You are on page 1of 320

῞Οσιος ἸΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

ΦιλοσοφικοΙ κρημνοΙ
Όσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς (1894 -1979)
Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε
με τη συμπαράσταση
του Υπουργείου Πολιτισμού
της Σερβίας
Όσιος
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΦιλοσοφικοΙ
κρημνοΙ
μετάφραση ἀπο το Σερβικό πρωτότυπο
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΟΥΙΑΝΝΟΒΙΤΣ, θεολόγος
Επίσκοπος ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΕΒΤΙΤΣ

Φιλολογική ἐπιμέλεια
πάτερ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΧΑΡΙΤΙΔΗΣ, φιλόλογος

για τόν εκδότη


ΓΕΡΟΝΤΙΩΝ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ

Σ Ε Ι ΡΑ ΘАВ Ω Р
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ
ΣΕΙΡΑ ΘавΩр 1

Τίτλος πρωτοτίπου:
Библиотека
СВЕЧАНИК
Др. Јустин Сп. ПОПОВИЋ
ФИЛОСОФСКЕ УРВИНЕ
1957

© Αποκλειστικότητα για την Ελληνική γλώσσα:


Ιερά Μονή Χιλανδαρίου

Συντάκτης:
Μοναχός Ρωμύλος Χιλανδαρινός

Φωτογραφία εξωφύλλου:
Branislav Puljevic

Γραφιστική ἐπερξεργασία και ιλεκτρονικό μοντάζ:


Dusan B. Yovanovic

Τα περαιτέρω κεφάλαια είναι από το βιβλίο:


Ἀρχιμανδρίτης Ἰουστῖνος Πόποβιτς , “Άνθρωπος και Θεάνθρωπος”,
μετάφραση: Ἀρχιμ. Αθανασίος Γέβτιτς,
εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1969.
• Η ύψιστη αξία και το έσχατον κριτήριον εν τη οτθοδοξία
• Μεταξύ δυο φιλοσοφίων
• Ο παράδεισος μου και η κόλασις μου
• “Καταδικασμένοι” να είναι αθάνατοι
• Πένθος δια τον Χριστόν

Ι.Μ. ΧΙΛΑΝΔΑΡΙΟΥ
ΚΑΡΥΕΣ 63086
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΡΟΛΟΓΟΣ.................................................................................................11

Пρότο κεφάλαιο
ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΟΥΜΑΝΙΣΜΟΥ

Κόρη οφθαλμού το επίκεντρο της τραγικότητας ........................................... 20


Ό ευρωπαϊκός άνθρωπος μπροστά στο καυτό σταυροδρομι ....................... 20
Πρόοδος στο νερόμυλο του θανάτου .............................................................. 20
Η ύψιστη αξία και το έσχατον κριτήριον εν τη οτθοδοξία ........................... 20
Μεταξύ δυο φιλοσοφίων .................................................................................... 20
Το αόρατο μέσα στο ορατό
Το μυστήριο του καλού και του κακού ............................................................. 20
Φοβερή Ἡμέρα της Κρίσεως για τό Θεό ........................................................ 20

Δέυτερο κεφάλαιο
ΣΚΟΤΗ ΚΑΙ ΧΑΡΕΣ ΤHΣ EΠΙΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤHΣ ΑIΣΘΗΣΗΣ

Ο παράδεισος μου και η κόλασις μου


Τό νόημα της ζωής και του κόσμου .................................................................... 20
Οι θλίψεις των χερουβικών καρδιών ............................................................... 20
“Καταδικασμένοι” να είναι αθάνατοι ............................................................... 20
Πένθος δια τον Χριστόν .................................................................................... 20
Τρίτο κεφάλαιο
ΝΕΡΟΔΕΣIA

Ο Μέτερλινκ πριν από τη μεγάλη σιωπη ......................................................... 20


Ντοστογιέφσκι ως προφήτης και απόστολος του ορθόδοξου ρεαλισμού ....... 20
Περί του παράδεισου της ρωσικής ψυχής ...................................................... 20
Στη νεροδεσία των πολιτισμών ......................................................................... 20
Ανάσταση και οι αθάνατοι Σέρβοι .................................................................... 20
Περί της απαραβίαστης μεγαλειότητας του άνθρωπου ................................ 20

Τέταρτο κεφάλαιο
ΠΕΝΘΗ ΚΑΙ ΠΟΘΟΙ

Σμηνουργία των απεραντοσύνων ..................................................................... 20


Στόν εξώστη του άτομου .................................................................................... 20
Η εξέγερση του τσιμπούριου ............................................................................. 20
Κατεβαίνοντας στο θορυβώδη καταρράκτη του χρόνου .............................. 20
Αυτή η σαγηνευτική γόησσα ............................................................................. 20
Δορκάδα στό χαμμένο παράδεισο
Ἐξομολόγηση ........................................................................................................ 20

ΕΠΙΛΟΓΟΣ .......................................................................................................... 20
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Δέν εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἕνα προσκύνημα σέ κρημνούς1,


ἐπειδή κάθε σοβαρό ζήτημα τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος θέτει στόν ἑαυτό
του ἤ ὁ κόσμος στόν ἄνθρωπο, καθοδηγεῖ τή σκέψη του σέ κρημνούς;
Ἰδού τό ἐρώτημα τῆς ἀλήθειας, δέν εἶναι ἕνα ἀπόκρημνο πρόβλημα;
Ψάχνοντας τήν ἀλήθεια, διεισδύοντας πρός τό ἱερό τῆς ἀλήθειας
ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου πάντα συντρίβεται μέσω τῶν φρικαλέων
κρημνῶν. Καί τί γίνεται τό πρόβλημα τῆς δικαιοσύνης καί τό πρόβλημα
τοῦ καλοῦ καί τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ, ὅλα ἀποδεικνύονται κρημνοί
καί φαράγγια, ὅλα ἀποδεικνύονται προσκυνήματα θλιβερά καί λυπη-

1
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἐδῶ ἀναπότρεπτα χρειάζεται μία λεπτομερής ἐξήγηση. Τή σερβική λέξη urvina (οὔρβινα),
μεταφράσαμε μέ τήν ἑλληνική λέξη κρημνός. Δυστυχῶς ἡ μετάφραση αὐτή δέν εἶναι ἐπαρκής, μέ ἄλλα λόγια,
δέν ἐξαντλεῖ ὁλωσδιόλου τήν πλήρη σημασία τοῦ ὅρου urvina. Ἁπλά, ἕνας τέτοιος γεωλογικός ὅρος δέν
ὑφίσταται στήν ἑλληνική γλῶσσα. Ἐξ ἄλλου, οὔτε τά λεξικά τῆς σερβικῆς γλώσσας ἤ ἐγκυκλοπαίδειες περι-
έχουν αὐτόν τόν ὅρο, καίτοι καθόλου δέν εἶναι ἄγνωστος στή σημερινή σερβική γλῶσσα. Ὡστόσο, ἀρκετοί
δέν κατανοοῦν τήν ὀρθή σημασία αὐτοῦ τοῦ ὅρου. Ἡ πιό συγγενική λέξη πού ἀναφέρεται στίς σερβικές
ἐγκυκλοπαίδειες εἶναι στόν πληθυντικό ἀριθμό, urve (οὔρβε): «Μικρά, στενά καί βαθιά αὐλακώματα ὅμοια
μέ χαντάκια, δημιουργημένα ἀπό τή διάβρωση στή μαλακή, σκόρπια ὕλη, ἰδιαιτέρως στό ἀμμῶδες χῶμα,
δίπλα στό κύριο αὐλάκωμα μέσα στό ὁποῖο ρέει τό νερό. Στίς πλαγιές τῶν urve ἐμφανίζονται μικρότερα,
πλαϊνά αὐλακώματα, χωρισμένα μέ τίς ράχες, ἐκτεθειμένα σέ μεγάλες μετατροπές ἐξ αἰτίας τῆς διάβρωσης
ἀπό τίς ροές τῶν νερῶν, οἱ ὁποῖες κατά τήν ἐποχή βροχῶν μεταβάλλονται σέ πραγματικούς χειμάρρους· μέ
τίς αὐλακώσεις τῆς γῆς μειώνεται ἡ ἐπιφάνεια τοῦ καλλιεργήσιμου ἐδάφους, ἕνεκα τοῦ ὁποίου γίνονται τἀ
ἔγγειοβελτιωτικά ἔργα», Мала енциклопедија Просвете, τόμος τρίτος (Р–Ш), ἔκδοση Prosveta, Београд
1978, σ. 468.
Ὁ καθηγητής σερβικῆς γλώσσας Nikola Erić, φίλος τοῦ μεταφραστῆ, προσέφερε ὄχι μικρή συνεισφορά γιά
τή διευκρίνιση αὐτοῦ τοῦ ζητήματος. Τελικά, ἡ urvina πράγματι εἶναι κρημνός ἤ καλύτερα ὑψηλή καί ἀπό-
κρημνη πλαγιά βουνοῦ, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἕνας εὐσταθής καί στέρεος βράχος, ἀλλά εἶναι εὔθρυπτη, ψαφαρή,
γυμνή, πού ἀποτελεῖται ἀπό μικρές πέτρες, χῶμα, ἰδιαιτέρως ἀμμῶδες χῶμα, ἐνῶ βρίσκεται συχνά πάνω ἀπό
τά ποτάμια ἤ ρυάκια. Βέβαια, τά διηνεκῆ φαινόμενα συνδεδεμένα μ᾿ αὐτές εἶναι ἡ διάβρωση καί ἡ κατολί-
σθηση, ἰδιαιτέρως κατά τήν ἐποχή βροχῶν πού ἀκόμη περισσότερο καταστρέφουν αὐτές. Αὐτό σημαίνει ὅτι
αὐτές οἱ πλαγιές βουνῶν εἶναι ἀδύνατες γιά ὁποιαδήποτε ὀρειβασία ἤ ἀναρρίχηση. Η ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ ΠΡΟΣ
ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΕΝΟΣ ΤΕΤΟΙΟΥ ΚΡΗΜΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΠΙΘΑΝΗ, ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΣΕ-
ΩΣ ΤΟΥ. Τοῦτο προφανῶς εἶχε στό νοῦ του ὁ Ἀββᾶς Ἰουστῖνος ὅταν ἐπέλεξε ἀκριβῶς αὐτή τή λέξη. Συνάμα,
αὐτό τό σκαρφάλωμα ὁμοιάζει μέ τίς προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου, τῶν δυνάμεών του, τῆς γνωσιολογίας του,
ἀλλά καί κάθε εἴδους ἐπιστήμης του, νά προσεγγίσει τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. Προκύπτει ὅτι οἱ προσπά-
θειες ἑνός κτιστοῦ ὄντος, ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος, νά περατώσει τήν ἀναρρίχησή του ἕως τό ἀποκορύφωμα
τοῦ ὄρους τῆς ἀλήθειας εἶναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΜΑΤΑΙΕΣ χωρίς τήν ἀναπότρεπτη, ἀναπόφευκτη καί μόνη ἀπο-
τελεσματική βοήθεια τοῦ Ἀκτίστου, Παντοδύναμου καί Φιλάνθρωπου Ὄντος, τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται, λοιπόν,
κάποιος νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο στήν προσπάθειά του ἀπό τήν κορυφή, πού ἤδη βρίσκεται ἐκεῖ. Πρέπει νά
σημειωθεῖ ὅτι ὁ Πόποβιτς ἀσχολήθηκε προηγουμένως ἀρκετά μέ τά θέματα τῆς ἀνθρώπινης γνωσιολογίας.
Ἐφεξῆς, παρακαλοῦμε θερμῶς τόν ἀναγνώστη νά ἔχει πάντα στό νοῦ του μέ τί ἔννοια χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη
κρημνός σ᾿ αὐτό τό πράγματι ἔξοχο βιβλίο.

11
ρά, ἔτσι δέν εἶναι; Ἀκόρεστη ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγούμενη ἀπό
κάποια παρόρμηση, μέ πόθο ὁρμᾶ ἀπό ἕνα πρόβλημα σέ ἀλλο ἀλλά δέν
μπορεῖ νά χορτάσει. Καί πάντα γίνεται ἔτσι, ἕως να τήν ἀναλάβει σφι-
χτά τό μονόδιπλο πρόβλημα, τό πρόβλημα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώ-
που, δηλαδή τό παν-πρόβλημα, ἀπό τοῦ ὁποίου τήν ἐπίλυση ἐξαρτᾶται
ἡ ἀνθρώπινη μοῖρα σέ ὅλούς τούς κόσμους.
Ἔχεις παρακολουθήσει τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου καί τί συνά-
ντησες; Ἀσφαλῶς συνάντησες τούς φρικαλέους κρημνούς, στούς
ὁποίους σέ κομματάκια σπάζει εἴτε ἡ διάνοιά σου εἴτε ἡ καρδιά σου εἴτε
ἡ συνείδησή σου. Ὁ δρόμος πρός τήν περί ἀνθρώπου ἀλήθεια ὁδηγεῖ,
ὤ!, σέ ποιά σκότη, σέ ποιούς κρημνούς! Ἐκεῖ ἡ σκέψη παραφρονεῖ ἀπό
πόνο, ἀπό θλίψη, ἀπό κραυγή, σάν νά βάδιζε στήν ἀπέραντη κόλαση,
ὅπου κυριαρχεῖ τυραννικῶς ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων.
Καί ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει μέχρι, πίσω ἀπό ὅλα τά σκότη καί τούς
κρημνούς, νά ἀνακαλύψεις τό χερουβικό πυρήνα τοῦ ἀνθρώπινου
ὄντος, τό Θεό. Μ᾿ αὐτόν βαδίζεις σέ φωτεινούς δρόμους πού καθοδη-
γοῦν στήν τελεία λύση ὅλων τῶν σπουδαιοτάτων προβλημάτων γιά τό
ἀνθρώπινο ὄν σέ ὅλους τούς βίους.
Τό ἄτομο; Ποιοί κρημνοί τοῦ ἀπέραντου μεγάλου ἐνυπάρχουν
στό ἀπέραντο μικρό! Καί τί γίνεται μέ τόν κόκκο τῆς ἄμμου; Ἐκεῖ
ἀγωνίζονται ἀναρίθμητα μυστήρια καί διαλύονται στούς ἀπέραντούς
του κρημνούς. Πράγματι, ὑφίσταται τίποτα στόν ἐπίγειό μας κόσμο
πού γιά τή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι κρημνός; Τό φυλλαράκι τῆς
βιολέτας, ὦ ἀγαπημένο μου ἀηδονάκι, δέν εἶναι μενεξεδένιοι κρημνοί
γιά τήν ὑπερλεπτή νοημοσύνη τῆς κελαηδιστῆς σου ψυχῆς; Ἡ κραυγή
τοῦ ὑψιπετοῦς ἀετοῦ, τό βούισμα τῆς μελίφορης μέλισσας, δέν εἶναι οἱ
κρημνοί κάποιας θαυμάσιας δύναμης, ἀνεξήγητης γιά τό νοῦ σου, γιά
τή διάνοιά σου, ὤ homo sapiens!, ὤ homo faber! Καί ὅταν τό μάτι σου
μέ σοβαρότητα κοιτάξει τό πρόσωπο τοῦ διπλανοῦ σου, πόσα μυστήρια
καί αἰνίγματα ἀντιλαμβάνεται σ᾿ αὐτό! Καί κάθε ἕνα ἀπ᾿ αὐτά εἶναι
ἕνας κρημνός! Ἰδού, ὁπουδήποτε ξαπλώσει ἡ ψυχή σου νά ξεκουραστεῖ,
ἡ κλίνη κάτω ἀπ᾿ αὐτήν πάντα μεταβάλλεται σέ ἀναμμένα κάρβουνα
σέ κλίνη τοῦ Προκρούστη. Καί ἐσύ, σκέψη μου, πῶς θρονιάζεσαι στόν
ἄνθρωπο, στό δικό του μικρούτσικο σῶμα; Ἡ θλίψη τῶν θλίψεών σου
εἶναι τοῦτο, ὅτι δηλαδή ὁ κάθε κρημνός σου βυθίζεται παρακάτω τῆς

12
ἀβύσσου, ἀλλά καί πρός τά πάνω πηγαίνοντας ἐξακολουθεῖ νά εἶναι
ἄπιαστος, ἐνῶ παντοῦ γύρω γύρω, ὅμως, εἶναι ἀτελείωτη καί ἀπέρα-
ντη. Καί ἐσύ, αἴσθησή μου, δέν εἶσαι ἡ δίδυμή της ἤ πρόγονή της ἤ
ἀπόγονος ἤ γονιός της;
Ὑπάρχουν πολλά κενά στό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, πολλές χαράδρες
στή συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, καί περισσότερο στην ἀνθρώπινη καρ-
διά. Καί ἐκεῖνες εἶναι οἱ πιό ἀνατριχιαστικές καί πιό φρικαλέες ἀπό
ὅλους τούς κρημνούς στόν κόσμο πού περιβάλλουν τόν ἄνθρωπο. Ἀπό
ποῦ προέρχονται; Ἀπό τό κακό μας, τό ἀνθρώπινο, τό τῆς ἀνθρωπότη-
τας κακό· ἀπό τήν ἁμαρτία μας, τήν ἀνθρώπινη, ἀπό τήν ἁμαρτία τῆς
ἀνθρωπότητας προκύπτουν. Ἐπειδή ἡ ἁμαρτία ὄντως εἶναι ἕνας σεισμός,
ἐπειδή καί οἱ ἁμαρτίες πράγματι εἶναι σεισμοί, οἱ ὁποῖοι ἀναποδογυρί-
ζουν ὅλη τήν ψυχή καί τό νοῦ καί τήν καρδιά, ὥστε νἀ δημιουργοῦν σ᾿
αὐτά φαράγγια, χαράδρες, κρημνούς. Καί ἐμεῖς καταρρέουμε σ᾿ αὐτά,
τά ἐσωτερικά μας ἀβυσσώδη ἐρείπια. Ἐντούτοις, κάθε ἁμαρτία εἶναι μία
ἀρρώστια τοῦ νοῦ, μία ἀσθένεια τῆς καρδιᾶς, μία νόσος τῆς ψυχῆς, ἡ
ἀρρώστια πού ὁλοένα γεννᾶ ἀπό τόν ἑαυτό της τό θάνατο καί πάντα τά
θανάσιμα. Καί πάνω ἀπό ὅλα κάθε ἁμαρτία εἶναι κόλαση πού βρίσκεται
εἴτε στήν καρδιά εἴτε στήν ψυχή εἴτε στό νοῦ. Ἐκεῖνος πού δέν αἰσθά-
νεται ἔτσι, ἀκόμη δέν ἔχει ἐκκολαφτεῖ σέ ἄνθρωπο, ἡ σκέψη του εἶναι
πλήρης «ἀκατάπαυστης ἁμαρτίας» καί «ἐντρυφῶσα ἐν ταῖς ἀπάταις
αὐτῆς» (Β᾿ Πέτρ. 2, 14· 13). Μέ ὅλες τίς δυνάμεις της ἡ ἁμαρτία ἐνεργεῖ
μόνο τό ἕνα, ἀθεώνει καί ἀπανθρωποιεῖ τόν ἄνθρωπο. Ἐξαιτίας αὐτοῦ
ἡ ἁμαρτία ὄντως εἶναι ἁμαρτία ἐπειδή ὅλη ἡ δύναμή της ἐναντιώνεται
στό Θεό, δέν θέλει τό Θεό καί ἀπωθεῖ τά πάντα τοῦ Θεοῦ, πάντα τά
θεϊκά. Ὡστόσο, ἀποθώντας τόν ἄνθρωπο ἀπό τά τοῦ Θεοῦ καί τά θεῖα,
ἡ ἁμαρτία καταπιέζει ἀνάλογα ἐξ αὐτοῦ καί ἐκεῖνο πού τόν συνιστᾶ,
ἕνα ὄν ἄξιο καί θεϊκῶς πολύτιμο, ἕνα ὄν ἀπέραστο καί θεϊκῶς ἀθάνατο.
Ἡ διαδικασία τῆς ἀθέωσης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάντα ταυτόχρονη μέ
τή διαδικασία τῆς ἀπανθρωποποίησης τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή, τοῦτο
εἶναι μία μονόδιπλη διαδικασία. Εἶναι καταφανής ἡ πραγματικότητα
στόν ἐπίγειό μας κόσμο· ὅσο λιγότερο εἰσέρχεται ὁ Θεός στόν ἄνθρω-
πο, τόσο λιγότερο διεισδύει ὁ ἄνθρωπος στόν ἄλλο ἄνθρωπο. Στόν
ἄθεο ὑφίσταται καθόλου ὁ ἄνθρωπος; Ἕνας ἄθεος ἀναπόφευκτα εἶναι
ὁλοένα καί ἀντι-άνθρωπος καί ἑπομένως καί ἀπάνθρωπος.

13
Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη μόνο ὅταν καταδυθεῖ στήν Παν-σκέψη,
θεραπεύει τόν ἑαυτό της ἀπό ὅλες της πληγές, τίς ἀποκτημένες στούς
κρημνούς, γιατρεύει τόν ἑαυτό της ἀπό ὅλες τίς ἀσθένειες καί σώζει
τόν ἑαυτό της ἀπό ὅλους τούς θανάτους, ὅπως εἶναι ἠ ἀπελπισία, ὁ
σκεπτικισμός, ὁ σχετικισμός, ὁ θετικισμός, ὁ πεσιμισμός καί γενικῶς
κάθε βαμπιρισμός, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά καμουφλαρι-
σμένος δαιμονισμός. Καί ὁ δαιμονισμός ἔχει μόνο ἕνα ὄνομα, λεγεών.
Καταδυομένη στήν Παν-σκέψη, ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, βαπτίζεται καί
μεταλαμβάνει ἀπό τό Αἰώνιο, ἀπό τό Θεανθρώπινο, ὥστε ὁποιοιδήποτε
κυκλῶνες δέν δύνανται νά τήν ὠθήσουν στήν ἀπελπισία, στό φόβο,
στό βαμπιρισμό, στό δαιμονισμό, στήν κόλαση. Ὑπεράνω ὅλων ὅσα
ξέρει κανείς, πρέπει νά ξέρει τοῦτο· μόνο στόν Θεάνθρωπο ἡ σκέψη τοῦ
ἀνθρώπου βαθμιαίως μεταμορφώνεται στήν Παν-σκέψη καί στόν Παν-
λόγο. Χωρίς τόν Θεάνθρωπο, ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπολύτως
παράλογη. Οἰκοδομημένη στό Αἰώνιο = στό Θεανθρώπινο καί μόνον,
ἡ ἴδια ἀνθίσταται σέ ὅλους τούς θανάτους καί ὑπερισχύει ὅλων τῶν
δαιμονισμῶν, ἀπό ὁπουδήποτε καί νά τῆς ὁρμήσουν.
Τό μέγεθος τῆς ἀνθρώπινης σκέψης εἶναι ἀτελείωτο καί ἀπέραντο,
ἐφόσον κατάγεται ἀπό τόν Ἀτελείωτο καί Ἀπέραντο. Καί στόν δικό μας
ἀνθρώπινο κόσμο ἐμεῖς μέ τήν πανταχόθεν ἐμπειρία μας ξέρουμε τοῦτο,
ὅτι μόνο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι ὁ Ἀτέρμων, εἶναι ὁ Ἀπέραντος,
εἶναι ὁ Αἰώνιος. Γι᾿ αὐτό τό λόγο μόνο σ᾿ Αὐτόν ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώ-
που μεταμορφώνεται ἀπό τό μή ὄν σέ Ὄν τῶν πάντων, ἀπό τό θάνατο
ἕως στήν Ἀθανασία, ἀπό τήν προσωρινότητα ἕως τήν Αἰωνιότητα.
Σ᾿ Αὐτόν, μόνο σ᾿ Αὐτόν ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου μεταμορφώνεται
σέ θεο-σκέψη, κάθε σκέψη σέ θεο-σκέψη· καί σ᾿ αὐτό ἔγκειται καί ἡ
σωτηρία τῆς σκέψης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀπερισκεψία, ἡ θέωσή της,
ἡ λογοποίησή της καί ἡ νοηματοδότησή της. Μέχρι τότε ἡ σκέψη γιά
τόν ἄνθρωπο εἶναι εἴτε ἕνα βαρύτατο σαμάρι εἴτε ἡ μεγίστη θλίψη εἴτε
ἡ πιό ἄφεγγη κόλαση εἴτε ἀλίμονο, παν-θλίψη καί παν-κόλαση. Γίνεται
παράδεισος, ἡ σκέψη γίνεται παράδεισος καί ὁλο-παράδεισος γιά τόν
ἄνθρωπο μονάχα μέ τόν Θεάνθρωπο καί στόν Θεάνθρωπο. Ἄν δέν
εἶναι ἔτσι, ἀποδείξετέ το μου, ὦ βασανισμένοι τῆς σκέψης, ὁπότε ἐγώ,
μέ ὅλη τήν καρδιά μου καί μέ ὅλη τήν ψυχή μου καί μέ ὅλο τό νοῦ μου,
θά σᾶς ἀκολουθήσω. Καί ἕως ἐκεῖ, ἕως ἐκεῖ, ἕως ἐκεῖ, ἐν ὀνόματι τοῦ

14
ἀνθρώπου παραμένω ὅλος δίπλα στόν Θεάνθρωπο… Ὁ Θεάνθρωπος,
ποῦ βρίσκεται Αὐτός; Νά τος πίσω ἀπό τόν ἕκαστο κρημνό, πάντοτε ὁ
Σωτήρας βρίσκεται πίσω ἀπό κάθε κόλαση, ἀπό κάθε θάνατο, ἀπό κάθε
ἁμαρτία, ἀπό κάθε θλίψη· καί πάντα εἶναι ἡ χαρά καί εὐαγγελισμός, ἡ
μοναδική παντοτινή χαρά καί ὁ μοναδικός αἰώνιος εὐαγγελισμός γιά
τή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν αἴσθηση, γιά τή συνείδηση, γιά τήν
ψυχή. Καί τοῦτο σ᾿ ὅλους τούς κόσμους, σ᾿ ὅλες τίς ζωές, σ᾿ ὅλες τίς
αἰωνιότητες.
Τά πάντα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατάρα, κόλαση ὥσπου νά μετα-
μορφωθοῦν σέ Θεανθρώπινα. Μέ τόν Θεάνθρωπο τά πάντα τοῦ
ἀνθρώπου γίνονται παράδεισος, παράδεισος, παράδεισος. Καί δέν ὑφί-
σταται τέρμα τῆς χαρᾶς σου, ἄνθρωπε, ἐφόσον εἶσαι ἄνθρωπος, ἐπειδή
μόνο μ᾿ Αὐτόν καί ἐν Αὐτῷ αἰσθάνεσαι πώς εἶσαι αἰώνιος ἄνθρωπος,
οὐράνιος ἄνθρωπος, χερουβικός ἄνθρωπος, θεοειδής ἄνθρωπος. Θλίψη
εἶναι, παν-θλίψη εἶναι, ὦ δικοί μου ἀργιλώδεις ἀδελφοί καί συνάδελφοι,
τό νά εἶσαι ἄνθρωπος χωρίς τόν Θεάνθρωπο· ἡ χαρά, ὅμως, εἶναι, καί
ὁλο-χαρά, νά εἶσαι ἄνθρωπος μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό. Αὐτή ἡ θλίψη
καί αὐτή ἡ χαρά σάν τραυλίσματα εἶναι γραμμένες σ᾿ αὐτούς τούς
«Φιλοσοφικούς κρημνούς», ἀπό τήν ἀρχή ἕως τό τέλος μία ἐξομολό-
γηση, καί σ᾿ αὐτήν ὅλη ἡ ψυχή, μέ ὅλες τίς σταυρώσεις της ἀλλά καί
μέ ὅλες τίς ἀναστάσεις της. Εἰλικρινά κατεβαίνουμε σέ κάθε θάνατο,
σέ κάθε κόλαση· καί ἀπό αὐτά μόνο μᾶς βγάζει καί ἀπό αὐτά μόνο μᾶς
ἀνασταίνει εἴτε ἐμένα εἴτε ἐσένα, μόνο ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ ἀνα-
στάς Κύριος, ὁ Μόνος Νικητής τοῦ θανάτου καί ὁ Μόνος Σωτήρας ἀπό
τήν ἁμαρτία σ᾿ ὅλους τούς κόσμους, ὁρατούς καί ἀοράτους, φυσικούς
καί μεταφυσικούς2.

Τοῦ Ἁγίου Σταυροῦ 1955. Ἀρχιμανδρίτης


Μονή τῶν ἁγ. Κελιῶν (Τσέλϊε) dr Ἰουστῖνος Πόποβιτς

2
Οἱ «Φιλοσοφικοί κρημνοί» στοιχειοθετήθηκαν μεταξύ τῶν δύο Παγκόσμιων πολέμων κατά
ὁρισμένες μέρες καί ὁρισμένες νύχτες, καί ἦταν ἕτοιμοι γιά τύπωση πρίν τό Β᾿ Παγκόσμιο πόλε-
μο. Ὡστόσο, ἀποκοιμήθηκαν ἀπό τότε στήν ἀγαπημένη τους μοναξιά, προκειμένου νά ὀνειρευ-
τοῦν τό μή ὄν τους, ὥστε χαϊδεμένοι ἀπό τήν πνοή τοῦ Ἀναστάντος ἀφυπνίστηκαν μία μέρα γιά
τόν Ὄντα.

15
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ἀγωνία τοῦ οὐμανισμοῦ
.Κόρη ΟφθαλμοΥ, τό Επίκεντρο τΗς τραγικόττας

Κάθε ἄνθρωπος εἶναι αἰχμάλωτος τῶν μυστηρίων, ἀφοῦ ὁ καθένας


εἶναι πολιορκημένος ἀπό μυστήρια. Ἀπό παντοῦ συσσωρεύονται γύρω
του καί ὁρμοῦν σ᾿ αὐτόν. Ἀπό κάθε φαινόμενο πηγάζει ἕνα μυστήριο,
ἐνῶ ἀπό κάθε μυστήριο, ἀναρίθμητα μυστήρια. Δέν ὑφίσταται κανένα
κτιστό ὄν πού νά μήν εἶναι φορτωμένο ἀπό ἕνα μυστήριο. Ἕνα μυστή-
ριο δίπλα στό ἄλλο, ἕνα μυστήριο ἐπάνω στό ἄλλο, καί φτιάχτηκε ὁ
κόσμος. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του κάποια πανάρχαια κεντρομόλο
δύναμη γιά ὅλα ὅσα εἶναι μυστηριώδη. Καί ἑλκύει ὅλα τά μυστήρια καί
αὐτά τρέχουν πρός αὐτόν, πολιορκώντας τον ἀπό κάθε πλευρά.
Κάθε ἀνθρώπινο αἰσθητήριο εἶναι πολιορκημένο ἀπό ἀναρίθμητα
φυσικά μυστικά. Σέ κάθε ἀνθρώπινο ἄτομο συναντῶνται θαυμαστά
μυστήρια ἀπό κάθε κτίσμα. Καί τό ἐλάχιστο μυστήριο ἀναπτύσσεται
σέ μυστήριο τού σύμπαντος, σέ μυστήριο ἀπέραντο. Ἄν ἱστιοδρομήσει
περαιτέρω πρός ἕνα ἀπ᾿ αὐτά, ὁ ἄνθρωπος ἱστιοδρομεῖ σέ δρόμο πού
δέν ἔχει τέρμα. Τό ἔσχατο μυστήριο κάθε φαινομένου καί κάθε πλά-
σματος εἶναι τυλιγμένο μέ ἀπεραντοσύνη. Τό μυστήριο μιᾶς μικρούτσι-
κης σταγόνας νεροῦ εἶναι τόσο πελώριο πού σ᾿ αὐτό πνίγεται ὅλος ὁ
ἄνθρωπος, τά αἰσθητήριά του, ὁ νοῦς του καί ἡ σκέψη του. Ἀναλυμένη
μέχρι τό τέλος ἡ σταγόνα νεροῦ ἀποτελεῖται ἀπό τά ἀόρατα καί ἀνέγ-
γιχτα στοιχεῖα πού ὀνομάζονται ἄτομα, ἠλεκτρόνια καί προηλεκτρόνια.
Ἔτσι διδάσκει ἡ σύγχρονη χημεία. Ἡ ὁρατή σταγόνα βασίζεται στά
ἀόρατα στοιχεῖα· ἡ χειροπιαστή σταγόνα βασίζεται στά ἀνέγγιχτα
ἄτομα· ἡ περιορισμένη σταγόνα μέ τήν οὐσία της ἀποτυπώνεται στήν
ἀπεραντοσύνη. Τοῦτο εἶναι χημική ἀπεραντοσύνη.
Ὑπάρχει, ὅμως, καί ἡ φυσική ἀπεραντοσύνη. Ἡ μοντέρνα φυσική
ἔχει τήν ἀπεραντοσύνη της, ἐφόσον ὅλες οἱ οἰκοδομές της θεμελιώνο-
νται στήν ὑπόθεση περί τοῦ αἰθέρος, «ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνέγγιχτος καί
ἀκίνητος κατά φύσιν καί γιά τόν ἑαυτό του ἀδιάκριτος».
Ἔτσι ἡ σύγχρονη φυσική καί ἡ σύγχρονη χημεία περιορίζουν κάθε
φαίνομενο καί κάθε πλάσμα σέ κάτι ἀόρατο, σέ κάτι ὑπεραισθητό, σέ
κάτι ἀπεριόριστο. Κατά φύσιν, τό ἀπεριόριστο ὄντως εἶναι τό τέλος
ἕκαστου, ἐκ πρώτης ὄψεως, περιορισμένου πλάσματος. Πάντα τά φυσι-

19
κά εἶναι, κατά βάση, μεταφυσικά. Καί στό πιό μικροκαμωμένο πλάσμα
εἶναι ἀραγμένη ἡ ἀπεραντοσύνη, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται νά τήν
ἀγγίξει οὔτε μέ τά αἰσθητήρια οὔτε μέ τίς σκέψεις. Τά πάντα τά περιο-
ρισμένα θεμελιώνονται στό ἀτερμάτιστο. Ὑφίσταται κάποια ἀνεξήγητη
μετάβαση τοῦ περιορισμένου στό ἀτερμάτιστο, μετάβαση ἡ ὁποία δέν
ὑπόκειται σέ καμία συναισθηματική ἤ λογική ἀνάλυση. Ὅλα, ὅσα φαί-
νονται αἰσθητά, οὐσιαστικά εἶναι ὑπεραισθητά, ὅλα ὅσα ὑπόκεινται
στό στοχασμό, οὐσιαστικά εἶναι μετα-στοχαστικά. Ἡ δυνατότητα τοῦ
στοχασμοῦ περί τοῦ κόσμου εἶναι ἀσυγκρίτως πιό στενή καί πιό ρηχή
ἀπό τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου. Ἐξαιτίας αὐτοῦ καί ὁ στοχασμός
αὐτός εἶναι ἀτέρμων ἀπό κάθε πλευρά τῆς ὕπαρξής του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος
ἐπίτηδες δέν περιορίζει τίς σκέψεις του καί ἐπίτηδες δέν συγκρατεῖ τό
πνεῦμα του, ἀναπόφευκτα πρέπει νά αἰσθάνεται σάν στοχαστικό κέλυ-
φος στήν κυματώδη θάλασσα τῆς ἀπεραντοσύνης.
Ἡ μυστικότητα τοῦ κόσμου εἶναι χωρίς τέρμα. Τοῦτο πρέπει νά
αἰσθάνεται ὁ καθένας πού τουλάχιστον μία φορά ἀμερόληπτα ἔρριξε
μία ματιά στό μυστήριο τοῦ κόσμου. Ὡστόσο, καί τό μυστήριο τοῦ
ἀνθρώπινου ὄντος δέν εἶναι οὔτε μικρότερο οὔτε σύντομο. Ἄν στρέψει
τό βλέμμα του στόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ μία ἀνεκδιήγητη
μυστικότητα. Φανταστεῖτε, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι σέ κατάσταση νά
ἐξηγήσει στόν ἑαυτό του πῶς στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του τελεῖται ἡ μετά-
βαση ἀπό τό αἰσθητό στό ὑπεραισθητό, ἀπό τό σῶμα στό πνεῦμα, ἀπό
τό ἀσυνείδητο στό συνειδητό. Ἡ φύση τῆς συνείδησης καί τῆς σκέψης
του εἶναι ἀσύλληπτες γιά τή σκέψη του. Ἡ δυνατότητα τοῦ στοχασμοῦ
τῆς σκέψης του εἶναι πολύ συντομότερη καί στενότερη ἀπό τή φύση
τῆς ἴδιας τῆς σκέψης καθώς ἐπίσης καί ἡ δυνατότητα τῆς σύλληψης
τῶν αἰσθήσεών του καί ἡ δραστηριότητα τῶν αἰσθήσεών του. Ὅλα ὅσα
λέγονται βυθίζονται σέ κάποια ἐσωτερική ἀπεραντοσύνη εἴτε ἔξωθεν
ἀπεραντοσύνη εἴτε ἔσωθεν ἀπεραντοσύνη, καί ὁ καημένος ὁ ἄνθρω-
πος συνθλίβεται ἀνάμεσά τους. Καί ἡ μελαγχολική σολομώντεια σοφία
κλαίει μέ λυγμούς καί γόους πάνω στήν ψυχή τῶν θολῶν κατοίκων τοῦ
πλανήτη μας: «Πάντες οἱ λόγοι ἔγκοποι· οὐ δυνήσεται ἀνὴρ τοῦ λαλεῖν
καὶ οὐκ ἐμπλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν καὶ οὐ πληρωθήσεται οὖς
ἀπὸ ἀκροάσεως». Καί ἐγώ θά ἤθελα νά προσθέσω λίγο ἀπό τή θλίψη
μου· ἡ σκέψη δέν μπορεῖ νά χορτάσει ὅταν σκέφτεται, ἡ αἴσθηση δέν

20
δύναται νά κορεστεῖ ὅταν αἰσθάνεται· καθετί στόν ἄνθρωπο εἶναι
πάντα πεινασμένο καί διψασμένο.
Εἶναι ἐπικίνδυνο νά εἶναι κανείς ἄνθρωπος· εἶναι ἐπικίνδυνο τό νά
εἶναι κανείς αἰχμαλωτισμένος ἀνάμεσα σέ δύο ἀπεραντοσύνες οἱ ὁποῖες
ἀνταγωνίζονται σέ μυστικότητα καί αἰνιγματικότητα. Τόν ἄνθρωπο τόν
θέλγει εἴτε ἡ μία εἴτε ἡ ἄλλη. Ἑλκυστικές καί ἀνελέητες, ἀκούραστα καί
ζηλότυπα συγκρούονται γιά τόν ἄτυχο ἄνθρωπο. Συγκεντρωμένες σέ
δύο κόσμους, ἐπιτίθενται στόν ἄνθρωπο μέ ὅλους τούς ἀπέραντους
τρόμους τους, ἐνῶ αὐτός ταλαιπωρημένος καί τραυματισμένος προ-
σπαθεῖ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τούς δύο κόσμους, ἀλλά δέν μπορεῖ νά στα-
θεῖ ἔξω καί πέρα ἀπό αὐτούς. Αὐτή εἶναι ἡ μοῖρα του.
Εἶναι τραγικό νά εἶναι κανείς ἄνθρωπος, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἔχει
γίνει ἡ κόρη ὀφθαλμοῦ τῆς τραγικότητας, μία κόρη γιά καθετί πού εἶναι
τραγικό, εἴτε στόν οὐράνιο εἴτε στόν ἐπίγειο κόσμο, εἴτε στήν ἐξωτερι-
κή εἴτε στήν ἐσωτερική ἀπεραντοσύνη. Διά τοῦ ἀνθρώπου ἄρχισε νά
ἐνεργεῖται κάθε πόνος· δι᾿ αὐτοῦ ἀρρώστησε κάθε πλάσμα· μέσω τοῦ
ὀφθαλμοῦ του θρηνεῖ ἡ λύπη κάθε ὄντος. Αὐτός εἶναι ὁ ἀρρωστιάρης ὁ
ὁποῖος πάσχει ἀπό τή νόσο τῆς ἀπανταχοῦ ὕπαρξης. Σ᾿ αὐτόν, σάν σέ
συγκεντρωτικό φακό, συγκεντρώθηκε ὅλη ἡ τραγικότητα τῶν κόσμων,
ἐνῶ αὐτός ἀβοήθητα λυγίζει καί καταρρέει στήν κλίνη τῆς ἀδυναμίας
του.
Εἶναι φρικαλέο νά εἶναι κανείς ἄνθρωπος, ἐπειδή στό μικροσκο-
πικό σῶμα του κουβαλᾶ δύο ἀπεραντοσύνες. Αὐτός εἶναι ἡ βασίλισσα
μέλισσα γύρω ἀπό τήν ὁποία κατεβαίνουν ὅλα τά σμήνη κάθε φρίκης
ἀπό τόν ἐπάνω καί κάτω κόσμο. Ὅπου καί νά πάει, τόν ἀκολουθοῦν
ἀπέραντα σμήνη φρίκης. Ἡ σκέψη του, ἄν καταδυθεῖ στό μυστήριο τῶν
κόσμων, πάντα συναντᾶ κάτι φρικαλέο καί τρομακτικό. Καθώς ζεῖ ὁ
ἀνθρωπος σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀναρίθμητες φρίκες ἔχουν καταλάβει
εἴτε τά ἀνθρώπινα αἰσθητήρια εἴτε τήν ἀνθρώπινη ψυχή εἴτε τό ἀνθρώ-
πινο σῶμα, ἐνῶ αὐτός ἀπελπισμένα παλεύει μέ τό τερατῶδες μυστήριο
τῶν κόσμων.
Ὁ κίνδυνος αὐτός, ἡ τραγικότητα αὐτή, αὐτή ἡ φρικαλεότητα,
ἐξώθησαν τόν ἄνθρωπο σέ ὅλα τά ζητήματα, σέ ὅλα τά μυστήρια, ὥστε
ὅλος ἀναλώθηκε σ᾿ αὐτά. Δέν ὑπάρχει πλάσμα καί δέν ὑπάρχει φαι-
νόμενο ἐνώπιον τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος δέν ἔσκυψε διερευνητικά ἤ

21
δέν κατέλησε στόν θαυμασμό. Ἐξίσου, δέν ὑφίσταται ἐρώτημα πού δέν
ὤθησε τόν ἄνθρωπο στήν ἀπεραντοσύνη του, ἐπειδή κάθε ἐρώτημα
εἰσάγει τόν ἄνθρωπο ἔξω ἀπό τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου, τόν κάνει ὑπερ-
ανθρώπινο, ὑπέρ-υποκειμενικό, τόν συνδέει μέ τή φύση τοῦ ἐξεταζομέ-
νου ἀντικειμένου καί τόν βυθίζει στήν ἀπεραντοσύνη. Πίσω ἀπό κάθε
ἐρώτημα βλασταίνει ἕνα ἄλλο καί πουθενά δέν βρίσκεται τό τέλος τῶν
ἐρωτημάτων καί πουθενά τό τέρμα τῶν ἀπαντήσεων. Ἄν μή τι ἄλλο, μέ
τά ἐρωτήματά του, μέ τά προβλήματά του ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀτέρμων.
Ὡστόσο, καί ἡ συνείδηση πού ρωτᾶ καί τό πνεῦμα πού ἐρευνᾶ, δέν
εἶναι καί τά ἴδια ἀπέραντα, ὅταν δύνανται νά γεννοῦν ἀτέρμονα ἐρω-
τήματα;
Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν περιορισμένος, τότε καί τά προβλήματά του,
οἱ τάσεις του, θά ἦταν περιορισμένα. Ἐκεῖνο πού εἶναι περιορισμένο,
δύναται εὔκολα νά καταγραφεῖ, νά καταταχτεῖ, νά διατυπωθεῖ. Ἀλλά
ποιός μπορεῖ νά συντάξει λεπτομερές εὑρετήριο τῶν ἀνθρωπίνων
τάσεων; Ποιός δύναται νά τίς κατατάξει; Ποιός νά ἐφεύρει τήν τελική,
συνολική, ἀπόλυτη τάση; Ποιός θά αἰχμαλωτίσει τόν ἄνθρωπο μέσα
σέ μιά φόρμουλα ἤ τῶν ὁρίων του ἤ τῶν λόγων του; Μπορεῖ κανείς νά
περιγράψει τόν κλοιό γύρω ἀπό τίς ἀνθρώπινες τάσεις, γύρω ἀπό τά
ἀνθρώπινα προβλήματα, ἀπό τά ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα;
Ἀπό ὁποιαδήποτε πλευρά κι ἄν παρατηρηθεῖ ὁ ἄνθρωπος εἶναι
ἀπέραντος μέ τήν μυστικότητα. Καί ἡ καρδιά τοῦ κάθε μάρτυρα τῆς
σκέψης ἄθελά της στέκεται δίπλα στόν Νιέγκος καί μαζί του ἐπανα-
λαμβάνει:

Κοίταξε τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε σημεῖον


Περί ἀνθρώπου ὅπως θέλεις κρίνε –
Διά τόν ἄνθρωπον ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μέγιστο μυστήριο.

Ὡς οὐράνιο τόξο ὁ ἄνθρωπος εἶναι τεντωμένος πάνω ἀπό τόν


οὐρανό τῆς ζωῆς· οἱ πλαγιές του εἶναι ἀσύλληπτες γιά τό βλέμμα· μέ τή
μία πλαγιά εἶναι βυθισμένος στήν ὕλη καί μέ τήν ἄλλη στήν ὑπερ-ύλη,
στό πνεῦμα. Αὐτός παρουσιάζει τήν κλίμακα μεταξύ τῶν ὑλικῶν καί
τοῦ πνεύματος. Εἶναι μετάβαση ἀπό τήν ὕλη στό πνεῦμα καί ἀντίστρο-
φα, ἡ μετάβαση ἀπό τό πνεῦμα στήν ὕλη.

22
«Σῶμα εἶμαι καί μόνον», διαλαλεῖ ὁ Νίτσε. Δέν λαλεῖ αὐτός ὅτι
ἕνα μυστήριο εἶμαι καί μόνο μυστήριο; Στό ἀνθρώπινο σῶμα εὑρίσκε-
ται σέ μεγάλη ποσότητα ὁ ἄργιλος καί γλιστρᾶ σιγά σιγά, ἕως νά τόν
δεχθεῖ τελικά ὁ θάνατος καί νά τόν κάνει στάχτη καί νά ἀνακατέψει
χῶμα του μέ χῶμα. Καί ὁ Ἀρτσιμπάσεφ, ὡς παθιασμένος ὑποστηρικτής
τοῦ σώματος, καθώς καί ὁ Νίτσε, στέκεται σκεπτικός στό ἔργο του
Στήν ἔσχατη γραμμή, στέκεται δίπλα στό ἀνθρώπινο σῶμα τό διαλυ-
μένο καί τό κατευοδώνει στό χῶμα μέ τά βιβλικά λόγια: «Ὅτι γῆ εἶ καὶ
εἰς γῆν ἀπελεύσῃ».
«Σῶμα εἶμαι καί μόνον»… Ὅμως, πεῖτε μου, ἀπό τί εἶναι ἀνήσυχο
τό πνεῦμα στόν ἄνθρωπο; Γιατί ὁλοένα ἀποσπᾶται ἀπό τό σῶμα καί
μέσω τῶν ἀναρίθμητων ἐρωτημάτων στέκεται πρός κάτι μετασωματι-
κό, ὑπερσωματικό καί ἀσώματο; Δέν εἶναι γι᾿ αὐτό τό ὅτι στό σῶμα μέ
πέντε αἰσθητήρια αἰσθάνεται σάν σέ φυλακή κλεισμένος μέ πέντε λου-
κέτα; Ὁ περί τοῦ ἀνθρώπου προσδιορισμός τοῦ Νίτσε σέ καμία περί-
πτωση δέν ἐξαντλεῖ τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἐξαντλεῖ οὔτε τό
μυστήριο τοῦ σώματός του οὔτε τό μυστήριο τοῦ πνεύματός του. Εἴτε
τό πνεῦμα εἴτε τό σῶμα εἶναι ὡς κάποια ἀπολιθωμένα ἱερογλυφικά, τά
ὁποῖα μέ κόπο συλλαβίζουμε καί ἴσως τά συλλαβίζουμε λανθασμένα.
Τό ἑξῆς μόνο ξέρουμε, ἐμεῖς ἐξαντλητικά δέν ξέρουμε οὔτε τή φύση τοῦ
σώματος οὔτε τῆς ὕλης οὔτε τή φύση τοῦ πνεύματος. Ὁ ἄνθρωπος δέν
δύναται νά ἀπαντήσει ὄχι μόνο στό ἐρώτημα τί εἶναι πνεῦμα ἀλλά οὔτε
κἄν στό ἐρώτημα τί εἶναι ὕλη. Τό πνεῦμα στό σῶμα δέν αἰσθάνεται σάν
ἕνα ποντίκι στή φάκα; Καί τό σῶμα στό πνεῦμα δέν αἰσθάνεται σάν ἕνα
πουλί πιασμένο σέ ὑπερπυκνό δίχτυ; Τό πνεῦμα καί γιά τόν ἑαυτό του
εἶναι ἕνα μυστήριο καί γιά τήν ὕλη, ἀλλά τό ἴδιο καί ἡ ὕλη. Ἡ πραγματι-
κότητα τῆς ὕλης εἶναι ὄχι λιγότερο φανταστική ἀπό τήν πραγματικότη-
τα τοῦ πνεύματος. Ἡ φύση τῆς ὕλης καί τοῦ πνεύματος κρύβονται στά
βάθη τῆς ἀβύσσου τῶν ἀνεξερεύνητων ἀπεραντοσυνῶν.
Ἀπό τό μυστικό γάμο τῆς ὕλης μέ τό πνεῦμα γεννήθηκε ὁ ἄνθρω-
πος· πρόκειται γιά ἀπεραντοσύνη καί ἀπό τίς δύο πλεύρές. Γι᾿ αὐτό τό
λόγο ὁ ἄνθρωπος μοιάζει σέ ἕνα τρομακτικό ὄνειρο, ἀτελείωτο ὄνει-
ρο, πού ὀνειρεύεται ἡ ὕλη στήν ἀγκαλιά τοῦ πνεύματος. Καί ὅπως σέ
κάθε ὄνειρο, ἡ πραγματικότητά του εἶναι ἐνδεικτική καί ὄχι λογικῶς
ἀποδεδειγμένη. Δέν ἔχει ὅρια ὁ ἄνθρωπος. Τά ὅρια τοῦ σώματός

23
του συνορεύουν μέ τήν ὕλη· καί τά ὅρια τῆς ὕλης μέ τί συνορεύουν;
Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται καί ἐπιγιγνώσκει τόν ἑαυτό του ὡς ἄνθρωπο,
ὅμως δέν ξέρει τήν οὐσία τοῦ ἑαυτοῦ του· ὁ ἄνθρωπος βιώνει τόν ἑαυτό
του ὡς μία πραγματικότητα, ὅμως δέν ξέρει τήν οὐσία τῆς βιούμενης
πραγματικότητας.
Δέν ξέρουμε τόν ἄνθρωπο. Θεωρημένο ἀπό τήν πλευρά τοῦ
σώματος τό πνεῦμα φαίνεται σάν χλευασμός πρός τό σῶμα· κοιταγμένο
ἀπό τό πνεῦμα τό σῶμα φαίνεται σάν νά ἀντιτίθεται πρός τό πνεῦμα.
Καί τά ἴδια τά αἰσθητήρια ἐρεθίζουν τό πνεῦμα νά παραβιάζει τά ὅρια
τοῦ σώματος. Ὑπάρχουν παντοῦ ἄβυσσοι, ἄβυσσοι γύρω ἀπό κάθε
αἰσθητήριο, ἄβυσσοι γύρω ἀπό κάθε σκέψη, γύρω ἀπό κάθε αἴσθηση.
Ἔτσι διανοίγεται μία ἄβυσσος δίπλα στήν ἄλλη, μία ἄβυσσος πάνω ἀπό
τήν ἄλλη, καί πουθενά τό σταθερό ἔδαφος ὅπου ὁ ἄνθρωπος δύναται
στέρεα νά σταθεῖ. Πάντα ἡ πτώση, τό φοβερό ἀδιάκοπο κουτρου-
βάλιασμα πρός κάποιο πυθμένα ὁ ὁποῖος, ἴσως, οὔτε ὑπάρχει, πάντα
ἕνας συνεχής ἴλιγγος… καί ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀδύναμος σάν νά
συμπλήρωσε ἡ ἀπελπισία τήν ἐνηλικίωσή της.
«Νά εἶστε πιστοί πρός τή γῆ»… παραληρεῖ ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρω-
πος, παραληρεῖ ὁ Νίτσε, ἐνῶ ἡ γῆ ἀπό κάθε πλευρά εἶναι ἐγκλωβισμένη
μέ φρικαλέες ἀβύσσους. Ἡ γῆ… Τί εἶναι ἡ γῆ; Ἕνας φίλος μοῦ ἔτριξε
τά δόντια καί μοῦ εἶπε: «Ἡ γῆ εἶναι ὁ σάπιος ἐγκέφαλος στό κράνος
κάποιου τέρατος· τό μεσονύχτι φέρνω στήν κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ μου,
ὄχι τή μεσημβρία· ἡ γῆ εἶναι ἡ ἐνηλικίωση τῆς φρίκης· κοιτάζοντας τή
γῆ καί, ἀλίμονο, ζώντας σ᾿ αὐτήν, διαλύεται ἡ ψυχή ἐντός μου τήν ὥρα
πού ἀφυπνίζομαι ἐπάνω ἀπό τίς ἀβύσσους… Εἶναι τρομερό νά εἶναι
κανείς ἄνθρωπος…».
Τα μικρότερα μυστήρια περιστρέφονται σπειροειδῶς σέ μεγα-
λύτερα, καί τά μεγαλύτερα σέ μέγιστα. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἰσχυρο-
γνωμοσύνη μπορεῖ νά ἀπαρνεῖται τήν ἀπεραντοσύνη, ὄχι ὅμως τήν
ἀπεραντοσύνη τοῦ μυστηρίου. Τό νά ἀπαρνεῖται κανείς τοῦτο, δέν θά
ἦταν ἐμμονή ἀλλα ἕνας ἐπιτήδειος παραλογισμός. Ἡ μυστικότητα τοῦ
κόσμου εἶναι ἀπέραντη. Καί τά πάντα στόν κόσμο, ἀναμφισβήτητα,
εἶναι ἀπέραντα μέ τήν μυστικότητά τους. Τό νά μήν τό ὁμολογήσουμε,
δέν σημαίνει πώς στενοκέφαλες σκέψεις ἔχουμε καί φυματικές αἰσθή-
σεις καλλιεργοῦμε· δέν σημαίνει ὅτι σκεφτόμαστε καί δεν θέλουμε νά

24
τελειώσουμε τή σκέψη μας, ὅτι αἰσθανόμαστε καί δεν περατώνουμε
τήν αἴσθησή μας; Τό μυστήριο τοῦ βασάνου, τό μυστήριο τοῦ πόνου, τό
μυστήριο τῆς ζωῆς, τό μυστήριο τοῦ θανάτου, τό μυστήριο τοῦ κρίνου,
τό μυστήριο τοῦ ζαρκαδιοῦ, τό μυστήριο τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, μά, δέν
εἶναι ἀπέραντα αὐτά τά μυστήρια;
Τά πάντα εἶναι βυθισμένα στό μυστήριο, τό ἀνεξήγητο. Κάθε πλά-
σμα ἔχει ἕνα φωτοστέφανο, τήν ἀπεραντοσύνη. Ἄν σε τίποτα ἄλλο δέν
παρίσταται ὅλη ἡ ἄλήθεια, παρίσταται σ᾿ αὐτή τή σκέψη, κάθε πλάσμα
εἶναι τό σύμβολο τῆς ἀπεραντοσύνης. Τήν ἀλήθεια αὐτή τή νιώθει ὁ
καθένας πού τουλάχιστον μία φορά ἐμβάθυνε στό μυστήριο ὁποιουδή-
ποτε πλάσματος. Σ᾿ αὐτήν τήν καθολική μυστικότητα κατορθώνεται τό
ἑξῆς, ἡ ἑνότητα τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ μεταφυσικοῦ. Μέ τά ἐρωτήματα
καί τίς ἀπορίες του ὁ ἄνθρωπος ἀναμφίβολα εἶναι φυσικο-μεταφυσικός.
Τό κακό σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο σπρώχνει τόν ἄνθρωπο πρός ἐκεῖνο τόν
κόσμο. Τό βάσανο διαμορφώνει τόν ἄνθρωπο στό ἐρώτημα, τό ὁποῖο
ὀρθώνεται πρός ἐκεῖνον τόν κόσμο, καί ἀπό τήν κόπωση ἀνίσταται στό
θαυμαστικό.
Ὁ ταλαίπωρος αὐτός κόσμος εἶναι ἕνα ἐρώτημα τό ὁποῖο δέν
δύναται νά ἀπαντήσει στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Χωρίς νά μπορεῖ νά
ἰσορροπήσει ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται στά σύνορα ἀνάμεσα στούς
δύο κόσμους, ἡ βαρύτητα τοῦ φυσικοῦ ἑλκύει πρός τόν ἑαυτό της,
ἡ βαρύτητα τοῦ μεταφυσικοῦ πρός τόν ἑαυτό της, ἐνῶ ὁ καημένος
ὁ ἄνθρωπος παραπατεῖ, σκοντάφτει καί πέφτει. Μέ φρικτό τρόπο ὁ
ἄνθρωπος εἶναι μυστηριῶδες ὄν, βρίσκεται μεσοδρομίς, στή νεροδεσιά
μεταξύ τοῦ φυσικοῦ καί μεταφυσικοῦ κόσμου. Φαίνεται ὅτι ἔχει κληθεῖ
νά εἶναι ἕνας συνδεσμός τοῦ φυσικοῦ μέ τό μεταφυσικό. Καί αὐτός τό
δοκιμάζει· δοκιμάζει μέσω τῆς ἐπιστήμης καί τῆς φιλοσοφίας, μέσω τῆς
ποίησης καί τῆς θρησκείας, ἰδιαιτέρως δέ τῆς θρησκείας.
Μέσω τῆς θρησκείας ὁ ἄνθρωπος μέ ὅλες του τίς δυνάμεις
δοκιμάζει νά γεφυρώσει τό χάσμα μεταξύ τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ μετα-
φυσικοῦ, μεταξύ τοῦ ὁρατοῦ καί ἀοράτου, μεταξύ τοῦ αἰσθητοῦ καί
ὑπεραισθητοῦ, καί νά πραγματοποιήσει τήν ὀργανική ἕνωση αὐτοῦ μ᾿
ἐκεῖνο τόν κόσμο. Μέσω τῆς θρησκείας ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζει νά βρεῖ
τήν ἰσορροπία του στό σύμπαν, προκειμένου νά μήν ὑπερτιμήσει τό
μεταφυσικό σέ σύγκριση μέ τό φυσικό ἤ τό φυσικό σέ σύγκριση μέ τό

25
μεταφυσικό. Τοῦτο δέν εἶναι πολυτέλεια ἀλλά ἡ πιό ἀπαραίτητη ἀνα-
γκαιότητα· τοῦτο δέν εἶναι ἀφύσικο, ὅμως συνθέτει τήν ἴδια τήν οὐσία
τῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει κάτι στόν ἄνθρωπο τό ὁποῖο δέν
μπορεῖ νά ἐξοικειωθεῖ σ᾿ αὐτόν τόν τρισδιάστατο κόσμο, στίς κατηγο-
ρίες τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου. Αὐτό τό κάτι βρίσκει τήν ἔκφρασή του
καί τή γλῶσσα του στή θρησκεία. Μέσω τῆς θρησκείας ὁ ἄνθρωπος
νικᾶ τό γεωκεντρισμό καί προσπαθεῖ μέ τόν ἀπειροκεντρισμό νά ὑπερ-
νικήσει τόν ἐγωϊσμό.
Ἡ αἴσθηση τῆς ἀπεραντοσύνης εὑρίσκεται σέ κάθε ἄνθρωπο. Ἄν
ἀφυπνιστεῖ, ἐμφανίζεται μέσω τῆς θρησκείας· ἄν παραμείνει κοιμισμέ-
νη, ἀνοίγει χῶρο γιά τήν ἀνευλάβεια, τήν ἀδιαφορία καί τήν ἀθεΐα.
Ἡ ἀνευλάβεια καί ἡ ἀθεΐα ἐμφανίζονται σ᾿ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους,
στούς ὁποίους αὐτή ἡ συμπαντική, ἡ ἀπέραντη αἴσθηση εἶναι ναρκω-
μένη μέ τό σολιψιστικό ἐγωκεντρισμό. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ψάξει τήν ἔννοια
τῆς ζωῆς, τήν ἔννοια ἡ ὁποία θά ἦταν λογικότερη ἀπό τήν ἔννοια ἑνός
σκόρου, τότε ἐντός του ἀμέσως θά ξυπνήσει ἡ κοιμισμένη αἴσθηση τῆς
ἀπεραντοσύνης. Ἁπλώνεται ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς θρησκείας μέ ὅλο
του τό εἶναι πίσω καί πάνω ἀπό τόν ἑαυτό του, ψάχνοντας τό ἀπαι-
τούμενο νόημα. Σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση ἡ θρησκεία γίνεται τό μέσο
γιά τή νίκη πάνω ἀπό τόν ἐγωϊσμό, πάνω ἀπό τό σολιψισμό· γίνεται τό
μέσο γιά τήν προέκταση, γιά τή διεύρυνση, γιά τήν ἐμβάθυνση, γιά τήν
ἀπεραντοποίηση τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης. Μέσω τῆς θρησκείας ὁ
ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιά τόν εὐρύτερο κύκλο τῆς πραγματικότητας,
γιά τήν ἔννοια τήν ὑπερσχετική, γιά τό σκοπό τόν ἀξεπέραστο, γιά τό
θετικισμό τόν ἄσβεστο, γιά τήν ἀθανασία τήν μακάρια. Σ᾿ αὐτό βρί-
σκεται ἡ ἔννοια, σ᾿ αὐτό καί ἡ δικαιολογία ὅλων τῶν θρησκειῶν πού
βλάστησαν στό δικό μας πολυβασανισμένο πλανήτη.

26
Ὁ εΥρωπαϊκός Ανθρωπος μπροστά στό καυτό
σταυροδρόμι

Ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος περιτοίχισε τόν πλανήτη μας μέ τόν


ἄνθρωπο. Τόν ἐνέδυσε στόν ἄνθρωπο. Καί ἐπιστράτευσε ὅλους,
ἀκόμα και τούς προσωρινά καί μόνιμα ἀνίκανους γιά τή μάχη, ἐναντί-
ον πάντων τῶν θεανθρώπινων. Κάθε διείσδυση εἶναι περιτοιχισμένη
μέ τόν ἄνθρωπο, γιά νά μήν διεισδύσει τίποτα ὑπερανθρώπινο στή
σφαῖρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἐνδεδυμένος στόν ἄνθρωπο ὁ πλανή-
της μας ταλαντεύεται σάν μεθυσμένος στό δρόμο προς τό ἄπειρο.
Ὡστόσο, ἡ ἐπίθεση τοῦ μεταφυσικοῦ εἶναι ὁρμητική. Μέ τά αἰνίγματά
του πού μοιάζουν μέ σκιάχτρα, τό μεταφυσικό σάν μέ φλογερά βέλη
κατατρυπᾶ μανιωδῶς σάν κόσκινο εἴτε τό σῶμα εἴτε τό πνεῦμα τοῦ
ἀνθρώπου, μέ τόν ὁποῖο εἶναι περιτοιχισμένος ὁ πλανήτης μας. Μέ
αἰνίγματα εἶναι κατατρυπημένος ὁ ἄνθρωπος , ὥστε καί τό σῶμα του
ἔγινε κόσκινο καί τό πνεῦμα του. Τό κόσκινο δύναται, ὅμως, νά στα-
ματήσει τόν κυκλῶνα τῶν μεταφυσικῶν μυστηρίων πού μέρα-νύχτα
μετά μανίας φυσᾶ στό ἀστέρι μας ἀπό τά σκοτεινά κατάβαθα τῆς
ἀπεραντοσύνης;
Ὁ οὑμανισμός ἐγκαθιδρύθηκε στόν ἄνθρωπο σάν εὐαγγέλιο, και-
νούργιο καί σωτήριο, ἀλλά οὔτε κἄν ὑποψιάστηκε αὐτός ὅτι καί αὐτό
τό ­«εὐαγγέλιο», ὅπως κάθε ἄλλο, ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἀποκάλυψη.
Ἐγκαθιδρύοντας τόν ἑαυτό του στόν ἄνθρωπο ὁ οὑμανισμός ἐγκαθι-
δρύθηκε στό πιό ἡφαιστειακό ἔδαφος. Καί τά ἡφαίστεια ἄρχισαν νά
ἐνεργοῦν. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ξεκινήσει ἤδη. Ὁ οὑμανι-
σμός μόνο γρατσούνισε τό δέρμα τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος καί ἀπό κάθε
πόρο μούγκρισε ἕνα τέρας. Ὅλοι οἱ ἡφαίστειοι κρατῆρες ἀναπνέουν
ὑπόκωφα καί σεισμικά. Δίπλα σ᾿ αὐτούς ζοῦν οἱ φουτουριστές, οἱ
παρηκμασμένοι, οἱ ἀναρχιστές, οἱ μηδενιστές, οἱ σατανιστές, καί γρά-
φουν μέ πόθο, συλλαβίζοντας γράφουν τά χρονικά τῆς ἀποκαλυπτικῆς
ἐποχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Καί δέν ντρέπονται ἀπό κανένα βδέλυγμα,
ἐπειδή ἡ ἔνδειξη τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐποχῆς εἶναι ἡ ἀπογύμνωση
ὅλων τῶν βδελυγμάτων, ὅλων τῶν ἀποτροπιασμῶν, κάθε φρίκης. Σ᾿
αὐτήν τήν τόλμη τους παρακινεῖ ὁ πατέρας τους, ὁ οὑμανισμός, ἀφοῦ

27
αὐτοί εἶναι τά ἴδια τά παιδιά του. Χωρίς νά τό ἐπιθυμεῖ, ὁ οὑμανισμός
παρασκεύασε τήν τρομακτική ἀπογύμνωση τοῦ ἀνθρώπου, ὅλα τά
ἀνθρώπινα κοινοποίησε σέ ἔκθεση. Καί οὐδέποτε ὁ κόσμος ἔχει ξαναδεῖ
φοβερότερη ἔκθεση. Καί ἔφριξε ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος
εἶναι κάτι τό ὁποῖο πρέπει πιό πολύ νά φοβόμαστε. Ἐσεῖς δέν πιστεύετε;
Ἀποσφραγίστε τίς βαθύτατες κρυψῶνες τοῦ εἶναι του καί θά ἀκούσετε
πῶς ἀπό αὐτόν οὐρλιάζουν τά ἀποκαλυπτικά τέρατα.
Ἡ ἀποκάλυψη τῆς δικῆς μας ἐποχῆς μᾶς θρυμματίζει μέ τίς ἀπο-
καλύψεις της, στόν ἄνθρωπο γνωρίστηκαν καί ἔγιναν φίλες κάθε λογῆς
φρίκες πού δέν ἔχουν γνωριστεῖ ποτέ πρίν. Φαίνεται πώς ὁ δικός μας
γερασμένος πλανήτης ἀποφάσισε νά ὁλοκληρώσει τόν ἑαυτό του
στόν ἄνθρωπο, νά τόν ὁλοκληρώσει ἀποκαλυπτικά ἀναρχικῶς καί
θυελλωδῶς. Ἡ ἀτμόσφαιρά του ἔχει γίνει ὑπερβολικά ἐκρηκτική. Ὅλες
οἱ ἀντιφάσεις τοῦ σύμπαντος συναντιοῦνται σ᾿ αὐτήν καί κατά τήν
συνάντηση αὐτή ἐκρήγνυνται. Ἀτυχῶς, αὐτός ὁ πλανήτης εἶναι τοπο-
θετημένος στό πιό καταραμένο σταυροδρόμι τοῦ σύμπαντος. Σ᾿ αὐτόν
διασταυρώνονται ὅλοι οἱ δρόμοι, οἱ δρόμοι τοῦ φωτός καί τοῦ σκό-
τους, οἱ δρόμοι τῶν πόνων καί τῶν χαρῶν, οἱ δρόμοι τοῦ βασάνου καί
τῆς μακαριότητας, οἱ δρόμοι τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Κάθε οὐράνιο
σῶμα μέ κάποια πορεία του περνᾶ πάνω ἀπό αὐτόν.Ἐξαιτίας τούτου ἡ
γῆ εἶναι συγκέντρωση ὅλων τῶν πόνων καί τό σταυροδρόμι ὅλων τῶν
δρόμων. Ἡ ζωή στή γῆ εἶναι τόσο ἀλγεινή, ὥστε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά
ἀπορεῖ· πρός τά κάτω μέ κάθε ἀκτῖνα πού χώνεται στή γῆ, δέν γλιστρᾶ
καί ἕνας πόνος; Ἡ γῆ δέν εἶναι λόγω αὐτοῦ μία πελώρια δεξαμενή τῶν
πόνων; Πρός τά κάτω μέ κάθε ἀκτῖνα δέν γλιστρᾶ καί μία σταγόνα
πύου; Δέν εἶναι γι᾿ αὐτό ὁ δικός μας λυπημένος πλανήτης ἕνα ἕλκος
τοῦ σύμπαντος στό ὁποῖο συγκεντρώνεται ὅλη ἡ κοσμική ἀκαθαρσία,
ὅλο τό κοσμικό κακό, ὅλα τά κοσμικά βδελύγματα;
Ἡ φρίκη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς εἶναι πολλαπλῆ καί ἄσπλαχνη.
Ἔτσι φαίνεται πώς ἡ γῆ εἶναι καθορισμένη νά εἶναι ἕνα σταυροδρόμι
φαντασμάτων τά ὁποῖα γιά σύντομο χρονικό διάστημα ἐνδύονται στό
σῶμα, δοκιμάζουν τόν ἑαυτό τους, δοκιμάζουν τήν ὕλη, προκειμένου
τελικά νά ρίξουν ἀπό τόν ἑαυτό τους μέ κραυγή πόνου καί ἀνάθεμα
τό σωματικό κέλυφος. Τό παράλογο τῆς κωμωδίας αὐτῆς ὁδηγεῖ τόν
ἄνθρωπο στή σκέψη πώς κάποιο ὑψηλότερο ὄν πεισματικά πετᾶ τούς

28
θρύλους στήν ὕλη, τούς ἐνδύει σ᾿ αὐτήν, δοκιμάζει ἄν μποροῦν νά ἐξοι-
κειωθοῦν μ᾿ αὐτήν καί νά συμβιώσουν μ᾿ αὐτήν.
Ὅταν στόν ἄνθρωπο ἀφυπνιστεῖ ἡ ὕλη καί ἔλθει σέ συναίσθηση
καί αὐτοσυνείδηση, ὁ ἄνθρωπος θά αἰσθανθεῖ σάν ἕνα σταυροδρόμι
ἀναρίθμητων περίεργων δρόμων, τῶν ὁποίων τά ἀρχικά καί τελικά
σημεῖα δέν ξέρει. Ἡ ὕλη εἶναι τυπική στόν ἄνθρωπο· εἶναι μονοσω-
ματική μ᾿ αὐτόν ἀλλά παρ᾿ ὅλα αὐτά δέν δύναται νά πλαισιωθεῖ
στίς ἀνθρώπινες σκέψεις. Σ᾿ αὐτήν δέν ὑπάρχει τίποτα ἁπλό, τίποτα
συνηθισμένο, τίποτα ἀπερίεργο. Αὐτή ἀπεικονίζει τόν ἑαυτό της στόν
ἄνθρωπο καί ὅλα τά σταυροδρόμιά της. Σ᾿ αὐτά τρέχουν φαντάσματα
πού προτιμοῦν νά παραμένουν στόν ἄνθρωπο καί ἐνδύονται σ᾿ αὐτόν.
Ὁ ἄνθρωπος σάν νά εἶναι προορισμένος γιά τό μαρτύριο: Ὁ κόσμος
εἶναι ἀρένα καί αὐτόν τόν κατασπαράζουν τά φαντάσματα.
Ὅλα τά πράγματα συναγωνίζονται στήν φανταστικότητα, εἶναι
δύσκολο, καί κάποτε καί ἀδύνατο, νά τοποθετήσουμε τό ὅριο μεταξύ
τοῦ φαντασικοῦ καί τοῦ πραγματικοῦ. Ἡ φανταστικότητα εἶναι ἡ ψυχή
τῆς πραγματικότητας, ὅλων τῶν πραγματικοτήτων μέ τίς ὁποῖες δύνα-
ται νά εἶναι ἐνσυνείδητη ἡ ἀνθρώπινη φύση. Γι᾿ αὐτό οἱ πραγματικότη-
τες, ὁποιεσδήποτε καί νά εἶναι, συγκροτοῦν τά προβλήματα ὑπερνοη-
τικά γιά τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καί ὑπερανθρώπινα γιά τόν ἄνθρωπο.
Πῶς θά τά ἐπιλύσει ὁ ἄνθρωπος παρά μόνον μέ κάτι ὑψηλότερο ἀπό
τόν ἄνθρωπο, καλύτερο ἀπό τόν ἄνθρωπο, πιό νοητικό ἀπό αυτόν καί
μέ κάτι πιό ἰσχυρό ἀπό τόν ἄνθρωπο.
Γιά τόν βασανισμένο ἄνθρωπο τό ἀσυνήθιστο αὐτῶν τῶν πραγ-
ματικοτήτων μεγεθύνεται στή θεότητα. Η τραγικότητα, ἡ καταραμένη
τραγική τῶν δικῶν μας φαντασικῶν πραγματικοτήτων, ἀναγκάζει τόν
ἄνθρωπο νά δημιουργεῖ τούς θεούς, νά ψάχνει τούς θεούς καί ἐκεῖ ὅπου
δέν κρύφτηκαν. Καθετί πού εἶναι πιό ἀσυνήθιστο ἀπό τόν ἄνθρωπο,
ὑψηλότερο καί πιό πολύπλοκο, μέ τή φύση του ἐπιβάλλει τόν ἑαυτό
του ὡς θεότητα στόν ἄνθρωπο. Καί εἶναι φυσικό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος
ἔχει πολλούς θεούς· εἶναι φυσικό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολυθεϊστής.
Ἡ πολυθεΐα εἶναι ἡ συνέπεια τῆς πολυπεριέργειας τοῦ κόσμου. Ὅλος
ὁ κόσμος εἶναι μία θλίψη τοῦ πνεύματος καί κάθε πράγματος. Καμία
θλίψη δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐξηγήσει παντελῶς ἀπό μόνος του
ἀλλά καταφεύγει στούς θεούς. Οἱ πολλές θλίψεις τόν οδηγοῦν σέ

29
πολλούς θεούς. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ὁ ἄνθρωπος στό θλιβερό δρόμο του
στήν ἱστορία δημιουργοῦσε πολλούς θεούς. Εἶναι δύσκολο νά διακριθεῖ
κάποιος μεταξύ τους. Ὅλοι προτείνουν τόν ἑαυτό τους καί οἱ θλίψεις
ἀναγκάζουν τόν ἄνθρωπο νά τούς υἱοθετεῖ.
Ὅσο μεγαλύτερη ἡ θλίψη ἔχει τόσο μεγαλύτερο θεό ψάχνει.
Μικρές θλίψεις ψάχνουν μικρούς θεούς. Ὡστόσο, ὑφίσταται μία θλίψη
μεγαλύτερη καί ἀπό τίς μέγιστες, ἡ θλίψη ἡ ὁποία συνθέτει ὅλες τίς
ἄλλες θλίψεις. Ὁποιοσδήποτε θεός τήν νοηματοδοτήσει καί τήν μετα-
τρέψει σέ χαρά ἀληθῶς εἶναι Θεός καί δέν ὑπάρχει ἄλλος. Ἡ μεγαλύτε-
ρη αὐτή θλίψη εἶναι ὁ θάνατος καί μ᾿ αὐτόν συνυπάρχουν καί τό βάσα-
νο, τό κακό καί τό καλό, ἡ ἀλήθεια καί τό ψεῦδος. Ὅλα μαζί συνιστοῦν
τά μαρτυρικά προβλήματα, ἐπειδή κάθε ἄνθρωπος εἶναι μάρτυρας τόν
ὁποῖο βασανίζουν αὐτά τά καταραμένα προβλήματα.
Βασανισμένος μ᾿ αὐτά τά προβλήματα ὁ ἄνθρωπος ἀναγκαστικά
πρέπει νά ψάχνει τόν ἄνθρωπο ἤ τό θεό πού θά τά ἐπιλύσει ἐντελῶς
καί ὁλοκληρωτικῶς. Ἐκεῖνος πού ἐντελῶς καί ὁλοκληρωτικῶς θά τά
λύσει, αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί οἱ ὑπόλοιποι εἶναι ψευδεῖς. Δέν
ὑπάρχει κανείς μεταξύ τῶν ἀνθρωποθεῶν τοῦ Φόιερμπαχ, ὁ ὁποῖος
δέν φαλλίρισε μπροστά σ᾿ αὐτά τά προβλήματα. Θέλεις νά δοκιμάσεις
τούς ἀνθρώπους, βάλε τους μπροστά σ᾿ αὐτά τά προβλήματα. Θέλεις
νά δοκιμάσεις τούς θεούς, κάνε τό ἴδιο. Τή μεγίστη σου θλίψη μετάφερε
σ᾿ αὐτούς· ἐκεῖνος πού θά τή νοηματοδοτήσει καί θά τή δικαιολογήσει,
δικαιοῦται νά εἶναι ὁ Θεός σου.
Σέ περίπτωση πού σέ πιάσει κάποιο βάσανο καί σέ καταδιώκει,
μετάφερέ το στό θεό σου. Ἄν αὐτός τό κάνει δικό του, ἄν τό νοηματο-
δοτήσει, ἄν τό δικαιολογήσει ἀληθινά εἶναι ὁ Θεός σου καί δέν ὑφίστα-
ται ψεῦδος ἤ ἀδυναμία σ᾿ αὐτόν. Ἀκόμη εἶναι ἀληθινός ὁ Θεός σου, ἄν
ζοῦσε στό σῶμα σου καί νοηματοδότησε τόν ἄργιλό σου· ἄν ζοῦσε μέ
τήν ψυχή σου καί γλύκανε τό πικρό μυστήριο τῆς ζωῆς σου· ἄν ἦταν ἡ
κόρη τοῦ κλαμένου ματιοῦ σου καί ἀντιλήφθηκε καί ἐφεῦρε τήν ἔννοια
τοῦ μοιραίου μυστηρίου τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου πάνω ἀπό τό ὁποῖο
θρηνεῖς καί ἐσύ.
Τά μαρτυρικά προβλήματα ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στό πιό φρι-
καλέο σταυροδρόμι, μέχρι τό σταυροδρόμι τό θρησκευτικό, στό ὁποῖο
δοκιμάζεται καί ἐπιλέγεται ὁ Θεός. Σέ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει φτάσει στό

30
θρησκευτικό σταυροδρόμι, σημαίνει ὅτι τά μαρτυρικά προβλήματα
δέν τόν ἔχουν ἐπισκεφτεῖ. Στέκοντας στό θρησκευτικό σταυροδρόμι
ὁ ἄνθρωπος στέκεται στήν ἀνθρακιά. Εἶναι ἀπίστευτα δύσκολο νά
ἐπιλέγεις τό θεό καί πολύ πιό δύσκολο νά ἐπιλέξεις τόν καλύτερο θεό.
Τό βρύο τοῦ σύμπαντος ὁ ἄνθρωπος ξέρει, στό βρύο τήν φωλιά κτίζει,
ὥσπου νά γνωρίσει τόν καλύτερο καί μοναδικά ἀληθινό Θεό. Δίχως
αὐτό, ὅλη ἡ γνώση του εἶναι ἐπιδερμική καί ἑτοιμόρροπη, ρηχή καί
ἐπιφανειακή. Τίποτα δέν ξέρει ὅπως θά ἔπρεπε νά ξέρει. Δέν ξέρει τή
λύση τοῦ τρομακτικοῦ αἰνίγματος τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, πού ἀκα-
ταμέτρητα ξεπερνᾶ τά πάντα πού ὀνομάζεται ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτό δέν
μπορεῖ νά μήν τήν ἀποδώσει στίς θεότητες.
Ἄν ὁ κόσμος αὐτός ἦταν μόνο μία ἀπάτη, θά μποροῦσε νά γίνει
ὑποφερτός· ἀλλά αὐτός εἶναι ἐφιαλτική ἀπάτη, ὥστε ὁ ἄνθρωπος
δύσκολα δύναται νά τόν ἀνεχτεῖ δίχως ἐξέγερση. Γιά ἕνα σπιριτουαλι-
στή ἡ ὕλη φαίνεται μία ἀπάτη· γιά ἕνα ὑλιστή τό πνεῦμα φαίνεται μία
ἀπάτη. Ἐξαιτίας αὐτοῦ ὁ σκεπτικισμός εἶναι τό ἀναπόφευκτο ἀποτέ-
λεσμα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης. Μέ τί τελειώνει ἡ σκέψη μου περί τοῦ
κόσμου, ἄν ὄχι μέ τόν σκεπτικισμό; Ἄν δέν τελειώνει μέ τόν σκεπτικι-
σμό, σημαίνει ὅτι δέν ἔχω σκεφτεῖ μέχρι τό τέλος τήν σκέψη μου, οὔτε
ἔχω φέρει ἕως τό τέλος τήν αἴσθησή μου. Ἄς στείλει ὁ ἄνθρωπος μία
σκέψη του στόν κόσμο. Σέ ποιά κατάσταση αὐτή ἐπιστρέφει σ᾿ αὐτόν;
Δέν ἐπιστρέφει ἀπό τό ταξίδι περισσότερο περίπλοκη, περισσότερο
αἰνιγματική ἀπ᾿ ὅτι ὅταν ξεκίνησε τό ταξίδι;
Γιά νά ἀπελευθωρεῖ ἀπό τίς θλίψεις τοῦ ὄντος του ὁ ἄνθρω-
πος μοίραζε τόν ἑαυτό του, ἔστελνε τόν ἑαυτό του σέ πολλά ταξίδια.
Δημιουγοῦσε θρησκεῖες, δημιουργοῦσε πολιτισμούς, προκειμένου νά
ἁπαλύνει τό φοβερό φορτίο τῆς ὕπαρξης. Ψάχνοντας μόνιμες ἀξίες ὁ
ἄνθρωπος ἀναπότρεπτα ἐρχόταν ἕως τό ὀστεορρηκτικό σταυροδρόμι.
Ἐκεῖ ὁ δρόμος διχαλώνει, διασκορπίζεται στό πολυπλόκαμο δέλτα. Μέ
τί τελειώνει ἕνα ρυάκι, μέ τί χιλιοστό, ἄν ὄχι μέ τόν ὠκεανό τῆς ἀπε-
ραντοσύνης;
Διαμέσου πολλῶν πραγμάτων βάδιζα πρός τήν ἔννοια τῆς ζωῆς,
ἔλεγε ἕνα ἀπελπισμένο ἀγόρι, διαμέσου πολλῶν πραγμάτων καί
πολλῶν ἀνθρώπων, ὅμως, ἀλίμονο! Εἴτε τά πράγματα εἴτε οἱ ἄνθρωποι
μέ ὁδηγοῦσαν μέχρι τό καταραμένο σταυροδρόμι, τό σταυροδρόμι

31
γεμᾶτο ἀνθρακιά, καί μέ ἐγκατάλειπαν σ᾿ αὐτό μονάχο, ἀπορημένο,
ἀποσβολωμένο καί ξεγελασμένο, ναί, ξεγελασμένο. Καί διαμέσου τῶν
πραγμάτων καί διαμέσου τῶν ἀνθρώπων κάποιος μοχθηρά γέλασε,
κάποιος δυνατότερος εἴτε ἀπό τά πράγματα εἴτε ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Καί ἐγώ δέν μπόρεσα δίχως ἀνάθεμα νά ἀντέξω αὐτήν τήν τυραννία,
ἐπειδή αὐτό εἶναι ἡ τυραννία τοῦ χειρότερου εἶδους. Ξεγελασμένος
ἔτρεχα στούς δρόμους σου, ὦ φιλοσοφία, καί στούς δικούς σου, ὦ
ἐπιστήμη, καί στούς δικούς σου, ὦ πολιτισμέ, καί ὅλοι αὐτοί τερμάτι-
ζαν σέ ἄδρομο τόπο καί ζούγκλα, ναί, σέ ἄδρομο τόπο καί ζούγκλα.
Ἀπ᾿ αὐτό ἐξαγριώθηκε ἡ ψυχή μου στό στενό μου σῶμα. Καί ἐγώ τήν
ἔστελνα διαμέσου πολλῶν θεωριῶν καί ὑποθέσεων γιά τήν ἀξία τήν
ἀξεπέραστη, καί αὐτή ἐπέστρεφε ὅλο βαρεμένη καί πληγωμένη. Τήν
ἔστελνα βασανισμένη καί ἐπέστρεφε ἀκόμη πιό φορτωμένη μέ θλί-
ψεις, ἀκόμη πιό σαμαρωμένη μέ φρίκη· καί στή μοναξιά της γεννοῦσε
τό ἑκατοκέφαλο θηρίο τῆς ἀπελπισίας. Καί ἀναγκάστηκα ἔπρεπε νά
σκέφτομαι τή φοβερή σκέψη τοῦ νεογέννητού μου: ἕνα σκουλήκι
γλοιῶδες, μακρύ, ὑπερβολικά μακρύ εἶναι ὁ ἄξονας τοῦ σύμπαντος.
Στήν παράλογη ἀπελπισία μου λύγισα καί κόλλησα τήν ψυχή μου γύρω
ἀπό τό σῶμα μου το πολυβασανισμένο, καί ἄχ, τήν λύγισα καί κόλλησα
γύρω ἀπό τό σταυρό καί τή διασταύρωση. Τό σῶμα μου δέν συμβολίζει
τό σταυρό; Τό κεφάλι μου καί τά πόδια μου καί τά ἁπλωμένα χέρια
μου δέν εἶναι ἕνας σταυρός καί διαστάυρωση, στόν ὁποῖο διαμένει τό
μεσονύχτι καί τά φαντάσματα χορεύουν συνεχῶς. Μέ τήν ψυχοφυσική
δομή τοῦ ὄντος του ὁ ἄνθρωπος εἶναι τοποθετημένος στό πιό ἄσπλα-
χνο σταυροδρόμι μεταξύ τοῦ πνεύματος καί τῆς ὕλης, τοῦ καλοῦ καί
τοῦ κακοῦ, τοῦ ὁρατοῦ καί ἀοράτου, τοῦ ἀκουστοῦ καί μή ἀκουστοῦ,
αὐτοῦ καί ἐκείνου, τοῦ ἐγώ καί τοῦ ἐσύ… Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ δρόμος
πρός καινούργια φρίκη καί καινούργια βάσανα. Μέσω τοῦ ἀνθρώπου
ταξιδεύει κάποιο τέρας, ποιός ξέρει ποῦ; Τό σῶμα τοῦ ἀνθώπου εἶναι τό
μεταφορικό μέσο του τοῦ ὁποίου ἡ τελευταία στάση εἶναι ὁ θάνατος.
Ὁ θάνατος εἶναι ἀδιαπέραστος τοῖχος· ὁ θάνατος εἶναι τό νά μήν μπο-
ρεῖς νά προχωρήσεις πρός τά ἐμπρός (Nicht-Vorwärts-Könen). Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος ἐπιλέξει καί πρέπει νά ἐπιλέξει κάτι γιά τό νόημα τῆς ζωῆς,
τότε ἄς κόψει αὐτό τό κάτι μέ τό δρόμο τοῦ θανάτου καί θά βρεθεῖ στό
σταυροδρόμι τό γεμᾶτο ἀναμμένα κάρβουνα, τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος

32
δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει δίχως θεό, χωρίς ὁποιονδήποτε θεό. Λένε
ὅτι ὁ πολιτισμός εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς. Κόψτε την μέ τό δρόμο τοῦ
θανάτου, τί παρέμεινε ἀπό αὐτήν τήν ἔννοια; Κόψτε μέ τό δρόμο τοῦ
θανάτου τά πάντα ὅσα δημιούργησε ὁ ἄνθρωπος καί πού ὁ οὑμανισμός
δημιουργεῖ, μπορεῖ τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά νά γίνει ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς;
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων, ὁρατῶν καί
ἀοράτων, τοῦτο εἶναι ἡ βασική ἀρχή καί τό κριτήριο τοῦ οὑμανισμοῦ.
Ὡστόσο, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δέν κατέχει οὔτε τήν ἀπόλυτη ἔννοια τῆς
ζωῆς οὔτε τήν ἀπόλυτη ἀλήθεια, προκύπτει ὅτι ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι
σχετικά. Σχετικισμός εἶναι ἡ ψυχή τοῦ οὑμανισμοῦ. Ἡ θεωρία τῆς σχε-
τικότητας τοῦ Ἀϊνστάιν εἶναι ὁλοκληρωτική, συνολική συνέπεια τοῦ
οὑμανισμοῦ καί ὅλων τῶν φιλοσοφικῶν, ἐπιστημονικῶν, θρησκευτικῶν,
πολιτιστικῶν κλάδων του.
Καί ὄχι μόνο αὐτό· σέ τελική ἀνάλυση, ὁ οὑμανισμός εἶναι μηδε-
νισμός. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μήν εἶναι μηδενιστής, ἐφόσον δέν
παραδέχεται καμία ἀπόλυτη ἀξία; Περπατώντας μέ τή λογική ἕως τό
τέρμα φτάνει στό συμπέρασμα, ὁ σχετικισμός εἶναι ὁ πατέρας τοῦ
ἀναρχισμοῦ. Ἀφοῦ ὅλες οἱ ἀξίες εἶναι σχετικές, τότε τί δικαίωμα ἔχει
ὁποιαδήποτε ἀπ᾿ αὐτές νά ἐπιβάλλεται ὡς ἡ κορυφαία, ἡ μεγίστη και ἡ
κυριότερη; Ὅλες οἱ ἄλλες ἔχουν τό δικαίωμα στήν ἀναρχική ἐξέγερση
ἐναντίον της. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ μηδενισμός καί ὁ ἀναρχι-
σμός εἶναι ἀναπότρεπτη ὁλοκληρωτική φόρμα, ἡ ἀποκαλυπτική φόρμα
τοῦ οὑμανισμοῦ καί τοῦ σχετικισμοῦ του.
Ὁ οὑμανισμός εἶναι συνεπής στή ἰδιαίτερη λογική του ὅταν
ἀρνεῖται τό Θεό, ἐπειδή ἀνακήρυξε τόν ἄνθρωπο γιά Θεό. Ἀλλά, εἰδο-
μένη ἕως τό τέλος, ἡ λογική αὐτή ἀρνεῖται εἴτε τόν κόσμο εἴτε τόν
ἄνθρωπο. Ἀκοσμισμός εἶναι ἡ πιό φυσική καί ἡ πιό λογική συνέπεια
τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνσυνείδητα ἀρνεῖται τό Θεό,
δέν μπορεῖ παρά νά ὁλοκληρώσει τήν ἄρνηση μέ τήν ἀπάρνηση τοῦ
κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, μονάχα στήν περίπτωση πού θά μποροῦσε
νά νοηματοδοτήσει καί νά δικαιολογήσει τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο.
Καί ὅτι τοῦτο γι᾿ αὐτόν δέν εἶναι ἀδύνατο, ὁ ἄνθρωπος ἀναμφισβήτητα
μέ διάφορους τρόπους τό ἀπέδειξε καί τό τεκμηρίωσε.
Ὁ ἄνθρωπος προτιμᾶ νά ὑποκαθιστᾶ τό Θεό. Αὐτό ἀποδεικνύει
ὁ οὑμανισμός. Ὅμως, κανείς ἀπό τούς θεούς δέν ἔχει ἐκτεθεῖ τόσο

33
φοβερά ὅσο ὁ ἀνθρωποθεός. Δέν μπόρεσε νά νοηματοδοτήσει οὔτε
τό θάνατο οὔτε τό βάσανο οὔτε τή ζωή. Δύναται τότε ὁ ἄνθρωπος νά
εἶναι γαλήνιος καί εὐχαριστημένος μέ ἕνα τέτοιο θεό; Δέν νιώθει ὁ
ἄνθρωπος πώς ἡ βδέλλα τοῦ θανάτου μέ πόθο καταπίνει τήν κόρη τοῦ
ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς του καί τοῦ καθενός; Καί ἀκόμη καμαρώνουν μέ
τόν ἄνθρωπο!
Ἐκεῖνος πού περιτοίχισε τόν ἑαυτό του μέ τόν ἄνθρωπο, δέν θά
βρεῖ οὔτε τή γαλήνη του οὔτε τήν εἰρήνη στόν ὀχλαγωγικό νοῦ του· δέν
ἔχει προσαράξει στό πιό γαλήνιο λιμάνι. Ὅλοι οἱ δρόμοι τοῦ ἀνθρώπου
συναντιοῦνται στόν τάφο, σ᾿ αὐτόν συναντιοῦνται, σ᾿ αὐτόν παραμέ-
νουν, σ᾿ αὐτόν περατώνονται· σ᾿ αὐτόν ὅλα τά σταυροδρόμια παραμέ-
νουν ἀποδιασταυρωμένα. Ἐκεῖ μόνο ὁ ἄνθρωπος νιώθει τήν ἀδυναμία
τῆς διάνοιάς του, τῆς θέλησής του καί τῆς καρδιᾶς του, τήν ἀδυναμία
καί τό φαλλίρισμα. Καί τό φαλλίρισμα αὐτό ἀναγκάζει τόν ἄνθρωπο νά
πάει πέρα ἀπό τόν ἄνθρωπο, πάνω ἀπό τόν ἄνθρωπο, πρός τό ὑψηλότε-
ρο καί ἰσχυρότερο ἀπό τόν ἄνθρωπο ὄν, πρός τόν Ὄντα, τόν Παν-λόγο
καί τόν Παν-νοηματοδότη. Τότε αὐτός μέ πόνο καί δύναμη νιώθει πώς
ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι πού πρέπει νά ὁλοκληρωθεῖ, νά συμπληρωθεῖ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀρχισμένος ἀλλά δέν εἶναι ὁλοκληρωμένος. Ὅλες οἱ
ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες γιά πρόοδο, γιά τή γνώση, ὅλες οἱ ἀναζητήσεις
του γιά κάτι πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τόν ἄνθρωπο καί γύρω ἀπό αὐτόν,
ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος παραμένει μονάχα μέ τόν ἑαυτό του,
παρά τή φύση του, ἀνεπαρκής στόν ἑαυτό του καί ἀνικανοποίητος μέ
τόν ἑαυτό του. Αὐτός εἶναι «τό ἐπιθυμοῦν βέλος» γιά ἐκείνη τήν ἀκτή,
γιά ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, πληρέστερο καί ὁλοκληρωτέρο, γιά τόν
Θεάνθρωπο.
Πῶς νά ὁλοκληρωθεῖ ὁ ἄνθρωπος; Δέν εἶναι αὐτός τό γιοφύρι τῆς
Ἄρτας τῆς ἀπεραντοσύνης; Ἐκεῖνο πού αὐτός τήν μέρα θά οἰκοδομή-
σει, κάποιος τή νύχτα θά γκρεμίσει. Ἡ ἀβουλία γιά νά ὁλοκληρωθεῖ ὁ
ἄνθρωπος, νά ἐπιπροστεθεῖ ἡ οἰκοδόμησή του, σημαίνει τήν ἀπόλυσή
του ἀπό τήν πρόοδο, τήν ἔξοδο ἀπό τήν ἀπελπισία, ἀπό τό σκεπτικι-
σμό, ἀπό τή σολιψιστική κόλαση. Ἡ ἀβουλία αὐτή προέρχεται ἀπό τό
ἡττημένο οὑμανισμό.
Ὁ οὑμανισμός κούρασε ἐπιβαρυντικά καί ἀπελπιστικά ἀπογοή-
τευσε τόν ἄνθρωπο. Ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος εἶναι κουρασμένος ἀπό

34
τήν εἰδωλολατρία. Βασανίζοντας τόν ἄνθρωπο μέχρι φρίκης, ὁ οὑμα-
νισμός ξεψύχησε μέσω τοῦ ἀνύπαρκτου παραληρήματος, μέσω τοῦ
Εὐρωπαϊκοῦ πολέμου. Καί ἐγκατέλειψε τόν εὐρωπαϊκό ἄνθρωπο στό
νεκροταφεῖο, στό εὐρωπαϊκό νεκροταφεῖο. Καί αὐτός κουρασμένος
ἀπό τή δυστυχία, φορτωμένος μέ τό βαρύ σαμάρι τῆς ὕπαρξης, θλιμμέ-
νος λόγω τοῦ εὐραπαϊκοῦ νεκραταφείου, θρηνεῖ μέ λυγμούς καί περιμέ-
νει νά τόν ἀναπαύσει κάποιος καί νά τόν ἀπελευθερώσει ἀπό τό βαρύ
φορτίο. Καί ἐκεῖ πού αὐτός καταπονημένος θρηνεῖ καί περιμένει, πάνω
ἀπό τό εὐρωπαϊκό νεκροταφεῖο αἰωρεῖται τό πρᾶο καί ἀγαθό κάλεσμα
τοῦ Θεανθρώπου: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμέ-
νοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε
ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυ-
σιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· Ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου
ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11, 28-30). Ἔτσι ὁ ἀγαθός καί ὁ μόνος γνήσιος
Φιλάνθρωπος καλεῖ στόν ἑαυτό του τόν δυστυχῆ εὐρωπαϊκό ἄνθρωπο.
Θά Τόν ἀκούσει αὐτός; Θά ἀκούσει; Θά ἀκούσει;…

35
Πρόοδος στό νερόμυλο τοΥ θανάτου

Κάποια κοσμική συνωμοσία ὑφίσταται κατά τοῦ πλανήτη μας,


ἐπειδή πουθενά στό σύμπαν δέν πεθαίνει τίποτα ἐκτός ἀπό τή γῆ. Τό
νησί τοῦ θανάτου, τό μοναδικό νησί τοῦ θανάτου στό ὁποῖο κανείς
πεθαίνει, νά το, λοιπόν, τό μουντό ἀστέρι μας! Καί πάνω ἀπ᾿ αὐτό,
γύρω του καί κάτω ἀπ᾿ αὐτό, περιφέρονται ἀναρίθμητα δισεκατομ-
μύρια ἀστέρια στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει θάνατος, στά ὁποῖα τίποτα δέν
πεθαίνει. Πανταχόθεν ἡ ἄβυσσος τοῦ θανάτου πολιορκεῖ τόν πλανήτη
μας. Ποιός δρόμος εἶναι ἐκεῖνος πού ξεκινᾶ ἀπό τή γῆ καί δέν ἀποπέ-
φτει στήν ἄβυσσο τοῦ θανάτου; Ποιό ὄν εἶναι ἐκεῖνο πού δύναται νά
ἀποφύγει τό θάνατο στή γῆ; Ὅλοι πεθαίνουν, τά πάντα πεθαίνουν σ᾿
αὐτό τό ἀνατριχιαστικό νησί τοῦ θανάτου. Δέν ὑφίσταται πιό λυπηρή
μοῖρα ἀπό αὐτήν τῆς γῆς, δέν ὑπάρχει πιό ἀπελπιστική τραγωδία ἀπό
αὐτήν τοῦ ἀνθρώπου.
Γιατί δίνεται ἡ ζωή στόν ἄνθρωπο, ὅταν αὐτός εἶναι πανταχόθεν
ἐγκλωβισμένος ἀπό τό θάνατο; Οἱ παγίδες τοῦ θανάτου ἔχουν ἁπλώ-
σει τό δίκτυ τους παντοῦ· στά μονοπάτια τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐπιβληθεῖ
τό σκότος. Ὡς πελώρια, πελώρια γλοιώδης ἀράχνη ὁ θάνατος ἔπλεξε
πυκνά δίκτυα γύρω ἀπό τό ἄσβεστο ἀστέρι μας καί σ᾿ αὐτά πιάνει τούς
ἀνθρώπους σάν ἀβοήθητες μύγες. Πανταχόθεν ἀνθρωποφάγες φρίκες
κυνηγοῦν τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ βρίσκεται αὐτός σέ ἀδιέξοδο, ἐπειδή ὁ
θάνατος τόν ἐγκλώβισε ἀπό παντοῦ.
Γιατί δίνεται ἡ συνείδηση στόν ἄνθρωπο, ὅταν αὐτή παντοῦ καί
στά πάντα βρίσκει τό θάνατο; Γιατί δίνεται ἡ αἴσθηση στόν ἄνθρωπο;
Δέν εἶναι γιά νά αἰσθανθεῖ ὅτι ὁ τάφος του εἶναι ὁ πατέρας του καί τά
σκουλήκια τά ἀδέρφια; «Θάνατον ἐπεκαλεσάμην πατέρα μου εἶναι,
μητέρα δέ μου καὶ ἀδελφὴν σαπρίαν» (Ιωβ. 17, 14). Ἡ συνείδηση εἶναι
λυπηρό καί φοβερό δῶρο στόν ἄνθρωπο, ὡστόσο, πολύ περισσότερο
λυπηρό καί φοβερό δῶρο εἶναι ἡ μνήμη.
Καί τά αἰσθητήρια; Γιατί τά αἰσθητήρια εἶναι δοσμένα στόν
ἄνθρωπο; Δέν εἶναι γιά νά γίνονται τά πλοκάμια, μέ τά ὁποῖα σέ κάθε
βῆμα στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους ἐκεῖνος ψηλαφίζει τό
θάνατο; Στεῖλτε τή σκέψη σας γύρω ἀπό αὐτό τό νησί τοῦ θανάτου

36
προκειμένου νά σᾶς βρεῖ τήν ἔννοια τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί αὐτή
θά ἐπιστρέψει θλιμμένη καί λυπηρή, ὅλο πασπαλισμένη μέ κρύα στάχτη
τοῦ θανάτου. Στεῖλτε τήν αἴσθησή σας καί θά ἐπιστρέψει πληγωμένη
καί μωλωπισμένη ἀπό τίς ἀδιάβατες χαράδρες τοῦ θανάτου· ἁπλῶστε
ἕνα αἰσθητήριό σας ἕως τό τέλος ὁποιουδήποτε ὄντος στήν ἱστορία,
καί αὐτό, ὡς τό τέλος του, ὡς τήν ὁλοκλήρωσή του, ἀναμφισβήτητα θά
ψηλαφίσει τό θάνατο.
Μία πραγματικότητα εἶναι πιό πραγματική ἀπό ὅλες τίς ἄλλες
πραγματικότητες στόν κόσμο· αὐτή εἶναι ὁ θάνατος. Περί αὐτοῦ ἀσώ-
παστα καί ἄσπλαχνα μᾶς μαρτυρεῖ εἴτε ἡ ἐπίγνωση τοῦ ἀνθρώπου εἴτε ἡ
αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου εἴτε τά αἰσθητήρια τοῦ ἀνθρώπου. Οὐσιαστικά,
ἡ ἔσχατη καί ἡ ὁλοκληρωτική πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς
στή γῆ εἶναι ὁ θάνατος. Πεῖτε μου, ὁ θάνατος δέν εἶναι ἡ ἔσχατη
πραγματικότητα εἴτε ἡ δική μου εἴτε ἡ δική σας; Ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε
μολυσμένοι μέ τό θάνατο, ὅλοι χωρίς ἐξαίρεση· οἱ βάκιλοι τοῦ θανάτου
κατέφαγαν ὅλους τούς ἱστούς τῆς ψυχῆς μας, τοῦ ὄντος μας· ὁ καθένας
ἀπό μᾶς κουβαλᾶ στόν ἑαυτό του χιλιάδες θανάτους.
Τό δικό μας πλανήτη ὁλοένα ἐρημώνει ἡ γενική χρονική ἐπιδημία
τοῦ θανάτου. Ἠ ἰατρική πού δύναται νά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἐπιδημία
αὐτη δέν ὑφίσταται. Δέν ὑφίσταται ἡ καραντίνα, ὅπου οἱ ἄνθρωποι θά
μποροῦσαν ἐντελῶς νά καθαριστοῦν ἀπό τά μικρόβια τοῦ θανάτου. Τί
εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή στή γῆ παρά ἡ διαρκής σπασμωδική ἀντίστα-
ση κατά τοῦ θάνατου, ὁ ἀγώνας μέ τό θάνατο καί ἐπιτέλους ἡ ἧττα
ἀπό τό θάνατο; Ἐπειδή στήν ἰατρική, στήν ἐπιστήμη, στή φιλοσοφία
νικοῦμε ὄχι τό θάνατο ἀλλά τούς προδρόμους του, τίς νόσους καί
δυσχέρειες, παρ᾿ ὅλα αὐτά, τούς νικοῦμε ἐν μέρει καί προσωρινά. Τί
εἶναι οἱ θρίαμβοι τῆς ἐπιστήμης, τῆς φιλοσοφίας, τῆς τεχνικῆς ἐνώπιον
τῶν τρομακτικῶν παραγόντων τῆς καθολικῆς θνησιμότητας ὅλων τῶν
ἀνθρώπων; Τίποτ᾿ ἄλλο παρά τό τραύλισμα τῶν ἀπορημένων καί τρο-
μαγμένων παιδιῶν.
Ἄν ὑπάρχει τραγικότητα στόν κόσμο, τότε τό κέντρο της εἶναι ὁ
ἄνθρωπος. Εἶναι τραγικό τό νά εἶσαι ἄνθρωπος, ἀσυγκρίτως τραγικότερο
ἀπό τό νά εἶσαι κουνούπι ἤ σαλιγκάρι, πουλί ἤ φίδι, ἀρνί ἤ τίγρης. Ὅσο καί
νά κοπιάζει γιά νά ξεπεράσει τήν τραγικότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἤ τό
τραγικόν, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ παρά νά αἰσθάνεται καί νά ἐπιγιγνώσκει

37
ὅτι μόνιμα παραμένει φυλακισμένος στήν κατάκλειστη φυλακή τοῦ θανά-
του, στήν φυλακή πού δέν ἔχει οὔτε πόρτα οὔτε παράθυρο. Γεννημένος
στόν κόσμο ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν πρώτη στιγμή εἶναι ὑποψήφιος γιά τό
θάνατο, καί ὄχι μόνο, ἀφοῦ μόλις γεννηθεῖ εἶναι ἤδη καταδικασμένος σέ
θάνατο. Τά σπλάχνα τά ὁποῖα μᾶς γεννοῦν, δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά
μία ἀδελφή τοῦ τάφου. Βγαίνοντας ἀπό τά σπλάχνα τῆς μητέρας ὁ ἄνθρω-
πος ἤδη περπατᾶ στό δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν τάφο. Τόν πιό ὀργισμένο
καί τόν μεγαλύτερο ἐχθρό του ὁ ἄνθρωπος φέρνει μαζί του στόν κόσμο,
τόν θάνατο. Ἐφόσον εἷναι γεννημένος στόν κόσμο ὁ ἄνθρωπος γεννιέται
θνητός. Ὁ θάνατος εἶναι τό πρῶτο δῶρο στούς ἀνθρώπους, τό ὁποῖο μία
μητέρα δωρίζει στό νεογέννητό της. Σέ κάθε ἀνθρώπινο ὄν ἀποκρύβεται
καί κρύβεται ἡ φοβερότερη καί ἡ πιό ἀθεράπευτη ἀσθένεια, ὁ θάνατος.
Καί στό ὑγιέστατο σῶμα ἐκεῖνο πού εἶναι τό μονιμότερο καί ἀπό τήν ἴδια
τήν ὑγεία, ὑπάρχει ὁ θάνατος. Ποιός ἄνθρωπος εἶχε διανυκτερεύσει ἔστω
μία νύχτα ζωντανός καί δέν ξύπνησε τήν πρώτη, δεύτερη ἤ χιλιοστή νύχτα
πεθαμένος; Ὅποιοδήποτε δρόμο καί νά πάρει σ᾿ αὐτό τό νησί τοῦ θανάτου,
ὁ ἄνθρωπος τελικά πρέπει νά ἀποβιβαστεῖ στόν τάφο. Κάθε ἄνθρωπος
εἶναι μία μπουκιά τήν ὁποία ἐπιτέλους κατατρώγει ὁ ἀχόρταγος θάνατος:
«παμφάγος θάνατος»3. Τί παραμένει σέ μᾶς, ὦ θρηνωδοί, αἰχμάλωτοι τοῦ
θανάτου; Μόνο ἡ ἐξέγερση τοῦ πικροῦ χαμογέλιου, ὑπάρχει καί ὁ σπασμός
τῆς ἀδύνατης καρδιᾶς.
Στό μακρύ καί φοβερό δρόμο τῆς ἱστορίας, τόσο στοίβαχτηκε καί
συσσωρέυτηκε στόν ἄνθρωπο ὁ θάνατος, ὥστε ἔγινε ἡ μοναδική κατηγο-
ρία στήν ὁποία κινεῖται καί σχετίζεται ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου κι
ἄν αὐτή γεννιέται, παραμένει καί πιθανόν σταματᾶ. Μέσα στό διάβα τῆς
ἱστορίας δημιουργήθηκε στόν ἄνθρωπο μία πεποίθηση: Ἄν ὑφίσταται κάτι
ἀναγκαστικό σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, τότε τοῦτο εἶναι ὁ θάνατος. Ἡ πεποίθη-
ση αὐτή ἔγινε δόγμα κάθε ἱστορικῆς ἐποχῆς. Ἡ φρικαλέα καί ἀνεξερεύνητη
πραγματικότητα τοῦ θανάτου ἀνάγκασε τήν ἀνθρωπότητα νά διατυπώσει
αὐτήν τήν πεποίθηση σέ δόγμα: Ὁ θάνατος εἶναι ἀναγκαιότητα. Τό ἀντι-
παθητικό αὐτό δόγμα παρέδιδε ὁ πατέρας στόν υἱό, ὁ ἄνθρωπος στόν
ἄνθρωπο, ἡ γενεά στή γενεά.

3 Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τό θάνατο: Κάθισμα Ὄρθρου τῆς Παρασκευῆς πρό τῶν Βαΐων,
Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν
Ἀθήναις 32001, σ. 365.

38
Ἄν ὁ ἄνθρωπος κοιτάξει δίχως προκαταλήψεις στήν ἱστορία αὐτοῦ
τοῦ περίεργου κόσμου, πρέπει νά παραδεχτεῖ πώς ὁ κόσμος αὐτός εἶναι
ὁ τεράστιος νερόμυλος τοῦ θανάτου πού χωρίς διακοπή ἀλέθει τίς
ἄβλητες σειρές τῶν ἀνθρώπων, ἀπό τόν πρῶτο ἄνθρωπο ἕως τόν τελευ-
ταῖο. Καί ἐμένα μέ ἀλέθει, φίλε μου, καί σένα σέ ἀλέθει καί ὅλους μᾶς
ἀλέθει ὥσπου καί μία μέρα ἤ νύχτα θα μᾶς ἀλέσει ὁλοκληρωτικά.
Πεῖτε μου, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι γαλήνιος καί χωρίς ἐξέ-
γερση νά δεχτεῖ αὐτόν τόν κόσμο, ὅταν βρίσκεται μαγκωμένος ἀνάμε-
σα σέ δύο μυλόπετρες, οἱ ὁποῖες θά τόν ἀλέθουν ὥσπου νά τόν ἀποτε-
λειώσουν ἐξ ὁλοκλήρου; Δύναται μία μύγα νά εἶναι γαλήνια στό δίχτυ
τῆς ἀράχνης, ἕνα σκουλήκι στό ράμφος τοῦ χελιδονιοῦ καί τό χελιδόνι
στό ράμφος τοῦ γερακιοῦ;
Ἀπό τή φρίκη του ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι αὐτή ἡ ζωή εἶναι
κάποιο φοβερό φάντασμα καί κάποια σκοτεινή αἰχμαλωσία. Φαίνεται
πώς μᾶς ἔστειλε κάποιος γιά νά μᾶς φυλακίσει σέ κάποιο ἀηδές φάντα-
σμα· ἔστειλε ἐμᾶς πού εἴμαστε καί οἱ ἴδιοι ἀπό τήν ἴδια ὕλη ὅπως καί τό
ἴδιο τό φάντασμα. Ἀρκεῖ καί ἕνα μάτι στόν ἄνθρωπο γιά νά δεῖ ὅτι ὁ
πλανήτης μας εἶναι ἕνα γήπεδο φαντασμάτων, ἕνα γήπεδο λιθόστρωτο
μέ κρανία ἀνθρώπων, καί ἐπιπλέον, ἕνα γήπεδο πανταχόθεν περιτοιχι-
σμένο μέ τό θάνατο. Καί ἡ οἰκουμένη; Δέν εἶναι ἕνας τεράστιος, ἑρμητι-
κά κλεισμένος τάφος, γύρω στόν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι σάν ἀπελπισμένοι
τυφλοπόντικες συνέχεια ἀνασκάφτουν, μή μπορώντας διόλου νά τά
καταφέρουν;
Ὁλάκερη ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο
παρά ἡ ἐκκωφαντική ἐπιβεβαίωση τοῦ θανάτου. Ὅλες οἱ τρικυμίες καί
οἱ καταιγίδες της, οἱ ἠρεμίες καί ἀσκήσεις, ὅλοι οἱ δημιουργοί της καί
οἱ μαχητές, μαρτυροῦν μόνο, μόνο τό ἕν: Ὁ θάνατος εἶναι μία ἀναγκαι-
ότητα. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι θνητός, ἀναπότρεπτα καί ἀναπόφευκτα
θνητός. Τοῦτο εἶναι τό φινάλε τοῦ καθενός ἀνθρώπινου ὄντος, τοῦτο
εἶναι ἡ διαθήκη τήν ὁποία ἀφήνει πίσω της ἀνεξαίρετα κάθε κάτοικος
τοῦ πλανήτη μας. Τή διαθήκη αὐτή ἄφησαν στόν καθένα ἀπό μᾶς οἱ
πρόγονοί μας. Σ᾿ αὐτή στέκουν μόνο αὐτά τά τρία λόγια, ὁ θάνατος
εἶναι ἀναγκαιότητα.
Πεῖτε μου, δύναται ὁ ἄνθρωπος μέ μία τέτοια διαθήκη νά εἶναι
γαλήνιος καί εὐτυχής σ᾿ αὐτό τό νερόμυλο τοῦ θανάτου; Εἶναι πιθανή

39
ἡ πρόοδος, εἶναι λογική, εἶναι δικαιολογημένη, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ
πρόοδος στόν κόσμο στόν ὁποῖον ὁ θάνατος εἶναι ἡ πιό ἀκαταμάχη-
τη ἀναγκαιότητα; Καί αὐτό τό ἐρώτημα σημαίνει: Ἔχει ἔννοια τέτοιος
κόσμος, τέτοια ζωή, τέτοιος ἄνθρωπος; Τό ζήτημα τῆς προόδου εἶναι τό
πρόβλημα τῆς ἔννοιας τῆς ζωῆς. Ἄν στό νερόμυλο τοῦ θανάτου εἶναι
ἐνδεχόμενη ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς, ἐνδεχόμενη εἶναι καί ἡ πρόοδος. Ἡ ἀπά-
ντηση, στό ἐρώτημα αὐτό εἶναι πιθανή μόνο μέσω τῆς ἀπάντησης στό
ἐρώτημα τοῦ θανάτου.
Μέ τήν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου οὐσιαστικά λύνε-
ται τό κεντρικό πρόβλημα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης; Ἄμεσα ἤ ἔμμεσα,
ὅλα τά προβλήματα σέ τελευταία γραμμή καταλήγουν στό πρόβλημα
τοῦ θανάτου. Ξεδιπλῶστε ὁποιοδήποτε πρόβλημα ἕως τό τέλος του καί
ἀναπότρεπτα θά καταλήξετε στό πρόβλημα τοῦ θανάτου. Ἀποκεῖ, ἀπό
τήν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου, ἐξαρτᾶται ἡ ὀρθή ἐπίλυση
ὅλων τῶν ὑπόλοιπων προβλημάτων. Μέ τή δύναμη τῆς ἀπανταχοῦ
παρούσας πραγματικότητας τό μοιραῖο δόγμα, ὁ θάνατος εἶναι ἀνα-
γκαιότητα, ἔγινε τό σύνθημα τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἄν ὅλα τά ὄντα εἶναι περιτοιχισμένα ἀπό τό θάνατο, τότε, πεῖτε
μου, εἶναι πιθανή ἡ πρόοδος σέ τέτοιο κόσμο, ἡ πρόοδος πού θά
τελείωνε μέ τό θάνατο; Η πρόοδος στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος θά ἦταν
ἀλεσμένος ἀπό τό θάνατο; Τοῦτο εἶναι τό δοκιμαστικό ἐρώτημα γιά
ὅλους τούς θεούς καί γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄν κανείς λύσει αὐτό
τό ζήτημα, τότε αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, δέν ὑπάρχουν ἄλλοι
θεοί καί δέν τούς χρειαζόμαστε, ἀλλά νά λύσει αὐτό τό πρόβλημα
δύναται μόνον ἐκεῖνος πού θά πραγματοποιήσει τήν πρόοδο σέ τέτοιο
κόσμο. Νά πραγματοποιήσει κανείς τήν πρόοδο σημαίνει νά νικήσει τό
θάνατο. Δύναται νά τό κάνει ἡ ἐπιστήμη, ἡ φιλοσοφία, ὁ πολιτισμός ἤ
κάποια θρησκεία;
Γιά νά φτάσουμε ἀμερόληπτα ἕως τήν ἀντικειμενική ἀπάντηση σ᾿
αὐτό τό πρόβλημα, χρειάζεται νά θέσουμε τό πρόβλημα τοῦ θανάτου
πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τήν ἐπιστήμη, μέ τή φιλοσοφία, μέ τήν κουλ-
τούρα, μέ τή θρησκεία. Ἀπαντώντας σ᾿ αὐτό τό ἐρώτημα, αὐτές τοιουτο-
τρόπως θά δώσουν τήν ἀπάντηση περί τῆς πραγματικῆς ἀξίας τους, ἐπει-
δή θά ἀπαντήσουν στό ἐρώτημα, εἶναι δυνατή καί ἀπαραίτητη ἡ πρόοδος
σ᾿ αὐτό τό θορυβώδη νερόμυλο τοῦ θανάτου πού ὀνομάζεται γῆ;

40
Ἀντιμετωπίστε τό πρόβλημα τοῦ θανάτου μέ τή σύγχρονη
θετικιστική ἐπιστήμη. Προκειμένου νά λύσει τό πρόβλημα τῆς ζωῆς
καί τοῦ θανάτου ἡ ἐπιστήμη ἐπιστράτευσε ὅλες τίς δυνάμεις της,
ὡστόσο τό ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν ἐπιστημονικῶν κόπων συνοψίζε-
ται σέ ἕνα συμπέρασμα, στόν κόσμο κυριαρχοῦν οἱ φυσικοί νόμοι
πού εἶναι ἀπαραίτητοι καί ἀναλλοίωτοι· καί ὁ θάνατος εἶναι ἕνας
φυσικός νόμος, νόμος ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπαραίτητος καί ἀναλλοίω-
τος· σέ τέτοιο κόσμο καί τέτοιο ἄνθρωπο ὁ θάνατος εἶναι ἀναγκαι-
ότητα.
Τήν ἀπάντησή της στό φοβερό ζήτημα τοῦ θανάτου ἡ ἐπιστήμη
τυλίγει στή μυστηριώδη λέξη ἀναγκαιότητα. Μέ τοῦτο, ὅμως, δέν
ἐπιλύει τό πρόβλημα ἀλλά ἁπλῶς τό διαπιστώνει καί τό ἐπιβεβαιώ-
νει. Οὐσιαστικά, ἡ ἀπάντησή της εἶναι ἡ καταδίκη τοῦ ἀνθρώπου καί
τῆς ἀνθρωπότητας στήν αἰώνια φρίκη, τό βάσανο καί τή θλίψη. Μέ
τέτοια ἀπάντηση ἡ ἐπιστήμη ὁμολογεῖ τό δεδομένο πώς ὁ θάνατος
εἶναι ἀναγκαιότητα. Ἐντούτοις, τό δεδομένο αὐτό εἶναι καί ἡ μέγι-
στη κατάρα γιά τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Ἀκαταμάχητη παρόρμηση
τῆς ἐπίγνωσης μέ ἀναγκάζει νά βγάλω συμπεράσματα ἀπ᾿ αὐτό τό
δόγμα τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης: Ἄν ὁ θάνατος εἶναι ἀναγκαιότητα,
προκύπτει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ζωή δέν ἔχει κανένα νόημα καί ἡ γνήσια
πρόοδος εἶναι ἀπίθανη· ἡ ἀναγκαιότητα παραμένει νά εἶναι ἀνα-
γκαιότητα· ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι καταδικασμένη στό μόνιμο status
quo ante, δηλαδή, καταδικασμένη σέ θάνατο γιά πάντα, ἀφοῦ ὀ
θάνατος εἶναι ἀναγκαιότητα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους.
«Πιστεύουμε», δήλωσε τίς προάλλες ὁ δημοφιλής ἀστρονόμος
Τζέιμς Τζίνς, καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Κέμπριτζ, «ὅτι τό
σύμπαν δέν εἶναι μόνιμη, ἀναλλοίωτη συναρμολόγηση. Αὐτό ζεῖ τή
ζωή του, ταξιδεύει, ὅπως καί ὅλοι ἐμεῖς, στό δρόμο πού ὁδηγεῖ ἀπό
τή γέννηση ἕως τό θάνατο, ἐπειδή ἡ ἐπιστήμη δέν ξέρει γιά καμία
ἀλλαγή ἐκτός τῆς ἀλλαγῆς πού συνίσταται ἀπό τή γήρανση, καί
γιά καμία ἐξέλιξη ἐκτός τῆς ἀνάπτυξης πρός τόν τάφο. Στό φῶς τῆς
σημερινῆς μας γνώσης, εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά πιστεύουμε ὅτι
ὁλόκληρο τό ὑλικό σύμπαν εἶναι μόνο ἕνα παράδειγμα γι᾿ αὐτό,
ἐντούτοις σέ πελώρια κλίμακα»4.
4 The stars in their courses, Cambridge, 1931.

41
Ἐφόσον ὁ θάνατος εἶναι ἡ μοναδική φυσική ὁλοκλήρωση τοῦ
ἀνθρώπου ἀλλά καί τοῦ ἴδιου τοῦ σύμπαντος, τότε καί ἡ μοναδική
γνήσια πρόοδος κατά βάση εἶναι ἀπίθανη. Ὄχι μόνο ἀπίθανη ἀλλά καί
ἄχρηστη. Ἐπειδή τί μοῦ ἀξίζει ἡ πρόοδος, ὅταν περιορίζεται σέ αὐτό
νά μέ ξεπροβοδίσει ἑορταστικά ἀπό τήν κούνια μέχρι τόν τάφο; Τοῦτο
εἶναι σάν νά σέ κατεδίκαζαν σέ θάνατο καί ὁ δήμιος νά ἄλειφε τό σπαθί
του μέ μέλι γιά νά σοῦ γίνει πιό γλυκός ὅταν μ᾿ αὐτό σέ ἀποκεφαλί-
σει.
Τί μοῦ ἀξίζει ἡ πρόοδος, τί μοῦ ἀξίζουν ὅλες οἱ ἀναρίθμητες
θλίψεις καί τά βάσανα πού ὑποφέρω στό καταραμένο δρόμο ἀπό τήν
κούνια ἕως τό θάνατο; Τί μοῦ ἀξίζει ὅλος ὁ κόπος καί ἡ ἐπιμέλεια, ἡ
ὑποχρέωση, ἡ ἀγάπη καί ἡ καλωσύνη, ἡ κουλτούρα καί ὁ πολιτισμός,
ὅταν πεθαίνω καί χάνομαι. Καθετί πού ὀνομάζεται πρόοδος καί ἐπι-
μέλεια, ὑποχρέωση καί ἀγάπη, καλωσύνη, κουλτούρα, καί πολιτισμός,
ὅλες αὐτές οἱ δῆθεν ἀξίες, ὅλα αὐτά εἶναι βρυκόλακες πού ρουφοῦν τό
αἷμα μου, ρουφοῦν, ρουφοῦν… Καταραμένοι νά εἶναι!
Πρέπει νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Ἄν ὁ θάνατος εἶναι ἀναγκαιότητα,
τότε ἡ ζωή αὐτή εἶναι ὁ πιό χλευαστικός ἐμπαιγμός, τό πιό ἀηδιαστικό
δῶρο, καί κυρίως φρίκη, ἀνυπόφορη φρίκη… Ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ
θανάτου γιά τήν ἐπιστήμη εἶναι ἀνεξέλεγκτη καί ἀκαταμάχητη. Τοῦτο
σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιστήμη δέν εἶναι ἱκανή οὔτε νά βρεῖ οὔτε κἄν νά δώσει
τό νόημα στή ζωή. Ἐνώπιον τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου ξεψυχᾶ καί
ἡ ἴδια ἡ ἐπιστήμη.
Πολλοί ἄνθρωποι λένε: Ἡ ἐπιστήμη εἶναι δύναμη, ἡ ἐπιστήμη
εἶναι ἰσχύς. Ἀλλά, πεῖτε μου μόνοι σας, μία δύναμη ἡ ὁποία εἶναι
ἀ-δύνατη ἐνώπιον τοῦ θανάτου, οὐσιαστικά εἶναι δύναμη; Καί
ἰσχύς, ἡ ὁποία εἶναι ἀνίσχυρη ἐνώπιον τοῦ θανάτου, οὐσιαστικά
εἶναι ἰσχύς; Δέν ὑφίσταται νίκη ἐκτός ἐκείνης πού νικᾶ τό θάνατο·
καί δέν ὑφίσταται πρόοδος ἐκτός αὐτῆς τῆς νίκης· καί δέν ὑφίστα-
ται ἰσχύς ἐκτός αὐτῆς τῆς νίκης· καί δέν ὑφίσταται δύναμη ἐκτός
αὐτῆς τῆς νίκης… Λένε πώς ἡ ἐπιστήμη εἶναι φιλάνθρωπη. Ἀλλά
τί φιλανθρωπία εἶναι αὐτή, ὅταν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο μέσα στό
θάνατο; Ὅταν εἶναι ἀδύνατη νά τόν ὑπερασπίζεται ἀπό τό θάνατο;
Φιλανθρωπία εἶναι νά νικήσεις τό θάνατο. Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐκτός
ἀπ᾿ αὐτό.

42
Τοποθετεῖστε τό ζήτημα τοῦ θανάτου πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ
ὅλες τίς ἀρχαῖες καί καινούργιες φιλοσοφίες. Κοντολογίς, ὅλη ἡ λογι-
κή ὅλων τῶν φιλοσοφιῶν ἀπορρέει ἀπό μία ἀρχή: Οἱ κατηγορίες τῆς
ἀνθρώπινης ἀντίληψης τεκμηριώνουν ὅτι εἶναι ἀπίθανο νά νικηθεῖ
ὁ θάνατος· ὁ θάνατος εἶναι λογική συνέπεια τῆς φυσικῆς φθορᾶς τοῦ
ἀνθρώπινου ὄντος, ἑπομένως ὁ θάνατος εἶναι ἀναπόφευκτή ἀναγκαι-
ότητα.
Μία τέτοια ἀπόκριση μέ ἐρεθίζει στό νά θέσω το ἐρώτημα: Πῶς οἱ
φιλοσοφίες μποροῦν νά δώσουν ἔννοια στή ζωή, ὅταν μέ τέτοιο τρόπο
ἐπιλύνουν τό πρόβλημα τοῦ θανάτου; Οὐσιαστικά οἱ φιλοσοφίες δέν
εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά ἡ ἀριθμητική τῆς ἀπαισιοδοξίας. Ὅταν ὁ ἄνθρω-
πος ἀπό τήν ἄκρη τοῦ τάφου θεωρεῖ τόν κόσμο, τότε καμία φιλοσοφία
δέν δύναται νά τοῦ γλυκάνει τό πικρό μυστήριο τοῦ θανάτου. Ὑποθέστε
ὅτι ἐμένα μοῦ ἔχει πεθάνει ὁ ἀδελφός μου ἤ ἡ ἀδελφή μου ἤ μητέρα
μου· στό κάθε ἄτομο τοῦ ὄντος μοῦ βράζει ἀνείπωτη λύπη. Σέ τί θά
στηριχτῶ; Ποιός θά μέ παρηγορήσει; Ἡ φιλοσοφία εἶναι βουβή, ἡ ἐπι-
στήμη εἶναι κωφάλαλη, γιά νά μπορέσουν νά μέ παρηγορήσουν. Μόνο
ἐνώπιον τῆς φοβερῆς πραγματικότητας τοῦ θανάτου ἐγώ αἰσθάνομαι
καί μαθαίνω πώς ἡ φιλοσοφία καί ἡ ἐπιστήμη εἶναι, οὐσιαστικά, ὄχι μία
εὐχάριστη ἀλλά μία πικρή ἀγγελία. Μά μπορεῖ νά εἶναι εὐαγγελισμός
ἡ ἀγγελία, ἡ ὁποία δέν εἶναι σέ θέση νά γλυκάνει τήν πιό δηλητηριώδη
θλίψη καί τήν πιό τρομακτική λύπη τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, τό
πικρό σάν ἀψιθιά μυστήριο τοῦ θανάτου;
Ἀντιμετωπίστε τό ζήτημα τοῦ θανάτου μέ τήν εὐρωπαϊκή οὑμανι-
στική κουλτούρα. Πολλούς ἀφελεῖς φτέρωσε ἡ εὐρωπαϊκή κουλτούρα
μέ ἐλπίδα. Ὡστόσο, τά φτερά αὐτά εἶναι ἀδύνατα γιά νά μπορέσουν νά
ἀνεβάσουν πάνω ἀπό τό θάνατο τό βαρύ ὄν τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος
ἄσπλαχνα ἀπό τή ρίζα τά ἀποκόπτει. Καί ὁ ἄνθρωπος τῆς εὐρωπαϊκῆς
κουλτούρας αἰσθάνεται ἀπελπιστικά ἀδύνατος ἐνώπιον τοῦ φρικτοῦ
γεγονότος τοῦ θανάτου. Ἡ κουλτούρα δέν καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο νικη-
τή τοῦ θανάτου, ἀφοῦ καί ἡ ἴδια εἶναι ἕνα δημιούργημα τῶν θνητῶν
ἀνθρώπων. Σέ καθετί τό δικό της βρίσκεται ἡ σφραγίδα τοῦ θνητοῦ
ἀνθρώπου.
Στέκομαι στήν ἄκρη τοῦ τάφου καί μετρῶ τήν κουλτούρα στή
ζυγαριά τοῦ θανάτου. Καί ἰδού, εἶναι ἐλαφρύτερη καί ἀπό τό τίποτα.

43
Ἐνώπιον τοῦ θανάτου αὐτή καταλήγει στό ἀπόλυτο μηδέν. Ὅλα τά πλε-
ονεκτήματά της ὁ θάνατος σιγά σιγά τά φθείρει καί τά ἀποσπᾶ, ὥσπου
ὅλα νά τά πάρει καί κατολισθαίνοντας νά τά μεταφέρει στή σκοτεινή
του ἄβυσσο. Μά ἡ κουλτούρα πού δέν εἶναι ἱκανή νά νικήσει τό θάνατο,
οὐσιαστικά παρουσιάζει δύναμη ἡ ὁποία ἀποδίδεται σ᾿ αὐτή ἀπό πολ-
λούς; Κουλτούρα πού δέν δύναται νά νοηματοδοτήσει τό θάνατο, μπο-
ρεῖ νά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς; Τί ὄφελος εἶναι στόν ἄνθρωπο ἀπ᾿ αὐτό
πού εἶναι πολιτισμένος, πολιτισμένος μέσα στό νερόμυλο τοῦ θανάτου
ὁ ὁποῖος σήμερα ἤ αὔριο θά ἀλέσει καί αὐτόν καί τήν κουλτούρα του;
Τοποθετεῖστε τό πρόβλημα τοῦ θανάτου ἐνώπιον τῶν
μη-χριστιανικῶν θρησκειῶν. Ὅλες αὐτές βασανίζονται μ᾿ αὐτό· καί
προσπαθώντας νά τό ἐπιλύσουν ἤ τό παρακάμπτουν ἤ τό ἀρνοῦνται ἤ
τό παραλείπουν. Οἱ πιό χαρακτηριστικές ἀπ᾿ αὐτές εἶναι ὁ βραχμανι-
σμός καί ὁ βουδισμός.
Γιά τό βραχμανισμό ὁ θάνατος εἶναι ὅπως καί ὅλος ὁ ὁρατός
κόσμος: Ἡ μάγια εἶναι ἡ ἀπατηλή πραγματικότητα, τό μή ὄν, ἡ ἀνυπαρ-
ξία. Τό πρόβλημα τοῦ θανάτου συγκαταλέγεται σέ κάποιο εἶδος ἀποκα-
λούμενων πραγματικοτήτων, τίς ὁποῖες πρέπει νά ὑπερβεῖ κανείς μέ τή
δύναμη τοῦ θελήματός του. Ὅλος ὁ ὁρατός κόσμος εἶναι ἔκθεση φαντα-
σμάτων πού χάνονται στά μή πραγματικά στοιχειά. Προσπαθώντας νά
ἀντιμετωπίσει ἔτσι τό πρόβλημα τοῦ θανάτου ὁ βραχμανισμός δέν τό
ἐπιλύνει ἀλλά τό ἀρνεῖται.
Καί ὁ βουδισμός; Ὁ βουδισμός εἶναι ἐνηλικίωση τῆς ἀπελπισίας.
Τοῦτο εἶναι ὄχι μόνο ἡ φιλοσοφία ἀλλά καί ἡ θρησκεία τῆς ἀπαισιοδο-
ξίας. Τό μυστήριο τοῦ μή ὄντος εἶναι πιό εὐχάριστο ἀπό τό πικρό ὑπερ-
πικρό μυστήριο τοῦ ὄντος. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τά
δεσμά αὐτοῦ τοῦ φοβεροῦ τέρατος πού ὀνομάζεται κόσμος. Πίσω ἀπό
τό θάνατο εἶναι ἡ μακαριότητα τῆς νιρβάνας. Ἔτσι, ὁ βουδισμός δέν
ἐπιλύνει, ἀλλά παραλείπει τό ζήτημα τοῦ θανάτου· δέν νικᾶ τό θάνατο,
ἀλλά ἀδύνατα τόν καταριέται. Παρόμοια καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες δέν
παρουσιάζουν τίποτ᾿ ἄλλο παρά τό φαλλίρισμα ἐνώπιον τοῦ προβλή-
ματος τοῦ θανάτου.
Τήν ἀξία, τή γνήσια ἀξία κάθε ἐπιστήμης, κάθε φιλοσοφίας, κάθε
θρησκείας, κάθε κουλτούρας θά τή βρεῖτε, ἄν τίς μελετᾶτε σέ σχέση μέ
τό θάνατο. Καί μέσω τῆς ἐπιστήμης καί μέσω τῆς φιλοσοφίας καί μέσω

44
τῶν πολυάριθμων θρησκειῶν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά νικήσει τό
θάνατο ἀλλά καθόλου δέν τό πετυχαίνει, καθόλου δέν μπορεῖ νά βρεῖ
τό μοχλό μέ τόν ὁποῖο θά ἀνυψώσει καί τό σῶμα του στήν ἀθάνατη
πραγματικότητα. Ἀποκεῖ ὅλες αὐτές φαλλίρουν στό πρόβλημα τοῦ
σώματος.
Τό ζήτημα τῆς θνητότητας τοῦ ἀνθρώπινου σώματος ὄντως εἶναι
μία δοκιμασία καί πρόβλημα ὅλων τῶν θρησκειῶν, ὅλων τῶν φιλοσο-
φιῶν καί ὅλων τῶν ἐπιστημῶν. Ὅποια πέφτει ἔξω στό πρόβλημα τοῦ
σώματος, ἀναπότρεπτα σφάλλει καί στό πρόβλημα τοῦ πνεύματος.
Ἐκεῖνος πού θά νικήσει τό θάνατο τοῦ σώματος, πού θά δώσει καί θά
ἐξασφαλίσει τήν ἀθανασία στό σῶμα, αὐτός εἶναι ὁ πολυεπιθυμητός
Θεός καί Σωτήρας, αὐτός εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου,
αὐτός εἶναι ἡ χαρά καί ἡ παρηγοριά τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνθρωπό-
τητας. Μέχρι ὅμως νά γίνει αὐτό, ἡ ἀπαισιοδοξία καί ἡ ἀπελπισία θά
παραμένουν ἡ συντροφιά ἀνθρώπου στή γῆ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπομονωμένος, ἐνῶ γύρω του ὕπουλα σιωπᾶ
ὁ ἀπαράλιος ὠκεανός τοῦ θανάτου. Πλημμυρισμένος ἀπό τό θάνατο
ὁ ἄνθρωπος μουγκρίζει τόν ἀναστεναγμό τῆς καρδιᾶς του καί κανείς
δέ μπορεῖ νά τοῦ ἀπαντήσει, κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους, κανείς ἀπό
τούς θεούς. Ἄν κάτι ψελλίσει ἡ ἐπιστήμη, ἡ φιλοσοφία, ἡ κουλτούρα,
ὅλα αὐτά εἶναι τό ναρκωτικό τό ὁποῖο δέ δύναται διόλου νά ἀποκοι-
μίσει μέ τή φρίκη τοῦ θανάτου τήν ἐξεγερμένη ψυχή καί τό σῶμα τοῦ
ἀνθρώπου. Κοιτάξτε, ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ἀνθρωπότητα δέν μποροῦν
νά ξεφύγουν πουθενά ἀπό τό καταραμένο νερόμυλο τοῦ θανάτου! Ὁ
κατσούφης πλανήτης μας ἔχει σέ ὑπερβολικό ποσό τίς κεντρομόλες
δυνάμεις γιά καθετί θνητό. Ὅλος ὁ ἠλεκτρισμός τοῦ πόνου, τῆς φρίκης,
τῆς τραγικότητας συγκεντρώνεται σέ ἕνα κεραυνό, στόν κεραυνό τοῦ
θανάτου, κατά τοῦ ὁποίου δέν ὑπάρχει ἀλεξικέραυνο.
Ὁ θάνατος εἶναι τό ὑπέρτατο κακό πού συνθέτει ὅλα τά κακά, ἡ
ὑπέρτατη φρίκη πού συνθέτει ὅλες τις φρίκες, ἡ ὑπέρτατη τραγικότητα
πού συνθέτει ὅλες τίς τραγικότητες. Ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ ὑπέρτατου
κακοῦ, ἐνώπιον αὐτῆς τῆς ὑπέρτατης φρίκης, ἐνώπιον αὐτῆς τῆς ὑπέρ-
τατης τραγικότητας, ληθαργεῖ στήν ἀδυναμία καί ἀπελπισία ὅλο τό
πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα… Ἡ πρόοδος; Ὤ, ἡ κάθε
πρόοδος τί ἄλλο εἶναι παρά πρόοδος πρός τό θάνατο, πρόοδος πρός

45
τόν τάφο; Ὅλες οἱ πρόοδοι στό νερόμυλο τοῦ θανάτου ὁλοκληρώνο-
νται με τό θάνατο…
Ὅλη ἡ κραυγαλέα καί θορυβώδης ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας
μαρτυρεῖ καί ἰσχυρίζεται τό ἕν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατος νά νική-
σει τό θάνατο. Ἀλλά, ἄν τοῦτο εἶναι τό τελευταῖο καί ὁλοκληρωτικό
συμπέρασμα, γιά ποιό λόγο νά ζοῦμε; Γιά ποιό λόγο νά δημιουργοῦμε
τήν ἱστορία, νά συμμετέχουμε σ᾿ αὐτήν, νά ἀσχολούμαστε με δυσκολία
γύρω ἀπό αὐτήν;
Ἡ ἱστορία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά
μιά ἄσπλαχνη, τυραννική δικτατορία τοῦ θανάτου, μά δέν εἶναι ἕνας
ἐμπαιγμός πάνω σέ κάθε πρόοδο; Νά μήν ἐξαπατοῦμε τόν ἑαυτό μας· ὁ
θάνατος εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς τυραννίας καί τραγικότητας, καί ἀλίμο-
νο, τό ξεφάντωμα τῆς εἰρωνείας καί τοῦ κωμικοῦ… Εἶναι ἕνα καημένο
καί κωμικό ὄν ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι πεπρωμένο νά ζεῖ στό νερόμυλο
τοῦ θανάτου, βλέποντας πώς ὄντως ἀνελεημόνως ὁ θάνατος ἀλέθει
ἄνθρωπο μέ ἄνθρωπο, γενιά μέ γενιά, νιώθοντας πώς καί αὐτόν σιγά
σιγά τόν ἀλέθει μέχρι νά τόν ἐξαφανίσει ἐντελῶς.

Στό δυστυχισμένο καί ἀπατημένο ὄν πού ὀνομάζεται ἄνθρωπος


εἶναι ἀπίθανο νά νικήσει τό θάνατο, ἀπίθανο γιά πάντα. Ὅμως, ἐκεῖνο
πού εἶναι ἀπίθανο γιά τόν ἄνθρωπο ἀποδείχτηκε πώς εἶναι δυνατό
μόνο στό Θεάνθρωπο. Ναί, ὁ Θεάνθρωπος νίκησε τό θάνατο. Μέ τί; Μέ
τήν ἀνάστασή Του, καί μέ τή νίκη αὐτή ἐπέλυσε τό καταραμένο πρό-
βλημα τοῦ θανάτου· τό ἐπέλυσε ὄχι θεωρητικά, ὄχι ἀφηρημένα, ὄχι a
priori (πρίν ἀπό τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως), ἀλλά μέ τό γεγονός, μέ
τό δεδομένο, τό ἱστορικό δεδομένο τῆς ἀνάστασής Του ἐκ τῶν νεκρῶν.
Ναί, μέ ἕνα ἱστορικό δεδομένο, ἐπειδή δέν ὑπάρχει γεγονός, ὄχι μόνο
στό Εὐαγγέλιο ἀλλά καί στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τό
ὁποῖο τόσο ξεκάθαρα, τόσο θελκτικά, τόσο ἀναμφίβολα εἶναι μαρτυρη-
μένο ὅπως ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δίχως ἀμφισβήτηση, ἡ χριστιανο-
σύνη εἶναι, στήν ὁλόκληρή της ἱστορική πραγματικότητα, τῆς δύναμης
καί τῆς παντοδυναμίας, ἑδραιωμένη στό δεδομένο τῆς ἀνάστασης
τοῦ Χριστοῦ καί τοῦτο σημαίνει στήν παντοτινά ζῶσα ὑπόσταση τοῦ

46
Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὅλη ἡ πολυαίωνη καί ἀδιάκοπα θαυματουργική
ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ μαρτυρεῖ περί αὐτοῦ. Ἐπειδή, ἄν ὑφίσταται
γεγονός ἀπό τό ὁποῖο νά προέρχονται ὅλα τά γεγονότα ἀπό τή ζωή
τοῦ Κυρίου Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων, καί γενικά τῆς ἀπανταχοῦ
χριστιανοσύνης, τότε τό γεγονός αὐτό εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπίσης, ἄν ὑπάρχει ἀλήθεια ἀπό τήν ὁποία προέρχονται ὅλες οἱ χρι-
στιανικές ἀλήθειες, τότε ἡ ἀλήθεια αὐτή εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Καί ἐπιπλέον, ἄν ὑφίσταται ἡ πραγματικότητα, ἀπό τήν ὁποία προέρχο-
νται ὅλες οἱ καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, τότε ἡ πραγματικότητα
αὐτή εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιτέλους, ἄν ὑπάρχει εὐαγγελικό
θαῦμα, ἀπό τό ὁποῖο προέρχονται ὅλα τά καινοδιαθηκικά θαύματα,
τότε τό θαῦμα αὐτό εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή μόνο στό
φῶς τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐντελῶς σαφές καί τό πρόσω-
πο τοῦ Χριστοῦ καί τό ἔργο Του. Μόνο στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
ἀποκτοῦν πλήρως τήν ἐξήγησή τους ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ,
ὅλες οἱ ἀλήθειές Του, ὅλα τά λόγια Του, ὅλα τά εὐαγγελικά γεγονότα.
Ἐπειδή οἱ ἀλήθειες τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἀληθινές μόνο μέ τή γνησι-
ότητα τῆς ἀνάστασής Του, καί τά θαύματά Του εἶναι πραγματικά μόνο
μέ τήν πραγματικότητα τῆς ἀνάστασής Του.
Ἐξάλλου, χωρίς τήν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου δέν θά μπο-
ροῦσε νά ἐξηγηθεῖ οὔτε ἡ ἀποστολή τῶν Ἀποστόλων οὔτε ἡ μαρτυρία
τῶν Μαρτύρων οὔτε ἡ ὁμολογία τῶν Ὁμολογητῶν οὔτε ἡ ἁγιότητα
τῶν Ἁγίων οὔτε ἡ ἄσκηση τῶν Ἀσκητῶν· οὔτε βέβαια ἡ θαυματουργία
τῶν Θαυματουργῶν οὔτε ἡ πίστη τῶν πιστῶν οὔτε ἡ ἀγάπη τῶν ἀγα-
πώντων οὔτε ἡ ἐλπίδα τῶν ἐλπιζόντων. Ἀσφαλῶς δεν θα μποροῦσε
νά κατανοηθεῖ ἡ νηστεία τῶν νηστευτῶν οὔτε καί ἡ προσευχή τῶν
ἱκετῶν· βεβαίως οὔτε και ἡ πραότητα τῶν πράων, οὔτε ἡ λύπηση τῶν
λυπούντων και γενικά καμία χριστιανική ἄσκηση. Ἄν ὁ Κύριος Ἰησοῦς
Χριστός δέν ἀνασταινόταν, καί ὡς τέτοιος δέν γέμιζε τούς μαθητές
Του μέ τήν παντοζωογόνο δύναμη καί θαματουργική σοφία, ποιός θά
συνάθροιζε αὐτούς τούς φοβητσιάρηδες καί φυγάδες, ποιός θά τούς
ἔδινε τό θάρρος, τήν ἰσχύ καί τή σοφία, γιά νά κηρύττουν ἔτσι ἄφοβα,
ἰσχυρά καί σοφά, νά ὁμολογοῦν τόν ἀναστάντα Κύριο καί ἔτσι χαρού-
μενα νά πᾶνε στό θάνατο γι᾿ Αὐτόν; Καί ἄν ὁ ἀναστάς Σωτήρας δέν
τούς γέμιζε μέ τή θεία δύναμη καί σοφία, πῶς θά ἄναβαν τόν κόσμο

47
μέ τήν ἄσβηστη πυρκαγιά τῆς καινοδιαθηκικῆς πίστης, αὐτοί οἱ ἁπλοῖ,
ἀμόρφωτοι, ἀμαθεῖς καί φτωχοί ἄνθρωποι; Ἄν ἡ χριστιανική πίστη δέν
ἦταν ἡ πίστη τοῦ ἀναστάντος, καί ἑπομένως τοῦ αἰωνίως ζῶντος καί
ζωοποιοῦ Κυρίου Χριστοῦ, ποιός θά ἐμψύχωνε τούς Μάρτυρες γιά τήν
ἄσκηση τῆς μαρτυρίας, τούς Ὁμολογητές γιά τήν ἄσκηση τῆς ὁμολο-
γίας καί τούς Ἁγίους γιά τήν ἄσκηση τῆς Ἁγιότητας· ποιός θα ἐνίσχυε
καί τούς Ἀσκητές γιά τήν ἀρετή τῆς ἄσκησης, τούς Ἀναργύρους γιά τήν
ἄσκηση τῆς ἀναργυρίας, τούς Νηστευτές γιά τήν ἄσκηση τῆς νηστεί-
ας καί ὁποιονδήποτε χριστιανό γιά ὁποιαδήποτε εὐαγγελική ἄσκηση;
Κοντολογίς, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν θά ὑπῆρχε
οὔτε ὁ χριστιανισμός· ὁ Χριστός θά ἦταν ὁ πρῶτος καί ὁ τελευταῖος
χριστιανός ὁ ὁποῖος ξεψύχησε καί πέθανε στό σταυρό καί μαζί Του
ξεψύχησε καί πέθανε τό ἔργο Του καί ἡ διδασκαλία Του. Γι᾿ αὐτό τό
λόγο ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό ἄλφα καί τό ὠμέγα τῆς χριστια-
νοσύνης στό ἀπανταχοῦ θεανρώπινό της ὕψος, βάθος καί πλάτος.
Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀνασταινόταν πραγματικά, ποιός ἔξυπνος θά
μποροῦσε νά πιστέψει Αὐτόν ὡς Θεό καί Κύριο; Καί οἱ Ἀπόστολοι
πῶς θά εἶχαν τό θάρρος νά Τόν κηρύττουν ὡς τό Θεό, ἄν δέν ἀνα-
σταινόταν ἀληθῶς; Τί ζῆλος, ρωτᾶ ὁ ἅγ. Χρυσόστομος, ἐνθάρρυνε
τούς Ἀποστόλους νά κηρύττουν ἕνα νεκρό; Τί βραβεῖο περίμεναν
ἀπό ἕνα νεκρό; Τί τιμή; Μά, αὐτοί τόν ἐγκατέλειψαν ἐνῶ ἦταν ζῶν
κοντά τους, μόλις τόν συνέλαβαν· καί μετά τό θάνατο θά μποροῦσαν
νά εἶναι τόσο θαρραλέοι γι᾿ Αὐτόν, ἄν Αὐτός δέν ἀνασταινόταν; Πῶς
νά τό κατανοήσουμε; Τό ὅτι δέν ἤθελαν καί δέν μποροῦσαν νά μηχα-
νευτοῦν τήν ἀνάσταση πού δέν ἔγινε, φαίνεται ἀπό τό ἑξῆς. Πολλές
φορές ὁ Σωτήρας ἔλεγε σ᾿ αὐτούς περί τῆς ἀναστάσεως, ἀκόμα καί
ἀδιάκοπα ἐπανέφερε ὅτι, ὅπως καί οἱ ἴδιοι ἐχθροί εἶπαν, θά ἀναστηθεῖ
μετά τρεῖς μέρες (Ματθ. 27, 63). Συνεπῶς, ἄν Αὐτός δέν ἀνασταινόταν,
αὐτοί, σάν πλανεμένοι καί διωγμένοι ἀπό ὅλο τό λαό, καταδιωγμένοι
ἀπό τά σπίτια καί τίς πόλεις, θά ἔπρεπε νά Τόν ἀπαρνηθοῦν· καί σάν
πλανεμένοι ἀπ᾿ Αὐτόν καί ἐξαιτίας Αὐτοῦ ὑποβλημένοι στίς φοβερές
καταδιώξεις, δέν θά ἐπιθυμοῦσαν νά διαδίδουν το κήρυγμα τῆς ἀνα-
στάσεως. Τό ὅτι αὐτοί δέν μπόρεσαν νά μηχανευτοῦν τήν ἀνάσταση,
πώς αὐτή δέν ἔγινε πραγματικά, περί αὐτοῦ δέν χρειάζεται νά μιλᾶμε.
Ἑπομένως, σέ τί ἄλλο μποροῦσαν αὐτοί νά ἐλπίσουν; Στή δύναμη τοῦ

48
λόγου τους; Μά αὐτοί ἦταν πολύ ἀμαθεῖς ἄνθρωποι. Στόν πλοῦτο; Μά
δέν εἶχαν οὔτε ράβδο οὔτε ὑποδήματα. Στή φήμη τῆς καταγωγῆς; Μά
αὐτοί προέρχονταν ἀπό ἀσήμαντα χωριά. Στήν πολυαριθμία τους; Μά
ἦταν μόνο ἕνδεκα καί διασκορπισμένοι πλέον. Στίς ὑποσχέσεις τοῦ
Διδασκάλου; Σέ τί ὑποσχέσεις; Ἄν Αὐτός δέν ἀνασταινόταν, τότε καί οἱ
ὑπόλοιπες ὑποσχέσεις Του δέν θά ἦταν αὐθεντικές γι᾿ αὐτούς. Πῶς θά
μποροῦσαν νά δαμάσουν τή λαϊκή ὀργή, ὅταν ὁ κορυφαῖος ἀπ᾿ αὐτούς
δέν ὑπέφερε τά λόγια μιᾶς γυναίκας δούλης καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι,
βλέποντάς Τον δεμένο, ἐξαφανίστηκαν· πῶς θά σκέφτονταν νά πᾶνε
σ᾿ ὅλες τίς ἄκρες τῆς γῆς καί ἐκεῖ νά φυτεύουν τήν ψευδῆ διακήρυξη
περί τῆς ἀναστάσεως; Ὅταν ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς δέν ἄντεξε μπροστά στήν
ἀπειλή μιᾶς γυναίκας, ἐνῶ καί οἱ ἄλλοι ἔχοντας στά μάτια τους τήν
εἰκόνα ἀπό τά δεσμά τοῦ Χριστοῦ, πῶς θά μποροῦσαν νά κρατηθοῦν
ἐνώπιον τῶν βασιλιάδων, ἀρχόντων καί λαῶν, ὅπου υπῆρχαν σπαθιά,
πυρακτωμένα καζάνια, θερμάστρες, ἀναρίθμητα εἴδη τοῦ καθημερινοῦ
θανάτου, ἄν δέν ἦταν ἀναζωογονημένοι ἀπό τή δύναμη καί βοήθεια
τοῦ Ἀναστάντος; Εἶχαν γίνει πολλά μεγάλα θαύματα ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι
δέν ντράπηκαν ἀπό κανένα ἀπ᾿ αὐτά, ἐνῶ σταύρωσαν Ἐκεῖνον πού τά
ἔκανε· μά εἶναι δυνατόν, θά μποροῦσαν νά πιστέψουν στά ἁπλά λόγια
τῶν μαθητῶν περί τῆς ἀναστάσεως; Ὄχι, ὄχι! Ὅλα αὐτά τά ἔκανε ἡ
δύναμη τοῦ Ἀναστάντος5.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνατροπή, ἡ πρώτη ριζοσπαστική
ἐπανάσταση στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτή ξεχώρισε τήν ἱστο-
ρία σέ δύο μέρη· στό πρῶτο μέρος κυριαρχοῦσε τό σύνθημα: Ὁ θάνατος
εἶναι ἀναγκαιότητα. Στό δεύτερο ἀρχίζει νά κυριαρχεῖ τό σύνθημα:
Ἡ ἀνάσταση εἶναι ἀναγκαιότητα, ἡ ἀθανασία εἶναι ἀναγκαιότητα. Ἡ
ἀνάσταση εἶναι ἡ νεροδεσιά τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, μέχρις Αὐτόν, ἡ
ἀληθινή πρόοδος ἦταν ἀδύνατη, μετά ἀπό Αὐτόν γίνεται δυνατή.
Ἀπό τό δεδομένο τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ γεννήθηκε ἡ φιλο-
σοφία τῆς ἀνάστασης ἡ ὁποία ἀναμφισβήτητα ἀποδεικνύει καί τεκμη-
ριώνει ὅτι ἀναγκαιότητα εἶναι ὄχι ὁ θάνατος ἀλλά ἡ ἀθανασία, ὄχι ἡ
νίκη τοῦ θανάτου ἀλλά ἡ νίκη πάνω στό θάνατο. Σ᾿ αὐτό, μόνο σ᾿ αὐτό
τό δεδομένο καί στή ζωή την οἰκοδομημένη σ᾿ αὐτό τό δεδομένο τῆς
ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πιθανή ἡ ἀληθινή πρόοδος.
5 In Math. Homil. 89, Migne, PG 58, 782-783.

