορισμένες επιμέρους αντιρρήσεις του,

έβαλε, όπως διαπιστώσαμε, στο Η Ποίηση στη ζωή μας ο Τίμος Μαλάνος, ενώ

ανεπιφύλακτα θετικός για το βιβλίο υπήρξε ο Φώτος Πολίτης (όπως και για το βιβλίο

του Αποστολάκη Τα δημοτικά τραγούδια 542


), ο οποίος ένιωσε από τις σελίδες του να

αναβλύζει «Πόθος ποιήσεως».543 Ο Φώτος Πολίτης ήταν επηρεασμένος και στη δική

του εργασία από τις ιδέες του Αποστολάκη, σύμφωνα με τον Αλέξη Ζήρα, όπως και ο

Σπύρος Μελάς:

Ο Σπύρος Μελάς (1882-1966), επηρεασμένος, όπως και ο Φώτος Πολίτης, από τις

ιδέες του Γιάννη Αποστολάκη, μετά το 1925 στράφηκε προς τις μονογραφίες ηρωικών

μορφών της Επανάστασης του 1821 και προς μια μορφή επικού θεάτρου.544

Θετικός προς τις απόψεις του Αποστολάκη ήταν και ο Κωστής Μπαστιάς.

Κρίνοντας ένα βιβλίο του Φώτου Πολίτη, εκφράζεται υπέρ του Αποστολάκη,

υποβάλλοντας όμως και μία επιφύλαξη για το αν ο φιλόλογος- κριτικός κατόρθωσε

να διακρίνει όλους τους σπουδαίους νεοέλληνες ποιητές:

Ο κ. Αποστολάκης, άνθρωπος καθ’ όλα σοφός και έντινι μέτρω πνευματικός οδηγητής

του κ. Πολίτη, εις το τελευταίον βιβλίον του «Η ποίηση στη ζωή μας» μας εξηγεί κατά

ποίον τρόπον αυτός εννοεί τον ποιητήν, μας δίδει δηλαδή ένα τύπον, σχεδόν ένα

542
Φώτος Πολίτης, «Τα δημοτικά τραγούδια», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 12 Σεπτεμβρίου 1929 (βλ. και
Φώτος Πολίτης, Επιλογή κριτικών άρθρων, τόμος Γ΄ Λογοτεχνικά, ό.π., σ. 280-283).
543
Φώτος Πολίτης, «Η Ποίηση στη ζωή μας», εφ. Πολιτεία, 1 Αυγούστου 1923 και «Πόθος
ποιήσεως», εφ. Πολιτεία, 13 Αυγούστου 1923 (βλ. και Φώτος Πολίτης, Επιλογή κριτικών άρθρων,
τόμος Γ΄ Λογοτεχνικά, ό.π., σ. 135-137 και σ. 138-140 αντιστοίχως).
544
Βλ. Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με 38 συγγραφείς τού 20ου αιώνα, ό.π., σ.
138 (σημ. 2).

248
πορτραίτο. Συμφωνούμεν πλήρως με τον κ. Αποστολάκην. Όντως ο ποιητής πρέπει να

συγκεντρώνη όσα ο κ. Αποστολάκης λέγει. Εις ένα όμως σημείον αμφιβάλλομεν.

Μήπως υπήρξε κάποιος τέτοιος τον οποίον δεν κατόρθωσε να ίδη ο κ. Αποστολάκης;

Ιδού όλον το ερώτημα.545

Δύο χρόνια μετά (= 1926), θεωρεί ότι «κατ’ εξοχήν μάλιστα εθνική ημπορεί να

χαρακτηρισθή η κριτική εργασία του κ. Γ. Αποστολάκη», 546 ενώ για Τα δημοτικά

τραγούδια (1929) και Τα τραγούδια μας (1934) έχει μόνον επαίνους:

Το βιβλίο του για τα δημοτικά τραγούδια είναι εργασία μοναδική και το καινούργιο του

βιβλίο «Τα τραγούδια μας», που και αυτό καταπιάνεται με το ποιητικό έργο του

Σολωμού και του Κάλβου, είναι μια καινούργια αποκάλυψη.547

Αξιοσημείωτο και έως έναν βαθμό ειρωνικό είναι ότι ο πιο χαρακτηριστικός

εκπρόσωπος, μεταπολεμικά, της ορθόδοξης αριστερής κριτικής, ο Μάρκος Αυγέρης,

διανύοντας το αρκούντως εθνικιστικό και υψηλόβαθμα ιδεαλιστικό αφετηριακό

545
Κωστής Μπαστιάς, «Τα νέα βιβλία. Καραγκιόζης ο Μέγας. Σάτιρα του κ. Φώτου Πολίτη», εφ.
Ελεύθερος Τύπος, 21 Δεκεμβρίου 1924. Βλ. και Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια
του Μεσοπολέμου, Τόμος Α΄: Χρονογραφία – Εργογραφία, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997, σ. 156.
546
Κωστής Μπαστιάς, «Πριν ομιλήση η ελληνική διανόησις. Απαραίτητος πρόλογος εις την έρευναν
των προβλημάτων της Ελληνικής ζωής. Τι επιδιώκει μία ελευθέρα συζήτησις», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 9
Οκτωβρίου 1926. Βλ. και Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου,
Τόμος Α΄: Χρονογραφία – Εργογραφία, ό.π., σ. 207.
547
Κωστής Μπαστιάς, «Η Κριτική του Βιβλίου. Γιάννη Αποστολάκη: «Τα τραγούδια μας», εφ.
Εβδομαδιαίος Τύπος, 8 Ιουλίου 1934. Βλ. Και Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια
του Μεσοπολέμου, Τόμος Α΄: Χρονογραφία – Εργογραφία, ό.π., σ. 354.

249
στάδιο της πνευματικής του πορείας,548 τάσσεται στο πλευρό του Αποστολάκη και

εναντίον τού αργότερα ιδεολογικού συνοδοιπόρου του Κώστα Βάρναλη:

Αλλά τελευταία παρουσιάστηκαν πολλοί επικριτές του Σολωμού [εκλαμβάνει και τον

Κώστα Βάρναλη σαν τέτοιο], φαινόμενο θλιβερό για την πνευματική μας κατάσταση.

Μόνο η αξιόλογη μελέτη του κ. Αποστολάκη μάς αποζημιώνει κάπως για την αθλιότητα

αυτή.549

Διαπρύσιοι κήρυκες της αξίας των ιδεών του Αποστολάκη στάθηκαν, παρότι

με διαφορά δεκαετιών στην έκφραση των σχετικών απόψεών τους, ο Ηρακλής και ο

Ρένος Αποστολίδης,550 ενώ με γενικά θετικό πνεύμα προς τις θέσεις του φιλολόγου-

κριτικού εκφράστηκαν ο Μάρκος Τσιριμώκος,551 από τους παλαιότερους μελετητές,

και ο Σπύρος Κουτρούλης,552 από τους νεότερους. Από κείμενα των Ε. Π.

548
Βλ. Δημήτρης Κόκορης, «Διαβαθμίσεις της σκέψης του Μάρκου Αυγέρη», Φηγός. Γράμματα-
Τέχνες-Πολιτισμός, τχ. 32, Α΄ εξάμηνο 2014, σ. 136-159.
549
Μ.[άρκος] Α.[υγέρης], «Η μυστικοπάθεια του Σολωμού», Φιλική Εταιρεία, φυλλάδιο 5, ό.π., σ. 205.
550
Ηρακλής Ν. Αποστολίδης, «Γιάννης Αποστολάκης», Νέα Εστία, τχ. 227, 1 Ιουνίου 1936, σ. 748-
754 και Ρένος Ηρ. Αποστολίδης, Κατηγορώ, Αθήνα, [ιδιωτική έκδοση, χωρίς επωνυμία εκδότη], 1965,
σ. 129-143.
551
Μάρκος Τσιριμώκος, «Δύο αξιόλογα βιβλία: Γιάννη Αποστολάκη “Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος
Α΄: Οι συλλογές”. Αγγελικής Χατζημιχάλη: “Υποδείγματα λαϊκής τέχνης”», Νέα Εστία, τχ. 69, 1
Νοεμβρίου 1929, σ. 903-906. Στη σελ. 903, θεωρώντας άδικη την κριτική παρασιώπηση του βιβλίου
Τα δημοτικά τραγούδια (1929), αναφέρεται στο «αξιόλογο έργο του κ. Αποστολάκη».
552
Σπύρος Κουτρούλης, «Η επικαιρότητα του κριτικού Γιάννη Αποστολάκη», αναρτημένο από 15
Σεπτεμβρίου 2013 στο: http://koutroulis-spyros.blogspot.com/2013/09/blog-post_15.html (για τις
αρχικές δημοσιεύσεις στα φύλλα 96-98 της Ρήξης, βλ. Σπύρος Κουτρούλης, «Η επικαιρότητα του
κριτικού Γιάννη Αποστολάκη», εφ. Ρήξη, 7 Σεπτεμβρίου 2013 ∙ Σπύρος Κουτρούλης, «Γιάννης
Αποστολάκης: Διονύσιος Σολωμός», εφ. Ρήξη, 5 Οκτωβρίου 2013 ∙ Σπύρος Κουτρούλης, «Δημοτικό
τραγούδι: Η συνείδηση της ελευθερίας», εφ. Ρήξη, 2 Νοεμβρίου 2013). Η καταληκτική περίοδος του
κειμένου είναι η εξής: «Σε πείσμα αυτών που θέλουν να πρυτανεύσει ένα παρόν αντιποιητικό, όσο και
να ξεχαστούν οι ηρωικές και τραγικές πλευρές του παρελθόντος μας, το έργο του Αποστολάκη
αποδεικνύει ότι η αντίσταση του ελληνικού λαού, δηλαδή ο πόθος του για ελευθερία υπήρξε η

250
Παπανούτσου και Αντωνίου Σιγάλα εκπηγάζει συμπάθεια προς τον άνθρωπο

Αποστολάκη, χωρίς να παραγνωρίζεται η ροπή του προς τις εμπαθείς κρίσεις, 553 η

οποία αποδίδεται στη ρομαντική ψυχοσύνθεση της προσωπικότητάς του.554 Ακόμη

και ο υποστηρικτής της παλαμικής ποίησης Αντρέας Καραντώνης, υπέβαλε εμμέσως

τη διαφωνία του με την απόρριψη του Παλαμά από τον Αποστολάκη, αλλά δεν

αρνείται το βάθος, τη μοναδικότητα και τη δημιουργικότητα της κριτικής εργασίας

του Αποστολάκη:

Πολλοί εχαρακτήρισαν την κριτικήν του κ. Αποστολάκη άρνηση. Αυτό όμως δείχνει την

πνευματική κατάντια εκείνων που δεν μπόρεσαν να δουν στην βαθύτερη και μοναδική

εργασία που έχει να επιδείξη η νεώτερη Ελλάδα τίποτε άλλο από την σκληρή άρνηση

της Παλαμικής στιχοπλοκίας. Η κριτική εκείνη είναι τόσο δημιουργική όσο και μια

ποίηση, γιατί μας αποκαλύπτει, γιατί μας φανερώνει, έναν αληθινό ποιητή, το Σολωμό.

Δεν είναι λοιπόν άρνηση ενός κοινού λυρικού ποιητού. Είναι άρνηση της ιδέας ότι ο κ.

Παλαμάς εκπροσωπεί τη μεγάλη ποίηση στον τόπο μας».555

Αρνητική θέση προς τις απόψεις του περιοδικού Κριτική και Ποίηση

διατυπώθηκαν στο περιοδικό Σοσιαλιστικά Φύλλα με διευθυντή τον Νίκο Γιαννιό,556

όπου ο συντάκτης της στήλης «Τα ζητήματά μας» αποδίδει τους χαρακτηρισμούς:

κορυφαία προϋπόθεση όχι μόνο των πιο σημαντικών του πολιτικών πράξεων αλλά και της
δημιουργίας πολιτισμού».
553
Ε. Π. Παπανούτσος, «Ο πικρός», εφ. Το Βήμα, 28 Σεπτεμβρίου 1950.
554
Αντώνιος Σιγάλας, «Ένας ρομαντικός επιστήμων», στο: Εκλαϊκευμένα μελετήματα, τόμος Α΄,
Αθήνα, Κωνσταντινίδης – Μιχαλάς Ο.Ε., 1970, σ. 137-150.
555
Το παράθεμα στο: Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου, Τόμος
Α΄: Χρονογραφία – Εργογραφία, ό.π., σ. 231. Βλ. Αντρέας Καραντώνης, Εισαγωγή στο Παλαμικό έργο,
Αθήνα, Τυπογραφείο «Εστία», 1929.
556
Για τον Νίκο Γιαννιό, βλ. εν συνόλω, Παναγιώτης Νούτσος, Νίκος Γιαννιός. Άνδρος 1885 – Αθήνα
1958, Αθήνα, Τυπωθήτω – Δαρδανός, 1997.

251
«αριστοκρατικό, νιτσεϊστικό, μεταφυσικό, μεσαιωνικό και ρωμαντικό»557 στο

περιοδικό του Αποστολάκη. Σφόδρα αντιρρητικοί προς τις θέσεις του Αποστολάκη

ήταν ο Γεράσιμος Σπαταλάς, ο οποίος ακόμη και στον τίτλο του ολιγοσέλιδου

αρνητικού βιβλίου του για το Η Ποίηση στη ζωή μας ενέταξε ιδιαίτερα οξείς

χαρακτηρισμούς,558 ο Γιώργος Θεοτοκάς στο Ελεύθερο Πνεύμα του (ιδίως στο

κεφάλαιο «Εθνικός χαρακτήρας και πνευματικός μιλιταρισμός»), 559 ένα κείμενο –

μανιφέστο που έθετε τις προϋποθέσεις ως προς τον τρόπο πρόσληψης και έκφρασης

της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τον τρόπο της ανερχόμενης τότε γενιάς του 1930, η

οποία προτάσσει την «ελληνικότητα» ως συνεκτική επανανακάλυψη, ώστε να

ξεπεραστεί η αντίθεση μεταξύ του φανατικού εθνικισμού και του μαρξιστικού

διεθνισμού.560 Ακολούθως, εστιάζουμε στην περίπτωση του Τ. Κ. Παπατσώνη.

Στις 29 Ιανουαρίου του 1928 ο Τάκης Παπατσώνης δημοσιεύει ένα

αντιρρητικό άρθρο στην εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος, μέσα από το οποίο βάλλει

εναντίον του Γιάννη Αποστολάκη και του πονήματος του τελευταίου Η Ποίηση στη

ζωή μας. Στο «Κριτικές a priori»561 ο Παπατσώνης θίγει το μείζονος σημασίας για τη

μεσοπολεμική εποχή θέμα της ελληνικότητας, που εγκιβωτίζεται στο βιβλίο του

Αποστολάκη, απορρίπτει το δημοτικό τραγούδι ως αισθητικό κανόνα, ενώ προκρίνει

την καβαφική ποίηση και τονίζει ότι η «ελληνοποίηση δια της βίας» δεν έχει ούτε

πρόκειται να επιφέρει αποτέλεσμα ως προς την εξέλιξη της τέχνης στην Ελλάδα.

557
Βλ. [Ανυπόγραφο], «Τα ζητήματά μας», Σοσιαλιστικά Φύλλα, τχ. 1, Ιούλιος 1915, σ. 22.
558
Γερ. Σπαταλάς, «Η Ποίηση στη ζωή μας» και η εγωπάθεια, η άγνοια και η ακρισία του κ. Γ.
Αποστολάκη, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Ι. Βασιλείου, 1923.
559
Βλ. Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, επιμέλεια: Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα, Εστία: Νέα Ελληνική
Βιβλιοθήκη, 2009 (α΄ έκδ. 1929 με το ψευδώνυμο του Θεοτοκά: Ορέστης Διγενής).
560
Βλ. Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και Σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του
’30, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2021, σ. 49.
561
Βλ. Τ. Παπατσώνης, «Κριτικές a priori», Ελεύθερος Λόγος, 29 Ιανουαρίου 1928.

252
Σημειωτέον562 ότι ο Παπατσώνης, κατά τη δεκαετία του 1920, αρχίζει να

απομακρύνεται από τον παραδοσιακό τρόπο της ποιητικής γραφής, κάνει τα πρώτα

δειλά του βήματα προς τον δρόμο της νεωτερικότητας, έχει ως θεματοφύλακα της

τέχνης του τον Κ. Π. Καβάφη και μελετάει ξένους συγγραφείς, μεταφράζοντας τα

έργα τους. Αυτά τα στοιχεία αιτιολογούν την απόρριψη από μέρους του της

λογοτεχνικής θεωρίας του Αποστολάκη, η οποία ηρωοποιεί και τοποθετεί στον

άμβωνα της ελληνικής ποιήσεως τον Διονύσιο Σολωμό. Χαρακτηριστικά

αναφερόμενος ο Παπατσώνης στα άτομα του κύκλου του Αποστολάκη, στα οποία και

αποδίδει τον χαρακτηρισμό «κριτικές Πυθίες», «ολέθριοι» και «κακοί οδηγοί»,

επισημαίνει ότι

Η ομάδα κριτικών θεμελίωσε μια θεωρία, τη θεωρία της κατηφείας και της

απογνώσεως, και τούτο, για να δημιουργηθεί ένα ερημωμένο μέρος, πρόσφορο για

γραμμές κατευθυντήριες, που ήταν διατεθειμένοι οι κύριοι αυτοί να δώσουν στην

Ελληνική ανθρωπότητα εις τρόπον ώστε ν’ αποχτήση η τελευταία αυτή τέχνη και

ποίηση στη ζωή της. […] Ο δημιουργός […] πόσο ηλίθιος θα ήταν, αν στη στιγμή της

μέθης του αυτής, είχε και το νου του να μην παραβή τους κανόνες του κ. Αποστολάκη, ή

μάλλον πόσο κακός δάσκαλος είνε ο κ. Αποστολάκης, να θέλη ένα δήθεν δημιουργό,

που θα είνε όργανό του!

Πάντως, ας επισημανθεί και το ότι σε κείμενο του Τ. Κ. Παπατσώνη, που

δημοσιεύτηκε στο τέλος του εικοστού αιώνα και στο οποίο ο ποιητής επιχειρούσε μία

562
Βλ. αναλυτικά για το έργο, την ιχνηλάτηση των σταδίων της πνευματικής διαμόρφωσης, την
εξέλιξη του Τ. Κ. Παπατσώνη ως ποιητή, ως κριτικό αλλά και ως δοκιμιογράφο, καθώς και για τις
επιδράσεις που δέχτηκε: Βασίλης Μακρυδήμας, Στον αστερισμό των αντιθέσεων. Ο κριτικός και
δοκιμιογράφος Τ. Κ. Παπατσώνης, Αθήνα, Gutenberg, 2021.

253
σκιαγράφηση του έργου του και της ζωής του,563 ανιχνεύονται και θετικές απόψεις

για τον Γιάννη Αποστολάκη, γεγονός που δεν διέλαθε της προσοχής της σύγχρονης

έρευνας και δοκιμιογραφίας.564

Αναμενόμενα, αντιρρητικός ήταν ο Κωστής Παλαμάς565 και οι μελετητές που

επισταμένως εκθείασαν την ποίησή του: ο Κωνσταντίνος Τσάτσος κατακρίνει τον

Αποστολάκη και απαξιοί να αναφέρει ακόμη και το όνομά του σε δημοσίευμα του

1948,566 ενώ ο Δημήτριος Σ. Βεζανής, επιχειρώντας να παρουσιάσει έναν Παλαμά

συνδεδεμένο με τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο και επί της ουσίας με μορφώματα του

τότε (1930) εκκολαπτόμενου ναζισμού, δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την παλαμική

κριτική του Γιάννη Αποστολάκη

ανεξίτηλον αίσχος διά τα ελληνικά γράμματα […] εργασία άνευ ουδενός θετικού

επιχειρήματος,

της οποία ο συγγραφέας

563
Τ. Κ. Παπατσώνης, «Η ζωή μου και η τέχνη μου» [= απόσπασμα συνέντευξης στο Ελληνικό
Ίδρυμα Ραδιοφωνίας], Ευθύνη, τχ. 331, Ιούλιος 1999, σ. 293-296.
564
Δημήτρης Αγγελής, «Ο ποιητής της Πεντηκοστής. Μια υπόθεση εργασίας πάνω στην ποίηση του
Παπατσώνη», στο: Καρφιά στο σώμα, Τέσσερα κείμενα στην κόψη λογοτεχνίας και θεολογίας, Αθήνα,
Αρμός, 2021, σ. 59-117 (βλ. ιδίως σ. 80-81).
565
Βλ. Κωστής Παλαμάς, «Σημειώματα», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 20 Ιουνίου 1927 και Κωστής Παλαμάς,
«Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ο καθηγητής του», εφ. Ταχυδρόμος (Θεσσαλονίκης), 1
Ιανουαρίου 1927 (βλ. και Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος ΙΣΤ΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά &
Εκδόσεις Μπίρης, 1969, σ. 572-573).
566
Κ. Δ. Τ. [= Κωνσταντίνος Τσάτσος], «Παλαμικαί μελέται», εφ. Η Καθημερινή, 24 Ιανουαρίου 1948.
Στο κείμενο αυτό κρίνεται η μελέτη του Κ. Θ. Δημαρά, Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την Τέχνη
(1947), ενώ ο συντάκτης της βιβλιοκρισίας είχε δημοσιεύσει το 1936 τη μελέτη του Παλαμάς.

254
με παράταξιν διαφόρων ξένων ονομάτων δεικνύει ου μόνον ότι δεν κατενόησε τον

Παλαμάν, αλλ’ όπερ και χειρότερον ότι τρέφει μίσος προς αυτόν.567

Την ίδια χρόνια (1930), κατά την οποία ο Δημήτριος Βεζανής τόνιζε

εμφαντικά ότι ο Αποστολάκης μισεί τον Παλαμά, ο Κωστής Μπαστιάς κατέγραψε τη

γνώμη του Μιλτιάδη Μαλακάση για το Η Ποίηση στη ζωή μας. Ο ποιητής δεν

ενοχλείται από τις ιδέες του Αποστολάκη (έτσι, τουλάχιστον, λέει) αλλά από τον

«βάρβαρο» και «εμπαθή» τόνο έκφρασης των συγκεκριμένων ιδεών:

Τον βρήκα θυμάμαι αγανακτισμένο με το βιβλίο του καθηγητού κ. Γιάννη Αποστολάκη

«Η Ποίηση στη ζωή μας». «Δεν μ’ ενοχλούν οι ιδέες του Αποστολάκη», μου είπε, «όσο

ο τόνος του. Η γνώμη του ότι μερικοί άνθρωποι που νομίζουν ότι είναι ποιητές δεν

είναι παρά στιχοπλόκοι και άνθρωποι που ξεγελούν τον εαυτό τους, θα μπορούσε να

ήταν σεβαστή, αν λεγόταν σε άλλο τόνο. Δεν μπορώ όμως με κανένα τρόπο ν’ ανεχθώ

την βαρβαρότητα. Τι θέλουν να πουν μερικοί άνθρωποι: ότι έχουν ιερή αγανάκτηση

όταν δεν έχουν τίποτε άλλο από χολή. Είναι φοβερό να θέλουμε με κοσμοθεωρίες να

ντύνουμε την ατομική μας εμπάθεια,568

Ορισμένες αρνητικές κριτικές προς τις θέσεις του Αποστολάκη συνδέονταν με

την ευκαιριακή συγκυρία, όπως η κριτική του Πέτρου Σπανδωνίδη στο περιοδικό

Ρυθμός, ο οποίος βρίσκει στα βιβλία του Αποστολάκη «εκζήτηση» και

«μονοπλευρικότητα», εκφράζοντας όμως ήδη στον πρόλογό του την άποψη πως όλα

567
Δημήτριος Σ. Βεζανής, Ο Παλαμάς φιλόσοφος, ό.π., σ. β΄.
568
Βλ. τον «φιλολογικό περίπατο» Κωστή Μπαστιά – Μιλτιάδη Μαλάκαση, ο οποίος μεταφέρεται από
το περιοδικό Εβδομάς (27 Νοεμβρίου 1930): Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με
38 συγγραφείς τού 20ου αιώνα, ό.π., σ. 36-37.

255
τα έθνη χρειάζονται την ανάδειξη μεγάλων προσωπικοτήτων, για να προβληθεί μέσα

από αυτές το αιώνιο, το αξεπέραστο, το ακατάλυτο∙569 άλλες απέρρευσαν και από

ένα πολιτικά φορτισμένο συγκείμενο. Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του

Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριος Μπαλάνος ως πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών

εκφωνεί λόγο, υποδεχόμενος το 1946 ως νέο ακαδημαϊκό τον Σωτήρη Σκίπη 570 (το

πώς ο ελάσσων ποιητής Σωτήρης Σκίπης έγινε ακαδημαϊκός, ενώ άλλοι πραγματικά

σπουδαίοι ποιητές δεν τιμήθηκαν αναλόγως είναι θέμα που δεν είναι δυνατόν, αλλά

ούτε και πρέπει, να συζητηθεί εδώ). Ο Μπαλάνος αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο

Σκίπης

Εις την μελέτην του «Ποίηση και μεταφυσική» με ζωηρότητα αντικρούει την

μονόπλευρον κριτική του καθηγητού Γ. Αποστολάκη, ο οποίος με την αποκλειστικήν

προς τον Σολωμόν εκτίμησίν του, παραγνωρίζει την αξίαν παντός άλλου ποιητού.571

Υποκύπτοντας προς στιγμήν στον πειρασμό της εικοτολογίας, μπορούμε να

φανταστούμε το σαρκαστικό χαμόγελο του Αποστολάκη, όταν διάβασε – εάν

καταδέχτηκε, βέβαια, να διαβάσει - το μελέτημα του Σκίπη572 (τη γνώμη του

Μπαλάνου για το κριτικό κείμενο του Σκίπη δεν θα μπορούσε να τη διαβάσει, γιατί

569
Βλ. Πέτρος Σπανδωνίδης, «Γιάννη Αποστολάκη “Τα τραγούδια μας”», Ρυθμός, τχ. 11-12, Ιούλιος –
Αύγουστος 1934, σ. 362-364.
570
Ως στενός φίλος του Σωτήρη Σκίπη ο Γιάννης Χατζίνης κατακεραυνώνει τον Γιάννη Αποστολάκη
ως κριτικό, γράφοντας για «χυδαιότητα», «κριτικό στόμφο» και «παθολογικό εγωκεντρισμό». Βλ.
Γιάννης Χατζίνης, «Ab imo pectore», Νέα Εστία, τχ. 508, 1 Σεπτεμβρίου 1948, σ. 1081.
571
Δημ. Σ. Μπαλάνος, «Λόγος επί τη δεξιώσει του Ακαδημαϊκού κ. Σωτήρη Σκίπη. Συνεδρία 27ης
Φεβρουαρίου 1946», Ανάτυπο από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 21, 1946, σ. 63.
572
Ο Μπαλάνος δεν δίδει ακριβή παραπομπή. Βλ. Σωτήρης Σκίπης, «Ποίηση και Μεταφυσική», Κάτω
από το δέντρο της ζωής. Δοκίμια και πορτραίτα, Αθήνα, [χ.ε.], 1938, σ. 69-86.

256
τον πρόλαβε ο θάνατος573). Είχε συγκρουστεί με πολύ σημαντικότερους

διανοουμένους και λογοτέχνες, που αμφισβήτησαν τις θέσεις του, οπότε υποθέτουμε

βάσιμα ότι δεν θα έδινε μεγάλη σημασία σε μικρής εμβέλειας και απήχησης

αρνητικές προσλήψεις των απόψεών του, ωστόσο υπάρχει χώρος και για αυτές μέσα

στο σύνθετο τοπίο της πρόσληψης της θεωρίας και της κριτικής πρακτικής του

Γιάννη Αποστολάκη.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας, τέλος, ικανός τεχνίτης του παραδοσιακού στίχου και

μαχητικός αντιμοντερνιστής,574 όντας στρατευμένος στην Αριστερά, προσδίδει

πολιτικό χαρακτήρα στην όλη παρουσία του Αποστολάκη, αναφέρεται στο ιστορικό

συγκείμενο που, κατά τη γνώμη του, τον εξέθρεψε και υπαινίσσεται τόσο επηρεασμό

του από τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο όσο και υψηλό βαθμό ως προς την αρνητική

(κατά τον Κοτζιούλα) επιδραστικότητά του, κάνοντας μία αποτίμηση της

πνευματικής δράσης του Αποστολάκη, με αφορμή τον θάνατο του τελευταίου:

Φορέας μιας αντιλαϊκής νοοτροπίας, στάθηκε, μπορούμε να πούμε (τώρα που τους

γνωρίσαμε καλά), ένας απ’ τους προδρόμους, τους κήρυκες του φασισμού […]. Αυτός ο

μισθοδοτούμενος Ζαρατούστρας, ο ψευτοπροφήτης της Θεσσαλονίκης, ο πρωθιερέας

της Μεταφυσικής, έβλαψε περισσότερο απ’ όσο θα φαντάζονταν κανείς. […] Βέβαια σ’

έναν τόπο, σε μια εποχή που ανάδωσαν – φαρμακερό τους ξεθύμασμα – το Μεταξά,

ήταν επόμενο να βγει κι ένας Αποστολάκης, σατράπης των γραμμάτων.575

573
Τα Πρακτικά της συνεδρίας της 27ης Φεβρουαρίου 1946 τυπώθηκαν σε τόμο (= 21), ο οποίος
ασφαλώς κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του Γιάννη Μ. Αποστολάκη (= 3 Απριλίου 1947).
574
Βλ. Αθηνά Βογιατζόγλου, Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα, Αθήνα,
Κίχλη, 2015.
575
Γιώργος Κοτζιούλας, «Ο Αποστολάκης κριτικός», Νέοι Σταθμοί, τχ. 7, 20 Απριλίου 1947, σ. 54. Το
παράθεμα και στο: Αθηνά Βογιατζόγλου, Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα,
ό.π., σ. 216.

257
Είμαστε, βέβαια, μέσα στο καμίνι του Εμφυλίου πολέμου, οπότε η γενικότερη ένταση

δυσκολεύει τις νηφάλιες και ψύχραιμες αποτιμήσεις. Ο Αποστολάκης μπορεί να ήταν

απόλυτος, εμπαθής, «εχθρός» της λαϊκής μάζας και οπαδός ενός εξιδανικευμένου

ιδεοκρατισμού, τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή, ωστόσο, σε επίπεδο συγγραφικής

πρακτικής, δεν συνδέθηκε με τον φασισμό και με την εγχώρια μεταξική εκδοχή του576

και αυτό είναι δίκαιο να του το πιστώσουμε.

