You are on page 1of 1085

ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Aνήσυχο αίμα

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Troubled Blood


Από τις Εκδόσεις Sphere, Λονδίνο 2020
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Robert Galbraith
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Χρήστος Καψάλης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Γιώργος Κασαπίδης
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Duncan Spilling
ΜΑΚΕΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Βίκυ Αυδή
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Γεωργία-Στέλλα Γυφτοπούλου

© J.K. Rowling, 2018


The moral right of the author has been asserted.
All characters and events in this publication, other than those clearly in the
public domain, are fictitious and any resemblance to real persons, living or
dead, is purely coincidental.
All rights reserved.
© Σχεδιασμού εξωφύλλου: Litlle, Brown Book Group Ltd, 2020
© Φωτογραφιών εξωφύλλου: Stephen Mulcahey, Shutterstock
© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2023

Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Ιούλιος 2023

ISBN 978-618-01-4847-3

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις


του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει
σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά
οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει
αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή,
αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή
(ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του
συνόλου ή μέρους του έργου.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.


Από το 1979
Έδρα: Tατοΐου 121
144 52 Μεταμόρφωση
Βιβλιοπωλείο: Εμμ. Μπενάκη 13-15
106 78 Αθήνα
Τηλ.: 2102804800
psichogios.gr
e-mail: info@psichogios.gr
http://blog.psichogios.gr

PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A.


Publishers since 1979
Head office: 121, Tatoiou Str.
144 52 Metamorfossi, Greece
Bookstore: 13-15, Emm. Benaki Str.
106 78 Athens, Greece
Tel.: 2102804800
psichogios.gr
e-mail: info@psichogios.gr
http://blog.psichogios.gr

Εάν έχετε αγοράσει το παρόν βιβλίο, σας ευχαριστούμε. Συμβάλλετε στο


να ακολουθήσουν πολλά βιβλία ακόμη. Εάν το έχετε κατεβάσει
ηλεκτρονικά χωρίς να το πληρώσετε, πρόκειται για πειρατικό αντίτυπο.
Στην περίπτωση αυτή, ούτε οι συγγραφείς, ούτε ο εκδότης, ούτε οι
υπάλληλοι ή συνεργάτες του, έχουν λάβει οποιοδήποτε αντίτιμο για το
αντίτυπο. Σας παρακαλούμε να μην προβαίνετε στην προμήθεια τέτοιων
αντιτύπων και να αναφέρετε οποιοδήποτε παρόμοιο περιστατικό
πειρατείας ή πώλησης πειρατικών αντιτύπων στον εκδότη. Αν θέλετε να
μάθετε περισσότερα για τις συνέπειες της παράνομης διανομής
περιεχομένου, επισκεφθείτε την παρακάτω σελίδα:
www.psichogios.gr/itallcomesbacktoyou
Σας ευχαριστούμε
που αγοράσατε αυτό το e-book
από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
Γραφτείτε στο newsletter µας
ώστε να ενημερώνεστε για νέες εκδόσεις,
προσφορές μόνο για τα μέλη µας,
αλλά και εκδηλώσεις σχετικές
με τα e-books και τις εφαρμογές µας.

ή επισκεφθείτε μας στην παρακάτω διεύθυνση:


http://www.psichogios.gr/site/Content/newslettersubscribe?
prm=ebooks
Αφιερώνεται στην Μπάρμπαρα Μάρεϊ,
κοινωνική λειτουργό, στέλεχος
της Ένωσης Εκπαίδευσης Εργαζομένων, δασκάλα,
σύζυγο, μητέρα, γιαγιά,
ασυναγώνιστη παίκτρια μπριτζ
και
την καλύτερη πεθερά σε ολόκληρο τον κόσμο.

Παντού πήγαν και γύρεψαν, ολόγυρα ερώτησαν,


μήπως και κάτι μάθαιναν, τι πήγε και απέγινε·
μα τίποτε δε βρήκαν. Κι από ποια μοίρα σκληρή,
ή άραχλη ατυχία, πάρθηκε από εκεί,
κι απ’ το λατρευτό της ταίρι κλάπηκε,
δεν ήξεραν να πουν…
Έντμουντ Σπένσερ,
Η νεραϊδοβασίλισσα
Κι αυτό γιατί, αν δεν ήταν έτσι, θα σήμαινε
πως κάτι είχε εξαφανιστεί ολότελα,
πράγμα το οποίο είναι μαθηματικά παράλογο.
Άλιστερ Κρόουλι,
Το Βιβλίο του Θωθ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ύστερα πέρασε μπροστά το ιλαρό το θέρος…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
1
Τέτοιος άνθρωπος ήτανε, αυτός που τώρα περιγράφω,
της γνήσιας δίκης ο προστάτης, ο Άρτεγκαλ…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

«Από την Κορνουάλη είσαι, γέννημα θρέμμα», αποφάνθηκε ο Ντέιβ


Πόλγουορθ εκνευρισμένος. «Το πραγματικό σου επίθετο δεν είναι καν
“Στράικ”. Στην πραγματικότητα, είσαι ένας Νάνκαροου. Δε φαντάζομαι
να γυρίσεις και να μου πεις πως θα αποκαλούσες τον εαυτό σου Άγγλο;»
Το Βίκτορι Ιν κατακλυζόταν από κόσμο εκείνη τη ζεστή αυγουστιάτικη
βραδιά, σε σημείο που οι θαμώνες είχαν απλωθεί έξω, στα φαρδιά
πέτρινα σκαλοπάτια, τα οποία κατηφόριζαν μέχρι τον όρμο. Ο
Πόλγουορθ και ο Στράικ κάθονταν σε ένα τραπέζι στη γωνία, κι είχαν πιει
κάμποσες μπίρες για να γιορτάσουν τα τριακοστά ένατα γενέθλια του
Πόλγουορθ. Ο κορνουαλικός εθνικισμός αποτελούσε το κεντρικό θέμα
συζήτησης εδώ και είκοσι λεπτά, διάστημα που στον Στράικ φάνταζε
πολύ μεγαλύτερο.
«Αν θα αποκαλούσα τον εαυτό μου Άγγλο;» αναλογίστηκε μεγαλόφωνα.
«Όχι, κατά πάσα πιθανότητα θα έλεγα Βρετανός».
«Άντε γαμήσου», αντέδρασε ο Πόλγουορθ, που φούντωνε εύκολα.
«Σιγά μην έλεγες τέτοιο πράγμα. Απλώς προσπαθείς να με κουρντίσεις».
Οι δύο φίλοι ήταν τελείως διαφορετικοί εμφανισιακά. Ο Πόλγουορθ
ήταν βραχύσωμος και λιανός σαν τζόκεϊ, με επιδερμίδα αργασμένη από
τα στοιχεία της φύσης, πρόωρα ρυτιδιασμένη, ενώ το μαυρισμένο κρανίο
του διακρινόταν κάτω από τα μαλλιά του που είχαν αρχίσει να
αραιώνουν. Το μπλουζάκι του ήταν τσαλακωμένο, λες και το είχε
σηκώσει από το πάτωμα ή από το καλάθι με τα ασιδέρωτα και το τζιν
παντελόνι του σκισμένο. Στον αριστερό του πήχη είχε χτυπήσει τατουάζ
τον ασπρόμαυρο σταυρό του Αγίου Πίραν· στο δεξί του χέρι απλωνόταν
μια βαθιά ουλή, αναμνηστικό από το συναπάντημά του με έναν καρχαρία.
Ο φίλος του ο Στράικ θύμιζε απροπόνητο πυγμάχο, κάτι το οποίο ήταν
πράγματι· μεγαλόσωμος, με ύψος που άγγιζε το ένα και ενενήντα, με
ελαφρώς στραβή μύτη και πυκνά, σκούρα σγουρά μαλλιά. Πάνω του δεν
είχε κανένα τατουάζ και, παρά τη μόνιμη σκιά της πυκνής γενειάδας του,
κουβαλούσε πάνω του εκείνη την κολλαριστή και κατά βάση
καθωσπρέπει αύρα ενός πρώην αστυνομικού ή στρατιωτικού.
«Σε τούτα εδώ τα μέρη γεννήθηκες», επέμεινε ο Πόλγουορθ. «Από την
Κορνουάλη είσαι».
«Το πρόβλημα είναι πως με αυτό το σκεπτικό, του λόγου σου είσαι
Εγγλέζος απ’ το Μπέρμιγχαμ».
«Άντε και γαμήσου!» αλύχτησε ξανά ο Πόλγουορθ, πραγματικά
θιγμένος. «Ζω εδώ πέρα απ’ όταν ήμουν δυο μηνών κι η μάνα μου είναι
μια Τρεβέλιαν. Είναι θέμα ταυτότητας… τι νιώθεις εδώ μέσα», είπε ο
Πόλγουορθ και κατέβασε τη γροθιά πάνω στην καρδιά του. «Της μάνας
μου η οικογένεια έχει ιστορία αιώνων στην Κορνουάλη…»
«Εντάξει, τι να γίνει, εγώ με τα αίματα και τα χώματα δεν είχα ποτέ…»
«Έμαθες τα αποτελέσματα από την τελευταία απογραφή που έκαναν;»
είπε ο Πόλγουορθ διακόπτοντας τον Στράικ. «Πήγαν και ρώτησαν “Ποια
είναι η εθνική σας προέλευση;” και οι μισοί, ακούς τι σου λέω, οι μισοί
απάντησαν “Από την Κορνουάλη” αντί για “Άγγλος”. Μιλάμε για
τεράστια αύξηση».
«Τέλεια», είπε ο Στράικ. «Τι έχει σειρά; Επιλογές για να δηλώσεις
Δαμνόνος και Ρωμαίος;»
«Καλά, συνέχισε να τσαμπουνάς εξυπνάδες», είπε ο Πόλγουορθ, «και
να δούμε τι ξεμπερδέματα θα έχεις. Αδελφέ, σε έχει φάει το Λονδίνο…
Δεν είναι κακό να είσαι περήφανος για την καταγωγή σου. Ούτε κι είναι
κακό να θέλουν οι τοπικές κοινότητες να ανακτήσουν ένα μέρος της
εξουσίας που έχει συσσωρευτεί στο Γουέστμινστερ. Ο Σκοτσέζοι θα
κάνουν την αρχή του χρόνου. Περίμενε και θα δεις. Μόλις εξασφαλίσουν
την ανεξαρτησία τους, αυτός θα είναι ο καταλύτης. Οι κελτικοί
πληθυσμοί σε ολόκληρη τη χώρα θα κάνουν την κίνησή τους.
»Θες άλλη μία;» πρόσθεσε γνέφοντας προς το άδειο ποτήρι του Στράικ.
Ο Στράικ είχε ανηφορίσει μέχρι την παμπ λαχταρώντας ένα διάλειμμα
από την ένταση και τις έγνοιες, όχι για να ακούσει ολόκληρο κήρυγμα για
την πολιτική κατάσταση της Κορνουάλης. Η σύμπτωση των απόψεων του
Πόλγουορθ με εκείνες του Μέμπιον Κέρνοου, του εθνικιστικού κόμματος
στο οποίο είχε ενταχτεί στα δεκαέξι του, φαίνεται πως είχε ενισχυθεί
ακόμη περισσότερο στον περίπου έναν χρόνο που είχε μεσολαβήσει από
την τελευταία φορά που είχαν ιδωθεί οι δυο τους. Ο Ντέιβ συνήθως έκανε
τον Στράικ να γελάει σχεδόν όσο κανείς άλλος, όμως δε σήκωνε χωρατά
σε ό,τι είχε να κάνει με την ανεξαρτησία της Κορνουάλης, ένα θέμα το
οποίο συγκινούσε τον Στράικ τόσο όσο η εσωτερική διακόσμηση ή η
παρακολούθηση τρένων. Για μια στιγμή ο Στράικ σκέφτηκε να
δικαιολογηθεί πως έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι της θείας του, όμως
ήταν μια προοπτική που του φάνταζε σχεδόν εξίσου καταθλιπτική με τη
χολή με την οποία ο παλιός του φίλος σχολίαζε την άρνηση των σούπερ
μάρκετ να τοποθετήσουν τον σταυρό του Αγίου Πίραν πάνω σε προϊόντα
κορνουαλικής προέλευσης.
«Τέλεια, ευχαριστώ», είπε περνώντας το άδειο ποτήρι του στον Ντέιβ,
που τράβηξε για το μπαρ, γνέφοντας αριστερά και δεξιά προς τους
πάμπολλους γνωστούς του.
Έχοντας απομείνει μόνος στο τραπέζι, ο Στράικ έστρεψε αφηρημένα το
βλέμμα του ολόγυρα στην παμπ, την οποία ανέκαθεν θεωρούσε στέκι του.
Είχε αλλάξει με τα χρόνια, όμως εξακολουθούσε να θυμίζει το μέρος
όπου συναντιόταν με τους ντόπιους φίλους του στα τέλη της εφηβείας
τους. Είχε μιαν αλλόκοτη αίσθηση εκείνη την ώρα, σαν να βρισκόταν
ακριβώς εκεί όπου ανήκε και ταυτόχρονα σε ένα μέρος όπου δεν ανήκε
ποτέ, μια αίσθηση έντονης οικειότητας και ταυτόχρονα
αποστασιοποίησης.
Καθώς το βλέμμα του στρεφόταν άσκοπα από το ξύλινο πάτωμα προς
τα θαλασσινά κάδρα, ο Στράικ βρέθηκε να κοιτάζει κατάματα τα μεγάλα,
ανήσυχα μάτια μιας γυναίκας που στεκόταν στο μπαρ μαζί με μια φίλη
της. Η γυναίκα είχε μακρύ χλωμό πρόσωπο και τα σκούρα μαλλιά της,
που έφταναν μέχρι τους ώμους της, ήταν πασπαλισμένα με γκρίζο. Δεν
του θύμιζε κάτι, όμως εδώ και μία ώρα ο Στράικ είχε αντιληφθεί πως
ορισμένοι ντόπιοι τέντωναν τον λαιμό τους για να τον κοιτάξουν ή αλλιώς
προσπαθούσαν να του τραβήξουν την προσοχή. Αποστρέφοντας το
βλέμμα, ο Στράικ έπιασε το κινητό του και καμώθηκε πως έστελνε κάποιο
γραπτό μήνυμα.
Οι γνωστοί είχαν έτοιμη δικαιολογία να του πιάσουν την κουβέντα, έτσι
και τους έδινε το παραμικρό θάρρος, κι αυτό γιατί οι πάντες στο Σεντ
Μος φαίνεται πως ήξεραν ότι η θεία του η Τζόαν είχε διαγνωστεί με
καρκίνο των ωοθηκών σε προχωρημένο στάδιο πριν από δέκα ημέρες και
ότι αυτός, η ετεροθαλής αδελφή του, η Λούσι, καθώς και οι τρεις γιοι της
Λούσι είχαν σπεύσει αμέσως στο σπίτι της Τζόαν και του Τεντ, για να
προσφέρουν την όποια στήριξη μπορούσαν. Εδώ και μία εβδομάδα ο
Στράικ γινόταν αποδέκτης ερωτήσεων και εκδηλώσεων συμπόνιας, ενώ
αρνιόταν ευγενικά διάφορες προτάσεις για βοήθεια, κάθε φορά που
τολμούσε να ξεμυτίσει από το σπίτι. Είχε κουραστεί να βρίσκει νέους
τρόπους να λέει: «Ναι, απ’ ό,τι φαίνεται είναι μη αναστρέψιμη η
κατάσταση και, ναι, είναι χάλια για όλους μας».
Ο Πόλγουορθ επέστρεψε στο τραπέζι, σκουντώντας για να ανοίξει
δρόμο έτσι όπως κουβαλούσε δυο ολόγιομα ποτήρια.
«Έτοιμος, Ντίντι», είπε καθώς βολευόταν στο σκαμνί του.
Το παλιό αυτό παρατσούκλι δεν είχε προκύψει, όπως υπέθεταν οι
περισσότεροι, σαν μια ειρωνική αναφορά στο μέγεθος του Στράικ, αλλά
από το «ντίντικοϊ», την κορνουαλική λέξη που σημαίνει Τσιγγάνος. Στο
άκουσμα του παρατσουκλιού ο Στράικ μαλάκωσε, καθώς του θύμισε το
γιατί η φιλία του με τον Πόλγουορθ ήταν η μακροβιότερη στη ζωή του.
Πριν από τριάντα πέντε χρόνια ο Στράικ είχε εγγραφεί στο Δημοτικό
Σχολείο του Σεντ Μος καθυστερημένα, ενώ ήταν ήδη ασυνήθιστα
μεγαλόσωμος για την ηλικία του, με προφορά χτυπητά διαφορετική από
την τοπική. Παρότι είχε γεννηθεί στην Κορνουάλη, η μητέρα του τον είχε
πάρει μακριά με το που συνήλθε από τη γέννα, κυριολεκτικά νύχτα, με το
μωρό στην αγκαλιά, προκειμένου να επιστρέψει στη ζωή της
πρωτεύουσας που τόσο λάτρευε, τρέχοντας από διαμέρισμα σε κοινόβιο
κι από μάζωξη σε πάρτι. Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννηση του Στράικ,
είχε επιστρέψει στο Σεντ Μος μαζί με τον γιο της και τη νεογέννητη κόρη
της, τη Λούσι, όμως σηκώθηκε πάλι κι έφυγε αξημέρωτα, αφήνοντας
πίσω τον Στράικ και την ετεροθαλή αδελφή του.
Τι ακριβώς είχε γράψει η Λίντα στο σημείωμα που άφησε πάνω στο
τραπέζι της κουζίνας, ο Στράικ δεν έμαθε ποτέ. Το δίχως άλλο είχε
κάποιου είδους τρεχάματα με κάποιο σπιτονοικοκύρη ή γκόμενο ή ίσως
να πλησίαζαν οι μέρες για κάποιο μουσικό φεστιβάλ στο οποίο ήθελε
οπωσδήποτε να πάει: της ήταν δύσκολο να ζει όπως ακριβώς της έκανε
κέφι, σέρνοντας από πίσω δυο παιδιά. Ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο
λόγος για την παρατεινόμενη απουσία της, η συννυφάδα της Λίντα, η
Τζόαν, που ήταν συμβατική και οργανωμένη εκεί όπου η Λίντα ήταν
φευγάτη και χαοτική, είχε αγοράσει στον Στράικ στολή και τον είχε
γράψει στο τοπικό σχολείο.
Τα υπόλοιπα τετράχρονα παιδιά είχαν απομείνει να χάσκουν
κατάπληκτα, καθώς ο νέος συμμαθητής συστηνόταν στην τάξη. Μερικά
είχαν χαχανίσει, μόλις η δασκάλα άρθρωσε το μικρό του όνομα,
Κόρμοραν. Ο Στράικ ανησυχούσε με όλο εκείνο το σκηνικό του σχολείου,
καθώς ήταν βέβαιος πως η μητέρα του είχε πει πως θα τον μάθαινε
γράμματα «στο σπίτι». Είχε προσπαθήσει να εξηγήσει στον θείο Τεντ πως
δεν πίστευε ότι η μητέρα του θα ήθελε να πάει σχολείο, όμως ο Τεντ,
άνθρωπος όλο κατανόηση υπό κανονικές συνθήκες, είχε απαντήσει πως
έπρεπε να πάει, με τρόπο που δε σήκωνε κουβέντα, και κάπως έτσι είχε
βρεθεί ολομόναχος ανάμεσα σε άγνωστα πρόσωπα με αλλόκοτη
προφορά. Ο Στράικ, που ποτέ του δεν είχε εύκολο το κλάμα, είχε καθίσει
στο παλιό θρανίο νιώθοντας έναν κόμπο στο λαρύγγι του, μεγάλο σαν
μήλο.
Το γιατί ο Ντέιβ Πόλγουορθ, το μικροκαμωμένο αφεντικό της τάξης,
είχε αποφασίσει να πιάσει φιλίες με το νεοφερμένο αγόρι ήταν κάτι που
ουδέποτε εξηγήθηκε πειστικά, ακόμη και στον ίδιο τον Στράικ.
Οπωσδήποτε δεν μπορεί να ήταν από φόβο για το μέγεθος του Στράικ,
μιας και οι δύο κολλητοί του Ντέιβ ήταν γεροδεμένοι γιοι ψαράδων και
σε κάθε περίπτωση ο Ντέιβ είχε τρομερή φήμη ως καβγατζής, η
αγριότητα του οποίου ήταν αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους του.
Μέχρι το τέλος εκείνης της πρώτης ημέρας, ο Πόλγουορθ είχε εξελιχτεί
σε φίλο και προστάτη, αναλαμβάνοντας να καταστήσει απόλυτα σαφές
στην υπόλοιπη τάξη τους λόγους για τους οποίους ο Στράικ άξιζε τον
σεβασμό τους: γέννημα θρέμμα Κορνουαλός, ανιψιός του Τεντ
Νάνκαροου, του τοπικού λιμενικού σώματος, δεν ήξερε πού βρισκόταν η
μάνα του και δεν έφταιγε αυτός που μίλαγε περίεργα.
Και παρότι η θεία του Στράικ ήταν βαριά άρρωστη, κι ας είχε χαρεί
πολύ που ο ανιψιός της έμεινε μια ολόκληρη εβδομάδα, και μολονότι θα
έφευγε το επόμενο πρωί, η Τζόαν τον είχε βγάλει σχεδόν σπρώχνοντας
από το σπίτι προκειμένου να πάει και να γιορτάσει τα γενέθλια του
«Μικρούλη Ντέιβ» εκείνο το βράδυ. Η θεία του απέδιδε τεράστια αξία
στους παλιούς δεσμούς και χαιρόταν πραγματικά που ο Στράικ και ο
Ντέιβ Πόλγουορθ εξακολουθούσαν να είναι φίλοι ύστερα από τόσα
χρόνια. Η Τζόαν θεωρούσε τη φιλία τους απόδειξη του ότι είχε κάνει
καλά που τον έστειλε στο σχολείο, κόντρα στις επιθυμίες της
ασυμμάζευτης της μάνας του, κι απόδειξη πως η Κορνουάλη ήταν η
πραγματική πατρίδα του Στράικ, κι ας είχε περιπλανηθεί στο μεταξύ σε
ολόκληρο τον κόσμο, κι ας είχε αυτό το διάστημα για έδρα του το
Λονδίνο.
Ο Πόλγουορθ κατέβασε μια γερή γουλιά από την τέταρτη μπίρα του και
είπε, ρίχνοντας μια κοφτή ματιά προς τα πίσω, προς τη μεριά της
μελαχρινής γυναίκας και της ξανθιάς φίλης της, που εξακολουθούσε να
παρατηρεί τον Στράικ,
«Γαμημένα μυρμήγκια».
«Και πώς θα στεκόταν ο κήπος σου», ρώτησε ο Στράικ, «χωρίς
τουρίστες;»
«Φίνα θα ήταν», αποκρίθηκε μεμιάς ο Πόλγουορθ. «Έχουμε έναν
σκασμό ντόπιους επισκέπτες, τακτικούς πελάτες».
Ο Πόλγουορθ είχε παραιτηθεί πρόσφατα από μια διοικητική θέση σε
μια κατασκευαστική εταιρεία στο Μπρίστολ, προκειμένου να αναλάβει
χρέη επικεφαλής κηπουρού σε έναν μεγάλο δημόσιο κήπο, λίγο
παρακάτω από το σημείο όπου βρίσκονταν τώρα, στην ακτή.
Διπλωματούχος δύτης, έμπειρος σέρφερ, με συμμετοχές σε
παραδοσιακούς διαγωνισμούς δύναμης, ο Πόλγουορθ ήταν ασταμάτητα
δραστήριος και δυναμικός από τα παιδικά του χρόνια, κι ο χρόνος που
μεσολάβησε και το πέρασμά του από γραφεία διόλου δεν τον είχαν
δαμάσει.
«Σαν να λέμε, δε μετανιώνεις για το παραμικρό, ε;» ρώτησε ο Στράικ.
«Ούτε για πλάκα», αποκρίθηκε ο Πόλγουορθ με ζέση. «Είχα ανάγκη να
λερώσω τα χέρια μου ξανά. Να βρεθώ πάλι στη φύση. Του χρόνου κλείνω
τα σαράντα. Ή τώρα ή ποτέ».
Ο Πόλγουορθ είχε στείλει τα χαρτιά του για τη νέα δουλειά χωρίς να πει
στη σύζυγό του τι σχεδίαζε. Κι από τη στιγμή που του προτάθηκε η θέση,
παραιτήθηκε από τη δουλειά του και γύρισε στο σπίτι, προκειμένου να
ανακοινώσει τα τετελεσμένα στην οικογένειά του.
«Η Πένι πώς τα πάει, το χώνεψε κάπως;» ρώτησε ο Στράικ.
«Εξακολουθεί να μου λέει μια φορά την εβδομάδα πως θέλει διαζύγιο»,
απάντησε ο Πόλγουορθ αδιάφορα. «Πάντως, ήταν καλύτερα που της το
ξεφούρνισα όταν είχε γίνει η δουλειά, από το να φάμε πέντε χρόνια
μαλώνοντας για μαλακίες. Άσε που τελικά μας ήρθαν όλα τέλεια. Τα
παιδιά είναι ενθουσιασμένα με το καινούργιο σχολείο και η εταιρεία όπου
εργάζεται η Πένι την άφησε να πάρει μετάθεση στα γραφεία στη Μεγάλη
Πόλη», εννοώντας το Τρούρο, όχι το Λονδίνο. «Κατευχαριστημένη είναι.
Απλώς δε θέλει να το παραδεχτεί».
Κατά βάθος, ο Στράικ αμφέβαλλε σοβαρά γι’ αυτό. Η τάση να
προσπερνά άβολα γεγονότα αποτελούσε σταθερό συνοδοιπόρο της
λατρείας του Πόλγουορθ για τα ρίσκα και τους ρομαντικούς στόχους.
Ούτως ή άλλως, ο Στράικ είχε κάμποσες δικές του σκοτούρες για να
αναλώνεται με τα προβλήματα του Πόλγουορθ, οπότε σήκωσε το γεμάτο
ποτήρι του και είπε, ελπίζοντας να αποσπάσει την προσοχή του
Πόλγουορθ από την πολιτική:
«Λοιπόν, πολύχρονος, αδελφέ».
«Να ’σαι καλά», απάντησε ο Πόλγουορθ πίνοντας στην υγειά του. «Για
πες, τι λες να κάνει τελικά η Άρσεναλ; Θα καταφέρει να προκριθεί;»
Ο Στράικ σήκωσε τους ώμους, καθώς φοβόταν πως αν άρχιζε συζήτηση
για τις πιθανότητες που είχε η ομάδα του Βόρειου Λονδίνου να
εξασφαλίσει μια θέση στο Champions League, αυτό θα κατέληγε σε
κάποιο σχόλιο για το ότι δεν είχε επιλέξει να υποστηρίζει την Κορνουάλη.
«Τα ερωτικά σου πώς πάνε;» ρώτησε ο Πόλγουορθ επιχειρώντας μιαν
άλλη προσέγγιση.
«Ανύπαρκτα», απάντησε ο Στράικ.
Ο Πόλγουορθ χαμογέλασε πλατιά.
«Η Τζόαν θεωρεί πως τελικά θα καταλήξεις με τη συνεργάτιδά σου.
Εκείνη την κοπελιά, τη Ρόμπιν».
«Αλήθεια;» είπε ο Στράικ.
«Κάθισε και μου τα ανέλυσε τις προάλλες που πέρασα από εκεί, το
προπερασμένο Σαββατοκύριακο. Είχα πάει να τους φτιάξω την κεραία
της συνδρομητικής».
«Δε μου είπαν πως εσύ τους βοήθησες», σχολίασε ο Στράικ, στρέφοντας
και πάλι το ποτήρι του προς τον Πόλγουορθ. «Καλοσύνη σου, αδελφέ,
ευχαριστώ».
Αν ήλπιζε πως με τον τρόπο αυτό θα έκανε τον φίλο του να αλλάξει
θέμα συζήτησης, έπεφτε έξω.
«Κι οι δυο τους τα ίδια έλεγαν. Και η θεια σου και ο Τεντ», είπε ο
Πόλγουορθ, «πιστεύουν πως η Ρόμπιν είναι η τυχερή».
Κι από τη στιγμή που ο Στράικ δεν έκανε το παραμικρό σχόλιο, ο
Πόλγουορθ επέμεινε. «Δηλαδή, δεν παίζει το παραμικρό;»
«Όχι», είπε ο Στράικ.
«Πώς κι έτσι;» ρώτησε ο Πόλγουορθ σμίγοντας ξανά τα φρύδια. Όπως
και με το θέμα της ανεξαρτησίας της Κορνουάλης, ο Στράικ αρνιόταν
πεισματικά να αποδεχτεί έναν καταφανή όσο και επιθυμητό στόχο.
«Κούκλα είναι. Είδα τη φωτογραφία της στην εφημερίδα. Εντάξει, μπορεί
να μη συγκρίνεται με τη Μυλαίδη Παλάβρα», παραδέχτηκε ο Πόλγουορθ.
Αυτό ήταν το παρατσούκλι που είχε δώσει εδώ και χρόνια στην τέως
αρραβωνιαστικιά του Στράικ. «Από την άλλη βέβαια, δεν είναι και για
δέσιμο, καλά δε λέω, Ντίντι;»
Ο Στράικ γέλασε.
«Η Λούσι τη συμπαθεί», συνέχισε ο Πόλγουορθ. «Λέει πως θα ήσαστε
τέλειο ζευγάρι».
«Από πότε συζητάς τα προσωπικά μου με τη Λούσι;» ρώτησε ο Στράικ
με ελαφρώς λιγότερη χαλαρότητα.
«Εδώ και περίπου έναν μήνα», απάντησε ο Πόλγουορθ. «Έφερε τα
αγόρια εδώ ένα Σαββατοκύριακο, οπότε τους καλέσαμε στο σπίτι για
μπάρμπεκιου».
Ο Στράικ ήπιε και δεν έκανε κάποιο σχόλιο.
«Τα πηγαίνετε φίνα, λέει», είπε ο Πόλγουορθ παρατηρώντας τον.
«Ναι, πράγματι», συμφώνησε ο Στράικ.
Ο Πόλγουορθ περίμενε να ακούσει τη συνέχεια, με τα φρύδια
σηκωμένα και ύφος όλο προσμονή.
«Θα κατέληγα να τα σκατώσω», είπε ο Στράικ. «Δε σκοπεύω να
διακινδυνεύσω το γραφείο».
«Μάλιστα», έκανε ο Πόλγουορθ. «Μια φορά μπαίνεις στον πειρασμό,
σωστά;»
Ακολούθησε μια σύντομη παύση. Ο Στράικ φρόντιζε να μη στρέψει το
βλέμμα του προς τη μελαχρινή γυναίκα και τη συντροφιά της, που ήταν
βέβαιος ότι τον σχολίαζαν.
«Κάποιες στιγμές ίσως», παραδέχτηκε, «μου έχει περάσει από το μυαλό.
Όμως είναι σε πολύ ζόρικη φάση με το διαζύγιό της, ούτως ή άλλως
περνάμε ήδη τη μισή μας ζωή μαζί και μου αρέσει που την έχω
συνεταίρο».
Δεδομένης της πολύχρονης φιλίας τους, του γεγονότος πως ήδη τα είχαν
τσουγκρίσει με αφορμή τα πολιτικά, καθώς και του ότι ο Πόλγουορθ είχε
τα γενέθλιά του, ο Στράικ προσπαθούσε να μη φανερώσει την
οποιαδήποτε ενόχληση, αντιμέτωπος με αυτού του είδους τις ερωτήσεις.
Όλοι οι παντρεμένοι που γνώριζε έδειχναν αποφασισμένοι να ζαλώσουν
στον γάμο και τους άλλους, κι ας μην αποτελούσαν οι ίδιοι την καλύτερη
διαφήμιση του θεσμού. Το ζεύγος Πόλγουορθ, για παράδειγμα, έδινε την
εντύπωση πως βρισκόταν σε μια διαρκή κατάσταση αμοιβαίας έχθρας. Ο
Στράικ περισσότερες φορές είχε ακούσει την Πένι να αναφέρεται στον
σύζυγό της ως «εκείνος ο παπάρας», παρά με το όνομά του, ενώ ήταν
άπειρες οι φορές που ο Πόλγουορθ είχε διασκεδάσει τους φίλους του
περιγράφοντας περιχαρής με κάθε λεπτομέρεια το πώς είχε καταφέρει να
κυνηγήσει τις φιλοδοξίες και τους στόχους του σε βάρος ή κόντρα στις
διαμαρτυρίες της συζύγου του. Και οι δύο έδειχναν περισσότερο
χαρούμενοι και χαλαροί συντροφιά με μέλη του δικού τους φύλου, ενώ σ’
εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που ο Στράικ είχε απολαύσει τη
φιλοξενία του σπιτιού τους, οι μαζώξεις μονίμως είχαν την τάση να
ακολουθούν ένα μοτίβο διαχωρισμού, με τις γυναίκες να
συγκεντρώνονται σε μια μεριά του σπιτιού και τους άντρες σε μιαν άλλη.
«Και τι γίνεται όταν η Ρόμπιν θελήσει παιδιά;» ρώτησε ο Πόλγουορθ.
«Δε νομίζω πως θέλει», είπε ο Στράικ. «Της αρέσει η δουλειά».
«Καλά, έτσι λένε όλες», σχολίασε με ύφος ο Πόλγουορθ. «Πόσων
χρονών είναι τώρα;»
«Δέκα χρόνια μικρότερη από εμάς».
«Θα θελήσει να κάνει παιδιά», είπε με απόλυτη βεβαιότητα ο
Πόλγουορθ. «Όλες τους θέλουν. Και στις γυναίκες έρχεται νωρίτερα η
διάθεση. Είναι και το βιολογικό ρολόι στη μέση».
«Τι να σου πω, πάντως μαζί μου δε θα κάνει. Δε θέλω να αποκτήσω
παιδιά. Άσε που όσο περνάνε τα χρόνια τόσο περισσότερο καταλήγω στο
ότι δεν είμαι φτιαγμένος για γάμο».
«Τα ίδια έλεγα κι εγώ, αδελφέ», είπε ο Πόλγουορθ. «Τελικά, όμως,
συνειδητοποίησα πως έκανα λάθος. Σου έχω πει πώς την έκανα την
κουτσουκέλα, σωστά; Πώς κατέληξα να κάνω πρόταση γάμου στην
Πένι;»
«Δε νομίζω», είπε ο Στράικ.
«Θες να πεις ότι δε σου έχω περιγράψει το όλο σκηνικό με τον
Τολστόι;» ρώτησε ο Πόλγουορθ, που φάνηκε να εκπλήσσεται με την
παράλειψή του.
Ο Στράικ, που ετοιμαζόταν να πιει μια γουλιά, κατέβασε το ποτήρι του
κατάπληκτος. Από το δημοτικό κιόλας, ο Πόλγουορθ, που διέθετε μυαλό
κοφτερό σαν ξυράφι, αλλά απεχθανόταν κάθε μορφή γνώσης την οποία
δεν μπορούσε να αξιοποιήσει άμεσα και πρακτικά, απέφευγε όπως ο
διάολος το λιβάνι κάθε μορφή έντυπου κειμένου, με εξαίρεση τα τεχνικά
εγχειρίδια. Παρερμηνεύοντας το ύφος του Στράικ, ο Πόλγουορθ είπε:
«Τον Τολστόι, ντε. Συγγραφέας είναι».
«Ναι», έκανε ο Στράικ. «Ευχαριστώ για τη διευκρίνιση. Και τι σχέση
έχει ο Τολστόι…;»
«Άσε ντε να σου εξηγήσω. Το λοιπόν, εκείνο τον καιρό τα είχαμε
σπάσει με την Πένι για δεύτερη φορά. Μου είχε ζαλίσει τ’ αυτιά πως
ήθελε να αρραβωνιαστούμε, αλλά εγώ δεν είχα καμία διάθεση. Οπότε,
είμαι σ’ ένα μπαρ και μιλάω με ένα φιλαράκι μου, τον Κρις, του
περιγράφω πόσο έχω μπουχτίσει να την ακούω όλη την ώρα να μου
ζητάει δαχτυλίδι αρραβώνων… Αλήθεια, τον θυμάσαι τον Κρις;
Μεγαλόσωμος, ψευδός. Τον γνώρισες στη βάφτιση της Ρόζγουιν.
»Τέλος πάντων, στο μπαρ κάθεται κι ένας τύπος μεγαλύτερος στα
χρόνια, μόνος του, κάπως χλέμπουρας, με κοτλέ σακάκι, κυματιστό
μαλλί, και για να είμαι ειλικρινής έχει αρχίσει να μου τη δίνει στα νεύρα,
γιατί καταλαβαίνω πως έχει στήσει αυτί. Οπότε, γυρίζω και τον ρωτάω τι
σκατά ζόρι τραβάει του λόγου του, οπότε με κοιτάζει ίσια στα μάτια»,
είπε ο Πόλγουορθ, «και λέει: “Για να κουβαλάς ένα βάρος και να μπορείς
να χρησιμοποιείς τα χέρια σου, μονάχα ένας τρόπος υπάρχει, να
φορτωθείς το βάρος στην πλάτη. Παντρέψου και θα έχεις ξανά τα χέρια
σου ελεύθερα. Μην παντρευτείς και δε θα έχεις ποτέ τα χέρια σου
ελεύθερα για οτιδήποτε άλλο. Δες τον Μαζάνκοφ, τον Κρούποφ.
Κατέστρεψαν τις καριέρες τους για χάρη των γυναικών”.
»Εγώ, εν τω μεταξύ, νόμισα πως αυτός ο Μαζάνκοφ και ο Κρούποφ
ήταν τίποτε φιλαράκια του. Έτσι τον ρωτάω τι στον κόρακα με ζάλιζε με
αυτές τις ιστορίες. Οπότε, μου απαντάει πως αυτά ήταν λόγια ενός
συγγραφέα, του Τολστόι.
»Οπότε, πιάσαμε την κουβέντα και ειλικρινά, Ντίντι, ήταν μια εμπειρία
που μου άλλαξε τη ζωή. Σαν να άναψε ένα φως στο μυαλό μου», είπε ο
Πόλγουορθ δείχνοντας τον αέρα πάνω από το αραιωμένο μαλλί του. «Με
έκανε να δω καθαρά το όλο θέμα. Το δράμα του άντρα, αδελφέ. Να
γυροφέρνω, νύχτα Τρίτης, προσπαθώντας να γυρίσω σπίτι και πάλι μόνος,
φτωχότερος, και να βαριέμαι τη ζωή μου· αναλογίστηκα τα λεφτά που
ξόδεψα κυνηγώντας τον ποδόγυρο, και όλο το ζόρι, και κατά πόσο ήθελα
να καταλήξω να βλέπω τσόντες μόνος μου στα σαράντα, οπότε
σκέφτηκα: Αυτή είναι η ουσία. Αυτό είναι ο γάμος. Θα καταφέρω να βρω
καλύτερη από την Πένι; Γουστάρω να λέω μαλακίες στις γυναίκες στα
μπαρ; Με την Πένι τα πηγαίναμε εντάξει. Άνετα μπορούσα να πέσω σε
πολύ χειρότερη. Άσε που είναι κι ομορφούλα. Θα είχα και τη βολή μου
στο σπίτι, να με περιμένει για κανένα σπρωξιματάκι, καλά δε λέω;»
«Κρίμα που δεν είναι εδώ να σε ακούσει», είπε ο Στράικ. «Θα σε
ερωτευόταν από την αρχή, παράφορα».
«Δώσαμε κανονικά τα χέρια με τον χλέμπουρα», συνέχισε ο
Πόλγουορθ, προσπερνώντας το σαρκαστικό σχόλιο του Στράικ. «Τον
έβαλα να μου γράψει το όνομα του βιβλίου, τα πάντα. Έπειτα σηκώθηκα
κι έφυγα, πήρα ταξί και πήγα γραμμή στο διαμέρισμα της Πένι, της
βρόντηξα την πόρτα, την ξύπνησα. Μιλάμε, είχε φορτώσει άσχημα.
Νόμιζε πως είχα περάσει από εκεί επειδή ήμουν τύφλα στο μεθύσι, δεν
είχα καταφέρει να βρω καμιά καλύτερη κι ήθελα να σπρώξω. Κι εγώ της
είπα: “Όχι, μωρή χαμένη, ήρθα γιατί θέλω να σε παντρευτώ”.
»Να σου πω και το όνομα του βιβλίου», είπε ο Πόλγουορθ. «Άννα
Καρένινα». Κατέβασε μονορούφι την υπόλοιπη μπίρα του. «Μιλάμε για
απερίγραπτη φόλα».
Ο Στράικ γέλασε.
Ο Πόλγουορθ ρεύτηκε δυνατά κι ύστερα έριξε μια ματιά στο ρολόι του.
Ήταν άνθρωπος που ήξερε να αναγνωρίζει μια καλή ατάκα για να κάνει
την έξοδό του, και αντιπαθούσε τους παρατεταμένους αποχαιρετισμούς
όσο και τη ρωσική λογοτεχνία.
«Πρέπει να την κάνω, αδελφέ», είπε καθώς σηκωνόταν. «Αν γυρίσω
πριν από τις έντεκα και μισή, με περιμένει μια πίπα για τα γενέθλιά μου…
κι αυτό ακριβώς είναι το ζουμί, αδελφέ. Αυτό».
Χαμογελώντας πλατιά, ο Στράικ έσφιξε το προτεταμένο χέρι του
Πόλγουορθ. Εκείνος του ζήτησε να δώσει την αγάπη του στην Τζόαν και
να του τηλεφωνήσει την επόμενη φορά που θα κατηφόριζε, κι ύστερα
άνοιξε δρόμο σκουντώντας τους θαμώνες του μπαρ και χάθηκε.
2
Η καρδιά, που μέσα της στενάζει, πολύ ανακουφίζεται
με την ελπίδα κάποιου πράγματος, που ίσως τον πόνο να ημερέψει…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ενώ εξακολουθούσε να χαμογελά πλατιά με την αφήγηση του


