You are on page 1of 14

ΒΙΑ – ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Προσδιορισμός εννοιών
Έγκλημα (κοινωνικοί λόγοι, επιπτώσεις, ανασταλτικοί παράγοντες)
Θανατική ποινή (Ιστορικά στοιχεία, επιχειρήματα υπέρ και κατά της
θανατικής ποινής)
Το δίκαιο της πυγμής (τι είναι, φαινόμενα επιβολής του «δικαίου του
ισχυρού» σε διεθνές
και εθνικό επίπεδο)

Προσδιορισμός εννοιών
• Με τον όρο επιθετικότητα προσδιορίζουμε την έκφραση εχθρικής διάθεσης προς το περιβάλλον μας.
Συχνά, η διάθεση αυτή μορφοποιείται σε βία, εγκληματικότητα, ανομία.
• Με τον όρο βία εννοούμε κάθε εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς. Συνίσταται στη χρήση δύναμης
για την καταναγκαστική επιβολή σε άλλους.
• Με τον όρο εγκληματικότητα προσδιορίζουμε την τάση για διάπραξη εγκλήματος. Ως νομικός όρος
έγκλημα νοείται κάθε πράξη που συνιστά εκούσια παράβαση γραπτού νόμου και για την οποία
προβλέπεται ποινή από τον ποινικό κώδικα.
• Με τον όρο τρομοκρατία δηλώνουμε τη συστηματική χρήση βίας εκ μέρους ομάδων, οργανώσεων,
μειονοτήτων ακόμα και στρατών ή μυστικών υπηρεσιών με στόχο να εκφοβίσουν λαούς, κυβερνήσεις ή
πολιτικούς αντιπάλους προκειμένου να πετύχουν τους πολιτικούς τους στόχους.

Εγκληματικότητα
α. Οι κοινωνικοί λόγοι που οδηγούν στο έγκλημα:
• Η κρίση του θεσμού της οικογένειας: οι γονείς υπερεργάζονται => μειώνεται ο χρόνος συμβίωσης και
επικοινωνίας των μελών=> ελλιπής γονεϊκή φροντίδα και αγωγή και μακροπρόθεσμα στρεβλή ή
ανεπαρκής κοινωνικοποίηση των παιδιών => μένουν έκτεθειμένα στις διαβρωτικές κοινωνικές
επιδράσεις. Επιπλέον, οι διαλυμένες οικογένειες, η ενδοοικογενειακή βία, ακόμη και ο
υπερπροστατευτισμός ευθύνονται για την αναπαραγωγή φαινομένων βίας.
• Η διαρκής ιδεολογική προβολή της βίας ως μέσου επίλυσης των ανθρωπίνων διαφορών: Τα Μέσα
Μαζικής Επικοινωνίας, ο κινηματογράφος και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια ηρωοποιούν την
αντικοινωνική συμπεριφορά και εξοικειώνουν κυρίως τα άτομα νεαρής ηλικίας με βίαιες συμπεριφορές.
• Η επικράτηση μιας κυρίαρχης ιδεολογίας ευνοεί την υλιστική αντίληψη ζωής, καθώς προβάλλεται το
«έχειν» και όχι το «είναι», ενώ παράλληλα το όραμα για εύκολο και γρήγορο πλουτισμό γίνεται το
βασικό πρόταγμα των κοινωνιών. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύσσονται σχέσεις ακραίου ανταγωνισμού
και αποθεώνονται το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και ο «νόμος του ισχυρού».
• Ο σύγχρονος τρόπος ζωής στις μεγαλουπόλεις: Η αποξένωση, η ανωνυμία και ο εγκλωβισμός στις
γκρίζες τσιμεντουπόλεις εντείνουν την αντικοινωνική συμπεριφορά, δυσχεραίνουν τον κοινωνικό και
ποινικό έλεγχο, ενδυναμώνουν τα αισθήματα ατομικισμού και αμβλύνουν την κοινωνική συνείδηση.
• Η έξαρση του φαινομένου της περιθωριοποίησης: Οι κοινωνικά αποκλεισμένοι (όπως για παράδειγμα
οι χρόνια άνεργοι, οι μετανάστες και άλλοι) βιώνουν το έντονο χάσμα φτωχών και πλούσιων,
αισθάνονται αδικημένοι και, συχνά, χρησιμοποιούν ως μηχανισμό άμυνας, την καταφυγή,
σε περιθωριακές ομάδες με αντικοινωνική συμπεριφορά.

[1]
• Η ένταξη των νέων σε παραβατικές ομάδες: Η ομάδα δίνει στα μέλη της μια ταυτότητα, την αίσθηση
αλληλοβοήθειας, της σιγουριάς και της αναγνώρισης ότι ανήκουν κάπου -στοιχεία σημαντικά όταν
αυτά απουσιάζουν από το οικογενειακό, το σχολικό, το ευρύτερο κοινωνικό τους περιβάλλον
.
β. Οι επιπτώσεις για τα άτομα αλλά και για το κοινωνικό σύνολο:
• Το άτομο που εμπλέκεται σε παραβατικές ομάδες και συμπεριφορές

 βιώνει, τις περισσότερες φορές, την περιθωριοποίηση και μια ζωή δίχως αύριο, προοπτική και
όνειρα
 αποκτά μιαν αρνητική στάση απέναντι στα κοινωνικά δρώμενα
 αρκετές φορές χάνει την αυτοεκτίμησή του
 αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της σωματικής ακεραιότητας
 σε περίπτωση αποκάλυψης και τιμωρίας της έκνομης συμπεριφοράς ελλοχεύει ο κίνδυνος για
διώξεις, ο εγκλεισμός σε σωφρονιστικά ιδρύματα και ο κοινωνικός στιγματισμός ελλοχεύουν

• Για το κοινωνικό σύνολο, οι συνέπειες των φαινομένων βίας είναι ευρύτερες, καθώς σταδιακά
 εδραιώνεται ένα κλίμα φόβου, ανασφάλειας, καχυποψίας και εσωστρέφειας, που οδηγεί σε
 απώλεια εμπιστοσύνης απέναντι στο συνάνθρωπο αλλά και στο κράτος, στοιχεία διαλυτικά για
την κοινωνική συνοχή

γ. Παράγοντες που λειτουργούν ανασταλτικά στη βία


• η οικογένεια:
 εφόσον συμπαρίσταται στις καθημερινές ανησυχίες του νέου, τού ενισχύει την αυτοπεποίθηση
και του μαθαίνει να αυτοκυριαρχείται
 βασικός στόχος της οικογένειας θεωρείται η ενδυνάμωση του χαρακτήρα του νέου με
αντιστάσεις, αξίες, αρχές και υπευθυνότητα, ώστε να μην καταφεύγει στη λύση της
παραβατικότητας
• το σχολείο:
 εκπαίδευση με ανθρωπιστικό χαρακτήρα που «οπλίζει» το νέο με ανάλογες αρχές
 ομαλή κοινωνικοποίηση
 (αυτο)πειθαρχία
• οι πνευματικοί άνθρωποι:
 με το λόγο τους ευαισθητοποιούν και καταγγέλλουν
 με τη στάση τους λειτουργούν ως πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς
• τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης οφείλουν:
 να θεσπίσουν μορφές αυτοελέγχου, τηρώντας τον τυπικό και άτυπο κώδικα δεοντολογίας
 να περιορίσουν τις εκπομπές που προβάλλουν βίαιες σκηνές σε ώρες υψηλής θεαματικότητας
 να μην εκμεταλλεύονται τη βία ως μέσο προσέλκυσης των θεατών
• η πολιτεία οφείλει:
 να εφαρμόζει τη νομοθεσία
 να επιβάλλει ποινές με πνεύμα ισοτιμίας
 να συνδυάζει την επιείκεια με τη αυστηρότητα
 να βελτιώσει το σωφρονιστικό σύστημα
 να δημιουργήσει χώρους εκτόνωσης και πολιτιστικής υποδομής, ώστε οι νέοι, κυρίως, άνθρωποι
να έχουν δυνατότητες εποικοδομητικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου τους και να μη
βρίσκουν καταφύγιο σε παραβατικές ομάδες και δράσεις
 να αντιμετωπίσει τα κοινωνικά φαινόμενα και τα οικονομικά προβλήματα, που γεννούν τη βία
και την εγκληματικότητα

