Professional Documents
Culture Documents
Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια
Θεσσαλονίκη 2020
2
3
Περιεχόμενα
Κορονοϊός: Οι «αόρατοι εχθροί» που έχουν απειλήσει την ανθρωπότητα και η ελπίδα της
ιατρικής. «Η ζωή είναι σύντομη, η ιατρική μακρόχρονη, η ευκαιρία φευγαλέα, η πείρα
απατηλή, η σωστή κρίση δύσκολη» είχε πει ο Ιπποκράτης 23/03/2020..................................41
Η πολύτιμη μαρτυρία του προσβληθέντα από πανώλη Θουκυδίδη στους γιατρούς του
μέλλοντος.......................................................................................................................42
Ένας κρουνός στη μνήμη του γιατρού που ανακάλυψε τον τρόπο μετάδοσης της
χολέρας!..........................................................................................................................44
Φυματίωση, τόσο παλιά όσο και το προπατορικό αμάρτημα!........................................46
Λέπρα και φυματίωση - Οι θανατηφόρες «συνεργαζόμενες» νόσοι…...........................47
Λοιμός των Αθηνών. Από τη Βικιπαίδεια...............................................................................48
Ιστορικό..............................................................................................................................49
Συμπτώματα του λοιμού.....................................................................................................50
Κοινωνικές επιπτώσεις.......................................................................................................51
Παρανομία......................................................................................................................51
Θρησκευτική αβεβαιότητα..............................................................................................51
Επιμέλεια των αρρώστων και νεκρών.............................................................................52
Ταυτοποίηση της νόσου......................................................................................................52
Τύφος..............................................................................................................................53
Τυφοειδής πυρετός.........................................................................................................53
Αιμορραγικός πυρετός Έμπολα......................................................................................54
Η θεραπεία του λοιμού...................................................................................................54
Παραπομπές........................................................................................................................54
Σχετική βιβλιογραφία.........................................................................................................57
Στα ελληνικά...................................................................................................................57
Ξενόγλωσση...................................................................................................................57
Εξωτερικοί σύνδεσμοι........................................................................................................57
Από τον «λοιμό του Θουκυδίδη» στον κορονοϊό....................................................................57
Λοιμός και Κορονοϊός: Μια σύγκριση των δύο επιδημιών για να αναδειχθούν οι ομοιότητές
τους.25 Μαρτίου 2020 Πάτρα 24/03/2020 Νίκος Ασπρογέρακας, φιλόλογος.......................60
Μετάφραση............................................................................................................................63
Αρχαίο κείμενο.....................................................................................................................163
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ.
Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη.........................................................................................................210
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ................................................................................................................210
5
Μια αφήγηση μοναδική που δείχνει πώς το κείμενο του Θουκυδίδη για
τον λοιμό στην αρχαία Αθήνα είναι ακόμα ζωντανό, αναπνέει και
συνομιλεί με την συνθήκη που ζούμε τώρα.
«Μια καταστροφή που δεν κάνει διακρίσεις σε φύλλο, ηλικία,
θρήσκευμα, οικονομικό και κοινωνικό status. Ο πανίσχυρος Περικλής
πέθανε μετά από δυο χρόνια χτυπημένος κι αυτός από τον θανατηφόρο
ιό!» λέει ο Νίκος Καλτσάς
Μας γράφει ο Νίκος Καλτσάς:
«Θα ξεκινήσω με ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενο του μεγάλου
ιστορικού.
“νόμοι τε πάντες ξυνεταράχθησαν οἷς ἐχρῶντο πρότερον περὶ τὰς ταφάς,
ἔθαπτον δὲ ὡς ἕκαστος ἐδύνατο” (Δεν τηρούσαν πια καμιά από τις
τελετές για την ταφή των νεκρών κι ο καθένας έθαβε τους δικούς του
όπως μπορούσε). Διαβάζοντας κάποιος αυτή τη φράση του Θουκυδίδη δε
μπορεί παρά να φέρει στη μνήμη του τις εικόνες της πομπής με τα
ασυνόδευτα φέρετρα στην τραγική Ιταλία του χθες, του σήμερα. Πόσο
6
πανικό και σε ποια κατάσταση φέρνει τον άνθρωπο μια πανδημία ιού;
Πόσο επηρεάζει τη συμπεριφορά του και ποιες σκέψεις περνούν από το
μυαλό του; Υπάρχουν άραγε κοινά σημεία ανάμεσα στο λοιμό της
αρχαίας Αθήνας και στη σημερινή πανδημία του κορονοϊού;
26|03|2020
«Eντονοι πονοκέφαλοι, ψηλός πυρετός, φλόγωση και κοκκίνισμα των
ματιών, φτέρνισμα και στη συνέχεια η νόσος έφτανε στο στήθος
προκαλώντας δυνατό βήχα. Ο πυρετός ήταν τόσο ψηλός που οι άνθρωποι
δεν μπορούσαν να ανεχθούν ούτε τα ρούχα τους και ήθελαν να είναι
γυμνοί, ενώ κάποιοι έπεφταν στις στέρνες τυραννισμένοι από
ακατάπαυστη δίψα, αλλά όσο κι αν έπιναν δεν μπορούσαν να τη
σβήσουν. Η νόσος ήταν τέτοια, ώστε οι λέξεις δεν φτάνουν για να την
περιγράψουν και χτυπούσε τόσο βαριά που δεν ήταν δυνατό να αντέξει η
ανθρώπινη φύση και οι περισσότεροι πέθαιναν την έβδομη ή την ένατη
μέρα». Τέτοιες και ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρει ο
Θουκυδίδης γι αυτή τη θανατηφόρα επιδημία.
Τον μεγαλύτερο οίκτο για τους αρρώστους ένιωθαν εκείνοι που είχαν
προσβληθεί από τη νόσο, αλλά είχαν σωθεί, γιατί ήξεραν πολύ καλά τι
σήμαινε αυτό, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν πια κανένα φόβο. Σύμφωνα με τον
Θουκυδίδη, η νόσος δεν πρόσβαλλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά
(είχε προφανώς αναπτύξει αντισώματα), αλλά ακόμα κι αν σπάνια τον
πρόσβαλλε δεν ήταν θανατηφόρα. Ήταν, μας λέει, τόσο μεγάλη η χαρά
όσων γίνονταν καλά που είχαν την πεποίθηση ότι δεν θα πέθαιναν ποτέ
από καμιά άλλη αρρώστια.
Δεν άργησαν οι συνωμοσιολογίες
Σύμφωνα με πληροφορίες που συνέλεξε ο Θουκυδίδης, η νόσος
ξεκίνησε, όπως φαίνεται, πιθανότατα από την Αιθιοπία κι από εκεί αφού
έφτασε στη γειτονική Αίγυπτο και στη Λιβύη, μόλυνε πολλές περιοχές
της αυτοκρατορίας του Βασιλέως (την τότε περσική αυτοκρατορία) . Ο
ιστορικός τονίζει ότι υπήρξαν και άλλες επιδημίες που εμφανίστηκαν π.
χ. στη Λήμνο, αλλά αυτή που έφτασε, άγνωστο πως, στην Αθήνα δεν είχε
κανένα προηγούμενο.
Η νόσος έφτασε πρώτα στον Πειραιά κι από εκεί σιγά σιγά στο άστυ των
Αθηνών. Μέσα στην ένταση του πολέμου εκφράστηκε αμέσως η πρώτη
συνωμοσιολογία: ότι δηλ. οι Σπαρτιάτες έριξαν δηλητήρια στα πηγάδια
του Πειραιά, στον οποίο δεν υπήρχαν κρήνες. “Eς δὲ τὴν Ἀθηναίων πόλιν
ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων,
8
Και όλα αυτά από την αδυναμία του ανθρώπου, όσο ισχυρός κι αν
νομίζει ότι είναι, να αντιμετωπίσει κάτι που έρχεται έξω από αυτόν, μια
καταστροφή που δεν κάνει διακρίσεις σε φύλλο, ηλικία, θρήσκευμα,
οικονομικό και κοινωνικό status. Ο πανίσχυρος Περικλής πέθανε μετά
από δυο χρόνια χτυπημένος κι αυτός από τον θανατηφόρο ιό!»
Η επιδημία που είχε πλήξει την Αρχαία Αθήνα χαρακτηριζόταν από την
αιφνίδια εκδήλωση πυρετού, από πονοκέφαλο, κόπωση και πόνο στο
στομάχι και τα άκρα και συνοδευόταν από τον επαναλαμβανόμενο εμετό.
Όσοι κατάφερναν να επιβιώσουν μετά από επτά ημέρες εκδήλωναν
επίσης σοβαρής μορφής διάρροια. Συνοδά συμπτώματα, σύμφωνα με τις
ιστορικές καταγραφές, ήταν το κοκκίνισμα των ματιών, ο λόξιγκας και η
αιμορραγία από το στόμα, ο βήχας, οι επιληπτικές κρίσεις, η σύγχυση, τα
δερματικά εξανθήματα ή ακόμη και η γάγγραινα.
10
Ο λοιμός λέγεται πως έφτασε στην Αρχαία Αθήνα από τη νότια Αίγυπτο,
περιοχή όπου έχουν εκδηλωθεί οι πιο πρόσφατες επιδημίες του ιού
Έμπολα. Τα αρχαία χρόνια, οι πληθυσμοί της περιοχής αυτής έφταναν
στην Ελλάδα για να δουλέψουν ως αγρότες ή υπηρέτες, φέρνοντας
πιθανώς μαζί τους την ασθένεια.
LIBERAL. Η ζωή στον καιρό του λοιμού: Από τον Θουκυδίδη ως τον
Μαντσόνι
Αυτόν τον καιρό του ολέθρου και της απόγνωσης, κλεισμένοι στα σπίτια
τους, οι Ιταλοί ξαναδιαβάζουν τους «Αρραβωνιασμένους» του μεγάλου
συγγραφέα Αλεσσάντρο Μαντσόνι. Μιας ιστορίας αγάπης, οι σελίδες της
οποίας ξετυλίχτηκαν παράλληλα με την φονική επιδημία πανούκλας
(1629-1631) που έπληξε την Ιταλία και εξολόθρευσε πάνω από 1
εκατομμύριο ανθρώπους. Και ανακαλύπτουν συγκλονιστικές ομοιότητες
με τη σημερινή εποχή. Εδώ στην Ελλάδα, καλό θα ήταν να
ξαναδιαβάσουμε τον Θουκυδίδη…
Εκείνη την εποχή, η Ιταλία δεχόταν την επιδρομή των μισθοφόρων της
Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους, που πήραν το
όνομα «lanzichenecchi», από την γερμανική λέξη Landsknecht (Land =
γη, χώρα, πατρίδα + Knecht = υπηρέτης, παραγιός).
Γνωστοί για την αγριότητά τους, οι μισθοφόροι αυτοί φαίνεται ότι είχαν
παρουσιάσει συμπτώματα της νόσου κατά την εισβολή τους στην Ιταλία.
Αν και αυτό είχε γίνει γνωστό, υποτιμήθηκε από τις αρχές, με τον
κυβερνήτη Δον Γκονζάλο Ντε Κόρντοβα, να επικεντρώνεται
αποκλειστικά στην εισβολή των μισθοφόρων και στις επιθέσεις τους στα
κυβερνητικά κτίρια και στη Γερουσία.
Όσον αφορά στους εισβολείς μάλιστα, είχαμε και τότε εισβολή δι’
αντιπροσώπων, καθώς οι συγκεκριμένοι μισθοφόροι είχαν στρατολογηθεί
μεταξύ των μη πρωτότοκων παιδιών μικροϊδιοκτητών αγροτών, που
προτιμούσαν να στρατεύονται παρά να περάσουν τη ζωή τους ως εργάτες
γης στις γονικές περιουσίες, κληρονόμοι των οποίων ήταν μόνο οι
πρωτότοκοι. Δεν ήταν ακριβώς στρατιώτες, γι’ αυτό και ήταν
εξοπλισμένοι μόνο με σπαθιά και δόρατα.
12
Από τον λοιμό πέθανε και ο Περικλής, ενώ νόσησε και ο ίδιος ο
Θουκυδίδης, ο μεγάλος ιστορικός και πολεμικός ανταποκριτής που
περιέγραψε τα γεγονότα του πολέμου παράλληλα με την τέλεσή τους.
Στη μάχη κατά του λοιμού είχε λάβει μέρος και ο Ιπποκράτης, ο οποίος
πρώτος ανακάλυψε την ευεργετική επίδραση της φωτιάς, άρα και των
υψηλών θερμοκρασιών, ενώ ο Θουκυδίδης περιέγραψε από «πρώτο χέρι»
τα συμπτώματα και τις μεθόδους που ακολουθήθηκαν για την ίαση.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αδιαφόρησαν για την υστεροφημία τους, ενώ
ακόμη και οι ενάρετοι «έβγαλαν» τον χειρότερό τους εαυτό, καθώς είχε
καταλυθεί κάθε ηθικός φραγμός.
Κάτι που επίσης είχαν παρατηρήσει Θουκυδίδης και Ιπποκράτης ήταν ότι
όσοι επιβίωναν αποκτούσαν ανοσία στον ιό.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Μαντσόνι, που με αφορμή την επιδημία
προχωρά σε ηθικού περιεχομένου σκέψεις και διαπιστώσεις.
Αποδεικνύοντας ότι η πανούκλα έφερε στην επιφάνεια αρετές και
ελαττώματα, ηρωισμό και δειλία και όλα όσα κρύβονται σε συνθήκες
κανονικότητας.
Γιατί μια έκτακτη συνθήκη που δοκιμάζει το σώμα, δοκιμάζει και την
ψυχή και αποκαλύπτει τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Πόσες φορές έχουμε, από την αρχή της παρούσας κρίσης, ακούσει και
δει τους σύγχρονους επιστήμονες να «κοπανιούνται»;
Μια άλλη ομοιότητα ήταν το «κυνήγι του πρώτου ασθενούς». Τότε, στο
Μιλάνο, ως πρώτος ασθενής θεωρήθηκε ένας Ιταλός στρατιώτης που
υπηρετούσε στον ισπανικό στρατό και λέγεται ότι πέρασε από το σπίτι
των γονιών του πριν φθάσει στο νοσοκομείο όπου και κατέληξε τέσσερις
ημέρες αργότερα. Οι συγγενείς μπήκαν σε καραντίνα, όλα τα ρούχα
παραδόθηκαν στην πυρά, διότι, όπως γράφει ο Μαντσόνι, η διάδοση
έγινε με την επαφή.
15
Τότε, υπό τις οδηγίες του Καζάτι, ιερείς, γιατροί και νοσηλευτές
«απειλούσαν, τιμωρούσαν, παρηγορούσαν, στέγνωναν δάκρυα», όπως
γράφει ο Μαντσόνι. Όπως σήμερα τα μέλη της επιστημονικής επιτροπής,
οι γιατροί, οι νοσηλευτές.
Και κάτι ακόμη: Και τότε δημιουργήθηκαν ειδικοί χώροι – καλύβες από
άχυρο – για να νοσηλεύονται οι ασθενείς. Οι καλύβες αποτέλεσαν το
νοσοκομείο μολυσματικών ασθενειών της εποχής και ο Καζάτι φρόντιζε
να μην λείπουν οι γιατροί, τα φάρμακα, η τροφή και τα χειρουργικά
εργαλεία.
Περπατάει και περπατάει σε ένα μέρος που θα την έλεγες πόλη των
ζωντανών. Αλλά κοιτάζοντας τους έρημους δρόμους και τα
κλειδαμπαρωμένα σπίτια, σκέπτεται: «Μα ποια πόλη και ποιοι
ζωντανοί»!
Χάρη στον Μαντσόνι – αλλά και στη δεύτερη γυναίκα του Τερέζα και
στον επιστήθιο φίλο του Τομμάζο Γκρόσσι, που επέμειναν να
εμπλουτίσει και να επανεκδώσει το έργο του, κάτι που έγινε μεταξύ του
Οκτωβρίου 1840 και του Νοεμβρίου 1842 – έχουμε και την ιστορία της
Πλάκας της Ατιμωτικής Στήλης, που σήμερα φυλάσσεται στο Καστέλο
Σφορτσέσκο στο Μιλάνο.
Επρόκειτο για μια Στήλη όπου τον καιρό που περιγράφει ο Μαντσόνι στο
ιστορικό του μυθιστόρημα αναγράφονταν τα ονόματα των «untori», των
μεταδοτών, αυτών δηλαδή που κατηγορήθηκαν ότι συνέβαλαν στη
διάδοση της νόσου.
Ο λόγος για την τραγική ιστορία του κουρέα Τζιαν Τζιάκομο Μόρα και
του υγειονομικού αξιωματούχου Γκουλιέλμο Πιάτσα, που
κατηγορήθηκαν ότι δήθεν συνέβαλαν στην μετάδοση της πανούκλας, με
τον Μόρα να παρασκευάζει και τον Πιάτσα να διαθέτει σκευάσματα, τα
οποία τοποθετούσε έξω από τις πόρτες των σπιτιών. Η αλήθεια είναι ότι
στο μπαρμπέρικο του Μόρα βρέθηκαν διάφορα αρωματικά σκευάσματα
της δουλειάς του, αλλά και τα υπολείμματα κάποιας κρέμας που
υποτίθεται ότι επούλωνε πληγές.
Η Πλάκα έμεινε στη θέση αυτή από το 1630 επί ισπανικής διοίκησης και
απομακρύνθηκε το 1778 επί Μαρίας Θηρεσίας και αυστριακής κατοχής.
Ο λοιμός της αρχαίας Αθήνας Πριν από περίπου 2.400 χρόνια ένας
θανατηφόρος λοιμός είχε σαρώσει την αρχαία Αθήνα. Σε πέντε χρόνια,
έχασαν τη ζωή τους ίσως το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης-
κράτους, που ήταν τότε υπό πολιορκία από την Σπάρτη. Ο Θουκυδίδης
αναφέρει πως αν κανείς ήθελε να διαφύγει τον θάνατο, έκοβε το μέρος
του σώματος όπου υπήρχε εμφανής ένδειξη των συμπτωμάτων, όπως
άκρα των χεριών και ποδιών, και μερικοί έβγαζαν ακόμη και τα μάτια
18
τους. Άλλοι πάλι, αμέσως μετά την θεραπεία τους, πάθαιναν γενική
αμνησία και δεν αναγνώριζαν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τους οικείους
τους. Αυτή η τρομοκρατική μάστιγα προκάλεσε τεράστια θνησιμότητα
και οδήγησε απροσδόκητα και πρώιμα, το τέλος του χρυσού αιώνα.
Σύμφωνα με αυτήν την κατάσταση, όταν ένα κράτος ισχύος (Σπάρτη) έχει
δημιουργήσει ένα δικό του οικονομικό-εμπορικό-ενεργειακό σύστημα και
εντός αυτού αναδύεται ένα άλλο κράτος (Αθήνα) το οποίο χρησιμοποιεί
αποτελεσματικότερα το υπάρχον σύστημα, τότε το αρχικό κράτος (Σπάρτη)
διεξάγει προληπτικό πόλεμο έναντι του αναδυόμενου.
-Ένα παρόμοιο γεωπολιτικό σύστημα βιώνουμε και τώρα, όπου εντός του
Αμερικανικού δημοκρατικού, καπιταλιστικού και φιλελεύθερου
μοντέλου, εμφανίζεται ένα επιθετικό Μαοϊκό, ρεαλιστικό και αυταρχικό
μοντέλο καπιταλισμού, αυτό της Κίνας, το οποίο αναμφίβολα απειλεί να
”εκθρονίσει” (αν δεν το έχει κάνει ήδη) τις ΗΠΑ από την θέση τους. Η
Κίνα όπως και η Αθήνα έχουν συνάψει σημαντικές διμερής συμφωνίες με
χώρες ”κλειδιά” όπως το Πακιστάν, η Σρι Λάνκα, η Ρωσία, η Αφρική και
το λιμάνι του Πειραιά στην Ελλάδα, βάση των οποίων δημιουργούν μια
νέα δική τους οικονομική-εμπορική-ενεργειακή δυναμική με σκοπό την
πλήρη αποκοπή των ΗΠΑ από τις γεωοικονομικές οδούς.
Τα μηνύματα της παγίδας του Θουκυδίδη είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Εν
έτη 2020, μία πανδημία εν ονόματι Covid-19 διαταράσσει πλήρως το
γεωπολιτικό σύστημα στο οποίο ζούμε, όπως και το 430 π.Χ. Ο
ιστορικός παραλληλισμός όμως θα ήθελε η πανδημία αυτή να βλάψει μία
ανερχόμενη Κίνα, να δοκιμάσει πλήρως τις κρατικές της δομές και να
την αδρανοποιήσει. Αντ’αυτού, ερχόμαστε μπροστά σε μία Κίνα η οποία
μέσα σε έναν σχεδόν μήνα, καταφέρνει να διαχειριστεί υποδειγματικά 1,3
δισεκατομμύρια κατοίκους και να ξεπεράσει την πανδημία,
μεταφέροντας το πρόβλημα στον κυρίαρχο γεωγραφικό πόλο ισχύος-την
Δύση. Μία Δύση της οποίας οι πολιτικές-οικονομικές δομές φαίνονται
αντάξιες των συνθηκών, δείχνοντας πλήρη ασέβεια έναντι ενός εκ των
αρχαιοτέρων ιστορικών (του Θουκυδίδη), βάζοντας εκατομμύρια ζωές σε
κίνδυνο, εν όψει της αντιμετώπισης του λοιμού, της πρωτόγνωρης και
ανεπανάληπτης οικονομικής ύφεσης αλλά και του μεταναστευτικού.
Σήμερα, ενδημικές εστίες υπάρχουν κυρίως στην Ασία, στην Αφρική και
στη Νότια Αμερική. Στην Ασία η νόσος μεταφέρεται κυρίως από το
τρωκτικό Marmota himalayana, ζώο που θηρεύεται κυρίως για τη γούνα
του.
Ο ιός μεταπήδησε από τα πτηνά στον άνθρωπο και στη συνέχεια άρχισε
να μεταδίδεται μεταξύ των ανθρώπων.
Τον Ιούνιο η πανδημία έφτασε στις Ινδίες, τον Ιούλιο στη Νέα Ζηλανδία
και τον Αύγουστο στη Νότιο Αφρική. Έως τον Ιανουάριο του 1919 η
Αυστραλία κατόρθωσε να μην πληγεί λόγω μιας αυστηρής καραντίνας.
Η πανδημία γρίπης του 2009 ήταν μια πανδημία της γρίπης των χοίρων
που προκαλείται από τον ιό H1N1 και μεταδίδεται από άνθρωπο σε
άνθρωπο. Πρόκειται για μια μετάλλαξη της γρίπης με γενετικό υλικό
από τέσσερις προϋπάρχουσες μορφές του ιού: δύο από τη γρίπη των
25
χοίρων (ένα από Βόρεια Αμερική και ένα από Ευρασία), ένα από τη
γρίπη των πτηνών, και ένα από την ανθρώπινη κοινή γρίπη.
Mers (2012)
Ο ιός εκδηλώθηκε στη Μέση Ανατολή το 2012 και μέχρι σήμερα έχει
προκαλέσει τον θάνατο 333 ανθρώπων παγκοσμίως, ενώ περισσότεροι
από 850 έχουν μολυνθεί. Πρόκειται για ένα νέο στέλεχος κοροναϊού που
διαφέρει από τον SARS-CoV, τον κοροναϊό που προκάλεσε την επιδημία
SARS το 2003, αλλά και από τους υπόλοιπους κοροναϊούς που έχουν
απομονωθεί μέχρι σήμερα από τον άνθρωπο. Ο κοροναϊός MERS-CoV
απομονώθηκε για πρώτη φορά από ασθενείς με σοβαρό οξύ
αναπνευστικό σύνδρομο, στην Αραβική Χερσόνησο, το Σεπτέμβριο του
2012.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη
στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.