Είμεθα υποχρεωμένοι, διά μίαν ακόμη φοράν, να τονίσωμεν, ότι έξω της Μιστριωτικής

καθαρευούσης και της Ψυχαρικής «δημοτικής» υπάρχει η Ελληνική γλώσσα, την οποίαν

και μόνην οφείλουν να διδάσκωνται τα παιδιά των σημερινών Ελλήνων.577

Ο Αποστολάκης, γράφοντας στη δημοτική βέβαια, είχε εκφράσει, όπως είδαμε,

ομόλογες απόψεις,578 αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τον συνδέσουμε με

πολιτικές εκφράσεις του ολοκληρωτισμού, επειδή η μόλις αναφερθείσα φράση

αντλήθηκε από συνέντευξη που έδωσε ο Ιωάννης Μεταξάς, ενάμιση μήνα μετά την

576
Όπως και σε προηγούμενο κεφάλαιο επισημάνθηκε (βλ. αυτόθι, κεφ. 2.2), είναι χαρακτηριστικό ότι
ο Αποστολάκης, όντας μάλιστα κάτοχος της μοναδικής αμιγούς πανεπιστημιακής έδρας «Νεώτερης
Ελληνικής Φιλολογίας», δεν δημοσίευσε ούτε ένα κείμενό του στο Νέον Κράτος. Στο περιοδικό –
θεωρητικό όργανο του μεταξικού καθεστώτος, φιλοξενήθηκαν αρκετά κείμενα για τη λογοτεχνία, ενώ
πολλοί πανεπιστημιακοί καθηγητές πύκνωσαν τις τάξεις των συνεργατών του εντύπου. Βλ. Γιώργος
Κόκκινος, Η φασίζουσα ιδεολογία στην Ελλάδα. Η περίπτωση του περιοδικού «Νέον Κράτος» (1937-
1941), ό.π. . Αννίτα Π. Παναρέτου, «Το περιοδικό “Το Νέον Κράτος”», Τεύχη του Ε.Λ.Ι.Α., τχ. 3, ό.π. .
Γιώργος Ανδρειωμένος, Η πνευματική ζωή υπό επιτήρηση: Το παράδειγμα του περιοδικού “Το Νέον
Κράτος”, ό.π.
577
[Ανυπόγραφο], «Ακαδημαϊκή συζήτησις. Περί μουσικής και γλώσσης. Εξ αφορμής μιας
συνεντεύξεως», εφ. Εστία, 24 Σεπτεμβρίου 1936. Μεταφέρονται και σχολιάζονται απόψεις που
εξέφρασε ο Ιωάννης Μεταξάς σε συνέντευξή του στον Κωστή Μπαστιά (εφ. Η Βραδυνή, 15
Σεπτεμβρίου 1936). Βλ. και Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου:
Τόμος Β΄: Βιβλιογραφία, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997, σ. 156.
578
Βλ. για παράδειγμα, Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, ό.π., σ.
10.

258
εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936. Η γενικευτική τάση,

πάντως, της ένταξης των διανοουμένων σε χώρους εμφορούμενους από κατευθύνσεις

της πολιτικής ιδεολογίας ανιχνεύεται ως ισχυρή ήδη στις αρχές της δεκαετίας του

1930. Το 1931 ο Κ. Καρθαίος παρατηρεί:

Η κοινωνία είναι χωρισμένη σε ομάδες. Όλες αυτές οι ομάδες κρίνουν ένα έργο κατά

τους σκοπούς που βάζει ο συγγραφεύς, Αν είναι ειρηνόφιλοι θαυμάζουν τον Μυριβήλη,

αν είναι κομμουνισταί τον Βάρναλη, αν είναι συντηρητικοί τον Αποστολάκη.579

Στους κριτές του έργου του Αποστολάκη συγκαταλέγεται και ο ποιητής και

δοκιμιογράφος Θεόδωρος Ξύδης (1909-1985),580 ο οποίος ανήκε στον πυρήνα του

κύκλου του περιοδικού Ιδέα581 που προέτασσε ως αισθητικό δόγμα τον δημοτικισμό

και την παλαμική ποίηση. Σε πολυσέλιδο μελέτημά του στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά

με τίτλο «Γιάννης Αποστολάκης»582 δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη οδό και ψέγει

τον Αποστολάκη για εμπάθεια, αναγνωρίζοντας ωστόσο την αξία του:

579
Βλ. το παράθεμα στο: Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου:
Τόμος Β΄: Βιβλιογραφία, ό.π., σ. 294. Το αντιπολεμικό μυθιστόρημα του Στράτη Μυριβήλη Η ζωή εν
τάφω είχε φανεί από το 1923 στο περιοδικό Καμπάνα της Μυτιλήνης, αλλά είχε γίνει ευρύτερα γνωστό
με τη δεύτερη έκδοσή του (Η ζωή εν τάφω. Ιστορίες του πολέμου, Αθήνα, [χ.ε.], 1930). Το 1931
παρουσιάστηκε η μαρξιστικών κατευθύνσεων Αληθινή απολογία του Σωκράτη (Αθήνα, Τυπογραφείο
«Εστία») του Κώστα Βάρναλη (ο οποίος ως Δήμος Τανάλιας είχε εκδώσει το 1922 Το φως που καίει –
Αλεξάνδρεια, «Γράμματα». Εκδότης: Στέφανος Πάργας), ενώ ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης είχε, μεταξύ
άλλων, παρουσιάσει την εκτενή βιογράφηση του Τόμας Καρλάυλ (1915-1916) και είχε εκδώσει τα
βιβλία του Η Ποίηση στη ζωή μας (1923) και Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄. Οι Συλλογές (1929).
580
Για τον Θεόδωρο Ξύδη, βλ. Αλέξης Ζήρας, [λήμμα] «Ξύδης, Θεόδωρος», Λεξικό Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας. Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα – Όροι, ό.π., σ. 1606-1607.
581
Για το περιοδικό Ιδέα, βλ., Γεωργία Λαδογιάννη, Κοινωνική κρίση και αισθητική αναζήτηση στον
μεσοπόλεμο. Η παρέμβαση του περιοδικού Ιδέα, Αθήνα, Οδυσσέας, 22008.
582
Βλ. Θεόδωρος Ξύδης, «Γιάννης Αποστολάκης», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 30, 1973, σ. 117-
134. Το μελέτημα κυκλοφόρησε και σε ανάτυπο.

259
Κανένας δεν πρέπει ν’ αρνηθή στη φιλολογική προσωπικότητα του Αποστολάκη την

κατάρτιση και το μέστωμα. […] Στις εργασίες για τα δημοτικά τραγούδια ο

Αποστολάκης είναι αντικειμενικώτερος, οδηγημένος φυσικά από το θέμα του. Στη

λαογραφική σπουδή, που ο Νικόλαος Πολίτης τη θεμελίωσε, ο Αποστολάκης ασφαλώς

ετοποθέτησε και το δικό του λιθάρι. […] Οι προθέσεις του ίσως να ήταν ευγενέστερες

από το αλαζονικό ύφος των γραπτών του.583

7.3. Αφιερώματα περιοδικών

Δύο λογοτεχνικά-φιλολογικά περιοδικά, έως τώρα, έχουν κάνει αφιέρωμα στον

Γιάννη Αποστολάκη,584 για να παρουσιάσουν και να αποτιμήσουν εν συνόλω τη

συνεισφορά του, η Νέα Εστία 585


και η Ελληνική Δημιουργία,586 ενώ τα Ελληνικά

Γράμματα του Κωστή Μπαστιά ήταν θεμελιωμένα στις απόψεις του Αποστολάκη και

του Φώτου Πολίτη.587 Βέβαια, η Ελληνική Δημιουργία, επιβεβαιώνοντας περισσότερο

την επιθυμία τού περί τον Σπύρο Μελά εκδοτικού της κύκλου να εκφράσει «γνήσια»

τη συντηρητική αστική διανόηση και λιγότερο την τάση για δημιουργική κριτική,

σπεύδει με κακεντρέχεια, εμπάθεια και, οπωσδήποτε, καθ’ υπερβολήν – μόλις

κυκλοφόρησε το αφιέρωμα της Νέας Εστίας και έξι χρόνια πριν από το δικό της

583
Θεόδωρος Ξύδης, «Γιάννης Αποστολάκης», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, ό.π., σ. 117, 118, 134.
584
Βλ. Μάρθα Καρπόζηλου, Τεύχη-αφιερώματα των ελληνικών περιοδικών (1879-1997), Αθήνα,
Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, 1997, σ. 69, 312, 357.
585
Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 188-212.
586
Ελληνική Δημιουργία, τχ. 137, 15 Οκτωβρίου 1953, σ. 453-492.
587
Από τα λόγια του Κ. Θ. Δημαρά: «Σε μαγνητοφωνημένη συνομιλία μας το 1988 και με την
απόσταση πλέον του μισού αιώνα, ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαράς μού είχε
πει: […] “Τα Ελληνικά Γράμματα είχαν μία ελληνοκεντρική τοποθέτηση βασισμένη στις ιδέες του Α.
Δελμούζου, του Γ. Αποστολάκη και του Φ. Πολίτη. […] Το κλίμα μας την εποχή εκείνη ήταν
αντιπαλαμικό και εγώ [= Κ. Θ. Δημαράς] ήμουν και πολύ αντιαριστερός. Πολύ εναντίον του
Κορδάτου». Βλ. Γιάννης Κ. Μπαστιάς, «Τα Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά», Γράμματα και
Τέχνες, τχ. 74, Ιούνιος – Σεπτέμβριος 1995, σ. 38.

260
αφιέρωμα – να χαρακτηρίσει το αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Αποστολάκη

«κατάντια».588 Η αλήθεια είναι ότι το κείμενο του Γιάννη Κουχτσόγλου στο

αφιέρωμα της Νέας Εστίας για τον «Άνθρωπο Γιάννη Αποστολάκη», 589 που δεν

αποσιωπούσε το ότι «όσο κι’ αν του απόδειχναν τετραγωνικά τα λάθη του, δεν τα

παραδεχόταν», καθώς και τις «ιδιοτυπίες», τις «ιδιοτροπίες» και την απέχθειά του

Αποστολάκη για τη «συστηματοποίηση», προκάλεσε την επιστολική αντίδραση των

Γεωργίου Αποστολάκη (αδελφού τού Γιάννη, καθηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου

Αθηνών) και Γεωργίου Μέγα, στους οποίους ο Κουχτσόγλου ανταπάντησε.590 Η

επιστολιμαία διαμαρτυρία του Γεωργίου Αποστολάκη αναφέρθηκε και σχολιάστηκε

στην «Εισαγωγή» της εργασίας μας (βλ. κεφ. 1.3). Η βασικότερη αντίρρηση, βέβαια,

του Μέγα εδραζόταν στο ότι ο Κουχτσόγλου παρουσιάζει σαν άποψη του Γιάννη Μ.

Αποστολάκη το ότι «δεν υπάρχει εθνική συνείδηση πριν από την κλεφτουριά». 591 Ο

Μέγας κλείνει την επιστολή του ως εξής:

Βεβαίως ο Γιάννης Αποστολάκης αρνήθηκε την αξίαν πολλών και αξίων ίσως

λογοτεχνών μας, πιθανόν ν’ αρνήθηκεν ακόμη και καμίαν από τας ιδικάς του ιδέας,

αλλά πάντως δεν επέρασε ποτέ από τον νουν του ν’ αρνηθή και την ύπαρξιν εθνικής

συνειδήσεως εις τας γενεάς των Ελλήνων εκείνας που έζησαν και εγαλουχήθησαν με το

588
Βλ. [Ανυπόγραφο / Εκ της διευθύσεως], «Κατάντια», Ελληνική Δημιουργία, τχ. 1, 15 Φεβρουαρίου
1948, σ. 59.
589
Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 204-209.
590
Βλ. Γεώρ. Αποστολάκης, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, ό.π., σ.
189 . Γ. Α. Μέγας, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, ό.π., σ. 189- 190
Γιάννης Κουχτσόγλου, [Επιστολή – απάντηση στις δύο προηγούμενες επιστολές για το] «Αφιέρωμα
Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, ό.π., σ. 190-191.
591.
Γ. Α. Μέγας, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, ό.π., σ. 190.

261
τραγούδι της Αγιά Σοφιάς κατά τους μακρούς χρόνους τής δουλείας έως τας ημέρας που

έψαλλαν τραγούδια «ανδρείας και λευτεριάς».592

Κατά τα άλλα, το αφιέρωμα της Νέας Εστίας περιελάμβανε μία

συμπυκνωμένη σκιαγράφηση της συγγραφικής πορείας και των ερμηνευτικών

κατευθύνσεων του Αποστολάκη από τον Βασίλειο Λαούρδα,593 σκιαγράφηση με την

οποία προφανώς η Ελληνική Δημιουργία δεν διαφωνούσε, εφόσον αναδημοσίευσε το

κείμενο του Λαούρδα και στο δικό της αφιέρωμα,594 ένα ανέκδοτο «Σημείωμα»595

του ίδιου του Αποστολάκη με βιογραφικές πληροφορίες και την (αναλυτικότερα

διατυπωμένη αλλού, όπως είδαμε) άποψή του για την πανεπιστημιακή διδασκαλία,

καθώς και «Βιογραφικό σημείωμα»596 του Αποστολάκη, το οποίο περιελάμβανε και

μία ελλιπή (και όσον αφορά κείμενο με την υπογραφή «Εγώ και Συ», εσφαλμένη)

εργογραφία του.

Στο αφιέρωμα της Ελληνικής Δημιουργίας και πέραν της αναδημοσιευόμενης

μελέτης του Βασιλείου Λαούρδα, ο Σπύρος Μελάς, 597 με τόνο υπερβολικά

εκθειαστικό αλλά με τρόπο μάλλον πρόχειρο, και ο Δημήτριος Α. Πετρόπουλος, 598 με

τόνο μετριοπαθή και με τρόπο εμπεριστατωμένο, αναδεικνύουν την ερμηνεία του

δημοτικού τραγουδιού από τον Αποστολάκη. Το πιο ενδιαφέρον κείμενο του

συγκεκριμένου αφιερώματος υπογράφεται από τον Δημήτριο Γρ. Τσάκωνα, ο οποίος


592.
Γ. Α. Μέγας, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, ό.π., σ. 190.
593
Βασ. Λαούρδας, «Ο ποιητής και ο ερμηνευτής», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 188-203.
594
Βασ. Λαούρδας, «Ο ποιητής και ο ερμηνευτής», Ελληνική Δημιουργία, τχ. 137, 15 Οκτωβρίου 1953,
σ. 457-471.
595
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 210-211.
596
«Βιογραφικό σημείωμα [του Γιάννη Μ. Αποστολάκη]», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 212.
597
Σπύρος Μελάς, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και το κλέφτικο τραγούδι», Ελληνική Δημιουργία, τχ.
137, ό.π., σ. 453-456.
598
Δημ. Α. Πετρόπουλος, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και το δημοτικό τραγούδι», Ελληνική Δημιουργία,
τχ. 137, ό.π., σ. 487-492.

262
προσπαθεί να συγκροτήσει την – κατά τη γνώμη του – κοινωνική πτυχή της

πνευματικής παρουσίας του Γιάννη Αποστολάκη.599 Παρεμπιπτόντως, ας σημειωθεί

ότι ο Δημήτριος Τσάκωνας (1921-2004) συνδέθηκε ως υπουργός και υφυπουργός με

την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία (1967-1974) και γι’ αυτό με την

αποκατάσταση της δημοκρατίας, το πειθαρχικό συμβούλιο που συγκροτήθηκε στα

Πανεπιστήμια τού επέβαλε την ποινή της απόλυσης από την καθηγητική του θέση

στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών.600 Ωστόσο, το ότι ηθικά

στιγματίστηκε από τη συνεργασία του με το χουντικό καθεστώς και το ότι η

σύμπραξή του με τη στρατιωτική δικτατορία δεν μπορεί να προσμετρηθεί σαν ένα

απλό και εύκολα συγχωρητέο πολιτικό λάθος, δεν σημαίνουν ότι πρέπει να

παρακάμψουμε τις πολυπληθείς μελέτες του και τα δημοσιεύματά του, ιδίως όταν

περικλείουν απόψεις ενδιαφέρουσες, οι οποίες μπορούν να συζητηθούν και όχι,

βέβαια, οπωσδήποτε να υιοθετηθούν.

Ο Δ. Τσάκωνας θεωρεί ότι οι θέσεις του Αποστολάκη ενείχαν και μία

κοινωνική διάσταση, υπό την έννοια ότι ο τελευταίος δεν αγνοούσε την κοινωνία ως

δυνητικό δέκτη των απόψεών του, συμπέρασμα, βέβαια, σχεδόν αυτονόητο, ως προς

έναν άνθρωπο που δημοσιεύει βιβλία και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο. Το

εξιδανικευμένο απόλυτο, ωστόσο, του Αποστολάκη, μπορεί να χωράει το ότι «ο

διπλανός είναι ο πρώτος σταθμός της ψυχής του ποιητή στο αόρατο ταξίδι της», 601

599
Δημ. Γρ. Τσάκωνας, «Ο κοινωνικός Αποστολάκης», Ελληνική Δημιουργία, τχ. 137, ό.π., σ. 472-475.
600
Διετέλεσε υφυπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως (30 Μαρτίου 1970–25 Αυγούστου 1971),
υφυπουργός Εξωτερικών (26 Αυγούστου 1971–31 Ιουλίου 1972) και υπουργός Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων (31 Ιουλίου 1972–30 Αυγούστου 1972). Αναγορεύτηκε διδάκτορας (1948) του
Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουγκ της Αυστρίας, στο οποίο και δίδαξε ως λέκτορας έως το 1952. Υπήρξε
καθηγητής του Ορθόδοξου Θεολογικού Ινστιτούτου των Παρισίων (1952–1954), λέκτορας και
καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Βόννης (1966–1967), ενώ το 1968
εξελέγη καθηγητής κοινωνιολογίας στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών.
601
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., 1923, σ. 63.

263
αλλά παραμένει πρωτογενώς ατομική διεργασία άξιας ψυχής, αφού «ο ποιητής

προσπαθώντας να βρη το διπλανό του, τονέ δημιουργεί», 602 ψυχής που πορεύεται από

το εσώτερο προσωπικό κέντρο της διανοητικής και συναισθηματικής σύλληψης προς

την καλλιτεχνικά εκφρασμένη κορύφωση. Άλλωστε, ο Τσάκωνας σε μεταγενέστερη

μονογραφία του, τόνισε την ατομικής στόφας και μυστικιστικής υφής πνευματική

παρουσία του Αποστολάκη και τον ενέταξε στους «ελάχιστους μυσταγωγούς

διδασκάλους του μεσοπολέμου».603 Ενδεχομένως, η αποδοχή από τον Γιάννη

Αποστολάκη της υψηλής θέσης της λαϊκής κοινότητας ως εμπνευσμένης

δημιουργικής εστίας του γνήσιου δημοτικού τραγουδιού να αναλογούσε στον

κοινοτισμό ως βασική αξία του βιοθεωρήματος του Τσάκωνα,604 γι’ αυτό και ο

υπερτονισμός εκ μέρους του της κοινωνικής διάστασης του έργου του Αποστολάκη.

Πάντως, ας έχουμε υπόψη ότι και ο Βάσος Βαρίκας, δύο χρόνια πριν από τον

Δημήτριο Τσάκωνα, ψηλαφώντας τον ιδεαλισμό του Αποστολάκη ως συνδεδεμένο με

την ηθική διάσταση του δεόντως πράττειν, σημείωνε:

Ο Αποστολάκης δεν ήταν ένας απλός επιστήμονας – φιλόλογος με τη συνηθισμένη

σημασία της λέξης. Ήταν περισσότερο ένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Ένας

602
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., 1923, σ. 51.
603
Δημ. Τσάκωνας, Ιδεαλισμός και μαρξισμός στην Ελλάδα, Αθήνα, Κάκτος, 1988, σ. 140.
604
Βλ. την προσέγγιση της φιλοσοφικής και πολιτικής πρότασης του Δημητρίου Τσάκωνα, που
επιχειρεί ο Μελέτης Μελετόπουλος (στο βιβλίο του Ιδεολογία του δεξιού κράτους 1949-1967, Αθήνα,
Παπαζήσης, 1993, σ. 132–138), καθώς και το κείμενο του Δημητρίου Τσάκωνα «Κοινωνιολογία και
Φιλοσοφία του Νέου Ελληνισμού», Επιθεώρησις Κοινωνικών Ερευνών, δ΄ τρίμηνον 1969 – α΄
τρίμηνον 1970, σ. 85-89 (αναρτημένο και στο διαδίκτυο:
https://cognoscoteam.gr/%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B7%CF%
81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85-
%CE%BD%CE%AD%CE%BF%CF%85-
%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D-
%CF%80%CE%BF/).

264
ηθικολόγος που ζητούσε να επιβάλλει στην γύρω του κοινωνία το δράμα της ζωής, που

η φαντασία του είχε συλλάβει.605

7.4. Νηφάλιες αποτιμήσεις

Γενικά, η σύγχρονη, εν ευρεία εννοία, πρόσληψη των θέσεων του Γιάννη Μ.

Αποστολάκη είναι στα περισσότερα δείγματά της ακριβής, δίκαιη και νηφάλια. Σε

αυτούς τους χαρακτηρισμούς δεν ανταποκρίνονται μόνον οι τρεις εισηγήσεις (των

Αλέξη Πολίτη, Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου και Παντελή Μπουκάλα, βλ. κεφ. 7.1)

της εκδήλωσης, η οποία διοργανώθηκε στις 16 Μαΐου 2019 από το Ίδρυμα της

Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία για να τιμηθεί η

μνήμη του Γιάννη Μ. Αποστολάκη, αλλά αρκετές ακόμη προσεγγίσεις, στις οποίες

ήδη αναφερθήκαμε, όπως είναι αυτές του Παν. Μουλλά (βλ. κεφ. 2.1), ο οποίος

συνδέει τον πρώιμο Αποστολάκη με το ιδεολογικό και αισθητικό στίγμα του

περιοδικού Κριτική και Ποίηση, του Δημήτρη Τζιόβα (βλ. εδώ κεφ. 2.2 & 3.1), του Χ.

– Δ. Γουνελά (βλ. κεφ. 3.2), της Στυλιανής Παντελιά, που σκιαγραφεί το πώς

επηρέασε ο Αποστολάκης εκπροσώπους της γενιάς του 1930 (βλ. κεφ. 3.4), και

αρκετές ακόμη (βλ. στο τέλος του κεφ. 7.1) που συζητούν κριτικά, ενίοτε και

αντιρρητικά, τις απόψεις που είχε αναπτύξει ο φιλόλογος-κριτικός. Στη θετική

αποτίμηση των απόψεων του Αποστολάκη προσγράφεται και η αναφορά στο

περιοδικό Γράμματα και Τέχνες, το 1982, το οποίο εξέδιδε ο ποιητής – κριτικός

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, όπου και αναγνωρίζεται η διαχρονική αξία των κρίσεων

του Γιάννη Αποστολάκη:

605
Βάσος Βαρίκας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και το έργον του», Αλλαγή, τχ. 4, Μάιος – Ιούνιος 1951,
σ. 171.

265
Σήμερα οι εκτιμήσεις του – μ’ εξαίρεση τον Κάλβο – για τον Σολωμό, τον

Βαλαωρίτη και τον Κρυστάλλη εξακολουθούν ν’ αντέχουν. Κι αυτό δεν είναι λίγο όταν

στον τόπο μας, κατά γενική ομολογία, παρατηρείται κριτική ένδεια. Για να μην πω

ψευτοκριτικός συλλογισμός που αυτοϊκανοποιείται με ηχηρές διαλέκτους.606

Ωστόσο, η έρευνα δείχνει ότι και κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, παρ’

όλες τις τοποθετήσεις που γενικευτικά και με έμφαση στάθηκαν είτε υπέρ είτε

εναντίον των θέσεων του Αποστολάκη, υπήρξαν και νηφάλιες κριτικές αυτών των

θέσεων. Δειγματοληπτικά, ανασύρουμε μία, στην οποία ήδη αναφερθήκαμε.

Πρόκειται για την ψύχραιμη και δίκαιη βιβλιοκρισία του Ιωάννη Συκουτρή για Τα

δημοτικά τραγούδια.607 Ο Συκουτρής υπογραμμίζει τη φιλολογική οξυδέρκεια του

Αποστολάκη, την ανάδειξη από μέρους του των «ισοδύναμων μοτίβων», που δεν

είναι ορθό να συνυπάρχουν στην ίδια παραλλαγή δημοτικού τραγουδιού, τη

λειτουργική κριτική που άσκησε στις συλλογές του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και του

Νικολάου Πολίτη. Από την άλλη, προσάπτει στον συγγραφέα του βιβλίου την

έλλειψη υψηλόβαθμης συστηματικότητας (ακόμη και στις παραπομπές), την απουσία

διαυγέστερης και πιο οργανωμένης δόμησης των κεφαλαίων του βιβλίου, αλλά και

606
[Ανυπόγραφο], «Μνήμη Γιάννη Αποστολάκη», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 11, Νοέμβριος 1982, σ.
25. Δύο χρόνια αργότερα στο ίδιο περιοδικό γίνεται συζήτηση περί λογοτεχνικής κριτικής, όπου και
αναφέρεται η φιλολογική σκευή και η κριτική μέθοδος του Αποστολάκη: «Έχουμε στην αρχή του
Μεσοπολέμου, κυρίως, την κριτική προσέγγιση του Αποστολάκη, η οποία ξεκινάει ως φιλολογική,
στην πραγματικότητα όμως έχει πολλές προσβάσεις κριτικές. Δηλαδή, αυτές οι βασικές αρχές που έχει
μια φιλολογική προσέγγιση, κατάγονται βασικά από την αρχαία ελληνική παράδοση, περνάνε μέσα
από ένα φίλτρο που ορίζεται από κάποια κορυφαία έργα, από τον Γκαίτε ή τον Σίλερ, και γίνεται μια
προσέγγισή τους», βλ. Αλέξανδρος Αργυρίου, «Η λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα (συζητούν οι:
Νόρα Αναγνωστάκη, Αλέξανδρος Αργυρίου, Κώστας Γουλιάμος, Γιάννης Δάλλας, Αλ. Ζήρας και
Σπύρος Τσακνιάς)», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 25, Ιανουάριος 1984, σ. 9.
607
Ιωάννης Συκουτρής, «Γιάννη Αποστολάκη, Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄ Οι συλλογές. Αθήναι
1929», Byzantinisch – Neugriechisshe Jahrbucher, τόμος 7, ό.π., σ. 499-514 (βλ. και Ιωάννης
Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, ό.π. και Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, ό.π.).

266
τον εμπαθή συγγραφικό τόνο, που δεν ταιριάζει στην ψύχραιμη επιστημονική ματιά.

Οι παρατηρήσεις του Συκουτρή είναι σωστές, ακριβώς γι’ αυτό η απάντηση του

Παναγή Λορεντζάτου,608 ο οποίος κατηγορεί τον Συκουτρή για το ότι είναι και

θετικός και αρνητικός για το βιβλίο του Αποστολάκη, σαν το να αναγνωρίζονται τόσο

τα θετικά όσο και οι αδυναμίες μιας συγγραφικής συνεισφοράς να είναι ελάττωμα,

περισσότερο πρέπει να ενταχθεί στις εσωτερικές συγκρούσεις των διδασκόντων της

Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και λιγότερο στο πεδίο μιας

ουσιώδους κριτικής αντιπαράθεσης.

Νηφάλιο τόνο έχουν οι κριτικές φωνές του Τέλλου Άγρα, στις αρχές της

δεκαετίας του 1930,609 του Βάσου Βαρίκα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950,610 του

Γ. Θ. Βαφόπουλου, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1950,611 του Κώστα

Γεωργουσόπουλου, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στοιχειοθετεί μία

πτυχή εξιδανικευμένου ελληνοκεντρισμού ως σύγκλιση των Φώτου Πολίτη και

Γιάννη Αποστολάκη,612 του Εμμανουήλ Κριαρά, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας

του 1990 προσδίδει ως γνώρισμα στην πανεπιστημιακή και συγγραφική παρουσία του

Αποστολάκη τον συνδυασμό πάθους και κριτικής διάθεσης. 613

608
Παναγής Λορεντζάτος, «Κριτική κριτικής», Byzantinisch – Neugriechisshe Jahrbucher, τ. 8, 1930,
σ. 473-479.
609
Τέλλος Άγρας, «Πολίτης και Αποστολάκης», Η Πνοή, τχ. 14, Δεκέμβριος 1929, σ. 22-23 (βλ. και:
Τέλλος Άγρας, Κριτικά. Γενικά και ειδικά θέματα, τόμος Δ΄, επιμέλεια: Κώστας Στεργιόπουλος,
Αθήνα, Ερμής, 1995, σ. 323-326).
610
Βάσος Βαρίκας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και το έργον του», Αλλαγή, τχ. 4, ό.π., σ. 169-171.
611
Γ. Θ. Βαφόπουλος, «Ο Παλαμάς ανάμεσα σε δύο υπερβολές» [= διάλεξη του 1954], Ποίηση και
ποιητές. Μελετήματα, Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1983, σ. 132-145.
612
Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Γιάννης Αποστολάκης – Φώτος Πολίτης: τόκοι ενός παλαιού
κεφαλαίου», στον σύμμεικτο τόμο: Η κριτική στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών
Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1981, σ. 145-176.
613
Εμμανουήλ Κριαράς, «Αποστολάκης και φιλολογική έρευνα», εφ. Το Βήμα, 2 Σεπτεμβρίου 1990
και «Διδασκαλία, πάθος και κριτική», εφ. Το Βήμα, 25 Νοεμβρίου 1990.

267
Πάντως μία δίκαιη και νηφάλια τοποθέτηση του Αποστολάκη έγινε και από

τον Γιώργο Κεχαγιόγλου, με αφορμή τον εορτασμό των εβδομήντα πέντε χρόνων

συνεχούς και αδιάλειπτης λειτουργία της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης, οπότε κρίνουμε πως η συγκεκριμένη τοποθέτηση συγκροτεί έναν

λειτουργικό επίλογο της εργασίας μας, κατά την οποία προσπαθήσαμε να

συμβάλουμε, στο μέτρο των δυνάμεων μας, στην αποσαφήνιση της ποιητικής

θεωρίας και της κριτικής πρακτικής ενός ανθρώπου, που άφησε βαθύ το ίχνος του

στα νεοελληνικά γράμματα:

Οι σπουδές νεοελληνικής φιλολογίας [ενν. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης]

ευτύχησαν, βέβαια, να ξεκινήσουν ευθύς εξαρχής (με τον […] γερμανοσπουδασμένο

Γιάννη Αποστολάκη […] ), αλλά στα πρώτα τους βήματα χρωματίστηκαν αφενός από

την προτεραιότητα στην άσκηση της λογοτεχνικής (δοκιμιογραφικής) κριτικής και της

ερμηνευτικής προσέγγισης και αφετέρου από ανεπαρκή κάλυψη μεγάλων περιόδων της

νεοελληνικής γραμματείας και υποβάθμιση πολλών από τις καθαρότερα φιλολογικές

κατευθύνσεις. Ο τύπος του «αρνητικού» και υπερκριτικού διανοουμένου, που κόμιζε ο

Αποστολάκης, εξηγεί τόσο την παντελή έλλειψη, από τον επιστημονικό ορίζοντα και ως

τα τέλη της δεκαετίας του 1940, πανεπιστημιακών μαθητών – διαδόχων με φιλολογικό

προσανατολισμό όσο και την πληθώρα μαθητών ή ελεύθερων ακροατών του στη

Θεσσαλονίκη, που ευδοκίμησαν στους τομείς της λογοτεχνικής κριτικής, της

δοκιμιογραφίας και της πρωτότυπης λογοτεχνικής γραφής. Οπωσδήποτε, όμως, και

μόνο το γεγονός ότι οι σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας ξεκίνησαν στο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης ως αυτόνομος κλάδος (σε αντίθεση, π.χ., με το Πανεπιστήμιο Αθηνών,

όπου οι συνδυασμοί κλασικές – βυζαντινές – νεοελληνικές σπουδές και «Βυζαντινή /

Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία» συνεχίστηκαν και πολύ αργότερα από την

268
εποχή, π.χ., του Ι. Συκουτρή και του Ν. Α. Βέη) αποτέλεσε θετικό γεγονός . ιδίως αν

σκεφτεί κανείς πως, παρά την αποκλειστικά ιδεοκρατική και, συχνά, άδικη αρνητική

στάση του Αποστολάκη και των οπαδών του απέναντι στη σύγχρονή τους λογοτεχνική

παραγωγή, οι πανεπιστημιακές φιλολογικές σπουδές επικεντρώθηκαν στη μελέτη

σημαντικότατων στιγμών του νεοελληνικού λογοτεχνικού παρελθόντος (δημοτικό

τραγούδι, Σολωμός), καθώς και στη λογοτεχνία του άμεσου παρελθόντος και του

ζωντανού παρόντος (19ος αι. και πρώτες δεκαετίες του 20ου αι.).614

614
Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία», στον συλλογικό τόμο:
Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τα πρώτα 75 χρόνια, Θεσσαλονίκη, University
Studio Press, 2000, σ. 51-52.