Πόλγουορθ, ο Στράικ συνειδητοποιούσε πλέον πως η μελαχρινή γυναίκα
στο μπαρ έδειχνε πως ήθελε να τον πλησιάσει. Η διοπτροφόρα ξανθιά
φίλη της φαινόταν να τη συμβουλεύει να μην το επιχειρήσει. Ο Στράικ
αποτέλειωσε την μπίρα του, έπιασε το πορτοφόλι του, βεβαιώθηκε πως τα
τσιγάρα του παρέμεναν μέσα στην τσέπη του και με τη βοήθεια του
τοίχου δίπλα του σηκώθηκε, φροντίζοντας να βεβαιωθεί πως η ισορροπία
του ήταν αυτή που έπρεπε, πριν επιχειρήσει να περπατήσει. Υπήρχαν
φορές που το προσθετικό του πόδι δεν αποδεικνυόταν συνεργάσιμο
ύστερα από τέσσερις μπίρες. Κι αφού σιγουρεύτηκε πως μπορούσε να
ισορροπήσει μια χαρά, τράβηξε προς την έξοδο, γνέφοντας αγέλαστος
προς εκείνους τους λιγοστούς ντόπιους, την παρουσία των οποίων δε θα
μπορούσε να αγνοήσει χωρίς να τους προσβάλει, και βρέθηκε στο θερμό
σκοτάδι έξω, χωρίς να του γίνει κανείς φόρτωμα.
Τα φαρδιά, στραβά πέτρινα σκαλοπάτια που κατηφόριζαν προς τον
όρμο εξακολουθούσαν να κατακλύζονται από ανθρώπους που έπιναν και
κάπνιζαν. Ο Στράικ πέρασε ανάμεσά τους, βγάζοντας στην πορεία τα
τσιγάρα από την τσέπη του.
Ήταν μια γλυκιά νύχτα του Αυγούστου και στη γραφική προκυμαία οι
τουρίστες συνέχιζαν το σουλάτσο τους. Ο Στράικ βρισκόταν αντιμέτωπος
με ποδαρόδρομο ενός τετάρτου, ένα μέρος του οποίου ήταν σε απότομη
πλαγιά, προκειμένου να επιστρέψει στο σπίτι των θείων του. Αυθόρμητα,
έστριψε δεξιά, διέσχισε τον δρόμο και τράβηξε προς τον ψηλό πέτρινο
τοίχο που χώριζε τις θέσεις στάθμευσης των αυτοκινήτων και την
αφετηρία του πορθμείου από τη θάλασσα. Έγειρε πάνω του και άναψε
τσιγάρο, στρέφοντας το βλέμμα πέρα από τα ασημόγκριζα νερά του
ωκεανού, έτσι που μεταμορφώθηκε σε έναν ακόμη τουρίστα στο σκοτάδι,
ελεύθερος να καπνίσει με την ησυχία του, χωρίς να χρειάζεται να απαντά
σε ερωτήσεις για τον καρκίνο, αναβάλλοντας εσκεμμένα τη στιγμή που
θα ήταν αναγκασμένος να επιστρέψει στον άβολο καναπέ που
αποτελούσε το κρεβάτι του τις τελευταίες έξι νύχτες.
Φτάνοντας εκεί, ο Στράικ είχε ενημερωθεί πως ως άτεκνος εργένης και
πρώην στρατιωτικός δε θα είχε πρόβλημα να κοιμηθεί στο καθιστικό, μιας
κι «εσύ κοιμάσαι παντού». Η θεία του ήταν αποφασισμένη να ξεκόψει
κάθε συζήτηση, μετά τη νύξη που είχε κάνει ο Στράικ από το τηλέφωνο
να κλείσει δωμάτιο σε κάποιον ξενώνα, παρά να επιβαρύνει κι άλλο το
σπίτι. Οι επισκέψεις του Στράικ ήταν σπάνιες, ιδίως όταν συνέπιπταν με
την αδελφή και τους ανιψιούς του, κι η Τζόαν ήθελε να χαρεί την
παρουσία του στο μέγιστο, ήθελε να αισθανθεί πως ήταν και πάλι εκείνη
που φρόντιζε και περιποιούνταν τους πάντες, κι ας ήταν εξασθενημένη το
διάστημα αυτό μετά τον πρώτο γύρο της χημειοθεραπείας.
Και κάπως έτσι ο ψηλός και βαρύς Στράικ, που είχε βολευτεί πολύ
καλύτερα σε ράντζα εκστρατείας, βρέθηκε να πλαγιάζει αδιαμαρτύρητα
στη γλιστερή, άβολη μάζα από αλογότριχες ντυμένες με σατέν και να τον
ξυπνάνε κάθε πρωί οι νεαροί ανιψιοί του, που συστηματικά ξεχνούσαν ότι
τους είχε ζητηθεί να περιμένουν να πάει πρώτα η ώρα οκτώ προτού
εισβάλουν στο καθιστικό. Τουλάχιστον ο Τζακ είχε τη στοιχειώδη
ευγένεια να ψιθυρίζει μια συγγνώμη, κάθε φορά που συνειδητοποιούσε
ότι είχε ξεχάσει τον θείο του. Ο μεγαλύτερος, ο Λουκ, κατέβαινε
ποδοβολώντας και φωνάζοντας στα στενά σκαλοπάτια κάθε πρωί, κι
απλώς χαχάνιζε έτσι όπως περνούσε βολίδα δίπλα από τον Στράικ
τραβώντας στην κουζίνα.
Ο Λουκ είχε σπάσει τα ολοκαίνουργια ακουστικά του Στράικ, για τα
οποία ο ντετέκτιβ αισθάνθηκε υποχρεωμένος να καμωθεί πως διόλου δεν
είχε ενοχληθεί. Ο μεγαλύτερος ανιψιός του είχε θεωρήσει επίσης
διασκεδαστικό να αμοληθεί τρέχοντας στον κήπο ένα πρωί, κουβαλώντας
το προσθετικό πόδι του Στράικ, και να σταθεί εκεί πέρα κραδαίνοντάς το
προς τη μεριά του θείου του, πίσω από το τζάμι. Όταν με τα πολλά ο
Λουκ το έφερε πίσω, ο Στράικ, η κύστη του οποίου ήταν οριακά γεμάτη
και δεν μπορούσε να ανεβεί κουτσό τα απότομα σκαλοπάτια για να
φτάσει στη μοναδική τουαλέτα, μάλωσε τον Λουκ σε ήρεμο τόνο, αλλά
με τρόπο που άφησε το αγόρι ασυνήθιστα άκεφο για το μεγαλύτερο μέρος
του πρωινού.
Εν τω μεταξύ, η Τζόαν ρωτούσε κάθε πρωί τον Στράικ αν «κοιμήθηκες
καλά», χωρίς ίχνος ερωτηματικού στον τρόπο που το έλεγε. Η Τζόαν είχε
όλη της τη ζωή τη συνήθεια να πιέζει έμμεσα την οικογένεια να της λέει
αυτό που ήθελε να ακούσει. Την περίοδο που ο Στράικ κοιμόταν στο
γραφείο του και βρισκόταν αντιμέτωπος με το φάσμα της χρεοκοπίας
(καταστάσεις τις οποίες, ομολογουμένως, δεν είχε μοιραστεί με τη θεία
και τον θείο του), η Τζόαν του είχε πει εύθυμα στο τηλέφωνο ότι «τα πας
θαυμάσια» και του είχε φανεί, όπως πάντα, αχρείαστα αντιδραστικό να
αμφισβητήσει την αισιόδοξη άποψή της. Λίγο καιρό αφότου μια βόμβα
ακρωτηρίασε το πόδι του από το γόνατο και κάτω στο Αφγανιστάν, η
Τζόαν δακρυσμένη είχε σταθεί δίπλα στο κρεβάτι του στο νοσοκομείο,
ενώ εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει τι του γινόταν μέσα στην
παραζάλη της μορφίνης, και του είχε πει: «Είσαι άνετα, πάντως. Δεν
πονάς». Αγαπούσε τη θεία του, που τον είχε μεγαλώσει για μεγάλες
περιόδους της παιδικής του ηλικίας, όμως τα παρατεταμένα διαστήματα
κοντά της του προκαλούσαν ένα αίσθημα καταπίεσης και ασφυξίας. Η
επιμονή της να πασάρει κάλπικα κοινωνικά νομίσματα από το ένα χέρι
στο άλλο, επιδέξια, την ώρα που οι άβολες αλήθειες προσπερνιούνταν και
αγνοούνταν τον κούραζε.
Κάτι στραφτάλισε στο νερό, μια λεία ασημένια ράχη και δυο
κατάμαυρα μάτια: μια φώκια κολυμπούσε νωχελικά ακριβώς κάτω από το
σημείο όπου έστεκε ο Στράικ. Ακολούθησε με το βλέμμα του τις βόλτες
του πλάσματος στο νερό, ενώ αναρωτιόταν αν μπορούσε να τον δει και,
για λόγους που δε θα μπορούσε να εξηγήσει, η σκέψη του τράβηξε προς
τη συνεργάτιδά του στο γραφείο ιδιωτικών ερευνών.
Ήξερε πάρα πολύ καλά ότι δεν είχε πει την πάσα αλήθεια στον
Πόλγουορθ σχετικά με τη σχέση του με τη Ρόμπιν Έλακοτ, καθώς, σε
τελική ανάλυση, δεν του έπεφτε λόγος. Η αλήθεια ήταν πως τα αισθήματά
του συμπεριλάμβαναν λεπτές και σύνθετες αποχρώσεις, τις οποίες
προτιμούσε να μην αναλύει υπερβολικά. Για παράδειγμα, είχε την τάση,
όταν αισθανόταν μόνος, βαριεστημένος ή πεσμένος, να θέλει να ακούσει
τη φωνή της.
Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Η Ρόμπιν είχε ρεπό σήμερα, όμως
υπήρχε μια μικρή περίπτωση να ήταν ακόμη ξύπνια, κι ο Στράικ είχε μιαν
αληθοφανή δικαιολογία για να της στείλει ένα γραπτό μήνυμα: ο Σόουλ
Μόρις, ο καινούργιος υπεργολάβος τους, δεν είχε πληρωθεί τα έξοδα
αυτού του μήνα κι ο Στράικ δεν είχε αφήσει κάποια οδηγία σχετικά με
την τακτοποίηση της εκκρεμότητας. Αν έστελνε ένα γραπτό μήνυμα για
τον Μόρις, υπήρχε σοβαρή πιθανότητα η Ρόμπιν να του τηλεφωνήσει, για
να μάθει πώς τα πήγαινε η Τζόαν.
«Με συγχωρείτε;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω του.
Ο Στράικ, χωρίς να στραφεί προς τα εκεί, ήξερε πως η φωνή ανήκε σ’
εκείνη τη μελαχρινή γυναίκα από την παμπ. Είχε προφορά από τις
κομητείες πέριξ του Λονδίνου και ο τόνος της φωνής της περιείχε εκείνο
το ακριβές μείγμα απολογίας και ενθουσιασμού που συνήθως διέκρινε ο
Στράικ σ’ εκείνους τους ανθρώπους που ήθελαν να του μιλήσουν για τους
θριάμβους που κατέγραψε ως ιδιωτικός ντετέκτιβ.
«Ναι;» είπε γυρνώντας προς το μέρος της γυναίκας.
Η ξανθιά φίλη της την είχε συνοδέψει: ή, ίσως, σκέφτηκε ο Στράικ, να
ήταν κάτι περισσότερο από φίλες. Μία απροσδιόριστη αίσθηση εγγύτητας
φαινόταν να συνδέει τις δύο γυναίκες, τις οποίες έκοβε γύρω στα
σαράντα. Φορούσαν τζιν παντελόνι και πουκάμισο, κι ιδίως η ξανθιά είχε
εκείνη την ελαφρώς αργασμένη από τα στοιχεία της φύσης, σμιλευτή όψη
που ο νους συνδέει με Σαββατοκύριακα πεζοπορίας σε λόφους ή
ποδηλασίας. Ήταν αυτό που κάποιοι θα περιέγραφαν ως μια
«γοητευτική» γυναίκα, εννοώντας στην πράξη πως δεν είχε τίποτε το
ιδιαίτερο πάνω της. Ψηλά ζυγωματικά, διοπτροφόρα, με τα μαλλιά
πιασμένα σφιχτά πίσω σε αλογοουρά, έδειχνε αυστηρή.
Η μελαχρινή γυναίκα ήταν κάπως πιο μικροκαμωμένη. Τα μεγάλα
γκρίζα μάτια της φώτιζαν απαλά το μακρύ της πρόσωπο. Είχε μιαν αύρα
έντασης, αν όχι φανατισμού, έτσι όπως έστεκε στο ημίφως σαν
μεσαιωνική μάρτυρας.
«Είστε… είστε ο Κόρμοραν Στράικ;» ρώτησε.
«Ναι», απάντησε εκείνος κοφτά.
«Ω», αναφώνησε η γυναίκα με μια ελαφριά, νευρική χειρονομία. «Είναι
τόσο… τόσο παράξενο. Καταλαβαίνω πως πιθανότατα δε θέλετε να…
Λυπάμαι που σας ενοχλώ, το ξέρω ότι βρίσκεστε εκτός υπηρεσίας», είπε
με ένα νευρικό γέλιο, «όμως… παρεμπιπτόντως, είμαι η Άννα… έλεγα
μήπως», εδώ πήρε μια βαθιά ανάσα, «έλεγα μήπως θα μπορούσα να
περάσω… να περάσω κάποια στιγμή, για να σας μιλήσω σχετικά με τη
μητέρα μου».
Ο Στράικ δεν είπε λέξη.
«Εξαφανίστηκε», συνέχισε η Άννα. «Μάργκοτ Μπάμπορο ονομάζεται.
Ήταν γενικός ιατρός. Ένα βράδυ σχόλασε από τη δουλειά, έφυγε από το
ιατρείο της και από τότε δεν την ξαναείδε κανείς».
«Έχετε ενημερώσει την αστυνομία;» ρώτησε ο Στράικ.
Η Άννα γέλασε σιγανά, κάπως παράξενα.
«Α, ναι… θέλω να πω, το ήξεραν… ερεύνησαν την υπόθεση. Όμως δεν
κατάφεραν ποτέ να ανακαλύψουν το παραμικρό. Η μητέρα μου
εξαφανίστηκε», είπε η Άννα, «το 1974».
Το σκοτεινό νερό πάφλαζε γύρω από τις πέτρες του τοίχου, κι ο Στράικ
είχε την εντύπωση πως μπορούσε να ακούσει τη φώκια να καθαρίζει τα
υγρά ρουθούνια της. Τρεις μεθυσμένοι νεαροί πέρασαν τρεκλίζοντας από
εκεί, τραβώντας προς την αφετηρία του πορθμείου. Ο Στράικ
αναρωτήθηκε αν ήξεραν ότι το τελευταίο πορθμείο είχε αναχωρήσει στις
έξι.
«Απλώς, να», είπε η γυναίκα γρήγορα, «το θέμα είναι πως… την
περασμένη εβδομάδα… πήγα και μίλησα σε ένα μέντιουμ».
Σκατά, σκέφτηκε ο Στράικ.
Στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ως ιδιωτικός ντετέκτιβ είχε έρθει
κατά καιρούς σε επαφή με τους διακινητές παραφυσικών πληροφοριών,
και τους αντιμετώπιζε με πλέρια περιφρόνηση: βδέλλες, τουλάχιστον έτσι
τους θεωρούσε ο ίδιος, έτοιμους να απομυζήσουν χρήματα από τις τσέπες
των αφελών και των απελπισμένων.
Ένα εξωλέμβιο πλησίαζε από τη μεριά της θάλασσας, με τον κινητήρα
του να μετατρέπει σε συντρίμμια τη σιγαλιά της νύχτας. Προφανώς, ήταν
το σκάφος που είχε έρθει να παραλάβει τους τρεις μεθυσμένους νεαρούς,
οι οποίοι άρχισαν να χαχανίζουν και να σκουντιούνται, αντιμέτωποι με τη
διαφαινόμενη προοπτική της ναυτίας.
«Το μέντιουμ μου είπε πως θα έβρισκα μιαν “άκρη”», επέμεινε η Άννα.
«Μου είπε για την ακρίβεια: “Θα μάθεις τι συνέβη στη μητέρα σου. Θα
βρεις μιαν άκρη, την οποία πρέπει να ακολουθήσεις. Πολύ σύντομα ο
δρόμος θα γίνει ξεκάθαρος”. Έτσι, όταν σας είδα στην παμπ, κοτζάμ
Κόρμοραν Στράικ στην παμπ της γειτονιάς… μου φάνηκε πως ήταν μια
τρομερή σύμπτωση και σκέφτηκα… Έπρεπε να σας μιλήσω».
Ένα απαλό αεράκι ανακάτεψε τα μαλλιά της Άννας, σκούρα με
σκόρπιες ασημόχρωμες τούφες. Η ξανθιά γυναίκα είπε κοφτά:
«Έλα, Άννα, ώρα να πηγαίνουμε».
Πέρασε το μπράτσο γύρω από τους ώμους της άλλης. Ο Στράικ διέκρινε
μια βέρα να λαμπυρίζει εκεί.
«Συγγνώμη για την ενόχληση», είπε στον Στράικ.
Ασκώντας μια ελαφρά πίεση, η ξανθιά επιχείρησε να στρέψει την Άννα
προς την άλλη. Εκείνη ρούφηξε τη μύτη της και μουρμούρισε:
«Συγγνώμη. Μάλλον… το παράκανα με το κρασί».
«Μισό λεπτό».
Ο Στράικ συχνά εκνευριζόταν άγρια με την αθεράπευτη ανάγκη του να
μάθει, την αδυναμία του να αφήσει ήσυχη την περιέργειά του, ιδίως όταν
αισθανόταν κουρασμένος και εκνευρισμένος όπως απόψε. Όμως είχε
γεννηθεί το 1974. Που σημαίνει πως η Μάργκοτ Μπάμπορο παρέμενε
αγνοούμενη όλη του τη ζωή. Δεν μπορούσε να αντισταθεί: ήθελε να μάθει
περισσότερα.
«Διακοπές έχετε έρθει;»
«Ναι». Η ξανθιά ήταν εκείνη που απάντησε. «Δηλαδή, έχουμε ένα
εξοχικό στο Φάλμουθ. Η έδρα μας είναι το Λονδίνο».
«Επιστρέφω αύριο στο Λονδίνο», είπε ο Στράικ (Τι στα σκατά κάνεις;
ρώτησε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του), «όμως θα μπορούσα πιθανότατα
να περάσω για λίγο αύριο το πρωί, να σας συναντήσω στο Φάλμουθ, αν
έχετε χρόνο».
«Αλήθεια;» αναφώνησε κατάπληκτη η Άννα. Ο Στράικ δεν είχε δει τα
μάτια της να βουρκώνουν, όμως ήξερε πως αυτό είχε συμβεί, καθώς τώρα
η γυναίκα τα σκούπιζε. «Αχ, αυτό θα ήταν τέλειο. Σας ευχαριστώ.
Ευχαριστώ! Θα σας δώσω τη διεύθυνση».
Η ξανθιά δεν έδειξε τον παραμικρό ενθουσιασμό στην προοπτική να
συναντήσει ξανά τον Στράικ. Όμως όταν η Άννα άρχισε να ψαχουλεύει
στην τσάντα της, είπε: «Δεν πειράζει, έχω πρόχειρη μια κάρτα», έβγαλε
το πορτοφόλι από την πίσω τσέπη και πέρασε στον Στράικ μια
επαγγελματική κάρτα που έγραφε «Δρ Κιμ Σάλιβαν, Βρετανική Εταιρεία
Ψυχολογίας», κι από κάτω μια διεύθυνση στο Φάλμουθ.
«Τέλεια», είπε ο Στράικ, καθώς την τοποθετούσε στο πορτοφόλι του.
«Λοιπόν, θα τα πούμε ξανά αύριο».
«Ξέρετε, έχω κανονίσει μια τηλεδιάσκεψη για αύριο το πρωί», είπε η
Κιμ. «Λογικά, θα έχω τελειώσει ως τις δώδεκα. Θα ήταν πολύ αργά αν το
κανονίζαμε για εκείνη την ώρα;»
Ο υπαινιγμός ήταν σαφής: δεν πρόκειται να μιλήσεις στην Άννα χωρίς
να είμαι κι εγώ μπροστά.
«Όχι, κανένα πρόβλημα», είπε ο Στράικ. «Τα λέμε στις δώδεκα,
λοιπόν».
«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!» είπε η Άννα.
Η Κιμ άπλωσε το χέρι, έπιασε την Άννα από την παλάμη και οι δύο
γυναίκες απομακρύνθηκαν. Ο Στράικ τις ακολούθησε με το βλέμμα του,
καθώς περνούσαν κάτω από έναν φανοστάτη και κατευθύνονταν προς τη
θάλασσα. Εν τω μεταξύ, το σκάφος που μετέφερε τους μεθυσμένους
νεαρούς κινούνταν και πάλι στο νερό. Ήδη φαινόταν μικροσκοπικό, μια
κουκκίδα πάνω στον όρμο, ενώ ο βρυχηθμός του κινητήρα σταδιακά
μετατρεπόταν σε ένα μακρινό βουητό.
Έχοντας ξεχάσει για την ώρα το γραπτό μήνυμα που θα έστελνε στη
Ρόμπιν, ο Στράικ άναψε δεύτερο τσιγάρο, έβγαλε το κινητό του και
αναζήτησε στο διαδίκτυο πληροφορίες για τη Μάργκοτ Μπάμπορο.
Στην οθόνη εμφανίστηκαν δύο διαφορετικές φωτογραφίες. Η πρώτη
είχε έντονο κόκκο κι ήταν το πορτρέτο από τους ώμους και πάνω ενός
γοητευτικού προσώπου με αδρά χαρακτηριστικά, ορθάνοιχτα μάτια και
κυματιστά σκούρα ξανθά μαλλιά με χωρίστρα στη μέση. Η γυναίκα
φορούσε μπλούζα με μακριά πέτα, πάνω από κάτι που έμοιαζε με πλεχτό
μπλουζάκι.
Η δεύτερη φωτογραφία απεικόνιζε την ίδια γυναίκα σε νεότερη ηλικία,
να φοράει τον περίφημο μαύρο κορσέ που έχει ταυτιστεί με τα
Κουνελάκια του Playboy, συνδυασμένο με μαύρα αυτιά, μαύρες
ζαρτιέρες και μια λευκή φουντωτή ουρά. Κρατούσε έναν δίσκο πάνω
στον οποίο ήταν αραδιασμένα τσιγάρα μάλλον και χαμογελούσε στον
φακό. Μια δεύτερη νεαρή γυναίκα, ολόιδια ντυμένη, στεκόταν πίσω της
χαμογελώντας πλατιά, έτσι που φαίνονταν οι ελαφρώς αραιοί κοπτήρες
της, ενώ είχε πιο πλούσιες καμπύλες απ’ ό,τι η αέρινη φίλη της.
Ο Στράικ προχώρησε το κείμενο, μέχρι που διάβασε ένα πασίγνωστο
όνομα, το οποίο συσχετιζόταν με εκείνο της Μάργκοτ.
…νεαρή γιατρός και μητέρα, Μάργκαρετ «Μάργκοτ» Μπάμπορο, η
εξαφάνιση της οποίας στις 11 Οκτωβρίου του 1974 είχε ορισμένα
κοινά χαρακτηριστικά με τις απαγωγές της Βέρα Κένι και της Γκέιλ
Ράιτμαν από τον Κριντ.
Η Μπάμπορο, η οποία εργαζόταν στην Κλινική του Σεντ Τζον, στο
Κλέρκενγουελ, είχε κανονίσει να συναντήσει μια φίλη στην παμπ
της περιοχής, τη Θρι Κινγκς, στις έξι το βράδυ. Δεν εμφανίστηκε
ποτέ.
Αρκετοί μάρτυρες κατέθεσαν ότι είδαν ένα μικρό λευκό φορτηγάκι
να κινείται με ταχύτητα στην περιοχή περίπου την ώρα που η
Μπάμπορο θα κατευθυνόταν προς το ραντεβού της.
Ο επιθεωρητής Μπιλ Τάλμποτ, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής των
ερευνών για την εξαφάνιση της Μπάμπορο, ήταν από νωρίς
πεπεισμένος πως η νεαρή γιατρός είχε πέσει θύμα του κατά
συρροή δολοφόνου ο οποίος ήταν γνωστό ότι είχε δράσει στις
νοτιοανατολικές συνοικίες της πόλης. Όμως, δεν εντοπίστηκε
κανένα ίχνος της Μπάμπορο στο υπόγειο διαμέρισμα όπου ο
Ντένις Κριντ φυλάκισε, βασάνισε και δολοφόνησε επτά άλλες
γυναίκες.
Το σήμα κατατεθέν του Κριντ, δηλαδή το να αποκεφαλίζει τα
πτώματα των θυμάτων του…
3
Μα τώρα της Βριτομάρτιδος εδώ είναι ανάγκη,
τις δύσκολες περιπέτειες και τα αλλόκοτα συναπαντήματα να πούμε.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Εάν η ημέρα της είχε εξελιχτεί έτσι όπως την είχε σχεδιάσει, η Ρόμπιν
Έλακοτ αυτή τη στιγμή θα χουχούλιαζε στο κρεβάτι της, στο διαμέρισμα
που νοίκιαζε στο Ερλς Κορτ, έχοντας ολοκληρώσει ένα απολαυστικό
μπάνιο, έχοντας ξεμπερδέψει με τα ρούχα που είχε για πλύσιμο και θα
διάβαζε κάποιο καινούργιο μυθιστόρημα. Αντίθετα, καθόταν μέσα στο
παμπάλαιο Land Rover της, ξεπαγιασμένη από την εξάντληση παρότι η
βραδιά ήταν γλυκιά, εξακολουθώντας να φοράει τα ίδια ρούχα που είχε
βάλει στις τέσσερις και μισή εκείνο το πρωί, καθώς παρακολουθούσε το
φωτισμένο παράθυρο ενός καταστήματος της αλυσίδας Pizza Express στο
Τόρκι. Το πρόσωπό της, έτσι όπως αντικατοπτριζόταν στον πλαϊνό
καθρέφτη, ήταν χλωμό, τα γαλάζια μάτια της κατακόκκινα και τα
βαθυκόκκινα μαλλιά της κρύβονταν κάτω από έναν μαύρο σκούφο, ο
οποίος χρειαζόταν πλύσιμο.
Κάθε τόσο η Ρόμπιν βουτούσε την παλάμη της μέσα σε ένα σακουλάκι
με αμύγδαλα που είχε ακουμπισμένο στο κάθισμα του συνοδηγού δίπλα
της. Ήταν πάρα πολύ εύκολο να αρχίσεις να τρέφεσαι με σάντουιτς και
σοκολάτες όταν παρακολουθούσες έναν στόχο, να τσιμπολογάς
συχνότερα απ’ ό,τι χρειαζόταν από βαρεμάρα και μόνο. Η Ρόμπιν
προσπαθούσε να τρώει υγιεινά, παρά το εξουθενωτικό ωράριο που έπρεπε
να ακολουθεί, όμως τα αμύγδαλα είχαν πάψει εδώ και ώρα να την
καλύπτουν, κι αυτό που λαχταρούσε περισσότερο από καθετί άλλο ήταν
ένα κομμάτι από εκείνη την πίτσα που έβλεπε να απολαμβάνει το
υπέρβαρο ζευγάρι που καθόταν μπροστά στην τζαμαρία του εστιατορίου.
Μπορούσε σχεδόν να τη γευτεί, κι ας ήταν η ατμόσφαιρα γύρω της αψιά
από την αλμύρα της θάλασσας, ενώ την αρωμάτιζε εκείνη η διαρκής
οσμή από παλιές γαλότσες και βρεγμένο σκυλί, που είχε ποτίσει τα
παμπάλαια υφασμάτινα καθίσματα του τζιπ.
Το αντικείμενο της παρακολούθησης, στο οποίο μαζί με τον Στράικ
είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Φούντας», λόγω της περούκας που
φόραγε άτσαλα στο κεφάλι, τη δεδομένη στιγμή δε φαινόταν πουθενά. Ο
άντρας είχε εξαφανιστεί από τη στιγμή που είχε μπει στο κτίριο της
πιτσαρίας, εδώ και μιάμιση ώρα, μαζί με μια παρέα τριών ατόμων, ένα
από τα οποία, έναν έφηβο με το χέρι στον γύψο, η Ρόμπιν μπορούσε να
διακρίνει αν τέντωνε το κεφάλι της προς το πλάι και εστίαζε στον χώρο
πάνω από το κάθισμα του συνοδηγού. Αυτό έκανε περίπου κάθε πέντε
λεπτά, προκειμένου να τσεκάρει την εξέλιξη του γεύματος της τετράδας.
Τελευταία φορά που είχε κοιτάξει στο τραπέζι έφερναν παγωτά. Πράγμα
που σήμαινε πως, δεν μπορεί, κόντευαν να σχολάσουν.
Η Ρόμπιν προσπαθούσε να αντισταθεί σε ένα αίσθημα κατάθλιψης, το
οποίο ήξερε πως, τουλάχιστον εν μέρει, οφειλόταν στην απερίγραπτη
εξάντληση, στο πιάσιμο που ένιωθε σε ολόκληρο το σώμα από τις ώρες
που είχε περάσει καθισμένη στη θέση του οδηγού, καθώς και στην
απώλεια εκείνου του ρεπό που περίμενε πώς και τι εδώ και μέρες. Με την
αναπόφευκτη απουσία του Στράικ από το γραφείο για μία ολόκληρη
εβδομάδα, η Ρόμπιν είχε συμπληρώσει είκοσι συνεχόμενες ημέρες
δουλειάς χωρίς διάλειμμα. Ο καλύτερος υπεργολάβος τους, ο Σαμ
Μπάρκλεϊ, υποτίθεται πως θα αναλάμβανε την παρακολούθηση του
Φούντα σήμερα στη Σκοτία, όμως ο Φούντας δεν είχε ταξιδέψει
αεροπορικώς για Γλασκόβη όπως ήταν κανονισμένο. Αντίθετα, είχε
κατευθυνθεί απρόσμενα στο Τόρκι, οπότε η Ρόμπιν δεν είχε άλλη επιλογή
παρά να τον ακολουθήσει.
Υπήρχαν προφανώς κι άλλοι λόγοι για την πεσμένη της διάθεση, έναν
από τους οποίους τον παραδεχόταν στον εαυτό της· τον άλλο, θύμωνε και
μόνο που τον σκεφτόταν.
Ο πρώτος παραδεκτός λόγος ήταν το διαζύγιό της, το οποίο παρέμενε
σε εκκρεμότητα, με την κατάσταση να γίνεται όλο και πιο τεταμένη κάθε
μέρα που περνούσε. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τη στιγμή που η
Ρόμπιν ανακάλυψε ότι ο εν διαστάσει σύζυγός της διατηρούσε σχέση, οι
δυο τους είχαν μια τελευταία ψυχρή και πικρόχολη συνάντηση,
συμπτωματικά σε κατάστημα της ίδιας αλυσίδας, κοντά στην περιοχή
όπου εργαζόταν ο Μάθιου, όπου είχαν συμφωνήσει να προχωρήσουν σε
συναινετικό διαζύγιο, από τη στιγμή που θα συμπλήρωναν δύο χρόνια σε
διάσταση. Η Ρόμπιν ήταν υπερβολικά ειλικρινής για να μην παραδεχτεί
πως είχε κι η ίδια κάποια ευθύνη για το ναυάγιο της σχέσης τους. Ο
Μάθιου μπορεί να την είχε απατήσει, όμως η Ρόμπιν ήξερε πως και η ίδια
ουδέποτε αφοσιώθηκε ολόψυχα στον γάμο, δίνοντας προτεραιότητα στη
δουλειά έναντι του Μάθιου σχεδόν σε κάθε περίπτωση και ότι, τελικά,
είχε καταλήξει να ψάχνει κάποιο λόγο για να φύγει. Η εξωσυζυγική
σχέση του Μάθιου αποτέλεσε σοκ για την ίδια αλλά και ανακούφιση.
Όμως, στο διάστημα των δώδεκα μηνών που είχαν μεσολαβήσει από
εκείνη τη συνάντηση με τον Μάθιου, η Ρόμπιν είχε καταλήξει να
συνειδητοποιήσει ότι αντί να επιδιώξει ένα συναινετικό διαζύγιο, ο τέως
σύζυγός της θεωρούσε τη Ρόμπιν αποκλειστικά υπεύθυνη για τη λήξη του
γάμου και ήταν αποφασισμένος να την κάνει να πληρώσει τόσο
συναισθηματικά όσο και οικονομικά για το κακό που του προκάλεσε. Ο
κοινός τραπεζικός λογαριασμός, στον οποίο είχε κατατεθεί το αντίτιμο
της πώλησης του κοινού τους σπιτιού, είχε παγώσει, ενόσω οι δικηγόροι
διαξιφίζονταν σχετικά με το τι μερίδιο θα μπορούσε εύλογα να
διεκδικήσει η Ρόμπιν από τη στιγμή που έβγαζε σημαντικά λιγότερα
χρήματα απ’ ό,τι ο Μάθιου, και μάλιστα –σύμφωνα με τον σαφέστατο
υπαινιγμό που περιλάμβανε η τελευταία επιστολή– τον είχε παντρευτεί με
αποκλειστικό γνώμονα την εξασφάλιση κάποιου οικονομικού οφέλους, το
οποίο μόνη της θα ήταν αδύνατο να πετύχει.
Κάθε επιστολή από τον δικηγόρο του Μάθιου προκαλούσε στη Ρόμπιν
επιπλέον στρες, οργή και δυστυχία. Δεν είχε χρειαστεί τη συμβολή της
δικής της δικηγόρου για να καταλάβει ότι ο Μάθιου φαινόταν να
προσπαθεί να την αναγκάσει να διαθέσει ποσά τα οποία δε διέθετε σε
νομικές αντιπαραθέσεις, να εξαντλήσει τα περιθώρια της υπομονής και
των δυνατοτήτων της, ώσπου τελικά να λάβει από τη λύση του γάμου ένα
ποσό το οποίο θα προσέγγιζε κατά το δυνατόν το απόλυτο μηδέν.
«Πρώτη μου φορά συναντώ περίπτωση διαζυγίου όπου δεν υπάρχουν
παιδιά στη μέση, κι όμως προβάλλονται τόσα προσκόμματα», σχολίασε η
δικηγόρος της, διαπίστωση η οποία δεν της πρόσφερε καμία παρηγοριά.
O Μάθιου εξακολουθούσε να καταλαμβάνει στη σκέψη της Ρόμπιν
σχεδόν τον ίδιο χώρο όπως το διάστημα όταν ήταν παντρεμένοι.
Αισθανόταν πως μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη του, παρά την
απόσταση και τη σιωπή που τους χώριζε, στις εντελώς διαφορετικές
πορείες που είχε ακολουθήσει η ζωή τους. Ο Μάθιου ανέκαθεν
απεχθανόταν την ήττα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βγει από αυτό τον
στενάχωρα σύντομο γάμο νικητής, εξασφαλίζοντας όλα τα χρήματα και
στιγματίζοντας τη Ρόμπιν ως αποκλειστικά υπεύθυνη για την αποτυχία
της σχέσης τους.
Όλα αυτά θα δικαιολογούσαν και με το παραπάνω την κακοκεφιά της,
προφανώς όμως υπήρχε κι εκείνος ο δεύτερος λόγος, ο απαράδεκτος, που
εξηγούσε το γιατί η Ρόμπιν εκνευριζόταν με τον εαυτό της και δεν
ηρεμούσε.
Το συμβάν είχε καταγραφεί την προηγούμενη ημέρα στο γραφείο. Ο
Σολ Μόρις, ο καινούργιος υπεργολάβος στο γραφείο, είχε να εισπράττει
τα έξοδα αυτού του μήνα, οπότε, αφού πρώτα βεβαιώθηκε πως ο Τάφτι
είχε επιστρέψει στη συζυγική του κατοικία στο Ουίνδσορ, η Ρόμπιν είχε
επιστρέψει στον Οδό Ντέν­μαρκ, προκειμένου να πληρώσει τον Σολ.
Ο Μόρις εργαζόταν για λογαριασμό του γραφείου εδώ και έξι
εβδομάδες. Ήταν πρώην αστυνομικός, αναμφισβήτητα γοητευτικός
άντρας, με μαύρα μαλλιά και φωτεινά γαλάζια μάτια, αν και κάτι στο όλο
παρουσιαστικό του προκαλούσε στη Ρόμπιν μιαν αόριστη ανησυχία. Είχε
τη συνήθεια να μαλακώνει τη φωνή του όταν της μιλούσε· διάφοροι
υπαινιγμοί και υπερβολικά προσωπικού χαρακτήρα σχόλια τρύπωναν
ακόμη και στις πλέον κοινότοπες επαφές τους, ενώ δεν υπήρχε περίπτωση
να περάσει στο ντούκου κάποια αμφίσημη φράση, έτσι και βρισκόταν ο
Μόρις στο δωμάτιο. Η Ρόμπιν βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή που ο
τύπος είχε μάθει ότι και οι δυο τους βρίσκονταν σε φάση διαζυγίου, κι
αυτό γιατί ο Μόρις έδινε την εντύπωση πως θεωρούσε ότι αυτό του
πρόσφερε γόνιμο έδαφος για να επιμένει σε μια ενοχλητική οικειότητα.
Ήλπιζε πως θα προλάβαινε να επιστρέψει από το Ουίνδσορ προτού
φύγει η Πατ Τσόνσι, η νέα συντονίστρια που είχαν προσλάβει στο
γραφείο, όμως είχε πάει έξι και δέκα όταν ανέβηκε η Ρόμπιν τα
σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο γραφείο, οπότε βρήκε τον Μόρις να την
περιμένει μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα.
«Συγγνώμη», είπε η Ρόμπιν, «είχε τρομερή κίνηση στον δρόμο».
Εξόφλησε τον Μόρις σε μετρητά, τα οποία πήρε από το καινούργιο
χρηματοκιβώτιο, κι ύστερα του ανακοίνωσε κοφτά πως έπρεπε να γυρίσει
στο σπίτι, όμως εκείνος αποδείχτηκε κολλιτσίδας, καθώς άρχισε να της
περιγράφει με λεπτομέρειες τα γραπτά μηνύματα που του έστελνε
νυχτιάτικα η τέως σύζυγός του. Η Ρόμπιν προσπάθησε να συνδυάσει την
ευγένεια με την ψυχρότητα, μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο
στο παλιό της γραφείο. Υπό κανονικές συνθήκες, θα είχε αφήσει να
απαντήσει ο αυτόματος τηλεφωνητής, όμως ήταν τέτοια η ανάγκη που
αισθανόταν να ξεκόψει τη συζήτηση στον Μόρις, ώστε είπε:
«Πρέπει να απαντήσω, συγγνώμη. Καλό βράδυ», κι αμέσως σήκωσε το
ακουστικό.
«Γραφείο Ιδιωτικών Ερευνών Στράικ, παρακαλώ;»
«Γεια, Ρόμπιν», είπε μια ελαφρώς βραχνή γυναικεία φωνή. «Είναι εκεί
το αφεντικό;»
Δεδομένου ότι η Ρόμπιν είχε μιλήσει στη Σάρλοτ Κάμπελ μονάχα μία
φορά πριν από τρία χρόνια, ήταν ενδεχομένως απρόσμενο ότι αναγνώρισε
αμέσως τη γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής. Στο διάστημα που
μεσολάβησε, η Ρόμπιν είχε αναλύσει εκείνες τις λιγοστές λέξεις της
Σάρλοτ σε ενδεχομένως εξωφρενικά φαιδρό βαθμό. Η Ρόμπιν είχε
διακρίνει μια υποψία γέλιου, σαν να έβρισκε η Σάρλοτ αστεία τη Ρόμπιν.
Η άνεση με την οποία την προσφώνησε με το μικρό της όνομα, καθώς και
η αναφορά στον Στράικ ως «το αφεντικό» είχαν επίσης κλωθογυρίσει και
με το παραπάνω στη σκέψη της.
«Όχι, δυστυχώς απουσιάζει», είπε η Ρόμπιν προσπαθώντας να πιάσει
ένα στιλό, ενώ οι σφυγμοί της ανέβαιναν. «Θα μπορούσα να κρατήσω
κάποιο μήνυμα;»
«Είναι εύκολο να του πεις να τηλεφωνήσει στη Σάρλοτ Κάμπελ; Έχω
κάτι που θέλει. Ξέρει το τηλέφωνό μου».
«Καλώς», είπε η Ρόμπιν.
«Ευχαριστώ πάρα πολύ», είχε πει η Σάρλοτ, που εξακολουθούσε να
ακούγεται σαν να διασκέδαζε με το όλο σκηνικό. «Λοιπόν, τα λέμε».
Η Ρόμπιν σημείωσε, ως όφειλε, ότι «Τηλεφώνησε η Σάρλοτ Κάμπελ,
έχει κάτι για σένα» και άφησε το μήνυμα πάνω στο γραφείο του Στράικ.
Η Σάρλοτ ήταν η πρώην αρραβωνιαστικιά του Στράικ. Ο αρραβώνας
τους είχε λήξει πριν από τρία χρόνια, την ημέρα που η Ρόμπιν είχε έρθει
για να πιάσει δουλειά στο γραφείο ως προσωρινή γραμματέας. Παρότι ο
Στράικ κάθε άλλο παρά πρόθυμος αποδείχτηκε να συζητήσει το
συγκεκριμένο θέμα, η Ρόμπιν ήξερε πως ήταν μαζί επί δεκαέξι χρόνια
(«όχι συνεχόμενα», όπως είχε την τάση να υπογραμμίζει ο Στράικ, καθώς
η σχέση είχε σκοντάψει πολλές φορές, προτού τερματιστεί οριστικά), ότι
η Σάρλοτ είχε αρραβωνιαστεί τον νυν σύζυγό της μόλις δύο εβδομάδες
αφότου ο Στράικ είχε πάρει την απόφαση να χωρίσουν και ότι πλέον η
Σάρλοτ είχε αποκτήσει δίδυμα.
Όμως, αυτά δεν ήταν τα μόνα πράγματα που γνώριζε η Ρόμπιν, καθώς,
από τη στιγμή που εγκατέλειψε τον σύζυγό της, είχε περάσει πέντε
εβδομάδες φιλοξενούμενη στο σπίτι του Νικ και της Ίλσα Χέρμπερτ, που
ήταν δύο από τους στενότερους φίλους του Στράικ. Το διάστημα αυτό η
Ρόμπιν και η Ίλσα έγιναν φίλες κι εξακολουθούσαν να βρίσκονται
τακτικά για ποτό ή καφέ. Η Ίλσα δεν είχε κρύψει ότι ήλπιζε και πίστευε
πως ο Στράικ και η Ρόμπιν κάποια στιγμή, κατά προτίμηση σύντομα, θα
συνειδητοποιούσαν πως ήταν «πλασμένοι ο ένας για τον άλλον». Παρότι
η Ρόμπιν ζητούσε τακτικά από την Ίλσα να μην πετάει τέτοιες σπόντες,
δηλώνοντας κατηγορηματικά πως η ίδια και ο Στράικ ήταν απολύτως
ικανοποιημένοι με τη φιλική και επαγγελματική σχέση που διατηρούσαν,
η Ίλσα παρέμενε εύθυμα αμετάπειστη.
Η Ρόμπιν είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην Ίλσα, όμως οι παρακλήσεις προς
τη νέα φίλη της να βγάλει από το μυαλό της κάθε σκέψη για προξενιό
ανάμεσα στην ίδια και στον Στράικ ήταν ειλικρινείς. Έτρεμε στη σκέψη
πως ο Στράικ θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η ίδια είχε συμμετοχή στις
τακτικές προσπάθειες της Ίλσα να κανονίσει εξόδους για τους τέσσερίς
τους, οι οποίες όλο και περισσότερο έφερναν σε διπλό ραντεβού. Ο
Στράικ είχε αρνηθεί τις δύο τελευταίες εξόδους αυτού του είδους και,
παρότι ο φόρτος εργασίας στο γραφείο το διάστημα εκείνο οπωσδήποτε
καθιστούσε δύσκολη την όποια κοινωνική ζωή, η Ρόμπιν είχε τη
στενάχωρη αίσθηση πως ο Στράικ αντιλαμβανόταν άριστα το απώτερο
κίνητρο της Ίλσα. Ανατρέχοντας στον σύντομο έγγαμο βίο της, η Ρόμπιν
αισθανόταν βέβαιη πως κανείς δε θα μπορούσε να την κατηγορήσει ότι
αντιμετώπιζε τους φίλους της που δεν είχαν ταίρι έτσι όπως την
αντιμετώπιζε τώρα η Ίλσα: με μια εύθυμη αδιαφορία για τις ευαισθησίες
τους, καθώς και ενίοτε άγαρμπες προσπάθειες να χειραγωγήσει την
προσωπική τους ζωή.
Ένας από τους τρόπους που επέλεξε η Ίλσα για να επιχειρήσει να κάνει
τη Ρόμπιν να ανοιχτεί σε ό,τι αφορούσε τον Στράικ ήταν να της μεταφέρει
όλα όσα γνώριζε για τη Σάρλοτ, και στο σημείο αυτό η Ρόμπιν
αισθανόταν ενοχές, καθώς σπάνια ξέκοβε κάθε συζήτηση για τη Σάρλοτ,
αν και κάθε φορά στο τέλος απέμενε με μια αίσθηση σαν να είχε
καταβροχθίσει έναν σκασμό από λιπαρά φαγητά: άβολα, ενώ παράλληλα
ευχόταν να μπορούσε να αντισταθεί στη λαχτάρα της για μια ακόμη
μεγαλύτερη δόση.
Ήξερε, για παράδειγμα, για τα πάμπολλα τελεσίγραφα που είχε θέσει η
Σάρλοτ στον Στράικ να επιλέξει ανάμεσα στην ίδια και στον στρατό, για
δύο απόπειρες αυτοκτονίας («Εκείνη στο Άραν δεν ήταν πραγματική»,
σχολίασε καυστικά η Ίλσα. «Τελείως σκηνοθετημένη») καθώς και για τις
δέκα ημέρες υποχρεωτικής παραμονής σε ψυχιατρική κλινική. Είχε
ακούσει διάφορες ιστορίες, στις οποίες η Ίλσα έδινε τίτλους που θα
ταίριαζαν σε θρίλερ του σωρού: η Νύχτα του Κουζινομάχαιρου, η
Υπόθεση του Μαύρου Δαντελωτού Φορέματος, καθώς και το Ματωμένο
Σημείωμα. Ήξερε πως, κατά την άποψη της Ίλσα, η Σάρλοτ ήταν σκάρτη,
όχι ανισόρροπη, και ότι οι χειρότεροι καβγάδες που είχε κάνει η Ίλσα με
τον σύζυγό της, τον Νικ, είχαν ως επίκεντρο την περίπτωση της Σάρλοτ,
«και πάρα πολύ θα είχε χαρεί η ρουφιάνα αν το ήξερε», είχε συμπληρώσει
η Ίλσα.
Και τώρα, η Σάρλοτ άφηνε μήνυμα στο γραφείο ζητώντας να της
τηλεφωνήσει ο Στράικ, κι η Ρόμπιν, καθισμένη έξω από το Pizza Express,
πεινασμένη και κατάκοπη, αναλογιζόταν για μία ακόμη φορά εκείνο το
τηλεφώνημα, έτσι όπως η γλώσσα πάει και σκαλίζει μια πληγή στο
στόμα. Εφόσον τηλεφωνούσε στο γραφείο, προφανώς η Σάρλοτ δε
γνώριζε ότι ο Στράικ βρισκόταν στην Κορνουάλη, στο πλευρό της ανίατα
ασθενούς θείας του, πράγμα το οποίο δε φανέρωνε κάποια τακτική
επικοινωνία μεταξύ τους. Από την άλλη, εκείνη η ευθυμία που χρωμάτιζε
τη φωνή της Σάρλοτ θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν ένδειξη κάποιας
συμμαχίας ανάμεσα σ’ εκείνη και στον Στράικ.
Το κινητό της Ρόμπιν, το οποίο ήταν ακουμπισμένο στο κάθισμα του
συνοδηγού, δίπλα στο σακουλάκι με τα αμύγδαλα, βούιξε. Πρόθυμη να
στρέψει την προσοχή της σε οτιδήποτε θα τη βοηθούσε να ξεχαστεί, η
Ρόμπιν έπιασε τη συσκευή και διαπίστωσε πως μόλις είχε λάβει ένα
γραπτό μήνυμα από τον Στράικ.
Ξύπνια είσαι;
Η Ρόμπιν απάντησε:
Όχι
Ακριβώς όπως το είχε προβλέψει, το κινητό χτύπησε αμέσως.
«Κακώς δεν κοιμάσαι», είπε ο Στράικ δίχως καμία άλλη εισαγωγή.
«Πρέπει να είσαι κομμάτια. Τρεις εβδομάδες σερί δεν είχες που
παρακολουθούσες τον Φούντα;»
«Αυτόν παρακολουθώ και τώρα».
«Τι πράγμα;» είπε ο Στράικ κι ακούστηκε δυσαρεστημένος. «Στη
Γλασκόβη σε βρίσκω; Καλά, ο Μπάρκλεϊ πού είναι;»
«Στη Γλασκόβη. Έτοιμος να αναλάβει, όμως ο Φούντας δεν
επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο. Προτίμησε να πάει με το αμάξι στο Τόρκι.
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, τρώει πίτσα. Είμαι στημένη έξω από το
εστιατόριο».
«Τι διάολο κάνει στο Τόρκι, αφού η φιλενάδα τον περιμένει στη
Σκοτία;»
«Επισκέπτεται την πρώτη του οικογένεια», είπε η Ρόμπιν, ενώ ευχόταν
να μπορούσε να δει το πρόσωπο του Στράικ τη στιγμή που του
ανακοίνωνε την επόμενη πληροφορία. «Είναι δίγαμος».
Η ανακοίνωσή της έγινε δεκτή με απόλυτη σιωπή.
«Ήμουν έξω από το σπίτι, στο Ουίνδσορ, στις έξι», εξήγησε η Ρόμπιν,
«και λογάριαζα να τον ακολουθήσω μέχρι το Στάνστεντ, να βεβαιωθώ
πως ανέβηκε στο αεροπλάνο και να ενημερώσω τον Μπάρκλεϊ να τον
περιμένει, όμως ο τύπος δεν πήγε στο αεροδρόμιο. Βγήκε από το σπίτι
αλαφιασμένος, κάπως πανικόβλητος, πήγε με το αμάξι σε μία αποθήκη,
άφησε τη βαλίτσα του εκεί και φεύγοντας κουβαλούσε ένα τελείως
διαφορετικό σετ αποσκευών, κι είχε ξεφορτωθεί και το περουκίνι. Ύστερα
ήρθε με το αυτοκίνητο εδώ.
»Η πελάτισσά μας στο Ουίνδσορ πρόκειται να μάθει ότι δεν είναι
νόμιμα παντρεμένη», συνέχισε η Ρόμπιν. «Ο Φούντας είναι εδώ και
είκοσι χρόνια παντρεμένος στο Τόρκι. Έπιασα και μίλησα στους γείτονες.
Δήθεν για μία απογραφή. Μία από τις γυναίκες στη γειτονιά ήταν
καλεσμένη στον πρώτο γάμο. Ο Φούντας ταξιδεύει συχνά για δουλειές,
είπε, όμως είναι γλυκύτατος άνθρωπος. Αφοσιωμένος στους δυο γιους
του.
»Υπάρχουν και δυο αγόρια στη μέση», επανέλαβε η Ρόμπιν, καθώς ο
Στράικ εξακολουθούσε να σωπαίνει εμβρόντητος, «φοιτητές, κοντεύουν
τα είκοσι, κι είναι και οι δύο φτυστοί ο πατέρας τους. Ο ένας έπεσε με τη
μηχανή του χτες –όλα αυτά τα έμαθα από τη γειτόνισσα– κι έχει το χέρι
του στον γύψο, καθώς και κάμποσους μώλωπες και αμυχές. Ο Φούντας
πρέπει να έμαθε για το ατύχημα, οπότε τράβηξε γραμμή εδώ, αντί να πάει
στη Σκοτία.
»Ο Φούντας εδώ κάτω κυκλοφορεί με το όνομα Έντουαρντ Κάμπιον,
δεν τον ξέρουν ως Τζον, το οποίο τελικά αποδεικνύεται πως είναι το
μεσαίο του όνομα, το βρήκα στην ιστοσελίδα του ληξιαρχείου. Αυτός, η
πρώτη σύζυγος και οι δύο γιοι μένουν σε μια πραγματικά όμορφη βίλα,
με θέα προς τη θάλασσα, κι έναν πελώριο κήπο».
«Αν είναι ποτέ δυνατόν», είπε ο Στράικ. «Σαν να λέμε, η έγκυος φίλη
μας στη Γλασκόβη…»
«…είναι το μικρότερο από τα προβλήματα της συζύγου στο Ουίνδσορ»,
είπε η Ρόμπιν. «Ο τύπος ζει τριπλή ζωή. Έχει δύο συζύγους και
ερωμένη».
«Και μοιάζει με φαλακρό μπαμπουίνο. Άρα, υπάρχει ελπίδα και για
εμάς τους εργένηδες. Κι είπες πως τρώει αυτή τη στιγμή;»
«Πίτσα, με τη σύζυγο και τα παιδιά. Έχω παρκάρει απ’ έξω. Δεν
κατάφερα να τον φωτογραφίσω μαζί με τους γιους του νωρίτερα, όμως
θέλω να το κάνω, γιατί τα παιδιά είναι αντίγραφά του. Φτυστά ο πατέρας
τους, όπως και τα δυο παιδιά στο Ουίνδσορ. Αλήθεια, πού λες να τους
έχει πει ότι βρισκόταν;»
«Ξέρω γω; Σε καμιά εξέδρα άντλησης πετρελαίου;» υπέθεσε ο Στράικ.
«Στο εξωτερικό; Στη Μέση Ανατολή; Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που
περνάει κάθε τόσο ένα δεύτερο χέρι το μαύρισμά του».
Η Ρόμπιν αναστέναξε.
«Η πελάτισσά μας θα γίνει ράκος».
«Το ίδιο κι η ερωμένη στη Σκοτία», είπε ο Στράικ. «Το μωρό κοντεύει».
«Πάντως, το γούστο του είναι εκπληκτικά σταθερό», σχολίασε η
Ρόμπιν. «Έτσι και τις βάλεις στη σειρά, τη σύζυγο στο Τόρκι, τη σύζυγο
στο Ουίνδσορ και την ερωμένη στη Γλασκόβη, θα έλεγες πως κοιτάζεις
την ίδια γυναίκα με διαφορά είκοσι ετών».
«Πού σκοπεύεις να κοιμηθείς;»
«Σε κάποιον ξενώνα ή τίποτε ενοικιαζόμενα δωμάτια», είπε η Ρόμπιν,
καθώς χασμουριόταν ξανά, «αν καταφέρω να βρω κάτι πάνω στη φούρια
του κατακαλόκαιρου. Θα επέστρεφα στο Λονδίνο απόψε, όμως είμαι
κατάκοπη. Έχω ξυπνήσει από τις τέσσερις και χτες είχα χτυπήσει ένα
δεκάωρο».
«Ούτε να οδηγήσεις, ούτε να κοιμηθείς στο αμάξι», είπε ο Στράικ.
«Βρες κάποιο δωμάτιο».
«Η Τζόαν πώς είναι;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Στο γραφείο, πάντως, τα
φέρνουμε βόλτα, αν θέλεις να μείνεις λίγο ακόμη στην Κορνουάλη».
«Δεν εννοεί να καθίσει ήσυχη ούτε στιγμή, όσο είμαστε όλοι εδώ. Ο
Τεντ συμφωνεί πως έχει ανάγκη από λίγη ηρεμία. Θα κατεβώ ξανά σε
κανένα δεκαπενθήμερο».
«Οπότε, τηλεφώνησες να μάθεις πού βρισκόμαστε με τον Φούντα;»
«Για να είμαι ειλικρινής, ήθελα να σου μιλήσω για κάτι που συνέβη προ
ολίγου. Μόλις είχα φύγει από την παμπ…»
Μέσα σε λίγες, μεστές προτάσεις, ο Στράικ περιέγραψε τη συνάντηση
που είχε με την κόρη της Μάργκοτ Μπάμπορο.
«Έψαξα το όνομά της στο διαδίκτυο», είπε. «Μάργκοτ Μπάμπορο,
είκοσι εννέα ετών, γιατρός, έγγαμη, μητέρα μιας κοπελίτσας ενός έτους.
Έφυγε από το ιατρείο της στο Κλέρκενγουελ στο τέλος της ημέρας,
λέγοντας πως θα πήγαινε να πιει ένα ποτό στα γρήγορα με κάποια φίλη
της, προτού γυρίσει σπίτι. Για να φτάσει στην παμπ, θα ήθελε μόλις πέντε
λεπτά με τα πόδια. Η φίλη την περίμενε, όμως η Μάργκοτ δεν
εμφανίστηκε ποτέ, ούτε και την ξαναείδε κανείς».
Ακολούθησε μια παύση. Η Ρόμπιν, το βλέμμα της οποίας παρέμενε
καρφωμένο στην τζαμαρία της πιτσαρίας, είπε:
«Κι η κόρη νομίζει πως θα καταφέρεις να ανακαλύψεις τι συνέβη
ύστερα από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες;»
«Φάνηκε να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη συμπτωματική μας
συνάντηση στο καπηλειό, λίγο μετά που ένα μέντιουμ της είπε πως θα
έβρισκε “μιαν άκρη”».
«Χμ», έκανε η Ρόμπιν. «Κι εσύ τι πιθανότητες δίνεις στο να
ανακαλύψεις τι πραγματικά συνέβη ύστερα από τόσα χρόνια;»
«Ελάχιστες έως καθόλου», ομολόγησε ο Στράικ. «Από την άλλη, η
αλήθεια βρίσκεται κάπου εκεί έξω. Οι άνθρωποι δεν εξαφανίζονται έτσι
απλά».
Η Ρόμπιν μπορούσε να διακρίνει μια γνώριμη χροιά στη φωνή του, που
φανέρωνε ότι ο νους του ζύγιζε ερωτήματα και περιπτώσεις.
«Οπότε, θα συναντήσεις ξανά την κόρη αύριο;»
«Δε νομίζω πως θα έβλαπτε, σωστά;» είπε ο Στράικ.
Η Ρόμπιν δεν απάντησε.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι», είπε εκείνος με μια υποψία ενόχλησης.
«Συναισθηματικά φορτισμένη πελάτισσα, μέντιουμ, η όλη κατάσταση
προσφέρεται για εκμετάλλευση».
«Σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσομαι πως εσύ θα
εκμεταλλευόσουν…»
«Δεν πειράζει να ακούσω τι έχει να πει, έτσι δεν είναι; Άλλωστε,
αντίθετα με πολλούς άλλους, εγώ δε θα της έπαιρνα λεφτά για το τίποτε.
Κι από τη στιγμή που θα είχα εξαντλήσει κάθε περιθώριο…»
«Σε ξέρω καλά», είπε η Ρόμπιν. «Όσο λιγότερα μάθαινες, τόσο
περισσότερο θα σε τσιγκλούσε η υπόθεση».
«Νομίζω πως θα έβρισκα απέναντί μου τη σύζυγό της, αν δεν
κατάφερνα να παρουσιάσω κάποιο αποτέλεσμα μέσα σε ένα λογικό
διάστημα. Είναι παντρεμένη με γυναίκα, ξέρεις», διευκρίνισε. «Η
σύζυγος είναι ψυχολ…»
«Κόρμοραν, θα σε ξαναπάρω εγώ», είπε η Ρόμπιν και χωρίς να
περιμένει απάντηση, τερμάτισε την κλήση κι άφησε το κινητό να πέσει
στη θέση του συνοδηγού.
Ο Φούντας είχε μόλις βγει χαλαρός από το εστιατόριο, ακολουθούμενος
από τη σύζυγο και τους γιους του. Χαμογελαστοί και ευδιάθετοι,
τράβηξαν προς το αυτοκίνητό τους, το οποίο ήταν σταθμευμένο πέντε
θέσεις παρακάτω από το σημείο όπου η Ρόμπιν καθόταν μέσα στο Land
Rover. Σήκωσε τη φωτογραφική της μηχανή και τράβηξε μια σειρά από
φωτογραφίες, καθώς η οικογένεια πλησίαζε.
Μέχρι να φτάσουν οι τέσσερις στο ύψος του Land Rover, η κάμερα
ήταν ακουμπισμένη στα γόνατά της και το κεφάλι της Ρόμπιν γερμένο
πάνω από το κινητό της, καθώς προσποιούνταν πως έστελνε κάποιο
γραπτό μήνυμα. Μέσα από τον εσωτερικό καθρέφτη παρακολούθησε την
οικογένεια Φούντα να επιβιβάζεται στο δικό της Range Rover και να
αναχωρεί με προορισμό την παραθαλάσσια βίλα.
Με ένα ακόμη χασμουρητό, η Ρόμπιν έπιασε το κινητό της και
τηλεφώνησε ξανά στον Στράικ.
«Εντάξει, έγινε η δουλειά;» ρώτησε εκείνος.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν τσεκάροντας τις φωτογραφίες με το ένα χέρι, ενώ
με το άλλο κρατούσε το κινητό πάνω στο αυτί της, «κατάφερα να
τραβήξω κάποιες καθαρές, με τον τύπο και τα αγόρια. Μιλάμε, ο τύπος
έχει φοβερό γονίδιο. Και τα τέσσερα παιδιά είναι λες και τα έβγαλε με
καρμπόν».
Τοποθέτησε τη φωτογραφική μηχανή μέσα στην τσάντα της.
«Έχεις συνειδητοποιήσει πως βρίσκομαι ένα δίωρο μακριά από το Σεντ
Μος;»
«Ένα τρίωρο, πες καλύτερα», είπε ο Στράικ.
«Αν ήθελες να…»
«Δε θέλεις να κάνεις τόσο δρόμο για να έρθεις μέχρι εδώ, κι ύστερα να
επιστρέψεις στο Λονδίνο. Τώρα δα μου έλεγες πως είσαι ψόφια».
Όμως η Ρόμπιν καταλάβαινε πως του άρεσε η ιδέα. Ο Στράικ είχε
ταξιδέψει μέχρι την Κορνουάλη με τρένο, ταξί και πορθμείο, καθώς από
τον καιρό που έχασε το ένα του πόδι, το να κάνει μεγάλες διαδρομές με
το αυτοκίνητο δεν του ήταν ούτε εύκολο ούτε ιδιαίτερα ευχάριστο.
«Θα ήθελα να γνωρίσω αυτή την Άννα. Ύστερα θα μπορούσα να σε
φέρω πίσω».
«Κοίτα, αν είσαι σίγουρη, θα ήταν τέλεια», είπε ο Στράικ, που πλέον
ακουγόταν ευδιάθετος. «Αν την αναλάβουμε τελικά, θα τρέξουμε την
υπόθεση μαζί. Θα είχαμε ένα σωρό πληροφορίες να κοσκινίσουμε σε μια
τόσο παλιά υπόθεση, κι απ’ ό,τι κατάλαβα, την υπόθεση του Φούντα την
έκλεισες απόψε».
«Σωστά», αναστέναξε η Ρόμπιν. «Το μόνο που εκκρεμεί είναι να τινάξω
στον αέρα τη ζωή τόσων ανθρώπων».
«Εσύ δεν τίναξες στον αέρα τη ζωή κανενός», απάντησε μεμιάς ο
Στράικ. «Ο μπερμπάντης φταίει. Άλλωστε, τι είναι προτιμότερο; Να
μάθουν και οι τρεις γυναίκες την αλήθεια τώρα ή όταν πεθάνει ο τύπος, κι
εκτός από την κρυάδα να έχουν και τα κληρονομικά;»
«Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν, ενώ χασμουριόταν ξανά. «Λοιπόν, θες να
περάσω από το σπίτι, στο Σεντ Μ…»
Το «όχι» του ήταν κοφτό και αποφασιστικό.
«Οι δυο τους, η Άννα και η σύντροφός της, μένουν στο Φάλμουθ. Θα σε
συναντήσω εκεί. Είναι και πιο κοντά σ’ εσένα».
«Εντάξει», συμφώνησε η Ρόμπιν. «Τι ώρα;»
«Θα προλάβεις να είσαι εκεί στις έντεκα και μισή;»
«Άνετα», είπε η Ρόμπιν.
«Θα σου στείλω τη διεύθυνση με γραπτό μήνυμα. Τώρα πήγαινε να
κοιμηθείς λίγο».
Έτσι όπως γυρνούσε το κλειδί στη μίζα, η Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως
η διάθεσή της είχε βελτιωθεί αισθητά. Οπότε, σαν να την
παρακολουθούσε ένα αυστηρό σώμα ενόρκων, ανάμεσά τους η Ίλσα, ο
Μάθιου και η Σάρλοτ Κάμπελ, φρόντισε να πνίξει το χαμόγελό της,
καθώς έβαζε όπισθεν και έφευγε από τη θέση στάθμευσης.
4
Γέννημα δυο πατεράδων και μιας μάνας,
αν και με φύση αντίθετη ο ένας με τον άλλον…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ο Στράικ ξύπνησε λίγο πριν από τις πέντε το επόμενο πρωί. Ήδη το φως
έμπαινε ορμητικά στο δωμάτιο, έτσι όπως διαπερνούσε τις λεπτές
κουρτίνες της Τζόαν. Κάθε νύχτα ο καναπές με γέμιση από αλογότριχα
ταλαιπωρούσε και κάποιο διαφορετικό σημείο του σώματός του, έτσι που
σήμερα αισθανόταν λες και είχε φάει γροθιά στο νεφρό. Άπλωσε το χέρι
να πιάσει το κινητό του, είδε την ώρα, κατέληξε πως ήταν τόσο
πιασμένος που δε θα τον έπαιρνε ξανά ο ύπνος, οπότε ανακάθισε.
Έπειτα από ένα λεπτό το οποίο πέρασε τεντώνοντας το σώμα και
ξύνοντας τις μασχάλες του, ενόσω τα μάτια του συνήθιζαν στα αλλόκοτα
σχήματα που ξεπρόβαλλαν ολόγυρα στο μισοσκότεινο καθιστικό της
Τζόαν και του Τεντ, αναζήτησε για δεύτερη φορά το όνομα της Μάργκοτ
Μπάμπορο στο διαδίκτυο και ύστερα από μια γρήγορη ματιά στη
φωτογραφία της χαμογελαστής γιατρού με τα κυματιστά μαλλιά και τα
ορθάνοιχτα μάτια, βάλθηκε να κοιτάζει τα αποτελέσματα της
αναζήτησης, ώσπου εντόπισε μία αναφορά στο όνομά της, σε ιστοσελίδα
η οποία ασχολούνταν με περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων. Εκεί
βρήκε ένα εκτενές άρθρο, συνοδευόμενο από φωτογραφίες του Ντένις
Κριντ σε διάφορες ηλικίες, από τον καιρό που ήταν ένα χαριτωμένο,
σγουρομάλλικο ξανθό νήπιο, μέχρι και τη φωτογραφία που τράβηξε η
αστυνομία όταν τον συνέλαβε και απεικόνιζε έναν λιγνό άντρα με λεπτά
αισθησιακά χείλη και μεγάλα τετράγωνα γυαλιά.
Στη συνέχεια ο Στράικ επισκέφτηκε ένα διαδικτυακό βιβλιοπωλείο,
όπου βρήκε μια περιγραφή της ζωής του κατά συρροή δολοφόνου, με
ημερομηνία έκδοσης το 1985 και τίτλο Ο δαίμονας του Πάρανταϊς Παρκ.
Ο συγγραφέας ήταν ένας ευυπόληπτος ερευνητής δημοσιογράφος, ο
οποίος στο μεταξύ είχε φύγει από τη ζωή. Το αδιάφορο πρόσωπο του
Κριντ εμφανιζόταν έγχρωμο στο εξώφυλλο, τυπωμένο πάνω στις αχνές
ασπρόμαυρες φωτογραφίες των επτά γυναικών που επιβεβαιωμένα είχε
βασανίσει και δολοφονήσει. Το πρόσωπο της Μάργκοτ Μπάμπορο δε
συγκαταλεγόταν ανάμεσά τους. Ο Στράικ παρήγγειλε το μεταχειρισμένο
βιβλίο, το οποίο πωλούνταν έναντι μίας λίρας, και όρισε ως διεύθυνση
παράδοσης αυτή του γραφείου.
Συνέδεσε και πάλι το κινητό του στον φορτιστή, φόρεσε το προσθετικό
πόδι του, μάζεψε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα του, κινήθηκε γύρω από
το σετ των μικρών τραπεζιών και το βάζο με τα αποξηραμένα λουλούδια
που βρισκόταν πάνω στο ψηλότερο, έχοντας τον νου του να μη
σκουντήσει κάποιο από τα διακοσμητικά πιάτα που κρέμονταν στον
τοίχο, διάβηκε το κατώφλι της πόρτας και κατέβηκε τα τρία πέτρινα
σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην κουζίνα. Ο λινοτάπητας, τοποθετημένος
εκεί από τα παιδικά του χρόνια, εκτεινόταν παγωμένος κάτω από το ένα
πέλμα που του απέμενε.
Αφού ετοίμασε μια κούπα τσάι, βγήκε από την πίσω πόρτα,
εξακολουθώντας να φορά μονάχα το μποξεράκι του κι ένα μπλουζάκι, για
να απολαύσει τη δροσιά του ξημερώματος, γέρνοντας στον τοίχο του
σπιτιού, ενώ ανάσαινε τον αλμυρό αέρα ανάμεσα στις τζούρες που
τραβούσε από το τσιγάρο του κι αναλογιζόταν τις περιπτώσεις
εξαφανισμένων μανάδων. Πολλές φορές εκείνες τις τελευταίες δέκα
ημέρες οι σκέψεις του είχαν ξεστρατίσει προς τη Λίντα, μια γυναίκα που
διέφερε από την Τζόαν όπως η σελήνη από τον ήλιο.
«Δοκίμασες να καπνίσεις ή ακόμη, Κόρμι;» τον είχε ρωτήσει δήθεν
αδιάφορα μια φορά, με τη φωνή της να αναδύεται μέσα από ένα πέπλο
γαλαζωπού καπνού δικής της δημιουργίας. «Δεν είναι καλό για την υγεία
σου, όμως, μα τον Θεό, το λατρεύω».
Οι άνθρωποι κάποιες φορές απορούσαν για ποιο λόγο η Πρόνοια δεν
ασχολήθηκε ποτέ με την οικογένεια της Λίντα Στράικ. Η απάντηση ήταν
πως η Λίντα ποτέ δεν έμεινε σε ένα μέρος για αρκετά μεγάλο διάστημα
ώστε να αποτελέσει σταθερό στόχο. Συχνά, τα παιδιά της παρέμεναν σε
κάποιο σχολείο για λίγες μόλις εβδομάδες, προτού κάποιος νέος
ενθουσιασμός παρασύρει τη μητέρα τους, οπότε τα μάζευαν και έφευγαν
με προορισμό μια νέα πόλη, ένα νέο κοινόβιο, για να τη βγάλουν στα
πατώματα φίλων ή, σπανιότερα, για να νοικιάσουν κάποιο χώρο. Οι μόνοι
άνθρωποι που γνώριζαν τι συνέβαινε, κι επομένως αυτοί που θα
μπορούσαν να είχαν ενημερώσει την Πρόνοια ήταν ο Τεντ και η Τζόαν, το
μόνο σταθερό σημείο αναφοράς στη ζωή των παιδιών, όμως είτε επειδή ο
Τεντ φοβόταν πως θα τραυμάτιζε ανεπανόρθωτα τη σχέση του με την
άστατη αδελφή του, είτε επειδή η Τζόαν ανησυχούσε πως τα παιδιά δε θα
της το συγχωρούσαν ποτέ, δεν πήραν την απόφαση να το κάνουν.
Μία από τις πλέον ζωηρές αναμνήσεις που διατηρούσε ο Στράικ από
την παιδική του ηλικία, καθώς και μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου
θυμόταν τον εαυτό του να κλαίει ήταν εκείνη τη φορά που η Λίντα
αποφάσισε να επιστρέψει αιφνιδιαστικά, έξι εβδομάδες αφότου ο Στράικ
άρχισε να πηγαίνει στο Δημοτικό Σχολείο του Σεντ Μος. Κατάπληκτη και
θυμωμένη που είχε παρθεί μια τόσο δεσμευτική απόφαση όπως η
εγγραφή του παιδιού στο σχολείο, ενόσω εκείνη απουσίαζε, πήρε τα δυο
της παιδιά και τα φόρτωσε στο πορθμείο, τάζοντάς τους ένα σωρό
όμορφα πράγματα στο Λονδίνο. Ο Στράικ άρχισε να κλαίει γοερά,
προσπαθώντας να της εξηγήσει πως μαζί με τον Ντέιβ Πόλγουορθ είχαν
κανονίσει να εξερευνήσουν τις σπηλιές των λαθρεμπόρων το
Σαββατοκύριακο, σπηλιές οι οποίες ενδεχομένως υπήρχαν μονάχα στη
φαντασία του Ντέιβ, όμως αυτό διόλου δε μετρίαζε την υπόστασή τους
στη σκέψη του Στράικ.
«Θα τις δεις τις σπηλιές», είχε υποσχεθεί η Λίντα, ενώ τον καλόπιανε με
καραμέλες από την ώρα που πήραν το τρένο για το Λονδίνο. «Θα τον δεις
ξανά τον πώς τον λένε, το υπόσχομαι».
«Ντέιβ», είχε απαντήσει ανάμεσα στους λυγμούς του ο Στράικ, «τον
λένε Ν-Ντέιβ».
Μην τα θυμάσαι αυτά, σκέφτηκε ο Στράικ, καθώς άναβε δεύτερο
τσιγάρο από την καύτρα του πρώτου.
«Στικ, θα πάρεις καμιά πούντα, έτσι που κάθεσαι εδώ πέρα με το
εσώρουχο!»
Γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω. Η αδελφή του στεκόταν στο κατώφλι,
τυλιγμένη με μια μάλλινη ρόμπα, ενώ φορούσε παντόφλες από δέρμα
πρόβατου. Εμφανισιακά ήταν τόσο διαφορετικοί, ώστε οι άνθρωποι
δυσκολεύονταν να πιστέψουν πως είχαν την όποια συγγένεια, πολύ
περισσότερο ότι ήταν ετεροθαλή αδέλφια. Η Λούσι ήταν μικροκαμωμένη,
ξανθιά, ροδαλή και θύμιζε πάρα πολύ τον πατέρα της, έναν μουσικό όχι
τόσο διάσημο όσο ο πατέρας του Στράικ, ο οποίος όμως έδειξε πολύ
μεγαλύτερο ενδιαφέρον να διατηρήσει επαφή με το παιδί του.
«Καλημέρα», είπε ο Στράικ, όμως η αδελφή του είχε ήδη μπει στο σπίτι,
απ’ όπου επέστρεψε με το παντελόνι, το φούτερ, τα παπούτσια και τις
κάλτσες του.
«Λούσι, δεν κάνει κρύο…»
«Θα πάθεις καμιά πνευμονία. Ντύσου!»
Όπως η Τζόαν, η Λούσι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση της σε
ό,τι είχε να κάνει με το καλό των δικών της ανθρώπων. Με ελαφρώς
καλύτερη διάθεση απ’ ό,τι θα έδειχνε σε άλλη περίπτωση, αν δεν
ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο Λονδίνο, ο Στράικ πήρε το παντελόνι του
και το φόρεσε, ισορροπώντας με κάποια δυσκολία, καθώς κινδύνευε να
σωριαστεί στο χαλικόστρωτο μονοπάτι. Μέχρι να φορέσει την κάλτσα και
το παπούτσι στο αληθινό του πόδι, η Λούσι του είχε ετοιμάσει μια ζεστή
κούπα τσάι, την οποία έφερε έξω μαζί με τη δική της.
«Ούτε κι εμένα με έπιανε ύπνος», του είπε και του έτεινε την κούπα,
έτσι όπως καθόταν στο πέτρινο παγκάκι. Ήταν η πρώτη φορά που
βρίσκονταν οι δυο τους εντελώς μόνοι όλη την εβδομάδα. Η Λούσι δεν
είχε ξεκολλήσει από το πλευρό της Τζόαν και επέμεινε να αναλάβει όλο
το μαγείρεμα και το καθάρισμα, ενώ η Τζόαν, που το θεωρούσε
αδιανόητο να κάθεται άπραγη την ώρα που το σπίτι κατακλυζόταν από
μουσαφίρηδες, τη γυρόφερνε και σχολίαζε. Τις σπάνιες στιγμές που η
Τζόαν δεν ήταν από πάνω της, κάποιος ή και οι τρεις γιοι της Λούσι θα
ήταν εκεί, στην περίπτωση του Τζακ επειδή ήθελε να μιλήσει στον
Στράικ, ενώ οι άλλοι δύο σε γενικές γραμμές απλώς για να τριβελίσουν το
μυαλό της μητέρας τους.
«Είναι τραγικό αυτό που συμβαίνει, καλά δε λέω;» σχολίασε η Λούσι,
με το βλέμμα στραμμένο προς το γρασίδι και τα προσεκτικά φροντισμένα
παρτέρια του Τεντ.
«Ναι», αναστέναξε ο Στράικ. «Όμως, ας είμαστε αισιόδοξοι. Η
χημειοθεραπεία…»
«Μα δεν πρόκειται να τη θεραπεύσει. Απλώς θα παρατείνει… θα
παρατείνει…»
Η Λούσι κούνησε το κεφάλι της και σκούπισε τα μάτια της με ένα
τσαλακωμένο κομμάτι χαρτιού υγείας που έβγαλε από την τσέπη της
ρόμπας της.
«Της τηλεφωνούσα δύο φορές την εβδομάδα επί σχεδόν είκοσι χρόνια,
Στικ. Αυτό το μέρος είναι δεύτερο σπίτι για τα παιδιά μου. Είναι η μόνη
μητέρα που γνώρισα».
Ο Στράικ ήξερε πως δεν έπρεπε να απαντήσει. Παρ’ όλα αυτά είπε:
«Πέρα από την πραγματική μας μητέρα, θες να πεις».
«Η Λίντα δεν ήταν μητέρα μου», είπε η Λούσι ψυχρά. Πρώτη φορά την
άκουγε ο Στράικ να το λέει ανοιχτά, παρότι ήταν πολλές οι περιπτώσεις
που το είχε υπαινιχθεί. «Έπαψα να τη θεωρώ μητέρα μου απ’ όταν ήμουν
δεκατεσσάρων χρονών. Μη σου πω ακόμη μικρότερη. Η Τζόαν είναι η
μητέρα μου».
Κι από τη στιγμή που ο Στράικ δεν έκανε κάποιο σχόλιο, εκείνη
συνέχισε:
«Εσύ επέλεξες τη Λίντα. Το ξέρω πως αγαπάς την Τζόαν, όμως έχουμε
εντελώς διαφορετική σχέση μαζί της».
«Δεν το είχα καταλάβει πως ήταν κάποιου είδους διαγωνισμός», είπε ο
Στράικ τραβώντας ένα ακόμη τσιγάρο.
«Απλώς σου λέω πώς αισθάνομαι!»
Ναι, αλλά μου λες και πώς αισθάνομαι εγώ.
Διάφορα δηκτικά σχόλια σχετικά με τα διαστήματα που μεσολαβούσαν
ανάμεσα στις επισκέψεις του Στράικ είχαν αναδυθεί ήδη από τα χείλη της
αδελφής του, στη διάρκεια εκείνης της εβδομάδας της υποχρεωτικής
συνύπαρξης. Ο Στράικ είχε καταπιεί όλες τις εκνευρισμένες απαντήσεις
που είχαν σχηματιστεί στο μυαλό του. Ο βασικός του στόχος ήταν να
φύγει από το σπίτι χωρίς να έχει τσακωθεί με κανέναν.
«Εγώ πάντοτε αισθανόμουν απαίσια όταν εμφανιζόταν η Λίντα για να
μας πάρει μαζί της», έλεγε τώρα η Λούσι, «όμως εσύ χαιρόσουν που
έφευγες».
Ο Στράικ παρατήρησε το πώς, σαν άλλη Τζόαν, η αδελφή του
περιέγραφε μια κατάσταση σαν να ήταν δεδομένη, δίχως ίχνος ερώτησης
στη διατύπωσή της.
«Δε χαιρόμουν πάντοτε», διαφώνησε ο Στράικ, καθώς ο νους του
επέστρεφε στο πορθμείο, στον Ντέιβ Πόλγουορθ και στις σπηλιές των
λαθρεμπόρων, όμως η Λούσι έδειχνε να αισθάνεται πως ο αδελφός της
επιχειρούσε να της στερήσει κάτι.
«Απλώς, αυτό που λέω είναι πως εσύ έχασες τη μητέρα σου πριν από
χρόνια. Τώρα… τώρα, ίσως να χάνω τη δική μου».
Η Λούσι σκούπισε ξανά τα μάτια της με το βρεγμένο χαρτί υγείας.
Νιώθοντας τη μέση του βαριά και τα μάτια του να τσούζουν από την
κούραση, ο Στράικ στεκόταν και κάπνιζε αμίλητος. Ήξερε πως η Λούσι
πολύ θα ήθελε να μπορούσε να διαγράψει τη Λίντα από τη μνήμη της, κι
υπήρχαν φορές, όταν κι αυτός θυμόταν κάποιες από τις καταστάσεις στις
οποίες τους είχε υποβάλει η Λίντα, που την καταλάβαινε. Εκείνο το πρωί
όμως το φάντασμα της Λίντα έμοιαζε να πλέκεται με τον καπνό που
έβγαινε από το τσιγάρο του. Την άκουγε να λέει στη Λούσι: «Έλα, καλή
μου, κλάψε να ξεσπάσεις, βοηθάει αυτό» και «Δώσε στη μάνα σου ένα
τσιγαράκι, Κόρμι». Του ήταν αδύνατο να τη μισήσει.
«Δεν το πιστεύω πως βγήκες παρέα με τον Ντέιβ Πόλγουορθ χτες το
βράδυ», είπε ξαφνικά η Λίντα. «Το τελευταίο σου βράδυ εδώ!»
«Η Τζόαν με έβγαλε σχεδόν σηκωτό από το σπίτι», απάντησε ο Στράικ
θιγμένος. «Τον λατρεύει τον Ντέιβ. Και, τέλος πάντων, σε καμιά
δεκαπενταριά μέρες θα ξαναέρθω».
«Αλήθεια;» είπε η Λούσι, ενώ στις άκρες των βλεφαρίδων της
κρέμονταν στάλες από δάκρυα. «Ή μήπως θα έχεις τρεχάματα με κάποια
υπόθεση κι απλώς θα το ξεχάσεις;»
Ο Στράικ φύσηξε τον καπνό προς την ατμόσφαιρα που ολοένα
φωτιζόταν, έχοντας αποκτήσει εκείνη την άτονη μπλε χροιά που
προηγείται της ανατολής. Πέρα στα δεξιά, πάνω από τις στέγες των
σπιτιών στην πλαγιά του Χίλχεντ, η θολή γραμμή που χώριζε τον ουρανό
από τη θάλασσα άρχιζε να διακρίνεται καθαρότερα στον ορίζοντα.
«Όχι», είπε, «δε θα το ξεχάσω».
«Επειδή σε καταστάσεις κρίσης ξέρεις πώς να αντιδράς», είπε η Λούσι,
«δεν το αρνούμαι, όμως φαίνεται να έχεις κάποιες δυσκολίες με τις
δεσμεύσεις. Η Τζόαν θα χρειαστεί στήριξη όλο αυτό το διάστημα, μήνες
ολόκληρους, όχι μονάχα όταν…»
«Το ξέρω, Λούσι», είπε ο Στράικ, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται,
παρότι δεν το ήθελε. «Καταλαβαίνω τι σημαίνει αρρώστια και ανάρρωση,
όσο απίστευτο κι αν σου…»
«Ναι, εντάξει», είπε η Λούσι, «ήσουν καταπληκτικός τον καιρό που
ήταν ο Τζακ στο νοσοκομείο, όμως όταν είναι όλα εντάξει, απλώς δεν
ασχολείσαι».
«Μα πήρα τον Τζακ και βγήκαμε πριν από δυο εβδομάδες, τι είναι αυτά
που…»
«Δεν προσπάθησες καν να έρθεις στο πάρτι γενεθλίων του Λουκ! Το
παιδί είχε πει σε όλους τους φίλους του ότι θα ήσουν εκεί…»
«Λυπάμαι, αλλά κακώς τους το είπε, γιατί στο τηλέφωνο σου
κατέστησα απόλυτα σαφές ότι…»
«Είπες πως θα έκανες μια προσπάθεια…»
«Όχι, εσύ είπες πως θα έκανα μια προσπάθεια», τη διέψευσε ο Στράικ,
που πλέον είχε αρχίσει να φουντώνει παρά τις προθέσεις του. «Εσύ είπες:
“Θα κοιτάξεις να έρθεις, αν γίνεται όμως”. Τι να κάνουμε, δε γινόταν και
σε ενημέρωσα εγκαίρως, δε φταίω εγώ που τα είπες αλλιώς στον
Λουκ…»
«Εκτιμώ το ότι παίρνεις τον Τζακ βόλτα μια στο τόσο», είπε η Λούσι
διακόπτοντάς τον, «όμως δε σου πέρασε ποτέ από το μυαλό πως θα ήταν
όμορφα αν μπορούσαν να έρθουν και τα άλλα δύο αγόρια; Ο Άνταμ
έκλαψε όταν επέστρεψε ο Τζακ από τις Αίθουσες Επιχειρήσεων! Κι όταν
ήρθες εδώ», είπε η Λούσι, που έδειχνε αποφασισμένη να βγάλει ό,τι είχε
κρατημένο μέσα της, τώρα που είχε πάρει φόρα, «έφερες δώρο μονάχα
για τον Τζακ. Τον Λουκ και τον Άνταμ δεν τους σκέφτηκες;»
«Τηλεφώνησε ο Τεντ να μου πει για την Τζόαν, οπότε ξεκίνησα αμέσως
για να έρθω. Φύλαγα εκείνες τις κονκάρδες για τον Τζακ, οπότε τις έφερα
μαζί μου».
«Και πώς νομίζεις πως αισθάνθηκαν ο Λουκ και ο Άνταμ; Προφανώς,
νομίζουν ότι δεν τους συμπαθείς τόσο όσο τον Τζακ!»
«Καλά νομίζουν», είπε ο Στράικ, που τελικά δεν μπόρεσε να κρατηθεί
άλλο. «Ο Άνταμ είναι ένα κλαψιάρικο μόμολο και ο Λουκ τελείως
κωλόπαιδο».
Έλιωσε το τσιγάρο του πάνω στον τοίχο, πέταξε τη γόπα προς τους
θάμνους και τράβηξε πίσω στο σπίτι, αφήνοντας τη Λούσι να
ανοιγοκλείνει το στόμα της, πασχίζοντας να πάρει ανάσα, σαν ψάρι που
ξεβράστηκε στην ακτή.
Πίσω στο μισοσκότεινο καθιστικό, ο Στράικ σκόνταψε πάνω στα
τραπεζάκια: το βάζο με τα αποξηραμένα λουλούδια έπεσε βαρύ πάνω στη
μοκέτα και προτού καταλάβει τι έκανε, είχε κονιορτοποιήσει τους
ντελικάτους μίσχους και τα εύθραυστα άνθη κάτω από το προσθετικό του
πέλμα. Εξακολουθούσε να προσπαθεί να συμμαζέψει το χάλι όσο
καλύτερα μπορούσε, όταν η Λούσι πέρασε φουρκισμένη κι αμίλητη από
δίπλα του, τραβώντας προς την πόρτα και τα σκαλοπάτια, αναδίδοντας
μητρική αγανάκτηση. Ο Στράικ ακούμπησε το άδειο πλέον βάζο πάνω
στο τραπεζάκι και αφού πρώτα περίμενε να ακούσει την πόρτα του
δωματίου της Λούσι να κλείνει, τράβηξε στον επάνω όροφο για να πάει
στο μπάνιο, σκασμένος.
Καθώς δίσταζε να χρησιμοποιήσει το ντους, από φόβο μήπως ξυπνήσει
τον Τεντ και την Τζόαν, ούρησε, τράβηξε το καζανάκι και μόνο τότε
θυμήθηκε τι σαματά έκανε η παλιά τουαλέτα. Έτσι όπως πλενόταν όσο
καλύτερα μπορούσε με χλιαρό νερό, την ώρα που το καζανάκι ξαναγέμιζε
με τέτοιο θόρυβο λες κι ήταν μπετονιέρα, ο Στράικ σκεφτόταν πως αν
είχε καταφέρει κάποιος να παραμείνει κοιμισμένος ύστερα από αυτό,
σίγουρα θα ήταν ναρκωμένος.
Πράγματι, με το που άνοιξε την πόρτα του μπάνιου, ήρθε φάτσα με
φάτσα με την Τζόαν. Το κεφάλι της θείας του μετά βίας έφτανε μέχρι το
στήθος του Στράικ. Εστίασε το βλέμμα του στα αραιωμένα γκρίζα
μαλλιά, στα άλλοτε καταγάλανα μάτια που πλέον τα είχε ξεθωριάσει ο
χρόνος. Η κόκκινη ρόμπα της με το πλεχτό δέσιμο στη μέση είχε όλη την
τελετουργική μεγαλοπρέπεια ενός ιαπωνικού κιμονό.
«Καλημέρα», είπε ο Στράικ προσπαθώντας να ακουστεί ευδιάθετος,
όμως το μόνο που κατάφερε ήταν μια προσποιητή ευθυμία. «Δε
φαντάζομαι να σε ξύπνησα;»
«Όχι, όχι, είμαι ξύπνια από ώρα. Πώς τον βρήκες τον Ντέιβ;» ρώτησε.
«Μια χαρά», απάντησε με θέρμη ο Στράικ. «Είναι ενθουσιασμένος με
τη νέα δουλειά».
«Κι η Πένι, τα κορίτσια;»
«Καλά κι αυτές, πολύ χαίρονται που επέστρεψαν στην Κορνουάλη».
«Καλό αυτό», είπε η Τζόαν. «Η μαμά του Ντέιβ ανησυχούσε μήπως η
Πένι δεν ήθελε να φύγουν από το Μπρίστολ».
«Μπα, όλα πήγαν μια χαρά».
Η πόρτα του υπνοδωματίου πίσω από την Τζόαν άνοιξε. Ο Λουκ
ξεπρόβαλε με τις πιτζάμες του, τρίβοντας επιδεικτικά τα μάτια του.
«Με ξυπνήσατε», είπε στον Στράικ και στην Τζόαν.
«Αχ, καλέ μου, συγγνώμη», είπε η Τζόαν.
«Μπορώ να φάω δημητριακά με σοκολάτα;»
«Και το ρωτάς;» απάντησε η Τζόαν τρυφερά.
Ο Λουκ έτρεξε στη σκάλα και κατέβηκε τα σκαλοπάτια ποδοβολώντας,
λες κι ήταν αποφασισμένος να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερο
θόρυβο. Δεν είχε λείψει ένα λεπτό, όταν επέστρεψε τροχάδην εκεί όπου
στέκονταν, με ένα ύφος άφατης χαράς να αποτυπώνεται πάνω στο γεμάτο
φακίδες πρόσωπό του.
«Γιαγιάκα, ο θείος Κόρμοραν χάλασε τα λουλούδια σου».
Σκατόπαιδο.
«Ναι, συγγνώμη. Τα αποξηραμένα», είπε ο Στράικ στην Τζόαν. «Τα
γκρέμισα κατά λάθος. Το βάζο είναι εντάξει…»
«Έλα, καλέ, δεν έχουν καμία σημασία», είπε η Τζόαν, που αμέσως
τράβηξε προς τη σκάλα. «Πάω να φέρω τη σκούπα για τη μοκέτα».
«Όχι», είπε μεμιάς ο Στράικ, «συμμάζεψα εγώ…»
«Έχει ένα σωρό κομματάκια στη μοκέτα», είπε ο Λουκ. «Τα πάτησα».
Εγώ να δεις πώς θα σε πατήσω, κωλόπαιδο.
Ο Στράικ και ο Λουκ ακολούθησαν την Τζόαν στο καθιστικό, όπου ο
Στράικ επέμεινε να πάρει τη σκούπα από τα χέρια της Τζόαν, μια
ξεχαρβαλωμένη αρχαϊκή συσκευή την οποία είχε από τη δεκαετία του
Εβδομήντα. Όπως σκούπιζε τη μοκέτα, ο Λουκ στεκόταν στο κατώφλι της
κουζίνας και τον παρατηρούσε χαμογελώντας λοξά, ενώ μπούκωνε το
στόμα του με τα σοκολατένια δημητριακά. Μέχρι να καθαρίσει ο Στράικ
τη μοκέτα σε βαθμό που η Τζόαν έκρινε ικανοποιητικό, ο Τζακ και ο
Άνταμ είχαν κατεβεί να παρακολουθήσουν το πρωινό πανηγύρι, όπως και
η βλοσυρή Λούσι, που εν τω μεταξύ είχε ντυθεί κανονικά.
«Να πάμε στην παραλία σήμερα, μαμά;»
«Να κολυμπήσουμε;»
«Να πάμε βόλτα με τη βάρκα του θείου Τεντ;»
«Έλα, κάθισε», είπε ο Στράικ στην Τζόαν. «Θα σου φέρω μια κούπα
τσάι».
Όμως η Λούσι τον είχε προλάβει. Πρόσφερε την κούπα στην Τζόαν,
έριξε στον Στράικ μια δολοφονική ματιά κι ύστερα κατευθύνθηκε στην
κουζίνα, απαντώντας παράλληλα στις ερωτήσεις των γιων της.
«Τι τρέχει;» ρώτησε ο Τεντ καθώς έμπαινε στο δωμάτιο σέρνοντας τα
βήματά του, φορώντας ακόμη τις πιτζάμες του, απορημένος με όλη εκείνη
την αναστάτωση πρωινιάτικα.
Παλιότερα ήταν ψηλός όσο ο Στράικ, που του έμοιαζε πάρα πολύ. Τα
πυκνά σγουρά μαλλιά του ήταν πλέον άσπρα σαν το χιόνι και το βαθιά
μαυρισμένο πρόσωπό του έμοιαζε περισσότερο ραγισμένο παρά
ρυτιδιασμένο, όμως ο Τεντ εξακολουθούσε να είναι ένας δυνατός άντρας,
αν και είχε ζαρώσει κάπως. Όμως η διάγνωση της Τζόαν του είχε
καταφέρει βαρύ πλήγμα. Έδειχνε κυριολεκτικά κλονισμένος, κάπως
αποπροσανατολισμένος και ασταθής.
«Τίποτε, Τεντ, μαζεύω τα πράγματά μου», είπε ο Στράικ, που ξαφνικά
αισθάνθηκε έντονη την ανάγκη να φύγει. «Πρέπει να προλάβω το πρώτο
πορθμείο, για να πάρω το πρωινό τρένο».
«Α», έκανε ο Τεντ. «Επιστρέφεις στο Λονδίνο, σαν να λέμε;»
«Ναι», είπε ο Στράικ, πετώντας πρόχειρα το καλώδιο φόρτισης και το
αποσμητικό του μέσα στον σάκο, εκεί όπου ήταν ήδη τακτοποιημένα τα
υπόλοιπα πράγματά του. «Όμως σε δεκαπέντε μέρες θα κατέβω ξανά. Να
με κρατάτε ενήμερο, εντάξει;»
«Δε γίνεται να φύγεις νηστικός!» αναφώνησε η Τζόαν ανήσυχη. «Να
σου ετοιμάσω πρώτα ένα σάντουιτς…»
«Είναι πολύ νωρίς ακόμη, δεν τρώω τέτοια ώρα», είπε ο Στράικ ψέματα.
«Ήπια ένα τσάι, θα τσιμπήσω και κάτι στο τρένο. Πες της κι εσύ», είπε
απευθυνόμενος στον Τεντ, καθώς η Τζόαν δεν άκουγε κουβέντα και
τραβούσε γραμμή για την κουζίνα.
«Καλή μου!» της φώναξε ο Τεντ. «Το παιδί δε θέλει να φάει!»
Ο Στράικ βούτηξε τον σάκο του από την πλάτη της καρέκλας όπου τον
είχε κρεμάσει και τον κουβάλησε στον διάδρομο.
«Πήγαινε καλύτερα να ξαπλώσεις», είπε στην Τζόαν, όταν επέστρεψε
εκείνη βιαστικά για να τον αποχαιρετήσει. «Ειλικρινά, δεν ήθελα να σε
ξυπνήσω. Κοίτα να ξεκουραστείς, εντάξει; Άφησε κάποιον άλλον να
κουμαντάρει το καράβι για μερικές εβδομάδες».
«Μακάρι να έκοβες αυτό τον διάολο, το τσιγάρο», είπε εκείνη
θλιμμένα.
Ο Στράικ κατάφερε να στρέψει θεατρινίστικα τα μάτια του προς τα
πάνω κι ύστερα την αγκάλιασε. Εκείνη γραπώθηκε από πάνω του, έτσι
όπως έκανε κάθε φορά που η Λίντα περίμενε ανυπόμονα να τον πάρει από
το σπίτι, κι ο Στράικ την έσφιξε με τη σειρά του, βιώνοντας και πάλι τον
πόνο της μοιρασμένης πίστης, του να αποτελεί το πεδίο της σύγκρουσης
και συνάμα το έπαθλο, του να καλείται να δώσει ονόματα σε καταστάσεις
που δε χωρούσαν σε κατηγορίες και περιγραφές.
«Γεια, Τεντ», είπε αγκαλιάζοντας τον θείο του. «Θα τηλεφωνήσω μόλις
γυρίσω σπίτι και θα κανονίσουμε πότε βολεύει να ξαναέρθω».
«Θα μπορούσα να σε πάω με το αμάξι», είπε ο θείος Τεντ άνευρα.
«Είσαι σίγουρος πως δε θέλεις να σε πάω με το αμάξι;»
«Μου αρέσει το πορθμείο», απάντησε ο Στράικ ψέματα. Στην
πραγματικότητα, του ήταν σχεδόν αδύνατο να κατεβεί χωρίς βοήθεια τα
ακανόνιστα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο σκάφος, όμως επειδή ήξερε
πως αυτό θα τους χαροποιούσε, είπε: «Μου θυμίζει τον καιρό που μας
πηγαίνατε για ψώνια στο Φάλμουθ, όταν ήμαστε παιδιά».
Η Λούσι, εν τω μεταξύ, τον παρατηρούσε φαινομενικά ατάραχη από το
κατώφλι του καθιστικού. Ο Λουκ και ο Άνταμ δεν είχαν θελήσει να
στερηθούν τα σοκολατένια δημητριακά τους, όμως ο Τζακ κατέφτασε
ξέπνοος στο μικρό χολ για να πει:
«Ευχαριστώ για τις κονκάρδες, θείε Κορμ».
«Χαρά μου», είπε ο Στράικ χαϊδεύοντας τα μαλλιά του αγοριού. «Γεια,
Λούσι», φώναξε προς το μέρος της. «Τα λέμε σύντομα, Τζακ»,
συμπλήρωσε.
5
Απάντηση σύντομη έδωκε, μα στην αντρίκεια καρδιά του
πελώρια αγανάκτηση φώλιαζε,
που ολότελα κρυφή δεν ήταν, μα ένα μέρος της
φανερωνόταν στη σκυθρωπή θωριά του…
Έντουαρντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Το δωμάτιο στα ενοικιαζόμενα όπου πέρασε η Ρόμπιν τη νύχτα μετά βίας