26
Το κεντρικό ερώτημα είναι κατά πόσο αυτό όντως θα συμβεί και ο νέος
ιός θα «μιμηθεί» τη γρίπη που είναι εποχική. Οι επιστήμονες
παραδέχονται όμως ότι δεν έχουν σίγουρη απάντηση και μπορούν μόνο
να εύχονται ότι αυτό θα συμβεί. Κανένας σοβαρός επιστήμονας δεν
μπορεί να στοιχηματίσει σήμερα ότι ο νέος κορονοϊός θα αλλάξει
πράγματι τη συμπεριφορά του μετά την εισβολή της άνοιξης (κάτι που
τυπικά θα συμβεί στις 20 Μαρτίου), αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι η
ανθρωπότητα δεν έχει καμία ανοσία έναντι του SARS-CoV-2. Όσα
πάντως είναι ήδη γνωστά για άλλες ασθένειες, σύμφωνα με το κορυφαίο
επιστημονικό περιοδικό "Science", δεν παρέχουν ισχυρή υποστήριξη
στην ιδέα ότι ο νέος κορονοϊός θα εξαφανιστεί ξαφνικά μέσα στις
επόμενες εβδομάδες.
Οι ιοί της γρίπης δεν κάνουν αισθητή την παρουσία τους για πάνω από το
ένα τρίτο του έτους (βασικά τους μήνες του χειμώνα). Αντίθετα οι ρινοϊοί
που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα, δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη
προτίμηση στον κρύο καιρό και είναι ενεργοί περίπου στο 85% των
ημερών του έτους, ενώ κορυφώνονται συνήθως όταν τα παιδιά
επιστρέφουν στο σχολείο από τις διακοπές του καλοκαιριού. Οι αδενοϊοί,
που επίσης προκαλούν κρυολόγημα, κυκλοφορούν για πάνω από το μισό
μέρος του έτους.
προσοχή, καθώς τα θύματα που έχουν χάσει τη ζωή τους είναι χιλιάδες,
ωστόσο οι επιπτώσεις του θεωρούνται περιορισμένες εάν συγκριθούν με
τα όσα συνέβησαν τους προηγούμενους αιώνες. Ο κόσμος τελικά δεν
προχωρεί μονάχα «με φωτιά και με μαχαίρι», όπως έγραφε κάποτε ο
αείμνηστος στιχουργός Νίκος Γκάτσος, αλλά και με την ένταση
εξάπλωσης των μολυσματικών ασθενειών, όπως θα δούμε, που
ξεσπούσαν κατά καιρούς.
Εικάζεται ότι προήλθε από την Αιθιοπία και πέρασε στον ελληνικό
κόσμο μέσω της Αιγύπτου και της Λιβύης. Αρχικά «αποβιβάστηκε» στο
λιμάνι του Πειραιά, που αποτελούσε την κύρια πύλη του θαλάσσιου
εμπορίου, και εκτιμάται ότι σκότωσε το 16% με 33% της αθηναϊκής
πόλης-κράτους, που τότε αριθμούσε περίπου 300.000 ψυχές. Αρα μιλάμε
για περίπου 48.000 με 96.000 θανάτους, αριθμός τεράστιος για τα
δεδομένα της εποχής. Μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγονταν κάποιοι από
τους ισχυρότερους άνδρες, όπως ήταν ο Περικλής. Η Αθήνα δεν βρήκε
ποτέ ξανά την αίγλη που είχε κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ., του
«Χρυσού Αιώνα».
Θεόσταλτη κατάρα
Ο κόσμος πίστευε ότι η πανούκλα ήταν μια κατάρα που είχε στείλει ο
Θεός προκειμένου να τιμωρήσει τους ανθρώπους για τις ανοίκειες
πράξεις τους. Οσοι αρρώσταιναν, εκτός από τους φρικτούς πόνους που
ένιωθαν εξαιτίας της εσωτερικής αιμορραγίας και των εξογκωμάτων που
έφταναν να έχουν σχήμα πορτοκαλιού, με αποτέλεσμα να σκάνε
στάζοντας πύον και αίμα, είχαν και την πεποίθηση ότι έφταιγαν για όσα
33
Η ιστορία των επιδημιών των λοιμώξεων και γενικά των ασθενειών
έχει μακρά ιστορία στην υφήλιο. Στην αρχαία Ελλάδα ήδη από την εποχή
του Τρωικού Πολέμου μαθαίνουμε ότι ο ευφυέστατος και πολυπράγμων
Παλαμήδης προκειμένου να σταματήσει μια λοίμωξη ή επιδημία
συμβούλευσε τους Έλληνες που πολιορκούσαν την Τροία, να
σταματήσουν να τρώνε κρέας και να καταναλώνουν περισσότερα χόρτα
και λαχανικά και να γυμνάζονται, καθιερώνοντας μάλιστα αγώνες με
καράβια, μεταξύ των στρατευμάτων που πολιορκούσαν την Τροία,
καθότι έτσι δυνάμωναν και θωράκιζαν τον οργανισμό τους και φυσικά το
ανοσοποιητικό του.
Στη συνέχεια μαθαίνουμε από τους αρχαίους ιστορικούς ότι κατά την
διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου ξέσπασε ο ΄΄ αττικός λοιμός ΄΄
ή ΄΄ σύνδρομο του Θουκυδίδη ΄΄ από τον οποίο νόσησε ακόμη και ο
Περικλής που τελικά πέθανε εξ’ αιτίας του λοιμού αυτός και η
οικογένειά του. Οι λεπτομερείς μαρτυρίες του Θουκυδίδη είναι
ανεκτίμητες για την μελέτη του γεγονότος, καθώς ο ίδιος ήταν αυτόπτης
μάρτυρας και είχε μολυνθεί, αλλά κατόρθωσε να επιζήσει. Επίσης,
35
Λέγεται ότι η τότε εξουσία έχασε εξαιτίας της ανημπορίας της γρήγορα
το κύρος και το γόητρο της. Προκειμένου τότε να το ανακτήσει,
σκέφτηκε να βρει ένα αλλόθρησκο εξιλαστήριο θύμα και τελικώς έριξε
την ευθύνη για τον όλεθρο στους Εβραίους. Έτσι ξεπήδησε ξαφνικά μια
θεωρία ότι δήθεν οι Εβραίοι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια για να
37
Μετά την άφιξη των Ισπανών στην Καραϊβική, οι ασθένειες όπως η
ευλογιά, η ιλαρά και η βουβωνική πανώλη μεταδόθηκαν από τους
Ευρωπαίους στους ιθαγενείς πληθυσμούς. Αυτές οι ασθένειες
κατέστρεψαν τους αυτόχθονες πληθυσμούς, με το 90% να πεθαίνει σε
ολόκληρη τη βόρεια και νότια ήπειρο. Το 1520, η αυτοκρατορία των
Αζτέκων καταστράφηκε από την ευλογιά που έφεραν οι Αφρικανοί
σκλάβοι.
Η πρώτη από τις επτά πανδημίες χολέρας για τα επόμενα 150 χρόνια,
σκοτώνοντας 1 εκατ. ανθρώπους. Μεταφερόταν από το νερό και τα
τρόφιμα που είχαν μολυνθεί από περιττώματα, το βακτήριο μεταφέρθηκε
σε Βρετανούς στρατιώτες που το έφεραν στην Ινδία, όπου πέθαναν
εκατομμύρια άνθρωποι. Η βρετανική αυτοκρατορία και το ναυτικό
εξάπλωσαν τη χολέρα στην Ισπανία, την Αφρική, την Ινδονησία, την
Κίνα, την Ιαπωνία, την Ιταλία, τη Γερμανία και την Αμερική, όπου
38
Ξεκινώντας από την Κίνα και πηγαίνοντας στην Ινδία και το Χονγκ
Κονγκ, η βουβωνική πανώλη σκότωσε 15 εκατ. ανθρώπους. Αρχικά
εξαπλώθηκε από τους ψύλλους κατά τη διάρκεια μιας έκρηξης σε
ορυχείο στο Yunnan. Η Ινδία προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις απώλειες
και η πανδημία χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για κατασταλτικές
πολιτικές που προκάλεσαν εξέγερση εναντίον των Βρετανών.
Το 1918 εμφανίστηκε η πρώτη μεγάλη πανδημία του 20ου αιώνα και
ήταν τόσο φονική, που εξόντωσε πάνω από είκοσι εκατομμύρια
ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ασθένεια προκλήθηκε από
μετάλλαξη του ιού Η1Ν1 και είχε τα συμπτώματα μιας κοινής γρίπης.
Αρχικά οι γιατροί δεν κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με μια φονική
πανδημία και δεν πρότειναν κανένα προληπτικό μέτρο. Σημαντικό
χαρακτηριστικό της ασθένειας ήταν ότι μόλυνε κυρίως νεαρά άτομα, τα
οποία συνήθως δεν περιλαμβάνονται στις ευπαθείς ομάδες του
πληθυσμού. Πολλά από τα άτομα που προσβάλλονταν από τη γρίπη,
πέθαιναν μέσα ένα 24ωρο. Στη μεγάλη θνησιμότητα συντελούσαν και οι
ιατρικές συνθήκες της εποχής, καθώς δεν υπήρχαν αντιβιοτικά, ούτε
κατάλληλοι χώροι νοσηλείας. Οι περισσότεροι που έχαναν τη ζωή τους
είχαν πάθει λοίμωξη του αναπνευστικού εξαιτίας της γρίπης.
Ξεκίνησε από το Χονγκ Κονγκ και εξαπλώθηκε σε όλη την Κίνα και
έπειτα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ασιατική γρίπη έγινε ευρέως
διαδεδομένη στην Αγγλία όπου, σε έξι μήνες, απεβίωσαν 14.000
άνθρωποι. Ένα δεύτερο κύμα ακολούθησε στις αρχές του 1958,
προκαλώντας συνολικά περίπου 1,1 εκατ. θανάτους παγκοσμίως, με
39
1981 – HIV/AIDS.
SARS (2002-2003)
Η γρίπη πρωτοεμφανίστηκε στο Μεξικό, ενώ τον Ιούνιο του 2009
ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε πως η επιδημία είχε
μεταβληθεί σε πανδημία.
Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για την ασθένεια. Η νόσος έχει υψηλά
ποσοστά θνησιμότητας: ποσοστό 50% έως και 90% των ατόμων που
μολύνονται από τον ιό, καταλήγει συνήθως στον θάνατο. Το EVD
εντοπίστηκε για πρώτη φορά στο Σουδάν και τη Λαϊκή Δημοκρατία του
Κονγκό. Κρούσματα της νόσου εμφανίζονται συνήθως σε τροπικές
περιοχές της Υποσαχάριας Αφρικής. Από το 1976 όταν εντοπίστηκε για
πρώτη φορά, έως το 2013, έχουν μολυνθεί λιγότερα από 1.000 άτομα ανά
έτος. Η μεγαλύτερη έξαρση μέχρι σήμερα ήταν η συνεχιζόμενη Έξαρση
του ιού Έμπολα 2014, η οποία επηρέασε τη Γουινέα, τη Σιέρα Λεόνε,
τη Λιβερία και τη Νιγηρία. Ήδη, τον Αύγουστο του 2014 έχουν
εντοπιστεί περισσότερα από 1.600 κρούσματα. Οι προσπάθειες για τη
δημιουργία ενός εμβολίου συνεχίζονται, ωστόσο, το κατάλληλο εμβόλιο
δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.
Όμως, και το ρήμα ιάομαι -ώμαι (θεραπεύω) είναι αντίστοιχα αρχαίο και
αποδίδει ακριβώς την ανθρώπινη ικανότητα να διαχειρίζεται όλα τα
δεινά, που στην πορεία των αιώνων και των χιλιετιών αποδόθηκαν σε
πλανητική ανισορροπία, σε θεϊκή τιμωρία, σε ανθρώπινη πλεονεξία και
ματαιοδοξία…
Ένας κρουνός στη μνήμη του γιατρού που ανακάλυψε τον τρόπο
μετάδοσης της χολέρας!
Μία νέα μολυσματική νόσος, που εμφανίζεται και πάλι στην Ασία, η
χολέρα, πλήττει την ανθρωπότητα περιοδικά και για κάμποσους αιώνες.
Προκαλείται από το δονάκιο (βακτήριο) της χολέρας και ενδημεί όπου
υπάρχει βρόμικο νερό και απέχουν συνθήκες υγιεινής σε ζωή και
διατροφή. Προσβάλλει κατά κανόνα το λεπτό έντερο και με κύρια
συμπτώματα την έντονη διάρροια και τον υψηλό πυρετό προκαλεί
αφυδάτωση. Μεταδίδεται μέσω του νερού και τροφής, που έχει μολυνθεί
από εκκρίματα ατόμων, τα οποία έχουν προσβληθεί από τη νόσο.
ΣΣ: Στο σημείο του Soho, όπου υπήρχε η αντλία νερού, που έγινε
αφορμή για τη μετάδοση της φονικής νόσου στην Αγγλία, βρίσκεται
σήμερα κρουνός με το όνομα του Τζον Σνόου. Τοποθετήθηκε το 2015
(ύστερα από ανάπλαση της περιοχής) εκεί που -κατά τις περιγραφές ήταν
εγκατεστημένη η περίφημη βρύση- κοντά στην ιστορική pub, που φέρει
επίσης το όνομα του γιατρού.
Αλλά η ιατρική έρευνα έκανε και εδώ το θαύμα της. Μετά την
απομόνωση και ταυτοποίηση του βακίλου της φυματίωσης από τον
γιατρό Ρόμπερτ Κοχ, με φάρμακα και σειρά εναλλακτικών εφαρμογών,
υδροθεραπείες, ηρεμοθεραπείες ή αεροθεραπείες, οι επιστήμονες
καταφέρνουν να θέσουν τη νόσο σε περιορισμό και να της επιφέρουν το
τελειωτικό χτύπημα. Η φυματίωση πια, όπου εμφανίζεται, εύκολα
θεραπεύεται.
Ιστορικό
Η Σπάρτη και οι σύμμαχοί της, με την εξαίρεση της Κορίνθου, είχαν την
στρατιωτική τους ισχύ κυρίως στην ξηρά και μπορούσαν να
συγκεντρώσουν μεγάλους στρατούς οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι.
Υπό την αρχηγία του Περικλή, οι Αθηναίοι υποχώρησαν εντός των
τειχών της πόλης και βασίστηκαν στην υπεροπλία του Αθηναϊκού στόλου
ώστε να λαμβάνουν τις προμήθειες τους.
Λοιμός σε αρχαία πόλη, πίνακας του 17ου αιώνα του Μίχιελ Σβέιρτς, ο
οποίος θεωρείται πως αναφέρεται στο λοιμό των Αθηνών [10][11]
Μια άλλη περιγραφή από τον αρχαίο κόσμο είναι αυτή του Ρωμαίου
φιλοσόφου Λουκρήτιου τον 1ο αιώνα π.Χ., ο οποίος στο έργο του Περί
της φύσεως των πραγμάτων περιγράφοντας τα συμπτώματα του λοιμού
51
Κοινωνικές επιπτώσεις
Παρανομία
Θρησκευτική αβεβαιότητα
Επίσης θεωρήθηκε από τους Αθηναίους πως ο λοιμός ήταν σημάδι πως οι
θεοί ήταν με το μέρος της Σπάρτης. Ένας χρησμός ανέφερε πως ο ίδιος ο
52
Όσοι είχαν την τύχη να επιζήσουν, ανέπτυξαν ανοσία στον λοιμό και έτσι
έγιναν οι πρώτοι που άρχισαν να φροντίζουν αποτελεσματικά όσους
είχαν προσβληθεί από την ασθένεια και ζούσαν ακόμα.[4]
Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για τις εμφανίσεις λοιμού στις αρχές του
21ου αιώνα
Τύφος
Τυφοειδής πυρετός
Μια άλλη ανάλυση DNA του πολφού των δοντιών που έγινε το 2005 από
Έλληνες επιστήμονες, συμπέρανε πως οι ακολουθίες του DNA ήταν
παρόμοιες αυτές του οργανισμού που προκαλεί τυφοειδή πυρετό, με τα
συμπτώματα να μοιάζουν με αυτά που περιγράφει ο Θουκυδίδης.[14][19][20]
Παραπομπές
1.
Σχετική βιβλιογραφία
Στα ελληνικά
Ξενόγλωσση
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
ισάριθμοι όσων στην αρχή της κρίσης δήλωναν σίγουροι πως θα τον
μεταφέρουν στη Δύση οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, έτσι κι αλλιώς
μολυσμένοι στις κυρίαρχες αναπαραστάσεις μας. Το ότι δεν ήρθαν έτσι
τα πράγματα, δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν θα μπορούσε να έχουν έρθει.
Οπερ έδει δείξαι...
Πηγή: Η Καθημερινή
Ο λοιμός που ενέσκηψε στην Αρχαία Αθήνα στην αρχή του «θέρους» ,
την ΄Ανοιξη δηλαδή, του 430 π.Χ., κατά το 2ο έτος του πελοποννησιακού
πολέμου (431-404 π.Χ.), αλλά και η ανθρώπινη συμπεριφορά, μας
δίνουν την ευκαιρία να παρατηρήσουμε ορισμένες ομοιότητές τους με
την τωρινή επιδημία του κορονοϊού, ασχέτως αν ο αρχαίος λοιμός
πιθανολογείται ως τυφώδης πυρετός ή πανώλη βαριάς μορφής ενώ ο
τωρινός αναγνωρίζεται ως είδος γριπώδους ιού. Οι πληροφορίες μας για
τον πρώτο περιέχονται στο Β΄ βιβλίο των ιστοριών του Θουκυδίδη
(κεφάλαια 47-54) στα οποία και γίνονται οι παραπομπές.
11.Δε απολείπουν ακόμα στις μέρες μας και oι οπαδοί ακραίων
παραθρησκευτικών ομάδων, οι οποίοι αποδίδουν τις επιδημίες
στην ένδειξη θειικής οργής απέναντι στον ηθικό εκτροχιασμό του
ανθρώπου και σε υπόδειξη προς την ανθρωπότητα να
συμμορφωθεί στους θεϊκούς νόμους. ΄Ετσι και τον αθηναϊκό λοιμό
προξένησε ο θεός Απόλλωνας, ο οποίος έδωσε χρησμό στους
Λακεδαιμονίους ότι θα νικήσουν και μάλιστα ότι θα βοηθήσει και
ο ίδιος: «μνήμη δε εγένετο (πάλι εδώ ο ορθολογιστής Θουκυδίδης)
και του Λακεδαιμονίων χρηστηρίου…. …και αυτός έφη
ξυλλήψεσθαι»(54,4).
Θουκυδίδης. Ιστορίαι
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
ΒΙΒΛΙΟΝ Β΄
Μετάφραση
Βιβλίον Β΄
Κάποιος άλλωστε από τους Πλαταιείς έκλεισε τας πύλας, από τας οποίας
είχαν εισέλθει και
αι οποίαι ήσαν αι μόναι ανοικταί, μεταχειρισθείς προς τούτο το οξύ
άκρον ακοντίου, το
οποίον ενέβαλεν αντί βαλάνου εις τον μοχλόν, εις τρόπον ώστε ούτε από
το μέρος τούτο
υπήρχε πλέον έξοδος.
Ως εκ τούτου, καταδιωκόμενοι προς όλας τας διευθύνσεις της πόλεως,
άλλοι από αυτούς
ανέβησαν εις το τείχος και ερρίφθησαν προς τα έξω και οι περισσότεροι
εσκοτώθησαν,
άλλοι έφθασαν εις αφύλακτον πύλην, όπου κάποια γυναίκα τους έδωκε
πέλεκυν, δια του
οποίου έκοψαν τον μοχλόν, και εξήλθαν απαρατήρητοι, όχι πολλοί όμως
(διότι ταχέως
έγιναν αντιληπτοί), και άλλοι τέλος εις πολλά μέρη της πόλεως
εφονεύοντο σποραδικώς.
Το μεγαλύτερον όμως τμήμα, το οποίον είχε πυκνώσει τας τάξεις του
περισσότερον από
τους άλλους, εισώρμησεν εις ευρύχωρον οίκημα, το οποίον απετέλει
μέρος του τείχους,
και του οποίου η εξώπορτα ευρέθη την στιγμήν εκείνην ανοικτή,
νομίζοντες ότι η εξώπορτα
αυτή ήτο πύλη του φρουρίου και ωδήγει κατ’ ευθείαν προς τα έξω. Οι
Πλαταιείς,
βλέποντες αυτούς αποκλεισμένους, εσυσκέπτοντο αν έπρεπε να βάλουν
φωτιά εις το
οίκημα και τους καύσουν ζώντας, είτε να μεταχειρισθούν κανέν άλλο
μέσον. Τέλος και
αυτοί και όσοι άλλοι από τους Θηβαίους είχαν περισωθή πλανώμενοι ανά
την πόλιν
εσυμφώνησαν να παραδοθούν με τα όπλα των, αφεθέντες εις το έλεος
των Πλαταιέων.
Τοιαύτη υπήρξεν η τύχη των Θηβαίων, όσοι είχαν εισέλθει εντός των
Πλαταιών.
5. Αλλ’ οι επίλοιποι Θηβαίοι, οι οποίοι επρόκειτο κατά τα
προσυμφωνηθέντα να φθάσουν
πανστρατιά, διαρκούσης ακόμη της νυκτός, προς βοήθειαν των
εισελθόντων, εις
περίπτωσιν που η επιχείρησίς των δεν ήθελε τυχόν ευοδωθή, επειδή
έμαθαν συγχρόνως
καθ’ οδόν την είδησιν περί των γενομένων, επέσπευσαν την πορείαν των.
