Professional Documents
Culture Documents
74
Η αγορά του πλήρους Ανταγωνισμού
β) Κάθε επιχείρηση είναι μία απο τις πολλές επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο
και κλάδο και παράγουν το ίδιο προϊόν, και ο αριθμός των καταναλωτών είναι και
αυτός μεγάλος. Η υπόθεση αυτή εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία του
ανταγωνισμού αφού η επιχείρηση δεν μπορεί, ώς εκ του μεγέθους της, να
επιβάλλει τη δική της τιμολογιακή πολιτική ή να επηρεάσει κατ’άλλο τρόπο τις
συνθήκες λειτουργίας της αγοράς
75
Τα έσοδα της επιχείρησης τώρα εξαρτώνται απο τις μονάδες του προϊόντος που
πωλεί η επιχείρηση.
Στον πλήρη ανταγωνισμό, η τιμή του προϊόντος καθορίζεται απο τις καμπύλες
προσφοράς και ζήτησης. Η τιμη αυτή θεωρείται δεδομένη για τον κάθε παραγωγό
και δεν είναι σε θέση να την μεταβάλει. Ό λόγος για αυτό είναι οτι το μέγεθος
κάθε μίας επιχείρησης είναι μικρό σε σχέση με το συνολικό μέγεθος του κλάδου
στον οποίο επιχειρεί. Η συνάρτηση λοιπόν των συνολικών εσόδων παίρνει την
ακόλουθει μορφή.
TR
Τιμή
Είναι εμφανές ότι τα έσοδα του παραγωγού αυξάνονται κατά σταθερό ρυθμό ο
οποίος ισούται με την τιμή του προϊόντος.
76
Ώς μέσο έσοδο ορίζουμε το σύνολο των εσόδων της επιχείρησης πρός τον αριθμό
των πωλούμενων μονάδων. Εάν δηλαδή η επιχείρηση πωλεί 100 μονάδες και
αποκομίζει έσοδα 2000 ευρώ, το έσοδο ανα μονάδα προϊόντος ή διαφορετικά το
μέσο έσοδο είναι 2000/100 = 20 ευρώ. Η καμπύλη μέσου εσόδου αποτελεί και την
καμπύλη ζήτησης της επιχείρησης.
Ως οριακό έσοδο ορίζουμε το έσοδο της επιχείρησης απο την πώληση μίας
επιπρόσθετης μονάδας του προϊόντος. Στο παραπάνω παράδειγμα αυτό ισούται με
20 ευρώ. Το μέσο έσοδο δηλαδή ισούται με το οριακό έσοδο.
Εάν για παράδειγμα το οριακό έσοδο της επιχείρησης ήταν μεγαλύτερο απο το
οριακό κόστος, τότε θα ήταν προς το συμφέρον της επιχείρησης να αυξήσει την
παραγωγή αφού μία επιπρόσθετη μονάδα θα είχε ώς αποτέλεσμα το έσοδο απο
αυτή να είναι μεγαλύτερο απο το κόστος παραγωγής της. Αντίθετα, αν το οριακό
έσοδο ήταν μικρότερο απο το οριακό κόστος, η επιχείρηση θα είχε συμφέρον να
μείωσει την παραγωγή. Συνεπώς, η μεγιστοποίηση των κερδών επιτυγχάνεται
οταν το οριακό έσοδο εξισώνεται με το οριακό κόστος.
77
Στο παρακάτω διάγραμμα έχουμε τοποθετήσει ταυτόχρονα τις καμπύλες του
μέσου και οριακού κόστους , καθώς και του μέσου και οριακού εσόδου. Η
επιχείρηση μεγιστοποιεί τα έσοδά της στο κατώτερο σημείο της καμπύλης μέσου
συνολικού κόστους. Είναι προφανές οτι η μεγιστοποίηση του κέρδους δεν
επιτυγχάνεται στο σημείο του κατώτερο μέσου κόστους αφού περεταίρω αύξηση
του προϊόντως συμβάλει στην αύξηση του συνολικού κέρδους.
Εάν όμως η καμπύλη μέσου κόστους βρισκόταν πάνω απο απο την καμπύλη
οριακού εσόδου, τότε η επιχείρηση θα πραγματοποιούσε ζημιά. Για το εάν θα
συνέφερε η εξακολούθηση της παραγωγής , θα πρέπει να εξετάσουμε την
καμπύλη μέσου μεταβλητού κόστους. Όσο η καμπύλη αυτή βρίσκεται κάτω απο
την καμπύλη του οριακού εσόδου, η επιχείρηση συνεχίζει την παραγωγή, ακόμα
και αν πραγματοποιεί ζημιές. Διαφορετικά, αν και η καμπύλη μέσου μεταβλητού
κόστους είναι πάνω από την καμπύλη οριακού εσόδου, τότε η επιχείρηση θα
αναγκαστεί να κλείσει.
78
Η λογική στην παραπάνω πρόταση βρίσκεται στο εξής: Εάν η καμπύλη μέσου
μεταβλητού κόστους βρίσκεται πάνω στην οριζόντια καμπύλη μέσου και οριακού
εσόδου τότε η επιχείρηση στο άριστο σημείο (όπου οριακό έσοδο=οριακό κόστος)
έχει ζημιά που ισούται ακριβώς με τα σταθερά έξοδα. Οπότε ουσιαστικά είναι
αδιάφορη μεταξύ του να παράγει και να μην παράγει αφού και 0 μονάδες να
παρήγαγε, η ζημιά της θα ισούτο πάλι με το σταθερό κόστος. Υπ'όψην όμως οτι
στο σημείο αυτό βρίσκεται η μακροχρόνια ισορροπία της επιχείρησης η οποία έχει
κανονικά κέρδη.