269
[ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ]

Συμπεράσματα

8.1. Ο πυρήνας της ποιητικής θεωρίας του Γιάννη Μ. Αποστολάκη

Το σεφερικό «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»615 προφανώς και ισχύει

και για την ποιητική θεωρία, την οποία διαμόρφωσε και ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης,

ωστόσο ως φιλόλογος και κριτικός αναχώνευσε, επέκτεινε και προσάρμοσε τις

επιρροές που του ασκήθηκαν, ώστε να διαμορφώσει έναν προσωπικό θεωρητικό

κώδικα για την ποίηση, τον οποίο και αξιοποίησε ως γνώμονα της κριτικής πρακτικής

του. Το ιδεοκρατικό και εξιδανικευμένο απόλυτο ως φιλοσοφική και κριτική

αναζήτηση, το οποίο εξέφρασε ο Ρομαντισμός, ιδίως στην ιδεαλιστική γερμανόφωνη

πτυχή του (Χέγκελ, Σίλερ, Γκαίτε, κ.π.ά.), ορισμένες πτυχές της κριτικής σκέψης

αλλά και της αισθητικής του Καντ, τις οποίες μελέτησε ο Αποστολάκης και στο

πλαίσιο της εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής, 616 η βαριά σκιά του

φιλοσοφικού λόγου του Τόμας Καρλάυλ, ενός διανοουμένου τον οποίον ο

Αποστολάκης εκτεταμένα σχολίασε και βιογράφησε, ενδεχομένως το ερμηνευτικό

μοντέλο, που πρότειναν σημαντικοί στοχαστές, όπως ο Φρίντριχ Σλάιερμαχερ και ο

615
Γιώργος Σεφέρης, «Τρία κρυφά ποιήματα: Επί σκηνής – ΣΤ’», Ποιήματα, ό.π., σ. 290.
616
Το καλόν παρά Καντίω. Ο Γιάννης Κουχτσόγλου («Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 208)
μεταφέρει ενδιαφέρουσες, αν και όχι απολύτως εξακριβωμένες, πληροφορίες ως προς την αφομοίωση
ιδεών του Immanuel Kant από τον Γιάννη Μ. Αποστολάκη: «Θα υποστήριζα την άποψη πως ο
Αποστολάκης δεν άντλησε τα στοιχεία του Καντιανού “καλού” κατευθείαν από τον Kant από διάφορες
σελίδες πληροφοριακές, αν αξιόπιστος φίλος δε μ’ εβεβαίωνε πως σε ζητήματα Καντιανής φιλοσοφίας
ο Αποστολάκης είχε μιαν “ανεπίσημη” ειδικότητα κι’ ότι πολλές φορές τον συμβουλεύτηκε (ο
αξιόπιστος φίλος) για σχετικές απορίες του. “Δεν είνε καθόλου παράδοξο”, μου έλεγε τελευταία ο
καθηγητής κ. Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, “αλλά είνε έμφυτο με τον κριτικό Αποστολάκη το ότι ο ίδιος
είταν καλά γνωρισμένος με την κριτική φιλοσοφία του Kant”. Κι’ άλλος αξιόπιστος φίλος μού είπε
πως όταν σπούδαζε με τον Αποστολάκη στη Γερμανία, απ’ αυτόν πρωτοδιδάχτηκε Kant».

270
Βίλχελμ Ντίλταϋ, ορισμένες νιτσεϊκές ιδέες, όπως η «σκληρότητα» και ο αγώνας για

συνεχή αυθυπέρβαση, πιθανόν η περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα των αρχών

του εικοστού αιώνα, που περιελάμβανε τη θετική δεξίωση της élan vital και της

intuition του Ανρί Μπερξόν,617 αλλά και οι προσωπικές φιλοσοφικές αναζητήσεις του

Γιάννη Μ. Αποστολάκη για τον ρόλο της ποίησης, της φιλολογίας ως επιστήμης και

της λογοτεχνικής κριτικής ως αξόνων του ανθρώπινου βίου, συνέθεσαν την ποιητική

θεωρία του: πόθος, θαυμασμός, συλλογή ως καθρεφτίσματα της ζωντάνιας της φύσης

και μιας άδολης παιδικότητας είναι τα στάδια ψυχικής διεργασίας, τα οποία πρέπει να

διεξέλθει ο γνήσιος ποιητής. Αρχικά, θα είναι συνδεδεμένος με τη στιγμή, το

περιβάλλον και τον εξωτερικό κόσμο, αλλά οφείλει να αποτινάξει αυτήν τη σύνδεση

στην πορεία του για να αναδειχθεί ο εσώτατος πυρήνας της σύλληψης, τον οποίο θα

ενσαρκώσει με στίχους, μαζί με την ψυχική πορεία του προς το ανώτερο ιδανικό,

οπότε και θα φτάσει στην καλλιτεχνική αποκορύφωση.

Ο Γιάννης Αποστολάκης πίστευε ότι και ο κριτικός πρέπει να λειτουργεί ως

ποιητής, γι’ αυτό ίσως και τα κείμενά του, από τα οποία, αναδύονται και

επιστημοσύνη αλλά και ισχυρή πεποίθηση γνώμης, δεν εμπεριέχουν υψηλόβαθμη

φιλολογική σχολαστικότητα ούτε και εκτενή βιβλιογραφική στήριξη. Αποστρεφόταν

τον φιλολογικό σχολαστικισμό, παρότι η λεπτολόγος έρευνα σε ορισμένα κείμενά του

(ιδίως αυτά που αφορούν τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού) κάνει αισθητή την

παρουσία της. Αποδεχόταν ως λειτουργική και γόνιμη κυρίως την αρνητική κριτική,

που αποστρέφεται την όποια εφεκτική στάση του γράφοντος κριτική, γι’ αυτό

ακριβώς συχνά τον συνοδεύει ο χαρακτηρισμός του ως οργανικού διανοουμένου της

άρνησης. Ωστόσο, για τις δύο ποιητικές κορυφές, που ερμηνευτικά προσέγγισε, δεν

617
Βλ. δειγματοληπτικά για τον Μπερξόν, στον σύμμεικτο τόμο: M. R. Kelly (επιμέλεια), Bergson and
Phenomenology, U.K., Palgrave Macmillan, 2010. Για την έννοια του χρόνου, βλ. Δημήτρης
Αθανασάκης, «Ο Bergson και το πρόβλημα του χρόνου», Νεύσις, τχ. 16, Δεκέμβριος 2007, σ. 65-87.

271
είχε παρά μόνον εκθειαστικές κρίσεις, γεγονός, ωστόσο, που δεν πρέπει να

συσκοτίσει το ότι για τους περισσότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής

λογοτεχνίας (κυρίως ποιητές, δευτερευόντως και περιφερειακά ασχολήθηκε με

πεζογράφους) εκφράστηκε απολύτως αρνητικά, ενίοτε με εμπάθεια και χωρίς οι

απόψεις του να εμπίπτουν στην περιοχή της νηφάλιας σφαιρικότητας.

Τόσο η κριτική εφαρμογή της θεωρίας του Γιάννη Μ. Αποστολάκη στο

πνευματικό και λογοτεχνικό πεδίο όσο και η ίδια η ποιητική θεωρία του, ως

«εσωτερικευμένη συντροφιά»618 της διαφαίνονται ήδη στα πρώιμα δημοσιεύματά

του, από τα οποία πρέπει να αφαιρεθεί – όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε – η

κριτική για μία μελέτη περί Εκκλησιαστικού Δικαίου, κριτική που δημοσιεύτηκε στο

περιοδικό Ο Νουμάς το 1911, με την ψευδωνυμική υπογραφή «Εγώ και Συ». Στο

γνωστότερο (ενδεχομένως και βασικότερο) βιβλίο του Γιάννη Μ. Αποστολάκη, στο Η

Ποίηση στη ζωή μας (1923), δεν περιέχονται μόνον οι κεντρικοί άξονες της ποιητικής

θεωρίας του. Κατά το μάλλον ή ήττον, ενσωματώνονται όλα τα θέματα, τα οποία πιο

εκτεταμένα ανέπτυξε στα επόμενα βιβλία του.

Ο Αποστολάκης με τη μαχητική δημοτική του, με τη σαρκαστική φόρτιση

ορισμένων σημείων της κριτικής του και με το κατηγορηματικό ύφος, με το οποίο

εξαίρει την εξιδανικευμένη πορεία προς το απόλυτο αλλά και απορρίπτει τις

αποκλίσεις από το θεωρητικό του μοντέλο, αφενός εκφράζει μία ποιητική θεωρία, η

οποία ενέχει και έναν χαρακτήρα ηθικό, προσδιορισμένο από το δέον ως προς το

618 «In reality, of course, there is no crossroads: theory shadows criticism as a […] interiorized
companion, and the conversation between them goes on, whatever their apparent separation» [= Στην
πραγματικότητα, φυσικά, δεν υπάρχουν σταυροδρόμια: η θεωρία σκιάζει την κριτική ως […]
εσωτερικευμένη συντροφιά, και η συζήτηση μεταξύ τους συνεχίζεται, ανεξάρτητα από τον
φαινομενικό διαχωρισμό τους], βλ. Raman Selder, Peter Widdowson, Peter Brooker, A Reader’ s
Guide to Contemporary Literary Theory, Great Britain, Pearson Education Limited, 52005, σ. 10.

272
ποιητικώς εκφράζεσθαι και ως προς το κριτικώς πράττειν.619 Αφετέρου, ο

Αποστολάκης, ως ένας άλλος βυρωνικός Κάιν με ασυμφιλίωτο αίσθημα,620

επισφραγίζει με εντελώς προσωπικό επιτονισμό τη θεωρητική και κριτική του

γλώσσα, επιβεβαιώνοντας με τα κείμενά του μία κοινότοπη αλλά ορθή διαπίστωση:

«το έργο που έχει ύφος προσωπικό εκφράζει τη βαθύτερη προσωπικότητα του

δημιουργού του».621 Επί της ουσίας, η ποιητική θεωρία του Γιάννη Αποστολάκη είναι

και βιοθεωρία, άλλωστε «υπόβαθρο των ισχυρισμών ότι οι συγγραφείς έχουν μια

φιλοσοφία μπορεί να είναι το γεγονός ότι η φιλοσοφία και η λογοτεχνία μοιράζονται

μια ανησυχία για τις μεγάλες και μικρές αλήθειες της ανθρώπινης ύπαρξης». 622

619
Βλ. τις ενδιαφέρουσες θέσεις των Peter Lamarque και Stein Haugom Olsen, ιδίως στο κεφάλαιο
«Literature and Moral Philosophy» της μελέτης τους «Literature, Truth, and Philosophy», στο: Truth,
Fiction, and Literature, Oxford, Oxford University Press, 1994, σ. 368-394. Βλ. και Eileen John &
Dominic McIver Lopes (επιμέλεια), Philosophy of Literature. Contemporary and Classic Readings.
An Anthology, Oxford, Blackwell Publishing, 2004, σ. 341-354.
620
«Ο Κάιν […] είναι ένας συνδυασμός Προμηθέα, Σατανά, Περιπλανώμενου Ιουδαίου και Φάουστ.
Επιζητά την αθανασία, γίνεται όμως αρνητής της ζωής και σκοτώνει τον αδελφό του. Εδώ έχουμε να
κάνουμε με μια από τις εγγενείς αντιφάσεις του ρομαντισμού, μέσα στον οποίο οι υπέρμετρες
απαιτήσεις της βούλησης για αυτονόμηση συντρίβονται πριν εκπληρωθούν, εξαιτίας των ηθικών
αντιφάσεων του ίδιου του υποκειμένου της εξέγερσης», βλ. Δημήτρης Αγγελής, «Το πρόβλημα Κάιν.
Με αφορμή το ομώνυμο έργο του Βύρωνα», Καρφιά στο σώμα. Τέσσερα κείμενα στην κόψη
λογοτεχνίας και θεολογίας, ό.π., σ. 11.
621
Jenefer Robinson, «Style and Personality in the Literary Work», Philosophical Review, τχ. 94,
Απρίλιος 1985, σ. 247. Η φράση στα αγγλικά έχει ως εξής: «a work which has an individual style
expresses the personality of the implied author of that work». Βλ. και Eileen John & Dominic McIver
Lopes (επιμέλεια), Philosophy of Literature. Contemporary and Classic Readings. An Anthology, ό.π.,
σ. 308.
622
Ole Martin Skilleas, Philosophy and Literature. An Introduction, Edinburgh, Edinburgh University
Press, 2001, σ. 6-7. Η φράση στην αγγλική γλώσσα έχει ως εξής: «Some of the background for claims
that authors have a philosophy may be the fact that philosophy and literature share a concern for the
great and small truths of human existence».

273
8.2. Πεδία κριτικής εφαρμογής Ι: Καταφάσεις

Στο πεδίο της προσωπικής ποιητικής παραγωγής, ο Αποστολάκης πραγματικά μεγάλο

και γνήσιο ποιητή θεωρούσε μόνον τον Διονύσιο Σολωμό. Ήδη στα πρώιμα

δημοσιεύματά του σκιαγραφεί αυτήν την άποψη και τη θέτει εμφαντικότερα στο Η

Ποίηση τη ζωή μας (1923): στο τελευταίο και εκτενέστερο από τα τρία κεφάλαια του

βιβλίου προσεγγίζεται η ποίηση και η ποιητική του Σολωμού. Υπογραμμίζεται το

μεγαλείο του θαυμασμού και της συλλογής, που συντάραξαν την ψυχή και το πνεύμα

του ποιητή, ώστε να δώσει ως αποτέλεσμα αγωνιώδους ψυχικής και καλλιτεχνικής

διεργασίας τα σπουδαία του έργα και προσφέρονται άφθονα δείγματα της ποιητικής

του μεγαλοσύνης. Η ανάδειξη του σολωμικού μεγαλείου συνεχίζεται και στο ένα από

τα δύο κεφάλαια του βιβλίου Τα τραγούδια μας (1934). Ο Αποστολάκης εκκινεί από

συγκεκριμένα δείγματα του έργου του ποιητή και βαθμιαία οικοδομεί τη γενικότερη

άποψή του για τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία του συγκεκριμένου έργου, στο οποίο ο

Αποστολάκης βρίσκει μία σχεδόν απόλυτη πραγμάτωση της ποιητικής θεωρίας του,

ενώ εκλαμβάνει τη σολωμική ποίηση ως εξελικτική διαδικασία, που καλλιτεχνικά

αποκορυφώνεται στον Ύμνο, στον Κρητικό, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους και

στον Πόρφυρα, με την ώριμη ποίηση να έχει στοιχεία ανθρωποκεντρικά, κάτι που

παραδέχονται και οι σύγχρονοι μελετητές.623

Η δεύτερη μείζων κριτική κατάφαση του Γιάννη Αποστολάκη αφορά το

δημοτικό τραγούδι, ιδίως το κλέφτικο, το οποίο – στη γνήσια μορφή του – ο

φιλόλογος-κριτικός θεωρούσε αποκορύφωση της καλλιτεχνικής έκφρασης της λαϊκής

ψυχής. Οι παρατηρήσεις του Αποστολάκη για την αξία και την καλλιτεχνική δύναμη

του δημοτικού τραγουδιού εκκινούν από το Η Ποίηση στη ζωή μας και

623
Βλ. ενδεικτικά, Κατερίνα Τικτοπούλου, «Η εξακολουθητική παρουσία του Διονυσίου Σολωμού»,
The Book’s Journal, τχ. 117, Μάρτιος 2021, σ. 36-38.

274
αποκρυσταλλώνονται συγκεκριμένες, κριτικές και ερμηνευτικές, στο βιβλίο του Το

κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του (1950), το οποίο εν συνόλω και σε

επίτομη έκδοση δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του συγγραφέα, αλλά τα τρία από τα

τέσσερα κεφάλαιά του είχαν φιλοξενηθεί σε τεύχη του περιοδικού Πολιτική

Επιθέωρησις κατά τη διετία 1945-1946. Ο Αποστολάκης εκτιμά τόσο την τεχνική όσο

και την καλλιτεχνική πνοή και του μανιάτικου τραγουδιού του «γδικιωμού», ωστόσο

προκρίνει ως ύψιστη έκφραση αγωνιστικού πνεύματος και γνήσιας λαϊκής

δημιουργίας το ανόθευτο από λόγιες προσμείξεις κλέφτικο τραγούδι και θεμελιώνει

την άποψή του σε δεκάδες παραδείγματα, τα οποία σχολιάζει και ερμηνεύει.

Στα ενδιάμεσα στάδια της μελέτης του για τα δημοτικά τραγούδια, κατέκρινε

τις συλλογές δημοτικών τραγουδιών του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, του Νικολάου

Πολίτη και του Παναγιώτη Αραβαντινού. Οι Ζαμπέλιος και Αραβαντινός

επικρίθηκαν από τον Αποστολάκη (το 1934 και το 1941, αντιστοίχως), γιατί, όπως

έδειξε, εξέδωσαν τα δημοτικά τραγούδια των συλλογών τους με λόγιες προσμείξεις

και προσωπικές στιχουργικές τους επινοήσεις στο ποιητικό σώμα των ασμάτων. Ο

Νικόλαος Πολίτης, παρότι το σπουδαίο του έργο και η προσήλωσή του στην

επιστημονική έρευνα αναγνωρίστηκαν και από τον Γιάννη Αποστολάκη, δεν

απέσπασε την έγκριση του φιλολόγου-κριτικού (1934), επειδή αντιμετώπισε τα

δημοτικά τραγούδια με εκδοτική μέθοδο ομόλογη με εκείνην της έκδοσης των

αρχαίων κειμένων: ο Πολίτης συνέκρινε όλες τις σωζόμενες παραλλαγές κάθε

τραγουδιού και αποκαθιστούσε κάθε τμήμα της ιδανικής, κατά τη γνώμη του,

μορφής, υιοθετώντας την πληρέστερη και λειτουργικότερη κατά τμήμα γραφή από

κάθε παραλλαγή. Δεν υπολόγισε όμως – και εδώ έγκειται η σημαντικότερη συμβολή

της κριτικής του Αποστολάκη – τη συνύπαρξη ισοδύναμων μοτίβων στην τελική

μορφή κάθε τραγουδιού. Η ταυτόχρονη ύπαρξη αυτών των μοτίβων οδηγεί σε

275
περιττολογίες και επαναλήψεις, τις οποίες το γνήσιο δημοτικό τραγούδι δεν έπρεπε

να ενσωματώνει, οπότε για τον Αποστολάκη ενδεδειγμένη ήταν η στερέωση ως

γνησιότερης και καλύτερης μιας από τις παραλλαγές και όχι η συγκριτική τους

μελέτη, ώστε να φτιαχτεί με επιστημοσύνη, αλλά και αντίθετη προς τη λαϊκή ψυχή

λογιοσύνη, μία ιδανική μορφή του τραγουδιού. Με αυτήν τη λογική, απέληξε και

στην αρτιότερη εκδοχή του τραγουδιού της «Αγιά-Σοφιάς», υποδεικνύοντάς την ως

γνήσια και λειτουργικότερη (το 1939) και αποκαθαίροντάς την από λόγιες

προσμείξεις. Όσον αφορά την κριτική, ο Αποστολάκης δείχνει να αποδέχεται ως

άξιους προδρόμους του μόνον τον Ιάκωβο Πολυλά και τον Εμμανουήλ Ροΐδη (χωρίς

να καταφάσκει, όμως, προς το λογοτεχνικό τους έργο), γιατί «παλεύοντας για ένα

ανώτερο ιδανικό, που έφεγγε μέσα τους, […] Σταθήκανε οι μόνοι κριτικοί».624

8.3. Πεδία κριτικής εφαρμογής ΙΙ: Αρνήσεις

Ένας «οργανικός διανοούμενος της άρνησης» άξιος του χαρακτηρισμού δεν μπορεί

παρά να έχει επιδοθεί κυρίως σε κριτικές αρνήσεις, άλλωστε είδαμε την ακλόνητη

πίστη του Αποστολάκη στον δημιουργικό – κατά την κρίση του – ρόλο, τον οποίο θα

μπορούσε να επιτελέσει η αρνητική κριτική. Κεντρικός και σχεδόν μόνιμος στόχος

της αρνητικής κριτικής του Αποστολάκη είναι η ποίηση του Κωστή Παλαμά. Εκτός

από το Η Ποίηση στη ζωή μας, το οποίο, όπως διαπιστώσαμε βρίθει αντιπαλαμικών

αναφορών, ο Αποστολάκης, τόσο στο πρώιμο όσο και στο ώριμο στάδιο της

συγγραφικής του πορείας, δεν παραλείπει να κρίνει αρνητικά τον Παλαμά, ακόμη και

όταν το βασικό θέμα της κριτικής του δεν περιλαμβάνει την παλαμική ποίηση. 625

624
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης», Κριτική και Ποίηση,
τχ. 8-9, ό.π., σ. 230.
625
Βλ. π.χ., Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, ό.π., σ. 317 κ.εξ.
και Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικό τραγούδι, ό.π., σ. 62.

276
Κατέκρινε με αναφορά αρκετών παραδειγμάτων και πάντα με γνώμονα την

ποιητική θεωρία του την ελληνόγλωσση ποίηση του Ανδρέα Κάλβου και τα ποιητικά

συνθέματα, κυρίως, των Λορέντζου Μαβίλη, Ιωάννη Γρυπάρη και Λάμπρου

Πορφύρα. Αφιέρωσε από ένα βιβλίο στην ποίηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και

στην ποίηση του Κώστα Κρυστάλλη. Κατέκρινε σθεναρά τα έργα των δύο ποιητών,

απορρίπτοντας τον Βαλαωρίτη σαν ρηχό, ρητορικό, ψεύτικο και στομφώδη, και

θεωρώντας τον Κρυστάλλη έναν άτεχνο μιμητή και αντιγραφέα του δημοτικού

τραγουδιού, ο οποίος δεν μπόρεσε ούτε στο ελάχιστο να πλησιάσει σε καλλιτεχνικό

ύψος το μεγάλο του πρότυπο. Ενδεχομένως, η γενικότερη κριτική πρόσληψη του

Βαλαωρίτη ως συνεχιστή του Σολωμού και του Κρυστάλλη ως συνεχιστή της

ποιητικής του δημοτικού τραγουδιού οδήγησαν τον Αποστολάκη στο να τους

απορρίψει, αφιερώνοντας από μία μονογραφία στο έργο του καθενός, μια και ένιωθε

ότι οι δύο ποιητές διαστρέβλωσαν και αλλοίωσαν τις δύο – κατά τον Αποστολάκη -

μεγάλες κορυφές της ελληνικής ποίησης, τον Σολωμό και το γνήσιο δημοτικό

τραγούδι.

Οι αναφορές του Αποστολάκη στα πεζογραφικά είδη της λογοτεχνικής

γραμματείας (αφηγηματική πεζογραφία, θεατρική γραφή) είναι περιφερειακές και όχι

δεσπόζουσες, ωστόσο και σε αυτές οι σύγχρονοί του λογοτέχνες (π.χ. ο Δημήτριος

Ταγκόπουλος ή ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, όπως είδαμε) συνοπτικά απορρίπτονται.

Απορρίπτονται, επίσης, με βασικό κριτήριο το ότι δεν συνάδουν με το προσωπικό του

θεωρητικό μόρφωμα για την κριτική και για τη φιλολογική επιστήμη, οι περισσότερες

κριτικές και φιλολογικές προσεγγίσεις της λογοτεχνίας, σύγχρονες του ή και

παλαιότερες (ως κριτικοί διασώζονται μόνον ο Ιάκωβος Πολυλάς και ο Εμμανουήλ

Ροΐδης). Ο Αποστολάκης αναφέρθηκε ελάχιστα και απαξιωτικά στον Καβάφη, ενώ

277
αγνόησε εντελώς τους Σικελιανό, Βάρναλη, Καζαντζάκη (όσο ζούσε ο Αποστολάκης

ήταν ευρύτερα γνωστός ως ποιητής626 και όχι τόσο ως πεζογράφος627). Έκρινε

ανάξιους ακόμη και για πιθανό αρνητικό σχολιασμό τον Καρυωτάκη και τους

νεοσυμβολιστές του Μεσοπολέμου (η «λάμψη» του ψυχικού μεγαλείου ως

καλλιτεχνική αποκορύφωση σαφώς και δεν ταίριαζε στο κλίμα της ποίησής τους),

και, βέβαια, όλους τους σημαντικούς νεωτερικούς της γενιάς του ’30 (Σεφέρης,

Ρίτσος, Ελύτης, υπερρεαλιστές), αφού εμμέσως πλην σαφώς διαφαίνεται πως ο

Αποστολάκης εξελάμβανε την άξια λόγου ποίηση μόνο ως «τραγούδι», έμμετρα,

έρρυθμα και με διανοητική διαύγεια εκφρασμένο. Ο ελεύθερος στίχος, οι διασπάσεις

της λογικής αλληλουχίας και η ερμητικότητα του νεωτερικού ποιητικού λόγου,628

οπωσδήποτε, συγκροτούν μία γλώσσα ξένη προς τη δική του ποιητική θεωρία.

626
Βλ. Δημήτρης Κόκορης, Ο Καζαντζάκης ως ποιητής Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση,
κριτική πρόσληψη, ό.π.
627
Το πρωιμότερο από τα σημαντικά του μυθιστορήματα, τα οποία εκτίναξαν τη φήμη του ως
πεζογράφου, είναι το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που εκδόθηκε το 1946 (Αθήναι, Εκδοτικός
Οίκος Δημ. Δημητράκου).
628
Για τα γνωρίσματα της ποιητικής νεωτερικότητας, τα οποία και στο νεοελληνικό ποιητικό πεδίο
ανιχνεύονται από τη δεκαετία του 1920 και ενδυναμώνονται κατά τη δεκαετία του 1930, βλ. Ανδρέας
Καραντώνης, Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, Αθήνα, Δωδώνη, 1976 .
Αλέξανδρος Αργυρίου, Η
ελληνική ποίηση. Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου, Αθήνα, Σοκόλης, 1979 .
Peter Faulkner,
Μοντερνισμός [= αριθμός 22 στη σειρά «Η γλώσσα της κριτικής»], μετάφραση: Ιουλιέττα Ράλλη –
Καίτη Χατζηδήμου, Αθήνα, Ερμής, 1982 ∙ Astradur Eynsteinsson, The Concept of Modernism, Ithaca /
New York, Corneil University Press, 1990 . Νάσος Βαγενάς, «Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην
ποίηση», Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Αθήνα, Στιγμή, 1994, σ.
21-53 . Charles O. Hartman, Free Verse: An Essay on Prosody, Evanston / Illinois, Northwestern
. .
University Press, 1996 Phillip Hobsbaum, Metre, Rhythm and Verse Form, London, RKP, 1996
Linda Thompson, The Teaching of Poetry: European Perspectives, London, Cassell, 1996 . Dimitris
Tziovas (επιμέλεια), Greek Modernism and Beyond, Oxford and New York, Rowman & Littlefield
Publishers, 1997 ∙ Κώστας Στεργιόπουλος, Περιδιαβάζοντας, τόμος Ε΄ (= Γύρω στη νεοτερική ποίησή
μας), Αθήνα, Κέδρος, 2000 .
Δημήτρης Κόκορης, Ποιητικός ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική
έκφραση, ό.π. ∙ Peter Brooker κ.ά. (επιμέλεια), The Oxford Handbook of Modernisms, Oxford, Oxford
University Press, 2010.

278
8.4. Σκιαγράφηση της διδακτικής παρουσίας και της πρόσληψης

των απόψεων του Γιάννη Μ. Αποστολάκη

Ο θεωρητικός και κριτικός λόγος του Αποστολάκη - αποδεικτικός και

εμπλουτισμένος με ικανά φορτία στοχαστικότητας και λογοτεχνικής έντασης,

απομακρυσμένος από τον συνήθη ξηρό και στηριγμένο στη μεγάλη βιβλιογραφία

λόγο της επιστημονικής πραγματείας, αλλά συνδεόμενος και με ποικίλες εκδοχές της

δοκιμιακής έκφρασης (βλ. κεφ. 1.2) – αναπόδραστα εντάχθηκε στη διδακτική

πρακτική του, εξάλλου στην αφηγηματική ροή του λόγου του Αποστολάκη, όπως

διαφαίνεται από τα βιβλία του, υπάρχουν έντονες λυρικές εξάρσεις. Ας θυμηθούμε

μία σύγχρονη απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι ο σκοπός της διδασκαλίας της

λογοτεχνίας;»:

Να συμπεριλάβουμε τα λογοτεχνικά έργα στον μεγάλο διάλογο μεταξύ των ανθρώπων,

που έχει αρχίσει από κτίσεως κόσμου και στον οποίο συμμετέχει ο καθένας μας, όσο

μικρός και αν είναι.629

Εικάζουμε ότι με την πρώτη πρόταση της φράσης ο Αποστολάκης,

ενδεχομένως και υπό όρους, μπορεί και να συμφωνούσε, εφόσον ο διάλογος δεν είναι

απλώς συνομιλία - συζήτηση αλλά σύγκρουση αντίπαλων λόγων (άρα και η

προσφιλής του αρνητική κριτική αίρει τη θέση που δυνάμει στοιχειοθετεί το

απορριπτέο ποίημα ή η εσφαλμένη – κατά τον Αποστολάκη – ερμηνεία του). Με τις

δύο τελευταίες προτάσεις της φράσης αποκλείεται να συμφωνούσε, γιατί στο πλαίσιο

τού επί της ουσίας αριστοκρατικού ιδανικού του για την ποίηση, διαχώριζε την

629
Τσβετάν Τοντορόφ, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, μετάφραση: Χρύσα Βαγενά, Αθήνα, Πόλις, 2013, σ.
108.