Αι Πλαταιαί
68
απέχουν από τας Θήβας εβδομήντα περίπου σταδίους, και η βροχή που
έπεσε διαρκούσης
της νυκτός τους έκαμε να καθυστερήσουν. Διότι ο Ασωπός ποταμός είχεν
εκχειλίσει και η
διάβασίς του δεν ήτο εύκολος. Ως εκ τούτου, βαίνοντες υπό βροχήν και
με δυσκολίαν
77
διαβάντες τον ποταμόν, έφθασαν πολύ αργά, όταν ήδη άλλοι από τους
εισελθόντας είχαν
φονευθή και άλλοι είχαν συλληφθή ζώντες. Ως έμαθαν οι Θηβαίοι τα
γενόμενα,
διεσκέπτοντο να βάλουν χέρι επί των Πλαταιέων, των ευρισκομένων έξω
της πόλεως, διότι
υπήρχαν εις τους αγρούς και άνθρωποι και παντός είδους κινητά, ως ήτο
φυσικόν, καθόσον
το κακόν έγινεν απροσδοκήτως εν καιρώ ειρήνης, και ήθελαν, αν
συλλάβουν μερικούς, να
τους έχουν ομήρους, αντ’ εκείνων από τους εισελθόντας, όσοι τυχόν
είχαν συλληφθή
ζωντανοί. Αυτά ήσαν τα σχέδια των Θηβαίων. Αλλ’ ενώ ακόμη
διεσκέπτοντο,
υποπτευθέντες οι Πλαταιείς ότι κάτι τοιούτο θα γίνη και φοβηθέντες περί
των έξω,
έστειλαν κήρυκα εις τους Θηβαίους, λέγοντες ότι η ενέργεια των
επιχειρησάντων να
καταλάβουν την πόλιν των εν καιρώ ειρήνης αντέκειτο εις τας γενικώς
ανεγνωρισμένας
αρχάς, που διέπουν τας σχέσεις των πολιτειών, και παραγγέλλοντες να μη
προβούν εις
βίαια μέτρα κατά των εκτός της πόλεως, ειδεμή, εδήλωσαν, θα
φονεύσουν και αυτοί τους
αιχμαλώτους των, ενώ, αν οι Θηβαίοι αποσυρθούν από το έδαφός των, θα
τους
αποδώσουν τους αιχμαλώτους αμέσως. Ούτω διηγούνται τα πράγματα οι
Θηβαίοι, και
ισχυρίζονται ότι οι Πλαταιείς επεβεβαίωσαν την υπόσχεσίν των δι’
όρκου. Αλλ’ οι Πλαταιείς
δεν παραδέχονται ότι υπεσχέθησαν να αποδώσουν αμέσως τους άνδρας,
αλλά μόνον, εάν
τυχόν κατόπιν διαπραγματεύσεων έφθαναν εις συμφωνίαν, και αρνούνται
την δι’ όρκου
επιβεβαίωσιν. Όπως και αν έχη το πράγμα, οι Θηβαίοι απεσύρθησαν από
το έδαφος των
69
της και ήσκουν την διοίκησιν. Συνέβη μάλιστα ενίοτε μερικαί από αυτάς
και πόλεμον να
διεξαγάγουν κατά του βασιλέως, όπως λόγου χάριν οι Ελευσίνιοι, υπό
τον Εύμολπον,
εναντίον του Ερεχθέως. Όταν όμως εβασίλευσεν ο Θησεύς, ο οποίος
ανεδείχθη εξ ίσου
ισχυρός όσον και συνετός ηγεμών, και άλλας μεταρρυθμίσεις εισήγαγεν
εις την χώραν, και
αφού κατήργησε τα Βουλευτήρια και τας Αρχάς των διαφόρων πόλεων,
ωργάνωσεν όλους
τους κατοίκους της Αττικής εις το σημερινόν κράτος των Αθηνών,
εγκαταστήσας εν
Βουλευτήριον και εν Πρυτανείον, και ενώ επέτρεψεν εις τους κατοίκους
των διαφόρων
πόλεων να νέμωνται τα κτήματά των, όπως και πριν, ηνάγκασεν αυτούς
να έχουν μίαν
κοινήν πολιτείαν, τας Αθήνας, αι οποίαι, επειδή όλοι πλέον κατέβαλλαν
τον φόρον προς
αυτάς, έγιναν μεγαλόπολις, και ως τοιαύτη παρεδόθη υπό του Θησέως εις
τους
μεταγενεστέρους. Και από τον καιρόν εκείνον η πόλις των Αθηνών
εορτάζει δια δημοσίας
δαπάνης τα Συνοίκια, εορτήν προς τιμήν της Θεάς. Προηγουμένως την
πόλιν απετέλει η
σημερινή Ακρόπολις και το κάτωθεν αυτής μέρος, μάλιστα το προς νότον
στρεφόμενον.
Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι ναοί όχι μόνον της Αθηνάς,
αλλά και άλλων
θεών ευρίσκονται μέσα εις την Ακρόπολιν, και όσοι είναι έξω από αυτήν
προς τούτο
μάλλον το μέρος της πόλεως είναι κτισμένοι ως λόγου χάριν ο ναός του
Ολυμπίου Διός, του
Πυθίου Απόλλωνος, της Γης, του Λιμναίου Διονύσου, εις τιμήν του
οποίου εορτάζονται την
δωδεκάτην του μηνός Ανθεστηριώνος τα αρχαιότερα Διονύσια, και την
συνήθειαν αυτήν
διατηρούν ακόμη και σήμερον οι Ίωνες, οι καταγόμενοι από τους
Αθηναίους. Εις τον ίδιον,
άλλωστε, χώρον είναι κτισμένοι και άλλοι αρχαίοι ναοί. Και η κρήνη, η
οποία σήμερον
ονομάζεται Εννεάκρουνος, εκ του σχήματος το οποίον εδόθη εις αυτήν
από τους
80
Οινόη, κειμένη εις τα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, ήτο τειχισμένη, και
οι Αθηναίοι
διετήρουν εκεί φρουράν, οσάκις ήθελεν εκραγή πόλεμος. Οι
Λακεδαιμόνιοι, λοιπόν, ενώ
παρεσκευάζοντο δια την επίθεσιν κατά της Οινόης, εχρονοτρίβησαν περί
αυτήν αρκετόν
καιρόν. Δια την βραδύτητα άλλωστε αυτήν ο Αρχίδαμος κατεκρίθη
αυστηρότατα, διότι και
εθεωρήθη ότι κατά την λήψιν της αποφάσεως υπέρ του πολέμου είχεν
ήδη δειχθή χαλαρός
και φιλικώς προς τους Αθηναίους διατεθειμένος, καθόσον εξεφράζετο
απροθύμως υπέρ
του πολέμου. Και αφού πάλιν ήρχισεν η συγκέντρωσις του στρατού, η
μακρά παραμονή
του εις τον Ισθμόν και επί πλέον η βραδύτης κατά την πορείαν, προ
πάντων όμως η προ της
Οινόης χρονοτριβή, κατέστησαν αυτόν αντικείμενον διαβολών. Διότι οι
Αθηναίοι, εν τω
μεταξύ, συνεπλήρωναν την μεταφοράν των εντός της πόλεως, ενώ οι
Πελοποννήσιοι
επίστευαν ότι αν έλειπεν η αναβλητικότης του, ημπορούσαν,
προελαύνοντες
εσπευσμένως, να προφθάσουν το κάθε τι ακόμη έξω. Τοιαύτην
εδοκίμαζεν ο στρατός
αγανάκτησιν κατά του Αρχιδάμου, εφόσον έχανε τον καιρόν του προ της
Οινόης. Εκείνος
όμως ανέβαλλε την προέλασιν, διότι ήλπιζεν, ως λέγεται, ότι οι Αθηναίοι
θα εγίνοντο
ενδοτικώτεροι, εφόσον η γη των ήτο ακόμη ανέπαφος και θα εδίσταζαν
να την αφίσουν να
ερημωθή.
19. Αφού, όμως, επιτεθέντες εναντίον της Οινόης, και δοκιμάσαντες να
την κυριεύσουν με
κάθε δυνατόν μέσον, δεν το κατώρθωναν, και οι Αθηναίοι, εξ άλλου,
καμμίαν δεν έδειχναν
διάθεσιν να έλθουν εις διαπραγματεύσεις, τότε πλέον προελάσαντες εξ
αυτής, την
ογδοηκοστήν περίπου ημέραν μετά τα γεγονότα των Πλαταιών,
μεσούντος του θέρους και
84
κατά την εποχήν που ωριμάζει ο σίτος, εισέβαλαν εις την Αττικήν, υπό
την αρχηγίαν του
βασιλέως των Λακεδαιμονίων Αρχιδάμου, του υιού του Ζευξιδάμου. Και
83
85
εις μάχην, και εθεώρουν αυτόν αίτιον όλων των παθημάτων των.
22. Ο Περικλής, εν τούτοις, βλέπων αυτούς εξηρεθισμένους δια την
παρούσαν κατάστασιν
και μη ορθοφρονούντας, πεπεισμένος δ’ εξ άλλου ότι είχε δίκαιον
αρνούμενος την έξοδον,
όχι μόνον την συνέλευσιν του λαού δεν συνεκάλει, αλλ’ ούτε άλλην
συνάθροισιν, εκ φόβου
μήπως, εάν συνήρχοντο, επικρατήση πολύ περισσότερον το πάθος παρά
η κρίσις και
λάβουν εσφαλμένας αποφάσεις. Ελάμβανεν όμως και όλα τα δυνατά
μέτρα, όπως
προφυλάξη την πόλιν και από εξωτερικήν επίθεσιν και από διατάραξιν
της εσωτερικής
ησυχίας. Εξέπεμπεν, εν τούτοις, διαρκώς αποσπάσματα ιππικού, όπως
παρεμποδίζουν
προσκόπους της εχθρικής στρατιάς από του να εισορμούν εις τα πλησίον
της πόλεως
κτήματα και καταστρέφουν αυτά. Συνέβη μάλιστα περί τη Φρύγια
σύντομος αψιμαχία,
μεταξύ ίλης, αφ’ ενός, Αθηναϊκού ιππικού, βοηθουμένης από Θεσσαλούς
ιππείς, και του
Βοιωτικού ιππικού, εξ άλλου, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι και οι
Θεσσαλοί αντεστάθησαν
επιτυχώς, έως ότου ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν, όταν οι οπλίται
ήλθαν εις ενίσχυσιν
των Βοιωτών. Κατά την συμπλοκήν αυτήν, εφονεύθησαν μερικοί από
τους Αθηναίους και
τους Θεσσαλούς, κατώρθωσαν όμως να παραλάβουν αυθημερόν τους
νεκρούς των, χωρίς
να ζητήσουν προς τούτο ανακωχήν. Οι Πελοποννήσιοι, εξ άλλου,
έστησαν τρόπαιον την
επιούσαν. Η επικουρική αυτή δύναμις των Θεσσαλών είχε σταλή προς
τους Αθηναίους
κατά τους όρους της παλαιάς προς αυτούς συμμαχίας, και απετελείτο από
Λαρισαίους,
Φαρσαλίους, Κραννωνίους, Πυρασίους, Γυρτωνίους και Φεραίους. Ήσαν
δ’ επί κεφαλής
αυτών από την Λάρισαν μεν ο Πολυμήδης και ο Αριστόνους,
αντιπροσωπεύων έκαστος την
μερίδα του, από τα Φάρσαλα δε ο Μένων. Και οι άλλοι όμως είχαν
χωριστούς αρχηγούς δι’
εκάστην πόλιν.
86
Τηρέα, ο οποίος είχε νυμφευθή από τας Αθήνας την Πρόκνην, θυγατέρα
του Πανδίονος,
καμμίαν δεν έχει συγγένειαν ο Τήρης αυτός, ουδέ καν από την ιδίαν
Θράκην κατήγοντο. Ο
Τηρεύς τωόντι κατώκει εις την Δαύλειαν, της περιφερείας, η οποία
σήμερον ονομάζεται
Φωκίς, και η οποία τότε κατωκείτο από Θράκας, και εις την χώραν αυτήν
αι δύο γυναίκες,
Πρόκνη και Φιλομήλα, διέπραξαν το εναντίον του Ίτυος ανοσιούργημα.
Πολλοί από τους
ποιητάς μάλιστα, οσάκις μνημονεύουν την αηδόνα, επονομάζουν το
πτηνόν τούτο
Δαυλιάδα. Άλλωστε ο Πανδίων φυσικώτερον ήτο να δώση εις γάμον την
θυγατέρα του εις
τόσον μικράν απόστασιν, χάριν αμοιβαίας υποστηρίξεως, παρά μεταξύ
των Οδρυσών, εις
απόστασιν τόσων ημερών δρόμου. Ενώ ο Τήρης, περί του οποίου
ενταύθα ο λόγος, και ο
οποίος υπήρξεν ο πρώτος κραταιός βασιλεύς των Οδρυσών, ούτε καν το
ίδιον όνομα είχε.
Τούτου ακριβώς τον υιόν Σιτάλκην επεδίωκαν να καταστήσουν
σύμμαχον οι Αθηναίοι, διότι
ήθελαν να τους συνδράμη να καθυποτάξουν τας πόλεις της Χαλκιδικής
και νικήσουν τον
Περδίκκαν. Ο Νυμφόδωρος, ελθών εις τας Αθήνας, συνεπεία της
προσκλήσεως αυτής,
επέτυχεν όχι μόνον την συμμαχίαν προς τον Σιτάλκην να
πραγματοποιήση, αλλά και τον
υιόν του Σιτάλκου, Σάδοκον, να πολιτογραφήση Αθηναίον. Υπεσχέθη
προς τούτοις να
τερματίση τον πόλεμον της Χαλκιδικής, πείθων τον Σιτάλκην να στείλη
εις τους Αθηναίους
στρατόν από Θράκας ιππείς και πελταστάς. Συγχρόνως εσυμβίβασε τους
Αθηναίους και με
τον Περδίκκαν, πείσας αυτούς να του αποδώσουν την Θέρμην. Συνεπεία
τούτου ο
Περδίκκας εξεστράτευσεν ευθύς εναντίον των Χαλκιδέων, ενωθείς με
τους Αθηναίους και
ιδίως με τον Φορμίωνα. Και κατ’ αυτόν τον τρόπον σύμμαχος των
Αθηναίων έγινεν όχι
μόνον ο Σιτάλκης, ο υιός του Τήρεω και βασιλεύς των Θρακών, αλλά και
ο Περδίκκας, υιός
του Αλεξάνδρου και βασιλεύς των Μακεδόνων.
91
ότι και αρμόζοντα εις την παρούσαν περίστασιν είναι να λεχθούν αυτά
και συμφέρον ν’
ακουσθούν με προσοχήν από την πολυάριθμον αυτήν συνάθροισιν
πολιτών και ξένων.
37. «Ζώμεν τωόντι υπό πολίτευμα, το οποίον δεν επιζητεί ν’ αντιγράφη
τους νόμους των
άλλων, αλλ’ είμεθα ημείς μάλλον υπόδειγμα εις τους άλλους παρά
μιμηταί αυτών. Και
καλείται μεν το πολίτευμά μας δημοκρατία, λόγω του ότι η κυβέρνησις
του κράτους
ευρίσκεται όχι εις χείρας των ολίγων, αλλά των πολλών. Αλλά δια μεν
των νόμων
ασφαλίζεται εις όλους ισότης δικαιοσύνης δια τα ιδιωτικά των
συμφέροντα, ενώ υπό την
έποψιν της κοινής εκτιμήσεως, έκαστος πολίτης προτιμάται εις τα
δημόσια αξιώματα, όχι
διότι ανήκει εις ωρισμένην κοινωνικήν τάξιν, αλλά δια την προσωπικήν
του αξίαν, εφόσον
διακρίνεται εις κάποιον κλάδον. Ούτε, εξ άλλου, εκείνος που είναι
πτωχός, ημπορεί όμως
να προσφέρη υπηρεσίας εις την πόλιν, ευρίσκει εμπόδιον εις τούτο, ένεκα
της κοινωνικής
του αφανείας. Και όχι μόνον εις τον δημόσιόν μας βίον πολιτευόμεθα με
πνεύμα
ελευθέριον, αλλά και εις την αναμεταξύ μας καθημερινήν επικοινωνίαν
είμεθα ελεύθεροι
καχυποψίας, διότι δεν αγανακτούμεν εναντίον των άλλων δι’ όσα
πράττουν χάριν της
ευχαριστήσεώς των, ούτε προσλαμβάνομεν απέναντί των φυσιογνωμίαν
σκυθρωπής
αποδοκιμασίας, η οποία δεν ζημιώνει αληθώς, πληγώνει όμως. Αλλ’ ενώ
εις τας ιδιωτικάς
μας σχέσεις αποφεύγομεν να φαινώμεθα δυσάρεστοι, εις τον δημόσιόν
μας βίον
αποφεύγομεν την παρανομίαν, από ευλάβειαν προ πάντων προς τας
επιταγάς των
εκάστοτε αρχόντων και των νόμων, εκείνων ιδίως εξ αυτών, όσοι έχουν
τεθή είτε προς
υπεράσπισιν των αδικουμένων, είτε, μολονότι άγραφοι, φέρουν
αναμφισβήτητον όνειδος
εις τους παραβάτας των.
38. «Αλλ’ επί πλέον επρονοήσαμεν κατά πολλούς τρόπους και δια την
ανάπαυσιν του
97
πνεύματος από τους κόπους. Διότι έχομεν και αγώνας και ιεράς
πανηγύρεις καθιερωμένας
καθ’ όλον το έτος και κατοικίας ευπρεπείς. Και η καθημερινή τέρψις, την
οποίαν
ποριζόμεθα από αυτάς, αποδιώκει τας μερίμνας της ζωής. Χάρις εις το
μεγαλείον της
πόλεώς μας, εξ άλλου, τα πάντα συρρέουν εις αυτήν από όλα τα μέρη του
κόσμου, και
συμβαίνει τοιουτοτρόπως ν’ απολαμβάνωμεν τ’ αγαθά των άλλων
ανθρώπων, ως να ήσαν
τόσον ιδικά μας, όσον και τα προϊόντα της ιδίας ημών χώρας.
39. «Διαφέρομεν δ’ επίσης από τους αντιπάλους και ως προς την άσκησιν
εις τα πολεμικά
91
πράγματα κατά τούτο, ότι δηλαδή πρώτον μεν έχομεν τας πύλας της
πόλεώς μας ανοικτάς
εις όλους, και ουδέποτε δια ξενηλασίας εμποδίζομεν κανένα να μάθη ή
ίδη κάτι τι, εκ
φόβου μήπως, εάν δεν το κρύψωμεν, το ίδη κανείς από τους εχθρούς μας
και ωφεληθή.
Διότι την εμπιστοσύνην μας στηρίζομεν όχι εις τας προετοιμασίας ή εις
τα πολεμικά
τεχνάσματα, αλλ’ εις την προσωπικήν μας κατά την ώραν της δράσεως
ευψυχίαν. Έπειτα
δε, προκειμένου περί της ανατροφής, εκείνοι μεν από της παιδικής
ηλικίας δι’ επιπόνου
ασκήσεως επιδώκουν να γίνουν ανδρείοι, ενώ ημείς μολονότι
ακολουθούμεν τρόπον ζωής
αβίαστον, είμεθα εξ ίσου ικανοί να προκινδυνεύωμεν, αγωνιζόμενοι προς
ισοπάλους
εχθρούς. Απόδειξις τούτου είναι ότι ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν
εναντίον του
εδάφους μας, όχι μόνοι, αλλά με όλους τους συμμάχους των, ημείς
εκστρατεύομεν
εναντίον των άλλων μόνοι, και μολονότι πολεμούμεν εις ξένην χώραν
εναντίον ανθρώπων
προασπιζόντων το ίδιον έδαφος τους νικώμεν κατά κανόνα χωρίς
δυσκολίαν. Προσθέσατε
εις τούτο ότι κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισεν ηνωμένην
την δύναμίν μας,
διότι κατά τον ίδιον καιρόν όχι μόνον δια το ναυτικόν μας φροντίζομεν,
αλλά και κατά
98
της συζητήσεως, πριν έλθη η ώρα της δράσεως. Διότι και κατά τούτο
διαφέρομεν τωόντι
πολύ από τους άλλους, ότι είμεθα εξαιρετικώς τολμηροί εις την δράσιν
και σύγχρονως
μελετώμεν οι ίδιοι κατά βάθος όσα πρόκειται να επιχειρήσωμεν, ενώ εις
τους άλλους,
αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν.
Εκείνοι, άλλωστε, θα
εθεωρούντο δικαίως ως έχοντες μεγίστην ευψυχίαν όσοι, μολονότι έχων
καθαρωτάτην
αντίληψιν και των δεινών του πολέμου και των τερπνών της ειρήνης, δεν
υποχωρούν, εν
τούτοις, απέναντι των κινδύνων. Και ως προς την ευγένειαν ακόμη των
αισθημάτων μας
απέναντι των άλλων, ευρισκόμεθα εις αντίθεσιν προς τους πολλούς. Διότι
τους φίλους μας
επιδιώκομεν ν’ αποκτήσωμεν όχι ευεργετούμενοι από αυτούς, αλλ’
ευεργετούντες αυτούς.
Καθόσον ο ευεργετήσας είναι φίλος ασφαλέστερος από τον
ευεργετούμενον, διότι
επιδιώκει δια της συνεχίσεως της προς αυτόν ευμενείας να διατηρήση την
ευγνωμοσύνην
92
του. Ενώ ο ευεργετηθείς είναι μάλλον αδιάφορος φίλος, καθόσον
γνωρίζει ότι θ’
ανταποδώση την προς αυτόν χάριν όχι ως εύνοιαν, αλλ’ ως εξόφλησιν
χρέους. Και μόνοι
αφόβως ωφελούμεν άλλους όχι από υπολογισμόν δια το ιδικόν μας
υλικόν συμφέρον, αλλ’
από εμπιστοσύνην προς το ελευθέριον πνεύμα, από το οποίον
εμπνεόμεθα.
41. «Συγκεφαλαιώνων, λοιπόν, λέγω ότι και το σύνολον της πόλεως είναι
γενικόν της
Ελλάδος σχολείον, και καθείς από τους συμπολίτας μας μου φαίνεται ως
να συγκεντρώνη
εις την προσωπικότητά του την ικανότητα να προσαρμόζεται εις τας
ποικιλωτάτας
εκφάνσεις της δραστηριότητος με την μεγαλυτέραν ευστροφίαν και
χάριν. Και ότι τούτο
δεν είναι κομπορρημοσύνη, επιβαλλομένη από την παρούσαν ευκαιρίαν,
αλλά η
πραγματική αλήθεια, αποδεικνύει ακριβώς η δύναμις της πόλεως, την
οποίαν τα
100
43. «Και αυτοί μεν εδείχθησαν τοιουτοτρόπως άξιοι της πόλεως. Σεις, εξ’
άλλου, οι
επιζώντες οφείλετε να θεωρήσετε καθήκον σας, όπως επιδείξετε προς
τους εχθρούς
φρόνημα όχι ολιγώτερον τολμηρόν, μολονότι πρέπει να εύχεστε όπως
τούτο οδηγήση εις
έκβασιν ολιγώτερον ολεθρίαν. Την ωφέλειαν δε τούτου οφείλετε να
κρίνετε όχι απλώς επί
τη βάσει των λόγων ρήτορος, ο οποίος ημπορούσε να μακρηγορήση,
εκθέτων προς
ανθρώπους γνωρίζοντας εξ ίσου καλά όσον και εκείνος όλα τα
πλεονεκτήματα που
συνεπάγεται η απόκρουσις του εχθρού. Αλλ’ οφείλετε μάλλον καθ’
εκάστην να
προσηλώνετε τα βλέμματά σας προς τας ορατάς εκδηλώσεις της
δυνάμεως της πόλεως,
έως ότου γίνετε θαυμασταί της. Και όταν εμπνευσθήτε από την θέαν του
μεγαλείου της, να
σκεφθήτε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνδρες τολμηροί, οι οποίοι
εγνώριζαν τί έπρεπε να
πράξουν και κατά την ώραν του κινδύνου ωδηγούντο από υψηλόν
αίσθημα τιμής, και οι
οποίοι, εάν ποτέ ήθελαν αποτύχει εις καμμίαν επιχείρησιν, έκριναν
αποφασιστικώς ότι η
πατρίς των τουλάχιστον δεν έπρεπε να στερηθή την ανδρείαν των, και
προσέφεραν την
ζωήν των ως τον ενδοξότερον υπέρ αυτής έρανον. Καθόσον, θυσιάζοντες
την ζωήν των δια
το κοινόν καλόν, εκέρδιζαν υπέρ εαυτών τον αθάνατον έπαινον, και
τάφον επισημότατον,
όχι τόσον τον τάφον, εις τον οποίον κείνται, όσον εκείνον, εις τον οποίον
η δόξα των επιζή
αείμνηστος, πανηγυριζομένη είτε δια λόγων, είτε δια τελετών εις κάθε
ευκαιρίαν. Διότι των
επιφανών ανδρών τάφος είναι όλη η γη, και δεν διαμνημονεύονται αυτοί
μόνον εις την
ιδικήν των πατρίδα δι’ επιτυμβίων στηλών και επιγραφών, αλλά και εις
την ξένην
διατηρείται άγραφος η μνήμη των, χαραγμένη εις το πνεύμα εκάστου
μάλλον παρά εις
υλικά μνημεία. Τους άνδρας αυτούς οφείλετε να μιμηθήτε, και
θεωρούντες ότι θεμέλιον
103
και εις την πόλιν θα παράσχη διττήν ωφέλειαν, και λόγω μη ελαττώσεως
του πληθυσμού
και λόγω ασφαλείας. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχουν την ιδίαν αξίαν ή
να είναι επίσης
δίκαιαι αι περί των δημοσίων πραγμάτων γνώμαι εκείνων, όσοι δεν
έχουν, όπως οι άλλοι,
τέκνα δια να μετάσχουν των ιδίων κινδύνων. Όσοι, εξ άλλου, είσθε
γέροντες, πρέπει να
νομίζετε ότι ο μεν ήδη διανυθείς μακρότερος βίος, κατά τον οποίον
υπήρξατε ευτυχείς,
είναι κέρδος, ο δε παρών θα είναι σύντομος, και ν’ ανακουφίζεσθε με την
δόξαν των
νεκρών αυτών εδώ. Διότι μόνον η αγάπη των τιμών δεν γηράσκει ποτέ,
και όταν κανείς
φθάση εις την άκαρπον περίοδον της ζωής, όχι τόσον το κέρδος, όπως
μερικοί ισχυρίζονται
όσον αι τιμαί παρέχουν την μεγαλυτέραν τέρψιν.
