You are on page 1of 220

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

Περιγραφη του λοιμού


των Αθηναίων από τον
Θουκυδίδην.

Με βάσει την ιστορία του Θουκυδίδη, βιβλίον Β΄. 47,

Θεσσαλονίκη 2020
2
3

Περιεχόμενα

Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΤΣΑΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ 2-3-2020 Πηγή: iefimerida.gr -.....................................4


Η πρώτη επιδημία Έμπολα χτύπησε στην Αρχαία Αθήνα, σύμφωνα με Αμερικανό καθηγητή.
19/06/2015................................................................................................................................9
LIBERAL. Η ζωή στον καιρό του λοιμού: Από τον Θουκυδίδη ως τον Μαντσόνι................10
Γεωπολιτική , ΗΠΑ , Κίνα , Υγεία 18 Μαρτίου 2020 Πελοποννησιακός Πόλεμος, διένεξη
Αμερικής-Κίνας και Κορονοϊός-Η αποτυχία της Δύσης να κατανοήσει τον Θουκυδίδη Του
Χωριανόπουλου Άγγελου.......................................................................................................17
Οι πανδημίες που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα: Από τη μαύρη πανώλη στον Mers.
Newsbomb.gr..........................................................................................................................20
Κορονοϊός: Μήπως έχετε νοσήσει και δεν το ξέρετε - Δείτε τα σημάδια.......................20
541 - 542 μ.Χ.: Η «πανώλη του Ιουστινιανού»...................................................................21
1348 - 1353 μ.Χ.: Η τρομερή πανούκλα του Μεσαίωνα.....................................................22
1918 - 1919: Ισπανική γρίπη...............................................................................................23
Ασιατική γρίπη (1957)........................................................................................................24
Η νόσος των τρελών αγελάδων (1986)...............................................................................24
Η γρίπη των χοίρων – 2009................................................................................................24
Mers (2012)........................................................................................................................25
ΕΘΝΟΣ. Κορονοϊός: Θα «φρενάρουν» πράγματι τον ιό η άνοιξη και η ζέστη;ΥΓΕΙΑ
15.03.2020 11:16 Newsroom..................................................................................................26
Η «προϋπηρεσία» των κορονοϊών......................................................................................27
ΕΘΝΟΣ. ΟΙ ΠΑΝΔΗΜΙΕΣ ΠΟΥ «ΘΕΡΙΣΑΝ» ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ: ΛΟΙΜΟΣ,
ΠΑΝΩΛΗ ΚΑΙ ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΓΡΙΠΗ. ΙΣΤΟΡΙΑ 26.03.2020 Γιώργος Σαρρής.......................28
430 Π.Χ. - Ο Λοιμός της Αθήνας. Αποδεκάτισε την πόλη-κράτος και σκότωσε τον
Περικλή..............................................................................................................................29
541-542 Μ.Χ. - ΠΑΝΟΥΚΛΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ..............................................................30
Οι αρουραίοι αναστάτωσαν μια ολόκληρη αυτοκρατορία..................................................30
Πέθαιναν πάνω από 5.000 άνθρωποι την ημέρα.................................................................30
1348–1353 - ΜΑΥΡΗ ΠΑΝΩΛΗ Ο θάνατος σκεπάζει τη μεσαιωνική Ευρώπη................31
Θεόσταλτη κατάρα.............................................................................................................32
1918-1919 - ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΓΡΙΠΗ Περισσότερα θύματα  και από τον Α’ Παγκόσμιο.........33
ΑΠΟΨΕΙΣ/Υγεία Φωνή της Καστοριάς. Κορονοϊός (ο αόρατος εχθρός) και η ιστορία των
πανδημιών στον κόσμο (Γράφει Ο Λεωνίδας Θ.Πουλιόπουλος) 16/03/2020.........................34
4

Κορονοϊός: Οι «αόρατοι εχθροί» που έχουν απειλήσει την ανθρωπότητα και η ελπίδα της
ιατρικής. «Η ζωή είναι σύντομη, η ιατρική μακρόχρονη, η ευκαιρία φευγαλέα, η πείρα
απατηλή, η σωστή κρίση δύσκολη» είχε πει ο Ιπποκράτης 23/03/2020..................................41
Η πολύτιμη μαρτυρία του προσβληθέντα από πανώλη Θουκυδίδη στους γιατρούς του
μέλλοντος.......................................................................................................................42
Ένας κρουνός στη μνήμη του γιατρού που ανακάλυψε τον τρόπο μετάδοσης της
χολέρας!..........................................................................................................................44
Φυματίωση, τόσο παλιά όσο και το προπατορικό αμάρτημα!........................................46
Λέπρα και φυματίωση - Οι θανατηφόρες «συνεργαζόμενες» νόσοι…...........................47
Λοιμός των Αθηνών. Από τη Βικιπαίδεια...............................................................................48
Ιστορικό..............................................................................................................................49
Συμπτώματα του λοιμού.....................................................................................................50
Κοινωνικές επιπτώσεις.......................................................................................................51
Παρανομία......................................................................................................................51
Θρησκευτική αβεβαιότητα..............................................................................................51
Επιμέλεια των αρρώστων και νεκρών.............................................................................52
Ταυτοποίηση της νόσου......................................................................................................52
Τύφος..............................................................................................................................53
Τυφοειδής πυρετός.........................................................................................................53
Αιμορραγικός πυρετός Έμπολα......................................................................................54
Η θεραπεία του λοιμού...................................................................................................54
Παραπομπές........................................................................................................................54
Σχετική βιβλιογραφία.........................................................................................................57
Στα ελληνικά...................................................................................................................57
Ξενόγλωσση...................................................................................................................57
Εξωτερικοί σύνδεσμοι........................................................................................................57
Από τον «λοιμό του Θουκυδίδη» στον κορονοϊό....................................................................57
Λοιμός και Κορονοϊός: Μια σύγκριση των δύο επιδημιών για να αναδειχθούν οι ομοιότητές
τους.25 Μαρτίου 2020 Πάτρα  24/03/2020 Νίκος Ασπρογέρακας, φιλόλογος.......................60
Μετάφραση............................................................................................................................63
Αρχαίο κείμενο.....................................................................................................................163
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ.
Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη.........................................................................................................210
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ................................................................................................................210
5

Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΤΣΑΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ 2-3-2020 Πηγή: iefimerida.gr -

Κορυφαίος αρχαιολόγος εξηγεί: Συγκλονιστικές οι ομοιότητες του


κορωνοϊού με τον λοιμό στην Αθήνα του Θουκυδίδη
Ο λοιμός των Αθηνών
Tο έργο του Michiel Sweerts «Ο λοιμός των Αθηνών» (1652)Κατερίνα Ι.
Ανέστη

Ο κορυφαίος αρχαιολόγος Νίκος Καλτσάς που υπήρξε επί 12 χρόνια


διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μας εξηγεί στο
iefimerida, βήμα βήμα, το κείμενο του Θουκυδίδη που αφηγείται τον
λοιμό στην αρχαία Αθήνα και αποκαλύπτει ανατριχιαστικές ομοιότητες
με την πανδημία κορωνοϊού σήμερα.

Οι ομοιότητες; Τα συμπτώματα, οι ουρές με τα φέρετρα στο Μπέργκαμο,


η συνωμοσιολογία, η «δημοκρατικότητα» του ιού απέναντι σε όλους
-ακόμα και ο Περικλής χτυπήθηκε από τη νόσο.

Μια αφήγηση μοναδική που δείχνει πώς το κείμενο του Θουκυδίδη για
τον λοιμό στην αρχαία Αθήνα είναι ακόμα ζωντανό, αναπνέει και
συνομιλεί με την συνθήκη που ζούμε τώρα.
«Μια καταστροφή που δεν κάνει διακρίσεις σε φύλλο, ηλικία,
θρήσκευμα, οικονομικό και κοινωνικό status. Ο πανίσχυρος Περικλής
πέθανε μετά από δυο χρόνια χτυπημένος κι αυτός από τον θανατηφόρο
ιό!» λέει ο Νίκος Καλτσάς
Μας γράφει ο Νίκος Καλτσάς:
«Θα ξεκινήσω με ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενο του μεγάλου
ιστορικού.
“νόμοι τε πάντες ξυνεταράχθησαν οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς ταφάς,
ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο” (Δεν τηρούσαν πια καμιά από τις
τελετές για την ταφή των νεκρών κι ο καθένας έθαβε τους δικούς του
όπως μπορούσε). Διαβάζοντας κάποιος αυτή τη φράση του Θουκυδίδη δε
μπορεί παρά να φέρει στη μνήμη του τις εικόνες της πομπής με τα
ασυνόδευτα φέρετρα στην τραγική Ιταλία του χθες, του σήμερα. Πόσο
6

πανικό και σε ποια κατάσταση φέρνει τον άνθρωπο μια πανδημία ιού;
Πόσο επηρεάζει τη συμπεριφορά του και ποιες σκέψεις περνούν από το
μυαλό του; Υπάρχουν άραγε κοινά σημεία ανάμεσα στο λοιμό της
αρχαίας Αθήνας και στη σημερινή πανδημία του κορονοϊού;

Ο Θουκυδίδης, που θεωρείται ο αντικειμενικότερος όλων των


ιστοριογράφων της αρχαιότητας, ζώντας ο ίδιος από κοντά τα γεγονότα
του Πελοποννησιακού Πολέμου, και έχοντας ιαθεί από τη φοβερή
αρρώστια, όπως ομολογεί, στο δεύτερο βιβλίο της Ιστορίας του (Θουκ. ΙΙ
2.47-255) αφιερώνει εννέα κεφάλαια στον πρωτοφανή λοιμό που έπληξε
την πόλη –κράτος της Αθήνας στο δεύτερο έτος του πολέμου το 430 π.
Χ.. Αναφέρεται σε αυτόν κυρίως με τη λέξη η νόσος και περιγράφει με
εξαντλητικές λεπτομέρειες τόσο τα συμπτώματα της, όσο και τα
παρεπόμενα αυτής της πανδημίας.

26|03|2020
«Eντονοι πονοκέφαλοι, ψηλός πυρετός, φλόγωση και κοκκίνισμα των
ματιών, φτέρνισμα και στη συνέχεια η νόσος έφτανε στο στήθος
προκαλώντας δυνατό βήχα. Ο πυρετός ήταν τόσο ψηλός που οι άνθρωποι
δεν μπορούσαν να ανεχθούν ούτε τα ρούχα τους και ήθελαν να είναι
γυμνοί, ενώ κάποιοι έπεφταν στις στέρνες τυραννισμένοι από
ακατάπαυστη δίψα, αλλά όσο κι αν έπιναν δεν μπορούσαν να τη
σβήσουν. Η νόσος ήταν τέτοια, ώστε οι λέξεις δεν φτάνουν για να την
περιγράψουν και χτυπούσε τόσο βαριά που δεν ήταν δυνατό να αντέξει η
ανθρώπινη φύση και οι περισσότεροι πέθαιναν την έβδομη ή την ένατη
μέρα». Τέτοιες και ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρει ο
Θουκυδίδης γι αυτή τη θανατηφόρα επιδημία.

Το χειρότερο όλων, όμως ήταν το ότι οι άνθρωποι νοσηλεύοντας ο ένας


τον άλλον κολλούσαν την αρρώστια, η οποία πλέον εξαπλωνόταν
ανεξέλεγκτα. Οι γιατροί, μη γνωρίζοντας τη φύση της νόσου, πέθαιναν κι
αυτοί όταν έρχονταν σε επαφή με τους αρρώστους. Οι πρακτικές και τα
έθιμα ταφής είχαν εγκαταλειφθεί. Ο συνήθης τρόπος ήταν η καύση (ίσως
και για λόγους προστασίας), αλλά πολλοί άνθρωποι, που δεν είχαν ούτε
το χρόνο ούτε την οικονομική άνεση να έχουν δική τους πυρά, έριχναν
τον δικό τους νεκρό σε πυρά στην οποία καίγονταν συγγενείς άλλων.
7

Ομαδικός τάφος με θύματα του λοιμού που βρέθηκε στον Κεραμεικό,


έξω από το νεκροταφείο / Φωτογραφία από την έκδοση του Μουσείου
Κυκλαδικής Τέχνης «Η πόλη από κάτω»
Ο ίδιος ο Θουκυδίδης προσβλήθηκε από τη νόσο και θεραπεύτηκε
Ο ομαδικός τάφος που βρέθηκε πριν από χρόνια κοντά στη συμβολή της
Ιεράς οδού και της οδού Πειραιώς κατά τις ανασκαφές των εργασιών για
το Μετρό της Αθήνας, είναι πολύ πιθανόν, όπως έχει ήδη υποστηριχθεί
από τους ανασκαφείς, να σχετίζεται με τον λοιμό στην αρχαία Αθήνα. Οι
89 σκελετοί που ανήκαν σε άτομα διαφόρων ηλικιών και φύλων είχαν
τοποθετηθεί στον ρηχό λάκκο με αταξία και βιαστικά. Η ταφή τους
άλλωστε έξω από το νεκροταφείο του Κεραμεικού, εκτός από την
έλλειψη χώρου, είχε ίσως και στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας.
Σύμφωνα, πάντως, με τις μελέτες που έκανε ο καθηγητής οδοντιατρικής
Μανώλης Παπαγρηγοράκης σε κρανία και ιδιαίτερα στο κρανίο ενός
κοριτσιού, διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για έναν τυφοειδή πυρετό.

Τον μεγαλύτερο οίκτο για τους αρρώστους ένιωθαν εκείνοι που είχαν
προσβληθεί από τη νόσο, αλλά είχαν σωθεί, γιατί ήξεραν πολύ καλά τι
σήμαινε αυτό, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν πια κανένα φόβο. Σύμφωνα με τον
Θουκυδίδη, η νόσος δεν πρόσβαλλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά
(είχε προφανώς αναπτύξει αντισώματα), αλλά ακόμα κι αν σπάνια τον
πρόσβαλλε δεν ήταν θανατηφόρα. Ήταν, μας λέει, τόσο μεγάλη η χαρά
όσων γίνονταν καλά που είχαν την πεποίθηση ότι δεν θα πέθαιναν ποτέ
από καμιά άλλη αρρώστια.
Δεν άργησαν οι συνωμοσιολογίες
Σύμφωνα με πληροφορίες που συνέλεξε ο Θουκυδίδης, η νόσος
ξεκίνησε, όπως φαίνεται, πιθανότατα από την Αιθιοπία κι από εκεί αφού
έφτασε στη γειτονική Αίγυπτο και στη Λιβύη, μόλυνε πολλές περιοχές
της αυτοκρατορίας του Βασιλέως (την τότε περσική αυτοκρατορία) . Ο
ιστορικός τονίζει ότι υπήρξαν και άλλες επιδημίες που εμφανίστηκαν π.
χ. στη Λήμνο, αλλά αυτή που έφτασε, άγνωστο πως, στην Αθήνα δεν είχε
κανένα προηγούμενο.
Η νόσος έφτασε πρώτα στον Πειραιά κι από εκεί σιγά σιγά στο άστυ των
Αθηνών. Μέσα στην ένταση του πολέμου εκφράστηκε αμέσως η πρώτη
συνωμοσιολογία: ότι δηλ. οι Σπαρτιάτες έριξαν δηλητήρια στα πηγάδια
του Πειραιά, στον οποίο δεν υπήρχαν κρήνες. “Eς δὲ τὴν Ἀθηναίων πόλιν
ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων,
8

ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ’ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν


ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω
πόλιν ἀφίκετο”. Παρακάτω, βεβαίως, μας λέει ότι οι Σπαρτιάτες στην
αρχή δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε μέσα στα τείχη της Αθήνας. Όταν, όμως
πληροφορήθηκαν για τη νόσο, είτε από αυτομολήσαντες είτε γιατί το
αντιλήφθηκαν βλέποντας τις φωτιές από τις καύσεις των νεκρών,
εγκατέλειψαν την Αττική.

Συνωμοσιολογίες, προφητείες, χρησμοί ήρθαν στην επικαιρότητα και


στις καθημερινές συζητήσεις. Ανάμεσα στις προφητείες επίκαιρος έγινε
ένας χρησμός που θυμήθηκαν οι γεροντότεροι, ότι “θα έρθει πόλεμος
δωρικός και μαζί του λοιμός”. Και καθώς ο χρησμός δόθηκε, ως συνήθως
προφορικά, διαφωνίες εκφράζονταν για το αν αναφερόταν σε λοιμό δηλ.
αρρώστια ή σε λιμό δηλ. σε πείνα. “Eγένετο μὲν οὖν ἔρις τοῖς ἀνθρώποις
μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἐν τῷ ἔπει ὑπὸ τῶν παλαιῶν, ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε
δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰκότως λοιμὸν εἰρῆσθαι· οἱ γὰρ ἄνθρωποι πρὸς ἃ
ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο”.
Η Μύρτις - Το πρόσωπο του κοριτσιού που βρέθηκε στον ομαδικό τάφο
του Κεραμεικού και ανέπλασαν οι ειδικοί
O ίδιος ο Περικλής πέθανε από τη νόσο
Αλλά ο μέγας ιστορικός Θουκυδίδης έχοντας νου και λογική σχολιάζει το
θέμα λέγοντας ότι τελικά δέχτηκαν όλοι ότι αναφερόταν σε λοιμό και
συμπληρώνει: «Νομίζω ότι, αν ποτέ ξαναγίνει δωρικός πόλεμος και τύχει
να έρθει μαζί λιμός (πείνα), θα τον ερμηνεύουν όπως θα ταιριάζει στην
περίσταση» (δηλαδή όπως τους βολεύει).
ἢν δέ γε οἶμαί ποτε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ Δωρικὸς τοῦδε ὕστερος καὶ
ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, κατὰ τὸ εἰκὸς οὕτως ᾄσονται.
Πολιορκημένοι και έγκλειστοι μέσα στα τείχη της πόλης οι Αθηναίοι, σε
έναν πόλεμο δύσκολο, με τους Σπαρτιάτες να έχουν καταστρέψει ότι
υπήρχε στην ύπαιθρο χώρα της Αττικής, και αντιμετωπίζοντας έναν
δεύτερο πόλεμο με μια ανεξέλεγκτη επιδημία να τους αποδεκατίζει,
έχοντας εγκαταλείψει ακόμα και την ελπίδα στους θεούς, άφηναν τη
φαντασία τους να εξυφαίνει σενάρια συνωμοσίας, ανέσυραν προφητείες
και χρησμούς (σημερινά πράγματα) και κατηγορούσαν τον Περικλή για
τα δεινά τους.
9

Και όλα αυτά από την αδυναμία του ανθρώπου, όσο ισχυρός κι αν
νομίζει ότι είναι, να αντιμετωπίσει κάτι που έρχεται έξω από αυτόν, μια
καταστροφή που δεν κάνει διακρίσεις σε φύλλο, ηλικία, θρήσκευμα,
οικονομικό και κοινωνικό status. Ο πανίσχυρος Περικλής πέθανε μετά
από δυο χρόνια χτυπημένος κι αυτός από τον θανατηφόρο ιό!»

Η πρώτη επιδημία Έμπολα χτύπησε στην Αρχαία Αθήνα, σύμφωνα με


Αμερικανό καθηγητή. 19/06/2015

Η πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη επιδημία Έμπολα εκδηλώθηκε το


1976 στη Δημοκρατία του Κονγκό –γνωστή τότε ως Ζαΐρ. Ωστόσο, ο
Powel Kazanjian, καθηγητής Ιστορίας και Λοιμωδών Νοσημάτων
από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, υποστηρίζει ότι το πρώτο
ξέσπασμα του ιού καταγράφηκε πιθανώς στην Αρχαία Ελλάδα πριν
2.400 χρόνια και είναι η επιδημία που γνωρίζουμε ως ο Λοιμός των
Αθηνών.

Κατάλοιπα DNA όμοιου με αυτό του ιού Έμπολα έχουν εντοπιστεί


βέβαια σε διάφορα είδη τρωκτικών που χρονολογούνται έως και 20
εκατομμύρια χρόνια πριν. Είναι λοιπόν πιθανό ο Έμπολα να μεταδόθηκε
από τα τρωκτικά στους ανθρώπους πολύ πριν αναγνωριστεί για πρώτη
φορά το 1976, δηλώνει ο Kazanjian στο Live Science.

Σε σχετική μελέτη που δημοσιεύει ο καθηγητής στην επιθεώρηση


Clinical Infectious Diseases αναφέρει πως η επιδημία που έγινε γνωστή
ως ο Λοιμός των Αθηνών ή Σύνδρομο του Θουκυδίδη, μια επιδημία
που εμφανίστηκε το 430 π.Χ. κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού
πολέμου και διήρκησε πέντε χρόνια, ίσως προκλήθηκε από τον ιό
Έμπολα.

Η ονομασία Σύνδρομο του Θουκυδίδη προέκυψε επειδή ο Θουκυδίδης


έκανε την ιστορική καταγραφή του πολέμου και μάλιστα νόσησε κατά το
λοιμό.

Η επιδημία που είχε πλήξει την Αρχαία Αθήνα χαρακτηριζόταν από την
αιφνίδια εκδήλωση πυρετού, από πονοκέφαλο, κόπωση και πόνο στο
στομάχι και τα άκρα και συνοδευόταν από τον επαναλαμβανόμενο εμετό.
Όσοι κατάφερναν να επιβιώσουν μετά από επτά ημέρες εκδήλωναν
επίσης σοβαρής μορφής διάρροια. Συνοδά συμπτώματα, σύμφωνα με τις
ιστορικές καταγραφές, ήταν το κοκκίνισμα των ματιών, ο λόξιγκας και η
αιμορραγία από το στόμα, ο βήχας, οι επιληπτικές κρίσεις, η σύγχυση, τα
δερματικά εξανθήματα ή ακόμη και η γάγγραινα.
10

Ο λοιμός λέγεται πως έφτασε στην Αρχαία Αθήνα από τη νότια Αίγυπτο,
περιοχή όπου έχουν εκδηλωθεί οι πιο πρόσφατες επιδημίες του ιού
Έμπολα. Τα αρχαία χρόνια, οι πληθυσμοί της περιοχής αυτής έφταναν
στην Ελλάδα για να δουλέψουν ως αγρότες ή υπηρέτες, φέρνοντας
πιθανώς μαζί τους την ασθένεια.

Τα συμπτώματα, οι υψηλοί δείκτες θνησιμότητας και η προέλευση


του Λοιμού των Αθηνών συνάδουν με τα αντίστοιχα στοιχεία που
διαθέτουν οι ερευνητές για τον Έμπολα.

Ο Λοιμός των Αθηνών έχει κατά καιρούς αποδοθεί σε πολλές


διαφορετικές αιτίες, όπως τύφο, ευλογιά, ιλαρά και βουβωνική πανώλη,
όμως ο Kazanjian υποστηρίζει ότι καμία άλλη ασθένεια πέραν του
Έμπολα δεν παρουσιάζει τόσες ομοιότητες με την ασθένεια που είχε
πλήξει τότε την Αθήνα. Ο καθηγητής αποδέχεται βεβαίως ότι η θεωρία
του ίσως δεν ευσταθεί και ότι η πραγματική αιτία του λοιμού παραμένει
αμφιλεγόμενη.

LIBERAL. Η ζωή στον καιρό του λοιμού: Από τον Θουκυδίδη ως τον
Μαντσόνι

Αυτόν τον καιρό του ολέθρου και της απόγνωσης, κλεισμένοι στα σπίτια
τους, οι Ιταλοί ξαναδιαβάζουν τους «Αρραβωνιασμένους» του μεγάλου
συγγραφέα Αλεσσάντρο Μαντσόνι. Μιας ιστορίας αγάπης, οι σελίδες της
οποίας ξετυλίχτηκαν παράλληλα με την φονική επιδημία πανούκλας
(1629-1631) που έπληξε την Ιταλία και εξολόθρευσε πάνω από 1
εκατομμύριο ανθρώπους. Και ανακαλύπτουν συγκλονιστικές ομοιότητες
με τη σημερινή εποχή. Εδώ στην Ελλάδα, καλό θα ήταν να
ξαναδιαβάσουμε τον Θουκυδίδη…

Στο ιστορικό μυθιστόρημά του, που γράφτηκε το 1821 και


πρωτοδημοσιεύθηκε το 1827, ο συγγραφέας του πιο αντιπροσωπευτικού
και πολυδιαβασμένου έργου του ιταλικού ρομαντισμού, του πρώτου στην
ιταλική γλώσσα, αλλά και του πρώτου με ήρωες ταπεινούς ανθρώπους
και όχι τους ισχυρούς της εποχής, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις
ολιγωρίες των αρχόντων και την αντικοινωνική συμπεριφορά των
πολιτών.

Για την συγγραφή του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος, που


διδάσκεται παραδοσιακά στα ιταλικά σχολεία – αλλά όπως είδαμε η
διδασκαλία της δεν απέδωσε καρπούς – ο Μαντσόνι είχε μελετήσει όλες
τις διαθέσιμες πηγές και εντρυφήσει σε όλα τα αρχεία της εποχής.
11

Η υποτίμηση του κινδύνου και η εισβολή των «παραγιών»

Γνωστή και ως «πανούκλα του Μαντσόνι», ακριβώς λόγω της


ενδελεχούς μελέτης του συγγραφέα, η μεταδοτική νόσος (La Peste, όπως
είναι πια γνωστή), χτύπησε την κεντρική και βόρεια Ιταλία φθάνοντας ως
την Ελβετία. Και συνεχίστηκε, σε ήπια μορφή, άλλα δύο χρόνια μετά την
λήξη συναγερμού, δηλαδή ως το 1633. Περισσότερο έπληξε – και τότε –
την περιοχή της Λομβαρδίας (Μιλάνο), αλλά και το Μεγάλο Δουκάτο
της Τοσκάνης (Φλωρεντία).

Εκείνη την εποχή, η Ιταλία δεχόταν την επιδρομή των μισθοφόρων της
Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους, που πήραν το
όνομα «lanzichenecchi», από την γερμανική λέξη Landsknecht (Land =
γη, χώρα, πατρίδα + Knecht = υπηρέτης, παραγιός).

Γνωστοί για την αγριότητά τους, οι μισθοφόροι αυτοί φαίνεται ότι είχαν
παρουσιάσει συμπτώματα της νόσου κατά την εισβολή τους στην Ιταλία.

Αν και αυτό είχε γίνει γνωστό, υποτιμήθηκε από τις αρχές, με τον
κυβερνήτη Δον Γκονζάλο Ντε Κόρντοβα, να επικεντρώνεται
αποκλειστικά στην εισβολή των μισθοφόρων και στις επιθέσεις τους στα
κυβερνητικά κτίρια και στη Γερουσία.

Ο μόνος που εμφανίζεται να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει και τι


πρόκειται να συμβεί είναι ο καρδινάλιος Φεντερίγκο που ρίχνεται στον
αγώνα για τη σωτηρία των ασθενών και τελικά καταλήγει να είναι η μόνη
αρχή που απομένει σε ένα Μιλάνο παραδομένο στους εισβολείς και στην
αρρώστια.

(Όπως βλέπετε, πολλά κοινά σημεία βρίσκουμε και με την Ελλάδα,


καθώς παράλληλα αντιμετωπίζουμε και την απόπειρα εισβολής από τον
Έβρο και την επίθεση του κορονοϊού. Ευτυχώς, ο δικός μας κυβερνήτης
έδωσε την ίδια βαρύτητα και στις δύο απειλές).

Όσον αφορά στους εισβολείς μάλιστα, είχαμε και τότε εισβολή δι’
αντιπροσώπων, καθώς οι συγκεκριμένοι μισθοφόροι είχαν στρατολογηθεί
μεταξύ των μη πρωτότοκων παιδιών μικροϊδιοκτητών αγροτών, που
προτιμούσαν να στρατεύονται παρά να περάσουν τη ζωή τους ως εργάτες
γης στις γονικές περιουσίες, κληρονόμοι των οποίων ήταν μόνο οι
πρωτότοκοι. Δεν ήταν ακριβώς στρατιώτες, γι’ αυτό και ήταν
εξοπλισμένοι μόνο με σπαθιά και δόρατα.
12

Σύμφωνα με τον Μαντσόνι, η υγειονομική υπηρεσία της εποχής είχε


προβλέψει ότι οι μισθοφόροι αυτοί θα έφερναν την πανούκλα, όπως και
συνέβη.

Ο συγγραφέας – όπως και ο Αλμπέρ Καμύ στην «Πανούκλα» και ο Ζοζέ


Σαραμάγκου στο «Περί τυφλότητος» και πριν από αυτούς ο Θουκυδίδης
και ο Βοκκάκιος – περιγράφουν στα ιστορικά ή αλληγορικά
αριστουργήματά τους τις κοινωνικές αντιδράσεις, εξηγώντας πώς η
κατάρρευση της κοινωνικής ευθύνης και η διάρρηξη του κοινωνικού
ιστού πολλαπλασίασαν τα θύματα και οδήγησαν σε οικονομική
καταστροφή.

Στην πρώτη γραμμή Θουκυδίδης και Ιπποκράτης

Ο Θουκυδίδης, περιγράφει τον λοιμό που εμφανίστηκε στην αρχαία


Αθήνα στον δεύτερο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου, το 430 π.Χ.,
κατά την πολιορκία της πόλης από τους Σπαρτιάτες. Πιστεύεται ότι
επρόκειτο για πανώλη, αν και νεότερα δεδομένα έχουν οδηγήσει τους
επιστήμονες και στην περίπτωση του τύφου ή και του Έμπολα.

Από τον λοιμό πέθανε και ο Περικλής, ενώ νόσησε και ο ίδιος ο
Θουκυδίδης, ο μεγάλος ιστορικός και πολεμικός ανταποκριτής που
περιέγραψε τα γεγονότα του πολέμου παράλληλα με την τέλεσή τους.
Στη μάχη κατά του λοιμού είχε λάβει μέρος και ο Ιπποκράτης, ο οποίος
πρώτος ανακάλυψε την ευεργετική επίδραση της φωτιάς, άρα και των
υψηλών θερμοκρασιών, ενώ ο Θουκυδίδης περιέγραψε από «πρώτο χέρι»
τα συμπτώματα και τις μεθόδους που ακολουθήθηκαν για την ίαση.

Ο Θουκυδίδης είχε εντοπίσει ως αίτιο διάδοσης της επιδημίας τον


συνωστισμό, καθώς στην Αθήνα και στον Πειραιά είχε συγκεντρωθεί
τεράστιος για την εποχή πληθυσμός ανθρώπων που προσπαθούσαν να
σωθούν από τις πολεμικές επιχειρήσεις. Είχε επίσης εντοπίσει και την
καταστροφική επίδραση των επαφών με τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς
πιστεύεται ότι όλα ξεκίνησαν από τον Πειραιά, κέντρο των εμπορικών
επαφών.

Ηθική κατάπτωση και παρακμιακά φαινόμενα

Ο μεγάλος ιστορικός έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην κοινωνική και ηθική


έκπτωση: Οι άνθρωποι, κατακλυσμένοι από το αίσθημα του
μελλοθανάτου, έπαψαν να υπακούουν στους νόμους, ξόδευαν αλόγιστα
τις περιουσίες τους σα να μην υπάρχει αύριο, πολλοί φτωχοί πλούτισαν
κληρονομώντας τις περιουσίες πλουσίων συγγενών τους.
13

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αδιαφόρησαν για την υστεροφημία τους, ενώ
ακόμη και οι ενάρετοι «έβγαλαν» τον χειρότερό τους εαυτό, καθώς είχε
καταλυθεί κάθε ηθικός φραγμός.

Κάτι που επίσης είχαν παρατηρήσει Θουκυδίδης και Ιπποκράτης ήταν ότι
όσοι επιβίωναν αποκτούσαν ανοσία στον ιό.

Επίσης, η μεταδοτικότητα της νόσου οδήγησε σε εγκατάλειψη των


ασθενών που πέθαιναν μόνοι τους, ενώ τα πτώματα συσσωρεύονταν,
αποτελώντας νέα πηγή μόλυνσης. Και αυτό αποτέλεσε στοιχείο ηθικής
και κοινωνικής κατάπτωσης, αφού είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Έλληνες
σέβονταν και φρόντιζαν τους νεκρούς τους.

Τέλος, υπήρξαν και τότε διάφορες ιστορίες συνωμοσίας, καθώς πολλοί


υποστήριζαν πως οι Θεοί έχουν ταχθεί στο πλευρό των Σπαρτιατών,
κάνοντας αναφορές σε διάφορους χρησμούς που ο Θουκυδίδης είχε
απορρίψει ως δεισιδαιμονίες.

Στην επιφάνεια τα ελαττώματα

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Μαντσόνι, που με αφορμή την επιδημία
προχωρά σε ηθικού περιεχομένου σκέψεις και διαπιστώσεις.
Αποδεικνύοντας ότι η πανούκλα έφερε στην επιφάνεια αρετές και
ελαττώματα, ηρωισμό και δειλία και όλα όσα κρύβονται σε συνθήκες
κανονικότητας.

Γιατί μια έκτακτη συνθήκη που δοκιμάζει το σώμα, δοκιμάζει και την
ψυχή και αποκαλύπτει τις ανθρώπινες αδυναμίες.

Στους «Αρραβωνιασμένους», ο Ιταλός συγγραφέας περιγράφει και αυτός


τις φήμες, τις διαδόσεις, τις δεισιδαιμονίες. Μάλιστα, ειδική αναφορά
κάνει και στις Αρχές, που έβαλαν πάνω από το Κοινό Καλό τα πολιτικά
και τα οικονομικά συμφέροντα, αν και είχαν ειδοποιηθεί.

Διάφοροι αγγελιαφόροι που ταξίδευαν παράλληλα με τους μισθοφόρους,


έβρισκαν στους δρόμους πτώματα. Αλλά όταν έμπαιναν στην πόλη του
Μιλάνου, διαπίστωναν πως το κακό είχε ήδη συμβεί. Η πόλη των δύο
ερωτευμένων, του Ρέντσο και της Λουτσία, είχε πέσει στην πιο θανάσιμη
παγίδα.

Οι επικοινωνίες ήταν δύσκολες εκείνη την εποχή, οι ειδήσεις έφθαναν με


δυσκολία, γράμματα δεν έφθαναν ποτέ στον παραλήπτη, οι ίδιοι οι
γραμματοκομιστές δεν έφθαναν ποτέ.
14

Μόνη αλλαγή τα smartphones!

Στη σημερινή εποχή, υπάρχουν τα πιο εξελιγμένα μέσα επικοινωνίας. Το


διαδίκτυο, τα κινητά, τα smartphones. Τα μηνύματα φθάνουν στο
δευτερόλεπτο. Η πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύει πως η ανθρώπινη
συμπεριφορά δεν έχει αλλάξει. Απλά σήμερα υπάρχει η (σημαντική)
δυνατότητα συχνής επανάληψης του μηνύματος.

Προσέξτε τώρα: Στην εποχή της επιδημίας που περιγράφει ο Μαντσόνι οι


άνθρωποι υποβάθμισαν τον κίνδυνο – όπως και στις μέρες μας. Πρόεδρος
της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής ήταν ο φυσικός (πρωτοφυσικό
τον αποκαλούν στην Ιταλία) Λουντοβίκο Σεττάλα. Αυτός κοπανιόταν
προσπαθώντας να προειδοποιήσει, αλλά δεν τον έπαιρναν στα σοβαρά.

Πόσες φορές έχουμε, από την αρχή της παρούσας κρίσης, ακούσει και
δει τους σύγχρονους επιστήμονες να «κοπανιούνται»;

Ο Μαντσόνι γράφει πως οι ίδιες οι συνέπειες της επιδημίας, η ίδια η


επιδημία αντιμετωπιζόταν με μια παράδοξη αδιαφορία: «Στις πλατείες,
στα μαγαζιά, στα σπίτια, αν κάποιος τολμούσε να αναφερθεί στον
κίνδυνο, αν έκανε κάποια αναφορά στην πανούκλα, αντιμετωπιζόταν με
χλευασμούς δυσπιστίας και οργισμένη περιφρόνηση».

Καρναβάλια, ντεφιλέ και happy hour!

Σήμερα, πολλοί στην Ιταλία θυμούνται πως παρά τις προειδοποιήσεις,


όλοι συνέχισαν να συνωστίζονται στα καφέ, στις παμπ, στα happy hour,
στα σούπερ-μάρκετς, στα θέατρα, στις επιδείξεις μόδας, στο Καρναβάλι
της Βενετίας, όπου, επί είκοσι σχεδόν μέρες συνωστίστηκαν όλοι για τις
παρελάσεις, τους διαγωνισμούς μάσκας, το πέταγμα του αγγέλου. Και
στις επιδείξεις μόδας του Μιλάνου, βέβαια, όπου παρουσιάστηκαν και
Κινέζοι σχεδιαστές. Οι οίκοι Αρμάνι και Λάουρα Μπιατζιόττι
πραγματοποίησαν τα ντεφιλέ τους κεκλεισμένων των θυρών και σε
διαδικτυακή μετάδοση, αλλά δεν συνέβη το ίδιο με πολλούς άλλους, ενώ
στο Μιλάνο είχε συρρεύσει κόσμος από όλα τα σημεία του ορίζοντα.

Μια άλλη ομοιότητα ήταν το «κυνήγι του πρώτου ασθενούς». Τότε, στο
Μιλάνο, ως πρώτος ασθενής θεωρήθηκε ένας Ιταλός στρατιώτης που
υπηρετούσε στον ισπανικό στρατό και λέγεται ότι πέρασε από το σπίτι
των γονιών του πριν φθάσει στο νοσοκομείο όπου και κατέληξε τέσσερις
ημέρες αργότερα. Οι συγγενείς μπήκαν σε καραντίνα, όλα τα ρούχα
παραδόθηκαν στην πυρά, διότι, όπως γράφει ο Μαντσόνι, η διάδοση
έγινε με την επαφή.
15

Οι ήρωες τότε και σήμερα

Υπήρχαν επίσης και στην εποχή του Μαντσόνι, οι ήρωες. Επικεφαλής


στη μάχη, ο καπουτσίνος ιερέας Φελίτσε Καζάτι, που ακούραστος
συντόνιζε τα πάντα μένοντας όρθιος για μερόνυχτα.

Τότε, υπό τις οδηγίες του Καζάτι, ιερείς, γιατροί και νοσηλευτές
«απειλούσαν, τιμωρούσαν, παρηγορούσαν, στέγνωναν δάκρυα», όπως
γράφει ο Μαντσόνι. Όπως σήμερα τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής,
οι γιατροί, οι νοσηλευτές.

Και κάτι ακόμη: Και τότε δημιουργήθηκαν ειδικοί χώροι – καλύβες από
άχυρο – για να νοσηλεύονται οι ασθενείς. Οι καλύβες αποτέλεσαν το
νοσοκομείο μολυσματικών ασθενειών της εποχής και ο Καζάτι φρόντιζε
να μην λείπουν οι γιατροί, τα φάρμακα, η τροφή και τα χειρουργικά
εργαλεία.

Φυσικά, υπάρχουν και διαφορές. Ο Μαντσόνι περιγράφει την τυφλότητα


των αρχών, κάτι που δεν συνέβη με τον κορονοϊό στην Ιταλία.
Περιγράφει επίσης ότι τότε η λέξη «πανούκλα» ήταν απαγορευμένη,
πράγμα που δεν συνέβη με τον κορονοϊό – αντίθετα σε πολλές
περιπτώσεις φτάσαμε στο άλλο άκρο, αντιμετωπίζοντας με καχυποψία
και το παραμικρό φτάρνισμα.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα στις πύλες του Μιλάνου έφθασε ο


ερωτοχτυπημένος Ρέντσο. Η πόλη ήταν – και τότε – σε καραντίνα, αλλά
έλυσε το πρόβλημά του χρηματίζοντας τους φρουρούς. Κι’ όταν μπήκε…

Σιωπή και μοναξιά

Γράφει ο Μαντσόνι: «Ο καιρός κλειστός, ο αέρας βαρύς, ο ουρανός


κρυμμένος από ένα σύννεφο ή μία αδιαπέραστη ομίχλη, ακίνητη, που
έκρυβε τον ήλιο χωρίς να υπόσχεται βροχή. Τα χωράφια τριγύρω
ακαλλιέργητα, οι πρασινάδες είχαν χάσει το χρώμα τους και τα πεσμένα
φύλλα χωρίς ούτε μια σταγόνα δροσιάς. Κι’ αυτή η μοναξιά, αυτή η
σιωπή, τόσο κοντά σε μια μεγάλη πόλη, μεγάλωναν την ανησυχία του
Ρέντσο κι’ έκαναν ακόμη πιο σκοτεινές τις σκέψεις του».

Γρήγορα ο Ρέντσο κατάλαβε πως αυτό που περισσότερο τον τρόμαζε


ήταν ο δικός του τρόμος, που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν έπεσε
θύμα της επιθετικότητας ενός περαστικού που τον θεώρησε «untore»,
δηλαδή ασθενή που μεταδίδει την πανούκλα.
16

Περπατάει και περπατάει σε ένα μέρος που θα την έλεγες πόλη των
ζωντανών. Αλλά κοιτάζοντας τους έρημους δρόμους και τα
κλειδαμπαρωμένα σπίτια, σκέπτεται: «Μα ποια πόλη και ποιοι
ζωντανοί»!

Χάρη στον Μαντσόνι – αλλά και στη δεύτερη γυναίκα του Τερέζα και
στον επιστήθιο φίλο του Τομμάζο Γκρόσσι, που επέμειναν να
εμπλουτίσει και να επανεκδώσει το έργο του, κάτι που έγινε μεταξύ του
Οκτωβρίου 1840 και του Νοεμβρίου 1842 – έχουμε και την ιστορία της
Πλάκας της Ατιμωτικής Στήλης, που σήμερα φυλάσσεται στο Καστέλο
Σφορτσέσκο στο Μιλάνο.

Ο θάνατος του κουρέα και η Στήλη της Ατίμωσης

Επρόκειτο για μια Στήλη όπου τον καιρό που περιγράφει ο Μαντσόνι στο
ιστορικό του μυθιστόρημα αναγράφονταν τα ονόματα των «untori», των
μεταδοτών, αυτών δηλαδή που κατηγορήθηκαν ότι συνέβαλαν στη
διάδοση της νόσου.

Ο λόγος για την τραγική ιστορία του κουρέα Τζιαν Τζιάκομο Μόρα και
του υγειονομικού αξιωματούχου Γκουλιέλμο Πιάτσα, που
κατηγορήθηκαν ότι δήθεν συνέβαλαν στην μετάδοση της πανούκλας, με
τον Μόρα να παρασκευάζει και τον Πιάτσα να διαθέτει σκευάσματα, τα
οποία τοποθετούσε έξω από τις πόρτες των σπιτιών. Η αλήθεια είναι ότι
στο μπαρμπέρικο του Μόρα βρέθηκαν διάφορα αρωματικά σκευάσματα
της δουλειάς του, αλλά και τα υπολείμματα κάποιας κρέμας που
υποτίθεται ότι επούλωνε πληγές.

Μόρα και Πιάτσα συνελήφθησαν και βασανίστηκαν φριχτά, με


αποτέλεσμα να ομολογήσουν ό,τι οι δικαστές τους ήθελαν να
αποσπάσουν. Γι’ αυτό και στη δίκη έπεσαν σε πολλές αντιφάσεις, αλλά
παρ’ όλα αυτά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Προηγουμένως
διαπομπεύθηκαν συρόμενοι στους δρόμους της πόλης, ενώ το σπίτι-
μαγαζί του κουρέα κατεδαφίστηκε και στη θέση αυτή (σήμερα γωνία της
οδού Τζιαν Τζιάκομο Μόρα και λεωφόρου Πόρτα Τιτσινέζε στο Μιλάνο)
τοποθετήθηκε η γνωστή Πλάκα της Ατίμωσης, σύμβολο σήμερα της
δεισιδαιμονίας και της αδικίας.

Η Πλάκα έμεινε στη θέση αυτή από το 1630 επί ισπανικής διοίκησης και
απομακρύνθηκε το 1778 επί Μαρίας Θηρεσίας και αυστριακής κατοχής.

Σήμερα, στο ίδιο σημείο υπάρχει ένα μικρό παλάτσο. Το 2005


τοποθετήθηκαν εκεί ένα μπρούτζινο αγαλματίδιο και μια επιγραφή σε
ανάμνηση εκείνων των τραγικών γεγονότων:
17

«Εδώ υπήρχε κάποτε το σπίτι του Τζιαντζάκομο Μόρα που άδικα


βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο ως μεταδότης στη διάρκεια
της πανούκλας του 1630». Και προστίθεται η φράση που είχε
χρησιμοποιήσει η Μαντσόνι στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του:

«Είναι μια ανακούφιση να σκεπτόμαστε πως αν δεν γνώριζαν τι έκαναν


ήταν επειδή δεν ήθελαν να γνωρίζουν, ήταν λόγω εκείνης της άγνοιας 
που ο άνθρωπος αναδέχεται και χάνει κατά βούληση, και δεν είναι μια
δικαιολογία, αλλά μια ενοχή».

Ο Μαντσόνι αναφερόταν στους δικαστές και βασανιστές των δύο αθώων,


στηλιτεύοντας έτσι τον φανατισμό, την δεισιδαιμονία και την υποκρισία,
που σημάδεψαν την ιστορία του ανθρώπου και σκότωσαν περισσότερους
από οποιαδήποτε μολυσματική ασθένεια…

Γεωπολιτική , ΗΠΑ , Κίνα , Υγεία 18 Μαρτίου 2020 Πελοποννησιακός


Πόλεμος, διένεξη Αμερικής-Κίνας και Κορονοϊός-Η αποτυχία της Δύσης
να κατανοήσει τον Θουκυδίδη Του Χωριανόπουλου Άγγελου

Ο Λοιμός των Αθηνών

Ο Λοιμός των Αθηνών  ήταν μια καταστροφική επιδημία η οποία


εκδηλώθηκε κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου,
το 430 π.Χ., και ενώ η πόλη πολιορκούνταν από τους Σπαρτιάτες. Έγινε
η αιτία θανάτου όχι μόνο χιλιάδων Αθηναίων, αλλά και της πιο ιστορικής
Δημοκρατίας του κόσμου. Βασισμένοι στις περιγραφές του Θουκυδίδη
που κάνει λόγο για συμπτώματα που ξεκινούν από το στόμα και
καταλήγουν στη κοιλιακή χώρα, το έντερο, το δέρμα και το κεντρικό
νευρικό σύστημα, γιατροί και ιστορικοί διατύπωσαν εδώ και χρόνια
διάφορες θεωρίες. Μια επικρατούσα θεωρία υποστήριξε ότι ο λοιμός των
Αθηναίων οφειλόταν στον ιό Έμπολα. Η εκδοχή αυτή υποστηρίχτηκε
αρχικά από τον Anthony Ramirez με άρθρο του το 1996 στους New York
Times. Ωστόσο υπάρχουν ισχυρές αμφισβητήσεις, αλλά και νέα
δεδομένα.

Ο λοιμός της αρχαίας Αθήνας Πριν από περίπου 2.400 χρόνια ένας
θανατηφόρος λοιμός είχε σαρώσει την αρχαία Αθήνα. Σε πέντε χρόνια,
έχασαν τη ζωή τους ίσως το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης-
κράτους, που ήταν τότε υπό πολιορκία από την Σπάρτη.  Ο Θουκυδίδης
αναφέρει πως αν κανείς ήθελε να διαφύγει τον θάνατο, έκοβε το μέρος
του σώματος όπου υπήρχε εμφανής ένδειξη των συμπτωμάτων, όπως
άκρα των χεριών και ποδιών, και μερικοί έβγαζαν ακόμη και τα μάτια
18

τους. Άλλοι πάλι, αμέσως μετά την θεραπεία τους, πάθαιναν γενική
αμνησία και δεν αναγνώριζαν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους οικείους
τους. Αυτή η τρομοκρατική μάστιγα προκάλεσε τεράστια θνησιμότητα
και οδήγησε απροσδόκητα και πρώιμα, το τέλος του χρυσού αιώνα.

Ο πολιτισμός και η οικονομική άνθηση υποχώρησαν σημαντικά και η


μοίρα της Αθήνας επηρεάστηκε καθοριστικά. Άρα και η πορεία των
ελληνικών πόλεων. Ο Περικλής, ο ηγέτης που σηματοδότησε εκείνη την
εποχή, ήταν ένας από τους χιλιάδες πολίτες που υπέκυψαν στην επιδημία.
Η θέα των αναρίθμητων νεκρικών πυρών στην πόλη έκανε τους
Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν ώστε να αποφύγουν την επιδημία. Πέρα
από τον ίδιο τον Περικλή, ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας, των
στρατιωτικών δυνάμεων στόλου και ξηράς πέθανε επίσης, και η εξουσία
στην πόλη αναλήφθηκε από διάφορους αντικαταστάτες τους οποίους ο
Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως ανίκανους και αδύναμους. (πηγή:
www.mixanitouxronou.gr)

Πελοποννησιακός Πόλεμος, διένεξη Αμερική-Κίνας και Κορονοϊός

-Ο πρώτος ιστορικός ο οποίος κατέγραψε την σύγκρουση μίας ήδη


επικρατούσας χώρας παγκόσμιας ισχύος (υπερδύναμης), με μία
αναδυόμενη χώρα ισχύος, ήταν ο Θουκυδίδης. Κατά τον
Πελοποννησιακό Πόλεμο η αναδυόμενη (ναυτική δύναμη) Αθήνα, είχε
αρχίσει εμφανώς να αμφισβητεί την κυριαρχία της Σπάρτης στον
Ελλαδικό χώρο, καθώς κυριαρχούσε στο εμπόριο μεταξύ των πόλεων-
κράτη και των νησιών του Αιγαίου. Είχε συνάψει διμερής συμφωνίες με
πολλούς οικονομικούς γεωγραφικούς πυλώνες, διαμορφώνοντας δικά της
γεωοικονομικά δίκτυα τα οποία απέκοπταν πλήρως τα Σπαρτιατικά,
δημιουργώντας μία κατάσταση η οποία διεθνώς ονομάζεται ως ”Παγίδα
του Θουκυδίδη”.

Σύμφωνα με αυτήν την κατάσταση, όταν ένα κράτος ισχύος (Σπάρτη) έχει
δημιουργήσει ένα δικό του οικονομικό-εμπορικό-ενεργειακό σύστημα και
εντός αυτού αναδύεται ένα άλλο κράτος (Αθήνα) το οποίο χρησιμοποιεί
αποτελεσματικότερα το υπάρχον σύστημα, τότε το αρχικό κράτος (Σπάρτη)
διεξάγει προληπτικό πόλεμο έναντι του αναδυόμενου.

Σκοπός αυτού του σκεπτικού είναι να καθυστερήσει ή να αποκοπεί


πλήρως η ανάδυση ενός δεύτερου πόλου ισχύος, ο οποίος απειλεί να
υποκαταστήσει τον πρώτο, με σκοπό να τεθεί το εν διαμορφώση κράτος
σε έναν πόλεμο φθοράς και οικονομικής-εμπορικής καθόδου. 

Την έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου είχε καθορίσει και ένας μη


γραμμικός-απροσδιόριστος παράγοντας, ο οποίος ήταν ο λοιμός της
19

εποχής. Το Αθηναϊκό κρατίδιο γνώρισε τεράστια ύφεση με την εμφάνιση


του λοιμού, καθώς καλείτο να αντεπεξέλθει σε δύο μέτωπα, ένα έναντι
των Σπαρτιατών και ένα έναντι του λοιμού. Η οικονομία και οι κρατικές
δομές δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν και η ήττα των αναδυόμενων
Αθηνών έναντι της Σπάρτης ήρθε ως φυσικό επακόλουθο των
προαναφερθέντων γεγονότων.

-Ένα παρόμοιο γεωπολιτικό σύστημα βιώνουμε και τώρα, όπου εντός του
Αμερικανικού δημοκρατικού, καπιταλιστικού και φιλελεύθερου
μοντέλου, εμφανίζεται ένα επιθετικό Μαοϊκό, ρεαλιστικό και αυταρχικό
μοντέλο καπιταλισμού, αυτό της Κίνας, το οποίο αναμφίβολα απειλεί να
”εκθρονίσει” (αν δεν το έχει κάνει ήδη) τις ΗΠΑ από την θέση τους. Η
Κίνα όπως και η Αθήνα έχουν συνάψει σημαντικές διμερής συμφωνίες με
χώρες ”κλειδιά” όπως το Πακιστάν, η Σρι Λάνκα, η Ρωσία, η Αφρική και
το λιμάνι του Πειραιά στην Ελλάδα, βάση των οποίων δημιουργούν μια
νέα δική τους οικονομική-εμπορική-ενεργειακή δυναμική με σκοπό την
πλήρη αποκοπή των ΗΠΑ από τις γεωοικονομικές οδούς. 

Τα μηνύματα της παγίδας του Θουκυδίδη είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Εν
έτη 2020, μία πανδημία εν ονόματι Covid-19 διαταράσσει πλήρως το
γεωπολιτικό σύστημα στο οποίο ζούμε, όπως και το 430 π.Χ. Ο
ιστορικός παραλληλισμός όμως θα ήθελε η πανδημία αυτή να βλάψει μία
ανερχόμενη Κίνα, να δοκιμάσει πλήρως τις κρατικές της δομές και να
την αδρανοποιήσει. Αντ’αυτού, ερχόμαστε μπροστά σε μία Κίνα η οποία
μέσα σε έναν σχεδόν μήνα, καταφέρνει να διαχειριστεί υποδειγματικά 1,3
δισεκατομμύρια κατοίκους και να ξεπεράσει την πανδημία,
μεταφέροντας το πρόβλημα στον κυρίαρχο γεωγραφικό πόλο ισχύος-την
Δύση. Μία Δύση της οποίας οι πολιτικές-οικονομικές δομές φαίνονται
αντάξιες των συνθηκών, δείχνοντας πλήρη ασέβεια έναντι ενός εκ των
αρχαιοτέρων ιστορικών (του Θουκυδίδη), βάζοντας εκατομμύρια ζωές σε
κίνδυνο, εν όψει της αντιμετώπισης του λοιμού, της πρωτόγνωρης και
ανεπανάληπτης οικονομικής ύφεσης αλλά και του μεταναστευτικού. 

Νικητής στην τεραστίων διαστάσεων γεωπολιτική διένεξη, μεταξύ της εν


διαμορφώσει Πανευρασιατικής Οντότητας (Κίνας-Ρωσίας) και της  Δύσης
(νατοϊκών δυνάμεων κυρίως) είχαμε αναφέρει και σε προηγούμενα άρθρα
του Infognomonpolitics, πως  θα είναι ο ορθότερος γνώστης της ιστορίας.

Σε μία ομιλία του Κινέζου Πρωθυπουργού Xi Jinping στο Νεπάλ, στις 13


Οκτωβρίου 2019, με αφορμή την δημιουργία και την ενίσχυση νέων
οικονομικών-εμπορικών κινεζικών δρόμων, ο Κινέζος πρωθυπουργός
έκλεισε την ομιλία του, μιλώντας στην τοπική διάλεκτο,  με το αρχαίο
γνωμικό του Θουκυδίδη ”Αμάθια μεν θράσος, λογισμός δε όκνον
20

φέρνει”, δηλώνοντας παγκοσμίως πως ο ορθότερος γνώστης της ιστορίας


είναι ο διαμορφωτής της Πανευρασιατικής Οντότητας. 

Οι πανδημίες που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα: Από τη μαύρη πανώλη


στον Mers. Newsbomb.gr.

Ο λοιμός της Αθήνας, η πανώλη του Ιουστινιανού, η πανούκλα του


Μεσαίωνα και η Ισπανική γρίπη είναι κάποιες από τις επιδημίες που
έχουν συγκλονίσει την ανθρωπότητα, με τα θύματά τους να ξεπερνούν
κατά πολύ τους νεκρούς από τον νέο κορονοϊό

Μπορεί ο κορονοϊός να έχει κηρυχθεί σε πανδημία, ωστόσο οι


επιπτώσεις του είναι περιορισμένες σε σχέση με άλλες ασθένειες που
έχουν πλήξει κατά καιρούς την ανθρωπότητα.

Κορονοϊός: Μήπως έχετε νοσήσει και δεν το ξέρετε - Δείτε τα σημάδια


430 π.Χ.: Ο λοιμός των Αθηνών

Ο Λοιμός των Αθηνών ή «σύνδρομο του Θουκυδίδη» ήταν μια


καταστροφική επιδημία η οποία εκδηλώθηκε στην πόλη-κράτος των
Αθηνών στην αρχαία Ελλάδα, κατά το δεύτερο έτος του
Πελοποννησιακού πολέμου, το 430 π.Χ., και ενώ η πόλη
πολιορκούνταν από τους Σπαρτιάτες. Θεωρείται πως η επιδημία
πρωτοεμφανίστηκε στο κύριο λιμένα της Αθήνας, τον Πειραιά, που
αποτελούσε την κύρια είσοδο προμηθειών της πόλης. Ο λοιμός
εμφανίστηκε και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου,
επέστρεψε δύο φορές, το 429 π.Χ. και τον χειμώνα του 427/426 π.Χ.,
και η καταστροφή που προκάλεσε στον πληθυσμό της Αθήνας ήταν ένα
σημαντικό πρώτο πλήγμα για την πόλη ως προς την εξέλιξη του πολέμου.

Προκάλεσε το θάνατο ενός μεγάλου ποσοστού των κατοίκων της


πόλης, ανάμεσα στους οποίους και του ίδιου του Περικλή μαζί με τα
μέλη της οικογενείας του, ενώ οι λεπτομερείς μαρτυρίες του Θουκυδίδη
είναι ανεκτίμητες για την μελέτη του γεγονότος, καθώς ο ίδιος ήταν
αυτόπτης μάρτυρας και είχε μολυνθεί, αλλά κατόρθωσε να επιζήσει.
Επίσης, ο Ιπποκράτης ήταν ένας από τους γιατρούς που βρίσκονταν στην
πόλη και η συνεισφορά του στην αντιμετώπιση του λοιμού ήταν
σημαντική.
21

541 - 542 μ.Χ.: Η «πανώλη του Ιουστινιανού»

Η πανώλη ή πανούκλα είναι οξεία λοιμώδης νόσος, που προκαλείται


από το βακτήριο Yersinia pestis (βάκιλος του Γερσίν). Η νόσος
μεταδίδεται στον άνθρωπο από το τσίμπημα ψύλλων, (κυρίως του
είδους Xenopsylla cheopsis), που παρασιτούν σε άρρωστο μαύρο
αρουραίο. Μεταδίδεται εύκολα και γρήγορα με άμεση ή έμμεση επαφή,
ιδιαίτερα στις περιπτώσεις πνευμονικής εντόπισης, οπότε μεταδίδεται
ακόμα και με τα σταγονίδια. Είναι βαριάς μορφής ασθένεια, με υψηλό
πυρετό και τοξική κατάσταση. Η ασθένεια εμφανίζεται σε τρεις
μορφές:

 βουβωνική (έντονη αιμορραγική λεμφαδενίτιδα),


 πνευμονική, που είναι ιδιαίτερα μολυσματική μορφή (βαριά
πνευμονία)
 σηψαιμική.

Η σηψαιμική και η πνευμονική μορφή είναι πάντα θανατηφόρες, εάν η


θεραπευτική αγωγή δεν είναι ταχύτατα αποτελεσματική. Οι
σουλφοναμίδες και ορισμένα αντιβιοτικά, όπως η στρεπτομυκίνη είναι
πολύ αποτελεσματικές κατά του πανωλικού βακτηρίου.

Η λέξη προέρχεται από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο ο, η πανώλης


(-ους), το πανώλες. Εννοείται ότι προσδιορίζει το ουσιαστικό νόσος
(πανώλης νόσος) και σημαίνει την ασθένεια που καταστρέφει τα πάντα.
Για τον ίδιο λόγο έχει χρησιμοποιηθεί και για άλλες πανδημίες.

Η πανώλη είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Παράδειγμα αναφορών


είναι αυτό του Θουκυδίδη: ο λοιμός των Αθηνών, πιθανώς να είναι η
πανώλη. Από τον 6ο αι. και σε όλον τον Μεσαίωνα εκδηλώνονταν
μεγάλες επιδημίες, με αποτέλεσμα να παραμείνουν μόνιμα ενδημικές
εστίες. Γνωστή είναι η μεγάλη επιδημία του 14ου αιώνα η οποία
ονομάστηκε μαύρος θάνατος. Μετά τον 14ο αιώνα, η νόσος έγινε
ενδημική και για 300 χρόνια υπήρχαν επιδημικές εξάρσεις. Στα τέλη του
19ου αιώνα, σημειώθηκε πανδημία.

Σήμερα, ενδημικές εστίες υπάρχουν κυρίως στην Ασία, στην Αφρική και
στη Νότια Αμερική. Στην Ασία η νόσος μεταφέρεται κυρίως από το
τρωκτικό Marmota himalayana, ζώο που θηρεύεται κυρίως για τη γούνα
του.

Η πανώλη ανήκει στις 5 σοβαρότερες μεταδιδόμενες ασθένειες. Η


προφύλαξη επιτυγχάνεται με μέτρα που λαμβάνονται από την Παγκόσμια
22

Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική για


τα κράτη-μέλη της οργάνωσης αυτής.

Η πανώλη είναι επίσης γνωστή και ως πανούκλα.

1348 - 1353 μ.Χ.: Η τρομερή πανούκλα του Μεσαίωνα

Θεωρείται η μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή στην ιστορία με


τον δείκτη θνησιμότητας να φτάνει σε πρωτόγνωρα επίπεδα
ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο. Ξέσπασε στα μέσα του 14ου αιώνα
και πήρε την αποτρόπαια ονομασία «Μαύρος Θάνατος».

Ο λόγος για την πανώλη που ξεκλήρισε ολόκληρες περιοχές της


μεσαιωνικής Ευρώπης σε τέτοιο σημείο, που οι ζωντανοί δεν έφταναν
για να θάψουν τους πεθαμένους. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως έχασε τη
ζωή του περίπου ένας στους τρεις κατοίκους της γηραιάς ηπείρου με τον
πληθυσμό να μειώνεται από τα 85 εκατομμύρια στα περίπου 30.

Οι πρώτες καταγραφές φαινομένων πανούκλας έγιναν τον Οκτώβριο του


1347, όταν γενοβέζικα εμπορικά πλοία που είχαν ξεκινήσει από τη λιμάνι
της Κάφας στην Κριμαία, προσέγγισαν τη Μεσσήνη της Σικελίας.
Κάποια απ’ αυτά τα καράβια μετέφεραν νεκρούς που είχαν πεθάνει κατά
το πλου από πανούκλα. Πολύ γρήγορα πέρασε στη Γαλλία και τους
προσεχείς μήνες στην υπόλοιπη κεντρική Ευρώπη, στην Αγγλία, στη
Σκανδιναβία και στη Ρωσία.

Εστία μόλυνσης ήταν οι αρουραίοι, αλλά εκείνη την εποχή δεν το


γνώριζαν.
Ειδικότερα, οφειλόταν σε ένα βακτήριο που μεταδόθηκε στον άνθρωπο
από το τσίμπημα των ψύλλων που παρασιτούσαν στα τρωκτικά.
Θυμίζουμε ότι τον Μεσαίωνα ο πληθυσμός των ποντικιών αυξήθηκε σε
επικίνδυνο βαθμό, όταν ο Πάπας αποκάλεσε τις γάτες όργανα του
σατανά, με αποτέλεσμα να θανατωθούν κατά χιλιάδες.

Η ταχύτητα μετάδοσης της πανώλης ευνοήθηκε από τις υποτυπώδεις


συνθήκες υγιεινής, αφού ο κόσμος όχι απλώς δεν έπλενε τα χέρια του,
αλλά έκανε μπάνιο αραιά και που.

Τα συμπτώματα ξεκινούσαν με πονοκέφαλο και ρίγη.

Ακολουθούσε πυρετός, διάρροια και εξάντληση σε συνδυασμό με


φωτοφοβία και πόνο στα χέρια και τα πόδια. Μέσα με μια με δύο ημέρες
23

εμφανιζόταν οίδημα με τη μορφή εξογκωμάτων στον λαιμό, κάτω από τα


χέρια και στο εσωτερικό των μηρών. Σε σύντομο χρονικό διάστημα το
εξόγκωμα αυτό, που έφτανε να έχει το σχήμα πορτοκαλιού. γινόταν
μαύρο, άνοιξε και άρχιζε να στάζει πύον και αίμα.

Παράλληλα, υπήρχε εσωτερική αιμορραγία και ο ασθενής μύριζε


απαίσια, πεθαίνοντας μέσα σε φρικτούς πόνους μέσα σε μια εβδομάδα,
ενώ υπήρχαν και θάνατοι μέσα σε μόλις 24 ώρες. Η πιο διαδεδομένη
μορφή πανώλης ήταν η βουβωνική.

1918 - 1919: Ισπανική γρίπη

Η Ισπανική γρίπη ήταν πανδημία γρίπης η οποία εκδηλώθηκε το


1918 και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 100 εκατομμυρίων
ανθρώπων ή κατ' άλλους υπολογισμούς 50 έως 60 εκατομμυρίων
ανθρώπων.

Ο ιός μεταπήδησε από τα πτηνά στον άνθρωπο και στη συνέχεια άρχισε
να μεταδίδεται μεταξύ των ανθρώπων.

Η ισπανική γρίπη πιθανότατα προήλθε από την Άπω Ανατολή,


ονομάστηκε όμως έτσι επειδή οι πρώτες αναφορές για την πανδημία
προήλθαν από τον Τύπο της Ισπανίας, η οποία δεν συμμετείχε στον
πόλεμο. «Οι ερευνητές μελέτησαν δείγματα του ιού που είχαν διατηρηθεί
σε εργαστήρια ή βρέθηκαν σε πτώματα θαμμένα στο παγωμένο έδαφος
της Αλάσκας. Διαπίστωσαν ότι μια μικρή μετάλλαξη του ιού επέτρεψε
στις πρωτεΐνες της επιφάνειάς του, που χρησιμοποιούνται για να
προσκολληθεί ο ιός στα κύτταρα, να αναγνωρίζουν και τους αντίστοιχους
ανθρώπινους υποδοχείς».

«Ο θάνατος επερχόταν από οξύ φλεγμονώδες πνευμονικό οίδημα,


αιμορραγική πνευμονίτιδα ή πνευμονία με οξύ αιμορραγικό οίδημα.
Παρατηρούνταν κυάνωση του δέρματος ιδιαίτερα γύρω από το πρόσωπο,
στο στόμα, στον λαιμό και στα δάκτυλα. Στη νεκροψία οι βάσεις των
πνευμόνων ήταν περισσότερο προσβεβλημένες και οι θωρακικές
κοιλότητες περιείχαν ανοικτό καφέ ή κίτρινο ως σκούρο κόκκινο υγρό».

Τα πρώτα κρούσματα της εκδηλώθηκαν στη Γαλλία τον Απρίλιο του


1918 ανάμεσα στα βρετανικά συντάγματα που στάθμευαν στη Ρουέν και
στο Βιμερέ. Καθώς μετακινούνταν τα στρατεύματα μετακινείτο και η
ασθένεια. Έτσι τον Μάιο επεκτάθηκε σε όλη τη Γαλλία και στην Ιταλία,
στη Μεγάλη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Γερμανία
εισήλθε με τους αιχμαλώτους που είχε συλλάβει.
24

Τον Ιούνιο η πανδημία έφτασε στις Ινδίες, τον Ιούλιο στη Νέα Ζηλανδία
και τον Αύγουστο στη Νότιο Αφρική. Έως τον Ιανουάριο του 1919 η
Αυστραλία κατόρθωσε να μην πληγεί λόγω μιας αυστηρής καραντίνας.

Στις 10 Ιουλίου του 1918 160.000 κρούσματα έπληξαν το Βερολίνο. Στη


Μεγάλη Βρετανία η γρίπη προκάλεσε τον θάνατο 220.000 ανθρώπων,
στις Ηνωμένες Πολιτείες σημειώθηκαν πάνω από 550.000 θάνατοι, ενώ
στην Ιαπωνία περί τα 250.000 θύματα και στις Ινδίες τα πέντε
εκατομμύρια.

Ασιατική γρίπη (1957)

Το στέλεχος του ιού Η2Ν2 προκάλεσε περίπου 70.000 θανάτους στις


ΗΠΑ. Πρώτα ανιχνεύθηκε στην Κίνα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1957
και εξαπλώθηκε στις ΗΠΑ ως τον Ιούνιο του ιδίου έτους. Σε όλον τον
κόσμο κόστισε τη ζωή δύο εκατομμυρίων ανθρώπων.

Η νόσος των τρελών αγελάδων (1986)

Η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών διαγνώστηκε για πρώτη


φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1986 και έγινε ευρέως γνωστή ως η
ασθένεια των τρελών αγελάδων. Η απειλή των «τρελών αγελάδων»
παρουσίασε έξαρση στην Ευρώπη τη δεκαετία του '90.

Το 95% των περιπτώσεων συνέβησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά έχει


επίσης επιβεβαιωθεί και σε άλλες χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, το
Βέλγιο, η Ισπανία και η Ελβετία. Συμπτώματα της ασθένειας
σημειώθηκαν και στις ΗΠΑ. Η ασθένεια πιστεύεται ότι μεταδόθηκε στις
αγελάδες από τα πρόβατα που έπασχαν από την τρομώδη θανατηφόρα
νόσο (scrapie).

Οι άνθρωποι μολύνθηκαν καταναλώνοντας κρέας που προερχόταν από


βοοειδή που έπασχαν από την ασθένεια αυτή. Πέρα από την
κατανάλωση, η μετάδοση είναι δυνατή λόγω μετάγγισης αίματος ή
μεταμόσχευσης ιστών ή οργάνων από ασθενείς που έχουν πληγεί από τη
νόσο.

Η γρίπη των χοίρων – 2009

Η πανδημία γρίπης του 2009 ήταν μια πανδημία της γρίπης των χοίρων
που προκαλείται από τον ιό H1N1 και μεταδίδεται από άνθρωπο σε
άνθρωπο. Πρόκειται για μια μετάλλαξη της γρίπης με γενετικό υλικό
από τέσσερις προϋπάρχουσες μορφές του ιού: δύο από τη γρίπη των
25

χοίρων (ένα από Βόρεια Αμερική και ένα από Ευρασία), ένα από τη
γρίπη των πτηνών, και ένα από την ανθρώπινη κοινή γρίπη.

Πρωτοεμφανίστηκε στο Μεξικό, ενώ τον Ιούνιο του 2009 ο Παγκόσμιος


Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε πως η επιδημία είχε μεταβληθεί σε
πανδημία. Στις 10 Αυγούστου του 2010, ο ΠΟΥ ανακοίνωσε πως ιός
Η1Ν1 ολοκλήρωσε τον κύκλο του και η πανδημία έχει πλέον τελειώσει.
Συνολικά, από την εμφάνιση της ασθένιας στο Μεξικό τον Απρίλιο του
2009 έως τον Αύγουστο του 2010 είχαν επιβεβαιωθεί σχεδόν 18.500
θάνατοι από τον ιό, σε 214 χώρες.

Mers (2012)

Ο ιός εκδηλώθηκε στη Μέση Ανατολή το 2012 και μέχρι σήμερα έχει
προκαλέσει τον θάνατο 333 ανθρώπων παγκοσμίως, ενώ περισσότεροι
από 850 έχουν μολυνθεί. Πρόκειται για ένα νέο στέλεχος κοροναϊού που
διαφέρει από τον SARS-CoV, τον κοροναϊό που προκάλεσε την επιδημία
SARS το 2003, αλλά και από τους υπόλοιπους κοροναϊούς που έχουν
απομονωθεί μέχρι σήμερα από τον άνθρωπο. Ο κοροναϊός MERS-CoV
απομονώθηκε για πρώτη φορά από ασθενείς με σοβαρό οξύ
αναπνευστικό σύνδρομο, στην Αραβική Χερσόνησο, το Σεπτέμβριο του
2012.

Ο ακριβής τρόπος μετάδοσης δεν είναι ακόμα γνωστός. Υπάρχουν


πάντως σαφείς ενδείξεις περιορισμένης μετάδοσης από άνθρωπο σε
άνθρωπο. Συνιστώνται τα μέτρα προφύλαξης που ισχύουν και για τις
άλλες ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού, δηλαδή η αποφυγή στενής
επαφής με άτομο που παρουσιάζει τα συμπτώματα της νόσου (βήχας,
φτέρνισμα) και έχει πρόσφατα ταξιδέψει σε περιοχή υψηλού
κινδύνου.Σταδιακά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η διεθνής
κοινότητα ανησυχούν όλο και περισσότερο για την εξάπλωση του ιού
-κυρίως μέσω των αεροπορικών ταξιδιών- μεταξύ των ανθρώπων σε
διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη
σίγουροι με ποιον ακριβώς τρόπο ο ιός MERS μεταδίδεται στους
ανθρώπους. Ο ιός έχει βρεθεί σε νυχτερίδες και καμήλες, από όπου
πιστεύεται ότι ξεκίνησε, μολύνοντας ανθρώπους, οι οποίοι ήλθαν σε
επαφή με αυτά τα ζώα.

Με πληροφορίες από el.wikipedia.org

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη
στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.
26

ΕΘΝΟΣ. Κορονοϊός: Θα «φρενάρουν» πράγματι τον ιό η άνοιξη και η


ζέστη;ΥΓΕΙΑ 15.03.2020 11:16 Newsroom

Οι επιστήμονες δεν είναι σίγουροι, μόνο ο χρόνος θα δείξει

Ο Ιπποκράτης και ο Θουκυδίδης το γνώριζαν και το είχαν επισημάνει


από τότε: αρκετές ασθένειες εμφανίζουν μια εποχικότητα και είναι
συχνότερες σε συγκεκριμένες εποχές. Πολλοί άνθρωποι -ειδικοί και μη-
«ποντάρουν» ακριβώς ότι ο νέος κορονοϊός SARS-CoV-2, που προκαλεί
τη φονική νόσο Covid-19, θα αποδειχθεί και αυτός εποχικός,
υποχωρώντας σημαντικά μόλις μπει για τα καλά η άνοιξη και πολύ
περισσότερο όταν αρχίσει το καλοκαίρι.

Το κεντρικό ερώτημα είναι κατά πόσο αυτό όντως θα συμβεί και ο νέος
ιός θα «μιμηθεί» τη γρίπη που είναι εποχική. Οι επιστήμονες
παραδέχονται όμως ότι δεν έχουν σίγουρη απάντηση και μπορούν μόνο
να εύχονται ότι αυτό θα συμβεί. Κανένας σοβαρός επιστήμονας δεν
μπορεί να στοιχηματίσει σήμερα ότι ο νέος κορονοϊός θα αλλάξει
πράγματι τη συμπεριφορά του μετά την εισβολή της άνοιξης (κάτι που
τυπικά θα συμβεί στις 20 Μαρτίου), αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι η
ανθρωπότητα δεν έχει καμία ανοσία έναντι του SARS-CoV-2. Όσα
πάντως είναι ήδη γνωστά για άλλες ασθένειες, σύμφωνα με το κορυφαίο
επιστημονικό περιοδικό "Science", δεν παρέχουν ισχυρή υποστήριξη
στην ιδέα ότι ο νέος κορονοϊός θα εξαφανιστεί ξαφνικά μέσα στις
επόμενες εβδομάδες.

ΕΛΛΑΔΑ 15.03.2020 Κορονοϊός: Πρύτανης ΕΚΠΑ - Δεν βρισκόμαστε


στο έλεος του ιού

Τουλάχιστον 68 μεταδοτικές νόσοι είναι εποχικές, με διαφορετικό


«προφίλ» η κάθε μία, σύμφωνα με έρευνα της Μικαέλα Μαρτίνεζ του
Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, η οποία δημοσιεύθηκε στο
ιατρικό περιοδικό "PLoS Pathogens". Οι διάφορες ασθένειες έχουν τη
δική τους διαφορετική εποχικότητα, η οποία μάλιστα επηρεάζεται και
από τη γεωγραφία (διαφορετική συμπεριφορά κατά τόπους του βορείου
και νοτίου ημισφαιρίου). Μερικές κορυφώνονται στην αρχή ή στο τέλος
του χειμώνα, άλλες την άνοιξη, το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο. Και
κάποιες ασθένειες δεν εμφανίζουν καμία εποχική διακύμανση.

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ακόμη και για τις


ασθένειες με σαφή εποχικότητα δεν είναι ξεκάθαρο γιατί εμφανίζουν
εποχικά «σκαμπανεβάσματα». Στην περίπτωση της γρίπης, για
παράδειγμα, η οποία ενισχύεται το χειμώνα, πολλοί επιστήμονες
27

εστιάζουν στην πολύπλοκη σχέση ανάμεσα στα παθογόνα μικρόβια, στο


περιβάλλον και στην ανθρώπινη συμπεριφορά (π.χ. οι άνθρωποι
συνωστίζονται περισσότερο σε κλειστούς χώρους), στην πτώση της
θερμοκρασίας ή στις αλλαγές στη διατροφή και στα χαμηλότερα επίπεδα
της βιταμίνης D στον οργανισμό λόγω της μικρότερης έκθεσης στον
ήλιο. Μια άλλη ιδέα είναι ότι το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα
αλλάζει με τις εποχές, αποκτώντας μικρότερη ή μεγαλύτερη αντίσταση
στα μικρόβια, ανάλογα με το πόσο φως δέχεται το σώμα μας.

Οι ιοί της γρίπης δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους για πάνω από το
ένα τρίτο του έτους (βασικά τους μήνες του χειμώνα). Αντίθετα οι ρινοϊοί
που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα, δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη
προτίμηση στον κρύο καιρό και είναι ενεργοί περίπου στο 85% των
ημερών του έτους, ενώ κορυφώνονται συνήθως όταν τα παιδιά
επιστρέφουν στο σχολείο από τις διακοπές του καλοκαιριού. Οι αδενοϊοί,
που επίσης προκαλούν κρυολόγημα, κυκλοφορούν για πάνω από το μισό
μέρος του έτους.

Η «προϋπηρεσία» των κορονοϊών

Ποια είναι η έως τώρα εμπειρία ειδικότερα για τους κορονοϊούς; Ο


κορονοϊός που εμφανίστηκε στο τέλος του 2002 και προκάλεσε τη νόσο
SARS, είχε -μετά από εντατικές προσπάθειες- ουσιαστικά εξαφανιστεί
έως το καλοκαίρι του 2003 και έκτοτε δεν μας απασχόλησε ιδιαίτερα. Ο
πιο επίμονος κορονοϊός της νόσου MERS, ο οποίος σποραδικά «πηδά»
από τις καμήλες στους ανθρώπους, δεν κατάφερε να έχει ποτέ ευρεία
μετάδοση διεθνώς, όπως ο τωρινός της νόσου Covid-19.

Τρεις άλλοι κορονοϊοί που προκαλούν κρυολογήματα και άλλες


αναπνευστικές παθήσεις, συμπεριφέρονται σαν τη γρίπη, καθώς έχουν
σαφή εποχικότητα με κορύφωση το χειμώνα, με λιγοστά έως μηδενικά
περιστατικά λοιμώξεων το καλοκαίρι, σύμφωνα με τη μοριακή βιολόγο
Κέιτ Τέμπλετον του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, η οποία έκανε τη
σχετική μελέτη τους. Αυτό όμως, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν
σημαίνει κατ' ανάγκη ότι ο νέος ιός SARS-CoV-2 της νόσου Covid-19 θα
συμπεριφερθεί με τον ίδιο εποχικό τρόπο. Όπως δείχνει π.χ. η περίπτωση
της Σιγκαπούρης, που έχει ήδη περισσότερα από 200 περιστατικά, ο νέος
ιός μπορεί ασφαλώς να μεταδίδεται σε υγρό και ζεστό κλίμα.

Δύο πολύ πρόσφατες μελέτες για τη νόσο Covid-19 κατέληξαν σε


αντιφατικά συμπεράσματα. Η μία βρήκε ότι ο ιός μεταδόθηκε στην Κίνα
εξίσου από τις κρύες έως τις πιο τροπικές περιοχές της, ενώ η άλλη -πιο
αισιόδοξη- συμπέρανε ότι η μετάδοση του ιού συμβαίνει διεθνώς κυρίως
28

σε περιοχές με θερμοκρασίες 5 έως 11 βαθμών Κελσίου και με σχετική


υγρασία 47% έως 70%.

Όμως, σύμφωνα με τη Μαρτίνεζ, «ακόμη και αν ο νέος ιός εμφανίσει


μεγάλη εποχική υποχώρηση, από τη στιγμή που αρκετοί ευάλωτοι
άνθρωποι χωρίς ανοσία βρίσκονται τριγύρω, ο ιός μπορεί να συνεχίσει
για αρκετό καιρό». Εξίσου συγκρατημένος είναι ο επιδημιολόγος Μαρκ
Λίπσιτς της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο
οποίος δεν πιστεύει ότι ο νέος θα «σβήσει» τον Απρίλιο. Όπως έγραψε
στο ιστολόγιο του, η όποια υποχώρηση του «αναμένεται να είναι μέτρια
και όχι αρκετή για να σταματήσει τη μετάδοση του ιού από μόνη της».
Τελικά, μόνο ο χρόνος θα δείξει κατά πόσο η αλλαγή εποχής θα
«φρενάρει» το νέο κορονοϊό.

ΕΘΝΟΣ. ΟΙ ΠΑΝΔΗΜΙΕΣ ΠΟΥ «ΘΕΡΙΣΑΝ» ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ:


ΛΟΙΜΟΣ, ΠΑΝΩΛΗ ΚΑΙ ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΓΡΙΠΗ. ΙΣΤΟΡΙΑ 26.03.2020
Γιώργος Σαρρής

Μολυσματικές ασθένειες που σκόρπισαν τον θάνατο κάνουν τον νέο


κορονοϊό να μοιάζει με… απλή ίωση

Ο λοιμός που οδήγησε στην ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό


Πόλεμο, η «πανώλη του Ιουστινιανού» που αφάνισε ολόκληρους
οικισμούς, το θανατηφόρο «κοκτέιλ» που σκότωσε το 1/3 του
ευρωπαϊκού πληθυσμού και η ισπανική γρίπη που άφησε πίσω της 50
εκατ. νεκρούς.

Τα μέτρα που πάρθηκαν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Περπατάς


στους λασπωμένους δρόμους και διαπιστώνεις ότι οι ταβέρνες και τα
υπόγεια καπηλειά είναι κλειστά. Ολοι έχουν κλειστεί στα σπίτια τους
λόγω της πανδημίας, προσπαθώντας να περάσουν τον χρόνο τους όσο
γίνεται πιο παραγωγικά. Οι γιορτές έχουν ματαιωθεί, ενώ δεν
πραγματοποιούνται ούτε λιτανείες, αν και μερικοί αψηφούν τις οδηγίες
των Αρχών. Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Προφανώς! Δεν συνέβησαν
όμως φέτος κάπου στην Ελλάδα, αλλά στο μεσαιωνικό Παρίσι το
μακρινό έτος 1352, τότε που όλοι προσπαθούσαν πανικόβλητοι να
σωθούν από το πέρασμα της τρομερής πανούκλας.

Η υφήλιος, βλέπετε, στο διάβα της Ιστορίας, έχει ζήσει αμέτρητες


πανδημίες, που άφησαν πίσω τους εκατομμύρια νεκρούς. Ναι μεν ο
κοροναϊός αποτελεί μια επικίνδυνη ασθένεια που θέλει ιδιαίτερη
29

προσοχή, καθώς τα θύματα που έχουν χάσει τη ζωή τους είναι χιλιάδες,
ωστόσο οι επιπτώσεις του θεωρούνται περιορισμένες εάν συγκριθούν με
τα όσα συνέβησαν τους προηγούμενους αιώνες. Ο κόσμος τελικά δεν
προχωρεί μονάχα «με φωτιά και με μαχαίρι», όπως έγραφε κάποτε ο
αείμνηστος στιχουργός Νίκος Γκάτσος, αλλά και με την ένταση
εξάπλωσης των μολυσματικών ασθενειών, όπως θα δούμε, που
ξεσπούσαν κατά καιρούς.

Ο κόσμος δεν προχωρεί μονάχα «με φωτιά και με μαχαίρι», έγραψε ο


αείμνηστος στιχουργός Νίκος Γκάτσος
Λοιμός σε αρχαία πόλη, πίνακας του 17ου αιώνα του Μίχιελ Σβέιρτς,
θεωρείται πως αναφέρεται στο λοιμό των Αθηνών (wikipedia)
430 Π.Χ. - Ο Λοιμός της Αθήνας.
Αποδεκάτισε την πόλη-κράτος και σκότωσε τον Περικλή 

Κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου, καλοκαίρι του


430 π.Χ., οι Αθηναίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με δύο αδυσώπητους
εχθρούς, έναν εκτός των τειχών και έναν εντός. Στην εξωτερική πλευρά
των οχυρώσεων βρίσκονται παραταγμένοι οι καλογυμνασμένοι και
άριστοι στη χρήση των όπλων Σπαρτιάτες, που επιχειρούν ακόμη μία
πολιορκία. Στην εσωτερική, όμως, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα,
καθώς ο λοιμός που έχει ξεσπάσει αποτελεί έναν πολύ πιο ύπουλο εχθρό,
ο οποίος μάλιστα δεν φαίνεται καν με γυμνό μάτι.

Στην Ιστορία έμεινε γνωστός ως «λοιμός των Αθηνών».

Οι ασθενείς εμφάνιζαν αρχικά αιφνίδιο πονοκέφαλο και ισχυρό πυρετό,


ενώ το δέρμα ερεθιζόταν και τα μάτια έτσουζαν. Σύμφωνα με τις
περιγραφές του Θουκυδίδη, που προσβλήθηκε από τη νόσο αλλά
επέζησε, το εσωτερικό του στόματος, ο φάρυγγας και η γλώσσα γίνονταν
αιματώδεις και η εκπνοή αφύσικη και δυσώδης. Κατά τον αρχαίο Ελληνα
ιστορικό, ακολουθούσαν φτέρνισμα, βραχνάδα στη φωνή και δυνατός
βήχας. Οταν έφτανε ο ιός στο στομάχι, προκαλούσε ναυτία και εμετό
χολής. Οι πάσχοντες ένιωθαν να καίγονται σε όλο το σώμα και πέθαιναν
συνήθως την έβδομη ή την ένατη μέρα.  

Για να προλάβουν τον θάνατο, κάποιοι έκοψαν εξαρχής τα μέρη του


σώματος από τα οποία ξεκινούσαν τα συμπτώματα, αν ήταν τα χέρια ή τα
πόδια, ενώ μερικοί έβγαζαν ακόμη και τα μάτια τους. Στηριζόμενοι στις
περιγραφές του Θουκυδίδη, πολλοί κορυφαίοι επιστήμονες από όλο τον
κόσμο έχουν διατυπώσει κατά καιρούς θεωρίες για τα αίτια που
προκάλεσαν τον λοιμό. Σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή
30

Νευρογενετικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρήστο Γιαπιτζάκη, κατά


πάσα πιθανότητα επρόκειτο για τυφοειδή πυρετό. Εξετάζοντας γενετικό
υλικό από μαζικό τάφο 150 ατόμων, που ανακαλύφθηκε στον Κεραμεικό
και τεκμηριώθηκε ότι είχε δημιουργηθεί εκείνη την εποχή, βρήκε ότι
υπεύθυνο για την καταστροφή της πόλης ήταν το βακτήριο Salmonella
enterica typhi.

Εικάζεται ότι προήλθε από την Αιθιοπία και πέρασε στον ελληνικό
κόσμο μέσω της Αιγύπτου και της Λιβύης. Αρχικά «αποβιβάστηκε» στο
λιμάνι του Πειραιά, που αποτελούσε την κύρια πύλη του θαλάσσιου
εμπορίου, και εκτιμάται ότι σκότωσε το 16% με 33% της αθηναϊκής
πόλης-κράτους, που τότε αριθμούσε περίπου 300.000 ψυχές. Αρα μιλάμε
για περίπου 48.000 με 96.000 θανάτους, αριθμός τεράστιος για τα
δεδομένα της εποχής. Μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγονταν κάποιοι από
τους ισχυρότερους άνδρες, όπως ήταν ο Περικλής. Η Αθήνα δεν βρήκε
ποτέ ξανά την αίγλη που είχε κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ., του
«Χρυσού Αιώνα». 

541-542 Μ.Χ. - ΠΑΝΟΥΚΛΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ


Οι αρουραίοι αναστάτωσαν μια ολόκληρη αυτοκρατορία

Τρεις αποδείχθηκαν οι ισχυρότεροι αντίπαλοι της χιλιόχρονης


Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την οποία μόλις στις αρχές του
16ου αιώνα ο ουμανιστής Γερμανός ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ θα
αποκαλέσει «βυζαντινή»: οι Δυτικοί με πρωτοστάτες τους Ενετούς που
θα αλώσουν την Κωνσταντινούπολη το 1204, οι Οθωμανοί που θα της
δώσουν το τελειωτικό χτύπημα το 1453, έχοντας ως επικεφαλής τον
νεαρό σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, και μια πανδημία που
δοκίμασε τις αντοχές της Βασιλεύουσας το 542 μ.Χ. Η φοβερή πανούκλα
που έπληξε το πανίσχυρο κράτος έκανε αρχικά την εμφάνισή της στο
λιμάνι Πηλούσιο της Αιγύπτου το 541 μ.Χ. από μολυσμένους
αρουραίους και άρχισε να εξαπλώνεται σταδιακά στις ρωμαϊκές επαρχίες
της Μεσογείου, για να φτάσει το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς και
στην ίδια την πρωτεύουσα που προσπαθούσε με λιτανείες να ξορκίσει το
κακό. 

Πέθαιναν πάνω από 5.000 άνθρωποι την ημέρα 

Στην κορύφωσή της η ασθένεια έφτασε στο σημείο να σκοτώνει πάνω


από 5.000 άτομα την ημέρα στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που
οδήγησε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό στην απελπισία. Οχι απλώς δεν
κατάφερε να την ανακόψει, αλλά την έβλεπε να καταπίνει οικισμούς
31

ολόκληρους, να περνά τα σύνορα, να εξαπλώνεται στη Δύση και να


φτάνει μέχρι τη Βρετανία και την απομακρυσμένη Ιρλανδία. «Η νόσος
εξαπλώθηκε σε όλη τη Γη», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο
Προκόπιος, στρατιωτικός γραμματέας του κορυφαίου Βυζαντινού
στρατηγού Φλάβιου Βελισάριου.

Το πρώτο συνηθισμένο σύμπτωμα ήταν ο χαμηλός πυρετός, κάτι που δεν


ενέπνεε ανησυχία στους ασθενείς ούτε και στους γιατρούς. Μέσα σε
διάστημα 24 ωρών ή λίγων ημερών, όμως, ο πάσχων εμφάνιζε ραγδαία
επιδείνωση. Η νόσος προκαλούσε φλεγμονή στους λεμφαδένες της
μασχάλης και της βουβωνικής χώρας, πέριξ των γεννητικών οργάνων.
Κατά τον Προκόπιο η νόσος είχε διαφορετική πορεία σε κάθε άτομο.
Μπορούσε να προκαλέσει κώμα ή μια μορφή παραφροσύνης,
συνοδευόμενη από αϋπνία, παρακρούσεις και παραισθήσεις. Τα δύο
τελευταία συμπτώματα ευθύνονται για πολλούς θανάτους, καθώς έτσι
όπως βρίσκονταν σε κατάσταση ντελίριου έπεφταν σε πηγάδια για να
κρυφτούν από τα πνεύματα που ένιωθαν να τους καταδιώκουν ή
βουτούσαν στο κενό από τα τείχη της πόλης.

Θύμα της πανώλης θα πέσει και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, με


αποτέλεσμα να φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Οι προσωπικοί γιατροί
στο Μέγα Παλάτιον είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά και λέγεται πως
θεραπεύτηκε όταν είδε σε όραμα τους Αγίους Αναργύρους. Ο,τι κι αν
συνέβη το αποτέλεσμα είναι ότι σώθηκε. Δεν ήταν όμως το ίδιο τυχεροί
άλλοι 25.000.000 άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους από την «πανώλη
του Ιουστινιανού», όπως αποκαλείται. Υπήρξε, μάλιστα, και ένα δεύτερο
κύμα πανούκλας έπειτα από δύο αιώνες, το 750 μ.Χ., που εικάζεται ότι
σκότωσε άλλα 50.000.000 σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, αν και ο
αριθμός αμφισβητείται ως προς το μέγεθός του.  

1348–1353 - ΜΑΥΡΗ ΠΑΝΩΛΗ Ο θάνατος σκεπάζει τη μεσαιωνική


Ευρώπη 

Αποκλήθηκε «Μαύρος Θάνατος» και θεωρείται η πιο φονική πανδημία


που έπληξε ποτέ τον Δυτικό Κόσμο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι
μέσα σε έναν αιώνα η Ευρώπη έχασε το 25% με 33% του πληθυσμού
της, δηλαδή πέθανε από τη μεσαιωνική πανούκλα περίπου ο ένας στους
τέσσερις ή ο ένας στους τρεις κατοίκους της Γηραιάς Ηπείρου, καθώς δεν
μπορούν να υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Η κατάσταση ήταν απελπιστική.
Ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1347, όταν γενοβέζικα πλοία που είχαν
ξεκινήσει από το λιμάνι της Κάφας στην Κριμαία, όπου η μάστιγα ήταν
ενδημική, προσέγγισαν τη Μεσσήνη της Σικελίας. Κατά τη διάρκεια του
32

πλου κάποιοι ανέβασαν πυρετό. Μαζί με τα εμπορεύματα είχε εισαχθεί


και η αδυσώπητη αρρώστια.

Τους μήνες που ακολουθούν το κακό εξαπλώνεται. Αρχικά, επλήγησαν η


Ιταλία και κατόπιν η Προβηγκία στη σημερινή Νοτιοανατολική Γαλλία.
Το 1348 το κακό φτάνει στο Παρίσι, στις περιοχές της Μάγχης και στις
Κάτω Χώρες. Το 1349 εξαπλώνεται στη Γερμανία, στην Αυστρία, στη
Μεγάλη Βρετανία, στις σκανδιναβικές χώρες, στις ακτές του Ατλαντικού
και στην Ισπανία, ενώ ένα νέο κύμα θα σαρώσει την ήπειρο από το 1360
και μετά.

Θύματα της ισπανικής γρίπης σε ειδικό νοσοκομείο στη Γαλλία, 1918


(φώτο wikipedia)

Σήμερα γνωρίζουμε ότι ήταν ένα θανατηφόρο «κοκτέιλ» τριών


ασθενειών.