MC
AVC
ΖΗΜΙΑ
P=MR
AFC
ΖΗΜΙΑ
Εάν τώρα η καμπύλη μέσου μεταβλητού κόστους βρισκόταν πάνω απο την
καμπύλη του μέσου και οριακού εσόδου, η ζημιά της επιχείρησης (στο άριστο
σημείο παραγωγής) θα ήταν μεγαλύτερη απο το μέσο σταθερό κόστος. Εάν η
επιχείρηση προτιμήσει να μην παράγει καμία μονάδα απο το προϊόν, θα πρέπει να
79
καταβάλει μόνο το σταθερό κόστος. Εάν πάλι αποφαίσει να παράγει στο σημείο
MR=MC η ζημιά της θα είναι μεγαλύτερη απο το σταθερό κόστος. Δηλαδή κάθε
μία επιπρόσθετη μονάδα που παράγει μεγαλώνει τη ζημιά και έτσι η επιχείρηση
θα πρέπει να κλείσει.
MC
AVC
ΖΗΜΙΑ
P=MR
AFC
Τέλος, εάν η καμπύλη του μέσου μεταβλητού κόστους βρίσκεται κάτω απο την
καμπύλη του μέσου και οριακού εσόδου τότε η επιχείρηση πάλι έχει ζημιά (διότι
το μέσο συνολικό κόστος είναι πάνω απο το μέσο έσοδο) αλλα σε αυτην την
περίπτωση δεν κλείνει και συνεχίζει να παράγει. Ο λόγος είναι οτι μία
επιπρόσθετη μονάδα παραγωγής έχει ώς αποτέλεσμα η συνολική ζημιά να
μειώνεται οπότε βραχυπρόθεσμα η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει
να παράγει ακόμα και με ζημιά. Στη μακροχρόνια περίοδο όμως θα πρέπει να
κλείσει.
80
Ένα άλλο συμπέρασμα που εξάγεται από την ανάλυση αυτή είναι ότι :
Η καμπύλη προσφοράς της επιχείρησης στον πλήρη ανταγωνισμό είναι η
καμπύλη οριακού κόστους της επιχείρησης, πάνω απο το σημείο όπου το
οριακό κόστος τέμνει την καμπύλη μέσου μεταβλητού κόστους.
MC
P''=MR
P'=MR
P=MR
AVC
QQ' Q'' Q
81
Η καμπύλη του οριακού κόστους λοιπόν δείχνει τη συσχέτιση μεταξύ τιμής και
ποσότητας ισορροπίας που εξασφαλίζει στον παραγωγό την αριστοποίηση στην
παραγωγή. Είναι συνεπώς η καμπύλη προσφοράς.
Έχουμε ήδη περιγράψει την αγορά του πλήρους ανταγωνισμού η οποία αποτελεί
μία απλοποιημένη μορφή αγοράς προϊόντος. Εάν μεταβάλλουμε τα
χαρακτηριστικά της αγοράς αυτής ως προς το μέγεθος της καθώς και ως προς τις
δυνατότητες εισόδου και εξόδου επιχειρήσεων από τον κλάδο, οδηγούμαστε σε
μία διαφορετική μορφή αγοράς, αυτή του μονοπωλίου. Σε ένα μονοπώλιο λοιπόν,
υπάρχουν τα εξής χαρακτηριστικά γνωρίσματα :
Το γεγονός ότι ο παραγωγός συνιστά ολόκληρο τον κλάδο του αγαθού έχει ως
αποτέλεσμα να έχει ΠΛΗΡΗ έλεγχο πάνω στις τιμές του αγαθού. Ενώ δηλαδή
στον πλήρη ανταγωνισμό κανείς παραγωγός δεν ήταν μεμονωμένα σε θέση να
μεταβάλει την τιμή του προϊόντος, στο μονοπώλιο ο παραγωγός μπορεί να θέσει
την τιμή την οποία επιθυμεί ώστε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του.
82
αντιγράψει το προϊόν που βασίζεται στην ευρεσιτεχνία έτσι ώστε ο
παραγωγός να απολαύσει τα οφέλη της δημιουργίας του. Συνήθως όμως το
διάστημα κατά το οποίο προστατεύεται ο μονοπωλητής είναι περιορισμένο
και έπειτα από αυτό επιτρέπεται η αντιγραφή της ευρεσιτεχνίας.
Παραδείγμα : Στα πρώτα χρόνια της φωτοτυπίας, η Xerox ήταν ο εφευρέτης
και ο μοναδικός προμηθευτής-παραγωγός φωτοτυπικών μηχανημάτων.
3) Το ίδιο το μέγεθος της αγοράς μπορεί να μην ευνοεί την είσοδο ενός ακόμα
ανταγωνιστή στην αγορά του προϊόντος.
83
Τέτοια μονοπώλια είναι οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας όπως ηλεκτρισμού,
ύδρευσης , οι σιδηρόδρομοι κ.ο.κ.
1
Στην πράξη βέβαια , οι συνθήκες κόστους του μονοπωλίου είναι δυνατό να διαφοροποιούνται από τον
πλήρη ανταγωνισμό καθώς μακροχρόνια κυρίως μπορεί να επικρατούν οικονομίες κλίμακας, όπως
αναφέρθηκε και παραπάνω. Επίσης, να τονιστεί ότι κάνουμε την υπόθεση ότι ο μονοπωλητής ΔΕΝ μπορεί
να επηρεάσει τις τιμές των παραγωγικών συντελεστών που απασχολεί. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, όταν
δηλαδή ο παραγωγός βάσει της ζήτησής του για παραγωγικούς συντελεστές μπορεί να επηρεάσει την τιμή
τους, μιλάμε για ολιγοψώνιο, ή στην ακραία περίπτωση όπου μόνον αυτός απασχολεί έναν παραγωγικό
συντελεστή, για μονοψώνιο.