είχε χώρο για ένα κρεβάτι, μια συρταριέρα κι έναν ξεχαρβαλωμένο
νιπτήρα στη γωνία. Οι τοίχοι καλύπτονταν από μια μοβ ταπετσαρία, για
την οποία η Ρόμπιν ήταν σίγουρη πως θα θεωρούνταν κακόγουστη ακόμη
και τη δεκαετία του Εβδομήντα, τα σεντόνια τα ένιωθε νοτισμένα και το
παράθυρο καλυπτόταν πρόχειρα από ένα μπερδεμένο στόρι.
Κάτω από τη σκληρή λάμψη του μοναδικού γλόμπου, που διόλου δε
μετριαζόταν από το καλαμένιο καπέλο του, το είδωλο της Ρόμπιν έμοιαζε
εξουθενωμένο και απεριποίητο, με μαβιές σκιές να απλώνονται κάτω από
τα μάτια. Το σακίδιό της περιείχε μονάχα εκείνα τα αντικείμενα που
έφερνε πάντοτε μαζί της όταν είχε παρακολούθηση, δηλαδή έναν σκούφο,
σε περίπτωση που χρειαζόταν να κρύψει τα χαρακτηριστικά
ξανθοκόκκινα μαλλιά της, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, μια μπλούζα, μια
πιστωτική κάρτα και κάποιες ταυτότητες σε διαφορετικά ονόματα. Το
καθαρό μπλουζάκι που είχε μόλις βγάλει από το σακίδιο ήταν πολύ
ζαρωμένο και τα μαλλιά της χρειάζονταν επειγόντως λούσιμο· στον
νιπτήρα δεν υπήρχε σαπούνι, κι η Ρόμπιν είχε παραλείψει να πάρει μαζί
της οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα, καθώς δεν υπολόγιζε πως θα
περνούσε τη νύχτα μακριά από το σπίτι.
Μέχρι να πάει η ώρα οκτώ, η Ρόμπιν βρισκόταν και πάλι στον δρόμο.
Στο Νιούτον Άμποτ έκανε στάση σε ένα φαρμακείο κι ένα σούπερ
μάρκετ, όπου αγόρασε πέρα από κάποια βασικά είδη τουαλέτας ένα
στεγνό σαμπουάν κι ένα μικρό, φτηνό μπουκάλι κολόνιας 4711.
Βούρτσισε τα δόντια της και προσπάθησε να σουλουπωθεί όσο καλύτερα
γινόταν στις τουαλέτες του σούπερ μάρκετ. Εκεί που βούρτσιζε τα μαλλιά
της, ήρθε ένα γραπτό μήνυμα από τον Στράικ:
Θα περιμένω στην καφετέρια Παλάσιο, στο Μουρ, στο κέντρο του
Φάλμουθ. Όπου και να ρωτήσεις, θα ξέρουν να σου πουν πώς
φτάνεις στο Μουρ.
Όσο δυτικότερα οδηγούσε η Ρόμπιν τόσο πιο όμορφο και πράσινο
γινόταν το τοπίο. Καθώς η ίδια είχε γεννηθεί στον βορρά, στο Γιόρκσαϊρ,
είχε εντυπωσιαστεί διαπιστώνοντας πως ευδοκιμούσαν φοίνικες σε
αγγλικό έδαφος, στο Τόρκι. Αυτά τα στριφογυριστά, κατάφυτα δρομάκια,
η πλούσια βλάστηση, η σχεδόν υποτροπική πρασινάδα του τοπίου
αποτελούσαν έκπληξη για ένα άτομο που είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε
γυμνούς απέραντους βαλτότοπους και λοφοπλαγιές. Εν τω μεταξύ, στα
αριστερά της είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται η ασημένια θάλασσα,
απέραντη και αστραφτερή σαν τζαμαρία, κι η αψάδα της αλμύρας
αναμειγνυόταν ήδη με τις νότες εσπεριδοειδών που ανάδινε η πρόχειρα
αγορασμένη κολόνια της. Παρά την κούρασή της, ένιωσε τη διάθεσή της
να βελτιώνεται καθώς αντίκριζε αυτό το λαμπρό πρωινό κι αναλογιζόταν
πως την περίμενε ο Στράικ στο τέλος του ταξιδιού.
Έφτασε στο Φάλμουθ στις έντεκα, οπότε βάλθηκε να αναζητά θέση
στάθμευσης στους δρόμους που κατακλύζονταν από τουρίστες,
περνώντας μπροστά από μαγαζιά απ’ όπου κρέμονταν πλαστικά παιχνίδια
και παμπ στολισμένες με σημαίες και κατάφυτες ζαρντινιέρες. Αφού
βρήκε θέση να παρκάρει στο ίδιο το Μουρ, μια υπαίθρια αγορά στην
καρδιά της πόλης, παρατήρησε πως πίσω απ’ όλα εκείνα τα χτυπητά
φτιασίδια του καλοκαιριού, το Φάλμουθ διέθετε ορισμένα από τα πλέον
επιβλητικά κτίρια του 19ου αιώνα, σε ένα από τα οποία στεγαζόταν η
καφετέρια και εστιατόριο Παλάσιο.
Τα ψηλά ταβάνια και οι κλασικές διαστάσεις ενός κτιρίου που θύμιζε
παλιά δικαστήρια είχαν διακοσμηθεί με ένα συνειδητά ιδιότροπο στιλ, το
οποίο περιλάμβανε έντονα πορτοκαλί εμπριμέ ταπετσαρίες, εκατοντάδες
κιτς πίνακες τοποθετημένους σε παστέλ κορνίζες, καθώς και μια
βαλσαμωμένη αλεπού ντυμένη δικαστής. Οι θαμώνες, στην πλειονότητά
τους φοιτητές και οικογένειες, κάθονταν σε διάφορες ξύλινες καρέκλες,
ενώ ο θόρυβος από τις ομιλίες τους αντηχούσε στον σπηλαιώδη χώρο.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η Ρόμπιν εντόπισε τον Στράικ, μεγαλόσωμο
και βλοσυρό, καθισμένο στο βάθος της αίθουσας, που κάθε άλλο παρά
ευχαριστημένος έδειχνε δίπλα σε κάτι οικογένειες των οποίων τα πολλά
μικρά παιδιά, τα περισσότερα από τα οποία φορούσαν ρούχα με
ψυχεδελικές στάμπες, έτρεχαν ανάμεσα στα τραπέζια.
Η Ρόμπιν είχε την εντύπωση πως από το μυαλό του Στράικ πέρασε η
ιδέα να σηκωθεί για να την υποδεχτεί, καθώς εκείνη πλησίαζε περνώντας
ανάμεσα από τα τραπέζια, όμως αν σωστά της φάνηκε, ο Στράικ
αποφάσισε να μην το κάνει. Ήξερε πώς ήταν όταν τον πονούσε το πόδι
του, οι γραμμές γύρω από το στόμα του βαθύτερες απ’ ό,τι συνήθως, σαν
να έσφιγγε το σαγόνι του. Κι αν η Ρόμπιν φαινόταν κουρασμένη, σ’
εκείνον τον σκονισμένο καθρέφτη του ενοικιαζόμενου δωματίου τρεις
ώρες νωρίτερα, ο Στράικ έδειχνε ολότελα αποκαμωμένος, το αξύριστο
σαγόνι του έδειχνε λερό και οι σκιές κάτω από τα μάτια του σκούρες
μπλε.
«Καλημέρα», είπε ο Στράικ προσπαθώντας να ακουστεί ανάμεσα στις
τσιρίδες των κατενθουσιασμένων παιδιών. «Βρήκες εύκολα θέση να
παρκάρεις;»
«Ναι, εδώ παρακάτω», απάντησε η Ρόμπιν όπως καθόταν.
«Πρότεινα να βρεθούμε εδώ γιατί σκέφτηκα πως θα ήταν εύκολο να το
βρεις», είπε εκείνος.
Ένα αγοράκι σκούντησε το τραπέζι τους, κάνοντας τον καφέ του Στράικ
να χυθεί στο πιάτο του, που ήταν πασπαλισμένο με νιφάδες από ζύμη
κρουασάν, κι αμέσως απομακρύνθηκε τρέχοντας. «Τι θα πάρεις;»
«Έναν καφέ, παρακαλώ», απάντησε η Ρόμπιν μεγαλόφωνα,
επιχειρώντας να ακουστεί καθώς δίπλα τους τα παιδιά εξακολουθούσαν
να τσιρίζουν. «Πώς είναι τα πράγματα στο Σεντ Μος;»
«Τα ίδια», είπε ο Στράικ.
«Λυπάμαι», είπε η Ρόμπιν.
«Γιατί; Σάμπως εσύ φταις;» σχολίασε δύσθυμα ο Στράικ.
Δεν ήταν αυτή η υποδοχή που περίμενε η Ρόμπιν, έχοντας κάνει δυόμισι
ώρες δρόμο προκειμένου να τον διευκολύνει. Η ενόχλησή της πρέπει να
αποτυπώθηκε στην όψη της, καθώς ο Στράικ συμπλήρωσε,
«Σ’ ευχαριστώ που ήρθες. Το εκτιμώ, πραγματικά. Έλα, ρε μάπα, μην
κάνεις πως δε με βλέπεις», πρόσθεσε τσατισμένα, καθώς ένας νεαρός
σερβιτόρος πέρασε από δίπλα χωρίς να δώσει σημασία στο σηκωμένο
χέρι του.
«Θα πάω να δώσω την παραγγελία στο ταμείο», είπε η Ρόμπιν.
«Άλλωστε, πρέπει να περάσω κι από την τουαλέτα».
Μέχρι να επιστρέψει από την τουαλέτα και να καταφέρει να
παραγγείλει έναν καφέ σε έναν σερβιτόρο που πάσχιζε να προλάβει τα
πάντα, ένας πονοκέφαλος από την ένταση είχε αρχίσει να περονιάζει την
αριστερή πλευρά του κεφαλιού της. Φτάνοντας στο τραπέζι, βρήκε τον
Στράικ έτοιμο να εκραγεί, καθώς τα παιδιά στα διπλανά τραπέζια τσίριζαν
ακόμη πιο δυνατά, έτσι όπως έτρεχαν γύρω από τους γονείς τους που δε
χαμπάριαζαν από τίποτε, κι απλώς ωρύονταν για να ακουστούν μέσα στον
χαμό. Εκείνη τη στιγμή από το μυαλό της Ρόμπιν πέρασε η ιδέα να
μεταφέρει στον Στράικ το μήνυμα της Σάρλοτ, όμως την απέρριψε
αμέσως.
Στην πραγματικότητα, ο βασικός λόγος της κάκιστης διάθεσης του
Στράικ ήταν ο αφόρητος πόνος που αισθανόταν στην απόληξη του
ακρωτηριασμένου ποδιού του. Είχε πέσει (λες κι είσαι κανένα ραμολί, είχε
πει στον εαυτό του) την ώρα που ανέβαινε στο πορθμείο του Φάλμουθ. Η
προσπάθεια αυτή περιλάμβανε μια επικίνδυνη κατάβαση από κάτι
φθαρμένα, πέτρινα σκαλοπάτια χωρίς κουπαστή, κι ύστερα το πέρασμα
στο σκάφος, έχοντας μονάχα το χέρι του βαρκάρη για βοήθεια. Καθώς
ζύγιζε πάνω από εκατό κιλά, ο Στράικ δεν ήταν εύκολο να ανακτήσει την
ισορροπία του έτσι και γλιστρούσε, κι αυτό ακριβώς συνέβη, με
αποτέλεσμα τώρα να πονάει άσχημα.
Η Ρόμπιν έβγαλε την παρακεταμόλη που είχε στην τσάντα της.
«Πονοκέφαλος», είπε βλέποντας τον Στράικ να την κοιτάζει.
«Φυσικό κι επόμενο», σχολίασε εκείνος μεγαλόφωνα, κοιτάζοντας προς
τους γονείς που ωρύονταν για να συνεννοηθούν, κόντρα στις
ουρανομήκεις τσιρίδες των βλασταριών τους, όμως δεν τον άκουσαν. Η
ιδέα να ζητήσει ένα παυσίπονο από τη Ρόμπιν πέρασε πράγματι από το
μυαλό του Στράικ, όμως μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε ερωτήσεις και
έγνοιες, κι από δαύτες είχε μπουχτίσει την τελευταία εβδομάδα, οπότε
προτίμησε να υποφέρει βουβός.
«Η πελάτισσα πού είναι;» ρώτησε η Ρόμπιν, αφού κατέβασε τα χάπια
της με μια γουλιά καφέ.
«Γύρω στα πέντε λεπτά από εδώ με το αυτοκίνητο. Γοντχάουζ Τέρας
λέγεται το μέρος».
Εκείνη τη στιγμή το μικρότερο από τα παιδιά που έτρεχαν ασταμάτητα
παραδίπλα, ένα κοριτσάκι, σκόνταψε και σωριάστηκε με το πρόσωπο στο
ξύλινο πάτωμα. Οι σπαραχτικές κραυγές και τα κλάματα του κοριτσιού
ηχούσαν σαν τύμπανα στα αυτιά της Ρόμπιν.
«Αχ, Ντάφι!» αναφώνησε στριγκά μία από τις μανάδες εκεί δίπλα. «Μα
τι έκανες;»
Το στόμα του παιδιού ήταν μέσα στα αίματα. Η μητέρα της γονάτισε
δίπλα στο τραπέζι τους, μαλώνοντας και παρηγορώντας το παιδί
μεγαλόφωνα, ενώ τα αδέλφια και οι φίλοι του κοριτσιού
παρακολουθούσαν με ζωηρότατο ενδιαφέρον. Οι επιβάτες του πορθμείου
εκείνο το πρωί είχαν παρόμοιες εκφράσεις όταν έσκασε ο Στράικ στο
κατάστρωμα.
«Ο άνθρωπος έχει χάσει το ένα πόδι του», φώναξε ο πορθμέας, εν μέρει,
όπως υποψιαζόταν ο Στράικ, για την περίπτωση που θεωρούσε κάποιος
πως η πτώση οφειλόταν σε δική του αμέλεια. Η ανακοίνωση όμως σε
τίποτε δε μετρίασε την ντροπή του Στράικ ούτε το ενδιαφέρον των
συνεπιβατών του.
«Τι λες, πηγαίνουμε;» ρώτησε η Ρόμπιν έχοντας ήδη σηκωθεί.
«Οπωσδήποτε», συμφώνησε ο Στράικ, μορφάζοντας καθώς σηκωνόταν
και έπιανε τον σάκο του. «Βρομόπαιδα», μουρμούρισε, ακολουθώντας
κουτσός τη Ρόμπιν στο φως του ήλιου.
6
Όμορφη Κυρά, και μια καρδιά από πέτρα θα ράιζε
με τα βάσανα και τις λύπες που άδικα σε βρήκαν.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Το Γόντχαουζ Τέρας βρισκόταν χτισμένο σε έναν λόφο, με άπλετη θέα


προς τον όρμο που εκτεινόταν από κάτω. Πολλά από τα κτίρια της
περιοχής είχαν μετατραπεί σε σύγχρονα διαμερίσματα, όμως αυτό όπου
κατοικούσαν η Άννα και η Κιμ, έτσι όπως το έβλεπαν από τον δρόμο, είχε
υποστεί τις μεγαλύτερες μετατροπές από οποιοδήποτε άλλο, καθώς ο
χώρος όπου άλλοτε βρισκόταν η οροφή πλέον καλυπτόταν από κάτι που
έμοιαζε με γυάλινο κύβο.
«Με τι ασχολείται η Άννα;» ρώτησε η Ρόμπιν, καθώς ανέβαιναν τα
σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη σκούρα μπλε εξώπορτα.
«Ιδέα δεν έχω», απάντησε ο Στράικ, «πάντως η σύζυγος είναι
ψυχολόγος. Μου έδωσε την εντύπωση πως δεν την ενθουσιάζει ιδιαίτερα
η προοπτική της έρευνας».
Πάτησε το κουδούνι. Ακούστηκαν βήματα σαν σε ξύλινο πάτωμα και
λίγο μετά την πόρτα άνοιξε η δρ Σάλιβαν, ψηλή, ξανθιά και ξυπόλυτη,
ντυμένη με τζιν παντελόνι και πουκάμισο, ενώ ο ήλιος λαμπύριζε πάνω
στους φακούς των γυαλιών της. Κοίταξε πρώτα τον Στράικ και ύστερα τη
Ρόμπιν, μάλλον έκπληκτη.
«Η συνεργάτιδά μου, Ρόμπιν Έλακοτ», εξήγησε ο Στράικ.
«Α», έκανε η Κιμ, δείχνοντας δυσαρεστημένη. «Έχετε καταλάβει
βεβαίως πως πρόκειται απλώς για μια διερευνητική συνάντηση».
«Η Ρόμπιν βρισκόταν εδώ κοντά συμπτωματικά, για μια άλλη υπόθεση,
οπότε…»
«Ευχαρίστως να περιμένω στο αυτοκίνητο», είπε ευγενικά η Ρόμπιν,
«αν η Άννα θα προτιμούσε να μιλήσει μόνο στον Κόρμοραν».
«Δεν ξέρω… ας δούμε τι έχει να πει η ίδια».
Παραμερίζοντας για να τους αφήσει να περάσουν, η Κιμ συμπλήρωσε,
«Ευθεία επάνω, στο καθιστικό».
Ήταν προφανές πως το σπίτι είχε ανακαινιστεί διεξοδικά και ποιοτικά.
Παντού έβλεπε κανείς ασπρισμένα ξύλα και γυαλί. Το υπνοδωμάτιο, όπως
παρατήρησε η Ρόμπιν μέσα από μια ανοιχτή πόρτα, είχε μεταφερθεί στο
ισόγειο, μαζί με έναν χώρο που έμοιαζε με γραφείο. Επάνω, στον γυάλινο
κύβο που είχαν δει από τον δρόμο, υπήρχε ένας ανοιχτός ενιαίος χώρος
που λειτουργούσε ως κουζίνα, τραπεζαρία και καθιστικό, με εκπληκτική
θέα προς τη θάλασσα.
Η Άννα στεκόταν δίπλα σε μια λαμπερή, ακριβή καφετιέρα, ντυμένη με
μια φαρδιά μπλε βαμβακερή φόρμα και λευκά πάνινα παπούτσια, εικόνα
που στη Ρόμπιν φάνταζε κομψή και στον Στράικ απεριποίητη. Τα μαλλιά
της ήταν πιασμένα πίσω, τονίζοντας τις ντελικάτες γραμμές του
προσώπου της.
«Α, γεια», είπε κάπως αιφνιδιασμένη, μόλις τους αντιλήφθηκε. «Δεν
άκουσα το κουδούνι με την καφετιέρα ανοιχτή».
«Άννι», είπε η Κιμ, όπως ακολουθούσε τον Στράικ και τη Ρόμπιν στο
δωμάτιο, «να σου συστήσω τη Ρόμπιν Έλακοτ, είναι… συνεργάτιδα του
Κάμερον. Δεν έχει καμία αντίρρηση να αποχωρήσει, αν θα προτιμούσες
να μιλήσεις μόνο στον…»
«Κόρμοραν», διόρθωσε η Άννα την Κιμ. «Μπερδεύουν συχνά οι
άνθρωποι το όνομά σας;» ρώτησε απευθυνόμενη στον Στράικ.
«Τις περισσότερες φορές», είπε εκείνος χαμογελώντας όμως. «Βέβαια,
είναι και φοβερά σαχλό όνομα».
Η Άννα γέλασε.
«Δεν έχω αντίρρηση να μείνετε», είπε στη Ρόμπιν, πλησιάζοντας και
προτείνοντας το χέρι της. «Αν δεν κάνω λάθος, διάβασα και για εσάς στις
εφημερίδες», πρόσθεσε, οπότε η Ρόμπιν καμώθηκε πως δεν αντιλήφθηκε
τον τρόπο που η Άννα έριξε μια κλεφτή ματιά στη μακριά ουλή στον πήχη
της.
«Παρακαλώ, καθίστε», είπε η Κιμ δείχνοντας στον Στράικ και στη
Ρόμπιν τα χτιστά καθίσματα γύρω από ένα χαμηλό ακρυλικό τραπέζι.
«Καφέ;» πρότεινε η Άννα, οπότε και οι δυο επισκέπτες απάντησαν
καταφατικά.
Μια γάτα ράτσας Ragdoll έκανε την εμφάνισή της στο δωμάτιο,
προχωρώντας με ανάλαφρα βήματα ανάμεσα στις λίμνες από φως που
σχηματίζονταν στο πάτωμα και τα καταγάλανα μάτια της θύμιζαν εκείνα
της Τζόαν, στην απέναντι πλευρά του όρμου. Αφού πρώτα παρατήρησε
προσεκτικά τον Στράικ και τη Ρόμπιν με ατάραχο ύφος, ανέβηκε με ένα
σβέλτο σάλτο στον καναπέ και βολεύτηκε στην αγκαλιά του Στράικ.
«Η ειρωνεία», είπε η Κιμ, καθώς μετέφερε έναν δίσκο φορτωμένο με
φλιτζάνια και μπισκότα στο τραπέζι, «είναι πως η Κάγκνι λατρεύει τους
άντρες».
Ο Στράικ και η Ρόμπιν γέλασαν ως όφειλαν. Η Άννα έφερε την κανάτα
με τον καφέ και οι δύο γυναίκες κάθισαν πλάι πλάι, απέναντι στον Στράικ
και στη Ρόμπιν, έτσι που ο ήλιος έπεφτε στα πρόσωπά τους, ώσπου η
Άννα έπιασε ένα τηλεχειριστήριο, το οποίο χαμήλωσε αυτόματα κάτι
σκίαστρα για τον ήλιο σε κρεμ απόχρωση.
«Θαυμάσιος χώρος», είπε η Ρόμπιν κοιτάζοντας ολόγυρα.
«Ευχαριστούμε», είπε η Κιμ. «Δικό της έργο», συνέχισε χαϊδεύοντας
ελαφρά το γόνατο της Άννας. «Είναι αρχιτέκτονας».
Η Άννα ξερόβηξε.
«Θα ήθελα να ζητήσω και πάλι συγγνώμη», είπε κοιτάζοντας σταθερά
τον Στράικ με εκείνα τα ασυνήθιστα ασημόγκριζα μάτια της, «για τον
τρόπο που φέρθηκα χτες το βράδυ. Είχα πιει μερικά ποτηράκια κρασί.
Φαντάζομαι με περάσατε για κάποια θεόμουρλη».
«Αν είχα σχηματίσει τέτοια εικόνα», είπε ο Στράικ χαϊδεύοντας τη γάτα
που γουργούριζε ηχηρά, «δε θα βρισκόμουν τώρα εδώ».
«Σίγουρα, όμως, η αναφορά στο μέντιουμ θα σας οδήγησε σε εντελώς
λάθος… Θέλω να πω, πιστέψτε με, η Κιμ μου έχει ήδη υπογραμμίσει
πόσο ανόητη είμαι που στράφηκα σ’ εκείνη τη γυναίκα».
«Δε σε θεωρώ ανόητη, Άννι», είπε χαμηλόφωνα η Κιμ. «Θεωρώ πως
είσαι ευάλωτη. Δεν είναι το ίδιο».
«Μπορώ να ρωτήσω τι σας είπε το μέντιουμ;» θέλησε να μάθει ο
Στράικ.
«Έχει κάποια σημασία;» ρώτησε με τη σειρά της η Κιμ, κοιτάζοντας τον
Στράικ με ύφος στο οποίο η Ρόμπιν διέκρινε μια κάποια δυσπιστία.
«Όχι σε σχέση με την έρευνα», είπε ο Στράικ, «όμως το άτομο αυτό
είναι ο λόγος που με προσέγγισε η Άννα…»
«Γυναίκα ήταν», είπε η Άννα, «και ουσιαστικά δε μου είπε οτιδήποτε
χρήσιμο… όχι πως θα περίμενα…»
Με ένα νευρικό γέλιο, κούνησε το κεφάλι της και έπιασε τα πράγματα
από την αρχή.
«Το ξέρω πως ήταν γελοίο αυτό που έκανα. Απλώς να… το τελευταίο
διάστημα ήταν κάπως δύσκολο για μένα… αποχώρησα από την εταιρεία
όπου εργαζόμουν, σε λίγο κλείνω τα σαράντα και… δεν ξέρω, η Κιμ
απουσίαζε σε κάποιο συνέδριο κι εγώ… τι να πω, φαντάζομαι πως
θέλησα να…»
Έκανε μια χειρονομία, σαν να ήθελε να σκορπίσει όλες εκείνες τις
σκέψεις, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:
«Είναι μια γυναίκα χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο επάνω της, στο Τσίζγουικ
μένει. Το σπίτι της ήταν γεμάτο αγγέλους… κεραμικούς και γυάλινους
θέλω να πω, κι υπήρχε κι ένας μεγάλος, ζωγραφισμένος σε βελούδο,
πάνω από το τζάκι.
»Η Κιμ», συνέχισε η Άννα, οπότε η Ρόμπιν έριξε μια κλεφτή ματιά στην
ψυχολόγο, η οποία άκουγε ανέκφραστη, «η Κιμ θεωρεί πως η γυναίκα
εκείνη… το μέντιουμ… ήξερε ποια ήταν η μητέρα μου, κι έψαξε να βρει
πληροφορίες στο διαδίκτυο, προτού περάσω από εκεί. Της είχα δώσει το
πραγματικό μου όνομα. Όταν έφτασα εκεί, είπα απλώς πως η μητέρα μου
είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια… αν και, προφανώς», είπε η Άννα
χειρονομώντας και πάλι νευρικά, «δεν υπάρχει καμία απόδειξη πως η
μητέρα μου είναι νεκρή, αυτό είναι το ένα θέμα… Τέλος πάντων, εγώ
είπα στο μέντιουμ πως είχε πεθάνει και πως κανείς δε μου είχε εξηγήσει
ξεκάθαρα πώς συνέβη αυτό.
»Οπότε, η γυναίκα πέρασε σε μια κατάσταση… δεν ξέρω, φαντάζομαι
θα μπορούσατε να την περιγράψετε ως ύπνωση», είπε η Άννα με ύφος
αμήχανο, «και μου είπε πως οι άνθρωποι θεωρούσαν πως με
προστάτευαν, για το καλό μου, όμως ήταν καιρός να μάθω την αλήθεια
και πως σύντομα θα έβρισκα μιαν “άκρη” που θα με οδηγούσε σε αυτήν.
Κι επίσης είπε πως “η μητέρα σου είναι πολύ περήφανη για σένα” και
“πάντοτε σε προστατεύει” και κάτι τέτοια, που φαντάζομαι πως είναι
τελείως τετριμμένες φράσεις… κι ύστερα, στο τέλος, ότι “κείτεται σε
άγιο τόπο”».
«“Κείτεται σε άγιο τόπο”;» επανέλαβε ο Στράικ.
«Ναι. Φαντάζομαι πως θεώρησε πως αυτό θα με παρηγορούσε κάπως,
όμως δεν είμαι θρησκευόμενο άτομο. Η αγιότητα ή μη του τόπου όπου
κείτεται η μητέρα μου, αν υποτεθεί πως τάφηκε… θέλω να πω, δεν είναι
αυτή η βασική μου έγνοια».
«Θα είχατε αντίρρηση να κρατήσω ορισμένες σημειώσεις;» ρώτησε ο
Στράικ.
Έβγαλε ένα σημειωματάριο και στιλό, τα οποία η Κάγκνι, η γάτα,
θεώρησε πως ήταν παιχνίδια για την ίδια. Κάθε τόσο σήκωνε την
πατούσα της και σημάδευε το στιλό, ενώ ο Στράικ σημείωνε την
ημερομηνία.
«Έλα εδώ, σαχλό γατί», είπε η Κιμ και σηκώθηκε για να πάρει τη γάτα
και να την αποθέσει στο ζεστό ξύλινο πάτωμα.
«Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή», είπε ο Στράικ. «Πρέπει να
ήσαστε πολύ μικρή, όταν εξαφανίστηκε η μητέρα σας, σωστά;»
«Λίγο μεγαλύτερη από ενός έτους», είπε η Άννα, «οπότε δεν έχω καμία
ανάμνησή της. Καθώς μεγάλωνα, δεν υπήρχε ούτε μία φωτογραφία της
στο σπίτι. Για μεγάλο διάστημα, δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Προφανώς, δεν
υπήρχε διαδίκτυο εκείνα τα χρόνια… κι άλλωστε, η μητέρα μου είχε
διατηρήσει το επίθετό της μετά τον γάμο. Εγώ μεγάλωσα ως Άννα Φιπς,
έχοντας πάρει το επίθετο του πατέρα μου. Αν μου είχε πει κάποιος το
όνομα “Μάργκοτ Μπάμπορο” πριν γίνω έντεκα, δε θα υποψιαζόμουν καν
ότι είχε την παραμικρή σχέση μαζί μου.
»Νόμιζα πως μητέρα μου ήταν η Σύνθια. Η γυναίκα που με πρόσεχε,
όταν ήμουν μικρούλα», εξήγησε. «Είναι τρίτη εξαδέλφη του πατέρα μου
κι αρκετά νεότερή του, έχει και το ίδιο επίθετο, οπότε υπέθετα ότι
αποτελούσαμε μια κλασική πυρηνική οικογένεια. Θέλω να πω… γιατί να
υπέθετα οτιδήποτε άλλο;
»Θυμάμαι, βέβαια, από τον καιρό που άρχισα να πηγαίνω στο σχολείο,
να απορώ για ποιο λόγο φώναζα τη Σύνθια με το όνομά της, αντί να τη
λέω “μαμά”. Κάποια στιγμή όμως ο πατέρας μου και η Σύνθια
αποφάσισαν να παντρευτούν, οπότε μου είπαν πως πλέον μπορούσα να τη
λέω “μαμά”, αν ήθελα, οπότε σκέφτηκα, τώρα εξηγείται, πριν έπρεπε να
τη φωνάζω με το όνομά της γιατί δεν είχαν παντρευτεί. Καλύπτεις τα κενά
όταν είσαι παιδί, έτσι δεν είναι; Με τη δική σου αλλόκοτη λογική.
»Πρέπει να ήμουν επτά ή οκτώ χρονών όταν ένα κορίτσι στο σχολείο
μου είπε: “Αυτή δεν είναι η αληθινή μαμά σου. Η αληθινή μαμά σου
εξαφανίστηκε”. Μου ακούστηκε τελείως παλαβό αυτό. Δεν το είπα καν
στον πατέρα μου ή στη Σύνθια. Απλώς το απώθησα σε μιαν άκρη, όμως
νομίζω πως κατά βάθος διαισθάνθηκα ότι μόλις μου είχε δοθεί η
απάντηση για ορισμένα από τα παράξενα πράγματα που είχα
παρατηρήσει και για τα οποία δεν είχα πάρει απαντήσεις.
»Ήμουν έντεκα χρονών όταν το έμαθα επίσημα. Εν τω μεταξύ, είχα
ακούσει διάφορα άλλα σχόλια από παιδιά στο σχολείο. “Η αληθινή σου
μαμά το έσκασε”, ήταν ένα από αυτά. Τελικά, μια μέρα, ένα πραγματικά
χολερικό αγόρι μού είπε: “Τη μαμά σου τη σκότωσε ένας άντρας που της
έκοψε το κεφάλι”.
»Γύρισα στο σπίτι και μετέφερα στον πατέρα μου αυτό που είχε πει
εκείνο το αγόρι. Ήθελα να τον δω να γελάει, να λέει πως όλα αυτά ήταν
ανοησίες και πως το αγόρι ήταν ένας απαίσιος ψεύτης… εκείνος όμως
πάνιασε.
»Το ίδιο βράδυ, ενώ ήμουν ήδη στο δωμάτιό μου, ο πατέρας μου και η
Σύνθια μου ζήτησαν να κατεβώ στο ισόγειο, όπου με έβαλαν απέναντί
τους στο καθιστικό και μου είπαν την αλήθεια.
»Εκείνη τη στιγμή όλα όσα νόμιζα πως ήξερα κατέρρευσαν μπροστά
μου», είπε η Άννα χαμηλόφωνα. «Ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί πως
συνέβη κάτι τέτοιο στην οικογένειά του; Λάτρευα τη Σύνθια. Τα πήγαινα
καλύτερα μαζί της απ’ ό,τι με τον πατέρα μου, για να είμαι ειλικρινής.
Και ξαφνικά ανακαλύπτω πως δεν είναι η μητέρα μου, πως και οι δυο
τους είχαν πει ψέματα… ή, μάλλον, είχαν αποφύγει να πουν την αλήθεια.
»Μου είπαν πως η μητέρα μου έφυγε από το ιατρείο της ένα βράδυ κι
από τότε εξαφανίστηκε. Ο τελευταίος άνθρωπος που την είδε ζωντανή
ήταν η γυναίκα στη ρεσεψιόν. Της είπε πως θα πεταγόταν μέχρι την παμπ,
που ήταν πέντε λεπτά δρόμος με τα πόδια. Την περίμενε η κολλητή της
εκεί. Από τη στιγμή που η μητέρα μου δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού, η
φίλη, η Ούνα Κένεντι, που την περίμενε επί μία ώρα, υπέθεσε πως είχε
ξεχαστεί. Τηλεφώνησε στο σπίτι των γονιών μου. Η μητέρα μου δεν ήταν
εκεί. Ο πατέρας μου τηλεφώνησε στο ιατρείο, όμως είχε κλείσει. Εν τω
μεταξύ σκοτείνιασε. Η μητέρα μου δεν επέστρεψε στο σπίτι. Ο πατέρας
μου τηλεφώνησε στην αστυνομία.
»Μήνες ολόκληρους ερευνούσαν την υπόθεση. Τίποτε. Κανένα
στοιχείο, καμία πληροφορία… τουλάχιστον έτσι είπαν ο πατέρας μου και
η Σύνθια, όμως στο μεταξύ έχω διαβάσει κάποιες περιγραφές που δεν
ταιριάζουν με αυτό.
»Ρώτησα τον πατέρα μου και τη Σύνθια να μου πουν πού βρίσκονταν οι
γονείς της μητέρας μου. Είπαν πως είχαν πεθάνει. Αποδείχτηκε πως ήταν
αλήθεια. Ο παππούς μου κατέληξε από έμφραγμα, δυο χρόνια μετά την
εξαφάνιση της μητέρας μου, κι η γιαγιά μου πέθανε από εγκεφαλικό έναν
χρόνο αργότερα. Η μητέρα μου ήταν μοναχοκόρη, οπότε δεν υπήρχαν
άλλοι συγγενείς τους οποίους θα μπορούσα να γνωρίσω ή να μιλήσω μαζί
τους για εκείνη.
»Ζήτησα να μου δώσουν φωτογραφίες της. Ο πατέρας μου ισχυρίστηκε
πως τις είχε πετάξει όλες, όμως η Σύνθια κατάφερε να μου βρει μερικές,
κάπου δύο εβδομάδες μετά που έμαθα τι είχε συμβεί. Μου ζήτησε να μην
πω στον πατέρα μου για τις φωτογραφίες· να τις κρύψω. Αυτό έκανα: είχα
μια θήκη για πιτζάμες σε σχήμα κουνελιού, κι εκεί μέσα φύλαγα τις
φωτογραφίες της μητέρας μου επί χρόνια».
«Σας εξήγησε κάποια στιγμή ο πατέρας και η μητριά σας το τι
ενδεχομένως είχε συμβεί στη μητέρα σας;» ρώτησε ο Στράικ.
«Αν μου είπαν για τον Ντένις Κριντ, εννοείτε;» είπε η Άννα. «Ναι, όμως
δε μου είπαν λεπτομέρειες. Ανέφεραν πως υπήρχε μια περίπτωση να την
είχε σκοτώσει κάποιος… κακός άνθρωπος. Ήταν αναγκασμένοι να μου το
πουν, μιας και το αγόρι στο σχολείο μού είχε πει πολύ χειρότερα.
»Ήταν μια φρικτή σκέψη, η υποψία πως ίσως την είχε δολοφονήσει ο
Κριντ… Δεν άργησα να μάθω το όνομά του, αφού τα παιδιά στο σχολείο
ήταν κάτι περισσότερο από πρόθυμα να μου το φανερώσουν. Άρχισα να
βλέπω εφιάλτες, τη μητέρα μου ακέφαλη. Κάποιες φορές εμφανιζόταν
στο δωμάτιό μου μέσα στη νύχτα. Άλλες φορές ονειρευόμουν πως
ανακάλυπτα το κεφάλι της μέσα στο μπαούλο με τα παιχνίδια μου.
»Κατέληξα να θυμώσω πάρα πολύ με τον πατέρα μου και τη Σύνθια»,
είπε η Άννα πλέκοντας τα δάχτυλα αναμεταξύ τους. «Θύμωσα προφανώς
που δε μου είχαν πει το παραμικρό, αλλά επίσης επειδή άρχισα να
αναρωτιέμαι τι άλλο μπορεί να έκρυβαν, αν είχαν κάποια σχέση με την
εξαφάνιση της μητέρας μου, αν ήθελαν να βγει από τη μέση, ώστε να
μπορέσουν να παντρευτούν. Όλα αυτά με έκαναν να ξεφύγω κάπως,
άρχισα τις κοπάνες… ένα Σαββατοκύριακο σηκώθηκα κι έφυγα, με
γύρισε στο σπίτι η αστυνομία. Ο πατέρας μου ήταν έξω φρενών. Φυσικά
εκ των υστέρων, και με δεδομένο το τι είχε συμβεί στη μητέρα μου…
προφανώς το ότι εξαφανίστηκα ακόμη και για μερικές ώρες…
»Τους έκανα τον βίο αβίωτο, για να πω την αλήθεια», ομολόγησε η
Άννα με ύφος ντροπιασμένο. «Όμως, οφείλω να το αναγνωρίσω στη
Σύνθια ότι στάθηκε ακλόνητη στο πλευρό μου. Δεν τα παράτησε στιγμή.
Εν τω μεταξύ, είχαν κάνει δικά τους παιδιά με τον πατέρα μου –έχω έναν
αδελφό και μια αδελφή– κι ακολούθησαν οικογενειακές συνεδρίες και
διακοπές με δραστηριότητες ενίσχυσης των μεταξύ μας δεσμών, όλα με
πρωτοβουλία της Σύνθια, καθώς ο πατέρας μου σε καμία περίπτωση δεν
ήθελε να το κάνει. Το θέμα της μητέρας μου εξακολουθεί να τον εξοργίζει
και να τον ταράζει. Τον θυμάμαι να μου βάζει τις φωνές, να αναρωτιέται
πώς γίνεται να μην καταλάβαινα τι τρομερό που ήταν για εκείνον να
αναμοχλεύεται αυτή η ιστορία, να μη με απασχολεί το πώς αισθανόταν
αυτός…
»Στα δεκαπέντε μου προσπάθησα να βρω τη φίλη της μητέρας μου, την
Ούνα, εκείνη με την οποία ήταν να συναντηθεί το βράδυ που
εξαφανίστηκε. Είχαν κάνει Κουνελάκια μαζί», είπε η Άννα χαμογελώντας
σφιγμένα, «όμως δεν το ήξερα αυτό τότε. Κατάφερα να εντοπίσω την
Ούνα στο Γούλβερχαμπτον και συγκινήθηκε πολύ όταν επικοινώνησα.
Ακολούθησαν μερικά θαυμάσια τηλεφωνήματα. Μου είπε διάφορα που
ήθελα πραγματικά να ξέρω, για το χιούμορ που χαρακτήριζε τη μητέρα
μου, το άρωμα που φορούσε –Rive Gauche, πήγα και ξόδεψα όλα τα
χρήματα που μάζεψα στα γενέθλιά μου για να αγοράσω ένα μπουκαλάκι
την επόμενη μέρα– πόσο πολύ λάτρευε τη σοκολάτα κι ήταν φανατική
θαυμάστρια της Τζόνι Μίτσελ. Η μητέρα μου απέκτησε στα μάτια μου
περισσότερο αληθινές διαστάσεις όταν μιλούσα με την Ούνα παρά μέσα
από τις φωτογραφίες ή οτιδήποτε μου είχαν πει ο πατέρας μου και η
Σύνθια.
»Όμως ο πατέρας μου έμαθε ότι είχα μιλήσει με την Ούνα και έγινε
έξαλλος. Με υποχρέωσε να του δώσω το τηλέφωνό της, την πήρε και την
κατηγόρησε πως με ενθάρρυνε να τον αψηφώ, της είπε πως αντιμετώπιζα
διάφορα θέματα, με παρακολουθούσε ψυχολόγος και πως δε μου
χρειάζονταν άνθρωποι που “σκάλιζαν” παλιές ιστορίες. Κι εμένα μου είπε
να μη φοράω το άρωμα της μητέρας μου. Είπε πως δεν άντεχε τη μυρωδιά
του.
»Οπότε, δεν κατάφερα να συναντήσω την Ούνα τότε, κι όταν
επιχείρησα να επικοινωνήσω ξανά μαζί της, εικοσάρα πλέον, δεν
κατάφερα να τη βρω. Δεν αποκλείεται να μη βρίσκεται πια στη ζωή, δεν
ξέρω.
»Μπήκα στο πανεπιστήμιο, έφυγα από το σπίτι και άρχισα να διαβάζω
ό,τι μπορούσα να βρω σχετικά με τον Ντένις Κριντ. Οι εφιάλτες
επέστρεψαν, όμως τίποτε δε με έφερε πιο κοντά στο να ανακαλύψω τι
πραγματικά συνέβη.
»Απ’ ό,τι κατάλαβα, ο άνθρωπος που είχε οριστεί επικεφαλής των
ερευνών για την εξαφάνιση της μητέρας μου, ένας επιθεωρητής ονόματι
Μπιλ Τάλμποτ, από την πρώτη στιγμή ήταν της άποψης ότι την είχε
απαγάγει ο Κριντ. Φαντάζομαι πως πλέον ο Τάλμποτ δε ζει. Ήδη εκείνο
το διάστημα κόντευε να συνταξιοδοτηθεί.
»Κάποια στιγμή, λίγα χρόνια αφότου αποφοίτησα, μου ήρθε η περίφημη
ιδέα να ξεκινήσω έναν ιστότοπο», είπε η Άννα. «Η κοπέλα μου εκείνο τον
καιρό ήξερε από υπολογιστές. Εκείνη με βοήθησε να το οργανώσω.
Ήμουν πάρα πολύ αφελής», αναστέναξε. «Δήλωσα ανοιχτά ποια ήμουν
και παρακάλεσα όποιον ήξερε κάτι σχετικά με τη μητέρα μου να
επικοινωνήσει.
»Προφανώς, φαντάζεστε τη συνέχεια. Βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα
σωρό θεωρίες: μέντιουμ που μου υποδείκνυαν πού να σκάψω, άνθρωποι
που μου έλεγαν πως ήταν ολοφάνερο πως ο πατέρας μου την είχε ξεκάνει,
άλλοι που μου έλεγαν πως δεν ήμουν πραγματικά η κόρη της Μάργκοτ κι
απλώς κοίταζα να εξασφαλίσω χρήματα και δημοσιότητα, ενώ υπήρχαν
και ορισμένα τελείως μοχθηρά μηνύματα, τα οποία ανέφεραν πως η
μητέρα μου κατά πάσα πιθανότητα το είχε σκάσει με τον εραστή της, κι
ακόμη χειρότερα σενάρια. Επικοινώνησαν και κάποιοι δημοσιογράφοι.
Ένας από αυτούς δημοσίευσε ένα άθλιο ρεπορτάζ στην Daily Express για
την οικογένειά μας: τηλεφώνησαν και στον πατέρα μου, κι αυτό πρέπει να
ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει για τη μεταξύ μας
σχέση.
»Ουσιαστικά, οι σχέσεις μας ουδέποτε αποκαταστάθηκαν», είπε η Άννα
στεναχωρημένη. «Όταν του ανακοίνωσα ότι είμαι γκέι, αντέδρασε λες και
πίστευε πως το έλεγα απλώς για να τον πικάρω. Εν τω μεταξύ, τα
τελευταία χρόνια πήγε με τα νερά του και η Σύνθια. Κάθε φορά που της
μιλάω, λέει: “Οφείλω να είμαι πιστή και στον πατέρα σου, Άννα”.
Οπότε», κατέληξε η Άννα, «έτσι έχουν τώρα τα πράγματα».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση.
«Πρέπει να είναι τρομερό για εσάς», σχολίασε η Ρόμπιν.
«Πράγματι», συμφώνησε η Κιμ, ακουμπώντας και πάλι την παλάμη της
στο γόνατο της Άννας, «και προφανώς βλέπω με απέραντη συμπάθεια τη
λαχτάρα της Άννας να κλείσει αυτή η εκκρεμότητα, εννοείται. Όμως κατά
πόσο είναι ρεαλιστικό», συνέχισε κοιτάζοντας πρώτα τη Ρόμπιν και
ύστερα τον Στράικ, «κι αυτό το λέω χωρίς την παραμικρή διάθεση να σας
θίξω, να θεωρείτε πως θα καταφέρετε να πετύχετε αυτό που δεν μπόρεσε
να κάνει η αστυνομία, και μάλιστα ύστερα από τόσα χρόνια;»
«Ρεαλιστικό;» είπε ο Στράικ. «Όχι, δεν είναι».
Η Ρόμπιν παρατήρησε τον τρόπο που το βλέμμα της Άννας χαμήλωσε
και το πώς βούρκωσαν ξαφνικά τα μεγάλα της μάτια. Αισθάνθηκε μιαν
απερίγραπτη συμπάθεια για τη μεγαλύτερη γυναίκα, ταυτόχρονα όμως
εκτιμούσε την ειλικρίνεια του Στράικ, η οποία φαίνεται πως είχε
εντυπωσιάσει ακόμη και την επιφυλακτική Κιμ.
«Η αλήθεια είναι αυτή», είπε ο Στράικ, στρέφοντας διακριτικά το
βλέμμα στις σημειώσεις του, μέχρι να σκουπίσει η Άννα τα μάτια της με
τη ράχη της παλάμης της. «Θεωρώ πως θα είχαμε σοβαρές πιθανότητες
να εξασφαλίσουμε τον φάκελο της υπόθεσης από την αστυνομία, καθώς
διατηρώ αξιόλογες επαφές στα κεντρικά. Μπορούμε να εξετάσουμε
διεξοδικά τα στοιχεία, να επικοινωνήσουμε με τυχόν μάρτυρες, στον
βαθμό που αυτό είναι εφικτό και, γενικά, να φροντίσουμε ώστε να
περάσουν τα πάντα από κόσκινο.
»Όμως, κατά πάσα πιθανότητα, ύστερα από τόσα χρόνια δε θα
ανακαλύπταμε κάποιο επιπλέον στοιχείο σε σχέση με όσα συγκέντρωσε η
αστυνομία, ενώ θα βρεθούμε αντιμέτωποι και με δύο σοβαρά εμπόδια.
»Πρώτον, την παντελή απουσία ιατροδικαστικών στοιχείων. Απ’ ό,τι
έχω συμπεράνει, δεν εντοπίστηκε ποτέ το παραμικρό ίχνος της μητέρας
σας, σωστά; Ούτε κάποιο ρούχο ούτε κάποια κάρτα απεριορίστων
διαδρομών για το λεωφορείο… τίποτε».
«Πράγματι», μουρμούρισε η Άννα.
«Δεύτερον, όπως μόλις επισημάνατε και εσείς, πολλοί από τους
ανθρώπους που συνδέονταν μαζί της ή είχαν δει κάτι εκείνη τη νύχτα
κατά πάσα πιθανότητα έχουν πεθάνει».
«Το ξέρω», είπε η Άννα και ένα δάκρυ κύλησε στραφταλίζοντας από τη
μύτη της πάνω στο τραπέζι από ακρυλικό. Η Κιμ άπλωσε το χέρι και
πέρασε το μπράτσο γύρω από τους ώμους της. «Ίσως φταίει που κλείνω
τα σαράντα», είπε η Άννα πνίγοντας έναν λυγμό, «όμως δεν αντέχω στην
ιδέα πως θα πάω στον τάφο μου χωρίς να μάθω ποτέ τι πραγματικά
συνέβη».
«Σας καταλαβαίνω», είπε ο Στράικ, «όμως δε θέλω να σας υποσχεθώ
κάτι που είναι απίθανο να μπορέσω να σας προσφέρω».
«Μήπως», ρώτησε η Ρόμπιν, «προέκυψε κάποια στιγμή μια νέα
πληροφορία ή εξέλιξη, στην πορεία αυτών των χρόνων;»
Αυτή τη φορά απάντησε η Κιμ. Έδειχνε να έχει ταραχτεί από την
ολοφάνερη αναστάτωση της Άννας, οπότε συνέχισε να έχει το μπράτσο
περασμένο γύρω από τους ώμους της.
«Απ’ ό,τι γνωρίζουμε, όχι, έτσι δεν είναι, Άννι; Όμως οποιαδήποτε
τέτοια πληροφορία κατά πάσα πιθανότητα θα είχε γνωστοποιηθεί στον
Ρόι, τον πατέρα της Άννας. Οπότε, δεν αποκλείεται εκείνος απλώς να μη
μας τη μετέφερε».
«Συμπεριφέρεται λες και τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έχει συμβεί· αυτός
είναι ο τρόπος που επέλεξε για να διαχειρίζεται την κατάσταση», είπε η
Άννα καθώς σκούπιζε τα δάκρυά της. «Προσποιείται πως η μητέρα μου
δεν υπήρξε ποτέ, μόνο που παρεμβάλλεται μια άβολη λεπτομέρεια, αν
πράγματι δεν είχε υπάρξει, δε θα βρισκόμουν κι εγώ εδώ.
»Είτε το πιστεύετε είχε όχι», συνέχισε, «η περίπτωση απλώς να
εξαφανίστηκε γιατί η ίδια το θέλησε και να μην επέστρεψε ποτέ, να μη
θέλησε ποτέ της να δει πώς τα πήγαινα ή να μας ενημερώσει για το πού
βρισκόταν είναι αυτή που πραγματικά με στοιχειώνει. Αυτό είναι το
ενδεχόμενο που δεν αντέχω καν να διανοηθώ. Η γιαγιά μου, από την
πλευρά του πατέρα μου, που ποτέ μου δεν αγάπησα –ήταν μια από τις πιο
κακότροπες γυναίκες που έχω γνωρίσει στη ζωή μου– θεώρησε σκόπιμο
να μου πει ότι η ίδια ανέκαθεν πίστευε πως η μητέρα μου απλώς το είχε
σκάσει. Πως δεν της άρεσε ο ρόλος της συζύγου και της μητέρας. Δεν έχω
λόγια να σας περιγράψω πόσο με πλήγωσε αυτό, η σκέψη πως η μητέρα
μου θα μας άφηνε να αναμετριόμαστε με τον εφιάλτη του τι της συνέβη,
χωρίς ποτέ της να ενδιαφερθεί να δει αν η κόρη της είναι εντάξει…
»Ακόμη κι αν τη δολοφόνησε ο Ντένις Κριντ», είπε η Άννα, «θα ήταν
φρικτό, απαίσιο, όμως τουλάχιστον θα έμπαινε μια τελεία. Θα μπορούσα
να πενθήσω τον χαμό της, αντί να συμβιώνω με την πιθανότητα να
βρίσκεται κάπου εκεί έξω, με μιαν άλλη ταυτότητα, παντελώς αδιάφορη
για το τι απογίναμε όλοι μας».
Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή, στη διάρκεια της οποίας τόσο ο
Στράικ όσο και η Ρόμπιν στράφηκαν στον καφέ τους, ενώ η Άννα
ρουφούσε τη μύτη της κι η Κιμ σηκώθηκε από το καθιστικό για να κόψει
ένα κομμάτι χαρτιού κουζίνας, το οποίο πέρασε στη σύζυγό της.
Μια δεύτερη γάτα της ίδιας ράτσας εμφανίστηκε στο δωμάτιο. Δέησε να
ρίξει μια λοξή, αυστηρή ματιά στους τέσσερις ανθρώπους, προτού
ξαπλώσει και λιαστεί στο φως.
«Αυτή είναι η Λέισι», είπε η Κιμ, ενώ η Άννα σκούπιζε το πρόσωπό της.
«Βασικά, δε συμπαθεί κανέναν, ούτε καν εμάς».
Ο Στράικ και η Ρόμπιν γέλασαν και πάλι από ευγένεια.
«Πώς θα γινόταν η δουλειά;» ρώτησε ξαφνικά η Κιμ. «Πώς θα
χρεώνατε για τις υπηρεσίες σας;»
«Με την ώρα», είπε ο Στράικ. «Κάθε μήνα θα λαμβάνατε αναλυτικό
λογαριασμό. Αν θέλετε, μπορώ να σας προωθήσω με email τον
τιμοκατάλογό μας», προσφέρθηκε, «όμως φαντάζομαι πως θα θέλατε
πρώτα να το συζητήσετε αναλυτικά οι δυο σας, πριν καταλήξετε στην
όποια απόφαση».
«Ναι, προφανώς», είπε η Κιμ, όμως καθώς υπαγόρευε στον Στράικ την
ηλεκτρονική της διεύθυνση, κοίταξε και πάλι ανήσυχη την Άννα, που
καθόταν με το κεφάλι σκυμμένο, πιέζοντας κάθε τόσο το χαρτί κουζίνας
πάνω στα μάτια της.
Το ακρωτηριασμένο πόδι του Στράικ διαμαρτυρήθηκε, όταν κλήθηκε να
στηρίξει και πάλι το βάρος του σε τόσο μικρό διάστημα από τη στιγμή
που κάθισε, όμως δε φαινόταν να υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσαν
να συζητήσουν, ιδίως από τη στιγμή που η Άννα παρέμενε σιωπηλή και
περιοριζόταν στο να κλαίει. Μετανιώνοντας ελαφρά για το άθικτο πιάτο
με τα μπισκότα, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ έσφιξε το δροσερό χέρι της
γυναίκας.
«Όπως και να έχει, σας ευχαριστώ», είπε εκείνη, οπότε στον Στράικ
δημιουργήθηκε η αίσθηση πως την είχε απογοητεύσει, πως η Άννα έτρεφε
την ελπίδα ότι θα της υποσχόταν να φέρει στο φως την αλήθεια, θα
ορκιζόταν στην τιμή του να πετύχει εκεί όπου όλοι οι άλλοι είχαν
αποτύχει.
Η Κιμ τους συνόδεψε μέχρι την έξοδο.
«Θα σας τηλεφωνήσουμε αργότερα», είπε. «Μέσα στο απόγευμα. Θα
ήταν εντάξει αυτό;»
«Απολύτως, θα περιμένουμε να μας ειδοποιήσετε», είπε ο Στράικ.
Η Ρόμπιν έριξε μια ματιά προς τα πίσω, καθώς κατηφόριζε μαζί με τον
Στράικ τα ηλιόλουστα σκαλοπάτια του κήπου, επιστρέφοντας στον
δρόμο, οπότε είδε την Κιμ να τους κοιτάζει κάπως περίεργα, σαν να είχε
διακρίνει κάτι απρόσμενο στους δύο επισκέπτες. Μόλις διασταυρώθηκαν
τα βλέμματά τους, χαμογέλασε μηχανικά και έκλεισε την μπλε πόρτα
πίσω τους.
7
Έτσι συνέχισαν το ταξίδι με διάθεση φιλική,
μέσα από τόπους ρημαγμένους, άλλοτε τρανούς…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Καθώς έφευγαν από το Φάλμουθ, η διάθεση του Στράικ φάνηκε να