Πρωταρχική ήταν η βουβωνική πανώλη, που μεταδίδεται από το αίμα


των μολυσμένων αρουραίων με τους ψύλλους και προκαλεί στα θύματα
μεγάλους όγκους στο σώμα ή βουβώνες στους λεμφαδένες. Σε λιγότερο
από μία εβδομάδα οι 2 στους 3 πεθαίνουν. Συνδυαζόταν με την
πνευμονική πανώλη, μια μολυσματική νόσο που προσβάλλει τους
πνεύμονες και μεταδίδεται με τον βήχα, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν οι
άτυχοι ασθενείς σε λιγότερο από δύο εικοσιτετράωρα. Το τρίτο και
σπανιότερο συστατικό ήταν η σηψαιμική πανώλη, μια νόσος που
κατακλύζει το αίμα με βακίλους σε λιγότερο από δύο ώρες και σκοτώνει
τον οργανισμό πριν προλάβουν να εμφανιστούν οι βουβώνες. Ολα αυτά
τώρα σκεφτείτε ότι συνέβαιναν σε πόλεις που δεν ακολουθούσαν ούτε
τους στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής. Οι κατοικίες δεν αερίζονταν, το
αποχετευτικό σύστημα ήταν άθλιο, ενώ τα σκουπίδια στοιβάζονταν
στους δρόμους ελκύοντας ολόκληρα κοπάδια από ποντίκια. Θυμίζουμε
ότι ο Πάπας είχε αποκαλέσει λίγα χρόνια νωρίτερα τις γάτες «όργανα του
σατανά», με αποτέλεσμα ο κόσμος να τις θανατώνει κατά χιλιάδες, οπότε
τα τρωκτικά πολλαπλασιάζονταν.

Θεόσταλτη κατάρα 

Ο κόσμος πίστευε ότι η πανούκλα ήταν μια κατάρα που είχε στείλει ο
Θεός προκειμένου να τιμωρήσει τους ανθρώπους για τις ανοίκειες
πράξεις τους. Οσοι αρρώσταιναν, εκτός από τους φρικτούς πόνους που
ένιωθαν εξαιτίας της εσωτερικής αιμορραγίας και των εξογκωμάτων που
έφταναν να έχουν σχήμα πορτοκαλιού, με αποτέλεσμα να σκάνε
στάζοντας πύον και αίμα, είχαν και την πεποίθηση ότι έφταιγαν για όσα
33

πάθαιναν λόγω των αμαρτιών στις οποίες είχαν υποπέσει. Το βαρύτερο


τίμημα το πλήρωσε η Γαλλία και ακολούθως η Αγγλία. Προκειμένου να
μειωθεί η μετάδοση της μαύρης πανώλης, αποφασίστηκε κάποια στιγμή
όλα τα πλοία που έδεναν σε λιμάνια να απομονώνονται ακολούθως για
40 ημέρες. Από τη γαλλική φράση une quarantaine de jours, δηλαδή «40
ημέρες», θα προκύψει η λέξη καραντίνα. 

Αμερικανοί στρατιώτες με την ισπανική γρίπη (φώτο wikipedia)


1918-1919 - ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΓΡΙΠΗ Περισσότερα θύματα  και από τον Α’
Παγκόσμιο

Μεσούντος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκατομμύρια άνθρωποι ήταν


γριπωμένοι, αλλά κανείς δεν πανικοβαλλόταν. Ολοι γνώριζαν ότι με
καταπραϋντικά και αντιπυρετικά θα έκανε η ασθένεια τον κύκλο της και
θα έφευγε. Ξαφνικά, όμως, ο ιός μεταλλάσσεται, αυτήν τη φορά γίνεται
τοξικός, θερίζοντας κυρίως νέους ηλικίας από 15 έως 40 ετών,
ανθρώπους δυνατούς και υγιείς. Αυτή ήταν και η σημαντική
διαφοροποίηση σε σχέση με τις προηγούμενες πανδημίες. Μετέβαλε
άρδην το προφίλ των θυμάτων. Δεν έπληξε, δηλαδή, ηλικιωμένους ή
παιδιά που έχουν πιο ευαίσθητους οργανισμούς, αλλά ανθρώπους
ρωμαλέους, που έσφυζαν από ζωή.

Χτύπησε επίσης περισσότερο όσους έμεναν στην ύπαιθρο και λιγότερο


στις πόλεις. Οσοι προσβάλλονται, μόλις μία ώρα μετά την εμφάνιση των
συμπτωμάτων αισθάνονται πλήρη εξάντληση. Εχουν καταγραφεί
περιστατικά που καλούνταν ο γιατρός στο σπίτι διότι κάποιος είχε
αρρωστήσει και μόλις πήγαινε δεν του άνοιγε κανείς επειδή όλη η
οικογένεια ήταν νεκρή. Τα θύματα ουκ ολίγες φορές κατέληγαν μέσα σε
μία ημέρα από οξύ φλεγμονώδες πνευμονικό οίδημα, αιμορραγική
πνευμονίτιδα ή πνευμονία με οξύ αιμορραγικό οίδημα.

Το δέρμα έπαιρνε ένα μπλε χρώμα, ιδιαίτερα γύρω από το πρόσωπο, το


στόμα, τον λαιμό και τα δάχτυλα, ενώ προσβαλλόταν ταχύτατα η βάση
του πνεύμονα. Αρχικά φέρεται να εκδηλώθηκε στη Γαλλία, τον Απρίλιο
του 1918, ανάμεσα στα βρετανικά στρατεύματα που στάθμευαν στη
Βιμερέ και στην πρωτεύουσα της Νορμανδίας, Ρουέν. Οσο
μετακινούνταν οι στρατιώτες τόσο μεταφερόταν και ο μεταλλαγμένος
ιός, που φαίνεται ότι μεταπήδησε στον άνθρωπο από τα πτηνά.

Ονομάστηκε «ισπανική γρίπη» επειδή οι πρώτες αναφορές για την


πανδημία καταγράφηκαν στις εφημερίδες της Ισπανίας, μιας χώρας που
παρεμπιπτόντως δεν συμμετείχε στον Μεγάλο Πόλεμο. Ως προς τον
συνολικό αριθμό των θυμάτων οι γνώμες διίστανται. Μετριοπαθείς
34

υπολογισμοί κάνουν λόγο για 25.000.000 νεκρούς, ενώ άλλοι εκτιμούν


ότι ξεπέρασε τα 30 ή ακόμα και τα 50 εκατομμύρια. Αρκεί να
αναλογιστεί κανείς ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που μαινόταν εκείνη
την εποχή, άφησε πίσω του περίπου 8,5 εκατομμύρια νεκρούς οπλίτες και
άλλα 14,5 εκατομμύρια αμάχους. Περισσότεροι πέθαναν δηλαδή σε 18
μήνες από την ισπανική γρίπη παρά σε τέσσερα χρόνια από τον πόλεμο.
Ευτυχώς η γρίπη κράτησε μέχρι το τέλος του 1919, χρονικό διάστημα
που δεν θεωρείται ιδιαίτερα μεγάλο. Εκανε τον κύκλο της και
εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά όπως εμφανίστηκε. 

ΑΠΟΨΕΙΣ/Υγεία Φωνή της Καστοριάς. Κορονοϊός (ο αόρατος εχθρός)


και η ιστορία των πανδημιών στον κόσμο (Γράφει Ο Λεωνίδας
Θ.Πουλιόπουλος) 16/03/2020

Δικαιολογημένη ή υπερβολική αντίδραση; Αφού η Ιστορία μας


διδάσκει….

Κατ’ αρχήν ας με συγχωρέσουν οι ειδικοί επιστήμονες που μπαίνω στα


χωράφια τους, επειδή ασχολούμαι με ένα θέμα που δεν είναι της
ειδικότητας μου, αλλά επειδή η προσέγγιση είναι περισσότερο ιστορική
και κοινωνιολογική πιστεύω ότι θα με δικαιολογήσουν.

      Η ιστορία των επιδημιών των λοιμώξεων και γενικά των ασθενειών
έχει μακρά ιστορία στην υφήλιο. Στην αρχαία Ελλάδα ήδη από την εποχή
του Τρωικού Πολέμου μαθαίνουμε ότι ο ευφυέστατος και πολυπράγμων
Παλαμήδης προκειμένου να σταματήσει μια λοίμωξη ή επιδημία
συμβούλευσε τους Έλληνες που πολιορκούσαν την Τροία, να
σταματήσουν να τρώνε κρέας και να καταναλώνουν περισσότερα χόρτα
και λαχανικά και να γυμνάζονται, καθιερώνοντας μάλιστα αγώνες με
καράβια, μεταξύ των στρατευμάτων που πολιορκούσαν την Τροία,
καθότι έτσι δυνάμωναν και θωράκιζαν τον οργανισμό τους και φυσικά το
ανοσοποιητικό του.

     Στη συνέχεια μαθαίνουμε από τους αρχαίους  ιστορικούς ότι κατά την
διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου ξέσπασε ο ΄΄ αττικός λοιμός ΄΄
ή  ΄΄ σύνδρομο του Θουκυδίδη ΄΄ από τον οποίο νόσησε ακόμη και ο
Περικλής που τελικά πέθανε εξ’ αιτίας του λοιμού  αυτός και η
οικογένειά του. Οι λεπτομερείς μαρτυρίες του Θουκυδίδη είναι
ανεκτίμητες για την μελέτη του γεγονότος, καθώς ο ίδιος ήταν αυτόπτης
μάρτυρας και είχε μολυνθεί, αλλά κατόρθωσε να επιζήσει. Επίσης,
35

ο Ιπποκράτης ήταν ένας από τους γιατρούς που βρίσκονταν στην πόλη


και η συνεισφορά του στην αντιμετώπιση του λοιμού ήταν σημαντική.

     Εκτιμάται πως ο λοιμός σκότωσε από το 1/4 έως τo 1/3 του


πληθυσμού της πόλης ο οποίος ανερχόταν σε 300.000, με τις
στρατιωτικές απώλειες να ανέρχονται σε 300 ιππείς και 1.400 οπλίτες. Η
θέα του πλήθους των νεκρικών πυρών στην πόλη έκανε τους Σπαρτιάτες
να αποχωρήσουν ώστε να αποφύγουν την επιδημία. Πέρα από τον ίδιο
τον Περικλή, ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας, των στρατιωτικών
δυνάμεων στόλου και ξηράς πέθανε επίσης, και η εξουσία στην πόλη
αναλήφθηκε από διάφορους αντικαταστάτες τους οποίους
ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως ανίκανους και αδύναμους.

     Άλλη σοβαρή επιδημία αναφέρεται ως η  Πανώλη του


Ιουστινιανού (541-542). Αρχικά εμφανίστηκε στην Αίγυπτο. Η πανώλη
του Ιουστινιανού εξαπλώθηκε μέσω της Παλαιστίνης και της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας και έπειτα σε όλη τη Μεσόγειο. Η πανούκλα άλλαξε την
πορεία της αυτοκρατορίας, συντρίβοντας τα σχέδια του αυτοκράτορα
Ιουστινιανού για επανένωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προκαλώντας
τεράστιες οικονομικές απώλειες. Πιστεύεται επίσης ότι δημιούργησε μια
«αποκαλυπτική» ατμόσφαιρα που ώθησε την ταχεία εξάπλωση του
Χριστιανισμού. Σκότωσε γύρω στα 50 εκατ. ανθρώπους, δηλαδή το 26%
του παγκόσμιου πληθυσμού. Ο αριθμός των θανάτων είναι αβέβαιος, ενώ
οι σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν ότι η πανούκλα σκότωνε πάνω από
5.000 άτομα την ημέρα στην Κωνσταντινούπολη κατά την κορύφωση της
πανδημίας. Η αρχική πανούκλα σκότωσε τελικά ίσως το 40% των
κατοίκων της πόλης και προκάλεσε το θάνατο έως και του ενός τέταρτου
του ανθρώπινου πληθυσμού της Ανατολικής Μεσογείου. Τα συχνά
μετέπειτα κύματα της πανώλης συνέχισαν να εμφανίζονται κατά τη
διάρκεια των 6ου, 7ου και 8ου αιώνα, με την ασθένεια να γίνεται πιο
περιορισμένη γεωγραφικά και λιγότερο λοιμογόνα. Μετά την τελευταία
επανεμφάνιση κατά το 750, οι πανδημίες της κλίμακας της πανούκλας
του Ιουστινιανού δεν εμφανίστηκαν ξανά στην Ευρώπη μέχρι τον Μαύρο
Θάνατο του 14ου αιώνα.

     Με τον όρο µαύρη πανώλη ή µαύρος θάνατος αναφέρεται


η πανδημία των ετών 1348 – 1353, η οποία ήταν από τις πλέον
καταστροφικές στην παγκόσμια ιστορία. Ο συνολικός ανθρώπινος
απολογισμός της, υπολογίζεται σε 100 έως 200 εκατομμύρια νεκρούς
στην Ευρώπη και στην Ασία.  Εκτιμάται ότι περίπου 20 με 25
εκατομμύρια άνθρωποι, το ένα τρίτο του τότε ευρωπαϊκού πληθυσμού,
έπεσαν θύματα της καταστροφικής πανδημίας. Για τον αριθμό των
θυμάτων στην Ασία και την Αφρική δεν υπάρχουν πηγές. Οποιοιδήποτε
36

αριθμοί αναφέρονται, πρέπει να μην θεωρούνται εντελώς βάσιμοι, καθώς


τότε λόγω της φρίκης και της απελπισίας τους οι άνθρωποι ανέβαζαν τον
αριθμό των νεκρών πολύ ψηλά. Για παράδειγμα οι χρονογράφοι της
εποχής αναφέρουν πως ο αριθμός των θυμάτων στην Αβινιόν ήταν
120.000, την ίδια στιγμή που η πόλη εκείνη τη περίοδο δεν μετρούσε
πάνω από 50.000 κατοίκους.

Ο Μαύρος Θάνατος άφησε ωστόσο κάποιες περιοχές της Ευρώπης


σχεδόν ανέπαφες από το καταστροφικό πέρασμα του: μεγάλα τμήματα
του Βελγίου και της Πολωνίας, αλλά και η Πράγα δεν επηρεάστηκαν
καθόλου την ίδια στιγμή που ολόκληρα κομμάτια γης σε άλλες περιοχές
ερημώθηκαν κυριολεκτικά. Ενώ το Μιλάνο γλίτωσε από την πανώλη,
αντιθέτως στην Φλωρεντία πέθαναν τα 4/5 του πληθυσμού της πόλης.
Όσον αφορά τη Γερμανία, παρόλο που οι επιπτώσεις της πανώλης ήταν
σημαντικά μικρότερες σε σχέση με την Ιταλία και την Γαλλία, δεν
έλειψαν οι μαζικοί θάνατοι, όπως στη Βρέμη, το Αμβούργο και
την Κολωνία.

Μετά την πανδημία πανώλης χρειάστηκαν 3 αιώνες για να επανέλθει ο


ευρωπαϊκός πληθυσμός στα επίπεδα πριν από την πανδημία – μόλις
τον 17ο αιώνα συνέβη αυτό.

Πολλοί γιατροί το έβαζαν στα πόδια μπροστά στην τρομακτική ασθένεια.


Όταν έφευγαν τρομοκρατημένοι, θεωρούνταν δειλοί, ενώ από την άλλη,
όταν παρέμειναν θεωρούνταν φιλάργυροι. Το μοναδικό ιατρικό καθήκον
τους ήταν να ενθαρρύνουν τους ασθενείς σε συνεχείς εξομολογήσεις.
Παράλληλα, το συχνότερο μέσο που χρησιμοποιούσαν κατά της πανώλης
ήταν το κάψιμο αρωματικών ουσιών. Έτσι ο πάπας Κλήμης ΣΤ΄ πέρασε
την περίοδο της πανώλης στην Αβινιόν μεταξύ δύο μεγάλων εστιών
φωτιάς, που έκαιγαν ανελλιπώς στο δωμάτιο του, και υποτίθεται ότι
κρατούσαν μακριά την πανώλη.

Σε ευρύτερη σκοπιά η πανώλη έδρασε ως κατασταλτικός παράγοντας


όσον αφορά την εμπιστοσύνη των γιατρών στην ιατρική του Γαληνού.
Πλέον άρχισε δειλά δειλά η ανατομική εξέταση του ανθρωπίνου
σώματος, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι πριν την πανδημία και έγινε έτσι το
πρώτο βήμα στην ανάπτυξη της σύγχρονης ιατρικής και της εμπειρικής
επιστήμης.

Λέγεται ότι η τότε εξουσία έχασε εξαιτίας της ανημπορίας της γρήγορα
το κύρος και το γόητρο της. Προκειμένου τότε να το ανακτήσει,
σκέφτηκε να βρει ένα αλλόθρησκο εξιλαστήριο θύμα και τελικώς έριξε
την ευθύνη για τον όλεθρο στους Εβραίους. Έτσι ξεπήδησε ξαφνικά μια
θεωρία ότι δήθεν οι Εβραίοι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια για να
37

εξοντώσουν τους χριστιανούς, ωστόσο και οι Εβραίοι πλήττονταν,


θερίζονταν εξίσου από την πανώλη. Η θεωρία αυτή πυροδότησε ένα
γενικότερο κύμα διωγμών εναντίον των Εβραίων σε ολόκληρη την
Ευρώπη.

11ος αιώνας – Λέπρα.

     Η λέπρα εξελίχθηκε σε πανδημία στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα,


με αποτέλεσμα την κατασκευή πολλών νοσοκομείων με εστίαση σ’αυτή
προκειμένου να φιλοξενήσουν τον τεράστιο αριθμό θυμάτων. Μια αργά
αναπτυσσόμενη βακτηριακή ασθένεια που προκαλεί πληγές και
παραμορφώσεις, θεωρήθηκε ως τιμωρία από τον Θεό. Τώρα, γνωστή ως
ασθένεια του Χάνσεν, εξακολουθεί να προσβάλλει δεκάδες χιλιάδες
ανθρώπους ετησίως και μπορεί να είναι θανατηφόρος αν δεν
αντιμετωπιστεί με αντιβιοτικά.

1492 – Η Κολομβιανή ανταλλαγή.

     Μετά την άφιξη των Ισπανών στην Καραϊβική, οι ασθένειες όπως η
ευλογιά, η ιλαρά και η βουβωνική πανώλη μεταδόθηκαν από τους
Ευρωπαίους στους ιθαγενείς πληθυσμούς. Αυτές οι ασθένειες
κατέστρεψαν τους αυτόχθονες πληθυσμούς, με το 90% να πεθαίνει σε
ολόκληρη τη βόρεια και νότια ήπειρο. Το 1520, η αυτοκρατορία των
Αζτέκων καταστράφηκε από την ευλογιά που έφεραν οι Αφρικανοί
σκλάβοι.

1665 – Η μεγάλη πανώλη του Λονδίνου.

     Η βουβωνική πανώλη οδήγησε στο θάνατο το 20% του πληθυσμού


του Λονδίνου. Εκατοντάδες χιλιάδες γάτες και σκυλιά σφαγιάστηκαν ως
πιθανή αιτία για την ασθένεια που εξαπλώθηκε μέσω λιμένων κατά
μήκος του Τάμεση. Το χειρότερο ξέσπασμα έγινε το φθινόπωρο του
1666, περίπου την ίδια στιγμή με ένα άλλο καταστροφικό γεγονός – τη
Μεγάλη Φωτιά του Λονδίνου.

1817 – Πρώτη πανδημία χολέρας.

     Η πρώτη από τις επτά πανδημίες χολέρας για τα επόμενα 150 χρόνια,
σκοτώνοντας 1 εκατ. ανθρώπους. Μεταφερόταν από το νερό και τα
τρόφιμα που είχαν μολυνθεί από περιττώματα, το βακτήριο μεταφέρθηκε
σε Βρετανούς στρατιώτες που το έφεραν στην Ινδία, όπου πέθαναν
εκατομμύρια άνθρωποι. Η βρετανική αυτοκρατορία και το ναυτικό
εξάπλωσαν τη χολέρα στην Ισπανία, την Αφρική, την Ινδονησία, την
Κίνα, την Ιαπωνία, την Ιταλία, τη Γερμανία και την Αμερική, όπου
38

σκότωσε 150.000 ανθρώπους. Παρόλο που δημιουργήθηκε εμβόλιο το


1885, οι πανδημίες συνεχίστηκαν.

1885 – Η τρίτη πανδημία πανώλης.

     Ξεκινώντας από την Κίνα και πηγαίνοντας στην Ινδία και το Χονγκ
Κονγκ, η βουβωνική πανώλη σκότωσε 15 εκατ. ανθρώπους. Αρχικά
εξαπλώθηκε από τους ψύλλους κατά τη διάρκεια μιας έκρηξης σε
ορυχείο στο Yunnan. Η Ινδία προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις απώλειες
και η πανδημία χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για κατασταλτικές
πολιτικές που προκάλεσαν εξέγερση εναντίον των Βρετανών.

1889 – Ρωσική γρίπη.

     Η πρώτη σημαντική πανδημία γρίπης ξεκίνησε στη Σιβηρία και το


Καζακστάν, ταξίδεψε στη Μόσχα, πήγε στη Φινλανδία και στη συνέχεια
στην Πολωνία, όπου μεταφέρθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Μέχρι το
επόμενο έτος, είχε διασχίσει τον ωκεανό στη Βόρεια Αμερική και την
Αφρική. Μέχρι το τέλος του 1890, 360.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει.

1919 – Ισπανική γρίπη.

     Το 1918 εμφανίστηκε η πρώτη μεγάλη πανδημία του 20ου αιώνα και
ήταν τόσο φονική, που εξόντωσε πάνω από είκοσι εκατομμύρια
ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ασθένεια προκλήθηκε από
μετάλλαξη του ιού Η1Ν1 και είχε τα συμπτώματα μιας κοινής γρίπης.
Αρχικά οι γιατροί δεν κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με μια φονική
πανδημία και δεν πρότειναν κανένα προληπτικό μέτρο. Σημαντικό
χαρακτηριστικό της ασθένειας ήταν ότι μόλυνε κυρίως νεαρά άτομα, τα
οποία συνήθως δεν περιλαμβάνονται στις ευπαθείς ομάδες του
πληθυσμού. Πολλά από τα άτομα που προσβάλλονταν από τη γρίπη,
πέθαιναν μέσα ένα 24ωρο. Στη μεγάλη θνησιμότητα συντελούσαν και οι
ιατρικές συνθήκες της εποχής, καθώς δεν υπήρχαν αντιβιοτικά, ούτε
κατάλληλοι χώροι νοσηλείας. Οι περισσότεροι που έχαναν τη ζωή τους
είχαν πάθει λοίμωξη του αναπνευστικού εξαιτίας της γρίπης.

1957 – Ασιατική γρίπη.

     Ξεκίνησε από το Χονγκ Κονγκ και εξαπλώθηκε σε όλη την Κίνα και
έπειτα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ασιατική γρίπη έγινε ευρέως
διαδεδομένη στην Αγγλία όπου, σε έξι μήνες, απεβίωσαν 14.000
άνθρωποι. Ένα δεύτερο κύμα ακολούθησε στις αρχές του 1958,
προκαλώντας συνολικά περίπου 1,1 εκατ. θανάτους παγκοσμίως, με
39

116.000 θανάτους μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δημιουργήθηκε


εμβόλιο που αντιμετώπισε αποτελεσματικά την πανδημία.

1981 – HIV/AIDS.

     Πρώτη ταυτοποίηση έγινε το 1981. Το AIDS καταστρέφει το


ανοσοποιητικό σύστημα ενός ατόμου. Αυτοί που έχουν μολυνθεί από τον
ιό HIV αντιμετωπίζουν πυρετό, πονοκέφαλο και πρησμένους λεμφαδένες
μετά από μόλυνση. Όταν τα συμπτώματα υποχωρήσουν, οι φορείς
μπορούν να μολύνουν κάποιον άλλο άνθρωπο μέσω του αίματος και των
γεννητικών υγρών. Η ασθένεια καταστρέφει τα t-κύτταρα. Έχουν
αναπτυχθεί θεραπείες για να επιβραδύνουν την πρόοδο της νόσου. Το
AIDS είναι υπεύθυνο για 35 εκατ. θανάτους σε όλο τον κόσμο.

SARS (2002-2003)

     Το σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο  γνωστό και ως SARS


είναι ιογενής νόσος του αναπνευστικού
συστήματος, ζωονοσικής προέλευσης, η οποία προκαλείται από
τον κορονοϊό του SARS. Μια επιδημία του SARS καταγράφηκε τον
Νοέμβριο του 2002 μέχρι τον Ιούλιο του 2003 στη νότια Κίνα. Συνολικά
καταγράφηκαν σε 37 χώρες 8.098 περιστατικά και 774 επιβεβαιωμένοι
θάνατοι, με τα περισσότερα περιστατικά να παρατηρούνται στην Κίνα
και Χονγκ Κονγκ (θνητότητα 9,6%), σύμφωνα με τον Παγκόσμιο
Οργανισμό Υγείας. Τα τελευταία περιστατικά καταγράφηκαν το 2004 και
από τότε δεν έχουν αναφερθεί νέα. Το 2017, Κινέζοι επιστήμονες
ανακοίνωσαν ότι ο ιός προερχόταν από ρινολοφίδες νυχτερίδες των
σπηλαίων της επαρχίας Γιουνάν, με ενδιάμεσο ξενιστή τη μοσχογαλή.

Η Γρίπη των χοίρων ή H1N1 (2009 – 2010).

     Η γρίπη πρωτοεμφανίστηκε στο Μεξικό, ενώ τον Ιούνιο του 2009
ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε πως η επιδημία είχε
μεταβληθεί σε πανδημία.

Στις 10 Αυγούστου του 2010, ο ΠΟΥ ανακοίνωσε πως ιός Η1Ν1


ολοκλήρωσε τον κύκλο του και η πανδημία έχει πλέον τελειώσει.
Συνολικά, από την εμφάνιση της ασθένειας στο Μεξικό τον Απρίλιο του
2009 έως τον Αύγουστο του 2010, είχαν επιβεβαιωθεί σχεδόν 18.500
θάνατοι από τον ιό, σε 214 χώρες.

Έμπολα (2014 – 2016)


40

     Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για την ασθένεια. Η νόσος έχει υψηλά
ποσοστά θνησιμότητας: ποσοστό 50% έως και 90% των ατόμων που
μολύνονται από τον ιό, καταλήγει συνήθως στον θάνατο. Το EVD
εντοπίστηκε για πρώτη φορά στο Σουδάν και τη Λαϊκή Δημοκρατία του
Κονγκό. Κρούσματα της νόσου εμφανίζονται συνήθως σε τροπικές
περιοχές της Υποσαχάριας Αφρικής. Από το 1976 όταν εντοπίστηκε για
πρώτη φορά, έως το 2013, έχουν μολυνθεί λιγότερα από 1.000 άτομα ανά
έτος. Η μεγαλύτερη έξαρση μέχρι σήμερα ήταν η συνεχιζόμενη Έξαρση
του ιού Έμπολα 2014, η οποία επηρέασε τη Γουινέα, τη Σιέρα Λεόνε,
τη Λιβερία και τη Νιγηρία. Ήδη, τον Αύγουστο του 2014 έχουν
εντοπιστεί περισσότερα από 1.600 κρούσματα. Οι προσπάθειες για τη
δημιουργία ενός εμβολίου συνεχίζονται, ωστόσο, το κατάλληλο εμβόλιο
δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.

     Λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά δεδομένα, τα αποτελέσματα καθώς


και ότι σήμερα τα μέσα που διαθέτουμε ως κοινωνία, είναι πολύ
διαφορετικά και αποτελεσματικά, άπ’ ότι σε παλαιότερες εποχές, θα
πρέπει να είμαστε ποιο ψύχραιμοι, αφού η ενημέρωση είναι άμεση,
έχουμε διεθνείς οργανισμούς με μεγάλη εμπειρία και η ιατρική έχει άλλες
γνώσεις και δυνατότητες απ΄ ότι παλαιότερα, προκειμένου να περάσουμε
αυτή την περιπέτεια όσο το δυνατόν με λιγότερες απώλειες.

      Επομένως θα πρέπει να γίνουμε ποιο πειθαρχημένοι σε ατομικό και


συλλογικό επίπεδο να μην υποτιμούμε την λεπτομέρεια, να ακολουθούμε
τις οδηγίες τον ειδικών και με πίστη ή μη σε μεταφυσικές δυνάμεις, να
διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας, καθότι η ζωή η φύση και η
συμπαντική λογική έχει τους δικούς της κανόνες, τους οποίους εμείς
έχουμε χρέος να αντιπαλέψουμε. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν στο
δόγμα ότι ΄΄ Πεπρωμένον φυγείν αδύνατον ΄΄ αλλά υπάρχει και το άλλο
που λέει ‘’Συν Αθηνά και χείρα κίνει’’. Επομένως και η δική μας
προσπάθεια με κάθε τρόπο ακόμη και με προσευχή είναι μέσα στο
πλαίσιο αυτής της λογικής ρήσης. Εξάλλου έχει αποδειχθεί και
επιστημονικά ότι η αυτοσυγκέντρωση, αυθυποβολή, διαλογισμός,
ΠΡΟΣΕΥΧΗ κ.λπ. εντάσσονται σχεδόν στην ίδια κατηγορία εκείνων των
΄΄ εργαλείων ΄΄ που δημιουργούν διεργασίες στον οργανισμό μας που μας
εμψυχώνουν και δυναμώνουν κατά τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε, να
ισχυροποιείται το ανοσοποιητικό μας σύστημα, που το αποτέλεσμα
μπορεί να αποκαλείται ακόμη και ως ΘΑΥΜΑ.               Γι’ αυτό λοιπόν
επειδή οι καιροί είναι πονηροί και ο κίνδυνος δεν είναι μόνο
υγειονομικός, ας παραμείνουμε αρραγείς, ενωμένοι, αλληλέγγυοι,
προασπιζόμενοι ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ.  Διότι κάποιοι καιροφυλακτούν και
41

ίσως προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση καθότι: Ο Λύκος


στην αναμπουμπούλα χαίρεται. Και τον εξ’ ανατολών Λύκο, δεν πρέπει
να τον υποτιμούμαι, καθότι είναι πληγωμένος και γίνεται ακόμη ποιο
επικίνδυνος.

Σε τέτοιες ανάλογες περιπτώσεις, στο διάβα της Ιστορίας, έγιναν


συνταρακτικές αλλαγές στον κόσμο μας, όχι  όμως πάντα προς το
θετικότερο. Εάν λοιπόν δεν ξεπερασθεί σύντομα το πρόβλημα  οι
ανατροπές, σε αντιλήψεις, γεωπολιτική, αναθεώρηση στρατηγικών
επιλογών κ.λπ., θα είναι τόσο μεγάλες που οι προηγούμενες κρίσεις θα
φαντάζουν ασήμαντες σε σχέση με την σημερινή. Ας ελπίσουμε ότι αυτή
τη φορά οι αλλαγές θα είναι προς το θετικότερο και ο άνθρωπος
προεξάρχοντος των εξουσιαστών, θα καταλάβει ότι, η φύση δεν
απεχθάνεται μόνο το καινό αλλά και την ανθρώπινη απληστία και
αλαζονεία κυρίως των εφήμερων ισχυρών.

Το πόσο κρίσιμη είναι η κατάσταση επιβεβαιώνεται και από την ρήση


ενός φίλου μου που ζει χρόνια στην Γερμανία και πάντοτε διακρίνονταν
για την ευθυκρισία του λέγοντάς με.<< Προτιμώ να αρρωστήσω τώρα
που υπάρχουν κρεβάτια διότι αργότερα δεν ξέρω τι θα γίνει>>.

Επομένως σήμερα ο Πατριωτισμός μας δεν αξιολογείται μόνο με την


ικανότητα της προάσπισης των συνόρων αλλά και με την ατομική ευθύνη
απέναντι στους συνανθρώπους που είναι ευάλωτοι στον Κορονοϊό. Διότι
η πρόσφατη συμπεριφορά μας απέναντι στο υγειονομικό πρόβλημα που
ενέσκηψε έδειξε ότι δεν έχουμε την ανάλογη ωριμότητα που επιβάλουν
οι περιστάσεις. Όσο για το αρχικό ερώτημα εάν  η αντίδρασή μας σε
παγκόσμιο επίπεδο ήταν δικαιολογημένη ή υπερβολική θα το δήξει το
αποτέλεσμα,  ΚΑΘΟΤΙ η ιστορία  θα έπρεπε να μας διδάσκει, και δεν θα
πρέπει να μας διαφεύγει η Ρήση του Μεγάλου Ιπποκράτη ότι κάλλιον το
προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν.

Κορονοϊός: Οι «αόρατοι εχθροί» που έχουν απειλήσει την ανθρωπότητα


και η ελπίδα της ιατρικής. «Η ζωή είναι σύντομη, η ιατρική μακρόχρονη,
η ευκαιρία φευγαλέα, η πείρα απατηλή, η σωστή κρίση δύσκολη» είχε
πει ο Ιπποκράτης 23/03/2020

Κάθε φορά που η ανθρωπότητα απειλήθηκε από έναν αόρατο εχθρό,


όπως ο κορονοϊός, τόσο η ιατρική τέχνη σε Βαβυλωνία, Κίνα, Αίγυπτο
και Ινδία, όσο και η συστηματοποιημένη πια ιατρική επιστήμη στην
Αρχαία Ελλάδα, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Ενδημία,
επιδημία και πανδημία είναι όροι ομόρριζοι που υπήρχαν στο λεξιλόγιο
των αρχαίων Ελλήνων, αποδίδοντας έναν αόρατο εχθρό, που απειλούσε
42

με εξάπλωση έναν συγκεκριμένο δήμο (εν-δημία), το σύνολο του δήμου


με τη μορφή ανεξέλεγκτου εισβολέα (επί-δημία) ή και το σύνολο των
όμορων, και μη, δήμων (παν-δημία).

Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, σε κείμενα που


σώζονται από την εποχή του Ομήρου, καταγράφονται μαρτυρίες φονικών
επιδημιών με χαρακτηριστικά που με τη σημερινή γνώση παραπέμπουν
κυρίως στην πανώλη και τη λέπρα. Ασφαλώς, δεν ήταν όλες οι επιδημίες
«πανώλη» και «λέπρα». Αλλά, σ΄ εκείνες τις εποχές, που η ιατρική
επιχειρούσε τα πρώτα γενναία της βήματα, δια του Αλκμαίωνα (μαθητή
του Πυθαγόρα), του Εμπεδοκλή και του Διογένη του Απολλωνιάτη στην
αρχή και του Ιπποκράτη αργότερα, οι θανατηφόρες δερματολογικές
ασθένειες ενέπιπταν στην κατηγορία της «λέπρας» (εξ ου και ο ορισμός
«λεπρός» < από το ρήμα λέπω, που σημαίνει διαθέτω λέπια, φολίδες) και
οι υπόλοιπες αποδίδονταν με τον γενικό, αλλά τόσο ενδεικτικό του
ελληνικού γλωσσικού πλούτου, όρο «πανώλη» (πανώλη < από το ρήμα
όλλυμι/ολλύω, που σημαίνει καταστρέφω, φονεύω, χάνομαι,
εξαφανίζομαι). Γενικά, στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα, κάθε
επιδημική νόσος με υψηλή θνησιμότητα χαρακτηριζόταν «πανώλη» ή
«λοιμός» (η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με την αρχαία λέξη «λοιγός»,
που σημαίνει «καταστροφή, όλεθρος από αρρώστια ή πόλεμο).

Όμως, και το ρήμα ιάομαι -ώμαι (θεραπεύω) είναι αντίστοιχα αρχαίο και
αποδίδει ακριβώς την ανθρώπινη ικανότητα να διαχειρίζεται όλα τα
δεινά, που στην πορεία των αιώνων και των χιλιετιών αποδόθηκαν σε
πλανητική ανισορροπία, σε θεϊκή τιμωρία, σε ανθρώπινη πλεονεξία και
ματαιοδοξία…

Η πολύτιμη μαρτυρία του προσβληθέντα από πανώλη Θουκυδίδη στους


γιατρούς του μέλλοντος

Στα κείμενα του Θουκυδίδη, οι μελετητές εντοπίζουν για πρώτη φορά τη


λέξη «θεράπων» με την έννοια της ιατρικής φροντίδας. Είναι η εποχή
που ένας λοιμός «χτυπάει» τους Αθηναίους, κατά τη διάρκεια του
Πελοποννησιακού Πολέμου: «…πριν περάσουν πολλές ημέρες από την
ώρα που μπήκαν στην Αττική (οι Πελοποννήσιοι), πρώτη φανερώθηκε η
αρρώστια στην Αθήνα, αρρώστια που λένε βέβαια πως έπεσε κι άλλοτε
σε πολλούς τόπους, γύρω στη Λήμνο και αλλού, αλλά πουθενά δεν
θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε τόσους
ανθρώπους. Γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα ούτε οι γιατροί που
κοίταζαν τούς αρρώστους στην αρχή, γιατί δεν ήξεραν τη φύση του
κακού, κι αυτοί οι ίδιοι πέθαιναν σε μεγαλύτερη αναλογία όσο
περισσότερο τους πλησίαζαν, ούτε καμία άλλη ανθρώπινη τέχνη κι όλες
43

οι παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς κι όσα προσκυνήματα στα


μαντεία κι άλλα τέτοια, ήταν όλα του κακού και στο τέλος τα παράτησαν
κι αυτά, γιατί τους χαράκωσε το κακό…».

Ο Θουκυδίδης, μάλιστα, έχοντας προσβληθεί ο ίδιος από τη νόσο,


περιέγραψε εξαιρετικά εμπεριστατωμένα τα συμπτώματά της: «… άλλοι
που δεν είχαν καμία φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, άξαφνα, ενώ ήταν
πρωτύτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο
κεφάλι, κοκκίνιζαν τα μάτια τους κι ερεθιζόταν πολύ, κι από την αρχή
άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, κι η
αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε. Έπειτα από αυτά άρχιζε
δυνατό φτέρνισμα και βραχνάδα και σε λίγο κατέβαινε στο στήθος το
πάθημα, με δυνατό βήχα, κι όταν πιανόταν από την καρδιά, τής έδινε μία
και τη γύριζε ανάποδα, κι έβγαινε χολή από το στόμα κι από κάτω, όσων
λογιών έχουν κιόλας ονοματίσει οι γιατροί, και μάλιστα με δυνατούς
πόνους και τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε
δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερα από λίγο, σε
άλλους κρατούσαν μέρες ολόκληρες…».

Με αυτόν τον τρόπο, από τα καταγεγραμμένα συμπτώματα στην αρχαία


Ελλάδα, αλλά και από τη μελέτη των εξειδικευμένων ερευνητών, οι
επιστήμονες του μέλλοντος οδηγήθηκαν στην ταυτοποίηση των
μολυσματικών νόσων και στην ένταξη της κάθε μιας στην αντίστοιχη
κατηγορία.

Ασφαλώς, έως ότου βρεθούν οι θεραπείες, εξακολούθησαν τη μακρά


διαδρομή τους στον χρόνο και έγραψαν τις δικές τους μαύρες σελίδες
στην παγκόσμια ιστορία. Αλλά στον Μεσαίωνα βρήκαν κι έναν ισχυρό…
σύμμαχο: τον σκοταδισμό. Σε μία τριετία (1348-50) ο «μαύρος θάνατος»,
όπως αποκαλείται πλέον η ανθρωποζωονόσος πανώλη ή πανούκλα,
εξοντώνει το 1/3 του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Έχει ταξιδέψει από την
κεντρική Ασία με ποντίκια και ψύλλους -μόνιμους «ενοίκους» των
πλοίων- και ξεχύνεται στα λιμάνια της Ευρώπης, έχοντας διανύσει όλους
τους εμπορικούς δρόμους της εποχής. Αλλά οι άνθρωποι, παραδομένοι
στη θρησκοληψία, αποδίδουν το κακό σε θεϊκή τιμωρία για τις αμαρτίες
τους! Λιτανείες, δεήσεις, ατομική προσευχή και λοιπές μέθοδοι…
εξορκισμού, αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Οι προσβληθέντες αποδημούν
σωρηδόν. Και τότε, τον… εξαγνισμό της… έμφορτης σε ακολασία
ανθρωπότητας αναλαμβάνουν οι «μαστιγωτές», που τιμωρούν τους
«αμαρτωλούς» μέχρι θανάτου! Η παράνοια αντικαθιστά την αρρώστια.

Η Ελλάδα δεν εξαιρείται από τη φονική επίσκεψη της νόσου. Οι


χρονικογράφοι της εποχής τη συναντούν δυναμική στη Θεσσαλονίκη
44

(απ΄ όπου εκτιμάται ότι έχει περάσει μέσω Κωνσταντινούπολης), τη


Λήμνο, την Εύβοια, την Κρήτη και τη νότια Πελοπόννησο. Στοιχεία για
τον ακριβή αριθμό των νεκρών Ελλήνων δεν υπάρχουν. Το σίγουρο είναι
ότι περίπου τέσσερις δεκαετίες μετά, η ίδια νόσος αφανίζει τα 2/3 του
πληθυσμού του Ναυπλίου.

Με μεγάλες ή λιγότερο μεγάλες απώλειες, η πανώλη «θυμάται» την


ανθρωπότητα κατά διαστήματα έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου
αι., αλλά ένα βότανο με το συμβολικό όνομα «Αγγελική» φέρνει τη
σωτηρία από τον ερεβώδη μαύρο επισκέπτη. Ο θρύλος λέει ότι πήρε το
όνομά του από έναν άγγελο που παρουσιάστηκε σε κάποιον μοναχό και
του αποκάλυψε τις φαρμακευτικές του ιδιότητες, που θα θεράπευαν την
πανώλη…

Με ή χωρίς τη… θεϊκή παρέμβαση, η «Αγγελική» αποτέλεσε πράγματι


το κύριο συστατικό των φαρμάκων κατά της πανώλης.

Η επιστήμη κάνει το θαύμα της.

Ένας κρουνός στη μνήμη του γιατρού που ανακάλυψε τον τρόπο
μετάδοσης της χολέρας!

Αλλά η πανώλη δεν ήταν η μόνη αφορμή για «ξεσκαρτάρισμα» του


παγκόσμιου πληθυσμού, φαινόμενο που χαρακτηρίζει την ιστορία κυρίως
των αρχών και του μέσου του 19ου αι.

Μία νέα μολυσματική νόσος, που εμφανίζεται και πάλι στην Ασία, η
χολέρα, πλήττει την ανθρωπότητα περιοδικά και για κάμποσους αιώνες.
Προκαλείται από το δονάκιο (βακτήριο) της χολέρας και ενδημεί όπου
υπάρχει βρόμικο νερό και απέχουν συνθήκες υγιεινής σε ζωή και
διατροφή. Προσβάλλει κατά κανόνα το λεπτό έντερο και με κύρια
συμπτώματα την έντονη διάρροια και τον υψηλό πυρετό προκαλεί
αφυδάτωση. Μεταδίδεται μέσω του νερού και τροφής, που έχει μολυνθεί
από εκκρίματα ατόμων, τα οποία έχουν προσβληθεί από τη νόσο.

Η χολέρα εμφανίζεται περιοδικά και φονεύει αδιακρίτως από το 1817


έως και το 1913. Ανθεί ακόμη και σήμερα σε περιοχές, όπου το νερό
είναι βρόμικο και η διατροφή μη προσεγμένη, όπως η υποσαχάρια
Αφρική και τμήματα της Ασίας.

Στην Ελλάδα τη χολέρα «ξεφορτώνουν» το 1853 στον Πειραιά τα


γαλλικά στρατεύματα, που καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα και το
επίνειό της, επιχειρώντας να αποτρέψουν τη συμμετοχή της χώρας στον
Κριμαϊκό Πόλεμο. Τα πρώτα συμπτώματα εκδηλώνονται στο ελληνικό
45

λιμάνι στις 25 Ιουνίου του 1854. Στην αρχή, η αρρώστια είναι


περιορισμένη μέσα στο γαλλικό νοσοκομείο και το αγγλικό. Το πρώτο
θύμα της νόσου είναι μια 30χρονη εργάτρια του Πειραιά και το δεύτερο
ένας 16χρονος. Ακολουθεί μία γυναίκα, που μετέφερε τη νόσο από τον
Πειραιά στην Αθήνα, όπου αφήνει την τελευταία της πνοή.

Η επιδημία αρχίζει να εξαπλώνεται απειλητική. Το κεντρικό ιατρικό


συμβούλιο της εποχής, το οποίο αποτελείται από τους επιστήμονες
Βούρο, Ρέζερ, Ηπίτη, Τράιμπερ, Θεοφιλά και Βενιζέλο, αποφασίζει τον
αποκλεισμό του ελληνικού λιμανιού με στρατιωτική ζώνη. Αλλά, ω του
θαύματος της φυλής (!), η απόφαση δυσαρεστεί τους Αθηναίους, εξαιτίας
της «παρεμπόδισης της συγκοινωνίας μεταξύ των δύο πόλεων», όπως
δημοσιεύουν σε πηχυαίους τίτλους οι εφημερίδες της εποχής. Οι κάτοικοι
της Αθήνας αγνοούν τα της φοβερής αρρώστιας με τις φριχτές συνέπειες.
Μάλιστα, ακόμη και το όνομά της, πότε τους φτάνει στα αφτιά ως
«χολέρα», πότε ως «χολόρροια», πότε ως «χολεριά». Και ενώ στην
Αθήνα αναζητούν ακόμη το σωστό όνομα της επιδημίας, στον Πειραιά τα
πολλαπλασιαζόμενα κρούσματα, που πεθαίνουν μέσα σε λίγες πλέον
ώρες, τρέπουν τους υγιείς κατοίκους σε φυγή προς αναζήτηση σωτηρίας.
Οι εφημερίδες της εποχής καταγράφουν «πλημμυρίδες εσωτερικών
μεταναστών» σε Ύδρα, Αίγινα, Σπέτσες, Σύρο και άλλα νησιά. Στον
Πειραιά απομένουν όλες κι όλες 60 οικογένειες. Αυτές που δεν έχουν την
οικονομική δυνατότητα να μετακινηθούν.

Τον επόμενο κιόλας χρόνο, ένας 'Αγγλος γιατρός, πρωτοπόρος στην


επιστήμη, έχοντας καθιερώσει την αναισθησιολογία και την ιατρική
υγιεινή, ο Τζον Σνόου, εντοπίζει την πηγή της νόσου στο Λονδίνο, όπου
ο αριθμός των κρουσμάτων έχει ξεφύγει δραματικά. Τη νύχτα της 31ης
Αυγούστου 1854, στη βρετανική πρωτεύουσα αναφέρονται 50
κρούσματα χολέρας, τα οποία, τις επόμενες 4 μέρες, οκταπλασιάζονται!
Ο Σνόου, που από την αρχή της εμφάνισης της νόσου, ήταν πεπεισμένος
ότι αυτή δεν μεταδίδετο από τον αέρα, αλλά από βρόμικο νερό, βρίσκει
μια μοναδική ευκαιρία να επαληθεύσει την ορθότητα της θεωρίας του.
Ερευνώντας εξονυχιστικά για την πηγή της εμφάνισης της νόσου στο
Λονδίνο, οδηγείται στην οδό Broad του Soho (σημερινή Broadwick Str),
όπου υπάρχει μια κοινόχρηστη αντλία νερού. Αποδεικνύεται ότι από τα
89 θύματα των δύο πρώτων ημερών της επιδημίας, 79 προμηθεύτηκαν
νερό από τη συγκεκριμένη αντλία. Αλλά και οι υπόλοιποι δέκα, που δεν
ζούσαν στην περιοχή, πήραν νερό από τη συγκεκριμένη αντλία για το
σπίτι τους! Η ανακάλυψη προκαλεί πάταγο. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι
τοπικές Αρχές σφραγίζουν τη βρύση και ξεκινούν εκστρατεία
καθαρισμού των υδραγωγών. Με την ελεγχόμενη πλέον μετάδοση της
μολυσματικής νόσου, οι επιστήμονες εγκαινιάζουν συντονισμένη
46

προσπάθεια για την παρασκευή φαρμάκων, ικανών να την


αντιμετωπίσουν. Η επιστήμη είχε κάνει και πάλι το θαύμα της.

ΣΣ: Στο σημείο του Soho, όπου υπήρχε η αντλία νερού, που έγινε
αφορμή για τη μετάδοση της φονικής νόσου στην Αγγλία, βρίσκεται
σήμερα κρουνός με το όνομα του Τζον Σνόου. Τοποθετήθηκε το 2015
(ύστερα από ανάπλαση της περιοχής) εκεί που -κατά τις περιγραφές ήταν
εγκατεστημένη η περίφημη βρύση- κοντά στην ιστορική pub, που φέρει
επίσης το όνομα του γιατρού.

Φυματίωση, τόσο παλιά όσο και το προπατορικό αμάρτημα!

Ο 19ος αι. βρίσκει την ανθρωπότητα να μάχεται και με έναν ακόμη


εχθρό, που επισήμως ονομάζεται «φυματίωση», αλλά -όπως
αποδεικνύεται στην πορεία- είναι τόσο παλιός, όσο και το…
προπατορικό αμάρτημα. Εικάζεται ότι η νόσος έχει ανιχνευτεί σε
απομεινάρια βίσωνα που χρονολογούνται έως και 17.000 χρόνια πριν!
Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν η φυματίωση προήλθε από τα βοοειδή και
ακολούθως μεταδόθηκε στους ανθρώπους, ή αν ξέσπασε από κάποιον
κοινό πρόγονο. Οι επιστήμονες πίστευαν παλαιότερα ότι το
μυκοβακτήριο της φυματίωσης μεταδιδόταν στους ανθρώπους από τα
ζώα κατά την εξημέρωσή τους. Αλλά, όταν τα στελέχη του
συγκεκριμένου συμπλέγματος στους ανθρώπους εξετάστηκαν συγκριτικά
με τα αντίστοιχα στα ζώα, η θεωρία απεδείχθη λανθασμένη.
Πιθανολογείται ότι και τα δύο στελέχη των βακτηρίων φυματίωσης
έχουν ένα κοινό πρόγονο που ενδέχεται να έχει μολύνει τους ανθρώπους
από τη νεολιθική ακόμα εποχή! Σκελετικά απολιθώματα καταδεικνύουν
ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι είχαν φυματίωση! Ερευνητές διαπίστωσαν
σήψη από φυματίωση στη σπονδυλική στήλη μουμιών από την Αίγυπτο
που χρονολογούνται από το 3000-2400 π.Χ.!

Πάντως, με βάση τη συμπτωματολογία της, ο Ιπποκράτης (460 π.Χ.)


έδωσε στη νόσο το όνομα «φθίση» (από το ρήμα «φθίνω», ελαττώνομαι
διαρκώς, σβήνω). Την αναγνώρισε, δε, ως την πιο ευρέως διαδεδομένη
ασθένεια. Οι πάσχοντες από φθίση είχαν υψηλό πυρετό και όταν έβηχαν,
έκαναν αιμοπτύσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις η φθίση ήταν
θανάσιμη.

Μεταγενέστερα, η νόσος χαρακτηρίσθηκε «κοινωνική» και


ενδεικτικότερα «νόσος των φτωχών», καθώς διαπιστώθηκε ότι έπληττε
κυρίως τις ασθενέστερες κοινωνικο-οικονομικά τάξεις, τα μη
καλοζωισμένα μέλη των κοινωνιών στις αναπτυσσόμενες, αλλά και
ανεπτυγμένες χώρες. Το 1880 αναγνωρίζεται ως «μολυσματική» νόσος
47

και ξεκινούν εκστρατείες που παροτρύνουν τους ανθρώπους να


αποφεύγουν αποχρέμψεις σε δημόσιους χώρους, ενώ παρακινούν τους
προσβληθέντες να εισαχθούν σε σανατόρια, ιδρύματα που εξασφαλίζουν
στους ασθενείς συνθήκες φρέσκου αέρα και υγιούς απασχόλησης. Παρά
ταύτα λίγοι βγαίνουν από αυτά αποθεραπευμένοι.

Αλλά η ιατρική έρευνα έκανε και εδώ το θαύμα της. Μετά την
απομόνωση και ταυτοποίηση του βακίλου της φυματίωσης από τον
γιατρό Ρόμπερτ Κοχ, με φάρμακα και σειρά εναλλακτικών εφαρμογών,
υδροθεραπείες, ηρεμοθεραπείες ή αεροθεραπείες, οι επιστήμονες
καταφέρνουν να θέσουν τη νόσο σε περιορισμό και να της επιφέρουν το
τελειωτικό χτύπημα. Η φυματίωση πια, όπου εμφανίζεται, εύκολα
θεραπεύεται.

Λέπρα και φυματίωση - Οι θανατηφόρες «συνεργαζόμενες» νόσοι…

Ο όρος «λέπρα» απαντάται στην Παλαιά Διαθήκη και όχι τυχαία. Ο


λεπρός ήταν ο τιμωρημένος αμαρτωλός. Ήταν η εξωτερική … απόδειξη
της τιμωρίας του Θεού σε κάποιον που προέβαινε σε ακόλαστε σκέψεις
και πράξεις. Ο λεπρός υπήρχε για τους ιερείς. Όχι για τους γιατρούς.
Πέρασαν κάμποσοι αιώνες έως ότου η λέπρα συνδεθεί με μολυσματική
νόσο. Στο μεταξύ, στην Α΄ Σταυροφορία αναφέρθηκαν «λεπροί»
χριστιανοί σταυροφόροι, ανατρέποντας τη θεωρία της θείας τιμωρίας…
Έτσι από «μήνι» του Θεού, η λέπρα εξελίχθηκε σε «αγία νόσο»,
αποδίδοντας τη θέλησή του Υψίστου να «δαχτυλο-δείξει» τους πιστούς
που υπέφεραν στο όνομά του.

Πρόκειται ασφαλώς για πολύ παλαιά νόσο, της οποίας το μυκοβακτήριο


ανακάλυψε μόλις το 1873 ο Νορβηγός γιατρό Χάνσεν, ο οποίος επίσης
πιστοποίησε την ταχεία μεταδοτικότητά της, πειραματιζόμενος με
ασθενείς που απομονώθηκαν. Ο ίδιος έβαλε τον θεμέλιο λίθο για τη
θεραπεία της νόσου, εντοπίζοντας τη Δαψόνη. Τη βασική φαρμακευτική
ουσία.

Η λέπρα παραμορφώνει, όσους προσβάλλει. Αλλοιώνει το δέρμα τους


και δημιουργεί εξογκώματα. Επιπλέον, νεκρώνει νεύρα του δέρματος, με
αποτέλεσμα ο πάσχων να χάνει κομμάτια του χωρίς να το
αντιλαμβάνεται. Η μετάδοση της νόσου γίνεται με παρατεταμένη στενή
επαφή ή με ρινικά σταγονίδια του πάσχοντος. Μπορεί, δε, να πλήξει όλες
τις ηλικίες.

Η ιστορία κατέγραψε τις μεγαλύτερες απώλειες λεπρών τις περιόδους


«βασιλείας» της φυματίωσης, νόσου με την οποία η λέπρα θεωρείται
συγγενής. Στην πραγματικότητα, ο λεπρός, καταβεβλημένος ήδη από το
48

υποκείμενο νόσημα καθίστατο πιο ευάλωτος στον βάκιλο της


φυματίωσης και αντίστροφα. Γενικά, η λέπρα εμφανίστηκε να ανθεί σε
περιόδους κατά τις οποίες η ανθρωπότητα απειλείτο από μολύνσεις
πάσης φύσεως. Αρκεί αυτές να κατέβαλλαν τον ανθρώπινο οργανισμό.

Η λέπρα υπάρχει ακόμη, κυρίως σε υποσιτιζόμενους πληθυσμούς της


Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Ωστόσο, δεν θεωρείται
πλέον θανατηφόρα. Η επιστήμη, με τη βοήθεια της Δαψόνης, θριάμβευσε
και σ΄ αυτόν τον πόλεμο…

Όσες μεταδοτικές αρρώστιες κι αν προέκυψαν στην πορεία της


ανθρωπότητας, όπου κι αν αποδόθηκαν, σε τιμωρία, σε συγκυρία ή σε
νομοτέλεια, ανακόπηκαν από τον ίδιο τον άνθρωπο. Με όποιο τίμημα,
αλλά ανακόπηκαν. Η ιατρική επιστήμη έχει γερές τις βάσεις της και
εξελίσσεται διαρκώς. Ο νέος ιός δεν είναι παρά μία ακόμη πρόκληση. Οι
άνθρωποι θα βρουν και πάλι τον δρόμο προς τη θεραπεία. Οι πρόγονοί
μας διατύπωσαν το «ουδέν κακόν ραδίως απόλλυται» (κανένα κακό δεν
φεύγει εύκολα), οι ίδιοι και το «πολλαίς πληγαίς δρυς δαμάζεται» (θέλει
πολλά χτυπήματα η δρυς για να πέσει)…

Λοιμός των Αθηνών. Από τη Βικιπαίδεια.

Ο Λοιμός των Αθηνών ή «σύνδρομο του Θουκυδίδη»[1][2][3] ήταν μια


καταστροφική επιδημία η οποία εκδηλώθηκε στην πόλη-κράτος των
Αθηνών στην αρχαία Ελλάδα, κατά το δεύτερο έτος του
Πελοποννησιακού πολέμου, το 430 π.Χ., και ενώ η πόλη πολιορκούνταν
από τους Σπαρτιάτες. Θεωρείται πως η επιδημία πρωτοεμφανίστηκε στο
κύριο λιμένα της Αθήνας, τον Πειραιά, που αποτελούσε την κύρια είσοδο
προμηθειών της πόλης. Ο λοιμός εμφανίστηκε και σε άλλες περιοχές της
ανατολικής Μεσογείου, επέστρεψε δύο φορές, το 429 π.Χ. και τον
χειμώνα του 427/426 π.Χ.,[4] και η καταστροφή που προκάλεσε στον
πληθυσμό της Αθήνας ήταν ένα σημαντικό πρώτο πλήγμα για την πόλη
ως προς την εξέλιξη του πολέμου.

Προκάλεσε το θάνατο ενός μεγάλου ποσοστού των κατοίκων της πόλης,


ανάμεσα στους οποίους και του ίδιου του Περικλή μαζί με τα μέλη της
οικογενείας του, ενώ οι λεπτομερείς μαρτυρίες του Θουκυδίδη είναι
ανεκτίμητες για την μελέτη του γεγονότος, καθώς ο ίδιος ήταν αυτόπτης
μάρτυρας και είχε μολυνθεί, αλλά κατόρθωσε να επιζήσει.[4] Επίσης, ο
Ιπποκράτης ήταν ένας από τους γιατρούς που βρίσκονταν στην πόλη και
η συνεισφορά του στην αντιμετώπιση του λοιμού ήταν σημαντική.[5]
49

Ιστορικό

Η Σπάρτη και οι σύμμαχοί της, με την εξαίρεση της Κορίνθου, είχαν την
στρατιωτική τους ισχύ κυρίως στην ξηρά και μπορούσαν να
συγκεντρώσουν μεγάλους στρατούς οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι.
Υπό την αρχηγία του Περικλή, οι Αθηναίοι υποχώρησαν εντός των
τειχών της πόλης και βασίστηκαν στην υπεροπλία του Αθηναϊκού στόλου
ώστε να λαμβάνουν τις προμήθειες τους.

Οι συμμαχίες του Πελοποννησιακού πολέμου κατά το 431 π.Χ.

Η στρατηγική αυτή είχε ως παράπλευρη επίπτωση την συγκέντρωση


μεγάλου πλήθους κατοίκων της υπαίθρου εντός της πόλης, η οποία
προκάλεσε έλλειψη τροφής και άλλων προμηθειών. Οι συνθήκες αυτές
έδωσαν πρόσφορο έδαφος στις διάφορες αρρώστιες καθώς και στον
λοιμό ώστε να εξαπλωθούν ταχύτατα και ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων
να μολυνθεί και να πεθάνει, μαζί με τον ίδιο τον Περικλή, καθώς και τη
γυναίκα του και τα παιδιά τους Πάραλο και Ξάνθιππο.

Ο Θουκυδίδης που ήταν παρών στα γεγονότα, περιγράφει την επιδημία


στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου και αναφέρει πως η
ασθένεια προέρχονταν από την Αιθιοπία, και πέρασε μέσω της Αιγύπτου
και Λιβύης στον ελληνικό κόσμο. Η νόσος ήταν τόσο τρομερή, ώστε
κανείς δεν θυμόταν κάτι παρόμοιο κατά το παρελθόν, και οι ιατροί είχαν
όχι μόνο ένα πολύ δύσκολο έργο μια και δε γνώριζαν πως να την
αντιμετωπίσουν, αλλά συνήθως ήταν και αυτοί που πέθαιναν πρώτοι μια
και βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με τους ασθενείς.[4]

Εκτιμάται πως ο λοιμός σκότωσε από το 1/4[6] έως τo 1/3[7][8] του


πληθυσμού της πόλης ο οποίος ανερχόταν σε 300.000,[1] με τις
στρατιωτικές απώλειες να ανέρχονται σε 300 ιππείς και 1.400 οπλίτες. [7][9]
Η θέα του πλήθους των νεκρικών πυρών στην πόλη έκανε τους
Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν ώστε να αποφύγουν την επιδημία. Πέρα
από τον ίδιο τον Περικλή, ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας, των
στρατιωτικών δυνάμεων στόλου και ξηράς πέθανε επίσης, και η εξουσία
στην πόλη αναλήφθηκε από διάφορους αντικαταστάτες τους οποίους ο
Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως ανίκανους και αδύναμους.

Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, η Αθήνα δεν μπόρεσε να επανακάμψει στο


επίπεδο της ισχύος που διέθετε πριν, παρά μόνο κατά το 415 π.Χ. όταν
και ανέλαβε στην καταστροφική για αυτήν Σικελική Εκστρατεία.[4]
50

Συμπτώματα του λοιμού

Οι περιγραφές του Θουκυδίδη αναφέρουν πως οι άνθρωποι που ήταν ήδη


ασθενείς από κάποια άλλη ασθένεια, κατέληγαν να αποκτήσουν και την
ασθένεια του λοιμού, ενώ όσοι ήταν υγιείς, εμφάνιζαν αιφνίδια
πονοκέφαλο και ισχυρό πυρετό, μαζί με ερεθίσματα στο σώμα και
ερεθισμό των ματιών με μια αίσθηση τσουξίματος. Το εσωτερικό του
στόματος, ο φάρυγγας και η γλώσσα γίνονταν αιματώδη και η εκπνοή
αφύσικη και δυσώδης.[4]

Λοιμός σε αρχαία πόλη, πίνακας του 17ου αιώνα του Μίχιελ Σβέιρτς, ο
οποίος θεωρείται πως αναφέρεται στο λοιμό των Αθηνών [10][11]

Μετά από τα παραπάνω αρχικά φαινόμενα, ακολουθούσαν φτερνίσματα


και βραχνάδα στη φωνή, και κατόπιν η αρρώστια κατέβαινε από το
κεφάλι προς το στήθος προκαλώντας ισχυρό βήχα. Φτάνοντας στο
στομάχι, προκαλούσε ναυτία και εμετό χολής, ενώ τα άτομα που είχαν
τάση για εμετό αλλά δεν έκαναν είχαν ισχυρούς σπασμούς, όπου σε
κάποιους έπαυε μετά από λίγο και σε άλλους εξακολουθούσε για πολλή
ώρα. Η θερμοκρασία του σώματος φαινόταν να έπεφτε, χωρίς το χρώμα
του να γίνεται ωχρό αλλά κοκκινωπό, και εμφανίζονταν εξανθήματα και
φουσκάλες. Οι ίδιοι οι ασθενείς όμως ένιωθαν να θερμαίνονται τόσο
πολύ, όπου δεν μπορούσαν να φορέσουν ούτε καν ελαφριά ενδύματα ή
σεντόνια, ανακουφίζονταν όμως ιδιαίτερα όταν έπεφτε κρύο νερό επάνω
στο σώμα τους. Οι περισσότεροι πέθαιναν την εβδόμη ή ενάτη ημέρα
από την εκδήλωση της ασθένειας, με αυτούς που κατάφερναν να
επιζήσουν παραπάνω να εμφανίζουν ισχυρό στομαχόπονο και διάρροια,
τόσο που πολλοί πέθαιναν από την εξάντληση. [4]

Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως αν κανείς ήθελε να διαφύγει τον θάνατο,


έκοβε το μέρος του σώματος όπου υπήρχε εμφανής ένδειξη των
συμπτωμάτων, όπως άκρα των χεριών και ποδιών, και μερικοί έβγαζαν
ακόμη και τα μάτια τους. Άλλοι πάλι, αμέσως μετά την θεραπεία τους,
πάθαιναν γενική αμνησία και δεν αναγνώριζαν ούτε τους εαυτούς τους
ούτε τους οικείους τους.

Όσο για τους σκύλους και τα πτωματωφάγα όρνεα, απέφευγαν να


πλησιάσουν τα ανθρώπινα πτώματα που παρέμεναν άταφα αλλά όσα από
αυτά τελικώς τα έτρωγαν, ψοφούσαν.[4]

Μια άλλη περιγραφή από τον αρχαίο κόσμο είναι αυτή του Ρωμαίου
φιλοσόφου Λουκρήτιου τον 1ο αιώνα π.Χ., ο οποίος στο έργο του Περί
της φύσεως των πραγμάτων περιγράφοντας τα συμπτώματα του λοιμού
51

ανέφερε πως εμφανίζονταν αίμα ή μαύρες υγρές κενώσεις από τις


σωματικές κοιλότητες. Ο Λουκρήτιος είχε μελετήσει το έργο του ιατρού
Άκρωνα (δεν σώζεται) ο οποίος πέθανε το 430 π.Χ. ενώ βρίσκονταν στην
Αθήνα για να καταπολεμήσει την επιδημία.[12]

Κοινωνικές επιπτώσεις

Οι μαρτυρίες σχετικά με τον λοιμό περιγράφουν ιδιαίτερα δραματικές


επιπτώσεις που προκάλεσε η επιδημία. Ο Θουκυδίδης αναφέρει
λεπτομερώς την πλήρη εξαφάνιση της κοινωνικής συνοχής και ηθικής
κατά τη διάρκεια του λοιμού.[4]

Παρανομία

Ανακατασκευή του προσώπου της Μύρτιδος, ενός εντεκάχρονου


κοριτσιού που πέθανε κατά το λοιμό και το κρανίο της βρέθηκε στον
ομαδικό τάφο του Κεραμεικού κατά τις εργασίες κατασκευής του Μετρό
Αθηνών.[13] (Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).

Αναφέρεται πως οι κάτοικοι σταμάτησαν να ακολουθούν τους νόμους ή


ακόμα και να φοβούνται τις επιπτώσεις τους, μια και ένιωθαν πως
ζούσαν ήδη υπό συνθήκες θανατικής ποινής. Παρομοίως, πολλοί
άνθρωποι άρχισαν να ξοδεύουν τις περιουσίες τους αλόγιστα χωρίς
φειδώ, μια και θεωρούσαν πως δεν πρόκειται να ζήσουν για πολύ ακόμα
ώστε να χρειάζεται να αποταμιεύσουν ή να επενδύσουν για το μέλλον,
ενώ αντίθετα κάποιοι από τους φτωχούς έγιναν ξαφνικά πλούσιοι
κληρονομώντας τις περιουσίες των συγγενών τους. Αναφέρεται επίσης
πως πολλοί άρχισαν να συμπεριφέρονται ανέντιμα μια και θεώρησαν πως
δεν είχαν πλέον κίνητρο να απολαμβάνουν τη φήμη και τα προνόμια του
ενάρετου πολίτη αφού ο θάνατος ήταν πλέον κοντά.[4]

Θρησκευτική αβεβαιότητα

Οι συνθήκες αυτές, επέφεραν αμφιβολίες και αβεβαιότητα ως προς τη


θρησκεία, μια και οι άνθρωποι ένιωθαν εγκαταλελειμμένοι από τις
θεότητες και δεν έβλεπαν κάποιο πρακτικό όφελος ως προς την τέλεση
λατρείας τους. Εντός των ναών επικρατούσαν εξαιρετικά άσχημες
συνθήκες, μια και πολλοί πρόσφυγες από την ύπαιθρο είχαν αναγκαστεί
να βρουν καταφύγιο εκεί, και σύντομα οι ναοί μετατράπηκαν σε
κτίσματα γεμάτα με αρρώστους και νεκρούς.

Επίσης θεωρήθηκε από τους Αθηναίους πως ο λοιμός ήταν σημάδι πως οι
θεοί ήταν με το μέρος της Σπάρτης. Ένας χρησμός ανέφερε πως ο ίδιος ο
52

Απόλλωνας, ο θεός της αρρώστιας και της ίασης, θα πολεμούσε μαζί με


τους Σπαρτιάτες, ενώ ένας προγενέστερος χρησμός προειδοποίησε πως
με τον ερχομό του πολέμου με τους Δωριείς (Σπαρτιάτες) θα ερχόταν και
ο θάνατος. Ο Θουκυδίδης στο έργο του απέρριψε ως δεισιδαιμονίες τους
χρησμούς αυτούς και επικεντρώθηκε στις θεωρίες του Ιπποκράτη για την
κατανόηση της επιδημίας.[4][5]

Επιμέλεια των αρρώστων και νεκρών

Ένας άλλος λόγος της γενικευμένης έλλειψης κοινωνικής συνοχής ήταν η


πολύ μεγάλη μεταδοτικότητα της αρρώστιας, μια και αυτοί που
φρόντιζαν τους ασθενείς ήταν και οι πιο ευάλωτοι απέναντι στο λοιμό.
Έτσι πολλοί άνθρωποι πέθαναν απολύτως μόνοι τους καθώς κανένας δεν
τολμούσε να διακινδυνεύσει φροντίζοντάς τους. Οι νεκροί σχημάτισαν
σωρούς από πτώματα επί πτωμάτων, πολλά αφέθηκαν να αποσυντεθούν,
θάφτηκαν σε μαζικούς τάφους, καθώς και αποτεφρώθηκαν, με τις πυρές
να καίνε ακατάπαυστα με τα νέα πτώματα που προστίθονταν συνεχώς.
Άλλοι είχαν προετοιμάσει ιδιωτικές νεκρικές πυρές, έτσι ώστε να είναι
έτοιμες για τους συγγενείς και φίλους τους.

Στην περιοχή του αρχαίου νεκροταφείου του Κεραμεικού, έχουν


ανακαλυφθεί ένας ομαδικός τάφος και σχεδόν 1000 ατομικοί τάφοι οι
οποίοι χρονολογούνται ανάμεσα στο 430 και 426 π.Χ. Ο ομαδικός τάφος
ανασκάφτηκε την περίοδο 1994-95 και συνόρευε με ένα χαμηλό τοίχωμα
το οποίο φαίνεται πως διαχώριζε το νεκροταφείο από ένα γειτονικό
βάλτο. Μέσα στον τάφο υπολογίζεται πως βρίσκονταν 240 άτομα,
ανάμεσα στα οποία τουλάχιστον 10 παιδιά. Οι σκελετοί ήταν ατάκτως
τοποθετημένοι χωρίς στρώμα χώματος ανάμεσά τους, και θεωρείται πως
τοποθετήθηκαν εκεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και σε συνθήκες
βιασύνης.[14]

Όσοι είχαν την τύχη να επιζήσουν, ανέπτυξαν ανοσία στον λοιμό και έτσι
έγιναν οι πρώτοι που άρχισαν να φροντίζουν αποτελεσματικά όσους
είχαν προσβληθεί από την ασθένεια και ζούσαν ακόμα.[4]

Ταυτοποίηση της νόσου

Η έρευνα σχετικά με τα αίτια του λοιμού συχνά εξετάζει την συχνότητα


εμφάνισης επιδημιών με τα ιστορικά στοιχεία της προέλευσης του λοιμού
- Χάρτης του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Επιδημιών των ΗΠΑ
(Centers for Disease Control and Prevention - CDC) με στοιχεία από τον
53

Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για τις εμφανίσεις λοιμού στις αρχές του
21ου αιώνα

Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ιστορικοί προσπάθησαν να


ανακαλύψουν τα αίτια πίσω από το λοιμό των Αθηνών. Ιστορικά, ο
λοιμός συχνά θεωρείται πως ήταν ένα ξέσπασμα βουβωνικής πανώλης σε
μια από τις πολλές μορφές της,[3] αλλά διάφορες επανεκτιμήσεις των
κριτηρίων σχετικά με τα επιδημιολογικά συμπτώματα, έκαναν τους
ειδικούς να θεωρήσουν πιθανές και άλλες αρρώστιες όπως, τύφο,
ανεμοβλογιά, ιλαρά, και σύνδρομο τοξικού σοκ.[15] Κάποιο άλλοι
πρότειναν πως ενδέχεται να πρόκειται για την ασθένεια του άνθρακα, η
οποία εμφανίστηκε με την συγκέντρωση χιλιάδων προσφύγων εντός των
τοιχών καθώς και με τον συνωστισμό των παραγωγικών ζώων. Κατά τα
τέλη του 20ού αιώνα υπήρξαν εκτιμήσεις πως μπορεί να πρόκειται για
τον Αιμορραγικό Πυρετό Έμπολα, μια και τα συμπτώματα έχουν πολλές
ομοιότητες με τα αντίστοιχα στην Αφρικανική ήπειρο, όπου
εκδηλώθηκαν οι ασθένειες αυτές και ταυτοποιήθηκαν, ενώ ο Θουκυδίδης
είχε αναφέρει την Αιθιοπία ως τόπο προέλευσης του ιού.[16]

Τύφος

Τον Ιανουάριο του 1999, το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ αφιέρωσε το 5ο


ετήσιο ιατρικό συνέδριο του στον λοιμό των Αθηνών, και συμπέρανε πως
επρόκειτο για τύφο, αναφέροντας πως στοιχεία όπως θνησιμότητα του 20
τοις εκατό των μολυσμένων, θάνατος μετά από μια εβδομάδα, και
επιπλοκές όπως γάγγραινα στα άκρα των δαχτύλων, συμβαδίζουν με τα
συμπτώματα που εμφανίστηκαν στον λοιμό.[17]

Η παραπάνω άποψη στηρίζεται επίσης και στην έρευνα του Άρνολντ


Ουάικομπ Γκομ (Arnold Wycombe Gomme), ενός σημαντικού ερευνητή
του Θουκυδίδη στις αρχές και μέσα του 20ου αιώνα, ο οποίος επίσης
θεωρούσε τον τύφο ως την αιτία της επιδημίας που έπληξε την Αθήνα. [18]

Τυφοειδής πυρετός

Μια άλλη ανάλυση DNA του πολφού των δοντιών που έγινε το 2005 από
Έλληνες επιστήμονες, συμπέρανε πως οι ακολουθίες του DNA ήταν
παρόμοιες αυτές του οργανισμού που προκαλεί τυφοειδή πυρετό, με τα
συμπτώματα να μοιάζουν με αυτά που περιγράφει ο Θουκυδίδης.[14][19][20]

Ωστόσο τα αποτελέσματα της παραπάνω έρευνας αμφισβητήθηκαν από


άλλους ερευνητές, οι οποίοι υποστήριξαν πως υπάρχουν σημαντικά
μεθοδολογικά σφάλματα ως προς την ανάλυση DNA που έγινε στα
54

δόντια.[21] Οι επιστήμονες της αρχικής έρευνας απάντησαν πως η κριτική


ήταν βασισμένη σε ασαφή κριτήρια,[22] και πως η ίδια η μεθοδολογία που
χρησιμοποιήθηκε για τη στήριξη της κριτικής είχε κατά το παρελθόν
εμφανιστεί να παράγει αντίθετα συμπεράσματα. [23]

Αιμορραγικός πυρετός Έμπολα

Η αφήγηση του Θουκυδίδη αναφέρεται με έμφαση στον αυξημένο


κίνδυνο της μετάδοσης του ιού σε αυτούς που νοσήλευαν τους ασθενείς,
κάτι το οποίο είναι χαρακτηριστικό περισσότερο του Αιμορραγικού
πυρετού Έμπολα και λοιπών ιογενών αιμορραγικών πυρετών, και
λιγότερο του τύφου ή του τυφοειδούς πυρετού. Επίσης θεωρείται
παράξενο το πως οι σπαρτιατικές δυνάμεις απέφυγαν να μολυνθούν από
την επιδημία ενώ βρισκόταν σε σχετικά κοντινή απόσταση από την κύρια
εστία της επιδημίας. Κάποιοι ερευνητές μετέφρασαν την φράση του
Θουκυδίδη λύγξ τε τοῖς πλείοσιν ἐνέπεσε κενή ως την περιγραφή
παρουσίας λόξυγκα (ερμηνεύεται και ως εμετός ή ρέψιμο) η οποία είναι
κοινό χαρακτηριστικό στην ασθένεια του Έμπολα.[24][25][26].

Η θεραπεία του λοιμού

Μια θεωρία που υποστηρίζεται από αρχαίους συγγραφείς, ήταν ότι ο


λοιμός προκλήθηκε από τον μολυσμένο αέρα. Ο Πλούταρχος τον 1ο
αιώνα μ.Χ, 500 χρόνια αργότερα  ισχυρίστηκε ότι ένας γιατρός ονόματι
Άκρων θεράπευσε ορισμένα θύματα στην Αθήνα, με το άναμμα φωτιάς
και τον καθαρισμό του μολυσμένου αέρα. Ο Θουκυδίδης ωστόσο δεν
αναφέρει τέτοιο περιστατικό, γράφοντας αντιθέτως ότι οι γιατροί δεν
μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την πανούκλα και «η θνησιμότητα μεταξύ
τους ήταν μεγαλύτερη διότι ήσαν περισσότερο εκτεθειμένοι στην
επιδημία» (Θουκυδίδης 2.47).

Στo βιβλίο "Γνωριμία με την Αρχαία Ελλάδα" που έγραψε ο Κώστας


Παπαδημητρίου αναφέρεται επίσης η φωτιά ως μέθοδος θεραπείας από
τον Ιπποκράτη γεγονός που τον καθιέρωσε "Πατέρα της Ιατρικής".

Παραπομπές

1.

 (Αγγλικά) «Segen's Medical Dictionary. S.v. "The Plague of


Athens."».
  (Αγγλικά) «The Thucydides Syndrome - Centers for Disease
Control and Prevention».
55

  «Ιστορική εξέλιξη των ιατρικών ερμηνειών του λοιμού του


Θουκυδίδη - των Γ. Γιαννούλη, Ε.Μαυριτσάκη, Α. Σαμόλη, Π. Τζαμαλή,
Κ. Φιλοπούλου - Περιοδικό Perceptum». Αρχειοθετήθηκε από το
πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016.
  «Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 2.47 – 50». Μετάφραση στα ελληνικά από
τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
  «Ιπποκράτης (5ος αιώνας π.Χ.) - Αργολική Βιβλιοθήκη».
  (Αγγλικά) «The plague of Athens: epidemiology and
paleopathology - ncbi.nlm.nih.gov».
  «Πελοποννησιακός Πόλεμος / Oι Θηβαίοι στις Πλαταιές - του
Γιώργου Χαραλαμπόπουλου, περιοδικό Ιστορία». Αρχειοθετήθηκε από το
πρωτότυπο στις 11 Μαΐου 2015.
  (Αγγλικά) «Pandemic Love - by Charles Moore, Plough
magazine».
  «Ιστορία του Ιπποκράτη - Ο κήπος του Ιπποκράτη».
Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαΐου 2015.
  (Αγγλικά) «Plague in an Ancient City, by Michael Sweerts, circa
1652, represents the Plague of Athens - Hektoen International».
Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Απριλίου 2015.
  (Αγγλικά) «Franco Mormando, Thomas Worcester, Piety and
Plague: From Byzantium to the Baroque, Truman State Univ Press,
2007, σελ.240».
  (Αγγλικά) «Lucretius, De Rerum Natura, 6.1169 - The plague
Athens - perseus.tufts.edu».
  «Μύρτις - Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο».
  «Ανάλυση αρχαίου DNA και πιθανή αιτία του λοιμού της Αθήνας -
του ιατρικού ερευνητή Μανώλη Παπαγρηγοράκη, Η Καθημερινή».
  (Αγγλικά) Dr. Alexander Langmuir, formerly chief epidemiologist
at the Centers for Disease Control in Atlanta, USA - New England
Journal of Medicine, 1985 Volume 313:1027-1030
http://www.time.com/time/magazine/article/0,9171,963885,00.html
  (Αγγλικά) Olson PE, Hames CS, Benenson AS, Genovese EN.
"The Thucydides syndrome: ebola deja vu? (or ebola reemergent?)"
Emerging Infectious Diseases 2(1996): 155–156. ISSN 1080-6059.
56

  (Αγγλικά) «Plague of Athens: Another medical mystery solved at


University of Maryland - University of Maryland».
  (Αγγλικά) Gomme, A. W., ed. A. Andrewes and K. J. Dover. An
Historical Commentary on Thucydides, Volume 5. Book VIII, Oxford
University Press, 1981. ISBN 0-19-814198-X.
  (Αγγλικά) Papagrigorakis, Manolis J.; Yapijakis, Christos;
Synodinos, Philippos N.; Baziotopoulou-Valavani, Effie (2006). «DNA
examination of ancient dental pulp incriminates typhoid fever as a
probable cause of the Plague of Athens». International Journal of
Infectious Diseases 10 (3): 206–214. doi:10.1016/j.ijid.2005.09.001.
PMID 16412683.
  (Αγγλικά) «Typhoid Fever Behind Fall of Athens -
Livescience.com».
  (Αγγλικά) Beth Shapiro, Andrew Rambaut, and M. Thomas P.
Gilbert. "No proof that typhoid caused the Plague of Athens (a reply to
Papagrigorakis et al.)", International Journal of Infectious Diseases 10
(2006): 334–35. ISSN 1201-9712
  (Αγγλικά) Insufficient phylogenetic analysis may not exclude
candidacy of typhoid fever as a probable cause of the Plague of Athens
(reply to Shapiro et al.)
http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S120197120600052X
  (Αγγλικά) Analysis of the type 1 pilin gene cluster fim in
Salmonella: Its distinct evolutionary histories in the 5' and 3' regions.
181. Feb 1999, σελ. 1301–8. PMID 9973358.[νεκρός σύνδεσμος]
  «Ο ιός Έμπολα ήταν ο λοιμός που εξόντωσε την αρχαία Αθήνα και
τον Περικλή; Η νόσος των εννέα ημερών και ο λόξυγγας είναι παρόμοια
συμπτώματα που τα αναφέρει και ο Θουκυδίδης - Μηχανή του Χρόνου».
  «Εμπολα ο λοιμός της... Αθήνας - της Ιωάννας Σουφλέρη, Το
Βήμα».

26. (Αγγλικά) Olson PE, Hames CS, Benenson AS, Genovese EN


(1996). "The Thucydides syndrome: Ebola déjà vu? (or Ebola
reemergent?)." Emerging Infect. Dis. 2 (2): 155–56.
doi:10.3201/eid0202.960220. PMC 2639821. PMID 8964060.
They translate the phrase λύγξ κενή as "hiccups," often previously
translated from Thucydides as "ineffectual retching" (cf. Aretaeus,
Treatment of Acute Diseases 2.4; Hippocrates, Aphorisms 5.58).
57

Σχετική βιβλιογραφία
Στα ελληνικά

 Αναστασία Α. Κάλου, Χαράλαμπος Ν. Χάιτας, Μύρτις - Πρόσωπο


με πρόσωπο με το παρελθόν - Μεταίχμιο, 2010, 40 σελ., ISBN 978-
960-455-856-8

Ξενόγλωσση

 (Αγγλικά) Dixon B. "Ebola in Greece?" British Medical Journal


(1996), 313–430.
 (Αγγλικά) McNeill, William H.: Plagues and People, Anchor
Books, Νέα Υόρκη 1976. ISBN 0-385-12122-9.
 (Αγγλικά) Pomeroy, Sarah B.: Spartan Women, Oxford University
Press, Οξφόρδη 2002. ISBN 0-19-513067-7.
 (Αγγλικά) Zinsser, Hans.: Rats, Lice and History: A Chronicle of
Pestilence and Plagues. Βοστώνη 1935.Black Dog & Leventhal
Publishers, Νέα Υόρκη 1996. ISBN 1-884822-47-9.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

 Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 2.47 – 50, Μετάφραση στα σύγχρονα


ελληνικά από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, Κέντρο Ελληνικής
Γλώσσας
 «Ο λοιμός των Αθηνών» - λεπτομέρειες σχετικά με την εξέταση
DNA του σκελετικού υλικού από τον Χρήστο Γιαπιτζάκη -
youtube.com
 Έρευνα αρχαίου DNA - Η αιτία του λοιμού των Αθηνών -
λεπτομέρειες σχετικά με την εξέταση DNA από τους Χρήστο
Γιαπιτζάκη και Μανώλη Παπαγρηγοράκη - απόσπασμα από την
εκπομπή Στα άκρα - youtube.com

Από τον «λοιμό του Θουκυδίδη» στον κορονοϊό

Πόσοι πιστεύουν στο σενάριο της εργαστηριακής κατασκευής του ιού


και της συναφούς μαλθουσιανής χρήσης του;

ntFΟτιδήποτε αφήνει το μυαλό μουδιασμένο και θολώνει την κρίση,


οτιδήποτε αντιστέκεται στη διανοητική εξήγηση, κατάταξη και
διαχείριση, μας οδηγεί σχεδόν αυτόματα στον δρόμο του
ανορθολογισμού. Σε μια μεγάλη λεωφόρο για την ακρίβεια, που την
άνοιξε και τη διαπλάτυνε ο φόβος των ανθρώπων μπροστά στο
58

μυστηριώδες και το δυσκατάβλητο, το οποίο αρκετά συχνά ερμηνεύεται


μοιρολατρικά σαν «οιωνός της θεϊκής οργής». Οποιον θεό κι αν θέλει
οργισμένο η πίστη των ανθρώπων, μεταβαλλόμενη στις χιλιετίες της
ιστορίας τους.

Τίποτε πιο χαρακτηριστικό, πιστεύω, όσον αφορά τη ρηγμάτωση του


ορθού λόγου μπροστά στην ακάθεκτη επέλαση του κακού, από τις
τελευταίες στιγμές του Περικλή. Ο Αθηναίος πολιτικός, από τους
θεμελιωτές του πολιτισμού που προσδιορίζουμε ως δυτικό, εννοώντας
τον ως διαφωτισμένο και απελευθερωμένο, υπήρξε μαθητής του
Αναξαγόρα του Κλαζομένιου, που για τη σύνεσή του προσαγορεύθηκε
«Νους».

Απαλλάχτηκε έτσι από τη δεισιδαιμονία και διδάχτηκε να προσεγγίζει τα


φαινόμενα ως ορθολογιστής. Κι όμως. Λίγο πριν πεθάνει και αυτός από
τον λοιμό που θέρισε την Αθήνα το 430 π.Χ., όταν –κατά Θουκυδίδη– οι
άνθρωποι «ώσπερ τα πρόβατα έθνησκον», δεν είχε πια το κουράγιο ή
τη διάθεση να εναντιωθεί στις δεισιδαίμονες «θεραπευτικές»
περιποιήσεις των συγγενισσών του. Μεταφράζω όσα γράφει ο
Πλούταρχος για τον «Ολύμπιο», που, πράγμα σπάνιο, κράτησε τον βίο
του «εν εξουσία καθαρόν και αμίαντον»:

«Ούτε κι ο Περικλής γλίτωσε από τον λοιμό. Mόνο που αυτόν η


αρρώστια δεν τον χτύπησε βίαια και με οξύτητα, όπως τους άλλους, παρά
έφθειρε σιγά σιγά το σώμα του και, αργά αργά, έτσι όπως παρατεινόταν
από τη μια φάση της στην άλλη, υπέσκαψε το φρόνημα της ψυχής του.
Στα “Hθικά” του ο Θεόφραστος μελετά το πρόβλημα αν ο χαρακτήρας
του ανθρώπου υπακούει στις αλλαγές της τύχης κι αν τα παθήματα του
σώματος αφανίζουν την αρετή. Ιστορεί λοιπόν εκεί πως, άρρωστος πια ο
Περικλής, έδειξε σ’ έναν φίλο του που πήγε να τον επισκεφθεί το
φυλαχτό που του είχαν κρεμάσει στον λαιμό οι γυναίκες. Ηθελε με
τούτο να φανερώσει πόσο άσχημη ήταν πια η υγεία του, αφού είχε
καταντήσει να ανεχθεί ακόμα και μια πράξη τόσης μωρίας».

Τυπικά, και έπειτα από τόσες επίσημα δημοσιευμένες πληροφορίες, ο


νέος κορωνοϊός δεν θα ’πρεπε να θεωρείται περισσότερο μυστηριώδης
απ’ ό,τι οι υπόλοιποι της οικογένειάς του, από χρόνια ενδημικοί πια.

Μολαταύτα, η καταγωγή του από μιαν Ανατολή που εκ παραδόσεως την


υπολογίζουμε σαν μυστηριακή, η ευκολία με την οποία επελαύνει σε
ισχυρές χώρες που βιάστηκαν να αυτοανακηρυχθούν θωρακισμένες,
αλλά και η επιμονή του να ξεφεύγει από τα ερμηνευτικά σενάρια που
κατασκευάζουμε και ανακατασκευάζουμε, διατηρεί γύρω του ένα στέμμα
59

μακάβριου εξωτισμού. Και επιτρέπει τη διακίνηση ανόητων


συνωμοσιολογικών θεωριών, καθώς και τη διαφήμιση ή και εμπορία
ψευτοθεραπευτικών μεθόδων, παραθρησκευτικών ή παραεπιστημονικών.
Το «Βυζαντινόν» του «Λυσίαρχου» Κυριάκου Βελόπουλου, η
πρόπολη του μουσουργού/μελισσουργού Σταμάτη Κραουνάκη και ο
αγιασμός-σπρέι του πρώην μητροπολίτη Αμβρόσιου μοιάζουν πολύ
περισσότερο απ’ όσο διαφέρουν.

Για ορισμένους στην ορθολογική Δύση, και μάλιστα την αμερικανική, η


εμφάνιση του ιού στην Κίνα ήταν αναμφισβήτητη απόδειξη ότι έχουμε
να κάνουμε με ένα επιπλέον κατασκεύασμα της «παμπάλαιης
κινεζικής πονηρίας», με στόχο την οικουμενική κυριαρχία, την
απόσπαση της πλανηταρχίας από τις ΗΠΑ. Παρωδία στην παρωδία,
στη δυτική ανθρωπογεωγραφία η καρικατούρα του σατανικού Φου
Μαντσού έχει καταλήξει να αναπαριστάνει πιστότερα από οτιδήποτε
άλλο τον σκοτεινό και δόλιο «κινεζικό δράκο». Αν είναι και κόκκινος ο
δράκος αυτός, κομμουνιστής, έστω και κατά δήλωσή του, ακόμα
χειρότερα. Το σενάριο αυτό πάντως δεν παραπερπάτησε, γιατί άφηνε
ανερμήνευτη τη διάλυση της κινεζικής οικονομίας, καθώς και την εκ των
πραγμάτων εξώθηση της τσακισμένης κινεζικής κοινωνίας στην
αμφισβήτηση της σοφίας του απολυταρχικά ηγεμονεύοντος
Κομμουνιστικού Κόμματος. Και μάλιστα στην αμφισβήτηση της ίδιας
της κορυφής του, και όχι μόνο κάποιων περιφερειακών ή μεσαίων
στελεχών.

Αφού λοιπόν τον κορωνοϊό δεν τον κατασκεύασαν τα κινεζικά


εργαστήρια, τότε, «νομοτελειακά», τον σκάρωσαν άλλοι σκοτεινοί
τύποι στα δικά τους θερμοκήπια ανθρωποκτόνου κακίας. Πληθώρα οι
σχετικές ταινίες, κραυγαλέα βλακώδεις, αποτελούν τη βιβλιογραφία των
ευφαντάστων, στους οποίους έσπευσε να συμπεριληφθεί και ο
αντιπρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. «Τους ξέφυγε ο ιός»
λοιπόν, όπως υποτίθεται ότι τους είχε ξεφύγει στη δεκαετία του 1980 ο
ιός του AIDS, ο οποίος μάλιστα είχε αποδειχθεί ιδανικός (αν όχι
«θεόσταλτος») για τη μέχρις εξολοθρεύσεως τιμωρία των πάσης φύσεως
«παραβατικών» ή «αντικανονικών» – ομοφυλόφιλων,
τοξικοεξαρτημένων, μαύρων κ.ο.κ. Κι αν δεν τους ξέφυγε, τότε «τον
απελευθέρωσαν επίτηδες», τάχα για να λυθεί το πρόβλημα του
παγκόσμιου υπερπληθυσμού. Ιδού ένα μοντέρνο «Κείων νόμιμον», με
τους άνω των εβδομήντα ετών να θυσιάζονται μαζικά και ανελέητα, αντί
να εξωθούνται στην αυτοκτονία, όπως στη νήσο Κέα της αρχαιότητας.

Πόσοι πιστεύουν στο σενάριο της εργαστηριακής κατασκευής του


ιού και της συναφούς μαλθουσιανής χρήσης του; Είναι περίπου
60

ισάριθμοι όσων στην αρχή της κρίσης δήλωναν σίγουροι πως θα τον
μεταφέρουν στη Δύση οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, έτσι κι αλλιώς
μολυσμένοι στις  κυρίαρχες αναπαραστάσεις μας. Το ότι δεν ήρθαν έτσι
τα πράγματα, δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν θα μπορούσε να έχουν έρθει.
Οπερ έδει δείξαι...

Ανάμεσα στα πολλά που μαθαίνουμε από τον Θουκυδίδη, ιδιαίτερη


σημασία έχουν τα εξής πέντε: Πρώτον, και ο λοιμός των Αθηνών ήταν
οιονεί παγκόσμιος: «Η αρρώστια άρχισε, όπως λέγεται, πρώτα από την
Αιθιοπία, στην Ανω Αίγυπτο, κατέβηκε έπειτα στην Αίγυπτο και στη
Λιβύη και στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας του Βασιλέως», της Περσίας
δηλαδή (στη μετάφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, που ταυτίζει την
Αιθιοπία με το Σουδάν, εκδ. Πόλις, 2011). Δεύτερον, και τότε
συνωμοσιολογική ήταν η πρώτη, αυθόρμητη εξήγηση, αφού οι Αθηναίοι
έλεγαν πως οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίξει δηλητήριο στις δεξαμενές
του Πειραιά.

Τρίτον, ανάμεσα στα πρώτα θύματα ήταν οι γιατροί: «Αυτοί προπαντός


πέθαιναν επειδή αυτοί προπαντός έρχονταν σε επαφή με τους
αρρώστους». Ο Κινέζος γιατρός Λι Γουενλιάγκ, που πρώτος
προειδοποίησε για τον ιό, πέθανε με την πίκρα του αγγελιαφόρου που
τιμωρείται επειδή η αγγελία του είναι στενάχωρη. Τέταρτον, οι άνθρωποι
έπραξαν όπως το συνηθίζουν οι άνθρωποι, ικετεύοντας τα ουράνια, πλην,
πέμπτον, οι θεοί ανταποκρίθηκαν όπως το συνηθίζουν οι θεοί –
αδρανώντας: «Επίσης», παρατηρεί ο Θουκυδίδης, που νόσησε και ο
ίδιος, «οι ικεσίες σε ιερά ή σε μαντεία και ό,τι άλλο τέτοιο δοκίμασαν δεν
ωφέλησαν σε τίποτα· στο τέλος τα άφησαν νικημένοι από το κακό».
«Πάντα ανωφελή ην». Αυτά τα γράφει ένας φυγάς του θανάτου, που
την κρίση του δεν τη θόλωνε κανένα λοιμικό.

Πηγή: Η Καθημερινή

Λοιμός και Κορονοϊός: Μια σύγκριση των δύο επιδημιών για να


αναδειχθούν οι ομοιότητές τους.25 Μαρτίου 2020 Πάτρα  24/03/2020
Νίκος Ασπρογέρακας, φιλόλογος

ΑΘΗΝΑ 430 π.Χ. – ΕΛΛΑΔΑ 2020 μ.Χ.


