You are on page 1of 47

Μορφές Αγοράς- Οικονομικής Οργάνωσης

Σε κάθε οικονομικό σύστημα υπάρχει ένα σύνολο κανόνων και χαρακτηριστικών


που προσδιορίζουν τη λειτουργία του. Οι κανόνες αυτοί, όπως είναι ευνόητο,
θεσπίζονται από το κράτος, αποσκοπούν στην παρέμβαση στην αγορά και
μπορούν να έχουν επίπτωση τόσο στην προσφορά όσο και στη ζήτηση.
Παράλληλα, στοιχεία της προσφοράς είναι δυνατό να διαμορφώνονται εξωγενώς,
χωρίς καμία παρέμβαση. Για παράδειγμα, μία εφεύρεση ή η κατοχύρωση μίας
πατέντας μπορεί να δημιουργήσει αγορά προϊόντος και μάλιστα μονοπωλιακής
φύσης. Από την άλλη πλευρά, μία κρατική παρέμβαση που στοχεύει στην
αποτροπή εισόδου επιχειρήσεων σε μία ήδη διαμορφωμένη αγορά, είναι δυνατό
να οδηγήσει σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις. Στη συνέχεια θα αναλύσουμε τις
τέσσερις κυριότερες μορφές αγοράς που εξετάζει η οικονομική επιστήμη και
διαφοροποιούνται με βάση την ομοιογένεια του προϊόντος το οποίο παράγεται
καθώς και το μέγεθος τους, τον αριθμό δηλαδή των πωλητών που υπάρχουν σε
κάθε αγορά. Κατ’αυτόν τον τρόπο, διακρίνουμε τις εξής αγορές :

1) Αγορά του Τέλειου Ανταγωνισμού


2) Μονοπωλιακή Αγορά
3) Ολιγοπώλειο
4) Μονοπωλειακός Ανταγωνισμός

Θα εξετάσουμε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αγορών αυτών, τα σημεία


στα οποία η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της, καθώς και τις επιπτώσεις που
η κάθε μορφή οργάνωσης της αγοράς έχει για την ευημερία του καταναλωτή,
όπως αυτή ορίζεται από το πλεόνασμά του. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση είναι η
γνώση των συνθηκών παραγωγής της κάθε επιχείρησης, των συνθηκών κόστους
της και των εσόδων της.

74
Η αγορά του πλήρους Ανταγωνισμού

Οι προϋποθέσεις επί τη βάση των οποίων στηρίζεται η ανάλυση της λειτουργίας


και ισορροπίας της τέλειας ανταγωνιστικής επιχειρήσεως είναι οι εξής :

α) κάθε επιχείρηση μπορεί ελεύθερα να εισέλθει ή να εξέλθει του κλάδου στον


οποίο παράγει και πωλεί τα προϊόντα της, υπάρχει δηλαδή πλήρης κινητικότητα
των παραγωγικών συντελεστών

β) Κάθε επιχείρηση είναι μία απο τις πολλές επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο
και κλάδο και παράγουν το ίδιο προϊόν, και ο αριθμός των καταναλωτών είναι και
αυτός μεγάλος. Η υπόθεση αυτή εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία του
ανταγωνισμού αφού η επιχείρηση δεν μπορεί, ώς εκ του μεγέθους της, να
επιβάλλει τη δική της τιμολογιακή πολιτική ή να επηρεάσει κατ’άλλο τρόπο τις
συνθήκες λειτουργίας της αγοράς

γ) Το πωλούμενο προϊόν είναι ομοιογενές, δηλ όλες οι επιχειρήσεις εμπορεύονται


πανομοιότυπο προϊόν χωρίς την παραμικρή διαφορά

δ) Πλήρη γνώση τιμών και ποσοτήτων στην αγορά του προϊόντος

Αντικειμενικός σκοπός της ανταγωνιστικής επιχείρησης είναι η μεγιστοποίηση


των κερδών της. Τα κέρδη ορίζονται ώς η διαφορά μεταξύ των εσόδων της
επιχείρησης απο την πώληση των μονάδων του προϊόντος και του κόστους για την
παραγωγή τους.

Ώς πρός το κόστος παραγωγής έχουμε ήδη αναφερθεί εκτενώς.

75
Τα έσοδα της επιχείρησης τώρα εξαρτώνται απο τις μονάδες του προϊόντος που
πωλεί η επιχείρηση.

Στον πλήρη ανταγωνισμό, η τιμή του προϊόντος καθορίζεται απο τις καμπύλες
προσφοράς και ζήτησης. Η τιμη αυτή θεωρείται δεδομένη για τον κάθε παραγωγό
και δεν είναι σε θέση να την μεταβάλει. Ό λόγος για αυτό είναι οτι το μέγεθος
κάθε μίας επιχείρησης είναι μικρό σε σχέση με το συνολικό μέγεθος του κλάδου
στον οποίο επιχειρεί. Η συνάρτηση λοιπόν των συνολικών εσόδων παίρνει την
ακόλουθει μορφή.

TR

Τιμή

Είναι εμφανές ότι τα έσοδα του παραγωγού αυξάνονται κατά σταθερό ρυθμό ο
οποίος ισούται με την τιμή του προϊόντος.

76
Ώς μέσο έσοδο ορίζουμε το σύνολο των εσόδων της επιχείρησης πρός τον αριθμό
των πωλούμενων μονάδων. Εάν δηλαδή η επιχείρηση πωλεί 100 μονάδες και
αποκομίζει έσοδα 2000 ευρώ, το έσοδο ανα μονάδα προϊόντος ή διαφορετικά το
μέσο έσοδο είναι 2000/100 = 20 ευρώ. Η καμπύλη μέσου εσόδου αποτελεί και την
καμπύλη ζήτησης της επιχείρησης.

Ως οριακό έσοδο ορίζουμε το έσοδο της επιχείρησης απο την πώληση μίας
επιπρόσθετης μονάδας του προϊόντος. Στο παραπάνω παράδειγμα αυτό ισούται με
20 ευρώ. Το μέσο έσοδο δηλαδή ισούται με το οριακό έσοδο.

Προσοχή : Αυτό ισχύει ΜΟΝΟ στον πλήρη ανταγωνισμό όπου η καμπύλη


μέσου εσόδου ταυτίζεται με αυτή του οριακού εσόδου. Στο μονοπώλιο, οι
καμπύλες αυτές είναι διαφορετικές.

Η επιχείρηση λοιπόν μεγιστοποιεί τα κέρδη της στο σημείο όπου η διαφορά


μεταξύ συνολικών εσόδων και συνολικού κόστους είναι η μέγιστη. Αυτό
συμβαίνει όταν το ΟΡΙΑΚΟ ΚΟΣΤΟΣ ισούται με το ΟΡΙΑΚΟ ΕΣΟΔΟ της
επιχείρησης.

Εάν για παράδειγμα το οριακό έσοδο της επιχείρησης ήταν μεγαλύτερο απο το
οριακό κόστος, τότε θα ήταν προς το συμφέρον της επιχείρησης να αυξήσει την
παραγωγή αφού μία επιπρόσθετη μονάδα θα είχε ώς αποτέλεσμα το έσοδο απο
αυτή να είναι μεγαλύτερο απο το κόστος παραγωγής της. Αντίθετα, αν το οριακό
έσοδο ήταν μικρότερο απο το οριακό κόστος, η επιχείρηση θα είχε συμφέρον να
μείωσει την παραγωγή. Συνεπώς, η μεγιστοποίηση των κερδών επιτυγχάνεται
οταν το οριακό έσοδο εξισώνεται με το οριακό κόστος.

77
Στο παρακάτω διάγραμμα έχουμε τοποθετήσει ταυτόχρονα τις καμπύλες του
μέσου και οριακού κόστους , καθώς και του μέσου και οριακού εσόδου. Η
επιχείρηση μεγιστοποιεί τα έσοδά της στο κατώτερο σημείο της καμπύλης μέσου
συνολικού κόστους. Είναι προφανές οτι η μεγιστοποίηση του κέρδους δεν
επιτυγχάνεται στο σημείο του κατώτερο μέσου κόστους αφού περεταίρω αύξηση
του προϊόντως συμβάλει στην αύξηση του συνολικού κέρδους.

Εάν όμως η καμπύλη μέσου κόστους βρισκόταν πάνω απο απο την καμπύλη
οριακού εσόδου, τότε η επιχείρηση θα πραγματοποιούσε ζημιά. Για το εάν θα
συνέφερε η εξακολούθηση της παραγωγής , θα πρέπει να εξετάσουμε την
καμπύλη μέσου μεταβλητού κόστους. Όσο η καμπύλη αυτή βρίσκεται κάτω απο
την καμπύλη του οριακού εσόδου, η επιχείρηση συνεχίζει την παραγωγή, ακόμα
και αν πραγματοποιεί ζημιές. Διαφορετικά, αν και η καμπύλη μέσου μεταβλητού
κόστους είναι πάνω από την καμπύλη οριακού εσόδου, τότε η επιχείρηση θα
αναγκαστεί να κλείσει.

78
Η λογική στην παραπάνω πρόταση βρίσκεται στο εξής: Εάν η καμπύλη μέσου
μεταβλητού κόστους βρίσκεται πάνω στην οριζόντια καμπύλη μέσου και οριακού
εσόδου τότε η επιχείρηση στο άριστο σημείο (όπου οριακό έσοδο=οριακό κόστος)
έχει ζημιά που ισούται ακριβώς με τα σταθερά έξοδα. Οπότε ουσιαστικά είναι
αδιάφορη μεταξύ του να παράγει και να μην παράγει αφού και 0 μονάδες να
παρήγαγε, η ζημιά της θα ισούτο πάλι με το σταθερό κόστος. Υπ'όψην όμως οτι
στο σημείο αυτό βρίσκεται η μακροχρόνια ισορροπία της επιχείρησης η οποία έχει
κανονικά κέρδη.

MC

AVC
ΖΗΜΙΑ
P=MR

AFC
ΖΗΜΙΑ

Εάν τώρα η καμπύλη μέσου μεταβλητού κόστους βρισκόταν πάνω απο την
καμπύλη του μέσου και οριακού εσόδου, η ζημιά της επιχείρησης (στο άριστο
σημείο παραγωγής) θα ήταν μεγαλύτερη απο το μέσο σταθερό κόστος. Εάν η
επιχείρηση προτιμήσει να μην παράγει καμία μονάδα απο το προϊόν, θα πρέπει να

79
καταβάλει μόνο το σταθερό κόστος. Εάν πάλι αποφαίσει να παράγει στο σημείο
MR=MC η ζημιά της θα είναι μεγαλύτερη απο το σταθερό κόστος. Δηλαδή κάθε
μία επιπρόσθετη μονάδα που παράγει μεγαλώνει τη ζημιά και έτσι η επιχείρηση
θα πρέπει να κλείσει.

MC

AVC
ΖΗΜΙΑ
P=MR

AFC

Τέλος, εάν η καμπύλη του μέσου μεταβλητού κόστους βρίσκεται κάτω απο την
καμπύλη του μέσου και οριακού εσόδου τότε η επιχείρηση πάλι έχει ζημιά (διότι
το μέσο συνολικό κόστος είναι πάνω απο το μέσο έσοδο) αλλα σε αυτην την
περίπτωση δεν κλείνει και συνεχίζει να παράγει. Ο λόγος είναι οτι μία
επιπρόσθετη μονάδα παραγωγής έχει ώς αποτέλεσμα η συνολική ζημιά να
μειώνεται οπότε βραχυπρόθεσμα η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει
να παράγει ακόμα και με ζημιά. Στη μακροχρόνια περίοδο όμως θα πρέπει να
κλείσει.

80
Ένα άλλο συμπέρασμα που εξάγεται από την ανάλυση αυτή είναι ότι :
Η καμπύλη προσφοράς της επιχείρησης στον πλήρη ανταγωνισμό είναι η
καμπύλη οριακού κόστους της επιχείρησης, πάνω απο το σημείο όπου το
οριακό κόστος τέμνει την καμπύλη μέσου μεταβλητού κόστους.