84
οριακό έσοδο και το μέσο έσοδο ΔΕΝ ταυτίζονται. Ακριβώς επειδή ο
μονοπωλητής θα πρέπει να μειώσει την τιμή του αγαθού για να πωλήσει μία
επιπρόσθετη μονάδα, το οριακό έσοδο θα είναι σε κάθε περίπτωση μικρότερο από
το μέσο έσοδο, δηλαδή την τιμή.
85
Το παραπάνω σχήμα δείχνει τις καμπύλες οριακού εσόδου (MR) και μέσου
εσόδου (AR) . Να σημειώσουμε ότι η καμπύλη του μέσου εσόδου είναι
παράλληλα και η καμπύλη ζήτησης της επιχείρησης. Είναι εμφανές ότι το οριακό
έσοδο είναι πάντα μικρότερο από το μέσο έσοδο εκτός βέβαια όταν παράγεται η
πρώτη μονάδα του αγαθού.
Για την εύρεση της ισορροπίας της επιχείρησης , θα κάνουμε την υπόθεση ότι
σκοπός της επιχείρησης, όπως άλλωστε και στον πλήρη ανταγωνισμό, είναι η
μεγιστοποίηση των κερδών. Συνακόλουθα, η συνθήκης μεγιστοποίηση ΔΕΝ
μεταβάλλεται και ορίζει όπως η μεγιστοποίηση των κερδών επιτυγχάνεται στο
σημείο όπου ΟΡΙΑΚΟ ΕΣΟΔΟ=ΟΡΙΑΚΟ ΚΟΣΤΟΣ.
Στο παρακάτω διάγραμμα συνδυάζουμε τόσο τις καμπύλες εσόδων όσο και τις
καμπύλες κόστους (που έχουν την ίδια μορφή με αυτές του πλήρη ανταγωνισμού).
86
Όπως είναι φανερό, η επιχείρηση παράγει τόση ακριβώς ποσότητα (Q*) ώστε να
διασφαλιστεί η σχέση μεγιστοποίησης, MR=MC. Στον πλήρη ανταγωνισμό το
οριακό κόστος εξισωνόταν με το οριακό έσοδο το οποίο όμως παράλληλα όμως
ήταν και η τιμή του προϊόντος. Στο μονοπώλιο όμως η τιμή και το οριακό έσοδο
διαφέρουν, με συνέπεια ο καταναλωτής να πληρώνει μια υψηλότερη τιμή P*.
Συνεπώς για να βρούμε την τιμή στην οποία χρεώνει ο μονοπωλητής θα πρέπει :
1) Να βρούμε την ποσότητα που θα παράγει, στο σημείο που τέμνονται οι
καμπύλες οριακού εσόδου και οριακού κόστους (στο B) .
2) Αφού έχουμε προσδιορίσει την άριστη ποσότητα παραγωγής, την Q*,
προβάλουμε την ποσότητα αυτή πάνω στην καμπύλη ζήτησης (την D). Το
σημείο E στο οποίο η ποσότητα τέμνει την καμπύλη προσδιορίζει και την
τιμή P* στην οποία θα πωλήσει ο παραγωγός το προϊόν του.
87
Ξέροντας τώρα τόσο την τιμή όσο και την ποσότητα που μεγιστοποιούν τα κέρδη
του παραγωγού , μπορούμε να υπολογίσουμε και τα κέρδη αυτά. Αφού παράγει
Q*, η προβολή της ποσότητας αυτής πάνω στην καμπύλη του μέσου κόστους ,
μας δίνει και το συνολικό του κόστος. Με άλλα λόγια, για ποσότητα παραγωγής
Q*, η κάθε μονάδα παραγωγής του κοστίζει C. Για να βρούμε το συνολικό κόστος
θα πρέπει να πολλαπλασιάσουμε το πόσο του κοστίζει η κάθε μονάδα (C ) με το
πόσο παράγει (Q*). Αυτό το γινόμενο δεν είναι τίποτα άλλο από το εμβαδό του
τετραγώνου CAQ*O.
Αυτή η διαφορά μεταξύ τιμής και οριακού κόστους (η δύναμη δηλαδή του
μονοπωλίου ) σχετίζεται με το πόσο ελαστική είναι καμπύλη ζήτησης που
αντιμετωπίζει. Όσο πιο ανελαστικό είναι το προϊόν που παράγει , τόσο
μεγαλύτερη θα είναι η τιμή που θα χρεώνει και άρα τόσο μεγαλύτερη η διαφορά
μεταξύ οριακού κόστους και τιμής. (Και συνεπώς τόσο μεγαλύτερη η
μονοπωλιακή του δύναμη).
88
Απόδειξη :
TR = Q P − P Q
Διαιρώντας τα μέλη με Q
TR Q P P Q
= −
Q Q Q
P Q
MR = P(1 − )
Q P
P Q
Αλλά το
Q P
δεν είναι τίποτα άλλο από την ελαστικότητα ζήτησης αντεστραμμένη. Συνεπώς :
89
1
MR = P(1 − )
ed
Αυτός ο τύπος μας δίνει την σχέση μεταξύ οριακών εσόδων και ελαστικότητας
στο μονοπώλιο. Είναι εμφανές ότι όταν ed είναι 0 , τότε το οριακό έσοδο ισούται
με την τιμή, δηλαδή έχουμε την περίπτωση του πλήρους ανταγωνισμού.