[2]
Ποινή θανάτου
α. Ιστορικά
• Είναι η αυστηρότερη των ποινών. Βασίζεται στο αξίωμα του Μακιαβέλι ότι «η αποτελεσματικότερη
διακυβέρνηση είναι αυτή που στηρίζεται στο φόβο...»
• Στην αρχαιότητα προβλεπόταν και για τα ασήμαντα «αδικήματα». Οι νόμοι του Δράκοντος
τιμωρούσαν με θάνατο ακόμα και την κλοπή λαχανικών! Οι δε νόμοι του Ζαλεύκου, τον πότη «ακράτου
οίνου άνευ εγκρίσεως ιατρού»!
• Πρώτος ο Διόδωρος έθεσε - χωρίς όμως αποτέλεσμα - στην Αθηναϊκή Πολιτεία το 424 π.Χ. τις
αμφιβολίες του για τις εκτελέσεις. Οι Αθηναίοι είχαν φαντασία: εκτελούσαν με κώνειο,
αποτυμπανισμό κ.λπ. Τον Αίσωπο π.χ., τον πέταξαν στον γκρεμό των Δελφών.
• Στους ρωμαϊκούς χρόνους προστέθηκαν οι μέθοδοι: σταύρωση, απαγχονισμός, στραγγαλισμός,
αποκεφαλισμός, ενταφιασμός ζώντος...
• Στο Μεσαίωνα των ιεροεξεταστών επινοήθηκαν ακόμα φρικωδέστεροι τρόποι: τροχός, διαμελισμός,
τετραχισμός, πυρά...
• Το 1764 ο Ιταλός Τσέζαρε Μπεκαρία τοποθετήθηκε υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής στο
βιβλίο του «Περί αδικημάτων και ποινών». Νομοθετικά, καταργήθηκε γιαπρώτη φορά στον ιταλικό
ποινικό κώδικα του Ζαναρντέλι (1889) για να επιστρέψει (προφανώς) υπό την πίεση του φασισμού στον
Π.Κ. του Ρόκα (1930).
• Στην Ελλάδα ο δικτάτορας Πάγκαλος προτίμησε την αγχόνη από την ως τότε επικρατούσα
γαλλοφερμένη λαιμητόμο. Αργότερα επικράτησε ο τυφεκισμός από στρατιωτικά αποσπάσματα.
• Υπόσχεση για την απόλυτη και de jure κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα είχε δώσει, τον
Ιανουάριο του 1990, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Αθαν. Κανελλόπουλος.
• Πλέον η θανατική ποινή δεν ισχύει στη χώρα μας.

β. Επιχειρήματα υπέρ της θανατικής ποινής

 Επιτυγχάνει τον παραδειγματισμό και αποτρέπει αποτελεσματικά τη διάπραξη ειδεχθών


εγκλημάτων (γενική πρόληψη).
 Ιδιαίτερα για τους επαγγελματίες εγκληματίες η απειλή της θανατικής ποινής έχει αναμφίβολα
ανασταλτικό αποτέλεσμα.
 Αποκαθιστά το αίσθημα του δικαίου για τους οικείους των θυμάτων στυγνών εγκλημάτων.
 Αναβαθμίζει το κύρος της πολιτείας, αφού προστατεύει με δραστικά μέτρα τους πολίτες.
Διαμορφώνει αίσθημα ασφάλειας, αφού υπερασπίζεται με τον πιο δυναμικό τρόπο το δικαίωμα
της ζωής.
 Συνιστά, μερικές φορές, τη μόνη επιλογή, αφού υπάρχουν εγκληματίες που η φύση του
χαρακτήρα τους δεν επιδέχεται σωφρονισμό.
 Το ανεπανόρθωτο της θανατικής ποινής είναι παραπλανητικό επιχείρημα. Κάθε ποινή, όταν
εκτελείται, δεν είναι επανορθώσιμη (εκτός από τη χρηματική)
 Είναι η μόνη ποινή που ταιριάζει σε στυγερούς εγκληματίες (δολοφόνους, βιαστές,
λαθρεμπόρους ναρκωτικών, όπλων ή σαρκός κ.λπ.).
 Εξαλείφει τον κίνδυνο υποτροπής στυγνών εγκληματιών που είναι αδύνατο να σωφρονισθούν.

γ. Επιχειρήματα κατά της θανατικής ποινής


• Παραβιάζει το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στη ζωή και με τη βαναυσότητά της αντιβαίνει στην
ανθρωπιστική φιλοσοφία που στηρίζει τον πολιτισμό μας.
• Χαρακτηρίζεται από εκδικητικότητα, κάτι που θεωρείται απαράδεκτο για τις αντιλήψεις περί ποινών
και σωφρονισμού.

[3]
• Δεν έχει αποδειχθεί στατιστικά η συμβολή της στη μείωση της εγκληματικότητας. Επίσης, οι σκληροί
εγκληματίες που θα έπρεπε να αποθαρρύνονται από την ισχύ της ποινής αυτής είτε δεν έχουν την
πνευματική διαύγεια για να σταθμίζουν λογικά τις πράξεις τους είτε περιμένουν τέτοιο
κέρδος από τα εγκλήματά τους, που το είδος της ποινής καταντά αδιάφορο γι’ αυτούς.
• Ο δικαστής γίνεται κριτής ζωής και θανάτου, πράγμα που δεν ανήκει στην εξουσία οποιουδήποτε
ανθρώπου.
• Είναι αμετάκλητη σε περίπτωση δικαστικής πλάνης.
• Μπορεί να εφαρμοσθεί ρατσιστικά (για εγκληματίες χαμηλής κοινωνικής τάξης, μετανάστες,
μαύρους κ.λπ.) ή να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από ολοκληρωτικά καθεστώτα για τη θανάτωση
αντιφρονούντων.
• Είναι, σε τελική ανάλυση, ένα «πυροτέχνημα» με το οποίο η Πολιτεία προσπαθεί, μέσω επίδειξης
δύναμης, να καλύψει τις αδυναμίες της, δίνοντας «συγχωροχάρτι» στον εαυτό της, ενώ η ίδια έχει
τεράστια ευθύνη για την έξαρση της βίας και της εγκληματικότητας στην κοινωνία.
• Το επιχείρημα, τέλος, που θέλει τη θανατική ποινή ως μέσο αποκλεισμού της πιθανότητας
επανάληψης στυγνών εγκλημάτων δεν χρειάζεται αντεπιχείρημα. Είναι τόσο απάνθρωπο και βάρβαρο,
με αποτέλεσμα η απόρριψή του να γίνεται αυτόματα.
 Η εκτέλεση της θανατικής ποινής αποκτηνώνει αυτούς που εμπλέκονται στη διαδικασία της,
εξοικειώνει με την ιδέα της απώλειας της ανθρώπινη ζωής και σχετικοποιεί την ηθική αξία της.
 Η επιβολή της θανατικής ποινής, ενώ δεν αποτελεί λύση, προκαλεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι
λαμβάνονται σθεναρά μέτρα κατά του εγκλήματος. Έτσι, αποσπά την προσοχή από τα πιο σύνθετα
μέτρα που είναι πράγματι αναγκαία.
 Η θεσμοθέτηση της θανατικής ποινής από την πολιτεία αποτελεί προσβολή του πολιτισμού, των
ανθρώπινων δικαιωμάτων και της δημοκρατική υφής της κοινωνίας.
 Στηρίζει την αυθεντία της κρατικής εξουσίας. Τα δικτατορικά, μάλιστα , καθεστώτα, προφασιζόμενα
τη δημόσια ασφάλεια, την αξιοποιούν για την εξόντωση των πολιτικών τους αντιπάλων.
 Η αποτελεσματικότητά της δεν έχει αποδειχθεί. Τα ειδεχθή εγκλήματα διαπράττονται συνήθως

 σε καταστάσεις έντονης συναισθηματικής διέγερσης


 από ψυχασθενείς
 από επαγγελματίες δολοφόνους

Όπως γίνεται αντιληπτό, στις περιπτώσεις αυτές η θανατική ποινή δε λειτουργεί αποτρεπτικά.

Συμπέρασμα

Η νηφάλια προσέγγιση του θέματος οδηγεί στην ευρύτερα εδραιωμένη, σήμερα, αντίληψη ότι η
θανατική ποινή πρέπει να καταργηθεί. Εκτός των επιχειρημάτων (ηθικών, πολιτικών, κοινωνικών,
δικαστικών) που προαναφέρθηκαν, πρέπει, επιπλέον να τονιστεί ότι:

1. Η επιβολή της θανατικής ποινής δεν υλοποιεί πνεύμα ισονομίας. Επιβάλλεται, συνήθως, σε
εγκληματίες από:

 ασθενέστερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα


 περιθωριακές ομάδες
 μετανάστες ή μειονότητες

Σπάνια έχει επιβληθεί σε άτομα θεωρούμενα κοινωνικά επιφανή.

2. Το ζητούμενο είναι η αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος, ο εκσυγχρονισμός και η


εξυγίανση των φορέων του

[4]
3. Η πολιτεία οφείλει να δώσει έμφαση στη διαμόρφωση κοινωνικών συνθηκών που θα προλαμβάνουν
την εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς

4. Για τα στυγερά, ιδιαζόντως ειδεχθή εγκλήματα, η ισόβια κάθειρξη, στην πλήρη υλοποίησή της,
επαρκεί. Η επιβολή της θανατικής ποινής σε περιπτώσεις αποδεδειγμένης εμπορίας ναρκωτικών
μπορεί να αποτελέσει, κατά την άποψη ορισμένων, αντικείμενο εύλογου προβληματισμού.