61

Ο λοιμός που ενέσκηψε στην Αρχαία Αθήνα στην αρχή του «θέρους» ,
την ΄Ανοιξη δηλαδή, του 430 π.Χ., κατά το 2ο έτος του πελοποννησιακού
πολέμου (431-404 π.Χ.), αλλά και η ανθρώπινη συμπεριφορά,  μας
δίνουν την ευκαιρία να παρατηρήσουμε  ορισμένες ομοιότητές τους με
την τωρινή επιδημία του κορονοϊού, ασχέτως αν ο αρχαίος λοιμός
πιθανολογείται ως τυφώδης πυρετός ή πανώλη βαριάς μορφής ενώ ο
τωρινός αναγνωρίζεται ως είδος γριπώδους ιού. Οι πληροφορίες μας για
τον πρώτο περιέχονται στο Β΄ βιβλίο των ιστοριών του Θουκυδίδη
(κεφάλαια 47-54) στα οποία και γίνονται οι παραπομπές.

1. Και οι δύο επιδημίες  στη χώρα μας έχουν χρονική αφετηρία


κυρίως το μήνα Μάρτιο.
2. Αρχική εμφάνιση έχουμε στην αρχαιότητα στη Β. και ΒΑ Αφρική
και Περσική επικράτεια («΄Ηρξατο το πρώτον εξ Αιθιοπίας,
έπειτα κατέβη εις Αίγυπτον και Λιβύην και εις την βασιλέως γην
την πολλήν» 48,1).Στην ευρωπαϊκή μας ήπειρο έφτασε από την
Κίνα (Ασία).
3. Αδυναμία των γιατρών για θεραπεία της νόσου συναντάται και
στις δύο περιόδους: τότε «ούτε γαρ ιατροί ήρκουν το πρώτον
θεραπεύοντες αγνοία» (47, 4), αλλά και σήμερα έχουν άγνοια για
τον πρωτοεμφανιζόμενο κορονoϊό  convid-19.
4. Μετάδοση της ασθένειας στους γιατρούς και νοσηλευτές που
προσέγγιζαν τα κρούσματα. Στις μέρες μας ευτυχώς μετράμε μόνο
δύο θύματα ιατρούς (στην Κίνα και στη Γαλλία) αλλά και το 7%
των κρουσμάτων από ιατρούς και νοσηλευτές, ενώ τότε «αυτοί
(ιατροί) μάλιστα έθνησκον όσω και μάλιστα προσήσαν»
{=πλησίαζαν τους αρρώστους (47, 4)}.
5. Πυρετός, βήχας, δύσπνοια και φτάρνισμα τα κοινά
χαρακτηριστικά στις δύο περιπτώσεις. Προσθέτω ότι προσφάτως ο
Κ. Δημόπουλος, Πρύτανης του ΕΚΠΑ, υπογράμμισε ότι ο Convid-
19 παρουσιάζει και γαστρεντερικά συμπτώματα, όπως και ο
λοιμός. «ισχυραί θέρμαι της κεφαλής….. πνεύμα άτοπον (άτακτη
αναπνοή).. πόνος μετά βηχός ισχυρού…..επικατιόντος του
νοσήματος εις την κοιλίαν και εγγιγνομένης διαρροίας
ακράτου»(49, 2-4).
6. Όσοι θεραπεύονταν μακαρίζονταν από τους άλλους και πίστευαν
ότι δε θα προσβάλλονταν για δεύτερη φορά, θεωρώντας  ότι είχαν
αποκτήσει γενική ανοσία από κάθε λοιμώδη αρρώστια:
«εμακαρίζοντό τε υπό των άλλων και αυτοί ελπίδας είχον εις τον
έπειτα χρόνον μηδ΄ αν υπό άλλου νοσήματος ποτέ έτι
διαφθαρήναι»(51, 6). Γνωστές σήμερα οι ερευνητικές
προσπάθειες για θεραπεία  των ασθενών με αντισώματα των ήδη
αποθεραπευμένων.
62

7. Δεν υπήρχε φάρμακο που να προσφερθεί και να ωφελήσει όλους.


Ό,τι υπήρχε δεν ήταν βέβαιο ότι θα αποβεί λυσιτελές: «ουδέ εν
κατέστη ίαμα ό,τι χρή τους προσφέροντας ωφελείν»(51, 2). Με
κοκτέιλ φαρμάκων που θεραπεύουν άλλες ασθένειες-ανάμεσα σ΄
αυτά η δραστική ουσία υδροξυχλωροκίνη-προσπαθούν σήμερα,
μέχρι να βρεθεί το ειδικό φάρμακο, πειραματιζόμενοι οι
θεράποντες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
8. Τα περισσότερα κρούσματα και θάνατοι σήμερα παρατηρούνται
εκεί όπου υπάρχει συγχρωτισμός και συνωστισμός, στα μεγάλα
αστικά κέντρα Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, όπως και τότε
στην Αθήνα και στα πυκνοκατοικημένα μέρη: “η νόσος
επενείματο (=έκανε θραύση) δε Αθήνας μεν μάλιστα, έπειτα δε
και των άλλων χωρίων τα πολυανθρωπότατα»(54, 5).

    Ας δούμε και κάποια παρόμοια χαρακτηριστικά  και στην


κοινωνική                  συμπεριφορά  των  ανθρώπων.

9. Σε τέτοιες καταστάσεις διασαλεύεται η ηθική τάξη,


παραβιάζονται θεϊκοί και ανθρώπινοι νόμοι, διευρύνεται η ανομία
και η ανυπακοή στους θεσμούς της πολιτείας. Η γενική
χαλάρωση, αν επικρατήσει, οδηγεί σε λεηλασίες, μαύρη αγορά στα
προϊόντα στην υπερίσχυση του ατομικού απέναντι στο κοινό
συμφέρον, παραβίαση των εργασιακών σχέσεων και σε άλλες
έκνομες ενέργειες. Ευτυχώς στις μέρες μας η πολιτεία με τους
θεσμούς της μας έχει προφυλάξει σε μεγάλο βαθμό από τέτοιους
κινδύνους. Αντιθέτως στην  Αθήνα του 430-429 π.Χ. «οι
άνθρωποι υπερβιαζομένου του κακού ες ολιγωρίαν ετράποντο
και ιερών και οσίων ομοίως»(52,3) και αλλού «ό,τι δε ήδη τε ηδύ
και πανταχόθεν το ες αυτό κερδαλέον τούτο και καλόν και
χρήσιμον κατέστη»(53,3) και γενικά ο λοιμός υπήρξε αφορμή για
μεγαλύτερες παρανομίες, «Πρώτον τε ήρξε και ες τάλλα τη πόλει
επί πλέον ανομίας το νόσημα»(53,1).
10.Στην προσπάθεια να δοθούν ερμηνείες, εκτός της επιστήμης, για το
ποιος φταίει, μερικοί αναζητούν, πέρα από τη λογική, την
απάντηση σε θεωρίες συνωμοσίας. ΄Ετσι ο convid-19
παρασκευάστηκε στα εργαστήρια μεγάλης δύναμης για να πλήξει
την άνοδο της κινεζικής οικονομίας, όπως και στο κράτος των
Αθηνών οι πολιορκούντες την Αθήνα πελοποννήσιοι είχαν ρίξει
στα πηγάδια και στις υδροδεξαμενές του Πειραιά δηλητήρια.
«ώστε και ελέχθη ως οι πελοποννήσιοι φάρμακα εσβεβλήκοιεν 
ες τα φρέατα»(48, 2). Σημειώνουμε την αμφισβήτηση του
ιστορικού: ειπώθηκε  .. ότι τάχα, δήθεν.
63

11.Δε απολείπουν ακόμα στις μέρες μας και  oι οπαδοί ακραίων
παραθρησκευτικών ομάδων, οι οποίοι αποδίδουν τις επιδημίες
στην ένδειξη θειικής οργής  απέναντι στον ηθικό εκτροχιασμό του
ανθρώπου  και σε υπόδειξη προς την ανθρωπότητα να
συμμορφωθεί στους θεϊκούς νόμους. ΄Ετσι και τον αθηναϊκό λοιμό
προξένησε  ο θεός Απόλλωνας, ο οποίος έδωσε χρησμό στους
Λακεδαιμονίους ότι θα νικήσουν και μάλιστα ότι θα βοηθήσει και
ο ίδιος: «μνήμη δε εγένετο (πάλι εδώ ο ορθολογιστής Θουκυδίδης)
και του Λακεδαιμονίων χρηστηρίου…. …και αυτός έφη
ξυλλήψεσθαι»(54,4).

Εν κατακλείδι αν συναντάμε τέτοιες και πιθανώς και άλλες ομοιότητες,


τεράστιες και ασύγκριτες είναι οι αντιθέσεις που χωρίζουν τα μεταξύ
2.450 χρόνων συμβάντα. Σήμερα η ανθρωπότητα είναι σε θέση να
περιορίσει, να ελαχιστοποιήσει και να αποκλείσει δραματικά γεγονότα
που συνέβησαν τότε, όπως ρεαλιστικά περιγράφονται από το μεγάλο
ιστορικό μας: Η περικοπή του μέρους του σώματος, όπου εμφανίζονταν
η αρρώστια, χεριών   και ποδιών και η εξόρυξη των οφθαλμών από τους
ίδιους τους πάσχοντες για να γλυτώσουν από τη νόσο. Οι πνιγμοί στα
πηγάδια. Η αποφυγή των ορνέων να τραφούν από τα πτώματα. Οι 
υπαίθριες πυρές μe τα συσσωρευμένα πτώματα. Η έλλειψη κάθε
κοινωνικής συνοχής και αλληλοβοήθειας.

Στην εποχή μας η αλματώδης εξέλιξη των επιστημών, η συστηματική


οργάνωση του κράτους, η συνειδητοποίηση εκ μέρους των πολιτών των
υποχρεώσεών τους προς το κοινωνικό σύνολο, εγγυώνται ότι σύντομα θα
ξεπεράσουμε την παρούσα κρίση με τις λιγότερες δυνατόν απώλειες.
Ας θυμίσουμε πως τότε στο λoιμό υπήρχαν μόνο δύο ονομαστοί ιατροί, ο
΄Ακρωνας, θύμα του λοιμού, και ο πατέρας της Ιατρικής Ιπποκράτης,
ενώ σήμερα πλειάδα ιατρών-επιστημόνων ισάξιων του Ιπποκράτη,
στους οποίους έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας.

Θουκυδίδης. Ιστορίαι
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
ΒΙΒΛΙΟΝ Β΄

Μετάφραση

Τα γεγονότα των τριών πρώτων ετών του πολέμου


Έτος 1ον: 431-430 πΧ
Έναρξις του πολέμου (1)
Ο επιτάφιος λόγος του Περικλέους (35)
64

Έτος 2ον: 430-429 πΧ (47)


Εισβολή των Πελοποννησίων εις την Αττικήν. Ο λοιμός (47)
Δενδροτόμησις της Αττικής (55)
Οι Αθηναίοι κατά της Πελοποννήσου (56)
Συνέχισις της πολιορκίας της Ποτειδαίας (58)
Κατηγορίαι των Αθηναίων κατά του Περικλέους (59)
Ο τελευταίος λόγος του Περικλέους (60)
Απόφασις των Αθηναίων να συνεχίσουν τον πόλεμον (65)
Θάνατος του Περικλέους (65)
Η πολεμική πολιτική του Περικλέους (65)
Χαρακτηρισμός του Περικλέους (65)
Εκστρατεία των Πελοποννησίων κατά της Ζακύνθου (66)
Σύλληψις Πελοποννησίων πρέσβεων μεταβαινόντων εις Περσίαν (67)
Επίθεσις των Αμπρακιωτών κατά του Αμφιλοχικού Άργους (68)
Αθηναϊκαί ναυτικαί εκστρατείαι (69)
Παράδοσις της Ποτειδαίας εις τους Αθηναίους (70)
Έτος 3ον: 429-428 πΧ
Εκστρατεία των Πελοποννησίων κατά των Πλαταιών (71)
Πρέσβεις των Πλαταιών ενώπιον του Αρχιδάμου (71)
Πρέσβεις των Πλαταιών εις Αθήνας (73)
Αι Πλαταιαί πισταί εις την Αθηναϊκήν συμμαχίαν (74)
Πολιορκία των Πλαταιών υπό των Πελοποννησίων (75)
Ήττα των Αθηναίων εις Σπάρτωλον (79)
Εκστρατεία των Πελοποννησίων κατά της Ακαρνανίας (80)
Ήττα του Πελοποννησιακού στόλου εις τον Πατραϊκόν κόλπον (83)
Οι αντίπαλοι στόλοι παρά το Ρίον και τον Αντίρριον (85)
Λόγος των Πελοποννησίων ηγετών προς τους άνδρας των (87)
Ενθαρρυντικός λόγος του Φορμίωνος προς τους άνδρας του Αθηναϊκού
στόλου (88)
Περιγραφή της ναυμαχίας (90)
Σχέδιον των Πελοποννησίων να καταλάβουν τον Πειραιά (93)
Ο Σιτάλκης και το Θρακικόν του βασίλειον. Η Μακεδονία. (95)
Οι Αθηναίοι εις Ακαρνανίαν (102)

Βιβλίον Β΄

Τα γεγονότα των τριών πρώτων ετών του πολέμου


Έτος 1ον : 431-430 π.X. (1-46)
Έναρξις του πολέμου
65

1. Από το σημείον όμως τούτο και εξής αρχίζει η πραγματική


εξιστόρησις του πολέμου των Αθηναίων και των Πελοποννησίων και των
συμμάχων αμφοτέρων. Διαρκούσης της περιόδου αυτής, όχι μόνον κάθε
μεταξύ των επικοινωνία έπαυσε, πλην της δια κηρύκων γινομένης, αλλά
και ο αγών, αφού άπαξ ήρχισε, συνεχίσθη άνευ διακοπής. Τα γεγονότα
διηγούμαι κατά σειράν, όπως ελάμβαναν χώραν καθ’ έκαστον θέρος και
χειμώνα.
Επίθεσις των Θηβαίων κατά των Πλαταιών και αποτυχία των
2. Η Τριακονταετής δηλαδή ειρήνη διετηρήθη επί δέκα τέσσερα έτη μετά
την υποταγήν της
Ευβοίας. Αλλά κατά το δέκατον πέμπτον έτος, όταν η Ιέρεια Χρυσίς
ιεράτευεν επί σαράντα οκτώ ήδη έτη εις το Άργος, ο Αινήσιος ήτο
πρώτος έφορος εις την Σπάρτην, και η αρχή του επωνύμου άρχοντος των
Αθηνών Πυθοδώρου έμελλε να λήξη μετά τέσσαρας μήνας, τον δέκατον
έκτον μήνα μετά την μάχην της Ποτειδαίας, και ευθύς με την αρχήν του
έαρος,
δύναμις τριακοσίων και πλέον ενόπλων Θηβαίων, υπό την αρχηγίαν των
Βοιωταρχών Πυθαγγέλου, υιού του Φυλείδου, και Διεμπόρου, υιού του
Ονητορίδου, εισήλθαν κατά την ώραν του πρώτου ύπνου εις τας
Πλαταιάς της Βοιωτίας, η οποία ήτο πόλις σύμμαχος των Αθηναίων. Ο
Πλαταιεύς Ναυκλείδης, μαζί με τους οπαδούς του, επιδιώκοντες να
εξολοθρεύσουν μερικούς πολίτας της αντιθέτου φατρίας και
προσελκύσουν την πόλιν προς
το μέρος των Θηβαίων, με τον σκοπόν να λάβουν την εξουσίαν εις χείρας
των, τους προσεκάλεσαν και τους ήνοιξαν τας πύλας της πόλεως. Τας
μυστικάς προς τούτο διαπραγματεύσεις διεξήγαγαν προς τον Ευρύμαχον,
υιόν του Λεοντιάδου, άνδρα δυνατώτατον μεταξύ των Θηβαίων. Διότι οι
Θηβαίοι, προϊδόντες το αναπόφευκτον του πολέμου, ήθελαν, διαρκούσης
ακόμη της ειρήνης και πριν εκραγή φανερά ο πόλεμος, να καταλάβουν
προηγουμένως τας Πλαταιάς, αι οποίαι ήσαν ανέκαθεν αντίθετοι, προς
αυτούς. Ως εκ τούτου, κατώρθωσαν ευκολώτερα να εισέλθουν λαθραίως,
καθόσον η πόλις δεν εφρουρείτο τότε.Αφού δ’ εστάθμευσαν εις την
αγοράν, αντί να συμμορφωθούν προς την γνώμην των προσκαλεσάντων
αυτούς και επιληφθούν αμέσως του έργου, εισβάλλοντες
εις τας οικίας των εχθρών των, απεφάσισαν να δημοσιεύσουν
προκηρύξεις
συνδιαλλακτικάς, δια να φέρουν την πόλιν εις φιλικόν συμβιβασμόν,
νομίζοντες ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον θα την προσεταιρίζοντο ευκόλως.
Τωόντι, ο κήρυξ επροκήρυξεν ότι όστις θέλει να είναι σύμμαχος με
αυτούς, κατά τα πατροπαράδοτα έθιμα της Βοιωτικής ομοσπονδίας,
οφείλει να προσέλθη ένοπλος και ενωθή μαζί των.
3. Τους Πλαταιείς, ευθύς ως εννόησαν ότι οι Θηβαίοι είχαν εισέλθει ήδη
και η πόλις ευρίσκετο εξ απροόπτου εις χείρας των, κατέλαβε πανικός,
66

και νομίσαντες ότι οι εισελθόντες ήσαν πολύ περισσότεροι, διότι ένεκα


της νυκτός δεν τους διέκριναν, απεφάσισαν να συνθηκολογήσουν, και
αποδεχθέντες τας γενομένας δια του κήρυκος προτάσεις, έμεναν ήσυχοι,
τόσον μάλλον καθόσον οι Θηβαίοι δεν μετεχειρίσθησαν βίαια μέτρα
εναντίον κανενός. Αλλ’ ενώ διεπραγματεύοντο όπως ημπορούσαν τους
όρους της υνθηκολογίας, εννόησαν ότι οι Θηβαίοι ήσαν ολίγοι, και
έκριναν ότι, αν τους επιτεθούν, θα τους καταβάλουν ευκόλως, διότι η
πλειοψηφία των Πλαταιέων δεν επεθύμει ν’ αποσπασθούν από τους
Αθηναίους. Απεφάσισαν λοιπόν να επιχειρήσουν την επίθεσιν, και
διατρυπώντες τους μεσοτοίχους, εσυγκεντρώνοντο εις εν και το αυτό
μέρος, δια να μη γίνουν αντιληπτοί πορευόμενοι δια μέσου των οδών,
ενώ συγχρόνως ετοποθέτουν αμάξας άνευ υποζυγίων εις τους δρόμους,
δια να χρησιμεύσουν ως οδοφράγματα, και έλαβαν όσα
άλλα μέτρα εφαίνοντο χρήσιμα εις την παρούσαν περίστασιν. Όταν δ’
όλα ητοιμάσθησαν κατά το δυνατόν, επωφεληθέντες την ώραν της
νυκτός, κατά την οποίαν επέκειτο η εμφάνισις της αυγής, ώρμησαν εκ
των οικιών εναντίον των Θηβαίων, ίνα μη ως εκ του φωτός της ημέρας
αντιταχθούν οι τελευταίοι θαρραλεώτερον κατά της επιθέσεώς των, και
ευρεθούν υπό ίσους όρους με αυτούς, ενώ ως εκ του σκότους θα ήσαν
δειλότεροι και θα
εμειονέκτουν, ως μη γνωρίζοντες την τοπογραφίαν της πόλεως εξ ίσου
καλώς όσον οι ίδιοι. Ως εκ τούτου, επετέθησαν κατ’ αυτών αμέσως και
ήλθαν εις χείρας χωρίς να χάνουν καιρόν.
4. Οι Θηβαίοι, άμα ως εννόησαν ότι ηπατήθησαν, ήρχισαν να πυκνώνουν
τας τάξεις των,
και προσεπάθουν να απωθήσουν τας επιθέσεις από οιονδήποτε μέρος και
αν προήρχοντο.
Και δις μεν ή τρις τας απέκρουσαν. Έπειτα όμως, όταν οι Πλαταιείς
επετέθησαν εναντίον
των με ορμήν, ενώ αι γυναίκες με αλαλαγμούς και οι δούλοι με κραυγάς
έρριπταν από τα
σπίτια λίθους και κεραμίδια, και συγχρόνως έβρεξε ραγδαίως καθ’ όλην
την διάρκειαν της
νυκτός, τους κατέλαβε πανικός, και τραπέντες εις φυγήν έφυγαν δια
μέσου της πόλεως.
Επειδή δε τα γεγονότα αυτά ελάμβαναν χώραν περί το τέλος του
σεληνιακού μηνός, ολίγοι,
ως εκ του επικρατούντος σκότους και του λασπώδους εδάφους,
εγνώριζαν ποίαν
διεύθυνσιν έπρεπε να λάβουν δια να σωθούν, ενώ οι καταδιώκοντες
αυτούς εγνώριζαν
καλά πως να εμποδίσουν την διαφυγήν των, διό και πολλοί εξ αυτών
εξωλοθρεύθησαν.
67

Κάποιος άλλωστε από τους Πλαταιείς έκλεισε τας πύλας, από τας οποίας
είχαν εισέλθει και
αι οποίαι ήσαν αι μόναι ανοικταί, μεταχειρισθείς προς τούτο το οξύ
άκρον ακοντίου, το
οποίον ενέβαλεν αντί βαλάνου εις τον μοχλόν, εις τρόπον ώστε ούτε από
το μέρος τούτο
υπήρχε πλέον έξοδος.
Ως εκ τούτου, καταδιωκόμενοι προς όλας τας διευθύνσεις της πόλεως,
άλλοι από αυτούς
ανέβησαν εις το τείχος και ερρίφθησαν προς τα έξω και οι περισσότεροι
εσκοτώθησαν,
άλλοι έφθασαν εις αφύλακτον πύλην, όπου κάποια γυναίκα τους έδωκε
πέλεκυν, δια του
οποίου έκοψαν τον μοχλόν, και εξήλθαν απαρατήρητοι, όχι πολλοί όμως
(διότι ταχέως
έγιναν αντιληπτοί), και άλλοι τέλος εις πολλά μέρη της πόλεως
εφονεύοντο σποραδικώς.
Το μεγαλύτερον όμως τμήμα, το οποίον είχε πυκνώσει τας τάξεις του
περισσότερον από
τους άλλους, εισώρμησεν εις ευρύχωρον οίκημα, το οποίον απετέλει
μέρος του τείχους,
και του οποίου η εξώπορτα ευρέθη την στιγμήν εκείνην ανοικτή,
νομίζοντες ότι η εξώπορτα
αυτή ήτο πύλη του φρουρίου και ωδήγει κατ’ ευθείαν προς τα έξω. Οι
Πλαταιείς,
βλέποντες αυτούς αποκλεισμένους, εσυσκέπτοντο αν έπρεπε να βάλουν
φωτιά εις το
οίκημα και τους καύσουν ζώντας, είτε να μεταχειρισθούν κανέν άλλο
μέσον. Τέλος και
αυτοί και όσοι άλλοι από τους Θηβαίους είχαν περισωθή πλανώμενοι ανά
την πόλιν
εσυμφώνησαν να παραδοθούν με τα όπλα των, αφεθέντες εις το έλεος
των Πλαταιέων.
Τοιαύτη υπήρξεν η τύχη των Θηβαίων, όσοι είχαν εισέλθει εντός των
Πλαταιών.
5. Αλλ’ οι επίλοιποι Θηβαίοι, οι οποίοι επρόκειτο κατά τα
προσυμφωνηθέντα να φθάσουν
πανστρατιά, διαρκούσης ακόμη της νυκτός, προς βοήθειαν των
εισελθόντων, εις
περίπτωσιν που η επιχείρησίς των δεν ήθελε τυχόν ευοδωθή, επειδή
έμαθαν συγχρόνως
καθ’ οδόν την είδησιν περί των γενομένων, επέσπευσαν την πορείαν των.
Αι Πλαταιαί
68

απέχουν από τας Θήβας εβδομήντα περίπου σταδίους, και η βροχή που
έπεσε διαρκούσης
της νυκτός τους έκαμε να καθυστερήσουν. Διότι ο Ασωπός ποταμός είχεν
εκχειλίσει και η
διάβασίς του δεν ήτο εύκολος. Ως εκ τούτου, βαίνοντες υπό βροχήν και
με δυσκολίαν
77
διαβάντες τον ποταμόν, έφθασαν πολύ αργά, όταν ήδη άλλοι από τους
εισελθόντας είχαν
φονευθή και άλλοι είχαν συλληφθή ζώντες. Ως έμαθαν οι Θηβαίοι τα
γενόμενα,
διεσκέπτοντο να βάλουν χέρι επί των Πλαταιέων, των ευρισκομένων έξω
της πόλεως, διότι
υπήρχαν εις τους αγρούς και άνθρωποι και παντός είδους κινητά, ως ήτο
φυσικόν, καθόσον
το κακόν έγινεν απροσδοκήτως εν καιρώ ειρήνης, και ήθελαν, αν
συλλάβουν μερικούς, να
τους έχουν ομήρους, αντ’ εκείνων από τους εισελθόντας, όσοι τυχόν
είχαν συλληφθή
ζωντανοί. Αυτά ήσαν τα σχέδια των Θηβαίων. Αλλ’ ενώ ακόμη
διεσκέπτοντο,
υποπτευθέντες οι Πλαταιείς ότι κάτι τοιούτο θα γίνη και φοβηθέντες περί
των έξω,
έστειλαν κήρυκα εις τους Θηβαίους, λέγοντες ότι η ενέργεια των
επιχειρησάντων να
καταλάβουν την πόλιν των εν καιρώ ειρήνης αντέκειτο εις τας γενικώς
ανεγνωρισμένας
αρχάς, που διέπουν τας σχέσεις των πολιτειών, και παραγγέλλοντες να μη
προβούν εις
βίαια μέτρα κατά των εκτός της πόλεως, ειδεμή, εδήλωσαν, θα
φονεύσουν και αυτοί τους
αιχμαλώτους των, ενώ, αν οι Θηβαίοι αποσυρθούν από το έδαφός των, θα
τους
αποδώσουν τους αιχμαλώτους αμέσως. Ούτω διηγούνται τα πράγματα οι
Θηβαίοι, και
ισχυρίζονται ότι οι Πλαταιείς επεβεβαίωσαν την υπόσχεσίν των δι’
όρκου. Αλλ’ οι Πλαταιείς
δεν παραδέχονται ότι υπεσχέθησαν να αποδώσουν αμέσως τους άνδρας,
αλλά μόνον, εάν
τυχόν κατόπιν διαπραγματεύσεων έφθαναν εις συμφωνίαν, και αρνούνται
την δι’ όρκου
επιβεβαίωσιν. Όπως και αν έχη το πράγμα, οι Θηβαίοι απεσύρθησαν από
το έδαφος των
69

Πλαταιών, χωρίς να προξενήσουν καμμίαν βλάβην. Ενώ οι Πλαταιείς,


ευθύς ως
εισεκόμισαν εσπευσμένως, τα κινητά των από την ύπαιθρον χώραν,
εφόνευσαν αμέσως
τους αιχμαλώτους. Οι συλληφθέντες ήσαν εκατόν ογδοήντα και μεταξύ
αυτών και ο
Ευρύμαχος, με τον οποίον είχαν διαπραγματευθή οι προδόται.
6.Μετά τούτο, και εις τας Αθήνας απέστειλαν αγγελιαφόρον και εις τους
Θηβαίους
επέτρεψαν να παραλάβουν τους νεκρούς των, χορηγήσαντες σύντομον
προς τούτο
ανακωχήν, και προέβησαν εις την ρύθμισιν των πραγμάτων της πόλεως,
όπως ενόμιζαν
συμφερώτερον δια την περίστασιν. Αλλ’ η αναγγελία των γενομένων εις
τας Πλαταιάς είχεν
ευθύς γνωσθή εις τους Αθηναίους, και ως εκ τούτου όχι μόνον
προέβησαν ούτοι αμέσως
εις σύλληψιν των Βοιωτών, όσοι ήσαν εις την Αττικήν, αλλά και εις τας
Πλαταιάς έστειλαν
κήρυκα με την παραγγελίαν να μη προβούν εις κακοποίησιν των
αιχμαλωτισθέντων
Θηβαίων, πριν ακουσθή και η ιδική των περί αυτών γνώμη. Διότι δεν
είχεν εισέτι
αναγγελθή προς αυτούς ότι είχαν φονευθή. Καθόσον μόλις εισήρχοντο οι
Θηβαίοι εις τας
Πλαταιάς, ανεχώρησεν ο πρώτος αγγελιαφόρος, ο δε δεύτερος, μόλις
είχαν ηττηθή και
συλληφθή, επομένως από όσα συνέβησαν ακολούθως τίποτε δεν
εγνώριζαν οι Αθηναίοι.
Ως εκ τούτου, τας οδηγίας των έστειλαν οι Αθηναίοι εν αγνοία του φόνου
των αιχμαλώτων,
και όταν έφθασεν ο κήρυξ των τους ευρήκε σκοτωμένους. Μετά ταύτα,
οι Αθηναίοι
έστειλαν εις Πλαταιάς στρατιωτικήν δύναμιν, η οποία, αφού εισήγαγε
τρόφιμα εις την
πόλιν και αφήκεν εκεί φρουράν, παρέλαβεν επιστρέφουσα τους
ανικάνους δι’ οιανδήποτε
υπηρεσίαν άνδρας, καθώς και τα γυναικόπαιδα.
Τελικαί προετοιμασίαι Αθηναίων και Πελοποννησίων
7. Μετά το πραξικόπημα τούτο των Πλαταιέων και την εντεύθεν
κατάφωρον διάρρηξιν της
Τριακονταετούς συνθήκης, οι Αθηναίοι ήρχισαν να παρασκευάζωνται
προς πόλεμον, αλλ’
70

ήρχισαν επίσης να παρασκευάζωνται και οι Λακεδαιμόνιοι και οι


σύμμαχοί των. Αμφότεροι
δε ητοιμάζοντο να στείλουν πρεσβείας προς τον Βασιλέα καί τους
βαρβάρους κάθε άλλης
χώρας, από την οποίαν ήλπιζεν έκαστος από αυτούς να εξασφαλίση
βοήθειαν, ενώ
συγχρόνως επεδίωκαν να προσλάβουν ως συμμάχους των τας πόλεις
εκείνας που ήσαν
εκτός της σφαίρας της ιδικής των επιρροής, Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι,
εκτός των
78
ευρισκομένων ήδη εις τους Πελοποννησιακούς λιμένας πλοίων,
παρήγγειλαν προς
εκείνους, οι οποίοι από την Ιταλίαν και Σικελίαν είχαν ταχθή με το μέρος
των, να
ετοιμάσουν διακόσια, κατ’ αναλογίαν του μεγέθους εκάστης πόλεως,
πλοία - εις τρόπον
ώστε η ολική δύναμις του στόλου των ν’ ανέλθη εις πεντακόσια πλοία -
και προμηθεύσουν
ωρισμένον ποσόν χρημάτων. Κατά τα λοιπά δε παρήγγειλαν εις αυτούς
να μένουν ήσυχοι
και να δέχονται εις τους λιμένας των τα Αθηναϊκά πλοία, εφόσον θα
κατέπλεε κάθε φοράν
εν και μόνον πλοίον, και τούτο έως ότου συμπληρωθή η εν λόγω
προετοιμασία. Οι
Αθηναίοι, εξ άλλου, εξήταζαν ποίους έχουν συμμάχους και έστελλαν
πρέσβεις ως επί το
πλείστον εις τα παρά την Πελοπόννησον μέρη, την Κέρκυραν, την
Κεφαλληνίαν, την
Ακαρνανίαν και την Ζάκυνθον, καθόσον εννοούσαν ότι αν ημπορούσαν
να στηριχθούν
ασφαλώς εις τη φιλίαν των μερών αυτών, να ήσαν εις θέσιν να,
εξαντλήσουν την
Πελοπόννησον, διεξάγοντες τον πόλεμον από όλα τα πέριξ αυτής μέρη.
8. Τα σχέδια λοιπόν αμφοτέρων ήσαν σοβαρά και εις τον πόλεμον
απεδύοντο πλήρεις
θάρρους και αποφασιστικότητος. Ήτο άλλωστε φυσικόν τούτο, διότι οι
άνθρωποι κατά την
αρχήν πάσης επιχειρήσεως δεικνύουν μεγαλυτέραν δραστηριότητα, ενώ
υπήρχεν επί
πλέον κατά τον χρόνον τούτον πολυάριθμος νεολαία εις την
Πελοπόννησον και τας Αθήνας,
71

η οποία εξ απειρίας επεθύμει τον πόλεμον. Και ολόκληρος η άλλη Ελλάς


ευρίσκετο εις
μετέωρον κατάστασιν, εφόσον τα δύο σημαντικώτερα κράτη ήρχοντο εις
χείρας. Και πολλά
μεν μαντικά λόγια εφέροντο από στόμα εις στόμα, πολλούς δε χρησμούς
έψαλλαν οι
χρησμολόγοι, όχι μόνον μεταξύ των μελλόντων να πολεμήσουν, αλλά και
καθ’ όλην την
Ελλάδα. Εκτός τούτου, η Δήλος, ολίγον προ των γεγονότων τούτων,
έπαθε σεισμόν, ενώ δεν
είχεν υποστή τοιούτον προηγουμένως, εφόσον τουλάχιστον φθάνει η
μνήμη των Ελλήνων.
Ελέγετο άλλωστε και επιστεύετο ότι ο σεισμός αυτός ήτο ο προάγγελος
των επικειμένων
γεγονότων, και κάθε άλλο ανάλογον επεισόδιον, το οποίον ελάμβανε
χώραν, εξητάζετο με
πολλήν προσοχήν. Αι συμπάθειαι όμως της κοινής γνώμης εστρέφοντο
ασυγκρίτως
περισσότερον προς το μέρος των Λακεδαιμονίων, τόσον μάλλον καθόσον
είχαν διακηρύξει
επισήμως, ότι αναλαμβάνουν να ελευθερώσουν την Ελλάδα. Και κάθε
ιδιώτης και κάθε
πόλις είχαν ζωηράν επιθυμίαν να τους βοηθήσουν, είτε δια λόγων, είτε
δι’ έργων, εις ό,τι
ημπορούσαν, και καθείς ενόμιζεν ότι όπου αυτός δεν είναι παρών, εκεί τα
πράγματα δεν
ημπορούν να ευοδωθούν. Τόσον γενική ήτο η μήνις εναντίον των
Αθηναίων, διότι άλλοι
μεν επεθύμουν ν’ αποτινάξουν την κυριαρχίαν των, άλλοι δε εφοβούντο
μήπως
υποβληθούν εις αυτήν.
9. Με τοιαύτην προετοιμασίαν και τοιαύτα αισθήματα, ήσαν έτοιμοι ν’
αποδυθούν εις τον
αγώνα. Σύμμαχοι των δύο μερών κατά την έναρξιν των πολεμικών
επιχειρήσεων ήσαν αι
επόμεναι πόλεις: Των μεν Λακεδαιμονίων όλοι οι εντός του Ισθμού
Πελοποννήσιοι πλην
των Αργείων και των Αχαιών (οι οποίοι διετήρουν φιλικάς σχέσης και με
τα δύο μέρη. Από
τους Αχαιούς δε μόνον οι Πελληνείς κατ’ αρχάς έλαβαν μέρος εις τον
πόλεμον παρά το
πλευρόν των Λακεδαιμονίων, έπειτα όμως και όλοι οι άλλοι). Εκτός της
Πελοποννήσου, οι
72

Μεγαρείς, οι Φωκείς, οι Λοκροί, οι Βοιωτοί, οι Αμπρακιώται, οι


Λευκάδιοι και οι
Ανακτόριοι. Από αυτούς δε οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς, οι Σικυώνιοι, οι
Πελληνείς, οι Ηλείοι,
οι Αμπρακιώται και οι Λευκάδιοι παρείχαν και ναυτικόν, οι Βοιωτοί, οι
Φωκείς και οι
Λοκροί παρείχαν και ιππικόν, ενώ αι λοιπαί πόλεις μόνον πεζικόν. Αυτοί
ήσαν οι σύμμαχοι
των Λακεδαιμονίων. Των δε Αθηναίων σύμμαχοι ήσαν οι Χίοι, οι
Λέσβιοι, οι Πλαταιείς, οι
Μεσσήνιοι, οι κατοικούντες την Ναύπακτον, οι περισσότεροι από τους
Ακαρνάνας, οι
Κερκυραίοι, οι Ζακύνθιοι, και επί πλέον αι υποτελείς πόλεις, αι κείμεναι
εις διαφόρους
χώρας, η παραθαλάσσιος δηλαδή Καρία, οι Δωριείς, οι γειτονεύοντες με
τους Κάρας, η
79
Ιωνία, ο Ελλήσποντος, και τα παράλια εν γένει της Θράκης, όλαι αι
νήσοι, όσαι κείνται
ανατολικώς της Πελοποννήσου και της Κρήτης, πλην της Μήλου και της
Θήρας. Από αυτούς
ναυτικόν παρείχαν οι Χίοι, οι Λέσβιοι, οι Κερκυραίοι, ενώ οι λοιποί
πεζικόν και χρήματα.
Αυτοί ήσαν οι σύμμαχοι των δύο μερών και αυταί αι προετοιμασίαι των
δια τον πόλεμον.
Συγκέντρωσις του Πελοποννησιακού στρατού εις Ισθμόν
10. Οι Λακεδαιμόνιοι, ευθύς μετά τα γεγονότα των Πλαταιών,
διεμήνυσαν εις τας πόλεις
της Πελοποννήσου και τους εκτός αυτής συμμάχους να παρασκευάσουν
τον στρατόν των
και τα εφόδια, όσα έπρεπε να έχουν δι’ εκστρατείαν εις το εξωτερικόν
δια να εισβάλουν εις
την Αττικήν. Εφόσον εσυμπληρώνετο κατά τον λεχθέντα χρόνον η
ετοιμασία των διαφόρων
πόλεων, τα δύο τρίτα της στρατιωτικής δυνάμεως εκάστης από αυτάς
συνήρχοντο εις τον
Ισθμόν. Και όταν ολόκληρος ο στρατός είχε συγκεντρωθή, ο Αρχίδαμος,
βασιλεύς των
Λακεδαιμονίων, ο οποίος ήτο αρχηγός της εκστρατείας αυτής,
συνεκάλεσε τους
στρατηγούς όλων των πόλεων, τους ανωτέρους αξιωματικούς και τους
επιφανεστέρους
από τους λοιπούς, και τους απηύθυνε τας επομένας προτροπάς:
73

Λόγος του Αρχιδάμου


11. «Πελοποννήσιοι και λοιποί σύμμαχοι, και οι πατέρες μας έκαμαν
πολλάς εκστρατείας
εντός και εκτός της Πελοποννήσου, και οι πρεσβύτεροι από ημάς τους
ιδίους δεν είναι
άπειροι του πολέμου. Ποτέ άλλοτε, εν τούτοις, ούτε εκείνοι, ούτε ημείς,
εξεστρατεύσαμεν
με μεγαλυτέραν στρατιωτικήν δύναμιν από αυτήν εδώ, και μολονότι
βαδίζομεν εναντίον
πόλεως ισχυροτάτης, και ο ιδικός μας εξ άλλου στρατός είναι
πολυάριθμος και γενναίος.
Καθήκον επομένως έχομεν ούτε από τους πατέρας μας να φανώμεν
κατώτεροι, ούτε από
την ιδικήν μας δόξαν υποδεέστεροι. Διότι ολόκληρος η Ελλάς έχει
συνταραχθή και στρέφει
τα βλέμματά της προς την επιχείρησίν μας, και ευνοϊκώς διατεθειμένη
προς ημάς, ένεκα
του κατά των Αθηναίων μίσους της, εύχεται την επιτυχίαν του σκοπού
μας. Δεν πρέπει
λοιπόν, και αν ακόμη κανείς πιστεύη ότι επειδή εκστρατεύομεν με
υπερτέρας δυνάμεις, και
υπάρχει ελάχιστος κίνδυνος, ότι ο εχθρός θα δώση εναντίον μας μάχην εκ
του συστάδην,
να προελαύνωμεν ένεκα τούτου με αμελεστέραν υπό οιανδήποτε έποψιν
ετοιμασίαν, αλλά
και ο αρχηγός εκάστης πόλεως και ο στρατιώτης πρέπει να περιμένη ότι
ημπορεί να
περιέλθη ο ίδιος εις κίνδυνον. Καθόσον αι τύχαι των πολέμων είναι
άδηλοι και από μικρά
επεισόδια μεγάλα γεγονότα ημπορούν να προέλθουν, και αι επιχειρήσεις
γίνονται ως επί
το πολύ εις βρασμόν πάθους. Και πολλάκις ολιγαριθμοτέρα δύναμις,
ένεκα της
προνοητικότητος, την οποίαν της επέβαλλεν η συν-αίσθησις της
αδυναμίας της,
απέκρουσεν αποτελεσματικώτερον πολυαριθμοτέραν τοιαύτην, η οποία
ευρέθη
απαράσκευος, διότι υπετίμησε τον αντίπαλόν της. Οφείλει, άλλωστε,
εκείνος που
εκστρατεύει εις ξένην χώραν να είναι πάντοτε θαρραλέος μεν το
φρόνημα, προσεκτικός
όμως εις τους κινδύνους της επιχειρήσεως και παρεσκευασμένος προς
τούτους. Διότι
74

τοιουτοτρόπως και όταν επιτίθεται κατά των εχθρών θα είναι


γενναιότατος και όταν
αμύνεται ασφαλέστατος. Ημείς όμως εκστρατεύομεν εναντίον πόλεως όχι
τόσον αδυνάτου
ν’ αμυνθή, αλλά κατά πάντα άριστα παρεσκευασμένης, ώστε έχομεν
κάθε λόγον να
περιμένωμεν ότι οι Αθηναίοι θα μας αντιμετωπίσουν εις μάχην, και αν
ακόμη δεν έχουν
τοιαύτην διάθεσιν, τώρα που δεν εφθάσαμεν ακόμη εκεί, πάντως όμως
όταν θα μας
βλέπουν επί του εδάφους των ερημώνοντας και καταστρέφοντας τας
περιουσίας των. Διότι
όλοι οι άνθρωποι καταλαμβάνονται από αγανάκτησιν, όταν με τα ίδια
των τα μάτια
βλέπουν κάποιον ασυνήθιστον κακόν που τους συμβαίνει, την στιγμήν
μάλιστα ακριβώς
που γίνονται θύματα αυτού, και όσοι ένεκα της εξάψεως του πάθους
σκέπτονται
ολιγώτερον, γίνονται περισσότερον επιθετικοί. Οι Αθηναίοι, άλλωστε,
και πολύ
80
περισσότερον από άλλους είναι φυσικόν να ενεργήσουν κατ’ αυτόν τον
τρόπον αφού έχουν
την αξίωσιν όχι μόνον να κυριαρχούν επί των άλλων, αλλά και να
ερημώνουν μάλλον δι’
επιδρομών την ξένην χώραν, παρά να βλέπουν την ιδικήν των
ερημωνομένην. Έχοντες
λοιπόν υπ’ όψιν ότι εκστρατεύετε εναντίον πόλεως τόσον ισχυράς, και
ότι αναλόγως της
καλής ή της κακής εκβάσεως θ’ αποκομίσετε δια τους εαυτούς σας και
τους προγόνους σας
μεγίστην φήμην ή δυσφημίαν, ακολουθείτε τους αρχηγούς σας
οπουδήποτε σας οδηγούν,
αφοσιωμένοι προ παντός εις την τάξιν και την επαγρύπνησιν και έχοντες
την προσοχήν
διαρκώς εστραμμένην προς τας διαταγάς των. Διότι τίποτε δεν είναι
ωραιότερον και
ασφαλέστερον από πολυάριθμον στρατόν, ο οποίος εμφανίζεται
εμπνεόμενος από ενιαίον
πνεύμα πειθαρχίας.»
Η τελευταία Σπαρτιατική πρεσβεία εις Αθήνας
12. Μετά τους ολίγους αυτούς λόγους, ο Αρχίδαμος έλυσε την
συνάθροισιν, και πριν
75

προχωρήση, έστειλεν εις τας Αθήνας πρέσβυν, τον Σπαρτιάτην


Μελήσιππον, υιόν του
Διακρίτου, δια να εξακριβώση εάν οι Αθηναίοι, βλέποντες τους εχθρούς
ευρισκομένους
ήδη καθ’ οδόν, ήθελαν δειχθή ενδοτικώτεροι. Εκείνοι όμως δεν
επέτρεψαν εις αυτόν να
εισέλθη εις την πόλιν και ακόμη ολιγώτερον να παρουσιασθή εις την
Συνέλευσιν. Διότι είχε
προηγουμένως ψηφισθή πρότασις του Περικλέους, όπως μη δέχωνται
κήρυκα ή πρέσβεις
των Λακεδαιμονίων αφ’ ης ούτοι είχαν εκστρατεύσει. Απέπεμψαν λοιπόν
τον κήρυκα,
χωρίς να τον ακούσουν, και τον διέταξαν να εξέλθη των ορίων της
Αττικής αυθημερόν και
του λοιπού, εάν θέλουν οι Λακεδαιμόνιοι να κάμουν καμμίαν
ανακοίνωσιν να στέλλουν
πρέσβεις, μόνον αφού προηγουμένως επιστρέψουν εις τα ίδια.
Συναπέστειλαν, άλλωστε
μετά του Μελησίππου φρουρούς, δια να μην επικοινωνήση με κανένα και
όταν αυτός
έφθασεν εις τα σύνορα της Αττικής και έμελλε να χωρισθή από τους
φρουρούς, είπε, πριν
εκκινήση, τας ολίγας αυτάς λέξεις: «Η σημερινή ημέρα θα γίνη αρχή
μεγάλων κακών δια
την Ελλάδα.» Όταν, μετά την επιστροφήν του εις το στρατόπεδον,
έμαθεν ο Αρχίδαμος ότι
οι Αθηναίοι δεν ήσαν καθόλου διατεθειμένοι να υποχωρήσουν,
συναγείρας τον στρατόν
εισέβαλεν εις το έδαφός των. Οι Βοιωτοί, εξ άλλου, έστειλαν εις τους
Πελοποννησίους δια
την κοινήν εκστρατίαν το ανάλογον μέρος πεζικού και το ιππικόν των,
ενώ με το υπόλοιπον
της δυνάμεώς των ήλθαν εις την χώραν των Πλαταιών και ήρχισαν να
ερημώνουν τα
κτήματα.
Ο Περικλής περί των στρατιωτικών και οικονομικών πηγών των Αθηνών
13. Αλλά πριν εισβάλουν οι Πελοποννήσιοι εις την Αττικήν και ενώ
ακόμη ευρίσκοντο καθ’
οδόν, συναθροιζόμενοι εις τον Ισθμόν, ο Περικλής, υιός του Ξανθίππου,
ο οποίος με εννέα
άλλους ήτο στρατηγός των Αθηναίων, άμα ως εννόησε το επικείμενον
της εισβολής,
76

υπωπτεύθη μη τυχόν ο Αρχίδαμος, λόγω της φιλίας, η οποία ετύγχανε να


τους συνδέη,
φεισθή τους αγρούς του και δεν τους ερήμωση, είτε εξ οικείας
προαιρέσεως, διότι ήθελε
να χαρισθή προς αυτόν, ή και κατά παραγγελίαν των Λακεδαιμονίων, δια
να τον
διαβάλουν, όπως εξ αιτίας του είχαν απαιτήσει επισήμως και τον
εξαγνισμόν του
ανοσιουργήματος. Ως εκ τούτου, εδήλωσε δημοσία προς τους Αθηναίους,
ενώπιον της
συνελεύσεως του λαού, ότι συνεδέετο μεν προς τον Αρχίδαμον δια
φιλίας, τούτο όμως δεν
έγινε βέβαια προς ζημίαν της πόλεως, και ότι εάν οι εχθροί δεν
ερημώσουν τους αγρούς
και τας οικίας του, όπως των λοιπών πολιτών, τα αφίνει υπέρ του
Δημοσίου, και παρακαλεί
να μη εγερθή εκ της αφορμής αυτής καμμία εναντίον του υποψία.
Απηύθυνεν, άλλωστε,
όπως και προηγουμένως, παραινέσεις, εν σχέσει προς την γενικήν
κατάστασιν, ότι δηλαδή
πρέπει να παρασκευάζωνται δια τον πόλεμον και να μεταφέρουν από
τους αγρούς εις την
πόλιν τα κινητά των, ότι πρέπει ν’ αποφεύγουν την σύναψιν μάχης επί
του ανοικτού
81
πεδίου, αλλά να εισέλθουν εις την πόλιν και αμυνθούν όπισθεν των
τειχών αυτής, ότι
οφείλουν να έχουν έτοιμον τον στόλον των, εις τον οποίον στηρίζεται η
δύναμίς των, και να
συγκρατούν με δυνατό χέρι τους συμμάχους εις υποταγήν, εξηγών ότι η
δύναμίς των
εξαρτάται από την πρόσοδον των χρημάτων που καταβάλλουν οι
τελευταίοι, και ότι αι
νίκαι εις τον πόλεμον κερδίζονται ως επί το πλείστον με σώφρονα
πολιτικήν και αφθονίαν
χρημάτων. Και συνιστούν εις αυτούς να έχουν θάρρος, καθόσον η πόλις
χωρίς να
υπολογισθούν τα άλλα της έσοδα, εισπράττει ετησίως κατά μέσον όρον
εξακόσια τάλαντα
φόρον από τους συμμάχους, ενώ, εξ άλλου, υπήρχαν εις την Ακρόπολιν
ακόμη τότε εξ
χιλιάδες τάλαντα εις αργυρούν νόμισμα. Διότι είχε μεν φθάσει το
ανώτατον ποσόν εις
77

εννέα χιλιάδας επτακόσια τάλαντα, εκ τούτων όμως είχαν γίνει αι


δαπάναι δια την
κατασκευήν των Προπυλαίων της Ακροπόλεως και των άλλων
οικοδομημάτων και δια την
εκστρατείαν της Ποτειδαίας. Εκτός τούτων, υπήρχαν ακόμη άκοπος
χρυσός και άργυρος και
αφιερώματα ιδιωτικά και δημόσια, εις ιερά σκεύη χρησιμοποιούμενα εις
τας πομπάς και
τους αγώνας, εις λάφυρα Περσικά και άλλα τυχόν παρόμοια, αξίας
τουλάχιστον
πεντακοσίων ταλάντων. Υπελόγιζεν ακόμη ότι ήσαν εις την διάθεσίν των
και οι θησαυροί
των άλλων ναών, οι οποίοι ήσαν όχι ολίγοι, και εις περίστασιν που
ήθελαν καταντήσει να
στερηθούν κάθε άλλον πόρον, και αυτός ο χρυσούς στολισμός του
αγάλματος της Αθηνάς.
Το άγαλμα, ως ισχυρίζετο, είχε καθαρόν χρυσόν βάρους σαράντα
ταλάντων, ο οποίος
ολόκληρος ήτο μετακινητός. Εάν μεταχειρισθούν τους θησαυρούς αυτούς
χάριν της
σωτηρίας των, ώφειλαν, είπε, να τους αντικαταστήσουν πάλιν εξ
ολοκλήρου. Και ως προς
μεν τους χρηματικούς πόρους ενεθάρρυνεν αυτούς κατ’ αυτόν τον
τρόπον. Ως προς την
στρατιωτικήν, εξ άλλου, δύναμιν, ανέφερεν ότι υπήρχαν δέκα τρεις
χιλιάδες οπλίται, χωρίς
να υπολογισθούν οι φρουροί των φρουρίων και αι δέκα εξ χιλιάδες των
ανδρών, των
προωρισμένων δια την φρούρησιν των τειχών της πόλεως. Διότι τόσος
ήτο, κατά τας αρχάς
του πολέμου, οσάκις εγίνετο εισβολή του εχθρού, ο αριθμός των εν λόγω
φρουρών,
αποτελούμενος από μέρος των πρεσβυτέρων και των νεωτέρων πολιτών,
και από όλας τας
ηλικίας των μετοίκων οπλιτών. Διότι το μήκος του Φαληρικού τείχους
ήτο τριάντα πέντε
στάδια από Φαλήρου μέχρι του τείχους, το οποίον περιέβαλλε την πόλιν,
και το
φρουρούμενον μέρος του τελευταίου τούτου είχε μήκος σαράντα τρία
(καθόσον τμήμα
αυτού, το μεταξύ του Μακρού Τείχους καί του Φαληρικού, έμενεν
αφρούρητον). Τα δε
78

Μακρά Τείχη προς τον Πειραιά, εκ των οποίων το εξωτερικόν μόνον


σκέλος εφρουρείτο,
είχαν μήκος σαράντα στάδια. Ολόκληρος ο τειχισμένος περίβολος του
Πειραιώς, μαζί και
της Μουνυχίας, ήτο εξήντα σταδίων, από τα οποία το ήμισυ μόνον
εφρουρείτο.
Εβεβαίωσεν επίσης ότι υπήρχαν χίλιοι διακόσιοι ιππείς, μεταξύ των
οποίων ήσαν και
ιπποτοξόται, χίλιοι εξακόσιοι τοξόται, και τριακόσιαι τριήρεις,
αξιόμαχοι. Τόση και όχι
μικροτέρα ήτο η καθ’ έκαστον κλάδον Αθηναϊκή δύναμις κατά την
στιγμήν που επέκειτο η
πρώτη εισβολή των Πελοποννησίων και ήρχιζεν ο πόλεμος. Και πολλά
άλλα ακόμη είπεν ο
Περικλής, κατά την συνήθειάν του, προς απόδειξιν ότι θα εξέλθουν
νικηταί από τον
πόλεμον.
Συγκέντρωσις όλων των Αθηναίων εντός της πόλεως
14. Οι Αθηναίοι, αφού ήκουσαν τους λίγους αυτούς, επείσθησαν τελικώς,
και ήρχισαν να
μεταφέρουν από τους αγρούς εις την πόλιν τα γυναικόπαιδα, και επί
πλέον τα οικιακά
έπιπλα και σκεύη, αφαιρούντες και αυτά ακόμη τα ξύλινα εξαρτήματα
των οικιών. Τα
πρόβατα δε και τα υποζύγια απέστειλαν εις την Εύβοιαν και τας
παρακειμένας νήσους.
Επειδή όμως οι πολλοί ανέ-καθεν συνήθιζαν να διαιτώνται εις τους
αγρούς, βαρέως
έφεραν την αναγκαστικήν αυτήν μετοικεσίαν.
82
15. Η συνήθεια αυτή είχεν επικρατήσει από την αρχαιοτάτην εποχήν
μεταξύ των Αθηναίων,
περισσότερον από όλους τους άλλους Έλληνας. Διότι επί Κέκροπος καί
των πρώτων
βασιλέων μέχρι του Θησέως, ο πληθυσμός της Αττικής ήτο πάντοτε
κατανεμημένος εις
περισσοτέρας πόλεις, από τας οποίας κάθε μία είχε χωριστόν πρυτανείον
και άρχοντας, και
εφόσον δεν παρουσιάζετο καμμία αιτία φόβου, δεν συνήρχοντο δια να
συσκεφθούν μετά
του βασιλέως, αλλ’ οι κάτοικοι κάθε πόλεως διεσκέπτοντο χωριστά περί
των υποθέσεών
79

της και ήσκουν την διοίκησιν. Συνέβη μάλιστα ενίοτε μερικαί από αυτάς
και πόλεμον να
διεξαγάγουν κατά του βασιλέως, όπως λόγου χάριν οι Ελευσίνιοι, υπό
τον Εύμολπον,
εναντίον του Ερεχθέως. Όταν όμως εβασίλευσεν ο Θησεύς, ο οποίος
ανεδείχθη εξ ίσου
ισχυρός όσον και συνετός ηγεμών, και άλλας μεταρρυθμίσεις εισήγαγεν
εις την χώραν, και
αφού κατήργησε τα Βουλευτήρια και τας Αρχάς των διαφόρων πόλεων,
ωργάνωσεν όλους
τους κατοίκους της Αττικής εις το σημερινόν κράτος των Αθηνών,
εγκαταστήσας εν
Βουλευτήριον και εν Πρυτανείον, και ενώ επέτρεψεν εις τους κατοίκους
των διαφόρων
πόλεων να νέμωνται τα κτήματά των, όπως και πριν, ηνάγκασεν αυτούς
να έχουν μίαν
κοινήν πολιτείαν, τας Αθήνας, αι οποίαι, επειδή όλοι πλέον κατέβαλλαν
τον φόρον προς
αυτάς, έγιναν μεγαλόπολις, και ως τοιαύτη παρεδόθη υπό του Θησέως εις
τους
μεταγενεστέρους. Και από τον καιρόν εκείνον η πόλις των Αθηνών
εορτάζει δια δημοσίας
δαπάνης τα Συνοίκια, εορτήν προς τιμήν της Θεάς. Προηγουμένως την
πόλιν απετέλει η
σημερινή Ακρόπολις και το κάτωθεν αυτής μέρος, μάλιστα το προς νότον
στρεφόμενον.
Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι ναοί όχι μόνον της Αθηνάς,
αλλά και άλλων
θεών ευρίσκονται μέσα εις την Ακρόπολιν, και όσοι είναι έξω από αυτήν
προς τούτο
μάλλον το μέρος της πόλεως είναι κτισμένοι ως λόγου χάριν ο ναός του
Ολυμπίου Διός, του
Πυθίου Απόλλωνος, της Γης, του Λιμναίου Διονύσου, εις τιμήν του
οποίου εορτάζονται την
δωδεκάτην του μηνός Ανθεστηριώνος τα αρχαιότερα Διονύσια, και την
συνήθειαν αυτήν
διατηρούν ακόμη και σήμερον οι Ίωνες, οι καταγόμενοι από τους
Αθηναίους. Εις τον ίδιον,
άλλωστε, χώρον είναι κτισμένοι και άλλοι αρχαίοι ναοί. Και η κρήνη, η
οποία σήμερον
ονομάζεται Εννεάκρουνος, εκ του σχήματος το οποίον εδόθη εις αυτήν
από τους
80

Πεισιστρατίδας, αλλ’ η οποία τον παλαιόν καιρόν, πριν αποκαλυφθούν αι


πηγαί,
ωνομάζετο Καλλιρρόη, εχρησιμοποιείτο δε δια τας σπουδαιοτέρας
περιστάσεις από τους
ανθρώπους του καιρού εκείνου, λόγω του ότι ήτο πλησίον, και σήμερον
ακόμη, ένεκα της
παλαιάς αυτής συνήθειας, επικρατεί η χρησιμοποίησις του νερού της όχι
μόνον εις τας προ
του γάμου εορτάς, αλλά και εις άλλας ιεροτελεστίας. Ένεκα της προς το
μέρος τούτο
κατοικίας του πληθυσμού κατά τον παλαιόν καιρόν, η Ακρόπολις
ονομάζεται μέχρι
σήμερον ακόμη υπό των Αθηναίων «πόλις.»
16. Ένεκα λοιπόν του αυτονόμου βίου, τον οποίον έζησαν επί μακρόν
διάστημα χρόνου οι
Αθηναίοι εις όλην την ύπαιθρον χώραν, οι περισσότεροι, όχι μόνον από
τους παλαιούς,
αλλά και από τους απογόνους των, και όταν ακόμη ωργανώθησαν εις εν
κράτος,
εξηκολούθουν μόλα ταύτα, λόγω της συνήθειας που απέκτησαν, να
κατοικούν
οικογενειακώς μέχρι του παρόντος πολέμου εις τους αγρούς, όπου και
εγεννώντο. Και ως
εκ τούτου εδυσφόρουν δια την αναγκαστικήν μετοικεσίαν, τόσον
μάλλον, καθόσον
εσχάτως μόνον είχαν επανορθώσει τας ζημίας, τας οποίας αι
εγκαταστάσεις των είχαν
πάθει κατά τον Περσικόν πόλεμον. Εθλίβοντο, τωόντι, και βαρέως
έφεραν ότι εγκατέλειπαν
όχι μόνον τας κατοικίας των, αλλά και τους ναούς, οι οποίοι ανέκαθεν
τους ανήκαν,
σύμφωνα με το αρχαίον πολίτευμα, ως πατροπαράδοτος κληρονομιά, και
επί πλέον, διότι
έμελλαν να μεταβάλουν τρόπον ζωής και διότι η μετοικεσία των απετέλει
δια καθένα απ’
αυτούς αληθή εγκατάλειψιν της γενεθλίου του πόλεως.
83
17. Όταν, εξ άλλου, έφθασαν εις την πόλιν, ολίγοι μόνον είχαν
διαθεσίμους κατοικίας ή
ημπορούσαν να εύρουν κατάλυμα πλησίον φίλων ή οικείων, ενώ οι
πολλοί
εγκατεστάθησαν εις τ’ ακατοίκητα μέρη της πόλεως, τους Ιερούς
περιβόλους και τους εις
81

ήρωας αφιερωμένους χώρους, εκτός της Ακροπόλεως και του


Ελευσινίου, καθώς και εις
κάθε άλλον περίβολον που ημπορούσε να κλεισθή ασφαλώς. Και αυτό
ακόμη το
καλούμενον Πελαργικόν, το κείμενον εις τους πρόποδας της
Ακροπόλεως, του οποίου την
χρησιμοποίησιν προς κατοικίαν απηγόρευεν όχι μόνον παλαιά κατάρα,
αλλά και χρησμός
του Πυθικού Μαντείου, του οποίου ο τελευταίος στίχος ώριζε: «Το
Πελαργικόν είναι
καλύτερα να μείνη αχρησιμοποίητον», υπό την πίεσιν όμως της αμέσου
ανάγκης εγέμισεν
από κατοικίας. Και ο χρησμός, όπως εγώ νομίζω, επραγματοποιήθη,
αντιθέτως όμως προς
την κοινήν προσδοκίαν. Διότι αι συμφοραί της πόλεως δεν επήλθαν
ένεκα της αθεμίτου
προς κατοικίαν χρησιμοποιήσεώς του, αλλά την ανάγκην της
χρησιμοποιήσεως αυτής
επροκάλεσεν ο πόλεμος, και ο χρησμός, χωρίς να τον μνημονεύση,
έλεγεν ότι το
Πελαργικόν δεν έμελλε να κατοικηθή ποτέ εις ημέρας ευτυχίας. Αλλά και
εις τους πύργους
των τειχών κατώρθωσαν πολλοί να εγκατασταθούν, και όπου αλλού
έκαστος ημπόρεσε.
Διότι όταν συνεκεντρώθησαν όλοι, δεν υπήρχε χώρος αρκετός δι’ αυτούς
εντός της πόλεως,
αλλά βραδύτερον διένειμαν εις μερίδια, όχι μόνον τα Μακρά Τείχη, αλλά
και το
μεγαλύτερον μέρος του Πειραιώς.
Κατά τον ίδιον, εν τούτοις, καιρόν, οι Αθηναίοι κατεγίνοντο δραστηρίως
δια τον πόλεμον,
συγκεντρώνοντες τας συμμαχικάς των δυνάμεις, και εξοπλίζοντες στόλον
εκατόν πλοίων
δια ναυτικήν εκστρατείαν εναντίον της Πελοποννήσου.
Η πρώτη εισβολή των Πελοποννησίων εις την Αττικήν. Ερήμωσις αυτής
18. Αλλ’ ενώ αι πολεμικαί ετοιμασίαι των Αθηναίων ευρίσκοντο εις το
σημείον τούτο, ο
Πελοποννησιακός στρατός προελαύνων έφθασε πρώτον προ της Οινόης
της Αττικής από
όπου επρόκειτο να γίνη η εισβολή. Και άμα ως εστρατοπέδευσαν εκεί,
ητοιμάζοντο να
επιτεθούν κατά του τείχους και δια πολιορκητικών μηχανών και δι’
άλλων μέσων. Διότι η
82

Οινόη, κειμένη εις τα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, ήτο τειχισμένη, και
οι Αθηναίοι
διετήρουν εκεί φρουράν, οσάκις ήθελεν εκραγή πόλεμος. Οι
Λακεδαιμόνιοι, λοιπόν, ενώ
παρεσκευάζοντο δια την επίθεσιν κατά της Οινόης, εχρονοτρίβησαν περί
αυτήν αρκετόν
καιρόν. Δια την βραδύτητα άλλωστε αυτήν ο Αρχίδαμος κατεκρίθη
αυστηρότατα, διότι και
εθεωρήθη ότι κατά την λήψιν της αποφάσεως υπέρ του πολέμου είχεν
ήδη δειχθή χαλαρός
και φιλικώς προς τους Αθηναίους διατεθειμένος, καθόσον εξεφράζετο
απροθύμως υπέρ
του πολέμου. Και αφού πάλιν ήρχισεν η συγκέντρωσις του στρατού, η
μακρά παραμονή
του εις τον Ισθμόν και επί πλέον η βραδύτης κατά την πορείαν, προ
πάντων όμως η προ της
Οινόης χρονοτριβή, κατέστησαν αυτόν αντικείμενον διαβολών. Διότι οι
Αθηναίοι, εν τω
μεταξύ, συνεπλήρωναν την μεταφοράν των εντός της πόλεως, ενώ οι
Πελοποννήσιοι
επίστευαν ότι αν έλειπεν η αναβλητικότης του, ημπορούσαν,
προελαύνοντες
εσπευσμένως, να προφθάσουν το κάθε τι ακόμη έξω. Τοιαύτην
εδοκίμαζεν ο στρατός
αγανάκτησιν κατά του Αρχιδάμου, εφόσον έχανε τον καιρόν του προ της
Οινόης. Εκείνος
όμως ανέβαλλε την προέλασιν, διότι ήλπιζεν, ως λέγεται, ότι οι Αθηναίοι
θα εγίνοντο
ενδοτικώτεροι, εφόσον η γη των ήτο ακόμη ανέπαφος και θα εδίσταζαν
να την αφίσουν να
ερημωθή.
19. Αφού, όμως, επιτεθέντες εναντίον της Οινόης, και δοκιμάσαντες να
την κυριεύσουν με
κάθε δυνατόν μέσον, δεν το κατώρθωναν, και οι Αθηναίοι, εξ άλλου,
καμμίαν δεν έδειχναν
διάθεσιν να έλθουν εις διαπραγματεύσεις, τότε πλέον προελάσαντες εξ
αυτής, την
ογδοηκοστήν περίπου ημέραν μετά τα γεγονότα των Πλαταιών,
μεσούντος του θέρους και
84
κατά την εποχήν που ωριμάζει ο σίτος, εισέβαλαν εις την Αττικήν, υπό
την αρχηγίαν του
βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, του υιού του Ζευξιδάμου. Και
83

στρατοπεδεύσαντες, πρώτον ήρχισαν να δενδροτομούν την περιφέρειαν


της Ελευσίνας και
το Θριάσιον πεδίον, και έτρεψαν εις φυγήν το Αθηναϊκόν ιππικόν
πλησίον των καλουμένων
Ρείτων. Έπειτα επροχώρησαν δια της Κρωπείας, έχοντες δεξιά το όρος
Αιγάλεων, έως ότου
έφθασαν εις τας Αχαρνάς, τον μεγαλύτερον των δήμων της Αττικής,
όπου,
εγκατασταθέντες, κατεσκεύασαν στρατόπεδον, και μείναντες αρκετόν
καιρόν,
εδενδροτόμουν την γην.
20. Το ελατήριον, το οποίον ώθησε τον Αρχίδαμον κατά την πρώτην
αυτήν εισβολήν να
μείνη παρά τας Αχαρνάς με τον στρατόν του, παρατεταγμένον προς
μάχην, και να μη
καταβή εις την πεδιάδα, λέγεται ότι ήτο το εξής: Ήλπιζε, δηλαδή, ότι οι
Αθηναίοι, οι οποίοι
ευρίσκοντο εις την ακμήν της δυνάμεώς των, λόγω της πολυαρίθμου
νεολαίας των και
ήσαν παρεσκευασμένοι εις πόλεμον όσον ουδέποτε άλλοτε, θα εξήρχοντο
ίσως προς
σύναψιν μάχης και δεν θ’ άφιναν την γην των να ερημωθή. Αφού λοιπόν
δεν αντεπεξήλθαν
κατ’ αυτού ούτε εις την Ελευσίνα, ούτε εις το θριάσιον πεδίον,
προσεπάθει, μένων
στρατοπεδευμένος παρά τας Αχαρνάς, να τους παρασύρη, όπως εξέλθουν
προς μάχην.
Διότι και ο χώρος εφαίνετο κατάλληλος προς στρατοπέδευσιν, και οι
Αχαρνείς,
αποτελούντες σπουδαίον τμήμα της πόλεως (διότι οι οπλίται αυτών
ανήρχοντο εις τρεις
χιλιάδας), εφαίνοντο ότι δεν θα ηνείχοντο να καταστραφούν αι
περιουσίαι των, αλλά θα
εξωθούν και τους λοιπούς Αθηναίους προς μάχην. Άλλωστε, και αν
ακόμη κατά την
εισβολήν αυτήν οι Αθηναίοι δεν εξήρχοντο προς αντιμετώπισίν των, θα
ημπορούσαν οι
Πελοποννήσιοι αφοβώτερον πλέον να δενδροτομούν εις το μέλλον την
πεδιάδα και να
προελάσουν μέχρις αυτών των τειχών της πόλεως. Διότι οι Αχαρνείς,
όταν θα είχαν χάσει
την περιουσίαν των, δεν θα ήσαν εξ ίσου πρόθυμοι να εκτίθενται εις
κινδύνους χάριν της
84

περιουσίας των άλλων, και ως εκ τούτου θα επήρχετο διχόνοια μεταξύ


των Αθηναίων. Από
τοιαύτας σκέψεις ορμώμενος ο Αρχίδαμος ενδιέτριβε περί τας Αχαρνάς.
21. Οι Αθηναίοι, εν τούτοις, εφόσον ο στρατός έμενε περί την Ελευσίνα
και το Θριάσιον
πεδίον, είχαν ακόμη κάποιαν ελπίδα ότι δεν θα προελάση πλησιέστερον
προς την πόλιν.
Διότι ενθυμούντο ότι και ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Πλειστοάναξ,
υιός του
Παυσανίου, όταν δέκα τέσσαρα έτη προ του παρόντος πολέμου
εισέβαλεν επί κεφαλής
Πελοποννησιακού στρατού εις την Ελευσίνα και το Θριάσιον πεδίον της
Αττικής, απεσύρθη
πάλιν χωρίς να προελάση περαιτέρω (αιτία δια την οποίαν ακριβώς
εξωρίσθη από την
Σπάρτην, καθόσον εθεωρήθη ότι η υποχώρησίς του ωφείλετο εις
δωροδοκίαν). Αλλ’ όταν
είδαν τον στρατόν έξω από τας Αχαρνάς, εξήντα μόνον σταδία μακράν
από την πάλιν, δεν
ημπορούσαν πλέον ν’ ανεχθούν το πράγμα, αλλ’ όπως ήτο φυσικόν,
εθεώρουν τρομερόν
να δενδροτομούνται τα κτήματά των μπροστά εις τα μάτια των, πράγμα
που δεν είχαν ίδει
ακόμη, οι νεώτεροι τουλάχιστον, ούτε οι ίδιοι οι πρεσβύτεροι, εκτός κατά
τους Περσικούς
πολέμους, και έκριναν και οι λοιποί και προ πάντων η νεολαία ότι έπρεπε
να εξέλθουν
προς μάχην, και να μην ανέχονται τοιαύτην κατάστασιν. Ως εκ τούτου,
συνερχόμενοι εις
συλλαλητήρια, εφιλονείκουν ζωηρώς, άλλοι μεν συνιστώντες την έξοδον,
άλλοι δε
αποκρούοντες αυτήν. Και χρησμολόγοι έψαλλαν χρησμούς παντός
είδους, αναλόγως της
ψυχικής διαθέσεως του καθενός εκ των ακροατών. Και οι Αχαρνείς, οι
οποίοι εφρόνουν ότι
δεν απετέλουν ασήμαντον τμήμα του Αθηναϊκού λαού, βλέποντες τα
κτήματά των να
ερημώνωνται εξώθουν υπέρ πάντας προς την έξοδον. Ο ερεθισμός, εξ
άλλου, ήτο γενικός
εις την πόλιν, καθώς και η εναντίον του Περικλέους αγανάκτησις, και
λησμονούντες όλας
τας προηγουμένας παραινέσεις του, τον εκάκιζαν ότι ενώ είναι
στρατηγός, δεν τους οδηγεί
85

85
εις μάχην, και εθεώρουν αυτόν αίτιον όλων των παθημάτων των.
22. Ο Περικλής, εν τούτοις, βλέπων αυτούς εξηρεθισμένους δια την
παρούσαν κατάστασιν
και μη ορθοφρονούντας, πεπεισμένος δ’ εξ άλλου ότι είχε δίκαιον
αρνούμενος την έξοδον,
όχι μόνον την συνέλευσιν του λαού δεν συνεκάλει, αλλ’ ούτε άλλην
συνάθροισιν, εκ φόβου
μήπως, εάν συνήρχοντο, επικρατήση πολύ περισσότερον το πάθος παρά
η κρίσις και
λάβουν εσφαλμένας αποφάσεις. Ελάμβανεν όμως και όλα τα δυνατά
μέτρα, όπως
προφυλάξη την πόλιν και από εξωτερικήν επίθεσιν και από διατάραξιν
της εσωτερικής
ησυχίας. Εξέπεμπεν, εν τούτοις, διαρκώς αποσπάσματα ιππικού, όπως
παρεμποδίζουν
προσκόπους της εχθρικής στρατιάς από του να εισορμούν εις τα πλησίον
της πόλεως
κτήματα και καταστρέφουν αυτά. Συνέβη μάλιστα περί τη Φρύγια
σύντομος αψιμαχία,
μεταξύ ίλης, αφ’ ενός, Αθηναϊκού ιππικού, βοηθουμένης από Θεσσαλούς
ιππείς, και του
Βοιωτικού ιππικού, εξ άλλου, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι και οι
Θεσσαλοί αντεστάθησαν
επιτυχώς, έως ότου ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν, όταν οι οπλίται
ήλθαν εις ενίσχυσιν
των Βοιωτών. Κατά την συμπλοκήν αυτήν, εφονεύθησαν μερικοί από
τους Αθηναίους και
τους Θεσσαλούς, κατώρθωσαν όμως να παραλάβουν αυθημερόν τους
νεκρούς των, χωρίς
να ζητήσουν προς τούτο ανακωχήν. Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου,
έστησαν τρόπαιον την
επιούσαν. Η επικουρική αυτή δύναμις των Θεσσαλών είχε σταλή προς
τους Αθηναίους
κατά τους όρους της παλαιάς προς αυτούς συμμαχίας, και απετελείτο από
Λαρισαίους,
Φαρσαλίους, Κραννωνίους, Πυρασίους, Γυρτωνίους και Φεραίους. Ήσαν
δ’ επί κεφαλής
αυτών από την Λάρισαν μεν ο Πολυμήδης και ο Αριστόνους,
αντιπροσωπεύων έκαστος την
μερίδα του, από τα Φάρσαλα δε ο Μένων. Και οι άλλοι όμως είχαν
χωριστούς αρχηγούς δι’
εκάστην πόλιν.
86

23. Οι Πελοποννήσιοι, βλέποντες ότι οι Αθηναίοι απέφευγαν να


εξέλθουν από την πόλιν
προς σύναψιν μάχης, εξεκίνησαν από τας Αχαρνάς και ήρχισαν να
ερημώνουν μερικούς
από τους άλλους δήμους, τους ευρισκομένους μεταξύ Πάρνηθας και
Βριλησσού
(Πεντελικού). Ενώ δ’ ευρίσκοντο ακόμη εις την Αττικήν, οι Αθηναίοι
απέστειλαν τον στόλον
των εκατόν πλοίων, με την εξάρτυσιν του οποίου ενησχολούντο προ
πολλού, και χιλίους
οπλίτας και τετρακοσίους τοξότας, ως πεζοναύτας, εις περιπολίαν περί
την Πελοπόννησον,
υπό την αρχηγίαν του Καρκίνου, υιού του Ξενοτίμου, του Πρωτέως, υιού
του Επικλέους, και
του Σωκράτους, υιού του Αντιγένους. Οι εν λόγω στρατηγοί,
εκπλεύσαντες επί κεφαλής της
δυνάμεως αυτής, ήρχισαν την περιπολίαν, ενώ οι Πελοποννήσιοι, αφού
παρέμειναν εις την
Αττικήν εφ’ όσον καιρόν είχαν εφόδια, ανεχώρησαν δια της Βοιωτίας και
όχι δια του
μέρους, από το οποίον είχαν εισβάλει. Διερχόμενοι δε προ του Ωρωπού,
ερήμωσαν την
χώραν, την καλουμένην Γραϊκήν, την οποίαν κατέχουν οι Ωρώπιοι,
υπήκοοι των Αθηναίων,
και φθάσαντες εις την Πελοπόννησον διελύθησαν, και τα διάφορα
αποσπάσματα
μετέβησαν έκαστον εις την πόλιν, από την οποίαν κατήγετο.
Αποφάσεις των Αθηναίων
24. Μετά την αναχώρησιν του Πελοποννησιακού στρατού, οι Αθηναίοι
εγκατέστησαν κατά
γην και κατά θάλασσαν φρουράς, όπου ακριβώς ελογάριαζαν να τας
διατηρήσουν καθ’
όλην την διάρκειαν του πολέμου. Δια ψηφίσματος, εξ άλλου, του
Αθηναϊκού λαού
απεφασίσθη ν’ αποσύρουν χίλια τάλαντα, από όσα εφυλάσσοντο εις την
Ακρόπολιν, και τα
θέσουν κατά μέρος, δια να μη τα εξοδεύουν, αλλά ν’ αντιμετωπίζουν τας
πολεμικάς
δαπάνας με τους υπολοίπους πόρους των, και ώρισαν ποινήν θανάτου
εναντίον εκείνου
που θα εισηγείτο ή θα έθετεν εις ψηφοφορίαν πρότασιν, όπως διαθέση τα
χρήματα αυτά
87

δι’ άλλον σκοπόν, εκτός μόνον αν επέκειτο εχθρική δια θαλάσσης


επιδρομή κατά της
πόλεως και υπήρχεν ανάγκη αμύνης εναντίον αυτής. Μαζί με τα χρήματα
απεφάσισαν
86
επίσης την καθ’ έκαστον έτος διατήρησιν χωριστού στόλου,
αποτελουμένου από εκατόν
τριήρεις, τας αρίστας, εκάστου με τον τριήραρχόν του, χωρίς να
επιτρέπεται η
χρησιμοποίησις κανενός από τα πλοία αυτά δι’ άλλον σκοπόν, παρά
μόνον εάν
παρουσιάζετο ανάγκη να χρησιμοποιηθούν μαζί με τα χίλια τάλαντα και
προς
αντιμετώπισιν του ιδίου κινδύνου.
Πολεμικαί, ενέργειαι των Αθηναίων εις Πελοπόννησον
25. Οι Αθηναίοι, οι επιβαίνοντες του στόλου των εκατόν πλοίων, ο
οποίος είχεν αποστολή
περί την Πελοπόννησον, και μαζί με αυτούς οι Κερκυραίοι, οι οποίοι
είχαν έλθει με
πενήντα πλοία προς ενίσχυσίν των, και μερικοί άλλοι από τους
συμμάχους των μερών
εκείνων, περιπολούντες γύρω από τας ακτάς της Πελοποννήσου,
επέφεραν εις αυτάς
σημαντικάς ζημίας, ενεργήσαντες δ’ απόβασιν είς την Μεθώνην της
Λακωνικής,
επετέθησαν κατά του τείχους της πόλεως, το οποίον ήτο ασθενές και
εστερείτο αρκετής
φρουράς. Αλλά πλησίον εκεί έτυχε να ευρίσκεται ο Σπαρτιάτης
Βρασίδας, υιός του
Τέλλιδος, επί κεφαλής στρατιωτικού αποσπάσματος, και όταν έμαθε την
επίθεσιν, ήλθεν
επί κεφαλής εκατόν οπλιτών εις βοήθειαν της πόλεως. Διασχίσας δε τον
στρατόν των
Αθηναίων, ο οποίος ήτο κατατετμημένος και είχε την προσοχήν του
ολόκληρον
εστραμμένην προς το τείχος, κατόρθωσε να εισορμήση εις την Μεθώνην
και την σώση,
απολέσας κατά την εισβολήν ολίγους από τους άνδρας του. Και υπήρξε
τούτο το πρώτον
τόλμημα του παρόντος πολέμου, δια το οποίον και επηνέθη ο Βρασίδας
δημοσίως εις την
Σπάρτην. Οι Αθηναίοι, αποπλεύσαντες, έπλεαν πλησίον της ακτής, και
προσεγγίσαντες εις
88

το ακρωτήριον της Ηλείας Φειάν ελεηλάτησαν την ύπαιθρον χώραν επί


δύο ημέρας, και
συνάψαντες μάχην προς τους κατοίκους και τριακοσίους εκλεκτούς
άνδρας, οι οποίοι
έσπευσαν εις βοήθειαν και εκ της πεδινής Ήλιδος και εκ των πέριξ μερών
της ορεινής,
ενίκησαν. Αλλ’ επειδή εσηκώθη καταιγίς και υπέφεραν πάρα πολύ από
την τρικυμίαν, καθό
ηγκυροβολημένοι εις αλίμενον μέρος, οι πολλοί επέβησαν εις τα πλοία,
και
περιπλεύσαντες το ακρωτήριον, το καλούμενον Ιχθύν, κατηυθύνθησαν
προς τον λιμένα της
Φειάς. Εν τω μεταξύ, οι Μεσσήνιοι και μερικοί άλλοι, οι οποίοι δεν είχαν
ημπορέσει να
επιβιβασθούν εις τα πλοία, προελάσαντες δια ξηράς, κατέλαβαν την
Φειάν. Ακολούθως,
όταν ο στόλος κατέπλευσεν εις τον λιμένα, παρέλαβεν αυτούς και
απέπλευσεν
εγκαταλείψας την Φειάν, τόσον μάλλον καθόσον, εν τω μεταξύ, το
κύριον σώμα του
στρατού των Ηλείων είχε προσδράμει εις βοήθειαν. Και οι Αθηναίοι,
συνεχίσαντες τον
πλουν των παρά την ακτήν, διηυθύνθησαν εις άλλα σημεία αυτής, τα
οποία και ερήμωσαν.
Περιπολίαι Αθηναίων εις Λοκρίδα και Εύβοιαν
26. Κατά τον ίδιον περίπου καιρόν, οι Αθηναίοι απέστειλαν μοίραν
τριάντα πλοίων, δια να
περιπολή εις τα παράλια της Λοκρίδος και συγχρόνως να φρουρή την
Εύβοιαν. Αρχηγός της
μοίρας ήτο ο Κλεόπομπος, υιός του Κλεινίου, ο οποίος, ενεργήσας
αποβάσεις εις διάφορα
σημεία κατά μήκος της ακτής, τα ελεηλάτησε και εκυρίευσε το Θρόνιον,
λαβών ομήρους
μερικούς από τους κατοίκους, και συνάψας μάχην πλησίον της Αλόπης
προς τους
σπεύσαντας εις βοήθειαν της πόλεως Λοκρούς, τους ενίκησεν.
Εκδίωξις των Αιγινητών από την νήσον και εγκατάστασις Αθηναίων
εποίκων
27. Κατά το ίδιον θέρος, οι Αθηναίοι εξεδίωξαν βιαίως τους κατοίκους
της Αιγίνης, άνδρας
και γυναικόπαιδα, διότι τους κατηγόρουν ότι έλαβαν σπουδαιότατον
μέρος εις τον
89

υποδαυλισμόν του εναντίον των πολέμου. Ανεξαρτήτως άλλωστε τούτου,


επειδή η Αίγινα
κείται πλησίον της Πελοποννήσου, εφαίνετο ασφαλεστέρα πολιτική να
κατέχουν την
Αίγιναν δια της εγκαταστάσεως ιδικών των κληρούχων. Και πράγματι,
μετά πάροδον όχι
87
πολλού χρόνου, απέστειλαν εκεί τους εν λόγω εποίκους. Εις τους
Αιγινήτας εξόριστους οι
Λακεδαιμόνιοι παρεχώρησαν την Θυρέαν προς κατοικίαν και την πέριξ
αυτής γην προς
καλλιέργειαν και ένεκα της προς τους Αθηναίους εχθρότητος και διότι οι
Αιγινήται τους
επρόσφεραν μεγάλας υπηρεσίας κατά την εποχήν του σεισμού και της
επαναστάσεως των
Ειλώτων. Η περιφέρεια της Θυρέας κείται μεταξύ της Αργολίδος και της
Λακωνικής και
εκτείνεται μέχρι της θαλάσσης. Και άλλοι μεν από τους Αιγινήτας
εγκατεστάθησαν εκεί,
άλλοι δε διεσπάρησαν εις την λοιπήν Ελλάδα.
Έκλειψις σελήνης
28. Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους και κατά την πρώτην ημέραν
της νέας σελήνης,
όταν και μόνον, ως φαίνεται, τοιούτο φαινόμενον ημπορή να συμβή,
έγινε μετά
μεσημβρίαν έκλειψις του ηλίου, και αφού ούτος προσέλαβε σχήμα
ημισελήνου και
εφάνησαν και μερικά άστρα, εγέμισε πάλιν ο δίσκος του.
Συμμαχία Αθηναίων και Θρακών
29. Κατά το ίδιον θέρος, οι Αθηναίοι, θέλοντες επίσης να επιτύχουν την
συμμαχίαν του
βασιλέως των Θρακών Σιτάλκου, υιού του Τήρεω, διώρισαν πρόξενόν
των τον Αβδηρίτην
Νυμφόδωρον, υιόν του Πύθεω, τον οποίον εθεώρουν προηγουμένως
εχθρόν, και τον
προσεκάλεσαν εις τας Αθήνας, διότι ήτο γυναικάδελφος του Σιτάλκου,
επί του οποίου
ήσκει μεγάλην επιρροήν. Ο Τήρης αυτός, ο πατήρ του Σιτάλκου, υπήρξεν
ο πρώτος ιδρυτής
του μεγάλου εκείνου βασιλείου των Οδρυσών, το οποίον είχεν έκτασιν
μεγαλυτέραν από
την επίλοιπον Θράκην, καθόσον υπάρχουν και πολλοί ανεξάρτητοι
Θράκες. Προς τον
90

Τηρέα, ο οποίος είχε νυμφευθή από τας Αθήνας την Πρόκνην, θυγατέρα
του Πανδίονος,
καμμίαν δεν έχει συγγένειαν ο Τήρης αυτός, ουδέ καν από την ιδίαν
Θράκην κατήγοντο. Ο
Τηρεύς τωόντι κατώκει εις την Δαύλειαν, της περιφερείας, η οποία
σήμερον ονομάζεται
Φωκίς, και η οποία τότε κατωκείτο από Θράκας, και εις την χώραν αυτήν
αι δύο γυναίκες,
Πρόκνη και Φιλομήλα, διέπραξαν το εναντίον του Ίτυος ανοσιούργημα.
Πολλοί από τους
ποιητάς μάλιστα, οσάκις μνημονεύουν την αηδόνα, επονομάζουν το
πτηνόν τούτο
Δαυλιάδα. Άλλωστε ο Πανδίων φυσικώτερον ήτο να δώση εις γάμον την
θυγατέρα του εις
τόσον μικράν απόστασιν, χάριν αμοιβαίας υποστηρίξεως, παρά μεταξύ
των Οδρυσών, εις
απόστασιν τόσων ημερών δρόμου. Ενώ ο Τήρης, περί του οποίου
ενταύθα ο λόγος, και ο
οποίος υπήρξεν ο πρώτος κραταιός βασιλεύς των Οδρυσών, ούτε καν το
ίδιον όνομα είχε.
Τούτου ακριβώς τον υιόν Σιτάλκην επεδίωκαν να καταστήσουν
σύμμαχον οι Αθηναίοι, διότι
ήθελαν να τους συνδράμη να καθυποτάξουν τας πόλεις της Χαλκιδικής
και νικήσουν τον
Περδίκκαν. Ο Νυμφόδωρος, ελθών εις τας Αθήνας, συνεπεία της
προσκλήσεως αυτής,
επέτυχεν όχι μόνον την συμμαχίαν προς τον Σιτάλκην να
πραγματοποιήση, αλλά και τον
υιόν του Σιτάλκου, Σάδοκον, να πολιτογραφήση Αθηναίον. Υπεσχέθη
προς τούτοις να
τερματίση τον πόλεμον της Χαλκιδικής, πείθων τον Σιτάλκην να στείλη
εις τους Αθηναίους
στρατόν από Θράκας ιππείς και πελταστάς. Συγχρόνως εσυμβίβασε τους
Αθηναίους και με
τον Περδίκκαν, πείσας αυτούς να του αποδώσουν την Θέρμην. Συνεπεία
τούτου ο
Περδίκκας εξεστράτευσεν ευθύς εναντίον των Χαλκιδέων, ενωθείς με
τους Αθηναίους και
ιδίως με τον Φορμίωνα. Και κατ’ αυτόν τον τρόπον σύμμαχος των
Αθηναίων έγινεν όχι
μόνον ο Σιτάλκης, ο υιός του Τήρεω και βασιλεύς των Θρακών, αλλά και
ο Περδίκκας, υιός
του Αλεξάνδρου και βασιλεύς των Μακεδόνων.
91

Κατάληψις υπό Αθηναίων Σολλίου, Αστακού και Κεφαλληνίας


30. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι εξηκολούθουν ακόμη να περιπολούν εις τα
ύδατα της
Πελοποννήσου, εκυρίευσαν το Σόλλιον, πολίχνην των Κορινθίων, και
την παρέδωσαν, μαζί
88
με την περιφέρειάν της, εις την αποκλειστικήν κατοχήν των Ακαρνάνων
Παλαιρέων. Επίσης
κατέλαβαν εξ εφόδου τον Αστακόν, και αφού εξεδίωξαν τον τύραννον
της πόλεως Εύαρχον,
προσήρτησαν και το μέρος αυτό εις την ομοσπονδίαν των. Πλεύσαντες,
εξ άλλου, κατά της
νήσου Κεφαλληνίας, κατώρθωσαν να την προσεταιρισθούν άνευ μάχης.
Η Κεφαλληνία
κείται απέναντι της Ακαρνανίας και Λευκάδος, και περιλαμβάνει
τέσσαρας πόλεις, την
Πάλην, την Κραναίαν, την Σάμην και τους Πρόννους. Μετά παρέλευσιν
δ’ ολίγου καιρού, ο
στόλος απέπλευσεν επιστρέφων εις Αθήνας.
Ερήμωσις της Μεγαρίδος υπό των Αθηναίων
31. Προς το φθινόπωρον, το κατόπιν του θέρους τούτου, οι Αθηναίοι
εισέβαλαν εις την
Μεγαρίδα με όλας των τας δυνάμεις, περιλαμβανομένων και των
μετοίκων, υπό την
αρχηγίαν του Περικλέους, του υιού του Ξανθίππου. Και οι επιβαίνοντες
του στόλου των
εκατόν πλοίων, των περιπολούντων την Πελοπόννησον, Αθηναίοι (οι
οποίοι ότι έτυχε να
ευρίσκωνται εις Αίγιναν, επαναπλέοντες εις τα ίδια), άμα ως έμαθαν ότι
ολόκληρος ο
στρατός της πόλεως ήτο εις τα Μέγαρα, έπλευσαν προς τα εκεί και
ηνώθησαν με αυτούς.
Ως εκ τούτου, ο στρατός αυτός των Αθηναίων υπήρξεν ο μεγαλύτερος
τωόντι, τον οποίον
συνεκέντρωσεν η πόλις, καθόσον ήτο ακόμη εις την ακμήν της δυνάμεώς
της και δεν είχεν
εισέτι προσβληθή από την επιδημίαν. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι ανήρχοντο εις
όχι ολιγωτέρους
των δέκα χιλιάδων οπλιτών (μη υπολογιζομένων των τρισχιλίων, οι
οποίοι ευρίσκοντο εις
την Ποτείδαιαν), ενώ όχι ολιγότεροι των τριών χιλιάδων μετοίκων
οπλιτών έλαβαν
92

συγχρόνως μέρος εις την εισβολήν, εκτός δ’ αυτών και σημαντικός


αριθμός ελαφρώς
ωπλισμένων στρατιωτών. Αφού δε ερήμωσαν μέγα μέρος της Μεγαρίδος,
απεσύρθησαν.
Διαρκούντος άλλωστε του πολέμου, και άλλαι εισβολαί Αθηναίων έγιναν
καθ’ έκαστον έτος
εις την Μεγαρίδα, άλλοτε με μόνον το ιππικόν και άλλοτε με όλην την
στρατιωτικήν
δύναμιν, μέχρις ότου εκυριεύθη η Νίσαια υπό των Αθηναίων.
Οχύρωσις της Αταλάντης υπό των Αθηναίων
32. Κατά το τέλος επίσης του ιδίου θέρους, οι Αθηναίοι ωχύρωσαν την
νήσον Αταλάντην, η
οποία κείται πλησίον της ακτής των Οπουντίων Λοκρών, και ήτο έως
τότε ακατοίκητος, και
εγκατέστησαν εις αυτήν φρουράν, δια να εμποδίζουν πειρατάς να
εκπλέουν από την
Οπούντα και την άλλην Λοκρίδα και λεηλατούν την Εύβοιαν. Αυτά
υπήρξαν τα γεγονότα
που έλαβαν χώραν κατά το θέρος τούτο, μετά την αποχώρησιν των
Πελοποννησίων από
την Αττικήν.
Επιτυχία των Κορινθίων εις Αστακόν
33. Αλλά κατά τον ακόλουθον χειμώνα, ο Ακαρνάν Εύαρχος, θέλων να
επιστρέψη εις τον
Αστακόν, έπεισε τους Κορινθίους να πλεύσουν με σαράντα πλοία και
χίλιους πεντακοσίους
οπλίτας και τον αποκαταστήσουν εις την αρχήν, και προς τον σκοπόν
τούτον εμίσθωσε και
ο ίδιος επικουρικήν δύναμιν. Αρχηγοί της εκστρατείας αυτής ήσαν ο
Ευφαμίδας, υιός του
Αριστωνύμου, ο Τιμόξενος, υιός του Τιμοκράτους, και ο Εύμαχος, υιός
του Χρύσιδος. Και
πράγματι, πλεύσαντες εις τον Αστακόν, τον αποκατέστησαν. Θέλοντες
όμως να
προσαρτήσουν και μερικά άλλα παράλια μέρη της Ακαρνανίας,
επεχείρησαν τούτο, αλλ’
αποτυχόντες απέπλευσαν, επιστρέφοντες εις τα ίδια. Προσορμισθέντες
κατά τον πλουν εις
την Κεφαλληνίαν, ενήργησαν απόβασιν εις την χώραν των Κρανίων, οι
οποίοι τους
ηπάτησαν δια της συνομολογήσεως κάποιας συμφωνίας και τους
επετέθησαν
93