49
Ἡ πρακτική πεποίθηση καί τό φιλοσοφικό δόγμα ὅτι ὁ θάνα-
τος εἶναι ἀναγκαιότητα, εἶναι τό ἀποκορύφωμα καί ἡ ἐνηλικίωση τῆς
ἀπαισιοδοξίας. Τό δόγμα αὐτό ἔχει τά ἀξιώματά του στίς ἀρχές: Ἡ
ἁμαρτία εἶναι ἀναγκαιότητα, τό κακό εἶναι ἀναγκαιότητα. Ἀλλά καί ἡ
φιλοσοφία τῆς ἀνάστασης ἔχει τίς ἀρχές της, νά τες: Ἡ ἀναμαρτησία
εἶναι ἀναγκαιότητα, τό καλό εἶναι ἀναγκαιότητα. Ἐφόσον ἡ ἀνάσταση
τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἶναι δεδομένο, γεγονός, ἐμπειρία, τότε δέν
ὑφίσταται οὐδεμία θεανθρώπινη ἀρετή πού δέν θά μποροῦσε στή ζωή
τοῦ ἀνθρώπου νά γίνει δεδομένο, γεγονός, ἐμπειρία.
Τό δεδομένο τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι περιορισμένο
οὔτε μέσα στό χρόνο οὔτε μέσα στό χῶρο· ἀπό κάθε μεριά εἶναι ἀτερ-
μάτιστη καί ἀπέραντη, καθώς καί ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μολονότι εἶναι ἐντελῶς προσωπική
πράξη τοῦ Θεανθρώπου, ἔχει, ὅμως, πανανθρώπινη καί συμπαντική
σημασία καί δύναμη, ἐπειδή ὁ Θεάνθρωπος, ὡς δεύτερος Ἀδάμ, εἶναι
ὁ γενάρχης τῆς νέας ἀνθρωπότητας καί τό πᾶν ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἀνθρώ-
πινη Του φύση, ταυτόχρονα ἀφορᾶ καί ὁλάκερο τό ἀνθρώπινο γένος
τοῦ ὁποίου Αὐτός εἶναι ἐκπρόσωπος. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἡ ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ εἶναι δεδομένο καί γεγονός τῆς πανανθρώπινης καί καθολικῆς
σπουδαιότητας καί σημασίας. Τό δεδομένο αὐτό, τό γεγονός αὐτό
διακλαδίζεται στίς ζωές ὅπως στίς δισεκατομμύρια ζωές ὅλων τῶν χρι-
στιανῶν, ἐπειδή οἱ χριστιανοί εἶναι χριστιανοί λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι
μέ τήν πίστη στόν ἀναστάντα Κύριο Χριστό ἔγιναν σύσσωμοι Αὐτοῦ,
δηλαδή, τά μέλη τοῦ Θεανθρώπινου σώματος Αὐτοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ
Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά ἀσταμάτητη καί ἀτέρμονη ἐπέ-
κταση ἑνός γεγονότος, ἑνός δεδομένου, τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Τοῦτο εἶναι ὁ νέος ὀργανισμός, ἡ νέα πραγματικότητα, ἀτέρμονη,
ἀπέραντη, ἀθάνατη. Ἐδῶ δέν ὑπάρχουν ὅρια οὔτε τοῦ χρόνου οὔτε τοῦ
χώρου. Τό δεδομένο τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό θεμέλιο τῆς
Ἐκκλησίας, τό θεμέλιο τῆς χριστιανοσύνης καί τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Ἄν
ὁ ἄνθρωπος δέν θεμελιωθεῖ σ᾿ αὐτό, θα θεμελιωθεῖ σε κινούμενη ἄμμο,
ἐπειδή κάθε θεμέλιο ἔξω ἀπ᾿ Αὐτόν δέν εἶναι ἄλλο παρά κινούμενη
ἄμμος.
Μέ τήν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος Ιησοῦς Χριστός διέσπασε τόν
ἁμαρτωλό κύκλο τοῦ θανάτου. Πραγματοποίησε τή μετάβαση ἀπό τό

50
θάνατο στήν ἀθανασία, ἀπό τό χρόνο στήν αἰωνιότητα. Στήν ὑπόστα-
σή Του πραγματοποίησε αὐτή τή μετάβαση καί ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ὡς
ἄνθρωπος ἀλλά ὡς Θεάνθρωπος. Ἐξαιτίας τούτου ἡ ἀνάσταση εἶναι τό
κεντρικό δεδομένο, ἀπ᾿ αὐτόν πηγάζει καί σ᾿ αὐτόν συνοψίζεται ὅλη ἡ
χριστιανική πραγματικότητα. Ἀπό τόν ἄνθρωπο ζητεῖται μόνο τό ἕν, νά
υἱοθετήσει αὐτό τό δεδομένο, νά ζήσει αὐτήν τήν ἐμπειρία, νά ἀναστή-
σει τόν ἑαυτό του ἀπό τόν τάφο τοῦ καθετί πού εἶναι θνητό, συνενώνο-
ντας μέσω τῆς πίστης τήν ψυχή του μέ τόν Ἀναστάντα Θεάνθρωπο.
Μέ τήν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς νοηματοδότησε τό σῶμα,
νοηματοδότησε τήν ὕλη, νοηματοδότησε τό πνεῦμα. Ἐπειδή μέ τήν
ἀνάστασή Του γιά πρώτη φορά ὁλοκληρωτικά καί ἔνδοξα λύθηκε τό
φοβερό πρόβλημα τοῦ θανάτου, τό πρόβλημα τοῦ σώματος καί τοῦ
θανάτου. Ἔγινε με αὐτόν τόν τρόπο: Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
δημιουργημένο γιά τήν ἀθανασία καί τήν θεανθρώπινη αἰωνιότητα,
μέ τό σῶμα καί ὅλη ἡ ὕλη, ἐπειδή ὅλη ἡ κτίση ἐνυπάρχει στό σῶμα τοῦ
ἀνθρώπου. Μέ τήν ἀνάστασή Του ὁ Θεάνθρωπος ἔδωσε στό ἀνθρώπι-
νο σῶμα τήν αἰώνια ἔννοια καί αἰώνια ἀξία.
Μέχρι τήν ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος ἡ ὕλη ἦταν ὑποβιβασμένη καί
ὑποτιμημένη, ἀφοῦ ἦταν θνητή. Μέ τήν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς
εἶναι πρῶτος πού μέ σωστή τιμή, τήν αἰώνια τιμή, ἐκτίμησε τό σῶμα
καί ἀπέδειξε ὅτι καί αὐτό εἶναι γιά τό Θεό, ὅτι καί αὐτό εἶναι ἄξιο νά
κάθεται παντοτινά ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ Πατρός. Μέχρι τήν ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ ἐντός τοῦ ἀνθρώπου βρισκόταν, ἄν ὄχι ἡ πραγματική
ἀθανασία, ἀναμφισβήτητα ὅμως τό σύμβολο τῆς ἀθανασίας, τό ὁποῖο
ἐκφραζόταν με τόν πόθο γιά τήν ἀθανασία. Ἡ αἴσθηση τῆς ἀθανασίας
ἦταν ἀτροφική στόν ἄνθρωπο καί παραλυμένη· μέ τήν ἀνάστασή Του
ὁ Κύριος τήν ἀναζωογόνησε, τή φρέσκαρε καί τοιουτοτρόπως ἔκανε
ἱκανό τόν ἄνθρωπο νά ἀποκτήσει καί νά εξασφαλίσει γιά τόν ἑαυτό του
τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνια ζωή.
Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο μέσω τῆς ἀναστάσεως
ἔδωσε τή δυνατότητα γιά τήν ἀτέρμονη πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς
ἀνθρωπότητας πρός τή θεϊκή τελειότητα. Δηλαδή ἡ ἀληθινή πρόοδος
ἀποτελεῖται ἀπό τή νίκη πάνω στό θάνατο, ἀπό τήν ἀπαθανάτιση εἴτε
τῆς ψυχῆς εἴτε τοῦ σώματος, ἀπό τή σωτηρία ἀπό τό θάνατο καί αὐτό
σημαίνει τή σωτηρία ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό κακό, πού εἶναι οἱ μονα-

51
δικοί δημιουργοί τοῦ θανάτου. Δῶστε μου τόν ἀναμάρτητο ἄνθρωπο
καί μοῦ δώσατε τόν δημιουργό καί ἡγέτη της προόδου. Ὡστόσο, ἄν ὁ
θάνατος εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνθρωπότητας,
τότε ὅλοι οι ἀνθρώπινοι πόθοι γιά τήν πρόοδο εἶναι ἡ πιό καταραμένη
καί ἡ πιό ἐμπαικτική ἰδιότητα, τήν ὁποία ἔβαλε κάποιος μέσα στόν
ἄνθρωπο γιά νά γίνεται ὅσο τό δυνατόν πιό εἰρωνικά. Σ᾿ αὐτήν τήν
περίπτωση, τό καλύτερο καί τό πιό συνεπές θα ἦταν νά σβήνουμε σιγά
σιγά σέ ἀπελπιστική ἀδράνεια καί νά αὐτοκτονοῦμε, ἐφόσον ἡ ζωή θά
ἦταν μία ἀνυπόφορη τυραννία καί ἕνας ἀνυπόφορος χλευασμός.
Ἀρκετοί δέν παραδέχονται τήν ἀνάσταση καί μιλοῦν γιά πρόοδο.
Ἀλλά ὅλες αὐτές οἱ πρόοδοι, μολονότι ἐπιστημονικές ἤ φιλοσοφικές ἤ
καλλιτεχνικές ἤ πολιτιστικές δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά ὁμοκεντρικοί
κύκλοι, ἐγγεγραμμένοι μέσα στόν κύκλο τοῦ θανάτου. Ἡ πρόοδος
πού θα προδώσει καί θά ἐγκαταλείψει τόν ἄνθρωπο κατά τή στιγμή
τοῦ θανάτου, δέν εἶναι πρόοδος ἀλλά ἡ νόθευση τῆς προόδου. Ἄν ὁ
ἄνθρωπος δέν εἶναι ἱκανός νά νοηματοδοτήσει τό θάνατο καί τή ζωή,
νά ἀπαθανατίσει τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀνθρωπότητα, τότε αὐτό δέν
εἶναι πρόοδος ἀλλά μεταμφιεσμένη ὀπισθοδρόμηση. Ἔτσι εἶναι ὅλες
οἱ δῆθεν πρόοδοι ἐκτός τῆς προόδου τῆς βασισμένης στόν ἀναστάντα
Κύριο Ἰησοῦ.
Ἄν ὁ θάνατος δέν εἶναι ἡττημένος καί ἡ ἀθανασία δέν εἶναι ἐξα-
σφαλισμένη μέ τήν ἀνάσταση, τότε δέν ὑφίσταται πρόοδος σ᾿ αὐτό τό
φοβερό νερόμυλο τοῦ θανάτου, τότε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δίχως ἐξαίρεση
εἶναι οἱ σκλάβοι τοῦ θανάτου, λακέδες τοῦ θανάτου, ἄλεσμα τοῦ θανά-
του. Ἄν εἶναι ἔτσι, γιά ποιό λόγο νά ζοῦμε τότε, ὦ μυλωνάδες τῆς προ-
όδου στό νερόμυλο τοῦ θανάτου; Μά γιατί νά μέ ἀλέσει ὁ νερόμυλος
τοῦ θανάτου ἐξ ὁλοκλήρου, χωρίς ν᾿ αφήσει τίποτε πίσω; Ναί, κάθε
πρόοδος πού δέν εἶναι βασισμένη στήν ἀθανασία τῆς ἀνθρώπινης ὑπό-
στασης, παρουσιάζει τά μαγγανευτικά παραμύθια καί τούς μύθους τούς
ὁποίους ὁ δυστυχής ἄνθρωπος ὀνειρεύεται στήν ἀηδιαστική ἀγκαλιά
τοῦ θηρίου τοῦ θανάτου.
Ἡ λέξη πρόοδος κυριολεκτικά σημαίνει κάθε κίνηση πρός τά
ἐμπρός. Διαμέσου τῆς ἀπανταχοῦ δραστηριότητάς του, θρησκευτικῆς,
φιλοσοφικῆς, ἐπιστημονικῆς, τεχνικῆς, οἰκονομικῆς, τό γένος τῶν
ἀνθρώπων καταφανῶς πορεύεται πρός τά μπροστά, ὁδοιπορεῖ πρός τά

52
ἐμπρός, πρός τί; Δίχως ἀμφιβολία, πρός τό θάνατο, ὡς τήν τελευταία
πραγματικότητα. Γεννημένοι στό νερόμυλο τοῦ θανάτου, μεγαλωμένοι
σ᾿ αὐτόν οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέ ὅλες τίς προόδους τους
ἀλέθονται τελικά ἀπό τό θάνατο. Κοιτάξτε στό μυστήριο τῶν ἀνθρώ-
πινων προόδων καί ἄν δέν ἔχει νανουριστεῖ ὁ νοῦς σας ἀπό τή μορφίνη
τοῦ ἀφελοῦς οὑμανισμοῦ καί ἡ καρδιά σας δέν εἶναι ναρκωμένη ἀπό τό
ὄπιο τῆς πολιτισμένης εἰδωλολατρίας, πραγματο-ειδωλολατρίας, ἐσεῖς
πρέπει νά φτάσετε μέχρι τήν πεποίθηση πώς ἡ ἀνθρωπότητα διαμέσου
κάθε προόδου της τρέχει πρός τό ἕν, προοδεύει πρός τό ἕν, πρός τό
θάνατο. Πίσω ἀπό κάθε μας πρόοδο στέκεται ὁ θάνατος. Τοῦτο εἶναι
τό πιό σίγουρο ἀπόκτημα τῆς ἀνθρώπινης προόδου. Καί ὅταν ἡ πρόο-
δος ὁλοκληρώνεται μέ τό θάνατο, δέν εἶναι ἀστεῖο νά τήν ὀνομάζουμε
πρόοδο; Πιό ἔξυπνα νά τήν ὀνομάζουμε ὀπισθοδρόμηση, μοιραία ὀπι-
σθοδρόμηση, ἐπειδή τά πάντα καθοδηγεῖ στό μή ὄν, στήν ἀνυπαρξία,
στήν ἐκμηδένιση.
Ἄν δέν θέλουμε ἐπίτηδες νά ἐξαπατοῦμε ἐκείνη τήν ὀλίγη ἐπί-
γνωση πού ἔχουμε στήν ψυχή μας ὡς ἀνθρώπινα ὄντα, καί ἐκείνη τήν
ὀλίγη αἴσθηση πού ἔχουμε στήν καρδιά μας, τότε πρέπει νά κατανο-
ήσουμε καί νά νιώσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἀληθινή πρόοδος χωρίς τή
νίκη πάνω στό θάνατο, χωρίς τήν κατοχύρωση τῆς ἀθανασίας καί
τῆς αἰώνιας ζωῆς γιά τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση. Μέ ἄλλα λόγια, γιά
τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀνθρωπότητα δέν ὑπάρχει πρόοδος χωρίς τό
Θεάνθρωπο Χριστό, τό μοναδικό νικητή τοῦ θανάτου. Ἐπειδή ἡ πρό-
οδος εἶναι μόνο ἐκείνη ἡ ὁποία ὑπερνικᾶ τό θάνατο καί ἐξασφαλίζει
τήν ἀθανασία στήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, γι᾿ αὐτό καθετί δέ πού δέν
ὑπερνικᾶ τό θάνατο καί δέν ἐξασφαλίζει τήν ἀθανασία στό ἀνθρώπινο
ὄν, δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά ἡ ὀπισθοδρόμηση, μοιραία ὀπισθοδρό-
μηση, πού καταδικάζει τόν ἄνθρωπο σέ θάνατο, πέρα ἀπό τόν ὁποῖο
δέν ὑφίσταται ἀνάσταση.
Δεδομένου ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός νικη-
τής τοῦ θανάτου, Αὐτός εἶναι καί ὁ μοναδικός ἱδρυτής καί δημιουργός
τῆς μοναδικῆς ἀληθινῆς προόδου, τῆς θεανθρώπινης προόδου, ἐνῶ
ὁ ἄνθρωπος, καί τό καθετί τοῦ ἀνθρώπου ὑπερβολικά ἀνθρώπινο,
δηλαδή, εἶναι ἡ ὀπισθοδρόμηση. Τό δίλημμα εἶναι ἀρκετά προφανές,
ἄνθρωπος ἤ Θεάνθρωπος, θάνατος ἤ ἀθανασία;… Φίλε μου, ἄν μόνο

53
μία φορά ρώτησες τόν ἑαυτό σου, ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς σου
πού ἀκούραστα καί ἀσταμάτητα τρέχει πρός τό θάνατο, προοδεύει
πρός τό θάνατο, ἐσύ στόν ἀναστάντα Κύριο Χριστό καί μόνον μπόρε-
σες νά βρεῖς τή σωστή ἀπάντηση στήν ἐρώτησή σου. Ἄν δέ τό προσω-
πικό σου πρόβλημα τό διεύρυνες σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί
κατά τίς ἄυπνες νύχτες καί θορυβώδεις μέρες, σοβαρά ρώτησες τόν
ἑαυτό σου ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπινου γένους,
καί τί εἶναι οὐσιαστικά ἡ ἀνθρώπινη πρόοδος, ἐσύ ἀπό ὅλα τά δεδο-
μένα, μπόρεσες νά βγάλεις τό συμπέρασμα: Ἡ πρόοδος εἶναι καθετί
πού οδηγεῖ στό Χριστό καί στήν ἀνάσταση, ἐπειδή ἐξασφαλίζει τήν
ἀθανασία εἴτε στόν ἄνθρωπο εἴτε στήν ἀνθρωπότητα· ἡ ὀπισθοδρό-
μηση εἶναι καθετί πού ἀποστρέφεται τόν Χριστό καί τήν ἀνάσταση,
ἐφόσον σπρώχνει πρός τό θάνατο, στό μή ὄν εἴτε τόν ἄνθρωπο εἴτε
τήν ἀνθρωπότητα.
Ἡ χριστοεπιθυμία εἶναι ἡ ζωτική, ζωοποιός δύναμη τῆς προόδου,
ἐπειδή μ᾿ αὐτήν κατισχύουμε τοῦ θανάτου καί τῆς θνητότητας, δηλα-
δή, τήν ἁμαρτία καί τό κακό, καί ἐξασφαλίζουμε τήν ἀθανασία καί τήν
αἰώνια ζωή. Ἡ μοναδική ὀρθή ἔννοια τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης σ᾿ αὐτό
τό νερόμυλο τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ὑποστατική ἀθανασία τῶν ἐπιμέρους
ἀνθρώπινων ὄντων. Δίχως αὐτή διερωτῶμαι γιατί χρειάζομαι τήν πρό-
οδο καί τήν τελειοποίηση, γιατί χρειάζομαι τό καλό καί τό κακό, τήν
ἀλήθεια καί τήν ἀγάπη, γιατί τόν οὐρανό καί τή γῆ, γιατί τό Θεό καί
τόν κόσμο;
Τό νά αἰσθανθεῖς ἀθάνατος ἀκόμη καί κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς
στό σῶμα σου, εἶναι μακαριότητα ἡ ὁποία δέν δύναται μέ τίποτα νά
ἐφευρεθεῖ καί νά ἐξασφαλιστεῖ ἐκτός τοῦ Κυρίου Χριστοῦ. Ἡ ἀνάπτυξη
τῆς αἴσθησης τῆς ἀθανασίας καί ἡ μεταφόρφωσή της σέ ἐπίγνωση τῆς
ἀθανασίας, εἶναι ἡ δουλειά τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Χριστοῦ σ᾿ αὐτή τή ζωή.
Μοῦ φαίνεται ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Σωτῆρος δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο
παρά ἡ πρακτική ὁδηγία χρήσης πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ἀπό τό θνητό
νά μεταποιήσει τόν ἑαυτό του στό αἰώνιο. Ἄν πιστέψει στόν Κύριό μας
Ιησοῦ Χριστό ὁλόκαρδα καί ἀποφασιστικά, ὁ ἄνθρωπος φαίνεται σάν
νά μετέφερε τή γέφυρα ἀπ᾿ αὐτό τό νησί τοῦ θανάτου σ᾿ ἐκείνη τήν
οὐράνια ἀκτή, ὅπου ξεκινᾶ ἡ ἀθανασία, προκειμένου νά βυθιστεῖ στήν
ἤπια αἰωνιότητα.

54
Συνηθίζοντας τίς εὐαγγελικές ἀρετές, ὁ ἄνθρωπος ἐπικρατεῖ σέ
καθετί πού εἶναι θνητό σ᾿ αὐτόν· καί ὅσο πιό εὐαγγελικά ζεῖ, τόσο πιό
ἰσχυρά καταπιέζει ἀπό τόν ἑαυτό του τό θάνατο καί τή θνητότητα, καί
διεισδύει εἰσάγοντας τόν ἑαυτό του στήν ἀθανασία καί τήν αἰώνια ζωή,
ἐπειδή ἡ αἴσθηση τῆς ἀθανασίας πηγάζει ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ,
ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀθανασίας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Τί εἶναι ἡ ἀθανασία, ρωτᾶ ὁ μεγάλος χριστιανός φιλόσοφος, ὁ ἅγ.
Ἰσαάκ ὁ Σύρος, καί ἀπαντᾶ: «Ἡ ἀθανασία εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ». Τό
νά αἰσθανθοῦμε τό Θεό σημαίνει νά αἰσθανόμαστε ἀθάνατοι. Ὁ Θεός
καί ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς εἶναι δύο συσχετικοί ὅροι, ἐφόσον εἶναι δύο
σχετικά δεδομένα. Τό ἕνα εἶναι ἀδύνατο χωρίς τό ἄλλο. Τό νά αἰσθανό-
μαστε τό Θεό στόν ἑαυτό μας πάντα, σέ κάθε σκέψη, σέ κάθε αἴσθηση,
σέ κάθε πράξη, ὄντως εἶναι ἀθανασία. Νά ἀποκτήσουμε αὐτήν τήν
αἴσθηση τοῦ Θεοῦ σημαίνει νά ἐξασφαλίσουμε γιά τόν ἑαυτό μας τήν
ἀθανασία καί τήν αἰώνια ζωή. Συνεπῶς, μόνο ἀπό τήν πίστη στό Θεό,
ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ ἀπορρέει καί ἡ αἴσθηση τῆς ὑποστατικῆς
ἀθανασίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θεανθρώπινη πρόοδος ἀποτελεῖται ἀπ᾿
αὐτό πού ἐντός τῶν ἀνθρώπων ἀναπτύσσει καί τελειοποιεῖ αὐτήν τήν
αἴσθηση τῆς ὑποστατικῆς ἀθανασίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐφόσον σέ τελική
ἀνάλυση ἀναπτύσσει μέσα τους τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστης στό Χριστό ζεῖ μέ τήν αἴσθηση καί τήν
ἐπίγνωση ὅτι κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀθάνατο καί αἰώνιο ὄν, ἑπομένως,
δέν πρέπει νά εἶναι ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης καί τυραννίας κανενός.
Ἡ αἴσθηση τῆς ἀθανασίας προέρχεται ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ
ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ δέν ἀντέχει τήν ἁμαρτία ἀλλά τήν διώχνει ἀπό τόν
ἄνθρωπο, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ τό θάνατο. Ἀπό τή μεταφυσική
ἀνεπιφύλακτα ἐξαρτᾶται καί ἡ ἠθική. Ἄν ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ εἶναι
ζωντανή μέσα στόν ἄνθρωπο, ζωντανή εἶναι μαζί της καί ἡ αἴσθηση τῆς
ἀθανασίας, ἡ ὁποία ἄσπλαχνα ἀγωνίζεται μέ καθετί πού θανατώνει τόν
ἄνθρωπο, καί τοῦτο εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ κάθε ἁμαρτία καί τό κάθε κακό.
Κοιτάξτε στίς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς εὐρωπαϊκης οὑμανιστικῆς
προόδου, στή μεταφυσική της. Μά, δέν βλέπετε πώς ἡ οὑμανιστική
κουλτούρα συστηματικά ἀποβλακώνει τόν ἄνθρωπο στήν αἴσθηση τῆς
ἀθανασίας ὥσπου νά τόν ἀποβλακώσει ἐντελῶς, ὥστε ὁ ἄνθρωπος τῆς
εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας ἀποφασιστικά νά τονίζει, ὑπάρχει ἄνθρωπος

55
καί μόνο ἄνθρωπος; Καί ὅποτε αὐτόν τόν τονισμό τόν μεταφράσουμε
στήν πιό ἁπλῆ γλῶσσα, σημαίνει, ὑπάρχει σῶμα καί μόνο σῶμα, γῆ
εἶμαι καί μόνο γῆ. Καί στήν πρώτη καί στή δεύτερη περίπτωση ὁ εὐρω-
παϊκός ἄνθρωπος ἰσχυρίζεται τό ἕν, θνητός εἶμαι καί μόνο θνητός. Ἔτσι
γύρω στήν οὑμανιστική Εὐρώπη ἐπικράτησε τό σύνθημα, ὁ ἄνθρωπος
εἶναι θνητό ὄν. Τοῦτο εἶναι ἡ φόρμουλα τοῦ οὑμανιστικοῦ ἀνθρώπου
καί ἡ οὐσία τῆς προόδου του.
Κατ᾿ ἀρχήν ἀσυνείδητα καί κατόπιν συστηματικῶς ἐνσυνείδητα
καί ἐπίτηδες, στόν εὐρωπαϊκό ἄνθρωπο εἴτε μέσω τῆς ἐπιστήμης εἴτε
μέσω τῆς φιλοσοφίας εἴτε μέσω τῆς κουλτούρας ἐγχεόταν ἡ ἐπίγνωση
ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητός ἐντελῶς. Ἡ ἐπίγνωση αὐτή βαθμηδόν
διαμορφώθηκε στήν πεποίθηση πού τονίζει, ὁ θάνατος εἶναι ἀναγκαι-
ότητα, ὁ θάνατος ἀναγκαιότητα! Μά, ὑπάρχει μεγαλύτερη φρίκη καί
προσβολή καί ἐμπαιγμός, ὁ μέγιστος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι
ἀπαραίτητος γιά τόν ἄνθρωπο! Πεῖτε μου, ὑπάρχει λογική ἐδῶ, τουλά-
χιστον ἡ ἐλάχιστη, τουλάχιστον ἡ παιδιάστικη, ἡ λογική ἑνός ἐντόμου;
Δέν ἔχει χάσει ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος, πνιγμένος καί ἀλεσμένος στό
νερόμυλο τοῦ θανάτου, καί τήν τελευταία ψυχούλα τῆς διάνοιας, καί
ἄρχισε νά παραληρεῖ;…
Ἐρημωμένος εἶναι ὁ οὑμανιστικός ἄνθρωπος, τρομακτικά ἐρη-
μωμένος, ἐπειδή ἀπ᾿ αὐτόν εἶναι διωγμένη ἡ ἐπίγνωση καί ἡ αἴσθηση
τῆς ὑποστατικῆς ἀθανασίας. Καί χωρίς τήν αἴσθηση τῆς ὑποστατικῆς
ἀθανασίας, μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁλάκερος ἄνθρωπος; Ἤ καλύτερα,
μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθόλου ἄνθρωπος;… Ὤ, πόσο στενεμένος
εἶναι ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος, ἐκπληκτικά στενεμένος, νανώδης καί
σακατεμένος, μειωμένος, ὑποβιβασμένος σε κλάσμα καί ἀπόσπασμα
τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἀπ᾿ αὐτόν εἶναι διωγμένη κάθε αἴσθηση τῆς
ἀπεραντοσύνης καί τοῦ ἀπείρου. Καί δίχως ἀπεραντοσύνη δύναται ὁ
ἄνθρωπος νά ὑφίσταται; Καί ἄν μπορεῖ νά ὑπάρχει, ἔχει ἡ ὕπαρξή του
ἔννοια; Μά, χωρίς αὐτήν τήν αἴσθηση τῆς ἀπεραντοσύνης δέν εἶναι
αὐτός ἕνα νεκρό πρᾶγμα μεταξύ νεκρῶν πραγμάτων καί ἕνα φευγαλέο
ζῶο μεταξύ τῶν ζώων;
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ παραδοξολογία: Ἐγώ ὑποστηρίζω ὅτι κάποια
ζῶα εἶναι πιό ἀπέραντα στίς αἰσθήσεις τους καί πιό ἀθάνατα στίς ἐπι-
θυμίες τους ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς εὐρωπαϊκῆς οὑμανιστικῆς προόδου.

56
Ρυτιδωμένος, ἀτροφικός, μαραμένος καί ἀποσαρκωμένος εἶναι ὁ οὑμα-
νιστικός ἄνθρωπος, ὥστε ἔχει ἀπόλυτα δίκιο, τό δίκιο τό μεταφυσικό
ἐπειδή μέσω τοῦ στόματος τῶν φιλοσόφων του ἀνακήρυξε πώς κατά-
γεται ἀπό τή μαϊμοῦ. Ἐξισωμένος μέ τά ζῶα στήν καταγωγή, γιατί νά
μήν ἐξισώσει τόν ἑαυτό του μ᾿ αὐτά καί στήν ἠθική; Ἀνήκοντας στά ζῶα
καί θηρία κατά τήν μεταφυσική οὐσία τοῦ ὄντος του, αὐτός τούς ἀνήκει
καί κατά τήν ἠθική.
Καί ἡ ἁμαρτία καί τό ἔγκλημα δέ νοοῦνται ὅλο καί περισσότερο
στή μοντέρνα δικαιοσύνη ὡς τό ἀναπότρεπτο τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλ-
λοντος, γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσης; Ἐφόσον μέσα στόν ἄνθρωπο
δέν ὑφίσταται τίποτα ἀθάνατο καί αἰώνιο, ἀποκεῖ ὅλη ἡ ἠθική, τελικά,
εἶναι ὑποβιβασμένη στίς παρορμητικές ἀπαιτήσεις. Καί ὁ οὑμανιστικός
ἄνθρωπος, συνεπής στή λογική του, ἐξισώθηκε στήν ἠθική μέ τούς
προγόνους του, μαϊμοῦδες καί θηρία, ἐνῶ στή ζωή του ἐπικράτησε ἡ
ἀρχή: Homo homini lupus. Ἀλλιῶς δέν θά μποροῦσε νά γίνει, ἐπει-
δή μόνο πάνω στήν αἴσθηση τῆς ἀνθρώπινης ἀθανασίας δύναται νά
ἱδρυθεῖ ὑψηλότερη καί καλύτερη ἠθική ἀπό τή ζωική. Ἄν δέν ὑπάρχει
ἡ ἀθανασία καί ἡ αἰώνια ζωή, τότε φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ
ἀποθνήσκομεν (πρβλ. Α᾿ Κορ. 15, 32 ).
Ὁ σχετικισμός στή μεταφυσική τῆς εὐρωπαϊκης οὑμανιστικῆς
προόδου ἀναγκάστηκε νά ἀποτελειώσει μέ τό σχετικισμό τήν ἠθική·
καί ὁ σχετικισμός εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ἀναρχισμοῦ καί τοῦ μηδενι-
σμοῦ. Ἀποκεῖ, στό τέρμα τῶν τερμάτων, ὅλη ἡ πρακτική ἠθική τοῦ
οὑμανιστικοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά ἡ ἀναρχία καί ὁ
μηδενισμός, ἐπειδή ἡ ἀναρχία καί ὁ μηδενισμός εἶναι ἀναπόφευκτες,
ὁλοκληρωτικές, ἀποκαλυπτικές φάσεις τῆς εὐρωπαϊκῆς οὑμανιστικῆς
προόδου. Ὁ ἰδεολογικός ἀναρχισμός καί μηδενισμός, ἡ ἰδεολογι-
κή ἀλλοίωση ἔπρεπε νά φανερωθεῖ στόν πρακτικό ἀναρχισμό καί
μηδενισμό, στήν πρακτική ἀλλοίωση τῆς εὐρωπαϊκῆς οὑμανιστικῆς
ἀνθρωπότητας καί τῆς προόδου της. Μήπως εἴμαστε μάρτυρες τοῦ
ἰδεολογικοῦ καί πρακτικοῦ ἀναρχισμοῦ καί μηδενισμοῦ πού ἐρημώ-
νουν τήν εὐρωπαϊκή ἤπειρο; Οἱ προσθετικοί ἀριθμοί τῆς εὐρωπαϊκης
προόδου εἶναι τέτοιοι, ὥστε τά πάντα ὡς ἄθροιση πρέπει νά δώσουν
τόν ἀναρχισμό καί τόν μηδενισμό, μέ ὁποιοδήποτε τρόπο και ἄν τούς
ἀθροίζετε…

57
Ἀνόητος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀπαράμιλλα ἀνόητος, ὅταν μπορεῖ,
μήν ὑπερισχύοντας τοῦ θανάτου, νά πιστεύει στήν πρόοδο, στό νόημα
τῆς ζωῆς, καί νά ἀσχολεῖται μ᾿ αὐτό. Γιά ποιό λόγο χρειάζομαι τήν πρό-
οδο, ὅταν ἀπό μέσα της μέ περιμένει ὁ θάνατος; Γιά ποιό λόγο χρειάζο-
μαι ὅλους τούς κόσμους, γιά ποιό λόγο τούς ἀστερισμούς, ὅλους τούς
πολιτισμούς, ὅταν ἀπό μέσα τους ὁ θάνατος παραφυλάει καί ἐπί τέλους
θά μέ παραμονέψει. Ὅπου ὑφίσταται ὁ θάνατος, ἐκεῖ ἡ πραγματική πρό-
οδος δέν ὑπάρχει. Ἄν μέν ὑφίσταται, εἶναι μόνο ἡ καταραμένη πρόοδος
στό σιχαμερό νερόμυλο τοῦ θανάτου. Ἐξαιτίας τούτου ὁ ἄνθρωπος θά
ἔπρεπε νά τήν καταστρέψει ἐντελῶς χωρίς ν᾿ ἀφήσει ἴχνος της.
Αὐτή τή θλίψη γιά τήν οὑμανιστική πρόοδο αἰσθάνθηκε καί τήν
ἐξέφρασε καλλιτεχνικά στήν τραγωδία του Rossum᾿s Universal Robots,
ὁ τσεχοσλοβάκος συγγραφέας Κάρελ Τσάπεκ. Μεταξύ τῶν ἡρώων του,
τοῦ Ἄλκβιστ καί τῆς Ἑλένης, ἔγινε αὐτός ὁ διάλογος:

Ἄλκβιστ: Ἡ γιαγιά ἔχει κανένα προσευχητάρι;


Ἑλένη: Ἔχει ἕνα πολύ μεγάλο.
Ἄλκβιστ: Καί μέσα σ᾿ αὐτό, σίγουρα, βρίσκονται οἱ προσευχές γιά
διάφορες ἀνάγκες στή ζωή; Κατά τῆς κακοκαιρίας; Κατά τῆς ἀσθένειας;
Ἑλένη: Ναί, κατά τοῦ πειρασμοῦ, κατά τῆς πλημμύρας…
Ἄλκβιστ: Καί κατά τῆς προόδου, ἔχει;
Ἑλένη: Ἰσχυρίζομαι ὅτι δέν ἔχει.
Ἄλκβιστ: Ἔ! τότε τί κρῖμα.

Ἀπέναντι στόν οὑμανιστικό ἄνθρωπο καί τήν πρόοδό του στέκε-


ται ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ μέ τή θεανθρώπινη πρόοδό του. Ἡ θεμε-
λιώδης ἀρχή τῆς θεανθρώπινης προόδου εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι
γνήσιος ἄνθρωπος μόνο μέσω τοῦ Θεοῦ, μόνο μέσω τοῦ Θεανθρώπου·
ἤ μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος εἶναι γνήσιος ἄνθρωπος μόνο μέσω τῆς
ἀθανασίας, δηλαδή, μέσω τῆς νίκης πάνω στό θάνατο, μέσω τῆς ἐπι-
κράτησης σέ καθετί θνητό καί κάθε θνητότητα. Ἐπικρατώντας στόν
ἑαυτό του, τήν ἁμαρτία καί τό κακό ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ ἐπικρα-
τεῖ, τοιουτοτρόπως καί στό θάνατο καί στή θνητότητα, στήν αἴσθησή
του καί στήν ἐπίγνωσή του, καί συνενώνεται μέ τό Μόνο Ἀθάνατο,
Θεάνθρωπο Χριστό. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ὁ μεγάλος οἰκοδόμος τῆς θεαν-

58
θρώπινης προόδου, ὁ ἅγ. Ἀπόστολος Παῦλος, εἰδοποίησε ὅλους τούς
χριστιανούς: «Τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀπεθάνετε γὰρ καὶ ἡ
ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ ( Κολ. 3, 2-3 )».
Ἠ ἐπίγνωση καί ἡ αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπαθανατίζονται μέ τόν
Κύριο Χριστό. Ἐκεῖνος πού συνένωσε τήν αἴσθησή του καί τήν ἐπίγνω-
σή του μέ τό Θεάνθρωπο Χριστό, ἤδη εἶναι ἀθάνατος μέσα σ᾿ αὐτόν
τόν κόσμο. Ἡ ἐπίγνωσή του ἤδη σκέφτεται μέ τή σκέψη τοῦ Χριστοῦ,
μία σκέψη ἀθάνατη καί αἰώνια· καί ἡ αἴσθησή του ἤδη αἰσθάνεται στόν
ἑαυτό της τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, μία ζωή ἀθάνατη καί αἰώνια… Γύρω
στά μάτια σας σάν νά τριγυρίζει ἡ ἐρώτηση, πῶς κατορθώνεται αὐτό
σ᾿ αὐτόν τόν καταραμένο νερόμυλο τοῦ θανάτου; Αὐτό ἐπιτυγχάνεται
μόνο μέσω τῆς πίστεως στόν ἀναστάντα Κύριο Χριστό καί ζώντας κατά
τίς ἀρχές αὐτῆς τῆς πίστης.
Μόλις πιστέψει ὁ ἄνθρωπος ὁλόκαρδα καί εἰλικρινά στόν ἀνα-
στάντα Θεάνθρωπο, μέσα στήν ψυχή του ἀμέσως ἀναφλέγεται ἡ
αἴσθηση τῆς ἀθανασίας, τῆς ἀνάστασης, ἡ αἴσθηση ὅτι ὁ θάνατος εἶναι
νικημένος καί μαζί του καί ἡ ἁμαρτία καί τό κακό. Ἡ αἴσθηση αὐτή
πληροῖ τό χριστιανό μέ τήν ἀξεπέραστη χαρά καί τόν ἐμψυχώνει γιά
ὅλες τίς εὐαγγελικές ἀρετές. Καί αὐτός μετά χαρᾶς πληροῖ τίς ἐντολές
τοῦ Χριστοῦ, καί μέ ἐνθουσιασμό περνᾶ τό δρόμο τῆς ζωῆς ἀπό τό μή
ὄν ἕως τό Ὄν, ἀπό τό θάνατο ἕως τήν ἀθανασία. Σάν μία τελεία πού
ἐπαυξάνεται σ᾿ ὅλες τίς ἀπεραντοσύνες, ἔτσι εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος
ὅταν ἐπαυξάνεται μέσω τοῦ Θεανθρώπου, ὅλος ἀκτινοβολεῖ μέ τίς
θεϊκές ἀπεραντοσύνεις καί αἰσθάνεται ἀθάνατος καί ἀπέραντος σ᾿
ὅλα τά σημεῖα τῆς ὕπαρξής του. Τοιουτοτρόπως ἡ τραγική ἀρχή της
οὑμανιστικῆς προόδου, ὁ θάνατος εἶναι ἀναγκαιότητα, ἀντικαθίσταται
μέ τή χαρούμενη ἀρχή της θεανθρωπίνης προόδου· ἡ ἀθανασία εἶναι
ἀναγκαιότητα.
Ἡ θεανθρώπινη πρόοδος ἔχει τή θεανθρώπινη ἠθική της. Μέσα
σ᾿ αὐτήν ὅλη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου διευθύνεται καί ἐνισχύεται ἀπό τό
Θεάνθρωπο. Τό καλό εἶναι μόνο ἐκεῖνο τοῦ Χριστοῦ· ἐκτός αὐτοῦ δέν
ὑφίσταται τό ἀληθινό κάλλος. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἡ θεμελιώδης ἀρχή τῆς
εὐαγγελικῆς ἠθικῆς εἶναι: Ἐκτός τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται
νά πράξει κανένα ἀθάνατο καλό (πρβλ. Ἰωαν. 15, 5· Ἑβρ. 13, 8). Κάθε
ἀξεπέραστο, ἀθάνατο καλό πηγάζει καί ἐκρέει μέσα ἀπό τό θαυμαστό

59
Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Τό κάλλος ἐκτός τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἀπέραντο,
δέν εἶναι ἀτέρμονο, δέν εἶναι θεῖο, καί τοῦτο σημαίνει, δέν εἶναι ἀθάνα-
το. Ἡ ἀθανασία εἶναι ἡ κύρια ἰδιότητα τοῦ κάλλους τοῦ Χριστοῦ. Έτσι
προκύπτει ὅτι ἡ ἀθανασία εἶναι ἀπαραίτητη στήν ἠθική τοῦ ἀνθρώπου
τοῦ Χριστοῦ ὡς μία αἴσθηση, ὡς μία ἐπίγνωση, ὡς ἕνα ἔργο, ὡς μία
πράξη.
Η ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὄντως τό νά αἰσθανθεῖ τόν
Κύριο Ιησοῦ Χριστό ὡς τήν ψυχή τῆς ψυχῆς του, ὡς τή ζωή τῆς ζωῆς
του, ἐπειδή ἔτσι εἶναι ἐξασφαλισμένη ἡ ἀπεραντοσύνη καί τό ἀτελεί-
ωτο τῆς σκέψης, τῆς αἴσθησης, τῆς ζωῆς. Γιά τό γνήσιο χριστιανό ἡ
ἀθανασία εἶναι εἴτε φυσική εἴτε λογική, καί μ᾿ αὐτήν καί μέσα σ᾿ αὐτήν
ἡ ἀπεραντοσύνη καί τό ἀτελείωτο. Αὐτό εἶναι πού πραγματοποιεῖ
καί ἐξασφαλίζει τήν ἀτέρμονη ἠθική τελειότητα, τήν ἀτέρμονη ἠθική
πρόοδο πρός τό Θεό, ἡ ὁποία εἶναι τό σύνολο ὅλων τῶν ἀτέρμονων,
ὅλων τῶν ἀπεριορίστων, ὅλων τῶν τελειοτήτων. Ἐξαιτίας τούτου εἶναι
ἀπόλυτα φυσική, λογική καί δικαιολογημένη ἡ κατηγορηματική εὐαγ-
γελική προσταγή : «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ
οὐράνιος τέλειός ἐστιν» (Ματθ. 5, 48), δηλαδή νά εἴμαστε τέλειοι ὅπως
ὁ Θεός. Τοῦτο ζητᾶ δικαιωματικά ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἐπειδή ἐν
Αὐτῷ εἶναι δοσμένος ὁ τέλειος Θεός καί ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρω-
πος φτασμένος ἕως τό τέλος τῆς προόδου πρός τό Θεό, ὁ ἄνθρωπος
τελειοποιημένος μέσω τῆς θεϊκῆς τελειοποιήσεως, ὁ ἄνθρωπος ἀθάνα-
τα καί αἰώνια συνενωμένος μέ τόν παντέλειο Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ πορεύεται στό δρόμο τῆς θεϊκῆς τελει-
ότητας κατανικώντας τήν ἁμαρτία καί τό κακό μέσα στόν ἑαυτό του καί
στόν κόσμο γύρω του. Αὐτός ὁλοένα ὁδεύει μπροστά ἀπό ἕνα καλό σέ
ἄλλο καλό, ἀπό μικρότερο σέ μεγαλύτερο, ἀπό μεγαλύτερο στό μέγιστο·
ἔτσι ποτέ δέν σταματᾶ, δέν σταθμεύει, ἐπειδή ἡ ἐπιμέρους στάθμευση
μπορεῖ νά σημάνει τήν πνευματική ἀκαμψία, τήν παράλυση καί ἐπιπλέον
τό θάνατο. Μέσω κάθε καθαρῆς σκέψης, μέσω κάθε ἅγιας αἴσθησης,
μέσω κάθε καλῆς ἐπιθυμίας καί ἤπιου λόγου αὐτός προοδεύει πρός τήν
ἀνάσταση, πρός τήν ἀθανασία, πρός τήν αἰώνια ζωή. Μέσω ἑκάστης δέ
ἁμαρτωλῆς σκέψης, ἀκάθαρτης αἴσθησης, κακῆς ἐπιθυμίας καί ἄσχημου
λόγου ὁ ἄνθρωπος τρέχει μέσα στό θάνατο δίχως ἀνάσταση (πρβλ. Ρωμ.
5, 21· 5,11· 5, 16· 5, 23· 7, 5· 8, 2· Α᾿ Κορ. 15, 56· Ἰακ. 1, 15).

60
Ἐπικρατώντας στήν ἁμαρτία καί τό θάνατο ὁ ἄνθρωπος τοῦ
Χριστοῦ περνᾶ ἀπό αὐτήν τή ζωή διαμέσου τῶν τριῶν κυρίων φάσεων
τῆς χριστιανικῆς ἐξέλιξης, τῆς γεννήσεως ἐν Χριστῶ, τῆς μεταμορφώ-
σεως ἐν Χριστῷ, τῆς ἀνάστάσεως ἐν Χριστῶ (πρβλ. Ἰωαν. 3, 3· 1, 12·
Κολ. 3, 1· Β᾿ Κορ. 7, 18· Ρωμ. 12, 2· 6, 5· Α᾿ Κορ. 15, 54). Ὁ ἔσχατος
σκοπός τοῦ ἀγῶνος του εἶναι νά ἀναστηθεῖ μέ τό Χριστό. Αὐτός ὑπο-
φέρει διάφορα βάσανα, πληροῖ τίς ἐντολές τοῦ Σωτῆρος, πράττει τίς
εὐαγγελικές ἀρετές, τήν πίστη, τήν ἀγάπη, τήν ἐλπίδα, τήν προσευχή,
τή νηστεία, τήν ταπεινοφροσύνη, τήν ἐλεημοσύνη, τήν πραότητα…
«εἴ πως καταντήσει εἰς τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν» (πρβλ. Φλπ.
3, 8-11). Μέσω ὅλων τῶν στεναγμῶν του καί τῶν δακρύων, τῶν προ-
σευχῶν καί τῶν σκέψεων, τῶν αἰσθήσεων καί τῶν ἔργων ἐκτείνεται
πρός αὐτό.
Ἄνθρωπε, ἐσύ συμμετέχεις στή θεανθρώπινη πρόοδο, τήν δημι-
ουργεῖς, ἄν σκέφτεσαι, ἄν αἰσθάνεσαι, ἄν πράττεις σάν νά ἀναστήθη-
κες ἤδη, σάν νά νίκησες ἤδη τό θάνατο, σάν νά μπῆκες ἤδη στήν αἰώνια
ζωή. Καί πράγματι ἤδη νίκησες τό θάνατο, ἤδη μπῆκες στήν αἰώνια
ζωή, ἄν μ᾿ ὅλη τήν καρδιά σου, μ᾿ ὅλη τήν ψυχή σου, μ᾿ ὅλη τή σκέψη
σου πίστεψες στόν ἀναστάντα Κύριο Ἰησοῦ, ἀφοῦ Αὐτός εἶπε: «Ὁ τὸν
λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον…
ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν ( Ἰωαν. 5, 24· 8, 51 )».
Ἐκεῖνος πού πιστεύει, μετέβηκε ἀπό τό θάνατο στήν αἰώνια ζωή ἀκόμη
και ἐδῶ στή γῆ.
Ναί, μέσω τῆς πίστης στόν Κύριο Χριστό ἐγχέεται ὁ ὀρός τῆς
ἀθανασίας καί στήν ψυχή καί στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί μέσω
τῆς πίστης καί τῆς ἀγάπης, ἐπειδή καί αὐτό τό εὐχάριστο ἄγγελμα
ἔχει λεχθεῖ στό Εὐαγγέλιο: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ
θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴ ἀγαπῶν μένει
ἐν τῷ θανάτω (Α᾿ Ἰωαν. 3, 14)». Ὁ Κύριος Χριστός εἶναι ἡ μοναδική
Ὁδός ἡ ὁποία δέν τερματίζεται μέ τήν ἀδιέξοδη ἐρημιά, ἡ μοναδική
Ἀλήθεια πού δέν περατώνεται μέ τό ψεῦδος, ἡ μοναδική Ζωή πού δέν
ὁλοκληρώνεται μέ τό θάνατο, ἑπομένως Αὐτός μπόρεσε νά ἀνακοινώ-
σει σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους, σ᾿ ὅλους τούς καιρούς καί σ᾿ ὅλην τήν
αἰωνιότητα: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή (Ἰωαν. 14, 6)».
Καί ἐφόσον Αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος καί μοναδικός πού νίκησε τό θάνατο

61
μέ τήν ἀνάσταση καί τοιουτοτρόπως ἐξασφάλισε στόν ἄνθρωπο τήν
ἀθανασία καί τήν αἰώνια ζωή, ὄντως μπόρεσε νά πεῖ γιά τόν ἑαυτό του:
«Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ ζήσε-
ται, καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα
(Ἰωαν. 11, 25)».
Μέ τήν πίστη μόνο στόν ἀναστάντα Θεάνθρωπο ὁ ἄνθρωπος
ἀρχίζει νά γίνεται ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἀπελευθερώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία
καί τό θάνατο, ἐνῶ ἀποκτᾶ τήν αἴσθηση τῆς αἰωνιότητας. Ἡ ἁμαρτία
εἶναι ἡ σκοτεινή ἐνέργεια ἡ ὁποία ἀποβλακώνει, ξεραίνει καί μαραίνει
τήν αἴσθηση τῆς αἰωνιότητας, ὥστε ὁ ἄνθρωπος οὔτε μέ τήν αἴσθη-
σή του οὔτε μέ τή σκέψη του δέν κατορθώνει νά φτάσει ἕως τό Θεό
τό ζῶντα καί ἀληθινό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι σακατεμένος,
ἡμι-άνθρωπος, οὑμανιστικός ἄνθρωπος, μέ μία λέξη, ὑπάνθρωπος. Ὁ
Κύριος Χριστός ἦρθε στόν κόσμο καί νίκησε τό θάνατο μέ τήν ἀνά-
σταση, προκειμένου νά ἀφυπνίσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀθανασία καί τήν
αἰώνια ζωή, προκειμένου νά ἀναζωογονήσει καί νά ξαναδώσει ζωντανή
τήν ἀτροφική καί ληθαργική αἴσθηση τῆς ἀθανασίας στόν ἄνθρωπο,
ὥστε νά αἰσθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος τό Θεό καί τήν αἰώνια ζωή ὡς περιεχό-
μενο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί στή γῆ καί στόν οὐρανό.
Οὐσιαστικά ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά ἕνα θεῖο
ἐργαστήριο ὅπου ἀδιάκοπα ξανατονώνεται, φρεσκάρεται καί ἐνισχύ-
εται ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση καί ἐπίγνωση τῆς ὑποστατικῆς ἀθανασίας
καί τῆς ἀπεραντοσύνης. Μά ἡ προσευχή δέν ἀπεραντοποιεῖ τήν ψυχή
συνενώνοντάς την μέ τό Θεό; Μά ἡ ἀγάπη δέν ἀπαθανατίζει τήν ψυχή
συνδέοντάς την μέ τό Θεό; Μά ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ καλωσύνη, ἡ πραότη-
τα, ἡ νηστεία δέν ἀπαθανατίζουν τόν ἄνθρωπο μεταφέροντάς του εἴτε
τήν καρδιά εἴτε τήν ψυχή στήν αἰώνια βασιλεία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀλή-
θειας. Νά μήν πλανώμεθα, κάθε προσευχή νικᾶ λίγο θάνατο στόν ἑαυτό
μας, ἔτσι καί ἡ κάθε ἐπιμέρους εὐαγγελική ἀρετή· καί ὅλες μαζί δίνουν
τή νίκη πάνω στό θάνατο ἐξασφαλίζοντας τήν αἰώνια ζωή.
Στήν θεανθρώπινη πρόοδο ὁ ἄνθρωπος ὁλοένα ταξιδεύει μέσω
τοῦ Χριστοῦ ὡς δρόμου τοῦ Θεοῦ, διαμέσου τῆς Ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ εἰς
τήν αἰώνια καί ἀθάνατη ζωή. Ὁ Κύριος Χριστός ὄχι μόνο κατέστησε τή
θεϊκή τελειότητα ὡς σκοπό τῆς θεανθρώπινης προόδου, ἀλλά δώρισε
στόν ἄνθρωπο ὅλες τίς θεῖες δυνάμεις γιά τήν πραγμάτωση αὐτοῦ τοῦ

62
σκοποῦ (πρβλ. Α᾿ Πέτρ. 1, 3-9). Μολονότι ὁ δρόμος τῆς θεανθρώπινης
προόδου εἶναι ἀτελείωτα μακρύς, παρ᾿ ὅλα αὐτά εἶναι ὅλος ποτισμένος
μέ τή χαρά καί τόν ἐνθουσιασμό, γεγονός πού ὁ ἅγ. Ἀπόστολος ἐκφρά-
ζει μέ τά λόγια: «Ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε (Β᾿ Κορ. 13, 11), «οὐ
γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ
εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ (Ρωμ. 14, 17).

Ἡ θεανθρώπινη πρόοδος, ὡς ἀντίθεση τῆς οὑμανιστικῆς προό-


δου, εἶναι στενή στή λαϊκή μας ψυχή καί ἀγαπητή στή λαϊκή μας καρδιά.
Τήν ἔκανε στενή καί προσφιλῆ ὁ μέγιστος χτίστης τῆς θεανθρώπινης
προόδου στήν ἱστορία τοῦ λαοῦ μας, ὁ ἅγιος Σάββας. Γιά τή δική μας
ἐθνική αἴσθηση καί ἐπίγνωση εἶναι δοσμένη στήν προσωπικότητα τοῦ
ἁγ. Σάββα ἡ ἰδεολογία καί ἡ πραγματοποίηση τῆς γνήσιας προόδου. Ἐξ
ἄλλου, τί εἶναι ἡ πρόοδος γιά τόν ἅγ. Σάββα; Τίποτ᾿ ἄλλο παρά ἡ νίκη
πάνω στό θάνατο· καί τοῦτο σημαίνει, ἡ νίκη πάνω στό κακό, πάνω
στήν ἁμαρτία, καί μέσω αὐτῆς ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἀθανασίας γιά τήν
κάθε ψυχή καί γιά τήν ψυχή τοῦ λαοῦ μας συνολικά. Μέ ἄλλα λόγια,
γιά τόν ἅγ. Σάββα ἡ πρόοδος εἶναι τό νά ἀποκτήσει κανείς τόν Κύριο
Χριστό, νά ζεῖ ἐν Αὐτῷ, μ᾿ Αὐτόν καί λόγω Αὐτοῦ, καί τοιουτοτρόπως
νά ὑπερισχύσει στήν ἁμαρτία καί τό θάνατο ἐντός τοῦ ἑαυτοῦ του καί
στούς διπλανούς γύρω του.
Ἡ θεανθρώπινη πρόοδος ἀπό τόν ἄνθρωπο ἕως τό Θεάνθρωπο,
ἀπό τό θάνατο ἕως τήν ἀθανασία πραγματοποιεῖται μέ τή μεταποίηση
τοῦ ἑαυτοῦ μας μέ τή βοήθεια τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, ἐπειδή μέ
τή βοήθειά τους ὑπερνικᾶται ὁ θάνατος καί ἀπαθανατίζεται ἡ ψυχή,
ἀπαθανατίζονται οἱ σκέψεις, ἀπαθανατίζονται οἱ αἰσθήσεις. Στήν προ-
σωπικότητα τοῦ ἁγ. Σάββα ἔχουμε τό πραγματοποιημένο πρόγραμμα
τῆς θεανθρώπινης προόδου. Μέ τίς χριστονοσταλγικές ἀρετές αὐτός
μεταποίησε τόν ἑαυτό του ἀπό θνητό σέ ἀθάνατο, ἀπό φευγαλέο σέ
ἀξεπέραστο, ἀπό μή-ἅγιο σέ ἅγιο. Γι᾿ αὐτόν ὁ θαυματουργικός Κύριος
Ἰησοῦς ἦταν τά πάντα ἐν πᾶσι, τά πάντα στήν ψυχή, τά πάντα στήν
καρδιά, τά πάντα στή ζωή, τά πάντα στό λαό, τά πάντα στό κράτος.
Χωρίς τό Χριστό ἡ ζωή καί ἡ καρδιά, ἡ ψυχή, ὁ λαός καί τό κράτος

63
δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά ὁ θάνατος μετά τόν ὁποῖο δέν ὑφίσταται ἡ
ἀνάσταση. Ἁγιοποιώντας καί διαφωτίζοντας τόν ἑαυτό του μέ τή ζωή
ἐν Χριστῶ, ὁ ἅγ. Σάββας ἔγινε ὁ πρῶτος οἰκοδόμος τῆς μοναδικῆς
ἀληθινῆς προόδου στό λαό μας, τῆς νίκης πάνω στό θάνατο, πάνω στό
κακό, πάνω στήν ἁμαρτία, πάνω στό σκότος. Γι᾿ αὐτό τό λόγο δέν ὑφί-
σταται ὁ θάνατος στήν ὑπόστασή του οὔτε στό ἔργο του ἀλλά πάνω σέ
καθετί δικό του εἶναι ξεχειλισμένη ἡ θεία ἀθανασία καί αἰωνιότητα.
Ὑπερισχύοντας μέσω τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν σέ καθετί ἁμαρ-
τωλό καί θνητό μέσα του, ὁ ἅγ. Σάββας γέμισε τόν ἑαυτό του μέ τήν
ἀθανασία καί τήν αἰώνια ζωή, καί ἐξαιτίας τούτου ἔγινε «καθηγητής καί
πρωτόθρονος καί διδάσκαλος»6 τῆς ὁδοῦ πού ὁδηγεῖ στή ζωή, ἀπό τό
θάνατο στή ζωή. Στή λαϊκή μας ἱστορία αὐτός πάντοτε ἦταν καί παρα-
μένει ὁ μεγαλύτερος καί ἀναντικατάστατος ἡγέτης τοῦ λαοῦ μας ἐκ τοῦ
θανάτου στήν ἀθανασία, ἀπ᾿ αὐτή τή φευγαλέα ζωή στήν αἰώνια ζωή.
Σ᾿ ἐμᾶς εἴτε ὡς ἄτομα εἴτε ὡς λαό, οἱ εὐρωπαϊκοί κουλτουριάρηδες ἀκα-
τάπαυστα προτείνουν καί ἐπιβάλλουν τήν οὑμανιστική πρόοδο ἡ ὁποία
συστηματικά σκοτώνει τήν αἴσθηση τῆς ἀθανασίας μέσα στόν ἄνθρωπο
καί τό λαό, ἐξισώνοντας τό ἀνθρώπινο ὄν μέ τά θνητά ἔντομα καί ζῶα.
Ὡστόσο, ἐμεῖς ἔχουμε ἐν ἁγίῳ Σάββᾳ τόν ἀλάνθαστο καί ἀτρόμητο
ἡγέτη τῆς θεανθρώπινης προόδου, ὁ ὁποῖος τήν ψυχή μας μετατρέπει
σε ἀθάνατη καί αἰώνια, νυχθημερόν ἀόρατα ὁδηγώντας την μέ τίς προ-
σευχές του διαμέσου αὐτοῦ τοῦ νερόμυλου τοῦ θανάτου, εἰσάγοντάς
την στήν εὐωδία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀθανασίας καί αἰωνιότητας, ὅπου
ὅλες οἱ τελειότητες καί ὅλες οἱ χαρές ζοῦνε ἀδελφωμένες. Ὁδηγημένοι
καί κατευθυνόμενοι ἀπό τόν ἅγ. Σάββα στόν ἀγῶνα μέ τήν ἁμαρτία καί
θνητότητα, ἐμεῖς εἴτε ὡς πρόσωπα εἴτε ὡς λαός, θά προχωροῦμε ἀδιά-
κοπα ἀπό μία νίκη στήν ἑπόμενη, ἀπό τή μία νίκη πάνω στήν ἁμαρτία,
στή νίκη πάνω στό θάνατο, καί ἔτσι, μόνο ἔτσι σ᾿ αὐτόν τόν ἀνθρωπο-
φαγικό νερόμυλο τοῦ θανάτου θά ἐξασφαλίσουμε γιά τόν ἑαυτό μας
τήν ἀθανασία καί σ᾿ αὐτόν καί σ᾿ ἐκεῖνον τόν κόσμο.

6 Ἀπο τό τροπάριο τοῦ Ἁγίου Σάββα Νέμανιτς.

64
No.1
Η ΥΨΙΣΤΗ ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΣΧΑΤΟΝ ΚΡΙΤΗΡΙΟΝ ΕΝ ΤΗ
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφυπνισθῇ μέσα εἰς τὸ πήλινον σῶμα του καὶ


ἴδῃ τὰς πνευματικὰς πραγματικότητας, τότε αἰσθάνεται ὅτι αἱ ὑλικαὶ
πραγματικότητες εἶναι τόσον πραγματικαί, ὅσον τὸ πνεῦμα του τὰς
ἀντιλαμβάνεται ὡς τοιαύτας, καὶ φθάνει ἀμέσως εἰς μίαν παράδοξον
διαπίστωσιν: Οἱ ἄνθρωποι, ὡς ἓν ὡρισμένον εἶδος ὄντων, γνωρίζουν
τὰς πραγματικότητας εἰς τὸν ὑλικὸν κόσμον διὰ τοῦ πνεύματος τὸ
ὁποῖον δὲν ἔχει τὰ ἰδιώματα τῶν ὑλικῶν πραγματικοτήτων, ἀλλὰ εἶναι
κάτι τὸ ὁποῖον δὲν δύναται νὰ ἀντικειμενοποιηθῇ ὑλικῶς, οὔτε νὰ
ἀποδειχθῇ ὡς ὑπερ - υποκειμενικὴ πραγματικότης, οὔτε νὰ γίνῃ ἁπτὸν
διὰ τῶν αἰσθήσεων. Ἀλλά, μολονότι εἶναι ἀσύλληπτον διὰ τὰς μορφὰς
τῆς ὑλικῆς πραγματικότητος, ἀποτελεῖ ἐν τούτοις τὸ πνεῦμα μὲ τὴν
ἀόρατον οὐσίαν του τὸ μέτρον ὅλων τῶν ὁρατῶν πραγματικοτήτων εἰς
τὸν κόσμον τῆς ὕλης. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται καὶ ἀντιλαμβάνεται
ὁλονὲν καὶ περισσότερον ὅτι ἡ σκέψις τοῦ πνεύματος, ἂν καὶ εἶναι
ἀψηλάφητος, ἀόρατος καὶ ἄϋλος, εἶναι ὅμως περισσότερον πραγματικὴ
πάσης ἄλλης ὑπερ - υποκειμενικῆς πραγματικότητος εἰς τὴν σφαῖραν
τῆς ὕλης. Ἐπὶ πλέον, ὅλαι αἱ πραγματικότητες θεμελιώνουν τὴν πραγ-
ματικότητά των ἐπὶ τῶν σκέψεων τοῦ πνεύματος τὸ ὁποῖον εἶναι καθ᾿
ἑαυτὸ ἄϋλον. Εἰς τοῦτο ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ ὑπεροχή, τὸ μυστηριῶδες
καὶ τὸ μεγαλεῖον τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματός. Καὶ ὁ ἀφυπνισμένος
ἄνθρωπος, ἀγόμενος ὑπὸ τοῦ ἀΰλου πνεύματός του διὰ τῶν μυστη-
ρίων τοῦ ὑλικοῦ, τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἀντιλαμβάνεται ὁλονὲν καὶ
περισσότερον ὅτι τὸ πνεῦμα του εἶναι ἡ μεγαλυτέρα καὶ ἀμεσωτέρα
πραγματικότης του καὶ ἐν ταυτῷ καὶ ἡ ὑψίστη του ἀξία. Μέσα εἰς μίαν
τοιαύτην διάθεσιν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀκαταμάχητον ἀλήθειαν
τῶν λόγων τοῦ Σωτῆρος περὶ τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς ὡς τῆς μεγαλυ-
τέρας πραγματικότητος, τῆς μεγαλυτέρας ἀξίας - πραγματικότητος
περισσότερον πραγματικῆς ὁλοκλήρου τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, καὶ ἀξίας
άξιωτέρας ὅλων τῶν ἡλιακῶν συστημάτων: «Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρω-
πος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί

65
δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16, 26. Μάρκ.
8, 36-37). Μὲ ἄλλας λέξεις, εἰς τὸν ὁρατὸν κόσμον δὲν υπάρχει ἀξία
ἰσότιμος πρὸς τὴν ἀξίαν τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, οὔτε ἀξία διὰ τῆς ὁποί-
ας θὰ ἠδύνατο ἡ ἀνθρωπινή ψυχὴ νὰ ἐκτιμηθῇ καὶ ἐξαγορασθῇ. Ἡ ψυχὴ
ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς κόσμους μαζί.
Πράγματι, ὅλην τὴν ὁρατὴν ζωήν του, τὴν ζωὴν ἐν τῷ χρόνῳ καὶ
τῷ χώρῳ, ὁ ἄνθρωπος θεμελιώνει ἐπὶ τῶν ἀοράτων, τ. ἔ. ἐπὶ τῆς ψυχῆς,
ἐπὶ τῶν σκέψεών της, ἐπὶ τῆς συνειδήσεώς της. Εἰς τὸν κόσμον τῶν
ὁρατῶν πραγματικοτήτων καὶ γεγονότων ὁ ἄνθρωπος προσανατολί-
ζεται διὰ τῆς σκέψεώς του καὶ δι᾿ αὐτῆς μετρᾶ καὶ ἀξιολογεῖ τὰ πάντα,
ἐνῷ αὐτὴ εἶναι καὶ διὰ τὸν ἴδιον ἀόρατος. Ἀκόμη περισσότερον εἶναι
φυσικὸν καὶ λογικὸν νὰ προσανατολίζεται δι᾿ αὐτῆς εἰς τὸν κόσμον
τῶν πνευματικῶν πραγματικοτήτων καὶ ἀξιῶν. Διὰ τῆς σκέψεως ὁ
ἄνθρωπος εἶναι συνδεδεμένος οὐχὶ μόνον μὲ τὸν κόσμον τῶν ὁρατῶν,
τῶν ὑλικῶν πραγματικοτήτων, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν κόσμον τῶν πνευμα-
τικῶν πραγματικοτήτων. Καὶ οἱ πλέον ἀκραῖοι αἰσθησιοκράται εἰς τὴν
γνωσιολογίαν δὲν δύνανται νὰ ἀρνηθοῦν τοῦτο. Πρέπει νὰ ὁμολογή-
σωμεν ὅτι τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα εἶναι ἓν θαυματουργικὸν ἐργαστή-
ριον, εἰς τὸ ὁποῖον αἱ ἐκ τῶν αἰσθήσεων ἐντυπώσεις μεταπλάττονται,
κατὰ τρόπον ἀσύλληπτον, εἰς σκέψεις. Ὁ σοβαρὸς παρατηρητὴς τοῦ
κόσμου, ἐξ οἱασδήποτε πλευρᾶς καὶ ἂν πλησιάζῃ τὰς ὑλικὰς ἢ πνευ-
ματικὰς πραγματικότητας, αἰσθάνεται κατ᾿ ἀνάγκην τὴν παρουσίαν
τοῦ ἀπείρου μυστηρίου εἰς ὅλα τὰ φαινόμενα. Τοῦτο εἶναι ὁ φόρος τὸν
ὁποῖον κάθε στοχαστὴς πληρώνει ὑποχρεωτικῶς εἰς τὸ αἰνιγματικὸν
μυστήριον τοῦ κόσμου. Ἀναμφιβόλως, ὁ ὀρθὸς προσανατολισμὸς εἰς
αὐτὸν τὸν αἰνιγματώδη κόσμον ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ πνεύματος διὰ τοῦ
ὁποίου προσανατολίζεται ὁ ἄνθρωπος ἢ ἀκριβέστερον ἐκ τῆς φύσεως
τοῦ πνεύματος. Τὴν δὲ φύσιν του τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα ἐκδηλοῖ καὶ
καταδεικνύει διὰ τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀποκτωμένης διὰ τῶν ἐνεργειῶν
του. Ἐξ ὅλης τῆς ἐμπειρίας ταύτης ἐκπηγάζει ὁ πόθος τοῦ ἀνθρωπίνου
πνεύματος διὰ τὸ ἄπειρον εἰς ὅλας του τὰς ἐκφάνσεις, εἰς τὴν γνῶσιν,
εἰς τὴν ζωήν, εἰς τὴν ὕπαρξιν.
Τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα ἀδιακόπως ποθεῖ τὴν ἄπειρον γνῶσιν,
τὴν ἄπειρον ζωήν, τὴν ἄπειρον ὕπαρξιν. Καὶ διὰ μέσου ὅλων αὐτῶν ἓν
μόνον ἐπιδιώκει, νὰ νικήσῃ τὸ πρόσκαιρον, τὸ πεπερασμένον, τὸ περι-

66
ωρισμένον, νὰ καταστήσῃ δυνατὸν καὶ ἐξασφαλίσῃ τὸ αἰώνιον, τὸ ἄπει-
ρον καὶ ἀπεριόριστον. Εἰς ὅλας τὰς κουλτούρας καὶ τοὺς πολιτισμοὺς
ὅλοι oἱ κόποι τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, εἰς τὸ τέλος, συγκεντροῦνται
εἰς μίαν γιγαντιαίαν προσπάθειαν, νὰ ἡττηθῇ ὁ θάνατος καὶ ἡ θνητό-
της καὶ νὰ ἐξασφαλισθῇ ἡ ἀθανασία καὶ ἡ αἰωνία ζωή, νὰ ἐξασφαλισθῇ
ὁπωσδήποτε.
Ἀλλὰ δὲν μᾶς παροτρύνουν ἆρά γε τὰ πάντα νὰ θέσωμεν τὴν
ἐρώτησιν· πόθεν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου αὐτὴ ἡ νοστολγία καὶ
ἡ φορὰ πρὸς τὸ ἄπειρον εἰς ὅλας τὰς κατευθύνσεις; Τί εἶναι ἐκεῖνο τὸ
ὁποῖον ὠθεῖ τὴν ἀνθρωπίνην σκέψιν ἀπὸ πρόβλημα εἰς πρόβλημα καὶ
ἀπὸ ἀπεραντοσύνην εἰς ἀπεραντοσύνην; Ἐὰν αὐτὸς ὁ πόθος διὰ τὸ
ἄπειρον ἐπιβάλλεται ἔξωθεν εἰς τοὺς ἀδυνάτους ἀνθρώπους, πῶς τότε
εὑρίσκεται οὗτος καὶ εἰς τοὺς πλέον ἀνεξαρτήτους τῶν φιλοσόφων ;
Εἰς τούτους μάλιστα ἔχει ἀναπτυχθῆ οὗτος εἰς πολυσύνθετον προβλη-
ματολογίαν. Πάντα ταῦτα ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ πόθος διὰ τὸ ἄπειρον
εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Ἡ
φύσις αὐτῆς ταύτης τῆς γνώσεως τείνει πρὸς τὴν ἄπειρον γνῶσιν· ἡ
φύσις αὐτῆς ταύτης τῆς αἰσθήσεως τείνει πρὸς τὴν ἄπειρον αἴσθησιν·
ἡ φύσις αὐτῆς ταύτης τῆς ζωῆς τείνει πρὸς τὴν ἄπειρον ζωήν. Ὅλον τὸ
πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ διὰ τῆς γνώσεως καὶ διὰ τῆς αἰσθήσεως καὶ
διὰ τῆς θελήσεως καὶ διὰ τῆς ζωῆς θέλει νὰ εἶναι ἄπειρον, δηλαδὴ νὰ
εἶναι ἀθάνατον. Ἡ δίψα τοῦ ἀπείρου, ἡ δίψα διὰ τὴν ἀθανασίαν εἶναι
ἡ παμπαλαία, ἡ μεταφυσικὴ δίψα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Αὐτὴ
ὠθοῦσε τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ ἄπειρον διὰ τῶν πολυα-
ρίθμων θρησκειῶν, φιλοσοφιῶν, ἐπιστημῶν, ἀγώνων καὶ ἀγωνιῶν. Μὲ
μίαν λέξιν, τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα θέλει τὴν ἀθανασίαν, τὴν θέλει καθ᾿
οἱονδήποτε τρόπον καὶ ὑπὸ οἱανδήποτε μορφήν.
Εἶναι καταφανὲς ὅτι αὐτὸν τὸν πόθον διὰ τὸ ἄπειρον δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ τὸν ἔχῃ ἐπιβάλει εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ ὑλικὴ φύσις, διότι ἡ
ἰδία εἶναι πεπερασμένη καὶ περιωρισμένη καὶ δὲν ἔχει ἐν ἑαυτῇ αὐτὸν
τὸν πόθον. Ἐξ ἴσου πρόδηλον εἶναι ὅτι οὔτε τὸ ἀνθρώπινον σῶμα ἔχει
ἐπιβάλει εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν τὸν πόθον, διότι καὶ τοῦτο εἶναι
πεπερασμένον. Ὡς μοναδική λογικὴ λύσις παραμένει ή ἑξῆς θέσις· ὁ
πόθος τοῦ ἀνθρώπου διά τὸ ἄπειρον, διὰ τὴν ἀθανασίαν, εὑρίσκεται εἰς
αὐτὴν ταύτην τὴν οὐσίαν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Κτισθείς κατ᾿

67
εἰκόνα Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος, εὑρίσκεται ὁλόκληρος μέσα εἰς αὐτὸν τὸν
πόθον. Διότι τὸ κατ᾿ εἰκόνα (τὸ θεοειδὲς) τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀκριβῶς
ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ποθεῖ τὰς ἀπείρους ἀληθείας τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τοὺς
κόσμους. Ἐνυπάρχον εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ θεοειδὲς (τὸ κατ᾿
εἰκόνα), ὠθεῖ τὸν ἄνθρωπον νὰ τείνῃ πρὸς ὅλας τὰς ἀπεραντοσύνας
τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰς ποθῇ.
Εἶναι φυσικὸν διὰ τὴν κατ᾿ εἰκόνα, τὴν θεοειδῆ ψυχήν, νὰ ποθῇ
τὸν Θεὸν ὡς τὸ πρωτότυπόν της. Τοῦτο δὲν εἶναι συμπέρασμα a priori,
ἀλλὰ μιὰ διαπίστωσις κατὰ πάντα a posteriori, διότι ὅλη ἡ πεῖρα τοῦ
άνθρωπίνου γένους μαρτυρεῖ περὶ αὐτῆς τῆς ἰσχυρᾶς καὶ μυστικῆς
νοσταλγίας τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος διὰ τὸ ἄπειρον, διὰ τὴν ἀθα-
νασίαν, διὰ τὴν αἰωνίαν ζωήν, εἴτε εἰς αὐτὸν εἴτε εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.
Ἐὰν στηριχθῶμεν εἰς τὴν κοινὴν πεῖραν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ
συνοψίσωμεν τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ βασικὰ συστατικά του, θὰ εὕρωμεν
ὁπωσδήποτε αὐτὸν τὸν πόθον διὰ τὴν ἀθανασίαν ὡς τὸ βασικώτατον
στοιχεῖον ἐπὶ τοῦ ὁποίου θεμελιοῦται καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ὀντολογικῶς
ἔγκειται ὁ ἄνθρωπος.
Δημιουργῶν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα Του διέχυσε εἰς
τὸ εἶναι του τὸν πόθον τῆς θείας ἀπεραντοσύνης τῆς ζωῆς, τῆς θείας
ἀπεραντοσύνης τῆς γνώσεως, τῆς θείας ἀπεραντοσύνης τῆς τελειό-
τητος. Διὰ τὸν λόγον ἀκριβῶς τοῦτον, ὁ ἀμέτρητος πόθος καὶ ἡ δίψα
τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι δὲν δύναται νὰ ἱκανοποιηθῆ ὁλοκληρωτικῶς μὲ
τίποτε, παρὰ μὲ μόνον τὸν Θεόν. Διακηρύττων τὴν θείαν τελειότητα
ὡς τὸν κύριον σκοπὸν τῆς ἀνθρωπίνής ὑπάρξεως εἰς τὸν κόσμον -
«Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
τέλειός ἐστιν» (Ματθ. 5, 48) - ὁ Σωτὴρ Χριστὸς ἔδωσε δι᾿ αὐτοῦ τὴν
ἀπάντησιν εἰς τὴν βασικήν ἀπαίτησιν καὶ ἀνάγκην τοῦ θεοειδοῦς καὶ
θεονοσταλγικοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι.
Τὸ θεοειδὲς τῆς ἀνθρωπίνής φύσεως ἔχει τὸ ὀντολογικὸν καὶ
τελεολογικὸν νόημά του: Ὀντολογικὸν μέν, διότι εἰς τὸ θεοειδὲς συνί-
σταται, ἐννοεῖται ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι ὡς κάτι τὸ δεδομένον·
τελεολογικὸν δέ, διότι δι᾿ αὐτοῦ ἔχει ὁρισθῆ ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ
ἀνθρώπου ὁ Θεὸς μὲ ὅλας τὰς θείας τελειότητάς Του. Αὐτὸ τὸ θεο-
ειδὲς εἶναι ἡ οὐσία τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι. Ἐπ᾿ αὐτοῦ καὶ
συμφώνως πρὸς αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος θὰ πλάττῃ καὶ θὰ οἰκοδομῇ τὸν

68
ἑαυτόν του εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον. Καὶ ὄντως, εἰς τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώ-
που ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ τὸ πρῶτον, ὁ δὲ ἄνθρωπος τὸ δεύτερον. Μὲ ἄλλα
λόγια ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος ώς δυνάμει θεανθρώπινον ὄν
τὸ ὁποῖον ἔχει χρέος, ὁδηγούμενον ὑπὸ τῆς θεοειδοῦς ψυχῆς του, νὰ
ἐξομοίωσῃ κατὰ πάντα τὸν ἑαυτόν του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοιουτο-
τρόπως νὰ γίνῃ ἐνεργεία θεανθρώπινον ὄν, τ. ἔ. ἓν ὂν εἰς τὸ ὁποῖον ὁ
ἄνθρωπος ἑνώνεται κατὰ τρόπον τέλειον μὲ τὸν Θεὸν καὶ ζῇ μέσα εἰς
τὰς θείας καὶ ἀπείρους τελειότητάς Του. Ἀλλ᾿ ὅμως, ἀντὶ νὰ διαποτίσῃ
μὲ τὸ θεοειδὲς τῆς ψυχῆς του ὅλην τὴν ἐμπειρικὴν ζωήν του ὁ ἄνθρω-
πος, ἀπεχώρισε τὸ πνεῦμα του ἀπὸ κάθε τι θεϊκόν, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο
ἐντός του, καὶ προχώρησεν ἄνευ Θεοῦ εἰς τὰ μυστήρια τοῦ κόσμου
τούτου, δηλαδή προχώρησεν ἄνευ τοῦ φυσικοῦ ὁδηγοῦ του. Καὶ διὰ
τοῦτο συνήντησεν εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν ἀγεφυρώτους ἀβύσσους καὶ
φοβερὰ χάσματα καὶ ρήγματα.
Εἰς τὴν οὐσίαν της ἡ πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου συνίστατο εἰς τὴν
ἐπανάστασιν τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τῆς θεοειδοῦς ὀργανώσεως τοῦ
εἶναι του, διότι ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸν Θεὸν καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ,
καὶ περιώρισε ἑαυτὸν εἰς καθαρὰν ὕλην, εἰς γυμνὸν («ψιλὸν») ἄνθρω-
πον. Μὲ τὴν πρώτην ἐπανάστασίν του ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος
κατώρθωσε νὰ ἐκδιώξῃ ἐν μέρει τὸν Θεὸν ἐξ ἑαυτοῦ, ἐκ τῆς συνειδή-
σεώς του, ἐκ τῆς θελήσεώς του, καὶ νὰ παραμείνῃ εἰς τὴν καθαρῶς
ἀνθρωπίνην φύσιν, εἰς τὸν καθαρὸν «χομινισμόν» του (homo, hominis),
καὶ τοιουτοτρόπως εἰς τὸν καθαρὸν οὑμανισμόν. Horribile dictu, ἀλλ᾿
ὁ οὑμανισμὸς εἶναι ἀκριβῶς τὸ βασικὸν κακόν, τὸ πρωταρχικὸν κακὸν
τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν ὀνόματι τοῦ αὐτονόμου οὑμανισμοῦ ὁ ἄνθρωπος
ἐξεδίωξε τὸν Θεὸν εἰς μίαν ὑπερανθρωπίνην ὑπερβατικότητα καὶ παρέ-
μεινεν ὅλος εἰς ἑαυτὸν μόνος καὶ ἐν ἑαυτῷ μόνον. Παρὰ ταῦτα ὅμως
δὲν κατώρθωσεν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποβάλῃ ἐντελῶς ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του
τοὺς θεοειδεῖς χαρακτῆρας (ἰδιώματα) τοῦ πνεύματός του· οὗτοι παρέ-
μειναν διὰ νὰ ἐμφανίζωνται καὶ εἰς τὸν οὑμανισμόν του ὑπὸ μορφὴν
νοσταλγίας διὰ τὴν ἄπειρον πρόοδον, διὰ τὴν ἄπειρον γνῶσιν, διὰ
τὴν ἄπειρον τελειοποίησιν, διὰ τὴν ἄπειρον ὕπαρξιν. Ἐνσυνειδήτως ἢ
ἀσυνειδήτως, εἰς ὅλους τοὺς ἀγῶνας τοὺς ὁποίους διεξάγει ἐν τῷ οὑμα-
νισμῷ του, ὁ ἄνθρωπος τείνει νὰ ἐπαναφέρῃ εἰς ἑαυτὸν τὸ ἀπολεσθὲν
θεοειδές. Καὶ ἐν μέρει τὸ ἐπιτυγχάνει, τόσον, ὅσον εἶναι ἀναγκαῖον διὰ

69
νὰ αἰσθανθῇ πὼς ὁ ἴδιος μόνος του, μὲ τὴν καθαρῶς ἀνθρωπίνην, τὴν
ἄνευ Θεοῦ (ἀ - θεωμένην) φύσιν του, οὐδέποτε δύναται νὰ διόρθώσῃ
τὸ πνεῦμα του, νὰ ἀποκαταστήσῃ τὸ θεοειδὲς τοῦ εἶναι του. Ὁ ἄνθρω-
πος δι᾿ ὅλων τῶν οὑμανιστικῶν νοσταλγιῶν του οὐσιαστικῶς κραυγά-
ζει διὰ τὸν Θεάνθρωπον.
Διὰ τοῦτο ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἰς αὐτὸν τὸ
κόσμον ἦτο καὶ φυσικὴ καὶ ἔλλογος καὶ ἀναγκαία. Διότι μόνον ὁ
Θεάνθρωπος ἀπαλλάττει ἐντελῶς ἀπὸ ὅλα τὰ βάσανα τὸ ἀνθρώπινον
πνεῦμα, τὸ ἀσθενῆσαν καὶ ἀθεωθὲν ὑπὸ τοῦ οὑμανισμοῦ. Μόνος Αὐτὸς
ἱκανοποιεῖ κάθε δίψαν τοῦ θεοειδοῦς ἀνθρωπίνου εἶναι, καὶ τὴν δίψαν
διὰ τὴν ἄπειρον ζωήν καὶ τὴν δίψαν διὰ τὴν ἄπειρον δικαιοσύνην καὶ
τὴν δίψαν διὰ τὴν ἄπειρον ἀλήθειαν καὶ τὴν δίψαν διὰ τὸ ἄπειρον ἀγα-
θόν, καὶ τὴν δίψαν δι᾿ ὅλας τὰς γενικῶς θείας ἀπεραντοσύνας.
Αἱ οὐσιαστικώτεραι ὀντολογικαὶ ἀπαιτήσεις καὶ ἀνάγκαι τοῦ
ἀνθρωπίνου εἶναι ἔχουν ἱκανοποιηθῆ ἅπαξ διὰ παντὸς εἰς τὸ Πρόσωπον
τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Διότι εἰς ὅλας τὰς ἀπαιτήσεις καὶ ἀνάγκας
τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, τὰς ἀφορώσας εἰς τὸν ὑπὲρ τὸν ἄνθρωπον
κόσμον, ὁ Θεάνθρωπος ἀπαντᾷ ὡς Θεὸς κατὰ τρόπον ἀνθρώπινον, ἐνῷ
εἰς ὅλας τὰς ἀπαιτήσεις καὶ ἀνάγκας τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, τὰς
ἀφορώσας εἰς τὸν περὶ τὸν ἄνθρωπον καὶ ὑπὸ τὸν ἄνθρωπον κόσμον,
ὁ Ἴδιος ἀπαντᾷ ὡς ἄνθρωπος κατὰ τρόπον θεῖον. Τὰς θεανθρωπίνας
δυνατότητας αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, καὶ αἱ
ὁποῖαι ἦσαν ὑποδουλωμέναι εἰς τὴν τυραννίαν τοῦ θεαμάχου οὑμα-
νισμοῦ, ὁ Θεάνθρωπος τὰς ἀπελευθερώνει καὶ τὰς καθιστᾷ ἱκανὰς
νὰ ἐνεργοποιηθοῦν καὶ νὰ πραγματοποιηθοῦν εἰς ὅλην τὴν ἀθάνατον
πληρότητά των. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖται ὑπὸ τοῦ
Θεανθρώπου, κανονίζει πάντα τὰ καθ᾿ ἑαυτὸν διὰ τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς
αὐτὸν τὸν αἰνιγματώδη κόσμον ζῇ διὰ τοῦ Θεοῦ. Φθάνει οὕτως εἰς τὴν
ἰδανικὴν τελειότητα καὶ ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος τὴν πλέον τελείαν σύνθεσιν
τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου, τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ὑλικοῦ, τοῦ
ἐνταῦθα καὶ τοῦ ἐπέκεινα.
Ἡ φανέρωσις τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον τῶν
ἀνθρωπίνων πραγματικοτήτων δὲν ἀποτελεῖ κάτι τὸ ἀπροσδόκητον
διὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, οὔτε ἀπὸ ὀντολογικῆς οὔτε ἀπὸ ψυχολο-
γικῆς οὔτε ἀπὸ ἱστορικῆς ἀπόψεως. Τοὐναντίον, ἡ ἑμφάνισις αὕτη ἔχει

70
ἱκανοποιήσει τοὺς βασικοὺς πόθους καὶ τὰς οὐσιώδεις ἀνάγκας τοῦ
ἀνθρωπίνου εἶναι, τὰς δίψας καὶ ἀνάγκας διὰ τὴν θείαν τελειότητα καὶ
διὰ τὴν αἰωνίαν ζωήν. Ὁ Θεάνθρωπος δὲν εἶναι κάτι τὸ μὴ φυσικὸν
καὶ μὴ ἀναγκαῖον εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τοὐναντίον εἶναι ὁ πάντων
ἀναγκαιότερος, εἶναι τόσον ἀναγκαῖος, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ παναληθὴς Θεὸς
καὶ Κύριος Ἰησοῦς νὰ δηλώσῃ ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ «ἕν, οὗ ἐστι χρεία»
(Λουκ. 10, 42). Διατί; Διότι Αὐτὸς ἔλυσε τὸ πρόβλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ
ἀνθρώπου κατὰ τρόπον τελειότατον, φυσικώτατον, λογικώτατον καὶ
τελεολογικώτατον. Πῶς; Φανερώνων ἐν Ἑαυτῷ εἰς ἡμᾶς κατὰ τρόπον
πραγματικώτατον, σωματικῶς πραγματικόν, τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι
ἡ ἀπόλυτος Ἀλήθεια, τὸ ἀπόλυτον Ἀγαθόν, ἡ ἀπόλυτος Δικαιοσύνη,
ἡ ἀπόλυτος Ἀγάπη, ἡ ἀπόλυτος Σοφία, ἐν τῇ τελείᾳ ἑνώσει μετὰ τοῦ
ἀνθρώπου, καὶ φανερώνων ταυτοχρόνως ἐν Ἑαυτῷ εἰς ἡμᾶς καὶ τὸν
ἄνθρωπον ἐν τῇ ἀναμαρτησίᾳ, τῇ ἀθανασίᾳ καὶ τῇ τελειότητί του.
Ὁ Θεάνθρωπος ἐξ ἴσου πραγματικῶς ἔδειξε καὶ τὸν Θεὸν ἐν τῇ
τελειότητί Του καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐν τῇ τελειότητί του. Ὅταν ἐξετά-
σωμεν ἀμερολήπτως τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, πρέπει νὰ
ὁμολογήσωμεν ὅτι εἰς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων δὲν ὑπάρχει καλύτερος
ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν. Τοῦτο δὲ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει καλύ-
τερος Θεὸς ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν. Διότι ὁ Ἰησοῦς μόνον ὡς Θεάνθρωπος
ἦτο καὶ εἶναι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος, δηλ. άνθρωπος ἄνευ ἁμαρτίας,
ἄνευ τοῦ κακοῦ. Καὶ μόνον ὡς τοιοῦτος, δηλ. ὡς Μόνος Ἀναμάρτητος,
ἠδύνατο ὁ Χριστὸς νὰ ἐρωτήσῃ ἀφόβως τοὺς μεγαλυτέρους ἐχθρούς
Του: «Τίς ἐξ ὑμῶν ελέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάνν. 8, 46). Καὶ οὐδεὶς
ἐξ αὐτῶν ἠδυνήθη νὰ ἀποδείξῃ οἱανδήποτε ἁμαρτίαν εἰς Αὐτόν. Ὁ
ἄνθρωπος λοιπὸν ἄνευ ἁμαρτίας εἶναι ταυτοχρόνως καὶ ὁ ἰδανικώτα-
τος καὶ ὁ πραγματικώτατος ἄνθρωπος, διότι μόνον ὡς τοιοῦτος εἶναι
ἀληθῶς τέλειος, ἀθάνατος καὶ αἰώνιος.
Διὰ τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου εἰσῆλθεν εἰς τὴν άνθρω-
πίνην φύσιν ἡ ὑπερτελεία Θεία Σοφία, ἡ ὑπερτελεία Θεία Λογική, ὁ
ὑπερτέλειος Θείος Νοῦς. «Ό Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰωάνν. 1,14), τοῦτο
σημαίνει: Πᾶσαι αἱ ὑπερβατικαὶ θεῖαι ἀξίαι εἰσέδυσαν καὶ ἡνώθησαν
ἐσωτερικῶς (ἔγιναν immanent) μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, διότι εἶναι
συγγενεῖς πρὸς τὴν οὐσίαν τῆς θιεοειδοῦς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Ὅλαι
αὐταὶ αἱ θεῖαι ἀξίαι, σαρκωθεῖσαι εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἑνώνονται τελικῶς

71
εἰς μίαν ὑπέρμετρον καὶ ἀνυπέρβλητον ἀξίαν, εἰς τὸν Θεάνθρωπον
Χριστόν. Διὰ τοῦτο ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ πρώτη, ἡ μεγίστη, ἡ βασι-
κωτάτη καὶ ἡ ἐσχάτη ἀξία εἰς τὸν ἀνθρώπινον κόσμον. Διότι τίποτε δὲν
εἶναι περισσότερον ἀνθρώπινον ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος
προσωποποιεῖ ἐν Ἑαυτῷ τὴν πλέον ἰδανικὴν τελειότητα παντὸς τοῦ
ἀληθοῦς ἀνθρωπίνου. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὡς Θεάνθρωπος Αὐτὸς
εἶναι ἡ τελειότατη σύνθεσις τοῦ θείου καὶ τοῦ ανθρωπίνου, τοῦ ἐδῶ καὶ
τοῦ ἐπέκεινα, τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ ὑπερφυσικοῦ, τοῦ ἐνδοκοσμικοῦ καὶ
τοῦ μεταφυσικοῦ, τοῦ πραγματικοῦ καὶ τοῦ ἰδανικοῦ. Ἐν Αὐτῷ ὡς ἐν τῷ
Θεανθρώπῳ ἐπραγματοποιήθη κατὰ τρόπον πραγματικώτατον καὶ διε-
φυλάχθη ἡ ἰσορροπία μεταξὺ τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου, διεσώθη
δὲ ταυτοχρόνως ἡ αὐτονομία καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου καὶ τοῦ θείου.
Ἐν τῷ Θεανθρωπίνῳ Προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ ἐπραγματοποιήθη ἡ
ριζικωτάτη καὶ λογικωτάτη καὶ πληρέστατη ἑνότης τῆς ἐδῶ ζωῆς καὶ
τῆς ἐπέκεινα καὶ ἐν ταὐτῷ ἡ ἑνότης τῆς ἐδῶ γνώσεως καὶ τῆς ἐπέκεινα,
καὶ ἡ ἑνότης τῆς ἀνθρωπίνης αἰσθήσεως καὶ τῆς θείας. Τοῦτο δὲ σημαί-
νει ὅτι καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ σκέψις καὶ ἡ αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου ἔχουν γεφυ-
ρώσει τὴν ἄβυσσον ποὺ χαίνει μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ,
μεταξὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ἐκείνου. Διὰ τοῦτο ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος
αἰσθάνεται ζωηρῶς τὴν ἑνότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου μὲ τὸν ἄλλον, τοῦ
Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπον, τοῦ ἐνδοκοσμικοῦ μὲ τὸ ὑπερβατικόν, τοῦ
φυσικοῦ μὲ τὸ ὑπερφυσικόν. Αἰσθάνεται ἐντόνως καὶ ἀντιλαμβάνεται
καθαρῶς ὅτι ἐντός του ἐπραγματοποιήθη ἡ μετάβασις ἀπὸ τοῦ θνητοῦ
εἰς τὸ ἀθάνατον, ἀπὸ τοῦ προσκαίρου εἰς τὸ αἰώνιον. Αὐτὴ ἡ αἴσθησις
τῆς αἰωνίου ζωῆς καθιστᾷ δυνατὴν καὶ ἐξασφαλίζει διὰ τὸν ἐν Χριστῷ
ἄνθρωπον καὶ τὴν αἰωνιότητα τῶν σκέψεων καὶ τὴν ἀθανασίαν τῶν
αἰσθήσεων.
Ἀλλὰ μολονότι ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος διευρύνεται κατ᾿ αὐτὸν
τὸν τρόπον, διαστέλλεται, βαθύνεται μέχρι τοῦ θείου ἀπείρου, δὲν
χάνει ὅμως τὴν ἀνθρωπίνην ὀντότητά του, τὴν προσωπικότητά του,
τοὺς χαρακτῆρας του, ἀλλὰ παραμένει ἄνθρωπος· ἄνθρωπος ὅμως
τέλειος, θεανθρωποποιηθείς. Ἐν τῷ Θεανθρώπω Χριστῷ διὰ πρώτην
φορὰν ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώθη εἰς τὴν κορυφὴν τῆς τελειότητος, εἰς τὴν
ὑπεράνω ὅλων τῶν κορυφῶν κορυφήν. Διότι οὐδεὶς ἄλλος ἐδόξασε
τόσον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, τὸν ἄνθρωπον, ὅσον ὁ Θεάνθρωπος. Ἐν

72
τῷ Θεανδρικῷ Προσώπῳ Αὐτοῦ ἐδόθη εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ μεγίστη
δυνατὴ δικαιοσύνη. Δὲν ὑπετιμήθη εἰς τίποτε ὁ ἄνθρωπος ἐν σχέσει
πρὸς τὸν Θεόν, οὔτε πάλιν ὁ Θεὸς ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἄνθρωπον. Ὁ
ἄνθρωπος ἐμεγαλύνθη, ἀνυψώθη καὶ ἐδοξάσθη ἀπείρως, ἐδοξάσθη
ὅμως διὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀναμφιβόλως, τὸ πρόβλημα τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ἕνα
ἀπὸ τὰ πλέον δύσκολα καὶ πλέον βασανιστικὰ προβλήματα διὰ τὶν
ἀνθρωπίνην συνείδησιν. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ πρόβλημα ἐλύθη τελικῶς καὶ
ἀποτελεσματικῶς μόνον ἐν τῷ Προσώπῳ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Καὶ ἐλύθη οὐχὶ διὰ λόγων, οὐχὶ θεωρητικῶς ἢ διαλεκτικῶς, ἀλλ᾿ οὐσια-
στικῶς, πραγματικῶς, θεανθρωπίνως. Διότι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς εἰς
ὅλην τὴν ζωήν Του ἐφανερώθη ὡς ἡ ἐνσάρκωσις, ὡς ἡ ἐνανθρώπησις
τοῦ ἀπείρου, τοῦ ὑπερτελείου καὶ ἀπολύτου Ἀγαθοῦ. Οὔτε ὁ πλέον διο-
ρατικὸς ὀφθαλμὸς θὰ ἠδύνατο νὰ εὕρῃ τὸ ἐλάχιστον κακὸν ἐν Αὐτῷ,
διότι Αὐτὸς «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι
αὐτοῦ» (1 Πέτρ. 2, 22).
Ἡ ἀνθρωπίνη γνῶσις ἔχουσα ἐνώπιόν της, ἐν τῷ Προσώπῳ τοῦ
Θεανθρώπου Χριστοῦ, τὸ ἀπόλυτον θεῖον Ἀγαθὸν εἰς τὰ ὅρια τῆς
ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως γνωρίζει διὰ πρώτην φορὰν δι᾿ Αὐτοῦ, ὅπως
καὶ ἡ ἀνθρωπίνη καρδία αἰσθάνεται πάλιν δι᾿ Αὐτοῦ καὶ κατὰ τρόπον
συγκεκριμένον, τί εἶναι τὸ ἀγαθὸν καὶ τί τὸ κακόν. Τὸ ἀγαθόν, τὸ αἰώ-
νιον ἀγαθόν, εἶναι πᾶν ὅ,τι ὁ Χριστὸς εἶναι εἰς τὴν θεανθρωπίνην πραγ-
ματικότητά Του, πᾶν δηλ. τὸ θεανθρώπινον. Ὡς Μόνος ἀναμάρτητος
καὶ παντοδύναμος, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔδωσε τὰς θείας ἐνεργείας
τῆς χάριτος εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν διὰ νὰ δυνηθῇ αὕτη νὰ αὐξάνῃ
μέχρι τελειότητος εἰς τὸ θεῖον ἀγαθὸν καὶ νὰ νικήσῃ τελείως τήν ἁμαρ-
τίαν καὶ τὸ κακόν. Διὰ τοῦτο ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς εἶναι ἡ μεγίστη ἀξία
εἰς ὅλους τοὺς κόσμους εἰς τοὺς ὁποίους κινεῖται ἀνθρωπίνη σκέψις καὶ
αἴσθησις.
Δι᾿ ὅλης τῆς ἱστορίας του ὁ ἄνθρωπος ἐμφανίζεται ὡς ἓν ἰδιαίτε-
ρον εἶδος ὄντος, ἐπειδὴ ἀκαμάτως ἀναζητεῖ τὴν θεμελιώδη καὶ κυρίαν
ἀλήθειαν, ἐκείνην ἐπὶ τῆς ὁποίας στηρίζονται καὶ διὰ τὴν ὁποίαν ὑπάρ-
χουν ὅλοι οἱ κόσμοι. Τὸ πρόβλημα τῆς ἀληθείας προσεπάθει νὰ λύσῃ
ὁ ἄνθρωπος μυθολογικῶς καὶ φιλοσοφικῶς καὶ θεϊστικῶς καὶ πνευμα-
τιστικῶς καὶ ὑλιστικῶς. Ὅμως δὲν τὸ ἔλυσε τὸ πιρόβλημα τοῦτο, διότι

73
προσεπάθει νὰ τὸ λύσῃ μὲ τὰς κατηγορίας τοῦ καθαροῦ, τοῦ αὐτονό-
μου καὶ ἀθέου οὑμανισμοῦ. Μόνον εἰς τό θαυμαστὸν Πρόσωπον τοῦ
Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπεκαλύφθη ἡ ὅλη αἰωνία Ἀλήθεια, χωρὶς καμ-
μίαν ἔλλειψιν. Καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ἀληθείας ἐλύθη μὲ τὴν ἐμφάνισιν
τῆς ἀπολύτου Θείας Ἀληθείας εἰς τὰ ὅρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Διὰ
τοῦτο ἐκ τοῦ στόματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ προῆλθεν ἡ πλέον
θαρραλέα δήλωσις τὴν ὁποίαν ἠδυνήθη ποτὲ νὰ δώσῃ ἓν ἀνθρώπινον
ὄν, ἡ δήλωσις: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀλήθεια» (Ἰωὰνν. 14, 6). Τοῦτο δὲ σηιμαίνει
ὅτι ὁ θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια ὡς πρόσωπον εἰς ὅλην τὴν
θεανδρικὴν αὐτοῦ πληρότητα καὶ πραγματικότητα.
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἰδιαιτέρως καθιστᾷ τὸν Θεάνθρωπον
Χριστὸν ἀξίαν ὑπὲρ ὅλας τὰς ἀξίας εἶναι ὅτι Αὐτὸς πρῶτος καὶ μόνος
ἔλυσε ἐντελῶς καὶ ἀποτελεσματικῶς τὸ πρόβλημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ
θανάτου, καὶ τὸ ἔλυσε πραγματικῶς, φανερώσας ἐν τῷ Θεανθρωπίνῳ
Προσώπῳ Αὐτοῦ τὴν ἐνσαρκωθεῖσαν, τὴν ἐνανθρωπήσασαν ἀθανασίαν
καὶ αἰωνίαν ζωήν. Τοῦτο δὲ ἰδίως ἔδειξε καὶ ἀπέδειξε διὰ τῆς ἐκ νεκρῶν
Ἀναστάσεώς Του καὶ διὰ τῆς Ἀναλήψεώς Του εἰς τὴν αἰώνιον ζωὴν τῆς
Θεότητος. Καὶ γενικῶς, ὅλη ἡ θεανθρωπίνη ζωή τοῦ Χριστοῦ πρὸ καὶ
μετὰ τὴν Ἀνάστασιν εἶναι μία πασιφανὴς ἀπόδειξις ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ
προσωποποίησις τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς, καὶ ἑπομένως
ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ θανάτου. Διὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του ἐξησφάλισε διὰ
παντὸς εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τὴν νίκην ἐπὶ τοῦ θανάτου, διὰ δὲ
τῆς Ἀναλήψεώς Του τὴν ἀθάνατον ζωὴν ἐν τῇ αἰωνιότητι τῆς Τρισηλίου
Θεότητος. Διὰ τοῦτο Αὐτὸς μόνος ἐν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων εἶχε τὸ
δικαίωμα νὰ εἰπῇ δι῾ Ἑαυτόν: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάνν.
11, 25). Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωὴ μὲ τὴν Θεανθρωπίνην
Προσωπικότητά Του, διότι εἶναι ἀναμάρτητος. Ὅπου δὲν υπάρχει
ἁμαρτία, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει καὶ θάνατος, διότι μόνον ἡ ἁμαρτία δημι-
ουργεῖ τὸν θάνατον. Καὶ ὅπως ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μόνη δημιουργὸς τοῦ
θανάτου, οὕτω καὶ ἡ ἀναμαρτησία, ἡ τελεία δηλ. ἁγιότης, εἶναι ἡ μόνη
δημιουργὸς τῆς ἀθανασίας.
Εἰς τὴν ἀνθρωπίνην συνείδησιν συναντῶνται τὸ μυστήριον τοῦ
κόσμου καὶ τὸ μυστήριον τοῦ ἀνθρώπου. Ἀδιαφανὲς σκότος καλύπτει
ὅλην τὴν κτίσιν καὶ ἡ ἀνθρωπίνη σκέψις δὲν δύναται κατ᾿ οὐδένα τρό-
πον νὰ εἰσδύσῃ εἰς τὸ βασικὸν νόημα αὐτῆς, νὰ ἐννοήσῃ διατί ὑπάρχει

74
ὁ κόσμος κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ ὑπὸ τοιαύτην μορφήν. Μόνον
φωτισμένος μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὁ κόσμος μᾶς ἀνοίγει
τὸν ἀνθὸν τοῦ εἶναι του καὶ μέσα εἰς αὐτὸν καὶ τὸ ἀληθὲς νόημα καὶ
τὴν ἀξίαν του. Διὰ τοῦτο ὁ Σωτὴρ εἶπε δι᾿ Ἑαυτόν: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς
τοῦ κόσμου» (Ἰωάνν. 8, 12. 9, 5). Ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ καὶ ἐν τῷ
φωτί Του ὁ ἄνθρωπος διά πρώτην φορὰν ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμούς, εἶδε
τὸ φῶς καὶ κατενόησε τὸ ἀληθὲς νόημα τοῦ κόσμου.
Κάποια θεία σοφία καὶ τελεολογία εἶναι διάχυτος εἰς ὅλην τὴν
κτίσιν. Εἶναι διάχυτος ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ αἰωνίου Θεοῦ
Λόγου, καὶ διὰ τοῦτο ἐλέχθη εἰς τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον: «Πᾶν ὃ γέγονε,
δι᾿ Αὐτοῦ ἐγένετο» (Ἰωάνν. 1,3). Αὐτὴ ἡ λογικότης (logisnost) καὶ ἡ
σοφία ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ κτίσει καθίσταται καταφανὴς
μόνον ἐν τῷ φωτὶ τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς
(λόγος), μόνον ὅταν φωτισθῇ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ
δύναται νὰ συλλαβῃ τὸ θεῖον-ἔλλογον (logosni) νόημα τῆς κτίσεως,
δηλαδὴ τὸ ἐν τῇ κτίσει νόημα τοῦ Θείου Λόγου, καὶ νὰ πεισθῇ τοιουτο-
τρόπως ὡς πρὸς τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου, τὰ πάντα διὰ
τοῦ Χριστοῦ καὶ εἰς Αὐτὸν ἔκτισται (Κολ. 1, 16). Τοῦτο σημαίνει ὅτι τὸ
νόημα παντὸς κτίσματος κεχωρισμένως καὶ ὅλων τῶν κτισμάτων ὁμοῦ
εἶναι τὸ νὰ πραγματοποιήσουν ἐν ἑαυτοῖς τὴν ἀλήθειαν καὶ δικαιοσύ-
νην τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μέχρι τῶν ἐσχάτων δυνατοτήτων των. Ὁ
οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ δὲν θὰ παρέλθουν, ἕως ἂν πληρωθῇ ἐπ᾿ αὐτῶν ὅλος ὁ
νόμος τοῦ Θεοῦ Λόγου (πρβλ. Ματθ. 5,18). Ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ
ἤρχισεν ἡ ἐξυγίανσις, ἡ ἀνακαίνισις, ἡ ἀποκατάστασις (reintegratio)
τῆς κτίσεως, ἡ ὁποία εἶχεν ἀσθενήσει καὶ εἶχε μεταβληθῆ εἰς χάος λόγῳ
τῆς παρουσίας καὶ ένεργείας τῆς ἀνθρωπίνης ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ
(πρβλ. Ρωμ. 8, 19 - 23).

Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ὡς Θεανθρώπινον Πρόσωπον εἶναι ἡ ὑψί-


στη ἀξία, Αὐτὸς (ὡς τοιοῦτον πρόσωπον) εἶναι ταυτοχρόνως καὶ τὸ
ὕψιστον κριτήριον ὅλων τῶν ἀληθινῶν ἀξιῶν. Εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον
οὐδὲν ὄν, μικρότερον τοῦ Θεανθρώπου, δύναται νὰ εἶναι ἀληθινὸν
μέτρον τῶν ἀξιῶν, διότι ἡ μεγίστη ἀξία εἶναι ἀκριβῶς τὸ Πρόσωπον τοῦ

75
Θεανθρώπου. Τὸ μέτρον δὲν δύναται νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, διότι εἶναι
μία ἀξία πολὺ κατωτέρα τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ Θεάνθρωπος ἀποτελεῖ
τὸ καλύτερον κριτήριον παντὸς τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου καὶ εἰς
αὐτὸν τὸν κόσμον καὶ εἰς τὸν ἄλλον, ἐπειδὴ εἶναι ἡ μεγίστη ἀξία. Ἡ
ἱστορία αὐτοῦ τοῦ πλανήτου δὲν γνωρίζει καλύτερον Θεὸν ἀπὸ τὸν
Χριστόν, οὔτε καλύτερον ἄνθρωπον άπὸ τὸν Χριστόν. Ὁ Θεάνθρωπος
ἀπεκάλυψε ταυτοχρόνως καὶ τελείως καὶ τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον.
Διὰ τοῦτο δὲν ὑπάρχει Θεὸς ἄνευ τοῦ Θεανθρώπου, οὔτε ὑπάρχει
ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ Θεανθρώπου.
«Τί ἐστιν ἀλήθεια;» ἠρώτησεν ὁ Πιλᾶτος τὴν ἐνσαρκωμένην
Ἀλήθειαν καὶ ἤθελε νὰ ἀκούσῃ μὲ τὰ ὦτα ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν εἶδε
μὲ τοὺς ὀφθαλμούς, ὡσὰν ἦτο μία καὶ ἡ αὐτὴ ψυχή, ἡ ὁποία καί διὰ
τῶν ὤτων ἤκουε καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ἔβλεπεν. Οὐσιαστικῶς ὁ
Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὄχι ὡς λέξις οὔτε ὡς διδασκαλία
οὔτε ὡς συγκεκριμένη ἐνέργεια, ἀλλ᾿ ὡς ὑπερτελεία καὶ αἰωνίως ζῶσα
Θεανθρωπίνη Ὑπόστασις. Μόνον ὡς Θεανδρικὴ Προσωπικότης Αὐτὸς
εἶναι καὶ τὸ μέτρον τῆς Ἀληθείας. Διὰ τοῦτο ὁ Θεάνθρωπος εἶπε δι᾿
Ἑαυτὸν οὐχὶ μόνον τὸ «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀλήθεια», ἀλλὰ καὶ τὸ «Ἐγώ εἰμι ἡ
Ὁδός» (Ἰωάνν. 14, 6), δηλ. ἡ ὁδὸς πρὸς αὐτήν ταύτην τὴν Ἀλήθειαν,
ἤτοι τὸ μέτρον αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀληθείας, ἡ οὐσία αὐτῆς ταύτης τῆς
Ἀληθείας. Τὸ μέτρον τῆς Ἀληθείας εἶναι ἡ ἰδία ἡ Αλήθεια, ἡ δὲ Ἀλήθεια
εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ὅθεν πᾶν ὅ,τι δὲν εἶναι ἐξ Αὐτοῦ δὲν
εἶναι ἐκ τῆς Ἀληθείας. Ἐκτὸς τῆς Θεανθρωπίνης Προσωπικότητός Του
ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἀνύπαρκτος ὀντολογικῶς.
Εἰς τὸν Χριστιανισμὸν ἡ Ἀλήθεια δὲν εἶναι μία φιλοσοφικὴ ἔννοια
οὔτε μία θεωρία οὔτε μία διδασκαλία οὔτε ἕνα σύστημα διδασκαλιῶν,
ἀλλ᾿ εἶναι ἡ ζῶσα Θεανθρωπίνη Ὑπόστασις - ὁ ἱστορικὸς Ἰησοῦς
Χριστὸς (Ἰωάνν. 14, 6) . Πρὸ τοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι μόνον προείκα-
ζον τὴν Ἀλήθειαν, δὲν τὴν εἶχον ὅμως. Μὲ τὸν Χριστὸν ὡς τὸν σεσαρ-
κωμένον Θεὸν Λόγον, ἡ αἰωνία Θεία Ἀλήθεια εἰσέρχεται ὁλόκληρος εἰς
αὐτὸν τὸν κόσμον. Διὸ καὶ ἐλέχθη εἰς τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον: «Ἡ Ἀλήθεια
διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάνν. 1, 17).
Τί εἶναι ἡ ζωή, ἡ γνησία, ἡ ἀληθὴς ζωή, καὶ ποῖον εἶναι τὸ μέτρον
τῆς ζωῆς; Τὸ Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Χρίστοῦ. Τὸ Πρόσωπον
πάλιν καὶ οὐχὶ ἡ διδασκαλία Του, χωρισμένη ἀπὸ τὸ θαυματουργὸν καὶ

76
ζωοποιὸν Πρόσωπόν Του. Οὐδεὶς ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἐτόλμησε ποτὲ
νὰ εἴπῃ· ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή, διότι πάντες εἶναι θνητοί. Ὁ Θεάνθρωπος
ὅμως εἶπεν: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ζωή» (Ἰωάνν. 14, 6) . Καὶ δικαίως, διότι μὲ τὴν
Ἀνάστασίν Του ἐνίκησε τὸν θάνατον καὶ ἔδειξεν Ἑαυτὸν ζῶντα αἰωνίως
διὰ τῆς Ἀναλήψεώς Του καὶ τῆς ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς καθέδρας. Διὰ
τοῦτο ὁ Θεάνθρωπος εἶναι καὶ ἡ Ζωὴ καὶ τὸ μέτρον τῆς Ζωῆς. Πᾶν ὅ,τι
δὲν εἶναι ἐξ Αὐτοῦ εἶναι θνητόν. Ἐν Αὐτῷ ἡ ζωὴ εὑρίσκει τὸ ἔλλογον
αὐτῆς (logosnost) καὶ τὴν λογικότητά της, διότι εὑρίσκει τὴν θείαν
αἰωνιότητά της. Ὡς αἰώνιος Θεὸς Λόγος Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ παν-
ζωὴ (svezivot) (πρβλ. Ἰωάνν. 1,4), διότι ἡ ζωὴ δι᾿ Αὐτοῦ μόνον εἶναι
ζωή. Ὅπου δὲν εἶναι Αὐτός, ἐκεῖ ἡ ζωὴ μεταβάλλεται εἰς θάνατον, διότι
Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ὁ ὁποῖος καθιστᾷ τὴν ζωὴν ὄντως ζωήν. Ἡ ἀποστα-
σία ἀπὸ Αὐτὸν ὅστις εἶναι ἡ Ζωή, τελειώνει πάντοτε εἰς τὴν θνητότητα
καὶ τὸν θάνατον. Διὰ τοῦτο μόνον ἐν Αὐτῷ, ὡς τῷ Λόγῳ καὶ τῇ Λογικῇ
τῆς ζωῆς, εὑρίσκεται ἡ μόνη δυνατὴ λογικὴ δικαίωσις τῆς ἀνθρωπίνης
ζωῆς εἰς τὴν κατηγορίαν τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου.
Ἡ αἰωνία ζωὴ τρέφεται καὶ διατηρεῖται διὰ τοῦ αἰωνίου ἀγαθοῦ,
τῆς αἰωνίας δικαιοσύνης, τῆς αἰωνίας ἀληθείας, τῆς αἰωνίας σοφίας
καὶ τοῦ αἰωνίου φωτός. Καὶ ὅταν ὁ Σωτὴρ ἐκήρυξεν, «Ἐγώ εἰμι ἡ Ζωή»,
μὲ τοῦτο ἐκήρυττε περὶ τοῦ Ἑαυτοῦ Του καὶ τὰ ἑξῆς: Ἐγώ εἰμι τὸ
Ἀγαθόν, ἐγώ εἰμι ἡ Δικαιοσύνη, ἐγώ εἰμι ἡ Ἀληθεία, ἐγώ εἰμι ἡ Σοφία,
ἐγώ εἰμι τὸ Φῶς. Ἐφ᾿ ὅσον λοιπὸν Αὐτὸς εἶναι ὅλα αὐτὰ συγχρόνως,
ὁ Ἴδιος εἶναι καὶ τὸ ὕψιστον μέτρον ὅλων τούτων. Μὲ τὴν ὑπερτελείαν
Προσωπικότητά Του ὁ ἀναμάρτητος Θεάνθρωπος ἀποτελεῖ ἐν τῷ γένει
τῶν ἀνθρώπων τὸ μόνον ἀλάθητον κριτήριον καὶ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ
ἀγαθοῦ καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς σοφίας καὶ τοῦ
φωτός. Ἑπομένως ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ ὑψίστη καὶ τελειοτάτη ἀξία, ἡ
μόνη αἰωνία ἀξία, καὶ μὲ αὐτὸ καὶ δι᾿ αὐτὸ τὸ ὕψιστον καὶ τελειότατον
κριτήριον, τὸ μόνον αἰώνιον κριτήριον τῆς ἀληθείας, τῆς ζωῆς, τῆς
δικαιοσύνης, τοῦ φωτός, τῆς ἀγαθότητος, τῆς σοφίας.

Ὅλην τὴν διδασκαλίαν καὶ τὸ ἔργον Του ὁ Χριστὸς συγκεφαλαι-


ώνει εἰς τὸ Θεανθρώπινον Πρόσωπόν Του καὶ τὰ ἑρμηνεύει δι᾿ Αὐτοῦ.
Διὰ τοῦτο ἡ Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἅπαν

77
τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸ συγκεφαλαιώνει εἰς τὸ Πρόσωπον τὸ ζωοποιὸν
τοῦ Θεανθρώ­που Χριστοῦ, καὶ διδασκαλίαν καὶ ἀλήθειαν καὶ δικαι-
οσύνην καὶ τὸ ἀγαθὸν καὶ τὴν ζωήν. Τὸ Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου
Χρίστοῦ εἶναι ἡ μεγίστη ἀξία της καὶ ὁ μέγιστος θησαυρός της. Πάσας
τὰς ἄλλας ἀξίας, ὡς ἡλιακὰς ἀκτῖνας, δέχεται ἡ Ἐκκλησία ἐκ τοῦ μονα-
δικοῦ Ἡλίου, τοῦ Χριστοῦ.
Δὲν πρέπει νά πλανώμεθα. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι Χριστιανισμὸς
διὰ τοῦ Θεανθρώπου καὶ μόνον· εἰς αὐτὸ ἒγκειται ἡ ἐξαιρετικὴ σημα-
σία, ἡ ἀξία καὶ δύναμίς του. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἀφῆκε τὸν Ἑαυτόν
Του, τὴν Θεανδρικὴν Προσωπικότητά Του ὡς τὴν Ἐκκλησίαν. Διὰ
τοῦτο ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία μόνον διὰ τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἐν
τῷ Θεανθρώπῳ. Τὰ πάντα εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην συγκεντρώνονται
εἰς μίαν κολοσσιαίαν καὶ περιεκτικωτάτην ἀλήθειαν, ὁ Θεάνθρωπος
εἶναι και ἡ οὐσία καὶ ὁ σκοπὸς καὶ ἡ ἔννοια καὶ ἡ ἀπόλυτος ἀξία τῆς
Ἐκκλησίας. Αὐτὸς εἶναι ἡ ψυχὴ αὐτῆς, ἡ καρδία καὶ ἡ ζωή της. Αὐτὸς
εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἐν ὅλῳ τῷ θεανθρωπίνῳ πληρώματί της. Διότι ἡ
Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἄλλο, εἰ μὴ ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς παρατεινόμενος
εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας: «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας
ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20. Πρβλ. Ἐφ. 1, 21 - 23).
Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι κεφαλὴ τοῆ σώματος τῆς Ἐκκλησίας (Εολ.
1, 18. Ἐφ. 1, 22. 5, 23), ἡ μόνη κεφαλή. Ὡς τοιοῦτος εἶναι καὶ ὁ σωτὴρ
τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. 5, 23), ὁ μόνος σωτήρ. Δι᾿ Αὐτοῦ,
τοῦ μόνου, μοναδικοῦ καὶ ἀδιαιρέτου Θεανθρώπου, ἡ Ἐκκλησία εἶναι
πάντοτε μία, μοναδικὴ καὶ ἀδιαίρετος. Διότι Αὐτὸς ὡς Θεάνθρωπος
συγκρατεῖ ὅλον τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἰς μίαν ἀδιαίρετον ἑνότη-
τα χάριτος, ἀληθείας καὶ ζωῆς. Δι᾿ Αὐτοῦ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
αὐξάνει καὶ λαμβάνει ὅλας τὰς διαστάσεις τῆς θείας ζωῆς: Αὐξάνει τὴν
αὔξησιν τοῦ Θεοῦ εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ θεανθρωπίνου πληρώματος
τοῦ Χρίστου, διότι τὰ πάντα δι᾿ Αὐτοῦ καὶ εἰς Αὐτὸν ἔκτισται (Ἐφ.
4, 15 -16, 13. Εολ. 1, 10, 16). Μὲ τὴν δύναμιν τῆς χάριτός Του Αὐτὸς
ὁδηγεῖ μυστικῶς («μυστηριακῶς») πάντα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἰς
τὴν θεανθρωποποίησιν, διότι τὸ νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ πάντες διὰ τῆς θεανθρωπίνης
πίστεως εἰς τὸ μέτρον τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ νὰ θεαν-
θρωποποιηθοῦν (Έφ. 4, 13).

78
Διὰ πάντα ταῦτα ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἀποστόλων της καὶ
τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁμολογητῶν καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ
τῶν πιστῶν της ἀδιστάκτως ὡμολόγει καὶ ὑπερήσπιζε περισσότερον
παντὸς ἄλλου πράγματος τὴν Θεανθρωπότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τὴν
θαυμαστὴν καί ἀναντικατάστατον Θεανθρωπίνην Ὑπόστασίν Του. Ἡ
Ἑκκλησία, ἐνῷ συγκατέβαινε πολυευσπλάγχνως πρὸς τοὺς ἁμαρτω-
λούς, ἦτο πάντοτε ἀδυσώπητος καὶ ἀποφασιστικὴ εἰς τὴν καταδίκην καὶ
ἀπόρριψιν ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον ἠρνοῦντο
ἢ ἀπέρριπταν ἢ παρεμόρφωνον τὴν Θεανδρικότητα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ
εἶναι πάντοτε πρόθυμος νὰ βάδισῃ μὲ χαρὰν εἰς ὅλα τὰ ἀποκαλυπτικὰ
μαρτύρια, προκειμένου να ὑπεράσπισῃ καὶ διαφύλαξῃ τὸ Θεανδρικὸν
Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ.
Ποία εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας; Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.
Ὅθεν πᾶν τὸ ὀρθόδοξον ἔχει θεανθρώπινον χαρακτῆρα, καὶ ἡ γνῶσις
καὶ ἡ αἴσθησις καὶ ἡ θέλησις καὶ ἡ σκέψις καί ἡ ἠθικὴ καὶ ἡ δογματικὴ
καὶ ἡ φιλοσοφία καὶ ἡ ζωή. Ἡ Θεανθρωπότης εἶναι ἡ μόνη κατηγορία,
εἰς τὴν ὁποίαν κινοῦνται καὶ λαμβάνουν χώραν πᾶσαι αἱ ἑκφάνσεις τῆς
Ὀρθοδοξίας. Παντοῦ ὁ Θεὸς ἔχει τὴν πρώτην θέσιν καὶ ὁ άνθρωπος
τὴν δευτέραν· ὁ Θεὸς ὁδηγεῖ, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται· ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ,
ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ. Καὶ ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς ὄχι ὡς κάποιος ὑπερβατι-
κός, ἀφῃρημένος Θεὸς τοῦ θεϊσμοῦ, ἀλλ᾿ ὡς Θεὸς τῆς ἀμεσωτάτης
ἱστορικῆς πραγματικότητος, ὡς ὁ Θεὸς τῆς Ἀποκαλύψεως, Θεὸς ὅστις
ἔγινεν ἄνθρωπος, ἔζησε μέσα εἰς τὰς κατηγορίας τῆς ἰδικῆς μας ἀνθρω-
πινής ζωῆς καὶ ἐφανερώθη παντοῦ ὡς ἀπολύτως ἅγιος, ἀπολύτως ἀγα-
θός, ἀπολύτως σοφός, ἀπολύτως δίκαιος, ἀπολύτως ἀληθής.
Εἰς τὸν Χριστὸν ὡς τὸν τέλειον Θεάνθρωπον τίποτε τὸ ἀνθρώ-
πινον δὲν εἶναι ἄγνωστον (πρβλ. Ἰωάνν. 2, 25. Ἑβρ. 2, 14, 17, 18). Διὰ
τοῦτο ἀκριβῶς καὶ ἔγινεν ἄνθρωπος, παραμένων Θεός, διὰ νὰ δώσῃ ὡς
Θεὸς εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τὴν θείαν δύναμιν ἡ ὁποία θὰ ὡδήγει
τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν στενωτάτην - θεανθρωπίνην - ἕνωσιν μετὰ
τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὕτη ἀκριβῶς ἡ θεία δύναμις Αὐτοῦ ἐνεργεῖ διαρκῶς
μέσα εἰς τὸ Θεανθρώπινον Σῶμα Του - τὴν Ἐκκλησίαν, ἑνώνουσα τοὺς
ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεὸν διὰ τῆς ἐν χάριτι ἁγίας ζωῆς. Διότι ἡ Ἑκκλησία
δὲν εἶναι ἄλλο εἰ μὴ ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος θεανθρώπινος ὀργανισμός, ἐν
τῷ ὁποίῳ συνεργείᾳ τῆς θείας χάριτος καὶ τῆς ἐλευθέρας ἐνεργείας τοῦ

79
ἀνθρώπου, ἀπαθανατίζεται καὶ θεανθρωποποιεῖται ὅλος ὁ ἄνθρωπος
καὶ πᾶν τὸ ἀνθρώπινον, πλὴν τῆς ἁμαρτίας.
Εἰς τὸν θεανθρώπινον ὀργανισμὸν τῆς Ἐκκλησίας κάθε πιστὸς
ἀποτελεῖ ζῶν συστατικὸν κύτταρον τοῦ ὀργανισμοῦ· ζῇ δὲ διὰ τῆς ζωο-
ποιοῦ θεανθρωπίνης δυνάμεως τοῦ Χρίστοῦ. Διότι τὸ νὰ εἶναι κανεὶς
μέλος τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει νὰ ἐνσωματωθῇ εἰς τὸν Θεάνθρωπον
Χριστόν, νὰ γίνῃ σύσσωμος Αὐτοῦ (Ἐφ. 3,6), ὀργανικὸν μέλος τοῦ
θεανθρωπίνου σώματος Αὐτοῦ (Ἐφ. 5, 30. 1 Κορ. 12, 12 -13), μὲ μίαν
λέξιν νὰ θεανθρωποποιηθῇ ἐν ὅλῃ τῇ πραγματικότητι τῆς ἀνθρωπίνης
προσωπικότητός του. Καὶ ὅταν κατορθώσῃ αὐτό, ὁ ἄνθρωπος ἔχει φθά-
σει εἰς τὴν θεανδρικὴν ἑνότητα τῆς ζωῆς καὶ ἔχει τὴν ζῶσαν καὶ ἀθά-
νατον αἴσθησιν ὅτι μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν (Ἰωάνν.
5, 24. 3, 36. 11, 25 - 26). Αἰσθάνεται διαρκῶς μὲ ὅλον του τὸ εἶναι ὅτι
ἡ Ἐκκλησία, ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός, εἶναι ὁ Θεάνθρωπος παρα-
τεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ὡς Θεανδρικὸν Πρόσωπον ὁ Χριστὸς εἶναι
ἀνεπανάληπτος, ἀλλ᾿ ὡς θεανθρωπίνη δύναμις καὶ ζωὴ ἐπαναλαμβά-
νεται διαρκῶς εἰς ἕκαστον χριστιανόν, ἐπειδὴ ἕκαστος χριστιανὸς εἶναι
ὀργανικὸν μέλος τοῦ θεανθρωπίνου σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας.
Ὀνομάζων τὴν Ἐκκλησίαν σῶμα Χριστοῦ (Ἐφ. 1, 23. Κολ. 1, 24), ὁ
ἅγιος Ἀπόστολος συνδέει τὸ εἶναι της μὲ τὸ μυστήριον τῆς σαρκώσεως
τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ δεικνύει ὅτι ἡ ζῶσα καὶ ἀναλλοίωτος βάσις τῆς ἱστο-
ρικότητος τῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται ἀκριβῶς εἰς τὸ ὅτι ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένε-
το.7 Καὶ δεικνύει ἀκόμη ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ,
ἐξαρτᾶται ἀμέσως καὶ συνεχῶς ἀπὸ τὸν σεσαρκωμένον Θεὸν Λόγον εἰς
ὅ,τι τὴν καθιστᾷ Ἐκκλησίαν. Τὸ ἄμετρον πλήρωμα τῶν θεανθρωπίνων
χαρισμάτων καὶ δυνάμεών της λαμβάνει αὕτη ἀπὸ Αὐτόν ὁ Ὁποῖος πλη-
ροῖ πάντα τὰ ἰδικά της δι᾿ Ἑαυτοῦ (πρβλ. Ἐφ. 1, 23. Κολ. 2, 9).
Ἐπειδὴ μὲ ὅλον τὸ εἶναι της καὶ μὲ ὅλην τὴν ἐνεργητικότητά της
ἐξαρτᾶται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸν σεσαρκωμένον Θεόν, ἡ Ἐκκλησία
θεμελιοῦται ὅλη ἐπὶ τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος τοῦ Εὐαγγελίου,
«ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», τ. ἔ. ἐγένετο Θεάνθρωπος. Ἡ ἀλήθεια αὕτη
εἶναι ἡ βασική ἀλήθεια τῦς Ἐκκλησίας, τὸ θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ
τοῦτο ἡ Ἐκκλησία κατὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι εἶναι πρωτίστως θεανθρώπι-
νος ὀργανισμὸς καὶ κατόπιν θεανθρωπίνη ὀργάνωσις.
7 Ἰωάνν. 1, 14. G. Florovsky, Ocev Dom, «Hriscanski Zivot», 1926, σ. 166.

80
Ὅλη ἡ φύσις τῆς Ἐκκλησίας εἰς ὅλας τὰς ἐκφάνσεις της ἔχει
θεανθρώπινον χαρακτῆρα. Ἐξ αὐτοῦ ἐξάγεται κατὰ τρόπον λογικὸν καὶ
ἡ θεανθρωπίνη δρᾶσις της εἰς τὸν κόσμον, ἡ ὁποία συνοψίζεται εἰς τὸ
νὰ ἐνσαρκώσῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν ἀνθρωπότητα πάντα τὰ τοῦ
θεανθρώπου. Ἡ ἱεραποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν τὴν
φύσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶναι αὕτη τὸ νὰ πραγματοποιηθοῦν ὅλαι αἱ
θεανθρώπιναι ἀξίαι καὶ ἐνέργειαι εἰς τὸν ἀνθρώπινον κόσμον. Ἡ σάρ-
κωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ τελική καὶ πλήρης ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ πρὸς
ἓν ὂν τοιοῦτον, ὁποῖον εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Διότι, γενόμενος ἄνθρωπος
καὶ ὄχι ἄλλο τι ὄν, ὁ Θεὸς ἔδειξεν ὅτι ὁ θεάνθρωπος εἶναι ἡ φύσις τῆς
φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ λογικὴ τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀγα-
θότης τῆς ἀγαθότητος τοῦ άνθρώπου, ἡ ἀλήθεια τῆς ἀληθείας τοῦ
ἀνθρώπου, ἢ μὲ μίαν λέξιν, ἡ οὐσία, τὸ νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς θεο-
ειδοῦς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Οὕτως ὁμολογοῦσα τὸν Θεάνθρωπον ἡ
Ἐκκλησία, ὁμολογεῖ ταυτοχρόνως τὸν γνήσιον, τὸν ἀληθινόν, τὸν ἀκέ-
ραιον, τὸν θεοειδῆ ἄνθρωπον. Διότι ἐκτὸς τοῦ θεανθρώπου δὲν ὑπάρχει
ἀληθινὸς ἄνθρωπος.
Πῶς ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία φυλάττει τὸν μέγιστον θησαυρόν
της - τὸ πανάγιον Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ; - Τὸν διαφυ-
λάττει διὰ τῆς μιᾶς καὶ μοναδικῆς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς
πίστεώς της. Διὰ τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
διαφυλάττει διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὴν ἑνότητα καὶ μοναδικότητα τῆς
θεανθρωπίνης ζωῆς καὶ ἀληθείας· διὰ τῆς ἁγιότητος διαφυλάττει τὴν
μοναδικὴν ἁγιότητα τῆς ζωῆς καὶ ἀληθείας εἰς το θεανθρώπινον σῶμα
της· διὰ τῆς καθολικότητος τὴν καθολικότητα καὶ ἀκεραιότητα τῆς
θεανθρωπίνης ζωῆς καὶ ἀληθείας· διὰ τῆς ἀποστολικότητος τὸ ἀπα-
ράλλακτον καὶ τὸ συνεχὲς τῆς ἰστορικῆς πραγματικότητος καὶ ζωῆς
τοῦ θεανθρωπίνου σώματος καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Χρίστοῦ.
Μόνον «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον (Ἐφ.
3, 18), ἠμπορεῖ νὰ γνωσθῇ τὸ θαυμαστὸν μυστήριον τοῦ Προσώπου
τοῦ Χρίστοῦ, ἠμπορεῖ δηλαδὴ ἀληθῶς καὶ ὀρθῶς νὰ πιστεύῃ κανεὶς
εἰς τὸν Θεάνθρωπον Χριστόν. Μόνον ζῶν «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» εἰς
τὴν καθολικὴν ἑνότητα τῆς πίστεως δύναται κανεὶς νὰ εἶναι ἀληθὴς
χριστιανός, γνήσιος μαθητὴς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὄντως, ἡ ζωὴ
ἐν τῇ Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε καθολική, εὑρίσκεται πάντοτε ἐν τῇ κοι-

81
νωνίᾳ, «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», «μετὰ πάντων τῶν ἁγίων». Τὸ ἀληθινὸν
κατὰ συνέπειαν μέλος τῆς Ἐκκλησίας αἰσθάνεται ἐνεργῶς ὅτι εἶναι τῆς
αὐτῆς πίστεως μετὰ τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ἁγίων
ὅλων τῶν αἰώνων· αἰσθάνεται ὅτι οὗτοι εἶναι αἰωνίως ζωντανοὶ καὶ ὅτι
πάντας αὐτοὺς διαπερᾷ ταυτοχρόνως μία καὶ ἡ αὐτὴ θεανδρικὴ δύναμις
καὶ ἐνέργεια, μία καὶ ἡ αὐτὴ θεανθρωπίνη ζωή, μία καὶ ἡ αὐτὴ θεανθρω-
πίνη ἀλήθεια. Δὲν ὑπάρχει καθολικότης ἐκτὸς τῆς ἐκκλησιαστικότητος,
διότι μόνον ἡ ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ ζωὴ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δημιουργεῖ
εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν αἴσθησιν τῆς καθολικότητος τῆς πίστεως, τῆς
ἀληθείας καὶ τῆς ζωῆς· τὸ ζῆν «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», μετὰ πάντων τῶν
μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ὅλων τῶν αἰώνων.
«Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποκτήσῃ κανεὶς τὴν καθολικὴν μόρφωσιν τοῦ
πνεύματος, εἰ μή μόνον διὰ τῆς ἐνσωματώσεως καὶ ζωῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.
Ὅλον τὸ νόημα τῆς ἐπὶ τοῦ χρόνου κυριαρχίας τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγκειται
ἀκριβῶς εἰς τὴν ἀριθμητικὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς μιᾶς καὶ
μοναδικῆς εν τῇ οἰκουμενικῇ, καθολικῇ καὶ ὁλοχρονίῳ ὑπάρξει της, μέσα
εἰς τὴν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἱεραρχικῆς διαδοχῆς, τῆς ἱερουργίας
τῶν Μυστηρίων, τῆς κοινωνίας τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἐνεργοῦντος Ἑνὸς
Πνεύματος καὶ τῆς μιᾶς χάριτος εἰς ὅλα ταῦτα. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι ἡ ἑνότης
τοῦ Σώματος τοῦ Χρίστοῦ, ἡ ἑνότης τοῦ Οἴκου τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον
ὄχι μόνον πάλαι ποτὲ ἔζησαν, ἀλλὰ καὶ νῦν ζοῦν καὶ κατοικοῦν πάντες οἱ
ἐν πίστει καὶ εὐσεβείᾳ κεκοιμημένοι, ὡς καὶ οἱ ἅγιοι Ἀσκηταὶ καὶ οἱ ἅγιοι
Πατέρες. Καὶ τώρα κάθε ἱερεύς, ὅταν τελῇ τὴν Θείαν Λιειτουργίαν, ὄχι
μόνον ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα κάποτε ἀνέφερε πρὸ τοῦ
θυσιαστηρίου ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας ἢ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἁλλὰ
εἰς μίαν πραγματικήν, ἂν καὶ ἀκατάληπτον, κοινωνίαν, συλλειτουργεῖ
κυριολεκτικῶς μὲ αὐτοὺς τῷ Θεῷ. Εἰς κάθε ἀκολουθίαν εἶναι ἀοράτως
παροῦσα ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἡ ἀληθινὴ «μία ποίμνη», ἀναφέρουσα
ἀπὸ κοινοῦ καὶ ὁμοθυμαδὸν τὰς εὐχὰς καὶ εὐχαριστίας τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ
Χριστῷ καὶ τῷ Πατρὶ Αὐτοῦ. Καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ἕνας ψυχολογικός,
ὑποκειμενικὸς σύνδεσμος μὲ τὸ παρελθόν, ἀλλ᾿ ἡ ὀντολογικὴ ἑνότης
τῆς ζωῆς. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν σταματᾷ ὁ χρόνος, διότι ἐδῶ δὲν ὑπάρχει
θάνατος, καὶ ἡ διακοπὴ τοῦ ἐπιγείου βίου δὲν διακόπτει τὴν ζῶσαν σχέ-
σιν τῶν γενεῶν».8
8 G. Florovsky, αὐτόθι 1925, σ. 358.

82
Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὸ παρελθόν εἶναι πάντοτε καὶ ούγχρονον·
τὸ παρὸν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι παρὸν διὰ τοῦ πάντοτε ζῶντος παρελ-
θόντος, διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ὅστις εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ
αὐτός καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8), διαρκῶς ζῇ εἰς τὸ θεανθρώπι-
νον σῶμα Του διὰ τῆς αὐτῆς ἀληθείας, τῆς αὐτῆς ἁγιότητος, τῆς αὐτῆς
ἀγαθότητος, τῆς αὐτῆς ζωῆς, καὶ καθίστᾷ ὅλον τὸ παρελθὸν παρόν.
Ὅθεν διὰ τὴν ζῶσαν ὀρθόδοξον αἴσθησιν καὶ συνείδησιν πάντα τὰ μέλη
τῆς Ἐχκλησίας, ἀπὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων μέχρι τῶν χθὲς κοιμηθέ-
ντων, εἶναι σύγχρονα, ὡς πάντοτε ζῶντα ἐν τῷ Χριστῷ. Καὶ εἰς κάθε
ἀληθινὸν ὀρθόδοξον ἄνθρωπον καὶ σήμερον εἶναι σύγχρονοι ὅλοι οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ Μάρτυρες καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Μᾶλλον δὲ οὗτοι,
διὰ τὸν ἀληθινον ἀρθόδοξον, εἶναι περισσότερον πραγματικοὶ (ζωντα-
νοὶ) ἀπὸ πολλοὺς κατὰ σάρκα συγχρόνους του.
Αὐτὴ ἡ αἴσθησις τῆς καθολικῆς ἑνότητας τῆς πίστεως, τῆς ζωῆς καὶ
τῆς ἐπιγνώσεως ἀποτελεῖ τὴν οὐσίαν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικότη-
τος. Καὶ αὕτη ἡ αἴσθησις φανερώνει τὴν ἀλήθειαν ὅτι ὁ Θεάνθρωπος
εἶναι ἡ ἀδιάλειπτος ζωοποιὸς δύναμις, ἡ ὁποία ἐκδηλοῦται συνεχῶς
ἐν τῇ θεανθρωπίνῃ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς ἑνότητος, ἁγιότητος,
καθολικότητος καὶ ἀποστολικότητος τῆς πίστεως, τῆς ζωῆς καὶ τῆς
ἀληθείας. Διότι τί σημαίνει νὰ εἶναι κανεὶς ὀρθόδοξος; Σημαίνει τοῦτο,
νὰ εὑρίσκεται εἰς τὸν συνεχῆ ἀγῶνα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὸν
Θεάνθρωπον, νὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν συνεχῆ οἰκοδομὴν τοῦ ἑαυτοῦ του
διὰ τῶν θεανθρωπίνων μυστηρίων, ἀσκήσεων καὶ ἀρετῶν. Καὶ εἰς αὐτὸ
ὁ ὀρθόδοξος ἄνθρωπος ποτὲ δὲν εἶναι μόνος, ἀλλὰ κάθε αἴσθησίς του
καί κάθε πρᾶξις κaὶ σκέψις του εἶναι προσωπικαὶ - καθολικαί· ὄχι μόνον
προσωπικαὶ καὶ ὄχι μόνον καθολικαί, ἀλλὰ θεανδρικαί.
Ὅταν ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς σκέπτεται, τὸ κάμνει ἐν προσευχῇ
μετὰ φόβου καὶ τρόμου, διότι γνωρίζει ὅτι εἰς αὐτὸ μυστικῶς συμ-
μετέχει ὅλος ὁ χορὸς τῶν Ἁγίων, ὅλος ὁ χορὸς ὅλων τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας. Οὐδέποτε οὗτος ἀνήκει εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ εἰς ὅλους
τοὺς Ἁγίους, καὶ δι᾿ αὐτῶν εἰς τὸν πανάγιον Κύριον Ἰησοῦν. Ὅταν
θεωρῇ τὸ πνεῦμα του ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός, λέγει εἰς τὸν ἑαυτόν
του· τὸ πνεῦμα μου δὲν εἶναι τίποτε, ἐὰν δὲν πληρωθῇ καὶ τελειωθῇ μὲ
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα9.
9 Εἰς μίαν ἐπιστολήν του (ἀπὸ 21. 1. 1965) γράφει ὁ π. Ἰουστῖνος: «Τὸ ἱερὸν μυστήριον τῆς

83
Εἰς τὸν ὀρθόδοξον χριστιανὸν τίποτε δὲν γίνεται κατὰ ἄνθρωπον,
ἀλλὰ τὰ πάντα γίνονται κατὰ Θεάνθρωπον· διὰ τῶν συνεχῶν εὐαγγε-
λικῶν ἀσκήσεων - ἀρετῶν οὗτος συγκεντρώνεται ἐν τῷ Θεῷ· τὸ πνεῦμα
του συγκεντρώνεται διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡσαύτως ἡ ψυχὴ
καὶ ἡ θέλησίς του· πᾶν ὅ,τι εἶναι ἰδικόν του συναθροίζεται καὶ καθολι-
κοποιεῖται (sabornizira se) ἐν τῷ Θεανθρώπῳ. Καὶ μὲ ὅλον του τὸ εἶναι
αἰσθάνεται ὅτι ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιαστικότης εἶναι πάντοτε ἁγία καὶ
πάντοτε καθολική, καὶ ὅτι ἡ κατηγορία τῆς θεανδρικότητος εἶναι ἡ
ἀναλλοίωτος κατηγορία τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικότητος.
Οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι ὀρθόδοξοι, διότι ἔχουν συνεχῶς αὐτὴν τὴν
αἴσθησιν τῆς θεανθρωπίνης καθολικότητος, τὴν ὁποίαν καὶ διαφυλάτ-
τουν καὶ θερμαίνουν μὲ τὴν προσευχὴν καὶ τὴν ταπείνωσιν. Οὖτοι δὲν
κηρύττουν ποτὲ τὸν ἑαυτόν των· ποτὲ δὲν καυχῶνται ἐν τῷ ἀνθρώπῳ·
ποτὲ δὲν μένουν μόνον μὲ τὴν γυμνὴν ἀνθρωπίνην φύσιν· ποτὲ δὲν
εἰδωλοποιοῦν τὸν ἀνθρωπισμόν. Οἱ ἅγιοι χριστοφόροι Ἀπόστολοι
ἔδωσαν ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ὁρισμὸν τῆς θεανθρωπίνης ἐκκλησιαστι-
κότητος: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. 15, 28). Πρῶτον
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ κατόπιν ἡμεῖς· ἡμεῖς τόσον, ὅσον δίδομεν χῶρον
εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ νὰ ἐνεργῇ δι᾿ ἡμῶν.
Εἰς αὐτὸν τὸν θεανθρώπινον ἀποστολικὸν ὁρισμὸν περιέχεται
ὅλη ἡ μέθοδος τῆς θεανθρωπίνης δραστηριότητος τῆς Ἐκκλησίας εἰς
τὸν κόσμον. Τὴν μέθοδον αὐτὴν παρεδέχθησαν καὶ συνέχισαν οἱ ἅγιοι
Μάρτυρες καὶ oἱ Ὁμολογηταί, οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ
Σύνοδοι. Ἐάν τις ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ αὐτήν, απομακρύνεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ Μάρτυρας,
ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας καὶ τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους· ἐκπίπτει τῆς
ἑνότητος, τῆς ἁγιότητος, τῆς καθολικότητος καὶ τῆς ἀποστολικότητος
τῆς θεανθρωπίνης πίστεως τοῦ Χρίστοῦ. Μὲ μίαν λέξιν, ἀποκόπτεται

ἡμέρας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι τὸ ἑξῆς: τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου πρέπει
νὰ συμπληρωθῆ καὶ τελειοποιηθῆ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, δηλ. νὰ ἁγιασθῆ, νὰ φωτισθῆ καὶ νὰ
θεωθῆ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ τὸ ἅγιον μυστήριον πραγματοποιεῖται αυνεχῶς εἰς
τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, καὶ δι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄντως μία διαρκὴς Πεντηκοστή...
Ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Πεντηκοστήν, τὴν ἡμέραν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κάθε θεοειδής ψυχὴ εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία ἄφλεκτος βάτος, ἡ ὁποία, συνεχῶς καίει καὶ φλέγεται ἐν τῷ
Θεῷ καὶ πρὸς τὸν Θεόν, οὕτως ὥστε μία πυρίνη γλῶσσα εὑρίακεται πάντοτε ὑπεράνω της καὶ
ἐντός της». (Σ.Μ.)