• Το δίκαιο της πυγμής


α. Διευκρίνιση του όρου
Στη φύση, ο κανόνας είναι να επιβάλλεται το ισχυρό ζώο στο ανίσχυρο, πράγμα που εξασφαλίζει και
την οικολογική ισορροπία. Βέβαια, ο φυσικός αυτός κανόνας δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει και
κοινωνικός κανόνας. Ο άνθρωπος με τη βοήθεια της λογικής - που τον
διαφοροποιεί από το ζωικό βασίλειο- εξελισσόμενος κοινωνικά και πολιτισμικά θέσπισε νόμους και
δικαιώματα, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, που – σε ευνομούμενες κοινωνίες - εξισώνουν τον ισχυρό με
τον αδύνατο. Δυστυχώς, όμως, παρατηρούμε πολλά ακόμη δείγματα επιβολής και υποστήριξης του
«δικαίου του ισχυρού» σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

β. Φαινόμενα επιβολής του «δικαίου του ισχυρού» σε διεθνές επίπεδο


• η οικονομική διείσδυση και εκμετάλλευση του «Τρίτου Κόσμου» από τα ισχυρά, βιομηχανικά
αναπτυγμένα, κράτη
• οι πολιτικές, διπλωματικές ή και στρατιωτικές επεμβάσεις των ισχυρών (στρατιωτικά και πολιτικά)
στον «Τρίτο Κόσμο», με στόχο τη δρομολόγηση ανακατατάξεων που ευνοούν τα οικονομικά και
πολιτικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων
• η στήριξη από τη Δύση ολοκληρωτικών καθεστώτων στον «Τρίτο Κόσμο», που αποτελούν πιόνια τους
στην άσκηση της διεθνούς πολιτικής τους
• η αυθαιρεσία των υπερδυνάμεων της εποχής μας στην άσκηση της εξωτερικής τους πολιτικής και η
παράκαμψη των διεθνών συμβάσεων και οργανισμών
• η αδιαφορία των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης για τις διεθνείς συμβάσεις σχετικά με
την προστασία του περιβάλλοντος
γ. Φαινόμενα επιβολής του «δικαίου του ισχυρού» σε εθνικό και κοινωνικό
επίπεδο
• διάφοροι πολιτικοί και δημόσιοι λειτουργοί κάνουν κατάχρηση της θέσης και της δύναμής τους
• η διαπλοκή πολιτικής, οικονομικής και επικοινωνιακής ηγεσίας, που διαμορφώνει παρασκηνιακά το
πολιτικό σκηνικό και το οικονομικό τοπίο με στόχο το κέρδος και την κυριαρχία στον ανταγωνισμό
• οι εργοδότες καταφέρνουν, εκμεταλλευόμενοι τη «δαμόκλειο σπάθη» της ανεργίας, να επιβάλουν
εργασιακές συνθήκες εκμετάλλευσης των εργαζομένων
• στις ανεπτυγμένες χώρες πολλοί ντόπιοι εκμεταλλεύονται οικονομικούς πρόσφυγες από
υπανάπτυκτες χώρες ως φτηνό και ανασφάλιστο εργατικό δυναμικό, που συνήθως απασχολείται σε
ευκαιριακή ή εποχική εργασία, σε ανθυγιεινά επαγγέλματα σε άσχημες και επικίνδυνες συνθήκες, με
χαμηλές αμοιβές

[5]
βοηθητικά κείμενα:
Η βία ως βίντεο
Tου Nικου Γ. Ξυδακη

Μισοϊδωμένα πρόσωπα, αράδες ραγισμένες, φωνές που λιώνουν στης οθόνης το λαμπύρισμα πριν
μελανώσουν το χαρτί. Και αφουγκράζομαι…

Απεικάσματα: άνθρωποι στο ΥouTube αλληλοραπίζονται, στο Ομόνοια Ghraib, άλλοι πέφτουν στις αγκαλιές
των ξένων, στο Free Hugs, ένας καλλιτέχνης δείχνει τη μοναξιά του, ένας μάνατζερ πληκτρολογεί ταπεινός
υπό ψευδώνυμο, βόγγοι και στοναχές στα μεγάφωνα – το ψηφιακό περιβόλι τα περιέχει όλα.

Τα νέα εργαλεία, δηλαδή η τεχνολογία, και η συνίζηση ιδιωτικού και δημόσιου, πολλαπλασιάζουν –αν δεν
συνδημιουργούν κιόλας– τα βίντεο της βίας, μάλλον μια κάποια πορνογραφία της βίας: τα βίντεο μεγεθύνουν
ό,τι πάντα υπήρχε, και τώρα εκσυγχρονίζεται και κινηματογραφείται και διανέμεται στον ψηφιακό πλανήτη.

Η βία υπήρχε και πριν από τη βιντεοσκόπησή της με κινητό. Αυτή η βία, του βασανισμού και της
ταπείνωσης. Και η βία του δρόμου, και η βία η ενδοοικογενειακή, η κοινωνική, το μπάχαλο στους δημόσιους
χώρους, η βουή του όχλου και το λιντσάρισμα, η θεσμική βία του κράτους κατά του εξεγερμένου πλήθους, η
τρομοκρατική βία του λαού κατά των εχθρών του, οι δίκες και εκτελέσεις των προδοτών από το κόμμα–
κράτος, η βία του εμφυλίου, τα σφαγεία των πολέμων.

Η μικροκαινοτομία λοιπόν είναι το βίντεο της βίας, είναι η διάχυση του θεάματος στα οικιακά μόνιτορ και
στα λάπτοπ, στις μικροοθόνες των κινητών και των πάλμτοπ. Τα εργαλεία επικοινωνίας είναι το προνομιακό
πεδίο όπου εκδιπλώνεται πια η αδηφάγος όραση. Τρεφόμαστε με θέαμα. Και μαγεμένοι από την κατά μόνας
κατανάλωση του βίντεο, ξεχνάμε θεμελιώδεις προϋπάρχουσες γνώσεις: «αυτά», ό,τι φέρει το βίντεο, ό,τι
κουβαλάει ψηφιοποιημένο το Δίκτυο, βασανισμούς, θανατικά και αγκαλιές, υπήρχαν και πριν απ’ τα παρόντα
εργαλεία.

Αλλά μένουμε καρφωμένοι στο βίντεο. Ναι, πράγματι, η βιντεοσκόπηση ενός βασανισμού είναι ασελγής,
βίαιη πράξη, καθ’ εαυτήν, είναι νεόκοπη διαστροφή· αλλά ο βασανισμός είναι πάναρχαιος. Και ίσως το σοκ
του βλέμματος, η θέαση της εικόνας, ίσως λέω, μάς οδηγεί προς μια αφελή έκπληξη, προς μια ανήλικη
αγανάκτηση. Σαν να θεωρούσαμε ότι σήμερα τέτοια δεν γίνονται πια, ότι η πρόοδος εξαλείφει τους δομικούς
χαρακτήρες των δυνάμεων καταστολής, ότι η βία εμφιλοχωρεί μόνο στις υπανάπτυκτες κοινωνίες, ότι έχουν
ανατραπεί οι σχέσεις κυρίαρχων και κυριαρχούμενων. Κι ήρθε το βίντεο και μας σοκάρισε.

Με παρόμοια αφέλεια, με αντίστοιχη απορία, παρακολουθούμε άλλα βίντεο του κοινωνικού:


κουκουλοφόρους να σπάνε βιτρίνες, μπαχαλάκηδες να διαλύουν συναυλίες, φοιτητές να βανδαλίζουν
πανεπιστημιακούς χώρους. Μένουμε στο βίντεο, στην αναπαράσταση του φαινομένου, και χάνουμε το
κοινωνικό φαινόμενο, το ψυχικό, το υπαρξιακό και ανθρωπολογικό περιεχόμενο. Η βία έχει ρίζες,
περιεχόμενο και αιτίες. Δεν ερμηνεύεται ασφαλώς με οργανικούς όρους, με τα σχήματα των ζωολόγων ή των
ηθολόγων· δεν φέρει κάποια ακατάλυτη ουσία. Η φιλόσοφος Hannah Arendt υποστηρίζει ότι η βία έχει
κατεξοχήν εργαλειακό χαρακτήρα: μπορεί να επιφέρει κάποια γρήγορα αποτελέσματα, στα χέρια ολίγων.
Κατά τούτο, λέει η Arendt, μοιάζει με τη ρώμη, την προσωπική δύναμη ενός ανθρώπου, και είναι αντίθετη με
την ισχύ, τη δύναμη, όπου προϋποτίθεται πλήθος ατόμων, κοινή βούληση, συναίνεση.

Επιστρέφω στη βία ως βίντεο: η εικόνα δεν είναι πλέον αναπαράσταση, δεν είναι πληροφορία· μπορεί να
αποβαίνει το γεγονός καθαυτό. Κι εδώ ελλοχεύει η δαιμονοποίηση της τεχνολογίας. Οχι όμως, δεν γεννά η
τεχνολογία τη δική μας αφέλεια. Η χρήση που της κάνουμε μάς δείχνει αφελείς. Το αιτούμενο άρα είναι να
επανανοηματοδοτήσουμε την τεχνολογία: όχι δαίμονες, αλλά νόημα. Το είχε θέσει ο Χάιντεγκερ, μες στον
πεσιμισμό του για την επέλαση του τεχνικού πολιτισμού. Το θέτει οξυδερκώς και ο Τσαρλς Τέιλορ: «Αντί να

[6]
δούμε την τεχνολογία στο πλαίσιο της αναζήτησης ενός συνεχώς αυξανόμενου ελέγχου πάνω σε ένα συνεχώς
υποχωρούν όριο ανθιστάμενης φύσης, θα έπρεπε να την εγγράψουμε στο ηθικό πλαίσιο της πρακτικής
καλοσύνης, η οποία αποτελεί μια από τις πηγές της κουλτούρας μας. (…) Αλλά αυτή η καλοσύνη οφείλει να
κατανοηθεί στο πλαίσιο μιας ορθής κατανόησης του ανθρώπινου πράττειν και όχι ως σύστοιχο του άσαρκου
φάσματος ενός αποδεσμευμένου λόγου που κατοικεί μια αντικειμενοποιημένη μηχανή».

Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24.06.2007

Ατομοκεντρισμός, δηλαδή υπανάπτυξη


Tου Xρηστου Γιανναρα

Η έκφραση «αντικοινωνική συμπεριφορά» ανακαλεί προσλαβάνουσες μάλλον επαινετού αντικονφορμισμού: Παραβίαση


φορμαλιστικών υπαγορεύσεων, αρχών επιτηδευμένης ευπρέπειας, δύσκαμπτου αναχρονιστικού ηθικισμού. Η κυρίαρχη σήμερα
νοο-τροπία (τρόπος του νοείν και του είναι) προσλαμβάνει την «αντικοινωνική συμπεριφορά» σαν έμπρακτη κατάφαση της
απόλυτης προτεραιότητας του ατόμου, των δικαιωμάτων του, της πανευφημούμενης αυτονομίας του.
Ως κυριολεξία η «αντικοινωνική συμπεριφορά» συνεχίζει να σημαίνει τον ενεργό εγωκεντρισμό, την αδίστακτη ιδιοτέλεια, την
αδιαφορία για τον άλλον: τον διπλανό της συμβίωσης, τον εταίρο της οργανωμένης συλλογικότητας. Αδιαφορία και για τους
αναγκαίους περιορισμούς που επιβάλλει στην ατομική αυθαιρεσία ο κοινός βίος.
Μοιάζει παραμυθένιο σήμερα, κι όμως υπήρξαν περίοδοι της Ιστορίας και τύποι κοινωνιών που έδιναν προτεραιότητα στις
σχέσεις συνύπαρξης των ανθρώπων, στη λειτουργικότητα των σχέσεων κοινωνίας, όχι στην κατασφάλιση του ατομοκεντρισμού.
Μια τέτοια προτεραιότητα αντλούσε «νόημα» (αιτία και σκοπό) ή από την ανάγκη (την «κοινωνία της χρείας») ή από τη
σκόπευση της αλήθειας (της «κοινωνίας του αληθούς»).
Στην πρώτη περίπτωση, κίνητρο για την αποφυγή της αντικοινωνικής συμπεριφοράς ήταν η χρησιμότητα των σχέσεων κοινωνίας,
της αμοιβαιότητας στην εξυπηρέτηση αναγκών, οι διευκολύνσεις που παρείχε σε όλους ο καταμερισμός της εργασίας. Στη
δεύτερη περίπτωση, κίνητρο ήταν οι σχέσεις κοινωνίας ως αυταξία, ως απόλαυση και χαρά της ζωής: Οι «κατά λόγον» σχέσεις
(αρμονίας και κοσμιότητας) ήταν μετοχή στον τρόπο του «όντως όντος», του αιώνιου, αθάνατου, αμετάβλητου «λόγου» που
αρθρώνει το σύμπαν σε «κόσμον» (κόσμημα).
Ταυτόχρονα ήταν σε όλους φανερό, και επομένως αυτονόητο, ότι ο εγωκεντρισμός χαρακτηρίζει το στάδιο υπανάπτυξης του
ανθρώπου, είναι τεκμήριο πρωτογονισμού, κυριαρχίας της κτηνώδους φύσης πάνω στη λογική, δηλαδή στην ελευθερία. Πολύ
προτού η κλινική Ψυχολογία οριοθετήσει τις ενστικτώδεις ενορμήσεις της αυτοσυντήρησης, της επιβολής και κυριαρχίας, της
ηδονής, υπήρχαν προηγμένες «πολιτικές» κοινωνίες που λογάριαζαν την επιθετική ιδιοτέλεια, τον ατομικισμό, την εγωτική
απληστία, τη φίλαυτη πλεονεξία σαν τεκμήρια καθήλωσης του ατόμου στην αλογία των τυφλών αναγκαιοτήτων της φύσης.
Ποικίλες οπτικές γωνίες λαϊκών παραδόσεων εμπειρικής σοφίας, αλλά και φιλοσοφικών αναζητήσεων, συνέκλιναν στην ίδια
πιστοποίηση: Οι σχέσεις κοινωνίας, η οργανωμένη συλλογικότητα, είναι κάτι ριζικά διαφορετικό από την αγελαία συνύπαρξη,
είναι γνώρισμα μόνο του ανθρώπου, κατόρθωμα (γι’ αυτό και άθλημα) ελευθερίας. Η έμβια φύση, η άλογη, είναι νομοτελειακά
ιδιοτελής, οι ενστικτώδεις ορμές λειτουργούν τυφλά, αδυσώπητα, για αυτοπροστασία και ηδονή, δεν υπάρχει βούληση για να
αντιστέκεται στην επιθυμία. Αν ο άνθρωπος ξεχωρίζει, δεν είναι επειδή διαθέτει υψηλότερη αντιληπτικότητα ή έχει αναπτύξει
πληρέστερο κώδικα συνεννόησης, αλλά επειδή μπορεί να ενεργεί αδέσμευτος από τις αναγκαιότητες που επιβάλλουν τα
ένστικτα. Μπορεί να ξεπερνάει τον εαυτό του για χάρη του άλλου, να θυσιάζει την εγωτική του απαίτηση για να συντρέξει τον
διπλανό του ή και μόνο για να του δώσει χαρά.
Το «κυρίως ανθρώπινον» (αυτό που κάνει τον άνθρωπο να είναι άνθρωπος) ταυτίζεται με την ελευθερία από τις απαιτήσεις της
ορμής, την ελευθερία από το εγώ για χάρη των σχέσεων κοινωνίας. Σήμερα καταλαβαίνουμε και την ελευθερία υποταγμένη στον
στεγανό ατομοκεντρισμό – ταυτίζουμε την ελευθερία με το «δικαίωμα» του εγώ μας να έχει απεριόριστες και ανεμπόδιστες
επιλογές: Να επιλέγει το κόμμα που νομίζει ότι τον εκφράζει, την εφημερίδα που νομίζει ότι τον πληροφορεί με εγκυρότητα, τα
ιδεολογήματα που τον κάνουν πιο «προοδευτικό» ή συνεπέστερα «παραδοσιακό» και «συντηρητικό». Εικόνα και σύμβολο της
«ελευθερίας» μας σήμερα δεν είναι το σούπερ μάρκετ: Nομίζω ότι διαλέγουμε με αδέσμευτη την ατομική μας προτίμηση και
κρίση, ενώ στην πραγματικότητα μάλλον μας κατευθύνει η έντεχνη ποδηγέτηση των ορμών μας από τη διαφήμιση και τη
συσκευασία.
Aν δεχθούμε ως κριτήριο υπαρκτικής γνησιότητας του ανθρώπου την ελευθερία του από την ορμέμφυτη ιδιοτέλεια, την εγωτική
απληστία, τη φίλαυτη πλεονεξία, τότε μέτρο ανάπτυξης μιας κοινωνίας δεν είναι η αξιοποίηση της τεχνολογίας ή η οικονομική
της ευρωστία (αν και συνήθως η τεχνολογική πρόοδος και η εύρωστη οικονομία συναρτώνται άμεσα με την καλλιέργεια
κοινωνικών προτεραιοτήτων). Aναπτυγμένες είναι οι κοινωνίες με υψηλή κατά κεφαλήν καλλιέργεια κοινωνικής συνείδησης,
δηλαδή της χαράς των σχέσεων κοινωνίας. Δεν μπορεί «ανάπτυξη» να θεωρηθεί το πισωγύρισμα στην πληρέστερη θωράκιση
[7]
των απαιτήσεων του κτήνους. Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν «αναπτυγμένες» οι συλλογικότητες που δυναστεύονται από
οργανωμένες (συνδικαλισμένες) συσπειρώσεις συμφερόντων, σπείρες εκβιαστών, νομιμοποιημένες κλίκες λυμεώνων των
δημόσιων λειτουργημάτων. H «ανάπτυξη» δηλώνει, πριν από όλα, απαιτήσεις ποιότητας της ζωής, ελευθερίας από την
καταναλωτική βουλιμία, την αυθαιρεσία των λίγων που κρατάνε όμηρους τους πολλούς.
Tο υπόδειγμα της κτηνώδους ιδιοτέλειας στις υπανάπτυκτες συλλογικότητες το σαρκώνουν οι ηγεσίες: Eπαγγελματίες της
εξουσίας δίχως ίχνος (κατά κανόνα) πρόθεσης να υπηρετήσουν τις κοινές ανάγκες και κοινές σκοπεύσεις, έρμαια (μέχρι βαθμού
ψυχασθένειας) του πρωτογονισμού της εγωλαγνείας. Δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για την επανεκλογή τους στη Bουλή ή στην
κυβέρνηση. Δεν αποκλείεται να ξεπουλάνε τα στοιχειώδη δίκαια της χώρας τους, τον αυτοσεβασμό της και την ιστορία της, μόνο
για να γίνουν αρεστοί στις «αυλές» των ισχυρών του πλανήτη. Συνήθως έχουν έγκαιρα ξεπουλήσει στα παρασκήνια την ίδια την
προσωπική τους τιμή και αξιοπρέπεια: ανταλλάσσουν την ηδονή των αξιωμάτων με τον ρόλο του λακέ των ισχυρών.
Σέρνουν τη χώρα μας σε ταπεινωτικές διαδικασίες μεσολαβήσεων συμβιβασμού για περιπτώσεις κατάφωρης παραβίασης της
λογικής και της Ιστορίας, μεταβάλλουν τη χώρα τους, κυριολεκτικά, σε «μπαίγνιο των εθνών» χωρίς αιδώ ή λύπην.
Δεν είναι «προδότες», είναι απλώς υπανάπτυκτοι, άγευστοι της ποιότητας ζωής που παρέχει η αυθυπέρβαση, η ελευθερία από
τον πρωτογονισμό των ορμεμφύτων.
«ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 30-3-2008

Ζει και βασιλεύει η βία κατά παιδιών


Η κακομεταχείριση από τους γονείς παραμένει συχνό φαινόμενο,
ενώ απουσιάζει η πρόληψη
Του Γιαννη Eλαφρού,

Δέρνουμε ακόμα τον «βασιλιά των Χριστουγέννων»! Τα παιδιά στην Ελλάδα, παρότι αναδεικνύονται στις γιορτές ως τα πλέον
«χαϊδεμένα» μέλη της οικογένειας, βρίσκονται αντιμέτωπα κατά τη διάρκεια όλης της χρονιάς με κρούσματα σωματικής και
ψυχολογικής κακοποίησης. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η κακομεταχείριση των παιδιών στην Ελλάδα παραμένει ιδιαίτερα
ανθεκτική, την ίδια ώρα που οι κρατικές και δημόσιες δομές πρόληψης και αντιμετώπισης παραμένουν υποτυπώδεις.