απροσδοκήτως. Οι Κορίνθιοι, αφού έχασαν μερικούς άνδρας,


κατώρθωσαν με πολλήν
δυσκολίαν να επιβιβασθούν και αποπλεύσουν επανερχόμενοι εις τα ίδια.
89
Η κηδεία των πρώτων νεκρών του πολέμου
34. Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνος, οι Αθηναίοι,
συμμορφούμενοι προς
πατροπαράδοτον έθιμον, ετέλεσαν δημοσία δαπάνη την κηδείαν των
πρώτων νεκρών του
παρόντος πολέμου. Η επιτάφιος αυτή τελετή γίνεται κατά τον εξής
τρόπον: Αφού στήσουν
επί τούτω εξέδραν, τοποθετούνται επάνω εις αυτήν την προπαραμονήν
της εκφοράς τα
οστά των πεσόντων, και ο καθείς φέρει εις τον νεκρόν του ο,τι επιτάφιον
δώρον θέλει.
Όταν έλθη η ώρα της εκφοράς, άμαξαι κομίζουν λάρνακας κυπαρισσίνας,
μίαν δι’ εκάστην
φυλήν, και τα οστά εκάστου τοποθετούνται εις την λάρνακα της ιδικής
του φυλής. Δια τους
αγνοουμένους, όσους δεν κατώρθωσαν να εύρουν και συλλέξουν, φέρουν
επάνω εις τα
χέρια κενόν φέρετρον με επίστρωμα. Καθείς που θέλει, είτε πολίτης, είτε
ξένος, ημπορεί να
λάβη μέρος εις την εκφοράν, και αι συγγενείς ακόμη γυναίκες
προσέρχονται εις τον τόπον
του ενταφιασμού ολοφυρόμεναι. Αι λάρνακες τοποθετούνται εις το
δημόσιον μνημείον, το
οποίον κείται εις το ωραιότερον προάστειον της πόλεως, και εις το
οποίον θάπτονται
ανέκαθεν οι πεσόντες εις τον πόλεμον, πλην των πεσόντων εις τον
Μαραθώνα. Διότι
επειδή εθεώρησαν την ανδρείαν των τελευταίων αυτών ολωσδιόλου
εξαιρετικήν τους
έθαψαν εκεί όπου έπεσαν. Αφού τοποθετηθούν τα οστά υπό την γην,
ρήτωρ, ο οποίος έχει
ορισθή υπό της πόλεως και ο οποίος όχι μόνον θεωρείται προικισμένος
με μεγάλην
σύνεσιν, αλλά και στέκει υψηλά εις την κοινήν εκ-τίμησιν, απαγγέλλει
προς τιμήν των
πεσόντων το κατάλληλον εγκώμιον. Και μετά τούτο απέρχονται. Κατά
τον τρόπον τούτον
γίνεται η κηδεία, και καθ’ όλην την διάρκειαν του πολέμου, οσάκις
παρουσιάσθη
94

περίστασις, συνεμορφώθησαν προς το έθιμον τούτο. Προς τιμήν λοιπόν


των πρώτων
αυτών θυμάτων του πολέμου, επεφορτίσθη να ομιλήση ο Περικλής, υιός
του Ξανθίππου.
Και όταν ήλθεν η κατάλληλος στιγμή, επροχώρησεν από το μνημείον εις
το βήμα, το οποίον
είχε κατασκευασθή υψηλόν, δια ν’ ακούεται από όσον το δυνατόν
περισσοτέρους από τους
συναθροισθέντας, και ωμίλησεν ως εξής περίπου:
Ο επιτάφιος λόγος του Περικλέους
35. «Οι περισσότεροι που ωμίλησαν μέχρι τούδε από την θέσιν αυτήν
επήνεσαν τον
νομοθέτην, ο οποίος εις το έθιμον της δημοσία δαπάνη κηδείας
επρόσθεσε την απαγγελίαν
του επιταφίου λόγου, διότι έκρινεν ότι αρμόζει τοιαύτη ν’ απονέμεται,
τιμή κατά την ταφήν
των νεκρών του πολέμου. Αλλ’ εγώ θα ενόμιζα αρκετόν προς άνδρας, οι
οποίοι δι’ έργων
εδείχθησαν γενναίοι, να εκδηλούνται και αι τιμαί δι’ έργων, οποία είναι
όσα βλέπετε
παρομαρτούντα εις την υπό της πόλεως παρασκευασθείσαν επιτάφιον
αυτήν τελετήν, και
να μη εξαρτάται η υστεροφημία πολλών ανδρών από την ευγλωττίαν ή
έλλειψιν
ευγλωττίας του ρήτορος. Διότι δύσκολον είναι να ομιλήση κανείς με το
προσήκον μέτρον
εις περιστάσεις, κατά τας οποίας και αυτή η ακριβής παράστασις της
αληθείας δυσκόλως
γίνεται πιστευτή. Καθόσον και ο γνωρίζων εξ’ ιδίας αντιλήψεως τα
γεγονότα και ευνοϊκώς
διατεθειμένος ακροατής, είναι πιθανόν να θεωρήση ότι οι λόγοι του
ρήτορος είναι
υποδεέστεροι της ιδικής του γνώσεως και ευνοίας, και ο μη επαρκώς
γνωρίζων τα
πράγματα, οσάκις ακούει κάτι τι που υπερβαίνει τας ιδικάς του δυνάμεις,
είναι πιθανόν
ένεκα φθόνου να πιστεύση ότι πρόκειται περί υποβολών. Διότι οι έπαινοι
που λέγονται δι’
άλλους επί τοσούτον μόνον είναι ανεκτοί, εφόσον έκαστος νομίζει ότι
και ο ίδιος είναι
ικανός να κατορθώση όμοια ή ανάλογα των επαινουμένων. Ό,τι δήποτε
υπερβαίνει τούτο,
95

προκαλεί αμέσως τον φθόνον και την δυσπιστίαν. Επειδή, εν τούτοις, οι


πρόγονοί μας
επεδοκίμασαν την συνήθειαν αυτήν ως καλώς έχουσαν, οφείλω και εγώ,
συμμορφούμενος
με τον νόμον, να δοκιμάσω να ανταποκριθώ όσον το δυνατόν
περισσότερον προς την
επιθυμίαν και τας πεποιθήσεις του καθενός από τους ακροατάς μου.
90
36. «Την ομιλίαν μου θ’ αρχίσω από τους προγόνους μας πρώτον. Διότι
είναι όχι μόνον
δίκαιον, αλλά και πρέπον συγχρόνως εις τοιαύτην ευκαιρίαν, όπως η
παρούσα, ν’
αποτίσωμεν εις την μνήμην των τον φόρον αυτόν της τιμής. Καθόσον,
κατοικούντες οι ίδιοι
πάντοτε μέχρι σήμερον την χώραν αυτήν κατά την διαδοχήν των
αλλεπαλλήλων γενεών
μας την παρέδωσαν ελευθέραν δια της ανδρείας των. Αλλ’ εάν εκείνοι
είναι άξιοι των
επαίνων μας, έτι μάλλον άξιοι είναι οι πατέρες μας. Διότι εκτός εκείνων,
τα οποία
εκληρονόμησαν, απέκτησαν δια πολλών μόχθων και την σημερινήν μας
ηγεμονίαν, και
εκληροδότησαν και αυτήν και εκείνα εις ημάς τους σήμερον ζώντας. Και
ημείς εδώ,
άλλωστε, όσοι είμεθα ακόμη εις ώριμον ηλικίαν περίπου, ενισχύσαμεν οι
ίδιοι την
ηγεμονίαν αυτήν πολυειδώς, και την πόλιν παρεσκευάσαμεν καθ’ όλα
αυταρκεστάτην και
δια τον πόλεμον και δια την ειρήνην. Εν τούτοις, ούτε περί των
πολεμικών κατορθωμάτων,
με τα οποία αι διάφοροι κτήσεις μας απεκτήθησαν, ούτε περί της
δραστηριότητος, με την
οποίαν ημείς οι ίδιοι ή οι πατέρες μας απεκρούσαμεν τας επιθέσεις
Ελλήνων ή βαρβάρων
εχθρών, θα ομιλήσω, διότι δεν επιθυμώ να μακρηγορήσω μεταξύ
ανθρώπων, οι οποίοι όλα
αυτά τα γνωρίζουν. Αλλ’ αφού πρώτον εξηγήσω από ποίας αρχάς
εμπνεόμενοι εφθάσαμεν
εις την σημερινήν περιωπήν και υπό ποίους δεσμούς και με ποίον τρόπον
ζωής η ακμή μας
έγινε τόσον μεγάλη, έπειτα θα έλθω εις τον έπαινον των προκειμένων
νεκρών, διότι θεωρώ
96

ότι και αρμόζοντα εις την παρούσαν περίστασιν είναι να λεχθούν αυτά
και συμφέρον ν’
ακουσθούν με προσοχήν από την πολυάριθμον αυτήν συνάθροισιν
πολιτών και ξένων.
37. «Ζώμεν τωόντι υπό πολίτευμα, το οποίον δεν επιζητεί ν’ αντιγράφη
τους νόμους των
άλλων, αλλ’ είμεθα ημείς μάλλον υπόδειγμα εις τους άλλους παρά
μιμηταί αυτών. Και
καλείται μεν το πολίτευμά μας δημοκρατία, λόγω του ότι η κυβέρνησις
του κράτους
ευρίσκεται όχι εις χείρας των ολίγων, αλλά των πολλών. Αλλά δια μεν
των νόμων
ασφαλίζεται εις όλους ισότης δικαιοσύνης δια τα ιδιωτικά των
συμφέροντα, ενώ υπό την
έποψιν της κοινής εκτιμήσεως, έκαστος πολίτης προτιμάται εις τα
δημόσια αξιώματα, όχι
διότι ανήκει εις ωρισμένην κοινωνικήν τάξιν, αλλά δια την προσωπικήν
του αξίαν, εφόσον
διακρίνεται εις κάποιον κλάδον. Ούτε, εξ άλλου, εκείνος που είναι
πτωχός, ημπορεί όμως
να προσφέρη υπηρεσίας εις την πόλιν, ευρίσκει εμπόδιον εις τούτο, ένεκα
της κοινωνικής
του αφανείας. Και όχι μόνον εις τον δημόσιόν μας βίον πολιτευόμεθα με
πνεύμα
ελευθέριον, αλλά και εις την αναμεταξύ μας καθημερινήν επικοινωνίαν
είμεθα ελεύθεροι
καχυποψίας, διότι δεν αγανακτούμεν εναντίον των άλλων δι’ όσα
πράττουν χάριν της
ευχαριστήσεώς των, ούτε προσλαμβάνομεν απέναντί των φυσιογνωμίαν
σκυθρωπής
αποδοκιμασίας, η οποία δεν ζημιώνει αληθώς, πληγώνει όμως. Αλλ’ ενώ
εις τας ιδιωτικάς
μας σχέσεις αποφεύγομεν να φαινώμεθα δυσάρεστοι, εις τον δημόσιόν
μας βίον
αποφεύγομεν την παρανομίαν, από ευλάβειαν προ πάντων προς τας
επιταγάς των
εκάστοτε αρχόντων και των νόμων, εκείνων ιδίως εξ αυτών, όσοι έχουν
τεθή είτε προς
υπεράσπισιν των αδικουμένων, είτε, μολονότι άγραφοι, φέρουν
αναμφισβήτητον όνειδος
εις τους παραβάτας των.
38. «Αλλ’ επί πλέον επρονοήσαμεν κατά πολλούς τρόπους και δια την
ανάπαυσιν του
97

πνεύματος από τους κόπους. Διότι έχομεν και αγώνας και ιεράς
πανηγύρεις καθιερωμένας
καθ’ όλον το έτος και κατοικίας ευπρεπείς. Και η καθημερινή τέρψις, την
οποίαν
ποριζόμεθα από αυτάς, αποδιώκει τας μερίμνας της ζωής. Χάρις εις το
μεγαλείον της
πόλεώς μας, εξ άλλου, τα πάντα συρρέουν εις αυτήν από όλα τα μέρη του
κόσμου, και
συμβαίνει τοιουτοτρόπως ν’ απολαμβάνωμεν τ’ αγαθά των άλλων
ανθρώπων, ως να ήσαν
τόσον ιδικά μας, όσον και τα προϊόντα της ιδίας ημών χώρας.
39. «Διαφέρομεν δ’ επίσης από τους αντιπάλους και ως προς την άσκησιν
εις τα πολεμικά
91
πράγματα κατά τούτο, ότι δηλαδή πρώτον μεν έχομεν τας πύλας της
πόλεώς μας ανοικτάς
εις όλους, και ουδέποτε δια ξενηλασίας εμποδίζομεν κανένα να μάθη ή
ίδη κάτι τι, εκ
φόβου μήπως, εάν δεν το κρύψωμεν, το ίδη κανείς από τους εχθρούς μας
και ωφεληθή.
Διότι την εμπιστοσύνην μας στηρίζομεν όχι εις τας προετοιμασίας ή εις
τα πολεμικά
τεχνάσματα, αλλ’ εις την προσωπικήν μας κατά την ώραν της δράσεως
ευψυχίαν. Έπειτα
δε, προκειμένου περί της ανατροφής, εκείνοι μεν από της παιδικής
ηλικίας δι’ επιπόνου
ασκήσεως επιδώκουν να γίνουν ανδρείοι, ενώ ημείς μολονότι
ακολουθούμεν τρόπον ζωής
αβίαστον, είμεθα εξ ίσου ικανοί να προκινδυνεύωμεν, αγωνιζόμενοι προς
ισοπάλους
εχθρούς. Απόδειξις τούτου είναι ότι ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν
εναντίον του
εδάφους μας, όχι μόνοι, αλλά με όλους τους συμμάχους των, ημείς
εκστρατεύομεν
εναντίον των άλλων μόνοι, και μολονότι πολεμούμεν εις ξένην χώραν
εναντίον ανθρώπων
προασπιζόντων το ίδιον έδαφος τους νικώμεν κατά κανόνα χωρίς
δυσκολίαν. Προσθέσατε
εις τούτο ότι κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισεν ηνωμένην
την δύναμίν μας,
διότι κατά τον ίδιον καιρόν όχι μόνον δια το ναυτικόν μας φροντίζομεν,
αλλά και κατά
98

ξηράν εκπέμπομεν εις παλλάς επιχειρήσεις στρατιώτας από τους ιδικούς


μας πολίτας.
Όταν, εν τούτοις, οι εχθροί μας συγκρουσθούν οπουδήποτε προς τμήμα
της δυνάμεώς μας,
εάν μεν νικήσουν, καυχώνται ότι μας ενίκησαν όλους, εάν δε ηττηθούν,
ότι ενικήθησαν
από όλους. Τωόντι, εφόσον προτιμώμεν ν’ αντιμετωπίζωμεν τους
κινδύνους με άνεσιν
μάλλον παρά κατόπιν επιπόνου ασκήσεως, και με ανδρείαν που
απεκτήθη όχι από νομικόν
καταναγκασμόν, αλλ’ από τον τρόπον της ζωής μας, έχομεν το
πλεονέκτημα ότι χωρίς να
παραπονούμεθα προώρως χάριν μελλόντων κινδύνων, άμα ως
περιέλθωμεν εις αυτούς,
αναδεικνυόμεθα εξ ίσου γενναίοι όσον και οι αντίπαλοί μας, οι οποίοι
υποβάλλονται εις
διαρκείς μόχθους. Ούτω δε η πόλις μας είναι αξία θαυμασμού, όχι μόνον
ως προς τούτο,
αλλά και υπό άλλας ακόμη επόψεις.
40. «Διότι είμεθα ερασταί του ωραίου, αλλά και φίλοι συγχρόνως της
απλότητος, και
καλλιεργούμεν το πνεύμα μας χωρίς θυσίαν του ανδρισμού μας. Ο
πλούτος, εξ άλλου, μας
χρησιμεύει ως ευκαιρία μάλλον προς εκτέλεσιν έργων, παρά ως
ελατήριον
κομπορρημοσύνης. Ούτε θεωρούμεν εντροπήν την ομολογίαν της πενίας,
αλλά
μεγαλυτέραν εντροπήν το να μη καταβάλλη κανείς κάθε προσπάθειαν δια
να την διαφύγη.
Εις την πόλιν μας, άλλωστε, εκείνοι που επιμελούνται τας προσωπικάς
των υποθέσεις δεν
αμελούν δια τούτο τας δημοσίας, και μολονότι άλλοι μεν είναι
απησχολημένοι εις τούτο,
άλλοι δε εις εκείνο το επιτήδευμα, όλοι εννοούν επαρκώς τα πολιτικά
πράγματα. Διότι
μόνοι ημείς εκείνον που δεν μετέχει εις αυτά θεωρουμεν όχι φιλήσυχον,
αλλ’ άχρηστον
πολίτην, και εφόσον δεν λαμβάνομεν οι ίδιοι την πρωτοβουλίαν των
ληπτέων αποφάσεων,
κρίνομεν τουλάχιστον ορθώς περί των μέτρων, τα οποία άλλοι
εισηγούνται, πιστεύοντες
ότι τα έργα ζημιώνει όχι η συζήτησις, αλλά το να μη διαφωτισθή κανείς
προηγουμένως δια
99

της συζητήσεως, πριν έλθη η ώρα της δράσεως. Διότι και κατά τούτο
διαφέρομεν τωόντι
πολύ από τους άλλους, ότι είμεθα εξαιρετικώς τολμηροί εις την δράσιν
και σύγχρονως
μελετώμεν οι ίδιοι κατά βάθος όσα πρόκειται να επιχειρήσωμεν, ενώ εις
τους άλλους,
αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν.
Εκείνοι, άλλωστε, θα
εθεωρούντο δικαίως ως έχοντες μεγίστην ευψυχίαν όσοι, μολονότι έχων
καθαρωτάτην
αντίληψιν και των δεινών του πολέμου και των τερπνών της ειρήνης, δεν
υποχωρούν, εν
τούτοις, απέναντι των κινδύνων. Και ως προς την ευγένειαν ακόμη των
αισθημάτων μας
απέναντι των άλλων, ευρισκόμεθα εις αντίθεσιν προς τους πολλούς. Διότι
τους φίλους μας
επιδιώκομεν ν’ αποκτήσωμεν όχι ευεργετούμενοι από αυτούς, αλλ’
ευεργετούντες αυτούς.
Καθόσον ο ευεργετήσας είναι φίλος ασφαλέστερος από τον
ευεργετούμενον, διότι
επιδιώκει δια της συνεχίσεως της προς αυτόν ευμενείας να διατηρήση την
ευγνωμοσύνην
92
του. Ενώ ο ευεργετηθείς είναι μάλλον αδιάφορος φίλος, καθόσον
γνωρίζει ότι θ’
ανταποδώση την προς αυτόν χάριν όχι ως εύνοιαν, αλλ’ ως εξόφλησιν
χρέους. Και μόνοι
αφόβως ωφελούμεν άλλους όχι από υπολογισμόν δια το ιδικόν μας
υλικόν συμφέρον, αλλ’
από εμπιστοσύνην προς το ελευθέριον πνεύμα, από το οποίον
εμπνεόμεθα.
41. «Συγκεφαλαιώνων, λοιπόν, λέγω ότι και το σύνολον της πόλεως είναι
γενικόν της
Ελλάδος σχολείον, και καθείς από τους συμπολίτας μας μου φαίνεται ως
να συγκεντρώνη
εις την προσωπικότητά του την ικανότητα να προσαρμόζεται εις τας
ποικιλωτάτας
εκφάνσεις της δραστηριότητος με την μεγαλυτέραν ευστροφίαν και
χάριν. Και ότι τούτο
δεν είναι κομπορρημοσύνη, επιβαλλομένη από την παρούσαν ευκαιρίαν,
αλλά η
πραγματική αλήθεια, αποδεικνύει ακριβώς η δύναμις της πόλεως, την
οποίαν τα
100

προτερήματά μας αυτά μας επροσπόρισαν. Διότι από όλας τας


συγχρόνους πόλεις μόνη η
πόλις των Αθηνών, όταν τεθή υπό δοκιμασίαν, αποδεικνύεται ανωτέρα
της φήμης της, και
αυτή μόνη ούτε εις τον ηττώμενον παρέχει αφορμήν αγανακτήσεως, διότι
ενικήθη από
τοιούτον εχθρόν, ούτε εις τους υπηκόους αφορμήν παραπόνου, ότι
κυβερνώνται από
αναξίους. Με το να δώσωμεν δε καταφανείς αποδείξεις της δυνάμεώς
μας, της οποίας
άλλως τε τόσοι τωόντι υπάρχουν αψευδείς μάρτυρες, θα είμεθα
αντικείμενον θαυμασμού
και δια τους συγχρόνους και δια τους μεταγενεστέρους, χωρίς καν να
έχωμεν ανάγκην ούτε
Ομήρου, δια να ψάλη τους επαίνους μας, ούτε άλλου ποιητού, ο οποίος
δια των στίχων του
ημπορεί να τέρψη προς στιγμήν, αλλά του οποίου η φαντασιώδης
παράστασις των
γεγονότων θα διαψευσθή από την αλήθειαν των πραγμάτων, αφού
εξηναγκάσαμεν κάθε
θάλασσαν και κάθε γην ν’ ανοιχθή εις την ημετέραν τόλμην, και
εγκατεσπείραμεν παντού
αιώνια μνημεία ανδραγαθιών εναντίον εχθρών και υπέρ φίλων. Υπέρ
τοιαύτης λοιπόν
πόλεως μαχόμενοι έπεσαν οι προκείμενοι νεκροί, διότι έκριναν
μεγαλοφρόνως καθήκον
των να μη επιτρέψουν να τους αφαιρεθή αυτή, και καθείς από ημάς τους
επιζώντας είναι
πρόθυμος φυσικά να υποφέρη τα πάντα προς χάριν της.
42. «Δια τούτο ακριβώς και επεξετάθην περισσότερον εις τα του
μεγαλείου της πόλεως,
διότι ηθέλησα να σας δείξω ότι τα άθλα, δια τα οποία αγωνιζόμεθα, είναι
πολύ
μεγαλύτερα από εκείνα, δια τα οποία αγωνίζονται όσοι δεν απολαύουν
όμοια με αυτά
πλεονεκτήματα, και συγχρόνως να καταδείξω δια πραγματικών
αποδείξεων τον έπαινον
των ανδρών αυτών εδώ, προς τιμήν των οποίων ομιλώ σήμερον. Και
τωόντι το
μεγαλύτερον μέρος του εγκωμίου των ελέχθη ήδη. Διότι τα
ανδραγαθήματα αυτών και των
ομοίων των προσέδωσαν νέαν λάμψιν εις την δόξαν της πόλεως, την
οποίαν ύμνησα, και
101

ολίγοι υπάρχουν Έλληνες, των οποίων η φήμη θα ημπορούσε να δειχθή


εξ ίσου ισόρροπος
προς τα έργα, όσον των προκειμένων νεκρών. Νομίζω, άλλωστε, ότι
τοιούτος Θάνατος,
όπως ο των ανδρών αυτών εδώ, αποδεικνύει ηρωϊσμόν, είτε ως
αποκαλύπτων αυτόν δια
πρώτην φοράν, είτε ως επισφραγίζων αυτόν τελειωτικώς. Διότι δι’
εκείνους, οι οποίοι υπό
άλλας τυχόν επόψεις είναι κακοί, δίκαιον είναι η κατά τους πολέμους
επιδειχθείσα
ανδραγαθία να εκτιμάται περισσότερον από κάθε άλλο. Διότι,
αποσβέσαντες το κακόν δια
του καλού, παρέσχον εις την πατρίδα μεγαλυτέραν ωφέλειαν από την
ζημίαν που
επροξένησαν ως ιδιώται. Κανείς, εν τούτοις, από τους άνδρας αυτούς εδώ
δεν επροτίμησε
την συνέχισιν της απολαύσεως του πλούτου, ώστε να δειχθή δειλός, ούτε
εζήτησε ν’
αναβάλη την τρομεράν ημέραν με την φυσικήν εις τον πτωχόν ελπίδα ότι
ημπορεί ακόμη,
εάν επιζήση, να πλουτίση. Αλλά θεωρήσαντες ότι η τιμωρία των εχθρών
ήτο πολύ πλέον
ποθητή παρά τα πράγματα αυτά, και ότι δεν ημπορούσαν να εκθέσουν
την ζωήν των χάρις
ευγενεστέρας υποθέσεως, απεφάσισαν, διακινδυνεύοντες αυτήν, να
εκδικηθούν μεν
εκείνους, παραιτήσουν δε όλα τα λοιπά. Και ενεπιστεύθησαν μεν εις την
ελπίδα το άδηλον
93
της επιτυχίας του αγώνος, αλλ’ ό,τι αφορά εις τον παρόντα και προ των
οφθαλμών των
κίνδυνον, εστηρίχθησαν μόνον εις εαυτούς και το προσωπικόν των
θάρρος. Και όταν
ευρέθησαν εις το μέσον του κινδύνου, κρίνοντες προτιμότερον ν’
αποθάνουν
υπερασπίζοντες εαυτούς παρά να σωθούν υποχωρούντες, απέφυγαν μεν
το όνειδος της
δειλίας, αντιμετώπισαν όμως ψυχή τε και σώματι τον κίνδυνον, και
συγχρόνως εις στιγμήν
ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντες από
φόβον αλλά
περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης.
102

43. «Και αυτοί μεν εδείχθησαν τοιουτοτρόπως άξιοι της πόλεως. Σεις, εξ’
άλλου, οι
επιζώντες οφείλετε να θεωρήσετε καθήκον σας, όπως επιδείξετε προς
τους εχθρούς
φρόνημα όχι ολιγώτερον τολμηρόν, μολονότι πρέπει να εύχεστε όπως
τούτο οδηγήση εις
έκβασιν ολιγώτερον ολεθρίαν. Την ωφέλειαν δε τούτου οφείλετε να
κρίνετε όχι απλώς επί
τη βάσει των λόγων ρήτορος, ο οποίος ημπορούσε να μακρηγορήση,
εκθέτων προς
ανθρώπους γνωρίζοντας εξ ίσου καλά όσον και εκείνος όλα τα
πλεονεκτήματα που
συνεπάγεται η απόκρουσις του εχθρού. Αλλ’ οφείλετε μάλλον καθ’
εκάστην να
προσηλώνετε τα βλέμματά σας προς τας ορατάς εκδηλώσεις της
δυνάμεως της πόλεως,
έως ότου γίνετε θαυμασταί της. Και όταν εμπνευσθήτε από την θέαν του
μεγαλείου της, να
σκεφθήτε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνδρες τολμηροί, οι οποίοι
εγνώριζαν τί έπρεπε να
πράξουν και κατά την ώραν του κινδύνου ωδηγούντο από υψηλόν
αίσθημα τιμής, και οι
οποίοι, εάν ποτέ ήθελαν αποτύχει εις καμμίαν επιχείρησιν, έκριναν
αποφασιστικώς ότι η
πατρίς των τουλάχιστον δεν έπρεπε να στερηθή την ανδρείαν των, και
προσέφεραν την
ζωήν των ως τον ενδοξότερον υπέρ αυτής έρανον. Καθόσον, θυσιάζοντες
την ζωήν των δια
το κοινόν καλόν, εκέρδιζαν υπέρ εαυτών τον αθάνατον έπαινον, και
τάφον επισημότατον,
όχι τόσον τον τάφον, εις τον οποίον κείνται, όσον εκείνον, εις τον οποίον
η δόξα των επιζή
αείμνηστος, πανηγυριζομένη είτε δια λόγων, είτε δια τελετών εις κάθε
ευκαιρίαν. Διότι των
επιφανών ανδρών τάφος είναι όλη η γη, και δεν διαμνημονεύονται αυτοί
μόνον εις την
ιδικήν των πατρίδα δι’ επιτυμβίων στηλών και επιγραφών, αλλά και εις
την ξένην
διατηρείται άγραφος η μνήμη των, χαραγμένη εις το πνεύμα εκάστου
μάλλον παρά εις
υλικά μνημεία. Τους άνδρας αυτούς οφείλετε να μιμηθήτε, και
θεωρούντες ότι θεμέλιον
103

της ευτυχίας είναι η ελευθερία, και της ελευθερίας η ευψυχία, μη


αποβλέπετε με
ανησυχίαν εις τους κινδύνους του πολέμου. Διότι όσοι είναι δυστυχείς
και ούτε εις
περίπτωσιν νίκης έχουν ελπίδα καλυτέρων ημερών, έχουν ολιγώτερον
λόγον να δείχνωνται
αφειδείς της ζωής των, παρά εκείνοι, οι οποίοι, εάν εξακολουθήσουν
ζώντες, τρέχουν τον
κίνδυνον να μεταπέσουν από την ευτυχίαν εις την δυστυχίαν, και οι
οποίοι, εάν νικήσουν,
έχουν να χάσουν περισσότερον από κάθε άλλον. Καθόσον εις άνδρα
έχοντα γενναίον
φρόνημα, είναι αλγεινοτέρα η ταπείνωσις, την οποίαν προκαλεί η δειλία,
παρά ο ανώδυνος Θάνατος, ο επερχόμενος εις στιγμήν που είναι γεμάτος
από θάρρος και εμπνέεται συγχρόνως από την ελπίδα της νίκης της
πατρίδος.
44. «Δια τούτο και τους γονείς των σήμερον θαπτομένων - όσοι
παρίστασθε εδώ- δεν
οικτείρω, αλλά θα προσπαθήσω μάλλον μόνον να παραμυθήσω.
Γνωρίζετε τωόντι ότι η
ζωή σας διήλθεν εν μέσω ποικίλων μεταβολών της τύχης, ενώ ευτυχείς
πρέπει να
θεωρούνται εκείνοι, εις τους οποίους η μοίρα ήθελεν επικλώσει τόσον
τιμητικόν θάνατον,
όπως των προκειμένων νεκρών, ή τόσον τιμητικόν πένθος, όπως το
ιδικόν σας, και εκείνοι,
των οποίων η ζωή προσεμετρήθη ούτως, ώστε το όριον της ευδαιμονίας
να συμπέση προς
την στιγμήν του θανάτου. Γνωρίζω αληθώς ότι είναι δύσκολον να σας
πείσω, αφού την
απώλειάν σας θα υπενθυμίζουν πολλάκις αι ευτυχίαι των άλλων, τας
οποίας και σεις
προηγουμένως απελαύσατε. Και λυπείται κανείς όχι δια την τυχόν
έλλειψιν αγαθών, τα
94
οποία δεν εδοκίμασεν, αλλά δια την αφαίρεσιν εκείνων, εις τα οποία είχε
συνηθίσει. Αλλ’
όσοι είσθε ακόμη εις ηλικίαν προς παιδοποιίαν, πρέπει να υπομένετε την
συμφοράν με
μεγαλυτέραν καρτερίαν, με την ελπίδα αποκτήσεως και άλλων τέκνων.
Διότι η νέα
τεκνοποιία όχι μόνον ατομικώς θα κάμη πολλούς να λησμονήσουν τους
νεκρούς των, αλλά
104

και εις την πόλιν θα παράσχη διττήν ωφέλειαν, και λόγω μη ελαττώσεως
του πληθυσμού
και λόγω ασφαλείας. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχουν την ιδίαν αξίαν ή
να είναι επίσης
δίκαιαι αι περί των δημοσίων πραγμάτων γνώμαι εκείνων, όσοι δεν
έχουν, όπως οι άλλοι,
τέκνα δια να μετάσχουν των ιδίων κινδύνων. Όσοι, εξ άλλου, είσθε
γέροντες, πρέπει να
νομίζετε ότι ο μεν ήδη διανυθείς μακρότερος βίος, κατά τον οποίον
υπήρξατε ευτυχείς,
είναι κέρδος, ο δε παρών θα είναι σύντομος, και ν’ ανακουφίζεσθε με την
δόξαν των
νεκρών αυτών εδώ. Διότι μόνον η αγάπη των τιμών δεν γηράσκει ποτέ,
και όταν κανείς
φθάση εις την άκαρπον περίοδον της ζωής, όχι τόσον το κέρδος, όπως
μερικοί ισχυρίζονται
όσον αι τιμαί παρέχουν την μεγαλυτέραν τέρψιν.
45. «Δι’ όσους δε από τους παρόντας είσθε τέκνα ή αδελφοί των
πεσόντων, βλέπω τον
αγώνα της προς αυτούς αμίλλης του να φανήτε αντάξιοι των δυσχερή
(διότι τους νεκρούς
συνηθίζουν οι πάντες να εγωμιάζουν), και οσονδήποτε υπέροχον
ανδρείαν και αν
επιδείξετε, μόλις θα θεωρηθήτε δεν λέγω βέβαια όμοιοι, αλλ’ ολίγον
κατώτεροι απ’
αυτούς. Διότι, μεταξύ των ζώντων επικρατεί φθόνος προς τους
αντιπάλους, ενώ εκείνοι
που δεν αποτελούν πλέον εμπόδιον δια τους άλλους τιμώνται πάντοτε δι’
ευνοίας, κατά
της οποίας κανείς δεν αντιτάσσεται. Αλλ’ εάν πρέπη να μνημονεύσω
οπωσδήποτε και την
αρετήν των γυναικών εκείνων, όσαι του λοιπού θα ζήσουν ως χήραι, θα
συγκεφαλαιώσω
την προς αυτάς παραίνεσίν μου εις τας ολίγας αυτάς λέξεις. Μεγάλη
αληθώς θα είναι η
δόξα δια σας, εάν δεν δειχθήτε κατώτεραι της γυναικείας φύσεως, και
επίσης μεγάλη δι’
εκείνας από σας, περί των αρετών ή ελαττωμάτων των οποίων όσον το
δυνατόν ολιγώτερος
γίνεται λόγος μεταξύ των ανδρών.
46. «Εξεπλήρωσα το υπό του νόμου επιβαλλόμενον καθήκον, εκθέσας
δια του λόγου μου
105

όσα είχα πρόσφορα προς τιμήν των πεσόντων, οι οποίοι άλλωστε και δι’
έργων ετιμήθησαν
ήδη, εν μέρει μεν δια της δημοσίας ταφής, εν μέρει δε λόγω του ότι η
πόλις αναλαμβάνει
από τούδε να διαθρέψη δημοσία δαπάνη τα τέκνα των, μέχρις ότου
ενηλικιωθούν,
ορίζουσα τοιουτοτρόπως ως βραβείον των τοιούτων αγώνων στέφανον
ωφέλιμον και δια
τους πεσόντας και δια τους επιζώντας. Διότι όπου μέγιστα ορίζονται
βραβεία αρετής, εκεί
και άριστοι πολίται οικούν την πόλιν. Και τώρα, αφού έκαστος εξ υμών
εθρήνησεν αρκετά
τον νεκρόν του απέλθετε εις τα ίδια.»

Έτος 2ον: 430-429 π.Χ. (47-70)


Εισβολή των Πελοποννησίων εις την Αττικήν. Ο λοιμός
47. Κατά τοιούτον τρόπον έγινεν η τελετή του ενταφιασμού κατά τον
χειμώνα τούτον, μετά την λήξιν του οποίου έληξε και το πρώτον έτος του
πολέμου. Ευθύς δε με την αρχήν του επομένου θέρους, οι Πελοποννήσιοι
και λοιποί σύμμαχοι, με τα δύο τρίτα των δυνάμεών των, όπως και την
πρώτην φοράν, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων
Αρχιδάμου, υιού του Ζευξιδάμου, εισέβαλαν εις την Αττικήν, όπου
στρατοπευδεύσαντες ήρχισαν να ερημώνουν την γην. Και πριν
παρέλθουν πολλαί ημέραι από της εισβολής, παρουσιάσθη δια πρώτην
φοράν εις τας Αθήνας ο λοιμός, ο οποίος ελέγετο μεν ότι είχεν ενσκήψει
προηγουμένως πολλαχού, και εις την Λήμνον και εις άλλας χώρας, αλλά
πουθενά δεν εμνημονεύετο λοιμώδης νόσος τοιαύτης εκτάσεως, ούτε
φθορά ανθρώπων τόσον μεγάλη. Διότι ούτε ιατροί, οι οποίοι, αγνοούντες
την φύσιν της ασθενείας, επεχείρουν δια πρώτην φοράν να την
θεραπεύσουν, αλλ’ απέθνησκαν οι ίδιοι μάλλον, καθόσον και
περισσότερον ήρχοντο εις επαφήν με αυτήν, ούτε άλλη καμμία
ανθρωπίνη τέχνη ηδύνατο να βοηθήση. Ό,τι αφορά, εξ άλλου, τας προς
τους θεούς παρακλήσεις ή τας προς τα μαντεία επικλήσεις και τα
τοιαύτα, τα πάντα ήσαν ανωφελή, και επί τέλους οι άνθρωποι,
καταβληθέντες από το κακόν παρητήθησαν αυτών.

48. Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της Αιγύπτου
κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον και την
Λιβύην και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της Περσικής
αυτοκρατορίας. Εις δε την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως και
προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους του Πειραιώς, και δια τούτο
ελέχθη από αυτούς ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας
106

δεξαμενάς, διότι κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη εκεί. Αλλ’ ύστερον έφθασε
και εις την άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως η θνησιμότης.
Καθείς δε, είτε ιατρός, είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί, αναλόγως της
ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς της και
περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην
διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ’ εγώ, που και ο ίδιος έπαθα από
την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα
εκθέσω την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα συμπτώματά
της, η ακριβής παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη ασφαλέστερον εις
τον καθένα που θα ήθελε να τα σπουδάση επιμελώς να κάμη την
διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε και πάλιν ενσκήψει.

49. Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της
στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ’ εξοχήν απηλλαγμένον από
άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από
καμμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν. Όσοι, εξ άλλου,
ήσαν ως τότε υγιείς, χωρίς καμμίαν φανεράν αιτίαν προσεβάλλοντο
αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και
φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και
η γλώσσα εγένοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτο αφύσικος και
δυσώδης. Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και
βραχνάδα, και μετ’ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος,
συνοδευόμενον από
ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν
και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί
χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. Και εις άλλους μεν αμέσως,
εις άλλους δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν
ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν
κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει επί πολύ. Το σώμα εξωτερικώς
δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ’
υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών.
Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ ώστε οι ασθενείς δεν
ηνείχοντο ούτε ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι
γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να
ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει
ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν
άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει. Και η
αδυναμία του ν’ αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν
διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν
κατεβάλλετο, αλλ’ αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε ή
απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού
πυρετού, πριν εξαντληθούν
107

εντελώς αι δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο


περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και
συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε κατά το
μεταγενέστερον τούτο στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από εξάντλησιν.
Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν, όπου το πρώτον
εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ’ όλου του σώματος, και αν κανείς
ήθελε διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε τα άκρα, όπου άφινε τα ίχνη
του. Καθόσον το νόσημα προσέβαλλε και τα αιδοία και τα άκρα των
χειρών και ποδών, και πολλοί χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα
έχαναν και τους οφθαλμούς. Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν,
επάθαιναν γενικήν αμνησίαν και δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε
τους οικείους των.

50. Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί να
περιγραφή επαρκώς δια λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της
προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την ανθρωπίνην
αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα ότι δεν επρόκειτο
δια καμμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας, καθόσον τα όρνεα
και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα, μολονότι πολλοί
νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν επλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα
πτώματα, εψοφούσαν. Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος
εξαφάνισις των ορνέων τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ
των πτωμάτων, ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων,
το αποτέλεσμα ήτο ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι
συμβιούν με τους
ανθρώπους.

51. Τοιούτος λοιπόν ήτο ο γενικός χαρακτήρ της ασθενείας, διότι


παραλείπω πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, κατά τα οποία τα
καθέκαστα κρούσματα διέφεραν τα μεν από τα δε. Και εφόσον διήρκει η
νόσος, καμμία άλλη από τας συνήθεις ασθενείας δεν παρηνώχλει τους
κατοίκους, εάν δε τυχόν παρουσιάζετο κανέν κρούσμα, απέληγεν εις
αυτήν. Και άλλοι, μεν απέθνησκαν ένεκα ανεπαρκούς νοσηλείας, άλλοι
όμως μολονότι υπεβάλλοντο εις επιμελεστάτην τοιαύτην. Αλλ’ ουδέ και
κανέν φάρμα-κον, δύναμαι σχεδόν να είπω, ευρέθη, του οποίου η χρήσις
να είναι αποτελεσματική, διότι εκείνο που ωφελεί τον ένα,αυτό το ίδιον
έβλαπτε τον άλλον, και καμμία ιδιοσυγκρασία, όπως απεδείχθη, δεν ήτο
αρκετά ισχυρά δια να αντισταθή, ή αρκετά ασθενής, όπως αποφύγη την
ασθένειαν, αλλά όλοι αδιακρίτως υπέκυπταν εις αυτήν, και εκείνοι
ακόμη, που εθεραπεύοντο με πάσαν ιατρικήν επιμέλειαν. Και το
φοβερώτερον εις όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο όχι μόνον η
αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν αντελαμβάνοντο ότι προσεβλήθησαν
108

από την νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο αμέσως εις απελπισίαν
και εγκατέλειπαν εαυτούς εις την
τύχην και δεν ανθίσταντο κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός ότι
νοσηλεύοντες ο εις τον άλλον, εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν
πρόβατα. Και τούτο προεκάλει τους περισσοτέρους θανάτους, διότι ή
απέφευγαν εκ φόβου να επικοινωνούν προς αλλήλους και οι ασθενείς
απέθνησκαν εγκαταλελειμμένοι, εις τρόπον ώστε πολλαί κατοικίαι
ερημώθησαν δι’ έλλειψιν νοσηλείας, είτε επικοινωνούσαν και
απέθνησκαν εκ της μολύνσεως. Η τελευταία αυτή τύχη επεφυλάσσετο
ιδίως εις τους οπωσδήποτε αντιποιουμένους ευγένειαν αισθημάτων, διότι,
θεωρούντες τούτο καθήκον τιμής, επεσκέπτοντο τους φίλους των,
αψηφούντες τον προσωπικόν κίνδυνον, ενώ αντιθέτως οι ίδιοι οι
συγγενείς, καταβαλλόμενοι από το μέγεθος της συμφοράς, εβαρύνοντο
επί τέλους
και παρήτουν και αυτούς τους θρήνους υπέρ των αποθνησκόντων. Ακόμη
όμως περισσότερον ευσπλαχνίζοντο τους θνήσκοντας και τους ασθενείς
όσοι είχαν θεραπευθή από την νόσον διότι και εγνώριζαν αυτήν εξ ιδίας
πείρας και ήσαν του λοιπού οι ίδιοι πλήρεις θάρρους, καθόσον η νόσος
δεν προσέβαλλε δις τον ίδιον άνθρωπον, μετά κακής τουλάχιστον
εκβάσεως. Και όχι μόνον εμακαρίζοντο αυτοί από τους άλλους, αλλά και
οι ίδιοι, ένεκα της υπερβολής της παρούσης χαράς των, είχαν ως προς το
μέλλον κάποιαν επιπολαίαν ελπίδα, ότι δεν θ’ απέθνησκαν πλέον ούτε
από άλλην ασθένειαν.
52. Αλλά την εκ της νόσου ταλαιπωρίαν επηύξησεν η συγκέντρωσις του
πληθυσμού της υπαίθρου χώρας εντός της πόλεως. Οι νεωστί ιδίως
εισελθόντες υπέφεραν περισσότερον. Διότι δια την έλλειψιν οικιών
ηναγκάζοντο να ζουν εντός παραπηγμάτων πνιγηρών ως εκ του θέρους,
και οι θάνατοι επήρχοντο εν τω μέσω μεγάλης αταξίας. Νεκροί έκειντο οι
μεν επί των δε, και ημιθανείς εκυλίοντο εντός των δρόμων προς όλας τας
κρήνας, ως εκ της ασβέστου δίψης, και οι ιεροί περίβολοι, εντός των
οποίων είχαν κατασκηνώσει, ήσαν πλήρεις νεκρών, οι οποίοι
απέθνησκαν εντός αυτών. Διότι επειδή το κακόν τους κατεβασάνιζεν, οι
άνθρωποι, μη γνωρίζοντες ποίον θα είναι το τέλος των, ολιγώρως είχον
προς πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον. Ως εκ τούτου τα έθιμα, προς τα
οποία συνεμορφώνοντο έως τότε, προκειμένου περί ενταφιασμού,
κατεπατήθησαν όλα, και καθείς έθαπτε τους νεκρούς του όπως
ημπορούσε. Πολλοί μάλιστα, ένεκα ελλείψεως των απαιτουμένων δια την
ταφήν υλικών, λόγω του ότι πολλοί εκ της οικογενείας των είχαν ήδη
προαποθάνει, προσέφευγαν εις μέσα ταφής βδελυρά. Διότι άλλοι μεν
απέθεταν πρώτον τον ιδικόν των νεκρόν επί ξένης πυράς και την
ήναπταν, προλαμβάνοντες εκείνους που την είχαν στήσει, άλλοι δε, ενώ
νεκρός εκαίετο ήδη, έρριπταν επάνω εκείνον που έφεραν και έφευγαν.
109

53. Αλλ’ η νόσος εισήγαγε προσέτι και άλλας χειροτέρας μορφάς


ανομίας εις την πόλιν. Διότι πολλοί, οι οποίοι προηγουμένως απέκρυπταν
την επίδοσίν των εις αθεμίτους ηδονάς, παρεδίδοντο ήδη εις αυτάς χωρίς
καμμίαν επιφύλαξιν, καθόσον έβλεπαν πόσον αιφνίδια ήτο η μετάπτωσις,
αφ’ ενός μεν των πλουσίων, οι οποίοι εξαίφνης απέθνησκαν, αφ’ ετέρου
δε των τέως εντελώς απόρων, οι οποίοι εις μίαν στιγμήν υπεισήρχοντο εις
τας περιουσίας εκείνων. Ως εκ τούτου, απεφάσιζαν να χαρούν την ζωήν
των όσον ημπορούσαν ταχύτερον, επιδιδόμενοι εις τας απολαύσεις, διότι
εθεώρουν και την ζωήν και τον πλούτον εξ ίσου εφήμερα. Και κανείς δεν
ήτο διατεθειμένος να υποβάλλεται προκαταβολικώς εις ταλαιπωρίας προς
επιδίωξιν σκοπού, τον οποίον ενόμιζεν ενάρετον, αφού εθεώρει
αμφίβολον, αν θα επιζήση δια να πραγματοποιήση αυτόν, μόνον δε ό,τι
παρείχεν άμεσον απόλαυσιν και ό,τι καθ’ οιονδήποτε τρόπον ωδήγει εις
τούτο κατήντησε να θεωρήται και ενάρετον και χρήσιμον. Αλλά φόβος
των θεών ή νόμος των ανθρώπων κανείς δεν τους συνεκράτει, αφ’ ενός
μεν διότι βλέποντες ότι όλοι εξ ίσου απέθνησκαν, έκριναν ότι καμμία
δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ευσεβείας και ασεβείας, εξ άλλου δε, επειδή
κανείς δεν επίστευεν ότι θα επιζήση, δια να δώση λόγον των εγκλημάτων
του και τιμωρηθή δι’ αυτά. Τουνοντίον, όλοι εθεώρουν ότι η ήδη
κατεψηφισμένη κατ’ αυτών και επί των κεφαλών των επικρεμαμένη
τιμωρία ήτο πολύ βαρυτέρα, και ότι πριν επιπέση κατ’ αυτών, εύλογον
ήτο
να χαρούν οπωσδήποτε την ζωήν των.

54. Εις τοιαύτην συμφοράν περιπεσόντες οι Αθηναίοι, εταλαιπορούντο,


καθόσον και εντός της πόλεως η θνησιμότης ήτο μεγάλη και εκτός αυτής
τα κτήματά των ερημώνοντο. Μερικοί μάλιστα κατά την διάρκειαν της
δυστυχίας ενθυμήθησαν, όπως ητο φυσικόν, τον επόμενον στίχον, περί
του οποίου οι πρεσβύτεροι απ’ αυτούς εβεβαίωναν, ότι εψάλλετο εις
παλαιοτέραν εποχήν: «θα έλθη δωρικός πόλεμος και λοιμός μαζί μ’
αυτόν.» Είναι αληθές ότι αντέτειναν μερικοί ότι ο παλαιός στίχος
ωμιλούσε περί λιμού και όχι λοιμού, αλλ’ επί του παρόντος επεκράτησε
φυσικά η γνώμη ότι η λέξις, της οποίας είχε γίνη χρήσις εις το άσμα, ήτο
λοιμός, καθόσον οι άνθρωποι εμνημόνευαν τον στίχον σύμφωνα με τα
παθήματά των. Αλλ’ εάν ποτέ επέλθη άλλος δωρικός πόλεμος μετά τον
σημερινόν, και συμπέση να επέλθη λιμός, μου φαίνεται πιθανόν ότι τον
στίχον θα ψάλλουν με την λέξιν αυτήν. Ενθυμήθησαν επίσης, όσοι τον
εγνώριζαν και τον προς τους Λακεδαιμονίους χρησμόν, όταν εις
ερώτησίν των προς τον θεόν, εάν πρέπη να πολεμήσουν, ούτος
απήντησεν, ότι εάν διεξαγάγουν τον πόλεμον με όλας των τας δυνάμεις,
θα νικήσουν, βεβαιών συνάμα ότι και αυτός θα τους βοηθήση. Όσον
λοιπόν αφορά τον χρησμόν, τα τότε συμβαίνοντα εθεώρουν σύμφωνα με
τας προβλέψεις του. Το βέβαιον είναι ότι η νόσος ήρχισεν ευθύς μετά την
110

εισβολήν των Πελοποννησίων, και εις μεν την Πελοπόννησον δεν


επεξετάθη, τουλάχιστον εις βαθμόν άξιον λόγου, αλλ’ εθέρισε προ
πάντων μεν τας Αθήνας, έπειτα δε και μερικούς πολυανθρωποτέρους
συνοικισμούς. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία της νόσου.

Δενδροτόμησις της Αττικής


55. Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου, αφού εδενδροτόμησαν την πεδιάδα,
προήλασαν εις την
περιφέρειαν την καλουμένην Παραλίαν, μέχρι του Λαυρίου, όπου
ευρίσκονται τ’
αργυρούχα μεταλλεία των Αθηναίων. Και πρώτον μεν εδενδροτόμησαν
το μέρος που
βλέπει προς την Πελοπόννησον, έπειτα δε το μέρος που αντικρύζει την
Εύβοιαν και την
Άνδρον. Ο Περικλής, ο οποίος ήτο και τότε στρατηγός, είχε την ιδίαν
γνώμην, όπως και
κατά την προηγουμένην εισβολήν, ότι δεν έπρεπεν οι Αθηναίοι να
εξέλθουν, δια να
συνάψουν μάχην.
Οι Αθηναίοι κατά της Πελοποννήσου
56. Αλλ’ ενώ ακόμη ήσαν εις την πεδιάδα, πριν προχωρήσουν εις την
Παραλίαν, είχεν
αρχίσει να ετοιμάζη στόλον από εκατόν πλοία προς ναυτικήν
εκστρατείαν κατά της
Πελοποννήσου, και όταν τα πάντα ήσαν έτοιμα, εξέπλευσεν, έχων μαζί
του επί των πλοίων
του στόλου τέσσαρας χιλιάδας Αθηναίους οπλίτας και τριακοσίους
ιππείς, εντός πλοίων
ιππαγωγών, τα οποία ήσαν παλαιά πολεμικά σκάφη, διαρρυθμισθέντα
πρώτην φοράν τότε
προς τον σκοπόν αυτόν. Της εκστρατείας μετείχαν και Χίοι και Λέσβιοι
με πενήντα πλοία.
Όταν εξέπλεεν η δύναμις αυτή των Αθηναίων, αφήκε τους
Πελοποννησίους ευρισκομένους
ήδη εις την Παραλίαν της Αττικής. Ελθόντες δ’ εις την Επίδαυ-ρον της
Πελοποννήσου,
εδενδροτόμησαν το μεγαλύτερον μέρος των κτημάτων, αλλ’ όταν
επετέθησαν κατά της
πόλεως, μολονότι ήλπιζαν να την κυριεύσουν, η επιχείρησίς των δεν
ευωδώθη. Α-
ποπλεύσαντες τότε εκ της Επιδαύρου, εδενδροτόμησαν τα κτήματα της
Τροιζηνίδος, της
111

Αλιάδος και της Ερμιονίδος, αι οποίαι είναι επιθαλάσσιαι περιφέρειαι της


Πελοποννήσου.
Και εκ-πλεύσαντες απ’ εκεί, έφθασαν εις τας Πρασιάς, παραλιακήν πόλιν
της Λακωνικής,
και όχι μόνον εδενδροτόμησαν μέρος των κτημάτων της, αλλά και αυτήν
την πόλιν
εκυρίευσαν και διήρπασαν. Μετά τας επιχειρήσεις αυτάς, επέστρεψαν εις
τα ίδια, εύρον
όμως ότι οι Πελοποννήσιοι δεν ήσαν πλέον εις την Αττικήν, αλλ’ είχαν
ήδη αναχωρήσει.
57. Καθ’ όλον το διάστημα, κατά το οποίον και οι Πελοποννήσιοι ήσαν
εις την Αττικήν και ο
Αθηναϊκός στόλος επεδίδετο εις τας επιχειρήσεις αυτάς, η νόσος επέφερε
πολλάς
απωλείας εις τους Αθηναίους, και τους επιβαίνοντας επί του στόλου και
τους εντός της
πόλεως, ώστε διεδόθη μάλιστα ότι οι Πελοποννήσιοι εξεκένωσαν την
Αττικήν ταχύτερον,
διότι εφοβήθησαν το νόσημα, την εντός της πόλεως ύπαρξιν του οποίου
εμάνθαναν και
από τους αυτομόλους, αντελαμβάνοντο δε και οι ίδιοι από τας πυράς των
καιομένων
νεκρών. Οπωσδήποτε, κατά την εισβολήν αυτήν έμειναν περισσότερον
καιρόν παρά κάθε
άλλην φοράν και εδενδροτόμησαν όλην την ύπαιθρον χώραν. Τωόντι,
έμειναν εις την
Αττικήν σαράντα περίπου ημέρας.
Συνέχισις της πολιορκίας της Ποτειδαίας
58. Διαρκούντος του ιδίου θέρους, ο Άγνων, υιός του Νικίου, και ο
Κλεόπομπος, υιός του
Κλεινίου, συστρατηγούντες μετά του Περικλέους, παραλαβόντες την
στρατιωτικήν δύναμιν,
την οποίαν εκείνος είχε χρησιμοποιήσει, εξέπλευσαν ευθύς μετά την
επιστροφήν αυτής
εναντίον της Χαλκιδικής και της Ποτειδαίας, της οποίας η πολιορκία
εξηκολούθει ακόμη,
99
και φθάσαντες εκεί, μετεχειρίσθησαν κατά της πόλεως πολιορκητικάς
μηχανάς και
προσεπάθουν με κάθε τρόπον να την κυριεύσουν. Αλλά καμμία επιτυχία
ανάλογος προς
τας προετοιμασίας των δεν συνώδευσεν ούτε τας προσπαθείας των προς
άλωσιν της
112

πόλεως, ούτε τας εναντίον της Χαλκιδικής επιχειρήσεις των. Διότι η


νόσος εξηπλώθη εκεί
με μεγάλην ορμήν και εβασάνιζε τον Αθηναϊκόν στρατόν, του οποίου
ηραίωσε τας τάξεις,
εις τρόπον ώστε και αυτοί οι στρατιώται της πρώτης εκστρατείας, οι
οποίοι ήσαν έως τότε
υγιείς, εκόλλησαν το νόσημα από τους στρατιώτας που είχαν έλθει με τον
Άγνωνα, ενώ ο
Φορμίων και οι υπ’ αυτόν χίλιοι εξακόσιοι άνδρες δεν ευρίσκοντο πλέον
εις την Χαλκιδικήν.
Ως εκ τούτου, ο Άγνων επέστρεψε με τον στόλον του εις τας Αθήνας,
αφού εντός
διαστήματος σαράντα περίπου ήμερων από τους τετρακισχιλίους οπλίτας
έχασε, συνεπεία
της νόσου, τους χιλίους πενήντα. Οι στρατιώται, εν τούτοις, της πρώτης
εκστρατείας
έμειναν επί τόπου, συνεχίζοντες την πολιορκίαν της Ποτειδαίας.
Κατηγορίαι των Αθηναίων κατά του Περικλέους
59. Αλλά μετά την δεύτεραν εισβολήν των Πελοποννησίων, αι γνώμαι
των Αθηναίων είχαν
μεταβληθή, καθόσον και τα κτήματά των είχαν δια δευτέραν φοράν
δενδροτομηθή και η
νόσος μαζί με τον πόλεμον τους κατεβασάνιζε. Και τον μεν Περικλή
εκατηγόρουν διότι τους
παρέσυρε να πολεμήσουν, και διότι τον εθεωρούσαν αίτιον των ατυχιών,
εις τας οποίας
είχαν περιπέσει, επεθύμουν δε ζωηρώς να συνεννοηθούν με τους
Λακεδαιμονίους, και
έστειλαν μάλιστα και πρέσβεις προς αυτούς, αλλ’ άνευ αποτελέσματος.
Ως εκ τούτου, μη
γνωρίζοντες καθόλου τί να κάμουν, επετίθεντο διαρκώς εναντίον του
Περικλέους. Εκείνος
όμως, επειδή έβλεπε ότι ήσαν εξηρεθισμένοι δια την παρούσαν
κατάστασιν και ότι
συμπεριφέροντο, όπως ακριβώς ο ίδιος είχε προείπει, συνεκάλεσε την
συνέλευσιν του
λαού (διότι ήτο ακόμη στρατηγός) δια να τους ενθαρρύνη και
διασκεδάζων τα οργίλα
αισθήματά των τους καταπραΰνη και τους εμπνεύση μεγαλυτέραν
αισιοδοξίαν. Και αφού
επροχώρησεν εις το βήμα, ωμίλησεν ως εξής περίπου:
Ο τελευταίος λόγος του Περικλέους
113

60. «Και τας εκδηλώσεις της εναντίον μου αγανακτήσεώς σας είχα
προΐδει (διότι καλώς
αντιλαμβάνομαι τας αιτίας αυτής), και την συνέλευσιν συνεκάλεσα ένεκα
τούτου, δια να
απευθύνω μερικάς υπομνήσεις και παρατηρήσεις, εφόσον αδίκως
δυσφορείτε εναντίον
μου, ή δεικνύετε έλλειψιν καρτερίας απέναντι των ατυχιών. Εγώ
τουλάχιστον πιστεύω ότι η
πόλις, η οποία ακμάζει ως σύνολον, ωφελεί περισσότερον τους ιδιώτας,
παρά εάν, ενώ
καθείς από τους πολίτας ευτυχή, εκείνη ως σύνολον αποτυγχάνη. Διότι
άνθρωπος που
ευδοκιμεί εις τας ιδιωτικάς του υποθέσεις, εάν η πατρίς του καταστραφή,
χάνεται και
αυτός μαζί της, ενώ είναι, πολύ μάλλον πιθανόν ότι θα σωθή, εάν
κακοτυχή μεν ο ίδιος, η
πατρίς του όμως ευτυχή. Αφού λοιπόν η μεν πόλις είναι ικανή να βαστά
τας ατυχίας των
ιδιωτών, αλλ’ εις έκαστος από αυτούς ανίκανος να βαστά τας ιδικάς της,
οφείλομεν όλοι να
την υποστηρίξωμεν και όχι να συμπεριφερώμεθα όπως σεις τώρα, οι
οποίοι, τρομαγμένοι
από τας ιδιαιτέρας σας δυστυχίας, παραμελείτε το έργον της σωτηρίας
της πόλεως, και
κατηγορείτε όχι μόνον εμέ, ο οποίος συνεβούλευσα τον πόλεμον, αλλ’
επίσης τους ιδίους
εαυτούς, οι οποίοι τον συναπεφασίσατε με εμέ. Και οργίζεσθε εναντίον
ανδρός τοιούτου
όπως εγώ, ο οποίος νομίζω ότι είμαι ικανώτερος από κάθε άλλον όχι
μόνον να διαγνώσω
τα δέοντα, αλλά και να διαφωτίσω περί αυτών τους άλλους, και επί πλέον
φιλόπατρις και
ανώτερος χρημάτων. Διότι ο δυνάμενος να διαγνώση τα δέοντα, αλλά
παραλείπει να
διαφωτίση περί αυτών τους άλλους, είναι το ίδιον ως να μη αντελήφθη το
πρέπον ορθώς.
Όστις πάλιν έχει και τα δύο αυτά προσόντα, αλλά δεν έχει φιλοπατρίαν,
δεν ημπορεί να
ομιλήση με την ιδίαν αφιλοκερδή αφοσίωσιν δια το κοινόν συμφέρον.
Αλλ’ εάν και
100
φιλοπατρίαν έχη, είναι όμως κατώτερος χρημάτων, τα πάντα ημπορούν
να θυσιασθουν
114

χάριν αυτών. Ώστε δεν επείσθητε ν’ αναλάβετε τον πόλεμον, διότι


επιστεύσατε ότι έχω τα
προσόντα αυτά εις βαθμόν ανώτερον οπωσδήποτε από άλλους, δεν
νομίζω ότι είναι ορθόν
να κατηγορούμαι σήμερον ως πταίστης.
61. «Διότι αναγνωρίζω βέβαια ότι είναι καθαρά ανοησία ν’ αποφασίζη
κανείς να πολεμήση
όταν, ενώ γενικώς αι υποθέσεις του βαίνουν κατ’ ευχήν, έχη συγχρόνως
την ελευθερίαν της
εκλογής μεταξύ πολέμου και ειρήνης. Όταν όμως κανείς ευρίσκεται εις
την ανάγκην που
ευρέθημεν ημείς, είτε να υποταχθή και υποχωρήση αμέσως εις ξένας
διαταγάς, είτε να
εκτεθή εις τον κίνδυνον του πολέμου, δια να σώση την ανεξαρτησίαν
του, ουδεμία
αμφιβολία ότι ο αποφεύγων τον κίνδυνον είναι πλέον αξιοκατάκριτος
από εκείνον που τον
αντιμετωπίζει. Και εγώ μεν είμαι ο ίδιος πάντοτε και δεν μετέβαλα
γνώμην, σεις όμως
ηλλάξατε, καθόσον συνέβη να συμφωνήσετε μεν μαζί μου πριν πάθετε,
να μετανοήτε δε
τώρα που υποφέρετε, και ως εκ της αδυναμίας της παρούσης ψυχικής σας
διαθέσεως,
νομίζετε εσφαλμένην την πολιτικήν, την οποίαν υπεστήριξα. Αιτία
τούτου είναι ότι αι μεν
δυσάρεστοι συνέπειαι της πολιτικής μου είναι ήδη αισθηταί εις τον
καθένα, ενώ η ωφέλεια
δεν είναι καταφανής εις όλους, και ότι το πνεύμα σας είναι τόσον
καταβεβλημένον, ώστε
δυσκόλως ημπορεί να εγκαρτερήση εις τας ληφθείσας αποφάσεις, τώρα
που επήλθε τόσον
μεγάλη μεταβολή και μάλιστα απροόπτως. Διότι το αιφνίδιον και το
απροσδόκητον και το
παρά πάντα υπολογισμόν ερχόμενον καταβάλλει το φρόνημα, πράγμα
που συνέβη και με
σας, και ένεκα άλλων αιτιών και προ πάντων ένεκα της νόσου. Εφόσον,
εν τούτοις, είσθε
πολίται πόλεως μεγάλης και ανετράφητε με αισθήματα ανάλογα προς το
μεγαλείον της,
καθήκον έχετε να υπομένετε προθύμως και τας μεγαλυτέρας ακόμη
συμφοράς και να μη
καταστρέφετε την αγαθήν γνώμην, την οποίαν οι άλλοι έχουν δια σας.
(Διότι οι άνθρωποι
115

κρίνουν εξ ίσου αξιοκατάκριτον εκείνον που από μικροψυχίαν δεικνύεται


κατώτερος της
εκτιμήσεως, την οποίαν απολαμβάνει, όσον μισητόν εκείνον, ο οποίος
από αλαζονείαν
προβάλλει αξιώσεις επί εκτιμήσεως, η οποία δεν του ανήκει). Οφείλετε
τουναντίον να
λησμονήσετε τας ιδιωτικάς σας λύπας και να προσπαθήσετε να σώσετε
την πόλιν.
62. «Ως προς τας ταλαιπωρίας του πολέμου και την ανησυχίαν σας
μήπως αποδειχθούν
μεγάλαι και επομένως δεν επικρατήσωμεν τελικώς, ας είναι αρκετά τα
επιχειρήματα
εκείνα, με τα οποία, όπως γνωρίζετε, πολλάκις άλλοτε απέδειξα ότι αι
ανησυχίαι σας δεν
είναι βάσιμοι, θα περιοριστώ δε σήμερον να εξάρω το επόμενον
πλεονέκτημα, το οποίον
έχετε εν σχέσει προς την ηγεμονίαν σας και το μεγαλείόν αυτής, και το
οποίον ούτε σεις
νομίζω εσυλλογίσθητε ποτέ έως τώρα, ούτε εγώ εμνημόνευσα εις τους
προηγουμένους
λόγους μου. Ούτε τώρα, άλλωστε, θα το εμνημόνευα, διότι περιέχει
αξίωσιν, η οποία
ημπορεί να φανή κομπαστική μάλλον, εάν δεν σας έβλεπα παραλόγως
αποτεθαρρημένους.
Νομίζετε, δηλαδή, ότι η ηγεμονία σας εκτείνεται μόνον επί των
συμμάχων, ενώ εγώ
υποστηρίζω ότι εκ των δυο διαιρέσεων της γης, των προσιτών εις τον
άνθρωπον, της ξηράς
δηλαδή και της θαλάσσης, της τελευταίας αυτής είσθε κυρίαρχοι, όχι
μόνον ως προς το
μέρος αυτής, το οποίον ήδη πραγματικώς νέμεσθε, αλλά και ως προς
εκείνο, το οποίον θα
ηθέλατε να εκμεταλλευθήτε προσθέτως, και με την ναυτικήν δύναμιν,
την οποίαν
διαθέτετε, κανείς, ούτε βασιλεύς, ουέ οιονδήποτε κράτος εκ των
συγχρόνων, θα σας
εμποδίση να πλεύσετε όπου θέλετε. Δι’ εκείνον επομένως που κρίνει
ορθώς, η ναυτική σας
δύναμις δεν ισοφαρίζει απλώς την ωφέλειαν των οικιών και αγρών, των
οποίων η στέρησις
σας φαίνεται μεγάλη, αλλ’ είναι πολύ ανωτέρα. Ούτε πρέπει να
δυσανασχετήτε δι’ αυτά,
116

αλλά μάλλον ν’ αδιαφορήτε, κρίνοντες αυτά εν συγκρίσει προς την


δύναμιν εκείνην ως
απλούν ανθοκήπιον και στόλισμα πλούτου, και να είσθε βέβαιοι ότι η
ελευθερία, εάν την
101
προασπίσωμεν και την σώσωμεν, ευκόλως θ’ ανακτήση αυτά, ενώ εάν
κανείς υποβληθή εις
ξένην κυριαρχίαν, και τα προηγουμένως αποκτηθέντα συνήθως
ελαττούνται. Ούτε πρέπει
να φανώμεν διττώς κατώτεροι των πατέρων μας, οι οποίοι δεν
εκληρονόμησαν από
άλλους, αλλά δια των ιδίων κόπων απέκτησαν την ηγεμονίαν, και αφού
την διετή-ρησαν,
την παρέδωσαν εις ημάς. (Είναι δε αισχρότερον ν’ αφήση κανείς να του
αφαιρέσουν ό,τι
έχει, παρά ν’ αποτύχη, ενώ επιδιώκει ν’ αποκτήση κάτι τι). Και καθήκον
σας είναι ν’
αντιμετωπίσετε τους εχθρούς όχι μόνον με αυτοπεποίθησιν, αλλά και με
καταφρόνησιν
αυτών. Διότι και δειλός ακόμη και τυχηρός ανόητος ημπορούν να έχουν
αλαζονικήν
πεποίθησιν εις εαυτούς, καταφρόνησιν όμως εκείνος μόνος, του οποίου η
πεποίθησις περί
της απέναντι των άλλων υπεροχής στηρίζεται επί γνώσεως θετικής, όπως
συμβαίνει με σας.
Αποτέλεσμα άλλωστε της οξυτέρας αντιλήψεως, η οποία πηγάζει από την
συναίσθησιν της
υπεροχής, είναι ότι επί ίσης τύχης καθιστά την τόλμην
αποτελεσματικωτέραν, καθόσον
εμπιστεύεται ολιγώτερον εις την τυφλήν ελπίδα, η οποία αποτελεί το
έρεισμα των μη
εχόντων που να στηριχθούν, και περισσότερον εις την γνώσιν της
πραγματικής
καταστάσεως, η οποία παρέχει ασφαλεστέραν πρόβλεψιν του μέλλοντος.
63. «Οφείλετε, άλλωστε, να προασπίσετε την περίοπτον θέσιν, εις την
οποίαν ανήλθεν η
πόλις ως εκ της ηγεμονίας της και δια την οποίαν πάντες
υπερηφανεύεστε, και να μην
αποφεύγετε τα βάρη αυτής, ειδεμή μήτε τας τιμάς να επιδιώκετε. Ούτε
πρέπει να νομίσετε
ότι αγωνίζεσθε υπέρ ενός μόνον πράγματος, να μη γίνετε δηλαδή
υποτελείς αντί
117

ελευθέρων, αλλά και περί διατηρήσεως ή στερήσεως της ηγεμονίας, και


κατά του κινδύνου
του μίσους, εις το οποίον σας έχει εκθέσει η άσκησις αυτής. Της
ηγεμονίας όμως αυτής δεν
είναι πλέον καιρός να παραιτηθήτε, και εάν ακόμη μερικοί, κατά την
παρούσαν κρίσιν, εκ
φόβου και της επιθυμίας της αποφυγής φροντίδων, είναι διατεθειμένοι
και την θυσίαν
αυτήν να στέρξουν, δια να επιδειθούν ότι επιδιώκουν ειρηνόφιλον
πολιτικήν. Διότι η
ηγεμονία σας κατήντησεν εξουσία δεσποτική, της οποίας ημπορεί μεν να
φαίνεται άδικος η
απόκτησις, αλλ’ η από της οποίας παραίτησις είναι επικίνδυνος.
Άλλωστε, οι τοιούτοι
ήθελαν καταστρέψει τάχιστα εν κράτος, είτε εάν κατώρθωναν να πείσουν
τους συμπολίτας
των ν’ αποδεχθούν την γνώμην των, είτε εάν μεταναστεύοντες εξ
Αθηνών ίδρυαν αλλού
ίδιον ανεξάρτητον κράτος. Διότι οι ποθούντες υπέρ παν άλλο την
ησυχίαν δεν είναι
ασφαλείς, εφόσον δεν παραστατούνται από ανθρώπους δράσεως, και
μόνον εις κράτος
υπήκοον συμφέρει η άνευ κινδύνων υποτέλεια, όχι ποτέ εις κράτος, το
οποίον ασκεί
ηγεμονίαν.
64. «Αλλ’ ούτε από τους τοιούτους πολίτας οφείλετε να παρασύρεσθε,
ούτε, αφού
εψηφίσατε μαζί μου τον πόλεμον, να οργίζεσθε εναντίον μου, διότι ο
εχθρός, αφού
ηρνήθητε να υποταχθήτε, επετέθη και έπραξεν ό,τι, ακριβώς ήτο φυσικόν
να πράξη, και
διότι προσθέτως έχει ενσκήψει όλως απροσδοκήτως η νόσος αυτή, το
μόνον πράγματι
κακόν, το οποίον υπερέβη τας προβλέψεις μας. Και γνωρίζω ότι εξ αιτίας
αυτής ιδίως
ηύξησεν έτι μάλλον το κατ’ εμού μίσος σας, το οποίον ευρίσκω άδικον,
εκτός εάν είσθε
διατεθειμένοι, εις περίστασιν κατά την οποίαν σας συμβή καμμία
απροσδόκητος επιτυχία,
ν’ αποδώσετε και αυτήν εις εμέ. Οφείλομεν, άλλωστε, και τα πλήγματα
της τύχης να
υποφέρωμεν αγογγύστως ως αναπότρεπτα και τα πλήγματα των εχθρών
ανδρικώς. Διότι
118

τοιούτο ήτο μέχρι τούδε το πνεύμα της πόλεως αυτής, και πρέπει να
προσέξετε μήπως εξ
αιτίας σας υποστή τούτο μείωσιν. Οφείλετε τουναντίον να γνωρίζετε ότι
η πόλις μας έχει
μέγιστον όνομα εις όλον τον κόσμον, διότι ουδέποτε υπέκυψεν εις τας
συμφοράς, αλλά
έχει θυσιάσει άφθονον αίμα και υποστή πλείστας ταλαιπωρίας εις
πολέμους, και ακόμη ότι
έχει τωόντι μέχρι τούδε δύναμιν μεγίστην, της οποίας η ανάμνησις, και
αν τυχόν ίσως
102
ηθέλαμεν καμφθή ολίγον σήμερον (διότι φυσικός νόμος είναι η ακμή και
παρακμή των
πάντων), θα παραδοθή αλώβητος εις τους μεταγενεστέρους, λόγω του ότι
Έλληνες όντες
ησκήσαμεν ηγεμονίαν επί πλείστων Ελλήνων, και ημπορέσαμεν ν’
αντισταθώμεν εις
μεγίστους πολέμους εναντίον εχθρών, άλλοτε ηνωμένων και άλλοτε
χωρισμένων, και τέλος
υπήρξαμεν πολίται πόλεως μεγίστης και διαθετούσης, αφθονίαν πόρων
παντός είδους. Και
αληθώς, ο μεν επιδιώκων προ παντός την ατομικήν του ησυχίαν ημπορεί
να κατακρίνη,
αλλ’ ο φιλοδοξών ομοίαν με ημάς δράσιν θα επιζητήση να γίνη
συνάμιλλος ημών, εκείνος
δε, όστις δεν κατέχει τοιαύτα πλεονεκτήματα, θα μας φθονήση. Το να
μισούμεθα και να
είμεθα απεχθείς, υπό τας παρούσας περιστάσεις υπήρξεν ο κλήρος όλων
ανεξαιρέτως όσοι
επεδίωξαν να ηγεμονεύσουν επί άλλων, ο εκτιθέμενος όμως εις
απέχθειαν, χάριν υψηλών
σκοπών, ακολουθεί πολιτικήν ορθήν. Διότι το μίσος δεν διαρκεί πολύ,
ενώ ό,τι αποτελεί
την λαμπρότητα του παρόντος παραμένει και ως αείμνηστος δόξα του
μέλλοντος.
Προνοούντες λοιπόν εξ ίσου δια την δόξαν του μέλλοντος, όσον και δια
την αποφυγήν της
καταισχύνης του παρόντος, εξασφαλίσατε αμφότερα, καταβάλλοντες
σήμερον την
αναγκαίαν προσπάθειαν. Μη στέλλετε πρέσβεις προς τους
Λακεδαιμονίους, δια να
υποβάλλετε προτάσεις ειρήνης, μήτε αφήσετε αυτούς να εννοήσουν ότι
αι σημεριναί
119

ταλαιπωρίαι καταβάλλουν το ηθικόν σας, καθόσον και πόλεις και ιδιώται


εκείνοι είναι
άριστοι, όσοι, ενώ ελάχιστα ταράττονται ψυχικώς ενώπιον των
ατυχημάτων, δεικνύουν την
μεγαλυτέραν κατά την δράσιν αντοχήν.»
Απόφασις των Αθηναίων να συνεχίσουν τον πόλεμον
65. Με τοιούτους λόγους προσεπάθει ο Περικλής και την εναντίον του
οργήν των Αθηναίων
να εξασθενίση και τον νουν των ν’ αποτρέψη από τα παρόντα δεινά.
Αλλ’ εκείνοι δημοσία
μεν επείσθησαν τελικώς εις τους λόγους του και όχι μόνον προς τους
Λακεδαιμονίους δεν
έστελλαν του λοιπού πρέσβεις, αλλά και προς τον πόλεμον ήσαν
προθυμότεροι, ιδιαιτέρως
όμως εξηκολούθουν να βαρυθυμούν δια τα παθήματά των, ο μεν πολύς
λαός διότι είχε
στερηθή και το ολίγον που είχε προ του πολέμου, οι δ’ έτεροι διότι είχαν
χάσει ωραίας
ιδιοκτησίας, αποτελουμένας από οικοδομάς και πολυτελίς εγκαταστάσεις
εις την ύπαιθρον
χώραν, και το χειρότερον όλων, διότι είχαν πόλεμον αντί ειρήνης. Αλλ’ η
γενική εναντίον
του Περικλέους αγανάκτησις κατηυνάσθη μόνον αφού τον ετιμώρησαν
δια χρηματικής
ποινής. Πριν όμως περάση πολύς καιρός, με την συνήθη αστασίαν του
πλήθους, τον
εξέλεξαν πάλιν στρατηγόν και του ενεπιστεύθησαν την γενικήν των
πραγμάτων διεύθυνσιν,
καθόσον τας μεν ιδιωτικάς των λύπας ησθάνοντο ήδη ολιγώτερον οξέως,
δια τας δημοσίας
δ’ ανάγκαό της πόλεως τον εθεωρούσαν ανεκτίμητον. Διότι, και εφόσον
χρόνον
εκυβέρνησε τα δημόσια πράγματα εν καιρώ ειρήνης, ηκολούθει
πολιτικήν σώφρονα και διετήρει την ασφάλειαν της πόλεως, η οποία υπ’
αυτόν ανηλθεν εις μεγίστην ακμήν, και όταν ο πόλεμος επήλθεν, αυτός
απέδειξεν ότι υπήρξεν ο ορθός εκτιμητής της δυνάμεώς της.

Θάνατος του Περικλέους

Επέζησε δε δύο έτη και εξ μήνας μετά την έναρξιν του πολέμου, και
αφού απέθανεν έτι μάλλον κατεδείχθη η ορθότης των προβλέψεών του,
ως προς τον πόλεμον.
Η πολεμική πολιτική του Περικλέους
120

Διότι εκείνος μεν υπεσήριξεν ότι θα επικρατήσουν, εάν επεδίωκαν την


νίκην όχι δι’
αποφασιστικών μαχών, αλλά δια κατατριβής του αντιπάλου, εάν
κατέβαλλαν πάσαν
επιμέλειαν δια την καλήν κατάστασιν του στόλου των, εάν δεν επεζήτουν
νέας κατακτήσεις
διαρκούντος του πολέμου, και εάν δεν εξέθεταν εις κίνδυνον την ύπαρξιν
της πόλεως.
103
Αυτοί όμως, μετά τον θάνατόν του, όχι μόνον έπραξαν τα εναντία
ακριβώς από όλα αυτά,
αλλά και εις ζητήματα, τα οποία εφαίνοντο άσχετα με τον πόλεμον,
ηκολούθησαν, από
προσωπικάς φιλοδοξίας και ιδιοτέλειαν, επιζήμιον δια τας Αθήνας και
τας προς τους
συμμάχους σχέσεις πολιτικήν, η οποία εν περιπτώσει επιτυχίας θα έφερε
τιμήν και
ωφέλειαν εις ιδιώτας κυρίως, αποτυγχάνουσα όμως θα έφερε βλάβην εις
την πόλιν κατά
την διεξαγωγήν του πολέμου.
Χαρακτηρισμός του Περικλέους
Αιτία τούτου ήτο ότι ο Περικλής, έχων μεγάλην επιρροήν, πηγάζουσαν
από την προς αυτόν
κοινήν εκτίμησιν και την προσωπικήν του ικανότητα, και πασιφανώς
αναδειχθείς εις
ύψιστον βαθμόν ανώτερος χρημάτων, συνεκράτει τον λαόν, μολονότι
σεβόμενος τας
ελευθερίας του, και αυτός μάλλον ωδήγει αυτόν παρά ωδηγείτο από
αυτόν. Καθόσον, μη
επιδιώκων ν’ αποκτήση επιρροήν δι’ αθεμίτων μέσων, δεν ωμίλει προς
κολακείαν, αλλά
στηριζόμενος εις την κοινήν προς αυτόν εκτίμησιν, ηδύνατο και ν’
αντιταχθή κατ’ αυτών,
προκαλών εν ανάγκη και την οργήν των. Εν πάση περιπτώσει, οσάκις
τους ήθελεν
αντιληφθή παραλόγως επηρμένους και αλαζόνας, τους κατέπλησσεν,
εμπνέων φόβον δια
των λόγων του, και αντιθέτως, οσάκις ήθελε τους αντιληφθή
επτοημένους, επανέφερε
πάλιν το θάρρος των. Ως εκ τούτου, αι Αθήναι, μολονότι κατ’ όνομα
δημοκρατία,
εκυβερνώντο πραγματικώς από τον πρώτον των πολίτην. Ενώ οι διάδοχοί
του όντες μάλλον
121

ίσοι ο εις προς τον άλλον, επιδιώκοντες όμως έκαστος να γίνη πρώτος,
ήσαν έτοιμοι και
αυτήν την κατεύθυνσιν των δημοσίων υποθέσεων να θυσιάζουν εις τας
εκάστοτε ορέξεις
του πλήθους. Τοιαύτη όμως αδυναμία, όπως είναι επόμενον, προκειμένου
περί πόλεως
μεγάλης και ασκούσης ηνεμονίαν, ωδήγησε και εις άλλα πολλά
σφάλματα και εις την
Σικελικήν εκστρατείαν της οποίας η αποτυχία ωφείλετο όχι τόσον εις
κακόν υπολογισμόν,
λαμβανομένης υπ’ όψιν της δυνάμεως του εχθρού όσον εις το ότι οι
υπεύθυνοι δια την
εκστρατείαν, μετά τη αποστολήν της, δεν είχαν υπ’ όψιν το συμφέρον
της, αλλά
κατεγίνοντο να διαβάλλουν οι μεν τους δε δια να επιτύχουν την λαϊκήν
ηγεσίαν και ως εκ
τούτου όχι μόνον έγιναν αιτία της χαλαρώσεως των στρατιωτικών
επιχειρήσεων, αλλά και
δια πρώτην φοράν ανεφύησαν εις την πόλιν εσωτερικαί διχόνοιαι. Εν
τούτοις, οι Αθηναίοι,
μετά την απώλειαν του στρατού των και του μεγαλυτέρου μέρους του
στόλου των εις την
Σικελίαν, και ενώ οι εμφύλιοι σπαραγμοί ελυμαίνοντο ήδη την πόλιν,
κατώρθωσαν όμως ν’
ανθέξουν επί δέκα έτη, όχι μόνον κατά των αρχικών εχθρών, αλλά και
κατά των εκ Σικελίας,
όσοι ηνώθησαν με αυτούς, ακόμη δε κατά των περισσοτέρων συμμάχων
των, οι οποίοι
είχαν επαναστατήσει, βραδύτερον δε και κατ’ αυτού του Κύρου, υιού του
Βασιλέως, ο
οποίος ηνώθη με τους Πελοποννησίους και παρείχεν εις αυτούς χρήματα
δια τον στόλον
των, και τότε μόνον υπέκυψαν, όταν, συνεπεία των προσωπικών των
διενέξεων,
συνεκρούσθησαν προς αλλήλους και αυτοκατεστράφησαν. Τόσον είναι
αληθές ότι κατά
την αρχήν του πολέμου ο Περικλής διέθετε πράγματι αφθόνους πόρους,
ώστε να ημπορή
να υποστηρίζη εκ των προτέρων, ότι πολύ ευκόλως θα νικήσουν τους
Πελοποννησίους
κατά τον πόλεμον, εφόσον οι τελευταίοι αυτοί θα ήσαν μόνοι.
Εκστρατεία των Πελοποννησίων κατά της Ζακύνθου
122

66. Κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους, οι Λακεδαιμόνιοι και οι


σύμμαχοί των
εξεστράτευσαν με στόλον εκατόν πλοίων κατά της Ζακύνθου, η οποία
κείται απέναντι της
Ήλιδος. Οι Ζακύνθιοι είναι άποικοι των Αχαιών της Πελοποννήσου, και
ήσαν σύμμαχοι των
Αθηναίων. Επί του στόλου επέβαιναν χίλιοι οπλίται και ο Σπαρτιάτης
Κνήμος ως ναύαρχος.
Ενεργήσαντες δε απόβασιν, ερήμωσαν πολύ μέρος της υπαίθρου χώρας.
Αλλ’ επειδή οι
Ζακύνθιοι ηρνούντο να συνθηκολογήσουν, απέπλευσαν εις τα ίδια.
104
Σύλληψις Πελοποννησίων πρέσβεων μεταβαινόντων εις Περσίαν
67. Περί το τέλος του ιδίου θέρους, ο Κορίνθιος Αριστεύς, οι πρέσβεις
των Λακεδαιμονίων
Ανήριστος, Νικόλαος και Πρατόδαμος, ο Τεγεάτης Τιμαγόρας και ο
Αργείος Πόλλις, ο
τελευταίος αυτός χωρίς καμμίαν επίσημον εντολήν, μετέβαιναν δια ξηράς
εις την Ασίαν,
δια να προσπαθήσουν να πείσουν τον Βασιλέα να συνδράμη τους
Πελοππονησίους, όχι
μόνον χρηματικώς, αλλά και δι’ αμέσου συμμετοχής εις τον πόλεμον.
Κατά την πορείαν
των, ήλθαν πρώτον εις την Θράκην προς τον Σιτάλκην, υιόν του Τήρεω
επιδιώκοντες να τον
πείσουν, ει δυνατόν, ν’ αποσπασθή από την συμμαχίαν των Αθηναίων
και στείλη στρατόν
εις βοήθειαν της Ποτειδαίας, την οποίαν εξηκολούθει να πολιορκή
Αθηναϊκός στρατός, και
συγγρόνως, όπως, συμφώνως με το σχέδιόν των, διαπλεύσουν με την
βοήθειαν αυτού τον
Ελλήσποντον και έλθουν προς τον Φαρνάκην, υιόν του Φαρναβάζου, ο
οποίος ήσαν
βέβαιοι ότι θα τους έδιδε τα μέσα να μεταβούν προς τον Βασιλέα. Αλλ’
οι πρέσβεις των
Αθηναίων, Λέαρχος, υιός του Καλλιμάχου, και Αμεινιάδης, υιός του
Φιλήμονος, οι οποίοι
έτυχε να ευρίσκωνται τότε εις την αυλήν του Σιτάλκου, παρεκίνησαν τον
υιόν του Σάδοκον,
ο οποίος είχε γίνει πολίτης Αθηναίος, να παραδώση εις αυτούς τους εν
λόγω άνδρας, δια
να μη μεταβούν προς τον Βασιλέα και βλάψουν, όσον εξηρτάτο από
αυτούς, την θετήν του
123

πατρίδα. Ο Σάδοκος επείσθη, και δια του αποσπάσματος, το οποίον


έστειλε δια να
συνοδεύση τον Λέαρχον και Αμεινιάδην ενώ ούτοι επορεύοντο δια της
Θράκης προς το
πλοίον, δια του οποίου επρόκειτο να περάσουν τον Ελλήσποντον, τους
συνέλαβε πριν
επιβιβασθούν. Το απόσπασμα είχε διαταγήν να τους παραδώση εις τον
Λέαρχον και τον
Αμεινιάδην, τους Αθηναίους πρέσβεις, οι οποίοι τους παρέλαβαν καιι
τους μετέφεραν εις
τας Αθήνας. Επειδή όμως, μετά την εκεί άφιξίν των, οι Αθηναίοι
εφοβήθησαν μήπως
διαφύγη ο Αριστεύς, προξενήση δε πάλιν εις αυτούς νέας ζημίας,
καθόσον προφανώς και
προηγουμένως υπήρξεν ο κυριότερος αίτιος των περιπλοκών της
Ποτειδαίας και της
Χαλκιδικής, εθανάτωσαν όλους αυθημερόν χωρίς δίκην, μολονότι
εζήτησαν ν’
απολογηθούν, και τους έρριψαν εντός βαράθρου, κρίνοντες δίκαιον να
μεταχειρισθούν ως
αντίποινα τα ίδια μέσα, των οποίων οι Λακεδαιμόνιοι πρώτοι έκαμαν
χρήσιν, φονεύσαντες
και ρίψαντες εντός βαράθρου τους εμπόρους των Αθηναίων και των
συμμάχων των, τους
οποίους συνέλαβαν εντός εμπορικών πλοίων, πλέοντας πλησίον των
ακτών της
Πελοποννήσου. Διότι, κατά τας αρχάς του πολέμου, οι Λακεδαιμόνιοι
εθανάτωναν ως
εχθρούς όλους ανεξαιρέτως όσους ήθελαν συλλάβει εις την θάλασσαν,
και εκείνους που
μετείχαν του πολέμου ως σύμμαχοι των Αθηναίων και τους ουδετέρους
ακόμη.
Επίθεσις των Αμπρακιωτών κατά του Αμφιλοχικού Άργους
68. Κατά τον ίδιον περίπου καιρόν που το θέρος επλησίαζεν εις το τέλος
του, οι
Αμπρακιώται, στρατολογήσαντες και πολλούς από τους πέριξ
βαρβάρους, εξεστράτευσαν
κατά του Αμφιλοχικού Άργους και της λοιπής Αμφιλοχίας. Η προς τους
Αργείους έχθρα των
ήρχισε δια πρώτην φοράν από την εξής αιτίαν: Ο υιός του Αμφιαράου
Αμφίλοχος,
επιστρέψας μετά τον Τρωΐκόν πόλεμον εις τα ίδια, και δυσηρεστημένος
δια την κατάστασιν
124

που επεκράτει εις το Άργος, ίδρυσεν εις τον Αμπρακικόν κόλπον το


Αμφιλοχικόν Άργος (το
κράτος της Αμφιλοχίας), δώσας εις τούτο το όνομα της ιδιαιτέρας του
πατρίδος. Το Άργος
αυτό ήτο η μεγαλυτέρα πόλις της Αμφιλοχίας και είχε τους
πλουσιωτέρους κατοίκους. Αλλ’
ύστερον από πολλάς γενεάς, οι Αμφιλόχιοι, υπό την πίεσιν ατυχιών,
προσεκάλεσαν τους
Αμπρακιώτας, οι οποίοι ήσαν όμοροι της Αμφιλοχίας, να
συγκατοικήσουν την πόλιν, και
εξελληνίσθησαν, προσλαβόντες τότε δια πρώτην φοράν από τους εις το
μέσον των
εγκατασταθέντας Αμπρακιώτας την γλώσσαν, την οποίαν ομιλούν ακόμη
σήμερον, ενώ οι
λοιποί κάτοικοι της Αμφιλοχίας είναι βάρβαροι. Μετά καιρόν, οι
Αμπρακιώται εξεδίωξαν
105
τους συνοίκους των Αργείους και εκράτησαν μόνοι την πόλιν. Αλλ’ οι
εκδιωχθέντες έθεσαν
τότε εαυτούς υπό την προστασίαν των Ακαρνάνων, και από κοινού με
αυτούς
προσεκάλεσαν και τους Αθηναίους, οι οποίοι τους έστειλαν τον
στρατηγόν Φορμίωνα με
τριάντα πλοία, μετά την άφιξιν του οποίου εκυρίευσαν εξ εφόδου το
Άργος, επώλησαν
τους Αμπρακιώτας κατοίκους του ως δούλους, και εγκατεστάθησαν εις
αυτό, Αμφιλόχιοι
και Ακαρνάνες από κοινού. Κατόπιν του γεγονότος τούτου, ήρχισεν η
μεταξύ Αθηναίων και
Ακαρνάνων συμμαχία. Η έχθρα λοιπόν των Αμπρακιωτών εναντίον των
Αργείων
χρονολογείται από την εποχήν που επωλήθησαν ως δούλοι. Βραδύτερον,
διαρκούντος του
πολέμου, ενήργησαν την εκστρατείαν αυτήν από κοινού με τους Χάονας
και μερικούς
άλλους από τους πλησιοχώρους βαρβάρους, και προελάσαντες μέχρι του
Άργους, έγιναν
κύριοι της υπαίθρου χώρας. Αλλ’ επειδή δεν ημπόρεσαν να κυριεύσουν
την πόλιν,
μολονότι επετέθησαν κατ’ αυτής, απεσύρθησαν οίκαδε, και αι διάφοροι
φυλαί, αι οποίαι
απετέλουν την εκστρατείαν, διελύθησαν. Αυτά υπήρξαν τα γεγονότα του
θέρους τούτου.
125

Αθηναϊκαί ναυτικαί εκστρατείαι


69. Κατά τον επακολουθήσαντα χειμώνα, οι Αθηναίοι έστειλαν μοίραν
στόλου από είκοσι
πλοία περί την Πελοπόννησον, υπό την αρχηγίαν του Φορμίωνος, ο
οποίος, καταστήσας
την Ναύπακτον βάσιν επιχειρήσεων, εναυλόχει προ αυτής, μη επιτρέπων
εις κανένα να
εκπλεύση εκ της Κορίνθου και του Κορινθιακού κόλπου ή να εισπλεύση
εις αυτόν.
Συγχρόνως έστειλαν εις τας ακτάς της Καρίας και της Λυκίας εξ πλοία,
υπό την αρχηγίαν
του Μελησάνδρου, όχι μόνον προς είσπραξιν των καθυστερουμένων
φόρων των μερών
τούτων, αλλά και δια να εμποδίζουν τα καταδρομικά πλοία των
Πελοποννησίων να
καταστήσουν τας ακτάς αυτάς ορμητήριόν των και παρεμποδίζουν τον
πλουν των
εμπορικών πλοίων, όσα ήρχοντο από την Φασήλιδα και την Φοινίκην και
τα πέριξ μέρη της
Ασίας. Αλλ’ ο Μελήσανδρος, προελάσας εις το εσωτερικόν της Λυκίας
με στρατιωτικήν
δύναμιν αποτελουμένην από πεζοναύτας Αθηναίους και συμμάχους,
ενικήθη κατά την
συγκροτηθείσαν μάχην και εφονεύθη, αφού εξ υπαιτιότητός του μέρος
της υπ’ αυτόν
στρατιάς κατεστράφη.
Παράδοσις της Ποτειδαίας εις τους Αθηναίους
70. Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνας, οι Ποτειδαιάται επειδή δεν
ημπορούσαν πλέον
ν’ ανθέξουν εις την πολιορκίαν, καθόσον και αι εισβολαί των
Πελοποννησίων εις την
Αττικήν δεν κατώρθωσαν ν’ αναγκάσουν τους Αθηναίους να λύσουν την
πολιορκίαν, και τα
τρόφιμα είχαν εξαντληθή, και οι κάτοικοι είχαν καταντήσει εις τοιαύτην
αμηχανίαν δια την
εύρεσιν της απαραιτήτου τροφής, ώστε μερικοί είχαν φάγει και
ανθρώπινον κρέας,
απεφάσισαν προ του απροχωρήτου να υποβάλουν προτάσεις περί
συνθηκολογίας εις τους
στρατηγούς των Αθηναίων, Ξενοφώντα, υιόν του Ευριπίδου,
Εστιόδωρον, τον υιόν του
Αριστοκλείδου, και Φανόμαχον, τον υιόν του Καλλιμάχου, εις τους
οποίους ήσαν
126