Ο δείκτης Lerner
90
ανάλογα με τον τύπου του καταναλωτή. Το μονοπώλιο δηλαδή κατά κάποιο τρόπο
καταφέρνει για παράδειγμα να χρεώσει τον καταναλωτή Α 10 ευρώ για το προϊόν
του ενώ τον καταναλωτή Β 20 ευρώ για το ίδιο προϊόν. Πρέπει πάντως να
τονίσουμε εδώ ότι εάν δεν υπάρχουν κόστη πληροφόρησης και συναλλαγών, η
πολιτική των διακριτών τιμών είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Αυτό διότι ενώ
μία κατηγορία καταναλωτών θα αγοράζει το αγαθό σε χαμηλότερη τιμή, οι
υπόλοιπες κατηγορίες καταναλωτών θα μπορούν να αγοράζουν το αγαθό από
αυτούς (και όχι από τους παραγωγούς) σε χαμηλότερη τιμή από αυτή που θα
πλήρωναν. Αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί έως ότου δεν υπάρχει άλλο κίνητρο
για ενδιάμεσες συναλλαγές, όταν δηλαδή η τιμή γίνει ίδια για όλους τους
καταναλωτές. Να αναφέρουμε επίσης ότι αυτό μπορεί να ισχύσει μόνο για
συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών. Για παράδειγμα, οι υπηρεσίες του γιατρού δεν
μπορούν να μεταπωληθούν και συνεπώς ένας γιατρός που έχει το μονοπώλιο στην
παροχή υπηρεσιών , μπορεί να είναι σε θέση να ασκήσει πολιτική διακριτικών
τιμών.
91
ακόμα και σε υψηλότερη τιμή. Πληρώνουν όμως την χαμηλότερη από την μέγιστη
που θα έδιναν τιμή ισορροπίας και συνεπώς καρπώνονται οι ίδιοι αυτή τη διαφορά
που συνιστά και το πλεόνασμά τους ως καταναλωτές.
Πλεόνασμα
Καταναλωτή
Po
Qo Q
92
, ενώ για συνολική κατανάλωση μεγαλύτερη των 100kw, η κιλοβατώρα χρεώνεται
με 0,30 ευρώ.
Αυτή η τιμολόγηση έχει ομοιότητες με την πρώτη αλλά τώρα αντί ο μονοπωλητής
να πωλεί σε διαφορετικές τιμές ανάλογα με τα μεμονωμένα άτομα, πωλεί σε
διαφορετικές τιμές ανάλογα με τις ομάδες των καταναλωτών στις οποίες
απευθύνεται. Για παράδειγμα, σε διαφορετικές τιμές πωλούνται τα βιβλία στους
φοιτητές (με μαλακό εξώφυλλο) και σε διαφορετικές τιμές πωλούνται τα ίδια
βιβλία στις βιβλιοθήκες (με σκληρό εξώφυλλο). Προφανώς η μεγάλη διαφορά
στην τιμή (πολλές φορές ακόμα και διπλάσια) δεν οφείλεται στο κόστος του
εξωφύλλου αλλά στο ότι οι βιβλιοθήκες έχουν πιο ανελαστική ζήτηση και
επομένως ο παραγωγός μπορεί να χρεώσει υψηλότερη τιμή.
Ρύθμιση μονοπωλίου
93
παρέμβαση, η ποσότητα η οποία θα παράγει μια μονοπωλιακή επιχείρηση είναι η
Q* ενώ η τιμή στην οποία πωλείται το προϊόν είναι η P1.
Μια ρυθμιστική αρχή όμως ενδέχεται να παρέμβει και να ορίσει ως ανώτατη τιμή
αυτήν που οποία ορίζεται στο σημείο Z από τη σχέση MC=P=AR, δηλαδή να
επιβάλει οριακή τιμολόγηση όπου η επιχείρηση θα πρέπει να πωλήσει στην τιμή
P2 Δυστυχώς όμως , λόγω της αρνητικής κλίσης της καμπύλης μέσου κόστους της
επιχείρησης , η τιμή αυτή είναι μικρότερη από το μέσο κόστος στο σημείο αυτό ,
κάτι που συνεπάγεται ότι το μονοπώλιο θα πρέπει να λειτουργήσει με ζημιά.
Επειδή όμως καμία επιχείρηση δεν μπορεί να παράγει για πάντα με ζημιά, τίθεται
το ζήτημα της επιλογής μεταξύ εγκατάλειψης της ρυθμιστικής οριακής
τιμολόγησης και συνεχούς επιδότησης της μονοπωλιακής επιχείρησης.
Μια λύση σε αυτό το πρόβλημα δίνεται από την διπλή τιμολόγηση. Δηλαδή η
αρχή που κάνει την ρύθμιση του μονοπωλίου επιβάλει δύο τιμές . Κάποιοι
94
χρήστες πληρώνουν μια υψηλή τιμή (P1) ενώ κάποιοι άλλοι οριακοί χρήστες μια
μικρότερη.(P2) Επί της ουσίας δηλαδή η κατανάλωση κάποιων χρηστών επιδοτεί
την κατανάλωση κάποιων άλλων.
Ένας από του λόγους δημιουργίας του μονοπωλίου μπορεί να είναι το γεγονός ότι
το αγαθό που παράγει παρουσιάζει φθίνοντα οριακά και μέση κόστη για ένα πολύ
μεγάλο εύρος μονάδων παραγωγής . Αυτή είναι η περίπτωση των φυσικών
μονοπωλίων. Μια τέτοια περίπτωση επιχείρησης μπορεί , αφού εδραιωθεί , να
απαγορεύσει την είσοδο άλλων επιχειρήσεων στον κλάδο με το να θέσει μια πολύ
χαμηλή τιμή. Οποιαδήποτε νέα επιχείρηση προσπαθήσει να εισέλθει θα παράσχει
μια σχετικά χαμηλή ποσότητα προϊόντος σε υψηλότερο μέσο κόστος και συνεπώς
τιμή. Άρα θα εξωθηθεί εκτός αγοράς.