Όπως έχουμε πει , η καμπύλη προσφοράς της επιχείρησης δείχνει τη σχέση


μεταξύ τιμής και προσφερόμενης ποσότητας. Αν υποθέσουμε οτι η τιμή αυξάνεται
, τότε η οριζόντια καμπύλη του μέσου εσόδου (που είναι και το οριακό έσοδο)
μετακινείται πρός τα πάνω. Αυτό όμως σημαίνει οτι έχουμε ένα νέο σημείο
ισορροπίας, εκεί που το καινούργιο οριακό έσοδο τέμνει την καμπύλη του
οριακού κόστους.

MC

P''=MR
P'=MR
P=MR
AVC

QQ' Q'' Q

81
Η καμπύλη του οριακού κόστους λοιπόν δείχνει τη συσχέτιση μεταξύ τιμής και
ποσότητας ισορροπίας που εξασφαλίζει στον παραγωγό την αριστοποίηση στην
παραγωγή. Είναι συνεπώς η καμπύλη προσφοράς.

Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΥ

Έχουμε ήδη περιγράψει την αγορά του πλήρους ανταγωνισμού η οποία αποτελεί
μία απλοποιημένη μορφή αγοράς προϊόντος. Εάν μεταβάλλουμε τα
χαρακτηριστικά της αγοράς αυτής ως προς το μέγεθος της καθώς και ως προς τις
δυνατότητες εισόδου και εξόδου επιχειρήσεων από τον κλάδο, οδηγούμαστε σε
μία διαφορετική μορφή αγοράς, αυτή του μονοπωλίου. Σε ένα μονοπώλιο λοιπόν,
υπάρχουν τα εξής χαρακτηριστικά γνωρίσματα :

1) Υπάρχει μόνο ένας παραγωγός-πωλητής του προϊόντος και


2) Υπάρχει αδυναμία εισόδου στην αγορά νέων επιχειρήσεων.

Το γεγονός ότι ο παραγωγός συνιστά ολόκληρο τον κλάδο του αγαθού έχει ως
αποτέλεσμα να έχει ΠΛΗΡΗ έλεγχο πάνω στις τιμές του αγαθού. Ενώ δηλαδή
στον πλήρη ανταγωνισμό κανείς παραγωγός δεν ήταν μεμονωμένα σε θέση να
μεταβάλει την τιμή του προϊόντος, στο μονοπώλιο ο παραγωγός μπορεί να θέσει
την τιμή την οποία επιθυμεί ώστε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του.

Το χαρακτηριστικό της αδυναμίας εισόδου επιχειρήσεων στον κλάδο έχει ως


σκοπό να αποκλείσει από την αγορά του αγαθού την δημιουργία υποκατάστατων
αυτού. Αυτή η αδυναμία μπορεί να προέλθει ως εξής :

1) Με νομικές παρεμβάσεις όπως για παράδειγμα η προστασία μίας


ευρεσιτεχνίας. Ο νόμος διασφαλίζει το ότι κανείς άλλος δεν μπορεί να

82
αντιγράψει το προϊόν που βασίζεται στην ευρεσιτεχνία έτσι ώστε ο
παραγωγός να απολαύσει τα οφέλη της δημιουργίας του. Συνήθως όμως το
διάστημα κατά το οποίο προστατεύεται ο μονοπωλητής είναι περιορισμένο
και έπειτα από αυτό επιτρέπεται η αντιγραφή της ευρεσιτεχνίας.
Παραδείγμα : Στα πρώτα χρόνια της φωτοτυπίας, η Xerox ήταν ο εφευρέτης
και ο μοναδικός προμηθευτής-παραγωγός φωτοτυπικών μηχανημάτων.

2) Ο μονοπωλητής είναι δυνατό να ελέγχει εξολοκλήρου την προσφορά ενός


ή περισσοτέρων από τους συντελεστές της παραγωγής

3) Το ίδιο το μέγεθος της αγοράς μπορεί να μην ευνοεί την είσοδο ενός ακόμα
ανταγωνιστή στην αγορά του προϊόντος.

4) Ο μονοπωλητής μπορεί να απολαμβάνει ορισμένες οικονομίες κλίμακας


στην παραγωγή. Οι οικονομίες κλίμακας είναι θετικές επιδράσεις στο
κόστος παραγωγής (λόγω καλύτερης οργάνωσης , καλύτερης τεχνολογίας
κτλ) πού έχουν ως αποτέλεσμα την μείωση του μακροχρόνιου μέσου
κόστους. Είναι φανερό ότι δεν μπορούν όλες οι επιχειρήσεις να έχουν
τέτοιες οικονομίες κλίμακας με συνέπεια κάποιες από αυτές να οδηγηθούν
σε έξοδο. Το γεγονός ότι μια επιχείρηση απολαμβάνει τέτοιες οικονομίες
μπορεί να συνδέεται και με τους λόγους που την κατέστησαν μονοπώλιο
έτσι και αλλιώς.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μονοπωλίου είναι τα λεγόμενα φυσικά


μονοπώλια. Τα φυσικά μονοπώλια δημιουργούνται λόγω των πολύ μεγάλων
σταθερών κοστών που απαιτούνται για την παραγωγή των αγαθών , τέτοια που
αποκλείουν εκ των πραγμάτων άλλες επιχειρήσεις από την δραστηριοποίηση τους.

83
Τέτοια μονοπώλια είναι οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας όπως ηλεκτρισμού,
ύδρευσης , οι σιδηρόδρομοι κ.ο.κ.

Η εξέταση της αριστοποίησης (σε ποιο σημείο δηλαδή ο παραγωγός μεγιστοποιεί


τα κέρδη του) απαιτεί, όπως και στον πλήρη ανταγωνισμό την γνώση των
καμπύλων εσόδων και κόστους της επιχείρησης. Ως προς τις καμπύλες κόστους,
θα προχωρήσουμε στην υπόθεση ότι δεν διαφέρουν από εκείνες της επιχείρησης
που λειτουργεί υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού. Οπότε όσα είπαμε στη
θεωρία κόστους σχετικά με τη μορφή των καμπυλών κόστους ισχύουν και στην
περίπτωση του μονοπωλίου διότι οι συνθήκες παραγωγής υποτίθεται ότι είναι οι
ίδιες, είτε έχουμε τέλειο ανταγωνισμό είτε έχουμε μονοπώλιο1.

Οι καμπύλες Εσόδου της επιχείρησης στο Μονοπώλιο.

Στην αγορά του μονοπωλίου και σε αντίθεση με τον πλήρη ανταγωνισμό, η


καμπύλη ζήτησης της επιχείρησης ΔΕΝ είναι μία ευθεία γραμμή παράλληλη προς
τον οριζόντιο άξονα. Επειδή ο μονοπωλητής είναι ο μόνος πωλητής του αγαθού ,
η καμπύλη ζήτησης της επιχείρησης αποτελεί και την καμπύλη ζήτησης του
κλάδου και έχει την γνωστή αρνητική κλίση. Αυτό σημαίνει ότι ο μονοπωλητής,
για να πωλήσει περισσότερες μονάδες από το αγαθό του θα πρέπει να μειώσει την
τιμή του προϊόντος του. Οι ορισμοί που δόθηκαν προηγούμενα ώς προς το τι είναι
το συνολικό έσοδο, το μέσο έσοδο και το οριακό έσοδο, ισχύουν και στο
μονοπώλιο. Αυτό όμως στο οποίο διαφοροποιείται το μονοπώλιο είναι ότι το

1
Στην πράξη βέβαια , οι συνθήκες κόστους του μονοπωλίου είναι δυνατό να διαφοροποιούνται από τον
πλήρη ανταγωνισμό καθώς μακροχρόνια κυρίως μπορεί να επικρατούν οικονομίες κλίμακας, όπως
αναφέρθηκε και παραπάνω. Επίσης, να τονιστεί ότι κάνουμε την υπόθεση ότι ο μονοπωλητής ΔΕΝ μπορεί
να επηρεάσει τις τιμές των παραγωγικών συντελεστών που απασχολεί. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, όταν
δηλαδή ο παραγωγός βάσει της ζήτησής του για παραγωγικούς συντελεστές μπορεί να επηρεάσει την τιμή
τους, μιλάμε για ολιγοψώνιο, ή στην ακραία περίπτωση όπου μόνον αυτός απασχολεί έναν παραγωγικό
συντελεστή, για μονοψώνιο.

84
οριακό έσοδο και το μέσο έσοδο ΔΕΝ ταυτίζονται. Ακριβώς επειδή ο
μονοπωλητής θα πρέπει να μειώσει την τιμή του αγαθού για να πωλήσει μία
επιπρόσθετη μονάδα, το οριακό έσοδο θα είναι σε κάθε περίπτωση μικρότερο από
το μέσο έσοδο, δηλαδή την τιμή.

Αν υποθέσουμε ότι ο μονοπωλητής διαθέτει 100 μονάδες του αγαθού προς 20


ευρώ και επιθυμεί να αυξήσει τις πωλήσεις του κατά μία μονάδα, να πωλήσει
δηλαδή 101 μονάδες τότε έστω ότι πρέπει να μειώσει την τιμή στα 19,9 ευρώ.
Στην τιμή των 20 ευρώ, το συνολικό του έσοδο είναι 100*20=2000 ευρώ. Στην
τιμή των 19,9 ευρώ, το έσοδο του είναι 101*19,9=2009,9. Το οριακό του έσοδο
λοιπόν, δηλαδή η μεταβολή η οποία επήλθε στο συνολικό έσοδο από την
πώληση μίας επιπρόσθετης μονάδας θα είναι 9,9 ευρώ. Εάν όμως αντί της
τιμής των 19,9 ευρώ, η επιχείρηση θα έπρεπε να μειώσει την τιμή στα 18 ευρώ για
την πώληση μίας επιπρόσθετης μονάδας, τότε η μεταβολή στα συνολικά έσοδα
(το οριακό έσοδο δηλαδή) θα ήταν 2000 –(101*18)=2000-1818= -182 ευρώ. Το
οριακό έσοδο θα ήταν δηλαδή αρνητικό. Συνεπάγεται λοιπόν ότι το οριακό έσοδο
μπορεί να είναι είτε θετικό , είτε μηδέν, είτε αρνητικό.

Επαναλαμβάνουμε πάλι ότι το οριακό έσοδο θα είναι πάντα μικρότερο από το


μέσο έσοδο. Αυτό συμβαίνει διότι ναι μεν η επιχείρηση λαμβάνει έσοδα από την
πώληση μίας επιπρόσθετης μονάδας του αγαθού, αλλά υφίσταται και μείωση των
εσόδων της από την πώληση όλων των μονάδων που πωλούσε προηγουμένως σε
μικρότερη τιμή. Προσοχή, το οριακό έσοδο ισούται με την τιμή στο μονοπώλιο
μόνο κατά την πώληση της πρώτης παραγόμενης μονάδας του αγαθού.

85
Το παραπάνω σχήμα δείχνει τις καμπύλες οριακού εσόδου (MR) και μέσου
εσόδου (AR) . Να σημειώσουμε ότι η καμπύλη του μέσου εσόδου είναι
παράλληλα και η καμπύλη ζήτησης της επιχείρησης. Είναι εμφανές ότι το οριακό
έσοδο είναι πάντα μικρότερο από το μέσο έσοδο εκτός βέβαια όταν παράγεται η
πρώτη μονάδα του αγαθού.

Η βραχυχρόνια ισορροπία της επιχείρησης :

Για την εύρεση της ισορροπίας της επιχείρησης , θα κάνουμε την υπόθεση ότι
σκοπός της επιχείρησης, όπως άλλωστε και στον πλήρη ανταγωνισμό, είναι η
μεγιστοποίηση των κερδών. Συνακόλουθα, η συνθήκης μεγιστοποίηση ΔΕΝ
μεταβάλλεται και ορίζει όπως η μεγιστοποίηση των κερδών επιτυγχάνεται στο
σημείο όπου ΟΡΙΑΚΟ ΕΣΟΔΟ=ΟΡΙΑΚΟ ΚΟΣΤΟΣ.

Στο παρακάτω διάγραμμα συνδυάζουμε τόσο τις καμπύλες εσόδων όσο και τις
καμπύλες κόστους (που έχουν την ίδια μορφή με αυτές του πλήρη ανταγωνισμού).