ανατεθειμέναι αι εναντίον των επιχειρήσεις. Οι στρατηγοί ούτοι, επειδή


έβλεπαν ότι ο
στρατός εταλαιπωρείτο, διότι ήτο στρατοπεδευμένος εις θέσιν
εκτεθειμένην εις τας
δριμύτητας του χειμώνος, και η πόλις είχεν ήδη δαπανήσει εις την
πολιορκίαν δύο χιλιάδας
τάλαντα, εδέχθησαν την πρότασιν. Η συνθηκολογία έγινεν υπό τον όρον
να εκκενώσουν
την πόλιν οι Ποτειδαιάται με τα γυναικόπαιδα και τους συμμάχους των,
φέροντες έκαστος
μίαν ενδυμασίαν, πλην των γυναικών, εις τας οποίας επετράπησαν δύο,
και ωρισμένον
χρηματικόν ποσόν δι’ οδοιπορικά έξοδα. Τοιουτοτρόπως, ανεχώρησαν
από την Ποτείδαιαν,
με άδειαν ελευθέρας πορείας εις την Χαλκιδικήν ή όπου αλλού έκαστος
ημπορούσε. Αλλ’
οι Αθηναίοι κατηγόρησαν τους στρατηγούς, διότι εδέχθησαν να
συνθηκολογήσουν, χωρίς
να ζητήσουν την έγκρισίν των (καθόσον ενόμιζαν ότι ημπορούσαν ν’
αναγκάσουν την πόλιν
106
να παραδοθή άνευ όρων), και ακολούθως έστειλαν Αθηναίους εποίκους
εις την Ποτείδαιαν
και την απώκισαν. Με τα γεγονότα αυτά του χειμώνος έληξε και το
δεύτερον έτος του
παρόντος πολέμου, την ιστορίαν του οποίου έγραψεν ο Θουκυδίδης.
Έτος 3ον: 429-428 (71-103)
Εκστρατεία των Πελοποννησίων κατά των Πλαταιών
71. Κατά το θέρος του επομένου έτους, οι Πελοποννήσιοι και οι
σύμμαχοί των δεν
εισέβαλαν εις την Αττικήν, αλλ’ εξεστράτευσαν κατά των Πλαταιών, υπό
την αρχηγίαν του
βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, υιού του Ζευξιδάμου, ο
οποίος, αφού
εγκατέστησε το στρατόπεδόν του, ητοιμάζετο να ερημώση την ύπαιθρον
χώραν. Αλλ’ οι
Πλαταιείς, πέμψαντες ευθύς πρέσβεις προς αυτόν, είπαν τα εξής περίπου:
Πρέσβεις των Πλαταιών ενώπιον του Αρχιδάμου
«Αρχίδαμε και Λακεδαιμόνιοι, δεν πράττετε έργον δίκαιον ούτε άξιον
του ονόματός σας,
ούτε του ονόματος των πατέρων σας, εκστρατεύοντες εναντίον της χώρας
των Πλαταιών.
127

Διότι ο Λακεδαιμόνιος Παυσανίας, υιός του Κλεομβρότου, αφού


ηλευθέρωσε την Ελλάδα
από την Περσικήν επιδρομήν, συναγωνιστάς έχων τους Έλληνας
εκείνους, όσοι
απεφάσισαν να συμμερισθούν τον κίνδυνον της μάχης, η οποία διεξήχθη
επί του εδάφους
μας, προσέφερεν εις την αγοράν των Πλαταιών θυσίαν προς τον
Ελευθέριον Δία, και
συγκαλέσας όλους τους συμμάχους, παρεχώρησεν εις τους Πλαταιείς την
χώραν και πόλιν
των, με το προνόμιον να ζουν του λοιπού επ’ αυτής ως πολίται
ανεξάρτητοι και κανείς να
μην εκστρατεύση ποτέ αδίκως εναντίον των, δια να τους υποδουλώση, εν
εναντία δε
περιπτώσει όλοι οι παρόντες σύμμαχοι να βοηθούν αυτούς με όλην των
την δύναμιν. Τα
προνόμια αυτά μας παρεχώρησαν οι πατέρες σας ένεκα της ανδρείας και
του ζήλου που
επεδείξαμεν κατά τους κινδύνους εκείνους. Αλλά σεις πράττετε ακριβώς
τ’ αντίθετα, διότι
έρχεσθε με τους Θηβαίους, τους χειροτέρους εχθρούς μας, με τον σκοπόν
να μας
υποδουλώσετε. Ημείς, εν τούτοις, επικαλούμενοι μάρτυρας τους θεούς,
και εκείνους, εις
όνομα των οποίων ωρκίσθημεν τότε, και τους των πατέρων σας και τους
της ιδικής μας
χώρας, ζητούμεν από σας να μη βλάψετε την γην των Πλατειών, μήτε να
παραβιάσετε τους
όρκους σας, αλλά να μας αφίσετε να ζώμεν ανεξάρτητοι, σύμφωνα με το
δικαίωμα που μας
ανεγνώρισεν ο Παυσανίας.»
72. Μετά τους ολίγους αυτούς λόγους των Πλαταιέων, ο Αρχίδαμος είπεν
εις απάντησιν:
«Δίκαια είναι όσα λέγετε, άνδρες Πλαταιείς, εάν και τα έργα σας είναι
σύμφωνα προς τους
λόγους σας. Διότι οφείλετε, σύμφωνα με τα προνόμια που σας
παρεχώρησε ο Παυσανίας,
και οι ίδιοι να ζήτε ανεξάρτητοι και με ημάς να συμπράξετε, δια να
ελευθερώσωμεν τους
άλλους, όσοι, συμμερισθέντες τους τότε κινδύνους, ώμωσαν τους ιδίους
με σας
συμμαχικούς όρκους, είναι δε τώρα υπήκοιοι των Αθηναίων. Χάριν
απελευθερώσεως
128

επομένως αυτών και των άλλων υπηκόων πόλεων, έχει γίνει ο μεγάλος
αυτός πόλεμος και
όλαι αυταί αι προετοιμασίαι. Το καλλίτερον, επομένως, που έχετε να
κάνετε, είναι να
λάβετε και σεις μέρος εις την απελευθέρωσιν αυτήν και αποδείξετε
τοιουτοτρόπως ότι
μένετε πιστοί εις τους όρκους σας. Ειδεμή, μείνετε ήσυχοι, όπως και
προηγουμένως
επροτείναμεν, διατηρούντες τας κτήσεις σας. Μη λάβετε μέρος μήτε υπέρ
του ενός, μήτε
υπέρ του άλλου, χάριν πολεμικού σκοπού. Και ημείς θ’ αρκεσθώμεν και
εις τούτο μόνον.»
Τα ολίγα αυτά είπεν ο Αρχίδαμος. Οι πρέσβεις των Πλαταιών, αφού τα
ήκουσαν,
επέστρεψαν εις την πόλιν, και αφού ανεκοίνωσαν εις τον λαόν τα
λεχθέντα, απήντησαν ότι
αδυνατούν να δεχθούν τας προτάσεις του άνευ της συγκαταθέσεως των
Αθηναίων (διότι τα
γυναικόπαιδά των ευρίσκοντο εις τας Αθήνας), και ότι εκτός τούτου
εφοβούντο δι’ αυτήν
107
την ύπαρξιν της πόλεώς των, μήπως, μετά την αναχώρησιν των
Λακεδαιμονίων, οι Αθηναίοι
έλθουν και δεν τους επιτρέψουν να μείνουν ουδέτεροι, ή οι Θηβαίοι,
επωφελούμενοι της
διατάξεως της συνθήκης, ότι οι Πλαταιείς υποχρεούνται να δέχωνται
αμφοτέρους,
αποπειραθούν πάλιν να καταλάβουν την πόλιν. Αλλ’ ο Αρχίδαμος, θέλων
να καθησυχάση
τας ανησυχίας των, απήντησεν: «Σας προτείνω να μας παραδώσετε την
πόλιν και τας
οικίας, να διαγράψετε τα όρια της χώρας σας, και αριθμήσετε τα δένδρα
σας, και ό,τι άλλο
ημπορεί ν’ αριθμηθή, ν’ αποσυρθήτε δε σεις οι ίδιοι κατά την διάρκειαν
του πολέμου όπου
θέλετε, και μετά το πέρας αυτού, θα σας αποδώσωμεν ό,τι δήποτε έχομεν
παραλάβει. Εν
τω μεταξύ, θα κρατήσωμεν αυτά ως παρακαταθήκην, καλλιεργούντες τα
κτήματά σας και
καταβάλλοντες ωρισμένον ποσοστόν εκ της προσόδου, όσον είναι ικανόν
να επαρκέση εις
τας ανάγκας σας.»
Πρέσβεις των Πλαταιών εις Αθήνας
129

73. Αφού ήκουσαν αυτά οι Πλαταιείς, επέστρεψαν πάλιν εις την πόλιν,
και συσκεφθέντες
μετά του λαού, απήντησαν ότι επιθυμούν ν’ ανακοινώσουν πρώτον εις
τους Αθηναίους τας
προτάσεις και αν επιτύχουν την συγκατάθεσίν των, να τας εκτελέσουν.
Εν τω μεταξύ όμως
εζήτησαν από τον Αρχίδαμον να τους παραχωρήση ανακωχήν και να μη
ερημώση την
χώραν των. Ο Αρχίδαμος και ανακωχήν παρεχώρησε δι’ όσας ημέρας
υπελογίζετο ότι οι
αντιπρόσωποι που θα μετέβαιναν εις τας Αθήνας εχρειάζοντο δια να
επιστρέψουν, και την
χώραν των δεν ήρχισε να δενδροτομή. Ελθόντες οι πρέσβεις των
Πλαταιών προς τους
Αθηναίους και συσκεφθέντες με αυτούς, επέστρεψαν και ανεκοίνωσαν
εις τον λαόν τα
εξής: «Οι Αθηναίοι, άνδρες Πλαταιείς, ισχυρίζονται ότι ούτε πριν,
αφότου εγίναμεν
σύμμαχοι, σας εγκατέλειψαν ποτέ αδικουμένους, ούτε τώρα θα
επιτρέψουν ν’ αδικηθήτε,
αλλά θα σας βοηθήσουν με όλην των την δύναμιν, και δια τούτο σας
εξορκίζουν εις τους
όρκους που ωρκίσθησαν οι πατέρες σας να μη κάμετε τίποτε αντίθετον
προς την
συμμαχίαν.»
Αι Πλαταιαί πισταί εις την Αθηναϊκήν συμμαχίαν
74. Μετά την ανακοίνωσιν αυτήν των πρέσβεων, οι Πλαταιείς
απεφάσισαν να μη δειχθούν
άπιστοι προς τους Αθηναίους, αλλά ν’ ανεχθούν και την χώραν των να
βλέπουν εν ανάγκη
δενδροτομουμένην και ό,τι δήποτε άλλο τους συμβή να υποφέρουν, και
να μην εξέλθη
κανείς πλέον από την πόλιν, αλλά ν’ αποκριθούν από το τείχος, ότι
αδυνατούν να δεχθούν
τας προτάσεις των Λακεδαιμονίων. Μετά την απάντησιν αυτήν, ο
Αρχίδαμος, θεωρήσας ότι
κάθε περαιτέρω διαπραγμάτευσις ήτο ματαία, ήρχισεν επικαλούμενος
μάρτυρας τους
θεούς και ήρωας της χώρας δια των εξής λόγων «Θεοί και οι ήρωες, όσοι
προστατεύετε την
χώραν των Πλαταιών, επικαλούμαι την μαρτυρίαν σας, ότι και εξ αρχής
η εισβολή μας εις
130

την χώραν αυτήν, εις την οποίαν οι πατέρες μας, επικαλεσθέντες την
βοήθειάν σας,
ενίκησαν τους Πέρσας, και επί της οποίας επετρέψατε εις τους Έλληνας
να διεξαγάγουν
νικηφόρον αγώνα, υπήρξεν όχι αδικαιολόγητος, αλλά συνέπεια του
γεγονότος ότι οι
Πλαταιείς πρώτοι παρεβίασαν τους συμμαχικούς όρκους, τους οποίους
ωρκίσθησαν από
κοινού με ημάς. Και ούτε τώρα θα διαπράξωμεν αδικίαν,προβαίνοντες εις
εχθροπραξίας
εναντίον των, καθόσον, ενώ επανειλημμένως εκάμαμεν προς αυτούς
ευλόγους προτάσεις,
τίποτε δεν κατωρθώσαμεν. Δειχθήτε λοιπόν ευμενείς και επιτρέψατε να
τιμωρηθούν τα
εγκλήματα εκείνων, οι οποίοι πρώτοι αδικούν, και να επιτύχη η εκδίκησις
εκείνων, οι
οποίοι νομίμως προβαίνουν εις αυτήν.»
Πολιορκία των Πλαταιών υπό των Πελοποννησίων
75. Μετά την επίκλησιν αυτήν προς τους θεούς, ήρχισε τας
εχθροπραξίας. Και πρώτον μεν
108
οι Λακεδαιμόνιοι με τα καρποφόρα δένδρα πού έκοψαν κατεσκεύασαν
χαράκωμα γύρω
από την πόλιν δια να εμποδισθή του λοιπού κάθε επικοινωνία προς τα
έξω. Έπειτα ήρχισαν
τον σχηματισμόν αναχώματος πλησίον του τείχους της πόλεως,
ελπίζοντες ότι με την
εργασίαν τόσον πολυαρίθμου στρατού θα κυριεύσουν ταχύτατα την
πόλιν. Κόπτοντες
λοιπόν ξυλείαν από τον Κιθαιρώνα, κατεσκεύασαν εκατέρωθεν του
αναχώματος ξύλινον
πλέγμα αντί τοίχου, δια να συγκρατήται το χώμα κατά το δυνατόν, και
έφεραν
ακαταπαύστως εις το ανάχωμα θάμνους και κλαδιά παντός είδους και
λίθους και χώμα και
ό,τι άλλο ημπορούσε να επισωρευθή επάνω εις το ανάχωμα. Επί
εβδομήντα δε ημέρας και
νύκτας ειργάζοντο συνεχώς, διηρημένοι κατά τμήματα, ώστε ενώ εν
μέρος ήσαν
απησχολημένοι εις την μεταφοράν των υλικών, οι λοιποί ημπορούσαν να
κοιμούνται ή να
τρώγουν. Και οι Λακεδαιμόνιοι διοικηταί των συμμαχικών
στρατευμάτων, εποπτεύοντες
131

από κοινού με τους εντοπίους αξιωματικούς των τελευταίων, τους


ηνάγκαζαν να
εργάζονται. Αλλ’ οι Πλαταιείς, βλέποντες υψούμενον το ανάχωμα,
συνέθεσαν ξύλινον
σκελετόν τείχους, τον οποίον ετοποθέτησαν επάνω εις το τείχος των,
απέναντι του μέρους,
όπου υψώνετο το ανάχωμα, και εντός του σκελετού τούτου έκτιζαν με
πλίνθους, τας
οποίας ελάμβαναν από τας πλησίον οικίας, τας οποίας κατεδάφιζαν. Τα
ξύλα του σκελετού
εχρησίμευαν ως σύνδεσμος των πλίνθων, δια να μη γίνη το τείχος
αδύνατον ένεκα του
ύψους του, και προς το έξω μέρος εκαλύπτετο τούτο με δέρματα
ακατέργαστα και
κατειργασμένα, ώστε και οι εργαζόμενοι και τα ξύλα να προφυλάττωνται
από πυροφόρα
βέλη και επομένως να μη κινδυνεύουν. Το τείχος υψώνετο εις μεγάλον
υψος, αλλά και το
ανάχωμα υψώνετο απέναντί του με όχι μικροτέραν ταχύτητα. Οι
Πλαταιείς κατέφυγαν τότε
εις το εξής τέχνασμα. Ανοίξαντες οπήν εις το μέρος του τείχους, όπου το
ανάχωμα ήρχετο
εις επαφήν με αυτό, αφήρουν διαρκώς το χώμα δι’ αυτής και το έσυραν
εντός της πόλεως.
76. Οι Πελοποννήσιοι, εν τούτοις, αντιληφθέντες το πράγμα, ενέβαλλαν
εις τα
τοιουτοτρόπως δημιουργούμενα κενά του αναχώματος πηλόν
πεπιεσμένον εντός
καλαθίσκων εκ καλάμου, δια να μη διασκορπίζεται, όπως το απλούν
χώμα, και σύρεται
έσωθεν προς την πόλιν. Αλλ’ οι πολιορκούμενοι, ματαιωθέντος κατ’
αυτόν τον τρόπον του
σχεδίου των, παρήτησαν αυτό, ανορύξαντες όμως εκ της πόλεως
υπόνομον και
υπολογίσαντες πότε είχε φθάσει κάτω από το ανάχωμα, ήρχισαν πάλιν να
σύρουν το χώμα
προς το μέρος των υπογείως. Και επί πολύν καιρόν διέφυγαν την
προσοχήν των
πολιορκούντων, ώστε τα συσσωρευόμενα επί του αναχώματος υλικά
ολίγον ωφέλουν,
καθόσον το ανάχωμα υπεσκάπτετο κάτωθεν και διαρκώς κατεκάθιζε
προς το κενούμενον
132

μέρος. Επειδή όμως εφοβουντο μήπως παρ’ όλα αυτά δεν ημπορέσουν,
ολίγοι αυτοί, ν’
αντέξουν εναντίον τόσον πολλών, επενόησαν νέον τέχνασμα. Έπαυσαν
εργαζόμενοι εις το
απέναντι του αναχώματος υψηλόν τείχος, αλλ’ ένθεν και ένθεν αυτού,
από το εσωτερικόν
μέρος του αρχικού χαμηλού τείχους, ήρχισαν οικοδομούντες νέον προς
το εσωτερικόν της
πόλεως τοιούτο, σχήματος ημισελήνου, ούτως ώστε, εάν το μέγα τείχος
κυριευθή, να
ημπορέση το νέον τούτο ν’ ανθέξη. Οι εχθροί τοιουτοτρόπως θα
ευρίσκοντο εις την
ανάγκην να εγείρουν νέον ανάχωμα απέναντι αυτού, και καθ’ όσον θα
επροχώρουν προς
το μηνοειδές τείχος, και αι δυσκολίαι των θα εδιπλασιάζοντο και θα
προσεβάλλοντο επί
μάλλον και μάλλον εκ δύο μερών. Αλλά συγχρόνως με την κατασκευήν
του αναχώματος, οι
Πελοποννήσιοι έστησαν και πολιορκητικάς μηχανάς κατά του τείχους
της πόλεως. Μία εξ
αυτών, τοποθετηθείσα επ’ αυτού του αναχώματος, κατέρριψε μέγα μέρος
του υψηλού
τείχους, εμπνεύσασα τρόμον εις τους Πλαταιείς. Άλλαι μηχαναί
ετοποθετήθησαν
έμπροσθεν άλλων μερών του τείχους, αλλά τας τελευταίας αυτάς οι
Πλαταιείς περιέβαλλαν
με βρόχους, και τας ανέτρεπαν. Εκτός τούτου, προσαρτώντες εις τα δύο
άκρα μεγάλων
δοκών μακράς σιδηράς αλύσεως, ε-κρεμούσαν τας δοκούς αυτάς εις δύο
κεραίας, αι
109
οποίαι εστηρίζοντο κατά διεύθυνσιν κεκλιμένην επί του τείχους και
προεξείχαν απ’ αυτό.
Και όταν η πολιορκητική μηχανή έμελλε να προσβάλη κανέν μέρος του
τείχους, ανείλκυαν
τας δοκούς αυτάς κατά διεύθυνσιν εγκαρσίαν προς τας μηχανάς, και
παραιτούντες από τα
χέρια των τας αλύσεις, άφιναν την δοκόν, η οποία, καταπίπτουσα με
μεγάλην ορμήν επί
της μηχανής, απέκοπτε την κεφαλήν του πολιορκητικού κριού.
77. Μετά τούτο, επειδή όχι μόνον αι μηχαναί δεν έφεραν αποτέλεσμα,
αλλά και εναντίον
133

του αναχώματος κατεσκευάζετο υπό των Πλαταιέων το νέον τείχος,


σχήματος ημισελήνου,
οι Πελοποννήσιοι έκριναν ότι με τα διαθέσιμα μέσα εξαναγκασμού η
άλωσις της πόλεως
ήτο σχεδόν αδύνατος, και ήρχισαν παρασκευαζόμενοι δια τον
περιτειχισμόν αυτής.
Απεφάσισαν όμως προηγουμένως, χρησιμοποιούντες ευνοϊκόν άνεμον,
να δοκιμάσουν να
πυρπολήσουν την πόλιν, η οποία δεν ήτο μεγάλη. Διότι εσοφίζοντο
τωόντι κάθε δυνατόν
μέσον, δια να την κυριεύσουν, χωρίς να υποβληθούν εις τα έξοδα
τακτικής πολιορκίας.
Έφεραν λοιπόν ακαταπαύστως δέματα θάμνων και κλαδιών παντός
είδους και τα έρριπταν
από το ανάχωμα, πρώτον εις το μεταξύ του αναχώματος και του τείχους
διάστημα. Και
όταν τούτο εγέμιζε ταχέως, λόγω του μεγάλου αριθμού των
εργαζομένων, επεσώρευσαν
ακολούθως τα δέματα, ρίπτοντες αυτά από το ύψος του αναχώματος εις
το εσωτερικόν της
πόλεως, όσον μακρύτερα ηδύναντο να φθάσουν, αφού δε έρριψαν πυρ
μαζί με θείον και
πίσσαν, ήναψαν το ετοιμασθέν υλικόν. Και εξερράγη πυρκαϊά τόσον
μεγάλη, όσον κανείς
δεν είχε ποτέ έως τότε ίδη βαλμένην από ανθρώπινον χέρι. Διότι εις το
παρελθόν, εις τα
βουνά, όταν ξηροί κλάδοι δάσους, προστριβόμενοι υπό του πνέοντος
ανέμου, οι μεν προς
τους δε, αναφλέγονται, τότε επέρχεται αυτόνομος πυρκαϊά. Και δεν ήτο
μόνον μεγάλη η
πυρκαϊά, αλλά και πολύ ολίγον έλειψε να καταστρέψη τους Πλαταιείς, οι
οποίοι είχαν
διαφύγει τους άλλους κινδύνους. Διότι μέγα μέρος της πόλεως ήτο
απρόσιτον από την
φωτιάν, και αν κατά την διάρκειαν της πυρκαϊάς εσηκώνετο άνεμος προς
την διεύθυνσίν
της, πράγμα το οποίον οι Πελοποννήσιοι ήλπιζαν, οι Πλαταιείς δεν θα
ημπορούσαν να
διαφύγουν την καταστροφήν. Αντί τούτου όμως, εις την προκειμένην
περίστασιν συνέβη,
ως λέγεται, τούτο, ότι καταιγίς επερθούσα με άφθονον βροχήν έσβησε
την πυρκαϊάν και
ούτω απεσοβήθη ο κίνδυνος.
134

78. Κατόπιν και της αποτυχίας αυτής, οι Πελοποννήσιοι, κρατήσαντες


μόνον μέρος του
στρατού των και διαλύσαντες το μεγαλύτερον μέρος αυτού, ήρχισαν να
περιτειχίζουν
κυκλοτερώς την πόλιν, αφού εμοίρασαν ολόκληρον την περιοχήν εις τα
διάφορα
συμμαχικά αποσπάσματα. Εις την εσωτερικήν και την εξωτερικήν
πλευράν του
περιτειχίσματος, ηνοίχθη τάφρος, από την οποίαν ελάμβανον το χώμα δια
την κατασκευήν
των πλίνθων. Και όταν ολόκληρον το έργον συνεπληρώθη περί την
εποχήν που η ανατολή
του Αρκτούρου είναι ορατή την πρωΐαν, ανεχώρησαν με τον στρατόν,
αφίσαντες την
αναγκαίαν δια το ήμισυ τείχος φρουράν (καθόσον το άλλο ήμισυ
εφρουρείτο από τους
Βοιωτούς), και έκαστον απόσπασμα επέστρεψεν εις τα ίδια. Οι
Πλαταιείς, εν τούτοις, είχαν
αποστείλει προηγουμένως εις τας Αθήνας όχι μόνον τα γυναικόπαιδα και
τους γέροντας,
αλλά και τους αχρήστους εν γένει δια στρατιωτικήν υπηρεσίαν άνδρας,
είχαν δε υπολειφθή
πολιορκούμενοι τερτακόσιοι Πλαταιείς, ογδοήκοντα Αθηναίοι, και
εκατόν δέκα γυναίκες,
αρτοποιοί και μάγειροι. Τόσος ήτο ο ολικός αριθμός, όταν ήρχισεν η
πολιορκία, και κανείς
άλλος, ούτε δούλος, ούτε ελεύθερος, δεν ευρίσκετο εντός των τειχών της
πόλεως. Κατ’
αυτόν τον τρόπον επραγματοποιήθη η πολιορκία των Πλαταιών.
Ήττα των Αθηναίων εις Σπάρτωλον
79. Κατά το ίδιον θέρος, την εποχήν που ωριμάζει ο σίτος, και
συγχρόνως με την
εκστρατείαν κατά των Πλαταιών, οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν εναντίον
των πόλεων της
110
Χαλκιδικής και της Βοττικής με δισχιλίους ιδικούς των οπλίτας και
διακοσίους ιππείς, υπό
την αρχηγίαν του Ξενοφώντος, υιού του Ευριπίδου, και δύο άλλων
στρατηγών. Ελθόντες δ’
εις το έδαφος της Σπαρτώλου, πόλεως της Βοττικής, ήρχσαν να
καταστρέφουν την
εσοδείαν των σιτηρών. Επιστεύετο άλλωστε ότι θα παραδοθή η πόλις,
συνεπεία των
135

ενεργειών μιας μερίδος των πολιτών, με τους οποίους ευρίσκοντο εις


μυστικάς
συνεννοήσεις. Αλλ’ η αντίθετος μερίς ειδοποίησεν εγκαίρως τους
ευρισκομένους εις
Όλυνθον, οπόθεν ήλθεν ως φρουρά της Σπαρτώλου στρατιωτική δύναμις
οπλιτών και
άλλων στρατιωτών. Η δύναμις αυτή εξορμήσασα, έδωσε μάχην προς
τους Αθηναίους
πλησίον εις τα τείχη της πόλεως. Και οι μεν Χαλκιδείς οπλίται που είχαν
έλθει από την
Όλυνθον, και μαζί με αυτούς μερικοί μισθοφόροι, ενικήθησαν από τους
Αθηναίους και
υπεχώρησαν εις την Σπάρτωλον, οι ιππείς όμως και οι ελαφρώς
ωπλισμένοι στρατιώται
ενίκησαν τους Αθηναίους ιππείς και ελαφρούς, διότι είχαν και οι
τελευταίοι μερικούς
πελταστάς εκ της χώρας της καλουμένης Κρουσίδος. Μόλις όμως είχε
τελειώσει η μάχη,
ήλθεν από την Όλυνθον και άλλη δύναμις πελταστών εις βοήθειαν της
φρουράς της
Σπαρτώλου, της οποίας οι ελαφροί στρατιώται, αναθαρρύσαντες όχι
μόνον από την θέαν
της επικουρίας που προσήρχετο, αλλά και από το γεγονός ότι δεν είχαν
ηττηθή
προηγουμένως, επετέθησαν πάλιν εναντίον των Αθηναίων από κοινού με
το ιππικόν των
Χαλκιδέων, και τους νεωστί προσελθόντας εις βοήθειαν. Ενώπιον της
επιθέσεως αυτής,
ηναγκάσθησαν οι Αθηναίοι να υποχωρήσουν προς δύο λόχους που είχαν
αφίσει δια να
φυλάττουν τας αποσκευάς των. Και οσάκις μεν οι Αθηναίοι επετίθεντο,
εκείνοι υπεχώρουν,
οσάκις δε υπεχώρουν, τους παρηκολούθουν κατά πόδας, ρίπτοντες κατ’
αυτών ακόντια.
Και οι Χαλκιδείς ιππείς επελαύνοντες επετίθεντο εναντίον των
Αθηναίων, οπουδήποτε το
έκριναν ενδεδειγμένον, και εμπνεύσαντες εις αυτούς πανικόν, τους
έτρεψαν εις φυγήν και
τους κατεδίωξαν συντόνως εις μακράν απόστασιν. Και οι μεν Αθηναίοι
κατέφυγαν εις την
Ποτείδαιαν, και αφού παρέλαβαν τους νεκρούς, συνεπεία βραχείας
ανακωχής, την οποίαν
136

προς τούτο εζήτησαν, επέστρεψαν εις Αθήνας με το υπολειπόμενον


μέρος του στρατού,
απολέσαντες τετρακοσίους τριάντα Αθηναίους άνδρας και όλους τους
στρατηγούς. Οι
Χαλκείς, εξ άλλου, και οι Βοττιαίοι, έστεισαν τρόπαιον, και αφού
συνέλεξαν τους νεκρούς
των, διελύθησαν, και τα διάφορα αποσπάσματα επέστρεψαν εις τα ίδια.
Εκστρατεία των Πελοποννησίων κατά της Ακαρνανίας
80. Κατά το ίδιον θέρος, ολίγον ύστερον μετά τα ανωτέρω συμβάντα, οι
Αμπρακιώται και οι
Χάονες, θέλοντες να υποτάξουν όλόκληρον την Ακαρνανίαν και την
αποσπάσουν από την
συμμαχίαν των Αθηναίων, επεδίωξαν να πείσουν τους Λακεδαιμονίους,
όχι μόνον να
εξαρτήσουν συμμαχικόν στόλον, αλλά και να στείλουν κατά της
Ακαρνανίας χιλίους
οπλίτας, υποστηρίζοντες ότι εάν τους βοηθήσουν με στόλον και πεζικόν,
θα ήτο εύκολον να
καταλάβουν πρώτον την Ακαρνανίαν, ως εκ της αδυναμίας, εις την
οποίαν θα ήσαν οι
παραθαλάσσιοι Ακαρνάνες να βοηθήσουν τους του εσωτερικού, και να
κυριεύσουν έπειτα
την Ζάκυνθον και Κεφαλληνίαν, οπότε ο περίπλους της Πελοποννήσου
δεν θα ήτο του
λοιπού εξ ίσου εύκολος εις τους Αθηναίους. Προσέθεσαν, ότι υπήρχεν
ελπίς και την
Ναύπακτον ακόμη να κυριεύσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι, πεισθέντες,
έστειλαν ευθύς τον
Κνήμον, ο οποίος ήτο ακόμη ναύαρχος, και τους χιλίους οπλίτας επί
ολίγων πλοίων, και
διεμήνυσαν συγχρόνως προς τας ναυτικάς πόλεις της ομοσπονδίας να
παρασκευασθούν
όσον το δυνατόν ταχύτερον και πλεύσουν προς την Λευκάδα. Οι
Κορίνθιοι ιδίως
επεθύμουν διακαώς να βοηθήσουν την επιχείρησιν των Αμπρακιωτών, οι
οποίοι ήσαν
άποικοί των. Και ο μεν στόλος, που επρόκειτο να έλθη από την Κόρινθον
και την Σικυώνα
και τα πέριξ μέρη, δεν είχεν ακόμη συμπληρώσει την ετοιμασίαν του,
αλλά ο στόλος της
111
Λευκάδος και του Ανακτορίου και της Αμπρακίας είχε φθάσει ήδη εις
Λευκάδα και
137

επερίμενεν εκεί. Ευθύς ως ο Κνήμος με τους υπ’ αυτόν χιλίους οπλίτας


διεπεραιώθησαν εις
την Λευκάδα, χωρίς να τους αντιληφθη ο Φορμίων, ο οποίος ήτο αρχηγός
της μοίρας των
είκοσι Αθηναϊκών πλοίων που επεριπόλουν πλησίον της Ναυπάκτου,
ήρχισε να ετοιμάζη
την κατά ξηράν εκστρατείαν. Ο στρατός του περιελάμβανεν Έλληνας μεν
Αμπρακιώτας και
Λευκαδίους, και Ανακτόρους και τους χιλίους Πελοποννησίους, επι
κεφαλής των οποίων
είχεν έλθει ο ίδιος, βαρβάρους δε χιλίους Χάονας, οι οποίοι, αβασίλευτοι
όντες, είχαν
αρχηγούς τον Φώτυον και τον Νικάνορα, οι οποίοι κατήγοντο από το
αρχοντικόν γένος που
ήσκει ενιαυσίως την αρχήν. Μαζί με τους Χάονας εξεστράτευσαν και οι
θεσπρωτοί, οι
οποίοι ήσαν επίσης αβασίλευτοι. Δύναμις Μολοσσών και Ατιντάνων, εξ
άλλου, ήτο υπό την
αρχηγίαν του Σαβυλίνθου, επιτρόπου του βασιλέως Θαρύπου, ο οποίος
ήτο ακόμη
ανήλικος, και δύναμις Παραυαίων υπό την αρχηγίαν του βασιλέως
Οροίδου. Μαζί με τους
Παραυαίους εξεστράτευσαν και χίλιοι Ορέσται, των οποίων βασιλεύς ήτο
ο Αντίοχος, ο
οποίος είχεν εμπιστευθή την αρχηγίαν των εις τον Όροιδον. Και ο
Περδίκκας είχε στείλει, εν
αγνοία των Αθηναίων χιλίους Μακεδόνας, οι οποίοι όμως έφθασαν πολύ
αργά. Με τον
στρατόν αυτόν ήρχισεν ο Κνήμος την πορείαν του, χωρίς να περιμείνη
τον στόλον που
ανεμένετο από την Κόρινθον, και ενώ διήρχετο από το έδαφος του
Αμφιλοχικού Άργους,
ελεηλάτησε την Λιμναίαν, κώμην ατείχιστον. Ακολούθως έφθασαν εις το
έδαφος του
Στράτου, που είναι η σημαντικωτέρα πόλις της Ακαρνανίας, διότι
επίστευαν ότι αν
κυριεύσουν πτώτον αυτήν, η επίλοιπος Ακαρνανία ήθελεν ευκόλως
προσχωρήσει προς
αυτούς.
81. Οι Ακαρνάνες, όταν έμαθαν ότι όχι μόνον κατά ξηράν πολυάριθμος
στρατός είχεν
εισβάλει εις το έδαφός των, αλλά και κατά θάλασσαν ηπειλούντο από τον
εχθρόν,
138

ουδεμίαν κοινήν άμυναν ωργάνωσαν, αλλ’ έκαστος περιωρίσθη εις την


φρούρησιν του
ιδικού του εδάφους, και συγχρόνως διεμήνυσαν προς τον Φορμίωνα να
τους στείλη
βοήθειαν. Ο Φορμίων όμως απήντησεν ότι δεν του επιτρέπεται να
εγκαταλείψη
απροστάτευτον την Ναύπακτον,εις εποχήν που επέκειτο ο έκπλους του
εχθρικού στόλου
από την Κόρινθον. Οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοί των, αφού
διήρεσαν τον στρατόν εις
τρεις φάλαγγας, εβάδιζαν εναντίον της πόλεως του Στράτου, δια να
στρατοπεδεύσουν
πλησίον της και αν δεν πείσουν τους κατοίκους κατόπιν
διαπραγματεύσεων,
αποπειραθούν την δια της βίας κατάληψιν του τείχους της. Και το
κέντρον μεν κατείχαν οι
Χάονες και λοιποί βάρβαροι, το δεξιόν αυτών οι Λευκάδιοι και οι
Ανακτόριοι, και όσοι ήσαν
μαζί με αυτούς, το αριστερόν δε ο Κνήμος με τους Πελοποννησίους και
τους Αμπρακιώτας.
Η μεταξύ των τριών αυτών φαλάγγων απόστασις ήτο πολύ μεγάλη και
ενίοτε ούτε
ημπορούσε να βλέπη η μία την άλλην. Και οι μεν Έλληνες εβάδιζαν με
μεγάλην τάξιν και
προσοχήν, έως ότου εστρατοπέδευσαν εις κατάλληλον τόπον, οι Χάονες
όμως οι οποίοι όχι
μόνον είχαν πεποίθησιν εις εαυτούς, αλλά και από τους άλλους
ηπειρώτας των μερών
εκείνων ανεγνωρίζοντο ως μαχιμώτατοι, δεν ανέστειλαν την πορείαν
των, δια να
εγκαταστήσουν στρατόπεδον, αλλά προήλασαν με μεγάλην ορμήν,
συνοδευόμενοι και από
τους, άλλους βαρβάρους, διότι ενόμισαν ότι θα κατελάμβαναν την πόλιν
με τον πρώτον
αλαλαγμόν της επιθέσεως και θα απεδίδετο εις αυτούς μόνους η όλη,
δόξα του
κατορθώματος. Αλλ’ οι κάτοικοι του Στράτου τους είδαν την ώραν που
επλησίαζαν, και
επειδή εσκέφθησαν ότι εάν τους νικήσουν μεμονωμένους, οι Έλληνες δεν
θα τους
επετίθεντο πλέον με τον ίδιον ζήλον, έστησαν ενέδρας γύρω από την
πόλιν και άμα
139

επλησίασαν οι βάρβαροι, επέπεσαν εναντίον των, προελάσαντες από την


πόλιν και
εξορμήσαντες από τας ενέδρας των. Και επειδή επήλθε πανικός, αι εις
νεκρούς απώλειαι
των Χαόνων υπήρξαν μεγάλαι, και οι άλλοι βάρβαροι, άμα είδαν αυτούς
υποκύπτοντας,
112
δεν αντέστησαν πλέον, αλλ’ ετράπησαν εις φυγήν. Ούτε η μία, ούτε η
άλλη Ελληνική
φάλαγξ αντελήφθη την μάχην, διότι οι βάρβαροι είχαν προχωρήσει πολύ
και οι Έλληνες
υπέθεταν ότι εβιάζονο δια να εξεύρουν τόπον στρατοπεδεύσεως. Όταν
όμως οι βάρβαροι
φεύγοντες έπεσαν επάνω των, όχι μόνον τους περιεσυνέλεξαν, αλλά και
εσχημάτισαν εν
κοινόν στρατόπεδον και έμειναν εκεί ησυχάζοντες διαρκούσης της
ημέρας καθόσον οι
Στράτιοι δεν επετέθησαν εναντίον των, λόγω του ότι αι ενισχύσεις των
λοιπών Ακαρνάνων
δεν είχαν φθάσει ακόμη. Εσφενδόνιζαν όμως αυτούς από μακράν και
τους έφεραν εις
μεγάλην αμηχανίαν, καθόσον δεν ημπορούσαν να κινήσουν χωρίς να
φορούν θώρακα και
ασπίδα, επειδή οι Ακαρνάνες θωρούνται επιτηδειότατοι σφεδονισταί.
82. Όταν ενύκτωσεν, ο Κνήμος απεσύρθη με τον στρατόν του
εσπευσμένως προς τον
ποταμόν Άναπον, που απείχεν ογδοήντα στάδια από την πόλιν του
Στρατού, και την
επιούσαν παρέλαβε τους νεκρούς του, ζητήσας προς τον σκοπόν τούτον
βραχείαν
ανακωχήν. Και επειδή οι Οινιάδαι, λόγω φιλίας, είχαν προσέλθει προς
ενίσχυσιν του
Κνήμου, απεσύρθη εις την πόλιν των, πριν φθάσουν αι αναμενόμεναι
ενισχύσεις των
Ακαρνάνων, και απ’ εκεί απήλθαν τα διάφορα αποσπάσματα εις τα ίδια.
Οι Στράτιοι, εξ
άλλου, έστησαν τρόπαιον δια την μάχην των εναντίον των βαρβάρων.
Ήττα του Πελοποννησιακού στόλου εις τον Πατραϊκόν κόλπον
83. Ο στόλος της Κορίνθου και των άλλων συμμάχων του Κορινθιακού
κόλπου, ο οποίος
ώφειλε να προσέλθη προς τον Κνήμον, δια να εμποδίζη τους Ακαρνάνας
των παραλίων να
140

σπεύσουν εις βοήθειαν των του εσωτερικού, δεν προσήλθεν, αλλ’


ηναγκάσθη, την ιδίαν
περίπου ημέραν της μάχης του Στράτου, να συνάψη ναυμαχίαν προς την
υπό τον
Φορμίωνα μοίραν των είκοσι Αθηναϊκών πλοίων, η οποία εστάθμευεν εις
την Ναύπακτον.
Διότι ο Φορμίων, ενώ αυτοί έπλεαν κατά μήκος της νοτίας ακτής, δια να
εξέλθουν από τον
κόλπον, περιωρίζετο να επιτηρή τας κινήσεις των, διότι επροτίμα να τους
επιτεθή εις την
ανοικτήν θάλασσαν. Αλλ’ οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί των έπλεαν,
έχοντες εξωπλισμένον
τον στόλον των όχι προς ναυμαχίαν, αλλά μάλλον δι’ επιχειρήσεις
εναντίον των παραλίων
της Ακαρνανίας, και ούτε εφαντάζοντο ότι οι Αθηναίοι με τα είκοσι
πλοία των θα ετόλμων
να ναυμαχήσουν προς τα σαράντα επτά ιδικά των. Επειδή, εν τούτοις, όχι
μόνον εφόσον
έπλεαν παρά την νοτίαν ακτήν, έβλεπαν αυτούς πλησίον της βορείας εις
παράλληλον
διεύθυνσιν αλλά και όταν εκ Πατρών της Αχαίας εζήτησαν να περάσουν
προς την
Ακαρνανίαν επί της απέναντι στερεάς, είδαν τους Αθηναίους πλέοντας
εναντίον των εκ της
Χαλκίδος και του ποταμού Ευήνου, καθόσον η προσπάθειά των να μη
γίνουν αντιληπτοί,
όταν ηγκυροβόλησαν εν καιρώ νυκτός εις τας Πάτρας, απέτυχε, μη
δυνάμενοι πλέον να
πράξουν άλλως, ηναγκάσθησαν να ναυμαχήσουν εις το μέσον του
κόλπου των Πατρών. Ο
στόλος των εδιοικείτο από τους στρατηγούς εκάστης πόλεως, όσαι είχαν
μετάσχει εις την
συγκρότησίν του, των Κορινθίων όμως ειδικώς στρατηγοί ήσαν ο
Μαχάων, ο Ισοκράτης και
ο Αγαθαρχίδας. Και οι μεν Πελοποννήσιοι παρέταξαν τα πλοία των με
τας πρώρας προς τα
έξω και τας πρύμνας προς τα έσω κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να
σχηματίζουν κύκλον όσον
το δυνατόν μεγαλύτερον, αλλά με διαστήματα που καθίστων δύσκολον
την διάσπασιν της
παρατάξεώς των. Εντός του κύκλου αυτού παρέταξαν τα συνοδεύοντα
τον στόλον ελαφρά
141

σκάφη και πέντε πολεμικά, τα πλέον ταχύπλοα, δια να δύνανται ταύτα να


εκπλέουν δια της
συντομωτέρας οδού, προς βοήθειαν οιουδήποτε μέρους της παρατάξεως,
κατά του οποίου
θα επετίθετο τυχόν ο εχθρός.
84, Ο Αθηναϊκός στόλος, εις γραμμήν παραγωγής, έπλεε γύρω από τον
Πελοποννησιακόν
και διαρκώς όσον ημπορούσε πλησιέστερα προς αυτόν, παρέχων την
εντύπωσιν ότι από
στιγμής εις στιγμήν θα επιτεθή, και αναγκάζων τοιουτοτρόπως αυτόν να
σμικρύνη ολοέν
113
τον κύκλον της παρατάξεώς του. Αι διαταγαί όμως του Φορμίωνος
ώριζαν να μη γίνη
καμμία επίθεσις, πριν δώση ο ίδιος το σύνθημα. Διότι ήλπιζεν ότι δεν θα
ημπορέση ο
εχθρικός στόλος να τηρήση την τάξιν του, όπως στρατός ξηράς, αλλ’ ότι
τα πλοία θα
συνεκρούοντο προς άλληλα και τα ελαφρά σκάφη Θα επροκάλουν
σύγχυσιν, εάν δε ο
συνήθης εωθινός άνεμος, τον οποίον ανέμενε περιπλέων, ήθελε πνεύσει
από τον κόλπον,
δεν θα ημπορούσαν ούτε επί στιγμήν να συγκρατήσουν την παράταξιν,
και όχι μόνον την
ώραν αυτήν εθεώρει καταλληλοτέραν δια την επίθεσιν, αλλά και
ενόμιζεν ότι απέκειτο εις
την ελευθέραν διάθεσίν του να επιτεθή όταν ήθελε, λόγω της
μεγαλυτέρας ευκινησίας των
πλοίων. Όταν ήρχισε να πνέη ο άνεμος, η παράταξις των πλοίων, η οποία
είχεν ήδη
περιορισθή εις στενόν χώρον, ήρχισε να διασπάται υπό την επήρειαν του
ανέμου και της
επιπτώσεως συγχρόνως των ελαφρών σκαφών. Ούτω, τα πλοία επέπιπταν
το ένα επάνω εις
το άλλο, ενώ τα πληρώματα τα απώθουν με κοντούς, δια να τα
διαχωρίσουν. Επειδή δε όχι
μόνον εφωνάσκουν, αλλά και οδηγίας έδιδαν μεγαλοφώνος οι μεν προς
τους δε, προς
αποφυγήν της συγκρούσεως, και αλληλοϋβρίζοντο, δεν ημπορούσαν ν’
ακούσουν ούτε τα
παραγγέλματα των κυβερνητών, ούτε τους κελευστάς, και οι κωπηλάται,
μη δυνάμενοι ως
142

εκ της θαλασσοταραχής και της απειρίας των να χειρίζωνται τας κώπας,


καθίστων τα πλοία
έτι μάλλον ακυβέρνητα. Ο Φορμίων, θεωρήσας ότι ήλθε πλέον η
κατάλληλος στιγμή,
έδωσε το σήμα της επιθέσεως. Οι Αθηναίοι τότε επέπεσαν, και πρώτον
μεν κατεβύθισαν
μίαν από τας ναυαρχίδας, έπειτα δε, οπουδήποτε επετίθεντο κατά των
εχθρικών πλοίων,
επέφεραν πανωλεθρίαν, και περιήγαγαν αυτά εις τοιαύτην θέσιν, ώστε
κανεις, ως εκ της
συγχύσεως, δεν εσκέπτοντο περί αντιστάσεως, Αλλ’ άλλοι έφευγαν προς
τας Πάτρας και
την Δύμην της Αχαΐας. Οι Αθηναίοι, καταδιώκοντες, συνέλαβαν δώδεκα
πολεμικά σκάφη
και παραλαβόντες το πλείστον των πληρωμάτων επί των ιδικών των
πλοίων, απέπλευσαν
προς το Μολύκρειον. Αφού δε έστησαν τρόπαιον εις το Ρίον και
αφιέρωσαν εν από τα
κυρευθέντα πολεμικά σκάφη εις τον Ποσειδώνα, επέστρεψαν εις
Ναύπακτον. Και οι
Πελοποννήσιοι, με το υπόλοιπον του στόλου των, έπλευσαν ευθύς εκ
Δύμης και Πατρών
παραλιακώς εις την Κυλλήνην, επίνειον των Ηλείων. Μετά την μάχην
του Στράτου, ήλθεν
εις την Κυλλήνην και ο Κνήμος από την Λευκάδα με τον στόλον, ο
οποίος έπρεπε να είχεν
ενωθή με τον εκ Κορίνθου.
Οι αντίπαλοι στόλοι παρά το Ρίον και τον Αντίρριον
85. Αλλά και οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν εις τον στόλον του Κνήμου
συμβούλους τον
Τιμοκράτη, τον Βρασίδαν και τον Λυκόφρονα, με την εντολήν να
ετοιμάσουν καλύτερα
νέαν ναυμαχίαν και να μη ανέχωνται να τους αποκλείη ολιγάριθμος
στόλος από τας
θαλασσίας συγκοινωνίας. Διότι ένεκα του γεγονότος ιδίως, ότι δια
πρώτην φοράν, κατά την
διάρκειαν του παρόντος πολέμου, ελάμβαναν πείραν ναυμαχίας, η
έκβασίς της εφαίνετο
εις αυτούς ανεξήγητος, και δεν ενόμιζαν ότι ο στόλος των ήτο
πραγματικώς τόσον
κατώτερος του εχθρικού, αλλ’ επίστευαν μάλλον ότι είχεν επιδειχθή
κάποια νοθρώτης,
143

καθόσον δεν ελάμβαναν υπ’ όψιν την μακράν πείραν των Αθηναίων, εν
συγκρίσει προς την
ιδικήν των ολιγοχρόνιον εξάσκησιν. Ως εκ τούτου, υπό την επιρροήν του
πάθους,
ενήργησαν την αποστολήν των συμβούλων, οι οποίοι, μετά την άφιξίν
των, από κοινού
μετά του Κνήμου, όχι μόνον έστειλαν αγγελιαφόρους εις τας συμμάχους
πόλεις,
παραγγέλλοντες ν’ αποστείλουν και άλλα πλοία, αλλά και τα
προϋπάρχοντα εξώπλιζαν
προς ναυμαχίαν. Αλλά και ο Φορμίων έστειλεν αγγελιαφόρους εις τας
Αθήνας, δια να
αναγγείλουν την νίκην και συγχρόνως ανακοινώσουν τας ετοιμασίας του
εχθρού, και εζήτει
να του στείλουν εσπευσμένως όσον το δυνατόν περισσότερα πλοία,
καθόσον από ημέραν
εις ημέραν ανεμένετο διαρκώς νέα ναυμαχία. Οι Αθηναίοι απέστειλαν
προς αυτόν μοίραν
114
από είκοσι πλοία, αλλά διέταξαν τον μοίραρχον να καταπλεύση πρώτον
εις Κρήτην. Διότι ο
Νικίας, Κρητικός από την Γόρτυνα, ο οποίος ήτο πρόξενός των, τους
έπεισε να στείλουν
στόλον κατά της Κυδωνίας, πόλεως εχθρικής, υποσχόμενος να την φέρη
με το μέρος των.
Πράγματι όμως τους εξώθησε, χαριζόμενος εις τους Πολιχνίτας, γείτονας
των Κυδωνιατών.
Τοιουτοτρόπως, ο διοικητής της μοίρας, παραλαβών τα πλοία έσπευσεν
εις Κρήτην, όπου
ήρχισε μαζί με τους Πολιχνίτας να ερημώνη την χώραν των Κυδωνιατών,
και συγχρόνως
ένεκα αντιξόων ανέμων και κακοκαιρίας έχασεν όχι ολίγον καιρόν.
86. Εν τω μεταξύ, ενώ οι Αθηναίοι έχαναν τον καιρόν των εις την
Κρήτην, οι Πελοποννήσιοι,
που είχαν συγκεντρωθή εις την Κυλλήνην, έτοιμοι δια νέαν ναυμαχίαν,
ήλθαν,
παραπλέοντες την ακτήν, εις το Πάνορμον της Αχαΐας, όπου ο κατά
ξηράν στρατός των
είχεν έλθει προς υποστήριξίν των. Και ο Φορμίων, εξ άλλου, παραπλέων
την ακτήν, ήλθεν
εις το Ρίον το Μολυκρικόν και ηγκυροβόλησεν έξωθεν αυτού με τα
είκοσι πλοία, με τα
144

οποία είχε ναυμαχήσει προηγουμένως. Το εν λόγω Ρίον ήτο φιλικόν προς


τους Αθηναίους,
απέναντι δε αυτού το άλλο Ρίον, και η μεταξύ των δύο απόστασις, η
οποία αποτελεί το
στόμιον του Κορινθιακού κόλπου, είναι επτά περίπου θαλάσσια στάδια.
Όταν οι
Πελοποννήσιοι είδαν τους Αθηναίους προσορμισθέντας εις το
Μολυκρικόν Ρίον,
προσωρμίσθησαν και αυτοί με εβδομήντα πλοία πλησίον του άλλου Ρίου,
του Αχαϊκού, το
οποίον δεν απέχει πολύ του Πανόρμου, όπου ευρίσκετο ο πεζός στρατός
των. Και επί εξ
μεν ή επτά ημέρας έμειναν ηγκυροβολημένοι, οι μεν απέναντι των δε,
ασκούμενοι και
παρασκευαζόμενοι δια την ναυμαχίαν, αποφασισμένοι, οι μεν
Πελοποννήσιοι να μην
εξέλθουν έξω των Ρίων εις την ανοικτήν θάλασσαν, διότι εφοβούντο
επανάληψιν της
προηγουμένης συμφοράς, οι δε Αθηναίοι να μη πλεύσουν εντός των
στενών, φρονούντες
ότι η εις στενόν χώρον ναυμαχία ήτο προς το συμφέρον του εχθρού.
Τέλος ο Κνήμος, ο
Βρασίδας και οι άλλοι Πελοποννήσιοι στρατηγοί, θέλοντες να
επισπεύσουν την ναυμαχίαν
πριν έλθουν και προς τους Αθηναίους ενισχύσεις, συνεκάλεσαν πρώτον
τους στρατιώτας,
και βλέποντες ότι οι περισσότεροι ήσαν φοβισμένοι, ένεκα της
προηγουμένης ήττης, και
απρόθυμοι δια νέαν μάχην, τους ενεθάρρυναν με τους επομένους περίπου
λόγους :
Λόγος των Πελοποννησίων ηγετών προς τους άνδρας των
87. «Το συμπέρασμα, Πελοποννήσιοι, το οποίον συνάγουν από την
πρόσφατον ναυμαχίαν
όσοι τυχόν από σας, ένεκα αυτής, φοβούνται δια την μέλλουσαν, δεν
είναι καθόλου
δικαιολογημένον. Διότι όχι μόνον η ετοιμασία μας δια την ναυμαχίαν
εκείνην ήτο ατελής,
όπως γνωρίζετε, και επλέαμεν όχι προς ναυμαχίαν, αλλά μάλλον δι’
επιχείρησες κατά των
παραλίων, αλλά συνέβη και η τύχη να δείξη μεγάλην εναντίον μας
καταδρομήν, και, ίσως
και η απειρία, λόγω του ότι δια πρώτην φοράν, κατά την διάρκειαν του
παρόντος πολέμου,
145

εναυμαχούμεν, έγινεν εν μέρει αιτία της αποτυχίας μας. Ώστε η ήττα μας
δεν υπήρξεν
αποτέλεσμα δειλίας, ουδέ είναι ορθόν το φρόνημα, το οποίον δεν δύναται
να καταβάλη η
βία, και το οποίον έχει εν εαυτώ την δύναμιν ν’ αψηφά τον κίνδυνον, να
αμβλύνεται και να
εξασθενή από τυχαίας περιστάσεις. Όφείλετε τουναντίον να θεωρήσετε
ότι ημπορούν μεν
οι άνθρωποι να υφίστανται ενίοτε αποτυχίας, ένεκα των περιπετειών της
τύχης,αλλ’ ότι
όσοι έχουν γενναίον το φρόνημα οφείλουν εις κάθε περίστασιν να
δεικνύωνται ανδρείοι,
και εφόσον είναι τοιούτοι, δεν ημπορούν, επικαλούμενοι την απειρίαν
των, να
δικαιολογηθούν, διότι εις ωρισμένην περίστασιν εδείχθησαν δειλοί.
Άλλωστε, η υπό
έποψιν πείρας καθυστέρησίς σας είναι μικροτέρα από την υπεροχήν σας
υπό την έποψιν
θάρρους. Ενώ η εμπειρία των εχθρών, την οποίαν κυρίως φοβείσθε, εάν
μεν συνδυάζεται
με ανδρείαν, θα επιτρέψη κατά την ώραν του κινδύνου να ενθυμηθούν
ούτοι και
εφαρμόσουν τα διδάγματά της, χωρίς όμως ευψυχίαν, καμμία τέχνη δεν
αρκεί απέναντι
115
των κινδύνων. Διότι ο φόβος εκπτοεί την μνήμην, η δε τέχνη άνευ
θάρρους είναι άχρηστος.
Οφείλετε δια τούτο ν’ αντιτάξετε προς την μεγαλυτέραν εμπειρίαν των
την μεγαλυτέραν
τόλμην σας, προς δε τον φόβον σας δια την προηγουμένην ήτταν το
γεγονός ότι ετύχατε
τότε απαράσκευοι. Έχετε, άλλωστε, το διπλούν πλεονέκτημα, και ότι
υπερτερείτε πολύ
κατά τον αριθμόν των πλοίων, και ότι θα ναυμαχήσετε πλησίον των
παραλίων σας,
υποστηριζόμενοι από το πεζικόν. Και η νίκη ως επί το πλείστον ανήκει
εις τους
περισσοτέρους και καλλίτερον προετοιμασμένους. Ώστε ούτε μίαν καν
πιθανήν αιτίαν
αποτυχίας ημποροΰμεν να εύρωμεν. Και αυτά τα προηγούμενα σφάλματά
μας αποτελούν
πρόσθετον πλεονέκτημα, διότι θα μας χρησιμεύσουν ως μάθημα. Μετά
θάρρους λοιπόν,
146

και πηδαλιούχοι και κωπηλάται, ας εκτελή έκαστος το καθ’ εαυτόν τα


παραγγελλόμενα και
ας μη εγκαταλείπη την θέσιν, εις την οποίαν ήθελε ταχθή. Την επίθεσιν
άλλωστε θα
παρασκευάσωμεν εξ ίσου καλώς, όσον και οι προηγούμενοι αρχηγοί, και
δεν θα δώσωμεν
εις κανένα πρόφασιν να δειχθή δειλός. Αλλ’ εάν παρ’ όλα ταύτα θελήση
τυχόν κανεις να
δειχθή τοιούτος, θα υποστή την πρέπουσαν τιμωρίαν, ενώ οι, ανδρείοι θα
τιμηθούν με τας
αμοιβάς που αρμόζουν εις την γενναιότητα.»
Ενθαρρυντικός λόγος του Φορμίωνος προς τους άνδρας του Αθηναϊκού
στόλου
88. Με τοιούτους λόγους, οι αρχηγοί των Πελοποννησίων ενεθάρρυναν
αυτούς. Αλλ’ ο
Φορμίων, φοβούμενος και αυτός την αποθάρρυνσιν των ανδρών του, και
μανθάνων ότι
συνήρχοντο ιδιαιτέρως κατά ομάδας και ωμίλουν μετά φόβου περί του
μεγάλου αριθμού
των εχθρικών πλοίων, απεφάσισε να τους συγκεντρώση και τους
ενθαρρύνη δια
καταλλήλου προς την περίστασιν ομιλίας. Διότι και προηγουμένως,
παρασκεύαζων τα
πνεύματα, έλεγε προς αυτούς πολλάκις, ότι δεν υπήρχεν αριθμός πλοίων
τόσον μεγάλος δι’
αυτούς, τον οποίον, επερχόμενον εναντίον των, να μην ώφειλαν ν’
αντιμετωπίσουν, και
προ πολλού ήτο σχηματισμένη μεταξύ των στρατιωτών του η πεποίθησις
ότι, όντες
Αθηναίοι, οφείλουν να μην υποχωρούν ενώπιον οιουδήποτε πλήθους
Πελοποννησιακών
πλοίων. Και τότε, αντιλαμβανόμενος αυτούς αποθαρρυμένους από ό,τι
έβλεπον εμπρός εις
τα μάτια τους, και θέλων να τους υπενθυμίση την εμπιστοσύνην, την
οποίαν οι ίδιοι είχαν
προηγουμένως, τους ωμίλησεν ως εξής περίπου :
89. «Στρατιώται, σας συνεκάλεσα, διότι βλέπω ότι είσθε τρομαγμένοι
από την αριθμητικήν
υπεροχήν του εχθρού, και διότι δεν επερίμενα να καταλαμβάνεσθε από
αποθάρρυνσιν δια
πράγματα, τα οποία δεν είναι φοβερά. Καθόσον πρώτον μεν οι
Πελοποννήσιοι, ακριβώς
147

διότι ενικήθησαν προηγουμένως, και διότι ούτε οι ίδιοι φαντάζονται ότι


είναι ισόπαλοι με
ημάς, παρεσκεύασαν τον μεγάλον αυτόν και δυσανάλογον αριθμόν
πλοίων. Έπειτα δε το
θάρρος των, εις το οποίον κυρίως στηρίζονται, επερχόμενοι εναντίον μας,
ως να ήτο
ειδικόν προνόμιόν των το να είναι ανδρείοι, εις τίποτε άλλο δεν
στηρίζεται παρά εις τας
επιτυχίας, τας οποίας η εμπειρία των εις τον κατά ξηράν πόλεμον δίδει
συνήθως εις
αυτούς, και πιστεύουν, ως εκ τούτου, ότι αυτή θα τους δώση ομοίαν
επιτυχίαν και κατά
θάλασσαν. Αλλά το πλεονέκτημα τούτο, και εάν ακόμη ανήκη εις
εκείνους κατά ξηράν, θα
είναι δικαίως με το μέρος μας σήμερον, όπου πρόκειται περί αγώνος
κατά θάλασσαν αφού
υπό έποψιν μεν γενναιότητος ουδαμώς υπερέχουν, επί τη βάσει όμως της
ιδιαιτέρας
εμπειρίας μας και της ιδικής των, ημείς έχομεν περισσοτέρους λόγους να
είμεθα
θαρραλέοι. Και τέλος επειδή οι Λακεδαιμόνιοι εξασκούν την αρχηγίαν
επί των συμμάχων
των, χάριν της ιδίας των δόξης, οι περισσότεροι από τους τελευταίους
σύρονται εις την
μάχην παρά την θέλησίν των, διότι εκουσίως δεν θα επεχείρουν ποτέ,
μετά την
αποφασιστικήν ήτταν των, να συνάψουν και νέαν ναυμαχίαν. Επομένως,
δεν έχετε λόγον
116
να φοβηθήτε την τόλμην των. Τουναντίον, σεις εμπνέετε εις αυτούς
μεγαλύτερον φόβον
και περισσότερον δικαιολογημένον, και διότι τους ενικήσατε εις την
προηγουμένην
ναυμαχίαν, και διότι πιστεύουν, ότι δεν θ’ αντετάσσεσθε εναντίον των,
εάν δεν
επροβλέπατε ότι θα κατορθώσετε κάτι ανάλογον προς την ασυγκράτητον
τόλμην, με την
οποίαν αντιμετωπίζετε τόσον ανωτέρας δυνάμεις. Διότι οι περισσότεροι
άνθρωποι, όπως οι
Πελοποννήσιοι τώρα, δεν αντιμετωπίζουν τους εχθρούς των παρά με
ισοπάλους ή
μεγαλυτέρας δυνάμεις, καθόσον εμπιστεύονται περισσότερον εις την
υλικήν δύναμιν,
148

παρά εις το θάρρος των. Ενώ όσοι αντιμετωπίζουν αυτούς με πολύ


μικροτέρας δυνάμεις,
χωρίς εξ άλλου να είναι ηναγκασμένοι προς τούτο, σημαίνει ότι έχουν
μέσα των
αποφασιστικότητα ακατάβλητον. Όλα αυτά συλλογιζόμενοι οι
Πελοποννήσιοι, κατήντησαν
να μας φοβούνται περισσότερον δια το απροσδόκητον της αποφάσεώς
μας να τους
αντιμετωπίσωμεν με μικροτέρας δυνάμεις, παρ’ όσον θα μας εφοβούντο,
εάν τους
αντιμετωπίζαμεν με δυνάμεις αναλόγους προς τας ιδικάς των. Και πολλοί
στρατοί μέχρι
τούδε ενικήθησαν από ολιγωτέρους ένεκα απειρίας, μερικοί δε και ένεκα
ατολμίας, Αλλ’
ούτε δια το εν, ούτε δια το άλλο ελάττωμα ημπορούμεν να
κατηγορηθώμεν ημείς σήμερον.
Ως προς την μάχην, εξ άλλου, θα κάμω ό,τι ημπορώ δια ν’ αποφύγω να
συνάψω αυτήν
εντός του κόλπου, ούτε καν θα εισπλεύσω εντός αυτού. Καθόσον
αντιλαμβάνομαι ότι ο
στενός χώρος δεν αποτελεί πλεονέκτημα δια στόλον ολίγων πλοίων
ευκινήτων και εχόντων
έμπειρα πληρώματα, όταν αντιμετωπίζουν μεγαλύτερον αριθμόν πλοίων
ατέχνως
χειριζομένων. Διότι εφόσον δεν βλέπει κανείς τα εχθρικά πλοία από
ικανήν απόστασιν,
ούτε να επιτεθή δια του εμβόλου, όπως έπρεπε, ημπορεί, ούτε πιεζόμενος
να υποχωρήση
την κατάλληλον στιγμήν. Ούτε είναι δυναταί διασπάσεις της εχθρικής
παρατάξεως και
επαναστροφαί, αι οποίαι αποτελούν χειρισμούς αρμόζοντας εις ευκίνητα
πλοία, αλλά κατ’
ανάγκην η ναυμαχία αποβαίνει πεζομαχία, και εις τοιαύτην περίπτωσιν
τα περισσότερα
πλοία επικρατούν. Περί τούτων λοιπόν εγώ θα προνοήσω με πάσαν
επιμέλειαν. Ιδικόν σας
καθήκον είναι όχι μόνον να μένετε εις καλήν τάξιν πλησίον των πλοίων,
έχοντες διαρκώς
εστραμένην την προσοχήν προς τα παραγγέλματα, τόσω μάλλον καθόσον
ο εχθρός
σταθμεύει εις μικράν απόστασιν, αλλά και κατά την διάρκειαν της μάχης
να εκτιμάτε
149

περισσότερον από κάθε άλλο την τάξιν και την σιωπήν, αι οποίαι είναι
γενικώς ωφέλιμοι
εις τον πόλεμον και προ πάντων τον κατά θάλασσαν, και ν’ αποκρούετε
τον εχθρόν κατά
τρόπον αντάξον των προηγουμένων κατορθωμάτων σας. Διεξάγετε
αγώνα μεγάλης
σπουδαιότητος. Πρόκειται ή να διαλύσετε τας ελπίδας, τας οποίας οι
Πελοποννήσιοι
αρχίζουν να στηρίζουν εις το ναυτικόν των, ή να καταστήσετε δια τους
Αθηναίους
εγγύτερον τον φόβον του να χάσουν την κυριαρχίαν της θαλάσσης. Σας
υπενθυμίζω δε και
πάλιν ότι ενικήσατε ήδη τους περισσοτέρους απ’ αυτούς. Οι άνθρωποι,
άλλωστε, όσοι
υπέστησαν ήτταν, δεν συνηθίζουν ν’ αντιμετωπίζουν τους άλλους
κινδύνους με το ίδιον
θάρρος.»
Περιγραφή της ναυμαχίας
90. Τοιαύτας προτροπάς απηύθυνε και ο Φορμίων εις τους άνδρας του.
Οι Πελοποννήσιοι,
οι οποίοι ήσαν ηγκυροβολημένοι με τα νώτα στηριζόμενα επί της
παραλίας των, εις
φάλαγγα βάθους τεσσάρων πλοίων, βλέποντες ότι οι Αθηναίοι δεν
εισήρχοντο εντός του
κόλπου και των στενών, και θέλοντες να τους παρασύρουν εκεί και
άκοντας, εξέπλευσαν
λίαν πρωΐ διευθυνόμενοι εις το εσωτερικόν του κόλπου, αφού έστρεψαν
μέτωπον προς τα
δεξιά, ούτως ώστε το τέως δεξιόν των κέρας κατείχεν ήδη την
πρωτοπορίαν. Εις την
πρωτοπορίαν αυτήν έταξαν είκοσι πλοία, τα πλέον ταχύπλοα, όπως εις
περίστασιν, κατά
την οποίαν ο Φορμίων ήθελεν τυχόν υποθέσει ότι πλέουν κατά της
Ναυπάκτου, και ήθελε
117
σπεύσει και αυτός πλέων παρά την ακτήν κατά την ιδίαν διεύθυνσιν,
προς υπεράσπισίν
της, μη δυνηθούν οι Αθηναίοι να διαφύγουν την επίθεσν του στόλου των
Πελοποννησίων
δια της υπερφαλαγγίσεως του δεξιού κέρατος αυτού, αλλά τούτο
αποκόψη εκείνους. Ο
Φορμίων, τωόντι, ως είδεν αυτούς εκκινούντας, εφοβήθη, καθώς εκείνοι
είχαν προΐδει, δια
150

την ασφάλειαν της Ναυπάκτου, η οποία ήτο αφύλακτος, και παρά την
θέλησίν του
επεβίβασε εσπευσμένως τα πληρώματα και έπλεε παρά την ακτήν, ενώ ο
πεζός στρατός
των Μεσσηνίων ηκολούθει και αυτός, έτοιμος προς βοήθειαν. Όταν είδαν
οι
Πελοποννήσιοι ότι οι Αθηναίοι παρέπλεαν παρά την ακτήν εις γραμμήν
παραγωγής, και ότι
ήσαν ήδη εντός του κόλπου και πολύ πλησίον της ξηράς, πράγμα το
οποίον ακριβώς
επεδίωκαν, μόλις εδόθη το σχετικόν σήμα, έστρεψαν όλοι μέτωπον προς
τ’ αριστερά και
έπλεαν εναντίον των Αθηναίων, όσον ταχύτερον ημπορούσε έκαστος,
ελπίζοντες ν’
αποκόψουν όλον τον στόλον των. Ένδεκα εν τούτοις από τα πλοία του
στόλου αυτού, τα
οποία έπλεαν επί κεφαλής των άλλων, κατώρθωσαν να διαφύγουν το
δεξιόν κέρας των
Πελοποννησίων και την επίθεσιν του νέου μετώπου των, και έπλευσαν
προς το πλατύτερον
μέρος του κόλπου. Αλλά τα επίλοιπα επρόλαβαν οι Πελοποννήσιοι, και
όχι μόνον τα
έσπρωξαν προς την ξηράν, ενώ προσεπάθουν να διαφύγουν, αλλά και τα
ηχρήστεσαν και
εφόνευσαν τους αποτελούντας τα πληρώματα, όσοι τυχόν δεν επρόλαβαν
να φθάσουν εις
την ξηράν κολυμβώντες, εκτός δ’ ενός πλοίου, το οποίον οι
Πελοποννήσιοι είχαν ήδη
κυριεύσει προηγουμένως αύτανδρον, προσέδεσαν μερικά άλλα εις τα
ιδικά των και τα
ερρυμούλκησαν κενά πληρωμάτων. Αλλ’ οι Μεσσήνιοι, οι οποίοι είχαν
σπεύσει εις
βοήθειαν, εισώρμησαν ένοπλοι εις την θάλασσαν, κατώρθωσαν ν’
ανέλθουν εις μερικά απ’
αυτά, και διεξάγοντες αγώνα από καταστρωμάτων, τ’ ανέκτησαν ενώ ήδη
ερρυμουλκούντο.
91. Εις το μέρος λοιπόν τούτο της μάχης οι Πελοποννήσιοι ήσαν νικηταί
και είχαν
προξενήσει σοβαράς ζημίας εις τα Αθηναϊκά πλοία. Τα είκοσι, εξ άλλου,
ταχύπλοα σκάφη
του δεξιού κέρατος κατεδίωξαν τα ένδεκα Αθηναϊκά, τα οποία είχαν
διαφύγει προς το
151

πλατύτερο μέρος του κόλπου, όταν οι Πελοποννήσιοι, έκαμαν την


αιφνιδίαν στροφήν. Τα
Αθηναϊκά αυτά πλοία, πλην ενός, επρόλαβαν και κατέφυγαν εις την
Ναύπακτον, όπου
εσταμάτησαν απέναντι του ναού του Απόλλωνος, με την πρώραν προς τα
έξω, και
ητοιμάζοντο ν’ αμυνθούν, εάν ο εχθρός εστρέφετο προς την ξηράν, δια
να επιτεθή κατ’
αυτών. Οι Πελοποννήσιοι έφθασαν πράγματι μετ’ ολίγον, παιανίζοντες
ενώ έπλεαν, ως να
είχαν ήδη νικήσει, και εν πλοίον των Λευκαδίων, το οποίον προηγείτο
πολύ από τον
επίλοιπον στόλον, κατεδίωκε το καθυστερήσαν Αθηναϊκόν πλοίον. Αλλ’
εις ικανήν από την
Ναύπακτον απόστασιν έτυχεν αγκυροβολημένον εμπορικόν σκάφος, περί
το οποίον
επρόλαβε το Αθηναϊκόν να ενεργήση τον χειρισμόν του περίπλου,
προσβάλη εις την
πλευράν το καταδιώκον αυτό Λευκάδιον πλοίον και το καταβυθίση. Ως
εκ του
απροσδοκήτου και εκπληκτικού αυτού γεγονότος, οι Πελοποννήσιοι
κατελήφθησαν από
φόβον, και επειδή συγχρόνως η κατά του Αθηναϊκού στόλου καταδίωξίς
των εγίνετο άνευ
τάξεως πλέον, ως εκ του αισθήματος ασφαλείας, το οποίον τους έδιδεν η
νίκη, αλλά μεν
από τα πλοία στηρίξαντα τας κώπας των κατεβασμένας εντός της
θαλάσσης, εσταμάτησαν
την πορείαν των, περιμένοντες το κύριον τμήμα του στόλου των, πράγμα
το οποίον ήτο
σοβαρόν σφάλμα, διότι έδιδεν εις τον εχθρόν ευκαιρίαν αντεπιθέσεως εκ
μικράς
αποστάσεως, άλλα δε πάλιν, ένεκα αγνοίας του μέρους, εξώκειλαν εις
ρηχά νερά.
92. Εις το θέαμα τούτο, οι Αθηναίοι εμπνευσθέντες από θάρρος, μόλις
εδόθη το σχετικόν
παράγγελμα, ώρμησαν όλοι συγχρόνως αλαλάζοντες εναντίον των. Αλλ’
ο
Πελοποννησιακός στόλος, ένεκα των σφαλμάτων, εις τα οποία υπέπεσε,
και της αταξίας,
εις την οποίαν ευρίσκετο την στιγμήν εκείνην, μετά βραχείαν αντίστασιν,
ετράπη εις φυγήν
118
152

προς το Πάνορμον, από όπου είχεν εκπλεύσει. Οι Αθηναίοι τους


κατεδίωξαν και όχι μόνον
συνέλαβαν τα πλησιέστερα εχθρικά πλοία, εξ τον αριθμόν, αλλ’
ανέκτησαν και τα ιδικά των
σκάφη, όσα είχε ρυμουλκήσει ο εχθρός, αφού τα ηχρήστευσεν αρχικώς,
πλησίον της ακτής.
Από τα πληρώματα δε των εχθρικών πλοίων άλλους εφόνευσαν και
άλλους ηχμαλώτισαν.
Ο Λακεδαιμόνιο Τιμοκράτης, ο οποίος επέβαινεν επί του Λευκαδίου
πλοίου που εβυθίσθη
πλησίον του εμπορικού, ως είδε την καταστροφήν του πλοίου του,
ηυτοκτόνησε, και το
σώμα του εξεβράσθη εις τον λιμένα της Ναυπάκτου. Επιστρέψαντες οι
Αθηναίοι, έστησαν
τρόπαιον εις το μέρος, από το οποίον εκκινήσαντες ενίκησαν, και
συνέλεξαν τους νεκρούς
και τα ναυάγια μαζύ με τους ναυαγούς που ήσαν πλησίον της ακτής των,
και παρεχώρησαν
βραχείαν ανακωχήν εις τους εχθρούς, δια να παραλάβουν τους νεκρούς
των. Αλλά και οι
Πελοποννήσιοι έστησαν τρόπαιον δια την ήτταν των εχθρικών πλοίων
που είχαν
αχρηστεύσει πλησίον της ξηράς, και το πλοίον που είχαν συλλάβει
ετοποθέτησαν ως
αφιέρωμα εις το Αχαϊκόν Ρίον, πλησίον του τροπαίου. Μετά ταύτα όμως,
φοβούμενοι τας
ενισχύσεις που επεριμένοντο από τας Αθήνας, εισέπλευσαν όλοι, εκτός
των Λευκαδίων, εν
καιρώ νυκτός, εις τον Κορινθιακόν κόλπον, κατευθυνόμενοι προς την
Κόρινθον. Και ολίγον
μετά την αναχώρησιν του Πελοποννησιακού στόλου, έφθασεν εκ Κρήτης
εις την
Ναύπακτον η μοίρα των είκοσι Αθηναϊκών πλοίων, τα οποία έπρεπε να
προσέλθουν προς
ενίσχυ σιν του Φορμίωνος προ της μάχης. Και με τα γεγονότα αυτά
ετελείωσε το θέρος.
Σχέδιον των Πελοποννησίων να καταλάβουν τον Πειραιά
93. Μετά την επιστροφήν του στόλου εις τον Κορινθιακόν κόλπον, ο
Κνήμος, ο Βρασίδας,
και οι λοιποί αρχηγοί των Πελοποννησίων ήθελαν, κατ’ εισήγησιν των
Μεγαρέων, πριν
προβούν εις αποστράτευσιν αυτού, να επιχειρήσουν κατά τας αρχάς του
χειμώνος την
153

κατάληψιν του Πειραιώς, του λιμένος των Αθηναίων,ο οποίος ήτο


αφύλακτος και
άκλειστος, πολύ φυσικά άλλωστε ως εκ της κατά θάλασσαν μεγάλης
υπεροχής των
Αθηναίων. Και εσχεδίαζαν ότι έκαστος ναύτης, φέρων την κώπην του, το
υπηρέσιον και τον
τροπωτήρα, θα μετέβαινε δια ξηράς από την Κόρινθον εις την προς τας
Αθήνας θάλασσαν,
και αφού δι’ εσπευσμένης πορείας έφθαναν εις τα Μέγαρα και
καθείλκυαν από την
Νίσαιαν, τον πολεμικόν λιμένα των Μεγάρων, σαράντα πλοία που
ευρίσκοντο εκεί, θα
έπλεαν κατ’ ευθείαν εναντίον του Πειραιώς. Καθόσον ούτε ναυτική
δύναμις εστάθμευεν
εντός αυτού προς προστασίαν, ούτε καμμία ανησυχία υπήρχε μήπως ο
εχθρός επιτεθή
ποτέ δια θαλάσσης, κατά τοιούτον αιφνίδιον τρόπον, διότι ούτε φανεράν
επίθεσιν ηδύνατο
να τολμήση, ούτε ήτο δυνατόν, εάν εσχεδίαζε μυστικήν τοιαύτην, να μη
το αντιληφθούν
εγκαίρως οι Αθηναίοι. Τωόντι, μόλις απεφασίσθη οριστικώς το σχέδιον
τούτο, οι
Πελοποννήσιοι ανεχώρησαν δια τα Μέγαρα, και φθάσαντες εν καιρώ
νυκτός και
καθελκύσαντες τα πλοία από την Νίσαιαν, απέπλευσαν, διευθυνόμενοι
όμως όχι κατά του
Πειραιως πλέον, όπως αρχικώς εσχεδίαζαν, διότι εθεώρησαν τον
κίνδυνον πολύ μεγάλον
(και διότι, ως λέγεται, κάποιος άνεμος τους ημπόδισε), αλλά κατά του
ακρωτηρίου της
Σαλαμίνος, το οποίον βλέπει προς τα Μέγαρα, όπου υπήρχε φρούριον και
μοίρα τριών
πλοίων δια να παρεμποδίζη αυστηρώς τον είσπλουν και έκπλουν του
λιμένος των
Μεγάρων. Επετέθησαν λοιπόν κατά του φρουρίου αυτού, καθείλκυσαν
και ερρυμούλκησαν
τας τριήρεις, κενάς πληρωμάτων, και επεδόθησαν εις λεηλασίαν της
λοιπής Σαλαμίνος, της
οποίας οι κάτοικοι δεν επερίμεναν τοιαύτην επίθεσιν.
94. Πυρσοί τότε υψώθησαν δια να μεταδώσουν την είδησιν της εχθρικής
επιδρομής εις τας
Αθήνας, όπου επήλθε κατάπληξις μεγαλυτέρα από κάθε άλλην κατά τον
πόλεμον. Διότι οι
154

κάτοικοι της πόλεως ενόμισαν ότι είχαν ήδη εισπλεύσει εις τον Πειραιά
οι εχθροί, και οι
του Πειραιώς, ότι η Σαλαμίς είχεν ήδη κυριευθή και ότι από στιγμής εις
στιγμήν θα
119
εισέπλεαν εις τον λιμένα των, πράγμα πού ημπορούσε ευκόλως να είχε
συμβή, εάν ο
εχθρός ήθελε πραγματικώς να ενεργήση αποφασιστικώς, και ούτε θα τον
ημπόδιζεν ο
άνεμος. Αλλά μόλις εξημέρωσεν, οι Αθηναίοι έσπευσαν εις βοήθειαν του
Πειραιώς
πανστρατιά, καθείλκυσαν τα πλοία, και επιβιβασθέντες επ’ αυτών με
θορυβώδη σπουδήν,
έπλεαν προς την Σαλαμίνα, ενώ εις τον στρατόν της ξηράς ανετέθη η
φρούρησις του
Πειραιώς. Οι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη επιδράμει το μεγαλύτερον μέρος
της Σαλαμίνος,
όταν, αντιληφθέντες τους Αθηναίους σπεύδοντας εις βοήθειαν αυτής
παρέλαβαν τους
αιχμαλώτους, την λείαν, και τα τρία πλοία που είχαν πάρει από το
φρούριον Βούδορον, και
απέπλευσαν εσπευσμένως εις Νίσαιαν. Εν μέρει, άλλωστε, ενέπνεεν εις
αυτούς ανησυχίαν
και το περιστατικόν ότι τα πλοία των, καθελκυσθέντα μετά πάροδον
μακρού χρόνου, δεν
ήσαν στεγανά. Φθάσαντες δε εις τα Μέγαρα, επέστρεψαν πεζή εις
Κόρινθον. Οι Αθηναίοι,
εξ άλλου, μη προλαβόντες αυτούς εις την Σαλαμίνα, απέπλευσαν και
αυτοί εις τα ίδια, και
μετά το επεισόδιον τούτο, εφρούρουν του λοιπού επιμελέστερον τον
Πειραιά, όχι μόνον
δια του κλεισίματος των λιμένων, αλλά και δια της εφαρμογής άλλων
προφυλακτικών
μέτρων.
Ο Σιτάλκης και το Θρακικόν του βασίλειον. Η Μακεδονία
95. Εις τον ίδιον περίπου καιρόν, κατά τας αρχάς του νέου χειμώνος, ο
Οδρύσης Σιτάλκης,
υιός του Τήρεω, βασιλεύς των Θρακών, εξεστράτευσεν εναντίον του
Περδίκκα, υιού του
Αλεξάνδρου, βασιλέως της Μακεδονίας, και των πόλεων της Χαλκιδικής,
επιθυμών να
επιβάλη την εκτέλεσιν μιας υποσχέσεως και να εκτελέση ο ίδιος μίαν
άλλην. Διότι αφ’ ενός
155

μεν ο Περδίκκας, ο οποίος ευρισκόμενος εις τας αρχάς του πολέμου εις
πολύ δύσκολον
θέσιν, είχε δώσει υποσχέσεις προς τον Σιτάλκην, υπό τον όρον, ότι ο
τελευταίος θα τον
συνεφιλίωνε με τους Αθηναίους, και ότι δεν θα επανέφερε τον αδελφόν
του Φίλιππον, ο
οποίος ήτο εχθρός του, δια να τον εγκαταστήση βασιλέα, δεν εξετέλει τας
υποσχέσεις του
αυτάς. Εξ άλλου, ο ίδιος ο Σιτάλκης, όταν συνωμολόγησε την συμμαχίαν
με τους
Αθηναίους, είχεν αναλάβει απέναντί των την υποχρέωσιν να τερματίση
τον Χαλκιδικόν
πόλεμον, Ένεκα λοιπόν των δύο αυτών λόγων, επεχείρει την
εκστρατείαν, έχων μαζί του και
τον υιόν του Φιλίππου Αμύνταν, δια να τον εγκαταστήση βασιλέα των
Μακεδόνων, και
τους πρέσβεις των Αθηναίων, οι οποίοι είχαν έλθει προς αυτόν εξ
αφορμής ακριβώς της
εκστρατείας, και ως στρατηγόν τον Άγνωνα. Διότι και οι Αθηναίοι
επρόκειτο, κατά τα
συμφωνηθέντα, να συμπράξουν εναντίον των πόλεων της Χαλκιδικής δια
της αποστολής
όχι μόνον στόλου, αλλά και στρατού, όσον το δυνατόν περισσοτέρου.
96. Ο Σιτάλκης, λοιπόν, αρχίζων από την χώραν των Οδρυσών, εκάλεσε
πρώτον υπό τας
σημαίας του τους εντεύθεν του όρους Αίμου και της Ροδόπης, μέχρι των
ακτών του
Ευξείνου Πόντου και του Ελλησπόντου Θράκας, επί των οποίων
εβασίλευεν, έπειτα πέραν
του Αίμου τους Γέτας και όσα άλλα φύλα ήσαν εγκατεστημένα εντεύθεν
του Ίστρου προς
τα παράλια ιδίως του Ευξείνου Πόντου. Οι Γέται και τα άλλα φύλα των
μερών αυτών είναι
όχι μόνον γείτονες των Σκυθών, αλλά και έχουν όμοιον με αυτούς
οπλισμόν, είναι δηλαδή
όλοι ιπποτοξόται. Εκάλεσε προς τούτοις να τον ακολουθήσουν πολλούς
από τους ορεινούς
μαχαιροφόρους Θράκας, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι, επονομάζονται
Δίοι, και κατοικούν οι
περισσότεροι την Ροδόπην. Από αυτούς άλλοι εστρατολογήθησαν ως
μισθοφόροι και άλλοι
ηκολούθησαν ως εθελονταί. Εκάλεσεν ακόμη υπό τας σημαίας του τους
Αγριάνας και τους
156

Λαιαίους και όλα τα Παιονικά φύλα, επί των οποίων εβασίλευε, και τα
οποία ήσαν οι
τελευταίοι προς το μέρος τούτο υπήκοοί του. Διότι εις την επικράτειάν
του
περιλαμβάνονται και οι Λαιαίοι Παίονες και ο ποταμός Στρυμών, ο
οποίος πηγάζει από το
όρος Σκόμβρον και διασχίζει την χώραν των Αγριάνων και Λαιαίων. Εκεί
και πέραν αρχίζει η
120
χώρα των ανεξαρτήτων Παιόνων. Προς το μέρος των Τριβαλλών, εξ
άλλου, οι οποίοι είναι
επίσης ανεξάρτητοι, το όριον του κράτους του αποτελούν οι Τρήρες και
οι Τιλαταίοι, οι
οποίοι κατοικούν προς βορράν του όρους Σκόμβρου, εκτεινόμενοι
δυτικώς μέχρι του
ποταμού Οσκίου. Ο ποταμός αυτός πηγάζει από την ιδίαν οροσειράν, από
την οποίαν
πηγάζουν και ο Εύρος και ο Νέστος, και είναι η οροσειρά αυτή, η οποία
συνέχεται με την
Ροδόπην, μεγάλη και ακατοίκητος.
97. Ως προς το μέγεθός του, το βασίλειον των Οδρυσών εξετείνετο προς
το μέρος μεν της
θαλάσσης από την πόλιν των Αβδήρων μέχρι του Ευξείνου Πόντου, έως
τας εκβολάς του
ποταμού Ίστρου. Την έκτασιν αυτήν ημπορεί κανείς, ακολουθών την
συντομωτέραν
πορείαν, να περιπλεύση με εμπορικόν σκάφος εις τέσσαρα ημερονύκτια,
εάν ο άνεμος
είναι διαρκώς ούριος. Κατά ξηράν, την απόστασιν από τα Άβδηρα έως τα
εκβολάς του
Ίστρου ημπορεί καλός πεζοπόρος να διανύση εις ένδεκα ημέρας,
ακολουθών επίσης τον
συντομώτερον δρόμον. Τόση ήτο η έκτασις του κράτους των Οδρυσών
από θάλασσαν εις
θάλασσαν. Προς την διεύθυνσιν του εσωτερικού, η απόστασις από το
Βυζάντιον έως την
χώραν των Λαιαίων και τον ποταμόν Στρυμόνα (δηλαδή η μακροτέρα
απόστασις από την
θάλασσαν προς το εσωτερικόν) ημπορεί να διανυθή από καλόν
πεζοπόρον εις δέκα τρεις
ημέρας. Ως προς τον φόρον, εξ άλλου, τον οποίον επλήρωναν τα υπό των
βαρβάρων
157

κατοικούμενα εδάφη και αι Ελληνικαί πόλεις, επί των οποίων εξετείνετο


η κυριαρχία των
Οδρυσών, επί Σεύθου (ο οποίος, βασιλεύσας μετά τον Σιτάλκη, ηύξησε
τα μέγιστα τωόντι
την εξ αυτού πρόσοδον), η αξία του ανήρχετο εις τετρακόσια περίπου
τάλαντα νομίσματος,
κατεβάλλετο δε σίτος εις χρυσόν και άργυρον. Και δώρα χρυσά και
αργυρά αξίας όχι
μικροτέρας του φόρου προσεφέροντο, εκτός από τα παντός είδους
υφάσματα κεντημένα
και απλά και άλλα είδη οικιακής χρήσεως, και μάλιστα όχι μόνον εις τον
ίδιον τον βασιλέα,
αλλά και εις τους υπ’ αυτόν άρχοντας και τους ευγενείς Οδρύσας. Διότι
εις τους Οδρύσας,
αντιθέτως προς τα κρατούντα εις το βασίλειον των Περσών, εισήχθη και
το έθιμον να
λαμβάνουν μάλλον παρά να δίδουν. Ήτο δε μεγαλυτέρα εντροπή να μη
δίδη κανείς, όταν
του εζήτουν, παρά ζητών να μη λαμβάνη. Το έθιμον αυτό ίσχυε βεβαίως
και μεταξύ των
άλλων Θρακών, οι Οδρύσαι όμως βασιλείς, λόγω της μεγαλυτέρας
δυνάμεώς των, το
εξεμεταλλεύθησαν περισσότερον. Διότι δεν ημπορούσε κανείς να
κατορθώση τίποτε χωρίς
να δίδη δώρα. Ως εκ’ τούτου, η βασιλεία των Οδρυσών απέβη
ισχυροτάτη, και υπό έποψιν
χρηματικών προσόδων και γενικής ευημερίας υπερέβαινεν όλα τα μεταξύ
του Ιονίου
κόλπου και του Ευξείνου Πόντου βασίλεια, μολονότι υπό έποψιν
δυνάμεως και πλήθους
στρατού ήτο πολύ υποδεεστέρα από το βασίλειον των Σκυθών. Διότι εάν
υποτεθή ότι οι
τελευταίοι αυτοί συμφωνούν όλοι μεταξύ των, όχι μόνον τα έθνη της
Ευρώπης δεν
ημπορούν να εξισωθούν με την δύναμίν των, αλλ’ ούτε εις την Ασίαν
ακόμη υπάρχει κανέν
έθνος που να ημπορή μόνον του ν’ αντιταχθή προς αυτούς. Άλλωστε,
ούτε ως προς την
κατά τα λοιπά ορθοφροσύνην και την αντίληψιν των χρησίμων εις την
ζωήν ημπορούν να
συγκριθούν με άλλους.
98. Ως βασιλεύς λοιπόν χώρας τόσον μεγάλης, παρεσκεύαζεν ο Σιτάλκης
τον στρατόν του.
158

Και μετά την συμπλήρωσιν των ετοιμασιών του, εξεκίνησε δια την
Μακεδονίαν,
πορευόμενος κατ’ αρχάς δια της ιδικής του χώρας, και έπειτα δια του
ερήμου όρους της
Κερκίνης, το οποίον κείται μεταξύ των Σιντών και των Παιόνων. Το όρος
αυτό διήλθεν
ακολουθών τον δρόμον, τον οποίον ο ίδιος είχεν ανοίξει προηγουμένως
δια μέσου του
δάσους, όταν είχεν εκστρατεύσει εναντίον των Παιόνων. Εξελθών από το
έδαφος των
Οδρυσών ο στρατός και διερχόμενος δια του όρους, είχε δεξιά μεν τους
Παίονας, αριστερά
δε τους Σιντούς και τους Μαιδούς. Αφού δε επέρασε το όρος, έφθασεν
εις Δόβηρον της
121
Παιονίας. Κατά την πορείαν, ο στρατός του όχι μόνον δεν ηλαττώθη,
εκτός από ασθενείας
σποραδικάς, αλλά και ηύξανε. Διότι πολλοί από τους ανεξαρτήτους
Θράκας ηκολούθουν
απρόσκλητοι χάριν διαρπαγής, ώστε η ολική δύναμις ανήλθεν, ως
λέγεται, εις εκατόν
πενήντα τουλάχιστον χιλιάδας, από τους οποίους το μεγαλύτερον μέρος
ήσαν πεζικόν και
το εν τρίτον περίπου ιππικόν. Το περισσότερον ιππικόν παρείχαν οι ίδιοι
οι Οδρύσαι και
κατά δεύτερον λόγον οι Γέται. Από τους πεζούς, μαχιμώτατοι μεν ήσαν
οι μαχαιροφόροι, οι
οποίοι είχαν προσέλθει από τους ανεξαρτήτους ορεινούς κατοίκους της
Ροδόπης, οι λοιποί
δε ηκολούθουν ως άτακτα στίφη και ήσαν τρομεροί, κυρίως ως εκ του
μεγάλου των
πλήθους.
99. Ο στρατός λοιπόν του Σιτάλκου συνεκεντρώνετο εις την Δόβηρον και
ητοιμάζετο να
κατέλθη από τα υψώματα, δια να εισβάλη εις την Κάτω Μακεδονίαν, επί
της οποίας
εβασίλευεν ο Περδίκκας. Διότι υπάρχει και Άνω Μακεδονία, εις την
οποίαν κατοικούν οι
Λυγκησταί και οι Ελιμιώται και άλλα φύλα, τα οποία είναι μεν σύμμαχα
και υπήκοα των
κάτω Μακεδόνων, αλλ’ έχουν βασιλείς ιδικούς των. Αλλά την περί την
θάλασσαν
159

εκτεινομένην χώραν, η οποία καλείται σήμερον Μακεδονία, κατέκτησαν


πρώτον και
εβασίλευσαν επ’ αυτής ο πατήρ του Περδίκκα Αλέξανδρος και οι
πρόγονοί του Τημενίδαι,
οι οποίοι κατήγοντο αρχικώς από το Άργος, και οι οποίοι εξεδίωξαν δια
της βίας των όπλων
από μεν την Πιερίαν τους Πίερας, οι οποίοι εγκατεστάθησαν βραδύτερον
εκείθεν του
Στρυμόνος εις Φάγρητα και άλλα μέρη υπό το Παγγαίον (και μέχρι
σήμερον δ’ ακόμη η εις
τους πρόποδας του Παγγαίου προς την θάλασσαν χώρα καλείται κοιλάς
της Πιερίας), και
από την καλουμένην Βοττίαν τους Βοττιαίους, οι οποίοι είναι σήμερον
γείτονες της
Χαλκιδικής. Κατέκτησαν ωσαύτως από την Παιονίαν λωρίδα γης,
εκτεινομένην από το
εσωτερικόν κατά μήκος του Αξιού προς την Πέλλαν και την θάλασσαν,
και εξουσιάζουν ήδη
πέραν του Αξιού μέχρι του Στρυμόνος την καλουμένην Μυγδονίαν,
εκδιώξαντες απ’ αυτήν
τους Ηδώνας. Επίσης εξεδίωξαν από την καλουμένην σήμερον Εορδίαν
τους Εορδούς, εκ
των οποίων οι μεν πολλοί κατεστράφησαν, ολίγοι δε έχουν εγκατασταθή
περί την Φύσκαν,
και από την Αλμωπίαν τους Άλμωπας. Το ούτω συγκροτηθέν βασίλειον
των Τημενιδών
κατέκτησε και εξουσιάζει μέχρι σήμερον τα διαμερίσματα άλλων φύλων,
όπως τον
Ανθεμούντα, την Γρηστωνίαν, την Βισαλτίαν, και πολύ μέρος της
καθαυτό Μακεδονίας.
Ολόκληρον, εν τούτοις, το κράτος τούτο ονομάζεται Μακεδονία, και
βασιλεύς αυτού, κατά
τον χρόνον της εισβολής του Σιτάλκου, ήτο ο υιός του Αλεξάνδρου
Περδίκκας.
100. Οι Μακεδόνες αυτοί, μη δυνάμενοι ν’ αμυνθούν εναντίον της
εισβολής τόσον μεγάλου
στρατού, απεσύρθησαν εις τας εκ φύσεως οχυράς θέσεις και τα φρούρια,
όσα υπήρχαν εις
την χώραν. Τοιαύτα όμως φρούρια δεν υπήρχαν πολλά, διότι βραδύτερον
μόνον ο υιός του
Περδίκα Αρχέλαος, όταν έγινε βασιλεύς, οικοδόμησεν όσα σήμερον
υπάρχουν εις την
160

χώραν, εχάραξεν ευθείς δρόμους, και καθ’ όλα τα άλλα ερρύθμισε τα του
πολέμου δι’
οργανώσεως του ιππικού και της προμηθείας όπλων και των λοιπών
εφοδίων, καλλίτερα
από όλους τους προ αυτού οκτώ βασιλείς. Ο στρατός των Θρακών,
εκκινήσας από την
Δόβηρον, εισέβαλε πρώτον εις την χώραν, η οποία ήτο προηγουμένως
υπό την εξουσίαν
του Φιλίππου, και εκυρίευσεν εξ εφόδου την Ειδομενήν, ενώ εξ άλλου η
Γορτυνία, η
Αταλάντη και μερικά άλλα μέρη υπετάχθησαν δια συνθηκολογίας, λόγω
συμπαθείας προς
τον υιόν του Φιλίππου Αμύνταν, ο οποίος ηκολούθει την εκστρατείαν.
Τον Ευρωπόν, εξ
άλλου, επολιόρκησαν μεν, δεν ημπόρεσαν όμως να κυριεύσουν. Μετά
τούτο ήρχισε
προελαύνων και εις την άλλην Μακεδονίαν, την προς τ’ αριστερά της
Πέλλης και του
Κύρρου. Νοτιώτερον όμως δεν επροχώρησε μέχρι Βοττιαίας και Πιερίας,
αλλ’ ήρχισε να
ερημώνη την Μυγδονίαν, την Γρηστωνίαν και τον Ανθεμούντα. Οι
Μακεδόνες, εξ άλλου,
122
ούτε εσκέφθησαν καν ν’ αντισταθούν δια του πεζικού, αλλά
προσκαλέσαντες τους
συμμάχους των της Άνω Μακεδονίας να ενώσουν το υπάρχον ήδη
ιππικόν των, καίτοι
ολίγοι εναντίον πολλών, ενήργησαν επελάσεις κατά του στρατεύματος
των Θρακών,
οπουδήποτε ενόμιζαν ότι παρουσιάζεται κατάλληλος ευκαιρία. Και
οπουδήποτε μεν
εγίνετο η πρώτη κρούσις, κανείς δεν ημπορούσε ν’ αντισταθή εναντίον
ιππέων,όχι μόνον
γενναίων, αλλά και φερόντων θώρακα, αλλ’ οσάκις περιεκυκλώνοντο
υπό μεγάλου
πλήθους, περιήρχοντο εις σοβαρόν κίνδυνον, λόγω του ότι αι εχθρικαί
δυνάμεις ήσαν
πολλαπλάσιαι,εις τρόπον ώστε τελικώς κρίνοντες, ότι δεν είναι εις θέσιν
να επιχειρούν
τοιαύτα τολμήματα απέναντι τόσης αριθμητικής υπεροχής, τα
παρήτησαν.
101. Ο Σιτάλκης ήλθεν εις διαπραγματεύσεις προς τον Περδίκκαν περί
των λόγων, οι οποίοι
161

επροκάλεσαν την εκστρατείαν, και επειδή οι Αθηναίοι δεν προσήλθαν με


τον στόλον των
προς βοήθειαν, διότι δεν επίστευαν ότι θα ήρχετο και εκείνος
(περιωρίσθησαν δε μόνον εις
την αποστολήν δώρων και πρέσβεων), απέστειλεν εν μέρος του στρατοί
εις την Χαλκιδικήν
και την Βοττικήν, και αφού ηνάγκασε τους κατοίκους να κλειστούν εντός
των τειχών των,
ήρχισε να ερημώνη την χώραν των. Αλλ’ ενώ ήτο στρατοπεδευμένος εις
τα μέρη αυτά, οι
προς Νότον κατοικούντες Θεσσαλοί και οι κάτοικοι της Μαγνησίας και
οι άλλοι υπήκοοι
των Θεσσαλών και όλοι οι μέχρι των Θερμοπυλών Έλληνες
εκυριεύθησαν από φόβον,
μήπως ο στρατός του προελάση και εναντίον των, και ήρχισαν να
ετοιμάζωνται. Και προς
βορράν άλλωστε, εκυριεύθησαν επίσης από φόβον οι πέραν του
Στρυμόνος κατοικούντες
ανεξάρτητοι πεδινοί Θράκες, οι Παναίοι δηλαδή, οι Οδόμαντοι, οι
Δρώοι, και οι Δερσαίοι.
Αλλά και μακρότερον ακόμη, μεταξύ των Ελλήνων, όσοι ήσαν εχθροί
των Αθηναίων,
επροκάλεσεν ανησύχους συζητήσεις, μήπως παρασυρόμενος από αυτούς,
λόγω της
συμμαχίας, προελάση και εναντίον των. Αλλ’ ο Σιτάλκης, εις το μεταξύ,
ησχολείτο εις την
ερήμωσιν όχι μόνον της Χαλκιδικής και της Βοττικής, αλλά και της
Μακεδονίας συγχρόνως,
την οποίαν εξηκολούθει κατέχων. Και επειδή όχι μόνον κανείς από τους
σκοπούς της
εισβολής του δεν επετύγχανεν, αλλά και ο στρατός του και τρόφιμα δεν
είχε και, από την
κακοκαιρίαν εταλαιπωρείτο, επείσθη επί τέλους από τον Σεύθην, τον υιόν
του
Σπαραδόκου, ο οποίος ήτο ανεψιός του και είχε την μεγίστην μετ’ αυτόν
επιρροήν, να
επιστρέψη εις τα ίδια άνευ αναβολής. Τον Σεύθην, εξ άλλου, είχε
προσεταιρισθή ο
Περδίκας, υποσχόμενος εις αυτόν κρυφίως να του δώση εις γάμον την
αδελφήν του και επί
πλέον και προίκα. Πεισθείς ο Σιτάλκης, επέστρεψε με τον στρατόν του
εσπευσμένως εις τα
162

ίδια, αφού είχε μείνει εν συνόλω τριάντα ημέρας, από τας οποίας οκτώ
κατηνάλωσεν εις
την Χαλκιδικήν. Και ο Περδίκκας ύστερον έδωσεν εις γάμον την
αδελφήν του Στρατονίκην
εις τον Σεύθην, σύμφωνα με την υπόσχεσίν του. Τοιαύτη υπήρξεν η
πορεία και το τέλος της
εκστρατείας του Σιτάλκου.
Οι Αθηναίοι εις Ακαρνανίαν
102. Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνος, η Αθηναϊκή φρουρά της
Ναυπάκτου, μετά την
αποστράτευσιν του Πελοποννησιακού στόλου, εξεστράτευσεν εις την
Ακαρνανίαν, υπό την
αρχηγίαν του Φορμίωνος, με τετρακοσίους Αθηναίους οπλίτας από τους
επιβαίνοντας επί
του στόλου και τετρακοσίους Μεσσηνίους. Η δύναμις αυτή έπλευσε
παραλιακώς προς τον
Αστακόν, όπου αποβιβασθείσα προήλασεν εις το εσωτερικόν, και αφού
εξεδίωξεν από τον
Στράτον και τα Κόροντα και άλλα μέρη εκείνους εκ των κατοίκων, εις
τους οποίους δεν
είχαν εμπιστοσύνην, και επανέφεραν εις τα Κόροντα τον Κύνητα, υιόν
του Θεολύτου,
επέστρεψαν πάλιν εις τα πλοία των. Καθόσον κατά των Οινιαδων, οι
οποίοι μόνοι από τους
Ακαρνάνας υπήρξαν κατά παράδοσιν εχθροί των, δεν εθεωρήθη δυνατή
εκστρατεία,
διαρκούντος του χειμώνος. Διότι ο ποταμός Αχελώος, πηγάζων από το
όρος Πίνδον, ρέει
123
δια της χώρας των Δολόπων, των Αγραίων και των Αμφιλόχων, έπειτα
διασχίζει την
πεδιάδα της Ακαρνανίας, διερχόμενος εις το βόρειον μέρος αυτής,
πλησίον από την πόλιν
Στράτον, εκβάλλει δ’ εις την θάλασσαν πλησίον της χώρας των
Οινιαδών, των οποίων την
πόλιν περικλύζει με έλη, καθιστών τοιουτοτρόπως κατά την εποχήν του
χειμώνος
αδυνάτους τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις, ένεκα των υδάτων. Αι
περισσότεραι, εξ άλλου,
από τας νήσους Εχινάδας κείνται καταντικρύ της πόλεως των Οινιαδών,
εις μικροτάτην
απόστασιν από τας εκβολάς του Αχελώου, εις τρόπον ώστε, επειδή ο
ποταμός είναι
163

μεγάλος, προκαλεί διαρκείς προσχώσεις, και μερικαί από τας νήσους


αυτάς αποτελούν ήδη
μέρος της ξηράς, και είναι πιθανόν να πάθουν όλαι το ίδιον εις χρόνον
όχι πολύ μακρόν.
Διότι όχι μόνον το ρεύμα του ποταμού είναι ορμητικόν και, άφθονον και
λασπώδες, αλλά
και αι νήσοι πυκναί, ώστε χρησιμεύουν αλληλοδιαδόχως ως σύνδεσμοι
της προσχώσεως,
καθόσον, επειδή κείνται η μία οπίσω από την άλλην, όχι εις ευθείαν, αλλ’
εις λοξήν
γραμμήν, δεν αφίνουν το νερόν του ποταμού να εύρη ελευθέραν διέξοδον
προς την
θάλασσαν. Αι νήσοι αυταί είναι μικραί και ακατοίκητοι. Λέγεται,
άλλωστε, ότι τον
Αλκμέωνα, υιόν του Αμφιαράου, όταν, ως γνωστόν, επεριπλανάτο
εξόριστος μετά τον
φόνον της μητρός του, ωδήγησε ο Απόλλων να κατοικήση εις το μέρος
αυτό δια χρησμού, ο
οποίος ώριζεν ότι δεν θ’ απαλλαχθή από τους φόβους του, πριν εύρη
προς εγκατάστασίν
του χώραν, η οποία ούτε ορατή ακόμη ήτο από τον ήλιον, ούτε ήτο γη,
όταν εφόνευσε την
μητέρα του, καθόσον κάθε άλλη γη είχε μολυνθή από το ανοσιούργημά
του. Ο Αλκμέων,
ως λέγουν, δεν εγνώριζε πώς να ερμηνεύση τον χρησμόν, και μόλις μετά
πολλάς ερεύνας
επεστήθη η προσοχή του εις τας προσχώσεις αυτάς του Αχελώου, και
έκρινεν ότι έκτασις
κατά πάσαν πιθανότητα ικανή δια την προσωπικήν του συντήρησιν είχε
προσχωθή αφότου
μετά τον φόνον της μητρός του περιεπλανάτο επί τόσον μακρόν χρόνον.
Και εγκατασταθείς
εις τα πέριξ της πόλεως των Οινιαδών μέρη, έγινε βασιλεύς, και
εκληροδότησε εις την
χώραν το νέον της όνομα από το όνομα του υιού του Ακαρνάνος.
Τοιαύτη είναι η
παράδοσις, η οποία περιήλθεν εις ημάς περί του Αλκμέωνος.
103. Οι υπό τον Φορμίωνα Αθηναίοι, αποπλεύσαντες εξ Ακαρνανίας,
ήλθαν εις Ναύπακτον και κατέπλευσαν βραδύτερον, εις την αρχήν του
επομένου έαρος εις τας Αθήνας, φέροντες μαζύ των και τα κυριευθέντα
πλοία και τους αιχμαλώτους, όσους είχαν συλλάβει κατά τας ναυμαχίας
και ήσαν ελεύθεροι το γένος. Οι τελευταίοι αυτοί αντηλλάγησαν με ίσον
164

αριθμόν Αθηναίων αιχμαλώτων. Και ούτως έληξεν ο χειμών και μαζύ με


αυτόν και το τρίτον έτος του παρόντος πολέμου, του οποίου την ιστορίαν
έγραψεν ο Θουκυδίδης.