Υποκριτική και εν πολλοίς καταναλωτική χαρακτηρίζει την επικοινωνιακή έκρηξη προβολής του παιδιού την περίοδο των γιορτών
Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, επικεφαλής της διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής
Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. «Δυστυχώς οι δείκτες καταγραφής της σωματικής και ψυχολογικής βίας κατά των
παιδιών είναι εξαιρετικά υψηλοί. Τα χτυπήματα στον πισινό ή ακόμα και στο κεφάλι, η έντονη ψυχολογική πίεση, οι
εξευτελισμοί και οι απειλές, ακόμα και η σεξουαλική κακοποίηση, παραμένουν πολύ συχνά φαινόμενα στην ελληνική κοινωνία.
Αυτό μαρτυρούν τα περιστατικά των παιδιών που έρχονται βαριά κακοποιημένα σε νοσοκομεία ή σε αστυνομικά τμήματα», λέει
στην «Κ» ο κ. Νικολαΐδης. Πρόκειται για μια γενική αμηχανία των γονιών για το πώς θα αναθρέψουν τα παιδιά τους, μέσα σ' ένα
κοινωνικό περιβάλλον που αποσαθρώνεται.

Σωματική τιμωρία

Μεγάλο μέρος των γονιών στην Ελλάδα εξακολουθεί να πιστεύει ότι «το ξύλο βγήκε
από τον Παράδεισο», παρότι οι ίδιοι απαντούν (σε ποσοστό 90%) ότι η
αποτελεσματικότητά του είναι μηδαμινή. Σε έρευνα που έγινε προ 15ετίας, μεταξύ
γονιών παιδιών των μικρότερων τάξεων του δημοτικού, καταγράφηκε ότι τα 2/3
χρησιμοποιούν τακτικά τη σωματική τιμωρία. Ανάλογη έρευνα που διενεργήθηκε το
2008, σε γονείς μεγαλυτέρων παιδιών (ηλικίας 12-13 ετών) έδειξε ότι το 56%
καταφεύγουν ακόμα στο ξύλο για να «συνετίσουν» τα παιδιά τους. «Εάν υπολογίσουμε ότι ο ξυλοδαρμός αντικειμενικά
υποχωρεί στις μεγαλύτερες ηλικίες, βλέπουμε ότι τα ποσοστά παραμένουν αναλλοίωτα», σχολιάζει ο κ. Νικολαΐδης. Δηλαδή
ύστερα από 15 χρόνια που θέλουμε να πιστεύουμε ότι εξέφρασαν μια ανάπτυξη μορφωτική - πολιτιστική, η χρήση βάρβαρων
μεθόδων διαπαιδαγώγησης παραμένει σε σημαντικά ποσοστά μέσα στην ελληνική οικογένεια. «Παρά τα όσα λέγονται, η
ανατροφή των παιδιών έχει υποχωρήσει στην ιεράρχηση της κοινωνίας», σχολιάζει. Ταυτόχρονα, το σύνολο των κοινωνικών
συνθηκών (εντατικοποίηση της εργασίας, διάρρηξη της συνοχής της οικογένειας κ.λπ.) οδηγεί σε όξυνση των φαινομένων. «Η
σωματική βία εμφανίζεται πιο έντονα στα πιο φτωχά, πιο περιθωριοποιημένα στρώματα του πληθυσμού, συχνά μαζί με χρήση
ουσιών και αλκοολισμό. Η σεξουαλική βία κατά των παιδιών, ακόμα και η σωματική παραβίαση, εμφανίζεται με την ίδια ένταση
τόσο σε πλούσιους όσο και σε φτωχούς», λέει ο διευθυντής Ψυχικής Υγείας του παιδιού. Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η
[8]
κατάσταση όσον αφορά την αντιμετώπιση του προβλήματος από την πολιτεία. «Είμαστε χειρότερα από τη Ρουμανία και τη
Σερβία», τονίζει ο κ. Νικολαΐδης, ο οποίος έχει άμεση γνώση του θέματος, καθώς η Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας είναι συντονιστής
σε μια μεγάλη επιδημιολογική έρευνα (3.000 παιδιά, η μεγαλύτερη στην Ευρώπη) σε εννιά χώρες των Βαλκανίων.

Δεν καταγράφονται

Στην Ελλάδα απουσιάζει η πολιτική πρόληψης, οι δομές αντιμετώπισης και ένα ενιαίο εθνικό σύστημα καταγραφής και
αντιμετώπισης των προβλημάτων. Από τον τομέα της πρόληψης απουσιάζουν τα εκτεταμένα προγράμματα ψυχικής υγείας, οι
σχολές γονέων για τη διδαχή εναλλακτικών τρόπων διαπαιδαγώγησης κ.ά.

Ούτε η διαχείριση των καταγγελιών ή των αναφορών για κακοποίηση παιδιού δεν έχει διευθετηθεί. «Καταγγελίες φθάνουν στον
Συνήγορο του Παιδιού, στο δικό μας κέντρο Ψυχικής Υγείας, σε μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση. Καθώς όμως δεν υπάρχει ένα
ενιαίο πρωτόκολλο, οι αναφορές πολλές φορές χάνονται στη γραφειοκρατία ή ανακυκλώνονται για χρόνια». Δεν υπάρχει καν
εθνικό αρχείο κρουσμάτων. Πόσα αναφέρθηκαν πέρυσι; Κανείς δεν ξέρει. Πώς μπορεί έτσι να χαραχτεί πολιτική;

Μικρή η «δύναμη» του κοινωνικού λειτουργού

«Υποτιμημένος είναι ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού», καταγγέλλει ο κ. Νικολαΐδης. «Ο επαγγελματίας στον χώρο της
ψυχικής υγείας που θα αναφέρει ένα περιστατικό κακοποίησης ή παραμέλησης είναι σαν να έχει ατομική ευθύνη γι' αυτό.

Εχει συμβεί πολλές φορές κοινωνικοί λειτουργοί να μηνύονται για συκοφαντική δυσφήμηση και να μπλέκουν με δικηγόρους και
δικαστήρια για 7 έως 9 χρόνια. Ολα αυτά δρουν αποτρεπτικά», συμπληρώνει, δηλώνοντας ιδιαίτερα ανήσυχος: «Στο άμεσο
μέλλον θα αντιμετωπίσουμε μια άνευ προηγουμένου έκρηξη κοινωνικών αναγκών, όσον αφορά τη φροντίδα των παιδιών, αλλά
και των ηλικιωμένων. Μέχρι τώρα η ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε τα προβλήματα αυτά μέσω των συγγενικών ή άλλων
σχέσεων (π.χ. γειτονιά), που είχαν το στοιχείο της αλληλεγγύης. Σήμερα οι ιστοί αυτοί διαρρηγνύονται, με αποτέλεσμα να
βλέπουμε παιδιά να κυκλοφορούν κυριολεκτικά μόνα τους. Καθώς απουσιάζουν το κοινωνικό κράτος και οι δομές πρόνοιας,
αφού κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να στήσει ένα τέτοιο δίκτυο, το πρόβλημα θα γίνει εκρηκτικό. Δεν μπορεί να είναι απάντηση η
φιλανθρωπία». Σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, αυτή τη στιγμή υπάρχει πλήθος φορέων (δημόσιων και ιδιωτικών) που
ασχολούνται με το παιδί, αλλά με λίγες δυνάμεις ο καθένας, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα χάος.

Η απουσία συντονισμού, κρατικής εποπτείας και ένταξης των φορέων σ' ένα ενιαίο σύνολο, έχει ως συνέπεια την πολύ μικρή
αποτελεσματικότητα
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 01/01/2010

Σχολική βία και εκπαιδευτικά αδιέξοδα


Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΚΟΡΩΝΑΙΟΥ Καθηγήτριας Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Τον τελευταίο καιρό αρκετά δημοσιεύματα αλλά και τηλεοπτικές εκπομπές καταπιάνονται με το παλιό αλλά πάντα επίκαιρο
θέμα της σχολικής βίας.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΚΚΕ (βλ. «Ελευθεροτυπία», 26/4/2011), 63% των μαθητών του Δημοτικού, 51% του Γυμνασίου και
36% του Λυκείου δηλώνουν ότι έχουν υποστεί κάποια μορφή βίας (κυρίως λεκτική). Οι παραβατικές συμπεριφορές εντός
σχολείου -είτε οφείλονται σε οικογενειακά είτε σε ατομικά προβλήματα, είτε στρέφονται εναντίον των άλλων είτε εναντίον του
εαυτού- είναι μια κοινωνική μορφή έκφρασης που δηλώνει πως κάτι δεν πάει καλά. Εχουμε δε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η
οικονομική κρίση θα εντείνει το πρόβλημα, ενώ η δημιουργία τεράστιων σχολικών μονάδων θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο
τη διαχείρισή του. Αυτή τη διαχείριση εναποθέτουν γονείς και πολιτεία στον εκπαιδευτικό.