84
ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι μία, ἁγία,
καθολικὴ καὶ ἀποστολική, διότι δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἱερὰν
μέθοδον. Εἶναι ὀρθόδοξος, διότι ὁμολογεῖ, διακρατεῖ καί διαφυλάττει
συνεχῶς οὐχὶ μόνον τὴν θεανθρωπίνην, ἀποστολικο-καθολικήν, οἰκου-
μενικὴν ἀλήθειαν τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν θεανθρωπίνην, ἀπο-
στολικο - καθολικήν, οἰκουμενικὴν μεθοδολογίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ
θεανθρωπίνη ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ δύναται νὰ διαφυλαχθῇ μόνον
διὰ τῆς θεανθρωπίνης μεθοδολογίας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Κύριος
Ἰησοῦς εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ὁδός. Ἐὰν ἀπομακρυνθῇ τις ἀπὸ τὴν θεαν-
θρωπίνην μεθοδολογίαν, ἀναγκαίως ἀπομακρύνεται καὶ ἀπὸ τὴν θεαν-
θρωπίνην ἀλήθειαν, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν θεάνθρωπον Χριστόν.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατέχει τὴν ἀκεραίαν διδασκαλίαν τοῦ
Θεανθρώπου Χριστοῦ, διότι ἵσταται ἄνευ ὑποχωρήσεων εἰς τὴν θεαν-
θρωπίνην μεθοδολογίαν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ὀρθοδόξου, ἀποστολικῆς, ἁγιοπατερικῆς
πίστεως, αἰσθάνεται καὶ γνωρίζει ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι ἄνθρωποι εἶναι
συνεργοί καὶ μόνον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνεργοὶ οἱ ὁποῖοι συνεχῶς
διὰ τῆς προσευχῆς ἐπακροῶνται τί τὸ Πνεῦμα λαλεῖ, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς
ποιοῦν ἐκεῖνο ποὺ θέλει τὸ Πνεῦμα, οἱ ὁποῖοι τὰς σκέψεις των καὶ τὰ
λόγια των ἐλέγχουν συνεχῶς δι᾿ Αὐτοῦ. Ἐπειδὴ ἡ καθολικὴ ἑνότης
τῆς θεανθρωπίνης Ἀληθείας εἶναι πάντοτε παροῦσα εἰς τὴν καθολικὴν
συνείδησιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὰ τοῦτο οἱ ἅγιοι Πατέρες
καὶ Διδάσκαλοι συμμετέχουν συνεχῶς εἰς τὴν θεανθρωπίνην ζωὴν τῆς
Ἐκκλησίας διὰ τῆς χαρισματικῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δι᾿
αὐτὸ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι εἰς τοὺς νεωτέρους καιροὺς διακη-
ρύσσουν εἰς τὴν ἐγκύκλιόν των: «Πιστεύομεν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
διδάσκεσθαι τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν... Ἡ Ἐκκλησία διδάσκεται μὲν
ὑπὸ τοῦ Ζωαρχικοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ διὰ μέσου τῶν ἁγίων Πατέρων
καὶ Διδασκάλων... Ὁμολογοῦμεν τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν ἀδύνατον
ἁμαρτῆσαι ἢ ὅλως πλανηθῆναι ἤ ποτε τὸ ψεῦδος ἀντὶ τῆς ἀληθείας
ἐκλέξαι. Τὸ γὰρ Πανάγιον Πνεῦμα, ἀείποτε ἐνεργοῦν διὰ τῶν πιστῶς
διακονούντων ἁγίων Πατέρων καὶ Καθηγεμόνων, πάσης ὁποιασοῦν
πλάνης τὴν Ἐκκλησίαν ἀπαλλάττει».10

10 Ὅρος IB΄. (Δοσιθέου) Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ὁμολογία πίστεως, παρὰ Ἰ. Καρμίρη, Τὰ


δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδ. Καθολ. Ἐκκλησίας, τ. II, σ. 755, Ἀθῆναι 1953).

85

Εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν Δύσιν ὁ Χριστιανισμὸς μετεβάλλετο βαθ-


μιαίως εἰς οὑμανισμόν. Ἐπὶ πολὺν καιρὸν καὶ ἐπιμόνως ἐστένευον τὸν
Θεάνθρωπον καὶ εἰς τὸ τέλος ἐσμίκρυναν Αὐτὸν εἰς ἄνθρωπον, εἰς
τὸν ἀλάθητον ἄνθρωπον τῆς Ρώμης καὶ τὸν οὐχὶ ὀλιγώτερον ἀλάθη-
τον ἄνθρωπον τοῦ Βερολίνου. Οὕτω πως ἐνεφανίσθη ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν
ὁ δυτικὸς χριστιανικο - οὑμανιστικὸς μαξιμαλισμὸς (ὁ παπισμός) , ὁ
ὁποῖος ἀπὸ τὸν Χριστὸν ἀφαιρεῖ τὰ πάντα, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ὁ δυτικὸς
χριστιανικο - οὑμανιστικὸς μινιμαλισμὸς (ὁ προτεσταντισμός), ὁ
ὁποῖος ἀπὸ τὸν Χριστὸν ζητεῖ τὸ ἐλάχιστον, συχνὰ δὲ καὶ τίποτε. Καὶ εἰς
τοὺς δύο ὡς ὑψίστη ἀξία καὶ ὡς ἔσχατον κριτήριον τίθεται ὁ ἄνθρωπος
εἰς τὴν θέσιν τοῦ Θεανθρώπου. Ἐπετελέσθη οὕτως ἡ θλιβερὰ διόρθωσις
(correctio) τοῦ Θεανθρώ­που, τοῦ ἔργου Του καὶ τῆς διδασκαλίας Του!
Ἐπιμόνως καὶ συνεχῶς προσεπάθει ὁ παπισμὸς νὰ ἀντικαταστήσῃ
τὸν Θεάνθρωπον μὲ τὸν ἄνθρωπον, ἕως ὅτου εἰς τὸ δόγμα περὶ τοῦ
ἀλαθήτου τοῦ ἀνθρώπου ἀντικατεστάθη διὰ παντὸς ὁ Θεάνθρωπος
ὑπὸ τοῦ ἀλαθήτου ἀνθρώπου. Διότι μὲ τὸ δόγμα τοῦτο ἀνεκηρύχθη
ἀποφασιστικῶς καὶ σαφῶς ὁ ἄνθρωπος (ὁ πάπας) ὡς κάτι μεγαλύτερον
οὐχὶ μόνον τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν
ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μὲ μίαν τοιαύτην
ἀποστασίαν ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπον, ἀπὸ τὴν Καθολικὴν - Οἰκουιμενικὴν
Ἐκκλησίαν, ὁ παπικὸς μαξιμαλισμὸς ὑπερέβη καὶ αὐτὸν τὸν Λούθηρον,
τὸν δημιουργὸν τοῦ προτεσταντικοῦ μινιμαλισμοῦ. Καὶ πράγματι, ἡ
πρώτη ριζικὴ διαμαρτυρία ἐναντίον τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ
ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ εἰς τὸν παπισμόν, οὐχὶ εἰς
τὸν λουθηρανισμόν. Καὶ εἰς αὐτὴν τὴν διαμαρτυρίαν (protest) ἀκριβῶς
ἔγκειται ὁ πρῶτος προτεσταντισμός.
Δὲν πρέπει νὰ πλανώμεθα. Ὁ δυτικὸς χριστιανο - οὑμανιστικὸς
μαξιμαλισμός, ὁ παπισμός, εἶναι ἀκριβῶς ὁ πλέον ριζικὸς προτεσταντι-
σμός, διότι μετέθεσε τὸν θεμέλιον τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν αἰώνιον
Θεάνθρωπον εἰς τὸν πεπερασμένον ἄνθρωπον, καὶ αὐτὸ τὸ ἀνεκήρυξεν
ὡς τὸ κυριώτερον δόγμα του, ὡς τὴν κυριωτέραν ἀλήθειαν, τὴν κυριω-
τέραν ἀξίαν, τὸ κυριώτερον μέτρον καὶ κριτήριον. Καὶ οἱ προτεστάνται
δὲν ἔκαμαν τίποτε ἄλλο, παρὰ ἁπλῶς παρεδέχθησαν αὐτὸ τὸ δόγμα εἰς

86
τὴν οὐσίαν του καὶ τὸ ἀνέπτυξαν τόσον, ὥστε νὰ φθάσῃ εἰς τρομερὰς
διαστάσεις καὶ λεπτομέρειας. Πράγματι ὁ προτεσταντισμὸς δὲν εἶναι
ἄλλο παρὰ ἕνας κατὰ πάντα ἐφηρμοσμένος παπισμός, ἡ βασικὴ ἀρχὴ
τοῦ ὁποίου (τὸ ἀλάθητον τοῦ ἀνθρώπου) ἔχει ἐφαρμοσθῆ είς τὴν ζωὴν
ἑνὸς ἑκάστου ἀνθρώπου ἰδιαιτέρως. Κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀλαθή-
του ἀνθρώπου τῆς Ρώμης, ὁ κάθε προτεστάντης γίνεται ἀλάθητος,
διότι διεκδικεῖ τὸ προσωπικὸν ἀλάθητον εἰς τὰ θέματα τῆς πίστεως.
Ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἄποψιν δύναται νὰ λεχθῇ ὅτι ὁ προτεσταντισμὸς εἶναι
ἕνας ἐκλαϊκευμένος παπισμός, ἐστερημένος ὅμως τῆς μυστικῆς διαστά-
σεως, τῆς αὐθεντίας καὶ τῆς ἐξουσίας.
Μὲ τὸ νὰ περιορισθῇ εἰς τὴν Δύσιν ὁ Χριστιανισμός, μὲ ὅλας του
τὰς ἀπείρους θεανθρωπίνας ἀληθείας, εἰς τὸν ἄνθρωπον, μετεβλήθη
ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς εἰς οὑμανισμόν. Αὐτὸ ἠμπορεῖ νὰ φαίνεται
παράδοξον, ἀλλ᾿ εἶναι ἀληθινόν. Τὸ ἀποδεικνύει κατὰ τρόπον ἀναμ-
φισβήτητον ἡ ἱστορική του πραγματικότης. Ὁ δυτικὸς Χριστιανισμός,
εἰς τὴν οὐσίαν του, εἶναι ὁ πλέον ριζικὸς οὑμανισμός, διότι ἀνεκήρυξε
τὸν ἄνθρωπον ἀλάθητον, καὶ τὴν θεανθρωπίνην θρησκείαν μετέβαλεν
εἰς θρησκείαν ούμανιστικήν. Ἀπόδειξις τούτου εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς
τὴν Ρωμαϊκὴν Ἐκκλησίαν ὁ Θεάνθρωπος ἀπωθήθη εἰς τὸν οὐρανόν,
καὶ εἰς τὴν θέσιν Του ἐτοποθετήθη ὁ ἀναπληρωτής, Vicarius Christi...
Πόσον τραγικός παραλογισμός, νά ὁρίζεται ἀντικαταστάτης καὶ
ἀναπληρωτὴς διὰ τὸν πανταχοῦ παρόντα Κύριον καὶ Θεόν! Εἶναι
ὅμως γεγονὸς ὅτι αὐτὸς ὁ παραλογισμὸς ἐνεσαρκώθη εἰς τὸν δυτικὸν
Χριστιανισμόν.
Τοιουτοτρόπως ἐπετελέσθη ἡ τρόπον τινὰ ἐκ - σάρκωσις τοῦ
ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ, ἡ ἀποθεανθρώπησις τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ δυτικὸς
θρησκευτικὸς οὑμανισμὸς ἀνεκήρυξε τὸν πανταχοῦ παρόντα θεάνθρω-
πον ὡς μὴ παρόντα εἰς τὴν Ρώμην, καὶ ὥρισε τὸν ἀντικαταστάτην Του
ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἀλαθήτου ἀνθρώπου. Μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ οὑμανισμὸς
οὗτος εἶναι ὡσὰν νὰ ἔλεγεν εἰς τὸν Θεάνθρωπον: Ἀποσύρθητι ἀπὸ
αὐτὸν τὸν κόσμον εἰς τὸν ἄλλον, φύγε ἀπὸ ἡμᾶς, ἡμεῖς ἔχομεν τὸν ἀντι-
καταστάτην Σου, ὁ ὁποῖος ἀλαθήτως Σὲ ἀντικαθιστᾷ εἰς ὅλα.
Αὐτὴ ἡ ἀντικατάστασις τοῦ θεανθρώπου ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐξε-
δηλώθη πρακτικῶς εἰς τὴν προφανῆ ἀντικατάστασιν τῆς χριστιανικῆς
θεανθρωπίνης μεθοδολογίας διὰ τῆς ἀνθρωπίνης μεθοδολογίας. Ἀπὸ

87
ἐδῶ ἐκπηγάζουν τὸ ἀριστοτελικὸν φιλοσοφικὸν πρωτεῖον εἰς τὸν σχο-
λαστικισμόν, ἡ καζουϊστική μέθοδος καὶ ἡ ἱερὰ ἐξέτασις εἰς τὴν ἠθικήν,
ἡ παπικὴ διπλωματία εἰς τὰς διεθνεῖς σχέσεις, τὸ παπικὸν κράτος, ἡ
συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν διὰ τῶν συγχωροχαρτίων καὶ ἀπὸ ραδιοφώ-
νου, καὶ ὁ ἰησουϊτισμὸς εἰς διαφόρους μορφάς.
Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν εἰς τὸ συμπέρασμα: Ὁ οὑμανιστικὸς
Χριστιανισμὸς ἀποτελεῖ πράγματι τὴν πλέον ἀποφασιστικὴν διαμαρ-
τυρίαν ἐναντίον τοῦ Θεανθρώπου καὶ τῆς ἀξιολογίας καὶ κριτηριο-
λογίας Του. Βεβαίως, καὶ ἐδῶ παρουσιάζεται ἡ προσφιλὴς τάσις τοῦ
εὐρωπαίου ἀνθρώπου νὰ συνοψίσῃ τὰ πάντα εἰς τὸν ἄνθρωπον ὡς τὴν
βασικὴν ἀξίαν καὶ τὸ βασικὸν μέτρον τῶν πάντων. Ὄπισθεν δὲ αὐτοῦ
ἵσταται ἕνα εἴδωλον: Menschliches, Αllzumenschliches («Ἀνθρώπινον,
πολὺ ἀνθρώπινον»).
Μὲ τὴν πρᾶξιν αὐτὴν τῆς σμικρύνσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ
εἰς οὑμανισμὸν ἔχει ἀναμφιβόλως ἁπλοποιηθῆ ὁ Χριστιανισμός.
Ταυτοχρόνως ὅμως ἔχει καταστραφῆ. Καὶ ἐπειδὴ ἔγινε «Gleichschaltung»
τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὸν οὑμανισμόν, σήμερον σκέπτονται εἰς τὴν
Εὐρώπην νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν οὑμανιστικὸν Χριιστιανισμὸν μὲ
τὴν παλαιὰν πολυθεϊστικὴν θρησκείαν. Αἱ φωναὶ μερικῶν ἀνθρώπων
εἰς τὸν προτεσταντικὸν κόσμον: Zurück zu Jesus! Back to Jesus! ἀπο-
τελοῦν ἀδυνάτους κραυγὰς μέσα. Εἰς τὴν ἀσέληνον νύκτα τοῦ οὑμανι-
στικοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε τὰς θεανθρωπίνας ἀξίας
καὶ τὰ θεανθρώπινα μέτρα, καὶ πνίγεται τώρα μέσα εἰς τὴν ἀπόγνωσιν
καὶ τὸ ἀδιέξοδον, ἐνῷ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων ἠχοῦν τὰ σκληρὰ λόγια
τοῦ θλιμμένου προφήτου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἱερεμίου: «Ἐπικατάρατος ὁ
ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ᾿ ἄνθρωπον!» (Ἱερεμ. 17, 5).
Εἰς μίαν «εὐρεῖαν ἱστορικὴν προοπτικήν, τὸ δυτικὸν δόγμα περί
τοῦ ἀλαθήτου τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἄλλο τι παρὰ μία προσπάθεια
νὰ ἀναζωογονηθῇ καὶ διαιωνισθῇ ὁ θνήσκων εὐρωπαϊκὸς οὑμανισμός.
Τοῦτο εἶναι ἡ τελευταία «μεταμόρφωσις» (transformatio) καὶ ἡ τελικὴ
ἀποθέωσις (glorificatio) τοῦ οὑμανισμοῦ. Διότι μετὰ τὸν ὀρθολογιστικὸν
διαφωτισμὸν τοῦ ιη´ αἰῶνος καὶ τὸν μυωπικὸν θετικισμὸν τοῦ ιθ´ αἰῶνος
εἰς τὸν εὐρωπαϊκὸν οὑμανισμὸν δέν ὑπελείπετο τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ
ἀποσυντεθῇ μέσα εἰς τὰς ἀντιφάσεις καὶ τὸ ἀδιέξοδόν του. Εἰς αὐτὴν δὲ
τὴν τραγικὴν στιγμὴν ἔρχεται εἰς βοήθειάν του ὁ θρησκευτικὸς οὑμα-

88
νισμὸς καὶ μὲ τὸ δόγμα του περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ ἀνθρώπου, ἔσωσε
τὸν εὐρωπαϊκὸν οὑμανισμὸν ἀπὸ τὸν ὁλοφάνερον θάνατον. Ἀλλά, ἔστω
καὶ δογματοποιημένος, ὁ δυτικὸς χριστιανικὸς ούμανισμὸς δὲν ἠδύνατο
νὰ μὴ κρατήσῃ μέσα του ὅλας τὰς θανασίμους ἀντιφάσεις τοῦ εὐρωπα-
ϊκοῦ οὑμανισμοῦ, αἱ ὁποῖαι συγκλίνουν εἰς μίαν ἐπιθυμίαν, νὰ διωχθῇ ὁ
Θεάνθρωπος ἀπὸ τὴν γῆν είς τὸν οὐρανόν. Διότι διὰ τὸν οὑμανισμὸν τὸ
βασικὸν καὶ κυριώτατον εἶναι νὰ γίνῃ ὁ ἄνθρωπος ἡ ὑψίστη ἀξία καὶ τὸ
ἔσχατον μέτρον.

Τέλος, ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι Χριστιανισμὸς διὰ τοῦ Θεανθρώπου,


διὰ τῆς θεανθρωπίνης Αὐτοῦ ἀληθείας καὶ τῆς θεανθρωπίνης μεθοδο-
λογίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἀλήθεια, εἰς βάρος τῆς ὁποίας δὲν
δύναται νὰ γίνῃ οὐδεὶς σιμβιβασμός. Δι᾿ αὐτῆς προσδιορίζεται καὶ
καθορίζεται ὅλη ἡ χριστιανικὴ ἀξιολογία καὶ κριτηριολογία. Ὁ Χριστὸς
εἶναι ἡ ὑψίστη ἀξία καὶ τὸ ἀλάθητον μέτρον μόνον ὡς Θεάνθρωπος.
Πρέπει νὰ εἴμεθα εἰλικρινεῖς καὶ συνεπεῖς μέχρι τέλους: Ἐὰν ὁ Χριστὸς
δὲν εἶναι Θεάνθρωπος, τότε εἶναι ὁ πλέον θρασὺς αὐτόκλητος, διότι
ἀνακηρύττει ἑαυτὸν Θεὸν καὶ Κύριον. Ἀλλ᾿ ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορικὴ
πραγματικότης δεικνύει καὶ ἀποδεικνύει ἀναντιρρήτως ὅτι ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς κατὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι εἶναι τέλειος Θεάνθρωπος. Ὅθεν δὲν
δύναταί τις νὰ εἶναι χριστιανὸς ἄνευ πίστεως εἰς τὸν Θεάνθρωπον
καὶ εὶς τὸ θεανθρώπινον σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὴν ὁποίαν
ὁ Χριστὸς ἔχει ἀφήσει ὅλην τὴν θαυμαστὴν Προσωπικότητά Του. Ἡ
σώζουσα καὶ ζωοποιοῦσα δύναμις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἔγκει-
ται εἰς τὴν αἰωνίως ζῶσαν καὶ πανταχοῦ παροῦσαν Ὑπόστασιν τοῦ
Θεανθρώπου. Κάθε ἀντικατάστασις τοῦ Θεανθρώπου μὲ τὸν ὁποιον-
δήποτε ἄνθρωπον, καὶ κάθε ἐπιλογὴ ἐκ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκείνων
μόνον τῶν στοιχείων ποὺ ἱκανοποιοῦν «τὸ ἀτομικὸ γοῦστο» καὶ τὴν
νόησιν τοῦ ἀνθρώπου μεταβάλλουν τὸν Χριστιανισμὸν εἰς ἐπιπόλαιον
καὶ ἀδύνατον οὑμανισμόν. Τὰ πάντα ὑπὸ τὸν ἥλιον εἶναι παλαιά, ἐκτὸς
τῆς Προσωπικότητος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Αὕτη εἶναι τὸ μόνον
καινόν, τὸ αἰωνίως καινόν.11 Αὐτὴ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁπoῖον καθιστᾷ τὴν

11 Πρβλ. Ἰ. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδ. ὀρθ. πίοτεως III, 1. PG 94, 984 Β: «Καὶ Θεὸς ὢν τέλειος, ἄνθρωπος
τέλειος γίνεται· καὶ ἐπιτελεῖται τὸ πάντων καινῶν καινότατον, το μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον».

89
Καινὴν Διαθήκην καινὴν καὶ τὴν καινοδιαθηκικὴν ἀλήθειαν πάντοτε
νέαν καὶ αἰωνίαν. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι αἰωνίως καινὴ καὶ νεανικὴ εἰς τὴν
θεανδρικὴν τελειότητά Της, ἡ Προσωπικότης τοῦ Θεανθρώπου δὲν
δύναται νὰ ἀνταλλάσσεται οὔτε νὰ ἀντικαθίσταται· εἶναι πάντοτε ἡ
αὐτὴ πρὸς ἑαυτὴν καὶ συνεπὴς πρὸς ἑαυτήν. Ὅθεν τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι
πάντοτε καὶ παντοῦ τὸ αὐτό, καὶ διὰ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν γῆν, καὶ
διὰ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὸν οὐρανόν· καὶ ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ὁ
μοναδικὸς λόγος, ὁ μοναδικὸς νοῦς, τὸ μοναδικὸν νόημα τοῦ ἀνθρώ-
που καὶ τῆς κτίσεως. Ἄνευ Αὐτοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνῃ δεκτὴ καὶ ἡ
παραμικροτέρα θεοδικία εἰς ἕνα κόσμον καὶ ἕναν ἅνθρωπον, ὅπως ὁ
ἰδικός μας.
Ἀπὸ καθαρῶς ὀντολογικῆς ἀπόψεως, ὁ θεάνθρωπος δὲν εἶναι
θαῦμα, ἀλλὰ ἀναγκαιότης διὰ τοιοῦτον κόσμον καὶ τοιοῦτον ἄνθρω-
πον. Διὰ τοῦτο ἐλέχθη εἰς τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος
ἐνσαρκωθεὶς «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε» (Ἰωάνν. 1, 11). Τί δὲ εἶναι ἐκεῖνο τὸ
ὁποῖον κάμνει ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ εἶναι «ἴδιοι» Αὐτοῦ, ἐὰν ὄχι ἡ θεο-
ειδὴς ψυχή των; Ἀκόμη ἐλέχθη: «Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν» (Πράξ. 17,
18). Πάλιν δηλαδὴ μὲ τὴν θεοειδῆ ψυχήν μας. Ἀκόμη ἐλέχθη: Ὁ Θεὸς
Λόγος εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμε-
νον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάνν. 1,9). Διὰ τοῦτο, ὅταν ἐσαρκώθη, ἦλθεν ὄχι
εἰς τοὺς ἀλλοτρίους, ἀλλὰ εἰς τοὺς ἰδίους. Καὶ ἡμεῖς, ὁμολογοῦντες τὸν
Θεάνθρωπον, ὁμολογοῦμεν ἐμμέσως τὸν χριστοειδῆ ἄνθρωπον, τὴν
θείαν καταγωγὴν τοῦ ἀνθρώπου, τὸ θεῖον μεγαλεῖον τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ ἐν ταὐτῷ καὶ τὴν θείαν ἀξίαν καὶ ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προ-
σώπου. Ἐὰν δὲν ἔχουν οὕτω τὰ πράγματα, τότε διὰ τίνος πράγματος
εἴμεθα ἡμεῖς «ἴδιοι» τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ «γένος» τοῦ Θεοῦ; Εἰς τὴν
οὐσίαν ὁ ἀγὼν διὰ τὸν Θεάνθρωπον εἶναι ἀγὼν διὰ τὸν ἄνθρωπον.
Ὄχι οἱ οὑμανισταί, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι τῆς θεανθρωπίνης πίστεως καὶ
ζωῆς ἀγωνίζονται διὰ τὸν ἀληθινὸν ἄνθρωπον, ἄνθρωπον θεοειδῆ καὶ
χριστοειδῆ.
Ἡ ἐξαιρετικὴ διὰ τὸ ἀνθρώπινον γένος σπουδαιότης τοῦ
Χριστιανισμοῦ ἔγκειται εἰς τὴν ζωοποιοῦσαν καὶ ἀναλλοίωτον
Θεανδρικότητα τοῦ Χρίστοῦ, ἡ ὁποία δίδει νόημα εἰς πᾶν τὸ ἀνθρώπι-
νον, έξάγουσα τοῦτο ἀπὸ τὴν μηδαμινότητα τοῦ μὴ εἶναι εἰς τὸ φῶς τοῦ
Πανεῖναι. Μόνον μὲ τὴν θεανθρωπίνην του δύναμιν ὁ Χριστιανισμὸς

90
εἶναι τὸ ἅλας τῆς γῆς, ἅλας τὸ ὁποῖον διαφυλάττει τὸν ἄνθρωπον διὰ
νὰ μὴ διαφθαρῇ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ καὶ ἐν τῷ κακῷ. Ἐὰν ὅμως διαχυθῇ ὁ
Χριστιανισμὸς εἰς διαφόρους οὑμανισμούς, τότε μωραίνεται, γίνεται,
«ἄναλον» ἅλας τὸ ὁποῖον, κατὰ τὸν παναληθῆ λόγον τοῦ Σωτῆρος,
«εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν
ἀνθρώπων» (Ματθ. 5, 13). Πᾶσα προσπάθεια καί ἀπόπειρα νὰ ἐξισωθῇ
(gleichschalten) ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ αἰῶνος τούτου, μὲ
τὰς φευγαλέας κινήσεις κάποιων ἱστορικῶν ἐποχῶν, καὶ ἐπὶ πλέον μὲ
τὰ πολιτικὰ κόμματα ἢ τὰ καθεστῶτα, ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸν
ἐκείνην τὴν εἰδοποιὸν ἀξίαν, ἡ ὁποία τὸν καθιστᾷ μοναδικὴν θεανθρω-
πίνην θρησκείαν εἰς τὸν κόσμον.
Οὐχὶ συμμόρφωσις τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ πρὸς τὸ πνεῦμα
τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ συμμόρφωσις καὶ προσαρμογὴ τοῦ πνεύματος τῆς
ἐποχῆς πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς αἰωνιότητος τοῦ Χριστοῦ, τῆς θεανθρω-
πότητος τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀληθινὴ ἀποστολὴ τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον, Ἐκκλησίας Ἀποστολικῆς καὶ
Ὀρθοδόξου. Μόνον οὕτως ἡ Ἐκκλησία θὰ δυνηθῇ νὰ διαφύλαξῃ τὴν
ζωοποιοῦσαν καὶ ἀναντικατάστατον Προσωπικότητα τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ, αὐτὴν δηλ. ταύτην τὴν μεγίστην ἀξίαν εἰς ὅλους τοὺς κόσμους,
τοὺς ὁρατούς, τοὺς ἀοράτους καὶ τοὺς μέλλοντας. Διότι Αὐτὸς εἶναι ἡ
ὑπερτάτη ἀξία καὶ τὸ ἀλάθητον μέτρον τῶν πάντων.

(1935)

91
No. 2
ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΩΝ

Ζευγμένος εἰς τὸν ζυγὸν τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου ὁ ἄνθρωπος
σύρει τὴν οἰκουμένην. Ποῦ; Εἰς ποίους βαραθρώδεις βράχους θὰ τὴν
ὁδηγήσῃ, εἰς ποῖα παγερὰ ὕψη πέραν τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου; Ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι, ὅλαι αἱ φυλαί, ὅλοι οἱ λαοί, ὅλαι αἱ γενεαὶ εἶναι ἐξ ἴσου
ζευγμένοι εἰς αὐτὸν τὸν διπλοῦν ζυγόν. Καὶ νυχθημερὸν τὸν σύρουν
βαρύν, ὠθούμενοι ἁπὸ κάποιαν ἀκατανίκητον δύναμιν. Σύρουν καὶ
σκοντάπτουν, καὶ πάλιν σύρουν καὶ πάλιν σκοντάπτουν, πίπτουν καὶ
χάνονται. Πρὸς τί; Ποῖος τοὺς ζευγνύει καὶ ποτὲ δὲν τοὺς ἀποζευγνύει;
Ὤ, ὁ χρόνος! Εἴπατέ μου τὸ μυστικὸν τοῦ χρόνου... Ὁ χρόνος: Πικρὸν
φορτίον. Καὶ ὁ χῶρος; Θλιμμένος δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ χρόνου.
Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ τραγικὸν καὶ πιὸ θλιβερὸν ἀπὸ τὸ ἀνθρώ-
πινον γένος, ζευγμένον εἰς τὸν βαρὺν ζυγὸν τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου.
Σύρει τὸν χρόνον χωρὶς νὰ γνωρίζῃ οὔτε τὴν φύσιν, οὔτε τὸ νόημα,
οὔτε τὸν σκοπόν του. Σύρει καὶ τὸν χῶρον, ἀλλὰ οὔτε αὐτοῦ γνωρίζει
τὴν φύσιν, τὸ νόημα, τὸν σκοπόν. Τὸ ἄσκοπον λοιπὸν εἰς τὴν αἰχμαλω-
σίαν τοῦ παραλόγου! Συναγωνίζεται τὸ ἄσκοπον μὲ τὸ παράλογον, τὸν
ἀγῶνα ὅμως κερδίζει πάντοτε τὸ τραγικόν.
Τὸ νὰ ὑπάρχη καὶ νὰ ζῇ κανεὶς εἰς τοιοῦτον κόσμον, δὲν ἀποτελεῖ
προνόμιον. Δὲν εἶναι ἔτσι; Ἀλλὰ κατὰ κάποιαν ἀκατανόητον ἀναγκαι-
ότητα εὐθὺς ὡς ἐξέρχεσαι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι, ἀμέσως εὑρί-
σκεσαι ζευγμένος εἰς τὸν πικρὸν ζυγὸν τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου. Τί
παράδοξος φιλοξενία! Καὶ ἂν ἀκόμη ἐστάλης εἰς τὸν κόσμον μὲ κάπως
πιὸ εὐαίσθητα αἰσθητήρια, γρήγορα θὰ αἰσθανθῇς ὅτι μία τεράστια
θλῖψις πιέζει ὅλα τὰ ὄντα, ὅτι κάποια ἄσπλαγχνος ἐσωτερικὴ ἀρρώστια
κατατρώγει ὅλα τὰ δημιουργήματα. Καὶ ἡ καρδία σου διὰ μιᾶς μετα-
τρέπεται εἰς μίαν πηγὴν δακρύων. Τότε ἀντιλαμβάνεσαι πὼς τὸ κάθε
πλάσμα ἔχει μάτια ποὺ συνεχῶς δακρύζουν ἀπὸ κάποιαν πικρὰν θλῖψιν.
Καὶ τὰ δάκρυα ὅλων τῶν πονεμένων κτισμάτων μαζεύονται εἰς τὴν
καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, διαποτίζουν ὅλο του τὸ εἶναι. Προσπάθησε,
ἂν ἠμπορῇς, νὰ συγκρατήσῃς τὴν καρδίαν σου, νὰ μὴ ξεσπάσῃ εἰς λυγ-
μούς, ἐμπρὸς εἰς τὴν λυπηρὰν μοῖραν τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ προσπά-

92
θειά σου μεταβάλλεται εἰς μίαν ἀπελπισμένην κραυγήν· ἡ θέλησίς σου
λυγίζει, ἀνίσχυρος ἀπὸ τὴν ἔφοδον τῆς λύπης ὅλου τοῦ κόσμου ποὺ
ἀναβλύζει ἀπὸ ὅλην τὴν ὕπαρξίν σου.
Ὁ κόσμος αὐτός... Τί εἶναι ὁ κόσμος αὐτὸς μὲ ὅλα τὰ βάσανά του,
τὰς θλίψεις, τὰς τραγωδίας καὶ τοὺς πόνους του; Τί ἄλλο, ἂν ὄχι ἕνας
μελλοθάνατος χωρὶς ἐλπίδα; Ναί, ἕνας μελλοθάνατος χωρὶς ἐλπίδα,
ποὺ ψυχορραγεῖ μὲ μίαν συνεχῆ ἀγωνίαν, ἀλλὰ ποτὲ δὲν πεθαίνει. Τί
μᾶς μένει; Ὁ τρυγμὸς τῶν ὀδόντων καὶ ἡ ἀνταρσία. Ἀλλὰ ἐναντίον
τίνος; Ἄχ, αὐτὴ ἡ τόσον μικρὰ ἀνθρωπίνη συνείδησις μὲ κανένα τρό-
πον δὲν ἠμπορεῖ νὰ εὕρῃ τὸν κύριον ἔνοχον! Ἡ συνείδησις φαίνεται ὅτι
ἐδόθη εἰς τοὺς ἀνθρώπους μόνον τόσον, ὅσον νὰ ἠμποροῦν νὰ βασα-
νίζωνται μάταια μὲ αὐτήν, αἰσθανόμενοι τὸ τραγικόν των ἀδιέξοδον
ἀπὸ τὰς φρικτὰς συνθήκας ὑπάρξεως. Ἡ ἀνθρωπίνη συνείδησις εἶναι
σὰν μία μικρὴ πυγολαμπὶς μέσα εἰς τὴν σκοτεινὴν νύκτα· παντοῦ γύρω
πυκνὸς καὶ ἀδιαπέραστος ζόφος. Ὠθουμένη ἀπὸ κάποιαν ἐσωτερικὴν
ἀνησυχίαν ἡ ταλαίπωρος πυγολαμπὶς τρέχει ἀπὸ τὸ ἕνα σκότος εἰς τὸ
ἄλλο, ἀπὸ τὸ μικρότερον εἰς τὸ μεγαλύτερον. Ἀλλὰ τὸ κορύφωμα τῆς
φρίκης εὑρίσκεται εἰς τὸ ὅτι καὶ τὸ μεγαλύτερον σκότος εἶναι πολὺ
μικρὸν ἐμπρὸς εἰς ἕνα ἄλλο μεγαλύτερόν του. Καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς ἐπ᾿
ἄπειρον.
Ὑπερβολικὰ ἀνεπτυγμένη συνείδησις... Τί μοῦ χρειάζεται; Ἐπιθυμῶ
νὰ μὴ ἐπιθυμῶ πιὰ τίποτε. Ὑπερβολικὰ ἀνεπτυγμένη αἴσθησις... Τί χρει-
άζεται; θέλω νὰ μὴ αἰσθάνωμαι πιὰ τίποτε. Ἀλλὰ τὸ πλέον ἀνυπόφορον
βάσανον εἶναι τὸ νὰ σκέπτεται κανεὶς περὶ τοῦ παραλόγου τῆς σκέψε-
ως. Ἡ σκέψις εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο παράλογον. Ὤ, ἂν εἶχεν ὁ ἄνθρωπος
ἐπινοήσει τὴν σκέψιν, Θὰ εὕρισκεν εὔκολα τὸν παράδεισόν του. Πῶς;
Καταστρέφων τὴν σκέψιν! Τώρα ὅμως ἡ σκέψις εἶναι ἐπιβεβλημένη εἰς
τὸν ἄνθρωπον· αὐτὴ στοχάζεται καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν τὸ θέλῃ...
Σεῖς ποὺ εἶσθε μάρτυρες τῆς σκέψεως, τὸ αἰσθάνεσθε καὶ τὸ γνωρίζετε
αὐτό. Τὸ γνωρίζετε διὰ τῆς αἰσθήσεως. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ πιὸ
τρομερὴ γνῶσις. Ἂν μοῦ εὕρετε τὸ τέλος τῆς σκέψεως, τὸν θάνατόν
της, τότε θὰ γίνετε οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέται τῆς ἀνθρωπότητος. Ἕως
ὅτου θὰ ὑπάρχῃ αἴσθησις, ἕως ὅτου θὰ ὑπάρχῃ σκέψις εἰς τὸν ἄνθρω-
πον, εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θρηνῇ ἐπάνω ἀπὸ τὸ φρικτὸν μυστήριον
αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μὲ ἕνα θρῆνον ἀτελείωτον καὶ ἀπαρηγόρητον, διότι

93
ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνευ τέλους καὶ πέρατος μὲ τὴν θλῖψιν. Ἐδῶ ἔγκειται
ἡ ἀθανασία του· ἀθανασία κατηραμένη καὶ ἐπιβεβλημένη. Ὤ, εἴθε ὁ
βασανισμένος καὶ θλιμμένος ἄνθρωπος νὰ εὕρισκε τὸν θάνατόν του,
μέσα εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ἀπέθνησκεν ἡ σκέψις του ἐξ ὁλοκλήρου, καὶ
μάλιστα διὰ παντὸς καὶ εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα.

Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ κόσμος, ὅταν δὲν


τοὺς αἰσθάνωμαι ἐν Χριστῷ οὔτε τοὺς βλέπω διὰ μέσου τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλὰ μαζί Του ὅλα ἀλλάζουν. Καὶ ἐγὼ καὶ ὁ κόσμος γύρω μου. Ἀπὸ
τὴν συνάντησιν μαζί Του διαπερᾶ τὸν ἄνθρωπον ἕνα ρεῦμα τελείως
νέον, κάτι ποὺ μέχρι τότε δὲν ἦτο αἰσθητόν, κάτι τὸ ἀνείκαστον, τὸ
ἄγνωστον. Ἀπὸ τὴν ἀγάπην πρὸς Αὐτόν ἡ αἴσθησις τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ
ἡ αἴσθησις τοῦ κόσμου μεταμορφώνεται εἰς ἕνα θαυμαστὸν χαρμόσυ-
νον μήνυμα («εὐ-αγγέλιον»), ποὺ δὲν ἔχει τέλος οὔτε εἰς τὸν χρόνον
οὔτε εἰς τὴν αἰωνιότητα. Καὶ τότε μέσα εἰς ὅλους τοὺς κρημνοὺς τοῦ
κόσμου καὶ εἰς ὅλας τὰς ἀβύσσους τοῦ ἀνθρώπου, ἀντηχεῖ τρυφερὰ ἡ
γλυκεῖα καὶ γοητευτικὴ φωνὴ ποὺ ἐνδυναμώνει ὅλους τοὺς κουρασμέ-
νους καὶ ἀνορθώνει ὅλους τοὺς πεσμένους· αὐτὴ ποὺ σώζει ὅλους τοὺς
κατεστραμμένους καὶ θεραπεύει κάθε πληγήν· ποὺ παρηγορεῖ εἰς ὅλας
τὰς θλίψεις καὶ ἐλαφρώνει ὅλα τὰ βάρη καὶ γλυκαίνει κάθε πικρίαν· ἡ
φωνὴ τοῦ Μόνου Φιλανθρώπου: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες
καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿
ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμαῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ
εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ
φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11, 28-30).
Διὰ τί ἡ ζωὴ εἶναι δύσκολη εἰς τὸν ἄνθρωπον; Διότι ὁ ἄνθρωπος
ἐφεῦρε τὸν θάνατον καὶ τὸν ἐγκαθίδρυσεν ἐντός του καὶ εἰς ὅλα τὰ
ὄντα γύρω του. Ὁ δὲ θάνατος εἶναι μία ἀστείρευτος πηγὴ ὅλων τῶν
βασάνων καὶ τῶν θλίψεων. Ὅλα τὰ νεῦρα τοῦ θανάτου ξεκινοῦν ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπον, διότι αὐτὸς εἶναι τὸ κύριον γάγγλιον τοῦ θανάτου. Εἰς
τὴν πραγματικότητα ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη πικρία τῆς ζωῆς, ἡ μόνη
πικρία τῆς ὑπάρξεως. Ἐξ αὐτοῦ προέρχεται καὶ ὅλη ἡ τραγικότης τῆς
ζωῆς.

94
Ἡ ἐπίγειος ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἄλλο τι, παρὰ μία ἀδιά-
κοπος πάλη του μὲ τὸν θάνατον, μὲ τοὺς προδρόμους του, μὲ τοὺς
συνοδούς του καὶ τὰ στρατεύματά του. Ἐδῶ ποτὲ δὲν ὑπάρχει ἀνακω-
χή, καὶ πολλῷ μᾶλλον εἰρήνη. Ὁ θάνατος ἐπιτίθεται συνεχῶς κατὰ τοῦ
ἀνθρώπου, καὶ ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν. Πῶς; Μὲ ποῖον τρόπον; Ἀπὸ ἔξω
διὰ τῶν πειρασμῶν, ἀπὸ μέσα διὰ τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἀσθενειῶν.
Καὶ ὅλα αὐτά, οἱ πειρασμοί, αἱ ἁμαρτίαι, αἱ ἀσθένειαι δὲν εἶναι τίποτε
ἄλλο, παρὰ οἱ ὀδόντες τοῦ θανάτου, ποὺ συνεχῶς κατατρώγουν τὸν
ἄνθρωπον, καὶ ἀπὸ ἔξω καὶ ἀπὸ μέσα. Τὸ πιὸ φοβερὸν δὲ εἶναι ὅτι τοῦ
κατατρώγουν ὄχι μόνον τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν διάνοιαν
καὶ τὴν συνείδησιν.
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάστασιν ὑπάρχει μόνον μία διέξοδος, μόνον
μία σωτηρία, ἡ ἀνάστασις τοῦ Χρίστοῦ καὶ ἡ δι᾿ αὐτῆς νίκη ἐπὶ τοῦ
θανάτου εἰς ὅλους τοὺς κόσμους. Ὅπως ὁ θάνατος εἶναι ἡ πηγὴ
ὅλων τῶν πικριῶν, εἶναι ἡ καθολικὴ πικρία, ἔτσι καὶ ἡ ἀνάστασις τοῦ
Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι ἡ πηγὴ κάθε χαρᾶς, εἶναι ἡ καθολικὴ χαρά.
Ἀρκεῖ νὰ ἀνοίξῃ ὁ ἄνθρωπος τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμούς του καὶ
τότε δὲν ἠμπορεῖ παρὰ νὰ αἰσθανθῇ καὶ νὰ ἴδῃ ὅτι ὁ Ἀναστὰς Κύριος
εἶναι ὁ μόνος ποὺ δίδει νόημα καὶ χαρὰν ἀληθινὴν εἰς τὴν πικρὰν ζωὴν
τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς· Αὐτὸς καὶ οὐδὲν ἄλλο καὶ οὐδεὶς ἄλλος.
Τί εἶναι τὸ κυριώτερον καὶ τὸ σπουδαιότερον εἰς τὴν ζωὴν τοῦ
ἀνθρώπου; Ἀναμφιβόλως τὸ νὰ δώσῃ νόημα εἰς τὴν ζωήν του, ἡ ὁποία
καὶ ὀντολογικὰ καὶ φαινομενολογικὰ ἔχει ἀπονοηματισθῆ ἀπὸ τὸν
θάνατον· δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Διότι μόνον ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνα-
τος στεροῦν τὴν ζωὴν καὶ τὴν ὕπαρξιν ἀπὸ τὸ νόημα, ἀπολογοποιοῦν
(delogosiraju)καὶ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν κτίσιν. Ἀπωθοῦν ἀπὸ τὸ πλάσμα
τοῦ Θεοῦ τὴν πρωταρχικὴν logosnost12 καὶ τὴν λογικότητα, τὴν ὁποίαν

12 ��������������������������������������������������������������������������������������������
Ἡ logosnost, μία λέξις τὴν ὁποίαν εἰσάγει διὰ πρώτην φορὰν ὁ π. Ἰουστῖνος (καὶ ἡ ὁποία, ἐνῷ
περιέχει τὰς ἐννοίας: λόγος, λογική, λογικός, ἔλλογος, εὔλογος, λογικότης, δὲν ἐξαντλεῖται ὅμως
μὲ αὐτάς), ἐκφράζει μίαν βασικὴν ἀλήθειαν τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς θεολογίας. Τὸ περιεχόμε-
νον καὶ τὸ νόημά της εἶναι χριστολογικόν. Ἡ logosnost σημαίνει τὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ Λόγου δύναμιν
καὶ ἐνέργειαν (ἢ μᾶλλον ἐνέργημα) ἐν τοῖς ὑπ᾿ Αὐτοῦ γενομένοις κτίσμασι, τὴν θείαν σφραγῖδα
Toυ καὶ τὴν θείαν σοφίαν Του, ποὺ τὴν ἐναπέθεσεν ἡ δημιουργικὴ παλάμη Του εἰς ὅλην τὴν
κτίσιν, ἡ ὁποία διὰ Αὐτοῦ — τοῦ Λόγου — ἐγένετο (Ἰω. 1, 3. Κολ. 1, 16). Ἡ ἐν τῆ κτίσει logosnost
αὐτή, πρέπει νὰ νοῆται ἐν σχέσει μὲ τὴν «θειότητα» παρὰ τῷ Ἀπ. Παύλῳ (Ρωμ. 1, 20: «Τὰ γὰρ ἀό-
ρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δ ύ ν α μ ι

95
ἔσπειρε μέσα εἰς αὐτὸ ὁ Θεὸς Λόγος ὅταν τὸ ἐδημιούργησε. Πράγματι, ἡ
ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος εἶναι τὸ μόνον παράλογον εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον,
τὸ μόνον ἄ-λoγoν(nelogosnost), ἡ μόνη ἀλογία. Ἕως ὅτου εὑρίσκεται
εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος, τὸ παράλογον τοῦ ἐρημώνει
καὶ τὴν αὐτοσυναίσθησιν καὶ τὴν αὐτοσυνειδησίαν καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν
κτίσιν. Μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοινωνήσῃ τῆς χαρᾶς τῆς ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ, τότε ἐπανέρχεται εἰς τὴν ψυχὴν του τὸ ἀληθινὸν νόημα καὶ
ὁ λόγος, ἡ ἀληθινὴ λογικὴ καὶ λογικότης, καὶ τὸν ὁδηγοῦν εἰς τὴν θαυ-
μαστὴν ἀθανασίαν καὶ ἀπεραντοσύνην τοῦ Χριστοῦ.
Ἄνευ τοῦ Γλυκυτάτου Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι φοβερὰ καὶ χωρὶς
νόημα καὶ αὐτὴ ἡ βραχυχρόνιος ἐπίγειος ζωή, πολὺ δὲ περισσότερον
ἡ ἀπέραντος καὶ ἀτελεύτητος ἀθανασία. Ὅπου εὑρίσκεται ὁ θάνατος,
ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ χαρά. Μὲ ἄλλους λόγους, ὅπου δὲν
εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ χαρά. Οἱ ἄνθρωποι,
μέσα εἰς τὸ παραλήρημα τῆς ἁμαρτίας, μέσα εἰς τὴν μέθην των ἀπὸ
τῆς ἁμαρτίας τὴν ἡδονήν, διακηρύσσουν ὡς χαρὰν τῆς ζωῆς πολυ-
αρίθμους ἀνοησίας καὶ μικρότητας. Καὶ εἶναι πράγματι ἀνοησία καὶ
μικρότης κάθε τί ποὺ ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Χριστόν,
κάθε τί ποὺ δὲν τοῦ ἐξασφαλίζει τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἀθανασίαν τοῦ
Χριστοῦ.

ς καὶ θ ε ι ό τ η ς»), ὄχι βέβαια ὡς «Θεότης» τοῦ Λόγου (πρβλ. Κολ. 2,9), αλλ᾿ ὡς τὸ ἐνέργημα τῆς
θεότητος τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ Λόγου· ἡ ἐγκτισθεῖσα, κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον, εἰς ὅλην τὴν
κτίσιν καὶ εἰς τὰ ἐπὶ μέρους κτίσματα δ ύ ν α μ ι ς καὶ σοφία τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου καὶ Σοφίας
τοῦ Θεοῦ (βλ. Κατὰ Ἀρειανῶν Β΄, 78-80). Προφανῶς ἡ logosnost συνδέει τὴν δημιουργίαν μὲ τὴν
ἐνσάρκωσιν, διότι καὶ τὰ δύο εἶναι «οἰκονομία» τοῦ Λόγου, τοῦ Χριστοῦ. Ὡς πρὸς τὸν ἄνθρωπον,
ἡ logosnost σημαίνει τοὺς λογικοὺς (=χριστολογικοὺς) καὶ θείους χαρακτῆρας τῆς εἰκόνος τοῦ
Θεοῦ Λόγου μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπον (πρβλ. Μ. Ἀθανασίου, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 3
καὶ 11), ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν οὐσίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ τὸν καθιστᾶ ἄνθρωπον.
Ἐδῶ logosnost σημαίνει τὸ ἐνέργημα τῆς οὐσιοποιοῦ καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ θείου φωτὸς τοῦ
Λόγου ποὺ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον (Ἰω. 1,9. Βλ. τὰ ἑπόμενα ἄρθρα
τοῦ π. Ἰουστίνου). Ὡς ἔννοια χριστολογικὴ ἡ logosnost εἰς τὸν ἄνθρωπον σημαίνει ἐκείνιην τὴν
«ε ὐ — λ ο γ ί α ν» τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Θεός, «ε ὐ — λ ο γ ή σ α ς ἡμᾶς ἐν πᾶσι ε ὐ — λ ο γ
ί ᾳ πνευματικῆ ἐν Χριστῷ» (Ἐφ. 1,3), μᾶς δημιουργεῖ, σώζει καὶ θεώνει ἐν τῷ Λόγῳ, ἐν Χριστῷ.
(Πρβλ. τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου καὶ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ). Εἰς τὸ ἑπόμενον
ἄρθρον γράφει ὁ π. Ἰουστῖνος: «Μὲ τὴν ἐνανθρώπησίν Του ὁ Θεὸς Λόγος ἔδειξεν ὅτι ἡ logosnost
εἶναι ἡ οὐσία τῆς φύσεώς μας, τὸ θεμέλιον τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι μας, ἡ βάσις τῆς ἀνθρωπίνης
μας ζωῆς καὶ ὑπάρξεως». —Τὴν λέξιν logosnost ἀφήνομεν ὅπως εἶναι, ἐνῷ τἀ παράγωγα ἐπίθετα:
logosan, logosno ἀποδίδομεν συνήθως μὲ «ἔλλογος», «λογικός», κ.λ.π. (Σημ. Μεταφρ.).

96
Καὶ κάτι ἄλλο· ὅπου ὑπάρχει θάνατος, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει πραγ-
ματικὴ ἀλήθεια καὶ δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη. Μόνον ἐκεῖνος ποὺ θὰ
νικήσῃ τὸν θάνατον καὶ θὰ λυτρώσῃ τὸ ἀνθρώπινον γένος ἀπὸ τὸν
θάνατον, αὐτὸς ἔχει πραγματικὴν ἀγάπην. Τί ἀγάπη εἶναι αὐτή, ἡ ὁποία
δὲν λυτρώνει ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ ἀπὸ τὸν θάνατον; Δι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος
Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος. Καὶ ἡ ὁλοκληρωτική ἀγάπη (ἡ
«παναγάπη»), ἕνεκα τούτου εἶναι ὁλοκληρωτική, διότι περιέχει ὅλην
τὴν ἀλήθειαν, ὅλην τὴν δικαιοσύνην καὶ ὅ,τι τὸ ὑψηλόν, τὸ εὐγενές, τὸ
ἀθάνατον, τὸ εὐλογημένον (najlogosnije), τὸ θεῖον.
Εἰς τὴν πραγματικότητα τὸ ταλαίπωρον ἀνθρώπινον γένος ἔχει
ἕνα μόνον γνήσιον φίλον, τὸν Σωτῆρα Χριστόν, διότι Αὐτὸς τὸ ἐλύ-
τρωσε ἀπὸ τὸν μεγαλύτερον ἐχθρόν του, τὸν θάνατον. Διὰ τῆς ἐνδόξου
ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος εἰσήγαγε τὸ ἀνθρώπινον γένος εἰς τὸ ρεῦμα
τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀθανασίας, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν.
Καὶ ἀπὸ τότε καὶ αἱ σκέψεις καὶ αἱ αἰσθήσεις καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώ-
πων τοῦ Χριστοῦ γίνονται ὅλα μικρὰ ρυάκια ἀθανασίας, τὰ ὁποῖα,
καθὼς περνοῦν μέσα ἀπὸ τοὺς βράχους τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου,
κελαρύζουν καὶ τρέχουν μὲ χαρὰν πρὸς τὸ χωρὶς ὄχθες πέλαγος τῆς
θαυμαστῆς αἰωνιότητος καὶ θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ἀπὸ τὸν χρόνον ἀφαιρεθῇ ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος, τότε
ὁ χρόνος γίνεται ἕνα θαυμάσιον προοίμιον εἰς τὴν θείαν αἰωνιότητα,
μία ἔξοχος εἰσαγωγὴ εἰς τὴν θεανθρωπότητα, σύμφωνα μὲ τὸν πανα-
ληθινὸν λόγον τοῦ Αἰωνίου, τοῦ Θεανθρώπου: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ
ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 6,47). Ἡ πικρία τοῦ χρόνου προέρχεται ἀπὸ
τὸν θάνατον καὶ τὴν ἁμαρτίαν· καὶ γίνεται γλυκὺς ὁ χρόνος μὲ τὴν
ἀθανασίαν καὶ τὴν ἀναμαρτησίαν. Χωρὶς τὁν Χριστόν, τὸν Μόνον
Παντοδύναμον, ὁ χρόνος εἶναι ἕνα βαρὺ φορτίον. Μαζί Του γίνεται
ἐλαφρόν. Ἀλλὰ καὶ ὁ παράδοξος δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ χρόνου, ὁ
χῶρος, μὲ ὅ,τι κλείει μέσα του, καὶ αὐτὸς μὲ ὅλο τὸ βάρος του πιέζει
καὶ συντρίβει τὸν ἄνθρωπον. Φοβερὸν λοιπὸν καὶ τρομοκρατικὸν εἶναι
τὸ φορτίον τοῦ ἀνθρώπου· βαρὺς καὶ ἀκανθώδης ὁ ζυγός του. Μόνον
μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ παναγάθου καὶ παντοδυνάμου Θεανθρώπου ὁ
ζυγὸς αὐτὸς γίνεται «χρηστός» καὶ τὸ φορτίον «ἐλαφρόν». Κατὰ τὸν
ἀληθινὸν λόγον τῆς Ἀληθείας: «Ὁ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον
μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11,30).

97
Εἶναι βασανιστικός ὁ ζυγὸς τῆς ζωῆς καὶ βαρὺ τὸ φορτίον τῆς
ὑπάρξεως, ἐφ᾿ ὅσον τὴν βαρύνουν αἱ ἁλύσεις τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ
θανάτου. Ὅταν μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου άφαιρεθοῦν τὰ
δεσμά τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου ἀπὸ τὴν ρίζαν τῆς ζωῆς καὶ τῆς
ὑπάρξεως, τότε ὁ ζυγὸς τῆς ζωῆς γίνεται «χρηστὸς» καὶ τὸ φορτίον
«ἐλαφρόν». Ἐπὶ πλέον, ἡ ζωὴ τότε μεταμορφώνεται εἰς χαράν, ἡ ὕπαρ-
ξις εἰς ἀγαλλίασιν. Ἐδῶ πρόκειται δι᾿ ἐκείνην τὴν χαρὰν τῆς ζωῆς καὶ
τῆς ὑπάρξεως, ἡ ὁποία δὲν σταματᾶ οὔτε εἰς αὐτὸν οὔτε εἰς τὸν ἄλλον
κόσμον. Ὅταν ὁ Αἰώνιος Θεάνθρωπος ἐνδυναμώσῃ καὶ καταστήσῃ
ἀληθινὸν καὶ ἀθάνατον τὸν ἄνθρωπον, τότε ὁ ζυγὸς τῆς ζωῆς ἀποβαίνει
χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον τῆς ὑπάρξεως ἐλαφρόν. Τότε ὁ ἄνθρωπος μὲ
ὅλο του τὸ εἶναι αἰσθάνεται νὰ τὸν πλημμυρίζῃ φῶς ἱλαρὸν καὶ θεῖον
ἀπὸ ὅλα τὰ ἔλλογα (logosnih) βάθη καὶ ὕψη τοῦ θεοκτίστου χώρου καὶ
χρόνου.
Διὰ τὸν σκεπτόμενον ἄνθρωπον καὶ ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος εἶναι
τέρατα, ἂν δὲν ἀποκτήσουν νόημα διὰ τῆς αἰωνιότητος, δηλαδὴ διὰ τῆς
θεανθρωπότητος. Διότι ἡμεῖς δὲν γνωρίζομεν τὴν αἰωνιότητα παρὰ μέσα
εἰς τὴν κατηγορίαν, μέσα εἰς τὸ γεγονός, μέσα εἰς τὴν πραγματικότητα
τῆς θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὁλόκληρος ἡ αἰωνιότης ἡνωμένη
μὲ τὸν χρόνον, ἐστάθη διὰ πρώτην φορὰν ἐνώπιον τῆς ἀνθρωπίνης
συνειδήσεως ἐν τῷ Προσώπῳ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι
ὁ κάτοχος καὶ φορεὺς τῆς αἰωνιότητος, ὁ ἄνθρωπος, ἐκπρόσωπος τοῦ
χρόνου, ἐνῶ ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ ὑψίστη, ἡ πληρεστάτη καὶ τελειο-
τάτη σύνθεσις τῆς αἰωνιότητος καὶ τοῦ χρόνου. Ὁ χρόνος ἀποκτᾶ τὸ
πραγματικόν του νόημα διὰ τῆς ἑνώσεως μὲ τὴν αἰωνιότητα μέσα εἰς
τὴν θεανθρωπίνην ζωὴν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπον ὁ χρόνος δεικνύει ὅλα τὰ
λογικὰ (logosna) ἰδιώματά του, διότι καὶ αὐτὸς διὰ τοῦ Λόγου ἐγέ-
νετο (πρβλ. Ἰωάνν. 1,3). Εἰς τὴν οὐσίαν του ὁ χρόνος εἶναι ἔλλογος
(logosno) καὶ διὰ τοῦτο ἀποτελεῖ τὴν εἰσαγωγὴν εἰς τὴν αἰωνιότη-
τα τοῦ Λόγου διὰ τῆς θεανθρωπότητος. Ὁ σαρκωθεὶς Θεὸς Λόγος
ἀπέδειξε μετὰ βεβαιότητος ὅτι ὁ χρόνος εἶναι προετοιμασία διὰ τὴν
αἰωνιότητα. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν χρόνον, εἰσέρχεται ταυτο-
χρόνως εἰς τὸν προθάλαμον τῆς αἰωνιότητος. Τοιοῦτος εἶναι ὁ νόμος
τῆς ὑπάρξεώς μας.

98
Εὑρισκόμενος εἰς τὸν χρόνον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὂν ποὺ προ-
παρασκευάζεται διὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἂν ἄνευ τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι
φοβερά, ἀνόητος καὶ βασανιστικὴ ἡ ἐπίγειος ἐν χρόνῳ ζωή, πόσῳ
μᾶλλον ἡ αἰωνιότης; Ἡ αἰωνιότης ἄνευ τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν εἶναι παρὰ
ἡ κόλασις. Καὶ ἡ ἐπίγειος ζωὴ ἄνευ τοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τὸ προοίμιον
καὶ τὴν προετοιμασίαν τής κολάσεως. Διότι ἡ κόλασις δὲν εἶναι τίποτε
ἄλλο παρὰ ζωὴ ἄνευ τοῦ Λόγου, ἄνευ Θείου Νοήματος, ἄνευ Θείας
Λογικῆς. Μόνον εἰς τὴν κόλασιν δὲν ὑπάρχει οὔτε λόγος, οὔτε λογικό-
της, οὔτε νόημα. Ἡ κόλασις τοῦ ἀνθρώπου αρχίζει ἤδη ἐδῶ εἰς τὴν γῆν,
ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ ἐν τῷ Λόγῳ, ἐν τῷ Χριστῷ. Ἀλλὰ καὶ ὁ παρά-
δεισος τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει ἤδη ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἂν δ άνθρωπος ζῇ ἐν
τῷ Θείῳ Λόγῳ, ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ. Ὁ σαρκωθιεὶς Θεὸς Λόγος
εἶναι καὶ τὸ νόημα καὶ ἡ λογικότης καὶ ὁ παράδεισος διὰ τὸ ἀνθρώπινον
εἶναι. Κάθε τι τὸ ἀντιλογικὸν (protivlogosno) καὶ ἄλογον(nelogosno)
εἶναι ἐν ταὐτῷ παράλογον καὶ ἀνόητον. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ
δημιουργεῖ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὰς σατανικὰς διαθέσεις αἱ ὁποῖαι μετα-
τρέπουν τὴν ζωήν του εἰς κόλασιν.
Ὁ ἄνθρωπος; Ἕνα εἰσαγωγικὸν ὄν, ἕνα ὂν προπαρασκευαζόμενον
διὰ τὴν αἰωνιότητα μέσῳ τῆς θεανθρωπότητος. Ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος
εἶναι ἄπειρος καὶ ἀθάνατος, διότι «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς
τὴν ζωήν» (Ἰωάν. 5, 24), ὁ θάνατος δὲν τὸν διακόπτει· παρατείνεται ἐκ
τοῦ χρόνου εἰς τὴν αἰωνιότητα. Ζῶν διὰ τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἀπα-
θανατίζει διὰ τῆς χριστοαισθήσεως τὴν αὐτοαίσθησίν του, καὶ διὰ τῆς
χριστοσυνειδησίας τὴν αὐτοσυνειδησίαν του.
Αἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου; Εἶναι εἰσαγωγικαὶ αἰσθήσεις αἱ
ὁποῖαι διὰ τῆς θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ μετατρέπονται εἰς αἰω-
νίους. Μόνον ἔτσι αἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι βάσανον διὰ
τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα. Ἐὰν ἠθέλατε, ἔπρεπε νὰ τὸ διαπιστώσετε ὅτι
αἱ αἰσθήσεις εἶναι διὰ σᾶς τὸ μεγαλύτερον μαρτύριον καὶ φρίκη καὶ
κόλασις, μέχρις ὅτου τὰς ἐγγίσῃ ὁ θαυμαστὸς Κύριος Ἰησοῦς. Εὐθὺς
ὡς τὰς ἐγγίσῃ, αὗται μεταβάλλονται εἰς χαράν, εἰς ἀγαλλίασιν, εἰς
παράδεισον. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ αἴσθησις εἶναι εὐλογία
μόνον μέσα εἰς τὴν χριστοαίσθησιν· ἄνευ αὐτῆς ἡ αἴσθησις εἶναι μία
κατάρα καὶ φρίκη. Ὁ ἄνθρωπος ἀκριβῶς ἐδημιουργήθη θεοειδής,
χριστοειδὴς καὶ πνευματοειδής, διὰ νὰ γίνουν αἱ αἰσθήσεις του εἰς

99
τὴν οὐσίαν των θεονοσταλγικαί, χριστονοσταλγικαὶ καὶ πνευματο-
νοσταλγικαί.
Αἱ σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου; Ὁ σκοπός των εἶναι νὰ ἀναπτυχθοῦν εἰς
αἰωνίους καὶ θεανθρωπίνας. Ἡ σκέψις εἶναι ἕνα βαρὺ καὶ βασανιστικὸν
φορτίον. Μόνον ὡς χριστοσκέψις ἀποβαίνει ἐλαφρὸν καὶ ἀγαπητὸν
φορτίον. Ὅταν ἡ σκέψις λογοποιηθῇ, χριστοποιηθῇ,13 τότε ἀποκτᾷ τὴν
αἰωνίαν της ἀξίαν καὶ χαρὰν καὶ νόημα. Χωρὶς αὐτό, κάθε σκέψις εἶναι
μία μικρὴ κόλασις, καὶ ὅλαι μαζὶ κόλασις ἀτελείωτος καὶ αἰώνιος.
Δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα φρίκη ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα ἄνευ τοῦ
Χριστοῦ. Θὰ προτιμοῦσα νὰ εἶμαι εἰς τὴν κόλασιν εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ὁ
Χριστὸς (μὲ συγχωρεῖτε διὰ τὸ παραδοξολόγημα!) παρὰ εἰς τὸν παρά-
δεισον ποὺ δὲν ἔχει τὸν Χριστόν. Διότι ὅπου δὲν εἶναι παρὼν ὁ Χριστός,
ἐκεῖ τὰ πάντα μετατρέπονται εἰς κατάραν, εἰς πικρίαν, εἰς φρίκην· ἐκεῖ
ἐπάνω εἰς τὴν μισοσβησμένην σπίθαν τῆς ἀνθρωπίνης αὐτοσυνειδησίας
ἁπλώνεται τὸ ἀτελείωτον σκότος καὶ τὸ μαῦρον ἔρεβος· ἐκεῖ τὸ σῶμα
μεταβάλλεται εἰς βαρὺ φορτίον καὶ ἡ ψυχὴ εἰς καταραμένον ζυγόν.
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον ἐβασάνισε, καὶ ἐλάχιστα, τὸ μαρτύριον τοῦ ἀνθρώ-
που, πρέπει νὰ ἔχῃ αἰσθανθῆ τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου:
«Ὁ Θεὸς ηὐλόγησεν ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ ἐν Χριστῷ» (Ἐφ. 1,3). Ἄνευ
καὶ ἐκτὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ τὸν ἄνθρωπον παρασύρουν οἱ
σκοτεινοὶ ποταμοὶ τῆς κατάρας καὶ τοῦ κακοῦ.
Μόνον μέσα εἰς τὸν Γλυκύτατον Κύριον ἠσθάνθημεν καὶ ἐμάθα-
μεν ὅτι αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι ἕνας πρόλογος διὰ τὸν ἄλλον· ὁ χρόνος
εἶναι ἕνα προοίμιον διὰ τὴν αἰωνιότητα· ἡ ἐπίγειος ζωὴ εἶναι μία προ-
ετοιμασία διὰ τὴν αἰώνιον ζωήν· τὸ ἐπίγειον ἀγαθὸν εἶναι ἡ ἀπαρχὴ
τοῦ αἰωνίου ἀγαθοῦ. «Δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός,
ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου»
(Ματθ. 25, 21, 23). Ἀλλα δὲν πρέπει νὰ λησμονήσωμεν καὶ τὸ ἑξῆς:
Μόνον φωτισμένοι ἀπὸ τὸ θεῖον φῶς τοῦ Θεανθρώπου εἴδομεν καὶ
ἠσθάνθημεν ὅλην τὴν ὀλεθριότητα τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας, καὶ

13 �������������������������������������������������������������������������������������
«Χριστοποίησις», «λογοποίησις» καί, ὅπως θὰ ἴδωμεν εἰς τὴν συνέχειαν, «θεανθρωποποίη-
σις» καὶ «τριαδοποίησις», εἶναι αἱ ἐκφράσεις τὰς ὁποίας ὁ π. Ἰουστῖνος χρησιμοποιεῖ ὡς παραλλή-
λους πρὸς τὰς πατερικὰς ἐκφράσεις «θέωσις», «θεοποίησις». Φαίνεται ὅμως ὅτι μὲ τὰς ἐκφράσεις
αὐτὰς τονίζει τὴν χριστολογικὴν ἢ τὴν τριαδολογικὴν ἀπόχρωσιν τοῦ μυστηρίου τῆς «θεώσεως».
(Σ.Μ.).

100
κατενοήοαμεν ὅτι τὸ ἐπίγειον κακὸν εἶναι προοίμιον καὶ προετοιμασία
διὰ τὸ αἰώνιον κακόν· ἡ ἁμαρτία ἐδῶ εἰς τὴν γῆν εἶναι εἰσαγωγή καί
προετοιμασία διὰ τὸ αἰώνιον βασίλειον τῆς ἁμαρτίας, τὴν κόλασιν.
Μόνον οἱ χριστοφόροι ἄνθρωποι γνωρίζουν μέχρι τῶν λεπτομερειῶν
τὸ μυστήριον τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, διότι ἔχουν τὰ αἰσθητήρια «διὰ
τὴν ἕξιν γεγυμνασμένα πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Ἑβρ. 5,14).
Έπὶ πλέον, γνωρίζουν ἐντελῶς τὴν νοοτροπίαν τοῦ Σατανᾶ καὶ τὴν δια-
λεκτικὴν τῆς φιλοσοφίας τοῦ κακοῦ κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου:
«οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν» (2 Κορ. 2,11).
Εἰς τὸ ἔλλογον (logosnom) βάθος τοῦ θεοειδοῦς ἀνθρωπίνου
ὄντος, ὁ χρόνος καὶ ἡ αἰωνιότης εὑρίσκονται ὀργανικῶς ἡνωμένα καὶ
ὀντολογικῶς συνδεδεμένα, ἀναλόγως πρὸς τὸ μέτρον τοῦ εἶναι τοῦ
ἀνθρώπου. Στηριζόμενος εἰς αὐτὰς τὰς ἐνυπαρχούσας μέσα του αἰωνιό-
τητας, ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ οἰκοδομηθῇ εἰς μίαν θαυμασίαν ὕπαρξιν.
Μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸ θεοειδὲς ἀποτελεῖ ἀστείρευτον πηγὴν τῶν
θεονοσταλγικῶν δημιουργικῶν δυνάμεων, μὲ τὴν βοήθειαν τῶν ὁποίων
μεταμορφώνει τὸν ἑαυτόν του εἰς ἕνα αἰώνιον ὄν.
Ἡ ἁμαρτία διετάραξεν αὐτὴν τὴν ἐνυπάρχουσαν ἑνότητα τοῦ
χρόνου καὶ τῆς αἰωνιότητος μέσα εἰς τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου κοὶ ἤνοι-
ξε μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπον ἕνα φοβερὸν χάσμα μεταξὺ τοῦ ἐν χρόνῳ
καὶ τοῦ αἰωνίου, εἰς τὸ ὁποῖον χάσμα πνίγεται διαρκῶς ἡ σκέψις καὶ
ἡ αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἁμαρτία, ὡς ἀντί - θεος καὶ ἀντί - λογος
(protivlogοsna) δύναμις, ἀ-θεοποιεῖ, ἀπολογοποιεῖ (delogosira) τὸν
ἄνθρωπον καὶ τὸν καθιστᾷ χωρὶς νόημα. Τοῦτο δὲ σημαίνει: Ἡ ἁμαρτία
θανατώνει τὸν ἄνθρωπον, διότι τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν μοναδικὴν
πηγὴν τῆς ζωῆς, τῆς ἀθανασίας καὶ τῆς αἰωνιότητος, ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ζῶν μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν ὁ ἄνθρωπος, ἀπομονώνει τὸν ἑαυτόν
του, ἀναγνωρίζει μόνον αὐτὸν καὶ τὸν κάμνει κέντρον τῶν πάντων.
Ὅσον βυθίζεται περισσότερσν εἰς τὴν ἁμαρτίαν, τόσον γίνεται μεγαλύ-
τερον τὸ χάσμα μεταξὺ χρόνου καὶ αἰωνιότητος μέσα εἰς τὴν συνείδη-
σίν του καὶ τὴν καρδίαν του. Ἐστραμμένος πρὸς τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον
ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, αἰσθάνεται καὶ βλέπει ἕνα φοβερὸν ρῆγμα
μεταξὺ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, μεταξὺ τοῦ ἑαυτοῦ
του καὶ τῶν λοιπῶν ὄντων. Βυθιζόμενος εἰς τὴν ἀπύθμενον ἐγωϊστικὴν
ἀπομόνωσιν, χάνει βαθμιαίως τὸ αἴσθημα τῆς καθολικῆς ἑνότητος

101
(svejedinstva = τῆς πανενότητος) τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἕως ὅτου
τὸ χάσῃ τελείως. Τὸ χάσμα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως
γίνεται ἀπύθμενον, ἀτελείωτον καὶ ἀγεφύρωτον. Αὐτὸς βλέπει μόνον
τὸν ἑαυτόν του καὶ κανένα ἄλλον καὶ τίποτε ἄλλο οὔτε ὑπεράνω του
οὔτε γύρω του. Τὸ πᾶν μέσα του εἶναι μόνον ὁ ἑαυτός του, αὐτὸς ὁ
αὐτόκλητος, ἄθλιος θεός, ἐνθρονισμένος εἰς τὸν κοπρῶνα του. Ἐξ οὗ
καὶ τόσοι πολλοὶ ἄνθρωποι μὲ μικρὰς σκέψεις, μὲ μικρὰ αἰσθήματα, τὰ
ὁποῖα δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν των καὶ νὰ περάσουν
εἰς τὸν ἄλλον. Αἱ σκέψεις καὶ τὰ αἰσθήματα τοῦ ἐγωϊσμοῦ, «σακατεμέ-
να» καὶ σπιθαμιαῖα ἀπὸ τὴν φιλαυτίαν, δὲν ἀναγνωρίζουν οὔτε τοὺς
ἀνθρώπους οὔτε τὸν Θεόν, διότι δὲν φθάνουν μέχρι τοῦ αἰωνίου καὶ
τοῦ θεανθρωπίνου. Κάποιο τραγικὸν ρῆγμα χαίνει μέσα εἰς τὰς σκέ-
ψεις, εἰς τὰς αἰσθήσεις, εἰς τὴν ζωήν· ἕνα κατηραμένον σχίσμα εἰς τὴν
συνείδησιν, εἰς τὴν καρδίαν, εἰς τὴν ψυχήν, σχίσμα τὸ ὁποῖον ἐρημώνει
τὸν τύπον τοῦ ἀνθρώπου κατὰ Φάουστ: «Δύο ψυχαὶ κατοικοῦν εἰς τὸ
στῆθος μου».14
Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, αἴρων τὴν ἁμαρτίαν, ἐγεφύρωσε πρῶτος
τὸ χάσμα ποὺ ἐδημιούργησεν αὐτὴ μεταξὺ τοῦ χρόνου καὶ τῆς αἰωνιό-
τητος, μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ, μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ
τῶν λοιπῶν ὄντων. Τοιουτοτρόπως ἀποκατέστησεν εἰς τὴν συνείδησιν
καὶ τὴν αἴσθησιν τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἑνότητα μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ
τοῦ Θεοῦ, μεταξὺ τοῦ χρόνου καὶ τῆς αἰωνιότητος, μεταξὺ τούτου καὶ
τοῦ ἄλλου κόσμου. Δι᾿ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν τὸ πνεῦμα καὶ τὴν
πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀγωνίζωνται κατὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀγωνίζονται
διὰ νὰ ἀποκαταστήσουν ἐντός των τὴν ὡλοκληρωμένην εἰκόνα τοῦ
κόσμου, διὰ νὰ φθάσουν εἰς τὸν πλήρη καὶ ἀκέραιον ἄνθρωπον.
Ἡ ἁμαρτία διέσπασε τὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης αὐτοαισθήσε-
ως, τῆς αὐτοσυνειδησίας, τῆς σκέψεως, τῆς ζωῆς, τῆς ὑπάρξεως, τοῦ
εἶναι. Ἔτσι διέσπασε καὶ τὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης αἰσθήσεως περὶ
τοῦ κόσμου (τῆς κοσμο - θεωρίας) . Ὁ κατὰ Χριστὸν ἀγὼν ἐναντίον
τῆς ἁμαρτίας δὲν εἶναι ἄλλο τι παρὰ ἀγὼν ἐναντίον ἐκείνης τῆς μόνης

14 ������������������������������������������������������������������������������������������
Γκαῖτε, Φάουστ. Ὁ ἅγ. Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος γράφει ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι εἰς τὸν ἄνθρωπον ὡς
«ψυχὴ ἑτέρα μετὰ τῆς ψυχῆς» (Ὁμιλ. 11,15. PG 34, 556 C). Περὶ αὐτοῦ βλ. πλ. εἰς τὴν διατριβὴν
τοῦ π. Ἰουστίνου: Τὸ πρόβλημα τῆς προσωπικότητος καὶ τῆς γνώσεως κατὰ τὸν ἅγ. Μακάριον
τὸν Αἰγύπτιον, Ἀθῆναι 1926, σελ. 12-27. (Σ.Μ.).

102
δυνάμεως, ποὺ διασπᾷ καταστρεπτικῶς μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν
αἴσθησιν τῆς ἑνότητος μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ, τοῦ χρό-
νου καὶ τῆς αἰωνιότητος, τὴν αἴσθησιν τῆς καθολικῆς ἑνότητος (πανε-
νότητος). Ὁ Θεάνθρωπος μὲ τὴν θεανθρωπίνην ζωήν Του ἔδωσε τὴν
θεανθρωπίνην Του φιλοσοφίαν τῆς πανενότητος.15 Εἰς τὴν ζωὴν αὐτὴν
καὶ εἰς τὴν φιλοσοφίαν αὐτὴν δὲν ὑπάρχει τόπος διὰ τὴν ἁμαρτίαν, τὸ
κακὸν καὶ τὸν θάνατον.
Ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς ἕνα μακροκοσμικὸν
ὄν, διὰ τοῦτο εἶναι φυσικὸν καὶ λογικὸν νὰ ὑπάρχῃ μέσα του μακρο-
κοσμικὴ αἴσθησις καὶ συνείδησις τοῦ κόσμου. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ
ἄνθρωπος ποὺ δὲν τὸν ἔχει διαταράξει καὶ διασπάσει ἡ ἁμαρτία, αἰσθά-
νεται τὴν ὀργανικὴν ἑνότητα ὅλων τῶν δημιουργημάτων· αἰσθάνεται
τὴν χαρὰν καὶ τὴν λύπην τῶν δημιουργημάτων ὡς ἰδικήν του, διότι
κατὰ κάποιον μυστικὸν τρόπον εἶναι φορεὺς τοῦ κλήρου ὅλων τῶν
δημιουργημάτων. Παράδειγμα τούτου εἶναι ὁ Ἀδάμ. Εἰς τὸν Ἀδὰμ ἐδέ-
σποζεν ἡ αἴσθησις τῆς πανενότητος μέχρι τῆς πτώσεως. Ὅταν δὲ ἔπεσε,
παρέσυρε μαζί του εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν θάνατον ὅλην τὴν κτίσιν.
Νεώτερα παραδείγματα εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ἅγιοι καὶ
ὅλοι οἱ ἀληθινοὶ χριστιανοί. Τὸ παράδειγμα τῶν παραδειγμάτων εἶναι ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος. Κανεὶς ἄλλος, ὅπως αὐτός, δὲν αἰσθάνεται τόσον
βαθειὰ καὶ ἔντονα ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις «συστενάζει καὶ συνωδίνει» μετὰ
τῶν ἀνθρώπων, συστενάζει καὶ συνωδίνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ λόγῳ
τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ λόγῳ τοῦ θανάτου, ὅπου τὴν ὑπέ-
ταξεν ὁ φιλαμαρτήμων ἄνθρωπος (πρβλ. Ρωμ. 8, 12-23).
Ἡ ἀποκατάστασις (reintegratiο) τῆς κτίσεως συνετελέσθη ἐν
τῷ προσώπῳ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἀπὸ Αὐτὸν δὲ καὶ δι᾿ Αὐτοῦ
μεταφέρεται εἰς ὅλους τοὺς συσσώμους Του (πρβλ. Ἐφ. 3,6), εἰς ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἐνεκεντρίσθησαν ὡς κλήματα εἰς Αὐτόν, ὡς
ἄμπελον (πρβλ. Ἰωάνν. 15, 1-7). Ἐξ Αὐτοῦ τοὺς διαπερᾶ ἡ θεανθρωπίνη
αἴσθησις καὶ ἐπίγνωσις τῆς πανενότητος τῆς ζωῆς καὶ τῆς κτίσεως.
Αὐτὴ ἡ αἴσθησις καὶ ἡ ἐπίγνωσις συγκεντρώνεται ἰδικὰ εἰς τὰς κεχα-
ριτωμένας καὶ χριστοποιημένας ψυχὰς τῶν Ἁγίων. Μέσα εἰς αὐτοὺς

15 �������������������������������������������������������������������������������������
Περὶ τῆς «θεανθρωπίνης φιλοσοφίας» καὶ τῆς «θεανθρωπίνης πανενότητος» βλ. εἰς τὴν συ-
νέχειαν αὐτοῦ τοῦ ἄpθρου καὶ εἰς τὸ τελευταῖον ἄρθρον «Κεφάλαια ἐκκλησιολογικά», § 47 καὶ
41. (Σ.Μ.)

103
μὲ τὴν ἐνέργειαν τοῦ Θεανθρώπου ἐθεραπεύθη ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ
ἀποκατεστάθη ἡ αἴσθησίς των καὶ ἡ συνείδησίς των περὶ τοῦ ἑαυτοῦ
των καὶ περὶ τοῦ κόσμου. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ εἶναι ἀναγεννημέναι καὶ ὡλο-
κληρωμέναι ψυχαί, ποὺ βαθμιαίως θεραπεύουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ
τὴν κτίσιν γύρω των καὶ τὴν επαναφέρουν εις τήν πρωταρχικήν της
πανενάτητα. Ώς κατά χάριν «υἱοὶ τοῦ Θεοῦ», σώζουν τὴν κτίσιν ἀπὸ
τὸν θρυμματισμόν, ἀπὸ τὴν φθορὰν καὶ ἀπὸ τήν διάσπασιν τῆς ἑνότη-
τος (πρβλ. Ρωμ. 8, 19-21).
Εἰς τὴν πραγματικότητα, διὰ τῆς θεανδρικῆς ἀποκαταστάσεως
τοῦ ἀνθρώπου δημιουργεῖται μέσα εἰς αὐτὸν ἡ αἴσθησις καὶ ἡ συνείδη-
σις τῆς πανενότητος τοῦ μακρόκοσμου. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ
βλέπει ὅλην τὴν κτίσιν καὶ εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ εἰς τὴν γῆν μέσα εἰς
μίαν θεανθρωπίνην καθολικὴν ἑνότητα καὶ αἱσθάνεται καὶ γνωρίζει ὅτι
τὰ πάντα ἐκτίσθησαν ἐν Χριστῷ εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐπὶ τῆς γῆς: «Τὰ
πάντα δι᾿ Αὐτοῦ καὶ εἰς Αὐτὸν ἔκτισται, καὶ Αὐτός ἐστι πρὸ πάντων καὶ
τὰ πάντα ἐν Αὐτῷ συνέστηκε, καὶ Αὐτὸς ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος
τῆς Ἐκκλησίας» (Κολ. 1,16-18).
Μὲ τὴν ἄσκησιν τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν (podvizima)16 ὁ ἄνθρω-
πος ἀποκαθιστᾶ τὴν πανενότητα τοῦ μακροκόσμου εἰς τὴν συνείδησίν
του, εἰς τὴν αἴσθησιν καὶ εἰς τὴν ζωήν. Εἰς αὐτήν τὴν ἐν Χριστῷ μετά-
πλασιν καὶ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ἑαυτοῦ του συμμετέχει ὁλόκληρος ὁ
ἄνθρωπος, μὲ ὅλην τὴν ψυχήν του καὶ ὅλην τὴν καρδίαν του καὶ ὅλην
τὴν διάνοιάν του καὶ ὅλην τὴν δύναμίν του. Καὶ ὅλος αὐξάνει «τὴν
αὔξησιν τοῦ Θεοῦ», «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χρίστοῦ»,
εἰς «ἄνδρα τέλειον» (βλ. Κολ. 2, 19. 1, 29. Ἐφ. 4,13). Τὴν εὐαγγελικὴν
αἴσθησιν τῆς καθολικῆς ἑνότητος τοῦ μακρόκοσμου χάνει ὁ ἄνθρωπος,
ὅταν παραδοθῇ ἐνσυνειδήτως εἰς τὰ πονηρὰ ἔργα καὶ μέσα του καὶ εἰς
τὸν κόσμον γύρω του (πρβλ. Κολ. 1, 21).
Ἡ θεανθρωπίνη φιλοσοφία, ἡ κατὰ Χριστὸν φιλοσοφία εἶναι
ἡ φιλοσοφία τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνακαινισθέντος καὶ ἀναγεννηθέντος
ἀνθρώπου, τοῦ ἁγιασθέντος καὶ θεωθέντος ἐν Χριστῷ. Εἰς αὐτὴν τὴν
φιλοσοφίαν κυριαρχεῖ ἡ θεανθρωπίνη αἴσθησις καὶ ἡ ἐπίγνωσις τῆς
καθολικῆς ἑνότητος — τῆς «πανενότητος» — τῶν ὄντων καὶ τῆς κτίσε-
�������������������������������������������������������������������������������������������
Ἡ σλαυικὴ καὶ σερβικὴ λέξις podvig εἶναι πολυσήμαντος. Σημαίνει καὶ «ἄσκησις», «ἀγών»,
«ἄθλησις»” καὶ «ἆθλος», «κατόρθω­μα», «ἔργον», «ἀρετή». Τὴν ἀποδίδομεν ἀναλόγως. (Σ.Μ.).

104
ως. Ἐνῶ κάθε τι ποὺ παραλύει, νεκρώνει καὶ ναρκώνει αὐτὴν τὴν θεαν-
θρωπίνην αἴσθησιν καὶ ἐπίγνωσιν τῆς πανενότητος, ἀνήκει εἰς τὴν κατ᾿
ἄνθρωπον φιλοσοφίαν, κατὰ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ θνητὸν ἄνθρωπον.
Πράγματι, δύο μόνον φιλοσοφίαι ὑπάρχουν, ἡ θεανθρωπίνη καὶ ἡ
ἀνθρωπίνη. Ἡ μία εἶναι φιλοσοφία τοῦ θεανθρωπίνου μονισμοῦ,17 καὶ ἡ
ἄλλη φιλοσοφία τοῦ ᾶνθρωπίνου πλουραλισμοῦ. Ὅλη ἡ κατ᾿ ἄνθρωπον
φιλοσοφία κινεῖται ἐντὸς τοῦ φαύλου κύκλου τοῦ θανάτου καὶ τῆς θνη-
τότητος, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον ἔχει διασπασθῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἡ
αἴσθησις καὶ ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου. Δι᾿ αὐτῆς τῆς φιλοσοφίας ἔχει
εἰσέλθει μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν κόσμον ὁλόκληρος «λεγεὼν»
καὶ δι᾿ αὐτὸ ἔχουν λεγεωνοποιηθῆ· ἐδῶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου καὶ
τοῦ κόσμου εἶναι, «λεγεών» (Λουκ. 8, 30). Ἐδῶ τὰ πάντα ἀποπνέουν
τὴν θνητότητα· ἐδῶ ὅλα εἶναι «ἀνθρώπινα, ὑπερβολικὰ ἀνθρώπινα» =
Menschliches, Allzumenschliches. Διὰ τοῦτο ὁ χριστοφόρος Ἀπόστολος
συμβουλεύει μὲ σοφίαν: «Ἀδελφοί, μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ
τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων,
κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν» (Κολ. 2, 8).
Ἡ θεανθρωπίνη φιλοσοφία εἶναι φιλοσοφία τῆς θεανθρωπίνης
ἐμπειρίας. Μέσα εἰς αὐτὴν τὰ πάντα βασίζονται εἰς τὴν ἐμπειρίαν, εἰς
τὸ ἐν χάριτι βίωμα καὶ τὴν πρᾶξιν. Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀφῃρη-
μένον καὶ μὴ πραγματικόν. Τὰ πάντα «εἶναι μία θεανδρικὴ πραγματι-
κότης, διότι ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῳ «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς
Θεότητος σωματικῶς», καὶ δι᾿ αὐτὸ συνιστᾶται εἰς ὅλους: «Ἐστὲ ἐν
Αὐτῷ πεπληρωμένοι» (Κολ. 2, 9-10).
Ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἐνσωματωθῇ μὲ ὅλην τὴν ὑπόστασίν του εἰς
τὸν Χριστὸν καὶ πληρωθῇ ὅλος δι᾿ Αὐτοῦ, τότε ἀποκτᾶ τὴν θεανθρω-
πίνην αἴσθησιν καὶ συνείδησιν τῆς πανενότητος τοῦ μακροκόσμου.
Καὶ φλέγεται ἀπὸ τὴν συναίσθησιν ὅτι ὅλοι εἶναι ὑπεύθυνοι δι᾿ ὅλα:
Οἱ πόνοι ὅλων τῶν ὄντων εἶναι πόνοι ἰδικοί μου, αἱ θλίψεις ὅλων τῶν
κτισμάτων εἶναι θλίψεις ἰδικαί μου.18 Οἱ πάντες ἐν τῷ Χριστῷ συνιστοῦν
ἓν θεανθρώπινον σῶμα, τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ

17 Βλ. ἀνωτέρω ὑποσημ. 4.


18 Περὶ αὐτοῦ ὁμιλεῖ ἰδίως ὁ ἅγ. Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος. Βλ. τὴν μελέτην τοῦ π. Ἰουστίνου, Ἡ γνωσιολογία
τοῦ ἁγ. Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Ἀθῆναι 1967, σ. 39-40. (Ἀνάτυπον ἐκ τῆς «Θεολογίας», τ. ΛΗ΄ 1967).
(Σ.Μ.)

105
τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας (Κολ. 1,18). Αὐτὸς δίδει τὴν στοχαστικό-
τητα εἰς τὴν σκέψιν καὶ τὴν αἰσθητικότητα εἰς τὴν αἴσθησιν παντὸς
χριστιανοῦ· ὁ Ἴδιος καθολικοποιεῖ (sabornizira)19 τὴν αἴσθησιν καὶ τὴν
συνείδησιν τοῦ κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ ζῇ «σὺν πᾶσι τοῖς
ἁγίοις»,20 ἐφ᾿ ὅσον ζῇ ἐν τῷ Θεανθρώπῳ Χριστῷ. Δι᾿ αὐτὸ καὶ ὑπάρχει
ἐν τῇ ‘Ἐκκλησίᾳ ἡ θεανθρωπίνη φιλοσοφία τῆς καθολικῆς ἑνότητος
(πανενότητος) καὶ ἡ θεανθρωπίνη αἴσθησις αὐτῆς.
Ἀπὸ τὴν διάσπασιν καὶ τὴν κατάτμησιν τῆς αἰσθήσεως καὶ τῆς
συνειδήσεως σώζεται ὁ ἄνθρωπος μόνον διὰ τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς.
Τοιουτοτρόπως σώζεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐγωϊστικὴν ἀπομόνωσιν ἡ ὁποία
δὲν εἶναι ἄλλο τι παρὰ ἰδιότυπος σατανισμός. Διότι ὁ Σατανᾶς εἶναι τὸ
πλέον ἀπομεμονωμένον ὂν εἰς ὅλους τοὺς κόσμους. Αὐτὸς ἔχει χάσει
τελείως τὸ αἴσθημα τῆς πανενότητος τοῦ μακρόκοσμου. Πράγματι ὁ
Σατανᾶς εἶναι Μόνος ἐν ἀπολύτῳ ἐννοιᾳ. Δι᾿ αὐτὸ ὁ ἐγωϊσμὸς τῶν
ἀνθρώπων, ἡ ἐγωϊστικὴ ἀπομόνωσίς των, ἡ ἀποκοπή των ἀπὸ τὴν
πανενότητα τοῦ μακρόκοσμου δὲν εἶναι ἄλλο τι παρὰ μία ὁρμὴ πρὸς
τὸν σατανισμόν. Διότι ὁ Σατανᾶς εἶναι Σατανᾶς, ἐπειδὴ ἡ αὐτοσυνειδη-
σία του καὶ ἡ αὐτοαίσθησίς του εἶναι τελείως ἀποκεκομμέναι ἀπὸ τὸν
Θεὸν καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα καὶ κτίσματα.
Ἡ σωτηρία ἀπὸ τὸν σατανισμόν, τὸν σολιψισμὸν καὶ τὸν ἐγωϊσμὸν
εὑρίσκεται μόνον εἰς τὴν ἐν Χριστῷ θεανθρωποποίησιν τοῦ ἀνθρώπου.
Διότι διὰ τῆς θεανθρωποποιήσεως ἀποκαθίσταται ἡ αὐτοσυναίσθησις
καὶ ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ αἴσθησίς του τοῦ κόσμου· Ὁ
ἄνθρωπος αἰσθάνεται καὶ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτόν του συνυφασμένον
μὲ ὅλα τὰ ὄντα καὶ ὅλα τὰ κτίσματα· ἡ καθολικὴ ἑνότης (πανενότης)
εἶναι ἡ πιὸ πραγματικὴ καὶ πιὸ ἄμεσος πραγματικότης διὰ τὴν συνείδη-
σίν του καὶ τὴν αἴσθησίν του. Ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος συνάγει ἀδιακόπως
τὸν ἑαυτόν του ἐν τῷ Θεῷ διὰ τῆς προσευχής καί πίστεως, της αγάπης
καί δικαιοσύνης, τής εὐσπλαγχνίας καὶ ἀληθείας καὶ τῶν λοιπῶν εὐαγ-

19 Περὶ
����������������������������������������������������������������������������������������
αὐτοῦ βλ. εἰς τὸ τέλος τοῦ ἄρθρου «Ἀπὸ τὸν ἀρειανισμὸν τοῦ Ἀρείου ἕως τὸν νεώτερον
εὐρωπαϊκὸν ἀρειανισμόν». Ἡ ἔννοια τῆς καθολικότητος, ὅπως καὶ τὸ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁ γ ί ο ι
ς» (βλ. τὴν ἑπομ. ὑποσημ.), ἔχουν ίασικὴν σημασίαν εἰς τὴν Ἐκκλησιολογίαν καὶ γενικὰ εἰς τὴν
Θεολογίαν τοῦ π. Ἰουστίνου. (Σ.Μ.)
20 �����������������������������������������������������������������������������������������
Ἐφ. 3, 18. Τὸ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» εἶναι ἕνα βασικὸν γεγονὸς τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστι-
κότητος, κατὰ τὸν π. Ἰουστῖνον. Περὶ αὐτοῦ βλ. εἰς τὸ ἄρθρον «Ἡ ὑψίστη ἀξία καὶ τὸ ἔσχατον
κριτήριον» καὶ «Κεφάλαια ἐκκλησιολογικά», § 26 καὶ 29 καὶ ἀλ. (Σ.Μ.)

106
γελικῶν ἀσκήσεων καὶ ἀρετῶν. Αὐτὴ ἡ συγκέντρωσις τοῦ ἀνθρώπου
ἐν τῷ Θεῷ, αὐτὴ ἡ αὐτοσυγκέντρωσίς του ἐν τῷ Θεανθρώπῳ, ἐνισχύει
ἐντός του μέχρι βαθμοῦ ἀφαντάστου τὴν αἴσθησιν καὶ συνείδησιν τῆς
πανενότητος τοῦ μακροκόσμου. Τότε ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος πλημ-
μυρίζει ὅλην τὴν κτίσιν καὶ ὅλα τὰ ὄντα μὲ τὴν ἄπειρον ἀγάπην καὶ
ἐλεημοσύνην του. Καὶ μὲ δάκρυα προσεύχεται διὰ τοὺς πάντας καὶ
τὰ πάντα, διότι αἰσθάνεται καὶ γνωρίζει ὡς οὐδεὶς ἄλλος ὅτι ἡ ἀγάπη
καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μόνη σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἡ
ἀθάνατος δόξα τῶν δικαίων.21 Μέσα εἰς αὐτὴν τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ
εὑρίσκεται ὅλη ἡ φιλοσοφία τῆς αἰωνίου αἰσιοδοξίας, ὅπως εἰς τὸ σατα-
νικὸν μῖσος εὑρίσκεται ὅλη ἡ φιλοσοφία τῆς ἀνθρωποκτόνου ἀπαισιο-
δοξίας. Καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου ὀρθώνεται καὶ ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη.

(1936)

����������������������������������������������������������������������������������������������
Πρβλ. τοῦ ἁγ. Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου: «Καὶ τί ἐστι καρδία ἐλεήμων; Καὶ εἶπε· Καῦσις καρδίας ὑπὲρ
πάσης τῆς κτίσεως, ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀρνέων καὶ τῶν ζώων καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ
ὑπὲρ παντὸς κτίσματος. Καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς θεωρίας αὐτῶν ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ
αὐτοῦ δάκρυα. Ἐκ τῆς πολλῆς καὶ σφοδρᾶς ἐλεημοσύνης, τῆς σονεχούσης τὴν καρδίαν, καὶ ἐκ
τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ οὐ δύναται βαστάσαι ἢ ἀκοῦσαι ἢ ὶδεῖν
βλάβην τινὰ ἢ λύπην μικρὰν ἐν τῇ κτίσει γινομένην. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων καὶ ὑπὲρ
τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτὸν ἐν πάση ὥρᾳ εὐχὴν μετὰ δακρύων
προσφέρει, τοῦ φυλαχθῆναι αὐτοὺς καὶ ἱλασθῆναι αὐτοῖς, ὁμοίως καὶ ὑπὲρ τῆς ς φύσεως τῶν
ἑρπετῶν, ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἀμέτρως καθ᾿
ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ» (Λόγος 81).

107
Τό aόρατο μέσα στό oρατό
Τό μυστήριο τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ

O World invisible, Ὦ Κόσμε ἀόρατε,


we view thee, ἐμεῖς σέ ὁρᾶμε,
O World intangible, Ὦ Κόσμε ἀνέγγιχτε,
we touch thee, ἐμεῖς σέ ἀγγίζουμε,
O World unknowable, Ὦ Κόσμε ἄγνωστε,
we know thee, ἐμεῖς σέ γνωρίζουμε,
Inapprechenssible, Ἀκατανόητε,
we clutch thee! ἐμεῖς σέ κατανοοῦμε!22

Τό ἀόρατο εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ὁρατοῦ, ὁ πυρήνας τοῦ ὁρατοῦ.


Τό ὁρατό δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά τό τσόφλι γύρω ἀπό τό ἀόρατο.
Ἀναρίθμητες εἶναι οἱ μορφές στίς ὁποῖες ἐνδύεται τό ἀόρατο. Ἐνδύεται
καί ἐκδύεται. Ὁ ἥλιος εἶναι ὁρατός ἀλλά ἀόρατη εἶναι ἡ ἐνέργεια ἡ
ὁποία τόν ζεσταίνει. Ὁρατοί εἶναι πολυαρίθμητοι ἀστερισμοί ἀλλά
ἀόρατη εἶναι ἡ ἐνέργεια πού τούς κινεῖ σοφά καί τούς ὁδηγεῖ διαμέσου
τοῦ ἀχανοῦς χώρου ὥστε νά μήν συγκρούωνται. Ὁρατός εἶναι ὁ μαγνή-
της ἀλλά ἡ ἐνέργειά του εἶναι ἀόρατη. Ὁρατή εἶναι ἡ γῆ ἀλλά ἡ βαρύ-
τητα εἶναι ἀόρατη. Ὁρατό εἶναι τό ἀηδόνι ἀλλά ἀόρατη εἶναι ἡ ζωτική
δύναμη πού τό κρατᾶ στήν ὕπαρξη. Ὁρατά εἶναι πολλά ὄντα στή γῆ
ἀλλά εἶναι ἀόρατη ἡ δύναμη πού τά εἰσάγει στή ζωή καί τά κρατᾶ στά
ὅρια τῆς ζωῆς. Ὁρατό εἶναι τό χορτάρι, ὁρατά τά φυτά, ὁρατά τά λου-
λούδια ἀλλά ἀόρατη εἶναι ἡ δύναμη ἡ ὁποία ἀπό τήν ἴδια γῆ παράγει
διαφορετικά χόρτα, πολύμορφα λουλούδια, ποικίλους καρπούς.
Ἡ γῆ! Εἶναι τό πιό ἐνδιαφέρον καί τό πιό αἰνιγματικό ἐργαστήριο
καί ταυτόχρονα ὁ πιό εὐφυής δημιουργός. Ἀκατάπαυστα παράγει ἀπό
τόν ἑαυτό της εἴτε τά ζῶα εἴτε τά φυτά εἴτε τά ὀρυκτά. Μέσα σ᾿ αὐτήν
ταυτόχρονα κατασκευάζονται καί τά ρόδα καί τά ἀγκάθια, τό σιτάρι
καί τό ζιζάνιο, ὁ βασιλικός καί ἡ ἀψιθιά, τό θυμίαμα καί τό βρωμόχορ-
���������The Kingdom of god, In no strange land.
�������������
Francis Thompson,

108
το. Τοῦτο εἶναι σαφέστατο. Ὡστόσο, ἡ ἴδια αὐτή σαφήνεια προκαλεῖ
τό ἐρώτημα, ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού κινεῖται μέσα της, ποιός δι᾿ αὐτῆς
δημιουργεῖ, ποιός μέσω αὐτῆς ἐνεργεῖ; Νά το, ἡ ἀψιθιά καί ὁ βασιλικός
μεγαλώνουν τό ἕνα δίπλα στό ἄλλο στό ἴδιο τετραγωνικό δεκάμετρο,
καί ὥσπου ὁ σπόρος τοῦ ὡρίμου βασιλικοῦ νά εὐωδιάσει, μέχρι τότε ὁ
σπόρος τῆς ἀψιθιᾶς ἔχει πικρίσει. Καί εἶναι οἱ ἴδιοι καί ὅλοι οἱ φυσικοί
νόμοι, ἴδιες οἱ συνθῆκες, ἴδιοι ὁ ἥλιος, τό φεγγάρι, τά ἀστέρια καί τό
ἔδαφος, τά χιόνια καί οἱ ἄνεμοι, οἱ βροχές, οἱ παγωνιές καί οἱ ξηρασίες,
τά πάντα ἴδια ἀλλά τά ἀποτελέσματα ἐκ διαμέτρου διαφορετικά. Πῶς
γίνεται τό φῶς τοῦ ἡλίου καί οἱ στάλες τῆς βροχῆς στό βασιλικό νά
μεταβάλλονται σέ εὐοσμία καί στήν ἀψιθιά σέ κακοσμία; Καί ἐπιπλέον,
πῶς γίνεται οἱ γήινοι χυμοί στό κεράσι νά μεταβάλλονται σέ γλυκό καί
στήν ἀψιθιά σέ πικρό; Ποιός πράττει αὐτήν τήν διαφοροποίηση; Στό
ἴδιο χῶμα, ὑπό τίς ἴδιες συνθῆκες βλασταίνουν, μεγαλώνουν, ὡριμά-
ζουν τά πιό ποικίλα καί ἀντίθετα φροῦτα καί φυτά, ζοῦν τά πιό ποι-
κιλόμορφα ζῶα, ὑπάρχουν τά πιό ἀντίστροφα πράγματα. Ποιός αὐτό
τό μεγάλο μυστήριο τῆς ζωῆς καί ὕπαρξης ὁδηγεῖ διαμέσου ὅλων τῶν
ὄντων καί ὅλων τῶν πραγμάτων; Στό ἴδιο διαφορετικό· σέ ἕνα πολύ...;
Καί ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ πάρα νά κάνει μετάνοιες ἐνώ-
πιον τῆς ἅγιας ἀλήθειας τῆς Βίβλου: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· βλαστησάτω
ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα
καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ
γένος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐγένετο οὕτως. Καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην
χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα καὶ ξύλον κάρ-
πιμον ποιοῦν καρπόν οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος… Καὶ
εἶπεν ὁ Θεός; ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος τετράποδακαὶ
ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ ἐγένετο οὕτως (Γεν. 1, 11-12·
24)».
Εἶναι σαφές· τή δημιουργική ζωογόνο δύναμη ἡ γῆ δέχτηκε ἀπό
τό Θεό. Ὁ Θεός μετέδωσε σ᾿ αὐτήν ἕνα κομματάκι τῆς πανίσχυρης
θεϊκῆς του δύναμης, καί ἡ γῆ κατά μυστηριώδη τρόπο παρατείνει τό
δημιουργικό καί ζωογόνο ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ᾿κεῖ τόσο πολύ προέρχε-
ται ἡ ἀνεξάντλητη δύναμη καί ἡ θεόσοφη ἐπιτηδειότητα στή δημιουρ-
γικότητα τῆς γῆς. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔσπειρε τή γῆ καί τήν ἔκανε διά
παντός δημιουργική, καρποφόρο καί ζωογόνο.

109
Ὄχι μόνο στήν ἀρχή ἀλλά καί τώρα καί πάντοτε ἡ γῆ δημιουργεῖ,
παράγει καί ζωογονεῖ κατά τό λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἐννόει μοι ἐνταῦθα,
ἀγαπητὲ», λέγει ὁ ἅγ. Χρυσόστομος, «πῶς τῷ ρήματι τοῦ Δεσπότου
τά πάντα ἐγένετο τῇ γῇ. Οὔτε γὰρ ἄνθρωπος ἦν ὁ ἐργαζομένος, οὐκ
ἄροτρον, οὐ βοῶν συνεργία, οὐκ ἄλλη τις περὶ αὐτὴν ἐπιμέλεια, ἀλλὰ
μόνον ἤκουσε τοῦ ἐπιτάγματος καὶ εὐθέως τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς ἐπεδείξατο.
Ἐκ τούτου μανθάνομεν, ὅτι καὶ νῦν οὐ τῶν γηπόνων ἡ ἐπιμέλεια, οὐδὲ
ὁ πόνος καὶ ἡ λοιπὴ ταλαιπωρία ἡ κατὰ τὴν γεωργίαν γινομένη, τῶν
καρπῶν ἡμῖν τὴν φορὰν χαρίζεται, ἀλλὰ πρὸ τούτων ἁπάντων τὸ τοῦ
Θεοῦ ῥῆμα, τὸ ἐξ ἀρχῆς πρὸς αὐτὴν γενόμενον. Ἄλλως τε δὲ καὶ τὴν
μετὰ ταῦτα ἀγνωμοσύνην τῶν ἀνθρώπων διορθουμένη ἡ θεία Γραφὴ,
ἀκριβῶς ἡμῖν ἅπαντα διηγεῖται κατὰ τὴν τάξιν τῶν γεγονότων ἵνα
ἀναστείλῃ τῶν μάτην φθεγγομένων τὰς ἀπὸ τῶν οἰκείων λογισμῶν
ληρωδίας τῶν λέγειν ἐπιχειρούντων, ὅτι τῆς τοῦ ἡλίου συνεργίας δεῖ
πρὸς τὴν τῶν καρπῶν τελεσφόρησιν. Εἰσὶ δέ τινες οἳ καὶ τῶν ἄστρων
τισὶ ταῦτα ἐπιγράφειν ἐπιχειροῦσι. Διὰ τοῦτο διδάσκει ἡμᾶς τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον, ὅτι πρὸ τῆς τῶν στοιχείων τούτων δημιουργίας, τῷ λόγῳ
αὐτοῦ καὶ τῷ προστάγματι εἴκουσα ἡ γῆ πάντα τὰ σπέρματα ἐκδίδω-
σιν, οὐδενὸς ἑτέρου δεηθεῖσα πρὸς συνεργίαν. Ἤρκεσε γὰρ αὐτῇ ἀντὶ
πάντων τὸ ῥῆμα ἐκεῖνο τὸ λέγον: Βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου…
Κἂν γὰρ ἄνθρωποι τὴν γῆν ἐργάζωνται, κἂν τὴν ἀπὸ τῶν ἀλόγων
συνεργίαν ἔχωσι, καὶ πολλὴν τῇ γῇ ἐπιμέλειαν ἐπιδείξωνται, κἂν ἀέρων
εὐκρασία γένηται, καὶ πάντα τὰ ἄλλα συνδράμῃ, εἰ μὴ τὸ νεῦμα τοῦ
Δεσπότου γένοιτο, πάντα εἰκῆ καὶ μάτην, καὶ οὐδὲν ἔσται πλέον τῶν
πολλῶν πόνων καί καμάτων, μὴ τῆς ἄνωθεν χειρὸς συνεφαπτομένης,
καὶ τὴν τελεσφόρησιν χαριζομένης τοῖς γινομένοις»23.
Στόν ὁρατό κόσμο ἀποθαρρύνει τό ἑξῆς δεδομένο· καθετί πού
εἶναι τό κυριότερο μέσα του εἶναι ἀόρατο. Ἀόρατος εἶναι ὁ ἀέρας. Καί τί
εἶναι πιό ἀπαραίτητο γιά τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, τῶν ζώων, τῶν φυτῶν;
Ἀόρατα εἶναι τά μόρια, τά ἄτομα, τά ἠλεκτρόνια. Μά, δέν εἶναι ὑφα-
σμένος ὁ κόσμος ἀπ᾿ αὐτά τά ἀόρατα σωμάτια; Τά ἀόρατα σωματίδια
συνθέτουν τό ὁρατό κόσμο! Πῶς τό ἀόρατο μετατρέπεται σέ ὁρατό;
Κατά ποιό τρόπο γίνεται ἡ μετάβαση ἀπό τό ἀόρατο στό ὁρατό; Πῶς
ἔτσι τά ἀόρατα σωματίδια ἀντικειμενοποιοῦνται καί ἐμφανίζονται ὡς
�������������, In Genesim, Homil. 5,4, PG 53, 51-52.
�������������������������
ΙΩΑΝΝΟΥ��������������
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ��

110
ὑλικός κόσμος; Πῶς ἐξηγεῖται ὅτι τά ἀόρατα σωματίδια ἀποκτοῦν τόσο
ὁρατές, τόσο ἁπτές, τόσο πολυαρίθμητες μορφές; Ἡ ὁρατή ὕλη εἶναι
διαμορφωμένη ἀπό τά ἀόρατα σωματίδια. Τοῦτο εἶναι ἕνα παράδοξο
ἀλλά καί δεδομένο. Καί πάνω σ᾿ αὐτό τό παράδοξο στέκεται ὁ κόσμος
καί ὑφίσταται. Τό ὁρατό στέκεται στό ἀόρατο καί ἀποτελεῖται ἀπό τό
ἀόρατο. Στήν οὐσια τῶν πραγμάτων, στό ὁρατό ἐμεῖς ὁλοένα κοιτάζου-
με καί βλέπουμε τήν ἀντικειμενοποίηση καί ἐκδήλωση τοῦ ἀοράτου.
Τέτοιος εἶναι ὁ νόμος πού κυριαρχεῖ στόν ὁρατό κόσμο ἀλλά ἐντούτοις
ἀπέραντα αἰνιγματικός καί ἀμέτρητα μυστηριώδης.
Καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπο τό νόμο αὐτό. Καθετί πού εἶναι τό κυρι-
ότερο μέσα στόν ἄνθρωπο εἶναι ἀόρατο. Τό μάτι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
ὁρατό ἀλλά ἡ δύναμη ἡ ὁποία ὁρᾶ μέσω τοῦ ματιοῦ εἶναι ἀόρατη. Τό
ἀφτί τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁρατό ἀλλά ἡ δύναμη ἡ ὁποία ἀκούει μέσω
τοῦ ἀφτιοῦ εἶναι ἀόρατη. Τά χέρια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁρατά ἀλλά
ἡ δύναμη πού τά κινεῖ εἶναι ἀόρατη. Οἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
ὁρατές ἀλλά ἡ δύναμη ἡ ὁποία μεταποιεῖ τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου σέ
πράξεις, εἶναι ἀόρατη. Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁρατό ἀλλά εἶναι
ἀόρατη ἡ δύναμη μέσω τῆς ὁποίας ζεῖ τό σῶμα, κινεῖται καί ὑπάρχει.
Τό νά ὀνομάσουμε αὐτή τή δύναμη οὐσία, ψυχή, ἐνδελέχεια, ζωτικό
ἐνθουσιασμό, θέληση ἤ μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ὀνομασία εἶναι τό ἴδιο,
πάντως εἶναι ἀόρατη. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ὁρατό ὄν τό ὁποῖο ἐμεῖς
ὀνομάζουμε ἄνθρωπο, ζεῖ καί ὑφίσταται μέσω τοῦ κανενός ἀοράτου.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό τέλειο παράδειγμα πῶς τό ἀόρατο μετα-
ποιεῖται στό ὁρατό: Οἱ ἀόρατες σκέψεις του, οἱ ἀόρατες αἰσθήσεις του,
οἱ ἀόρατες ἐπιθυμίες του μεταποιοῦνται στά ὁρατά ἔργα, στίς ὁρατές
πράξεις, στίς ὁρατές ἀσκήσεις. Θεωρημένος ἀπό ὁποιαδήποτε πλευρά
ὁ ἄνθρωπος, κάθε ἄνθρωπος, εἶναι θαυματουργός, μέ τό ἴδιο δεδομένο
ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, ἐπειδή ἀσταμάτητα θαυματουργεῖ μεταποιώντας
τό ἀόρατο σέ ὁρατό. Ἄν ὑπερασπίζεται τήν τιμή του, ὑπεραμύνεται
γιά κάτι ἀόρατο καί εἶναι ἕτοιμος γιά αὐτό τό ἀόρατο νά θυσιάσει
ἐκεῖνο πού εἶναι ὁρατό σ᾿ αὐτόν, τό σῶμα του. Ὡς μία αἴσθηση ἡ ἀγάπη
εἶναι κάτι ἀόρατο, ὡστόσο πόσες ζωές ἔχουν θυσιαστεῖ γι᾿ αὐτήν, τήν
ἀόρατη! Ὀντολογικά ἡ συνείδηση εἶναι κάτι τό πιό ἐσωτερικό, τό πιό
ἀόρατο· ἀλλά, κατά τήν πραγματικότητα τῶν ἐκδηλώσεών της, τί εἶναι
πιό ὁλοφάνερο καί χειροπιαστό; Οἱ ἄνθρωποι ὑποστηρίζουν τίς πεποι-

111
θήσεις τους, πηγαίνουν ὥς τό θάνατο γι᾿ αὐτές· καί αὐτές δέν εἶναι
κάτι ἀόρατο; Καί ἐν γένει, ὅλες οἱ ἀνθρώπινες σκέψεις καί αἰσθήσεις,
ἐπιθυμίες, καί πεποιθήσεις εἶναι κατ᾿ οὐσίαν κάτι τό ἀόρατο, μολονότι
οἱ δικές τους ἐκδηλώσεις εἶναι ὁλοφάνερες καί ἁπτές. Ὁ ὁρατός ἄνθρω-
πος εἶναι μόνο μία ἐκδήλωση, μία προβολή τοῦ ἀοράτου ἀνθρώπου, ὁ
ἐξωτερικός τοῦ ἐσωτερικοῦ. Ὁ ὁρατός στέκεται στόν ἀόρατο καί ὑπάρ-
χει μέσω τοῦ ἀοράτου καί ἀπό τόν ἀόρατο.
Σέ τελευταία γραμμή, τό θεμέλιο πάντων τῶν ὁρατῶν εἶναι τό
ἀόρατο, τοῦ ἀνθρώπου ἡ ψυχή, τοῦ κόσμου ὁ Θεός. Τό ἀόρατο εἶναι ἡ
ὑπόσταση τῶν πάντων, τό στήριγμα τῶν πάντων, ἡ οὐσία τῶν πάντων,
δηλαδή, ἐκεῖνο στό ὁποῖο στέκεται ὁ κόσμος καί τό καθετί μέσα στόν
κόσμο. Τοῦτο πρέπει νά αἰσθανθεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος πού μέ σοβαρό-
τητα θά κοιτάξει μέσα σέ ὁποιοδήποτε μυστήριο αὐτοῦ τοῦ κόσμου
καί αὐτῆς τῆς ζωῆς. Στόν πυθμένα τοῦ ὁρατοῦ κρύβεται ἡ ἀόρατη
δύναμη.
Τό ἀόρατο εἶναι τό ἰσχυρότερο μέσα στόν κόσμο τῶν γήινων ὁρα-
τοτήτων μας, ὁ ἠλεκτρισμός, τό ράδιο. Ἡ δύναμη τῆς βαρύτητας εἶναι
ἀόρατη ἀλλά εἶναι δυνατότερη ὅλων τῶν πλανήτων. Τούς κινεῖ ὅπως
τά παιδιά τίς μπίλιες.
Ὁ νόμος ὑπεράνω ὅλων τῶν νόμων σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι: Τό
ἀόρατο εἶναι ὁ μυελός τοῦ ὁρατοῦ καί δεσπόζει στό ὁρατό. Αὐτός ὁ
κόσμος εἶναι τό ἐργαστήριο τοῦ Θεοῦ ὅπου τό ἀόρατο μεταβάλλεται
σέ ὁρατό, ὡστόσο μονάχα ἕως ὁρισμένο βαθμό, ἐπειδή ὑπάρχει τό ὅριο
τῆς μεταποίησης τοῦ ἀοράτου στό ὁρατό. Καί αὐτό συμβαίνει ἐπειδή τό
ἀόρατο εἶναι πάντοτε εὐρύτερο, πιό ἀπέραντο καί πιό ἀβυσσῶδες ἀπό
τό ὁρατό. Καθώς καί ἡ ψυχή εἶναι ἀσύγκριτα πλατύτερη, μεγαλύτερη
καί βαθύτερη ἀπό τό σῶμα στό ὁποῖο βρίσκεται, ἔτσι καί ὁ ἀόρατος
μυελός κάθε κτίσματος εἷναι πλατύτερος, μεγαλύτερος καί βαθύτερος
ἀπό τό κτίσμα στό ὁποῖο βρίσκεται. Οὐσιαστικά, τό ὁρατό εἶναι ὑλο-
ποίηση τοῦ ἀοράτου, καί τοῦτο σέ συγκεκριμένο βαθμό. Γύρω ἀπό τό
ὁρατό καί πίσω ἀπό τό ὁρατό ἔγκειται τό πέλαγος τοῦ ἀοράτου δίχως
ἀκτή.
Κάτω ἀπό τήν ἐπίρροια αὐτοῦ τοῦ νόμου πραγματοποιήθηκε καί
ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ. Μονάχα ἐδῶ εἶναι τό τέλειο παράδειγμα τοῦ
Ἀοράτου στό ὁρατό. Στό μικρούτσικο ἀλλά ὁρατό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου

112
κρύβεται ὁ ἀόρατος Θεός. Ἐκεῖ ἐγκαθίσταται ὁλάκερο τό μυστήριο καί
τοῦ μικροῦ κόσμου, τοῦ μικροκόσμου, καί ὁλόκληρου τοῦ κόσμου, τοῦ
μακροκόσμου. Ἐντούτοις, τά πάντα ἰσχύουν κατά τόν ἴδιο νόμο, τό
ἀόρατο μέσα στό ὁρατό.
Στήν ἐμφάνιση τοῦ ἐνσαρκωμένου Θεοῦ δέν ὑπάρχει τίποτα
ἀφύσικο καί «παράνομο», τίποτα ἄλογο καί ἀκανόνιστο, ἀκόμα καί
κάτι ἀλλόκοτο, ἐπειδή σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καθετί ὁρατό εἶναι ἡ
κρυψώνα τοῦ ἀοράτου. Ὅταν ἐνσαρκώθηκε ὁ Κύριος Ιἠσοῦς Χριστός
ἔκανε τόν ἀόρατο Θεό μέχρις ἑνός σημείου ὁρατό, περιέγραψε τόν
Ἀπερίγραπτο μέχρις ἑνός σημείου μέσω τοῦ σώματος. Καί τοιουτο-
τρόπως ἔλαμψε ὁλόκληρο τό μυστήριο ὅλων τῶν κόσμων, τό ἀόρατο
εἶναι ἡ ψυχή παντός ὁρατοῦ· ἐξ ὅλων τῶν ἀναρίθμητων ὁρατῶν κτι-
σμάτων ἐκτείνονται τά ἀναρίθμητα ἀόρατα, καί ὑπεράνω ὅλων καί
διά πάντων Αὐτός, ὁ Μόνος Ἀόρατος, Κύριος καί Θεός τῶν κόσμων,
Τρισήλιος καί Τρισυπόστατος! Καί ἡ τελειότατη ἐμφάνιση τοῦ ἀορά-
του Θεοῦ, ὁ ἐνσαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς
Χριστός ὁ ὁποῖος εἶναι «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15)
καί μέσα στόν Ὁποῖο κατοικεῖ «πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωμα-
τικῶς» (Κολ. 2, 9), ὁ Θεάνθρωπος Χριστός καί μέσω Αὐτοῦ, κατά
Αὐτόν καί δι᾿ Αὐτοῦ οἱ χριστιανοί. Προφανῶς, οἱ χριστιανοί εἶναι
χριστιανοί ἀπό τό γεγονός ὅτι μέσω τοῦ Χριστοῦ αἰσθάνονται τό
μυστήριο τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου, μέσω τοῦ Χριστοῦ τό ἐξηγοῦν. Τό
ὁρατό τό ἐξηγοῦν μέ τό ἀόρατο καί ἀντίστοιχα, τό ἀόρατο ἐξηγοῦν μέ
τό ὁρατό· τόν ἄνθρωπο ἐξηγοῦν μέ τό Θεό καί Αὐτόν μέ τόν ἄνθρωπο
μέσα στόν Θεάνθρωπο Χριστό. Δίχως Θεάνθρωπο ὁ ἄνθρωπος εἶναι
φρίκη καί ὁ Θεός εἶναι ἡ πλέον μεγαλύτερη. Ἐκτός τοῦ Θεανρώπου
πουθενά δέν ὑφίσταται ἡσυχία γιά τήν ἀνθρώπινη σκέψη. Παντοῦ
ἀπειλητικοί κρημνοί καί φρικαλέα βάραθρα. Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι ἡ
τελειότατη σύνθεση τοῦ Ἀοράτου καί ὁρατοῦ, τοῦ Αἰώνιου καί τοῦ
πεπερασμένου. Συνεπῶς, Αὐτός εἶναι τό τελειότατο κριτήριο τοῦ
Θείου καί τοῦ ἀνθρώπινου, τοῦ πνευματικοῦ καί τοῦ φυσικοῦ, τοῦ
ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου. Αὐτός εἶναι ἡ πιό πλήρης νοηματοδότηση
εἴτε τοῦ ἀοράτου εἴτε τοῦ ὁρατοῦ μέσα στόν κόσμο τοῦ ἀνθρώπου,
γιά νά μήν τρελαθεῖ ἡ μικρούτσικη σκέψη τοῦ ἀνθρώπου πάνω στό
πελώριο μυστήριο τῶν κόσμων.

113
Οἱ χριστιανοί εἶναι χριστιανοί ἀπό τό γεγονός ὅτι μέσα στό πεπερα-
σμένο ψάχνουν τό αἰώνιο, μέσα στό ὁρατό τό ἀόρατο, μέσα στό ἀνθρώ-
πινο τό Θεῖο. Ὡς «χατζῆδες» τῆς αἰωνιότητας, ταξιδεύουν διαμέσου τοῦ
χρονικοῦ μέσα στο αἰώνιο, διαμέσου τοῦ ἀνθρώπινου μέσα στό θεανθρώ-
πινο. Ὁλοένα ψάχνουν τό θεῖο χρυσάφι μέσα στήν ἀνθρώπινη λάσπη, καί
τό βρίσκουν. Γι᾿ αὐτούς τά πράγματα εἶναι διαφανῆ, διαμέσου τοῦ ὁρατοῦ
βλέπουν τό ἀόρατο, διαμέσου τοῦ χρονικοῦ βλέπουν τό αἰώνιο. Μέσα σέ
καθετί ὁρατό ψάχνουν καί βρίσκουν ἐκεῖνον τόν ἀόρατο μυελό, ἐκεῖνον
τόν ἀόρατο πυρήνα πού μέ τό μυστηριῶδες νεῦρο συνδέει τό ὁρατό μέ
τόν Ἀόρατο. Οὐσιαστικά, δικό μας καθῆκον εἶναι, διαμέσου τοῦ ὁρατοῦ
νά πηγαίνουμε στό ἀόρατο, μέσα στό ὁρατό νά ψάχνουμε τό ἀόρατο· διά
τοῦ ὁρατοῦ νά βλέπουμε τό ἀόρατο, μέσα στό ὁρατό νά ζοῦμε μέσω τοῦ
ἀοράτου, ἐπειδή τό ἀόρατο εἶναι αἰώνιο καί τό ὁρατό εἶναι πρόσκαιρο
καί φευγαλέο. Κατά τό λόγο τοῦ ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ: «…Μὴ σκο-
πούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα· τὰ γὰρ βλεπόμενα
πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια» (Β᾿ Κορ. 4, 18).
Γιά μᾶς τούς χριστιανούς, χριστοφωτισμένους καί χριστοδιαφω-
τισμένους, τά πάντα μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἔχουν ἔννοια, σημασία
καί ἀξία μόνο τόσο, ὥστε νά εἶναι μέσο καί ὁδός πρός τήν αἰωνιότητα,
ἐπειδή ἐμεῖς βλέπουμε τό μή βλεπόμενο, ἐμεῖς βλέπουμε τό ἀόρατο.
Ὅλη τή ζωή μας μέσα στό χρόνο τήν καθορίζουμε μέ ἐκεῖνο πού εἶναι
αἰώνιο, τό ἀνθρώπινο μ᾿ ἐκεῖνο πού εἶναι θεανθρώπινο. Στήν κάθε περί-
πτωση τό αἰώνιο ὑπάρχει μέσα στά ὅρια τοῦ χρόνου, ἐμεῖς τρεφόμαστε
ἀπ᾿ αὐτό καί στήν περίπτωση πού μᾶς λείπει, τό βρίσκουμε ἀπ᾿ ἐκείνη
τή μεριά τοῦ χρόνου, μέσα στήν βασιλεία τοῦ ἀπεράντου, τοῦ ἀοράτου.
Βλέπουμε τά πάντα ἀπό τή σκοπιά τῆς αἰωνιότητας, δηλαδή, ἀπό τήν
ἄποψη τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι αἰώνιος Θεός καί Κύριος μέσα
στά ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου σώματος.
Οὐσιαστικά οἱ χριστιανοί, ἁπλοῖ ἤ μορφωμένοι βλέπουν καί ἐκτι-
μοῦν αὐτόν τόν κόσμο καί τά πάντα ἐντός του, ἀπό τή στενή ἄποψη
τῆς αἰωνιότητας, ἐπειδή ὁ Κύριος Χριστός εἶναι ὁ Αἰώνιος καί ἡ θεώ-
ρησή Του καί τό κοίταγμα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι ἡ θεώρηση καί τό
κοίταγμα τοῦ Αἰώνιου. Κάθε χριστιανός, μέσα στήν ἴδια τήν πίστη του,
ἔχει τή φιλοσοφία τοῦ Χριστοῦ γιά τή ζωή καί τόν κόσμο. Ὅλα τά κτί-
σματα, ὅλα τά ὄντα καί ὅλα τά συμβάντα μέσα στόν κόσμο τά θεωρεῖ

114
ἀπό τή σκοπιά τοῦ Χριστοῦ, καί τοῦτο σημαίνει, ἀπό τή σκοπιά τῆς
αἰωνιότητας καί τοῦ θεανθρώπου. Ἑπομένως, μόνο στή θεανθρώπινη
πίστη καί στή θεανθρώπινη φιλοσοφία εἶναι πράγματι δοσμένη ἡ δυνα-
τότητα καί ἡ δύναμη νά θεωροῦν πραγματικά τόν κόσμο ἀπό τή σκο-
πιά τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή σκοπιά τῆς αἰωνιότητας, sub specie aeternitatis.
Σέ ἄλλες φιλοσοφίες αὐτή ἡ σκοπιά εἶναι ἤ ἀφηρημάδα ἤ ὑπόθεση ἤ
ἀπραγματοποίητος πόθος, ποτέ ὅμως μία καταφανής καί γοητευτική
πραγματικότητα.
Τοῦτο εἶναι ἡ δική μας μοναδική καί ἑνιαία θεώρηση, τό δικό
μας μοναδικό καί ἑνιαῖο μέτρο, ἐπειδή ὁ Κύριος Ἰησοῦς μέ τήν
Προσωπικότητά Του καί τή ζωή Του μᾶς ἔδειξε πώς ὁ αἰώνιος Θεός
μετρᾶ αὐτόν τόν κόσμο καί τά πάντα μέσα του, πώς βλέπει τούς ἀνθρώ-
πους καί τό καθετί μέσα τους, πώς ἐκτιμᾶ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων
καί ὅλη τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Μονάχα μέσα στό φῶς
τοῦ αἰώνιου καί τοῦ θεανθρώπινου φανερώνεται ἡ γνήσια ἀξία τοῦ
καθετί πρόσκαιρου. Μονάχα ἀπό τήν αἰωνιότητα καί τήν θεανθρωπό-
τητα αὐτή ἀποκτᾶ τή γνήσια ἔννοιά της καί τή σωστή ἀξία της, ὅπως
τό φεγγάρι ἀπό τόν ἥλιο.
Δέν πρέπει νά βγάλουμε ἀπό τό νοῦ μας ὅτι ὁ ἄνθρωπος προε-
τοιμάζεται νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο γύρω του ἀπό τή
σκοπιά τοῦ Θεοῦ, νά βαθμολογεῖ μέ τό βαθμό τοῦ Θεοῦ, νά μετρᾶ μέ
τό μέτρο τοῦ Θεοῦ, μόνο ἄν συνενσαρκωθεῖ μέσω τῶν κεχαριτωμένων
ἀρετῶν μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ἄν γίνει σύσσωμος Αὐτοῦ (Ἐφ.
3, 6), ἀποτελώντας στοιχεῖο τοῦ Θεανθρώπινου σώματός Του, τῆς
Ἐκκλησίας, μέ ἄλλα λόγια, ἄν μ᾿ ὅλο του τό εἶναι, μ᾿ ὅλη τήν ψυχή
του, μ᾿ ὅλη τήν καρδιά του, μ᾿ ὅλη τή δύναμή του ἐκκλησιαστικοποι-
ηθεῖ, ὥστε νά βλέπει τόν κόσμο μέ τά ἅγια μάτια τῆς Εκκλησίας. Ὅλα
αὐτά κατορθώνονται μέσω τῆς ἀδιάκοπης κεχαριτωμένης πρακτικῆς
τῶν εὐαγγελικῶν ἀσκήσεων τῆς πίστης, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλπίδας, τῆς
προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς πραότητας, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς
ἀντοχῆς. Καί συμβαίνει ἔτσι μυστικά καί κεχαριτωμένα ἡ σύνδεση τῆς
ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Κύριο Χριστό, ὅπως τοῦ κλήματος μέ τήν
ἄμπελο (πρβλ. Ἰωαν. 15, 1-6).
Ἀπό τήν κάθε εὐαγγελική ἄσκηση βλασταίνει μέσα στήν ψυχή καί
ἕνα μάτι, καί ἀπό πολλές ἀσκήσεις πολλά μάτια, μέ τά ὁποῖα ἡ ψυχή

115
κοιτάζει καί βλέπει τό ἀόρατο, καί μέ τή θεανθρώπινη κρίση ἐκτιμᾶ
ὅλα τά γεγονότα μέσα στόν ἑαυτό της καί στόν κόσμο γύρω της. Ἄν
ἄνθρωπος ἀσκεῖται στήν ἄσκηση τῆς εὐαγγελικῆς ἐλεημοσύνης, στήν
ψυχή πρέπει νά βλαστήσει τό μάτι πού ὀρθάνοιχτα βλέπει ἐκεῖνο τό
μάτι τοῦ Χριστοῦ καί νυχθημερόν ψάχνει ἐκεῖνο πού εἶναι τό αἰώνιο καί
θεανθρώπινο. Ἄν ἀσκεῖται μέσω τῆς ἄσκησης τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης,
τῆς εὐαγγελικῆς προσευχῆς, τῆς εὐαγγελικῆς νηστείας καί τῶν λοιπῶν
εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, μέσα στήν ψυχή του πολλαπλασιάζονται τά μάτια
πού κοιτάζουν τό ἀόρατο καί βλέπουν τόν Ἀόρατο. Μόνο μέσω τῶν
εὐαγγελικῶν ἀρετῶν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ξαναβλέπει τά πάντα τοῦ
Θεοῦ καί τά αἰώνια μέσα στόν κόσμο τῆς χρονικῆς ὕπαρξης. Ἄν δέν ἔχει
μέσα του τίς εὐαγγελικές ἀρετές, ἡ ψυχή παραμένει τυφλή γιά ὅλα πού
εἶναι ἀθάνατα καί αἰώνια εἴτε σ᾿ αὐτόν εἴτε σ᾿ ἐκεῖνο τόν κόσμο (πρβλ.
Β᾿ Πετρ. 1, 3-9).
Οἱ εὐαγγελικές ἀρετές, αὐτά τά μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου,
βλέπουν τίς ἀόρατες ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ διασπαρμένες στά ὁρατά πλά-
σματα, κατανοοῦν τίς ἀόρατες ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ οἱ ὁποῖες μέ ἄκρα
πιθανότητα ἔγιναν ὁρατές καί ὁλοφάνερες στόν ἐνσαρκωμένο Θεό
Λόγο, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Δίχως εὐαγγελικές ἀρετές ὁ ἄνθρω-
πος διά παντός παραμένει τυφλός γιά τίς γνήσιες ἀξίες σ᾿ αὐτήν τήν
ζωή καί ὡς τυφλός περιπλανιέται διαμέσου ὅλων τῶν χαραδρῶν τῶν
φοβερῶν μυστηρίων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὥσπου ἐπιτέλους νά κουτρου-
βαλιαστεῖ σέ κάποια ἀπ᾿ αὐτά καί νά χαθεῖ ἐντελῶς.
Παντοῦ στό εὐρύχωρο γήινο χωράφι εἶναι σπαρμένοι οἱ σπόροι
τῆς αἰωνιότητας. Ὁ Οὐράνιος Σπορέας ἔδειξε ὅτι αὐτός ό κόσμος
εἶναι δημιουργημένος μέ σκοπό νά εἶναι χωράφι ὅπου βλασταίνουν,
μεγαλώνουν καί ὡριμάζουν οἱ σπόροι τῆς αἰωνιότητας (πρβλ. Ματθ.
13, 18-23· 36-43· Μκ. 4, 3-20· Λκ. 8, 5-15). Οἱ ἐχθροί τῆς ἀνθρώπινης
αἰωνιότητας, τό κακό καί ἡ ἁμαρτία, μέ τά ἀγκάθια καί τά ζιζaνιά τους
καταπνίγουν αὐτά τά σπέρματα καί καθιστοῦν στεῖρο τό χωράφι τοῦ
Θεοῦ. Ἄν κάτι ἀποκάλυψε ὁ ἐνσαρκωμένος Θεός μέ τή θεανθρώπινη
ζωή καί διδασκαλία του, τότε τοῦτο εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι αἰώνια
ὄντα· αὐτός ὁ κόσμος εἶναι ἡ δική τους πρόσκαιρη κατοικία· ἡ αἰώνια
ζωή τῶν ἀνθρώπων ξεκινᾶ μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί συνεχίζει δίχως
παύση στόν ἄλλο κόσμο (πρβλ. Ἰωαν. 5, 24-29· 6, 47).

116
Τό δικό μας χρέος εἶναι νά καλλιεργοῦμε καί νά περιποιούμαστε
τόν ἑαυτό μας σέ καθετί πού εἶναι αἰώνιο καί θεανθρώπινο· νά ἀνα-
πτύσσουμε τήν αἴσθηση καί τήν ἐπίγνωση τῆς αἰώνιας ζωῆς στόν ἑαυτό
μας μέχρις ἐσχάτων. Ἐξαιτίας τούτου καί ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος
γιά νά μάθει σ᾿ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους πῶς ἀποκτᾶται ἡ αἰώνια ζωή σ᾿
αὐτόν τό φευγαλέο κόσμο. Ἡ πίστη μας δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο παρά
ὁ ἀδιάλειπτος ἀγώνας γιά τήν αἰώνια ζωή, τό ἀδιάκοπο μαρτύριο γιά
τήν αἰώνια ζωή, (Α᾿ Τμ. 6, 12) καί ἡ γῆ πεδίο μάχης καί βασανιστή-
ριο. Τό πεδίο μάχης στό ὁποῖο παλεύουμε γιά τήν αἰώνια ζωή, καί τό
βασανιστήριο ὅπου ταλαιπωρούμαστε γιά τήν αἰώνια ζωή. Αὐτή εἶναι
ἡ κλήση μας (Α᾿ Τμ. 6, 12). Ἐκεῖνος πού σκέφτεται ἀλλιῶς δέν εἶναι
τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀγώνας μας πρός ποιούς εἶναι; Εἶναι μέ τούς ἐχθρούς τῆς
αἰωνιότητάς μας καί τῆς ἀθανασίας μας. Ποιοί εἶναι αὐτοί; Εἶναι οἱ
ἁμαρτίες μας, τά πάθη μας, οἱ κακές συνήθειές μας, τά κακά πνεύματά
μας (πρβλ. Ἐφ. 6, 12). Κάθε ἁμαρτία κλέβει λίγο λίγο τήν αἰωνιότητά
μας καί θανατώνει τήν ἀθανασία μας. Δέν πρέπει νά πλανόμαστε. Ἡ
φιλία μέ τίς ἁμαρτίες εἶναι ἐχθρότητα πρός τό Θεό, ἐχθρότητα στόν
Κύριο Χριστό (πρβλ. Ρωμ. 8, 7· Ἰακ. 4, 4· Α᾿ Ἰωαν. 2, 15). Ὅποιος κάνει
παρέα μέ τίς ἁμαρτίες, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ γίνεται (πρβλ. Ἰακ. 4, 1-4). Νά
ἀποκηρύξουμε τίς ἁμαρτίες μας ὡς ἐχθρούς καί νά τίς αἰσθανθοῦμε
σάν τούς χειρότερους ἐχθρούς μας, αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος ὅρος γιά νά
ξεκινήσει ὁ ἄνθρωπος τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή, τό δρόμο
πού κατευθύνει τόν ἄνθρωπο στό Θεό καί τόν συμφιλιώνει μ᾿ Αὐτόν
(πρβλ. Ἰακ. 2, 23· Ἰωαν. 15, 14).
Ἀλλά ἐδῶ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀποφασιστικότητα, ἡ ἀποφασιστι-
κότητα σέ ζωή καί θάνατο. Ἐπειδή σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ὁ ἄνθρωπος
μπορεῖ νά εἶναι ἤ φίλος τοῦ Θεοῦ καί ἐχθρός τοῦ διαβόλου, ἤ φίλος
τοῦ διαβόλου καί ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Tertium non datur. Πάνω στούς
ἀνθρώπους κυριαρχεῖ ὁ ἀμετατόπιστος νόμος: Ἤ ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι φιλία μέ τό Θεό καί ἀντίρρηση στό διάβολο, ἤ εἶναι φιλία μέ τό
διάβολο καί ἀντίρρηση στό Θεό. Γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι ἀλη-
θινός ὁ λόγος τοῦ χριστοσοφοῦ ἀποστόλου: «Ὑποτάγητε οὖν τῷ Θεῷ,
ἀντίστητε δὲ τῷ διαβόλῳ καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν, ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καὶ
ἐγγιεῖ ὑμῖν» (Ἰακ. 4, 7-8).