Αρχαίο κείμενο
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΩΝ Β

[1] ῎Αρχεται δὲ ὁ πόλεμος ἐνθένδε ἤδη ᾿Αθηναίων καὶ


Πελοποννησίων καὶ τῶν ἑκατέροις ξυμμάχων, ἐν ᾧ οὔτε ἐπεμείγνυντο ἔτι
ἀκηρυκτεὶ παρ' ἀλλήλους καταστάντες τε ξυνεχῶς ἐπολέμουν· γέγραπται
δὲ ἑξῆς ὡς ἕκαστα ἐγίγνετο κατὰ θέρος καὶ χειμῶνα.
[2] Τέσσαρα μὲν γὰρ καὶ δέκα ἔτη ἐνέμειναν αἱ τριακοντούτεις
σπονδαὶ αἳ ἐγένοντο μετ' Εὐβοίας ἅλωσιν· τῷ δὲ πέμπτῳ καὶ δεκάτῳ ἔτει,
ἐπὶ Ξρυσίδος ἐν ῎Αργει τότε πεντήκοντα δυοῖν δέοντα ἔτη ἱερωμένης καὶ
Αἰνησίου ἐφόρου ἐν Σπάρτῃ καὶ Πυθοδώρου ἔτι δύο μῆνας ἄρχοντος
᾿Αθηναίοις, μετὰ τὴν ἐν Ποτειδαίᾳ μάχην μηνὶ ἕκτῳ καὶ ἅμα ἦρι
ἀρχομένῳ Θηβαίων ἄνδρες ὀλίγῳ πλείους τριακοσίων (ἡγοῦντο δὲ αὐτῶν
βοιωταρχοῦντες Πυθάγγελός τε ὁ Φυλείδου καὶ Διέμπορος ὁ
᾿Ονητορίδου) ἐσῆλθον περὶ πρῶτον ὕπνον ξὺν ὅπλοις ἐς Πλάταιαν τῆς
Βοιωτίας οὖσαν ᾿Αθηναίων ξυμμαχίδα. ἐπηγάγοντο δὲ καὶ ἀνέῳξαν τὰς
πύλας Πλαταιῶν ἄνδρες, Ναυκλείδης τε καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ, βουλόμενοι
ἰδίας ἕνεκα δυνάμεως ἄνδρας τε τῶν πολιτῶν τοὺς σφίσιν ὑπεναντίους
διαφθεῖραι καὶ τὴν πόλιν Θηβαίοις προσποιῆσαι. ἔπραξαν δὲ ταῦτα δι'
Εὐρυμάχου τοῦ Λεοντιάδου, ἀνδρὸς Θηβαίων δυνατωτάτου. προϊδόντες
γὰρ οἱ Θηβαῖοι ὅτι ἔσοιτο ὁ πόλεμος ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι
διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῦ πολέμου μήπω φανεροῦ
καθεστῶτος προκαταλαβεῖν. ᾗ καὶ ῥᾷον ἔλαθον ἐσελθόντες, φυλακῆς οὐ
προκαθεστηκυίας. θέμενοι δὲ ἐς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα τοῖς μὲν
ἐπαγαγομένοις οὐκ ἐπείθοντο ὥστε εὐθὺς ἔργου ἔχεσθαι καὶ ἰέναι ἐπὶ τὰς
οἰκίας τῶν ἐχθρῶν, γνώμην δ' ἐποιοῦντο κηρύγμασί τε χρήσασθαι
ἐπιτηδείοις καὶ ἐς ξύμβασιν μᾶλλον καὶ φιλίαν τὴν πόλιν ἀγαγεῖν (καὶ
ἀνεῖπεν ὁ κῆρυξ, εἴ τις βούλεται κατὰ τὰ πάτρια τῶν πάντων Βοιωτῶν
ξυμμαχεῖν, τίθεσθαι παρ' αὑτοὺς τὰ ὅπλα), νομίζοντες σφίσι ῥᾳδίως
τούτῳ τῷ τρόπῳ προσχωρήσειν τὴν πόλιν. [3] οἱ δὲ Πλαταιῆς ὡς
ᾔσθοντο ἔνδον τε ὄντας τοὺς Θηβαίους καὶ ἐξαπιναίως κατειλημμένην
τὴν πόλιν, καταδείσαντες καὶ νομίσαντες πολλῷ πλείους ἐσεληλυθέναι
165

(οὐ γὰρ ἑώρων ἐν τῇ νυκτί) πρὸς ξύμβασιν ἐχώρησαν καὶ τοὺς λόγους
δεξάμενοι ἡσύχαζον, ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον.
πράσσοντες δέ πως ταῦτα κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας
καὶ ἐνόμισαν ἐπιθέμενοι ῥᾳδίως κρατήσειν· τῷ γὰρ πλήθει τῶν Πλαταιῶν
οὐ βουλομένῳ ἦν τῶν ᾿Αθηναίων ἀφίστασθαι. ἐδόκει οὖν ἐπιχειρητέα
εἶναι, καὶ ξυνελέγοντο διορύσσοντες τοὺς κοινοὺς τοίχους παρ'
ἀλλήλους, ὅπως μὴ διὰ τῶν ὁδῶν φανεροὶ ὦσιν ἰόντες, ἁμάξας τε ἄνευ
τῶν ὑποζυγίων ἐς τὰς ὁδοὺς καθίστασαν, ἵνα ἀντὶ τείχους ᾖ, καὶ τἆλλα
ἐξήρτυον ᾗ ἕκαστον ἐφαίνετο πρὸς τὰ παρόντα ξύμφορον ἔσεσθαι. ἐπεὶ
δὲ ὡς ἐκ τῶν δυνατῶν ἑτοῖμα ἦν, φυλάξαντες ἔτι νύκτα καὶ αὐτὸ τὸ
περίορθρον ἐχώρουν ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐπ' αὐτούς, ὅπως μὴ κατὰ φῶς
θαρσαλεωτέροις οὖσι προσφέροιντο καὶ σφίσιν ἐκ τοῦ ἴσου γίγνωνται,
ἀλλ' ἐν νυκτὶ φοβερώτεροι ὄντες ἥσσους ὦσι τῆς σφετέρας ἐμπειρίας τῆς
κατὰ τὴν πόλιν. προσέβαλόν τε εὐθὺς καὶ ἐς χεῖρας ᾖσαν κατὰ τάχος. [4]
οἱ δ' ὡς ἔγνωσαν ἐξηπατημένοι, ξυνεστρέφοντό τε ἐν σφίσιν αὐτοῖς καὶ
τὰς προσβολὰς ᾗ προσπίπτοιεν ἀπεωθοῦντο. καὶ δὶς μὲν ἢ τρὶς
ἀπεκρούσαντο, ἔπειτα πολλῷ θορύβῳ αὐτῶν τε προσβαλόντων καὶ τῶν
γυναικῶν καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῇ τε καὶ ὀλολυγῇ
χρωμένων λίθοις τε καὶ κεράμῳ βαλλόντων, καὶ ὑετοῦ ἅμα διὰ νυκτὸς
πολλοῦ ἐπιγενομένου, ἐφοβήθησαν καὶ τραπόμενοι ἔφευγον διὰ τῆς
πόλεως, ἄπειροι μὲν ὄντες οἱ πλείους ἐν σκότῳ καὶ πηλῷ τῶν διόδων ᾗ
χρὴ σωθῆναι (καὶ γὰρ τελευτῶντος τοῦ μηνὸς τὰ γιγνόμενα ἦν),
ἐμπείρους δὲ ἔχοντες τοὺς διώκοντας τοῦ μὴ ἐκφεύγειν, ὥστε
διεφθείροντο οἱ πολλοί. τῶν δὲ Πλαταιῶν τις τὰς πύλας ᾗ ἐσῆλθον καὶ
αἵπερ ἦσαν μόναι ἀνεῳγμέναι ἔκλῃσε στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὶ βαλάνου
χρησάμενος ἐς τὸν μοχλόν, ὥστε μηδὲ ταύτῃ ἔξοδον ἔτι εἶναι. διωκόμενοι
δὲ κατὰ τὴν πόλιν οἱ μέν τινες αὐτῶν ἐπὶ τὸ τεῖχος ἀναβάντες ἔρριψαν ἐς
τὸ ἔξω σφᾶς αὐτοὺς καὶ διεφθάρησαν οἱ πλείους, οἱ δὲ κατὰ πύλας
ἐρήμους γυναικὸς δούσης πέλεκυν λαθόντες καὶ διακόψαντες τὸν μοχλὸν
ἐξῆλθον οὐ πολλοί (αἴσθησις γὰρ ταχεῖα ἐπεγένετο), ἄλλοι δὲ ἄλλῃ τῆς
πόλεως σποράδες ἀπώλλυντο. τὸ δὲ πλεῖστον καὶ ὅσον μάλιστα ἦν
ξυνεστραμμένον ἐσπίπτουσιν ἐς οἴκημα μέγα, ὃ ἦν τοῦ τείχους καὶ αἱ
θύραι ἀνεῳγμέναι ἔτυχον αὐτοῦ, οἰόμενοι πύλας τὰς θύρας τοῦ
οἰκήματος εἶναι καὶ ἄντικρυς δίοδον ἐς τὸ ἔξω. ὁρῶντες δὲ αὐτοὺς οἱ
Πλαταιῆς ἀπειλημμένους ἐβουλεύοντο εἴτε κατακαύσωσιν ὥσπερ
ἔχουσιν, ἐμπρήσαντες τὸ οἴκημα, εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται. τέλος δὲ οὗτοί
τε καὶ ὅσοι ἄλλοι τῶν Θηβαίων περιῆσαν κατὰ τὴν πόλιν πλανώμενοι,
ξυνέβησαν τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τὰ ὅπλα
χρήσασθαι ὅτι ἂν βούλωνται. οἱ μὲν δὴ ἐν τῇ Πλαταίᾳ οὕτως
ἐπεπράγεσαν· [5] οἱ δ' ἄλλοι Θηβαῖοι, οὓς ἔδει ἔτι τῆς νυκτὸς
166

παραγενέσθαι πανστρατιᾷ, εἴ τι ἄρα μὴ προχωροίη τοῖς ἐσεληλυθόσι, τῆς


ἀγγελίας ἅμα καθ' ὁδὸν αὐτοῖς ῥηθείσης περὶ τῶν γεγενημένων
ἐπεβοήθουν. ἀπέχει δὲ ἡ Πλάταια τῶν Θηβῶν σταδίους ἑβδομήκοντα, καὶ
τὸ ὕδωρ τὸ γενόμενον τῆς νυκτὸς ἐποίησε βραδύτερον αὐτοὺς ἐλθεῖν· ὁ
γὰρ ᾿Ασωπὸς ποταμὸς ἐρρύη μέγας καὶ οὐ ῥᾳδίως διαβατὸς ἦν.
πορευόμενοί τε ἐν ὑετῷ καὶ τὸν ποταμὸν μόλις διαβάντες ὕστερον
παρεγένοντο, ἤδη τῶν ἀνδρῶν τῶν μὲν διεφθαρμένων, τῶν δὲ ζώντων
ἐχομένων. ὡς δ' ᾔσθοντο οἱ Θηβαῖοι τὸ γεγενημένον, ἐπεβούλευον τοῖς
ἔξω τῆς πόλεως τῶν Πλαταιῶν· ἦσαν γὰρ καὶ ἄνθρωποι κατὰ τοὺς
ἀγροὺς καὶ κατασκευή, οἷα ἀπροσδοκήτου κακοῦ ἐν εἰρήνῃ γενομένου·
ἐβούλοντο γὰρ σφίσιν, εἴ τινα λάβοιεν, ὑπάρχειν ἀντὶ τῶν ἔνδον, ἢν ἄρα
τύχωσί τινες ἐζωγρημένοι. καὶ οἱ μὲν ταῦτα διενοοῦντο, οἱ δὲ Πλαταιῆς
ἔτι διαβουλευομένων αὐτῶν ὑποτοπήσαντες τοιοῦτόν τι ἔσεσθαι καὶ
δείσαντες περὶ τοῖς ἔξω κήρυκα ἐξέπεμψαν παρὰ τοὺς Θηβαίους,
λέγοντες ὅτι οὔτε τὰ πεποιημένα ὅσια δράσειαν ἐν σπονδαῖς σφῶν
πειράσαντες καταλαβεῖν τὴν πόλιν, τά τε ἔξω ἔλεγον αὐτοῖς μὴ ἀδικεῖν· εἰ
δὲ μή, καὶ αὐτοὶ ἔφασαν αὐτῶν τοὺς ἄνδρας ἀποκτενεῖν οὓς ἔχουσι
ζῶντας· ἀναχωρησάντων δὲ πάλιν ἐκ τῆς γῆς ἀποδώσειν αὐτοῖς τοὺς
ἄνδρας. Θηβαῖοι μὲν ταῦτα λέγουσι καὶ ἐπομόσαι φασὶν αὐτούς·
Πλαταιῆς δ' οὐχ ὁμολογοῦσι τοὺς ἄνδρας εὐθὺς ὑποσχέσθαι ἀποδώσειν,
ἀλλὰ λόγων πρῶτον γενομένων ἤν τι ξυμβαίνωσι, καὶ ἐπομόσαι οὔ
φασιν. ἐκ δ' οὖν τῆς γῆς ἀνεχώρησαν οἱ Θηβαῖοι οὐδὲν ἀδικήσαντες· οἱ
δὲ Πλαταιῆς ἐπειδὴ τὰ ἐκ τῆς χώρας κατὰ τάχος ἐσεκομίσαντο,
ἀπέκτειναν τοὺς ἄνδρας εὐθύς. ἦσαν δὲ ὀγδοήκοντα καὶ ἑκατὸν οἱ
ληφθέντες, καὶ Εὐρύμαχος εἷς αὐτῶν ἦν, πρὸς ὃν ἔπραξαν οἱ
προδιδόντες. [6] τοῦτο δὲ ποιήσαντες ἔς τε τὰς ᾿Αθήνας ἄγγελον
ἔπεμπον καὶ τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀπέδοσαν τοῖς Θηβαίοις, τά τε ἐν
τῇ πόλει καθίσταντο πρὸς τὰ παρόντα ᾗ ἐδόκει αὐτοῖς. τοῖς δ' ᾿Αθηναίοις
ἠγγέλθη εὐθὺς τὰ περὶ τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα, καὶ Βοιωτῶν τε
παραχρῆμα ξυνέλαβον ὅσοι ἦσαν ἐν τῇ ᾿Αττικῇ καὶ ἐς τὴν Πλάταιαν
ἔπεμψαν κήρυκα, κελεύοντες εἰπεῖν μηδὲν νεώτερον ποιεῖν περὶ τῶν
ἀνδρῶν οὓς ἔχουσι Θηβαίων, πρὶν ἄν τι καὶ αὐτοὶ βουλεύσωσι περὶ
αὐτῶν· οὐ γὰρ ἠγγέλθη αὐτοῖς ὅτι τεθνηκότες εἶεν. ἅμα γὰρ τῇ ἐσόδῳ
γιγνομένῃ τῶν Θηβαίων ὁ πρῶτος ἄγγελος ἐξῄει, ὁ δὲ δεύτερος ἄρτι
νενικημένων τε καὶ ξυνειλημμένων· καὶ τῶν ὕστερον οὐδὲν ᾔδεσαν. οὕτω
δὴ οὐκ εἰδότες οἱ ᾿Αθηναῖοι ἐπέστελλον· ὁ δὲ κῆρυξ ἀφικόμενος ηὗρε
τοὺς ἄνδρας διεφθαρμένους. καὶ μετὰ ταῦτα οἱ ᾿Αθηναῖοι στρατεύσαντες
ἐς Πλάταιαν σῖτόν τε ἐσήγαγον καὶ φρουροὺς ἐγκατέλιπον, τῶν τε
ἀνθρώπων τοὺς ἀχρειοτάτους ξὺν γυναιξὶ καὶ παισὶν ἐξεκόμισαν.
167

[7] Γεγενημένου δὲ τοῦ ἐν Πλαταιαῖς ἔργου καὶ λελυμένων


λαμπρῶς τῶν σπονδῶν οἱ ᾿Αθηναῖοι παρεσκευάζοντο ὡς πολεμήσοντες,
παρεσκευάζοντο δὲ καὶ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι, πρεσβείας τε
μέλλοντες πέμπειν παρὰ βασιλέα καὶ ἄλλοσε πρὸς τοὺς βαρβάρους, εἴ
ποθέν τινα ὠφελίαν ἤλπιζον ἑκάτεροι προσλήψεσθαι, πόλεις τε
ξυμμαχίδας ποιούμενοι ὅσαι ἦσαν ἐκτὸς τῆς ἑαυτῶν δυνάμεως. καὶ
Λακεδαιμονίοις μὲν πρὸς ταῖς αὐτοῦ ὑπαρχούσαις ἐξ ᾿Ιταλίας καὶ
Σικελίας τοῖς τἀκείνων ἑλομένοις ναῦς ἐπετάχθη ποιεῖσθαι κατὰ μέγεθος
τῶν πόλεων, ὡς ἐς τὸν πάντα ἀριθμὸν πεντακοσίων νεῶν ἐσομένων, καὶ
ἀργύριον ῥητὸν ἑτοιμάζειν, τά τε ἄλλα ἡσυχάζοντας καὶ ᾿Αθηναίους
δεχομένους μιᾷ νηὶ ἕως ἂν ταῦτα παρασκευασθῇ. ᾿Αθηναῖοι δὲ τήν τε
ὑπάρχουσαν ξυμμαχίαν ἐξήταζον καὶ ἐς τὰ περὶ Πελοπόννησον μᾶλλον
χωρία ἐπρεσβεύοντο, Κέρκυραν καὶ Κεφαλληνίαν καὶ ᾿Ακαρνᾶνας καὶ
Ζάκυνθον, ὁρῶντες, εἰ σφίσι φίλια ταῦτ' εἴη βεβαίως, πέριξ τὴν
Πελοπόννησον καταπολεμήσοντες. [8] ὀλίγον τε ἐπενόουν οὐδὲν
ἀμφότεροι, ἀλλ' ἔρρωντο ἐς τὸν πόλεμον οὐκ ἀπεικότως· ἀρχόμενοι γὰρ
πάντες ὀξύτερον ἀντιλαμβάνονται, τότε δὲ καὶ νεότης πολλὴ μὲν οὖσα ἐν
τῇ Πελοποννήσῳ, πολλὴ δ' ἐν ταῖς ᾿Αθήναις οὐκ ἀκουσίως ὑπὸ ἀπειρίας
ἥπτετο τοῦ πολέμου, ἥ τε ἄλλη ῾Ελλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν ξυνιουσῶν
τῶν πρώτων πόλεων. καὶ πολλὰ μὲν λόγια ἐλέγετο, πολλὰ δὲ
χρησμολόγοι ᾖδον ἔν τε τοῖς μέλλουσι πολεμήσειν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις
πόλεσιν. ἔτι δὲ Δῆλος ἐκινήθη ὀλίγον πρὸ τούτων, πρότερον οὔπω
σεισθεῖσα ἀφ' οὗ ῞Ελληνες μέμνηνται· ἐλέγετο δὲ καὶ ἐδόκει ἐπὶ τοῖς
μέλλουσι γενήσεσθαι σημῆναι. εἴ τέ τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη
γενέσθαι, πάντα ἀνεζητεῖτο. ἡ δὲ εὔνοια παρὰ πολὺ ἐποίει τῶν ἀνθρώπων
μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους, ἄλλως τε καὶ προειπόντων ὅτι τὴν
῾Ελλάδα ἐλευθεροῦσιν. ἔρρωτό τε πᾶς καὶ ἰδιώτης καὶ πόλις εἴ τι δύναιτο
καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ ξυνεπιλαμβάνειν αὐτοῖς· ἐν τούτῳ τε κεκωλῦσθαι
ἐδόκει ἑκάστῳ τὰ πράγματα ᾧ μή τις αὐτὸς παρέσται. οὕτως <ἐν> ὀργῇ
εἶχον οἱ πλείους τοὺς ᾿Αθηναίους, οἱ μὲν τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι
βουλόμενοι, οἱ δὲ μὴ ἀρχθῶσι φοβούμενοι.
[9] Παρασκευῇ μὲν οὖν καὶ γνώμῃ τοιαύτῃ ὥρμηντο, πόλεις δὲ
ἑκάτεροι τάσδε ἔχοντες ξυμμάχους ἐς τὸν πόλεμον καθίσταντο.
Λακεδαιμονίων μὲν οἵδε ξύμμαχοι· Πελοποννήσιοι μὲν οἱ ἐντὸς ᾿Ισθμοῦ
πάντες πλὴν ᾿Αργείων καὶ ᾿Αχαιῶν (τούτοις δὲ ἐς ἀμφοτέρους φιλία ἦν·
Πελληνῆς δὲ ᾿Αχαιῶν μόνοι ξυνεπολέμουν τὸ πρῶτον, ἔπειτα δὲ ὕστερον
καὶ ἅπαντεσ), ἔξω δὲ Πελοποννήσου Μεγαρῆς, Βοιωτοί, Λοκροί, Φωκῆς,
᾿Αμπρακιῶται, Λευκάδιοι, ᾿Ανακτόριοι. τούτων ναυτικὸν παρείχοντο
Κορίνθιοι, Μεγαρῆς, Σικυώνιοι, Πελληνῆς, ᾿Ηλεῖοι, ᾿Αμπρακιῶται,
168

Λευκάδιοι, ἱππέας δὲ Βοιωτοί, Φωκῆς, Λοκροί· αἱ δ' ἄλλαι πόλεις πεζὸν


παρεῖχον. αὕτη μὲν Λακεδαιμονίων ξυμμαχία· ᾿Αθηναίων δὲ Ξῖοι,
Λέσβιοι, Πλαταιῆς, Μεσσήνιοι οἱ ἐν Ναυπάκτῳ, ᾿Ακαρνάνων οἱ πλείους,
Κερκυραῖοι, Ζακύνθιοι, καὶ ἄλλαι πόλεις αἱ ὑποτελεῖς οὖσαι ἐν ἔθνεσι
τοσοῖσδε, Καρία ἡ ἐπὶ θαλάσσῃ, Δωριῆς Καρσὶ πρόσοικοι, ᾿Ιωνία,
῾Ελλήσποντος, τὰ ἐπὶ Θρᾴκης, νῆσοι ὅσαι ἐντὸς Πελοποννήσου καὶ
Κρήτης πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα, πᾶσαι αἱ Κυκλάδες πλὴν Μήλου καὶ
Θήρας. τούτων ναυτικὸν παρείχοντο Ξῖοι, Λέσβιοι, Κερκυραῖοι, οἱ δ'
ἄλλοι πεζὸν καὶ χρήματα. ξυμμαχία μὲν αὕτη ἑκατέρων καὶ παρασκευὴ
ἐς τὸν πόλεμον ἦν.
[10] Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι μετὰ τὰ ἐν Πλαταιαῖς εὐθὺς
περιήγγελλον κατὰ τὴν Πελοπόννησον καὶ τὴν ἔξω ξυμμαχίδα στρατιὰν
παρασκευάζεσθαι ταῖς πόλεσι τά τε ἐπιτήδεια οἷα εἰκὸς ἐπὶ ἔξοδον
ἔκδημον ἔχειν, ὡς ἐσβαλοῦντες ἐς τὴν ᾿Αττικήν. ἐπειδὴ δὲ ἑκάστοις
ἑτοῖμα γίγνοιτο, κατὰ τὸν χρόνον τὸν εἰρημένον ξυνῇσαν τὰ δύο μέρη
ἀπὸ πόλεως ἑκάστης ἐς τὸν ᾿Ισθμόν. καὶ ἐπειδὴ πᾶν τὸ στράτευμα
ξυνειλεγμένον ἦν, ᾿Αρχίδαμος ὁ βασιλεὺς τῶν Λακεδαιμονίων, ὅσπερ
ἡγεῖτο τῆς ἐξόδου ταύτης, ξυγκαλέσας τοὺς στρατηγοὺς τῶν πόλεων
πασῶν καὶ τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους παρῄνει τοιάδε.
[11] '῎Ανδρες Πελοποννήσιοι καὶ ξύμμαχοι, καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν
πολλὰς στρατείας καὶ ἐν αὐτῇ Πελοποννήσῳ καὶ ἔξω ἐποιήσαντο, καὶ
ἡμῶν αὐτῶν οἱ πρεσβύτεροι οὐκ ἄπειροι πολέμων εἰσίν· ὅμως δὲ τῆσδε
οὔπω μείζονα παρασκευὴν ἔχοντες ἐξήλθομεν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πόλιν
δυνατωτάτην νῦν ἐρχόμεθα καὶ αὐτοὶ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι στρατεύοντες.
δίκαιον οὖν ἡμᾶς μήτε τῶν πατέρων χείρους φαίνεσθαι μήτε ἡμῶν αὐτῶν
τῆς δόξης ἐνδεεστέρους. ἡ γὰρ ῾Ελλὰς πᾶσα τῇδε τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται καὶ
προσέχει τὴν γνώμην, εὔνοιαν ἔχουσα διὰ τὸ ᾿Αθηναίων ἔχθος πρᾶξαι
ἡμᾶς ἃ ἐπινοοῦμεν. οὔκουν χρή, εἴ τῳ καὶ δοκοῦμεν πλήθει ἐπιέναι καὶ
ἀσφάλεια πολλὴ εἶναι μὴ ἂν ἐλθεῖν τοὺς ἐναντίους ἡμῖν διὰ μάχης,
τούτων ἕνεκα ἀμελέστερόν τι παρεσκευασμένους χωρεῖν, ἀλλὰ καὶ
πόλεως ἑκάστης ἡγεμόνα καὶ στρατιώτην τὸ καθ' αὑτὸν αἰεὶ
προσδέχεσθαι ἐς κίνδυνόν τινα ἥξειν. ἄδηλα γὰρ τὰ τῶν πολέμων, καὶ ἐξ
ὀλίγου τὰ πολλὰ καὶ δι' ὀργῆς αἱ ἐπιχειρήσεις γίγνονται· πολλάκις τε τὸ
ἔλασσον πλῆθος δεδιὸς ἄμεινον ἠμύνατο τοὺς πλέονας διὰ τὸ
καταφρονοῦντας ἀπαρασκεύους γενέσθαι. χρὴ δὲ αἰεὶ ἐν τῇ πολεμίᾳ τῇ
μὲν γνώμῃ θαρσαλέους στρατεύειν, τῷ δ' ἔργῳ δεδιότας παρεσκευάσθαι·
οὕτω γὰρ πρός τε τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις εὐψυχότατοι ἂν εἶεν πρός τε
τὸ ἐπιχειρεῖσθαι ἀσφαλέ στατοι. ἡμεῖς δὲ οὐδ' ἐπὶ ἀδύνατον ἀμύνεσθαι
οὕτω πόλιν ἐρχόμεθα, ἀλλὰ τοῖς πᾶσιν ἄριστα παρεσκευασμένην, ὥστε
169

χρὴ καὶ πάνυ ἐλπίζειν διὰ μάχης ἰέναι αὐτούς, εἰ μὴ καὶ νῦν ὥρμηνται ἐν
ᾧ οὔπω πάρεσμεν, ἀλλ' ὅταν ἐν τῇ γῇ ὁρῶσιν ἡμᾶς δῃοῦντάς τε καὶ
τἀκείνων φθείροντας. πᾶσι γὰρ ἐν τοῖς ὄμμασι καὶ ἐν τῷ παραυτίκα ὁρᾶν
πάσχοντάς τι ἄηθες ὀργὴ προσπίπτει· καὶ οἱ λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι
θυμῷ πλεῖστα ἐς ἔργον καθίστανται. ᾿Αθηναίους δὲ καὶ πλέον τι τῶν
ἄλλων εἰκὸς τοῦτο δρᾶσαι, οἳ ἄρχειν τε τῶν ἄλλων ἀξιοῦσι καὶ ἐπιόντες
τὴν τῶν πέλας δῃοῦν μᾶλλον ἢ τὴν αὑτῶν ὁρᾶν. ὡς οὖν ἐπὶ τοσαύτην
πόλιν στρατεύοντες καὶ μεγίστην δόξαν οἰσόμενοι τοῖς τε προγόνοις καὶ
ἡμῖν αὐτοῖς ἐπ' ἀμφότερα ἐκ τῶν ἀποβαινόντων, ἕπεσθ' ὅπῃ ἄν τις
ἡγῆται, κόσμον καὶ φυλακὴν περὶ παντὸς ποιούμενοι καὶ τὰ
παραγγελλόμενα ὀξέως δεχόμενοι· κάλλιστον γὰρ τόδε καὶ
ἀσφαλέστατον, πολλοὺς ὄντας ἑνὶ κόσμῳ χρωμένους φαίνεσθαι.'
[12] Τοσαῦτα εἰπὼν καὶ διαλύσας τὸν ξύλλογον ὁ ᾿Αρχίδαμος
Μελήσιππον πρῶτον ἀποστέλλει ἐς τὰς ᾿Αθήνας τὸν Διακρίτου ἄνδρα
Σπαρτιάτην, εἴ τι ἄρα μᾶλλον ἐνδοῖεν οἱ ᾿Αθηναῖοι ὁρῶντες σφᾶς ἤδη ἐν
ὁδῷ ὄντας. οἱ δὲ οὐ προσεδέξαντο αὐτὸν ἐς τὴν πόλιν οὐδ' ἐπὶ τὸ κοινόν·
ἦν γὰρ Περικλέους γνώμη πρότερον νενικηκυῖα κήρυκα καὶ πρεσβείαν
μὴ προσδέχεσθαι Λακεδαιμονίων ἐξεστρατευμένων· ἀποπέμπουσιν οὖν
αὐτὸν πρὶν ἀκοῦσαι καὶ ἐκέλευον ἐκτὸς ὅρων εἶναι αὐθημερόν, τό τε
λοιπὸν ἀναχωρήσαντας ἐπὶ τὰ σφέτερα αὐτῶν, ἤν τι βούλωνται,
πρεσβεύεσθαι. ξυμπέμπουσί τε τῷ Μελησίππῳ ἀγωγούς, ὅπως μηδενὶ
ξυγγένηται. ὁ δ' ἐπειδὴ ἐπὶ τοῖς ὁρίοις ἐγένετο καὶ ἔμελλε διαλύσεσθαι,
τοσόνδε εἰπὼν ἐπορεύετο ὅτι 'ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς ῞Ελλησι μεγάλων κακῶν
ἄρξει.' ὡς δὲ ἀφίκετο ἐς τὸ στρατόπεδον καὶ ἔγνω ὁ ᾿Αρχίδαμος ὅτι οἱ
᾿Αθηναῖοι οὐδέν πω ἐνδώσουσιν, οὕτω δὴ ἄρας τῷ στρατῷ προυχώρει ἐς
τὴν γῆν αὐτῶν. Βοιωτοὶ δὲ μέρος μὲν τὸ σφέτερον καὶ τοὺς ἱππέας
παρείχοντο Πελοποννησίοις ξυστρατεύειν, τοῖς δὲ λειπομένοις ἐς
Πλάταιαν ἐλθόντες τὴν γῆν ἐδῄουν.
[13] ῎Ετι δὲ τῶν Πελοποννησίων ξυλλεγομένων τε ἐς τὸν ᾿Ισθμὸν
καὶ ἐν ὁδῷ ὄντων, πρὶν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν ᾿Αττικήν, Περικλῆς ὁ Ξανθίππου
στρατηγὸς ὢν ᾿Αθηναίων δέκατος αὐτός, ὡς ἔγνω τὴν ἐσβολὴν
ἐσομένην, ὑποτοπήσας, ὅτι ᾿Αρχίδαμος αὐτῷ ξένος ὢν ἐτύγχανε, μὴ
πολλάκις ἢ αὐτὸς ἰδίᾳ βουλόμενος χαρίζεσθαι τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ
παραλίπῃ καὶ μὴ δῃώσῃ, ἢ καὶ Λακεδαιμονίων κελευσάντων ἐπὶ διαβολῇ
τῇ ἑαυτοῦ γένηται τοῦτο, ὥσπερ καὶ τὰ ἄγη ἐλαύνειν προεῖπον ἕνεκα
ἐκείνου, προηγόρευε τοῖς ᾿Αθηναίοις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ὅτι ᾿Αρχίδαμος μέν
οἱ ξένος εἴη, οὐ μέντοι ἐπὶ κακῷ γε τῆς πόλεως γένοιτο, τοὺς δὲ ἀγροὺς
τοὺς ἑαυτοῦ καὶ οἰκίας ἢν ἄρα μὴ δῃώσωσιν οἱ πολέμιοι ὥσπερ καὶ τὰ
τῶν ἄλλων, ἀφίησιν αὐτὰ δημόσια εἶναι καὶ μηδεμίαν οἱ ὑποψίαν κατὰ
170

ταῦτα γίγνεσθαι. παρῄνει δὲ καὶ περὶ τῶν παρόντων ἅπερ καὶ πρότερον,
παρασκευάζεσθαί τε ἐς τὸν πόλεμον καὶ τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι,
ἔς τε μάχην μὴ ἐπεξιέναι, ἀλλὰ τὴν πόλιν ἐσελθόντας φυλάσσειν, καὶ τὸ
ναυτικόν, ᾗπερ ἰσχύουσιν, ἐξαρτύεσθαι, τά τε τῶν ξυμμάχων διὰ χειρὸς
ἔχειν, λέγων τὴν ἰσχὺν αὐτοῖς ἀπὸ τούτων εἶναι τῶν χρημάτων τῆς
προσόδου, τὰ δὲ πολλὰ τοῦ πολέμου γνώμῃ καὶ χρημάτων περιουσίᾳ
κρατεῖσθαι. θαρσεῖν τε ἐκέλευε προσιόντων μὲν ἑξακοσίων ταλάντων ὡς
ἐπὶ τὸ πολὺ φόρου κατ' ἐνιαυτὸν ἀπὸ τῶν ξυμμάχων τῇ πόλει ἄνευ τῆς
ἄλλης προσόδου, ὑπαρχόντων δὲ ἐν τῇ ἀκροπόλει ἔτι τότε ἀργυρίου
ἐπισήμου ἑξακισχιλίων ταλάντων (τὰ γὰρ πλεῖστα τριακοσίων ἀποδέοντα
μύρια ἐγένετο, ἀφ' ὧν ἔς τε τὰ προπύλαια τῆς ἀκροπόλεως καὶ τἆλλα
οἰκοδομήματα καὶ ἐς Ποτείδαιαν ἀπανηλώθη), χωρὶς δὲ χρυσίου ἀσήμου
καὶ ἀργυρίου ἔν τε ἀναθήμασιν ἰδίοις καὶ δημοσίοις καὶ ὅσα ἱερὰ σκεύη
περί τε τὰς πομπὰς καὶ τοὺς ἀγῶνας καὶ σκῦλα Μηδικὰ καὶ εἴ τι
τοιουτότροπον, οὐκ ἐλάσσονος [ἦν] ἢ πεντακοσίων ταλάντων. ἔτι δὲ καὶ
τὰ ἐκ τῶν ἄλλων ἱερῶν προσετίθει χρήματα οὐκ ὀλίγα, οἷς χρήσεσθαι
αὐτούς, καὶ ἢν πάνυ ἐξείργωνται πάντων, καὶ αὐτῆς τῆς θεοῦ τοῖς
περικειμένοις χρυσίοις· ἀπέφαινε δ' ἔχον τὸ ἄγαλμα τεσσαράκοντα
τάλαντα σταθμὸν χρυσίου ἀπέφθου, καὶ περιαιρετὸν εἶναι ἅπαν.
χρησαμένους τε ἐπὶ σωτηρίᾳ ἔφη χρῆναι μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι
πάλιν. χρήμασι μὲν οὖν οὕτως ἐθάρσυνεν αὐτούς, ὁπλίτας δὲ τρισχιλίους
καὶ μυρίους εἶναι ἄνευ τῶν ἐν τοῖς φρουρίοις καὶ τῶν παρ' ἔπαλξιν
ἑξακισχιλίων καὶ μυρίων. τοσοῦτοι γὰρ ἐφύλασσον τὸ πρῶτον ὁπότε οἱ
πολέμιοι ἐσβάλοιεν, ἀπό τε τῶν πρεσβυτάτων καὶ τῶν νεωτάτων, καὶ
μετοίκων ὅσοι ὁπλῖται ἦσαν. τοῦ τε γὰρ Φαληρικοῦ τείχους στάδιοι ἦσαν
πέντε καὶ τριάκοντα πρὸς τὸν κύκλον τοῦ ἄστεως, καὶ αὐτοῦ τοῦ κύκλου
τὸ φυλασσόμενον τρεῖς καὶ τεσσαράκοντα (ἔστι δὲ αὐτοῦ ὃ καὶ
ἀφύλακτον ἦν, τὸ μεταξὺ τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ Φαληρικοῦ), τὰ δὲ
μακρὰ τείχη πρὸς τὸν Πειραιᾶ τεσσαράκοντα σταδίων, ὧν τὸ ἔξωθεν
ἐτηρεῖτο· καὶ τοῦ Πειραιῶς ξὺν Μουνιχίᾳ ἑξήκοντα μὲν σταδίων ὁ ἅπας
περίβολος, τὸ δ' ἐν φυλακῇ ὂν ἥμισυ τούτου. ἱππέας δὲ ἀπέφαινε
διακοσίους καὶ χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις, ἑξακοσίους δὲ καὶ χιλίους
τοξότας, καὶ τριήρεις τὰς πλωίμους τριακοσίας. ταῦτα γὰρ ὑπῆρχεν
᾿Αθηναίοις καὶ οὐκ ἐλάσσω ἕκαστα τούτων, ὅτε ἡ ἐσβολὴ τὸ πρῶτον
ἔμελλε Πελοποννησίων ἔσεσθαι καὶ ἐς τὸν πόλεμον καθίσταντο. ἔλεγε δὲ
καὶ ἄλλα οἷάπερ εἰώθει Περικλῆς ἐς ἀπόδειξιν τοῦ περιέσεσθαι τῷ
πολέμῳ.
[14] Οἱ δὲ ᾿Αθηναῖοι ἀκούσαντες ἀνεπείθοντό τε καὶ
ἐσεκομίζοντο ἐκ τῶν ἀγρῶν παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν ἄλλην
171

κατασκευὴν ᾗ κατ' οἶκον ἐχρῶντο, καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν καθαιροῦντες


τὴν ξύλωσιν· πρόβατα δὲ καὶ ὑποζύγια ἐς τὴν Εὔβοιαν διεπέμψαντο καὶ
ἐς τὰς νήσους τὰς ἐπικειμένας. χαλεπῶς δὲ αὐτοῖς διὰ τὸ αἰεὶ εἰωθέναι
τοὺς πολλοὺς ἐν τοῖς ἀγροῖς διαιτᾶσθαι ἡ ἀνάστασις ἐγίγνετο. [15]
ξυνεβεβήκει δὲ ἀπὸ τοῦ πάνυ ἀρχαίου ἑτέρων μᾶλλον ᾿Αθηναίοις τοῦτο.
ἐπὶ γὰρ Κέκροπος καὶ τῶν πρώτων βασιλέων ἡ ᾿Αττικὴ ἐς Θησέα αἰεὶ
κατὰ πόλεις ᾠκεῖτο πρυτανεῖά τε ἐχούσας καὶ ἄρχοντας, καὶ ὁπότε μή τι
δείσειαν, οὐ ξυνῇσαν βουλευσόμενοι ὡς τὸν βασιλέα, ἀλλ' αὐτοὶ ἕκαστοι
ἐπολίτευον καὶ ἐβουλεύοντο· καί τινες καὶ ἐπολέμησάν ποτε αὐτῶν,
ὥσπερ καὶ ᾿Ελευσίνιοι μετ' Εὐμόλπου πρὸς ᾿Ερεχθέα. ἐπειδὴ δὲ Θησεὺς
ἐβασίλευσε, γενόμενος μετὰ τοῦ ξυνετοῦ καὶ δυνατὸς τά τε ἄλλα
διεκόσμησε τὴν χώραν καὶ καταλύσας τῶν ἄλλων πόλεων τά τε
βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχὰς ἐς τὴν νῦν πόλιν οὖσαν, ἓν βουλευτήριον
ἀποδείξας καὶ πρυτανεῖον, ξυνῴκισε πάντας, καὶ νεμομένους τὰ αὑτῶν
ἑκάστους ἅπερ καὶ πρὸ τοῦ ἠνάγκασε μιᾷ πόλει ταύτῃ χρῆσθαι, ἣ
ἁπάντων ἤδη ξυντελούντων ἐς αὐτὴν μεγάλη γενομένη παρεδόθη ὑπὸ
Θησέως τοῖς ἔπειτα· καὶ ξυνοίκια ἐξ ἐκείνου ᾿Αθηναῖοι ἔτι καὶ νῦν τῇ
θεῷ ἑορτὴν δημοτελῆ ποιοῦσιν. τὸ δὲ πρὸ τοῦ ἡ ἀκρόπολις ἡ νῦν οὖσα
πόλις ἦν, καὶ τὸ ὑπ' αὐτὴν πρὸς νότον μάλιστα τετραμμένον. τεκμήριον
δέ· τὰ γὰρ ἱερὰ ἐν αὐτῇ τῇ ἀκροπόλει καὶ ἄλλων θεῶν ἐστὶ καὶ τὰ ἔξω
πρὸς τοῦτο τὸ μέρος τῆς πόλεως μᾶλλον ἵδρυται, τό τε τοῦ Διὸς τοῦ
᾿Ολυμπίου καὶ τὸ Πύθιον καὶ τὸ τῆς Γῆς καὶ τὸ <τοῦ> ἐν Λίμναις
Διονύσου, ᾧ τὰ ἀρχαιότερα Διονύσια [τῇ δωδεκάτῃ] ποιεῖται ἐν μηνὶ
᾿Ανθεστηριῶνι, ὥσπερ καὶ οἱ ἀπ' ᾿Αθηναίων ῎Ιωνες ἔτι καὶ νῦν
νομίζουσιν. ἵδρυται δὲ καὶ ἄλλα ἱερὰ ταύτῃ ἀρχαῖα. καὶ τῇ κρήνῃ τῇ νῦν
μὲν τῶν τυράννων οὕτω σκευασάντων ᾿Εννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ
πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν Καλλιρρόῃ ὠνομασμένῃ, ἐκεῖνοί τε
ἐγγὺς οὔσῃ τὰ πλείστου ἄξια ἐχρῶντο, καὶ νῦν ἔτι ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου πρό
τε γαμικῶν καὶ ἐς ἄλλα τῶν ἱερῶν νομίζεται τῷ ὕδατι χρῆσθαι· καλεῖται
δὲ διὰ τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν καὶ ἡ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι ὑπ'
᾿Αθηναίων πόλις. [16] τῇ τε οὖν ἐπὶ πολὺ κατὰ τὴν χώραν αὐτονόμῳ
οἰκήσει μετεῖχον οἱ ᾿Αθηναῖοι, καὶ ἐπειδὴ ξυνῳκίσθησαν, διὰ τὸ ἔθος ἐν
τοῖς ἀγροῖς ὅμως οἱ πλείους τῶν τε ἀρχαίων καὶ τῶν ὕστερον μέχρι τοῦδε
τοῦ πολέμου γενόμενοί τε καὶ οἰκήσαντες οὐ ῥᾳδίως πανοικεσίᾳ τὰς
μεταναστάσεις ἐποιοῦντο, ἄλλως τε καὶ ἄρτι ἀνειληφότες τὰς
κατασκευὰς μετὰ τὰ Μηδικά· ἐβαρύνοντο δὲ καὶ χαλεπῶς ἔφερον οἰκίας
τε καταλείποντες καὶ ἱερὰ ἃ διὰ παντὸς ἦν αὐτοῖς ἐκ τῆς κατὰ τὸ ἀρχαῖον
πολιτείας πάτρια δίαιτάν τε μέλλοντες μεταβάλλειν καὶ οὐδὲν ἄλλο ἢ
πόλιν τὴν αὑτοῦ ἀπολείπων ἕκαστος. [17] ἐπειδή τε ἀφίκοντο ἐς τὸ
ἄστυ, ὀλίγοις μέν τισιν ὑπῆρχον οἰκήσεις καὶ παρὰ φίλων τινὰς ἢ οἰκείων
172

καταφυγή, οἱ δὲ πολλοὶ τά τε ἐρῆμα τῆς πόλεως ᾤκησαν καὶ τὰ ἱερὰ καὶ


τὰ ἡρῷα πάντα πλὴν τῆς ἀκροπόλεως καὶ τοῦ ᾿Ελευσινίου καὶ εἴ τι ἄλλο
βεβαίως κλῃστὸν ἦν· τό τε Πελαργικὸν καλούμενον τὸ ὑπὸ τὴν
ἀκρόπολιν, ὃ καὶ ἐπάρατόν τε ἦν μὴ οἰκεῖν καί τι καὶ Πυθικοῦ μαντείου
ἀκροτελεύτιον τοιόνδε διεκώλυε, λέγον ὡς 'τὸ Πελαργικὸν ἀργὸν
ἄμεινον,' ὅμως ὑπὸ τῆς παραχρῆμα ἀνάγκης ἐξῳκήθη. καί μοι δοκεῖ τὸ
μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ προσεδέχοντο· οὐ γὰρ διὰ τὴν
παράνομον ἐνοίκησιν αἱ ξυμφοραὶ γενέσθαι τῇ πόλει, ἀλλὰ διὰ τὸν
πόλεμον ἡ ἀνάγκη τῆς οἰκήσεως, ὃν οὐκ ὀνομάζον τὸ μαντεῖον προῄδει
μὴ ἐπ' ἀγαθῷ ποτὲ αὐτὸ κατοικισθησόμενον. κατεσκευάσαντο δὲ καὶ ἐν
τοῖς πύργοις τῶν τειχῶν πολλοὶ καὶ ὡς ἕκαστός που ἐδύνατο· οὐ γὰρ
ἐχώρησε ξυνελθόντας αὐτοὺς ἡ πόλις, ἀλλ' ὕστερον δὴ τά τε μακρὰ τείχη
ᾤκησαν κατανειμάμενοι καὶ τοῦ Πειραιῶς τὰ πολλά. ἅμα δὲ καὶ τῶν πρὸς
τὸν πόλεμον ἥπτοντο, ξυμμάχους τε ἀγείροντες καὶ τῇ Πελοποννήσῳ
ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν ἐξαρτύοντες. καὶ οἱ μὲν ἐν τούτῳ παρασκευῆς
ἦσαν.
[18] ῾Ο δὲ στρατὸς τῶν Πελοποννησίων προϊὼν ἀφίκετο τῆς
᾿Αττικῆς ἐς Οἰνόην πρῶτον, ᾗπερ ἔμελλον ἐσβαλεῖν. καὶ ὡς ἐκαθέζοντο,
προσβολὰς παρεσκευάζοντο τῷ τείχει ποιησόμενοι μηχαναῖς τε καὶ ἄλλῳ
τρόπῳ· ἡ γὰρ Οἰνόη οὖσα ἐν μεθορίοις τῆς ᾿Αττικῆς καὶ Βοιωτίας
ἐτετείχιστο, καὶ αὐτῷ φρουρίῳ οἱ ᾿Αθηναῖοι ἐχρῶντο ὁπότε πόλεμος
καταλάβοι. τάς τε οὖν προσβολὰς ηὐτρεπίζοντο καὶ ἄλλως ἐνδιέτριψαν
χρόνον περὶ αὐτήν. αἰτίαν τε οὐκ ἐλαχίστην ᾿Αρχίδαμος ἔλαβεν ἀπ'
αὐτοῦ, δοκῶν καὶ ἐν τῇ ξυναγωγῇ τοῦ πολέμου μαλακὸς εἶναι καὶ τοῖς
᾿Αθηναίοις ἐπιτήδειος, οὐ παραινῶν προθύμως πολεμεῖν· ἐπειδή τε
ξυνελέγετο ὁ στρατός, ἥ τε ἐν τῷ ᾿Ισθμῷ ἐπιμονὴ γενομένη καὶ κατὰ τὴν
ἄλλην πορείαν ἡ σχολαιότης διέβαλεν αὐτόν, μάλιστα δὲ ἡ ἐν τῇ Οἰνόῃ
ἐπίσχεσις. οἱ γὰρ ᾿Αθηναῖοι ἐσεκομίζοντο ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ, καὶ
ἐδόκουν οἱ Πελοποννήσιοι ἐπελθόντες ἂν διὰ τάχους πάντα ἔτι ἔξω
καταλαβεῖν, εἰ μὴ διὰ τὴν ἐκείνου μέλλησιν. ἐν τοιαύτῃ μὲν ὀργῇ ὁ
στρατὸς τὸν ᾿Αρχίδαμον ἐν τῇ καθέδρᾳ εἶχεν. ὁ δὲ προσδεχόμενος, ὡς
λέγεται, τοὺς ᾿Αθηναίους τῆς γῆς ἔτι ἀκεραίου οὔσης ἐνδώσειν τι καὶ
κατοκνήσειν περιιδεῖν αὐτὴν τμηθεῖσαν, ἀνεῖχεν. [19] ἐπειδὴ μέντοι
προσβαλόντες τῇ Οἰνόῃ καὶ πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες οὐκ ἐδύναντο
ἑλεῖν, οἵ τε ᾿Αθηναῖοι οὐδὲν ἐπεκηρυκεύοντο, οὕτω δὴ ὁρμήσαντες ἀπ'
αὐτῆς μετὰ τὰ ἐν Πλαταίᾳ [τῶν ἐσελθόντων Θηβαίων] γενόμενα ἡμέρᾳ
ὀγδοηκοστῇ μάλιστα, θέρους καὶ τοῦ σίτου ἀκμάζοντος, ἐσέβαλον ἐς τὴν
᾿Αττικήν· ἡγεῖτο δὲ ᾿Αρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου, Λακεδαιμονίων βασιλεύς.
καὶ καθεζόμενοι ἔτεμνον πρῶτον μὲν ᾿Ελευσῖνα καὶ τὸ Θριάσιον πεδίον
173

καὶ τροπήν τινα τῶν ᾿Αθηναίων ἱππέων περὶ τοὺς ῾Ρείτους καλουμένους
ἐποιήσαντο· ἔπειτα προυχώρουν ἐν δεξιᾷ ἔχοντες τὸ Αἰγάλεων ὄρος διὰ
Κρωπιᾶς, ἕως ἀφίκοντο ἐς ᾿Αχαρνάς, χωρίον μέγιστον τῆς ᾿Αττικῆς τῶν
δήμων καλουμένων, καὶ καθεζόμενοι ἐς αὐτὸ στρατόπεδόν τε ἐποιήσαντο
χρόνον τε πολὺν ἐμμείναντες ἔτεμνον. [20] γνώμῃ δὲ τοιᾷδε λέγεται τὸν
᾿Αρχίδαμον περί τε τὰς ᾿Αχαρνὰς ὡς ἐς μάχην ταξάμενον μεῖναι καὶ ἐς τὸ
πεδίον ἐκείνῃ τῇ ἐσβολῇ οὐ καταβῆναι· τοὺς γὰρ ᾿Αθηναίους ἤλπιζεν,
ἀκμάζοντάς τε νεότητι πολλῇ καὶ παρεσκευασμένους ἐς πόλεμον ὡς
οὔπω πρότερον, ἴσως ἂν ἐπεξελθεῖν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἂν περιιδεῖν
τμηθῆναι. ἐπειδὴ οὖν αὐτῷ ἐς ᾿Ελευσῖνα καὶ τὸ Θριάσιον πεδίον οὐκ
ἀπήντησαν, πεῖραν ἐποιεῖτο περὶ τὰς ᾿Αχαρνὰς καθήμενος εἰ ἐπεξίασιν·
ἅμα μὲν γὰρ αὐτῷ ὁ χῶρος ἐπιτήδειος ἐφαίνετο ἐνστρατοπεδεῦσαι, ἅμα
δὲ καὶ οἱ ᾿Αχαρνῆς μέγα μέρος ὄντες τῆς πόλεως (τρισχίλιοι γὰρ ὁπλῖται
ἐγένοντο) οὐ περιόψεσθαι ἐδόκουν τὰ σφέτερα διαφθαρέντα, ἀλλ'
ὁρμήσειν καὶ τοὺς πάντας ἐς μάχην. εἴ τε καὶ μὴ ἐπεξέλθοιεν ἐκείνῃ τῇ
ἐσβολῇ οἱ ᾿Αθηναῖοι, ἀδεέστερον ἤδη ἐς τὸ ὕστερον τό τε πεδίον τεμεῖν
καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν πόλιν χωρήσεσθαι· τοὺς γὰρ ᾿Αχαρνέας
ἐστερημένους τῶν σφετέρων οὐχ ὁμοίως προθύμους ἔσεσθαι ὑπὲρ τῆς
τῶν ἄλλων κινδυνεύειν, στάσιν δ' ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ. τοιαύτῃ μὲν
διανοίᾳ ὁ ᾿Αρχίδαμος περὶ τὰς ᾿Αχαρνὰς ἦν.
[21] ᾿Αθηναῖοι δὲ μέχρι μὲν οὗ περὶ ᾿Ελευσῖνα καὶ τὸ Θριάσιον
πεδίον ὁ στρατὸς ἦν, καί τινα ἐλπίδα εἶχον ἐς τὸ ἐγγυτέρω αὐτοὺς μὴ
προϊέναι, μεμνημένοι καὶ Πλειστοάνακτα τὸν Παυσανίου Λακεδαιμονίων
βασιλέα, ὅτε ἐσβαλὼν τῆς ᾿Αττικῆς ἐς ᾿Ελευσῖνα καὶ Θριῶζε στρατῷ
Πελοποννησίων πρὸ τοῦδε τοῦ πολέμου τέσσαρσι καὶ δέκα ἔτεσιν
ἀνεχώρησε πάλιν ἐς τὸ πλέον οὐκέτι προελθών (δι' ὃ δὴ καὶ ἡ φυγὴ αὐτῷ
ἐγένετο ἐκ Σπάρτης δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι [τὴν ἀναχώρησιν])·
ἐπειδὴ δὲ περὶ ᾿Αχαρνὰς εἶδον τὸν στρατὸν ἑξήκοντα σταδίους τῆς
πόλεως ἀπέχοντα, οὐκέτι ἀνασχετὸν ἐποιοῦντο, ἀλλ' αὐτοῖς, ὡς εἰκός, γῆς
τεμνομένης ἐν τῷ ἐμφανεῖ, ὃ οὔπω ἑοράκεσαν οἵ γε νεώτεροι, οὐδ' οἱ
πρεσβύτεροι πλὴν τὰ ἑοράκεσαν οἵ γε νεώτεροι, οὐδ' οἱ πρεσβύτεροι
πλὴν τὰ Μηδικά, δεινὸν ἐφαίνετο καὶ ἐδόκει τοῖς τε ἄλλοις καὶ μάλιστα
τῇ νεότητι ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾶν. κατὰ ξυστάσεις τε γιγνόμενοι ἐν
πολλῇ ἔριδι ἦσαν, οἱ μὲν κελεύοντες ἐπεξιέναι, οἱ δέ τινες οὐκ ἐῶντες.
χρησμολόγοι τε ᾖδον χρησμοὺς παντοίους, ὧν ἀκροᾶσθαι ὡς ἕκαστος
ὥρμητο. οἵ τε ᾿Αχαρνῆς οἰόμενοι παρὰ σφίσιν αὐτοῖς οὐκ ἐλαχίστην
μοῖραν εἶναι ᾿Αθηναίων, ὡς αὐτῶν ἡ γῆ ἐτέμνετο, ἐνῆγον τὴν ἔξοδον
μάλιστα. παντί τε τρόπῳ ἀνηρέθιστο ἡ πόλις, καὶ τὸν Περικλέα ἐν ὀργῇ
εἶχον, καὶ ὧν παρῄνεσε πρότερον ἐμέμνηντο οὐδέν, ἀλλ' ἐκάκιζον ὅτι
174

στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγοι, αἴτιόν τε σφίσιν ἐνόμιζον πάντων ὧν


ἔπασχον. [22] Περικλῆς δὲ ὁρῶν μὲν αὐτοὺς πρὸς τὸ παρὸν
χαλεπαίνοντας καὶ οὐ τὰ ἄριστα φρονοῦντας, πιστεύων δὲ ὀρθῶς
γιγνώσκειν περὶ τοῦ μὴ ἐπεξιέναι, ἐκκλησίαν τε οὐκ ἐποίει αὐτῶν οὐδὲ
ξύλλογον οὐδένα, τοῦ μὴ ὀργῇ τι μᾶλλον ἢ γνώμῃ ξυνελθόντας
ἐξαμαρτεῖν, τήν τε πόλιν ἐφύλασσε καὶ δι' ἡσυχίας μάλιστα ὅσον ἐδύνατο
εἶχεν. ἱππέας μέντοι ἐξέπεμπεν αἰεὶ τοῦ μὴ προδρόμους ἀπὸ τῆς στρατιᾶς
ἐσπίπτοντας ἐς τοὺς ἀγροὺς τοὺς ἐγγὺς τῆς πόλεως κακουργεῖν· καὶ
ἱππομαχία τις ἐγένετο βραχεῖα ἐν Φρυγίοις τῶν τε ᾿Αθηναίων τέλει ἑνὶ
τῶν ἱππέων καὶ Θεσσαλοῖς μετ' αὐτῶν πρὸς τοὺς Βοιωτῶν ἱππέας, ἐν ᾗ
οὐκ ἔλασσον ἔσχον οἱ ᾿Αθηναῖοι καὶ Θεσσαλοί, μέχρι οὗ
προσβοηθησάντων τοῖς Βοιωτοῖς τῶν ὁπλιτῶν τροπὴ ἐγένετο αὐτῶν καὶ
ἀπέθανον τῶν Θεσσαλῶν καὶ ᾿Αθηναίων οὐ πολλοί· ἀνείλοντο μέντοι
αὐτοὺς αὐθημερὸν ἀσπόνδους. καὶ οἱ Πελοποννήσιοι τροπαῖον τῇ
ὑστεραίᾳ ἔστησαν. ἡ δὲ βοήθεια αὕτη τῶν Θεσσαλῶν κατὰ τὸ παλαιὸν
ξυμμαχικὸν ἐγένετο τοῖς ᾿Αθηναίοις, καὶ ἀφίκοντο παρ' αὐτοὺς
Λαρισαῖοι, Φαρσάλιοι, [Παράσιοι], Κραννώνιοι, Πυράσιοι, Γυρτώνιοι,
Φεραῖοι. ἡγοῦντο δὲ αὐτῶν ἐκ μὲν Λαρίσης Πολυμήδης καὶ ᾿Αριστόνους,
ἀπὸ τῆς στάσεως ἑκάτερος, ἐκ δὲ Φαρσάλου Μένων· ἦσαν δὲ καὶ τῶν
ἄλλων κατὰ πόλεις ἄρχοντες.
[23] Οἱ δὲ Πελοποννήσιοι, ἐπειδὴ οὐκ ἐπεξῇσαν αὐτοῖς οἱ
᾿Αθηναῖοι ἐς μάχην, ἄραντες ἐκ τῶν ᾿Αχαρνῶν ἐδῄουν τῶν δήμων τινὰς
ἄλλους τῶν μεταξὺ Πάρνηθος καὶ Βριλησσοῦ ὄρους. ὄντων δὲ αὐτῶν ἐν
τῇ γῇ οἱ ᾿Αθηναῖοι ἀπέστειλαν τὰς ἑκατὸν ναῦς περὶ Πελοπόννησον
ἅσπερ παρεσκευάζοντο καὶ χιλίους ὁπλίτας ἐπ' αὐτῶν καὶ τοξότας
τετρακοσίους· ἐστρατήγει δὲ Καρκίνος τε ὁ Ξενοτίμου καὶ Πρωτέας ὁ
᾿Επικλέους καὶ Σωκράτης ὁ ᾿Αντιγένους. καὶ οἱ μὲν ἄραντες τῇ
παρασκευῇ ταύτῃ περιέπλεον, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι χρόνον ἐμμείναντες
ἐν τῇ ᾿Αττικῇ ὅσου εἶχον τὰ ἐπιτήδεια ἀνεχώρησαν διὰ Βοιωτῶν, οὐχ
ᾗπερ ἐσέβαλον· παριόντες δὲ ᾿Ωρωπὸν τὴν γῆν τὴν Γραϊκὴν καλουμένην,
ἣν νέμονται ᾿Ωρώπιοι ᾿Αθηναίων ὑπήκοοι, ἐδῄωσαν. ἀφικόμενοι δὲ ἐς
Πελοπόννησον διελύθησαν κατὰ πόλεις ἕκαστοι.
[24] ᾿Αναχωρησάντων δὲ αὐτῶν οἱ ᾿Αθηναῖοι φυλακὰς
κατεστήσαντο κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, ὥσπερ δὴ ἔμελλον διὰ
παντὸς τοῦ πολέμου φυλάξειν· καὶ χίλια τάλαντα ἀπὸ τῶν ἐν τῇ
ἀκροπόλει χρημάτων ἔδοξεν αὐτοῖς ἐξαίρετα ποιησαμένοις χωρὶς θέσθαι
καὶ μὴ ἀναλοῦν, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἄλλων πολεμεῖν· ἢν δέ τις εἴπῃ ἢ
ἐπιψηφίσῃ κινεῖν τὰ χρήματα ταῦτα ἐς ἄλλο τι, ἢν μὴ οἱ πολέμιοι νηίτῃ
στρατῷ ἐπιπλέωσι τῇ πόλει καὶ δέῃ ἀμύνασθαι, θάνατον ζημίαν ἐπέθεντο.
175

τριήρεις τε μετ' αὐτῶν ἐξαιρέτους ἑκατὸν ἐποιήσαντο κατὰ τὸν ἐνιαυτὸν


ἕκαστον τὰς βελτίστας, καὶ τριηράρχους αὐταῖς, ὧν μὴ χρῆσθαι μηδεμιᾷ
ἐς ἄλλο τι ἢ μετὰ τῶν χρημάτων περὶ τοῦ αὐτοῦ κινδύνου, ἢν δέῃ.
[25] Οἱ δ' ἐν ταῖς ἑκατὸν ναυσὶ περὶ Πελοπόννησον ᾿Αθηναῖοι καὶ
Κερκυραῖοι μετ' αὐτῶν πεντήκοντα ναυσὶ προσβεβοηθηκότες καὶ ἄλλοι
τινὲς τῶν ἐκεῖ ξυμμάχων ἄλλα τε ἐκάκουν περιπλέοντες καὶ ἐς Μεθώνην
τῆς Λακωνικῆς ἀποβάντες τῷ τείχει προσέβαλον ὄντι ἀσθενεῖ καὶ
ἀνθρώπων οὐκ ἐνόντων. ἔτυχε δὲ περὶ τοὺς χώρους τούτους Βρασίδας ὁ
Τέλλιδος ἀνὴρ Σπαρτιάτης φρουρὰν ἔχων, καὶ αἰσθόμενος ἐβοήθει τοῖς
ἐν τῷ χωρίῳ μετὰ ὁπλιτῶν ἑκατόν. διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν ᾿Αθηναίων
στρατόπεδον ἐσκεδασμένον κατὰ τὴν χώραν καὶ πρὸς τὸ τεῖχος
τετραμμένον ἐσπίπτει ἐς τὴν Μεθώνην καὶ ὀλίγους τινὰς ἐν τῇ ἐσδρομῇ
ἀπολέσας τῶν μεθ' αὑτοῦ τήν τε πόλιν περιεποίησε καὶ ἀπὸ τούτου τοῦ
τολμήματος πρῶτος τῶν κατὰ τὸν πόλεμον ἐπῃνέθη ἐν Σπάρτῃ. οἱ δὲ
᾿Αθηναῖοι ἄραντες παρέπλεον, καὶ σχόντες τῆς ᾿Ηλείας ἐς Φειὰν ἐδῄουν
τὴν γῆν ἐπὶ δύο ἡμέρας καὶ προσβοηθήσαντας τῶν ἐκ τῆς κοίλης ῎Ηλιδος
τριακοσίους λογάδας καὶ τῶν αὐτόθεν ἐκ τῆς περιοικίδος ᾿Ηλείων μάχῃ
ἐκράτησαν. ἀνέμου δὲ κατιόντος μεγάλου χειμαζόμενοι ἐν ἀλιμένῳ
χωρίῳ, οἱ μὲν πολλοὶ ἐπέβησαν ἐπὶ τὰς ναῦς καὶ περιέπλεον τὸν ᾿Ιχθῦν
καλούμενον τὴν ἄκραν ἐς τὸν ἐν τῇ Φειᾷ λιμένα, οἱ δὲ Μεσσήνιοι ἐν
τούτῳ καὶ ἄλλοι τινὲς οἱ οὐ δυνάμενοι ἐπιβῆναι κατὰ γῆν χωρήσαντες
τὴν Φειὰν αἱροῦσιν. καὶ ὕστερον αἵ τε νῆες περιπλεύσασαι
ἀναλαμβάνουσιν αὐτοὺς καὶ ἐξανάγονται ἐκλιπόντες Φειάν, καὶ τῶν
᾿Ηλείων ἡ πολλὴ ἤδη στρατιὰ προσεβεβοηθήκει. παραπλεύσαντες δὲ οἱ
᾿Αθηναῖοι ἐπὶ ἄλλα χωρία ἐδῄουν.
[26] ῾Υπὸ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον τοῦτον ᾿Αθηναῖοι τριάκοντα ναῦς
ἐξέπεμψαν περὶ τὴν Λοκρίδα καὶ Εὐβοίας ἅμα φυλακήν· ἐστρατήγει δὲ
αὐτῶν Κλεόπομπος ὁ Κλεινίου. καὶ ἀποβάσεις ποιησάμενος τῆς τε
παραθαλασσίου ἔστιν ἃ ἐδῄωσε καὶ Θρόνιον εἷλεν, ὁμήρους τε ἔλαβεν
αὐτῶν, καὶ ἐν ᾿Αλόπῃ τοὺς βοηθήσαντας Λοκρῶν μάχῃ ἐκράτησεν.
[27] ᾿Ανέστησαν δὲ καὶ Αἰγινήτας τῷ αὐτῷ θέρει τούτῳ ἐξ
Αἰγίνης ᾿Αθηναῖοι, αὐτούς τε καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας, ἐπικαλέσαντες
οὐχ ἥκιστα τοῦ πολέμου σφίσιν αἰτίους εἶναι· καὶ τὴν Αἴγιναν
ἀσφαλέστερον ἐφαίνετο τῇ Πελοποννήσῳ ἐπικειμένην αὑτῶν πέμψαντας
ἐποίκους ἔχειν. καὶ ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ ἐς αὐτὴν τοὺς
οἰκήτορας. ἐκ πεσοῦσι δὲ τοῖς Αἰγινήταις οἱ Λακεδαιμόνιοι ἔδοσαν
Θυρέαν οἰκεῖν καὶ τὴν γῆν νέμεσθαι, κατά τε τὸ ᾿Αθηναίων διάφορον καὶ
ὅτι σφῶν εὐεργέται ἦσαν ὑπὸ τὸν σεισμὸν καὶ τῶν Εἱλώτων τὴν
176

ἐπανάστασιν. ἡ δὲ Θυρεᾶτις γῆ μεθορία τῆς ᾿Αργείας καὶ Λακωνικῆς


ἐστίν, ἐπὶ θάλασσαν καθήκουσα. καὶ οἱ μὲν αὐτῶν ἐνταῦθα ᾤκησαν, οἱ δ'
ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην ῾Ελλάδα.
[28] Τοῦ δ' αὐτοῦ θέρους νουμηνίᾳ κατὰ σελήνην, ὥσπερ καὶ
μόνον δοκεῖ εἶναι γίγνεσθαι δυνατόν, ὁ ἥλιος ἐξέλιπε μετὰ μεσημβρίαν
καὶ πάλιν ἀνεπληρώθη, γενόμενος μηνοειδὴς καὶ ἀστέρων τινῶν
ἐκφανέντων.
[28] Καὶ ἐν τῷ αὐτῷ θέρει Νυμφόδωρον τὸν Πύθεω ἄνδρα
᾿Αβδηρίτην, οὗ εἶχε τὴν ἀδελφὴν Σιτάλκης, δυνάμενον παρ' αὐτῷ μέγα οἱ
᾿Αθηναῖοι πρότερον πολέμιον νομίζοντες πρόξενον ἐποιήσαντο καὶ
μετεπέμψαντο, βουλόμενοι Σιτάλκην σφίσι τὸν Τήρεω, Θρᾳκῶν βασιλέα,
ξύμμαχον γενέσθαι. ὁ δὲ Τήρης οὗτος ὁ τοῦ Σιτάλκου πατὴρ πρῶτος
᾿Οδρύσαις τὴν μεγάλην βασιλείαν ἐπὶ πλέον τῆς ἄλλης Θρᾴκης ἐποίησεν·
πολὺ γὰρ μέρος καὶ αὐτόνομόν ἐστι Θρᾳκῶν. Τηρεῖ δὲ τῷ Πρόκνην τὴν
Πανδίονος ἀπ' ᾿Αθηνῶν σχόντι γυναῖκα προσήκει ὁ Τήρης οὗτος οὐδέν,
οὐδὲ τῆς αὐτῆς Θρᾴκης ἐγένοντο, ἀλλ' ὁ μὲν ἐν Δαυλίᾳ τῆς Φωκίδος νῦν
καλουμένης γῆς [ὁ Τηρεὺς] ᾤκει, τότε ὑπὸ Θρᾳκῶν οἰκουμένης, καὶ τὸ
ἔργον τὸ περὶ τὸν ῎Ιτυν αἱ γυναῖκες ἐν τῇ γῇ ταύτῃ ἔπραξαν (πολλοῖς δὲ
καὶ τῶν ποιητῶν ἐν ἀηδόνος μνήμῃ Δαυλιὰς ἡ ὄρνις ἐπωνόμασται), εἰκός
τε καὶ τὸ κῆδος Πανδίονα ξυνάψασθαι τῆς θυγατρὸς διὰ τοσούτου ἐπ'
ὠφελίᾳ τῇ πρὸς ἀλλήλους μᾶλλον ἢ διὰ πολλῶν ἡμερῶν ἐς ᾿Οδρύσας
ὁδοῦ. Τήρης δὲ οὐδὲ τὸ αὐτὸ ὄνομα ἔχων βασιλεύς [τε] πρῶτος ἐν κράτει
᾿Οδρυσῶν ἐγένετο. οὗ δὴ ὄντα τὸν Σιτάλκην οἱ ᾿Αθηναῖοι ξύμμαχον
ἐποιοῦντο, βουλόμενοι σφίσι τὰ ἐπὶ Θρᾴκης χωρία καὶ Περδίκκαν
ξυνεξελεῖν αὐτόν. ἐλθών τε ἐς τὰς ᾿Αθήνας ὁ Νυμφόδωρος τήν τε τοῦ
Σιτάλκου ξυμμαχίαν ἐποίησε καὶ Σάδοκον τὸν υἱὸν αὐτοῦ ᾿Αθηναῖον τόν
τε ἐπὶ Θρᾴκης πόλεμον ὑπεδέχετο καταλύσειν· πείσειν γὰρ Σιτάλκην
πέμπειν στρατιὰν Θρᾳκίαν ᾿Αθηναίοις ἱππέων τε καὶ πελταστῶν.
ξυνεβίβασε δὲ καὶ τὸν Περδίκκαν τοῖς ᾿Αθηναίοις καὶ Θέρμην αὐτῷ
ἔπεισεν ἀποδοῦναι· ξυνεστράτευσέ τε εὐθὺς Περδίκκας ἐπὶ Ξαλκιδέας
μετὰ ᾿Αθηναίων καὶ Φορμίωνος. οὕτω μὲν Σιτάλκης τε ὁ Τήρεω Θρᾳκῶν
βασιλεὺς ξύμμαχος ἐγένετο ᾿Αθηναίοις καὶ Περδίκκας ὁ ᾿Αλεξάνδρου
Μακεδόνων βασιλεύς.
[30] Οἱ δ' ἐν ταῖς ἑκατὸν ναυσὶν ᾿Αθηναῖοι ἔτι ὄντες περὶ
Πελοπόννησον Σόλλιόν τε Κορινθίων πόλισμα αἱροῦσι καὶ παραδιδόασι
Παλαιρεῦσιν ᾿Ακαρνάνων μόνοις τὴν γῆν καὶ πόλιν νέμεσθαι· καὶ
᾿Αστακόν, ἧς Εὔαρχος ἐτυράννει, λαβόντες κατὰ κράτος καὶ ἐξελάσαντες
αὐτὸν τὸ χωρίον ἐς τὴν ξυμμαχίαν προσεποιήσαντο. ἐπί τε Κεφαλληνίαν
177

τὴν νῆσον προσπλεύσαντες προσηγάγοντο ἄνευ μάχης· κεῖται δὲ ἡ


Κεφαλληνία κατὰ ᾿Ακαρνανίαν καὶ Λευκάδα τετράπολις οὖσα, Παλῆς,
Κράνιοι, Σαμαῖοι, Προνναῖοι. ὕστερον δ' οὐ πολλῷ ἀνεχώρησαν αἱ νῆες
ἐς τὰς ᾿Αθήνας.
[31] Περὶ δὲ τὸ φθινόπωρον τοῦ θέρους τούτου ᾿Αθηναῖοι
πανδημεί, αὐτοὶ καὶ οἱ μέτοικοι, ἐσέβαλον ἐς τὴν Μεγαρίδα Περικλέους
τοῦ Ξανθίππου στρατηγοῦντος. καὶ οἱ περὶ Πελοπόννησον ᾿Αθηναῖοι ἐν
ταῖς ἑκατὸν ναυσίν (ἔτυχον γὰρ ἤδη ἐν Αἰγίνῃ ὄντες ἐπ' οἴκου
ἀνακομιζόμενοι) ὡς ᾔσθοντο τοὺς ἐκ τῆς πόλεως πανστρατιᾷ ἐν
Μεγάροις ὄντας, ἔπλευσαν παρ' αὐτοὺς καὶ ξυνεμείχθησαν. στρατόπεδόν
τε μέγιστον δὴ τοῦτο ἁθρόον ᾿Αθηναίων ἐγένετο, ἀκμαζούσης ἔτι τῆς
πόλεως καὶ οὔπω νενοσηκυίας· μυρίων γὰρ ὁπλιτῶν οὐκ ἐλάσσους ἦσαν
αὐτοὶ ᾿Αθηναῖοι (χωρὶς δὲ αὐτοῖς οἱ ἐν Ποτειδαίᾳ τρισχίλιοι ἦσαν),
μέτοικοι δὲ ξυνεσέβαλον οὐκ ἐλάσσους τρισχιλίων ὁπλιτῶν, χωρὶς δὲ ὁ
ἄλλος ὅμιλος ψιλῶν οὐκ ὀλίγος. δῃώσαντες δὲ τὰ πολλὰ τῆς γῆς
ἀνεχώρησαν. ἐγένοντο δὲ καὶ ἄλλαι ὕστερον ἐν τῷ πολέμῳ κατὰ ἔτος
ἕκαστον ἐσβολαὶ ᾿Αθηναίων ἐς τὴν Μεγαρίδα καὶ ἱππέων καὶ
πανστρατιᾷ, μέχρι οὗ Νίσαια ἑάλω ὑπ' ᾿Αθηναίων.
[32] ᾿Ετειχίσθη δὲ καὶ ᾿Αταλάντη ὑπὸ ᾿Αθηναίων φρούριον τοῦ
θέρους τούτου τελευτῶντος, ἡ ἐπὶ Λοκροῖς τοῖς ᾿Οπουντίοις νῆσος ἐρήμη
πρότερον οὖσα, τοῦ μὴ λῃστὰς ἐκπλέοντας ἐξ ᾿Οποῦντος καὶ τῆς ἄλλης
Λοκρίδος κακουργεῖν τὴν Εὔβοιαν.
Ταῦτα μὲν ἐν τῷ θέρει τούτῳ μετὰ τὴν Πελοποννησίων ἐκ τῆς
᾿Αττικῆς ἀναχώρησιν ἐγένετο. [33] τοῦ δ' ἐπιγιγνομένου χειμῶνος
Εὔαρχος ὁ ᾿Ακαρνὰν βουλόμενος ἐς τὴν ᾿Αστακὸν κατελθεῖν πείθει
Κορινθίους τεσσαράκοντα ναυσὶ καὶ πεντακοσίοις καὶ χιλίοις ὁπλίταις
ἑαυτὸν κατάγειν πλεύσαντας, καὶ αὐτὸς ἐπικούρους τινὰς
προσεμισθώσατο· ἦρχον δὲ τῆς στρατιᾶς Εὐφαμίδας τε ὁ ᾿Αριστωνύμου
καὶ Τιμόξενος ὁ Τιμοκράτους καὶ Εὔμαχος ὁ Ξρύσιδος. καὶ πλεύσαντες
κατήγαγον· καὶ τῆς ἄλλης ᾿Ακαρνανίας τῆς περὶ θάλασσαν ἔστιν ἃ χωρία
βουλόμενοι προσποιήσασθαι καὶ πειραθέντες, ὡς οὐκ ἐδύναντο,
ἀπέπλεον ἐπ' οἴκου. σχόντες δ' ἐν τῷ παράπλῳ ἐς Κεφαλληνίαν καὶ
ἀπόβασιν ποιησάμενοι ἐς τὴν Κρανίων γῆν, ἀπατηθέντες ὑπ' αὐτῶν ἐξ
ὁμολογίας τινὸς ἄνδρας τε ἀποβάλλουσι σφῶν αὐτῶν, ἐπιθεμένων
ἀπροσδοκήτοις τῶν Κρανίων, καὶ βιαιότερον ἀναγαγόμενοι ἐκομίσθησαν
ἐπ' οἴκου.
[34] ᾿Εν δὲ τῷ αὐτῷ χειμῶνι ᾿Αθηναῖοι τῷ πατρίῳ νόμῳ χρώμενοι
δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο τῶν ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ πρώτων
178

ἀποθανόντων τρόπῳ τοιῷδε. τὰ μὲν ὀστᾶ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων


πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες, καὶ ἐπιφέρει τῷ αὑτοῦ ἕκαστος ἤν τι
βούληται· ἐπειδὰν δὲ ἡ ἐκφορὰ ᾖ, λάρνακας κυπαρισσίνας ἄγουσιν
ἅμαξαι, φυλῆς ἑκάστης μίαν· ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς. μία
δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς
ἀναίρεσιν. ξυνεκφέρει δὲ ὁ βουλόμενος καὶ ἀστῶν καὶ ξένων, καὶ
γυναῖκες πάρεισιν αἱ προσήκουσαι ἐπὶ τὸν τάφον ὀλοφυρόμεναι. τιθέασιν
οὖν ἐς τὸ δημόσιον σῆμα, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ καλλίστου προαστείου τῆς
πόλεως, καὶ αἰεὶ ἐν αὐτῷ θάπτουσι τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, πλήν γε τοὺς ἐν
Μαραθῶνι· ἐκείνων δὲ διαπρεπῆ τὴν ἀρετὴν κρίναντες αὐτοῦ καὶ τὸν
τάφον ἐποίησαν. ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ, ἀνὴρ ᾑρημένος ὑπὸ τῆς πόλεως,
ὃς ἂν γνώμῃ τε δοκῇ μὴ ἀξύνετος εἶναι καὶ ἀξιώσει προήκῃ, λέγει ἐπ'
αὐτοῖς ἔπαινον τὸν πρέποντα· μετὰ δὲ τοῦτο ἀπέρχονται. ὧδε μὲν
θάπτουσιν· καὶ διὰ παντὸς τοῦ πολέμου, ὁπότε ξυμβαίη αὐτοῖς, ἐχρῶντο
τῷ νόμῳ. ἐπὶ δ' οὖν τοῖς πρώτοις τοῖσδε Περικλῆς ὁ Ξανθίππου ᾑρέθη
λέγειν. καὶ ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε, προελθὼν ἀπὸ τοῦ σήματος ἐπὶ βῆμα
ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούοιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε
τοιάδε.
[35] 'Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν
προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων
θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν
ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ
τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ
πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι.
χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας
βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ' ἄν τι
ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε
ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ
φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων
λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν
ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν.
ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ
ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης
τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον.
[36] '῎Αρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς
καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι.
τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι
τοῦδε ἐλευθέραν δι' ἀρετὴν παρέδοσαν. καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ
ἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην
179

ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον. τὰ δὲ πλείω


αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦν ἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ
ἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον
καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην. ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς
ἕκαστα ἐκτήθη, ἢ εἴ τι αὐτοὶ ἢ οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ ῞Ελληνα
πολέμιον ἐπιόντα προθύμως ἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐ
βουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ' αὐτὰ καὶ
μεθ' οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας
πρῶτον εἶμι καὶ ἐπὶ τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἂν
ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶ τὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων
ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν.
[37] 'Χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους,
παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα
μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ' ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται·
μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ
δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς
τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ' αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν
δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. ἐλευθέρως δὲ τά τε
πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ' ἡμέραν
ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι' ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ' ἡδονήν τι δρᾷ,
ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας
προστιθέμενοι. ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ
δέος μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ
τῶν νόμων, καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων
κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν.
[38] 'Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ
ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες, ἰδίαις δὲ
κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ' ἡμέραν ἡ τέρψις τὸ λυπηρὸν
ἐκπλήσσει. ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ
πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ
ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦσθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
[39] 'Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν
ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε
ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν
τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ
πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ' ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς
παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον
μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς
180

ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι


καθ' ἑαυτούς, μεθ' ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν
πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν
οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν. ἁθρόᾳ τε τῇ
δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦ ναυτικοῦ τε ἅμα
ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέ που
μορίῳ τινὶ προσμείξωσι, κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν
ἀπεῶσθαι καὶ νικηθέντες ὑφ' ἁπάντων ἡσσῆσθαι. καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ
μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων ἀνδρείας
ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ
προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶ μοχθούντων
φαίνεσθαι, καὶ ἔν τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτι ἐν
ἄλλοις.
[40] 'Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ
μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεθα, καὶ
τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν, ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ
αἴσχιον. ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ
ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμμένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ
τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν,
καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα, οὐ
τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι, ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι
μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν. διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ
τόδε ἔχομεν ὥστε τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν
ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς δὲ ὄκνον φέρει.
κράτιστοι δ' ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα
σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν
κινδύνων. καὶ τὰ ἐς ἀρετὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες
εὖ, ἀλλὰ δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας τὴν
χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι' εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν· ὁ δὲ ἀντοφείλων
ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ' ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων.
καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ
πιστῷ ἀδεῶς τινὰ ὠφελοῦμεν.
[41] 'Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς ῾Ελλάδος παίδευσιν
εἶναι καὶ καθ' ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα παρ' ἡμῶν ἐπὶ
πλεῖστ' ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων μάλιστ' ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα
αὔταρκες παρέχεσθαι. καὶ ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε
μᾶλλον ἢ ἔργων ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε
τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. μόνη γὰρ τῶν νῦν ἀκοῆς κρείσσων ἐς
πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολεμίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει
181