279
απρόσωπη λαϊκή μάζα, τους ατάλαντους και μικρόπνοους ποιητές που ανέπλαθαν

«εξωτερικά» χαρακτηριστικά της ζωής, αλλά και τους «μορφωμένους φιλισταίους»,

τους σχολαστικούς και ανέμπνευστους μεταφορείς γνώσεων, από τους υψηλά

ιστάμενους στην πνευματική και καλλιτεχνική σφαίρα ποιητές και κριτικούς, οι

οποίοι ένιωθαν και εξέφραζαν την πορεία και την ψυχική διεργασία από το εσώτατο

κέντρο της σύλληψης προς την υψηλόφρονα και ανώτερη καλλιτεχνική έκφραση.

Ο Γιάννης Αποστολάκης ως προς την πανεπιστημιακή διδασκαλία της

νεοελληνικής λογοτεχνίας είχε σαφείς και συγκεκριμένες απόψεις, οι οποίες, βέβαια,

συνάγονται από πολλά σημεία των κειμένων του και από τα θέματα των μαθημάτων

του, αλλά τις είχε εκφράσει ρητά και ο ίδιος στο γνωστό μας αυτοβιογραφικό του

«Σημείωμα»:

Την ιστορική εξέταση της λογοτεχνίας μας πρέπει να τη συμπληρώση και μια αυστηρή

κριτική – αν θέλουμε ν’ αντικρύζουμε χωρίς ντροπή και φόβο κάθε στιγμή της ζωής

μας. Γιατί το παρόν δυο βαριά χρέη βάζει στο ζωντανό άνθρωπο – να δικαιώση το

περασμένο και να ετοιμάση το καλύτερο στο μέλλον. Όποιου ώμοι το βαστούνε αυτός

αξίζει και να ζη. Στην ετοιμασία για το μέλλον μεγάλη βοήθεια θα είναι και η εξέταση

και η μελέτη εκείνων των μεγάλων μορφών ξένων και δικών μας (αρχαίων Ελλήνων),

που κατόρθωσαν οι ίδιοι να ζωντανέψουν απάνω τους το υψηλότερο ανθρώπινο

ιδανικό ή να το αντικρύσουν ζωντανεμένο σ’ άλλους και γίνηκαν οι κήρυκες του

μεγαλείου τους ή και μονάχα να το ποθήσουν και έτσι να το ετοιμάσουν – τους

μεγάλους δηλαδή ποιητές και κριτικούς ξένους και αρχαίους. Κι’ αυτό είναι το πρώτο

πράμα . το δεύτερο που δεν πρέπει να λησμονήση στη διδασκαλία του ο καθηγητής της

νεοελληνικής λογοτεχνίας δε βγαίνει βέβαια έτσι εύκολα όπως το πρώτο, όμως με λίγη

σκέψη θα το βρη. είναι το χρέος που βάζει το μεγάλο χάρισμα της φύσης – η ζωή . είναι

280
η ευθύνη που βγαίνει από την υπεροχή που έχεις σα ζωντανός άνθρωπος απέναντι σ’

ένα νεκρό – εσύ πρέπει να τον κάμης να μιλήση, εσύ πρέπει να τον καταλάβης – να τον

αναστήσης. Ο καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας σα ζωντανός άνθρωπος και

έχοντας να κάμη με ζωντανούς ποιητικούς τύπους είναι σε θέση καλύτερα από κάθε

άλλον να βοηθήση το νιο να διαβάση το εφτασφράγιστο βιβλίο τού περασμένου.630

Αξιοποιώντας ως υπόβαθρο την ποιητική του θεωρία, τις συγκροτημένες

απόψεις του για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο, καθώς και την

επιστημονική και συγγραφική του παρουσία, δίδαξε επανειλημμένα Διονύσιο

Σολωμό και δημοτικό τραγούδι, ενώ ενέτασσε ενίοτε ως πτυχή ευρύτερων

μαθημάτων του και στοιχεία «Περί κριτικής». Εξαιτίας της έφεσής του και της

κριτικής του κατάφασης προς τα μεγαλειώδη ποιητικά έργα και τις μείζονες

συγγραφικές μορφές, παρότι καθηγητής «Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας», δίδαξε

και Γκαίτε και Σαίξπηρ, ενώ υπάρχει και έμμεση μαρτυρία ότι δίδαξε και αρχαία

τραγωδία,631 αλλά αυτό δεν διακριβώθηκε από τον κατάλογο των μαθημάτων, τα

οποία ο Γιάννης Αποστολάκης επιβεβαιωμένα δίδαξε στο Πανεπιστήμιο

Θεσσαλονίκης.632 Με την πεζογραφία τόσο συγγραφικά, όσο και διδακτικά,

ασχολήθηκε πολύ λιγότερο από ό,τι με τον ποιητικό λόγο. Ασφαλώς με πνεύμα

αντιρρητικό και με στερέωση της κριτικής του άρνησης, ενέταξε στη διδασκαλία του

ακόμη Κάλβο, Τυπάλδο, Μαρκορά, Βαλαωρίτη, Μαβίλη, ακόμη και Παλαμά, κατά

το τελευταίο ακαδημαϊκό έτος της καθηγεσίας του. Το έργο των τελευταίων, κατά

μίαν έννοια «το ανάστησε», διδάσκοντάς το, έστω και αντιρρητικά, αλλά δεν τους

630
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», Νέα Εστία, τχ. 491, ό.π., σ. 211.
631
Η Δέσποινα Καρπούζα-Καρασάββα αναφέρει (βλ. «Ο δάσκαλος που μας έμαθε γράμματα», εφ. Το
Βήμα, ό.π.) ότι «κάποτε ο Δελμούζος μάς είπε σε μια παρέα που συνομιλούσαμε: “Έπρεπε νά ’χατε την
τύχη να ακούσετε τον Αποστολάκη να σας διδάσκει αρχαία τραγωδία”».
632
Βλ. Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπουδές,
σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1940), ό.π., σ. 199-200.

281
«κατάλαβε» αυτούς τους ποιητές, απαξίωσε το ιδανικό της ενσυναίσθησης, το να

μπει στη θέση τους και στην καλλιτεχνική ψυχή τους, γιατί με κριτικό γνώμονα την

ποιητική του θεωρία, όργανο από νωρίς διαμορφωμένο αλλά και εμφανώς

προκρούστειο, το έργο τους δεν ενσάρκωνε ποιητικά μία καλλιτεχνική

αποκορύφωση, δεν καθρέφτιζε σταθερό εσώτερο κέντρο θεωρητικής σύλληψης και

αγωνιώδη ψυχική διεργασία προς το υψηλό, μένοντας προσκολλημένο στο απλοϊκό –

κατά τον Αποστολάκη – επίπεδο σύνδεσης με εξωτερικά και μόνο στοιχεία. Αξίζει,

ωστόσο, να σημειωθεί πως ο Γιάννης Αποστολάκης ως διδάσκων του Πανεπιστημίου

Θεσσαλονίκης τύγχανε αποδοχής λόγω του επιστημονικού και κριτικού του

εκτοπίσματος, παρ’ όλο που οι απόψεις, τις οποίες ο ίδιος προωθούσε διαμέσου της

διδασκαλίας του και οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν στα βιβλία του χαρακτηρίζονταν

από άρνηση και απολυτότητα.633

633
Ενδεικτικά παραθέτουμε εδώ το σχόλιο του Νάσου Δετζώρτζη από το περιοδικό Τα Νέα Γράμματα:
«[…] του κ. Γιάννη Αποστολάκη […], που είναι ωστόσο πανεπιστημιακός δ ι δ ά σ κ α λ ο ς, και
συνεπώς όφειλε να ασκεί και να τιμά και αυτό το τμήμα της φιλολογίας. Μα γιατί όχι; Ο κ.
Αποστολάκης είναι γνωστό πως έχει κατορθώσει κάτι πιο απίστευτο: Να κατέχει, στην πρωτεύουσα
της Βόρειας Ελλάδας, την έδρα της Νεοελληνικής Φιλολογίας, καίρια θέση, ακόμα και από εθνική
άποψη, για την πνευματική καλλιέργεια των Μ α κ ε δ ό ν ω ν σπουδαστών, και όμως ν’ αρνείται
κατά σύστημα όλο σχεδόν το αντικείμενο της επιστήμης που είν’ ακριβώς εντεταλμένος να διδάσκει!
Επειδή όμως, τώρα τελευταία, πολλοί αναδύθηκαν μνηστήρες και της έδρας εκείνης και της
αντίστοιχης, που πρέπει επιτέλους, αυτοτελής, κι’ εδώ να ιδρυθεί, οι δε μνηστήρες αυτοί προέρχονται
από τις τάξεις των εξωπανεπιστημιακών κριτικών και λογίων μας, που μπορεί να είναι λαμπροί
άνθρωποι και λαμπροί κριτικοί, δεν είναι όμως επιστήμονες φιλόλογοι, ώστε να μπορούν να γίνουν
πανεπιστημιακοί δ ι δ ά σ κ α λ ο ι της Νεοελληνικής Φιλολογίας, - σπεύδω να σημειώσω πως είναι
προτιμότερο, από κάθε άποψη, να διδάσκει ό,τι αρνείται ο κ. Αποστολάκης, παρά να μ η δ ι δ ά -
σ κ ο υ ν εκείνοι ό,τι παραδέχονται», βλ. Νάσος Δετζώρτζης, «Ο Ιωάννης Συκουτρής ως διδάσκαλος»,
Τα Νέα Γράμματα, τχ. 4-5, Απρίλιος – Μάιος 1938, σ. 362-363 (υποσημ. 3). Επίσης, ενδεικτική είναι η
αναφορά του Ρήγα Γκόλφη στον «επιστημονικό και θεωρητικό» οπλισμό του Αποστολάκη, βλ. Ρήγας
Γκόλφης, «Εισαγωγή στη νεοελληνική πεζογραφία», Τα Νέα Γράμματα, τχ. 10, Οκτώβριος 1935, σ.
535. Εδώ κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε τη χειρόγραφη αφιέρωση του ηπειρώτη ποιητή με
σοσιαλιστικό όραμα Άνθου Πωγωνίτη [= Βασίλη Καραφύλλη] προς τον Γιάννη Αποστολάκη στο
εσώφυλλο της ποιητικής του συλλογής Οι Σκελετοί των ονείρων: «Στο σοφό καθηγητή κο Γιάννη

282
Στα θέματα «Σολωμός», «Δημοτικό Τραγούδι», ακόμη και στο θέμα

«ελληνόγλωσσος Κάλβος», παρότι αντιρρητική η προσέγγισή του, ο Αποστολάκης

άνοιξε δρόμο και επηρέασε την μετά από αυτόν έρευνα και συνακόλουθα και την

πανεπιστημιακή διδασκαλία. Μετά τη δημοσίευση του κομβικού βιβλίου του Η

Ποίηση στη ζωή μας (1923), οι θέσεις του έγιναν αντικείμενο ευρύτερης προσοχής.

Ορισμένοι τις δέχτηκαν, περισσότεροι τις αρνήθηκαν. Μεγάλος και επί μακρά

χρονική περίοδο ιδεολογικός και κριτικός του αντίπαλος στάθηκε ο Κώστας

Βάρναλης, ωστόσο δραστικά πολέμησε τις απόψεις του και ο κύκλος στήριξης και

προβολής του έργου του Κωστή Παλαμά (Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος

Κατσίμπαλης634 κ.ά.). Δείγματα νηφάλιας και απροκατάληπτης κριτικής πρόσληψης

Αποστολάκη μ’ εκτίμηση βαθειά». Το συγκεκριμένο βιβλίο με την ιδιόχειρη αφιέρωση βρίσκεται στην
Κεντρική Βιβλιοθήκη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης [Συλλογή Φυλλαδίων -
Φ.8220]. Βλ. Α[νθος]. Πωγωνίτης, Οι Σκελετοί των ονείρων, Θεσσαλονίκη, Νίκος Σ. Ζλατάνος, 1939.
Για τον Πωγωνίτη, βλ. δειγματοληπτικά, Νίκος Α. Τέντας, Άνθος Πωγωνίτης. Ο ηπειρώτης εργάτης
ποιητής, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2004.
634
Δειγματοληπτικά αναφέρουμε την από 10 Ιουνίου 1929 επιστολή του Γιώργου Κατσίμπαλη προς
τον Γιάννη Κλ. Ζερβό (ποιητή από το νησί της Καλύμνου, ο οποίος είχε έλθει σε επαφή με τον Γιάννη
Αποστολάκη κατά την περίοδο 1909-1911 στη Γερμανία), στην οποία ο γράφων απορρίπτει τις θέσεις
του Αποστολάκη: «Τα γράμματά σου όλα πολύ πικρά και παραπονεμένα. Μα τι διάβολο! τόσο λίγο το
ξαίρεις το Ρωμαίϊκο! Έχεις απόλυτα δίκιο για τους Φωτοπολίτηδες, που είναι όλοι τους καθάρματα και
τσαρλατάνοι και τίποτ’ άλλο. Τους αφήκα δυο βιβλία σου σπίτι τους ιδιοχείρως και δύο άλλα στην
εφημερίδα, πάλι ιδιοχείρως κι όμως τίποτε! Αυτοί βλέπεις έχουνε βάλει προορισμό της ζωής τους να
κατασυκοφαντούν και να πομπεύουν ολόκληρη την νεοελληνική λογοτεχνία, για να περνάνε για
σπουδαίοι, και διαλέγουν τα πιο ασήμαντα κ’ ευκολοκατάκριτα δείγματα για να τα διασύρουν.
Μονάχα εσύ με την άγια αγνότητά σου και ίσως μερικοί άλλοι όμοιοι σου “Πάντοτ’ ευκολοπίστευτοι
και πάντα προδομένοι” εξακολουθούν να πιστεύουν στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα, και στην καλή
πρόθεση αυτών των καθαρμάτων. Κι ο Αποστολάκης το βρωμερώτερο αγγείο απ’ όλους. […] Μόνο ο
Σολωμός και αυτοί έχουν αξία, όλα τάλλα είναι κολοκύθια. ΚΟΛΟΚΥΘΟΠΟΙΗΣΗ λοιπόν ΣΤΗ ΖΩΗ
ΜΑΣ, κι έχει ο Θεός!...». Βλ. Γεώργιος Μιχ. Φρατζής, «Με αφορμή μια ανέκδοτη επιστολή του Γ. Κ.
Κατσίμπαλη προς το Γ. Ζερβό: Παλαμάς versus Σολωμός», στο: Elisabeth Close, Michael Tsianikas
and George Frazis (επιμέλεια), Greek Research in Australia: Proceedings of the Biennial International
Conference of Greek Studies, Flinders University April 2003, Adelaide, Flinders University
Department of Languages – Modern Greek, 2005, σ. 735-754 (για τα παρατιθέμενα αποσπάσματα, βλ.
σ. 740, 741), αναρτημένο στο: https://dspace.flinders.edu.au/xmlui/handle/2328/8164. Βλ. και Γιάννης

283
των ιδεών του Αποστολάκη ανιχνεύονται ήδη από τη δεκαετία του 1920, όμως μόνο

βαθμιαία και με την πάροδο του χρόνου διαμορφώθηκε ένα κλίμα που δεν

προωθούσε το διλημματικό και, οπωσδήποτε, πολωτικό σχήμα, που γενικευτικά και

υπεραπλουστευτικά υπέβαλλε ή την κάθετη άρνηση ή την απόλυτη αποδοχή των

θέσεών του. Σήμερα πια, οι απόψεις του αντιμετωπίζονται σφαιρικά και νηφάλια,

ώστε να αναδεικνύονται οι λειτουργικές και καίριες πτυχές τους (αφορούν, κυρίως,

τον ώριμο Σολωμό και τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού) αλλά και να

απορρίπτονται με επιχειρήματα οι απόλυτες και ακραία αρνητικές ενστάσεις του για

τον Παλαμά και τους άλλους ποιητές, με το έργο των οποίων ασχολήθηκε. Είναι

αρκούντως ειρωνικό, τελικά, το ότι αυτός ο «κριτικός της άρνησης» συνέβαλε πολύ

περισσότερο με τις θέσεις του στο να φωτιστούν πληρέστερα και να ερμηνευθούν

βαθύτερα τα ποιητικά έργα που επαίνεσε, ενώ εκείνα που αρνήθηκε, όταν

προσεγγίζονταν από άλλους, λίγο βοηθήθηκαν ως προς την αξιολόγηση και την

ερμηνεία από τις δικές του θέσεις, μια και η επίδραση του Αποστολάκη περιορίστηκε

μόνο στη δυναμική οικοδόμησης αντεπιχειρημάτων προς τις απόψεις του και δεν

συμμετέσχε υψηλόβαθμα στη δημιουργία ερμηνευτικών κλειδιών και κωδίκων.

Το χρονικό άνυσμα – από τις αρχές του εικοστού αιώνα έως σήμερα –

προσφέρει πλέον τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε σφαιρικότερα το γιατί πολλοί

δυσκολεύτηκαν και κρατούν ακόμη επιφυλακτική στάση ως προς την αποδοχή του

Αποστολάκη. Ένας λόγος είναι πως ο Αποστολάκης για τα δεδομένα της εποχής του

Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Εργογραφία – Βιβλιογραφία:τόμος


Γ΄: Συμπλήρωμα στους Α΄ και Β΄ τόμους, Αθήνα, Σοκόλη – Κουλεδάκης, 2012, σ. 69. Η εν λόγω
επιστολή, σύμφωνα με τον Γιάννη Κ. Μπαστιά αποτέλεσε αφορμή για τον διαχωρισμό των κριτικών
της εποχής σε σολωμικούς και παλαμικούς υπερασπιστές. Βλ. Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής
Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Εργογραφία – Βιβλιογραφία:τόμος Γ΄: Συμπλήρωμα στους Α΄
και Β΄ τόμους, ό.π., σ. 12.

284
(ο ελληνικός εικοστός αιώνας έχει προσφάτως χαρακτηριστεί «αντιφατικός»)635

διέφερε από τους ομοτέχνους κριτικούς και συναδέλφους του, καθώς είχε το θάρρος

της γνώμης, αλλά μιας γνώμης που κάθε άλλο παρά συνοδοιπορούσε με την κοινή

γνώμη. Ο Αποστολάκης, εξυψώνοντας τον Διονύσιο Σολωμό σε ποιητή – είδωλο, που

οποιαδήποτε σύγκριση μαζί του προκαλεί αυτόματα την καταβαράθρωση του

συγκρινόμενου,636 και το δημοτικό τραγούδι του ανώνυμου δημιουργού σε μοναδική,

άφταστη και γνήσια κορυφή της ελληνικής ποίησης, προσπάθησε να δημιουργήσει

έναν αξιολογικό κανόνα έργων και δημιουργών (κάτι ανάλογο – αλλά με πεδίο

αναφοράς τη λογοτεχνία όλου του «δυτικού» κόσμου - συνέβη και με τον Χάρολντ

Μπλουμ προς το τέλος του εικοστού αιώνα, το 1994),637 που κατά τη θεωρία του

Αποστολάκη έπρεπε να λειτουργήσουν ως πρότυπα για τους εν δυνάμει θεράποντες

της ποίησης, υποδηλώνοντας ότι η αληθινή ποίηση επιφέρει την υπέρβαση κάθε

ιδεολογίας, αφού τα βιώματα εκφράζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να πείθουν τον

αναγνώστη ότι είναι γνήσια. Εξάλλου, με τον Διονύσιο Σολωμό, ο οποίος αξιοποίησε

και τη μελέτη των δημοτικών τραγουδιών ως γλωσσική πηγή, η λογοτεχνία κατακτά

την «απόλυτη αυταξία, αποσυνδέεται τελείως από τη γνώση ή τη λογιοσύνη –

λειτουργεί αυτή καθεαυτή»,638 και αυτό ο Αποστολάκης το είχε από νωρίς

διαπιστώσει. Στα βιβλία και στις δημοσιεύσεις του έχουν ενσωματωθεί

αξιοσημείωτες απόψεις για την artem poeticam, οι οποίες δεν έχουν χάσει την
635
Βλ. Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Αθήνα, Πόλις, 2019, σ. 15.
636
Λόγια του Οδυσσέα Ελύτη: «Αν κάποιος από τους Νεοέλληνες εστάθηκε δάσκαλός μου, αυτός
βέβαια ήτανε ο Σολωμός: το λέω με δέος γιατί κάθε γειτνίαση μαζί του σε συντρίβει», βλ. Οδυσσέας
Ελύτης, Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, Αθήνα, Ύψιλον, 2000, σ. 29.
637
Βλ. Harold Bloom, Ο Δυτικός Κανόνας. Τα βιβλία και τα Σχολεία των Εποχών, μετάφραση:
Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εισαγωγή-επιμέλεια: Δημήτρης Αρμάος, Αθήνα, Gutenberg, 2007. Για
εκτενέστερη βιβλιογραφία περί λογοτεχνικού κανόνα, βλ. την υποσημείωση 1 στο μελέτημα του
Γιώργου Ανδρειωμένου, «Οι κανόνες και ο Παλαμάς», Νέα Εστία, τχ. 1878, Σεπτέμβριος 2018, σ. 564.
638
Βλ. Αλέξης Πολίτης, 1821-1831. Μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούρια λογοτεχνία.
Ποίηση, πεζογραφία, λογιοσύνη, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021, σ. 47.

285
πρωτοτυπία και το θεωρητικό και πρακτικό τους κύρος, ενώ, παράλληλα, η γλώσσα

που χρησιμοποιεί, για να εκφράσει το πλέγμα των πεποιθήσεων και των

συναισθημάτων του, απελευθερώνει κύματα ψυχολογικών, ιδεολογικών και

υπαρξιακών ήχων, αποτελώντας μια ρητορική έκρηξη, ενώ ο αναγνώστης639 έρχεται

ενίοτε αντιμέτωπος με μια αμηχανία, η οποία όμως γοητεύει, καθώς το περιεχόμενο

(το τι λέει) και η μορφή (το πώς, ο τρόπος που το λέει) φαίνεται ότι λειτουργούν ως

αντίρροπες δυνάμεις που συγκλίνουν όμως προς την ίδια διεύθυνση και με

συνισταμένη την επίδειξη δεξιοτεχνίας του Γιάννη Αποστολάκη. Εξάλλου, η χρήση

της (καθ)ομιλουμένης στα λογοτεχνικά κείμενα ήταν ανέκαθεν δείγμα εξέλιξης

ακόμα και στην υστερομεσαιωνική γραμματεία.640 Το σίγουρο είναι πάντως ότι ο

Γιάννης Αποστολάκης επιδίωξε να χαράξει έναν λειτουργικό, κατά την άποψή του,

δρόμο, ώστε να πορευτεί ο δυνάμει δημιουργός και ο αναγνώστης προς τον κόσμο

των καθαρών μορφών και των υψηλών ποιητικών τοπίων. Στην ερώτηση «μπορεί ο

Γιάννης Αποστολάκης να ιδωθεί υπό ένα ευρύ αναστοχαστικό πλαίσιο χωρίς

υπεραπλουστεύσεις, χωρίς γενικολογίες και δίχως εμμονές και προκαταλήψεις κάθε

είδους;» η απάντηση είναι «Γιατί όχι;». Και αυτό οφείλουμε τουλάχιστον να το

αναγνωρίσουμε.

639
Η γενικευτική χρήση του αρσενικού γένους στη λέξη «αναγνώστης» (ή όπου αλλού μέσα στην
παρούσα διατριβή συναντάται) δεν υποδηλώνει σε καμία περίπτωση γλωσσικό σεξισμό.
640
Βλ. Γιάννης Πολέμης (επιμέλεια), Καλλίμαχος και Χρυσορρόη [Παλαιότερα κείμενα της
νεοελληνικής λογοτεχνίας -14-], Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης –
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2021, σ. 11-12, όπου στην
«Εισαγωγή» αναφέρεται: «Γενικότερα, στους δύο τελευταίους βυζαντινούς αιώνες η κοινωνία
εκκοσμικεύεται περισσότερο, οι παλιές βεβαιότητες αναθεωρούνται, ο τρόπος σκέψης αρχίζει να
ξεφεύγει σταδιακά από τα μεσαιωνικά καλούπια. Έχουμε δηλαδή, ακόμη και τον 14 ο αι., τα πρώτα, όχι
πάντα τόσο δειλά, φανερώματα της Αναγέννησης, φαινομένου οπωσδήποτε πανευρωπαϊκού, στο οποίο
ο ελληνικός κόσμος δεν μπορούσε παρά να συμμετέχει. Έτσι ίσως εξηγείται η σαφώς μεγαλύτερη και
πιο θαρραλέα αξιοποίηση της ομιλουμένης γλώσσας, ιδίως στην ποίηση, κατά τα παλαιολόγεια
χρόνια».

286
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε, τελειώνοντας, ότι δεν

είχαμε σκοπό με την εργασία μας να ταχθούμε είτε απέναντι είτε στο πλευρό του

Γιάννη Μ. Αποστολάκη. Ο κατά πολλούς «αρνητής» στάθηκε για ορισμένους άλλους

μέντορας.641 Πρωτίστως, επιδιώξαμε να τον καταλάβουμε, να ψηλαφίσουμε τη δική

του οπτική γωνία, να εξηγήσουμε τις θέσεις του και να παρουσιάσουμε, με όση

διαύγεια μπορούσαμε, την ποιητική θεωρία του και την κριτική πρακτική του. Η

εφεκτικότητα, που μπορεί να υπήρχε αρχικά, έγινε θερμή υποδοχή (όχι, βέβαια, και

απόλυτη συμφωνία), καθώς το χαρίεν ύφος των βιβλίων του (ειδικότερα στο Η

Ποίηση στη ζωή μας), ο πλούτος των παραδειγμάτων και η ευρύτητα της σκέψης του

μάς οδήγησαν να κατανοήσουμε ότι η ανάδειξη του έργου του Αποστολάκη, που

μέχρι και σήμερα ίσως παραμένει ζητούμενο από κάποιους, είναι επιβεβλημένη. Η

εντρύφηση στο έργο του μάς έκανε ξεκάθαρο ότι μόνιμη επιδίωξη του ανθρώπου εν

γένει πρέπει να είναι η ατέρμονη μεγαθυμία, η προσπάθεια κατάκτησης του

ιδανικού,642 αλλά δίχως ίχνος ατομισμού,643 για να χρησιμοποιήσουμε λόγια δικά του,

ώστε να αντιμετωπίζεται η ενδεχόμενη ήττα ή αποτυχία με αξιοπρέπεια, αφού η ίδια

μας η ζωή, τελικά, είναι η κορυφή όλων των αξιών, η οποία παρομοιάζεται με

θάλασσα κι ο άνθρωπος με δεινό κολυμβητή.644 Ο Ιωάννης Συκουτρής ήταν από τους

πρώτους, που έκριναν με σοβαρότητα, ευθυκρισία και αμεροληψία απόψεις και

641
Ενδεικτικά παραθέτουμε τα λόγια του Δημήτρη Πικιώνη: «1912 – 1920: Είναι απ’ την περίοδο
τούτη των εκστρατειών, των επιστρατεύσεων και των καταστροφών που χρονολογούνται οι
πνευματικές μου φιλίες. Αλιμπέρτης, Μπουρνιάς, κι ύστερα ο Αποστολάκης κι οι Πολίτιδες. Είναι η
εποχή της εκδόσεως της Κριτικής και Ποίησης. Ας σταματήσουμε μ’ ευλάβεια στον Αποστολάκη. Τον
είπαν αρνητή, αλλά πούθε έβγαινε η σκληρή του άρνηση ειμή από τον βαθύτατο πόθο της ψυχής του
για ποίηση; Από την υψηλή ιδέα για την Τέχνη που είχε μέσα του συλλάβει; Το πνεύμα του μας είχε
όλους επηρεάσει. Του χρωστάμε τα μέγιστα κέρδη που άνθρωπος μπορεί να χαρίσει στο διπλανό του»,
βλ. Δημήτρης Πικιώνης, Κείμενα, ό.π., σ. 31-32.
642
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 42.
643
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 223.
644
Βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 29.

287
κριτικές θέσεις του Αποστολάκη. Δεν τις εξύμνησε εν συνόλω645 ούτε τις απέρριψε

καθ’ ολοκληρίαν, αλλά αντίθετα υπογράμμισε τις, κατά τη γνώμη του, αρετές τους,

ενώ κατέκρινε τις ελλείψεις και τις αδυναμίες τους. Ο Συκουτρής, στην πραγματικά

αξεπέραστη «Εισαγωγή» του στο πλατωνικό Συμπόσιο και μιλώντας για το

ακανθώδες θέμα της παιδοφιλίας στην κλασική Ελλάδα, τονίζει πως προτού

εγκρίνουμε ή καταδικάσουμε κάτι, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε. Έχοντας άλλο

συγκείμενο και άλλα συμφραζόμενα, γράφει κάτι που δύναται κατ’ αναλογίαν να

μεταφερθεί και στην προσέγγιση της ποιητικής θεωρίας και του κριτικού λόγου του

Γιάννη Μ. Αποστολάκη:

Ευτυχώς η επιστήμη εξέφυγε προ πολλού το δίλημμα: έγκρισις ή κατάκρισις; Έργον της

είναι η κ ρ ί σ ι ς, δηλαδή η κατανόησις, και το έργον αυτό εγκλείει πολύ μεγαλυτέραν

δικαιοσύνην και σεβασμόν […], παρ’ όσον η μονοκόμματος καταδίκη ή, το χειρότερον,

η […] παρασιώπησις.646

Το ίδιο ισχύει, βέβαια, και για τη «μονοκόμματον» αποδοχή ∙ ούτως ή άλλως, η

παρουσία του Αποστολάκη δεν περνάει απαρατήρητη. Είναι αυτονόητο ότι η

εκπόνηση μιας διατριβής για το έργο του Αποστολάκη δεν συντελεί στην

παρασιώπηση των θέσεών του. Στόχος μας, επαναλαμβάνουμε, δεν ήταν ούτε να

645
Αναφέρουμε ενδεικτικά τον χαρακτηρισμό «ποντίφικας της μεγαλοπραγμοσύνης» του Ιωάννη
Συκουτρή προς τον Γιάννη Αποστολάκη, βλ., Ιωάννης Συκουτρής, «Γύρω από το ζήτημα των κριτικών
εκδόσεων της λογοτεχνίας μας II» [Απαντητική επιστολή στον Λίνο Πολίτη μέσω του περιοδικού Τα
Νέα Γράμματα], Τα Νέα Γράμματα, τχ. 4, Απρίλιος 1936, σ. 356. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη επιστολή
ο Συκουτρής καταφέρεται ενάντια στους ισχυρισμούς του Λίνου Πολίτη, συγγενή του Αποστολάκη,
και είναι εμφανώς δικαιολογημένος – ίσως όμως και άδικος – ο με ρητορικό στόμφο διατυπωμένος
χαρακτηρισμός.
646
Πλάτωνος Συμπόσιον, Κείμενον, μετάφρασις και ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον
της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου &Σιας Α. Ε., 2017 (α΄ έκδ. 1934), σ. 40.