117
Πῶς ὁ ἄνθρωπος νά συνηθίσει τόν ἑαυτό του νά μισεῖ τήν ἁμαρ-
τία, τήν κακή συνήθεια καί νά τίς ἀποφεύγει; Νά πῶς: Νά εἶναι πάντοτε
εὐσυνείδητος καί νά ξέρει ὅτι ὁ παντεπόπτης Κύριος Ἰησοῦς ἀκατάπαυ-
στα καί μέ ἀνοιχτά μάτια βλέπει κάθε σκέψη σου, κάθε ἐπιθυμία σου,
κάθε αἴσθησή σου, κάθε ἔργο σου, καί πάσχει ἀπό κάθε κακή σκέψη
σου καί ἁμαρτωλή ἐπιθυμία, ἀπό κάθε παθητική αἴσθηση καί κακή
πράξη. Ἐκεῖνον, τόν ἄκακο καί ὑπερήπιο, ὁλοένα βασανίζουν, δέρνουν,
φτύνουν καί σταυρώνουν οἱ ἁμαρτίες μας, οἱ κακές συνήθειές μας. Ἔτσι
ἀγαπώντας τίς ἁμαρτίες καί ζώντας μέσα τους, ἐμεῖς συνεχίζουμε τό
ἔγκλημα τῶν χριστομάχων καί χριστοδολοφόνων. Ἡ σωτηρία ἀπ᾿ αὐτά
εἶναι μία· ἀποφασιστικά νά μισήσουμε τήν ἁμαρτία μέ ὅλη τήν ψυχή
μας, μέ ὅλο τό εἶναι μας· νά ἀποφεύγουμε τήν ἁμαρτία καί νά φεύγου-
με μακριά ἀπ᾿ αὐτήν· ἄν πλησιάσει σέ μᾶς, νά παλέψουμε μ᾿ αὐτήν
«μέχρις αἵματος» (Ἑβρ. 12, 4), ἀτρόμητα καί γενναῖα· ἄν μπεῖ μέσα μας,
νά μήν τῆς ἐπιτρέψουμε μέ τίποτα νά μένει μέσα μας. Γι᾿ αὐτό τό λόγο
εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐπιστρατεύσουμε ὅλο τό νοῦ μας, ὅλη τήν ψυχή
μας, ὅλη τή θέλησή μας, ἄγρυπνα νά φρουροῦμε πάνω στόν ἑαυτό μας,
πάνω στό καθετί ἐντός μας καί προσεκτικά νά ἐπαγρυπνοῦμε σέ ὅλα
ὅσα εἰσέρχονται μέσα μας ἤ ἐξέρχονται ἀπό μᾶς. Αὐτήν τήν ἄσκηση
οἱ Πατέρες ὀνομάζουν ξεμέθυσμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, ξεμέθυσμα τοῦ νοῦ
μας, ξεμέθυσμα τῆς καρδιᾶς μας, ξεμέθυσμα τῆς ψυχῆς ἀπό τό μεθύσι
τῆς ἁμαρτίας.
Ξεμεθώντας τόν ἑαυτό του ἀπό τό μεθύσι τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τήν
νάρκωση τοῦ κακοῦ, ὁ ἄνθρωπος βαθμηδόν προετοιμάζει τόν ἑαυτό
του γιά τή διάκριση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί ἀποκτᾶ τήν ἱκανό-
τητα τῆς εὐαγγελικῆς διάκρισης περί τούτου τί εἶναι καλό καί τί εἶναι
κακό. Ναρκωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία, μαγεμένος ἀπό τό κακό ὁ ἄνθρω-
πος δέν εἶναι σέ θέση νά ξέρει ἐπαρκῶς καί πράγματι δέν ξέρει τί εἶναι
τό καλό καί τό κακό στά τελευταῖα βάθη τους καί στίς λεπτεπίλεπτες
λεπτομέρειές τους. Μόνο πολύπλευρα χαριτωμένες, χριστοποιημένες
προσωπικότητες ξέρουν μέχρι τίς λεπτομέρειες εἴτε τό μυστήριο τοῦ
καλοῦ εἴτε τό μυστήριο τοῦ κακοῦ. Ὡστόσο, αὐτή ἡ ἱκανότητα τῆς διά-
κρισης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ εἶναι ταυτόχρονα ἄσκηση καί χάρισμα.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τήν ὀνομάζει χάρισμα γιά τή διάκριση τῶν πνευ-
μάτων, καί ἐπιπλέον χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α᾿ Κορ. 12, 10)

118
ἀλλά καί ἄσκηση πού συνίσταται ἀπό τήν μακρά ἄσκηση, ἡ ὁποία εἶναι
ὁλοφάνερη στούς τέλειους χριστιανούς: «Τελείων δέ ἐστιν ἡ στερεὰ
τροφή, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς
διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ» (Ἑβρ. 5, 14).
Μόνο ὑποστηριγμένος μέ τήν ζωοποιό δύναμη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, μέ τή χάρη, ὁ ἄνθρωπος πού κοπιάζει, δύναται νά ἀναπτύ-
ξει τήν ἱκανότητα γιά τή διάκριση τῶν πνευμάτων καλῶν καί κακῶν.
Μά, δέν εἶναι ὁλοφάνερο, πόση φασαρία ἔγινε στήν Εὐρώπη λόγω τῆς
διάκρισης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης τῆς
χάρης καί τῆς δυνατότητας γιά τή διάκριση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ;
Ἐπιτέλους στήν εὐρωπαϊκή ἠθική ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε μέχρι ἐκεῖ ὅπου
δέν κατέληξε προηγουμένως στήν εὐρωπαϊκή μεταφυσική· τό πᾶν
εἶναι ἀναγκαιότητα· δέν ὑφίσταται οὔτε ἡ ἀρετή οὔτε ἡ ἁμαρτία, ἐφό-
σον δέν ὑφίσταται οὔτε ὁ Θεός οὔτε ὁ διάβολος. Ἡ ἀρετή εἶναι ἀρετή
μονάχα μέσω τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία μονάχα μέσω τοῦ
διαβόλου. Τελικά τήν τυραννία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ «ἀνύπαρκτου» κακοῦ
αἰσθάνονται ὅλες οἱ ἤπειροι.
Ἀπό τήν τραγική σύγχυση ὑπάρχει μόνο μία ἔξοδος, ἡ υἱοθέτηση
τοῦ μοναδικοῦ ἀληθινοῦ καί ἀλάθευτου κριτήριου τοῦ καλοῦ καί τοῦ
κακοῦ πού θεόσοφα ἐξέφρασε ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Πᾶν πνεῦμα
ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα (ὡς ἐνσαρκωμένο
Θεό) ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Χριστὸν
(ὡς ἐνσαρκωμένο Θεό) ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστιν· καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ τοῦ
ἀντιχρίστου (τοῦ διαβόλου)» (Α᾿ Ἰωαν. 4, 2-3). Αὐτό τό ἴδιο κριτήριο
ἰσχύει καί γιά τό καλό καί τό κακό. Κάθε καλό πού δέν ὁμολογεῖ ὅτι ὁ
Ἰησοῦς εἶναι ἐνσαρκωμένος Θεός, δέν εἶναι καλό ἀλλά κακό. Τό καλό
εἶναι μόνο ἐκεῖνο πού εἶναι μέσα στόν ἐνσαρκωμένο Θεό καί ἀπό τόν
ἐνσαρκωμένο Θεό. Μόνο στήν ὑπόσταση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ
εἶναι δοσμένη ἡ πλήρης καί τέλεια ἀπάντηση στό ἐρώτημα τί εἶναι τό
καλό καί τί τό κακό στόν κόσμο. Τό καλό εἶναι καθετί πού βρίσκεται
στόν Κύριο Χριστό, καθετί πού ἔρχεται ἀπ᾿ Αὐτόν καί πού καθοδηγεῖ
πρός Αὐτόν· τό κακό, ὅμως, εἶναι καθετί πού δέν ἔρχεται ἀπ᾿ Αὐτόν,
πού ἀπομακρύνει ἀπ᾿ Αὐτόν, καί ὅ,τι κινεῖται ἐναντίον Του.
Μπορεῖς νά βρεῖς τόν ἄνθρωπο μέσα στόν ἄνθρωπο μόνο ὅταν
βρεῖς τί αὐτός θεωρεῖ γιά καλό καί τί γιά κακό, καί νά τό μετρήσεις

119
μέ τό μέτρο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος συνήθως εἶναι ὅλος μέσα στήν
κύρια ἔγνοιά του. Ἄν τήν βρεῖς, βρῆκες ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο ζεῖ καί
λόγω τοῦ ὁποίου ζεῖ. Οἱ ἄνθρωποι συχνά ἀνακηρύσσουν γιά κύρια
ἔγνοιά τους πράγματα ἀνάξια αὐτῆς. Ἀλλά καί ἐδῶ ὁ ὑπερήπιος Ἰησοῦς
προσέτρεξε νά μᾶς βοηθήσει. Αὐτός ἀνακοίνωσε ὡς τήν ἔγνοια τοῦ
ἀνθρώπου σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, τί; «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν
[τοῦ Θεοῦ] καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ» (Ματθ. 6, 33). Τοῦτο σημαίνει:
Πάντα νά ἐπιλέγεις καί νά ζητᾶς ἐκεῖνο τό ὁποῖο σέ ὁδηγεῖ τό γρηγορό-
τερο καί ἀσφαλέστερα πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή δικαιοσύνη
Του. Σέ κάθε σύγχυση, σέ κάθε δυσκολία, σέ κάθε περίπτωση νά διακρί-
νεις ἔτσι, θά ἐπιλέξω αὐτό καί ὄχι ἐκεῖνο, θά κάνω αὐτό καί ὄχι ἐκεῖνο,
ἐπειδή αὐτό μέ ὁδηγεῖ ἀσφαλέστερα πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί
τή δικαισύνη Του. Νά μετρᾶς τόν ἑαυτό σου καί καθετί δικό σου κατά
τήν κύρια ἔγνοιά σου, κατά πόσον σέ προσεγγίζει πρός τό κέντρο τῆς
ζωῆς σου, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄν πράττεις ἔτσι, μέσα σου ἡ ἱκανό-
τητα τῆς διάκρισης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ θά ἀναπτυχθεῖ μέχρι τήν
μεγάλη ἐντέλεια.
Ὁ ἄνθρωπος ἐκτιμᾶται κατά τήν κύρια ἔγνοιά του. Ἄν βρεῖς μέσα
στόν ἄνθρωπο τήν κύρια ἔγνοιά του, θά βρεῖς τήν κόρη ὀφθαλμοῦ τοῦ
εἶναι του. Ὁ ἄνθρωπος συνήθως εἶναι ὅλος παρών στήν κύρια ἔγνοιά
του. Ἐκεῖ πρέπει νά τόν ψάχνεις. Ὅλες οἱ ἀξίες του καί τά ψεγάδια του
βρίσκονται, ἔγκεινται στήν κύρια ἔγνοιά του καί γύρω της. Ἐκεῖ βρί-
σκεται εἴτε ὁ παράδεισός του εἴτε ἡ κόλασή του. Καί πότε ὁ ἄνθρωπος
εἶναι γνήσιος χριστιανός; Ὅταν διαμέσου ὅλων τῶν σκέψεών του καί
τῶν ἐπιθυμιῶν του, τῶν αἰσθήσεών του καί τῶν ἔργων του μεριμνᾶ γιά
τήν κύρια χριστιανική ἔγνοια, νά ζητᾶ καί νά ἀποκτᾶ τή βασιλεία τοῦ
Θεοῦ καί τή δικαιοσύνη Του, ἀποφεύγοντας κάθε κακό καί ἁμαρτία.
Πράττοντας ἔτσι ἀδιάλειπτα, αἰσθάνεται μακάριος στό να ἐπιτέλεσει
τό καλό (πρβλ. Ἰακ. 1, 25), ἔχοντας σίγουρο κριτήριο τοῦ καλοῦ καί τοῦ
κακοῦ, τό καλό εἶναι καθετί μέ τό ὁποῖο πραγματοποιεῖται ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, καί τό κακό καθετί μέ τό ὁποῖο ἐμποδί-
ζεται αὐτή ἡ πραγματοποίηση, κωλύεται καί κρατιέται.
Μόνο στούς τέλειους χριστιανούς εἶναι ἀναπτυγμένη ἕως τό
ἀλάθητο ἡ ἱκανότητα γιά τή διάκριση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Καί
τέλειοι εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ τήν μακρά ἄσκηση τῶν χαριτωμένων εὐαγ-

120
γελικῶν ἀρετῶν κατόρθωσαν νά καθαρίσουν ἐντελῶς τόν ἑαυτό τους
ἀπό κάθε ἁμαρτία καί κακό, καί νά στέψουν ὡς βασιλέα μέσα τους τό
θεῖο κάλλος, τή θεία σοφία, τή θεία ἀλήθεια. Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ τέλει-
οι; Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι Πατέρες· κοντολογίς, οἱ χριστοφόροι
καί πνευματοφόροι.
Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται πολύ χαριτωμένη ἄσκηση γιά νά κατα-
στήσει ἱκανό τόν ἑαυτό του νά μπορέσει ὀρθῶς νά διακρίνει τίς καλές
καί τίς κακές σκέψεις του, τίς αἰσθήσεις του, τίς πράξεις του. Κάθε καλή
σκέψη μέ τό βαθύτερο νεῦρο της συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τό Θεό, ὅπως
καί κάθε καλή ἐπιθυμία, κάθε καλή αἴσθηση καί κάθε καλό ἔργο. Ἀλλά
ἐπίσης, κάθε κακή σκέψη, κάθε κακή ἐπιθυμία, κάθε κακή αἴσθηση,
κάθε κακό ἔργο μέ τό πιό ἀόρατο, ἀλλά τό κυριότερο, νεῦρο συνδέει
τόν ἄνθρωπο μέ τό διάβολο. Ἄν τό ἤθελε ὁ ἄνθρωπος ἤ ὄχι, οἱ δικές του
σκέψεις, οἱ αἰσθήσεις, οἱ ἐπιθυμίες καί τά ἔργα εἶναι ἤ τό ὑφάδι στόν
ἀργαλειό τοῦ κακοῦ τόν ὁποῖο χειρίζεται ὁ Σατανᾶς, ἤ τό ὑφάδι στόν
ἀργαλειό τοῦ καλοῦ τόν ὁποῖο χειρίζεται ὁ Θεός.
Πράττοντας τό εὐαγγελικό καλό ὁ ἄνθρωπος τόσο πολύ συνε-
νώνεται μέ τό Θεό, ὁπότε γεννᾶται ἀπό τό Θεό καί γίνεται ὁ υἱός τοῦ
Θεοῦ, τό παιδί τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ἰωαν. 1, 12-13)· πράττοντας, ὅμως, τό
κακό, τόσο πολύ συνενώνεται μέ τό διάβολο, ὥστε γεννᾶται ἀπό τό
διάβολο καί γίνεται ὁ υἱός τοῦ διαβόλου, τό παιδί τοῦ διαβόλου (πρβλ.
Ἰωαν. 8, 38· 41· 44). Στόν Κύριο Ἰησοῦ δέν ὑφίσταται ἡ ἁμαρτία. «Πᾶς ὁ
ἐν Αὐτῷ μένων, οὐχ ἁμαρτάνει· πᾶς ὁ ἁμαρτάνων οὐχ ἑωρακεν Αὐτὸν
οὐδὲ ἔγνωκεν Αὐτόν» (Α᾿ Ἰωαν. 3, 5-6). Δέν ὑφίσταται κακό, δέν ὑφί-
σταται ἁμαρτία πού ἄμεσα ἤ ἔμμεσα δέν προέρχεται ἀπό τό διάβολο.
Ὅποιος ποιεῖ τήν ἁμαρτία «ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν»· ἐπειδή ὁ διάβολος
ἁμαρταίνει ἀπό τήν ἀρχή. Ὅποιος εἶναι γεννημένος ἀπό τό Θεό, δέν
ποιεῖ τήν ἁμαρτία. Σ᾿ αὐτό εἶναι φανερά «τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ
τέκνα τοῦ διαβόλου»: Ἐκεῖνος πού δέν ποιεῖ τή δικαιοσύνη, δέν εἶναι
ἀπό τό Θεό (Α᾿ Ἰωαν. 3, 8, 9· 10). Ἐκεῖνος πού ποιεῖ ἀγαθό «ἐκ τοῦ Θεοῦ
ἐστιν»· ἐκεῖνος δέ πού ποιεῖ τό κακό, δέν ὁρᾶ τό Θεό (Γ᾿ Ἰωαν. 11).
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι λίγο-πολύ ἐθελοντές δοῦλοι τῆς ἁμαρτί-
ας, ἐπειδή ὁ καθένας πού ποιεῖ τήν ἁμαρτία εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας
(Ἰωαν. 8, 34). Τυραννισμένος ἀπό τήν ἁμαρτία κάθε ἄνθρωπος εἶναι
καί παραμένει τό ἐργαστήριο τῆς ἁμαρτίας, ἄν δέν ἀκολουθήσει τόν

121
ἀναμάρτητο Κύριο Ἰησοῦ. Μόνο ὁ Ἀναμάρτητος δύναται νά ἀπελευθε-
ρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Μόνο ὁ ἄνθρωπος
τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐλεύθερος ἀπό τήν ἁμαρτία (Ἰωαν. 8, 36). Πῶς;
Ὅταν ὁ ἀναμάρτητος Κύριος γίνει ἡ ψυχή τῆς ψυχῆς του, ἡ σκέψη τῆς
σκέψης του, ἡ αἴσθηση τῆς αἴσθησής του, ἐνῶ μέ Αὐτόν γεμίζει ὁλό-
κληρο τό ὄν τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ὁ ἄνθρωπος, μαζί μέ τόν ἀπόστολο
Παῦλο νά μπορέσει νά πεῖ: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός»
(Γαλ. 2, 20).
Χωρίς τήν πίστη στόν Κύριο Χριστό, χωρίς τήν ἀναγέννηση μέσα
στόν Κύριο Χριστό, χωρίς τή ζωή μέσα στόν Κύριο Χριστό ὁ ἄνθρωπος
εἶναι καί παραμένει ἐργαστήριο τοῦ διαβόλου24. Γεμάτη μέ τήν αἰώ-
νια καί ἀπέραντη ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἡ ψυχή δέν ἔχει θέση γιά τήν
ἁμαρτία. Σέ κάθε περίπτωση, δέν ἔχει ἀγάπη γιά τήν ἁμαρτία. Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος μέ ὅλη τήν καρδιά του, μέ ὅλη τήν ψυχή του, μέ ὅλο τό νοῦ
του, μέ ὅλη τήν ἰσχύ του εἰσέλθει μέσα στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί
περιφράξει τόν ἑαυτό του μ᾿ αὐτήν· ὅταν στηρίζει τόν ἑαυτό του μ᾿
αὐτήν, ὅταν αὐτή γονιμοποιηθεῖ μέσα του καί συνενωθεῖ μ᾿ αὐτόν, ὅταν
γίνει ἕνα μέ τήν ψυχή καί τή βούλησή του, τότε μέσα στήν ψυχή ἑνός
τέτοιου ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει θέση γιά τήν ἁμαρτία, τότε αὐτή εἶναι
ὅλη τοῦ Χριστοῦ, ὅλη ἀπ᾿ Αὐτόν, ὅλη ἐν Αὐτῷ, ὅλη μέσα στή βασιλεία
τοῦ Θεοῦ, ὅλη μέσα στή δικαιοσύνη Του, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται τό
ἐργαστήριο τοῦ Θεοῦ.
Μολονότι ὑπερφυσική κατά φύσιν, ἡ θεία ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ
γίνεται ἀξιοπρέπεια τῶν ἀνθρώπων κατά φυσικό τρόπο. Αὐτό ὁ
Σωτήρας ἀπέδειξε καί ἐξήγησε μέ τή διδασκαλία Του περί τῆς ἀμπέ-
λου καί τοῦ κλήματος. Ἐκεῖνο πού εἶναι ἡ ἄμπελος γιά τά κλήματα,
αὐτό εἶναι ὁ Κύριος Χριστός γιά τούς ἀνθρώπους. Καθώς τό κλῆμα
δέν δύναται νά καρποφορεῖ, ἄν δέν μείνει στήν ἄμπελο, ἔτσι καί ὁ
ἄνθρωπος ἄν δέν μείνει ἐν Χριστῷ (Ἰωαν. 15, 5-8). Ἡ διαδικασία εἶναι
φυσική, ὀργανική. Γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά ποιεῖ τό ἀγαθό τοῦ
Χριστοῦ, πρέπει πρωτίστως νά γίνει ἕνα μέ τόν Κύριο Χριστό ὅπως τό
κλῆμα μέ τήν ἄμπελο. Καί τότε διαμέσου αὐτῶν ρέει ἕνας ἴδιος χυμός,
μία ἴδια ζωή, μία ἴδια ἀλήθεια, ἕνα ἴδιο ἀγαθό, μία ἴδια δύναμη, μία ἴδια
αἰωνιότητα, μία ἴδια θεανθρωπότητα. Δίχως αὐτό τό ὄν τοῦ ἀνθρώπου
���������������������������������������������������������������������������
Σχετικά μ᾿ αὐτά, πρβλ. τίς προσευχές πρίν ἀπό τή Μετάληψη, προσευχή Γ΄.

122
ξεραίνεται καί ἀποξεραίνεται ἐντελῶς, σάν τό κλῆμα χωρίς τήν ἄμπελο
(Ἰωαν. 15, 6). Ἐξαιτίας τούτου ὁ θαυμαστός Κύριος δήλωσε: «Χωρὶς
ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωαν. 15, 5), τίποτα καλό, τίποτα
δίκαιο, τίποτα ἀληθινό, τίποτα ἀξεπέραστο, τίποτα ἀθάνατο, τίποτα
αἰώνιο. Ἑπομένως, γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι το κύριο καί τό κυριότερο, νά
συνενωθεῖ ὅλος μέ τόν Κύριο Χριστό, νά ἐνδυθεῖ ὅλος μ᾿ Αὐτόν (πρβλ.
Γαλ. 3, 27) καί νά ζεῖ δι᾿ Αὐτοῦ εἴτε σ᾿ αὐτό εἴτε σ᾿ ἐκεῖνον τόν κόσμο.
Ἄν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χωρισμένη ἀπό τόν Χριστό, τότε
σιγά-σιγά μαραίνεται, στεγνώνει, οἱ σκέψεις της κονταίνουν, οἱ αἰσθή-
σεις της ξεραίνονται, οἱ ἐπιθυμίες γίνονται ἁμαρτωλές, ἐνῶ αὐτή ὅλο
καί λιγότερο ψάχνει τά τοῦ Θεοῦ, ὅλο καί λιγότερο θέλει ἐκεῖνο τό
ἀγαθό, τό ἀληθινό, τό δίκαιο, τό ἀξεπέραστο καί τό αἰώνιο, ὥσπου
τελικά νά μισήσει καθετί πού κατάγεται ἀπό τό Θεό, ἀπό τό ἀγαθό τοῦ
Θεοῦ καί τήν αἰωνιότητα. Ἀπ᾿ ἐναντίας ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μόνο
τότε μεγαλώνει πρός τό Θεό καί πρός καθετί ἀθάνατο καί αἰώνιο, ὅταν
μέσω τῆς πίστης ἐμβολιαστεῖ στό δέντρο τῆς ζωῆς, στόν Κύριο Χριστό.
Ἄν κάνει ἔτσι, γιά τόν ἄνθρωπο γίνεται ἀπόλυτα φυσικό νά ἀποφεύγει
τήν ἁμαρτία καί τήν κακή συνήθεια, καί νά προσκολληθεῖ μέ ἀγάπη
σέ καθετί αἰώνιο καί θεανθρώπινο, καθετί θεϊκά ἀληθινό, δίκαιο καί
ἀγαθό. Καί ἕτσι νά πράττει κάθε εὐαγγελική ἀρετή, καθώς εἶναι φυσικό
τό καλό δέντρο νά φέρει καλούς καρπούς (Ματθ. 7, 17). Γι᾿ αὐτό τό νά
ποιεῖ τήν ἁμαρτία καί τό κακό γι᾿ αὐτόν γίνεται κάτι ἀφύσικο, ἀντικα-
νονικό καί ἀηδιαστικό, καθώς εἶναι ἀφύσικο ἡ καθαρή πηγή νά βγάζει
ταυτόχρονα τό γλυκό καί τό πικρό νερό (Ἰακ. 3, 11), καί ἡ καθαρή καρ-
διά τίς ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες.
Ἐκεῖνος πού θά ζωντανέψει τόν ἑαυτό του μέ τήν πίστη στό
Θεάνθρωπο, ἀναπότρεπτα πεθαίνει γιά τήν ἁμαρτία καί συμπερι-
φέρεται πρός τίς ἀπολαύσεις τῆς ἁμαρτίας ὡς νεκρός ἄνθρωπος.
Ἀναζωογονημένος ἀπό τή θεία ἐνέργεια αὐτός πεζοπορεῖ στούς νέους
δρόμους, ζεῖ μία καινούργια ζωή, ζωή ἐν Χριστῷ καί κατά Χριστό.
Νεκρός γιά τήν ἁμαρτία αὐτός ζεῖ γιά τό Θεό καί Κύριό μας Ἰησοῦ
Χριστό. Ζώντας μέσω τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀληθείας καί τοῦ ἀγαθοῦ,
νεκρώνει τόν ἑαυτό του προς τήν ἁμαρτία καί τό κακό. Ἡ ἁμαρτία
δέν θά κυριαρχήσει σέ αὐτόν, ὅσο τόν σκεπάζει ἡ χάρη ἡ ὁποία ἀδιά-
λειπτα τόν δυναμώνει πρός τόν Θεό καί περιφράζει τόν ἑαυτό του μέ

123
τό Θεό. Καί ἡ χάρη εἶναι ἡ θεία δύναμη ἡ ὁποία ἀναμαρτωποιεῖ τόν
ἄνθρωπο, τόν ἁγιάζει, τόν ἀψεγαδιάζει καί ἀπαθοποιεῖ. Οἱ δοῦλοι τῆς
ἁμαρτίας μεταβάλλουν τόν ἑαυτό τους στό ἐργαστήριο τῆς ἁμαρτίας.
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, ἀπελευθερωμένοι καί ἁγιασμένοι
μέσω τῆς Ἀλήθειας, μεταβάλλουν τόν ἑαυτό τους στό ἐργαστήριο τῆς
αἰωνιότητας καί ἁγιότητας, μέσα στό ὁποῖο οἰκοδομεῖται ἡ αἰώνια ζωή
μέσω τῶν ἁγίων σκέψεων, μέσω τῶν ἁγίων αἰσθήσεων, μέσω τῶν ἁγίων
ἐπιθυμιῶν. Ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας ἀναπότρεπτα ὁλοκληρώνεται μέ τό
θάνατο καί ὁ δρόμος τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ μέ τήν αἰωνιότητα (πρβλ.
Ρωμ. 6, 2· 4· 11· 12· 14· 17-20· Ἰωαν. 8, 32· 17, 17· 19).
Πλήρης ἀπό τό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τή διάκριση
τῶν πνευμάτων, γιά τή θεόσοφη διάκριση, ὁ μεγάλος ἀπόστολος τῶν
ἐθνῶν διαχωρίζει μέσα στόν κόσμο δύο νόμους, τό νόμο τῆς ἁμαρτίας
καί τοῦ θανάτου πού δεσπόζει στούς δούλους τῆς ἁμαρτίας, καί τό
νόμο τοῦ Πνεύματος Ἁγίου, τό νόμο τῆς χάρης, τό νόμο τῆς ζωῆς, τό
νόμο τῆς ἁγιότητας, τό νόμο τῆς ἀναμαρτησίας, τό νόμο τῆς ἐλευθερί-
ας πού δεσπόζει μέσα στούς χριστιανούς. Στούς πρώτους εἶναι ἡ σαρ-
κική φρόνηση, καί στούς ἄλλους ἡ πνευματική, ἐφόσον φρονοῦν μέσω
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κατά τό Ἅγίο Πνεῦμα. Ἡ σαρκική φρόνηση
εἶναι ἐπιπόλαιη, ἐπιφανειακή, αἰσθησιακή καί δέν ὑπακούει στό νόμο
τοῦ Θεοῦ, στό νόμο τῆς τοῦ Θεοῦ φρόνησης, τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας,
ἐνῶ ἡ πνευματική φρόνηση εἶναι ἡ φρόνηση μέσω τοῦ Θεοῦ καί κατά
τό Θεό. Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι βαθιά, θεία, ἁγία. Ὅποιος δέν ἔχει τό
Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτό οὔτε οἱ σκέψεις
του οὔτε οἱ ἐπιθυμίες του οὔτε οἱ αἰσθήσεις του οὔτε τά ἔργα του δέν
δύνανται νά εἶναι τοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Ρωμ. 8, 2· 5· 6· 9).
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀσκεῖ πολύ τή δική του ἱκανότητα τῆς διά-
κρισης, γιά νά μπορέσει νά γνωρίσει καί νά ξέρει τί εἶναι τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ καί τί δέν εἶναι. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνακοίνωσε πώς ὁ ὅρος
τῆς γνώσης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι νά μήν συσχηματιζόμαστε
σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά μέσω τῆς χάρης νά ἀναζωογονήσουμε, νά
μεταμορφώσουμε, νά ἀνακαινίσουμε τό νοῦ μας, δηλαδή, νά ζοῦμε
μέσω τῆς αἰωνιότητας καί λόγω τῆς αἰωνιότητας (πρβλ. Ρωμ. 12, 2). Ὁ
νοῦς ἀνακαινίζεται μέ τή χαριτωμένη πίστη, ἄν φρονεῖ κατά τό μέτρον
τῆς πίστης, «εἰς τὸ σωφρονεῖν» (Ρωμ. 12, 3), δηλαδή ἄν ἔχει ὑγιεῖς

124
καί νηφάλιες σκέψεις, ἄν ἀποφεύγει τίς ἁμαρτωλές σκέψεις οἱ ὁποῖες
ὄντως εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ. Τά λόγια τοῦ ἀποστόλου, «φρονεῖν εἰς
τό σωφρονεῖν», σημαίνουν, ὅπως εἶπε ὁ ἅγ. Χρυσόστομος: «Ἐλάβομεν
φρόνησιν, οὐχ ἵνα εἰς ἀπόνοιαν αὐτῇ χρησώμεθα, ἀλλ᾿ ἵνα εἰς σωφρο-
σύνην. Καὶ οὐκ εἶπεν, εἰς τὸ ταπεινοφρονεῖν, ἀλλ᾿ Εἰς τὸ σωφρονεῖν,
σωφροσύνην ἐνταῦθα λέγων, οὐ τὴν ἀντιδιαστελλομένην τῇ ἀσελγείᾳ
ἀρετὴν, οὐδὲ τὸ ἀπηλλάχθαι ἀκολασίας, ἀλλὰ τὸ νήφειν καὶ ὑγιαί-
νειν κατὰ διάνοιαν: καὶ γὰρ καὶ τοῦτο σωφροσύνη λέγεται ἀπὸ τοῦ
σώας ἔχειν τὰς φρένας. Δεικνὺς τοίνυν, ὅτι τὸν μὴ μετριάζοντα οὐδὲ
σωφρονεῖν ἔνι, τουτέστι, καθεστηκέναι καὶ ὑγιαίνειν, ἀλλὰ παραπαίει
καὶ ἐξέστηκεν ὁ τοιοῦτος, καὶ παραπλῆγος παντός ἐστι μανικώτερος,
σωφροσύνην ἐκάλεσε τὴν ταπεινοφροσύνην»25. Ὁ ἀπόστολος μέ τή
σωφροσύνη ὀνόμασε τήν ὑγεία τοῦ νοῦ «τὴν τῶν φρενῶν ὑγείαν»,
διδάσκοντας ὅτι ἡ ὑψηλοφροσύνη εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ, «νόσος
φρενῶν»26.
Καθετί πού δέν εἶναι καρπός ἀπό τήν πίστη εἶναι ἁμαρτία (Ρωμ.
14, 23). Τοῦτο εἶναι ὁ κύριος εὐαγγελισμός τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Αὐτό σημαίνει ὅτι καθετί στίς σκέψεις σου, στίς αἰσθήσεις σου, στίς
ἐπιθυμίες σου, στά ἔργα σου πού δέν εἶναι ἀπό τό Θεάνθρωπο εἶναι
ἁμαρτία· καθετί στή ζωή σου πού δέν ἔρχεται ἀπό τό Θεάνθρωπο καί
δέν συμβαίνει κατά τό Θεάνθρωπο, εἶναι ἁμαρτία. Κάθε ἁμαρτία εἶναι
ἤ καρπός ἀπιστίας ἤ καρπός ὀλιγοπιστίας ἤ καρπός ἀνορθοδοξοπιστί-
ας. Σέ περίπτωση πού σοῦ ἐπιτεθεῖ κάποια ἀκάθαρτη σκέψη ἤ ἀπρεπής
αἴσθηση ἤ ὁποιοσδήποτε πειρασμός, νά παλέψεις μ᾿ αὐτά μέ τήν πίστη,
τήν προσευχή, τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία, μέ τήν μνήμη τοῦ θάνατου, τήν
ἀνάμνηση τοῦ Κυρίου Χριστοῦ, μέ τήν αἴσθηση τοῦ φύλακα Ἀγγέλου,
καί τήν μνήμη τῶν Ἁγίων. Τό κυριότερο εἶναι νά μήν πορνεύουμε μέ
τίς σκέψεις, νά ἀποφεύγουμε τίς φαντασίες, νά περιφράζουμε μέ τήν
πίστη καί τήν προσευχή κάθε σκέψη μας, κάθε αἴσθηση, κάθε ἐπιθυμία
καί ὅλη τή ζωή μας. Νά μήν λησμονήσουμε τό θεόσοφο λόγο τοῦ ἁγίου
ἀποστόλου: «Πᾶς δὲ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται» (Α᾿ Κορ. 9,
25), ἰδιαιτέρως δέ ἐκεῖνος πού ἀγωνίζεται γιά τήν αἰώνια ζωή, ὑποπιάζει
τό σῶμα του καί τό δουλαγωγεῖ (πρβλ. Α᾿ Κορ. 9, 26-27).
�������������, In epist. ad Rom., Homilia 20, 3, PG 60, 599.
�������������������������
ΙΩΑΝΝΟΥ��������������
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ��
�������, Interpr. epist. ad Rom., Cap. 12, vers. 3, PG 82, 188A.
����������������������
ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ��������
ΚΥΡΟΥ��

125
Μέ τί θά ἀποδείξει ὁ ἄνθρωπος ὅτι σήμερα εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἄν
καί χθές δέν ἦταν δικός Του; Ἀναμφισβήτητα, μέ τίς καινούργιες σκέψεις
ἀντί τῶν παλιῶν, μέ τίς καινούργιες αἰσθήσεις ἀντί τῶν παλιῶν, μέ τίς
καινούργιες ἐπιθυμίες ἀντί τῶν παλιῶν, κοντολογίς, μέ τήν καινούργια
ζωή ἀντί τής παλιᾶς, μέ τή ζωή τήν εὐαγγελική, θεανθρώπινη ἐπειδή,
ὅποιος εἶναι τοῦ Χριστοῦ εἶναι «καινὴ κτίσις», «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν,
ἰδοὺ γέγονεν καινά» (Β᾿ Κορ. 5, 17). Παρῆλθε ὁ παλιός τρόπος ζωῆς
καί ἔγινε καινούργιος, εὐαγγελικός· παρῆλθε ὁ παλιός τρόπος ἀντίλη-
ψης καί ἔγινε καινούργιος, θεανθρώπινος· παρῆλθε ὁ παλιός ἄνθρωπος
καί ἔγινε καινούργιος, εὐαγγελικός.
Θλιβερή εἶναι ἡ ἄσκηση, νά σταυρώσουμε τόν παλιό ἄνθρωπο, νά
θανατώσουμε ὅλες τίς ἁμαρτίες ἐντός μας, ὅλα τά πάθη καί νά ζοῦμε
μονάχα γιά τό Θεό μέσω τῶν ἁγίων σκέψεων, μέσω τῶν ἁγίων ἐπιθυ-
μιῶν, μέσω τῶν ἁγίων αἰσθήσεων, μέσω τῶν ἁγίων ἔργων. Ὡστόσο, ὁ
χριστιανός μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί μέ τίποτ᾿ ἄλλο,
ἐπειδή ἐκεῖνοι πού εἶναι τοῦ Χριστοῦ «τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς
παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλ. 5, 24). Εἶναι ἀπίθανο νά εἴμαστε
τοῦ Χριστοῦ καί νά ζοῦμε μέσα στά πάθη καί στίς κακές ἐπιθυμίες.
Κάθε ἁμαρτία εἶναι μία ἐπίθεση στόν Ἀναμάρτητο, κάθε πάθος εἶναι
βρωμιά ἐνώπιον τοῦ Ἀπαθοῦς. Ὁ χριστιανός πρέπει νά ἔχει τό σταυρό
μέσα στήν ψυχή του στόν ὁποῖο ἀνθεκτικά καί ἐπίμονα σταυρώνει τίς
ἁμαρτωλές σκέψεις του, τίς κακές ἐπιθυμίες του, τίς ἀκάθαρτες αἰσθή-
σεις του, τίς ἀντιευαγγελικές διαθέσεις του.
Ἐκεῖνος πού θέλει να ὑπερισχύσει στίς ἁμαρτίες, αὐτούς τούς
κύριους ἐχθρούς τῆς ψυχῆς του καί τῆς αἰωνιότητάς του, πρέπει νά
ἐνισχυθεῖ μέσω τοῦ Κυρίου, νά γεμίσει μέ τήν ὁλονικητήρια δύναμή
Του, καί ὡς τέτοιος νά πολεμήσει μ᾿ αὐτές, «ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ
πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας,
πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ
τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφ. 6, 12). Σ᾿ αὐτόν τόν πιό μοι-
ραῖο πόλεμο μποροῦμε νά ἀναδειχθοῦμε νικητές μόνο ἄν ἐνδυθοῦμε
«τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 6, 11). Την δέ πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ
ἀποτελοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικές ἀρετές, ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ
εἰρήνη, ἡ πίστη, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ὑπομονή, ἡ
ἀγάπη (Ἐφ. 6, 13-18).

126
Σ᾿ αὐτόν τόν πόλεμο μέ τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη καί μέ τούς αἰτί-
ους τους, τά κακά πνεύματα, πρέπει νά εἴμαστε καί ἀκούραστοι, ἄσπλα-
χνοι καί ἀνελέητοι, ἐπειδή ἡ μάχη είναι γιά ζωή καί θάνατο. Τό δίλημμα
εἶναι προφανές, ἤ θά σκοτωθεῖς ἐσύ, ἤ οἱ δικές σου ἁμαρτίες. Τρίτη
ἔξοδος δέν ὑπάρχει. Γιά αὐτό τό λόγο ὁ χριστοσοφός ἀπόστολος προ-
ειδοποίησε: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς: Πορνείαν,
ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν και τήν πλεονεξίαν, ὀργήν, θυμόν,
κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ του στόματος ὑμῶν» (Κολ. 3,
5· 8). Μήν ἀφήνετε στό πεδίο τῆς μάχης τραυματίες οὔτε νά κρατᾶτε
αἰχμαλώτους· ὅλες τίς κακές συνήθειες, ὅλα τά πάθη, ὅλες τίς ἁμαρτί-
ες, ὅλα τά κακά πνεύματα νά τά βάλετε κάτω ἀπό τό σπαθί, κόψτε τό
κεφάλι τους, καταστρέψτε τήν καρδιά τους, προκειμένου νά μήν ξανα-
ζωντανέψουν ἐντός σας γιά νά σᾶς δολοφονήσουν.
Ἡ ἀνομία εἶναι πολύ πονηρή καί ἐπιδέξια. Ἔχει τό τεράστιο
μυστήριό της. Τό μυστήριο τῆς ἀνομίας εἶναι πότε πότε ἀρκετά σκαν-
δαλιστικό καί μαγευτικό (πρβλ. Β᾿ Θεσσ. 2, 7). Ἔχει τούς μυστηριώδεις
δρόμους της καί τούς ἀόρατους κόλπους μέ τούς ὁποίους ἀποπλανᾶ
τόν ἄνθρωπο στό ἀδιέξοδο σκότος. Μέσα σ᾿ αὐτό τόν δηλητηριάζει και
τόν τυφλώνει μέ τίς ἁμαρτίες, ὥσπου νά τόν δηλητηριάσει καί νά τόν
ἀποτυφλώσει ὁλοκληρωτικά. Ἐξαιτίας τούτου πρέπει νά συνέλθουμε
ἀπό τή μέθη τῆς ἁμαρτίας, νά ξαναδοῦμε τίς εὐαγγελικές ἀλήθειες,
ἐφόσον εἴμαστε οἱ υἱοί τοῦ φωτός καί υἱοί τῆς ἡμέρας· δέν εἴμαστε οἱ
υἱοί τῆς νύχτας οὔτε τοῦ σκότους (Α᾿ Θεσσ. 5, 6). Μεθυσμένοι ἀπό
τήν ἁμαρτία εἶναι οἱ υἱοί τῆς νύχτας καί τοῦ σκότους. Μποροῦν νά
συνέλθουν ἀπό αὐτήν τή μέθη μόνο μέσω τῆς πίστης, τῆς ἀγάπης καί
τῆς ἐλπίδας (πρβλ. Α᾿ Θεσσ. 5, 6-8). Δηλαδή νά ἀπομακρυνόμαστε
ἀπό κάθε κακό καί σταθερά νά κρατιόμαστε γιά τό ἀγαθό τοῦ Χριστοῦ
(πρβλ. Α᾿ Θεσσ. 5, 20-21· Β᾿ Τιμ. 2, 22· 3, 17), ἐπειδή στήν πάλη μέ
τήν ἁμαρτία πρέπει νά φτάσουμε «μέχρις αἵματος» (πρβλ. Ἑβρ. 12, 4),
μέχρι τή μαρτυρία λόγω τοῦ Χριστοῦ, λόγω τοῦ ἑαυτοῦ μας, λόγω τῆς
αἰωνιότητάς μας. Σ᾿ αὐτήν τήν πάλη ὁ κύριος κανόνας εἶναι νά μήν
φοβόμαστε τούς ἐχθρούς καί νά εἴμαστε ὑπάκουοι στό Θεό σέ ὅλα,
ἐπειδή ὁ Θεός παλεύει ἀπό μέσα μας καί γιά μᾶς. Κατά τήν πολεμική
στρατηγική τοῦ ὀρθόδοξου στρατηγοῦ τοῦ Χριστοῦ: «Ὑποτάγητε οὖν
τῷ Θεῷ, ἀντίστητε δὲ τῷ διαβόλῳ καὶ φεύξετε ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰακ. 4, 7).

127
Ἄν εἴμαστε τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει νά φοβόμαστε ἀπό τό διάβολο καί τό
σκοτεινό στρατό του, ἐπειδή ὁ Παννικητής εἶπε στό Ἅγιο Βιβλίο: «Ὑμεῖς
ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστε, τεκνία, καὶ νενικήκατε αὐτούς, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ ἐν
ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α᾿ Ἰωαν. 4, 4· Α᾿ Ἰωαν. 2, 13-14).
Ὁ κάθενας πού εἶναι γεννημένος ἀπό τό Θεό νικᾶ τόν κόσμο (Α᾿
Ἰωαν. 5, 4), δηλαδή τίς ἀπολαύσεις, τίς ἁμαρτίες, τούς σκανδαλισμούς,
τά κακά πνεύματα. Νικᾶ μέ τί; Μέ τήν πίστη, ἀφοῦ ἡ πίστη μας εἶναι ἡ
νίκη μέσω τῆς ὁποίας νικοῦμε τόν κόσμο (πρβλ. Α᾿ Ἰωαν. 5, 4), ἐπειδή
ὅλους τούς πειρασμούς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὅλες τίς ἀπολαύσεις, ὅλες
τίς ἁμαρτίες, ὅλους τούς σκανδαλισμούς, ὅλα τά ἀκάθαρτα πνεύματα
νικᾶ μόνο ἐκεῖνος πού πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί
Θεός (Α᾿ Ἰωαν. 5, 5· 20). Ἡ πίστη στόν ἐνσαρκωμένο Θεό καί Κύριό μας
Ἰησοῦ Χριστό, ἡ ἀγάπη πρός Αὐτόν, ἡ ἐλπίδα σ᾿ Αὐτόν, ἡ ζωή μέσα σ᾿
Αὐτόν ὄντως εἶναι τό ἀκαταμάχητο ὅπλο γιά ὅλες τίς μάχες σ᾿ ὅλα τά
πεδία μάχης ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ εἴτε σ᾿ αὐτόν εἴτε σ᾿
ἐκεῖνον τόν κόσμο…
Πολλά εἶναι δοσμένα σέ μᾶς, ὅμως ἀκόμη περισσότερα εἶναι αὐτά
πού ὑποχρεοῦμαστε νά κάνουμε. Εἶναι δωρημένος σέ μᾶς ὁ ὁρατός
κόσμος προκειμένου νά βροῦμε ἐντός του τίς ἀόρατες ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ. Ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά δώσει τήν ὅραση στούς
ἀνθρώπους μέσω τῆς ὁποίας βλέπουν τό ἀόρατο μέσα στό ὁρατό καί
γύρω τοῦ ὁρατοῦ. Ἔτσι τό ἀνθρώπινο γένος ξαναεῖδε μόνο μέ τό
Χριστό καί εἶδε τίς αἰώνιες ἀξίες. Πρίν ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ
τά πάντα ἔπλητταν καί ἀποτυφλώνονταν «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου»
(πρβλ. Ματθ. 4, 16). Μόνο μέσω Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ τό ἀνθρώπινο
γένος γιά πρώτη φορά ὀρθῶς προσανατολίστηκε μέσα σ᾿ αὐτόν τόν
αἰνιγματώδη κόσμο, καί γιά πρώτη φορά θελκτικά αἰσθάνθηκε καί
ὁλοπεισμένα ἀντιλήφθηκε ὅλη τήν ἀκαταμέτρητη σπουδαιότητα τοῦ
ἀοράτου μέσα στό ὁρατό καί ὅλη τήν ὀντολογική ἐξάρτηση τοῦ ὁρατοῦ
ἀπό τό ἀόρατο.

128
Φοβερή hμέρα τhς Κρίσεως για τό Θεό 27

Οὐδέποτε ἦταν ὁ Θεός μέσα στόν ἄνθρωπο, ἀγαπητοί ἀδελ-


φοί, λιγότερο ἀπ᾿ ὅ,τι σήμερα. Σήμερα ὁ διάβολος ἐγκαταβίωσε
στόν ἄνθρωπο γιά νά ἐξοβελίσει τό Θεάνθρωπο. Σήμερα ὅλο τό
κακό μετακομίστηκε στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου γιά νά διώξει τό Θεό
ἀπό τό σῶμα του. Σήμερα ὅλη ἡ κόλαση μετοίκησε στή γῆ· θυμᾶται
καθόλου κανείς ὅτι ἡ γῆ κάποτε ἦταν παράδεισος; Ἡ σημερινή
πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀμέτρητα μεγαλύτερη ἀπό τήν πρώτη
πτώση· τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποστάτησε ἀπό τό Θεό, σήμερα, ὅμως
ἔχει σκοτώσει τό Θεό. Ἄνθρωπε, ποιό εἶναι τό ὄνομά σου, ἄν δέν
εἶναι ὁ διάβολος; Μά, τί λέγω ἐγώ; Τοῦτο εἶναι προσβολή γιά τό
διάβολο. Ὁ διάβολος οὐδέποτε ἦταν τόσο κακός, τόσο δεξιοτεχνικά
κακός ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ιησοῦς Χριστός κατέβηκε
καί μέσα στόν Ἅδη ἀλλά δέν Τόν σταύρωσαν ἐκεῖ. Ἐμεῖς Τόν σταυ-
ρώσαμε! Μά, οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι χειρότεροι ἀπό τό διάβολο; Ἡ
γῆ δέν εἶναι πιό κολασμένη ἀπό τήν κόλαση; Ἀπό τήν κόλαση δέν
ἔδιωξαν τό Χριστό· καί οἱ ἄνθρωποι σήμερα τόν ἔχουν διώξει ἀπό τή
γῆ, τόν ἐξεδίωξαν ἀπό τό σῶμα τους, ἀπό τήν ψυχή τους, ἀπό τήν
πόλη τους…
Μέσα στήν κόρη ὀφθαλμοῦ μου κούρνιασε σάν φίδι τό μοχθηρό
ἐρώτημα καί φθονερά μέ ρωτᾶ: Ὁ ἄνθρωπος πότε ἦταν καλός, ὅταν
μπόρεσε νά σταυρώσει τό Χριστό; Ἐσύ ἐμπιστεύεσαι τόν ἄνθρωπο·
ἐγκωμιάζεσαι μ’ αὐτόν· εἶσαι αἰσιόδοξος; Κοίτα τόν ἄνθρωπο ἀπό τό
ζενίθ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, κοίτα τόν ἄνθρωπο πῶς δολοφονεῖ
τό Θεάνθρωπο καί πές μου: Εἶσαι καί τώρα αἰσιόδοξος; Δέν ντρέπεσαι
πού εἶσαι ἄνθρωπος; Δέν βλέπεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι χειρότερος
ἀπό τό διάβολο;
Ξεχάστε ὅλες τίς μέρες πρίν καί ὅλες τίς μέρες μετά τή Μεγάλη
Παρασκευή· κατεβάστε τόν ἄνθρωπο στά ὅρια τῆς Μεγάλης
Παρασκευῆς, δέν εἶναι αὐτός ἡ κόρη του ὀφθαλμοῦ ὅλων τῶν κακῶν,
τό γήπεδο ὅλων τῶν πειρασμῶν, ἡ συσσώρευση ὅλων τῶν βδελυγμά-

�����������������������������������
Ἡ ὁμιλία στή Μεγάλη Παρασκευή.

129
των; Δέν ἔχει τρελαθεῖ ἡ γῆ σήμερα ἐξαιτίας τοῦ ανθρώπου; Δέν ἔχει
τεκμηριώσει ὁ ἄνθρωπος, δολοφονώντας τό Θεάνθρωπο, ὅτι πράγματι
εἶναι ἡ παραφροσύνη τῆς γῆς;
Οὔτε ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως δέν θά εἶναι πιό φοβερή ἀπό τή
Μεγάλη Παρασκευή. Ὄχι, θά εἶναι ἀναμφισβήτητα λιγότερο φοβερή,
ἐπειδή τότε ὁ Θεός θά κρίνει τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ σήμερα ὁ ἄνθρωπος κρί-
νει τό Θεό. Σήμερα εἶναι ἡ φοβερή Ἡμέρα τῆς Κρίσεως γιά τό Θεό· Τόν
κρίνει ἡ ἀνθρωπότητα. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ἐκτιμᾶ τό Θεό· Τόν ἐκτιμᾶ
γιά 30 ἀργύρια. Τό Χριστό γιά 30 ἀργύρια! Μά, αὐτό εἶναι ἡ τελευταία
τιμή; Μά, ὁ Ἰούδας εἶναι ἡ τελευταία μας λέξη περί τοῦ Χριστοῦ;
Σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα καταδίκασε τό Θεό σέ θάνατο. Αὐτό εἶναι
ἡ μεγαλύτερη ἐξέγερση στήν ἱστορία τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Αὐτό
εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στήν ἱστορία τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς.
Οὔτε οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι δέν τό ἔκαναν. Σήμερα ἔχει ἐκτελεστεῖ ἡ
φοβερή Ἡμέρα τῆς Κρίσεως πάνω στό Θεό. Οὐδέποτε μέχρι σήμερα
εἶδε ὁ κόσμος τόν πιό ἀθῶο ὡς κατηγορούμενο, οὐδέποτε τόν πιό
παράφρονα ὡς κριτή. Ξεγελασμένος ὁ Θεός ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Ὁ «Ἅδης
παγγέλαστος»28 σήμερα μετακομίστηκε στόν ἄνθρωπο καί ξεγέλασε τό
Θεό καί καθετί τοῦ Θεοῦ. Περιφρονεῖται σήμερα Ἐκεῖνος πού ποτέ δέν
γελοῦσε. Λένε ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ποτέ δέν γελοῦσε, ὅμως Τόν εἶδαν
πολλές φορές πού ἔκλαιγε. Ντροπιασμένος εἶναι σήμερα Ἐκεῖνος ὁ
Ὁποῖος ἦρθε νά μᾶς δοξάσει· βασανισμένος εἶναι σήμερα Ἐκεῖνος πού
ἦρθε νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τή θλίψη· παραδίδεται σήμερα σέ θάνατο
Ἐκεῖνος πού ἔφερε τήν αἰώνια ζωή. Ἄνθρωπε, ὑπάρχει τέλος στήν παρα-
φροσύνη σου; Ὑπάρχει πυθμένας τῆς πτώσης σου;
Τό σταυρό, τό πιό ντροπιαστικό δῶρο, χαρίσαμε σ’ Ἐκεῖνον πού
μᾶς χάρισε τήν αἰώνια δόξα. Λεπρέ, Αὐτός σέ καθάρισε ἀπό τή λέπρα,
μά, γι’ αὐτό Τοῦ δωρίζεις τό σταυρό; Τυφλέ, Αὐτός σοῦ ἄνοιξε τά
μάτια, μά, γιά νά βλέπεις νά φτιάξεις τό σταυρό καί νά Τόν σταυρώσεις
σ’ Αὐτόν; Νεκρέ, Αὐτός σέ ἀνάστησε ἀπό τόν τάφο, μά, γι’ αὐτό νά
Τόν στριμώξεις στόν τάφο σου; Μέ τίς εὐχάριστες ἀγγελίες γλύκανε
ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς τό πικρό μυστήριο τῆς ζωῆς μας, ἀδελφοί, γιά
ποιά ἀπ’ αὐτές Τοῦ δωρίσαμε τέτοια πικρότητα; «Ἄνθρωποί μου, τί

�����������������������������������������������������������������������������������
Β΄ τροπάριο τῶν ἀποστοίχων τοῦ ἐσπερινοῦ, τῆς ἀποκαθηλώσεως (τοῦ Μεγάλου Σαββά-
του), Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ὅπ. παρ., σ. 455.

130
σᾶς ἔκανα; Δέν γέμισα τήν Ἰουδαία μέ θαύματα; Δέν ἀνάστησα τούς
νεκρούς μέ μία λέξη; Δέν θεράπευσα κάθε ἀσθένεια καί ἀδυναμία; …
Τί Μοῦ δίνετε ἐσεῖς; Γιά τίς θεραπεῖες τίς πληγές, τί Μοῦ δώσατε; Γιά
τή ζωή μέ δολοφονεῖτε καί μέ σταυρώνετε στό ξύλο ;
Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἡ ντροπή μας, ἀδελφοί, καί τό αἶσχος
μας καί ἡ ἧττα μας. Στόν Ἰούδα Ἰσκαριώτη ὑπάρχει λίγο ἀπό τήν ψυχή
τοῦ καθενός. Ἄν δέν ἦταν ἔτσι, θά ἤμασταν ἀναμάρτητοι. Μέσω τοῦ
Ἰούδα ὅλοι πέσαμε· ὅλοι πουλήσαμε τό Χριστό· ὅλοι προδώσαμε τό
Χριστό καί δεχτήκαμε τό διάβολο, ἀγκαλιάσαμε τό Σατανᾶ, ναί, τό
σατανᾶ, ἐπειδή στό ἅγιο Εὐαγγέλιο εἶναι εἰπωμένο: «Καὶ μετὰ τὸ ψωμί-
ον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς». Μετά τό ποιό ψωμίο; Μετά τό
κομμάτι ψωμιοῦ πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός· μέτά τή μετάληψη· μετά τό
Χριστό. Ἄχ, ὑπάρχει μεγαλύτερη πτώση, μεγαλύτερη φρίκη;
Φιλαργυρία, ἐσύ πρόδωσες τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό!
Φιλαργυρία, ἐσύ καί σήμερα Τόν προδίδεις. Τόν Ἰούδα ὁ ὁποῖος ἦταν
μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τρία χρόνια ἦταν μαζί Του, ὁ ὁποῖος
παρευρισκόταν σέ ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μέ τό ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ καθάριζε τούς λεπρούς, θεράπευε τούς ἀσθενεῖς, ἀνέσται-
νε τούς νεκρούς, ἐξόριζε τά ἀκάθαρτα πνεύματα· αὐτόν τόν Ἰούδα ἡ
φιλαργυρία τόν ἔκανε προδότη καί χριστοκτόνο· πῶς τότε ἐμένα καί
ἐσένα νά μήν κάνει προδότη καί χριστοκτόνο, ἐμένα πού δέν ἔβλεπα
τό Θεό ἐν σώματι τρία χρόνια, πού δέν καθάριζα οὔτε μέ τό ὄνομα τοῦ
Ἰησοῦ τούς λεπρούς οὔτε θεράπευα τούς ἀσθενεῖς οὔτε ἀνέσταινα τούς
νεκρούς; Ὁ Ἰούδας ἦταν ἀρκετό καιρό μ’ Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος δέν εἶχε
ποῦ νά γείρει τό κεφάλι Του, μ’ Ἐκεῖνον πού εἴτε μέ τά ἔργα εἴτε μέ τά
λόγια δίδασκε ὅτι δέν πρέπει νά κουβαλᾶμε οὔτε ἄργυρο οὔτε χρυσό.
Καί ἐγώ; Καί ἐσύ; Ἄν δέν ξέρεις νά χαίρεσαι τή φτώχεια, ἀδελφέ, ἄν
δέν ξέρεις νά εἶσαι χαρούμενος μέ τή φτώχεια, νά ξέρεις ὅτι ὁμοιάζεις
τρόπον τινά με τόν Ἰούδα. Μήν ρωτήσεις: «Μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε;», ἐπει-
δή ἀναμφίβολα θά ἀκούσεις τήν ἀπάντηση: «Σὺ εἶπας». Ἄν ποθεῖς τόν
πλοῦτο, ἄν καίει σιγά καί κρυφά τό πάθος γιά τά χρήματα, νά ξέρεις
ὅτι μέσα σου συλλαμβάνεις τὁν Ἰούδα. Ἀδελφέ καί φίλε, νά συγκρα-
τήσεις στή μνήμη σου γιά ὅλη τή ζωή σου, ἡ φιλαργυρία σταύρωσε τό
Χριστό, σκότωσε τό Θεό· ἡ φιλαργυρία ἀπό μαθητή τοῦ Χριστοῦ τόν
ἔκανε ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, δολοφόνο τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι μόνο αὐτό,

131
αὐτή σκότωσε καί τόν Ἰούδα. Ἡ φιλαργυρία ἔχει αὐτήν τήν καταραμένη
ἰδιότητα νά κάνει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο χριστοκτόνο ἀλλά καί αὐτό-
χειρα. Πρό πάντων «σκοτώνει» τό Θεό μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου·
σκοτώνοντας δέ τό Θεό μέσα στόν ἄνθρωπο, αὐτή κατόπιν σκοτώνει
καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.
Ὁ θάνατος εἶναι ἕνα φοβερό μυστήριο, ἀδελφοί, ὅμως τό πιό
φοβερό εἶναι ὅταν οἱ ἄνθρωποι παραδίδουν τό Θεό σέ θάνατο καί
ἐπιδιώκουν νά Τόν σκοτώσουν ἐντελῶς, νά Τόν καταστρέψουν πλή-
ρως, ὅλος γιά νά γίνει νεκρός, νά χαθεῖ ἐντελῶς. Σήμερα εἶναι ἡ μέρα
πού οἱ ἄνθρωποι εἶναι φοβεροί γιά τό Θεό, ἐπειδή βασανίζουν τό Θεό
καθώς δέν Τόν βασάνισε κανείς ποτέ· ἐπειδή φτύνουν τό Θεό καθώς
δέν Τόν ἔφτυσε κανείς ποτέ· ἐπειδή δέρνουν τό Θεό καθώς δέν Τόν
ἔδειρε κανείς ποτέ. Ἄς σιωπήσει καθετί πού ὀνομάζεται ἄνθρωπος!
«Σιηγήσατο πᾶσα σὰρξ βροτεία»!29 Ἄς μήν ταυτίζεται κανείς μέ τόν
ἄνθρωπο, ἄς μήν ταυτίζεται κανείς μέ τήν ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ, ἰδού,
ἡ ἀνθρωπότητα δέν ἀντέχει τό Θεό στό περιβάλλον της, δολοφονεῖ
τό Θεό. Μά, μέ τέτοια ἀνθρωπότητα νά ἐπαινούμαστε; Ἄς μήν ἐγκω-
μιάζεται κανείς μέ τόν οὑμανισμό! Ἄχ, μά αὐτό εἶναι μόνο σατανισμός,
σατανισμός, σατανισμός…
Σήμερα ὄχι οἱ διάβολοι, ὄχι τά θηρία, ὄχι τά τσακάλια ἀλλά οἱ
ἄνθρωποι ἔπλεξαν τό ἀκάνθινο στεφάνι καί τό ἔβαλαν στό κεφάλι τοῦ
Χριστοῦ. Μέ τό ἀκάνθινο στεφάνι στολίζουν Ἐκεῖνον πού ἐξωράισε τόν
ἄνθρωπο μέ τήν ἀθανασία. Τό ἀκάνθινο στεφάνι πλέκει ἡ ἀνθρωπότη-
τα γύρω ἀπό τό κεφάλι Ἐκείνου πού ἔπλεξε τό στεφάνι ἀπό τά ἀστέρια
γύρω ἀπό τή γῆ! Τό ἀκάνθινο στεφάνι γιά τό Χριστό πλέκω καί ἐγώ καί
ἐσύ, φίλε μου, ἄν εἶμαι φιλάργυρος, ἄν εἶμαι πόρνος, ἄν εἶμαι μοιχός,
ἄν εἶμαι βλάστημος, ἄν εἶμαι συκοφάντης, ἄν εἶμαι κουτσομπόλης, ἄν
εἶμαι μέθυσος, ἄν εἶμαι ἀνελέητος, ἄν εἶμαι ὀργίλος, ἄν εἶμαι φειδωλός,
ἄν ἁμαρτωλούς λογισμούς σκέφτομαι, ἄν ἀκάθαρτες αἰσθήσεις ἔχω,
ἄν πίστη δέν ἔχω, ἄν ἀγάπη δέν ἔχω. Κάθε ἁμαρτία μου, κάθε ἁμαρτία
μας, εἶναι ἕνα ἀγκάθι τό ὁποῖο παρεμβάλλουμε μέσα στό καταραμένο
στεφάνι πού ἡ ἐξωφρενική ἀνθρωπότητα ἀδιάκοπα πλέκει γύρω στό
κεφάλι τοῦ Κυρίου Χριστοῦ.

29 Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν
Ἀθήναις 32001, σ. 487.

132
Στό βασάνισμα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιό ἄσπλαχνος ἀπό
τό διάβολο. Ἐσεῖς δέν τό πιστεύετε αὐτό; Ἀκοῦστε τί ἐξιστορεῖ ὁ αὐτό-
πτης μάρτυρας: «Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ»· ἄχ, στό
δικό Του πρόσωπο, στό δικό Του θαυμάσιο καί μαγευτικό πρόσωπο…
Κύριε, γιατί τά στόματά τους δέν λωβίασαν καί σέ πληγή δέν μεταβλή-
θηκαν; Γιατί νά μᾶς μάθεις τήν ἀνοχή καί τήν πραότητα;… Ἔφτυναν
ἐκεῖνο τό καταπληκτικό, ἐκεῖνο τό ἤπιο πρόσωπο πού ἀξίζει περισσό-
τερο ἀπό ὅλους τούς ἀστερισμούς, ἀπό ὅλες τίς μακαριότητες. Τι λέω;
Ναί, περισσότερο ἀπό ὅλες τίς μακαριότητες, ἐπειδή μέσα σ’ αὐτό τό
πρᾶο πρόσωπο εἶναι ἡ πανταχόθεν αἰώνια μακαριότητα, ἡ πανταχόθεν
αἰώνια χαρά… Ἔφτυναν ἐκεῖνο τό λαμπερό πρόσωπο ἐνώπιον τοῦ
ὁποίου ἡ θάλασσα γαλήνευε καί καλόπιανε· ἐκεῖνο τό πρόσωπο πού
καθησύχαζε τίς θυελλώδεις ψυχές καί τή γαλήνη σ’ ὅλους ἔδινε. Καί
ἐσεῖς ταυτίζεστε μέ τόν ἄνθρωπο; Ὤχ, κατεβάστε τίς σημαῖες, σκόροι
καί μηδενικά! Κανείς, κανείς δέν πρέπει νά ντρέπεται τόσο πολύ ἀπό
τόν ἑαυτό του ὅσο ὁ ἄνθρωπος, κανείς ἀπό τούς διαβόλους, κανείς ἀπό
τά θηρία, κανείς ἀπό τά ζῶα… Οἱ ἄνθρωποι φτύνουν τό Θεό, ὑπάρχει
τίποτα πιό φρικαλέο ἀπ’ αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι δέρνουν τό Θεό, ὑπάρχει
τίποτα πιό σατανικό ἀπ’ αὐτό; Ἀδελφοί, ἄν δέν ὑφίσταται ἡ κόλαση,
θά ἔπρεπε νά τήν ἐπινοήσουν, νά τήν ἐπινοήσουν γιά τούς ἀνθρώπους,
μόνο γιά τούς ἀνθρώπους…
Αὐτόν, τόν Δημιουργό καί Σωτῆρα φτύνουν καί δέρνουν, ἐνῶ
Αὐτός μέ πραότητα καί σιωπηλά ὑποφέρει τά πάντα. Ἔχεις τή δικαιολο-
γία ἐσύ πού γιά κάθε προσβολή μέ τήν προσβολή ἀνταποδίδεις, πού τό
κακό μέ τό κακό ἀνταποδίδεις, πού καταριέσαι ὅταν σέ καταριοῦνται,
πού μισεῖς ὅταν σέ μισοῦν; Ἀνταποδίδοντας τό κακό γιά τό κακό, ἐσύ
τόν Κύριο Χριστό φτύνεις· μισώντας ἐκείνους πού ἐσένα μισοῦν, ἐσύ
τό Χριστό δέρνεις καί βασανίζεις· ἀνταποδίδοντας τήν προσβολή γιά
τήν προσβολή, ἐσύ τόν Κύριο Ἰησοῦ ντροπιάζεις, ἐπειδή Αὐτός δέν τό
ἔπραττε.
Καί τόν πρᾶο Κύριο ὁ Πιλᾶτος παραδίδει γιά σταύρωση. Καί
οἱ ἄνθρωποι Τόν ὁδηγοῦν ἀπό κριτήριο σέ κριτήριο, ἀπό θλίψη σέ
θλίψη, ἀπό χλευασμό σέ χλευασμό. Τελικά σταυρώνουν τόν χλευα-
σμένο Θεό· Τόν καρφώνουν στό σταυρό. Μά, τά καρφιά μπήγετε στά
χέρια τοῦ Χριστοῦ, πού τόσους ἀσθενεῖς θεράπευσαν; Τόσους λεπρούς

133
καθάρισαν; Τόσους νεκρούς ἀνάστησαν; Μά, νά σιωπήσει τό στόμα
πού μιλοῦσε καθώς ἄνθρωπος δέν ἔχει ξαναμιλήσει ποτέ; Ἰάϊρε, ποῦ
εἶσαι; Λάζαρε, ποῦ εἶσαι; Χήρα τοῦ Ναΐν, ποῦ εἶσαι νά προστατέψεις
τόν Κύριό σου καί δικό μου; Μά, σταυρώνετε Αὐτόν, τήν ἐλπίδα τῶν
ἀπέλπιδων, τήν παρηγοριά τῶν ἀπαρηγόρητων, τό μάτι τῶν τυφλῶν, τό
ἀφτί τῶν κουφῶν, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν; Ὥστε μπήγετε τά καρφιά
σ’ αὐτά τά ἅγια πόδια πού τήν ἠρεμία φοροῦσαν, πού εὐαγγελίζονταν,
πού βάδιζαν πάνω στή θάλασσα σάν στήν ξηρά, πού ἔτρεχαν πρός
ὅλους τούς ἀσθενεῖς, πρός τό Λάζαρο νεκρό, πρός τό δαιμονισμένο
τῶν Γαδαρηνῶν;
Σταυρωμένος εἶναι ὁ Θεός. Εἶστε ἱκανοποιημένοι, θεομάχοι;
Εἶστε χαρούμενοι, θεοκτόνοι; Τί νομίζετε γιά τό Χριστό στό σταυρό;
Εἶναι πλάνος· Εἶναι ἀδύναμος· Εἶναι σκανταλιάρης· ἄν εἶσαι ὁ Υἱός
τοῦ Θεοῦ, κατέβα ἀπό τό σταυρό! Οὐά, ἐσύ πού οἰκοδομεῖς τό ναό
μέσα σέ τρεῖς μέρες, βοήθησε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου καί κατέβα ἀπό
τό σταυρό!
Καί τί νά σκέφτεται ἄραγε ὁ Κύριος στό σταυρό περί τῶν ἀνθρώ-
πων; Τοῦτο πού μόνο ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί ὁ Θεός τῆς πραότητας
δύναται νά σκεφθεῖ: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν!»
Ἀληθῶς, δέν ξέρουν τί πράττουν μέ τό Θεό ἐν σώματι. Μήπως ἦταν
πιό εὔκολα γιά τόν Κύριο μέσα στό σῶμα παρά στό σταυρό; Ἀσφαλῶς
θά ἦταν πιό δύσκολο, σᾶς βεβαιῶ, ἀπ᾿ ὅ,τι ἄν θά εἶχα ἕνα διάβολο σέ
κάθε πόρο τοῦ σώματός μου. Ἐπειδή εἶναι ἀπέραντα μεγαλύτερη δια-
φορά μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου παρά μεταξύ τοῦ διαβόλου
καί τοῦ ἀνθρώπου, μεταξύ τοῦ θανάτου καί τοῦ Θεοῦ παρά μεταξύ τοῦ
θανάτου καί τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Σωτήρας αἰσθανόταν αὐτή τή θλίψη: Ἡ
δική τοῦ ἁγνή, ἀναμάρτητη φύση ἐξηγέρθηκε κατά τοῦ θανάτου, καί
Αὐτός τήν στιγμή πού τόν πλησίασε ὁ θάνατος «ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ
ἀδημονεῖν…: περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχὴ ἕως θανάτου»!
Ὅταν καί ὁ Θεός λυπᾶται, ὅταν καί ὁ Θεός παραπονεῖται γιά
τό θάνατο, τότε πεῖτε μου, ὑφίσταται τίποτα πιό τρομερό γιά τόν
ἄνθρωπο ἀπό τό θάνατο; Τίποτα πιό ἀφύσικο ἀπό τό θάνατο; Τίποτα
πιό σιχαμερό ἀπό τό θάνατο; Ὁ θάνατος εἶναι δύσκολος γιά τό Θεό,
περισσότερο ὅμως καί γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀπό ὅλα, ὁ θάνατος εἶναι ὁ
δυσκολότερος γιά τόν ἄνθρωπο, ἐφόσον παρουσιάζει τή μεγαλύτε-

134
ρη ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος μέσα στό
Χριστό αὐτό αἰσθάνθηκε καί μέ πόνο ὁμολόγησε: «Θεέ μου, Θεέ μου
ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» Αὐτό ἀνεβόησε ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ,
ὁ ὁποῖος εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἕνα μέ τόν Πατέρα. Δέν
εἶναι αὐτό ἡ καλύτερη τεκμηρίωση ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἡ δύναμη πού
ἀπορρίπτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, τόν ἀπομακρύνει ἀπό τό Θεό,
τόν ἀποχωρίζει ἀπό τό Θεό;
Ἔχουμε σταυρώσει τό Θεό. Ἄνθρωπε, τί θέλεις ἀκόμα; Ἄν δέν
ὑπῆρξε ὁ σώφρων κακοῦργος, γιά σένα δέν θά ὑφίστατο ἡ δικαιολο-
γία. Ἄν δέν ὑπῆρξε αὐτός, ἡ γῆ διά παντός θά παρέμεινε κόλαση. Ὅταν
σκανδαλίστηκαν μέ τόν Χριστό ὅλοι οἱ μαθητές του, ὁ κακοῦργος Τόν
ὁμολόγησε ὡς Κύριο καί ὡς Βασιλέα: «Μνησθητί μου, Κύριε, ὅταν
ἔλθῃς ἐν τῆ βασιλείᾳ σου!» Ὁ κακοῦργος εἶναι ἡ ἐλπίδα μας, ἀφοῦ
πίστεψε στό Χριστό ὡς τό Θεό τότε ὅταν ὅλοι ἔχασαν τήν πίστη
σ’ Αὐτόν, ἐπειδή πίστεψε στό Χριστό ὡς τόν Κύριο τήν ὥρα πού ὁ
Χριστός ἦταν χλευασμένος, ξεγελασμένος, βασανισμένος, τήν ὥρα πού
ἦταν στήν πιό ἐξευτελισμένη θέση, ὅταν πάθαινε καί ἔπασχε φρικωδῶς
ὅπως κάθε ἄνθρωπος.
Λοιπόν, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι φτύνουν τό Θεό, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι
σταυρώνουν τό Θεό, τήν ἴδια στιγμή ὅλη ἡ φύση διαμαρτύρεται γιά
τό γεγονός αὐτό: «Καί σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας
ἐνάτης… Καί φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν: Πάτερ, εἰς χεῖράς
Σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου. Τοῦτο δὲ εἰπὼν ἐξέπνευσεν… τοῦ
ἡλίου ἐκλίποντος, ἐσχίσθη δὲ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον… καὶ ἡ
γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ
πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθησαν».
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀποτελείωσαν τήν κωμωδία τους μέ τό Θεό,
ὅταν σιώπησαν, ἡ οἰκουμένη ἄρχισε νά μιλᾶ, οἱ πέτρες ἄρχισαν νά
μιλοῦν καί ἀποδείχτηκαν πιό εὐαίσθητες ἀπό τούς ἀνθρώπους, πιό
εὐαίσθητες γιά τόν πόνο τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ ἥλιος ἄρχισε νά μιλᾶ,
ἀπέσυρε ἀπό τή ντροπή τό φῶς του ἀπό τόν φρικιαστικό πλανήτη μας.
Τό φῶς ντρεπόταν ἀπό ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο χαίρονταν οἱ ἄνθρωποι. Οἱ
νεκροί στούς τάφους ἄκουσαν τήν κραυγή τοῦ Χριστοῦ, συγκινήθηκαν
καί βιάστηκαν νά ἐγερθοῦν ἀπό τούς τάφους, ἐνῶ οἱ ζωντανοί ἄνθρω-
ποι στέκονταν κάτω ἀπό τό σταυρό καί εἶχαν νεκρές τίς ψυχές μέσα

135
στό σῶμα. «Σήμερον τοῦ Ναοῦ τό καταπέτασμα, εἰς ἔλεγχον ῥήγνυται
τῶν παρανόμων· καὶ τὰς ἰδίας ἀκτῖνας, ὁ ἥλιος κρύπτει, Δεσπότην ὁρῶν
σταυρούμενον»!30
«Τὰ πάντα συνέπασχον, τ­ῷ τὰ πάντα κτίσαντι»31, ναί τά πάντα
συμπονοῦσαν μέ τόν σταυρωμένο Κύριο, τά πάντα ἐκτός ἀπό τόν
ἄνθρωπο, ἐκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὅλη ἡ κτίση στή Σταύρωση ἀνα-
γνώρισε μέσα στό Χριστό τό Θεό καί Τόν ὁμολόγησε ὡς τό Θεό. Καί
ἀπό τό σταυρό ὁ Χριστός ἔδειξε ὅτι εἶναι Θεός. Μέ τί; Μέ τί; Μέ τήν
ἀπάντηση στόν κακοῦργο. Μέ τί ἄλλο; Μέ τήν ἔκλειψη τοῦ ἡλίου, μέ
τό σεισμό. Μέ τί ἄλλο; Μέ τήν προσευχή γιά τούς ἐχθρούς Του: Πάτερ,
συγχώρησέ τους, ἐπειδή δέν ξέρουν τί κάνουν.
Πράγματι, οἱ ἄνθρωποι δέν ξέρουν τί κάνουν μέ τό Χριστό. Ἀπό
τή μοχθηρή ἀγνωσία οἱ ἄνθρωποι σταύρωσαν τό Χριστό· ἀπό τήν
ἀγνωσία Τόν σταυρώνουν καί σήμερα. «Εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν
Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α’ Κορ. 2, 8). Διαμέσου τῆς πραότη-
τας καί σεμνότητας ὁ Κύριος εἰσῆλθε μέσα στόν κόσμο. Δέν εἶναι ἡ
μεγαλύτερη πραότητα καί ἡ μεγαλύτερη σεμνότητα νά γίνει ὁ Θεός
ἄνθρωπος, νά ἐνδύσει τόν Ἑαυτό του στό ἑτοιμόρροπο, στό στενό, στό
μηδαμινό ἀνθρώπινο σῶμα; Διαμέσου τῆς πραότητας καί σεμνότητας
ὁ Κύριος ἐξῆλθε ἀπό τόν κόσμο· ἐξῆλθε καί πρᾶος προσευχόταν γιά
τούς βασανιστές Του. Οἱ ἄνθρωποι δέν ξέρουν τό Χριστό, γι’ αὐτό Τόν
καταδιώκουν· δέν ξέρουν πόση ἀγάπη εἶναι αὐτό, πόση σεμνότητα,
πόση πραότητα ὅταν ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά Τόν κρίνουν οἱ ἄνθρωποι, νά
Τόν φτύνουν, νά Τόν δέρνουν καί νά Τόν σκοτώσουν τελικά.
Τρομερό εἶναι τό πάθος τοῦ Χριστοῦ καί σήμερα στή γῆ, ἀδελφοί.
Κάθε ἁμαρτία μου εἶναι μία Μεγάλη Παρασκευή γι’ Αὐτόν. Τέσσερεις
ἁμαρτίες μου, καί ἤδη ἔχω σταυρώσει τόν Κύριο Ἰησοῦ. Κάθε ἁμαρτία
σου, ἀδελφέ, εἶναι μεγαλύτερη θλίψη γι’ Αὐτόν παρά γιά σένα καί
γιά μένα. Κάνοντας ἁμαρτίες ἐσύ Τόν σταυρώνεις. Κάθε ἀκάθαρτη
σκέψη, κάθε παθητική αἴσθηση μουγκρίζει καί οὐρλιάζει: Σταύρωσέ
Τον, σταύρωσέ Τον! Δέν εἶναι ὅλη ἡ ζωή μας στή γῆ ἡ ἀβασίλευτη
Μεγάλη Παρασκευή γιά τόν Κύριο Χριστό; Κάθε ἁμαρτία μου εἶναι
ἕνας ἧλος πού μπήγω μέσα στά χέρια τοῦ πράου Κυρίου· κάθε πάθος
30 Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ὅπ. παρ., σ. 433.
��������������������
Ὅπ. παρ, σ. 452.

136
μου εἶναι ἕνα ἀγκάθι· ὅλα τά πάθη μου εἶναι τό ἀκάνθινο στεφάνι τό
ὁποῖο τοποθετῶ στό κεφάλι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δικός μας χλευασμός στό
Χριστό εἶναι φοβερότερος ἀπό τόν ἑβραϊκό. Οἱ Ἑβραῖοι μπόρεσαν λιγό-
τερο νά πιστεύουν στό Χριστό, ἐπειδή δέν εἶχε ἀναστηθεῖ ἀκόμα. Καί
ἐμεῖς στούς ὁποίους ὁ Χριστός ἐδῶ καί εἴκοσι αἰῶνες ἰσχυρά μαρτυρεῖ
ὅτι ἀναστήθηκε, ἐμεῖς ἐμπαίζουμε τόν ἀναστάντα Χριστό, φτύνουμε
τόν ἀναστάντα Χριστό, ξανασταυρώνουμε τό Χριστό, καί μάλιστα
τόν Χριστό τόν ἀναστάντα! Μά, δέν σταυρώνει τόν ἀναστάντα Κύριο
Χριστό ὁ ἱερέας πού μέ τή ζωή του ἀποδιώχνει ἀπό τόν Χριστό τό
ποίμνιό του; Μά, δέν βασανίζει, δέν ξεγελᾶ τόν ἀναστάντα Χριστό ὁ
καθηγητής, ὁ δάσκαλος, πού μέ τή θεομάχο διδασκαλία του ἐξορίζει τό
Χριστό ἀπό τίς ψυχές τῶν μαθητῶν του; Μά, δέν ντροπιάζει τό Χριστό,
δέν φτύνει τόν ἀναστάντα Χριστό κάθε χριστιανός πού μόνο κατ’
ὄνομα εἶναι χριστιανός;
Ἀλίμονο, ἐμεῖς πού ἀδιάκοπα καταδιώκουμε τόν ἀναστάντα
Χριστό… Πῶς, πῶς καταδιώκουμε τό Χριστό ἐμεῖς, θά ποῦν μερικοί,
ὅταν Ἀὐτός δέν εἶναι μαζί μας ἐν σώματι, ὅταν δέν βλέπουμε τό σῶμα
Του; Ὤ, Τόν καταδιώκουμε ἐμεῖς, ἀδελφοί, ὅταν τό πνεῦμα Του κατα-
διώκουμε, ὅταν τή διδασκαλία Του καταδιώκουμε, ὅταν τούς ἁγίους
Του καταδιώκουμε, ὅταν τήν Ἐκκλησία Του καταδιώκουμε. Ἐμεῖς τό
Χριστό καταδιώκουμε ὅταν τό φτωχό καταδιώκουμε, ἐπειδή Αὐτός
εἶναι ἐκεῖνος πού ἐντός τοῦ φτωχοῦ ζητιανεύει· καταδιώκουμε τό
Χριστό ὅταν τόν γυμνό δέν περιβάλλουμε, ἐπειδή ἐντός τοῦ γυμνοῦ
ὁ Χριστός γυμνητεύει· καταδιώκουμε τό Χριστό ὅταν τόν πεινασμένο
δέν θρέψουμε, ἐπειδή ἐντός τοῦ πεινασμένου ὁ Χριστός πεινᾶ· κατα-
διώκουμε τό Χριστό ὅταν τόν ἀσθενῆ δέν ἐπισκεφτοῦμε, ἐπειδή ἐντός
τοῦ ἀσθενοῦς ὁ Χριστός ἀσθενεῖ. Σέ κάθε ταλαίπωρο ὁ Κύριος Χριστός
πάσχει· μέ κάθε θλιμμένο ὁ Κύριος Χριστός θλίβεται. Ἀπό τήν ἀπερι-
όριστη φιλανθρωπία Αὐτός ἀδιάκοπα ἐνσαρκώνεται μέσα στά σώματα
ὅλων τῶν πεινασμένων, ὅλων τῶν ἀρρωστημένων, ὅλων τῶν διψασμέ-
νων, ὅλων τῶν λυπημένων, ὅλων τῶν καημένων, ὅλων τῶν καταφρο-
νημένων, ὅλων τῶν χλευασμένων, ὅλων τῶν ὑποτιμημένων, ὅλων τῶν
προσβεβλημένων, ὅλων τῶν γυμνῶν, ὅλων τῶν καταδιωγμένων. Αὐτός
ἀδιάκοπα προσλαμβάνει στόν Ἑαυτόν Του τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου,
πάσχει μ’ αὐτό, ταλαιπωρεῖται μ’ αὐτό, ταλαιπωρεῖται μέσα σ’ αὐτό,

137
θλίβεται μέσα σ’ αὐτό. Ἀπό τήν ἀκαταμέτρητη εὐσπλαχνία Του ἀδιάλει-
πτα ἐξισώνει τόν Ἑαυτό Του μ’ αὐτούς: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων
τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε (Ματθ. 25, 40)… [Ἐφ’
ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε
(Ματθ. 25, 45)]». Ὁ Χριστός ἐνσαρκώνεται στόν κάθε χριστιανό. Ἄκου
τί λέει: «Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις;» (Ἔργ. 9, 4), ἐπειδή διώκοντας
ἐκείνους πού πιστεύουν σέ Μένα, Ἐμένα διώκεις· φτύνοντας ἐκείνους
πού πιστεύουν σέ Μένα, βασανίζοντας Ἐκείνους πού πιστεύουν σέ
Μένα, Ἐμένα βασανίζεις. Νά ξέρετε, διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
ὅταν ἁμαρτάνετε στούς ἀδελφούς σας, τύπτοντας τήν ἀσθενοῦσα τους
συνείδηση, στό Χριστό ἁμαρτάνετε (Α’ Κορ. 8, 12).
Ὄχι μόνο γιά τόν Κύριο Χριστό, ἀδελφοί, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς
Χριστοφόρους ἡ ἐπίγεια ζωή εἶναι ἡ ἀβασίλευτη Μεγάλη Παρασκευή.
Ὅσο περισσότερο ἔχεις τό Χριστό μέσα σου, τόσο πιό πολύ σέ καταδι-
ώκουν. Ἄν εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου γιά τό σκου-
πιδαριό τοῦ κόσμου, στό ὁποῖο ὅλοι πατοῦν, καθώς πατοῦσαν πάνω
στό Χριστό. Ὅταν σέ καταριοῦνται νά εὐλογεῖς· ὅταν σέ δέρνουν νά
συγχωρεῖς· ὅταν σέ μισοῦν νά ἀγαπᾶς. Μέ τήν ἀνοχή νά νικᾶς τούς
βασανιστές ὅπως καί ὁ Κύριος. Νά ἀνταποδίδεις τό κακό μέ τό καλό·
νά παλεύεις καθώς ὁ Κύριος Χριστός πάλευε· κατά τῆς ὑψηλοφροσύ-
νης νά παλεύεις μέ τήν ταπεινοφροσύνη· κατά τῆς σκληρότητας νά
παλεύεις μέ τήν πραότητα· κατά τοῦ μίσους νά παλεύεις μέ τήν ἀγάπη·
κατά τῆς προσβολῆς νά παλεύεις μέ τή συγχώρηση· κατά τῆς κατάρας
νά παλεύεις μέ τήν προσευχή. Τοῦτο εἶναι ὁ δρόμος τῆς νίκης· ὁ δρόμος
πού ἅπαξ διά παντός δρομολόγησε ὁ Κύριος Ἰησοῦς· αὐτός διαμέσου
τῶν παθημάτων ὁδηγεῖ στήν ἀνάσταση. Ἐμεῖς εἴμαστε σ’ αὐτό τό δρόμο,
στό μοναδικό δρόμο πού τερματίζει μέ τήν ἀνάσταση, ἄν εὐλογοῦμε
ἐκείνους πού μᾶς καταριοῦνται, ἄν καλό κάνουμε σ’ ἐκείνους πού μᾶς
μισοῦν, ἄν ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας, ἄν ἐναντιωνόμαστε στό κακό μέ
τό καλό, ἄν δέν θυμώνουμε ὅταν μας προσβάλλουν, ἄν εὐχόμαστε ὅταν
μᾶς βλαστημοῦν, ἄν μέ τήν προσευχή ὑποφέρουμε ὅταν φτύνουν σέ
μᾶς. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀσφαλῶς στό δρόμο πού τερματίζει μέ τή θριαμβική
νίκη πάνω στό θάνατο, ἄν βέβαια καί τότε, ὅταν μᾶς σταυρώνουν, σύμ-
φωνα μέ τό Χριστό, προσευχόμαστε γιά τούς βασανιστές μας: «Πάτερ,
ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν!». Ἀμήν.

138
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Σκότη καί χαρές
τῆς ἐπίγνωσης καί τῆς αἴσθησης
Νο. 3
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΜΟΥ
ΚΑΙ Η ΚΟΛΑΣΙΣ ΜΟΥ
Τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου

Κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο


(Ἰωάν. 1,14). Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγαλύτερα χαρμόσυνος ἀγγε-
λία, τὸ πιὸ μεγάλο «εὐαγγέλιον» ποὺ ἦτο δυνατὸν νὰ δώση ὁ Θεὸς εἰς
τὸν ἄνθρωπον καὶ ὁ οὐρανὸς εἰς τὴν γῆν. Ἐὰν θέλετε, ὁλόκληρον τὸ
Εὐαγγέλιον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσαρες λέξεις:
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἔξω ἀπὸ αὐτὸ καὶ χωρὶς αὐτό, ἄλλος εὐαγγε-
λισμὸς δὲν ὑπάρχει διὰ τὸν ἄνθρωπον, οὔτε εἰς αὐτὸν οὔτε εἰς τὸν ἄλλον
κόσμον. Ἐδῶ εὑρίσκεται κάθε τι τὸ ὁποῖον εἶναι αἰωνίως ἀναγκαῖον διὰ
τὴν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν εἰς ὅλους τοὺς κόσμους. Μοναδικὸν χαρμό-
συνον μήνυμα διὰ τὴν ὕλην εἰς ὅλας τὰς μορφάς της. Ἀπὸ τὴν πλέον
σκληρὰν καὶ πυκνὴν ὕλην τοῦ ἀδάμαντος, μέχρι τὴν πλέον λεπτὴν καὶ
ἀφανῆ τοῦ ἠλεκτρονίου καὶ φωτονίου.

«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε Θεο-


σάρξ, οὕτως ὥστε οὔτε ὁ Θεὸς παύει νὰ εἶναι Θεός, οὔτε ἡ σὰρξ νὰ εἶναι
σάρξ. Μόνον ποὺ ἡ σὰρξ ἐν τῇ μυστικῇ αλλὰ πραγματικῇ ἑνώσει της μὲ
τὸν Θεὸν ζῇ καὶ ἀκτινοβολεῖ ὅλας τὰς τελειότητας τοῦ Θεοῦ.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» σημαίνει: Ὁ Λόγος ἔγινε ψυχή, Θεο-
ψυχή, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ὁ Θεὸς παραμένει Θεὸς καὶ ἡ ψυχὴ ψυχή.
Μόνον ποὺ ἡ ψυχὴ περιπατεῖ εἰς τοὺς δρόμους τῶν αἰωνίων καὶ χαρο-
ποιῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους
κόσμους.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει καὶ τοῦτο: Ὁ Λόγος ἔγινεν
αἴσθησις, Θεο-αίσθησις. Ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς δὲν παύει νὰ εἶναι Θεός,
ἂν καὶ ἔγινεν ἀνθρωπίνη αἴσθησις, ἐνῷ πάλιν ἡ αἴσθησις παραμένει
ἀνθρωπίνη αἴσθησις. Μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι ἡ αἴσθησις ζῇ ὅλον τὸ θεῖον
ἄπειρον ὡς ἰδικόν της.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει ἀκόμη καὶ τοῦτο: Ὁ Λόγος

141
ἔγινε κτίσμα, Θεο-κτίσμα.32 Μὲ αὐτὸ ἡ φύσις τοῦ Θεοῦ δὲν χάνει τα
θεῖα της ἰδιώματα, ὅπως καὶ ἡ φύσις τοῦ κτίσματος δὲν χάνει τὰ κτιστά
της ἰδιώματα. Μόνον ποὺ τὸ κτίσμα περνᾶ διὰ μέσου θαυμαστῶν μετα-
μορφώσεων αἱ ὁποῖαι τὸ ὁδηγοῦν ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν.
«Ό Λόγος σὰρξ ἐγένετο», τέλος, σημαίνει: Ὁ Λόγος ἔγινεν
ἄνθρωπος, πλήρης ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς παρα-
μένει εἰς τὰ ὅριά Του καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὰ ἰδικά του, ἂν καἰ εἶναι ἡνω-
μένοι στενώτατα, ἀδιαιρέτως καὶ ἀχωρίστως, μόνον πὼς ὁ ἄνθρωπος
οἰκειοποιεῖται ὅλας τὰς ἀπορρήτους τελειότητας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκτᾶ
τὴν θείαν αἰωνιότητα καὶ τὴν θείαν δόξαν, γίνεται «ὁμόθεος», κατὰ τὴν
ἔκφρασιν τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος διὰ νὰ ἐπαναφέρη τὸν ἄνθρωπον
πρὸς τὸ ἀρχέτυπόν του, πρὸς τὸν Δημιουργόν του, διότι ὁ ἄνθρωπος
ἐδημιουργήθη εἰς τὴν ἀρχὴν διὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔχων τὸν χαρακτῆρα
τοῦ Θείου Λόγου - τὴν logosnost (Γεν. 1,26-27. Ἰωάν. 1,9. Κολ. 3,10). Ὁ
Θεὸς Λόγος ἔγινε σὰρξ διὰ νὰ ἐπαναφέρη τὴν σάρκα εἰς τὴν πρωταρ-
χικήν της logosnost, διότι πᾶν ὃ γέγονεν διὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου γέγονεν
(Ἰωάν. 1,3. Κολ. 1,16). Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Λόγος εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης
τῆς κτίσεως, Αὐτὸς εἶναι καὶ τὸ θεμέλιον ὁλοκλήρου του κοσμικοῦ
οἰκοδομήματος.33 Ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸν ἀποτελοῦν τὴν τραγικὴν καὶ
παράλογον ἀπόπειραν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀπομακρύνη τὸν Θεὸν Λόγον
ἐκ τῶν θεμελίων τοῦ σύμπαντος.
Ό Θεὸς Λόγος ἐσαρκώθη διὰ νὰ ἐπαναφέρη τὴν κτίσιν πρὸς τὸν
Δημιουργόν, διότι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρῶτον θεμέ­λιόν της καὶ ἡ βάσις
της. Διὰ τοῦτο δικαίως εὐαγγελίζεται ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι
ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἀποτε­λεῖ τὸ μοναδικὸν ἀρραγὲς καὶ αἰώνιον
θεμέλιόν καὶ ὅτι «θε­μέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν
κείμε­νον» (1 Κορ. 3,11). Ὅποιος θεμελιώνει καὶ οἰκοδομεῖ ἐπ᾿ αὐτῆς
τῆς ἀρραγοῦς καὶ ἀσάλεύτου Πέτρας τοῦ σύμπαντος εἶ­ναι «ἀνὴρ
φρόνιμος», ἡ προσωπικότης του ἔχει λογοποιηθῆ (ologosena), ἔχει
δηλαδὴ ἑνωθῆ μὲ ὅλα τὰ αἰώνια ἰδιώ­ματα τοῦ Θεοῦ Λόγου, διὰ τοῦτο

32 �������������������������������������������������������������������������������������
Πρβλ. τὸ «ὁ ὢν γίνεται, ὁ ἄκτιστος κτίζεται, ὁ ἀχώρητος χωρεῖται», τοῦ ἁγ. Γρηγορί-
ου Θεολόγου (Λόγος 45,9. ΡG 36, 633-6).
33 Πρβλ. τοῦ ἁγ. Μαξίμου, ΡG 91, 668 καὶ 1308-9.

142
καὶ παραμένει ἀκλόνητος εἰς ὅλας τὰς θυέλλας καὶ τὰς καταιγίδας
τῶν ἀνθρωπίνων σεισμῶν καὶ τοῦ χάους (πρβλ. Ματθ. 5, 24 - 25. Ρωμ.
8, 35-39).
Μὲ τὴν ἐνανθρώπησίν Του ὁ Θεὸς Λόγος ἔδειξεν ὅτι ἡ lo­gosnost
εἶναι ἡ οὐσία τῆς φύσεως μας, τὸ θεμέλιον τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι μας,
ἡ βάσις τῆς ἀνθρωπίνης μας ζωῆς καὶ ὑπάρξεως. Ἡ καταγωγή μας εἶναι
ἀπό τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο καὶ τὸ εἶναι μας καὶ ἡ ζωή μας καὶ ἡ ὕπαρξίς
μας ἐξαρτῶνται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸν Θεὸν (πρβλ. Πράξ. 17, 28. Κολ.
3,1-4). Πράγματι, κατὰ τὸ ἀρχέτυπόν της καὶ κατὰ τὶν ἐσωτάτην οὐσί-
αν της, ὅλη ἡ κτίσις εἶναι ἀπὸ τὸν Λόγον καὶ διὰ τὸν Λόγον (Κολ. 1,
16-17). Εἰς Αὐτόν, δι᾿ Αύτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ τὰ πάντα ἐπαναφέρονται εἰς
τὴν ἔλλογον (logosni) καταγωγὴν καὶ ὕπαρξίν των, εἰς τὴν ἀρχέγονον
ἁγιότητα καὶ τὸ κάλλος καὶ τὴν δύναμίν των· εἰς ἐκεῖνο τὸ «γενη­θήτω»
καὶ «ἐγένετο»· εἰς τὸν ἰδικόν των παράδει­σον. Διότι εἰς τὸν Λόγον εὑρί-
σκεται ὁ παράδεισος, ἐνῶ ἐκτὸς τῆς λο­γικότητος (van - logosnosti), ἡ
κόλασις.

Ἡ αἴσθησις!... Ποῖος ἠμπορεῖ νὰ μοῦ ἐξηγήση αὐτὸ τὸ μυ­στήριον


ποὺ ὑπάρχει ἐντός μου, τὴν αἴσθησιν; Μέσα εἰς αὐτὸ ποὺ ὀνομάζομεν
αἴσθησιν, τὶς οἶδε ποῖα αἰνίγματα καὶ ποῖα μυστήρια ἔχει ἑνώσει καὶ
συγχωνεύσει ὁ Θεός!... Αἴ­σθησις! Θαυμαστόν καὶ φοβερὸν δῶρον. Δι᾿
αὐτῆς ὁ πα­ράδεισος ἀπο­δεικνύεται παράδει­σος, καὶ ἡ κόλασις κόλα­σις·
δι᾿ αὐτῆς ὁ πόνος φανεροῦται ὡς πόνος, καὶ ἡ μακαριότης ὡς μακα-
ριότης· ἡ λύπη βιοῦται ὡς λύπη καὶ ἡ χαρὰ ὡς χαρά· ἡ ἀπόγνωσις ὡς
ἀπόγνωσις, καὶ ἡ ἔξαρσις ὡς ἔξαρσις.
Ἡ logosnost εἶναι τὸ πρῶτον ἰδίωμα τῆς αἰσθήσεως. Ἐὰν ἀπομα-
κρύνετε ἀπὸ τὴν αἴσθησιν τὴν logosnost, μετατρέπεται αὕτη ἀμέσως εἰς
κόλασιν. Διότι τί εἶναι κόλασις; Αἴσθησις ἄνευ τοῦ Θεοῦ Λόγου· αἴσθη-
σις ἐκ τῆς ὁποίας έξεδιώχθη ὁ Θεός. Καὶ τί εἶναι παράδεισος; Αἴσθησις
τοῦ Θεοῦ,34 αἴσθησις ἀνακραθεῖσα μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ πληρωθεῖσα ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ Λόγου. Πράγματι, κόλασις εἶναι ἡ ἄ-θεος (ἀ-θεωμένη), ἡ
«καθαρὰ αἴσθησις», ἑνῶ παράδεισος εἶναι ἡ λογοποιημένη, ἡ χριστο-
ποιημένη, θεανθρωποποιημένη αἴσθησις.
34 «Αἴσθησις ἐν τῷ Θεῷ» (Ἁγ. Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Λόγος 38).

143
Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν ἀνθρωπί-
νην αἴσθησιν εἰς τὴν πρωταρχικὴν logosnost, τὴν ὁποίαν εἶχε καταπιέ-
σει ἡ ἁμαρτία. Ἐν τῷ ἐνανθρωπήσαντι Θεῷ Λόγῳ ἡ ἰδική μας αἴσθησις
ἐπιστρέφει πρὸς τὸν λόγον της, πρὸς τὸ νόημά της, πρὸς τὸ παννόημά
της. Ἐπιστρέφει εἰς τὸ θεοειδές, τὸ χριστοειδές, τὸ πνευματοειδές της.35
Διὰ τοῦ ἐσωτάτου μυστηρίου της ἡ ἀνθρωπίνη αἴσθησις βυθίζεται εἰς
τὰ ἀπύθμενα βάθη τοῦ Τρισηλίου Θεοῦ καὶ Κυρίου μας. Αὐτὸ σημαίνει
ὅτι ἡ αἴσθησις εἶναι πλήρης καὶ τελεία μόνον ὅταν μεταμορφωθῇ εἰς
Θεο-αίσθησιν, εἰς Χριστο-αίσθησιν, εἰς Πνευματο-αίσθησιν. Ὁ Θεὸς
Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος ἀκριβῶς διὰ νὰ λογοποιήση τὴν ἀνθρωπίνην
αἴσθησιν. Ἐπιστρέφουσα δὲ πρὸς τὴν logosnost ἡ ἀνθρωπίνη αἴσθησις
ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, τὸ ἀνόητον, τὸ παράλογον καὶ τὸν
θάνατον. Καὶ δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἔρχεται εἰς ἑαυτήν, εἰς τὴν πρω-
ταρχικὴν οὐσίαν της. Τότε ἡ αἴσθηοις εἶναι πεπληρωμένη διὰ τῆς Θεο-
αισθήσεως, τῆς Χριστο-αισθήσεως.
Ἡ ἀνθρωπίνη αἴσθησις εἶναι ἀληθινὴ καὶ γνησία αἴσθησις μόνον
διὰ τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦ Χρίστοῦ, δηλαδὴ διὰ τῆς Θεο-αισθήσεως, τῆς
Χριστοαισθήσεως. Ἄνευ τοῦ Θεοῦ Λόγου αὕτη τρελλαίνεται, σπαράσ-
σεται καὶ τελικῶς νεκροῦται μέσα εἰς τὰ πάθη, εἰς τὴν ἁμαρτίαν, εἰς
τὸ παράλογαν καὶ τὸ ἀνόητον, εἰς τὴν λύσσαν καὶ τὴν ἀπελπισίαν, εἰς
τὴν ἰδιοτέλειαν, εἰς τὸ αἰωνίως γίγνεσθαι, ἀλλ᾿ οὐχὶ καὶ τὸ «ἐγένετο».
Πάντοτε γίγνεται καὶ ποτὲ δὲν ὑπάρχει πραγματικῶς καὶ ἀκεραίως.
Ἀ-θεωμένη, ἀ-λογοποιηθεῖσα ἡ ἀνθρωπίνη αἴσθησις συνεχῶς ἀποθνή-
σκει καὶ ποτὲ δὲν δύναται νὰ ἀποθάνη. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκώληξ ἐκεῖνος ὁ
ὁποῖος ἀναφέρεται εἰς τὸ Εὐαγγέλιον, ὅτι «οὐ τελευτᾷ», καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ
πῦρ τὸ ὁποῖον «οὐ σβέννυται», δηλαδὴ ἡ κόλασις (πρβλ. Μαρκ. 9, 48).

Ἡ σκέψις!... Ποῖον ἀκατανόητον μυστήριον κρύπτεται εἰς τὴν


φύσιν τῆς ἀνθρωπινής σκέψεως! Ἕνα μόνον γνωρίζομεν ὅτι τόσον
ἀκατανόητος εἶναι ἡ σκέψις, ὥστε καταλαμβάνει ἴλιγγος τὸν ἄνθρωπον
εὐθὺς ὡς ἀρχίσῃ νὰ σκέπτεται περὶ αὐτῆς. Εἰς τὴν ἀνίχνευσιν τῆς κατα-
γωγῆς καὶ τῆς φύσεως τῆς ἀνθρωπινῆς σκέψεως ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει
35 Εἰς τὴν θεοείδειαν, τὴν χριστοείδειαν, τὴν πνευματοείδειαν.

144
νὰ τρελλαθῇ, ἐὰν δὲν καταφύγῃ εἰς τὸν Θεὸν Λόγον, τὸν Θεάνθρωπον
Χριστόν, εἰς τὸν Ὁποῖον καὶ μόνον τὸ μυστήριον τῆς σκέψεως εὑρίσκει
τὶν γλυκύτητά του. Ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν Λόγον ἡ ἀνθρωπίνη
σκέψις χάνει τὸ νόημά της, τὸν λόγον της. Διότι εἰς τὴν πρωταρχιχὴν
οὐσίαν της ἔχει ἔλλογον (logosni) χαρακτῆρα.
Δι᾿ ἐμὲ ἡ σκέψις, ἡ κάθε σκέψις, εἶναι τὸ μεγαλύτερον βάσανον
ποὺ ὑπάρχει ὑπὸ τὸν οὐρανόν, ἕως ὅτου μεταμορφωθῇ εἰς Θεο-σκέψιν,
εἰς Χριστο-σκέψιν, ἕως ὅτου δηλαδὴ λογοποιηθῇ, νοηματοποιηθῇ.
Ἀλήθεια, ἡ σκέψις εἶναι κόλασις, ἐὰν δὲν μεταμορφωθῇ εἰς Χριστο-
σκέψιν. Ἄνευ τοῦ Λόγου ἡ ἀνθρωπίνη σκέψις εὑρίσκεται συνεχῶς εἰς
τὴν ἄλογον (alogosnom) παραφροσύνην, εἰς τὸ παραλήρημα, εἰς τὴν
σατανικὴν ἀνόητον αὐτοβεβαίωσιν, εἰς ἐκεῖνο τὸ σατανικόν, ἡ σκέψις
διὰ τὴν σκέψιν, ἀναλόγως πρὸς τὸ l᾿art pour l᾿art.
Ἡ ἀνθρωπίνη σκέψις μωραίνεται διὰ τῆς ἁμαρτίας, ὅπως καὲ ἡ
αἴσθησις. Ὁ μοναδικὸς ἰατρὸς καὶ τὸ μοναδικὸν φάρμακον ἀπὸ αὐτὴν
τὴν τρέλλαν εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας
Θεὸς Λόγος. Ἐν Αὐτῷ καὶ δι᾿ Αὐτοῦ ἐδόθη καὶ ἐξησφαλίσθη εἰς τὴν
ἀνθρωπίνην σκέψιν ἡ δυνατότης τῆς ἀπείρου θείας τελειοποιήσεως.
Αὐτὸς ἔγινεν ἄνθρωπος ἀκριβῶς διὰ νὰ μὴ καταντήσω τελικῶς καὶ
ἀνεπανορθώτως ὁ πλανήτης οὗτος ὁδηγούμενος ὑπὸ γυμνοῦ, τοῦ
«καθαροῦ» ἀνθρωπίνου λόγου, ἕνα πλῆρες τρελλοκομεῖον. Δὲν ἔχετε
παρατηρήσει ὅτι, ὅταν ἡ εὐρωπαϊκὴ ἤπειρος ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν
σαρκωθέντα Θεὸν Λόγον, βυθίζεται εἰς τὴν ἀπανθρωπίαν, εἰς τὴν
παραφροσύνην, εἰς τὴν πολιτισμένην ἀνθρωποφαγίαν, εἰς τοὺς ὀλε-
θρίους πολέμους; Ἕνας ἄνθρω­πος καταπίνει τὸν ἄλλον ἄνθρωπον, ἕνα
ἔθνος τὸ ἄλλο ἔθνος, μία φυλὴ τὴν ἄλλην.

Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου!... Ὤ, τοῦ μυστηρίου τῶν μυστηρίων!


Ὤ, τοῦ θαύματος τῶν θαυμάτων! Συνετρίβησαν αἱ καρδίαι ὅλων τῶν
προσκυνητῶν τῆς αἰωνιότητος γύρω ἀπὸ τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μὲ τὴν φυχὴν καὶ δὲν γνωρίζουν τί εἶναι ἡ ψυχή!
Δέν ἀποτελεῖ αὐτὸ βάσανον διὰ τὸ πνεῦμα; Βάσανον, μέχρις ὅτου ὁ
Θεὸς Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ ταυτοχρόνως ἔγινε ψυχή. Τότε μᾶς

145
ἀπεκαλύφθη τὸ μυστήριον τῆς ψυχῆς, ὁ Λόγος. Ἀπὸ Αὐτὸν προέρχεται
ἡ γένεσίς της, τὸ εἶναι της, τὸ πρωτότυπόν της, καὶ εἰς Αὐτὸν «εὑρί-
σκεται ὁ λόγος της, τὸ νόημά της, ἡ μακαριότης καὶ ἡ αἰωνιότης της,
ὁ παράδεισός της. Διὰ τοῦτο ἡ ψυχὴ εἰς τὰ ἐσώτατα ἄδυτά της εἶναι
χριστονοσταλγική, θεονοσταλγική.
Εἰς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεὸν Λόγον ἡ ψυχὴ εὗρε τὸν ἑαυτόν
της καὶ τὸν Δημιουργόν της, διὰ τοῦτο καὶ ἀνήγγειλεν ὁ θαυμαστὸς
Θεάνθρωπος τὸ χαρμόσυνον μήνυμα: «Ὃς ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν» (Ματθ. 16, 25). Δηλαδὴ θὰ εὕρῃ τὴν
οὐσίαν της, τὸν λόγον καὶ τὸ νόημα της, τὴν ἀξίαν της, τὸν παράδεισόν
της, τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν μακαριότητά της. Ὅταν δὲν εἶναι ἡνωμένη
μὲ τὸν Θεὸν Λόγον, ἡ ψυχὴ εὑρίσκεται ἐκτὸς ἑαυτῆς, εὑρίσκεται εἰς τὴν
αἰωνίαν παραφροσύνη καὶ τὴν ἀνόητον περιπλάνησιν ἀπὸ ἁμαρτίας εἰς
ἁμαρτίαν, ἀπὸ πάθους εἰς πάθος, ἀπὸ ταλαιπωρίας εἰς ταλαιπωρίαν. Καὶ
τοῦτο εἶναι ἡ κόλασις μὲ ὅλας τὰς φρικαλεότητάς της.

Τὸ ἀνθρώπινον σῶμα!... Ὤ, τί θαυματουργικὸν ἐργαστήριον, τὸ


ὁποῖον μεταβάλλει τὸ νερὸ εἰς αἷμα, τὸν ἀέρα εἰς κόκκαλα, τὸ ψωμὶ εἰς
κρέας, τὰ φυτὰ εἰς μέταλλα, τὰ μέταλλα εἰς ὑγρά! Πρωτάκουστον ἐργα-
στήριον θαυμάτων. Ἀλλὰ φυσικῶν θαυμάτων, θὰ εἴπητε σεῖς. Τί ὅμως
εἰς τὴν φύσιν δὲν εἶναι θαῦμα; Κάποιος ἀόρατος μηχανικός, κάποιος
θαυματουργὸς τεχνίτης κυβερνᾶ αὐτὸ τὸ παράδοξον ἐργαστήριον, ποὺ
ἡμεῖς ὀνομάζομεν σῶμα. Αὐτὸς εὑρίσκεται εἰς τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἡμεῖς δὲν
τὸν βλέπομεν. Τὰ ἔργα του τὰ βλέπομεν, τὸν ἴδιον ὅμως ὄχι. Ὡσὰν νὰ
ἔχη τὴν πρόθεσιν νὰ κρύπτεται ὅλον καὶ περισσότερον ὄπισθεν τῶν
ἔργων του!...
Τὸ σῶμα!... Ὁ Θεὸς ἔθεσεν ἀναρίθμητα αἰνίγματα δημιουργῶν
αὐτὸ ὅπως εἶναι. Εἰς τὸν πηλόν του ἐτύλιξε τὸν θεῖον χρυσόν Του καὶ
τὸν ἄφησεν ἐδῶ εἰς τὸν μακρινὸν πλανήτην μας. Καὶ εἰς τὸ θαῦμα
προσέθεσε θαῦμα, ὁ Λόγος ἔγινε σῶμα! Τοιουτοτρόπως ἐμεγάλυνε τὸ
σῶμα ὑπεράνω τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων. Τὸ ἐδόξασε καὶ τὸ ἡρμή-
νευσε διακηρύττων: «Τὸ δὲ σῶμα τῷ Κυρίῷ» (1 Κορ. 6,13). Ἀπόδειξις
τούτου εἶναι ἡ εἰς οὐρανοὺς ἀνάληψις τοῦ Κυρίου μετὰ τοῦ σώματος,

146
μετὰ τοῦ ὁποίου καὶ ἐν τῷ ὁποίῳ θὰ παραμείνῃ εἰς τοὺς αἰῶνας. Καὶ
ὁ ἀρραβὼν τούτου εἶναι ἡ ἀνάστασις τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ
ἡ ἀνάστασις τῶν ἰδικῶν μας σωμάτων κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως.
Ἡ παναξία καὶ ἡ logosnost τοῦ σώματος ἔγκειται ἀκριβῶς εἰς τοῦτο, ὅτι
«ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» καὶ αἰωνίως παραμένει ἐν τῇ σαρκί.36

Ὁ ἄνθρωπος!... Ὅλα τὰ κτίσματα σιγοῦν ἐμπρὸς εἰς αὐτὸ τὸ


ἐξαιρετικώτατον θαῦμα ὅλων τῶν κόσμων. Ὡσὰν νὰ ἔχῃ συγκεντρώ-
σει ὁ Θεὸς ὅλα τὰ θαύματα ἀπὸ ὅλους τοὺς κόσμους Του καὶ τὰ ἔχῃ
συνοψίσει εἰς ἕν, εἰς τὸν ἄνθρωπον. Διὰ τῆς ψυχῆς τὸν συνέδεσε μὲ τὸν
πνευματικὸν κόσμον καὶ διὰ τοῦ σώματος μὲ τὸν αἰσθητὸν κόσμον καὶ
ἔτσι τὸν ἄφησεν εἰς τὸ μέσον αὐτῆς τῆς ζωῆς. Διὰ τοῦτο τὸν ἄνθρωπον
τὸν ἕλκουν ἐξ ἴσου τὰ μυστήρια τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καὶ ἡ γοητεία
τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τεντωμένος μὲ ὅλο τὸ εἶναι του
μεταξὺ τῶν δύο κόσμων ὡσὰν μία κλωστή. Διὰ τοῦτο τὸ μυστήριον
τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως ἔχει μετατρέψει τὴν περὶ τοῦ ἀνθρώπου
ἀνθρωπίνην σκέψιν εἰς κραυγὴν καὶ σπαραγμὸν καὶ θρῆνον, εἰς πένθος
διὰ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ αὐτὸ ἕως ὅτου ὁ Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος. Διότι
γενόμενος ἄνθρωπος ὁ Θεὸς Λόγος, ἐξήγησεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸν
ἄνθρωπον καὶ ἐλογοποίησε (ἐχριστοποίησε) καὶ ἐνοηματοποίησε τὴν
ζωήν του καὶ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.
Μόνον διὰ τοῦ Θεανθρώπου ἐπέστρεψεν ὁ ἄνθρωπος εἰς
ἑαυτόν. Διότι εἰς τὸ βάθος τοῦ πολυπλόκου εἶναι του εἶναι λογικὸς
(logosan). Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος τὸν ὁποῖον νὰ μὴ φωτίζῃ ὁ Λόγος
κατὰ τὴν εἴσοδόν του εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον καὶ εἰς αὐτὴν τὴν ζωὴν
(πρβλ. Ἰωάνν. 1, 9). Πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀνθρώπινον, ἕως ὅτου δὲν ἐπι-
στρέψῃ πρὸς τὸν Θεάνθρωπον, ἕως ὅτου δὲν λογοποιηθῇ καὶ θεαν-
θρωποποιηθῇ, παραμένει παρά - λογον, ἀ-νόητον καί εἰς τὴν βὰσιν
του ἀπ-άνθρωπον. Διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινὸς ἄνθρωπος μόνον
διά τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἐν τῷ Θεανθρώπῳ. Ὁ ἔσχατος σκοπὸς τῆς

�����������������������������������������������������������������������������������������
Πρβλ. τὴν 16ην ὁμιλίαν τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ (ΡG 151, 201-204) καὶ τοῦ Ἁγ. Μάρκου
Ἀσκητοῦ: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, ἵνα ἡ σὰρξ γένηται Λόγος» (Ἐπιστολὴ πρὸς Νικόλαον μονά-
ζοντα, ἐν «Φιλοκαλία», ἔκδ. «Ἀστὴρ» 1957, τ. Ι, 134).

147
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἔγκειται ἀκριβῶς εἰς τὸ νὰ λογοποιήσῃ
(χριστοποιήσῃ) καὶ θεώσῃ τὸν ἄνθρωπον εἰς ὅλον τὸ εἶναι του. Ὁ
Θεὸς Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος διὰ νὰ λογοποιήσῃ καὶ θεώσῃ τὸν
ἄνθρωπον καὶ τὴν ψυχήν του καὶ τὸ σῶμα του καὶ τὴν σκέψιν του
καὶ τὴν αἴσθησίν του, καὶ πᾶν ὅ,τι καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπον ἄνθρωπον.
Ἄνευ αὐτῆς τῆς ἐν τῷ Θεῷ Λόγῳ λογοποιήσεως καὶ θεώσεως, καὶ ἡ
ψυχή μας καὶ τὸ σῶμα μας καὶ ἡ σκέψις μας καὶ αἱ αἰσθήσεις μας εἶναι
τέρατα καὶ φαντάσματα καὶ φρίκη. Διότι τί μᾶς χρειάζονται πράγματι
ὅλα αὐτά; Διὰ νὰ τρεμοσβήνωμεν ἄφωνοι καὶ νὰ παγώνωμεν ἀντικρύ-
ζοντες τὸν θάνατον καὶ ὅλον τὸ χάος τῆς ζωῆς;...

Δι᾿ ὅλα αὐτὰ ἡ ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐν σαρκὶ
- τὰ Χριστούγεννα - εἶναι ἑορτὴ θαυμαστὴ καὶ διὰ τὸ μεγαλεῖον
της καὶ διὰ τὸ μυστήριόν της καὶ διὰ τὸ νόημά της. Ἑορτάζοντες τὰ
Χριστούγεννα οὐσιαστικῶς ὁμολογοῦμεν καὶ δοξάζομεν τὸ μονα-
δικὸν ἀληθινὸν νόημα καὶ τὸν λόγον τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τοῦ
ἀνθρωπίνου πνεύματος, τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως, τῆς ἀνθρωπίνης
αἰσθήσεως, τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Διότι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς τοῦ
Κυρίου Γεννήσεως «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως», τοῦ
θείου νοήματος, ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν κόσμον μέχρι τῶν περάτων του
καὶ ἀπεκάλυψεν εἰς ἡμᾶς τὸ αἰώνιον νόημα καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ
κόσμου καὶ τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ ἀνθρώπου.
Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐδόθη ἡ ἀποκάλυψις καὶ τὸ
νόημα τόσον τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον καὶ τοῦ μυστηρίου
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Διὰ τοῦτο μᾶς εἶναι ἀγαπητὸς ὁ ἄνθρωπος,
διότι ἀνήκει εἰς τὸν Θεὸν Λόγον καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ εἶναι λογικός
(logosan). Ἀλλὰ μᾶς εἶναι ἀγαπητὴ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι
ἀνήκει καὶ αὐτὴ εἰς τὸν Λόγον καὶ δι᾿ αὐτὸ εἶναι λογική (logosna)· καὶ
ἡ σκέψις τοῦ ἀνθρώπου μᾶς εἶναι ἀγαπητή, διότι ἀνήκει εἰς τὸν Λόγον
καὶ δι᾿ αὐτὸ εἶναι logosna· καὶ ἡ αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου ἐπίσης, διότι
ἀνήκει εἰς τὸν Λόγον καὶ δι᾿ αὐτὸ εἶναι καὶ αὐτὴ logosna· κατὰ τὸν ἴδιον
τρόπον καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι εἶναι τοῦ Λόγου, καὶ δι᾿ αὐτὸ
logosna· μᾶς εἶναι ἀγαπητὸς καὶ ὁ κόσμος ἀκόμη, διότι εἶναι τοῦ Θεοῦ

148
Λόγου, καὶ δι᾿ αὐτὸ καὶ αὐτὸς logosan· καθὼς καὶ ὁ οὐρανός, διότι καὶ
αὐτὸς εἶναι τοῦ Λόγου καὶ διὰ τοῦτο logosan.
Μὲ τὴν γέννησιν τοῦ Θεοῦ ἐν σώματι, ἐγεννήθη εἰς αὐτὸν τὸν
κόσμον ὅλος ὁ Θεός, ὅλη ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Δικαιοσύνη τοῦ
Θεοῦ, ὅλη ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ, ὅλον τὸ
Ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο ὅλοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὸν Θεὸν
καὶ τὴν Δικαιοσύνην Αὐτοῦ μέσα εἰς τὴν πνευματικὴν ἔξαρσιν καὶ τὴν
ἄπειρον χαράν των χαιρετίζουν ὅλα τὰ ὄντα καὶ ὅλην τὴν κτίσιν μὲ τὸν
χριστουγεννιάτικον χαιρετισμόν: Χριστὸς ἐγεννήθη! ἐνῷ ἀπὸ τὰ χρι-
στονοσταλγικὰ βάθη τῶν ὄντων καὶ τῆς κτίσεως ἀντηχεῖ συγκινητικὴ
ἡ ἀπάντησις: Ἀληθῶς ἐγεννήθη!

(1936)

149
Οι θλίψεις των χερουβικων καρδιων

Δέν ὑφίσταται τίποτα φοβερότερο ἀπό τόν ἄνθρωπο σ’ ὅλους


τούς κόσμους, ἐπειδή δέν ὑφίσταται τίποτα πιό ἀπέραντο. Ὁ ἴλιγγος
πιάνει ὅλα τά πλάσματα πού ἔχουν δυνάμεις νά στοχάζονται περί τοῦ
ἀνθρώπου. Ἡ φιλοσοφία περί τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δύσκολη ἀκόμα καί
γιά τούς ἀγγελικούς νόες, θλιβερή ἀκόμα καί γιά τίς χερουβικές καρ-
διές. Δέν ὑπάρχει τό πέρας τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Ἄν, ὅμως, ὑπάρχει
πέρας, τότε αὐτό τό πέρας εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη. Ἀπό ὅλες τίς πλευ-
ρές ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολιορκημένος ἀπό τίς ἀπεραντοσύνες. Ποιά
εἶναι τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος; Ὤχ, ὅλο καί ἀπεραντοσύνες…
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι ἕνα σακί αἱμάτινης λάσπης καί μέσα
σ’ αὐτό βρίσκεται ἡ ζύμη ὅλων τῶν ἀπεραντοτήτων. Ἄν ὁδηγήσει τόν
ἑαυτό του στό ὕψος, ὁ ἄνθρωπος ἀφανίζεται στίς θεῖες ἀπεραντοσύνες·
ἄν σκύψει στό βάθος, βουλιάζει στίς δαιμονικές ἀπεραντοσύνες. Ὁ
ἄνθρωπος; Μικρός θεός στή λάσπη, πότε πότε καί δαίμονας στά πολυ-
τελῆ ἄμφια. Δέν ὑφίσταται πιό φυσική ἀρχή ἀπ’ αὐτήν: Νά εἶστε τέλειοι
ὡς ὁ Θεός, ἐπειδή δέν ὑπάρχει χειρότερη ἀπό τόν ἔρωτα τοῦ ἀνθρώπου
πρός τό κακό καί τίς ἀβύσσους του.

Πικρές εἶναι οἱ ἀπεραντοσύνες τοῦ ἀνθρώπου. Ποιός δέν ἔχει δηλη-


τηριαστεῖ ἀπ’ αὐτές μόλις τίς αἰσθάνθηκε καί μέ τήν αἴσθηση τίς γνώρισε;
Ἄν ἐπισκέφτηκες μέ κριτήριο τόν πολυταλαιπωρημένο Ἰώβ τίς ἀπεραντο-
σύνες τοῦ ἀνθρώπου, θά ἔπρεπε ἡ καρδιά σου νά λιώσει ἀπό τόν πόνο.
Ἄν τίς ἐπισκέφτηκες μέ τό Σέξπηρ, θά ἔπρεπε νά πέσεις στό παραμιλητό
καί τήν κακοπαθημένη ψυχή σου νά στηρίξεις σέ ποιανοῦ γόνατα;…
Δηλητηριώδεις εἶναι οἱ ἀπεραντοσύνες τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν δέν τίς
γλύκαινε ὁ Μόνος Γλυκύτατος, μά, πῶς δέν θά μποροῦσε καί ἐλάχιστα
αἰσθαντικός καί ἐλαχιστα στοχαστικός ἄνθρωπος νά μήν οδηγηθεῖ
στήν αὐτοκτονία; Ναί, τήν αὐτοκτονία, μέ τήν ὁποία θά σκότωνε ὅλες
αὐτές τίς ἀναρίθμητες ἀπεραντοσύνες καί θά ἀπελευθέρωνε τόν ἑαυτό
του ἀπό τήν δηλητηριώδη καί ἀνόητη ὕπαρξη.

150

Ἄς εἴμαστε ἀπόλυτα εἰλικρινεῖς: Ἄν δέν ἀνασταινόταν ὁ Κύριος


Χριστός καί μέ τό φῶς τῆς ἀνάστασής Του δέν φώτιζε καί δέν νοημα-
τοδοτοῦσε τίς ἀπεραντοσύνεις τοῦ ἀνθρώπου, ποιός δέν θά θεωροῦσε
καταραμένο τύραννο τό Δημιουργό ἑνός τέτοιου ὄντος ὅπως εἶναι ὁ
ἄνθρωπος;… Καί ὁ Μόνος Γλυκύτατος πρᾶος ὁδοιπορεῖ ἀπό καρδιά σέ
καρδιά τῶν ἀνθρώπων καί μέ τή θεϊκή ἁπαλότητα γλυκαίνει τό πικρό
μυστήριο τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος καί μέ τόν Ἑαυτό Του πληροῖ τίς
ἀπεραντοσύνες του. Ἐξαιτίας τούτου, στόν ἄνθρωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι
γλυκές ὅλες οἱ ἀπεραντοσύνες τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτόν δέν ὑφίσταται
φόβος μέσα τους, ἐφόσον ὅλες εἶναι πεπληρωμένες μέ τό Θεῖο Λόγο,
μέ τή Θεία Ἔννοια, μέ τό Θεῖο Πανόημα.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ μέγιστος σεισμός μέσα στή σφαῖρα


τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Μ’ αὐτή τό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς μεταφέρ-
θηκε ἀπό τό θάνατο στήν ἀθανασία, ἀπό τό χρόνο στήν αἰωνιότητα. Ἀπό
τό γεωκεντρικό ἄνθρωπο ἔγινε οὐρανοκεντρικό ὄν. Ἡ γῆ ἔγινε μία προσω-
ρινή κατοίκηση τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ οὐρανός ἡ αἰώνια. Ὡστόσο, καί στή
γῆ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ ζεῖ μέσω τοῦ οὐρανοῦ καί κατά τούς νόμους
τοῦ οὐρανοῦ. Μέσα στήν αἰωνιότητα οἱ ἄνθρωποι μπαίνουν διαμέσου τῆς
Ὡραίας Πύλης τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καί μόνον.
Ποῦ βρίσκεται τό κέντρο τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος; Μέσα στόν
ἀναστάντα καί ἀναληφθέντα Κύριο Χριστό «ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθή-
μενον» (πρβλ. Κολ. 3, 1). Μέ τόν ἀναστάντα Θεάνθρωπο ἡ αἰωνιότητα
ἔγινε καινούργια κατηγορία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Οἱ χριστιανοί εἶναι
χριστιανοί μ’ αὐτό πού ζοῦν μέσω τῆς δύναμης τῆς ἀνάστασης καί
κατά τούς νόμους τῆς ἀνάστασης (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 29-34). Καί τοῦτο
σημαίνει: Ζοῦν μέσω τῆς αἰωνιότητας καί λόγω τῆς αἰωνιότητας, ἀφοῦ
εἴτε τό σῶμα εἴτε ἡ ψυχή εἶναι δημιουργημένα γιά τήν αἰωνιότητα, γιά
τή θεανθρωπότητα. Αὐτό εἶναι τό πιό πολύτιμο δῶρο στό ἀνθρώπινο
γένος ἀπό τόν θαυμαστό Σωτῆρα, ἡ ἀπόκτηση τῆς αἰωνιότητας μέσω
τῆς χρονικῆς ζωῆς, ἡ ὑπερίσχυση τοῦ θανάτου μέσω τῆς ἀθανασίας.

151
Ἡ πίστη στόν Κύριο Χριστό δίνει στόν ἄνθρωπο τή δύναμη νά
ὑπερισχύει τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θάνατου μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο τῆς
ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, καί νά πληροῖ τόν ἑαυτό του μέ τήν ἀθανασία
καί τήν αἰωνιότητα. Ἡ εὐαγγελική πίστη συνενσαρκώνει τόν ἄνθρωπο
στό Χριστό, τόν κάνει συμμέτοχο τοῦ καθετί τοῦ Χριστοῦ, ὥστε αὐτός να
ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία τοῦ καθετί τοῦ Χριστοῦ ὡς κάτι δικό του, εἴτε τήν
γέννησή Του εἴτε τήν μεταμόρφωσή Του εἴτε τά πάθη Του εἴτε τήν ἀνά-
στασή Του εἴτε τήν ἀνάληψή Του. Καί σ’ αὐτόν πληροῦται ὁ θαυμαστός
εὐαγγελισμός: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Σέ
κάθε χριστιανό συνεχίζεται ἡ θεανθρώπινη ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ὁ χριστια-
νός μέσω τῆς θεϊκῆς ἐνέργειας, τῆς χάρης, ἐξισώνεται μέ τό Χριστό στή
ζωή, στίς σκέψεις, στίς ἐπιθυμίες, στίς πράξεις· αὐτός, κατά τά λόγια τοῦ
ἁγ. Χρυσοστόμου, ἔχει ὅλα πού ἔχει καί ὁ Χριστός37.
Ἡ θεμελιώδης ὑποχρέωση τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μέσα στόν κόσμο
τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου νά ζεῖ μέσω τῆς ἀθανασίας καί αἰωνιότητας
τοῦ Χριστοῦ. Ἄν σκέφτεται μία σκέψη, αὐτός μέ τή δύναμη τοῦ ἀναστά-
ντος καί πανταζῶντος Χριστοῦ τή μετατρέπει σέ χριστοσκέψη, καί τήν
αἴσθηση μετατρέπει σέ χριστοαίσθηση. Μ’ ὅλο του τό εἶναι ἐπιζητᾶ νά
εἶναι ἐκεῖ ὅπου εἶναι καί ὁ ἀναστάς Κύριος. Κατά τό λόγο τοῦ ἁγ. ἀπο-
στόλου: «Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστός
ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολ. 3, 1). Εἴτε μέ τίς σκέψεις εἴτε
μέ τίς αἰσθήσεις εἴτε μέ τίς ἐπιθυμίες νά ἀνυψώνεσθε πάνω ἀπό τόν
κόσμο, πάνω ἀπό ὅλους τούς οὐρανούς, πάνω ἀπό ὅλους τούς Ἀγγέλους
καί Ἀρχαγγέλους, ὅπου ὁ Χριστός κάθεται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Τό
καθετί ἀνθρώπινο σώζεται ἀπό τήν προσωρινότητα καί τό θάνατο μέσω
τοῦ Θεανθρώπινου.

Ποιά σκέψη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀθάνατη, ποιά ἐπιθυμία, ποιά


αἴσθηση, μόνο ἡ σκέψη ἡ σύμφωνη μέ τό Χριστό, μόνο ἡ ἐπιθυμία ἡ
σύμφωνη μέ τό Χριστό, μόνο ἡ αἴσθηση ἡ σύμφωνη μέ τό Χριστό. Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι χριστιανός ἄν μέσω τοῦ Χριστοῦ σκέφτεται, ἄν μέσω
τοῦ Χριστοῦ αἰσθάνεται, ἄν μέσω τοῦ Χριστοῦ θέλει (πρβλ. Φλπ. 2, 5).
Στίς ἐπιθυμίες, αἰσθήσεις καί σκέψεις τοῦ χριστιανοῦ δέν ὑφίσταται
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, In Coloss., Homil. 7, 2, PG 62, 345.
�������������������������

152
τίποτα θνητό καί ἀκάθαρτο, ἐφόσον τηρεῖ τήν εὐαγγελική συμβουλή:
«Τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (πρβλ. Κολ. 3, 2).
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀναζωογονεῖται μέ τό Χριστό, τόσο πεθαίνει
γιά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου (πρβλ. Κολ. 2, 20), δηλαδή γιά τίς ἁμαρ-
τίες, γιά τά πάθη, γιά τίς κακές συνήθειες. Ὁ χριστιανός σκοτώνει τό
θάνατο ἐντός του καί γύρω του ζώντας μέσω τοῦ ἀγαθοῦ τοῦ Χριστοῦ.
Ὅποιος μέσω τῆς αἰωνιότητας τοῦ Χριστοῦ ζεῖ ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, πῶς
μποροῦν νά τόν δελεάζουν οἱ ἐπίγειες ἀπολαύσεις, τά μεγαλεῖα καί τά
πάθη; Ἕνας βρόμικος κόκκος ἄμμου, αὐτό εἶναι ἡ γῆ, ὅταν βλέπουμε μέ
τό μάτι τοῦ Χριστοῦ τήν αἰωνιότητα. Ὅλη ἡ πολύπλευρη καί ἀπέραντη
ζωή τοῦ χριστιανοῦ μέ τό κύριο μυστήριό της εἶναι κρυμμένη «σὺν τῷ
Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» (πρβλ. Κολ. 3, 3).

Ζώντας μέ τή δύναμη τοῦ ἀναστάντος Κυρίου Χριστοῦ, ὁ χριστια-


νός νεκρώνει ἐντός του ὄχι μόνο ὅλα τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες ἀλλά
καί ὅλες τίς ἁμαρτοεπιθυμοῦσες σκέψεις, ἁμαρτοεπιθυμοῦσες ἐπιθυ-
μίες, ἁμαρτοεπιθυμοῦσες αἰσθήσεις. Δίχως ἀμφισβήτηση, μακριά ἀπό
τόν πάναγνο Χριστό ὁ ἄνθρωπος ζεῖ στίς ἀκαθαρσίες. Ἡ ἐπαφή μέ τόν
Πάναγνο ἀναπότρεπτα εἰσάγει τόν πιστό στήν ἀνελέητη μάχη μέ ὅλες τίς
ἁμαρτίες καί τά πάθη. Καί αὐτός, χύνοντας ἀκόμη καί αἱματώδη ἱδρῶτα,
μάχεται μέ τόν ἑαυτό του νεκρώνοντας μέσα του τίς κακές σκέψεις, τίς
κακές ἐπιθυμίες, τίς ἡδυπαθεῖς διαθέσεις (πρβλ. Κολ. 3, 5). Δέν ὑπάρχει
ἀκόμη ἐντός του ἡ ἀπεραντοσύνη ἀπό τήν ὁποία δέν χρειάζεται νά
διώχνει τίς φανταστικές εἰκόνες (φάτα μοργκάνα) τῶν σκανδαλιστικῶν
ἐπίγειων ἀπολαύσεων καί νά ἐξοντώσει τά τέρατα τῶν ἐξοικειωμένων
παθῶν. Τό πᾶν ἐντός του μάχεται ἀτρόμητα, προκειμένου νά νεκρώσει
τόν πόθο γιά τό κακό.

Ὁ Θεός ἔδωσε τό σῶμα στόν ἄνθρωπο νά τό θεώσει μέσω τοῦ


Θεοῦ, νά τό ἀπαθανατίσει μέσω τοῦ Ἀθανάτου, νά τό διαιωνίσει μέσω
τοῦ Αἰωνίου. Τά αἰσθητήρια εἶναι δοσμένα στό σῶμα νά χρησιμέψουν
στή θέωσή του καί τήν ἀπαθανάτισή του. Καί τοῦτο κατορθώνεται μέ

153
τήν οὐρανονοσταλγική δραστηριότητα τῆς ψυχῆς ἐντός τοῦ σώματος.
Ὅταν τό μάτι δέν κοιτάζει τό πρόσκαιρο καί θνητό ἀλλά τό ἀξεπέραστο
καί ἀθάνατο, πληροῖ τό σῶμα μέ τήν ἀθανασία· ὅταν ἡ ἀκοή δέν στρέ-
φει τήν προσοχή πρός τίποτα ἐπίγειο καί βρώμικο ἀλλά στό οὐράνιο
καί ἁγνό, πληροῖ τό σῶμα μέ τήν αἰωνιότητα· ὅταν τό στόμα δέν μιλᾶ
γιά τίποτα ἄσχημο καί σκανδαλιστικό ἀλλά μόνο περί τοῦ αἰωνίου καί
ἀξεπέραστου, πληροῖ τό θεϊκό καθορισμό του· ὅταν τό χέρι δέν ποιεῖ
τίποτα κακό ἀλλά μόνο καλό καί ἀξιέπαινο, συνεισφέρει γιά τήν ἀπα-
θανάτιση καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ χριστιανική κλήση συνίσταται στό νά μήν ἐπιτρέψει στίς ἁμαρ-
τίες καί στά πάθη νά γίνουν ἡ δημιουργική δύναμη μέσα στίς σκέψεις
του, στίς αἰσθήσεις του, τίς ἐπιθυμίες του και τίς πράξεις του. Ὁ Κύριος
Χριστός δίνει δύναμη στόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο νά ὑπερνικήσει ὅλες τίς
ἁμαρτίες καί τά πάθη ἀπό ὅλες τίς ἀβύσσους τοῦ ὄντος του ἀλλά νά
τούς ἐκδύσει εὔκολα ἀπό τόν ἑαυτό του σάν τά ροῦχα. Αὐτό ἀκριβῶς
σημαίνουν τά λόγια τοῦ ἀποστόλου: «… ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν
ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ» (Κολ. 3, 9). Καί οἱ πράξεις του
εἶναι ἡ ὀργή, ὁ θυμός, ἡ κακία, ἡ βλασφημία, ἡ αἰσχρολογία, τό ψεῦδος,
ἡ πορνεία, ἡ ἀκαθαρσία, τό πάθος, ἡ ἐπιθυμία ἡ κακή, ἡ πλεονεξία, ἡ
εἰδωλολατρία (Κολ. 3, 8· 9· 5· πρβλ. Ἐφ. 4, 22). Ἀπωθώντας ὅλες τίς
ἁμαρτίες ἀπό τόν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀπωθήσει ὅλους τούς
θανάτους, ἐπειδή κάθε ἁμαρτία εἶναι ἕνας μικρός θάνατος.

Τό κακό νικιέται μέ τό καλό, τό μῖσος μέ τήν ἀγάπη, ἡ ὑψηλο-


φροσύνη μέ τή σεμνότητα, ἡ ὀργή μέ τήν πραότητα, ἡ πορνεία μέ τή
νηστεία, ἡ ἡδυπάθεια μέ τήν προσευχή. Κοντολογίς οἱ κακές συνήθειες
κατανικοῦνται μέ τίς ἀρετές. Σ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα μέ τίς ἁμαρτίες καί
τά πάθη ὁ χριστιανός ἀποκτᾶ τήν πανικηφόρα δύναμη ἀπό τόν Κύριο
τόν Πανικητή, ἀνακαινίζει τόν ἑαυτό του μέσω Αὐτοῦ, ἕως τελικά νά
φανερωθεῖ ὡς καινούργιος ἄνθρωπος, ὡς χριστοειδής ἄνθρωπος, τοῦ
ὁποίου ἡ ὕπαρξη εἶναι ὑφασμένη ἀπό τή χρηστότητα, εὐσπλαχνία,
ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία, παναγάπη (πρβλ. Κολ. 3,
10-14). Αὐτός ὁ καινούργιος χριστοειδής ἄνθρωπος δέν γερνᾶ ἀλλά

154
ὅσο περισσότερο ζεῖ, τόσο νεότερος εἶναι. «Ὅσῳ γὰρ ἂν προΐῃ, οὐ πρὸς
γῆρας ἐπείγεται, ἀλλὰ πρὸς νεότητα μείζονα τῆς προτέρας»38. Ὁ και-
νούργιος ἄνθρωπος ἀνανεώνεται κατ’ εἰκόνα Ἐκείνου πού τόν ἔπλασε,
δηλαδή, κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Κύριος Χριστός δέν γερνᾶ,
ἀφοῦ δέν ἔκανε καμία ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μοναδική δύναμη ἡ
ὁποία, κατά τό λόγο τοῦ μακάριου Θεοφυλάκτου, «παλαιοῖ καὶ φθείρει»
τόν ἄνθρωπο. Καί ἐμεῖς, πού εἴμαστε ἀπό τό Χριστό δημιουργημένοι
κατ’ εἰκόνα Του, ὑποχρεούμαστε νά ἀποβάλουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας
τή «φθορὰν καὶ παλαίωσιν»39. Ἡ ζωή μέσα στήν ἀρετή ὁλοένα ἀνανε-
ώνεται, μολονότι δέ φαίνεται πώς σωματικά γερνᾶ ἀλλά πνευματικά
ἀνθεῖ40.

Πράττοντας τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος βαθμηδόν χρι-


στοειδοποιεῖται, βαθμηδόν ἀνανεώνεται καί ἀπαθανατίζεται, ἐφόσον μέ
κάθε ἀρετή ἀνασταίνει λίγο λίγο τόν ἑαυτό του ἀπό τό θάνατο στήν ἀθα-
νασία, ὥσπου ὅλος νά βυθιστεῖ στήν αἰώνια ζωή, ἡ ὁποία εἶναι κρυμμένη
«σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» (πρβλ. Κολ. 3, 3). Πρόκειται γιά μία ἀρετή,
τήν ἀναμαρτοποίηση, καί μέσω αὐτῆς τή ζωοποίηση, τήν ἀνάσταση, τήν
ἀπαθανάτιση, τή χριστοειδοποίηση. Μέ ὅλα τά ρεύματα τοῦ ὄντος του ὁ
χριστιανός εἰσχωρεῖ μέσα στή θεανθρώπινη πανζωή τοῦ Κυρίου Χριστοῦ.
Αὐτός ὁ θεανθρώπινος βιταλισμός δέν ἔχει τίποτα κοινό μέ τό φυματικό
φιλοσοφικό βιταλισμό ἤ μέ τόν χεγκελο-χυδαῖο ζωολογισμό. Μέσα σ’
αὐτόν, ὁ τρισήλιος Θεός εἶναι ἡ πηγή τῆς πανζωῆς.
Τά πάντα μᾶς μαρτυροῦν ὅτι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι
ἡ ὁλοπεριληπτική ἠθική ἀρετή καί ἀρχή. Ὁ χριστιανός ὁλόκληρος
μπαίνει μέσα στήν ἀρετή τῆς ἑαυτο-ανάστασης μέσω τοῦ Χριστοῦ.
Τό αὐτοσυναίσθημά του βαθμηδόν ἐπαυξάνεται στό παναίσθημα πού
μέ τή χριστοειδῆ ἀγάπη περικλείνει ὅλους τούς κόσμους καί ὅλα τά ὄντα
σ’ ὅλους τούς κόσμους. Ἔτσι χαρούμενα κάθε μέρα καί κάθε νύχτα μέ
ἀπέραντο ἐνθουσιασμό ἀναφωνεῖ, Χριστός ἀνέστη, ἐνῶ ὅλοι οἱ κόσμοι
ἀναφωνοῦν δυνατά σάν τήν βροντή πού ξεσπᾶ, Ἀληθῶς ἀνέστη!

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ��,In Coloss., Homil. 8, 2, PG 62, 353.


������������������������
ΙΩΑΝΝΟΥ��������������
�������������
���������, Expositio in epist. ad Coloss., cap. 3, vers. 10, PG 124, 1257B.
������������������������
ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ����������
ΑΧΡΙΔΑΣ��
���������, Comment. in epist. ad Coloss., cap. 3, 8-11, PG 119, 44C.
������������������������
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΟΥ����������
ΤΡΙΚΚΗΣ��

155
Νο. 4
«καταδικασmενοι» να ειναι αθανατοι

Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τὸν Θεὸν εἰς θάνατον· ὁ Θεὸς ὅμως


διὰ τῆς ἀναστάσεώς Του «καταδικάζει» τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασί-
αν. Διὰ τὰ κτυπήματα τοὺς ἀνταποδίδει τοὺς ἐναγκαλισμούς· διὰ τὰς
ὕβρεις τὰς εὐλογίας· διὰ τὸν θάνατον τὴν ἀθανασίαν. Ποτὲ δὲν ἔδειξαν
οἱ ἄνθρωποι τόσον μῖσος πρὸς τὸν Θεόν, ὅσον ὅταν Τὸν ἐσταύρωσαν·
καὶ ποτὲ δὲν ἔδειξεν ὁ Θεὸς τόσην ἁγάπην πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὅσην
ὅταν ἀνέστη. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νὰ καταστήσουν τὸν Θεὸν θνητόν,
ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς διὰ τῆς ἀναστάσεώς Του κατέστησε τοὺς ἀνθρώπους
ἀθανάτους. Ἀνέστη ὁ σταυρωθεὶς Θεὸς καὶ ἀπέκτεινε τὸν θάνατον.
Ὁ θάνατος οὐκ ἔστι πλέον. Ἡ ἀθανασία κατέκλυσε τὸν ἄνθρωπον καὶ
ὅλους τοὺς κόσμους του.
Διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ὡδη-
γήθη τελεσιδίκως εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀθανασίας καὶ ἔγινε φοβερὰ καὶ
δι᾿ αὐτὸν τὸν θάνατον. Διότι πρὸ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ
θάνατος ἦτο φοβερὸς διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ δὲ τῆς ἀναστάσεως τοῦ
Κυρίου γίνεται ὁ ἄνθρωπος φοβερὸς διὰ τὸν θάνατον. Ἐὰν ζῇ διὰ τῆς
πίστεως εἰς τὸν Ἀναστάντα Θεάνθρωπον ὁ ἄνθρωπος, ζῇ ὑπεράνω τοῦ
θανάτου. Καθίσταται ἀπρόσβλητος καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον. Ὁ θάνατος
μετατρέπεται εἰς «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ»: «Ποῦ σου, θάνατε,
τὸ κέντρον; ποῦ σου, ἅδη, τὸ νῖκος;» (πρβλ. 1 Κορ. 15, 55-56). Οὕτως,
ὅταν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀποθνήσκῃ, ἀφήνει ἁπλῶς τὸ ἔνδυμα τσῦ
σώματός του διὰ νὰ τὸ ἐνδυθῇ ἐκ νέου κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Δευτέρας
Παρουσίας.
Μέχρι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὁ θάνατος
ἦτο ἡ δευτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου· ἡ πρώτη ἦτο ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος
ἡ δευτέρα. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε συνηθίσει τὸν θά­νατον ὡς κάτι τὸ φυσι-
κόν. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασίν Του ὁ Κύριος ἤλλαξε τὰ πάντα· ἡ ἀθα-
νασία ἔγινεν ἡ δευτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινε κάτι τὸ φυσικὸν
εἰς τὸν ἄνθρωπον, καὶ τὸ ἀφύσικον κατέστη ὁ θάνατος. Ὅπως μέχρι
τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἦτο φυσικὸν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸ
νὰ εἶναι θνητοί, οὕτω μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἔγινε φυσικὴ δι᾿ αὐτοὺς ἡ
ἀθανασία.

156
Διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος κατέστη θνητὸς καὶ πεπερασμένος·
διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καὶ αἰώνιος.
Εἰς αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμις καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ παντοδυνα-
μία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ διὰ τοῦτο ἄνευ τῆς ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἂν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξὺ τῶν θαυμά-
των ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ μεγαλύτερον θαῦμα. Ὅλα τὰ ἄλλα
θαύματα πηγάζουν άπὸ αὐτὸ καὶ συνοψίζονται εἰς αὐτό. Ἐξ αὐτοῦ ἐκπη-
γάζουν καὶ ἡ πίστις καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θεο-
σέβεια. Οἱ δραπέται μαθηταί, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν μακρὰν ἀπὸ τὸν
Ἰησοῦν ὅταν ἀπέθνησκεν, ἐπιστρέφουν πρὸς Αὐτὸν ὅταν ἀνέστη. Καὶ
ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, ὅταν εἶδε τὸν Χριστὸν νὰ ἀνίσταται ἐκ τοῦ
τάφου, Τὸν ὡμολόγησεν ὡς Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ
ὅλοι οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ ἔγιναν χριστιανοί, διότι ἀνέστη ὁ Χριστός,
διότι ἐνίκησε τὸν θάνατον. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον οὐδεμία ἄλλη
θρη­σκεία ἔχει· αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀνυψώνει τὸν Κύριον ὑπε-
ράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
κατὰ τρόπον μοναδικὸν καὶ ἀναμφισβήτητον δει­κνύει καὶ ἀποδεικνύει
ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Κύριος εἰς ὅλους
τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους κόσμους.
Χάρις εἰς τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, χάρις εἰς τὴν νίκην ἐπὶ τοῦ
θανάτου οἱ ἄνθρωποι ἐγίνοντο καὶ γίνονται καὶ θὰ γίνωνται πάντοτε
χριστιανοί. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι ἄλλο τι παρὰ
ἱστορία ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ θαύματος, τοῦ θαύματος τῆς τοῦ Χριστοῦ
ἀναστάσεως, τὸ ὁποῖον συνεχίζεται διαρκῶς εἰς ὅλας τὰς καρδίας τῶν
χριστιανῶν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν, ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος, ἀπὸ αἰῶνος εἰς
αἰῶνα μέχρι τῆς Δευτέ­ρας Παρουσίας.
Ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται ἀληθῶς ὄχι ὅταν τὸν φέρῃ εἰς τὸν κόσμον
ἡ μητέρα του, ἀλλ᾿ ὅταν πιστεύσῃ εἰς τὸν Ἀναστάντα Σωτῆρα
Χριστόν, διότι τότε γεννᾶται εἰς τήν ἀθάνατον καὶ αἰωνίαν ζωήν, ἐνῷ
ἡ μητέρα γεννᾶ τὸ παιδὶ πρὸς θάνατον, διὰ τὸν τάφον. Ἡ ἀνάστασις
τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μήτηρ πάντων ἡμῶν, πάντων τῶν χριστιανῶν, ἡ
μήτηρ τῶν ἀθανάτων. Διὰ τῆς πίστεως εἰς τὴν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου,
γεννᾶται ἐκ νέου ὁ ἄνθρωπος, γεννᾶται διὰ τὴν αἰωνιότητα. Τοῦτο
εἶναι ἀδύνατον!, παρατηρεῖ ὁ σκεπτικιστής. Καὶ ὁ Ἀναστὰς Θεάνθρω­
πος ἀπαντᾷ: «Πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (πρβλ. Μάρκ. 9, 23). Καὶ

157
ὁ πιστεύων εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μὲ ὅλην τὴν χαρδίαν, μὲ ὅλην τὴν
ψυχήν, μὲ ὅλον τὸ εἶναι του ζῇ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Ἀναστάντος
Κυρίου Ἰησοῦ.
Ἡ πίστις μας εἶναι ἡ νίκη διὰ τῆς ὁποίας νικῶμεν τὸν θάνατον,
ἡ πίστης δηλαδή εἰς τὸν Ἀναστάντα Κύριον. «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ
κέντρον;» «Τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία» (1 Κορ. 15,55-56).
Διὰ τῆς ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος «ἤμβλυνε τοῦ θανάτου τὸ κέντρον».
Ὁ θάνατος εἶναι ὁ ὄφις, ἡ δὲ ἁμαρτία εἶναι τὸ κεντρί του. Διὰ τῆς
ἁμαρτίας ὁ θάνατος ἐκχέει τὸ δηλητήριον εἰς τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα
τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον
περισσότερα εἶναι τὰ κέντρα διὰ τῶν ὁποίων ἐκχέει ὁ θάνατος τὸ
δηλητή­ριόν του εἰς αὐτόν.
Ὅταν ἡ σφήκα κεντρίσῃ τὸν ἄνθρωπον, καταβάλλει οὗτος κάθε
δυνατὴν προσπάθειαν διὰ νὰ ἐκβάλῃ τὸ κεντρὶ ἀπὸ τὸ σῶμα του.
Ὅταν δὲ τὸν κεντρίσῃ ἡ ἁμαρτία—τὸ κέντρον αὐτὸ τοῦ θανάτου — τί
πρέπει νὰ κάμῃ; Πρέπει μὲ τὴν πίστιν καὶ προσευχὴν νὰ ἐπικαλεσθῇ
τὸν Ἀναστάντα Σωτῆρα Χριστὸν διὰ νὰ ἐκβάλῃ Αὐτὸς τὸ κεντρί τοῦ
θανάτου ἀπὸ τὴν ψυχήν του. Καὶ Αὐτὸς ὡς πολυεύσπλαγχνος θὰ τὸ
κάμῃ, διότι εἶναι Θεὸς τοῦ Ἐλέους καὶ τῆς Ἀγάπης. Ὅταν πολλαὶ σφῆκαι
πέσουν ἐπὶ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν τραυ­ματίσουν πολὺ μὲ
τὰ κέντρα τους, τότε ὁ ἄνθρωπος δηλητηριάζεται καὶ ἀποθνήσκει. Τὸ
αὐτὸ γίνεται καὶ μὲ τὴν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου ὅταν τὴν τραυματίσουν
τὰ πολλὰ κέντρα τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν. Ἀποθνήσκει οὗτος θάνατον
ποὺ δὲν ἔχει ἀνάστασιν.
Νικῶν διὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν ἁμαρτίαν μέσα του ὁ ἄνθρωπος
νικᾷ τὸν θάνατον. Ἐὰν περάσῃ μία ἡμέρα καὶ σὺ δὲν ἔχῃς νικήσει οὔτε
μίαν ἁμαρτίαν σου, γνώρισε ὅτι ἔγινες περισ­σότερον θνητός. Ἐὰν
ὅμως νικήσῃς μίαν ἢ δύο ἢ τρεῖς ἁμαρτίας σου, ἔγινες πιὸ νέος μὲ τὴν
νεότητα ἡ ὁποία δὲν γηράσκει, τὴν ἀθάνατον καὶ αἰωνίαν! Ἂς μὴ τὸ
λησμονῶμεν ποτέ: Τὸ νὰ πιστεύῃ κανεὶς εἰς τὸν Ἀναστάντα Χριστόν,
τοῦτο σημαίνει νὰ ἀγωνίζεται διαρκῶς τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἁμαρ-
τίας, τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ θανάτου.
Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθῶς εἰς τὸν Ἀναστάντα Κύριον
τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν·
καὶ ἐὰν μὲν ἀγωνίζεται, πρέπει νὰ γνωρίζῃ ὅτι ἀγωνίζεται διὰ τὴν

158
ἀθανασίαν καὶ τὴν αἰωνίαν ζωήν. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀγωνίζεται, τότε εἶναι
μα­ταία ἡ πίστις του! Διότι, ἐὰν ἡ πίστις τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀγὼν
διὰ τὴν ἀθανασίαν καὶ τὴν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐὰν μὲ τὴν εἰς
Χριστὸν πίστιν δὲν φθάνη κανεὶς εἰς τὴν ἀθανασίαν καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ
θανάτου νίκην, τότε πρὸς τί ἡ πίστις ἡμῶν; Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη,
τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος δὲν ἔχουν νικηθῆ. Ἐὰν δὲ
δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰ δύο νικηθῆ, τότε διὰ τί νὰ πιστεύῃ κανεὶς εἰς τὸν
Χριστόν; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἀναστάντα
Χριστὸν ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτὸς ἐνισχύει
βαθμιαίως ἐν ἑαυτῷ τὴν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος ὄντως ἀνέστη, ὄντως
ἤμβλυνε τὸ κέντρον τοῦ θανάτου, ὄντως ἐνίκησε τὸν θάνατον εἰς ὅλα
τὰ μέτωπα μάχης.
Ἡ ἁμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν
πλησιάζει πρὸς τὸν θάνατον, τὴν μεταβάλλει ἀπὸ ἀθανάτου εἰς θνητήν,
ἀπὸ ἀφθάρτου καὶ ἀπεράντου εἰς φθαρτὴν καὶ εἰς πεπερασμένην. Ὅσον
περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερον εἶναι
θνητός. Καὶ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν αἰσθάνεται τὸν ἑαυτόν του ἀθάνατον,
εἶναι φανερὸν ὅτι εὑρίσκεται ὅλος βυθισμένος εἰς τὰς ἁμαρτίας, εἰς
σκέψεις μυωπικάς, εἰς αἰσθήματα νεκρωμένα. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι
μία κλῆσις εἰς τὸν μέχρις ἐσχάτης ἀναπνοῆς ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ θανά-
του, μέχρι δηλαδὴ τῆς τελικῆς νίκης ἐπ᾿ αὐτοῦ. Κάθε ἁμαρτία ἀποτελεῖ
μίαν ὑποχώρησιν, κάθε πάθος μίαν προδοσίαν, κάθε κακία μίαν ἧτταν.
Δὲν πρέπει νὰ διερωτᾶται κανεὶς διατί καὶ οἱ χριστιανοὶ ἀποθνή-
σκουν τὸν σωματικὸν θάνατον. Τοῦτο γίνεται, διότι ὁ θάνατος τοῦ
σώματος εἶναι μία σπορά. Σπείρεται σῶμα θνητόν, λέγει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος (πρβλ. 1 Εορ. 15, 42 έξ.), καὶ βλαστάνει, αὐξάνει καὶ γίνεται
ἀθάνατον. Ὅπως ὁ σπειρόμενος σπόρος, οὕτω καὶ τὸ σῶμα διαλύεται,
διὰ νὰ τὸ ζωοπσιήσῃ καὶ τελειοποίησῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐὰν ὁ Κύριος
Ἰησοῦς δὲν εἶχεν ἀναστήσει τὸ σῶμα, τί ὄφελος θὰ εἶχε τοῦτο ἀπὸ
Αὐτόν; Οὗτος δὲν θὰ εἶχε σώσει ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον. Ἐὰν δὲν
ἀνέστησε τὸ σῶμα, τότε διὰ τί ἐσαρκώθη, διὰ τί ἀνέλαβε τὸ σῶμα, ἀφοῦ
δὲν τοῦ ἔδωσε τίποτε ἀπὸ τὴν Θεότητά Του;41

41 Πρβλ. Ἰ. Χρυσοστόμου, εἰς 1 Κορ. ὁμ. 39,2. PG 61, 334: «Εἰ δὲ οὐκ ἐγείρονται (τὰ σώματα),
διὰ τί ἠγέρθη ὁ Χριστός; διὰ τί ἦλθε; διἀ τί σάρκα ἀνέλαβεν, εἰ μὴ ἔμελλεν ἀναστήσειν σάρκα; οὐ
γὰρ ἐδεῖτο αὐτός, ἀλλὰ δι᾿ ἡμᾶς».