45. «Δι’ όσους δε από τους παρόντας είσθε τέκνα ή αδελφοί των
πεσόντων, βλέπω τον
αγώνα της προς αυτούς αμίλλης του να φανήτε αντάξιοι των δυσχερή
(διότι τους νεκρούς
συνηθίζουν οι πάντες να εγωμιάζουν), και οσονδήποτε υπέροχον
ανδρείαν και αν
επιδείξετε, μόλις θα θεωρηθήτε δεν λέγω βέβαια όμοιοι, αλλ’ ολίγον
κατώτεροι απ’
αυτούς. Διότι, μεταξύ των ζώντων επικρατεί φθόνος προς τους
αντιπάλους, ενώ εκείνοι
που δεν αποτελούν πλέον εμπόδιον δια τους άλλους τιμώνται πάντοτε δι’
ευνοίας, κατά
της οποίας κανείς δεν αντιτάσσεται. Αλλ’ εάν πρέπη να μνημονεύσω
οπωσδήποτε και την
αρετήν των γυναικών εκείνων, όσαι του λοιπού θα ζήσουν ως χήραι, θα
συγκεφαλαιώσω
την προς αυτάς παραίνεσίν μου εις τας ολίγας αυτάς λέξεις. Μεγάλη
αληθώς θα είναι η
δόξα δια σας, εάν δεν δειχθήτε κατώτεραι της γυναικείας φύσεως, και
επίσης μεγάλη δι’
εκείνας από σας, περί των αρετών ή ελαττωμάτων των οποίων όσον το
δυνατόν ολιγώτερος
γίνεται λόγος μεταξύ των ανδρών.
46. «Εξεπλήρωσα το υπό του νόμου επιβαλλόμενον καθήκον, εκθέσας
δια του λόγου μου
105
όσα είχα πρόσφορα προς τιμήν των πεσόντων, οι οποίοι άλλωστε και δι’
έργων ετιμήθησαν
ήδη, εν μέρει μεν δια της δημοσίας ταφής, εν μέρει δε λόγω του ότι η
πόλις αναλαμβάνει
από τούδε να διαθρέψη δημοσία δαπάνη τα τέκνα των, μέχρις ότου
ενηλικιωθούν,
ορίζουσα τοιουτοτρόπως ως βραβείον των τοιούτων αγώνων στέφανον
ωφέλιμον και δια
τους πεσόντας και δια τους επιζώντας. Διότι όπου μέγιστα ορίζονται
βραβεία αρετής, εκεί
και άριστοι πολίται οικούν την πόλιν. Και τώρα, αφού έκαστος εξ υμών
εθρήνησεν αρκετά
τον νεκρόν του απέλθετε εις τα ίδια.»
48. Η νόσος ήρχισε το πρώτον, ως λέγεται, από την νοτίως της Αιγύπτου
κειμένην Αιθιοπίαν, από όπου κατέβη έπειτα εις την Αίγυπτον και την
Λιβύην και επεξετάθη εις το πλείστον μέρος της Περσικής
αυτοκρατορίας. Εις δε την πόλιν των Αθηνών ενέσκηψεν αιφνιδίως και
προσέβαλε κατά πρώτον τους κατοίκους του Πειραιώς, και δια τούτο
ελέχθη από αυτούς ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν ρίψει δηλητήριον εις τας
106
δεξαμενάς, διότι κρήναι δεν υπήρχαν ακόμη εκεί. Αλλ’ ύστερον έφθασε
και εις την άνω πόλιν και από τότε ηύξησε μεγάλως η θνησιμότης.
Καθείς δε, είτε ιατρός, είτε άπειρος της ιατρικής, ημπορεί, αναλόγως της
ατομικής του κρίσεως, να ομιλή περί της πιθανής προελεύσεώς της και
περί των αιτίων, τα οποία νομίζει ικανά να επιφέρουν τοιαύτην
διατάραξιν των υγιεινών συνθηκών. Αλλ’ εγώ, που και ο ίδιος έπαθα από
την νόσον, και με τα ίδια τα μάτια μου είδα άλλους πάσχοντας, θα
εκθέσω την πραγματικήν της πορείαν και θα περιγράψω τα συμπτώματά
της, η ακριβής παρατήρησις των οποίων θα επιτρέψη ασφαλέστερον εις
τον καθένα που θα ήθελε να τα σπουδάση επιμελώς να κάμη την
διάγνωσίν της, εάν ποτέ ήθελε και πάλιν ενσκήψει.
49. Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της
στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ’ εξοχήν απηλλαγμένον από
άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από
καμμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν. Όσοι, εξ άλλου,
ήσαν ως τότε υγιείς, χωρίς καμμίαν φανεράν αιτίαν προσεβάλλοντο
αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και
φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και
η γλώσσα εγένοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτο αφύσικος και
δυσώδης. Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και
βραχνάδα, και μετ’ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος,
συνοδευόμενον από
ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει ναυτίαν
και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα ταλαιπωρίαν, εμετοί
χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών. Και εις άλλους μεν αμέσως,
εις άλλους δε πολύ βραδύτερον, παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν
ατελεσφόρητος, προκαλούσα ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν
κατέπαυεν, εις άλλους δε εξηκολούθει επί πολύ. Το σώμα εξωτερικώς
δεν παρουσιάζετο πολύ θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ’
υπέρυθρον, πελιδνόν, έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών.
Εσωτερικώς όμως εθερμαίνετο τόσον πολύ ώστε οι ασθενείς δεν
ηνείχοντο ούτε ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι
γυμνοί, και μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να
ριφθούν εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει
ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από δίψαν
άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον ποτόν εις ουδέν ωφέλει. Και η
αδυναμία του ν’ αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία, τους εβασάνιζαν
διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την ακμήν της, δεν
κατεβάλλετο, αλλ’ αντείχε καταπληκτικώς εις την ταλαιπωρίαν, ώστε ή
απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην ημέραν εκ του εσωτερικού
πυρετού, πριν εξαντληθούν
107
50. Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί να
περιγραφή επαρκώς δια λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της
προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την ανθρωπίνην
αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα ότι δεν επρόκειτο
δια καμμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας, καθόσον τα όρνεα
και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα, μολονότι πολλοί
νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν επλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα
πτώματα, εψοφούσαν. Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος
εξαφάνισις των ορνέων τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ
των πτωμάτων, ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων,
το αποτέλεσμα ήτο ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι
συμβιούν με τους
ανθρώπους.
από την νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο αμέσως εις απελπισίαν
και εγκατέλειπαν εαυτούς εις την
τύχην και δεν ανθίσταντο κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός ότι
νοσηλεύοντες ο εις τον άλλον, εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν
πρόβατα. Και τούτο προεκάλει τους περισσοτέρους θανάτους, διότι ή
απέφευγαν εκ φόβου να επικοινωνούν προς αλλήλους και οι ασθενείς
απέθνησκαν εγκαταλελειμμένοι, εις τρόπον ώστε πολλαί κατοικίαι
ερημώθησαν δι’ έλλειψιν νοσηλείας, είτε επικοινωνούσαν και
απέθνησκαν εκ της μολύνσεως. Η τελευταία αυτή τύχη επεφυλάσσετο
ιδίως εις τους οπωσδήποτε αντιποιουμένους ευγένειαν αισθημάτων, διότι,
θεωρούντες τούτο καθήκον τιμής, επεσκέπτοντο τους φίλους των,
αψηφούντες τον προσωπικόν κίνδυνον, ενώ αντιθέτως οι ίδιοι οι
συγγενείς, καταβαλλόμενοι από το μέγεθος της συμφοράς, εβαρύνοντο
επί τέλους
και παρήτουν και αυτούς τους θρήνους υπέρ των αποθνησκόντων. Ακόμη
όμως περισσότερον ευσπλαχνίζοντο τους θνήσκοντας και τους ασθενείς
όσοι είχαν θεραπευθή από την νόσον διότι και εγνώριζαν αυτήν εξ ιδίας
πείρας και ήσαν του λοιπού οι ίδιοι πλήρεις θάρρους, καθόσον η νόσος
δεν προσέβαλλε δις τον ίδιον άνθρωπον, μετά κακής τουλάχιστον
εκβάσεως. Και όχι μόνον εμακαρίζοντο αυτοί από τους άλλους, αλλά και
οι ίδιοι, ένεκα της υπερβολής της παρούσης χαράς των, είχαν ως προς το
μέλλον κάποιαν επιπολαίαν ελπίδα, ότι δεν θ’ απέθνησκαν πλέον ούτε
από άλλην ασθένειαν.
52. Αλλά την εκ της νόσου ταλαιπωρίαν επηύξησεν η συγκέντρωσις του
πληθυσμού της υπαίθρου χώρας εντός της πόλεως. Οι νεωστί ιδίως
εισελθόντες υπέφεραν περισσότερον. Διότι δια την έλλειψιν οικιών
ηναγκάζοντο να ζουν εντός παραπηγμάτων πνιγηρών ως εκ του θέρους,
και οι θάνατοι επήρχοντο εν τω μέσω μεγάλης αταξίας. Νεκροί έκειντο οι
μεν επί των δε, και ημιθανείς εκυλίοντο εντός των δρόμων προς όλας τας
κρήνας, ως εκ της ασβέστου δίψης, και οι ιεροί περίβολοι, εντός των
οποίων είχαν κατασκηνώσει, ήσαν πλήρεις νεκρών, οι οποίοι
απέθνησκαν εντός αυτών. Διότι επειδή το κακόν τους κατεβασάνιζεν, οι
άνθρωποι, μη γνωρίζοντες ποίον θα είναι το τέλος των, ολιγώρως είχον
προς πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον. Ως εκ τούτου τα έθιμα, προς τα
οποία συνεμορφώνοντο έως τότε, προκειμένου περί ενταφιασμού,
κατεπατήθησαν όλα, και καθείς έθαπτε τους νεκρούς του όπως
ημπορούσε. Πολλοί μάλιστα, ένεκα ελλείψεως των απαιτουμένων δια την
ταφήν υλικών, λόγω του ότι πολλοί εκ της οικογενείας των είχαν ήδη
προαποθάνει, προσέφευγαν εις μέσα ταφής βδελυρά. Διότι άλλοι μεν
απέθεταν πρώτον τον ιδικόν των νεκρόν επί ξένης πυράς και την
ήναπταν, προλαμβάνοντες εκείνους που την είχαν στήσει, άλλοι δε, ενώ
νεκρός εκαίετο ήδη, έρριπταν επάνω εκείνον που έφεραν και έφευγαν.
109
60. «Και τας εκδηλώσεις της εναντίον μου αγανακτήσεώς σας είχα
προΐδει (διότι καλώς
αντιλαμβάνομαι τας αιτίας αυτής), και την συνέλευσιν συνεκάλεσα ένεκα
τούτου, δια να
απευθύνω μερικάς υπομνήσεις και παρατηρήσεις, εφόσον αδίκως
δυσφορείτε εναντίον
μου, ή δεικνύετε έλλειψιν καρτερίας απέναντι των ατυχιών. Εγώ
τουλάχιστον πιστεύω ότι η
πόλις, η οποία ακμάζει ως σύνολον, ωφελεί περισσότερον τους ιδιώτας,
παρά εάν, ενώ
καθείς από τους πολίτας ευτυχή, εκείνη ως σύνολον αποτυγχάνη. Διότι
άνθρωπος που
ευδοκιμεί εις τας ιδιωτικάς του υποθέσεις, εάν η πατρίς του καταστραφή,
χάνεται και
αυτός μαζί της, ενώ είναι, πολύ μάλλον πιθανόν ότι θα σωθή, εάν
κακοτυχή μεν ο ίδιος, η
πατρίς του όμως ευτυχή. Αφού λοιπόν η μεν πόλις είναι ικανή να βαστά
τας ατυχίας των
ιδιωτών, αλλ’ εις έκαστος από αυτούς ανίκανος να βαστά τας ιδικάς της,
οφείλομεν όλοι να
την υποστηρίξωμεν και όχι να συμπεριφερώμεθα όπως σεις τώρα, οι
οποίοι, τρομαγμένοι
από τας ιδιαιτέρας σας δυστυχίας, παραμελείτε το έργον της σωτηρίας
της πόλεως, και
κατηγορείτε όχι μόνον εμέ, ο οποίος συνεβούλευσα τον πόλεμον, αλλ’
επίσης τους ιδίους
εαυτούς, οι οποίοι τον συναπεφασίσατε με εμέ. Και οργίζεσθε εναντίον
ανδρός τοιούτου
όπως εγώ, ο οποίος νομίζω ότι είμαι ικανώτερος από κάθε άλλον όχι
μόνον να διαγνώσω
τα δέοντα, αλλά και να διαφωτίσω περί αυτών τους άλλους, και επί πλέον
φιλόπατρις και
ανώτερος χρημάτων. Διότι ο δυνάμενος να διαγνώση τα δέοντα, αλλά
παραλείπει να
διαφωτίση περί αυτών τους άλλους, είναι το ίδιον ως να μη αντελήφθη το
πρέπον ορθώς.
Όστις πάλιν έχει και τα δύο αυτά προσόντα, αλλά δεν έχει φιλοπατρίαν,
δεν ημπορεί να
ομιλήση με την ιδίαν αφιλοκερδή αφοσίωσιν δια το κοινόν συμφέρον.
Αλλ’ εάν και
100
φιλοπατρίαν έχη, είναι όμως κατώτερος χρημάτων, τα πάντα ημπορούν
να θυσιασθουν
114
τοιούτο ήτο μέχρι τούδε το πνεύμα της πόλεως αυτής, και πρέπει να
προσέξετε μήπως εξ
αιτίας σας υποστή τούτο μείωσιν. Οφείλετε τουναντίον να γνωρίζετε ότι
η πόλις μας έχει
μέγιστον όνομα εις όλον τον κόσμον, διότι ουδέποτε υπέκυψεν εις τας
συμφοράς, αλλά
έχει θυσιάσει άφθονον αίμα και υποστή πλείστας ταλαιπωρίας εις
πολέμους, και ακόμη ότι
έχει τωόντι μέχρι τούδε δύναμιν μεγίστην, της οποίας η ανάμνησις, και
αν τυχόν ίσως
102
ηθέλαμεν καμφθή ολίγον σήμερον (διότι φυσικός νόμος είναι η ακμή και
παρακμή των
πάντων), θα παραδοθή αλώβητος εις τους μεταγενεστέρους, λόγω του ότι
Έλληνες όντες
ησκήσαμεν ηγεμονίαν επί πλείστων Ελλήνων, και ημπορέσαμεν ν’
αντισταθώμεν εις
μεγίστους πολέμους εναντίον εχθρών, άλλοτε ηνωμένων και άλλοτε
χωρισμένων, και τέλος
υπήρξαμεν πολίται πόλεως μεγίστης και διαθετούσης, αφθονίαν πόρων
παντός είδους. Και
αληθώς, ο μεν επιδιώκων προ παντός την ατομικήν του ησυχίαν ημπορεί
να κατακρίνη,
αλλ’ ο φιλοδοξών ομοίαν με ημάς δράσιν θα επιζητήση να γίνη
συνάμιλλος ημών, εκείνος
δε, όστις δεν κατέχει τοιαύτα πλεονεκτήματα, θα μας φθονήση. Το να
μισούμεθα και να
είμεθα απεχθείς, υπό τας παρούσας περιστάσεις υπήρξεν ο κλήρος όλων
ανεξαιρέτως όσοι
επεδίωξαν να ηγεμονεύσουν επί άλλων, ο εκτιθέμενος όμως εις
απέχθειαν, χάριν υψηλών
σκοπών, ακολουθεί πολιτικήν ορθήν. Διότι το μίσος δεν διαρκεί πολύ,
ενώ ό,τι αποτελεί
την λαμπρότητα του παρόντος παραμένει και ως αείμνηστος δόξα του
μέλλοντος.
Προνοούντες λοιπόν εξ ίσου δια την δόξαν του μέλλοντος, όσον και δια
την αποφυγήν της
καταισχύνης του παρόντος, εξασφαλίσατε αμφότερα, καταβάλλοντες
σήμερον την
αναγκαίαν προσπάθειαν. Μη στέλλετε πρέσβεις προς τους
Λακεδαιμονίους, δια να
υποβάλλετε προτάσεις ειρήνης, μήτε αφήσετε αυτούς να εννοήσουν ότι
αι σημεριναί
119
Επέζησε δε δύο έτη και εξ μήνας μετά την έναρξιν του πολέμου, και
αφού απέθανεν έτι μάλλον κατεδείχθη η ορθότης των προβλέψεών του,
ως προς τον πόλεμον.
Η πολεμική πολιτική του Περικλέους
120
ίσοι ο εις προς τον άλλον, επιδιώκοντες όμως έκαστος να γίνη πρώτος,
ήσαν έτοιμοι και
αυτήν την κατεύθυνσιν των δημοσίων υποθέσεων να θυσιάζουν εις τας
εκάστοτε ορέξεις
του πλήθους. Τοιαύτη όμως αδυναμία, όπως είναι επόμενον, προκειμένου
περί πόλεως
μεγάλης και ασκούσης ηνεμονίαν, ωδήγησε και εις άλλα πολλά
σφάλματα και εις την
Σικελικήν εκστρατείαν της οποίας η αποτυχία ωφείλετο όχι τόσον εις
κακόν υπολογισμόν,
λαμβανομένης υπ’ όψιν της δυνάμεως του εχθρού όσον εις το ότι οι
υπεύθυνοι δια την
εκστρατείαν, μετά τη αποστολήν της, δεν είχαν υπ’ όψιν το συμφέρον
της, αλλά
κατεγίνοντο να διαβάλλουν οι μεν τους δε δια να επιτύχουν την λαϊκήν
ηγεσίαν και ως εκ
τούτου όχι μόνον έγιναν αιτία της χαλαρώσεως των στρατιωτικών
επιχειρήσεων, αλλά και
δια πρώτην φοράν ανεφύησαν εις την πόλιν εσωτερικαί διχόνοιαι. Εν
τούτοις, οι Αθηναίοι,
μετά την απώλειαν του στρατού των και του μεγαλυτέρου μέρους του
στόλου των εις την
Σικελίαν, και ενώ οι εμφύλιοι σπαραγμοί ελυμαίνοντο ήδη την πόλιν,
κατώρθωσαν όμως ν’
ανθέξουν επί δέκα έτη, όχι μόνον κατά των αρχικών εχθρών, αλλά και
κατά των εκ Σικελίας,
όσοι ηνώθησαν με αυτούς, ακόμη δε κατά των περισσοτέρων συμμάχων
των, οι οποίοι
είχαν επαναστατήσει, βραδύτερον δε και κατ’ αυτού του Κύρου, υιού του
Βασιλέως, ο
οποίος ηνώθη με τους Πελοποννησίους και παρείχεν εις αυτούς χρήματα
δια τον στόλον
των, και τότε μόνον υπέκυψαν, όταν, συνεπεία των προσωπικών των
διενέξεων,
συνεκρούσθησαν προς αλλήλους και αυτοκατεστράφησαν. Τόσον είναι
αληθές ότι κατά
την αρχήν του πολέμου ο Περικλής διέθετε πράγματι αφθόνους πόρους,
ώστε να ημπορή
να υποστηρίζη εκ των προτέρων, ότι πολύ ευκόλως θα νικήσουν τους
Πελοποννησίους
κατά τον πόλεμον, εφόσον οι τελευταίοι αυτοί θα ήσαν μόνοι.
Εκστρατεία των Πελοποννησίων κατά της Ζακύνθου
122
επομένως αυτών και των άλλων υπηκόων πόλεων, έχει γίνει ο μεγάλος
αυτός πόλεμος και
όλαι αυταί αι προετοιμασίαι. Το καλλίτερον, επομένως, που έχετε να
κάνετε, είναι να
λάβετε και σεις μέρος εις την απελευθέρωσιν αυτήν και αποδείξετε
τοιουτοτρόπως ότι
μένετε πιστοί εις τους όρκους σας. Ειδεμή, μείνετε ήσυχοι, όπως και
προηγουμένως
επροτείναμεν, διατηρούντες τας κτήσεις σας. Μη λάβετε μέρος μήτε υπέρ
του ενός, μήτε
υπέρ του άλλου, χάριν πολεμικού σκοπού. Και ημείς θ’ αρκεσθώμεν και
εις τούτο μόνον.»
Τα ολίγα αυτά είπεν ο Αρχίδαμος. Οι πρέσβεις των Πλαταιών, αφού τα
ήκουσαν,
επέστρεψαν εις την πόλιν, και αφού ανεκοίνωσαν εις τον λαόν τα
λεχθέντα, απήντησαν ότι
αδυνατούν να δεχθούν τας προτάσεις του άνευ της συγκαταθέσεως των
Αθηναίων (διότι τα
γυναικόπαιδά των ευρίσκοντο εις τας Αθήνας), και ότι εκτός τούτου
εφοβούντο δι’ αυτήν
107
την ύπαρξιν της πόλεώς των, μήπως, μετά την αναχώρησιν των
Λακεδαιμονίων, οι Αθηναίοι
έλθουν και δεν τους επιτρέψουν να μείνουν ουδέτεροι, ή οι Θηβαίοι,
επωφελούμενοι της
διατάξεως της συνθήκης, ότι οι Πλαταιείς υποχρεούνται να δέχωνται
αμφοτέρους,
αποπειραθούν πάλιν να καταλάβουν την πόλιν. Αλλ’ ο Αρχίδαμος, θέλων
να καθησυχάση
τας ανησυχίας των, απήντησεν: «Σας προτείνω να μας παραδώσετε την
πόλιν και τας
οικίας, να διαγράψετε τα όρια της χώρας σας, και αριθμήσετε τα δένδρα
σας, και ό,τι άλλο
ημπορεί ν’ αριθμηθή, ν’ αποσυρθήτε δε σεις οι ίδιοι κατά την διάρκειαν
του πολέμου όπου
θέλετε, και μετά το πέρας αυτού, θα σας αποδώσωμεν ό,τι δήποτε έχομεν
παραλάβει. Εν
τω μεταξύ, θα κρατήσωμεν αυτά ως παρακαταθήκην, καλλιεργούντες τα
κτήματά σας και
καταβάλλοντες ωρισμένον ποσοστόν εκ της προσόδου, όσον είναι ικανόν
να επαρκέση εις
τας ανάγκας σας.»
Πρέσβεις των Πλαταιών εις Αθήνας
129
73. Αφού ήκουσαν αυτά οι Πλαταιείς, επέστρεψαν πάλιν εις την πόλιν,
και συσκεφθέντες
μετά του λαού, απήντησαν ότι επιθυμούν ν’ ανακοινώσουν πρώτον εις
τους Αθηναίους τας
προτάσεις και αν επιτύχουν την συγκατάθεσίν των, να τας εκτελέσουν.