288
αποδεχτούμε καθ’ ολοκληρίαν τις απόψεις του αλλά ούτε και προκαθορισμένα να τις

απορρίψουμε εν συνόλω. Προσπαθήσαμε να καταλάβουμε και να παρουσιάσουμε την

ποιητική του θεωρία και τον κριτικό του λόγο, την αντανάκλασή τους στην

πανεπιστημιακή του παρουσία, καθώς και ορισμένα ίχνη της πρόσληψης των θέσεών

του. Κλείνουμε εδώ, ελπίζοντας ότι έως έναν βαθμό το καταφέραμε και ότι

αντιμετωπίσαμε τον Αποστολάκη όχι ως ιστορικό κατάλοιπο, αφορμή για μία ακόμη

μελέτη, αλλά ως έναυσμα για περισσότερη δραστηριοποίηση και εγρήγορση της

σκέψης, ως βάση προβληματισμού και ως ζωντανή πρόκληση, γνωρίζοντας πως ο

Αποστολάκης «δεν είναι λαϊκός άνθρωπος. Και δεν προσποιείται πως είναι. […]

Πρόκειται για μια στάση καθαρή και τίμια».647 Ως απόσταγμα της σκέψης του

παραθέτουμε τόσο εν είδει κατακλείδας όσο και honoris causa (αφού κάθε αντίγραφο

είναι περιττό, αν έχεις μπροστά σου το πρωτότυπο648) τα λόγια του ίδιου του Γιάννη

Μ. Αποστολάκη, όπως τα μεταφέρει ο Κωστής Μπαστιάς:

Η αξία της πνευματικής ζωής σ’ ένα τόπο κρίνεται σε τέτοιες κρίσιμες ώρες σαν αυτές

που περνάμε σήμερα. Στην πιο δεινή ατομική ή εθνική του περιπέτεια, ο Άγγλος μπορεί

σίγουρα να καταφύγη στον Ρόμπερτ Μπράουνινγκ,649 ή στον Τένυσσον650 και να βρη

ψυχικά και πνευματικά στοιχεία να τον στηρίξουν. Το ίδιο ο Γερμανός θα βρη στον

Γκαίτε. Εμείς, όμως, σε ποιον ποιητή μας, αν αφαιρέση κανείς τον Σολωμό, μπορούμε

ν’ ακουμπήσωμε και να στηριχτούμε για να μη σωριαστούμε χάμω, ή να μεταβληθούμε

647
Βλ. Παντελής Μπουκάλας, «Ιστορίες νοθείας του λαϊκού λόγου», εφ. Η Καθημερινή, ό.π.
648
Λόγια του Αποστολάκη, βλ. Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, ό.π., σ. 91.
649
Για τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα της βικτωριανής εποχής Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, βλ. Robert
Browning, Η τελευταία μου δούκισσα και άλλοι δραματικοί μονόλογοι, εισαγωγή – μετάφραση: Άρης
Μπερλής, Αθήνα, Άγρα, 2016.
650
Βλ. δειγματοληπτικά, John Batchelor, Tennyson: To Strive, To Seek, To Find, New York, Pegasus,
Norton Group, 22013.

289
σε κονιορτό, που θα μετατοπίζεται κάθε φορά κατά την κατεύθυνση του ανέμου; Το

μεγαλείο του Χριστού υπάρχει ακριβώς στη δύναμή του να κρατά όρθιους τους

βαθύτατα χτυπημένους. Ντροπιάζουν το Θεό όσοι παρασταίνουν τους πνευματικούς

ανθρώπους και τα έργα τους είναι η άρνησις της δυνατότητας του ανθρώπου να σταθή

αληθινά κατ’ εικόνα και ομοίωση του Δημιουργού του.651

651
Βλ. Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί Περίπατοι. Δεύτερος Κύκλος, ό.π., σ. 386.

290
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Μ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ

Βάρδος [= Γιάννης Αποστολάκης], «Το παράπονο του ρολογιού», Ο Νουμάς, τχ. 77,

4 Ιανουαρίου 1904, σ. 2.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Μια κριτική», Ο Νουμάς, τχ. 414, 28 Νοεμβρίου 1910, σ.

248-250.

Γ. Α., «Ζωή κ’ Επιστήμη», Ο Νουμάς, τχ. 457, 27 Νοεμβρίου 1911, σ. 642-644.

[Ενδεχομένως (δεν είναι απολύτως βέβαιο): Σπ. Λ. Αλιμπέρτης – Γιάννης Μ.

Αποστολάκης – Δ. Λ. Δημητριάδης], «“Το Αδερφάτο της Δημοτικής”. Προς τους

οπαδούς κ’ εργάτες», Ο Νουμάς, τχ. 420, 23 Ιανουαρίου 1911, σ. 49-50.

Σ. Αλιμπέρτης, Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο “Αρχισυντάχτης” (Κριτική και Ψυχολογική

ανάλυση)», Ο Νουμάς, τχ. 483, 23 Ιουνίου 1912, σ. 355.

Γιάννης Αποστολάκης, Σπύρος Αλιμπέρτης, «Αντί προλόγου», Γράμματα

(Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, 15 Ιουνίου 1914, σ. 500-505.

Γ. Μ. Αποστολάκης, «Ο βίος του Θωμά Καρλάιλ», Κριτική και Ποίηση, τχ.1,

Μάρτιος 1915, σ. 19-36 ( = Ι. Η δοκιμασία), τχ. 2, Απρίλιος 1915, σ. 38-48 ( = ΙΙ. Η

γνωριμιά με τον Γκαίτε), τχ. 3, Μάιος 1915, σ. 69-85 ( = ΙΙΙ. Στην Ερημιά), τχ. 4,

Ιούνιος 1915, σ. 120-130 ( = IV. Δόξα), τχ. 5-6, Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1915, σ.

291
131-154 ( = V. Φλυαρίες και VI. Η Γερμανία), τχ. 7, Μάιος 1916, σ. 195-205 (=

Επίλογος).

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ένας φιλολογικός πρόγονος. Γιάννης Καμπύσης»,

Κριτική και Ποίηση, τχ. 8-9, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1916, σ. 225-265.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η κριτική», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, Ιούλιος 1919,

σ. 298-359.

Γιάν. Μ. Αποστολάκης, «Μία προσθήκη», Κριτική και Ποίηση, τχ. 10-12, Ιούλιος

1919, σ. 385-386.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η Ποίηση στη ζωή μας, Αθήνα, [χ.ε.], 1923 (επανεκδόσεις:

Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», [1956] και Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας,

1991).

Φώτος Πολίτης – Γ. Αποστολάκης, «Ο δημοτικισμός και η εκπαιδευτική

μεταρρύθμισις: Ομιλούν λόγιοι, πολιτευόμενοι και επιστήμονες» [δημοσίευση

απόψεων: Ι. Τσιριμώκου, Παντ. Χορν, Φ. Πολίτη, Γ. Αποστολάκη, Κ. Ουράνη, Άλκη

Θρύλου], εφ. Δημοκρατία, 2 Φεβρουαρίου 1926.

Γιάννης Αποστολάκης, «Τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού», Ελληνικά

Γράμματα, τχ. 3, 15 Ιουλίου 1927, σ. 120-121. [Απόσπασμα από το Η Ποίηση στη ζωή

μας]

292
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄. Οι Συλλογές, Αθήναι,

Κοντομαρής, 1929.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Τα τραγούδια μας, Αθήναι, «Πυρσός» Α.Ε., 1934.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Αισθητική μελέτη, Αθήνα, [χ.ε.],

1936.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Ο Κρυστάλλης και το Δημοτικό Τραγούδι, Θεσσαλονίκη,

[χ.ε.], 1937.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», ανάτυπο εκ του πέμπτου

τόμου της Επετηρίδος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,

Θεσσαλονίκη 1940 [ο πέμπτος τόμος της Επετηρίδος είχε τυπωθεί το 1939].

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Η συλλογή του Αραβαντινού. Το κλέφτικο τραγούδι,

Αθήναι, Τύποις Αθαν. Ν. Παπασπύρου, 1941.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, Το κλέφτικο τραγούδι. Το πνεύμα κ’ η τέχνη του, Εν

Αθήναις, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σιας Α. Ε., 1950 (τρία

κεφάλαια του βιβλίου δημοσιεύτηκαν κατά τα έτη 1945 και 1946 σε τεύχη του

περιοδικού Πολιτική Επιθεώρησις, ενώ ολόκληρη η μελέτη αναδημοσιεύτηκε το 1983

στα τεύχη 76-82 του περιοδικού Εποπτεία).

293
Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Η Εισαγωγή», Πολιτική Επιθεώρησις, τχ. 18, 15
Δεκεμβρίου 1945, σ. 1081-1090.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Κριτική κειμένων», Πολιτική Επιθεώρησις, τχ. 5-6 (τόμος

Γ΄), 1-31 Μαρτίου 1946, σ. 320-336 και τχ. 7-8 (τόμος Γ΄), 1-30 Απριλίου 1946, σ.

425-437.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού», Πολιτική

Επιθεώρησις, τχ. 17-24 (τόμος Δ΄), Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1946, σ. 715-747.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ανέκδοτες σελίδες. Σημείωμα», Νέα Εστία, τχ. 491,


Χριστούγεννα 1947, σ. 210-211.

Γιάννης Μ. Αποστολάκης, «Ο Πολίτης», Νέα Εστία, τχ. 643, 15 Απριλίου 1954, σ.

518-521. [Κεφάλαιο αναδημοσιευμένο από το βιβλίο Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος

Α΄. Οι Συλλογές, Αθήναι, Κοντομαρής, 1929.]

294
B. ΕΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Έφη Αβδελά – Δημήτρης Αρβανιτάκης – Ελίζα Άννα Δελβερούδη – Ευγένιος Δ.


Ματθιόπουλος – Σωκράτης Πετμεζάς – Τάσος Σακελλαρόπουλος (επιμέλεια),
Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα. Προσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική,
τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, Ηράκλειο,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης & Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου
Κρήτης, 2017.

Δημήτρης Αγγελάτος, «ήχος λεπτός…[…] γλυκύτατος, ανεκδιήγητος…». Η «τύχη» του


σολωμικού έργου και η εξακολουθητική αμηχανία της κριτικής (1859-1929), Αθήνα,
Πατάκης, 2000.

Δημήτρης Αγγελής, Καρφιά στο σώμα. Τέσσερα κείμενα στην κόψη λογοτεχνίας και
θεολογίας, Αθήνα, Αρμός, 2021.

Τέλλος Άγρας, «Πολίτης και Αποστολάκης», Η Πνοή, τχ. 14, Δεκέμβριος 1929, σ.
22-23.

Τέλλος Άγρας, Κριτικά. Γενικά και ειδικά θέματα, τόμος Δ΄, επιμέλεια: Κώστας
Στεργιόπουλος, Αθήνα, Ερμής, 1995.

Δημήτρης Αθανασάκης, «Ο Bergson και το πρόβλημα του χρόνου», Νεύσις, τχ. 16,
Δεκέμβριος 2007, σ. 65-87.

Βασίλης Αλεξίου, «Η γλώσσα του “άλλου” και το “άλλο” της γλώσσας: ένας
διάλογος για το εθνικό και το αλλότριο βασισμένος στην έννοια της “διαλογικότητας”
της Σχολής του Μπαχτίν», Ουτοπία, τχ. 35, Μάιος – Ιούνιος 1999, σ. 121-130.

Στυλιανός Αλεξίου, Σολωμιστές και Σολωμός, Αθήνα, Στιγμή, 1997.

295
Στυλιανός Αλεξίου (επιμέλεια – εισαγωγές), Διονυσίου Σολωμού: Ποιήματα και Πεζά,
Αθήνα, Στιγμή, 2007.

Σπύρος Αλιμπέρτης, «Λ. Μαβίλης», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 13-14, 30


Απριλίου 1913, σ. 92-95.

Σπύρος Αλιμπέρτης, «Δ. Π. Ταγκόπουλου: - “Οι απόγονοι”, Ν. Ποριώτη: - Η


“Ροδόπη”, Psichari: - “Le crime du poète”», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 21-24, 15
Ιουνίου 1914, σ. 559-560.

Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Γιάννης Αποστολάκης και Θωμάς Καρλάυλ: Ο


“ηρωισμός” στη ζωή και στην ποίηση», στο: Αφιέρωμα στη μνήμη του φιλολόγου
Γιάννη Αποστολάκη, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον
Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 16.05.2019, αναρτημένο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=hOYiwc0tvkg&ab_channel=HellenicParliamentT
V, τελευταία ανάκτηση: 13.07.2019.

Σπύρος Αναστασιάδης, «Ρητορικοί λόγοι Γ. Μιστριώτου», Νουμάς, τχ. 36, 8 Μαΐου


1903, σ. 3.

Γιώργος Ανδρειωμένος, Βιβλιογραφία Ανδρέα Κάλβου (1818-1988), Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α.,


1993.

Γιώργος Ανδρειωμένος, Η πνευματική ζωή υπό επιτήρηση: Το παράδειγμα του


περιοδικού “Το Νέον Κράτος”, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2010.

Γιώργος Ανδρειωμένος, Ο Παλαμάς και η πολιτική στην πρώιμη και ύστερη φάση της
ζωή του, Ι. Σιδέρης, 2014.

Γιώργος Ανδρειωμένος, «Οι κανόνες και ο Παλαμάς», Νέα Εστία, τχ. 1878,
Σεπτέμβριος 2018, σ. 564-579.

Μανόλης Ανδρόνικος, «Γιάννης Αποστολάκης. Μνήμη δασκάλου», εφ. Το Βήμα, 26


Αυγούστου 1990.

296
[Ανυπόγραφο], «Τα ζητήματά μας», Σοσιαλιστικά Φύλλα, τχ. 1, Ιούλιος 1915, σ. 22.

[Ανυπόγραφο], «Ακαδημαϊκή συζήτησις. Περί μουσικής και γλώσσης. Εξ αφορμής


μιας συνεντεύξεως», εφ. Εστία, 24 Σεπτεμβρίου 1936.

[Ανυπόγραφο], «Βιογραφικό σημείωμα [ενν. του Γιάννη Μ. Αποστολάκη]», Νέα


Εστία, τχ. 491, Χριστούγεννα 1947, σ. 212.

[Ανυπόγραφο], «Έργα του Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 491, Χριστούγεννα 1947, σ.
212.

[Ανυπόγραφο / Εκ της διευθύνσεως], «Κατάντια», Ελληνική Δημιουργία, τχ. 1, 15


Φεβρουαρίου 1948, σ. 59.

[Ανυπόγραφο], «Μνήμη Γιάννη Αποστολάκη», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 11,


Νοέμβριος 1982, σ. 25.

[Ανυπόγραφο], [λήμμα] «Ευαγγελίδης Μαργαρίτης» στο: Πάπυρος – Larousse, τόμος


21, σ. 58.

Γεώρ. Αποστολάκης, «Το “Αφιέρωμα Αποστολάκη”», Νέα Εστία, τχ. 494, 1


Φεβρουαρίου 1948, σ. 189.

Γεώρ. Αποστολάκης, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ.
494, 1 Φεβρουαρίου 1948, σ. 189.

Ηρακλής Ν. Αποστολίδης, «Γιάννης Αποστολάκης», Νέα Εστία, τχ. 227, 1 Ιουνίου


1936, σ. 748-754.

Ρένος Ηρ. Αποστολίδης, Κατηγορώ, Αθήνα, [ιδιωτική έκδοση, χ.ε.], 1965, σ. 129-
143.

297
Βενετία Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας,
Αθήνα, Θεμέλιο, 1994.

Βενετία Αποστολίδου, «Η συγκρότηση της νεοελληνικής φιλολογίας και ο Λίνος


Πολίτης: Ποίηση, κριτική και επιστήμη» στο: Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος
για τον Παν. Μουλλά, επιμέλεια: Μαίρη Μικέ – Μίλτος Πεχλιβάνος – Λίζυ
Τσιριμώκου, Αθήνα, Σοκόλης, 2005, σ. 45-55.

Γιώργος Αράγης, Νεοελληνική κριτική. Αξιολογικές κρίσεις, Αθήνα, Σοκόλης, 2015


[αναρτημένο και στο διαδίκτυο:
https://giorgosaragis.wordpress.com/2017/02/23/%E1%BC%80%CE%BE%CE%B9
%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-
%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B5%C
E%B9%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%AE-
%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD/],
τελευταία ανάκτηση: 18.10.2020.

Γιώργος Αράγης, Ανθολογία της Νεοελληνικής Λογοτεχνικής Κριτικής, Αθήνα,


Σοκόλης, 2019.

Λένα Αραμπατζίδου, Αισθητισμός. Η νεοελληνική εκδοχή του κινήματος, Αθήνα,


Μέθεξις, 2012.

Λένα Αραμπατζίδου, Το διακείμενο του αισθητισμού στην ποίηση του Κ. Π. Καβάφη,


Θεσσαλονίκη, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, 2013.

Λένα Αραμπατζίδου, «Ανάμεσα σε δυο μεγάλους. Η γνωριμία του Γ. Βαφόπουλου με


τον Κ. Π. Καβάφη και τον Κ. Παλαμά», Αρχείων Ανάλεκτα. Περιοδική έκδοση
μελέτης και έρευνας αρχείων, τχ. 2, Δεκέμβριος 2017, σ. 13-62.

Λένα Αραμπατζίδου (επιμέλεια - παρουσίαση), Αφιέρωμα στον Γ. Θ. Βαφόπουλο.


Τόμος πρώτος, Άπαντα τα ποιήματα, Θεσσαλονίκη, Δήμος Θεσσαλονίκης –
Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, 2021.

298
Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης, Ανδρέας Κάλβος. Έργα, τόμος Α΄ (Ποιητικά), μέρος Β΄
(Αδημοσίευτα), Αθήνα, Μπουσείο Μπενάκη, 2021.

Αλέξανδρος Αργυρίου, Η ελληνική ποίηση. Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου,


Αθήνα, Σοκόλης, 1979.

Αλέξανδρος Αργυρίου, «Η λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα (συζητούν οι: Νόρα


Αναγνωστάκη, Αλέξανδρος Αργυρίου, Κώστας Γουλιάμος, Γιάννης Δάλλας, Αλ.
Ζήρας και Σπύρος Τσακνιάς)», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 25, Ιανουάριος 1984, σ. 5-
12.

Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα
χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940), τόμος Β΄, Αθήνα, Καστανιώτης, 2002.

Αστέριος Αργυρίου, Η Μεγάλη Ιδέα στο έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Ιωάννινα,
Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, 2008.

Νίκος Αυγελής, «Καντ και νεοκαντιανοί», εφ. Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008.

Μ.[άρκος] Α.[υγέρης], «Η μυστικοπάθεια του Σολωμού», Φιλική Εταιρεία, φυλλάδιο


5, Μάιος – Ιούνιος 1925, σ. 202-207.

Ευάγγελος Αυδίκος (επιμέλεια & εισαγωγή), Κώστας Κρυστάλλης. Η επιστροφή. 150


χρόνια από τη γέννησή του (1868-2018), Αθήνα, Ηπειρωτικές Εκδόσεις «Πέτρα»,
2018.
__

M. H. Abrams, [λήμμα] «Δοκίμιο», στο: Λεξικό λογοτεχνικών όρων. Θεωρία –


Ιστορία – Κριτική λογοτεχνίας, μετάφραση: Γιάννα Δεληβοριά, Αθήνα, Πατάκης,
2012, σ. 93-94.

Th. W. Adorno, Το δοκίμιο ως είδος, μετάφραση: Β. Ρουστοπάνη-Neumann, Αθήνα,


Έρασμος, 1998.

299
George Andreiomenos, «Greek National Poets and Academic Critics (1926-1960)»,
Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμος
34, 2002-2003, σ. 397-405.
__

Νάσος Βαγενάς, Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία,


Αθήνα, Στιγμή, 1994.

Νάσος Βαγενάς (επιμέλεια), Η ελευθέρωση των μορφών. Η ελληνική ποίηση από τον
έμμετρο στον ελεύθερο στίχο (1880-1940), Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης. 1996.

Νάσος Βαγενάς (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου. Επιλογή κριτικών
κειμένων, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 122010.

Νάσος Βαγενάς, «Ο Κάλβος σήμερα», εφ. Το Βήμα, 14 Μαρτίου 2021.

Αλέξανδρος Β. Βαμβέτσος, Εισαγωγή εις το Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον των


Ορθοδόξων, Αθήναι, Τύποις Α. Ραφτάνη, 1911.

Λάμπρος Βαρελάς, Ελληνικά Γράμματα (1927-1930). Επίμετρο: «Τα Νέα» (1930),


Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1995.

Λάμπρος Βαρελάς, Η νεοελληνική και μεταφρασμένη λογοτεχνία στην ελλαδική


Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη, 2007.

Βάσος Βαρίκας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και το έργον του», Αλλαγή, τχ. 4, Μάιος –
Ιούνιος 1951, σ. 169-171.

Κ[ώστας] Β[άρναλης], «Υποκειμενικό - Αντικειμενικό», εφ. Πρωτεύουσα, 18 Μαΐου


1922.

300
Κώστας Βάρναλης, «Λόγια και πράξις (Ο άντρας και η γυναίκα). Ένας διάλογος υπό
Κ. Β. Πρόσωπα: Γιάννης Κολοκυθάκης, μεταφυσικός, και Μαριγούλα, απλοϊκή
γυναίκα», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 14 Ιανουαρίου 1925.

Κώστας Βάρναλης, «Ο βερμπαλισμός ως τρόπος σκέψης», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 13


Μαρτίου 1925.

Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, Αθήνα, Έκδοση «Στοχαστή»,


1925.

Κώστας Βάρναλης, Αληθινή απολογία του Σωκράτη, Αθήνα, Τυπογραφείο «Εστία»,


1931.

Κώστας Βάρναλης, «Το βασίλειο των σκιών ήτοι ο από ρυτήρος βερμπαλισμός», εφ.
Η Πρωία, 4 και 5 Σεπτεμβρίου 1938.

Κώστας Βάρναλης, «Η “ευθύγραμμη κριτική” και η τεθλασμένη αντικριτική», εφ. Η


Πρωία, 12 Σεπτεμβρίου 1938.

Κώστας Βάρναλης, «Ουσιαστικό-επίθετο», εφ. Η Πρωία, 30 Αυγούστου 1941 (βλ.


και στο: Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά – Κριτικά, τόμος Β΄, Αθήνα, Κέδρος, 1958, σ.
252-254).

Κώστας Βάρναλης, «Επίθεσις… επιθέτου», εφ. Η Πρωία, 7 Σεπτεμβρίου 1941 (βλ.


και στο: Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά – Κριτικά, τόμος Β΄, Αθήνα, Κέδρος, 1958, σ.
254-257).

Κώστας Βάρναλης, «Γιάννης Μ. Αποστολάκης. Ένας αρνητής που τον αγνόησε η


ζωή και τον σκέπασε ο θάνατος», εφ. Ριζοσπάστης, 19 Μαΐου 1947 (βλ. και Κώστας
Βάρναλης, Αισθητικά – Κριτικά, τόμος Β΄, Αθήνα, Κέδρος, 1958, σ. 249-252).

Κώστας Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος


Βελουδής, Αθήνα, Κέδρος, 2000.

301
Κώστας Βάρναλης, Αισθητικά – Κριτικά, τόμοι Α΄ και Β΄, Αθήνα, Κέδρος, 1958.

Κώστας Βάρναλης, Σολωμικά, Αθήνα, Κέδρος, [χ.χ.].

Θεόδωρος Βάσσης, «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική. Ο μαρξισμός του Βάρναλη», Τα


Ποιητικά, τχ. 33, Μάρτιος 2019, σ. 1-3.

Γ. Θ. Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, τόμος Α΄, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της


«Εστίας», 1970 (και σε επανέκδοση : Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, χ.χ.), σ.293-297.

Γ. Θ. Βαφόπουλος, «Ο Παλαμάς ανάμεσα σε δύο υπερβολές» [= διάλεξη του 1954],


Ποίηση και ποιητές. Μελετήματα, Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1983, σ. 132-145.

Δημήτριος Σ. Βεζανής, Ο Παλαμάς φιλόσοφος, Αθήναι, Έκδοσις Α. Ράλλη, 1930.

Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός: Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι


γερμανικές πηγές, Αθήνα, Γνώση, 1989.

Γιώργος Βελουδής, «Ο επτανησιακός, ο αθηναϊκός και ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός»,


στο: Μονά-ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Αθήνα, Γνώση, 1992, σ. 97-123.

Γιώργος Βελουδής, «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και η εποχή του», στο: Κώστας
Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Βελουδής,
Αθήνα, Κέδρος, 2000, σ. 157-179.

Γιώργος Βελουδής, Γραμματολογία. Θεωρία λογοτεχνίας, Αθήνα, Πατάκης, 32002.

Βιβλίον Πρακτικών Συνεδριάσεων Καθηγητών [της Φιλοσοφικής Σχολής του


Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης], Συνεδρία 104, 22 Φεβρουαρίου 1930, τόμος Α΄, σ.
284.

Γ. Μ. Βιζυηνός, Στους δρόμους της λογιοσύνης. Κείμενα γνώσης, θεωρίας και


κριτικής, φιλολογική επιμέλεια: Παν. Μουλλάς, επιλεγόμενα – υπόμνημα: Βενετία
Αποστολίδου – Μαίρη Μικέ, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2013.

302
Στέλιος Βιρβιδάκης, «Ποίηση και / ως φιλοσοφία», Ποιητική, τχ. 15, Άνοιξη 2015, σ.
127-178.

Αναστάσης Βιστωνίτης, «“Μεγαλοφυής” αντίφαση», Το Βήμα, ένθετο: Βιβλία, 4


Μαρτίου 2018.

Αθηνά Βογιατζόγλου, «Ψυχάρης – Παλαμάς: μια δύσκολη σχέση», Το Δέντρο, τχ.


129-130, Δεκέμβριος 2003, σ. 56-60.

Αθηνά Βογιατζόγλου, Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα,
Αθήνα, Κίχλη, 2015.

Παντελής Βουτουρής, Αγαπημένε μου Ζαρατούστρα: Παλαμάς – Νίτσε, Αθήνα,


Καστανιώτης, 2006.
__

John Batchelor, Tennyson: To Strive, To Seek, To Find, New York, Pegasus, Norton
Group, 22013.

Roderick Beaton, Folk Poetry of Modern Greece, Cambridge, Cambridge University


Press, 1980.

Η. Bercson [αντί του σωστού: Bergson], Το γέλοιο, μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης,


Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1914.

Isaiah Berlin, Οι ρίζες του ρομαντισμού, επιμέλεια: Henry Hardy, μετάφραση: Γ.


Παπαδημητρίου, Αθήνα, Scripta, 2000.

Peter Brooker κ.ά. (επιμέλεια), The Oxford Handbook of Modernisms, Oxford,


Oxford University Press, 2010.

Robert Browning, Η τελευταία μου δούκισσα και άλλοι δραματικοί μονόλογοι,


εισαγωγή – μετάφραση: Άρης Μπερλής, Αθήνα, Άγρα, 2016.

303
A. J. Butrym (επιμέλεια), Essays on the Essay. Redefining the Genre, Athens [ενν. Η
πόλη των ΗΠΑ], University of Georgia Press, 1989.
__

Κώστας Γαβρόγλου, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Χάιδω Μπάρκουλα, Το


Πανεπιστήμιο Αθηνών [1837-1937] και η ιστορία του, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2014.

Θανάσης Γαλανάκης - Μάνος Κουμής (επιμέλεια - ανθολόγηση), "Χαίρε, ω χαίρε


Ελευθεριά!". Ο αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση. Ανθολογία, Αθήνα,
Τράπεζα Πειραιώς και Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, 2021.

Ευριπίδης Γαραντούδης, Πολύτροπος αρμονία. Μετρική και ποιητική του Κάλβου,


Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996.

Ευριπίδης Γαραντούδης, Ο Παλαμάς από τη σημερινή σκοπιά. Όψεις της ποίησής του
και της σύγχρονης πρόσληψής της, Αθήνα, Καστανιώτης, 2005.

Ευριπίδης Γαραντούδης (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά. Επιλογή


κριτικών κειμένων, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016.

Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η κριτική πρόσληψη του έργου του Παλαμά. Από το χθες
στο σήμερα», Νέα Εστία, τχ. 1878, Σεπτέμβριος 2018, σ. 514-531.

Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Γιάννης Αποστολάκης – Φώτος Πολίτης: τόκοι ενός


παλαιού κεφαλαίου», στον σύμμεικτο τόμο: Η κριτική στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα,
Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1981, σ. 145-
176.

Δήμητρα Γιωτοπούλου, Η μορφή της Κασσάνδρας στην Αρχαία Ελληνική και


Νεοελληνική Λογοτεχνία, διδακτορική διατριβή, Πάτρα, Πανεπιστήμιο Πατρών –
Τμήμα Φιλολογίας, 2012.

304
Ρήγας Γκόλφης, «Εισαγωγή στη νεοελληνική πεζογραφία», Τα Νέα Γράμματα, τχ. 10,
Οκτώβριος 1935, σ. 528-536.

Γιάννης Γκούρας, «Διαβάζοντας…» [για τον Φώτο Πολίτη], Σήμερα, τχ. 2,


Φεβρουάριος 1934, σ. 56-58.

Χαράλαμπος – Δημήτρης Γουνελάς, «Η “Τέχνη”: Φιλοσοφικές Απόψεις πάνω στη


Λογοτεχνία», στον τόμο: Η σοσιαλιστική συνείδηση στην ελληνική λογοτεχνία 1897-
1912, Αθήνα, Κέδρος, 1984, σ. 25-58.

Χ. – Δ. Γουνελάς, «Η αναγνώριση της παιδικής επιρροής: μια θεωρητική δέσμευση


του Γιάννη Αποστολάκη, όπως φαίνεται στο κριτικό του δοκίμιο Η ποίηση στη ζωή
μας», στον τόμο: Όψεις της λαϊκής και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας. 5 η
Επιστημονική Συνάντηση – Αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη, Θεσσαλονίκη,
ΑΠΘ, 1994, σ. 25-36 (ΕΕΦΣ, Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας, Παράρτημα 5).

Χ. – Δ. Γουνελάς, «Η Δίπτυχη Λειτουργία της Γλώσσας με Επίκεντρο τον “Κρατύλο”


του Πλάτωνα», στο: Η φιλοσοφία της γλώσσας και η νεοελληνική ποίηση, Αθήνα,
Δελφίνι, 1995, σ. 21-48.

Ιωάννης Γρυπάρης, Σκαραβαίοι και τερρακόττες, Αθήνα, Σιδέρης, 1919.

__

Ian Campbell, Thomas Carlyle, London, Hamilton, 1974.

Thomas Carlyle, Σημεία των καιρών, επιμέλεια: Δημήτρης Μπελέζος, μετάφραση:


Σπύρος Δενδρινός, Αθήνα, Ροές, 22009.

George Alan Cate (επιμέλεια), The Correspondence of Thomas Carlyle and John
Ruskin, Stanford, Stanford University Press, 1982.