Τα φυσικά μονοπώλια θα πρέπει να διαχωριστούν από τα κρατικά μονοπώλια αν
και σε κάποιες περιπτώσεις ταυτίζονται. Μια επιχείρηση όπως η παραπάνω
δηλαδή μια επιχείρηση με φθίνων μέσο κόστος παραγωγής σε ένα μεγάλο εύρος
μονάδων παραγωγής μπορεί να είναι κρατική ακριβώς επειδή απαιτεί μια πολύ
μεγάλη επένδυση για να μπορεί να λειτουργεί. Μόλις όπως πραγματοποιηθεί η
επένδυση, το μέσο και οριακό κόστος αρχίζει να φθίνει απότομα καθώς το να
εξυπηρετήσεις έναν πελάτη παραπάνω κοστίζει λίγο στην επιχείρηση. Για
παράδειγμα , η παροχή ηλεκτροδότησης σε έναν επιπρόσθετο πελάτη δεν
αποτελεί πολύ μεγάλο μέρος του κόστους της ΔΕΗ (πέραν του ότι ο πελάτης
πολλές φορές πληρώνει και τέλη σύνδεσης) σε σχέση με το κόστος εγκατάστασης
και λειτουργίας μια ηλεκτροπαραγωγικής μονάδας. Αλλά και μια επιχείρηση που
δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά του φθίνοντος μέσου κόστους σε μεγάλο εύρος
παραγωγής αλλά είναι μονοπωλιακή, εάν αγοραστεί από το κράτος μετατρέπεται
αυτόματα σε κρατικό μονοπώλιο.
95
Δυναμικές απόψεις για το μονοπώλιο
96
συγκεκριμένη καμπύλη ζήτησης του προϊόντος της και μπορεί να προσαρμοστεί
καλύτερα στις αλλαγές των συνθηκών ζήτησης. Ασφαλώς, το εάν οποιαδήποτε
πλεονεκτήματα από την ύπαρξη ενός μονοπωλίου υπερκαλύπτουν την κοινωνική
απώλεια που αυτό συνεπάγεται είναι θέμα εμπειρικής μελέτης και δεν μπορεί να
απαντηθεί χωρίς αναλυτική διερεύνηση των αγορών του αληθινού κόσμου.
Αναλύσαμε ήδη τις δύο ακραίες μορφές αγοράς, αυτή του πλήρους ανταγωνισμού
και του μονοπωλίου. Στην πραγματικότητα πολύ λίγες φορές θα συναντήσουμε
επιχειρήσεις που λειτουργούν είτε στη μία αγορά είτε στην άλλη και αυτό διότι οι
υποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται είναι πολύ περιοριστικές. Σκοπός μας
είναι να τροποποιήσουμε τις υποθέσεις αυτές έτσι ώστε να περιγράψουμε αγορές
οι οποίες συναντιώνται πιο συχνά στην οικονομική ζωή. Το ολιγοπώλιο είναι μία
απο τις αγορές αυτές. Πιο συγκεκριμένα, για την αγορά αυτή υποθέτουμε ότι
ισχύουν τα ακόλουθα :
Αυτό το οποίο καθιστά την αγορά του ολιγοπωλίου τόσο ενδιαφέρουσα, είναι το
γεγονός ότι ο κάθε ένας παραγωγός ενδιαφέρεται για το πώς συμπερεφέρεται ο
ανταγωνιστής του. Αυτό στον πλήρη ανταγωνισμό είναι άσκοπο αφού όλοι
διαθέτουν τα αγαθά τους στην ίδια τιμή , ενώ στο μονοπώλειο υπάρχει μόνο ένας
πωλητής. Η ζήτηση όμως των προϊόντων ενός ολιγοπωλητή επηρεάζεται κατά ένα
μεγάλο βαθμό από τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών του. Ο κάθε λοιπόν
παραγωγός ξεχωριστά θα πρέπει να διαμορφώσει στρατηγικές που θα του
επιτρέψουν να αντιδράσει κατά τον καλύτερο για αυτόν τρόπο σε ενδεχόμενες
97
κινήσεις των ανταγωνιστών του αλλά και σε ενδεχόμενες υποθέσεις για τις
επιχειρηματικές στρατηγικές αυτών. Συνεπώς, είναι αδύνατο να υπάρξει μία
γενικευμένη θεωρία του ολιγοπωλείου, για τον απλούστατο λόγω ότι
υπεισέρχονται τόσοι πολλοί υποκειμενικοί παράγοντες στην συμπεριφορά του
ολιγοπωλητή ώστε να είναι δύσκολη η πρόβλεψη της επιχειρηματικής του
δράσης. Παρα ταύτα, η οικονομική επιστήμη εξετάζει βάσει κάποιων υποθέσεων
ορισμένα βασικά υποδείγματα του ολιγοπωλείου, με σκοπό την όσο το δυνατόν
κατανόηση της αγοράς αυτής. Πρέπει να τονίσουμε σε κάθε περίπτωση ότι η
ανάλυσή μας θα στηριχτεί στο ότι τα προϊόντα που παράγονται απο τις (λίγες)
επιχειρήσεις είναι ομοιογενή, δεν υπάρχει δηλαδή διαφοροποίηση ώς προς καμία
παράμετρό τους. Τέλος, ένα αναλυτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στην
ανάλυση του ολιγοπωλίου είναι η θεωρία των παιγνίων. Παίγνιο είναι η
ανταγωνιστική κατάσταση στην οποία βρίσκονται δύο οι περισσότερες μονάδες
λήψης αποφάσεων με συγκρουόμενα συμφέροντα. Τέτοιες μονάδες είναι και οι
ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις, έκαστη των οποίων γνωρίζει ότι επηρεάζεται και
επηρεάζει τους ανταγωνιστές της.