Εν τω μεταξύ όμως
εζήτησαν από τον Αρχίδαμον να τους παραχωρήση ανακωχήν και να μη
ερημώση την
χώραν των. Ο Αρχίδαμος και ανακωχήν παρεχώρησε δι’ όσας ημέρας
υπελογίζετο ότι οι
αντιπρόσωποι που θα μετέβαιναν εις τας Αθήνας εχρειάζοντο δια να
επιστρέψουν, και την
χώραν των δεν ήρχισε να δενδροτομή. Ελθόντες οι πρέσβεις των
Πλαταιών προς τους
Αθηναίους και συσκεφθέντες με αυτούς, επέστρεψαν και ανεκοίνωσαν
εις τον λαόν τα
εξής: «Οι Αθηναίοι, άνδρες Πλαταιείς, ισχυρίζονται ότι ούτε πριν,
αφότου εγίναμεν
σύμμαχοι, σας εγκατέλειψαν ποτέ αδικουμένους, ούτε τώρα θα
επιτρέψουν ν’ αδικηθήτε,
αλλά θα σας βοηθήσουν με όλην των την δύναμιν, και δια τούτο σας
εξορκίζουν εις τους
όρκους που ωρκίσθησαν οι πατέρες σας να μη κάμετε τίποτε αντίθετον
προς την
συμμαχίαν.»
Αι Πλαταιαί πισταί εις την Αθηναϊκήν συμμαχίαν
74. Μετά την ανακοίνωσιν αυτήν των πρέσβεων, οι Πλαταιείς
απεφάσισαν να μη δειχθούν
άπιστοι προς τους Αθηναίους, αλλά ν’ ανεχθούν και την χώραν των να
βλέπουν εν ανάγκη
δενδροτομουμένην και ό,τι δήποτε άλλο τους συμβή να υποφέρουν, και
να μην εξέλθη
κανείς πλέον από την πόλιν, αλλά ν’ αποκριθούν από το τείχος, ότι
αδυνατούν να δεχθούν
τας προτάσεις των Λακεδαιμονίων. Μετά την απάντησιν αυτήν, ο
Αρχίδαμος, θεωρήσας ότι
κάθε περαιτέρω διαπραγμάτευσις ήτο ματαία, ήρχισεν επικαλούμενος
μάρτυρας τους
θεούς και ήρωας της χώρας δια των εξής λόγων «Θεοί και οι ήρωες, όσοι
προστατεύετε την
χώραν των Πλαταιών, επικαλούμαι την μαρτυρίαν σας, ότι και εξ αρχής
η εισβολή μας εις
130
την χώραν αυτήν, εις την οποίαν οι πατέρες μας, επικαλεσθέντες την
βοήθειάν σας,
ενίκησαν τους Πέρσας, και επί της οποίας επετρέψατε εις τους Έλληνας
να διεξαγάγουν
νικηφόρον αγώνα, υπήρξεν όχι αδικαιολόγητος, αλλά συνέπεια του
γεγονότος ότι οι
Πλαταιείς πρώτοι παρεβίασαν τους συμμαχικούς όρκους, τους οποίους
ωρκίσθησαν από
κοινού με ημάς. Και ούτε τώρα θα διαπράξωμεν αδικίαν,προβαίνοντες εις
εχθροπραξίας
εναντίον των, καθόσον, ενώ επανειλημμένως εκάμαμεν προς αυτούς
ευλόγους προτάσεις,
τίποτε δεν κατωρθώσαμεν. Δειχθήτε λοιπόν ευμενείς και επιτρέψατε να
τιμωρηθούν τα
εγκλήματα εκείνων, οι οποίοι πρώτοι αδικούν, και να επιτύχη η εκδίκησις
εκείνων, οι
οποίοι νομίμως προβαίνουν εις αυτήν.»
Πολιορκία των Πλαταιών υπό των Πελοποννησίων
75. Μετά την επίκλησιν αυτήν προς τους θεούς, ήρχισε τας
εχθροπραξίας. Και πρώτον μεν
108
οι Λακεδαιμόνιοι με τα καρποφόρα δένδρα πού έκοψαν κατεσκεύασαν
χαράκωμα γύρω
από την πόλιν δια να εμποδισθή του λοιπού κάθε επικοινωνία προς τα
έξω. Έπειτα ήρχισαν
τον σχηματισμόν αναχώματος πλησίον του τείχους της πόλεως,
ελπίζοντες ότι με την
εργασίαν τόσον πολυαρίθμου στρατού θα κυριεύσουν ταχύτατα την
πόλιν. Κόπτοντες
λοιπόν ξυλείαν από τον Κιθαιρώνα, κατεσκεύασαν εκατέρωθεν του
αναχώματος ξύλινον
πλέγμα αντί τοίχου, δια να συγκρατήται το χώμα κατά το δυνατόν, και
έφεραν
ακαταπαύστως εις το ανάχωμα θάμνους και κλαδιά παντός είδους και
λίθους και χώμα και
ό,τι άλλο ημπορούσε να επισωρευθή επάνω εις το ανάχωμα. Επί
εβδομήντα δε ημέρας και
νύκτας ειργάζοντο συνεχώς, διηρημένοι κατά τμήματα, ώστε ενώ εν
μέρος ήσαν
απησχολημένοι εις την μεταφοράν των υλικών, οι λοιποί ημπορούσαν να
κοιμούνται ή να
τρώγουν. Και οι Λακεδαιμόνιοι διοικηταί των συμμαχικών
στρατευμάτων, εποπτεύοντες
131
μέρος. Επειδή όμως εφοβουντο μήπως παρ’ όλα αυτά δεν ημπορέσουν,
ολίγοι αυτοί, ν’
αντέξουν εναντίον τόσον πολλών, επενόησαν νέον τέχνασμα. Έπαυσαν
εργαζόμενοι εις το
απέναντι του αναχώματος υψηλόν τείχος, αλλ’ ένθεν και ένθεν αυτού,
από το εσωτερικόν
μέρος του αρχικού χαμηλού τείχους, ήρχισαν οικοδομούντες νέον προς
το εσωτερικόν της
πόλεως τοιούτο, σχήματος ημισελήνου, ούτως ώστε, εάν το μέγα τείχος
κυριευθή, να
ημπορέση το νέον τούτο ν’ ανθέξη. Οι εχθροί τοιουτοτρόπως θα
ευρίσκοντο εις την
ανάγκην να εγείρουν νέον ανάχωμα απέναντι αυτού, και καθ’ όσον θα
επροχώρουν προς
το μηνοειδές τείχος, και αι δυσκολίαι των θα εδιπλασιάζοντο και θα
προσεβάλλοντο επί
μάλλον και μάλλον εκ δύο μερών. Αλλά συγχρόνως με την κατασκευήν
του αναχώματος, οι
Πελοποννήσιοι έστησαν και πολιορκητικάς μηχανάς κατά του τείχους
της πόλεως. Μία εξ
αυτών, τοποθετηθείσα επ’ αυτού του αναχώματος, κατέρριψε μέγα μέρος
του υψηλού
τείχους, εμπνεύσασα τρόμον εις τους Πλαταιείς. Άλλαι μηχαναί
ετοποθετήθησαν
έμπροσθεν άλλων μερών του τείχους, αλλά τας τελευταίας αυτάς οι
Πλαταιείς περιέβαλλαν
με βρόχους, και τας ανέτρεπαν. Εκτός τούτου, προσαρτώντες εις τα δύο
άκρα μεγάλων
δοκών μακράς σιδηράς αλύσεως, ε-κρεμούσαν τας δοκούς αυτάς εις δύο
κεραίας, αι
109
οποίαι εστηρίζοντο κατά διεύθυνσιν κεκλιμένην επί του τείχους και
προεξείχαν απ’ αυτό.
Και όταν η πολιορκητική μηχανή έμελλε να προσβάλη κανέν μέρος του
τείχους, ανείλκυαν
τας δοκούς αυτάς κατά διεύθυνσιν εγκαρσίαν προς τας μηχανάς, και
παραιτούντες από τα
χέρια των τας αλύσεις, άφιναν την δοκόν, η οποία, καταπίπτουσα με
μεγάλην ορμήν επί
της μηχανής, απέκοπτε την κεφαλήν του πολιορκητικού κριού.
77. Μετά τούτο, επειδή όχι μόνον αι μηχαναί δεν έφεραν αποτέλεσμα,
αλλά και εναντίον
133
καθόσον δεν ελάμβαναν υπ’ όψιν την μακράν πείραν των Αθηναίων, εν
συγκρίσει προς την
ιδικήν των ολιγοχρόνιον εξάσκησιν. Ως εκ τούτου, υπό την επιρροήν του
πάθους,
ενήργησαν την αποστολήν των συμβούλων, οι οποίοι, μετά την άφιξίν
των, από κοινού
μετά του Κνήμου, όχι μόνον έστειλαν αγγελιαφόρους εις τας συμμάχους
πόλεις,
παραγγέλλοντες ν’ αποστείλουν και άλλα πλοία, αλλά και τα
προϋπάρχοντα εξώπλιζαν
προς ναυμαχίαν. Αλλά και ο Φορμίων έστειλεν αγγελιαφόρους εις τας
Αθήνας, δια να
αναγγείλουν την νίκην και συγχρόνως ανακοινώσουν τας ετοιμασίας του
εχθρού, και εζήτει
να του στείλουν εσπευσμένως όσον το δυνατόν περισσότερα πλοία,
καθόσον από ημέραν
εις ημέραν ανεμένετο διαρκώς νέα ναυμαχία. Οι Αθηναίοι απέστειλαν
προς αυτόν μοίραν
114
από είκοσι πλοία, αλλά διέταξαν τον μοίραρχον να καταπλεύση πρώτον
εις Κρήτην. Διότι ο
Νικίας, Κρητικός από την Γόρτυνα, ο οποίος ήτο πρόξενός των, τους
έπεισε να στείλουν
στόλον κατά της Κυδωνίας, πόλεως εχθρικής, υποσχόμενος να την φέρη
με το μέρος των.
Πράγματι όμως τους εξώθησε, χαριζόμενος εις τους Πολιχνίτας, γείτονας
των Κυδωνιατών.
Τοιουτοτρόπως, ο διοικητής της μοίρας, παραλαβών τα πλοία έσπευσεν
εις Κρήτην, όπου
ήρχισε μαζί με τους Πολιχνίτας να ερημώνη την χώραν των Κυδωνιατών,
και συγχρόνως
ένεκα αντιξόων ανέμων και κακοκαιρίας έχασεν όχι ολίγον καιρόν.
86. Εν τω μεταξύ, ενώ οι Αθηναίοι έχαναν τον καιρόν των εις την
Κρήτην, οι Πελοποννήσιοι,
που είχαν συγκεντρωθή εις την Κυλλήνην, έτοιμοι δια νέαν ναυμαχίαν,
ήλθαν,
παραπλέοντες την ακτήν, εις το Πάνορμον της Αχαΐας, όπου ο κατά
ξηράν στρατός των
είχεν έλθει προς υποστήριξίν των. Και ο Φορμίων, εξ άλλου, παραπλέων
την ακτήν, ήλθεν
εις το Ρίον το Μολυκρικόν και ηγκυροβόλησεν έξωθεν αυτού με τα
είκοσι πλοία, με τα
144
εναυμαχούμεν, έγινεν εν μέρει αιτία της αποτυχίας μας. Ώστε η ήττα μας
δεν υπήρξεν
αποτέλεσμα δειλίας, ουδέ είναι ορθόν το φρόνημα, το οποίον δεν δύναται
να καταβάλη η
βία, και το οποίον έχει εν εαυτώ την δύναμιν ν’ αψηφά τον κίνδυνον, να
αμβλύνεται και να
εξασθενή από τυχαίας περιστάσεις. Όφείλετε τουναντίον να θεωρήσετε
ότι ημπορούν μεν
οι άνθρωποι να υφίστανται ενίοτε αποτυχίας, ένεκα των περιπετειών της
τύχης,αλλ’ ότι
όσοι έχουν γενναίον το φρόνημα οφείλουν εις κάθε περίστασιν να
δεικνύωνται ανδρείοι,
και εφόσον είναι τοιούτοι, δεν ημπορούν, επικαλούμενοι την απειρίαν
των, να
δικαιολογηθούν, διότι εις ωρισμένην περίστασιν εδείχθησαν δειλοί.
Άλλωστε, η υπό
έποψιν πείρας καθυστέρησίς σας είναι μικροτέρα από την υπεροχήν σας
υπό την έποψιν
θάρρους. Ενώ η εμπειρία των εχθρών, την οποίαν κυρίως φοβείσθε, εάν
μεν συνδυάζεται
με ανδρείαν, θα επιτρέψη κατά την ώραν του κινδύνου να ενθυμηθούν
ούτοι και
εφαρμόσουν τα διδάγματά της, χωρίς όμως ευψυχίαν, καμμία τέχνη δεν
αρκεί απέναντι
115
των κινδύνων. Διότι ο φόβος εκπτοεί την μνήμην, η δε τέχνη άνευ
θάρρους είναι άχρηστος.
Οφείλετε δια τούτο ν’ αντιτάξετε προς την μεγαλυτέραν εμπειρίαν των
την μεγαλυτέραν
τόλμην σας, προς δε τον φόβον σας δια την προηγουμένην ήτταν το
γεγονός ότι ετύχατε
τότε απαράσκευοι. Έχετε, άλλωστε, το διπλούν πλεονέκτημα, και ότι
υπερτερείτε πολύ
κατά τον αριθμόν των πλοίων, και ότι θα ναυμαχήσετε πλησίον των
παραλίων σας,
υποστηριζόμενοι από το πεζικόν. Και η νίκη ως επί το πλείστον ανήκει
εις τους
περισσοτέρους και καλλίτερον προετοιμασμένους. Ώστε ούτε μίαν καν
πιθανήν αιτίαν
αποτυχίας ημποροΰμεν να εύρωμεν. Και αυτά τα προηγούμενα σφάλματά
μας αποτελούν
πρόσθετον πλεονέκτημα, διότι θα μας χρησιμεύσουν ως μάθημα. Μετά
θάρρους λοιπόν,
146
περισσότερον από κάθε άλλο την τάξιν και την σιωπήν, αι οποίαι είναι
γενικώς ωφέλιμοι
εις τον πόλεμον και προ πάντων τον κατά θάλασσαν, και ν’ αποκρούετε
τον εχθρόν κατά
τρόπον αντάξον των προηγουμένων κατορθωμάτων σας. Διεξάγετε
αγώνα μεγάλης
σπουδαιότητος. Πρόκειται ή να διαλύσετε τας ελπίδας, τας οποίας οι
Πελοποννήσιοι
αρχίζουν να στηρίζουν εις το ναυτικόν των, ή να καταστήσετε δια τους
Αθηναίους
εγγύτερον τον φόβον του να χάσουν την κυριαρχίαν της θαλάσσης. Σας
υπενθυμίζω δε και
πάλιν ότι ενικήσατε ήδη τους περισσοτέρους απ’ αυτούς. Οι άνθρωποι,
άλλωστε, όσοι
υπέστησαν ήτταν, δεν συνηθίζουν ν’ αντιμετωπίζουν τους άλλους
κινδύνους με το ίδιον
θάρρος.»
Περιγραφή της ναυμαχίας
90. Τοιαύτας προτροπάς απηύθυνε και ο Φορμίων εις τους άνδρας του.
Οι Πελοποννήσιοι,
οι οποίοι ήσαν ηγκυροβολημένοι με τα νώτα στηριζόμενα επί της
παραλίας των, εις
φάλαγγα βάθους τεσσάρων πλοίων, βλέποντες ότι οι Αθηναίοι δεν
εισήρχοντο εντός του
κόλπου και των στενών, και θέλοντες να τους παρασύρουν εκεί και
άκοντας, εξέπλευσαν
λίαν πρωΐ διευθυνόμενοι εις το εσωτερικόν του κόλπου, αφού έστρεψαν
μέτωπον προς τα
δεξιά, ούτως ώστε το τέως δεξιόν των κέρας κατείχεν ήδη την
πρωτοπορίαν. Εις την
πρωτοπορίαν αυτήν έταξαν είκοσι πλοία, τα πλέον ταχύπλοα, όπως εις
περίστασιν, κατά
την οποίαν ο Φορμίων ήθελεν τυχόν υποθέσει ότι πλέουν κατά της
Ναυπάκτου, και ήθελε
117
σπεύσει και αυτός πλέων παρά την ακτήν κατά την ιδίαν διεύθυνσιν,
προς υπεράσπισίν
της, μη δυνηθούν οι Αθηναίοι να διαφύγουν την επίθεσν του στόλου των
Πελοποννησίων
δια της υπερφαλαγγίσεως του δεξιού κέρατος αυτού, αλλά τούτο
αποκόψη εκείνους. Ο
Φορμίων, τωόντι, ως είδεν αυτούς εκκινούντας, εφοβήθη, καθώς εκείνοι
είχαν προΐδει, δια
150
την ασφάλειαν της Ναυπάκτου, η οποία ήτο αφύλακτος, και παρά την
θέλησίν του
επεβίβασε εσπευσμένως τα πληρώματα και έπλεε παρά την ακτήν, ενώ ο
πεζός στρατός
των Μεσσηνίων ηκολούθει και αυτός, έτοιμος προς βοήθειαν. Όταν είδαν
οι
Πελοποννήσιοι ότι οι Αθηναίοι παρέπλεαν παρά την ακτήν εις γραμμήν
παραγωγής, και ότι
ήσαν ήδη εντός του κόλπου και πολύ πλησίον της ξηράς, πράγμα το
οποίον ακριβώς
επεδίωκαν, μόλις εδόθη το σχετικόν σήμα, έστρεψαν όλοι μέτωπον προς
τ’ αριστερά και
έπλεαν εναντίον των Αθηναίων, όσον ταχύτερον ημπορούσε έκαστος,
ελπίζοντες ν’
αποκόψουν όλον τον στόλον των. Ένδεκα εν τούτοις από τα πλοία του
στόλου αυτού, τα
οποία έπλεαν επί κεφαλής των άλλων, κατώρθωσαν να διαφύγουν το
δεξιόν κέρας των
Πελοποννησίων και την επίθεσιν του νέου μετώπου των, και έπλευσαν
προς το πλατύτερον
μέρος του κόλπου. Αλλά τα επίλοιπα επρόλαβαν οι Πελοποννήσιοι, και
όχι μόνον τα
έσπρωξαν προς την ξηράν, ενώ προσεπάθουν να διαφύγουν, αλλά και τα
ηχρήστεσαν και
εφόνευσαν τους αποτελούντας τα πληρώματα, όσοι τυχόν δεν επρόλαβαν
να φθάσουν εις
την ξηράν κολυμβώντες, εκτός δ’ ενός πλοίου, το οποίον οι
Πελοποννήσιοι είχαν ήδη
κυριεύσει προηγουμένως αύτανδρον, προσέδεσαν μερικά άλλα εις τα
ιδικά των και τα
ερρυμούλκησαν κενά πληρωμάτων. Αλλ’ οι Μεσσήνιοι, οι οποίοι είχαν
σπεύσει εις
βοήθειαν, εισώρμησαν ένοπλοι εις την θάλασσαν, κατώρθωσαν ν’
ανέλθουν εις μερικά απ’
αυτά, και διεξάγοντες αγώνα από καταστρωμάτων, τ’ ανέκτησαν ενώ ήδη
ερρυμουλκούντο.
91. Εις το μέρος λοιπόν τούτο της μάχης οι Πελοποννήσιοι ήσαν νικηταί
και είχαν
προξενήσει σοβαράς ζημίας εις τα Αθηναϊκά πλοία. Τα είκοσι, εξ άλλου,
ταχύπλοα σκάφη
του δεξιού κέρατος κατεδίωξαν τα ένδεκα Αθηναϊκά, τα οποία είχαν
διαφύγει προς το
151
κάτοικοι της πόλεως ενόμισαν ότι είχαν ήδη εισπλεύσει εις τον Πειραιά
οι εχθροί, και οι
του Πειραιώς, ότι η Σαλαμίς είχεν ήδη κυριευθή και ότι από στιγμής εις
στιγμήν θα
119
εισέπλεαν εις τον λιμένα των, πράγμα πού ημπορούσε ευκόλως να είχε
συμβή, εάν ο
εχθρός ήθελε πραγματικώς να ενεργήση αποφασιστικώς, και ούτε θα τον
ημπόδιζεν ο
άνεμος. Αλλά μόλις εξημέρωσεν, οι Αθηναίοι έσπευσαν εις βοήθειαν του
Πειραιώς
πανστρατιά, καθείλκυσαν τα πλοία, και επιβιβασθέντες επ’ αυτών με
θορυβώδη σπουδήν,
έπλεαν προς την Σαλαμίνα, ενώ εις τον στρατόν της ξηράς ανετέθη η
φρούρησις του
Πειραιώς. Οι Πελοποννήσιοι είχαν ήδη επιδράμει το μεγαλύτερον μέρος
της Σαλαμίνος,
όταν, αντιληφθέντες τους Αθηναίους σπεύδοντας εις βοήθειαν αυτής
παρέλαβαν τους
αιχμαλώτους, την λείαν, και τα τρία πλοία που είχαν πάρει από το
φρούριον Βούδορον, και
απέπλευσαν εσπευσμένως εις Νίσαιαν. Εν μέρει, άλλωστε, ενέπνεεν εις
αυτούς ανησυχίαν
και το περιστατικόν ότι τα πλοία των, καθελκυσθέντα μετά πάροδον
μακρού χρόνου, δεν
ήσαν στεγανά. Φθάσαντες δε εις τα Μέγαρα, επέστρεψαν πεζή εις
Κόρινθον. Οι Αθηναίοι,
εξ άλλου, μη προλαβόντες αυτούς εις την Σαλαμίνα, απέπλευσαν και
αυτοί εις τα ίδια, και
μετά το επεισόδιον τούτο, εφρούρουν του λοιπού επιμελέστερον τον
Πειραιά, όχι μόνον
δια του κλεισίματος των λιμένων, αλλά και δια της εφαρμογής άλλων
προφυλακτικών
μέτρων.
Ο Σιτάλκης και το Θρακικόν του βασίλειον. Η Μακεδονία
95. Εις τον ίδιον περίπου καιρόν, κατά τας αρχάς του νέου χειμώνος, ο
Οδρύσης Σιτάλκης,
υιός του Τήρεω, βασιλεύς των Θρακών, εξεστράτευσεν εναντίον του
Περδίκκα, υιού του
Αλεξάνδρου, βασιλέως της Μακεδονίας, και των πόλεων της Χαλκιδικής,
επιθυμών να
επιβάλη την εκτέλεσιν μιας υποσχέσεως και να εκτελέση ο ίδιος μίαν
άλλην. Διότι αφ’ ενός
155
μεν ο Περδίκκας, ο οποίος ευρισκόμενος εις τας αρχάς του πολέμου εις
πολύ δύσκολον
θέσιν, είχε δώσει υποσχέσεις προς τον Σιτάλκην, υπό τον όρον, ότι ο
τελευταίος θα τον
συνεφιλίωνε με τους Αθηναίους, και ότι δεν θα επανέφερε τον αδελφόν
του Φίλιππον, ο
οποίος ήτο εχθρός του, δια να τον εγκαταστήση βασιλέα, δεν εξετέλει τας
υποσχέσεις του
αυτάς. Εξ άλλου, ο ίδιος ο Σιτάλκης, όταν συνωμολόγησε την συμμαχίαν
με τους
Αθηναίους, είχεν αναλάβει απέναντί των την υποχρέωσιν να τερματίση
τον Χαλκιδικόν
πόλεμον, Ένεκα λοιπόν των δύο αυτών λόγων, επεχείρει την
εκστρατείαν, έχων μαζί του και
τον υιόν του Φιλίππου Αμύνταν, δια να τον εγκαταστήση βασιλέα των
Μακεδόνων, και
τους πρέσβεις των Αθηναίων, οι οποίοι είχαν έλθει προς αυτόν εξ
αφορμής ακριβώς της
εκστρατείας, και ως στρατηγόν τον Άγνωνα. Διότι και οι Αθηναίοι
επρόκειτο, κατά τα
συμφωνηθέντα, να συμπράξουν εναντίον των πόλεων της Χαλκιδικής δια
της αποστολής
όχι μόνον στόλου, αλλά και στρατού, όσον το δυνατόν περισσοτέρου.