Y. Chevrel, Le naturalism. Étude d’ un mouvementlittéraire international, Paris,


Presses Universitaires de France, 21993.

305
James A. Clarke, Gabriel Gottlieb (επιμέλεια), Practical Philosophy from Kant to
Hegel. Freedom, Right, and Revolution, Cambridge, Cambridge University Press,
2021.

__

Νάσος Δετζώρτζης, «Ο Ιωάννης Συκουτρής ως διδάσκαλος», Τα Νέα Γράμματα, τχ.


4-5, Απρίλιος – Μάιος 1938, σ. 343-367.

Κ. Θ. Δημαράς, Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την Τέχνη, Αθήνα, Ίκαρος,
1947.

Κ. Θ. Δημαράς, «“Ως η διψώσα έλαφος…”» [= Συνέντευξη στους Νίκο Αλιβιζάτο,


Στέφανο Πεσμαζόγλου και Γιώργο Δερτιλή], Σύγχρονα Θέματα, τχ. 35-37,
Δεκέμβριος 1988, σ. 8-35.

Κ. Θ. Δημαράς, Κωστής Παλαμάς. Η πορεία του προς την τέχνη, Αθήνα, Νεφέλη,
3
1989.

Κ. Θ. Δημαράς Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την
εποχή μας, Αθήνα, Γνώση, 92000 (α΄έκδ. 1948).

Κ. Θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Αθήνα, Ερμής, 32009.

Γεώργιος Σ. Δημητράκος, «Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, ο φιλόσοφος, ο δάσκαλος, ο


αγωνιστής», Νέα Παιδεία, τχ. 32, Φθινόπωρο 1984, σ. 120-132.

Δημήτρης Δούκαρης, «Η “Ασκητική” του Καζαντζάκη και ο κύριος Γ. Π. Σαββίδης»,


Κριτικά Φύλλα, τχ. 15, Μάιος – Ιούνιος 1974, σ. 195.

Δ. Δρακόπουλος & Χ. Γ. Ρώμας, Το δοκίμιο. Η ιστορία του, η αυτονομία του, η


διδακτική του προσέγγιση, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1990.
__

306
A. Day, Romanticism, London, Routledge, 1996.

G. Dettanoi, «Éloge de l’ essai», Esprit, τχ. 8-9, Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1986, σ.


183-191.

Wilhelm Dilthey, Η γένεση της Ερμηνευτικής, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: ∆.


Υφαντής, Αθήνα, Ροές, 2010.
__

Εγώ και Συ, «Φιλοσοφικές κουβέντες. “Η Εισαγωγή εις το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον”


του κ. Βαμβέτσου», Ο Νουμάς, τχ. 459, 11 Δεκεμβρίου 1911, σ. 681-683.

Εσύ κ’ Εσύ, «Φιλοσοφικές κουβέντες. Κριτική της κριτικής», Ο Νουμάς, τχ. 460, 18
Δεκεμβρίου 1911, σ. 696.

Εθνικά άσματα 1453-1821: Συλλογή και επιμελεία και προσθήκη ιστορικών


σημειώσεων. Υπό Χ. [= Χρήστου] Χρηστοβασίλη, Εν Αθήναις, Εταιρεία
«Ελληνισμός» - Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων «Ανέστη
Κωνσταντινίδου», 21902.

Έκθεσις των πεπραγμένων κατά το πανεπιστημιακόν έτος 1934-1935 επί πρυτανείας


Δημοσθένους Σ. Στεφανίδου, Θεσσαλονίκη, [χ.ε.], 1937.

Ελληνική Δημιουργία, τχ. 137, 15 Οκτωβρίου 1953 [Αφιέρωμα στον Γιάννη


Αποστολάκη], σ. 453-492.

Οδυσσέας Ελύτης, Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, Αθήνα, Ύψιλον, 2000.

Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού, Οι Εβραίοι στον ελληνικό χώρο. Ζητήματα


ιστορίας στη μακρά διάρκεια. Πρακτικά του Α΄ Συμποσίου Ιστορίας. Θεσσαλονίκη 23-
24/11 1991, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1995.
__

307
Umberto Eco, Ερμηνεία και Υπερερμηνεία, μετάφραση: Αναστασία
Παπακωνσταντίνου, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1993.

Umberto Eco, Τα όρια της ερμηνείας, μετάφραση: Μαριάννα Κονδύλη, Αθήνα,


Ελληνικά Γράμματα, 2018.

Paul Ekerry – Marylu Hill (επιμέλεια), Thomas Carlyle Resartus: Reappraising


Carlyle’s Contribution to the Philosophy of History, Political Theory, and Cultural
Criticism, Madison, Fairleigh Dickinson University Press, 2010.

Astradur Eynsteinsson, The Concept of Modernism, Ithaca / New York, Corneil


University Press, 1990.
__

Peter Faulkner, Μοντερνισμός [ = αριθμός 22 στη σειρά «Η γλώσσα της κριτικής»],


μετάφραση: Ιουλιέττα Ράλλη – Καίτη Χατζηδήμου, Αθήνα, Ερμής, 1982.

Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τόμος Α΄ (= Η έκδοση του 1824-


1825»), μετάφραση – επιμέλεια: Αλέξης Πολίτης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2013.

Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τόμος Β΄ (= «Ανέκδοτα κείμενα,


αναλυτικά κριτικά υπομνήματα, παράρτημα και επίμετρα»), μετάφραση – επιμέλεια:
Αλέξης Πολίτης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012.

Guy Cromwell Field, Ο Πλάτων και η εποχή του. Μια μελέτη γύρω από τη ζωή και τη
φιλοσοφία του 4ου αιώνα π.Χ., μετάφραση: Αντώνιος Η. Σακελλαρίου, Αθήνα,
Γρηγόρης, 2000 (α΄ εκδ. 1972)

Paul H. Fry, Wordsworth and the Poetry of What We Are, New Haven and London,
Yale University Press, 2008.

L. R. Furst, Ρομαντισμός, μετάφραση: Ι. Ράλλη & Κ. Χατζηδήμου, Αθήνα, Ερμής,


1974.

308
__

Νίκος Ζαχαριάδης, Ο αληθινός Παλαμάς, Αθήνα, Τα Νέα Βιβλία, 1945 (η μελέτη


γράφτηκε το 1937).

Γιώργος Ζεβελάκης, «Ο Κ. Θ. Δημαράς στο ραδιόφωνο. Το πιο τίμιο, η φωνή του.


Μια συνέντευξη στο Δεύτερο Πρόγραμμα του ΕΙΡ (1958)», The Books’ Journal, τχ.
123, Οκτώβριος 2021, σ. 60-62.

Αλέξης Ζήρας, «Οι απροσχεδίαστοι διάλογοι του Κωστή Μπαστιά», στο: Κωστής
Μπαστιάς, Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με 38 συγγραφείς του 20 ου αιώνα,
εισαγωγή – επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας, Αθήνα, Καστανιώτης, 1999, σ. 16-17.

Αλέξης Ζήρας, [λήμμα] «Ξύδης, Θεόδωρος», Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.


Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα – Όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1606-1607.

Γεράσιμος Ζώρας, «Πριν από 100 χρόνια. Ο Γιάννης Αποστολάκης πτυχιούχος του
Πανεπιστημίου Αθηνών», εφ. Το Καποδιστριακό, (αριθμός φύλλου: 74), 15
Οκτωβρίου 2005.

__

Ernest Gellner, Έθνη και εθνικισμός, μετάφραση: Δώρα Λαφαζάνη, Αθήνα,


Αλεξάνδρεια, 1992.

Gerrard Genette, «Structure and Functions of the Title in Literature», μετάφραση:


Bernard Crampé, Critical Inquiry, τχ. 4, Καλοκαίρι 1988, σ. 692-720.

Gerard Genette, Paratexts: Thresholds of Interpretation, μετάφραση: J. E. Lewin,


Cambridge, Cambridge University Press, 1997.

309
Goethe, Περί Τέχνης, μετάφραση – εισαγωγή: Βασίλης Τομανάς, Αθήνα, Printa,
3
2006.

__

Φίλιππος Ηλιού – Πόπη Πολέμη, Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900, Αθήνα,


Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» / ΕΛΙΑ, 2006.
__
Th. J. Harrison, Essayism. Conrad, Musil and Pirandello, Baltimore, John Hopkins
University Press, 1992.

Charles O. Hartman, Free Verse: An Essay on Prosody, Evanston / Illinois,


Northwestern University Press, 1996.

Phillip Hobsbaum, Metre, Rhythm and Verse Form, London, RKP, 1996.

E. J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος,
πραγματικότητα, μετάφραση: Χρύσα Νάντρις, Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1994.

G. Hoffmeister (επιμέλεια), European Romanticism. Literary Cross-Currents, Modes


and Models, Detroit, Wayne State University Press, 1990.

__

Παναγιώτης Θανασάς, «Καντ, νεοκαντιανισμός και Πλάτων», στο:


http://n1.intelibility.com/ime/lyceum/?p=lemma&id=70&lang=1, τελευταία
ανάκτηση: 04.01.2021.

Παναγιώτης Θανασάς, «Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη. Georg Wilhelm Friedrich Hegel»,


στο: https://thanassas.gr/81_cogito.pdf, τελευταία ανάκτηση: 04.01.2021.

Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Ο χειμώνας του 1941-42. Χρονικό της Κατοχής, Αθήνα,


Κέδρος, 1980.

310
Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, επιμέλεια: Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα, Εστία: Νέα
Ελληνική Βιβλιοθήκη, 2009 (α΄ έκδ. 1929).

Κωνστ. Θεοτόκης, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους. Μυθιστόρημα, Εν Αθήναις, Εκδοτικός


Οίκος «Ελευθερουδάκης», 1922.
__

Fredric Jameson (επιμέλεια), Aesthetics and Politics, London – New York, Verso,
1980.

Hans Robert Jauss, «Η ιστορία της λογοτεχνίας ως πρόκληση για τις


γραμματολογικές σπουδές», στο: Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία μελετήματα,
εισαγωγή – μετάφραση – επιμέλεια: Μίλτος Πεχλιβάνος, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της
«Εστίας», 1995, σ. 63-66.

Eileen John & Dominic McIver Lopes (επιμέλεια), Philosophy of Literature.


Contemporary and Classic Readings. An Anthology, Oxford, Blackwell Publishing,
2004.
__

Κωνσταντίνος Καβουλάκος (επιμέλεια – εισαγωγή – μετάφραση), Ιμμάνουελ Καντ:


Πρακτικός λόγος και νεωτερικότητα. Νέες προσεγγίσεις στην καντιανή φιλοσοφία,
Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2006.

Νίκος Καζαντζάκης, «H. Bergson», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τόμος Β΄,
Οκτώβριος 1912, σ. 310-334 (και σε ανάτυπο: Αθήνα, Τυπογραφείο Μάισνερ και
Καργαδούρη, 1912).

Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήναι, Εκδοτικός Οίκος
Δημ. Δημητράκου, 1946.

Γ. Χ. Καλογιάννης, Ο «Νουμάς» και η εποχή του (1903-1931). Γλωσσικοί και


ιδεολογικοί αγώνες, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1984.

311
Γεώργιος Καλοσγούρος, «Φιλολογική αναγέννησις. “Τα μάτια της ψυχής μου” του
Κωστή Παλαμά», Εικονογραφημένη Εστία, τχ. 5, 31 Ιανουαρίου 1893, σ. 74-77.

Γεώργιος Καλοσγούρος, «Διονύσιος Σολωμός», Παναθήναια, τχ. 40, 30 Μαΐου 1902,


σ. 102-113.

Γεώργιος Καλοσγούρος, Διονύσιος Σολωμός, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2007.

Βασίλης Κάλφας, «Η πλατωνική θεωρία των Ιδεών», Η Εγκυκλοπαίδεια του


Πλάτωνα, στο: http://n1.intelibility.com/ime/lyceum/?p=lemma&id=148&lang=1,
τελευταία ανάκτηση: 29.10.2020.

Αντρέας Καραντώνης, Εισαγωγή στο Παλαμικό έργο, Αθήνα, Τυπογραφείο «Εστία»,


1929.

Ανδρέας Καραντώνης, Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, Αθήνα, Δωδώνη, 1976.

Χ. Λ. Καράογλου (εποπτεία) και Ερευνητική Ομάδα, Περιοδικά λόγου και τέχνης


(1901-1940). Τόμος Πρώτος: Αθηναϊκά περιοδικά (1901-1925), Θεσσαλονίκη,
University Studio Press, 2007.

Χ. Λ. Καράογλου & Ιωάννα Ναούμ, [λήμμα] «Ο Νουμάς», στο: Εγκυκλοπαίδεια του


Ελληνικού Τύπου, 1784-1974, Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2008, σ.342-344.

Ε. Καραπαναγιώτης, «Η φιλοσοφία του Μπέρξων», Ο Νουμάς, τχ. 500, 9


Φεβρουαρίου 1913, σ. 29-30.

Χρυσή Καρατσινίδου, Η αναγέννηση του νοήματος. Ο Μιχαήλ Μπαχτίν και η


σύγχρονη πολιτισμική θεωρία, Αθήνα, Ίνδικτος, 2005.

Τόμας Καρλάιλ, Sartor Resartus (Ο Ράφτης Ξαναραμμένος), εισαγωγή – μετάφραση


– σχόλια: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη, Αθήνα, Αμολγός, 2018.

312
Μάρθα Καρπόζηλου, Τεύχη-αφιερώματα των ελληνικών περιοδικών (1879-1997),
Αθήνα, Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός, 1997.

Δέσποινα Καρπούζα-Καρασάββα, «Ο δάσκαλος που μας έμαθε γράμματα», εφ. Το


Βήμα, 23 Σεπτεμβρίου 1990.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, Νηπενθή. Ποιήματα, Αθήνα, [χ.ε.], 1921.

Κ. Γ. Κασίνης, «Παλαμικά μαργινάλια στο Σολωμό χωρίς μεταφυσική του Βάρναλη»,


Ο Πολίτης, τχ. 71, Ιανουάριος – Μάρτιος 1986, σ. 66-75.

Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, Αθήνα,


Πόλις, 2005.

Άννα Κατσιγιάννη, «Μορφικές μεταρρυθμίσεις στην ελληνική ποίηση του τέλους του
19ου και των αρχών του 20ου αιώνα (συνοπτικό διάγραμμα)», Παλίμψηστον, τχ. 5,
Δεκέμβριος 1987, σ. 159-184.

Ερατοσθένης Καψωμένος, «Η σχέση φύσης - πολιτισμού στο ποιητικό σύμπαν του


Κρυστάλλη», Διαβάζω, τχ. 326, 5 Ιανουαρίου 1994, σ. 42-45.

Ερατοσθένης Καψωμένος, Καλή ’ναι η μαύρη πέτρα σου». Ερμηνευτικά κλειδιά στο
Σολωμό, Αθήνα, Εστία, 2006.

Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία», στο: Φιλοσοφική


Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τα πρώτα 75 χρόνια, Θεσσαλονίκη, University
Studio Press, 2000, σ. 49-64.

Γιώργος Κεχαγιόγλου (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού. Επιλογή


κριτικών κειμένων, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 42021.

Γιώργος Κόκκινος, Η φασίζουσα ιδεολογία στην Ελλάδα. Η περίπτωση του περιοδικού


«Νέον Κράτος» (1937-1941), Αθήνα, Παπαζήσης, 1984.

313
Γιώργος Κόκκινος, Βασίλης Μπογιατζής, Αναζητώντας «ιερό καταφύγιο». Ο
Αλέξανδρος Δελμούζος και η σύγχρονή του ελληνική διανόηση, Αθήνα, Ταξιδευτής,
2017.

Δημήτρης Κόκορης, Ποιητικός ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση,


Θεσσαλονίκη, Νησίδες, 2006.

Δημήτρης Κόκορης, Μεταφρασμένη ποίηση. Διδακτικές και κριτικές προτάσεις,


Θεσσαλονίκη, Εργαστήριο Συγκριτικής Γραμματολογίας ΑΠΘ & Εκδόσεις
Σφακιανάκη, 2007.

Δημήτρης Κόκορης, «Διαβαθμίσεις της σκέψης του Μάρκου Αυγέρη», Φηγός.


Γράμματα-Τέχνες-Πολιτισμός, τχ. 32, Α΄ εξάμηνο 2014, σ. 136-159.

Δημήτρης Κόκορης, Φιλοσοφία και νεοελληνική λογοτεχνία. Πτυχές μιας σύνθετης


σχέσης, Αθήνα, Ι. Σιδέρης, 2015.

Δημήτρης Κόκορης, Ο Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική


έκφραση, κριτική πρόσληψη, Αθήνα, Πεδίο, 2020.

Δημήτρης Κόκορης, «Κρυστάλλης και λογοτεχνικός κανόνας», Νέα Εστία, τχ. 1886,
Μάρτιος 2021, σ. 103-112.

Γιώργος Κοτζιούλας, «Ο Αποστολάκης κριτικός», Νέοι Σταθμοί, τχ. 7, 20 Απριλίου


1947, σ. 54.

Φαίδων Ι. Κουκουλές, Περί των παρά Σοφοκλεί γνωμών, Εν Αθήναις, Εκ του


Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1911.

Σπύρος Κουτρούλης, «Η επικαιρότητα του κριτικού Γιάννη Αποστολάκη», εφ. Ρήξη,


7 Σεπτεμβρίου 2013.

314
Σπύρος Κουτρούλης, «Η επικαιρότητα του κριτικού Γιάννη Αποστολάκη», στο:
http://koutroulis-spyros.blogspot.com/2013/09/blog-post_15.html, τελευταία
ανάκτηση: 16.12.2019.

Σπύρος Κουτρούλης, «Γιάννης Αποστολάκης: Διονύσιος Σολωμός», εφ. Ρήξη, 5


Οκτωβρίου 2013.
Σπύρος Κουτρούλης, «Δημοτικό τραγούδι: Η συνείδηση της ελευθερίας», εφ. Ρήξη, 2
Νοεμβρίου 2013.

Γιάννης Κουχτσόγλου, «Ο άνθρωπος», Νέα Εστία, τχ. 491, Χριστούγεννα 1947, σ.


204-209.

Γιάννης Κουχτσόγλου, [Επιστολή – απάντηση σε δύο προηγούμενες επιστολές για


το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, 1 Φεβρουαρίου 1948, σ. 190-191.

Εμμανουήλ Κριαράς, Διονύσιος Σολωμός. Ο βίος – το έργο, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον


της «Εστίας», 21969.

Εμμανουήλ Κριαράς, «Αποστολάκης και φιλολογική έρευνα», εφ. Το Βήμα, 2


Σεπτεμβρίου 1990.

Εμμανουήλ Κριαράς, «Διδασκαλία, πάθος και κριτική», εφ. Το Βήμα, 25 Νοεμβρίου


1990.

Αντώνης Κωτίδης, Μοντερνισμός και «Παράδοση» στην ελληνική τέχνη του


μεσοπολέμου, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1993.

__

Fred Kaplan, Thomas Carlyle, Ithaca, Cornell University Press, 1983.

M. R. Kelly (επιμέλεια), Bergson and Phenomenology, U.K., Palgrave Macmillan,


2010.

315
Michael Kimmel, The Gendered Society, Oxford, Oxford University Press, 2000.
__

Γεωργία Λαδογιάννη, «Ο Σολωμός στην κριτική του μεσοπολέμου. Παλαμάς,


Αποστολάκης, Βάρναλης», Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 14, Μάρτιος – Ιούνιος 2000, σ.
39-53.

Γεωργία Λαδογιάννη, Κοινωνική κρίση και αισθητική αναζήτηση στον μεσοπόλεμο. Η


παρέμβαση του περιοδικού Ιδέα, Αθήνα, Οδυσσέας, 22008.

Δημήτρης Ν. Λαμπρέλλης, Η επίδραση του Νίτσε στην Ελλάδα. “Τέχνη” και


“Διόνυσος”, Βλαστός και Καζαντζάκης, Αθήνα, Παπαζήσης, 2009.

Σταματία Λαουμτζή, Κ. Π. Καβάφης και Δημοτικό Τραγούδι, Αθήνα, Ίκαρος, 2021.


Βασ. Λαούρδας, «Ο ποιητής και ο ερμηνευτής», Νέα Εστία, τχ. 491, Χριστούγεννα
1947, σ. 188-203.

Βασ. Λαούρδας, «Ο ποιητής και ο ερμηνευτής», Ελληνική Δημιουργία, τχ. 137, 15


Οκτωβρίου 1953, σ. 457-471.

Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Αθήνα, Πόλις, 2019.

Παναγής Λορεντζάτος, «Κριτική κριτικής», Byzantinisch – Neugriechisshe


Jahrbucher, τ. 8, 1930, σ. 473-479.

Νικόλαος Λούβαρις, [«Απόψεις για το νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης»],


εφ. Εφημερίς των Βαλκανίων, 22 Νοεμβρίου 1926.
__

Peter Lamarque & Stein Haugom Olsen, κεφ. «Literature and Moral Philosophy» της
μελέτης «Literature, Truth, and Philosophy», στο: Truth, Fiction, and Literature,
Oxford, Oxford University Press, 1994, σ. 368-394.

316
Arthur O. Lovejoy, The Great Chain of Being: A Study of the History of an Idea,
Cambridge - MA, Harvard University Press, 1936 (και σε πολλαπλές επανεκδόσεις).

Arthur O. Lovejoy, «The Meaning of Romanticism for the Historian of Ideas»,


Journal of the History of Ideas, τ. 2, τχ. 3, Ιούνιος 1941, σ. 257–278.

Arthur O. Lovejoy, Essays in the History of Ideas, Baltimore – Maryland, The Johns
Hopkins U. Press, 1948 (διαθέσιμο από 20.09.2019 στο:
https://muse.jhu.edu/book/67837, τελευταία ανάκτηση: 02.01.2020.

Michael Löwy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους


αντίποδες της Νεωτερικότητας, μετάφραση: Δέσποινα Καββαδία, πρόλογος –
επιμέλεια: Γιώργος Καραμπελιάς, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 21999.

Ted Lyon, «Jorge Luis Borges and the Interview as Literary Genre», Latin American
Literary Review, τχ. 44, Χειμώνας 1994, σ. 74-89.
__

Λορέντζος Μαβίλης, «Ιάκωβος Πολυλάς», Γράμματα (Αλεξανδρείας), τχ. 7-8,


Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1911, σ. 214.

Λορέντζος Μαβίλης, Τα ποιήματα, εισαγωγή – φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Γ.


Αλισανδράτος, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1990.

Μ[ακεδονικές]. Η[μέρες]., «Λόγια, λόγια, λόγια!», Μακεδονικές Ημέρες, τχ. 6-7,


Ιούνιος-Ιούλιος 1934, σ. 204.

Βασίλης Μακρυδήμας, «Η ars poetica του Τάκη Μπαρλά μέσα από δύο
αντικαβαφικές κριτικές του», μικρο-φιλολογικά, τχ. 49, Άνοιξη 2021, σ. 32-38.

Βασίλης Μακρυδήμας, Στον αστερισμό των αντιθέσεων. Ο κριτικός και δοκιμιογράφος


Τ.Κ. Παπατσώνης, Αθήνα, Gutenberg, 2021.

317
Τ. Μαλάνος, «Γ. Μ. Αποστολάκη: “Η Ποίηση στη ζωή μας”», Αργώ (Αλεξανδρείας),
τχ. 4-5, 1924, σ. 173-192.

Λουτσία Μαρκεζέλι – Λούκα, Συμβολή στην εργογραφία του Κώστα Βάρναλη.


Αισθητικά – Κριτικά 1911-1944, Αθήνα, Κέδρος, 1985.

Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, «Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) / Ο


ιστορικός-εθνικός ποιητής και οι θέσεις της κριτικής», στο: Η νεοελληνική σύνθεση.
Θέματα και κατευθύνσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Νεφέλη, 1999, σ.117-
144.

Νίκος Μαυρέλος, «Ψυχάρης – Παλαμάς – Επισκοπόπουλος: Το προσκήνιο και το


παρασκήνιο μιας διαμάχης», στο: Πρακτικά της ΙΑ΄ Επιστημονικής Συνάντησης του
Τομέα ΜΝΕΣ του Φιλολογικού Τμήματος του Α.Π.Θ.- “Ο Ψυχάρης και η εποχή του”
(Θεσσαλονίκη, 14-17/10/2004), Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών -
Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2005, σ. 379-391.

Γεώργιος Μαυρογορδάτος: «Μεταξύ δυο πολέμων: Πολιτική ιστορία 1922 - 1940»,


στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 - 2000, τόμος 7, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα,
2004, σ. 9-32.

Πλάτων Μαυρομούστακος, «Ο Ξενόπουλος των ηθοποιών», Περίπλους, τχ. 30-31,


Ιούλιος - Δεκέμβριος 1991, σ. 145-149.

Δημήτρης Κ. Μαυροσκούφης, Τα «προοδευτικά ζιζάνια» του Πανεπιστημίου


Θεσσαλονίκης από τον αντικομμουνισμό του Μεσοπολέμου στον μακαρθισμό του
Εμφυλίου, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2021.

Γ. Α. Μέγας, [Επιστολή για το] «Αφιέρωμα Αποστολάκη», Νέα Εστία, τχ. 494, 1
Φεβρουαρίου 1948, σ. 189- 190.

Σπύρος Μελάς, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και το κλέφτικο τραγούδι», Ελληνική


Δημιουργία, τχ. 137, 15 Οκτωβρίου 1953, σ. 453-456.

318
Μελέτης Μελετόπουλος, Ιδεολογία του δεξιού κράτους 1949-1967, Αθήνα,
Παπαζήσης, 1993.

Μελέτης Μελετόπουλος, Η Δικτατορία των συνταγματαρχών. Κοινωνία, Ιδεολογία,


Οικονομία. Αθήνα, Παπαζήσης, 1996.

Καρυοφύλλης (Κάρολος) Μητσάκης, [λήμμα] «Βαφόπουλος, Γιώργος Θ.», στο:


Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα – Όροι, Αθήνα,
Πατάκης, 2007, σ. 266-267.

Ρένα Μόλχο, «Η αντιεβραϊκή νομοθεσία του Βενιζέλου στον Μεσοπόλεμο και πώς η
δημοκρατία μπορεί να γίνει αρωγός του αντισημιτισμού», Σύγχρονα Θέματα, τχ. 82,
Ιούνιος 2003, σ. 53-59.

Παν. Μουλλάς, «Ιδεαλισμός και κριτική: μερικές οριοθετήσεις», στο: Όψεις της
λαϊκής και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας. 5η Επιστημονική Συνάντηση
αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1994, σ. 65-69 (ΕΕΦΣ,
Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας, Παράρτημα 5).

Παν. Μουλλάς, Η δέκατη μούσα. Μελέτες για την κριτική, Αθήνα, Σοκόλης, 2001.

Δημ. Σ. Μπαλάνος, «Λόγος επί τη δεξιώσει του Ακαδημαϊκού κ. Σωτήρη Σκίπη.


Συνεδρία 27ης Φεβρουαρίου 1946», Ανάτυπο από τα Πρακτικά της Ακαδημίας
Αθηνών, τόμος 21, 1946, σ. 58-64.

Τάκης Μπαρλάς, «Ο οργασμός της γερμανικής νεολαίας και ο ηθικός αντίκτυπος της
καταστροφής», εφ. Η Βραδυνή, 14 Φεβρουαρίου 1924 & 15 Φεβρουαρίου 1924.

Γιάννης Κ. Μπαστιάς, «Τα Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά», Γράμματα και
Τέχνες, τχ. 74, Ιούνιος – Σεπτέμβριος 1995, σ. 36-38.

Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου, Τόμος Α΄:
Χρονογραφία – Εργογραφία, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997.

319
Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου: Τόμος Β΄:
Βιβλιογραφία, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1997.

Γιάννης Κ. Μπαστιάς, Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Εργογραφία


– Βιβλιογραφία: τόμος Γ΄: Συμπλήρωμα στους Α΄ και Β΄ τόμους, Αθήνα, Σοκόλη –
Κουλεδάκης, 2012.

Κωστής Μπαστιάς, «Τα νέα βιβλία. Καραγκιόζης ο Μέγας. Σάτιρα του κ. Φώτου
Πολίτη», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 21 Δεκεμβρίου 1924.

Κωστής Μπαστιάς, «Πριν ομιλήση η ελληνική διανόησις. Απαραίτητος πρόλογος εις


την έρευναν των προβλημάτων της Ελληνικής ζωής. Τι επιδιώκει μία ελευθέρα
συζήτησις», εφ. Ελεύθερος Τύπος, 9 Οκτωβρίου 1926.

Κωστής Μπαστιάς, «Η Κριτική του Βιβλίου. Γιάννη Αποστολάκη: «Τα τραγούδια


μας», εφ. Εβδομαδιαίος Τύπος, 8 Ιουλίου 1934.

Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί περίπατοι. Συνομιλίες με 38 συγγραφείς τού 20 ου


αιώνα, εισαγωγή – επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτης, 1999.

Κωστής Μπαστιάς, Φιλολογικοί Περίπατοι. Δεύτερος Κύκλος, εισαγωγή – επιμέλεια:


Αλέξης Ζήρας, πρόλογος: Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αθήνα, Εκδόσεις
Καστανιώτης, 2002.

Απόστολος Μπενάτσης, «Το Θέλω και το Δύναμαι στην ποίηση του Κρυστάλλη»,
Διαβάζω, τχ. 326, 5 Ιανουαρίου 1994, σ. 60-65.

Ιφιγένεια Μποτουροπούλου, «Ο απόηχος της Évolution créatrice του Bergson στην


κίνηση των ιδεών στη Γαλλία και η υποδοχή του φιλοσόφου στην Ελλάδα»,
Σύγκριση, τχ. 20, Φεβρουάριος 2010, σ. 181-193.

Παντελής Μπουκάλας, «Ο Λασκαράτος σαν συλλογέας δημοτικών τραγουδιών», εφ.


Η Καθημερινή, ένθετο: Τέχνες & Γράμματα, 18 Οκτωβρίου 2015.

320
Παντελής Μπουκάλας, Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της
ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, Αθήνα, Άγρα, 22017.

Παντελής Μπουκάλας, Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική
ποίηση, Αθήνα, Άγρα, 2017.

Παντελής Μπουκάλας, «Ιστορίες νοθείας του λαϊκού λόγου», εφ. Η Καθημερινή,


ένθετο: Τέχνες & Γράμματα, 25-26 Μαΐου 2019.

Παντελής Μπουκάλας, Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα. Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν
υπερβολή, Αθήνα, Άγρα, 2019.

Παντελής Μπουκάλας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης, ένας διανοούμενος της άρνησης»,


εφ. Η Καθημερινή, ένθετο: Τέχνες & Γράμματα, 19 Μαΐου 2019.

Παντελής Μπουκάλας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης ως αναγνώστης του δημοτικού


τραγουδιού», στο: Αφιέρωμα στη μνήμη του φιλολόγου Γιάννη Αποστολάκη, Αθήνα,
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία,
16.05.2019, αναρτημένο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=hOYiwc0tvkg&ab_channel=HellenicParliamentT
V, τελευταία ανάκτηση: 01.07.2020.