98
ποσότητα που θα παράγει ο άλλος παραγωγός. Καταυτόν τον τρόπο μπορεί να
εξαχθεί η καμπύλη αντίδρασης του ενός παραγωγού (έστω ο Ι) η οποία δείχνει
ποιά ποσότητα από το αγαθό θα παράγει έτσι ώστε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη
του, δεδομένης της ποσότητας που παράγει ο άλλος πωλητής. Ο παραγωγός ΙΙ
τώρα έχει και αυτός μία καμπύλη αντίδρασης που δείχνει ποιες ποσότητες θα
παράγει σε κάθε επίπεδο παραγωγής του άλλου παραγωγού. Το σημείο στο οποίο
τέμνονται οι δύο καμπύλες αποτελεί το σημείο ισορροπίας cournot που είναι ένα
σημείο ισορροπίας Nash. Η εν λόγω ισορροπία είναι δηλαδή εκείνη η κατάσταση
στην οποία η επιλογή του ενός παραγωγού είναι άριστη με δεδομένη την επιλογή
του άλλου παραγωγού.
Το προηγούμενο υπόδειγμα του Cournot δεν έμεινε χωρίς την ανάλογη κριτική.
Το 1883 ο Γάλλος οικονομολόγος Joseph Bertrand πιστεύοντας ότι ασκούσε μια
99
κριτική στο υπόδειγμα του Cournot, παρουσίασε ένα διαφορετικό υπόδειγμα,
βασιζόμενο σε διαφορετικές υποθέσεις. Κατά το υπόδειγμά του, η τιμή του
ανταγωνιστή και όχι το μερίδιο της αγοράς αυτού είναι εκείνο που υποτίθεται ότι
διατηρείται σταθερό. ως αποτέλεσμα δε των αλληλοαντιδράσεων των πωλητών
είναι η διαδοχική μείωση της τιμής του προϊόντος τους μέχρι την τιμή η οποία
καθορίζεται υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού. Αυτό συνιστά και το λεγόμενο
παράδοξο του Bertand το οποίο και το συζητάμε ξεχωριστά ευθύς αμέσως.
Αν και η ολιγοπωλιακή μορφή οργάνωσης δεν είναι άριστη από άποψη κατανομής
πόρων και κοινωνικού πλεονάσματος (σε σχέση με τον πλήρη ανταγωνισμό) ,
υπάρχει μια περίπτωση όπου κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, δύο
ανταγωνιστικές ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις είναι δυνατόν να παράγουν σε τιμές
και ποσότητες που θα παρήγαγαν εάν βρίσκονταν στον πλήρη ανταγωνισμό.
Δηλαδή η τιμή τους να τεθεί ίση με το οριακό τους κόστος και να έχουν μηδενικά
κέρδη (κανονικά). Αυτό θα συμβεί εάν οι δύο επιχειρήσεις επιδοθούν σε πόλεμο
τιμών με την μία να κατεβάζει την τιμή και την άλλη να ακολουθεί. Υποθέτοντας
ότι και οι δύο αντιμετωπίζουν τις ίδιες συνθήκες κόστους, αυτό μπορεί να
εξακολουθήσει μέχρι του σημείου όπου P=MC, δηλαδή το πλήρως ανταγωνιστικό
σημείο ισορροπίας. Είναι προφανές ότι εάν η μία έχει καλύτερες συνθήκες
κόστους από την άλλη μπορεί να χαμηλώσει περεταίρω την τιμή και να ωθήσει
την άλλη επιχείρηση εκτός αγοράς δημιουργώντας μονοπώλιο.
100
είτε σε όρους τιμής (Bertrand). Όταν όμως οι δύο παραγωγή αποφασίζουν να
συνεργαστούν, οδηγούμαστε στο λεγόμενο υπόδειγμα του καρτέλ κατά το οποίο
επιτυγχάνεσαι η σύμπραξη των δύο μερών. Στην περίπτωση αυτή, κατόπιν
συνεννοήσεως, οι παραγωγοί κατανέμουν την αγορά του προϊόντος τους σε
ανάλογα μέρη μεταξύ τους. Εάν δε έχουν συμφωνήσει την από κοινού
μεγιστοποίηση των συνολικών τους κερδών, τότε το Καρτέλ αποτελεί μια
καλυμμένη μορφή μονοπωλίου.
101
επιλέγει πρώτη την τιμή στην οποία θα πωλήσει το προϊόν της) και ηγεσίας
ποσότητας (όπου η επιχείρηση Ι επιλέγει πρώτη την ποσότητα που θα παράγει και
θα διαθέσει στην αγορά).Το υπόδειγμα της ηγεσίας ποσότητας αναφέρεται και
στη βιβλιογραφία ως ισορροπία Stackelberg.
Το υπόδειγμα αυτό είναι από τα πλέον γνωστά στην θεωρία του ολιγοπωλίου και
προτάθηκε από τον οικονομολόγο Paul Sweezy. Στο παρακάτω σχήμα δείχνουμε
την μορφή που έχει η καμπύλη ζήτησης στο υπόδειγμα του Sweezy.
P*
Η εξήγηση για την τεθλασμένη καμπύλη ζήτησης είναι η ακόλουθη : Εάν ένας
από τους δύο παραγωγούς αποφασίσει να χαμηλώσει την τιμή στην οποία πωλεί
το προϊόν του , τότε θα ακολουθήσει και ο άλλος, διαφορετικά θα χάσει όλο του
το μερίδιο. Από την άλλη, εάν ένας παραγωγός αποφασίσει να αυξήσει την τιμή
του προϊόντος του, κανείς από τους λοιπούς παραγωγούς δεν θα πράξει το ίδιο και
ο παραγωγός θα χάσει μεγάλο (αν όχι όλο) μερίδιο από την αγορά. Συνεπώς η
102
καμπύλη ζήτησης της επιχείρησης πάνω από την τιμή P* θα είναι ελαστική αφού
μία αύξηση της τιμής θα έχει ως αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη μείωση της
ζητούμενης ποσότητας ενώ κάτω από την τιμή P* θα είναι ανελαστική αφού μία
μείωση της τιμής θα έχει ως αποτέλεσμα μία μικρότερη αύξηση της ζητούμενης
ποσότητας. Αυτό διότι και οι λοιπές επιχειρήσεις θα συμμορφωθούν και θα
μειώσουν την τιμή τους.