159
Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη, διὰ τί τότε νὰ πιστεύῃ κανεὶς εἰς
Αὐτόν; Ὁμολογῶ εἰλικρινῶς ὅτι ἐγὼ οὐδέποτε θὰ ἐπίστευον εἰς τὸν
Χριστόν, ἐὰν δὲν εἶχεν ἀναστῆ καὶ δὲν εἶχε νικήσει τὸν θάνατον, τόν
μεγαλύτερον ἐχθρόν μας. Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς ἀνέστη καὶ ἐδώρησεν εἰς
ἡμᾶς τὴν ἀθανασίαν. Ἀνευ αὐτῆς τῆς ἀληθείας, ὁ κόσμος μας εἶναι
μόνον μία χαώδης ἔκθεσις ἀπεχθῶν ἀνοησιῶν. Μόνον μὲ τὴν ἔνδοξον
ἀνάστασίν Του ὁ θαυμαστὸς Κύριος καὶ Θεός μας, μᾶς ἠλευθέρωσεν
ἀπὸ τὸ παράλογον καὶ τὴν ἀπελπισίαν. Διότι χωρὶς τὴν ἀνάστασιν
δὲν ὑπάρχει οὔτε εἰς τὸν οὐρανὸν οὔτε ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τίποτε πιὸ
παράλογον ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν· οὔτε μεγαλυτέρα ἀπελπισία ἀπὸ
τὴν ζωὴν αὐτήν, δίχως ἀθανασίαν. Δι᾿ αὐτὸ εἰς ὅλους τοὺς κόσμους
δὲν ὑπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ὕπαρξις ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον
ποὺ δὲν πιστεύει εἰς τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χρίστοῦ καὶ τὴν ἀνάστασιν
τῶν νεκρῶν (πρβλ. 1 Κορ. 15, 19). «Καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ
ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. 26, 24).
Εἰς τὸν ἀνθρώπινον κόσμον μας ὁ θάνατος εἶναι τὸ μεγαλύτερον
βάσανον καὶ ἡ πιὸ φρικιαστικὴ ἀπανθρωπία. Ἡ ἀπελευθέρωσις ἀπὸ αὐτὸ
τὸ βάσανον καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπανθρωπίαν εἶναι ἀκριβῶς ἡ σωτηρία.
Τοιαύτην σωτηρίαν ἑδώρησεν εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος μόνον ὁ Νικητὴς
τοῦ θανάτου, ὁ Ἀναστὰς Θεάνθρωπος. Διὰ τῆς ἀναστάσεώς Του Αὐτὸς
μᾶς ἀπεκάλυψεν ὅλον τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει
τὸ νὰ ἐξασφαλισθῇ διὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν ἀθανασία καὶ αἰωνία ζωή.
Πῶς δὲ κατορθώνεται τοῦτο; Μόνον διὰ τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς, τῆς
νέας ζωῆς τῆς ἐν τῷ Ἀναστάντι καὶ διὰ τὸν Ἀναστάντα Χριστόν!
Δι᾿ ἡμᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἡ ζωὴ αὐτὴ ἐπὶ τῆς γῆς εἶναι σχολεῖον
εἰς τὸ ὁποῖον μανθάνομεν πῶς νὰ ἐξασφαλίσωμεν τὴν ἀθανασίαν καὶ
τὴν αἰωνίαν ζωήν. Διότι τί ὄφελος ἔχομεν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωήν, ἐὰν μὲ
αὐτὴν δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἀποκτήσωμεν τὴν αἰωνίαν; Ἀλλά, διὰ νὰ
ἀναστηθῇ μετὰ τοῦ Χρίστοῦ ὁ ἄνθρωπος, πρέπει πρῶτον νὰ συνα-
ποθάνῃ μετ᾿ Αὐτοῦ καὶ νὰ ζήσῃ τὴν ζωὴν τοῦ Χριστοῦ ὡς ἰδικήν του.
Ἐὰν κάμῃ τοῦτο, τότε τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως θὰ ἠμπορέση μετὰ
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου νὰ εἰπῇ: «Χθὲς συνεσταυρούμην
Χριστῷ, σήμερον συνδοξάζομαι· χθὲς συνενεκρούμην, συζωοποιοῦμαι
σήμερον· χθὲς συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι».42
42 Λόγος εἰς τὸ Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. καὶ Κανὼν τοῦ Πάσχα, ὠδὴ γ΄.

160
Εἰς τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιοῦνται καὶ τὰ τέσσαρα
Εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ: Χριστὸς ἀνέστη!— Ἀληθῶς ἀνέστη!... Εἰς
ἑκάστην ἐξ αὐτῶν εὑρίσκεται ἀπὸ ἕνα Εὐαγγέλιον, καὶ εἰς τὰ τέσσαρα
Εὐαγγέλια εὑρίσκεται ὅλον τὸ νόημα ὅλων τῶν κόσμων τοῦ Θεοῦ, τῶν
ὁρατῶν καὶ ἀοράτων. Καὶ ὅταν ὅλα τὰ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ
ὅλαι αἱ σκέψεις του συγκεντρωθοῦν εἰς τὴν βροντὴν τοῦ πασχαλινοῦ
αὐτοῦ χαιρετισμοῦ: «Χριστὸς ἀνέστη!», τότε ἡ χαρά της αθανασίας
σείει ὅλα τὰ ὄντα, καὶ αὐτὰ ἐν ἀγαλλιάσει ἀπαντοῦν ἐπιβεβαιοῦται τὸ
πασχάλιον θαῦμα: «Ἀληθῶς ἀνέστη!»

Ναί, ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος! καὶ μάρτυς τούτου εἶσαι ἐσύ,


μάρτυς ἐγώ, μάρτυς κάθε χριστιανός, ἀρχίζοντες ἀπὸ τοὺς ἁγίους
Ἀποστόλους μέχρι καὶ τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Διότι μόνον ἡ δύναμις
τοῦ Ἀναστάντος Θεανθρώπου Χριστοῦ ἠδυνήθη νὰ δώσῃ, καὶ συνεχῶς
δίδει καὶ συνεχῶς θὰ δίδῃ τὴν δύναμιν εἰς κάθε χριστιανὸν ἀπὸ τὸν
πρῶτον μέχρι τὸν τελευταῖον νὰ νικήσῃ πᾶν τὸ θνητόν καὶ αὐτὸν
τοῦτον τὸν θάνατον· πᾶν τὸ ἁμαρτωλὸν καὶ αὐτὴν ταύτην τὴν ἁμαρ-
τίαν· πᾶν τὸ δαιμονικὸν καὶ αὐτὸν τοῦτον τὸν διάβολον. Διότι μόνον
μὲ τὴν ἀνάστασίν Του ὁ Κύριος, κατὰ τὸν πιὸ πειστικὸν τρόπον, ἔδειξε
καὶ ἀπέδειξεν ὅτι ἡ ζωή Του εἶναι Αἰωνία Ζωή, ἡ ἀλήθειά Του εἶναι
Αἰωνία Ἀλήθεια, ἡ ἀγάπη Του Αἰωνία Ἀγάπη, ἡ ἀγαθότης Του Αἰωνία
Ἀγαθότης, ἡ χαρά Του Αἰωνία Χαρά. Καὶ ἐπίσης ἔδειξε καὶ ἀπέδειξεν ὅτι
ὅλα αὐτὰ τὰ δίδει Αὐτός, κατὰ τὴν ἀπαράμιλλον φιλανθρωπίαν Του, εἰς
κάθε χριστιανὸν εἰς ὅλας τὰς ἐποχάς.
Πρὸς τούτοις, δὲν ὑπάρχει ἕνα γεγονὸς ὄχι μόνον εἰς τὸ Εὐαγγέλιον,
ἀλλὰ οὔτε εἰς ὁλόκληρον τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ
ὁποῖον νὰ εἶναι μεμαρτυρημένον κατὰ τρόπον τόσον δυνατὸν, τόσον
ἀπρόσβλητον, τόσον ἀναντίρρητον, ὅσον ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ.
Ἀναμφιβόλως, ὁ Χριστιανισμὸς εἰς ὅλην του τὴν ἱστορικὴν πραγματικό-
τητα, τὴν ἱστορικήν του δύναμιν καὶ παντοδυναμίαν, θεμελιοῦται ἐπί τοῦ
γεγονότος τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἐπὶ τῆς αἰωνίως ζώσης
Ὑποστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Καὶ περὶ τούτου μαρτυρεῖ ὅλη ἡ
μακραίων καὶ πάντοτε θαυματουργικὴ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ.

161
Διότι ἂν ὑπάρχῃ ἕνα γεγονὸς εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο νὰ συνοψι-
σθοῦν ὅλα τὰ γεγονότα, ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων
καὶ γενικῶς ὁλοκλήρου τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸ γεγονὸς τοῦτο θὰ ἦτο ἡ
ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ἂν ὑπάρχῃ μία ἀλήθεια εἰς τὴν ὁποίαν
θὰ ἠδύναντο νὰ συνοψισθοῦν ὅλαι αἱ εὐαγγελικαὶ ἀλήθειαι, ἡ ἀλήθεια
αὕτη θὰ ἦτο ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν ὑπάρχῃ μία
πραγματικότης εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ἠδύναντο νὰ συνοψισθοῦν ὅλαι αἱ
καινοδιαθηκιακαὶ πραγματικότητες, ἡ πραγματικότης αὕτη θὰ ἦτο ἡ
ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τέλος, ἄν ὑπάρχῃ ἕνα εὐαγγελικὸν θαῦμα
εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύναντο νὰ συνοψισθοῦν ὅλα τὰ καινοδιαθηκικὰ
θαύματα, τότε τὸ θαῦμα τοῦτο θὰ ἦτο ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Διότι
μόνον ἐν τῷ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἀναδεικνύεται θαυμα-
σίως σαφὲς καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ καὶ τὸ ἔργον Του.
Μόνον ἐν τῇ ἀναστάσει τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τὴν πλήρη ἐξήγησίν
των ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ὅλαι αἱ ἀλήθειαί Του, ὅλα τὰ λόγιά
Του, ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Μέχρι τῆς ἀναστάσεώς Του ὁ Κύριος ἐδίδασκε περὶ τῆς αἰωνίου
ζωῆς, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ
αἰώνιος ζωή. Μέχρι τῆς ἀναστάσεώς Του ἐδίδασκε περὶ τῆς ἀναστάσε-
ως τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι
πράγματι ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Μέχρι τῆς ἀναστάσεώς Του ἐδί-
δασκεν ὅτι ἡ πίστις εἰς Αὐτὸν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν,
ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασίν Του ἔδειξεν ὅτι ὁ Ἴδιος ἐνίκησε τὸν θάνατον
καὶ ἐξησφάλισε τοιουτοτρόπως εἰς τοὺς τεθανατωμένους ἀνθρώπους
τὴν μετάβασιν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ἀνάστασιν. Ναί, ναί, ναί. Ὁ
Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴν ἀνάστασίν Του ἔδειξε καὶ ἀπέδει-
ξεν ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεάνθρωπος εἰς
ὅλους τοὺς ἀνθρωπίνους κόσμους.
Καὶ κάτι ἀκόμη, ἄνευ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου δὲν
δύναται νὰ ἐξηγηθῇ οὔτε ἡ ἀποστολικότης τῶν Ἀποστόλων οὔτε τὸ
μαρτύριον τῶν Μαρτύρων οὔτε ἡ ὁμολογία τῶν Ὁμολογητῶν οὔτε ἡ
ἁγιότης τῶν Ἁγίων οὔτε ἡ ἀσκητικότης τῶν Ἀσκητῶν οὔτε ἡ θαυμα-
τουργικότης τῶν Θαυματουργῶν οὔτε ἡ πίστις τῶν πιστευόντων οὔτε
ἡ ἀγάπη τῶν ἀγαπώντων οὔτε ἡ ἐλπὶς τῶν ἐλπιζόντων οὔτε ἡ νηστεία
τῶν νηστευόντων οὔτε ἡ προσευχὴ τῶν προσευχομένων οὔτε ἡ πραό-

162
της τῶν πράων οὔτε ἡ μετάνοια τῶν μετανοούντων οὔτε ἡ εὐσπλαγχνία
τῶν εὐσπλάγχνων οὔτε οἱαδήποτε χριστιανικὴ ἀρετὴ ἢ ἄσκησις. Ἐὰν ὁ
Κύριος δὲν εἶχεν ἀναστῆ καὶ ὡς Ἀναστὰς δὲν εἶχε γεμίσει τοὺς μαθητάς
Του μὲ τὴν ζωοποιὸν δύναμιν καὶ τὴν θαυματουργικὴν σοφίαν, ποῖος
θὰ ἠδύνατο αὐτοὺς τοὺς φοβισμένους καὶ δραπέτας νὰ τοὺς συγκε-
ντρωσῃ καὶ νὰ τοὺς δώσῃ τὸ θάρρος καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν σoφίαν
διὰ νὰ ἠμπορέσουν τόσον ἄφοβα καὶ μὲ τόσην δύναμιν καὶ σοφίαν νὰ
κηρύττουν καὶ νὰ ὁμολογοῦν τὸν Ἀναστάντα Κύριον καὶ νὰ πηγαίνουν
μὲ τόσην χαρὰν εἰς τὸν Θάνατον δι᾿ Αὐτόν; Καὶ ἂν ὁ Ἀναστὰς Σωτὴρ
δὲν τοὺς εἶχε γεμίσει μὲ τὴν θείαν δύναμίν Του καὶ σοφίαν, πῶς θὰ
ἠμποροῦσαν νὰ ἀνάψουν μέσα εἰς τὸν κόσμον τὴν ἄσβεστον πυρκαϊὰν
τῆς καινοδιαθηκικῆς πίστεως αὐτοὶ οἱ ἁπλοϊκοί, ἀγράμματοι, ἀμαθεῖς
καὶ πτωχοὶ ἄνθρωποι; Ἐὰν ἡ χριστιανικὴ πίστις δὲν ἦτο ἡ πίστις τοῦ
Ἀναστάντος καὶ κατὰ συνέπειαν τοῦ αἰωνίως ζῶντος καὶ ζωοποιοῦντος
Κυρίου, ποῖος θὰ ἠδύνατο νὰ ἐμπνεύσῃ τοὺς Μάρτυρας εἰς τὸν ἆθλον
τοῦ μαρτυρίου, καὶ τοὺς Ὁμολογητὰς εἰς τὸν ἆθλον τῆς ὁμολογίας,
καὶ τοὺς Ἀσκητὰς εἰς τὸν ἆθλον τῆς ἀσκήσεως, καὶ τοὺς Ἀναργύρους
εἰς τὸν ἆθλον τῆς ἀναργυρίας, καὶ τοὺς Νηστευτὰς εἰς τὸν ἆθλον τῆς
νηστείας καὶ ἑγκρατείας, καὶ ὁποιονδήποτε χριστιανὸν εἰς ὁποιονδήπο-
τε εὐαγγελικὸν ἆθλον;
Ὅλα αὐτὰ εἶναι λοιπὸν ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ καὶ δι᾿ ἐμὲ καὶ διὰ
σὲ καὶ διὰ κάθε ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν. Διότι ὁ θαυμαστὸς καὶ γλυκύτατος
Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Ἀναστὰς Θεάνθρωπος, εἶναι ἡ μόνη Ὕπαρξις ὑπὸ τὸν
οὐρανὸν μὲ τὴν ὁποίαν δύναται ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ εἰς τὴν γῆν νὰ νικήσῃ
καὶ τὸν θάνατον καὶ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολον, καὶ νὰ καταστῇ
μακάριος καὶ ἀθάνατος, συμμέτοχος εἰς τὴν Αἰωνίαν Βασιλείαν τῆς
Ἀγάπης τοῦ Χρίστοῦ... Διὰ τοῦτο, διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν ὁ Ἀναστὰς
Κύριος εἶναι τ ὰ π ά ν τ α ἐ ν π ᾶ σ ι ν εἰς ὅλους τοὺς κόσμους, ὅ,τι τὸ
Ὡραῖον, τὸ Καλόν, τὸ Ἀληθές, τὸ Προσφιλές, τὸ Χαρμόσυνον, τὸ Θεῖον,
τὸ Σοφόν, τὸ Αἰώνιον. Αὐτὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας,
ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλον τὸ Ἀγαθόν μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωὴ εἰς
ὅλας τὰς θείας αἰωνιότητας καὶ ἀπεραντοσύνας.
Διὰ τοῦτο καὶ πάλιν, καὶ πολλάκις, καὶ ἀναρίθμητες φορές:
Χριστὸς Ἀνέστη!
(1936)

163
Νο. 5
ΠΕΝΘΟΣ ΔΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ

Ἄνευ τῶν ἁγίων δὲν ὑπάρχουν ἀληθινοὶ διδάσκαλοι καὶ παιδαγω-


γοί, οὔτε ἀληθινὴ παιδεία ἄνευ τῆς ἁγιότητος. Μόνον ὁ ἅγιος εἶναι ὁ
ἁληθινὸς παιδαγωγὸς καὶ διδάσκαλος· μόνον ἡ ἁγιότης εἶναι τὸ ἀλη-
θινὸν φῶς. Ἡ ἀληθινὴ παιδεία, ὁ ἀληθινὸς φωτισμός, δὲν εἶναι ἄλλο
παρὰ ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἁγιότητος· μόνον οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ ἀληθῶς
φωτισμένοι.43 Ἡ ἁγιότης ζῆ καὶ ἀναπνέει διὰ τοῦ φωτός, ἀκτινοβολεῖ
καὶ ἐνεργεῖ ἐν τῷ φωτί. Ἁγιάζουσα ἡ ἁγιότης ταυτόχρονα φωτίζει καὶ
διδάσκει. Ὑπάρχει κάποια ταυτότης μεταξὺ ἁγιότητος καὶ φωτισμοῦ.
Ἡ παιδεία εἰς τὴν πραγματικότητα σημαίνει φωτισμόν, τὸν φωτισμὸν
διὰ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τὸ Ὁποῖον εἶναι φορεὺς καὶ δημι-
ουργὸς τῆς ἁγιότητος καὶ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς γνώσεως. Καὶ οἱ ἅγιοι,
ἐπειδὴ εἶναι ἁγιασμένοι καὶ φωτισμένοι διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ
τοῦτο εἶναι καὶ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι καὶ παιδαγωγοί.
Ἡ ἁγιότης εἶναι ἡ κατὰ χάριν ἕνωσις μὲ τὸν Θεόν, δηλαδὴ ἡ
ἕνωσις μὲ τὸν αἰώνιον λόγον, μὲ τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ ὑπάρξεως· εἰς
τοῦτο δὲ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ πληρότης καὶ ἡ τελειότης τῆς ἀνθρωπί-
νης προσωπικότητος καὶ ὑπάρξεως. Ἡ τοιαύτη χαρισματικὴ ἁγιότης
εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς παιδείας. Διότι, ἐὰν ἡ παιδεία δὲν μᾶς ἀποκαλύπτῃ τὸ
αἰώνιον νόημα τῆς ζωῆς, χρειάζεται ἆράγε; Εἶναι προτιμότερον τὸ νὰ
εἶναι κανεὶς τίγρις μέσα εἰς τὴν ζούγκλαν καὶ λέων εἰς τὴν ἔρημον, παρὰ
ἄνθρωπος στερημένος τῆς ἁγίας παιδείας.
Παιδείαν χωρὶς ἁγιότητα, «διαφώτισιν» χωρὶς τὸν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι
ἁγιασμόν, αὐτὰ εὑρῆκεν ἡ Εὐρώπη εἰς τὴν οὑμανιστικὴν εἰδωλολατρείαν
της. Δὲν ἔχει σημασίαν ἂν αὐτὴ ἡ εἰδωλολατρεία ἐκδηλώνεται εἰς τὴν
παπολατρείαν ἢ τὴν βιβλιολατρείαν, τὴν μηχανολατρείαν ἢ τὴν λατρείαν
τῆς μόδας. Ἡ ἀληθινὴ παιδεία, ἡ ὀρθόδοξος καὶ εὐαγγελική, φωτίζει τὸν
ἄνθρωπον μὲ τὸ θεῖον φῶς καὶ τὸν καθοδηγεῖ («φωταγωγεῖ») εἰς πᾶν ὅ,τι

43 Εἰς τὴν Σερβικὴν γλῶσσαν αἱ λέξεις «παιδεία» καὶ «φῶς», «φωτι-σμὸς» ἔχουν τὴν ἴδιαν ρίζαν
(svet-lost, pro-sveta). Ἀλλὰ καὶ αἱ λέξεις «ἅγιος» «ἁγιότης» ὁμοιάζουν πρὸς τὰς λέξεις «φῶς», «παι-
δεία» καὶ πρὸς τὰ παράγωγα ἐπίθετα τῆς αὐτῆς ρίζης (sνet, svetost). Εἰς τὴν συνέχειαν θὰ φανῆ
ὅτι ὁ συγγραφεὺς ἀντιτάσσει εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν «παιδείαν» καὶ «διαφώτισιν» τὴν ὀρθόδοξον ἁ
γ ι ό τ η τ α καὶ τὸν φ ω τ ι σ μ ὸ ν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. (Σ. Μ.).
164
εἶναι ἀθάνατον καὶ αἰώνιον, θεῖον καὶ ἅγιον. Αὐτὴ ἐκδιώκει κάθε ἁμαρ-
τίαν καὶ νικᾶ κάθε θάνατον καὶ δι᾿ αὐτὸ καθαρίζει τὸν ἄνθρωπον, τὸν
ἁγιάζει καὶ ἀθανατίζει, τὸν καθιστᾶ ἄπειρον καὶ ἄφθαρτον.
Ναί, μόνον ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ἀληθινὸς διδάσκαλος καὶ παιδαγω-
γός, ἀληθινὸς «διαφωτιστής», καὶ μόνον ἡ ἁγιότης εἶναι ὁ ἀληθινὸς
φωτισμός. Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, τὴν ὁποίαν ἀπεκάλυψεν
ὁ Κύριος καὶ Θεός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὴν ὁποίαν διεφύλαξεν ἡ
Ὀρθοδοξία. Ἀκούσατε τὸν ὀρθόδοξον λαόν μας, εἰσέλθετε εἰς τὸ ἱερὸν
τῆς ψυχῆς του. Δὲν βλέπετε ὅτι αὐτὸς ἔχει ταυτίσει τὴν ἔννοιαν τῆς
παιδείας μὲ τὴν ἔννοιαν τῆς ἁγιότητος, τὴν ἔννοιαν τοῦ διδασκάλου
(«φωτιστοῦ») μὲ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἁγίου; Πάντα ταῦτα ἔχει προσωπο-
ποιήσει ὁ ὀρθόδοξος λαός μας εἰς τὸ πρόσωπον τῶν ἁγίων, καὶ ἰδίως εἰς
τὸ πρόσωπον τοῦ ἁγίου Σάββα, ὡς τοῦ πρώτου καὶ μεγαλυτέρου ἁγίου,
φωτιστοῦ καὶ διδασκάλου του. Αὐτὸ τὸ αἴσθημα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ
μας εἶναι ταυτοχρόνως καὶ ἡ ἀντίληψις καὶ τὸ κριτήριόν του περὶ τῆς
παιδείας. Δι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἀναγνωρίζει τὴν παιδείαν ἢ «διαφώτισιν»
ἄνευ ἁγιότητος, οὔτε δέχεται ὡς διδάσκαλον τὸν μὴ ἔχοντα ἁγιότητα.
Μήπως αὐτὸ δὲν εἶναι ὁ λόγος τῆς ἐπιφυλάξεώς του καὶ τῆς δυσπιστίας
του πρὸς τοὺς μοντέρνους «διαφωτιστάς»;
Ἀπὸ τοὺς διδασκάλους καὶ παιδαγωγοὺς ὁ λαός μας ζητεῖ πρω-
τίστως τὴν ἁγιότητα. Ὅπου δὲν τὴν εὑρίσκει, ἐκεῖ γνωρίζει ὅτι δὲν
ὑπάρχει οὔτε παιδεία. Ἡ αἴσθησις καὶ ἡ ἀντίληψις αὐτὴ τῆς παιδείας ὡς
ἁγιότητος, ὡς φωτισμοῦ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε πλέον συνείδη-
σις τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας. Αὐτὸς δὲν θέλει μίαν ἐπιδερμικήν, μηχα-
νικὴν εὐρωπαϊκὴν παιδείαν, μίαν ἐξωτερικὴν διαφώτισιν, ἀλλὰ θέλει
τὴν παιδείαν τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας,
τὴν παιδείαν τοῦ ἁγίου Σάββα, ποὺ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου εὐαγγελική,
ἐξ ὁλοκλήρου χριστιανική, εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Ἄνευ τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ ὁ Ράστκο θὰ παρέμεινε διὰ παντὸς Ράστκο καὶ δὲν θὰ εἶχε γίνη
ποτὲ ὁ ἅγιος Σ ά β β α ς, δηλαδὴ ὁ ἅγιος Φωτιστὴς τῶν Σέρβων.44 Τὴν
ἁγίαν προσωπικότητά του ὁ ἅγιος Σάββας, ὅπως καὶ oἱ ἄλλοι Ἅγιοι,
ὠκοδόμησεν ἐπὶ τοῦ ἀσκητικοῦ θεμελίου: «Κύριος φωτισμός μου καὶ
σωτήρ μου» (Ψαλμ. 26, 1).

44 Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος, Φωτιστὴς τῶν Ἀρμενίων· ὁ ἅγιος Φρουμέντιος, Φωτιστὴς τῆς
Ἀβυσσυνίας· οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος, Φ ω τ ι σ τ α ὶ τῶν Σλαύων κ. ἄλ.

165
Ἡ διὰ τοῦ Χρίστοῦ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν,
ἀπὸ τὸ κακὸν καὶ τὸν θάνατον, ἀποτελεῖ τὴν ἀληθινὴν παιδείαν καὶ
τὸν φωτισμὸν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ὀρθόδοξος εὐσεβὴς λατρεία καὶ ὁ
σεβασμὸς πρὸς τὸν ἅγιον Σάββαν καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Ἁγίους μαρτυ-
ρεῖ ὅτι διὰ τὸν λαόν μας ὁ ἄνθρωπος δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι διδάσκαλος,
ἐὰν δὲν εἶναι ἅγιος. Ὅλη ἡ ἱστορία μας καταδεικνύει σαφῶς ὅτι μόνον
οἱ ἅγιοι ἦταν γνήσιοι διδάσκαλοι καὶ «φωτισταί», καὶ αὐτοὺς μόνον
ἀναγνωρίζει ὁ λαός μας. Ἐνῶ ἡμᾶς τοὺς συγχρόνους, κληρικούς καὶ
λαϊκούς, ἔχει ἤδη ἀρχίσει νὰ μὴ μᾶς ἀναγνωρίζῃ ὡς ἀληθινοὺς ὁδηγοὺς
καὶ διδασκάλους. Μήπως αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἡμᾶς οἱ ὁποῖοι προ-
δώσαμεν καὶ ἐγκαταλείψαμεν τὴν εὐαγγελικήν, ὀρθόδοξον ἀντίληψιν
τοῦ λαοῦ μας περὶ τῆς παιδείας ὡς ἀγῶνος διὰ τὴν ἁγιότητα, χαμένοι
μέσα εἰς τοὺς λαβυρίνθους τῶν σχολαστικο - προτεσταντικῶν σχολῶν
καὶ πανεπιστημίων;
Ἡ παιδεία χωρισμένη ἀπὸ τὴν ἁγιότητα, ἀντιτιθεμένη εἰς τὸ
Εὐαγγέλιον, γίνεται μία τραγική ματαιοπονία. Τὸ περισσότερον ποὺ
ἠμπορεῖ νὰ ἐπιτύχῃ ἡ ἐπιφανειακή, ἐξωδερμικὴ παιδεία διᾶ τὸν ἄνθρω-
πον εἶναι νὰ τὸν μεταβάλῃ εἰς ἕνα εὐγενές, ἀλλὰ πονηρόν, ἀνθρωπό-
μορφον θηρίον... Ἐνῶ ἐκ τοῦ βάθους τῆς ψυχῆς τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ
μας ἀναβαίνει ἡ φωνή: Ἄνευ τῆς ἁγιότητος δὲν ὑπάρχει ἀγωγὴ καὶ
παιδεία· ἄνευ τῶν ἁγίων δὲν ὑπάρχουν παιδαγωγοὶ καὶ διδάσκαλοι.
Δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιον; Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ Ὀρθοδοξία; Καὶ ἐὰν δὲν
εἶναι αὐτό, τότε τί μᾶς χρειάζονται καὶ τὰ δύο;
Ἐλᾶτε νὰ συλλαβήσωμεν ἐν προσευχῇ τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ὀρθοδο-
ξίας καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς
εἶναι ὁ ἁγιασμός μας καὶ ὁ φωτισμός μας, τὸ φῶς μας καὶ ἡ παιδεία μας
(πρβλ. 1 Κορ. 1, 30. Ἰωάν. 8,12). Αὐτὸς ἔχει ὁδεύσει ὅλην τὴν ὁδὸν τῆς
ἁνθρωπίνης ζωῆς καὶ κατέστησε δυνατὸν τὸ ὅλον ἔργον τοῦ ἁγιασμοῦ
καὶ φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν αἰωνίαν ἀλήθειαν καὶ τὴν αἰωνίαν
ζωήν. Ἐὰν ἔλθῃς εἰς ἀπορίαν ἔμπροσθεν πράγματός τινος ἢ εἶσαι εἰς
ἀμηχανίαν τί νὰ κάμῃς, στρέψε τὸ βλέμμα σου πρὸς τὸν Κύριον Ἰησοῦν
καὶ ἐρώτησε τὸν ἑαυτόν σου· αὐτὸ τὸ πρᾶγμα θὰ τὸ ἔκαμε Ἐκεῖνος; Καὶ
ἐὰν θὰ τὸ ἔκανε Ἐκεῖνος, κάμε τὸ καὶ σύ, διότι θὰ εἶναι αὐτὸ ἅγιον καὶ θὰ
ἁγιάζη καὶ φωτίζη. Ἐὰν ὅμως δὲν θὰ τὸ ἔκανε Ἐκεῖνος, μὴ τὸ κάμης καὶ
σύ, διότι θὰ εἶναι ἀνόσιον καὶ θὰ ὁδηγῆ εἰς τὸ σκότος καὶ τὸν θάνατον.

166
Μέσα εἰς τὰς συνθήκας αὐτῆς τῆς ζωῆς ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὴν
ἁγιότητα, ζῶν τὴν θείαν δικαιοσύνην τοῦ Χριστοῦ ὡς περιεχόμενον
τῆς προσωπικότητός του (πρβλ. Ρωμ. 6, 19). Ἡ ψυχὴ ἁγιάζεται καὶ
φωτίζεται ὅταν ἀσκῇ ἑαυτὴν καὶ τὸ σῶμα της εἰς τὰς ἁγίας σκέψεις, εἰς
τὰ ἅγια αἰσθήματα, εἰς τὰς ἁγίας ἐπιθυμίας, εἰς τὰς ἁγίας πράξεις. Καὶ
ὁ καρπὸς τούτου είναι «ζωὴ αἰώνιος» (Ρωμ. 6,19, 22). Ἡ ὑποδούλωσις
τοῦ σώματος, τῆς ψυχῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων εἰς τὴν ἁμαρτίαν ὁδηγεῖ
εἰς τὸν θάνατον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις (Ρωμ. 6,19, 21 -
22). Ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερώνεται διὰ
τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν διὰ τῶν ἐν χάριτι ἀσκήσεων τῆς πίστεως καὶ ἀγάπης,
τῆς προσευχῆς καὶ νηστείας, τῆς ταπεινώσεως καὶ πραότητος, τῆς
ὑπομονῆς καὶ συγχωρήσεως, ἡμέραν καὶ νύκτα, μεταβάλλη ἑαυτὸν ἀπὸ
ἁμαρτωλὸν εἰς ἀναμάρτητον, ἀπὸ πεπερασμένον εἰς αἰώνιον.
Ἡ ἁγιότης εἶναι ἡ ὁμαλὴ κατάστασις τῆς θεοειδοῦς ψυχῆς τοῦ
ἀνθρώπου, διὰ τοῦτο ἡ ἁγιότης ἡμῶν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ: «Τοῦτο
γὰρ ἐστι θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν» (1 Θεσ. 4, 3). Αὐτὸ θέλει
ὁ Θεὸς ἀπὸ ἡμᾶς, αὐτὸ ἀπαιτεῖ, εἰς αὐτὸ ἔγκειται ὅλον τὸ θέλημά Του
δι᾿ ἡμᾶς. Καὶ ἡμεῖς ἐπιτελοῦμεν τὸ θέλημά Του μόνον ἐὰν κάμωμεν
ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶναι ἅγιον, τὸ ὁποῖον ἁγιάζει καὶ φωτίζει. Μόνον τότε
ἐξαγιαζόμεθα καὶ φωτιζόμεθα. Αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἐπιτύχωμεν
ἐὰν κρατῶμεν πάντοτε τὸν ἑαυτόν μας εἰς τὴν ἁγίαν διάθεσιν διὰ τῆς
ἐν χάριτι ἀσκήσεως τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν. Ἐὰν ὅλας μας τὰς σκέ-
ψεις καὶ ἑπιθυμίας, τὰ αἰσθήματα καὶ τὰς πράξεις κατευθύνωμεν εἰς τὴν
ὁδὸν τοῦ εὐαγγελικοῦ ἁγιασμοῦ καὶ φωτὸς (πρβλ. 1 Θεσσ. 4,1-8).
Ὁλόκληρον τὸ Εὐαγγέλιον συνοψίζεται εἰς μίαν παραγγελίαν τοῦ
Θεοῦ πρὸς ὅλους ἡμᾶς: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (1 Πέτρ.
1,16). Ἐν τῇ ἀνεκφράστῳ συγκαταβάσει Του ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης ἐξισώ-
νει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Ἑαυτόν Του: Καὶ διὰ τὸν Θεὸν καὶ διὰ τοὺς
ἀνθρώπους ἰσχύει τὸ ἴδιον Εὐαγγέλιον, ἡ ἴδια χάρις, ἡ ἴδια ἀλήθεια, ἡ
ἴδια δικαιοσύνη, ἡ ἴδια ζωή, ἡ ἴδια ἀγαθότης: « Ὅ τε γὰρ ἁγιάζων καὶ
οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες» (Ἑβρ. 2,11). Ἐντεῦθεν ἡ ὁδὸς τῶν χρι-
στιανῶν εἶναι «ἡ τῶν ἁγίων ὁδός» (Ἑβρ. 9,8). Ὁ Ἀπόστολος συμβου-
λεύει τοὺς χριστιανούς: «Κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον — τ. ἔ. κατὰ
τὸν Χριστὸν — καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε» (1 Θεσσ.
1,15). Ἡ καινοδιαθηκικὴ ἐπίσης ἐντολὴ εἶναι: «Περιπατεῖτε ἀξίως τοῦ

167
Θεοῦ» (1 Θεσσ. 2,12. Πρβλ. Κολ. 1,10. Φιλ. 1, 27). Τὸ Εὐαγγέλιον δὲν
εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κλῆσις τῶν ἀνθρώπων εἰς ἁγιασμόν, εἰς
ἁγιότητα (1 Θεσσ. 4, 7). Τὸ διώκειν τὸν ἁγιασμὸν μετὰ πάντων (πρβλ.
Ἑβρ. 12,14), τοῦτο ἀποτελεῖ τὸν κανόνα ὅλων τῶν σχέσεων μας πρὸς
ἀλλήλους. Χωρὶς αὐτοῦ οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον (αὐτόθι). Ὁ Κύριος
εἶναι ἅγιος, διὰ τοῦτο μόνον αἱ ἅγιοι, μόνον oἱ ἡγιασμένοι καὶ φωτισμέ-
νοι δύνανται νὰ ἴδουν Αὐτόν. Ἐκεῖνοι δηλ. οἱ ὁποῖοι οἰκειοποιοῦνται
τὴν αἰωνίαν Ἀλήθειαν μὲ ὅλον τὸ εἶναι των (πρβλ. Ἰωάνν. 17, 17).
Ὅταν ἀναζητῆται ἡ αἰωνία ἀλήθεια, εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἐρώτη-
σις, τί εἶναι Ἀλήθεια; Τὸ ἐρώτημα πρέπει νὰ τεθῆ ὡς ἑξῆς: Ποῖος εἶναι
ἡ Ἀλήθεια; Διότι ἡ ἀλήθεια δύναται νά εἶναι μόνον πρόσωπον καὶ
μάλιστα Θεῖον Πρόσωπον, καὶ ὄχι πρᾶγμα· μόνον ὁ Δημιουργὸς Θεὸς
καὶ ὄχι δημιούργημα. Ὁ Θεάνθρωπος ἀπαντᾶ: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀλήθεια»
(Ἰωάνν. 14, 6), ἀλλὰ μόνον εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μὲ ὅλην τὴν καρδίαν, μὲ
ὅλην τὴν ψυχήν, μὲ ὅλον τὸ εἶναι του, διὰ προσευχῆς καὶ δακρύων, διὰ
νηστείας καὶ ἀγρυπνίας, διὰ ἀναστεναγμῶν καὶ ὀδυρμῶν, ἐρωτᾶ, ποῖος
εἰναι ἡ Ἀλήθεια;
Μόνον οἱ ἡγιασμένοι διὰ τῆς αἰωνίου Ἀληθείας εἶναι οἱ ἀληθῶς
φωτισμένοι, διότι ἡ Ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χρίστοῦ ἐγένετο (Ἰωάν. 1,17).
Ἄνευ Αὐτοῦ καὶ ἐκτὸς Αὐτοῦ δὲν ὑπάρχει Ἀλήθεια καὶ οὔτε δύναται
νὰ ὑπάρχη. Ἐπ᾿ αὐτοῦ θέλετε ἕνα σχῆμα; Ἰδού: Χριστὸς - Ἀλήθεια -
Ἁγιασμὸς = Φωτισμός. Ἡ Ἀλήθεια δημιουργεῖ εἰς τὴν ψυχὴν τὴν ἁγίαν
διάθεσιν, καὶ ἀπὸ τὴν ἁγίαν ψυχὴν πηγάζουν διαρκῶς ἅγιαι σκέψεις,
ἅγιαι ἐπιθυμίαι, ἅγια αἰσθήματα, ἅγιαι πράξεις. Διὰ τοῦτο ὀνομάζο-
νται οἱ χριστιανοὶ ἡ γιασμένοι (Πράξ. 20, 32. 26, 18. 1 Κορ. 1, 2). Σὺ
δὲν τὸ πιστεύεις, διότι σὲ πιέζουν αἱ ἁμαρτίαι, σὲ συντρίβουν τὰ πάθη,
ἀλλὰ ἄκουσε τὸν λόγον τοῦ αἰωνίου Εὐαγγελίου: «Πᾶν κτίσμα Θεοῦ
ἁγιάζεται διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως» (1 Τιμ. 1, 15). Πᾶν κτίσμα·
καὶ σὺ καὶ ἐγώ, ὑπὸ ἕνα μόνον ὅρον, νὰ ἐφαρμόζωμεν τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ, τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ νὰ προσευχώμεθα. Ναί, ἡ προσευχὴ ἁγιάζει
καὶ φωτίζει. Ἐὰν δὲν τὴν ἔχῃς, εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὸν ἁγιασμόν, ἀπὸ
τὸν φωτισμόν, καὶ συνεπῶς ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν παιδείαν. Εἶσαι ἆράγε
κτίσμα Θεοῦ, ἐὰν δὲν ἁγιάσης τὸν ἑαυτόν σου διὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ
τῆς προσευχῆς; Μόνον ὁ διάβολος δὲν δύναται νὰ ἁγιασθῇ δι᾿ αὐτῶν,
διότι λόγῳ τῆς ἀντιθεΐας του ἔχει γίνει τόσον κακός, ὥστε ἀπὸ κακὴν

168
θέλησίν του νὰ ἔχῃ πάψει νὰ εἶναι κτίσμα Θεοῦ· ἴσως καὶ νὰ ἔχῃ ξεχάσει
ὅτι κάποτε ἦταν.
Ἡ σωτηρία ἔγκειται εἰς τὸν ἁγιασμὸν τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ εἶναι ἕνας δύσκολος καὶ μακροχρόνιος ἀγὼν
(podvig) διὰ τὸν χαρισματικὸν ἐξαγιασμόν, ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνεται
διὰ τῆς ἐργασίας τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν· ἕνας ἀγὼν προσωπικός,
ἐσωτερικὸς καὶ ἀκατάπαυστος. Εἰς αὐτὸ μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ
Εὐαγγελίου Του (2 Θεσ. 2,13). Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
ἐπὶ τῆς γῆς εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περὶ τοῦ ὁποίου
μαρτυρεῖ καὶ διδάσκει θεοπνεύστως ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Διὰ
τοῦτο ὀνομάζεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα Πνεῦμα ἁγιοσύνης, Πνεῦμα ἁγια-
σμοῦ (Ρωμ. 1, 4).
Ὁ ἁγιασμὸς ἐκδηλοῦται ὡς φωτισμὸς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δι᾿ αὐτὸ ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
εἶναι ἡμέρα φωτισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἀλήθειαν, τὴν ἁγιότητα, ἐν τῷ πυρί.
Ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι ἡ ἁγιότης καὶ τὸ φῶς εἶναι ἓν καὶ τὸ αὐτό· οὕτω
συμβαίνει καὶ εἰς τοὺς πνευματοφόρους Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἁγίους
Πατέρας. Διὰ τοῦτο οἱ ἅγιοι ὡς πνευματοφόροι εἶναι οἱ μοναδικοὶ
φωτισταὶ καὶ διδάσκαλοι. Εἶναι ἅγιοι διὰ τοῦ φωτὸς καὶ ἐν τῷ φωτί.45
Μὲ τὴν ἁγιότητά των διώχνουν τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ τὴν ἄβυσσον τῆς
ἀνθρωπίνης ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, διὰ τοῦ φωτὸς δὲ φωτίζουν τὸν
δρόμον κάθε ἀνθρώπου διὰ νὰ μεταβῆ ἀπὸ τὴν κοιλάδα τοῦ θανάτου
εἰς τὴν γαλήνην τῆς ἀθανασίας.
Διὰ τὸν πνευματοφόρον εἶναι φωτεινὰ καὶ διαυγῆ τὰ πάντα: Ἡ
ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη, τὸ νόημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ
κόσμου· διότι αὐτὸς βλέπει διὰ Πνεύματος Ἁγίου τὸν λόγον τῶν πάντων
καὶ τὸ νόημα τῶν πάντων, ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι τὴν ἡμέραν τῆς
Πεντηκοστῆς. Τὸ βάπτισμα «ἐ ν Ἁ γ ί ῳ Π ν ε ύ μ α τ ι κ α ὶ π υ ρ ί»
(Μάρκ. 1, 8. Λουκ. 3, 16), εἶναι ταυτοχρόνως καὶ ἁγιασμὸς καὶ φωτισμός.
Δι᾿ αὐτὸν τὸν λόγον τὸ Βάπτισμα τοῦ Κυρίου ὀνομάζεται Φωτισμός, τ
ὰ Φ ῶ τ α. Γεννηθέντες διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τὸν ἁγιασμὸν καὶ

45 �����������������������������������������������������������������������������������
Κολ. 1, 12. Πρβλ. τοῦ ἁγ. Συμεὼν τοῦ Nέou θεολόγου: «Μακάριοι οἱ τῷ θείῳ φωτὶ πλη-
σιάσαντες καὶ ἔνδον αὐτοῦ εἰσελθόντες καὶ φῶς ὅλοι γενόμενοι, συγκραθέντες αὐτῷ» (Λόγος
Ἠθικὸς 10). Ἐπίσης τ ο ῦ ί δ ί ο υ: « Ἡ γνῶσις οὐκ ἔστι τὸ φῶς, ἀλλὰ τὸ φῶς ἡ γνῶσις ὑπάρχει»
(Κατήχησις 28).

169
φωτισμὸν οἱ χριστιανοί, καθίστανται καὶ παραμένουν χριστιανοὶ μόνον
ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, διὰ τοῦτο καὶ ὀνομάζονται ἅ γ ι ο ι .46
Εἰς τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει ἀπὸ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα τὴν ζύμην τῆς ἁγιότητας, μὲ τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ ζυμωθῇ ὅλη
ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του διὰ τῆς ἀσκήσεως τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.
Μὲ τὴν Σάρκωσιν τὸ θεανθρώπινον σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔχει γίνει
κατ᾿ ἀρχὴν ἰδικόν μας, ἀλλὰ ὑπὲρ - ὑποκειμενικῶς, ἐνῶ διὰ τῆς θείας
Εὐχαριστίας γίνεται τοῦτο ἀντικειμενικῶς ἰδικόν μας, πραγματικῶς καὶ
προσωπικῶς. Διότι ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ εὑρίσκεται ἡ πληρότης καὶ ἡ
τελειότης τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ φωτισμοῦ. Πέραν αὐτῆς (δηλ. τῆς Θείας
Εὐχαριστίας), ἡ ἀνθρωπίνη φύσις δὲν δύναται νὰ προχωρήσῃ ὡς πρὸς
τὴν οἰκειότητα καὶ τὴν ἕνωσίν της μὲ τὸν θεόν, διότι δὲν ἔχει πλέον ποῦ
νὰ προχωρήσῃ (πρβλ. Ἑβρ. 10, 10, 14. 1 Κορ. 10,16-17).
Ἡ ἁγιότης ἐκδηλοῦται πάντοτε ὡς φῶς. Ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν
ζῇ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τὸν ἀγγελικὸν
κόσμον. Εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μᾶς παρέχεται ὁ
τύπος τῆς μεταμορφώσεως ἑκάστου ἐξ ἡμῶν διὰ τῆς ἁγιότητος εἰς φῶς
(βλ. Ματθ. 17, 2. Λουκ. 9,29). Μεταμορφωθέντες διὰ τῆς ἁγιότητος οἱ
ἅγιοι, ἀκτινοβολοῦν πάντοτε τὸ κεχαριτωμένον φῶς τὸ ὁποῖον κάποτε
κατὰ τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἠμπορεῖ νὰ λάμψη ἀπὸ αὐτοὺς ὡς ἥλιος.
Τοῦτο συμβαίνει πολὺ συχνὰ εἰς τοὺς ἁγίους ἀσκητάς. Ἰδοὺ δύο - τρία
παραδείγματα.
«Ἦv τις λεγόμενος Ἀββᾶς Παμβὼ καὶ περὶ τούτου λέγεται ὅτι
τρία ἔτη ἔμεινεν αἰτούμενος τὸν Θεὸν καὶ λέγων· μὴ δοξάσῃς με ἐπὶ τῆς
γῆς· καὶ οὕτως ἐδόξασεν αὐτὸν ὁ Θεός, ὥστε μὴ δύνασθαί τινα ἀτενίσαι
εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, ἐκ τῆς δόξης ἣν εἶχε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ».
«Ἔλεγον περὶ τοῦ Ἀββᾶ Παμβὼ ὅτι ὡς ἔλαβε Μωϋσῆς τὴν εἰκό-
να τῆς δόξης Ἀδάμ, ὅτε ἐδοξάσθη τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, οὕτω καὶ τοῦ
Ἀββᾶ Παμβὼ ὡς ἀστραπή ἔλαμπε τὸ πρόσωπον καὶ ἦν ὡς βασιλεὺς
καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ· τῆς αὐτῆς ἐργασίας ἦν καὶ ὁ Ἀββᾶς
Σιλουανὸς καὶ ὁ Ἀββας Σισώης».

46 Πράξεις 26, 10. Ρωμ. 1, 7. 8,27. 15,31. 16, 2, 15. 1 Κορ. 1,2. 6,1-2. 16, 1,15. 2 Κορ. 1,1. Ἐφ. 1,1,18.
2,19. 6,18. Φιλ. 1,1. 4,22. Κολ. 1,2,4. Πρβλ. ἁγ. Συμεὼν Ν. θεολόγου: « Ἥλιος γὰρ ἄνευ φωτός, πῶς
ἂν λεχθείη ἥλιος; καὶ ἄνθρωπος δίχα τῆς τοῦ Παναγίου Πνεύματος μετουσίας, πῶς ἂν κληθείη
ἅγιος;» (Κατήχησις 10).

170
«Ἔλεγον περὶ τοῦ Ἀββᾶ Σισώη ὅτι ὅτε ἔμελλε τελευτᾶν, καθη-
μένων τῶν πατέρων πρὸς αὐτόν, ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ
ἥλιος· καὶ λέγει αὐτοῖς· ἰδοὺ ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος ἦλθε· καὶ μετὰ μικρὸν
λέγει· ἰδοὺ ὁ χορὸς τῶν προφητῶν ἦλθε· καὶ πάλιν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
περισσῶς ἔλαμψε καί εἶπεν· ἰδοὺ ὁ χορὸς τῶν ἀποστόλων ἦλθε· καὶ
ἐδιπλασίασε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πάλιν· καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ὡς μετά τινων
λαλῶν· καὶ ἐδεήθησαν αὐτοῦ οἱ γέροντες λέγοντες· μετὰ τίνος ὁμιλεῖς
πάτερ; Ὁ δὲ ἔφη· ἰδοὺ οἱ ἄγγελοι ἦλθον λαβεῖν με καὶ παρακαλῶ ἵνα
ἀφεθῶ μετανοῆσαι μικρόν· καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ γέροντες· οὐ χρείαν
ἔχεις μετανοῆσαι πάτερ· εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ γέρων· φύσει οὐκ οἶδα ἐμαυτὸν
ὅτι ἔβαλον αρχήν· καὶ ἔμαθον πάντες ὅτι τέλειός ἐστι· καὶ πάλιν ἄφνω
ἐγένετο τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος· καὶ ἐφοβήθησαν πάντες· καὶ
λέγει αὐτοῖς· βλέπετε, ὁ Κύριος ἦλθε, καὶ λέγει, φέρετέ μοι τὸ σκεῦος
τῆς ἐρήμου· καὶ εὐθέως παρέδωκε τὸ πνεῦμα· καὶ ἐγένετο ὡς ἀστραπή·
καὶ ἐπλήσθη ὅλος ὁ οἶκος εὐωδίας».47
Παρόμοιον παράδειγμα ἔχομεν εἰς τοὺς νεωτέρους χρόνους τὸν
Ἅγιον Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ (Συνομιλία μὲ τὸν Μοτοβίλωφ).48
Μεταμορφούμενος διὰ τῶν ἐν χάριτι ἀσκήσεων ὁ ἄνθρωπος καθί-
σταται βαθμιαίως ὁλονὲν καὶ ἁγιώτερος καὶ φωτεινότερος. Τὸ νὰ ζῇ
κανεὶς εὐαγγελικῶς τοῦτο σημαίνει, νὰ ἀκτινοβολῇ τὸ φῶς τοῦ Λόγου
τοῦ Θεοῦ, τὸ θεῖον ἄκτιστον Φῶς, νὰ μεταβληθῇ εἰς φῶς, νὰ γίνῃ φῶς,
διότι ή ζωή καὶ τὸ φῶς εἶναι ὁμοούσια ἐν τῷ Θεῷ καὶ τῷ Θεανθρώπῳ
(πρβλ. Ἰωάν. 1,4), καὶ διὰ τοῦτο καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀληθινοὺς χριστια-
νούς. Αὐτὴ ἡ λάμψις τοῦ κεχαριτωμένου Φωτὸς παρίσταται εἰς τὰς
ἱερὰς εἰκόνας τῶν ἁγίων μὲ ἕνα φωτοστέφανον. Τὸ χαρακτηριστικὸν
γνώρισμα τῆς προσωπικότητος τοῦ ἁγίου εἶναι τὸ ὅτι ἀκτινοβολεῖ τὸ
φῶς τῆς αἰωνίου Ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης καὶ ἁγιότητος καὶ ὡραιότη-
τος. «Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν»
(Ἰωάν. 1, 5).
Τὸ βασίλειον τοῦ θανάτου ἐπεκτείνεται ὅσον καὶ ὁ ἄνθρωπος·
ὅσον ὁ ἄνθρωπος αὐξάνει τὴν ἐπιρροήν γύρω του τόσον ἁπλώνει καὶ

47 Τὸ Γεροντικὸν ἤτοι Ἀποφθέγματα Ἁγίων Γερόντων (βλ. ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1961),
σ. 101, 102 καί 111.
48 Εἰς τὴν Ἑλληνικὴν βλ. Ἀρχιμ. Ν. Γκατζιρούλη, Ὁ Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, ἔκδ. «Ἀστήρ»,
Ἀθήναι 1966.

171
τὸν θάνατον· αὐτὸ εἶναι ἡ τραγικὴ μοῖρα του εἰς τὸν κόσμον. Θὰ ἔχετε
προσέξει πὼς εἰς τὸ σύμπαν τίποτε δὲν εἶναι θνητόν, παρὰ μόνον ὁ
ἄνθρωπος καὶ ὅσα ζοῦν γύρω του. Ὁ οὑμανισμός! Ἕνα ἀφελὲς παιδικὸ
παιγνίδι μέσα εἰς τὸν πολύβοον μύλον τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος μὲ
τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν θάνατον μετέβαλε αὐτὸν τὸν κόσμον εἰς μίαν
φοβερὰν τερατωδίαν. Καὶ θὰ ἔχαναν τὸ μυαλό τους καὶ οἱ ἐλάχιστα
εὐαίσθητοι ἄνθρωποι μέσα εἰς τὰς φρικαλεότητας τῆς γῆς, ἐὰν δὲν τοὺς
ἐδίδετο τὸ θεῖον ἔλλογον (logosna) φῶς, τὸ φωτίζον κάθε ἄνθρωπον
εἰς τὴν πορείαν του μέσα εἰς τὸ ζοφερὸν σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ
θανάτου (πρβλ. Ἰωάνν. 1, 9. 2 Κορ. 4, 6).
Τὸ φῶς, ὁ Χριστός, «ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν
οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος (τ. ἔ. τὴν ἁμαρτίαν, τὸν θάνατον, τὸ
κακὸν) ἢ τὸ φῶς». Διὰ τί; « Ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. Πᾶς γὰρ
ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς («πᾶς»: καὶ ἐγὼ καὶ σύ, ὅταν κάνωμεν
τὸ κακόν), καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ
ὅτι πονηρά ἐστιν» (Ἰωάν. 3, 19 - 20). Κάποια μυστικὴ ταύτισις ὑπάρχει
μεταξὺ τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ αἰωνίου θείου ἀγαθοῦ, ὅπως πάλιν ὑπάρχει
μοιραία ἑνότης μεταξὺ τοῦ σκότους καὶ τοῦ σατανικοῦ κακοῦ· ἐντεῦθεν
ἐξηγεῖται τὸ μῖσος τοῦ σκότους καὶ τοῦ κακοῦ πρὸς ὅ,τι εἶναι φωτεινὸν
καὶ καλόν. «Ὁ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ
αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα» (Ἰωάν. 3, 21).
Ὁ κόσμος εἶναι βυθισμένος εἰς τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ μέσα
εἰς αὐτὸ τὸ φοβερὸν σκότος μόνον ὁ θαυμαστὸς Κύριος ἠδύνατο νὰ
εἴπῃ διὰ τὸν Ἑαυτόν Του: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν
ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»
(Ἰωάν. 8,12). Ἄνευ τοῦ θαυμαστοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ὁ κόσμος εἶναι ἕνα
σκότος πλῆρες ἀπὸ φαντάσματα. Δὲν σᾶς φαίνονται ἄνευ τοῦ Xpιστοῦ
οἱ ἄνθρωποι, ὅταν τοὺς κοιτάξετε μὲ τὸ μάτι τοῦ Χριστοῦ, σὰν φοβερὰ
φαντάσματα; Καὶ δὲν φαίνονται τὰ πράγματα ἐπίσης σὰν φανταστικαὶ
σκιαί, μέσα ἀπὸ τὰς ὁποίας προβάλλει τὸ τυφλὸν τέρας τοῦ θανάτου;
Ἐὰν ἔχετε τὸ θάρρος νὰ ἀντικρύσετε τὴν φρίκην μὲ τὰ μάτια σας, θὰ
τὸ αἰσθανθῆτε αὐτὸ καὶ τότε, τότε δὲν σᾶς ἀπομένει τίποτε ἄλλο παρὰ
ὁ θρῆνος καὶ τὸ πένθος διὰ τὸν Χριστόν. Διότι ὁ ἄνθρωπος περιπατῶν
ἄνευ τοῦ Χριστοῦ μέσα εἰς τὸ θέατρον τῶν σκιῶν ποὺ λέγεται κόσμος,
«οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει» (πρβλ. Ἰωάνν. 12, 35). Διὰ νὰ μάθη ποῦ πηγαί-

172
νει καὶ ποῖος δρόμος ὁδηγεῖ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμον εἰς τὸν ἄλλον,
ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γίνη υ ἱ ὸ ς φωτός. Πῶς; Διὰ τῆς πίστεως εἰς
τὸν Χριστὸν ὡς τὸ φῶς τοῦ κόσμου, διότι διὰ τῆς τοιαύτης πίστεως
γεννᾶται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἐκ τοῦ φωτὸς καὶ γίνεται τέκνον φωτός,
υἱὸς φωτὸς (πρβλ. Ἰωάνν. 12, 36).
Ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστὸν ὄχι μόνον ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπον
ἀπὸ τὸ σκότος, ἀλλὰ καὶ μεταβάλλει αὐτὸν εἰς φῶς, εἰς υἱὸν φωτός.
Διὰ τοῦτο ὁ Σωτὴρ λέγει περὶ ἑαυτοῦ: «Ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλή-
λυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ» (Ἰωαν. 12,46).
Καὶ ὄντως, καθ᾿ ἕνας ποὺ ἔχει ἀληθινὰ πιστέψει εἰς τὸν Χριστὸν δὲν
μένει εἰς τὸ σκότος τοῦ θανάτου, οὔτε θὰ μείνη ποτέ. Διὰ τοῦτο οἱ
πιστοὶ εἶναι φωτισμένοι καὶ μὲ τὸ θεῖον φῶς τῆς ψυχῆς των φωτίζουν
ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἔχων τοῦτο ὑπ᾿ ὄψιν του
ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφει εἰς τοὺς χριστιανούς: «Ἦτε γάρ ποτε
σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ· ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε» (Ἐφ. 5,8.
Πρβλ. 1 Πέτρ. 2,9). Εἶσθε σκότος διὰ τῆς ἁμαρτίας, τῆς κακίας, τῆς θνη-
τότητος, καὶ «ἐν Κυρίῳ» ἐγίνατε φῶς, δηλ. διὰ τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος
εἶναι ἡ ὄντως ἁγιότης καὶ τὸ ὄντως φῶς. Καὶ τοῦτο μαρτυρῶν πάλιν ὁ
Ἀπόστολος γράφει πρὸς τοὺς χριστιανούς: «Πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός
ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας· οὐκ ἐσμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους» (1 Θεσσ. 5. 5),
διότι ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς μιας, εἶναι — ὁ Π α τ ὴ ρ τ ῶ ν φ ώ τ ω ν, ὅλων
τῶν φώτων (Ἰακ. 1, 17).
Οἱ θεοφόροι ἅγιοι εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, οἱ φωστῆρες τοῦ
κόσμου (Ματθ. 5,14. Ἰωάν. 8,12. Φιλ. 2,15), διὰ τοῦτο τὸ σκότος τῆς
ἁμαρτίας δὲν δύναται νὰ τοὺς καταλάβη· δὲν εἶναι ὅμως φῶς αὐτοὶ
καθ᾿ ἑαυτούς, ἀλλ᾿ ἕνεκα τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐν αὐτοῖς· αὐτοὶ εἶναι μόνον
οἱ πιστοὶ κάτοχοι καὶ φορεῖς τοῦ φωτὸς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μετὰ τὸν
θάνατόν των οἱ ἅγιοι ἐξακολουθοῦν νὰ φωτίζουν, διότι αὐτοὶ ἀκτινο-
βολοῦν ὄχι μόνον διὰ τῶν ἁγίων λόγων, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν ἱερῶν λειψά-
νων των. Καὶ τὸ πιὸ ἐμφανέστερον παράδειγμα εἶναι τὰ ἅγια λείψανα
τοῦ ἁγίου Σάββα. Διὰ τοῦτο καὶ ἔκαψαν αὐτὰ οἱ Τοῦρκοι49. Ἀλλ᾿ εἶναι
ἆράγε δυνατὸν νὰ κάψῃ κανεὶς τὸ φῶς μὲ τὴν φωτιά; Διότι τότε τὸ φῶς

49 Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίυ Σάββα, πρώτου Ἀρχιεπισκόπου τῶν Σέρβων (1169-1235), ἐκάησαν
ὑπὸ τῶν Τούρκων 360 ἔτη μετὰ τὸν θάνατόν του (10 Μαΐου 1594), εἰς τὴν πλατεῖαν Vracar ἐν
Βελιγραδίῳ. (Σ.Μ.)

173
γίνεται ἀκόμα μεγαλύτερον... «Κύριος φωτισμός μου καὶ Σωτὴρ μου·
τίνα φοβηθήσομαι;»
Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ τελεία ἁγιότης καὶ τὸ ἀπόλυτον φῶς, διὰ τοῦτο
«σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (1 Ἰωάν. 1,5). Ἡμεῖς εἴμεθα μὲ
Αὐτὸν «ἐὰν ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί» (1
Ἰωάν. 1,7). Ἡ κοινωνία μετ᾿ Αὐτοῦ εἶναι κοινωνία μετὰ τοῦ φωτός,
διότι ἡ ἁγιότης τρέφεται μὲ τὸ φῶς. Αὐτὸ εἶναι νόμος τῆς εὐαγγελικῆς
ἐν Χριστῷ ζωῆς. Τὸ θεῖον φῶς καὶ ἡ ἁγιότης ἀνοίγουν τοὺς ὀφθαλμοὺς
τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὰς αἰωνίας πραγματικότητας καὶ αὐτοῦ καὶ τοῦ
ἄλλού κόσμου, ἐνῶ τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας τυφλώνει καὶ δὲν βλέπομεν
τίποτε τὸ θεῖον καὶ τίποτε τὸ αἰώνιον, οὔτε εἰς τὸν κόσμον τοῦτον οὔτε
πέραν αὐτοῦ (πρβλ. Ἰωάνν. 2, 10. Ἐφ. 1,18).
Ἡ ἁγιότης εἶναι ἡ ἐν χάριτι ἄσκησις, διὰ τοῦτο καὶ ἡ παιδεία
εἶναι τοιαύτη ἄσκησις. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ καὶ τὰς δύο ἐὰν ἀσκῇ τὰς
εὐαγγελικὰς ἀρετάς. Διότι ὁ Κύριος τῆς ἀληθείας μᾶς λέγει: «Εἰ οὖν
ὑμεῖς, ὑπάρχοντες πονηροί, oἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις
ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ ΙΙατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ δώσει Πνεῦμα Ἀγαθὸν τοῖς
αἰτοῦσιν αὐτόν;» (Λουκ. 11, 13). Καὶ πράγματι ἔδιδεν εἰς τόσους καὶ
τόσους ἁγίους πνευματοφόρους, καὶ πάντοτε δίδει καὶ θὰ δίδη. Ἀλλ᾿
ὑπὸ ἕνα ὅρον τὸν ὁποῖον διατυπώνει ὡς ἑξῆς ὁ ἅγ. Χρυσόστομος:
«Ὑπάκουσον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ, ἵνα εἰσακούσῃ σου ἐν
ταῖς εὐχαῖς».50
Ἡ παιδεία εἶναι προβολὴ τῆς ἁγιότητος. Μόνον ὁ ἁγιασθεὶς
ἄνθρωπος δύναται νὰ ἁγιάζῃ καὶ ἄλλους· μόνον γενόμενος αὐτὸς
φῶς δύναται νὰ φωτίζῃ τοὺς ἄλλους. Τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Θεανθρώπου
συγκεντρώνει τὰ πάντα εἰς τὸν προσωπικὸν ἀγῶνα καὶ τὴν ἄσκησιν· τὰ
πάντα ἀρχίζουν ἀπὸ τὸ ἴδιον τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου· σωζόμενος ὁ
ἄνθρωπος σώζει ἀπαραιτήτως καὶ τοὺς ἄλλους γύρω του· φωτιζόμενος
φωτίζει καὶ τοὺς ἄλλους. Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐαγγελική ὁδός, ἡ ἐφαρμοζο-
μένη πιστῶς εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, φυλασσομένη καὶ διαφυλαχθεῖσα εἰς
αὐτήν. Ἰδοὺ πῶς τὴν χαράσσει, ὡς ἄλλος υἱὸς τῆς βροντῆς, ὁ μέγας
ἅγιος καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ φωστὴρ τῆς οἰκουμένης, ὁ ἅγ.
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:

50 Ὁμιλία 16 εἰς τοὺς Ἀνδριάντας.

174
«Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι·
σοφισθῆναι, καὶ εἶτα σοφίσαι·
γενέσθαι φῶς, καὶ φωτίσαι·
ἐγγίσαι Θεῷ, καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους·
ἁγιασθῆναι, καὶ ἁγιάσαι».51

Κατὰ τὸ θέλημα τῆς Θείας Προνοίας ἡμεῖς ζῶμεν ἐπὶ τῆς γεωγρα-
φικῆς καὶ θρησκευτικῆς διασταυρώσεως τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως.
Διὰ τοῦτο ἴσως εὑρισκόμεθα συχνὰ εἰς βασανιστικὸν ἀδιέξοδον. Ἔχετε
παρατηρήσει πῶς εἰς τὴν ὀρθόδοξον ψυχήν μας δὲν ἀνταποκρίνεται ἡ
ὀρθολογιστικο - σχολαστικὴ παιδεία τῆς ρωμαιοκαθολικῆς καὶ προτε-
σταντικῆς Εὐρώπης; Τοῦτο κατοπτρίζεται σαφῶς εἰς τὴν ἰδεολογικὴν
καὶ ἠθικὴν περιπλάνησιν τοῦ μεγαλυτέρου μέρους τῶν διανοουμένων
μας. Αὐτοὶ ἔχουν ἀποξενωθῆ ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξον λαόν μας, ἀπὸ τὸ
σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ διὰ τοῦτο ἔχουν χάσει τὴν ὀρθό-
δοξον αἴσθησιν καὶ τὸν ὀρθόδοξον προσανατολισμὸν εἰς τὰ βασικὰ
προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ παιδεία κατὰ τὸ πρότυπον
τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Aufklδrung (Διαφωτισμοῦ) ποτὲ δὲν δύναται νὰ εἶναι
παιδεία δι᾿ ἡμᾶς. Ἡ ὀρθόδοξος αἴσθησις καὶ ἡ ὀρθόδοξος συνείδησις
παραδέχεται καὶ ἀναγνωρίζει μόνον τοὺς ἁγίους ὡς παιδαγωγοὺς καὶ
διδασκάλους καὶ μόνον τὴν ἁγιότητα ὡς φωτισμὸν καὶ ὡς ἀληθινὴν
παιδείαν. Εἶναι πολὺ βαθειὰ ἡ πεῖνα καὶ ἡ δίψα τῆς ψυχῆς μας, βαθυ-
τέρα ἀπὸ ὅτι νομίζουν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς διανοουμένους μας, καὶ κανεὶς
δὲν δύναται νὰ τὴν ἱκανοποίησῃ ἐκτὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του.
Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἰλικρινῶς ἀναζητεῖ τὸ νόημα καὶ τὸ φῶς τῆς ζωῆς,
εὑρίσκει πάντοτε ἐνέκφραστον πνευματικὴν χαράν, ἐνθουσιασμόν,
πνευματικὰ κίνητρα καὶ εὐρυτάτους ὁρίζοντας μέσα εἰς τὴν μυστικὴν
καὶ ἁγίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Δὲν ὑπάρχει ἀπελπισία καὶ λύπη,
ἀμφιβολία καὶ σκότος, ἁμαρτία καὶ θάνατος μέσα μου καὶ μέσα σου, τὰ
ὁποῖα δὲν θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἀποδιώξωμεν μὲ τὰς θαυμαστὰς ὀρθοδό-
ξους προσευχάς. Ἐὰν τὸ σκότος ἔχει καταλάβῃ τὴν ψυχήν σου καὶ σύ,
παράλυτος κατὰ τὸ πνεῦμα, εἶσαι βυθισμένος εἰς τὸ σκότος, ἰδοὺ μία
προσευχή, κλαῦσε καὶ δάκρυσε καὶ θὰ σὲ βοηθήση: «Ὁ φωτισμὸς τῶν
ἐν σκότει κειμένων, ἡ σωτηρία τῶν ἀπηλπισμένων, Ἰησοῦ Σῶτερ μου,
51 Λόγος 2, 71.PG35, 480 Β.

175
πρὸς Σὲ ὀρθρίζω, Βασιλεῦ τοῦ κόσμου, φώτισόν με τῇ σῇ λαμπρότη-
τι!»...52 Ἔχεις σκοτισθῆ ἀπὸ τὰς πολλὰς ἁμαρτίας; ἰδοὺ τὸ φάρμακον:
«Ἰησοῦ γλυκύτατε, φώτισόν με τὸν ἐσκοτισμένον· Ἰησοῦ, τὸ φῶς μου,
φώτισόν με!»... Ἐὰν οἱ ἀκάθαρτοι καὶ αἰσχροὶ λογισμοὶ ἐνοχλοῦν τὴν
καρδίαν σου, πρόστρεχε εἰς τὴν προσευχὴν καὶ προσεύχου μὲ δάκρυα:
«Ἰησοῦ γλυκύτατε, φώτισον τοὺς λογισμοὺς τῆς καρδίας μου· Ἰησοῦ, τὸ
φῶς τὸ ἅγιον, ἐπίλαμψον ἐπ᾿ ἐμέ!»... Ἐὰν δὲ πάλιν εἰς τοὺς ὁρίζοντας
τῆς ψυχῆς σου ἐμφανίζονται τὰ πύρινα σύννεφα τῆς ἡδυπαθείας, κατά-
φευγε εἰς αὐτὴν τὴν θαυμαστὴν προσευχήν: « Ἰησοῦ γλυκύτατε, φώτι-
σον τὰ αἰσθητήριά μου, ἐσκοτισμένα τοῖς πάθεσιν· Ἰησοῦ γλυκύτατε,
φύλαξον τὴν καρδίαν μου ἀπὸ ἐπιθυμίας πονηρᾶς!»...53 Καὶ ὅταν ὅλα
τὰ δεινὰ ὁρμήσουν ἀπὸ παντοῦ ἐπάνω σου, διὰ νὰ σὲ ρίψουν εἰς σκό-
τος, εἰς ἀπόγνωσιν, εἰς θάνατον, τότε βόησον πρὸς τὸν πανοικτίρμονα
Κύριον: «Ἐν τῷ οὐρανῷ τὰ ὄμματα ἐκπέμπω μου τῆς καρδίας, πρὸς Σὲ
Σωτήρ· σῶσόν με σῇ ἐπιλάμψει!».54

(1937)

52 Κανὼν ἱκετήριος εἰς τὸν Γλυκύτατον Ἰησοῦν, ὠδὴ ε΄.


53 Ἀκάθιστος Ὕμνος εἰς τὸν Γλυκύτατον Ἰησοῦν, οἶκος γ΄, δ΄, θ΄, ια΄ καὶ ιβ’.
54 Ἀναβαθμοὶ τοῦ β’ ἤχου, ἀντίφωνον α΄.

176
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Νεροδεσιά

177
Ο Μέτερλινκ πρίν Από τή μεγάλη σιωπή

Διαμέσου τῶν μελαγχολικῶν σκέψεων καί ταραχωδῶν αἰσθή-


σεών του ὁ Μέτερλινκ πάντα ἔτρεχε πρός τό κεντρικό μυστήριο τῶν
κόσμων. Ἀδιάκοπα πλησίαζε πρός αὐτό ἀλλά τό μυστήριο ἀδιάκοπα
ἀπομακρυνόταν. Ἡ μυστηριώδης ψυχή τῶν πραγμάτων, αὐτό τό θαυ-
μαστό γαλάζιο πουλί, πάντοτε πετοῦσε ἀπό τή φωλιά κάθε φορά πού
ὁ Μέτερλινκ τό πλησίαζε, ἁπλώνοντας πρός αὐτό τά ἐπιθυμητικά
χέρια του, ἕτοιμα γιά τήν αἰώνια ἀγκαλιά. Καί ὁ Μέτερλινκ παρέμεινε
λυπημένος, μόνος του, πάντα μόνος του μέ τά ἐπιθυμητικά χέρια του,
τά ὁποῖα καθ’ ἑκάστην μποροῦν νά λυγίσουν στό αὐτοκτονικό δαχτυ-
λίδι. Ὁ τρεμάμενος πόθος ἀπό συγκίνηση καί ἡ λαχανιασμένη ἀγάπη
γιά τό θαυμαστό γαλάζιο πουλί μεγάλωναν ἄφθονα στά ὕψη τῶν
ἀναρίθμητων ἀπεραντοτήτων καί καταδύονταν γενναῖα στά βάθη τῶν
ἄπατων ἀβύσσων. Βούϊζαν μέσω τοῦ «βίου τῶν μελισσῶν», εὐωδίαζαν
μέσω τῆς «νοημοσύνης τῶν ἀνθῶν», ἔκλαιγαν μέ λυγμούς μέσω τοῦ
«μεγάλου μυστηρίου», σοφίζονταν μέσω τοῦ «μεγάλου νόμου», ὅμως
τό γαλάζιο πουλί ὅλο καί πιό ἐπίμονα κρυβόταν ἀπό τό Μέτερλινκ. Καί
αὐτός, ταλαιπωρημένος ἀπό τίς σκέψεις, πληγωμένος ἀπό τίς αἰσθή-
σεις, ξεκούραζε τόν ἑαυτό του πάνω στόν ἑαυτό του, προσπαθώντας
νά γιατρέψει τή θλίψη του μέ ἄλλη θλίψη, τή μελαγχολία του μέ ἄλλη
μελαγχολία καί τόν ἀναστεναγμό του μέ ἄλλον ἀναστεναγμό.
Ἡ αἴσθηση τοῦ κόσμου στό Μέτερλινκ εἶναι πολύ περίπλοκη καί
γι’ αὐτό πολύ λυπηρή. Ἡ περί τοῦ κόσμου σκέψη του πάντοτε ἀνθίζει
μέ τήν ἀθεράπευτη λύπη, ἐπειδή συστρέφεται ἀπό τήν τραγικά πολύ-
πλοκη αἴσθηση τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος μιᾶς τέτοιας αἴσθησης καί
μιᾶς τέτοιας σκέψης δέν δύναται νά μήν εἶναι θλιμμένος μέσα σ’ αὐτόν
τόν κόσμο. Καί ὅταν αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ Μέτερλινκ, τότε πολλές
φορές ἡ λύπη του μεταβάλλεται σέ κραυγή, σέ φρίκη, σέ θρῆνο «τῶν
τυφλῶν» οἱ ὁποῖοι ἀνέλπιδα περιπλανιοῦνται γύρω σ’ αὐτό τό ἀπομο-
νωμένο νησί πού ὀνομάζεται γῆ.
Ὡς ἕνας ἀπό τούς σπάνιους στήν Εὐρώπη ὁ Μέτερλινκ αἰσθάνθη-
κε ὅτι ἡ ζωή καί ὁ θάνατος ἀποτελοῦν οὐσιαστικά ἕνα ἀδιαίρετο πρό-
βλημα καί μία ἀδιαίρετη θλίψη. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζεῖ γαλήνια
ὅταν ἡ ζωή εἶναι πολιορκημένη μέ τό μή ὄν καί ναρκοθετημένη μέ τό
θάνατο. Ἀπό ὁποιαδήποτε πλευρά καί ἄν πλησίαζε τή ζωή καί εἰσχω-
ρούσε μέσα της, ὁ Μέτερλινκ παντοῦ συναντοῦσε τό θάνατο ἤ τούς
προδρόμους του ἤ τίς προφυλακές του.
Ὁ θάνατος εἶναι δίχως γλῶσσα, δίχως λόγια. Πάντα σιωπᾶ. Δέν
ὑφίσταται πιό ἐπίμονος καί ὕπουλος κωφάλαλος μέσα στούς ἀνθρώπι-
νους κόσμους. Ἐξαιτίας τούτου αὐτός ὄντως εἶναι τό πιό τρομακτικό
τέρας, ἄλαλος ἐχθρός, ὁ πιό ἀνυπόφορος καί σιχαμερός ἐχθρός. Ὤ, νά
ἄρχιζε νά μιλᾶ! Θά ξαναζωντάνευε ὁ ἄνθρωπος· ἡ χαρά θά χτυποῦσε
βροντερά στήν καρδιά του. Ἀλλά ὁ θάνατος πάντα σωπαίνει, ἐπειδή ὁ
λόγος σημαίνει ζωή, σημαίνει σκέψη, σημαίνει Λόγο. Ἄν ξεκινοῦσε νά
μιλᾶ, ὁ θάνατος, θά πέθαινε. Ὁ λόγος εἶναι ἡ ἀνάπαυση κάθε θλίψης καί
ἰδιαίτερα τῆς βαθύτατης. Φανταστεῖτε τόν Ἰώβ νά μήν μιλοῦσε! Ἤ τόν
Ἰβάν Καραμάζωφ νά μήν ἐξομολογεῖτο στόν Ἀλιόσα. Ἀπό τή σιωπή ὁ
Ἰώβ θά πέθαινε μήν ὑποφέροντας πιά τήν ταλαιπωρία του, καί ὁ Ἰβάν
θά τρελαινόταν.
Διαμέσου ὅλων τῶν ἔργων του ὁ Μέτερλινκ οὐσιαστικά ἔθετε ἕνα
ἐρώτημα: Τί εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς = τί εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου =
τί εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ κόσμου; Αὐτό τό μονότριπλο ἐρώτημα ἔθεσε ἐξαι-
ρετικά ἐπιθετικά καί εἰλικρινά στό πιό καινούργιο του ἔργο «Πρίν ἀπό
τή μεγάλη σιωπή» (Avant le grand silence).
Ὡς τό περίεργο ἐρωτηματικό ὁ ἄνθρωπος πεζοπορεῖ διαμέσου
αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Εὐαίσθητος γιά τό μυστήριο τοῦ κόσμου ὁ ἄνθρω-
πος εἶναι ἀνεξάντλητος στήν ἐπινόηση καί θέση τῶν ἐρωτήσεων στόν
ἑαυτό του καί στόν κόσμο γύρω του. Καί σ’ ὅλες τίς ἐρωτήσεις ἡ
ἀπάντηση εἶναι μία, ἡ μεγάλη σιωπή. Μά, μόνο αὐτό; Ἡ οἰκουμένη, ἡ
φύση, ὁ Θεός ἀπαντοῦν μόνο μέ μεγάλη σιωπή, καί, ἀλίμονο σε μᾶς,
μήπως καί μέ τήν αἰώνια σιωπή; Ἡ μεγάλη σιωπή εἶναι ἡ πιό ἄσπλαχνη
ἀπάντηση γιά τόν ταλαιπωρημένο στοχαστή. Αὐτός θά προτιμοῦσε
ὁποιαδήποτε ἀπάντηση, μόνο ὄχι τή σιωπή, τή μεγάλη, τήν ἐπίμονη
καί φρικαλέα…

Ἀπό τή φύση του ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐρωτῶν. Ὡστόσο, πολύ


συχνά εἶναι τραγικῶς ἐρωτῶν, ἀφοῦ σπάνια ρωτᾶ τόν ἑαυτό του τί
εἶναι συναίσθηση, ἡ ὁποία καί δημιουργεῖ τίς ἐρωτήσεις καί ἀπαντᾶ σ’
αὐτές. Μόνο οἱ βαθεῖς στοχαστές ἀσχολοῦνται μ’ αὐτό τό ἐρώτημα, καί
βουβαίνονται ὅταν τό συναντοῦν. Ὁ Μέτερλινκ εἶναι συχνά ὅλος μέσα
σ’ αὐτό τό ἐρώτημα. Αὐτή ἡ συναίσθηση, λέει αὐτός, γιά τήν ὁποία
εἴμαστε τόσο περήφανοι, πού εἶναι τό πᾶν, χωρίς τήν ὁποία ἡ ἀθανασία
θά ἦταν ἴσιος θάνατος, τί εἶναι αὐτή κατά τη φύσιν της; Μήπως εἶναι
ἕνα εἶδος ἀδιαφανοῦς μεμβράνης (une sorte de membrane opaque),
ὁ καινούργιος ἱστός, ὁ παράσιτος πού μᾶς χωρίζει διά παντός ἀπό
τόν ὑπόλοιπο κόσμο, τό δικό μας, τό πιό μοιραῖο δῶρο τό ὁποῖο μᾶς
καλύπτει τήν πραγματικότητα τοῦ καθετί πού ὑπάρχει; (Avant le grand
silence, σ. 16).
Ἡ συναίσθηση πού εἶναι μέσα μας καί τό πιό ἄμεσα «δικό μας»,
μέσω τῆς ὁποίας ἐμεῖς εἴμαστε ἐμεῖς, παρ’ ὅλα αὐτά μέσα στήν αἰνιγμα-
τώδη οὐσία της εἶναι κάποιος ἄγνωστος ξένος μέσα μας, ἀλλόφυλος,
πού ἦρθε ποιός ξέρει ἀπό ποιούς κόσμους, πλασμένος, ποιός ξέρει ἀπό
ποιά ὕλη, σίγουρα πιό ἁπαλή ἀπό τό ὄνειρο, ὅμως πιό πραγματική
ἀπό τήν πέτρα. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βυθίσει τίς σκέψεις του σοβαρά καί
εἰλικρινά πάνω στή φύση τοῦ ὄντος του καί τῆς ἐπίγνωσής του, πρέπει
νά αἰσθανθεῖ ὅτι μέσα στόν ἱστό τοῦ ὄντος του υφίστανται ὑφασμένες
ἀναρίθμητες καί ἀπέραντες δυνάμεις. Σάν νά συναθροίστηκε ὁλόκλη-
ρος ὁ κόσμος μέ ἕνα τεράστιο κόπο, σάν νά σφίχτηκε καί συμπυκνώ-
θηκε σέ ἕνα μικρούτσικο ὄν καί παρήγαγε τόν ἄνθρωπο, μακρόκοσμος
μέσα στόν μικρόκοσμο. Καί ἀντίστοιχα μέσα στό μικρό ἄνθρωπο ζοῦν
ὅλοι οἱ κόσμοι, ὅλα τά μυστήριά τους, καί ἐνεργοῦν ὅλες οἱ δυνάμεις
τους. Ποιός θά μποροῦσε νά ξεδιαλύνει τόν ἄνθρωπο, νά ἀποκρυπτο-
γραφήσει τούς μυστικούς κώδικές του, νά λύσει τά ἱερογλυφικά του;
Αὐτή τή μακροκοσμική περιπλοκή καί μυστικότητα τοῦ ἀνθρώπινου
ὄντος ὁ Μέτερλινκ τή νιώθει ζωηρά. Ἐμεῖς φοροῦμε μέσα μας, ἀνα-
κοίνωσε αὐτός, τό καταστάλαγμα (le résumé) ὁλόκληρης της ἱστορίας
ὅλων τῶν κόσμων (ὅπ. παρ., σ. 105). Τήν ἀνθρωπότητα, ἔτσι φαίνεται,
δέν ὁδηγεῖ ἡ διάνοια οὔτε ἡ αἴσθηση, ἀλλά οἱ ξένες καί ἄγνωστες δυνά-
μεις (forces étrangeres et inconnues). Ἴσως ὑποφέρει ἀπό τήν ἐπιρροή
τῶν ὁρισμένων διαστημικῶν κλιμάτων, τῶν ὁρισμένων αἰθέριων ζωνῶν
διαμέσου τῶν ὁποίων διανύει τό δρόμο της μέσα στό χρόνο καί χῶρο.
Μόνο ἡ συλλογική ἠλιθιότητά της τήν ἐμποδίζει νά παρακολουθεῖ

181
πάντα τίς ὁδηγίες ἐκείνων πού, ὁρμέμφυτα ἤ εὐσυνείδητα, διαβλέπουν
ποῦ τήν ὁδηγοῦν αὐτές οἱ δυνάμεις (ὅπ. παρ., σ. 22).
Πιεσμένος ἀπό τό μυστήριο τῶν κόσμων σάν ἀπό κάποιες ἀνα-
ρίθμητες νύχτες, ὁ Μέτερλινκ ἀλγεινά αἰσθάνεται ὅτι ἡ ἀνθρώπινη
συνείδηση εἶναι ὑπερβολικά μικρούτσικη γιά νά φωτίσει μέ τό φῶς της
τά ἀδιαφανῆ μυστήρια. Αὐτό πού ἐμεῖς ὀνομάζουμε συνείδηση, ἀνθρώ-
πινη συνείδηση, ἄν καί ἦταν ἀνυψωμένη ἕως τό τελευταῖο ἐπίπεδο τῆς
ἰσχύος καί τελειότητας, πάντα εἶναι πολύ περιορισμένη, πολύ δυνατά
στενεμένη σ’ ἕνα κύκλο, ἀσαφῶς φωτισμένο, ὁ ὁποῖος σχεδόν ποτέ δέν
ξεπερνᾶ τόν κύκλο τῶν καθημερινῶν μικρῶν ἐμπειριῶν μας (ὅπ. παρ.
σ. 49).
Καθετί πού ὑφίσταται εἶναι τόσο περίπλοκο, αἰνιγματῶδες καί
μυστηριῶδες, ἐπειδή δέν δύναται νά ὑφίσταται χωρίς καμιά ἔμφυτη
σωφροσύνη, ἐπειδή μόνο κάποια ἀπέραντη σωφροσύνη δύναται νά
εἶναι ὄχι μόνο ἡ αἰτία τῆς ὕπαρξης τοῦ καθετί ὑπαρκτοῦ ἀλλά καί ὁ
ὅρος τῆς διάρκειάς του. Ἡ σωφροσύνη εἶναι τό αἴτημα τῆς ὑπάρξε-
ως καί τῆς ζωῆς. Βγάλτε ἔξω τή σωφροσύνη ἀπό τό ὄν καί ὅλα θά
κουτρουβαλήσουν στό μή ὄν· βγάλτε την ἔξω ἀπό τή ζωή καί ὅλα θά
κουτρουβαλήσουν στό θάνατο. Κάποια πάνσοφη νοημοσύνη σάν τό
πιό ἁπαλό ὑγρό εἶναι διαχυμένη διαμέσου ὅλων τῶν ὄντων, ἀπό τά
κατώτατα ἕως τά ἀνώτατα, καί διαμέσου ὅλων τῶν πραγμάτων ἀπό
τά ἁπλούστατα ἕως τά τελειότατα, καί τά διατηρεῖ στήν ὕπαρξη καί
ζωή. Προσβλητική εἶναι ἡ μυωπία καί ἡ στενομυαλιά νά βλέπουμε τή
νοημοσύνη μονάχα στόν ἄνθρωπο καί νά τήν ἀπορρίπτουμε σέ καθετί
κατώτερο καί ἀνώτερο ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὁ Μέτερλινκ αἰσθάνεται τή
νοημοσύνη τῶν ἀνθῶν, καί μέ τό δίκαιό του. Ἄν διευρύνουμε αὐτήν τήν
σκέψη προκύπτει ὅτι: τό ἀηδόνι εἶναι ἀηδόνι μέσω τῆς νοημοσύνης, ἡ
μέλισσα εἶναι μέλισσα μέσω τῆς νοημοσύνης, ὁ Θεός εἶναι Θεός μέσω
τῆς νοημοσύνης· τό φῶς εἶναι φῶς μέσω τῆς νοημοσύνης, τό ὀρυκτό
εἶναι ὀρυκτό μέσω τῆς νοημοσύνης· καθετί πού ὑφίσταται, ὑφίσταται
μέσω τῆς νοημοσύνης καί μόνον.
Ἄν τό σύμπαν δέν θά ἦταν νοῆμον, λέγει ὁ Μέτερλινκ, θά ἦταν
νεκρό ἐδῶ καί πολύ καιρό, ἤ καλύτερα ἀπό πάντα, καί αὐτό θά πεῖ ὅτι
δέν θά ὑφίστατο ποτέ. Ὑπάρχει μόνο μέσω τῆς νοημοσύνης (ὅπ. παρ., σ.
120). Τό φῶς εἶναι ἀναπότρεπτα νοῆμον (la lumière est necessairement

182
intelligente), ἴσως καί ἡ ἴδια ἡ νοημοσύνη· σέ κάθε περίπτωση, αὐτό
εἶναι ἡ πιό ὁλοφάνερη ἐκδήλωση τῆς καθολικῆς νοημοσύνης (ὅπ. παρ.,
σ. 122). Καί ὅταν θά ὁδηγοῦσε ὁ Μέτερλινκ αὐτή τή σκέψη ἕως τό φυσι-
κό τέλος της, ἕως τή φυσική τελειότητά της, αὐτή θά ἔπρεπε νά εἶναι
εὐαγγελική, ὁ Λόγος εἶναι ἡ ζωή· ὁ Λόγος εἶναι τό φῶς (Ἰωαν. 1, 4· 9).
Καί τοῦτο σημαίνει, ὁ Λόγος, ἡ λογικότητα = ἡ Διάνοια, ἡ σωφροσύνη
εἶναι ἐνδελέχεια, ἡ οὐσία τοῦ φωτός, τῆς ζωῆς καί τοῦ καθετί ὑπαρκτοῦ,
ἐφόσον τά πάντα πού ἔγιναν, «διά τοῦ Λόγου ἐγένετο» (Ἰωαν. 1, 3).
Γιά τό Μέτερλινκ εἶναι ἀνόητη ἡ μάχη μεταξύ τῶν σπιριτου-
αλιστῶν καί τῶν ὑλιστῶν, ἐπειδή ἡ μετάβαση τῆς ὕλης στό πνεῦμα
καί τοῦ πνεύματος στήν ὕλη εἶναι ἀκατανόητη καί ἀπαρατήρητη.
Ἁπλούστατα, αὐτή ἡ μετάβαση δέν ὑφίσταται. Τό ἀπεριόριστα μικρό (l’
infiniment petit) δέν εἶναι πνευματικότερο ἀπό τό ἀπεριόριστα μεγά-
λο· καί τό ἀπεριόριστα μεγάλο (l’ infiniment grand) δέν εἶναι ὑλικότερο
ἀπό τό ἀπεριόριστα μικρό (ὅπ. παρ., σ. 124). Τό πνεῦμα δέν ἀρχίζει ἐκεῖ
πού ὁλοκληρώνει τό μικροσκόπιο· αὐτό εἶναι μέσα σ’ ὅλα πού βλέπει
τό μάτι (ὅπ. παρ., σ. 125). Καί τότε ἀκούγεται ἕνα βροντῶδες, «μετερ-
λινκιστικό» παράδοξο: Ὁ βράχος τοῦ γρανίτη ἤ τοῦ πυρολίθου εἶναι
τόσο πνευματικός ὅσο καί ἡ σκέψη τοῦ Πασκάλ (ὅπ. παρ., σ. 126). Καί
ἡ θεία βιβλική σοφία εὐαγγελίζεται: Τά πάντα ἐγένετο διά τοῦ Λόγου
(Ἰωαν. 1, 3)· «τὰ πάντα δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτὸν ἔκτισται» (Κολ. 1, 16).
Αὐτός ὄντως εἶναι ἡ πνευματικότητα τοῦ πνευματικοῦ, ἡ σωφροσύνη
τοῦ σώφρονος, ἡ ζωή τοῦ ζῶντος, ἡ ὑλικότητα τοῦ ὑλικοῦ. Γι’ αὐτό τό
λόγο, μονάχα μέσα σ’ Αὐτόν εἶναι πιθανή ἡ θεοδικία καί ἀνθρωποδικία
καί κοσμοδικία.
Ἕνα ἴδιο αἴνιγμα διαπερνᾶ ὅλα τά ὄντα, καθετί πού ὀνομάζουμε
πνεῦμα καί ὕλη. Ἄν τά πάντα εἶναι ὕλη, τό αἴνιγμα δέν εἶναι πιό σαφές
πάρα ἄν τά πάντα εἶναι πνεῦμα, καί ἐπιπλέον, ἄν τά πάντα εἶναι ὕλη καί
πνεῦμα, ἄν τό πνεῦμα εἶναι μόνο ὕλη καί ἄν ἡ ὕλη εἶναι μόνο πνεῦμα.
Μ’ αὐτή τή σύγκρουση δέν κερδίζουμε τίποτα (ὅπ. παρ., σ. 166).
Ἡ σκέψη εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα ἀλλά καί πολύ ὀδυνηρό δῶρο.
Θά ἔλεγα, ὁ Μέτερλινκ αἰσθάνεται δύσκολα γι’ αὐτό πού ὁ ἄνθρωπος
εἶναι προικισμένος μέ τή σκέψη. Μέσα στό πελώριο σύμπαν, ὅπου
ἐνεργοῦν ἀναρίθμητες δυνάμεις, σκοτεινές καί φωτεινές, ἡ μικρούτσι-
κη καί μικροκαμωμένη σκέψη τοῦ ἀνθρώπου ὁλοένα πεθαίνει μέσα σέ

183
θλίψεις ἀλλά δέν μπορεῖ νά πεθάνει. Εἶναι ἀθάνατη στό θάνατο. Μέσα
σ’ αὐτό ἔγκειται ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ὁ οὑμανι-
στής, ἄν εἶχε περισσότερη εἰλικρίνεια καί θάρρος, θά ἐκμεταλλευόταν
τήν τραγικότητα τῆς σκέψης γιά τό ἕν: Νά κάνει αὐτοκτονία. Γιά πιό
πράγμα χρησιμεύει ἡ σκέψη, ὅταν παρουσιάζει μόνο ἕνα ἀσταμάτητο
βασανισμό μέσα στό ἀθάνατο θάνατο;
Ὁ λυπημένος Μέτερλινκ εἶναι συνεπής οὑμανιστής, εἰλικρινής
ἀνθρωπολάτρης, γι’ αὐτό καί τραγικά τολμηρός στή συμπερασματική
σκέψη του: «Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν προικισμένος μέ νοημοσύνη λιγότε-
ρο δειλή, ἡ ἀνθρωπότητα πρίν ἀπό πολύ καιρό θά ἔπαυε νά ὑπάρχει,
ἐπειδή εἶναι πιθανό ὅτι δέν θά δεχόταν αὐτή τή ζωή, ὅπως εἶναι ἐπιβε-
βλημένη σέ μᾶς» (ὅπ. παρ., σ. 188).
Ναί, ναί, ἡ σκέψη ἀναμφισβήτητα εἶναι τό πικρότατο δῶρο στόν
ἄνθρωπο μέχρι τή στιγμή πού θά τήν γλυκάνει ό Γλυκύτατος Κύριος
Ἰησοῦς, καί ἐπιπλέον, τό πιό καταραμένο δῶρο μέχρι τή στιγμή πού
νά τήν εὐαγγελίσει μέ τό βιβλικό εὐχάριστο ἄγγελμα. Ἡ σκέψη τοῦ
ἀνθρώπου στοχαστῆ, ἄν δέν ὁλοκληρωθεῖ μέ τό Θεό, ἀργά ἤ γρήγορα
κατ’ ἀνάγκην θά ὁλοκληρωθή μέ τήν παραφροσύνη.

Ὁ Μέτερλινκ σημείωσε μία σοφή σκέψη: «Πεῖτε μου πῶς συμπε-


ριφέρεται ὁ Θεός σας, τί κάνει Αὐτός, τί λέει, πῶς ἐσεῖς Τόν βλέπετε,
καί ἐγώ θά ξέρω ποιοί εἶστε ἐσεῖς, παρά ἄν διαβίωνα δέκα χρόνια μαζί
σας» (ὅπ. παρ., σ. 185). Καί ὁ Μέτερλινκ μᾶς εἶπε εἰλικρινά γιά τό θεό
του καί μ’ αὐτό μᾶς ἐφανέρωσε τόν ἑαυτό του ἐντελῶς. Ὁ Θεός του
σέ ὅλα μοιάζει σ’ αὐτόν. Μέσα σ᾿ αὐτό βρίσκεται ὁ μυελός ὁλόκληρης
τῆς τραγωδίας τῆς «μετερλινκιστικῆς» σκέψης καί φιλοσοφίας. «Ὁ
Θεός εἶναι τό ἄνθος τῆς ψυχῆς μας, τό ἀποκορύφωμα τοῦ Ἐγώ μας,
περισσότερο Ἐγώ παρά ὅλα τά ὑπόλοιπα. Αὐτός εἶναι τό ἀδιάλειπτο
δημιούργημά μας (création incessante). Αὐτός ἀλλάζει ἀπό αἰῶνα σέ
αἰῶνα, ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή, ἀπό μέρα σέ μέρα. Ἐκεῖνος,τοῦ ὁποίου στά
γεράματα ὁ Θεός θά ἦταν ὅμοιος μέ τό Θεό τῶν παιδικῶν του χρόνων
ἤ τῶν νεανικῶν του χρόνων, δέν θά ἦταν ἄνθρωπος ἀλλά νεκρός. Ὁ
Θεός ζεῖ, μεγαλώνει, ἀναπτύσσεται, τελειοποιεῖται, τρέφεται ἀπό τή

184
δύναμή μας, τή νοημοσύνη μας καί τίς ἀρετές μας. Ὁ Θεός σου εἶσαι
ἐσύ, αὐτό πού ἤσουν, αὐτό πού εἶσαι καί ἰδιαίτερα αὐτό πού ἐλπίζεις νά
γίνεις» (ὅπ. παρ., σ. 17, 18).
Λυπημένος εἶναι ὁ θεός τοῦ Μέτερλινκ ἐφόσον δέν εἶναι καθό-
λου καλύτερος ἀπό τόν ἄνθρωπο. Πρέπει νά ἔχει κανείς ὑπεραρκετή
τήν τραγική περηφάνεια γιά νά προσκυνᾶ τό θεό τοῦ Μέτερλινκ. Σέ
ὁποιαδήποτε ἔκδοση, ὑπό ὁποιαδήποτε μάσκα, ὁ ἄνθρωπος δέν μπο-
ρεῖ νά ἀνταλλάξει τό Θεό, ζῶντα καί ἀληθινό. Ἡ πηγή τῆς ἀδιέξοδης
ἀπελπισίας τοῦ Μέτερλινκ ἔγκειται στήν οὑμανιστική ἀνθρωπολατρία
του, στήν εἰδωλολατρία του. Ἐντοιχισμένος μέσα στόν ἄνθρωπο, αὐτός
πνίγεται μέσα σ’ αὐτόν καί ἀναγκαστικά πρέπει νά πνιγεῖ. Δέν μπορεῖ ὁ
ἄνθρωπος νά ἀνακηρύξει τόν ἑαυτό του Θεό καί νά μήν παραφρονήσει
μέσα στίς σκέψεις του (πρβλ. Ρωμ. 1, 21). Τή μεταμόρφωσή του πρός
τό τραγικό καί ἀδιέξοδο ὁ Μέτερλινκ τήν ἐξέφρασε πολύ καθαρά: «Ὁ
Ἄρκελ τῆς νεότητάς μου ἔλεγε στόν Πηλέα, ’’Ἄν ἤμουν Θεός, θά εἶχα
τή συμπόνια πρός τούς ἀνθρώπους’’. Ὁ Ἄρκελ τῶν γεραμάτων μου θά
ἔλεγε σήμερα: ’’Ἄν ἤμουν Θεός, θά ντρεπόμουν γι’ αὐτό πού δημιούρ-
γησα τούς ἀνθρώπους’’» (ὅπ. παρ., σ. 35).
Αὐτό εἶναι νιτσεϊκά εἰλικρινές ἀλλά καί νιτσεϊκά ἀπελπιστικό.
Πράγματι, ἡ ἀνθρώπινη σκέψη περί τῆς ἔννοιας τοῦ κόσμου, περί τῆς
ἀνθρωποδικίας, ἄν δέν ὁλοκληρωθεῖ μέ τό Θεάνθρωπο ὁ Ὁποῖος εἶναι
ἡ μοναδική ἔννοια τοῦ κόσμου καί ἡ μοναδική δικαίωση τοῦ ἀνθρώ-
που, πρέπει νά ὁλοκληρωθεῖ μέ τήν ἀπελπισία, τήν παραφροσύνη, τήν
αὐτοκτονία. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ὁλοκληρώθηκε στό Νίτσε, ἔτσι καί
στόν Ἰβάν Καραμάζωφ, ἔτσι καί στόν Σταυρόγκιν, καί ἔτσι, ἀλίμονο,
ὁλοκληρώνεται καί στό θλιμμένο ποιητή τῆς «νοημοσύνης τῶν ἀνθῶν»
καί τόν ἀντάρτη φιλόσοφο τοῦ «μεγάλου μυστηρίου».

Ὁ Μέτερλινκ κατά προτεραιότητα εἶναι ποιητής τοῦ θανάτου καί


φιλόσοφος τοῦ θανάτου. Ὡστόσο, μέσα στίς ποιητικές αἰσθήσεις του
καί τούς φιλοσοφικούς στοχασμούς του εἶναι ὁλοφάνερη κάποια οὑμα-
νιστική σύγχυση καί πανθεϊστική ἀντιφατικότητα, τῆς ὁποίας ὁ πιό
πιστός συνοδός εἶναι ἡ ἀπελπισία. Μολονότι μαγκωμένος πανταχόθεν

185
ἀπό τό θάνατο, ὁ Μέτερλινκ διακρίνει: «Γιά ποιό λόγο ὑπάρχει ἡ ζωή;
Ὑφίσταται ἐπειδή δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, ἐπειδή ὁ θάνατος δέν ὑπάρ-
χει. Ἡ ζωή ὑπάρχει, ὁ θάνατος δέν ὑπάρχει. Ὁ θάνατος δέν ἐπιτίθεται
στή ζωή ἀλλά ἡ ζωή κάνει τό θάνατο ἀπίθανο, ἀκόμη καί ἀφάνταστο.
Ἡ ζωή δέν τοῦ ἐπιτρέπει οὔτε νά ἔχει μορφή οὔτε τό καταφύγιο. Ἡ ζωή
φαίνεται ὅτι σκοτώνει ὅταν μετατοπίζει τή ροή της· ἀλλά τό νά σκο-
τώνεις εἶναι ἐπίσης ἔτσι ἀδύνατο ὅπως καί τό νά καταστρέφεις. Ὅταν
σφάζουμε ἕνα ἀρνί, ἐμεῖς κατευθύνουμε σέ ἄλλη πλευρά τό ρυάκι, τοῦ
ὁποίου καμία σταγόνα δέν χάνεται. Ἡ ζωή δέν ἔχει κανένα ἐχθρό ἐκτός
τοῦ ἑαυτοῦ της· καί αὐτό θά πεῖ ὅτι εἶναι ἀπίθανο νά τόν ἔχει. Καθετί
πού πεθαίνει, βυθίζεται στή ζωή (ὅπ. παρ., σ. 49-50).
Ἡ σκέψη περί τῆς αἰώνιας ὑπάρξεως καί αἰώνιας κυκλικῆς κινή-
σεως τοῦ καθετί ὑπαρκτοῦ εἶναι φορτωμένη μέ τήν ἀνυπόφορη φρίκη.
Μά, εἶναι δυνατή πιό φρικιαστική θλίψη στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό
τό νά ὑπάρχουν αἰώνια μαζί του ὅλες οἱ ἀνοησίες, ὅλες οἱ κακίες, ὅλες
οἱ πανουργίες, μέ τίς ὁποῖες τό ἀνθρώπινο γένος μόλυνε τό ἁγνό πρό-
σωπο αὐτοῦ τοῦ δικοῦ μας ἀστεριοῦ, τῆς Σταχτοπούτας; Ὀνομάζουμε
τό Θεό αἰώνιο, δήλωσε ὁ Μέτερλινκ. Ὅμως, νά μήν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι
τά πάντα εἶναι ἐπίσης ἐξίσου αἰώνια ὅπως ὁ Θεός, καί δέν δύναται
νά μήν εἶναι ἔτσι. Τί θά ἦταν ἕνα πρᾶγμα τό ὁποῖο θά ἄρχιζε καί πού
θά μποροῦσε νά ἔχει τέλος, πού θά ἐξαφανιζόταν ἡ οὐσία του, τί θά
γινόταν αὐτό; Τό πᾶν εἶναι παντοτινό (tout est éternel), ἀφοῦ τίποτα
δέν εἶναι φθαρτό· τό πᾶν εἶναι ἀκατάστρεπτο, ἄν ὄχι στή φόρμα του,
ἀλλά ὁπωσδήποτε στήν οὐσία του. Πρέπει νά ἐγκαταλείψουμε ἅπαξ
διά παντός τό νά συνδέουμε τό θάνατο μέ τόν ἀφανισμό ἤ μέ τήν κατα-
στροφή. Ὅλοι εἴμαστε σύγχρονοι τοῦ Θεοῦ (contermporains de Dieu)
καί θά ζοῦμε τόσο πολύ ὅσο καί Αὐτός (ὅπ. παρ., σ. 53). Δέν ὑπάρχουν
νεκροί, ἐφόσον ὅλοι οἱ νεκροί εἶναι ζωντανοί καί ὅλοι οἱ ζωντανοί εἶναι
νεκροί. Οἱ ζωντανοί ζοῦν πνευματικά καί ὑλικά στούς νεκρούς καί οἱ
νεκροί στούς ζωντανούς. Καί οἱ δύο εἶναι ἀδύνατο νά καταστραφοῦν
(ὅπ. παρ., σ. 54).
Οὐδέποτε θά ἔπρεπε νά λέμε ὅτι αὐτός εἶναι νεκρός ἤ ὅτι αὐτός
εἶναι πεθαμένος. Πρέπει νά λέμε, ὅτι αὐτός εἶναι ζωντανό ὄν πού δέν
φαίνεται πιά. Τοῦτο εἶναι πιό σωστό καί πιό κοντά στήν ἀλήθεια,
ἀφοῦ λέμε σοβαρά ὅτι δέν ὑπάρχουν νεκροί ἀλλά ζωντανοί οἱ ὁποῖοι

186
ἄλλαξαν μορφή. Τίποτα δέν ἔχει πάψει ποτέ, τίποτα δέν θά πάψει νά
ὑπάρχει ποτέ (ὅπ. παρ., σ. 80). Ἐκεῖνος πού λέει «τέλος», δέν λέει μή ὄν.
Τό τέλος ἑνός ζωντανοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀρχή γιά ἕνα νεκρό ἄνθρωπο·
καί τό τέλος ἑνός νεκροῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀρχή τῆς μεταμόρφωσης
καί ἡ ἐξέλιξη πού ἐμεῖς δέν εἴμαστε σέ θέση νά παρακολουθοῦμε μέσα
στό χῶρο καί στό χρόνο (ὅπ. παρ., σ. 90). Εἴμαστε ἐξίσου ἔτσι ἀθάνατοι,
ἐξίσου ἔτσι αἰώνιοι ὅπως καί τό σύμπαν. Κάθε μόριο, κάθε κύτταρο τοῦ
σώματός μας, κάθε ὑγρό ἤ κάθε κύμα τῆς νοημοσύνης μας ἀπό πάντα
ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει πάντα (ὅπ. παρ., σ. 92).
Ὁ θάνατος εἶναι ἡ φυσική προέκταση τῆς ζωῆς. Δέν ὑφίσταται
διακοπή στήν ὁρμή τῆς ζωῆς. Ἡ ζωή θεωρεῖ τό γνήσιο σχῆμα της μόνο
μέσα στόν καθρέφτη τοῦ θανάτου. «Τί θά ἧταν ἡ ζωή ἄν δέν θά ὑπῆρχε
ὁ θάνατος; Ποιός θά τολμοῦσε νά ζεῖ; Κανείς ἐπειδή μόνον ὁ φόβος,
μολονότι ἀδικαιολόγητος, τοῦ θανάτου βοηθᾶ νά παρατείνουμε τή
ζωή ἕως τά γεράματα» (ὅπ. παρ., σ. 109). Ἐκεῖνο πού ἔχει τέλος δέν
ὑφίσταται, ἐφόσον τίποτα δέν ὁλοκληρώνεται μέσα στό χρόνο. Μόνο
ἐκεῖνο πού εἶναι ἀπέραντο εἶναι δυνατό (ὅπ. παρ., σ. 260). Οἱ ἄνθρωποι
ἔχουν μονάχα μία τύχη, ἀναπαλλοτρίωτη καί σίγουρη, τό ὅτι μποροῦν
νά ἐλπίζουν γιά τό θάνατο (ὅπ. παρ., σ. 225).
Ἡ συνείδησή μας παραμένει καί μετά τό θάνατο. Τοῦτο σημαίνει
ὅτι θά ἐπιγιγνώσκουμε τόν ἑαυτό μας ὡς ζωντανό καί ἀπό τήν ἄλλη
μεριά τοῦ τάφου. Ἡ ζωή ἔγκειται στήν ἀνέκρωτη αὐτοσυνείδηση.
«Ἐμεῖς ποτέ δέν θά ξέρουμε ὅτι εἴμαστε νεκροί (ὅπ. παρ., σ. 230). Χωρίς
τό θάνατο, τί θά ἦταν ἡ ζωή; Ὁ θάνατος εἶναι ἐκεῖνο πού δίνει στή ζωή
τή σημαντικότητα, τή σπουδαιότητα, τήν ἀξιοπρέπεια, τήν ἔννοια καί
τίς ἀπέραντες προοπτικές (ὅπ. παρ., σ. 233). Ἡ ζωή εἶναι ἕνα μυστήριο,
ὁ θάνατος εἶναι τό κλειδί πού τό ἀνοίγει· ἀλλά ἐκεῖνος πού γυρίζει τό
κλειδί ἐξαφανίζεται διά παντός μέσα στό μυστήριο (ὅπ. παρ., σ. 234)
Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅμως, ὁ θάνατος εἶναι κάποια καταστροφική
ἀλλοίωση τῆς αὐτεπίγνωσης, μέσα στήν ὁποία χάνεται ἡ ἀλληλουχία
τῆς προσωπικότητάς μας, τοῦ ἐγώ μας. Ἄν εἶναι ἔτσι, τότε ἡ ἀθανασία
τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσωπικότητoς, εἶναι ὀντολογικά ἀπίθανη, ἐπειδή
ἡ ἀθανασία εἶναι ἀθανασία μόνο τότε, ὅταν μέσα σ’ αὐτήν διατηρηθεῖ
ἡ ταυτότητα τῆς προσωπικότητας. Ὁ Μέτερλινκ δέν αἰσθάνεται αὐτήν
τήν ἀντινομία, γι’ αὐτό τόσο θαρραλέα ὑποστηρίζει μία ἄλογη θέση:

187
«Ἡ κανονική κατάστασή μας εἶναι ὁ θάνατος, δηλαδή, ἡ ασυνειδησία,
ἡ ἀπώλεια τοῦ ἐγώ μας, τῆς προσωπικότητάς μας… Ὁ θάνατος εἶναι
ἡ κανονική κατάστασή μας, ἀφοῦ σημαίνει τήν ἐπιστροφή μας στή
συμπαντική ζωή. Ἐμεῖς παύουμε πλέον νά εἴμαστε μέσα στό καθεστώς
τοῦ σύμπαντος μία γενικά ὀδυνηρή ἐξαίρεση» (ὅπ. παρ., σ. 240). Ἐμεῖς
μποροῦμε νά μήν ὑπάρχουμε ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού θά ἀρχίσουμε νά
ὑπάρχουμε, τότε εἴμαστε ἀνέκκλητα ἀθάνατοι (ὅπ. παρ., σ. 246).

Τό βιβλίο τοῦ Μέτερλινκ «Πρίν ἀπό τή μεγάλη σιωπή» εἶναι ὁ


τραγικός ἰσολογισμός τῆς φιλοσοφίας του. Ἀλλιῶς δέν θά μποροῦσε
νά εἶναι κάτι διαφορετικό, ἐφόσον καί αὐτός πάσχει ἀπό τήν εὐρωπαϊ-
κή ἐπιδημική ἀρρώστια, ἀπό τόν οὑμανισμό, ἀπό τήν ἀνθρωπολατρία.
Ἤθελε τά πάντα νά τά κατεβάσει στό ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου, νά ἐξηγή-
σει τά πάντα μέσω τοῦ ἀνθρώπου, καί ἐπιτέλους ἀηδίασε τόν ἄνθρωπο.
Αὐτή τή μεγάλη ἀηδία στόν ἄνθρωπο πετυχαίνει τό ἀνθρώπινο ὄν,
ὅποτε προσπαθήσει νά ἀντικαταστήσει τό Θεό μέ τόν ἄνθρωπο. Μέσα
στήν οὑμανιστική ἔκσταση ὁ Μέτερλινκ δέν ἤθελε νά στηριχτεῖ στό
Θεάνθρωπο, γι’ αὐτό καί βουβάθηκε στήν παράλογη ἀπελπισία ἐνώ-
πιον τοῦ ἄλυτου αἰνίγματος τοῦ κόσμου.
«Γιά ποιό λόγο ἐγώ ζοῦσα», ἀναρωτιέται ὁ Μέτερλινκ.
«Προκειμένου νά φτιάξω μέ δισεκατομμύρια καί δισεκατομμύρια ἄλλα
ὄντα πού προηγήθηκαν ἀπό μένα, μέ ἀκολούθησαν καί πού θά ἔρθουν
μετά ἀπό ἐμένα, τόν ἄχρηστο κρίκο, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει τέλος καί δέν
θά χρησιμεύει γιά τίποτα; Ἔπειτα ἀπό χιλιάδες χρόνια ἐρωτήσεων καί
στοχασμῶν, ἡ ἀνθρωπότητα πού διακοσμεῖ αὐτή τή γῆ, δέν ἔχει βρεῖ
τήν ἀπάντηση ἡ ὁποία μπορεῖ να γίνει παραδεκτή» (ὅπ. παρ., σ. 36).
Μᾶς λένε πῶς τελικά εἶναι πιθανό νά μήν καταστραφεῖ τίποτα μέσα
στούς πνευματικούς τομεῖς καί ὅλοι οἱ κόποι, ὅλες οἱ τραγικές νίκες
τῆς νοημοσύνης καί τῆς καρδιᾶς μας νά συναθροιστοῦν, νά μορφώ-
σουν μία ρεζέρβα, ἀπό τήν ὁποία θά προμηθεύονται ὅλοι οἱ ἀπόγονοί
μας ἤ ἄλλοι κόσμοι, ἤ θά συνεισφέρουν νά γλιτώσει ἡ συνείδηση τοῦ
σύμπαντος ἀπό τό σκότος καί τό χάος. Ἀλλά ὅλοι οἱ κόποι μας, ὅλες οἱ
νίκες μας ποτέ δέν τελείωναν μέ τίποτ’ ἄλλο παρά μέ τόν ξεπεσμό μέσα

188
σέ ὅλο καί βαθύτερες ἀκατανοησίες· καί ὅλα αὐτά πού ξέραμε περί τοῦ
σκοποῦ καί τρόπου ὑπάρξεως, περί τῆς καταγωγῆς καί τοῦ τέλους, περί
τοῦ χρόνου καί τῆς αἰωνιότητας, περί τῆς ὕλης καί τοῦ πνεύματος, περί
τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, πάντα ἦταν ὅλο καί πιό ἀρνητικά. Μέσα στό
γενικό κεφάλαιο βάζαμε χωρίς τάξη μόνο τά μηδέν πού δέν παρουσιά-
ζουν τίποτα καί δέν λένε τίποτα. Συσσωρεύοντας τήν ἐκμηδένιση πάνω
στήν ἐκμηδένιση δέν μποροῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι μία μέρα θά κατορθώ-
σουμε νά βροῦμε καί νά διαπιστώσουμε κάτι.
Ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου, μαστιγωμένη ἀπό τά αἰνίγματα τοῦ
κόσμου, μαρτυρικά ψάχνει τήν ἔννοια τῆς ζωῆς καί δέν τή βρίσκει.
Αὐτή ὁλοένα μετεωρίζεται σέ ὅλο καί νεότερες ἀπεραντοσύνες, οἱ
ὁποῖες μόνο αὐξάνουν τήν πεῖνα της γιά τήν ἐπίγνωση. Τό μόνο πού
ὑφίσταται στό σύμπαν εἶναι ἡ ἀπεραντοσύνη, νομίζει ὁ Μέτερλινκ. Τό
ὄν δέν ἔχει σκοπό. Ὁ σκοπός ἐπισημαίνει τό ὅριο· ὁ μοναδικός κανόνας
τῆς ἀπεραντοσύνης καί τοῦ ὄντος εἶναι ὅτι δέν ἔχει καί δέν δύναται
νά ἔχει τό ὅριο. Τοῦτο εἶναι ὁ λόγος πού ἐμεῖς ψάχνουμε καί πάντα θά
ψάχνουμε μέσω τῶν ἐρωτήσεων, καί ποτέ δέν θά καταλάβουμε τίποτα
(ὅπ. παρ., σ. 78-79). Ἡ μοναδική πρόοδος πού σημειώσαμε βρίσκεται
στόν ἀγνωστικισμό (ὅπ. παρ., σ. 116). Τρομακτικός εἶναι ὁ ἰσολογι-
σμός τῆς ἀνθρώπινης προόδου: «Ἄν κάνουμε ἰσολογισμό ἐκείνου πού
ὁ ἄνθρωπος κατόρθωσε ἀπό τήν ἐμφάνισή του στή γῆ, διαπιστώνου-
με ὅτι αὐτός δέν ἔχει ἐφεύρει τίποτα περί τῆς ζωῆς, τίποτα περί τοῦ
θανάτου, τίποτα περί τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ σύμπαντος, τίποτα περί τοῦ
χώρου καί χρόνου, μονάχα μερικές ἀνασφαλεῖς λέξεις περί τοῦ φωτός,
τῆς θερμότητας, τοῦ ἠλεκτρισμοῦ καί τῆς βαρύτητας, τίποτα περί τοῦ
πνεύματος καί τῆς ὕλης, τίποτα περί τῆς αἰωνιότητας, τίποτα περί τῆς
ἀπεραντοσύνης, τίποτα περί τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, τίποτα περί τῆς
καταγωγῆς, τίποτα περί τοῦ σκοποῦ ἤ τοῦ τέλους» (ὅπ. παρ., σ. 217).
Μέ τί θά τελειωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί μέ τί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος
ὅπως εἶναι ὁ Μέτερλινκ; Καρφωμένος στή γῆ, αὐτός μέ κραυγή στέλνει
τίς ἀλγεινές ἐρωτήσεις του στίς διαστημικές ἀβύσσους καί σπηλιές, καί
δέν ἀκούγεται πουθενά ἀντίλαλος, πουθενά ἀντήχηση. Πανταχόθεν
ἀναβρύζει καί ὁρμᾶ στόν ἄνθρωπο ἡ σιωπή, ὑπόκωφη, ἐνδεχομένως
καί ὕπουλη. Γιά τόν Μέτερλινκ ὁπωσδήποτε ὑπόκωφη καί ὕπουλη ἀλλά
ὄχι γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή αὐτός στή σιωπή τοῦ Θεοῦ

189
βρίσκει τίς εὔγλωττες ἀπαντήσεις στίς θλίψεις του καί τούς πόνους του.
Καί ὁ ἀπελπισμένος Μέτερλινκ, ἀκόμα καί πρίν ἀπό σαράντα χρόνια,
χτυπώντας μέ τίς ἐρωτήσεις τήν κατάκλειστη πόρτα τῶν κοσμικῶν
μυστηρίων, ξεφώνησε στό ὄν πίσω ἀπό τήν πόρτα: «Τέρας, φτύνω σέ
σένα! »
Παθητικά καί εὐερέθιστα εὐαίσθητος γιά τά μυστήρια τοῦ
κόσμου, ὁ Μέτερλινκ τούς περί τῆς ζωῆς στοχασμούς του ἐκβιάζοντας
τούς ὁδηγεῖ στό ἀπελπιστικό συμπέρασμα, «μαγκμπεθικά» ἄπελπι, καί
«μαγκμπεθικά» τραγικό. Ὁ Σέξπηρ πανανθρώπινα εὐρύς καί βαθύς,
ἐντούτοις μέ πολύ πιό ὑγιῆ ψυχή ἀπό τό Μέτερλινκ, ἐξέφερε μέσω τοῦ
στόματος τοῦ Μάγκμπεθ τήν πιο φρικιαστική κρίση περί τῆς ζωῆς: «Ἡ
ζωή εἶναι ἡ ἱστορία, ἱστορημένη ἀπό κάποιον ἠλίθιο, γεμάτη θόρυβο
καί φασαρία, και δέν σημαίνει τίποτα (a tale told by an idiot, full of
sound and fury, signifying nothing)!
Εἶναι ὁλοτελα ταιριαστό μέ τήν ψυχολογία ἑνός τραγικοῦ
κακούργου, ὅπως εἶναι ὁ Μάγκμπεθ, νά ἐκφράσει μία τέτοια κρίση
περί τῆς ζωῆς. Ὡστόσο, εἶναι ἀπέραντα τραγικό γιά τό Μέτερλινκ
νά υἱοθετήσει αὐτήν τήν κρίση καί νά λέει γι’ αὐτήν ὅτι παρουσι-
άζει «ἀναμφίβολα τήν ἔσχατη λέξη τῆς ἀλήθειάς μας» (ὅπ. παρ., σ.
32). Καί ἐπιπλέον τήν γαρνίρει μέ τά οὑμανιστικά, παρακμασμένα
ἀποφθέγματα: «Δίχως ἀμφισβήτηση, ὅλοι ζοῦμε σάν ὑπνοβάτες,
πράττοντας ἀκούσια, τυφλά, ἐπιπόλαια τήν καθημερινή δουλειά μας»
(ὅπ. παρ., σ. 47). «Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε αἰώνιοι κατάδικοι» (ὅπ. παρ., σ.
41). Μήπως ποτέ ἔχουμε συναντήσει ἕνα ζωντανό ὄν πού θά πήγαινε
πρός ἄλλη κατεύθυνση καί ὄχι πρός τό θάνατο;» Καί τότε καταλήγει
στό «σβιντρικγαϊλωφικό» συμπέρασμα γιά ὅλα: «Ἡ ἀνοικτιρμοσύνη
καί τό βδέλυγμα εἶναι ἡ ὁλοφάνερη διαθήκη, ὁ θεμελιώδης νόμος τῆς
φύσης»(ὅπ. παρ., σ. 62).
Ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατά φύσιν ἀπέραντη γιά νά ξέρει
ὅτι ὁ σκοπός της εἶναι νά ἑνωθεῖ ἐντελῶς μέ τόν ἀπέραντο Θεό. Ἄν
περιφρονήσει τό Θεό, τότε μετεωρίζεται στίς σολιψιστικο-σατανικές
ἀβύσσους, μέσα στίς ὁποῖες ἀναπότρεπτα τελειώνει μέ τήν αὐτοκτονική
ἀπελπισία καί παραφροσύνη. Ὁ μελαγχολικός Μέτερλινκ δέν δύναται
νά γλιτώσει ἀπ’ αὐτήν τήν αὐτοκτονική αἴσθηση καί ἐπίγνωση: «Στήν
ἀνθρωπότητα θά ἔρθει τό τέλος ἴσως ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναπαραγάγει

190
καί ἐξαντλήσει ὅλες τίς ἐφευρέσεις τῆς φύσης, δηλαδή, ὅταν τά δοκι-
μάσει ὅλα, ὅταν τά ἐπιχειρήσει ὅλα, ὅταν τά καταλάβει ὅλα. Ὅμως, πιό
πιθανό εἶναι ὅτι πολύ πρίν νά γίνει αὐτό ἡ ἀνθρωπότητα θά σκοτώσει
τόν ἑαυτό της μέ τά ἴδια τά χέρια της» (ὅπ. παρ., σ. 24).

Εἶναι λυπηρό νά εἶναι κανείς ἄνθρωπος· ἀκόμα λυπηρότερο ἄν


αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ Μέτερλινκ, καί τό πιό λυπηρό ἄν εἶναι ὁ
Ἰβάν Καραμάζωφ. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος καίγεται μέσα στό πῦρ τῆς
ἴδιας τῆς ἀπελπισίας του, ἀλλά ποτέ δέν κατακαίγεται ἐντελῶς· πάντα
πεθαίνει ἀλλά ποτέ δέν πεθάνει. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμένει μή διευ-
ρυμένος, μή ἐμβαθυνομένος, μακρυσμένος, μή ἀπεραντοποιημένος
μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, τότε δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ἡ ἀπό
παντοῦ ἑρμητικά κλεισμένη μονάδα. Αὐτός καθόλου δέν δύναται νά
ἐξέλθει ἀπό τόν ἑαυτό του, νά δρασκελίσει τά ὅρια τῆς καταραμένης
μοναξιᾶς του καί νά βηματίσει στόν ὑπερ-υποκειμενικό κόσμο. Ἄν τό
μάτι εἶναι κλεισμένο στή μαύρη σφαῖρα, ἔχει μόνο μεγαλύτερη θλίψη
ἀπό τήν ὅρασή του. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ἐγκλωβισμένος μέσα σ’ αὐτό
τό σύμπαν, μόνο θλίψη ἔχει ἀπ’ αὐτό πού εἶναι, δηλαδή ἄνθρωπος. Ἡ
θλίψη αὐτή μετατρέπεται σέ ἀξεπέραστη χαρά μονάχα ὅταν ὁ ἄνθρω-
πος πιστέψει στό γλυκύτατο Κύριο Ἰησοῦ ὁ Ὁποῖος τά πικρά μυστήρια
τῶν κόσμων γλυκαίνει μέ τήν αἰώνια γλυκύτητα καί ἀποκαλύπτει τά
μαγευτικά βάθη τους. Καί μέχρι νά φτάσουν ἐκεῖ, οἱ μελαγχολικοί γίγα-
ντες τῆς σκέψης τρελαίνονται ἀπό τίς διασπαθισμένες αἰσθήσεις καί τίς
ἡμερόνυχτιες θεωρίες τῶν ἀναρίθμητων ἀβύσσων…

191
Ντοστογιέφσκι Ως προφήτης καί Απόστολος
τοΥ Ορθόδοξου ρεαλισμοΥ

Παραδέχομαι τό Ντοστογιέφσκι ὡς προφήτη, ὡς ἀπόστολο, ὡς


μάρτυρα, ὡς ποιητή, ὡς φιλόσοφο. Ἡ πολυπλευρότητα τῆς εὐφυΐας
του ὑπερέχει. Πανανθρώπινα εὐρύς καί βαθύς, ἀνήκει σέ ὅλους ἀλλά
καί ὅλοι ἀνήκουν σ’ αὐτόν. Αὐτός εἶναι τόσο ἄνθρωπος, τόσο πανάν-
θρωπος, ὥστε σέ ὅλους εἶναι συγγενής· εἶναι συγγενής τῶν Σέρβων,
συγγενής τῶν Βουλγάρων, συγγενής τῶν Ἑλλήνων, συγγενής τῶν
Γερμανῶν, συγγενής ὅλων τῶν ἀνθρώπων σ’ ὅλες τίς ἠπείρους. Μέσα
σ’ αὐτόν ὑπάρχει κάτι ἀπό καθετί ἀπό μᾶς, ὥστε ὁ καθένας να μπορεῖ
νά βρεῖ τόν ἑαυτό του μέσα σ’ αὐτόν. Μέ τήν πανανθρώπινη συμπόνια
καί τήν ἀγάπη του αὐτός σ’ ὅλους ἀποβαίνει οἰκεῖος.
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ζοῦμε μέσα στόν κόσμο τῆς διπλῆς πραγμα-
τικότητας, τῆς φυσικῆς καί τῆς πνευματικῆς. Τί εἶναι ἡ φυσική πραγ-
ματικότητα; Ἡ ὕλη. Καί τί εἶναι ὕλη; Ὑπάρχουν σήμερα οἱ φυσικοί πού
τονίζουν ὅτι ἡ ὕλη, οὐσιαστικά δέν ὑφίσταται· ὑφίστανται μονάχα ἄυλα
προηλεκτρόνια καί φωτόνια. Καί ἡ πνευματική πραγματικότητα, τί
εἶναι; Ἡ ψυχή. Καί τί εἶναι ἡ ψυχή; Κάτι ἄμεσα δοσμένο στήν ὕπαρξή
μας, κάτι τοῦ ὁποίου δέν ξέρουμε οὔτε τήν οὐσία οὔτε τή μορφή.
Θεωρώντας τήν ὕλη καί τήν ψυχή ὡς πραγματικότητα, δέν ἔχου-
με ἀνακηρύξει τά φαντάσματα ὡς πραγματικότητα; Μέ ὁποιοδήποτε
τρόπο νά θέλαμε νά βεβαιωθοῦμε περί τῆς πραγματικότητος τῆς ὕλης
καί τῶν ψυχῶν, ἡ ἀνθρώπινη σκέψη μας καί ἡ ἀνθρώπινη αἴσθησή μας
μαρτυροῦν τό ἕνα, μόνο τό ἕνα· καί ἡ ὕλη καί τό πνεῦμα εἶναι ὑφασμέ-
να ἀπό κάτι πού μοιάζει μέ σκιά καί μέ ὕπνο: соніе єсмы непостояное
= εἴμαστε ἕνα ἀσταθές ὀνείρεμα. Καί ὅλα ἐκεῖνα πού ὀνομάζουμε πράγ-
ματα καί ὄντα, εἶναι ἀπό τήν ἴδια ὕλη ἀπό τήν ὁποία εἶναι καί τό ὄνειρό
μας: вся сѣн, вся сонъ = τό πᾶν εἶναι σκιά, τό πᾶν εἶναι ὄνειρο. Αὐτός ὁ
ἐπίγειος κόσμος μας μέ τήν πραγματικότητά του μοιάζει στό ὄνειρο τό
ὁποῖο ὀνειρεύεται κανείς, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ὡς ἕνα μέρος αὐτοῦ
τοῦ διαστημικοῦ ὀνείρου, κινούμαστε σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὅπως ἀνά-
μεσα σέ σκιές, ὡς φαντάσματα μεταξύ τῶν φαντασμάτων, ὡς φάσματα
μεταξύ τῶν φασμάτων.

192
Ὡστόσο, ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, τῆς ὁποίας ἡ φύση εἶναι πιό φαντα-
στική καί ἀπό τήν ἴδια τήν οὐσία τοῦ ὄνειρου, ἀκούραστα ἐρωτᾶ τί εἶναι
τοῦτο πού τήν ὕλη καθιστᾶ πραγματικότητα, καί τί εἶναι αὐτό πού τήν
ψυχή καθιστᾶ πραγματικότητα; Εἴτε τήν ὕλη εἴτε τήν ψυχή καθιστᾶ ὡς
πραγματικότητα μόνο ὁ παντοδύναμος Δημιουργός ὅλων τῶν πραγ-
ματοτήτων, ὁ Θεός Λόγος. Τοῦτο εἶναι ἡ εὐαγγελική ἀπάντηση στήν
ἀνθρώπινη σκέψη, ἡ μόνη ἀπάντηση πού γι’ αὐτήν σημαίνει τόν ἀλη-
θινό εὐαγγελισμό. Καθετί πού ὑφίσταται, τόσο εἶναι πραγματικό ὅσο
ἔχει ἐντός του τίς δυνάμεις τοῦ Λόγου. Ἡ πραγματικότητα, οὐσιαστικά,
δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ἡ λογικότητα. Ἐκεῖνο πού τή φύση καθιστᾶ
φύση, τόν ἄνθρωπο ἄνθρωπο, τήν ψυχή ψυχή, τήν ὕλη ὕλη, τόν οὐρανό
οὐρανό, τή γῆ γῆ, τή ζωή ζωή, καί τό ὄν ὄν εἶναι ἡ λογικότητα.
«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰωαν. 1, 14). Αὐτές οἱ τρεῖς λέξεις περι-
λαμβάνουν ὁλόκληρο τό εὐαγγέλιο τοῦ θεϊκοῦ καί τοῦ ἀνθρώπινου
ρεαλισμοῦ. Μόνο μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου οἱ ἄνθρωποι
ἔμαθαν τή γνήσια, ἀξεπέραστη, παντοτινή πραγματικότητα. Ἕως τήν
ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου οἱ ἄνθρωποι πράγματι ἦταν φαντάσματα.
Ἀπό τήν ἐνσάρκωση διαμέσου τοῦ καθετί ἀνθρώπινου ἀρχίζει νά ρέει
ἡ θεϊκή πραγματικότητα. Καί ὁ ἕκαστος ἄνθρωπος εἶναι τόσο ἀληθι-
νά πραγματικός ὅσο ἑνώνει τόν ἑαυτό του μέ τόν ἐνσαρκωμένο Θεό
Λόγο. Καί τοῦτο σημαίνει νά γίνει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὡς σῶμα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ Ἐκκλησία
εἶναι οὐσιαστικά ἡ μόνη ἀξεπέραστη ἀξία μέσα σ’ αὐτόν τόν περαστικό
κόσμο.
Προφητικῶς ἐμπνευσμένα καί ἀποστολικῶς ἐνθουσιασμένα ὁ
Ντοστογιέφσκι ἔνιωσε ὅλη τήν ἀπέραντη σπουδαιότητα τοῦ ἐνσαρκω-
μένου Θεοῦ Λόγου γιά τόν ἐπίγειο κόσμο μας. Τοῦτο εἶναι ἡ πρώτη καί
ἡ κυριότερη πραγματικότητα καί τό θεμέλιο κάθε μόνιμης πραγματικό-
τητας. Ὁ Ντοστογιέφσκι διακήρυξε: Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἡ καταπράυνση
τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ὑποψία,
καί ὁ ὅρος «sine qua non»55 τοῦ ὄντος ὅλου τοῦ κόσμου ὁλοκληρώ-
νεται μέσα σ’ αὐτά τά λόγια: «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσε
ἐν ἡμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν Αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ

�����������������������������������������������
Στά λατινικά, σημαίνει: ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ.

193
Πατρός». Πρέπει νά πιστεύει κανείς σ’ αὐτά τά λόγια56. Ὅλες τίς ἀξίες
τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς ὁ Ντοστογιέφσκι τίς βρίσκει μέσα στόν
ἐνσαρκωμένο Λόγο, γι’ αὐτό καί λέει: Τά πάντα ἔγκεινται σ’ αὐτό, ὅτι
δηλαδή ὁ Λόγος ἀληθῶς ἔγινε σάρκα. Μέσα σ’ αὐτό ἔγκειται ὅλη ἡ
πίστη καί ὅλη ἡ παρηγοριά τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ παρηγοριά τήν ὁποία
αὐτή δέν θά ἀπαρνηθεῖ ποτέ57.
Ἐφόσον ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ Θεός Λόγος ἔκανε πραγματοποιήσιμα
τά θεῖα ἰδεώδη γιά τούς ἀνθρώπους μέ θεῖες ἀξίες. Ἀπέδειξε πώς οἱ
ἄνθρωποι μποροῦν νά ζοῦν μέσω τοῦ Θεοῦ καί νά πραγματοποιοῦν
μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο τό θέλημα καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀπί-
θανο, ἀνακοίνωσε ὁ Ντοστογιέφσκι, νά πιστεύουμε ὅτι «ὁ Λόγος σὰρξ
ἐγένετο», δηλαδή, ὅτι τό ἰδεῶδες ἦταν παρόν σωματικά, καί νά μήν
πιστεύουμε ὅτι εἶναι κατορθωτό γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Δύναται ἡ
ἀνθρωπότητα νά κάνει κουράγιο χωρίς αὐτήν τήν παρηγοριά; Ἀλλά ὁ
Χριστός γι᾿ αὐτό ἦρθε, προκειμένου νά μάθει ἡ ἀνθρωπότητα ὅτι καί ἡ
ἐπίγεια φύση, τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νά φανερωθεῖ σέ τέτοια
οὐράνια λάμψη, καί ὄχι μόνο τό πνευματικό ὡς ἰδεῶδες, καί πώς αὐτό
εἶναι ἐπίσης δυνατό καθώς καί φυσικό. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, πού
αὐτό τό καταφωτισμένο Σῶμα λάτρευαν, τεκμηρίωσαν μέ τά μέγιστα
βασανιστήρια, τί εὐτυχία εἶναι αὐτήν τήν Ἐνσάρκωση νά φοροῦμε
ἐντός μας, τήν τελειότητα αὐτῆς τῆς Εἰκόνας νά μιμούμαστε καί στή
δική Του Ἐνσάρκωση νά πιστεύουμε. Καί ὑπόλοιποι πού ἔβλεπαν πόση
εὐτυχία αὐτή ἡ Ἐνσάρκωση δίνει μόλις ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει πραγματικά
νά λαμβάνει μέρος στό κάλλος της, θαύμαζαν, ἀποροῦσαν καί ἐπιθύ-
μησαν ἐπιτέλους καί οἱ ἴδιοι νά ἀπολαμβάνουν αὐτή τή μακαριότητα·
ἔγιναν χριστιανοί καί ἐκ τῶν προτέρων χαίρονταν γιά τά μαρτύρια. Τά
πάντα συνίστανται ἐδῶ σ’ αὐτό ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα. Μέσα σ’αὐτό
ἔγκειται ὅλη ἡ πίστη καί ὅλη ἡ παρηγοριά τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ παρη-
γοριά ἀπό τήν ὁποία αὐτή δέν θά ἀπαρνηθεῖ ποτέ58.
Γιά τό Ντοστογιέφσκι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι κάτι μεγα-
λύτερο καί ὑψηλότερο εἴτε ἀπό τήν Ἀλήθεια εἴτε ἀπό τή Δικαιοσύνη

56 Material zum Roman «Die Dämonen», σ. 523, herausgegeben von Möller von den
Bruck: F.M. Dostoevsky, Die Dämonen, zweiter Teil, München und Leipzig, 1916.
����������������������
Ὅπ. παρ., σ. 535.
����������������������
Ὅπ. παρ., σ. 536.

194
εἴτε ἀπό τήν Ἀγάπη εἴτε ἀπό ὅλα τά πιό ὑπερυψωμένα πού ὁ ἄνθρωπος
δύναται νά φανταστεῖ. Καί ἄν ἐτίθετο τό δίλημμα, Χριστός ἤ Ἀλήθεια,
ὁ Ντοστογιέφσκι θά ἐπέλεγε τό Χριστό, θά ἀπέρριπτε τήν Ἀλήθεια.
Τέτοια εἶναι ἡ πίστη του, ἡ πίστη μέ τήν ὁποία θά μποροῦσε νά ἀγω-
νιστεῖ μόνο ἡ πίστη ἑνός ἀποστόλου Παύλου. Τέτοια πίστη ἀποτελεῖ
τό Πιστεύω του. Νά τες οἱ λέξεις του γι’ αὐτό: «Ἀπό καιρό σέ καιρό,
ὁ Θεός μοῦ δίνει ὧρες τέλειας γαλήνης· σ’ αὐτές τίς ὧρες ἀγαπῶ
καί πιστεύω ὅτι καί ἐμένα ἀγαποῦν· σ’ αὐτές τίς ὧρες διατύπωσα τό
Πιστεύω μου, μέσα στό ὁποῖο τά πάντα εἶναι σαφῆ καί ἅγια γιά μένα.
Αὐτό τό Πιστεύω εἶναι ἐντελῶς ἁπλό· νά το, πιστεύω ὅτι δέν ὑφίστα-
ται τίποτα πιό θαυμάσιο, πιό βαθύ, πιό συμπαθητικό, πιό συνετό, πιό
ἀνθρώπινο καί τελειότερο ἀπό τό Χριστό. Μέ ζηλότυπη ἀγάπη λέω
στόν ἑαυτό μου ὅτι ὄχι μόνο δέν ὑπάρχει κάποιος παρόμοιος μ’ Αὐτόν,
ἀλλά ὅτι δέν δύναται νά ὑπάρξει. Ἐξάλλου, δηλώνω: Ἄν μποροῦσε
κάποιος νά μοῦ τεκμηριώσει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐκτός τῆς ἀληθείας
καί ἄν ἡ ἀλήθεια πράγματι ἀπέκλειε τό Χριστό, ἐγώ θά προτιμοῦσα νά
μείνω μέ τό Χριστό καί ὄχι μέ τήν ἀλήθεια»59.
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Λόγος καί ἡ Λογική γιά καθετί πού ὑφίσταται:
Αὐτός δίνει τήν ἔννοια εἴτε στή ζωή εἴτε στόν κόσμο εἴτε στόν ἄνθρω-
πο εἴτε σέ ὁλόκληρη τήν κτίση. Ἄν ἀπορρίπτουμε Αὐτόν, ἀπερρίψαμε
ἐκεῖνο πάνω στό ὁποῖο στέκεται ὁ κόσμος, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ὑπάρχει.
Σ’ ὅλους πού ἀπορρίπτουν τόν Χριστό ὁ Ντοστογιέφσκι ἀποστολικῶς
γενναῖα ἀνάγγειλε: «Ἄνευ τοῦ Χριστοῦ ὅλα γίνονται ξαφνικά ἀηδιαστι-
κά καί ἁμαρτωλά. Δεῖξτε μου κάτι καλύτερο ἀπό τό Χριστό! Δεῖξτε μου
τούς δικαίους σας πού θά τοποθετήσετε στή θέση τοῦ Χριστοῦ»60.
Ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ Λόγου στήν προσωπικότητα τοῦ
Θεανθρώπου Χριστοῦ σαφῶς ἀποδεικνύει ὅτι μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο
ὁ Θεός εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή πραγματικότητα καί ὁ ἄνθρωπος μόνο
τόσο ὅσο ἐνσαρκώσει μέσα του τό Θεό Λόγο, ὅσο λογοποιηθεῖ. Μέ
τό ἔργο καί τή διδασκαλία Του ὁ Θεάνθρωπος ἀναμφισβήτητα δείχνει
καί τεκμηριώνει ὅτι μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο πράγματι ὑπάρχουν δύο
ἀληθινές πραγματικότητες: Ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος. Μεταξύ τοῦ Θεοῦ

59 Letters of F.M. Dostoevsky, translated by E.C. Mayne, σ. 67 (London).


60 Дневникъ писателя, томъ ХI, σ. 476 (Изданіе А. Ф. Маркса 1894, С. Петербургъ). Ὅλες
οἱ ἀναφορές εἶναι κατ’ αὐτήν τήν ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ Ντοστογιέφσκι.

195
καί τοῦ ἀνθρώπου βρίσκονται ὅλες οἱ ὑπόλοιπες πραγματικότητες.
Ὡστόσο, ἡ διαφοροποίηση τῶν πραγματικοτήτων τελεῖται μόνο μέσα
στό φῶς τῆς ἀνώτατης πραγματικότητας, τοῦ Θεοῦ. Ἀποκοπή ἀπ’ αὐτήν
τήν πραγματικότητα ὠθεῖ τή σκέψη στήν ψευδο-πραγματικότητα, στό
ἀντι-ὄν, στό μή ὄν. Ἡ πληρέστερη καί ἡ φοβερότερη ψευδοπραγματι-
κότητα εἶναι ὀ Σατανᾶς, ἐπειδή παρουσιάζει τήν ἀκρότατη ἀποκοπή καί
τή μέγιστη ἀπόσταση ἀπό τό Θεό.
Γιά τό σλάβο προφήτη καί ἀπόστολο Ντοστογιέφσκι ὁ Θεός
εἶναι ἡ μεγαλύτερη πραγματικότητα καί ἡ ἐγγύτερη πραγματικότητα.
Γιά τούς ἥρωές του ὑφίσταται μία κύρια θλίψη, ὁ Θεός. «Ὁ Θεός μόνο
βασανίζει», τοῦτο εἶναι ἡ καθολική τους ὁμολογία. Ἄν ὁ Θεός δέν ὑφί-
σταται, τότε τό πᾶν εἶναι διαβολικό χάος, μωρία καί βλακεία. Τότε ὁ
κόσμος εἶναι θεμελιωμένος πάνω στούς παραλογισμούς.
Ἡ δεύτερη πραγματικότητα, ἡ μεγαλύτερη ἔπειτα ἀπό τό Θεό,
εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀθάνατη ψυχή του, ἡ προσωπικότητά του. Ὁ προ-
φήτης μας πολλές θεόσοφες προφητεῖες καταπιάνεται μέ αὐτήν τήν
πραγματικότητα καί προφητεύει: «Δίχως τήν πίστη στή δική μας ψυχή
καί στήν ἀθανασία της ἡ ἄνθρώπινη ζωή εἶναι ἀφύσικη, ἀσύλληπτη καί
ἀνυπόφορη»61. Ὅταν ὁ Θεός εἶναι ἡ πρώτη πραγματικότητα, τότε ἡ
ἀθανασία τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ δεύτερη πραγματικότητα. Ἡ ἀθανασία τῆς
ψυχῆς εἶναι ἡ κύρια πηγή ὅλων τῶν ἀξεπέραστων ἀνθρώπινων ἀξιῶν.
Ἐξάλλου «Ἡ ἰδέα περί τῆς ἀθανασίας εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, ἡ ζῶσα ζωή,
ἡ ὁλοκληρωτική φόρμουλά της καί ἡ κύρια πηγή τῆς ἀλήθειας καί τῆς
σωστῆς ἐπίγνωσης γιά τήν ἀνθρωπότητα»62. Χωρίς τήν ἀθανασία τῆς
ψυχῆς ἡ ἀνθρώπινη ζωή δέν θά εἶχε κανένα νόημα καί καμία δικαίωση.
Μόνο «ἀπό τήν πίστη στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς προκύπτει ὅλη ἡ ἀνώ-
τερη ἔννοια καί ἡ σημασία τῆς ζωῆς, προκύπτει ἡ ἐπιθυμία καί ἡ θέληση
γιά τή ζωή. Αὐτή ἡ πίστη εἶναι ἡ μοναδική πηγή τῆς ζωῆς στή γῆ, τῆς
ὑγείας, τῶν ὑγειῶν ἰδεῶν καί ὑγειῶν συμπερασμάτων»63.
Ὁ ἀπόστολος τῆς ἀθανασίας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς δέν μπορεῖ
νά φανταστεῖ τόν ἄνθρωπο χωρίς τό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ὑφίσταται
ἐπειδή ὑφίσταται ὁ Θεός. Ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Θεός, δέν θά ὑπῆρχε οὔτε

61 Биографіа, письма и замѣтки изъ записной книжки Ф. М. Достоевскаго (СБП, 1883).


62 Дневникъ писателя, томъ Х, σ. 426.
����������������������
Ὅπ���������������
�����������������
. παρ����������
�������������
., ����
�������
. 427.