86
Όπως είναι φανερό, η επιχείρηση παράγει τόση ακριβώς ποσότητα (Q*) ώστε να
διασφαλιστεί η σχέση μεγιστοποίησης, MR=MC. Στον πλήρη ανταγωνισμό το
οριακό κόστος εξισωνόταν με το οριακό έσοδο το οποίο όμως παράλληλα όμως
ήταν και η τιμή του προϊόντος. Στο μονοπώλιο όμως η τιμή και το οριακό έσοδο
διαφέρουν, με συνέπεια ο καταναλωτής να πληρώνει μια υψηλότερη τιμή P*.

Συνεπώς για να βρούμε την τιμή στην οποία χρεώνει ο μονοπωλητής θα πρέπει :
1) Να βρούμε την ποσότητα που θα παράγει, στο σημείο που τέμνονται οι
καμπύλες οριακού εσόδου και οριακού κόστους (στο B) .
2) Αφού έχουμε προσδιορίσει την άριστη ποσότητα παραγωγής, την Q*,
προβάλουμε την ποσότητα αυτή πάνω στην καμπύλη ζήτησης (την D). Το
σημείο E στο οποίο η ποσότητα τέμνει την καμπύλη προσδιορίζει και την
τιμή P* στην οποία θα πωλήσει ο παραγωγός το προϊόν του.

87
Ξέροντας τώρα τόσο την τιμή όσο και την ποσότητα που μεγιστοποιούν τα κέρδη
του παραγωγού , μπορούμε να υπολογίσουμε και τα κέρδη αυτά. Αφού παράγει
Q*, η προβολή της ποσότητας αυτής πάνω στην καμπύλη του μέσου κόστους ,
μας δίνει και το συνολικό του κόστος. Με άλλα λόγια, για ποσότητα παραγωγής
Q*, η κάθε μονάδα παραγωγής του κοστίζει C. Για να βρούμε το συνολικό κόστος
θα πρέπει να πολλαπλασιάσουμε το πόσο του κοστίζει η κάθε μονάδα (C ) με το
πόσο παράγει (Q*). Αυτό το γινόμενο δεν είναι τίποτα άλλο από το εμβαδό του
τετραγώνου CAQ*O.

Τα συνολικά έσοδα τώρα δίνονται εάν πολλαπλασιάσουμε το μέσο έσοδο, δηλαδή


την τιμή, δηλαδή το πόσο αποφέρει κατά μέσο όρο η κάθε πωλούμενη μονάδα με
την πωλούμενη ποσότητα Q*. Αυτό δίνεται από το εμβαδόν του τετραγώνου
P*EQ*O. Συνεπώς, τα κέρδη του μονοπωλητή δίνονται από το εμβαδόν του
τετραγώνου P*EAC.

Σε σχέση με τον πλήρη ανταγωνισμό, το μονοπώλιο παράγει λιγότερη ποσότητα


και πωλεί σε υψηλότερη τιμή. Ενώ στον πλήρη ανταγωνισμό P=MR=MC, στο
μονοπώλιο ενώ MR=MC, P>MR και P>MC. Το κατά πόσο η τιμή είναι
μεγαλύτερη από το Οριακό κόστος (MC) καταδεικνύει και την δύναμη του
μονοπωλίου.

Αυτή η διαφορά μεταξύ τιμής και οριακού κόστους (η δύναμη δηλαδή του
μονοπωλίου ) σχετίζεται με το πόσο ελαστική είναι καμπύλη ζήτησης που
αντιμετωπίζει. Όσο πιο ανελαστικό είναι το προϊόν που παράγει , τόσο
μεγαλύτερη θα είναι η τιμή που θα χρεώνει και άρα τόσο μεγαλύτερη η διαφορά
μεταξύ οριακού κόστους και τιμής. (Και συνεπώς τόσο μεγαλύτερη η
μονοπωλιακή του δύναμη).

88
Απόδειξη :

Αναφέραμε και προηγουμένως ότι η μονοπωλιακή επιχείρηση ΔΕΝ αντιμετωπίζει


μία πλήρως ελαστική καμπύλη ζήτησης. Για να πωλήσει μία επιπρόσθετη μονάδα
του προϊόντος της θα πρέπει να μειώσει την τιμή. Η τιμή όμως αυτή θα πρέπει να
εφαρμοστεί όχι μόνο στις επιπλέον πωλούμενες μονάδες αλλά στο σύνολο των
πωλούμενων μονάδων της.

η διαφορά στα συνολικά έσοδα θα είναι

TR = Q  P − P  Q

Διαιρώντας τα μέλη με Q
TR Q  P P  Q
= −
Q Q Q

Το αριστερό μέλος δεν είναι τίποτα άλλο από τα οριακά έσοδα


P
MR = P − Q
Q

Πολλαπλασιάζω και διαιρώ με το δεύτερο μέλος

P Q
MR = P(1 −  )
Q P

και βγάζω το P κοινό παράγοντα

P Q
Αλλά το 
Q P

δεν είναι τίποτα άλλο από την ελαστικότητα ζήτησης αντεστραμμένη. Συνεπώς :

89
1
MR = P(1 − )
ed

Αυτός ο τύπος μας δίνει την σχέση μεταξύ οριακών εσόδων και ελαστικότητας
στο μονοπώλιο. Είναι εμφανές ότι όταν ed είναι 0 , τότε το οριακό έσοδο ισούται
με την τιμή, δηλαδή έχουμε την περίπτωση του πλήρους ανταγωνισμού.

Επίσης όταν η ελαστικότητα ισούται με το 1, τότε το οριακό έσοδο είναι 0.


Συνάγεται λοιπόν ότι η μονοπωλιακή επιχείρηση θα παράγει στο ελαστικό τμήμα
της καμπύλης ζήτησης , αλλά όσο πιο ανελαστική είναι αυτή, τόσο μεγαλύτερη θα
είναι η απόκλιση μεταξύ οριακού εσόδου και τιμής.

Ο δείκτης Lerner

'Ένας δείκτης μέτρησης της μονοπωλιακής δύναμης της επιχείρησης είναι ο


δείκτης lerner. Αυτός δείχνει το κατά πόσες φορές η επιχείρηση καλύπτει με την
τιμή που χρεώνει το οριακό της κόστος, tην διαφορά δηλαδή μεταξύ οριακού
κόστους και τιμής. Όπως ήδη αναφέραμε , το μέγεθος της διαφοράς αυτής
εξαρτάται από τον βαθμό ελαστικότητας της καμπύλης ζήτησης που αντιμετωπίζει
η επιχείρηση. Αν για παράδειγμα η τιμή είναι 5 ευρώ και το οριακό κόστος 2
ευρώ, ο δείκτης lerner είναι (5-2)/5=3/5=0.6. Όσο μεγαλύτερος είναι ο δείκτης,
τόσο μεγαλύτερη και η μονοπωλιακή δύναμη της επιχείρησης.

Πολιτική των διακριτικών τιμών (Price Discrimination)

Η διάκριση τιμών συνιστά μία από τις χαρακτηριστικές δυνατότητες του


μονοπωλίου και σκοπό έχει την περεταίρω αύξηση των κερδών της επιχείρησης,
εγκαταλείποντας την ενιαία τιμολόγηση και εφαρμόζοντας διακριτές τιμές

90
ανάλογα με τον τύπου του καταναλωτή. Το μονοπώλιο δηλαδή κατά κάποιο τρόπο
καταφέρνει για παράδειγμα να χρεώσει τον καταναλωτή Α 10 ευρώ για το προϊόν
του ενώ τον καταναλωτή Β 20 ευρώ για το ίδιο προϊόν. Πρέπει πάντως να
τονίσουμε εδώ ότι εάν δεν υπάρχουν κόστη πληροφόρησης και συναλλαγών, η
πολιτική των διακριτών τιμών είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Αυτό διότι ενώ
μία κατηγορία καταναλωτών θα αγοράζει το αγαθό σε χαμηλότερη τιμή, οι
υπόλοιπες κατηγορίες καταναλωτών θα μπορούν να αγοράζουν το αγαθό από
αυτούς (και όχι από τους παραγωγούς) σε χαμηλότερη τιμή από αυτή που θα
πλήρωναν. Αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί έως ότου δεν υπάρχει άλλο κίνητρο
για ενδιάμεσες συναλλαγές, όταν δηλαδή η τιμή γίνει ίδια για όλους τους
καταναλωτές. Να αναφέρουμε επίσης ότι αυτό μπορεί να ισχύσει μόνο για
συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών. Για παράδειγμα, οι υπηρεσίες του γιατρού δεν
μπορούν να μεταπωληθούν και συνεπώς ένας γιατρός που έχει το μονοπώλιο στην
παροχή υπηρεσιών , μπορεί να είναι σε θέση να ασκήσει πολιτική διακριτικών
τιμών.

Στη συνέχει θα εξετάσουμε τα τρία είδη διακριτικών τιμών.

1) Διακριτικές Τιμές πρώτου βαθμού

Βάσει αυτής της πολιτικής , ο μονοπωλητής θα θελήσει να χρεώσει τον κάθε


καταναλωτή ανάλογα με τη μέγιστη δυνατότητα πληρωμής του και με αυτόν τον
τρόπο να καρπωθεί το σύνολο του πλεονάσματος του καταναλωτή.

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε τι είναι το πλεόνασμα του καταναλωτή. Έχουμε


ήδη αναφέρει ότι η τιμή του προϊόντος διαμορφώνεται από την προσφορά και την
ζήτηση. Από τη στιγμή που διαμορφώνεται μία τιμή ισορροπίας, όλοι οι
καταναλωτές θα αγοράσουν το προϊόν σε αυτήν ακριβώς την τιμή. Παρόλα αυτά,
υπάρχουν καταναλωτές που θα ήταν διατεθειμένοι να αγοράσουν το προϊόν

91
ακόμα και σε υψηλότερη τιμή. Πληρώνουν όμως την χαμηλότερη από την μέγιστη
που θα έδιναν τιμή ισορροπίας και συνεπώς καρπώνονται οι ίδιοι αυτή τη διαφορά
που συνιστά και το πλεόνασμά τους ως καταναλωτές.

Διαγραμματικά, το πλεόνασμα του καταναλωτή μπορεί να δειχτεί ως η περιοχή


που ορίζεται από την τιμή του προϊόντος, τον κάθετο άξονα και την καμπύλη
ζήτησης.

Πλεόνασμα
Καταναλωτή

Po

Qo Q

2. Διακριτικές τιμές δευτέρου βαθμού

Η διακριτική αυτή τιμολόγηση αφορά τη λεγόμενη μη γραμμική τιμολόγηση (non


linear price) η οποία συμβαίνει όταν το μονοπώλιο χρεώνει διαφορετικές τιμές
(ανα μονάδα προϊόντος) για διαφορετικές συνολικές ποσότητες προϊόντος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τιμολόγηση του ηλεκτρικού ρεύματος. Για
παράδειγμα, τα πρώτα 100 kw ανα ώρα χρεώνονται μς 0,25 ευρώ ανα κιλοβατώρα

92
, ενώ για συνολική κατανάλωση μεγαλύτερη των 100kw, η κιλοβατώρα χρεώνεται
με 0,30 ευρώ.

3. Διακριτικές τιμές τρίτου βαθμού

Αυτή η τιμολόγηση έχει ομοιότητες με την πρώτη αλλά τώρα αντί ο μονοπωλητής
να πωλεί σε διαφορετικές τιμές ανάλογα με τα μεμονωμένα άτομα, πωλεί σε
διαφορετικές τιμές ανάλογα με τις ομάδες των καταναλωτών στις οποίες
απευθύνεται. Για παράδειγμα, σε διαφορετικές τιμές πωλούνται τα βιβλία στους
φοιτητές (με μαλακό εξώφυλλο) και σε διαφορετικές τιμές πωλούνται τα ίδια
βιβλία στις βιβλιοθήκες (με σκληρό εξώφυλλο). Προφανώς η μεγάλη διαφορά
στην τιμή (πολλές φορές ακόμα και διπλάσια) δεν οφείλεται στο κόστος του
εξωφύλλου αλλά στο ότι οι βιβλιοθήκες έχουν πιο ανελαστική ζήτηση και
επομένως ο παραγωγός μπορεί να χρεώσει υψηλότερη τιμή.