Αλ. Μπουρνιάς, «Παραλλαγές», Κριτική και Ποίηση, τχ. 8-9, Σεπτέμβριος –


Οκτώβριος 1916, σ. 223-224.

Αθανάσιος Χ. Μπούτουρας, Φιλολογία – Εκπαίδευσις – Κοινωνική μόρφωσις. Το


καθήκον της Πολιτείας προς το Πανεπιστήμιον και ιδία την Φιλολογικήν Σχολήν, Εν
Αθήναις, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1910.

Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω. Ιστορίες του πολέμου, Αθήνα, [χ.ε.], 1930.

__

321
Peter Mackridge, Διονύσιος Σολωμός, μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ,
Αθήνα, Καστανιώτης, 1995.

D. Martens & M. Watthee – Delmotte, «The Literary Interview: a Study of the Genre
and its Mediological Mutations», Literature and Media Innovation, 2017, αναρτημένο
στο: http://lmi.arts.kuleuven.be/project-1-literary-interview-study-genre-and-its-
mediological-mutations, τελευταία ανάκτηση: 05.11.2020.

Anneleen Masschelein, Christophe – Martens Meurée & Stéphanie David – Vanasten,


«The Literary Interview: Toward a Poetics of a Hybrid Genre», Poetics Today, τχ. 1-
2, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2014, σ. 1-49.

Jonathon C. McCollum, "Thomas Carlyle, Fascism, and Frederick: From Victorian


Prophet to Fascist Ideologue", Theses and Dissertations (1439), Provo – U.S.A.,
Brigham Young University, 2007, αναρτημένο στο:
https://scholarsarchive.byu.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=2438&context=etd,
τελευταία ανάκτηση: 11.11.2020.

Elizabeth Millán Brusslan (επιμέλεια), The Palgrave Handbook of German Romantic


Philosophy, New York, Palgrave Macmillan, 2020.

Rena Molho, «Les Juifsen Grèce au XXe siècle», Matériaux pour l' histoire de notre
temps, τχ, 71, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2003, σ. 39-48.
__

Ιωάννα Ναούμ, Μειδίαμα αλγεινόν (1860-1930). Η ποιητική του κλαυσίγελου και ίχνη
της ρομαντικής γενεαλογίας της, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης – Τμήμα Φιλολογίας, 2007.

Ζαφείρης Νικήτας, Η συμβολή του Γιάννη Καμπύση στο νεοελληνικό θέατρο,


διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης –
Τμήμα Θεάτρου, 2020.

322
Φρίντριχ Νίτσε, Ιστορία και ζωή, μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα,
Γνώση, 1993.

Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας,
Θεσσαλονίκη, Πανοπτικόν, 2012.

Φρίντριχ Νίτσε, Παράκαιροι στοχασμοί, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη,


Πανοπτικόν, 2014.

Παναγιώτης Νούτσος, Νίκος Γιαννιός. Άνδρος 1885 – Αθήνα 1958, Αθήνα,


Τυπωθήτω – Δαρδανός, 1997.

Κυριάκος Ντελόπουλος, Νεοελληνικά Φιλολογικά Ψευδώνυμα. Νέα συμπληρωμένη


έκδοση, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2005.

Χριστίνα Ντουνιά, Στη σαγήνη του Ε. Α. Πόε, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2019.

Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και Σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη
δεκαετία του ’30, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2021.
__

Devin Naar, Jewish Salonica: Between the Ottoman Empire and Modern Greece,
Stanford, Stanford University Press, 2016.

K. M. Newton, «Εισαγωγή», στο: K. M. Newton (επιμέλεια), Η λογοτεχνική θεωρία


του εικοστού αιώνα. Ανθολόγιο κειμένων, μετάφραση: Αθανάσιος Κατσικερός –
Κώστας Σπαθαράκης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013, σ. xvii-
xxvii.
__

Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Κ. Κρυστάλλης», εφ. Εστία, 6 Μαΐου 1894.

323
Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ένας ποιητής», Παναθήναια, τχ. 76, 30 Νοεμβρίου 1903, σ.
97-102.

Γρηγορίου Ξενόπουλου Άπαντα, τόμος 11, Αθήνα, Μπίρης, 1971.

Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης και το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας [=


Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου], τόμος Α΄, Αθήνα, Ακαδημία
Αθηνών, 2012.

Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης και το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας [=


Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου], τόμος Β΄, Αθήνα, Ακαδημία
Αθηνών, 2012.

Μάριος Ορφανός, Η Εθνική Ένωσις Ελλάς και το Πογκρόμ του Καμπέλ μέσα από τον
Τύπο [=διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία], Αθήνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο – Τμήμα
Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, 2013.
__

Γιάννης Πάγκαλος, «Γκρύντερ Γκρας: Υψηλή λογοτεχνία και πολιτική στράτευση»,


The Athens Review Of Books, τχ. 71, Μάρτιος 2016, σ. 28-30.

Φιλήμων Παιονίδης, Στοιχεία κριτικής επιχειρηματολογίας, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις


Ζήτη, 2014.

Κωστής Παλαμάς, «Το έργο του Κρυστάλλη», εφ. Εφημερίς, 10, 11 και 12 Μαΐου
1894.

Κωστής Παλαμάς, «Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ο καθηγητής του», εφ.


Ταχυδρόμος (Θεσσαλονίκης), 1 Ιανουαρίου 1927.

Κωστής Παλαμάς, «Σημειώματα», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 20 Ιουνίου 1927.

324
Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος Β΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά & Εκδόσεις
Μπίρης, 1962.

Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος Η΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά & Εκδόσεις
Μπίρης, 1966.

Κωστής Παλαμάς, Άπαντα, τόμος ΙΣΤ΄, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά & Εκδόσεις
Μπίρης, 1969.

Αλέξ. Πάλλης, Η Ιλιάδα μεταφρασμένη από τον Αλέξ. Πάλλη, Παρίσι, Τυπογραφείο
Chaponet, 1904.

Αννίτα Π. Παναρέτου, «Το περιοδικό “Το Νέον Κράτος”», Τεύχη του Ε.Λ.Ι.Α., τχ. 3,
Ιανουάριος 1993, σ. 129-168.

Στυλιανή Παντελιά, «Η επίδραση του Γιάννη Αποστολάκη. (Ο Γιάννης Αποστολάκης


και οι διανοούμενοι της γενιάς του ’30)», Νέα Πορεία, τχ. 431-433, Ιανουάριος –
Μάρτιος 1991, σ. 25-29.

Χρήστος Παπάζογλου, Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Αθήνα,


Κέδρος, 1988.

Γιάννης Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά πεπρωμένα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ως


«εθνικός ποιητής», Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2009.

Γιάννης Παπακώστας, Από τη λογοτεχνία στον κοινωνικό προβληματισμό. Ποιήματα –


Μεταφράσεις – Μελέτες και Άρθρα του Γιάννη Μηλιάδη (1895-1975), Αθήνα, Ίδρυμα
Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2012.

Ε. Π. Παπανούτσος, «Ο πικρός», εφ. Το Βήμα, 28 Σεπτεμβρίου 1950.

Ευάγγελος Παπανούτσος, Αλέξανδρος Δελμούζος. Η ζωή του – επιλογή από το έργο


του, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1978.

325
Ελευθερία Παπαστεφανάκη, Αριστερή Παιδαγωγική Σκέψη στην Ελλάδα (1910-1951).
Από το αστικό σχολείο εργασίας στον πολυτεχνισμό, Αθήνα, Εθνικό Κέντρο
Κοινωνικών Ερευνών, 2020, ψηφιακό βιβλίο αναρτημένο στο:
https://ebooks.epublishing.ekt.gr/index.php/ekke/catalog/book/53, τελευταία
ανάκτηση: 10.02.2021.

Τ. Παπατσώνης, «Κριτικές a priori», Ελεύθερος Λόγος, 29 Ιανουαρίου 1928.

Τ. Κ. Παπατσώνης, «Η ζωή μου και η τέχνη μου» [= απόσπασμα συνέντευξης στο


Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας], Ευθύνη, τχ. 331, Ιούλιος 1999, σ. 293-296.

Γιάννης Παρίσης, [λήμμα] «Δοκίμιο», στο: Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.


Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα – Όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 533-535.

Βίκυ Πάτσιου, Η Διάπλασις των παίδων 1879-1922, Αθήνα, Καστανιώτης, 1995.

Θεόδωρος Πενολίδης, Μέθοδος και συνείδηση, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2004.

Θεόδωρος Πενολίδης (πρόλογος – εισαγωγή – μετάφραση - σχόλια), C.W.F. Hegel:


Κατευθυντήριες γραμμές της Φιλοσοφίας του Δικαίου ή Φυσικό Δίκαιο και Επιστήμη
περί του Κράτους. Σε επιτομή, Αθήνα, Κρατερός, 2020.

Δημ. Α. Πετρόπουλος, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και το δημοτικό τραγούδι»,


Ελληνική Δημιουργία, τχ. 137, 15 Οκτωβρίου 1953, σ. 487-492.

Μιχάλης Πιερής (επιμέλεια), Η ποίηση του κράματος. Μοντερνισμός και


διαπολιτισμικότητα στο έργο του Καβάφη, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, 2000.

Μιχάλης Πιερής (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών
κειμένων, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003.

326
Δημήτρης Πικιώνης, Κείμενα, πρόλογος: Ζήσιμος Λορεντζάτος, επιμέλεια: Αγνή
Πικιώνη, Μιχάλης Παρούσης, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 52014.

Πίνδαρος, «Κλεάνδρω Αιγινήτη, παγκρατίω», Ισθμιόνικοι, μετάφραση: Ιωάννης


Γρυπάρης, αναρτημένο στο:
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%99%CF%83%CE%B8%CE%BC%CE%B9%CE
%BF%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CF%89%CE%BD, τελευταία ανάκτηση:
30.06.2019.

Πλάτων, Συμπόσιον, Κείμενον - μετάφρασις - ερμηνεία υπό Ι. Συκουτρή, Αθήνα,


Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου & Σιας Α. Ε., 2017 (α΄ έκδ. 1934).

Γιάννης Πολέμης (επιμέλεια), Καλλίμαχος και Χρυσορρόη [Παλαιότερα κείμενα της


νεοελληνικής λογοτεχνίας -14-], Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης – Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη), 2021.

Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις


Κρήτης, 2010.

Αλέξης Πολίτης, «“…Είδε σωστά μα έκρινε άδικα…”. Γιάννης Μ. Αποστολάκης»,


στο: Αφιέρωμα στη μνήμη του φιλολόγου Γιάννη Αποστολάκη, Αθήνα, Ίδρυμα της
Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, 16.05.2019,
αναρτημένο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=hOYiwc0tvkg&ab_channel=HellenicParliamentT
V, τελευταία ανάκτηση: 01.07.2020.

Αλέξης Πολίτης, 1821-1831. Μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούρια


λογοτεχνία. Ποίηση, πεζογραφία, λογιοσύνη, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, 2021.

Λίνος Πολίτης, Ποιητική ανθολογία. Βιβλίο τέταρτο, Αθήνα, Δωδώνη, 21977.

327
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1978.

Λίνος Πολίτης, Γύρω στο Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982), Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ.,
1995.

Ν. Γ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις,


Τυπογραφείον «Εστία» Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη, 1914.

Φ[ώτος]. Π[ολίτης]., «Υποκειμενική Ποίησις», εφ. Πολιτεία, 16 Μαΐου 1922.

Φώτος Πολίτης, «Η Ποίηση στη ζωή μας», εφ. Πολιτεία, 1 Αυγούστου 1923.

Φώτος Πολίτης, «Πόθος ποιήσεως», εφ. Πολιτεία, 13 Αυγούστου 1923.

Φώτος Πολίτης, «Τα δημοτικά τραγούδια», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 12 Σεπτεμβρίου


1929.

Φώτος Πολίτης, Επιλογή κριτικών άρθρων, τόμος Γ΄ Λογοτεχνικά, φιλολογική


επιμέλεια: Νίκος Πολίτης, Αθήνα, Ίκαρος, 1983.

Ελένη Πολίτου – Μαρμαρινού, Η Συγκριτική Φιλολογία. Χώρος, σκοπός και μέθοδοι


έρευνας, Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1981.

Ιάκωβος Πολυλάς, Αμλέτος. Τραγωδία Σαικσπείρου, έμμετρος μετάφρασις Ιακώβου


Πολυλά, με προλεγόμενα και κριτικάς σημειώσεις, Αθήναι, Εκ του Τυπογραφείου
αδελφών Περρή, 1889.

Δημήτρης Πολυχρονάκης, Ο κριτικός ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά, Ηράκλειο,


Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2002.

Θεοδόσης Πυλαρινός, Λορέντσου Μαβίλη - Τα κριτικά κείμενα, Αθήνα, Σύλλογος


προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2007.

328
Α. Πωγωνίτης [= Βασίλης Καραφύλλης], Οι Σκελετοί των ονείρων, Θεσσαλονίκη,
Νίκος Σ. Ζλατάνος, 1939.

__

Massimo Peri, Η Φεγγαροντυμένη του Σολωμού. Ένας άγνωστος χ που πρέπει να


παραμείνει άγνωστος, μετάφραση: Κωστής Παύλου, Αθήνα, Gutenberg, 2016.

Jean Perus, A la recherche d’ une esthétique socialiste (1917-1934), Paris, Editions du


Centre National de la Recherche Scientifique, 1986.
__

Κοσμάς Ρασπίτσος, (Βιβλιοκρισία του:) «Wilhelm Dilthey: Η γένεση της


Ερμηνευτικής, εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια: ∆. Υφαντής (Αθήνα: Ροές 2010)»,
Κριτικά, 2012-01, αναρτημένο από 28.02.2012 στο:
http://www.philosophica.gr/critica/2012-01.html, τελευταία ανάκτηση: 02.03.2019.

Μαρία Σ. Ρώτα: Το περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας (1911-1919),


διδακτορική διατριβή, Αθήνα, ΕΚΠΑ – Τμήμα Φιλολογίας, 1994.
__

L. D. Reynolds και N. G. Wilson: Αντιγραφείς και φιλόλογοι. Το ιστορικό της


παράδοσης των κλασικών κειμένων, μετάφραση: Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης,
Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2001.

Jenefer Robinson, «Style and Personality in the Literary Work», Philosophical


Review, τχ. 94, Απρίλιος 1985, σ. 227-247.

Bertrand Russell, «The Philosophy of Bergson», The Monist, τχ. 3, 1 Ιουλίου 1912, σ.
231-347.
__

Γ. Π. Σαββίδης, «Ο πειρασμός του Ευαγγελιστή», εφ. Το Βήμα, 10 Νοεμβρίου 1973.

329
Αλεξάνδρα Σαμουήλ, Ο Παλαμάς και η κρίση του στίχου, Αθήνα, Νεφέλη, 2007.

Νίκος Σαραντάκος, «Δρόμοι που (δεν) αλλάζουν όνομα», αναρτημένο στην


ιστοσελίδα: https://left.gr/news/dromoi-poy-den-allazoyn-onoma, τελευταία
ανάκτηση: 25.06.2020.

Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος,


13
1981.

Γ. Μ. Σηφάκης, Για μία ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, Ηράκλειο,


Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988.

Αντώνιος Σιγάλας, «Ένας ρομαντικός επιστήμων», στο: Εκλαϊκευμένα μελετήματα,


τόμος Α΄, Αθήνα, Κωνσταντινίδης – Μιχαλάς Ο.Ε., 1970, σ. 137-150.

Άγγελος Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος, Αθήνα, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1909.

Άγγελος Σικελιανός, Πρόλογος στη Ζωή, τόμος Α΄(= Η Συνείδηση της Γης μου),
Αθήνα, Τυπογρ. «Εστία», 1915.

Άγγελος Σικελιανός, Πρόλογος στη Ζωή, τόμος Β΄(= Η Συνείδηση της Φυλής μου),
Αθήνα, Τυπογρ. «Εστία», 1915.

Άγγελος Σικελιανός, Πρόλογος στη Ζωή, τόμος Γ΄(= Η Συνείδηση της Γυναίκας),
Αθήνα, Τυπογρ. «Εστία», 1916.

Άγγελος Σικελιανός, Πρόλογος στη Ζωή, τόμος Δ΄(= Η Συνείδηση της Πίστης),
Αθήνα, Τυπογρ. «Εστία», 1917.

Σωτήρης Σκίπης, «Ποίηση και Μεταφυσική», στο: Κάτω από το δέντρο της ζωής.
Δοκίμια και πορτραίτα, Αθήνα, [χ.ε.], 1938, σ. 69-86.

Γ. Σκληρός, Το κοινωνικόν μας ζήτημα, Αθήναι, [χ.ε.], 1907.

330
Γ. Σκληρός, Το κοινωνικό μας ζήτημα, Αθήναι, Εκδόσεις Σοσιαλιστικού Κέντρου,
2
1922.

Διονυσίου Σολωμού Τα ευρισκόμενα, [Προλεγόμενα: Ιάκωβος Πολυλάς], Εν


Κερκύρα, Τυπογραφείον «Ερμής» Αντωνίου Τερζάκη, 1859.

Πέτρος Σπανδωνίδης, «Γιάννη Αποστολάκη “Τα τραγούδια μας”», Ρυθμός, τχ. 11-12,
Ιούλιος – Αύγουστος 1934, σ. 362-364.

Γερ. Σπαταλάς, «Η Ποίηση στη ζωή μας» και η εγωπάθεια, η άγνοια και η ακρισία του
κ. Γ. Αποστολάκη, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Ι. Βασιλείου,1923.

Κώστας Σταμάτης, «Παλαμάς Κωστής», στο: Η Ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης


1821, Αθήνα, Πατάκης, 2020, σ. 565-669.

Ρένα Σταυρίδου – Πατρικίου, «Ανέκδοτες επιστολές του Γ. Σκληρού στον Γ. Ν.


Πολίτη. Από τις “παλιές καλές μέρες της Ιένας” στην “ανίερον πραγματικότητα” της
βιοπάλης στην Αίγυπτο», Μνήμων, τόμος 7, 1978-1979, σ. 18-45.

Ρένα Σταυρίδου – Πατρικίου, Δημοτικισμός και κοινωνικό πρόβλημα, Αθήνα,


Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 32000.

Κώστας Στεργιόπουλος, Περιδιαβάζοντας, τόμος Ε΄ (= Γύρω στη νεοτερική ποίησή


μας), Αθήνα, Κέδρος, 2000.

Διονύσης Στεργιούλας, «Ένας πρώιμος “Ελληνικός Ύμνος” στην Ελευθερία (Ιούνιος


1821)», μικρο-φιλολογικά, 49, Άνοιξη 2021, σ. 12-16.

Θ. Κ. Στεφανόπουλος – Σταύρος Τσιτσιρίδης – Λένα Αντζουλή – Γιώτα Κριτσέλη,


Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Τόμος Πρώτος, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2002,
αναρτημένο στο: https://www.greek-
language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id
=153, τελευταία ανάκτηση: 14.04.2020.

331
Ιωάννης Συκουτρής, «Γιάννη Αποστολάκη, Τα δημοτικά τραγούδια. Μέρος Α΄ Οι
συλλογές. Αθήναι 1929», Byzantinisch – Neugriechisshe Jahrbucher, τ. 7, 1928-1929,
σ. 499-514.

Ιωάννης Συκουτρής, «Γύρω από το ζήτημα των κριτικών εκδόσεων της λογοτεχνίας
μας II» [Απαντητική επιστολή στον Λίνο Πολίτη μέσω του περιοδικού Τα Νέα
Γράμματα], Τα Νέα Γράμματα, τχ. 4, Απρίλιος 1936, σ. 347-359.

Ιωάννης Συκουτρής, Μελέται και άρθρα, Αθήναι, Εκδόσεις του Αιγαίου, 1956.

Ιωάννης Συκουτρής, Εκλογή έργων, Αθήνα, Κάκτος, 1997.

Συλλογή Δημωδών ασμάτων της Ηπείρου υπό Π. Αραβαντινού, εκδιδομένη υπό των
υιών αυτού, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου Πέτρου Περρή, 1880.
__

Guy Saunier, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Συναγωγή μελετών (1968-2000). Αθήνα,


Ίδρυμα Κώστα & Ελένης Ουράνη, 2001.

Friedrich Ernst Daniel Schleiermacher, «Über die verschiedenen Methoden des


Übersetzens», στο: Μ. Rössler & L. Emersleben (επιμέλεια), Kritische
Gesamtausgabe, τόμος 11, Berlin & New York, Walter de Gruyter, 2002, σ. 65-93.

Londa Schiebinger, Ο νους δεν Έχει φύλο; Οι γυναίκες στις απαρχές της νεωτερικής
επιστήμης, μετάφραση: Κατερίνα Αραμπατζή, Αθήνα, Κάτοπτρο, 2006.

R. Scholes & C. H. Klaus, Στοιχεία του δοκιμίου, μετάφραση: Αριστέα Παρίση,


Θεσσαλονίκη, Αφοί Κωνσταντινίδη, 1985.

Raman Selder, Peter Widdowson, Peter Brooker, A Reader’ s Guide to Contemporary


Literary Theory, Great Britain, Pearson Education Limited, 52005.

332
J. Salwyn Shapiro, «Thomas Carlyle, Prophet of Fascism», The Journal of Modern
History, τχ. 2, Ιούνιος 1946, σ. 97-115.

Peter Singer, Χέγκελ, μετάφραση: Μαρία Χαραλάμπη, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006.

David Siqueiros, L’art et la révolution, Paris, Editions Sociales,1973.

Ole Martin Skilleas, Philosophy and Literature. An Introduction, Edinburg, Edinburg


University Press, 2001.

P. Skrine, Νατουραλισμός, μετάφραση: Λία Μεγάλου – Σεφεριάδη, Αθήνα, Eρμής,


2
1990.

Ian Small (επιμέλεια), The Aesthetes. A Sourcebook, London, Routledge, 1979.

David R. Sorensen, «A failure of faith: Herbert Grierson, Thomas Carlyle, and the
British Academy “Master Mind” Lecture of 1940», British Academy Review, τχ. 21,
Ιανουάριος 2013, σ. 39-43.

Zeev Sternhell, Ο αντι-διαφωτισμός. Από τον 18ο αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο,
επιμέλεια: Αλέξανδρος Κιουπκιολής, μετάφραση: Άννα Καρακατσούλη, Αθήνα,
Πόλις, 2009.
__

[Δ. Π. Ταγκόπουλος], «Σημ. του “Νουμά”», Ο Νουμάς, τχ. 483, 23 Ιουνίου 1912, σ.
358.

Δ. Π. Ταγκόπουλος, «Από “Τα ιστορικά του Νουμά”. Τα πρώτα Σαββατόβραδα», Ο


Νουμάς, τχ. 620, 23 Φεβρουαρίου 1919, σ. 18.

Δήμος Τανάλιας [= Κώστας Βάρναλης], Το φως που καίει, Αλεξάνδρεια, Στέφανος


Πάργας / «Γράμματα», 1922.

333
Νίκος Α. Τέντας, Άνθος Πωγωνίτης. Ο ηπειρώτης εργάτης ποιητής, Θεσσαλονίκη,
Ερωδιός, 2004.

Νίκος Π. Τερζής, Η παιδαγωγική του Αλέξανδρου Π. Δελμούζου. Συστηματική εξέταση


του έργου και της δράσης του, Θεσσαλονίκη, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη,
2
2010.

Δημήτρης Τζιόβας, «Ο Γιάννης Αποστολάκης και ο τύπος του αρνητή-διανοούμενου


στην Ελλάδα», στον τόμο: Όψεις της λαϊκής και της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας.
5η Επιστημονική Συνάντηση αφιερωμένη στον Γιάννη Αποστολάκη, Θεσσαλονίκη,
ΑΠΘ, 1994, σ. 37-55 (ΕΕΦΣ, Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας, Παράρτημα 5).

Δημήτρης Τζιόβας, «Ο ποιητής ως ήρωας και η σύγκρουση των παραδόσεων:


Σολωμός, Αποστολάκης, Carlyle», στο: Κοσμοπολίτες και αποσυνάγωγοι. Μελέτες για
την ελληνική πεζογραφία και κριτική (1830-1930), Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003, σ. 299-
328.

Κατερίνα Τικτοπούλου (επιμέλεια), Διονύσιος Σολωμός: Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι


[= επτά βιβλία με εισαγωγές, σχόλια, σημειώσεις και κριτικά υπομνήματα για τα
«Σχεδιάσματα» και τους «Στοχασμούς» του έργου], Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 22011.

Κατερίνα Τικτοπούλου, «Η εξακολουθητική παρουσία του Διονυσίου Σολωμού», The


Book’s Journal, τχ. 117, Μάρτιος 2021, σ. 36-38.

Το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο κατά Ματθαίο, μετάφραση: Ντίνος Χριστιανόπουλος,


Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2012.

Κώστας Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης 1921-1944, Θεσσαλονίκη, Νησίδες,


1995.

Τσβετάν Τοντορόφ, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, μετάφραση: Χρύσα Βαγενά, Αθήνα,


Πόλις, 2013.

334
Τραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Graeciae recentioris, Εdidit Arnoldus
Passow, Lipsiae, In Aedibus B. G. Teubneri, MDCCCLX [= 1860].

Δημ. Γρ. Τσάκωνας, «Ο κοινωνικός Αποστολάκης», Ελληνική Δημιουργία, τχ. 137, 15


Οκτωβρίου 1953, σ. 472-475.

Δημήτριος Τσάκωνας, «Κοινωνιολογία και Φιλοσοφία του Νέου Ελληνισμού»,


Επιθεώρησις Κοινωνικών Ερευνών, δ΄ τρίμηνον 1969 – α΄ τρίμηνον 1970, σ. 85-89,
αναρτημένο και στο:
https://cognoscoteam.gr/%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CF%84
%CE%B7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-
%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BD%CE%AD%CE%BF%CF%85-
%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%
CF%8D-%CF%80%CE%BF/, τελευταία ανάκτηση: 10.08.2020.

Δημ. Τσάκωνας, Ιδεαλισμός και μαρξισμός στην Ελλάδα, Αθήνα, Κάκτος, 1988.

Ελένη Τσαντσάνογλου, Μία λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Σολωμού. Το


αυτόγραφο τετράδιο Ζακύνθου αρ. 11. Εκδοτική δοκιμή, Αθήνα, Ερμής, 1982.

Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παλαμάς, Αθήνα, Ίκαρος, 21950 (α΄ έκδ. 1936).

Κ. Δ. Τ. [= Κωνσταντίνος Τσάτσος], «Παλαμικαί μελέται», εφ. Η Καθημερινή,


24.01.1948.

Μάρκος Τσιριμώκος, «Δύο αξιόλογα βιβλία: Γιάννη Αποστολάκη “Τα δημοτικά


τραγούδια. Μέρος Α΄: Οι συλλογές”. Αγγελικής Χατζημιχάλη: “Υποδείγματα λαϊκής
τέχνης”», Νέα Εστία, τχ. 69, 1 Νοεμβρίου 1929, σ. 903-906.

[Χρίστος Τσολάκης], «Μιλάει και ο Γιάννης Αποστολάκης: Ποίημα η διδασκαλία,


μάνα και ποιητής ο δάσκαλος», Φιλόλογος, τχ, 110, Χειμώνας 2003, σ. 494-496.

335
Ν. Μ. Τσουρές [= Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος], «Αύγουστος (διήγημα)», Νέα
Εστία, τχ. 1813, Ιούλιος – Αύγουστος 2008, σ. 91-102.

Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, Νεοελληνικά: δοκίμια και μελέται, Αθήναι, Τυπογραφείον


Μηνά Μυρτίδη, 1953.
__

A. E. Taylor, Πλάτων. Ο άνθρωπος και το έργο του, μετάφραση: Ιορδάνης Αρζόγλου,


Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1990.

Linda Thompson, The Teaching of Poetry: European Perspectives, London, Cassell,


1996.

Luigi Trenti, Ευριπίδης Γαραντούδης (επιμέλεια), Ανδρέας Κάλβος. Έργα, τόμος Α΄


(Ποιητικά), μέρος Α΄ (Δημοσιευμένα), Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2016.

Dimitris Tziovas (επιμέλεια), Greek Modernism and Beyond, Oxford and New York,
Rowman & Littlefield Publishers, 1997.
__

Βασίλης Α. Φούκας, Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.


Σπουδές, σπουδαστές και σπουδάστριες, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-
1940), Θεσσαλονίκη, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, 2009.

Βασίλης Α. Φούκας, «Νεωτεριστικά και αναχρονιστικά στοιχεία στο πρόγραμμα


σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης στον Μεσοπόλεμο», στο: Γεώργιος
Νικολάου, Στυλιανή Ν. Τσεσμελή, Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης, Ιωάννης Δημάκος
(επιμέλεια), Βασική και συνεχιζόμενη εκπαίδευση των εκπαιδευτικών σε ένα σύνθετο
και μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Πρακτικά 11ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της
Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος, τόμος Α΄, Πάτρα, Π.Ε.Ε. – Π.Τ.Δ.Ε., 2019, σ. 384-
394.

336
Γεώργιος Μιχ. Φρατζής, «Με αφορμή μιαν έκδοση, επιστολή του Γ. Κ. Κατσίμπαλη
προς το Γ. Ζερβό: Παλαμάς versus Σολωμός», στο: Elisabeth Close, Michael
Tsianikas and George Frazis (επιμέλεια), Greek Research in Australia: Proceedings
of the Biennial International Conference of Greek Studies, Flinders University April
2003, Adelaide, Flinders University Department of Languages – Modern Greek, 2005,
σ. 735-754, αναρτημένο στο: https://dspace.flinders.edu.au/xmlui/handle/2328/8164,
τελευταία ανάκτηση: 23.08.2020.

Φωτόδεντρο – Σχολικό Διαδραστικό Βιβλίο, Ιλιάδα Β΄ Γυμνασίου, στο:


http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2296/Archaia-Ellinika-mtfr-Omirika-Epi-
Iliada_B-Gymnasiou_empl/, τελευταία ανάκτηση: 18.08.2020.
__

V. N. Vololinov, Marxism and the Philosophy of Language, Cambridge –


Massachussetts – London, Harvard University Press, 1986.
__

Douglas Walton: Αρχές κριτικής επιχειρηματολογίας, επιμέλεια: Φιλήμων Παιονίδης,


μετάφραση: Αδριανός Φριλίγγος – Φιλήμων Παιονίδης, Αθήνα, Gutenberg, 2021.

Bernard Williams, Πλάτων, η επινόηση της φιλοσοφίας, μετάφραση: Ε. Κεκροπούλου,


Αθήνα, Ενάλιος, 2001.

Raymond Williams, Keywords. A Vocabulary of Culture and Society, London,


Fontana Press, 1988.

Raymond Williams, Κουλτούρα και ιστορία, εισαγωγή – μετάφραση: Βενετία


Αποστολίδου, Αθήνα, Γνώση, 1994.

Stuart Woolf, Ο εθνικισμός στην Ευρώπη, πρόλογος: Αντώνης Αιακός, μετάφραση:


Έφη Γαζή, Αθήνα, Θεμέλιο, 1995.
__

337
Χάινριχ Χάινε, Η Ρομαντική Σχολή, μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, μετάφραση
ποιημάτων: Τζένη Μαστοράκη, Αθήνα, Στιγμή, 1993.