96. Ο Σιτάλκης, λοιπόν, αρχίζων από την χώραν των Οδρυσών, εκάλεσε
πρώτον υπό τας
σημαίας του τους εντεύθεν του όρους Αίμου και της Ροδόπης, μέχρι των
ακτών του
Ευξείνου Πόντου και του Ελλησπόντου Θράκας, επί των οποίων
εβασίλευεν, έπειτα πέραν
του Αίμου τους Γέτας και όσα άλλα φύλα ήσαν εγκατεστημένα εντεύθεν
του Ίστρου προς
τα παράλια ιδίως του Ευξείνου Πόντου. Οι Γέται και τα άλλα φύλα των
μερών αυτών είναι
όχι μόνον γείτονες των Σκυθών, αλλά και έχουν όμοιον με αυτούς
οπλισμόν, είναι δηλαδή
όλοι ιπποτοξόται. Εκάλεσε προς τούτοις να τον ακολουθήσουν πολλούς
από τους ορεινούς
μαχαιροφόρους Θράκας, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι, επονομάζονται
Δίοι, και κατοικούν οι
περισσότεροι την Ροδόπην. Από αυτούς άλλοι εστρατολογήθησαν ως
μισθοφόροι και άλλοι
ηκολούθησαν ως εθελονταί. Εκάλεσεν ακόμη υπό τας σημαίας του τους
Αγριάνας και τους
156
Λαιαίους και όλα τα Παιονικά φύλα, επί των οποίων εβασίλευε, και τα
οποία ήσαν οι
τελευταίοι προς το μέρος τούτο υπήκοοί του. Διότι εις την επικράτειάν
του
περιλαμβάνονται και οι Λαιαίοι Παίονες και ο ποταμός Στρυμών, ο
οποίος πηγάζει από το
όρος Σκόμβρον και διασχίζει την χώραν των Αγριάνων και Λαιαίων. Εκεί
και πέραν αρχίζει η
120
χώρα των ανεξαρτήτων Παιόνων. Προς το μέρος των Τριβαλλών, εξ
άλλου, οι οποίοι είναι
επίσης ανεξάρτητοι, το όριον του κράτους του αποτελούν οι Τρήρες και
οι Τιλαταίοι, οι
οποίοι κατοικούν προς βορράν του όρους Σκόμβρου, εκτεινόμενοι
δυτικώς μέχρι του
ποταμού Οσκίου. Ο ποταμός αυτός πηγάζει από την ιδίαν οροσειράν, από
την οποίαν
πηγάζουν και ο Εύρος και ο Νέστος, και είναι η οροσειρά αυτή, η οποία
συνέχεται με την
Ροδόπην, μεγάλη και ακατοίκητος.
97. Ως προς το μέγεθός του, το βασίλειον των Οδρυσών εξετείνετο προς
το μέρος μεν της
θαλάσσης από την πόλιν των Αβδήρων μέχρι του Ευξείνου Πόντου, έως
τας εκβολάς του
ποταμού Ίστρου. Την έκτασιν αυτήν ημπορεί κανείς, ακολουθών την
συντομωτέραν
πορείαν, να περιπλεύση με εμπορικόν σκάφος εις τέσσαρα ημερονύκτια,
εάν ο άνεμος
είναι διαρκώς ούριος. Κατά ξηράν, την απόστασιν από τα Άβδηρα έως τα
εκβολάς του
Ίστρου ημπορεί καλός πεζοπόρος να διανύση εις ένδεκα ημέρας,
ακολουθών επίσης τον
συντομώτερον δρόμον. Τόση ήτο η έκτασις του κράτους των Οδρυσών
από θάλασσαν εις
θάλασσαν. Προς την διεύθυνσιν του εσωτερικού, η απόστασις από το
Βυζάντιον έως την
χώραν των Λαιαίων και τον ποταμόν Στρυμόνα (δηλαδή η μακροτέρα
απόστασις από την
θάλασσαν προς το εσωτερικόν) ημπορεί να διανυθή από καλόν
πεζοπόρον εις δέκα τρεις
ημέρας. Ως προς τον φόρον, εξ άλλου, τον οποίον επλήρωναν τα υπό των
βαρβάρων
157
Και μετά την συμπλήρωσιν των ετοιμασιών του, εξεκίνησε δια την
Μακεδονίαν,
πορευόμενος κατ’ αρχάς δια της ιδικής του χώρας, και έπειτα δια του
ερήμου όρους της
Κερκίνης, το οποίον κείται μεταξύ των Σιντών και των Παιόνων. Το όρος
αυτό διήλθεν
ακολουθών τον δρόμον, τον οποίον ο ίδιος είχεν ανοίξει προηγουμένως
δια μέσου του
δάσους, όταν είχεν εκστρατεύσει εναντίον των Παιόνων. Εξελθών από το
έδαφος των
Οδρυσών ο στρατός και διερχόμενος δια του όρους, είχε δεξιά μεν τους
Παίονας, αριστερά
δε τους Σιντούς και τους Μαιδούς. Αφού δε επέρασε το όρος, έφθασεν
εις Δόβηρον της
121
Παιονίας. Κατά την πορείαν, ο στρατός του όχι μόνον δεν ηλαττώθη,
εκτός από ασθενείας
σποραδικάς, αλλά και ηύξανε. Διότι πολλοί από τους ανεξαρτήτους
Θράκας ηκολούθουν
απρόσκλητοι χάριν διαρπαγής, ώστε η ολική δύναμις ανήλθεν, ως
λέγεται, εις εκατόν
πενήντα τουλάχιστον χιλιάδας, από τους οποίους το μεγαλύτερον μέρος
ήσαν πεζικόν και
το εν τρίτον περίπου ιππικόν. Το περισσότερον ιππικόν παρείχαν οι ίδιοι
οι Οδρύσαι και
κατά δεύτερον λόγον οι Γέται. Από τους πεζούς, μαχιμώτατοι μεν ήσαν
οι μαχαιροφόροι, οι
οποίοι είχαν προσέλθει από τους ανεξαρτήτους ορεινούς κατοίκους της
Ροδόπης, οι λοιποί
δε ηκολούθουν ως άτακτα στίφη και ήσαν τρομεροί, κυρίως ως εκ του
μεγάλου των
πλήθους.
99. Ο στρατός λοιπόν του Σιτάλκου συνεκεντρώνετο εις την Δόβηρον και
ητοιμάζετο να
κατέλθη από τα υψώματα, δια να εισβάλη εις την Κάτω Μακεδονίαν, επί
της οποίας
εβασίλευεν ο Περδίκκας. Διότι υπάρχει και Άνω Μακεδονία, εις την
οποίαν κατοικούν οι
Λυγκησταί και οι Ελιμιώται και άλλα φύλα, τα οποία είναι μεν σύμμαχα
και υπήκοα των
κάτω Μακεδόνων, αλλ’ έχουν βασιλείς ιδικούς των. Αλλά την περί την
θάλασσαν
159
χώραν, εχάραξεν ευθείς δρόμους, και καθ’ όλα τα άλλα ερρύθμισε τα του
πολέμου δι’
οργανώσεως του ιππικού και της προμηθείας όπλων και των λοιπών
εφοδίων, καλλίτερα
από όλους τους προ αυτού οκτώ βασιλείς. Ο στρατός των Θρακών,
εκκινήσας από την
Δόβηρον, εισέβαλε πρώτον εις την χώραν, η οποία ήτο προηγουμένως
υπό την εξουσίαν
του Φιλίππου, και εκυρίευσεν εξ εφόδου την Ειδομενήν, ενώ εξ άλλου η
Γορτυνία, η
Αταλάντη και μερικά άλλα μέρη υπετάχθησαν δια συνθηκολογίας, λόγω
συμπαθείας προς
τον υιόν του Φιλίππου Αμύνταν, ο οποίος ηκολούθει την εκστρατείαν.
Τον Ευρωπόν, εξ
άλλου, επολιόρκησαν μεν, δεν ημπόρεσαν όμως να κυριεύσουν. Μετά
τούτο ήρχισε
προελαύνων και εις την άλλην Μακεδονίαν, την προς τ’ αριστερά της
Πέλλης και του
Κύρρου. Νοτιώτερον όμως δεν επροχώρησε μέχρι Βοττιαίας και Πιερίας,
αλλ’ ήρχισε να
ερημώνη την Μυγδονίαν, την Γρηστωνίαν και τον Ανθεμούντα. Οι
Μακεδόνες, εξ άλλου,
122
ούτε εσκέφθησαν καν ν’ αντισταθούν δια του πεζικού, αλλά
προσκαλέσαντες τους
συμμάχους των της Άνω Μακεδονίας να ενώσουν το υπάρχον ήδη
ιππικόν των, καίτοι
ολίγοι εναντίον πολλών, ενήργησαν επελάσεις κατά του στρατεύματος
των Θρακών,
οπουδήποτε ενόμιζαν ότι παρουσιάζεται κατάλληλος ευκαιρία. Και
οπουδήποτε μεν
εγίνετο η πρώτη κρούσις, κανείς δεν ημπορούσε ν’ αντισταθή εναντίον
ιππέων,όχι μόνον
γενναίων, αλλά και φερόντων θώρακα, αλλ’ οσάκις περιεκυκλώνοντο
υπό μεγάλου
πλήθους, περιήρχοντο εις σοβαρόν κίνδυνον, λόγω του ότι αι εχθρικαί
δυνάμεις ήσαν
πολλαπλάσιαι,εις τρόπον ώστε τελικώς κρίνοντες, ότι δεν είναι εις θέσιν
να επιχειρούν
τοιαύτα τολμήματα απέναντι τόσης αριθμητικής υπεροχής, τα
παρήτησαν.
101. Ο Σιτάλκης ήλθεν εις διαπραγματεύσεις προς τον Περδίκκαν περί
των λόγων, οι οποίοι
161
ίδια, αφού είχε μείνει εν συνόλω τριάντα ημέρας, από τας οποίας οκτώ
κατηνάλωσεν εις
την Χαλκιδικήν. Και ο Περδίκκας ύστερον έδωσεν εις γάμον την
αδελφήν του Στρατονίκην
εις τον Σεύθην, σύμφωνα με την υπόσχεσίν του. Τοιαύτη υπήρξεν η
πορεία και το τέλος της
εκστρατείας του Σιτάλκου.
Οι Αθηναίοι εις Ακαρνανίαν
102. Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνος, η Αθηναϊκή φρουρά της
Ναυπάκτου, μετά την
αποστράτευσιν του Πελοποννησιακού στόλου, εξεστράτευσεν εις την
Ακαρνανίαν, υπό την
αρχηγίαν του Φορμίωνος, με τετρακοσίους Αθηναίους οπλίτας από τους
επιβαίνοντας επί
του στόλου και τετρακοσίους Μεσσηνίους. Η δύναμις αυτή έπλευσε
παραλιακώς προς τον
Αστακόν, όπου αποβιβασθείσα προήλασεν εις το εσωτερικόν, και αφού
εξεδίωξεν από τον
Στράτον και τα Κόροντα και άλλα μέρη εκείνους εκ των κατοίκων, εις
τους οποίους δεν
είχαν εμπιστοσύνην, και επανέφεραν εις τα Κόροντα τον Κύνητα, υιόν
του Θεολύτου,
επέστρεψαν πάλιν εις τα πλοία των. Καθόσον κατά των Οινιαδων, οι
οποίοι μόνοι από τους
Ακαρνάνας υπήρξαν κατά παράδοσιν εχθροί των, δεν εθεωρήθη δυνατή
εκστρατεία,
διαρκούντος του χειμώνος. Διότι ο ποταμός Αχελώος, πηγάζων από το
όρος Πίνδον, ρέει
123
δια της χώρας των Δολόπων, των Αγραίων και των Αμφιλόχων, έπειτα
διασχίζει την
πεδιάδα της Ακαρνανίας, διερχόμενος εις το βόρειον μέρος αυτής,
πλησίον από την πόλιν
Στράτον, εκβάλλει δ’ εις την θάλασσαν πλησίον της χώρας των
Οινιαδών, των οποίων την
πόλιν περικλύζει με έλη, καθιστών τοιουτοτρόπως κατά την εποχήν του
χειμώνος
αδυνάτους τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις, ένεκα των υδάτων. Αι
περισσότεραι, εξ άλλου,
από τας νήσους Εχινάδας κείνται καταντικρύ της πόλεως των Οινιαδών,
εις μικροτάτην
απόστασιν από τας εκβολάς του Αχελώου, εις τρόπον ώστε, επειδή ο
ποταμός είναι
163
Αρχαίο κείμενο
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΩΝ Β
(οὐ γὰρ ἑώρων ἐν τῇ νυκτί) πρὸς ξύμβασιν ἐχώρησαν καὶ τοὺς λόγους
δεξάμενοι ἡσύχαζον, ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον.
πράσσοντες δέ πως ταῦτα κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας
καὶ ἐνόμισαν ἐπιθέμενοι ῥᾳδίως κρατήσειν· τῷ γὰρ πλήθει τῶν Πλαταιῶν
οὐ βουλομένῳ ἦν τῶν ᾿Αθηναίων ἀφίστασθαι. ἐδόκει οὖν ἐπιχειρητέα
εἶναι, καὶ ξυνελέγοντο διορύσσοντες τοὺς κοινοὺς τοίχους παρ'
ἀλλήλους, ὅπως μὴ διὰ τῶν ὁδῶν φανεροὶ ὦσιν ἰόντες, ἁμάξας τε ἄνευ
τῶν ὑποζυγίων ἐς τὰς ὁδοὺς καθίστασαν, ἵνα ἀντὶ τείχους ᾖ, καὶ τἆλλα
ἐξήρτυον ᾗ ἕκαστον ἐφαίνετο πρὸς τὰ παρόντα ξύμφορον ἔσεσθαι. ἐπεὶ
δὲ ὡς ἐκ τῶν δυνατῶν ἑτοῖμα ἦν, φυλάξαντες ἔτι νύκτα καὶ αὐτὸ τὸ
περίορθρον ἐχώρουν ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐπ' αὐτούς, ὅπως μὴ κατὰ φῶς
θαρσαλεωτέροις οὖσι προσφέροιντο καὶ σφίσιν ἐκ τοῦ ἴσου γίγνωνται,
ἀλλ' ἐν νυκτὶ φοβερώτεροι ὄντες ἥσσους ὦσι τῆς σφετέρας ἐμπειρίας τῆς
κατὰ τὴν πόλιν. προσέβαλόν τε εὐθὺς καὶ ἐς χεῖρας ᾖσαν κατὰ τάχος. [4]
οἱ δ' ὡς ἔγνωσαν ἐξηπατημένοι, ξυνεστρέφοντό τε ἐν σφίσιν αὐτοῖς καὶ
τὰς προσβολὰς ᾗ προσπίπτοιεν ἀπεωθοῦντο. καὶ δὶς μὲν ἢ τρὶς
ἀπεκρούσαντο, ἔπειτα πολλῷ θορύβῳ αὐτῶν τε προσβαλόντων καὶ τῶν
γυναικῶν καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῇ τε καὶ ὀλολυγῇ
χρωμένων λίθοις τε καὶ κεράμῳ βαλλόντων, καὶ ὑετοῦ ἅμα διὰ νυκτὸς
πολλοῦ ἐπιγενομένου, ἐφοβήθησαν καὶ τραπόμενοι ἔφευγον διὰ τῆς
πόλεως, ἄπειροι μὲν ὄντες οἱ πλείους ἐν σκότῳ καὶ πηλῷ τῶν διόδων ᾗ
χρὴ σωθῆναι (καὶ γὰρ τελευτῶντος τοῦ μηνὸς τὰ γιγνόμενα ἦν),
ἐμπείρους δὲ ἔχοντες τοὺς διώκοντας τοῦ μὴ ἐκφεύγειν, ὥστε
διεφθείροντο οἱ πολλοί. τῶν δὲ Πλαταιῶν τις τὰς πύλας ᾗ ἐσῆλθον καὶ
αἵπερ ἦσαν μόναι ἀνεῳγμέναι ἔκλῃσε στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὶ βαλάνου
χρησάμενος ἐς τὸν μοχλόν, ὥστε μηδὲ ταύτῃ ἔξοδον ἔτι εἶναι. διωκόμενοι
δὲ κατὰ τὴν πόλιν οἱ μέν τινες αὐτῶν ἐπὶ τὸ τεῖχος ἀναβάντες ἔρριψαν ἐς
τὸ ἔξω σφᾶς αὐτοὺς καὶ διεφθάρησαν οἱ πλείους, οἱ δὲ κατὰ πύλας
ἐρήμους γυναικὸς δούσης πέλεκυν λαθόντες καὶ διακόψαντες τὸν μοχλὸν
ἐξῆλθον οὐ πολλοί (αἴσθησις γὰρ ταχεῖα ἐπεγένετο), ἄλλοι δὲ ἄλλῃ τῆς
πόλεως σποράδες ἀπώλλυντο. τὸ δὲ πλεῖστον καὶ ὅσον μάλιστα ἦν
ξυνεστραμμένον ἐσπίπτουσιν ἐς οἴκημα μέγα, ὃ ἦν τοῦ τείχους καὶ αἱ
θύραι ἀνεῳγμέναι ἔτυχον αὐτοῦ, οἰόμενοι πύλας τὰς θύρας τοῦ
οἰκήματος εἶναι καὶ ἄντικρυς δίοδον ἐς τὸ ἔξω. ὁρῶντες δὲ αὐτοὺς οἱ
Πλαταιῆς ἀπειλημμένους ἐβουλεύοντο εἴτε κατακαύσωσιν ὥσπερ
ἔχουσιν, ἐμπρήσαντες τὸ οἴκημα, εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται. τέλος δὲ οὗτοί
τε καὶ ὅσοι ἄλλοι τῶν Θηβαίων περιῆσαν κατὰ τὴν πόλιν πλανώμενοι,
ξυνέβησαν τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τὰ ὅπλα
χρήσασθαι ὅτι ἂν βούλωνται. οἱ μὲν δὴ ἐν τῇ Πλαταίᾳ οὕτως
ἐπεπράγεσαν· [5] οἱ δ' ἄλλοι Θηβαῖοι, οὓς ἔδει ἔτι τῆς νυκτὸς
166
χρὴ καὶ πάνυ ἐλπίζειν διὰ μάχης ἰέναι αὐτούς, εἰ μὴ καὶ νῦν ὥρμηνται ἐν
ᾧ οὔπω πάρεσμεν, ἀλλ' ὅταν ἐν τῇ γῇ ὁρῶσιν ἡμᾶς δῃοῦντάς τε καὶ
τἀκείνων φθείροντας. πᾶσι γὰρ ἐν τοῖς ὄμμασι καὶ ἐν τῷ παραυτίκα ὁρᾶν
πάσχοντάς τι ἄηθες ὀργὴ προσπίπτει· καὶ οἱ λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι
θυμῷ πλεῖστα ἐς ἔργον καθίστανται. ᾿Αθηναίους δὲ καὶ πλέον τι τῶν
ἄλλων εἰκὸς τοῦτο δρᾶσαι, οἳ ἄρχειν τε τῶν ἄλλων ἀξιοῦσι καὶ ἐπιόντες
τὴν τῶν πέλας δῃοῦν μᾶλλον ἢ τὴν αὑτῶν ὁρᾶν. ὡς οὖν ἐπὶ τοσαύτην
πόλιν στρατεύοντες καὶ μεγίστην δόξαν οἰσόμενοι τοῖς τε προγόνοις καὶ
ἡμῖν αὐτοῖς ἐπ' ἀμφότερα ἐκ τῶν ἀποβαινόντων, ἕπεσθ' ὅπῃ ἄν τις
ἡγῆται, κόσμον καὶ φυλακὴν περὶ παντὸς ποιούμενοι καὶ τὰ
παραγγελλόμενα ὀξέως δεχόμενοι· κάλλιστον γὰρ τόδε καὶ
ἀσφαλέστατον, πολλοὺς ὄντας ἑνὶ κόσμῳ χρωμένους φαίνεσθαι.'
[12] Τοσαῦτα εἰπὼν καὶ διαλύσας τὸν ξύλλογον ὁ ᾿Αρχίδαμος
Μελήσιππον πρῶτον ἀποστέλλει ἐς τὰς ᾿Αθήνας τὸν Διακρίτου ἄνδρα
Σπαρτιάτην, εἴ τι ἄρα μᾶλλον ἐνδοῖεν οἱ ᾿Αθηναῖοι ὁρῶντες σφᾶς ἤδη ἐν
ὁδῷ ὄντας. οἱ δὲ οὐ προσεδέξαντο αὐτὸν ἐς τὴν πόλιν οὐδ' ἐπὶ τὸ κοινόν·
ἦν γὰρ Περικλέους γνώμη πρότερον νενικηκυῖα κήρυκα καὶ πρεσβείαν
μὴ προσδέχεσθαι Λακεδαιμονίων ἐξεστρατευμένων· ἀποπέμπουσιν οὖν
αὐτὸν πρὶν ἀκοῦσαι καὶ ἐκέλευον ἐκτὸς ὅρων εἶναι αὐθημερόν, τό τε
λοιπὸν ἀναχωρήσαντας ἐπὶ τὰ σφέτερα αὐτῶν, ἤν τι βούλωνται,
πρεσβεύεσθαι. ξυμπέμπουσί τε τῷ Μελησίππῳ ἀγωγούς, ὅπως μηδενὶ
ξυγγένηται. ὁ δ' ἐπειδὴ ἐπὶ τοῖς ὁρίοις ἐγένετο καὶ ἔμελλε διαλύσεσθαι,
τοσόνδε εἰπὼν ἐπορεύετο ὅτι 'ἥδε ἡ ἡμέρα τοῖς ῞Ελλησι μεγάλων κακῶν
ἄρξει.' ὡς δὲ ἀφίκετο ἐς τὸ στρατόπεδον καὶ ἔγνω ὁ ᾿Αρχίδαμος ὅτι οἱ
᾿Αθηναῖοι οὐδέν πω ἐνδώσουσιν, οὕτω δὴ ἄρας τῷ στρατῷ προυχώρει ἐς
τὴν γῆν αὐτῶν. Βοιωτοὶ δὲ μέρος μὲν τὸ σφέτερον καὶ τοὺς ἱππέας
παρείχοντο Πελοποννησίοις ξυστρατεύειν, τοῖς δὲ λειπομένοις ἐς
Πλάταιαν ἐλθόντες τὴν γῆν ἐδῄουν.