[9]
Υπάρχει όμως μια απόλυτη σιωπή σχετικά με τις πραγματικές συνθήκες της καθημερινής
εργασίας του εκπαιδευτικού, το στρες που πλήττει το επάγγελμα, την ουσιαστική και
συμβολική απαξίωση του ρόλου του.

Πώς, αλήθεια, ο εκπαιδευτικός να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα αδιέξοδα του


σχολικού θεσμού και ιδιαίτερα την πολυπλοκότητα της σχολικής βίας, όταν ο ίδιος νιώθει
οικονομικά περιθωριοποιημένος και κοινωνικά απαξιωμένος; Πώς, εκτός από το
διδακτικό του έργο, να διαμορφώνει ολοκληρωμένους ανθρώπους, όταν οι κανόνες και η
κυρίαρχη ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς πριμοδοτούν τον ευέλικτο, κατακερματισμένο και απασχολήσιμο άνθρωπο της νέας
εποχής; Ευελπιστεί κανείς ότι οι χρόνιες πληγές του ελληνικού σχολείου, η φτώχεια και η μιζέρια, το αίσθημα του κενού και του
μάταιου, η αναρμοδιότητα και η αδυναμία διαχείρισης των εντάσεων, η έλλειψη νοήματος, μπορεί να θεραπευτούν σε εποχές
συνολικής απορύθμισης της κοινωνίας, ρήξης του κοινωνικού ιστού και αποδόμησης των συλλογικών αναπαραστάσεων για τον
ρόλο του σχολείου ως ύψιστου δημόσιου αγαθού;

Ο σχολικός θεσμός και οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτόν βρίσκονται σήμερα παγιδευμένοι σε πολλαπλές κοινωνικές
αντιφάσεις: μετάδοση ανθρωπιστικών αρχών και προσαρμογή στην αγριότητα της οικονομικής αγοράς, ισότητα όλων και
επιλεκτική προαγωγή των άριστων, έξαρση ρατσιστικών αντιλήψεων και ένταξη των παιδιών των μεταναστών, άσκηση αυστηρής
εξουσίας και συναινετικός διάλογος κ.λπ. Ισως γι' αυτό οι εκπαιδευτικοί δηλώνουν αδυναμία να αντιμετωπίσουν φαινόμενα
σχολικής βίας. Δεν έχουν ούτε τα πραγματικά ούτε τα συμβολικά ερείσματα για να το πράξουν.

Μπροστά σε αυτά τα ουσιαστικά αδιέξοδα, τα οποία δεν επιδέχονται μαγικές λύσεις αλλά απαιτούν μακροχρόνιες και καλά
σχεδιασμένες παρεμβάσεις, εμφανίζονται κάποιες ιδέες για αστυνομικού τύπου μέτρα ελέγχου και επιτήρησης στα σχολεία
(σεκιούριτι, χρήση καμερών).

Τέτοιου τύπου λύσεις, όμως, εκτός του ότι δεν απαντούν στην κρίση αξιών και την απουσία νοήματος στο σχολείο, μπορεί να
προκαλέσουν τη γενικευμένη οργή της ελληνικής νεολαίας η οποία έχει πικρές αναμνήσεις από την ωμή αστυνομική βία
(δολοφονία Γρηγορόπουλου). Η νεολαία κουβαλάει τρομερά αδιέξοδα, τα οποία δεν μπορεί αιωνίως να βιώνει ως προσωπικά
προβλήματα. Τότε είναι που, αναζητώντας συλλογική έκφραση, μπορεί να στρέφεται σε αγριότερες και μαζικότερες μορφές βίας
εναντίον του ίδιου του σχολικού θεσμού (φθορές, βανδαλισμοί κ.λπ.).

Οι νέοι δεν χρειάζονται εκφοβιστικά μέτρα, αλλά αξίες που να προκύπτουν από την πραγματική σχολική ζωή, πράγμα εξαιρετικά
δύσκολο σε εποχή βίαιης ρήξης των κοινωνικών δεσμών. Απαιτείται επομένως μακροχρόνιος και συντονισμένος σχεδιασμός που
να αφορά τους μαθητές αλλά και τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς. Οι τελευταίοι χρειάζονται ισχυρά υποστηρικτικά δίκτυα
και ιδιαίτερη επιμόρφωση στην πρόληψη φαινομένων βίας στο σχολείο. Πάνω από όλα όμως χρειάζονται κοινωνική
αναγνώριση, υπερηφάνεια και συλλογικότητα, στοιχεία απαραίτητα για να διαμορφωθεί μια νέα κοινωνική δυναμική για το
καλό όλων: των μαθητών, των εκπαιδευτικών και του ίδιου του σχολείου.

Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 30/4/2011

Η κοινοτοπία της βίας


Του Nικου Γ. Ξυδακη,
"Η Καθημερινή",21/11/2010

Την ειρηνική προσευχή των μουσουλμάνων της Αθήνας σε δημόσιους χώρους, στις αρχές της εβδομάδος, διαδέχτηκαν αμέσως
μετά βιαιοπραγίες κατά μουσουλμάνων, συμπλοκές ημεδαπών και αλλοδαπών, ενδομουσουλμανικές συρράξεις και
διαδηλώσεις. Στην περιοχή της οδού Αχαρνών συνεχίζονται οι επιθέσεις εναντίον των αυτοσχέδιων τζαμιών και εναντίον των
προσερχόμενων σε αυτά για προσευχή. Αναλόγως ανησυχητικό είναι αυτό που συνέβη στην Πλατεία Κοτζιά, όταν Αιγύπτιος
παράνομος μικροπωλητής, ελεγχόμενος από άνδρες της δημοτικής αστυνομίας, κατήγγειλε με φωνές ότι του προσβάλλουν
σύμβολα του Ισλάμ. Ακολούθησε αυθόρμητη συγκέντρωση τριακοσίων περίπου μουσουλμάνων από τις παρακείμενες οδούς,
εξαγριωμένων για την προσβολή του Κορανίου. Η οποία προσβολή ουδέποτε συνέβη, αφού τα κατασχεθέντα αντικείμενα δεν
ήσαν ιερά, όπως εξακριβώθηκε από ομοθρήσκους του μικροπωλητή.

[10]
Και στα δύο περιστατικά κοινός παρονομαστής είναι η διαφαινόμενη αδυναμία της πολιτείας να τηρήσει τους νόμους και να
προστατεύσει τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα αλλοδαπών και ημεδαπών. Και στα δύο είδη περιστατικών, η διαφανείσα
αδυναμία ή ολιγωρία έγινε αντιληπτή ως απουσία έννομης τάξης, ως απουσία του κράτους δικαίου, ως κενό νόμου, και αμέσως
το κενό καλύφθηκε από όχλο που αυτοδικεί.

Η διακριτική απόσυρση του κράτους και η ταυτόχρονη ανάδυση της αυτοδικίας, η όλο και συχνότερη, είναι ένα από τα πιο
δυσοίωνα σημάδια αυτής της δυσχερέστατης ιστορικής περιόδου, κατά την οποία δοκιμάζονται πολλαπλά η πολιτική κοινωνία
και το δημοκρατικό κράτος.

Στις γκρίζες συνοικίες της αναγκαστικής συμβίωσης, οι φτωχοί ημεδαποί ζουν υποβαθμισμένα μαζί με χιλιάδες πενόμενους και
εξαθλιωμένους αλλοδαπούς, λαθρομετανάστες ως επί το πλείστον. Η εντεινόμενη ύφεση συνδαυλίζει την καχυποψία και τη
δυσανεξία, όλοι απειλούν να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Η αυτοδικία και η βία απειλούν να γίνουν κοινότοπο μέρος
της καθημερινότητας, όπως ακριβώς συνέβη με τις ένοπλες ληστείες μετά φόνου. Αυτή η απειλή εναντίον του ηθικού και
νομικού θεμελίου της κοινωνίας, είναι ίσως πιο τρομακτική και από την απειλή της οικονομικής χρεοκοπίας.

Ο πολλαπλασιασμός της βίας


Tης Eλλης Tριανταφύλλου

Η σκηνή εκτυλίχθηκε προ ημερών στο κέντρο της Αθήνας και, δυστυχώς, όπως με πληροφόρησαν ειδικοί στους οποίους
απευθύνθηκα, δεν αποτελεί μία ακραία περίπτωση: Μητέρα, καλοντυμένη και καλοβαλμένη αισθητικά, σέρνει κυριολεκτικά από
το χέρι τον τρίχρονο γιο της που σπαράζει από το κλάμα – σίγουρα και από τον πόνο, αφού αντιστέκεται σθεναρά στο τράβηγμα,
κινδυνεύοντας με εξάρθρωση του ώμου του. «Πόσο μαλ---ς μπορεί να είσαι;», αναρωτιέται η μάνα, συνοδεύοντας την κάθε
ερώτηση με μία δυνατή καρπαζιά στο κεφάλι του τρίχρονου, που πανικόβλητος προσπαθεί να καταλάβει τι σημαίνει «μαλ---ς»
και γιατί η μητέρα του είναι τόσο θυμωμένη μαζί του. Λες και υπάρχει πραγματικός λόγος για τον οποίον μπορεί ο οποιοσδήποτε
να αποκαλέσει έτσι ένα παιδί ή να θυμώσει μαζί του!