103
δυνατό να έχουμε και στο ολιγοπώλιο. Ο μεγάλος αριθμός όμως των παραγωγών
στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό αποκλείει την περίπτωση αλληλεξάρτησης τους.
Και πάλι. η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη της στο σημείο εκείνο όπου το
οριακό έσοδο (MR) ισούται με το οριακό κόστος (MC), ενώ τα κέρδη της δίνονται
από το σκιασμένο τετράγωνο. Η επιχείρηση εδώ είναι δυνατόν να προσπαθεί να
αυξήσει το συνολικό της κέρδος με τη διαφήμιση του προϊόντος της (και
γενικότερα με τη διαφοροποίηση αυτού ως προς την εξωτερική εμφάνιση,
συσκευασία τρόπο πώλησης κ.ο.κ.). Τα περιθώρια όμως της αυξήσεως του
104
κέρδους αυτής είναι περιορισμένα γιατί υπάρχουν ή δημιουργούνται πολλά άλλα
στενά υποκατάστατα του προϊόντος.
105
Συνέπειες για την Κοινωνική Ευημερία από τις διάφορες μορφές αγοράς.
106
Για να πραγματοποιήσουμε λοιπόν την σύγκριση μεταξύ των δύο μορφών αγοράς,
είναι βολικό να θεωρήσουμε ότι το μονοπώλιο προκύπτει από την εξαγορά των
επιμέρους επιχειρήσεων μια πλήρως ανταγωνιστικής αγοράς. Για παράδειγμα, η
εξαγορά μικρών διυλιστηρίων πετρελαίου από έναν όμιλο και η λειτουργία πλέον
όλων των διυλιστηρίων κάτω από ένα σήμα. Το παρακάτω σχήμα απεικονίζει την
κοινωνική απώλεια από μια τέτοια κατάσταση.
108
• η δημιουργία εμποδίων στους ανταγωνιστές στην αγορά (ή σε συναφείς
αγορές) συνδέοντας την αγορά ενός δημοφιλούς προϊόντος με την αγορά
ενός άλλου λιγότερο δημοφιλούς προϊόντος, πράγμα που αναγκάζει τους
καταναλωτές να πραγματοποιούν τις αγορές τους μόνο από την επιχείρηση
που κατέχει δεσπόζουσα θέση
109
άλλου και του γενικού ευρωπαϊκού συμφέροντος. Τέλος, η έκδοση του
κανονισμού 1/2003 σηματοδότησε μια νέα εποχή στην εφαρμογή της
αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΕ, βάσει της οποίας ανέλαβαν
ουσιαστικότατο ρόλο οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού (ΕΑΑ). Η εφαρμογή της
αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΕ εξασφαλίζεται σήμερα από ένα μεγάλο
φάσμα φορέων επιβολής της νομοθεσίας στην ενιαία αγορά, με βάση ένα ενιαίο
πρότυπο αξιολόγησης. Το καθεστώς αυτό έχει βελτιώσει σημαντικά το επίπεδο
εφαρμογής της ενωσιακής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και εξασφαλίζει
ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε
διασυνοριακό επίπεδο στην Ευρώπη.
110
Επιτροπής. Οι εξουσίες της όμως είναι αυστηρά περιορισμένες: μπορεί να
παρεμβαίνει μόνον εφόσον διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για παραβίαση των
κανόνων ανταγωνισμού, ενώ οι αποφάσεις της μπορούν να προσβληθούν ενώπιον
του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, η ΓΔ Ανταγωνισμού
διαφέρει από τις περισσότερες υπηρεσίες της Επιτροπής ως προς τούτο: αντί να
προτείνει νομοθετικές ρυθμίσεις, ο ρόλος της συνίσταται κυρίως στο να λαμβάνει
μέτρα κατά των επιχειρήσεων ή των κρατών μελών που κρίνει ότι παραβιάζουν
τους κανόνες ανταγωνισμού. Η ΓΔ Ανταγωνισμού μπορεί επίσης να λαμβάνει
μέτρα για διάφορες μορφές αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς που θίγουν το
διασυνοριακό εμπόριο.
111
Έλεγχος συγκεντρώσεων
112
επιχείρηση οφείλει είτε να επιστρέψει το ποσό της ενίσχυσης είτε να καταρτίσει
σχέδιο αναδιάρθρωσης και αποκατάστασης της βιωσιμότητάς της. Οι ενισχύσεις
αναδιάρθρωσης πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα τα οποία περιορίζουν τις
στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της
εσωτερικής αγοράς.
Οι υποθέσεις
Όσον αφορά τις συγκεντρώσεις και τις κρατικές ενισχύσεις, η ΓΔ Ανταγωνισμού
εξετάζει κυρίως τις κοινοποιήσεις που λαμβάνει. Σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των
άρθρων 101 και 102, κινεί τη σχετική διαδικασία με δική της πρωτοβουλία ή μετά
από υποβολή αίτησης επιείκειας ή σχετικής καταγγελίας.