Ρύθμιση μονοπωλίου

Η ρύθμιση του μονοπωλίου είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα στα


εφαρμοσμένα οικονομικά καθώς ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που
σχετίζονται με τηλεπικοινωνίες , μεταφορές, ηλεκτροδότηση, υδροδότηση κτλ
είναι υποχρεωμένες να κινηθούν εντός ενός αυστηρού νομοθετικού πλαισίου.
Πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι οι τιμές ενός ρυθμισμένου μονοπωλίου θα
πρέπει να αντανακλούν επακριβώς τα οριακά κόστη παραγωγής του διότι
καταυτόν τον τρόπο η καθαρή κοινωνική απώλεια (deadweight loss) μειώνεται.
Το βασικό όμως πρόβλημα με μια τέτοιου είδους τιμολόγηση είναι ότι μπορεί να
οδηγήσει ένα μονοπώλιο να λειτουργεί με ζημία. Τα φυσικά μονοπώλια,
εξορισμού, απολαμβάνουν φθίνων μέσο κόστος παραγωγής σε ένα πολύ μεγάλο
εύρος προϊόντος, όπως δείχνει και το παρακάτω σχήμα. Όταν δεν υπάρχει κρατική

93
παρέμβαση, η ποσότητα η οποία θα παράγει μια μονοπωλιακή επιχείρηση είναι η
Q* ενώ η τιμή στην οποία πωλείται το προϊόν είναι η P1.

Μια ρυθμιστική αρχή όμως ενδέχεται να παρέμβει και να ορίσει ως ανώτατη τιμή
αυτήν που οποία ορίζεται στο σημείο Z από τη σχέση MC=P=AR, δηλαδή να
επιβάλει οριακή τιμολόγηση όπου η επιχείρηση θα πρέπει να πωλήσει στην τιμή
P2 Δυστυχώς όμως , λόγω της αρνητικής κλίσης της καμπύλης μέσου κόστους της
επιχείρησης , η τιμή αυτή είναι μικρότερη από το μέσο κόστος στο σημείο αυτό ,
κάτι που συνεπάγεται ότι το μονοπώλιο θα πρέπει να λειτουργήσει με ζημιά.
Επειδή όμως καμία επιχείρηση δεν μπορεί να παράγει για πάντα με ζημιά, τίθεται
το ζήτημα της επιλογής μεταξύ εγκατάλειψης της ρυθμιστικής οριακής
τιμολόγησης και συνεχούς επιδότησης της μονοπωλιακής επιχείρησης.

Μια λύση σε αυτό το πρόβλημα δίνεται από την διπλή τιμολόγηση. Δηλαδή η
αρχή που κάνει την ρύθμιση του μονοπωλίου επιβάλει δύο τιμές . Κάποιοι

94
χρήστες πληρώνουν μια υψηλή τιμή (P1) ενώ κάποιοι άλλοι οριακοί χρήστες μια
μικρότερη.(P2) Επί της ουσίας δηλαδή η κατανάλωση κάποιων χρηστών επιδοτεί
την κατανάλωση κάποιων άλλων.

Κρατικό μονοπώλιο – Φυσικό μονοπώλιο

Ένας από του λόγους δημιουργίας του μονοπωλίου μπορεί να είναι το γεγονός ότι
το αγαθό που παράγει παρουσιάζει φθίνοντα οριακά και μέση κόστη για ένα πολύ
μεγάλο εύρος μονάδων παραγωγής . Αυτή είναι η περίπτωση των φυσικών
μονοπωλίων. Μια τέτοια περίπτωση επιχείρησης μπορεί , αφού εδραιωθεί , να
απαγορεύσει την είσοδο άλλων επιχειρήσεων στον κλάδο με το να θέσει μια πολύ
χαμηλή τιμή. Οποιαδήποτε νέα επιχείρηση προσπαθήσει να εισέλθει θα παράσχει
μια σχετικά χαμηλή ποσότητα προϊόντος σε υψηλότερο μέσο κόστος και συνεπώς
τιμή. Άρα θα εξωθηθεί εκτός αγοράς.
Τα φυσικά μονοπώλια θα πρέπει να διαχωριστούν από τα κρατικά μονοπώλια αν
και σε κάποιες περιπτώσεις ταυτίζονται. Μια επιχείρηση όπως η παραπάνω
δηλαδή μια επιχείρηση με φθίνων μέσο κόστος παραγωγής σε ένα μεγάλο εύρος
μονάδων παραγωγής μπορεί να είναι κρατική ακριβώς επειδή απαιτεί μια πολύ
μεγάλη επένδυση για να μπορεί να λειτουργεί. Μόλις όπως πραγματοποιηθεί η
επένδυση, το μέσο και οριακό κόστος αρχίζει να φθίνει απότομα καθώς το να
εξυπηρετήσεις έναν πελάτη παραπάνω κοστίζει λίγο στην επιχείρηση. Για
παράδειγμα , η παροχή ηλεκτροδότησης σε έναν επιπρόσθετο πελάτη δεν
αποτελεί πολύ μεγάλο μέρος του κόστους της ΔΕΗ (πέραν του ότι ο πελάτης
πολλές φορές πληρώνει και τέλη σύνδεσης) σε σχέση με το κόστος εγκατάστασης
και λειτουργίας μια ηλεκτροπαραγωγικής μονάδας. Αλλά και μια επιχείρηση που
δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά του φθίνοντος μέσου κόστους σε μεγάλο εύρος
παραγωγής αλλά είναι μονοπωλιακή, εάν αγοραστεί από το κράτος μετατρέπεται
αυτόματα σε κρατικό μονοπώλιο.

95
Δυναμικές απόψεις για το μονοπώλιο

Το μονοπώλιο είναι πάντα κακό ; Η επικρατούσα στατική άποψη λέει ότι το


μονοπώλιο οδηγεί σε ανισοκατανομή των παραγωγικών πόρων και αυτό αποτελεί
την αφορμή και το κίνητρο για τις αντιμονοπωλιακές πρακτικές. Κάποιοι
οικονομολόγοι όμως, όπως ο Schumbeter υποστήριξαν ότι υπό ένα πιο δυναμικό
πρίσμα, τα μονοπωλιακά κέρδη ενδέχεται να επηρεάζουν θετικά την διαδικασία
της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτοί οι οικονομολόγοι έδωσαν δέουσα έμφαση στην
καινοτομία και την δυνατότητα κάποιων μορφών μονοπωλίου να αποκτούν
τεχνολογικό πλεονέκτημα. Υπό την έννοια αυτή, τα κέρδη που αποκτά μια
μονοπωλιακή επιχείρηση μπορούν να διατεθούν για έρευνα και ανάπτυξη. Ενώ
λοιπόν οι επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο
περιμένουν να έχουν κανονικές αποδόσεις στα επενδεδυμένα κεφάλαια τους, η
μονοπωλιακή επιχείρηση διαθέτει πλεονασματικά κεφάλαια με τα οποία μπορεί
να αναλάβει τον κίνδυνο που συνεπάγεται η ακριβή επιστημονική έρευνα.
Επιπρόσθετα, η πιθανότητα απόκτησης μονοπωλιακής δύναμης ή η διατήρησή της
αποτελούν ένα ισχυρό κίνητρο επένδυσης ώστε ο επιχειρηματίας να βρίσκεται
πάντα ένα βήμα μπροστά από τους ανταγωνιστές του. Οι καινοτομίες και οι
τεχνικές μείωσης τους κόστους είναι ενδεχομένως άρρηκτα συνδεδεμένες με την
πιθανότητα δημιουργίας μονοπωλιακού πλεονεκτήματος.

Ο Schumbeter επεσήμανε ότι το μονοπώλιο σε μια αγορά μπορεί να καταστήσει


λιγότερο ακριβό για μια επιχείρηση να προγραμματίσει τις δραστηριότητές της.
Το να είσαι ο μοναδικός πάροχος ενός προϊόντος απαλλάσσει από πολλές
υποχρεώσεις που έχεις όταν η επιχείρηση είναι πλήρως ανταγωνιστική. Για
παράδειγμα, ένα μονοπώλιο δεν είναι αναγκασμένο να πληρώσει τόσο πολύ για
δαπάνες πώλησης (π.χ. διαφήμιση, προβολή σήματος, οργάνωση δικτύου
μεταπωλητών) όπως ενδεχομένως μια ανταγωνιστική επιχείρηση θα πλήρωνε.
Επιπροσθέτως, μια μονοπωλιακή επιχείρηση γνωρίζει καλύτερα την

96
συγκεκριμένη καμπύλη ζήτησης του προϊόντος της και μπορεί να προσαρμοστεί
καλύτερα στις αλλαγές των συνθηκών ζήτησης. Ασφαλώς, το εάν οποιαδήποτε
πλεονεκτήματα από την ύπαρξη ενός μονοπωλίου υπερκαλύπτουν την κοινωνική
απώλεια που αυτό συνεπάγεται είναι θέμα εμπειρικής μελέτης και δεν μπορεί να
απαντηθεί χωρίς αναλυτική διερεύνηση των αγορών του αληθινού κόσμου.

Η Αγορά του Ολιγοπωλείου.

Αναλύσαμε ήδη τις δύο ακραίες μορφές αγοράς, αυτή του πλήρους ανταγωνισμού
και του μονοπωλίου. Στην πραγματικότητα πολύ λίγες φορές θα συναντήσουμε
επιχειρήσεις που λειτουργούν είτε στη μία αγορά είτε στην άλλη και αυτό διότι οι
υποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται είναι πολύ περιοριστικές. Σκοπός μας
είναι να τροποποιήσουμε τις υποθέσεις αυτές έτσι ώστε να περιγράψουμε αγορές
οι οποίες συναντιώνται πιο συχνά στην οικονομική ζωή. Το ολιγοπώλιο είναι μία
απο τις αγορές αυτές. Πιο συγκεκριμένα, για την αγορά αυτή υποθέτουμε ότι
ισχύουν τα ακόλουθα :

1) Υπάρχουν λίγοι σχετικά παραγωγοί οι οποίοι και αλληλοεξαρτώνται ώς


προς την λήψη των αποφάσεων.
2) Τα αγαθά μπορεί να είναι ομοιογενή ή και διαφοροποιημένα.

Αυτό το οποίο καθιστά την αγορά του ολιγοπωλίου τόσο ενδιαφέρουσα, είναι το
γεγονός ότι ο κάθε ένας παραγωγός ενδιαφέρεται για το πώς συμπερεφέρεται ο
ανταγωνιστής του. Αυτό στον πλήρη ανταγωνισμό είναι άσκοπο αφού όλοι
διαθέτουν τα αγαθά τους στην ίδια τιμή , ενώ στο μονοπώλειο υπάρχει μόνο ένας
πωλητής. Η ζήτηση όμως των προϊόντων ενός ολιγοπωλητή επηρεάζεται κατά ένα
μεγάλο βαθμό από τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών του. Ο κάθε λοιπόν
παραγωγός ξεχωριστά θα πρέπει να διαμορφώσει στρατηγικές που θα του
επιτρέψουν να αντιδράσει κατά τον καλύτερο για αυτόν τρόπο σε ενδεχόμενες
97
κινήσεις των ανταγωνιστών του αλλά και σε ενδεχόμενες υποθέσεις για τις
επιχειρηματικές στρατηγικές αυτών. Συνεπώς, είναι αδύνατο να υπάρξει μία
γενικευμένη θεωρία του ολιγοπωλείου, για τον απλούστατο λόγω ότι
υπεισέρχονται τόσοι πολλοί υποκειμενικοί παράγοντες στην συμπεριφορά του
ολιγοπωλητή ώστε να είναι δύσκολη η πρόβλεψη της επιχειρηματικής του
δράσης. Παρα ταύτα, η οικονομική επιστήμη εξετάζει βάσει κάποιων υποθέσεων
ορισμένα βασικά υποδείγματα του ολιγοπωλείου, με σκοπό την όσο το δυνατόν
κατανόηση της αγοράς αυτής. Πρέπει να τονίσουμε σε κάθε περίπτωση ότι η
ανάλυσή μας θα στηριχτεί στο ότι τα προϊόντα που παράγονται απο τις (λίγες)
επιχειρήσεις είναι ομοιογενή, δεν υπάρχει δηλαδή διαφοροποίηση ώς προς καμία
παράμετρό τους. Τέλος, ένα αναλυτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στην
ανάλυση του ολιγοπωλίου είναι η θεωρία των παιγνίων. Παίγνιο είναι η
ανταγωνιστική κατάσταση στην οποία βρίσκονται δύο οι περισσότερες μονάδες
λήψης αποφάσεων με συγκρουόμενα συμφέροντα. Τέτοιες μονάδες είναι και οι
ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις, έκαστη των οποίων γνωρίζει ότι επηρεάζεται και
επηρεάζει τους ανταγωνιστές της.