Αναζητώντας στοιχεία για τη γονική επιθετικότητα, πληροφορήθηκα ότι το 30% των


καταγμάτων στα παιδιά παγκοσμίως προέρχεται από εκδήλωση γονικής βίας και ότι το
φαινόμενο βρίσκεται σε έξαρση και όχι σε ύφεση, όπως θα ήλπιζε κανείς να συμβαίνει
στις σύγχρονες κοινωνίες. Και ότι το ακόμα πιο ανησυχητικό και επιβαρυντικό για τα
παιδιά είναι η έμμεση μορφή επιθετικότητας που τους ασκούν οι γονείς τους. «Λέγεται
πως η αγάπη είναι το μόνο μέγεθος που, όταν διαιρείται, πολλαπλασιάζεται. Φαίνεται
όμως πως κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την επιθετικότητα, αφού στη συντριπτική τους
πλειοψηφία γονείς που κακοποιούν τα παιδιά τους ήταν κακοποιημένοι στην παιδική
τους ηλικία. Το μοίρασμα της επιθετικότητας στα παιδιά πολλαπλασιάζει το πρόβλημα»,
γράφει σε ένα ενδιαφέρον άρθρο που φιλοξενείται στον ιστότοπο iatronet.gr με τίτλο
«Γονική επιθετικότητα» ο διευθυντής της Ψυχιατρικής Κλινικής του Σισμανόγλειου Νοσοκομείου, κ. Κ. Λιώλης. Αυτό που στην
πραγματικότητα σημειώνει ο ψυχίατρος είναι ότι η επιθετικότητα γεννά επιθετικότητα και αναπαράγει διαταραγμένες
προσωπικότητες. Στέκεται, δε, ιδιαίτερα όχι στην άμεση γονική επιθετικότητα που προκαλεί συνειδητοποιημένα τραύματα στα
παιδιά και τα οδηγεί ως ενήλικες να προσπαθήσουν, έστω, να τα επουλώσουν, αλλά στην έμμεση επιθετικότητα των γονιών που
δημιουργεί πρόβλημα στην οικοδόμηση του ψυχισμού και στη δυνατότητα του παιδιού να προσαρμόζεται και να αντεπεξέρχεται
στις δυσκολίες της ζωής.

Για παράδειγμα, λέει, ένα παιδί που υπερπροστατεύεται και είναι εξαρτημένο από τους γονείς, υπονομεύεται σοβαρά η
προσαρμοστικότητά του στη ζωή. Οταν, λοιπόν, ενηλικιωθεί και θα κληθεί «να τα βγάζει πέρα στη ζωή αυτόνομο» δεν θα τα
καταφέρει εύκολα. Η ιστορία του θα επαναληφθεί στα δικά του παιδιά γιατί η λανθασμένη συναισθηματική πληροφορία που
δεν προκαλεί συνειδητό ψυχοτραυματισμό στην παιδική ηλικία αποτελεί σταθερό κίνητρο για να αναπαραχθεί στην επόμενη
γενιά. Είναι ήδη μια μαθημένη συμπεριφορά. Η γνωστή ιστορία με την υπέρβαρη μητέρα που μεγαλώνει υπέρβαρα παιδιά και
τους νευρικούς γονείς που μεγαλώνουν νευρικά παιδιά είναι χαρακτηριστική. Ελπίζει κανείς, έστω και μάταια, ότι όσο πιο πολύ
μορφώνεται και εξελίσσεται η κοινωνία, τόσο λιγοστεύουν τα φαινόμενα άμεσης επιθετικότητας προς τα παιδιά. Το ξύλο, η βία,
η τιμωρία στο υπόγειο κ.λπ. Πώς και πόσο, όμως, μπορεί να προστατευθεί κανείς και να προστατεύσει τα παιδιά του απ’ όλη
αυτή την επιθετικότητα της εποχής; Ακόμη κι αν δεν ανήκει στους άτυχους που στην παιδική τους ηλικία υπέστησαν έμμεση

[11]
επιθετικότητα από τους γονείς, πόσο μπορεί ο καθένας να μείνει αλώβητος από την πίεση, που βιαίως ασκεί η εποχή; Να
ελπίζουμε ότι τα χρόνια που έρχονται θα είναι καλύτερα, είναι μάλλον μάταιο. Να περιμένουμε ότι οι συνθήκες της ζωής θα
γίνουν πιο εύκολες και ότι κάποτε θα έχουμε περίσσευμα υπομονής και κατανόησης, άνεση χρόνου με τα παιδιά μας, ανάλαφρη
διάθεση και όρεξη για δημιουργική καθημερινότητα, εξίσου μάταιο. Ισως το μόνο που θα σώσει τα παιδιά μας από τη διαιώνιση
προβλημάτων που προκύπτουν από τις παραπάνω συμπεριφορές είναι η πολύ καλή γνώση και κατανόηση του τι ακριβώς μας
συμβαίνει την κάθε στιγμή και ποιοι φταίνε γι’ αυτά. Κυρίως, όμως, να μη λησμονούμε ούτε μία στιγμή ότι το μόνο ισχυρό
αντίδοτο στην απόγνωση της εποχής είναι το χαμόγελο ενός χαρούμενου, ήρεμου παιδιού που μεγαλώνει μέσα σε ασφάλεια και
θαλπωρή!

"Η Καθημερινή", 11/12/2010

Νεανική παραβατικότητα και σχολική βία


του Άγγελου Τσιγκρή

Πολυετείς επιστημονικές έρευνες απέδειξαν ότι οι οικογένειες, των νεαρών παραβατών έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Το
ένα χαρακτηριστικό είναι, ότι συνήθως πρόκειται για φτωχές οικογένειες. Ωστόσο, δεν είναι μόνον η φτώχεια που προκαλεί την
εγκληματικότητα. Πολύ συχνά η φτώχεια ωθεί τους νέους να ξεπεράσουν άλλους συνομηλίκους τους από εύπορες οικογένειες
και να μεγαλουργήσουν.

Για να υπάρξει η πιθανότητα τέλεσης εγκληματικών πράξεων, πρέπει να υπάρξει ένας συνδυασμός φτώχειας, εγκληματικού
παρελθόντος της ίδιας της οικογένειας και έλλειψης ελέγχου των γονέων προς το παιδί. Πρέπει, δηλαδή, να συμπέσουν
ταυτόχρονα τρεις παράγοντες προκειμένου να υπάρξει σοβαρή πιθανότητα να εκδηλώσει κάποιος ανήλικος παραβατική
συμπεριφορά.

Οι ανήλικοι με παραβατικό ιστορικό (π.χ. τέλεση κλοπών, πρόκληση επεισοδίων στα γήπεδα και φθοράς ξένης ιδιοκτησίας),
παρουσιάζουν αντίστοιχα προβλήματα στην οικογένεια και το σχολείο, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν σε παραβατικές ομάδες,
προκειμένου να αναπληρώσουν εκεί την ανθρώπινη επικοινωνία και την αναγνώριση που τους λείπει.

Έχει αποδειχθεί ότι ο χαλαρός έλεγχος στο πλαίσιο της οικογένειας και η έλλειψη επικοινωνίας, ανάμεσα στον γονιό και στο
παιδί, ευνοούν την παραβατικότητα. Εάν λείπει αυτό το στοιχείο της επικοινωνίας με τους γονείς, αντίστοιχα το παιδί αδιαφορεί
για το σχολείο και εμπλέκεται σε ομάδες άλλων νεαρών, που μπορεί να εκδηλώσουν παραβατική συμπεριφορά.

Η εγκληματολογική έρευνα, αναφορικά με τους έφηβους παραβάτες στα σχολεία, έχει αποδείξει ότι πρόκειται κυρίως για
αγόρια, μέσης ηλικίας. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους εμφανίζεται γενικά να είναι αρκετά καλή, καθώς
εργάζονται συνήθως και οι μητέρες τους, αλλά περιστασιακά και οι ίδιοι.

Οι παραβατικές παρέες των νέων σχολικής ηλικίας είναι σχετικά πολυμελείς και
στελεχώνονται κυρίως με άτομα του ιδίου φύλου. Τα μέλη της παρέας προέρχονται
κυρίως από το σχολείο, αλλά επίσης από τη γειτονιά, το χώρο εργασίας και τους τόπους
νυκτερινής διασκέδασης. Στην παρέα μετέχουν συνήθως για να βρουν φίλους, χωρίς να
έχουν συνήθως κάποιον αρχηγό ή ιεραρχική δομή, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για
«συμμορίες ανηλίκων».
Οι έφηβοι παραβάτες επιδίδονται συχνά σε αντισυμβατικές ενέργειες, όπως αγορά,
πώληση και χρήση ναρκωτικών ουσιών, πρόκληση ζημιών σε σχολικό χώρο, κλοπές σε
κατάστημα, επεισόδια στο γήπεδο, συμπλοκές με τρίτους, φθορές ξένης ιδιοκτησίας,
κλοπές χρήσης ή εξαρτημάτων μεταφορικού μέσου, απειλές κατά συνομηλίκων, διαρρήξεις κατοικιών και αυτοκινήτων, πώληση
κλοπιμαίων, κλπ.