βελτιώνεται αισθητά, πράγμα το οποίο η Ρόμπιν απέδωσε κατά κύριο
λόγο στο ενδιαφέρον που του προξενούσε η προοπτική μιας νέας
υπόθεσης. Δεν είχε υπόψη της ούτε μία περίπτωση όπου ένα ενδιαφέρον
πρόβλημα να μην είχε κεντρίσει την προσοχή του, άσχετα με οτιδήποτε
μπορεί να συνέβαινε στην προσωπική του ζωή.
Είχε δίκιο εν μέρει: οπωσδήποτε το ενδιαφέρον του Στράικ είχε
κεντριστεί από τα όσα τους αφηγήθηκε η Άννα, όμως κατά κύριο λόγο η
ευθυμία του οφειλόταν στο ότι για τις αμέσως επόμενες ώρες δε θα
χρειαζόταν να επιβαρύνει το πόδι του, καθώς και η συναίσθηση πως κάθε
στιγμή που περνούσε τον απομάκρυνε όλο και περισσότερο από την
αδελφή του. Κατέβασε το παράθυρο του αυτοκινήτου, αφήνοντας την
οικεία αλμύρα της ατμόσφαιρας να εισβάλει τονωτικά στο παλιό
αυτοκίνητο, άναψε τσιγάρο και, φυσώντας τον καπνό μακριά από τη
Ρόμπιν, ρώτησε:
«Ειδωθήκατε καθόλου με τον Μόρις το διάστημα που έλειπα;»
«Τον είδα χτες», είπε η Ρόμπιν. «Τον εξόφλησα για τα έξοδα του μήνα».
«Α, τέλεια, να ’σαι καλά», είπε ο Στράικ, «είχα στον νου μου να σου
θυμίσω πως υπήρχε κι αυτή η εκκρεμότητα. Πώς σου φαίνεται; Ο
Μπάρκλεϊ λέει πως είναι καλός στη δουλειά, μόνο που μιλάει πολύ στο
αυτοκίνητο».
«Α, ναι», απάντησε η Ρόμπιν κάπως αόριστα, «είναι αλήθεια πως του
αρέσει να μιλάει».
«Ο Χάτσινς τον θεωρεί κάπως γλίτσα», σχολίασε ο Στράικ, θέλοντας να
αποσπάσει με τρόπο κάποιο σχόλιο.
Είχε παρατηρήσει τον ιδιαίτερο τόνο με τον οποίο απευθυνόταν ο
Μόρις αποκλειστικά και μόνο στη Ρόμπιν. Ο Χάτσινς του είχε αναφέρει
επίσης πως ο Μόρις τον είχε ρωτήσει αν ήταν ελεύθερη.
«Χμ», έκανε η Ρόμπιν, «να σου πω, δεν έτυχε να του μιλήσω αρκετά
ώστε να σχηματίσω συγκεκριμένη γνώμη».
Δεδομένου του στρες που αντιμετώπιζε την περίοδο αυτή ο Στράικ, σε
συνδυασμό με τον φόρτο εργασίας που μετά βίας καλυπτόταν στο
γραφείο, η Ρόμπιν θεώρησε προτιμότερο να μην αναφερθεί επικριτικά
στον καινούργιο συνεργάτη τους. Ήταν απαραίτητος ένας ακόμη
ερευνητής. Τουλάχιστον ο Μόρις ήταν καλός στη δουλειά του.
«Η Πατ τον συμπαθεί», συμπλήρωσε με σκανταλιάρικη κάπως διάθεση
και διασκέδασε όταν είδε με την άκρη του ματιού της τον Στράικ να
γυρίζει και να την κοιτάζει συνοφρυωμένος.
«Αυτό δεν το λες καλό».
«Τώρα γίνεσαι κακός», είπε η Ρόμπιν.
«Συνειδητοποιείς πως σε μία εβδομάδα από τώρα θα είναι δυσκολότερο
να την απολύσουμε; Κοντεύει να λήξει η δοκιμαστική της περίοδος».
«Δε θέλω να την απολύσω», είπε η Ρόμπιν. «Τη βρίσκω καταπληκτική».
«Εντάξει, αλλά το κρίμα στον λαιμό σου έτσι και μας προκαλέσει
μπελάδες στην πορεία».
«Α, όχι, σε γελάσανε», είπε η Ρόμπιν. «Δε θα φορτώσεις την Πατ σ’
εμένα. Μαζί αποφασίσαμε να την προσλάβουμε. Για την ακρίβεια, εσύ
ήσουν εκείνος που έλεγε πως είχες μπουχτίσει με τις προσωρινές…»
«Κι εσύ ήσουν εκείνη που είπε: “Ίσως να μην ήταν κακή ιδέα να
προσλαμβάναμε μια πιο παραδοσιακή συντονίστρια” και ότι “δεν πρέπει
να την απορρίψουμε εξαιτίας της ηλικίας της”…»
«…Ξέρω πολύ καλά τι είπα, και επιμένω στο θέμα της ηλικίας.
Πράγματι χρειαζόμαστε ένα άτομο που να μπορεί να καταλάβει ένα
φύλλο εργασίας, που να είναι οργανωτικό, όμως εσύ ήσουν εκείνος
που…»
«…επειδή δεν ήθελα να με κατηγορήσεις πως κάνω διακρίσεις λόγω
ηλικίας».
«…εσύ ήσουν εκείνος που της πρόσφερε τελικά τη δουλειά», ολοκλήρωσε
η Ρόμπιν αποφασιστικά.
«Ούτε που ξέρω τι σκεφτόμουν εκείνη την ώρα», μουρμούρισε ο Στράικ
τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του έξω από το παράθυρο.
Η Πατρίσια Τσόνσι ήταν εξήντα πέντε ετών και έδειχνε εξήντα πέντε
ετών. Λεπτή γυναίκα, με έντονα ρυτιδωμένο πιθηκίσιο πρόσωπο και
αφύσικα κατάμαυρα μαλλιά, άτμιζε αδιάκοπα όση ώρα βρισκόταν στο
γραφείο, όμως είχε εντοπιστεί να ρουφά λαίμαργα τζούρες από κανονικό
τσιγάρο με το που πατούσε στο πεζοδρόμιο, στο τέλος της εργάσιμης
ημέρας. Η φωνή της Πατ ήταν τόσο μπάσα και βραχνή, ώστε συχνά στο
τηλέφωνο την μπέρδευαν με τον Στράικ. Καθόταν εκεί όπου άλλοτε ήταν
το γραφείο της Ρόμπιν, στο εξωτερικό δωμάτιο, και είχε αναλάβει να
απαντά στα περισσότερα τηλεφωνήματα που δεχόταν το γραφείο, καθώς
και τον κύριο όγκο των διαδικαστικών καθηκόντων, τώρα που η Ρόμπιν
ασχολούνταν σε μόνιμη βάση με τη διερεύνηση υποθέσεων.
Η σχέση του Στράικ με την Πατ υπήρξε ανταγωνιστική από την πρώτη
στιγμή, γεγονός που έκανε τη Ρόμπιν να απορεί, καθώς συμπαθούσε και
τους δυο τους. Η Ρόμπιν ήταν συνηθισμένη στις σποραδικές περιόδους
δυσθυμίας του Στράικ και είχε την τάση να τον παίρνει με το μαλακό,
ιδίως όταν είχε την υποψία ότι φερόταν έτσι επειδή πονούσε, όμως η Πατ
δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να του πετάξει απότομα: «Δε θα σου
πέσουν τα μούτρα αν πεις κι ένα “ευχαριστώ”», στις περιπτώσεις όπου ο
Στράικ δεν την ευχαριστούσε αρκετά όταν του μετέφερε τα μηνύματα που
είχαν έρθει για εκείνον. Προφανώς η Πατ δεν αισθανόταν ίχνος από το
δέος που χαρακτήριζε ορισμένες από τις προσωρινές προκατόχους της
απέναντι στον διάσημο, πλέον, ιδιωτικό ντετέκτιβ, μία από τις οποίες είχε
απολυθεί επιτόπου μόλις ο Στράικ συνειδητοποίησε ότι τον
βιντεοσκοπούσε στα κρυφά με το κινητό της από το έξω γραφείο.
Αντίθετα, η συμπεριφορά της νυν συντονίστριας του γραφείου άφηνε να
εννοηθεί πως ερχόταν κάθε μέρα στη δουλειά ελπίζοντας να ανακαλύψει
πράγματα τα οποία θα τσαλάκωναν την εικόνα του Στράικ, ενώ είχε
εκδηλώσει φανερή ικανοποίηση όταν έμαθε ότι η γούβα που υπήρχε πάνω
σε μία από τις αρχειοθήκες οφειλόταν στο γεγονός πως ο Στράικ της είχε
τραβήξει κάποτε γροθιά.
Από την άλλη, η καταχώριση των πληροφοριών στους διάφορους
φακέλους ολοκληρωνόταν εγκαίρως, οι λογαριασμοί ήταν
τακτοποιημένοι, όλες οι αποδείξεις προσεκτικά αρχειοθετημένες, η
απάντηση στα τηλεφωνήματα άμεση, τα μηνύματα προωθούνταν στους
αποδέκτες τους με ακρίβεια, το γραφείο δεν ξέμενε ποτέ από φακελάκια
τσαγιού ή γάλα, ενώ η Πατ δεν είχε έρθει καθυστερημένη στη δουλειά
ούτε μισή φορά, ό,τι καιρό κι αν έκανε έξω, όσες καθυστερήσεις κι αν
καταγράφονταν στα δρομολόγια του μετρό.
Ήταν αλήθεια, επίσης, πως η Πατ συμπαθούσε τον Μόρις, ο οποίος
ήταν ο αποδέκτης των περισσοτέρων από τα σπάνια χαμόγελά της. Ο
Μόρις φρόντιζε κάθε φορά να εστιάζει τη γαλανομάτικη γοητεία του
δίχως εκπτώσεις πρώτα στην Πατ, προτού στρέψει την προσοχή του στη
Ρόμπιν. Η Πατ ήδη υποψιαζόταν πως θα μπορούσε να αναπτύσσεται
κάποιο ειδύλλιο μεταξύ των νεαρότερων συναδέλφων της.
«Ένας κούκλος είναι», είχε πει στη Ρόμπιν μόλις την περασμένη
εβδομάδα, μετά το τηλεφώνημα του Μόρις για να ενημερώσει σχετικά με
το πού βρισκόταν, ώστε ο Μπάρκλεϊ, με τον οποίο δεν μπορούσε να
επικοινωνήσει προσωρινά, θα ήξερε από ποιο σημείο θα αναλάμβανε την
παρακολούθηση της σημαντικότερης υπόθεσης που έτρεχε το γραφείο.
«Αυτό τουλάχιστον οφείλεις να του το αναγνωρίσεις».
«Τίποτε δεν οφείλω να του αναγνωρίσω», είχε απαντήσει η Ρόμπιν
κάπως χολωμένη.
Δεν της έφτανε που είχε την Ίλσα να της τρώει τα αυτιά με τον Στράικ
στον ελεύθερο χρόνο της, τώρα είχε και την Πατ να της προξενεύει τον
Μόρις στη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας.
«Πολύ σωστά το σκέφτεσαι», είχε απαντήσει η Πατ ακάθεκτη. «Στον
άντρα δεν είναι να δίνεις τίποτε στο πιάτο».
«Τέλος πάντων», είπε ο Στράικ αποτελειώνοντας το τσιγάρο του και
σβήνοντας τη γόπα μέσα στο τενεκεδάκι που φύλαγε η Ρόμπιν ειδικά γι’
αυτό τον σκοπό στο ντουλαπάκι του συνοδηγού, «την έκλεισες την
υπόθεση του Φούντα. Εξαιρετική δουλειά».
«Ευχαριστώ», είπε η Ρόμπιν. «Όμως αναπόφευκτα θα προκληθεί
ντόρος. Η διγαμία δεν περνάει έτσι, απαρατήρητη».
«Εντάξει, ναι», είπε ο Στράικ. «Ο τύπος θα στριμωχτεί πολύ χειρότερα
απ’ ό,τι εμείς, αλλά αξίζει να κάνουμε μια προσπάθεια να μην ακουστεί
το όνομά μας, αν γίνεται. Θα μιλήσω με την κυρία Κάμπιον του
Ουίνδσορ. Οπότε, μας απομένουν τώρα», είπε απαριθμώντας τα ονόματα
με τα χοντρά του δάχτυλα, «ο Ανεπίδεκτος, ο Χοροπηδηχτούλης, η
Καρτποστάλ και το Μούτρο».
Είχε εξελιχτεί σε συνήθεια του γραφείου να δίνουν κάποιο παρατσούκλι
στους στόχους και στους πελάτες τους, κυρίως προκειμένου να μην τους
ξεφύγουν τα πραγματικά ονόματα σε κάποια συζήτηση ή email. Ο
Ανεπίδεκτος ήταν και παλιότερα πελάτης του γραφείου και πρόσφατα
επανεμφανίστηκε, αφού στο μεταξύ είχε στραφεί σε άλλα γραφεία
ιδιωτικών ερευνών, από τα οποία δεν έμεινε ικανοποιημένος. Ο Στράικ
και η Ρόμπιν είχαν ασχοληθεί στο παρελθόν με δύο από τις φιλενάδες
του. Με μια πρώτη ματιά, έδινε την εντύπωση ανθρώπου που ήταν
γκαντέμης στον έρωτα, ένας άνθρωπος του οποίου οι σύντροφοι έχοντας
αρχικά δελεαστεί από το παχύ του πορτοφόλι, στην πορεία
αποδεικνύονταν επιρρεπείς στην απιστία. Με την πάροδο του χρόνου,
όμως, τόσο ο Στράικ όσο και η Ρόμπιν είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα
πως ο τύπος αντλούσε κάποιου είδους συναισθηματική ή σεξουαλική
ικανοποίηση από το κέρατο, κι ότι τους πλήρωνε για να του
παρουσιάσουν αποδείξεις οι οποίες όχι μόνο δεν τον τάραζαν, αλλά του
προκαλούσαν ηδονή. Από τη στιγμή που θα συγκεντρώνονταν
φωτογραφικές αποδείξεις της απιστίας, η εκάστοτε φιλενάδα καλούνταν
να λογοδοτήσει, έπαιρνε πόδι και ξεκινούσε η αναζήτηση της
αντικαταστάτριας, οπότε όλος κύκλος επαναλαμβανόταν. Αυτή τη φορά ο
τύπος έβγαινε με μια μοντέλα που μέχρι στιγμής, προς απογοήτευση του
Ανεπίδεκτου, την οποία απογοήτευση δεν είχε κατορθώσει να κρύψει,
φαινόταν να του είναι πιστή.
Ο Χοροπηδηχτούλης, το αδιάφορο παρατσούκλι του οποίου είχε
επιλέξει ο Μόρις, ήταν ένας εικοσιτετράχρονος χορευτής, ο οποίος την
περίοδο εκείνη διατηρούσε σχέση με μια δις διαζευγμένη
τριανταεννιάχρονη, γνωστή κυρίως για τις καταχρήσεις διαφόρων
ουσιών, καθώς και το κολοσσιαίο καταπίστευμα που τη συνόδευε. Ο
πατέρας της κοσμικής κυρίας είχε στραφεί στο γραφείο ελπίζοντας να
ξετρυπώσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το παρελθόν ή τη
συμπεριφορά του Χοροπηδηχτούλη, την οποία θα μπορούσε να
χρησιμοποιήσει προκειμένου να ξεκολλήσει την κόρη του από αυτόν.
Η Καρτποστάλ αποτελούσε μέχρι στιγμής ένα μεγάλο ερωτηματικό. Η
υπόθεση αφορούσε έναν μεσήλικο και, κατά την άποψη της Ρόμπιν,
μάλλον αδιάφορο εμφανισιακά παρουσιαστή του δελτίου καιρού σε
κάποιο κανάλι, ο οποίος είχε στραφεί στο γραφείο από τη στιγμή που η
αστυνομία τον ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό για
τις καρτ ποστάλ που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στη δουλειά του και,
το ανησυχητικότερο, να παραδίδονται με το χέρι στο σπίτι του μέσα στην
άγρια νύχτα. Οι κάρτες δεν περιείχαν την παραμικρή απειλή· για την
ακρίβεια, συνήθως περιορίζονταν σε κάποιο κοινότοπο σχόλιο σχετικά με
τη γραβάτα που είχε επιλέξει να φορέσει ο παρουσιαστής, ταυτόχρονα
όμως έδειχναν πως ο συντάκτης τους γνώριζε πολλά περισσότερα
πράγματα σχετικά με τις κινήσεις και την ιδιωτική ζωή του άντρα απ’ όσα
θα έπρεπε να ξέρει ένας άγνωστος. Η χρήση των καρτ ποστάλ
αποτελούσε επίσης μια περίεργη επιλογή, καθώς στη σύγχρονη εποχή
αυτού του είδους η παρενόχληση ήταν πολύ απλούστερη μέσω του
διαδικτύου. Ο Άντι Χάτσινς, συνεργάτης του γραφείου, είχε ήδη περάσει
δύο ολόκληρες εβδομάδες ξενυχτώντας έξω από το σπίτι του
παρουσιαστή, όμως η Καρτποστάλ, όποιος ή όποια κι αν ήταν, δεν είχε
φανεί ακόμη.
Τέλος, έτρεχε η ενδιαφέρουσα και άκρως επικερδής υπόθεση του
Μούτρου, ενός νεαρού στελέχους τράπεζας επενδύσεων, η ταχεία ανέλιξη
του οποίου μέσα στην εταιρεία είχε προκαλέσει όπως ήταν αναμενόμενο
την ενόχληση των παραγκωνισμένων συναδέλφων του, ενόχληση που
έλαβε διαστάσεις αχαλίνωτων υποψιών όταν ο νεαρός πήρε προαγωγή
που τον κατέστησε δεύτερο στην εταιρική ιεραρχία σε βάρος τριών
άλλων υποψηφίων, οι οποίοι αναντίρρητα διέθεταν περισσότερα
προσόντα. Το πώς ακριβώς κρατούσε το Μούτρο τον γενικό διευθυντή
(γνωστό στο γραφείο ως Αφεντικό του Μούτρου ή ΑΜ) ήταν πλέον ένα
ερώτημα το οποίο απασχολούσε όχι μόνο τους υφισταμένους του
Μούτρου, αλλά και δυο καχύποπτα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα
οποία είχαν συναντηθεί με τον Στράικ σε μια σκοτεινή γωνιά ενός μπαρ
στο Σίτι, προκειμένου να του εκθέσουν τις ανησυχίες τους. Η στρατηγική
που είχε επιλέξει ο Στράικ για το στάδιο αυτό ήταν να συγκεντρωθούν
περισσότερες πληροφορίες για το Μούτρο μέσω της προσωπικής του
βοηθού και για τον λόγο αυτό ο Μόρις ήταν εκείνος που ανέλαβε να της
πιάσει κουβέντα μετά τη δουλειά, αποφεύγοντας προφανώς να
αποκαλύψει τόσο το πραγματικό του όνομα όσο και την ιδιότητά του, ενώ
παράλληλα επιχειρούσε να διαπιστώσει πόσο βαθιά ριζωμένη ήταν η
πίστη της στο Μούτρο.
«Πρέπει να βρίσκεσαι συγκεκριμένη ώρα πίσω στο Λονδίνο;» ρώτησε ο
Στράικ ύστερα από μια σύντομη παύση.
«Όχι», απάντησε η Ρόμπιν, «γιατί;»
«Θα είχες αντίρρηση», είπε ο Στράικ, «αν κάναμε μια στάση για να
τσιμπήσουμε κάτι; Δεν έχω φάει πρωινό».
Παρότι θυμόταν πολύ καλά πως στην πραγματικότητα ο Στράικ είχε
πιάτο πασπαλισμένο με τρίμματα από κρουασάν μπροστά του, όταν τον
συνάντησε στο Παλάσιο, η Ρόμπιν συμφώνησε. Ο Στράικ πρέπει να
διάβασε τη σκέψη της.
«Το κρουασάν δε μετράει. Αέρας είναι το περισσότερο».
Η Ρόμπιν γέλασε.
Μέχρι να καθίσουν σε ένα ταχυφαγείο στον επόμενο ΣΕΑ, η
ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν σχεδόν ανάλαφρη, παρά τη δεδομένη
κούρασή τους. Αφού η Ρόμπιν, που παρέμενε πιστή στην απόφασή της να
τρώει περισσότερο υγιεινά, είχε ξεκινήσει να τσιμπολογάει τη σαλάτα της
κι ο Στράικ είχε φάει μερικές λαχταριστές μπουκιές από το σάντουιτς με
μπριζόλα και τυρί που είχε επιλέξει, έστειλε με email στην Κιμ Σάλιβαν
το έντυπο του γραφείου με την κοστολόγηση των υπηρεσιών τους κι
ύστερα είπε:
«Αρπάχτηκα με τη Λούσι σήμερα το πρωί».
Η Ρόμπιν κατέληξε στο συμπέρασμα πως πρέπει να ήταν αρκετά
σοβαρός ο καβγάς, για να αποφασίσει ο Στράικ να τον αναφέρει.
«Στις πέντε το πρωί, στον κήπο, εκεί που είχα βγει για να κάνω ένα
τσιγάρο με την ησυχία μου».
«Κάπως νωρίς για καβγά», σχολίασε η Ρόμπιν σκαλίζοντας ανόρεχτα τα
μαρουλόφυλλα που είχε μπροστά της.
«Τι να σου πω, αποδεικνύεται πως έχει ξεκινήσει κάποιου είδους
κόντρα για το ποιος αγαπάει περισσότερο τη θεία μας. Εγώ πάντως ούτε
που το είχα φανταστεί πως υπήρχε τέτοιο θέμα».
Συνέχισε να τρώει αμίλητος για λίγο κι ύστερα είπε:
«Στο τέλος κατέληξα να της πω ότι θεωρούσα τον Άνταμ κλαψιάρικο
μόμολο και τον Λουκ τελείως κωλόπαιδο».
Η Ρόμπιν, που εκείνη τη στιγμή έπινε νερό, κόντεψε να πνιγεί κι άρχισε
να βήχει ακατάπαυστα. Οι άνθρωποι που κάθονταν στα γύρω τραπέζια
γύρισαν να κοιτάξουν, ενώ η Ρόμπιν πάσχιζε να συνέλθει. Βούτηξε μια
χαρτοπετσέτα από το τραπέζι για να σκουπίσει το πιγούνι και τα
δακρυσμένα μάτια της και με τα πολλά κατάφερε να ρωτήσει ξέπνοα:
«Πώς… στον κόρακα… σου ήρθε να πεις κάτι τέτοιο;»
«Αφού μόμολο είναι ο ένας και κωλόπαιδο ο άλλος».
Κι ενώ πάλευε ακόμη να βγάλει το νερό από την τραχεία της βήχοντας,
η Ρόμπιν γέλασε με μάτια δακρυσμένα, όμως κούνησε το κεφάλι της
αυστηρά.
«Αμάν, ρε Κόρμοραν», είπε, όταν με τα πολλά μπόρεσε να μιλήσει
κανονικά.
«Καλά, δεν τους έφαγες εσύ στη μάπα για μια εβδομάδα σερί. Ο Λουκ
έσπασε τα καινούργια μου ακουστικά κι ύστερα μου βούτηξε το πόδι μου,
το σκατόπαιδο. Και μετά μου γκρινιάζει η Λούσι πως δείχνω μεγαλύτερη
συμπάθεια στον Τζακ. Εννοείται πως του δείχνω… είναι ο μόνος σωστός
εκεί πέρα».
«Έστω, όμως το να πεις στη μητέρα τους…»
«Εντάξει, το ξέρω», έκανε ο Στράικ με βαριά φωνή. «Θα τηλεφωνήσω,
να ζητήσω συγγνώμη». Ακολούθησε μια σύντομη παύση. «Δεν
καταλαβαίνω όμως, ρε γαμώτο», μούγκρισε, «γιατί πρέπει να τους
παίρνω βόλτα και τους τρεις μαζί; Οι άλλοι δύο ούτε που ενδιαφέρονται
καθόλου για τον στρατό. “Ο Άνταμ έκλαψε όταν γυρίσατε από τις
Αίθουσες Επιχειρήσεων” και κολοκύθια τούμπανα. Το μούλικο απλώς
στράβωσε γιατί είχα αγοράσει δυο πραγματάκια του Τζακ, αυτό είναι όλο.
Αν περνούσε της Λούσι, θα έπρεπε να τα πηγαίνω όλα μαζί εκδρομές
κάθε Σαββατοκύριακο και θα επέλεγαν αυτά με τη σειρά πού θα
πηγαίναμε. Θα κατέληγα σε τίποτε ζωολογικούς κήπους και πίστες καρτ,
το κέρατό μου, κι ό,τι όμορφο έχουν οι βόλτες μας με τον Τζακ θα
πήγαινε στράφι. Τον συμπαθώ τον Τζακ», είπε ο Στράικ, με τόνο που
φανέρωνε κάποιο αιφνιδιασμό. «Μας ενδιαφέρουν τα ίδια πράγματα. Τι
κόλλημα είναι αυτό, να φέρομαι και στους τρεις το ίδιο; Κι εγώ που
νόμιζα πως θα ήταν ένα χρήσιμο μάθημα ζωής, να καταλάβεις πως κανείς
δε σου χρωστάει το παραμικρό. Δεν έχεις αυτόματα όφελος επειδή
υπάρχει μια συγγένεια.
»Τέλος πάντων, η μάνα τους θέλει να παίρνω δώρα και στους άλλους
δύο», είπε σχηματίζοντας ένα τετράγωνο στον αέρα με τα χέρια του.
«“Προσπάθησε να μην είσαι τόσο Κωλόπαιδο”, θα δώσω να το
κορνιζάρουν, να το κρεμάσει ο Λουκ στον τοίχο του δωματίου του».
Αγόρασαν διάφορα σνακ κι ύστερα επέστρεψαν στο αυτοκίνητο. Όπως
έβγαιναν και πάλι στον δρόμο, ο Στράικ είπε πως αισθανόταν άσχημα που
δεν μπορούσε να την ξεκουράσει στο τιμόνι, γιατί η θέση οδήγησης στο
παλιό Land Rover ζόριζε άσχημα το προσθετικό του πόδι.
«Μη σκας», είπε η Ρόμπιν. «Δε με πειράζει. Ποιο είναι το αστείο;»
ρώτησε βλέποντας τον Στράικ να χαμογελάει λοξά, κοιτάζοντας κάτι που
είχε βρει μέσα στη χαρτοσακούλα με τα τρόφιμα.
«Αγγλικές φράουλες», είπε.
«Και γιατί ακριβώς είναι αστείο αυτό;»
Ο Στράικ της περιέγραψε την οργή του Ντέιβ Πόλγουορθ που τα
προϊόντα τα οποία παράγονταν στην Κορνουάλη δεν έφεραν την ανάλογη
σήμανση, καθώς και την πελώρια ικανοποίηση που αντλούσε από το
γεγονός πως ολοένα και περισσότεροι ντόπιοι αυτοπροσδιορίζονταν ως
Κορνουαλοί και όχι Άγγλοι στα διάφορα έντυπα.
«Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας παρουσιάζει μεγάλο
ενδιαφέρον», είπε η Ρόμπιν. «Όπως και η θεωρία του
αυτοπροσδιορισμού. Τις είχα μελετήσει στο πανεπιστήμιο. Προκύπτουν
διάφορες προεκτάσεις τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για την ευρύτερη
κοινωνία, ξέρεις…»
Συνέχισε να μιλά με όρεξη για το θέμα αυτό για μερικά λεπτά, προτού
συνειδητοποιήσει, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο πλάι, ότι ο Στράικ είχε
αποκοιμηθεί. Η Ρόμπιν επέλεξε να μη θιχτεί, καθώς έδειχνε πράγματι
χλωμός από την κούραση, κι έτσι σώπασε, οπότε, πέρα από κάποια
σποραδικά ροχαλητά, δεν υπήρξε καμία άλλη επικοινωνία με τον Στράικ
ώσπου, έτσι όπως έφταναν στα περίχωρα του Σουίντον, πετάχτηκε
απότομα από τον ύπνο του.
«Σκατά», είπε σκουπίζοντας το στόμα με τη ράχη της παλάμης του, «με
συγχωρείς. Πόση ώρα κοιμόμουν;»
«Γύρω στο τρίωρο», είπε η Ρόμπιν.
«Σκατά», επανέλαβε ο Στράικ, «με συγχωρείς», κι αμέσως έκανε να
ανάψει τσιγάρο. «Την έβγαζα εδώ και μία εβδομάδα στον πιο άβολο
καναπέ σε ολόκληρο τον κόσμο, άσε που τα πιτσιρίκια με ξυπνούσαν
αξημέρωτα κάθε μέρα. Μήπως θες κάτι από τη σακούλα;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, ξεχνώντας δίαιτες και διατροφές. Είχε επειγόντως
ανάγκη από κάτι που θα την τόνωνε. «Σοκολάτα. Αγγλική ή
κουρνουαλική, δεν έχω προτίμηση».
«Με συγχωρείς», είπε ο Στράικ για τρίτη φορά. «Κάτι μου έλεγες για
μια κοινωνική θεωρία…»
Η Ρόμπιν χαμογέλασε πλατιά.
«Σε πήρε ο ύπνος την ώρα που σου εξηγούσα τον συναρπαστικό τρόπο
με τον οποίο εφαρμόζω τη θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας στη
δουλειά μας».
«Ο οποίος είναι;» ρώτησε ο Στράικ, επιχειρώντας να εξιλεωθεί για τα
όσα είχε χάσει νωρίτερα.
Η Ρόμπιν, που καταλάβαινε άριστα πως αυτός ήταν ο λόγος που της
είχε κάνει την ερώτηση, είπε:
«Ουσιαστικά, έχουμε την τάση να κατατάσσουμε τους άλλους και τον
εαυτό μας σε ομάδες, κι αυτό συνήθως οδηγεί σε μια υπερεκτίμηση των
ομοιοτήτων μεταξύ των μελών μιας ομάδας καθώς και στην υποτίμηση
των ομοιοτήτων μεταξύ των μελών και των μη μελών».
«Δηλαδή, θες να πεις πως όλοι οι Κορνουαλοί δεν είναι χρυσά παιδιά
και όλοι οι Άγγλοι δεν είναι υπερφίαλοι μαλάκες;»
Ο Στράικ ξετύλιξε την άκρη μιας σοκολάτας και την έβαλε στο χέρι της.
«Απίθανο ακούγεται, πάντως θα ρίξω την ιδέα στον Πόλγουορθ, να μου
πει κι αυτός μια γνώμη, την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε».
Προσπερνώντας τις φράουλες, που ήταν επιλογή της Ρόμπιν, ο Στράικ
άνοιξε ένα τενεκεδάκι αναψυκτικού και το ήπιε, ενώ κάπνιζε και χάζευε
τον ουρανό που είχε αρχίσει να παίρνει βαθυκόκκινο χρώμα, καθώς
πλησίαζαν στο Λονδίνο.
«Ο Ντένις Κριντ ζει ακόμη, ξέρεις», είπε ο Στράικ, όπως έβλεπε τα
δέντρα να περνάνε σαν σκιές έξω από το παράθυρο. «Διάβασα κάποια
πράγματα για την περίπτωσή του σήμερα το πρωί».
«Πού τον έχουν;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Στο Μπρόουντμουρ», είπε ο Στράικ. «Αρχικά τον έστειλαν στις
φυλακές του Γουέικφιλντ, αργότερα στο Μπέλμαρς και τελικά τον
μετέφεραν στο Μπρόουντμουρ, το ’95».
«Η ψυχιατρική διάγνωση ποια ήταν;»
«Αμφιλεγόμενη. Οι ψυχίατροι διαφώνησαν στη δίκη του σχετικά με το
κατά πόσο είχε σώας τα φρένας. Το IQ του είναι ιδιαίτερα υψηλό. Τελικά,
οι ένορκοι αποφάνθηκαν πως ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει ότι αυτό
που έκανε ήταν λάθος, επομένως οδηγήθηκε στις φυλακές και όχι σε
κάποιο ψυχιατρείο. Πάντως, στο διάστημα που μεσολάβησε πρέπει να
εμφάνισε συμπτώματα τα οποία δικαιολογούσαν τη νοσηλεία του.
»Έχοντας για βάση τα λιγοστά πράγματα που πρόλαβα να διαβάσω»,
συνέχισε ο Στράικ, «καταλαβαίνω για ποιο λόγο ο επικεφαλής των
ερευνών θεώρησε πως η Μάργκοτ Μπάμπορο θα μπορούσε να είχε πέσει
θύμα του Κριντ. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ένα φορτηγάκι
κινούνταν με επικίνδυνη ταχύτητα στην περιοχή περίπου την ίδια ώρα
που η γυναίκα θα κατευθυνόταν προς την παμπ. Κι ο Κριντ φορτηγάκι
χρησιμοποιούσε», διευκρίνισε ο Στράικ, απαντώντας στην απορία με την
οποία τον κοίταξε η Ρόμπιν, «σε ορισμένες από τις άλλες γνωστές
απαγωγές του».
Τα φώτα στον αυτοκινητόδρομο άναψαν προτού η Ρόμπιν, που είχε
αποτελειώσει τη σοκολάτα της, πει:
«“Κείτεται σε άγιο τόπο”».
Εξακολουθώντας να καπνίζει, ο Στράικ ρουθούνισε.
«Οι κλασικές μπαρούφες των μέντιουμ».
«Έτσι λες;»
«Έτσι και χειρότερα», είπε ο Στράικ. «Τι βολικό, οι άνθρωποι να
μπορούν μονάχα να μιλούν με γρίφους, δήθεν από το επέκεινα. Άσε, γιατί
θα φορτώσω».
«Εντάξει, ηρέμησε. Μια κουβέντα είπα».
«Αν το έβαζες σκοπό, θα μπορούσες να παρουσιάσεις σχεδόν
οποιοδήποτε μέρος σαν “άγιο τόπο”. Το Κλέρκενγουελ, όπου
εξαφανίστηκε η γυναίκα… ολόκληρη η περιοχή έχει κάποια σχέση με τη
θρησκεία. Πρέπει να ζούσαν μοναχοί εκεί πέρα, κάτι τέτοιο. Αλήθεια,
ξέρεις πού έμενε ο Ντένις Κριντ το 1974;»
«Για πες».
«Στο Πάρανταϊς Παρκ, στο Ίσλινγκτον», είπε ο Στράικ.
«Α», έκανε η Ρόμπιν. «Δηλαδή, υποψιάζεσαι πως το μέντιουμ ήξερε
ποια ήταν η μητέρα της Άννας;»
«Αυτό που ξέρω είναι πως, αν ήθελα να καμωθώ το μέντιουμ, θα
φρόντιζα να τσεκάρω στο διαδίκτυο τα ονόματα των πελατών, πριν
έρθουν. Όμως δεν αποκλείεται να ήταν απλώς μια κουβέντα που την
αμόλησε για να παρηγορήσει την άλλη, όπως είπε κι η Άννα. Θα
μπορούσε να ερμηνευτεί ως στοιχείο πως υπήρξε μια αξιοπρεπής ταφή.
Όσο απαίσιο κι αν ήταν το τέλος της, μετριάζεται κάπως από το πού
βρίσκονται τα λείψανά της. Παρεμπιπτόντως, ο Κριντ ομολόγησε πως
είχε σκορπίσει θραύσματα οστών στο Πάρανταϊς Παρκ. Τα παράχωνε σε
παρτέρια».
Παρότι η ατμόσφαιρα μέσα στο αυτοκίνητο εξακολουθούσε να είναι
αποπνικτική, η Ρόμπιν αισθάνθηκε ένα μικρό, ακούσιο ρίγος να τη
διαπερνά.
«Σιχαμένες λέρες», είπε ο Στράικ.
«Ποιους εννοείς;»
«Τα μέντιουμ, τους ονειροκρίτες, όλους αυτούς τους σκιτζήδες…
εκμεταλλεύονται τον κοσμάκη».
«Αποκλείεις κάποιοι από δαύτους να πιστεύουν πραγματικά σε αυτό
που κάνουν; Να νομίζουν στ’ αλήθεια ότι λαμβάνουν μηνύματα από το
υπερπέραν;»
«Αυτό που ξέρω είναι πως υπάρχουν ένα σωρό παλαβιάρηδες σε αυτό
τον κόσμο, κι όσο λιγότερο τους ανταμείβουμε για την παλαβομάρα τους,
τόσο το καλύτερο για όλους μας».
Το κινητό του Στράικ άρχισε να χτυπά. Το έβγαλε από την τσέπη του.
«Κόρμοραν Στράικ».
«Ναι, καλησπέρα… η Άννα Φιπς είμαι. Έχω και την Κιμ εδώ».
Ο Στράικ γύρισε την κλήση σε ανοιχτή ακρόαση.
«Ελπίζω να ακουγόμαστε καθαρά», είπε, ενώ το Land Rover βούιζε και
κροτάλιζε. «Είμαστε ακόμη στο αυτοκίνητο».
«Ναι, έχει θόρυβο», είπε η Άννα.
«Μισό λεπτό να σταματήσω», είπε η Ρόμπιν, κι αυτό έκανε πιάνοντας
επιδέξια την άκρη του δρόμου.
«Α, καλύτερα τώρα», είπε η Άννα, καθώς η Ρόμπιν έσβηνε τη μηχανή.
«Λοιπόν, το συζητήσαμε εδώ με την Κιμ και πήραμε την απόφασή μας:
θα θέλαμε να σας προσλάβουμε».
Η Ρόμπιν ένιωσε ένα κύμα ενθουσιασμού.
«Τέλεια», είπε ο Στράικ. «Θέλουμε πάρα πολύ να βοηθήσουμε, αν
μπορούμε».
«Όμως», είπε η Κιμ, «θεωρούμε πως θα ήταν σκόπιμο, για
ψυχολογικούς καθώς και, ας είμαστε ειλικρινείς, οικονομικούς λόγους, να
τεθεί ένα χρονικό όριο στις έρευνες, καθώς, εφόσον η αστυνομία δεν
μπόρεσε να διαλευκάνει αυτή την υπόθεση εδώ και σχεδόν σαράντα
χρόνια… Θέλω να πω, θα μπορούσατε να ψάχνετε για τα επόμενα
σαράντα και να μη βρείτε το παραμικρό».
«Αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε ο Στράικ. «Επομένως…»
«Λέγαμε για έναν χρόνο», είπε η Άννα και ακούστηκε νευρική. «Τι λέτε
κι εσείς… σας ακούγεται λογικό ένα τέτοιο περιθώριο;»
«Αυτό ακριβώς θα πρότεινα κι εγώ», είπε ο Στράικ. «Για να είμαι
ειλικρινής, δε νομίζω πως θα είχαμε σοβαρή πιθανότητα να
ανακαλύψουμε οτιδήποτε σε λιγότερο από δώδεκα μήνες».
«Χρειάζεστε κάτι περισσότερο από εμένα, προκειμένου να ξεκινήσετε;»
ρώτησε η Άννα, κι ακούστηκε νευρική και συνάμα ενθουσιασμένη.
«Είμαι βέβαιος πως κάτι θα σκεφτώ στην πορεία», είπε ο Στράικ
βγάζοντας το σημειωματάριό του για να τσεκάρει ένα όνομα, «όμως θα
ήταν χρήσιμο αν μπορούσα να μιλήσω με τον πατέρα σας και τη Σύνθια».
Ακολούθησε απόλυτη σιωπή από την άλλη άκρη της γραμμής. Ο Στράικ
και η Ρόμπιν κοιτάχτηκαν.
«Δε νομίζω πως υπάρχει το παραμικρό περιθώριο για κάτι τέτοιο», είπε
η Άννα. «Λυπάμαι, όμως αν ο πατέρας μου ήξερε τι κάνω, αμφιβάλλω αν
θα με συγχωρούσε ποτέ».
«Μήπως να προσεγγίζαμε τη Σύνθια τότε;»
«Το θέμα», ακούστηκε η φωνή της Κιμ, «είναι πως ο πατέρας της Άννας
το τελευταίο διάστημα αντιμετωπίζει θέματα με την υγεία του. Η Σύνθια
είναι η πιο συνεννοήσιμη από τους δυο τους ως προς το ζήτημα αυτό,
όμως δεν πρόκειται να κάνει το παραμικρό που θα τάραζε τον Ρόι τη
δεδομένη στιγμή».
«Εντάξει, κανένα πρόβλημα», είπε ο Στράικ, ενώ κοίταζε τη Ρόμπιν
σηκώνοντας τα φρύδια του. «Πρώτη μας προτεραιότητα, ούτως ή άλλως,
είναι να εξασφαλίσουμε τον φάκελο της αστυνομίας. Στο μεταξύ, θα σας
στείλω με email ένα τυπικό ιδιωτικό συμφωνητικό. Εκτυπώστε το,
υπογράψτε το και ταχυδρομήστε το, για να ξεκινήσουμε».
«Σας ευχαριστώ», έκανε η Άννα, κι ύστερα, με μια μικρή καθυστέρηση,
η Κιμ είπε: «Εντάξει λοιπόν».
Τερμάτισαν την κλήση.
«Για δες», είπε ο Στράικ. «Η πρώτη μας ανεξιχνίαστη υπόθεση από το
μακρινό παρελθόν. Προβλέπεται να έχει μεγάλο ενδιαφέρον».
«Κι έχουμε έναν χρόνο περιθώριο», είπε η Ρόμπιν οδηγώντας το τζιπ
και πάλι στον αυτοκινητόδρομο.
«Θα μας δώσουν παράταση, εφόσον έχουμε βρει κάποια άκρη», είπε ο
Στράικ.
«Καλά, ονειρέψου», σχολίασε η Ρόμπιν σαρδόνια. «Ο μόνος λόγος που
συμφώνησε η Κιμ να μας αφήσει αυτό το περιθώριο είναι για να πει μετά
στην Άννα πως δοκίμασαν τα πάντα. Σε πάω στοίχημα από τώρα πέντε
λίρες πως δεν πρόκειται να πάρουμε ούτε μία ημέρα παράταση».
«Πάει το στοίχημα», είπε ο Στράικ. «Έτσι και προκύψει ακόμη και
υποψία κάποιας άκρης, η Άννα θα θελήσει να εξαντλήσουμε κάθε
περιθώριο».
Το υπόλοιπο της διαδρομής πέρασε συζητώντας τις τέσσερις εκκρεμείς
υποθέσεις του γραφείου, συζήτηση η οποία τους έφτασε μέχρι την αρχή
της οδού Ντένμαρκ, κι εκεί ο Στράικ αποβιβάστηκε.
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν την ώρα που εκείνος έπιανε τον σάκο από
το πίσω κάθισμα του Land Rover, «θα βρεις ένα μήνυμα πάνω στο
γραφείο σου από τη Σάρλοτ Κάμπελ. Πήρε στο γραφείο προχτές και
ζήτησε να της τηλεφωνήσεις. Είπε πως είχε κάτι που θέλεις».
Ακολούθησε μια φευγαλέα στιγμή, στη διάρκεια της οποίας ο Στράικ
απλώς κοίταζε τη Ρόμπιν με ύφος δυσανάγνωστο.
«Μάλιστα. Ευχαριστώ. Λοιπόν, θα τα πούμε αύριο. Όχι, ψέματα»,
διέψευσε την επόμενη στιγμή τον εαυτό του, «αύριο έχεις ρεπό. Καλή
ξεκούραση».
Βροντώντας την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, τράβηξε κουτσαίνοντας
προς το γραφείο, με το κεφάλι σκυφτό, έχοντας φορτώσει τον σάκο στον
ώμο του, αφήνοντας τη Ρόμπιν στο σκοτάδι σχετικά με το κατά πόσο
ήθελε ή δεν ήθελε ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε η Σάρλοτ Κάμπελ.
MΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ύστερα ήρθε το χινόπωρο, στα κίτρινα ντυμένο…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
8
Πράγματα ολότελα φοβερά, μέσα από εκείνο το μοχθηρό βιβλίο διάβασε…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Από τη στιγμή που ο Στράικ και η Ρόμπιν την ενημέρωσαν για τη διγαμία
του συζύγου της, η κάτωχρη γυναίκα, την οποία πλέον αποκαλούσαν
Δεύτερη κυρία Φούντα, παρέμεινε σιωπηλή για μερικά λεπτά. Το μικρό
αλλά φροντισμένο σπίτι της στο κέντρο του Ουίνδσορ ήταν ήσυχο εκείνο
το πρωινό της Τρίτης, καθώς ο γιος κι η κόρη της βρίσκονταν στο
δημοτικό σχολείο, κι η γυναίκα είχε συγυρίσει πριν έρθουν οι δύο
επισκέπτες: μια ελαφρά οσμή καθαριστικού απλωνόταν στην
ατμόσφαιρα, ενώ στη μοκέτα διακρίνονταν τα σημάδια ηλεκτρικής
σκούπας. Πάνω στο υποδειγματικά στιλβωμένο τραπεζάκι του καφέ
απλώνονταν δέκα φωτογραφίες του Φούντα στο Τόρκι, δίχως το
περουκίνι του, να γελά την ώρα που έβγαινε από την πιτσαρία μαζί με
δυο εφήβους που του έμοιαζαν τόσο πολύ, όσο και τα νεαρότερα παιδιά
που είχε αποκτήσει στο Ουίνδσορ, ενώ το μπράτσο του ήταν περασμένο
γύρω από μια χαμογελαστή γυναίκα, την οποία άνετα θα μπορούσε να
περάσει κανείς για μεγαλύτερη αδελφή της πελάτισσάς τους.
Η Ρόμπιν, που θυμόταν ακριβώς το πώς είχε αισθανθεί όταν το
διαμαντένιο σκουλαρίκι της Σάρα Σάντλοκ είχε πέσει από το συζυγικό
της κρεβάτι, εικασίες μόνο μπορούσε να κάνει για την κλίμακα του
πόνου, της ταπείνωσης και της ντροπής που κρύβονταν πίσω από εκείνο
το σφιγμένο πρόσωπο. Ο Στράικ απεύθυνε εν τω μεταξύ μερικά τυπικά
λόγια συμπάθειας στη γυναίκα, όμως η Ρόμπιν πρόθυμα θα στοιχημάτιζε
ό,τι είχε και δεν είχε στον τραπεζικό της λογαριασμό πως η κυρία Φούντα
δεν είχε ακούσει ούτε λέξη… και βεβαιώθηκε πως είχε δίκιο, όταν η
κυρία Φούντα ξαφνικά σηκώθηκε όρθια, τρέμοντας τόσο έντονα, ώστε ο
Στράικ πάλεψε να σταθεί στα πόδια του, έτοιμος να τη συγκρατήσει σε
περίπτωση που πήγαινε να σωριαστεί. Εκείνη όμως τον προσπέρασε με
νευρικό βήμα και βγήκε από το δωμάτιο. Λίγο μετά άκουσαν την
εξώπορτα να ανοίγει και εντόπισαν την πελάτισσά τους μέσα από τη
δαντελωτή κουρτίνα να πλησιάζει ένα κόκκινο Audi Q3, το οποίο ήταν
σταθμευμένο μπροστά στο σπίτι, κρατώντας στο χέρι ένα μπαστούνι του
γκολφ.
«Ωχ, αμάν», είπε η Ρόμπιν.
Μέχρι να φτάσουν στο σημείο, η Δεύτερη κυρία Φούντα είχε σπάσει το
παρμπρίζ κι είχε σχηματίσει κάμποσες βαθιές γούβες στην οροφή του
αυτοκινήτου. Εμβρόντητοι γείτονες έστεκαν χάσκοντας στα παράθυρα
τριγύρω, ενώ ένα ζευγάρι πομεράνιαν αλυχτούσε αγριεμένα πίσω από το
τζάμι του απέναντι σπιτιού. Όταν ο Στράικ γράπωσε το βαρύ μπαστούνι
και το απέσπασε από το χέρι της, η κυρία Φούντα τον έβρισε,
προσπάθησε να το πάρει πίσω και τελικά ξέσπασε σε γοερά κλάματα.
Η Ρόμπιν πέρασε το μπράτσο γύρω από τους ώμους της πελάτισσάς
τους και την έστρεψε αποφασιστικά πίσω στο σπίτι, με τον Στράικ να
ακολουθεί κρατώντας το μπαστούνι του γκολφ. Στην κουζίνα, η Ρόμπιν
είπε στον Στράικ να ετοιμάσει βαρύ καφέ και να βρει το μπράντι.
Ακολουθώντας τη συμβουλή της Ρόμπιν, η κυρία Φούντα τηλεφώνησε
στον αδελφό της και τον εξόρκισε να έρθει γρήγορα, όμως μόλις
τερμάτισε την κλήση και επιχείρησε να ανατρέξει στον τηλεφωνικό
κατάλογο του κινητού της, για να εντοπίσει το νούμερο του Φούντα, η
Ρόμπιν άρπαξε τη συσκευή από το περιποιημένο χέρι της.
«Δώσ’ το μου!» αναφώνησε η κυρία Φούντα με μάτια γουρλωμένα,
έτοιμη να χιμήξει. «Το κάθαρμα… ο αλήτης… θέλω να του μιλήσω…
δώσ’ το μου!»
«Κακή ιδέα», είπε ο Στράικ ακουμπώντας τον καφέ και το μπράντι
μπροστά της. «Έχει ήδη αποδείξει πως είναι ικανός να κρατά κρυφά από
σας χρήματα και περιουσιακά στοιχεία. Θα χρειαστεί έναν βαρβάτο
δικηγόρο».
Παρέμειναν στο πλευρό της πελάτισσας έως ότου εμφανίστηκε ο
αδελφός της, ένας κοστουμαρισμένος τύπος, στέλεχος διαχείρισης
ανθρωπίνων πόρων σε μεγάλη εταιρεία. Ήταν εκνευρισμένος που τον είχε
ξεσηκώσει η αδελφή του, αναγκάζοντάς τον να φύγει νωρίς από τη
δουλειά, και τόσο αργός στο να συνειδητοποιήσει αυτά που άκουγε, ώστε
ο Στράικ κόντεψε να εκνευριστεί, με αποτέλεσμα η Ρόμπιν να θεωρήσει
απαραίτητη την παρέμβασή της, ώστε να προλάβει τα χειρότερα.
«Αυτό το άτομο ψηφίζει», μουρμούρισε ο Στράικ καθώς επέστρεφαν
στο Λονδίνο. «Ήταν ήδη παντρεμένος με μιαν άλλη, όταν παντρεύτηκε την
αδελφή του. Τόσο δύσκολο ήταν να το καταλάβει;»
«Πάρα πολύ», είπε η Ρόμπιν, με μια χροιά έντασης να χρωματίζει τη
φωνή της. «Οι άνθρωποι δεν περιμένουν πως θα βρεθούν αντιμέτωποι με
τέτοιου είδους καταστάσεις».
«Λες να με άκουσαν όταν τους ζήτησα να μην πουν στους
δημοσιογράφους πως είχαμε την όποια εμπλοκή;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν.
Αποδείχτηκε πως είχε δίκιο. Δύο εβδομάδες ύστερα από εκείνη την
επίσκεψη στο Ουίνδσορ, ένα σωρό λαϊκές εφημερίδες που κυκλοφόρησαν
εκείνη την ημέρα δημοσίευαν στην πρώτη τους σελίδα αναλυτικά
ρεπορτάζ για τον Φούντα και τις τρεις γυναίκες του, μαζί με μια
φωτογραφία του Στράικ στις εσωτερικές σελίδες όλων των εφημερίδων,
ενώ το όνομά του είχε χωρέσει και σε έναν από τους πρωτοσέλιδους
τίτλους. Πλέον, ο ίδιος ο Στράικ αποτελούσε είδηση, και η σύγκριση
ανάμεσα στον φημισμένο ντετέκτιβ με τον κοντόχοντρο, φαλακρό,
εύπορο άντρα που είχε καταφέρει να διατηρεί παράλληλα δύο οικογένειες
και μία ερωμένη ήταν ακαταμάχητη.
Ο Στράικ είχε εμφανιστεί για να καταθέσει μόνο σε σημαντικές
υποθέσεις που οδηγήθηκαν στις αίθουσες των δικαστηρίων, ενώ είχε
πλούσια γενειάδα, η οποία μεγάλωνε βολικά γρήγορα όποτε τη
χρειαζόταν, κι η φωτογραφία στην οποία κατέφευγαν συχνότερα οι
εφημερίδες ήταν μια παλιά με στρατιωτική στολή. Ακόμη κι έτσι, ήταν
ένας διαρκής αγώνας η προσπάθεια να μην τραβάει την προσοχή πάνω
του, όπως απαιτούσε το επάγγελμά του, και το να τον πολιορκούν για μια
δήλωση στα γραφεία του ήταν ένας μπελάς που δεν του χρειαζόταν. Εν
τω μεταξύ, η δημοσιογραφική θύελλα παρατάθηκε όταν οι δύο κυρίες
Φούντα συνασπίστηκαν απέναντι στον εν διαστάσει σύζυγό τους.
Εκδηλώνοντας μιαν απρόβλεπτη προτίμηση στη δημοσιότητα, όχι μόνο
παραχώρησαν κοινή συνέντευξη σε γυναικείο περιοδικό, αλλά
εμφανίστηκαν μαζί και σε μια σειρά από πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές,
προκειμένου να περιγράψουν την επί χρόνια εξαπάτησή τους, το σοκ που
βίωσαν, τη φιλία που ανέπτυξαν μεταξύ τους, την πρόθεσή τους να
κάνουν τον Φούντα να βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε
μπροστά τους, καθώς και να απευθύνουν μια οριακά συγκαλυμμένη
προειδοποίηση προς την έγκυο φιλενάδα στη Γλασκόβη (η οποία, για
κάποιον απίθανο λόγο, έδειχνε διάθεση να σταθεί στο πλευρό του
Φούντα) πως ήταν φοβερά γελασμένη, αν φανταζόταν πως ο τύπος θα
είχε δεύτερο σώβρακο να αλλάξει από τη στιγμή που οι δύο σύζυγοί του
θα είχαν ξεμπερδέψει μαζί του.
Ο Σεπτέμβριος συνεχίστηκε κρύος και στενάχωρος. Ο Στράικ
τηλεφώνησε στη Λούσι προκειμένου να της ζητήσει συγγνώμη που
μίλησε με αγένεια για τους γιους της, όμως εκείνη παρέμεινε ψυχρή και
μετά την απολογία, το δίχως άλλο επειδή ο Στράικ είχε απλώς εκφράσει
τη λύπη του για το γεγονός πως διατύπωσε την άποψή του ανοιχτά, χωρίς
να ανακαλέσει το παραμικρό. Ο Στράικ με ανακούφιση πληροφορήθηκε
πως οι γιοι της είχαν πλέον τα Σαββατοκύριακά τους φορτωμένα με
διάφορες αθλητικές δραστηριότητες τώρα που τα σχολεία είχαν αρχίσει
ξανά, πράγμα το οποίο σήμαινε πως δεν ήταν αναγκασμένος να κοιμηθεί
ξανά στον καναπέ στην επόμενη επίσκεψή του στο Σεντ Μος, και θα
μπορούσε να αφοσιωθεί πλήρως στον Τεντ και στην Τζόαν χωρίς να τον
αποσπά η σφιγμένη, επικριτική παρουσία της Λούσι.
Παρότι ήθελε απεγνωσμένα να του μαγειρεύει όπως πάντα, η θεία του
ήταν ήδη εξασθενημένη από τη χημειοθεραπεία. Ήταν επώδυνο να τη
βλέπει να σέρνει τα βήματά της τριγύρω στην κουζίνα, όμως της ήταν
αδύνατο να καθίσει σε μια μεριά, ακόμη κι όταν ο Τεντ την ικέτευε να
ξεκουραστεί. Τη νύχτα του Σαββάτου, ο θείος του λύγισε, αφότου η
Τζόαν πήγε να πλαγιάσει, και ξέσπασε σε λυγμούς γέρνοντας πάνω στον
ώμο του Στράικ. Ο Τεντ αποτελούσε κάποτε έναν ακλόνητο, άτρωτο
πυλώνα δύναμης στα μάτια του ανιψιού του, κι ο Στράικ, που κανονικά
μπορούσε να κοιμηθεί υπό σχεδόν οποιεσδήποτε συνθήκες, παρέμενε
ξύπνιος ενώ το ρολόι έδειχνε περασμένες δύο, με το βλέμμα στραμμένο
στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι πυκνότερο από οτιδήποτε είχε να δείξει η νύχτα
του Λονδίνου, προσπαθώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να μείνει
περισσότερο, καταλήγοντας να σιχαθεί τον εαυτό του όταν αποφάσισε
πως το σωστό ήταν να επιστρέψει στην πρωτεύουσα.
Πραγματικά, το γραφείο ήταν τόσο πιεσμένο από δουλειές, ώστε
αισθανόταν τύψεις για το επιπλέον βάρος που φόρτωνε στη Ρόμπιν και
στους υπεργολάβους του με την απουσία του εκείνο το τριήμερο στην
Κορνουάλη. Πέρα από τις πέντε εκκρεμείς υποθέσεις που έτρεχε το
γραφείο, ο Στράικ και η Ρόμπιν καλούνταν να διαχειριστούν και τις
αυξημένες απαιτήσεις που προέκυπταν από τους επιπλέον συνεργάτες,
αλλά και τη διαπραγμάτευση με τον εργολάβο που είχε αγοράσει το
κτίριό τους της παράτασης για έναν χρόνο του συμβολαίου για την
ενοικίαση των γραφείων. Ταυτόχρονα, προσπαθούσαν, μέχρι στιγμής
χωρίς επιτυχία, να πείσουν μία από τις επαφές του γραφείου στην
αστυνομία να εντοπίσει και να παραδώσει τον φάκελο που είχε ανοίξει
πριν από σαράντα χρόνια σχετικά με την εξαφάνιση της Μάργκοτ
Μπάμπορο. Ο Μόρις ήταν πρώην αστυνομικός στη Μητροπολιτική
Αστυνομία του Λονδίνου, όπως και ο Άντι Χάτσινς, ο παλαιότερος
υπεργολάβος τους, ένας ήσυχος, μελαγχολικός άνθρωπος, ο οποίος
έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, η οποία ευτυχώς βρισκόταν σε
ύφεση. Και οι δυο τους είχαν προσπαθήσει να εξαργυρώσουν κάποιες
χάρες που τους χρωστούσαν πρώην συνάδελφοι, όμως μέχρι στιγμής οι
απαντήσεις στις απόπειρες του γραφείου κυμαίνονταν από το «μάλλον
τον έφαγαν τίποτε ποντίκια» έως το «σάλτα και κολύμπα, Στράικ,
πνίγομαι στη δουλειά».
Ένα βροχερό απόγευμα, την ώρα που παρακολουθούσε το Μούτρο στην
πόλη του Λονδίνου, προσπαθώντας να μην κουτσαίνει πολύ χτυπητά, ενώ
από μέσα του βλαστημούσε τον δεύτερο πλανόδιο πωλητή φτηνών
ομπρελών που είχε μπλεχτεί στα πόδια του, ο Στράικ άκουσε το κινητό
του να χτυπά. Βέβαιος πως θα καλούνταν να διαχειριστεί ένα ακόμη
πρόβλημα, αιφνιδιάστηκε όταν ο άνθρωπος στην άλλη άκρη της γραμμής
είπε:
«Έλα, Στράικ. Ο Τζορτζ Λέιμπορν είμαι. Σωστά κατάλαβα πως ψάχνεις
τον φάκελο της υπόθεσης Μπάμπορο;»
Ο Στράικ είχε συναντήσει τον επιθεωρητή Λέιμπορν μόλις μία φορά
μέχρι τότε, και παρότι η συνάντηση αυτή είχε προκύψει στο πλαίσιο μιας
υπόθεσης για την οποία ο Στράικ και η Ρόμπιν είχαν προσφέρει
ουσιαστική βοήθεια στη Μητροπολιτική Αστυνομία, δεν είχε θεωρήσει τη
σχέση τους αρκετά στενή, ώστε να ζητήσει τη βοήθεια του Λέιμπορν
προκειμένου να εξασφαλίσει τον φάκελο της υπόθεσης Μπάμπορο.
«Γεια, Τζορτζ. Ναι, σωστά κατάλαβες», είπε ο Στράικ καθώς
παρακολουθούσε το Μούτρο να μπαίνει σε ένα wine bar.
«Κοίτα, θα μπορούσαμε να βρεθούμε αύριο το βράδυ, αν σε βολεύει.
Να πούμε στο Φέδερς στις έξι;» πρότεινε ο Λέιμπορν.
Έτσι, ο Στράικ ζήτησε από τον Μπάρκλεϊ να σκαντζάρουν τις υποθέσεις
τους και το επόμενο βράδυ πήρε τον δρόμο για την παμπ που βρισκόταν
κοντά στη Σκότλαντ Γιαρντ. Όπου βρήκε τον Λέιμπορν να τον περιμένει
ήδη, καθισμένος στο μπαρ. Γκριζομάλλης, μεσήλικος, με στομάχι, ο
Λέιμπορν αγόρασε από μια μπίρα για τον καθένα τους κι
αποτραβήχτηκαν σε ένα γωνιακό τραπέζι.
«Ο γέρος μου είχε ασχοληθεί με την υπόθεση Μπάμπορο υπό τις
οδηγίες του Μπιλ Τάλμποτ», είπε ο Λέιμπορν στον Στράικ. «Μου είχε
μιλήσει αναλυτικά για την υπόθεση. Εσύ τι στοιχεία έχεις μέχρι τώρα;»
«Τίποτε απολύτως. Έχω αρχίσει να ψάχνω παλιά ρεπορτάζ εφημερίδων
και προσπαθώ να εντοπίσω τα ίχνη ανθρώπων που εργάζονταν στο
ιατρείο απ’ όπου εξαφανίστηκε η γυναίκα. Λίγα πράγματα μπορώ να
κάνω, μέχρι να δω τον φάκελο της αστυνομίας, όμως μέχρι στιγμής
κανείς δεν μπόρεσε να με βοηθήσει».
Ο Λέιμπορν, ο οποίος είχε ήδη εκδηλώσει μια τάση προς την
αθυροστομία στη μία και μοναδική προηγούμενη συνάντησή τους,
έδειχνε κάπως υποτονικός απόψε.
«Μιλάμε, τα σκάτωσαν άγρια με τη διερεύνηση της υπόθεσης
Μπάμπορο», σχολίασε χαμηλόφωνα. «Σου ’χει μιλήσει κανείς ως τώρα
για τον Τάλμποτ;»
«Για λέγε».
«Ο τύπος σαλτάρισε κανονικά», είπε ο Λέιμπορν. «Μιλάμε για νευρικό
κλονισμό με τη βούλα. Και πριν αναλάβει την υπόθεση, ο τύπος δεν ήταν
στα καλά του, αλλά ξέρεις τώρα, μιλάμε για τη δεκαετία του Εβδομήντα,
κάθε συζήτηση για την ψυχική υγεία των αστυνομικών ήταν μόνο για
τους ρεζίληδες. Στην εποχή του ήταν καλός αστυνομικός. Κάποιοι από
τους υφισταμένους του παρατήρησαν πως ο άνθρωπος φερόταν
αλλόκοτα, όμως μόλις πήγαν να πουν κάτι, τους έστειλαν στον διάολο.
»Τέλος πάντων, ο Τάλμποτ είχε έξι μήνες που έτρεχε την υπόθεση
Μπάμπορο, όταν μια νύχτα, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, η γυναίκα του
κάλεσε ασθενοφόρο και τον έκλεισε στο τρελάδικο. Δεν έχασε τη
σύνταξή του, όμως για την υπόθεση ήταν ήδη πολύ αργά. Έχει πάνω από
δέκα χρόνια που πέθανε, αλλά απ’ ό,τι άκουσα, δεν ξεπέρασε ποτέ το ότι
τα έκανε μαντάρα με την έρευνα. Όταν συνήλθε, έφριξε με το πώς είχε
συμπεριφερθεί».
«Δηλαδή;»
«Απέδιδε υπερβολικά μεγάλη σημασία στις διαισθήσεις του, δεν
κατέγραφε τα αποδεικτικά στοιχεία σωστά, δεν έδειχνε το παραμικρό
ενδιαφέρον να μιλήσει σε μάρτυρες, αν όσα είχαν να πουν δεν ταίριαζαν
με τη δική του θεωρία…»
«Η οποία ήταν πως την είχε απαγάγει ο Κριντ, σωστά;»
«Ακριβώς», είπε ο Λέιμπορν. «Αν και την περίοδο εκείνη ο Κριντ
εξακολουθούσε να είναι γνωστός ως ο Χασάπης του Έσεξ, επειδή είχε
πετάξει τα δύο πρώτα πτώματα στο Δάσος του Έπιν και στο Τσίγκγουελ».
Ο Λέιμπορν ήπιε μια γερή γουλιά από την μπίρα του. «Τα περισσότερα
κομμάτια της Τζάκι Έιλετ τα εντόπισαν σε κάδο βιομηχανικών
απορριμμάτων. Μιλάμε, ο τύπος είναι κτήνος. Κτήνος».
«Και ποιος ανέλαβε μετά τον Τάλμποτ;»
«Ένας Λόσον, Κεν Λόσον», είπε ο Λέιμπορν, «όμως είχε χάσει ήδη έξι
μήνες, τα ίχνη είχαν χαθεί και γενικά είχε φορτωθεί μια υπόθεση που ήταν
ήδη κουλουβάχατα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Μάργκοτ
Μπάμπορο στάθηκε και άτυχη, καθώς δεν την ευνόησαν οι συγκυρίες»,
συνέχισε ο Λέιμπορν. «Ξέρεις τι συνέβη έναν μήνα μετά την εξαφάνισή
της;»
«Τι;»
«Εξαφανίστηκε ο λόρδος Λούκαν», είπε ο Λέιμπορν. «Για προσπάθησε
να διατηρήσεις μια αγνοούμενη γιατρό στα πρωτοσέλιδα, τη στιγμή που η
νταντά ενός λόρδου εντοπίζεται νεκρή, με το κρανίο διαλυμένο, κι ο
εργοδότης της τρέπεται σε φυγή. Είχαν κάψει ήδη και τις φωτογραφίες με
τα Κουνελάκια… το ήξερες πως η Μπάμπορο είχε εργαστεί για ένα
διάστημα ως Κουνελάκι;»
«Ναι», είπε ο Στράικ.
«Έβγαλε κάποια χρήματα για να καλύψει τα έξοδα για το πτυχίο της»,
είπε ο Λέιμπορν, «όμως σύμφωνα με τον γέρο μου, στην οικογένεια δεν
άρεσε το σκάλισμα της συγκεκριμένης λεπτομέρειας. Μουλάρωσαν,
παρότι εκείνες οι φωτογραφίες είναι βέβαιο πως βοήθησαν στην προβολή
της υπόθεσης. Έτσι είναι ο κόσμος», είπε, «καλά δε λέω;»
«Κι ο πατέρας σου τι πιστεύει πως απέγινε η γυναίκα;» ρώτησε ο
Στράικ.
«Λοιπόν, για να πω την αλήθεια», αναστέναξε ο Λέιμπορν, «ήταν της
άποψης πως κατά πάσα πιθανότητα ο Τάλμποτ είχε δίκιο: ο Κριντ την
είχε απαγάγει. Δε βρέθηκε το παραμικρό ίχνος πως σχεδίαζε να
εξαφανιστεί, το διαβατήριο εντοπίστηκε στο σπίτι, δεν είχε ετοιμάσει
βαλίτσα, δεν έλειπαν ρούχα, είχε σταθερή δουλειά, οικονομικές
δυσκολίες δεν αντιμετώπιζε, είχε ένα μωρό παιδί».
«Κάπως δύσκολο να αρπάξεις μια γυμνασμένη, υγιή γυναίκα, είκοσι
εννέα ετών από έναν πολυσύχναστο δρόμο, χωρίς να αντιληφθεί κανείς το
παραμικρό», σχολίασε ο Στράικ.
«Πράγματι», συμφώνησε ο Λέιμπορν. «Ο Κριντ συνήθως τους ορμούσε
όταν ήταν μεθυσμένες. Πάντως, είχε ήδη σκοτεινιάσει εκείνο το βράδυ κι
έβρεχε. Την ίδια δουλειά ο τύπος την είχε κάνει και παλιότερα. Επίσης,
ήταν ικανός στο να καταλαγιάζει τις υποψίες των γυναικών και να
κερδίζει τη συμπάθειά τους. Κάποιες μάλιστα μπήκαν από μόνες τους στο
διαμέρισμά του».
«Εντοπίστηκε ένα φορτηγάκι σαν κι εκείνο του Κριντ να κινείται με
ταχύτητα στην περιοχή, σωστά;»
«Α, ναι», είπε ο Λέιμπορν, «κι απ’ ό,τι μου είπε ο πατέρας μου, το
στοιχείο αυτό ουδέποτε ελέγχθηκε διεξοδικά. Ο Τάλμποτ δεν ήθελε να
ανακαλύψει, για παράδειγμα, πως στο τιμόνι μπορεί να καθόταν κάποιος
άσχετος που απλώς βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του για να προλάβει το
τσάι. Δεν έγιναν μερικά απολύτως βασικά πράγματα. Για παράδειγμα,
έμαθα πως γυρόφερνε στο παρασκήνιο ένας πρώην γκόμενος της
Μπάμπορο. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτός τη σκότωσε, όμως ο πατέρας μου
είπε πως ο Τάλμποτ ανάλωσε τη μισή ώρα της κατάθεσης προσπαθώντας
να εξακριβώσει πού βρισκόταν αυτός ο άντρας τη νύχτα που δέχτηκε
επίθεση η Έλεν Γουόρντροπ».
«Ποια;»
«Μια πόρνη. Ο Κριντ είχε προσπαθήσει να την απαγάγει το ’73. Είχε κι
αυτός τις αποτυχίες του, ξέρεις. Η Πέγκι Χίσκετ κατάφερε να του ξεφύγει
και έδωσε στην αστυνομία την περιγραφή του, το ’71, όμως αυτό δεν
τους βοήθησε ιδιαίτερα. Τον περιέγραψε σαν άνθρωπο μελαχρινό και
γεμάτο, επειδή όταν της επιτέθηκε φορούσε περούκα και ήταν
φασκιωμένος με ένα γυναικείο παλτό. Τελικά, τον συνέλαβαν χάρη στη
Μέλοντι Μπάουερ. Τραγουδίστρια σε νυχτερινό κέντρο ήταν, έφερνε
στην Νταϊάνα Ρος. Ο Κριντ της έπιασε το λακριντί στη στάση του
λεωφορείου, προσφέρθηκε να την πάρει με το φορτηγάκι, προσπάθησε να
τη σύρει μέσα όταν εκείνη αρνήθηκε. Η γυναίκα κατάφερε να ξεφύγει,
έδωσε στην αστυνομία κανονική περιγραφή του υπόπτου, ο οποίος της
είχε πει πως το σπίτι του βρισκόταν κοντά στο Πάρανταϊς Παρκ. Προς το
τέλος είχε γίνει απρόσεκτος. Τον έφαγε η πολλή αυτοπεποίθηση».
«Ξέρεις πολλά γι’ αυτή την υπόθεση, Τζορτζ».
«Ναι, κοίτα, ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους που βρέθηκαν στο
υπόγειο του Κριντ αφότου τον συνέλαβαν. Δε θέλησε ποτέ να μιλήσει για
όσα είδε εκεί κάτω, και μιλάμε για άνθρωπο που είχε ασχοληθεί με
συμβόλαια θανάτου, συμμορίες, ό,τι μπορείς να φανταστείς… Ο Κριντ
δεν ομολόγησε ποτέ τον φόνο της Μπάμπορο, όμως αυτό δε σημαίνει ότι
δεν τη σκότωσε. Το μουνόπανο, είναι αποφασισμένος να αφήσει τους
πάντες να φαντάζονται τι ήταν ικανός να κάνει, μέχρι να ψοφήσει.
Μιλάμε για ανθρωπόμορφο τέρας. Χρόνια έχει που ταλαιπωρεί τις
οικογένειες των επιβεβαιωμένων θυμάτων του. Του αρέσει να
υπαινίσσεται πως έφαγε κι άλλες γυναίκες, χωρίς να δίνει την παραμικρή
λεπτομέρεια. Στις αρχές της δεκαετίας του Ογδόντα, του πήρε συνέντευξη
κάποιος δημοσιογράφος, όμως αυτή ήταν η τελευταία φορά που οι Αρχές
επέτρεψαν σε οποιονδήποτε να του μιλήσει. Παρενέβη το Υπουργείο
Δικαιοσύνης και κόπηκαν αυτά μαχαίρι. Ο Κριντ εκμεταλλεύεται τη
δημοσιότητα για να βασανίζει τις οικογένειες. Είναι η μόνη δύναμη που
του έχει απομείνει».
Ο Λέιμπορν αποτελείωσε την μπίρα του και έριξε μια ματιά στο ρολόι
του.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σου βρω τον φάκελο. Ο γέρος μου θα
ήθελε να βοηθήσω. Ποτέ του δεν μπόρεσε να χωνέψει τα λάθη που έγιναν
σ’ εκείνη την υπόθεση».
Ο αέρας είχε δυναμώσει μέχρι να επιστρέψει ο Στράικ στη σοφίτα όπου
έμενε. Τα τζάμια των παραθύρων, σπαρμένα με στάλες βροχής,
τραντάζονταν μέσα στα χαλαρά πλαίσιά τους, καθώς ο Στράικ
τακτοποιούσε προσεκτικά τις αποδείξεις που είχε στο πορτοφόλι του, για
να ξεχωρίσει εκείνες που έπρεπε να παραδώσει στον λογιστή.
Στις εννέα, αφού έφαγε κάτι που ετοίμασε στο μοναδικό μάτι της
κουζινούλας, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και πήρε στα χέρια του το
μεταχειρισμένο αντίτυπο της βιογραφίας του Ντένις Κριντ, Ο δαίμονας
του Πάρανταϊς Παρκ, το οποίο είχε παραγγείλει πριν από έναν μήνα και
το οποίο μέχρι στιγμής παρέμενε κλειστό στο κομοδίνο του. Αφού
ξεκούμπωσε το παντελόνι του, ώστε να βολέψει καλύτερα τη μεγάλη
ποσότητα μακαρονιών που είχε μόλις καταναλώσει, έβγαλε ένα ηχηρό και
χορταστικό ρέψιμο, άναψε τσιγάρο, έγειρε πάνω στα μαξιλάρια του και
άνοιξε το βιβλίο στην αρχή, εκεί όπου ένα χρονολόγιο περιέγραφε
περιληπτικά τους διάφορους βιασμούς και δολοφονίες που διέπραξε στη
μακρόχρονη δράση του ο Κριντ.
1937 Γεννιέται στο Γκρίνγουελ Τέρας, στο Μάιλ Εντ.
1954 Απρίλιος: Έναρξη στρατιωτικής θητείας.
Νοέμβριος: Βιάζει τη μαθήτρια Βίκι Χόρντσερτς, 15 ετών.
Καταδικάζεται σε φυλάκιση 2 ετών στις φυλακές του Φέλταμ
Μπόρσταλ.
1955-61 Εργάζεται για σύντομα διαστήματα σε διάφορες χειρονακτικές
δουλειές και θέσεις γραφείου. Συχνάζει σε ιερόδουλες.
1961 Ιούλιος: Βιάζει και βασανίζει την πωλήτρια Σίλα Γκάσκινς, 22 ετών.
Καταδικάζεται σε φυλάκιση 5 ετών στις φυλακές του Πέντονβιλ.
1968 Απρίλιος: Απάγει, βιάζει, βασανίζει και δολοφονεί τη μαθήτρια
Τζέραλντιν Κρίστι, 16 ετών.
1969 Σεπτέμβριος: Απάγει, βιάζει, βασανίζει και δολοφονεί τη γραμματέα
και μητέρα ενός παιδιού Τζάκι Έιλετ, 29 ετών.
Ο Τύπος ονομάζει τον δολοφόνο «Χασάπη του Έσεξ».
1970 Ιανουάριος: Εγκαθίσταται στο υπόγειο της Βι Χούπερ, στην οδό
Λίβερπουλ, κοντά στο Πάρανταϊς Παρκ.
Εξασφαλίζει δουλειά σε στεγνοκαθαριστήριο, όπου αναλαμβάνει τις
παραδόσεις.
Φεβρουάριος: Απάγει την εργαζόμενη σε σχολική κουζίνα και μητέρα
τριών παιδιών Βέρα Κένι, 31 ετών. Την κρατά στο υπόγειο τρεις
εβδομάδες και εκεί τη βιάζει, τη βασανίζει και τελικά τη δολοφονεί.
Νοέμβριος: Απάγει τη μεσίτρια Νορίν Στάροκ, 28 ετών. Την κρατά στο
υπόγειο τέσσερις εβδομάδες και εκεί τη βιάζει, τη βασανίζει και τελικά
τη δολοφονεί.
1971 Αύγουστος: Αποτυγχάνει να απαγάγει τη φαρμακοποιό Πέγκι
Χίσκετ, 34 ετών.
1972 Σεπτέμβριος: Απάγει την άνεργη Γκέιλ Ράιτμαν, 30 ετών. Την κρατά
φυλακισμένη στο υπόγειο, όπου τη βιάζει και τη βασανίζει.
1973 Ιανουάριος: Δολοφονεί τη Ράιτμαν.
Δεκέμβριος: Αποτυγχάνει να απαγάγει την ιερόδουλη και μητέρα ενός
παιδιού Έλεν Γουόρντρ, 32 ετών.
1974 Σεπτέμβριος: Απάγει την κομμώτρια Σούζαν Μέιερ, 27 ετών. Την
κρατά φυλακισμένη στο υπόγειο, όπου τη βιάζει και τη βασανίζει.
1975 Φεβρουάριος: Απάγει τη διδακτορική φοιτήτρια Άντρεα Χούτον, 23
ετών. Οι Χούτον και Μέιερ παρέμεναν ταυτόχρονα φυλακισμένες στο
υπόγειο για διάστημα τεσσάρων εβδομάδων.
Μάρτιος: Δολοφονεί τη Σούζαν.
Απρίλιος: Δολοφονεί την Άντρεα.
1976 25 Ιανουαρίου: Επιχειρεί να απαγάγει την τραγουδίστρια νυχτερινού
κέντρου Μέλοντι Μπάουερ, 26 ετών.
31 Ιανουαρίου: Η σπιτονοικοκυρά του Βι Χούπερ αναγνωρίζει τον
Κριντ από την περιγραφή και το σκίτσο της αστυνομίας.
2 Φεβρουαρίου: Ο Κριντ συλλαμβάνεται.
Ο Στράικ γύρισε σελίδα και διάβασε στα γρήγορα την εισαγωγή, η
οποία περιλάμβανε και τη μοναδική συνέντευξη την οποία παραχώρησε η
μητέρα του Κριντ, η Άγκνες Γουέιτ.
…Ξεκίνησε λέγοντάς μου πως η ημερομηνία που αναγράφεται στο
πιστοποιητικό γέννησης του Κριντ ήταν ψεύτικη.
«Γράφει πως γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου, σωστά;» με ρώτησε. «Δεν
είναι έτσι. Γεννήθηκε τη νύχτα της 19ης Δεκεμβρίου. Ο αχαΐρευτος είπε
ψέματα, όταν δηλώσαμε τη γέννηση, γιατί είχαμε ξεπεράσει το
περιθώριο που είχαμε κανονικά για να κάνουμε τη δήλωση».
Ο «αχαΐρευτος» ήταν ο πατριός της Άγκνες, Γουίλιαμ Όντρι, άνθρωπος
διαβόητος στη γειτονιά για τον βίαιο χαρακτήρα του…
«Με το που γέννησα το μωρό, το άρπαξε από την αγκαλιά μου κι είπε
πως θα πήγαινε να το σκοτώσει. Να το πνίξει στο αποχωρητήριο. Τον
ικέτεψα να μην το κάνει. Τον θερμοπαρακάλεσα να αφήσει το μωρό να
ζήσει. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν ήμουνα σίγουρη άμα ήθελα να ζήσει ή
να πεθάνει, όμως έτσι και δεις το παιδί σου, έτσι και το βαστήξεις στην
αγκαλιά σου… κι ήταν δυνατός ο Ντένις, ήθελε να ζήσει, το
καταλάβαινες.
»Αυτό συνεχίστηκε εβδομάδες ολόκληρες, οι απειλές, ο Όντρι κάθε
τόσο έλεγε πως θα τον σκοτώσει. Στο μεταξύ, όμως, οι γείτονες είχαν
ακούσει το μωρό να κλαίει και μάλλον είχαν ακούσει και τις απειλές
(του Όντρι). Κατάλαβε πως δεν κρυβόταν άλλο το πράγμα· αν ήταν να
κάνει κάτι, το είχε καθυστερήσει πολύ. Οπότε, πήγε και δήλωσε τη
γέννηση, όμως είπε ψέματα για την ημερομηνία, για να μην τον ρωτήσει
κανείς γιατί το είχε αργήσει τόσο. Άνθρωπος να πει πως το παιδί είχε
γεννηθεί νωρίτερα δεν υπήρχε, τουλάχιστον κανείς που θα μέτραγε ο
λόγος του. Ούτε μαμή μού είχαν φέρει, ούτε τροφό, τίποτε…»
Ο Κριντ συχνά μου έγραφε πληρέστερες απαντήσεις απ’ ό,τι είχαμε
περιθώριο, στη διάρκεια των συναντήσεών μας. Μήνες αργότερα μου
έστειλε το ακόλουθο κείμενο, στο οποίο αναφέρεται στις υποψίες του
σχετικά με το ποιος ήταν ο πατέρας του:
«Είδα τον υποτιθέμενο παππού μου να με κοιτάζει μέσα από τον
καθρέφτη. Όσο μεγάλωνα, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η ομοιότητα. Είχα
τα μάτια του, το ίδιο σχήμα αυτιών, το κιτρινισμένο του δέρμα, τον
μακρύ λαιμό του. Ήταν πιο μεγαλόσωμος απ’ ό,τι εγώ, περισσότερο
αρρενωπός στην όψη και νομίζω πως εν μέρει η τεράστια αντιπάθεια
που μου είχε πήγαζε από το γεγονός πως σιχαινόταν να βλέπει τα
χαρακτηριστικά του πάνω σε ένα αδύναμο, κοριτσίστικο κορμί.
Σιχαινόταν την αδυναμία…»
«Μα ναι, εννοείται πως δικό του παιδί ήταν ο Ντένις», μου είπε η
Άγκνες. «Ο αχαΐρευτος άρχισε να απλώνει χέρι από όταν ήμουνα
δεκατριών χρονών. Δε με άφηνε να βγω στον κόσμο, ούτε κι είχα ποτέ
μου αγόρι. Όταν η μητέρα μου κατάλαβε πως ήμουν γκαστρωμένη, ο
Όντρι της είπε πως έβγαινα κρυφά από το σπίτι γιατί τα είχα μπλέξει με
κάποιον. Τι άλλο θα έλεγε δηλαδή; Κι η μάνα μου τον πίστευε. Ή, έστω,
καμωνόταν πως τον πίστευε».
Η Άγκνες ξέφυγε από την ασφυκτική κατάσταση στο σπίτι του πατριού
της λίγο πριν από τα δεύτερα γενέθλια του Ντένις, όταν ήταν
δεκαεξίμισι χρονών.
«Ήθελα να πάρω και τον Ντένις μαζί μου, όμως το έσκασα μέσα στην
άγρια νύχτα και δε με έπαιρνε να κάνει φασαρία. Δεν είχα πού να πάω,
ούτε δουλειά ούτε λεφτά. Μονάχα ένα αγόρι, που είχε πει πως θα με
φρόντιζε. Οπότε έφυγα».
Από τότε η Άγκνες επρόκειτο να δει ξανά τον πρωτότοκο γιο της μόλις
δύο φορές. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Γουίλιαμ Όντρι εξέτιε φυλάκιση
εννέα μηνών για βιαιοπραγία, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της,
ελπίζοντας πως θα μπορούσε να πάρει τον Ντένις μαζί της.
«Θα έλεγα του Μπερτ [του πρώτου συζύγου της] πως ήταν ανίψι μου,
γιατί ο Μπερτ δεν είχε ιδέα για όλο εκείνο το χάλι. Όμως ο Ντένις δε με
θυμόταν, έτσι μου φάνηκε. Δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη μάνα μου,
ούτε μου μίλαγε, κι η μάνα μου είπε πως ήταν πια πολύ αργά και πως
δεν έπρεπε να τον είχα αφήσει εκεί, αφού τον ήθελα τόσο. Οπότε έφυγα
χωρίς το παιδί μου».
Τελευταία φορά που η Άγκνες είδε τον γιο της από κοντά ήταν όταν
πέρασε από το δημοτικό σχολείο στο οποίο πήγαινε και τον φώναξε
πίσω από την περίφραξη για να του μιλήσει. Παρότι δεν πρέπει να είχε
κλείσει ακόμη τα πέντε, ο Κριντ ισχυρίστηκε στη δεύτερη συνέντευξή
μας ότι θυμόταν εκείνη την τελευταία συνάντηση.
«Ήταν μια λιανή, αδιάφορη γυναικούλα, ντυμένη σαν τσούλα», μου
είπε. «Δεν έμοιαζε με τις μανάδες των άλλων αγοριών. Την έκοβες από
μακριά πως δεν ήταν καθωσπρέπει άτομο. Δεν ήθελα να με δουν τα
άλλα παιδιά να της μιλάω. Εκείνη είπε πως ήταν η μάνα μου κι εγώ της
είπα πως έλεγε ψέματα, όμως μέσα μου ήξερα πως αυτή ήταν. Έφυγα
τρέχοντας».
«Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί μου», είπε η Άγκνες. «Από τότε τα
παράτησα. Στο σπίτι, μια φορά, δε θα πήγαινα, αφού ήταν ο Όντρι εκεί.
Τουλάχιστον ο Ντένις πήγαινε σχολείο. Καθαρός έδειχνε…
»Αναρωτιόμουν συχνά πώς να ήταν, τι έκανε, όλα αυτά», είπε η Άγκνες.
«Φυσικό ήταν. Σάρκα από τη σάρκα σου είναι τα παιδιά. Οι άντρες δε
σκαμπάζουν από κάτι τέτοια. Αμέ, συχνά τον σκεφτόμουν, όμως
μετακόμισα στον βορρά με τον Μπερτ, όταν έπιασε δουλειά στα
Ταχυδρομεία, και δεν ξαναγύρισα στο Λονδίνο, ούτε κι όταν πέθανε η
μάνα μου, γιατί ο Όντρι είχε μηνύσει πως έτσι και εμφανιζόμουν, θα
φόρτωνε άσχημα».
Όταν ανέφερα στην Άγκνες ότι είχα συναντηθεί με τον Ντένις μόλις μία
εβδομάδα πριν την επισκεφτώ στο Ρόμφορντ, μονάχα μια ερώτηση είχε
να κάνει.
«Λένε πως είναι πολύ έξυπνος, είναι αλήθεια;»
Της απάντησα πως ήταν αναμφίβολα ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος. Αυτό
άλλωστε ήταν το σημείο στο οποίο συμφώνησαν όλοι οι ψυχίατροι που
τον εξέτασαν. Οι φύλακες μου ανέφεραν πως διάβαζε πολύ, ιδίως
βιβλία ψυχολογίας.
«Ούτε και ξέρω από πού το πήρε αυτό. Από μένα, μια φορά, όχι…
»Διάβασα όλα αυτά που γράφανε οι εφημερίδες. Τον είδα και στην
τηλεόραση, έμαθα γι’ αυτά που έκανε. Τρομερά πράγματα, τρομερά. Τι
θα μπορούσε να κάνει έναν άνθρωπο να φερθεί έτσι;
»Μετά που σχόλασε η δίκη, θυμήθηκα εκείνη την πρώτη φορά που τον
είδα γυμνό, μέσα στα αίματα, στα πλαστικά πλακάκια που τον είχα
γεννήσει, με τον πατριό μου να στέκεται από πάνω μας και να απειλεί
να τον πνίξει, και σας ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό», είπε η Άγκνες Γουέιτ,
«πως εύχομαι να τον είχα αφήσει».
Ο Στράικ έσβησε το τσιγάρο του κι άπλωσε το χέρι για να πιάσει το
τενεκεδάκι της μπίρας που έστεκε δίπλα στο τασάκι. Ένα ψιλόβροχο
έπεφτε πάνω στα παράθυρα της σοφίτας, καθώς προχωρούσε μερικές
σελίδες παρακάτω στο βιβλίο, σταματώντας στα μισά του δεύτερου
κεφαλαίου.
…η γιαγιά, η Ένα, ήταν απρόθυμη ή ανήμπορη να προστατέψει το
νεότερο μέλος της οικογένειας από τις ολοένα και πιο σαδιστικές
τιμωρίες που του επιφύλασσε ο σύζυγός της.
Ο Όντρι αντλούσε ιδιαίτερη ικανοποίηση γελοιοποιώντας τον Ντένις
λόγω του ότι εξακολουθούσε να βρέχει το κρεβάτι του. Κάποιες φορές
άδειαζε έναν κουβά νερό πάνω στο κρεβάτι και στη συνέχεια
υποχρέωνε το αγόρι να κοιμάται εκεί. Ο Κριντ θυμόταν αρκετές
περιπτώσεις όπου υποχρεώθηκε να πάει μέχρι το μαγαζάκι στη γωνία
φορώντας ακόμη το μουσκεμένο παντελόνι της πιτζάμας του, για να
πάρει τσιγάρα του Όντρι.
«Αναζήτησα καταφύγιο στη φαντασία», μου έγραψε αργότερα ο Κριντ.
«Μέσα στο μυαλό μου ήμουν απόλυτα ελεύθερος κι ευτυχισμένος.
Όμως υπήρχαν ήδη από τότε στοιχεία από τον πραγματικό κόσμο που
μου άρεσε να ενσωματώνω στην κρυφή μου ζωή. Αντικείμενα τα οποία
αποκτούσαν μια τοτεμική δύναμη στις φαντασιώσεις μου».
Ήδη στην ηλικία των δώδεκα ετών, ο Ντένις είχε ανακαλύψει τις χαρές
της ηδονοβλεψίας.
«Με έφτιαχνε», έγραψε μετά την τρίτη μας συνάντηση, «το να
παρακολουθώ μια γυναίκα που δεν υποψιαζόταν πως την κοίταζε
κανείς. Το έκανα στις αδελφές μου, όμως πλησίαζα με τρόπο και σε
φωτισμένα παράθυρα. Με λίγη τύχη, έβλεπα γυναίκες ή κοπέλες να
ξεντύνονται, να στρώνουν τα ρούχα τους ή ακόμη και μια ιδέα από
σάρκα. Ερεθιζόμουν όχι μονάχα από τα προφανώς αισθησιακά στοιχεία,
αλλά κι από το αίσθημα της εξουσίας. Αισθανόμουν πως τους
αποσπούσα κάτι από την ουσία τους, άρπαζα κάτι που το νόμιζαν
προσωπικό και κρυμμένο».
Σύντομα προχώρησε στην κλοπή γυναικείων εσωρούχων από τις
μπουγάδες της γειτονιάς, ακόμη κι από τη γιαγιά του, την Ένα. Του
άρεσε να τα φοράει στα κρυφά, να αυνανίζεται επάνω τους…
Με ένα χασμουρητό, ο Στράικ προχώρησε μερικές σελίδες παρακάτω,
σταματώντας σε ένα σημείο του τέταρτου κεφαλαίου.
…ήσυχο μέλος της ομάδας διαχείρισης αλληλογραφίας στη Fleetwood
Electric, που άφησε κατάπληκτους τους συναδέλφους του όταν, μια
βραδιά που είχαν βγει έξω, φόρεσε το παλτό μιας συναδέλφου
προκειμένου να μιμηθεί την τραγουδίστρια Κέι Σταρ.
«Βλέπαμε τον μικρούλη Ντένις να τραγουδάει με την ψυχή του τον
“Τροχό της τύχης”, φορώντας το παλτό της Τζένι», δήλωσε στους
δημοσιογράφους συνάδελφος που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία
του, μετά τη σύλληψη του Κριντ. «Κάποιοι από τους μεγαλύτερους
στην παρέα ένιωσαν άβολα. Ορισμένοι μάλιστα είπαν πως δεν ήταν
φυσικά πράγματα αυτά, μετά. Οι νεότεροι όμως τον
καταχειροκροτήσαμε. Από εκείνο το βράδυ κάπως βγήκε από το
καβούκι του».
Όμως, η φαντασίωση που συνάρπαζε τον Κριντ δεν είχε να κάνει με
ερασιτεχνικά μασκαρέματα και τραγούδια στις παμπ. Καθώς οι
ανυποψίαστοι συνάδελφοί του παρακολουθούσαν τον πιωμένο
δεκαεξάχρονο να εντυπωσιάζει στη σκηνή, οι περίτεχνες φαντασιώσεις
του αποκτούσαν ακόμη πιο σαδιστικές διαστάσεις…
Οι συνάδελφοι στην εταιρεία έφριξαν όταν ο «μικρούλης Ντένις»
συνελήφθη για τον βιασμό και τον βασανισμό της Σίλα Γκάσκινς, μιας
πωλήτριας 22 ετών, την οποία είχε ακολουθήσει όταν αυτή
αποβιβάστηκε από ένα νυχτερινό λεωφορείο. Η Γκάσκινς, η οποία
επιβίωσε από την επίθεση χάρη σε έναν νυχτοφύλακα ο οποίος άκουσε
φωνές παρακάτω στο σοκάκι, μπόρεσε να καταθέσει εναντίον του στη
δίκη.
Μετά την καταδίκη του, εξέτισε ποινή πέντε ετών στις φυλακές του
Πέντονβιλ. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ο Κριντ θα υπέκυπτε
σε μια ξαφνική παρόρμηση.
Ο Στράικ έκανε μια παύση προκειμένου να ανάψει τσιγάρο κι ύστερα
προχώρησε δέκα κεφάλαια παρακάτω στο βιβλίο, μέχρι που την προσοχή
του τράβηξε ένα γνώριμο όνομα.
…η Μάργκοτ Μπάμπορο, γενική ιατρός στο Κλέρκενγουελ, στις 11
Οκτωβρίου του 1974.
Ο επιθεωρητής Μπιλ Τάλμποτ, ο οποίος ανέλαβε επικεφαλής των
ερευνών, εντόπισε αμέσως ορισμένες ύποπτες ομοιότητες μεταξύ της
εξαφάνισης της νεαρής γιατρού και των περιπτώσεων της Βέρα Κένι και
της Γκέιλ Ράιτμαν.
Τόσο η Κένι όσο και η Ράιτμαν είχαν απαχτεί βροχερές νύχτες, όταν η
παρουσία ανοιχτών ομπρελών και βρεγμένων παρμπρίζ συνιστούσαν
βολικά εμπόδια για τυχόν μάρτυρες. Το βράδυ που εξαφανίστηκε η
Μάργκοτ Μπάμπορο, έβρεχε καταρρακτωδώς.
Ένα φορτηγάκι, το οποίο έφερε πιθανότατα πλαστές πινακίδες
κυκλοφορίες, είχε εντοπιστεί στις περιοχές όπου κινούνταν τόσο η Κένι
όσο και η Ράιτμαν λίγο πριν από την εξαφάνισή τους. Τρεις
διαφορετικοί μάρτυρες παρουσιάστηκαν και κατέθεσαν πως ένα
παρόμοιο λευκό φορτηγάκι είχε εντοπιστεί εκείνη τη νύχτα να
απομακρύνεται με ταχύτητα από την περιοχή όπου βρισκόταν το ιατρείο
της Μάργκοτ Μπάμπορο.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε η μαρτυρία ενός οδηγού, ο οποίος
είχε εντοπίσει δύο γυναίκες στον δρόμο, εκ των οποίων η μία έμοιαζε
αδιάθετη ή λιπόθυμη, ενώ η δεύτερη την υποβάσταζε. Ο Τάλμποτ
αμέσως συνέδεσε τη μαρτυρία αυτή με την περίπτωση της μεθυσμένης
Βέρα Κένι, η οποία είχε εντοπιστεί να επιβιβάζεται σε ένα φορτηγάκι,
συνοδευόμενη από ένα άτομο που έμοιαζε με δεύτερη γυναίκα, καθώς
και τη μαρτυρία της Πέγκι Χίσκετ, η οποία είχε καταγγείλει τον άντρα
που την πλησίασε, ντυμένο σαν γυναίκα, σε απόμερη στάση
λεωφορείου και είχε επιχειρήσει να την πείσει να πιει από ένα μπουκάλι
μπίρας το οποίο είχε μαζί του, καταλήγοντας να γίνει επιθετικός πριν,
ευτυχώς, η γυναίκα καταφέρει να τραβήξει την προσοχή του οδηγού
ενός περαστικού αυτοκινήτου.
Πεπεισμένος ότι η Μπάμπορο είχε πέσει θύμα του κατά συρροή
δολοφόνου που πλέον ήταν γνωστός ως Χασάπης του Έσεξ, ο
Τάλμποτ…
Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπά το κινητό του Στράικ. Προσπαθώντας
να μη χάσει τη σελίδα στην οποία βρισκόταν, ο Στράικ το έπιασε και
απάντησε, χωρίς να κοιτάξει στην οθόνη ποιος του τηλεφωνούσε.
«Στράικ».
«Γεια σου, Μπλούι», είπε μια γυναικεία φωνή σιγανά.
Ο Στράικ ακούμπησε το βιβλίο ανοιχτό στο κρεβάτι, με τις σελίδες προς
τα κάτω. Ακολούθησε μια παύση, στη διάρκεια της οποίας άκουγε την
ανάσα της Σάρλοτ.
«Τι θες;»
«Να σου μιλήσω», είπε εκείνη.
«Για τι πράγμα;»
«Δεν ξέρω», του απάντησε γελώντας πνιχτά. «Διάλεξε εσύ ένα θέμα».
Ο Στράικ αναγνώρισε εκείνη τη διάθεση. Η Σάρλοτ είχε ήδη κατεβάσει
μισό μπουκάλι κρασί ή ίσως είχε πιει μερικά ποτήρια ουίσκι. Υπήρχε μια
στιγμή μέθης –ούτε καν μέθης, μιας ηπιότητας γεννημένης μέσα από το
αλκοόλ– όπου εμφανιζόταν μια Σάρλοτ συμπαθέστατη, αν όχι
διασκεδαστική, αλλά όχι ακόμη επιθετική ή μεμψίμοιρη. Ο Στράικ,
μάλιστα, κάποια στιγμή είχε αναρωτηθεί, προς το τέλος του αρραβώνα
τους, όταν η εγγενής ειλικρίνειά του τον υποχρέωσε να έρθει αντιμέτωπος
με την πραγματικότητα και να θέσει δύσκολα ερωτήματα, πόσο
ρεαλιστικό ή υγιές ήταν να θέλει μια σύζυγο η οποία θα βρισκόταν
διαρκώς σε κατάσταση ελαφριάς μέθης.
«Δε μου τηλεφώνησες όπως ζήτησα», είπε η Σάρλοτ. «Άφησα μήνυμα
στη Ρόμπιν. Δε σου το μετέφερε;»
«Ναι, μου το μετέφερε».
«Εσύ όμως δε μου τηλεφώνησες».
«Τι θέλεις τέλος πάντων, Σάρλοτ;»
Το λογικό κομμάτι του εγκεφάλου του τον προέτρεπε να τερματίσει την
κλήση, εκείνος όμως συνέχιζε να κρατά το κινητό στο αυτί του,
ακούγοντας, περιμένοντας. Η Σάρλοτ είχε αποτελέσει για μεγάλο
διάστημα κάτι σαν ναρκωτικό: ναρκωτικό ή αρρώστια.
«Ενδιαφέρον», είπε η Σάρλοτ νωχελικά. «Σκέφτηκα πως ίσως
αποφάσισε να μη σου μεταφέρει το μήνυμα».
Ο Στράικ δε μίλησε.
«Τι έγινε, τα φτιάξατε ή ακόμη; Γλυκούλα είναι. Και πάντοτε παρούσα.
Έτοιμη ανά πάσα στιγμή. Πολύ βολικ…»
«Γιατί τηλεφώνησες;»
«Σου είπα, ήθελα να σου μιλήσω… ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα; Τα
πρώτα γενέθλια των διδύμων. Ολόκληρη η φαμίλια των Ρος κατέφτασε
για να τα καμαρώσει. Τώρα μόλις μπόρεσα να βρω μια στιγμή ησυχίας
όλη μέρα».
Ο Στράικ γνώριζε φυσικά ότι η Σάρλοτ είχε αποκτήσει δίδυμα. Η
σχετική ανακοίνωση είχε δημοσιευτεί στους Times, μιας και ο σύζυγός
της ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας που συνήθιζε να ανακοινώνει
γεννήσεις, γάμους και θανάτους μέσα από τις στήλες της συγκεκριμένης
εφημερίδας, αν και, εν προκειμένω, ο Στράικ δεν είχε διαβάσει την
είδηση εκεί. Η Ίλσα ήταν εκείνη που του μετέφερε την πληροφορία,
οπότε ο Στράικ θυμήθηκε αμέσως τα λόγια που του είχε πει η Σάρλοτ,
ενώ βρίσκονταν καθισμένοι σε ένα τραπέζι εστιατορίου όπου τον είχε
παρασύρει, εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο.
Το μόνο που μου επέτρεψε να αντέξω αυτή την εγκυμοσύνη είναι η σκέψη
πως, από τη στιγμή που θα τα γεννήσω, μπορώ να φύγω.
Τα μωρά όμως είχαν γεννηθεί πρόωρα και η Σάρλοτ δεν τα εγκατέλειψε.
Σάρκα από τη σάρκα σου είναι τα παιδιά. Οι άντρες δε σκαμπάζουν από
κάτι τέτοια.
Μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες είχαν προηγηθεί άλλα δύο
μεθυσμένα τηλεφωνήματα σαν κι αυτό, και τα δύο αργά τη νύχτα. Ο
Στράικ είχε τερματίσει το πρώτο μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, καθώς
την ίδια στιγμή προσπαθούσε να του τηλεφωνήσει η Ρόμπιν. Στο δεύτερο,
η Σάρλοτ είχε τερματίσει απότομα την κλήση ύστερα από λίγα λεπτά.
«Κανείς δεν περίμενε πως θα κατάφερναν να ζήσουν, το ήξερες αυτό;»
ρωτούσε τώρα η Σάρλοτ. «Πρόκειται», ψιθύρισε, «για θαύμα».
«Είναι τα γενέθλια των παιδιών σου σήμερα, μη σε κρατάω άλλο», είπε
ο Στράικ. «Καληνύχτα, Σάρ…»
«Μην κλείσεις», του είπε ξαφνικά επιτακτικά. «Σε παρακαλώ, μην
κλείσεις».
Κλείσε, αντέτεινε η φωνή μέσα στο κεφάλι του. Δεν το έκανε.
«Κοιμούνται του καλού καιρού. Ούτε που καταλαβαίνουν πως είναι τα
γενέθλιά τους, η όλη κατάσταση είναι γελοία. Καθόμαστε και
γιορτάζουμε την επέτειο εκείνου του γαμημένου εφιάλτη. Ήταν απαίσια,
με έβαλαν κάτω και με έσκισαν σαν σφαχτάρι…»
«Πρέπει να κλείσω», είπε ο Στράικ. «Έχω δουλειά».
«Σε παρακαλώ», επανέλαβε εκείνη σχεδόν σπαραχτικά. «Καλέ μου,
είμαι τόσο δυστυχισμένη, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο, βρίσκομαι σε
άθλια κατάσταση…»
«Είσαι παντρεμένη, μητέρα δύο παιδιών», της απάντησε ο Στράικ ωμά,
«και δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος άνθρωπος για να βγάλεις τα εσώψυχά
σου. Υπάρχουν γραμμές στήριξης που μπορείς να καλέσεις ανώνυμα.
Καληνύχτα, Σάρλοτ».
Έκλεισε το τηλέφωνο.
Εν τω μεταξύ, η βροχή είχε δυναμώσει. Οι σταγόνες χτυπούσαν
ρυθμικά πάνω στα σκοτεινά παράθυρα. Το πρόσωπο του Ντένις Κριντ
ξεπρόβαλε ανάποδα μέσα από το εξώφυλλο του παρατημένου βιβλίου. Τα
μάτια με τις ανοιχτόχρωμες βλεφαρίδες έμοιαζαν να έχουν γυρίσει στο
αναποδογυρισμένο πρόσωπο. Ήταν μια ανατριχιαστική εικόνα, λες και τα
μάτια είχαν ζωντανέψει πάνω στη φωτογραφία.
Ο Κόρμοραν Στράικ έπιασε και πάλι το βιβλίο και συνέχισε την
ανάγνωση.
9
Καλέ μου κύριε, πες μου πως τη φιλία πια γυρεύεις,
μιας και για δική σου χάρη σε περιπέτειες μπήκα,
και τις πληγές αυτές ακόμη κουβαλάω,
μα τώρα με τη σειρά σου θα με ξεπληρώσεις.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ο Τζορτζ Λέιμπορν δεν είχε καταφέρει ακόμη να εξασφαλίσει τον φάκελο