1. Το υπόδειγμα του Cournot.

Το υπόδειγμα αυτό αφορά δύο επιχειρήσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις


ποσότητες που παράγει ο ανταγωνιστής τους για να διαμορφώσουν την δική τους
ποσότητα. Εμπνευστής του υποδείγματος ήταν ο Γάλλος μαθηματικός Κουρνό,
από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Ο Κουρνό θεώρησε δύο επιχειρήσεις οι
οποίες παράγουν το ίδιο ακριβώς προϊόν και έχουν μηδενικό οριακό κόστος. Σαν
παράδειγμα ανέφερε την πώληση μεταλλικού νερού από δύο διαφορετικές πηγές.
Επίσης έκανε την υπόθεση ότι και οι δύο παραγωγοί έχουν μηδενικό οριακό
κόστος και ότι η καμπύλη ζήτησης που αντιμετωπίζουν έχει (τη συνήθη) αρνητική
κλίση. Ο κάθε ένας παραγωγός θα πρέπει να μεγιστοποιήσει την συμπεριφορά
του, να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του με βάση τις πεποιθήσεις του για την

98
ποσότητα που θα παράγει ο άλλος παραγωγός. Καταυτόν τον τρόπο μπορεί να
εξαχθεί η καμπύλη αντίδρασης του ενός παραγωγού (έστω ο Ι) η οποία δείχνει
ποιά ποσότητα από το αγαθό θα παράγει έτσι ώστε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη
του, δεδομένης της ποσότητας που παράγει ο άλλος πωλητής. Ο παραγωγός ΙΙ
τώρα έχει και αυτός μία καμπύλη αντίδρασης που δείχνει ποιες ποσότητες θα
παράγει σε κάθε επίπεδο παραγωγής του άλλου παραγωγού. Το σημείο στο οποίο
τέμνονται οι δύο καμπύλες αποτελεί το σημείο ισορροπίας cournot που είναι ένα
σημείο ισορροπίας Nash. Η εν λόγω ισορροπία είναι δηλαδή εκείνη η κατάσταση
στην οποία η επιλογή του ενός παραγωγού είναι άριστη με δεδομένη την επιλογή
του άλλου παραγωγού.

Η ισορροπία Κουρνό δεικνύεται στο παρακάτω διάγραμμα ως το σημείο Κ στο


οποίο τέμνονται οι δύο καμπύλες αντίδρασης.

2. Το υπόδειγμα του Bertrand

Το προηγούμενο υπόδειγμα του Cournot δεν έμεινε χωρίς την ανάλογη κριτική.
Το 1883 ο Γάλλος οικονομολόγος Joseph Bertrand πιστεύοντας ότι ασκούσε μια

99
κριτική στο υπόδειγμα του Cournot, παρουσίασε ένα διαφορετικό υπόδειγμα,
βασιζόμενο σε διαφορετικές υποθέσεις. Κατά το υπόδειγμά του, η τιμή του
ανταγωνιστή και όχι το μερίδιο της αγοράς αυτού είναι εκείνο που υποτίθεται ότι
διατηρείται σταθερό. ως αποτέλεσμα δε των αλληλοαντιδράσεων των πωλητών
είναι η διαδοχική μείωση της τιμής του προϊόντος τους μέχρι την τιμή η οποία
καθορίζεται υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού. Αυτό συνιστά και το λεγόμενο
παράδοξο του Bertand το οποίο και το συζητάμε ξεχωριστά ευθύς αμέσως.

Το παράδοξο του Bertrand

Αν και η ολιγοπωλιακή μορφή οργάνωσης δεν είναι άριστη από άποψη κατανομής
πόρων και κοινωνικού πλεονάσματος (σε σχέση με τον πλήρη ανταγωνισμό) ,
υπάρχει μια περίπτωση όπου κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, δύο
ανταγωνιστικές ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις είναι δυνατόν να παράγουν σε τιμές
και ποσότητες που θα παρήγαγαν εάν βρίσκονταν στον πλήρη ανταγωνισμό.
Δηλαδή η τιμή τους να τεθεί ίση με το οριακό τους κόστος και να έχουν μηδενικά
κέρδη (κανονικά). Αυτό θα συμβεί εάν οι δύο επιχειρήσεις επιδοθούν σε πόλεμο
τιμών με την μία να κατεβάζει την τιμή και την άλλη να ακολουθεί. Υποθέτοντας
ότι και οι δύο αντιμετωπίζουν τις ίδιες συνθήκες κόστους, αυτό μπορεί να
εξακολουθήσει μέχρι του σημείου όπου P=MC, δηλαδή το πλήρως ανταγωνιστικό
σημείο ισορροπίας. Είναι προφανές ότι εάν η μία έχει καλύτερες συνθήκες
κόστους από την άλλη μπορεί να χαμηλώσει περεταίρω την τιμή και να ωθήσει
την άλλη επιχείρηση εκτός αγοράς δημιουργώντας μονοπώλιο.

3. Το υπόδειγμα του Καρτέλ ή της Συνεργασίας

Τα δύο ανωτέρω υποδείγματα βασίζονται στην υπόθεση ότι ο ένας παραγωγός-


πωλητής ανταγωνίζεται τον άλλον, είτε σε όρους μεριδίου της αγοράς (Κουρνό)

100
είτε σε όρους τιμής (Bertrand). Όταν όμως οι δύο παραγωγή αποφασίζουν να
συνεργαστούν, οδηγούμαστε στο λεγόμενο υπόδειγμα του καρτέλ κατά το οποίο
επιτυγχάνεσαι η σύμπραξη των δύο μερών. Στην περίπτωση αυτή, κατόπιν
συνεννοήσεως, οι παραγωγοί κατανέμουν την αγορά του προϊόντος τους σε
ανάλογα μέρη μεταξύ τους. Εάν δε έχουν συμφωνήσει την από κοινού
μεγιστοποίηση των συνολικών τους κερδών, τότε το Καρτέλ αποτελεί μια
καλυμμένη μορφή μονοπωλίου.

Αυτή η μορφή συνεργασίας των επιχειρήσεων δεν είναι σταθερή. Μακροχρόνια


υπάρχει η τάση της διαλύσεως της αρχική συμφωνίας και αυτό για τους
ακόλουθους βασικούς λόγους: Καταρχήν, όταν μια επιχείρηση παίρνει τελικά ως
μερίδιο από το σύνολο των κερδών, ποσό μικρότερο από εκείνο που θα έπαιρνε
εάν λειτουργούσε ανεξάρτητα, τότε θα επιδιώξει να αποχωρήσει από το καρτέλ.
Αυτό συμβαίνει αν για παράδειγμα η επιχείρηση διαπιστώσει εκ των υστέρων ότι
οι συνθήκες κόστους της είναι καλύτερες από αυτές των υπολοίπων επιχειρήσεων
που συμμετέχουν στο καρτέλ.

4. Το υπόδειγμα της επιχείρησης – Ηγέτης

Σύμφωνα με το υπόδειγμα αυτό, υπάρχουν δύο επιχειρήσεις στον κλάδο. Η πρώτη


επιχείρηση συνήθως έχει το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων του κλάδου ή
αντιμετωπίζει ευνοϊκότερες συνθήκες κόστους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ή
μια επιχείρηση θέτει τη ποσότητα η οποία μεγιστοποιεί τα κέρδη της, με δεδομένο
το ότι γνωρίζει το πώς θα αντιδράσει η δεύτερη επιχείρηση. Η επιχείρηση Ι
δηλαδή η οποία κινείται πρώτη, γνωρίζει την καμπύλη αντίδραση της δεύτερης.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η ΙΙ έχει το πλεονέκτημα αφού παρατηρεί το τι
πράττει η Ι και ακολούθως αποφασίζει για τη δική της στρατηγική. Αυτό όμως δεν
συμβαίνει διότι πολύ απλά το πώς θα αντιδράσει η ΙΙ είναι πλήρως γνωστό στην Ι.
Μπορούμε να κάνουμε τον διαχωρισμό μεταξύ ηγεσίας τιμής (όπου η επιχείρηση Ι

101
επιλέγει πρώτη την τιμή στην οποία θα πωλήσει το προϊόν της) και ηγεσίας
ποσότητας (όπου η επιχείρηση Ι επιλέγει πρώτη την ποσότητα που θα παράγει και
θα διαθέσει στην αγορά).Το υπόδειγμα της ηγεσίας ποσότητας αναφέρεται και
στη βιβλιογραφία ως ισορροπία Stackelberg.

5. Το υπόδειγμα της τεθλασμένης καμπύλης ζήτησης

Το υπόδειγμα αυτό είναι από τα πλέον γνωστά στην θεωρία του ολιγοπωλίου και
προτάθηκε από τον οικονομολόγο Paul Sweezy. Στο παρακάτω σχήμα δείχνουμε
την μορφή που έχει η καμπύλη ζήτησης στο υπόδειγμα του Sweezy.

P*

Η εξήγηση για την τεθλασμένη καμπύλη ζήτησης είναι η ακόλουθη : Εάν ένας
από τους δύο παραγωγούς αποφασίσει να χαμηλώσει την τιμή στην οποία πωλεί
το προϊόν του , τότε θα ακολουθήσει και ο άλλος, διαφορετικά θα χάσει όλο του
το μερίδιο. Από την άλλη, εάν ένας παραγωγός αποφασίσει να αυξήσει την τιμή
του προϊόντος του, κανείς από τους λοιπούς παραγωγούς δεν θα πράξει το ίδιο και
ο παραγωγός θα χάσει μεγάλο (αν όχι όλο) μερίδιο από την αγορά. Συνεπώς η

102
καμπύλη ζήτησης της επιχείρησης πάνω από την τιμή P* θα είναι ελαστική αφού
μία αύξηση της τιμής θα έχει ως αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη μείωση της
ζητούμενης ποσότητας ενώ κάτω από την τιμή P* θα είναι ανελαστική αφού μία
μείωση της τιμής θα έχει ως αποτέλεσμα μία μικρότερη αύξηση της ζητούμενης
ποσότητας. Αυτό διότι και οι λοιπές επιχειρήσεις θα συμμορφωθούν και θα
μειώσουν την τιμή τους.

Η Αγορά του Μονοπωλιακού Ανταγωνισμού

Η τελευταία αγορά που θα εξετάσουμε είναι αυτή του μονοπωλιακού


ανταγωνισμού. Η αγορά αυτή δανείζεται στοιχεί τόσο από το μονοπώλιο , όσο και
από τον πλήρη ανταγωνισμό. Πιο συγκεκριμένα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα
της αγοράς αυτής είναι τα ακόλουθα :

1) Η ύπαρξη ενός σχετικά μεγάλου αριθμού πωλητών


2) Η διαφοροποίηση των παραγόμενων από τις επιχειρήσεις προϊόντων

Υπόψη ότι και τα λοιπά γνωρίσματα του ελεύθερου ανταγωνισμού μπορεί να


ισχύουν, πχ ελευθερία εισόδου και εξόδου αλλά δεν χαρακτηρίζουν την αγορά του
αγαθού.

Παραδείγματα μονοπωλιακών αγορών είναι αυτή των κουρείων, των


αυτοκινήτων, των κινητών τηλεφώνων κοκ. Η πληθώρα των επιχειρήσεων που
υπάρχουν στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό δικαιολογεί το δεύτερο σκέλος, αυτό
του ανταγωνισμού ενώ η διαφοροποίηση του προϊόντος (έστω και μικρή) δίνει τη
δυνατότητα στον πωλητή μίας μονοπωλιακής δύναμης και μίας δυνατότητας
παρέμβασης στην τιμή. Υπό αυτήν την έννοια, η αγορά αυτή βρίσκεται μεταξύ
του πλήρους ανταγωνισμού και του μονοπωλίου. Διαφοροποίηση προϊόντος είναι

103
δυνατό να έχουμε και στο ολιγοπώλιο. Ο μεγάλος αριθμός όμως των παραγωγών
στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό αποκλείει την περίπτωση αλληλεξάρτησης τους.