196
ὁ ἄνθρωπος. «Ἡ προσωπική ἀθανασία καί ὁ Θεός εἶναι μία καί ἴδια, ἡ
αὐτή ἰδέα»64, γνωστοποίησε ὁ Ντοστογιέφσκι. «Ἄν ὁ Θεός ὑπάρχει, τότε
ἐγώ εἶμαι μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἀθάνατος»65 τονίζει αὐτός. Ἐξαιτίας
τούτου γι’ αὐτόν τό κυριότερο πρᾶγμα στή γῆ εἶναι νά πιστεύουμε στό
Θεάνθρωπο Χριστό καί στή μεταθανάτια ζωή66.
Σέ ὅλη τή ζωή του ὁ Ντοστογιέφσκι προφήτευε περί τοῦ
Θεανθρώπου καί περί τῆς μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέσω τοῦ
Θεανθρώπου. Ὡς προφήτης καί ὁρῶν αὐτός ἀξιολογικά τοποθέτησε
εἴτε τό ἀνθρώπινο κακό εἴτε τό ἀνθρώπινο καλό, στίς προαιώνιες ἀρχές
τους, τό κακό στό διάβολο καί τό καλό στό Θεό, ἐπειδή τό κύριο χαρα-
κτηριστικό ἑνός προφήτη εἶναι ἀπό τήν ἄποψη τῆς αἰωνιότητας νά βλέ-
πει τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο μέσα στόν κόσμο, νά σκέφτεται μέ τή
σκέψη τοῦ Θεοῦ περί τοῦ κόσμου, νά ἀνακηρύσσει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ
περί τοῦ κόσμου, νά πράττει τό ἔργο τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο.
Ὁ ὀρθόδοξος ρεαλισμός δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ὁ θεαν-
θρώπινος ρεαλισμός, χαριτωμένη καί ὀργανική συνένωση τοῦ Θείου
καί τοῦ ἀνθρώπινου, τοῦ οὐράνιου καί τοῦ ἐπίγειου. Ἀνάλογα μέ τό
Θεάνθρωπο κάθε αἴσθηση, ἀπό τήν ἐλάχιστη ἕως τή μέγιστη, κάθε
σκέψη, ἀπό τήν ἐλάχιστη ἕως τή μέγιστη, πρέπει νά λογοποιηθεῖ, νά
θεανθρωποιηθεῖ καί ἔτσι νά ἀπαθανατιστεῖ. Καί τοῦτο συμβαίνει μέ τόν
ἄνθρωπο, ὅταν ἐν-εκκλησιαστικοποιηθεῖ καί θά ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ,
ὅταν γίνει ἕνα ζῶν κυτταράκι μέσα στόν Θεανθρώπινο ὀργανισμό τοῦ
Χριστοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία. Οἱ θεανθρώπινες δυνάμεις τοῦ Χριστοῦ
ἀδιάλειπτα ἐνεργοῦν μέσα στόν ὀργανισμό τῆς Ἐκκλησίας καί τό
καθετί τοῦ ἀνθρώπου πληροῦν μέ τή θεϊκή αἰωνιότητα καί ζωτικότητα.
Νά τά παραδείγματα αὐτοῦ εἶναι ὁ γέροντας Ζωσιμᾶς, ὁ Ἀλιόσα, ὁ
πρίγκηπας Μίσκιν, καί οἱ λοιποί σαρκωμένοι τηρητές τοῦ ὀρθόδοξου
θεανθρώπινου ρεαλισμοῦ.
Στή νεότερη ἐποχή ὁ Ντοστογιέφσκι εἶναι ὁ πιό διορατικός προ-
φήτης καί ὁ πιό εὐφραδής ἀπόστολος τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Τό
Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό μοναδικό Φῶς γιά ὅλα τά σκότη μέσα
στά ὁποῖα δύναται νά διεισδύσει τό ἀνθρώπινο γένος, ἡ μοναδική

64 Letters of F.M. Dostoevsky, σ. 222.


65 Бѣси, σ. 623.
66 Material zum Roman «Die Dämonen», σ. 529.

197
ἔξοδος γιά ὅλους τούς θανάτους, ἡ μοναδική παρηγοριά γιά ὅλες τίς
θλίψεις, ὁ μοναδικός ὁδοδείχτης γιά ὅλες τίς πλάνες. «Ἐμεῖς στή γῆ
πράγματι περιπλανιόμαστε», λέει ὁ Ντοστογιέφσκι, «καί ἄν δέν ὑπῆρχε
μπροστά μας τό πολύτιμο Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, θά χανόμασταν καί
θα καταστρεφόμασταν ἐντελῶς, ὅπως τό ἀνθρώπινο γένος πρίν ἀπό
τόν κατακλυσμό»67.
Ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου καθεαυτή, δέν εἶναι τό ἀλάνθαστο
μέτρο τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ οὔτε ὁ ἀσφαλής καθοδηγητής διαμέ-
σου τῆς ζωῆς. Ὁ Ντοστογιέφσκι ἔγραψε: «Ἡ συνείδηση δίχως τό Θεό
εἶναι μία φρίκη. Αὐτή μπορεῖ νά ἀπολεσθεῖ μέσα στήν ἀκραία ἀνηθικό-
τητα. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει ἀδιάκοπα νά θέτει ἐρώτηση στόν ἑαυτό του:
Εἶναι σωστές οἱ δικές μου πεποιθήσεις; Γι’ αὐτές μία μοναδική ἐξέλιξη
ὑφίσταται· ἡ ἐξέλιξη αὐτή εἶναι ὁ Χριστός68. Ἄν δέν ἔχουμε ἀπόλυτα
προσήλωση στήν πίστη στό Χριστό, τότε στά πάντα θά περιπλανη-
θοῦμε. Γιά μένα ὁ Χριστός εἶναι τό ἠθικό ὑπόδειγμα καί ἰδεῶδες»69.
Μέσα στόν κόσμο τῶν τραγικῶν ἐπίγειων σχετικοτήτων ὁ
Ντοστογιέφσκι εἶναι θεόπνευστος προφήτης καί ἀπόστολος τοῦ ἀπό-
λυτου Κάλλους. «Τό κάλλος εἶναι ἰδεῶδες», λέει αὐτός. «Ὡστόσο, τά
ἰδεώδη σέ μᾶς ὅπως καί στήν πολιτισμένη Εὐρώπη, ἀπό πολύ καιρό
κλονίστηκαν. Μέσα στόν κόσμο ὑφίσταται μονάχα ἕνα μοναδικό
φαινόμενο τοῦ ἀπόλυτου κάλλους, ὁ Χριστός. Αὐτό τό ἀπέραντα
ἐξαίσιο φαινόμενο εἶναι, ἐννοεῖται, ἕνα ἀπέραντο θαῦμα. Ὁλόκληρο
τό Εὐαγγέλιο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου εἶναι πλῆρες μ’ αὐτήν τήν σκέψη: Ὁ
Ἰωάννης θεωρεῖ τό θαῦμα τῆς Ἐνσάρκωσης ὡς τό ὁρατό φαινόμε-
νο τοῦ Κάλλους. «Τό Κάλλος θά σώσει τόν κόσμο»70, προφήτεψε ὁ
Ντοστογιέφσκι. Ἀναμφισβήτητα τό ἀπόλυτο Κάλλος εἶναι ὁ Χριστός, ὁ
ἐνσαρκωμένος Θεός Λόγος.
Τό μαγευτικό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στήν Ὀρθοδοξία εἶναι τό
πᾶν. «Ἐμβαθύνετε στήν Ὀρθοδοξία», συστήνει ὁ Ντοστογιέφσκι. «Αὐτό
δέν εἶναι μόνο ἐκκλησιασμός καί τελετουργίες· εἶναι ἡ ζωηρή αἴσθηση.

67 Братья Карамазовы, σ. 371.


68 Биографіа, письма… Ф. М. Достоевскаго, σ. 371.
�������������
Ὅπ������
��������
. παρ�
����.
70 Идиоть, σ. 412.

198
Οὐσιαστικά, μέσα της εἶναι μονάχα τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ»71. Τό
καθετί ὀρθόδοξο ἀκτινοβολεῖ μέ τό μυστηριῶδες καί ἁπαλό φῶς τοῦ
Προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σλαβικός ἀπόστολος τοῦ Προσώπου τοῦ
Χριστοῦ ἀνακοίνωσε: «Μέ κάθε καθαρότητα διατηρήθηκε τό πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ στήν Ὀρθοδοξία»72. Καί ὅταν ὁρίζει τό σχῆμα τῆς πίστης,
αὐτός λέει: «Τό σχῆμα τῆς πίστης, δηλαδή ἡ Ὀρθοδοξία, περιέχει μέσα
της τό Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»73.
Ἐγώ δέν ξέρω πιό σύντομο καί πιό περιεκτικό προσδιορισμό
τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπ’ αὐτό. Μόνο ἕνας προφήτης τῆς θείας ἔμπνευσης
θά μποροῦσε νά συνοψίσει ὅλα τά εὐαγγέλια καί ὅλες τίς ὀρθόδοξες
παραδόσεις στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί νά βγάλει ἐκεῖνο πού χρει-
άζεται ἡ γῆ καί ὁ οὐρανός, ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ἀνθρωπότητα. Ζώντας
μέσω τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τηρώντας ὅλα τά αἰώνια καί
μεγαλοπρεπῆ χαρίσματά Του, ἡ Ὀρθοδοξία ἀποθησαυρίζει ἐντός της
τήν ἐπίλυση ὅλων τῶν προσωπικῶν καί κοινωνικῶν προβλημάτων. Ὁ
Ντοστογιέφσκι ἰσχυρίζεται πώς ὅλα τά μυστήρια τῆς προσωπικότητας,
τῆς αὐτοτελειοποίησης, πῶς νά ὁδηγήσουμε δηλαδή τόν ἑαυτό μας
ἕως τήν τελειότητα, εἶναι δοσμένα μέσω τῆς Ὀρθοδοξίας καί μέσω τῆς
πειθαρχίας της, δηλαδή τῆς αὐτοτελειοποίησης.
Μέσα στό μυστήριο τῆς ὑπόστασης ἔγκειται τό μυστήριο τῆς
κοινωνίας. Ὅποιος ἐπιλύσει τό πρόβλημα τῆς ὑπόστασης ἔχει ἐπιλύσει
καί τό πρόβλημα τῆς κοινωνίας. Τοῦτο εἶναι ἡ θεόσοφη προφητεία τοῦ
σλαβικοῦ προφήτη μας. Αὐτός ἀποστολικά, ρωμαλέα εὐαγγελίζεται:
«Ἡ προσωπική αὐτοτελειοποίηση εἶναι ὄχι μόνο ἡ ἀρχή τῶν πάντων
ἀλλά καί ἡ προέκταση τῶν πάντων καί ἡ ὁλοκλήρωση τῶν πάντων»74.
Ὡστόσο, αὐτή ἡ προσωπική αὐτοτελειοποίηση εἶναι δυνατή ἄν πιστεύ-
ουμε στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί στή μυστική σχέση της μέ τό Θεό.
Ἡ ἰδέα περί τῆς προσωπικῆς αὐτοτελειοποιήσεως «βλασταίνει ἀπό
τήν πεποίθηση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αἰώνιος, ὅτι μυστικά εἶναι συν-

71 Дневникъ писателя, томъ Х, σ. 328.


�����������������������
Ὅπ����������������
������������������
. παρ�����������
��������������
., �����
��������
. 384.
73 Изъ матеріаловъ къ «Бѣсам» (Достоевскаго), Л. Гроссманъ – «Южное Слово», Одесса,
8, окт. 1919.
74 Дневникъ писателя, томъ ХΙ, σ. 493.

199
δεδεμένος μέ ἄλλους κόσμους καί μέ τήν αἰωνιότητα»75. Τά καλύτερα
παραδείγματα τῆς προσωπικῆς αὐτοτελειοποίησης τά ἔχουμε στούς
ἁγίους. «Οἱ ἅγιοι φωτοβολοῦν καί φωτίζουν τό δρόμο σ’ ὅλους μας»76.
Αὐτοί εἶναι «οἱ θετικοί χαρακτῆρες τῆς ἀνέκφραστης ὡραιότητας καί
δύναμης»77. Εἶναι τά ἰδεώδη ὡς καθεαυτά· εἶναι οἱ ἡγέτες καί πρέπει νά
μᾶς ὁδηγοῦν ὡς ἄσωτους υἱούς»78.
Μέσα στό προφητικό ὅραμά του ὁ Ντοστογιέφσκι βλέπει ὅλους
τούς ἀνθρώπους μοιραῖα συνδεδεμένους μεταξύ τους. Κατά μυστικό
ἀλλά πολύ πραγματικό τρόπο, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται ἐντός
κάθε ἀνθρώπου καί κάθε ἄνθρωπος ἐντός ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό
᾿κεῖ προκύπτει καί ἡ ὑπευθυνότητα τοῦ ἐπιμέρους ἀνθρώπου γιά ὅλους
καί ὅλα στή γῆ. Ὁ Ντοστογιέφσκι διδάσκει: «Ὁ καθένας ἀπό μᾶς εἶναι
ἀναμφίβολα ὑπεύθυνος γιά ὅλους καί ὅλα στή γῆ. Ἡ ἐπίγνωση αὐτή
εἶναι ἡ κορώνα τῆς ζωῆς γιά κάθε ἄνθρωπο στή γῆ»79. Ὁ ἄνθρωπος
εἶναι γνήσιος ἄνθρωπος ὅταν τίς ξένες ἁμαρτίες τίς αἰσθάνεται ὡς
δικές του καί μετανιώνει γι’ αὐτές. «Μία εἶναι ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας»,
εὐαγγελίζεται ὁ Ντοστογιέφσκι, «πάρ’ τόν ἑαυτό σου καί κάνε τόν
ὑπεύθυνο γιά ὅλη τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Αὐτό στήν πραγματικότητα
ἔτσι εἶναι, ἐπειδή μόλις κάνεις τόν ἑαυτό σου ὑπεύθυνο γιά ὅλους καί
ὅλα, ἐκείνη τήν ὥρα θά καταλάβεις ὅτι οὐσιαστικά καί εἶναι ἔτσι, καί
πώς ἐσύ εἶσαι ὑπεύθυνος γιά ὅλους καί ὅλα»80.
Ἡ ἐρώτηση τῶν ἐρωτήσεων εἶναι: Πῶς φτάνουμε μέχρι τήν
πεποίθηση ὅτι ὑπάρχουν δύο ἀνώτατες πραγματικότητες, ὁ Θεός καί
ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς; Μέσω τῆς ἀγάπης, ἀπάντησε ὁ Ντοστογιέφσκι.
«Μεριμνᾶτε νά ἀγαπᾶτε τούς διπλανούς σας δραστήρια καί ἀκούρα-
στα. Ἄν προοδεύετε στήν ἀγάπη, θά προοδεύετε καί στήν πεποίθηση
ὅτι ὑφίσταται ὁ Θεός καί ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἄν δέ φτάσετε στήν
ἀγάπη πρός τούς διπλανούς σας ἕως τήν ὁλοτελῆ αὐταπάρνηση, τότε
θά πιστέψετε ἀταλάντευτα ὅτι καμία ὑποψία δέν θά μπορέσει νά

�������������������
Ὅπ. παρ., 492.
��������������������������
Ὅπ. παρ., т. Χ, σ. 51.
�����������������������������
Ὅπ. παρ., т. ΧΙ, σ. 476.
�����������������������������
Ὅπ. παρ., т. Χ, σ. 52-53.
79 Братья Карамазовы, σ. 190.
���������������������
Ὅπ���������������
. παρ����������
�������������
., ����
�������
. 369.

200
εἰσδύσει μέσα στήν ψυχή σας81. Ὅπου ἡ ἀγάπη εἶναι μικρή, μικρή εἶναι
καί ἡ πίστη στό Θεό καί στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ὅπου δέν ὑπάρχει
ἀγάπη, ἐκεῖ εἶναι πλῆρες σκότος τῆς ἀπιστίας, καί τοῦτο σημαίνει τήν
κόλαση. Τί εἶναι ἡ κόλαση», ἐρωτᾶ ὁ Ντοστογιέφσκι καί ἀπαντᾶ: «Ἡ
κόλαση εἶναι τό βάσανο ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου εἶναι ἀδύνατο πλέον νά
ἀγαπᾶμε»82.
Μέσω τῆς ἀγάπης κατορθώνεται ὄχι μόνο τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ
καί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ ἐπιμέρους ὄντος ἐν γένει.
«Ἀγαπᾶτε ὅλα τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ», συμβουλεύει ὁ Ντοστογιέφσκι,
«ὅλα τά πλάσματα καί κάθε κόκκο ἄμμου. Κάθε φυλλαράκι, κάθε
ἀκτῖνα τοῦ Θεοῦ ἀγαπᾶτε. Ἀγαπᾶτε τά ζῶα, ἀγαπᾶτε τά φυτά, ἀγαπᾶτε
κάθε πρᾶγμα. Ἄν ἀγαπᾶς κάθε πρᾶγμα, θά κατορθώσεις καί τό μυστή-
ριο τοῦ Θεοῦ μέσα στά πράγματα. Ἄν τό πετύχεις μία φορά, θά τό γνω-
ρίζεις κάθε μέρα ὅλο καί περισσότερο. Καί τελικά θά ἀγαπήσεις ὅλο τόν
κόσμο μέ τήν καθολική, συμπαντική ἀγάπη»83.
Ἀπό τά προφητικά ὕψη του ὁ Ντοστογιέφσκι σαφῶς ἀντιλήφθηκε
τήν τραγωδία τῆς Εὐρώπης καί ἀποκάλυψε τήν αἰτία της. Ἡ αἰτία εἶναι
αὐτό πού ἡ Εὐρώπη μέσω τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ καί προτεσταντι-
σμοῦ σακάτεψε καί ἔχασε τό Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Ἐξαιτίας τούτου τά πάντα ἐκεῖ θολώθηκαν καί ἀναχώρησαν στό χάος.
Ὡστόσο, αὐτό εἶναι τό μόνο ἕνα μισό τοῦ ὁράματος τοῦ Ντοστογιέφσκι·
τό ἄλλο μισό εἶναι ἡ μέγιστη ἀξιότητα ὅλων τῶν κόσμων, τό Πρόσωπο
τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἶναι διαφυλαγμένο ἀπόλυτα μέσα στήν
Ὀρθοδοξία. Καί ὁ χριστονοσταλγικός ἀπόστολος εὐαγγελίζεται: «Τό
χαμένο στή Δύση Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχει διατηρηθεῖ σέ ὅλο τό
φῶς τῆς ἁγνότητάς του μέσα στήν Ὀρθοδοξία, ἑπομένως τίποτ’ ἄλλο
δέν εἶναι ἀναγκαῖο, ἐπειδή ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τό πᾶν»84. «Σέ ἀντίθε-
ση πρός τή Δύση πρέπει νά λάμψει ὁ δικός μας Χριστός τόν Ὁποῖο
ἔχουμε διατηρήσει καί τόν Ὁποῖο αὐτοί οὔτε κἄν ἔχουν γνωρίσει»85.
«Ἡ Ρωσία φορᾶ τήν ἀξιότητα πού δέν ὑπάρχει πουθενά ἀλλοῦ, τήν

������������������������
Ὅπ. παρ., σ. 68-69.
���������������������
Ὅπ. παρ., σ. 372.
���������������������
Ὅπ���������������
. παρ����������
�������������
., ����
�������
. 368.
84 Биографіа, письма и замѣтки изъ записной книжки Ф. М. Достоевскаго.
85 Идиоть, σ. 585.

201
Ὀρθοδοξία. Αὐτή εἶναι ὁ φύλακας τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ γνή-
σιου Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο εἶναι συσκοτισμένο σ’ ὅλες τίς
ὑπόλοιπες θρησκεῖες καί σ’ ὅλους τούς ὑπόλοιπους λαούς»86. «Ἠ κύρια
κλήση τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ μέσα στή μοῖρα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας ἀπο-
τελεῖται μόνο σ’ αὐτό, νά διατηρήσει ἐντός του αὐτό τό θεϊκό Πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ στήν ἁγνότητά του, καί ὅταν ἔρθει ὁ καιρός, νά δείξει τό
Πρόσωπο αὐτό στόν κόσμο πού ἔχασε τό δρόμο του»87.
Πολλά καί διάφορα ἔχουν ἀνακηρυχθεῖ ὡς δύναμη καί ὡς ἰσχύς
στήν Εὐρώπη, ὅμως γιά τό Ντοστογιέφσκι δέν ὑφίσταται ἡ δύναμη
ἐκτός τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ὑφίσταται ἡ ἰσχύς ἐκτός τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό
τό λόγο αὐτός πειστικά δηλώνει: «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ δύναμή μας, ἡ
ρωσική μας δύναμη»88. «Ὁ μυελός τῆς ρωσικῆς ἀποστολῆς βρίσκε-
ται στήν ἀποκάλυψη τοῦ ρωσικοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον τοῦ κόσμου, τοῦ
Χριστοῦ πού εἶναι ἄγνωστος στόν κόσμο ἀλλά ὁ Ὁποῖος εἶναι διατη-
ρημένος μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Κατά τή γνώμη μου, σ’
αὐτό ἔγκειται ὅλη ἡ οὐσία τοῦ ρωμαλέου μελλοντικοῦ πολιτισμοῦ μας
καί τῆς ἀνάστασης ἐκ νεκρῶν ὁλόκληρης τῆς Εὐρώπης, σ’ αὐτό επίσης
ἔγκειται ὅλη ἡ οὐσία τῆς ρωμαλέας ζωῆς μας στό μέλλον»89.
Ἡ Ρωσία μέ τή μυστικότητά της ἔγινε στή νεότερη ἐποχή ἡ πιό
αἰνιγματώδης χώρα στόν κόσμο, καί σ’ αὐτό πιό πολύ ἀπ’ ὅλους συνει-
σέφερε ὁ Ντοστογιέφσκι. Ὡστόσο, αὐτός ταυτόχρονα συνεισέφερε στό
ἔπακρο νά λυθεῖ μέχρις ἑνός σημείου αὐτό τό αἴνιγμα, νά βρεθοῦν οἱ
κύριες δημιουργικές δυνάμεις της καί ὑπεράνω ὅλων, ἡ μέγιστη ἀξία
της καί ἡ μέγιστη ἁγιότητά της. Ἡ ἀξία αὐτή καί ἡ ἁγιότητα αὐτή
εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ Ντοστογιέφσκι ἀνακοίνωσε: «Ἡ ρωσική πίστη,
ἡ ρωσική Ὀρθοδοξία εἶναι τό πᾶν πού ὁ ρωσικός λαός θεωρεῖ γιά τήν
ἁγιότητά του. Μέσα της εἶναι ὅλα τά ἰδεώδη του, ὅλη ἡ δικαιοσύνη
καί ἡ ἀλήθεια τῆς ζωῆς»90. «Ὅλες οἱ λαϊκές ἀρχές σέ μᾶς, οὐσιαστικά,
προῆλθαν ὅλες ἀπό τήν Ὀρθοδοξία»91.

86 Дневникъ писателя, томъ Х, σ. 224.


����������������������������
Ὅπ. παρ., т. ΙΧ, σ. 240.
����������������������������
Ὅπ. παρ., т. ΧΙ, σ. 147.
89 Биографіа, письма…Ф. М. Достоевскаго, σ. 273.
90 Дневникъ писателя, томъ Х, σ. 312.
���������������������
Ὅπ. παρ., σ. 143.

202
Καί τί ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας; «Τήν γνήσια οὐσία
τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ ἡ διακονία σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ
Ὀρθοδοξία εἶναι προορισμένη γι’ αὐτό92. Ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί, λίγο ὡς
πολύ, ζοῦν γιά τόν ἑαυτό τους καί μέσα τους, καί «ἐμεῖς θά ξεκινήσουμε
ἀκριβῶς μ’ αὐτό», λέει ὁ Ντοστογιέφσκι, «καί θά γίνουμε δοῦλοι γιά
ὅλους, λόγω τῆς καθολικῆς συμφιλιώσεως. Σ’ αὐτό δέν ὑπάρχει τίποτα
αἰσχρό· τουναντίον, σ’ αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο μας, ἐπειδή ὅλα αὐτά
ὁδηγοῦν πρός τήν τελική ἕνωση τῆς ἀνθρωπότητας. Ὅποιος θέλει νά
γίνει μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄς γίνει δοῦλος σ’
ὅλους. Νά πῶς ἐγώ ἀντιλαμβάνομαι τό ρωσικό προορισμό στό ἰδεῶδες
του»93.
Κατά τήν προφητεία τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὁ νέος λόγος πού ἡ
Ρωσία ἔχει νά πεῖ στόν κόσμο εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὅταν αὐτός ὁ νέος
λόγος λεχθεῖ, «θά γίνει ἀληθινή ἀνύψωση τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ ἡ
ὁποία διατηρεῖται στήν Ἀνατολή, ἡ ἀληθινή νέα ὕψωσις τοῦ Σταυροῦ
τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ὁλοκληρωτικός λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας στό μέτωπο
τῆς ὁποίας ἐδῶ καί πολύ καιρό στέκεται ἡ Ρωσία. Αὐτό, δίχως ἀμφι-
σβήτηση, θά γίνει σκάνδαλο γιά ὅλους τούς ἰσχυρούς τοῦ κόσμου
τούτου καί γιά ὅλους ἐκείνους πού μέχρι τώρα θριάμβευαν μέσα στόν
κόσμο, οἱ ὁποῖοι πάντα μέ περιφρόνηση καί χλευασμό ἀντιμετώπιζαν
τέτοιες παρόμοιες «προσδοκίες», ὥστε νά μήν καταλαβαίνουν ἀκόμη
ὅτι μποροῦμε μέ σοβαρότητα νά πιστεύουμε στήν ἀδελφότητα τῶν
ἀνθρώπων, στήν παν-συμφιλίωση τῶν λαῶν, στήν ὁμοσπονδία βασι-
σμένη πάνω στίς ἀρχές τῆς διακονίας σ’ ὅλην τήν ἀνθρωπότητα, καί ἐν
τέλει στήν ἴδια τήν ἀνανέωση τῶν ἀνθρώπων πάνω στίς γνήσιες ἀρχές
τοῦ Χριστοῦ»94.
Γιά τό Ντοστογιέφσκι, ἡ φόρμουλα τοῦ ρωσικοῦ καί σλαβικοῦ
μέλλοντος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία καί τό ὀρθόδοξο ἔργο. Καί τί εἶναι αὐτό;
«Αὐτό δέν εἶναι σέ καμία περίπτωση κάποιος τελετουργικός ἐκκλησι-
ασμός οὔτε κἄν κάποιος θρησκευτικός φανατισμός (ὅπως ἤδη ἄρχισαν
νά ἐκφράζονται στήν Εὐρώπη περί αὐτῆς τῆς καθολικῆς σημερινῆς
ρωσικῆς κινήσεως), ἀλλά ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀνθρώπινη πρόοδος καί

���������������������
Ὅπ. παρ., σ. 225.
������������
Ὅπ. παρ.
���������������������
Ὅπ. παρ., σ. 229.

203
ἡ πανανθρωποποίηση τῆς ἀνθρωπότητας. Ἔτσι ἀντιλαμβάνεται τήν
Ὀρθοδοξία καί τό ὀρθόδοξο ἔργο ὁ ρωσικός λαός πού ὅλα τά ἐξάγει
ἀπό τό Χριστό, πού ὅλο τό μέλλον του ἐνσαρκώνεται μέσα στό Χριστό
καί στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, καί πού δέν μπορεῖ νά φανταστεῖ τόν
ἑαυτό του χωρίς τό Χριστό»95. «Μεγαλύτερο καί ἀπό τούς μέγιστους
προορισμούς στό ρωσικό μέλλον, τούς προορισμούς γιά τούς ὁποίους
οἱ Ρῶσοι ἔχουν ἐπίγνωση, εἶναι ὁ πανανθρώπινος προορισμός, εἶναι ἡ
καθολική διακονία τῆς ἀνθρωπότητας, ὄχι μόνο τῆς Ρωσίας, ὄχι μόνο
τοῦ Πανσλαβισμοῦ ἀλλά τῆς πανανθρωπότητας»96.
Ἀλλά τί θά γίνει μέ τή Ρωσία πού σέ τόσο δύσκολους δρόμους
πορεύεται πρός τόν πανανθρώπινο σκοπό της; «Τή Ρωσία θά τή σώσει
ὁ Κύριος», προφήτεψε ὁ Ντοστογιέφσκι, «ὅπως ἤδη τήν ἔσωσε πολλές
φορές. Ἀπό τό λαό θά ᾿ρθεῖ ἡ σωτηρία, ἀπό τήν πίστη καί τή σεμνότητά
του»97. «Ὁ λαός πιστεύει σύμφωνα μέ τήν παράδοσή μας», εἶπε ὁ γέρο-
ντας Ζωσιμᾶς, «καί ὁ ἄπιστος δημόσιος ὑπάλληλος δέν θά κάνει τίποτα
σέ μᾶς, στή Ρωσία, ἔστω καί ἄν εἶναι εἰλικρινής μέσα στήν καρδιά του
καί εὐφυής στό νοῦ του. Τοῦτο νά θυμᾶστε, ὁ λαός θά συναντήσει τόν
ἀθεϊστή, θά τόν νικήσει καί θά προκύψει μία ὀρθόδοξη Ρωσία… Ἀπό
τό λαό προέρχεται ἡ σωτηρία τῆς Ρωσίας, ἐπειδή ὁ λαός αὐτός εἶναι
θεοφόρος»98.
Μέσα στό σλαβικό κόσμο ὁ Ντοστογιέφσκι εἶναι ὁ μεγαλύτερος
προφήτης καί ὁ πιό ζηλωτικός ἀπόστολος τοῦ Πανσλαβισμοῦ. Ἡ σλαβι-
κή ἰδέα εἶναι μία ἀπό τίς κυριότερες προφητεῖες του καί ἕνας ἀπό τούς
κυριότερους εὐαγγελισμούς του. Κατ’ αὐτόν, ἡ σλαβική ἰδέα κατά τήν
ἀνώτατη ἔννοιά της εἶναι, πρό πάντων, μία θυσία, μία ἀνάγκη νά θυσι-
άσουμε τόν ἑαυτό μας γιά τούς ἀδελφούς, προκειμένου νά θεμελιωθεῖ
μέσω αὐτοῦ ἡ μεγάλη πανσλαβική ἕνωση ἐν ὀνόματι τῆς ἀληθείας τοῦ
Χριστοῦ, δηλαδή στό συμφέρον, στήν ἀγάπη, στή διακονία ὅλης τῆς
ἀνθρωπότητας, στήν ὑπεράσπιση ὅλων τῶν ἀδύνατων καί ὑποδουλω-
μένων μέσα στόν κόσμο»99. Κάθε ἔργο καί σκέψη, λόγος καί αἴσθηση

���������������������
Ὅπ. παρ., σ. 295.
���������������������
Ὅπ. παρ., σ. 204.
97 Братья Карамазовы, σ. 364.
�������������
Ὅπ������
��������
. παρ�
����.
99 Дневникъ писателя, томъ Х, σ. 296.

204
μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ταπεινώνει τόν ἑαυτό του καί γίνεται δοῦλος
τοῦ δούλου του, «θά χρησιμέψει ὡς θεμέλιο γιά τήν μελλοντική, μεγα-
λειώδη ἕνωση τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος δέν θά ψάχνει τούς
δούλους γιά τόν ἑαυτό του και, ὅπως τώρα, νά ἐπιθυμεῖ νά μετατρέπει
γιά τόν ἑαυτό του ὅμοιους ἀνθρώπους σέ δούλους ἀλλά, ἀντίθετα, θά
ἐπιθυμεῖ μέ ὅλη τή δύναμή του νά γίνει ὁ ἴδιος δοῦλος τῶν πάντων,
καθώς διδάσκει τό Εὐαγγέλιο»100.
Τό ἀποκορύφωμα τῆς προφητικῆς ἔμπνευσης τοῦ Ντοστο-
γιέφσκι καί τοῦ ἀποστολικοῦ εὐαγγελισμοῦ του παρουσιάζει ὁ δικός
του «Λόγος περί τοῦ Πούσκιν». Αὐτό εἶναι, πράγματι, τό πιό προφη-
τικό εὐαγγέλιο καί ἡ πιό εὐαγγελική προφητεία τῆς Ρωσίας καί τοῦ
Σλαβισμοῦ. Ἕνα εὐαγγέλιο καί μία προφητεία περί τοῦ πανανθρώπου
καί τῆς πανανθρωπότητας. Κατά τήν προφητεία αὐτή καί τό εὐαγγέλιο
αὐτό ἡ κλήση τοῦ ρωσικοῦ ἀνθρώπου εἶναι πανευρωπαϊκή καί παναν-
θρώπινή. Νά γίνει κανείς γνήσιος Ρῶσος σημαίνει νά γίνει ἀδελφός
σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, νά γίνει πανάνθρωπος. Ἡ πανανθρωπό-
τητα εἶναι τό κυριότερο προσωπικό χαρακτηριστικό καί ἡ κλήση τοῦ
ρωσικοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πανθρωπότητα εἶναι ἐθνική ρωσική ἰδέα. Μέσα
στό πνεῦμα τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ ὑφίσταται μία ζωηρή ἀνάγκη γιά τήν
πανένωση τῆς ἀνθρωπότητας ἀλλά καί γιά τήν πανένωση μέ πλήρη
σεβασμό πρός τούς ἐθνικούς χαρακτηρισμούς, πρός τή διατήρηση τῆς
ἀπόλυτης ἐλευθερίας τῶν ἀνθρωπων γιά τήν ἕνωση μέσω τῆς ἀγάπης,
ἐγγυημένη μέ τήν πράξη, μέ τό ζωντανό παράδειγμα, μέ τήν ἀναγκαιό-
τητα γιά τήν ἀληθινή ἀδελφότητα στήν πράξη καί ὄχι μέ τή λαιμητόμο,
ὄχι μέ ἑκατομμύρια κομμένα κεφάλια. Στό γνήσιο Ρῶσο, κηρύττει ὁ
Ντοστογιέφσκι, ἡ Εὐρώπη καί τό μερίδιο τοῦ μεγάλου ἄριου γένους
εἶναι ἀγαπητή, ὅπως καί ἡ ἴδια ἡ Ρωσία, ὅπως καί τό μερίδιο τῆς δικῆς
του χώρας, ἐπειδή τό μερίδιό μας εἶναι ἡ παγκοσμιότητα, ἐντούτοις
ὄχι ἀποκτημένη μέ σπάθη ἀλλά μέ τή δύναμη τῆς ἀδελφότητας καί
τῆς ἀδελφικῆς τάσης μας γιά τήν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων. Ὤ, οἱ λαοί τῆς
Εὐρώπης οὔτε ξέρουν πόσο ἀγαπητοί εἶναι γιά μᾶς! Καί ὕστερα, ἐγώ
πιστεύω σ’ αὐτό, οἱ μελλοντικοί ρωσικοί ἄνθρωποι θά ἀντιληφθοῦν
μέχρι τόν τελευταῖο ὅτι τό νά εἶναι κανείς ἕνας γνήσιος Ρῶσος ἀκριβῶς
σημαίνει νά ἔχει τάσεις νά εἰσαγάγει τήν τελική συμφιλίωση μέσα στίς
100 Братья Карамазовы, σ. 366.

205
εὐρωπαϊκές ἀντιφάσεις, νά δείξει στήν εὐρωπαϊκή μελαγχολία τήν
ἔξοδο μέσα στή ρωσική ψυχή του, πανανθρώπινη καί πανενωτική, νά
τοποθετεῖ μέσα της, μέσω τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης, ὅλους τούς ἀδελφούς
μας, καί στό τέρμα τερμάτων νά ἐκφράσει τόν τελικό λόγο τῆς μεγά-
λης, καθολικῆς ἁρμονίας, τῆς ἀδελφικῆς πλήρους ὁμόνοιας ὅλων τῶν
φυλῶν κατά τό εὐαγγελικό νόμο τοῦ Χριστοῦ»101.

Μέ τήν ἀποστολικότητά του ὁ Ντόστογιέφσκι μετέβαλε τό φλο-


γερό προφητικό ἰδεαλισμό του σέ ὀρθόδοξο ρεαλισμό. Ἐκεῖνο πού
πρόβλεψε ὡς προφήτης, αὐτό καί πραγματοποίησε ὁ Ντοστογιέφσκι
ὡς ἀπόστολος. Πολλές προφητεῖες του σήμερα πραγματοποιοῦνται
στά μάτια μας. Ὑπάρχουν οἱ ψυχολογικοί καί οἱ ὀντολογικοί ὅροι γιά νά
πραγματοποιηθοῦν καί οἱ ὑπόλοιπες προφητεῖες του, ἐπειδή εἶναι ὅλες
ἐμποτισμένες μέ τό εὐαγγελικό πνεῦμα. Καί ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ δέν θά
παρέλθουν ὥσπου νά γίνει ἐκεῖνο πού εἶναι γραμμένο στό Εὐαγγέλιο
καί ἐκεῖνο πού εἶναι προφητευμένο βάσει τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὡς πνευματικοί ἀπόγονοι τοῦ προφήτη τοῦ ὀρθοδόξου ρεαλι-
σμοῦ, ἐμεῖς οἱ Σλάβοι εἴμαστε προφητικό γένος. Ἡ ἀποστολή μας εἶναι
μέ ὅλην τήν ψυχή μας, μέ ὅλην τήν καρδιά μας, μέ ὅλη τή σκέψη μας, μέ
ὅλη τή δύναμή μας νά τηροῦμε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἄν πράττου-
με ἔτσι, θά ἐκπληρώσουμε τή διαθήκη τοῦ μέγιστου σλαβικοῦ προφήτη
Ντοστογιέφσκι καί θά δειχτοῦμε ἄξιοι τοῦ ὀρθόδοξου Προσώπου τοῦ
Χριστοῦ, αὐτοῦ τοῦ μέγιστου θησαυροῦ σ’ ὅλους τούς κόσμους ὁρα-
τούς καί ἀοράτους.

������Дневникъ писателя, томъ ХΙ, σ. 469-470.

206
Περί τοΥ παραδείσου τΗς ρωσικΗς ψυχΗς

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μοναδικό ὄν σ’ ὅλους τούς κόσμους, ἐκτετα-


μένο ἀπό τόν παράδεισο μέχρι τήν κόλαση. Ἀκολουθεῖτε τόν ἄνθρω-
πο σ’ ὅλους τούς δρόμους του καί θά δεῖτε ὅτι ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν
ἤ στον παράδεισο ἤ στήν κόλαση. Δέν ὑφίσταται τίποτα μέσα στόν
ἄνθρωπο πού δέν ὁλοκληρώνεται ἤ μέ τόν παράδεισο ἤ μέ τήν κόλα-
ση. Τό διαπασῶν τῶν ἀνθρώπινων σκέψεων, ἀνθρώπινων αἰσθήσεων,
ἀνθρώπινων διαθέσεων εἶναι μεγαλύτερο καί ἀπό τό ἀγγελικό καί
ἀπό τό διαβολικό. Ἀπό τό ἀγγελικό, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δύναται νά
φτάσει πρός τά κάτω καί νά ταυτιστεῖ μέ τό διάβολο· ἀπό τό διαβο-
λικό, ἐπειδή δύναται νά φτάσει πρός τά πάνω ἕως τό Θεό. Καί τοῦτο
σημαίνει ὅτι τό κακό ἤ τό καλό τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπέραντα, αἰώνια,
ἐπειδή τό καλό τόν ὁδηγεῖ μέσα στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ ἀγαθοῦ,
στόν παράδεισο, καί τό κακό μέσα στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ κακοῦ,
στήν κόλαση.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάντα αἰώνιο ὄν, εἴτε τό ἤθελε εἴτε ὄχι.
Διαμέσου τοῦ καθετί δικοῦ του ρέει κάποια αἰνιγματώδης αἰωνιότητα.
Ὅταν πράττει τό καλό, ὁ,τιδήποτε καλό, ὁ ἄνθρωπος εἶναι αἰώνιος,
ἐπειδή κάθε καλό μέσω τοῦ πιό ἐσωτερικοῦ νεύρου του εἶναι συνδε-
δεμένο μέ τό αἰώνιο Θεῖο Ἀγαθό. Καί ὅταν ποιεῖ τό κακό, ὁ ἄνθρωπος
εἶναι καί τότε αἰώνιος, ἐπειδή κάθε κακό μέσω τῆς μυστηριώδους οὐσί-
ας του εἶναι συνδεδεμένο μέ τό αἰώνιο δαιμονικό κακό.
Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν μπόρεσε νά ὑποβαθμίσει τόν ἑαυτό του σέ
ἕνα ὄν πεπερασμένο, φευγαλέο, θνητό. Ὅσο καί ἄν ἤθελε ὁ ἄνθρωπος
δέν δύναται νά αὐτοκτονίσει πλήρως, ἀφοῦ ἡ πράξη τῆς αὐτοκτονίας
εἶναι καθεαυτήν κακή, καί ὡς τέτοια μεταφέρει τήν ψυχή τοῦ αὐτόχει-
ρος μέσα στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ κακοῦ. Ἐκ φύσεως, τό ἀνθρώπινο
αὐτοσυναίσθημα καί ἡ ἀνθρώπινη αὐτεπίγνωση εἶναι ἀθάνατα, ἀξε-
πέραστα, αἰώνια. Ἐξαιτίας τοῦ ἴδιου τοῦ ὄντος του ὁ ἄνθρωπος εἶναι
καταδικασμένος στήν αἰωνιότητα καί ἀθανασία. Ὡστόσο, ἡ ἀθανασία
αὐτή, ἡ αἰωνιότητα αὐτή μπορεῖ νά εἶναι δύο εἰδῶν, καλή καί κακή, Θεία
ἤ δαιμονική. Στόν ἄνθρωπο εἶναι ἀφημένη ἡ ἐλευθερία καί τό δικαίωμα
νά ἐπιλέξει μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο ἀθανασιῶν, μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο

207
αἰωνιοτήτων. Μπορεῖ νά ἐπιλέξει τήν πρώτη ἤ τήν δεύτερη· ἀλλά δέν
μπορεῖ νά ἀπαρνηθεῖ τήν ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα, ἐφόσον τό ὄν
του εἶναι προκαθορισμένο γιά τήν ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα. Αὐτός
δέν διαθέτει οὔτε τό ἐσωτερικό ὄργανο οὔτε τό ἐξωτερικό μέσο, μέ τό
ὁποῖο θά μποροῦσε νά ἐξαλείψει ἤ νά καταστρέψει μέσα στόν ἑαυτό
του ἐκεῖνο πού εἶναι ἀθάνατο καί αἰώνιο. Γιά μία τέτοια ἐπιχείρηση θά
ἔπρεπε νά ἔχει κάτι πιό ἀθάνατο ἀπό τό ἀθάνατο καί πιό αἰώνιο ἀπό τό
αἰώνιο ἀλλά δέν τό ἔχει.
Πότε ἀρχίζει ἡ ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου; Ἀρχίζει ἀπό τή σύλλη-
ψή του στά σπλάχνα τῆς μητέρας του. Καί πότε ἀρχίζει ὁ παράδεισός
του καί ἡ κόλασή του; Ἀρχίζει ἀπό τήν ἐλεύθερη ἐπιλογή του ὑπέρ
τοῦ Θείου Ἀγαθοῦ ἤ ὑπέρ τοῦ διαβολικοῦ κακοῦ, ὑπέρ τοῦ Θεοῦ ἤ
ὑπέρ τοῦ διαβόλου. Εἴτε ὁ παράδεισος εἴτε ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου,
ἀρχίζουν ἐδῶ στή γῆ, γιά νά παραταθοῦν αἰώνια σ’ ἐκείνη τή ζωή
σ’ ἐκεῖνο τόν κόσμο. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ Σωτήρας συγκεκριμένα καί
σαφῶς μιλοῦσε περί τῆς αἰώνιας ζωῆς εἴτε τῶν δικαίων εἴτε τῶν ἁμαρ-
τωλῶν, τῶν δικαίων μέσα στόν παράδεισο, τῶν ἁμαρτωλῶν μέσα στήν
κόλαση.
Στόν ἄνθρωπο εἶναι χαρισμένη ἡ ἀμέτρητη δημιουργική δύναμη,
ἡ δύναμη νά δημιουργεῖ τήν αἰωνιότητα στόν ἑαυτό του ὅπως θελήσει.
Μέσα σ’ αὐτό ἔγκειται ἡ τρομακτική μεγαλοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπινου
ὄντος. Μέσα σ’ αὐτό ὑπάρχει ἡ κατάρα καί ἡ εὐλογία. Εἶναι ὑπέροχο
καί φοβερό νά εἶναι κανείς ἄνθρωπος, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος κατά πάντα
εἶναι ἀθάνατος καί αἰώνιος. Αἰώνιος καί κατά σῶμα, ἀφοῦ καί αὐτό θά
ἀναστηθεῖ τήν Ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Τί εἶναι ὁ παράδεισος; Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ.
Ἄν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τό Θεό μέσα του, ἤδη εἶναι στόν παρά-
δεισο. Ὅπου εἶναι ὁ Θεός, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ
καί ὁ παράδεισος. Ἀφότου ὁ Θεός Λόγος κατέβηκε στή γῆ καί ἔγινε
ἄνθρωπος, ὁ παράδεισος ἔχει γίνει ἡ πιό ἄμεση ἐπίγεια καί ἀνθρώπι-
νη πραγματικότητα, ἐπειδή, ὅπου εἶναι ὁ Κύριος Χριστός, ἐκεῖ καί ὁ
παράδεισος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος εὔχεται νά αἰσθανθεῖ καί νά μάθει τί εἶναι
ὁ παράδεισος, ἄς γεμίσει τήν ψυχή του μέ τό εὐαγγελικό ἀγαθό, μέ τήν
εὐαγγελική ἀγάπη, μέ τήν εὐαγγελική δικαιοσύνη, μέ τήν εὐαγγελική
ἀλήθεια, μέ τήν εὐαγγελική προσευχή καί τίς λοιπές εὐαγγελικές ἀρε-

208
τές. Πράττοντας τίς εὐαγγελικές ἀρετές, ὁ ἄνθρωπος εἰσάγει στό ὄν
του τή θεία ἀλήθεια, τό θεῖο ἀγαθό, καί ἔτσι ἀποκτᾶ τήν ἐμπειρία τοῦ
παραδείσου ἀκόμη καί ἐδῶ στή γῆ.
Τί εἶναι ἡ κόλαση; Ἡ κόλαση εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ διαβόλου. Ἄν
ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τό διάβολο μέσα του, ἤδη εἶναι μέσα στήν
κόλαση, ἐπειδή, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ διάβολος, ἐκεῖ εἶναι καί ἡ κόλαση.
Ἐνώπιον τοῦ διαβόλου πάντα συμβαδίζουν οἱ ἁμαρτίες καί πίσω του
ἡ κόλαση. Κάθε ἁμαρτία ἐκκρίνει μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου λίγο
κακό πού πάντα ἀπαρτίζει ἀμέσως τή μικρή κόλασή της. Ἄν ὁ ἄνθρω-
πος πολλαπλασιάσει τίς ἁμαρτίες ἐντός του, ἄν ἐξοικειωθεῖ μέ αὐτές, ἡ
μικρή κόλασή του βαθμιαῖα μεταποιεῖται σέ ὅλο καί μεγαλύτερη ὥσπου
τελικά νά κυριεύσει ὅλη τήν ψυχή. Τί εἶναι ἡ κόλαση, ἄν δέν εἶναι ἡ
βασιλεία τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ, τοῦ διαβόλου; Ὅπου βασιλεύει ἡ
ἁμαρτία, ἐκεῖ ἤδη ἀρχίζει ἡ κόλαση. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀπό τό διάβολο, γι’
αὐτό καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν αἰώνια βασιλεία τῆς ἁμαρτίας καί
τοῦ κακοῦ, στήν κόλαση.
Καί ὁ παράδεισος καί ἡ κόλαση εἶναι πρῶτα πρῶτα ψυχικές πραγ-
ματικότητες, ψυχικές ἐμπειρίες, ὑποκειμενικές καί ἀτομικές, καί μόνον
ἔπειτα μεταφυσικές ἀντικειμενικές πραγματικότητες σ’ ἐκεῖνο τόν
κόσμο. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι στή γῆ καί ὁ παράδεισος καί ἡ κόλαση
εἶναι ἐπιγείως σχετικοί καί πεπερασμένοι, ὡστόσο καί οἱ δύο εἰσάγουν
τόν ἄνθρωπο μετά στό θάνατο, στίς αἰώνιες βασιλεῖες τους, μέσα στή
βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί μέσα στή βασιλεία τοῦ διαβόλου. Εἴτε τό καλό
τοῦ ἀνθρώπου εἴτε τό κακό τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μόνο εἰσαγωγή καί
προετοιμασία γιά τήν αἰώνια ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἤ μέσα στή βασιλεία
τοῦ αἰώνιου Θείου Ἀγαθοῦ, στόν παράδεισο, ἤ μέσα στή βασιλεία τοῦ
αἰώνιου δαιμονικοῦ κακοῦ, στήν κόλαση.

Ἡ ρωσική ψυχή ἔχει τόν παράδεισό της καί τήν κόλασή της.
Πουθενά δέν ὑπάρχει φοβερότερη κόλαση καί πουθενά πιό ἐξαίσιος
παράδεισος παρά ἐντός τῆς ρωσικῆς ψυχῆς. Κανένας ἄνθρωπος δέν
πέφτει τόσο βαθιά, ἕως τό ἔσχατο κακό, ὅπως ὁ ρωσικός ἄνθρω-
πος· ἀλλά καί κανένας ἐπίσης ἄνθρωπος δέν φτάνει τόσο ψηλά, ἕως

209
τήν κορυφή ὑπεράνω ὅλων κορυφῶν, ὅπως ὁ ρωσικός ἄνθρωπος. Ἡ
ἱστορία μαρτυρεῖ ὅτι ἡ ρωσική ψυχή κινεῖται μεταξύ τῆς πιό μαύρης
κόλασης καί τοῦ πιό φωτεινοῦ παραδείσου. Μοῦ φαίνεται, ἀπό ὅλες
τίς ψυχές στή γῆ, ἡ ρωσική ψυχή ἔχει τήν πιό φρικιαστική κόλαση καί
τόν πιό μαγευτικό παράδεισο. Στό δρᾶμα τῆς ρωσικῆς ψυχῆς συμμετέ-
χουν ὄχι μόνο ὅλοι οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ ἀλλά καί ὅλοι οἱ διάβολοι
τῆς κόλασης. Ἡ ρωσική ψυχή εἶναι τό πιό δραματικό πεδίο μάχης στό
ὁποῖο ἀνελέητα μάχονται οἱ ἄγγελοι καί οἱ διάβολοι. Γιά τή ρωσική
ψυχή ζηλόφθονα μάχονται οἱ κόσμοι, συγκρούονται οἱ αἰωνιότητες,
πολεμούν ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς.
Τί εἶναι ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ καί συνιστᾶ τόν παράδεισο τῆς
ρωσικῆς ψυχῆς; Τόν παράδεισο τῆς ρωσικῆς ψυχῆς συνιστοῦν καί εἶναι
οἱ θεοφόροι καί χριστοφόροι τῆς ρωσικῆς χώρας, οἱ ρῶσοι ἅγιοι, ἀπό
τόν ἅγ. Βλαδίμηρο ἕως τόν Πατριάρχη Τύχωνα τόν Μάρτυρα. Εἶναι
πελώριος, θαυμάσιος, ἀπέραντος ὁ παράδεισος τῆς ρωσικῆς ψυχῆς,
ἐπειδή εἶναι πελώρια, ἐπειδή εἶναι θαυμάσια, ἐπειδή εἶναι ἀπέραντη ἡ
ἁγιότητα τῶν ἐνδόξων ἁγίων τῆς ρωσικῆς χώρας. Ὁ κάθε ἅγιος δέν
εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ὁ παράδεισος πού ἐπέστρεψε. Καί τοῦτο σημαί-
νει ὅτι εἶναι ἡ ψυχή ἁρπαγμένη ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τό θάνατο καί τό
διάβολο, καί ἑνωμένη μέ τό Θεό, μέ τήν ἁγιότητα καί αἰωνιότητά Του.
Ποῦ βρίσκεται ὁ παράδεισος τῆς ρωσικῆς ψυχῆς; Νά τος, στόν ἅγ.
Σέργιο τοῦ Ράντονεζ καί στόν ἅγ. Μητροφάνη τοῦ Βόρονεζ, στόν ἅγ.
Φίλιππο τῆς Μόσχας καί Βλαδίμηρο τοῦ Κιέβου, στόν ἅγ. Σεραφείμ τοῦ
Σαρώφ καί Ἰωάννη τῆς Κροστάντης, σέ κάθε ἀσκητή, σέ κάθε μάρτυρα,
σέ κάθε ὁμολογητή, σέ κάθε δίκαιο τῆς ρωσικῆς χώρας, ἐκεῖ βρίσκεται
ὁ παράδεισος. Ὑπέροχος εἶναι ὁ Θεός στούς ρωσικούς ἁγίους. Ἰδού,
πῶς εἶναι θαυμάσια ὑπέροχος στόν π. Ἰωάννη τῆς Κροστάντης! Τόσο
ὑπέροχος, πού ὁ ἅγ. πατήρ Ἰωάννης εἶναι πράγματι ὁ ἅγιος τῆς ρωσικῆς
χώρας.
Στή νεότερη ἐποχή ἡ ρωσική ψυχή ἀπόκτησε τόν τελειότατο
παράδεισο στό πρόσωπο τοῦ μακάριου π. Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης.
Ἀναμφισβήτητα, αὐτός ἔγινε παράδεισος γιά τήν ταλαιπωρημένη
ρωσική ψυχή. Πῶς; Ἔτσι, μέσω τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν του ἐγκατέ-
στησε μέσα στόν ἑαυτό του τόν Κύριο Χριστό καί μαζί μ’ Αὐτόν ὅλο
τόν παράδεισο καί ὅλες τίς παραδείσιες γοητεῖες. Εἶναι μαρτυρημένη

210
ἡ ἀλήθεια· κάθε εὐαγγελική ἀλήθεια ἐγκαθιστᾶ κατ’ ὀλίγον παράδεισο
μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου· καί ὅταν συναθροιστοῦν ὅλες στόν
ἄνθρωπο, τότε ἐκεῖ ἀποκαλύπτεται ὅλος ὁ παράδεισος, μέ ὅλες του
τίς αἰώνιες τελειότητες. Ἐκεῖ οἱ εὐαγγελικές ἀρετές εἶναι τόσο ζωηρές,
τόσο δραστήριες, τόσο ἀθάνατες ὅπως στούς χριστοφόρους. Γι’ αὐτό
τό λόγο αὐτοί εἶναι παράδεισος τοῦ Χριστοῦ στή γῆ.
Καί πάλι ἐρωτῶ, τί εἶναι ὁ παράδεισος; Τίποτ’ ἄλλο παρά τό
πραγματοποιημένο Εὐαγγέλιο, ἡ ἐμπειρία τοῦ Εὐαγγελίου. Καί περισ-
σότερο ἀπ’ αὐτό, ὁ παράδεισος εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ μέσα
στό πλήρωμα τῆς θεανθρώπινης Του ὑπόστασης ἀπό τήν πλευρά τοῦ
ἀνθρώπου, ὅπως ἡ ἀποστολική ἐμπειρία: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν
ἐμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Καί ὁ Χριστός ζεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο μέσω
τῶν θεανθρώπινων ἀρετῶν Του. Αὐτές οι ἀρετές βαθμηδόν διεισδύουν
μέσα στήν ψυχή καί βαθμηδόν καταπιέζουν τήν ἁμαρτία, τό κακό, τό
θάνατο καί τό διάβολο, καί στεφανώνουν ὡς βασιλιά τό ἀγαθό, τήν
ἀγάπη, τήν ἀλήθεια, τήν ἀθανασία καί τό Θεό.
Ἐλέγξτε τόν ἰσχυρισμό μου ὅτι δηλαδή ὁ ἅγιος τῆς Κροστάνδης
εἶναι παράδεισος γιά τή ρώσικη ψυχή. Ἑνῶστε τή σκέψη σας μέ τήν
ἁγία σκέψη του. Μά, αὐτή δέν εἶναι παράδεισος γιά τή σκέψη σας;
Βυθίστε τίς αἰσθήσεις σας μέσα στίς ἅγιες αἰσθήσεις του. Μά, αὐτές δέν
εἶναι παράδεισος γιά τίς αἰσθήσεις σας; Θίξτε ἁπαλά μέ τήν καρδιά σας
τήν ἁγία καρδιά του. Μά, αὐτή δέν εἶναι παράδεισος γιά τήν καρδιά
σας; Ἡ εὐαγγελική ἐλεημοσύνη του, ἡ εὐαγγελική σεμνότητά του, ἡ
εὐαγγελική ἀγάπη του, δέν εἶναι πράγματι εἴτε ὁ αἰώνιος παράδεισος
εἴτε ἡ αἰώνια χαρά γιά τίς ψυχές σας;
Δέν πρέπει νά πλανόμαστε, ὅπου ὁ Χριστός δεσπόζει, ἐκεῖ εἶναι ὁ
παράδεισος. Ἄν δεσπόζει μέσα στίς σκέψεις σου, ἰδού, εἶσαι στόν παρά-
δεισο. Ἄν δεσπόζει μέσα στίς αἰσθήσεις σου, στίς ἐπιθυμίες σου, στίς πρά-
ξεις σου, ἰδού, εἶσαι στόν παράδεισο. Ὁ παράδεισος ὀνομάζεται ἀλλιῶς
καί βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος ἀσκητής τῆς Κροστάντης λέει: «Ὅταν ὁ
Θεός παρίσταται σ’ ὅλες τίς σκέψεις, ἐπιθυμίες, προαιρέσεις, λέξεις καί
πράξεις τοῦ ἀνθρώπου, σημαίνει ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἔρθει σ’
αὐτόν. Τότε βλέπει τό Θεό μέσα σέ ὅλα, μέσα στόν κόσμο τῶν σκέψεων,
μέσα στόν κόσμο τῶν δραστηριοτήτων καί μέσα στόν ὑλικό κόσμο»102.
102 My life in Christ, translated by E. E. Goulaeff, London 1897, σ. 69.

211
Ὁ φόβος πιάνει τίς καρδιές μας: Ἡ κόλαση εἶναι μέσα μας, ἡ κόλα-
ση εἶναι γύρω μας. Πῶς θά μεταποιήσουμε τήν κόλασή μας σέ παράδει-
σο; Ἄν διώξουμε ἀπ’ αὐτήν ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλες τίς κακές συνήθειες,
ὅλους τούς δαίμονες, καί ἐγκαταστήσουμε τά εὐαγγελικά ἀγαθά, τίς
εὐαγγελικές ἀσκήσεις, τίς εὐαγγελικές δυνάμεις. Ὅσο περισσότερο
εἰσάγουμε τό Εὐαγγέλιο μέσα στή ζωή μας, τόσο ἡ ζωή ὅλο καί περισ-
σότερο γίνεται παράδεισος. Αὐτός ὁ κόσμος κάποτε ἦταν παράδεισος·
οἱ ἄνθρωποι τόν μεταποίησαν θεληματικά σέ κόλαση. Ὡστόσο, οἱ ἅγιοι
ἐγκαθιστοῦν τόν παράδεισο μέ τή δύναμη τῆς θαυματουργῆς ἁγιότη-
τάς τους. Ὁ ἅγιος ἀσκητής τῆς Κροστάντης σ’ ὅλη τή ζωή του αὐτό
ἔκανε· κατ’ ἀρχήν ἐγκατέστησε μέσα στήν ψυχή του τόν παράδεισο καί
ἔπειτα μέσω τῆς ἁγίας ζωῆς του τόν ἐγκαθιστοῦσε στούς ἀνθρώπους
γύρω του. Ὅπου πάτησε ὁ χριστοφόρος τῆς Κροστάντης, ἐκεῖ ἡ γῆ
μεταποιήθηκε σέ παράδεισο. Ὅπου εἰσερχόταν ἀπό ᾿κεῖ τό κακό ἔφευγε
καί στή θέση του κατοικοῦσε τό καλό.
Μέ τίς εὐαγγελικές ἀρετές του παντοῦ ἐγκαθιστοῦσε τόν παρά-
δεισο στή ρωσική ψυχή. Δέν ἐγκαθιστοῦσε τόν παράδεισο στή ρωσική
ψυχή ὅταν θεράπευε τούς δαιμονισμένους ἐκβάλλοντας ἀπ’ αὐτούς
τούς διαβόλους; Θυμηθεῖτε ὅτι θεράπευσε τόν δαιμονισμένο ὁ ὁποῖος
σέ ὅλα ἔμοιαζε στόν δαιμονισμένο τῶν Γαδαρηνῶν. Θεράπευσε μία δαι-
μονισμένη γυναῖκα, μέ τά ἐξουσιαστικά, εὐαγγελικά, θεϊκῶς πανίσχυρα
λόγια: «Βγές ἔξω!». Καί πλέον, θεράπευσε τόν ἄνθρωπο μέσα στόν
ὁποῖο, ὁλοφάνερα, κατοικοῦσε ὁ διάβολος103.
Ἡ παραφροσύνη εἶναι ἡ φοβερότερη κατάρα τήν ὁποία ἡ ἁμαρτία
ἔρριξε στήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ ἅγιος τῆς Κροστάνδης θεραπεύει τούς
ἀνθρώπους καί ἀπό τήν παραφροσύνη. Συγκλονιστικά παραδείγματα
τέτοιων θεραπεύσεων μᾶς περιέγραψε ὁ Ἰ. Κ. Σούρσκι στό βιβλίο του.
Ἀρκοῦσε ὁ ἅγιος νά προσευχηθεῖ στό Θεό καί τό θηρίο τῆς παραφρο-
σύνης νά ἐγκαταλείψει τόν ἄνθρωπο. Ἡ θεραπεία ἀπό τήν παραφρο-
σύνη, μήπως δέν εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στήν εὐάρεστη,
παραδείσια κατάσταση; Ὅμως ἡ θαυματουργή ἰσχύς τοῦ ἱκέτη τῆς
Κροστάντης εἶναι ἴδια μέ τήν ἀποστολική, ἐπειδή ὄχι μόνον προσω-
πικά θεράπευε ἀπό ποικίλες ἀσθένειες, ἀλλά ἐπειδή καί τά ἐνδύματά
103 И. К. Сурскій, Отец Ιоанн Крондштатскій, Бјелград 1938, σ. 203, 240, 255-
256.

212
του θαυματουργοῦσαν. Νά, στό Βελιγράδι πρίν λίγα χρόνια τό μαντίλι
πού φοροῦσε στό λαιμό του θεράπευσε μία γυναῖκα ἀπό τήν παραφρο-
σύνη. Οἱ αὐτόπτες μάρτυρες εἶναι κοντά μας, μεταξύ μας104. Δέν σᾶς
ὑπενθυμίζει αὐτό τά Ἔργα τῶν Ἀποστόλων ὅταν ἀναφέρεται ἐκεῖ περί
τῶν θαυμάτων πού τελέστηκαν μέ τά μαντίλια (τά «σιμικίνθια») τοῦ ἁγ.
ἀποστόλου Παύλου;
Ἀναρίθμητα εἶναι τά θαύματα τοῦ θαυματουργοῦ τῆς Κροστάνδης.
Ποιός θά μποροῦσε νά τά καταμετρήσει; Αὐτός θεραπεύει ἀπό ποικίλες
ἀσθένειες. Τά εὐαγγελικά θαύματα ἐμφανίζονται μπροστά μας ὅλο καί
μεγαλύτερα. Ἀλλά νά σταθοῦμε λίγο γιά νά ἀναφέρουμε μόνο δύο πού
εἶναι σάν νά μεταφέρονται ἀπό τό Εὐαγγέλιο μέσα στήν ἐποχή μας.
Το πρῶτο ἀπ’ αὐτά εἶναι ὅταν ὁ ἅγιος θαυματουργός ἐξ ἀποστάσεως
θεράπευσε θανάσιμα ἄρρωστο υἱό, στόν πατέρα τοῦ ὁποίου εἶπε τά
ἑξῆς λόγια: «Πήγαινε, εἶναι ὑγιής ὁ υἱός σου». Το δεύτερο θαῦμα, στό
ὁποῖο συμμετεῖχε ὁ πατέρας τῆς ἄρρωστης κόρης, καί ὁ ὁποῖος ζεῖ ἐδῶ
στό περιβάλλον μας, ἀναφέρεται στήν κόρη του πού ὁ ἅγιος θεράπευσε
ἐξ ἀποστάσεως κατά εὐαγγελικό τρόπο, λέγοντας στόν πατέρα της:
«Κατά τήν πίστη σας νά γίνει»105.
Σέ πολλά, ὁ θαυματουργός τῆς Κροστάνδης μοιάζει στόν ἅγ.
Νικόλαο τόν Θαυματουργό, ἐπειδή καί κατά τήν ἐπίγεια ζωή του
ἐμφανιζόταν καί ἐξ ἀποστάσεως θεράπευε τούς ἀσθενεῖς ἀπό διάφορες
νόσους, ἀπό τήν παραφροσύνη, διφθερίτιδα, δυστυχίες.
Γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους δέν χρειάζεται νά πᾶμε πίσω δύο
χιλιάδες χρόνια προκειμένου νά δοῦμε τά εὐαγγελικά θαύματα. Νά
τα μεταξύ μας, ὁ ἀπόστολος τῆς Κροστάνδης ἐνεργεῖ τά εὐαγγελικά
θαύματα μπροστά στά μάτια μας. Αὐτός ἀνάστησε καί ἕνα νεκρό παιδί.
Μήπως αὐτό δέν εἶναι ὅπως στό Εὐαγγέλιο; Μά δέν φανερώνεται πολ-
λαπλάσια στά μάτια μας ἡ θεία δύναμη τήν ὁποία ὁ Σωτήρας ἔδωσε
καί δίνει στούς ἀποστολικούς ἀκολούθους Του, διατάζοντάς τους:
«Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, νεκρούς ἐγείρετε, λεπρούς καθαρίζετε,
δαιμόνια ἐκβάλλετε» (Ματθ. 10, 8).
Μέ τήν εὐαγγελική ζωή του καί τά ἔργα του ὁ ἀπόστολος τῆς
Κροστάνδης σάν νά γράφει τό πέμπτο Εὐαγγέλιο. Ἐξάλλου, ἔχει τό
��������������������������
Ὅπ. παρ., σ. 219-220.
��������������������������
Ὅπ. παρ., σ. 244-246.

213
χάρισμα τῆς προοράσεως. Ξέρει τίς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, βλέπει
ἐκεῖνο στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τό ὁποῖο μόνο ὁ παντεπόπτης ὁ Θεός
δύναται νά δεῖ.
Σέ τί ἔγκειται τό μυστήριο αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς θαυματουργίας
καί δύναμης; Στήν ἐμπειρία τοῦ Εὐαγγελίου, στίς ἐκπληρωμένες εὐαγ-
γελικές ἐντολές. Ὁ ἀσκητής τής Κροστάνδης ἔκανε εὔσπλαχνο τόν
ἑαυτό του μέσω τῆς εὐαγγελικῆς ἐλεημοσύνης, ταπείνωσε τόν ἑαυτό
του μέσω τῆς εὐαγγελικῆς σεμνότητας, προσευχοποίησε τόν ἑαυτό του
μέσω τῆς εὐαγγελικῆς προσευχῆς, ἀγαποποίησε τόν ἑαυτό του μέσω
τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης, ἁγίασε τόν ἑαυτό του μέσω τῆς εὐαγγελικῆς
ἁγιότητας. Καί ἔτσι ἐπλήρωσε τόν ἑαυτό του μέ τήν θαυμάσια καί θαυ-
ματουργή θεία δύναμη, στήν ὁποία δέν δύναται νά ἀντισταθεῖ οὔτε ἡ
ἁμαρτία οὔτε ὁ θάνατος οὔτε ὁ διάβολος.
Ἄν διειδύσουμε στήν οὐσία τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου,
μποροῦμε νά παρατηρήσουμε σ’ αὐτόν πώς ὅλα γίνονται στήν κατη-
γορία τῆς Θεϊκῆς Τριαδικότητας, ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι. Νά τί αὐτός εἶπε γι’ αὐτά: «Ὅλοι ἐμεῖς διά τῆς Ἁγίας Τριάδος
ἀδιάλειπτα ζοῦμε, ἀναπνέουμε, σκεφτόμαστε. Καί περί Αὐτῆς, θά τό πῶ
γιά τόν ἑαυτό μου, σκέφτομαι ἀκατάπαυστα· Αὐτήν θεωρῶ, ἀδιάκοπα
καλῶ καί δοξάζω· δι᾿ Αὐτῆς καθαρίζομαι, διαφωτίζομαι, ἁγιάζομαι ἀπό
ὅλα τά κακά· δι᾿ Αὐτῆς ἐπαινοῦμαι, χαίρομαι· δι’ Αὐτῆς θριαμβεύω
πάνω σ’ ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀοράτους ἐχθρούς· δι’ Αὐτῆς θεώνο-
μαι, ἐπειδή ἡ Τριάδα εἶναι ἡ θέωσή μου, ἡ ἑνοποίησή μου, ὅταν γίνομαι
εἰλικρινής μέτοχος τῶν ἁγίων Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ καί ἀκλόνητα
στέκομαι μέσα στή μεγάλη δικαιοσύνη»106.
Μέσα στό μακάριο π. Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης εἶναι πραγμα-
τοποιημένο τό ἰδεῶδες τοῦ χριστιανοῦ, ἡ θέωση, ἐπειδή στή θέωση
βρίσκεται ἡ σωτηρία. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποθαυμάσει ἀρκετά
τό μεγαλεῖο αὐτοῦ τοῦ ἀσκητῆ τῆς ρωσικῆς χώρας. Αὐτός εἶναι τό
περιπατοῦν Εὐαγγέλιο. Μέσω αὐτοῦ ταξιδεύει ἐκεῖνο τό ἅγιο θεϊκό
θαῦμα πού μπῆκε μέσα σ’ αὐτόν τόν κόσμο κατά τήν ἡμέρα τῆς ἁγίας
Πεντηκοστῆς, καί, νά το, περνᾶ ἀνάμεσά μας μέ τήν θαυμάσια προσω-
πικότητά του. Ἡ κλήση μας εἶναι ἡ ἁγιότητα. Κατά τόν ἅγ. ἀπόστολο
Παῦλο, ἡ κλήση τῶν χριστιανῶν εἶναι νά γίνουν ἅγιοι. Ἄν εἴμαστε
����������������������
Ὅπ. παρ., σ. 120.

214
χριστιανοί, σημαίνει ὅτι εἴμαστε ὑποψήφιοι νά γίνουμε ἅγιοι. Ἀνάμεσα
στούς ἁγίους καί σέ μᾶς δέν ὑπάρχει καμιά διαφορά στή φύση ἀλλά στή
θέληση καί ἀποφασιστικότητα.
Ἡ ὀρθοδοξία ἔχει τή χαρακτηριστική ἀπολογητική της, τήν
ἁγιοσύνη, καί τούς χαρακτηριστικούς ἀπολογητές της. Αὐτοί εἶναι οἱ
ἅγιοι. Ἡ Ὀρθοδοξία παρουσιάζει ἐπιτυχῶς τόν ἑαυτό της μέ τήν ἁγιο-
σύνη, ἐπειδή μέσω τῆς ἁγιοσύνης τῶν Ἁγίων ὁ Κύριος Χριστός φανε-
ρώνει τόν Ἑαυτό του, κηρύττει τόν Ἑαυτό του, ἐξηγεῖ τόν Ἑαυτό του.
Θαυμαστός εἶναι ὁ Θεός στούς ἁγίους Του. Ὑπέροχος φανερώνεται καί
στόν ἅγιο δοῦλο του π. Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης, τόσο ὑπέροχος ὥστε
ἀκαταμαχήτως γοητευτικά ἑλκύει στόν ἑαυτό του ὅλες τίς ζῶσες καρ-
διές καί ἀφυπνισμένες συνειδήσεις. Μήπως πρέπει καί μετά τόν ἀσκητή
τῆς Κροστάντης νά ψάχνουμε καινούργιες ἀποδείξεις περί τῆς παναλη-
θοσύνης καί πανσωτηριότητας τῆς Ὀρθοδοξίας; Ὅποιος ἔχει τά μάτια
νά δεῖ, μπορεῖ νά δεῖ στόν ἀπόστολο τῆς Κροστάνδης ὅλη τήν ἰσχύ
καί παντοδυναμία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅποιος ἔχει τά ἀφτιά νά ἀκούσει,
μπορεῖ νά ἀκούσει πῶς ὁ Θεός καί σήμερα μέσω τοῦ νέου ἀποστόλου
κηρύττει τό παντοτινό Εὐαγγέλιό Του.
Ἐμένα προσωπικά μέ συγκινεῖ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ ἁγίου ἀποστόλου
τῆς Κροστάντης. Αὐτός ἔχει ἔλεος γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Κυριευμένος
ἀπό τήν εὐαγγελική ἐλεημοσύνη, ἔδινε στούς φτωχούς ὅλα τά ὑπάρ-
χοντα πού εἶχε. Μερικές φορές ἔδινε καί τό ράσο καί τά ὑποδήματά
του, ὥστε σχεδόν γυμνός καί ξυπόλυτος γύριζε στό σπίτι107. Ὡστόσο,
ἡ ἐλεημοσύνη του ἐκδηλώνεται πρός ὅλα τά ὄντα. Αὐτός εἶχε ἐκείνη
τήν «χαϊδεύουσα καρδιά», περί τῆς ὁποίας ἐλεημοσύνης συγκινητικά
ἔλεγε ὁ ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Σέ κάθε ἄνθρωπο πρέπει νά πλησιάζουμε
ἐλεημόνως, ἁπαλά καί μέ τήν ἀγάπη. Νά τος ὁ κανόνας τόν ὁποῖο ὅρισε
ὁ ἅγιος τῆς Κροστάνδης: Ὅταν συναντᾶς ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ἐσύ
λές στόν ἑαυτό σου: «Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀπό κάθε ἄποψη ἦταν ὅμοιος σ’
αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἐκτός τῆς ἁμαρτίας»108.
Αὐτή ἡ ἁπαλή συμπόνια ἐρχόταν στόν ἅγιο ἀπό τήν προσευχή του.
Μέ σιγουριά μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι αὐτός ζοῦσε καί ἀνέπνεε μέ
τήν προσευχή. Γι’ αὐτό τό λόγο ἔλεγε πολλά περί τῆς προσευχῆς ὡς τήν
����������������������
Ὅπ. παρ., σ. 20.
108 My life in Christ, ὅπ. παρ., σ. 138.

215
ἀναπνοή τῆς ψυχῆς. Στήν ἐρώτηση πῶς περνά τόν ἐλεύθερο χρόνο του,
αὐτός ἀπάντησε: «Προσεύχομαι, ἀσάλευτα προσεύχομαι. Ἐγώ, ἀκόμη,
δέν καταλαβαίνω πῶς μπορεῖ κανείς νά περνᾶ τό χρόνο δίχως προσευ-
χή. Πράγματι, ἡ προσευχή εἶναι ἡ ἀναπνοή τῆς ψυχῆς»109.

◊◊◊†◊◊◊

Ὁ μακάριος π. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης εἶναι ἡ παραδεισένια ἔξο-


δος γιά τή ρωσική ψυχή ἀπό ὅλες τίς δυσκολίες της. Καί ὄχι μόνο γιά τή
ρωσική ψυχή ἀλλά καί γιά τή σερβική ψυχή καί γιά τήν κάθε ψυχή ἐν
γένει. Ποιό εἶναι τό πρόβλημα, ρωσικό, σερβικό, ἀνθρώπινο, τό ὁποῖο
σ’ αὐτόν δέν βρίσκει τήν παραδεισένιά του, τήν ὁλοκληρωτική του, τήν
αἰώνιά του ἐπίλυση; Ποιά εἶναι ἐκείνη ἡ βαρετή καί τραγική σκέψη ἡ
ὁποία σ’ αὐτόν δέν βρίσκει τήν παραδεισένια προέκταση, ἐμβάθυνση,
ἀπαθανάτιση; Ποιά εἶναι ἐκείνη ἡ θλιβερή καί λυπηρή αἴσθηση ἡ ὁποία
δέν βρίσκει σ’ αὐτόν τήν παραδεισένια μεταμόρφωσή της, τό φωτισμό
της, τό φρεσκάρισμά της;
Τό ζήτημα εἶναι, τό πικρό ζήτημα τῆς χαοτικῆς ἐπικαιρότητάς
μας, πῶς δηλαδή ἡ ρωσική ψυχή μπορεῖ νά ἐπιστρέψει στόν χαμένο
παράδεισό της; Μόνο ἔτσι, ἄν ἡ ρωσική ψυχή, μέ ὅλους τούς πόνους
της, μέ ὅλα τά προβλήματά της, μέ ὅλες τίς πληγές της, ἐμπιστευθεῖ
καί παραδοθεῖ στόν ἀπόστολο τῆς Κροστάνδης, στόν π. Ἰωάννη, νά
τήν ὁδηγήσει διαμέσου τοῦ χάους τῆς καθημερινότητας καί νά τήν
ἐξαγάγει στήν αἰωνιότητα τῆς ἀληθείας καί τῆς δικαιοσύνης τοῦ
Χριστοῦ.
Ἐκεῖνο πού ἰσχύει γιά τή ρωσική, ἰσχύει καί γιά τή σερβική ψυχή,
μόνο ὁδηγημένες ἀπό τούς Ἁγίους αὐτές μποροῦν νά σωθοῦν ἀπό
τήν κόλαση καί νά εἰσέλθουν στόν παράδεισο τῆς αἰώνιας ζωῆς τοῦ
Χριστοῦ. Οὐσιαστικά, ἡ ψυχή ἐγκαθιστᾶ μέσα της τόν παράδεισο
ἐπικοινωνώντας μέ τούς Ἁγίους καί ζώντας στήν δεητική κοινωνία μ’
αὐτούς. Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή οἱ Ἅγιοι ἀποδιώχνουν ἀπ’ αὐτήν τίς
ἁμαρτίες, κακές συνήθειες καί τά πάθη, αὐτά πού τήν καθιστοῦν κόλα-
ση, καί τήν πληροῦν μέ τήν θεϊκή ἀλήθεια, ἀγάπη καί δικαιοσύνη, καί
τοιουτοτρόπως τήν μεταβάλλουν σέ παράδεισο.
��������������������������������������
��������������������������������
. �����������������������������
������������������������������
. Сурскій��������������������
���������������������������
, ὅπ����������������
������������������
. παρ�����������
��������������
., �����
��������
. 174.

216
Ὅλη ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου ἀσκητῆ τῆς Κροστάνδης μᾶς
δείχνει καί μᾶς διδάσκει κατά ποιό τρόπο ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ τόν
παράδεισο μέσα του καί στόν κόσμο γύρω του. Ἄν θελήσουμε νά συνο-
ψίσουμε τό εὐαγγέλιο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης μόνο σέ μία
σκέψη, αὐτή θά ἦταν, μέ τίς ἁμαρτίες καί κακές συνήθειες ὁ ἄνθρωπος
δημιουργεῖ τήν αἰώνια κόλασή του, καί μέ τίς εὐαγγελικές ἀρετές τόν
αἰώνιο παράδεισό του.

217
Στή νεροδεσιά τΩν πολιτισμΩν

Ζοῦμε στή γεωγραφική καί πνευματική νεροδεσιά μεταξύ δύο


κόσμων, μεταξύ δύο πολιτισμῶν, μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης. Ἡ λαϊκή
ψυχή μας εἶναι σταλμένη σ’ αὐτόν τόν αἰνιγματώδη κόσμο, καί ἔχει
δοθεῖ ἐντολή σ’ αὐτήν: Ζῆσε στήν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ! Δύναται κανείς
ἀπό μᾶς δίχως κίνδυνο νά ζεῖ στήν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ; Δέν εἶναι ἀπα-
ραίτητο ὅλα τά ἄτομα τῆς ὕπαρξής μας νά μεταμορφωθοῦν σέ μάτια
ἀκοίμητα, ὅλες οἱ σκέψεις τῆς ψυχῆς μας σέ κόρες ὀφθαλμοῦ ἀτύφλω-
τες; Ἀπό τή μία πλευρά, τήν ψυχή μας ἑλκύει ἡ ὀχλαγωγική Δύση μέ τή
μαγνητική βαρύτητά της, καί ἀπό τήν ἄλλη μᾶς σαγηνεύει ἡ γαλήνια
Ἀνατολή μέ τό μυστηριῶδες κάλλος της. Κάτω ἀπό τή στιλβωμένη
φλούδα τῆς Δύσης, ὑπόκωφα θορυβοῦν οἱ ἡφαίστειες ἀντιφάσεις·
κάτω ἀπό τήν τραχιά φλούδα τῆς Ἀνατολῆς βουίζουν θεονοσταλγικά
ὑπόγεια ποτάμια τοῦ πνεύματος. Καί μᾶς ξεσχίζουν σέ κομμάτια αὐτοί
οἱ δύο κόσμοι.
Ποῦ θά πᾶμε, στήν Ἀνατολή ἤ στή Δύση; Χερουβικά προβλεπτική
καί σεραφιμικά εὐήκοη πρέπει νά εἶναι ἡ ψυχή μας γιά νά μπορέσει νά
ἀναχωρήσει καί νά ὁδεύσει στό δρόμο πού δέν θά ὁλοκληρωθεῖ μέ τό
θάνατό της. Νά μήν πεῖς, ἄς μοιραστεῖ ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ μας· ἄς πάει
τό ἕνα μισό στή Δύση καί τό ἄλλο στήν Ἀνατολή. Φίλοι μου, μπορεῖ τό
μάτι νά βλέπει ἄν τό διαιρέσεις; Μπορεῖ ἡ καρδιά νά αἰσθάνεται ἄν τήν
τεμαχίσεις; Μπορεῖ μία βασιλεία νά παραμείνει, ἄν μοιραστεῖ; Τά ἴδια
τά δεδομένα ἀναντίρρητα ἀπαντοῦν καί μαρτυροῦν, δέν μποροῦν. Πῶς,
τότε, ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ μας μπορεῖ νά ζεῖ, νά μήν πεθάνει καί νά γίνει
ἀθάνατη, ἄν μοιραστεῖ;
Δέν πρέπει νά πλανόμαστε, ἡ σημασία τῆς λαϊκῆς ψυχῆς μας
εἶναι μοιραῖα σοβαρή· μονάχα ἕνας ὀπορτουνιστής μπορεῖ νά συμπε-
ριφέρεται πρός αὐτήν ἐπιπόλαια. Ἡ θεμελιώδης ἀρχή τῆς ψυχολογίας
τοῦ λαοῦ εἶναι πώς ὁ καθένας ἀπό μᾶς φέρνει μέσα του ὄχι μόνο τή
μοῖρα τῆς προσωπικῆς ἀλλά καί τῆς λαϊκῆς ψυχῆς του. Ὁ καθένας
εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλα. Μέσα στό σῶμα τοῦ λαοῦ μας, οἱ ψυχές μας
εἶναι περιπλεγμένες μεταξύ τους σάν ρίζες μέσα στή γῆ, ἀπό τίς ὁποῖες
μεγαλώνει ἕνας κορμός, ἕνα δέντρο. Μέσα του ὁ καθένας ἔχει κάτι

218
ἀπό τήν ψυχή τοῦ καθενός καί ὅλες οἱ ψυχές ἀποτελοῦν ἕνα ἀδιαίρετο
ὀργανισμό. Ἄν ἡ ψυχή μου ἔχει διαπυηθεῖ ἀπό τό ἕλκος τοῦ ἐγωϊσμοῦ,
δέν θά χυθεῖ τό δηλητηριῶδες πύον σ’ ὅλο τόν ὀργανισμό τῆς λαϊκῆς
ψυχῆς; Ἄν ἡ ψυχή σου εἶναι μολυσμένη ἀπό τήν ἐγωπάθεια, μήπως τότε
δέν ἔχεις γίνει γάγγραινα μέσα στόν ὀργανισμό τῆς λαϊκῆς ψυχῆς, γάγ-
γραινα τήν ὁποία πρέπει νά ἀποκόψουν;
Νά συνηθίζεις τόν ἑαυτό σου στή σκέψη, ἡ λαϊκή ψυχή δέν εἶναι
κάτι χωριστό ἀπό μᾶς ὡς ἐπιμέρους κομμάτι· αὐτή εἶναι ὀργανική ἑνό-
τητα ὅλων τῶν ψυχῶν, ὅλων τῶν ἀτόμων. Ὅ,τι καί νά κάνεις, ὅ,τι καί
νά σκέφτεσαι, ὅ,τι καί νά αἰσθάνεσαι, οἱ πράξεις σου, ἡ σκέψη σου, ἡ
αἴσθησή σου, διαπερνᾶ σ’ ὅλη τή λαϊκή ψυχή, μπαίνει μέσα σ’ αὐτήν μέ
ὅλα τά πάθη καί τίς ἀρετές, μέ ὅλα τά βδελύγματα καί τίς χαρές. Γιά τήν
ὑγεία τῆς λαϊκῆς ψυχῆς μας εἶναι ὑπεύθυνος ὁ καθένας ἀπό μᾶς, εἴτε ὁ
μέγιστος εἴτε ὁ ἐλαχιστότατος εἴτε ὁ πιό μορφωμένος εἴτε ὁ ἀμαθέστα-
τος εἴτε ὁ πιο ἐπιφανής εἴτε ὁ πιό ὑποβιβασμένος.
Ὅταν ἡ λαϊκή ψυχή μας γιά πρώτη φορά βρέθηκε στό σταυροδρό-
μι ἀνάμεσα στούς δύο κόσμους, ὁ ἅγ. Σάββας ἀποφασιστικά τήν ὁδή-
γησε στήν ὁδό τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Μέχρι τόν ἅγ. Σάββα, αὐτή
ἦταν τυφλή· μέσω αὐτοῦ ἄρχισε νά βλέπει καί γιά πρώτη φορά εἶδε τήν
αἰώνια Ἀλήθεια καί τήν αἰώνια ἔννοια τῆς ζωῆς. Ἀπό τό θνητό αὐτός
τήν προσανατόλισε πρός τό Ἀθάνατο, ἀπό τό χρονικό πρός τό Αἰώνιο,
ἀπό τό ἀνθρώπινο πρός τό Θεανθρώπινο. Σέ ποιόν θά πᾶς, αδελφέ μου,
ὅταν ἡ ψυχή σου, αὐτό τό γαλάζιο πουλί, ἐγκλεισθεῖ μέσα στό κλουβί
τοῦ σώματός σου, καί ταλαιπωρηθεῖ βασανισμένη σάν Ράστκο110, ἀπό
τό ἐρώτημα τί εἶναι ἡ ζωή, τί εἶναι ὁ θάνατος; Γιά ποιό λόγο δίνεται
ἡ ζωή στόν ἄνθρωπο ὅταν ὁλοκληρώνεται μέ τό θάνατο; Ἄν σέ κυρι-
εύσουν αὐτές τίς φρικαλέες ἐρωτήσεις, ποιός θά ἀπαντήσει σ’ αὐτές,
μήπως ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος ἤ ὁ Θεάνθρωπος τοῦ Ράστκο;
Ἄν δέν ἔχει θέσει ὁ ἄνθρωπος τό ἐρώτημα τοῦ Ράστκο, νά εἶστε
σίγουροι ὅτι δέν ἔχει ἐξέλθει ἀκόμη ἀπό τό ζωικό στάδιο, δέν ἔχει ἀνα-
πτυχθεῖ σέ ἄνθρωπο, διότι μόνο τά ζῶα καί οἱ κτηνοποιημένοι ἄνθρω-
ποι δέν θέτουν τέτοια ἐρωτήματα στόν ἑαυτό τους. Ἄν θεωρεῖ κανείς
ὅτι εἶναι ἀνώτερος ἀπό τά ζῶα ἐπειδή ἐνδύεται μέ πολυτελῆ ροῦχα, καί
ἐπειδή τρέφεται τρυφηλῶς, δεῖξτε του τά ζῶα καί φυτά. Ἰδού, μήπως ὁ
����������������������������������������������������������������������
Κοσμικό ὄνομα τοῦ ἁγ. Σάββα Νέμανιτς, πρίν ἀπό τή μοναχική κουρά.

219
κρίνος τοῦ ἀγροῦ δέν εἶναι πιό ὡραῖα ἐνδεδυμένος καί ἀπό τόν ὑπε-
ρένδοξο Σολομῶντα; Μήπως δέν εἶναι πιό πολυτελῶς ἐνδεδυμένος καί
ἀπό τήν πολυτελῆ βασίλισσα τοῦ Σαβᾶ; Ἰδού, ἡ μέλισσα δέν τρέφεται
πιό ὡραῖα ἀπό κάθε Κροῖσο, ἀφοῦ τρέφεται μέ τό νέκταρ τῶν λουλου-
διῶν; Καί ὅταν μέσω τῆς ἁγιοσαββικῆς παραδόσεως, παρατηρήσετε
κάποιους ἐκπροσώπους τῶν διανοουμένων μας, θά δεῖτε ὅτι δέν ἔχουν
ἐξέλθει ἀκόμη ἀπό τήν ἀνόργανη κατάσταση, ἐφόσον ζοῦν μέ τό σῶμα
καί λόγω τοῦ σώματος, γι᾿ αὐτόν τόν φθαρτό ἀργυλικό κάλυκα τῆς
ψυχῆς τους.
Ὅποιος μόνο μία φορά σοβαρά βυθιστεῖ σέ σκέψεις, ὅπως ὁ
Ράστκο, πάνω ἀπό τό μυστηριῶδες ὄν πού ὀνομάζεται ἄνθρωπος, πρέ-
πει ὅπως καί ὁ Ράστκο νά πιστέψει στόν Κύριο Χριστό ἤ νά ὁδηγηθεῖ
στήν αὐτοχειρία εἴτε τήν πνευματική αὐτοκτονία, ἴσως, ὅμως, καί τή
φυσική αὐτοκτονία. Ζώντας στή μοιραία νεροδεσιά τῶν δύο πολιτισμῶν,
ὁ ἄνθρωπος, πιασμένος ἀπό τά ἐρωτήματα τοῦ Ράστκο, δέν μπορεῖ νά
ἠρεμήσει μέχρις ὅτου ἀποφασιστικά ἀναχωρήσει ἀπό τό δρόμο τοῦ
εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρώπου στό δρόμο τοῦ Θεανθρώπου τῆς ἁγιοσαββικῆς
παράδοσης. Τί τόν περιμένει στό πρῶτο καί τί στό δεύτερο δρόμο; Μέ
τί ὁλοκληρώνεται ὁ πρῶτος καί μέ τί ὁ δεύτερος δρόμος; Πάνω σέ τί
θεμελιώνεται ἡ κουλτούρα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρώπου καί πάνω σέ τί ἡ
κουλτούρα τοῦ Θεανθρώπου τῆς ἁγιοσαββικῆς παράδοσης;

Ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός βασίζεται στόν ἄνθρωπο ὡς θεμέλιο.


Μέ τόν ἄνθρωπο ἐξαντλεῖται τό πρόγραμμά του καί ὁ σκοπός του, τά
μέσα του καί τό περιεχόμενό του. Ὁ οὑμανισμός εἶναι ὁ κύριος ἀρχιτέ-
κτονάς του. Εἶναι ὅλος οἰκοδομημένος πάνω στή σοφιστική ἀρχή καί
στό κριτήριο, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων, ὁρατῶν
καί ἀοράτων, καί κατά συνέπεια βέβαια καί ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος.
Αὐτός εἶναι ὁ ὕψιστος δημιουργός καί δότης τῶν ἀξιῶν. Ἡ ἀλήθεια
εἶναι ἐκεῖνο πού ἀνακηρύσσει τήν ἀλήθεια· ἡ ἔννοια τῆς ζωῆς εἶναι
ἐκεῖνο πού ἀνακηρύσσει τήν ἔννοια· τό καλό καί τό κακό εἶναι ἐκεῖνο
πού ἀνακηρύσσει τό καλό καί τό κακό. Κοντολογίς μποροῦμε νά ποῦμε
ὅτι ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος ἀνακήρυξε τόν ἑαυτό του ὡς θεό. Μήπως

220
δέν ἔχετε παρατηρήσει πῶς αὐτός ἀμέτρητα ἀγαπᾶ νά παριστάνει τό
θεό, νά εἶναι θεός, τουλάχιστον διά πυρός καί σιδήρου, μέσω τοῦ τρω-
γλοδυτισμοῦ καί τῆς ἀνθρωποφαγίας; Αὐτός ἀνακήρυξε στή γλῶσσα
τῆς οὑμανιστικο-θετικιστικῆς ἐπιστήμης ὅτι δέν ὑφίσταται ὁ Θεός. Καί
ἔπειτα τολμηρά ἔβγαλε τό συμπέρασμα, ἐφόσον δέν ὑφίσταται ὁ Θεός,
τότε ἐγώ εἶμαι ὁ θεός!
Τίποτα δέν ἀγαπᾶ τόσο πολύ ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος ὅσο νά
παρουσιάζεται ὡς θεός, μολονότι μέσα σ’ αὐτήν τήν οἰκουμένη εἶναι
σάν ἕνα ποντίκι μέσα στήν ποντικοπαγίδα. Προκειμένου νά δείξει καί
νά τεκμηριώσει τή θεότητά του, ἀνακήρυξε ὅτι ὅλοι οἱ κόσμοι γύρω μας
εἶναι ἔρημοι, δίχως Θεό καί δίχως ζωντανά ὄντα. Αὐτός θέλει νά κυριαρ-
χήσει στή φύση, νά τήν ὑποτάξει, γι’ αὐτό καί ὀργάνωσε τή συστηματι-
κή ἐπιχείρηση στή φύση, καί αὐτήν τήν ἐπιχείρηση ὀνόμασε κουλτούρα.
Σ’ αὐτήν ἔζεψε τή φιλοσοφία καί τήν ἐπιστήμη του, τή θρησκεία καί τήν
ἠθική του, τήν πολιτική καί τήν τεχνική του. Καί πέτυχε νά γυαλίσει
κάποια κομματάκια στό φλοιό τῆς ὕλης, ὅμως δέν τήν μεταμόρφωσε.
Παλεύοντας μέ τήν ὕλη, ὁ ἄνθρωπος δέν τά κατάφερε νά τήν ἀνθρωπο-
ποιήσει, ἀλλά αὐτή πέτυχε νά στενέψει καί νά κάνει πιό ἐπιπόλαιο τόν
ἄνθρωπο, νά τόν ὑποβιβάσει στήν ὕλη. Καί αὐτός, περιστοιχισμένος ἀπ’
αὐτήν, ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό του ὡς ὕλη, μόνο ὡς ὕλη.
Ξέρετε ποιός ἔχει νικήσει; Ἡ εἰρωνεία κέρδισε τή νίκη, διότι ὁ
πολιτισμός κατέστησε τόν ἄνθρωπο ἕνα δοῦλο τῆς ὕλης, ἕνα δοῦλο
τῶν πραγμάτων. Εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρω-
πος εἶναι σκλάβος τῶν πραγμάτων, δέν εἶναι διαχειριστής πάνω σ’
αὐτά. Αὐτοονομαζόμενος ὡς θεός, προσκυνητῶς κάνει ἐδαφιαῖες μετά-
νοιες ἐνώπιον τῶν πραγμάτων, ἐνώπιον τῶν εἰδώλων τά ὁποῖα μόνος
του εἶχε δημιουργήσει. Στή δράση του ἐνάντια σέ καθετί ὑπερφυσικό,
μέ τά ἀποκτήματα τοῦ πολιτισμοῦ του ἀντικατέστησε ὅλα τά ἰδεώδη
του, ὅλες τίς ὑπερυλικές τάσεις του. Ἀντικατέστησε τόν οὐρανό, ἀντι-
κατέστησε τήν ψυχή, ἀντικατέστησε τήν ἀθανασία, ἀντικατέστησε τήν
αἰωνιότητα, ἀντικατέστησε τό Θεό ζῶντα καί ἀληθινό, καί ἀναγόρευσε
τήν κουλτούρα του ὡς θεό, ἐπειδή σ’ αὐτό τό σκοτεινιασμένο ἀστέρι ὁ
ἄνθρωπος δέν δύναται νά ἀντέξει χωρίς θεό, χωρίς ὁποιοδήποτε θεό,
ἄν καί ἦταν καί ψευδής, τέτοια εἶναι ἡ μοιραία εἰρωνεία τοῦ ἔτσι διορ-
γανωμένου ἀνθρώπου.

221
Ἐξάλλου, δέν παρατηρεῖτε ὅτι ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος, στήν
κουλτουρομανία του, μεταποίησε τήν Εὐρώπη σέ ἐργαστήριο εἰδώλων;
Σχεδόν κάθε πολιτιστικό θέμα ἔχει γίνει εἴδωλο. Γι᾿ αὐτό ἡ ἐποχή μας
εἶναι ἡ εἰδωλολατρική ἐποχή πρό πάντων καί ὑπεράνω ὅλων. Καμία
ἤπειρος δέν εἶναι τόσο πλημμυρισμένη μέ τά εἴδωλα ὅπως ἡ σημερινή
Εὐρώπη. Πουθενά δέν κάνουν τόσο πολύ ἐδαφιαῖες μετάνοιες ἐνώπιον
τῶν πραγμάτων, καί πουθενά δέν ζοῦν τόσο πολύ γιά τά πράγματα καί
λόγω τῶν πραγμάτων, ὅπως στήν Εὐρώπη. Αὐτή εἶναι ἡ εἰδωλολατρία
τοῦ χειρότερου εἶδους, διότι εἶναι προσκύνημα ἐνώπιον τῆς ἀργίλου.
Πεῖτε μου, μήπως δέν προσκυνεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν ξανθοκόκκινη ἄργι-
λο, ὅταν ἐγωπαθῶς ἀγαπᾶ τό γήινο, ἀργιλοῦχο σῶμα του, καί μέ ἐπιμο-
νή ἰσχυρίζεται ὅτι σῶμα εἶμαι καί μόνο σῶμα;
Δίχως ἀμφιβολία ἡ Εὐρώπη δέν πάσχει ἀπό τόν ἀθεϊσμό ἀλλά
ἀπό τόν πολυθεϊσμό· δέν πάσχει ἀπό τήν ἔλλειψη τῶν θεῶν ἀλλά ἀπό
ὑπερβολικά πολλούς θεούς. Χάνοντας τό γνήσιο Θεό, αὐτή ἤθελε νά
χορτάσει τήν πεῖνα της μέ τή δημιουργία πολλῶν ψευδῶν θεῶν, εἰδώ-
λων. Ἀπό τήν ἐπιστήμη καί τίς ὑποθέσεις της δημιούργησε τά εἴδωλα·
ἀπό τή φιλοσοφία καί τά συστήματά της δημιούργησε τά εἴδωλα· ἀπό
τήν τεχνική καί τίς ἐφευρέσεις της δημιούργησε τά εἴδωλα· ἀπό τή
θρησκεία καί τούς ἐκπροσώπους της δημιούργησε τά εἴδωλα· ἀπό τήν
πολιτική καί τά κόμματά της δημιούργησε τά εἴδωλα· ἀπό τή μόδα καί
τούς δορυφόρους της δημιούργησε τά εἴδωλα. Καί στή μέση ὅλων τῶν
εἰδώλων τοῦ σύμπαντος, πάνω στό θρόνο τοῦ ἐγωισμοῦ τοποθέτησε
τόν εὐρωπαϊκό ἄνθρωπο, τόν εὐρωπαϊκό Δαλάι Λάμα.
Στήν οὐσία της ἡ εὐρωπαϊκή κουλτούρα εἶναι ὁ βρυκολακιασμέ-
νος φετιχισμός, ὁ φετιχισμός στήν εὐρωπαϊκή ἔκδοση, στό εὐρωπαϊκό
κοστούμι. «Βουλιμία γιά τά πράγματα» εἶναι τό κύριο χαρακτηριστικό
τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρώπου. Ἡ φετιχιστική μεταφυσική τοῦ εὐρωπαϊκοῦ
πολιτισμοῦ, ὅμως, πρακτικά ἐκφράζεται μέ τή φετιχιστική ἠθική. Τόν
ἀρχαῖο παγανιστικό φετιχισμό χαρακτήριζε ἡ ἀνθρωποφαγία. Μήπως
δέν χαρακτηρίζεται ὁ νέος εὐρωπαϊκός φετιχισμός ἐπίσης μέ τήν
ἀνθρωποφαγία, ἀλλά μεταμφιεσμένη, πολιτισμένη ἀνθρωποφαγία;
Μά, δέν ἀνακήρυξε ἡ εὐρωπαϊκή κουλτούρα μέσω τοῦ στόματος
τῆς ἐπιστήμης της ὡς τήν κύρια ἀρχή τῆς ζωῆς τόν ἀγῶνα γιά τήν
αὐτοσυντήρηση; Τί εἶναι αὐτό, ἄν δέν εἶναι ἡ κλήση στήν ἀνθρωποφα-

222
γία! Δέν σημαίνει τό ἑξῆς, ἄνθρωπε, πάλευε γιά τήν αὐτοσυντήρησή
σου μέ ὅλα τά μέσα· πάλευε, ἄν χρειαστεῖ, καί μέ τήν ἀνθρωποφαγία!
Τό κυριότερο εἶναι νά ζοῦμε! Τό κυριότερο εἶναι νά συντηρηθοῦμε στή
ζωή! Πῶς; Αὐτό δέν ὑπόκειται στόν ἔλεγχο τῆς συνείδησης. Ἡ ζωή εἶναι
τό μακελειό στό ὁποῖο ὁ πιό δυνατός ἔχει τό δικαίωμα νά σφάξει τόν
πιό ἀδύνατο. Καί ἐπιπλέον, οἱ πιό ἀδύνατοι ἄνθρωποι εἶναι τό ὑλικό
γιά τούς πιό δυνατούς. Ἐφόσον δέν ὑφίσταται οὔτε ὁ Θεός οὔτε ἡ ἀθα-
νασία, τότε στόν ἄνθρωπο ἐξαιτίας τῆς αὐτοσυντηρήσεως, ὅλα εἶναι
ἐπιτρεπτά. Ἐπιτρεπτή εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἐπιτρεπτό τό κακό, ἐπιτρεπτό τό
ἔγκλημα. Ἡ θετικιστική ἐπιστήμη ἀνακήρυξε, καθετί πού συμβαίνει,
συμβαίνει σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους. Στή φύση κυριαρχεῖ ὡς
ὕψιστος νόμος ὁ νόμος τῆς ἀναγκαιότητας. Αὐτός κυριαρχεῖ καί πάνω
στούς ἀνθρώπους καί πάνω σ’ ὅλες τίς σκέψεις τους, τίς αἰσθήσεις τους,
τίς τάσεις τους, τίς πράξεις τους. Ὅταν ἁμαρτάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἁμαρ-
τάνουν κατ’ ἀνάγκην. Ἄνθρωπε, ἐσύ δέν φταῖς οὔτε γιά τήν μεγαλύτερη
παράβασή σου, δέν εἶσαι ἔνοχος, διότι καθετί πού πράττεις, τό πράττεις
κατά τή φυσική ἀναγκαιότητα… Οὐσιαστικά, ἡ ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά
ὑπάρχει γιά τόν ἄνθρωπο, γιά τόν ὁποῖο δέν ὑφίσταται ὁ Θεός, ἀφοῦ
ἡ ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἄν δέν ὑφίσταται ὁ Θεός,
τότε δέν ὑφίσταται οὔτε ἡ ἁμαρτία οὔτε τό κακό οὔτε τό ἔγκλημα.
Ὁ μεταφυσικός νιχιλισμός τῆς εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας ἐκφρα-
σμένος μέ τήν ἀρχή, «δέν ὑπάρχει Θεός», ἀναγκάστηκε νά ἐκδηλωθεῖ
ὡς πρακτικός νιχιλισμός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή εἶναι: Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία,
ἄρα ὅλα ἐπιτρέπονται! Στρέψτε τήν προσοχή σας! Μέ τή φιλοσοφία καί
τήν ἐπιστήμη της, μέ τήν τεχνική καί πολιτική της, ὁ εὐρωπαϊκή κουλ-
τούρα συστηματικά ἀφανίζει ἀπό τόν ἄνθρωπο καθετί ἀθάνατο καί
αἰώνιο, δεξιοτεχνικά παραλύει τήν αἴσθηση τῆς ἀθανασίας, ἐλαττώνει
τήν ψυχή ὥσπου νά τήν κατεβάσει στό μηδέν.
Πρέπει νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπό τό Θεό, αὐτή εἶναι ἡ ἐπίσημη
ἤ ἡ κρυφή ἐπιθυμία πολλῶν θεμελιωτῶν τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Αὐτοί ἐργάζονται σ’ αὐτή μέσω τοῦ οὐμανισμοῦ καί τῆς ἀναγεννήσε-
ως, μέσω τοῦ νατουραλισμοῦ τοῦ Ρουσώ καί τοῦ ἀναμαλλιασμένου
ρωμαντισμοῦ, μέσω τοῦ θετικισμοῦ καί ἀγνωστικισμοῦ, μέσω τοῦ
ὀρθολογισμοῦ καί του ἐθελοντισμοῦ, μέσω τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ καί
του ἐπαναστατισμοῦ. Καί οἱ πιό τολμηροί ἀπ’ αὐτούς δημιούργησαν τό

223
σύνθημα, πρέπει νά σκοτώσουμε τό Θεό! Ἐπιτέλους καί ὁ πιό συνεπής
θεμελιωτής καί ὁ πιό ἔμπειρος ὁμολογητής τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτι-
σμοῦ, ὁ Νίτσε, ἀπό τήν κορυφή τῆς ἀνθρωπομανοῦς πυραμίδας τοῦ
ἐγωισμοῦ, ἀνακοίνωσε τήν εἴδηση ὅτι «ὁ Θεός ἔχει πεθάνει!»
Ὅταν δέν ὑφίσταται οὔτε ὁ αἰώνιος Θεός οὔτε ἡ ἀθάνατη ψυχή,
τότε δέν ὑπάρχει τίποτα ἀπόλυτο, τίποτα πανάξιο, τότε τά πάντα εἶναι
σχετικά, τά πάντα φευγαλέα, τά πάντα θνητά. Καί πράγματι, διωγμένες
εἶναι ὅλες οι ἀπόλυτες ἀξίες καί ἄρχισαν νά βασιλεύουν πλέον οἱ σχετι-
κές. Δίχως ἀμφισβήτηση, ὁ σχετικισμός εἶναι εἴτε ἡ λογική εἴτε ἡ φύση,
εἴτε ἡ ψυχή τοῦ οὑμανισμοῦ. Ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας τοῦ Ἀϊνστάιν
εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική, συνολική συνισταμένη τοῦ οὑμανισμοῦ καί
ὅλων τῶν φιλοσοφικῶν, ἐπιστημονικῶν, τεχνικῶν, καί πολιτικῶν κλά-
δων του. Ὡστόσο ὄχι μόνο αὐτό ἀλλά καί στήν τελευταία γραμμή του
ὁ οὑμανισμός δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ὁ νιχιλισμός.
Μά, δύναται νά μήν εἶναι μηδενιστής ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δέν παρα-
δέχεται καμία ἀπόλυτη ἀξία; Πηγαίνετε πάνω στήν κοίτη τῆς λογικῆς
ἕως τό τέλος, καί κατ’ ἀνάγκην θά πρέπει νά φτάσετε στό συμπέρασμα
ὅτι ὁ σχετικισμός εἶναι πατέρας τοῦ ἀναρχισμοῦ. Ἀφοῦ ὅλα τά ὄντα
εἶναι σχετικά, τότε κανένα ἀπ’ αὐτά δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ἐπιβάλει
τόν ἑαυτό του στούς ἄλλους. Ἄν τό προσπαθήσει αὐτό, τότε πρέπει
νά τό πολεμοῦμε μέχρι τήν ἐξολόθρευσή του. Ἀφοῦ ὅλες οἱ ἀξίες εἶναι
σχετικές, ποιό δικαίωμα ἔχει μία ἀπ’ αὐτές νά ἐπιβάλει τόν ἑαυτό της
ὡς ὕψιστη καί κορυφαία;
Μέ ποιό δικαίωμα ἡ ἀλήθειά σου, φίλε μου, καταπιέζει τή δική
μου, ὅταν καί οἱ δύο εἶναι σχετικές; Ἐφόσον μέσα στόν ἀνθρώπινο
κόσμο δέν ὑφίσταται τίποτα ἀπόλυτο, τότε δέν ὑφίσταται οὔτε ἡ ἱεραρ-
χία τῶν ὄντων οὔτε ἡ ἱεραρχία τῶν ἀξίῶν· ὑπάρχει μόνο ἡ ἀναρχία.
Εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ μηδενισμός καί ὁ ἀναρχισμός
εἶναι ἡ λογική ὁλοκλήρωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ἀναπότρεπτη
ὁλοκληρωτική φόρμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὑμανισμοῦ καί σχετικισμοῦ. Ὁ
οὑμανισμός ἀναπότρεπτα μεταπλάθεται σέ ἀθεϊσμό, διαπερνᾶ διαμέ-
σου τοῦ ἀναρχισμοῦ καί ὁλοκληρώνεται μέ τό μηδενισμό. Ἄν κάποιος
σήμερα εἶναι ἀθεϊστής, γνώριζε ὅτι αὔριο θά εἶναι ἀναρχιστής καί
μεθαύριο μηδενιστής. Καί ἄν κάποιος εἶναι νιχιλιστής, γνώριζε ὅτι αὐτό
ἔφτασε ἀπό τόν οὑμανισμό διαμέσου τοῦ ἀθεϊσμοῦ.

224
Τί μένει ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὅταν ἀπό τό σῶμα τοῦ βγάλουμε
ἔξω τήν ψυχή του; Ἕνα πτῶμα. Τί μένει ἀπό τήν Εὐρώπη, ὅταν ἀπό
τό σῶμα της βγάλουμε ἔξω τό Θεό; Ἕνα πτῶμα. Ἔδιωξαν τήν ψυχή
ἀπό τό σύμπαν, μά, δέν ἔχει γίνει ἕνα ψοφίμι; Τί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος
πού ἀπορρίπτει τήν ψυχή πού ὑπάρχει μέσα του καί μέσα στόν κόσμο
γύρω του; Τίποτ’ ἄλλο παρά ἡ στολισμένη ἄργιλος, τό ἀργιλῶδες
φέρετρο πού περπατᾶ. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἀποθαρρυντικό, ἐρωτευ-
μένος μέ πράγματα ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος τελικά καί ὁ ἴδιος ἔγινε
ἕνα πρᾶγμα. Ἡ προσωπικότητα εἶναι ὑποτιμημένη καί κατεστραμμένη,
διότι ὁ ἄνθρωπος ταυτίστηκε μέ ἕνα πράγμα. Δέν ὑπάρχει ὁλάκερος,
ὁλοκληρωτικός, ἀθάνατος ἄνθρωπος, ἀλλά μονάχα κάποια κλάσματα
τοῦ ἀνθρώπου, τό σαρκικό κέλυφος τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τό ὁποῖο εἶναι
δεδιωγμένο τό ἀθάνατο πνεῦμα. Ἐντούτοις τό κέλυφος εἶναι στιλβωμέ-
νο, λουστραρισμένο, μέ δερματοστιξίες, ἀλλά παρ’ ὅλα αὐτά εἶναι κέλυ-
φος. Ἡ εὐρωπαϊκή κουλτούρα ἀψύχωσε τόν ἄνθρωπο, τόν ὑλοποίησε
καί τόν μηχανοποίησε. Αὐτή μοῦ μοιάζει ὡς κάποια θηριώδη μηχανή ἡ
ὁποία κατατρώει τούς ἀνθρώπους καί τούς ἀπεργάζεται σέ πράγματα.
Τό φινάλε εἶναι συγκινητικά λυπηρό καί συγκλονιστικά τραγικό, ὁ
ἄνθρωπος ἔγινε ἕνα ἄψυχο πρᾶγμα μεταξύ τῶν ἄψυχων πραγμάτων.

Τέτοιος εἶναι, στίς κύριες γραμμές του, ὁ πολιτισμός τοῦ εὐρω-


παϊκοῦ ἀνθρώπου. Καί τί εἴδους εἶναι ἡ κουλτούρα τοῦ Θεανθρώπου
τῆς ἁγιοσαββικῆς παράδοσης; Πάνω σέ τί βασίζεται; Αὐτή ὅλη βασί-
ζεται πάνω στήν ὑπόσταση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἔγινε
ἄνθρωπος γιά νά ἀνυψώσει τόν ἄνθρωπο ἕως τό Θεό. Αὐτό εἶναι ἡ
ἀρχή καί τό τέλος, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες κινεῖται ὁ ὀρθόδοξος πολι-
τισμός. Τό ἀπόφθεγμά του εἶναι, ὁ Θεάνθρωπος νά εἶναι πρῶτος σέ
ὅλα, νά εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσιν, ὄχι μόνο Θεός, ὄχι μόνο ἄνθρωπος,
ἀλλά Θεάνθρωπος. Ἐδῶ προσωποιεῖται καί πραγματοποιεῖται ἡ στε-
νότατη ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Ἐδῶ οὔτε ὁ Θεός ὑποτιμᾶται
γιά νά ἀναδειχθεῖ ὀ ἄνθρωπος, οὔτε ὁ ἄνθρωπος γιά νά δοξάσθεῖ ὁ
Θεός. Ἐδῶ κατορθώνεται ἡ ἰδανική ἰσορροπία μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί
τοῦ ἀνθρώπου. Τό πλήρωμα καί τήν τελειότητα τῆς ὑπόστασής του ὁ

225
ἄνθρωπος τήν κατορθώνει μέσω τῆς συνενώσεως μέ τό Θεάνθρωπο.
Ἡ θεανθρωπότητα εἶναι ἡ μοναδική κατηγορία, διαμέσου τῆς ὁποίας
ἐκδηλώνεται ἡ πολυσύνθετη δραστηριότητα τῆς ὀρθόδοξης κουλτού-
ρας. Ἀρχίζει ἀπό τό Θεάνθρωπο καί ὁλοκληρώνεται μέ τόν ἰδεώδη,
συνολικό, θεανθρωποιημένο ἄνθρωπο. Μέσα στό κέντρο τῶν κόσμων
στέκεται ὁ Θεάνθρωπος Χριστός· Αὐτός εἶναι ὁ ἄξονας γύρω ἀπό τόν
ὁποῖο κινοῦνται ὅλοι οἱ κόσμοι, ἀνώτεροι καί κατώτεροι. Αὐτός εἶναι
τό μυστηριῶδες κέντρο τῶν ψυχῶν, πρός τόν Ὁποῖο ἕλκονται ὅλες οἱ
ψυχές, οἱ πεινασμένες γιά τήν αἰώνια Ἀλήθεια καί Ζωή.
Ὁ θεανθρώπινος πολιτισμός μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό
μέσα, πάει ἀπό τό ἐσωτερικό πρός τό ἐξωτερικό, ἀπό τήν ψυχή πρός
τό σῶμα· ἐπεξεργάζεται τήν ψυχή καί μέσω τῆς ψυχῆς καί τό σῶμα.
Γιά τήν κουλτούρα αὐτή τό σῶμα εἶναι τό δίδυμο τῆς ψυχῆς, τό δίδυμο
πού μέσω τῆς ψυχῆς ζεῖ, κινεῖται καί ὑπάρχει. Βγάλτε ἔξω ἀπ’ αὐτό τήν
ψυχή· τί παραμένει ἄλλο παρά ἕνα δύσοσμο κουφάρι. Ὁ Θεάνθρωπος
πρωτίστως μεταμορφώνει τήν ψυχή καί ἔπειτα καί τό σῶμα. Ἡ μετα-
μορφωμένη ψυχή μεταμορφώνει τό σῶμα, μεταμορφώνει τήν ὕλη.
Ὁ σκοπός τῆς θεανθρώπινης, ὀρθόδοξης κουλτούρας εἶναι νά
μεταμορφώσει ὄχι μόνο τόν ἄνθρωπο καί τήν ἀνθρώπότητα, ἀλλά
διαμέσου αὐτῶν καί ὅλη τή φύση. Ἀλλά, πῶς κατορθώνεται ὁ σκοπός
αὐτός; Μονάχα μέ τά μέσα τοῦ Χριστοῦ, μέ τά θεανθρώπινα μέσα,
καί αὐτά εἶναι οἱ ὀρθόδοξες ἀσκήσεις, οἱ ὀρθόδοξες ἀρετές, ἡ πίστη
καί ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλπίδα καί ἡ προσευχή, ἡ νηστεία καί ἡ σεμνότητα, ἡ
πραότητα καί ἡ συμπόνια, ἡ μειλιχιότητα καί ἡ ἀνοχή, ἡ φιλοθεΐα καί ἡ
φιλαδελφία. Ἡ ἐφαρμογή αὐτῶν τῶν ἀρετῶν οἰκοδομεῖ τό θεανθρώπι-
νο ὀρθόδοξο πολιτισμό. Ἐξασκώντας αὐτές τίς χαριτωμένες ἀσκήσεις,
ὁ ἄνθρωπος ἐπεξεργάζεται τήν ψυχή του ἀπό ἄσχημη σέ ὄμορφη ὄψη,
ἀπό σκοτεινή σέ λαμπρή, ἀπό ἁμαρτωλή σέ ἁγία, ἀπό σκοτοειδῆ σέ
χριστοειδῆ. Καί τό σῶμα του μεταβάλλεται σέ πλαίσιο, στό ὁποῖο περι-
βάλλει τή χριστοειδῆ ψυχή του.
Μέσω τῆς ἀσκήσεως στίς χριστιανικές ἀρετές, ὁ ἄνθρωπος
ἀποκτᾶ τό κῦρος πάνω του καί πάνω στή φύση γύρω του. Ἐξορίζοντας
τήν ἁμαρτία ἀπό τόν ἑαυτό του καί ἀπό τόν κόσμο γύρω του, ὁ ἄνθρω-
πος ἐξορίζει τήν ἄγρια καί ὀλέθρια δύναμη, βαθμιαῖα μεταμορφώνει
καί τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο γύρω του, δαμάζει τή φύση καί μέσα

226
του καί γύρω του. Οἱ ἅγιοι εἶναι τά καλύτερα παραδείγματα γι’ αὐτό,
ἁγιάζοντας, μεταμορφώνοντας τόν ἑαυτό τους μέ τήν ἐφαρμογή τῶν
χριστιανικῶν ἀρετῶν, ἁγιάζουν, μεταμορφώνουν καί τή φύση γύρω
τους, ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἀδάμ πρίν ἀπό τήν πτώση, καί ὁ Κύριος Χριστός
κατά τήν ἐπίγεια ζωή Του. Πολυάριθμοι εἶναι οἱ ἅγιοι, τούς ὁποίους
ὑπηρετοῦσαν τά ἄγρια θηρία, πού μονάχα μέ τήν ἐμφάνισή τους τιθά-
σευαν τά λιοντάρια, τίς ἀρκοῦδες, τούς λύκους. Ἡ συμπεριφορά τους
μέ τή φύση ἦταν δεητική, χαριτωμένη, μέ τήν ἀγάπη, ἤπια, ἁπαλή, ὄχι
τραχιά, ὄχι σκληρή, ὄχι ἐχθρική, ὄχι λαίμαργη.
Στόν θεανθρώπινο ὀρθόδοξο πολιτισμό δέν ὑφίσταται τίποτα
μηχανικό καί ἀνυπόστατο. Σ’ ὅλα τά ἐπίπεδα εἶναι ὑποστατικός καί
ἀσκητικός. Σ’ αὐτόν ὅλα κατορθώνονται μόνο μέ τήν προσωπική ἐμπει-
ρία καί τήν προσωπική ἄσκηση. Αὐτή πρωτίστως εἶναι ὁ θεανθρώπινος
ὀργανισμός, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι
ἐξωτερική, ἐξαναγκαστική, μηχανική ἐπιβολή, ἀλλά ἐσωτερική, ἐθελο-
ντική, προσωπική υἱοθέτηση τοῦ Κυρίου Χριστοῦ, μέσω τῆς ἀδιάκοπης
ἐφαρμογῆς τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν δημιουργεῖ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ
στή γῆ, δημιουργεῖ τήν ὀρθόδοξη κουλτούρα, ἐπειδή ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ δέν ἔρχεται μέσω τῶν ἐξωτερικῶν, ὁρατῶν σημείων, ἀλλά ἐσωτε-
ρικῶν, πνευματικῶν, ἀοράτων. «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ
παρατηρήσεως», εἶπε ὁ Κύριος Χριστός, «οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἤ ἐκεῖ·
ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λκ. 17, 20-21), ἐντός
τῆς ψυχῆς μέσω τοῦ Θεοῦ δημιουργημένης καί θεοειδοῦς, ἐντός τῆς
ψυχῆς ἁγιασμένης μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπειδή «οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ… δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ.
14, 17). Ναί, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὄχι ἐν πνεύματι τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ
νά εἶναι ἐν πνεύματι ἀνθρώπου τόσο, ὅσο ὁ ἄνθρωπος πληρώνει τόν
ἑαυτό του μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τή βοήθεια τῶν χαριτωμένων ἀρετῶν.
Ἐξαιτίας τούτου ἡ πρώτη καί ἡ μέγιστη ἐντολή τοῦ ὀρθόδοξου πολι-
τισμοῦ, τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἁγιοσαββικῆς παράδοσης εἶναι: «Ζητεῖτε
δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν [τοῦ Θεοῦ] καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ, καὶ
ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6, 33), δηλαδή, θά προστε-
θεῖ σέ σᾶς καθετί πού εἶναι ἀναγκαῖο γιά τή διατήρηση τῆς σωματικῆς
ζωῆς, ἡ τροφή, τά ροῦχα, τό κατοικητήριο (Ματθ. 6, 25-32). Ὅλα αὐτά
εἶναι μόνο ἡ προσθήκη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ κουλτούρα τῆς

227
Εὐρώπης ζητᾶ πρό πάντων αὐτήν τήν προσθήκη. Σ’ αὐτό ἔγκειται ὁ
παγανισμός της, διότι, κατά τό λόγο τοῦ Σωτῆρος, τά ἔθνη ζητοῦν
πρό πάντων αὐτήν τήν προσθήκη. Σ’ αὐτό ἔγκειται ἡ τραγικότητά της,
ἐφόσον ἔχει ἐξαντλήσει τήν ψυχή της μεριμνώντας γιά τά πράγματα.
Καί ὁ ἀναμάρτητος Κύριος εἶπε ἅπαξ διαπαντός: «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ
ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε [ἤ τί πίητε], μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε…
Πάντα γὰρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδεν γὰρ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐρά-
νιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται
ὑμῖν» (Ματθ. 6, 25· 6, 32-33· πρβλ. Λουκ. 12, 22-31).
Πελώριος εἶναι ὁ κατάλογος τῶν ἀναγκῶν, τίς ὁποῖες ὁ σύγ-
χρονος ἄνθρωπος μέ πόθο ἐπινοεῖ. Καί λόγω τῆς ἱκανοποίησης τῶν
πολυάριθμων παράλογων ἀναγκῶν τους οἱ ἄνθρωποι μετέτρεψαν αὐτό
τό χρυσό ἀστέρι τοῦ Θεοῦ σέ σφαγεῖο. Καί ὁ φιλάνθρωπος Κύριος πρό
πολλοῦ μέσω τοῦ θεϊκοῦ Εὐαγγελίου Του ἀποκάλυψε ἐκεῖνο τό «μόνο
ἀναγκαῖο» στόν ἄνθρωπο, σέ κάθε ἄνθρωπο καί σ’ ὅλη τήν ἀνθρωπότη-
τα. Τί εἶναι αὐτό; Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός καί καθετί πού Αὐτός φέρνει
καί δίνει, ἡ ἁγιότητα, ἡ ἀθανασία, ἡ Ἀπόλυτη Ἀλήθεια, ἡ Δικαιοσύνη,
ἡ Ἀγάπη, ἡ Ἀγαθότητα, ἡ Μακαριότητα, ἡ Αἰωνιότητα, ὁλόκληρος ὁ
Θεός καί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες θεϊκές τελειότητες. Αὐτό εἶναι «τό μόνο
ἀναγκαῖο» εἴτε στόν ἄνθρωπο εἴτε στήν ἀνθρωπότητα, μέ ἄλλα λόγια,
ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ζῶντος, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Νικητής τοῦ θανά-
του καί ὁ Σωτήρας (πρβλ. Λκ. 10, 38-42). Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἀνθρώπι-
νες ἀνάγκες, ἄν συγκριθοῦν μ’ αὐτή «τή μόνη ἀναγκαία», εἶναι τόσο
δευτερεύουσες, ὥστε καταλήγουν σχεδόν να εἶναι ἄχρηστες.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁγιοσαββικῶς βυθιστεῖ σέ σκέψεις πάνω ἀπό
τό μυστήριο τῆς ζωῆς του καί τοῦ κόσμου γύρω του, τότε πρέπει νά
καταλήξει σέ συμπέρασμα ὅτι τό μόνο ἀναγκαῖο εἶναι νά ἀπαρνηθοῦμε
ὅλες τίς ἀνάγκες καί ἀποφασιστικά νά ἀκολουθήσουμε τόν Κύριο
Χριστό, νά Τόν ἀκολουθήσουμε καί νά συνενωθοῦμε μ’ Αὐτόν, ἐφαρ-
μόζοντας τίς ὀρθόδοξες ἀσκήσεις. Ἄν δέν κάνει ἔτσι ὁ ἄνθρωπος παρα-
μένει ἄκαρπος, παράλογος, ἄψυχος, ἡ ψυχή του ξεραίνεται, διαλύεται,
κατακομματιάζεται, διασκορπίζεται, ὥσπου νά πεθάνει ὅλος δίχως νά
μείνει πίσω τίποτε. Ἐπειδή τό θεϊκό στόμα πρόφερε: «Καθὼς τό κλῆμα
οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ,

228
οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μείνητε. Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ
κλήματα. Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν,
ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθαι ποιεῖν οὐδέν. Ἐὰν μὴ τις μείνῃ ἐν ἐμοί,
ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τό
πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται» (Ἰωαν. 15, 4-6).
Μονάχα μεσω τῆς ὀργανικῆς συνένωσης μέ τό Θεάνθρωπο
Χριστό, ὁ ἄνθρωπος δύναται νά παρατείνει τή ζωή του στήν αἰώνια ζωή
καί τήν ὕπαρξή του στήν αἰώνια ὕπαρξη. Ὁ ἄνθρωπος τῆς θεανθρώπι-
νης, ὀρθόδοξης κουλτούρας ποτέ δέν εἶναι μόνος του. Ὅταν σκέφτεται,
αὐτός μέσω τοῦ Χριστοῦ σκέφτεται· ὅταν ἐνεργεῖ μέσω τοῦ Χριστοῦ
ἐνεργεῖ· ὅταν αἰσθάνεται μέσω τοῦ Χριστοῦ αἰσθάνεται. Αὐτός ποτέ
δέν εἶναι μόνος του ἀλλά εἶναι πάντα μέ τό Θεό· ὁλοένα συνεργάζεται
μέ τό Θεό καί ὁ Θεός μ’ αὐτόν, ἐπειδή τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό
Θεό; Κατ’ ἀρχήν εἶναι ἡμιάνθρωπος, καί στό τέλος ἀπάνθρωπος. Μόνο
μέσα στό Θεάνθρωπο ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τό πλήρωμα τοῦ εἶναι του,
βρίσκει τό πρωτότυπό του, τήν ἀπεραντοσύνη του καί τήν αἰωνιότη-
τά του, τήν ἀπόλυτη ἀξία του καί τό ἀναντικατάστατό του. Ὁ Κύριος
Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί μεταξύ τῶν
ὄντων πού ἀνακήρυξε τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ὡς τό μέγιστο πολύτιμο
σ’ ὅλους τούς κόσμους, τούς κατώτερους καί τούς ἀνώτερους. «Τί γὰρ
ὠφελεῖται ἄνθρωπος», ἔθεσε τήν ἐρώτηση ὁ Σωτήρας ὁ Ὁποῖος ποτέ
δέν γελοῦσε, «ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημι-
ωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16,
26· Μκ. 8, 36· Λκ. 9, 25).
Ὅλοι οἱ ἥλιοι καί τά ἀστέρια δέν ἀξίζουν ὅσο μία ψυχή. Καί ἰδού,
πόσοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι σήμερα πού πούλησαν τίς ψυχές τους γιά τό
φαΐ καί τά ροῦχα, γιά τίς ἀπολαύσεις καί τά πάθη, γιά τό χρυσό καί τά
πράγματα! Ἄν καταναλώσει τήν ψυχή του μέσα στίς κακές συνήθειες
καί ἁμαρτίες, δέν θά μπορέσει νά τήν ἀνταλλάξει, ἀκόμη και ἄν γίνει
ἡγέμονας ὅλων τῶν ἡλιακῶν συστημάτων… Μόνο μία ἔξοδος παρέ-
μεινε στόν ἄνθρωπο καί δέν ὑπάρχει ἄλλη. Νά τη: Ὁ Κύριος Χριστός
εἶναι ἡ μόνη ἀσφάλεια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀσφάλεια γιά τήν
ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα. Μέ τά πράγματα ἡ ψυχή δέν ἀσφαλίζεται
ἀλλά δουλώνεται. Ὁ Θεάνθρωπος ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό
τήν τυραννία τῶν πραγμάτων. Πάνω στόν ἄνθρωπο τοῦ Χριστοῦ τά

229
πράγματα δέν ἔχουν ἐξουσία, ἀλλά αὐτός ἔχει το κῦρος πάνω τους. Σ’
ὅλα τά πράγματα δίνει τήν ὀρθή ἀξία τους, διότι τά ἐκτιμᾶ κατά τήν
διάκριση τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐφόσον στό τιμολόγιο τοῦ Χριστοῦ ἡ ψυχή
τοῦ ἀνθρώπου ἔχει μεγαλύτερη, ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀξία ἀπό ὅλα
τά ὄντα καί πράγματα, ἀποκεῖ ὁ ὀρθόδοξος ἄνθρωπος ὅλη τή μέριμνά
του, ὅλη τήν προσοχή του τή στρέφει πρός τήν ψυχή, ἐπειδή ὁ ὀρθό-
δοξος πολιτισμός εἶναι πρωτίστως ὁ πολιτισμός τῆς ψυχῆς. Διαμέσου
τῆς μεταμόρφωσης τῆς ὑπόστασης ὁδοιπορεῖ πρός τή μεταμόρφω-
ση τῆς κοινωνίας. Αὐτός ὁμολογεῖ ὡς τή θεμελιώδη ἀλήθειά του: Ἡ
μεταμορφωμένη κοινωνία δύναται νά συναυτοτελεσθεῖ μόνο ἀπό τούς
μέσω τοῦ Χριστοῦ μεταμορφωμένους ἀνθρώπους· ἡ τελεία κοινωνία
δύναται νά δημιουργηθεῖ μόνο ἀπό τούς μέσω τοῦ Χριστοῦ τελείους
ἀνθρώπους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγάλος μόνο μέσω τοῦ Θεοῦ· τοῦτο εἶναι
τό σύνθημα τῆς ὀρθόδοξης θεανθρώπινης κουλτούρας. Δίχως Θεό ὁ
ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ἑβδομήντα κιλά τῆς αἱμάτινης
ἀργίλου. Τί εἶναι οἱ ἄνθρωποι χωρίς τό Θεό, ἄν δέν εἶναι ὅλο τάφοι;
Ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος καταδίκασε σέ θάνατο εἴτε τό Θεό εἴτε τήν
ψυχή. Μά, δέν καταδίκασε μ’ αὐτό καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του σέ θάνα-
το, σέ θάνατο πίσω ἀπό τόν ὁποῖο δέν ὑφίσταται ἡ ἀνάσταση; Ἐλέγξτε
εἰλικρινά καί ἀμερόληπτα τόν ἰσολογισμό τῆς εὐρωπαϊκῆς φιλοσοφίας,
τῆς ἐπιστήμης, τῆς πολιτικῆς, τῆς κουλτούρας, τοῦ πολιτισμοῦ, καί
θά δεῖτε ὅτι αὐτές σκότωσαν μέσα στόν εὐρωπαϊκό ἄνθρωπο τό Θεό
καί τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἐντούτοις, ἄν μέ σοβαρότητα κοιτάξτε
μέσα στήν τραγικότητα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, θά πρέπει νά κατα-
λάβετε ὅτι ἡ θεοκτονία πάντα ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἀνθρωποκτονία.
Θυμηθεῖτε τόν Ἰούδα. Αὐτός εἶναι ὁ ἀδυσώπητος νόμος πού κυριαρχεῖ
στήν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ πλανήτη.
Τό κτίριο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, οἰκοδομημένο δίχως Χριστό,
πρέπει νά γκρεμιστεῖ, πολύ γρήγορα νά γκρεμιστεῖ, προφήτεψε ὁ προ-
μαντευτικός Ντοστογιέφσκι πρίν ἀπό 70 χρόνια, καί ὁ μελαγχολικός
Γκόγκολ πρίν ἀπό 90 χρόνια… Καί στά μάτια μας ἐκπληρώνονται οἱ
προφητεῖες τῶν σλαβικῶν προφητῶν. Δέκα αἰῶνες εἶναι οἰκοδομημένος
ὁ εὐρωπαϊκός βαβυλωνιακός πύργος, καί στίς μέρες μας κατέρρευσε
τό τραγικό ὅραμά του, νά πῶς οἰκοδομήθηκε τό τεράστιο μηδέν! Καί

230
προκλήθηκε καθολική σύγχυση, ὁ ἕνας ἄνθρωπος δέν καταλαβαίνει τόν
ἄλλο ἄνθρωπο, μία ψυχή τήν ἄλλη ψυχή δέν τήν καταλαβαίνει, ὁ ἕνας
λαός τόν ἄλλο λαό δέν τόν καταλαβαίνει. Σηκώθηκε ἕνας λαός ἐνάντια
στόν ἄλλο, καί μία βασιλεία ἐνάντια στήν ἄλλη, καί ἕνας λαός ἐνάντια
στόν ἄλλον, καί σύντομα, φαίνεται, καί μία ἤπειρος ἐνάντια στήν ἄλλη.
Ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος ἔφτασε ἕως τόν μοιραῖο ἴλιγγό του. Πάνω
στήν κορυφή τοῦ βαβυλωνιακοῦ πύργου του συμπαρέσυρε μαζί του
τόν ὑπεράθρωπο, ἀφοῦ ἤθελε μ’ αὐτόν νά ὁλοκληρώσει τό οἰκοδόμημά
του, ἀλλά ὁ ὑπεράθρωπος εἶχε τρελαθεῖ λίγο κάτω ἀπό τήν κορυφή καί
κουτρουβάλησε ἀπό τόν πύργο καί ὁ πύργος μαζί του, πίσω ἀπ’ αὐτόν,
διαμέσου τοῦ Παγκόσμιου πολέμου καί διαμέσου τῶν λοιπῶν πολέμων.
Ὁ homo europeicus ἀναγκάστηκε νά τρελαθεῖ στό τέλος τοῦ πολιτισμοῦ
του. Ὁ θεοκτόνος ἔχει γίνει αὐτοκτόνος. Wille zur Macht μεταβλήθηκε
στό Wille zur Nacht. Ἡ νύχτα, μία βαριά νύχτα ἁπλώθηκε πάνω στήν
Εὐρώπη. Λίγο λίγο γρεμίζονται τά εἴδωλα τῆς Εὐρώπης καί δέν εἶναι
μακριά ἡ μέρα, ὁπότε δέν θά μείνει οὔτε κἄν μία πέτρα πάνω στήν ἄλλη
ἀπό τήν εὐρωπαϊκή κουλτούρα, ἡ ὁποία ἔκτιζε τίς πόλεις καί κατέστρεφε
τίς ψυχές, ἡ ὁποία λάτρευε τά πράγματα καί ἀπέρριψε τό Δημιουργό…
Ἐρωτευμένος μέ Εὐρώπη ὁ ρῶσος στοχαστής Χέρτσεν πολλά
χρόνια ζοῦσε σ’ αὐτή, ἀλλά λίγο πρίν τό τέλος τῆς ζωῆς του, πρίν 80
χρόνια, ἔγραψε: «Πολύ καιρό ἐρευνούσαμε τόν σκωληκόβρωτο ὀργα-
νισμό τῆς Εὐρώπης· σ’ ὅλα τά στρώματα εἴδαμε τό δάχτυλο τοῦ θανά-
του… Ἡ Εὐρώπη πλησιάζει τό φοβερό κατακλυσμό… Οἱ πολιτικές
ἐπαναστάσεις γκρεμίζονται κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ἀδυναμίας τους·
αὐτές ἐκτέλεσαν μεγάλα ἔργα, ὅμως δέν ἔχουν ὁλοκληρώσει τήν ἀπο-
στολή τους· γκρέμισαν τήν πίστη καί δέν ἔχουν πραγματοποιήσει τήν
ἐλευθερία· συνδαύλισαν μέσα στίς καρδιές τίς ἐπιθυμίες τίς ὁποῖες δέν
ἦταν σέ θέση νά ἐκπληρώσουν… Εἶμαι ὁ πρῶτος πού ξεθωριάζει, καί
φοβᾶμαι ἀπό τήν σκοτεινή νύχτα πού ἀκολουθεῖ… Ἀντίο, κόσμε πού
πεθαίνεις, ἀντίο, Εὐρώπη…!».
Ἔρημος εἶναι ὁ οὐρανός, διότι δέν ἔχει τό Θεό πάνω του· ἔρημη
εἶναι ἡ γῆ ἐπειδή δέν ἔχει τήν ἀθάνατη ψυχή πάνω της· ὁ εὐρωπαϊκός
πολιτισμός τούς σκλάβους του μετέτρεπε σέ νεκροταφεῖο. Καί ὁ ἴδιος
ἔχει γίνει νεκροταφεῖο. «Ἐγώ θέλω νά πάω στήν Εὐρώπη», δήλωσε ὁ
Ντοστογιέφσκι, «καί ξέρω ὅτι θά πάω στό νεκροταφεῖο»…

231
Πρίν ἀπό τόν Πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο, τήν καταστροφή τῆς
Εὐρώπης προαισθάνονταν καί προμάντευαν μόνο οἱ μελαγχολικοί
σλαβικοί ὁρῶντες. Μετά τόν Παγκόσμιο πόλεμο αὐτό καταλαβαί-
νουν καί αἰσθάνονται καί πολλοί Εὐρωπαῖοι. Ὁ πιό τολμηρός καί ὁ
πιό εἰλικρινής ἀπ’ αὐτούς εἶναι ὁ Σπένγκλερ, πού πρόσφατα συνή-
γειρε ὅλο τόν κόσμο μέ τό συγκλονιστικό βιβλίο του: Untergang des
Abenlandes. Μέσα σ’ αὐτό αὐτός μέ ὅλα τά μέσα, πού τά προσφέρει
ἡ εὐρωπαϊκή ἐπιστήμη, ἡ φιλοσοφία, ἡ πολιτική, ἡ τεχνική, ἡ τέχνη,
δείχνει καί ἀποδείχνει ὅτι ἡ Εὐρώπη πέφτει καί καταρρέει. Ἀπό τόν
Πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο ἡ Εὐρώπη βρίσκεται σέ ψυχορράγημα.
Ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός, ἤ ἡ κουλτούρα τοῦ Φάουστ, κατά τό
Σπένγκλερ, ἄρχισε στό 10ο αἰῶνα πρό Χριστοῦ καί τώρα διαλύεται
καί καταρρέει, γιά νά ἐξαφανιστεῖ ἐντελῶς στό τέλος τοῦ 22ου αἰῶνα.
Μετά τόν εὐρωπαϊκό πολιτισμό, διέκρινε ὁ Σπένγκλερ, θά γίνει ὁ
ρωσικός πολιτισμός, ἡ κουλτούρα τοῦ Ντοστογιέφσκι, ἡ ὀρθόδοξη
κουλτούρα.
Μέσω ὅλων τῶν πολιτιστικῶν ἐφευρέσεών του ὁ εὐρωπαϊκός
ἄνθρωπος πεθαίνει καί ἀφανίζεται ραγδαῖα. Ὁ ἔρωτας τῆς εὐρωπαϊκῆς
ἀνθρωπότητας στήν ἑαυτό της, εἶναι ὁ τάφος ἀπό τόν ὁποῖο δέν θέλει
καί γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά ἀναστηθεῖ· ὁ ἐρωτας στή διάνοιά του
εἶναι τό μοιραῖο πάθος πού ἐρημώνει τήν εὐρωπαϊκή ἀνθρωπότητα.
Μία εἶναι ἡ σωτηρία ἀπ’ αὐτό, ὁ Χριστός, ἰσχυρίστηκε ὁ Γκόγκολ. Ἀλλά
ὁ κόσμος «διασκορπισμένος ἀπό τά ἑκατομμύρια λαμπερά πράγματα
τά ὁποῖα τοῦ ψεκάζουν τίς σκέψεις παντοῦ, δέν ἔχει δύναμη νά συνα-
ντηθεῖ ἄμεσα με τό Χριστό».
Ὁ τύπος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρώπου φαλλίρισε ἐνώπιον τῶν
βασικῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς· ὁ ὀρθοδοξος Θεάνθρωπος τά ἐπίλυσε
ὅλα μέχρι τό τελευταῖο. Ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος ἔλυσε τό πρόβλημα
τῆς ζωῆς μέ τό νιχιλισμό, ὁ Θεάνθρωπος μέ τήν αἰώνια ζωή. Γιά τόν
εὐρωπαϊκό δαρβινικο-φαουστικό ἄνθρωπο τό κυριότερο στή ζωή εἶναι
ἡ αὐτοσυντήρηση, ἐνῶ γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ αὐτοθυσία. Ὁ
πρῶτος λέει: Θυσίασε τούς ἄλλους γιά τόν ἑαυτό σου! Καί ὁ ἄλλος:
Θυσίασε τόν ἑαυτό σου γιά τούς ἄλλους! … Ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος
δέν ἔχει λύσει τό καταραμένο πρόβλημα τοῦ θανάτου, ὁ Θεάνθρωπος
τό ἐπίλυσε μέ τήν ἀνάσταση. Στό χειμαρρώδη ποταμό τοῦ χρόνου,

232
πάνω στήν κοίτη τοῦ χώρου, ἡ ψυχή τοῦ ὀρθόδοξου ἀνθρώπου πλέει
μέ λέμβο τοῦ σώματός του πρός τό μαγευτικό λιμάνι τῆς τοῦ Χριστοῦ
θαυμάσιας αἰωνιότητας…

Σέ ποιόν θά πᾶμε, στόν εὐρωπαϊκό ἄνθρωπο ἤ στόν ὀρθόδοξο,


ἁγιοσαββικό Θεάνθρωπο; Ἄν πᾶς πρός τόν πρῶτο, θά μεταποιηθεῖς
σ’ ἕνα πρόσκαιρο σκόρο· ἄν πᾶς πρός τόν ἄλλο, θά μεταποιηθεῖς σ’
ἕνα ἀθάνατο δημιουργό, ἕνα δημιουργό τῆς ὀρθόδοξης θεανθρώπινης
κουλτούρας. Πράττοντας τίς εὐαγγελικές ὀρθόδοξες ἀρετές, ὁ ἄνθρω-
πος καθιστᾶ τόν ἑαυτό του ἀξεπέραστο καί αἰώνιο. Φίλε μου, ἐσύ
συνεχίζεις τό ἅγιο ἔργο τοῦ ἁγ. Σάββα, ἐσύ δημιουργεῖς τόν ὀρθόδοξο
πολιτισμό, ἐσύ κτίζεις, καλλωπίζεις, διαιωνίζεις εἴτε τήν ψυχή σου εἴτε
τήν ψυχή τοῦ λαοῦ μας, ὅταν ὀρθόδοξα πιστεύεις στόν Κύριο Χριστό,
ὅταν Τόν ἀγαπᾶς, ὅταν προσεύχεσαι σ’ Αὐτόν, ὅταν νηστεύεις, ὅταν
δίνεις ἐλεημοσύνη, ὅταν μετανοεῖς, ὅταν ἐκβάλλεις τίς ἁμαρτίες ἀπό
τόν ἑαυτό σου, ὅταν ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς σου, ὅταν εὐλογεῖς ἐκείνους
πού σέ καταριοῦνται, ὅταν κάνεις καλό σ’ ἐκείνους πού σέ μισοῦν, ὅταν
προσεύχεσαι γιά ἐκείνους πού σέ καταδιώκουν. Πράττοντας ἔτσι, ἐσύ
μεταποιεῖς τόν ἑαυτό σου σ’ ἕνα ὄν αἰώνιο καί θεανθρώπινο, διότι μέσω
τῶν εὐαγγελικῶν ἀσκήσεων ἀπαθανατίζεις τήν ψυχή σου, τήν διαιω-
νίζεις, ὑπερισχύεις τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου καί ἁγιάζεις τόν ἑαυτό
σου. Καί ἔτσι καταφέρνεις τό σκοπό τοῦ ὀρθόδοξου πολιτισμοῦ, τήν
ἁγιότητα, τή σωτηρία.
Ξέρετε τί σημαίνει νά εἴμαστε ἁγιοσαββικά ὀρθόδοξοι; Σημαίνει,
ἀδιάκοπα νά παλεύουμε μέ τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες ἐντός μας καί στόν
κόσμο γύρω μας. Μέ τή φιλαργυρία νά παλεύουμε μέσω τῆς ἀνέχειας·
μέ τήν ἡδυπάθεια νά παλεύουμε μέσω τῆς νηστείας καί προσευχῆς· μέ
τό θυμό νά παλεύουμε μέσω τῆς πραότητας· μέ τήν ὑπερηφάνεια νά
παλεύουμε μέσω τῆς σεμνότητας· μέ τό θάνατο νά παλεύουμε μέσω
τῆς ἀθανασίας· μέ τό διάβολο νά παλεύουμε μέσω τοῦ Χριστοῦ Θεοῦ!
… Ὅποτε σκέφτεσαι μία σκέψη ἁγνή καί ἁγία, νά ξέρεις δημιουργεῖς
τήν ὀρθόδοξη κουλτούρα. Κάθε δική σου ἁγία αἴσθηση, κάθε ἁγία
ἐπιθυμία, κάθε ἁγία λέξη, κάθε ἅγιο ἔργο εἶναι ἕνας χτίστης τοῦ ὀρθο-
δόξου πολιτισμοῦ. Ὁ ἅγ. Σάββας σέ μᾶς εἶναι ὁ μέγιστος χτίστης τῆς

233
θεανθρώπινης, ὀρθόδοξης κουλτούρας, διότι στό Ἅγιο Ὄρος εἴκοσι
χρόνια ἐπεξεργαζόταν τήν ψυχή του μέσω τῶν χριστονοσταλγικῶν
ἀσκήσεων, καί κατασκεύασε ἀπό τόν ἑαυτό του τή μέγιστη, τήν πιό
μαγευτική, τήν πιό ἀθάνατη, τήν πιό ἀναντικατάστατη προσωπικότητα
μέσα στήν ἱστορία τοῦ λαοῦ μας. Αὐτός δρομολόγησε στήν ψυχή μας
τό δρόμο ἀπό τό θάνατο γιά τήν ἀθανασία, ἀπό τό χρόνο γιά τήν αἰω-
νιότητα, ἀπό τόν ἄνθρωπο γιά τήν θεανθρωπότητα, καί τήν ὁδήγησε
στό δρόμο τῆς ὀρθόδοξης, θεανθρώπινης κουλτούρας. Καί ἰδού, στίς
κακότυχες μέρες μας πολλοί ἐπίγονοι τοῦ ἁγ. Σάββα ἔχουν ἐγκαταλεί-
ψει τό δρόμο του, ἔτρεξαν πρός τό δρόμο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ
καί νυχθημερόν ὑπηρετοῦν τά εἴδωλά του.
Μέ τί ἀντικατέστησαν τόν ἅγ. Σάββα καί τόν ἀναντικατάστατο
Θεό καί Κύριό του Χριστό, μέ τί; Μέ τό σάπιο εὐρωπαϊκό ἄνθρωπο,
μέ τόν οὑμανισμό του καί τό σχετικισμό του, μέ τόν ἀναρχισμό του
καί τό μηδενισμό του, μέ τήν εἰδωλολατρία του καί τή γκαρνταρόμπα
του. Ὅμως αὐτή ἡ ἐξωτερική, ἐπιδερμική, ἐπιφανειακή, «φορεματική»
κουλτούρα δέν ἔχει μολύνει ἕνα μεγάλο κομμάτι τῆς χώρας μας, καί
δέν αἰχμαλώτισε πολλές ψυχές, δέν τίς δηλητηρίασε, δέν τίς κατέ-
στρεψε; Μά, εἶναι ὀλίγοι ἐκεῖνοι μεταξύ μας πού κρίνουν περί τοῦ
ἀνθρώπου κατά τή γκαρνταρόμπα του καί τό ἐδεσματολόγιό του; Τόν
ἄνθρωπό μας ἔχει ἀποπνίξει ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός μέ τή γκαρντα-
ρόμπα του. Αὐτός μοῦ μοιάζει μέ κουνούπι στό ὁποῖο φόρεσαν χίλια
χειμωνιάτικα παλτά. Καί ἐκεῖνο τό κυριότερο γιά τόν ἅγ. Σάββα, ὁ
Θεάνθρωπος Χριστός γι’ αὐτούς ἔχει γίνει τό πιό δευτερεῦον: Privat-
Sache. Ἀποστατώντας ἀπό τήν ἁγιοσαββική πίστη ἕνα μεγάλο μέρος
τῶν διανοουμένων μας ἀποστάτησε ἀπό τήν ἁγιοσαββική ἄποψη περί
τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, καί τοιουτοτρόπως ἀποστάτησε ἀπό τό λαό
του, ἔχασε τήν ἐθνική του ψυχή καί ὑπηρετεῖ τά αἰσχρά εἴδωλα τῆς
εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας.
Χωρίς καμία ἀμφισβήτηση, τά δόγματα τῆς εὐρωπαϊκῆς κουλτού-
ρας καί τοῦ πολιτισμοῦ της εἶναι χριστομάχα. Πολύ καιρό κατασκευα-
ζόταν ὁ τύπος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρώπου, ὥσπου νά ἀντικαταστήσει
τό Θεάνθρωπο Χριστό μέ τή φιλοσοφία καί ἐπιστήμη του, μέ τήν
πολιτική καί τεχνική του, μέ τή θρησκεία καί ἠθική του. Ἡ Εὐρώπη
ἐκμεταλλεύτηκε τό Χριστό «μόνο ὡς μία γέφυρα ἀπό τό ἀπολίτιστο

234
βαρβαρισμό στόν πολιτισμένο βαρβαρισμό, δηλαδή, ἀπό τόν ἀδέξιο
βαρβαρισμό στόν ἐπιδέξιο βαρβαρισμό»111.
Ἄνθρωπε, sie stolz und glücklich! = νά ’σαι περήφανος καί χαρού-
μενος!, στέλνει μήνυμα στόν εὐρωπαϊκό ἄνθρωπο ὁ ὁλοκληρωτής τῆς
εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας, ὁ Νίτσε! Ταπεινώσου, περήφανε ἄνθρωπε!,
στέλνει μήνυμα στόν σλαβικό ἄνθρωπο ὁ ἀπόστολος τῆς εὐρωπαϊκῆς
κουλτούρας, ὁ Ντοστογιέφσκι. Ταπεινώσου, περήφανε ἄνθρωπε, ἐνώ-
πιον τῆς αἰώνιας ἀλήθειας καί δικαιοσύνης τοῦ Χριστοῦ!
Ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος καί ὁ ἁγιοσαββικός Θεάνθρωπος! Κατά
τῆς χριστόμαχης δράσης ἑνός μέρους τῶν διανοουμένων μας, μέσα στό
λαό μας ἐμφανίστηκε ἡ ἁγιοσαββική ἀντίδραση, ἡ ὀρθόδοξη ἀντίδραση,
ἐκφρασμένη στήν κίνηση τῶν Θεοσεβῶν. Αὐτή εἶναι ἡ ἁγιοσαββική κίνη-
ση ὑπέρ τοῦ ὀρθόδοξου πολιτισμοῦ, γιά τή διάσωση τῆς λαϊκῆς ψυχῆς ἀπό
τόν εὐρωπαϊκό μηδενισμό. Εἶναι ἡ λαϊκή κίνηση ὑπέρ τῆς ἁγιοσαββικῆς
Χριστολατρίας καί κατά τῆς εὐρωπαϊκῆς εἰδωλολατρίας. Ὁπλισμένοι μέ
τίς ἁγιοσαββικές ὀρθόδοξες ἀσκήσεις, οἱ θεοσεβεῖς ἀνδρείως παλεύουν
μέ τά εἴδωλα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, τά ὁποῖα οἱ ἐξευρωπαϊσμένοι
διανοούμενοί μας ἀδιάκοπα εἰσάγουν ἀπό τήν Εὐρώπη.
Στά συμπεράσματά μου περί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ὑπάρχει
κάτι πολύ καταστροφικό. Ὡστόσο, τοῦτο καθόλου δέν εἶναι παράξενο,
διότι μιλῶ γιά τήν πιό καταστροφική περίοδο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορί-
ας, γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς Εὐρώπης, τῆς ὁποίας οἱ φρίκες σπάζουν τό
σῶμα της καί τό πνεῦμα της. Χωρίς καμία ἀμφιβολία, ὅλη ἡ Εὐρώπη
εἶναι ὑπονομευμένη ἀπό τίς ἡφαιστειώδεις ἀντιθέσεις πού, ἄν δέν
ἐκτραποῦν, μποροῦν σύντομα νά ἐκραγοῦν μέ τήν πανωλεθρία τοῦ
εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ μοῖρα τῆς Εὐρώπης εἶναι μία ἀπό τά κύρια σλαβικά θέματα.
Ὅποτε ἕνας γνήσιος Σλάβος σκέφτεται περί τῶν μοιραίων, αἰώνιων
θεμάτων, ξεχνᾶ τά πάντα, πρόσκαιρα καί χρονικά. Ἰδού, γιά παράδειγ-
μα, ὁ καλύτερος καί ὁ πιό τυπικός Σλάβος τοῦ λαοῦ μας, ὁ ὑπέροχος
Ράστκο, δέν ἀπαρνήθηκε καί τόν ἡγεμονικό θρόνο, μόνο γιά νά ἐπιλύ-
σει τό θλιβερό πρόβλημα τῆς ζωῆς; Μήπως δέν ἔμεινε εἴκοσι χρόνια στό
Ἅγιο Ὄρος, πράττοντας τίς εὐαγγελικές ἀρετές; Μήπως δέν κοιμόταν
εἴκοσι χρόνια στό χῶμα, μέ μία πέτρα γιά μαξιλάρι κάτω ἀπό τό κεφάλι
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, Τά λόγια περί τοῦ πανανθρώπου, σ. 334.
����������������������������

235
του; Δέν τρεφόταν εἴκοσι χρόνια μόνο μέ φυτά καί χόρτα; Μήπως δέν
προσευχόταν εἴκοσι χρόνια νυχθημερόν στό θαυμάσιο Κύριο Ἰησοῦ, νά
τοῦ ἐπιλύσει τά παντοτινά προβλήματα;
Καθώς εἴμαστε στήν ἐπικίνδυνη νεροδεσιά μεταξύ τῶν δύο πολι-
τισμῶν, τίς κόρες ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς μας καίει ἕνα φλογερό πρόβλη-
μα, ὁ εὐρωπαϊκός ἄνθρωπος ἤ ὁ ἁγιοσαββικός Θεάνθρωπος; Ἀπό τήν
ἀπάντηση σ’ αὐτό τό ἐρώτημα ἐξαρτᾶται ἡ μοῖρα τῆς λαϊκῆς ψυχῆς μας
εἴτε στό χρόνο εἴτε στήν αἰωνιότητα. Θέλετε ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ μας νά
ἀρχίσει νά λάμπει μέ τό ἀβασίλευτο φῶς, θέλετε ἀπό τήν πρόσκαιρη
νά γίνει ἀξεπέραστη, ἀπό τήν ἄδοξη νά γίνει ἔνδοξη, ἀπό τή θνητή
ἀθάνατη, ἀπό τή χρονική αἰώνια, ἀπό τήν ἀνθρώπινη θεανθρώπινη,
τότε ἐπιλέξτε τόν ἁγιοσαββικό Θεάνθρωπο. Ἄν ἐπιλέξετε Αὐτόν, τί
κακό μπορεῖ νά σᾶς κάνει ὁ ἄνθρωπος; Τί ὁ θάνατος; Θάνατε, ποῦ εἶναι
τό κεντρί σου; Κόλαση, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου; Ἄν ἐπιλέξετε Αὐτόν, θά
σταθεῖτε στή σειρά τῶν σλαβικῶν ἀθανάτων, στή σειρά τῶν καλύτερων
καί μέγιστων Σλάβων, στή σειρά τῶν κύριων χτιστῶν τῆς ὀρθόδοξης
κουλτούρας, τοῦ σερβικοῦ ἁγ. Σάββα καί τοῦ ρωσικοῦ ἁγ. Σεργίου, τοῦ
ἁγ. Συμεῶνος τοῦ Μυροβλύτη καί τοῦ ἁγ. Δημητρίου τοῦ Ρόστωφ, τοῦ
ἁγ. Πρόχορ Πτσίνσκι καί τοῦ ἁγ. Τύχωνος Ζάντονσκι , τοῦ ἁγ. Γαβριήλ
Λέσνοβσκι καί τοῦ ἁγ. Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, τοῦ ἁγ. Ἰωάννη Ρίλσκι καί
τοῦ ἁγ. Ἰωακείμ Ὀσογκόβσκι, τοῦ Ὁμολογητῆ Τύχωνος τοῦ Πανρωσικοῦ
Πατριάρχου καί τοῦ Ὁμολογητῆ Βαρνάβα τοῦ Σέρβου Πατριάρχου, τοῦ
μητρ. Ἀντωνίου Χραποβίτσκι καί ἐπ. Νικολάου Ὀχρίδας καί Ζίτσας, τοῦ
ἁγ. Ἰωαννικίου τοῦ Ντέβιτς καί μακαρίου Ἰωάννου τοῦ Κρόντστατ, τοῦ
Γκόγκολ καί τοῦ Ντοστογιέφσκι, τοῦ Χομιακώφ καί τοῦ Φλορένσκι.
Ὅταν εἶστε μαζί τους καί μέ τόν ἀναντικατάστατο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό,
τότε κανείς δέν θά μπορέσει νά σᾶς νικήσει οὔτε σ’ αὐτόν οὔτε σ’ ἐκεῖνο
τόν κόσμο, τότε εἶστε οἱ ἀκαταμάχητοι νικητές σ’ ὅλα τά πεδία μάχης,
τότε ἔχετε μεταφέρει εἴτε τήν ψυχή σας εἴτε τήν ψυχή τοῦ λαοῦ μας ἀπό
τό θάνατο στήν αἰώνια ζωή, ὅπου ὁ μαγευτικός Κύριος Ἰησοῦς βασι-
λεύει καί δεσπόζει μέ τήν ἀθάνατη Ἀλήθειά Του καί τήν οἰκτίρμονα
Δικαιοσύνη Του.