της υπόθεσης Μπάμπορο μέχρι να φτάσουν τα γενέθλια της Ρόμπιν.
Για πρώτη φορά στη ζωή της, ξύπνησε το πρωί της ένατης ημέρας του
Οκτωβρίου, θυμήθηκε τι μέρα ήταν και δε βίωσε τον παραμικρό
ενθουσιασμό, αλλά μια απογοήτευση. Σήμερα έκλεινε τα είκοσι εννέα, κι
ο αριθμός αυτός της ακουγόταν κάπως παράξενα. Δεν ήταν ένας αριθμός
που από μόνος του είχε σημασία, αλλά περισσότερο φάνταζε με πινακίδα
που έγραφε: «Επόμενη στάση: ΤΡΙΑΝΤΑ». Έτσι όπως παρέμεινε
ξαπλωμένη για μερικές στιγμές στο διπλό κρεβάτι του νοικιασμένου
δωματίου της, θυμήθηκε αυτό που της είχε πει η αγαπημένη της ξαδέλφη,
η Κέιτι, την τελευταία φορά που η Ρόμπιν ανηφόρισε στη γενέτειρά της,
όταν η Ρόμπιν βοηθούσε τον δίχρονο γιο της Κέιτι να φτιάξει τερατάκια
με πλαστελίνη, για να καβαλήσουν το φορτηγάκι του.
«Είναι λες και κινείσαι σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση απ’ ό,τι
όλοι εμείς».
Την επόμενη στιγμή, καθώς διέκρινε στην όψη της Ρόμπιν κάτι που την
έκανε να μετανιώσει γι’ αυτό που είχε πει, η Κέιτι έσπευσε να
συμπληρώσει:
«Δεν το είπα για κακό! Δείχνεις πραγματικά ευτυχισμένη. Ελεύθερη,
θέλω να πω! Ειλικρινά», είχε πει η Κέιτι, κι ήταν φανερό πως δεν το
εννοούσε πραγματικά, «είναι φορές που σε ζηλεύω».
Η Ρόμπιν δεν είχε μετανιώσει ούτε στιγμή για τον τερματισμό ενός
γάμου ο οποίος, στο τελικό του στάδιο, της προκαλούσε βαθιά δυστυχία.
Θυμόταν ακόμη εκείνη τη διάθεση, που ευτυχώς δεν είχε βιώσει από τότε,
όπου όλα τα χρώματα έμοιαζαν να στραγγίζουν από το περιβάλλον της,
και μάλιστα ήταν ένα όμορφο περιβάλλον: ήξερε πως το παλιό
καπετανέικο κτίριο στο Ντέπ­φορντ, όπου είχε χωρίσει οριστικά με τον
Μάθιου, ήταν ένα πολύ όμορφο μέρος, κι όμως ήταν παράξενο το πόσο
ελάχιστες λεπτομέρειες από αυτό μπορούσε να ανακαλέσει τώρα στη
μνήμη της. Το μόνο που θυμόταν με κάποια διαύγεια ήταν τη νεκρωμένη
διάθεση την οποία είχε υπομείνει μέσα σ’ εκείνους τους τοίχους, τα
διαρκή αισθήματα τύψεων και φόβου, καθώς και τη φρίκη που συνόδεψε
τη συνειδητοποίηση ότι είχε αλυσοδεθεί με έναν άνθρωπο τον οποίο δε
συμπαθούσε καν και με τον οποίο δεν είχε σχεδόν τίποτε κοινό.
Κι όμως, ο τρόπος που είχε επιχειρήσει η Κέιτι να διασκεδάσει τις
εντυπώσεις, χαρακτηρίζοντας την τωρινή ζωή της Ρόμπιν «ευτυχισμένη»
και «ελεύθερη», δεν ανταποκρινόταν πλήρως στην πραγματικότητα. Εδώ
και κάποια χρόνια η Ρόμπιν παρακολουθούσε τον Στράικ να δίνει
προτεραιότητα στην επαγγελματική ζωή του απέναντι σε καθετί άλλο –
για την ακρίβεια, η πρώτη φορά που η Ρόμπιν τον θυμόταν να αλλάζει το
πρόγραμμά του και να θεωρεί το οτιδήποτε πέρα από τη δουλειά βασική
του έγνοια ήταν όταν είχε γίνει η διάγνωση της Τζόαν– και τώρα πια η
Ρόμπιν, με τη σειρά της, αισθανόταν πως την κατάπινε κι εκείνη η
δουλειά, πράγμα που της ήταν ευχάριστο, σε σημείο που κατέληγε να
είναι σχεδόν το παν. Και καθώς επιτέλους βίωνε αυτό που επιθυμούσε,
από την πρώτη στιγμή που είχε διαβεί τη γυάλινη πόρτα του γραφείου του
Στράικ, πλέον κατανοούσε και την προοπτική της μοναξιάς που μπορούσε
να συνοδεύει ένα και μόνο κυρίαρχο πάθος.
Το να έχει το κρεβάτι ολόκληρο δικό της αποτελούσε στην αρχή πηγή
μεγάλης ικανοποίησης: κανείς δεν της έκανε μούτρα με την πλάτη
γυρισμένη, κανείς δεν γκρίνιαζε πως δε συμμετείχε όσο της αναλογούσε
στα έξοδα του σπιτιού, ούτε της ζάλιζε τα αυτιά με την περίπτωση να
πάρει προαγωγή· κανείς δεν την πίεζε να κάνει σεξ, που είχε καταλήξει
αγγαρεία αντί για απόλαυση. Κι όμως, παρότι ο Μάθιου δεν της έλειπε
ούτε στο ελάχιστο, μπορούσε να φανταστεί κάποια στιγμή (και αν ήθελε
να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, ίσως τη βίωνε ήδη) όπου η έλλειψη
της σωματικής επαφής, της τρυφερότητας, ακόμη και του σεξ –το οποίο,
στην περίπτωση της Ρόμπιν, αποτελούσε προοπτική περισσότερο σύνθετη
απ’ ό,τι για πολλές γυναίκες– θα κατέληγε να είναι όχι ευλογία αλλά ένα
σημαντικό κενό στη ζωή της.
Και τότε τι θα συνέβαινε; Μήπως θα κατέληγε κι εκείνη όπως ο Στράικ,
με μια σειρά από εραστές που θα περιορίζονταν συστηματικά σε ρόλο
κομπάρσου πίσω από τη δουλειά; Δεν είχε προλάβει να της έρθει εκείνη η
σκέψη και βρέθηκε να αναρωτιέται, όπως έκανε σχεδόν καθημερινά από
τότε, αν ο συνεργάτης της είχε τηλεφωνήσει στη Σάρλοτ Κάμπελ.
Εκνευρισμένη με τον εαυτό της, τίναξε πέρα τα σκεπάσματα και
προσπερνώντας τα πακέτα που περίμεναν πάνω στη συρταριέρα, πήγε να
κάνει ένα ντους.
Το νέο της σπίτι, στην οδό Φίνμπορο, καταλάμβανε τους δύο επάνω
ορόφους μιας πολυκατοικίας. Τα υπνοδωμάτια και το μπάνιο βρίσκονταν
στον τρίτο όροφο, ενώ οι κοινόχρηστοι χώροι στον τέταρτο. Έξω από το
καθιστικό υπήρχε μια μικρή βεράντα, όπου το ηλικιωμένο, δασύτριχο
ντάσχαουντ του ιδιοκτήτη, ο Βόλφγκανγκ, πήγαινε να λιαστεί όταν ο
καιρός ήταν καλός.
Η Ρόμπιν, που δεν έτρεφε καμία αυταπάτη σχετικά με τα διαθέσιμα
διαμερίσματα στο Λονδίνο για γυναίκες μόνες με μέτρια εισοδήματα,
ιδίως όταν η συγκεκριμένη γυναίκα έπρεπε να καλύπτει κι ένα σωρό
δικαστικά έξοδα, θεωρούσε τον εαυτό της εξαιρετικά τυχερό που ζούσε
σε ένα καθαρό, καλοσυντηρημένο και όμορφα διακοσμημένο διαμέρισμα,
έχοντας ένα διπλό δωμάτιο ολοδικό της και έναν συγκάτοικο τον οποίο
συμπαθούσε. Ο σπιτονοικοκύρης της, που έμενε στο ίδιο κτίριο, ήταν
ένας σαρανταδυάχρονος ηθοποιός ονόματι Μαξ Πρίστγουντ, που δεν
μπορούσε να συντηρήσει το σπίτι χωρίς νοικάρη. Ο Μαξ, που ήταν γκέι,
ήταν αυτό που η μητέρα της Ρόμπιν θα περιέγραφε ως αρρενωπά
γοητευτικός: ψηλός, με φαρδιούς ώμους, πυκνά ξανθά μαλλιά και ένα
μόνιμα κουρασμένο βλέμμα στα γκρίζα μάτια του. Παράλληλα, ήταν
φίλος από παλιά με την Ίλσα, που είχε φοιτήσει στην ίδια σχολή με τον
μικρότερο αδελφό του.
Παρά τις διαβεβαιώσεις της Ίλσα πως «ο Μαξ είναι αξιαγάπητος
άνθρωπος», η Ρόμπιν είχε περάσει τους πρώτους μήνες στο σπίτι
παλεύοντας με την αμφιβολία μήπως είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος, όταν
αποφάσισε να συγκατοικήσει μαζί του, καθώς ο Μαξ έμοιαζε βυθισμένος
σε μια διαρκή δυσθυμία. Η Ρόμπιν είχε βάλει τα δυνατά της ώστε να είναι
μια καλή συγκάτοικος: ήταν από φυσικού της τακτική, δεν έβαζε ποτέ να
ακούσει μουσική πολύ δυνατά, ούτε μαγείρευε πιάτα με έντονες
μυρωδιές· έκανε γλύκες στον Βόλφγκανγκ και θυμόταν να τον ταΐζει αν
τύχαινε να απουσιάζει ο Μαξ· δεν αμελούσε στιγμή να αντικαταστήσει το
υγρό για τα πιάτα ή το ρολό στην τουαλέτα, ενώ φρόντιζε να είναι
ευγενική και καλοδιάθετη κάθε φορά που έρχονταν σε επαφή, όμως ο
Μαξ σπανιότατα χαμογελούσε, κι όταν πρωτοήρθε η Ρόμπιν, φαινόταν να
του είναι εξαιρετικά δύσκολο ακόμη και να της μιλήσει. Μάλιστα, η
Ρόμπιν είχε αρχίσει να φοβάται ότι η Ίλσα είχε πιέσει τον Μαξ να τη
δεχτεί για νοικάρισσα.
Στους μήνες που μεσολάβησαν οι συζητήσεις μεταξύ τους είχαν γίνει
κάπως ευκολότερες, όμως ο Μαξ ουδέποτε ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός.
Υπήρχαν φορές που η Ρόμπιν ήταν ευγνώμων γι’ αυτή του την τάση να
δίνει μονολεκτικές απαντήσεις, γιατί όταν επέστρεφε ύστερα από
δωδεκάωρες βάρδιες παρακολούθησης, πιασμένη και κατάκοπη, με το
μυαλό της να αναλώνεται σε ένα σωρό έγνοιες για το γραφείο, το
τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να πρέπει να συζητήσει περί ανέμων
και υδάτων. Άλλες φορές, όταν μπορεί να ήθελε να ανεβεί επάνω, στο
μεγάλο καθιστικό, προτιμούσε να περιορίζεται στο δωμάτιό της, παρά να
αισθάνεται ότι εισέβαλλε στον προσωπικό χώρο του Μαξ.
Υποψιαζόταν πως ο βασικός λόγος της διαρκώς πεσμένης διάθεσης του
Μαξ ήταν η παρατεταμένη ανεργία του. Από τη στιγμή που
ολοκληρώθηκαν οι παραστάσεις στο Γουέστ Εντ του θεατρικού έργου
στο οποίο κρατούσε έναν μικρό ρόλο, πριν από τέσσερις μήνες, δεν είχε
καταφέρει να βρει άλλη δουλειά. Η Ρόμπιν σύντομα έμαθε να μην τον
ρωτάει αν είχε μπροστά του κάποιες οντισιόν. Μερικές φορές, ακόμη και
το να ρωτήσει «Πώς ήταν η ημέρα σου;» ακουγόταν αχρείαστα
επικριτικό. Ήξερε πως ο Μαξ προηγουμένως μοιραζόταν το διαμέρισμά
του με μια μακροχρόνια σχέση του, έναν άντρα που συμπτωματικά
ονομαζόταν επίσης Μάθιου. Η Ρόμπιν δεν ήξερε τίποτε σχετικά με τον
χωρισμό του Μαξ, πέρα από το ότι αυτός ο Μάθιου είχε παραχωρήσει
επίσημα το μερίδιό του στο διαμέρισμα στον Μαξ οικειοθελώς, πράγμα
το οποίο στη Ρόμπιν φάνταζε εξαιρετικά γενναιόδωρο, ειδικά όταν το
συνέκρινε με τη συμπεριφορά του δικού της τέως συζύγου.
Αφού έκανε ντους, η Ρόμπιν έριξε πάνω της μια ρόμπα και επέστρεψε
στο δωμάτιό της, προκειμένου να ανοίξει τα πακέτα που είχαν έρθει με το
ταχυδρομείο τις προηγούμενες ημέρες και τα οποία είχε φυλάξει γι’ αυτό
το πρωί. Κατέληξε να υποψιάζεται πως η μητέρα της είχε αγοράσει τα
έλαια αρωματοθεραπείας που θεωρητικά της είχε χαρίσει ο αδελφός της,
ο Μάρτιν, και ότι η χορτοφάγος νύφη της (που εκείνο τον καιρό ήταν
έγκυος στο πρώτο ανιψάκι της Ρόμπιν) είχε διαλέξει το χειροποίητο
πουλόβερ, το οποίο έφερνε πάρα πολύ στο στιλ των ρούχων που επέλεγε
η Τζένι για τον εαυτό της, και ότι ο άλλος αδελφός της, ο Τζόναθαν, είχε
καινούργια κοπέλα, η οποία κατά πάσα πιθανότητα είχε διαλέξει τα
κρεμαστά σκουλαρίκια. Νιώθοντας ελαφρώς πιο πεσμένη απ’ ό,τι πριν
ανοίξει τα δώρα, η Ρόμπιν ντύθηκε στα μαύρα από την κορυφή ως τα
νύχια, τα οποία θα φορούσε όλη μέρα στο γραφείο, όπου είχε να
τακτοποιήσει κάτι χαρτιά, στη συνάντηση για την ενημέρωση του
παρουσιαστή τον οποίο ταλαιπωρούσε η Καρτποστάλ και τελικά στα
ποτά που θα έπινε εκείνο το βράδυ με την Ίλσα και τη Βανέσα, την
αστυνομικό φίλη της, για να γιορτάσουν τα γενέθλιά της. Η Ίλσα της είχε
προτείνει να καλέσει τον Στράικ, αλλά η Ρόμπιν είχε απαντήσει πως
προτιμούσε να είναι μόνο κοπέλες, καθώς προσπαθούσε να αποφύγει
καταστάσεις που θα έδιναν ξανά στην Ίλσα την ευκαιρία να υποδυθεί την
προξενήτρα.
Όπως ετοιμαζόταν να φύγει από το δωμάτιο, το μάτι της Ρόμπιν έπεσε
πάνω στο αντίτυπο της βιογραφίας του Ντένις Κριντ που, όπως κι ο
Στράικ, είχε αγοράσει από το διαδίκτυο. Το αντίτυπό της ήταν κάπως πιο
ταλαιπωρημένο απ’ ό,τι το δικό του και είχε καθυστερήσει περισσότερο
να της παραδοθεί. Ως τώρα είχε διαβάσει ελάχιστα σημεία, κυρίως επειδή
συνήθως ήταν πάρα πολύ κουρασμένη τα βράδια για να κάνει οτιδήποτε
πέρα από το να σωριαστεί στο κρεβάτι, αλλά και επειδή τα όσα είχε
διαβάσει είχαν ήδη προκαλέσει την επανεμφάνιση των ψυχολογικών
συμπτωμάτων που κουβαλούσε από τον καιρό που ο πήχης της είχε
σκιστεί στα δύο, μια σκοτεινή νύχτα. Σήμερα όμως παράχωσε το βιβλίο
στην τσάντα της, για να συνεχίσει την ανάγνωση στο μετρό.
Η Ρόμπιν έλαβε ένα γραπτό μήνυμα από τη μητέρα της, την ώρα που
κατευθυνόταν στον σταθμό του μετρό, με το οποίο της ευχόταν
χαρούμενα γενέθλια και της ζητούσε να τσεκάρει το email της. Αυτό
έκανε, οπότε διαπίστωσε πως της είχαν στείλει οι γονείς της μια
δωροκάρτα των εκατόν πενήντα λιρών για τα Selfridges. Το δώρο ήταν
κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενο, καθώς η Ρόμπιν δεν είχε σχεδόν
καθόλου χρήματα να διαθέσει για οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί
σαν προσωπικό έξοδο, έχοντας τακτοποιήσει τα έξοδα για τη δικηγόρο, το
νοίκι και τους υπόλοιπους λογαριασμούς.
Νιώθοντας κάπως πιο ευδιάθετη, καθώς καθόταν σε μια γωνιά του
τρένου, η Ρόμπιν έβγαλε τον Δαίμονα του Πάρανταϊς Παρκ από την
τσάντα της και άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα όπου είχε σταματήσει την
ανάγνωση.
Η σύμπτωση που προέκυψε από την πρώτη κιόλας αράδα, της
προκάλεσε ένα αλλόκοτο, εσωτερικό ρίγος.
Κεφάλαιο 5
Παρότι δεν το είχε συνειδητοποιήσει, ο Ντένις Κριντ αποφυλακίστηκε
ανήμερα των πραγματικών 29ων γενεθλίων του, στις 19 Νοεμβρίου του
1966. Η γιαγιά του, η Ένα, είχε πεθάνει ενόσω εκείνος παρέμενε
κρατούμενος στο Μπρίξτον και δεν τέθηκε καν ζήτημα να γυρίσει για
να συγκατοικήσει με τον παππού του. Στενούς φίλους για να στραφεί
δεν είχε, κι οποιοσδήποτε μπορεί να είχε κάτι θετικό να πει γι’ αυτόν
πριν από τη δεύτερη καταδίκη του για βιασμό δεν έδειξε, όπως ήταν
απολύτως κατανοητό, καμία διάθεση να σπεύσει να τον συναντήσει ή
να τον συνδράμει. Ο Κριντ πέρασε την πρώτη του νύχτα ως ελεύθερος
άνθρωπος σε έναν ξενώνα κοντά στο Κινγκς Κρος.
Έπειτα από μία εβδομάδα διανυκτερεύσεων σε διάφορους ξενώνες ή
παγκάκια πάρκων, ο Κριντ κατάφερε να βρει ένα δωματιάκι σε μια
πανσιόν. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ο Κριντ μετακινούνταν από το
ένα άθλιο δωμάτιο στο επόμενο, βγάζοντας μετά βίας ένα μεροκάματο,
ενώ υπήρξαν και περίοδοι που ζούσε σαν άστεγος. Αργότερα μου
δήλωσε πως την περίοδο εκείνη σύχναζε σε ιερόδουλες, όμως το 1968
δολοφόνησε το πρώτο του θύμα.
Η μαθήτρια Τζέραλντιν Κρίστι επέστρεφε με τα πόδια στο σπίτι…
Η Ρόμπιν προσπέρασε την επόμενη μιάμιση σελίδα. Δεν αισθανόταν
καμία ιδιαίτερη διάθεση να διαβάσει τις λεπτομέρειες των όσων υπέφερε
η Τζέραλντιν Κρίστι στα χέρια του Κριντ.
…ώσπου τελικά το 1970, ο Κριντ εξασφάλισε μόνιμη κατοικία στο
υπόγειο μιας πανσιόν την οποία διεύθυνε η Βάιολετ Κούπερ, μια
πενηντάχρονη πρώην αμπιγιέζ, η οποία, όπως και η γιαγιά του Κριντ,
βρισκόταν στα πρώτα στάδια του αλκοολισμού. Αυτό το κτίριο, το
οποίο έχει πλέον κατεδαφιστεί, θα κατέληγε με τον καιρό να καταστεί
διαβόητο ως ο «θάλαμος βασανιστηρίων» του Κριντ. Ήταν ένα κτίριο
ψηλό, στενό, καμωμένο από λερά τούβλα και βρισκόταν στην οδό
Λίβερπουλ, κοντά στο Πάρανταϊς Παρκ.
Ο Κριντ παρουσίασε στην Κούπερ πλαστές συστάσεις, τις οποίες εκείνη
δεν μπήκε στον κόπο να διασταυρώσει και ισχυρίστηκε πως πρόσφατα
είχε απολυθεί από το μπαρ όπου εργαζόταν, αλλά ένας φίλος τού είχε
υποσχεθεί δουλειά σε κάποιο παρακείμενο εστιατόριο. Απαντώντας σε
ερώτηση του συνηγόρου υπεράσπισης στη δίκη του Κριντ για ποιο λόγο
δέχτηκε πρόθυμα να νοικιάσει δωμάτιο σε έναν άνεργο άντρα που δεν
είχε σταθερή προηγούμενη κατοικία, η Κούπερ απάντησε πως ήταν
«καλόκαρδη» και ότι ο Κριντ της είχε φανεί «γλυκός νεαρός, κάπως
χαμένος και μοναχικός».
Η απόφασή της να νοικιάσει αρχικά ένα δωμάτιο και στη συνέχεια
ολόκληρο το υπόγειο στον Ντένις Κριντ έμελλε να στοιχίσει στη
Βάιολετ Κούπερ ακριβά. Παρά τις επίμονες αρνήσεις της στη διάρκεια
της δίκης ότι δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι συνέβαινε στο
υπόγειο της πανσιόν της, η Βάιολετ Κούπερ ήρθε έκτοτε αντιμέτωπη με
πλήθος υποψιών και επικρίσεων. Στο διάστημα που μεσολάβησε,
υιοθέτησε νέα ταυτότητα, την οποία συμφώνησα να μην αποκαλύψω.
«Νόμιζα πως ήταν πούστης», λέει σήμερα η Κούπερ. «Είχα δει άτομα
σαν του λόγου του στο θέατρο. Τον λυπήθηκα, αυτή είναι η αλήθεια».
Ευτραφής γυναίκα, το πρόσωπο της οποίας φέρνει ανάγλυφα τα
σημάδια τόσο του χρόνου όσο και του αλκοόλ, ομολογεί πως με τον
Κριντ σύντομα ανέπτυξαν στενή φιλία. Κατά διαστήματα στη διάρκεια
της συζήτησής μας, έμοιαζε να ξεχνά πως ο νεαρός «Ντεν» που πέρασε
πολλά βράδια μαζί της, στο προσωπικό της καθιστικό, πιωμένοι και οι
δύο, ενώ τραγουδούσαν τους στίχους των δίσκων της συλλογής της,
ήταν ένας κατά συρροή δολοφόνος που δρούσε στο υπόγειο του σπιτιού
της.
«Του έστειλα γράμμα, ξέρετε», λέει. «Μετά που καταδικάστηκε. Του
έγραψα: “Αν αισθάνθηκες ποτέ σου κάτι για μένα, αν κάτι απ’ όλα αυτά
που ζήσαμε ήταν αληθινό, πες μου αν έβλαψες κάποια από εκείνες τις
άλλες γυναίκες. Πλέον δεν έχεις τίποτε να χάσεις, Ντεν”, του έλεγα,
“και θα μπορούσες να βοηθήσεις πολλούς ανθρώπους να ησυχάσουν”».
Όμως, στην απαντητική του επιστολή, ο Κριντ δεν ομολόγησε το
παραμικρό.
«Άρρωστος, αυτό είναι. Τότε το συνειδητοποίησα. Το μόνο που έκανε
ήταν να καθίσει και να αντιγράψει τους στίχους από ένα παλιό τραγούδι
της Ρόζμαρι Κλούνεϊ, που το τραγουδούσαμε καμιά φορά μαζί, το “Έλα
στο σπίτι μου”. Ξέρετε ποιο λέω… “Έλα λίγο στο σπίτι μου, έλα, να σε
κεράσω καραμέλα…” Τότε κατάλαβα πως με μισούσε, έτσι όπως
μισούσε κι όλες εκείνες τις γυναίκες. Με κορόιδευε, αυτό έκανε».
Κι όμως, το 1970, όταν εγκαταστάθηκε αρχικά ο Κριντ στο υπόγειό της,
είχε δείξει ιδιαίτερη προθυμία να γίνει αρεστός στη σπιτονοικοκυρά
του, η οποία ομολογεί πως γρήγορα εξελίχτηκε σε έναν συνδυασμό γιου
και έμπιστου φίλου. Η Βάιολετ έπεισε τη φίλη της, Μπέριλ Γκουλντ,
ιδιοκτήτρια ενός καθαριστηρίου, να προσλάβει τον νεαρό Ντεν για τις
παραδόσεις του καταστήματος, κι έτσι εξασφάλισε πρόσβαση στο
φορτηγάκι που σύντομα θα γινόταν διαβόητο μέσα από τις σελίδες των
εφημερίδων…
Είκοσι λεπτά αφότου επιβιβάστηκε στο τρένο, η Ρόμπιν κατέβηκε στην
πλατεία Λέστερ. Καθώς έβγαινε στο φως της ημέρας, το κινητό της
δονήθηκε μέσα στην τσέπη της. Το έβγαλε και διαπίστωσε πως ο Στράικ
της είχε στείλει γραπτό μήνυμα. Στάθηκε σε μιαν άκρη, για να μη
βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος που έβγαινε από τον σταθμό, και το
άνοιξε.
Εξελίξεις: Εντόπισα τον δρα Ντινές Γκάπτα, γενικό ιατρό, ο οποίος
εργαζόταν μαζί με τη Μάργκοτ στο ιατρείο στο Κλέρκενγουελ το
1974. Ο άνθρωπος είναι πλέον ογδοντάρης και βάλε, όμως
ακούστηκε απόλυτα συγκροτημένος και δέχτηκε ευχαρίστως να με
συναντήσει το απόγευμα στο σπίτι του, στο Άμερσαμ. Αυτή τη
στιγμή παρακολουθώ τον Χοροπηδηχτούλη να παίρνει το πρωινό
του στο Σόχο. Θα ζητήσω από τον Μπάρκλεϊ να με σκαντζάρει την
ώρα του μεσημεριανού φαγητού και θα πάω γραμμή στου Γκάπτα.
Υπάρχει περίπτωση να αναβάλεις τη συνάντηση με τον
παρουσιαστή, για να πάμε μαζί;
Η Ρόμπιν ένιωσε ένα σφίξιμο. Είχε χρειαστεί ήδη μία φορά να αλλάξει
την ώρα συνάντησης με τον παρουσιαστή και το θεωρούσε άδικο να το
κάνει και δεύτερη φορά, ιδίως την τελευταία στιγμή. Από την άλλη, θα
ήθελε να συναντήσει τον δρα Ντινές Γκάπτα.
Δε γίνεται να του ρίξω άκυρο δεύτερη φορά, πληκτρολόγησε στο
κινητό της. Πες μου πώς πήγε η συνάντηση.
Έγινε, απάντησε ο Στράικ.
Η Ρόμπιν συνέχισε να παρατηρεί την οθόνη του κινητού της για μερικά
ακόμη δευτερόλεπτα. Ο Στράικ είχε ξεχάσει τα γενέθλιά της πέρυσι,
συνειδητοποίησε την παράλειψη με μία εβδομάδα καθυστέρηση και της
πήρε λουλούδια. Με δεδομένο πως της είχε φανεί ότι αισθάνθηκε τύψεις
για το λάθος του, η Ρόμπιν είχε φανταστεί πως μπορεί να σημείωνε κάπου
την ημερομηνία, ίσως να έβαζε και μια υπενθύμιση στο κινητό του φέτος.
Όμως δεν εμφανίστηκε κανένα «Με την ευκαιρία, Χρόνια Πολλά!» στην
οθόνη, οπότε έβαλε το κινητό ξανά στην τσέπη της και αγέλαστη πήρε
τον δρόμο για το γραφείο.
10
Κι αν γίνεται από την όψη τον νου του ανθρώπου να διαβάσεις,
έμοιαζε σοφός και σοβαρός κύριος…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

«Σκέφτεστε», είπε ο βραχύσωμος, διοπτροφόρος ηλικιωμένος γιατρός,


που φάνταζε ακόμη πιο μικροκαμωμένος έτσι όπως τον επισκίαζε τόσο το
κοστούμι όσο και η πολυθρόνα του, «πως μοιάζω με τον Γκάντι».
Ο Στράικ, που αυτό ακριβώς σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή,
αιφνιδιάστηκε και γέλασε.
Ο ογδόντα ενός ετών γιατρός έμοιαζε να έχει ζαρώσει μέσα στο
κοστούμι του· κολυμπούσε μέσα στο κολάρο και στα μανικέτια του
πουκαμίσου του, ενώ οι αστράγαλοί του διαγράφονταν αποστεωμένοι
κάτω από τις μαύρες μεταξωτές κάλτσες. Τούφες από άσπρες τρίχες
ξεπρόβαλλαν τόσο μέσα όσο και πάνω από τα αυτιά του, ενώ φορούσε
γυαλιά με κοκάλινο σκελετό. Τα εντονότερα χαρακτηριστικά στο
καλόγνωμο μελαψό του πρόσωπο ήταν η γερακίσια μύτη και τα σκούρα
μάτια, που μόνο αυτά έμοιαζαν να έχουν γλιτώσει από τα γηρατειά, κι
ήταν φωτεινά και ξύπνια σαν τρυποκάρυδου.
Ούτε ένας κόκκος σκόνης δε στιγμάτιζε το υποδειγματικά στιλβωμένο
τραπεζάκι του καφέ ανάμεσά τους, το οποίο βρισκόταν σε ένα δωμάτιο
που έδινε την εντύπωση πως σπάνια χρησιμοποιούνταν, σε εξαιρετικές
περιπτώσεις. Το βαθύ χρυσό της ταπετσαρίας στον καναπέ και στις
πολυθρόνες έλαμπε άψογο στο φως του φθινοπωρινού ήλιου που
διαχεόταν μέσα από τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες. Τέσσερις
φωτογραφίες, τοποθετημένες σε επίχρυσες κορνίζες, κρέμονταν ανά
ζεύγη στον τοίχο, αριστερά και δεξιά από τις δαντελωτές κουρτίνες.
Καθεμία από τις κορνίζες περιείχε τη φωτογραφία μιας διαφορετικής
μελαχρινής νεαρής γυναίκας, όλες τους ντυμένες με τηβέννους και
τετράγωνα καπέλα, να κρατούν τους παπύρους πτυχίων.
Η κυρία Γκάπτα, μια μικροσκοπική, ελαφρώς κουφή γκριζομάλλα
γυναίκα, είχε αναφέρει ήδη με καμάρι στον Στράικ τα πτυχία που είχαν
πάρει οι θυγατέρες της: δύο ιατρικής, ένα γλωσσολογίας και ένα
επιστήμης των υπολογιστών, αλλά και πόσο καλά τα πήγαινε καθεμιά
τους στον τομέα όπου επέλεξε να σταδιοδρομήσει. Του είχε δείξει επίσης
φωτογραφίες των έξι εγγονών της που ευλογούσαν μέχρι στιγμή τη ζωή
της ίδιας και του συζύγου της. Μονάχα η μικρότερη από τις κόρες
παρέμενε άτεκνη, «όμως θα κάνει κι αυτή παιδιά», αποφάνθηκε η κυρία
Γκάπτα με βεβαιότητα που θύμιζε την Τζόαν. «Δεν πρόκειται να
ευτυχήσει αλλιώς».
Αφού τοποθέτησε μπροστά στον Στράικ και στον σύζυγό της τσάι
σερβιρισμένο σε πορσελάνινα φλιτζάνια, καθώς κι ένα πιατάκι με ρολά
σύκου, η κυρία Γκάπτα αποσύρθηκε στην κουζίνα, όπου η τηλεόραση
έπαιζε το Escape to the Country με τον ήχο στο τέρμα.
«Συμπτωματικά, ο πατέρας μου συνάντησε τον Γκάντι, όταν εκείνος,
νέος ακόμη, επισκέφθηκε το Λονδίνο το 1931», είπε ο δρ Γκάπτα, καθώς
επέλεγε ένα ρολό σύκου. «Είχε σπουδάσει κι εκείνος νομική στο Λονδίνο,
βλέπετε, αν και λίγο μετά τον Γκάντι. Όμως η δική μας οικογένεια είχε
μεγαλύτερη οικονομική άνεση. Αντίθετα με τον Γκάντι, ο πατέρας μου
είχε την οικονομική δυνατότητα να φέρει τη σύζυγό του στην Αγγλία μαζί
του. Οι γονείς μου αποφάσισαν να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο
όταν ο μπαμπάς έλαβε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.
»Οπότε, η στενή οικογένειά μου δε βίωσε τον διαχωρισμό. Ως προς
αυτό σταθήκαμε πολύ τυχεροί. Οι παππούδες μου και δύο από τις θείες
μου σκοτώθηκαν, καθώς επιχειρούσαν να διαφύγουν από την Ανατολική
Βεγγάλη. Κατακρεουργήθηκαν», είπε ο δρ Γκάπτα, «ενώ και οι δύο θείες
μου βιάστηκαν προτού δολοφονηθούν».
«Λυπάμαι πολύ», είπε ο Στράικ καθώς, μην έχοντας προβλέψει την
πορεία που θα ακολουθούσε η συζήτηση, είχε παγώσει επιχειρώντας να
ανοίξει το σημειωματάριό του και τώρα καθόταν κάπως αμήχανος, με το
στιλό στον αέρα.
«Ο πατέρας μου», συνέχισε ο δρ Γκάπτα γνέφοντας ήσυχα, καταφατικά,
καθώς μασούσε το ρολό του, «κουβάλησε αυτές τις τύψεις στον τάφο του.
Πίστευε πως έπρεπε να βρισκόταν εκεί, για να τους προστατέψει όλους, ή
αλλιώς να είχε πεθάνει στο πλευρό τους.
»Λοιπόν, η Μάργκοτ δεν ήθελε να ακούει την αλήθεια για τον
διαχωρισμό», είπε ο δρ Γκάπτα. «Όλοι μας επιθυμούσαμε την
ανεξαρτησία, προφανώς, όμως ο τρόπος που διαχειρίστηκαν οι αρμόδιοι
το μεταβατικό στάδιο υπήρξε κάκιστος, πραγματικά κάκιστος. Σχεδόν
τρία εκατομμύρια άτομα κατέληξαν αγνοούμενα. Βιασμοί.
Ακρωτηριασμοί. Οικογένειες ξεριζώθηκαν. Έγιναν τρομερά λάθη.
Διαπράχθηκαν φρικτά εγκλήματα.
»Με τη Μάργκοτ είχαμε μια διαφωνία επ’ αυτού. Σε φιλικά πλαίσια
βεβαίως», διευκρίνισε χαμογελώντας. «Όμως η Μάργκοτ είχε την τάση
να εξιδανικεύει τις εξεγέρσεις των λαών σε μακρινούς τόπους. Δεν έκρινε
τους μελαχρινούς βιαστές και βασανιστές με τα ίδια κριτήρια που θα
χρησιμοποιούσε στην περίπτωση εκείνων των λευκών που έπνιγαν παιδιά
επειδή ανήκαν στη λάθος θρησκεία. Πίστευε, νομίζω, όπως ο
Σουραγουάρντι, ότι “η αιματοχυσία και η αναρχία δεν είναι εξ ορισμού
κάτι το αρνητικό, εφόσον όμως καταφεύγει κανείς σε αυτές για ευγενείς
σκοπούς”».
Ο δρ Γκάπτα κατάπιε το μπισκότο του και συμπλήρωσε:
«Βέβαια, ο Σουραγουάρντι υποκίνησε τις Μεγάλες Σφαγές της
Καλκούτας. Τέσσερις χιλιάδες νεκροί μέσα σε μία ημέρα».
Ο Στράικ φρόντισε να ακολουθήσει μια παύση, από σεβασμό, την οποία
διέκοπταν μονάχα οι ήχοι της τηλεόρασης από το βάθος. Από τη στιγμή
που δεν ακολούθησε κάποια άλλη αναφορά σε αιματοχυσίες και
τρομοκρατία, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε.
«Συμπαθούσατε τη Μάργκοτ;»
«Ω, ναι», είπε ο Ντινές Γκάπτα, εξακολουθώντας να χαμογελά. «Κι ας
έβρισκα ορισμένες από τις απόψεις και τις στάσεις της σοκαριστικές.
Γεννήθηκα σε μια παραδοσιακή, αν και φιλοδυτική, οικογένεια. Πριν
αρχίσουμε να δουλεύουμε μαζί με τη Μάργκοτ, δεν είχα έρθει σε
καθημερινή επαφή με μια απελευθερωμένη γυναίκα, όπως περιέγραφε η
ίδια τον εαυτό της. Οι φίλοι μου στην ιατρική σχολή, καθώς και οι
συνεργάτες μου στην προηγούμενη δουλειά ήταν όλοι άντρες».
«Επομένως ήταν φεμινίστρια;»
«Α, ναι, οπωσδήποτε», είπε ο Γκάπτα χαμογελώντας. «Συνήθιζε να με
πειράζει για ό,τι θεωρούσε αντιδραστικό στη στάση μου. Πίστευε
ολόθερμα στην ανάγκη βελτίωσης των ανθρώπων η Μάργκοτ…
ανεξαρτήτως του αν οι ίδιοι επιθυμούσαν να βελτιωθούν ή όχι», σχολίασε
ο Γκάπτα με ένα κοφτό γέλιο. «Συμμετείχε ως εθελόντρια και στην ΕΕΕ,
την Ένωση Εκπαίδευσης Εργαζομένων, το γνωρίζατε αυτό; Καταγόταν
από φτωχή οικογένεια και υποστήριζε με πάθος τη διά βίου μάθηση, ιδίως
για τις γυναίκες.
»Οπωσδήποτε θα την ικανοποιούσε η πορεία των θυγατέρων μου», είπε
ο Ντινές Γκάπτα, καθώς έστριβε στην πολυθρόνα του για να δείξει τις
τέσσερις φωτογραφίες αποφοίτησης πίσω του. «Η Τζεέλ εξακολουθεί να
λυπάται που δεν αποκτήσαμε γιο, όμως εγώ δεν έχω κανένα παράπονο.
Κανένα παράπονο», επανέλαβε, όπως στρεφόταν και πάλι προς το μέρος
του Στράικ.
«Απ’ ό,τι κατάλαβα, από τα αρχεία του Γενικού Ιατρικού Συμβουλίου»,
είπε ο Στράικ, «υπήρχε και ένας τρίτος γενικός ιατρός στην κλινική του
Σεντ Τζον, ένας δρ Τζόζεφ Μπρένερ. Σωστά;»
«Ο δρ Μπρένερ, ναι, έχετε απόλυτο δίκιο», είπε ο Γκάπτα. «Αμφιβάλλω
αν εξακολουθεί να βρίσκεται στη ζωή, ο καημένος. Θα ήταν
υπεραιωνόβιος πλέον. Εργαζόταν μόνος στην περιοχή επί πολλά χρόνια,
προτού μας ακολουθήσει στο νέο ιατρείο. Έφερε μαζί του την Ντόροθι
Όουκντεν, η οποία ήταν δακτυλογράφος του επί σχεδόν είκοσι χρόνια.
Ανέλαβε χρέη γραμματέως στο ιατρείο μας. Ήταν κάποιας ηλικίας ή,
τουλάχιστον, έτσι μου φαινόταν τότε», είπε ο Γκάπτα με ένα ακόμη
πνιχτό γέλιο. «Στην πραγματικότητα, δε φαντάζομαι να ήταν πάνω από
πενήντα. Άργησε να παντρευτεί και χήρεψε λίγο καιρό αργότερα. Ιδέα δεν
έχω τι απέγινε».
«Ποιος άλλος εργαζόταν στο ιατρείο;»
«Να σκεφτώ… μία ήταν η Τζάνις Μπίτι, η νοσοκόμα της περιοχής, που
ήταν η καλύτερη νοσοκόμα με την οποία συνεργάστηκα στη ζωή μου.
Γεννημένη στις ανατολικές συνοικίες της πόλης. Όπως και η Μάργκοτ,
είχε προσωπική αντίληψη της επίδρασης που ασκούσε η φτώχεια στη ζωή
των ανθρώπων. Το Κλέρκενγουελ εκείνη την εποχή σε καμία περίπτωση
δεν ήταν τόσο εξελιγμένο όσο κατέστη στην πορεία. Εξακολουθώ να
λαμβάνω χριστουγεννιάτικες κάρτες από την Τζάνις».
«Δε φαντάζομαι να έχετε τη διεύθυνσή της;» ρώτησε ο Στράικ.
«Πιθανόν», είπε ο δρ Γκάπτα. «Να ρωτήσω την Τζεέλ».
Έκανε να σηκωθεί.
«Αργότερα, αφού ολοκληρώσουμε, δεν υπάρχει βιασύνη», είπε ο
Στράικ, που δεν ήθελε να διακόψει τον ειρμό των αναμνήσεών του.
«Παρακαλώ, συνεχίστε, ποιος άλλος εργαζόταν στο ιατρείο;»
«Για να δούμε, για να δούμε», είπε ξανά ο δρ Γκάπτα και βολεύτηκε και
πάλι στην πολυθρόνα του. «Είχαμε δύο ρεσεψιονίστ, δυο νεαρές κοπέλες,
όμως φοβάμαι πως έχω χάσει κάθε επαφή μαζί τους… για να σκεφτώ,
πώς τις έλεγαν;»
«Μήπως ήταν η Γκλόρια Κόντι και η Αϊρίν Μπουλ;» ρώτησε ο Στράικ,
που είχε εντοπίσει τα δύο ονόματα σε παλιά ρεπορτάζ εφημερίδων. Στη
θολή φωτογραφία των δύο νεαρών γυναικών διακρινόταν μια
μικροκαμωμένη μελαχρινή κοπέλα και μια δεύτερη που μάλλον είχε
βάψει πλατινέ το μαλλί της, κι οι δυο τους έδειχναν ταραγμένες που τις
φωτογράφιζαν καθώς έμπαιναν στο ιατρείο. Το ρεπορτάζ που συνόδευε
τη φωτογραφία, στην Daily Express ήθελε την «Αϊρίν Μπουλ,
ρεσεψιονίστ, ετών 25» να δηλώνει: «Είναι τρομερό. Δεν ξέρουμε τίποτε.
Εξακολουθούμε να ελπίζουμε πως θα επιστρέψει. Τι να πω, ίσως έπαθε
κάποια αμνησία». Το όνομα της Γκλόρια εμφανιζόταν σε όλα τα ρεπορτάζ
που είχε διαβάσει, καθώς ήταν το τελευταίο άτομο που επιβεβαιωμένα
είχε δει τη Μάργκοτ ζωντανή. «Είπε απλώς: “Καλό βράδυ, Γκλόρια, τα
λέμε αύριο”. Φυσιολογική φαινόταν, εντάξει, λιγάκι κουρασμένη, ήταν και
στο τέλος της ημέρας και νωρίτερα είχε έρθει έκτακτα ένας ασθενής που
την είχε απασχολήσει περισσότερο απ’ ό,τι λογάριαζε. Είχε αργήσει λιγάκι
στο ραντεβού με τη φίλη της. Άνοιξε την ομπρέλα της στο κατώφλι και
έφυγε».
«Η Γκλόρια και η Αϊρίν», είπε ο δρ Γκάπτα γνέφοντας καταφατικά.
«Ναι, πολύ σωστά. Ήταν κι οι δυο τους νέες, επομένως λογικά θα είναι
ακόμη μαζί μας, όμως δυστυχώς δεν έχω την παραμικρή ιδέα πού μπορεί
να βρίσκονται πλέον».
«Αυτοί ήταν όλοι;» ρώτησε ο Στράικ.
«Ναι, έτσι νομίζω. Όχι, σταθείτε», είπε ο Γκάπτα σηκώνοντας την
παλάμη του. «Ήταν και η καθαρίστρια. Μια κυρία από τις Δυτικές Ινδίες.
Να δεις πώς την έλεγαν…»
Ο γιατρός έκανε μια γκριμάτσα.
«Δυστυχώς, δε θυμάμαι».
Η παρουσία μιας καθαρίστριας στο ιατρείο αποτελούσε νέα πληροφορία
για τον Στράικ. Την καθαριότητα στο δικό του γραφείο την αναλάμβανε
πάντοτε ο ίδιος ή η Ρόμπιν, αν και τελευταία έβαζε ένα χεράκι και η Πατ.
Σημείωσε: «Καθαρίστρια, Δυτικές Ινδίες».
«Πόσων ετών ήταν περίπου, θυμάστε;»
«Ειλικρινά, δεν ξέρω να σας πω», είπε ο Γκάπτα. Με κάποια
διστακτικότητα συμπλήρωσε: «Οι μαύρες κυρίες… είναι πολύ
δυσκολότερο να εκτιμήσεις την ηλικία τους, σωστά; Μοιάζουν νεότερες
για μεγαλύτερο διάστημα. Όμως νομίζω πως είχε κάμποσα παιδιά,
επομένως δεν ήταν και τόσο νέα. Τριανταπεντάρα ίσως;» υπέθεσε.
«Επομένως, τρεις γιατροί, μια γραμματέας, δύο υπάλληλοι υποδοχής,
μία νοσοκόμα και μία καθαρίστρια, σωστά;» ανακεφαλαίωσε ο Στράικ.
«Πολύ σωστά. Είχαμε», είπε ο δρ Γκάπτα, «όλα τα στοιχεία για να
στηθεί μια πετυχημένη επιχείρηση… όμως ήταν ένα κακότυχο εγχείρημα,
δυστυχώς. Κακότυχο από την αρχή».
«Αλήθεια;» είπε ο Στράικ, που βρήκε το σχόλιο ενδιαφέρον. «Γιατί το
λέτε αυτό;»
«Ήταν ζήτημα προσωπικής χημείας», απάντησε μεμιάς ο Γκάπτα.
«Μεγαλώνοντας, αν έχω καταλάβει ένα πράγμα, αυτό είναι πως η ομάδα
είναι το παν. Οπωσδήποτε τα τυπικά προσόντα και η εμπειρία έχουν
σημασία, όμως αν δεν υπάρχει δέσιμο στην ομάδα…» έπλεξε τα
αποστεωμένα δάχτυλά του, «…άδικος κόπος! Δε θα καταφέρεις ποτέ να
πετύχεις αυτά που θεωρητικά θα μπορούσες. Αυτό ακριβώς συνέβη και
στο Σεντ Τζον.
»Κι ήταν πραγματικά κρίμα, μεγάλο κρίμα, γιατί οι δυνατότητες
υπήρχαν. Το ιατρείο ήταν δημοφιλές μεταξύ των κυριών, που συνήθως
προτιμούν να συμβουλεύονται άτομα του δικού τους φύλου. Τόσο η
Μάργκοτ όσο και η Τζάνις ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς.
»Όμως, από την πρώτη στιγμή εκδηλώθηκαν εσωτερικές εντάσεις. Ο δρ
Μπρένερ ένωσε τις δυνάμεις του με τις δικές μας ώστε να έχει τις ανέσεις
ενός νέου ιατρείου, όμως ουδέποτε λειτούργησε ως μέλος της ομάδας. Για
την ακρίβεια, με την πάροδο του χρόνου κατέληξε να είναι απροκάλυπτα
εχθρικός απέναντι σε ορισμένους».
«Θα θέλατε μήπως να γίνετε λίγο πιο συγκεκριμένος;» ρώτησε ο
Στράικ, που μάντευε ήδη την απάντηση.
«Δυστυχώς», είπε ο δρ Γκάπτα θλιμμένα, «δε συμπαθούσε τη Μάργκοτ.
Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, δε νομίζω πως ο Τζόζεφ Μπρένερ
συμπαθούσε τις γυναίκες γενικότερα. Ήταν επίσης αγενής απέναντι στις
κοπέλες στην υποδοχή. Φυσικά, αυτές ήταν ευκολότερο να τις επηρεάζει
απ’ ό,τι τη Μάργκοτ. Έχω την εντύπωση ότι σεβόταν την Τζάνις –ήταν
εξαιρετικά αποτελεσματική, ξέρετε, και λιγότερο ασυμβίβαστη απ’ ό,τι η
Μάργκοτ– κι ήταν πάντοτε ευγενής απέναντι στην Ντόροθι, η οποία του
ήταν ακλόνητα πιστή. Όμως τη Μάργκοτ την πήρε με κακό μάτι από την
αρχή».
«Γιατί συνέβη αυτό, κατά τη γνώμη σας;»
«Α», έκανε ο δρ Γκάπτα και σήκωσε τα χέρια του και τα άφησε να
πέσουν σε μια κίνηση απελπισίας, «η αλήθεια είναι πως η Μάργκοτ
ήταν… Δε θα ήθελα να παρεξηγηθώ, τη συμπαθούσα βεβαίως, κι οι
συζητήσεις μας ήταν πάντοτε καλόπιστες, όμως ήταν άτομο εξαιρετικά
δυναμικό. Ο δρ Μπρένερ, πάλι, σε καμία περίπτωση δεν ήταν φεμινιστής.
Θεωρούσε πως η θέση της γυναίκας ήταν στο σπίτι, κοντά στα παιδιά της,
και το ότι η Μάργκοτ άφησε ένα μωρό στο σπίτι προκειμένου να
επιστρέψει στη δουλειά με πλήρες ωράριο, αυτό ήταν κάτι που το
αποδοκίμαζε. Το κλίμα στις συσκέψεις της ομάδας ήταν στενάχωρο.
Περίμενε να αρχίσει να μιλάει η Μάργκοτ κι αμέσως τη διέκοπτε
μιλώντας πολύ μεγαλόφωνα.
»Ήταν δύστροπος άνθρωπος ο Μπρένερ. Είχε πολύ κακή γνώμη για τις
ρεσεψιονίστ μας. Διαμαρτυρόταν για το μήκος που είχαν οι φούστες τους,
για τα χτενίσματά τους.
»Όμως τώρα που το σκέφτομαι και παρότι ήταν ιδιαίτερα αγενής
απέναντι στις κυρίες, θεωρώ πως δε συμπαθούσε γενικότερα τους
ανθρώπους».
«Παράξενο», είπε ο Στράικ. «Για γιατρό».
«Α», έκανε ο Γκάπτα με ένα πνιχτό γελάκι, «δεν είναι και τόσο
ασυνήθιστο όσο θα νόμιζε κανείς, κύριε Στράικ. Οι γιατροί είμαστε όπως
όλος ο κόσμος. Είναι δημοφιλής ο μύθος πως όλοι μας υποχρεωτικά
αγαπάμε την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Η ειρωνεία είναι πως ο πλέον
αδύναμος κρίκος στο ιατρείο ήταν ο ίδιος ο Μπρένερ. Ήταν
ναρκομανής!»
«Σοβαρά;»
«Εθισμένος στα βαρβιτουρικά», είπε ο Γκάπτα. «Στα βαρβιτουρικά, ναι.
Στην εποχή μας ένας γιατρός δε θα μπορούσε να κάνει τέτοια πράγματα,
εκείνος όμως έβαζε τεράστιες παραγγελίες για τέτοιου είδους
σκευάσματα. Τα κρατούσε φυλαγμένα σε ένα κλειδωμένο ντουλάπι στο
γραφείο του. Ήταν πολύ δύσκολος άνθρωπος. Συναισθηματικά
απροσπέλαστος. Άγαμος. Και εκτός αυτού, εθισμένος».
«Του μιλήσατε κάποια στιγμή γι’ αυτό το θέμα;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι», απάντησε ο Γκάπτα θλιμμένα. «Διαρκώς το ανέβαλλα. Ήθελα να
είμαι βέβαιος για τη θέση μου, προτού θίξω το ζήτημα αυτό. Από κάποιες
διακριτικές έρευνες που είχα κάνει, υποψιαζόμουν ότι εξακολουθούσε να
χρησιμοποιεί τη διεύθυνση του παλιού του ιατρείου εκτός από το δικό
μας, ώστε να διπλασιάζει τις παραγγελίες και απευθυνόταν σε διάφορα
φαρμακεία. Θα ήταν δύσκολο να αποδειχτεί τι είχε σκαρώσει.
»Εν τω μεταξύ, ίσως και να μην είχα υποψιαστεί το παραμικρό, αν δεν
είχε έρθει να με βρει η Τζάνις, που μου είπε πως τυχαία μπήκε στο
γραφείο του όταν ήταν ανοιχτή η ντουλάπα και είδε τις ποσότητες που
είχε συγκεντρώσει. Στη συνέχεια, παραδέχτηκε πως τον είχε βρει πεσμένο
πάνω στο γραφείο του, ζαλισμένο, ένα βράδυ αφότου είχε φύγει και ο
τελευταίος ασθενής. Δε νομίζω όμως πως η κατάσταση αυτή επηρέασε
την κρίση του σε οποιαδήποτε περίπτωση. Όχι πραγματικά. Είχα
παρατηρήσει πως προς το τέλος της ημέρας μπορεί να έδειχνε κάπως
πεσμένος και ούτω καθεξής, όμως πλησίαζε ήδη στη σύνταξη. Υπέθεσα
πως ήταν κουρασμένος».
«Η Μάργκοτ γνώριζε για τον εθισμό του;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι», είπε ο Γκάπτα, «δεν της το είπα, αν και έπρεπε να το είχα κάνει.
Ήταν συνεργάτιδά μου, το άτομο στο οποίο όφειλα να εκμυστηρευτώ τις
ανησυχίες μου, ώστε από κοινού να αποφασίσουμε τι θα κάναμε.
»Όμως φοβόμουν πως θα εισέβαλλε χωρίς δεύτερη κουβέντα στο
γραφείο του Μπρένερ και θα απαιτούσε εξηγήσεις. Η Μάργκοτ δεν ήταν
γυναίκα που θα απέφευγε να κάνει αυτό που θεωρούσε σωστό, κι είναι
γεγονός πως υπήρχαν περιπτώσεις που θα ήθελα να είχε κινηθεί με λίγο
περισσότερο τακτ. Ο αντίκτυπος από μια αντιπαράθεση με τον Μπρένερ
κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν σοβαρότατος. Απαιτούνταν λεπτοί
χειρισμοί –άλλωστε, δεν είχαμε ακλόνητες αποδείξεις–, όμως λίγο μετά η
Μάργκοτ εξαφανίστηκε, οπότε ο εθισμός του Μπρένερ στα βαρβιτουρικά
ήταν το μικρότερο από τα προβλήματά μας».
«Συνεχίσατε να συνεργάζεστε με τον Μπρένερ μετά την εξαφάνιση της
Μάργκοτ;» ρώτησε ο Στράικ.
«Για μερικούς μήνες, ναι, όμως λίγο καιρό μετά βγήκε στη σύνταξη.
Εγώ κράτησα ανοιχτό το ιατρείο για ένα διάστημα κι ύστερα βρήκα
δουλειά κάπου αλλού. Ήταν μια εξέλιξη που με χαροποίησε. Το ιατρείο
στο Σεντ Τζον κατακλυζόταν από στενάχωρους συνειρμούς».
«Πώς θα περιγράφατε τις σχέσεις της Μάργκοτ με τα υπόλοιπα μέλη
του ιατρείου;» ρώτησε ο Στράικ.
«Να σας πω», είπε ο Γκάπτα τσιμπώντας ένα δεύτερο ρολό σύκου. «Η
Ντόροθι, η γραμματέας, ποτέ δεν τη συμπάθησε, όμως νομίζω πως αυτό
συνέβαινε επειδή ήθελε να είναι πιστή στον Μπρένερ. Όπως προανέφερα,
η Ντόροθι ήταν χήρα. Ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία των σκληρών
γυναικών που προσκολλώνται σε έναν εργοδότη, τον οποίο και
υπερασπίζονται με κάθε μέσο. Κάθε φορά που είτε η Μάργκοτ είτε εγώ
δυσαρεστούσαμε ή αμφισβητούσαμε τον Τζόζεφ καθ’ οιονδήποτε τρόπο,
οι επιστολές και οι γνωματεύσεις μας ήταν απολύτως βέβαιο πως θα
κατέληγαν στον πάτο των εγγράφων προς δακτυλογράφηση. Το
καλαμπουρίζαμε. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν υπολογιστές, κύριε
Στράικ. Καμία σχέση με το τώρα… η Αΐσα», είπε δείχνοντας την επάνω
δεξιά φωτογραφία στον τοίχο πίσω του, «δακτυλογραφεί τα πάντα μόνη
της, έχει υπολογιστή στο ιατρείο της, όλα είναι ψηφιακά, οπότε τα
πράγματα γίνονται πολύ πιο αποτελεσματικά, όμως εμείς βρισκόμαστε
στο έλεος της δακτυλογράφου για όλες τις επιστολές και τις
γνωματεύσεις μας.
»Όχι, η Ντόροθι δε συμπαθούσε τη Μάργκοτ. Ήταν τυπική απέναντί
της αλλά ψυχρή. Αν και», είπε ο Γκάπτα, που προφανώς είχε μόλις
θυμηθεί κάτι, «η Ντόροθι ήρθε στο μπάρμπεκιου, πράγμα που αποτέλεσε
έκπληξη. Η Μάργκοτ οργάνωσε ένα μπάρμπεκιου στο σπίτι της μια
Κυριακή, το καλοκαίρι πριν εξαφανιστεί», εξήγησε. «Καταλάβαινε πως
δεν τραβούσαμε ως ομάδα, οπότε μας κάλεσε όλους στο σπίτι της. Το
μπάρμπεκιου υποτίθεται πως…» και χωρίς λόγια αυτή τη φορά,
περιέγραψε το δέσιμο πλέκοντας τα δάχτυλά του. «Θυμάμαι πως
αιφνιδιάστηκα με την απόφαση της Ντόροθι να έρθει, καθώς ο Μπρένερ
είχε αρνηθεί. Η Ντόροθι έφερε και τον γιο της, που ήταν δεκατριών ή
δεκατεσσάρων χρονών, αν δεν κάνω λάθος. Πρέπει να είχε αργήσει να
γίνει μητέρα, ιδίως για τα μέτρα της δεκαετίας του Εβδομήντα. Ήταν ένα
ζωηρό παιδί. Θυμάμαι πως ο σύζυγος της Μάργκοτ το μάλωσε, επειδή
έσπασε ένα ακριβό μπολ».
Μια φευγαλέα εικόνα του ανιψιού του, του Λουκ, να πατάει απρόσεκτος
τα καινούργια ακουστικά του Στράικ πέρασε από το μυαλό του ντετέκτιβ.
«Η Μάργκοτ και ο σύζυγός της είχαν ένα ωραιότατο σπίτι στο Χαμ. Ο
σύζυγος ήταν κι αυτός γιατρός, αιματολόγος. Είχαν μεγάλο κήπο. Η
Τζεέλ κι εγώ πήραμε μαζί τα κορίτσια, όμως καθώς ο Μπρένερ δεν ήρθε
και η Ντόροθι θίχτηκε που ο σύζυγος της Μάργκοτ μάλωσε τον γιο της, ο
στόχος της Μάργκοτ δεν επετεύχθη, δυστυχώς. Οι σχέσεις παρέμειναν
τεταμένες».
«Οι υπόλοιποι ήρθαν όλοι;»
«Ναι, έτσι νομίζω. Όχι… σταθείτε. Δε νομίζω πως η καθαρίστρια… η
Βίλμα!» αναφώνησε ο δρ Γκάπτα με ύφος κατενθουσιασμένο. «Βίλμα την
έλεγαν! Ούτε που θα το φανταζόμουν πως το θυμόμουν ακόμη… αλλά το
επίθετό της… δεν είμαι καν βέβαιος πως το ήξερα εκείνα τα χρόνια…
Όχι, η Βίλμα δεν ήρθε. Όλοι οι άλλοι όμως ναι.
»Η Τζάνις έφερε και το αγοράκι της, ήταν μικρότερο στα χρόνια απ’ ό,τι
ο γιος της Ντόροθι και πολύ πιο φρόνιμο, απ’ ό,τι θυμάμαι. Οι κόρες μου
πέρασαν το απόγευμα παίζοντας μπάντμιντον με τον νεαρό Μπίτι».
«Ήταν παντρεμένη η Τζάνις;»
«Διαζευγμένη. Ο σύζυγός της την εγκατέλειψε για μιαν άλλη γυναίκα.
Το ξεπέρασε, μεγάλωσε μόνη τον γιο της. Γυναίκες όπως η Τζάνις
πάντοτε βρίσκουν τρόπο να ξεπερνούν τις όποιες δυσκολίες. Αξιέπαινος
άνθρωπος. Η ζωή της δεν ήταν εύκολη όταν τη γνώρισα, όμως αν δεν
απατώμαι παντρεύτηκε ξανά, αργότερα, και χάρηκα πολύ όταν το έμαθα».
«Η Τζάνις και η Μάργκοτ τα πήγαιναν καλά;»
«Α, ναι. Είχαν το χάρισμα να μπορούν να διαφωνούν χωρίς να το
παίρνουν προσωπικά».
«Διαφωνούσαν συχνά;»
«Όχι, όχι», είπε ο Γκάπτα, «όμως σε κάθε εργασιακό περιβάλλον πρέπει
να λαμβάνονται ορισμένες αποφάσεις. Ήμαστε, ή τουλάχιστον
προσπαθούσαμε να ήμαστε, μια δημοκρατική επιχείρηση…
»Όχι, η Μάργκοτ και η Τζάνις μπορούσαν να διαφωνούν με
επιχειρήματα, χωρίς να θίγονται προσωπικά. Έχω την αίσθηση ότι υπήρχε
αμοιβαία συμπάθεια και σεβασμός. Η Τζάνις επηρεάστηκε άσχημα από
την εξαφάνιση της Μάργκοτ. Τη μέρα που αποχώρησα από το ιατρείο,
μου είπε ότι δεν είχε περάσει ούτε μία εβδομάδα από τότε που συνέβη
ό,τι συνέβη, χωρίς να δει στον ύπνο της τη Μάργκοτ.
»Βέβαια, κανείς μας δεν παρέμεινε ανεπηρέαστος», σχολίασε
χαμηλόφωνα ο δρ Γκάπτα. «Δε φαντάζεται κανείς πως θα ζήσει την
εξαφάνιση ενός φίλου χωρίς να αφήσει πίσω το παραμικρό ίχνος. Είναι
κάτι το… ασύλληπτο».
«Πράγματι», συμφώνησε ο Στράικ. «Η Μάργκοτ πώς τα πήγαινε με τις
δύο ρεσεψιονίστ;»
«Να σας πω, η Αϊρίν, η μεγαλύτερη από τις δύο», αναστέναξε ο Γκάπτα,
«καμιά φορά ήταν δύσκολος άνθρωπος. Τη θυμάμαι να μιλάει –όχι με
αγένεια αλλά με κάποιο θράσος– στη Μάργκοτ κατά καιρούς. Στο
χριστουγεννιάτικο πάρτι του ιατρείου –η Μάργκοτ το οργάνωσε κι αυτό,
εξακολουθούσε να προσπαθεί να μας φέρει όλους κοντά, ξέρετε– η Αϊρίν
το παράκανε με το ποτό. Θυμάμαι πως προέκυψε μια κάποια προστριβή,
αλλά πραγματικά δε θα μπορούσα να σας πω γιατί συνέβη αυτό.
Αμφιβάλλω πως ήταν κάτι το σοβαρό. Την επόμενη φορά που τις είδα,
έδειχναν να τα πηγαίνουν καλά, όπως πάντα. Η Αϊρίν έπαθε υστερία,
πραγματικά, όταν εξαφανίστηκε η Μάργκοτ».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση.
«Ως έναν βαθμό, ενδεχομένως να έπαιζε θέατρο», παραδέχτηκε ο
Γκάπτα, «όμως η ταραχή της ήταν γνήσια, είμαι βέβαιος.
»Η Γκλόρια, η κακομοίρα η Γκλόρια, αυτή ήταν ράκος, πράγματι. Η
Μάργκοτ ήταν κάτι περισσότερο από μια εργοδότρια για την Γκλόρια,
ξέρετε. Περισσότερο ήταν μια μεγαλύτερη αδελφή, ένας μέντορας. Η
Μάργκοτ ήταν εκείνη που πρότεινε να την προσλάβουμε, παρότι η
Γκλόρια δε διέθετε σχεδόν καμία σχετική εμπειρία. Και οφείλω να
ομολογήσω», σχολίασε ο Γκάπτα μετρώντας τα λόγια του, «πως
αποδείχτηκε ορθή η απόφαση. Εργαζόταν σκληρά. Μάθαινε γρήγορα.
Αρκούσε να τη διορθώσεις μία φορά. Αν δεν απατώμαι, προερχόταν από
πάμφτωχη οικογένεια. Αυτό που ξέρω είναι πως η Ντόροθι τη θεωρούσε
παρακατιανή. Κάποιες φορές μπορούσε να αποδειχτεί πολύ σκληρή».
«Και πώς ήταν τα πράγματα με τη Βίλμα, την καθαρίστρια;» ρώτησε ο
Στράικ, φτάνοντας στο τέλος της λίστας του. «Πώς τα πήγαινε με τη
Μάργκοτ;»
«Θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν πως θυμάμαι», είπε ο Γκάπτα.
«Ήταν μια ήσυχη γυναίκα η Βίλμα. Δεν άκουσα ποτέ πως είχαν το
οποιοδήποτε πρόβλημα».
Ακολούθησε μια ελαφρά παύση, οπότε συμπλήρωσε:
«Ελπίζω να μη φαντάζομαι πράγματα, όμως νομίζω πως θυμάμαι ότι ο
σύζυγος της Βίλμα δεν ήταν και τόσο σόι. Νομίζω ότι η Μάργκοτ μου
είπε πως η Βίλμα κανονικά έπρεπε να τον χωρίσει. Δεν ξέρω κατά πόσο
είπε το ίδιο πράγμα ανοιχτά στην ίδια τη Βίλμα, αν και πιθανότατα το
είπε, δεδομένου του χαρακτήρα της Μάργκοτ… Μάλιστα», συνέχισε,
«άκουσα κάποια στιγμή, μετά την αποχώρησή μου από το ιατρείο, πως η
Βίλμα απολύθηκε. Υπήρξε μια κατηγορία πως έπινε στη δουλειά. Είχε
πάντοτε ένα θερμός μαζί της. Ενδεχομένως να θυμάμαι λάθος τη
συγκεκριμένη λεπτομέρεια, οπότε θα σας παρακαλούσα να μην της
δώσετε υπερβάλλουσα βαρύτητα. Όπως προανέφερα άλλωστε, εγώ είχα
ήδη αποχωρήσει».
Η πόρτα του καθιστικού άνοιξε.
«Θα θέλατε λίγο ακόμη τσάι;» ρώτησε η κυρία Γκάπτα, οπότε
απομάκρυνε τον δίσκο και το τσαγερό που κόντευε να κρυώσει, λέγοντας
στον Στράικ, ο οποίος είχε σηκωθεί για να τη βοηθήσει, να καθίσει και να
μην ξεβολευτεί. Όταν είχε φύγει από το δωμάτιο, ο Στράικ είπε:
«Θα μπορούσα να σας ζητήσω να ανατρέξετε στην ημέρα της
εξαφάνισης της Μάργκοτ, δρ Γκάπτα;»
Δίνοντας την εντύπωση πως επιχειρούσε να θωρακιστεί για τη συνέχεια,
ο βραχύσωμος γιατρός είπε:
«Βεβαίως. Όμως οφείλω να σας προειδοποιήσω: αυτά που κατά κύριο
λόγο θυμάμαι από εκείνη την ημέρα είναι τα όσα κατέθεσα τότε στην
αστυνομία. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε; Οι πραγματικές αναμνήσεις
μου είναι θολές. Κυρίως θυμάμαι τα όσα είπα στον αστυνόμο που
ερευνούσε την υπόθεση».
Ο Στράικ σκέφτηκε πως ήταν ασυνήθιστο να έχει ένας μάρτυρας τόσο
σαφή συναίσθηση των περιορισμών της συνεισφοράς του. Όντας
έμπειρος στην καταγραφή μαρτυριών, γνώριζε πόσο προσκολλούνται οι
άνθρωποι στην αρχική τους κατάθεση και ότι πολύτιμες πληροφορίες, οι
οποίες παραμερίστηκαν σ’ εκείνη την πρώτη αποτύπωση, πολύ συχνά
θάβονταν για πάντα κάτω από την επισημοποιημένη εκδοχή που πλέον
υποκαθιστούσε την πραγματική μνήμη.
«Δεν πειράζει», είπε στον Γκάπτα. «Ό,τι μπορείτε να θυμηθείτε».
«Λοιπόν, ήταν μια εντελώς συνηθισμένη ημέρα», είπε ο Γκάπτα. «Το
μοναδικό πράγμα που εξελίχτηκε ελαφρώς διαφορετικά ήταν πως η μία
από τις κοπέλες στην υποδοχή είχε ραντεβού στον οδοντίατρό της, οπότε
έφυγε στις δύο και μισή… η Αϊρίν, δηλαδή.
»Εμείς οι γιατροί εργαζόμαστε ως συνήθως, καθένας μας στο γραφείο
του. Μέχρι τις δύο και μισή και οι δύο κοπέλες βρίσκονταν στην υποδοχή,
ενώ αφότου έφυγε η Αϊρίν, έμεινε μόνη της η Γκλόρια. Η Ντόροθι ήταν
στο γραφείο της ως τις πέντε, που ήταν και η συνηθισμένη ώρα που
έφευγε. Η Τζάνις παρέμεινε στο ιατρείο μέχρι την ώρα του μεσημεριανού
διαλείμματος, όμως το απόγευμα έλειπε, έκανε επισκέψεις κατ’ οίκον,
πράγμα απόλυτα συνηθισμένο. Είδα τη Μάργκοτ μια-δυο φορές στην
πίσω πλευρά του ιατρείου, εκεί όπου είχαμε όχι ακριβώς μια κουζίνα,
αλλά κάτι σαν γωνίτσα όπου είχαμε βάλει έναν βραστήρα κι ένα ψυγείο.
Ήταν πολύ ευχαριστημένη με τον Γουίλσον».
«Με ποιον;»
«Με τον Χάρολντ Γουίλσον», είπε ο Γκάπτα χαμογελώντας. «Την
προηγούμενη ημέρα είχαν πραγματοποιηθεί εθνικές εκλογές. Οι
Εργατικοί επέστρεψαν στην κυβέρνηση με απόλυτη πλειοψηφία. Ο
Γουίλσον, βλέπετε, ηγούνταν κυβέρνησης μειοψηφίας από τον
Φεβρουάριο».
«Α», έκανε ο Στράικ. «Μάλιστα».
«Εγώ έφυγα στις πέντε και μισή», είπε ο Γκάπτα. «Χαιρέτησα τη
Μάργκοτ, μιας κι η πόρτα της ήταν ανοιχτή. Η πόρτα του Μπρένερ ήταν
κλειστή. Υπέθεσα πως είχε μέσα κάποιον ασθενή.
»Προφανώς, δεν μπορώ να μιλήσω με βεβαιότητα για το τι συνέβη
αφότου έφυγα», είπε ο Γκάπτα, «όμως μπορώ να σας μεταφέρω τα όσα
μου είπαν οι άλλοι».
«Αν δε σας κάνει κόπο», είπε ο Στράικ. «Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα εκείνο
το έκτακτο περιστατικό που κράτησε τη Μάργκοτ ως αργά στο ιατρείο».
«Α», έκανε ο Γκάπτα, που εν τω μεταξύ είχε ενώσει τα ακροδάχτυλά
του και έγνεφε καταφατικά, «ξέρετε για τη μυστηριώδη σκούρα κυρία.
Ό,τι γνωρίζω σχετικά, το άκουσα από τη μικρούλα Γκλόρια.
»Στο ιατρείο, λειτουργούσαμε στη λογική της εξυπηρέτησης σύμφωνα
με τη σειρά προτεραιότητας κατά την προσέλευση. Οι εγγεγραμμένοι
ασθενείς προσέρχονταν και περίμεναν τη σειρά τους, εκτός κι αν
επρόκειτο για κάποιο επείγον περιστατικό, προφανώς. Όμως η
συγκεκριμένη κυρία ερχόταν πρώτη φορά. Δεν ήταν καταχωρισμένη στο
ιατρείο, όμως παραπονιόταν για οξύ κοιλιακό άλγος. Η Γκλόρια της
ζήτησε να περιμένει και πήγε να δει αν θα μπορούσε να τη δεχτεί ο
Τζόζεφ Μπρένερ, μιας κι ήταν ελεύθερος εκείνη την ώρα, ενώ η Μάργκοτ
εξέταζε ακόμη την τελευταία εγγεγραμμένη ασθενή εκείνης της ημέρας.
»Ο Μπρένερ βάλθηκε να φυσάει και να ξεφυσάει στο άκουσμα του
αιτήματος. Όση ώρα η Γκλόρια και ο Μπρένερ συζητούσαν, βγήκε η
Μάργκοτ από το δωμάτιό της, συνοδεύοντας τους τελευταίους ασθενείς
της, μια μητέρα με το παιδί της, οπότε προσφέρθηκε να αναλάβει η ίδια
το έκτακτο περιστατικό, καθώς μετά το ιατρείο θα πεταγόταν μέχρι την
παμπ λίγο παρακάτω για να συναντήσει μια φίλη. Ο Μπρένερ, σύμφωνα
με την Γκλόρια, είπε “μπράβο σου” ή κάτι τέτοιο, σχόλιο μάλλον φιλικό
για τα μέτρα του, οπότε φόρεσε το παλτό και το καπέλο του κι έφυγε.
»Η Γκλόρια επέστρεψε στην αίθουσα αναμονής για να ενημερώσει την
κυρία πως θα την έβλεπε η Μάργκοτ. Η κυρία πέρασε στο εξεταστήριο
και παρέμεινε εκεί για περισσότερη ώρα απ’ ό,τι θα περίμενε η Γκλόρια.
Τουλάχιστον είκοσι πέντε λεπτά, ενδεχομένως και μισή ώρα, το οποίο
σήμαινε πως ήταν πλέον περασμένες έξι και μισή, κι η Μάργκοτ είχε
κανονίσει να βρεθεί με τη φίλη της στις έξι.
»Κάποια στιγμή η ασθενής βγήκε από το δωμάτιο και έφυγε. Λίγο μετά
εμφανίστηκε και η Μάργκοτ φορώντας το παλτό της. Είπε στην Γκλόρια
πως είχε αργήσει στο ραντεβού της στην παμπ και ζήτησε από την
Γκλόρια να κλειδώσει. Βγήκε έξω, στη βροχή… και από τότε δεν την
ξαναείδε κανείς».
Η πόρτα του καθιστικού άνοιξε και η κυρία Γκάπτα επέστρεψε
φέρνοντας φρέσκο τσάι. Και πάλι ο Στράικ σηκώθηκε για να τη βοηθήσει,
και πάλι η οικοδέσποινα του ζήτησε να μην ξεβολευτεί. Όταν αποχώρησε
και πάλι η κυρία του σπιτιού, ο Στράικ ρώτησε:
«Γιατί αποκαλέσατε την τελευταία ασθενή “μυστηριώδη”; Επειδή δεν
ήταν εγγεγραμμένη στο ιατρείο ή…;»
«Α, δεν έχετε υπόψη σας τη συγκεκριμένη παράμετρο;» είπε ο Γκάπτα.
«Όχι, καμία σχέση. Το είπα γιατί εκ των υστέρων έγινε πολύς λόγος
σχετικά με το κατά πόσο ήταν πράγματι γυναίκα».
Χαμογελώντας, αντιμέτωπος με το έκπληκτο ύφος του Στράικ, είπε:
«Ο Μπρένερ ξεκίνησε αυτή την ιστορία. Είχε διασταυρωθεί μαζί της
φεύγοντας, οπότε κατέθεσε στον επικεφαλής των ερευνών πως σχημάτισε
την εικόνα, από εκείνη τη φευγαλέα επαφή μαζί της, ότι στην
πραγματικότητα ήταν άντρας, οπότε αιφνιδιάστηκε όταν αργότερα
άκουσε πως ήταν γυναίκα. Η Γκλόρια είπε πως ήταν μια γεροδεμένη
νεαρή κυρία, μελαχρινή, σαν Τσιγγάνα, έτσι είπε – πλέον ο όρος δεν είναι
ιδιαίτερα πολιτικά ορθός, όμως αυτό είπε η Γκλόρια. Κανείς άλλος δεν
την είδε, επομένως δεν μπορούσαμε να έχουμε άποψη.
»Οι Αρχές απηύθυναν έκκληση στη γυναίκα αυτή να παρουσιαστεί για
να καταθέσει, όμως δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση, οπότε, ελλείψει
οιωνδήποτε άλλων στοιχείων περί του αντιθέτου, ο επικεφαλής
αστυνόμος άσκησε ιδιαίτερα μεγάλη πίεση στην Γκλόρια να δηλώσει πως
θεωρούσε ότι το συγκεκριμένο άτομο στην πραγματικότητα ήταν άντρας
μεταμφιεσμένος ή, τουλάχιστον, πως δεν αποκλείεται να νόμισε λάθος ότι
ήταν γυναίκα. Η Γκλόρια όμως επέμεινε πως ήξερε να ξεχωρίζει μια
γυναίκα».
«Ο αστυνόμος στον οποίο αναφέρεστε ήταν ο Μπιλ Τάλμποτ;» ρώτησε
ο Στράικ.
«Ακριβώς», επιβεβαίωσε ο Γκάπτα σκύβοντας να πιάσει το τσάι του.
«Υποψιάζεστε πως ήθελε να πιστέψει ότι η ασθενής ήταν στην
πραγματικότητα άντρας ντυμένος σαν γυναίκα, επειδή…»
«Επειδή ο Ντένις Κριντ κάποιες φορές ντυνόταν με γυναικεία ρούχα;
Ναι», είπε ο Γκάπτα. «Βέβαια, εκείνα τα χρόνια εμείς τον ξέραμε ως
Χασάπη του Έσεξ. Το πραγματικό του όνομα το μάθαμε πρώτη φορά το
1976. Κι η μόνη περιγραφή της εμφάνισης του Χασάπη εκείνη την εποχή
τον ήθελε άνθρωπο μελαχρινό και κοντόχοντρο… Μπορώ να καταλάβω
για ποιο λόγο στράφηκαν προς τα εκεί οι υποψίες του Τάλμποτ, όμως…»
«Θα ήταν παράξενο ο Χασάπης του Έσεξ να εμφανιστεί σε ένα ιατρείο
ντυμένος γυναίκα και να περιμένει τη σειρά του;»
«Κοιτάξτε… ναι, ακριβώς», συμφώνησε ο Γκάπτα.
Ακολούθησε μια σύντομη παύση, ενόσω ο Γκάπτα κουτσόπινε το τσάι
του κι ο Στράικ φυλλομετρούσε τις σημειώσεις του, θέλοντας να
βεβαιωθεί πως είχε κάνει όλες τις ερωτήσεις που τον ενδιέφεραν. Τελικά,
ο Γκάπτα ήταν εκείνος που μίλησε πρώτος.
«Έχετε συναντήσει τον Ρόι; Τον σύζυγο της Μάργκοτ;»
«Όχι», είπε ο Στράικ. «Η κόρη του με προσέλαβε. Τον γνωρίζατε καλά;»
«Ελάχιστα», είπε ο Γκάπτα.
Ακούμπησε το φλιτζάνι του πάνω στο πιατάκι. Αν είχε συναντήσει στη
ζωή του ο Στράικ άνθρωπο που είχε περισσότερα πράγματα να πει, ο
άνθρωπος αυτός ήταν ο Ντινές Γκάπτα.
«Τι εντύπωση σχηματίσατε από τη γνωριμία σας;» ρώτησε ο Στράικ,
πατώντας με τρόπο το κουμπί για να βγει η μύτη του στιλό του.
«Κακομαθημένος», είπε ο Γκάπτα. «Πολύ κακομαθημένος. Γοητευτικός
άντρας, που ήταν μαθημένος από τη μάνα του να ζει σαν πρίγκιπας. Εμείς
οι Ινδοί άντρες κάτι ξέρουμε από αυτή την κατάσταση, κύριε Στράικ,
Γνώρισα τη μητέρα του Ρόι σ’ εκείνο το μπάρμπεκιου που σας ανέφερα
νωρίτερα. Επέλεξε ειδικά εμένα για να πιάσει κουβέντα. Θα τη
χαρακτήριζα σνομπ. Τις ρεσεψιονίστ ή τις γραμματείς τις θεωρούσε
παρακατιανές της. Μου δημιουργήθηκε η έντονη εντύπωση πως
θεωρούσε ότι ο γιος της είχε παντρευτεί γυναίκα που δεν ήταν αντάξιά
του. Και πάλι η άποψη αυτή δεν είναι πρωτοφανής στις τάξεις των Ινδών
μανάδων. Είναι αιμοφιλικός, σωστά;» ρώτησε ο Γκάπτα.
«Πρώτη φορά το ακούω», είπε ο Στράικ αιφνιδιασμένος.
«Ναι, ναι», επέμεινε ο Γκάπτα, «έτσι νομίζω, έχω την εντύπωση πως
είναι. Είναι αιματολόγος στο επάγγελμα, κι η μητέρα του μου ανέφερε
πως είχε επιλέξει τη συγκεκριμένη ειδικότητα λόγω του θέματος που
αντιμετώπιζε ο ίδιος. Βλέπετε; Το έξυπνο, ντελικάτο αγοράκι και η
περήφανη, υπερπροστατευτική μητέρα.
»Στην πορεία όμως ο μικρός πρίγκιπας διάλεξε για σύζυγο μια γυναίκα
ολότελα διαφορετική από τη μητέρα του. Η Μάργκοτ δεν ήταν το είδος
της γυναίκας που θα παρατούσε τους ασθενείς της ή τους ενήλικους
μαθητευόμενούς της για να σκοτωθεί να γυρίσει στο σπίτι και να
ετοιμάσει το φαγητό του άντρα της. Ας ετοιμάσει κάτι μόνος του, αυτή θα
ήταν η στάση της… αλλιώς, η ξαδελφούλα θα μπορούσε να μαγειρέψει,
φυσικά», συνέχισε ο Γκάπτα με τόνο που θύμιζε κάπως την προηγούμενη
αναφορά του στις «μαύρες γυναίκες». «Εννοώ τη νεαρή γυναίκα που
πλήρωναν για να προσέχει το μωρό».
«Η Σύνθια ήταν παρούσα στο μπάρμπεκιου;»
«Α, έτσι την έλεγαν; Ναι, ήταν. Δεν της μίλησα. Γυρόφερνε με την κόρη
της Μάργκοτ στην αγκαλιά, ενώ η Μάργκοτ περιποιούνταν τους
καλεσμένους της».
«Ο Ρόι έδωσε κατάθεση στην αστυνομία, αν δεν απατώμαι», είπε ο
Στράικ, που στην πραγματικότητα το θεωρούσε δεδομένο, χωρίς να το
έχει διασταυρώσει.
«Α, ναι», είπε ο Γκάπτα. «Λοιπόν, αυτό κι αν ήταν περίεργο. Ο
επιθεωρητής Τάλμποτ μου ανέφερε στην αρχή της δικής μου κατάθεσης
πως ο Ρόι είχε αποκλειστεί κατηγορηματικά από τις έρευνές τους…
επισήμανση η οποία από την πρώτη στιγμή μού είχε φανεί παράξενη. Δε
συμφωνείτε; Άλλωστε, μετά βίας είχε μεσολαβήσει μία εβδομάδα από την
εξαφάνιση της Μάργκοτ. Φαντάζομαι πως όλοι μας μόλις αρχίζαμε να
συνειδητοποιούμε πως δεν επρόκειτο για μία απλή περίπτωση, δεν
υπήρχε κάποια αθώα εξήγηση. Τις πρώτες δυο-τρεις ημέρες όλοι μας
προτάσσαμε κάποιες δικές μας θεωρίες, ευελπιστώντας σε μια ευτυχή
κατάληξη. Ενδεχομένως η Μάργκοτ να αισθανόταν πιεσμένη, να μην
μπορούσε να διαχειριστεί τα πράγματα, οπότε είχε αποφασίσει να κάνει
ένα διάλειμμα κάπου μόνη της. Ή, ίσως, να είχε συμβεί κάποιο ατύχημα
και να βρισκόταν αναίσθητη, ανώνυμη, σε κάποιο νοσοκομείο. Όμως,
καθώς περνούσαν οι ημέρες και τα νοσοκομεία είχαν ελεγχθεί κι η
φωτογραφία της είχε δημοσιευτεί σε όλες τις εφημερίδες και καμία
εξέλιξη δεν είχε προκύψει, η όλη κατάσταση άρχισε να αποκτά μια πολύ
πιο ζοφερή χροιά.
»Το θεώρησα ιδιαίτερα παράξενο, όταν ο επιθεωρητής Τάλμποτ με
πληροφόρησε, χωρίς να έχει προηγηθεί η παραμικρή νύξη, πως ο Ρόι δε
θεωρούνταν ύποπτος και ότι διέθετε ακλόνητο άλλοθι. Μάλιστα, ο
Τάλμποτ είχε φανεί σε όλους μας παράξενος. Φορτισμένος. Στις
ερωτήσεις του πηδούσε διαρκώς από το ένα θέμα στο άλλο.
»Νομίζω ότι επιχειρούσε να με καθησυχάσει», είπε ο Γκάπτα, πιάνοντας
ένα τρίτο ρολό σύκου και παρατηρώντας το σκεφτικός, καθώς συνέχιζε.
«Ήθελε να ξέρω πως ο συνάδελφός μου είχε απαλλαγεί από κάθε υποψία,
πως δεν είχα λόγο να φοβάμαι, πως ο επιθεωρητής ήξερε ότι κανένας
γιατρός δε θα ήταν ικανός να κάνει κάτι τόσο απαίσιο, όπως το να
απαγάγει μια γυναίκα ή –πλέον, όπως είχαμε αρχίσει όλοι να φοβόμαστε–
να τη σκοτώσει…
»Βέβαια, ο Τάλμποτ θεωρούσε πως δράστης ήταν ο Κριντ φυσικά, από
την πρώτη κιόλας στιγμή… και πιθανότατα είχε δίκιο», αναστέναξε ο
Γκάπτα θλιμμένα.
«Τι σας κάνει να το νομίζετε αυτό;» ρώτησε ο Στράικ. Υπέθεσε πως ο
Γκάπτα θα μπορούσε να αναφερθεί στο φορτηγάκι που είχε εντοπιστεί να
κινείται με ταχύτητα στη βροχερή νύχτα, όμως έλαβε μιαν απάντηση την
οποία θεώρησε οξυδερκή.
«Είναι πολύ δύσκολο να εξαφανίσει κανείς ένα πτώμα με τρόπο τόσο
απόλυτο και άψογο όσο φαινόταν να έχει εξαφανιστεί το πτώμα της
Μάργκοτ. Οι γιατροί γνωρίζουμε την οσμή του θανάτου και κατανοούμε
τις πρακτικές παραμέτρους και τις διαδικασίες γύρω από έναν νεκρό
άνθρωπο. Οι αδαείς ενδεχομένως να φαντάζομαι πως είναι το ίδιο όπως
να ξεφορτωθείς ένα τραπέζι αντίστοιχου βάρους, όμως πρόκειται για κάτι
το τελείως διαφορετικό και είναι εξόχως δύσκολο. Εν τω μεταξύ, ακόμη
και τη δεκαετία του Εβδομήντα, πριν από τα τεστ DNA, η αστυνομία τα
κατάφερνε αρκετά καλά με τα δακτυλικά αποτυπώματα, τις ομάδες
αίματος και τα λοιπά.
»Πώς μπόρεσε να παραμείνει κρυμμένη επί τόσα χρόνια; Κάποιος έκανε
τη δουλειά με τρόπο ιδιαίτερα έξυπνο, κι αν ξέρουμε ένα πράγμα για τον
Κριντ, είναι πως πρόκειται για άτομο ιδιαίτερα έξυπνο, έτσι δεν είναι;
Άλλωστε, στο τέλος ήταν οι ζωντανές γυναίκες εκείνες που τον
πρόδωσαν και όχι οι νεκρές. Ήξερε πώς να ράβει το στόμα των πτωμάτων
του».
Ο Γκάπτα κατάπιε το υπόλοιπο ρολό, αναστέναξε, τίναξε σχολαστικά
τις παλάμες του ώστε να απαλλαγεί από τυχόν τρίμματα κι ύστερα έδειξε
τα πόδια του Στράικ και είπε:
«Ποιο από τα δύο είναι;»
Ο Στράικ δεν ενοχλήθηκε με την ωμή ερώτηση από έναν γιατρό.
«Αυτό εδώ», είπε μετακινώντας ελαφρά το δεξί του πόδι.
«Περπατάτε πολύ φυσικά», σχολίασε ο Γκάπτα, «παρότι μεγαλόσωμος.
Ενδεχομένως να μην το αντιλαμβανόμουν, αν δεν είχα διαβάσει για εσάς
στις εφημερίδες. Τα προσθετικά μέλη που υπήρχαν τον παλιό καιρό δε
συγκρίνονται καν με τα τωρινά. Είναι θαυμάσιο το τι μπορείς να βρεις
πλέον στην αγορά. Μέχρι και υδραυλικά συστήματα που αναπαράγουν τη
φυσική κίνηση των αρθρώσεων! Θαυμάσια πράγματα».
«Το ΕΣΥ δεν έχει κονδύλια για τέτοια εξελιγμένα συστήματα», είπε ο
Στράικ βάζοντας το σημειωματάριο στην τσέπη του. «Το δικό μου είναι
πολύ απλό. Αν δε σας βάζω σε κόπο», συνέχισε, «θα μπορούσα να σας
ζητήσω τη διεύθυνση κατοικίας της νοσοκόμας σας;»
«Ναι, ναι, βεβαίως», είπε ο Γκάπτα. Κατάφερε να σηκωθεί από την
πολυθρόνα του με την τρίτη προσπάθεια.
Το ζεύγος Γκάπτα χρειάστηκε μισή ώρα μέχρι να εντοπίσει σε ένα παλιό
καρνέ την πιο πρόσφατη διεύθυνση που είχαν για την Τζάνις Μπίτι.
«Δεν παίρνω όρκο πως εξακολουθεί να ισχύει», είπε ο Γκάπτα δίνοντας
ένα χαρτάκι στον Στράικ στον διάδρομο.
«Και να μην ισχύει, θα με βοηθήσει να την εντοπίσω, ιδίως αν έχει
αλλάξει επίθετο αφότου παντρεύτηκε», είπε ο Στράικ. «Η συμβολή σας
υπήρξε πολύτιμη, δρ Γκάπτα. Ειλικρινά, σας ευχαριστώ για τον χρόνο
που μου διαθέσατε».
«Βεβαίως», είπε ο δρ Γκάπτα, καθώς παρατηρούσε τον Στράικ με τα
πανέξυπνα, έντονα καστανά μάτια του, «θα ήταν θαύμα αν καταφέρνατε
να τη βρείτε ύστερα από τόσα χρόνια. Όμως χαίρομαι που κάποιος
ασχολείται και πάλι με την υπόθεση. Ναι, πραγματικά χαίρομαι που
κάποιος ασχολείται».
11
H τύχη τα έφερε, όπως τον δρόμο του τραβούσε,
από μακριά να δει ή έτσι δα να του φανεί
κάποια φασαρία ή αλλιώς οχλαγωγή.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ο Στράικ πήρε τον δρόμο της επιστροφής στον σταθμό του Άμερσαμ,
περνώντας μπροστά από τα φροντισμένα πυξάρια και τα διπλά γκαράζ
των μεσοαστών, ενώ στη σκέψη του κλωθογύριζε η Μάργκοτ Μπάμπορο.
Είχε αναδυθεί μέσα από τις αναμνήσεις του ηλικιωμένου γιατρού ως μια
ολοζώντανη και δυναμική προσωπικότητα και, για κάποιο λόγο που δεν
έστεκε, αυτό τον είχε εκπλήξει. Μέσα από την εξαφάνισή της, η Μάργκοτ
Μπάμπορο είχε αποκτήσει στη σκέψη του Στράικ τις άυλες διαστάσεις
ενός φαντάσματος, λες κι ήταν προορισμένη από κάποια ανώτερη δύναμη
να σκορπίσει μια μέρα στο βροχερό μισοσκόταδο και να μην ξαναφανεί
ποτέ.
Θυμήθηκε τις επτά γυναίκες που απεικονίζονταν πάνω στο εξώφυλλο
της βιογραφίας του Ντένις Κριντ. Τα πρόσωπα αυτά εξακολουθούσαν να
υπάρχουν σε μιαν απόκοσμη ασπρόμαυρη πραγματικότητα, πλαισιωμένα
από χτενίσματα τα οποία σταδιακά έφευγαν από τη μόδα κάθε μέρα που
οι γυναίκες εκείνες απουσίαζαν από τις οικογένειες και τη ζωή τους, όμως
καθεμία από εκείνες τις αρνητικές εικόνες αντιπροσώπευε ένα ανθρώπινο
πλάσμα, η καρδιά του οποίου κάποτε χτυπούσε, που οι φιλοδοξίες και οι
απόψεις του, οι επιτυχίες και οι απογοητεύσεις του υπήρξαν εξίσου
αληθινές όσο εκείνες της Μάργκοτ Μπάμπορο, προτού πέσουν πάνω στον
άντρα που εξασφάλισε το προνόμιο να αποτυπωθεί έγχρωμος πάνω στο
κάλυμμα που έντυνε τη φρικτή ιστορία του θανάτου τους. Ο Στράικ δεν
είχε ολοκληρώσει ακόμη το βιβλίο, όμως ήξερε πως ο Κριντ ήταν
υπεύθυνος για τους θανάτους ενός ποικίλου φάσματος θυμάτων, ανάμεσά
τους μιας μαθήτριας, μιας μεσίτριας και μιας φαρμακοποιού. Κι αυτό είχε
αποτελέσει κεντρικό στοιχείο του τρόμου που προκάλεσε ο Χασάπης του
Έσεξ, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων εκείνης της εποχής: το
γεγονός πως δεν περιόριζε τις επιθέσεις του σε ιερόδουλες, οι οποίες,
όπως υπαινίσσονταν τα ρεπορτάζ, αποτελούσαν τα φυσικά θύματα του
δολοφόνου. Στην πραγματικότητα, η μοναδική ιερόδουλη που
επιβεβαιωμένα είχε δεχτεί επίθεση από τον Κριντ, είχε κατορθώσει να
επιβιώσει.
Η Έλεν Γουόρντροπ, η εν λόγω γυναίκα, είχε αφηγηθεί την ιστορία της
στο πλαίσιο ενός τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ με θέμα τον Κριντ, το οποίο
Στράικ είχε παρακολουθήσει στο YouTube πριν από μερικά βράδια, την
ώρα που έτρωγε κάτι που είχε παραγγείλει από το κινέζικο της γειτονιάς.
Το πρόγραμμα είχε αποδειχτεί μελοδραματικό και παρατραβηγμένο, με
πολλές πρόχειρα σκηνοθετημένες αναπαραστάσεις και μουσική
υπόκρουση από μια ταινία τρόμου της δεκαετίας του Εβδομήντα. Την
εποχή που γυρίστηκε, η Έλεν Γουόρντροπ ήταν μια βραδύγλωσση
γυναίκα με κρεμασμένο πρόσωπο, βαμμένα κόκκινα μαλλιά και άτσαλα
τοποθετημένες ψεύτικες βλεφαρίδες, που το θολό της βλέμμα και η
μονότονη φωνή της μαρτυρούσαν είτε τη χρήση ηρεμιστικών είτε κάποια
νευρολογική βλάβη. Ο Κριντ είχε καταφέρει στη μεθυσμένη και
πανικόβλητη Έλεν ένα χτύπημα στο κεφάλι με σφυρί, το οποίο υπό άλλες
συνθήκες θα μπορούσε να είχε αποδειχτεί μοιραίο, στην προσπάθειά του
να τη φορτώσει στην καρότσα του φορτηγού. Η γυναίκα έστρεψε το
κεφάλι της, όταν της το ζήτησε ο δημοσιογράφος, προκειμένου να δείξει
στους τηλεθεατές το σημείο όπου παρέμενε ορατό το σημάδι από το
χτύπημα. Ο δημοσιογράφος σχολίασε πως σίγουρα αισθάνεται πολύ
τυχερή που επιβίωσε. Ακολούθησε ένας ελαφρύς δισταγμός, προτού η
Έλεν συμφωνήσει μαζί του.
Ο Στράικ είχε σταματήσει το ντοκιμαντέρ σ’ εκείνο το σημείο,
εκνευρισμένος από τις ανούσιες ερωτήσεις. Είχε βρεθεί κι ο ίδιος κάποτε
στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή και τις συνέπειες εκείνης της
συγκυρίας θα τις κουβαλούσε σε όλη του τη ζωή, οπότε καταλάβαινε
απόλυτα τον δισταγμό της Έλεν Γουόρντροπ. Το αμέσως επόμενο
διάστημα της έκρηξης που είχε διαλύσει το πέλμα και την κνήμη του
Στράικ, μαζί με το σώμα του λοχία Γκάρι Τόπλεϊ από τη μέση και κάτω,
καθώς κι ένα μεγάλο μέρος από το πρόσωπο του Ρίτσαρντ Άνστις, ο
Στράικ είχε βιώσει ένα πλήθος συναισθημάτων, στα οποία
συμπεριλαμβάνονταν οι τύψεις, η ευγνωμοσύνη, η σύγχυση, ο φόβος, η
οργή, η απέχθεια και η μοναξιά, όμως δε θυμόταν να είχε αισθανθεί
κάποια στιγμή τυχερός. «Τυχερός» θα ήταν αν δεν είχε εκραγεί η βόμβα.
«Τυχερός» θα ήταν αν εξακολουθούσε να έχει και τα δυο του πόδια.
«Τυχερός» ήταν η λέξη που οι άνθρωποι οι οποίοι δεν άντεχαν να
αναλογίζονται φρικτές καταστάσεις, είχαν ανάγκη να ακούσουν τους
σακατεμένους και τρομοκρατημένους επιζώντες να χρησιμοποιούν, για να
περιγράψουν τον εαυτό τους. Θυμόταν τη θεία του να αποφαίνεται
δακρυσμένη πως δεν πονούσε, την ώρα που κειτόταν στο κρεβάτι του
νοσοκομείου, θολωμένος από τη μορφίνη, με τα λόγια της να έρχονται σε
οξεία αντίθεση με το πρώτο πράγμα που του είχε πει ο Πόλγουορθ, όταν
επισκέφτηκε τον Στράικ στο νοσοκομείο του Σέλι Όουκ.
«Γαμήθηκε ο Δίας κομματάκι, αδελφέ».
«Κομματάκι», είπε πει ο Στράικ, με το ακρωτηριασμένο πόδι απλωμένο
μπροστά του, οι νευρικές απολήξεις του οποίου επέμεναν πως η κνήμη
και το πέλμα εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη θέση τους.
Ο Στράικ έφτασε στον σταθμό του Άμερσαμ, όπου διαπίστωσε πως
μόλις είχε χάσει το τρένο που θα τον οδηγούσε πίσω στο Λονδίνο.
Επομένως, κάθισε σε ένα παγκάκι έξω, στον αναιμικό ήλιο του
φθινοπώρου, αργά το απόγευμα, έβγαλε τα τσιγάρα του, άναψε ένα κι
ύστερα ασχολήθηκε με το κινητό του. Δύο γραπτά μηνύματα και μία
αναπάντητη κλήση είχαν μαζευτεί όση ώρα συζητούσε με τον Γκάπτα και
είχε το κινητό του στο αθόρυβο.
Το ένα γραπτό μήνυμα ήταν από τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Αλ, και
το δεύτερο από τη φίλη του, την Ίλσα, επομένως μπορούσαν να
περιμένουν, ενώ αντίθετα η αναπάντητη κλήση ήταν από τον Τζορτζ
Λέιμπορν, στον οποίο τηλεφώνησε αμέσως.
«Έλα, Στράικ, εσύ είσαι;»
«Ναι. Μου τηλεφώνησες προ ολίγου».
«Σωστά. Σου το βρήκα. Το αντίγραφο του φακέλου της Μπάμπορο».
«Πλάκα μου κάνεις!» αναφώνησε ο Στράικ με ενθουσιασμό. «Τζορτζ,
αυτό είναι σπουδαίο, σου χρωστάω μεγάλη χάρη».
«Κέρασέ με μια μπίρα και πες το όνομά μου στους δημοσιογράφους,
έτσι και καταφέρεις να βρεις ποιος το έκανε. “Πολύτιμη βοήθεια”. “Δε θα
μπορούσα να τα είχα καταφέρει χωρίς τη συμβολή του”. Τέλος πάντων,
αποφασίζουμε αργότερα πώς ακριβώς θα το διατυπώσεις. Ποιος ξέρει,
μπορεί να θυμηθούν κι οι χαρτογιακάδες εδώ πέρα πως μου αξίζει μια
προαγωγή. Να ξέρεις όμως», πρόσθεσε ο Λέιμπορν, μιλώντας σοβαρά
αυτή τη φορά, «πως μιλάμε για χάλι. Ο φάκελος θέλω να πω.
Απερίγραπτο χάλι».
«Δηλαδή;»
«Παμπάλαιος. Λείπουν και κάποια σημεία απ’ ό,τι είδα, αν και δεν
αποκλείεται να είναι καταχωρισμένα με λάθος σειρά –δεν έχω προλάβει
να ελέγξω συστηματικά τα πάντα, μιλάμε για τέσσερις κούτες εδώ πέρα–,
όμως ο τρόπος που καταχώριζε τα στοιχεία ο Τάλμποτ ήταν αλλού γι’
αλλού, και το ότι ανέλαβε στη συνέχεια ο Λόσον και προσπάθησε να
βάλει τα πράγματα σε μια σειρά ουσιαστικά δε βοήθησε. Τέλος πάντων,
ό,τι κι αν είναι, είναι δικό σου. Τι λες, να περάσω αύριο το πρωί, να σου
αφήσω τις κούτες στο γραφείο;»
«Ειλικρινά, δεν έχω λόγια να σου περιγράψω πόσο εκτιμώ αυτό που
κάνεις, Τζορτζ».
«Ο γέρος μου θα πέταγε από τη χαρά του, αν ήξερε πως κάποιος θα
προσπαθήσει να ξαναρίξει μια ματιά σε αυτή την υπόθεση», είπε ο
Λέιμπορν. «Πολύ θα ήθελε να δει τον Κριντ τυλιγμένο σε μια κόλα χαρτί
για έναν ακόμη φόνο».
Ο Λέιμπορν τερμάτισε την κλήση, οπότε ο Στράικ άναψε αμέσως
τσιγάρο και τηλεφώνησε στη Ρόμπιν για να της ανακοινώσει τα
ευχάριστα, όμως η κλήση του προωθήθηκε αμέσως στον τηλεφωνητή.
Τότε θυμήθηκε πως η Ρόμπιν είχε συνάντηση εκείνη την ώρα με τον
κατατρεγμένο παρουσιαστή, οπότε έστρεψε την προσοχή του στο γραπτό
μήνυμα από τον Αλ.
Αδελφέ, γεια χαρά, ξεκινούσε, λες και ήταν κολλητάρια.
Ο Αλ ήταν ο μόνος αδελφός που είχε από την πλευρά του πατέρα του,
με τον οποίο ο Στράικ διατηρούσε μια κάποια σχέση, οσοδήποτε
σπασμωδική και μονόπλευρη, με τον Αλ να είναι εκείνος που κατέβαλλε
όλη την προσπάθεια. Ο Στράικ είχε συνολικά έξι ετεροθαλή αδέλφια με
το επίθετο Ρόκεμπι, τρία από τα οποία δεν είχε συναντήσει καν,
κατάσταση την οποία καμία ανάγκη δεν αισθανόταν να διορθώσει, καθώς
ήδη αρκετές σκοτούρες είχε προσπαθώντας να διαχειριστεί τις σχέσεις
του με τους υπάρχοντες συγγενείς του.
Όπως ξέρεις, οι Deadbeats γιορτάζουν τα πενήντα χρόνια της
κοινής τους πορείας του χρόνου…
Ο Στράικ δεν το ήξερε αυτό. Είχε συναντήσει τον πατέρα του, τον Τζόνι
Ρόκεμπι, ο οποίος ήταν ο βασικός τραγουδιστής των Deadbeats, συνολικά
δύο φορές στη ζωή του και οι περισσότερες πληροφορίες που είχε σχετικά
με τον διάσημο πατέρα του είχαν προέλθει είτε από τη μητέρα του, τη
Λίντα, τη γυναίκα την οποία από λάθος είχε αφήσει έγκυο σε μια γωνία
ενός πάρτι στη Νέα Υόρκη, σε σχεδόν δημόσια θέα, είτε από τους
δημοσιογράφους.
Όπως ξέρεις, οι Deadbeats γιορτάζουν τα πενήντα χρόνια της
κοινής τους πορείας του χρόνου και (άκρως εμπιστευτικό αυτό που
σου γράφω) ετοιμάζονται να το κάνουν με ένα νέο άλμπουμ στις 24
Μαΐου. Αποφασίσαμε (οι συγγενείς δηλαδή) να τους οργανώσουμε
ένα φοβερό πάρτι στο Λονδίνο εκείνο το βράδυ, στο Spencer
House, για να γιορτάσουμε την κυκλοφορία. Αδελφέ, θα ήταν
τεράστια χαρά για όλους μας και ιδίως για τον μπαμπά αν
ερχόσουν. Η Γκάμπι σκέφτηκε πως θα ήταν τέλεια να βγούμε όλα
τα παιδιά μια φωτογραφία μαζί, για να του την κάνουμε δώρο
εκείνο το βράδυ. Θα είναι η πρώτη μας. Θα την κορνιζάρουμε, να
του κάνουμε έκπληξη. Όλοι είναι σύμφωνοι. Το δικό σου οκ
περιμένουμε. Σκέψου το, αδελφέ.
Ο Στράικ διάβασε το μήνυμα μια δεύτερη φορά, κι ύστερα το έκλεισε
χωρίς να απαντήσει, οπότε άνοιξε το μήνυμα της Ίλσα, το οποίο ήταν
πολύ πιο σύντομο.
Σήμερα είναι τα γενέθλια της Ρόμπιν, ρε χαμένε.
12
Με λόγια κολακευτικά, όμορφα την πλεύρισε,
και δώρα όμορφα στα πόδια της απόθεσε, τη ματιά της να γητέψει,
μα εκείνη δώρα και δωρητή απέρριψε,
μαζί κι όλα τα καλοπιάσματα του κόλακα.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ο παρουσιαστής έφερε και τη σύζυγό του στην ενημερωτική συνάντηση