Η ανάλυση που θα ακολουθήσει βασίζεται κυρίως στην δουλειά του Edward


Chamberlin.

Βραχυχρόνια, η ανάλυση του μονοπωλιακού ανταγωνισμού δεν διαφέρει


σημαντικά από αυτή του μονοπωλίου. Όμως, η κλίση της καμπύλης ζήτησης είναι
κατά πολύ μικρότερη , όπως δείχνει και το διάγραμμα παρακάτω.

Και πάλι. η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της στο σημείο εκείνο όπου το
οριακό έσοδο (MR) ισούται με το οριακό κόστος (MC), ενώ τα κέρδη της δίνονται
από το σκιασμένο τετράγωνο. Η επιχείρηση εδώ είναι δυνατόν να προσπαθεί να
αυξήσει το συνολικό της κέρδος με τη διαφήμιση του προϊόντος της (και
γενικότερα με τη διαφοροποίηση αυτού ως προς την εξωτερική εμφάνιση,
συσκευασία τρόπο πώλησης κ.ο.κ.). Τα περιθώρια όμως της αυξήσεως του

104
κέρδους αυτής είναι περιορισμένα γιατί υπάρχουν ή δημιουργούνται πολλά άλλα
στενά υποκατάστατα του προϊόντος.

Στην αγορά του μονοπωλιακού ανταγωνισμού βραχυχρόνια ο ανταγωνισμός


μεταξύ των επιχειρήσεων είναι πολύ περιορισμένος. Βραχυχρόνια δηλαδή η
αγορά αυτή μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με εκείνη του μονοπωλίου. Μακροχρόνια
όμως το χαρακτηριστικό αυτό του μονοπωλίου αφού εδώ είναι ελεύθερη η
είσοδος νέων επιχειρήσεων.

Εάν το προϊόν ήταν ομοιογενές, τότε μακροχρόνια με τη δημιουργία νέων


επιχειρήσεων θα καταλήγαμε τελικά στον τέλειο ανταγωνισμό. Στην προκειμένη
περίπτωση όμως, αφού το προϊόν είναι διαφοροποιημένο, μακροχρόνια ποτέ δεν
καταλήγουμε στον τέλειο (πλήρη) ανταγωνισμό. Νέες επιχειρήσεις θα
δημιουργούνται μακροχρόνια, οι οποίες θα παράγουν στενά υποκατάστατα του
προϊόντος μια επιχείρησης αλλά η καμπύλη ζήτησης θα εξακολουθεί να έχει
κάποια αρνητική κλίση.

Η μακροχρόνια Ισορροπία της μονοπωλιακής επιχείρησης


Σύμφωνα με τη θεωρία του Chamberlin, μακροχρόνια, κανένα κέρδος δεν έχει μία
επιχείρηση στην αγορά του μονοπωλιακού ανταγωνισμού εάν :

α) υπάρχει ελευθερία εισόδου νέων επιχειρήσεων


β) Το μερίδιο της αγοράς κάθε επιχειρήσεως της ομάδας είναι το ίδιο
γ) Η ελαστικότητα ζητήσεως στην αγορά κάθε επιχειρήσεως είναι η ίδια
δ) Οι συνθήκες κόστους κάθε επιχειρήσεως είναι οι ίδιες

Σε κάθε περίπτωση μακροχρόνια εάν δεν συμβαίνουν οι παραπάνω προϋποθέσεις,


η επιχείρηση είναι σε θέση να διατηρεί κέρδη, όπως ακριβώς και στο μονοπώλιο.

105
Συνέπειες για την Κοινωνική Ευημερία από τις διάφορες μορφές αγοράς.

Για να αξιολογηθούν οι συνέπειες του μονοπωλίου για την κοινωνική ευημερία


και την κατανομή των πόρων θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί μια βάση αναφοράς
για σύγκριση. Η καλύτερη βάση αναφοράς είναι το υπόδειγμα του πλήρους
ανταγωνισμού με βάσει το οποίο μακροχρόνια η κατανομή των πόρων μεταξύ των
εναλλακτικών τους χρήσεων είναι άριστη αφού δεν υπάρχουν υπερκανονικά
κέρδη. Δηλαδή με άλλα λόγια , ο επιχειρηματίας θα αποκομίζει από την
επιχειρηματική του δραστηριότητα ακριβώς ότι θα αποκόμιζε εάν χρησιμοποιούσε
τους παραγωγικούς του συντελεστές σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Η δε
παραγωγή πραγματοποιείται όπου MR=MC=P και το σημείο αυτό ταυτίζεται
(μακροχρόνια) και με το σημείο του ελάχιστου μέσου κόστους που είναι και το
σημείο της τεχνικής αποτελεσματικότητας.

Στο μονοπώλιο η συνθήκης μεγιστοποίησης των κερδών εξακολουθεί να ισχύει


(MR=MC) αλλά πλέον δεν ταυτίζεται με την τιμή (p) αφού η μονοπωλιακή
επιχείρηση αντιμετωπίζει διαφορετικές συνθήκες οριακού και μέσου εσόδου (οι
καμπύλες MR και AR είναι διαφορετικές).

106
Για να πραγματοποιήσουμε λοιπόν την σύγκριση μεταξύ των δύο μορφών αγοράς,
είναι βολικό να θεωρήσουμε ότι το μονοπώλιο προκύπτει από την εξαγορά των
επιμέρους επιχειρήσεων μια πλήρως ανταγωνιστικής αγοράς. Για παράδειγμα, η
εξαγορά μικρών διυλιστηρίων πετρελαίου από έναν όμιλο και η λειτουργία πλέον
όλων των διυλιστηρίων κάτω από ένα σήμα. Το παρακάτω σχήμα απεικονίζει την
κοινωνική απώλεια από μια τέτοια κατάσταση.

Η ποσότητα Q* είναι η ποσότητα που παράγεται σε συνθήκες μονοπωλιακές. Η


μονοπωλιακή επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη εκεί όπου MR=MC, δηλαδή στο
σημείο Α. Η καμπύλη του οριακού κόστους θεωρούμε για απλότητα ότι είναι μια
ευθεία γραμμή αλλά θα μπορούσε να προκύπτει και έτσι λόγω του ότι το
μονοπώλιο δημιουργήθηκε από την εξαγορά πολλών μικρών επιχειρήσεων που
ισορροπούσαν μακροχρόνια σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο οριακού και μέσου
κόστους το οποίο το παίρνει η μονοπωλιακή επιχείρηση σαν δεδομένο και
σταθερό. Η ποσότητα η οποία θα παραγόταν εάν επικρατούσε πλήρης
ανταγωνισμός είναι αυτή που αντιστοιχεί στο σημείο Γ όπου MC=P=MR δηλαδή
η καμπύλη του οριακού εσόδου θα ταυτιζόταν με την καμπύλη του μέσου εσόδου.
Στο σημείο αυτό παράγονται Q** μονάδες από το αγαθό , εμφανώς περισσότερες
107
από ότι οι μονάδες Q* που συνεπάγονται οι μονοπωλιακές συνθήκες στην αγορά.
Το μονοπώλιο επί τους ουσίας κλείνει κάποια από τα εργοστάσια που διαθέτει.
Αυτή η μείωση της παραγόμενης ποσότητας (η αξία της οποία μετριέται από το
κουτί ΑΓ Q** Q*)είναι μια πρώτη απώλεια αλλά δεν συνιστά και καθαρή απώλεια
αφού αυτές οι εισροές που δεν χρησιμοποιούνται μπορούν να διατεθούν για την
παραγωγή άλλων αγαθών και υπηρεσιών. Ο καταναλωτής από την πλευρά του σε
συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού είχε ένα πλεόνασμα το οποίο προσδιορίζεται
από την επιφάνεια που ορίζεται από τον κάθετο άξονα , την καμπύλη ζήτησης
(AR,P) και την καμπύλη του οριακού και μέσου κόστους (MC, AC). Καθώς όμως
η τιμή αυξάνεται από P* σε P** , ο καταναλωτής βλέπει το πλεόνασμά του να
μειώνεται κατά την επιφάνεια P*P** ΒΓ . Η επιφάνεια όμως P*P**ΒΑ , δείχνει την
μεταφορά πλεονάσματος από τους καταναλωτές στους παραγωγούς. Η καθαρή
λοιπόν κοινωνική απώλεια (deadweight loss) είναι η επιφάνεια ΑΒΓ.

Πολιτική Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης


Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από κοινού με τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού,
εφαρμόζει άμεσα τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ (άρθρα 101-109 της
Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)), ώστε να
λειτουργούν αποτελεσματικότερα οι ευρωπαϊκές αγορές και να εξασφαλίζονται
ισότιμοι και δίκαιοι όροι ανταγωνισμού για όλες τις επιχειρήσεις της ΕΕ.

Παραδείγματα επιχειρηματικών πρακτικών που εναντιώνονται στην αρχή


διευκόλυνσης του ελεύθερου ανταγωνισμού :

• πωλήσεις σε τεχνητά χαμηλές τιμές προκειμένου να εξαλειφθούν


ανταγωνιστές, οι οποίοι δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί όσον αφορά
τις τιμές και, ως εκ τούτου, στερούνται πρόσβασης σε πελάτες

108
• η δημιουργία εμποδίων στους ανταγωνιστές στην αγορά (ή σε συναφείς
αγορές) συνδέοντας την αγορά ενός δημοφιλούς προϊόντος με την αγορά
ενός άλλου λιγότερο δημοφιλούς προϊόντος, πράγμα που αναγκάζει τους
καταναλωτές να πραγματοποιούν τις αγορές τους μόνο από την επιχείρηση
που κατέχει δεσπόζουσα θέση

• η χρέωση παράλογα υψηλών τιμών

• η άρνηση συναλλαγής με ορισμένους πελάτες ή η προσφορά ειδικών


εκπτώσεων σε πελάτες που αγοράζουν όλες ή τις περισσότερες προμήθειές
τους από την επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση.

Οι πρώτες υποθέσεις παραβίασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας που


στόχευαν στην παρεμπόδιση των συναλλαγών στην ενιαία αγορά ανάγονται στη
δεκαετία του 1960, και ιδίως στην απόφαση-οδηγό του 1964 κατά της Grundig-
Consten. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε συμφωνία κατανομής της αγοράς η οποία
προκάλεσε ουσιαστικές αποκλίσεις τιμών μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Το Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση Grundig-Consten και επανέλαβε τη θέση
του για τα ιδιωτικά εμπόδια στις διασυνοριακές συναλλαγές και τον ανταγωνισμό
σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Η έκδοση του κανονισμού για τον έλεγχο των
συγκεντρώσεων το 1989 αποτέλεσε ποιοτικό άλμα στην πολιτική ανταγωνισμού
της ΕΕ που αντανακλούσε την εξέλιξη της εσωτερικής αγοράς μετά τη θέση σε
ισχύ της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης το 1987. Η πολιτική ανταγωνισμού της ΕΕ
έλαβε υπόψη τις νέες πραγματικότητες της αγοράς που παρείχαν περισσότερες
ευκαιρίες στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να συγχωνεύονται και να αποκτούν
περιουσιακά στοιχεία σε διασυνοριακή κλίμακα. Επίσης, ο έλεγχος των κρατικών
ενισχύσεων εξελίσσεται σταδιακά σε βασικό πυλώνα της ενιαίας αγοράς,
εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα των εταιρειών να ανταγωνίζονται με ισότιμους
όρους, ανεξάρτητα από τον τόπο
εγκατάστασής τους, και παρέχοντας διασφαλίσεις κατά της πρακτικής των κρατών
μελών να επιδίδονται σε αγώνα δρόμου αμοιβαίων επιδοτήσεων σε βάρος του

109
άλλου και του γενικού ευρωπαϊκού συμφέροντος. Τέλος, η έκδοση του
κανονισμού 1/2003 σηματοδότησε μια νέα εποχή στην εφαρμογή της
αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΕ, βάσει της οποίας ανέλαβαν
ουσιαστικότατο ρόλο οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού (ΕΑΑ). Η εφαρμογή της
αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΕ εξασφαλίζεται σήμερα από ένα μεγάλο
φάσμα φορέων επιβολής της νομοθεσίας στην ενιαία αγορά, με βάση ένα ενιαίο
πρότυπο αξιολόγησης. Το καθεστώς αυτό έχει βελτιώσει σημαντικά το επίπεδο
εφαρμογής της ενωσιακής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και εξασφαλίζει
ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε
διασυνοριακό επίπεδο στην Ευρώπη.