ὑφ' οἵων κακοπαθεῖ οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ' ἀξίων


ἄρχεται. μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν
δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ
οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε ῾Ομήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ
αὐτίκα τέρψει, τῶν δ' ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν
μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες
γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια
ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως
δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν
λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν.
[42] 'Δι' ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε
ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν
ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ' οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις
καθιστάς. καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ
τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν
῾Ελλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ
μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα
ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς
πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν
ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. τῶνδε
δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε
πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ
δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν
λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν
μετ' αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς
τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν
αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν
μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου
ἔφυγον, τὸ δ' ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι' ἐλαχίστου καιροῦ τύχης
ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.
[43] 'Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοιοίδε ἐγένοντο· τοὺς
δὲ λοιποὺς χρὴ ἀσφαλεστέραν μὲν εὔχεσθαι, ἀτολμοτέραν δὲ μηδὲν
ἀξιοῦν τὴν ἐς τοὺς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν, σκοποῦντας μὴ λόγῳ μόνῳ
τὴν ὠφελίαν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐδὲν χεῖρον αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας μηκύνοι,
λέγων ὅσα ἐν τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστιν, ἀλλὰ μᾶλλον
τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ' ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς
γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι, ἐνθυμουμένους ὅτι
τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι
ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ
182

τὴν πόλιν γε τῆς σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ


ἔρανον αὐτῇ προϊέμενοι. κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν ἀγήρων
ἔπαινον ἐλάμβανον καὶ τὸν τάφον ἐπισημότατον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται
μᾶλλον, ἀλλ' ἐν ᾧ ἡ δόξα αὐτῶν παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ
ἔργου καιρῷ αἰείμνηστος καταλείπεται. ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ
τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν
τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ
τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ
ἐλεύθερον, τὸ δ' ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς
πολεμικοὺς κινδύνους. οὐ γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν
ἂν τοῦ βίου, οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ' οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ ἐν
τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ διαφέροντα, ἤν τι
πταίσωσιν. ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ [ἐν τῷ]
μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα
γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος.
[44] 'Δι' ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ
ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ ξυμφοραῖς
ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ' εὐτυχές, οἳ ἂν τῆς εὐπρεπεστάτης λάχωσιν,
ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε
ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα
πείθειν ὄν, ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς
ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πειρασάμενος
ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ' οὗ ἂν ἐθὰς γενόμενος ἀφαιρεθῇ. καρτερεῖν δὲ
χρὴ καὶ ἄλλων παίδων ἐλπίδι, οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε
γὰρ τῶν οὐκ ὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει
διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει· οὐ γὰρ οἷόν τε
ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι οἳ ἂν μὴ καὶ παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου
παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. ὅσοι δ' αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα
κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ
τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν
τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι, μᾶλλον τέρπει,
ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι. [45] παισὶ δ' αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ
μέγαν τὸν ἀγῶνα (τὸν γὰρ οὐκ ὄντα ἅπας εἴωθεν ἐπαινεῖν), καὶ μόλις ἂν
καθ' ὑπερβολὴν ἀρετῆς οὐχ ὁμοῖοι, ἀλλ' ὀλίγῳ χείρους κριθεῖτε. φθόνος
γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼν ἀνανταγωνίστῳ
εὐνοίᾳ τετίμηται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ
ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳ παραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρ
ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν
ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ.
183

[46] 'Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμον ὅσα εἶχον πρόσφορα,
καὶ ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ δὲ αὐτῶν τοὺς
παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον
στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων
προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες
ἄριστοι πολιτεύουσιν. νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ
ἄπιτε.'
[47] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ· καὶ
διελθόντος αὐτοῦ πρῶτον ἔτος τοῦ πολέμου τοῦδε ἐτελεύτα. τοῦ δὲ
θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι τὰ δύο μέρη
ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐσέβαλον ἐς τὴν ᾿Αττικήν (ἡγεῖτο δὲ ᾿Αρχίδαμος ὁ
Ζευξιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύσ), καὶ καθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν.
καὶ ὄντων αὐτῶν οὐ πολλάς πω ἡμέρας ἐν τῇ ᾿Αττικῇ ἡ νόσος πρῶτον
ἤρξατο γενέσθαι τοῖς ᾿Αθηναίοις, λεγόμενον μὲν καὶ πρότερον
πολλαχόσε ἐγκατασκῆψαι καὶ περὶ Λῆμνον καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις, οὐ
μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ
ἐμνημονεύετο γενέσθαι. οὔτε γὰρ ἰατροὶ ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες
ἀγνοίᾳ, ἀλλ' αὐτοὶ μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ μάλιστα προσῇσαν, οὔτε
ἄλλη ἀνθρωπεία τέχνη οὐδεμία· ὅσα τε πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν ἢ μαντείοις
καὶ τοῖς τοιούτοις ἐχρήσαντο, πάντα ἀνωφελῆ ἦν, τελευτῶντές τε αὐτῶν
ἀπέστησαν ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι. [48] ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς
λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ
Λιβύην κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. ἐς δὲ τὴν ᾿Αθηναίων
πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν
ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ' αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα
ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον
δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη.
λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης,
ἀφ' ὅτου εἰκὸς ἦν γενέσθαι αὐτό, καὶ τὰς αἰτίας ἅστινας νομίζει τοσαύτης
μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν· ἐγὼ δὲ οἷόν τε
ἐγίγνετο λέξω, καὶ ἀφ' ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε καὶ αὖθις ἐπιπέσοι,
μάλιστ' ἂν ἔχοι τι προειδὼς μὴ ἀγνοεῖν, ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας
καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας.
[49] Τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖτο, ἐκ πάντων μάλιστα δὴ
ἐκεῖνο ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ τις καὶ
προύκαμνέ τι, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη. τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ' οὐδεμιᾶς
προφάσεως, ἀλλ' ἐξαίφνης ὑγιεῖς ὄντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι
ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ τὰ
ἐντός, ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα ἄτοπον
184

καὶ δυσῶδες ἠφίει· ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ
ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ·
καὶ ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν καὶ
ἀποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαι ὅσαι ὑπὸ ἰατρῶν ὠνομασμέναι εἰσὶν ἐπῇσαν,
καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης. λύγξ τε τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή,
σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν, τοῖς μὲν μετὰ ταῦτα λωφήσαντα, τοῖς δὲ καὶ
πολλῷ ὕστερον. καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ' ἄγαν θερμὸν ἦν
οὔτε χλωρόν, ἀλλ' ὑπέρυθρον, πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν
ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν
ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ' ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι,
ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν. καὶ πολλοὶ τοῦτο τῶν
ἠμελημένων ἀνθρώπων καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα, τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ
ξυνεχόμενοι· καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον
ποτόν. καὶ ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ
παντός. καὶ τὸ σῶμα, ὅσονπερ χρόνον καὶ ἡ νόσος ἀκμάζοι, οὐκ
ἐμαραίνετο, ἀλλ' ἀντεῖχε παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ, ὥστε ἢ
διεφθείροντο οἱ πλεῖστοι ἐναταῖοι καὶ ἑβδομαῖοι ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος,
ἔτι ἔχοντές τι δυνάμεως, ἢ εἰ διαφύγοιεν, ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος ἐς
τὴν κοιλίαν καὶ ἑλκώσεώς τε αὐτῇ ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης καὶ διαρροίας
ἅμα ἀκράτου ἐπιπιπτούσης οἱ πολλοὶ ὕστερον δι' αὐτὴν ἀσθενείᾳ
διεφθείροντο. διεξῄει γὰρ διὰ παντὸς τοῦ σώματος ἄνωθεν ἀρξάμενον τὸ
ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυθὲν κακόν, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων
περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν.
κατέσκηπτε γὰρ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας, καὶ πολλοὶ
στερισκόμενοι τούτων διέφευγον, εἰσὶ δ' οἳ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν. τοὺς δὲ
καὶ λήθη ἐλάμβανε παραυτίκα ἀναστάντας τῶν πάντων ὁμοίως, καὶ
ἠγνόησαν σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπιτηδείους. [50] γενόμενον γὰρ
κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου τά τε ἄλλα χαλεπωτέρως ἢ κατὰ τὴν
ἀνθρωπείαν φύσιν προσέπιπτεν ἑκάστῳ καὶ ἐν τῷδε ἐδήλωσε μάλιστα
ἄλλο τι ὂν ἢ τῶν ξυντρόφων τι· τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ τετράποδα ὅσα
ἀνθρώπων ἅπτεται, πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ προσῄει ἢ
γευσάμενα διεφθείρετο. τεκμήριον δέ· τῶν μὲν τοιούτων ὀρνίθων
ἐπίλειψις σαφὴς ἐγένετο, καὶ οὐχ ἑωρῶντο οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ
τοιοῦτον οὐδέν· οἱ δὲ κύνες μᾶλλον αἴσθησιν παρεῖχον τοῦ ἀποβαίνοντος
διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι.
[51] Τὸ μὲν οὖν νόσημα, πολλὰ καὶ ἄλλα παραλιπόντι ἀτοπίας, ὡς
ἑκάστῳ ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον γιγνόμενον,
τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδέαν. καὶ ἄλλο παρελύπει κατ' ἐκεῖνον τὸν
χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων· ὃ δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα.
185

ἔθνῃσκον δὲ οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι. ἕν τε οὐδὲ ἓν


κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅτι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν· τὸ γάρ τῳ
ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν. σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη
πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ
διαίτῃ θεραπευόμενα. δεινότατον δὲ παντὸς ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία
ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι τῇ
γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀντεῖχον), καὶ ὅτι
ἕτερος ἀφ' ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλάμενοι ὥσπερ τὰ πρόβατα
ἔθνῃσκον· καὶ τὸν πλεῖστον φθόρον τοῦτο ἐνεποίει. εἴτε γὰρ μὴ 'θέλοιεν
δεδιότες ἀλλήλοις προσιέναι, ἀπώλλυντο ἐρῆμοι, καὶ οἰκίαι πολλαὶ
ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσοντος· εἴτε προσίοιεν, διεφθείροντο,
καὶ μάλιστα οἱ ἀρετῆς τι μεταποιούμενοι· αἰσχύνῃ γὰρ ἠφείδουν σφῶν
αὐτῶν ἐσιόντες παρὰ τοὺς φίλους, ἐπεὶ καὶ τὰς ὀλοφύρσεις τῶν
ἀπογιγνομένων τελευτῶντες καὶ οἱ οἰκεῖοι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ
κακοῦ νικώμενοι. ἐπὶ πλέον δ' ὅμως οἱ διαπεφευγότες τόν τε θνῄσκοντα
καὶ τὸν πονούμενον ᾠκτίζοντο διὰ τὸ προειδέναι τε καὶ αὐτοὶ ἤδη ἐν τῷ
θαρσαλέῳ εἶναι· δὶς γὰρ τὸν αὐτόν, ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανεν.
καὶ ἐμακαρίζοντό τε ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ αὐτοὶ τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ
καὶ ἐς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης μηδ' ἂν ὑπ' ἄλλου
νοσήματός ποτε ἔτι διαφθαρῆναι.
[52] ᾿Επίεσε δ' αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ ἡ
ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ, καὶ οὐχ ἧσσον τοὺς ἐπελθόντας.
οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ' ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους
διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο οὐδενὶ κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ νεκροὶ ἐπ'
ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντο καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ
τὰς κρήνας ἁπάσας ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος ἐπιθυμίᾳ. τά τε ἱερὰ ἐν οἷς
ἐσκήνηντο νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· ὑπερβιαζομένου
γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται, ἐς ὀλιγωρίαν
ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως. νόμοι τε πάντες ξυνεταράχθησαν
οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς ταφάς, ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο.
καὶ πολλοὶ ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο σπάνει τῶν ἐπιτηδείων διὰ
τὸ συχνοὺς ἤδη προτεθνάναι σφίσιν· ἐπὶ πυρὰς γὰρ ἀλλοτρίας φθάσαντες
τοὺς νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν ἑαυτῶν νεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ
καιομένου ἄλλου ἐπιβαλόντες ἄνωθεν ὃν φέροιεν ἀπῇσαν.
[53] Πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ
νόσημα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ' ἡδονὴν
ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ
αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ
τἀκείνων ἐχόντων. ὥστε ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν
186

ἠξίουν ποιεῖσθαι, ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως


ἡγούμενοι. καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς
πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ' αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρήσεται· ὅτι
δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον, τοῦτο καὶ καλὸν καὶ
χρήσιμον κατέστη. θεῶν δὲ φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς ἀπεῖργε, τὸ
μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν ἐν ἴσῳ
ἀπολλυμένους, τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ δίκην
γενέσθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν ἤδη
κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν εἰκὸς εἶναι τοῦ
βίου τι ἀπολαῦσαι.
[54] Τοιούτῳ μὲν πάθει οἱ ᾿Αθηναῖοι περιπεσόντες ἐπιέζοντο,
ἀνθρώπων τ' ἔνδον θνῃσκόντων καὶ γῆς ἔξω δῃουμένης. ἐν δὲ τῷ κακῷ
οἷα εἰκὸς ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους, φάσκοντες οἱ πρεσβύτεροι
πάλαι ᾄδεσθαι 'ἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὶ λοιμὸς ἅμ' αὐτῷ.' ἐγένετο μὲν
οὖν ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἐν τῷ ἔπει ὑπὸ τῶν
παλαιῶν, ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰκότως λοιμὸν
εἰρῆσθαι· οἱ γὰρ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο. ἢν δέ
γε οἶμαί ποτε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ Δωρικὸς τοῦδε ὕστερος καὶ
ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, κατὰ τὸ εἰκὸς οὕτως ᾄσονται. μνήμη δὲ ἐγένετο
καὶ τοῦ Λακεδαιμονίων χρηστηρίου τοῖς εἰδόσιν, ὅτε ἐπερωτῶσιν αὐτοῖς
τὸν θεὸν εἰ χρὴ πολεμεῖν ἀνεῖλε κατὰ κράτος πολεμοῦσι νίκην ἔσεσθαι,
καὶ αὐτὸς ἔφη ξυλλήψεσθαι. περὶ μὲν οὖν τοῦ χρηστηρίου τὰ γιγνόμενα
ᾔκαζον ὁμοῖα εἶναι· ἐσβεβληκότων δὲ τῶν Πελοποννησίων ἡ νόσος
ἤρξατο εὐθύς, καὶ ἐς μὲν Πελοπόννησον οὐκ ἐσῆλθεν, ὅτι καὶ ἄξιον
εἰπεῖν, ἐπενείματο δὲ ᾿Αθήνας μὲν μάλιστα, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν ἄλλων
χωρίων τὰ πολυανθρωπότατα. ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα.
[55] Οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπειδὴ ἔτεμον τὸ πεδίον, παρῆλθον ἐς
τὴν Πάραλον γῆν καλουμένην μέχρι Λαυρείου, οὗ τὰ ἀργύρεια μέταλλά
ἐστιν ᾿Αθηναίοις. καὶ πρῶτον μὲν ἔτεμον ταύτην ᾗ πρὸς Πελοπόννησον
ὁρᾷ, ἔπειτα δὲ τὴν πρὸς Εὔβοιάν τε καὶ ῎Ανδρον τετραμμένην. Περικλῆς
δὲ στρατηγὸς ὢν καὶ τότε περὶ μὲν τοῦ μὴ ἐπεξιέναι τοὺς ᾿Αθηναίους τὴν
αὐτὴν γνώμην εἶχεν ὥσπερ καὶ ἐν τῇ προτέρᾳ ἐσβολῇ. [56] ἔτι δ' αὐτῶν
ἐν τῷ πεδίῳ ὄντων, πρὶν ἐς τὴν παραλίαν ἐλθεῖν, ἑκατὸν νεῶν ἐπίπλουν
τῇ Πελοποννήσῳ παρεσκευάζετο, καὶ ἐπειδὴ ἑτοῖμα ἦν, ἀνήγετο. ἦγε δ'
ἐπὶ τῶν νεῶν ὁπλίτας ᾿Αθηναίων τετρακισχιλίους καὶ ἱππέας τριακοσίους
ἐν ναυσὶν ἱππαγωγοῖς πρῶτον τότε ἐκ τῶν παλαιῶν νεῶν ποιηθείσαις·
ξυνεστρατεύοντο δὲ καὶ Ξῖοι καὶ Λέσβιοι πεντήκοντα ναυσίν. ὅτε δὲ
ἀνήγετο ἡ στρατιὰ αὕτη ᾿Αθηναίων, Πελοποννησίους κατέλιπον τῆς
᾿Αττικῆς ὄντας ἐν τῇ παραλίᾳ. ἀφικόμενοι δὲ ἐς ᾿Επίδαυρον τῆς
187

Πελοποννήσου ἔτεμον τῆς γῆς τὴν πολλήν, καὶ πρὸς τὴν πόλιν
προσβαλόντες ἐς ἐλπίδα μὲν ἦλθον τοῦ ἑλεῖν, οὐ μέντοι προυχώρησέ γε.
ἀναγαγόμενοι δὲ ἐκ τῆς ᾿Επιδαύρου ἔτεμον τήν τε Τροιζηνίδα γῆν καὶ
῾Αλιάδα καὶ ῾Ερμιονίδα· ἔστι δὲ ταῦτα πάντα ἐπιθαλάσσια τῆς
Πελοποννήσου. ἄραντες δὲ ἀπ' αὐτῶν ἀφίκοντο ἐς Πρασιὰς τῆς
Λακωνικῆς πόλισμα ἐπιθαλάσσιον, καὶ τῆς τε γῆς ἔτεμον καὶ αὐτὸ τὸ
πόλισμα εἷλον καὶ ἐπόρθησαν. ταῦτα δὲ ποιήσαντες ἐπ' οἴκου
ἀνεχώρησαν. τοὺς δὲ Πελοποννησίους οὐκέτι κατέλαβον ἐν τῇ ᾿Αττικῇ
ὄντας, ἀλλ' ἀνακεχωρηκότας.
[57] ῞Οσον δὲ χρόνον οἵ τε Πελοποννήσιοι ἦσαν ἐν τῇ γῇ τῇ
᾿Αθηναίων καὶ οἱ ᾿Αθηναῖοι ἐστράτευον ἐπὶ τῶν νεῶν, ἡ νόσος ἔν τε τῇ
στρατιᾷ τοὺς ᾿Αθηναίους ἔφθειρε καὶ ἐν τῇ πόλει, ὥστε καὶ ἐλέχθη τοὺς
Πελοποννησίους δείσαντας τὸ νόσημα, ὡς ἐπυνθάνοντο τῶν αὐτομόλων
ὅτι ἐν τῇ πόλει εἴη καὶ θάπτοντας ἅμα ᾐσθάνοντο, θᾶσσον ἐκ τῆς γῆς
ἐξελθεῖν. τῇ δὲ ἐσβολῇ ταύτῃ πλεῖστόν τε χρόνον ἐνέμειναν καὶ τὴν γῆν
πᾶσαν ἔτεμον· ἡμέρας γὰρ τεσσαράκοντα μάλιστα ἐν τῇ γῇ τῇ ᾿Αττικῇ
ἐγένοντο.
[58] Τοῦ δ' αὐτοῦ θέρους ῞Αγνων ὁ Νικίου καὶ Κλεόπομπος ὁ
Κλεινίου, ξυστράτηγοι ὄντες Περικλέους, λαβόντες τὴν στρατιὰν ᾗπερ
ἐκεῖνος ἐχρήσατο ἐστράτευσαν εὐθὺς ἐπὶ Ξαλκιδέας τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης καὶ
Ποτείδαιαν ἔτι πολιορκουμένην, ἀφικόμενοι δὲ μηχανάς τε τῇ Ποτειδαίᾳ
προσέφερον καὶ παντὶ τρόπῳ ἐπειρῶντο ἑλεῖν. προυχώρει δὲ αὐτοῖς οὔτε
ἡ αἵρεσις τῆς πόλεως οὔτε τἆλλα τῆς παρασκευῆς ἀξίως· ἐπιγενομένη
γὰρ ἡ νόσος ἐνταῦθα δὴ πάνυ ἐπίεσε τοὺς ᾿Αθηναίους, φθείρουσα τὴν
στρατιάν, ὥστε καὶ τοὺς προτέρους στρατιώτας νοσῆσαι τῶν ᾿Αθηναίων
ἀπὸ τῆς ξὺν ῞Αγνωνι στρατιᾶς, ἐν τῷ πρὸ τοῦ χρόνῳ ὑγιαίνοντας.
Φορμίων δὲ καὶ οἱ ἑξακόσιοι καὶ χίλιοι οὐκέτι ἦσαν περὶ Ξαλκιδέας. ὁ
μὲν οὖν ῞Αγνων ἀνεχώρησε ταῖς ναυσὶν ἐς τὰς ᾿Αθήνας, ἀπὸ
τετρακισχιλίων ὁπλιτῶν χιλίους καὶ πεντήκοντα τῇ νόσῳ ἀπολέσας ἐν
τεσσαράκοντα μάλιστα ἡμέραις· οἱ δὲ πρότεροι στρατιῶται κατὰ χώραν
μένοντες ἐπολιόρκουν τὴν Ποτείδαιαν.
[59] Μετὰ δὲ τὴν δευτέραν ἐσβολὴν τῶν Πελοποννησίων οἱ
᾿Αθηναῖοι, ὡς ἥ τε γῆ αὐτῶν ἐτέτμητο τὸ δεύτερον καὶ ἡ νόσος ἐπέκειτο
ἅμα καὶ ὁ πόλεμος, ἠλλοίωντο τὰς γνώμας, καὶ τὸν μὲν Περικλέα ἐν αἰτίᾳ
εἶχον ὡς πείσαντα σφᾶς πολεμεῖν καὶ δι' ἐκεῖνον ταῖς ξυμφοραῖς
περιπεπτωκότες, πρὸς δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ὥρμηντο ξυγχωρεῖν· καὶ
πρέσβεις τινὰς πέμψαντες ὡς αὐτοὺς ἄπρακτοι ἐγένοντο. πανταχόθεν τε
τῇ γνώμῃ ἄποροι καθεστηκότες ἐνέκειντο τῷ Περικλεῖ. ὁ δὲ ὁρῶν αὐτοὺς
188

πρὸς τὰ παρόντα χαλεπαίνοντας καὶ πάντα ποιοῦντας ἅπερ αὐτὸς ἤλπιζε,


ξύλλογον ποιήσας (ἔτι δ' ἐστρατήγει) ἐβούλετο θαρσῦναί τε καὶ
ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης πρὸς τὸ ἠπιώτερον καὶ ἀδεέστερον
καταστῆσαι· παρελθὼν δὲ ἔλεξε τοιάδε.
[60] 'Καὶ προσδεχομένῳ μοι τὰ τῆς ὀργῆς ὑμῶν ἔς με γεγένηται
(αἰσθάνομαι γὰρ τὰς αἰτίασ) καὶ ἐκκλησίαν τούτου ἕνεκα ξυνήγαγον,
ὅπως ὑπομνήσω καὶ μέμψωμαι εἴ τι μὴ ὀρθῶς ἢ ἐμοὶ χαλεπαίνετε ἢ ταῖς
ξυμφοραῖς εἴκετε. ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ὀρθουμένην
ὠφελεῖν τοὺς ἰδιώτας ἢ καθ' ἕκαστον τῶν πολιτῶν εὐπραγοῦσαν, ἁθρόαν
δὲ σφαλλομένην. καλῶς μὲν γὰρ φερόμενος ἀνὴρ τὸ καθ' ἑαυτὸν
διαφθειρομένης τῆς πατρίδος οὐδὲν ἧσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχῶν δὲ
ἐν εὐτυχούσῃ πολλῷ μᾶλλον διασῴζεται. ὁπότε οὖν πόλις μὲν τὰς ἰδίας
ξυμφορὰς οἵα τε φέρειν, εἷς δ' ἕκαστος τὰς ἐκείνης ἀδύνατος, πῶς οὐ χρὴ
πάντας ἀμύνειν αὐτῇ, καὶ μὴ ὃ νῦν ὑμεῖς δρᾶτε· ταῖς κατ' οἶκον
κακοπραγίαις ἐκπεπληγμένοι τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀφίεσθε, καὶ ἐμέ
τε τὸν παραινέσαντα πολεμεῖν καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς οἳ ξυνέγνωτε δι' αἰτίας
ἔχετε. καίτοι ἐμοὶ τοιούτῳ ἀνδρὶ ὀργίζεσθε ὃς οὐδενὸς ἥσσων οἴομαι
εἶναι γνῶναί τε τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι ταῦτα, φιλόπολίς τε καὶ
χρημάτων κρείσσων. ὅ τε γὰρ γνοὺς καὶ μὴ σαφῶς διδάξας ἐν ἴσῳ καὶ εἰ
μὴ ἐνεθυμήθη· ὅ τε ἔχων ἀμφότερα, τῇ δὲ πόλει δύσνους, οὐκ ἂν ὁμοίως
τι οἰκείως φράζοι· προσόντος δὲ καὶ τοῦδε, χρήμασι δὲ νικωμένου, τὰ
ξύμπαντα τούτου ἑνὸς ἂν πωλοῖτο. ὥστ' εἴ μοι καὶ μέσως ἡγούμενοι
μᾶλλον ἑτέρων προσεῖναι αὐτὰ πολεμεῖν ἐπείσθητε, οὐκ ἂν εἰκότως νῦν
τοῦ γε ἀδικεῖν αἰτίαν φεροίμην.
[61] 'Καὶ γὰρ οἷς μὲν αἵρεσις γεγένηται τἆλλα εὐτυχοῦσι, πολλὴ
ἄνοια πολεμῆσαι· εἰ δ' ἀναγκαῖον ἦν ἢ εἴξαντας εὐθὺς τοῖς πέλας
ὑπακοῦσαι ἢ κινδυνεύσαντας περιγενέσθαι, ὁ φυγὼν τὸν κίνδυνον τοῦ
ὑποστάντος μεμπτότερος. καὶ ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι·
ὑμεῖς δὲ μεταβάλλετε, ἐπειδὴ ξυνέβη ὑμῖν πεισθῆναι μὲν ἀκεραίοις,
μεταμέλειν δὲ κακουμένοις, καὶ τὸν ἐμὸν λόγον ἐν τῷ ὑμετέρῳ ἀσθενεῖ
τῆς γνώμης μὴ ὀρθὸν φαίνεσθαι, διότι τὸ μὲν λυποῦν ἔχει ἤδη τὴν
αἴσθησιν ἑκάστῳ, τῆς δὲ ὠφελίας ἄπεστιν ἔτι ἡ δήλωσις ἅπασι, καὶ
μεταβολῆς μεγάλης, καὶ ταύτης ἐξ ὀλίγου, ἐμπεσούσης ταπεινὴ ὑμῶν ἡ
διάνοια ἐγκαρτερεῖν ἃ ἔγνωτε. δουλοῖ γὰρ φρόνημα τὸ αἰφνίδιον καὶ
ἀπροσδόκητον καὶ τὸ πλείστῳ παραλόγῳ ξυμβαῖνον· ὃ ὑμῖν πρὸς τοῖς
ἄλλοις οὐχ ἥκιστα καὶ κατὰ τὴν νόσον γεγένηται. ὅμως δὲ πόλιν μεγάλην
οἰκοῦντας καὶ ἐν ἤθεσιν ἀντιπάλοις αὐτῇ τεθραμμένους χρεὼν καὶ
ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις ἐθέλειν ὑφίστασθαι καὶ τὴν ἀξίωσιν μὴ
ἀφανίζειν (ἐν ἴσῳ γὰρ οἱ ἄνθρωποι δικαιοῦσι τῆς τε ὑπαρχούσης δόξης
189

αἰτιᾶσθαι ὅστις μαλακίᾳ ἐλλείπει καὶ τῆς μὴ προσηκούσης μισεῖν τὸν


θρασύτητι ὀρεγόμενον), ἀπαλγήσαντας δὲ τὰ ἴδια τοῦ κοινοῦ τῆς
σωτηρίας ἀντιλαμβάνεσθαι.
[62] 'Τὸν δὲ πόνον τὸν κατὰ τὸν πόλεμον, μὴ γένηταί τε πολὺς καὶ
οὐδὲν μᾶλλον περιγενώμεθα, ἀρκείτω μὲν ὑμῖν καὶ ἐκεῖνα ἐν οἷς ἄλλοτε
πολλάκις γε δὴ ἀπέδειξα οὐκ ὀρθῶς αὐτὸν ὑποπτευόμενον, δηλώσω δὲ
καὶ τόδε, ὅ μοι δοκεῖτε οὔτ' αὐτοὶ πώποτε ἐνθυμηθῆναι ὑπάρχον ὑμῖν
μεγέθους πέρι ἐς τὴν ἀρχὴν οὔτ' ἐγὼ ἐν τοῖς πρὶν λόγοις· οὐδ' ἂν νῦν
ἐχρησάμην κομπωδεστέραν ἔχοντι τὴν προσποίησιν, εἰ μὴ
καταπεπληγμένους ὑμᾶς παρὰ τὸ εἰκὸς ἑώρων. οἴεσθε μὲν γὰρ τῶν
ξυμμάχων μόνων ἄρχειν, ἐγὼ δὲ ἀποφαίνω δύο μερῶν τῶν ἐς χρῆσιν
φανερῶν, γῆς καὶ θαλάσσης, τοῦ ἑτέρου ὑμᾶς παντὸς κυριωτάτους ὄντας,
ἐφ' ὅσον τε νῦν νέμεσθε καὶ ἢν ἐπὶ πλέον βουληθῆτε· καὶ οὐκ ἔστιν ὅστις
τῇ ὑπαρχούσῃ παρασκευῇ τοῦ ναυτικοῦ πλέοντας ὑμᾶς οὔτε βασιλεὺς
οὔτε ἄλλο οὐδὲν ἔθνος τῶν ἐν τῷ παρόντι κωλύσει. ὥστε οὐ κατὰ τὴν
τῶν οἰκιῶν καὶ τῆς γῆς χρείαν, ὧν μεγάλων νομίζετε ἐστερῆσθαι, αὕτη ἡ
δύναμις φαίνεται· οὐδ' εἰκὸς χαλεπῶς φέρειν αὐτῶν μᾶλλον ἢ οὐ κηπίον
καὶ ἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι, καὶ
γνῶναι ἐλευθερίαν μέν, ἢν ἀντιλαμβανόμενοι αὐτῆς διασώσωμεν, ῥᾳδίως
ταῦτα ἀναληψομένην, ἄλλων δὲ ὑπακούσασι καὶ τὰ προκεκτημένα φιλεῖν
ἐλασσοῦσθαι, τῶν τε πατέρων μὴ χείρους κατ' ἀμφότερα φανῆναι, οἳ
μετὰ πόνων καὶ οὐ παρ' ἄλλων δεξάμενοι κατέσχον τε καὶ προσέτι
διασώσαντες παρέδοσαν ὑμῖν αὐτά (αἴσχιον δὲ ἔχοντας ἀφαιρεθῆναι ἢ
κτωμένους ἀτυχῆσαι), ἰέναι δὲ τοῖς ἐχθροῖς ὁμόσε μὴ φρονήματι μόνον,
ἀλλὰ καὶ καταφρονήματι. αὔχημα μὲν γὰρ καὶ ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς καὶ
δειλῷ τινὶ ἐγγίγνεται, καταφρόνησις δὲ ὃς ἂν καὶ γνώμῃ πιστεύῃ τῶν
ἐναντίων προύχειν, ὃ ἡμῖν ὑπάρχει. καὶ τὴν τόλμαν ἀπὸ τῆς ὁμοίας τύχης
ἡ ξύνεσις ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος ἐχυρωτέραν παρέχεται, ἐλπίδι τε ἧσσον
πιστεύει, ἧς ἐν τῷ ἀπόρῳ ἡ ἰσχύς, γνώμῃ δὲ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων, ἧς
βεβαιοτέρα ἡ πρόνοια. [63] τῆς τε πόλεως ὑμᾶς εἰκὸς τῷ τιμωμένῳ ἀπὸ
τοῦ ἄρχειν, ᾧπερ ἅπαντες ἀγάλλεσθε, βοηθεῖν, καὶ μὴ φεύγειν τοὺς
πόνους ἢ μηδὲ τὰς τιμὰς διώκειν· μηδὲ νομίσαι περὶ ἑνὸς μόνου, δουλείας
ἀντ' ἐλευθερίας, ἀγωνίζεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἀρχῆς στερήσεως καὶ κινδύνου
ὧν ἐν τῇ ἀρχῇ ἀπήχθεσθε. ἧς οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν, εἴ τις καὶ τόδε
ἐν τῷ παρόντι δεδιὼς ἀπραγμοσύνῃ ἀνδραγαθίζεται· ὡς τυραννίδα γὰρ
ἤδη ἔχετε αὐτήν, ἣν λαβεῖν μὲν ἄδικον δοκεῖ εἶναι, ἀφεῖναι δὲ
ἐπικίνδυνον. τάχιστ' ἄν τε πόλιν οἱ τοιοῦτοι ἑτέρους τε πείσαντες
ἀπολέσειαν καὶ εἴ που ἐπὶ σφῶν αὐτῶν αὐτόνομοι οἰκήσειαν· τὸ γὰρ
190

ἄπραγμον οὐ σῴζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστηρίου τεταγμένον, οὐδὲ ἐν


ἀρχούσῃ πόλει ξυμφέρει, ἀλλ' ἐν ὑπηκόῳ, ἀσφαλῶς δουλεύειν.
[64] '῾Υμεῖς δὲ μήτε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε πολιτῶν παράγεσθε μήτε
ἐμὲ δι' ὀργῆς ἔχετε, ᾧ καὶ αὐτοὶ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν, εἰ καὶ ἐπελθόντες
οἱ ἐναντίοι ἔδρασαν ἅπερ εἰκὸς ἦν μὴ ἐθελησάντων ὑμῶν ὑπακούειν,
ἐπιγεγένηταί τε πέρα ὧν προσεδεχόμεθα ἡ νόσος ἥδε, πρᾶγμα μόνον δὴ
τῶν πάντων ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον. καὶ δι' αὐτὴν οἶδ' ὅτι μέρος τι
μᾶλλον ἔτι μισοῦμαι, οὐ δικαίως, εἰ μὴ καὶ ὅταν παρὰ λόγον τι εὖ
πράξητε ἐμοὶ ἀναθήσετε. φέρειν δὲ χρὴ τά τε δαιμόνια ἀναγκαίως τά τε
ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀνδρείως· ταῦτα γὰρ ἐν ἔθει τῇδε τῇ πόλει πρότερόν τε
ἦν νῦν τε μὴ ἐν ὑμῖν κωλυθῇ. γνῶτε δὲ ὄνομα μέγιστον αὐτὴν ἔχουσαν ἐν
ἅπασιν ἀνθρώποις διὰ τὸ ταῖς ξυμφοραῖς μὴ εἴκειν, πλεῖστα δὲ σώματα
καὶ πόνους ἀνηλωκέναι πολέμῳ, καὶ δύναμιν μεγίστην δὴ μέχρι τοῦδε
κεκτημένην, ἧς ἐς ἀΐδιον τοῖς ἐπιγιγνομένοις, ἢν καὶ νῦν ὑπενδῶμέν ποτε
(πάντα γὰρ πέφυκε καὶ ἐλασσοῦσθαι), μνήμη καταλελείψεται, ῾Ελλήνων
τε ὅτι ῞Ελληνες πλείστων δὴ ἤρξαμεν, καὶ πολέμοις μεγίστοις
ἀντέσχομεν πρός τε ξύμπαντας καὶ καθ' ἑκάστους, πόλιν τε τοῖς πᾶσιν
εὐπορωτάτην καὶ μεγίστην ᾠκήσαμεν. καίτοι ταῦτα ὁ μὲν ἀπράγμων
μέμψαιτ' ἄν, ὁ δὲ δρᾶν τι καὶ αὐτὸς βουλόμενος ζηλώσει· εἰ δέ τις μὴ
κέκτηται, φθονήσει. τὸ δὲ μισεῖσθαι καὶ λυπηροὺς εἶναι ἐν τῷ παρόντι
πᾶσι μὲν ὑπῆρξε δὴ ὅσοι ἕτεροι ἑτέρων ἠξίωσαν ἄρχειν· ὅστις δὲ ἐπὶ
μεγίστοις τὸ ἐπίφθονον λαμβάνει, ὀρθῶς βουλεύεται. μῖσος μὲν γὰρ οὐκ
ἐπὶ πολὺ ἀντέχει, ἡ δὲ παραυτίκα τε λαμπρότης καὶ ἐς τὸ ἔπειτα δόξα
αἰείμνηστος καταλείπεται. ὑμεῖς δὲ ἔς τε τὸ μέλλον καλὸν προγνόντες ἔς
τε τὸ αὐτίκα μὴ αἰσχρὸν τῷ ἤδη προθύμῳ ἀμφότερα κτήσασθε, καὶ
Λακεδαιμονίοις μήτε ἐπικηρυκεύεσθε μήτε ἔνδηλοι ἔστε τοῖς παροῦσι
πόνοις βαρυνόμενοι, ὡς οἵτινες πρὸς τὰς ξυμφορὰς γνώμῃ μὲν ἥκιστα
λυποῦνται, ἔργῳ δὲ μάλιστα ἀντέχουσιν, οὗτοι καὶ πόλεων καὶ ἰδιωτῶν
κράτιστοί εἰσιν.'
[65] Τοιαῦτα ὁ Περικλῆς λέγων ἐπειρᾶτο τοὺς ᾿Αθηναίους τῆς τε
ἐς αὑτὸν ὀργῆς παραλύειν καὶ ἀπὸ τῶν παρόντων δεινῶν ἀπάγειν τὴν
γνώμην. οἱ δὲ δημοσίᾳ μὲν τοῖς λόγοις ἀνεπείθοντο καὶ οὔτε πρὸς τοὺς
Λακεδαιμονίους ἔτι ἔπεμπον ἔς τε τὸν πόλεμον μᾶλλον ὥρμηντο, ἰδίᾳ δὲ
τοῖς παθήμασιν ἐλυποῦντο, ὁ μὲν δῆμος ὅτι ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος
ἐστέρητο καὶ τούτων, οἱ δὲ δυνατοὶ καλὰ κτήματα κατὰ τὴν χώραν
οἰκοδομίαις τε καὶ πολυτελέσι κατασκευαῖς ἀπολωλεκότες, τὸ δὲ
μέγιστον, πόλεμον ἀντ' εἰρήνης ἔχοντες. οὐ μέντοι πρότερόν γε οἱ
ξύμπαντες ἐπαύσαντο ἐν ὀργῇ ἔχοντες αὐτὸν πρὶν ἐζημίωσαν χρήμασιν.
ὕστερον δ' αὖθις οὐ πολλῷ, ὅπερ φιλεῖ ὅμιλος ποιεῖν, στρατηγὸν εἵλοντο
191

καὶ πάντα τὰ πράγματα ἐπέτρεψαν, ὧν μὲν περὶ τὰ οἰκεῖα ἕκαστος ἤλγει


ἀμβλύτεροι ἤδη ὄντες, ὧν δὲ ἡ ξύμπασα πόλις προσεδεῖτο πλείστου ἄξιον
νομίζοντες εἶναι. ὅσον τε γὰρ χρόνον προύστη τῆς πόλεως ἐν τῇ εἰρήνῃ,
μετρίως ἐξηγεῖτο καὶ ἀσφαλῶς διεφύλαξεν αὐτήν, καὶ ἐγένετο ἐπ' ἐκείνου
μεγίστη, ἐπειδή τε ὁ πόλεμος κατέστη, ὁ δὲ φαίνεται καὶ ἐν τούτῳ
προγνοὺς τὴν δύναμιν. ἐπεβίω δὲ δύο ἔτη καὶ ἓξ μῆνας· καὶ ἐπειδὴ
ἀπέθανεν, ἐπὶ πλέον ἔτι ἐγνώσθη ἡ πρόνοια αὐτοῦ ἡ ἐς τὸν πόλεμον. ὁ
μὲν γὰρ ἡσυχάζοντάς τε καὶ τὸ ναυτικὸν θεραπεύοντας καὶ ἀρχὴν μὴ
ἐπικτωμένους ἐν τῷ πολέμῳ μηδὲ τῇ πόλει κινδυνεύοντας ἔφη
περιέσεσθαι· οἱ δὲ ταῦτά τε πάντα ἐς τοὐναντίον ἔπραξαν καὶ ἄλλα ἔξω
τοῦ πολέμου δοκοῦντα εἶναι κατὰ τὰς ἰδίας φιλοτιμίας καὶ ἴδια κέρδη
κακῶς ἔς τε σφᾶς αὐτοὺς καὶ τοὺς ξυμμάχους ἐπολίτευσαν, ἃ
κατορθούμενα μὲν τοῖς ἰδιώταις τιμὴ καὶ ὠφελία μᾶλλον ἦν, σφαλέντα δὲ
τῇ πόλει ἐς τὸν πόλεμον βλάβη καθίστατο. αἴτιον δ' ἦν ὅτι ἐκεῖνος μὲν
δυνατὸς ὢν τῷ τε ἀξιώματι καὶ τῇ γνώμῃ χρημάτων τε διαφανῶς
ἀδωρότατος γενόμενος κατεῖχε τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, καὶ οὐκ ἤγετο
μᾶλλον ὑπ' αὐτοῦ ἢ αὐτὸς ἦγε, διὰ τὸ μὴ κτώμενος ἐξ οὐ προσηκόντων
τὴν δύναμιν πρὸς ἡδονήν τι λέγειν, ἀλλ' ἔχων ἐπ' ἀξιώσει καὶ πρὸς ὀργήν
τι ἀντειπεῖν. ὁπότε γοῦν αἴσθοιτό τι αὐτοὺς παρὰ καιρὸν ὕβρει
θαρσοῦντας, λέγων κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι, καὶ δεδιότας αὖ
ἀλόγως ἀντικαθίστη πάλιν ἐπὶ τὸ θαρσεῖν. ἐγίγνετό τε λόγῳ μὲν
δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀρχή. οἱ δὲ ὕστερον ἴσοι
μᾶλλον αὐτοὶ πρὸς ἀλλήλους ὄντες καὶ ὀρεγόμενοι τοῦ πρῶτος ἕκαστος
γίγνεσθαι ἐτράποντο καθ' ἡδονὰς τῷ δήμῳ καὶ τὰ πράγματα ἐνδιδόναι. ἐξ
ὧν ἄλλα τε πολλά, ὡς ἐν μεγάλῃ πόλει καὶ ἀρχὴν ἐχούσῃ, ἡμαρτήθη καὶ
ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς, ὃς οὐ τοσοῦτον γνώμης ἁμάρτημα ἦν πρὸς οὓς
ἐπῇσαν, ὅσον οἱ ἐκπέμψαντες οὐ τὰ πρόσφορα τοῖς οἰχομένοις
ἐπιγιγνώσκοντες, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἰδίας διαβολὰς περὶ τῆς τοῦ δήμου
προστασίας τά τε ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἀμβλύτερα ἐποίουν καὶ τὰ περὶ τὴν
πόλιν πρῶτον ἐν ἀλλήλοις ἐταράχθησαν. σφαλέντες δὲ ἐν Σικελίᾳ ἄλλῃ
τε παρασκευῇ καὶ τοῦ ναυτικοῦ τῷ πλέονι μορίῳ καὶ κατὰ τὴν πόλιν ἤδη
ἐν στάσει ὄντες ὅμως τρία [δέκα] μὲν ἔτη ἀντεῖχον τοῖς τε πρότερον
ὑπάρχουσι πολεμίοις καὶ τοῖς ἀπὸ Σικελίας μετ' αὐτῶν, καὶ τῶν
ξυμμάχων ἔτι τοῖς πλέοσιν ἀφεστηκόσι, Κύρῳ τε ὕστερον βασιλέως παιδὶ
προσγενομένῳ, ὃς παρεῖχε χρήματα Πελοποννησίοις ἐς τὸ ναυτικόν, καὶ
οὐ πρότερον ἐνέδοσαν ἢ αὐτοὶ ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς
περιπεσόντες ἐσφάλησαν. τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε τότε ἀφ'
ὧν αὐτὸς προέγνω καὶ πάνυ ἂν ῥᾳδίως περιγενέσθαι τὴν πόλιν
Πελοποννησίων αὐτῶν τῷ πολέμῳ.
192

[66] Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι τοῦ αὐτοῦ θέρους


ἐστράτευσαν ναυσὶν ἑκατὸν ἐς Ζάκυνθον τὴν νῆσον, ἣ κεῖται ἀντιπέρας
῎Ηλιδος· εἰσὶ δὲ ᾿Αχαιῶν τῶν ἐκ Πελοποννήσου ἄποικοι καὶ ᾿Αθηναίοις
ξυνεμάχουν. ἐπέπλεον δὲ Λακεδαιμονίων χίλιοι ὁπλῖται καὶ Κνῆμος
Σπαρτιάτης ναύαρχος. ἀποβάντες δὲ ἐς τὴν γῆν ἐδῄωσαν τὰ πολλά. καὶ
ἐπειδὴ οὐ ξυνεχώρουν, ἀπέπλευσαν ἐπ' οἴκου.
[67] Καὶ τοῦ αὐτοῦ θέρους τελευτῶντος ᾿Αριστεὺς Κορίνθιος καὶ
Λακεδαιμονίων πρέσβεις ᾿Ανήριστος καὶ Νικόλαος καὶ Πρατόδαμος καὶ
Τεγεάτης Τιμαγόρας καὶ ᾿Αργεῖος ἰδίᾳ Πόλλις, πορευόμενοι ἐς τὴν
᾿Ασίαν ὡς βασιλέα, εἴ πως πείσειαν αὐτὸν χρήματά τε παρασχεῖν καὶ
ξυμπολεμεῖν, ἀφικνοῦνται ὡς Σιτάλκην πρῶτον τὸν Τήρεω ἐς Θρᾴκην,
βουλόμενοι πεῖσαί τε αὐτόν, εἰ δύναιντο, μεταστάντα τῆς ᾿Αθηναίων
ξυμμαχίας στρατεῦσαι ἐπὶ τὴν Ποτείδαιαν, οὗ ἦν στράτευμα τῶν
᾿Αθηναίων πολιορκοῦν, καὶ ᾗπερ ὥρμηντο, δι' ἐκείνου πορευθῆναι πέραν
τοῦ ῾Ελλησπόντου ὡς Φαρνάκην τὸν Φαρναβάζου, ὃς αὐτοὺς ἔμελλεν ὡς
βασιλέα ἀναπέμψειν. παρατυχόντες δὲ ᾿Αθηναίων πρέσβεις Λέαρχος
Καλλιμάχου καὶ ᾿Αμεινιάδης Φιλήμονος παρὰ τῷ Σιτάλκῃ πείθουσι τὸν
Σάδοκον τὸν γεγενημένον ᾿Αθηναῖον, Σιτάλκου υἱόν, τοὺς ἄνδρας
ἐγχειρίσαι σφίσιν, ὅπως μὴ διαβάντες ὡς βασιλέα τὴν ἐκείνου πόλιν τὸ
μέρος βλάψωσιν. ὁ δὲ πεισθεὶς πορευομένους αὐτοὺς διὰ τῆς Θρᾴκης ἐπὶ
τὸ πλοῖον ᾧ ἔμελλον τὸν ῾Ελλήσποντον περαιώσειν, πρὶν ἐσβαίνειν
ξυλλαμβάνει, ἄλλους ξυμπέμψας μετὰ τοῦ Λεάρχου καὶ ᾿Αμεινιάδου, καὶ
ἐκέλευσεν ἐκείνοις παραδοῦναι· οἱ δὲ λαβόντες ἐκόμισαν ἐς τὰς ᾿Αθήνας.
ἀφικομένων δὲ αὐτῶν δείσαντες οἱ ᾿Αθηναῖοι τὸν ᾿Αριστέα μὴ αὖθις
σφᾶς ἔτι πλείω κακουργῇ διαφυγών, ὅτι καὶ πρὸ τούτων τὰ τῆς
Ποτειδαίας καὶ τῶν ἐπὶ Θρᾴκης πάντα ἐφαίνετο πράξας, ἀκρίτους καὶ
βουλομένους ἔστιν ἃ εἰπεῖν αὐθημερὸν ἀπέκτειναν πάντας καὶ ἐς
φάραγγα ἐσέβαλον, δικαιοῦντες τοῖς αὐτοῖς ἀμύνεσθαι οἷσπερ καὶ οἱ
Λακεδαιμόνιοι ὑπῆρξαν, τοὺς ἐμπόρους οὓς ἔλαβον ᾿Αθηναίων καὶ τῶν
ξυμμάχων ἐν ὁλκάσι περὶ Πελοπόννησον πλέοντας ἀποκτείναντες καὶ ἐς
φάραγγας ἐσβαλόντες. πάντας γὰρ δὴ κατ' ἀρχὰς τοῦ πολέμου
Λακεδαιμόνιοι ὅσους λάβοιεν ἐν τῇ θαλάσσῃ ὡς πολεμίους διέφθειρον,
καὶ τοὺς μετὰ ᾿Αθηναίων ξυμπολεμοῦντας καὶ τοὺς μηδὲ μεθ' ἑτέρων.
[68] Κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους, τοῦ θέρους τελευτῶντος, καὶ
᾿Αμπρακιῶται αὐτοί τε καὶ τῶν βαρβάρων πολλοὺς ἀναστήσαντες
ἐστράτευσαν ἐπ' ῎Αργος τὸ ᾿Αμφιλοχικὸν καὶ τὴν ἄλλην ᾿Αμφιλοχίαν.
ἔχθρα δὲ πρὸς τοὺς ᾿Αργείους ἀπὸ τοῦδε αὐτοῖς ἤρξατο πρῶτον γενέσθαι.
῎Αργος τὸ ᾿Αμφιλοχικὸν καὶ ᾿Αμφιλοχίαν τὴν ἄλλην ἔκτισε μὲν μετὰ τὰ
Τρωικὰ οἴκαδε ἀναχωρήσας καὶ οὐκ ἀρεσκόμενος τῇ ἐν ῎Αργει
193

καταστάσει ᾿Αμφίλοχος ὁ ᾿Αμφιάρεω ἐν τῷ ᾿Αμπρακικῷ κόλπῳ,


ὁμώνυμον τῇ ἑαυτοῦ πατρίδι ῎Αργος ὀνομάσας (καὶ ἦν ἡ πόλις αὕτη
μεγίστη τῆς ᾿Αμφιλοχίας καὶ τοὺς δυνατωτάτους εἶχεν οἰκήτορασ), ὑπὸ
ξυμφορῶν δὲ πολλαῖς γενεαῖς ὕστερον πιεζόμενοι ᾿Αμπρακιώτας
ὁμόρους ὄντας τῇ ᾿Αμφιλοχικῇ ξυνοίκους ἐπηγάγοντο, καὶ ἡλληνίσθησαν
τὴν νῦν γλῶσσαν τότε πρῶτον ἀπὸ τῶν ᾿Αμπρακιωτῶν ξυνοικησάντων·
οἱ δὲ ἄλλοι ᾿Αμφίλοχοι βάρβαροί εἰσιν. ἐκβάλλουσιν οὖν τοὺς ᾿Αργείους
οἱ ᾿Αμπρακιῶται χρόνῳ καὶ αὐτοὶ ἴσχουσι τὴν πόλιν. οἱ δ' ᾿Αμφίλοχοι
γενομένου τούτου διδόασιν ἑαυτοὺς ᾿Ακαρνᾶσι, καὶ
προσπαρακαλέσαντες ἀμφότεροι ᾿Αθηναίους, οἳ αὐτοῖς Φορμίωνά τε
στρατηγὸν ἔπεμψαν καὶ ναῦς τριάκοντα, ἀφικομένου [δὲ] τοῦ Φορμίωνος
αἱροῦσι κατὰ κράτος ῎Αργος καὶ τοὺς ᾿Αμπρακιώτας ἠνδραπόδισαν,
κοινῇ τε ᾤκισαν αὐτὸ ᾿Αμφίλοχοι καὶ ᾿Ακαρνᾶνες. μετὰ δὲ τοῦτο ἡ
ξυμμαχία πρῶτον ἐγένετο ᾿Αθηναίοις καὶ ᾿Ακαρνᾶσιν. οἱ δὲ
᾿Αμπρακιῶται τὴν μὲν ἔχθραν ἐς τοὺς ᾿Αργείους ἀπὸ τοῦ ἀνδραποδισμοῦ
σφῶν αὐτῶν πρῶτον ἐποιήσαντο, ὕστερον δὲ ἐν τῷ πολέμῳ τήνδε τὴν
στρατείαν ποιοῦνται αὑτῶν τε καὶ Ξαόνων καὶ ἄλλων τινῶν τῶν
πλησιοχώρων βαρβάρων· ἐλθόντες τε πρὸς τὸ ῎Αργος τῆς μὲν χώρας
ἐκράτουν, τὴν δὲ πόλιν ὡς οὐκ ἐδύναντο ἑλεῖν προσβαλόντες,
ἀπεχώρησαν ἐπ' οἴκου καὶ διελύθησαν κατὰ ἔθνη. τοσαῦτα μὲν ἐν τῷ
θέρει ἐγένετο.
[69] Τοῦ δ' ἐπιγιγνομένου χειμῶνος ᾿Αθηναῖοι ναῦς ἔστειλαν
εἴκοσι μὲν περὶ Πελοπόννησον καὶ Φορμίωνα στρατηγόν, ὃς ὁρμώμενος
ἐκ Ναυπάκτου φυλακὴν εἶχε μήτ' ἐκπλεῖν ἐκ Κορίνθου καὶ τοῦ Κρισαίου
κόλπου μηδένα μήτ' ἐσπλεῖν, ἑτέρας δὲ ἓξ ἐπὶ Καρίας καὶ Λυκίας καὶ
Μελήσανδρον στρατηγόν, ὅπως ταῦτά τε ἀργυρολογῶσι καὶ τὸ λῃστικὸν
τῶν Πελοποννησίων μὴ ἐῶσιν αὐτόθεν ὁρμώμενον βλάπτειν τὸν πλοῦν
τῶν ὁλκάδων τῶν ἀπὸ Φασήλιδος καὶ Φοινίκης καὶ τῆς ἐκεῖθεν ἠπείρου.
ἀναβὰς δὲ στρατιᾷ ᾿Αθηναίων τε τῶν ἀπὸ τῶν νεῶν καὶ τῶν ξυμμάχων ἐς
τὴν Λυκίαν ὁ Μελήσανδρος ἀποθνῄσκει καὶ τῆς στρατιᾶς μέρος τι
διέφθειρε νικηθεὶς μάχῃ.
[70] Τοῦ δ' αὐτοῦ χειμῶνος οἱ Ποτειδεᾶται ἐπειδὴ οὐκέτι
ἐδύναντο πολιορκούμενοι ἀντέχειν, ἀλλ' αἵ τε ἐς τὴν ᾿Αττικὴν ἐσβολαὶ
Πελοποννησίων οὐδὲν μᾶλλον ἀπανίστασαν τοὺς ᾿Αθηναίους ὅ τε σῖτος
ἐπελελοίπει, καὶ ἄλλα τε πολλὰ ἐπεγεγένητο αὐτόθι ἤδη βρώσεως πέρι
ἀναγκαίας καί τινες καὶ ἀλλήλων ἐγέγευντο, οὕτω δὴ λόγους
προσφέρουσι περὶ ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῖς τῶν ᾿Αθηναίων τοῖς ἐπὶ
σφίσι τεταγμένοις, Ξενοφῶντί τε τῷ Εὐριπίδου καὶ ῾Εστιοδώρῳ τῷ
᾿Αριστοκλείδου καὶ Φανομάχῳ τῷ Καλλιμάχου. οἱ δὲ προσεδέξαντο,
194

ὁρῶντες μὲν τῆς στρατιᾶς τὴν ταλαιπωρίαν ἐν χωρίῳ χειμερινῷ,


ἀνηλωκυίας δὲ ἤδη τῆς πόλεως δισχίλια τάλαντα ἐς τὴν πολιορκίαν. ἐπὶ
τοῖσδε οὖν ξυνέβησαν, ἐξελθεῖν αὐτοὺς καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τοὺς
ἐπικούρους ξὺν ἑνὶ ἱματίῳ, γυναῖκας δὲ ξὺν δυοῖν, καὶ ἀργύριόν τι ῥητὸν
ἔχοντας ἐφόδιον. καὶ οἱ μὲν ὑπόσπονδοι ἐξῆλθον ἔς τε τὴν Ξαλκιδικὴν
καὶ ᾗ ἕκαστος ἐδύνατο· ᾿Αθηναῖοι δὲ τούς τε στρατηγοὺς ἐπῃτιάσαντο
ὅτι ἄνευ αὐτῶν ξυνέβησαν (ἐνόμιζον γὰρ ἂν κρατῆσαι τῆς πόλεως ᾗ
ἐβούλοντο), καὶ ὕστερον ἐποίκους ἔπεμψαν ἑαυτῶν ἐς τὴν Ποτείδαιαν
καὶ κατῴκισαν. ταῦτα μὲν ἐν τῷ χειμῶνι ἐγένετο, καὶ [τὸ] δεύτερον ἔτος
ἐτελεύτα τῷ πολέμῳ τῷδε ὃν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν.
[71] Τοῦ δ' ἐπιγιγνομένου θέρους οἱ Πελοποννήσιοι καὶ οἱ
ξύμμαχοι ἐς μὲν τὴν ᾿Αττικὴν οὐκ ἐσέβαλον, ἐστράτευσαν δὲ ἐπὶ
Πλάταιαν· ἡγεῖτο δὲ ᾿Αρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς.
καὶ καθίσας τὸν στρατὸν ἔμελλε δῃώσειν τὴν γῆν· οἱ δὲ Πλαταιῆς εὐθὺς
πρέσβεις πέμψαντες πρὸς αὐτὸν ἔλεγον τοιάδε· '᾿Αρχίδαμε καὶ
Λακεδαιμόνιοι, οὐ δίκαια ποιεῖτε οὐδ' ἄξια οὔτε ὑμῶν οὔτε πατέρων ὧν
ἐστέ, ἐς γῆν τὴν Πλαταιῶν στρατεύοντες. Παυσανίας γὰρ ὁ Κλεομβρότου
Λακεδαιμόνιος ἐλευθερώσας τὴν ῾Ελλάδα ἀπὸ τῶν μήδων μετὰ
῾Ελλήνων τῶν ἐθελησάντων ξυνάρασθαι τὸν κίνδυνον τῆς μάχης ἣ παρ'
ἡμῖν ἐγένετο, θύσας ἐν τῇ Πλαταιῶν ἀγορᾷ ἱερὰ Διὶ ἐλευθερίῳ καὶ
ξυγκαλέσας πάντας τοὺς ξυμμάχους ἀπεδίδου Πλαταιεῦσι γῆν καὶ πόλιν
τὴν σφετέραν ἔχοντας αὐτονόμους οἰκεῖν, στρατεῦσαί τε μηδένα ποτὲ
ἀδίκως ἐπ' αὐτοὺς μηδ' ἐπὶ δουλείᾳ· εἰ δὲ μή, ἀμύνειν τοὺς παρόντας
ξυμμάχους κατὰ δύναμιν. τάδε μὲν ἡμῖν πατέρες οἱ ὑμέτεροι ἔδοσαν
ἀρετῆς ἕνεκα καὶ προθυμίας τῆς ἐν ἐκείνοις τοῖς κινδύνοις γενομένης,
ὑμεῖς δὲ τἀναντία δρᾶτε· μετὰ γὰρ Θηβαίων τῶν ἡμῖν ἐχθίστων ἐπὶ
δουλείᾳ τῇ ἡμετέρᾳ ἥκετε. μάρτυρας δὲ θεοὺς τούς τε ὁρκίους τότε
γενομένους ποιούμενοι καὶ τοὺς ὑμετέρους πατρῴους καὶ ἡμετέρους
ἐγχωρίους, λέγομεν ὑμῖν γῆν τὴν Πλαταιίδα μὴ ἀδικεῖν μηδὲ παραβαίνειν
τοὺς ὅρκους, ἐᾶν δὲ οἰκεῖν αὐτονόμους καθάπερ Παυσανίας ἐδικαίωσεν.'
[72] Τοσαῦτα εἰπόντων τῶν Πλαταιῶν ᾿Αρχίδαμος ὑπολαβὼν
εἶπεν· 'δίκαια λέγετε, ὦ ἄνδρες Πλαταιῆς, ἢν ποιῆτε ὁμοῖα τοῖς λόγοις.
καθάπερ γὰρ Παυσανίας ὑμῖν παρέδωκεν, αὐτοί τε αὐτονομεῖσθε καὶ
τοὺς ἄλλους ξυνελευθεροῦτε, ὅσοι μετασχόντες τῶν τότε κινδύνων ὑμῖν
τε ξυνώμοσαν καὶ εἰσὶ νῦν ὑπ' ᾿Αθηναίοις, παρασκευή τε τοσήδε καὶ
πόλεμος γεγένηται αὐτῶν ἕνεκα καὶ τῶν ἄλλων ἐλευθερώσεως. ἧς
μάλιστα μὲν μετασχόντες καὶ αὐτοὶ ἐμμείνατε τοῖς ὅρκοις· εἰ δὲ μή, ἅπερ
καὶ πρότερον ἤδη προυκαλεσάμεθα, ἡσυχίαν ἄγετε νεμόμενοι τὰ ὑμέτερα
αὐτῶν, καὶ ἔστε μηδὲ μεθ' ἑτέρων, δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ
195

πολέμῳ δὲ μηδετέρους. καὶ τάδε ἡμῖν ἀρκέσει.' ὁ μὲν ᾿Αρχίδαμος


τοσαῦτα εἶπεν· οἱ δὲ Πλαταιῶν πρέσβεις ἀκούσαντες ταῦτα ἐσῆλθον ἐς
τὴν πόλιν, καὶ τῷ πλήθει τὰ ῥηθέντα κοινώσαντες ἀπεκρίναντο αὐτῷ ὅτι
ἀδύνατα σφίσιν εἴη ποιεῖν ἃ προκαλεῖται ἄνευ ᾿Αθηναίων (παῖδες γὰρ
σφῶν καὶ γυναῖκες παρ' ἐκείνοις εἶεν), δεδιέναι δὲ καὶ περὶ τῇ πάσῃ πόλει
μὴ ἐκείνων ἀποχωρησάντων ᾿Αθηναῖοι ἐλθόντες σφίσιν οὐκ ἐπιτρέπωσιν,
ἢ Θηβαῖοι, ὡς ἔνορκοι ὄντες κατὰ τὸ ἀμφο τέρους δέχεσθαι, αὖθις σφῶν
τὴν πόλιν πειράσωσι καταλαβεῖν. ὁ δὲ θαρσύνων αὐτοὺς πρὸς ταῦτα ἔφη·
'ὑμεῖς δὲ πόλιν μὲν καὶ οἰκίας ἡμῖν παράδοτε τοῖς Λακεδαιμονίοις, καὶ
γῆς ὅρους ἀποδείξατε καὶ δένδρα ἀριθμῷ τὰ ὑμέτερα καὶ ἄλλο εἴ τι
δυνατὸν ἐς ἀριθμὸν ἐλθεῖν· αὐτοὶ δὲ μεταχωρήσατε ὅποι βούλεσθε, ἕως
ἂν ὁ πόλεμος ᾖ· ἐπειδὰν δὲ παρέλθῃ, ἀποδώσομεν ὑμῖν ἃ ἂν
παραλάβωμεν. μέχρι δὲ τοῦδε ἕξομεν παρακαταθήκην, ἐργαζόμενοι καὶ
φορὰν φέροντες ἣ ἂν ὑμῖν μέλλῃ ἱκανὴ ἔσεσθαι.' [73] οἱ δ' ἀκούσαντες
ἐσῆλθον αὖθις ἐς τὴν πόλιν, καὶ βουλευσάμενοι μετὰ τοῦ πλήθους ἔλεξαν
ὅτι βούλονται ἃ προκαλεῖται ᾿Αθηναίοις κοινῶσαι πρῶτον, καὶ ἢν
πείθωσιν αὐτούς, ποιεῖν ταῦτα· μέχρι δὲ τούτου σπείσασθαι σφίσιν
ἐκέλευον καὶ τὴν γῆν μὴ δῃοῦν. ὁ δὲ ἡμέρας τε ἐσπείσατο ἐν αἷς εἰκὸς ἦν
κομισθῆναι, καὶ τὴν γῆν οὐκ ἔτεμνεν. ἐλθόντες δὲ οἱ [Πλαταιῆς] πρέσβεις
ὡς τοὺς ᾿Αθηναίους καὶ βουλευσάμενοι μετ' αὐτῶν πάλιν ἦλθον
ἀπαγγέλλοντες τοῖς ἐν τῇ πόλει τοιάδε· 'οὔτ' ἐν τῷ πρὸ τοῦ χρόνῳ, ὦ
ἄνδρες Πλαταιῆς, ἀφ' οὗ ξύμμαχοι ἐγενόμεθα, ᾿Αθηναῖοί φασιν ἐν οὐδενὶ
ὑμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους οὔτε νῦν περιόψεσθαι, βοηθήσειν δὲ κατὰ
δύναμιν. ἐπισκήπτουσί τε ὑμῖν πρὸς τῶν ὅρκων οὓς οἱ πατέρες ὤμοσαν
μηδὲν νεωτερίζειν περὶ τὴν ξυμμαχίαν.' [74] τοιαῦτα τῶν πρέσβεων
ἀπαγγειλάντων οἱ Πλαταιῆς ἐβουλεύσαντο ᾿Αθηναίους μὴ προδιδόναι,
ἀλλ' ἀνέχεσθαι καὶ γῆν τεμνομένην, εἰ δεῖ, ὁρῶντας καὶ ἄλλο πάσχοντας
ὅτι ἂν ξυμβαίνῃ· ἐξελθεῖν τε μηδένα ἔτι, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ τείχους
ἀποκρίνασθαι ὅτι ἀδύνατα σφίσι ποιεῖν ἐστὶν ἃ Λακεδαιμόνιοι
προκαλοῦνται. ὡς δὲ ἀπεκρίναντο, ἐντεῦθεν δὴ πρῶτον μὲν ἐς
ἐπιμαρτυρίαν καὶ θεῶν καὶ ἡρώων τῶν ἐγχωρίων ᾿Αρχίδαμος ὁ βασιλεὺς
κατέστη, λέγων ὧδε· 'θεοὶ ὅσοι γῆν τὴν Πλαταιίδα ἔχετε καὶ ἥρωες,
ξυνίστορές ἐστε ὅτι οὔτε τὴν ἀρχὴν ἀδίκως, ἐκλιπόντων δὲ τῶνδε
προτέρων τὸ ξυνώμοτον, ἐπὶ γῆν τήνδε ἤλθομεν, ἐν ᾗ οἱ πατέρες ἡμῶν
εὐξάμενοι ὑμῖν Μήδων ἐκράτησαν καὶ παρέσχετε αὐτὴν εὐμενῆ
ἐναγωνίσασθαι τοῖς ῞Ελλησιν, οὔτε νῦν, ἤν τι ποιῶμεν, ἀδικήσομεν·
προκαλεσάμενοι γὰρ πολλὰ καὶ εἰκότα οὐ τυγχάνομεν. ξυγγνώμονες δὲ
ἔστε τῆς μὲν ἀδικίας κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις, τῆς δὲ
τιμωρίας τυγχάνειν τοῖς ἐπιφέρουσι νομίμως.'
196

[75] Τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν, καὶ


πρῶτον μὲν περιεσταύρωσαν αὐτοὺς τοῖς δένδρεσιν ἃ ἔκοψαν, τοῦ
μηδένα ἐπεξιέναι, ἔπειτα χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν, ἐλπίζοντες
ταχίστην αἵρεσιν ἔσεσθαι αὐτῶν στρατεύματος τοσούτου ἐργαζομένου.
ξύλα μὲν οὖν τέμνοντες ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος παρῳκοδόμουν ἑκατέρωθεν,
φορμηδὸν ἀντὶ τοίχων τιθέντες, ὅπως μὴ διαχέοιτο ἐπὶ πολὺ τὸ χῶμα·
ἐφόρουν δὲ ὕλην ἐς αὐτὸ καὶ λίθους καὶ γῆν καὶ εἴ τι ἄλλο ἁνύτειν μέλλοι
ἐπιβαλλόμενον. ἡμέρας δὲ ἔχουν ἑβδομήκοντα καὶ νύκτας ξυνεχῶς,
διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας, ὥστε τοὺς μὲν φέρειν, τοὺς δὲ ὕπνον τε καὶ
σῖτον αἱρεῖσθαι· Λακεδαιμονίων τε οἱ ξεναγοὶ ἑκάστης πόλεως
ξυνεφεστῶτες ἠνάγκαζον ἐς τὸ ἔργον. οἱ δὲ Πλαταιῆς ὁρῶντες τὸ χῶμα
αἰρόμενον, ξύλινον τεῖχος ξυνθέντες καὶ ἐπιστήσαντες τῷ ἑαυτῶν τείχει ᾗ
προσεχοῦτο, ἐσῳκοδόμουν ἐς αὐτὸ πλίνθους ἐκ τῶν ἐγγὺς οἰκιῶν
καθαιροῦντες. ξύνδεσμος δ' ἦν αὐτοῖς τὰ ξύλα, τοῦ μὴ ὑψηλὸν
γιγνόμενον ἀσθενὲς εἶναι τὸ οἰκοδόμημα, καὶ προκαλύμματα εἶχε δέρσεις
καὶ διφθέρας, ὥστε τοὺς ἐργαζομένους καὶ τὰ ξύλα μήτε πυρφόροις
οἰστοῖς βάλλεσθαι ἐν ἀσφαλείᾳ τε εἶναι. ᾔρετο δὲ τὸ ὕψος τοῦ τείχους
μέγα, καὶ τὸ χῶμα οὐ σχολαίτερον ἀντανῄει αὐτῷ. καὶ οἱ Πλαταιῆς
τοιόνδε τι ἐπινοοῦσιν· διελόντες τοῦ τείχους ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα
ἐσεφόρουν τὴν γῆν. [76] οἱ δὲ Πελοποννήσιοι αἰσθόμενοι ἐν ταρσοῖς
καλάμου πηλὸν ἐνίλλοντες ἐσέβαλλον ἐς τὸ διῃρημένον, ὅπως μὴ
διαχεόμενον ὥσπερ ἡ γῆ φοροῖτο. οἱ δὲ ταύτῃ ἀποκλῃόμενοι τοῦτο μὲν
ἐπέσχον, ὑπόνομον δὲ ἐκ τῆς πόλεως ὀρύξαντες καὶ ξυντεκμηράμενοι
ὑπὸ τὸ χῶμα ὑφεῖλκον αὖθις παρὰ σφᾶς τὸν χοῦν· καὶ ἐλάνθανον ἐπὶ
πολὺ τοὺς ἔξω, ὥστε ἐπιβάλλοντας ἧσσον ἁνύτειν ὑπαγομένου αὐτοῖς
κάτωθεν τοῦ χώματος καὶ ἱζάνοντος αἰεὶ ἐπὶ τὸ κενούμενον. δεδιότες δὲ
μὴ οὐδ' οὕτω δύνωνται ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς ἀντέχειν, προσεπεξηῦρον
τόδε· τὸ μὲν μέγα οἰκοδόμημα ἐπαύσαντο ἐργαζόμενοι τὸ κατὰ τὸ χῶμα,
ἔνθεν δὲ καὶ ἔνθεν αὐτοῦ ἀρξάμενοι ἀπὸ τοῦ βραχέος τείχους ἐκ τοῦ
ἐντὸς μηνοειδὲς ἐς τὴν πόλιν ἐσῳκοδόμουν, ὅπως, εἰ τὸ μέγα τεῖχος
ἁλίσκοιτο, τοῦτ' ἀντέχοι, καὶ δέοι τοὺς ἐναντίους αὖθις πρὸς αὐτὸ χοῦν
καὶ προχωροῦντας ἔσω διπλάσιόν τε πόνον ἔχειν καὶ ἐν ἀμφιβόλῳ
μᾶλλον γίγνεσθαι. ἅμα δὲ τῇ χώσει καὶ μηχανὰς προσῆγον οἱ
Πελοποννήσιοι τῇ πόλει, μίαν μὲν ἣ τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ
χῶμα προσαχθεῖσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾶς ἐφόβησεν,
ἄλλας δὲ ἄλλῃ τοῦ τείχους, ἃς βρόχους τε περιβάλλοντες ἀνέκλων οἱ
Πλαταιῆς, καὶ δοκοὺς μεγάλας ἀρτήσαντες ἁλύσεσι μακραῖς σιδηραῖς
ἀπὸ τῆς τομῆς ἑκατέρωθεν ἀπὸ κεραιῶν δύο ἐπικεκλιμένων καὶ
ὑπερτεινουσῶν ὑπὲρ τοῦ τείχους ἀνελκύσαντες ἐγκαρσίας, ὁπότε
προσπεσεῖσθαί πῃ μέλλοι ἡ μηχανή, ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῖς ταῖς
197

ἁλύσεσι καὶ οὐ διὰ χειρὸς ἔχοντες, ἡ δὲ ῥύμῃ ἐμπίπτουσα ἀπεκαύλιζε τὸ


προῦχον τῆς ἐμβολῆς.
[77] Μετὰ δὲ τοῦτο οἱ Πελοποννήσιοι, ὡς αἵ τε μηχαναὶ οὐδὲν
ὠφέλουν καὶ τῷ χώματι τὸ ἀντιτείχισμα ἐγίγνετο, νομίσαντες ἄπορον
εἶναι ἀπὸ τῶν παρόντων δεινῶν ἑλεῖν τὴν πόλιν πρὸς τὴν περιτείχισιν
παρεσκευάζοντο. πρότερον δὲ πυρὶ ἔδοξεν αὐτοῖς πειρᾶσαι εἰ δύναιντο
πνεύματος γενομένου ἐπιφλέξαι τὴν πόλιν οὖσαν οὐ μεγάλην· πᾶσαν γὰρ
δὴ ἰδέαν ἐπενόουν, εἴ πως σφίσιν ἄνευ δαπάνης καὶ πολιορκίας
προσαχθείη. φοροῦντες δὲ ὕλης φακέλους παρέβαλον ἀπὸ τοῦ χώματος
ἐς τὸ μεταξὺ πρῶτον τοῦ τείχους καὶ τῆς προσχώσεως, ταχὺ δὲ πλήρους
γενομένου διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν καὶ τῆς ἄλλης πόλεως ὅσον
ἐδύναντο ἀπὸ τοῦ μετεώρου πλεῖστον ἐπισχεῖν, ἐμβαλόντες δὲ πῦρ ξὺν
θείῳ καὶ πίσσῃ ἧψαν τὴν ὕλην. καὶ ἐγένετο φλὸξ τοσαύτη ὅσην οὐδείς
πω ἔς γε ἐκεῖνον τὸν χρόνον χειροποίητον εἶδεν· ἤδη γὰρ ἐν ὄρεσιν ὕλη
τριφθεῖσα ὑπ' ἀνέμων πρὸς αὑτὴν ἀπὸ ταὐτομάτου πῦρ καὶ φλόγα ἀπ'
αὐτοῦ ἀνῆκεν. τοῦτο δὲ μέγα τε ἦν καὶ τοὺς Πλαταιᾶς τἆλλα διαφυγόντας
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι· ἐντὸς γὰρ πολλοῦ χωρίου τῆς πόλεως οὐκ
ἦν πελάσαι, πνεῦμά τε εἰ ἐπεγένετο αὐτῇ ἐπίφορον, ὅπερ καὶ ἤλπιζον οἱ
ἐναντίοι, οὐκ ἂν διέφυγον. νῦν δὲ καὶ τόδε λέγεται ξυμβῆναι, ὕδωρ [ἐξ
οὐρανοῦ] πολὺ καὶ βροντὰς γενομένας σβέσαι τὴν φλόγα καὶ οὕτω
παυσθῆναι τὸν κίνδυνον.
[78] Οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπειδὴ καὶ τούτου διήμαρτον, μέρος μέν
τι καταλιπόντες τοῦ στρατοῦ, τὸ δὲ πλέον ἀφέντες περιετείχιζον τὴν
πόλιν κύκλῳ, διελόμενοι κατὰ πόλεις τὸ χωρίον· τάφρος δὲ ἐντός τε ἦν
καὶ ἔξωθεν ἐξ ἧς ἐπλινθεύσαντο. καὶ ἐπειδὴ πᾶν ἐξείργαστο περὶ
ἀρκτούρου ἐπιτολάς, καταλιπόντες φυλακὰς τοῦ ἡμίσεος τείχους (τὸ δὲ
ἥμισυ Βοιωτοὶ ἐφύλασσον) ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ καὶ διελύθησαν κατὰ
πόλεις. Πλαταιῆς δὲ παῖδας μὲν καὶ γυναῖκας καὶ τοὺς πρεσβυτάτους τε
καὶ πλῆθος τὸ ἀχρεῖον τῶν ἀνθρώπων πρότερον ἐκκεκομισμένοι ἦσαν ἐς
τὰς ᾿Αθήνας, αὐτοὶ δὲ ἐπολιορκοῦντο ἐγκαταλελειμμένοι τετρακόσιοι,
᾿Αθηναίων δὲ ὀγδοήκοντα, γυναῖκες δὲ δέκα καὶ ἑκατὸν σιτοποιοί.
τοσοῦτοι ἦσαν οἱ ξύμπαντες ὅτε ἐς τὴν πολιορκίαν καθίσταντο, καὶ ἄλλος
οὐδεὶς ἦν ἐν τῷ τείχει οὔτε δοῦλος οὔτ' ἐλεύθερος. τοιαύτη μὲν ἡ
Πλαταιῶν πολιορκία κατεσκευάσθη.
[79] Τοῦ δ' αὐτοῦ θέρους καὶ ἅμα τῇ τῶν Πλαταιῶν ἐπιστρατείᾳ
᾿Αθηναῖοι δισχιλίοις ὁπλίταις ἑαυτῶν καὶ ἱππεῦσι διακοσίοις
ἐπεστράτευσαν ἐπὶ Ξαλκιδέας τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης καὶ Βοττιαίους
ἀκμάζοντος τοῦ σίτου· ἐστρατήγει δὲ Ξενοφῶν ὁ Εὐριπίδου τρίτος αὐτός.
198

ἐλθόντες δὲ ὑπὸ Σπάρτωλον τὴν Βοττικὴν τὸν σῖτον διέφθειραν. ἐδόκει


δὲ καὶ προσχωρήσειν ἡ πόλις ὑπό τινων ἔνδοθεν πρασσόντων.
προσπεμψάντων δὲ ἐς ῎Ολυνθον τῶν οὐ ταὐτὰ βουλομένων ὁπλῖταί τε
ἦλθον καὶ στρατιὰ ἐς φυλακήν· ἧς ἐπεξελθούσης ἐκ τῆς Σπαρτώλου ἐς
μάχην καθίστανται οἱ ᾿Αθηναῖοι ὑπ' αὐτῇ τῇ πόλει. καὶ οἱ μὲν ὁπλῖται τῶν
Ξαλκιδέων καὶ ἐπίκουροί τινες μετ' αὐτῶν νικῶνται ὑπὸ τῶν ᾿Αθηναίων
καὶ ἀναχωροῦσιν ἐς τὴν Σπάρτωλον, οἱ δὲ ἱππῆς τῶν Ξαλκιδέων καὶ
ψιλοὶ νικῶσι τοὺς τῶν ᾿Αθηναίων ἱππέας καὶ ψιλούς· εἶχον δέ τινας οὐ
πολλοὺς πελταστὰς ἐκ τῆς Κρουσίδος γῆς καλουμένης. ἄρτι δὲ τῆς μάχης
γεγενημένης ἐπιβοηθοῦσιν ἄλλοι πελτασταὶ ἐκ τῆς ᾿Ολύνθου. καὶ οἱ ἐκ
τῆς Σπαρτώλου ψιλοὶ ὡς εἶδον, θαρσήσαντες τοῖς τε προσγιγνομένοις καὶ
ὅτι πρότερον οὐχ ἥσσηντο, ἐπιτίθενται αὖθις μετὰ τῶν Ξαλκιδέων ἱππέων
καὶ τῶν προσβοηθησάντων τοῖς ᾿Αθηναίοις· καὶ ἀναχωροῦσι πρὸς τὰς
δύο τάξεις ἃς κατέλιπον παρὰ τοῖς σκευοφόροις. καὶ ὁπότε μὲν ἐπίοιεν οἱ
᾿Αθηναῖοι, ἐνεδίδοσαν, ἀναχωροῦσι δ' ἐνέκειντο καὶ ἐσηκόντιζον. οἵ τε
ἱππῆς τῶν Ξαλκιδέων προσιππεύοντες ᾗ δοκοίη προσέβαλλον, καὶ οὐχ
ἥκιστα φοβήσαντες ἔτρεψαν τοὺς ᾿Αθηναίους καὶ ἐπεδίωξαν ἐπὶ πολύ.
καὶ οἱ μὲν ᾿Αθηναῖοι ἐς τὴν Ποτείδαιαν καταφεύγουσι, καὶ ὕστερον τοὺς
νεκροὺς ὑποσπόνδους κομισάμενοι ἐς τὰς ᾿Αθήνας ἀναχωροῦσι τῷ
περιόντι τοῦ στρατοῦ· ἀπέθανον δὲ αὐτῶν τριάκοντα καὶ τετρακόσιοι καὶ
οἱ στρατηγοὶ πάντες. οἱ δὲ Ξαλκιδῆς καὶ Βοττιαῖοι τροπαῖόν τε ἔστησαν
καὶ τοὺς νεκροὺς τοὺς αὑτῶν ἀνελόμενοι διελύθησαν κατὰ πόλεις.
[80] Τοῦ δ' αὐτοῦ θέρους, οὐ πολλῷ ὕστερον τούτων,
᾿Αμπρακιῶται καὶ Ξάονες βουλόμενοι ᾿Ακαρνανίαν τὴν πᾶσαν
καταστρέψασθαι καὶ ᾿Αθηναίων ἀποστῆσαι πείθουσι Λακεδαιμονίους
ναυτικόν τε παρασκευάσασθαι ἐκ τῆς ξυμμαχίδος καὶ ὁπλίτας χιλίους
πέμψαι ἐπ' ᾿Ακαρνανίαν, λέγοντες ὅτι, ἢν ναυσὶ καὶ πεζῷ ἅμα μετὰ σφῶν
ἔλθωσιν, ἀδυνάτων ὄντων ξυμβοηθεῖν τῶν ἀπὸ θαλάσσης ᾿Ακαρνάνων
ῥᾳδίως ᾿Ακαρνανίαν σχόντες καὶ τῆς Ζακύνθου καὶ Κεφαλληνίας
κρατήσουσι, καὶ ὁ περίπλους οὐκέτι ἔσοιτο ᾿Αθηναίοις ὁμοίως περὶ
Πελοπόννησον· ἐλπίδα δ' εἶναι καὶ Ναύπακτον λαβεῖν. οἱ δὲ
Λακεδαιμόνιοι πεισθέντες Κνῆμον μὲν ναύαρχον ἔτι ὄντα καὶ τοὺς
ὁπλίτας ἐπὶ ναυσὶν ὀλίγαις εὐθὺς πέμπουσι, τῷ δὲ ναυτικῷ περιήγγειλαν
παρασκευασαμένῳ ὡς τάχιστα πλεῖν ἐς Λευκάδα. ἦσαν δὲ Κορίνθιοι
ξυμπροθυμούμενοι μάλιστα τοῖς ᾿Αμπρακιώταις ἀποίκοις οὖσιν. καὶ τὸ
μὲν ναυτικὸν ἔκ τε Κορίνθου καὶ Σικυῶνος καὶ τῶν ταύτῃ χωρίων ἐν
παρασκευῇ ἦν, τὸ δ' ἐκ Λευκάδος καὶ ᾿Ανακτορίου καὶ ᾿Αμπρακίας
πρότερον ἀφικόμενον ἐν Λευκάδι περιέμενεν. Κνῆμος δὲ καὶ οἱ μετ'
αὐτοῦ χίλιοι ὁπλῖται ἐπειδὴ ἐπεραιώθησαν λαθόντες Φορμίωνα, ὃς ἦρχε
199

τῶν εἴκοσι νεῶν τῶν ᾿Αττικῶν αἳ περὶ Ναύπακτον ἐφρούρουν, εὐθὺς


παρεσκευάζοντο τὴν κατὰ γῆν στρατείαν. καὶ αὐτῷ παρῆσαν ῾Ελλήνων
μὲν ᾿Αμπρακιῶται καὶ Λευκάδιοι καὶ ᾿Ανακτόριοι καὶ οὓς αὐτὸς ἔχων
ἦλθε χίλιοι Πελοποννησίων, βάρβαροι δὲ Ξάονες χίλιοι ἀβασίλευτοι, ὧν
ἡγοῦντο ἐπετησίῳ προστατείᾳ ἐκ τοῦ ἀρχικοῦ γένους Φώτιος καὶ
Νικάνωρ. ξυνεστρατεύοντο δὲ μετὰ Ξαόνων καὶ Θεσπρωτοὶ ἀβασίλευτοι.
Μολοσσοὺς δὲ ἦγε καὶ ᾿Ατιντᾶνας Σαβύλινθος ἐπίτροπος ὢν Θάρυπος
τοῦ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος, καὶ Παραυαίους ῎Οροιδος βασιλεύων.
᾿Ορέσται δὲ χίλιοι, ὧν ἐβασίλευεν ᾿Αντίοχος, μετὰ Παραυαίων
ξυνεστρατεύοντο ᾿Οροίδῳ ᾿Αντιόχου ἐπιτρέψαντος. ἔπεμψε δὲ καὶ
Περδίκκας κρύφα τῶν ᾿Αθηναίων χιλίους Μακεδόνων, οἳ ὕστερον ἦλθον.
τούτῳ τῷ στρατῷ ἐπορεύετο Κνῆμος οὐ περιμείνας τὸ ἀπὸ Κορίνθου
ναυτικόν, καὶ διὰ τῆς ᾿Αργείας ἰόντες Λιμναίαν, κώμην ἀτείχιστον,
ἐπόρθησαν. ἀφικνοῦνταί τε ἐπὶ Στράτον, πόλιν μεγίστην τῆς
᾿Ακαρνανίας, νομίζοντες, εἰ ταύτην πρώτην λάβοιεν, ῥᾳδίως σφίσι τἆλλα
προσχωρήσειν.
[81] ᾿Ακαρνᾶνες δὲ αἰσθόμενοι κατά τε γῆν πολλὴν στρατιὰν
ἐσβεβληκυῖαν ἔκ τε θαλάσσης ναυσὶν ἅμα τοὺς πολεμίους παρεσομένους,
οὔτε ξυνεβοήθουν ἐφύλασσόν τε τὰ αὑτῶν ἕκαστοι, παρά τε Φορμίωνα
ἔπεμπον κελεύοντες ἀμύνειν· ὁ δὲ ἀδύνατος ἔφη εἶναι ναυτικοῦ ἐκ
Κορίνθου μέλλοντος ἐκπλεῖν Ναύπακτον ἐρήμην ἀπολιπεῖν. οἱ δὲ
Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι τρία τέλη ποιήσαντες σφῶν αὐτῶν
ἐχώρουν πρὸς τὴν τῶν Στρατίων πόλιν, ὅπως ἐγγὺς στρατοπεδευσάμενοι,
εἰ μὴ λόγοις πείθοιεν, ἔργῳ πειρῷντο τοῦ τείχους. καὶ μέσον μὲν ἔχοντες
προσῇσαν Ξάονες καὶ οἱ ἄλλοι βάρβαροι, ἐκ δεξιᾶς δ' αὐτῶν Λευκάδιοι
καὶ ᾿Ανακτόριοι καὶ οἱ μετὰ τούτων, ἐν ἀριστερᾷ δὲ Κνῆμος καὶ οἱ
Πελοποννήσιοι καὶ ᾿Αμπρακιῶται· διεῖχον δὲ πολὺ ἀπ' ἀλλήλων καὶ ἔστιν
ὅτε οὐδὲ ἑωρῶντο. καὶ οἱ μὲν ῞Ελληνες τεταγμένοι τε προσῇσαν καὶ διὰ
φυλακῆς ἔχοντες, ἕως ἐστρατοπεδεύσαντο ἐν ἐπιτηδείῳ· οἱ δὲ Ξάονες
σφίσι τε αὐτοῖς πιστεύοντες καὶ ἀξιούμενοι ὑπὸ τῶν ἐκείνῃ ἠπειρωτῶν
μαχιμώτατοι εἶναι οὔτε ἐπέσχον τὸ στρατόπεδον καταλαβεῖν,
χωρήσαντές τε ῥύμῃ μετὰ τῶν ἄλλων βαρβάρων ἐνόμισαν αὐτοβοεὶ ἂν
τὴν πόλιν ἑλεῖν καὶ αὑτῶν τὸ ἔργον γενέσθαι. γνόντες δ' αὐτοὺς οἱ
Στράτιοι ἔτι προσιόντας καὶ ἡγησάμενοι, μεμονωμένων εἰ κρατήσειαν,
οὐκ ἂν ἔτι σφίσι τοὺς ῞Ελληνας ὁμοίως προσελθεῖν, προλοχίζουσι δὴ τὰ
περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις, καὶ ἐπειδὴ ἐγγὺς ἦσαν, ἔκ τε τῆς πόλεως ὁμόσε
χωρήσαντες καὶ ἐκ τῶν ἐνεδρῶν προσπίπτουσιν. καὶ ἐς φόβον
καταστάντων διαφθείρονταί τε πολλοὶ τῶν Ξαόνων, καὶ οἱ ἄλλοι
βάρβαροι ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδόντας, οὐκέτι ὑπέμειναν, ἀλλ' ἐς φυγὴν
200

κατέστησαν. τῶν δὲ ῾Ελληνικῶν στρατοπέδων οὐδέτερον ᾔσθετο τῆς


μάχης διὰ τὸ πολὺ προελθεῖν αὐτοὺς καὶ στρατόπεδον οἰηθῆναι
καταληψομένους ἐπείγεσθαι. ἐπεὶ δ' ἐνέκειντο φεύγοντες οἱ βάρβαροι,
ἀνελάμβανόν τε αὐτοὺς καὶ ξυναγαγόντες τὰ στρατόπεδα ἡσύχαζον
αὐτοῦ τὴν ἡμέραν, ἐς χεῖρας μὲν οὐκ ἰόντων σφίσι τῶν Στρατίων διὰ τὸ
μήπω τοὺς ἄλλους ᾿Ακαρνᾶνας ξυμβεβοηθηκέναι, ἄπωθεν δὲ
σφενδονώντων καὶ ἐς ἀπορίαν καθιστάντων· οὐ γὰρ ἦν ἄνευ ὅπλων
κινηθῆναι. δοκοῦσι δὲ οἱ ᾿Ακαρνᾶνες κράτιστοι εἶναι τοῦτο ποιεῖν. [82]
ἐπειδὴ δὲ νὺξ ἐγένετο, ἀναχωρήσας ὁ Κνῆμος τῇ στρατιᾷ κατὰ τάχος ἐπὶ
τὸν ῎Αναπον ποταμόν, ὃς ἀπέχει σταδίους ὀγδοήκοντα Στράτου, τούς τε
νεκροὺς κομίζεται τῇ ὑστεραίᾳ ὑποσπόνδους, καὶ Οἰνιαδῶν
ξυμπαραγενομένων κατὰ φιλίαν ἀναχωρεῖ παρ' αὐτοὺς πρὶν τὴν
ξυμβοήθειαν ἐλθεῖν. κἀκεῖθεν ἐπ' οἴκου ἀπῆλθον ἕκαστοι. οἱ δὲ Στράτιοι
τροπαῖον ἔστησαν τῆς μάχης τῆς πρὸς τοὺς βαρβάρους.
[83] Τὸ δ' ἐκ τῆς Κορίνθου καὶ τῶν ἄλλων ξυμμάχων τῶν ἐκ τοῦ
Κρισαίου κόλπου ναυτικόν, ὃ ἔδει παραγενέσθαι τῷ Κνήμῳ, ὅπως μὴ
ξυμβοηθῶσιν οἱ ἀπὸ θαλάσσης ἄνω ᾿Ακαρνᾶνες, οὐ παραγίγνεται, ἀλλ'
ἠναγκάσθησαν περὶ τὰς αὐτὰς ἡμέρας τῆς ἐν Στράτῳ μάχης ναυμαχῆσαι
πρὸς Φορμίωνα καὶ τὰς εἴκοσι ναῦς τῶν ᾿Αθηναίων αἳ ἐφρούρουν ἐν
Ναυπάκτῳ. ὁ γὰρ Φορμίων παραπλέοντας αὐτοὺς ἔξω τοῦ κόλπου
ἐτήρει, βουλόμενος ἐν τῇ εὐρυχωρίᾳ ἐπιθέσθαι. οἱ δὲ Κορίνθιοι καὶ οἱ
ξύμμαχοι ἔπλεον μὲν οὐχ ὡς ἐπὶ ναυμαχίᾳ, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον
παρεσκευασμένοι ἐς τὴν ᾿Ακαρνανίαν καὶ οὐκ ἂν οἰόμενοι πρὸς ἑπτὰ καὶ
τεσσαράκοντα ναῦς τὰς σφετέρας τολμῆσαι τοὺς ᾿Αθηναίους εἴκοσι ταῖς
ἑαυτῶν ναυμαχίαν ποιήσασθαι· ἐπειδὴ μέντοι ἀντιπαραπλέοντάς τε
ἑώρων αὐτούς, παρὰ γῆν σφῶν κομιζομένων, καὶ ἐκ Πατρῶν τῆς ᾿Αχαΐας
πρὸς τὴν ἀντιπέρας ἤπειρον διαβάλλοντες ἐπ' ᾿Ακαρνανίας κατεῖδον τοὺς
᾿Αθηναίους ἀπὸ τῆς Ξαλκίδος καὶ τοῦ Εὐήνου ποταμοῦ προσπλέοντας
σφίσι καὶ οὐκ ἔλαθον νυκτὸς ἀφορμισάμενοι, οὕτω δὴ ἀναγκάζονται
ναυμαχεῖν κατὰ μέσον τὸν πορθμόν. στρατηγοὶ δὲ ἦσαν μὲν καὶ κατὰ
πόλεις ἑκάστων οἳ παρεσκευάζοντο, Κορινθίων δὲ Μαχάων καὶ
᾿Ισοκράτης καὶ ᾿Αγαθαρχίδας. καὶ οἱ μὲν Πελοποννήσιοι ἐτάξαντο
κύκλον τῶν νεῶν ὡς μέγιστον οἷοί τ' ἦσαν μὴ διδόντες διέκπλουν, τὰς
πρῴρας μὲν ἔξω, ἔσω δὲ τὰς πρύμνας, καὶ τά τε λεπτὰ πλοῖα ἃ ξυνέπλει
ἐντὸς ποιοῦνται καὶ πέντε ναῦς τὰς ἄριστα πλεούσας, ὅπως ἐκπλέοιεν διὰ
βραχέος παραγιγνόμενοι, εἴ πῃ προσπίπτοιεν οἱ ἐναντίοι. [84] οἱ δ'
᾿Αθηναῖοι κατὰ μίαν ναῦν τεταγμένοι περιέπλεον αὐτοὺς κύκλῳ καὶ
ξυνῆγον ἐς ὀλίγον, ἐν χρῷ αἰεὶ παραπλέοντες καὶ δόκησιν παρέχοντες
αὐτίκα ἐμβαλεῖν· προείρητο δ' αὐτοῖς ὑπὸ Φορμίωνος μὴ ἐπιχειρεῖν πρὶν
201