236
Ανάσταση καί οΙ Αθάνατοι Σέρβοι

Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ γιορτή μέ τήν ὁποία γιορτάζουμε ἐκεῖνο


τό ἀθάνατο καί αἰώνιο μέσα στόν ἄνθρωπο. Ἐκεῖνο πού καθιστᾶ τόν
ἄνθρωπο ἕνα ἐξαίρετο ὄν μεταξύ ὅλων τῶν ὁρατῶν ὄντων. Ἐκεῖνο μέ
τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει ὅλους τούς ὁρατούς κόσμους καί
βυθίζεται μέσα στόν ἀόρατο. Ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο ἡ γῆ, μέ σεμνή χαρά,
μπορεῖ νά ἐπαινεθεῖ στόν οὐρανό. Ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εἶναι
συνδεδεμένος μέ ὅλα τά φωτεινά ἀθάνατα ὄντα καί τίς ἀναμάρτητες
ὕλες. Ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εἶναι γνήσιος ἄνθρωπος σ’ ὅλους
τούς κόσμους, ὁρατούς καί ἀοράτους. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ γιορτή τῶν
πλατύτερων καί τῶν πιό πελώριων προοπτικῶν διότι βλέπει καί θεωρεῖ
τόν ἄνθρωπο σ’ ὅλες τίς ἀπεραντοσύνες του καί τά ἀτελείωτά του.
Πρό πάντων, ἡ Ἀνάσταση ἔχει μία πανανθρώπινη σπουδαιότητα,
ἐπειδή μέ τήν ἀνάστασή Του ὁ Θεάνθρωπος ἐπέλυσε τό κύριο πρόβλη-
μα τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος, δηλαδή τό πρόβλημα τοῦ θανάτου, καί τοι-
ουτοτρόπως καί τῆς ζωῆς. Τό ἐπέλυσε θεϊκά μέ σοφία καί ἀνθρώπινα μέ
πραγματικότητα· ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ἀθάνατο ὄν καί ὄχι ἕνα παρο-
δικό σκουλήκι τό ὁποῖο ὁ καθένας μπορεῖ νά πατήσει καί νά καταστρέ-
ψει, μολονότι αὐτός ὁ καθένας μπορεῖ νά ἦταν ὁ Θεός ἤ ὁ ἄνθρωπος, ὁ
θάνατος ἤ ἡ φύση. Μέ τήν ἀνάστασή Του ὁ Θεάνθρωπος ἔγχυσε μέσα
στήν ἀνθρώπινη φύση τόν ὀρό τῆς ἀθανασίας καί ἀναγόρευσε τούς
ἀνθρώπους ἀθανάτους.

Ἀπ’ αὐτούς τούς πανανθρώπινους λόγους ἡ ἀνάσταση τοῦ


Χριστοῦ ἔγινε ἡ κύρια δημιουργική δύναμη τῆς λαϊκῆς φιλοσοφίας μας,
τῆς λαϊκῆς ἄποψής μας γιά τό θάνατο καί τή ζωή. Καί αὐτό ἔγινε, πρω-
τίστως, μέσω τῆς δραστηριότητας τοῦ ἁγ. Σάββα. Αὐτός εἶναι ὁ ἱδρυ-
τής καί δημιουργός τῆς λαϊκῆς φιλοσοφίας μας, τῆς δικῆς μας λαϊκῆς
ἄποψης γιά τόν κόσμο. Ἡ κύρια ἀρχή αὐτῆς τῆς φιλοσοφίας εἶναι: Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὄν ἀθάνατο καί αἰώνιο, γι’ αὐτό νά συμπεριφέρεσαι
πρός τόν ἄνθρωπο ὅπως πρός κάτι ἀθάνατο. Τό ἀνθρώπινο γένος εἶναι

237
ἡ κοινωνία τῶν ἀθανάτων, ἕνας ἄνθρωπος δίπλα στόν ἄλλο, ἕνας ἀθά-
νατος δίπλα στόν ἄλλο. Καί ὁ σερβικός λαός; Τό ἴδιο: Ὅλο ἀθάνατοι.
Πῶς, μέ τί; Μέ τήν πίστη στόν ἀναστάντα Θεάνθρωπο.
Ἡ ἄποψη τοῦ ἁγ. Σάββα γιά τόν ἄνθρωπο καί τό λαό εἶναι ἡ ἀνα-
στάσιμη ἄποψη, διότι βλέπει τούς ἄνθρώπους ὡς ἀθανάτους. Ἕνεκα
τούτου ἡ Ἀνάσταση κυρίως εἶναι γιορτή τῆς ἁγιοσαββικῆς ἄποψης
γιά τόν κόσμο καί τή ζωή. Τό χαρακτηριστικό του εἶναι νά βλέπουμε
καί νά ἀγαπᾶμε κάθε ἀνθρώπινο ὄν ὡς ἀθάνατο ἀδελφό μας. Τό κύριο
καθῆκον τοῦ ἁγιοσαββικοῦ γένους καί λαοῦ εἶναι, αὐτήν τήν αἴσθηση
καί ἐπίγνωση νά καταστήσουμε ἡγέτη ὅλων τῶν σκέψεών μας καί τῶν
αἰσθήσεών μας, τῶν τάσεών μας, τῶν ἐπιχειρήσεών μας καί ἔργων
μας.

Ἡ Ἀνάσταση εἶναι μεγαλύτερη γιορτή ἀπό τά Χριστούγεννα,


ἐπειδή ὁ Χριστός νικώντας τό θάνατο, τόν ὁποῖο κανείς ἀπό τούς
ἀνθρώπους δέν μπόρεσε νά νικήσει, τεκμηρίωσε ὅτι εἶναι Θεός. Ἔδειξε
πώς τά Χριστούγεννα πράγματι γεννήθηκε ὁ Θεός μεταξύ τῶν ἀνθρώ-
πων στή γῆ. Γι’ αὐτό τό λόγο, στήν ἁγιοσαββική φιλοσοφία τῆς ζωῆς
ἡ Ἀνάσταση ὀνομάζεται ἡ Ἑορτή τῶν ἑορτῶν. Ἐμεῖς οἱ Σέρβοι ἔχουμε
ἰδιαίτερους ἐθνικούς λόγους γιά τούς ὁποίους γιά μᾶς ἡ Ἀνάσταση
εἶναι ἡ πιό ἀγαπημένη καί ἡ πιό χαρούμενη ἑορτή, καί ἐπιπλέον ἡ πιό
συμβολική. Τήν περίοδο τῆς μακραίωνης σκλαβιᾶς, ὅταν οἱ δυνάμεις
τῆς λαϊκῆς ψυχῆς μούδιαζαν καί ἀποχαυνώνονταν στίς θλίψεις καί στά
μαρτύρια, ὅλοι ποθοῦσαν μέ ὅλο τους τό εἶναι τήν ἀνάσταση καί τήν
ἀπελευθέρωση. Τό νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπό τό σκότος καί τό σκοτεί-
νιασμα, νά ἀναστηθοῦμε ἀπό τόν σκοτεινό τάφο τῆς σκλαβιᾶς, αὐτό
ἦταν ὁ πανεθνικός πόθος καί προσευχή.
Γιατί νά ζοῦμε, γιατί νά παθαίνουμε, γιατί νά θυσιαζόμαστε,
γιατί νά σκοτωνόμαστε «διά τόν τίμιον σταυρόν καί τήν χρυσῆν ἐλευ-
θερίαν», ὅλα αὐτά εἶναι ἐξηγημένα μέ τήν ἀναστάσιμη, ἁγιοσαββική
ἀντίληψη τοῦ κόσμου, τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ λαοῦ, νά ζοῦμε καί νά
πεθαίνουμε λόγω τοῦ ἀθανάτου καί τοῦ αἰωνίου, διότι τοῦτο καθιστᾶ
εἴτε τόν ἄνθρωπο εἴτε τό λαό ἀθάνατο καί αἰώνιο.

238

Μόνο οἱ αἰώνιες ἀξίες καθιστοῦν μεγάλο εἴτε τόν ἄνθρωπο εἴτε τό


λαό. Καί τό πρόβλημα τῶν αἰώνιων ἀξιῶν εἶναι ἐπιλυμένο μέ τήν ἀνά-
σταση τοῦ Χριστοῦ. Μόνο ἀπό τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώ-
πινη συναίσθηση καί συνείδηση σαφῶς ξέρει ὅτι μέσα στόν κόσμο τῶν
ἀνθρώπινων πραγματικοτήτων καί γεγονότων ἡ μέγιστη ἀξία εἶναι
ἐκεῖνο το ἀθάνατο καί αἰώνιο, ἐκεῖνο πού ἀπαθανατίζει καί διαιωνίζει
τόν ἄνθρωπο καί τό ἔργο του. Ἀνάλογα μ’ αὐτή τή μέγιστη ἀξία καθο-
ρίζονται καί ταξινομοῦνται ὅλες οἱ ἄλλες ἀξίες στό ἀνθρώπινο γένος,
καθώς ἐπίσης καί στό σερβικό γένος, καθώς μᾶς δίδαξε καί διδάσκει ὁ
μέγιστος ἀθάνατός μας, ὁ ἅγ. Σάββας.
Σέ τί συνίσταται ἡ πρακτική σπουδαιότητα τῆς ἀνάστασης τοῦ
Χριστοῦ γιά τήν καθημερινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου; Τί μᾶς διδάσκει; Νά τό
τί: Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἁπλά ἕνα ζῶο τό ὁποῖο ὁ θάνατος δύναται νά
καταστρέψει παντελῶς καί γιά πάντα· ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς ἴδιας τῆς
ὕπαρξής του εἶναι συνδεδεμένος μέ τήν αἰωνιότητα καί τούς ἄλλους
κόσμους, ἡ ζωή του δηλαδή ξεκινᾶ ἐδῶ, στή γῆ, καί συνεχίζει σ’ ἄλλους,
πλατύτερους, μυστηριώδεις κόσμους, ἐνῶ ποιός ξέρει σέ τί μορφές
καί διαστάσεις. Καί ἀπ’ αὐτό ἐκπηγάζει μία ψηλότερη ἠθική, ἀθάνατη
καί αἰώνια. Ἡ ἠθική πού ἰσχύει καί γιά τούς ἀνώτερους κόσμους. Κατ’
αὐτήν ὅλα ὅσα πράττει ὁ ἄνθρωπος, ἔχουν σπουδαιότητα γιά ὅλους
τούς κόσμους καί ἐπηρεάζει ὅλα τά ὄντα σ’ ὅλους τούς κόσμους.
Ἐξαιτίας τούτου ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλους καί ὅλα. Δίχως
αὐτό δέν μποροῦμε νά λύσουμε κανένα πρόβλημα, προσωπικό, κοινω-
νικό, λαϊκό, πανανθρώπινο. Ἄν προσπαθήσουμε, τότε θά κολυμπήσου-
με μέσα στό αἷμα και τό χάος, καθώς σήμερα ἔχει κολυμπήσει κιόλας
ἡ εὐρωπαϊκή ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία βάζει ὅλες τίς δυνάμεις της νά
ἐπιλύσει τά προβλήματά της χωρίς τόν Θεάνθρωπο ἤ καί ἐναντιούμενη
πρός τόν Θεάνθρωπο.
Ἡ ἰσχύς καί ἡ δικαιοσύνη τῆς λαϊκῆς ἠθικῆς μας ἔγκειται σ’ αὐτό
πού ὅλη πηγάζει ἀπό τό Χριστό μέσω τοῦ ἁγίου Σάββα:
Υἱέ μου Μάρκο, μοναχογιέ τῆς μητέρας,
Νά μήν ἀποβεῖ γιά σένα κατάρα ἡ πληγή μου,
Μή, υἱέ μου, ἁμαρτήσεις στήν ψυχήν σου,

239
Μή, υἱέ μου, ἀντιμιλᾶς,
Οὔτε σύμφωνα μέ τήν γνώμην τοῦ πατρός σου,
Οὔτε σύμφωνα μέ τήν γνώμην τῶν θείων σου,
Ἀλλά σύμφωνα μέ τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ αἰωνίου.
Καλύτερα νά χάσεις τό κεφάλι σου
Παρά στήν ψυχήν σου νά ἁμαρτήσεις.

Ποιός εἶναι ὁ Θεός ἀληθινός; Μᾶς τό εἶχε πεῖ ὁ ἅγ. Σάββας, ὁ


Θεάνθρωπος Χριστός. Αὐτόν ὁ ἅγ. Σάββας ἐμφύτευσε μέσα στήν καρ-
διά καί τήν ψυχή τοῦ λαοῦ μας. Καί Τόν ἐξοικείωσε μέ τήν ἱστορία μας.
Τό μεγαλεῖο τοῦ λαοῦ μας βρίσκεται σ’ αὐτό, πού μέσω τοῦ ἁγ. Σάββα
υἱοθέτησε τήν εὐαγγελική δικαιοσύνη καί τήν μεταποίησε σέ δική του.
Κατά τούς αἰῶνες τόσο συγγένεψε μέ τή διακαιοσύνη αὐτή, ὥστε αὐτή
ἔγινε τό καθημερινό, ἐθιμικό εὐαγγέλιό του. Μόνο ἔτσι μποροῦμε νά
ἐξηγήσουμε γιατί ὁ λαός μας κατά τίς μοιραῖες στιγμές τῆς ἱστορίας
του πάντα ἔδινε προτεραιότητα στό οὐράνιο παρά στό ἐπίγειο, στό
ἀθάνατο παρά στό θνητό, τό αἰώνιο παρά στό φευγαλέο. Ἄν δέν ἦταν
ἔτσι, τί θά μποροῦσε νά παρακινεῖ τόν ἄνθρωπό μας ἀπό μία ἄσκηση
σέ ἄλλη, ἀπό μία μαρτυρία σέ ἄλλη, ἀπό ἕνα ἀγῶνα σέ ἄλλον «διά τόν
τίμιον σταυρό καί τήν χρυσῆν ἐλευθερίαν»; Τί, ἄν δέν ἦταν αὐτό, καί
μόνο αὐτό:

«Ὁ Σέρβος στόν Χριστόν ἀνήκει, χαίρεται τό θάνατο!»

«Ὁ Σέρβος στόν Χριστόν ἀνήκει, χαίρεται τό θάνατο!», αὐτό


εἶναι τό σύνθημα τῆς μαρτυρικῆς ἱστορίας μας. Τό σύνθημα, πού
ἀναφώνησε ὁ χριστονοσταλγικός διάκονος Ἀββακούμ, καί πάντα
διατηρημένο μέσα στήν λαϊκή καρδιά, τί σημαίνει; Σημαίνει τό ἑξῆς:
Ὁ Σέρβος χαίρεται τό θάνατο, διότι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, καί ὁ Χριστός
νίκησε τό θάνατο καί ἐξασφάλισε στούς δικαίους τήν ἀθανασία καί
τήν αἰώνια ζωή. Ἡ ἀνθρώπινη ζωή ἔχει νόημα καί γίνεται χαρά γιά τόν
ἄνθρωπο, ἄν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καί πεθαίνει λόγω τῆς δικαιοσύνης τοῦ
Χριστοῦ, ἄν ζεῖ καί πεθαίνει «διά τόν τίμιον σταυρόν καί τήν χρυσῆν

240
ἐλευθερίαν». Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ χαίρεται τό θάνατο, διότι
αἰσθάνεται καί ξέρει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἡ μετάβαση στήν ἀθανασία
καί τήν αἰωνιότητα.
Ὁ διάκονος Ἀββακούμ εἶναι ἕνα σύμβολο καί ὑπόδειγμα τοῦ
λαϊκοῦ μας ἀνθρώπου, τοῦ ἀγωνιστῆ, μάρτυρα καί παθόντος γιά τήν
οὐράνια δικαιοσύνη, «διά τόν τίμιον σταυρόν καί τήν χρυσῆν ἐλευθε-
ρίαν». Ἡ «ἀββακουμική» φιλοσοφία τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου εἶναι ἡ
δική μας φιλοσοφία.
Ἡ «ἀββακουμική» αἰσιοδοξία εἶναι ἡ λαϊκή αἰσιοδοξία μας, ἡ πίστη
στήν ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος εἶναι πάντα ζωηρή καί ἰσχυρή,
ἰδιαίτερα ὅταν πάνω σ’ αὐτήν ὁρμήσουν οἱ θλίψεις γιά τό Χριστό καί
τή δικαιοσύνη Του. Διαμέσου ὅλων τῶν στεναγμῶν καί θλίψεων ἀπό τή
λαϊκή ψυχή μας ἀναδύεται ὁ «ἀββακουμικός» ὕμνος τῆς αἰσιοδοξίας: Ὁ
Σέρβος στόν Χριστόν ἀνήκει, χαίρεται τό θάνατο!
Ἀθάνατος εἶναι ὁ ἀββακουμικός ἐθνικισμός, ὁ λαός ἔχει τήν
ἀξεπέραστη ἀξία μόνο ὡς φορέας καί ὑπερασπιστής τῆς ἀλήθειας καί
τῆς δικαιοσύνης τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀθανασίας καί τῆς αἰωνιότητας τοῦ
Χριστοῦ, τῆς οὐράνιας βασιλείας καί τῶν αἰώνιων ἀξιῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀββακουμικός ἡρωισμός εἶναι ἀπαρομοίαστος κατά ἐνθουσι-
ασμό καί ἀφοβία, εἶμαι ἀθάνατος, διότι εἶμαι τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό μέ
χαρά θυσιάζω τό σῶμα μου γιά τήν οὐράνια ἀλήθεια καί δικαιοσύνη,
γιά τό καλό τοῦ Χριστοῦ καί τό λαϊκό καλό.
Ὁ ἀββακουμικός σερβισμός εἶναι τό μέτρο τοῦ ἀληθινοῦ, μεγα-
λειώδους καί ἔξοχου σερβισμοῦ: Ἕνας Σέρβος εἶναι Σέρβος διότι ἀνήκει
στό Χριστό, διότι ὡς τέτοιος αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἀθάνατος καί αἰώνιος
εἴτε σ’ αὐτόν εἴτε στόν ἄλλο κόσμο.

Σέ τί ἔγκειται ἡ ἰσχύς τῆς σερβικῆς ψυχῆς; Βεβαίως αὐτή βρί-


σκεται μέσα σ’ αὐτήν τήν ἀββακουμική ἁγιοσαββική πίστη στήν ἀθα-
νασία τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος καί τῆς λαϊκῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ
πηγή τῆς καθόλου λαϊκῆς δημιουργικότητας, ἀφοβίας, ἀφοσίωσης καί
ἀγῶνος γιά τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ἱστορίας μας. Ὁ λαός μας ἐξαιτίας
τούτου ζοῦσε καί ἔπασχε, σκλαβωνόταν καί ἀνάσταινε. Κοιτάξτε τά

241
ἅγια μοναστήρια, δέν εἶναι τά μνημεῖα τῆς ἀθανασίας καί οἱ αὐτόπτεις
μάρτυρες τῆς λαϊκῆς πίστης μας στήν ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα τοῦ
ἀνθρώπου;
Κοιτάξτε τή συνοδεία τῶν ἁγίων μοναχῶν, ὅλο τσάροι καί βασι-
λιάδες!, καί μαζί τους οἱ ἄρχοντες καί κολλῆγοι! Δέν εἶναι αὐτό ἡ ἀπό-
δειξη τῆς πανλαϊκῆς πίστης μας στήν ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα; Καί
πλέον, δέν εἶναι αὐτοί οἱ πάνσοφοι διδάσκαλοι τῆς ἀθανασίας καί τῶν
αἰώνιων ἀξίῶν; Καθετί στήν ἱστορία μας, τά μνημεῖα τῆς ἀθανασίας,
ὅλα τά μνημεῖα, βρίσκονται τό ἕνα δίπλα στό ἄλλο, ὅλο οἱ ἀθάνατοι, ὁ
ἕνας δίπλα στόν ἄλλο. Τέτοιες εἶναι οἱ ἁγιοσαββικές πραγματικότητες,
τά ἰδεώδη, οἱ σκέψεις καί οἱ δρόμοι. Ὁ ἅγ. Σάββας εἶναι ὁ πρῶτος πού
ἀνέστησε καί διακόσμησε τή λαϊκή ψυχή μας, ὁ πρῶτος πού τήν ἀνά-
στησε ἀπό τό σκότος τοῦ θνητοῦ, ὁ πρῶτος πού τήν διακόσμησε μέ τά
χαρίσματα τοῦ Ἀθανάτου.

Στούς δρόμους καί στά σταυροδρόμια τῆς λαϊκῆς ἱστορίας μας


πολλοί θάνατοι παραμονεύουν τήν ψυχή μας ἀπό τίς ἐνέδρες, πονηρά
προετοιμασμένες καί ἐπιδέξια καμουφλαρισμένες. Πῶς νά τούς ἀντι-
μετωπίσουμε, ἄν ὄχι μέσω τῆς πίστης στήν ἀθανασία καί τῆς δύναμης
τοῦ Ἀθανάτου; Ποιός σοφά ὁδηγεῖ τή λαϊκή ψυχή μας καί πάνσοφα τήν
μετάγει διαμέσου τῶν ἀναρίθμητων ἐνεδρῶν καί ἀπαρατήρητων παγί-
δων; Ἀναμφίβολα ὁ ἅγ. Σάββας καί τό ἀθάνατο πνεῦμα του, καί μέσα
σ’ αὐτόν καί μέσω αὐτοῦ ὁ ἀναστάς Θεάνθρωπος.
Ἡ λαϊκή ἱστορία μας εἶναι πολύ εὔγλωττη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστα-
σης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς δύναμής Του. Ἐπειδή μόνο μέσω τῆς πίστης
στόν Ἀναστάντα καί μέ τή δύναμή Του δύναται νά ἐξηγηθεῖ ἡ θαυμα-
στή δυναμικότητα καί ἡ εὔφορη διμιουργικότητα τῆς λαϊκῆς ψυχῆς μας
διαμέσου τῆς τόσο θλιβερῆς ἱστορίας. Οἱ ἥρωες τῆς ἀθανασίας δημι-
ουργοῦν τήν ἱστορία καί οἱ ὑπόλοιποι μετέχουν σ’ αὐτήν. Σέ κάθε ἕνα
ἀπό μᾶς εἶναι δοσμένο νά γίνει ἕνας ἥρωας τῆς ἀθανασίας. Πῶς; Μέσω
τῆς ἀββακουμικῆς πίστης στόν Ἀθάνατο καί τῆς δύναμης Αὐτοῦ. Ὅπως
στήν ἁγία καί λαϊκή ἀλήθεια, ὁ Σέρβος στόν Χριστόν ἀνήκει, χαίρεται
τό θάνατο.

242

Σήμερα ἡ Εὐρώπη, περισσότερο ἀπό ποτέ, μεταβλήθηκε σέ ἐργα-


στήριο τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό τό λόγο εἶναι πιό ἀπαραίτητη ἀπό ποτέ
ἡ πίστη στήν ἀθανασία καί στήν αἰώνια ζωή, δηλαδή στόν ἀναστά-
ντα Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό Του. Σήμερα σέ μᾶς τούς Σέρβους εἶναι
πιό ἀπαραίτητοι ἀπό ποτέ οἱ ἀββακουμικοί ἀθάνατοι καί αἰσιόδοξοι.
Περισσότερο ἀπό ποτέ, ἰσχυρότερα ἀπό ποτέ πρέπει νά βροντήξει
παντοῦ στή γῆ μας καί στή λαϊκή ψυχή μας τό ἀββακουμικό εὐαγγέλιο
καί ὁ ἐξεγερτικός ἀλαλαγμός: Ὁ Σέρβος ἀνήκει στό Χριστό, χαίρεται
τό θάνατο!
Αὐτήν τήν χαρά ἀπό τό θάνατο καί μέσα στό θάνατο δέν δύνα-
ται νά δώσει κανείς ἐκτός τοῦ Θεοῦ τοῦ ἁγ. Σάββα καί τοῦ διακόνου
Ἀββακούμ, ὁ ἀναστάς Κύριος Χριστός. Ἄν αὐτό δέν εἶναι ἀλήθεια,
τότε ὑφίσταται καθόλου ἡ ἀλήθεια στήν ἱστορία μας καί στήν ἱστορία
τοῦ κόσμου; Δίχως αὐτό, τά πάντα εἶναι τόσο παράλογα καί ἄσκοπα,
διότι τά πάντα ἁπλά πρέπει νά καοῦν . Μά, ὁ homo europaeicus δέν θά
ἐπινοήσει σύντομα τό δυναμίτη ὁ ὁποῖος, ἄν θαφτεῖ βαθιά στή γῆ, θά
καταστρέψει σέ κομμάτια ὅλον τόν πλανήτη μας;

Ἡ ἀθανασία τήν ὁποία δίνει ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο μέ τή νίκη


Του πάνω στό θάνατο, ἐξασφαλίζει τή μετάβαση στήν αἰώνια ζωή σέ
καθετί καλό, ἔξοχο καί ὡραῖο μέσα στόν ἄνθρωπο. Μόνο μ’ αὐτόν τόν
τρόπο, τό ἀνθρώπινο καλό μας γίνεται οὐράνιο, ἀθάνατο καί αἰώνιο.
Μόνο μ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ ἄνθρωπος ἀπαθανατίζεται καί διευρύνε-
ται σ’ ὅλους τούς κόσμους. Καί πάντα βλέπει τόν ἑαυτό του ὡς ἕνα
ὄν ἀθάνατο καί αἰώνιο, καί μέσω αὐτοῦ καί ὅλους τούς ὑπόλοιπους
ἀνθρώπους, διότι ξέρει τήν αἰώνια ἀξία, τήν ἀξιοπρέπεια καί τήν ἀθα-
νασία τοῦ ἐπιμέρους ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό τό λόγο καί συμπεριφέρεται σέ
κάθε ἄνθρωπο σάν ἕνα ὄν ἀθάνατο καί αἰώνιο, μέ τό ὁποῖο θά ζεῖ καί
σ’ ἐκεῖνο τόν κόσμο.
Ἀποκεῖ ἡ γνήσια φιλανθρωπία εἶναι ἀπίθανη χωρίς τήν πίστη στήν
ἀθανασία καί αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἀθάνατη

243
καί αἰώνια, χρειάζεται καθόλου νά τήν ἔχουμε, νά τήν καλλιεργοῦμε,
νά ταλαιπωρούμαστε γι’ αὐτήν καί λόγω αὐτῆς; Στήν περίπτωση αὐτή
ἐμεῖς εἴμαστε τά φευγαλέα ἔντομα, ἀπό πάνω σέ ποιανοῦ πτῶμα, ἀπό­
᾿ κεῖ ὁ πλανήτης μας, ἕνα λάγνο τσιμπούρι, πάνω σέ ποιανοῦ ὀργανι-
σμό;
Ὅλα αὐτά, καί ἐκεῖνο ἀκόμη περισσότερο ἀπ’ αὐτά, εἰσρέουν μέσα
σ’ ἕνα ἀναμφισβήτητο καί πανπειστικό ἀποδεικτικό πώς ἡ μόνη ἔννοια
τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος ἀποτελεῖται ἀπό τήν ἀθανασία καί τήν αἰωνι-
ότητά του, καί ἡ μόνη ἀληθινή χαρά στήν πίστη του στόν Νικητή τοῦ
θανάτου, στόν ἀναστάντα Θεάνθρωπο Χριστό. Ἡ ἱστορία τοῦ σερβικοῦ
λαοῦ εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό δραματικά ἀποδεικτικά αὐτῆς τῆς πίστης καί
χαρᾶς καί γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, τό ἁγιοσαββικό καί ἀββακουμικό
σύνθημα τῆς ἱστορίας μας, «ὁ Σέρβος ἀνήκει στό Χριστό, χαίρεται τό
θάνατο!» κατά τό πιό συγκλονιστικό τρόπο μουρμουρίζει μέσω τοῦ
παννικητήριου ἀναστάσιμου χαιρετισμοῦ: Χριστός ἀνέστη, καί μέσω
τῆς πανεύθυμης ἀναστάσιμης ἀπάντησης, Ἀληθῶς ἀνέστη!

244
Περί τΗς Απαραβίαστης μεγαλειότητας
τοΥ Ανθρώπου

Ὅσο περισσότερο σκέφτομαι τά περί τῆς αἰνιγματικότητας καί


τοῦ ἐνδιαφέροντος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὅλο καί περισσότερο μέ κατα-
διώκει ἡ σκέψη, πώς ἡ πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι πιό
φανταστική ἀπό καθετί τό φανταστικό καί πιό αἰνιγματική ἀπό καθετί
τό αἰνιγματικό. Οὔτε κἄν ἡ πιό χαρισματική ἀνθρώπινη φαντασία, ὅμως
ἀκόμη ὑψωμένη στήν δισεκατομμυριοστή δύναμη, δέν θά μποροῦσε νά
φανταστεῖ πιό φανταστικό καί πιό αἰνιγματώδη κόσμο ἀπ’ αὐτόν μέσα
στόν ὁποῖο ζοῦμε.
Ὑποθέστε ὅτι ὁ κόσμος αὐτός δέν ὑφίσταται. Καί κάποιο ὑπερκό-
σμιο Ὄν, κατά τήν παντοδύναμη θέληση καί ἀνεξήγητη ἐπιθυμία Του,
ἀναθέτει σέ ἐσᾶς νά δημιουργήσετε κατά τήν ἰδέα σας τόν κόσμο.
Ἐντούτοις, σ’ ἐσᾶς ἀφήνεται ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία καί τῆς ἰδέας καί
τῆς δράσης. Τό ὕψιστο Ὄν θά σᾶς προμήθευε μέ τά ὑλικά πού θά χρει-
αζόσασταν γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου. Θά δεχόσασταν νά εἶστε
ὁ ἀρχιτέκτονας ἑνός τέτοιου κόσμου; Τί θά βάζατε ὡς θεμέλιο, τί θά
χρησιμοποιούσατε ὡς ὑλικό, τί θά ὁρίζατε ὡς σκοπό; Ποιά ὄντα θά
ἐπινοούσατε, μέσα σέ ποιές σφαῖρες καί ἀτμοσφαῖρες θά τά βάζατε;
Θά δίνατε σέ ὁρισμένα ὄντα τή σκέψη καί τήν αἴσθηση, ἤ ἀντί γιά τή
σκέψη καί τήν αἴσθηση θά τούς δίνατε κάτι ἄλλο; Μήπως θά ἐμφυ-
τεύατε σέ κάποιο εἶδος ἀπό τά ὄντα τή θλίψη, τόν πόνο, τά δάκρυα,
τήν ἀγάπη; Πόσες αἰσθήσεις, ἐπί παραδείγματι, θά δίνατε στό ὄν πού
θά ἔμοιαζε στόν ἄνθρωπο; Σκεφθεῖται, δέν θά κάνατε λάθος ἄν τοῦ
δίνατε μικρότερο ἀριθμό αἰσθητηρίων ἀπό ὅσα ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ἤ θά
κάνατε ἀκόμη μεγαλύτερο λάθος ἄν τοῦ δίνατε μεγαλύτερο ἀριθμό;
Καί τί θά γινόταν, ἄν τοῦ βάζατε, ἀντί μία καρδιά, δέκα καρδιές μέσα
στό θώρακα; Ὅταν σ’ ὅλες τίς λεπτομέρειες θά κατασκευάζατε καί
λεπτομερῶς θά ἐπεξεργαζόσασταν τό σχέδιο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, εἶστε
σίγουροι πώς δέν εἴχατε παραμελήσει κάτι βασικό; Ὤ, εἶστε σίγουροι,
σίγουροι καί ἐσεῖς καί ἐγώ, ὅτι ἄν κάτι πολύ ἀσήμαντο παραμελήσατε,
δέν θά ἔπρεπε νά γκρεμιστεῖ ὁ κόσμος πρίν ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ ἐξ
αἰτίας αὐτοῦ;

245
Νά εἴμαστε πιό συγκεκριμένοι: Ἐσεῖς πρό πάντων θά τοποθετού-
σατε τά θεμέλια τοῦ κόσμου σας, ἀλλά, πάνω σέ τί θά τά τοποθετήσετε;
Κοιτάξτε, αὐτός ὁ πλάνητης μας στέκεται μέ τόν ἀέρα ὡς θεμέλιο καί
ὁ ἀέρας στέκεται στόν ἀνάερο χῶρο, καί ὁ ἀνάερος χῶρος σέ κάποια
ἀόρατα μόρια τά ὁποῖα ἡ ἐπιστήμη ὀνομάζει ἄτομα. Τά ἄτομα αὐτά
στηρίζονται στά ἠλεκτρόνια καί τά ἠλεκρόνια πάλι στά προηλεκτρό-
νια, ἀλλά καί τά προηλεκτρόνια στά φωτόνια. Καί τά φωτόνια πάλι
στόν ἄυλο αἰθέρα! Καί ἄυλος αἰθέρας σέ κάτι ἀκόμη πιό ἄυλο καί πιό
ἀόρατο!, καί ἔτσι τελικά στηρίζονται στό ἄπειρο. Ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη
λογική εἴτε μέσω τῆς ἐπιστήμης εἴτε μέσω τῆς φιλοσοφίας εἴτε μέσω
τῆς τέχνης τρέχει μέ πόθο ἀπό μικρότερο αἴνιγμα σέ μεγαλύτερο,
βυθίζεται ἀπό ἕνα ἀόρατο σέ ἄλλο, ὥσπου νά βυθιστεῖ μέσα σέ, ποιός
ξέρει, ποιά ἀόρατα. Μήν κατηγορεῖτε γι’ αὐτό τήν ἀνθρώπινη λογική.
Μά, αὐτή κατά τή φύση της δέν εἶναι σέ θέση νά φανταστεῖ τό τέλος σ’
ἐκεῖνο πού εἶναι ἀόρατο, καί αὐτό σημαίνει σ’ ἐκεῖνο πού εἶναι ἀπέρα-
ντο. Καί ἡ λογική μας καί ὁ πλανήτης μας καί τό σύμπαν μας ὅλα αὐτά
εἶναι πολιορκημένα ἀπό κάποια ἀναρίθμητα ἀόρατα καί ἀπό κάποιες
καθορισμένες ἀπεραντοσύνες. Ὅλες οἱ γνώσεις μας περί τοῦ κόσμου
καί τοῦ ἀνθρώπου, ὅλες οἱ προφητεῖες μας περί αὐτῶν, συναθροίζονται
σέ μία γνώση καί μία προφητεία. Αὐτή ἡ γνώση, αὐτή ἡ προφητεία λέει:
Αὐτός ὁ ὁρατός κόσμος στέκεται καί ὑπάρχει στά ἀόρατα, ἀόρατα πού
δέν ἔχουν οὔτε ἀριθμό οὔτε τέλος.
Ἔ, ναί! Σέ σᾶς προσφέρεται ἡ θεϊκή τιμή νά γίνετε ὁ δημιουρ-
γός καί ὁ ἀρχιτέκτονας τοῦ νέου κόσμου. Ἔχετε γι’ αὐτό ἐπαρκῶς τή
φαντασία, ἐπαρκῶς τό νοῦ, ἐπαρκῶς τήν καρδιά, ἐπαρκῶς τή δύναμη;
Νά μία λεπτομέρεια, στήν ἀστραπή πρέπει νά συνδέσουμε τή φωτιά
μέ τό νερό. Παράδοξο δέν εἶναι; Ὡστόσο, δέν ἔχουμε ποῦ ἀλλοῦ νά
στηριχθοῦμε, πάνω σέ τέτοια παράδοξα ἔγκειται αὐτός ὁ κόσμος. Αὐτά
εἶναι ἐδῶ, παντοῦ γύρω μας, παρόλο πού ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς τά
καημένα θηλαστικά, σχεδόν τίποτα ἀπ’ αὐτά δέν καταλαβαίνουμε.
Πεῖτε μου, ἡ δική μας θηλαστική μεγαλειότητα ἔχει δικαίωμα νά θυμώ-
νει γιά τό ὅτι δέν μᾶς ρώτησαν καθόλου ὅταν δημιουργοῦσαν αὐτόν
τόν κόσμο; Ἀλλά, ἐπιτέλους, σᾶς προσφέρεται ἡ εὐκαιρία νά ἔχετε τήν
ἱκανοποίηση, ὁρίστε, νά δημιουργήσετε τό νέο κόσμο κατά τήν ἰδέα καί
τό σχέδιό σας!

246
Ἄν εἶναι δύσκολο στίς ἀνθρώπινες δυνάμεις σας νά δημιουρ-
γήσουν τό σύμπαν, τότε ἐλᾶτε νά προσγειωθεῖτε ἀπό τό μέγάλο
διαστημικό κόσμο στό μικρό ἐπίγειο κόσμο μας. Ἴσως θά δύνασθε νά
γίνετε ἀρχιτέκτονας ἑνός τόσο μικρούτσικου κόσμου, ἐπειδή ὁ ἐπίγειος
κόσμος μας, σχετικά μέ τό σύμπαν ὡς σύνολο, εἶναι ὄχι μόνο μικρός
ἀλλά ἀπέραντα μικρός, ἕως τό ἀόρατο μικρός. Ὁ μεγάλος σύγχρονος
ἀστρονόμος, καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Κέμπριτζ, Τζέιμς Τζίνς
ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ πλανήτης μας ἀναλογικά μέ τό σύμπαν εἶναι σάν «ἕνα
ἑκατομμυριοστό ἑνός κόκκου ἄμμου ἀναλογικά μέ τή συνολική ποσό-
τητα τῆς ἄμμου σ’ ὅλες τίς ἀκροθαλασσιές αὐτοῦ τοῦ κόσμου»112.
Ὡστόσο, κοιτάξτε προσεκτικά μέσα σ’ αὐτόν τόν μικρούτσικο
κόσμο μας. Καί ἐκεῖ ὅλα εἶναι κάπως πολύ μυστηριώδη καί πολύ αἰνιγ-
ματικά. Σέ καθετί κρύβεται κάτι ἀλλόκοτο καί γίνεται αἰσθητή ἡ ρόη
κάποιου ἀοράτου. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται νά ξεγλιστρήσει ἀπό
τήν ἐρώτηση τί εἶναι τό πιό σημαντικό σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Καί ἄν
σοβαρά, μαρτυρικῶς σοβαρά σκεφτόταν περί αὐτοῦ, πρέπει νά παρα-
δεχθεί πώς σ’ αὐτόν τόν ὁρατό κόσμο τό πιό σημαντικό εἶναι ἐκεῖνο τό
ἀόρατο, τό ἄθικτο, τό ἀθώρητο. Γιά παράδειγμα, ἡ ραδιενέργεια εἶναι ἡ
πιό δεινή δύναμη, ὅμως εἶναι μία ἀόρατη δύναμη. Ἡ δύναμη τῆς βαρύ-
τητας κρατᾶ καί διατηρεῖ σέ μία ἀξιοθαύμαστη τάξη τά ἀναρίθμητα
ἡλιακά συστήματα, ὅμως καί αὐτή εἶναι ἀόρατη. Καί ὁ καημένος homo
sapiens μέ λύπη ἤ μέ τρίξιμο τῶν ὀδόντων ὁμολογεῖ, τό θεμέλιο παντός
ὁρατοῦ εἶναι κάτι τό ἀόρατο. Κάθε ὁρατό πρᾶγμα μέ τό πιό ἐσωτερικό
νεῦρο εἶναι συνδεδεμένο με κάτι ἀόρατο. Ὤ, πεῖτε μου, πῶς τελεῖται ἡ
μετάβαση ἀπό τό ὁρατό στό ἀόρατο; Καί πάλι, πῶς συμβαίνει ἡ μετά-
βαση τοῦ ἀοράτου στό ὁρατό; Πῶς τά ἀόρατα φωτόνια, προηλεκρόνια
καί ἠλεκτρόνια συμπυκνώνονται καί καθιστοῦν αὐτόν τό ὁρατό, ὑλικό
κόσμο; Καί ἐκεῖνο πού εἶναι ὁρατό στόν κόσμο εἶναι ἀπέραντα μικρότε-
ρο ἀπό ἐκεῖνο πού εἶναι ἀόρατο στόν κόσμο καί γύρω ἀπό τόν κόσμο.
«Οἱ πιό καινούργιες ἔρευνες τῶν ἀστρονόμων δείχνουν ὅτι τά οὐράνια
σώματα, οἱ πλανῆτες, οἱ κομῆτες, τά ἀστέρια πού κάθονται μέσα στόν
ἄυλο αἰθέρα, εἶναι μόνο, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, μικρά, σχεδόν ἀπαρατήρητα
ὑλικά νησιά μέσα στό σύμπαν. Ἡ ὕλη, καθώς ἔδειξαν οἱ ἔρευνες τοῦ
γερμανοῦ ἀστρονόμου Ρίμ, παρουσιάζει μόνο μία ἐξαίρεση στό σύμπαν.
112 The Mysterious Universe, Cambridge 1937, σ. 3.

247
Ἡ σχέση ὁλόκληρης τῆς ὑλικῆς μάζας ὅλων τῶν οὐράνιων σωμάτων μέ
ὅλο τό ἄυλο διάστημα στό σύμπαν εἶναι ἴδια μέ τή σχέση πού ὑπάρχει
μεταξύ τῶν 12 κεφαλῶν καρφίτσας καί ὁλόκληρου τού χώρου τῆς γερ-
μανικῆς βασιλείας. Ἡ ὕλη, λοιπόν, εἶναι ἐξαίρεση καί μέσα στό κοσμικό
διάστημα καθώς εἶναι ἐξαίρεση καί μέσα στό ἄτομο»113.
Τέλος πάντων, τό ἀόρατο εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ὁρατοῦ, ὁ πυρήνας
τοῦ ὁρατοῦ. Τό ὁρατό δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά τό τσόφλι γύρω ἀπό
τό ἀόρατο. Εἶναι ἀναρίθμητες οἱ μορφές στίς ὁποῖες ἐνδύεται τό ἀόρα-
το. Τίς ντύνεται καί τίς ἀλλάζει σάν ροῦχα. Ὁρατός εἶναι ὁ ἥλιος ἀλλά
εἶναι ἀόρατη ἡ δύναμη πού τόν θερμαίνει. Ὁρατοί εἶναι οἱ ἀστερισμοί
ἀλλά εἶναι ἀόρατη ἡ δύναμη πού τούς κινεῖ σοφά καί τούς ὁδηγεῖ διαμέ-
σου τοῦ ἀπέραντου διαστήματος, ὥστε νά μήν συγκρούονται. Ὁρατός
εἶναι ὁ μαγνήτης ἀλλά ἡ δύναμή του εἶναι ἀόρατη. Ὁρατή εἶναι ἡ γῆ
ἀλλά ἡ βαρύτητά της εἶναι ἀόρατη. Ὁρατό εἶναι τό ἀηδόνι ἀλλά εἶναι
ἀόρατη ἡ ζωτική δύναμη πού τό διατηρεῖ στή ζωή. Ὁρατά εἶναι πολλά
ὄντα στή γῆ ἀλλά εἶναι ἀόρατη ἡ δύναμη πού τά εἰσάγει στή ζωή καί
τά διατηρεῖ στά πλαίσια τῆς ζωῆς. Ὁρατό εἶναι τό γρασίδι, ὁρατά εἶναι
τά φυτά, ὁρατά εἶναι τά λουλούδια ἀλλά εἶναι ἀόρατη ἡ δύναμη πού
ἀπό μία ἴδια γῆ παράγει πολυποίκιλα χόρτα, ποικιλόμορφα λουλούδια,
ποικιλόμορφους καρπούς.
Ἔτσι φαίνεται ὁ κόσμος γύρω ἀπό τόν άνθρωπο. Καί τί νά ποῦμε
γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο; Ὤ, μέσα σ’ αὐτόν διαδραματίζεται ὁ πιό
ἐνδιαφέρων καί ὁ πιό δραματικός ἀγώνας μεταξύ τοῦ ἀοράτου καί
τοῦ ὁρατοῦ. Ἐκεῖ τό ἀόρατο ἀγκαλιάζεται μέ τό ὁρατό μέ πάθος,
μέ μία ἀγκαλιά πού δέν ἔχει τέλος οὔτε σ’ αὐτόν οὔτε σ’ ἐκεῖνο
τόν κόσμο. Κοιτάξτε, ὁ ἄνθρωπος θυσιάζει τό ὁρατό σῶμα του γιά
ὁρισμένες πεποιθήσεις τῆς συνείδησής του. Καί ἰδού, ἡ συνείδηση
εἶναι κάτι ἀόρατο. Ἄν δέν εἶναι ἔτσι, δεῖξτε μου αὐτήν νά τήν δῶ μέ
τά μάτια μου. Ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει στό θάνατο γιά μία ὁρισμένη
σκέψη, γιά μία ὁρισμένη ἰδέα. Καί ἰδού, ἡ σκέψη εἶναι κάτι το ἀόρατο,
ἡ ἰδέα εἶναι κάτι το ἀόρατο. Ἄν δέν εἶναι ἔτσι, δεῖξτε μου αὐτές νά τίς
δῶ μέ τά μάτια μου. Μία μητέρα μέ τό ὁρατό σῶμα της προστατεύει
τό παιδί της ὅταν κινδυνεύει, καί θυσιάζει τό ὁρατό σῶμα της. Γιατί;

Кипријан Керн, Материјализам и наука, Хришћанско дело, (ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΕΡΝ,


��������������������
Ὑλισμός καί ἐπιστήμη, Χριστιανικό ἔργο), τεῦχος 2, 1936, σ. 106-107.

248
Λόγω τῆς ἀγάπης. Καί ἰδού, ἡ ἀγάπη εἶναι κάτι ἀόρατο. Ἄν δέν εἶναι
ἔτσι, μητέρες, δεῖξτε μου τήν ἀγάπη σας νά τήν δῶ μέ τά μάτια μου.
Τί εἶναι ἡ σκέψη, τί εἶναι ἡ αἴσθηση, τί εἶναι ἡ συνείδηση, δεῖξτε μου
νά τίς δῶ στήν ἀνεξάρτητη καί ὑλικῶς ὁλοφάνερη πραγματικότητά
τους! Ὅμως, ἐσεῖς δέν μπορεῖτε νά μοῦ τίς δείξετε, ἀφοῦ ὅλες αὐτές
κατά φύσιν εἶναι ἀόρατες.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐκεῖνο πού εἶναι τό πιό σημαντικό στόν ἄνθρω-
πο εἶναι ἀόρατο. Καί ἐπιπλέον, ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέσω ἐκείνου πού εἶναι
ἀόρατο σ’ αὐτόν. Ὅταν αὐτό τό ἀόρατο ἐγκαταλείψει τόν ἄνθρωπο,
τότε τό σῶμα πεθαίνει. Ἄν δέν ἦταν ἔτσι, τότε καί ὁ νεκρός, τουλάχι-
στον στό νεκροκρέβατο, θά μποροῦσε νά ἐκτελεῖ τίς ζωτικές λειτουρ-
γίες του, ἐφόσον ἔχει τά ἴδια αἰσθητήρια, τά ἴδια φυσικά στοιχεῖα ὅπως
καί ἕνας ζωντανός ἄνθρωπος. Μόνο ἕνα δέν ἔχει, δέν ἔχει τήν ψυχή
στό σῶμα, τήν ψυχή πού διατηρεῖ τό σῶμα στή ζωή, τήν ψυχή πού
μέσω τῶν ματιῶν βλέπει, μέσω τῶν ἀφτιῶν ἀκούει, μέσω τῶν αἰσθη-
τηρίων ἐνεργεῖ, μέσω τῶν σκέψεων σοφίζεται. Αὐτή ἡ ἀόρατη ψυχή
ὄντως εἶναι ἡ πηγή ὅλης τῆς βιώσης τοῦ ἀνθρώπου. Δέν σᾶς ἀρέσει
τό ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ἀόρατη; Μά, καί ἀπό τό σῶμα μας τί βλέπουμε;
Μόνο τό δέρμα, ἐνῶ ὅλες τίς ζωτικές λειτουργίες, οἱ λειτουργίες τῶν
νεύρων, τῆς καρδιᾶς, τῶν πνευμόνων, τοῦ ἐγκεφάλου, ὅλα αὐτά εἶναι
κρυμμένα ἀπό τά μάτια μας. Μέσα σέ μᾶς ὅλο ἕρπουν ἤ καταιγίζουν
κάποια ἀόρατα, ὅλο κάποια φαντάσματα. Ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη εἶναι
ἁπλά εὐφυής ἡ σκέψη περί τοῦ ἀνθρώπου πού πρόσφατα ἐξέφρασε ο
dr Ἀλέξης Καρέλ στό δικό του, ἤδη δημοφιλές, ἔργο του L’ homme,
cet inconnu. Αὐτή ἡ σκέψη λέει: «Ὁ καθένας ἀπό μᾶς εἶναι μόνο μία
συνοδεία φαντασμάτων, διαμέσου τῶν ὁποίων ταξιδεύει ἡ ἀκατανόητη
πραγματικότητα – la realité inconnaisable»114. Ὁ ἄνθρωπος πράγματι
εἶναι κάτι πού ξέρουμε στό ἐλάχιστο, πού στό ἐλάχιστο γνωρίζουμε. Ὁ
dr Καρέλ τόνισε: «Πρέπει ἀνοιχτά νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἀπό ὅλες τίς
ἐπιστῆμες, ἡ ἐπιστήμη περί τοῦ ὄντος τοῦ ἀνθρώπου παρουσιάζει τίς
περισσότερες δυσκολίες»115.
Νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, καί οἱ τρεῖς κόσμοι, τό διάστημα, ἡ γῆ
καί ὁ ἄνθρωπος, παρουσιάζουν μέσα τους κάποιες ἀόρατες δυνάμεις,
114 L’ homme, cet inconnu, Παρίσι, Πλόν, 1938, σ. 4.
���������������������
Ὅπ��������������
. παρ���������
������������
., ���
������
. 11.

249
ἐνδεδυμένες τήν ὕλη. Ξεσκέπασε ὅ,τιδήποτε ἤ ὁποιονδήποτε, ἀπό
καθετί καί ἀπό καθένα καί κάποιος ἄγνωστος «ἀορατούλης» κοιτάζει
σέ σένα μέ τά μυστηριώδη μάτια του. Ὡστόσο, ἄν εἴμαστε θαρραλέοι
καί συνεπεῖς ἄνθρωποι, πρέπει νά καθοδηγήσουμε τή σκέψη μας ἕως
τό τέλος. Ἐγώ πιστεύω αὐτό, καί οἱ τρεῖς ὁρατοί κόσμοι, τό διάστημα, ἡ
γῆ καί ὁ ἄνθρωπος, εἶναι μόνο μία προβολή τοῦ ἀοράτου στό ὁρατό. Ἡ
ὁρατή φύση εἶναι ἡ ὑλική προβολή τῶν ἄυλων, ἀόρατων σκέψεων, «τῶν
λόγων» τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἴδιο καί ἀκόμη
κάτι πολύ περισσότερο ἀπ’ αὐτό, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ὁρατή προβολή
τοῦ ἀοράτου προσώπου τοῦ Θεοῦ.
Τό κάθε ἐπιμέρους πρᾶγμα σ’ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι ἕνα πλαί-
σιο, μέσα στό ὁποῖο ὁ Θεός πλαισίωσε ἀνά μία σκέψη του, καί ὅλα τά
πράγματα συνολικά καθιστοῦν τό πολυτελές ψηφιδωτό τῶν σκέψεων
τοῦ Θεοῦ. Ὁδεύοντας ἀπό τό ἕνα πρᾶγμα στό ἄλλο, ὁδεύουμε ἀπό
μία σκέψη τοῦ Θεοῦ σέ ἄλλη, ἀπό ἕναν πίνακα τοῦ Θεοῦ σέ ἄλλο. Καί
πηγαίνοντας ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο, πηγαίνουμε ἀπό μία εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ σέ ἄλλη, ἐπειδή, δηλαδή, ὁ Θεός πλαισίωσε μέσα στά πράγ-
ματα τίς σκέψεις Του, μέσα στόν ἄνθρωπο πλαισίωσε τήν εἰκόνα Του.
Εἶναι εἰπωμένο στό Ἅγιο Βιβλίο: «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο,
κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν» (Γεν. 1, 27).
Ἰδού, ὁ παμμέγιστος Θεός πλαισίωσε τήν εἰκόνα Του στό λασπῶδες
σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξαιτίας τούτου, κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνας μικρός
θεός στή λάσπη, ναί, μικρός θεός στή λάσπη. Αὐτή ἡ θεοείδεια εἶναι
ἐκεῖνο πού ὑψώνει τόν ἄνθρωπο ὑπεράνω ὅλων τῶν ὄντων καί πραγ-
μάτων, ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀγγέλων καί ἀρχαγγέλων, τόν ὑψώνει καί
ἀνυψώνει ἕως τόν ἴδιο τό Θεό. Κανένα ἄνθρωπο ὁ Θεός δέν στέλνει σ’
αὐτόν τόν κόσμο δίχως τήν εἰκόνα Του. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ κάθε ἄνθρω-
πος εἶναι θεοφόρος ἀπό τά σπλάχνα τῆς μητέρας του. Στά μυστηριώδη
σύνορα μεταξύ τῶν δύο κόσμων στέκεται ὁ ἤπιος Κύριος Χριστός καί
σέ κάθε ψυχή πού στέλνει σ’ αὐτόν τόν κόσμο τῆς χαρίζει τήν ὑπέροχη
εἰκόνα Του (πρβλ. Ἰωαν. 1, 9). Λόγω αὐτοῦ, κάθε ἄνθρωπος κατά φύσιν
εἶναι χριστοειδής, κατά φύσιν χριστοφόρος.
Ἀλλά, τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ψυχή του ὁ ἄνθρωπος
τή διέσπασε μέ τήν ἁμαρτία, τήν συσκότισε μέ τά πάθη, τήν σακάτεψε
μέ τίς κακές συνήθειες, καί τήν θαυμάσια εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐπάλειψε

250
μέ τό μαῦρο ρητίνι τῶν παθῶν καί τό βδελυρό πύον τῶν ἀπολαύσεων.
Ὅμως, ὁ ὑπεροικτίρμων Κύριος Χριστός γι’ αὐτό τό λόγο ἔγινε ἄνθρω-
πος «ἵνα τὴν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα, φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι»116.
Αὐτός ἔγινε ἄνθρωπος, προκειμένου νά ὑπενθυμίσει στόν ἄνθρωπο τήν
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του, νά τοῦ ὑπενθυμίσει τήν θεϊκή καταγωγή
του, γιά νά καθαρίσει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του ἀπό τό δυσώδη
βόρβορο τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τό μαῦρο ρητίνι τῶν παθῶν καί τό ἀηδια-
στικό πύον τῶν ἀπολαύσεων.
Αὐτός ὁ ἀσώματος Θεός καί Κύριος προσλαμβάνει στόν Ἑαυτό
Του τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί μέσα σ’ αὐτό πλαισιώνει τή Θεότητά
Του, γιά νά δείξει στούς ἀνθρώπους ὅτι τό σῶμα εἶναι τό πλαίσιο τῆς
εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ ἀπερίγραπτος Θεός καί Κύριος ἐνσαρκώ-
νεται καί μέσω αὐτῆς τῆς ἐνσάρκωσης, περιγράφει τόν Ἑαυτό Του,
ζωγραφίζει τόν Ἑαυτό Του. Ὁ ἀόρατος Θεός, ὅταν ἐνσαρκώθηκε, κατέ-
στησε τόν Ἑαυτό Του ὁρατό· ὁ ἀπερίγραπτος Θεός, ὅταν ἐνσαρκώθηκε,
περιέγραψε τόν Ἑαυτό Του μέσω τοῦ σώματος. Συνενώνοντας μέσα
Του τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο ὁ Κύριος Χριστός ἀνακαίνισε τήν εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Σέ ὅλη του τή ζωή ἔπραττε αὐτό, πήγαινε ἀπό
ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο, ἀπό ἁμαρτωλό σέ ἁμαρτωλό, καί μέ τή θεϊκή
ἀγαθότητά Του ἔβρισκε καί ἀνακαίνιζε μέσα τους τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ,
τή σαπισμένη ἀπό τίς ἁμαρτίες.
Οἱ ἀπόστολοι, μέσω τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνέχισαν τό ἔργο τοῦ
Σωτῆρος, τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ μέχρι σήμερα ἱερά καί ἀποστο-
λικά. Μέσω ὅλων τῶν προσευχῶν τους, ὅλων τῶν νηστειῶν τους, ὅλων
τῶν ἐλεημοσυνῶν τους, ὅλων τῶν ἀσκήσεών τους, οἱ ὀρθόδοξοι χρι-
στιανοί αὐτό τό ἕνα ποθοῦν, «τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι»117.
Ἀσκούμενος μέσω τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος ἀνακαι-
νίζει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του, τή σακατεμένη ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ὡς ζηλωτής τοῦ ἀγαθοῦ, πράττοντας τίς εὐαγγελικές ἀρετές τήν πίστη
καί τήν ἀγάπη, τήν πραότητα καί τή σεμνότητα, τή φιλοθεΐα καί τή
φιλαδελφία, τήν ἐλεημοσύνη καί τήν ἐγκράτεια, ὁ ἄνθρωπος βαθμηδόν

ἤχου�, Ὀκτώηχος ἡ Μεγάλη, ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς διακονίας τῆς


������������������������������
Τό�����������������������
����������������������
δογματικό�������������
������������
τοῦ���������
��������
�������
’ �����
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν Ἀθήναις 52004, σ. 172.
εὐλογηταρίων�, Μικρόν Εὐχολόγιον,
��������������������������������������������������������������������
Ἀκολουθία������������������������������������������������������
�����������������������������������������������������
εἰς��������������������������������������������������
�������������������������������������������������
κεκοιμημένους������������������������������������
, ����������������������������������
δεύτερο���������������������������
��������������������������
τροπάριο������������������
�����������������
τῶν��������������
�������������
ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐν Ἀθήναις 162004, σ. 245.

251
μιμεῖται τόν Κύριο Χριστό, μορφώνει τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα του
(πρβλ. Γαλ. 4, 19), ἕως ὅτου διαμορφωθεῖ ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ μέσα
του (πρβλ. Ρωμ. 8, 29).
Ἡ κάθε ἐπιμέρους εὐαγγελική ἀρετή γίνεται ἕνα πινέλο στά χέρια
τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανοῦ, μέ τό ὁποῖο βάφει τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ
μέσα στήν ψυχή του, ἕως νά τήν βάψει ἐξ ὁλοκλήρου. Καί ὅταν δεῖς τήν
ψυχή ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου, τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, θά κοιτάζεις
καί θά πεῖς στόν ἑαυτό σου, πράγματι, αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλαισι-
ώσει μέσα στό σῶμα του τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἔχει κατορθώσει τήν
ὕψιστη ἔννοια τῆς ζωῆς καί ἔχει πλουτίσει ἀπό τόν ἄφθαρτο πλοῦτο,
ἐπειδή ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό πιό μεγάλο, τό πιό πολύτιμο σ’
αὐτόν τόν κόσμο, εἶναι ὁ οὐράνιος θησαυρός ὁ θαμμένος μέσα στή
δυσώδη λάσπη αὐτοῦ τοῦ σάπιου πλανήτη μας. Ἄν βρεῖς Αὐτόν βρῆκες
τά πάντα, διότι σ’ Αὐτόν εἶναι ὁλόκληρος ὁ Θεός καί ὁλόκληρος ὁ
ἄνθρωπος μέ ὅλες τίς τελειότητές του. Σ’ Αὐτόν, μονάχα σ’ Αὐτόν
εἶναι ἡ λάμψη, ἡ μεγαλοπρέπεια καί τό θεϊκό μεγαλεῖο κάθε ἀνθρώ-
που. Ἐξαιτίας τούτου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία φυλάγει τήν μαγευτική
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς της· γι’ Αὐτόν οἱ
ὀρθόδοξοι πάντα πήγαιναν καί πάντα πηγαίνουν σέ μαρτύρια καί στό
θάνατο. Μέσα σ’ Αὐτόν ἡ Ὀρθοδοξία βλέπει τό δοξασμό της. Ἐξ ἄλλου,
τί εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας; Εἶναι ἡ παναμώμητη εἰκόνα τοῦ
Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἐπειδή μέσα στήν ὑπόσταση τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ ἔγκειται ὅλη ἡ δύναμη καί ἡ ἰσχύς, ὅλη ἡ ἀπολογία καί ἡ
παντοδυναμία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Μόνο στήν ὑπόσταση τοῦ Θεανθρώπου βρῆκε τήν αἰώνια ἀξία
ἡ ὑπόσταση κάθε ἀνθρώπου ἐν γένει, ἐπειδή ἡ οὐσία τῆς προσωπικό-
τητας κάθε ἀνθρώπου συνίσταται στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος
ἔχει καταγωγή ὄχι ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο οὔτε ἀπό τούς Ἀγγέλους οὔτε
ἀπό τούς Ἀρχαγγέλους, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
τόσο σημαντικό ὄν, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀποτύπωσε στήν ψυχή του
τήν ὑπερφωτεινή εἰκόνα Του, γιά νά ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο διαμέσου
αὐτοῦ τοῦ αἰνιγματικοῦ καί μυστηριώδους κόσμου. Αὐτή ἡ θεοείδεια
τῆς ψυχῆς ἀπαρτίζει τό θεϊκό μεγαλεῖο κάθε ἀνθρώπου. Ἑπομένως, ὁ
ἄνθρωπος εἶναι ἡ μέγιστη ἀξία σ’ αὐτόν τόν κόσμο· ἡ ψυχή του ἀξίζει
περισσότερο ἀπό ὅλους τούς κόσμους μαζί, διότι ὅταν χάσει αὐτήν, μέ

252
τίποτα δέν δύναται οὔτε νά τήν ἀνταμείψει οὔτε κἄν νά τήν ἐξαγορά-
σει, κατά τόν παναληθινό λόγο τοῦ Θεανθρώπου: « Τί γὰρ ὠφελεῖται
ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ;
Ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16, 26). Ὁ
ἄνθρωπος ἔχει τόση ἀξία στά μάτια τοῦ Θεοῦ ὥστε καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός,
ὅταν χρειάστηκε, ἔγινε ἄνθρωπος γία τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό τό λόγο
ἡ Ὀρθοδοξία πάντα καί ἀκλόνητα στέκεται γιά τό θεϊκό μεγαλεῖο τοῦ
ἀνθρώπου, γιά τό ἄμεμπτό του, τό ἀπαραβίαστό του καί τό ἀναντικα-
τάστατό του. Αὐτή ἀτρόμητα μάχεται ἐναντίον παντός πράγματος πού
τή σακατεύει, πού λιγοστεύει, πού καταστρέφει αὐτή τή θεία μεγαλο-
πρέπεια τοῦ ἀνθρώπου.
Κατά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου, τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ὀρθοδόξου, τό πιό σημαντικό εἶναι νά βροῦμε τήν εἰκό-
να τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἄν τήν βροῦμε, βρήκαμε τήν ἀξεπέραστη
ἀξία του, τό ἀπόλυτό του, τό ἀναντικατάστατό του, τήν ἀθανασία του
καί τήν αἰωνιότητά του. Πολλές φορές ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρω-
πο εἶναι σκεπασμένη μέ τό βόρβορο τῶν ἀπολαύσεων καί τή φωτιά τῶν
παθῶν, μέ τά ἀγκάθια τῶν ἁμαρτιῶν καί τά ζιζάνια τῶν κακῶν συνη-
θειῶν. Ἀλλά γι’ αὐτό εἶσαι ἕνας ὀρθόδοξος χριστιανός γιά νά βγάλεις
ὅλα αὐτά ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου,
προκειμένου νά ξαναλάμψει μέ τό θεῖο κάλλος της. Ἄν τό κάνεις, θά
ἀγαπᾶς τόν ἄνθρωπο καί μέσα στήν ἁμαρτία του· οὐδέποτε θά ἐξισώ-
σεις τήν ἁμαρτία μέ τόν ἁμαρτωλό καί τό ἔγκλημα μέ τόν ἐγκληματία·
πάντα θά ξέρεις νά ξεχωρίζεις τήν ἁμαρτία ἀπό τόν ἁμαρτωλό, θά κατη-
γορεῖς τήν ἁμαρτία καί ὄχι τόν ἁμαρτωλό.
Ἄν ρωτήσεις ποιός θά μοῦ μάθει αὐτό, ἡ ἀπάντηση μπορεῖ νά εἶναι
μόνο μία, ὁ Κύριος Χριστός. Ἐπειδή, ὅταν μέ τό φῶς Του εἰσέλθεις στήν
ψυχή ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, εὔκολα θά βρεῖς μέσα σ’ αὐτήν τήν
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, θά διακρίνεις τό τοῦ Θεοῦ ἀπό τό τῆς ἁμαρτίας καί θά
ἀγαπᾶς τόν ἁμαρτωλό καί μέσα στήν ἁμαρτία του. Ἰδού, τοῦτο εἶναι ὁ
εὐαγγελισμός πού ἔφερε στόν κόσμο μονάχα ὁ Χριστός. Αὐτός μέσα σέ
κάθε ἄνθρωπο, καί στό μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, ἔψαχνε καί ἔβρισκε τήν
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, κατέκρινε τήν ἁμαρτία, ἐλεοῦσε τόν ἁμαρτωλό.
Νά τοι, οἱ χαιρέκακοι πουριτανοί ὁδήγησαν ἐνώπιόν Του τή ἁμαρ-
τωλή γυναῖκα. Εἶχε συλληφθεῖ σέ μοιχεία, καί κατά τό νόμο τοῦ Μωϋσῆ

253
ἔπρεπε νά λιθοβοληθεῖ. «Σὺ οὖν τί λέγεις», ρώτησαν τόν Ἰησοῦ. Αὐτός
δέ ἔσκυψε κάτω καί ἔγραφε στή γῆ μέ τό δάχτυλό του, σάν νά ἤθελε
μ’ αὐτό νά τούς πεῖ: Γῆ εἶστε, γήινα σκέφτεσθαι, γήινα καί ρωτᾶτε, καί
ἰδού, ἡ ψυχή αὐτῆς τῆς γυναίκας εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπό τήν
ἁμαρτία της, οὔτε ἡ θεοειδής ψυχή της μπορεῖ νά ἐξισωθεῖ μέ τήν ἁμαρ-
τία της… Ἐπειδή δέ συνέχεια τόν ρωτοῦσαν, ἀνασηκώθηκε καί τούς
εἶπε: «Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος ἐπ’ αὐτὴν βαλέτω λίθον». Καί ὅταν
αὐτοί τό ἄκουσαν, ἐλέγχθηκαν ἀπό τή συνείδησή τους καί ἄρχισαν νά
φεύγουν ἕνας ἕνας, πρῶτα οἱ πρεσβύτεροι καί μετά οἱ νεώτεροι· ἔμεινε
μόνος ὁ Ἰησοῦς καί ἡ γυναίκα πού στεκόταν μπροστά Του. Καί ὅταν ὁ
Ἰησοῦς ἀνέκυψε, μή βλέποντας κανέναν ἄλλο παρά μόνη τή γυναῖκα,
τῆς εἶπε: «Γύναι, ποῦ εἰσιν; Οὐδείς σέ κατέκρινεν;». Αὐτή ἀπάντησε:
«Οὐδείς, Κύριε». Καί ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε: «Οὐδὲ Ἐγώ σέ κατακρίνω.
Πορεύου, [καὶ] ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε» (Ἰωαν. 8, 3-11).
Λοιπόν, ὁ πανοικτίρμων Θεός κατακρίνει τήν ἁμαρτία ἀλλά δέν
κατακρίνει τήν ἁμαρτωλή. Αὐτός εἶναι σάν νά λέει: Ἐγώ δέν κατακρίνω
τή θεοειδῆ ψυχή σου ἀλλά κατακρίνω τήν ἁμαρτία σου· ἐσύ δέν εἶσαι
τό ἴδιο μέ τήν ἁμαρτία, μέσα σου ὑπάρχουν οἱ θεῖες δυνάμεις πού μπο-
ροῦν νά σέ ἀπελευθερώσουν ἀπό τήν ἁμαρτία. Πήγαινε καί ἀπό τώρα
μήν ἁμαρταίνεις.
Καί τί νά ποῦμε γιά τό Ζακχαῖο; Ἰδού, ὁ Κύριος Χριστός μέσα
του βρῆκε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἔσωσε, μολονότι κατά τούς
νόμους τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς ἦταν μεγάλος ἁμαρτωλός καί ἄξιζε
κάθε κατάκριση (Λουκ. 19, 2-10). Καί ἡ Μαρία η Μαγδαληνή; Ἰδού, ὁ
φιλάνθρωπος Κύριος ἐξέβαλε ἀπ’ αὐτήν ἑπτά ἀκάθαρτα πνεύματα, καί
βρῆκε μέσα σ’ αὐτήν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὥστε αὐτή μέσω τῶν εὐαγ-
γελικῶν ἀσκήσεών της ἔγινε μία ἁγία. Καί ὁ κακοῦργος στό σταυρό; Ὤ,
τοῦτο εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Σωτῆρος. Αὐτός
καί μέσα στόν ληστή ἀποκάλυψε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί λόγω τῆς
πίστης του τόν εἰσήγαγε στόν παράδεισο.
Ἡ θεϊκή μεγαλειότητα καί τό θεϊκό ἄμεμπτο τῆς ἀνθρώπινης
ὑπόστασης εἶναι τό βασικό δόγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί
τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖνο πού ἰσχύει γιά τήν Ὀρθοδοξία, ἰσχύει καί γιά
τήν Ἁγιοσαββική παράδοση, ἐπειδή ἡ Ἁγιοσαββική παράδοση δέν
εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ἡ Ὀρθοδοξία, φορώντας μόνο τό σερβικό ἱμά-

254
τιο, στήν σερβική «ἔκδοση». Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ μας.
Ποιός χάρισε αὐτήν τήν ψυχή στή σερβικότητα; Ὁ ἅγ. Σάββας. Ἐμεῖς οἱ
Σέρβοι ξέρουμε, ἡ Ἁγιοσαββική παράδοση μᾶς μάθαινε καί μᾶς μαθαί-
νει πώς κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀδελφός μας, ἐπειδή κάθε ἄνθρωπος ἔχει
τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή του, καί τοιουτοτρόπως ἔχει τήν
αἰώνια, θεία ἀξία, ὥστε δέν πρέπει κανένα ἄνθρωπο νά θεωροῦμε ὡς
ἕνα ὑλικό, μέσο ἤ ἐργαλεῖο. Ὅλη ἡ ἱστορία μας δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο
παρά ἕνας ἀγώνας ὑπέρ τῆς λαϊκῆς ψυχῆς μας, ὑπέρ τῶν αἰώνιων
ἀξιῶν της. Σ’ αὐτόν τόν πολυαιώνιο ἀγῶνα τοῦ λαοῦ μας ὑπέρ τῆς
λαϊκῆς ψυχῆς, ποιός εἶναι ὁ κύριος στρατηγός μας; Ἀναμφισβήτητα, ὁ
ἅγ. Σάββας. Αὐτός ὁδήγησε τόν ἀγῶνα ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τόν
ὁδηγεῖ ἀδιάκοπα μέ μᾶς καί μέσω ἡμῶν.
Αὐτός ὁ ἁγιοσαββικός ἀγώνας εἶναι, πρωτίστως, ὁ ἀγώνας ἐνα-
ντίον παντός πού ρυπαίνει, σακατεύει καί σκοτώνει τή λαϊκή ψυχή μας.
Τήν ψυχή βέβαια τή σκοτώνουν οἱ ἁμαρτίες. Ὁ ἀγώνας μέ τίς ἁμαρτίες
ἐντός μας καί γύρω μας εἶναι ὁ ἁγιοσαββικός ἀγώνας.

Υἱέ μου Μάρκο, μοναχογιέ τῆς μητέρας,


Νά μήν ἀποβεῖ γιά σένα κατάρα ἡ πληγή μου,
Μή, υἱέ μου, ἁμαρτήσεις στήν ψυχήν σου,
Μή, υἱέ μου, ἀντιμιλᾶς,
Οὔτε σύμφωνα μέ τήν γνώμην τοῦ πατρός σου,
Οὔτε σύμφωνα μέ τήν γνώμην τῶν θείων σου,
Ἀλλά σύμφωνα μέ τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ αἰωνίου.
Καλύτερα νά χάσεις τό κεφάλι σου
Παρά στήν ψυχήν σου νά ἁμαρτήσεις.

Τοῦτο εἶναι τό εὐαγγέλιο τῆς μητρός Εὐφροσύνης, ἐπειδή, κάθε


ἁμαρτία σκοτώνει κατ’ ὀλίγον τήν ψυχή στόν ἄνθρωπο, καί τοιουτρό-
πως καί στό λαό. Παλεύοντας κατά τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν του
ὁ ἄνθρωπος παλεύει καί ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας καί τῆς δικαισύνης τῆς
λαϊκῆς ψυχῆς, ἀγωνίζεται ὑπέρ τῆς ἀθανασίας της καί τῆς αἰωνιότητάς
της, ἀγωνίζεται ὑπέρ τῶν ἀξεπέραστων ἀξιῶν της.
Ὁ ἀγώνας ὑπέρ τῆς σερβικῆς, ἁγιοσαββικῆς ψυχῆς, εἶναι ὁ ἀγώ-
νας ὑπέρ τῆς θεϊκῆς μεγαλειότητας τοῦ ἀνθρώπου μας. Χωρίς αὐτήν, ὁ

255
ἄνθρωπός μας δέν ἔχει ἀξία· Χωρίς αὐτήν, εἶναι μόνο ἡ φευγαλέα ἄργι-
λος, μέ ὁμοιόμορφη στολή. Μέ τί εἶναι ἕνας Σέρβος μεγάλος καί ἔνδο-
ξος; Μέ τόν ἅγ. Σάββα. Μέ τί ὁ ἅγ. Σάββας εἶναι μεγάλος καί ἔνδοξος;
Μέ τόν Κύριο Χριστό, ἐπειδή μέσω τῆς πίστης στό Θεάνθρωπο Χριστό
καί τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ ὁ Ράστκο μεταμόρφωσε τόν ἑαυτό του στόν
ἅγ. Σάββα, ἐνῶ ἔγινε ὁ μέγιστος ἅγιος καί ὁ μέγιστος διαφωτιστής
τοῦ σερβικοῦ γένους. Καί μ’ αὐτό ἔγινε ὁ ἀκαταμάχητος πνευματικός
στρατηγός τοῦ λαοῦ μας σέ ὅλα τά πεδία τῆς μάχης. Ἐνδεδυμένος τήν
πανοπλία τοῦ Θεοῦ, τήν εὐαγγελική ἀλήθεια καί δικαιοσύνη, τήν εὐαγ-
γελική ἀγάπη καί σεμνότητα, τήν εὐαγγελική προσευχή καί ἐλεημοσύ-
νη, τήν εὐαγγελική πίστη καί ὑπομονή, αὐτός ὁδηγοῦσε στούς αἰῶνες
πού πέρασαν τό λαό μας ἀπό νίκη σέ νίκη. Οἱ Σέρβοι ἦταν πάντα
ἀκαταμάχητοι ὅποτε πάλευαν μέ τά ἁγιοσαββικά ὅπλα ὑπέρ τῆς ψυχῆς
τους, ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας καί τῆς δικαιοσύνης τους.
Μόνο ὁδηγούμενοι καί ἀκολουθώντας τόν ἅγ. Σάββα οἱ Σέρβοι
πρόσφατα κέρδισαν τή νίκη πάνω στό θεριό τοῦ Κονκορδάτου.
Νικώντας αὐτό τό θεριό οἱ Σέρβοι νίκησαν τόν κύριο ἐχθρό τῆς ψυχῆς
τους, τή μαύρη Διεθνῆ. Νικώντας δέ τή μαύρη Διεθνῆ, ἔδειξαν ὅτι ἔχουν
πνευματικές, ἁγιοσαββικές δυνάμεις νά νικήσουν καί τίς δύο ἄλλες
Διεθνεῖς, τήν κόκκινη, τήν κομμουνιστική, καί τήν κίτρινη τήν καπι-
ταλιστικο-φασιστική. Ἐπειδή, δέν πρέπει νά πλανόμαστε, ὁ παπισμός
εἶναι ὁ πατέρας καί τοῦ φασισμοῦ καί τοῦ κομουνισμοῦ καί ὅλων τῶν
ὀργανώσεων καί τῶν κινήσεων πού θέλουν νά τακτοποιήσουν καί νά
εὐφράνουν τήν ἀνθρωπότητα μέσω τῶν βίαιων καί μηχανικῶν μέσων.
Ὁ φασισμός εἶναι ἡ εἰδωλολατρία τοῦ λαοῦ· ὁ κομμουνισμός εἶναι ἡ
εἰδωλολατρία μιᾶς τῆς ἐργατικῆς τάξης. Καί οἱ δύο θέλουν νά τακτο-
ποιήσουν καί νά εὐφράνουν τήν ἀνθρωπότητα διά πυρός καί σιδήρου·
καί οἱ δύο ἐξισώνουν τήν ἁμαρτία μέ τόν ἁμαρτωλό, καί λόγω τῆς
ἁμαρτίας σκοτώνουν τόν ἄνθρωπο. Καί ξέρετε ποιός τούς ἔμαθε αὐτό;
Ὁ ἴδιος ὁ πατέρας τους, ὁ παπισμός, ἐπειδή ὁ μεσαιωνικός παπισμός
τό ἐφεῦρε πρῶτος καί πρῶτος τό πραγματοποίησε μέσω τῆς «Ἱερᾶς»
Ἐξέτασης, οἱ ἁμαρτωλοί σκοτώνονταν λόγω τῆς ἁμαρτίας, οἱ αἱρετικοί
καίγονταν λόγῳ τῆς αἵρεσης, καί ὅλα αὐτά γίνονταν ad majorem Dei
gloriam, μέ ἕνα σκοπό, νά οἰκοδομηθεῖ ἡ παγκόσμια παπική μοναρχία.
Ἐντούτοις, πρέπει νά εἴμαστε δίκαιοι· ὁ παπισμός εἶναι χειρότερος καί

256
ἀπό τό φασισμό καί ἀπό τόν κομμουνισμό, διότι ἐνῶ ὁ φασισμός κατα-
στρέφει τούς ἀντιπάλους του ἐν ὀνόματι τοῦ λαοῦ καί ὁ κομμουνισμός
ἐν ὀνόματι τῆς ἐργατικῆς τάξης, ὁ παπισμός καταστρέφει τούς ἀντιπά-
λους του ἐν ὀνόματι τοῦ πράου καί ἤπιου Κυρίου Ἰησοῦ.
Οἱ Σέρβοι μέ τήν καρδιά τους αἰσθάνθηκαν τόν κίνδυνο πού τούς
ἀπειλεῖ ἀπό τήν παπική Διεθνῆ, οὕτως ὥστε ἐξεγέρθηκαν σάν ἕνας
ἄνθρωπος, ὁδηγημένοι ἀπό ποιόν, ἀπό τό ἁγιοσαββικό πνεῦμα μέσω τοῦ
ἁγιοσαββικοῦ ἱερέα. Αὐτός ἀποστολικῶς ἀτρόμητα, χρυσοστομικῶς πει-
στικά καί ἁγιοσαββικῶς σοφά ὁδήγησε τό λαό μας διαμέσου τῆς μάχης
μέ τό θεριό τοῦ Κονκορδάτου. Καί ὁ ξαρμάτωτος λαός κέρδισε τή νίκη
πάνω στήν ὀργανωμένη βία. Μέ τί; Μέ τό ἁγιοσαββικό ὅπλο, μέ τήν
ὀρθόδοξη πίστη, μέ τήν ὀρθόδοξη δικαιοσύνη, μέ τήν ὀρθόδοξη ἀλή-
θεια, μέ τόν ὀρθόδοξο ζῆλο, μέ τήν ὀρθόδοξη ἀφοβία, μέ τήν ὀρθόδοξη
μακροθυμία, μέ τήν ὀρθόδοξη μαρτυρία καί τό μαρτύριο «διά τό τίμιον
σταυρόν καί τήν χρυσῆν ἐλευθερίαν»… Καί ἔπειτα ἀπό αὐτήν τήν μαύρη
θύελλα, τό ἁγιοσαββικό πνεῦμα, διά τῶν ἀληθῶς ὀρθόδοξων ἱερέων,
σοφά πηδαλιουχεῖ τό καράβι τῆς λαϊκῆς ψυχῆς μας, ὁδηγώντας το μέ τήν
Ἁγιοσαββική παράδοση διαμέσου τῶν καταιγίδων καί θυελλῶν τῆς θλι-
βερῆς καί δυστυχοῦς καθημερινότητάς μας. Τά ἔργα του πράγματι εἶναι
ἁγιοσαββικά. Καί εἶναι τέτοια ἐφόσον μέσα τους καί πίσω τους στέκεται
ἡ ἀνεξάντλητη καί ἀκατάστρεπτη δημιουργική δύναμη, τό ἁγιοσαββικό
πνεῦμα, τό ὁποῖο μέ ὅλο του τό εἶναι πηγάζει ἀπό τό ἀθάνατο, πανίσχυρο
καί πάνσοφο Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, το Πνεῦμα τοῦ Θεανθρώπου.
Οἱ Σέρβοι εἶναι Σέρβοι μέ τί; Μέ τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἁγιοσαββική
παράδοση. Χωρίς τήν Ὀρθοδοξία, χωρίς τήν Ἁγιοσαββική παράδοση τί
εἶναι οἱ Σέρβοι ἄν ὄχι ἕνα πτῶμα δίπλα σέ ἄλλο πτῶμα, ἕνας νεκρός
δίπλα σέ ἄλλο νεκρό; Μόνο μέσω τῆς ἁγιοσαββικῆς πίστης καί τῆς
ἁγιοσαββικῆς ζωῆς οἱ Σέρβοι δείχνουν καί ἀποδεικνύουν ὅτι εἶναι γνή-
σιοι Σέρβοι. Μόνο ἔτσι ἐκπληρώνουν τή διαθήκη τοῦ ἁγ. Σάββα. Σέ τί
συνίσταται ἡ διαθήκη αὐτή; Νά, σέ τί: Νά βλέπετε στόν ἁμαρτωλό σάν
ἕνα ἀσθενῆ πού χρειάζεται θεραπεία ἀπό τήν ἁμαρτία ὅπως ἀπό μία
ἀσθένεια· οὐδέποτε νά ἐξισώνετε τόν ἁμαρτωλό μέ τήν ἁμαρτία καί τόν
κακοῦργο μέ τήν κακουργία· ποτέ νά μήν σκοτώνετε τόν ἁμαρτωλό
λόγω τῆς ἁμαρτίας· νά κοπιάζετε νά βρεῖτε σέ κάθε ἄνθρωπο τήν εἰκό-
να τοῦ Θεοῦ, διότι τοῦτο εἶναι ἡ αἰώνια ἀξία κάθε ἀνθρώπου, διότι τοῦτο

257
καθιστᾶ τή θεϊκή μεγαλοπρέπεια κάθε ἀνθρώπου, ἐπειδή τοῦτο εἶναι
ἐκεῖνο ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου πρέπει νά ἀγαπᾶμε καί τό μεγαλύτερο ἁμαρ-
τωλό· καί πάνω ἀπό ὅλα, πρέπει νά ἀγαπᾶμε τόν ἁμαρτωλό καί μέσα
στήν ἁμαρτία του· ἰδιαιτέρως δέ νά ἔχετε στό νοῦ σας, οὔτε ὁ ἄνθρωπος
οὔτε ὁ λαός οὔτε ἡ ἀνθρωπότητα μποροῦν, οὔτε καί θά μπορέσουν ποτέ,
νά τακτοποιηθοῦν καί νά δώσουν χαρά χωρίς τό Χριστό, ἰδιαιτέρως
ἀντί τοῦ Χριστοῦ· ὅλες οἱ τέτοιες προσπάθειες ὁλοκληρώνονται, καί
διά παντῶς θά ὁλοκληρώνονται μέ ἀμοιβαία σφαγή, μέ τήν αὐτοκα-
ταβρόχθιση, μέ τήν ἀνθρωποφαγία· ὅποιος σπέρνει τόν ἄνεμο, θερίζει
τήν καταιγίδα· ὅποιος μέσω τῆς ἁμαρτίας ζεῖ καί τήν ἁμαρτία ἐκθειάζει,
μεταποιεῖ αὐτόν τόν κόσμο σέ ἀδιέξοδη κόλαση.

◊◊◊ † ◊◊◊

Πίσω ἀπό τό πυκνό πέπλο τοῦ ὁρατοῦ ἐκτείνονται οἱ ἀναρίθμη-


τες ἀπεραντοσύνες τοῦ ἀοράτου. Οὐσιαστικά, δέν ὑφίσταται ἕνα σαφές
ὅριο μεταξύ τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου, μεταξύ τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ
μεταφυσικοῦ, τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ ἀφύσικου. Μέσα στά πάντα καί μέσω
τῶν πάντων τό ὁρατό καί τό ἀόρατο βασιλεύουν καί κυβερνοῦν. Αὐτός, ὁ
θαυμάσιος καί μυστηριώδης Θεός καί Κύριος, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, σέ
ὅλα τά ὁρατά καί τά ἀόρατα ἔχυσε τίς θεῖες ἀξίες Του, ὥστε καθετί, ἀπό τό
ἀπέραντα μικρό ἕως τό ἀπέραντα μεγάλο, ἔχει τή θεία ἀξία του, ἰδιαιτέρως
ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή, στολισμένος μέ τή θεοειδῆ ψυχή, παρουσιάζει στό
μικρό του μέγεθος, τήν ὀμορφιά ὅλων τῶν θείων ἀξιῶν. Σ’ αὐτό ἔγκειται ἡ
θεία μεγαλειότητα καί τό θεῖο ἄμεμπτο τῆς ὑπόστασής του.
Ἡ θεία μεγαλειότητα καί τό θεῖο ἄμεμπτο τῆς ἀνθρώπινης ὑπό-
στασης εἶναι ἡ πιό βαρύτιμη ἀλήθεια στόν ἀνθρώπινο κόσμο μας.
Συνεπῶς, κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνας ἀδελφός μας, ἕνας ἀθάνατος ἀδελ-
φός μας, ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν
ψυχή του. Τοιουτοτρόπως ἔχει τήν αἰώνια, θεϊκή ἀξία, ἑπομένως, δέν
πρέπει κανένα ἄνθρωπο νά θεωροῦμε ὡς ὑλικό, ὡς μέσο, ὡς ἐργαλεῖο.
Καί ὁ πιό ἀσήμαντος ἄνθρωπος παρουσιάζει μία ἀπόλυτη ἀξία. Γι’ αὐτό
τό λόγο, ὅταν συναντήσεις ἕνα ἄνθρωπο, πές στόν ἑαυτό σου, νά τος,
ἕνας μικρός θεός σέ λάσπη! Νά τος, ὁ ἀγαπημένος μου, ὁ ἀθάνατος
ἀδελφός μου καί ὁ αἰώνιος συναδελφός μου!

258
ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ
Πένθη καί πόθοι

259
260
Ἡ σμηνουργία τΩν ΑπεραντοσυνΩν

Ἀλλά, ἀλλά νά βρεθοῦμε σ’ αὐτόν τόν αἰνιγματικό κόσμο ὡς


ἄνθρωποι εἶναι ἡ πρώτη καί ἡ μεγαλύτερη ἔκπληξη! Βουβαίνομαι ἐνώ-
πιον αὐτῆς. Καθόλου δέν μπορῶ νά συνέλθω ἀπ’ αὐτήν τήν ἔκπληξη…
Νά συνέλθω; Τί εἶναι αὐτό; Τί σημαίνει νά εἶμαι μέσω τοῦ ἑαυτοῦ μου,
νά εἶμαι ἐγώ, νά εἶμαι μία ὑπόσταση; Νά αἰσθάνομαι τόν ἑαυτό μου,
ὡστόσο, νά μήν μπορῶ νά τραβήξω τήν ὁρισμένη γραμμή μεταξύ τοῦ
ἑαυτοῦ μου καί τοῦ μή ἑαυτοῦ μου, ἐπειδή κατά κάποιο ἀνεξήγητο
τρόπο τά πάντα διαχέονται σέ μᾶς καί ἐμεῖς στά πάντα. Ὅλο καί κάποιες
ἐγχύσεις συμβαίνουν καί ἐκχύσεις, ὅλο κυματισμοί καί ξεχειλίσματα
τοῦ καθενός καί τοῦ καθετί σέ ὅλους καί ὅλα. Καί διαμέσου αὐτῶν καί
μέσα σ’ ὅλα αὐτά, παντοτινά κυκλοφορεῖ ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση καί ἡ
ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας ὡς ἑαυτοῦ μας, ὡς μιᾶς ὑπόστασης, ὡς ἑνός
ὄντος ἀδιαίρετου καί ἁπλοῦ.
Χωρίς νά μᾶς ρωτοῦν ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, ἄλλοι μᾶς ὑφαί-
νουν στό πελώριο μυστήριο τῆς ὕπαρξης. Τό σύμπαν γύρω μας εἶναι
σάν τό σῶμα καί ἐμεῖς μέσα σ’ αὐτό σάν ἡ ψυχή. Καί καθετί στόν
κόσμο εἶναι κάπως πανταχόθεν κυκλικό. Τό κυκλικό, ὅμως, δέν ἔχει
οὔτε τό ὕψος οὔτε τό βάθος. Καί σ’ ὅλα κυριαρχεῖ ἡ ἄβυσσος. Ἄν
θεωρεῖται ἀπό τό ἀποκορύφωμα τῆς συμπαντικῆς προοπτικῆς ἤ ἀπό
τό συμπαντικό βυθό, ἀπό τή γῆ δηλαδή, τό ἴδιο εἶναι, ἡ ἄβυσσος εἶναι
ἄβυσσος, ὅπως καί ἄν βλέπει κανείς, ἀπό κάτω πρός τά πάνω ἤ ἀπό
πάνω πρός τά κάτω. Ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση τό συναισθάνεται πλήρως
αὐτό. Πῶς, κατά ποιό τρόπο; Δέν τό ξέρουμε αὐτό, διότι δέν ξέρουμε
πῶς ἡ συναίσθηση εἶναι συναίσθηση. Πολιορκημένος ἀπό ποικιλό-
μορφα καί ἀναρίθμητα ὄντα καί πράγματα, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται
τόν ἑαυτό του ὡς ἕνα θαῦμα μεταξύ τους. Τό νά αἰσθανόμαστε, μήπως
αὐτό δέν εἶναι θαῦμα; Τό νά σκεφτόμαστε, μήπως δέν εἶναι θαῦμα; Τό
νά θέλουμε δέν εἶναι θαῦμα; Νά μήν ψάχνεις τά θαύματα ἐκτός σου,
διότι ὁ ἴδιος εἶσαι τό μέγιστο θαῦμα. Νά μήν ψάχνεις ἔκπληξη ἐκτός
σου, διότι ὁ ἴδιος εἶσαι ἡ μέγιστη ἔκπληξη. Γενικά τό νά ὑπάρχουμε,
μήπως αὐτό δέν εἶναι κάτι καθαυτό ἀπέραντα ἐκπληκτικό καί ἀκατα-
νόητο;
Ὁ ἄνθρωπος θά προτιμοῦσε νά δεσμεύσει τόν ἑαυτό του μέ τίς
σκληρές καί ὀγκώδεις ἐπίγειες πραγματικότητες. Πότε πότε εἶναι
εὐχάριστο νά εἴμαστε δεσμευμένοι μ’ αὐτές, ἐφόσον μ’ αὐτόν τόν
τρόπο ἡ ψυχή ὄντως ἔχει κάποιο στήριγμα. Ἔτσι ὅλο καί κάποιες
ἄβυσσοι, ὅλο καί κάποιες ἀπεραντοσύνες μᾶς σύρουν ἄσπλαχνα
καί μᾶς κατατρέχουν στά βάραθρά τους καί στούς κρημνούς τους.
Καί μετά, ἀκολουθοῦν ὁ ἕνας ἀναστεναγμός πίσω ἀπό τόν ἄλλο: Ὤ,
νά ἦταν λιγότερη ἡ ἐπίγνωση! Καί ἀκόμη λιγότερη ἡ αἴσθηση! Θά
ἦταν πιό εὔκολο νά εἴμαστε ἄνθρωποι καί λιγότερο ἐκπληκτικοί… Ἡ
ἀνθρώπινη ἐπίγνωση, ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση, τά δύο αὐτά, μικρούτσικα
κεράκια στό φοβερό σκότος τοῦ ἀμέτρητου μυστηρίου τῶν κόσμων,
μά, πόσο δύσκολο εἶναι νά εἶσαι μαζί τους. Μήπως εἶναι ἀπαραίτητο
νά τά σβήσει ὁ ἄνθρωπος γιά νά εἶναι γαλήνιος, δίχως φόβο ἀπό τίς
πολλές ἀπεραντοσύνες πού ἀπό παντοῦ χάσκουν; Ἤ νά μεταβάλει τά
δύο κεράκια σέ δύο ἡλίους, τῶν ὁποίων τό φῶς θά διαφώτιζε ὅλα τά
σκότη μέσα στόν ἄνθρωπο καί στούς κόσμους γύρω του; Σ’ αὐτή τή
φανταστική φύση τῆς ἀνθρώπινης ἐπίγνωσης καί αἴσθησης ὑπάρχει
καθόλου γιά τόν ἄνθρωπο τό φάρμακο γιά τό φανταστικό; Μά, οἱ
κόσμοι μέσα μας καί οἱ κόσμοι γύρω μας, δέν εἶναι ὑφασμένοι ἀπό
κάτι φανταστικό, ἀκατανόητο, ἀθεώρητο; Ἀκριβῶς γι’ αὐτό τό λόγο
ἡ αἴσθηση τῆς λύπης δέν θά γεράσει ποτέ στόν ἄνθρωπο. Καί ὅλες οἱ
ἀνθρώπινες θλίψεις τρέχουν μέ ὁρμή στή βροντή, ἡ ὁποία διαμέσου
ὅλων τῶν κόσμων διαδίδει τήν κραυγή καί τόν ὀδυρμό, γιατί εἶμαι
πλασμένος ὡς ἄνθρωπος, γιατί, γιατί, γιατί; …

Κανένα ὄν δέν βιώνει τίς πιό μεγάλες ἀντιθέσεις, τίς πιό φρι-
κιαστικές ἀντιθέσεις, τίς πιό ἀσυμφιλίωτες ἀντιφάσεις ἀπό τόν
ἄνθρωπο, οὔτε ὁ Θεός οὔτε ὁ ἄγγελος οὔτε ὁ διάβολος, ἐπειδή ὁ
ἄνθρωπος βιώνει καί τή ζωή καί τό θάνατο, καί τό μή ὄν καί τό Ὄν,
καί τό καλό καί τό κακό, καί τά πάντα μέσα τους καί μεταξύ τους. Ἐξ
ἄλλου, μπροστά σέ κανένα δέν βρίσκεται τόσο μακρύς δρόμος, ἀπό
τό μή ὄν ἕως τό „Ὤν”, ἀπό τό διάβολο ἕως τό Θεό, καί ἐπί πλέον, ἡ
φρικαλέα ποικιλία τῶν αἰσθήσεων, τῶν σκέψεων, τῶν ἐπιθυμιῶν, τῶν
ἐμπειριῶν. Στόν ἄνθρωπο τά πάντα ἀναμείχθηκαν, τά πάντα, ἀπό
τό τίποτα ἕως τό καθετί, ἀπό τό ἀνόητο ἕως τό πλέον νοητό, ἀπό
τό φευγαλέο ἕως τό αἰώνιο, ἀπό τό θνητό ἕως τό ἀθάνατο, ἀπό τό
κολασμένο ἕως τό παραδεισένιο, ἀπό τό διάβολο ἕως τό Θεό. Ἄν κάτι
ὑπάρχει σ’ αὐτόν, πάντα ὑπάρχει κάτι τό ἀκατανόητο καί τό ἀπέραντο,
καί τοιουτοτρόπως τό ἀθάνατο καί τό αἰώνιο, καί γι’ αὐτό τό λόγο δέν
μπορεῖ σέ καμία περίπτωση καί ποτέ νά πεθάνει ὁλόκληρος, ἀκόμη
καί ὅταν τό θέλει ἐπίμονα· σέ καμία περίπτωση καί ποτέ δέν δύναται
νά καταστρέψει τόν ἑαυτό του παντελῶς, ἀκόμη καί ὅταν τό ἐπιζητεῖ
ὁλόκαρδα. Ἀπ’ αὐτόν καί μέσα σ’ αὐτόν πάντοτε κάτι παραμένει γιά
τήν ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα.
Ἀλίμονο στόν ἄνθρωπο πού τή σκέψη του θά πιάσει ὁ μεταφυ-
σικός πανικός, ἐπειδή τόν καταδιώκει καί τόν κατατρέχει ἀπό χάος σέ
χάος, ἀπό φρίκη σέ φρίκη, ἀπό τράνταγμα σέ τράνταγμα, ἀπό θρῆνο
σέ θρῆνο. Τότε, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης καθετί
τρέμει, σπάζει καί σκάζει. Βλασταίνουν τά ραγίσματα καί διαμέσου
αὐτῶν ἡ ταλαιπωρημένη ψυχή διακρίνει τούς ἀναρίθμητους κόσμους.
Καί ἐκεῖ, στίς διαστημικές ὁμίχλες καί τά διαστημικά σκότη, ἀκρο-
φαίνεται καί φεγγοβολεῖ κάποιο ἑλκυστικό, ἥσυχο, ἤπιο φῶς. Καί ὁ
μυστηριώδης μαγνητισμός τῶν κόσμων σαγηνευτικά θέλγει τή σκέψη
καί τήν μπάζει σέ κάποιο ποθητικό παιχνίδι καί ἀνεμοστρόβιλο… Ὁ
ἄνθρωπος; Ἡ ἀρχέγονη φρίκη θέλησε νά ξεκουραστεῖ καί νά κατοι-
κήσει μέσα στόν ἄνθρωπο ὡς σκέψη, σάν πολύ προζύμι ριγμένο σέ
λίγο ζυμάρι.
Ἡ σκέψη μουδιάζει, πολλές οἱ ἀντιθέσεις πού ἀγκαλιάστηκαν στόν
ἄνθρωπο μέ μία ἀγκαλιά ἀπό τήν ὁποία πνίγονται, ἀλλά κάπως δέν τά
καταφέρνουν νά ἀποχωριστοῦν, σάν τό ἄλυτο πλέγμα φιδιῶν. Σ’ αὐτήν
τήν πραγματικότητα γιά τόν ἄνθρωπο τῆς μεταφυσικῆς μελαγχολίας
καί τό πιό κωμικό γίνεται τραγικό. Μερικές φορές, τό ἀνθρώπινο γέλιο
τοῦ μοιάζει στόν παραλογισμό, ἀκόμη ὅμως καί στήν παραφροσύνη.
Τό γέλιο, ἡ παραφροσύνη τοῦ κανενός… Μά, εἶναι δυνατό νά γελᾶμε
μέσα στόν κόσμο ὅπου ὑπάρχει ὁ θάνατος; Ἄχ, στό ἀργιλῶδες ζυμάρι
τῆς ὑπόστασής μας ὑφίσταται καί αὐτό τό προζύμι. Ποιός ξέρει ποιανοῦ
χέρι τό ἔρριξε καί τό ζύμωσε μέ τό αἷμα μας, καί ἄφησε τό πεισματικό
ξεγέλασμά του νά κυριαρχεῖ σ᾿ ολόκληρο αὐτόν τόν κόσμο;

263

Μερικές φορές ἡ σκέψη ἀφηρημένα κυκλοφορεῖ στήν χρυσῆ ἄκρη


τοῦ σύμπαντος καί ἡ αἴσθηση κλαίει μέ λυγμούς στό βυθό τῆς ἀνησυχί-
ας. Σκύβει ἡ διάνοια, σκύβει ἕως τό χεῖλος τῆς τρέλας στήν ἀναζήτηση
τοῦ Θεοῦ. Ὤ, νά ἦταν ἡ ψυχή μόνο μία διάβαση γιά τίς ἐντυπώσεις ἀπό
τόν ἐξωτερικό κόσμο! Ὡστόσο, αὐτή εἶναι σάν ἕνα ἀχόρταγο τέρας·
ἀπορροφᾶ μέσα της τά πάντα πού τήν συγκινοῦν, τά ἐπεξεργάζεται καί
ὅλα ὅσα μετατρέπει σέ δικά της, τά ἀναζωογονεῖ μέ κάποια ἀλλόκοτη
ζωή, τά ἀπαθανατίζει μέ κάποια ἀσυνήθιστη ἀθανασία. Και ἄν πεθάνει
τίποτα, ἀγαπημένοι εἶναι οἱ μακαρίτες αὐτοί…
Ἡ ψυχή; Εἶναι ὁ πιό εὐφυής καί ὁ πιό δυνατός θαυματουργός.
Μέσα της τά βλέμματα μεταβάλλονται σέ σκέψεις, οἱ ἦχοι σέ αἰσθή-
σεις, οἱ πολυειδεῖς ἐντυπώσεις σέ ποικιλόμορφες ἐμπειρίες ἤ ἰδέες ἤ
πάθη ἤ φαντάσματα. Μά, δέν παρατηρεῖς, Ἀπαρατήρητε, πῶς τά λόγια
σου μέσα στή θάλασσα τῆς ψυχῆς μου μεταβάλλονται σέ πολύτιμο
μαργαριτάρι; Τό νερό, ἐξαναγκασμένο ἀπό τίς αἰσθήσεις, ὅταν περάσει
μέσα στά μάτια γίνεται τό δάκρυ… Ὤ, νά τος ὁ τεχνιτής τῶν τεχνιτῶν!
Ἡ αἴσθηση πού θα περάσει μέσα στήν καρδιά, γίνεται φῶς, ἀστραπή,
κεραυνός. Ὅταν ἡ σκέψη μέσω τῆς προσευχῆς καταδυθεῖ ἀπό ἐκείνη
τή μεριά τῶν ἀστέρων, βρίσκει τό Θεό, τό Θεό καί τόν ἑαυτό της. Τόν
ἑαυτό της, ὑπεραστέρινο καί μεταφυσικό, παντάπασι οὐράνιο, ἐπειδή
ἀπό ἐκεῖ εἶναι ἡ γνήσια καταγωγή της, προκαταγωγή.
Θανάσιμος φόβος πιάνει τόν ἄνθρωπο ὅταν ἄγρυπνα παρακο-
λουθεῖ τήν ψυχή του σ’ ὅλους τούς δρόμους της, ὅταν ὑπεισέρχεται
σ’ ὅλες τίς ὁμίχλες καί καταχνιές της, στίς ἀντάρες καί περιοχές της,
στά φαράγγια καί τούς κρημνούς της. Πουθενά δέν πνιγόμουν τόσο
ἀπελπιστικά καί ἐπικίνδυνα ὅπως μέσα στόν ἑαυτό μου, Κύριε! Καί ποτέ
πουθενά δέν πέθαινα τόσο φριχτά ὅπως μέσα στόν ἑαυτό μου… Οἱ πιό
φοβεροί θάνατοι βρίσκονται μέσα μου, ὄχι γύρω μου. Καί ἡ μία κόλαση
δίπλα στήν ἄλλη, νά ἀνταγωνίζονται σέ φρίκη. Ὅμως αὐτές δέν εἶναι
οὔτε ἀφηρημάδες οὔτε ψευδαισθήσεις οὔτε ἀποκυήματα τῆς φαντασί-
ας οὔτε φαντάσματα, ἀλλά σκληρές πραγματικότητες. Ἡ ἀβάσταχτη
φρικαλεότητά τους συνίσταται στήν ἀμεσότητα καί οἰκειότητά τους.
Καθετί τό παραδεισένιο, ὑπό τήν ὁρμή τοῦ κακοῦ, χάνεται σέ κάποιες

264
διάφανες, δειλινές ψευδαισθήσεις καί ὄνειρα. Ὤ, μά, πόσα μυστήρια περί
ἐμοῦ βρίσκονται μέσα μου! Καί πόσα μηστύρια περί ἐμοῦ βρίσκονται
γύρω μου; Ἄν διανυκτερεύσω σέ ἕνα νέο μυστήριο, θά ξυπνήσω σέ ἄλλο
νεότερο καί ἔπειτα θά διημερεύσω σέ ἀκόμη νεότερο. Ὤ, Κύριε, δέν μᾶς
ἔδωσες τήν ψυχή γι’ αὐτό, γιά νά μᾶς κρύψεις ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους; Καί
τήν ἐπίγνωση καί τήν αἴσθηση καί τό λόγο, δέν μᾶς τά ἔδωσες γι’ αὐτό,
γιά νά Σοῦ ποῦμε ὅτι δέν ξέρουμε τόν ἑαυτό μας; Καί πόσοι δακρυδόχοι
εἶναι τοποθετημένοι στήν μικρούτσικη καρδιά μου! Ἐντούτοις, παρ’ ὅλα
αὐτά ὁ καθένας εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τήν καρδιά μου.
Μέ τί κινεῖται ἡ ψυχή, ὥστε νά εἰσέρχεται ὁρμητικά καί ἀδιάκοπα
σέ ὅλο καί νεότερες σκέψεις καί σέ ὅλο καί νεότερες αἰσθήσεις; Τί εἶναι
αὐτό πού γεννᾶ μέσα στήν ψυχή τή σκέψη, τήν αἴσθηση καί τήν ἐπι-
θυμία; Καί τό σῶμα πού περιτοιχίζει τήν ψυχή, πού τήν ἐντοιχίζει στήν
ὕλη, δέν εἶναι γι’ αὐτό, γιά νά μήν τρελαθεῖ δηλαδή ἀπό τίς ἀναρίθμητες
ἀπεραντοσύνες πού τήν ξεσκίζουν σέ κομμάτια καί τήν κλέβουν ἀπό
παντοῦ;… Τά μάτια τῆς ψυχῆς εἶναι χωρίς ματοκλάδια καί βλέφαρα.
Ἐξαιτίας τούτου ποτέ δέν μποροῦν νά κοιμηθοῦν. Καί αὐτή θά τά
ἔκλεινε μέ χαρά καί τρεμούλα, ἄχ, γιά νά μπεῖ στήν ἀνάπαυση καί στήν
ξεκούραση ἀπό τά ἀπάνθρωπα μυστήρια τά ὁποῖα τήν χτυπᾶνε τήν
λεπτή, τήν ἁπαλή, τήν λεπτεπίλεπτη, πιό λεπτεπίλεπτη ἀπό τό φῶς καί
τό ὄνειρο… Κύριε, μέθυσε τήν καρδιά μου μέ τό νέκταρ τῆς χάρης Σου,
γιά νά πληρωθεῖ μέ τήν εἰρήνη πού ξεπερνᾶ κάθε νοῦ, ἀνθρώπινο καί
ἀγγελικό! Κύριε, θεράπευσέ την Ἐσύ!

Ἄν κοιτάξεις προσεκτικά στό μυστήριο τῶν κόσμων, δέν μπορεῖ νά


μήν παρατηρήσεις πώς διαμέσου ὅλων τῶν κόσμων ταξιδεύουν κάποιοι
θρύλοι καί παραμύθια καί ταξιδεύουν πρός τά ποῦ; Ποιό εἶναι το νόημα
αὐτῶν τῶν φρικιαστικῶν θρύλων καί μεγαλοπρεπῶν παραμυθιῶν; Καί
ὅταν τό μάτι τοῦ ἀνθρώπου ἀντικρύσει αὐτά πού εἶναι πάνω ἀπ᾿ αὐτό,
τί φρικιαστικός κρημνός! Τό μάτι! τό μικρότερο ἀλλά τό πιό παραγω-
γικό ἐργαστήριο τῶν θαυμάτων στούς κόσμους μας. Οὔτε μικρότερο
ὄργανο, οὔτε μεγαλύτερο δέν ὑπάρχει πιό θαυματουργό! Μά, τό μάτι
δέν εἶναι ἕνα θαυμαστό ὄργανο ὅταν βλέπει τό φῶς; Τί εἶναι τό φῶς

265
κατ’ οὐσίαν της; Κάτι ἄθικτο καί αὐτό σημαίνει κάτι ἀόρατο, ἔτσι; Νά το
τό πρῶτο παράδοξο, μέ τό ἀόρατο, μέ τήν ψυχή τό μάτι βλέπει κάτι πού
εἶναι ἀόρατο… Καί οἱ τυφλοί κάτι τραυλίζουν καί παραληροῦν, λέγο-
ντας πώς σ’ αὐτόν τόν κόσμο δέν ὑπάρχουν τά θαύματα. Ὤ, τί τυφλή
ἀφέλεια καί τί τυφλή ἁπλοϊκότητα!
Τί εἶναι ἐκεῖνο πού δημιουργεῖ τό ξέσπασμα μέσα στήν ψυχή,
μέσα στήν καρδιά, πού ἀνάβει καί συνδαυλίζει τή φωτιά κάτω ἀπό τίς
σκέψεις, κάτω ἀπό τίς αἰσθήσεις, κάτω ἀπό τίς ἐπιθυμίες; Καί πόσο
ἀνεβαίνει καί μέχρι ποιό σημεῖο πάει αὐτό τό ξέσπασμα; Ἀσφαλῶς,
αὐτό μετριέται μέ τό πυρόμετρο καί ὄχι μέ τό θερμόμετρο. Ἡ αἴσθηση
σημαίνει φωτιά γιά τή σκέψη, ἡ σκέψη γιά τή συνείδηση, καί γιά τή
συνείδηση, ποιός, ποιός, ὦ ἄνθρωποι; Ἀναμφίβολα, ὁ Θεός καί μόνον,
ἐπειδή, «καὶ γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον». Ὁ ἄνθρωπος τοῦ
Θεοῦ εἶναι γεμᾶτος πῦρ εἴτε ἀπό ἔξω εἴτε ἀπό μέσα. Ἐξαιτίας τούτου καί
οἱ σκέψεις του καί οἱ αἰσθήσεις του καί οἱ ἐπιθυμίες του φωτοβολοῦν,
ἀκτινοβολοῦν καί θερμαίνουν. Καί αὐτός μέ ὅλο του τό εἶναι διαχέεται
στό ἀθάνατο καί τό αἰώνιο…
Εἶναι ἐγωϊστές, ναί εἶναι οὑμανιστικοί ἐγωϊστές ἐκεῖνοι πού θεω-
ροῦν καί ἰσχυρίζονται πώς τή δυνατότητα τῆς σκέψης, τῶν αἰσθημάτων
καί τοῦ θελήματος ἔχουν μόνο οἱ ἄνθρωποι. Μά, εἶναι τόσο φτωχός
αὐτός ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ, ὁ κατοικημένος ἀπό τόσα ὄντα; Κοιτάξτε
προσεκτικά στό πρᾶο καί θαυμάσιο μάτι ἑνός βοδιοῦ. Μά, αὐτό δέν
ἀπεικονίζει κάποιους ἀλλόκοτους ἐσωτερικούς κόσμους; Ἄν μή τί ἄλλο,
ὁπωσδήποτε πίσω του ὑπάρχει κάποιο διανοητικό, πνευματικό ἔμβρυο,
σέ κάθε περίπτωση αἰσθητικό, πού ἔχει τούς μυστηριώδεις κόσμους του.
Μόνο πού ἡ ἀνθρώπινη ἀναλυτική σκέψη δέν δύναται νά τόν παρακο-
λουθήσει ἕως τή ρίζα του καί νά βρεῖ τήν πρωταρχική κινητήρια δύνα-
μη. Ποιός ξέρει, ἐνδεχομένως ἡ προρίζα του νά βρίσκεται ἐκεῖ κάπου
στούς γαλάζιους ἀστερισμούς ὅπου οἱ ἄγγελοι σμηνουργοῦνται καί τά
φωτεινά πνεύματα συνθέτουν καινούργιους γαλαξίες καί καινούργιους
κόσμους… Μά, δέν παρατηρεῖτε πώς ἀπό τό πρᾶο βοδινό μάτι βλέπει
σέ σᾶς κάποια ἀτέρμονη μελαγχολία καί θλιβερά σᾶς ρωτᾶ, γιατί; Αὐτή
εἶναι ἡ ἐρώτηση μέσα στήν καρδιά τοῦ καθετί ζῶντος, μέσα στό μυελό
παντός ὑπαρκτοῦ. Καί ἀκροφαίνεται πίσω ἀπό ὅλες τίς ἀπαντήσεις
πού ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δύναται νά δώσει στίς ἀναρίθμητες ἐρωτήσεις

266
του. Στό τελευταῖο «γιατί», τό ὁποῖο ἀπορρέει ἀπό ὅλα τά ὄντα καί ὅλα
τά πράγματα, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δέν δύναται νά ἀπαντήσει. Κοίταξε
τόν ἄνθρωπο, αὐτός τραβᾶ πίσω του ὅλο τό βιολογικό, γεωλογικό καί
πνευματικό παρελθόν του· ὅλο τό φυτικό, ὅλο τό ζωικό καί ὅλον τόν
ὀρυκτό κόσμο, ἀλλά καί ὅλον τόν ἀγγελικό, ὅλον τόν πνευματικό, ὅλον
τό θεϊκό κόσμο. Καί ἀπό ὅλους αὐτούς τούς κόσμους, ἐναλλάξ ἁρμονι-
κά καί χαοτικά μουρμουρίζουν καί βουΐζουν οἱ ἀναρίθμητες ἐρωτήσεις,
τῶν ὁποίων τό λυπηρό ρεφρέν εἶναι πάντα τό ἴδιο, γιατί, γιατί, γιατί;

Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μεσοδρομίς μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ


διαβόλου. Γι’ αὐτό τό λόγο τόν ξεσχίζουν σέ κομμάτια ἡ φωτεινή ἀπε-
ραντοσύνη τοῦ Θεοῦ καί ἡ σκοτεινή ἀπεραντοσύνη τοῦ διαβόλου, ὁ
ἄνθρωπος μεσοδρομίς μεταξύ τῆς ὕλης καί τοῦ πνεύματος. Γι’ αὐτό τό
λόγο τόν ξεσχίζουν σέ κομμάτια οἱ αἰνιγματικές ἀπεραντοσύνες τους.
Ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου μεσοδρομίς μεταξύ τοῦ πεπερασμένου καί τοῦ
ἀπέραντου, μεταξύ τοῦ πρόσκαιρου καί τοῦ αἰώνιου, γι’ αὐτό τό λόγο
τήν ξεσχίζουν σέ κομμάτια οἱ ἐπώδυνες ἀντιλογίες τους. Ἡ αἴσθηση
τοῦ ἀνθρώπου μεσοδρομίς μεταξύ τοῦ παραδείσου καί τῆς κόλασης,
γι’ αὐτό τό λόγο τήν σταυρώνουν οἱ σαγηνευτικές ἀντιθέσεις τους. Τό
μάτι τοῦ ἀνθρωπου βρίσκεται μεσοδρομίς μεταξύ τῆς τυφλότητας καί
τῆς παν-όρασης. Γι’ αὐτό τό λόγο ἀμέτρητα πάσχει στό δρόμο ἀπό τή
μία στήν ἄλλη. Τό αφτί τοῦ ἀνθρώπου στέκεται μεσοδρομίς μεταξύ τῆς
κουφότητας καί τῆς παν-ακοῆς. Γι’ αὐτό τό λόγο παθαίνει συγκλονιστι-
κά μαγκωμένο ἀπό τίς ἀντιρρήσεις τους. Ὁ ἄνθρωπος καθώς ἵσταται
μεσοδρομίς μεταξύ τοῦ μή ὄντος καί τοῦ Ὄντος, μεταξύ τῆς ἀγνωσί-
ας καί τῆς παγγνωσίας, μεταξύ τῆς ἀτέλειας καί τῆς τελειότητας, γι’
αὐτό τό λόγο τόν καταπνίγουν οἱ ἀναρίθμητες ἀντιλογίες ὅλων τῶν
γνωστῶν καί ἄγνωστων κόσμων.
Γιά τόν ἄνθρωπο καί μία σταγόνα εἶναι ἕνας ὠκεανός, ὅμως, καί
ἕνας ὠκεανός μία σταγόνα. Διότι καί στό ἐλάχιστο αὐτός βλέπει τό μέγι-
στο καί στό μέγιστο τό ἐλάχιστο. Ἔτσι σημβαίνει στό ἀνθρώπινο εἶναι.
Ὄχι μονάχα μέσα στό μυστήριο τοῦ μέγιστου, ἀλλά καί μέσα στό μυστή-
ριο τοῦ ἐλάχιστου πνίγεται ὅλο τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅλη ἡ σκέψη

267
του, ὅλη ἡ αἴσθησή του. Ὤ, δέν θέλω τίς ἀπεραντοσύνες, δέν θέλω του-
λάχιστον αὐτές τίς ἀπεραντοσύνες πού κρύβονται μέσα στή σταγόνα
τοῦ νεροῦ, καταστρέψτε τις, ἐλεῆστε μας, καημένα ἀνθρώπινα ὄντα! …
Γιά παράδειγμα, κάτω ἀπό τό ὑπερμικροσκόπιο τοῦ ἀνθρώπινου πνεύ-
ματος ἀποκαλύπτεται πώς ἀπό κάθε ἄτομο, ἀπό κάθε ἠλεκτρόνιο, ἀπό
κάθε προηλεκρόνιο, ἀπό κάθε φωτόνιο σμηνουργοῦνται οἱ ἀναρίθμητες
ἀπεραντοσύνες. Δέν ὑφίσταται τίποτα πιό ἀπέραντο σέ μυστήριο ἀπό
τό φωτόνιο καί τό ἠλεκτρόνιο τῆς σύγχρονης φυσικῆς καί ἀστρονομίας.
Τό κάθε ἠλεκρόνιο ἤ φωτόνιο προβάλλει ἀνά μία ἀπεραντοσύνη. Ὤ, μά,
οἱ κόσμοι μας εἶναι κτισμένοι ὅλο ἀπό μόνες τίς ἀπεραντοσύνες. Καί
ὁ ἄνθρωπος, ἕνα κινητό νησάκι μέσα στόν δίχως ἀκτή καί κυματώδη
ὠκεανό τῶν ἀναρίθμητων ἀπεραντοσυνῶν… Οἱ ἀπεραντοσύνες Σου,
Μέγιστε, μέ τρομάζουν ἀκόμη καί ἀπό τό ἐλάχιστο.
Ἡ σμηνουργία τῶν ἀπεραντοσυνῶν προκύπτει ἀπό κάθε ἄτομο,
ὅπως καί ἀπό κάθε ἥλιο· ἀπό κάθε λουλουδάκι, ὅπως καί ἀπό κάθε
ἀστερισμό· ἀπό κάθε ἔντομο, ὅπως καί ἀπό κάθε ὄν. Ἀπό καθετί τό
δικό Σου, Κύριε, σμηνουργοῦνται οἱ ἀπεραντοσύνες. Αὐτό εἶναι τό πιό
πολυάριθμο καί τό πιό ὁλοφάνερο σ’ ὅλους τούς κόσμους Σου, Κύριε
ἀνέκφραστε! Μά, τό ἀνθρώπινο μάτι δέν εἶναι μία βασίλισσα μέλισ-
σα, γύρω ἀπό τήν ὁποία προσγειώνονται ὅλες οἱ ἀπεραντοσύνες τοῦ
οὐρανοῦ καί τῆς γῆς; Μά, τό φῶς δέν εἶναι μία βασίλισσα, κάθε πουλί,
κάθε χορταράκι, κάθε ὄν καί κάθε κτίσμα ὅλο βασίλισσες μέλισσες,
ἀπό τίς ὁποῖες καί γύρω ἀπό τίς ὁποῖες σμηνουργοῦνται οἱ παράξενες
καί θαυμάσιες, φοβερές καί μεγαλειώδεις ἀπεραντοσύνες; Καί ἡ ὕλη
ὅλη ἐκπλέει πρός κάποιες ἀθώρητες ἀπεραντοσύνες. Καί οἱ ἄνθρωποι
βρίσκονται θλιβεροί αἰχμάλωτοι τῶν ἀναρίθμητων ἀπεραντοσυνῶν.
Ἐκεῖ, ὅμως, πίσω ἀπό ὅλες αὐτές ἀκροφαίνεται ὁ κτίστης ὅλων τῶν
ἀπεραντοσυνῶν καί ἡ κύρια βασίλισσα μέλισσά τους, ὁ Θεός πάνσο-
φος καί πανοικτίρμων. Μόνο μ’ Αὐτόν καί ἐν Αὐτῷ κάθε ἀπεραντοσύνη
μεταποιεῖται σέ χαρά. Χωρίς Αὐτόν, ὅμως, κάθε ἀπεραντοσύνη γιά μένα
εἶναι εἴτε μία πτώση εἴτε μία καταστροφή εἴτε ἕνας θάνατος εἴτε μία
κόλαση! Ναί, κόλαση, κόλαση, κόλαση!
Τά σμήνη τῶν ἀπεραντοσυνῶν ἄφησες ἀνάμεσά μας, Κύριε! Τί
θά κάναμε μ’ αὐτές, ἄν Ἐσύ δέν ἤσουν ἡ βασίλισσα μέλισσά τους,
Ἐσύ Ἰησοῦ Γλυκύτατε, Ἰησοῦ ἀπέραντε! Ἀπό τήν ἐπαφή μέ Σένα, κάθε

268
σκέψη μας καί κάθε αἴσθησή μας, καταδύεται στόν ἀχανῆ ἐνθουσιασμό
καί τήν χαρά καί τήν ἔκσταση. Μέ τήν ἐπιείκειά Σου, τήν ἁπαλότητά
Σου καί τήν ἀγάπη Σου μεταποιεῖς κάθε ἀπεραντοσύνη σέ χαρά μου,
στήν ἀπέραντη χαρά μου καί στόν παράδεισό μου, στόν ἀπέραντο
παράδεισό μου! Καί ἐγώ μέ ὅλο τό εἶναι μου αἰσθάνομαι καί ξέρω ὅτι
μόνο μέσω Σου ὅλες οἱ ἀπεραντοσύνες μεταποιοῦνται σέ θαυμαστούς
εὐαγγελισμούς, ὦ Κύριε ὅλων τῶν θαυμάσιων ἀπεραντοσυνῶν καί
αἰώνιων χαρῶν! …

269
Στόν Εξώστη τoΥ Ατόμου

Τίποτα δέν εἶναι τόσο ἀπαραίτητο γιά τήν ἀνθρώπινη ἐπίγνω-


ση ὅπως τό φῶς, ἐξωτερικό ἤ ἐσωτερικό ἐξίσου, διότι μέσα στό φῶς
βλέπουμε τόν κόσμο καί μέ τή βοήθειά του ἐπιγιγνώσκουμε ὅλα τά
εἶδη τῶν κόσμων, ἀπό τόν πιό πνευματικό ἕως τόν πιό ὑλικό. Καί μέ τί
βλέπουμε τό φῶς; Μέ τό φῶς. Μέσα στό φῶς βλέπουμε τό φῶς. Χωρίς
τό φῶς καί τό μάτι δέν μᾶς βοηθᾶ σέ τίποτα. Εἶναι ἀνείπωτη ἡ γνωσιο-
λογική σπουδαιότητα τοῦ φωτός· πάνω σ’ αὐτό σέ πολύ μεγάλο βαθμό
εἶναι θεμελιωμένη ἡ ἀνθρώπινη ἐπίγνωση, μολονότι ἀπαραίτητο σέ
κάθε ὅραση, μά τό φῶς δέν βλέπει;
Μήν παραξενεύεσθε ἀπό τήν παραδοξότητα τῆς ἐρώτησής μου.
Ἐμένα μέ καταπλήσσουν τά θάμβη τοῦ σύμπαντος. Πῶς νά τά κρατῶ
συνεχῶς στήν καρφίτσα τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί νά μήν κουτρου-
βαλήσω μέσα στίς ἀναρίθμητες ἀβύσσους γύρω της, πάνω της, κάτω
της; Πῶς, κλεισμένος μέσα στό μόριο τῆς ἀνθρώπινης αἴσθησης, νά μήν
πνιγῶ μέσα σ’ αὐτό τό στενόχωρο χῶρο, ἐνῶ οἱ ἀστερισμοί φλογίζονται
πάνω μου καί σμηνουργοῦνται οἱ καινούργιοι γαλαξίες. Σέ μένα εἶναι
διαταγμένο, κρατήσου σκληρά στόν ἐξώστη τοῦ ἀτόμου τῆς ἀνθρώπινης
σκέψης, μολονότι οἱ τυφῶνες τῶν διαστημικῶν μυστηρίων φυσοῦν ἀπό
παντοῦ σέ σένα, ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη σκέψη εἶναι μικρή σάν ἄτομο, ἐνῶ
γύρω της ὅλα ἄγνωστα, ὅλα ἀλλόκοτα, ὅλα ἀπέραντα. Ὤ, λιγοστέψτε
τά θαύματα, τιθασέψτε τα ἐσεῖς ἀόρατοι θαυματουργοί! Ἔχετε στραγγα-
λίσει τή μικρούτσικη ἀνθρώπινη ἐπίγνωση. Ὅπως κάτω ἀπό τά ἐρείπια
τῶν πολλῶν νεκρῶν ἡλίων, ἔτσι και ἡ ἀνθρώπινη ψυχή αἰσθάνεται κάτω
ἀπό τόν οὐρανό τόν ίδιο… Ἀκοῦστε προσεκτικά αὐτό τό ἁπαλό φῶς νά
θλίβεται καθώς περνᾶ διαμέσου τῶν μαύρων γήινων ρύπων.
Τό φῶς στά μάτια! Τί τούς συνδέει; Ποιά συγγένεια; Ποιός τούς
καθιστᾶ νά εἶναι ἀπαραίτητα τό ἕνα γιά τό ἄλλο; Ὤ, ἐκεῖ πρόκειται γιά
τό μυστήριο πού ξεπερνᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπινους νόες καί ὅλες τίς
ἀνθρώπινες γνώσεις. Μᾶς μένουν μόνο τά ἐρωτήματα στή βασιλεία τοῦ
φωτός καί οἱ ἀπαντήσεις εἶναι φυλαγμένες, ἴσως, γιά κάποια ἄλλα ὄντα,
ἀνώτερα σέ ἐπίγνωση καί πιό ἀπέραντα σέ αἴσθηση. Μοῦ φαίνεται πώς
τό φῶς καί τά μάτια εἶναι οἱ αἰνιγματώδεις κρυψῶνες γιά κάποια θεϊκά

270
μυστήρια. Καί ξέρουμε πώς τό φῶς καί τά μάτια μᾶς ἀποβιβάζουν σέ
ὅλες τίς ἀκροθαλασσιές ὅλων τῶν κόσμων. Μέ τή βοήθειά τους ὑπερ-
νικοῦμε τό χῶρο, τό χρόνο γύρω μας, τόν ἐγωϊσμό καί τήν ἐγωπάθεια
μέσα μας. Τά μάτια πού εἶναι τό πιό περίπλοκο αἰσθητήριο, κρύβουν τόν
μεγαλύτερο ἀριθμό μυστηρίων ἀλλά καί τά ἀποκαλύπτουν. Τά δάκρυα
εἶναι δοσμένα στά μάτια, ἐπειδή εἶναι ἱκανά νά βλέπουν τά μυστήρια
τῶν κόσμων, καί ἀπό τή λύπη πού φέρουν αὐτά μέσα τους. Ὅταν τά
ἀνθρώπινα μάτια ποτίσουν τούς θλιβερούς κόσμους, τότε λάμπουν καί
μέ τό ἀρχέγονο κάλλος, μέ τό κάλλος ἔλλογο και θεῖο.
Σ’ αὐτόν τόν λυπηρό καί μελαγχολικό κόσμο τό χάρισμα τῶν
δακρύων εἶναι τό πιό συγκινητικό καί τό πιό θαυμάσιο δῶρο. Τό νά
κλαίουν πάνω στό θλιβερό μυστήριο τῶν κόσμων εἶναι χαρισμένο μόνο
στούς ἐκλεκτούς. Καί μέσω τῶν πιό ἐκλεκτῶν ἄρχισε νά κλαίει καί ὅλη
ἡ κτίση. Ἄρχισε νά κλαίει μέσω τῶν ἱκετευτικῶν, λυπηρῶν ματιῶν τοῦ
ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, τοῦ ἁγ. Ἐφραίμ τοῦ Σύρου καί τοῦ ἁγ. Συμεών τοῦ
Νέου Θεολόγου, καί μέσω ὅλων τῶν ξενιτεμένων ἁγίων τοῦ ἀνθρώ-
πινου γένους. Αὐτοί ἔκλαιγαν καί κλαῖνε γιά ὅλην τήν κτίση καί γιά
ὅλα τά κτίσματα, ἰδιαιτέρως δέ γιά ἐκεῖνα πού ἔχουν τά μάτια, ὅμως
δέν ἔχουν τά δάκρυα. Αὐτοί οἱ ἅγιοι συμπονετικοί καί παν-πονετικοί,
αἰσθάνονται πώς ὅλη ἡ κτίση στενάζει καί πάσχει, ὅλη, ἀπό τήν ἀρχέ-
γονη ἕως τή σύγχρονη, ταυτοχρόνως δέ καί οἱ ἁπαλές καί σπλαχνικές
τους καρδιές μετατρέπονται σέ ἀνεξάντλητες δακρυδόχους.
Ἡ λύπη δημιουργεῖται μέσα στήν ψυχή ἀπό τή μυστικότητα τοῦ
κόσμου, καί μέσα σ’ αὐτήν γεννιέται ἕνα δάκρυ. Τό νά ὑπάρχεις καί
ταυτόχρονα νά μήν ξέρεις γιά ποιό λόγο ὑπάρχει κανείς, εἶναι ἡ προ-
αιτία τῆς λύπης ἀλλά ἐπίσης καί ὁ πρωταρχικός δακρυδόχος. Τό νά
ἔχεις τή δυνατότητα τῆς σκέψης καί νά σκέφτεσαι ἀλλά νά μήν ξέρεις
ἀπό ποῦ πηγάζει ἡ δυνατότητα αὐτή, ἀπό ποῦ ἡ σκέψη καί γιατί, εἶναι
ἡ ἀρχέγονη πηγή τῆς λύπης τοῦ ἀνθρώπου. Τό νά ἔχεις τή δυνατότητα
τῆς αἴσθησης καί νά αἰσθάνεσαι ἀλλά νά μήν ξέρεις ἀπό ποῦ ὑπάρχει
ἡ δυνατότητα αὐτή καί γιατί, εἶναι ἡ δεύτερη ἀνεξάντλητη ἀρχέγονη
πηγή τῆς λύπης τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἀποκορύφωμα τῆς λύπης εἶναι νά
μήν μπορέσεις νά ἀπελευθερωθεῖς οὔτε ἀπό τό αὐτοσυναίσθημα οὔτε
ἀπό τήν αὐτεπίγνωση. Δέν εἶναι αὐτό κάποια αἰώνια αἰχμαλωσία; Τό νά
σκέφτεσαι δηλαδή αἰώνια καί νά αἰθάνεσαι αἰώνια, ἐντούτοις νά μήν

271
μπορεῖς νά περατώσεις ἐξ ὁλοκλήρου τή σκέψη σου περί τοῦ ἑαυτοῦ
σου καί τοῦ κόσμου, καί νά μήν μπορεῖς ἕως τό τέλος νά καταισθανθεῖς
τήν αἴσθηση τοῦ ἑαυτοῦ σου καί τοῦ κόσμου, δέν εἶναι αὐτό ἡ λύπη
τῶν λυπῶν καί ἡ ταλαιπωρία τῶν ταλαιπωριῶν; Ἀπό ὅλα ὁ ἄνθρωπος
δύναται νά ξεκουραστεῖ, ὅμως ποτέ, ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπό τό αὐτο-
συναίσθημα καί τήν αὐτεπίγνωση. Τοῦτο εἶναι ἡ σολομώντεια κόπωση
ἀπό τήν ὕπαρξη καί ἡ σολομώντεια κούραση ἀπό τήν ὀντότητα. Τό
αἰσθητηριακό σύστημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο σύνθετο καί πολύ-
πλοκο πού θά μποροῦσε νά τό δημιουργήσει μόνον ὁ Θεός. Τό ἴδιο
ἰσχύει καί γιά τό συλλογιστικό σύστημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπ’ αὐτά τά
δύο τίποτα δέν εἶναι πιό περίπλοκο στόν ἄνθρωπο οὔτε στά ὄντα γύρω
του. Μολονότι τό ἴδιο εἶναι περίπλοκο, μπερδεμένο καί μυστηριῶδες,
ἐν τούτοις δέν δύναται μέ τίποτα νά ἁπλοποιηθεῖ καί ἐξηγηθεῖ ἀπό
ἐκεῖνα τά περίπλοκα, μπερδεμένα καί μυστηριώδη μέσα στούς κόσμους
γύρω ἀπό τόν ἄνθρωπο. Φαίνεται ὅτι ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση γιά τόν
κόσμο καί ἡ ἀνθρώπινη σκέψη περί τοῦ κόσμου ἀκόμη περισσότερο
περιπλέκουν τόν κόσμο ὁ ὁποῖος καθεαυτόν εἶναι πολύ περίπλοκος καί
πολύ αἰνιγματώδης.