που είχε με τη Ρόμπιν. Από τη στιγμή που κλείστηκαν στο εσωτερικό
δωμάτιο των γραφείων, το ζεύγος αποδείχτηκε δύσκολο στη συνεννόηση.
Η σύζυγος είχε έρθει οπλισμένη με μια νέα θεωρία την οποία παρουσίασε
στη Ρόμπιν, θεωρία η οποία προέκυψε μέσα από την τελευταία ανώνυμη
καρτ ποστάλ που παραδόθηκε με το ταχυδρομείο στο τηλεοπτικό
στούντιο. Ήταν η πέμπτη κάρτα στην οποία απεικονιζόταν ένας πίνακας
και η τρίτη που είχε αγοραστεί στο κατάστημα της Εθνικής Πινακοθήκης
Πορτρέτων, οπότε οι υποψίες του παρουσιαστή είχαν στραφεί σε μια
πρώην φιλενάδα του, η οποία είχε σπουδάσει καλές τέχνες. Δεν ήξερε πού
βρισκόταν πλέον η συγκεκριμένη γυναίκα, όμως προφανώς άξιζε μια
προσπάθεια να την αναζητήσουν, σωστά;
Η Ρόμπιν θεωρούσε εξαιρετικά απίθανο μια πρώην φιλενάδα να επέλεγε
την αποστολή ανώνυμων καρτ ποστάλ, αν επιδίωκε κάποια
επανασύνδεση με τον άλλοτε εραστή της, δεδομένου ότι πλέον υπήρχαν
διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, επίσης, τα στοιχεία
επικοινωνίας του παρουσιαστή ήταν γνωστά, όμως επιδεικνύοντας
διπλωματική διάθεση, συμφώνησε πως ήταν μια παράμετρος που άξιζε να
διερευνηθεί περαιτέρω, οπότε σημείωσε όλες τις λεπτομέρειες που
μπόρεσε να θυμηθεί ο παρουσιαστής για το εξαφανισμένο από καιρό
αλλοτινό επίκεντρο του έρωτά του. Στη συνέχεια η Ρόμπιν απαρίθμησε
όλες εκείνες τις κινήσεις στις οποίες είχε προχωρήσει μέχρι στιγμής το
γραφείο, προκειμένου να εντοπίσει τον αποστολέα των καρτών και
διαβεβαίωσε τους δύο συζύγους ότι το σπίτι τους παρέμενε υπό
διακριτική παρακολούθηση, με την ελπίδα πως ο αποστολέας κάποια
στιγμή θα εμφανιζόταν.
Ο παρουσιαστής ήταν ένας βραχύσωμος άντρας με καστανοκόκκινα
μαλλιά, σκούρα μάτια και ενδεχομένως προσποιητό απολογητικό ύφος. Η
σύζυγός του, μια λεπτή γυναίκα κάμποσους πόντους ψηλότερη από τον
άντρα της, έμοιαζε φοβισμένη από τις νυχτερινές ιδιόχειρες παραδόσεις,
καθώς και ελαφρώς εκνευρισμένη από τις τοποθετήσεις του συζύγου της,
συνοδευόμενες από αμήχανα γελάκια, πως δεν περίμενε κανείς να έρθει
αντιμέτωπος με τέτοιες καταστάσεις όντας ένας απλός παρουσιαστής του
δελτίου καιρού καθώς, άλλωστε, δεν ήταν και κανένας αστέρας του
κινηματογράφου, αλλά τέλος πάντων, ποιος ήξερε τι ήταν ικανή να κάνει
εκείνη η γυναίκα;
«Ή άντρας», του υπενθύμισε η σύζυγός του. «Δεν ξέρουμε σίγουρα πως
πρόκειται για γυναίκα, σωστά;»
«Σωστά, δεν ξέρουμε», συμφώνησε ο σύζυγός της και το χαμόγελο
άρχισε να σβήνει σταδιακά από το πρόσωπό του.
Όταν με τα πολλά έφυγε το ζεύγος, περνώντας μπροστά από την Πατ, η
οποία καθισμένη στο γραφείο της δακτυλογραφούσε στωικά, η Ρόμπιν
επέστρεψε στο μέσα γραφείο και παρατήρησε ξανά την πιο πρόσφατη
καρτ ποστάλ. Ο πίνακας στην μπροστινή πλευρά ήταν το πορτρέτο ενός
άντρα του 19ου αιώνα με ψηλό λαιμοδέτη. Τζέιμς Ντάφιλντ Χάρντινγκ. Η
Ρόμπιν πρώτη φορά άκουγε αυτό το όνομα. Γύρισε την κάρτα από την
άλλη. Το μήνυμα ανέφερε:
ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΣΕΝΑ.
Γύρισε και πάλι την κάρτα από την μπροστινή πλευρά. Ο
συνεσταλμένος άντρας με τις μακριές φαβορίτες έφερνε πράγματι στον
παρουσιαστή.
Το χασμουρητό που ακολούθησε την αιφνιδίασε. Είχε περάσει το
μεγαλύτερο μέρος της ημέρας ξεμπερδεύοντας με τη χαρτούρα που είχε
συσσωρευτεί, εγκρίνοντας την εξόφληση πληρωμών και ρυθμίζοντας τις
βάρδιες για το επόμενο δεκαπενθήμερο, προκειμένου να ανταποκριθεί
στην παράκληση του Μόρις να έχει ρεπό το απόγευμα του Σαββάτου,
ώστε να παρακολουθήσει την τρίχρονη κόρη του να συμμετέχει σε μια
παράσταση μπαλέτου. Παλεύοντας να αντισταθεί στην πεσμένη διάθεση,
που είχε αποφύγει ως τότε μέσα από την αδιάκοπη δουλειά, η Ρόμπιν
έβαλε στη θέση του τον φάκελο της υπόθεσης και ενεργοποίησε ξανά το
κινητό της. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα χτύπησε: ήταν ο Στράικ.
«Γεια», είπε η Ρόμπιν προσπαθώντας να μην ακουστεί ενοχλημένη, μιας
και, καθώς περνούσαν οι ώρες, είχε καταστεί απόλυτα σαφές πως ο
Στράικ είχε ξεχάσει τελείως τα γενέθλιά της για μία ακόμη φορά.
«Χρόνια πολλά», είπε εκείνος, ενώ πίσω του ακουγόταν ο θόρυβος ενός
τρένου.
«Ευχαριστώ».
«Έχω κάτι για σένα, όμως θα χρειαστώ γύρω στη μία ώρα για να
φτάσω, μόλις τώρα επιβιβάστηκα στο τρένο για να επιστρέψω από το
Άμερσαμ».
Κολοκύθια έχεις για μένα, σκέφτηκε η Ρόμπιν. Το ξέχασες τελείως. Όπως
θα έρχεσαι στο γραφείο, θα πάρεις από τον δρόμο τίποτε λουλούδια.
Η Ρόμπιν ήταν σίγουρη πως η Ίλσα το είχε σφυρίξει στον Στράικ για τα
γενέθλια, γιατί της είχε τηλεφωνήσει λίγο πριν έρθει ο πελάτης, για να πει
στη Ρόμπιν πως υπήρχε περίπτωση να καθυστερήσει λίγο στο ραντεβού
τους για ποτά. Την είχε ρωτήσει επίσης, με διόλου πειστική ανεμελιά, τι
δώρο τής είχε κάνει ο Στράικ, οπότε η Ρόμπιν της είχε απαντήσει
ειλικρινά: «Τίποτε».
«Καλοσύνη σου, σ’ ευχαριστώ», είπε η Ρόμπιν, «όμως τώρα μόλις
ετοιμαζόμουν να φύγω. Θα βγω για ένα ποτάκι απόψε».
«Α», έκανε ο Στράικ. «Σωστά. Να με συγχωρείς, κάθισαν ανάποδα τα
πράγματα, καταλαβαίνεις, έπρεπε να έρθω μέχρι εδώ για να μιλήσω στον
Γκάπτα».
«Εντάξει», είπε η Ρόμπιν, «κοίτα, τα αφήνεις εδώ, στο γραφείο και…»
«Ναι», είπε ο Στράικ, οπότε η Ρόμπιν παρατήρησε πως δεν αντέδρασε
στο άκουσμα της λέξης «τα». Πράγμα που σημαίνει πως σίγουρα το δώρο
ήταν λουλούδια.
«Τέλος πάντων», είπε ο Στράικ, «είχαμε σπουδαίες εξελίξεις. Ο Τζορτζ
Λέιμπορν κατάφερε και εξασφάλισε αντίγραφο του φακέλου της
Μπάμπορο».
«Τέλεια!» αναφώνησε η Ρόμπιν με ενθουσιασμό, παρά την ενόχλησή
της.
«Ναι, καταπληκτικό δεν είναι; Θα περάσει αύριο από το γραφείο να μας
τον φέρει».
«Με τον Γκάπτα πώς πήγε η συνάντηση;» ρώτησε η Ρόμπιν, όπως
καθόταν στη δική της πλευρά του γραφείου των συνεταίρων, το οποίο
είχε αντικαταστήσει το παλιό μονό γραφείο του Στράικ.
«Είχε ενδιαφέρον, ιδίως σε ό,τι είχε να κάνει με την ίδια τη Μάργκοτ»,
είπε ο Στράικ, η φωνή του οποίου κατέληξε πνιχτή καθώς, όπως υπέθεσε
η Ρόμπιν, το τρένο διέσχιζε εκείνη τη στιγμή κάποια σήραγγα. Η Ρόμπιν
πίεσε το κινητό πάνω στο αυτί της και ρώτησε:
«Δηλαδή;»
«Δεν ξέρω», ακούστηκε η φωνή του Στράικ μακρινή. «Από εκείνη την
παλιά φωτογραφία, ούτε που θα φανταζόμουν πως ήταν μια ένθερμη
φεμινίστρια. Φέρνει περισσότερο σε μια προσωπικότητα που θα είχα
φανταστεί από μόνος μου, πράγμα τελείως σαχλό, βασικά… Θέλω να πω,
γιατί να μην έχει δική της προσωπικότητα και μάλιστα ισχυρή;»
Η Ρόμπιν όμως καταλάβαινε με κάποιον τρόπο τι εννοούσε ο Στράικ. Η
θαμπή φωτογραφία της Μάργκοτ Μπάμπορο, παγωμένη σε θολό χρόνο,
με την κλασική για τη δεκαετία του Εβδομήντα χωρίστρα στη μέση, τους
φαρδιούς στρογγυλεμένους γιακάδες, το πλεχτό πουλόβερ, έμοιαζε να
ανήκει σε έναν χαμένο από καιρό δισδιάστατο κόσμο ξεθωριασμένων
χρωμάτων.
«Θα σου πω τα υπόλοιπα αύριο», είπε ο Στράικ, καθώς η σύνδεση
εμφάνιζε κενά. «Δεν έχω καλό σήμα εδώ. Με το ζόρι σε ακούω».
«Εντάξει, έγινε», είπε η Ρόμπιν δυνατά. «Τα λέμε αύριο».
Άνοιξε και πάλι την πόρτα που οδηγούσε στο εξωτερικό γραφείο. Η Πατ
έκλεινε εκείνη τη στιγμή τον παλιό υπολογιστή της Ρόμπιν, με το
ηλεκτρονικό τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη της.
«Ο Στράικ ήταν;» ρώτησε θυμίζοντας κόρακα, με τα κατάμαυρα μαλλιά
της, τη βραχνή, τραχιά φωνή και το τσιγάρο να ανεβοκατεβαίνει.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν πιάνοντας το παλτό και την τσάντα της.
«Επιστρέφει τώρα από το Άμερσαμ. Εσύ πάντως κλείδωσε κανονικά,
Πατ, έχει κλειδιά για να μπει μέσα, αν θέλει».
«Τα γενέθλιά σου τα θυμήθηκε ή ακόμη;» ρώτησε η Πατ, που φάνηκε
να αντλεί κάποιου είδους σαδιστική απόλαυση όταν πληροφορήθηκε την
αφηρημάδα του Στράικ εκείνο το πρωί.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, κι από ανάγκη να φανεί πιστή στον Στράικ
συμπλήρωσε, «μου πήρε και δώρο. Θα μου το δώσει αύριο».
Η Πατ είχε αγοράσει στη Ρόμπιν ένα καινούργιο πορτοφόλι. «Το παλιό
κόντευε να ξηλωθεί τελείως», σχολίασε την ώρα που άνοιξε το δώρο η
εορτάζουσα. Η Ρόμπιν, που συγκινήθηκε από τη χειρονομία, παρότι η
ίδια ενδεχομένως να μην είχε επιλέξει το κόκκινο της φωτιάς, την είχε
ευχαριστήσει ολόθερμα και είχε μεταφέρει αμέσως τα χρήματα και τις
κάρτες της στο καινούργιο.
«Είναι καλό να έχεις ένα πορτοφόλι ζωηρόχρωμο, το βρίσκεις εύκολα
μέσα στην τσάντα σου», είχε σχολιάσει αυτάρεσκα η Πατ. «Ο παλάβρας
ο Σκοτσέζος τι σου πήρε;»
Ο Μπάρκλεϊ είχε αφήσει στην Πατ ένα μικρό τυλιγμένο πακέτο, για να
το δώσει στη Ρόμπιν εκείνο το πρωί.
«Μια τράπουλα», είπε η Ρόμπιν χαμογελώντας καθώς ξετύλιγε το
πακέτο. «Μου είχε μιλήσει ο Σαμ γι’ αυτές τις τράπουλες, κοίτα, όταν
ήμαστε μαζί στην παρακολούθηση τις προάλλες. Πάνω σε κάθε φύλλο
απεικονίζονται τα πρόσωπα των πλέον καταζητούμενων μελών της Αλ
Κάιντα. Αυτές τις τράπουλες τις μοίραζαν στους Αμερικανούς στρατιώτες
στη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ».
«Και γιατί σου χάρισε αυτή την τράπουλα;» απόρησε η Πατ. «Τι να την
κάνεις;»
«Μα, επειδή μου κίνησε το ενδιαφέρον, όταν μου έλεγε γι’ αυτές», είπε
η Ρόμπιν, που διασκέδαζε με τα ξινισμένα μούτρα της Πατ. «Μπορώ να
παίξω πόκερ με αυτή. Είναι κανονική τράπουλα, πλήρης, δες».
«Μπριτζ», είπε η Πατ. «Αυτό, ναι, είναι ένα παιχνίδι της προκοπής.
Μου αρέσει μια παρτίδα μπριτζ».
Καθώς οι δύο γυναίκες φορούσαν τα παλτά τους, η Πατ ρώτησε:
«Έχεις κανονίσει κάτι καλό γι’ απόψε;»
«Θα πάω για ποτά με δυο φίλες», είπε η Ρόμπιν. «Όμως έχω και μια
δωροκάρτα για τα Selfridges, που μου καίει την τσέπη. Μου φαίνεται πως
θα περάσω πρώτα από εκεί να μου βρω ένα δωράκι».
«Θαυμάσια», έκρωξε η Πατ. «Τι λες να πάρεις;»
Πριν προλάβει να απαντήσει η Ρόμπιν, η γυάλινη πόρτα πίσω της
άνοιξε και ο Σολ Μόρις έκανε την εμφάνισή του, γοητευτικός,
χαμογελαστός και ελαφρώς λαχανιασμένος, με τα μαύρα του μαλλιά
καλοχτενισμένα και τα γαλανά του μάτια φωτεινά. Με μια κάποια
ανησυχία, η Ρόμπιν είδε το τυλιγμένο δώρο και την κάρτα που κρατούσε
σφιχτά στο χέρι του.
«Χρόνια πολλά!» της ευχήθηκε. «Χαίρομαι που σε πρόλαβα».
Οπότε, πριν προλάβει να το αποφύγει η Ρόμπιν, έσκυψε και τη φίλησε
στο μάγουλο· δεν ήταν ένα φιλί στον αέρα αυτό, τα χείλη του
ακούμπησαν την επιδερμίδα της. Η Ρόμπιν έκανε μισό βήμα προς τα
πίσω.
«Σου πήρα και κάτι», είπε, καθώς δε φάνηκε να αντιλαμβάνεται κάποια
αμηχανία, οπότε της πρότεινε το δώρο και την κάρτα. «Μη φανταστείς
τίποτε σπουδαίο. Η καλή μας Μάνιπενι πώς είναι;» ρώτησε
απευθυνόμενος στην Πατ, που ήδη είχε κατεβάσει το ηλεκτρονικό
τσιγάρο για να του χαμογελάσει, φανερώνοντας έτσι μια σειρά από δόντια
στο χρώμα του πολυκαιρισμένου ελεφαντοστού.
«Μάνιπενι», επανέλαβε η Πατ χαμογελώντας πλατιά. «Είσαι αδιόρθωτο
πειραχτήρι».
Η Ρόμπιν έσκισε το χαρτί που κάλυπτε το δώρο της. Από κάτω υπήρχε
ένα κουτί με τρουφάκια αλμυρής καραμέλας από το Fortnum & Mason.
«Α, ωραιότατο», είπε η Πατ επιδοκιμαστικά.
Οι σοκολάτες, καταπώς φαινόταν, αποτελούσαν απείρως
καταλληλότερο δώρο για μια νεαρή γυναίκα απ’ ό,τι μια τράπουλα με τις
φάτσες μελών της Αλ Κάιντα πάνω τους.
«Θυμήθηκα πως είχες πει ότι σου αρέσει η αλμυρή καραμέλα», είπε ο
Μόρις με μια δόση περηφάνιας.
Η Ρόμπιν ήξερε ακριβώς πώς είχε σχηματίσει τη συγκεκριμένη
εντύπωση, κι αυτό διόλου δεν τη βοήθησε να εκτιμήσει περισσότερο το
δώρο.
Πριν από έναν μήνα, στην πρώτη συνάντηση όλων των μελών του
διευρυμένου γραφείου, η Ρόμπιν είχε ανοίξει ένα κουτάκι με ακριβά
μπισκοτάκια, τα οποία περιέχονταν σε ένα καλάθι που τους είχε στείλει
ένας πελάτης για να εκφράσει τις ευχαριστίες του. Ο Στράικ είχε
απορήσει γιατί τα πάντα τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούσαν σε γεύση
αλμυρής καραμέλας, οπότε η Ρόμπιν είχε απαντήσει πως αυτό δεν τον
εμπόδιζε από το να τα καταβροχθίζει με τις χούφτες. Η ίδια καμία
προτίμηση δεν είχε εκφράσει για τη συγκεκριμένη γεύση, όμως ο Μόρις
προφανώς είχε δείξει ελάχιστο και ταυτόχρονα υπερβολικό ενδιαφέρον,
αποφασίζοντας να φυλάξει την άστοχη εικασία του για να την
αξιοποιήσει κάποια στιγμή αργότερα.
«Ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε η Ρόμπιν με την ελάχιστη δυνατή θέρμη.
«Δυστυχώς, με πιέζει ο χρόνος».
Οπότε, πριν προλάβει η Πατ να επισημάνει πως τα Selfridges θα
εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη θέση τους σε μισή ώρα, η Ρόμπιν
ξεγλίστρησε δίπλα από τον Μόρις και άρχισε να κατεβαίνει τη μεταλλική
σκάλα, συνεχίζοντας να κρατά την κλειστή κάρτα στο χέρι.
Η Ρόμπιν εξακολουθούσε να αναζητά απάντηση στο ερώτημα γιατί την
εκνεύριζε τόσο ο Μόρις, καθώς περιφερόταν με χαλαρό βήμα στην
πελώρια σάλα αρωμάτων στα Selfridges, μισή ώρα αργότερα. Είχε
αποφασίσει να κάνει δώρο στον εαυτό της κάποιο άρωμα, γιατί φορούσε
το ίδιο εδώ και πέντε χρόνια. Εκείνο το άρωμα άρεσε στον Μάθιου και
δεν ήθελε να το αλλάξει, όμως το τελευταίο μπουκάλι βρισκόταν στα
τελειώματα, κι η Ρόμπιν αισθάνθηκε ξαφνικά την ανάγκη να λουστεί με
κάτι που ο Μάθιου δε θα αναγνώριζε και πιθανότατα δε θα του άρεσε. Το
μπουκάλι φτηνής κολόνιας που είχε αγοράσει στον δρόμο για το Φάλμουθ
δεν ήταν αρκετά χαρακτηριστικό για να αποτελέσει ένα νέο σήμα
κατατεθέν και κάπως έτσι η Ρόμπιν βρέθηκε να περιπλανιέται στον αχανή
λαβύρινθο που εκτεινόταν ντυμένος με ολόσωμους καθρέφτες και
επίχρυσα φώτα, ανάμεσα σε νησίδες φορτωμένες με σαγηνευτικά
μπουκάλια και φωτισμένες φωτογραφίες διασημοτήτων, ενώ σε καθένα
από τα πόστα παραμόνευαν μαυροντυμένες σειρήνες, πρόθυμες να
αρωματίσουν τις πελάτισσες και να προσφέρουν δείγματα σε χαρτονάκια.
Άραγε, ήταν υπεροπτικό εκ μέρους της, αναρωτήθηκε, να θεωρεί πως ο
Μόρις, ο υπεργολάβος, δεν έπρεπε να θεωρεί πως είχε το δικαίωμα να
φιλήσει μια συνεταίρο του γραφείου; Θα την ενοχλούσε το ίδιο αν ο
συνήθως συνεσταλμένος Χάτσινς τη φιλούσε στο μάγουλο; Όχι,
κατέληξε, καθόλου δε θα την πείραζε, μιας και γνώριζε τον Άντι εδώ και
περισσότερο από έναν χρόνο και, άλλωστε, ο Χάτσινς θα φερόταν με
ευγένεια και θα περιόριζε τον χαιρετισμό σε μια φευγαλέα προσέγγιση
των δύο προσώπων, δε θα πήγαινε να κολλήσει τα χείλη του πάνω στο
μάγουλό της.
Και στην περίπτωση του Μπάρκλεϊ, τι θα ίσχυε; Ούτε κι εκείνος την
είχε φιλήσει ποτέ, αν και πρόσφατα την είχε αποκαλέσει «μωρή
μουρλέγκω» όταν, στη διάρκεια μιας παρακολούθησης, τον είχε
περιλούσει κατά λάθος με καυτό καφέ πάνω στον ενθουσιασμό της, όταν
εντόπισε τον στόχο τους, έναν δημόσιο υπάλληλο ο οποίος αποχωρούσε
από ένα σεσημασμένο μπορντέλο στις δύο τη νύχτα. Όμως δεν την είχε
πειράξει που την αποκάλεσε ο Μπάρκλεϊ μουρλέγκω. Της άξιζε.
Όπως έστριψε σε μια γωνία, η Ρόμπιν βρέθηκε φάτσα μπροστά σε έναν
πάγκο του οίκου Yves Saint Laurent, οπότε το ενδιαφέρον της
κεντρίστηκε μεμιάς και το βλέμμα της εστίασε πάνω σε έναν μπλε, μαύρο
και ασημένιο κύλινδρο που έφερε το όνομα Rive Gauche. Ποτέ ως τότε η
Ρόμπιν δεν είχε μυρίσει συνειδητά το αγαπημένο άρωμα της Μάργκοτ
Μπάμπορο.
«Είναι κλασικό», είπε με βαριεστημένο ύφος η πωλήτρια, καθώς
παρακολουθούσε τη Ρόμπιν να ψεκάζει λίγες σταγόνες Rive Gauche πάνω
σε ένα δοκιμαστικό χαρτονάκι και να εισπνέει.
Η Ρόμπιν είχε την τάση να αξιολογεί τα αρώματα ανάλογα με το πόσο
πειστικά απέδιδαν κάποιο γνώριμο λουλούδι ή βρώσιμη ύλη, όμως η
συγκεκριμένη οσμή δεν προερχόταν από τη φύση. Υπήρχε μια υποψία
τριαντάφυλλου στη σύνθεση, αλλά παράλληλα και κάτι αλλόκοτα
μεταλλικό. Η Ρόμπιν, που ήταν συνηθισμένη σε αρώματα τα οποία
ενσωμάτωναν ευχάριστες νότες φρούτων ή γλυκών, ακούμπησε στον
πάγκο το χαρτάκι, χαμογελώντας ενώ έγνεφε αρνητικά, και προχώρησε
παρακάτω.
Ώστε αυτό το άρωμα ανέδιδε η Μάργκοτ Μπάμπορο, σκέφτηκε. Ήταν
ένα άρωμα πολύ πιο εκλεπτυσμένο από εκείνο που τόσο ενθουσίαζε τον
Μάθιου πάνω στη Ρόμπιν, δηλαδή μια σύνθεση με φυσικές αναφορές,
που συνδύαζε σύκο, φρεσκάδα, γαλακτερές και πράσινες νότες.
Η Ρόμπιν έστριψε στην επόμενη γωνία και είδε, τοποθετημένο πάνω σε
έναν πάγκο ακριβώς μπροστά της, ένα γυάλινο μπουκαλάκι με πολλαπλές
επιφάνειες, το οποίο περιείχε ένα ροζ υγρό: ήταν το Flowerbomb, το
άρωμα που προτιμούσε η Σάρα Σάντλοκ. Η Ρόμπιν είχε δει το
μπουκαλάκι στο υπνοδωμάτιο της Σάρα και του Τομ, κάθε φορά που
περνούσαν από το σπίτι με τον Μάθιου, καλεσμένοι για δείπνο. Από τον
καιρό που άφησε τον Μάθιου, η Ρόμπιν είχε άφθονες ευκαιρίες για να
συνειδητοποιήσει πως όλες εκείνες τις φορές που ο Μάθιου είχε αλλάξει
σεντόνια μεσοβδόμαδα, δήθεν επειδή είχε «χύσει τσάι» ή αποφάσιζε «να
το κάνω σήμερα, να σε γλιτώσω από τον κόπο αύριο», το δίχως άλλο το
είχε κάνει προκειμένου το πλυντήριο να εξαφανίσει εκείνο το έντονο
γλυκερό άρωμα, όπως και όποια άλλα προφανέστερα ενοχοποιητικά ίχνη
είχαν ενδεχομένως διαρρεύσει από κάποιο προφυλακτικό.
«Είναι μια σύγχρονη κλασική πρόταση», είπε με ελπίδα η νεαρή
πωλήτρια, που είχε δει τη Ρόμπιν να παρατηρεί τη γυάλινη χειροβομβίδα.
Με ένα σφιγμένο χαμόγελο, η Ρόμπιν έγνεψε αρνητικά και προχώρησε.
Πλέον, το είδωλό της στους γύρω καθρέφτες έμοιαζε απλώς θλιμμένο,
καθώς έπιανε μπουκαλάκια και μύριζε δείγματα, σε μιαν άκεφη
αναζήτηση κάποιας αγοράς που θα βελτίωνε αυτά τα απαίσια γενέθλια.
Ξαφνικά, ευχήθηκε να μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι της αντί να
τρέχει για ποτά.
«Τι ακριβώς ψάχνετε;» ρώτησε μια μαύρη κοπέλα με ψηλά ζυγωματικά,
από το πόστο της οποίας είχε περάσει λίγο νωρίτερα η Ρόμπιν.
Πέντε λεπτά αργότερα, ύστερα από μια σύντομη, επαγγελματική
παρέμβαση, η Ρόμπιν κατευθυνόταν προς την οδό Όξφορντ, έχοντας ένα
μαύρο μπουκαλάκι στην τσάντα της. Η πωλήτρια είχε αποδειχτεί άκρως
πειστική.
«…κι αν ψάχνετε κάτι τελείως διαφορετικό», είχε πει παίρνοντας ένα
πέμπτο μπουκάλι και ψεκάζοντας μια μικρή ποσότητα σε ένα χαρτονάκι
που το ανέμισε ελαφρά, «θα σας πρότεινα το Fracas».
Είχε δώσει το χαρτονάκι στη Ρόμπιν, τα ρουθούνια της οποίας τώρα
φλέγονταν από την επίθεση που είχαν δεχτεί το τελευταίο μισάωρο από
πλήθος έντονων και ποικίλων αρωμάτων.
«Σέξι αλλά ώριμο, δε βρίσκετε; Μια πραγματικά κλασική επιλογή».
Κι εκείνη τη στιγμή η Ρόμπιν, καθώς εισέπνεε το μεθυστικό, πλούσιο,
βαθύ άρωμα της τουμπερόζας, σαγηνεύτηκε από την ιδέα πως θα
εξελισσόταν στον τριακοστό χρόνο της ζωής της σε μια εκλεπτυσμένη
γυναίκα, ολότελα διαφορετική από εκείνο το αφελές πλάσμα που
αποδείχτηκε ολότελα ανίκανο να συνειδητοποιήσει πως αυτό που της
έλεγε ο σύζυγός της ότι αγαπούσε, κι αυτό που πραγματικά του άρεσε να
οδηγεί στο κρεβάτι του είχαν τόση σχέση μεταξύ τους όσο ένα σύκο με
μια χειροβομβίδα.
13
Από εκεί, μέσα από μονοπάτι επώδυνο περνούν
και τραβούν σε έναν λόφο, που ήταν απότομος συνάμα και ψηλός·
στην κορυφή εκεί στεκόταν παρεκκλήσι ιερό
και παραδίπλα ένα μικρό ησυχαστήριο.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