[13] ῎Ετι δὲ τῶν Πελοποννησίων ξυλλεγομένων τε ἐς τὸν ᾿Ισθμὸν
καὶ ἐν ὁδῷ ὄντων, πρὶν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν ᾿Αττικήν, Περικλῆς ὁ Ξανθίππου
στρατηγὸς ὢν ᾿Αθηναίων δέκατος αὐτός, ὡς ἔγνω τὴν ἐσβολὴν
ἐσομένην, ὑποτοπήσας, ὅτι ᾿Αρχίδαμος αὐτῷ ξένος ὢν ἐτύγχανε, μὴ
πολλάκις ἢ αὐτὸς ἰδίᾳ βουλόμενος χαρίζεσθαι τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ
παραλίπῃ καὶ μὴ δῃώσῃ, ἢ καὶ Λακεδαιμονίων κελευσάντων ἐπὶ διαβολῇ
τῇ ἑαυτοῦ γένηται τοῦτο, ὥσπερ καὶ τὰ ἄγη ἐλαύνειν προεῖπον ἕνεκα
ἐκείνου, προηγόρευε τοῖς ᾿Αθηναίοις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ὅτι ᾿Αρχίδαμος μέν
οἱ ξένος εἴη, οὐ μέντοι ἐπὶ κακῷ γε τῆς πόλεως γένοιτο, τοὺς δὲ ἀγροὺς
τοὺς ἑαυτοῦ καὶ οἰκίας ἢν ἄρα μὴ δῃώσωσιν οἱ πολέμιοι ὥσπερ καὶ τὰ
τῶν ἄλλων, ἀφίησιν αὐτὰ δημόσια εἶναι καὶ μηδεμίαν οἱ ὑποψίαν κατὰ
170
ταῦτα γίγνεσθαι. παρῄνει δὲ καὶ περὶ τῶν παρόντων ἅπερ καὶ πρότερον,
παρασκευάζεσθαί τε ἐς τὸν πόλεμον καὶ τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐσκομίζεσθαι,
ἔς τε μάχην μὴ ἐπεξιέναι, ἀλλὰ τὴν πόλιν ἐσελθόντας φυλάσσειν, καὶ τὸ
ναυτικόν, ᾗπερ ἰσχύουσιν, ἐξαρτύεσθαι, τά τε τῶν ξυμμάχων διὰ χειρὸς
ἔχειν, λέγων τὴν ἰσχὺν αὐτοῖς ἀπὸ τούτων εἶναι τῶν χρημάτων τῆς
προσόδου, τὰ δὲ πολλὰ τοῦ πολέμου γνώμῃ καὶ χρημάτων περιουσίᾳ
κρατεῖσθαι. θαρσεῖν τε ἐκέλευε προσιόντων μὲν ἑξακοσίων ταλάντων ὡς
ἐπὶ τὸ πολὺ φόρου κατ' ἐνιαυτὸν ἀπὸ τῶν ξυμμάχων τῇ πόλει ἄνευ τῆς
ἄλλης προσόδου, ὑπαρχόντων δὲ ἐν τῇ ἀκροπόλει ἔτι τότε ἀργυρίου
ἐπισήμου ἑξακισχιλίων ταλάντων (τὰ γὰρ πλεῖστα τριακοσίων ἀποδέοντα
μύρια ἐγένετο, ἀφ' ὧν ἔς τε τὰ προπύλαια τῆς ἀκροπόλεως καὶ τἆλλα
οἰκοδομήματα καὶ ἐς Ποτείδαιαν ἀπανηλώθη), χωρὶς δὲ χρυσίου ἀσήμου
καὶ ἀργυρίου ἔν τε ἀναθήμασιν ἰδίοις καὶ δημοσίοις καὶ ὅσα ἱερὰ σκεύη
περί τε τὰς πομπὰς καὶ τοὺς ἀγῶνας καὶ σκῦλα Μηδικὰ καὶ εἴ τι
τοιουτότροπον, οὐκ ἐλάσσονος [ἦν] ἢ πεντακοσίων ταλάντων. ἔτι δὲ καὶ
τὰ ἐκ τῶν ἄλλων ἱερῶν προσετίθει χρήματα οὐκ ὀλίγα, οἷς χρήσεσθαι
αὐτούς, καὶ ἢν πάνυ ἐξείργωνται πάντων, καὶ αὐτῆς τῆς θεοῦ τοῖς
περικειμένοις χρυσίοις· ἀπέφαινε δ' ἔχον τὸ ἄγαλμα τεσσαράκοντα
τάλαντα σταθμὸν χρυσίου ἀπέφθου, καὶ περιαιρετὸν εἶναι ἅπαν.
χρησαμένους τε ἐπὶ σωτηρίᾳ ἔφη χρῆναι μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι
πάλιν. χρήμασι μὲν οὖν οὕτως ἐθάρσυνεν αὐτούς, ὁπλίτας δὲ τρισχιλίους
καὶ μυρίους εἶναι ἄνευ τῶν ἐν τοῖς φρουρίοις καὶ τῶν παρ' ἔπαλξιν
ἑξακισχιλίων καὶ μυρίων. τοσοῦτοι γὰρ ἐφύλασσον τὸ πρῶτον ὁπότε οἱ
πολέμιοι ἐσβάλοιεν, ἀπό τε τῶν πρεσβυτάτων καὶ τῶν νεωτάτων, καὶ
μετοίκων ὅσοι ὁπλῖται ἦσαν. τοῦ τε γὰρ Φαληρικοῦ τείχους στάδιοι ἦσαν
πέντε καὶ τριάκοντα πρὸς τὸν κύκλον τοῦ ἄστεως, καὶ αὐτοῦ τοῦ κύκλου
τὸ φυλασσόμενον τρεῖς καὶ τεσσαράκοντα (ἔστι δὲ αὐτοῦ ὃ καὶ
ἀφύλακτον ἦν, τὸ μεταξὺ τοῦ τε μακροῦ καὶ τοῦ Φαληρικοῦ), τὰ δὲ
μακρὰ τείχη πρὸς τὸν Πειραιᾶ τεσσαράκοντα σταδίων, ὧν τὸ ἔξωθεν
ἐτηρεῖτο· καὶ τοῦ Πειραιῶς ξὺν Μουνιχίᾳ ἑξήκοντα μὲν σταδίων ὁ ἅπας
περίβολος, τὸ δ' ἐν φυλακῇ ὂν ἥμισυ τούτου. ἱππέας δὲ ἀπέφαινε
διακοσίους καὶ χιλίους ξὺν ἱπποτοξόταις, ἑξακοσίους δὲ καὶ χιλίους
τοξότας, καὶ τριήρεις τὰς πλωίμους τριακοσίας. ταῦτα γὰρ ὑπῆρχεν
᾿Αθηναίοις καὶ οὐκ ἐλάσσω ἕκαστα τούτων, ὅτε ἡ ἐσβολὴ τὸ πρῶτον
ἔμελλε Πελοποννησίων ἔσεσθαι καὶ ἐς τὸν πόλεμον καθίσταντο. ἔλεγε δὲ
καὶ ἄλλα οἷάπερ εἰώθει Περικλῆς ἐς ἀπόδειξιν τοῦ περιέσεσθαι τῷ
πολέμῳ.
[14] Οἱ δὲ ᾿Αθηναῖοι ἀκούσαντες ἀνεπείθοντό τε καὶ
ἐσεκομίζοντο ἐκ τῶν ἀγρῶν παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν ἄλλην
171
καὶ τροπήν τινα τῶν ᾿Αθηναίων ἱππέων περὶ τοὺς ῾Ρείτους καλουμένους
ἐποιήσαντο· ἔπειτα προυχώρουν ἐν δεξιᾷ ἔχοντες τὸ Αἰγάλεων ὄρος διὰ
Κρωπιᾶς, ἕως ἀφίκοντο ἐς ᾿Αχαρνάς, χωρίον μέγιστον τῆς ᾿Αττικῆς τῶν
δήμων καλουμένων, καὶ καθεζόμενοι ἐς αὐτὸ στρατόπεδόν τε ἐποιήσαντο
χρόνον τε πολὺν ἐμμείναντες ἔτεμνον. [20] γνώμῃ δὲ τοιᾷδε λέγεται τὸν
᾿Αρχίδαμον περί τε τὰς ᾿Αχαρνὰς ὡς ἐς μάχην ταξάμενον μεῖναι καὶ ἐς τὸ
πεδίον ἐκείνῃ τῇ ἐσβολῇ οὐ καταβῆναι· τοὺς γὰρ ᾿Αθηναίους ἤλπιζεν,
ἀκμάζοντάς τε νεότητι πολλῇ καὶ παρεσκευασμένους ἐς πόλεμον ὡς
οὔπω πρότερον, ἴσως ἂν ἐπεξελθεῖν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἂν περιιδεῖν
τμηθῆναι. ἐπειδὴ οὖν αὐτῷ ἐς ᾿Ελευσῖνα καὶ τὸ Θριάσιον πεδίον οὐκ
ἀπήντησαν, πεῖραν ἐποιεῖτο περὶ τὰς ᾿Αχαρνὰς καθήμενος εἰ ἐπεξίασιν·
ἅμα μὲν γὰρ αὐτῷ ὁ χῶρος ἐπιτήδειος ἐφαίνετο ἐνστρατοπεδεῦσαι, ἅμα
δὲ καὶ οἱ ᾿Αχαρνῆς μέγα μέρος ὄντες τῆς πόλεως (τρισχίλιοι γὰρ ὁπλῖται
ἐγένοντο) οὐ περιόψεσθαι ἐδόκουν τὰ σφέτερα διαφθαρέντα, ἀλλ'
ὁρμήσειν καὶ τοὺς πάντας ἐς μάχην. εἴ τε καὶ μὴ ἐπεξέλθοιεν ἐκείνῃ τῇ
ἐσβολῇ οἱ ᾿Αθηναῖοι, ἀδεέστερον ἤδη ἐς τὸ ὕστερον τό τε πεδίον τεμεῖν
καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν πόλιν χωρήσεσθαι· τοὺς γὰρ ᾿Αχαρνέας
ἐστερημένους τῶν σφετέρων οὐχ ὁμοίως προθύμους ἔσεσθαι ὑπὲρ τῆς
τῶν ἄλλων κινδυνεύειν, στάσιν δ' ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ. τοιαύτῃ μὲν
διανοίᾳ ὁ ᾿Αρχίδαμος περὶ τὰς ᾿Αχαρνὰς ἦν.
[21] ᾿Αθηναῖοι δὲ μέχρι μὲν οὗ περὶ ᾿Ελευσῖνα καὶ τὸ Θριάσιον
πεδίον ὁ στρατὸς ἦν, καί τινα ἐλπίδα εἶχον ἐς τὸ ἐγγυτέρω αὐτοὺς μὴ
προϊέναι, μεμνημένοι καὶ Πλειστοάνακτα τὸν Παυσανίου Λακεδαιμονίων
βασιλέα, ὅτε ἐσβαλὼν τῆς ᾿Αττικῆς ἐς ᾿Ελευσῖνα καὶ Θριῶζε στρατῷ
Πελοποννησίων πρὸ τοῦδε τοῦ πολέμου τέσσαρσι καὶ δέκα ἔτεσιν
ἀνεχώρησε πάλιν ἐς τὸ πλέον οὐκέτι προελθών (δι' ὃ δὴ καὶ ἡ φυγὴ αὐτῷ
ἐγένετο ἐκ Σπάρτης δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι [τὴν ἀναχώρησιν])·
ἐπειδὴ δὲ περὶ ᾿Αχαρνὰς εἶδον τὸν στρατὸν ἑξήκοντα σταδίους τῆς
πόλεως ἀπέχοντα, οὐκέτι ἀνασχετὸν ἐποιοῦντο, ἀλλ' αὐτοῖς, ὡς εἰκός, γῆς
τεμνομένης ἐν τῷ ἐμφανεῖ, ὃ οὔπω ἑοράκεσαν οἵ γε νεώτεροι, οὐδ' οἱ
πρεσβύτεροι πλὴν τὰ ἑοράκεσαν οἵ γε νεώτεροι, οὐδ' οἱ πρεσβύτεροι
πλὴν τὰ Μηδικά, δεινὸν ἐφαίνετο καὶ ἐδόκει τοῖς τε ἄλλοις καὶ μάλιστα
τῇ νεότητι ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾶν. κατὰ ξυστάσεις τε γιγνόμενοι ἐν
πολλῇ ἔριδι ἦσαν, οἱ μὲν κελεύοντες ἐπεξιέναι, οἱ δέ τινες οὐκ ἐῶντες.
χρησμολόγοι τε ᾖδον χρησμοὺς παντοίους, ὧν ἀκροᾶσθαι ὡς ἕκαστος
ὥρμητο. οἵ τε ᾿Αχαρνῆς οἰόμενοι παρὰ σφίσιν αὐτοῖς οὐκ ἐλαχίστην
μοῖραν εἶναι ᾿Αθηναίων, ὡς αὐτῶν ἡ γῆ ἐτέμνετο, ἐνῆγον τὴν ἔξοδον
μάλιστα. παντί τε τρόπῳ ἀνηρέθιστο ἡ πόλις, καὶ τὸν Περικλέα ἐν ὀργῇ
εἶχον, καὶ ὧν παρῄνεσε πρότερον ἐμέμνηντο οὐδέν, ἀλλ' ἐκάκιζον ὅτι
174
[46] 'Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμον ὅσα εἶχον πρόσφορα,
καὶ ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ δὲ αὐτῶν τοὺς
παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον
στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπομένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων
προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες
ἄριστοι πολιτεύουσιν. νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ
ἄπιτε.'
[47] Τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ· καὶ
διελθόντος αὐτοῦ πρῶτον ἔτος τοῦ πολέμου τοῦδε ἐτελεύτα. τοῦ δὲ
θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Πελοποννήσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι τὰ δύο μέρη
ὥσπερ καὶ τὸ πρῶτον ἐσέβαλον ἐς τὴν ᾿Αττικήν (ἡγεῖτο δὲ ᾿Αρχίδαμος ὁ
Ζευξιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύσ), καὶ καθεζόμενοι ἐδῄουν τὴν γῆν.
καὶ ὄντων αὐτῶν οὐ πολλάς πω ἡμέρας ἐν τῇ ᾿Αττικῇ ἡ νόσος πρῶτον
ἤρξατο γενέσθαι τοῖς ᾿Αθηναίοις, λεγόμενον μὲν καὶ πρότερον
πολλαχόσε ἐγκατασκῆψαι καὶ περὶ Λῆμνον καὶ ἐν ἄλλοις χωρίοις, οὐ
μέντοι τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ
ἐμνημονεύετο γενέσθαι. οὔτε γὰρ ἰατροὶ ἤρκουν τὸ πρῶτον θεραπεύοντες
ἀγνοίᾳ, ἀλλ' αὐτοὶ μάλιστα ἔθνῃσκον ὅσῳ καὶ μάλιστα προσῇσαν, οὔτε
ἄλλη ἀνθρωπεία τέχνη οὐδεμία· ὅσα τε πρὸς ἱεροῖς ἱκέτευσαν ἢ μαντείοις
καὶ τοῖς τοιούτοις ἐχρήσαντο, πάντα ἀνωφελῆ ἦν, τελευτῶντές τε αὐτῶν
ἀπέστησαν ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι. [48] ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον, ὡς
λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ
Λιβύην κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. ἐς δὲ τὴν ᾿Αθηναίων
πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν
ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ' αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα
ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον
δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη.
λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης,
ἀφ' ὅτου εἰκὸς ἦν γενέσθαι αὐτό, καὶ τὰς αἰτίας ἅστινας νομίζει τοσαύτης
μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν· ἐγὼ δὲ οἷόν τε
ἐγίγνετο λέξω, καὶ ἀφ' ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε καὶ αὖθις ἐπιπέσοι,
μάλιστ' ἂν ἔχοι τι προειδὼς μὴ ἀγνοεῖν, ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας
καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας.
[49] Τὸ μὲν γὰρ ἔτος, ὡς ὡμολογεῖτο, ἐκ πάντων μάλιστα δὴ
ἐκεῖνο ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας ἐτύγχανεν ὄν· εἰ δέ τις καὶ
προύκαμνέ τι, ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη. τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ' οὐδεμιᾶς
προφάσεως, ἀλλ' ἐξαίφνης ὑγιεῖς ὄντας πρῶτον μὲν τῆς κεφαλῆς θέρμαι
ἰσχυραὶ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐρυθήματα καὶ φλόγωσις ἐλάμβανε, καὶ τὰ
ἐντός, ἥ τε φάρυγξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν καὶ πνεῦμα ἄτοπον
184
καὶ δυσῶδες ἠφίει· ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ
ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος μετὰ βηχὸς ἰσχυροῦ·
καὶ ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν, ἀνέστρεφέ τε αὐτὴν καὶ
ἀποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαι ὅσαι ὑπὸ ἰατρῶν ὠνομασμέναι εἰσὶν ἐπῇσαν,
καὶ αὗται μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης. λύγξ τε τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή,
σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν, τοῖς μὲν μετὰ ταῦτα λωφήσαντα, τοῖς δὲ καὶ
πολλῷ ὕστερον. καὶ τὸ μὲν ἔξωθεν ἁπτομένῳ σῶμα οὔτ' ἄγαν θερμὸν ἦν
οὔτε χλωρόν, ἀλλ' ὑπέρυθρον, πελιτνόν, φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν
ἐξηνθηκός· τὰ δὲ ἐντὸς οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε τῶν πάνυ λεπτῶν
ἱματίων καὶ σινδόνων τὰς ἐπιβολὰς μηδ' ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι,
ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν. καὶ πολλοὶ τοῦτο τῶν
ἠμελημένων ἀνθρώπων καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα, τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ
ξυνεχόμενοι· καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον
ποτόν. καὶ ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν καὶ ἡ ἀγρυπνία ἐπέκειτο διὰ
παντός. καὶ τὸ σῶμα, ὅσονπερ χρόνον καὶ ἡ νόσος ἀκμάζοι, οὐκ
ἐμαραίνετο, ἀλλ' ἀντεῖχε παρὰ δόξαν τῇ ταλαιπωρίᾳ, ὥστε ἢ
διεφθείροντο οἱ πλεῖστοι ἐναταῖοι καὶ ἑβδομαῖοι ὑπὸ τοῦ ἐντὸς καύματος,
ἔτι ἔχοντές τι δυνάμεως, ἢ εἰ διαφύγοιεν, ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος ἐς
τὴν κοιλίαν καὶ ἑλκώσεώς τε αὐτῇ ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης καὶ διαρροίας
ἅμα ἀκράτου ἐπιπιπτούσης οἱ πολλοὶ ὕστερον δι' αὐτὴν ἀσθενείᾳ
διεφθείροντο. διεξῄει γὰρ διὰ παντὸς τοῦ σώματος ἄνωθεν ἀρξάμενον τὸ
ἐν τῇ κεφαλῇ πρῶτον ἱδρυθὲν κακόν, καὶ εἴ τις ἐκ τῶν μεγίστων
περιγένοιτο, τῶν γε ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν.
κατέσκηπτε γὰρ ἐς αἰδοῖα καὶ ἐς ἄκρας χεῖρας καὶ πόδας, καὶ πολλοὶ
στερισκόμενοι τούτων διέφευγον, εἰσὶ δ' οἳ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν. τοὺς δὲ
καὶ λήθη ἐλάμβανε παραυτίκα ἀναστάντας τῶν πάντων ὁμοίως, καὶ
ἠγνόησαν σφᾶς τε αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπιτηδείους. [50] γενόμενον γὰρ
κρεῖσσον λόγου τὸ εἶδος τῆς νόσου τά τε ἄλλα χαλεπωτέρως ἢ κατὰ τὴν
ἀνθρωπείαν φύσιν προσέπιπτεν ἑκάστῳ καὶ ἐν τῷδε ἐδήλωσε μάλιστα
ἄλλο τι ὂν ἢ τῶν ξυντρόφων τι· τὰ γὰρ ὄρνεα καὶ τετράποδα ὅσα
ἀνθρώπων ἅπτεται, πολλῶν ἀτάφων γιγνομένων ἢ οὐ προσῄει ἢ
γευσάμενα διεφθείρετο. τεκμήριον δέ· τῶν μὲν τοιούτων ὀρνίθων
ἐπίλειψις σαφὴς ἐγένετο, καὶ οὐχ ἑωρῶντο οὔτε ἄλλως οὔτε περὶ
τοιοῦτον οὐδέν· οἱ δὲ κύνες μᾶλλον αἴσθησιν παρεῖχον τοῦ ἀποβαίνοντος
διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι.
[51] Τὸ μὲν οὖν νόσημα, πολλὰ καὶ ἄλλα παραλιπόντι ἀτοπίας, ὡς
ἑκάστῳ ἐτύγχανέ τι διαφερόντως ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον γιγνόμενον,
τοιοῦτον ἦν ἐπὶ πᾶν τὴν ἰδέαν. καὶ ἄλλο παρελύπει κατ' ἐκεῖνον τὸν
χρόνον οὐδὲν τῶν εἰωθότων· ὃ δὲ καὶ γένοιτο, ἐς τοῦτο ἐτελεύτα.
185
Πελοποννήσου ἔτεμον τῆς γῆς τὴν πολλήν, καὶ πρὸς τὴν πόλιν
προσβαλόντες ἐς ἐλπίδα μὲν ἦλθον τοῦ ἑλεῖν, οὐ μέντοι προυχώρησέ γε.
ἀναγαγόμενοι δὲ ἐκ τῆς ᾿Επιδαύρου ἔτεμον τήν τε Τροιζηνίδα γῆν καὶ
῾Αλιάδα καὶ ῾Ερμιονίδα· ἔστι δὲ ταῦτα πάντα ἐπιθαλάσσια τῆς
Πελοποννήσου. ἄραντες δὲ ἀπ' αὐτῶν ἀφίκοντο ἐς Πρασιὰς τῆς
Λακωνικῆς πόλισμα ἐπιθαλάσσιον, καὶ τῆς τε γῆς ἔτεμον καὶ αὐτὸ τὸ
πόλισμα εἷλον καὶ ἐπόρθησαν. ταῦτα δὲ ποιήσαντες ἐπ' οἴκου
ἀνεχώρησαν. τοὺς δὲ Πελοποννησίους οὐκέτι κατέλαβον ἐν τῇ ᾿Αττικῇ
ὄντας, ἀλλ' ἀνακεχωρηκότας.
[57] ῞Οσον δὲ χρόνον οἵ τε Πελοποννήσιοι ἦσαν ἐν τῇ γῇ τῇ
᾿Αθηναίων καὶ οἱ ᾿Αθηναῖοι ἐστράτευον ἐπὶ τῶν νεῶν, ἡ νόσος ἔν τε τῇ
στρατιᾷ τοὺς ᾿Αθηναίους ἔφθειρε καὶ ἐν τῇ πόλει, ὥστε καὶ ἐλέχθη τοὺς
Πελοποννησίους δείσαντας τὸ νόσημα, ὡς ἐπυνθάνοντο τῶν αὐτομόλων
ὅτι ἐν τῇ πόλει εἴη καὶ θάπτοντας ἅμα ᾐσθάνοντο, θᾶσσον ἐκ τῆς γῆς
ἐξελθεῖν. τῇ δὲ ἐσβολῇ ταύτῃ πλεῖστόν τε χρόνον ἐνέμειναν καὶ τὴν γῆν
πᾶσαν ἔτεμον· ἡμέρας γὰρ τεσσαράκοντα μάλιστα ἐν τῇ γῇ τῇ ᾿Αττικῇ
ἐγένοντο.