Το δυναμικό της ενιαίας αγοράς δεν μπορεί να αξιοποιηθεί πλήρως χωρίς


αποτελεσματική πολιτική ανταγωνισμού της ΕΕ. Τίποτα δεν θα μπορούσε να
αποτρέψει ιδιωτικά εμπόδια σε βάρος των συναλλαγών και του ανταγωνισμού να
πάρουν τη θέση των δημόσιων εμποδίων που καταργήθηκαν με τους κανόνες για
την ελεύθερη κυκλοφορία πριν από περισσότερο από μισό αιώνα. Ούτε τα κράτη
μέλη θα μπορούσαν να εμποδιστούν να νοθεύουν τις συναλλαγές και τον
ανταγωνισμό με δεκάδες χιλιάδες επιδοτήσεις, πρακτική που ασφαλώς ευνοεί
τους δημοσιονομικά ισχυρότερους. Η εξασθένηση της πολιτικής ανταγωνισμού
της ΕΕ θα υπονόμευε την ενιαία αγορά σε βάρος της αναπτυξιακής δυναμικής της
ΕΕ, οι επιμέρους οικονομίες της οποίας είναι ολοένα και περισσότερο
αλληλοεξαρτώμενες, ιδίως στην ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, η πολιτική
ανταγωνισμού έχει καίρια σημασία για να μπορέσει η ΕΕ να καταστείλει τις
καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης, τις συμπράξεις και εναρμονισμένες πρακτικές
που βλάπτουν τους καταναλωτές.

Με τον τρόπο αυτόν, ωφελούνται οι καταναλωτές, οι επιχειρήσεις και η


ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της. Η αρμόδια υπηρεσία για την άσκηση
αυτών των εξουσιών είναι η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Ανταγωνισμού της

110
Επιτροπής. Οι εξουσίες της όμως είναι αυστηρά περιορισμένες: μπορεί να
παρεμβαίνει μόνον εφόσον διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για παραβίαση των
κανόνων ανταγωνισμού, ενώ οι αποφάσεις της μπορούν να προσβληθούν ενώπιον
του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, η ΓΔ Ανταγωνισμού
διαφέρει από τις περισσότερες υπηρεσίες της Επιτροπής ως προς τούτο: αντί να
προτείνει νομοθετικές ρυθμίσεις, ο ρόλος της συνίσταται κυρίως στο να λαμβάνει
μέτρα κατά των επιχειρήσεων ή των κρατών μελών που κρίνει ότι παραβιάζουν
τους κανόνες ανταγωνισμού. Η ΓΔ Ανταγωνισμού μπορεί επίσης να λαμβάνει
μέτρα για διάφορες μορφές αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς που θίγουν το
διασυνοριακό εμπόριο.

Αντιανταγωνιστικές συμφωνίες και κατάχρηση


δεσπόζουσας θέσης

Το άρθρο 101 της ΣΛΕΕ απαγορεύει τη σύναψη αντιανταγωνιστικών


συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων (όπως π.χ. καρτέλ και συμφωνίες κατανομής
της αγοράς). Οι υποθέσεις καρτέλ ξεκινούν συνήθως μετά την υποβολή αίτησης
επιείκειας, την οποία υποβάλλει μια επιχείρηση παραδεχόμενη την αντικανονική
συμπεριφορά της για να επιτύχει επιεική μεταχείριση. Το άρθρο 102 απαγορεύει
την καταχρηστική συμπεριφορά των εταιρειών που κατέχουν δεσπόζουσα
θέση στην αγορά, οι οποίες π.χ. είτε υποχρεώνουν τους καταναλωτές να
αγοράζουν ένα σύνολο προϊόντων τα οποία θα μπορούσαν να πωλούνται χωριστά,
είτε συνάπτουν αποκλειστικές συμφωνίες για να κρατούν τους ανταγωνιστές τους
εκτός της αγοράς. Μια επιχείρηση δεν θεωρείται ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση,
εάν το μερίδιό της στην αγορά είναι μικρότερο του 40%. Οι εθνικές αρχές
ανταγωνισμού εφαρμόζουν επίσης τα άρθρα 101 και 102 στις περιπτώσεις που
αυτές είναι οι πλέον ενδεδειγμένες να το πράξουν, δηλαδή όταν η υπόθεση έχει
κυρίως εθνικό χαρακτήρα.

111
Έλεγχος συγκεντρώσεων

Ο κανονισμός για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων απαγορεύει τις


συγκεντρώσεις ή εξαγορές επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να βλάψουν σε
σημαντικό βαθμό τον ανταγωνισμό. Οι περισσότερες διασυνοριακές συναλλαγές
οφείλουν, προτού πραγματοποιηθούν, να κοινοποιούνται στην Επιτροπή η οποία,
εάν διαπιστώσει ότι μια συναλλαγή ενδέχεται να προκαλέσει στρέβλωση του
ανταγωνισμού, μπορεί να την ματαιώσει, εκτός αν δοθούν οι απαραίτητες
εγγυήσεις για την επίλυση του προβλήματος.

Έλεγχος κρατικών ενισχύσεων

Οι κρατικές ενισχύσεις ή άλλες κρατικές παρεμβάσεις που στρεβλώνουν τον


ανταγωνισμό απαγορεύονται. Στόχος της απαγόρευσης είναι η εξασφάλιση
ισότιμων όρων ανταγωνισμού για όλες τις επιχειρήσεις, αλλά και η προστασία της
εσωτερικής αγοράς και των συμφερόντων των καταναλωτών. Οι ενισχύσεις
μπορεί να θεωρηθούν χρήσιμες εφόσον περιορίζονται στο ελάχιστο και
χρησιμοποιούνται σωστά, όπως π.χ. για τη βελτίωση του περιβάλλοντος ή τη
στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Υπάρχουν όμως και μορφές
ενισχύσεων οι οποίες είναι ιδιαίτερα επιζήμιες, όπως οι ενισχύσεις λειτουργίας,
με τις οποίες το κράτος χρηματοδοτεί επιχειρήσεις για τις ανάγκες της
καθημερινής τους λειτουργίας. Οι ενισχύσεις αυτές δεν δημιουργούν κίνητρα για
νέες επενδύσεις ή νέα επιχειρηματικά μοντέλα και είναι αναποτελεσματικές και
επιζήμιες για
τους ανταγωνιστές. Για τις επιχειρήσεις και τους κλάδους που αντιμετωπίζουν
προβλήματα υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωσή τους,
κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις σημερινές οικονομικές συνθήκες. Οι
ενισχύσεις διάσωσης, που συνήθως έχουν τη μορφή ενισχύσεων λειτουργίας,
μπορούν να χορηγούνται για ένα μικρό χρονικό διάστημα: Μετά από έξι μήνες η

112
επιχείρηση οφείλει είτε να επιστρέψει το ποσό της ενίσχυσης είτε να καταρτίσει
σχέδιο αναδιάρθρωσης και αποκατάστασης της βιωσιμότητάς της. Οι ενισχύσεις
αναδιάρθρωσης πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα τα οποία περιορίζουν τις
στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της
εσωτερικής αγοράς.

Παρακολούθηση των απελευθερωμένων αγορών

Ορισμένες υπηρεσίες, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές και η ενέργεια,


αποτελούσαν στο παρελθόν κρατικά μονοπώλια. Το άνοιγμα των αγορών αυτών
στον ανταγωνισμό έδωσε στους καταναλωτές μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογής
και οδήγησε σε νέες υπηρεσίες και χαμηλότερες τιμές, όπως π.χ. στους τομείς των
αερομεταφορών και της σταθερής τηλεφωνίας. Οι δημόσιες υπηρεσίες
συμβάλλουν καθοριστικά στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και οι συνθήκες
ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά μπορούν να τις κάνουν καλύτερες και
φθηνότερες. Όμως εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν τον τρόπο
λειτουργίας των υπηρεσιών αυτών.

Πώς εργάζεται η ΓΔ Ανταγωνισμού

Η ΓΔ Ανταγωνισμού έχει 900 περίπου υπαλλήλους με ετήσιο κόστος λειτουργίας


μικρότερο των 100 εκατομμυρίων ευρώ.

Οι υποθέσεις
Όσον αφορά τις συγκεντρώσεις και τις κρατικές ενισχύσεις, η ΓΔ Ανταγωνισμού
εξετάζει κυρίως τις κοινοποιήσεις που λαμβάνει. Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των
άρθρων 101 και 102, κινεί τη σχετική διαδικασία με δική της πρωτοβουλία ή μετά
από υποβολή αίτησης επιείκειας ή σχετικής καταγγελίας.

113
Κατά την εξέταση των διαφόρων υποθέσεων, η ΓΔ Ανταγωνισμού τηρεί
εμπιστευτικές τις πληροφορίες. Και τούτο διότι έχει εκ του νόμου την
υποχρέωση να προστατεύει τα επιχειρηματικά απόρρητα των εταιρειών με τις
οποίες έρχεται σε επαφή. Αν η ΓΔ Ανταγωνισμού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι
μια επιχείρηση ή ένα κράτος μέλος έχει παραβιάσει τους κανόνες ανταγωνισμού ή
ότι είναι δυνατόν – σε περίπτωση συγκέντρωσης - να θίξει σε σημαντικό βαθμό
τον ανταγωνισμό, μπορεί να προτείνει στην Επιτροπή να εκδώσει επίσημη
απόφαση. Η απόφαση αυτή μπορεί να απαγορεύει τη συγκεκριμένη πρακτική ή να
απαιτεί τη λήψη μέτρων αποκατάστασης. Στις υποθέσεις που εμπίπτουν στην
αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, η Επιτροπή μπορεί επίσης να επιβάλλει πρόστιμο
είτε ως ποινή είτε για λόγους αποτροπής.

Παρακολούθηση της αγοράς

Η ΓΔ Ανταγωνισμού παρακολουθεί τις αγορές και διεξάγει τομεακές έρευνες


(όπως π.χ. πρόσφατα στις αγορές ενέργειας, χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και
φαρμακευτικών προϊόντων) προκειμένου να εντοπίσει τυχόν προβλήματα στη
λειτουργία του ανταγωνισμού. Με τον τρόπο αυτόν, η ΓΔ Ανταγωνισμού
κατανοεί καλύτερα τις αγορές και εντοπίζει εκ των προτέρων τις περιπτώσεις που
θα μπορούσαν να βλάψουν τους
καταναλωτές.

Χάραξη πολιτικής

Η ΓΔ Ανταγωνισμού καταρτίζει έγγραφα τα οποία επεξηγούν τον τρόπο


εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, όπως αυτοί προβλέπονται στη Συνθήκη
και ερμηνεύονται από το Δικαστήριο. Εκτελεστικούς κανονισμούς, απαλλαγές
κατά κατηγορία, κατευθυντήριες γραμμές και ανακοινώσεις. Πριν από κάθε νέα

114
έκδοση των εγγράφων αυτών, η ΓΔ Ανταγωνισμού πραγματοποιεί ευρεία
διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Συνεργασία με άλλες αρχές

Η ΓΔ Ανταγωνισμού συνεργάζεται με τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών


για την ενιαία και συντονισμένη εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στην
Ευρώπη, αλλά και με άλλες αρχές απ' όλο τον κόσμο για την ανταλλαγή
πληροφοριών, την προώθηση βέλτιστων πρακτικών και τη συνεργασία σε ειδικές
περιπτώσεις.

Προώθηση των αρχών του ανταγωνισμού


Η ΓΔ Ανταγωνισμού καταβάλλει προσπάθειες ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι
αρχές του ανταγωνισμού στις διάφορες νομοθετικές ρυθμίσεις και συνεργάζεται
με άλλες γενικές διευθύνσεις προκειμένου να αποφασίσει σε ποιες αγορές
επιβάλλεται η διεξαγωγή έρευνας.