ΟΣτράικ είχε μετανιώσει για εκείνο το πρώτο δώρο που είχε κάνει στη
Ρόμπιν Έλακοτ. Είχε αγοράσει την πανάκριβη πράσινη τουαλέτα
παραδομένος σε μια δονκιχοτική διάθεση υπερβολής, νιώθοντας ασφαλής
να της προσφέρει κάτι τόσο προσωπικό αποκλειστικά και μόνο επειδή
ήταν αρραβωνιασμένη με έναν άλλο άντρα, κι άλλωστε οι δρόμοι τους
σύντομα θα χώριζαν ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Η Ρόμπιν το είχε
φορέσει δήθεν για να δει ο Στράικ αν θα ταίριαζε σε μιαν άλλη γυναίκα,
ενώ στην πραγματικότητα επιχειρούσε να πείσει την πωλήτρια να της
αποκαλύψει κάποιες ζουμερές πληροφορίες, και πράγματι η μαρτυρία
εκείνης της κοπέλας, την οποία τόσο επιδέξια απέσπασε η Ρόμπιν, είχε
βοηθήσει στη διαλεύκανση της υπόθεσης χάρη στην οποία ο Στράικ
απέκτησε όνομα και απέφυγε τη χρεοκοπία. Παρασυρμένος από ένα κύμα
ευφορίας και ευγνωμοσύνης, είχε επιστρέψει στο κατάστημα
προχωρώντας στην αγορά, θέλοντας να κάνει μια σημαντική
αποχαιρετιστήρια χειρονομία. Τίποτε άλλο δε φάνταζε ικανό να αποδώσει
τα όσα ήθελε να της πει, δηλαδή «δες πόσα πετύχαμε μαζί». «Δε θα
μπορούσα να τα είχα καταφέρει χωρίς εσένα» και (αν ήθελε να είναι
απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του) «είσαι πανέμορφη μέσα σε τούτη
την τουαλέτα και ήθελα να ξέρεις πως αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που
σκέφτηκα μόλις σε είδα να τη φοράς».
Όμως, τα πράγματα δεν είχαν εξελιχτεί ακριβώς όπως τα λογάριαζε ο
Στράικ, καθώς μέσα σε μία ώρα από τη στιγμή που της είχε χαρίσει την
πράσινη τουαλέτα, την είχε προσλάβει ως μόνιμη βοηθό του. Αναμφίβολα
στο συγκεκριμένο ρούχο εδραζόταν, τουλάχιστον εν μέρει, η βαθύτατη
δυσπιστία με την οποία ο Μάθιου, ο αρραβωνιαστικός της, έμελλε να
αντιμετωπίσει στο εξής τον ντετέκτιβ. Κι ακόμη χειρότερα, από την
οπτική του Στράικ, είχε τοποθετήσει τον πήχη σε άβολα υψηλό σημείο ως
προς τα όποια μελλοντικά δώρα. Είτε συνειδητά είτε όχι, είχε φροντίσει
να χαμηλώσει αισθητά τις προσδοκίες στο διάστημα που μεσολάβησε,
είτε ξεχνώντας τελείως να χαρίσει κάτι στη Ρόμπιν για τα γενέθλιά της
και τα Χριστούγεννα, είτε επιλέγοντας όσο το δυνατόν αδιάφορες λύσεις.
Αγόρασε μερικούς κρίνους στο πρώτο ανθοπωλείο που βρήκε μπροστά
του όταν αποβιβάστηκε από το τρένο που τον μετέφερε από το Άμερσαμ
και τους πήγε στο γραφείο, ώστε να τους βρει η Ρόμπιν την επόμενη
ημέρα. Τους είχε διαλέξει επειδή ήταν μεγάλοι και μύριζαν έντονα.
Θεώρησε πως έπρεπε να δώσει κάτι περισσότερο σε σχέση με το ποσό
που είχε διαθέσει για την περυσινή καθυστερημένη ανθοδέσμη και τα
συγκεκριμένα λουλούδια έδειχναν εντυπωσιακά, σαν να μην είχε κάνει
τσιγκουνιές. Τα τριαντάφυλλα κουβαλούσαν περίεργους συνειρμούς,
λόγω της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, ενώ σχεδόν ό,τι άλλο υπήρχε στο
ανθοπωλείο –με τις επιλογές να είναι αναπόφευκτα περιορισμένες στις
πέντε και μισή το απόγευμα– έδειχνε κάπως ταλαιπωρημένο ή λίγο. Οι
κρίνοι ήταν μεγάλοι αλλά καθησυχαστικά απρόσωποι, εντυπωσιακοί στη
μορφή και με έντονο άρωμα, κι υπήρχε ασφάλεια στην αυθάδειά τους.
Προέρχονταν από κάποιο επαγγελματικό θερμοκήπιο· δεν τους συνόδευε
ούτε υποψία ρομαντικού ψιθύρου από κάποιο άγνωστο δάσος ή κάποιο
μυστικό κήπο: ήταν λουλούδια για τα οποία θα μπορούσε να πει με
βεβαιότητα πως «μύριζαν ωραία», χωρίς να απαιτηθεί κάποια άλλη
αιτιολόγηση της επιλογής του.
Ο Στράικ δεν μπορούσε να γνωρίζει πως ο κυρίαρχος συνειρμός που
έκανε η Ρόμπιν μόλις αντίκριζε έναν κρίνο, τώρα και στο εξής, ήταν η
Σάρα Σάντλοκ, η οποία είχε φέρει κάποτε μια σχεδόν ολόιδια ανθοδέσμη
στο πάρτι της Ρόμπιν και του Μάθιου, όταν εγκαταστάθηκαν στο νέο
τους σπίτι. Όταν μπήκε η Ρόμπιν στο εσωτερικό δωμάτιο την επομένη
των γενεθλίων της και είδε τα λουλούδια να στέκουν πάνω στο γραφείο
των συνεταίρων, χωμένα σε ένα βάζο γεμάτο νερό αλλά τυλιγμένα ακόμη
με το σελοφάν τους, με έναν πελώριο φούξια φιόγκο πάνω τους και μια
τόση δα κάρτα που έγραφε «Χρόνια πολλά από τον Κόρμοραν» (χωρίς
φιλί, ποτέ του δεν έγραφε φιλιά στις κάρτες του), βίωσε το ίδιο ακριβώς
συναίσθημα όπως τη στιγμή που ήρθε αντιμέτωπη με εκείνη τη γυάλινη
χειροβομβίδα στα Selfridges. Δεν τα ήθελε αυτά τα λουλούδια· έξυναν
διπλή πληγή, καθώς της υπενθύμιζαν τόσο την αφηρημάδα του Στράικ
όσο και την απιστία του Μάθιου, κι αν έπρεπε να τα βλέπει ή να τα
μυρίζει, αποφάσισε, αυτό δε θα συνέβαινε μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Έτσι, άφησε τα λουλούδια στο γραφείο, κι εκεί αυτά αρνούνταν
πεισματικά να μαραθούν, καθώς η Πατ τους άλλαζε ευσυνείδητα νερό
κάθε πρωί και τα περιποιούνταν τόσο, ώστε άντεξαν επί σχεδόν δύο
ολόκληρες εβδομάδες. Στο τέλος, ακόμη κι ο Στράικ τα είχε μπουχτίσει:
κάθε τόσο η μυρωδιά τους του θύμιζε το άρωμα της πρώην φιλενάδας
του, της Λόρελεϊ, κι ο συνειρμός δεν ήταν ευχάριστος.
Μέχρι να αρχίσουν τα χοντρά ροζ και λευκά φύλλα να ζαρώνουν και να
πέφτουν, η τριακοστή ένατη επέτειος της εξαφάνισης της Μάργκοτ
Μπάμπορο είχε παρέλθει δίχως τυμπανοκρουσίες και πιθανότατα χωρίς
να τη θυμηθεί κανείς, εκτός ίσως από την οικογένειά της, τον Στράικ και
τη Ρόμπιν, καθώς και οι δύο γνώριζαν τη μοιραία ημερομηνία. Ο Τζορτζ
Λέιμπορν είχε κρατήσει την υπόσχεσή του και παρέδωσε τα αντίγραφα
των φακέλων της αστυνομίας στο γραφείο, τα οποία πλέον φυλάσσονταν
σε τέσσερα χαρτόκουτα κάτω από το γραφείο των συνεταίρων, καθώς
ήταν το μοναδικό σημείο όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος. Ο Στράικ, ο
οποίος εκείνο το διάστημα ήταν ο λιγότερο επιβαρυμένος από τις
υπόλοιπες υποθέσεις που έτρεχε το γραφείο, όντας σε επιφυλακή για το
ενδεχόμενο να επιστρέψει στην Κορνουάλη εφόσον προέκυπταν
εξελίξεις, αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με αυτούς τους
φακέλους. Από τη στιγμή που θα μελετούσε το περιεχόμενό τους,
σχεδίαζε να επισκεφτεί το Κλέρκενγουελ μαζί με τη Ρόμπιν και να
περπατήσει τη διαδρομή ανάμεσα στο κτίριο όπου στεγαζόταν άλλοτε το
ιατρείο και είχε θεαθεί η Μάργκοτ ζωντανή για τελευταία φορά και στην
παμπ όπου την περίμενε μάταια η φίλη της.
Οπότε, την τελευταία ημέρα του Οκτωβρίου, η Ρόμπιν έφυγε από το
γραφείο στη μία και έσπευσε, υπό την απειλή βροχής και την ομπρέλα
στο χέρι για κάθε ενδεχόμενο, στον σταθμό του μετρό. Κατά βάθος, την
ενθουσίαζε η προοπτική αυτού του απογεύματος, του πρώτου που θα
περνούσε με τον Στράικ τρέχοντας μαζί την υπόθεση Μπάμπορο.
Το ψιλοβρόχι είχε ξεκινήσει όταν η Ρόμπιν εντόπισε τον Στράικ, που
στεκόταν και κάπνιζε, ενώ παρατηρούσε την πρόσοψη ενός κτιρίου στα
μισά της Σεντ Τζονς Λέιν. Στράφηκε προς το μέρος της, ακούγοντας τους
χτύπους των τακουνιών της στο βρεγμένο πεζοδρόμιο.
«Άργησα;» τον ρώτησε φωναχτά, καθώς πλησίαζε.
«Όχι», απάντησε ο Στράικ, «εγώ ήρθα νωρίς».
Η Ρόμπιν έφτασε στο σημείο όπου στεκόταν ο Στράικ, εξακολουθώντας
να κρατά την ομπρέλα της και έστρεψε το βλέμμα της προς το ψηλό,
πολυώροφο κτίριο που ήταν καμωμένο από καφετιά τούβλα και διέθετε
μεγάλα παράθυρα με μεταλλικά πλαίσια. Μάλλον κάποια γραφεία
στεγάζονταν τώρα εκεί, όμως από την πρόσοψη δεν μπορούσε να
καταλάβει κανείς για τι είδους επιχείρηση επρόκειτο.
«Εδώ ακριβώς ήταν», είπε ο Στράικ δείχνοντας την πόρτα με τον αριθμό
29. «Το παλιό ιατρείο του Σεντ Τζον. Προφανώς, η πρόσοψη του κτιρίου
έχει ανακαινιστεί. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε και μια βοηθητική είσοδος»,
είπε. «Θα περάσουμε από πίσω σε λίγο, να ρίξουμε μια ματιά».
Η Ρόμπιν έστρεψε το βλέμμα της ολόγυρα στον στενό δρόμο μονής
κατεύθυνσης, ο οποίος περιστοιχιζόταν από ψηλά, πολυώροφα κτίρια.
«Ερημιά δεν το λες πάντως», σχολίασε η Ρόμπιν.
«Σωστά», συμφώνησε ο Στράικ. «Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε με το τι
φορούσε η Μάργκοτ όταν εξαφανίστηκε».
«Αυτό το ξέρω ήδη», είπε η Ρόμπιν. «Καφέ κοτλέ φούστα, κόκκινο
πουκάμισο, πλεχτό μπλουζάκι, μπεζ καμπαρντίνα Burberry, ασημένιο
κολιέ και σκουλαρίκια, χρυσή βέρα. Κρατούσε δερμάτινη τσάντα ώμου
και μαύρη ομπρέλα».
«Να σκεφτείς μήπως γίνεις ιδιωτική ντετέκτιβ», είπε ο Στράικ, που είχε
εντυπωσιαστεί αρκετά. «Έτοιμη να ακούσεις τι αναφέρει ο φάκελος της
αστυνομίας;»
«Για πες».
«Στις έξι παρά τέταρτο, την 11η Οκτωβρίου του 1974, μόνο τρία άτομα
είναι γνωστό ότι βρίσκονταν στο εσωτερικό αυτoύ του κτιρίου: η
Μάργκοτ, που ήταν ντυμένη ακριβώς όπως περιέγραψες, αλλά δεν είχε
φορέσει ακόμη την καμπαρντίνα της· η Γκλόρια Κόντι, η νεότερη από τις
δύο υπαλλήλους υποδοχής, και μια ασθενής που είχε έρθει εκτάκτως,
παραπονούμενη για κοιλιακό άλγος. Η ασθενής, σύμφωνα με τη βιαστική
σημείωση που κράτησε η Γκλόρια, ονομαζόταν “Θίο ερωτηματικό”.
Παρά το αντρικό όνομα και την κατάθεση του δρα Τζόζεφ Μπρένερ, ο
οποίος ανέφερε πως του φάνηκε για άντρας, καθώς και τις επίμονες
προσπάθειες του Τάλμποτ να την πείσει πως ο Θίο ήταν άντρας ντυμένος
γυναίκα, η Γκλόρια δεν αμφιταλαντεύτηκε ποτέ στην κατάθεσή της ότι η
“Θίο” ήταν γυναίκα.
»Όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι που εργάζονταν στο ιατρείο είχαν φύγει
πριν από τις έξι παρά τέταρτο, εκτός από την καθαρίστρια, τη Βίλμα, η
οποία δεν είχε περάσει καν από το κτίριο εκείνη την ημέρα, καθώς δεν
εργαζόταν τις Παρασκευές. Στη Βίλμα θα επιστρέψουμε στη συνέχεια.
»Η Τζάνις, η νοσοκόμα, παρέμεινε στο ιατρείο μέχρι το μεσημέρι, στη
συνέχεια διέθεσε το απόγευμα σε κατ’ οίκον επισκέψεις και δεν
επέστρεψε. Η Αϊρίν, η μία από τις υπαλλήλους υποδοχής, έφυγε στις δύο
και μισή, καθώς είχε ραντεβού με τον οδοντογιατρό της, και δεν
επέστρεψε. Σύμφωνα με τις καταθέσεις τους, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν
από άλλους μάρτυρες, η γραμματέας, η Ντόροθι, έφυγε στις πέντε και
δέκα, ο δρ Γκάπτα στις πέντε και μισή και ο δρ Μπρένερ στις έξι παρά
τέταρτο. Η αστυνομία δεν είχε καμία αμφιβολία για τα άλλοθι που
παρουσίασαν και οι τρεις τους για το υπόλοιπο βράδυ: η Ντόροθι
επέστρεψε σπίτι, στον γιο της, και πέρασε το βράδυ παρακολουθώντας
τηλεόραση μαζί του. Ο δρ Γκάπτα παρευρέθηκε σε οικογενειακό δείπνο
για τα γενέθλια της μητέρας του και ο δρ Μπρένερ ήταν μαζί με τη
γεροντοκόρη αδελφή του, με την οποία συγκατοικούσε. Και τους δύο
Μπρένερ τους είδε αργότερα εκείνο το βράδυ, μέσα από το παράθυρο του
καθιστικού τους, περίοικος που είχε βγάλει βόλτα τον σκύλο της.
»Οι τελευταίοι ασθενείς που ήταν καταχωρισμένοι στο ιατρείο, μια
μητέρα με το παιδί της, ήταν ασθενείς της Μάργκοτ και έφυγαν από το
ιατρείο λίγο πριν από τον Μπρένερ. Οι ασθενείς κατέθεσαν πως η
Μάργκοτ ήταν μια χαρά όταν την είδαν.
»Από εκείνο το σημείο και μετά, η Γκλόρια είναι η μοναδική μάρτυρας.
Σύμφωνα με την ίδια, η Θίο πέρασε στο δωμάτιο εξέτασης της Μάργκοτ
και παρέμεινε εκεί για περισσότερη ώρα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Στις
έξι και τέταρτο η Θίο έφυγε και δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά στο ιατρείο.
Αργότερα, η αστυνομία απηύθυνε δημόσια έκκληση να παρουσιαστεί,
όμως δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση.
»Η Μάργκοτ δεν άφησε καμία σημείωση σχετικά με τη Θίο. Εικάζεται
πως σκόπευε να καταγράψει τα αποτελέσματα της επίσκεψης την επόμενη
ημέρα, καθώς η φίλη της την περίμενε στην παμπ εδώ και ένα τέταρτο και
δεν ήθελε να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο.
»Λίγο μετά την αποχώρηση της Θίο, η Μάργκοτ βγήκε βιαστικά από το
δωμάτιο εξέτασης, φόρεσε την καμπαρντίνα της, ζήτησε από την Γκλόρια
να κλειδώσει με το εφεδρικό κλειδί, βγήκε έξω στη βροχή, άνοιξε την
ομπρέλα της, έστριψε δεξιά και χάθηκε από το οπτικό πεδίο της
υπαλλήλου».
Ο Στράικ έστριψε και έδειξε παρακάτω στον δρόμο, προς μια κίτρινη
καμάρα που έμοιαζε πανάρχαιη και η οποία εκτεινόταν ακριβώς μπροστά
τους.
«Πράγμα που σημαίνει πως κινήθηκε προς εκείνη την κατεύθυνση, προς
την παμπ».
Για μια στιγμή και οι δυο τους έμειναν να κοιτάζουν προς την παλιά
καμάρα που εκτεινόταν πάνω από τον δρόμο, λες και θα ξεπρόβαλλε εκεί
κάποια σκιά της Μάργκοτ. Τελικά, ο Στράικ έσβησε το τσιγάρο πατώντας
το και είπε:
«Έλα μαζί μου».
Περπάτησε κατά μήκος του κτιρίου στον αριθμό 28 και εκεί
κοντοστάθηκε, δείχνοντας προς ένα στενό σοκάκι φαρδύ όσο μια πόρτα,
το Πάσινγκ Άλεϊ.
«Καλή κρυψώνα», σχολίασε η Ρόμπιν, στρέφοντας το βλέμμα της προς
το σκοτεινό, θολωτό πέρασμα που εκτεινόταν μεταξύ δύο κτιρίων.
«Οπωσδήποτε», συμφώνησε ο Στράικ. «Αν κάποιος είχε σκοπό να της
στήσει καρτέρι, το σημείο είναι ιδανικό. Την αιφνιδιάζει, τη σέρνει εδώ
μέσα… όμως από εκεί και πέρα το πράγμα θα περιπλεκόταν».
Διέσχισαν το μικρό πέρασμα και βρέθηκαν σε ένα χαμηλωμένο
κηπάριο, στρωμένο με τσιμέντο και θάμνους, το οποίο εκτεινόταν μεταξύ
δύο παράλληλων δρόμων.
«Η αστυνομία ερεύνησε εξονυχιστικά ολόκληρη την περιοχή του
κηπάριου με ειδικά εκπαιδευμένους σκύλους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κι
αν ο δράστης την έσυρε παρακάτω από εδώ», συνέχισε σκεφτικός ο
Στράικ, δείχνοντας προς τον δρόμο που εκτεινόταν παράλληλα με το Σεντ
Τζονς Λέιν, «για να φτάσει στην οδό Σεντ Τζον, θα ήταν πρακτικά
αδύνατο να περάσει απαρατήρητος. Ο κεντρικός δρόμος είναι πολύ πιο
πολυσύχναστος απ’ ό,τι η πάροδος. Κι αυτό αν υποθέσουμε πως μια
υγιής, ψηλή, νέα γυναίκα δε θα είχε βάλει τις φωνές και δε θα είχε
επιχειρήσει να αντισταθεί».
Γύρισε για να κοιτάξει την πίσω είσοδο.
«Η νοσοκόμα κάποιες φορές χρησιμοποιούσε τη βοηθητική είσοδο, αντί
να περνάει από την αίθουσα αναμονής. Είχε ένα δωματιάκι στην πίσω
πλευρά του κτιρίου, όπου φύλαγε τα πράγματά της και μερικές φορές
έβλεπε ασθενείς. Η Βίλμα, η καθαρίστρια, επίσης χρησιμοποιούσε
κάποιες φορές την πίσω πόρτα. Αλλιώς, συνήθως παρέμενε κλειδωμένη».
«Μας ενδιαφέρει η περίπτωση ότι ορισμένοι άνθρωποι θα μπο­ρούσαν
να μπαινοβγαίνουν από το κτίριο από μια δεύτερη πόρτα;» ρώτησε η
Ρόμπιν.
«Όχι ιδιαίτερα, όμως θέλω να σχηματίσω μια αίσθηση της
διαρρύθμισης του χώρου. Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια: πρέπει
να ξαναδούμε τα πάντα».
Επέστρεψαν μέσω του Πάσινγκ Άλεϊ και βρέθηκαν μπροστά στην
κεντρική είσοδο του κτιρίου.
«Έχουμε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τον Μπιλ Τάλμποτ», είπε ο
Στράικ. «Ξέρουμε πως ο Χασάπης του Έσεξ τελικά αποδείχτηκε πως
ήταν ξανθός και λεπτοκαμωμένος, όχι κάποιο γεροδεμένο άτομο με
τσιγγάνικη όψη. Η Θίο, όποια κι αν ήταν, δεν ήταν ο Κριντ. Πράγμα το
οποίο δε σημαίνει απαραίτητα πως τη θεωρούμε άσχετη, προφανώς.
»Κάτι τελευταίο, για να τελειώσουμε με το κτίριο του ιατρείου», είπε ο
Στράικ, στρέφοντας το βλέμμα προς τον αριθμό 29. «Η Αϊρίν, η ξανθιά
ρεσεψιονίστ, κατέθεσε στην αστυνομία πως η Μάργκοτ είχε λάβει δύο
απειλητικά ανώνυμα σημειώματα, λίγο καιρό πριν από την εξαφάνισή
της. Τα σημειώματα δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο της αστυνομίας,
οπότε βασιζόμαστε μόνο στην κατάθεση της Αϊρίν. Ισχυρίζεται πως
άνοιξε το ένα και πως είδε το δεύτερο πάνω στο γραφείο της Μάργκοτ,
την ώρα που της έφερνε το τσάι της. Λέει πως αυτό που άνοιξε περιείχε
μιαν αναφορά στην Κόλαση».
«Θα περίμενε κανείς πως με την αλληλογραφία θα ασχολούνταν η
γραμματέας», σχολίασε η Ρόμπιν. «Όχι η υπάλληλος υποδοχής».
«Πολύ σωστή παρατήρηση», είπε ο Στράικ βγάζοντας το
σημειωματάριό του και κρατώντας μια σημείωση, «θα το τσεκάρω…
Νομίζω πως θα ήταν σκόπιμο να προσθέσω εδώ ότι ο Τάλμποτ θεωρούσε
την Αϊρίν αναξιόπιστη μάρτυρα: ανακριβή και με τάση προς την
υπερβολή. Παρεμπιπτόντως, ο Γκάπτα ανέφερε πως η Αϊρίν και η
Μάργκοτ είχαν κάποια “προστριβή”, όπως είπε, σε ένα χριστουγεννιάτικο
πάρτι. Δεν απέδωσε ιδιαίτερη σημασία τότε, πάντως ήταν κάτι που
συγκράτησε στη μνήμη του».
«Ο Τάλμποτ είναι…;»
«Νεκρός; Ναι», είπε ο Στράικ. «Το ίδιο και ο Λόσον, που τον
αντικατέστησε στην πορεία. Ο Τάλμποτ όμως έχει έναν γιο και λέω να
επικοινωνήσω μαζί του. Ο Λόσον δεν απέκτησε παιδιά».
«Κάτι έλεγες για εκείνα τα απειλητικά σημειώματα».
«Λοιπόν, η Γκλόρια, η δεύτερη ρεσεψιονίστ, κατέθεσε πως η Αϊρίν της
έδειξε το ένα από τα σημειώματα, όμως δε θυμόταν τι έγραφε. Η Τζάνις,
η νοσοκόμα, επιβεβαίωσε πως η Αϊρίν τους είχε αναφέρει τα σημειώματα
εκείνο το διάστημα, όμως είπε πως η ίδια δεν τα είχε δει. Η Μάργκοτ δεν
ανέφερε το παραμικρό στον Γκάπτα, του τηλεφώνησα και το
επιβεβαίωσα.
»Τέλος πάντων», είπε ο Στράικ ρίχνοντας μια τελευταία ματιά ολόγυρα
στον δρόμο, κι ενώ το ψιλοβρόχι συνεχιζόταν, «αν υποθέσουμε πως δεν
απήγαγε κανείς τη Μάργκοτ λίγο παρακάτω από το ιατρείο ή ότι δεν
επιβιβάστηκε σε κάποιο αυτοκίνητο που την περίμενε σε ελάχιστη
απόσταση από την πόρτα, τράβηξε προς την παμπ, πράγμα που σημαίνει
ότι συνεχίζουμε προς τα εδώ».
«Μήπως θέλεις να έρθεις κάτω από την ομπρέλα;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε ο Στράικ. Τα πυκνά, σγουρά μαλλιά του έδειχναν ίδια, είτε
βρεγμένα είτε στεγνά: δεν είχε τέτοιου είδους θέματα.
Προχώρησαν στον δρόμο και πέρασαν από τη Σεντ Τζονς Γκέιτ, την
παμπάλαιη πέτρινη καμάρα που διακοσμούνταν από πολλές μικρές
εραλδικές ασπίδες, και βρέθηκαν στην οδό Κλέρκενγουελ, έναν
πολύβουο δρόμο διπλής κατεύθυνσης, τον οποίο και διέσχισαν,
φτάνοντας δίπλα σε έναν παλιομοδίτικο άλικο τηλεφωνικό θάλαμο, ο
οποίος έστεκε στην είσοδο της Άλμπερμαρλ Γουέι.
«Αυτός είναι ο θάλαμος όπου εντοπίστηκαν οι δύο γυναίκες που
παραπατούσαν;» ρώτησε η Ρόμπιν.
Ο Στράικ γύρισε απότομα και την κοίταξε.
«Διάβασες τις σημειώσεις της υπόθεσης», είπε σχεδόν επικριτικά.
«Τους έριξα μια γρήγορη ματιά», ομολόγησε η Ρόμπιν, «την ώρα που
εκτύπωνα τον λογαριασμό του Ανεπίδεκτου χτες το βράδυ. Δε διάβασα τα
πάντα, δεν προλάβαινα. Απλώς έριξα σκόρπιες ματιές σε κάποια σημεία».
«Λοιπόν, δεν είναι αυτός ο θάλαμος», είπε ο Στράικ. «Ο σημαντικός
θάλαμος –ή θάλαμοι– έρχονται στη συνέχεια. Θα φτάσουμε κι εκεί. Για
την ώρα, έλα μαζί μου».
Αντί να προχωρήσουν προς έναν πλακόστρωτο πεζόδρομο τον οποίο η
Ρόμπιν, από τα λιγοστά πράγματα που είχε διαβάσει, ήξερε πως η
Μάργκοτ υποχρεωτικά θα διέσχιζε, εφόσον κατευθυνόταν προς την παμπ,
ο Στράικ έστριψε αριστερά, ανηφορίζοντας την οδό Κλέρκενγουελ.
«Γιατί πηγαίνουμε από εδώ;» ρώτησε η Ρόμπιν ανοίγοντας το βήμα της
για να τον προλάβει.
«Επειδή», είπε ο Στράικ, σταματώντας ξανά και δείχνοντας ένα από τα
παράθυρα του επάνω ορόφου του κτιρίου απέναντι, που έμοιαζε με παλιά
τούβλινη αποθήκη, «κάποια στιγμή μετά τις έξι το επίμαχο βράδυ, μια
δεκατετράχρονη μαθήτρια ονόματι Αμάντα Γουάιτ ορκίζεται πως είδε τη
Μάργκοτ να στέκεται μπροστά σ’ εκείνο εκεί το παράθυρο, το δεύτερο
από τα δεξιά, χτυπώντας τις γροθιές της πάνω στο τζάμι».
«Δε βρήκα καμία τέτοια αναφορά στο διαδίκτυο!» απόρησε η Ρόμπιν.
«Για τον απλούστατο λόγο πως η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα
πως η μαρτυρία ήταν αβάσιμη.
»Ο Τάλμποτ, όπως καθίσταται σαφές από τις σημειώσεις του, δεν
ασχολήθηκε καθόλου με τη Γουάιτ, καθώς η μαρτυρία της δεν ταίριαζε με
τη θεωρία του πως τη Μάργκοτ την είχε απαγάγει ο Κριντ. Όμως ο Λόσον
προσέγγισε ξανά την Αμάντα, όταν ανέλαβε επικεφαλής των ερευνών, και
μάλιστα περπάτησε μαζί της σε αυτό το κομμάτι του δρόμου.
»Η μαρτυρία της Αμάντα είχε ορισμένα στοιχεία που την καθιστούσαν
ενδιαφέρουσα. Κατ’ αρχάς, είπε στην αστυνομία, χωρίς να έχει προηγηθεί
η παραμικρή νύξη, πως αυτό που είδε συνέβη το βράδυ μετά τις εθνικές
εκλογές, κι αυτό το θυμόταν γιατί είχε τσακωθεί με μια φίλη της στο
σχολείο που υποστήριζε τους Συντηρητικούς. Οι δυο τους είχαν
παραμείνει στο σχολείο μετά τη λήξη των μαθημάτων ως τιμωρία για
κάποιο άλλο παράπτωμα. Έπειτα πήγαν μαζί να πιουν έναν καφέ και
κάποια στιγμή αρπάχτηκαν, όταν η Μάντι σχολίασε πως ήταν καλό που
κέρδισε ο Γουίλσον, και αρνήθηκε να γυρίσει στο σπίτι μαζί της.
»Η Αμάντα είπε πως ήταν ακόμη τσατισμένη με τη φίλη της που
αρπάχτηκε για το τίποτε, όταν σήκωσε το κεφάλι και είδε μια γυναίκα να
βροντάει τις γροθιές της πάνω στο παράθυρο. Η περιγραφή που έδωσε
ήταν σωστή, αν και εν τω μεταξύ οι εφημερίδες είχαν δημοσιεύσει πλήρη
περιγραφή της όψης και των ρούχων της Μάργκοτ.
»Ο Λόσον επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης που
λειτουργούσε στον επάνω όροφο. Ήταν ένα μικρό τυπογραφείο που
ανήκε σε ένα αντρόγυνο. Τύπωναν σε μικρές ποσότητες φυλλάδια, αφίσες
και προσκλήσεις, τέτοια πράγματα. Δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη
Μάργκοτ. Κανείς τους δεν ήταν εγγεγραμμένος ασθενής στην κλινική,
καθώς δεν ήταν κάτοικοι της περιοχής. Η σύζυγος ανέφερε πως μερικές
φορές αναγκαζόταν να κοπανήσει το παράθυρο, για να το καταφέρει να
κλείσει. Όμως η γυναίκα αυτή δεν έμοιαζε καθόλου με τη Μάργκοτ,
καθώς ήταν κοντή, στρουμπουλή και κοκκινομάλλα».
«Μα κάποιος δε θα είχε δει τη Μάργκοτ, όταν ανέβαινε στον τρίτο
όροφο;» παρατήρησε η Ρόμπιν στρέφοντας το βλέμμα της από τον επάνω
όροφο στην εξώπορτα. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω: τα αυτοκίνητα
τίναζαν τα νερά που είχαν αρχίσει να μαζεύονται στον δρόμο, όπως
περνούσαν κοντά στο κράσπεδο. «Είτε θα ανέβηκε από τη σκάλα, είτε θα
μπήκε στο ασανσέρ, κι ενδεχομένως να χτύπησε το κουδούνι για να της
ανοίξουν».
«Αυτό θα περίμενε κανείς», συμφώνησε ο Στράικ. «Ο Λόσον όμως
συμπέρανε πως η Αμάντα είχε κάνει ένα αθώο λάθος και πέρασε τη
σύζυγο του τυπογράφου για τη Μάργκοτ».
Επέστρεψαν στο σημείο όπου είχαν ξεστρατίσει από τη διαδρομή που η
Ρόμπιν θεωρούσε πως ταυτιζόταν με εκείνη που είχε ακολουθήσει η
Μάργκοτ. Ο Στράικ κοντοστάθηκε ξανά, δείχνοντας προς τον
μισοσκότεινο παράδρομο, την Άλμπερμαρλ Γουέι.
«Λοιπόν, μη δίνεις σημασία στον θάλαμο, αλλά πρόσεξε ότι η
Άλμπερμαρλ Γουέι είναι ο πρώτος παράδρομος μετά το Πάσινγκ Άλεϊ,
όπου νομίζω πως θα μπορούσε η Μάργκοτ να βρεθεί –είτε οικειοθελώς
είτε όχι– χωρίς να τη δουν δεκάδες άνθρωποι. Είναι πιο ήσυχο δρομάκι,
όπως βλέπεις, αλλά όχι και τόσο ήσυχο», σχολίασε ο Στράικ στρέφοντας
το βλέμμα προς το βάθος του παράδρομου, απ’ όπου κάθε τόσο περνούσε
κάποιο αυτοκίνητο. Η Άλμπερμαρλ Γουέι ήταν στενότερη απ’ ό,τι η Σεντ
Τζονς Λέιν αλλά παρόμοια, υπό την έννοια ότι την περιέβαλλαν
συνεχόμενα ψηλά κτίρια, με αποτέλεσμα να είναι μονίμως σκιασμένη.
«Και πάλι, θα ήταν επικίνδυνο για έναν απαγωγέα», συνέχισε ο Στράικ,
«όμως εφόσον ο Ντένις Κριντ παραμόνευε κάπου μέσα στο φορτηγάκι
του, περιμένοντας να εμφανιστεί μια γυναίκα μόνη, μια οποιαδήποτε
γυναίκα, περπατώντας στη βροχή, αυτό είναι το σημείο όπου μπορώ να
τον φανταστώ να στήνει καρτέρι».
Εκείνη τη στιγμή, καθώς ένα ψυχρό αεράκι διέτρεχε σφυρίζοντας την
Άλμπερμαρλ Γουέι, ο Στράικ οσμίστηκε κάτι που στην αρχή τού έφερε
στον νου τα μαραζωμένα κρίνα, όμως τώρα συνειδητοποιούσε πως
αναδιδόταν από τη Ρόμπιν. Το άρωμα δεν ήταν ακριβώς ίδιο με εκείνο
που προτιμούσε η Λόρελεϊ· το άρωμα της πρώην του είχε μιαν αλλόκοτα
μεθυστική χροιά, με νότες από ρούμι (και στην αρχή τού άρεσε όταν
εκείνη η μυρωδιά συνόδευε αβίαστα τρυφερές στιγμές και ευφάνταστο
σεξ· αργότερα, βέβαια, κατέληξε να το συσχετίσει με την παθητική
επιθετικότητα, τις προσωπικές επιθέσεις και τα παρακάλια για έναν έρωτα
τον οποίο ο ίδιος αδυνατούσε να αισθανθεί). Σε κάθε περίπτωση, το
άρωμα αυτό θύμιζε έντονα εκείνο της Λόρελεϊ· το έβρισκε πνιγηρό και
βαρύ.
Φυσικά, πολλοί θα έλεγαν πως δε θα έπρεπε να έχει τα μούτρα να
διατυπώνει απόψεις για τα γυναικεία αρώματα, με δεδομένο πως ο ίδιος
συστηματικά βρομούσε σαν ξέχειλο τασάκι, ραντισμένο σε εξαιρετικές
περιπτώσεις με λίγες σταγόνες κολόνιας. Πάντως, έχοντας περάσει
μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας σε άθλιες συνθήκες, ο Στράικ
θεωρούσε την καθαριότητα απαραίτητο στοιχείο προκειμένου να
θεωρήσει ένα άτομο γοητευτικό. Του άρεσε το προηγούμενο άρωμα της
Ρόμπιν, ένα άρωμα που του έλειπε όταν εκείνη δε βρισκόταν στο γραφείο.
«Από εδώ», είπε, οπότε προχώρησαν, ενώ η βροχή συνεχιζόταν, και
βρέθηκαν σε μιαν ακανόνιστη, πεζοδρομημένη πλατεία. Λίγα
δευτερόλεπτα αργότερα ο Στράικ συνειδητοποίησε ξαφνικά πως είχε
αφήσει τη Ρόμπιν πίσω, οπότε περπάτησε αρκετά βήματα προς την
κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει και τη βρήκε μπροστά στον Ενοριακό
Ναό του Αγίου Ιωάννη, ένα ευχάριστα συμμετρικό κτίριο, χτισμένο με
κόκκινα τούβλα με στενόμακρα παράθυρα και δυο λευκές πέτρινες
στήλες εκατέρωθεν της εισόδου.
«Σκέφτεσαι εκείνη την αποστροφή για τον άγιο τόπο;» ρώτησε
ανάβοντας ένα ακόμη τσιγάρο, ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει επάνω
του. Φύσηξε τον καπνό και σκέπασε το τσιγάρο με τη χούφτα του, για να
μη σβήσει.
«Όχι», είπε η Ρόμπιν κάπως απολογητικά, κι αμέσως μετά, «ναι,
εντάξει, ίσως λιγάκι. Δες εδώ…»
Ο Στράικ την ακολούθησε μέσα από την ανοιχτή πύλη που οδηγούσε σε
έναν μικρό κήπο, ανοιχτό στο κοινό και γεμάτο (καθώς η Ρόμπιν διάβαζε
το κείμενο μιας μικρής ενημερωτικής πινακίδας στην εσωτερική πλευρά
του τοίχου) από φαρμακευτικά βότανα, ανάμεσα στα οποία πολλά που
χρησιμοποιούνταν τον Μεσαίωνα στα νοσοκομεία του Τάγματος του
Αγίου Ιωάννη. Ένα λευκό αγαλματίδιο του Ιησού κρεμόταν από τον πίσω
τοίχο, περιστοιχισμένο από τα εμβλήματα των τεσσάρων Ευαγγελιστών:
τον ταύρο, τον λέοντα, τον αετό και τον άγγελο. Κλαδιά φορτωμένα με
φύλλα λικνίζονταν νωχελικά κάτω από τη βροχή. Καθώς το βλέμμα της
Ρόμπιν σάρωνε τον μικρό τοιχισμένο κήπο, ο Στράικ, που την είχε
ακολουθήσει, είπε:
«Νομίζω πως μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι αν την είχε θάψει
κάποιος εδώ, όλο και κάποιος ιερέας θα είχε παρατηρήσει το σκαμμένο
σημείο».
«Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν. «Απλώς κοιτάζω».
Καθώς επέστρεφαν στον δρόμο, συμπλήρωσε:
«Παντού υπάρχουν σταυροί της Μάλτας, κοίτα. Ένας ήταν και σ’ εκείνη
την καμάρα απ’ όπου περάσαμε προ ολίγου».
«Είναι ο σταυρός των Οσπιταλίων Ιπποτών. Των Ιπποτών του Αγίου
Ιωάννη. Εξ ου και τα ονόματα των δρόμων στην περιοχή και το έμβλημα
των νοσοκομειακών του Αγίου Ιωάννη· τα κεντρικά γραφεία τους
βρίσκονται εδώ παρακάτω, στη Σεντ Τζονς Λέιν. Αν εκείνο το μέντιουμ
είχε ψάξει στο διαδίκτυο να δει σε ποια περιοχή εξαφανίστηκε η
Μάργκοτ, είναι αδύνατο να μην αντιλήφθηκε τη σχέση του Κλέρκενγουελ
με το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη. Πάω στοίχημα πως έτσι της ήρθε η ιδέα
για εκείνη την αναφορά στον “άγιο τόπο”. Όμως έχε το κατά νου αυτό,
γιατί τον σταυρό θα τον συναντήσουμε ξανά φτάνοντας στην παμπ».
«Ξέρεις», είπε η Ρόμπιν στρέφοντας το βλέμμα της πίσω, προς τον ναό,
«ο Πίτερ Τόμπιν, εκείνος ο Σκοτσέζος κατά συρροή δολοφόνος…
προσέγγιζε εκκλησίες. Κάποια στιγμή, εντάχθηκε σε μια θρησκευτική
οργάνωση χρησιμοποιώντας πλαστό όνομα. Αργότερα βρήκε δουλειά ως
άνθρωπος για όλες τις δουλειές σε μια εκκλησία στη Γλασκόβη, κι εκεί
έθαψε κάτω από τις σανίδες του πατώματος εκείνη τη δύστυχη κοπέλα».
«Οι εκκλησίες προσφέρουν καλή κάλυψη στους φονιάδες», σχολίασε ο
Στράικ. «Και στους βιαστές επίσης».
«Ιερείς και γιατροί», είπε η Ρόμπιν σκεφτική. «Οι περισσότεροι από
εμάς είμαστε μεγαλωμένοι έτσι ώστε να τους εμπιστευόμαστε, δε
συμφωνείς;»
«Ακόμη και μετά τα τόσα σκάνδαλα της Καθολικής Εκκλησίας; Ακόμη
και μετά τον Χάρολντ Σίπμαν;»
«Ναι, έτσι πιστεύω», είπε η Ρόμπιν. «Δε νομίζεις πως έχουμε την τάση
να αποδίδουμε σε ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων μια καλοσύνη την
οποία δεν έχουν κερδίσει; Φαντάζομαι πως όλοι μας έχουμε την ανάγκη
να εμπιστευτούμε εκείνους τους ανθρώπους που μοιάζουν να ασκούν
κάποια εξουσία πάνω στη ζωή και στον θάνατο».
«Λοιπόν, νομίζω πως ακούμπησες ένα πολύ σημαντικό ζήτημα», είπε ο
Στράικ, καθώς έφταναν σε ένα μικρό πεζοδρομημένο δρομάκι, το
Τζερούζαλεμ Πάσατζ. «Σχολίασα στον Γκάπτα πόσο παράξενο μου
φάνηκε ότι ο Τζόζεφ Μπρένερ δε συμπαθούσε τους ανθρώπους. Για
κάποιο λόγο, θεωρούσα πως αποτελούσε βασική προϋπόθεση για να γίνει
κανείς γιατρός. Μου εξήγησε με πέντε κουβέντες πόσο λάθος έκανα.
»Ας σταθούμε μια στιγμή εδώ», είπε ο Στράικ και σταμάτησε. «Εάν
υποθέσουμε πως η Μάργκοτ έφτασε μέχρι αυτό το σημείο –κι υποθέτω
πως αυτή είναι η διαδρομή που ακολούθησε, μιας και είναι ο
συντομότερος και ο πιο λογικός δρόμος μέχρι την παμπ– εδώ θα πέρασε
για πρώτη φορά μπροστά από σπίτια, αντί για γραφεία ή δημόσια κτίρια».
Η Ρόμπιν κοίταξε τα κτίρια τριγύρω. Πράγματι, υπήρχαν μερικές πόρτες
με πολλαπλά κουδούνια, πράγμα που μαρτυρούσε την ύπαρξη
διαμερισμάτων στους επάνω ορόφους.
«Άραγε, υπάρχει περίπτωση», είπε ο Στράικ, «οσοδήποτε μικρή,
κάποιος που έμενε σε αυτό εδώ το δρομάκι να κατάφερε να την πείσει ή
να την υποχρεώσει να περάσει μέσα;»
Η Ρόμπιν έστρεψε το βλέμμα της προς τις δύο άκρες του δρόμου, ενώ η
βροχή εξακολουθούσε να πέφτει απαλά πάνω στην ομπρέλα της.
«Κοίτα», είπε μετρώντας τα λόγια της, «προφανώς δεν αποκλείεται,
όμως μου φαίνεται απίθανο. Δηλαδή, σηκώθηκε κάποιος εκείνη την
ημέρα και αποφάσισε πως είχε όρεξη να απαγάγει μια γυναίκα, να βγει
έξω και να βουτήξει μία;»
«Τίποτε δε σε έχω μάθει τόσον καιρό;»
«Καλά, εντάξει: το μέσο προηγείται του κινήτρου. Και πάλι, ακόμη και
το μέσο είναι προβληματικό. Βρισκόμαστε σε ένα ακόμη σημείο με
πολλά κτίρια τριγύρω. Κανείς δε βλέπει ή ακούει την απαγωγή; Και η ίδια
δεν ουρλιάζει, δεν αντιστέκεται; Εν τω μεταξύ, υποθέτουμε πως ο
απαγωγέας ζει μόνος, εκτός κι αν θεωρήσουμε πως οι συγκάτοικοι είναι
συνεργοί στην απαγωγή…;»
«Σωστά όλα αυτά που επισημαίνεις», παραδέχτηκε ο Στράικ. «Εκτός
αυτού, η αστυνομία χτύπησε όλες τις πόρτες στην περιοχή. Ανακρίθηκαν
οι πάντες, αν και τα διαμερίσματα δεν ερευνήθηκαν.
»Όμως, ας το σκεφτούμε λίγο πιο διεξοδικά… Μιλάμε για μια γιατρό.
Πώς θα αντιδρούσε, αν πεταγόταν ένας άνθρωπος μέσα από ένα σπίτι και
την ικέτευε να έρθει μέσα για να κοιτάξει έναν τραυματία, κάποιον
άρρωστο συγγενή, κι από τη στιγμή που μπαίνει μέσα, την εγκλωβίζει
εκεί; Αυτό θα ήταν ένα καλό τέχνασμα για να την μπάσει στο κτίριο, αν
καμωνόταν πως είχε προκύψει ένα ξαφνικό πρόβλημα υγείας».
«Εντάξει, όμως αυτό προϋποθέτει πως ο δράστης ήξερε ότι είναι
γιατρός».
«Ο απαγωγέας θα μπορούσε να ήταν πελάτης της κλινικής».
«Και πώς μπορεί να ήξερε πως θα περνούσε κάτω από το σπίτι του
εκείνη την ώρα; Μήπως είχε βγάλει ανακοίνωση σε όλη τη γειτονιά πως
θα ανηφόριζε στην παμπ;»
«Ίσως να προέκυψε τυχαία, να την είδε να περνάει, να ήξερε πως ήταν
γιατρός, να έτρεξε έξω και να την άρπαξε. Ίσως, πάλι… δεν ξέρω, ας
υποθέσουμε πως υπήρχε πράγματι κάποιος άρρωστος ή ετοιμοθάνατος
στο σπίτι, ή κάποιος που τραυματίστηκε σε ατύχημα… ίσως να προέκυψε
μια λογομαχία, να διαφώνησε η Μάργκοτ με τη θεραπεία ή να αρνήθηκε
να βοηθήσει… οπότε πιάνονται στα χέρια και κατά λάθος σκοτώνεται».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση, καθώς οι δυο τους παραμέριζαν για
να περάσει από δίπλα τους μια παρέα Γάλλων φοιτητών που
συνομιλούσαν ζωηρά. Όταν είχαν απομακρυνθεί κάπως, ο Στράικ είπε:
«Είναι τραβηγμένη η θεωρία, το παραδέχομαι».
«Μπορούμε να μάθουμε πόσα από αυτά τα κτίρια εξακολουθούν να
κατοικούνται από τους ίδιους ανθρώπους όπως πριν από τριάντα εννέα
χρόνια», είπε η Ρόμπιν, «όμως εξακολουθούμε να μην έχουμε απάντηση
στο πώς κατάφερε ο δράστης να κρατήσει το πτώμα της κρυμμένο επί
σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Δε θα τολμούσες να το μετακινήσεις, σωστά;»
«Αυτό είναι ένα ζήτημα, πράγματι», συμφώνησε ο Στράικ. «Όπως είπε
και ο Γκάπτα, το να ξεφορτωθείς ένα πτώμα δεν είναι το ίδιο με το να
πετάξεις ένα τραπέζι ίδιου βάρους. Είναι στη μέση το αίμα, η
αποσύνθεση, οι διάφοροι οργανισμοί που θα συγκεντρωθούν γύρω του…
Πολλοί έχουν προσπαθήσει να κρύψουν πτώματα στους χώρους όπου
έμεναν. O Κρίπεν, ο Κρίστι. Ο Φρεντ και η Ρόουζ Γουέστ. Σε γενικές
γραμμές, θεωρείται λανθασμένη επιλογή».
«Ο Κριντ τα κατάφερε για ένα διάστημα», είπε η Ρόμπιν. «Έβραζε τα
ακρωτηριασμένα χέρια στο υπόγειο. Έθαβε τα κεφάλια σε διαφορετικά
σημεία από τα πτώματα. Δεν ήταν τα πτώματα αυτά που οδήγησαν στη
σύλληψή του».
«Δε φαντάζομαι να διαβάζεις τον Δαίμονα του Πάρανταϊς Παρκ;»
ρώτησε μεμιάς ο Στράικ.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν.
«Σοβαρά, θέλεις να τρυπώσουν αυτές οι εικόνες στο μυαλό σου;»
«Αν είναι να μας βοηθήσουν στην υπόθεση, ναι», είπε η Ρόμπιν.
«Χμ. Σκεφτόμουν τις ευθύνες μου απέναντι στην υγεία και στην
ασφάλεια των συνεργατών μου».
Η Ρόμπιν δεν έκανε κάποιο σχόλιο. Ο Στράικ έριξε μια τελευταία ματιά
στα κτίρια ολόγυρα και ύστερα πρότεινε στη Ρόμπιν να προχωρήσουν,
λέγοντας:
«Έχεις δίκιο, δεν μπορώ να το φανταστώ να λειτουργεί. Οι καταψύκτες
ανοίγουν κάθε τόσο, περνάει ο άνθρωπος για να μετρήσει την
κατανάλωση του φυσικού αερίου και αντιλαμβάνεται μια δυσοσμία, οι
γείτονες παραπονιούνται για τις φραγμένες αποχετεύσεις. Όμως, για να
είμαστε εντάξει, ας τσεκάρουμε ποιος έμενε στην περιοχή εκείνο το
διάστημα».
Εν τω μεταξύ, έφτασαν στον πιο πολυσύχναστο δρόμο που είχαν
συναντήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η οδός Άιλσμπερι ήταν ένας φαρδύς
δρόμος, περιστοιχισμένος από πολλά κτίρια γραφείων και διαμερίσματα.
«Οπότε», είπε ο Στράικ καθώς κοντοστεκόταν ξανά στο πεζοδρόμιο,
«εφόσον η Μάργκοτ εξακολουθούσε να κατευθύνεται προς την παμπ, θα
είχε διασχίσει τον δρόμο εδώ και θα είχε στρίψει αριστερά, προς την
Κλέρκενγουελ Γκριν. Όμως ο λόγος που σταθήκαμε εδώ είναι για να
επισημάνουμε πως ήταν εκεί», είπε ο Στράικ, δείχνοντας προς ένα σημείο
κάπου πενήντα μέτρα στα δεξιά του, «όπου ένα λευκό φορτηγάκι
παραλίγο να παρασύρει δύο γυναίκες καθώς απομακρυνόταν με ταχύτητα
από την Κλέρκενγουελ Γκριν εκείνο το βράδυ. Τέσσερις ή πέντε
περαστικοί στάθηκαν μάρτυρες του περιστατικού. Κανείς δε συγκράτησε
τον αριθμό κυκλοφορίας…»
«Ο Κριντ όμως τοποθετούσε πλαστές πινακίδες στο φορτηγάκι που
χρησιμοποιούσε», σχολίασε η Ρόμπιν, «οπότε, και να είχαν συγκρατήσει
τον αριθμό κυκλοφορίας, μπορεί να μη βοηθούσε τελικά».
«Σωστά. Το φορτηγάκι που εντόπισαν οι μάρτυρες στις 11 Οκτωβρίου
του 1974 είχε κάποιο σχέδιο στο πλάι. Δε συμφώνησαν όλοι στις
καταθέσεις τους τι ήταν εκείνο το σχέδιο, όμως δύο από αυτούς ανέφεραν
πως τους φάνηκε ότι ήταν ένα μεγάλο λουλούδι».
«Γνωρίζουμε επίσης», είπε η Ρόμπιν, «ότι ο Κριντ χρησιμοποιούσε
αφαιρούμενα χρώματα στο φορτηγάκι, ώστε να αλλοιώνει την εμφάνισή
του».
«Σωστό και αυτό. Επομένως, φαινομενικά τουλάχιστον, αυτή είναι η
πρώτη ένδειξη που έχουμε ότι ο Κριντ ενδεχομένως να κινούνταν στην
περιοχή. Ο Τάλμποτ βέβαια αυτό ακριβώς ήθελε να πιστέψει, επομένως
δεν τον ενδιέφερε η κατάθεση ενός από τους μάρτυρες, σύμφωνα με την
οποία το φορτηγάκι ανήκε σε ένα τοπικό ανθοπωλείο. Όμως ένας
υφιστάμενος του Τάλμποτ, μάλλον κάποιος από εκείνους που είχαν
συνειδητοποιήσει ότι ο επικεφαλής των ερευνών είχε αρχίσει να
σαλτάρει, πήγε και ανέκρινε τον ανθοπώλη, έναν άντρα ονόματι Άλμπερτ
Σίμινγκς, ο οποίος αρνήθηκε κατηγορηματικά πως κινούνταν με
υπερβολική ταχύτητα με το φορτηγάκι του στην περιοχή την επίμαχη
νύχτα. Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως μετέφερε τον γιο του με αυτό σε
κάποια δουλειά, χιλιόμετρα μακριά».
«Αυτό βέβαια δε σημαίνει απαραίτητα πως δεν ήταν ο Σίμινγκς στο
φορτηγάκι», είπε η Ρόμπιν. «Μπορεί να φοβήθηκε πως θα έμπλεκε,
επειδή οδηγούσε επικίνδυνα. Κάμερες στους δρόμους δεν υπήρχαν τότε…
άρα τίποτε που θα κατέρριπτε ή θα επιβεβαίωνε τον ισχυρισμό του».
«Αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ. Σε περίπτωση που ο Σίμινγκς ζει
ακόμη, νομίζω πως θα ήταν χρήσιμο να τσεκάρουμε τα όσα είπε. Ίσως να
αποφάσισε πως πλέον αξίζει να πει την αλήθεια, μιας και δεν κινδυνεύει
να του έρθει καμιά λυπητερή από την τροχαία. Στο μεταξύ», είπε ο
Στράικ, «το ζήτημα με το φορτηγάκι παραμένει σε εκκρεμότητα και
οφείλουμε να παραδεχτούμε πως μία πιθανή εξήγηση είναι ότι το
οδηγούσε ο Κριντ».
«Μα πού μπορεί να απήγαγε τη Μάργκοτ, αν ήταν πράγματι ο Κριντ στο
φορτηγάκι;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Δεν μπορεί να την άρπαξε στην
Άλμπερμαρλ Γουέι, αφού δε θα περνούσε από εδώ για να διαφύγει από
την περιοχή».
«Πράγματι. Αν την είχε απαγάγει στην Άλμπερμαρλ Γουέι, θα είχε βγει
στην οδό Άιλσμπερι, πολύ παρακάτω, κι οπωσδήποτε δε θα είχε περάσει
από την Κλέρκενγουελ Γκριν… και κάπως έτσι οδηγούμαστε ωραιότατα
στις δύο γυναίκες που εθεάθησαν να παραπατούν κοντά στους
τηλεφωνικούς θαλάμους».
Προχώρησαν, ενώ το ψιλοβρόχι συνεχιζόταν, και έφτασαν στην
Κλέρκενγουελ Γκριν, μια φαρδιά ορθογώνια πλατεία, όπου υπήρχαν
διάφορα δέντρα, μια παμπ και μια καφετέρια. Στο μέσο της πλατείας
έστεκαν δυο τηλεφωνικοί θάλαμοι, κοντά σε κάτι σταθμευμένα
αυτοκίνητα και μια σχάρα ποδηλάτων.
«Εδώ», είπε ο Στράικ καθώς σταματούσε ανάμεσα στους θαλάμους,
«είναι το σημείο όπου η εμμονή του Τάλμποτ αρχίζει να επηρεάζει
σοβαρά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Μια γυναίκα ονόματι Ρούμπι Έλιοτ,
η οποία δε γνώριζε καλά την περιοχή κι απλώς προσπαθούσε να εντοπίσει
το καινούργιο σπίτι της κόρης και του γαμπρού της στο Χέιγουαρντς
Πλέις, έκανε κύκλους με το αυτοκίνητό της στη βροχή, καθώς είχε χαθεί.
»Πέρασε μπροστά από αυτούς τους θαλάμους και παρατήρησε δυο
γυναίκες να παραπατούν, πιασμένες αγκαζέ, κι η μία της φάνηκε, όπως
δήλωσε στην κατάθεσή της, να “τρεκλίζει”. Δεν έχει συγκρατήσει κάποια
συγκεκριμένη εικόνα των δύο γυναικών, ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως
εκείνη την ώρα ρίχνει καρεκλοπόδαρα και η ίδια πασχίζει να εντοπίσει
κάποια πινακίδα ή αριθμό σπιτιού, καθώς έχει χαθεί. Το μόνο που μπορεί
να πει στην αστυνομία είναι πως η μία από τις γυναίκες φορούσε μαντίλι
στο κεφάλι και η άλλη καμπαρντίνα.
»Την επομένη που η πληροφορία αυτή δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες,
μια μεσήλικη γυναίκα, ευυπόληπτη, παρουσιάστηκε στις αρχές και
κατέθεσε πως οι δύο εκείνες γυναίκες που είχε αναφέρει η Ρούμπι Έλιοτ
κατά πάσα πιθανότητα ήταν η ίδια, μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα της.
Κατέθεσε στον Τάλμποτ πως περνούσε με τη μητέρα της από την πλατεία
εκείνο το βράδυ, προκειμένου να τη συνοδέψει μέχρι στο σπίτι της,
ύστερα από έναν σύντομο περίπατο. Η μητέρα, που ήταν ασθενής και
έπασχε από άνοια, φορούσε ένα αδιάβροχο καπέλο και η ίδια
καμπαρντίνα, παρόμοια με εκείνη της Μάργκοτ. Δεν είχαν πάρει
ομπρέλες μαζί, οπότε η γυναίκα προσπαθούσε να κάνει τη μητέρα της να
βιαστεί. Η ηλικιωμένη γυναίκα ενοχλήθηκε απ’ όλη εκείνη την πίεση,
οπότε είχαν μια σύντομη λογομαχία ακριβώς δίπλα στους τηλεφωνικούς
θαλάμους. Παρεμπιπτόντως, έχω μια φωτογραφία των δυο τους:
δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, ως απόδειξη πως εκείνες οι δύο γυναίκες
δεν είχαν σχέση με την υπόθεση.
»Ο Τάλμποτ όμως δεν εννοούσε να υποχωρήσει. Αρνήθηκε
κατηγορηματικά να δεχτεί πως οι δύο γυναίκες δεν ήταν η Μάργκοτ κι
ένας άντρας μεταμφιεσμένος σε γυναίκα. Η θεωρία του έχει ως εξής: η
Μάργκοτ και ο Κριντ διασταυρώνονται εδώ, δίπλα στους θαλάμους, ο
Κριντ τη βάζει με το ζόρι στο φορτηγάκι, το οποίο υποθέτουμε πως ήταν
σταθμευμένο εδώ…» είπε ο Στράικ, δείχνοντας προς τη μικρή σειρά των
σταθμευμένων αυτοκινήτων παραδίπλα, «κι ύστερα ο Κριντ
απομακρύνεται με ταχύτητα, ενώ η γυναίκα ωρύεται και βροντάει τα
πλαϊνά του φορτηγού, και βγαίνει στην οδό Άιλσμπερι».
«Μα», είπε η Ρόμπιν, «ο Τάλμποτ πίστευε πως ο Θίο ήταν ο Κριντ. Για
ποιο λόγο να έρθει ο Κριντ στο ιατρείο της Μάργκοτ ντυμένος γυναίκα,
ύστερα να αποχωρήσει, δίχως να τη βλάψει, να περπατήσει μέχρι το
Κλέρκενγουελ Γκριν και να την αρπάξει εδώ, καταμεσής του πλέον
κεντρικού σημείου που έχουμε δει ως τώρα, με ένα σωρό κτίρια
ολόγυρα;»
«Είναι μάταιος κόπος να προσπαθήσεις να βρεις κάποια λογική
εξήγηση, δεν υπάρχει καμία. Όταν ανέλαβε την υπόθεση ο Λόσον, πήγε
και μίλησε ξανά στη Φιόνα Φλέρι, όπως έλεγαν τη μεσήλικη γυναίκα, την
ανέκρινε ο ίδιος και έφυγε απόλυτα πεπεισμένος πως εκείνη και η μητέρα
της ήταν οι δύο γυναίκες που είχε δει η Ρούμπι Έλιοτ. Και εδώ οι εθνικές
εκλογές αποδείχτηκαν χρήσιμο σημείο αναφοράς, καθώς η Φιόνα Φλέρι
θυμόταν πως ήταν κουρασμένη και κάπως ανυπόμονη απέναντι στη
δύστροπη μητέρα της, γιατί είχε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ
παρακολουθώντας τα αποτελέσματα των εκλογών. Ο Λόσον συμπέρανε –
και τείνω να συμφωνήσω μαζί του– πως το ζήτημα των δύο γυναικών
στους τηλεφωνικούς θαλάμους είχε κλείσει».
Εν τω μεταξύ, η βροχή είχε δυναμώσει: οι σταγόνες έβρισκαν με
δύναμη πάνω στην ομπρέλα της Ρόμπιν και είχαν μουσκέψει τα
μπατζάκια του παντελονιού της. Έστριψαν στο Κλέρκενγουελ Κλόουζ,
ένα δρομάκι που σχημάτιζε καμπύλη καθώς ανηφόριζε προς μια μεγάλη
και επιβλητική εκκλησία, με ψηλό μυτερό καμπαναριό, χτισμένη σε ένα
ύψωμα.
«Η Μάργκοτ δεν μπορεί να έφτασε μέχρι εδώ», είπε η Ρόμπιν.
«Έτσι νομίζεις», είπε ο Στράικ, οπότε προς μεγάλη της έκπληξη
κοντοστάθηκε ξανά, στρέφοντας το βλέμμα του προς την εκκλησία,
«όμως τώρα φτάνουμε στο σημείο όπου ενδεχομένως να εθεάθη για
τελευταία φορά η γιατρός.
»Ένας άντρας που τον είχαν για διάφορες δουλειές εδώ, στην
εκκλησία… ναι, ξέρω», συμπλήρωσε, βλέποντας τη Ρόμπιν να τον
κοιτάζει σαστισμένη, «ονόματι Γουίλι Λόμαξ, ισχυρίζεται πως είδε μια
γυναίκα που φορούσε καμπαρντίνα Burberry να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια
του ναού εκείνο το βράδυ, περίπου την ώρα που η Μάργκοτ κανονικά θα
έφτανε στην παμπ. Την είδε από πίσω. Μιλάμε βέβαια για εποχές όπου οι
εκκλησίες δεν ήταν διαρκώς κλειδωμένες.
»Ο Τάλμποτ, φυσικά, δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στη μαρτυρία
του Λόμαξ, καθώς, στην περίπτωση που η Μάργκοτ ήταν ζωντανή και
έμπαινε σε εκκλησίες, δεν μπορεί να χτυπιόταν και να ούρλιαζε μέσα στο
φορτηγάκι του Χασάπη του Έσεξ. Ο Λόσον δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη
με τη μαρτυρία του Λόμαξ. Ο τύπος επέμεινε στα όσα είχε καταθέσει
αρχικά: είχε δει μια γυναίκα, που ταίριαζε με την περιγραφή της
Μάργκοτ, να μπαίνει μέσα, όμως μιας και δεν ήταν άνθρωπος περίεργος,
δεν την ακολούθησε ούτε τη ρώτησε τι γύρευε τέτοια ώρα εκεί και δεν
κάθισε να δει αν βγήκε κάποια στιγμή από την εκκλησία.
»Και τώρα», είπε ο Στράικ, «κερδίσαμε επάξια μια μπίρα».
14
Μέσα εκεί γραμμένοι ήταν κώδικες παλιοί…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Στο πεζοδρόμιο απέναντι από την εκκλησία κρεμόταν η πινακίδα των