Γιάννης Χατζίνης, «Ab imo pectore», Νέα Εστία, τχ. 508, 1 Σεπτεμβρίου 1948, σ.
1079-1081.

Χέγκελ, Πρόλογοι και Εισαγωγές, μετάφραση – ερμηνευτικά σχόλια: Παναγιώτης


Θανασάς, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021.
__

Μάρα Ψάλτη (επιμέλεια – εισαγωγή – σημειώσεις), Κωστή Παλαμά: Σημειώματα στο


περιθώριο, Αθήνα, Πατάκης, 2018.

[Γιάννης] Ψυχάρης, «Ένα γράμμα», Αργώ (Αλεξανδρείας), τχ. 4-5, 1924, σ. 200.

Γιάννης Ψυχάρης, Κωστής Παλαμάς, Αλεξάνδρεια, Εκδόσεις Α. Κασιγόνη, 1927.


__

Πέτρος Ωρολογάς, «Το πρόβλημα του θανάτου», Το Νέον Κράτος, τχ. 30, 29
Φεβρουαρίου 1940, σ. 405-409.
__

F. I. Zeitlin, Playing the Other: Gender and Society in Classical Greek Literature,
Chicago & London, University of Chicago Press, 1996.
__

338
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

[Δεν ευρετηριάζονται ο Γιάννης Μ. Αποστολάκης (εξαιρείται η αναφορά στο

ψευδώνυμό του «Βάρδος»), ονόματα προσώπων μη ιστορικώς διακριβωμένων,

ονοματεπώνυμα, τα οποία είναι ενταγμένα στις επωνυμίες εκδοτικών οίκων, τα

ονόματα του εξωφύλλου, του πίνακα περιεχομένων και της βιβλιογραφίας. Τα

ονόματα, τα οποία ευρετηριάζονται με λατινικούς χαρακτήρες, έχουν χρησιμοποιηθεί

με τη συγκεκριμένη μορφή στο κείμενο και στις σημειώσεις, ενώ όσα

ευρετηριάζονται και με ελληνικούς και με λατινικούς χαρακτήρες, έχουν

χρησιμοποιηθεί και με τις δύο μορφές.]

Α
Αβδελά, Έφ. 229
Αγγελάτος, Δ. 246
Αγγελής, Δ. 254, 273
Άγρας, Τ. 267
Αθανασάκης, Δ. 271
Αιακός, Αντ. 230
Αισχύλος 34, 69, 70, 71, 81, 104, 123, 141
Αλεξίου, Β. 10
Αλεξίου, Στ. 235, 243
Αλή πασσάς 160
Αλιβιζάτος, Ν. 239
Αλιμπέρτης, Σπ. 18, 22, 25, 28, 36, 37, 38, 40, 41, 287
Αλισανδράτος, Γ. Γ. 96
Αμπατζοπούλου, Φρ. 8, 245, 265
Αναγνωστάκη, Ν. 266
Αναστασιάδης, Σπ. [= Αλιμπέρτης, Σπ.] 28
Ανδρειωμένος, Γ. 53, 109, 195, 235, 258, 285
Ανδρόνικος, Μ. 222, 223, 224
Ανδρούτσος, Οδ. 167
Αντζουλή, Λ. 69
Αποστολάκη, Χρ. 16
Αποστολάκης, Γ. 17, 18, 261
Αποστολάκης, Μιχ. Ι. [= πατέρας Γ. Αποστολάκη] 16
Αποστολάκης, Μιχ. Ι. [= υιός Γ. Αποστολάκη] 19, 232, 233
Αποστολίδης, Ηρ. Ν. 250
Αποστολίδης, Ρ. Ηρ. 250

339
Αποστολίδου, Β. 27, 76, 95, 111, 246
Αραβαντινός, Π. 11, 24, 126, 153, 154, 156, 157, 160, 161, 162, 163, 164, 166, 275,
276
Αράγης, Γ. 18, 246
Αραμπατζή, Κ. 74
Αραμπατζίδου, Λ. 5, 46, 103, 222, 226
Αρβανιτάκης, Δ. 195, 229
Αργυρίου, Αλ. 53, 266, 278
Αργυρίου, Αστ. 201
Αρζόγλου, Ιορδ. 181
Αριστοφάνης 141
Αρμάος, Δ. 285
Αυγελής, Ν. 45
Αυγέρης, Μ. 241, 249, 250
Αυδίκος, Ε. 207

Β
Βαγενά, Χρ. 279
Βαγενάς Ν. 101, 195, 235, 278
Βαλαωρίτης, Αρ. 11, 12, 23, 87, 89, 95, 108, 109, 124, 171, 172, 188, 201, 202, 203,
204, 205, 207, 211, 213, 214, 217, 233, 258, 266, 277, 281
Βαμβέτσος, Αλ. Β. 39, 40
Βάρδος [= Αποστολάκης, Γιάννης] 22, 28, 29
Βαρελάς, Λ. 92, 240
Βαρίκας, Β. 264, 265, 267
Βάρναλης, Κ. 84, 87, 100, 118, 120, 176, 177, 180, 181, 182, 183, 184, 201, 246, 247,
250, 259, 278, 283
Βάσσης, Θ. 118
Βαφόπουλος, Γ. Θ. 221, 222, 267
Βεζανής, Δ. Σ. 51, 254, 255
Βέης, Ν. Α. 53, 234, 235, 269
Βελέλης, Λ. 227, 228, 229, 230
Βελουδής, Γ. 14, 84, 114, 117, 123, 235, 246
Βενιζέλος, Ελ. 40, 215, 229
Βιζυηνός, Γ. Μ. 27, 218
Βιρβιδάκης, Στ. 29, 30
Βιστωνίτης, Αν. 50
Βλαστός, Π. 60, 79
Βλάχος, Άγγ. 242
Βογιατζίδης, Ι. Δ. 52
Βογιατζόγλου, Αθ. 107, 257
Βουτουρής, Παντ. 60, 79, 246
Βύρων, Λ. 44, 273

340
Γ
Γαβριηλίδης, Βλ. 73, 75
Γαβρόγλου, Κ. 19
Γαζή, Έφ. 230
Γαλανάκης, Θ. 131
Γαραντούδης, Ευρ. 51, 107, 109, 195, 236, 246
Γεωργούλης, Κ. Δ. 46
Γεωργουσόπουλος, Κ. 5, 267
Γιαννιός, Ν. 251
Γιωτοπούλου, Δ. 105
Γκαίτε(ς) 22, 37, 47, 48, 50, 56, 60, 81, 114, 117, 123, 177, 178, 180, 181, 182, 219,
220, 233, 266, 270, 281, 289
Γκρας, Γκρύντερ 73
Γκόλφης, Ρ. 282
Γκούρας, Γ. [= Μηλιάδης, Γ.] 177
Γουλιάμος, Κ. 266
Γουνελάς, Χ. – Δ. 78, 79, 192, 265
Γουόρντζγουορθ, Γ. 117
Γρατσιάτος, Γ. 27
Γρυπάρης, Ι. 11, 68, 87, 101, 102, 170, 171, 173, 211, 277

Δ
Δάλλας, Γ. 266
Δάντης 117
Δελβερούδη, Ελ. Άνν. 229
Δεληβοριά, Γ. 14
Δελμούζος, Αλ. 19, 41, 214, 215, 216, 223, 224, 227, 228, 230, 240, 241, 260, 281
Δεμερτζής, Κ. 216
Δενδρινός, Σπ. 178
Δερτιλής, Γ. 239
Δέσποινα [= Παναγία] 155
Δετζώρτζης, Ν. 282
Δημάκος, Ι. 219
Δημαράς, Κ. Θ. 18, 53, 109, 117, 238, 239, 240, 242, 252, 254, 260
Δημητράκος, Γ. Σ. 215
Δημητριάδης, Δ. Λ. 22
Δημοκίδης, Δ. 178
Διάκος, Αθ. 203
Διγενής, Ορ. [= Θεοτοκάς, Γ.] 252
Δούκαρης, Δ. 198
Δούκας, Στρ. 241
Δρακόπουλος, Δ. 14

341
Ε
Έγελος 94, 176
Εγώ και Συ [= αταύτιστο ψευδώνυμο] 38, 39, 40, 262, 272
Έκερμαν(ν), Γ. Π. 48, 178
Ελεοπούλου, Καλλ. 69, 70
Ελύτης, Οδ. 278, 285
Ένγκελς, Φρ. 52
Επισκοπόπουλος, Ν. 107
Ευαγγελίδης, Μαργ. 27
Ευριπίδης 32, 33, 34, 104, 105

Ζ
Ζαμπέλιος, Σπ. 11, 125, 126, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 136, 137, 139, 140,
142, 153, 154, 155, 156, 166, 266, 275
Ζάννας, Αλ. 41, 214
Ζαχαριάδης, Ν. 51
Ζεβελάκης, Γ. 239
Ζερβός, Γ. Κλ. 283
Ζήρας, Αλ. 5, 120, 241, 248, 259, 266
Ζώρας, Γερ. Γ. 16, 26, 27, 237
Ζώρας, Γ. 234, 235, 237

Η
Ηλιού, Φ. 27

Θ
Θανασάς, Π. 45
Θέμελης, Γ. 236
Θέμελης, Π. 231
Θεοδωρίδης, Χ. 19, 41, 52, 53, 214, 215, 216, 230, 231
Θεοτοκάς, Γ. 164, 252
Θεοτόκης, Κ. 76
Θουκυδίδης 141
Θρύλος, Άλκ. [= Ουράνη, Ελ.] 107
Θωμαδαίος [= Τομαζέος, Ν.] 134

Ι
Ίδας [= Δραγούμης, Ί.] 38
Ιουσούφ, Αράπης 160
Ίψεν, Ερρ. 104
Ιωάννης [= Ευαγγελιστής] 59

342
Κ
Κ. Β. [=Βάρναλης, Κ.] 120, 177, 180, 181, 182, 183, 247
Κ. Δ. Τ. [=Τσάτσος Κ.] 254
Καβάφης, Κ. Π. 11, 87, 102, 103, 171, 211, 222, 253, 277
Καββαδία, Δ. 52
Καβουλάκος, Κ. 45
Καζαντζάκης, Ν. 60, 79, 100, 148, 149, 150, 178, 198, 278
Κάιν 273
Κακριδής, Ι. Θ. 223, 227, 230
Κάλβος, Ανδρ. 11, 88, 89, 124, 171, 172, 194, 195, 196, 197, 198, 200, 201, 217, 218,
233, 234, 235, 236, 249, 266, 277, 281, 283
Καλογιάννης, Γ. Χ. 7
Καλοσγούρος, Γ. 89, 93, 94, 217
Κάλφας, Β. 181
Καμπύσης, Γ. 10, 23, 25, 60, 61, 62, 63, 90, 276
Καντ, Ιμμ. 18, 26, 27, 45, 270
Καρακάση, Κ. 178
Καρακατσούλη, Άνν. 50
Καραμανωλάκης, Β. 19
Καραμπελιάς, Γ. 52
Καραντώνης, Αντρ. 245, 251, 278
Καράογλου, Χ. Λ. 7, 98
Καραπαναγιώτης, Ε. 149
Καρατσινίδου, Χρ. 10
Καραφύλλης, Β. [= Πωγωνίτης, Άνθ.] 282
Καρθαίος, Κ. 259
Καρλάιλ, Θ. / Τ. 22, 47, 48, 49, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 76
Καρλάυλ, Τ. 10, 25, 33, 40, 41, 45, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 54, 57, 75, 76, 87, 148, 178,
222, 245, 259, 270
Καρπόζηλου, Μ. 260
Καρπούζα-Καρασάββα, Δ. 223, 224, 281
Καρυωτάκης, Κ. 87, 100, 101, 278
Κασίνης, Κ. Γ. 246
Καστρινάκη, Αγγ. 125
Κατσιγιάννη, Άνν. 100
Κατσικερός, Αθ. 15
Κατσίμπαλης, Γ. 245, 283
Καψωμένος, Ερ. 209, 235
Κεκροπούλου, Ε. 45
Κεραμόπουλος, Αντ. Δ. 230
Κεχαγιόγλου, Γ. 115, 234, 243, 268, 269
Κητς, Τζ. 117
Κικέρων 27

343
Κιουπκιολής, Αλ. 50
Κόκκινος, Γ. 53, 228, 258
Κόκορης, Δ. 5, 6, 49, 51, 93, 100, 120, 150, 207, 250, 278
Κονδύλη, Μ. 13
Κονταξάκη, Ι. 50
Κόντογλου, Φ. 241
Κοτζιούλας, Γ. 257
Κουγέας, Σ. 26
Κουκουλές, Φ. Ι. 34
Κουμής, Μ. 131
Κουταλίδας, Γ. 161
Κουτρούλης, Σπ. 250
Κουχτσόγλου, Γ. 17, 27, 28, 46, 99, 118, 125, 261, 270
Κριαράς, Εμμ. 234, 235, 267
Κριτσέλη, Γ. 69
Κρυστάλλης, Κ. 11, 12, 24, 87, 124, 162, 171, 172, 188, 201, 204, 205, 206, 207, 208,
209, 210, 211, 212, 241, 242, 243, 244, 266, 277
Κυπαρίσσης, Β. 232, 233
Κωνσταντινίδης, Γ. [= Σκληρός, Γ.] 17, 73, 75
Κωτίδης, Αντ. 177
Κώττα, Β. 226

Λ
Λαδογιάννη, Γ. 246, 259
Λαλό, Σ. 182
Λαμαρτίνος, Αλφ. Ντ. 44
Λαμπρέλλης, Δ. Ν. 60, 79
Λάμπρου, Π. 134, 135, 136
Λάμπρου, Σπ. 134
Λαουμτζή, Στ. 103
Λαούρδας, Β. 33, 112, 126, 262
Λασκαράτος, Α. 134
Λαφαζάνη, Δ. 229
Λιάκος, Αντ. 285
Λιάνη, Τ. 178
Λορεντζάτος, Ζ. 36, 287
Λορεντζάτος, Π. 26, 267
Λούβαρις, Ν. 216
Λυκιαρδοπούλου, Άρτ. 17

Μ
Μ. Α. [= Αυγέρης, Μ.] 241, 250
Μαβίλ(λ)ης, Λορ. 11, 40, 68, 87, 96, 97, 107, 108, 170, 171, 211, 217, 218, 233, 277,
281

344
Μακρής, Δ. Ν. 18
Μακρόπουλος, Ι. 228
Μακρυδήμας, Β. 166, 253
Μαλακάσης, Μ. 255
Μαλάνος, Τ. 120, 121, 248
Μαλατάκης, Β. 106
Μαλαφάντης, Κ. Δ. 219
Μάξιμος, Δ. 40
Μαρκεζέλι – Λούκα, Λ. 120
Μαρκοράς, Γερ. 217, 233, 281
Μαρξ, Κ. 52
Μαστοράκη, Τζ. 180
Μαστροδημήτρης, Π. 201
Ματθαίος [= Ευαγγελιστής] 207
Ματθιόπουλος, Ευγ. Δ. 229
Μαυρέλος, Ν. 107
Μαυρογορδάτος, Γ. 215
Μαυρομούστακος, Πλ. 104
Μαυροσκούφης, Δ. Κ. 53, 214, 216, 229
Μεγάλου – Σεφεριάδη, Λ. 123
Μέγας, Γ. Α. 261, 262
Μελάς, Σπ. 248, 260, 262
Μελετόπουλος, Μ. 64, 264
Μενάρδος, Σ. 26
Μεταξάς, Ι. 52, 257, 258
Μηλιάδης, Γ. [βλ. και Γκούρας, Γ.] 177, 178, 241
Μητσάκης, Καρ. (Κάρολος) 221
Μικέ, Μ. 27, 246
Μιστριώτης, Γ. 28
Μιχαλάκης [= Αποστολάκης, Μιχαήλ Ι.] 232, 233
Μόλχο, Ρ. 229
Μόντι, Β. 117
Μουλλάς, Π. 15, 25, 27, 246, 265
Μπαλάνος, Δ. Σ. 216, 256
Μπάμπου-Παγκουρέλη, Χρ. 48
Μπάρκουλα, Χ. 19
Μπαρλάς, Τ. 166
Μπαστιάς, Γ. Κ. 240, 249, 251, 258, 259, 260, 284
Μπαστιάς, Κ. 5, 106, 119, 120, 231, 240, 241, 248, 249, 251, 255, 258, 259, 260, 284,
289, 290
Μπάυρον, Λ. 192
Μπελέζος, Δ. 178
Μπενάτσης, Απ. 209
Μπερλής, Άρ. 289

345
Μπερξόν, Ανρ. 148, 149, 150, 271
Μπλουμ, Χ. 285
Μπογιατζής, Β. 228
Μποτουροπούλου, Ιφ. 149
Μπουκάλας, Π. 8, 47, 77, 126, 134, 172, 243, 245, 265, 289
Μπουρνιάς, Αλ. 40, 287
Μπουρνιάς, Ι. Α. 39, 40
Μπούτουρας, Αθ. Χ. 30, 32
Μπράουνινγκ, Ρ. 289
Μυριβήλης, Στρ. 259

Ν
Νάντρις, Χρ. 230
Ναούμ, Ι. 7, 180
Νικήτας, Ζ. 61
Νικολάου, Γ. 219
Νικολούδης, Θ. 40
Νίτσε, Φρ. 60, 74, 75, 79, 165, 166, 246
Νοβάλις 50
Νούτσος, Π. 251
Ντελόπουλος, Κ. 28, 38
Ντίλταϋ, Β. 64, 271
Ντουνιά, Χρ. 118, 252

Ξ
Ξενόπουλος, Γρ. 102, 104, 206, 212, 277
Ξύδης, Θ. 259, 260

Ο
Όθων [= τ. Βασιλεύς της Ελλάδος] 88
Όμηρος 91
Ορφανός, Μ. 229
Ουράνης, Κ. 107

Π
Πάγκαλος, Γ. 73
Παιονίδης, Φ. 68, 175
Παλαμάς, Άλκ. 163
Παλαμάς, Κ. 10, 38, 50, 51, 60, 64, 65, 66, 68, 73, 74, 78, 79, 87, 89, 94, 95, 107,
108, 109, 110, 111, 124, 163, 170, 171, 188, 201, 206, 211, 212, 218, 222, 225, 233,
237, 239, 244, 245, 246, 251, 254, 255, 267, 276, 281, 283, 284, 285
Πάλλης, Αλ. 91, 92, 93
Παναγιωτάκης, Ν. Μ. 141
Παναρέτου, Ανν. Π. 53, 258

346
Παντελιά, Στ. 121, 265
Παντζαλή, Ελ. 224
Παπαγεωργίου, Κ. Γ. 265
Παπαδημητρίου, Γ. 46
Παπαδόπουλος, Γ. 198
Παπαδόπουλος, Ι. 230
Παπάζογλου, Χρ. 101
Παπαθεοδώρου, Γ. 201
Παπακωνσταντίνου, Αν. 13
Παπακώστας, Γ. 178
Παπανούτσος, Ε. Π. 41, 53, 214, 251
Παπαστεφανάκη, Ελ. 227
Παπατσώνης, Τ. 252, 253, 254
Παππαδάκις, Ν. 230
Παππάς, Ν. 53
Πάργας, Στ. 40
Παρίση, Αρ. 14
Παρίσης, Γ. 14
Παρούσης, Μ. 36, 287
Πάτσιου, Β. 74
Παύλου, Κ. 116
Πελεκίδης, Ε. 227, 228
Πενολίδης, Θ. 45
Πεσμαζόγλου, Στ. 239
Πετμεζάς, Σ. 229
Πετρόπουλος, Δ. Α. 262
Πεχλιβάνος, Μ. 9, 246
Πιερής, Μ. 102, 103
Πικιώνη, Α. 36
Πικιώνης, Δ. 36, 241, 287
Πίνδαρος 173
Πλάτων 45, 141, 181, 192, 231, 288
Πόε, Ε. Α. 117, 118
Πολέμη, Π. 27
Πολέμης, Γ. 286
Πολίτης, Αλ. 8, 59, 131, 132, 134, 138, 218, 221, 224, 234, 240, 243, 245, 265, 285
Πολίτης, Άλκ. 16
Πολίτης, Γ. 16, 17, 18, 25, 73, 218, 224
Πολίτης, Λ. 16, 88, 121, 234, 235, 238, 243, 244, 246, 288
Πολίτης, Νικόλαος 11, 16, 24, 25, 26, 126, 129, 130, 138, 139, 140, 141, 142, 143,
144, 145, 146, 147, 148, 150, 151, 153, 154, 155, 156, 166, 260, 266, 267, 275
Πολίτης, Νίκος 177
Πολίτης, Φ. 16, 17, 23, 106, 107, 177, 178, 179, 180, 181, 182, 183, 205, 240, 248,
249, 260, 267

347
Πολίτιδες 287
Πολίτου – Μαρμαρινού, Ελ. 219, 220
Πολυλάς, Ι. 62, 91, 96, 189, 277
Πολυχρονάκης, Δ. 91
Ποριώτης, Ν. 40
Πορφύρας, Λ. 11, 87, 97, 98, 108, 112, 171, 211, 277
Πυλαρινός, Θ. 97
Πωγωνίτης, Άνθ. [= Καραφύλλης, Β.] 282, 283

Ρ
Ράλλη, Ι. 86, 278
Ράλλης, Ι. 216
Ρασπίτσος, Κ. 64
Ρίτσος, Γ. 278
Ροΐδης, Εμμ. 62, 89, 90, 91, 93, 276, 277
Ρουσσόπουλος, Ν. 216
Ρουστοπάνη-Neumann, Β. 14
Ρώμας, Χ. Γ. 14
Ρώτα, Μαρία Σ. 40

Σ
Σαββίδης, Γ. Π. 69, 198
Σαίξπηρ, Ο. [Σαικσπείρος / Σαίκσπηρ] 54, 55, 81, 91, 92, 104, 117, 123, 219, 220,
223, 233, 281
Σακελλαρίου, Γ. 227, 228
Σακελλαρίου, Αντ. Η. 45
Σακελλαρόπουλος, Τ. 229
Σαμουήλ, Αλ. 109
Σαραντάκος, Ν. 19
Σαρίκας, Ζ. 74, 166
Σβορώνος, Ν. 53
Σέλλεϋ, Π. 117
Σεφέρης, Γ. 68, 69, 270, 278
Σηφάκης, Γ. Μ. 131, 234, 243
Σιγάλας, Αντ. 251
Σικελιανός, Άγγ. 87, 100, 201, 278
Σίλερ, Φρ. 266, 270
Σκίπης, Σ. 256
Σκληρός, Γ. [= Κωνσταντινίδης, Γ.] 17, 73, 74, 75
Σκουτερόπουλος, Ν. Μ. 166, 180
Σλάιερμαχερ, Φρ. 64, 270
Σολωμός, Δ. 5, 11, 12, 33, 47, 59, 65, 67, 68, 81, 83, 84, 86, 88, 89, 90, 91, 93, 94, 96,
105, 106, 111, 112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119, 121, 122, 123, 124, 125, 135,
140, 163, 167, 168, 170, 171, 172, 173, 174, 176, 178, 180, 184, 185, 186, 187, 188,
348
189, 194, 195, 201, 202, 204, 205, 207, 211, 213, 217, 218, 220, 222, 232, 233, 234,
235, 236, 241, 243, 246, 247, 249, 250, 251, 253, 256, 266, 269, 274, 277, 281, 283,
284, 285, 289
Σοπεν(χ)άουερ, Άρθ. 87, 97, 108
Σούτσος, Αλ. 88, 89
Σοφοκλής 34, 35, 104, 105
Σπαθαράκης, Κ. 15
Σπανδωνίδης, Π. Σ. 120, 247, 255, 256
Σπαταλάς, Γερ. 252
Σταμάτης, Κ. 245
Σταυρίδου – Πατρικίου, Ρ. 7, 17, 73
Στεργιόπουλος, Κ. 267, 278
Στεργιούλας, Δ. 246
Στεφανίδης, Δ. Σ. 215
Στεφανόπουλος, Θ. Κ. 69
Συκουτρής, Ι. 151, 152, 153, 266, 267, 269, 282, 287, 288
Σύψωμος, Δ. [= Πορφύρας, Λ.] 112
Σφενδόνης, Ν. 225
Σωκράτης 181, 259
Σωτηριάδης, Γ. 227, 228, 230

Τ
Ταβαρτζόγλου, Κ. 285
Ταγκόπουλος, Δ. Π. 28, 36, 37, 38, 40, 277
Τανάλιας, Δ. [= Βάρναλης, Κ.] 100, 259
Τένυσσον, Άλ. 289
Τέντας, Ν. Α. 283
Τερζής, Ν. Π. 215, 227
Τζιόβας, Δ. 47, 77, 246, 265
Τικτοπούλου, Κ. 234, 274
Τομαζέος, Ν. 134
Τομανάς, Β. 2
Τομανάς, Κ. 225
Τοντορόφ, Τσβ. 279
Τριανταφυλλίδης, Μ. 19, 41, 214, 216, 238
Τριανταφυλλόπουλος, Ν. Δ. 237
Τσακνιάς, Σπ. 266
Τσάκωνας, Δ. Γρ. 262, 263, 264
Τσαλδάρης, Π. 215, 228
Τσαντσάνογλου, Ελ. 234
Τσάτσος, Κ. 51, 254, 283
Τσεσμελή, Στ. Ν, 219
Τσιριμώκος, Ι. 107
Τσιριμώκος, Μ. 250

349
Τσιριμώκου, Λ. 246
Τσιτσιρίδης, Στ. 69
Τσολάκης, Χρ. 121
Τσούντας, Χρ. 26
Τσουρές, Ν. Μ. [= Τριανταφυλλόπουλος, Νίκος Δ.] 237
Τυπάλδος, Ι. 217, 233, 281
Τωμαδάκης, Ν. Β. 234, 235, 237

Υ
Υφαντής, ∆. 64

Φ
Φ. Π. [= Πολίτης, Φ.] 177, 179, 181, 182, 183
Φαρδής, Ν. 229
Φίχτε, Γ. Γκ. 50
Φοριέλ, Κλ. 134
Φούκας, Β. Α. 5, 41, 214, 215, 216, 217, 219, 221, 224, 225, 226, 227, 228, 229, 230,
232, 233, 281
Φρατζής, Γ. Μιχ. 283
Φριλίγγος, Αδρ. 175
Φωτεινός, Ηλ. 203
Φωτοπολίτηδες 283

Χ
Χάινε, Χ. 180
Χαλκούση, Κ. 19
Χαραλάμπη, Μ. 45
Χαριτωνίδης, Χ. 230
Χατζηδήμου, Κ. 86, 278
Χατζημιχάλη, Αγγ. 250
Χατζής, Αντ. 227, 228
Χατζίνης, Γ. 256
Χατζίσκος, Δ. 215
Χατζόπουλος, Κ. 17
Χέγκελ 45, 270
Χίτλερ, Αδ. 50, 198
Χορν, Παντ. 107
Χρηστοβασίλης, Χ. 142
Χριστιανόπουλος, Ντ. 207

Ψ
Ψάλτη, Μ. 111
Ψυχάρης, Γ. 38, 89, 105, 106, 107, 120, 121

350
Ω
Ωρολογάς, Π. 53, 120
______________

A
Abrams, M. H. 14
Adorno, Th. W. 14
Andreiomenos, G. 235, 246

B
Batchelor J. 289
Beaton, R. 234, 243
Bercson, Η. 150
Bergson, H. 149, 150, 271
Berlin, Is. 46
Bloom, H. 285
Borges, J. L. 119
Brooker, P. 272, 278
Butrym, A. J. 13

C
Campbell, I. 48
Carlyle, Th. 46, 47, 48, 50, 178, 246
Cate, G. Al. 48
Chevrel, Y. 123
Clarke, J. A. 9
Clauss, C. H. 14
Close, El. 283
Conrad, J. 14
Crampé, B. 173

D
Day, A. 87, 122
Dettanoi, G. 13
Diels, 17
Dilthey, W. 64

E
Eckermann, J. P. 178
Eco, Umb. 13, 117
Ekerry, P. 47
Emersleben, L. 64
Eynsteinsson, Astr. 278

351
F
Faulkner, P. 278
Fauriel, Cl. 132, 133
Field, G. Cr. 45
Frazis, G. 283
Fry, P. H. 117
Furst, L. R. 86, 122

G
Gellner, Ern. 229
Genette, G. 173
Grierson, H. 48
Goethe, J. W. 2, 44, 205
Gottlieb, G. 9

H
Hardy, H. 46
Harrison, Th. J. 14
Hartman, Ch. O. 278
Hegel, G. W. Fr. 9, 45
Hill, M. 47
Hobsbaum, Ph. 278
Hobsbawm, E. J. 230
Hoffmeister, G. 86, 122

I
-

J
Jameson, Fr. 84
Jauss, H. R. 9
John, Eil. 273

K
Kant, Imm. 9, 270
Kaplan, Fr. 48
Kimmel, M. 226

L
Lamarque, P. 273
Leopardi, G. 44
Lewin, J. E. 173
Liciardelli, G. 50
Lopes, D. McIv. 273
352
Lovejoy, Arth. O. 8, 9
Löwy, M. 52
Lyon, T. 119

M
Mackridge, P. 235
Martens, D. 119
Martens, C. – M. 119
Masschelein, Ann. 119
McCollum, J. C. 48
Meurée, Chr. – Mart. 119
Meyer, W. 17
Millán Brusslan, El. 9
Molho, R. 229
Musil, R. 14
Mussolini, B. 50

N
Naar, D. 229
Newton, K. M. 15

O
Olsen, St. H. 273

P
Passow, Arn. 135, 159, 160, 167, 208
Peri, M. 116, 235, 243
Pertikari, G. 117
Perus, J. 84
Pirandello, L. 14
Psichari[s], J. 40

Q
-

R
Reynolds, L. D. 141
Riehl, Al. 17
Robinson, J. 273
Rössler, Μ. 64
Russell, B. 149
Ruskin, J. 48
Ryback, T. W. 50
353
S
Saunier, G. 234, 243
Sayre, R. 52
Schiebinger, L. 74
Schleiermacher, Fr. Ern. D. 64
Scholes, R. 14
Schulze, W. 17
Selder, R. 272
Shapiro, J. S. 46, 50
Simmel, G. 17
Singer, P. 45
Siqueiros, D. 84
Skilleas, Ol. M. 273
Skrine, P. 123
Small, I. 46
Sorensen, D. R. 48
Sternhell, Z. 50, 52
Stumpf, C. 17

T
Taylor, A. E. 181
Tennyson, Alfr. L. 289
Thompson, L. 278
Trenti, L. 195
Tsianikas, M. 283
Tziovas, D. 278

U
-

V
Vahlen, J. 17
Vanasten, St. D. 119
Vololinov, V. N. 84

W
Walton, D. 175
Watthee – Delmotte, M. 119
Widdowson, Peter 272
Wilamovitz, Ul. 17
Williams, B. 45
Williams, R. 76, 84
Wilson, N. G. 141
Woolf, St. 230
354
Wordsworth, W. 117

X
-
Y
-

Z
Zeitlin, F. I. 226

355

You might also like