[58] Τοῦ δ' αὐτοῦ θέρους ῞Αγνων ὁ Νικίου καὶ Κλεόπομπος ὁ
Κλεινίου, ξυστράτηγοι ὄντες Περικλέους, λαβόντες τὴν στρατιὰν ᾗπερ
ἐκεῖνος ἐχρήσατο ἐστράτευσαν εὐθὺς ἐπὶ Ξαλκιδέας τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης καὶ
Ποτείδαιαν ἔτι πολιορκουμένην, ἀφικόμενοι δὲ μηχανάς τε τῇ Ποτειδαίᾳ
προσέφερον καὶ παντὶ τρόπῳ ἐπειρῶντο ἑλεῖν. προυχώρει δὲ αὐτοῖς οὔτε
ἡ αἵρεσις τῆς πόλεως οὔτε τἆλλα τῆς παρασκευῆς ἀξίως· ἐπιγενομένη
γὰρ ἡ νόσος ἐνταῦθα δὴ πάνυ ἐπίεσε τοὺς ᾿Αθηναίους, φθείρουσα τὴν
στρατιάν, ὥστε καὶ τοὺς προτέρους στρατιώτας νοσῆσαι τῶν ᾿Αθηναίων
ἀπὸ τῆς ξὺν ῞Αγνωνι στρατιᾶς, ἐν τῷ πρὸ τοῦ χρόνῳ ὑγιαίνοντας.
Φορμίων δὲ καὶ οἱ ἑξακόσιοι καὶ χίλιοι οὐκέτι ἦσαν περὶ Ξαλκιδέας. ὁ
μὲν οὖν ῞Αγνων ἀνεχώρησε ταῖς ναυσὶν ἐς τὰς ᾿Αθήνας, ἀπὸ
τετρακισχιλίων ὁπλιτῶν χιλίους καὶ πεντήκοντα τῇ νόσῳ ἀπολέσας ἐν
τεσσαράκοντα μάλιστα ἡμέραις· οἱ δὲ πρότεροι στρατιῶται κατὰ χώραν
μένοντες ἐπολιόρκουν τὴν Ποτείδαιαν.
[59] Μετὰ δὲ τὴν δευτέραν ἐσβολὴν τῶν Πελοποννησίων οἱ
᾿Αθηναῖοι, ὡς ἥ τε γῆ αὐτῶν ἐτέτμητο τὸ δεύτερον καὶ ἡ νόσος ἐπέκειτο
ἅμα καὶ ὁ πόλεμος, ἠλλοίωντο τὰς γνώμας, καὶ τὸν μὲν Περικλέα ἐν αἰτίᾳ
εἶχον ὡς πείσαντα σφᾶς πολεμεῖν καὶ δι' ἐκεῖνον ταῖς ξυμφοραῖς
περιπεπτωκότες, πρὸς δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ὥρμηντο ξυγχωρεῖν· καὶ
πρέσβεις τινὰς πέμψαντες ὡς αὐτοὺς ἄπρακτοι ἐγένοντο. πανταχόθεν τε
τῇ γνώμῃ ἄποροι καθεστηκότες ἐνέκειντο τῷ Περικλεῖ. ὁ δὲ ὁρῶν αὐτοὺς
188
πρὸς τοὺς κινδύνους ἰσχύει. φόβος γὰρ μνήμην ἐκπλήσσει, τέχνη δὲ ἄνευ
ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ. πρὸς μὲν οὖν τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν τὸ
τολμηρότερον ἀντιτάξασθε, πρὸς δὲ τὸ διὰ τὴν ἧσσαν δεδιέναι τὸ
ἀπαράσκευοι τότε τυχεῖν. περιγίγνεται δὲ ὑμῖν πλῆθός τε νεῶν καὶ πρὸς
τῇ γῇ οἰκείᾳ οὔσῃ ὁπλιτῶν παρόντων ναυμαχεῖν· τὰ δὲ πολλὰ τῶν
πλεόνων καὶ ἄμεινον παρεσκευασμένων τὸ κράτος ἐστίν. ὥστε οὐδὲ καθ'
ἓν εὑρίσκομεν εἰκότως ἂν ἡμᾶς σφαλλομένους· καὶ ὅσα ἡμάρτομεν
πρότερον, νῦν αὐτὰ ταῦτα προσγενόμενα διδασκαλίαν παρέξει.
θαρσοῦντες οὖν καὶ κυβερνῆται καὶ ναῦται τὸ καθ' ἑαυτὸν ἕκαστος
ἕπεσθε, χώραν μὴ προλείποντες ᾗ ἄν τις προσταχθῇ. τῶν δὲ πρότερον
ἡγεμόνων οὐ χεῖρον τὴν ἐπιχείρησιν ἡμεῖς παρασκευάσομεν, καὶ οὐκ
ἐνδώσομεν πρόφασιν οὐδενὶ κακῷ γενέσθαι· ἢν δέ τις ἄρα καὶ βουληθῇ,
κολασθήσεται τῇ πρεπούσῃ ζημίᾳ, οἱ δὲ ἀγαθοὶ τιμήσονται τοῖς
προσήκουσιν ἄθλοις τῆς ἀρετῆς.'
[88] Τοιαῦτα μὲν τοῖς Πελοποννησίοις οἱ ἄρχοντες
παρεκελεύσαντο. ὁ δὲ Φορμίων δεδιὼς καὶ αὐτὸς τὴν τῶν στρατιωτῶν
ὀρρωδίαν καὶ αἰσθόμενος ὅτι τὸ πλῆθος τῶν νεῶν κατὰ σφᾶς αὐτοὺς
ξυνιστάμενοι ἐφοβοῦντο, ἐβούλετο ξυγκαλέσας θαρσῦναί τε καὶ
παραίνεσιν ἐν τῷ παρόντι ποιήσασθαι. πρότερον μὲν γὰρ αἰεὶ αὐτοῖς
ἔλεγε καὶ προπαρεσκεύαζε τὰς γνώμας ὡς οὐδὲν αὐτοῖς πλῆθος νεῶν
τοσοῦτον, ἢν ἐπιπλέῃ, ὅτι οὐχ ὑπομενετέον ἐστί, καὶ οἱ στρατιῶται ἐκ
πολλοῦ ἐν σφίσιν αὐτοῖς τὴν ἀξίωσιν ταύτην εἰλήφεσαν, μηδένα ὄχλον
᾿Αθηναῖοι ὄντες Πελοποννησίων νεῶν ὑποχωρεῖν· τότε δὲ πρὸς τὴν
παροῦσαν ὄψιν ὁρῶν αὐτοὺς ἀθυμοῦντας ἐβούλετο ὑπόμνησιν
ποιήσασθαι τοῦ θαρσεῖν, καὶ ξυγκαλέσας τοὺς ᾿Αθηναίους ἔλεγε τοιάδε.
[89] '῾Ορῶν ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, πεφοβημένους τὸ πλῆθος
τῶν ἐναντίων ξυνεκάλεσα, οὐκ ἀξιῶν τὰ μὴ δεινὰ ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν. οὗτοι
γὰρ πρῶτον μὲν διὰ τὸ προνενικῆσθαι καὶ μηδ' αὐτοὶ οἴεσθαι ὁμοῖοι ἡμῖν
εἶναι τὸ πλῆθος τῶν νεῶν καὶ οὐκ ἀπὸ τοῦ ἴσου παρεσκευάσαντο· ἔπειτα
ᾧ μάλιστα πιστεύοντες προσέρχονται, ὡς προσῆκον σφίσιν ἀνδρείοις
εἶναι, οὐ δι' ἄλλο τι θαρσοῦσιν ἢ διὰ τὴν ἐν τῷ πεζῷ ἐμπειρίαν τὰ πλείω
κατορθοῦντες, καὶ οἴονται σφίσι καὶ ἐν τῷ ναυτικῷ ποιήσειν τὸ αὐτό. τὸ
δ' ἐκ τοῦ δικαίου ἡμῖν μᾶλλον νῦν περιέσται, εἴπερ καὶ τούτοις ἐν ἐκείνῳ,
ἐπεὶ εὐψυχίᾳ γε οὐδὲν προφέρουσι, τῷ δὲ ἑκάτεροί τι εἶναι ἐμπειρότεροι
θρασύτεροί ἐσμεν. Λακεδαιμόνιοί τε ἡγούμενοι αὐτῶν διὰ τὴν σφετέραν
δόξαν ἄκοντας προσάγουσι τοὺς πολλοὺς ἐς τὸν κίνδυνον, ἐπεὶ οὐκ ἄν
ποτε ἐνεχείρησαν ἡσσηθέντες παρὰ πολὺ αὖθις ναυμαχεῖν. μὴ δὴ αὐτῶν
τὴν τόλμαν δείσητε. πολὺ δὲ ὑμεῖς ἐκείνοις πλείω φόβον παρέχετε καὶ
πιστότερον κατά τε τὸ προνενικηκέναι καὶ ὅτι οὐκ ἂν ἡγοῦνται μὴ
204
ἕκαστος, ἐπὶ τοὺς ᾿Αθηναίους, καὶ ἤλπιζον πάσας τὰς ναῦς ἀπολήψεσθαι.
τῶν δὲ ἕνδεκα μέν τινες αἵπερ ἡγοῦντο ὑπεκφεύγουσι τὸ κέρας τῶν
Πελοποννησίων καὶ τὴν ἐπιστροφὴν ἐς τὴν εὐρυχωρίαν· τὰς δ' ἄλλας
ἐπικαταλαβόντες ἐξέωσάν τε πρὸς τὴν γῆν ὑποφευγούσας καὶ διέφθειραν,
ἄνδρας τε τῶν ᾿Αθηναίων ἀπέκτειναν ὅσοι μὴ ἐξένευσαν αὐτῶν. καὶ τῶν
νεῶν τινὰς ἀναδούμενοι εἷλκον κενάς (μίαν δὲ αὐτοῖς ἀνδράσιν εἷλον
ἤδη), τὰς δέ τινας οἱ Μεσσήνιοι παραβοηθήσαντες καὶ ἐπεσβαίνοντες ξὺν
τοῖς ὅπλοις ἐς τὴν θάλασσαν καὶ ἐπιβάντες ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων
μαχόμενοι ἀφείλοντο ἑλκομένας ἤδη.
[91] Ταύτῃ μὲν οὖν οἱ Πελοποννήσιοι ἐκράτουν τε καὶ διέφθειραν
τὰς ᾿Αττικὰς ναῦς· αἱ δὲ εἴκοσι νῆες αὐτῶν αἱ ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ κέρως
ἐδίωκον τὰς ἕνδεκα ναῦς τῶν ᾿Αθηναίων αἵπερ ὑπεξέφυγον τὴν
ἐπιστροφὴν ἐς τὴν εὐρυχωρίαν. καὶ φθάνουσιν αὐτοὺς πλὴν μιᾶς νεὼς
προκαταφυγοῦσαι ἐς τὴν Ναύπακτον, καὶ σχοῦσαι ἀντίπρωροι κατὰ τὸ
᾿Απολλώνιον παρεσκευάζοντο ἀμυνούμενοι, ἢν ἐς τὴν γῆν ἐπὶ σφᾶς
πλέωσιν. οἱ δὲ παραγενόμενοι ὕστερον ἐπαιάνιζόν τε ἅμα πλέοντες ὡς
νενικηκότες, καὶ τὴν μίαν ναῦν τῶν ᾿Αθηναίων τὴν ὑπόλοιπον ἐδίωκε
Λευκαδία ναῦς μία πολὺ πρὸ τῶν ἄλλων. ἔτυχε δὲ ὁλκὰς ὁρμοῦσα
μετέωρος, περὶ ἣν ἡ ᾿Αττικὴ ναῦς φθάσασα καὶ περιπλεύσασα τῇ
Λευκαδίᾳ διωκούσῃ ἐμβάλλει μέσῃ καὶ καταδύει. τοῖς μὲν οὖν
Πελοποννησίοις γενομένου τούτου ἀπροσδοκήτου τε καὶ παρὰ λόγον
φόβος ἐμπίπτει, καὶ ἅμα ἀτάκτως διώκοντες διὰ τὸ κρατεῖν αἱ μέν τινες
τῶν νεῶν καθεῖσαι τὰς κώπας ἐπέστησαν τοῦ πλοῦ, ἀξύμφορον δρῶντες
πρὸς τὴν ἐξ ὀλίγου ἀντεφόρμησιν, βουλόμενοι τὰς πλείους περιμεῖναι, αἱ
δὲ καὶ ἐς βράχεα ἀπειρίᾳ χωρίων ὤκειλαν. [92] τοὺς δ' ᾿Αθηναίους
ἰδόντας ταῦτα γιγνόμενα θάρσος τε ἔλαβε, καὶ ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος
ἐμβοήσαντες ἐπ' αὐτοὺς ὥρμησαν. οἱ δὲ διὰ τὰ ὑπάρχοντα ἁμαρτήματα
καὶ τὴν παροῦσαν ἀταξίαν ὀλίγον μὲν χρόνον ὑπέμειναν, ἔπειτα δὲ
ἐτράποντο ἐς τὸν Πάνορμον, ὅθενπερ ἀνηγάγοντο. ἐπιδιώκοντες δὲ οἱ
᾿Αθηναῖοι τάς τε ἐγγὺς οὔσας μάλιστα ναῦς ἔλαβον ἓξ καὶ τὰς ἑαυτῶν
ἀφείλοντο, ἃς ἐκεῖνοι πρὸς τῇ γῇ διαφθείραντες τὸ πρῶτον ἀνεδήσαντο·
ἄνδρας τε τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν. ἐπὶ δὲ τῆς
Λευκαδίας νεώς, ἣ περὶ τὴν ὁλκάδα κατέδυ, Τιμοκράτης ὁ
Λακεδαιμόνιος πλέων, ὡς ἡ ναῦς διεφθείρετο, ἔσφαξεν ἑαυτόν, καὶ
ἐξέπεσεν ἐς τὸν Ναυπακτίων λιμένα. ἀναχωρήσαντες δὲ οἱ ᾿Αθηναῖοι
τροπαῖον ἔστησαν, ὅθεν ἀναγαγόμενοι ἐκράτησαν, καὶ τοὺς νεκροὺς καὶ
τὰ ναυάγια ὅσα πρὸς τῇ ἑαυτῶν ἦν ἀνείλοντο, καὶ τοῖς ἐναντίοις τὰ
ἐκείνων ὑπόσπονδα ἀπέδοσαν. ἔστησαν δὲ καὶ οἱ Πελοποννήσιοι
τροπαῖον ὡς νενικηκότες τῆς τροπῆς, ἃς πρὸς τῇ γῇ διέφθειραν ναῦς· καὶ
206
ὅτι καὶ αἱ νῆες αὐτοὺς διὰ χρόνου καθελκυσθεῖσαι καὶ οὐδὲν στέγουσαι
ἐφόβουν. ἀφικόμενοι δὲ ἐς τὰ Μέγαρα πάλιν ἐπὶ τῆς Κορίνθου
ἀπεχώρησαν πεζῇ· οἱ δ' ᾿Αθηναῖοι οὐκέτι καταλαβόντες πρὸς τῇ
Σαλαμῖνι ἀπέπλευσαν καὶ αὐτοί, καὶ μετὰ τοῦτο φυλακὴν ἤδη τοῦ
Πειραιῶς μᾶλλον τὸ λοιπὸν ἐποιοῦντο λιμένων τε κλῄσει καὶ τῇ ἄλλῃ
ἐπιμελείᾳ.
[95] ῾Υπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους, τοῦ χειμῶνος τούτου
ἀρχομένου, Σιτάλκης ὁ Τήρεω ᾿Οδρύσης Θρᾳκῶν βασιλεὺς ἐστράτευσεν
ἐπὶ Περδίκκαν τὸν ᾿Αλεξάνδρου Μακεδονίας βασιλέα καὶ ἐπὶ Ξαλκιδέας
τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης, δύο ὑποσχέσεις τὴν μὲν βουλόμενος ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ
αὐτὸς ἀποδοῦναι. ὅ τε γὰρ Περδίκκας αὐτῷ ὑποσχόμενος, εἰ ᾿Αθηναίοις
τε διαλλάξειεν ἑαυτὸν κατ' ἀρχὰς τῷ πολέμῳ πιεζόμενον καὶ Φίλιππον
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ πολέμιον ὄντα μὴ καταγάγοι ἐπὶ βασιλείᾳ, ἃ
ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει· τοῖς τε ᾿Αθηναίοις αὐτὸς ὡμολογήκει, ὅτε τὴν
ξυμμαχίαν ἐποιεῖτο, τὸν ἐπὶ Θρᾴκης Ξαλκιδικὸν πόλεμον καταλύσειν.
ἀμφοτέρων οὖν ἕνεκα τὴν ἔφοδον ἐποιεῖτο καὶ τόν τε Φιλίππου υἱὸν
᾿Αμύνταν ὡς ἐπὶ βασιλείᾳ τῶν Μακεδόνων ἦγε καὶ τῶν ᾿Αθηναίων
πρέσβεις, οἳ ἔτυχον παρόντες τούτων ἕνεκα, καὶ ἡγεμόνα ῞Αγνωνα· ἔδει
γὰρ καὶ τοὺς ᾿Αθηναίους ναυσί τε καὶ στρατιᾷ ὡς πλείστῃ ἐπὶ τοὺς
Ξαλκιδέας παραγενέσθαι. [96] ἀνίστησιν οὖν ἐκ τῶν ᾿Οδρυσῶν
ὁρμώμενος πρῶτον μὲν τοὺς ἐντὸς τοῦ Αἵμου τε ὄρους καὶ τῆς ῾Ροδόπης
Θρᾷκας, ὅσων ἦρχε μέχρι θαλάσσης [ἐς τὸν Εὔξεινόν τε πόντον καὶ τὸν
῾Ελλήσποντον], ἔπειτα τοὺς ὑπερβάντι Αἷμον Γέτας καὶ ὅσα ἄλλα μέρη
ἐντὸς τοῦ ῎Ιστρου ποταμοῦ πρὸς θάλασσαν μᾶλλον τὴν τοῦ Εὐξείνου
πόντου κατῴκητο· εἰσὶ δ' οἱ Γέται καὶ οἱ ταύτῃ ὅμοροί τε τοῖς Σκύθαις καὶ
ὁμόσκευοι, πάντες ἱπποτοξόται. παρεκάλει δὲ καὶ τῶν ὀρεινῶν Θρᾳκῶν
πολλοὺς τῶν αὐτονόμων καὶ μαχαιροφόρων, οἳ Δῖοι καλοῦνται, τὴν
῾Ροδόπην οἱ πλεῖστοι οἰκοῦντες· καὶ τοὺς μὲν μισθῷ ἔπειθεν, οἱ δ'
ἐθελονταὶ ξυνηκολούθουν. ἀνίστη δὲ καὶ ᾿Αγριᾶνας καὶ Λαιαίους καὶ
ἄλλα ὅσα ἔθνη Παιονικὰ ὧν ἦρχε καὶ ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς οὗτοι ἦσαν·
μέχρι γὰρ Λαιαίων Παιόνων καὶ τοῦ Στρυμόνος ποταμοῦ, ὃς ἐκ τοῦ
Σκόμβρου ὄρους δι' ᾿Αγριάνων καὶ Λαιαίων ῥεῖ, [οὗ] ὡρίζετο ἡ ἀρχὴ τὰ
πρὸς Παίονας αὐτονόμους ἤδη. τὰ δὲ πρὸς Τριβαλλούς, καὶ τούτους
αὐτονόμους, Τρῆρες ὥριζον καὶ Τιλαταῖοι· οἰκοῦσι δ' οὗτοι πρὸς βορέαν
τοῦ Σκόμβρου ὄρους καὶ παρήκουσι πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ ᾿Οσκίου
ποταμοῦ. ῥεῖ δ' οὗτος ἐκ τοῦ ὄρους ὅθενπερ καὶ ὁ Νέστος καὶ ὁ ῞Εβρος·
ἔστι δὲ ἐρῆμον τὸ ὄρος καὶ μέγα, ἐχόμενον τῆς ῾Ροδόπης.
[97] ᾿Εγένετο δὲ ἡ ἀρχὴ ἡ ᾿Οδρυσῶν μέγεθος ἐπὶ μὲν θάλασσαν
καθήκουσα ἀπὸ ᾿Αβδήρων πόλεως ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον μέχρι ῎Ιστρου
208
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ/Ἱστορίαι 2, 47-54
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ο λοιμός
Τις πρώτες ημέρες του θέρους του 430 π.Χ., ενώ οι Πελοποννήσιοι είχαν
εισβάλει, όπως και τον προηγούμενο χρόνο, στην Αττική, ξαφνικά
ενέσκηψε στην Αθήνα ο λοιμός, που περιγράφεται από τον Θουκυδίδη,
με την εμπειρία του ανθρώπου που νόσησε ο ίδιος, στο δεύτερο βιβλίο
της Ιστορίας του, αμέσως μετά τον επιτάφιο του Περικλή. Ο λοιμός, που
212
φέροιεν ἀπῇσαν.
Ελευθέριος Βενιζέλος
[49] Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της
στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ᾽ εξοχήν απηλλαγμένον από
άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν προηγουμένως από
καμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις αυτήν. [2] Όσοι εξ άλλου
ήσαν ώς τότε υγιείς, χωρίς καμίαν φανεράν αιτίαν, προσεβάλλοντο
αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν πυρετόν και ερυθήματα και
φλόγωσιν των οφθαλμών, και το εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και
η γλώσσα εγίνοντο ευθύς αιματώδη, και η εκπνοή ήτον αφύσικος και
δυσώδης. [3] Κατόπιν των φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί
και βραχνάδα, και μετ᾽ ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος,
συνοδευόμενον από ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον,
217
[50] Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί να
περιγραφή επαρκώς διά λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της
προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την ανθρωπίνην
αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα ότι δεν επρόκειτο
διά καμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας ασθενείας, καθόσον τα όρνεα
και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα ανθρώπινα πτώματα, μολονότι πολλοί
νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν επλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα
πτώματα, εψοφούσαν. [2] Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος
εξαφάνισις των ορνέων τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ
των πτωμάτων, ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων,
το αποτέλεσμα ήτον ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι
218
των.
[3] Είναι αληθές ότι αντέτειναν μερικοί ότι ο παλαιός στίχος ωμιλούσε
περί λιμού και όχι λοιμού, αλλ᾽ επί του παρόντος επεκράτησε φυσικά η
γνώμη ότι η λέξις, της οποίας είχε γίνει χρήσις εις το άσμα, ήτο λοιμός,
καθόσον οι άνθρωποι εμνημόνευαν τον στίχον σύμφωνα με τα παθήματά
των. Αλλ᾽ εάν ποτέ επέλθη άλλος δωρικός πόλεμος μετά τον σημερινόν,
και συμπέση να επέλθη λιμός, μου φαίνεται πιθανόν ότι τον στίχον θα
ψάλλουν με την λέξιν αυτήν. [4] Ενθυμήθησαν επίσης, όσοι τον
εγνώριζαν, και τον προς τους Λακεδαιμονίους χρησμόν, όταν εις
ερώτησίν των προς τον θεόν, εάν πρέπη να πολεμήσουν, ούτος
απήντησεν ότι, εάν διεξαγάγουν τον πόλεμον με όλας των τας δυνάμεις,
θα νικήσουν, βεβαιών συνάμα ότι και αυτός θα τους βοηθήση. [5] Όσον
λοιπόν αφορά τον χρησμόν, τα τότε συμβαίνοντα εθεώρουν σύμφωνα με
τας προβλέψεις του. Το βέβαιον είναι ότι η νόσος ήρχισεν ευθύς μετά
την εισβολήν των Πελοποννησίων, και εις μεν την Πελοπόννησον δεν
επεξετάθη, τουλάχιστον εις βαθμόν άξιον λόγου, αλλ᾽ εθέρισε προ
πάντων μεν τας Αθήνας, έπειτα δε και μερικούς πολυανθρωποτέρους
συνοικισμούς. Τοιαύτη υπήρξεν η πορεία της νόσου.
1
Για να μειωθούν οι απώλειες από τις αλλεπάλληλες εισβολές των
Πελοποννησίων στην Αττική, είχε εγκαταλειφθεί η ύπαιθρος και ο
πληθυσμός είχε εγκατασταθεί μέσα στα τείχη.