Στό μονοπάτι τῆς ἀνθρώπινης ἐπίγνωσης εἶναι βαλμένη ἡ νύχτα


καί κάτω ἀπό τήν ἀρχή της καί πίσω ἀπό τήν ὁλοκλήρωσή της συσσω-
ρεύονται διαρκῶς νύχτες καί μεσονύχτια. Τά αἰθητήρια τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι σάν φρουροί, ἄγρυπνη καί ἕτοιμοι γιά ὅλα, ἀλλά τυφλοί. Οἱ ἀνα-
ρίθμητες νύχτες, μέ τίς συσκοτίσεις τους, πού παίρνουν φρικτές μορφές
τῶν φανταστικῶν στοιχείων, τρομάζουν τήν ἀνθρώπινη ἐπίγνωση καί
προκαλοῦν πυρετό στήν ἀνθρώπινη αἴσθηση. Ποιός θά τούς δώσει
τούς ἀπαραίτητους ἡλίους νά διασπάσουν τίς φρικιαστικές συσκοτίσεις
καί νά φωτίσουν τούς μυστηριώδεις κόσμους; Ἡ λύπη γίνεται ἀκομη
μεγαλύτερη, γιατί ὁ ἄνθρωπος μερικές φορές αἰσθάνεται τή γῆ ὡς τό
σῶμα του, ὡς τή μοῖρα του, γι᾿ αὐτό οἱ ἀκτῖνες της μεταβάλλονται σέ
νεῦρα του, οἱ λόφοι της σέ ἀναστεναγμούς του, τά βάραθρά της σέ
πτώσεις του καί οἱ ἀσθένειές της σέ λύπες του.
Ποῦ βυθίζονται καί σέ τί βουλιάζουν οἱ ἀνθρώπινες σκέψεις ὅταν
ἐκπλεύσουν ἀπό τήν ἄκρη τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου; Δέν εἶναι ἐκεῖ ἡ

272
δύση, τό δειλινό καί τό σύθαμπο πού ὁδηγοῦν στό σκότος, καί αὐτό
μέσα στίς σκοτεινές νύχτες καί τά ἀδιέξοδα μεσονύχτια; Ἡ ἰριδίζουσα
αὐγή τῆς χαρᾶς δέν ἐγγίζει τρυφερά τά σκοῦρα ματοκλάδια τους. Μά,
τοῦτο εἶναι ἡ τελευταία κατάληξη τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ στό δρόμο τῆς
ὕπαρξής του; Καί οἱ ἀνθρώπινες αἰσθήσεις, ὅταν ἀπό τό χεῖλος τοῦ χρό-
νου καί τοῦ χώρου ποθητικά πετάξουν, μά, ποῦ εἰσέρχονται, σέ ποιούς
κόσμους καί σέ ποιές πραγματικότητες; Μήπως ἡ σκέψη ἀκολουθεῖ τήν
αἴσθηση, ἤ ἡ αἴσθηση τή σκέψη; Ὤ, τί λυπηρό προσκύνημα καί ἀκόμη
λυπηρότερη συνοδεία, λύπη πάνω στή λύπη, ἀναστεναγμός πάνω στόν
ἀναστεναγμό! Ἄνθρωπε, ἐσύ ὁλοένα βρίσκεσαι σέ κάποια κηδεία σου,
διότι εἶναι ἀναρίθμητοι οἱ θάνατοί σου…
Ἄν ἀναχωρήσει ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἀνατολή, τήν
συναντοῦν σταυροδρόμια· ἄν ἀναχωρήσει πρός τή δύση, ἀκόμη φοβε-
ρότερα σταυροδρόμια· ἄν κάνει νά ἐκπλεύσει πρός τό νότο πάλι τά
σταυροδρόμια· καί ἄν ἐπιχειρήσει πρός τό βοριά συναντᾶ συνέχεια
σταυροδρόμια. Καί τό φοβερότερο ἀπό τά φοβερότερα, ὅλα τά σταυ-
ροδρόμια συναντιοῦνται καί ποτέ δέν ἀποχωρίζονται, ποῦ; Μέσα στήν
αὐτεπίγνωση καί στό αὐτοσυναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξαιτίας τούτου
ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό πιό λυπηρό ὄν μεταξύ ὅλων τῶν ὄντων. Στή λύπη
αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος, σέ ὅλους τούς κόσμους ὁ πρῶτος. Κανείς δέν
μπορεῖ καί μέ κανένα δικαίωμα νά τοῦ ἀφαιρέσει αὐτήν τήν προτεραι-
ότητα. Πῶς, τότε, μέσα στήν ψυχή του νά μήν δημιουργηθεῖ ἡ κραυγή,
ὁ θρῆνος καί ἡ ἀπελπισία;
Ὤ, νύχτες! Ὤ, ὅλες οἱ νύχτες ἀπ’ ὅλους τούς κόσμους, πῶς
συνέβη αὐτό, ὅτι δηλαδή ἀράξατε μέσα στήν κόρη του ὀφθαλμοῦ τῆς
ἀνθρώπινης ἐπίγνωσης; Καί πῶς συνέβη αὐτό ὅτι δηλαδή κατοικήσατε
ὅλες τίς χαράδρες τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, καί ὅτι ἀκόμη ὑπάρχει θέση
γιά καινούργιες νύχτες καί καινούργια μεσονύχτια; Φαίνεται ὅτι, ὅταν
κάπου ἐκεῖ, στά ὑπερουράνια ὕψη, ἀρχίσουν νά γεννιοῦνται οἱ ἥλιοι καί
ξεκινήσουν νά διώχνουν τά σκότη, τότε ἀστραπιαῖα κατεβαίνουν στό
δικό μας πλανήτη καί κρύβονται μέσα στό ἀνθρώπινο ὄν. Θά λέγαμε
πώς ὅλα τά μεσονύχτια, ὅταν τά συναντήσει ἡ αὐγή, φεύγουν σάν
τρελά καί κουτρουβαλοῦν κατευθείαν μέσα στήν ἀνθρώπινη καρδιά.
Ἡ νύχτα, κυνηγημένη ἀπό τήν ἡμέρα, προτιμᾶ πιό πολύ νά καταφύγει
στόν ἄνθρωπο, νά κλειστεῖ μέσα του, καί ποτέ νά μήν βγεῖ ἀπ’ αὐτόν·

273
ἐκεῖ βρίσκεται ὁ τόπος πού διανυκτερεύει καί διημερεύει, ἐκεῖ εἶναι τό
πιό ἀγαπημένο κατοικηκητήριό της, ὁ ἄνθρωπος! Αὐτός γίνεται τό
καταφύγιο ὅλων τῶν νυχτῶν καί μεσονυχτιῶν. Σάν νά εἶναι ἀθερά-
πευτα ἐρωτευμένος μ’ αὐτές καί αὐτές μ’ αὐτόν. Ὅμως, ἐκεῖ μία λύπη
κατατρέχει τήν ἄλλη καί ἕνα πένθος συστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἄλλο.
Ὑπάρχει πουθενά τό φάρμακο γιά τόν ἀνθρωπο ἀπό τή λύπη καί τό
πένθος; Ὑπάρχει; Ὑπάρχει; Ὑπάρχει; …

Τά πάντα σ’ αὐτόν τόν κόσμο εἶναι λυπηρά τόσο ὥστε νά μήν


δύναται νά ἐκφραστοῦν. Ἄν αὐτός ὁ κόσμος ἔχει ψυχή, τότε αὐτή εἶναι
ἡ λύπη. Μέσα στόν κόσμο ἔχει τόσο πολύ πόνο, τόσο πολύ καημό, τόσο
πολύ θάνατο, τόσο πολύ ἁμαρτία, ὥστε ὁ Θεός δέν σταματᾶ ποτέ νά
θλίβεται πάνω σ’ αὐτόν τόν κόσμο; Ἡ ἁμαρτία, κάθε ἀνθρώπινη ἁμαρ-
τία, μά, δέν περιχύνει μέ τή μελαγχολία καί δέν ποτίζει μέ τή λύπη τό
φωτεινό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ;
«Ἡ ἀλγηδών μου ἐνώπιόν μου διὰ παντός», αὐτή εἶναι ἡ ἐξομο-
λόγηση τοῦ μέγιστου ψαλμωδοῦ ἀλλά καί κάθε γνήσιου ἀνθρώπου.
Αὐτός ὁ κόσμος συνίσταται ἀπό λυπηρές ψυχές. Ὁ ἄνθρωπος ἀξίζει
τόσο, ὅσο ἔχει τήν ἱκανότητα γιά τή λύπη. Ἄν λυπᾶσαι μέ τή λύπη
κάποιου ἄλλου ἀνθρώπου, ἀξίζεις γιά δύο ἀνθρώπους· ἄν λυπᾶσαι μέ
τή λύπη πολλῶν ἀνθρώπων, ἀξίζεις ὅσο ὅλοι αὐτοί· καί ἄν λυπᾶσαι μέ
τή λύπη ὅλων τῶν κτισμάτων καί ὅλων τῶν ὄντων, ἀξίζεις ὅσο ὅλοι οἱ
κόσμοι συνολικά καί ἀκόμη περισσότερο, ἀσυγκρίτως περισσότερο.
Γιά νά μπορέσει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή νά θρηνήσει κάμποσο πάνω στό
ἀλγεινό μυστήριο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, πρέπει σέ κάθε πόρο νά ἔχει ἕνα
μάτι καί σέ κάθε μάτι νά ἔχει μία πηγή δακρύων. Καί ὅταν στήν καρδιά
χτυπήσουν ὅλοι οἱ κεραυνοί τῶν ταλαιπωριῶν τῆς ζωῆς, καί ὅταν ὅλη
ἡ ψυχή κοχλάσει ἀπό τόν οἶκτο καί κλάψουν συγκινημένα ὅλα τά μάτια
τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος, τότε ὁ πρᾶος Ἰησοῦς σάν μέ περιστερίσια πόδια,
ἁπαλά καί ἀόρατα εἰσέρχεται στήν λυπημένη ψυχή, καί ἔπειτα ἀπ’
Αὐτόν, θαυμάσιο καί θαυματουργό, ἀκολουθοῦν ὅλα τά ἤπια θαύματά
Του. Καί Αὐτός, ὁ πιό ἁπαλός καί ὁ πιό εὐαίσθητος, βαθμιαῖα μεταποιεῖ
τήν ἀνθρώπινη εὐαισθησία σέ πανευαισθησία, καί τή συμπόνια στήν

274
παν-συμπόνια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ αἰσθάνεται τή λύπη τοῦ
καθενός ὡς δική του λύπη καί τόν πόνο τοῦ καθενός ὡς δικό του πόνο,
καί δικαιωματικά θά μποροῦσε νά πεῖ, ἡ ἀλγηδών ὅλων τῶν κτισμάτων
εἶναι ἐνώπιόν μου διά παντός.
Χωρίς τόν Κύριο Χριστό ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι φρίκη καί κατά-
ρα καί παραφροσύνη. Μόνο στά διάπυρα ἅρματα τῆς χριστονοσταλ-
γίας ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δύναται νά ἀναληφθεῖ ἐκεῖ ὅπου ἡ λύπη ὅλων
τῶν κόσμων μεταβάλλεται σέ προσφιλῆ χαρμολύπη, καί ὅπου τά πικρά
μυστήρια τῶν ἐξαγριωμένων γήινων βιομηχάνων τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ
θανάτου παύουν καί οἱ αἰώνιες χαρές πραγματοποιοῦνται.
Μέσα στόν κόσμο τοῦ Ἰησοῦ δεσπόζει ἡ μαγευτική αἰωνιότητα.
Ἐκεῖ κάθε σκέψη ξεκινᾶ μέ κάτι τό μειλίχιο ἄναρχο καί ὁλοκληρώνε-
ται μέ κάποια γλυκιά ἀπεραντοσύνη. Σέ κάθε ἀνθρώπινη αἴσθηση τό
ὅριο εἶναι τό θεῖο ἀπεριόριστο. Καί τό ὁλόκληρο ὄν τοῦ ἀνθρώπου
πληροῦται μέ τήν αἰώνια θεϊκή λογικότητα, μέ τήν αἰώνια θεϊκή λογι-
κή, μέ τήν αἰώνια θεϊκή ἔννοια. Μέσω αὐτῆς τῆς θεϊκῆς λογικότητας,
αὐτῆς τῆς θεϊκῆς λογικῆς καί αὐτῆς τῆς θεϊκῆς ἔννοιας, ὁ ἄνθρωπος
τοῦ Χριστοῦ βρίσκει τήν αἰώνια θεϊκή λογικότητα, τήν αἰώνια θεϊκή
λογική καί τήν αἰώνια θεϊκή ἔννοια σ’ ὅλα τά κτίσματα καί τά ὄντα, σ’
ὅλους τούς κόσμους τοῦ Θεοῦ. Ὤ, ἀποτραβῆξτε ὅλους τούς κόσμους,
μόνο νά μείνει Αὐτός ὁ Μοναδικός, Αὐτός πού δέν ἀντικαταστάθη-
κε ἀπό κανέναν, ὁ Παν-γλυκύτατος Κύριος καί Θεός μου, ὁ Ἰησοῦς
παν-θαυμάσιος, παν-θαυμαστός, παν-αγαπητός!… Κουτρουβαλιάστε
ὅλους τούς γαλαξίες στήν ἄβυσσο τῆς ἀνυπαρξίας, μονάχα νά μείνει
Αὐτός πάνω σ’ ὅλα τά καημένα ἀνθρώπινα ὄντα, διότι Αὐτός, μονάχα
Αὐτός, ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος, ἀνασταίνει τόν ἄνθρωπο ἀπό ὅλους
τούς θανάτους καί τόν εἰσάγει σ’ ὅλες τίς θεϊκές αἰωνιότητες καί ὑπερ-
αιωνιότητες, σ᾿ ὅλες τίς χαρές καί παν-χαρές…

275
Ἡ Εξέγερση τοΥ τσιμπουριοΥ

Ὅποτε βλέπω τόν ἄνθρωπο μέσα στήν παραφορτωμένη μέ τήν


ἁμαρτία πραγματικότητά του, λέω στόν ἑαυτό μου, γιά τό Θεό δέν
ὑφίσταται μεγαλύτερη κόλαση ἀπό τόν ἄνθρωπο. Καί ὁ ἄνθρωπος,
ἐρωτευμένος μέ τίς ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις, τρίζοντας τά δόντια του
μουρμουρίζει, ἡ φοβερότερη κόλαση τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι ἐπινόησαν
γιά τόν ἑαυτό τους, εἶναι ὁ Θεός. Αὐτός θά προτιμοῦσε νά μήν ὑπάρξει
ὁ Θεός ζῶν καί ἀληθινός, πού παν-οικτιρμόνως σώζει ἀπό τήν ἁμαρτία
καί παν-δίκαια κρίνει λόγω τῆς ἐπίμονης ἁμαρτίας. Καί πάνω σ’ αὐτόν
τό στοχασμό ἀνάβει ἡ ἀλήθεια, ἄν μεταποιοῦνταν ὅλα αὐτά τά ἐπίγεια
βουνά καί ὄρη σέ σμύρνα, καί μετά ἄναβαν, θά μποροῦσαν μέ τήν
εὐωδία τους νά καλύψουν τήν δυσωδία τῆς γῆς ὅπου τό πύον ρέει ἀπό
πολλά πράγματα, καί πρωτίστως καί πιό πολύ ἀπό τούς ἀνθρώπους;
Μέ πιάνει μιά τρισκαταραμένη φρίκη, ὅταν θεωρήσω τήν ἀπε-
ραντοσύνη τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τό Θεό, ἐπειδή, δέν ὑφίσταται τίποτα
φοβερότερο ἀπ’ αὐτό. Ἡ ἀπεραντοσύνη χωρίς τό Θεό, τί εἶναι παρά ἡ
ἀθανασία χωρίς τό φῶς καί τή χαρά; Δέν ὑφίσταται μεγαλύτερο τέρας
ἀπό τόν ἄνθρωπο χωρίς τό Θεό σέ κανένα ἀπό τούς γνωστούς κόσμους.
Δέν ὑφίσταται οὔτε καί φοβερότερη κόλαση, διότι, ἡ φοβερότερη κόλαση
εἶναι ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό. Ὅταν ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου ἀποκοπεῖ
ἀπό τό Θεό, μέ τί ὁλοκληρώνεται, μέ τί πληροῦται; Βέβαια μέ τήν μελανή
ἀπεραντοσύνη. Καί αὐτό εἶναι ἡ κόλαση ἐπειδή ἡ σκέψη χωρίς τό Θεό,
εἶναι ἡ φοβερότερη κόλαση. Καί ἡ αἴσθηση, ἡ ὁποία μέ τίποτα δέν εἶναι
συνδεδεμένη μέ τό Θεό, δέν εἶναι μία κόλαση γιά τόν ἄνθρωπο; Καί οἱ
θεομάχες σκέψεις μου καί οἱ σκοτεινές αἰσθήσεις μου, μέ σταυρώνουν καί
μέ ξεσχίζουν σέ κομμάτια, καί ἐγώ ἐξαντλημένος, θλιβερά ρωτῶ: Κύριε,
ἄν ἡ κόλαση δέν εἶναι μέσα μου, τότε ποῦ εἶναι, ποῦ εἶναι, ποῦ εἶναι;
Ἡ φύση τῆς ἁμαρτίας εἶναι νά ἐξεγείρεις τόν ἑαυτό σου καί τούς
ἀνθρώπους γύρω σου κατά τοῦ Ἀναμαρτήτου. Τό προαιώνιο μῖσος
κατά παντός θείου καί οὐράνιου ἐρημώνει τόν φιλάμαρτο ἄνθρωπο.
Αὐτός θά προτιμοῦσε νά πλησιάσει τόν οὐρανό, νά τόν φτύσει περι-
φρονητικά, καί κατόπιν ἡδυπαθῶς νά κουτρουβαλήσει ἀπό τόν οὐρανό
στό βόρβορο τῶν ἐπίγειων ἀπολαύσεων. Μήπως ἔχετε παρατηρήσει

276
πώς ὅλες οἱ ἀνταρσίες ἐναντίον τοῦ Θεοῦ κατάγονται ἀπό τήν ἐπι-
θυμία νά δικαιολογηθεῖ ἡ ἁμαρτία; Καί ἡ ἁμαρτία πού δέν ἔχει ταίρι,
καί ἡ ὁποία δέν συγχωρεῖται σέ κανένα ἀπό τούς γνωστούς κόσμους,
εἶναι ἡ ἑξῆς· ἡ δική μου ἀνταρσία, Κύριε, δέν εἶναι ἀδαμιαία· ἐγώ δέν
θέλω νά ξέρω ὅπως Ἐσύ οὔτε νά εἶμαι ὅπως Ἐσύ οὔτε νά ζῶ ὅπως Ἐσύ,
ἀλλά, ἀλλά νά χάσω πλήρως τή συνείδηση περί Σοῦ, καί τή συνείδηση
περί τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἡ ἀνταρσία μου δέν εἶναι τέτοια ὅπως τοῦ Ἰούδα,
Κύριε, διότι δέν θέλω οὔτε νά Σέ προδώσω οὔτε νά Σέ παραδώσω οὔτε
νά Σέ σκοτώσω, ἀλλά ἁπλά νά μήν Σέ ξέρω. Αὐτό δέν εἶναι μία μεγάλη
ἀνταρσία οὔτε μία μεγάλη ἁμαρτία, ἔτσι; Μέ κανένα δρόμο δέν θέλω
νά ἔλθω πρός Ἐσένα· σέ μένα εἶναι ἀγαπημένοι οἱ δρόμοι πού μέ ἀπο-
μακρύνουν ἀπό Σένα. Γιατί μέ παρέσυρες σέ πολλούς δρόμους καί μέ
ἔμπλεξες στά δίκτυά Σου; Ποιός Σοῦ ἔδωσε τό δικαίωμα γι’ αὐτό; Ἐγώ
δέν Σοῦ ἔδωσα, οὔτε κἄν τό θελω νά στό χορηγήσω…

Αὐτός ὁ κόσμος εἶναι κατοικημένος μέ τά φυτά, μέ τά ζῶα, μέ τά


ὀρυκτά, καί στά νῶτα ὅλων εἶναι κατοικημένος ὁ ἄνθρωπος. Μήπως
γι’ αὐτό, γιά νά αἰσθάνεται ὅλους τούς ἀναστεναγμούς τῶν ποδο-
πατημένων, ὅλες τίς θλίψεις τῶν καταπιεσμένων, ὅλους τούς πόνους
τῶν θλιμμένων, καί περπατώντας πάνω στά πτώματα, γαλήνια καί
ἀποφασιστικά νά πορεύεται πρός τήν ἀθανασία του; Ὤ, τί τραγική
ἀθανασία πάνω στά πτώματα τῶν πλησίον μας! Μήπως εἶναι δοσμένα
τά αἰσθητήρια στόν ἄνθρωπο γιά νά τά ἀντέξει αὐτά, καί ἡ ψυχή του
νά μήν παραφρονήσει ἀπό αὐτά ἀλλά καί ἡ καρδιά του νά μήν ραγίσει
ἐξ αἰτίας αὐτῶν; Ἐντούτοις, ὁ ἄνθρωπος εἶναι οὐσιαστικά καί μοιραῖα
ἐξαρτημένος ἀπ’ ὅλα τά κτίσματα, ὅμως, καί ὅλα τά κτίσματα ἀπ’
αὐτόν. Ὑφίσταται κάτι μέσα στόν ἄνθρωπο πού τόν καθιστᾶ μοῖρα τοῦ
χρόνου καί τοῦ χώρου, τή μοῖρα ὅλων τῶν ὑποαγγελικῶν ὄντων σ’
ὅλους τούς κόσμους. Γι᾿ αὐτό μερικές φορές εὐθαρσῶς ἀγαλλιάζει μέ
τό πνεῦμα του πάνω σ᾿ ὅλες τίς ἀβύσσους, διασκορπισμένες στό χῶρο
καί τό χρόνο. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρός, μικρούτσικος,
λεπτός, λεπτεπίλεπτος. Βγάλτε τή βαρύτητα ἀπό τή γῆ, μέ τήν ὁποία
μᾶς κρατᾶ ἡ γῆ στήν παθιασμένη ἀγκαλιά της, ποῦ θά πετοῦσαμε ἐμεῖς

277
οἱ ἄνθρωποι καί σέ τί θά πέφταμε; Ὑπάρχει πυθμένας ὅταν πέφτουμε
ἀπό τή γῆ, καί ποῦ πέφτουμε, σέ τί;
Ὁ φιλαμαρτήμων ἄνθρωπος ἔχει τή λογική του, μέ τήν ὁποία
δικαιολογεῖ τήν ἁμαρτία του καί τό κακό του. Νά τη, ὁ ἐπιληπτικός
δημιούργησε αὐτόν τόν κόσμο. Μά, ἡ ψυχή μέσα στό σῶμα δέν εἶναι
ὁλοένα στίς ἐπιληπτικές κρίσεις; Μά, τό σῶμα μέσα στόν κόσμο δέν
βασανίζεται συνεχῶς ἀπό τούς ἐπιληπτικούς σπασμούς; Μήπως ἡ γῆ
μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ ἡλίου δέν βρίσκεται στίς δικές της ἐπιληπτικές
θλίψεις; Μήπως ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ δέν εἶναι συνεχῶς μέσα στίς
ἐπιληπτικές συσπάσεις; Τό ἀστέρι μας, σάν ἕνας ἀηδιαστικός βάτραχος
μεταξύ τῶν ἀστεριῶν, καί οἱ ἄνθρωποι καί τά ὄντα σ’ αὐτό, δέν μοιά-
ζουν μέ κάκαδα, ἕνα δίπλα στό ἄλλο; Ἐξαιτίας τούτου, τό ἀστέρι μας
πεθαίνει ἀπό τό συνεχῆ πυρετό, ἐνῶ ο ἄνθρωπος σ’ αὐτό ἀπό τό παρα-
λήρημα. Κάποια καταραμένη φρίκη ρέει ἀπ’ ὅλα τά ἀστέρια στό ἀστέρι
μας. Καί ὅλοι οἱ πόνοι τῶν πονεμένων ὄντων εἰσρέουν στόν πλανήτη
μας, σάν νά εἶναι ἡ μόνη καρδιά ὅλων τῶν κόσμων. Καί συσπᾶται, τρέ-
μει καί παραληρεῖ μέ κάποιο διαστημικό παραλήρημα, καί πενθεῖ ὑπό
τά σκοτεινά ὕψη πάνω ἀπό τά φρικτά βάθη, μή μπορώντας νά καταλά-
βει τίποτα ἀπ’ αὐτά πού γίνονται μ’ αὐτόν…
Δέν ὑφίσταται τίποτα πιό τερατῶδες ἀπό τόν φιλάμαρτο ἄνθρω-
πο. Αὐτός φέρνει στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του τό πιό φρικαλέο φόβητρο,
δηλαδή τήν ἁμαρτωλή ἐπίγνωση καί τήν ἁμαρτωλή αἴσθηση καί ἐπι-
πλέον ἕνα φόβητρο, τήν ἁμαρτωλή θέληση. Καί ἡ πραγματικότητά του
ποιά εἴναι; Τήν ἀποτελοῦν οἱ ἀδιάκοπες καί ἀτελείωτες πομπές τῶν
τερατωδῶν σκιάχτρων. Λόγω τέτοιου ἀνθρώπου, θλίβονται οἱ κόσμοι
πάνω στόν ἄνθρωπο, τόν φοβοῦνται καί πτοοῦνται γιά τή μοῖρα τους.
Ἄν ποτέ πουθενά στόν κόσμο ψαχνόταν τό πιό φρικτό φόβητρο γιά τή
θεότητα, μονάχα ὁ πλανήτης μας θά ἦταν σέ θέση νά τό χαρίσει στό
σύμπαν. Νά φοβίζει κανείς τό σύμπαν καί τά κοσμικά ὄντα, ἀρκεῖ νά
εἶναι ἄνθρωπος, ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ.

Τί εἶναι ἡ φύση, Σέ τί στέκει; Ἀπό τί ἀποτελεῖται; Ποῦ βρίσκονται


τά θεμέλιά της; Ποῦ οἱ βυθοί της; Ποῦ οἱ κορυφές της; Ποῦ οἱ ἀρχές της;

278
Ποῦ τά τέλη της; Τό καθετί τό δικό της εἶναι ἀλλόκοτο, ἐκπλήσσει τή
μικρούτσικη ἀνθρώπινη ἐπίγνωσή μας καί καταπλήσσει τή μικρούτσικη
ἀνθρώπινη αἴσθησή μας, διότι καί τό ἀπέραντο μικρό ἐξίσου ἐκπλήσσει
ὅπως καί τό ἀπέραντο μεγάλο. Ἡ φρίκη ἀνατριχιάζει τόν ἄνθρωπο εἴτε
ἀπό τό ἀπέραντο μικρό εἴτε ἀπό τό ἀπέραντο μεγάλο. Μεταξύ τοῦ ἀπέ-
ραντου μικροῦ (τοῦ προηλεκτρονίου) καί τοῦ ἀπέραντου μεγάλου (τοῦ
σύμπαντος), μά, τί περνᾶ, καί τί ἐκτείνεται; Βέβαια ὁ ἄνθρωπος, καί
ἀναρίθμητα ὄντα καί πράγματα. Μά, τί διαδικασίες ὅλο ὑφαίνονται καί
ξεϋφαίνονται στό μυστηριώδη ἀργαλειό, πού ἁπλώνεται μεταξύ τοῦ
ἀπέραντου μικροῦ καί τοῦ ἀπέραντου μεγάλου! Βλέπουν τά μάτια μας,
παντοῦ τό ἴδιο μυστήριο, εἴτε στό μέγιστο εἴτε στό ἐλάχιστο, καί στό
καθετί μεταξύ τοῦ ἐλάχιστου καί τοῦ μέγιστου. «Παντοῦ τό ἴδιο σχέδιο,
ἡ ἴδια σκέψη… Οἱ ἴδιοι νόμοι κυριαρχοῦν μέ τή ζωή ἑνός ἀτόμου καί μέ
τή ζωή τῶν ἀστεριῶν»118.
Ὅπου καί νά σταθεῖ, ὁ ἄνθρωπος πάντα βρίσκεται ἤ στό χεῖλος
τοῦ ἀπέραντου μικροῦ ἤ στό χεῖλος τοῦ ἀπέραντου μεγάλου. Καί ἡ
αὐτογνωσία του τρέμει καί τρεμοσβήνει, καθώς εἶναι σκυμμένη πάνω
στά φρικαλέα φαράγγια τοῦ ἀπέραντου μεγάλου καί τοῦ ἀπέραντου
μικροῦ. Καί ἡ αἴσθηση δειλιάζει καί μουδιάζει καθώς κατέρχεται σ᾿
αὐτά. Δελεασμένη μέ τή σαγηνευτική μυστικότητα τῶν χαραδρῶν, ἡ
ἀνθρώπινη σκέψη ποτέ δέν εἶναι μακριά ἀπό τήν παραφροσύνη καί ἡ
ἀνθρώπινη αἴσθηση ἀπό τήν ἀπελπισία. Ἐκεῖ, εἴτε γιά τήν ἀνθρώπινη
σκέψη εἴτε γιά τήν ἀνθρώπινη αἴσθηση ἡ σωτηρία εἶναι μόνο τό ἕν, ὁ
Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ἐπειδή Αὐτός μέ τή σοφία καί μέ τήν ἀγάπη, ὁδη-
γώντας τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί τήν ἀνθρώπινη αἴσθηση διαμέσου
τῶν χαραδρῶν τοῦ ὄντος καί τῆς ὕπαρξης, ἀπαρατήρητα μεταποιεῖ
τήν ἀνθρώπινη σκέψη καί τήν ἀνθρώπινη αἴσθηση σέ θεο-σκέψη καί
σέ θεο-αίσθηση. Ἔτσι τούς εἰσάγει στήν παραδεισένια θεία αἰωνιότητα,
ὅπου οὐδεμία ἀντιλογία ἐνοχλεῖ τήν θεανθρώπινη εἰρήνη τους.
Χωρίς τό Θεάνθρωπο ἡ ἀνθρώπινη σκέψη αἰσθάνεται σ’ αὐτόν
τόν πλανήτη σάν σέ ἕνα συμπαντικό παγοκρύσταλλο, ὅπου τά πάντα
ξεπαγιάζουν ἀπό κάποια ἀμετατόπιστη φρίκη. Ξεπαγιάζουν οἱ σκέψεις,
ξεπαγιάζουν οἱ αἰσθήσεις. Χωρίς τό Θεάνθρωπο ὁ ἄνθρωπος σέρνεται
ἀπό παραλογισμό σέ παραλογισμό, ἀπό ἀνταρσία σέ ἀνταρσία. Σχετικά
F. Palhoriès, L’ epanouissement de la vie, Fernand Lanore, Paris, σ. 78.
�������������������

279
μέ αὐτήν τήν παραλογία καί σχετικά μέ αὐτήν τήν ἀνταρσία, μά, τί
σημβαίνει, συνέχεια βρίσκονται κατάσκοποι γύρω μας καί πάνω μας.
Ὅλα αὐτά τά ἀνώτερα ὄντα, καί ὁ Θεός καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ διάβολοι,
ποιός τούς ἔδωσε αὐτό τό δικαίωμα, αὐτό τό δικαίωμα τοῦ ἐλέγχου
καί τῆς κρίσης πάνω στούς ἀνθρώπους; Μᾶς προσκολλήθηκαν σάν
τσιμπούρια πάνω σ’ αὐτό τό δύσοσμο ἐμπύημα, δηλαδή στόν πλανή-
τη μας, μέ κάποια βάρη καί βαρύτητες, ὥστε δέν μποροῦμε οὔτε νά
μετακινηθοῦμε. Καί ὅταν βγάζουμε κραυγή βοήθειας καί ὅταν ἐξεγει-
ρόμεθα, τοῦτο ἐκλαμβάνεται μία ἐξέγερση τῶν τσιμπουριῶν. Οἱ φωνές,
οἱ φωνές τῶν τσιμπουριῶν, τά σκληρίσματά μας, τά σκληρίσματα τῶν
τσιμπουριῶν, μέχρι ποῦ ἀκούγονται; Δέν ἐνδιαφέρει ἄν ἀκούγονται
μόνο ἕνα χιλιοστόμετρο πάνω ἀπό τή γῆ, τό κυριότερο εἶναι ὅτι μᾶς
πονᾶ, πονᾶ πού εἴμαστε αὐτό πού εἴμαστε. Καί τοῦτο σημαίνει πώς καί
ἐμεῖς τσιμπούρια ἔχουμε τήν καρδιά. Ἀσφαλῶς ἔχουμε, ἐφόσον νιώ-
θουμε τόν πόνο. Ἄς εἶναι τόσο μικρός ὁ πόνος μας, ἄς εἶναι ἀόρατος
γιά ἀνώτερα καί μεγαλύτερα ὄντα. Ἀλλά, σ’ αὐτό ἔγκειται καί ἡ θλίψη
μας, πού ὁ πόνος μας, μολονότι μικρός, παρ’ ὅλα αὐτά πιάνει ὅλη τήν
«τσιμπούρικη» καρδιά μας. Μά, σέ ἄλλη πλευρά, ὑφίσταται καθόλου
μικρή καρδιά καί μικρός πόνος; Ἀκόμη καί ἀπέραντα μικρός πόνος γιά
τόν ἑαυτό του εἶναι ἀπέραντα μεγάλος. Καί τοῦτο εἶναι ἕνα καταραμέ-
νο προνόμιο, τό ὁποῖο ἐπιβλήθηκε σέ μᾶς, ἀλλά δέν ξέρουμε μέ ποιό
δικαίωμα καί γιατί…

Κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, διωγμένη ἀπό τήν ἐνόρμηση τῆς ἐπί-


γνωσης, καθοδηγεῖ πρός τόν παραλογισμό, ἄν δέν μεταλάβει τόν Παν-
λόγο. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ κάθε ἀνθρώπινη αἴσθηση. Τέτοιες σκέψεις
καί τέτοιες αἰσθήσεις δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά οἱ μαῦροι δαίμονες
μέσα στή βασιλεία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς· ἡ ἴδια ἡ ψυχή, ὅμως, δέν
εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά μία κόλαση.
Τό νά ἑνώσεις τή σκέψη σου μέ τό θεῖο Παν-λόγο, μέ τήν θεία
Λογικότητα σημαίνει νά τήν μεταμορφώσεις σέ θεο-σκέψη. Ἔτσι,
ἀκριβῶς, καί ἡ αἴσθηση, ἄν μεταλάβει τό θεῖο Παν-λόγο, μεταμορφώ-
νεται σέ θεο-αίσθηση. Καί οἱ θεο-σκέψεις καί οἱ θεο-αισθήσεις εἶναι

280
σάν ἄγγελοι. Γεμάτη μ’ αὐτές ἡ ψυχή, εἶναι γεμάτη ἀγγέλους. Τοῦτο
τήν καθιστᾶ παράδεισο. Τό νά αἰσθάνεται κανείς συνεχῶς καί ὁλοένα
νά ἔχει πλήρη συνείδηση τῆς θεϊκῆς λογικότητας καί τῆς παναξίας τοῦ
κόσμου ὄντως εἶναι ὁ παράδεισος γιά τήν ἀνθρώπινη ψυχή. Τό νά μήν
ἔχουμε αὐτήν τήν αἴσθηση καί αὐτήν τήν συνείδηση εἶναι κόλαση γιά
τήν ψυχή. Ἡ μονιμότητα καί ἡ ἀθανασία στήν αἴσθηση καί τήν ἐπίγνω-
ση τῆς θεϊκῆς λογικότητας τοῦ κόσμου χαρακτηρίζει τούς ἀγγέλους
καί τούς ἁγίους. Ἡ πλήρης ἔλλειψη αὐτῆς τῆς αἴσθησης καί αὐτῆς τῆς
ἐπίγνωσης χαρακτηρίζει τούς διαβόλους καί τούς πωρωμένους ἀνθρώ-
πους στό κακό. Ἡ ταλάντευση σ’ αὐτήν τήν αἴσθηση καί σ’ αὐτήν τήν
ἐπίγνωση εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἡμι-πίστης. Ὁ παρά-
δεισος συνίσταται ἀπό τή συνεχῆ καί ἀθάνατη αἴσθηση καί ἐπίγνωση
τῆς θεϊκῆς λογικότητας τοῦ κόσμου, καί ἡ κόλαση ἀπό τήν πλήρη
ἔλλειψη αὐτῆς τῆς αἴσθησης καί αὐτῆς τῆς ἐπίγνωσης. Ὁ διάβολος
εἶναι διάβολος μ’ αὐτό πού πλήρως καί αἰώνια ἀρνεῖται τή λογικότητα
καί τήν λογική τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτόν ὅλα εἶναι παράλογα, ὅλα ἀνόητα,
ἑπομένως, ὅλα πρέπει νά καταστραφοῦν. Καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι τοπο-
θετημένος μεσοδρομίς μεταξύ τοῦ παραδείσου καί τῆς κόλασης, μεταξύ
τοῦ Θεοῦ καί τοῦ διαβόλου.
Κάθε σκέψη καί κάθε αἴσθηση ὁδηγοῦν τήν ψυχή ἤ στόν παρά-
δεισο ἤ στήν κόλαση. Ἄν εἶναι ἔλλογη, ἡ σκέψη συνδέει τόν ἄνθρωπο
μέ τό Θεό Λόγο, μέ τό Παν-λόγο, μέ τήν Παναξία· καί τοῦτο ἤδη εἶναι
ὁ παράδεισος. Ἄν, ὅμως, εἶναι ἄλογη, ἀντίλογη, ἀναπότρεπτα συνδέει
τόν ἄνθρωπο μέ τόν Παράλογο, μέ τόν Παραλογιστή, μέ τό Διάβολο·
καί τοῦτο ἤδη εἶναι ἡ κόλαση. Ἐκεῖνο πού ἰσχύει γιά τή σκέψη, σέ ἴσο
βαθμό ἰσχύει καί γιά τήν αἴσθηση. Ὅλα ξεκινοῦν ἀπό ἐδῶ, ἀπό τή γῆ,
εἴτε ὁ παράδεισος τοῦ ἀνθρώπου εἴτε ἡ κόλαση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό
τή βίωση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό καί ἐν τῷ Θεῷ, μέσα στόν ἄνθρωπο
συλλαμβάνεται καί γεννᾶται καθετί πού εἶναι ἀθάνατο, αἰώνιο καί
θεο-αιώνιο· ἀπό τή βίωση, ὅμως, τῆς ψυχῆς μέ τό διάβολο, μέσα στόν
ἄνθρωπο συλλαμβάνεται καί γεννᾶται καθετί πού εἶναι θνητό, ἁμαρ-
τωλό καί κολασμένο. Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτόν τόν πλανήτη εἶναι
ἕνα πελώριο δρᾶμα. Ἐκεῖ ὁλοένα συγκρούονται τό πρόσκαιρο μέ τό
αἰώνιο, τό θνητό μέ τό ἀθάνατο, τό κακό μέ τό ἀγαθό, τά τοῦ διαβόλου
μέ τά τοῦ Θεοῦ.

281

Τίποτα τόσο δέν κατατρέχει τόν ἄνθρωπο ὅσο ἡ ἁμαρτία, ἀκόμα


καί ἡ πιό ἀγαπημένη ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία κατατρέχει τόν ἄνθρωπο
στίς ἐρήμους τοῦ παράλογου, τοῦ ἀνόητου, τοῦ ἀπελπιστικοῦ, τοῦ
αὐτοκτονικοῦ. Μέσω τῆς ἐπιμέρους ἁμαρτίας του ὁ ἄνθρωπος οὐσια-
στικά ὁδηγεῖ τόν ἑαυτό του ἀπό πόνο σέ πόνο, ἀπό πάθος σέ πάθος,
ἀπό τήν ἀπελπισία στήν αὐτοκτονία, ἀπό τό ἄδειο στό ἔρημο, ἀπό τό
θνητό στό παν-θνητό. Ὁ Κάϊν εἶναι τό πρωτότυπο τοῦ αὐτοκατατρεγ-
μοῦ. Ἡ ἁμαρτία καταρχήν κατατρέχει τόν ἄνθρωπο ὡς μία σκέψη, ἔπει-
τα ὡς μία αἴσθηση, καί ἐπιτέλους ὡς ἕνα πάθος. Ὅταν πραγματοποιη-
θεῖ, μετατρέπεται σέ λεγεῶνα τῶν διωχτῶν, διότι εἶναι χυμένη σ’ ὅλο
τό ἀνθρώπινο αὐτοσυναίσθημα καί τήν αὐτεπίγνωση. Καί τήν χύνει
ἡ συνείδηση. Ὅπου καί νά κοιτάξει ὁ ἄνθρωπος, μέσα στόν ἑαυτόν
του βλέπει μόνο αὐτήν. Καί ὅταν τήν ρωτήσει πῶς ὀνομάζεται, αὐτή
ἀπαντᾶ ἀνάλογα μέ τόν εὐαγγελικό δαιμονισμένο: «Λεγεὼν ὄνομά
μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν».
Ἡ ἁμαρτία ποτέ δέν εἶναι στόν ἑνικό ἀριθμό ἀλλά πάντα στόν
πληθυντικό ἀριθμό. Κάθε ἁμαρτία εἶναι λεγεών, ἐπειδή ἀπό μία
ἁμαρτία σμηνουργοῦνται πολλές ἁμαρτίες. Κάθε μία κατά τό δικό
της τρόπο ἀποτρελαίνει κάτι μέσα στόν ἄνθρωπο, ὥσπου νά τόν
ἀποτρελάνουν οἱ πολλές ἁμαρτίες, ὥστε νά μήν ἔχει ἡσυχία οὔτε
μέσα στόν ἑαυτό του οὔτε στόν κόσμο γύρω του. Θυμηθεῖτε τό
Ρασκόλνικωφ. Ἐφόσον ἐκτέλεσε τή δολοφονία, τήν ὁποία θεωροῦσε
πρίν ἀπό τήν ἐκτέλεση ὡς μία φυσική, λογική καί συνετή ἔκφραση
τῆς ἀνθρώπινης αὐτεξουσιότητας καί τόλμης, ὡς μία κανονική καί
ὀρθολογική πράξη, αὐτός μέ κατάπληξη αἰσθάνθηκε καί κατανόησε
ὅτι ἡ δολοφονία εἶναι τρόμος καί φρίκη γιά τό ἀνθρώπινο εἶναι,
ἀκόμη καί ὁλόκληρη ἡ κόλαση, καί τό κυριότερο, εἶναι βασανιστής
καί διώχτης. Παντοῦ μέσα του καί πάνω του ὁ Ρασκόλνικωφ βλέπει
μονάχα τό κακούργημά του, βλέπει μονάχα τήν ἁμαρτία του, δέν
μπορεῖ οὔτε κἄν ἔξω ἀπ’ αὐτήν. Καί τόσο πολύ δέ μπορεῖ νά τό κάνει,
ὥστε ἐπιτέλους βγῆκε σέ μία πλατεία, μετανοητικά προσκύνησε
πρός ὅλά τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καί σ’ ὅλους ἀνακοίνωσε
τήν ἁμαρτία του.

282
Θυμηθεῖτε τό Μάγκβεθ. Ὁ Σαίξπηρ εὐφυῶς ἔδειξε πώς τό ἔγκλη-
μα, πώς ἡ ἁμαρτία ποτέ δέν δύναται νά εἶναι κάτι φυσικό καί λογικό
στό ἀθρώπινο εἶναι, ἄν καί ὁ ἄνθρωπος μέ ὅλες τίς δυνάμεις του
φρόντιζε νά δικαιολογήσει τήν ἁμαρτία μέσω τῆς λογικῆς καί τῆς διά-
νοιας ὡς ἕνα μέσο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὡς μία φυσική ἔκφραση τοῦ
ἀνθρώπινου ὄντος.Ἡ ἁμαρτία σπρώχνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀνησυ-
χία στήν ὀργή, ἀπό τήν ὀργή στήν παραφροσύνη. Ὁ Μάγκβεθ μᾶς τά
εἰκονογραφεῖ μέ τόν καλύτερο τρόπο. Μήπως ἔχετε παρατηρήσει ὅτι
στό Σαίξπηρ ὅλοι οἱ κακοῦργοι εἶναι καταδιώκονται ἀπό τό πνεῦμα τοῦ
ἐκτελεσμένου κακουργήματος, ἀπό τήν ἁμαρτία; Ὅλους αὐτούς βασα-
νίζει αὐτός ὁ ἀόρατος καί ἄσπλαχνος βασανιστής, ἡ ἁμαρτία. Κάθε
ἕνας ἀπ’ αὐτούς διαλύεται καί πνίγεται μέσα στή φρικαλέα κόλαση τῆς
ἴδιας τῆς ἁμαρτίας του.
Μόνο ὁ Φάουστ εἶναι ἐξαίρεση, καί ἐπιπλέον μία ἀφύσικη ἐξαί-
ρεση. Αὐτός ἐξουδετέρωσε τήν ἁμαρτία. Μέ τήν πολυμάθειά του
φρόντιζε νά μεταβάλει τήν ἁμαρτία σέ μή-αμαρτία, σχεδόν σέ ἀρετή.
Ἀλλά, σ’ αὐτά ὁ Γκαῖτε ἦταν πολύ ἐπιπόλαιος γνώστης τοῦ ἀνθρώπου.
Οὔτε παραπλήσια δέν καταδύθηκε ὅπως ὁ Σαίξπηρ ἤ ὁ Ντοστογιέφσκι
μέσα στά ἀβυσσώδη βάθη τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι, ὅπου τά ἡφαίστεια
τῆς συνείδησης ἀκούραστα λειτουργοῦν. Καί ἡ παγανιστική ἀνθρωπο-
λογία ἦταν σ’ αὐτά πιό βαθιά, πιό φυσική, πιό ἀληθής. Θυμηθεῖτε τόν
Οἰδίποδα, τήν Ἀντιγόνη, τή Μήδεια.
Μέ τήν ἀνθρώπινη ἀντικειμενικότητά της ἡ βιβλική ἀλήθεια περί
τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ πιό ἀθάνατη. Μετά τή δολοφονία τοῦ ἀδελφοῦ
του, ὁ Κάϊν δέν μπόρεσε νά ἠρεμήσει πουθενά, ἡ γῆ δέν τόν κρατοῦσε
καί δέν τόν ἄντεχε, ὥστε ἔτρεχε μανιωδῶς φεύγοντας ἀπό τόν ἑαυτό
του, δέν μπόρεσε ὅμως νά τό κατορθώσει. Συμβολικά, κουβαλοῦσε στό
μέτωπό του τό σφράγισμα τῆς ἁμαρτίας του. Καί ὁ κάθε ἁμαρτωλός
φορᾶ στή συνείδησή του τό σφράγισμα τῆς ἁμαρτίας του. Οὐσιαστικά,
ἡ ἁμαρτία εἶναι καταρχήν ἡ αὐτοκτονία συγκεκριμένου εἶδους, διότι
σκοτώνει μέσα στόν ἄνθρωπο, τουλάχιστον ἔστω καί ἀπό λίγο κάτι ἀπό
τήν ψυχή, ἀπό τή συνείδηση. Καί ἔπειτα, αὐτή ἡ αὐτοκτονική ἐνέργεια
προβάλλει ὡς δολοφονική καί τότε σκοτώνει ἐκεῖνο πού βρίσκεται
γύρω ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὅλα αὐτά μαρτυροῦν ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι κάτι
ἀφύσικο καί ἀντι-φυσικό εἴτε μέσα στόν ἄνθρωπο εἴτε στόν κόσμο.

283
Ἡ ἁμαρτία δέν γερνᾶ ἀλλά, ὅσο πιό πολύ ζεῖ, τόσο πιό πολύ
ἀνανεώνεται, ἄν δέν τήν καταπολεμᾶ ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς συνείδη-
σής του. Ἡ συνείδηση τό κάνει ὅταν ἔχει τό Θεό μέσα της. Ὁ καθένας
δύναται στόν ἑαυτό του νά ἐξετάσει πῶς ἡ ἁμαρτία μεγαλώνει μέσα
στήν ψυχή ἀπό ἀτομικό σέ διαστημικό ὄγκο. Τό πιό καταφανές παρά-
δειγμα γι’ αὐτό εἶναι ὁ Κάϊν καί ὁ Ρασκόλνικωφ. Ἐξ ἴσου, ὁλοφάνερο
παράδειγμα εἶναι ἡ προσωπική ἁμαρτία στόν καθένα ἀπό μας. Αὐτό δέν
τό αἰσθάνονται μόνον οἱ ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων ἡ συνείδηση ξεπάγιασε
μέσα στή φιληδονία, θεομαχία καί ἡδυπάθεια.

Ὅλα μέσα μου καί γύρω μου εἴτε τό μεγάλο εἴτε τό μικρό εἴτε
τό πεπερασμένο εἴτε τό ἀπέραντο, ἀκόμη καί τό ἁπλό ἀλλά καί τό
αἰνιγματῶδες, ὅμοια τό σκοτεινό καί τό φωτεινό, τό ὁρατό καί τό
ἀόρατο, ἐπί πλέον δέ καί τό θνητό ἀλλά καί τό ἀθάνατο, μαζί καί τό
κακό καί τό ἀγαθό, ὅλοι καί ὅλα στούς κόσμους πού τούς ξέρω, πού
τούς αἰσθάνομαι καί τούς ὑποψιάζομαι, μέ ἐνισχύουν νά προσεύχομαι
μέ στεναγμούς: Κύριε, ὦ Κύριε! Ὑπάρχουν ἀπαντήσεις στούς κόσμους
Σου στίς ἐρωτήσεις μου; Ἤ, δέν εἶμαι σέ θέση νά τίς ακούσω ἀπ’ ἐκεῖνο
τόν κόσμο, πού ὁλοένα ἀπομακρύνεται ἀπό μένα; Ἄν χρησιμοποιήσω
τή νύχτα γιά γλώσσα μου, Ἐσύ δέν θά μέ ἀκούσεις· ἄν πάρω τήν ἡμέρα
γιά ἀφτί μου, δέν θά Σέ ἀκούσω. Ὤ, πῶς νά Σέ ἀκούσω· ὤ πῶς νά Σέ
ἐπικαλεστῶ; Ὤ, πανταχοῦ Παρών, δέν εἶσαι παρών μέσα μου ἐξαιτίας
τῶν ἁμαρτιῶν μου, γι’ αὐτό δέν Σέ ἀκούω, δέν Σέ βλέπω καί δέν Σέ
καταλαβαίνω. Ὤ, Παντελεῆμον, κατέβα, κάτελθε μέσα στήν καρδιά
μου, μέσα στήν ψυχή μου, μέσα στό σῶμα μου, μία φιδοφωλιά εἶναι,
ἕνα ἀγγειόπλυμα εἶναι, μία κόλαση εἶναι. Ἀλλά Ἐσύ ἀκόμη καί μέσα
στήν κόλαση κατῆλθες, ὅμως παρέμεινες Θεός. Κατέβα καί μέσα στήν
κόλασή μου, ἐπειδή μέσω τοῦ Ἑαυτοῦ Σου θά τήν μεταποιήσεις σέ
παράδεισο. Διότι, ὅπου εἶσαι, ἐκεῖ εἶναι κιόλας ὁ παράδεισος· καί ὁ
ἄνθρωπος μαζί Σου εἶναι κιόλας ἄγγελος. Ὤ, πές μου, Κύριε ἀνεκδιή-
γητε, ἀνεκδιήγητε!… Ὁλόκληρη ἡ στενοχωρημένη φύση ἀνυψώνεται
πρός Ἐσένα μέσω τῆς σπασμωδικῆς κραυγῆς: Κύριε, ἐλέησον!… Οἱ
πόνοι μᾶς συμπυκνώνουν ὅλες τίς ἀνθρώπινες λέξεις σέ μία δεητική

284
κραυγή: Κύριε ἐλέησον! Στριμωγμένοι πρός τόν ἑαυτό μας, βρίσκουμε
σ’ ὅλη τήν ύπαρξή μας διάχυτο αὐτόν τόν ἀναστεναγμό: Κύριε, ἐλέη-
σον! Θά θέλαμε νά ἐκφράσουμε τόν ἑαυτό μας σέ Σένα ἀλλά τά δάκρυα
ρέουν καί ἀποκαλύπτουν ὅλην τήν ψυχή μας σέ Σένα μέσω αὐτῶν τῶν
δύο λέξεων: Κύριε, ἐλέησον! Κάθε κτίσμα ἔχει τήν καρδιά του καί ἡ
καρδιά εἶναι καρδιά ἐπειδή θλίβεται καί ἀναστενάζει γιά Σένα: Κύριε,
ἐλέησον! Σ’ αὐτόν τόν λυπηρό κόσμο τίποτα δέν εἶναι τόσο ἀναγκαῖο
στόν ἄνθρωπο ὅσο τό νά τόν ἐλεήσουν, καί πρῶτος Ἐσύ, Κύριε, ἐλέ-
ησον! Καί μέ Σένα καί ἔπειτα ἀπό Σένα, ὅλα τά ὄντα καί ὅλη ἡ κτίση
νά ἐλεήσουν τόν ἄνθρωπο: Κύριε, ἐλέησον! Μητέρα, ἐλέησον! Φίλε,
ἐλέησον! Χορταράκι, ἐλέησον! Πουλάκι, ἐλέησον! Ὅλα τά ὄντα πάνω
σ’ ὅλους τούς κόσμους, ἐλεῆστε! Ἐλεῆστε! Ἐλεῆστε!

285
Κατεβαίνοντας στό θορυβώδη
καταρράκτη τοΥ χρόνου

Ἄν τό σύμπαν εἶχε φαντασία, μήπως δέν θά ἦταν αὐτό ὁ πλανήτης


μας; Ἄν εἶχε καρδιά, δέν θά ἦταν αὐτό ὁ ἄνθρωπος; Ἄν εἶχε ὅραση δέν
θά ἦταν αὐτό τό μάτι τοῦ ἀνθρώπου; Ἀλλά, ἔτσι μπορεῖ νά φαίνεται, ἄν
τό δεῖ κανείς ἀπό τή σκοπιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν κοιτάξουμε τόν πλανή-
τη μας ἀπό τό ζενίθ τῆς διαστημικῆς προοπτικῆς, τότε αὐτός, σχετικά
μέ τό σύμπαν ὡς σύνολο, εἶναι τό ἑκατομυρριοστό μέρος ἑνός κόκκου
ἄμμου, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτόν εἶναι περίπου ἕνα ἑκατομμύριο φορές
μικρότερο ἀπό τό δισεκατομμυριοστό κομματάκι αὐτοῦ τοῦ ἑκατομμυ-
ριοστοῦ μέρους… Παρηγορητική ἀναλογία δέν εἶναι; Κατά τήν ποσό-
τητα τῆς ὕλης, πού ὑπάρχει μέσα στό σῶμα του, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιό
ἀόρατος ἀπό τό ἀόρατο, πιό ἀνήκουστος ἀπό τό ἀνήκουστο, πιό ἀπα-
ρατήρητος ἀπό τό ἀπαρατήρητο. Καί οἱ αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου; Καί
οἱ σκέψεις; Καί οἱ ἐπιθυμίες; Μέ τή φυσική μικρότητά τους, δέν εἶναι
οἱ ἄνθρωποι σχεδόν ἀόρατοι μύκητες στό τεράστιο μεγαλόκοσμο τοῦ
σύμπαντος, καί κάτι πλέον πιό μικρούτσικο καί πιό ἀσήμαντο; Ἄν δέν
ὑπῆρχε τό πνεῦμα μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁ Λόγος μέσα στό πνεῦμα,
ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θά ἤμασταν ἕνας τραγικός παραλογισμός τοῦ Θεοῦ.
Γιατί ἡ ἀνθρώπινη ὅρασή μας δέν εἶναι στή σωστή ἀναλογία μέ
τό ἀνθρώπινο πνεῦμα μας, καθώς καί ἡ ἀκοή μας καί ὅλα τά αἰσθητή-
ριά μας ἐν γένει; Τό βεληνεκές τῶν αἰσθητήριων μας εἶναι ἀπελπιστικά
δυσανάλογο σχετικά μέ τό βεληνεκές τῶν σκέψεών μας, τῶν αἰσθήσε-
ών μας, τῶν τάσεων μας. Ποιό αἰσθητήριο δύναται νά παρακολουθεῖ
τή σκέψη μας σ’ ὅλες τίς ἀναζητήσεις της στό ἀπέραντο καί αἰώνιο;
Καθετί αἰσθητό πνίγεται μέσα στήν ἴδια τή ρηχότητά του καί ἀσφυκτιᾶ
μέσα στήν ἴδια τή στενότητά του. Ἀπό τή φοβερή δυσαναλογία τῶν
ἀνθρώπινων αἰσθητήριων ὀργάνων καί τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος
ἀνατριχίλες πιάνουν τήν ἀνθρώπινη σκέψη. Μά, εἶναι δυνατή ὁποια-
δήποτε ἰσορροπία ἐδῶ, ἰδιαιτέρως μέσα σ’ ἕνα τέτοιο φανταστικό
κόσμο, ὅπως εἶναι αὐτός πού βλέπουμε καί μέσα στόν ὁποῖο ζοῦμε;
Ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶχε, τουλάχιστον γιά μία στιγμή, τήν πάνοπτη ὅραση
καί τήν παντάκουστη ἀκοή, θά θεωροῦσε τέτοιες φαντασιώσεις καί θά

286
ἄκουγε τέτοιες παραδοξότητες μέσα στή δομή ὅλων τῶν ὄντων καί
πραγμάτων, καί στίς ἀμοιβαῖες σχέσεις τους, ὅτι δηλαδή γιά τήν ἐπαρκῆ
ἔκπληξη θά χρειαζόταν χίλιες ψυχές, ἀμέτρητα μεγαλύτερες ἀπ’ αὐτήν
πού διαθέτει… Ναί, ναί, μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνδυθεῖ τήν «ἐξ ὕψους
δύναμιν», ὅταν διευρύνει τό εἶναι του, τό ἐπαυξήσει καί τό μεταμορφώ-
σει μέσω τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μπορεῖ νά βρεῖ τήν ἰσορροπία μεταξύ
τοῦ σώματός του καί τοῦ πνεύματός του ἤ μεταξύ τοῦ ἑαυτοῦ του καί
τοῦ κόσμου γύρω του.

Μερικές φορές ὁ ἐπίγειος κόσμος μοιάζει μέ μία φυλακή, οἰκοδο-


μημένη ἀπό τά ὄνειρα. Βέβαια τό θεμέλιο καί ἡ στέγη, οἱ τοῖχοι ἀλλά
καί οἱ πόρτες καί τά παράθυρα, ὅλα εἶναι οἰκοδομημένα ἀπό τά ὄνειρα.
Ὅμως, δέν μπορεῖς καθόλου νά διασπάσεις αὐτές τίς ὀνειρώδεις πόρτες,
αὐτά τά ὀνειρώδη παράθυρα, αὐτούς τούς ὀνειρώδεις τοίχους. Ὅλα
λεπτά λεπτά, ὅλα διαφανῆ, ὅμως παρ’ ὅλα αὐτά, ἀδιαπέραστα. Ὡστόσο,
ἴσως ἡ παρηγοριά ἔγκειται σ’ αὐτό πού καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος
ἀπό τήν ὕλη, ἡ ὁποία εἶναι ἄυλη, λεπτή καί διαφανής σάν ὄνειρο. Τί
εἶναι πιό λεπτό ἀπό τή συνείδηση, τί πιό διαφανές ἀπό τήν ψυχή, τί πιό
λεπτεπίλεπτο ἀπό τίς σκέψεις; Καί τό σῶμα, συναρμολογημένο καί συν-
θεμένο ἀπό τά ἄθικτα καί ἀόρατα ἠλεκτρόνια καί προηλεκτρόνια, δέν
εἶναι καί αὐτό ἀπό τήν ἴδια ἄυλη ὕλη ἀπό τήν ὁποία εἶναι καί τό ὄνειρο;
Ἕνα ὄνειρο μεταξύ τῶν ἀναρίθμητων ὀνείρων, τοῦτο, λοιπόν, εἶναι ὁ
ἄνθρωπος σ’ αὐτόν τόν κόσμο, σ’ αὐτή τή φυλακή τῶν ὀνείρων.
Μολονότι εἶναι ἕνα ὄνειρο μεταξύ τῶν ὀνείρων ὁ ἄνθρωπος
διαφέρει ἀπό τά ὑπόλοιπα ὄνειρα σ’ αὐτό, ὅτι εἶναι ἕνα ὄνειρο πού
σκέφτεται, πού αἰσθάνεται, πού λυπᾶται, πού ἀσθενεῖ, πού πεθαίνει…
Ὤ, μ’ αὐτό τό ὄνειρο μεταβάλλεται σέ ἐφιάλτη καί γίνεται ὄ ἴδιος ὁ
βασανιστής του. Καί νά καταλήξει κανείς σ᾿ αὐτό εἶναι μία μεγάλη
ταλαιπωρία, μία μεγάλη ἀπελπισία, κάποτε καί μία κόλαση. Τότε ἡ
σκέψη εἶναι ἕνας βασανιστής τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ αἴσθηση ὁ δήμιός
του. Δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἀπελευθερωθεῖ; Εἶναι εὔκολο νά πάρεις
μία ἀπόφαση, δέν θέλω τή σκέψη, θέλω νά τήν καταστρέψω, ἐπειδή
εἶναι ὁ ἄσπλαχνος βασανιστής μου; Ἀλλά εἶναι δύσκολο νά ἐφαρμόσεις

287
αὐτήν τήν ἀπόφαση. Καί ἀκόμη πιό δύσκολο εἶναι νά ἐφαρμόσεις τήν
ἀπόφαση, δέν θέλω τήν αἴσθηση, θέλω νά σταματήσω νά αἰσθάνομαι,
γι’ αὐτό τό λόγο θέλω νά καταστρέψω τήν αἴσθηση… Εἰσδύστε στήν
ἴδια τήν ἐμπειρία σας· εἶναι ἀπίθανο νά εἶσαι ἄνθρωπος καί νά μήν
αἰσθάνεσαι· εἶναι ἀδύνατο νά νεκρώσεις μέσα στόν ἑαυτό σου τήν
αἴσθηση, τό αὐτοσυναίσθημα, καί νά παραμείνεις ἄνθωπος. Διότι ἡ
αἴσθηση στόν ἄνθρωπο εἶναι κάτι πιό ἀρχέγονο ἀπό τή σκέψη, κάτι πιό
ἀνθρώπινο, καί τοιουτοτρόπως καί πιό θεϊκό· μέ ὅλο της τό εἶναι εἰσδύ-
ει στό ἀθάνατο καί τό αἰώνιο. Ἐξαιτίας τούτου, ὁ θαυμαστός Ἰησοῦς
ὅλους τούς ἀνθρώπινους κόσμους οἰκοδομοῦσε στήν αἴσθηση, στήν
θεο-αίσθηση. Κατ’ Αὐτόν; ἡ ἀγάπη εἶναι μία ἀκατάστρεπτη αἴσθηση,
μία θεο-αίσθηση· καί ἡ εὐσπλαχνία εἶναι μία ἀθάνατη αἴσθηση, μία θεο-
αίσθηση· καί ἡ προσευχή εἶναι μία ἀπέραντη αἴσθηση, μία θεο-αίσθηση·
Ἡ πραότητα καί ἡ σεμνότητα, ἡ ἠπιότητα, ἡ ἀγαθότητα καί ὁ οἰκτιρμός
ὅλα αὐτά εἶναι οἱ ἀθάνατες αἰσθήσεις, θεο-αισθήσεις…
Γιά νά σταματήσει νά βρωμᾶ στήν ἄργιλο, πόσα χρόνια χρειάζε-
ται ὁ ἄνθρωπος νά σταλάζει μέσα στό ζυμάρι τοῦ ὄντος του τή μοσχο-
βολιά τοῦ οὐρανοῦ, πόσα χρόνια νά ἐπεξεργάζεται τόν ἑαυτό του μέσω
τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν; Ἀπό τή σκοτεινή σπηλιά τοῦ σώματός μου
Σέ βλέπω, Κύριε, καί ξαναβλέπω, ἀλλά δέν μπορῶ πλήρως νά θεωρή-
σω. Καί ξέρω, προαισθάνομαι καί ξέρω ὅτι εἶσαι ὁ μόνος ἀρχιτέκτονας,
Κύριε, πού δύναται νά οἰκοδομήσει τήν αἰώνια οἰκία τῆς ψυχῆς μου.
Καί οἱ οἰκοδόμοι εἶναι ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγάπη, ἡ σεμνότητα, ἡ
πραότητα, ἡ ἀνοχή, ἡ ἐλπίδα, ἡ λύπηση… Τότε τό καθετί τοῦ ἀνθρώ-
που μετατρέπεται στήν κίνηση, στόν ἐνθουσιασμό, στήν εὐχάριστη
τρεμούλα, στό δημιουργικό φόβο. Ὅπως σημβαίνει στόν ἥλιο καί μέσα
στόν ἥλιο, τό καθετί βρίσκεται στό περιδίνητο χάος καί τήν ταραχή, οἱ
ἀκατάπαυστες ἐκρήξεις, τά πυρώδη ἀναβρυτήρια, οἱ χιονοστρόβιλοι
γεμᾶτοι φωτιά, τά χιλιομετρικά τεράστια σέ μέγεθος ἐξογκώματα. Καί
ἔτσι φουρτουνιασμένος ἥλιος χύνει στόν ἐπίγειο κόσμο μας τό γαλήνιο
καί ἤρεμο καί ζωοποιό φῶς, σάν νά μήν ξέρει γιά κάποιες τρικυμίες
καί καταιγίδες. Ὡσαύτως καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ἰδιαιτέρως οἱ
ἅγιοι, μέσα στό διάπυρο δεητικό ἐνθουσιασμό, στήν ἀγάπη καί πίστη
ξαναλιώνουν τόν ἑαυτό τους, καί ἀπό τίς θυελλώδεις ἐμπειρίες τους,
μέ τίς ὁποῖες συνδέουν τή γῆ μέ τόν οὐρανό, κλώθουν ἥσυχες καί

288
γαλήνιες ἀκτῖνες, τῶν ὁποίων τό ἤπιο φῶς καί ἡ τρυφερή θερμότητα
καταπραΰνει τίς φουρτουνιασμένες ἀνθρώπινες καρδιές καί τιθασεύει
τίς ἄγριες ἀνθρώπινες ψυχές… Ἄνθρωπε, ὁ οὐρανός εἶναι ἡ στέγη τῆς
γῆς. Ἰδού, πόσο εἶναι χαρισμένο σέ σένα νά φτάνεις πολύ ψηλά! Ὅμως
ἐξ ἴσου εἶναι δυνατό σέ σένα νά κατέρχεσαι στό βάθος, προκειμένου
νά μήν γίνει δυσανάλογο τό ὕψος τοῦ ἀποκορυφώματος μέ τό βάθος
τῆς ρίζας. Διότι, σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ὁ ἄνθρωπος κομματιάζεται,
γκρεμίζεται καί καταστρέφεται…

Ὁ χρόνος εἶναι ὁ πιό ἄσπλαχνος τύραννος ὅταν πολεμᾶ μέ τήν


αἰωνιότητα. Καί πολεμᾶ μεσω τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν συμβεῖ ἡ ἀνακωχή
μεταξύ τους ἤ ἡ εἰρήνη, ὁ ἄνθρωπος διευκολύνεται. Ὅσο καί νά εἶναι
ἐρωτευμένος μέ τίς τρικυμίες καί καταιγίδες, ὁ ἄνθρωπος παρ’ ὅλα
αὐτά θά ἐπιθυμήσει, τουλάχιστον γιά λίγο καιρό, νά ἀγκυροβολήσει σέ
κάποιο ἥσυχο λιμάνι, ὅπου ὁ χρόνος δέν πολεμᾶ μέ τήν αἰωνιότητα.
Τότε, οἱ σκέψεις στίς δεητικές πομπές νοσταλγικά βυθίζονται μέσα στά
ἀπέραντα κυανά βάθη. Καί ὅλην τήν ψυχή σου ποτίζει ἡ ἐπιθυμία νά
μεταβληθοῦν ὅλες οἱ σκέψεις διά παντός σέ παντοτινές δεήσεις, ἐπειδή
οἱ σκέψεις πού δέν μεταμορφώνονται σέ προσευχή εἶναι οἱ σπορεῖς τῆς
θύελλας, προκλητικοί τῆς καταιγίδας, δημιουργοί τῆς ἐξέγερσης. Ἔτσι
εἶναι καί οἱ αἰσθήσεις, ἄν δέν μεταμορφωθοῦν σέ προσευχή.
Εἶναι κατάρα γιά τόν ἄνθρωπο ἡ σκέψη πού δέν θέλει νά μετα-
μορφωθεῖ σέ προσευχή, νά ὁλοκληρωθεῖ μέ τήν προσευχή. Ζωηρή, δέν
μπορεῖ νά ἠρεμήσει, νά βρεῖ τό θεμέλιο λίθο της, νά ἀπαθανατιστεῖ μέ
τή θεία αἰωνιότητα. Ἐφιαλτικά εἶναι ἀνυπόφορο νά ἔχει κανείς σκέψεις
πού, ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τῶν κόσμων, δέν μεταβάλλονται σέ δεη-
τική συγκίνηση καί ἐνθουσιασμό. Τίποτα δέν ὑπάρχει πιό μαγευτικό
ἀπό τίς σκέψεις πού, στό πανόραμα τῶν κόσμων τοῦ Θεοῦ, μυστικά
μετασχηματίζονται σέ προσευχή. Μέ τέτοιες σκέψεις, στόν ἄνθρωπο
νεκρώνεται ἡ αἴσθηση τοῦ χρόνου, διότι δέν ὑφίσταται πιό βαρύ φορ-
τίο ἀπό τό χρόνο. Ὅποιος κατανικήσει μέ τό ἀθάνατο καί τό αἰώνιο
τό χρόνο, δέν ἔχει ξεφορτώσει ἀπό τήν ψυχή του τό βαρύτατο φορτίο;
Θαυμαστά ἐνδιαφέρον παιχνίδι παίζεται σ’ αὐτόν τόν κόσμο, στό θορυ-

289
βώδη καταρράκτη τοῦ χρόνου ὁ Θεός δημιουργεῖ καί ἀποστέλλει ἀνα-
ρίθμητους ἀστερισμούς καί κόσμους, ἀναρίθμητα σώματα καί ψυχές,
ἀναρίθμητα ὄντα καί πράγματα· καί ὅλα αὐτά σπάζουν, θορυβοῦν καί
τρέχουν πρός κάποιο πυθμένα, ὁ ὁποῖος ὑφίσταται ἄραγε;… Καί ὁ χρό-
νος, παρ’ ὅλα αὐτά, χύνεται, ἐκεῖ κάπου, μέσα στόν χωρίς ἀκτή ὠκεανό
τῆς αἰωνιότητας.
Μέσα σέ καθετί ἐπίγειο ὑπάρχει κάτι οὐράνιο, μέσα σέ καθετί
φυσικό ὑπάρχει κάτι ὑπερφυσικό. Μέσα στό σπόρο σιταριοῦ ὑπάρχει
ἕνα κομματάκι τοῦ οὐρανοῦ, ἐπειδή ὥσπου νά ὡριμάσει, εἰσήγαγε πολύ
στόν ἑαυτό του τό οὐράνιο φῶς, τή θερμότητα καί τό γαλάζιο. Κάτι
ἀστέρινο ὑπάρχει μέσα σέ καθετί φυτικό, μέσα σέ καθετί ζωικό, μέσα σέ
κάθε ὀρυκτό, ἰδιαιτέρως μέσα σέ καθετί ἀνθρώπινο. Ὅλα σ’ αὐτόν τόν
ἐπίγειο κόσμο εἶναι ἄρρητα συνδεδεμένα μ’ ἐκεῖνο τόν οὐράνιο κόσμο.
Ἀναμφισβήτητη εἶναι ἡ ἀλήθεια, πώς ἡ γῆ στηρίζεται στό οὐρανό καί
ὑφίσταται μέσω τοῦ οὐρανοῦ, ἡ γῆ καί ὅλα πού εὑρίσκονται πάνω της.
Ἡ ἴδια δύναμη κρατᾶ στήν ὕπαρξη εἴτε τόν οὐράνιο εἴτε τόν ἐπίγειο
κόσμο, εἴτε τό φυσικό εἴτε τό ὑπερφυσικό, εἴτε τό ὁρατό εἴτε τό ἀόρατο.
Ἡ μετάβαση τοῦ φυσικοῦ στό ὑπερφυσικό καί τοῦ ὑπερφυσικοῦ στό
φυσικό εἶναι πολύ μυστηριώδης καί αἰνιγματώδης καί δέν ὑπόκειται
στόν ἔλεγχο τοῦ ἀνθρώπινου ἐξεταστικοῦ πνεύματος. Διαμέσου τῶν
ἀοράτων προηλεκτρονίων καί φωτονίων τελεῖται ἡ μυστηριῶδης ἔκχυ-
ση τοῦ ὑπερφυσικοῦ στό φυσικό, καί τοῦ φυσικοῦ στό ὑπερφυσικό. Καί
διαμέσου τῶν μυστηριωδῶν φωτονίων τῆς ψυχῆς τελεῖται ἡ ἔκχυση
τῶν φωτεινῶν ἔλλογων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ Λόγου μέσα στήν ὕπαρξη
τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, οὐσιαστικά, δέν ὑπάρχουν τά στερεά ὅρια μεταξύ
τοῦ ὑπερφυσικοῦ καί τοῦ φυσικοῦ, μεταξύ τοῦ ἀοράτου καί τοῦ ὁρατοῦ.
Μέσα σέ καθετί ἐπίγειο ὑπάρχει πολύ οὐράνιο.
Αὐτό γίνεται ὁλοφάνερο στήν ὑπόσταση τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ. Σ’ Αὐτόν εἶναι πραγματοποιημένη ἡ πληρέστατη καί ἡ τελει-
ότατη σύνθεση τοῦ ὑπερφυσικοῦ καί τοῦ φυσικοῦ, τοῦ οὐράνιου καί
τοῦ ἐπίγειου, τοῦ θεϊκοῦ καί τοῦ ἀνθρώπινου. Σ’ Αὐτόν ἐνυπάρχει τό
παντελές ὑπόδειγμα καί εἶναι δοσμένη ἡ ἀκαταμέτρητη δύναμη τῆς
ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ μέσα στό ἀνθρώπινο, τοῦ ὑπερφυσικοῦ μέσα
στό φυσικό, τοῦ οὐράνιου μέσα στό ἐπίγειο. Δηλαδή, σ’ Αὐτόν εἶναι
προσωποποιημένη ἡ ἀρχή καί δοσμένη ἡ ἰσχύς γιά τήν πραγμάτωση

290
αὐτῆς τῆς ἀρχῆς, ἡ ἀρχή καί ἡ ἐνέργεια τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ ἑαυτοῦ
μας μέσα στόν ἄλλον, ἡ θεανθρώπινη ἀρχή καί ἡ θεανθρώπινη ἐνέργεια.
Μονάχα αὐτή ἡ ἐνέργεια καί αὐτή ἡ ἀρχή ἐξάγουν τόν ἄνθρωπο στίς
θεῖες ἀπεραντοσύνες καί στίς θεῖες τελειότητες. Χωρίς τό Θεάνθρωπο
ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὄν κλεισμένο γιά ἐκεῖνο τόν κόσμο· καθόλου δέν
δύναται νά βγεῖ ἀπό τόν ἀνθρωπιστικό αὐτεγκλωβισμό· καθόλου δέν
δύναται νά ξεπεράσει τά ὅρια τοῦ σολιψισμοῦ· συνεχῶς εἶναι φυλακι-
σμένος στήν ἀκλείδωτη φυλακή τοῦ «ἀλάθητου» οὑμανισμοῦ, καί μέσα,
ἐντός του, ὑπάρχουν ὅλο κάποιες σκιές, ὅλο κάποια φαντάσματα, ἐνῶ
μέσα στό κέντρο τῶν κέντρων «ὁ κόσμος ὡς μία παράσταση», καί αὐτό,
ὅμως, σημαίνει πώς ὁ κόσμος εἶναι ὡς μία σκιά, ὡς ἕνα φάντασμα.
Στόν ἄνθρωπο εἶναι χαρισμένη μόνο μία ἔξοδος ἀπό τό σολιψι-
στικό αὐτεγκλωβισμό, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Αὐτή πραγματώνεται
μέσω τῆς δύναμης τῆς θεανθρώπινης ἀγάπης. Μέσω τῆς ἀγάπης ὁ
ἄνθρωπος ὑπερνικᾶ τά ὅρια τοῦ ἐγωϊσμοῦ του καί μεταφέρει τόν
ἑαυτό του μέσα στόν ἀγαπητό, ἐνσαρκώνει τόν ἑαυτό του μέσα στόν
ἄλλον. Ἔτσι τελεῖται ἡ ἀληθινή συνένωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἄλλον
ἄνθρωπο, τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς ἀνθρώπους, τοῦ ἀνθρώπου μ’ ὅλα τά
ὄντα καί κτίσματα. Μέσω τῆς προσευχῆς ἡ ἀγάπη μεταφέρει τήν ψυχή
τοῦ ἀνθρώπου μέσα στό Θεό, μέσω τῆς ἐλεημοσύνης τήν μεταφέρει
μέσα στό διπλανό, μέσω τῆς φιλαδελφίας μέσα στόν ἀδελφό, μέσω τῆς
φιλανθρωπίας μέσα στόν ἄνθρωπο, μέσω τῆς εὐσπλαχνίας μέσα σ’ ὅλα
τά ὄντα καί μέσα σ’ ὅλην τήν κτιστότητα. Ἡ δύναμη τῆς ἐνσάρκωσης
τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνεξάντλητη πηγή τῆς ἀνθρώπινης θεανθρωποίη-
σης, ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς ἀγάπης μεταφέρει τόν ἑαυτό του μέσα σ’
ἄλλους ἀνθρώπους, ἐνσαρκώνεται σ’ αὐτούς. Τοιουτοτρόπως κατορ-
θώνει τήν ἀληθινή γνώση εἴτε τοῦ Θεοῦ εἴτε τῶν ἀνθρώπων εἴτε τῶν
κτισμάτων· τό ὑποκείμενο τῆς γνώσης μέσω τῆς ἀγάπης ἐξοικειώνεται
μέ ἀντικείμενο τῆς γνώσης, ἐνσαρκώνεται μέσα σ’ αὐτόν, συνενώνεται
μαζί του. Τοῦτο εἶναι ἡ θεανθρώπινη πραγματοκρατία. Ἀντίστροφα
ἀπ’ αὐτή στέκονται ὅλες οἱ λοιπές γνωσιολογικές κατευθύνσεις τοῦ
ἀνθρωπιστικοῦ πνεύματος. Αὐτές κρατοῦν τόν ἄνθρωπο μέσα στήν
σολιψιστική κόλαση τοῦ «καθαροῦ» ἀνθρωπισμοῦ. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος
ἀποξηραίνει τόν ἑαυτό του στήν προσωπική θράκα του καί πνίγει τόν
ἑαυτό του μέ τά ἴδια τά χέρια του.

291
Ἡ θεανθρώπινη ἀρχή τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ ἑαυτοῦ μας στόν ἄλλον
εἶναι θεμελιωμένη στήν ἀρχή τῆς αὐτοθυσίας. Οὐσιαστικά, αὐτή εἶναι
ἡ θεμελιώδης ἀρχή τῆς ἀπανταχοῦ ζωῆς, τῆς ἀπανταχοῦ ὕπαρξης. Σ’
αὐτήν στέκει τό σύμπαν· τό φῶς θυσιάζεται γιά ὅλα τά ὄντα, ὑπηρετώ-
ντας τους, ἐνσαρκωμένο σ’ αὐτά. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ αέρας, τά φυτά καί
τά ὀρυκτά. Αὐτό πράττει μία μητέρα γιά τό παιδί της. Τό ἴδιο πράττει ὁ
οὐρανός γιά τή γῆ, τό αὐτό ἡ γῆ γιά ὅλα τά ἐπίγεια ὄντα. Αὐτό κάνουν
ὅλα τά ὄντα, ὅλα τά κτίσματα, ὅλες οἱ δυνάμεις, ἐπειδή τό κάνει ὁ ἴδιος
ὁ Θεός. Σ’ αὐτό ἔγκειται ὅλο τό μυστήριο τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης, σ’
αὐτό τό μυστήριο τοῦ σύμπαντος καί ὅλων τῶν γαλαξιῶν, ὅσοι ὑπάρ-
χουν. Στή φύση, κατά τούς πιό ποικίλους τρόπους ἐφαρμόζεται ἡ ἀρχή
τῆς αὐτοθυσίας μέσω τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ ἑνός μέσα στό ἄλλο, τοῦ
μικρότερου μέσα στό μεγαλύτερο καί τοῦ μεγαλύτερου μέσα στό μικρό-
τερο, τοῦ φυσικοῦ μέσα στό ὑπερφυσικό καί τοῦ ὑπερφυσικοῦ μέσα στό
φυσικό, τοῦ ἐπίγειου μέσα στό οὐράνιο καί τοῦ οὐράνιου μέσα στό ἐπί-
γειο, τοῦ ἀνθρώπινου μέσα στό θεϊκό καί τοῦ θεϊκοῦ μέσα στό ἀνθρώπι-
νο. Καί ὅλα αὐτά κατορθώνουν τήν ἀπόλυτη καί ἁγία τελειότητα μέσα
στό μυστικό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, μέσα στήν Ἐκκλησία.
Μέσα σ’ αὐτήν ὅλοι ἐνσαρκώνονται μέσω τῆς αὐτοθυσίας στό Χριστό,
καί ὁ Χριστός σ’ ὅλους. Ἐντούτοις, παρόλο στενότατα συνενωμένη μέ
τό Θεάνθρωπο, ἡ ὑπόσταση δέν χάνει τήν προσωπικότητά της καί τό
αὐτεξούσιό της, ἀλλά «σὺν πᾶσιν τοῖς ἁγίοις» ἐξελίσσεται καί «αὔξει τὴν
αὔξησιν τοῦ Θεοῦ» – «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώ-
ματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 3, 18· Κολ. 2, 19· Ἐφ. 4, 13).
Μόνο μέσω τῆς θεανθρώπινης πραγματοκρατίας κατορθώνεται ἡ
παντελής ἰσορροπία μεταξύ τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ ὑπερφυσικοῦ, μεταξύ
τοῦ ἐπίγειου καί τοῦ οὐράνιου, μεταξύ τοῦ ἀνθρώπινου καί τοῦ θεϊκοῦ,
μεταξύ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί ἐκείνου. Ἐπίσης, μόνο μέσω τῆς θεανθρώ-
πινης δύναμης τοῦ Χριστοῦ κατορθώνεται μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ τέλεια
ἀναλογία τοῦ πνεύματος μέ τό σῶμα, τῆς σκέψης μέ τά αἰσθητήρια, τῆς
αἴσθησης μέ τίς τάσεις. Χωρίς αὐτή τή θεανθρώπινη ἀναλογικότητα
τῶν ὅλων στό σύμπαν καί στόν ἄνθρωπο, ὅλα βουλιάζουν στό ἄγριο
καί καταραμένο χάος.
Ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια περί τοῦ κόσμου, περί τῆς ζωῆς, περί τοῦ
ἑαυτοῦ σου, περί τοῦ ἑαυτοῦ μου, περί τοῦ Θεοῦ, δέν δύναται νά γίνει

292
ἀντιληπτή ἤ κατανοητή οὔτε μέ τήν ἀνθρώπινη ὅραση οὔτε μέ τήν
ἀνθρώπινη ἀκοή, οὔτε μέ τήν ἀνθρώπινη σκέψη οὔτε μέ τήν ἀνθρώ-
πινη αἴσθηση οὔτε κἄν μέ τίς ἀνθρώπινες λέξεις. Μ’ ὅλα αὐτά δύναται
νά κατανοηθεῖ, ἴσως, κάποιο ἑκατομμυριοστό κομματάκι τῆς ἀλήθειας,
ὅμως τό πελώριο μέρος τῆς ἀλήθειας παραμένει κάτι ὑπερ-ορατό, ὑπερ-
ακουστό, ὑπερ-σκεπτικό, ὑπεραισθητό, ὑπερ-εκφραστό, ἀκατόρθωτο
καί ἀκατανήτο. Ὡστόσο, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ, νά γνωρίσει,
νά περιλάβει ὅλη τήν ἀλήθεια περί τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς μόνο ἄν
ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του συνενσαρκώσει στό Θεάνθρωπο, τόν ἐνσαρ-
κώσει μέσα στό Θεάνθρωπο, μεταμορφώσει μέσω τοῦ Θεανθρώπου.
Αὐτός εἶναι ὁ μόνος τρόπος καί κανείς ἄλλος δέν ὑφίσταται στόν
κόσμο τῶν ἐπίγειων πραγματικοτήτων καί ἀνθρώπινων δυνατοτήτων.

Θλιβερή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, θλιβερή καί ἡ αἴσθηση διότι


πανταχόθεν τίς παρενοχλεῖ ὁ πόνος, ὁ καημός, τό μυστήριο, τό ἀπέ-
ραντο καί ὁ θάνατος. Μόνο στό Θεάνθρωπο ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου
μεταλαβαίνει τήν ἀνεξεπέραση χαρά, ἐπειδή ἐν Αὐτῶ δέν ὑπάρχει
θάνατος, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία, δέν ὑπάρχει κακό. Ἕως τό Θεάνθρωπο
ἡ σκέψη ἦταν «προαίρεσις πνεύματος» τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἴδιο παραμέ-
νει καί σήμερα χωρίς Αὐτόν. Μόνο μ’ Αὐτόν καί ἐν Αὐτῶ ἡ ἀνθρώπινη
σκέψη γίνεται εὐαγγελισμός, ἡ εὐχάριστη ἀγγελία. Ὄχι μόνο ἡ σκέψη
ἀλλά καί ἡ αἴσθηση γίνεται χαρά καί ἡ ἐργασία γίνεται χαρά, ἡ ζωή
γίνεται χαρά καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γίνεται χαρωπός. Ἡ διάσταση
ἀπό τή λύπη ἕως τή χαρά, ἀπό τό θάνατο ἕως τήν αἰωνιότητα, καθορί-
ζεται μέ τή διάσταση ἀπό τόν ἄνθρωπο ἕως τό Θεάνθρωπο. Χωρίς τό
Θεάνθρωπο δέν δύναται οὔτε ἡ ἀνθρώπινη σκέψη οὔτε ἡ ἀνθρώπινη
αἴσθηση, ἐπιπλέον οὔτε ἡ ἀνθρώπινη ζωή οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νά
μεταβληθεῖ σέ διαρκῆ, ἀξεπέραστη, ἀθάνατη χαρά, τήν ὁποία δέν εἶναι
σέ θέση νά ταράξει καί νά καταστρέψει κανένα πένθος, κανένας πόνος,
κανένας θάνατος.
Αὐτό προέρχεται ἀπό τό γεγονός ὅτι μέσα στό Λόγο ἔγκειται ὅλη
ἡ λογική καί ὅλη ἡ ἔννοια τῆς σκέψης, ὅλη ἡ λογική καί ὅλη ἡ ἔννοια τῆς
αἴσθησης, ὅλη ἡ λογική καί ὅλη ἡ ἔννοια τῆς διάνοιας, ὅλη ἡ λογική καί

293
ὅλη ἡ ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ καθετί ἀνθρώπινου. Χωρίς τό Λόγο
ὁ ἄνθρωπος ἤ ὁ κόσμος, ὁ οὐρανός ἤ ἡ γῆ, ὁ χρόνος καί ὁ χῶρος, ἡ
σκέψη καί ἡ αἴσθηση, ὁ νοῦς εἴτε ἡ διάνοια εἶναι ἄλογα, παράλογα, ἀνό-
ητα καί ἀνελέητα τέρατα. Μέ τό Λόγο καί ἐν Λόγω ὅλα μεταποιοῦνται
σέ εὐαγγελισμό, σέ εὐαγγέλιο. Γι’ αὐτό τό λόγο ὁ Θεάνθρωπος ὀνόμασε
τόν ἑαυτό του καί καθετί δικό του Εὐαγγέλιο, Εὐαγγελισμό. Ἄν χρησι-
μοποιήσουμε ἐδῶ τήν ἀντίθεση, τότε χωρίς Αὐτόν τό πᾶν εἶναι πικρο-
αγγελία, ἀνόητη ἀγγελία, ἄσπλαχνη ἀγγελία κάποιου πανίσχυρου,
παράφρονος καί αἱμοδιψοῦς δημιουργοῦ - τυράννου.

Ἐμένα μέ καταπλήσσει, πῶς ὁρισμένοι στοχαστές παραμελοῦν


τόν Ἰησοῦ, δέν κρατιοῦνται σ’ Αὐτόν. Καί ὅταν παραμελοῦν Αὐτόν,
εἶναι πράγματι στοχαστικοί; Τό νά παραμελήσει κανείς τόν Ἰησοῦ μέσα
στόν κόσμο τῶν ἀνθρώπινων πραγματικοτήτων καί γεγονότων μας,
εἶναι τό ἴδιο ὅπως καί νά παραβλέψει τόν ἥλιο καί νά βλέπει, νά ἰσχυ-
ρίζεται, νά ἐπαινεῖ τίς λαμπάδες καί τά κεράκια ὡς τίς πηγές τοῦ φωτός
καί τῆς θερμότητας. Εἶναι καλό αὐτό πού τά ἀνθρώπινα μάτια εἶναι οἱ
μεγαλύτεροι φαγάδες σ’ αὐτόν τόν κόσμο, καί μ’ αὐτά καί ἡ ἀνθρώπινη
σκέψη. Ἐξαιτίας τούτου, τό μάτι δέν δύναται νά χορτάσει κοίταγμα
ὥσπου νά κοιτάξει Αὐτόν μέσα στό ὁρατό νά δεῖ τόν Ἀόρατο, μέσα στό
πεπερασμένο τόν Ἀπέραντο, μέσα στό ἀτελές τόν Παντελῆ. Διότι, καί ἡ
ἴδια ἡ ἀλήθεια εἴναι βαρετή καί ἄχρηστη, ἄν δέν εἶναι ὁ Χριστός. Ἐμεῖς
στό ἀνθρώπινο κόσμο δέν γνωρίζουμε τίποτα πιό ἀληθινό, καλύτερο,
ὡραιότερο, πιό γενναιόδωρο, πιό ἐξαίσιο, τελειότερο ἀπό τόν Ἰησοῦ.
Αὐτός καθιστᾶ τήν ἀλήθεια Ἀλήθεια καί τήν ἀγαθότητα Ἀγαθότητα,
καί τό κάλλος Κάλλος, καί τήν τελειότητα Παντελειότητα. Γι’ αὐτό τό
λόγο ὁ στοχαστής μετά χαρᾶς θά συμπαρασταθεῖ στό Ντοστογιέφσκι
καί εἰλικρινά θά δηλώσει μ’ αὐτόν: «Ἐάν μποροῦσε νά μοῦ τεκμηριώσει
κανείς ὅτι ὁ Χριστός βρίσκεται ἐκτός τῆς ἀλήθειας, καί ἐάν ἡ ἀλήθεια
πράγματι ἀπέκλειε τό Χριστό, θά προτιμοῦσα νά παραμείνω μέ τό
Χριστό καί ὄχι μέ τήν ἀλήθεια».
… Γλυκύτατε Ἰησοῦ, διάχυσέ με, καί διάχυνέ με πάνω σ’ ὅλους
τούς κόσμους Σου, πάνω σ’ ὅλους τούς οὐρανούς Σου καί στά θαύματά

294
Σου, ὦ, Θεέ τῶν ἁγίων θαυμάτων! Ξέρω καί ὁμολογῶ ὅτι τό κανδήλι
μου ἄσβηστα καίει ἐνώπιον τοῦ θαυμάσιου Προσώπου Σου μόνο ὅταν
τοῦ προσθέτω ἀδιάλειπτα σταγόνα σταγόνα τό αἷμα μου, τό αἷμα ἀπό
τήν καρδιά μου, τή συγκινημένη ἀπό τό μυστήριο τῶν κόσμων Σου.
Μοναδικέ, καθετί μέσα μου ἀντικατάστησέ το μέ τόν Ἑαυτό Σου,
Ἀναντικατάστατε!, διότι, μόνο μέσω τοῦ Ἑαυτοῦ Σου καί μέσα στόν
Ἑαυτό Σου αἰσθάνομαι εἴτε τόν ἑαυτό μου εἴτε τούς κόσμους γύρω μου
ὡς τήν εὐχάριστη καί χαρμόσυνη ἀγγελία τοῦ Θεοῦ… Ὅλες οἱ σκέψεις
μου, ὅλες οἱ αἰσθήσεις μου, ὅλες οἱ ἐπιθυμίες μου ἄς συμπαρασύρονται
κάτω ἀπό τό θορυβώδη καταρράκτη τοῦ χρόνου μέσα στή θαυμάσια
καί μαγευτική αἰωνιότητά Σου, ὦ Δημιουργέ τοῦ χρόνου καί Θεέ τῆς
αἰωνιότητας!

295
ΑΥτή Η σαγηνευτική γόησσα

Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, ἄν δέν ὁλοκληρωθεῖ μέ τό Θεό, παραμένει


λειψή, ἡμιτελής. Γι’ αὐτό τό λόγο, βαθμηδόν ξεραίνεται, μαραίνεται,
μέχρι νά μαραθεῖ ὁλωσδιόλου. Ἐκεῖνο πού ἰσχύει γιά τήν ἀνθρώπινη
σκέψη, ἰσχύει καί γιά τήν ἀνθρώπινη αἴσθηση. Ἄν ψάχνοντας δέν
ἀγγίξει τό Θεό, καί αὐτή γρήγορα μαραζώνει, σβήνει, ἕως ὅτου πεθάνει
ἐντελῶς. Αὐτός ὁ νόμος ἰσχύει καί γιά τόν ἄνθρωπο ὡς ὁλότητα. Ἄν
δέν ὁλοκληρωθεῖ τό εἶναι του μέ τό Θεό, παραμένει λειψός, ἡμιτελής·
μέσα του βαθμιαῖα πεθαίνει καθετί μεγαλιῶδες καί ὑπέροχο καί παρα-
μένει εὐτελές καί μηδενικό.
Τί ἁπλώνεται μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ σύμπαντος ὑπεράνω
τοῦ ἀνθρώπου. Καί τί, ὅμως, μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ σύμπα-
ντος κάτω ἀπό τόν ἄνθρωπο; Μήπως ὁ ἄνθρωπος στέκεται σέ κάποια
μέση, σέ κάποιο κέντρο τοῦ ὁποίου οἱ ἀκτῖνες σπεύδουν πρός ὅλες τίς
κατευθύνσεις, πρός ὅλες τίς ἀπεραντοσύνες; Ἄν, ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη
σκέψη εἶναι τό μόνο φῶς καί παντοῦ γύρω του τά σκότη, ὅλο τά σκότη,
πυκνά, βαριά, θαμπά, δέν εἶναι ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση, ἡ μόνη πεταλου-
δίτσα στό σύμπαν καί γύρω ἀπ’ αὐτήν, πάνω ἀπ’ αὐτήν καί κάτω ἀπ’
αὐτήν οἱ ἔρημοι, ὅλο οἱ ἔρημοι, γκρίζες, ξηρές, θανατερές;
Ποιός δύναται νά ἀκολουθεῖ τόν ἄνθρωπο σ’ ὅλους τούς δρόμους
του; Μήπως ἡ σκέψη; Ἀλλά, τήν ἀνθρώπινη σκέψη τήν κλέβει ὁ θάνα-
τος καί τήν φέρνει κάπου, ποῦ; Καί ποιός θά ἀκολουθήσει τό θάνατο σ’
ὅλους τούς δρόμους του; Μήπως ἡ αἴσθηση; Ἄχ, ἡ ἀνθρώπινη αἴσθηση
εἶναι πιό φθαρτή ἀπό τήν ἀνθρώπινη σκέψη, ἐπειδή πανταχόθεν εἶναι
ἐγκλωβισμένη ἀπό τό μή ὄν. Κάποιος φρικιαστικός ἐφιάλτης καταπιέζει
τόν ἄνθρωπο ἀπ’ ὅλες τίς πλευρές καί αὐτός βουβαίνει καί τρελαίνεται
μόνος του, παράλογα ἀπομονωμένος, ἔνω γύρω του ὑπάρχει ἡ ἔρημη,
γκρίζα γῆ καί ἡ ψυχρή στάχτη τῶν μισητῶν ἀπεραντοσυνῶν, ἐνῶ ἡ
σκέψη, τό πιό καταραμένο πεπρωμένο τοῦ ἀνθρώπου, σάν πεινασμένη
καί τρελαμένη ὕαινα, τρέχει καί παραπλανιέται γύρω γύρω στήν ἄνυ-
δρη, σταχτιά ἔρημο τοῦ μουντοῦ πλανήτη μας.
Μᾶλλον προσβάλλω τήν ἀνθρώπινη σκέψη. Ἄν εἶναι ἔτσι, θά
ἀπαλύνω τήν προσβολή μέ τήν ἐρώτηση· δέν εἶναι ἡ σκέψη τό

296
πιό ἐνδιαφέρον καί τό πιό μυστηριῶδες χάρισμα στόν ἄνθρωπο;
Προσανατολιζόμαστε μέσω αὐτῆς καί δέν ξέρουμε τί εἶναι αὐτή κατ’
οὐσίαν. Μέσω αὐτῆς ἐξετάζουμε ὅλα, μέ τί ὅμως θά ἐξετάσουμε αὐτήν,
τήν μυστηριώδη, τήν ἀνήσυχη, τήν ἀσύλληπτη; Μά, δέν μᾶς ἔρριξε
ἀναρίθμητες φορές στά τραγικά ἀδιάβατα μέρη καί μᾶς παραπλάνησε
πρός τίς ἀδιέξοδες ἐρήμους αὐτή, ἡ σαγηνευτική γόησα;… Ὦ σκέψη,
γιά μᾶς εἶσαι ἕνας φοβερά ἀφόρητος ζυγός καί ἕνα βαρύ φορτίο. Πῶς
δύναται νά γίνει ὁ ζυγός σου χρηστός καί τό φορτίο σου ἐλαφρό; Καί
ἀκόμη, μέ θλιβερή ἐμπιστοσύνη νά σέ ρωτήσω, πῶς μπορεῖς νά γίνεις
χαρά καί εὐαγγελισμός γιά τόν ἄνθρωπο;

Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἕνα ξεχωριστό μαρτύριο. Ἐκεῖ ἡ σκέψη σπάζει


στίς ἄφεγγες ἀβύσσους, στούς ἄγριους κρημνούς τοῦ μή ὄντος καί
τοῦ Ὄντος. Γι’ αὐτό τό λόγο, οἱ φιλόσοφοι εἶναι, ὡς ἐπί τό πλεῖστον,
θλιβεροί καί παρασυρόμενοι ἄνθρωποι. Κάποια παννικητήρια ἐνόρμη-
ση κατατρέχοντας ὁδηγεῖ τή σκέψη τους ἀπό ἕνα μυστήριο σέ ἄλλο.
Καί τί δέν εἶναι μυστήριο σ’ αὐτόν τόν κόσμο καί πάνω ἀπ’ αὐτόν τόν
κόσμο!
Οἱ φιλόσοφοι εἶναι, συχνά, τραγικοί ἄνθρωποι, ἐπειδή ἡ σκέψη
τους πολύ καιρό καί ἐπίμονα ἐπιτίθεται στά συμπαντικά μυστήρια,
ὥσπου ἐπιτέλους νά πέσει, σάν καταβεβλημένο πουλάκι, ἐνώπιον τῶν
τελευταίων ἐπάλξεών τους.
Οἱ φιλόσοφοι, μερικές φορές, εἶναι ἀπελπιστικοί ἄνθρωποι. Ἡ
σκέψη τούς παραπλανᾶ σέ τέτοιους λαβύρινθους, ἀπό τούς ὁποίους
δέν ὑπάρχει οὔτε ἐπιστροφή πίσω οὔτε κἄν ἔξοδος μπροστά.
Οἱ φιλόσοφοι, ποῦ καί ποῦ, εἶναι ἐπαναστατικοί ἄνθρωποι, ἐπει-
δή ἡ σκέψη τους ἐξοργίζεται ἀπό τήν φρικτή μυστικότητα αὐτοῦ τοῦ
κόσμου.
Οἱ φιλόσοφοι, μερικές φορές, εἶναι σαρκαστικοί ἄνθρωποι διότι
ἡ σκέψη τους δέν εἶναι σέ θέση νά βρεῖ ἐκείνη τή σταγόνα μελιοῦ πού
κρύβεται στόν ὕπερο τῶν ὄντων καί τῶν πραγμάτων. Καί τρέφουν τόν
ἑαυτό τους μέ τά πικρά φύλλα τῶν ἄσπλαχνων μυστηρίων, πού τόσο
ἄφθονα καί πλούσια βλαστάνουν στό λιβάδι τῶν λυπηρῶν ἐπίγειων

297
πραγματικοτήτων μας. Καί ὅποιος τρέφεται μέ πικρότητα, μήπως δέν
ἔχει τό δικαίωμα στό σαρκασμό, στό σαρκασμό ὡς, ἔστω προσωρινό,
modus vivendi καί cognoscendi;
Ὅποτε βρίσκομαι μ’ αὐτούς, μέ τούς φιλοσόφους, εἶμαι μέσα στό
καραβάνι πού περιπλανιέται γύρω γύρω στίς ἀτελείωτες ἐρήμους. Εἶναι
σάν νά μᾶς λιγοστεύει τό νερό γιά νά φρεσκάρουμε τήν ψυχή μας, διότι
ἡ σκέψη μας κουράστηκε, δίψασε, πείνασε. Τρέφόμαστε ἀπό τήν ἄμμο
καί πίνουμε τήν ἄμμο. Ὤ, τήν ἄμμο τῶν ἁλμυρῶν, πικρῶν, φρικτῶν
μυστηρίων… Εἶναι θλίψη τό νά εἶναι κανείς φιλόσοφος, ἐπειδή εἶσαι
στό καραβάνι πού μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ νά ἐξέλθει ἀπό τήν
ἔρημο. Ἐκεῖ ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, ἐπιτέλους, μέσα στά φοβερά βάσανα
ξεψυχᾶ ἀπό τήν πεῖνα καί τή δίψα. Καί ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι ἕνας θλιμ-
μένος ταξιδιώτης δίπλα στόν γκρίζο, ἀμμουδερό τύμβο τοῦ ἡγέτη καί
ξεναγοῦ του…

Ὡστόσο, γιά τήν ἀνθρώπινη σκέψη, βασανισμένη μέσα στήν


ἔρημο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὑφίσταται μία ἔξοδος, μόνο μία ἔξοδος. Ναί,
μία ἔξοδος καί μόνον! Αὐτή εἶναι Αὐτός, Αὐτός πού ὁλοκλήρωσε τήν
ἀνθρώπινη σκέψη μέ τό Θεό, μέ τό Δημιουργό τῆς σκέψης· Αὐτός πού
μεταποίησε τήν ἀνθρώπινη σκέψη, αὐτήν τήν πικρο-αγγελία σέ εὐαγ-
γελισμό· Αὐτός πού τελειοποίησε, ὁλοκλήρωσε καί ἕνωσε τόν ἄνθρω-
πο, αὐτό τό πιό τραγικό ὄν, μέ τό Θεό· Αὐτός ὁ θαυμαστός καί θαυμα-
τουργικός Θεάνθρωπος, ὁ Θεός τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ὁ Λόγος τῆς
ἀνθρώπινης σκέψης, ἡ Λογική τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ἡ Ἔννοια τῆς
ἀνθρώπινης σκέψης.
Μά, πεῖτε μου, ἡ ἄνθρώπινη σκέψη δέν εἶναι τό πιό αἱμοδιψές
τέρας ἄν δέν ὁλοκληρωθεῖ καί ἄν δέν τελειοποιηθεῖ μέ τό Λόγο τῆς
σκέψης, μέ τή Λογική τῆς σκέψης; Χωρίς τό Λόγο τῆς σκέψης, χωρίς
τήν Ἔννοια τῆς σκέψης, ἡ ἀνθρώπινη σκέψη εἶναι ἕνας μεγάλος παρα-
λογισμός. Μά, δέν τό νιώσατε ἀκόμη; Ἔπρεπε νά νιώσετε, ἄν στοχα-
ζόσασταν σοβαρά περί τοῦ τί εἶναι ἡ σκέψη. Ξέρετε, τότε ὁ μυελός
ξεπαγιάζει στά κόκαλα, ἐνῶ ἡ σκέψη πέφτει σέ ντελίριο καί παραμι-
λητό, ὅταν συλλογίζεται περί τῆς φύσεως τῆς σκέψης. Εἶναι ἀλήθεια,
ἀνθρώπινα ρεαλιστική ἀλήθεια, μόνο μέ τό Θεάνθρωπο καί μέσα στό

298
Θεάνθρωπο ἡ ἀνθρώπινη σκέψη γίνεται ζυγός χρηστός καί φορτίο
ἐλαφρύ. Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι μοναδικός πού βρῆκε τή σωστή ὁδό γιά
τήν ἀνθρώπινη σκέψη, τή σωστή ὁδό πού ὁδηγεῖ μέσα στήν ἀθάνατη
τελειότητα καί τήν αἰώνια ζωή. Αὐτή βοηθᾶ νά ἐξελιχτεῖ ἡ ἀνθρώπινη
σκέψη μέσω τῶν θεανθρώπινων μέσων σέ θεο-σκέψη, καί ἡ ἀνθρώπινη
σκέψη σέ θεο-αίσθηση.
Καί ἐκεῖ, στά μυστηριώδη ὅρια, ὅπου πραγματοποιεῖται ἡ μετάβα-
ση τῶν αἰσθήσεων στίς σκέψεις καί τῶν σκέψεων στίς αἰσθήσεις, ἐκεῖ
πυκνώνονται τά μυστήρια. Ἐκεῖ, σπάζουν οἱ καρδιές, ὅπως ξέσπασε
ἡ καρδιά τοῦ Νίτσε καί τοῦ Μέτερλινκ, ἐνῶ καταχνιάζουν οἱ κόσμοι
πάνω ἀπό τόν ἄνθρωπο. Σ’ αὐτούς ὁλοένα σμηνουργοῦνται κάποιες
μυστικότητες, ὅλο κάποιες ἀπεραντοσύνες. Τό νά προσανατολιστεῖ
κανείς ἀνάμεσά τους ἀποτελεῖ τέχνη τεχνῶν. Αὐτήν τήν τέχνη διδάσκει
μονάχα Αὐτός, ὁ μυστηριώδης καί μαγευτικός Ἰησοῦς.

Οἱ ἄνθρωποί μας, καί ὅταν ἀσχολοῦνται μέ τό φιλοσοφικό στο-


χασμό, συνήθως φοβοῦνται ὅταν ἡ σκέψη τους συνατήσει τό Θεό. Καί
αὐτό προέρχεται ἀπό τό δεδομένο ὅτι προτιμοῦν τίς σύντομες σκέψεις
καί τίς στενές αἰσθήσεις. Ἄν συναντιόταν ἡ σκέψη τους μέ τό Θεό, θά
ἔπρεπε νά ἀποπλεύσει πρός τίς θεῖες ἀπεραντοσύνες καί νά βυθυστεῖ
μέσα στούς ἀπροσδόκητους κόσμους. Ὡς ἐπί τό πλεῖστον ὁ στοχαστής
μας μοιάζει στό μεταξοσκώληκα πού ζηλόφθονα κλείνεται μέσα στό
μικρούτσικο βομβύκιό του γιά νά μήν πετάξει ποτέ ὡς πεταλούδα ἡ
ὁποία ἀγαπᾶ τίς εὐρεῖες προοπτικές καί τά ἀτελείωτα διαστήματα.
Ὁ ἄνθρωπος τῶν σύντομων, φυματικῶν σκέψεων καταχωνιάζε-
ται ὁλόκληρος μέσα στό φλοιό αὐτοῦ τοῦ πλανήτη, ὅπως τό τσιμπούρι
στό μαλλί προβάτου. Δέν βλέπει τίποτα ἐκτός τοῦ φλοιοῦ. Καί πάνω
ἀπ’ αὐτόν φλογίζονται ἀναρίθμητοι φανοί, περίπου ἑκατό δισεκατομ-
μύρια μόνο στό γαλαξία «τοῦ κουμπάρου τ’ ἄχερα», καί βροντοῦν
ἀναρίθμητοι κόσμοι. Ἡ ἀνθρώπινη σκέψη; Ὤ, παραμένει ἕνα λεπτό,
ἄσπρο νῆμα μέσα στό ἀπέραντο σύμπαν, μία ἀδυνατούλα ἀστραπή
μέσα στά ἀδιαφανῆ σκότη τοῦ ἀναριθμήτου, τοῦ μυστηριώδους, τοῦ
ἀγνώστου…

299
Ἡ σκέψη θεραπεύεται ἀπό τή μικρότητα, ἀπό τή ρηχότητα, ἀπό
τή θνητότητα, μέ τί; Μέ τό Θεό, μέ τήν ἀπεραντοσύνη Του, μέ τό
ἀβυσσῶδες Του, μέ τήν ἀθανασία Του. Στήν ἐπαφή μ’ Ἀυτόν ἡ σκέψη
ἀπειροποιεῖται, ἀβυσσοποιεῖται, ἀπαθανατίζεται. Καί τότε γι’ αὐτήν δέν
ὑφίσταται θάνατος σέ κάνενα ἀπό τούς γνωστούς κόσμους. Γίνεται ὅλη
ἀθάνατη, ὅλη ἀχανής, ὅλη αἰώνια. Τά μυστήρια τῶν κόσμων δέν τήν
τρομάζουν πιά. Τουναντίον, γι’ αὐτήν γίνονται ἡ ἀνεξάντλητη πηγή
τῶν παντοτινῶν χαρῶν καί συναρπαστικῶν συγκινήσεων. Γαλάζια,
γαλαζωπά, χρυσᾶ, χρυσαφένια, ἀμετρήτως πολλά μυστήρια, γλυκά καί
μαγευτικά, ἀναβρύζουν ἀπό τούς ἀναρίθμητους κόσμους τοῦ Θεοῦ καί
ἐνθουσιαστικά ἀγκαλιάζουν αὐτήν τήν σαγηνευτική γόησσα…

300
Δορκάδα στό χαμμένο παράδεισο
Ἐξομολόγηση

Εἶμαι μιά δορκάδα. Μέσα στό σύμπαν εἶμαι ἕνα αἰσθητήριο τῆς
λύπης. Πρό πολλοῦ Κάποιος ἐξόρισε στή γῆ καθετί θλιμμένο σ’ ὅλους
τούς κόσμους καί μ’ αὐτό καλούπωσε τήν καρδιά μου. Ἀπό τότε, εἶμαι
ἕνα αἰσθητήριο τῆς λύπης. Ζῶ ἀπ’ αὐτό πού ἀπορροφῶ, τή λύπη ἀπ’
ὅλα τά ὄντα καί τά κτίσματα. Κάθε ὄν κατεβάζει στήν καρδιά μου ἀνά
μία μελανή σταγόνα τῆς λύπης, μόλις τό πλησιάσω. Καί ἡ μαύρη δρό-
σος τῆς λύπης σάν λιγνό ρυάκι ρέει διαμέσου τῶν φλεβῶν μου. Ἐκεῖ,
μέσα στήν καρδιά μου, ἡ μαύρη δρόσος τῆς λύπης μετατρέπεται σέ
ὠχρή καί ὑποκύανη.
Κάποια μαγνητική δύναμη τῆς λύπης εἶναι χυμένη στήν ὕπαρξή
μου. Καθετί λυπηρό σ’ αὐτόν τόν κόσμο τό ἑλκύει μαγευτικά καί τό
τακτοποιεῖ μέσα στήν καρδιά μου. Γι’ αὐτό τό λόγο εἶμαι πιό ἀξιολύπη-
τη ἀπ’ ὅλα τά πλάσματα. Καί ἔχω τά δάκρυα γιά τόν πόνο τοῦ καθε-
νός… Μή μέ ξεγελᾶτε, ὦ ἐσεῖς γελασμένοι! Εἶμαι καταπεπληγμένη ἀπό
τήν ἐπίγνωση, σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὑπάρχουν τά ὄντα πού γελοῦν. Ὤ,
καταραμένο καί πολύ καταραμένο χάρισμα, νά γελᾶς στόν κόσμο μέσα
στόν ὁποῖο κοχλάζει ἡ λύπη, ἀναβράζει ὁ πόνος, ἐρημώνει ὁ θάνατος!
Τί χάρισμα εἶναι αὐτό τῶν καταδικασμένων!… Ἐγώ δέν γελῶ ποτέ ἀπό
λύπη. Πῶς νά γελῶ, ὅταν εἶστε τόσο βάναυσοι καί ἄσπλαχνοι ἐσεῖς
πού γελᾶτε, ὅταν εἶστε τόσο κακοί καί ἄσχημοι! Καί εἶστε ἄσχημοι ἀπό
τό κακό, διότι μόνο τό κακό ἀσχημαίνει τήν ὀμορφιά τῶν ἐπίγειων καί
τῶν οὐράνιων πλασμάτων… Θυμᾶμαι, ἀναθυμᾶμαι, ἡ γῆ αὐτή κάποτε
ἦταν παράδεισος καί ἐγώ μία παραδεισένια δορκάδα. Ὤ, ἡ μνήμη ἀπό
τήν ὁποία ἐνθουσιαστικά τρικλίζω ἀπό χαρά σέ χαρά, ἀπό ἀθανασία σέ
ἀθανασία, ἀπό αἰωνιότητα σέ αἰωνιότητα!…
Καί τώρα; Τό σκότος σκέπασε τά μάτια μου. Σ’ ὅλους τούς δρό-
μους ὅπου κινοῦμαι, ξάπλωσε ἡ πυκνή σκοτεινιά. Οἱ σκέψεις μου στα-
λάζουν μέ τά δάκρυά μου, καί οἱ αἰσθήσεις κοχλάζουν ἀπό τίς λύπες.
Ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή μου κυρίευσε κάποια ἄσβηστη πυρκαγιά τῆς
λύπης. Καθετί μέσα μου καίγεται ἀπό τή λύπη, ὅμως δέν δύναται νά
καεῖ ἐξ ὁλοκλήρου. Κ’ ἐγώ, μόνο παραμένω τό ἴδιο, τό αἰώνιο ὁλο-

301
καύτωμα στό συμπαντικό θυσιαστήριο τῆς λύπης, ἐνῶ τό συμπαντικό
θυσιαστήριο τῆς λύπης εἶναι ἡ γῆ, αὐτός ὁ γκρίζος καί μουντός, χλωμός
καί ὠχρός πλανήτης…
Ἡ καρδιά μου εἶναι ἕνα ἀπροσπέλαστο νησί στόν ἀτέρμονα ὠκε-
ανό τῆς λύπης, ἀπροσπέλαστο γιά τή χαρά. Μήπως κάθε καρδιά εἶναι
ἕνα ἀπροσπέλαστο νησί; Πεῖτε μου ἐσεῖς πού ἔχετε καρδιές! Ξέρετε μέ
τί εἶναι πολιορκημένες οἱ καρδιές σας; Ἡ δική μου περιβάλλεται ὅλο
μέ τά ὠκεάνια χάσματα καί τίς ἀβύσσους, καί ὁλοένα πνίγεται μέσα
τους. Κάθολου δέν μπορεῖ νά γλιτώσει ἀπ’ αὐτούς. Καθετί πού μπορεῖ
νά ἀγγίξει, νά πιάσει, εἶναι μαλακό σάν νερό. Ἐξαιτίας τούτου, τά μάτια
μου εἶναι θολωμένα ἀπό τά δάκρυα, ἐνῶ ἡ καρδιά μου καταφαγωμένη
ἀπό τούς ἀναστεναγμούς. Οἱ κόρες τῶν ὀφθαλμῶν μου εἶναι καταπο-
νημένες, ἐπειδή πολλές νύχτες ξενύχτησαν μέσα τους. Χθές βράδυ ὁ
ἥλιος βασίλεψε στό μάτι μου καί σήμερα τό πρωί δέν ἔχει ἀνατείλει,
ἔχει πνιγεῖ μέσα στά σκότη τῆς λύπης μου. Κάτι φοβερό καί φρικτό
διαπερᾶ τό εἶναι μου. Μέ τρομάζει καθετί πού βρίσκεται γύρω μου καί
πάνω μου. Ὤ, ἄν μποροῦσα νά διαφύγω ἀπό τούς φόβους τοῦ κόσμου
αὐτοῦ! Ὑπάρχει κάποιος κόσμος χωρίς τούς φόβους; Εἶμαι περιτοιχι-
σμένη ἀπό τή θλίψη, ναρκωμένη ἀπό τήν ἄψινθο, χορτασμένη ἀπό τήν
πίκρα. Ἀναστατωμένη ξυπνῶ τήν καρδιά μου ἀπό τό μεθύσι, ἀπό τή
λύπη, ἐνῶ αὐτή ὅλο καί περισσότερο μεθᾶ. Τήν ψυχή μου, πτοημένη καί
ἐκδιωγμένη ἀπό τά ἄγχη τοῦ κόσμου αὐτοῦ, τήν ἐπικαλοῦμαι νά γύρι-
σει σέ μένα, ἐνῶ αὐτή ὅλο καί μέ μεγαλύτερη αὐθάδεια ἀπομακρύνεται
ἀπό μένα, θλιμμένη καί μελαγχολική…

Εἶμαι δορκάδα, ἀλλά πῶς; Δέν ξέρω. Βλέπω, ἀλλά πῶς, καί αὐτό
δέν καταλαβαίνω. Ζῶ, ἀλλά τί εἶναι ἡ ζωή δέν ἀντιλαμβάνομαι. Ἀγαπῶ,
ἀλλά τί εἶναι ἡ ἀγάπη δέν κατανοῶ. Παθαίνω, ἀλλά πῶς μέσα μου
βλασταίνει, μεγαλώνει καί ὡριμάζει τό πάθος, αὐτό διόλου δέν κατα-
λαβαίνω. Γενικά, πολύ λίγο καταλαβαίνω ἀπ’ αὐτό πού εἶναι μέσα μου
καί γύρω μου. Εἴτε ἡ ζωή εἴτε ἡ ἀγάπη εἴτε τό πάθος, ὅλα αὐτά εἶναι
εὐρύτερα καί βαθύτερα καί πιό ἀπέραντα ἀπό τή γνώση μου, τήν κατα-
νόησή μου καί τήν ἀντίληψή μου. Κάποιος μέ κατέβασε σ’ αὐτόν τόν

302
κόσμο καί μέσα στό εἶναι μου ἔβαλε λίγη διάνοια, γι’ αὐτό τό λόγο καί
καταλαβαίνω λίγο ἀπό τόν κόσμο γύρω μου καί ἀπό τόν κόσμο μέσα
μου. Συνεχῶς καθετί ἀκατανόητο καί ἀλλόκοτο μέ κοιτάζει ἀπό κάθε
πρᾶγμα, γι’ αὐτό καί φοβᾶμαι. Τά μεγάλα τά μάτια μου, μήπως ὑπάρ-
χουν γι’ αὐτό, γιά νά στεγάσουν τόν ἀκατάληπτο, νά περιλάβουν τόν
ἀπερίληπτο καί νά θεωρήσουν τόν ἀθώρητο;
Δίπλα στή λύπη, Κάποιος στάλαξε μέσα μου, ἀπαθανάτισε καί
διαιώνισε κάτι πού εἶναι μεγαλύτερο ἀπό τήν αἴσθηση καί ἰσχυρότερο
ἀπό τή σκέψη, κάτι πού εἶναι διαρκές ὡς ἀθανασία καί πελώριο ὡς αἰω-
νιότητα. Τοῦτο εἶναι τό ἔνστινκτο τῆς ἀγάπης. Σ’ αὐτό ὑφίσταται κάτι
παντοδύναμο καί μαγευτικό. Χύνεται διαμέσου ὅλων τῶν αἰσθήσεών
μου, διαμέσου ὅλων τῶν σκέψεών μου, καί δεσπόζει ὁλόκληρο τό ὄν
μου. Σάν μικρό, μικρούτσικο νησί, ἔτσι εἶναι ἡ ὕπαρξή μου, καί γύρω
του ἀπέραντα ἁπλώνεται, χύνεται καί ὑπερχειλίζει αὐτό τό αἴνιγμα τῆς
ψυχῆς μου, ἡ ἀγάπη. Ὅπου καί νά ὁδεύσει ἐντός τοῦ ὄντος της, τήν
συναντῶ παντοῦ. Τοῦτο εἶναι κάτι παντοῦ παρόν μέσα μου ἀλλά καί
τό πιό οἰκεῖο. Μέσα μου ἡ ὕπαρξή μου ταυτίζεται με τό „ἀγαπῶ”. Μέσω
τῆς ἀγάπης εἶμαι αὐτό πού εἶμαι. Τό εἶμαι γιά μένα εἶναι τό ἴδιο μέ τό
ἀγαπῶ, τό φιλῶ. Μά, δύναται νά ὑφίσταται κανένα ὄν χωρίς τήν ἀγάπη;
Ἡ δορκάδιος καρδιά μου δέν ξέρει ὅτι ὑπάρχει ἕνα τέτοιο ὄν.
Μήν προσβάλλετε τήν ἀγάπη μέσα μου. Διότι προσβάλλετε τή
μοναδική ἀθανασία μου καί τή μοναδική αἰωνιότητά μου. Καί συνάμα
τή μοναδική ἀθάνατη καί αἰώνια ἀξία μου. Ἐπειδή τί εἶναι ἡ ἀξία, ἄν δέν
εἶναι αὐτό πού εἶναι ἀθάνατο καί αἰώνιο; Ἐγώ μόνο μέσω τῆς ἀγάπης
εἶμαι ἀθάνατη καί αἰώνια. Αὐτό εἶναι τό πᾶν μου. Αἰσθάνομαι μέσω
αὐτῆς, σκέφτομαι καί κοιτάζω, ἀκούω καί βλέπω, ξέρω, ζῶ καί ἀθανατί-
ζομαι. Ὅταν λέω ἀγαπῶ, μ’ αὐτό περιλαμβάνω ὅλες τίς ἀθάνατες σκέ-
ψεις μου, ὅλες τίς ἀθάνατες αἰσθήσεις μου, ὅλες τίς ἀθάνατες ἐπιθυμίες
μου, ὅλες τίς ἀθάνατες ζωές μου. Μ’ αὐτό εἶμαι ὑπεράνω ὅλων τῶν
θανάτων καί ὑπεράνω ὅλων τῶν μή ὄντων, ἐγώ, ἡ δορκάδα ἡ ἀσημένια,
ἡ δορκάδα ἡ τρυφερή, ἡ δορκάδα ἡ ἀναστατωμένη.
Διαμέσου τῶν φρικαλέων κρημνῶν καί τρομερῶν χαραδρῶν περνᾶ
ἡ ἀγάπη μου πρός σένα, γαλάζιε οὐρανέ, πρός σένα μειλίχιε ἄνθρωπε,
πρός σένα ἀνθοβριθές ἄλσος, πρός ἐσένα εὔοσμο χορτάρι, πρός ἐσένα
Πανάγαθε καί Πάγκαλε! Διαμέσου τῶν ἀναρίθμητων θανάτων δια-

303
περνᾶ ἡ ἀγάπη μου πρός σένα, ὦ γλυκιά Αἰωνιότητά μου! Γι’ αὐτό τό
λόγο ἡ λύπη εἶναι ὁ διηνεκής συνταξιδιώτης μου. Κάθε σκληρότητα
εἶναι ἕνας ὁλόκληρος θάνατος γιά μένα. Σ’ αὐτόν τόν κόσμο ὡς ἐπί τό
πλεῖστον ἔζησα τίς σκληρότητες ἀπό ἕνα ὄν πού ὀνομάζεται ἄνθρωπος.
Ὤ, μερικές φορές, αὐτός ἀποβαίνει θάνατος γιά ὅλες τίς χάρες μου.
Μάτια μου, κοιτάξτε πέρα ἀπ’ αὐτόν καί πάνω ἀπ’ αὐτόν, πρός ἐκεῖνον
τόν Πανάγαθο καί Παν-αβρό! Ἡ ἀγαθότητα καί ἡ ἁβρότητα, αὐτές
εἶναι ἡ ζωή γιά μένα, αὐτές ἡ ἀθανασία, αὐτές ἡ αἰωνιότητα. Δίχως τήν
ἀγαθότητα καί τήν ἁβρότητα ἡ ζωή εἶναι κόλαση. Ὅταν αἰσθάνομαι
τήν ἀγαθότητα τοῦ Πανάγαθου καί τήν ἁβρότητα τοῦ Πάγκαλου, βρί-
σκομαι ὁλάκερη μέσα στόν παράδεισο. Ἄν ὁρμήσει ἡ σκληρότητα τῶν
ἀνθρώπων σέ μένα, ὤ! Αὐτό εἶναι σάν ὁλόκληρη ἡ κόλαση νά ὁρμᾶ
πάνω μου μ’ ὅλες τίς φρίκες της. Ἐξαιτίας τούτου, φοβᾶμαι τόν ἄνθρω-
πο, κάθε ἄνθρωπο, ἐκτός ἀπό τόν ἀγαθό και τόν ἁβρό.

Βρίσκομαι δίπλα στό ρυάκι τοῦ ὁποίου τήν ὄχθη σάν κρόσσια στο-
λίζουν γαλάζια λουλούδια. Καί τό ρυάκι εἶναι ἀπό τά δάκρυά μου. Μέ
πλήγωσαν οἱ ἄνθρωποι μέσα στήν καρδιά καί ἀντί τοῦ αἵματος ἄρχισαν
νά ρέουν τά δάκρυα. Τρυφεροί οὐρανοί, ἐλᾶτε τώρα νά σᾶς ἐξιστορήσω
τό μυστικό μου, ἀντί τοῦ αἵματος, μέσα στήν καρδιά μου ἔχω τά δάκρυα.
Αὐτό συνιστᾶ τή ζωή μου, σ’ αὐτό ἔγκειται τό μυστικό μου. Ἐξαιτίας
τούτου κλαίω γιά ὅλους τούς λυπημένους, γιά ὅλους τούς ἀθώους, γιά
ὅλους τούς ὑποτιμημένους, γιά ὅλους τούς προσβεβλημένους, γιά ὅλους
τούς πεινασμένους, γιά ὅλους τούς ἄσχημους, γιά ὅλους τούς θλιμμέ-
νους, γιά ὅλους τούς ταλαιπωρημένους, γιά ὅλους τούς θρηνοῦντες. Οἱ
σκέψεις μου ἀπό τή λύπη κομπιάζουν καί μεταβάλλονται σέ αἴσθηση
καί οἱ αἰσθήσεις χύνονται στά δάκρυα. Ναί, οἱ δικές μου αἰσθήσεις εἶναι
ἀπέραντες καί τά δάκρυα μου ἀναρίθμητα. Σχεδόν κάθε αἴσθησή μου
λυπᾶται καί κλαίει, ἐπειδή μόλις ἀναχωρήσει ἀπό μένα γιά τόν κόσμο
γύρω μου, θά συναντήσει κάποια σκληρότητα τῶν ἀνθρώπων. Ὤ, ὑπάρ-
χει πιό σκληρό καί πιό ἄσπλαχνο ὄν ἀπό τόν ἄνθρωπο;…
Γιατί εἶμαι πεταγμένη σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἀνάμεσα στούς ἀνθρώ-
πους; Ὤχ, ἄλλοτε, πρό πολλοῦ, ὅταν στά πυκνά καί ἄπειρα δάση μου

304
ἀκόμη δέν ἤξερα γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ κόσμος ἦταν γιά μένα ἡ χαρά
καί ὁ παράδεισος. Τότε ὕφαινα μετά χαρᾶς τίς παραδεισένιες διαθέσεις
καί τούς ἐνθουσιασμούς μου ἀνάμεσα στά μοσχοβόλα λουλούδια καί
τίς ψηλόκορμες σημύδες, ἀνάμεσα στά ἥμερα ἄλση καί τούς γαλάζιους
οὐρανούς. Ὅμως μέσα στόν παράδεισό μου πάτησε αὐτός, ὁ σκληρός,
ὁ ἄσπλαχνος καί ὑψηλόφρων, αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Ποδοπάτησε τά
λουλούδια μου, ἔκοψε τά δέντρα, συσκότισε τόν οὐρανό. Καί ἔτσι ὁ
παράδεισός μου μετατράπηκε σέ κόλαση… Ὤ, δέν τόν μισῶ γι’ αὐτό
ἀλλά τόν λυπᾶμαι. Τόν λυπᾶμαι διότι δέν ἔχει αἴσθηση γιά τόν παρά-
δεισο. Καί ἀπ’ αὐτό δέν ὑφίσταται μεγαλύτερη φρίκη γιά ἕνα κτίσμα,
γιά ὁποιοδήποτε κτίσμα. Ξέρετε, μία δορκάδα δέν μπορεῖ νά μισεῖ·
μπορεῖ μόνο νά λυπᾶται καί νά συμπονεῖ. Ὅλες τίς προσβολές, ὅλες τίς
σκληρότητες ἀποκρούει μέσω τῆς λύπης καί τῆς συμπόνιας. Ἡ λύπη
αὐτή εἶναι ἡ ἐκδίκησή της. Ἡ λύπη, συνοδευμένη ἀπό τή συμπόνια…
Ὤ, ἄνθρωποι, πῶς εἶστε τόσο ἄσπλαχνοι καί σκληροί! Ἔχω ἀκούσει ὅτι
ὑπάρχουν οἱ δαίμονες. Μά, εἶναι δυνατόν νά εἶναι χειρότεροι ἀπό τούς
ἀνθρώπους; Μόνο ἕνα παρακαλῶ, μόνο ἕνα ἐπιθυμῶ, νά μήν γίνω ψυχή
στόν ἄνθρωπο, αἴσθηση στόν ἄνθρωπο, σκέψη στόν ἄνθρωπο…
Κάθε σκληρότητα τῶν ἀνθρώπων τήν βιώνω σάν σκληρό χτύπη-
μα στήν καρδιά μου. Ἀπ’ αὐτό ἐμφανίστηκε ὁ καρκίνος στήν καρδιά
μου. Ὤ, πόσους μώλωπες ἔχω στήν καρδιά μου! Ἀπό πόσα χτυπήμα-
τα!… Ἄχ, ναί! Μά, βρίσκομαι μέσα στό χαμένο παράδεισο, μία δορκάδα
μέσα στό χαμένο παράδεισο! Ὤχ, ἐλέησόν με, Πανάγαθε καί Πάγκαλε!
Ὁ σωρός τῶν μωλώπων συσσωρεύτηκαν ἡ μία δίπλα σέ ἄλλη, ἡ μία
πάνω σέ ἄλλη, καί ἔτσι δημιουργήθηκε ὁ καρκίνος στήν καρδιά! Ὤχ,
σῶσε με ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀπό τούς σκληρούς καί κακούς ἀνθρώ-
πους! Ἔτσι θά μεταποιήσεις τόν κόσμο μου σέ παράδεισο καί τή λύπη
μου σέ χαρά…

Πάνω ἀπό ὅλα πού ἀγαπῶ, ἀγαπῶ τήν ἐλευθερία. Αὐτή ἀποτελεῖται
ἀπό τήν ἀγαθότητα, τήν ἁβρότητα, τήν ἀγάπη. Τό κακό ὅμως, ἡ σκλήρο-
τητα καί τό μῖσος αὐτά εἶναι δουλεία τοῦ χειρότερου εἴδους. Ἄν εἴμαστε
δοῦλοι αὐτῶν, εἴμαστε δοῦλοι τοῦ θανάτου. Ὑπάρχει φοβερότερη δουλεία
ἀπό τό θάνατο; Σ’ αὐτή τή σκλαβιά ὁδηγοῦν οἱ ἄνθρωποι, αὐτοί οἱ ἐπι-

305
νοητές καί οἱ δημιουργοί τοῦ κακοῦ, τῆς σκληρότητας καί τοῦ μίσους.
Καί ἐμένα μέ ἔστειλαν στόν κόσμο, εἶπαν καί προφήτευσαν, ὅρισαν καί
προόρισαν νά γίνεις λύπη καί ἀγάπη. Καί μ’ ὅλο τό εἶναι μου πληρῶ τόν
προσδιορισμό μου, δηλαδή λυπᾶμαι καί ἀγαπῶ. Λυπᾶμαι μέσω τῆς ἀγά-
πης, ἀγαπῶ μέσω τῆς λύπης. Μά, εἶναι δυνατόν νά κάνω τίποτε ἀλλιῶς
στόν κόσμο, πού κατοικεῖται ἀπό ἀνθρώπους; Ἡ ζωή μου κινεῖται μέσα σ’
αὐτά τά πλαίσια, μέσα σ’ αὐτήν τήν κορνίζα. Εἶμαι ὅλη καρδιά, ὅλη μάτι,
ὅλη λύπη, ὅλη ἀγάπη, γι’ αὐτό μέ δονεῖ ὁ φόβος, ἐκεῖνος ὁ ἀγαπημένος
φόβος, γιά τόν ὁποῖο ξέρει μόνο μία λυπημένη δορκάδα…
Στήν ὑψηλοφροσύνη τους οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά μαντεύ-
ουν τί μεγαλοπρεπεῖς καί ἀξιοθαύμαστες αἰσθήσεις φέρνουμε μέσα μας,
ἐμεῖς, οἱ δορκάδες. Ἀνάμεσα σέ σᾶς καί μᾶς, ἄνθρωποι, χάσκει μέγα
χάσμα, ὥστε ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ἔρθουμε σέ σᾶς οὔτε ἐσεῖς σέ μᾶς.
Ἐσεῖς δέν ἔχετε τό αἰσθητήριο γιά τούς κόσμους μας. Ἄν ἐμεῖς οἱ δορκά-
δες μεταφερόμασταν σέ σᾶς, θά μεταφερόμασταν σέ κόλαση. Κάποτε,
ἤμασταν μέσα στόν παράδεισο. Ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι τόν μετετρέψατε
σέ κόλαση. Αὐτό πού εἶναι οἱ διάβολοι γιά σᾶς, αὐτό εἶστε καί σεῖς οἱ
ἄνθρωποι γιά μᾶς. Μᾶς διηγοῦνταν οἱ σημύδες· εἶδαμε τό Σατανᾶ πού
ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, ἔπεσε μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί παρέ-
μεινε ἐκεῖ. Αὐτός, ὁ ἀποστάτης τοῦ οὐρανοῦ, διεκήρυξε: «Αἰσθάνομαι
πιό εὐχάριστα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων· καί ἐγώ ἔχω τόν παράδεισό μου,
εἶναι αὐτοί, οἱ ἄνθρωποι…».
Ξέρω καί προαισθάνομαι, μέ περιμένει ἡ ἀθανασία, καλύτερη ἀπό
τήν ἀνθρώπινη. Γιά σᾶς, ἄνθρωποι, ἐκεῖ, σ’ ἐκεῖνο τόν κόσμο, ὑφίσταται
καί ἡ κόλαση. Καί γιά μᾶς, δορκάδες, ὁ παράδεισος καί μόνον. Διότι
ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι συνειδητά καί ἑκούσια ἐπινοήσατε τήν ἁμαρτία, τό
κακό καί τό θάνατο, ὥστε καί ἐμᾶς, δίχως τήν ἔγκρισή μας, μᾶς παρεσύ-
ρατε σ’ αὐτά μέσω τῆς μοχθηρίας καί τῆς κακίας σας, ἐφόσον εἴχατε τήν
ἐξουσία πάνω μας. Ἐξαιτίας τούτου, θά δώσετε λόγο γιά μᾶς, γιά ὅλες
τίς θλίψεις μας, ὅλες τίς δυστυχίες μας, ὅλα τά μαρτύριά μας καί ὅλους
τούς θανάτους μας. Ἐσεῖς θά ὑποφέρετε γιά μᾶς καί λόγω ἡμῶν... Τήν
ἄκουγα, ὁ γαλάζιος οὐρανός ψιθύριζε στή μελανή γῆ τήν αἰώνια ἀλή-
θεια αὐτή, οἱ ἄνθρωποι, κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, θά δώσουν λόγο
γιά ὅλες τίς θλίψεις, γιά ὅλα τά μαρτύρια, γιά ὅλες τίς δυστυχίες, γιά
ὅλους τούς θανάτους ὅλων τῶν ἐπίγειων ὄντων καί κτισμάτων. Ὅλα τά

306
ζῶα, ὅλα τά πουλιά, ὅλα τά φυτά, θά σηκωθοῦν καί θά κατηγορήσουν
τό ἀνθρώπινο γένος γιά ὅλους τούς πόνους, γιά ὅλες τίς προσβολές,
γιά ὅλα τά κακά, γιά ὅλους τούς θανάτους πού τούς προκάλεσε μέσα
στήν περήφανη φιληδονία του, ἐπειδή μέ τό ἀνθρώπινο γένος, μπροστά
του καί πίσω του, συμπορεύονται ἡ ἁμαρτία, ὁ θάνατος καί ἡ κόλαση.
Ἄν ἐξέλεγα μεταξύ τῶν πλασμάτων, θά προτιμοῦσα τόν τίγρη
παρά τόν ἄνθρωπο, διότι εἶναι λιγότερο αἱμοδιψής ἀπό τόν ἄνθρωπο·
θά προτιμοῦσα τό λέοντα παρά τόν ἄνθρωπο, ἐπειδή εἶναι λιγότερο
αἱμοβόρος ἀπό τόν ἄνθρωπο· Θά ἐξέλεγα τήν ὕαινα παρά τόν ἄνθρω-
πο, ἐπειδή εἶναι λιγότερο ἀηδιαστική ἀπό τόν ἄνθρωπο· Θά ἐξέλεγα τό
λύγκα παρά τόν ἄνθρωπο, ἐπειδή εἶναι λιγότερο ὀργισμένος ἀπό τόν
ἄνθρωπο· θά προτιμοῦσα νά ἐκλέξω τό φίδι παρά τόν ἄνθρωπο, διότι
εἶναι λιγότερο πονηρό ἀπό τόν ἄνθρωπο· θά ἐξέλεγα καλύτερα κάθε
τέρας παρά τόν ἄνθρωπο, διότι καί τό φοβερότερο τέρας εἶναι λιγότε-
ρο φοβερό ἀπό τόν ἄνθρωπο… Ὤ, τήν ἀλήθεια λέγω, ἀπό τήν καρδιά
λέγω, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἐπινόησε καί δημιούργησε τήν ἁμαρτία, τό
θάνατο καί τήν κόλαση. Καί τοῦτο εἶναι χειρότερο καί ἀπό τό χειρότε-
ρο, πιό τερατῶδες καί ἀπό τό πιό τερατῶδες, φοβερότερο καί ἀπό τό
φοβερότερο σ’ ὅλους τούς κόσμους μου.

Τό ἔμαθα, καθώς τό μουρμούρισε τό δακρυϊκό ρυάκι, οἱ ἄνθρωποι


καυχιοῦνται γιά τή νοημοσύνη τους, ἐνῶ ἐγώ τούς κρίνω ἀπό τά κύρια
ἔργα τους, τήν ἁμαρτία, τό κακό καί τό θάνατο. Καί σκέφτομαι, ἄν ἡ
νοημοσύνη τους ἀποτελεῖται ἀπ’ αὐτό πού ἐπινόησαν καί δημιούργη-
σαν, τήν ἁμαρτία, τό κακό καί τό θάνατο, τότε αὐτό δέν εἶναι χάρισμα,
ἀλλά μία κατάρα. Ἡ νοημοσύνη πού ζεῖ καί ἐκφράζει τόν ἑαυτό της
μέσω τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ καί τοῦ θανάτου, εἶναι τιμωρία ἀπό τόν
Θεό. Μεγάλη νοημοσύνη, μεγάλος κολασμός. Ἐμένα θά μέ προσβάλα-
τε, ἄν μοῦ λέγατε ὅτι εἶμαι νοήμων, κατά τόν ἀνθρώπινο τρόπο νοή-
μων. Ἄν τέτοια νοημοσύνη εἶναι ἡ μοναδική ἰδιότητα τῶν ἀνθρώπων,
σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἐγώ ὄχι μόνο τήν ἀπαρνοῦμαι ἀλλά καί τήν
καταριέμαι. Ἄν ἐξαρτιόταν ἀπ’ αὐτήν ὅμως καί ὁ παράδεισός μου καί
ἡ αἰωνιότητά μου, θά ἀπαρνιόμουν τόν παράδεισο καί τήν αἰωνιότητα

307
γιά πάντα. Ἡ νοημοσύνη χωρίς τήν ἀγαθότητα εἶναι κολασμός ἀπό τόν
Θεο. Καί ἡ μεγάλη νοημοσύνη χωρίς τή μέγάλη ἀγαθότητα εἶναι μία
δυσβάστακτη κατάρα.
Μέ τή νοημοσύνη, δίχως τήν ἀγαθότητα καί τήν ἁβρότητα, ὁ
ἄνρθωπος εἶναι ἕνας τέλειος διάβολος. Ἄκουγα ἀπό τούς οὐράνιους
ἀγγέλους, ὅποτε ἔπλυναν τίς πτέρυγες μέσα στά δάκρυα μου, ὅτι ὁ διά-
βολος εἶναι η μεγάλη νοημοσύνη χωρίς τήν ἀγαθότητα καί τήν ἀγάπη.
Καί ὁ ἄνθρωπος καταλήγει σέ αὐτό, ἄν δέν ἔχει ἀγαθότητα καί ἀγάπη.
Ὁ νοήμων ἄνθρωπος δίχως τήν ἀγαθότητα καί τή συμπόνια, εἶναι
κόλαση γιά τήν ἁβρή ψυχή μου, εἶναι κόλαση γιά τή λυπημένη καρδιά
μου, εἶναι κόλαση γιά τά ἀπονήρευτα μάτια μου, εἶναι κόλαση γιά τή
μειλίχια ὕπαρξή μου. Πρός μία ἐπιθυμία ἀνυψώνεται ἡ ψυχή μου, νά μήν
ζῶ οὔτε σ’ αὐτό οὔτε σ’ ἐκεῖνο τόν κόσμο δίπλα σέ ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος
εἶναι νοήμων ἀλλά δέν ἔχει τήν ἀγαθότητα καί τή συμπονετική ἁβρό-
τητα. Μόνο ἔτσι ἐγκρίνω τήν ἀθανασία καί τήν αἰωνιότητα. Ἀλλιῶς,
κατάστρεψέ με, Θέε μου, καί μετάτρεψέ με στό μή ὄν!

Κατά τούς ἀρχαίους χρόνους, ἱστοροῦσαν οἱ ἄσπρες δορκάδες,


πάνω στή γῆ πέρασε Αὐτός, ὁ Πανήπιος καί Πανοικτίρμων, καί ἡ γῆ
μεταβλήθηκε σέ παράδεισο. Ὅπου πάτησε, ἐκεῖ ἔγινε ὁ παράδεισος.
Σ’ ὅλα τά ὄντα καί σ’ ὅλη τήν κτίση, ἀπ’ Αὐτόν ἔρρευσε ἡ ἀτέρμων
ἀγαθότητα, ἡ ἀγάπη, ἡ ἁβρότητα, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ ἠπιότητα καί ἡ
σοφία. Πάνω στή γῆ περπατοῦσε καί τόν οὐρανό κατέβαζε στή γῆ.
Τόν ἔλεγαν Ἰησοῦ. Ὤ, σ’ Αὐτόν εἴδαμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δύναται νά εἶναι
θαυμάσιος καί ὑπέροχος μονάχα ὅταν εἶναι ἀναμάρτητος. Αὐτός καί
μέσω τῆς λύπης μᾶς λυπόταν καί μέ μᾶς ἔκλαιγε λόγω τῶν κακιῶν πού
μᾶς διέπραξαν εἰς βάρος μας οἱ ἄνθρωποι. Ἦταν μαζί μας καί κατά τῶν
ἀνθρώπινων δημιουργημάτων, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κακοῦ καί τοῦ θανά-
του. Ἀγαποῦσε ὅλα τά κτίσματα τρυφερά καί συμπονετικά· τά χαΐδευε
μέ κάποια θεϊκή μελαγχολία· Τούς προστάτευε ἀπό τήν ἀνθρώπινη
ἁμαρτία, ἀπό τό ἀνθρώπινο κακό, ἀπό τόν ἀνθρώπινο θάνατο. Ὑπῆρξε,
καί διά παντός παρέμεινε ὁ Θεός μας, ὁ Θεός τῶν θλιμμένων, τῶν πέν-
θιμων πλασμάτων, ἀπό τά ἐλάχιστα μέχρι καί τά μέγιστα.

308
Μόνο ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού Τόν μοιάζουν εἶναι οἱ ἀγαπητοί
μας. Αὐτοί εἶναι τό γένος μας, ἡ ἀθανασία μας καί ἡ ἀγάπη μας. Ἡ ψυχή
αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὑφασμένη ἀπό τήν ἀγαθότητά Του, τή
συμπόνιά Του, ἀπό τήν ἀγάπη Του καί τήν ἁβρότητά Του, ἀπό τήν ἠπιό-
τητά Του, τή δικαιοσύνη Του καί τή σοφία Του. Ἡ νοημοσύνη τους εἶναι
θεϊκά σοφή, θεϊκά ἀγαθή, θεϊκά πράη, θεϊκά συμπονετική. Μοιάζουν
στούς φωτεινούς καί ἁγίους ἀγγέλους, διότι ἡ μεγάλη νοημοσύνη καί ἡ
μεγάλη ἀγαθότητα, συνενωμένες στό ἕνα, ὄντως εἶναι ὁ ἄγγελος.
Ἐξαιτίας τούτου ἡ ἀγάπη μας ὅλη τρέχει πρός τόν Ἰησοῦ τόν
πανήπιο, τόν πανάγαθο, τόν πανοικτίρμονα, τόν πάγκαλο. Αὐτός εἶναι
ὁ Θεός μας, ἡ Ἀθανασία μας καί Αἰωνιότητά μας. Τό Εὐαγγέλιό του
εἶναι περισσότερο δικό μας παρά ἀνθρώπινο, ἐπειδή μέσα μας βρίσκε-
ται περισσότερο ἡ ἀγαθότητά Του, ἡ ἀγάπη Του, ἡ ἁβρότητά Του…
Αὐτός, ὤ! Εὐλογημένος Αὐτός σ’ ὅλες τίς καρδιές καί σ’ ὅλους τούς
κόσμους μας! Αὐτός ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μας! Αὐτός ἡ γλυκιά παρηγο-
ριά μας σ’ αὐτόν τόν πικρό κόσμο πού παρέρχεται, καί ἡ αἰώνια χαρά σ’
ἐκεῖνον τόν ἀθάνατο κόσμο πού προσεγγίζει…

309
310
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

311
312
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σύμφωνα μέ τά λεγόμενα τοῦ ἰδίου τοῦ συγγραφέως, τά ἱερά


ἀπομνημονεύματα τοῦ πατρός Ἰουστίνου, «Οἱ φιλοσοφικοί κρημνοί»,
ἀποτελοῦν «συρραφή πού ἔλαβε χώρα σέ συγκεκριμένες μέρες καί
συγκεκριμένες νύχτες στό ἐνδιάμεσο τῶν δύο Παγκοσμίων Πολέμων».
Ἐμφανίστηκαν γιά πρώτη φορά τό 1957, σέ μιά ἔκδοση τῆς σειρᾶς
«Σβετσάνικ» (Ἑορτή), στή Γερμανία καί, μολονότι εἶχαν μεγάλη ζήτη-
ση, παρέμειναν δυσπρόσιτα στό εὐρύτερο ἀναγνωστικό κοινό. Μέ τήν
εὐκαιρία τῆς δημοσίευσης τοῦ ἔργου στήν ἑλληνική μέσα ἀπό τή δεύτε-
ρη ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» τοῦ πατρός Ἰουστίνου, εἴμαστε πεπεισμένοι
πώς τό ἔργο αὐτό εἶναι σήμερα τό ἴδιο ἐπίκαιρο μέ τήν ἐποχή στήν
ὁποία ἔχει γραφεῖ, ἄν ὄχι περισσότερο ἐπίκαιρο, καί ἀκόμα πιό προσιτό
στόν ἀναγνώστη τοῦ σήμερα ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ χθές, καθώς εἴμαστε ἄλλο
τόσο πεπεισμένοι πώς στό μέλλον θά καθίσταται ἀκόμα περισσότερο
ἐπίκαιρο.
Δέν εἶναι μονάχα ἡ γλῶσσα καί τό ὕφος πού ἔχει γραφεῖ, ἡ αἰτία
γιά τούτη τήν ἀγήραστη ἐπικαιρότητά του. Πρωταρχική αἰτία γι᾿
αὐτό ἀποτελεῖ τό περιεχόμενό του: οὐσιαστική, ἄμεση ἐπί τῆς οὐσί-
ας ἐνασχόληση μέ τά αἰώνια, «κατηραμένα» ζητήματα τοῦ νοήματος
τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τῆς γνώσης της, τῆς πραγματικότητας τοῦ
κόσμου, τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου. Ὁ πατήρ Ἰουστῖνος, μέσα ἀπό τούς
«Φιλοσοφικούς κρημνούς» του, κάνει στήν οὐσία μίαν ἐξομολόγηση
στόν οὐρανό καί στή γῆ: ἐξαγορεύει τήν ἀνθρώπινη τραγικότητά του,
«φῶτα καί σκοτάδια» τῆς γνώσης καί τῆς αἴσθησης, τούς «καημούς
καί πόθους» του, τή φλογερή του πίστη στόν Θεάνθρωπο Χριστό.
Καίοντας τήν ἄσβεστη κανδήλα του ἐνώπιον τῆς θαυμαστῆς Μορφῆς
Ἐκείνου, ἀντί γιά τό λάδι, σταλάζει ἀδιάλειπτα – καθώς ὁ ἴδιος τ᾿ ὁμο-
λογεῖ – στάλα τή στάλα τό ἴδιο τό αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μιᾶς καρδιᾶς
συνεπαρμένης ἀπό τά μυστήρια τῶν δικῶν Του κόσμων!
Εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας ἐκείνη ἡ «δορκάς μέσα στό
χαμένο παράδεισο», τῆς ὁποίας τήν καρδιά «ἔχει κάποιος πυρώσει μέ
κάθε λογῆς λυπηρά τῶν κόσμων ὅλων» γιά νά καταντήσει ἔτσι «τό
αἰσθητήριο τῆς θλίψης τοῦ σύμπαντος». Τίποτε δέν τοῦ φαντάζει πιό

313
ἀκατανόητο ἀπό τόν «σκεπτόμενο ἄνθρωπό» μας, πού τίς πιό πολλές
φορές τοῦ μοιάζει περισσότερο μέ τό μεταξοσκώληκα πού ζηλότυπα
κλείνεται στό μικροσκοπικό του κουκούλι· ἑνός ἀνθρώπου «τῶν λιτῶν,
ἀφυδατωμένων συλλογισμῶν, ὅπου ὁλάκερος τρυπώνει στό φλοιό
αὐτοῦ τοῦ πλανήτη, σάν τό τσιμπούρι στό μαλλί τοῦ προβάτου, καί
δέ βλέπει τίποτε παραπέρα ἔξω ἀπό τοῦτο τό φλοιό. Πάνω του ὅμως
λάμπουν ἄπειρα φῶτα..., συνωστίζονται κόσμοι ἀμέτρητοι».
Ἀποσβολωμένος ἐνώπιον τοῦ κακοῦ καί τῆς τραγικότητος τοῦ
ἀνθρώπου, μέσα σέ περιορισμούς καί διανοητική τύφλωση, γοητευμέ-
νος ἀπό τό ἀνέκφραστο Μυστήριο τοῦ Πλάστου καί τῶν ὄντων, φλε-
γόμενος ἀπό τήν πίστη στόν ζῶντα Χριστό, αὐτός ἦταν καί παρέμεινε
μέχρι τέλους ὁ ἀββᾶς Ἰουστῖνος τοῦ Τσέλιε, ἕνας ἀπό τούς αὐθεντικό-
τερους φιλοσόφους πού ἔχουν γράψει ποτέ στή σερβική γλῶσσα….
Τό σερβικό ἔθνος ἔχει γαλουχήσει πολλούς σοφούς, μεγάλους
ἀλλά καί ἁγίους ἄνδρες. Τρεῖς εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἰδιαίτερα στούς
καιρούς μας, καταλαμβάνουν ξεχωριστή θέση τήν ὁποία κανείς ἐχέ-
φρων δέν θά μποροῦσε νά ἀμφισβητήσει. Πρόκειται γιά τούς τρεῖς
ἐρημῖτες: τόν ἅγ. Πέτρο τοῦ Τσέτινιε (+1830), τόν ἅγ. Νικόλαο Ζίτσης
καί Ἀχρίδος (+1956) καί τόν ὅσιο Ἰουστῖνο τοῦ Τσέλιε (+1979). Τό
ξεχωριστό καί ἀνεπανάληπτο αυτῆς τῆς θεοσόφου τριάδος συνίσταται
πρώτιστα στό ὅτι ὁ καθένας τους μέ τό δικό του τρόπο συνάρμοσε ἐντός
του τόν φιλόσοφο μέ τόν θεολόγο καί τόν ποιητή. Ἡ συναρμογή αὐτή
ἀποτελεῖ τό σπανιώτατο ἀλλά καί εὐωδέστατο ἄνθος πού θά μποροῦσε
ἡ γῆ νά δώσει. Τό νά ἑνώσει κανείς στό πρόσωπό του τόν φιλόσοφο,
τόν θεολόγο καί τόν ποιητή σημαίνει πώς γνωρίζει τά βάθη τῶν ὄντων
καί τῶν πραγμάτων, πώς ἀποκτᾶ ἐμπειρική ἐπαφή μέ τό Μυστήριο πού
διατηρεῖ ὄντα καί πράγματα στήν ὕπαρξη καί στό Πλήρωμα τοῦ ὁποί-
ου αὐτά κατατείνουν, καί πώς τούτη τή γνώση καί ἐμπειρία μεταγγίζει
στόν καταλληλότερο γι᾿ αὐτές τίς δύο, ἀνθρωπίνως ὡραιότερο ποιη-
τικό λόγο. Οἱ «Φιλοσοφικοί κρημνοί» ἀποτελοῦν τό ἀδιάσειστο τεκ-
μήριο τῆς ἕνωσης αὐτῆς τῆς τριάδας φιλοσόφου–θεολόγου–ποιητοῦ
μέσα στήν ἡφαιστιώδη καί ἀπό Θεοῦ ἐξευγενισμένη ψυχή, μά καί στή
Χριστοποθοῦσα καρδία τοῦ πατρός Ἰουστίνου.
Ὅποιος τόν εἶχε γνωρίσει, ξέρει πώς τούτη ἡ ἡφαιστιογενής θεία
πύρωση καί ὁ παιδικός του πόθος διά Χριστόν δέν τόν ἐγκατέλειπαν

314
μέχρι τῆς ὑστάτης του ἀναπνοής. Τό καθετί ἐπάνω του ἦταν ζωντανό
καί φιλοσοφημένο, ἀνοικτό καί εὐσυγκίνητο σέ κάθε καινούρια γνώση
καί θεῖο θαῦμα, στό λουλούδι, στό μάτι, στόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο,
μέχρι νά ξεψυχήσει. Θυμᾶμαι ὅταν στό ἡλιοβασίλεμα τῆς ἐπίγειας ζωῆς
του ξεπροβόδιζε τόν Κομνηνό Μπετσίροβιτς, συγγραφέα ὁ ὁποῖος
ζοῦσε στό Παρίσι, καί δείχνοντάς του τά λουλούδια πού εἶχε φυτέψει
μέ τά χέρια της κάποια μοναχή, τοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ Κομνηνέ, πάρε μέ τό
μάτι σου λίγη ἀπό τούτη τήν ὡραιότητα, στό Παρίσι τέτοια δέν ὑπάρ-
χουν…». Ὁ Σέρβος ποιητής Ματθαῖος Μπέτσκοβιτς ἀφηγεῖται σχετικά
μέ τήν πρώτη συνάντηση μαζί του: «Μᾶς εἶπαν, εἶναι ἄρρωστος καί
δύσκολα θά σᾶς δεχτεῖ, ἀλλά ἐκεῖνος τελικά ἦρθε. Περίμενα νά τόν
φέρουν στό φορεῖο ἀλλά ἐκεῖνος, σάν φλόγα, μᾶς πλησίασε μέσα ἀπό
τό χορτάρι…».
Τό φθινόπωρο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, συνομιλούσαμε μπροστά
ἀπό τό ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς, ὁ ἐπ. Ἀθανάσιος, πρώην Ἐρζεγοβίνης,
καί ὁ γράφων, γιά διάφορα, ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα καί περί φιλοσοφίας. Μᾶς
ἄκουγε μέ προσοχή καί μέ μιά παιδική περιέργεια ὥσπου, συγκινημένος,
μᾶς λέει: «Λοιπόν, θά ἤμουν κι ἐγώ ἕνας τρελαμένος φιλόσοφος, σάν
τόν παράφρονα καί κακόμοιρο Νίτσε, ἄν δέν εἶχα συναντήσει τόν Κύριό
μου καί Χριστό μου!...». Ὕστερα, ἔβαλε τά κλάματα κι ἀπό τά δύο του
σάν τόν οὐρανό γαλανά, ὁλοκάθαρα μάτια, ξεχείλισαν δύο δακρυσμένα
ρυάκια. Ἔτσι, εὐσυγκίνητος καί ζωντανός ἔμεινε καί στό προσκέφαλο τῆς
ἐπιθανάτιας κλίνης, διαποτισμένος ὅμως καί μέ τήν εἰρήνη «τήν πάντα
νοῦν ὑπερέχουσαν», καί λουσμένος τό οὐράνιο φῶς…
Τέτοιος ἀκριβῶς ἦταν ὁ συγγραφέας αὐτοῦ τοῦ σπάνιου καί
ἐξαιρετικοῦ βιβλίου μέ τόν μοναδικό ἀλλά τόσο κατάλληλο τίτλο,
κατάλληλο γιά τόν ἴδιο μά καί γιά τό περιεχόμενό του, «Οἱ φιλοσοφικοί
κρημνοί».

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Τσέτινιε


καί Μητροπολίτης Μαυροβουνίου καί Παραθαλασσίας
+ Ἀμφιλόχιος

315

You might also like