ἂν αὐτὸς σημήνῃ. ἤλπιζε γὰρ αὐτῶν οὐ μενεῖν τὴν τάξιν, ὥσπερ ἐν γῇ


πεζήν, ἀλλὰ ξυμπεσεῖσθαι πρὸς ἀλλήλας τὰς ναῦς καὶ τὰ πλοῖα ταραχὴν
παρέξειν, εἴ τ' ἐκπνεύσειεν ἐκ τοῦ κόλπου τὸ πνεῦμα, ὅπερ ἀναμένων τε
περιέπλει καὶ εἰώθει γίγνεσθαι ἐπὶ τὴν ἕω, οὐδένα χρόνον ἡσυχάσειν
αὐτούς· καὶ τὴν ἐπιχείρησιν ἐφ' ἑαυτῷ τε ἐνόμιζεν εἶναι, ὁπόταν
βούληται, τῶν νεῶν ἄμεινον πλεουσῶν, καὶ τότε καλλίστην γίγνεσθαι. ὡς
δὲ τό τε πνεῦμα κατῄει καὶ αἱ νῆες ἐν ὀλίγῳ ἤδη οὖσαι ὑπ' ἀμφοτέρων,
τοῦ τε ἀνέμου τῶν τε πλοίων, ἅμα προσκειμένων ἐταράσσοντο, καὶ ναῦς
τε νηὶ προσέπιπτε καὶ τοῖς κοντοῖς διεωθοῦντο, βοῇ τε χρώμενοι καὶ πρὸς
ἀλλήλους ἀντιφυλακῇ τε καὶ λοιδορίᾳ οὐδὲν κατήκουον οὔτε τῶν
παραγγελλομένων οὔτε τῶν κελευστῶν, καὶ τὰς κώπας ἀδύνατοι ὄντες ἐν
κλύδωνι ἀναφέρειν ἄνθρωποι ἄπειροι τοῖς κυβερνήταις ἀπειθεστέρας τὰς
ναῦς παρεῖχον, τότε δὴ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον σημαίνει, καὶ οἱ
᾿Αθηναῖοι προσπεσόντες πρῶτον μὲν καταδύουσι τῶν στρατηγίδων νεῶν
μίαν, ἔπειτα δὲ καὶ τὰς ἄλλας ᾗ χωρήσειαν διέφθειρον, καὶ κατέστησαν ἐς
ἀλκὴν μὲν μηδένα τρέπεσθαι αὐτῶν ὑπὸ τῆς ταραχῆς, φεύγειν δὲ ἐς
Πάτρας καὶ Δύμην τῆς ᾿Αχαΐας. οἱ δὲ ᾿Αθηναῖοι καταδιώξαντες καὶ ναῦς
δώδεκα λαβόντες τούς τε ἄνδρας ἐξ αὐτῶν τοὺς πλείστους ἀνελόμενοι ἐς
Μολύκρειον ἀπέπλεον, καὶ τροπαῖον στήσαντες ἐπὶ τῷ ῾Ρίῳ καὶ ναῦν
ἀναθέντες τῷ Ποσειδῶνι ἀνεχώρησαν ἐς Ναύπακτον. παρέπλευσαν δὲ
καὶ οἱ Πελοποννήσιοι εὐθὺς ταῖς περιλοίποις τῶν νεῶν ἐκ τῆς Δύμης καὶ
Πατρῶν ἐς Κυλλήνην τὸ ᾿Ηλείων ἐπίνειον· καὶ ἀπὸ Λευκάδος Κνῆμος
καὶ αἱ ἐκείνων νῆες, ἃς ἔδει ταύταις ξυμμεῖξαι, ἀφικνοῦνται μετὰ τὴν ἐν
Στράτῳ μάχην ἐς τὴν Κυλλήνην.
[85] Πέμπουσι δὲ καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι τῷ Κνήμῳ ξυμβούλους ἐπὶ
τὰς ναῦς Τιμοκράτη καὶ Βρασίδαν καὶ Λυκόφρονα, κελεύοντες ἄλλην
ναυμαχίαν βελτίω παρασκευάζεσθαι καὶ μὴ ὑπ' ὀλίγων νεῶν εἴργεσθαι
τῆς θαλάσσης. ἐδόκει γὰρ αὐτοῖς ἄλλως τε καὶ πρῶτον ναυμαχίας
πειρασαμένοις πολὺς ὁ παράλογος εἶναι, καὶ οὐ τοσούτῳ ᾤοντο σφῶν τὸ
ναυτικὸν λείπεσθαι, γεγενῆσθαι δέ τινα μαλακίαν, οὐκ ἀντιτιθέντες τὴν
᾿Αθηναίων ἐκ πολλοῦ ἐμπειρίαν τῆς σφετέρας δι' ὀλίγου μελέτης. ὀργῇ
οὖν ἀπέστελλον. οἱ δὲ ἀφικόμενοι μετὰ τοῦ Κνήμου ναῦς τε
προσπεριήγγειλαν κατὰ πόλεις καὶ τὰς προϋπαρχούσας ἐξηρτύοντο ὡς
ἐπὶ ναυμαχίαν. πέμπει δὲ καὶ ὁ Φορμίων ἐς τὰς ᾿Αθήνας τήν τε
παρασκευὴν αὐτῶν ἀγγελοῦντας καὶ περὶ τῆς ναυμαχίας ἣν ἐνίκησαν
φράσοντας, καὶ κελεύων αὑτῷ ναῦς ὅτι πλείστας διὰ τάχους ἀποστεῖλαι,
ὡς καθ' ἡμέραν ἑκάστην ἐλπίδος οὔσης αἰεὶ ναυμαχήσειν. οἱ δὲ
ἀποπέμπουσιν εἴκοσι ναῦς αὐτῷ, τῷ δὲ κομίζοντι αὐτὰς προσεπέστειλαν
ἐς Κρήτην πρῶτον ἀφικέσθαι. Νικίας γὰρ Κρὴς Γορτύνιος πρόξενος ὢν
202

πείθει αὐτοὺς ἐπὶ Κυδωνίαν πλεῦσαι, φάσκων προσποιήσειν αὐτὴν οὖσαν


πολεμίαν· ἐπῆγε δὲ Πολιχνίταις χαριζόμενος ὁμόροις τῶν Κυδωνιατῶν.
καὶ ὁ μὲν λαβὼν τὰς ναῦς ᾤχετο ἐς Κρήτην, καὶ μετὰ τῶν Πολιχνιτῶν
ἐδῄου τὴν γῆν τῶν Κυδωνιατῶν, καὶ ὑπ' ἀνέμων καὶ ἀπλοίας ἐνδιέτριψεν
οὐκ ὀλίγον χρόνον· [86] οἱ δ' ἐν τῇ Κυλλήνῃ Πελοποννήσιοι, ἐν τούτῳ
ἐν ᾧ οἱ ᾿Αθηναῖοι περὶ Κρήτην κατείχοντο, παρεσκευασμένοι ὡς ἐπὶ
ναυμαχίαν παρέπλευσαν ἐς Πάνορμον τὸν ᾿Αχαϊκόν, οὗπερ αὐτοῖς ὁ κατὰ
γῆν στρατὸς τῶν Πελοποννησίων προσεβεβοηθήκει. παρέπλευσε δὲ καὶ ὁ
Φορμίων ἐπὶ τὸ ῾Ρίον τὸ Μολυκρικὸν καὶ ὡρμίσατο ἔξω αὐτοῦ ναυσὶν
εἴκοσιν, αἷσπερ καὶ ἐναυμάχησεν. ἦν δὲ τοῦτο μὲν τὸ ῾Ρίον φίλιον τοῖς
᾿Αθηναίοις, τὸ δ' ἕτερον ῾Ρίον ἐστὶν ἀντιπέρας, τὸ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ·
διέχετον δὲ ἀπ' ἀλλήλων σταδίους μάλιστα ἑπτὰ τῆς θαλάσσης, τοῦ δὲ
Κρισαίου κόλπου στόμα τοῦτό ἐστιν. ἐπὶ οὖν τῷ ῾Ρίῳ τῷ ᾿Αχαϊκῷ οἱ
Πελοποννήσιοι, ἀπέχοντι οὐ πολὺ τοῦ Πανόρμου, ἐν ᾧ αὐτοῖς ὁ πεζὸς ἦν,
ὡρμίσαντο καὶ αὐτοὶ ναυσὶν ἑπτὰ καὶ ἑβδομήκοντα, ἐπειδὴ καὶ τοὺς
᾿Αθηναίους εἶδον. καὶ ἐπὶ μὲν ἓξ ἢ ἑπτὰ ἡμέρας ἀνθώρμουν ἀλλήλοις
μελετῶντές τε καὶ παρασκευαζόμενοι τὴν ναυμαχίαν, γνώμην ἔχοντες οἱ
μὲν μὴ ἐκπλεῖν ἔξω τῶν ῾Ρίων ἐς τὴν εὐρυχωρίαν, φοβούμενοι τὸ
πρότερον πάθος, οἱ δὲ μὴ ἐσπλεῖν ἐς τὰ στενά, νομίζοντες πρὸς ἐκείνων
εἶναι τὴν ἐν ὀλίγῳ ναυμαχίαν. ἔπειτα ὁ Κνῆμος καὶ ὁ Βρασίδας καὶ οἱ
ἄλλοι τῶν Πελοποννησίων στρατηγοί, βουλόμενοι ἐν τάχει τὴν
ναυμαχίαν ποιῆσαι πρίν τι καὶ ἀπὸ τῶν ᾿Αθηναίων ἐπιβοηθῆσαι,
ξυνεκάλεσαν τοὺς στρατιώτας πρῶτον, καὶ ὁρῶντες αὐτῶν τοὺς πολλοὺς
διὰ τὴν προτέραν ἧσσαν φοβουμένους καὶ οὐ προθύμους ὄντας
παρεκελεύσαντο καὶ ἔλεξαν τοιάδε.
[87] '῾Η μὲν γενομένη ναυμαχία, ὦ ἄνδρες Πελοποννήσιοι, εἴ τις
ἄρα δι' αὐτὴν ὑμῶν φοβεῖται τὴν μέλλουσαν, οὐχὶ δικαίαν ἔχει τέκμαρσιν
τὸ ἐκφοβῆσαι. τῇ τε γὰρ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο, ὥσπερ ἴστε, καὶ οὐχὶ
ἐς ναυμαχίαν μᾶλλον ἢ ἐπὶ στρατείαν ἐπλέομεν· ξυνέβη δὲ καὶ τὰ ἀπὸ τῆς
τύχης οὐκ ὀλίγα ἐναντιωθῆναι, καί πού τι καὶ ἡ ἀπειρία πρῶτον
ναυμαχοῦντας ἔσφηλεν. ὥστε οὐ κατὰ τὴν ἡμετέραν κακίαν τὸ ἡσσᾶσθαι
προσεγένετο, οὐδὲ δίκαιον τῆς γνώμης τὸ μὴ κατὰ κράτος νικηθέν, ἔχον
δέ τινα ἐν αὑτῷ ἀντιλογίαν, τῆς γε ξυμφορᾶς τῷ ἀποβάντι ἀμβλύνεσθαι,
νομίσαι δὲ ταῖς μὲν τύχαις ἐνδέχεσθαι σφάλλεσθαι τοὺς ἀνθρώπους, ταῖς
δὲ γνώμαις τοὺς αὐτοὺς αἰεὶ ὀρθῶς ἀνδρείους εἶναι, καὶ μὴ ἀπειρίαν τοῦ
ἀνδρείου παρόντος προβαλλομένους εἰκότως ἂν ἔν τινι κακοὺς γενέσθαι.
ὑμῶν δὲ οὐδ' ἡ ἀπειρία τοσοῦτον λείπεται ὅσον τόλμῃ προύχετε· τῶνδε
δὲ ἡ ἐπιστήμη, ἣν μάλιστα φοβεῖσθε, ἀνδρείαν μὲν ἔχουσα καὶ μνήμην
ἕξει ἐν τῷ δεινῷ ἐπιτελεῖν ἃ ἔμαθεν, ἄνευ δὲ εὐψυχίας οὐδεμία τέχνη
203

πρὸς τοὺς κινδύνους ἰσχύει. φόβος γὰρ μνήμην ἐκπλήσσει, τέχνη δὲ ἄνευ
ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ. πρὸς μὲν οὖν τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν τὸ
τολμηρότερον ἀντιτάξασθε, πρὸς δὲ τὸ διὰ τὴν ἧσσαν δεδιέναι τὸ
ἀπαράσκευοι τότε τυχεῖν. περιγίγνεται δὲ ὑμῖν πλῆθός τε νεῶν καὶ πρὸς
τῇ γῇ οἰκείᾳ οὔσῃ ὁπλιτῶν παρόντων ναυμαχεῖν· τὰ δὲ πολλὰ τῶν
πλεόνων καὶ ἄμεινον παρεσκευασμένων τὸ κράτος ἐστίν. ὥστε οὐδὲ καθ'
ἓν εὑρίσκομεν εἰκότως ἂν ἡμᾶς σφαλλομένους· καὶ ὅσα ἡμάρτομεν
πρότερον, νῦν αὐτὰ ταῦτα προσγενόμενα διδασκαλίαν παρέξει.
θαρσοῦντες οὖν καὶ κυβερνῆται καὶ ναῦται τὸ καθ' ἑαυτὸν ἕκαστος
ἕπεσθε, χώραν μὴ προλείποντες ᾗ ἄν τις προσταχθῇ. τῶν δὲ πρότερον
ἡγεμόνων οὐ χεῖρον τὴν ἐπιχείρησιν ἡμεῖς παρασκευάσομεν, καὶ οὐκ
ἐνδώσομεν πρόφασιν οὐδενὶ κακῷ γενέσθαι· ἢν δέ τις ἄρα καὶ βουληθῇ,
κολασθήσεται τῇ πρεπούσῃ ζημίᾳ, οἱ δὲ ἀγαθοὶ τιμήσονται τοῖς
προσήκουσιν ἄθλοις τῆς ἀρετῆς.'
[88] Τοιαῦτα μὲν τοῖς Πελοποννησίοις οἱ ἄρχοντες
παρεκελεύσαντο. ὁ δὲ Φορμίων δεδιὼς καὶ αὐτὸς τὴν τῶν στρατιωτῶν
ὀρρωδίαν καὶ αἰσθόμενος ὅτι τὸ πλῆθος τῶν νεῶν κατὰ σφᾶς αὐτοὺς
ξυνιστάμενοι ἐφοβοῦντο, ἐβούλετο ξυγκαλέσας θαρσῦναί τε καὶ
παραίνεσιν ἐν τῷ παρόντι ποιήσασθαι. πρότερον μὲν γὰρ αἰεὶ αὐτοῖς
ἔλεγε καὶ προπαρεσκεύαζε τὰς γνώμας ὡς οὐδὲν αὐτοῖς πλῆθος νεῶν
τοσοῦτον, ἢν ἐπιπλέῃ, ὅτι οὐχ ὑπομενετέον ἐστί, καὶ οἱ στρατιῶται ἐκ
πολλοῦ ἐν σφίσιν αὐτοῖς τὴν ἀξίωσιν ταύτην εἰλήφεσαν, μηδένα ὄχλον
᾿Αθηναῖοι ὄντες Πελοποννησίων νεῶν ὑποχωρεῖν· τότε δὲ πρὸς τὴν
παροῦσαν ὄψιν ὁρῶν αὐτοὺς ἀθυμοῦντας ἐβούλετο ὑπόμνησιν
ποιήσασθαι τοῦ θαρσεῖν, καὶ ξυγκαλέσας τοὺς ᾿Αθηναίους ἔλεγε τοιάδε.
[89] '῾Ορῶν ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, πεφοβημένους τὸ πλῆθος
τῶν ἐναντίων ξυνεκάλεσα, οὐκ ἀξιῶν τὰ μὴ δεινὰ ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν. οὗτοι
γὰρ πρῶτον μὲν διὰ τὸ προνενικῆσθαι καὶ μηδ' αὐτοὶ οἴεσθαι ὁμοῖοι ἡμῖν
εἶναι τὸ πλῆθος τῶν νεῶν καὶ οὐκ ἀπὸ τοῦ ἴσου παρεσκευάσαντο· ἔπειτα
ᾧ μάλιστα πιστεύοντες προσέρχονται, ὡς προσῆκον σφίσιν ἀνδρείοις
εἶναι, οὐ δι' ἄλλο τι θαρσοῦσιν ἢ διὰ τὴν ἐν τῷ πεζῷ ἐμπειρίαν τὰ πλείω
κατορθοῦντες, καὶ οἴονται σφίσι καὶ ἐν τῷ ναυτικῷ ποιήσειν τὸ αὐτό. τὸ
δ' ἐκ τοῦ δικαίου ἡμῖν μᾶλλον νῦν περιέσται, εἴπερ καὶ τούτοις ἐν ἐκείνῳ,
ἐπεὶ εὐψυχίᾳ γε οὐδὲν προφέρουσι, τῷ δὲ ἑκάτεροί τι εἶναι ἐμπειρότεροι
θρασύτεροί ἐσμεν. Λακεδαιμόνιοί τε ἡγούμενοι αὐτῶν διὰ τὴν σφετέραν
δόξαν ἄκοντας προσάγουσι τοὺς πολλοὺς ἐς τὸν κίνδυνον, ἐπεὶ οὐκ ἄν
ποτε ἐνεχείρησαν ἡσσηθέντες παρὰ πολὺ αὖθις ναυμαχεῖν. μὴ δὴ αὐτῶν
τὴν τόλμαν δείσητε. πολὺ δὲ ὑμεῖς ἐκείνοις πλείω φόβον παρέχετε καὶ
πιστότερον κατά τε τὸ προνενικηκέναι καὶ ὅτι οὐκ ἂν ἡγοῦνται μὴ
204

μέλλοντάς τι ἄξιον τοῦ παρὰ πολὺ πράξειν ἀνθίστασθαι ὑμᾶς. ἀντίπαλοι


μὲν γὰρ οἱ πλείους, ὥσπερ οὗτοι, τῇ δυνάμει τὸ πλέον πίσυνοι ἢ τῇ
γνώμῃ ἐπέρχονται· οἱ δὲ ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων, καὶ ἅμα οὐκ
ἀναγκαζόμενοι, μέγα τι τῆς διανοίας τὸ βέβαιον ἔχοντες ἀντιτολμῶσιν. ἃ
λογιζόμενοι οὗτοι τῷ οὐκ εἰκότι πλέον πεφόβηνται ἡμᾶς ἢ τῇ κατὰ λόγον
παρασκευῇ. πολλὰ δὲ καὶ στρατόπεδα ἤδη ἔπεσεν ὑπ' ἐλασσόνων τῇ
ἀπειρίᾳ, ἔστι δὲ ἃ καὶ τῇ ἀτολμίᾳ· ὧν οὐδετέρου ἡμεῖς νῦν μετέχομεν. τὸν
δὲ ἀγῶνα οὐκ ἐν τῷ κόλπῳ ἑκὼν εἶναι ποιήσομαι οὐδ' ἐσπλεύσομαι ἐς
αὐτόν. ὁρῶ γὰρ ὅτι πρὸς πολλὰς ναῦς ἀνεπιστήμονας ὀλίγαις ναυσὶν
ἐμπείροις καὶ ἄμεινον πλεούσαις ἡ στενοχωρία οὐ ξυμφέρει. οὔτε γὰρ ἂν
ἐπιπλεύσειέ τις ὡς χρὴ ἐς ἐμβολήν, μὴ ἔχων τὴν πρόσοψιν τῶν πολεμίων
ἐκ πολλοῦ, οὔτ' ἂν ἀποχωρήσειεν ἐν δέοντι πιεζόμενος· διέκπλοι τε οὐκ
εἰσὶν οὐδ' ἀναστροφαί, ἅπερ νεῶν ἄμεινον πλεουσῶν ἔργα ἐστίν, ἀλλὰ
ἀνάγκη ἂν εἴη τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι, καὶ ἐν τούτῳ αἱ
πλείους νῆες κρείσσους γίγνονται. τούτων μὲν οὖν ἐγὼ ἕξω τὴν πρόνοιαν
κατὰ τὸ δυνατόν· ὑμεῖς δὲ εὔτακτοι παρὰ ταῖς ναυσὶ μένοντες τά τε
παραγγελλόμενα ὀξέως δέχεσθε, ἄλλως τε καὶ δι' ὀλίγου τῆς ἐφορμήσεως
οὔσης, καὶ ἐν τῷ ἔργῳ κόσμον καὶ σιγὴν περὶ πλείστου ἡγεῖσθε, ὃ ἔς τε
τὰ πολλὰ τῶν πολεμίων ξυμφέρει καὶ ναυμαχίᾳ οὐχ ἥκιστα, ἀμύνεσθέ τε
τούσδε ἀξίως τῶν προειργασμένων. ὁ δὲ ἀγὼν μέγας ὑμῖν, ἢ καταλῦσαι
Πελοποννησίων τὴν ἐλπίδα τοῦ ναυτικοῦ ἢ ἐγγυτέρω καταστῆσαι
᾿Αθηναίοις τὸν φόβον περὶ τῆς θαλάσσης. ἀναμιμνῄσκω δ' αὖ ὑμᾶς ὅτι
νενικήκατε αὐτῶν τοὺς πολλούς· ἡσσημένων δὲ ἀνδρῶν οὐκ ἐθέλουσιν αἱ
γνῶμαι πρὸς τοὺς αὐτοὺς κινδύνους ὁμοῖαι εἶναι.'
[90] Τοιαῦτα δὲ καὶ ὁ Φορμίων παρεκελεύσατο. οἱ δὲ
Πελοποννήσιοι, ἐπειδὴ αὐτοῖς οἱ ᾿Αθηναῖοι οὐκ ἐπέπλεον ἐς τὸν κόλπον
καὶ τὰ στενά, βουλόμενοι ἄκοντας ἔσω προαγαγεῖν αὐτούς, ἀναγαγόμενοι
ἅμα ἕῳ ἔπλεον, ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς ἐπὶ τὴν ἑαυτῶν γῆν,
ἔσω ἐπὶ τοῦ κόλπου, δεξιῷ κέρᾳ ἡγουμένῳ, ὥσπερ καὶ ὥρμουν· ἐπὶ δ'
αὐτῷ εἴκοσιν ἔταξαν τὰς ἄριστα πλεούσας, ὅπως, εἰ ἄρα νομίσας ἐπὶ τὴν
Ναύπακτον αὐτοὺς πλεῖν ὁ Φορμίων καὶ αὐτὸς ἐπιβοηθῶν ταύτῃ
παραπλέοι, μὴ διαφύγοιεν πλέοντα τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ ᾿Αθηναῖοι ἔξω
τοῦ ἑαυτῶν κέρως, ἀλλ' αὗται αἱ νῆες περικλῄσειαν. ὁ δέ, ὅπερ ἐκεῖνοι
προσεδέχοντο, φοβηθεὶς περὶ τῷ χωρίῳ ἐρήμῳ ὄντι, ὡς ἑώρα
ἀναγομένους αὐτούς, ἄκων καὶ κατὰ σπουδὴν ἐμβιβάσας ἔπλει παρὰ τὴν
γῆν· καὶ ὁ πεζὸς ἅμα τῶν Μεσσηνίων παρεβοήθει. ἰδόντες δὲ οἱ
Πελοποννήσιοι κατὰ μίαν ἐπὶ κέρως παραπλέοντας καὶ ἤδη ὄντας ἐντὸς
τοῦ κόλπου τε καὶ πρὸς τῇ γῇ, ὅπερ ἐβούλοντο μάλιστα, ἀπὸ σημείου
ἑνὸς ἄφνω ἐπιστρέψαντες τὰς ναῦς μετωπηδὸν ἔπλεον, ὡς εἶχε τάχους
205

ἕκαστος, ἐπὶ τοὺς ᾿Αθηναίους, καὶ ἤλπιζον πάσας τὰς ναῦς ἀπολήψεσθαι.
τῶν δὲ ἕνδεκα μέν τινες αἵπερ ἡγοῦντο ὑπεκφεύγουσι τὸ κέρας τῶν
Πελοποννησίων καὶ τὴν ἐπιστροφὴν ἐς τὴν εὐρυχωρίαν· τὰς δ' ἄλλας
ἐπικαταλαβόντες ἐξέωσάν τε πρὸς τὴν γῆν ὑποφευγούσας καὶ διέφθειραν,
ἄνδρας τε τῶν ᾿Αθηναίων ἀπέκτειναν ὅσοι μὴ ἐξένευσαν αὐτῶν. καὶ τῶν
νεῶν τινὰς ἀναδούμενοι εἷλκον κενάς (μίαν δὲ αὐτοῖς ἀνδράσιν εἷλον
ἤδη), τὰς δέ τινας οἱ Μεσσήνιοι παραβοηθήσαντες καὶ ἐπεσβαίνοντες ξὺν
τοῖς ὅπλοις ἐς τὴν θάλασσαν καὶ ἐπιβάντες ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων
μαχόμενοι ἀφείλοντο ἑλκομένας ἤδη.
[91] Ταύτῃ μὲν οὖν οἱ Πελοποννήσιοι ἐκράτουν τε καὶ διέφθειραν
τὰς ᾿Αττικὰς ναῦς· αἱ δὲ εἴκοσι νῆες αὐτῶν αἱ ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ κέρως
ἐδίωκον τὰς ἕνδεκα ναῦς τῶν ᾿Αθηναίων αἵπερ ὑπεξέφυγον τὴν
ἐπιστροφὴν ἐς τὴν εὐρυχωρίαν. καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾶς νεὼς
προκαταφυγοῦσαι ἐς τὴν Ναύπακτον, καὶ σχοῦσαι ἀντίπρωροι κατὰ τὸ
᾿Απολλώνιον παρεσκευάζοντο ἀμυνούμενοι, ἢν ἐς τὴν γῆν ἐπὶ σφᾶς
πλέωσιν. οἱ δὲ παραγενόμενοι ὕστερον ἐπαιάνιζόν τε ἅμα πλέοντες ὡς
νενικηκότες, καὶ τὴν μίαν ναῦν τῶν ᾿Αθηναίων τὴν ὑπόλοιπον ἐδίωκε
Λευκαδία ναῦς μία πολὺ πρὸ τῶν ἄλλων. ἔτυχε δὲ ὁλκὰς ὁρμοῦσα
μετέωρος, περὶ ἣν ἡ ᾿Αττικὴ ναῦς φθάσασα καὶ περιπλεύσασα τῇ
Λευκαδίᾳ διωκούσῃ ἐμβάλλει μέσῃ καὶ καταδύει. τοῖς μὲν οὖν
Πελοποννησίοις γενομένου τούτου ἀπροσδοκήτου τε καὶ παρὰ λόγον
φόβος ἐμπίπτει, καὶ ἅμα ἀτάκτως διώκοντες διὰ τὸ κρατεῖν αἱ μέν τινες
τῶν νεῶν καθεῖσαι τὰς κώπας ἐπέστησαν τοῦ πλοῦ, ἀξύμφορον δρῶντες
πρὸς τὴν ἐξ ὀλίγου ἀντεφόρμησιν, βουλόμενοι τὰς πλείους περιμεῖναι, αἱ
δὲ καὶ ἐς βράχεα ἀπειρίᾳ χωρίων ὤκειλαν. [92] τοὺς δ' ᾿Αθηναίους
ἰδόντας ταῦτα γιγνόμενα θάρσος τε ἔλαβε, καὶ ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος
ἐμβοήσαντες ἐπ' αὐτοὺς ὥρμησαν. οἱ δὲ διὰ τὰ ὑπάρχοντα ἁμαρτήματα
καὶ τὴν παροῦσαν ἀταξίαν ὀλίγον μὲν χρόνον ὑπέμειναν, ἔπειτα δὲ
ἐτράποντο ἐς τὸν Πάνορμον, ὅθενπερ ἀνηγάγοντο. ἐπιδιώκοντες δὲ οἱ
᾿Αθηναῖοι τάς τε ἐγγὺς οὔσας μάλιστα ναῦς ἔλαβον ἓξ καὶ τὰς ἑαυτῶν
ἀφείλοντο, ἃς ἐκεῖνοι πρὸς τῇ γῇ διαφθείραντες τὸ πρῶτον ἀνεδήσαντο·
ἄνδρας τε τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν. ἐπὶ δὲ τῆς
Λευκαδίας νεώς, ἣ περὶ τὴν ὁλκάδα κατέδυ, Τιμοκράτης ὁ
Λακεδαιμόνιος πλέων, ὡς ἡ ναῦς διεφθείρετο, ἔσφαξεν ἑαυτόν, καὶ
ἐξέπεσεν ἐς τὸν Ναυπακτίων λιμένα. ἀναχωρήσαντες δὲ οἱ ᾿Αθηναῖοι
τροπαῖον ἔστησαν, ὅθεν ἀναγαγόμενοι ἐκράτησαν, καὶ τοὺς νεκροὺς καὶ
τὰ ναυάγια ὅσα πρὸς τῇ ἑαυτῶν ἦν ἀνείλοντο, καὶ τοῖς ἐναντίοις τὰ
ἐκείνων ὑπόσπονδα ἀπέδοσαν. ἔστησαν δὲ καὶ οἱ Πελοποννήσιοι
τροπαῖον ὡς νενικηκότες τῆς τροπῆς, ἃς πρὸς τῇ γῇ διέφθειραν ναῦς· καὶ
206

ἥνπερ ἔλαβον ναῦν, ἀνέθεσαν ἐπὶ τὸ ῾Ρίον τὸ ᾿Αχαϊκὸν παρὰ τὸ


τροπαῖον. μετὰ δὲ ταῦτα φοβούμενοι τὴν ἀπὸ τῶν ᾿Αθηναίων βοήθειαν
ὑπὸ νύκτα ἐσέπλευσαν ἐς τὸν κόλπον τὸν Κρισαῖον καὶ Κόρινθον
ἅπαντες πλὴν Λευκαδίων. καὶ οἱ ἐκ τῆς Κρήτης ᾿Αθηναῖοι ταῖς εἴκοσι
ναυσίν, αἷς ἔδει πρὸ τῆς ναυμαχίας τῷ Φορμίωνι παραγενέσθαι, οὐ
πολλῷ ὕστερον τῆς ἀναχωρήσεως τῶν νεῶν ἀφικνοῦνται ἐς τὴν
Ναύπακτον. καὶ τὸ θέρος ἐτελεύτα.
[93] Πρὶν δὲ διαλῦσαι τὸ ἐς Κόρινθόν τε καὶ τὸν Κρισαῖον κόλπον
ἀναχωρῆσαν ναυτικόν, ὁ Κνῆμος καὶ ὁ Βρασίδας καὶ οἱ ἄλλοι ἄρχοντες
τῶν Πελοποννησίων ἀρχομένου τοῦ χειμῶνος ἐβούλοντο διδαξάντων
Μεγαρέων ἀποπειρᾶσαι τοῦ Πειραιῶς τοῦ λιμένος τῶν ᾿Αθηναίων· ἦν δὲ
ἀφύλακτος καὶ ἄκλῃστος εἰκότως διὰ τὸ ἐπικρατεῖν πολὺ τῷ ναυτικῷ.
ἐδόκει δὲ λαβόντα τῶν ναυτῶν ἕκαστον τὴν κώπην καὶ τὸ ὑπηρέσιον καὶ
τὸν τροπωτῆρα πεζῇ ἰέναι ἐκ Κορίνθου ἐπὶ τὴν πρὸς ᾿Αθήνας θάλασσαν
καὶ ἀφικομένους κατὰ τάχος ἐς Μέγαρα καθελκύσαντας ἐκ Νισαίας τοῦ
νεωρίου αὐτῶν τεσσαράκοντα ναῦς, αἳ ἔτυχον αὐτόθι οὖσαι, πλεῦσαι
εὐθὺς ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ· οὔτε γὰρ ναυτικὸν ἦν προφυλάσσον ἐν αὐτῷ
οὐδὲν οὔτε προσδοκία οὐδεμία μὴ ἄν ποτε οἱ πολέμιοι ἐξαπιναίως οὕτως
ἐπιπλεύσειαν, ἐπεὶ οὐδ' ἀπὸ τοῦ προφανοῦς τολμῆσαι ἂν καθ' ἡσυχίαν,
οὐδ' εἰ διενοοῦντο, μὴ οὐκ ἂν προαισθέσθαι. ὡς δὲ ἔδοξεν αὐτοῖς, καὶ
ἐχώρουν εὐθύς· καὶ ἀφικόμενοι νυκτὸς καὶ καθελκύσαντες ἐκ τῆς
Νισαίας τὰς ναῦς ἔπλεον ἐπὶ μὲν τὸν Πειραιᾶ οὐκέτι, ὥσπερ διενοοῦντο,
καταδείσαντες τὸν κίνδυνον (καί τις καὶ ἄνεμος αὐτοὺς λέγεται
κωλῦσαι), ἐπὶ δὲ τῆς Σαλαμῖνος τὸ ἀκρωτήριον τὸ πρὸς Μέγαρα ὁρῶν·
καὶ φρούριον ἐπ' αὐτοῦ ἦν καὶ νεῶν τριῶν φυλακὴ τοῦ μὴ ἐσπλεῖν
Μεγαρεῦσι μηδὲ ἐκπλεῖν μηδέν. τῷ τε φρουρίῳ προσέβαλον καὶ τὰς
τριήρεις ἀφείλκυσαν κενάς, τήν τε ἄλλην Σαλαμῖνα ἀπροσδοκήτοις
ἐπιπεσόντες ἐπόρθουν. [94] ἐς δὲ τὰς ᾿Αθήνας φρυκτοί τε ᾔροντο
πολέμιοι καὶ ἔκπληξις ἐγένετο οὐδεμιᾶς τῶν κατὰ τὸν πόλεμον ἐλάσσων.
οἱ μὲν γὰρ ἐν τῷ ἄστει ἐς τὸν Πειραιᾶ ᾤοντο τοὺς πολεμίους
ἐσπεπλευκέναι ἤδη, οἱ δ' ἐν τῷ Πειραιεῖ τήν τε Σαλαμῖνα ᾑρῆσθαι καὶ
παρὰ σφᾶς ὅσον οὐκ ἐσπλεῖν αὐτούς· ὅπερ ἄν, εἰ ἐβουλήθησαν μὴ
κατοκνῆσαι, ῥᾳδίως ἐγένετο, καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν. βοηθήσαντες
δὲ ἅμ' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ ᾿Αθηναῖοι ἐς τὸν Πειραιᾶ ναῦς τε καθεῖλκον
καὶ ἐσβάντες κατὰ σπουδὴν καὶ πολλῷ θορύβῳ ταῖς μὲν ναυσὶν ἐπὶ τὴν
Σαλαμῖνα ἔπλεον, τῷ πεζῷ δὲ φυλακὰς τοῦ Πειραιῶς καθίσταντο. οἱ δὲ
Πελοποννήσιοι ὡς ᾔσθοντο τὴν βοήθειαν, καταδραμόντες τῆς Σαλαμῖνος
τὰ πολλὰ καὶ ἀνθρώπους καὶ λείαν λαβόντες καὶ τὰς τρεῖς ναῦς ἐκ τοῦ
Βουδόρου τοῦ φρουρίου κατὰ τάχος ἐπὶ τῆς Νισαίας ἀπέπλεον· ἔστι γὰρ
207

ὅτι καὶ αἱ νῆες αὐτοὺς διὰ χρόνου καθελκυσθεῖσαι καὶ οὐδὲν στέγουσαι
ἐφόβουν. ἀφικόμενοι δὲ ἐς τὰ Μέγαρα πάλιν ἐπὶ τῆς Κορίνθου
ἀπεχώρησαν πεζῇ· οἱ δ' ᾿Αθηναῖοι οὐκέτι καταλαβόντες πρὸς τῇ
Σαλαμῖνι ἀπέπλευσαν καὶ αὐτοί, καὶ μετὰ τοῦτο φυλακὴν ἤδη τοῦ
Πειραιῶς μᾶλλον τὸ λοιπὸν ἐποιοῦντο λιμένων τε κλῄσει καὶ τῇ ἄλλῃ
ἐπιμελείᾳ.
[95] ῾Υπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους, τοῦ χειμῶνος τούτου
ἀρχομένου, Σιτάλκης ὁ Τήρεω ᾿Οδρύσης Θρᾳκῶν βασιλεὺς ἐστράτευσεν
ἐπὶ Περδίκκαν τὸν ᾿Αλεξάνδρου Μακεδονίας βασιλέα καὶ ἐπὶ Ξαλκιδέας
τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης, δύο ὑποσχέσεις τὴν μὲν βουλόμενος ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ
αὐτὸς ἀποδοῦναι. ὅ τε γὰρ Περδίκκας αὐτῷ ὑποσχόμενος, εἰ ᾿Αθηναίοις
τε διαλλάξειεν ἑαυτὸν κατ' ἀρχὰς τῷ πολέμῳ πιεζόμενον καὶ Φίλιππον
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ πολέμιον ὄντα μὴ καταγάγοι ἐπὶ βασιλείᾳ, ἃ
ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει· τοῖς τε ᾿Αθηναίοις αὐτὸς ὡμολογήκει, ὅτε τὴν
ξυμμαχίαν ἐποιεῖτο, τὸν ἐπὶ Θρᾴκης Ξαλκιδικὸν πόλεμον καταλύσειν.
ἀμφοτέρων οὖν ἕνεκα τὴν ἔφοδον ἐποιεῖτο καὶ τόν τε Φιλίππου υἱὸν
᾿Αμύνταν ὡς ἐπὶ βασιλείᾳ τῶν Μακεδόνων ἦγε καὶ τῶν ᾿Αθηναίων
πρέσβεις, οἳ ἔτυχον παρόντες τούτων ἕνεκα, καὶ ἡγεμόνα ῞Αγνωνα· ἔδει
γὰρ καὶ τοὺς ᾿Αθηναίους ναυσί τε καὶ στρατιᾷ ὡς πλείστῃ ἐπὶ τοὺς
Ξαλκιδέας παραγενέσθαι. [96] ἀνίστησιν οὖν ἐκ τῶν ᾿Οδρυσῶν
ὁρμώμενος πρῶτον μὲν τοὺς ἐντὸς τοῦ Αἵμου τε ὄρους καὶ τῆς ῾Ροδόπης
Θρᾷκας, ὅσων ἦρχε μέχρι θαλάσσης [ἐς τὸν Εὔξεινόν τε πόντον καὶ τὸν
῾Ελλήσποντον], ἔπειτα τοὺς ὑπερβάντι Αἷμον Γέτας καὶ ὅσα ἄλλα μέρη
ἐντὸς τοῦ ῎Ιστρου ποταμοῦ πρὸς θάλασσαν μᾶλλον τὴν τοῦ Εὐξείνου
πόντου κατῴκητο· εἰσὶ δ' οἱ Γέται καὶ οἱ ταύτῃ ὅμοροί τε τοῖς Σκύθαις καὶ
ὁμόσκευοι, πάντες ἱπποτοξόται. παρεκάλει δὲ καὶ τῶν ὀρεινῶν Θρᾳκῶν
πολλοὺς τῶν αὐτονόμων καὶ μαχαιροφόρων, οἳ Δῖοι καλοῦνται, τὴν
῾Ροδόπην οἱ πλεῖστοι οἰκοῦντες· καὶ τοὺς μὲν μισθῷ ἔπειθεν, οἱ δ'
ἐθελονταὶ ξυνηκολούθουν. ἀνίστη δὲ καὶ ᾿Αγριᾶνας καὶ Λαιαίους καὶ
ἄλλα ὅσα ἔθνη Παιονικὰ ὧν ἦρχε καὶ ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς οὗτοι ἦσαν·
μέχρι γὰρ Λαιαίων Παιόνων καὶ τοῦ Στρυμόνος ποταμοῦ, ὃς ἐκ τοῦ
Σκόμβρου ὄρους δι' ᾿Αγριάνων καὶ Λαιαίων ῥεῖ, [οὗ] ὡρίζετο ἡ ἀρχὴ τὰ
πρὸς Παίονας αὐτονόμους ἤδη. τὰ δὲ πρὸς Τριβαλλούς, καὶ τούτους
αὐτονόμους, Τρῆρες ὥριζον καὶ Τιλαταῖοι· οἰκοῦσι δ' οὗτοι πρὸς βορέαν
τοῦ Σκόμβρου ὄρους καὶ παρήκουσι πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ ᾿Οσκίου
ποταμοῦ. ῥεῖ δ' οὗτος ἐκ τοῦ ὄρους ὅθενπερ καὶ ὁ Νέστος καὶ ὁ ῞Εβρος·
ἔστι δὲ ἐρῆμον τὸ ὄρος καὶ μέγα, ἐχόμενον τῆς ῾Ροδόπης.
[97] ᾿Εγένετο δὲ ἡ ἀρχὴ ἡ ᾿Οδρυσῶν μέγεθος ἐπὶ μὲν θάλασσαν
καθήκουσα ἀπὸ ᾿Αβδήρων πόλεως ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον μέχρι ῎Ιστρου
208

ποταμοῦ· αὕτη περίπλους ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα, ἢν αἰεὶ κατὰ


πρύμναν ἱστῆται τὸ πνεῦμα, νηὶ στρογγύλῃ τεσσάρων ἡμερῶν καὶ ἴσων
νυκτῶν· ὁδῷ δὲ τὰ ξυντομώτατα ἐξ ᾿Αβδήρων ἐς ῎Ιστρον ἀνὴρ εὔζωνος
ἑνδεκαταῖος τελεῖ. τὰ μὲν πρὸς θάλασσαν τοσαύτη ἦν, ἐς ἤπειρον δὲ ἀπὸ
Βυζαντίου ἐς Λαιαίους καὶ ἐπὶ τὸν Στρυμόνα (ταύτῃ γὰρ διὰ πλείστου
ἀπὸ θαλάσσης ἄνω ἐγίγνετο) ἡμερῶν ἀνδρὶ εὐζώνῳ τριῶν καὶ δέκα
ἁνύσαι. φόρος τε ἐκ πάσης τῆς βαρβάρου καὶ τῶν ῾Ελληνίδων πόλεων,
ὅσον προσῆξαν ἐπὶ Σεύθου, ὃς ὕστερον Σιτάλκου βασιλεύσας πλεῖστον
δὴ ἐποίησε, τετρακοσίων ταλάντων ἀργυρίου μάλιστα δύναμις, ἃ χρυσὸς
καὶ ἄργυρος ᾔει· καὶ δῶρα οὐκ ἐλάσσω τούτων χρυσοῦ τε καὶ ἀργύρου
προσεφέρετο, χωρὶς δὲ ὅσα ὑφαντά τε καὶ λεῖα καὶ ἡ ἄλλη κατασκευή,
καὶ οὐ μόνον αὐτῷ, ἀλλὰ καὶ τοῖς παραδυναστεύουσί τε καὶ γενναίοις
᾿Οδρυσῶν. κατεστήσαντο γὰρ τοὐναντίον τῆς Περσῶν βασιλείας τὸν
νόμον, ὄντα μὲν καὶ τοῖς ἄλλοις Θρᾳξί, λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι (καὶ
αἴσχιον ἦν αἰτηθέντα μὴ δοῦναι ἢ αἰτήσαντα μὴ τυχεῖν), ὅμως δὲ κατὰ τὸ
δύνασθαι ἐπὶ πλέον αὐτῷ ἐχρήσαντο· οὐ γὰρ ἦν πρᾶξαι οὐδὲν μὴ διδόντα
δῶρα. ὥστε ἐπὶ μέγα ἡ βασιλεία ἦλθεν ἰσχύος. τῶν γὰρ ἐν τῇ Εὐρώπῃ
ὅσαι μεταξὺ τοῦ ᾿Ιονίου κόλπου καὶ τοῦ Εὐξείνου πόντου μεγίστη
ἐγένετο χρημάτων προσόδῳ καὶ τῇ ἄλλῃ εὐδαιμονίᾳ, ἰσχύι δὲ μάχης καὶ
στρατοῦ πλήθει πολὺ δευτέρα μετὰ τὴν Σκυθῶν. ταύτῃ δὲ ἀδύνατα
ἐξισοῦσθαι οὐχ ὅτι τὰ ἐν τῇ Εὐρώπῃ, ἀλλ' οὐδ' ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ ἔθνος ἓν πρὸς
ἓν οὐκ ἔστιν ὅτι δυνατὸν Σκύθαις ὁμογνωμονοῦσι πᾶσιν ἀντιστῆναι. οὐ
μὴν οὐδ' ἐς τὴν ἄλλην εὐβουλίαν καὶ ξύνεσιν περὶ τῶν παρόντων ἐς τὸν
βίον ἄλλοις ὁμοιοῦνται.
[98] Σιτάλκης μὲν οὖν χώρας τοσαύτης βασιλεύων παρεσκευάζετο
τὸν στρατόν. καὶ ἐπειδὴ αὐτῷ ἑτοῖμα ἦν, ἄρας ἐπορεύετο ἐπὶ τὴν
Μακεδονίαν πρῶτον μὲν διὰ τῆς αὑτοῦ ἀρχῆς, ἔπειτα διὰ Κερκίνης
ἐρήμου ὄρους, ὅ ἐστι μεθόριον Σιντῶν καὶ Παιόνων· ἐπορεύετο δὲ δι'
αὐτοῦ τῇ ὁδῷ ἣν πρότερον αὐτὸς ἐποιήσατο τεμὼν τὴν ὕλην, ὅτε ἐπὶ
Παίονας ἐστράτευσεν. τὸ δὲ ὄρος ἐξ ᾿Οδρυσῶν διιόντες ἐν δεξιᾷ μὲν
εἶχον Παίονας, ἐν ἀριστερᾷ δὲ Σιντοὺς καὶ Μαιδούς. διελθόντες δὲ αὐτὸ
ἀφίκοντο ἐς Δόβηρον τὴν Παιονικήν. πορευομένῳ δὲ αὐτῷ ἀπεγίγνετο
μὲν οὐδὲν τοῦ στρατοῦ εἰ μή τι νόσῳ, προσεγίγνετο δέ· πολλοὶ γὰρ τῶν
αὐτονόμων Θρᾳκῶν ἀπαράκλητοι ἐφ' ἁρπαγὴν ἠκολούθουν, ὥστε τὸ πᾶν
πλῆθος λέγεται οὐκ ἔλασσον πέντε καὶ δέκα μυριάδων γενέσθαι· καὶ
τούτου τὸ μὲν πλέον πεζὸν ἦν, τριτημόριον δὲ μάλιστα ἱππικόν. τοῦ δ'
ἱππικοῦ τὸ πλεῖστον αὐτοὶ ᾿Οδρύσαι παρείχοντο καὶ μετ' αὐτοὺς Γέται.
τοῦ δὲ πεζοῦ οἱ μαχαιροφόροι μαχιμώτατοι μὲν ἦσαν οἱ ἐκ τῆς ῾Ροδόπης
αὐτόνομοι καταβάντες, ὁ δὲ ἄλλος ὅμιλος ξύμμεικτος πλήθει
209

φοβερώτατος ἠκολούθει. [99] ξυνηθροίζοντο οὖν ἐν τῇ Δοβήρῳ καὶ


παρεσκευάζοντο, ὅπως κατὰ κορυφὴν ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν κάτω
Μακεδονίαν, ἧς ὁ Περδίκκας ἦρχεν. τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσὶ καὶ
Λυγκησταὶ καὶ ᾿Ελιμιῶται καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, ἃ ξύμμαχα μέν ἐστι
τούτοις καὶ ὑπήκοα, βασιλείας δ' ἔχει καθ' αὑτά. τὴν δὲ παρὰ θάλασσαν
νῦν Μακεδονίαν ᾿Αλέξανδρος ὁ Περδίκκου πατὴρ καὶ οἱ πρόγονοι αὐτοῦ,
Τημενίδαι τὸ ἀρχαῖον ὄντες ἐξ ῎Αργους, πρῶτοι ἐκτήσαντο καὶ
ἐβασίλευσαν ἀναστήσαντες μάχῃ ἐκ μὲν Πιερίας Πίερας, οἳ ὕστερον ὑπὸ
τὸ Πάγγαιον πέραν Στρυμόνος ᾤκησαν Φάγρητα καὶ ἄλλα χωρία (καὶ ἔτι
καὶ νῦν Πιερικὸς κόλπος καλεῖται ἡ ὑπὸ τῷ Παγγαίῳ πρὸς θάλασσαν γῆ),
ἐκ δὲ τῆς Βοττίας καλουμένης Βοττιαίους, οἳ νῦν ὅμοροι Ξαλκιδέων
οἰκοῦσιν· τῆς δὲ Παιονίας παρὰ τὸν ᾿Αξιὸν ποταμὸν στενήν τινα
καθήκουσαν ἄνωθεν μέχρι Πέλλης καὶ θαλάσσης ἐκτήσαντο, καὶ πέραν
᾿Αξιοῦ μέχρι Στρυμόνος τὴν Μυγδονίαν καλουμένην ᾿Ηδῶνας
ἐξελάσαντες νέμονται. ἀνέστησαν δὲ καὶ ἐκ τῆς νῦν ᾿Εορδίας
καλουμένης ᾿Εορδούς, ὧν οἱ μὲν πολλοὶ ἐφθάρησαν, βραχὺ δέ τι αὐτῶν
περὶ Φύσκαν κατῴκηται, καὶ ἐξ ᾿Αλμωπίας ῎Αλμωπας. ἐκράτησαν δὲ καὶ
τῶν ἄλλων ἐθνῶν οἱ Μακεδόνες οὗτοι, ἃ καὶ νῦν ἔτι ἔχουσι, τόν τε
᾿Ανθεμοῦντα καὶ Γρηστωνίαν καὶ Βισαλτίαν καὶ Μακεδόνων αὐτῶν
πολλήν. τὸ δὲ ξύμπαν Μακεδονία καλεῖται, καὶ Περδίκκας ᾿Αλεξάνδρου
βασιλεὺς αὐτῶν ἦν ὅτε Σιτάλκης ἐπῄει.
[100] Καὶ οἱ μὲν Μακεδόνες οὗτοι ἐπιόντος πολλοῦ στρατοῦ
ἀδύνατοι ὄντες ἀμύνεσθαι ἔς τε τὰ καρτερὰ καὶ τὰ τείχη, ὅσα ἦν ἐν τῇ
χώρᾳ, ἐσεκομίσθησαν. ἦν δὲ οὐ πολλά, ἀλλὰ ὕστερον ᾿Αρχέλαος ὁ
Περδίκκου υἱὸς βασιλεὺς γενόμενος τὰ νῦν ὄντα ἐν τῇ χώρᾳ ᾠκοδόμησε
καὶ ὁδοὺς εὐθείας ἔτεμε καὶ τἆλλα διεκόσμησε τά [τε] κατὰ τὸν πόλεμον
ἵπποις καὶ ὅπλοις καὶ τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ κρείσσονι ἢ ξύμπαντες οἱ ἄλλοι
βασιλῆς ὀκτὼ οἱ πρὸ αὐτοῦ γενόμενοι. ὁ δὲ στρατὸς τῶν Θρᾳκῶν ἐκ τῆς
Δοβήρου ἐσέβαλε πρῶτον μὲν ἐς τὴν Φιλίππου πρότερον οὖσαν ἀρχήν,
καὶ εἷλεν Εἰδομενὴν μὲν κατὰ κράτος, Γορτυνίαν δὲ καὶ ᾿Αταλάντην καὶ
ἄλλα ἄττα χωρία ὁμολογίᾳ διὰ τὴν ᾿Αμύντου φιλίαν προσχωροῦντα τοῦ
Φιλίππου υἱέος παρόντος· Εὐρωπὸν δὲ ἐπολιόρκησαν μέν, ἑλεῖν δὲ οὐκ
ἐδύναντο. ἔπειτα δὲ καὶ ἐς τὴν ἄλλην Μακεδονίαν προυχώρει τὴν ἐν
ἀριστερᾷ Πέλλης καὶ Κύρρου. ἔσω δὲ τούτων ἐς τὴν Βοττιαίαν καὶ
Πιερίαν οὐκ ἀφίκοντο, ἀλλὰ τήν τε Μυγδονίαν καὶ Γρηστωνίαν καὶ
᾿Ανθεμοῦντα ἐδῄουν. οἱ δὲ Μακεδόνες πεζῷ μὲν οὐδὲ διενοοῦντο
ἀμύνεσθαι, ἵππους δὲ προσμεταπεμψάμενοι ἀπὸ τῶν ἄνω ξυμμάχων, ὅπῃ
δοκοίη, ὀλίγοι πρὸς πολλοὺς ἐσέβαλλον ἐς τὸ στράτευμα τῶν Θρᾳκῶν.
καὶ ᾗ μὲν προσπέσοιεν, οὐδεὶς ὑπέμενεν ἄνδρας ἱππέας τε ἀγαθοὺς καὶ
210

τεθωρακισμένους, ὑπὸ δὲ πλήθους περικλῃόμενοι αὑτοὺς πολλαπλασίῳ


τῷ ὁμίλῳ ἐς κίνδυνον καθίστασαν, ὥστε τέλος ἡσυχίαν ἦγον, οὐ
νομίζοντες ἱκανοὶ εἶναι πρὸς τὸ πλέον κινδυνεύειν. [101] ὁ δὲ Σιτάλκης
πρός τε τὸν Περδίκκαν λόγους ἐποιεῖτο ὧν ἕνεκα ἐστράτευσε, καὶ ἐπειδὴ
οἱ ᾿Αθηναῖοι οὐ παρῆσαν ταῖς ναυσίν, ἀπιστοῦντες αὐτὸν μὴ ἥξειν, δῶρα
δὲ καὶ πρέσβεις ἔπεμψαν αὐτῷ, ἔς τε τοὺς Ξαλκιδέας καὶ Βοττιαίους
μέρος τι τοῦ στρατοῦ πέμπει, καὶ τειχήρεις ποιήσας ἐδῄου τὴν γῆν.
καθημένου δ' αὐτοῦ περὶ τοὺς χώρους τούτους οἱ πρὸς νότον οἰκοῦντες
Θεσσαλοὶ καὶ Μάγνητες καὶ οἱ ἄλλοι ὑπήκοοι Θεσσαλῶν καὶ οἱ μέχρι
Θερμοπυλῶν ῞Ελληνες ἐφοβήθησαν μὴ καὶ ἐπὶ σφᾶς ὁ στρατὸς χωρήσῃ,
καὶ ἐν παρασκευῇ ἦσαν. ἐφοβήθησαν δὲ καὶ οἱ πέραν Στρυμόνος πρὸς
βορέαν Θρᾷκες, ὅσοι πεδία εἶχον, Παναῖοι καὶ ᾿Οδόμαντοι καὶ Δρῶοι καὶ
Δερσαῖοι· αὐτόνομοι δ' εἰσὶ πάντες. παρέσχε δὲ λόγον καὶ ἐπὶ τοὺς τῶν
᾿Αθηναίων πολεμίους ῞Ελληνας, μὴ ὑπ' αὐτῶν ἀγόμενοι κατὰ τὸ
ξυμμαχικὸν καὶ ἐπὶ σφᾶς χωρήσωσιν. ὁ δὲ τήν τε Ξαλκιδικὴν καὶ
Βοττικὴν καὶ Μακεδονίαν ἅμα ἐπέχων ἔφθειρε, καὶ ἐπειδὴ αὐτῷ οὐδὲν
ἐπράσσετο ὧν ἕνεκα ἐσέβαλε καὶ ἡ στρατιὰ σῖτόν τε οὐκ εἶχεν αὐτῷ καὶ
ὑπὸ χειμῶνος ἐταλαιπώρει, ἀναπείθεται ὑπὸ Σεύθου τοῦ Σπαραδόκου,
ἀδελφιδοῦ ὄντος καὶ μέγιστον μεθ' ἑαυτὸν δυναμένου, ὥστ' ἐν τάχει
ἀπελθεῖν. τὸν δὲ Σεύθην κρύφα Περδίκκας ὑποσχόμενος ἀδελφὴν ἑαυτοῦ
δώσειν καὶ χρήματα ἐπ' αὐτῇ προσποιεῖται. καὶ ὁ μὲν πεισθεὶς καὶ μείνας
τριάκοντα τὰς πάσας ἡμέρας, τούτων δὲ ὀκτὼ ἐν Ξαλκιδεῦσιν,
ἀνεχώρησε τῷ στρατῷ κατὰ τάχος ἐπ' οἴκου· Περδίκκας δὲ ὕστερον
Στρατονίκην τὴν ἑαυτοῦ ἀδελφὴν δίδωσι Σεύθῃ, ὥσπερ ὑπέσχετο. τὰ μὲν
οὖν κατὰ τὴν Σιτάλκου στρατείαν οὕτως ἐγένετο.
[102] Οἱ δὲ ἐν Ναυπάκτῳ ᾿Αθηναῖοι τοῦ αὐτοῦ χειμῶνος, ἐπειδὴ
τὸ τῶν Πελοποννησίων ναυτικὸν διελύθη, Φορμίωνος ἡγουμένου
ἐστράτευσαν, παραπλεύσαντες ἐπ' ᾿Αστακοῦ καὶ ἀποβάντες, ἐς τὴν
μεσόγειαν τῆς ᾿Ακαρνανίας τετρακοσίοις μὲν ὁπλίταις ᾿Αθηναίων τῶν
ἀπὸ τῶν νεῶν, τετρακοσίοις δὲ Μεσσηνίων, καὶ ἔκ τε Στράτου καὶ
Κορόντων καὶ ἄλλων χωρίων ἄνδρας οὐ δοκοῦντας βεβαίους εἶναι
ἐξήλασαν, καὶ Κύνητα τὸν Θεολύτου ἐς Κόροντα καταγαγόντες
ἀνεχώρησαν πάλιν ἐπὶ τὰς ναῦς. ἐς γὰρ Οἰνιάδας αἰεί ποτε πολεμίους
ὄντας μόνους ᾿Ακαρνάνων οὐκ ἐδόκει δυνατὸν εἶναι χειμῶνος ὄντος
στρατεύειν· ὁ γὰρ ᾿Αχελῷος ποταμὸς ῥέων ἐκ Πίνδου ὄρους διὰ
Δολοπίας καὶ ᾿Αγραίων καὶ ᾿Αμφιλόχων καὶ διὰ τοῦ ᾿Ακαρνανικοῦ
πεδίου, ἄνωθεν μὲν παρὰ Στράτον πόλιν, ἐς θάλασσαν δ' ἐξιεὶς παρ'
Οἰνιάδας καὶ τὴν πόλιν αὐτοῖς περιλιμνάζων, ἄπορον ποιεῖ ὑπὸ τοῦ
ὕδατος ἐν χειμῶνι στρατεύειν. κεῖνται δὲ καὶ τῶν νήσων τῶν ᾿Εχινάδων
211

αἱ πολλαὶ καταντικρὺ Οἰνιαδῶν τοῦ ᾿Αχελῴου τῶν ἐκβολῶν οὐδὲν


ἀπέχουσαι, ὥστε μέγας ὢν ὁ ποταμὸς προσχοῖ αἰεὶ καὶ εἰσὶ τῶν νήσων αἳ
ἠπείρωνται, ἐλπὶς δὲ καὶ πάσας οὐκ ἐν πολλῷ τινὶ ἂν χρόνῳ τοῦτο
παθεῖν· τό τε γὰρ ῥεῦμά ἐστι μέγα καὶ πολὺ καὶ θολερόν, αἵ τε νῆσοι
πυκναί, καὶ ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως [τῷ μὴ σκεδάννυσθαι] ξύνδεσμοι
γίγνονται, παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, οὐδ' ἔχουσαι εὐθείας
διόδους τοῦ ὕδατος ἐς τὸ πέλαγος. ἐρῆμοι δ' εἰσὶ καὶ οὐ μεγάλαι. λέγεται
δὲ καὶ ᾿Αλκμέωνι τῷ ᾿Αμφιάρεω, ὅτε δὴ ἀλᾶσθαι αὐτὸν μετὰ τὸν φόνον
τῆς μητρός, τὸν ᾿Απόλλω ταύτην τὴν γῆν χρῆσαι οἰκεῖν, ὑπειπόντα οὐκ
εἶναι λύσιν τῶν δειμάτων πρὶν ἂν εὑρὼν ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ κατοικίσηται
ἥτις ὅτε ἔκτεινε τὴν μητέρα μήπω ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶτο μηδὲ γῆ ἦν, ὡς τῆς
γε ἄλλης αὐτῷ μεμιασμένης. ὁ δ' ἀπορῶν, ὥς φασι, μόλις κατενόησε τὴν
πρόσχωσιν ταύτην τοῦ ᾿Αχελῴου, καὶ ἐδόκει αὐτῷ ἱκανὴ ἂν κεχῶσθαι
δίαιτα τῷ σώματι ἀφ' οὗπερ κτείνας τὴν μητέρα οὐκ ὀλίγον χρόνον
ἐπλανᾶτο. καὶ κατοικισθεὶς ἐς τοὺς περὶ Οἰνιάδας τόπους ἐδυνάστευσέ τε
καὶ ἀπὸ ᾿Ακαρνᾶνος παιδὸς ἑαυτοῦ τῆς χώρας τὴν ἐπωνυμίαν
ἐγκατέλιπεν. τὰ μὲν περὶ ᾿Αλκμέωνα τοιαῦτα λεγόμενα παρελάβομεν.
[103] Οἱ δὲ ᾿Αθηναῖοι καὶ ὁ Φορμίων ἄραντες ἐκ τῆς ᾿Ακαρνανίας
καὶ ἀφικόμενοι ἐς τὴν Ναύπακτον ἅμα ἦρι κατέπλευσαν ἐς τὰς ᾿Αθήνας,
τούς τε ἐλευθέρους τῶν αἰχμαλώτων ἐκ τῶν ναυμαχιῶν ἄγοντες, οἳ ἀνὴρ
ἀντ' ἀνδρὸς ἐλύθησαν, καὶ τὰς ναῦς ἃς εἷλον. καὶ ὁ χειμὼν ἐτελεύτα
οὗτος, καὶ τρίτον ἔτος τῷ πολέμῳ ἐτελεύτα τῷδε ὃν Θουκυδίδης
ξυνέγραψεν.

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. των Θ.Κ. Στεφανόπουλου,


Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

 ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ/Ἱστορίαι 2, 47-54

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ο λοιμός

Τις πρώτες ημέρες του θέρους του 430 π.Χ., ενώ οι Πελοποννήσιοι είχαν
εισβάλει, όπως και τον προηγούμενο χρόνο, στην Αττική, ξαφνικά
ενέσκηψε στην Αθήνα ο λοιμός, που περιγράφεται από τον Θουκυδίδη,
με την εμπειρία του ανθρώπου που νόσησε ο ίδιος, στο δεύτερο βιβλίο
της Ιστορίας του, αμέσως μετά τον επιτάφιο του Περικλή. Ο λοιμός, που
212

έως σήμερα δεν έχει ταυτιστεί πειστικά με κάποια γνωστή επιδημία,


κράτησε αρχικά δύο χρόνια και επανεμφανίστηκε αργότερα, το 427/426
π.Χ. Σύμφωνα με την περιγραφή του Θουκυδίδη επρόκειτο για άκρως
μεταδοτική νόσο, που έπληττε και τους ανθρώπους και τα ζώα. Όσοι
προσβάλλονταν και διέφευγαν το θάνατο είχαν πλέον ανοσία.

Ο ιστορικός, θέλοντας, μεταξύ άλλων, να είναι η μαρτυρία του και


πρακτικά χρήσιμη, αν τυχόν εμφανιζόταν και πάλι κάποια ανάλογη
επιδημία, περιγράφει λεπτομερώς τα εξωτερικά και εσωτερικά
συμπτώματα, παρακολουθώντας την πορεία που ακολουθούσε η ίδια η
νόσος (από το κεφάλι προς τα κάτω άκρα), τα γενικά χαρακτηριστικά της
αρρώστιας και την κατάρρευση των κοινωνικών φραγμών και αξιών που
επέφερε ο λοιμός. Ανεξάρτητα από την όποια επιστημονική αξία της
περιγραφής, βέβαιη είναι η λογοτεχνική της αξία: η περιγραφή του
Θουκυδίδη αποτελεί το αρχέτυπο για τις περιγραφές λοιμών, ένα θέμα
που άσκησε ιδιαίτερη έλξη στη λατινική και στη νεότερη ευρωπαϊκή
λογοτεχνία.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ: 99. – Ἱστορίαι 2, 47-54

[2.47.2] τοῦ δὲ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι


τὰ δύο μέρη ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀττικήν (ἡγεῖτο δὲ
Ἀρχίδαμος ὁ Ζευξιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς), καὶ καθεζόμενοι
ἐδῄουν τὴν γῆν. [2.47.3] καὶ ὄντων αὐτῶν οὐ πολλάς πω ἡμέρας ἐν τῇ
Ἀττικῇ ἡ νόσος πρῶτον ἤρξατο γενέσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, λεγόμενον μὲν
καὶ πρότερον πολλαχόσε ἐγκατασκῆψαι καὶ περὶ Λῆμνον καὶ ἐν ἄλλοις
χωρίοις, οὐ μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων
οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι. [2.47.4] οὔτε γὰρ ἰατροὶ ἤρκουν τὸ
πρῶτον θεραπεύοντες ἀγνοίᾳ, ἀλλ᾽ αὐτοὶ μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ
μάλιστα προσῇσαν, οὔτε ἄλλη ἀνθρωπεία τέχνη οὐδεμία· ὅσα τε πρὸς
ἱεροῖς ἱκέτευσαν ἢ μαντείοις καὶ τοῖς τοιούτοις ἐχρήσαντο, πάντα
ἀνωφελῆ ἦν, τελευτῶντές τε αὐτῶν ἀπέστησαν ὑπὸ τοῦ κακοῦ
νικώμενοι. [2.48.1] ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας
τῆς ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην κατέβη καὶ ἐς
τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. [2.48.2] ἐς δὲ τὴν Ἀθηναίων πόλιν
ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν
ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ᾽ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα
ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ
καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη. [2.48.3]
λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης,
ἀφ᾽ ὅτου εἰκὸς ἦν γενέσθαι αὐτό, καὶ τὰς αἰτίας ἅστινας νομίζει
τοσαύτης μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν· ἐγὼ
δὲ οἷόν τε ἐγίγνετο λέξω, καὶ ἀφ᾽ ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε καὶ αὖθις
213

ἐπιπέσοι, μάλιστ᾽ ἂν ἔχοι τι προειδὼς μὴ ἀγνοεῖν, ταῦτα δηλώσω αὐτός


τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας.

[2.49.1] τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖτο, ἐκ πάντων μάλιστα δὴ ἐκεῖνο


ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ τις καὶ προύκαμνέ τι,
ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη. [2.49.2] τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ᾽ οὐδεμιᾶς
προφάσεως, ἀλλ᾽ ἐξαίφνης ὑγιεῖς ὄντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι
ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ τὰ
ἐντός, ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα ἄτοπον
καὶ δυσῶδες ἠφίει· [2.49.3] ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος
ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ
βηχὸς ἰσχυροῦ· καὶ ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν
καὶ ἀποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαι ὅσαι ὑπὸ ἰατρῶν ὠνομασμέναι εἰσὶν
ἐπῇσαν, καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης. [2.49.4] λύγξ τε τοῖς
πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή, σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν, τοῖς μὲν μετὰ ταῦτα
λωφήσαντα, τοῖς δὲ καὶ πολλῷ ὕστερον. [2.49.5] καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν
ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ᾽ ἄγαν θερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ᾽ ὑπέρυθρον,
πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως
ἐκάετο ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς
μηδ᾽ ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς
αὐτοὺς ῥίπτειν. καὶ πολλοὶ τοῦτο τῶν ἠμελημένων ἀνθρώπων καὶ
ἔδρασαν ἐς φρέατα, τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι· καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ
καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν. [2.49.6] καὶ ἡ ἀπορία τοῦ
μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ παντός, καὶ τὸ σῶμα, ὅσονπερ
χρόνον καὶ ἡ νόσος ἀκμάζοι, οὐκ ἐμαραίνετο, ἀλλ᾽ ἀντεῖχε παρὰ δόξαν
τῇ ταλαιπωρίᾳ, ὥστε ἢ διεφθείροντο οἱ πλεῖστοι ἐναταῖοι καὶ ἑβδομαῖοι
ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος, ἔτι ἔχοντές τι δυνάμεως, ἢ εἰ διαφύγοιεν,
ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος ἐς τὴν κοιλίαν καὶ ἑλκώσεώς τε αὐτῇ
ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης καὶ διαρροίας ἅμα ἀκράτου ἐπιπιπτούσης οἱ
πολλοὶ ὕστερον δι᾽ αὐτὴν ἀσθενείᾳ διεφθείροντο. [2.49.7] διεξῄει γὰρ
διὰ παντὸς τοῦ σώματος ἄνωθεν ἀρξάμενον τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον
ἱδρυθὲν κακόν, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων περιγένοιτο, τῶν γε
ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν. [2.49.8] κατέσκηπτε γὰρ ἐς
αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας, καὶ πολλοὶ στερισκόμενοι τούτων
διέφευγον, εἰσὶ δ᾽ οἳ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν. τοὺς δὲ καὶ λήθη ἐλάμβανε
παραυτίκα ἀναστάντας τῶν πάντων ὁμοίως, καὶ ἠγνόησαν σφᾶς τε
αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπιτηδείους. [2.50.1] γενόμενον γὰρ κρεῖσσον λόγου τὸ
εἶδος τῆς νόσου τά τε ἄλλα χαλεπωτέρως ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν
προσέπιπτεν ἑκάστῳ καὶ ἐν τῷδε ἐδήλωσε μάλιστα ἄλλο τι ὂν ἢ τῶν
ξυντρόφων τι· τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ τετράποδα ὅσα ἀνθρώπων ἅπτεται,
πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ προσῄει ἢ γευσάμενα διεφθείρετο.
[2.50.2] τεκμήριον δέ· τῶν μὲν τοιούτων ὀρνίθων ἐπίλειψις σαφὴς
ἐγένετο, καὶ οὐχ ἑωρῶντο οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ τοιοῦτον οὐδέν· οἱ δὲ
214

κύνες μᾶλλον αἴσθησιν παρεῖχον τοῦ ἀποβαίνοντος διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι.

[2.51.1] τὸ μὲν οὖν νόσημα, πολλὰ καὶ ἄλλα παραλιπόντι ἀτοπίας, ὡς


ἑκάστῳ ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον γιγνόμενον,
τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδέαν. καὶ ἄλλο παρελύπει κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν
χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων· ὃ δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα.
[2.51.2] ἔθνῃσκον δὲ οἱ μὲν ἀμελείᾳ, οἱ δὲ καὶ πάνυ θεραπευόμενοι. ἕν τε
οὐδὲ ἓν κατέστη ἴαμα ὡς εἰπεῖν ὅ τι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν·
[2.51.3] τὸ γάρ τῳ ξυνενεγκὸν ἄλλον τοῦτο ἔβλαπτεν· σῶμά τε αὔταρκες
ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα
ξυνῄρει καὶ τὰ πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα. [2.51.4] δεινότατον δὲ παντὸς
ἦν τοῦ κακοῦ ἥ τε ἀθυμία ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων (πρὸς γὰρ τὸ
ἀνέλπιστον εὐθὺς τραπόμενοι τῇ γνώμῃ πολλῷ μᾶλλον προΐεντο σφᾶς
αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀντεῖχον), καὶ ὅτι ἕτερος ἀφ᾽ ἑτέρου θεραπείας
ἀναπιμπλάμενοι ὥσπερ τὰ πρόβατα ἔθνῃσκον· καὶ τὸν πλεῖστον φθόρον
τοῦτο ἐνεποίει. [2.51.5] εἴτε γὰρ μὴ ᾽θέλοιεν δεδιότες ἀλλήλοις
προσιέναι, ἀπώλλυντο ἐρῆμοι, καὶ οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ
θεραπεύσοντος· εἴτε προσίοιεν, διεφθείροντο, καὶ μάλιστα οἱ ἀρετῆς τι
μεταποιούμενοι· αἰσχύνῃ γὰρ ἠφείδουν σφῶν αὐτῶν ἐσιόντες παρὰ τοὺς
φίλους, ἐπεὶ καὶ τὰς ὀλοφύρσεις τῶν ἀπογιγνομένων τελευτῶντες καὶ οἱ
οἰκεῖοι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ πολλοῦ κακοῦ νικώμενοι. [2.51.6] ἐπὶ πλέον
δ᾽ ὅμως οἱ διαπεφευγότες τόν τε θνῄσκοντα καὶ τὸν πονούμενον
ᾠκτίζοντο διὰ τὸ προειδέναι τε καὶ αὐτοὶ ἤδη ἐν τῷ θαρσαλέῳ εἶναι· δὶς
γὰρ τὸν αὐτόν, ὥστε καὶ κτείνειν, οὐκ ἐπελάμβανεν. καὶ ἐμακαρίζοντό τε
ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ αὐτοὶ τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ καὶ ἐς τὸν ἔπειτα
χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης μηδ᾽ ἂν ὑπ᾽ ἄλλου νοσήματός ποτε ἔτι
διαφθαρῆναι.

[2.52.1] ἐπίεσε δ᾽ αὐτοὺς μᾶλλον πρὸς τῷ ὑπάρχοντι πόνῳ καὶ ἡ


ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ, καὶ οὐχ ἧσσον τοὺς ἐπελθόντας.
[2.52.2] οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ᾽ ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ
ἔτους διαιτωμένων ὁ φθόρος ἐγίγνετο οὐδενὶ κόσμῳ, ἀλλὰ καὶ νεκροὶ ἐπ᾽
ἀλλήλοις ἀποθνῄσκοντες ἔκειντο καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο καὶ περὶ
τὰς κρήνας ἁπάσας ἡμιθνῆτες τοῦ ὕδατος ἐπιθυμίᾳ. τά τε ἱερὰ ἐν οἷς
ἐσκήνηντο νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· [2.52.3]
ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται,
ἐς ἀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως. [2.52.4] νόμοι τε
πάντες ξυνεταράχθησαν οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς ταφάς, ἔθαπτον
δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο. καὶ πολλοὶ ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο
σπάνει τῶν ἐπιτηδείων διὰ τὸ συχνοὺς ἤδη προτεθνάναι σφίσιν· ἐπὶ
πυρὰς γὰρ ἀλλοτρίας φθάσαντες τοὺς νήσαντας οἱ μὲν ἐπιθέντες τὸν
ἑαυτῶν νεκρὸν ὑφῆπτον, οἱ δὲ καιομένου ἄλλου ἐπιβαλόντες ἄνωθεν ὃν
215

φέροιεν ἀπῇσαν.

[2.53.1] πρῶτόν τε ἦρξε καὶ ἐς τἆλλα τῇ πόλει ἐπὶ πλέον ἀνομίας τὸ


νόσημα. ῥᾷον γὰρ ἐτόλμα τις ἃ πρότερον ἀπεκρύπτετο μὴ καθ᾽ ἡδονὴν
ποιεῖν, ἀγχίστροφον τὴν μεταβολὴν ὁρῶντες τῶν τε εὐδαιμόνων καὶ
αἰφνιδίως θνῃσκόντων καὶ τῶν οὐδὲν πρότερον κεκτημένων, εὐθὺς δὲ
τἀκείνων ἐχόντων. [2.53.2] ὥστε ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ
τερπνὸν ἠξίουν ποιεῖσθαι, ἐφήμερα τά τε σώματα καὶ τὰ χρήματα ὁμοίως
ἡγούμενοι. [2.53.3] καὶ τὸ μὲν προσταλαιπωρεῖν τῷ δόξαντι καλῷ οὐδεὶς
πρόθυμος ἦν, ἄδηλον νομίζων εἰ πρὶν ἐπ᾽ αὐτὸ ἐλθεῖν διαφθαρήσεται· ὅτι
δὲ ἤδη τε ἡδὺ πανταχόθεν τε ἐς αὐτὸ κερδαλέον, τοῦτο καὶ καλὸν καὶ
χρήσιμον κατέστη. [2.53.4] θεῶν δὲ φόβος ἢ ἀνθρώπων νόμος οὐδεὶς
ἀπεῖργε, τὸ μὲν κρίνοντες ἐν ὁμοίῳ καὶ σέβειν καὶ μὴ ἐκ τοῦ πάντας ὁρᾶν
ἐν ἴσῳ ἀπολλυμένους, τῶν δὲ ἁμαρτημάτων οὐδεὶς ἐλπίζων μέχρι τοῦ
δίκην γενέσθαι βιοὺς ἂν τὴν τιμωρίαν ἀντιδοῦναι, πολὺ δὲ μείζω τὴν ἤδη
κατεψηφισμένην σφῶν ἐπικρεμασθῆναι, ἣν πρὶν ἐμπεσεῖν εἰκὸς εἶναι τοῦ
βίου τι ἀπολαῦσαι.

[2.54.1] τοιούτῳ μὲν πάθει οἱ Ἀθηναῖοι περιπεσόντες ἐπιέζοντο,


ἀνθρώπων τ᾽ ἔνδον θνῃσκόντων καὶ γῆς ἔξω δῃουμένης. [2.54.2] ἐν δὲ
τῷ κακῷ οἷα εἰκὸς ἀνεμνήσθησαν καὶ τοῦδε τοῦ ἔπους, φάσκοντες οἱ
πρεσβύτεροι πάλαι ᾄδεσθαι «ἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὶ λοιμὸς ἅμ᾽
αὐτῷ.» [2.54.3] ἐγένετο μὲν οὖν ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν
ὠνομάσθαι ἐν τῷ ἔπει ὑπὸ τῶν παλαιῶν, ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε δὲ ἐπὶ τοῦ
παρόντος εἰκότως λοιμὸν εἰρῆσθαι· οἱ γὰρ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν
μνήμην ἐποιοῦντο. ἢν δέ γε οἶμαί ποτε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ
Δωρικὸς τοῦδε ὕστερος καὶ ξυμβῇ γενέσθαι λιμόν, κατὰ τὸ εἰκὸς οὕτως
ᾄσονται. [2.54.4] μνήμη δὲ ἐγένετο καὶ τοῦ Λακεδαιμονίων χρηστηρίου
τοῖς εἰδόσιν, ὅτε ἐπερωτῶσιν αὐτοῖς τὸν θεὸν εἰ χρὴ πολεμεῖν ἀνεῖλε
κατὰ κράτος πολεμοῦσι νίκην ἔσεσθαι, καὶ αὐτὸς ἔφη ξυλλήψεσθαι.
[2.54.5] περὶ μὲν οὖν τοῦ χρηστηρίου τὰ γιγνόμενα ᾔκαζον ὁμοῖα εἶναι·
ἐσβεβληκότων δὲ τῶν Πελοποννησίων ἡ νόσος ἤρξατο εὐθύς, καὶ ἐς μὲν
Πελοπόννησον οὐκ ἐσῆλθεν, ὅτι καὶ ἄξιον εἰπεῖν, ἐπενείματο δὲ Ἀθήνας
μὲν μάλιστα, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν ἄλλων χωρίων τὰ πολυανθρωπότατα.
ταῦτα μὲν τὰ κατὰ τὴν νόσον γενόμενα.

 Ελευθέριος Βενιζέλος

[47] Ευθύς δε με την αρχήν του επομένου θέρους, οι Πελοποννήσιοι και


λοιποί σύμμαχοι, με τα δύο τρίτα των δυνάμεών των, όπως και την
πρώτην φοράν, υπό την αρχηγίαν του βασιλέως των Λακεδαιμονίων
Αρχιδάμου, υιού του Ζευξιδάμου, εισέβαλαν εις την Αττικήν, όπου
216

στρατοπεδεύσαντες ήρχισαν να ερημώνουν την γην. [3] Και πριν


παρέλθουν πολλαί ημέραι από της εισβολής, παρουσιάσθη διά πρώτην
φοράν εις τας Αθήνας ο λοιμός, ο οποίος ελέγετο μεν ότι είχεν ενσκήψει
προηγουμένως πολλαχού, και εις την Λήμνον και εις άλλας χώρας, αλλά
πουθενά δεν εμνημονεύετο λοιμώδης νόσος τοιαύτης εκτάσεως, ούτε
φθορά ανθρώπων τόσον μεγάλη. [4] Διότι ούτε ιατροί, οι οποίοι,
αγνοούντες την φύσιν της ασθενείας, επεχείρουν διά πρώτην φοράν να
την θεραπεύσουν, αλλ᾽ απέθνησκαν οι ίδιοι μάλλον, καθόσον και
περισσότερον ήρχοντο εις επαφήν με αυτήν, ούτε άλλη καμία ανθρωπίνη
τέχνη ηδύνατο να βοηθήση. Ό,τι αφορά εξ άλλου τας προς τους θεούς
παρακλήσεις ή τας προς τα μαντεία επικλήσεις και τα τοιαύτα, τα πάντα
ήσαν ανωφελή, και επί τέλους οι άνθρωποι, καταβληθέντες από το
κακόν, παρητήθησαν αυτών.

[48] Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της


Αιγύπτου κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον
και την Λιβύην και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της Περσικής
αυτοκρατορίας. [2] Εις δε την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως
και προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους του Πειραιώς, και διά τούτο
ελέχθη από αυτούς ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας
δεξαμενάς, διότι κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη εκεί. Αλλ᾽ ύστερον έφθασε
και εις την άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως η θνησιμότης. [3]
Καθείς δε, είτε ιατρός είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί, αναλόγως της
ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς της και
περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην
διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ᾽ εγώ, που και ο ίδιος έπαθα από
την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα
εκθέσω την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα συμπτώματά
της, η ακριβής παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη ασφαλέστερον εις
τον καθένα που θα ήθελε να τα σπουδάση επιμελώς να κάμη την
διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε και πάλιν ενσκήψει.

[49] Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της
στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ᾽ εξοχήν απηλλαγμένον από
άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από
καμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν. [2] Όσοι εξ άλλου
ήσαν ώς τότε υγιείς, χωρίς καμίαν φανεράν αιτίαν, προσεβάλλοντο
αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και
φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και
η γλώσσα εγίνοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτον αφύσικος και
δυσώδης. [3] Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί
και βραχνάδα, και μετ᾽ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος,
συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον,
217

επροκάλει ναυτίαν, και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα


ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. [4] Και
εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο
τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν σπασμόν, ο
οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει επί πολύ.
[5] Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν,
ούτε ήτο ωχρόν, αλλ᾽ υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών
φλυκταινών και ελκών. Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ, ώστε
οι ασθενείς δεν ηνείχοντο ούτε τα ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και
επέμεναν να είναι γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν
ημπορούσαν να ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι
οποίοι είχαν μείνει ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι
κατετρύχοντο από δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον
ποτόν εις ουδέν ωφέλει. [6] Και η αδυναμία τού ν᾽ αναπαυθούν, καθώς
και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος
ήτο εις την ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ᾽ αντείχε καταπληκτικώς εις
την ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην
ημέραν εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι
δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο περαιτέρω
εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και συγχρόνως επήρχετο
ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε κατά το μεταγενέστερον τούτον στάδιον οι
πολλοί απέθνησκαν από εξάντλησιν. [7] Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν
από την κεφαλήν, όπου το πρώτον εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ᾽
όλου του σώματος, και αν κανείς ήθελε διαφύγει τον θάνατον,
προσέβαλλε τα άκρα, όπου άφηνε τα ίχνη του. [8] Καθόσον το νόσημα
προσέβαλλε και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και ποδών, και πολλοί
χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους οφθαλμούς.
Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν γενικήν αμνησίαν και
δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους οικείους των.

[50] Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί να
περιγραφή επαρκώς διά λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της
προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την ανθρωπίνην
αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα ότι δεν επρόκειτο
διά καμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας, καθόσον τα όρνεα
και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα, μολονότι πολλοί
νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν επλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα
πτώματα, εψοφούσαν. [2] Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος
εξαφάνισις των ορνέων τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ
των πτωμάτων, ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων,
το αποτέλεσμα ήτον ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι
218

συμβιούν με τους ανθρώπους.

[51] Τοιούτος λοιπόν ήτον ο γενικός χαρακτήρ της ασθενείας, διότι


παραλείπω πολλά άλλα ασυνήθη συμπτώματα, κατά τα οποία τα
καθέκαστα κρούσματα διέφεραν τα μεν από τα δε. Και εφόσον διήρκει η
νόσος, καμία άλλη από τας συνήθεις ασθενείας δεν παρηνώχλει τους
κατοίκους, εάν δε τυχόν παρουσιάζετο κανέν κρούσμα, απέληγεν εις
αυτήν. [2] Και άλλοι μεν απέθνησκαν ένεκα ανεπαρκούς νοσηλείας,
άλλοι όμως μολονότι υπεβάλλοντο εις επιμελεστάτην τοιαύτην. Αλλ᾽
ουδέ και κανέν φάρμακον, δύναμαι σχεδόν να είπω, ευρέθη, του οποίου
η χρήσις να είναι αποτελεσματική, [3] διότι εκείνο που ωφέλει τον ένα,
αυτό το ίδιον έβλαπτε τον άλλον, και καμία ιδιοσυγκρασία, όπως
απεδείχθη, δεν ήτον αρκετά ισχυρά διά να αντισταθή, ή αρκετά ασθενής,
όπως αποφύγη την ασθένειαν, αλλά όλοι αδιακρίτως υπέκυπταν εις
αυτήν, και εκείνοι ακόμη που εθεραπεύοντο με πάσαν ιατρικήν
επιμέλειαν. [4] Και το φοβερώτερον εις όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο
όχι μόνον η αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν αντελαμβάνοντο ότι
προσεβλήθησαν από την νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο αμέσως
εις απελπισίαν και εγκατέλειπαν εαυτούς εις την τύχην και δεν
ανθίσταντο κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός ότι, νοσηλεύοντες
ο εις τον άλλον, εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν πρόβατα. [5] Και
τούτο προεκάλει τους περισσοτέρους θανάτους, διότι ή απέφευγαν εκ
φόβου να επικοινωνούν προς αλλήλους και οι ασθενείς απέθνησκαν
εγκατελελειμμένοι, εις τρόπον ώστε πολλαί κατοικίαι ερημώθησαν δι᾽
έλλειψιν νοσηλείας, είτε επικοινωνούσαν και απέθνησκαν εκ της
μολύνσεως. Η τελευταία αύτη τύχη επεφυλάσσετο ιδίως εις τους
οπωσδήποτε αντιποιουμένους ευγένειαν αισθημάτων, διότι, θεωρούντες
τούτο καθήκον τιμής, επεσκέπτοντο τους φίλους των, αψηφούντες τον
προσωπικόν κίνδυνον, ενώ αντιθέτως οι ίδιοι οι συγγενείς,
καταβαλλόμενοι από το μέγεθος της συμφοράς, εβαρύνοντο επί τέλους
και παρήτουν και αυτούς τους θρήνους υπέρ των αποθνησκόντων. [6]
Ακόμη όμως περισσότερον ευσπλαχνίζοντο τους θνήσκοντας και τους
ασθενείς όσοι είχαν θεραπευθή από την νόσον, διότι και εγνώριζαν
αυτήν εξ ιδίας πείρας και ήσαν του λοιπού οι ίδιοι πλήρεις θάρρους,
καθόσον η νόσος δεν προσέβαλλε δις τον ίδιον άνθρωπον, μετά κακής
τουλάχιστον εκβάσεως. Και όχι μόνον εμακαρίζοντο αυτοί από τους
άλλους, αλλά και οι ίδιοι, ένεκα της υπερβολής της παρούσης χαράς των,
είχαν ως προς το μέλλον κάποιαν επιπολαίαν ελπίδα ότι δεν θ᾽
απέθνησκαν πλέον ούτε από άλλην ασθένειαν.

[52] Αλλά την εκ της νόσου ταλαιπωρίαν επηύξησεν η συγκέντρωσις του


πληθυσμού της υπαίθρου χώρας εντός της πόλεως.1 Οι νεωστί ιδίως
219

εισελθόντες υπέφεραν περισσότερον. [2] Διότι δια την έλλειψιν οικιών


ηναγκάζοντο να ζουν εντός παραπηγμάτων πνιγηρών ως εκ του θέρους,
και οι θάνατοι επήρχοντο εν τω μέσω μεγάλης αταξίας. Νεκροί έκειντο
οι μεν επί των δε, και ημιθανείς εκυλίοντο εντός των δρόμων προς όλας
τας κρήνας, ως εκ της ασβέστου δίψης, και οι ιεροί περίβολοι, εντός των
οποίων είχαν κατασκηνώσει, ήσαν πλήρεις νεκρών, οι οποίοι
απέθνησκαν εντός αυτών. [3] Διότι επειδή το κακόν τους κατεβασάνιζεν,
οι άνθρωποι μη γνωρίζοντες ποίον θα είναι το τέλος των, ολιγώρως είχον
προς πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον. [4] Ως εκ τούτου, τα έθιμα,
προς τα οποία συνεμορφώνοντο έως τότε, προκειμένου περί
ενταφιασμού, κατεπατήθησαν όλα, και καθείς έθαπτε τους νεκρούς του
όπως ημπορούσε. Πολλοί μάλιστα, ένεκα ελλείψεως των απαιτουμένων
δια την ταφήν υλικών, λόγω του ότι πολλοί εκ της οικογενείας των είχαν
ήδη προαποθάνει, προσέφευγαν εις μέσα ταφής βδελυρά. Διότι άλλοι μεν
απέθεταν πρώτον τον ιδικόν των νεκρόν επί ξένης πυράς και την
ήναπταν, προλαμβάνοντες εκείνους που την είχαν στήσει, άλλοι δε, ενώ
άλλοςνεκρός εκαίετο ήδη, έρριπταν επάνω εκείνον που έφεραν και
έφευγαν.

[53] Αλλ᾽ η νόσος εισήγαγε προσέτι και άλλας χειροτέρας μορφάς


ανομίας εις την πόλιν. Διότι πολλοί, οι οποίοι προηγουμένως απέκρυπτον
την επίδοσίν των εις αθεμίτους ηδονάς, παρεδίδοντο ήδη εις αυτάς χωρίς
καμίαν επιφύλαξιν, καθόσον έβλεπαν πόσον αιφνιδία ήτον η μετάπτωσις,
αφ᾽ ενός μεν των πλουσίων, οι οποίοι εξαίφνης απέθνησκαν, αφ᾽ ετέρου
δε των τέως εντελώς απόρων, οι οποίοι εις μίαν στιγμήν υπεισήρχοντο
εις τας περιουσίας εκείνων. [2] Ως εκ τούτου, απεφάσιζαν να χαρούντην
ζωήν των όσον ημπορούσαν ταχύτερον, επιδιδόμενοι εις τας απολαύσεις,
διότι εθεώρουν και την ζωήν και τον πλούτον εξίσου εφήμερα. [3] Και
κανείς δεν ήτο διατεθειμένος να υποβάλλεται προκαταβολικώς εις
ταλαιπωρίας προς επιδίωξιν σκοπού, τον οποίον ενόμιζεν ενάρετον,
αφού εθεώρει αμφίβολον, αν θα επιζήση, διά να πραγματοποίηση αυτόν,
μόνον δε ό,τι παρείχεν άμεσον απόλαυσιν, και ό,τι καθ᾽ οιονδήποτε
τρόπον ωδήγει εις τούτο, τούτο κατήντησε να θεωρήται και ενάρετον και
χρήσιμον. [4] Αλλά φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων κανείς δεν
τους συνεκράτει, αφ᾽ ενός μεν διότι βλέποντες ότι όλοι εξ ίσου
απέθνησκαν, έκριναν ότι καμία δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ευσεβείας
και ασεβείας, εξ άλλου δε επειδή κανείς δεν επίστευεν ότι θα επιζήση,
διά να δώση λόγον των εγκλημάτων του και τιμωρηθή δι᾽ αυτά.
Τουναντίον, όλοι εθεώρουν ότι η ήδη κατεψηφισμένη κατ᾽ αυτών και επί
των κεφαλών των επικρεμαμένη τιμωρία ήτο πολύ βαρυτέρα και ότι,
πριν επιπέση κατ᾽ αυτών, εύλογον ήτο να χαρούν οπωσδήποτε την ζωήν
220

των.

[54] Εις τοιαύτην συμφοράν περιπεσόντες οι Αθηναίοι, εταλαιπωρούντο,


καθόσον και εντός της πόλεως η θνησιμότης ήτο μεγάλη και εκτός αυτής
τα κτήματά των ερημώνοντο. [2] Μερικοί μάλιστα κατά την διάρκειαν
της δυστυχίας ενθυμήθησαν, όπως ήτο φυσικόν, τον επόμενον στίχον,
περί του οποίου οι πρεσβύτεροι απ᾽ αυτούς εβεβαίωναν, ότι εψάλλετο εις
παλαιοτέραν εποχήν·

«Θα έλθη δωρικός πόλεμος και λοιμός μαζί μ᾽ αυτόν.»

[3] Είναι αληθές ότι αντέτειναν μερικοί ότι ο παλαιός στίχος ωμιλούσε
περί λιμού και όχι λοιμού, αλλ᾽ επί του παρόντος επεκράτησε φυσικά η
γνώμη ότι η λέξις, της οποίας είχε γίνει χρήσις εις το άσμα, ήτο λοιμός,
καθόσον οι άνθρωποι εμνημόνευαν τον στίχον σύμφωνα με τα παθήματά
των. Αλλ᾽ εάν ποτέ επέλθη άλλος δωρικός πόλεμος μετά τον σημερινόν,
και συμπέση να επέλθη λιμός, μου φαίνεται πιθανόν ότι τον στίχον θα
ψάλλουν με την λέξιν αυτήν. [4] Ενθυμήθησαν επίσης, όσοι τον
εγνώριζαν, και τον προς τους Λακεδαιμονίους χρησμόν, όταν εις
ερώτησίν των προς τον θεόν, εάν πρέπη να πολεμήσουν, ούτος
απήντησεν ότι, εάν διεξαγάγουν τον πόλεμον με όλας των τας δυνάμεις,
θα νικήσουν, βεβαιών συνάμα ότι και αυτός θα τους βοηθήση. [5] Όσον
λοιπόν αφορά τον χρησμόν, τα τότε συμβαίνοντα εθεώρουν σύμφωνα με
τας προβλέψεις του. Το βέβαιον είναι ότι η νόσος ήρχισεν ευθύς μετά
την εισβολήν των Πελοποννησίων, και εις μεν την Πελοπόννησον δεν
επεξετάθη, τουλάχιστον εις βαθμόν άξιον λόγου, αλλ᾽ εθέρισε προ
πάντων μεν τας Αθήνας, έπειτα δε και μερικούς πολυανθρωποτέρους
συνοικισμούς. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία της νόσου.

(μετάφραση Ελευθέριος Βενιζέλος)

 
1
Για να μειωθούν οι απώλειες από τις αλλεπάλληλες εισβολές των
Πελοποννησίων στην Αττική, είχε εγκαταλειφθεί η ύπαιθρος και ο
πληθυσμός είχε εγκατασταθεί μέσα στα τείχη.

You might also like