Επιβολή Προστίμων

Η πολιτική της Επιτροπής όσον αφορά τις παραβάσεις της νομοθεσίας


ανταγωνισμού έχει προληπτικό χαρακτήρα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο
παρέχει αναλυτικές κατευθύνσεις για τον τρόπο συμμόρφωσης με τη νομοθεσία.
Όταν οι επιχειρήσεις παραβαίνουν τη νομοθεσία, προβλέπεται η επιβολή
προστίμων. Απώτερος σκοπός και των προστίμων είναι η πρόληψη και, κατά
συνέπεια, τα πρόστιμα θα πρέπει να στοχεύουν τόσο στην τιμωρία όσο και την
αποτροπή των παραβάσεων. Η μη τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού είναι
προσοδοφόρα όσο γίνεται ατιμώρητα – αυτό είναι άλλωστε και το κίνητρο των
επιχειρήσεων όταν παραβαίνουν τη νομοθεσία. Αν πάρουμε για παράδειγμα τις
συμπράξεις, μετά από εξέταση δείγματος συμπράξεων, ο ΟΟΣΑ κατέληξε στην

115
εκτίμηση ότι η μέση αύξηση των τιμών κυμαινόταν από 15 έως 20%, και μάλιστα
η μεγαλύτερη αύξηση που παρατηρήθηκε είχε υπερβεί το 50%. Εάν μια σύμπραξη
διαρκέσει επί σειρά ετών, για κάθε πρόσθετο έτος, οι ενεχόμενες επιχειρήσεις
αποκομίζουν όφελος από τις υψηλότερες τιμές που χρεώνουν. Όταν επιβάλλεται
πρόστιμο, η διάρκεια πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ώστε να επιτυγχάνεται ο
στόχος της πρόληψης για τον κλάδο ως σύνολο. Η πολιτική της Επιτροπής όσον
αφορά την επιβολή προστίμων στηρίζεται στην αρχή ότι ορισμένες παραβάσεις
ζημιώνουν περισσότερο την οικονομία από κάποιες άλλες, ότι οι παραβάσεις που
επηρεάζουν πωλήσεις υψηλής αξίας ζημιώνουν περισσότερο την οικονομία από
τις παραβάσεις που αφορούν πωλήσεις μικρής αξίας, καθώς επίσης ότι οι
παραβάσεις μεγάλης διάρκειας είναι πιο επιζήμιες από εκείνες που έχουν μικρή
διάρκεια.

Πώς υπολογίζονται τα πρόστιμα

Ποσοστό της αξίας των σχετικών πωλήσεων: Για να υπολογιστεί το πρόστιμο,


ως σημείο εκκίνησης χρησιμοποιείται το ποσοστό των ετήσιων πωλήσεων της
επιχείρησης που αντιστοιχεί στο προϊόν που αφορά η παράβαση. Οι σχετικές
πωλήσεις είναι συνήθως οι πωλήσεις των προϊόντων που περιλαμβάνονται στην
παράβαση κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους έτους της παράβασης . Το
ποσοστό που εφαρμόζεται στην αξία των σχετικών πωλήσεων της επιχείρησης
μπορεί να φθάνει μέχρι και 30%, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, η
οποία εξαρτάται με τη σειρά της από διάφορους παράγοντες, όπως η φύση της
παράβασης (π.χ. κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, καθορισμός τιμών,
καταμερισμός της αγοράς), η γεωγραφικής εμβέλεια ή κατά πόσο η παράβαση
έχει τεθεί σε εφαρμογή. Για συμπράξεις, το σχετικό ποσοστό κυμαίνεται συνήθως
μεταξύ 15 και 20%.

116
Διάρκεια Αυτό το ποσοστό της αξίας των σχετικών πωλήσεων πολλαπλασιάζεται
επί τον αριθμό των ετών και των μηνών που έχει διαρκέσει η παράβαση. Αυτό
σημαίνει ότι το πρόστιμο συνδέεται με την αξία των πωλήσεων που
επηρεάστηκαν κατά τη διάρκεια της παράβασης, διότι θεωρείται συνήθως καλός
δείκτης της ζημίας που προκάλεσε η παράβαση στην οικονομία σε βάθος χρόνου.
Κατά συνέπεια, μια παράβαση που διαρκεί δύο έτη θεωρείται ότι είναι δύο φορές
πιο επιζήμια από μια παράβαση που διαρκεί ένα μόνο έτος.

Αυξήσεις και μειώσεις: Το πρόστιμο μπορεί να αυξηθεί (για παράδειγμα εάν η


επιχείρηση παραβαίνει κατ' επανάληψη τη νομοθεσία), ή να μειωθεί (για
παράδειγμα εάν η συμμετοχή της επιχείρησης ήταν περιορισμένη ή εάν η
νομοθεσία ή οι αρχές ενθάρρυναν την παράβαση). Σε περιπτώσεις συμπράξεων,
το πρόστιμο αυξάνεται κατά ένα εφάπαξ ποσό ίσο προς το 15-25% της αξίας των
πωλήσεων ενός έτους, το οποίο λειτουργεί ως πρόσθετος αποτρεπτικός
παράγοντας και εφαρμόζεται κυρίως στην περίπτωση συμπράξεων μικρής
διάρκειας για να αποθαρρυνθεί ακόμη και μια απόπειρα σύμπραξης (η λεγόμενη
«ποινή εισόδου»).

Συνολικό όριο: Το πρόστιμο δεν μπορεί να υπερβεί το 10% του συνολικού


ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης. Το όριο του 10% μπορεί να βασίζεται
στον κύκλο εργασιών του ομίλου στον οποίο ανήκει η επιχείρηση εάν η μητρική
επιχείρηση του ομίλου άσκησε αποφασιστική επιρροή στις πράξεις της
θυγατρικής κατά τη διάρκεια της παράβασης. Υπάρχει επίσης πενταετής
προθεσμία παραγραφής από τη λήξη της παράβασης μέχρι την έναρξη της
έρευνας της Επιτροπής.

Μειώσεις λόγω επιεικούς μεταχείρισης:

117
Η Επιτροπή ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε σύμπραξη να
προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία που βοηθούν την Επιτροπή να εντοπίζει
συμπράξεις και να στοιχειοθετήσει μια παράβαση. Στην πρώτη επιχείρηση που
παρέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με σύμπραξη τα οποία επιτρέπουν
στην Επιτροπή να στοιχειοθετήσει την υπόθεση μπορεί να δοθεί πλήρης απαλλαγή
από τα πρόστιμα, ενώ στις επόμενες επιχειρήσεις μπορούν να δοθούν μειώσεις
μέχρι και 50% του προστίμου που θα μπορούσε κανονικά να επιβληθεί.

Μειώσεις μετά από διευθέτηση διαφορών

Σε περιπτώσεις συμπράξεων, η Επιτροπή προσφέρει επίσης μείωση 10% του


προστίμου εάν επιτευχθεί συμφωνία με την επιχείρηση για διευθέτηση διαφορών
.Οι διαδικασίες διευθέτησης διαφορών μειώνουν το διοικητικό κόστος των
αποφάσεων σε υποθέσεις συμπράξεων, περιλαμβανομένων των δαπανών που
συνεπάγεται η παραπομπή ενώπιον των δικαστηρίων, και βοηθούν την Επιτροπή
να διεκπεραιώνει ταχύτερα τις υποθέσεις αυτές, ελευθερώνοντας πόρους που
μπορούν να διατεθούν σε νέες έρευνες.

Αδυναμία πληρωμής

Σε εξαιρετικές περιπτώσειςvi, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει το πρόστιμο εάν η


επιχείρηση προσκομίσει επαρκώς σαφή και αντικειμενικά στοιχεία ότι το
πρόστιμο είναι πιθανό να επηρεάσει σοβαρά την οικονομική βιωσιμότητα της
επιχείρησης. Σε ανάλυση που γίνεται μια τέτοια περίπτωση εξετάζει λεπτομερώς
τους διάφορους παράγοντες που αφορούν τη συγκεκριμένη επιχείρηση και πρέπει
να είναι όσο το δυνατό πιο αντικειμενική και ποσοτικά προσδιορισμένη ώστε να
εξασφαλίζεται ίση μεταχείριση και να διατηρείται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας.

118
Ποια είναι η νομική βάση για τα πρόστιμα της Επιτροπής;

Τα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης (ΣΛΕΕ) απαγορεύουν διάφορες


αντιανταγωνιστικές πρακτικές. Το άρθρο 103 παρέχει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
εξουσίες θέσπισης συστήματος επιβολής της νομοθεσίας, περιλαμβανομένης της
επιβολής προστίμων.

Ο κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, βάσει του άρθρου 103 της ΣΛΕΕ, παρέχει
στην Επιτροπή τις εξουσίες εφαρμογής αυτών των κανόνων και επιβολής
προστίμων σε επιχειρήσεις. Θεσπίζει τις αρχές που προβλέπουν ότι τα πρόστιμα
πρέπει να στηρίζονται στη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης και θέτει
ως ανώτατο όριο προστίμου το 10% του κύκλου εργασιών που προαναφέρθηκε.

Σε κάθε απόφαση η Επιτροπή εξηγεί πώς καθορίζεται το πρόστιμο. Δεν είναι


υποχρεωμένη να παρέχει γενικές κατευθύνσεις, αλλά το 1998 εξέδωσε
κατευθυντήριες γραμμές viii έτσι ώστε η πολιτική της στον τομέα των προστίμων
να καταστεί πιο διαφανής και υπεύθυνη. Συν τω χρόνω έγινε σαφές ότι αυτές οι
κατευθυντήριες γραμμές οδηγούσαν σε πρόστιμα που ήταν υπερβολικά χαμηλά
για μεγάλες επιχειρήσεις, ιδίως για αυτές που εμπλέκονταν σε συμπράξεις
μεγάλης διάρκειας που περιλάμβαναν αυξημένο όγκο προϊόντων, καθώς και για
επιχειρήσεις που παρέβαιναν κατ’ επανάληψη τη νομοθεσία. Η Επιτροπή
επανεξέτασε την προσέγγισή της το 2006, με την παροχή σαφέστερων
κατευθύνσεων προς τις επιχειρήσεις.

Τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια ελέγχουν όλες τις πτυχές των αποφάσεων της


Επιτροπής και έχουν πλήρεις εξουσίες να μεταβάλλουν τα επιβαλλόμενα
πρόστιμα. Η Επιτροπή έχει καλές επιδόσεις ενώπιον των Δικαστηρίων όσον
αφορά το βάσιμο των προστίμων που επιβάλλει, δεδομένου ότι σε προσφυγές

119
κατά των αποφάσεών της διατηρείται πάνω από το 90% της αξίας των προστίμων
που έχει επιβάλει.

Η πολιτική στον τομέα της επιβολής προστίμων πρέπει να καλύπτει ευρύ φάσμα
διαφόρων πραγματικών περιστάσεων και είναι ιδιαίτερα δύσκολο να
προβλεφθούν εκ των προτέρων όλες αυτές οι περιστάσεις. Αυτός είναι ο λόγος για
τον οποίο η Επιτροπή διατηρεί τη δυνατότητα να επικαιροποιεί εάν χρειάζεται τις
κατευθυντήριες γραμμές της, και ο λόγος που οι ίδιες οι κατευθυντήριες γραμμές
περιέχουν διατάξεις στις οποίες προβλέπεται ρητά η ενδεχόμενη απόκλιση από τις
κατευθυντήριες γραμμές στις περιπτώσεις που αυτό είναι σκόπιμο. Πολλές
εθνικές αρχές ανταγωνισμού ακολουθούν πλέον την ίδια προσέγγιση, με
κατευθυντήριες γραμμές για την επιβολή προστίμων που είναι εν γένει σύμφωνες
με εκείνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου


Κάθε χρόνο, η ΓΔ Ανταγωνισμού καταρτίζει έκθεση δραστηριοτήτων καθώς και
μια πρώτη εκτίμηση των μελλοντικών θεμάτων που πρόκειται ν' απασχολήσουν
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Επίσης, δημοσιεύονται σε καθημερινή βάση, μέσω
του δικτυακού τόπου και των δελτίων Τύπου της, λεπτομερείς πληροφορίες για το
ευρύ κοινό. Τρεις φορές το χρόνο, ο επίτροπος Ανταγωνισμού παρίσταται ενώπιον
της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων (ECON) για να
συζητήσει τις τρέχουσες εξελίξεις και ν' απαντήσει σε διάφορες ερωτήσεις.

120

You might also like