113
Κατά την εξέταση των διαφόρων υποθέσεων, η ΓΔ Ανταγωνισμού τηρεί
εμπιστευτικές τις πληροφορίες. Και τούτο διότι έχει εκ του νόμου την
υποχρέωση να προστατεύει τα επιχειρηματικά απόρρητα των εταιρειών με τις
οποίες έρχεται σε επαφή. Αν η ΓΔ Ανταγωνισμού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι
μια επιχείρηση ή ένα κράτος μέλος έχει παραβιάσει τους κανόνες ανταγωνισμού ή
ότι είναι δυνατόν – σε περίπτωση συγκέντρωσης - να θίξει σε σημαντικό βαθμό
τον ανταγωνισμό, μπορεί να προτείνει στην Επιτροπή να εκδώσει επίσημη
απόφαση. Η απόφαση αυτή μπορεί να απαγορεύει τη συγκεκριμένη πρακτική ή να
απαιτεί τη λήψη μέτρων αποκατάστασης. Στις υποθέσεις που εμπίπτουν στην
αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, η Επιτροπή μπορεί επίσης να επιβάλλει πρόστιμο
είτε ως ποινή είτε για λόγους αποτροπής.
Χάραξη πολιτικής
114
έκδοση των εγγράφων αυτών, η ΓΔ Ανταγωνισμού πραγματοποιεί ευρεία
διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Επιβολή Προστίμων
115
εκτίμηση ότι η μέση αύξηση των τιμών κυμαινόταν από 15 έως 20%, και μάλιστα
η μεγαλύτερη αύξηση που παρατηρήθηκε είχε υπερβεί το 50%. Εάν μια σύμπραξη
διαρκέσει επί σειρά ετών, για κάθε πρόσθετο έτος, οι ενεχόμενες επιχειρήσεις
αποκομίζουν όφελος από τις υψηλότερες τιμές που χρεώνουν. Όταν επιβάλλεται
πρόστιμο, η διάρκεια πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ώστε να επιτυγχάνεται ο
στόχος της πρόληψης για τον κλάδο ως σύνολο. Η πολιτική της Επιτροπής όσον
αφορά την επιβολή προστίμων στηρίζεται στην αρχή ότι ορισμένες παραβάσεις
ζημιώνουν περισσότερο την οικονομία από κάποιες άλλες, ότι οι παραβάσεις που
επηρεάζουν πωλήσεις υψηλής αξίας ζημιώνουν περισσότερο την οικονομία από
τις παραβάσεις που αφορούν πωλήσεις μικρής αξίας, καθώς επίσης ότι οι
παραβάσεις μεγάλης διάρκειας είναι πιο επιζήμιες από εκείνες που έχουν μικρή
διάρκεια.
116
Διάρκεια Αυτό το ποσοστό της αξίας των σχετικών πωλήσεων πολλαπλασιάζεται
επί τον αριθμό των ετών και των μηνών που έχει διαρκέσει η παράβαση. Αυτό
σημαίνει ότι το πρόστιμο συνδέεται με την αξία των πωλήσεων που
επηρεάστηκαν κατά τη διάρκεια της παράβασης, διότι θεωρείται συνήθως καλός
δείκτης της ζημίας που προκάλεσε η παράβαση στην οικονομία σε βάθος χρόνου.
Κατά συνέπεια, μια παράβαση που διαρκεί δύο έτη θεωρείται ότι είναι δύο φορές
πιο επιζήμια από μια παράβαση που διαρκεί ένα μόνο έτος.
117
Η Επιτροπή ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε σύμπραξη να
προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία που βοηθούν την Επιτροπή να εντοπίζει
συμπράξεις και να στοιχειοθετήσει μια παράβαση. Στην πρώτη επιχείρηση που
παρέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με σύμπραξη τα οποία επιτρέπουν
στην Επιτροπή να στοιχειοθετήσει την υπόθεση μπορεί να δοθεί πλήρης απαλλαγή
από τα πρόστιμα, ενώ στις επόμενες επιχειρήσεις μπορούν να δοθούν μειώσεις
μέχρι και 50% του προστίμου που θα μπορούσε κανονικά να επιβληθεί.
Αδυναμία πληρωμής
118
Ποια είναι η νομική βάση για τα πρόστιμα της Επιτροπής;
Ο κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, βάσει του άρθρου 103 της ΣΛΕΕ, παρέχει
στην Επιτροπή τις εξουσίες εφαρμογής αυτών των κανόνων και επιβολής
προστίμων σε επιχειρήσεις. Θεσπίζει τις αρχές που προβλέπουν ότι τα πρόστιμα
πρέπει να στηρίζονται στη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης και θέτει
ως ανώτατο όριο προστίμου το 10% του κύκλου εργασιών που προαναφέρθηκε.
119
κατά των αποφάσεών της διατηρείται πάνω από το 90% της αξίας των προστίμων
που έχει επιβάλει.
Η πολιτική στον τομέα της επιβολής προστίμων πρέπει να καλύπτει ευρύ φάσμα
διαφόρων πραγματικών περιστάσεων και είναι ιδιαίτερα δύσκολο να
προβλεφθούν εκ των προτέρων όλες αυτές οι περιστάσεις. Αυτός είναι ο λόγος για
τον οποίο η Επιτροπή διατηρεί τη δυνατότητα να επικαιροποιεί εάν χρειάζεται τις
κατευθυντήριες γραμμές της, και ο λόγος που οι ίδιες οι κατευθυντήριες γραμμές
περιέχουν διατάξεις στις οποίες προβλέπεται ρητά η ενδεχόμενη απόκλιση από τις
κατευθυντήριες γραμμές στις περιπτώσεις που αυτό είναι σκόπιμο. Πολλές
εθνικές αρχές ανταγωνισμού ακολουθούν πλέον την ίδια προσέγγιση, με
κατευθυντήριες γραμμές για την επιβολή προστίμων που είναι εν γένει σύμφωνες
με εκείνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
120