Για να προληφθεί μια μελλοντική έξαρση της παραβατικότητας των ανηλίκων πρέπει -μεταξύ άλλων- να δοθούν περισσότερες
ευκαιρίες στους νέους ανθρώπους, να επαναπροσδιορισθούν οι στόχοι της νέας γενιάς και να διασφαλισθούν τα μέσα για την
επίτευξή τους, να μειωθεί η ανεργία, να ενσωματωθούν οι μειονοτικές ομάδες του πληθυσμού, να στηριχθούν οι θεσμοί της

[12]
οικογένειας και του σχολείου και να οικοδομηθεί μια κοινωνία συνοχής και αλληλεγγύης. Μια δίκαιη και ανοιχτή κοινωνία για
όλους.
____________________
Ο Άγγελος Τσιγκρής έχει διατελέσει εκπρόσωπος της χώρας μας στο Δίκτυο Πρόληψης της Εγκληματικότητας της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και στη Μόνιμη Αντιπροσωπία του ΟΗΕ για την Πρόληψη του Εγκλήματος και την Ποινική Δικαιοσύνη.

tovima.gr 10/10/2012

Η απελπισία γενεσιουργός αιτία της ενδοσχολικής βίας

της Μίτσης Σχοινά, Κλινικής Ψυχολόγου - Ψυχοθεραπεύτριας, D.E.A.

Η ενδοσχολική βία κλιμακώνει επικίνδυνα την παρουσία της. Σε σημείο που να μην μπορούμε άλλο να της
γυρνάμε την πλάτη. Για να προσεγγίσουμε την ενδοσχολική βία δεν θα πρέπει να την εξετάσουμε
μεμονωμένα και ανεξάρτητα από τον κοινωνικό μας περίγυρο, την οικογένεια και το ίδιο το εκπαιδευτικό μας
σύστημα. Τα παιδιά αναπαράγουν την ενδοοικογενειακή βία, τα κοινωνικά αδιέξοδα και τις ανεπάρκειες του
εκπαιδευτικού μας συστήματος μέσα στο ίδιο το σχολικό περιβάλλον.

Για την Ελλάδα, τα τελευταία τραγικά γεγονότα του Ρέντη ήταν


η μοιραία κατάληξη των όσων είχαν προηγηθεί και
αντιμετωπίζονταν ως μεμονωμένα περιστατικά.

Από το 2006 (έρευνα ΕΚΚΕ) η σχολική βία στη χώρα μας


περιλαμβάνει καταστροφές σχολικού εξοπλισμού,
βανδαλισμούς, λεκτική και σωματική βία (ξυλοδαρμούς),
εκφοβισμούς και αποκλεισμούς από τις παρέες. Στα αστικά
κέντρα εμφανίζεται το μεγαλύτερο ποσοστό. Μαθητές με
χαμηλή βαθμολογία εμπλέκονται περισσότερο σε παρόμοια
περιστατικά, είτε ως θύτες είτε ως θύματα. Τα αγόρια είναι
συχνότερα δράστες και θύματα σχολικού εκφοβισμού, με εξαίρεση τη περίπτωση σεξουαλικής προσβολής
όπου θύματα είναι κυρίως τα κορίτσια.

Από έρευνα που διενεργήθηκε από την εταιρία ερευνών PULSE R.C με την επιστημονική συνεργασία του
ΕΚΚΕ υπό τον τίτλο ‘παιδική και νεανική βία μέσα από τα μάτια των γονέων’ προκύπτει ότι σε σύνολο 1566
γονέων με παιδιά ηλικίας 10-17 ετών από το λεκανοπέδιο Αττικής, ένας στους δύο γονείς ‘ομολόγησε ότι τα
παιδιά τους πάσχουν από άγχος ή κατάθλιψη’ ! Το 92% των γονέων δηλώνει ότι έχει πολύ καλές ή καλές
σχέσεις με το παιδί του, εντούτοις, οι 3 στους 10 ομολογούν ότι αφιερώνουν την ημέρα λιγότερο από 1 ώρα
έως καθόλου για το παιδί τους.

Η σχολική βία ως βία «που εκφράζει αίτημα» χρειάζεται πάνω απ’ όλα μία απάντηση ανοχής, διαλόγου,
στήριξης και διαθεσιμότητας και όχι εύκολες ακυρωτικές λύσεις τύπου ‘αποδιοπομπαίου τράγου’. Στόχος του
κάθε σχολείου και της εκπαίδευσης είναι η κοινωνικοποίηση των μαθητών και η ανάδειξη της ατομικότητας
μέσα από την συλλογικότητα, τη συνεργασία της ομάδας, την αποδοχή του διαφορετικού. Ο στόχος αυτός δεν
επιτυγχάνεται, γιατί απλούστατα δεν έχει τεθεί ποτέ. Το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα αδυνατεί να κάνει
την αυτοκριτική του και να εκσυγχρονιστεί απαντώντας στην ανάγκη δημιουργίας ενός ομαδο-συνεργατικού
συστήματος εκπαίδευσης όπου ο ρόλος του μαθητή θα μεταβληθεί από μία παθητική στάση ατομικής
αποδοχής γνώσεων σε μία ενεργητική αναζήτηση και επεξεργασία γνώσεων, έκφρασης ιδεών και
συναισθημάτων σε ομαδική βάση.

Το κυρίαρχο εκπαιδευτικό σύστημα με την στείρα και άκριτη αποστήθιση της διδακτέας ύλης οδηγεί στην
τυποποίηση της γνώσης και στην αδυναμία να αναπτύξει ο μαθητής μία προσωπική σχέση με αυτή και μέσω
[13]
αυτής με τους συμμαθητές του. Το γεγονός αυτό ακυρώνει τους νέους και τους οδηγεί σε σταδιακή
συρρίκνωση της εικόνας εκτίμησης του εαυτού τους, σε αδυναμία να εκφράσουν τη ματαίωση και το θυμό
τους. Η ανεπάρκεια και η κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος οδηγεί σε διάφορα επεισόδια (βίαιες
συμπεριφορές και συγκρούσεις) που αναδεικνύουν τις δυσκολίες κοινωνικοποίησης και ενσωμάτωσης των
μαθητών. Έτσι, η σχολική βία αναγορεύεται σε αίτημα-πρόφαση-αντίδραση.

Το σχολικό περιβάλλον, για να αποκτήσει πρωτίστως σχέσεις συνοχής, αλληλεγγύης και ανθρωπισμού,
πρέπει να εκπαιδεύει στα πλαίσια της ομάδας και όχι να οδηγεί στην αναπαραγωγή ενός εκπαιδευτικού
μονόδρομου με στόχο την βαθμολογική αξιολόγηση του μαθητή από τον δάσκαλο όπως γίνεται σήμερα. Ένα
ομαδο-συνεργατικό σύστημα εκπαίδευσης αποβλέπει στο να κινητοποιήσει τον μαθητή με την ενεργητική
ισότιμη συμμετοχή του στα πλαίσια της μαθητικής ομάδας με στόχο την κριτική επεξεργασία, κατανόηση,
παρουσίαση και αφομοίωση της διδακτέας ύλης. Ο ρόλος του καθηγητή παραμένει τον ίδιο αναγκαίος και
σημαντικός καθώς κατευθύνει και συντονίζει τις μαθητικές ομάδες στα νέα τους καθήκοντα, αξιολογεί και
εμπλουτίζει το έργο τους. Η ανάπτυξη δυναμικής στα πλαίσια μιας σχολικής ομάδας απαντά στις
πρωταρχικές και επιτακτικές ανάγκες των νέων για επικοινωνία, αυτοπραγμάτωση, δημιουργική έκφραση και
αυτοαξιολόγηση.

Ασφαλώς, η βία των μαθητών και των νέων έχει πολλές αιτίες πέραν της μονοδιάστατης σχολικής
φίμωσης/ντρεσαρίσματος που υφίστανται. Παράγοντες όπως η οικογενειακή αποξένωση, η στέρηση
σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, οι απρόσωπες σχέσεις γειτονίας, το έλλειμμα φυσικού και κοινωνικού
ζωτικού χώρου, η αλλοτρίωση και παθητικοποίηση των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, της τηλεόρασης και των
Η/Υ, η μαζική προβολή και η ηρωοποίηση της βίας, η αύξηση της φτώχειας, της εγκληματικότητας και του
κοινωνικού ρατσισμού αποτελούν μερικές από τις βασικότερες αιτίες της νεανικής και σχολικής βίας. Όμως,
το σχολείο είναι το βασικό εργαστήρι διάπλασης των νέων ανθρώπων και το ουσιαστικότερο μέσο
παρέμβασης που διαθέτει η κοινωνία για την ισορροπημένη και υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξή τους. Εάν δεν
αξιοποιηθεί σωστά ο εργαλειακός του χαρακτήρας-κλειδί, τότε η νεολαία και η κοινωνία δεν θα μπορέσουν
να αναπτύξουν αντιστάσεις στην κλιμακούμενη βία.

Ελευθεροτυπία 24 Απριλίου 2009

[14]

You might also like