Τριών Μάγων. Η πρόσοψη της παμπ, καλυμμένη με πλακάκια,
λειτουργούσε σαν καθρέφτης, αντικατοπτρίζοντας τη στροφή του δρόμου.
Έτσι όπως ακολουθούσε τον Στράικ μέσα στην παμπ, η Ρόμπιν είχε την
αλλόκοτη αίσθηση πως ταξίδευε πίσω στον χρόνο. Οι περισσότεροι τοίχοι
καλύπτονταν από σελίδες παλιών μουσικών εφημερίδων, τυπωμένων
κάποια στιγμή τη δεκαετία του Εβδομήντα: διάφορες κριτικές,
διαφημίσεις για παλιά στερεοφωνικά συστήματα και φωτογραφίες
αστέρων της ποπ και ροκ σκηνής. Πάνω από το μπαρ κρέμονταν στολίδια
από το Χάλοουιν, την ώρα που ο Μπάουι και ο Μπομπ Μάρλεϊ
παρατηρούσαν τον χώρο μέσα από τις καδραρισμένες αφίσες τους, κι ο
Μπομπ Ντίλαν με τον Τζίμι Χέντριξ ανταπέδιδαν από τον απέναντι τοίχο.
Καθώς η Ρόμπιν καθόταν σε ένα ελεύθερο τραπέζι για δύο κι ο Στράικ
κατευθυνόταν προς το μπαρ, το βλέμμα της στάθηκε σε μια σελίδα με τη
φωτογραφία του Τζόνι Ρόκεμπι ντυμένου με στενό δερμάτινο παντελόνι,
μέρος του κολάζ που πλαισίωνε τον καθρέφτη. Η παμπ έμοιαζε σαν να
μην είχε αλλάξει στο ελάχιστο εδώ και πολλά χρόνια· ίσως μάλιστα να
είχε τα ίδια εκείνα αμμοβολημένα τζάμια, τα ανάκατα ξύλινα τραπέζια, το
γυμνό ξύλινο πάτωμα, τις στρογγυλές λάμπες τοίχου και τα κεριά μέσα σε
μπουκάλια, την εποχή που η φίλη της Μάργκοτ καθόταν εδώ και την
περίμενε, το 1974.
Για πρώτη φορά, έτσι όπως κοίταζε ολόγυρα εκείνη την περίεργη,
χαρακτηριστική παμπ, η Ρόμπιν συνέλαβε τον εαυτό της να αναρωτιέται
τι είδους άνθρωπος να ήταν πραγματικά η Μάργκοτ Μπάμπορο. Ήταν
παράξενο το πώς το επάγγελμα του κάθε ανθρώπου προσδιόριζε τη
μορφή που αποκτούσε στη σκέψη των άλλων. Η ιδιότητα της «γιατρού»,
λόγου χάρη, εν πολλοίς έφερνε σε μια πλήρη ταυτότητα. Όσο περίμενε να
αγοράσει ο Στράικ τα ποτά τους, κι ενώ το βλέμμα της περιφερόταν από
τις νεκροκεφαλές που κρέμονταν πάνω από το μπαρ στις φωτογραφίες
νεκρών αστέρων της ροκ, στο μυαλό της Ρόμπιν εισέβαλε μια περίεργη
ιδέα, αυτή της αντίστροφης γέννησης. Οι τρεις Μάγοι είχαν ταξιδέψει με
προορισμό τον τόπο μιας γέννησης· η Μάργκοτ είχε ξεκινήσει για να
φτάσει στους Τρεις Μάγους και, όπως φοβόταν η Ρόμπιν, είχε βρει τον
θάνατο κάπου στη διαδρομή.
Ο Στράικ ακούμπησε το ποτήρι με το κρασί της Ρόμπιν μπροστά της,
ήπιε μια χορταστική γουλιά από την μπίρα του, κάθισε κι ύστερα έβαλε
το χέρι μέσα στο πανωφόρι του κι εμφάνισε κάτι χαρτιά, τυλιγμένα σε
ρολό. Η Ρόμπιν διέκρινε ορισμένες φωτοτυπίες από ρεπορτάζ
εφημερίδων, ανάμεσα στις δακτυλογραφημένες και χειρόγραφες σελίδες.
«Πέρασες από τη Βρετανική Βιβλιοθήκη».
«Εκεί ήμουν χτες όλη μέρα».
Ο Στράικ έπιασε την πρώτη φωτοτυπία και την έδειξε στη Ρόμπιν. Ήταν
ένα μικρό απόκομμα από την Daily Mail, που έδειχνε μια φωτογραφία
της Φιόνα Φλέρι και της ηλικιωμένης μητέρας της, κάτω από τον τίτλο: Ο
χασάπης του Έσεξ στους θαλάμους «Στην πραγματικότητα ήμαστε εμείς».
Καμία από τις δύο γυναίκες δε θα ήταν εύκολο να περάσει για τη
Μάργκοτ Μπάμπορο: η Φιόνα ήταν μια ψηλή, φαρδιά γυναίκα με ροδαλό
πρόσωπο και ίχνος μέσης· η μητέρα της ήταν ζαρωμένη λόγω ηλικίας και
καμπουριασμένη.
«Αυτή είναι η πρώτη ένδειξη πως οι δημοσιογράφοι άρχιζαν να χάνουν
την εμπιστοσύνη τους στον Μπιλ Τάλμποτ», είπε ο Στράικ. «Λίγες
εβδομάδες αφότου δημοσιεύτηκε αυτό το ρεπορτάζ, ο Τύπος ζητούσε την
κεφαλή του επιθεωρητή επί πίνακι, γεγονός που μάλλον δε βοήθησε την
ψυχική του υγεία… Τέλος πάντων», συνέχισε, ενώ η μεγάλη παλάμη του
ακουμπούσε πάνω στα υπόλοιπα φωτοτυπημένα χαρτιά. «Ας
επιστρέψουμε στο ένα αναμφισβήτητο γεγονός, δηλαδή ότι η Μάργκοτ
Μπάμπορο εξακολουθούσε να είναι ζωντανή μέσα στο κτίριο του
ιατρείου, στις έξι παρά τέταρτο εκείνο το βράδυ».
«Στις έξι και τέταρτο θες να πεις», είπε η Ρόμπιν.
«Όχι, είπα αυτό ακριβώς που εννοούσα», επέμεινε ο Στράικ. «Η
ακολουθία των αποχωρήσεων έχει ως εξής: πέντε και δέκα Ντόροθι.
Πέντε και μισή Ντινές Γκάπτα, ο οποίος διακρίνει φευγαλέα τη Μάργκοτ
μέσα στο γραφείο της πριν φύγει και περνά μπροστά από την Γκλόρια και
τη Θίο.
»Η Γκλόρια πηγαίνει να ρωτήσει τον Μπρένερ αν θα δει τη Θίο.
Εκείνος αρνείται. Η Μάργκοτ βγαίνει από το γραφείο της και μαζί
βγαίνουν οι τελευταίοι προγραμματισμένοι ασθενείς της, μια μητέρα με
το παιδί της, που επίσης περνούν μπροστά από τη Θίο στην αίθουσα
αναμονής. Η Μάργκοτ λέει στην Γκλόρια πως ευχαρίστως θα αναλάβει
εκείνη τη Θίο. Ο Μπρένερ σχολιάζει “μπράβο σου” και φεύγει στις έξι
παρά τέταρτο.
»Από το σημείο αυτό και έπειτα έχουμε μόνο την ανεπιβεβαίω­τη
μαρτυρία της Γκλόρια για οτιδήποτε συνέβη. Εκείνη είναι το μόνο άτομο
που ισχυρίζεται πως η Θίο και η Μάργκοτ βγήκαν από το γραφείο
ζωντανές».
Η Ρόμπιν σταμάτησε έτσι όπως πήγαινε να πιει μια γουλιά κρασί.
«Έλα τώρα. Δε φαντάζομαι να υποστηρίζεις πως δεν έφυγαν ποτέ από
το ιατρείο; Δηλαδή, η Μάργκοτ βρίσκεται θαμμένη εκεί, κάτω από τις
σανίδες του πατώματος;»
«Όχι, γιατί εκπαιδευμένα σκυλιά σάρωσαν ολόκληρο το κτίριο, καθώς
και τον κήπο πίσω του», είπε ο Στράικ. «Όμως, πώς σου φαίνεται αυτή η
θεωρία; Ο λόγος που η Γκλόρια ήταν κάθετη πως η Θίο ήταν γυναίκα και
όχι άντρας ήταν επειδή ο άνθρωπος αυτός ήταν ο συνεργός της στη
δολοφονία ή στην απαγωγή της Μάργκοτ».
«Μα αν ήθελε να αποκρύψει το γεγονός πως ο συνεργός ήταν άντρας,
δε θα ήταν λογικότερο να σημειώσει κάποιο γυναικείο όνομα αντί του
“Θίο”; Και γιατί να ρωτήσει τον δρα Μπρένερ αν ήθελε να αναλάβει τον
Θίο, εφόσον οι δυο τους σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τη Μάργκοτ;»
«Πολύ εύστοχες επισημάνσεις και οι δύο», παραδέχτηκε ο Στράικ,
«όμως ίσως ήταν απόλυτα βέβαιη πως ο Μπρένερ θα αρνιόταν, καθώς
ήταν ένας δύστροπος γερο-μισάνθρωπος, κι η Γκλόρια προσπαθούσε να
σκαρώσει μια κατάσταση που θα φάνταζε φυσιολογική στη Μάργκοτ.
Άκουσέ με λίγο.
»Τα αδρανή σώματα είναι βαριά, προβληματικά στη μεταφορά και
δύσκολα στο κρύψιμο. Μια ζωντανή γυναίκα που αντιστέκεται όμως θα
ήταν ακόμη δυσκολότερο να τη φέρουν βόλτα. Έχω δει φωτογραφίες της
Γκλόρια στις εφημερίδες, κι ήταν αυτό που η θεία μου θα περιέγραφε ως
“μια σταλιά κοπέλα”, ενώ η Μάργκοτ ήταν μια γυναίκα ψηλή.
Αμφιβάλλω αν η Γκλόρια θα κατάφερνε να σκοτώσει τη Μάργκοτ χωρίς
βοήθεια, κι είναι βέβαιο πως δε θα μπορούσε να την κουβαλήσει».
«Μα ο δρ Γκάπτα δεν είπε πως η Μάργκοτ και η Γκλόρια είχαν στενή
σχέση;»
«Πρώτα εξετάζουμε το μέσο και μετά το κίνητρο. Η στενή σχέση θα
μπορούσε να ήταν για ξεκάρφωμα», είπε ο Στράικ. «Ίσως στην
πραγματικότητα η Γκλόρια να μην είχε καμία διάθεση για “βελτίωση” και
ο μόνος λόγος που υποδυόταν την ευγνώμονα μαθήτρια ήταν για να
ρίχνει στάχτη στα μάτια της Μάργκοτ.
»Σε κάθε περίπτωση, η τελευταία χρονική στιγμή κατά την οποία
υπάρχουν πολλαπλές μαρτυρίες σχετικά με το πού βρίσκεται η Μάργκοτ
ήταν μισή ώρα πριν από την υποτιθέμενη αποχώρησή της από το κτίριο.
Στο μισάωρο αυτό έχουμε μόνο τη μαρτυρία της Γκλόρια σχετικά με το τι
συνέβη».
«Καλώς, δεκτή η ένσταση», είπε η Ρόμπιν.
«Οπότε», συνέχισε ο Στράικ σηκώνοντας την παλάμη του από τη
στοίβα των χαρτιών, «αφού παραδέχεσαι αυτό το σημείο, ξέχνα για μια
στιγμή όλες τις υποτιθέμενες εμφανίσεις της Μάργκοτ πίσω από
παράθυρα κτιρίων ή των ώρα που έμπαινε σε εκκλησίες. Ξέχνα το
φορτηγάκι που απομακρυνόταν με ταχύτητα. Είναι πολύ πιθανό τίποτε
από όλα αυτά να είχε την όποια σχέση με τη Μάργκοτ.
»Επιστρέφουμε στο ένα πράγμα που ξέρουμε σίγουρα: η Μάργκοτ
Μπάμπορο εξακολουθούσε να είναι ζωντανή στις έξι παρά τέταρτο.
«Οπότε, στρεφόμαστε τώρα στους τρεις άντρες που η αστυνομία
θεωρούσε την περίοδο εκείνη ύποπτους και ας αναρωτηθούμε πού
βρίσκονταν στις έξι παρά τέταρτο, στις 11 Οκτωβρίου του 1974».
«Ορίστε», είπε δίνοντας στη Ρόμπιν μια φωτοτυπία ενός ρεπορτάζ
λαϊκής εφημερίδας, με ημερομηνία 24 Οκτωβρίου του 1974. «Αυτός είναι
ο Ρόι Φιπς ή, αλλιώς, ο σύζυγος της Μάργκοτ και πατέρας της Άννας».
Στη φωτογραφία απεικονιζόταν ένας γοητευτικός άντρας γύρω στα
τριάντα, ο οποίος θύμιζε έντονα την κόρη του. Η Ρόμπιν σκέφτηκε πως
αν ήταν υπεύθυνη για τη διανομή ρόλων σε μια γλυκερή ταινία κι έψαχνε
για ποιητή, θα είχε τη φωτογραφία του Ρόι Φιπς πρώτη πρώτη μεταξύ των
υποψηφίων. Από αυτόν είχε πάρει η Άννα το μακρύ χλωμό πρόσωπο, το
ψηλό μέτωπο και τα μεγάλα όμορφα μάτια. Ο Φιπς είχε τα σκούρα
μαλλιά του αφημένα μέχρι τους μακριούς γιακάδες του το 1974 και σε
αυτή την παλιά φωτογραφία είχε βλέμμα αλαφιασμένο, έτσι όπως κοίταζε
ίσια στον φακό, έχοντας σηκώσει το βλέμμα από μια κάρτα που κρατούσε
στο χέρι. Η λεζάντα έγραφε: Ο δρ Ρόι Φιπς απευθύνει έκκληση βοήθειας
στο κοινό.
«Μην μπεις στον κόπο να διαβάσεις τι γράφει», είπε ο Στράικ βάζοντας
τη φωτοτυπία ενός δεύτερου ρεπορτάζ πάνω στην πρώτη. «Δεν αναφέρει
το παραμικρό που δε γνωρίζεις ήδη, όμως εδώ θα βρεις μερικές
λεπτομέρειες που δεν ήξερες».
Η Ρόμπιν έσκυψε υπάκουα πάνω από το δεύτερο ρεπορτάζ, από το
οποίο ο Στράικ είχε φωτοτυπήσει μόνο το μισό.
…ο σύζυγός της, δρ Ρόι Φιπς, ο οποίος πάσχει από τη Νόσο φον
Βίλεμπραντ, ήταν ασθενής και παρέμενε κλινήρης στη συζυγική
οικεία στο Χαμ, στις 11 Οκτωβρίου.
«Καθώς έχουν προηγηθεί διάφορες ανακριβείς και ανεύθυνες
αιτιάσεις στον Τύπο, θα θέλαμε να δηλώσουμε κατηγορηματικά ότι
είμαστε πεπεισμένοι πως ο δρ Ρόι Φιπς δεν είχε την παραμικρή
εμπλοκή στην εξαφάνιση της συζύγου του», δήλωσε ο
επιθεωρητής Μπιλ Τάλμποτ, επικεφαλής των ερευνών,
απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους. «Οι θεράποντες ιατροί του
έχουν επιβεβαιώσει πως τόσο το βάδισμα όσο και η οδήγηση θα
ήταν πέραν των δυνάμεων του δρα Φιπς την επίμαχη ημέρα, ενώ
τόσο η νταντά της οικογένειας όσο και η καθαρίστρια κατέθεσαν
ενόρκως ότι ο δρ Φιπς δεν έφυγε στιγμή από το σπίτι την ημέρα
της εξαφάνισης της συζύγου του».
«Τι είναι η Νόσος φον Βίλεμπραντ;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Μια διαταραχή που προκαλεί αιμορραγία. Το έψαξα. Το αίμα δεν πήζει
φυσιολογικά. Ο Γκάπτα δε θυμόταν σωστά αυτή τη λεπτομέρεια· νόμιζε
πως ο Ρόι ήταν αιμοφιλικός.
»Υπάρχουν τρεις εκδοχές της Νόσου φον Βίλεμπραντ», συνέχισε ο
Στράικ. «Ο τύπος ένα απλώς σημαίνει πως το αίμα σου θα έκανε λίγη
περισσότερη ώρα να πήξει απ’ ό,τι κανονικά, όμως λογικά δε θα σε
καθήλωνε στο κρεβάτι, ούτε θα σε καθιστούσε ανήμπορο να οδηγήσεις.
Υποθέτω πως ο Ρόι Φιπς πάσχει από τον τύπο τρία, που μπορεί να έχει
συμπτώματα σοβαρά όπως η αιμοφιλία και θα μπορούσε να τον
καταστήσει κλινήρη για κάποιο διάστημα. Όμως αυτό θα χρειαστεί να το
διασταυρώσουμε.
»Τέλος πάντων», είπε ο Στράικ γυρίζοντας την επόμενη σελίδα. «Εδώ
έχουμε την πρώτη κατάθεση που πήρε ο Τάλμποτ από τον Ρόι Φιπς».
«Ω, Θεέ μου», σχολίασε η Ρόμπιν χαμηλόφωνα.
Η σελίδα κατακλυζόταν από ψιλά γερτά γράμματα, όμως το πλέον
χτυπητό στοιχείο της κατάθεσης ήταν τα αστέρια που είχε σχεδιάσει
ολόγυρα ο Τάλμποτ.
«Βλέπεις εδώ;» είπε ο Στράικ περνώντας τον δείκτη του πάνω από έναν
κατάλογο ημερομηνιών που μετά βίας διακρίνονταν ανάμεσα στα
ορνιθοσκαλίσματα. «Αυτές είναι οι ημερομηνίες των ολοκληρωμένων και
παρ’ ολίγον απαγωγών του Χασάπη του Έσεξ.
»Ο Τάλμποτ παύει να ασχολείται με αυτές κάπου στα μισά της λίστας,
δες. Στις 26 Αυγούστου του 1971, όταν ο Κριντ επιχείρησε να απαγάγει
την Πέγκι Χίσκετ, ο Ρόι ήταν σε θέση να αποδείξει πως μαζί με τη
Μάργκοτ βρίσκονταν σε διακοπές, στη Γαλλία.
»Οπότε για τον Τάλμποτ το θέμα έκλεισε εκεί. Εφόσον ο Ρόι δεν είχε
επιχειρήσει να απαγάγει την Πέγκι Χίσκετ, δεν ήταν ο Χασάπης του
Έσεξ, κι εφόσον δεν ήταν ο Χασάπης του Έσεξ, δε θα μπορούσε να έχει
οποιαδήποτε σχέση με την εξαφάνιση της Μάργκοτ.
»Όμως στο τέλος του καταλόγου των ημερομηνιών του Τάλμποτ
υπάρχει ένα περίεργο στοιχείο. Όλες αναφέρονται σε ενέργειες του Κριντ,
εκτός από μία. Κύκλωσε την 27η Δεκεμβρίου, χωρίς να προσδιορίσει
χρονιά. Δεν έχω ιδέα γιατί τον ενδιέφερε η εικοστή έβδομη ημέρα του
Δεκεμβρίου».
«Όπως επίσης γιατί τον έπιασε ο καλλιτεχνικός οίστρος σε αυτή την
κατάθεση;»
«Τα αστέρια εννοείς; Ναι, όλες οι σημειώσεις του Τάλμποτ είναι
γεμάτες από δαύτα. Πολύ παράξενο. Τώρα», είπε ο Στράικ, «ας δούμε
πώς παίρνει κανείς μια σωστή κατάθεση».
Γύρισε τη σελίδα, κι εκεί υπήρχε μια προσεκτικά δακτυλογραφημένη
κατάθεση, με διπλό διάκενο και έκταση τεσσάρων σε­λίδων, την οποία
είχε πάρει ο επιθεωρητής Λόσον από τον Ρόι Φιπς και η οποία έφερε,
όπως όριζε ο κανονισμός, την υπογραφή του αιματολόγου στην τελευταία
σελίδα.
«Δε χρειάζεται να τη διαβάσεις ολόκληρη τώρα», είπε ο Στράικ. «Το διά
ταύτα είναι πως ο Φιπς επέμεινε στα όσα είχε καταθέσει αρχικά, πως ήταν
κλινήρης όλη μέρα, όπως επιβεβαίωναν με τις μαρτυρίες τους η
καθαρίστρια και η νταντά.
»Τώρα όμως περνάμε στην κατάθεση της Βίλμα Μπέιλις, της
καθαρίστριας των Φιπς. Συμπτωματικά, εργαζόταν ως καθαρίστρια και
στην κλινική του Σεντ Τζον. Στην κλινική δεν ήξεραν τότε πως εργαζόταν
και ιδιωτικά για τη Μάργκοτ και τον Ρόι. Ο Γκάπτα μου είπε πως είχε την
εντύπωση ότι η Μάργκοτ ίσως ενθάρρυνε εκείνο το διάστημα τη Βίλμα
να αφήσει τον σύζυγό της, οπότε το να της προσφέρει λίγη επιπλέον
δουλειά δεν αποκλείεται να ήταν μέρος εκείνης της προσπάθειας».
«Και γιατί ήθελε να αφήσει η Βίλμα τον σύζυγό της;»
«Πολύ χαίρομαι για την ερώτηση», είπε ο Στράικ γυρίζοντας ένα άλλο
χαρτί, όπου υπήρχε η φωτοτυπία ενός αποκόμματος εφημερίδας, πάνω
στην οποία είχε σημειωθεί η ημερομηνία, με τον κοφτό και
δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα του Στράικ: 6 Νοεμβρίου 1972.
Φυλάκιση βιαστή
Ο Τζουλς Μπέιλις, 36 ετών, κάτοικος Λέδερ Λέιν στο Κλέρκενγουελ,
καταδικάστηκε σήμερα από δικαστήριο του Λονδίνου σε 5 χρόνια
φυλάκιση για δύο υποθέσεις βιασμού. Ο Μπέιλις, ο οποίος
παλαιότερα είχε εκτίσει φυλάκιση 2 ετών στο Μπρίξτον για βαριά
σωματική βλάβη, δήλωσε αθώος.
«Α», έκανε η Ρόμπιν. «Κατάλαβα».
Ήπιε μια ακόμη γερή γουλιά από το κρασί της.
«Είναι αστείο», συμπλήρωσε, αν και δεν ακουγόταν διόλου εύθυμη,
«όμως κι ο Κριντ πέντε χρόνια έφαγε για τον δεύτερο βιασμό. Αφότου
τον αποφυλάκισαν, άρχισε να σκοτώνει γυναίκες, εκτός από το να τις
βιάζει».
«Ναι», είπε ο Στράικ, «ξέρω».
Για δεύτερη φορά σκέφτηκε να αμφισβητήσει το κατά πόσο ήταν
φρόνιμο να διαβάζει η Ρόμπιν τον Δαίμονα του Πάρανταϊς Παρκ, όμως
αποφάσισε να μην κάνει κάποιο σχόλιο.
«Δεν έχω καταφέρει ακόμη να μάθω τι απέγινε ο Τζουλς Μπέιλις», είπε,
«ενώ και οι σημειώσεις της αστυνομίας δεν είναι πλήρεις, οπότε δεν
μπορώ να είμαι βέβαιος πως εξακολουθούσε να βρίσκεται στη στενή όταν
απήχθη η Μάργκοτ.
»Αυτό που έχει ενδιαφέρον, πάντως, είναι ότι η Βίλμα αφηγήθηκε
αλλιώς τα πράγματα στον Λόσον σε σχέση με ό,τι είχε πει στον Τάλμποτ
– αν και η ίδια ισχυρίστηκε πως σωστά τα είχε πει και στον Τάλμποτ,
εκείνος δεν τα κατέγραψε, κάτι που δεν αποκλείεται καθώς, όπως βλέπεις,
ο τρόπος που κρατούσε σημειώσεις κάθε άλλο παρά υποδειγματικός ήταν.
»Τέλος πάντων, ένα από τα πράγματα που είπε στον Λόσον ήταν πως
είχε μαζέψει με σφουγγάρι κάτι αίματα από τη μοκέτα του βοηθητικού
δωματίου, τη μέρα που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ. Το άλλο ήταν πως είχε
δει τον Ρόι να περπατάει στον κήπο τη μέρα που υποτίθεται πως
παρέμεινε κλινήρης. Επίσης, ομολόγησε στον Λόσον πως δεν είχε δει με
τα μάτια της τον Ρόι στο κρεβάτι, απλώς τον είχε ακούσει να μιλάει μέσα
από τη μεγάλη κρεβατοκάμαρα εκείνη την ημέρα».
«Μα αυτές είναι… πολύ σημαντικές διαφορές στην κατάθεσή της».
«Ναι, όπως προανέφερα, η Βίλμα ισχυρίστηκε πως δεν άλλαζε τώρα την
κατάθεσή της, αλλά ότι ο Τάλμποτ δεν την είχε καταγράψει σωστά την
πρώτη φορά. Ο Λόσον πάντως φαίνεται πως ζόρισε άσχημα τη Βίλμα γι’
αυτές τις διαφορές, κι επίσης πήρε ξανά κατάθεση από τον Ρόι,
βασιζόμενος στα όσα του δήλωσε η καθαρίστρια. Όμως ο Ρόι
εξακολουθούσε να διαθέτει άλλοθι χάρη στη Σύνθια, την νταντά, η οποία
ήταν πρόθυμη να πάρει όρκο πως ο άνθρωπος ήταν κλινήρης όλη μέρα,
καθώς του έφερνε κάθε τόσο τσάι στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα.
»Ξέρω», είπε ο Στράικ βλέποντας τη Ρόμπιν να σηκώνει με νόημα τα
φρύδια της. «Ο Λόσον απ’ ό,τι φαίνεται είχε βρόμικο μυαλό όπως εμείς οι
δύο. Ανέκρινε τον Φιπς σχετικά με την ακριβή φύση της σχέσης του με τη
Σύνθια, γεγονός που οδήγησε σε ένα οργισμένο ξέσπασμα του Φιπς, ο
οποίος στάθηκε ιδιαίτερα στο ότι η κοπέλα ήταν δώδεκα χρόνια νεότερή
του, κι εκτός αυτού ήταν κι εξαδέλφη του».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πέρασε από τη σκέψη τόσο του Στράικ όσο
και της Ρόμπιν ότι τους χώριζαν δέκα χρόνια. Και οι δύο έδιωξαν αυτή
την απρόσκλητη όσο και άσχετη σκέψη.
«Σύμφωνα με τον Ρόι, η διαφορά ηλικίας και η συγγενική σχέση θα
έπρεπε από μόνες τους να αποκλείουν κάθε πιθανότητα σχέσης στη
σκέψη όλων των καθωσπρέπει ανθρώπων. Βέβαια, όπως ξέρουμε, ο ίδιος
κατάφερε να ξεπεράσει αυτούς τους ενδοιασμούς επτά χρόνια αργότερα.
»Ο Λόσον ανέκρινε επίσης τον Ρόι σχετικά με το γεγονός πως η
Μάργκοτ είχε συναντήσει έναν πρώην της για ποτό τρεις εβδομάδες πριν
πεθάνει. Πάνω στη φούρια του να αθωώσει τον Ρόι, ο Τάλμποτ δεν είχε
δώσει ιδιαίτερη βάση στη μαρτυρία της Ούνα Κένεντι…»
«Της φίλης που θα συναντούσε η Μάργκοτ εκείνο το βράδυ σε αυτήν
εδώ την παμπ;» είπε η Ρόμπιν.
«Ακριβώς. Η Ούνα κατέθεσε τόσο στον Τάλμποτ όσο και στον Λόσον
πως όταν ο Ρόι έμαθε πως η Μάργκοτ είχε πάει για ποτό με αυτό τον
πρώην της, έγινε έξω φρενών και πως οι δυο τους δε μιλιόντουσαν όταν
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ.
»Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Λόσον, στον Ρόι δεν άρεσαν καθόλου
όλες εκείνες οι ερωτήσεις…»
«Διόλου παράξενο…»
«…και έγινε πολύ επιθετικός. Όμως αφότου μίλησε με τους γιατρούς
του Ρόι, ο Λόσον πείστηκε πως ο σύζυγος αντιμετώπιζε πράγματι ένα
σοβαρό αιμορραγικό επεισόδιο, ύστερα από μια πτώση που είχε στο
πάρκινγκ ενός νοσοκομείου, και θα του ήταν σχεδόν αδύνατο να
οδηγήσει μέχρι το Κλέρκενγουελ εκείνο το βράδυ, πόσο μάλλον να
σκοτώσει ή να απαγάγει τη σύζυγό του».
«Θα μπορούσε να είχε προσλάβει κάποιον», υπέθεσε η Ρόμπιν.
«Τσέκαραν τις κινήσεις των τραπεζικών του λογαριασμών και δεν
εντόπισαν κάποια ύποπτη κίνηση, όμως προφανώς αυτό δε σημαίνει πως
ο Φιπς δεν κατάφερε να βρει τρόπο να δώσει τα χρήματα. Αιματολόγος
είναι, δε φαντάζομαι να του λείπει το μυαλό».
Ο Στράικ κατέβασε άλλη μια γερή γουλιά από την μπίρα του.
«Οπότε, αυτά ξέρουμε για τον σύζυγο», είπε καθώς προσπερνούσε τις
τέσσερις σελίδες της κατάθεσης του Ρόι. «Πάμε τώρα στον πρώην».
«Έλα, Χριστέ και Κύριε», είπε η Ρόμπιν κοιτάζοντας μία ακόμη
φωτογραφία από κάποια εφημερίδα.
Τα πυκνά κυματιστά μαλλιά του άντρα έπεφταν πολύ κάτω από τους
ώμους του. Στεκόταν αγέλαστος, με τις παλάμες πάνω στους στενούς
γοφούς του, δίπλα σε έναν πίνακα που πρέπει να απεικόνιζε δυο εραστές
σε στιγμές παθιασμένων περιπτύξεων. Το πουκάμισό του ήταν ανοιχτό
σχεδόν μέχρι τον αφαλό του και το τζιν παντελόνι του ήταν εφαρμοστό
στον καβάλο και κατέληγε σε εξαιρετικά φαρδιές καμπάνες στα
μπατζάκια.
«Το περίμενα πως θα σου άρεσε», σχολίασε ο Στράικ, χαμογελώντας
πλατιά με την αντίδραση της Ρόμπιν. «Αυτός είναι ο Πολ Σάτσγουελ,
καλλιτέχνης… αν και όχι ιδιαίτερα εκλεπτυσμένος, απ’ ό,τι φαίνεται.
Όταν κατάφεραν να τον εντοπίσουν οι δημοσιογράφοι, σχεδίαζε μια
τοιχογραφία για κάποιο νυχτερινό κέντρο. Είναι ο πρώην της Μάργκοτ».
«Πραγματικά, έπεσε πολύ στην εκτίμησή μου», μουρμούρισε η Ρόμπιν.
«Μη βιαστείς να την κρίνεις πολύ αυστηρά. Τον γνώρισε την εποχή που
δούλευε σαν Κουνελάκι, δηλαδή δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκαεννιά
με είκοσι. Ο τύπος ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερός της και πιθανότατα
εκείνο τον καιρό τής φαινόταν σαν το απαύγασμα της ποιότητας».
«Ενώ φορούσε τέτοια πουκάμισα;»
«Αυτή είναι φωτογραφία για την προώθηση μιας έκθεσης», είπε ο
Στράικ. «Το γράφει άλλωστε από κάτω. Κατά πάσα πιθανότητα δεν
έδειχνε τόσο πολύ στήθος στην καθημερινή του ζωή. Οι δημοσιογράφοι
ενθουσιάστηκαν με την προοπτική να είναι μπλεγμένος στην υπόθεση
ένας πρώην εραστής και, ας είμαστε ειλικρινείς, ένας τύπος με τέτοια
εμφάνιση θα είχε πέσει σαν μάννα εξ ουρανού στις φυλλάδες».
Ο Στράικ στάθηκε σε ένα ακόμη παράδειγμα του χαοτικού τρόπου με
τον οποίο κρατούσε σημειώσεις ο Τάλμποτ και, όπως το προηγούμενο
χαρτί, ήταν γεμάτο με πεντάκτινα αστέρια, ενώ είχε και τον ίδιο κατάλογο
ημερομηνιών, με πρόχειρες σημειώσεις δίπλα στην καθεμία.
«Όπως βλέπεις, ο Τάλμποτ δεν ξεκινούσε με κοινότοπες ερωτήσεις του
στιλ “Τι έκανες στις έξι παρά τέταρτο το βράδυ της εξαφάνισης της
Μάργκοτ;” Πηγαίνει κατευθείαν στις ημερομηνίες του Χασάπη, κι όταν ο
Σάτσγουελ του είπε πως γιόρταζε τα τριακοστά γενέθλια ενός φίλου στις
έντεκα του Σεπτεμβρίου, όταν απήχθη η Σούζαν Μάιερ, ο Τάλμποτ
βασικά έπαψε να του κάνει ερωτήσεις. Κι εδώ όμως έχουμε μια
ημερομηνία που δε συνδέεται με τον Κριντ, έντονα κυκλωμένη στο κάτω
μέρος της σελίδας, με έναν πελώριο σταυρό δίπλα. Αυτή τη φορά η
δέκατη έκτη ημέρα του Απριλίου».
«Πού έμενε ο Σάτσγουελ, όταν εξαφανίστηκε η Μάργκοτ;»
«Στο Κάμντεν», απάντησε ο Στράικ γυρνώντας τη σελίδα και
φανερώνοντας μια τυπικά δακτυλογραφημένη κατάθεση. «Εδώ είμαστε,
κοίτα, το αναφέρει η κατάθεση στον Λόσον. Δεν είναι και τόσο μεγάλη η
απόσταση από το Κλέρκενγουελ.
»Στον Λόσον, ο Σάτσγουελ εξήγησε πως ύστερα από ένα διάστημα
οκτώ χρόνων, συναντήθηκαν τυχαία με τη Μάργκοτ στον δρόμο κι
αποφάσισαν να πάνε για ένα ποτό, να πουν τα νέα τους. Ο Σάτσγουελ
μίλησε πολύ ανοιχτά στον Λόσον γι’ αυτό, μάλλον επειδή ήξερε πως είτε
η Ούνα είτε ο Ρόι θα τον είχαν πληροφορήσει σχετικά. Μάλιστα, είπε
στον Λόσον πως ο ίδιος πολύ θα ήθελε να τα βρουν ξανά με τη Μάργκοτ,
πράγμα που ακούγεται κάπως υπερβολικά αισιόδοξο, αν και μάλλον ο
στόχος ήταν να αποδείξει πως δεν είχε τίποτα να κρύψει. Ανέφερε πως με
τη Μάργκοτ είχαν μια σχέση με συχνά σκαμπανεβάσματα επί δύο χρόνια,
όταν ήταν πολύ νεότερη και ότι η Μάργκοτ την τερμάτισε οριστικά, όταν
γνώρισε τον Ρόι.
»Το άλλοθι του Σάτσγουελ επιβεβαιώθηκε. Κατέθεσε στον Λόσον πως
ήταν μόνος στο ατελιέ του, το οποίο επίσης βρισκόταν στο Κάμντεν, το
μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος της ημέρας που εξαφανίστηκε η
Μάργκοτ, όμως δέχτηκε ένα τηλεφώνημα εκεί γύρω στις πέντε. Μιλάμε
προφανώς για σταθερό τηλέφωνο… είναι πολύ δυσκολότερο να κάνεις
μαϊμουδιές με αυτά απ’ ό,τι με τα κινητά, όταν προσπαθείς να εδραιώσεις
άλλοθι. Ο Σάτσγουελ έφαγε σε μια καφετέρια της περιοχής, όπου ήταν
γνωστός, στις έξι και μισή και διάφοροι μάρτυρες επιβεβαίωσαν πως τον
είχαν δει. Στη συνέχεια, γύρισε στο σπίτι του για να αλλάξει, πριν πάει να
συναντήσει κάτι φίλους σε ένα μπαρ, γύρω στις οκτώ. Τα άτομα τα οποία
κατονόμασε επιβεβαίωσαν όλα τους ισχυρισμούς του, οπότε ο Λόσον
πείστηκε πως ο Σάτσγουελ δεν είχε την παραμικρή εμπλοκή.
»Οπότε, φτάνουμε στον τρίτο και οφείλω να ομολογήσω τον πλέον
πιθανό ύποπτο… εξαιρώντας βεβαίως τον Ντένις Κριντ. Αυτός», είπε ο
Στράικ απομακρύνοντας την κατάθεση του Σάτσγουελ από την κορυφή
της αισθητά πλέον μικρότερης στοίβας χαρτιών, «είναι ο Στιβ
Ντάουθγουεϊτ».
Αν ο Ρόι Φιπς θα αποτελούσε την πρώτη επιλογή μιας βαριεστημένης
υπεύθυνης διανομής ρόλων για να υποδυθεί έναν αισθαντικό ποιητή, κι ο
Πολ Σάτσγουελ θα ήταν η προσωποποίηση ενός αστέρα της ροκ της
δεκαετίας του Εβδομήντα, ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ θα εξασφάλιζε χωρίς
δεύτερη σκέψη τον ρόλο του μάγκα, του εξυπνάκια, του λαϊκού
παλικαριού. Είχε σκούρα ζωηρά μάτια, ένα πλατύ όσο και μεταδοτικό
χαμόγελο, καθώς και μυτερή χαίτη, έτσι που θύμιζε στη Ρόμπιν τους
νεαρούς άντρες που εμφανίζονταν στο εξώφυλλο ενός παλιού δίσκου των
Bay City Rollers, τον οποίο η μητέρα της Ρόμπιν εξακολουθούσε να
λατρεύει, γεγονός που τα παιδιά της έβρισκαν το λιγότερο ξεκαρδιστικό.
Ο Ντάουθγουεϊτ κρατούσε ένα ποτήρι μπίρας στο ένα χέρι, ενώ το άλλο
του μπράτσο ήταν περασμένο γύρω από τον ώμο ενός άντρα, το πρόσωπο
του οποίου είχε αφαιρεθεί από τη φωτογραφία αλλά που το κοστούμι του,
όπως και του Ντάουθγουεϊτ, έμοιαζε φτηνό, τσαλακωμένο και
γυαλιστερό. Ο Ντάουθ­γουεϊτ είχε λύσει τη φαρδιά γραβάτα του κι είχε
ξεκουμπώσει τον γιακά του πουκαμίσου του, έτσι ώστε από κάτω
φαινόταν μια χρυσή αλυσίδα.
Αναζητείται «γυναικάς» πωλητής
στην υπόθεση της αγνοούμενης γιατρού
Η αστυνομία επιχειρεί να εντοπίσει τα ίχνη του πωλητή τζαμιών
Στιβ Ντάουθγουεϊτ, ο οποίος εξαφανίστηκε μετά την πρώτη τυπική
κατάθεση που έδωσε σχετικά με την εξαφάνιση της δρα Μάργκοτ
Μπάμπορο, 29 ετών.
Ο Ντάουθγουεϊτ, 28 ετών, δεν άφησε κάποια διεύθυνση
επικοινωνίας όταν παραιτήθηκε από τη δουλειά του και άφησε το
διαμέρισμα που ενοικίαζε στην οδό Πέρσιβαλ, στο Κλέρκενγουελ.
Πρώην ασθενής της αγνοούμενης γιατρού, ο Ντάουθγουεϊτ
προκάλεσε υποψίες στην κλινική λόγω των συχνών επισκέψεών
του προκειμένου να δει τη χαριτωμένη ξανθομάλλα γιατρό. Φίλοι
του πωλητή τον περιγράφουν ως άνθρωπο με «λέγειν» και δε
θεωρούν πως αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό θέμα υγείας. Ο
Ντάουθγουεϊτ πιστεύεται πως είχε στείλει στη δρα Μπάμπορο
διάφορα δώρα.
Ο Ντάουθγουεϊτ, ο οποίος μεγάλωσε σε ανάδοχη οικογένεια, δεν
είχε καμία επικοινωνία με φίλους από τις 7 Φεβρουαρίου. Εκτιμάται
πως οι Αρχές ερεύνησαν το σπίτι του Ντάουθγουεϊτ μετά την
εξαφάνισή του.
Τραγική υπόθεση
«Προκάλεσε πολλά προβλήματα στη δουλειά, πολλές εντάσεις»,
ανέφερε συνάδελφός του στην εταιρεία Diamond Double Glazing, ο
οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί. «Μιλάμε για μεγάλο γυναικά.
Τα έμπλεξε με τη σύζυγο ενός άλλου. Η γυναίκα κατέληξε να πάρει
υπερβολική δόση χαπιών, άφησε τα παιδιά της ορφανά. Κανείς δε
στεναχωρήθηκε όταν ξεκουμπίστηκε ο Ντάουθγουεϊτ, για να είμαι
ειλικρινής. Αντίθετα, χαρήκαμε. Το μυαλό του συνέχεια στο πιοτί και
στον ποδόγυρο, στη δουλειά δεν έλεγε τίποτε».
Η γιατρός θα αποτελούσε «πρόκληση»
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το ποια θεωρούσε πως ήταν η
σχέση του Ντάουθγουεϊτ με την αγνοούμενη γιατρό, ο συνάδελφός
του απάντησε:
«Το μόνο που νοιάζει τον Στιβ είναι να κυνηγάει κοπέλες. Επειδή
τον ξέρω τι τύπος είναι, θα έλεγα πως θα το θεωρούσε πρόκληση
να καταφέρει μια γιατρίνα».
Οι Αρχές επιδιώκουν να μιλήσουν το συντομότερο και πάλι στον
Ντάουθγουεϊτ και απευθύνουν έκκληση προς όποιον γνωρίζει πού
βρίσκεται να επικοινωνήσει.
Όταν η Ρόμπιν ολοκλήρωσε την ανάγνωση, ο Στράικ, που είχε μόλις
τελειώσει την πρώτη μπίρα του, είπε:
«Θες ένα δεύτερο ποτό;»
«Σειρά μου να κεράσω», είπε η Ρόμπιν.
Πήγε στο μπαρ, κι εκεί περίμενε κάτω από τις νεκροκεφαλές και τους
ψεύτικους ιστούς αράχνης. Ο μπάρμαν είχε βάψει το πρόσωπό του όπως
το τέρας του Φράνκενσταϊν. Η Ρόμπιν παρήγγειλε αφηρημένα τα ποτά,
καθώς ο νους της γυρόφερνε στο άρθρο για τον Ντάουθγουεϊτ.
Όταν επέστρεψε στον Στράικ, με ένα μεγάλο ποτήρι μπίρας, ένα κρασί
και δυο πατατάκια, είπε:
«Ξέρεις, το άρθρο είναι άδικο».
«Δηλαδή;»
«Οι άνθρωποι δεν ανοίγονται απαραίτητα στους συναδέλφους τους σε
περίπτωση που αντιμετωπίζουν κάποιο θέμα υγείας. Μπορεί ο
Ντάουθγουεϊτ να έμοιαζε εντάξει στα φιλαράκια του όταν κατηφόριζαν
παρέα στην παμπ. Αυτό όμως δε σημαίνει πως ήταν περδίκι. Μπορεί να
αντιμετώπιζε κάποιο θέμα ψυχικής υγείας».
«Για μία ακόμη φορά», είπε ο Στράικ, «πέτυχες διάνα».
Φυλλομέτρησε τις λιγοστές φωτοτυπίες που απέμεναν στη στοίβα του
και από εκεί τράβηξε ένα ακόμη χειρόγραφο έγγραφο, πολύ πιο
καθαρογραμμένο απ’ ό,τι οι σημειώσεις του Τάλμποτ και ολότελα
απαλλαγμένο από ζωγραφιές και σκόρπιες ημερομηνίες. Για κάποιο λόγο
η Ρόμπιν ήξερε, πριν αρθρώσει καν λέξη ο Στράικ, πως εκείνος ο στρωτός
στρογγυλεμένος γραφικός χαρακτήρας ανήκε στη Μάργκοτ Μπάμπορο.
«Αντίγραφο του ιατρικού φακέλου του Ντάουθγουεϊτ», είπε ο Στράικ.
«Η αστυνομία ήταν ενήμερη. “Πονοκέφαλοι, στομαχικές διαταραχές,
απώλεια βάρους, ταχυκαρδίες, αίσθημα ναυτίας, εφιάλτες, δυσκολία στον
ύπνο”», διάβασε ο Στράικ. «Το συμπέρασμα της Μάργκοτ, μετά την
τέταρτη επίσκεψη –βλέπεις εδώ;– κάνει λόγο για “προσωπικές και
επαγγελματικές δυσκολίες, οξύ στρες, εκδήλωση συμπτωμάτων άγχους”».
«Λογικό, η παντρεμένη φιλενάδα του είχε αυτοκτονήσει», σχολίασε η
Ρόμπιν. «Μια τέτοια εξέλιξη, εκτός κι αν είναι ο άλλος ψυχοπαθής, θα
γονάτιζε τον οποιονδήποτε, σωστά;»
Η Σάρλοτ πέρασε σαν σκιά από τον νου του Στράικ.
«Ναι, λογικά. Επίσης, δες εδώ. Είχε πέσει θύμα επίθεσης λίγο πριν από
την πρώτη του επίσκεψη στη Μάργκοτ. “Μώλωπες, ραγισμένο πλευρό”.
Μυρίζομαι το ξέσπασμα ενός οργισμένου, τεθλιμμένου και απατημένου
συζύγου».
«Μα η εφημερίδα, έτσι που τα γράφει, το κάνει να φαίνεται σαν να είχε
βάλει στο μάτι τη Μάργκοτ και να την παρακολουθούσε».
«Κοίτα», είπε ο Στράικ στη Ρόμπιν χτυπώντας τον δείκτη του πάνω στη
φωτοτυπία του ιατρικού φακέλου του Ντάουθγουεϊτ, «εδώ μιλάμε για
πάρα πολλές επισκέψεις. Κάποια στιγμή την είδε τρεις φορές μέσα σε μία
εβδομάδα. Αισθάνεται άγχος, τύψεις, νιώθει παραγκωνισμένος,
πιθανότατα δεν περίμενε πως μια απλή περιπετειούλα θα κατέληγε στον
θάνατο της γυναίκας. Κι εκτός αυτού, έχει απέναντί του μια εμφανίσιμη
γιατρό, η οποία δεν τον επικρίνει καθόλου, παρά μόνο τον αντιμετωπίζει
με καλοσύνη και διάθεση να τον στηρίξει. Δε νομίζω πως θα ήταν
εξωφρενικό να σκεφτεί κανείς πως μπορεί να ανέπτυξε κάποια αισθήματα
απέναντί της.
»Δες επίσης αυτό», συνέχισε ο Στράικ γυρνώντας από την άλλη τον
φάκελο, για να δείξει στη Ρόμπιν κι άλλες δακτυλογραφημένες
καταθέσεις. «Αυτές είναι της Ντόροθι και της Γκλόρια, κι αμφότερες
ανέφεραν πως ο Ντάουθγουεϊτ βγήκε από το γραφείο της Μάργκοτ την
τελευταία φορά που την είδε, δείχνοντας… λοιπόν, εδώ καταθέτει η
Ντόροθι», είπε και διάβασε μεγαλόφωνα: «“Είδα τον κύριο Ντάουθγουεϊτ
καθώς έφευγε από το ιατρείο της δρα Μπάμπορο και παρατήρησα πως
έδειχνε σαν να είχε υποστεί κάποιο σοκ. Επίσης, μου φάνηκε θυμωμένος
και ταραγμένος. Καθώς αποχωρούσε, σκόνταψε στο φορτηγάκι με το οποίο
έπαιζε ένα αγοράκι στην αίθουσα αναμονής και βλαστήμησε δυνατά.
Έμοιαζε αφηρημένος, σαν να μην είχε συναίσθηση του πού βρισκόταν”. Κι
η Γκλόρια», συνέχισε ο Στράικ γυρίζοντας σελίδα, «αναφέρει τα εξής:
“Θυμάμαι τον κύριο Ντάουθγουεϊτ να φεύγει, γιατί έβρισε ένα αγοράκι.
Έμοιαζε σαν να είχε ακούσει πολύ άσχημα μαντάτα. Μου φάνηκε
φοβισμένος και θυμωμένος”.
»Λοιπόν, οι σημειώσεις της Μάργκοτ από την τελευταία επίσκεψη του
Ντάουθγουεϊτ δεν αναφέρουν τίποτε περισσότερο από τα γνωστά
συμπτώματα που συνδέονται με το στρες», συνέχισε ο Στράικ
επιστρέφοντας στον ιατρικό φάκελο, «οπότε το βέβαιο είναι πως δεν είχε
διαγνωστεί με κάτι που έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του. Ο Λόσον υπέθεσε
πως η Μάργκοτ ενδεχομένως αισθάνθηκε ότι ο ασθενής είχε αρχίσει να
δένεται υπερβολικά μαζί της και του ζήτησε να πάψει να της στερεί
πολύτιμο χρόνο τον οποίο θα μπορούσε να διαθέτει σε άλλους ασθενείς,
πράγμα που δεν καλοφάνηκε στον Ντάουθγουεϊτ. Ίσως να είχε πείσει στο
μεταξύ τον εαυτό του πως τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Όλα τα στοιχεία
συνηγορούν στο ότι η ψυχική του κατάσταση ήταν ευάλωτη εκείνη την
περίοδο.
»Τέλος πάντων, τέσσερις ημέρες μετά το τελευταίο ραντεβού του
Ντάουθγουεϊτ, η Μάργκοτ εξαφανίζεται. Έχοντας λάβει από την κλινική
την πληροφορία πως ένας ασθενής έδειχνε κάπως υπερβολικά
προσκολλημένος στη γιατρό, ο Τάλμποτ τον κάλεσε να δώσει κατάθεση.
Εδώ είμαστε».
Για μία ακόμη φορά ο Στράικ τράβηξε μια σελίδα γεμάτη
ορνιθοσκαλίσματα και αστέρια, μέσα από τη στοίβα με τις
δακτυλογραφημένες σελίδες.
«Ως συνήθως, ο Τάλμποτ ξεκινά την ανάκριση τσεκάροντας τις
ημερομηνίες που ταυτίζονταν με τις επιθέσεις του Κριντ. Το πρόβλημα
είναι πως ο Ντάουθγουεϊτ δε φαίνεται να θυμάται τι έκανε σε
οποιαδήποτε από αυτές».
«Αν υπέφερε ήδη από εκδηλώσεις στρες…» είπε η Ρόμπιν.
«Αυτό ακριβώς», συμφώνησε ο Στράικ. «Το να βρεθείς απέναντι σε
έναν αστυνομικό που σε ανακρίνει και υποψιάζεται ότι μπορεί να είσαι ο
Χασάπης του Έσεξ μάλλον δε θα βοηθούσε να καλμάρει το άγχος σου,
σωστά;
»Επίσης, δες εδώ, ο Τάλμποτ προσθέτει πάλι μια άσχετη ημερομηνία:
21 Φεβρουαρίου. Όμως κάνει και κάτι ακόμη. Μπορείς να βγάλεις άκρη
από αυτές τις σημειώσεις;»
Η Ρόμπιν πήρε τη σελίδα από τα χέρια του Στράικ και παρατήρησε τις
τρεις τελευταίες αράδες.

«Στενογραφικές σημειώσεις με τη μέθοδο Πίτμαν», αποφάνθηκε η


Ρόμπιν.
«Μπορείς να διαβάσεις τι λένε;»
«Όχι. Ξέρω λίγο τη μέθοδο Τίλαϊν· Πίτμαν δεν έμαθα ποτέ. Μπορεί
όμως να μας βοηθήσει η Πατ».
«Θες να πεις πως για μια φορά ίσως και να αποδειχτεί χρήσιμη;»
«Έχεις γίνει κουραστικός, Στράικ, ειλικρινά», είπε η Ρόμπιν
ενοχλημένη. «Θες να μπλέξεις πάλι με κοπελίτσες που έρχονται να
κάνουν δυο μεροκάματα και σκασίλα τους για τη δουλειά, εντάξει, εγώ
όμως προτιμώ να έχω κάποια που μεταφέρει σωστά τα μηνύματα που
έρχονται στο γραφείο και να ξέρω ότι τα έγγραφα της κάθε υπόθεσης
είναι σωστά αρχειοθετημένα».
Φωτογράφισε τις σημειώσεις με το κινητό της και τις προώθησε στην
Πατ, μαζί με ένα μήνυμα στο οποίο την παρακαλούσε να τις μεταφράσει.
Ο Στράικ, εν τω μεταξύ, αναλογιζόταν το γεγονός πως η Ρόμπιν ποτέ ως
τότε δεν τον είχε αποκαλέσει με το επίθετό του, όταν ήταν ενοχλημένη.
Παραδόξως, του είχε ακουστεί περισσότερο προσωπική αυτή η
προσφώνηση παρά η χρήση του μικρού του ονόματος. Του άρεσε αρκετά.
«Συγγνώμη αν σου έθιξα την Πατ», είπε.
«Άντε πάλι τα ίδια», απάντησε η Ρόμπιν, που όμως δεν κατάφερε να
συγκρατήσει το χαμόγελό της. «Ο Λόσον τι εικόνα είχε σχηματίσει για
τον Ντάουθγουεϊτ;»
«Κοίτα, όπως ήταν φυσικό, όταν τον αναζήτησε για να καταθέσει ξανά
και διαπίστωσε πως είχε παρατήσει διαμέρισμα και δουλειά, χωρίς να
αφήσει διεύθυνση επικοινωνίας, το ενδιαφέρον του κεντρίστηκε
ιδιαίτερα. Εξ ου και η διαρροή της πληροφορίας στις εφημερίδες.
Προσπαθούσαν να τον ξετρυπώσουν».
«Τα κατάφεραν;» ρώτησε η Ρόμπιν, που είχε αρχίσει να τρώει τα
πατατάκια της.
«Ναι. Ο Ντάουθγουεϊτ παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα του
Γουάλταμ Φόρεστ την επομένη της δημοσίευσης του άρθρου για τον
“Γυναικά”, μάλλον γιατί έτρεμε στη σκέψη πως πολύ σύντομα θα
πλάκωναν οι δημοσιογράφοι και η αστυνομία στην πόρτα του. Τους είπε
πως πλέον ήταν άνεργος και έμενε σε μια πανσιόν. Από το αστυνομικό
τμήμα επικοινώνησαν με τον Λόσον, ο οποίος πήγε αμέσως εκεί και του
πήρε κατάθεση.
»Εδώ έχουμε την πλήρη περιγραφή», είπε ο Στράικ, σπρώχνοντας προς
τη Ρόμπιν μερικά από τα τελευταία χαρτιά από το ρολό που είχε φέρει
μαζί του. «Γραμμένη από τον ίδιο τον Λόσον: “μοιάζει φοβισμένος”,
“υπεκφεύγει”, “νευρικός”, “ιδρώνει”, κι εκτός αυτού το άλλοθι είναι
σαθρό. Ο Ντάουθγουεϊτ ισχυρίζεται πως το απόγευμα που εξαφανίστηκε
η Μάργκοτ, είχε βγει στη γύρα για να βρει καινούργιο διαμέρισμα».
«Ισχυρίζεται πως αναζητούσε ήδη νέα κατοικία, όταν εξαφανίστηκε η
γιατρός;»
«Τι σύμπτωση, ε; Μόνο που όταν κλήθηκε να δώσει συγκεκριμένες
απαντήσεις, δεν μπορούσε να υποδείξει τα διαμερίσματα που είχε δει,
ούτε και να δώσει το όνομα οποιουδήποτε ανθρώπου θα θυμόταν πως τον
είδε εκείνη την ώρα. Τελικά, είπε πως η προσπάθεια αναζήτησης
διαμερίσματος είχε περιοριστεί στο να καθίσει σε μια καφετέρια της
γειτονιάς, κι εκεί κύκλωσε ορισμένες αγγελίες στην εφημερίδα. Το
πρόβλημα ήταν πως κανείς στην καφετέρια δε θυμόταν να τον είχε δει
εκεί.
»Είπε πως μετακόμισε στο Γουάλταμ Γκριν γιατί το Κλέρκενγουελ του
προκαλούσε στενάχωρους συνειρμούς μετά την κατάθεση που έδωσε
στον Τάλμποτ και τον έκανε να αισθάνεται σαν να ήταν ύποπτος κι ότι,
ούτως ή άλλως, τα πράγματα στη δουλειά δεν πήγαιναν καλά από τον
καιρό που στράβωσε η σχέση που είχε με την αυτοκτονική σύζυγο ενός
συναδέλφου».
«Εντάξει, αυτό δεν είναι απίθανο», είπε η Ρόμπιν.
«Ο Λόσον του πήρε κατάθεση άλλες δύο φορές, όμως δεν κατάφερε να
του αποσπάσει καμία άλλη πληροφορία. Στην τρίτη κατάθεση ο
Ντάουθγουεϊτ συνοδευόταν από δικηγόρο. Εκεί ο Λόσον έκανε πίσω.
Στην τελική, δεν είχε κανένα χειροπιαστό στοιχείο σε βάρος του
Ντάουθγουεϊτ, ακόμη κι αν ήταν το πιο γλοιώδες άτομο από το οποίο είχε
πάρει κατάθεση. Επιπλέον, ήταν –οριακά– πιστευτό πως ο λόγος που δεν
τον θυμόταν κανείς στην καφετέρια ήταν επειδή το μέρος ήταν
κατάμεστο από κόσμο».
Μια παρέα μασκαράδων που είχαν βγει για να πιουν μπήκε εκείνη τη
στιγμή στην παμπ, χασκογελώντας, ήδη τίγκα στο αλκοόλ. Η Ρόμπιν
παρατήρησε πως ο Στράικ έκοψε αμέσως από πάνω μέχρι κάτω μια νεαρή
ξανθιά, ντυμένη με μια λαστιχένια στολή νοσοκόμας.
«Λοιπόν», είπε, «αυτά είναι όλα;»
«Σχεδόν», απάντησε ο Στράικ, «όμως μπαίνω στον πειρασμό να μη σου
δείξω κάτι τελευταίο».
«Γιατί;»
«Επειδή νομίζω πως θα ενισχύσει την εμμονή σου με τους άγιους
τόπους».
«Δεν έχω καμία εμ…»
«Καλά, όμως πριν το δεις, απλώς να θυμάσαι πως οι διάφοροι παλαβοί
πάντοτε προσελκύονται από τις υποθέσεις δολοφονιών και αγνοουμένων,
σύμφωνοι;»
«Εντάξει», είπε η Ρόμπιν. «Δείξε μου».
Ο Στράικ αναποδογύρισε μια σελίδα. Ήταν η φωτοτυπία ενός πρόχειρου
ανώνυμου σημειώματος, το οποίο είχε φτιαχτεί από γράμματα κομμένα
από σελίδες περιοδικών.

«Κι άλλος Σταυρός του Αγίου Ιωάννη», είπε η Ρόμπιν.


«Ναι. Το σημείωμα αυτό παραδόθηκε στη Σκότλαντ Γιαρντ το 1985, με
αποδέκτη τον Λόσον, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε βγει στη σύνταξη. Ο
φάκελος δεν περιείχε τίποτε άλλο».
Η Ρόμπιν αναστέναξε και έγειρε στην πλάτη της καρέκλας της.
«Προφανώς κάποιος παλαβός», είπε ο Στράικ, που είχε αρχίσει να
τακτοποιεί τα φωτοτυπημένα άρθρα και τις καταθέσεις, σχηματίζοντας
και πάλι ένα ρολό. «Αν ήξερες πραγματικά πού βρισκόταν θαμμένο ένα
πτώμα, θα έστελνες κανονικό χάρτη».
Εν τω μεταξύ κόντευε έξι, κοντά στην ώρα που μια γιατρός έφυγε πριν
από χρόνια από το ιατρείο της κι από τότε εξαφανίστηκε. Τα
αμμοβολημένα παράθυρα της παμπ είχαν αποκτήσει μια σκούρα μπλε
χροιά. Πιο πέρα, στο μπαρ, η ξανθιά με τη λαστιχένια στολή χαχάνιζε με
κάτι που της είχε πει ένας άντρας μασκαρεμένος σε Τζόκερ.
«Ξέρεις», είπε η Ρόμπιν ρίχνοντας μια ματιά στα χαρτιά που ήταν
ακουμπισμένα δίπλα στην μπίρα του Στράικ, «η ώρα ήταν περασμένη…
έριχνε καρεκλοπόδαρα…»
«Ακούω», είπε ο Στράικ, καθώς αναρωτιόταν αν η Ρόμπιν ετοιμαζόταν
να πει αυτό ακριβώς που σκεφτόταν κι εκείνος.
«Η φίλη της την περίμενε εδώ, μόνη. Η Μάργκοτ έχει αργήσει. Λογικά,
θα ήθελε να φτάσει εδώ το συντομότερο δυνατόν. Η απλούστερη
πιθανότερη εξήγηση που μπορώ να σκεφτώ ήταν πως κάποιος
προσφέρθηκε να την πετάξει μέχρι την παμπ. Ένα αυτοκίνητο σταματάει
δίπλα της…»
«Ή ένα φορτηγάκι», είπε ο Στράικ. Η Ρόμπιν πράγματι είχε καταλήξει
στο ίδιο συμπέρασμα με εκείνον. «Κάποιο γνωστό της άτομο…»
«Ή κάποιος που φάνταζε άκακος. Ένας ηλικιωμένος άντρας…»
«Ή, ίσως, κάποιος που η ίδια νομίζει για γυναίκα».
«Ακριβώς», είπε η Ρόμπιν.
Γύρισε και κοίταξε λυπημένα τον Στράικ.
«Αυτό είναι. Είτε γνώριζε ήδη τον οδηγό είτε νόμισε πως δεν κινδύνευε,
μπαίνοντας στο όχημα».
«Και ποιος θα θυμόταν μια τέτοια σκηνή;» είπε ο Στράικ. «Φορούσε μια
απλή καμπαρντίνα, κρατούσε ομπρέλα. Ένα όχημα σταματά δίπλα της.
Εκείνη γέρνει προς το παράθυρο και λίγο μετά μπαίνει μέσα. Καμία
συμπλοκή. Καμία φασαρία. Το όχημα απομακρύνεται».
«Και μονάχα ο οδηγός θα ήξερε τι συνέβη μετά», είπε η Ρόμπιν.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της. Ήταν η Πατ Τσόνσι.
«Έτσι κάνει πάντοτε», σχολίασε ο Στράικ. «Της στέλνεις γραπτό
μήνυμα, αλλά δε σου απαντά με τον ίδιο τρόπο, τηλεφωνεί…»
«Έχει κάποια σημασία;» είπε η Ρόμπιν σκασμένη και απάντησε.
«Γεια, Πατ. Συγγνώμη που σε ενοχλώ τέτοια ώρα. Μήπως έλαβες το
μήνυμά μου;»
«Ναι», έκρωξε η Πατ. «Πού το βρήκες αυτό;»
«Σε κάτι παλιές σημειώσεις της αστυνομίας. Μπορείς να το
μεταφράσεις;»
«Αμέ», είπε η Πατ, «αλλά δε βγάζει ιδιαίτερο νόημα».
«Στάσου, Πατ, θέλω να ακούσει και ο Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν, οπότε
γύρισε την κλήση σε ανοιχτή ακρόαση.
«Έτοιμοι;» ακούστηκε η τραχιά φωνή της Πατ.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. Ο Στράικ έβγαλε ένα στιλό και γύρισε το ρολό
των χαρτιών από την ανάποδη, ώστε να γράφει στη λευκή πλευρά.
«Γράφει: “Και αυτό είναι το έσχατο, κόμμα, το δωδέκατο, κόμμα, και ο
κύκλος θα κλείσει με την εύρεση του δέκατου, κόμμα”, έπειτα είναι μια
λέξη που δεν μπορώ να διαβάσω, δε νομίζω πως είναι σωστά δοσμένη με
το σύστημα Πίτμαν, κι έπειτα μια άλλη λέξη η οποία φωνητικά
αποδίδεται ως Μπα-φο-μέτ, τελεία. Έπειτα μια καινούργια πρόταση:
“Μεταγραφή στο αληθινό βιβλίο”».
«Μπαφομέτ», επανέλαβε ο Στράικ.
«Ακριβώς», είπε η Πατ.
«Όνομα είναι αυτό», είπε ο Στράικ. «Ο Μπαφομέτ είναι κάποια
αποκρυφιστική θεότητα».
«Δεν ξέρω, μια φορά το κείμενο αυτό γράφει», είπε η Πατ ξερά.
Η Ρόμπιν την ευχαρίστησε και τερμάτισε την κλήση.
«“Και αυτό είναι το έσχατο, το δωδέκατο, και ο κύκλος θα κλείσει με την
εύρεση του δέκατου –άγνωστη λέξη– Μπαφομέτ. Μεταγραφή στο αληθινό
βιβλίο”», διάβασε ο Στράικ από τις σημειώσεις του.
«Από πού ήξερες για τον Μπαφομέτ;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ο Γουίτακερ ήταν μπλεγμένος με όλες αυτές τις μαλακίες».
«Α», έκανε η Ρόμπιν.
Ο Γουίτακερ ήταν ο τελευταίος εραστής της μητέρας του Στράικ, ο
άνθρωπος που ο ίδιος ο Στράικ πίστευε πως της είχε χορηγήσει την
υπερβολική δόση από την οποία κατέληξε.
«Είχε ένα αντίτυπο της Σατανικής Βίβλου», είπε ο Στράικ. «Εκεί υπήρχε
και μια εικόνα του κεφαλιού του Μπαφομέτ, πλαισιωμένο από μια
πεντά… όχι, ρε γαμώτο», είπε κι άρχισε να φυλλομετρά τα χαρτιά,
προσπαθώντας να εντοπίσει κάποιο από εκείνα τα οποία ο Τάλμποτ είχε
φορτώσει με ένα σωρό πεντάκτινα αστέρια. Παρέμεινε συνοφρυωμένος
για λίγο παρατηρώντας τα σχέδια, κι ύστερα κοίταξε τη Ρόμπιν.
«Δε νομίζω πως είναι αστέρια όλα αυτά. Πεντάλφες είναι».
MΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
… Χειμώνας, ολάκερος στην παγωνιά ντυμένος…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
15
Και μέσα εκεί σημάδια παλιά από βαθιές πληγές παρέμεναν…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Τη δεύτερη εβδομάδα του Νοεμβρίου, η χημειοθεραπεία στην οποία


υποβαλλόταν η Τζόαν προκάλεσε τη ραγδαία όσο και επικίνδυνη μείωση
του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα της, με αποτέλεσμα να
εισαχθεί στο νοσοκομείο. Ο Στράικ άφησε τη Ρόμπιν να τρέξει το
γραφείο, η Λούσι άφησε και τους τρεις της γιους στη φροντίδα του
συζύγου της, κι οι δυο τους έσπευσαν στην Κορνουάλη.
Η νέα απουσία του Στράικ συνέπεσε με τη μηνιαία συνάντηση της
ομάδας, την οποία συντόνισε για πρώτη φορά μόνη της η Ρόμπιν, η
νεαρότερη και ενδεχομένως η λιγότερο έμπειρη ερευνήτρια του γραφείου
και η μόνη γυναίκα.
Η Ρόμπιν δεν ήταν σίγουρη αν ήταν αποτέλεσμα της φαντασίας της,
όμως είχε την εντύπωση πως τόσο ο Χάτσινς όσο και ο Μόρις, αμφότεροι
τέως αστυνομικοί, έφεραν κάπως περισσότερες αντιρρήσεις απ’ ό,τι θα
είχαν κάνει αν βρισκόταν εκεί ο Στράικ σχετικά με τις βάρδιες του
επόμενου μήνα, καθώς και σχετικά με το τι είδους τακτική έπρεπε να
ακολουθήσουν με το Μούτρο. Η Ρόμπιν ήταν της άποψης πως η
προσωπική βοηθός του Μούτρου, που είχε απολαύσει ήδη ένα σωρό
γεύματα πολυτελείας με έξοδα του γραφείου, χωρίς να αποκαλύψει το
παραμικρό σχετικά με το πώς μπορεί να κρατούσε το αφεντικό της τον
γενικό διευθυντή της εταιρείας, έπρεπε να εγκαταλειφθεί ως πιθανή πηγή
πληροφοριών. Είχε καταλήξει στην απόφαση να τη συναντήσει ο Μόρις
μια τελευταία φορά, ώστε να κλείσει τυχόν εκκρεμότητες και να
κατευνάσει τις όποιες υποψίες σχετικά με το τι επιδίωκε από εκείνες τις
επαφές, και στη συνέχεια η Ρόμπιν θεωρούσε πως ήταν καιρός να
επιχειρήσουν να διεισδύσουν στον στενό κοινωνικό κύκλο του Μούτρου,
με σκοπό να αποσπάσουν πληροφορίες απευθείας από τον άνθρωπο που
ερευνούσαν. Ο Μπάρκλεϊ ήταν ο μόνος υπεργολάβος που συμφώνησε με
τη Ρόμπιν και την υποστήριξε όταν εκείνη επέμεινε να ξεκόψει το
ταχύτερο ο Μόρις από τη βοηθό του Μούτρου. Φυσικά, όπως πολύ καλά
γνώριζε η Ρόμπιν, με τον Μπάρκλεϊ είχαν πάει κάποτε να ξεθάψουν μαζί
ένα πτώμα και κάτι τέτοιες καταστάσεις σφυρηλατούν δεσμούς μεταξύ
των ανθρώπων.
Η ανάμνηση εκείνης της συνάντησης εξακολουθούσε να ενοχλεί τη
Ρόμπιν έτσι όπως καθόταν με τα πόδια ανεβασμένα στον καναπέ του
διαμερίσματος της οδού Φίνμπορο αργότερα εκείνη την ημέρα, φορώντας
πλέον τις πιτζάμες της και μια ρόμπα, καθώς δούλευε στον φορητό
υπολογιστή της. Ο Βόλφγκανγκ, ο σκύλος, είχε κουλουριαστεί δίπλα στα
ξυπόλυτα πόδια της και τη ζέσταινε.
Ο Μαξ είχε βγει. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο της είχε
ανακοινώσει αιφνιδιαστικά πως φοβόταν ότι κινδύνευε να εξελιχτεί από
«εσωστρεφή» σε «ερημίτη», οπότε είχε αποδεχτεί μια πρόσκληση να
δειπνήσει παρέα με κάποιους συναδέλφους του, παρότι, όπως πικρόχολα
σχολίασε ο ίδιος την ώρα που έφευγε: «Όλοι τους θα με λυπούνται, αλλά
φαντάζομαι πως θα τους αρέσει αυτό». Η Ρόμπιν είχε βγάλει τον
Βόλφγκανγκ μια γρήγορη βόλτα τον γύρο του τετραγώνου στις έντεκα,
όμως κατά τα άλλα είχε περάσει τη βραδιά της ασχολούμενη με την
υπόθεση Μπάμπορο, για την οποία δεν είχε βρει καθόλου χρόνο όσο
διάστημα ο Στράικ απουσίαζε στο Σεντ Μος, καθώς οι υπόλοιπες
τέσσερις εκκρεμείς υποθέσεις του γραφείου απορροφούσαν όλες τις
εργάσιμες ώρες της.
Εν τω μεταξύ, η Ρόμπιν είχε να βγει από τη βραδιά των γενεθλίων της,
όταν είχε πάει για ποτά με την Ίλσα και τη Βανέσα, έξοδος η οποία δεν
είχε αποδειχτεί τόσο ευχάριστη όσο θα ήλπιζε. Η συζήτηση αναλώθηκε
αποκλειστικά στο θέμα των σχέσεων, καθώς η Βανέσα είχε εμφανιστεί
φορώντας ένα ολοκαίνουργιο δαχτυλίδι αρραβώνων. Από τότε η Ρόμπιν
είχε εκμεταλλευτεί την πίεση της δουλειάς όσο απουσίαζε ο Στράικ,
προκειμένου να αποφύγει να βγει είτε με τη μία είτε με την άλλη φίλη
της. Τα λόγια της ξαδέλφης της, της Κέιτι, είναι λες και κινείσαι σε
διαφορετική κατεύθυνση απ’ ό,τι εμείς, είχαν σκαλώσει για τα καλά στο
μυαλό της, όμως η αλήθεια ήταν πως η Ρόμπιν δεν είχε διάθεση να
στέκεται σε ένα μπαρ, ενώ η Ίλσα και η Βανέσα την ενθάρρυναν να
ανταποκριθεί στις προσπάθειες κάποιου τύπου όπως ο Μόρις, που
έπαιρνε θάρρος χωρίς να του δώσει δικαιώματα εκείνη, κι έδειχνε έφεση
στη χλιαρή κουβέντα και στα κρύα αστεία.
Ήδη με τον Στράικ είχαν μοιράσει τα άτομα τα οποία ήθελαν να
εντοπίσουν για να τους μιλήσουν ξανά σχετικά με την υπόθεση
Μπάμπορο. Δυστυχώς, η Ρόμπιν πλέον γνώριζε πως τουλάχιστον τέσσερα
από τα άτομα που είχε αναλάβει η ίδια ήταν απολύτως αδύνατο να
απαντήσουν σε οποιαδήποτε ερώτηση.
Έπειτα από προσεκτική διασταύρωση των πληροφοριών που
περιέχονταν στα παλιά αρχεία, η Ρόμπιν είχε κατορθώσει να εντοπίσει
τον Γουίλι Λόμαξ, ο οποίος για χρόνια υπήρξε άνθρωπος γενικών
καθηκόντων στον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη, στο Κλέρκενγουελ. Είχε
φύγει από τη ζωή το 1989 και μέχρι στιγμής η Ρόμπιν δεν είχε
κατορθώσει να εντοπίσει ούτε έναν επιβεβαιωμένο συγγενή του.
Ο Άλμπερτ Σίμινγκς, ο ανθοπώλης και πιθανός οδηγός του φορτηγού
που είχε εντοπιστεί να κινείται με ταχύτητα το βράδυ της εξαφάνισης της
Μάργκοτ, είχε επίσης αποβιώσει, αν και η Ρόμπιν είχε στείλει email σε
δύο άντρες που εκτιμούσε πως ήταν οι γιοι του. Ήλπιζε ειλικρινά να τους
είχε αναγνωρίσει σωστά, διαφορετικά ένας ασφαλιστής και ένας
εκπαιδευτής δυτών θα έρχονταν αντιμέτωποι με ισάριθμα μυστήρια
μηνύματα. Κανείς τους δεν είχε απαντήσει ακόμη στην παράκλησή της να
τους μιλήσει.
Η Βίλμα Μπέιλις, η άλλοτε καθαρίστρια στην κλινική, είχε πεθάνει το
2003. Μητέρα δύο αγοριών και τριών κοριτσιών, είχε πάρει διαζύγιο από
τον Τζουλς Μπέιλις το 1975. Στο τέλος της ζωής της, η Βίλμα δεν
εργαζόταν πλέον ως καθαρίστρια αλλά ως κοινωνική λειτουργός, και είχε
αναθρέψει μια οικογένεια πετυχημένων ανθρώπων, ανάμεσά τους ένας
αρχιτέκτονας, ένας διασώστης, μια δασκάλα, μια δεύτερη κοινωνική
λειτουργός και μια δημοτική σύμβουλος, εκλεγμένη με τους Εργατικούς.
Ο ένας από τους γιους ζούσε πλέον στη Γερμανία, όμως η Ρόμπιν τον
συμπεριέλαβε στα email και στα μηνύματα μέσω Facebook που έστειλε
και στα πέντε αδέλφια. Μέχρι στιγμής δεν είχε λάβει κάποια απάντηση.
Η Ντόροθι Όουκντεν, η γραμματέας της κλινικής, ήταν ενενήντα ενός
ετών όταν έφυγε από τη ζωή σε οίκο ευγηρίας στο Βόρειο Λονδίνο. Η
Ρόμπιν δεν είχε κατορθώσει να εντοπίσει τα ίχνη του Καρλ, του
μοναχογιού της.
Εν τω μεταξύ, ο άλλοτε εραστής της Μάργκοτ, ο Πολ Σάτσγουελ,
καθώς και η ρεσεψιονίστ, η Γκλόρια Κόντι, αποδεικνυόταν κατά περίεργο
τρόπο εξίσου δύσκολο να εντοπιστούν. Στην αρχή η Ρόμπιν είχε νιώσει
ανακούφιση, εφόσον δεν εντόπισε κάποιο πιστοποιητικό θανάτου για τους
δυο τους, όμως παρότι πέρασε από κόσκινο τηλεφωνικούς καταλόγους,
αρχεία απογραφών, αποφάσεις κομητειακών δικαστηρίων, πιστοποιητικά
γάμων και διαζυγίων, αρχεία εφημερίδων, μέσα κοινωνικής δικτύωσης
και καταλόγους εταιρικού προσωπικού, δεν κατάφερε να εντοπίσει το
παραμικρό. Οι μόνες πιθανές εξηγήσεις που μπορούσε να σκεφτεί η
Ρόμπιν ήταν η αλλαγή επιθέτου (στην περίπτωση της Γκλόρια
ενδεχομένως λόγω γάμου) και η μετανάστευση.
Όσο για τη Μάντι Γουάιτ, τη μαθήτρια που είχε ισχυριστεί πως είδε τη
Μάργκοτ πίσω από ένα παράθυρο εκείνη τη βροχερή βραδιά, ήταν τόσο
πολλές οι γυναίκες στο διαδίκτυο που άκουγαν στο όνομα Αμάντα Γουάιτ
και είχαν περίπου τη σωστή ηλικία, ώστε η Ρόμπιν είχε αρχίσει να
απελπίζεται πως θα κατάφερνε να εντοπίσει τη σωστή. Η Ρόμπιν,
μάλιστα, έβρισκε τη συγκεκριμένη κατεύθυνση των ερευνών της
ιδιαίτερα κουραστική, πρώτον γιατί υπήρχε σοβαρή πιθανότητα η Μάντι
να μην είχε πλέον το επίθετο Γουάιτ και δεύτερον επειδή, ακριβώς όπως
και η αστυνομία πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, η Ρόμπιν θεωρούσε
άκρως απίθανο να ήταν πράγματι η Μάργκοτ η γυναίκα που είχε δει η
Μάντι πίσω από το παράθυρο εκείνη τη νύχτα.
Έχοντας εξετάσει και απορρίψει τους λογαριασμούς που διατηρούσαν
στο Facebook έξι ακόμη γυναίκες με το όνομα Αμάντα Γουάιτ, η Ρόμπιν
χασμουρήθηκε, τεντώθηκε και αποφάσισε πως δικαιούνταν ένα
διάλειμμα. Αφού ακούμπησε τον υπολογιστή της σε ένα τραπεζάκι,
κατέβασε με τρόπο τα πόδια της από τον καναπέ για να μην ενοχλήσει
τον Βόλφγκανγκ και διέσχισε τον ενιαίο χώρο που λειτουργούσε ως
κουζίνα, τραπεζαρία και καθιστικό, προκειμένου να ετοιμάσει μία από
εκείνες τις ζεστές σοκολάτες χαμηλών θερμίδων που πάσχιζε να πείσει
τον εαυτό της πως ήταν νόστιμες, καθώς εξακολουθούσε, καταμεσής
αυτής της ατελείωτης, κουραστικής περιόδου παρακολουθήσεων, να
προσπαθεί να φροντίσει τη σιλουέτα της.
Έτσι όπως ανακάτευε τη διόλου λαχταριστή σκόνη μέσα σε μια κούπα
βραστό νερό, μια υποψία τουμπερόζας ανακατεύθηκε με το άρωμα της
συνθετικής καραμέλας. Παρότι είχε κάνει μπάνιο, το άρωμα που είχε
αγοράσει εξακολουθούσε να μένει πάνω στα μαλλιά και στις πιτζάμες
της. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από εκείνη την αγορά, η Ρόμπιν
είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως το άρωμα αυτό ήταν ένα πανάκριβο
λάθος. Το να την περιβάλλει διαρκώς ένα πυκνό σύννεφο τουμπερόζας
όχι μόνο την έκανε να αισθάνεται σαν να φλέρταρε διαρκώς με τον
πονοκέφαλο, αλλά και σαν να φορούσε γούνα και μαργαριτάρια μέρα-
μεσημέρι.
Το κινητό της Ρόμπιν, το οποίο ήταν ακουμπισμένο στον καναπέ, δίπλα
στον Βόλφγκανγκ, άρχισε να χτυπά την ώρα που έπιανε και πάλι τον
φορητό υπολογιστή της. Έχοντας ξυπνήσει απότομα από τον ύπνο του, ο
ενοχλημένος σκύλος ανασηκώθηκε στα αρθριτικά του πόδια. Η Ρόμπιν
τον μετέφερε σε ασφαλές σημείο προτού πιάσει το κινητό της, οπότε
διαπίστωσε απογοητευμένη πως δεν ήταν ο Στράικ αλλά ο Μόρις.
«Γεια, Σολ».
Έπειτα από εκείνο το φιλί την ημέρα των γενεθλίων της, η Ρόμπιν είχε
καταβάλει προσπάθεια ώστε να είναι κάπως πιο ψυχρή αλλά πάντοτε
επαγγελματίας στις επαφές της με τον Μόρις.
«Γεια, Ρομπς. Είχες πει να τηλεφωνήσω έτσι και ξετρύπωνα κάτι,
ακόμη κι αν ήταν περασμένη η ώρα».
«Ναι, φυσικά». Ποτέ δε σου είπα όμως ότι μπορείς να με φωνάζεις
“Ρομπς”. «Τι συνέβη;» ρώτησε η Ρόμπιν ψάχνοντας τριγύρω για κάποιο
στιλό.
«Απόψε κατάφερα να μεθύσω την Τζέμα. Τη γραμματέα του Μούτρου,
λέω. Έτσι ζαλισμένη που ήταν, μου ξεφούρνισε πως υποψιάζεται ότι το
Μούτρο κρατάει κάπως το αφεντικό του».
Αυτό το ξέραμε ήδη, σκέφτηκε η Ρόμπιν, ενώ εγκατέλειπε την άκαρπη
αναζήτηση κάποιου στιλό.
«Και τι την κάνει να το υποψιάζεται αυτό;»
«Απ’ ό,τι φαίνεται, της έχει πετάξει ατάκες του στιλ: “Μη σε νοιάζει,
στα δικά μου τηλεφωνήματα θα απαντήσει σίγουρα” και “Ξέρω πού
βρίσκονται θαμμένα όλα τα πτώματα”».
Η εικόνα του σταυρού του Αγίου Ιωάννη εισέβαλε φευγαλέα στη σκέψη
της Ρόμπιν και απωθήθηκε.
«Γεια πλάκα το είπε», διευκρίνισε ο Μόρις. «Της εξήγησε πως
αστειευόταν, όμως εκείνη η φράση προβλημάτισε την Τζέμα».
«Λεπτομέρειες όμως δεν ξέρει, σωστά;»
«Όχι, αλλά άκου, σοβαρά τώρα, δώσε μου λίγο χρόνο παραπάνω και
νομίζω πως θα καταφέρω να την πείσω να φορέσει κοριό για λογαριασμό
μας. Όχι να το παινευτώ δηλαδή –είμαι, άλλωστε, πασίγνωστος για τη
μετριοφροσύνη μου– σοβαρά όμως», είπε, παρότι η Ρόμπιν δεν είχε
γελάσει, «την έχω του χεριού μου. Απλώς, δώσε μου λίγο επιπλέον
χρόνο…»
«Κοίτα, λυπάμαι, Σολ, όμως τα συζητήσαμε όλα αυτά στη συνάντηση»,
υπενθύμισε η Ρόμπιν στον Μόρις, ενώ έπνιγε ένα χασμουρητό που έκανε
τα μάτια της να δακρύσουν. «Ο πελάτης μας έχει ζητήσει να μην
αποκαλύψουμε σε κανέναν εργαζόμενο ότι ερευνούμε αυτή την υπόθεση,
επομένως δε γίνεται να της πούμε ποιος είσαι. Κι αν την πιέσουμε να
φορέσει κοριό για να μάθουμε τι σκαρώνει ο προϊστάμενός της, πρακτικά
της ζητάμε να διακινδυνεύσει τη δουλειά της. Εκτός αυτού, κινδυνεύουμε
να τιναχτεί όλη η έρευνα στον αέρα, αν αποφασίσει να πάει και να του πει
τι συμβαίνει».
«Και πάλι, όχι να το παινευτώ…»
«Σολ, άλλο πράγμα είναι να σου εκμυστηρευτεί πέντε πραγματάκια την
ώρα που είναι μεθυσμένη», είπε η Ρόμπιν (μα γιατί δεν την άκουγε; Το
είχαν αναλύσει εξαντλητικά το θέμα στη διάρκεια της σύσκεψης). «Κι
άλλο να ζητήσουμε από μια κοπέλα που δεν έχει την παραμικρή εμπειρία
να δουλέψει για λογαριασμό μας».
«Μιλάμε, η μικρή με βλέπει σαν ξερολούκουμο», είπε με ζέση ο Μόρις.
«Θα ήταν παλαβό να μην το εκμεταλλευτούμε».
Ξαφνικά η Ρόμπιν αναρωτήθηκε αν ο Μόρις είχε πλαγιάσει με την
κοπέλα. Ο Στράικ του είχε ξεκαθαρίσει με τον πλέον σαφή τρόπο πως
κάτι τέτοιο δεν έπρεπε να συμβεί. Κάθισε βαριά στον καναπέ. Το
αντίτυπο της βιογραφίας του Κριντ ήταν ζεστό, παρατήρησε, καθώς ο
σκύλος είχε ξαπλώσει επάνω του. Ο ξεσπιτωμένος Βόλφγκανγκ εν τω
μεταξύ, χωμένος κάτω από το τραπέζι της τραπεζαρίας, κάρφωνε το
βλέμμα του πάνω στη Ρόμπιν, με εκείνα τα θλιμμένα, επικριτικά μάτια
που τον έκαναν να μοιάζει με ηλικιωμένο.
«Σολ, ειλικρινά, νομίζω πως είναι καιρός να αναλάβει ο Χάτσινς, για να
δούμε τι μπορεί να καταφέρει με το ίδιο το Μούτρο», είπε η Ρόμπιν.
«Εντάξει, όμως πριν πάρουμε αυτή την απόφαση, άσε να τηλεφωνήσω
στον Στράικ και…»
«Δε θα τηλεφωνήσεις στον Στράικ», είπε η Ρόμπιν, που είχε αρχίσει να
εκνευρίζεται. «Η θεία του… Αρκετά έχει στο κεφάλι του αυτή τη στιγμή
στην Κορνουάλη».
«Είσαι πολύ γλυκιά», είπε ο Μόρις με ένα πνιχτό γέλιο, «όμως πίστεψέ
με, ο Στράικ θα ήθελε να έχει λόγο σε αυτή την…»
«Εμένα όρισε επικεφαλής», είπε η Ρόμπιν, που με δυσκολία
συγκρατούσε πλέον τον θυμό της, «και σου είπα κάτι, την υπόθεση με
αυτή την κοπέλα την τράβηξες ως εκεί που πήγαινε. Δεν ξέρει τίποτε το
χρήσιμο και η προσπάθεια να την πιέσουμε περισσότερο θα μπορούσε να
έχει άσχημες επιπτώσεις για το γραφείο. Σου ζητάω να σταματήσεις
αμέσως, σε παρακαλώ. Από αύριο το βράδυ μπορείς να αναλάβεις την
Καρτποστάλ, κι εγώ θα πω στον Άντι να ασχοληθεί με το Μούτρο».
Ακολούθησε παύση.
«Σε τάραξα, έτσι δεν είναι;» είπε ο Μόρις.
«Όχι, δε με τάραξες», είπε η Ρόμπιν. Άλλωστε, το «ταραγμένη» δεν
ήταν το ίδιο με το «εξαγριωμένη».
«Δεν ήθελα να…»
«Δεν έγινε κάτι, Σολ. Απλώς σου υπενθυμίζω αυτά που συμφωνήσαμε
στη συνάντηση που είχαμε».
«Καλά», είπε. «Εντάξει. Α, κάτι ακόμη. Ξέρεις το ανέκδοτο με τις δυο
υπαλλήλους που σχολιάζουν τον καινούργιο προϊστάμενο;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν σφίγγοντας τα δόντια της.
«Λέει η μία: “Πολύ γοητευτικός ο καινούργιος άντρας”. “Ναι,
κούκλος”, συμφωνεί η δεύτερη. “Ντύνεται και πολύ κομψά”, συνεχίζει η
πρώτη. “Και πολύ γρήγορα”, λέει η άλλη».
«Χα, χα», έκανε η Ρόμπιν. «Καληνύχτα, Σολ».
Γιατί γέλασα; αναρωτήθηκε εκνευρισμένη με τον εαυτό της, αφήνοντας
κατά μέρος το κινητό της. Γιατί δεν είπα απλώς: “Πάψε να μου λες κρύα
ανέκδοτα;” Ή έστω να μην έλεγα τίποτε! Και γιατί του είπα ότι λυπόμουν,
όταν του ζήτησα να κάνει αυτό στο οποίο συμφωνήσαμε όλοι στη
συνάντηση; Γιατί είμαι τόσο υποχωρητική απέναντί του;
Θυμήθηκε όλες εκείνες τις φορές που είχε κάνει το ίδιο με τον Μάθιου.
Οι προσποιητοί οργασμοί ήταν παιχνιδάκι σε σχέση με την προσπάθεια
που χρειαζόταν για να καμωθεί πως τον έβρισκε διασκεδαστικό και
ενδιαφέροντα, όση ώρα άκουγε εκείνες τις χιλιοειπωμένες ιστορίες από τη
λέσχη του ράγκμπι, κάθε περιστατικό που ήταν έτσι δοσμένο ώστε να τον
παρουσιάζει σαν τον πιο έξυπνο ή ευχάριστο άνθρωπο εκεί γύρω. Γιατί το
κάνουμε αυτό; αναρωτήθηκε πιάνοντας ασυναίσθητα τον Δαίμονα του
Πάρανταϊς Παρκ. Γιατί πασχίζουμε τόσο να διατηρήσουμε την ηρεμία, να
τους έχουμε ευχαριστημένους;
Επειδή, απάντησαν τα επτά απόκοσμα ασπρόμαυρα πρόσωπα, πίσω από
τη μορφή του Ντένις Κριντ, επειδή είναι ικανοί να αντιδράσουν άσχημα,
Ρόμπιν. Το ξέρεις, άλλωστε κουβαλάς μια ουλή στον πήχη σου και την
ανάμνηση εκείνης της μάσκας γορίλα.
Κι όμως, ήξερε πως δεν ήταν αυτός ο λόγος που είχε γελάσει με το
σαχλό αστείο του Μόρις, όχι πραγματικά. Δεν ανησυχούσε μήπως
αντιδρούσε άσχημα ή βίαια, αν αρνιόταν να γελάσει με τα ηλίθια
ανέκδοτά του. Όχι, εδώ συνέβαινε κάτι άλλο. Ως η μόνη κοπέλα σε μια
οικογένεια γεμάτη αγόρια, η Ρόμπιν είχε ανατραφεί, το ήξερε, έτσι ώστε
να τους έχει όλους ευχαριστημένους, κόντρα στο γεγονός πως η ίδια η
μητέρα της ήταν ένθερμη υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών.
Κανείς δεν το έκανε επίτηδες, όμως η Ρόμπιν είχε συνειδητοποιήσει στη
διάρκεια των συνεδριών ψυχοθεραπείας που είχε παρακολουθήσει, μετά
την επίθεση που την άφησε σημαδεμένη εφ’ όρου ζωής, πως ο ρόλος της
στην οικογένειά της ήταν εκείνος του «βολικού παιδιού», της κόρης που
δεν έκανε παράπονα κι αναλάμβανε τον ρόλο του συμφιλιωτή. Είχε
γεννηθεί μόλις έναν χρόνο πριν από τον Μάρτιν, ο οποίος ήταν το
«προβληματικό παιδί» της οικογένειας Έλακοτ: ο πιο απρόβλεπτος και
παρορμητικός, ο λιγότερο μελετηρός και συνεπής, ο γιος που
εξακολουθούσε να ζει στο πατρικό στα είκοσι οκτώ του χρόνια και,
τελικά, ο αδελφός με τον οποίο η Ρόμπιν είχε τα λιγότερα κοινά στοιχεία.
(Βέβαια, ο Μάρτιν ήταν εκείνος που τράβηξε γροθιά στη μύτη του
Μάθιου την ημέρα του γάμου της, και την τελευταία φορά που είχε
περάσει από το πατρικό τους βρέθηκε να τον αγκαλιάζει, όταν εκείνος
προσφέρθηκε, μόλις έμαθε πόσο δύσκολος αποδεικνυόταν ο Μάθιου στην
έκδοση του διαζυγίου, να του ρίξει ξανά γροθιά).
Χειμωνιάτικες ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν πάνω στο παράθυρο. Ο
Βόλφγκανγκ κοιμόταν του καλού καιρού. Η Ρόμπιν δεν άντεχε να
ασχοληθεί απόψε με τους λογαριασμούς άλλων πενήντα Αμάντα Γουάιτ
στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όπως τεντώθηκε να πιάσει τη βιογραφία
του Ντένις Κριντ, σκάλωσε. Είχε θέσει έναν κανόνα για τον εαυτό της
(καθώς είχε αποδειχτεί μακρύ και δύσκολο το ταξίδι μέχρι να φτάσει στο
σημείο όπου βρισκόταν τώρα και δεν ήθελε να χάσει την καλή κατάσταση
στην οποία ήταν ψυχολογικά) να μη διαβάζει το συγκεκριμένο βιβλίο
όταν είχε πια σκοτεινιάσει, ούτε και πριν πέσει για ύπνο. Άλλωστε, τις
πληροφορίες που περιείχε μπορούσε να τις βρει περιληπτικά δοσμένες
στο διαδίκτυο: δεν υπήρχε κανένας λόγος να ακούει τον Κριντ να
περιγράφει με δικά του λόγια τι είχε κάνει σε καθεμία από τις γυναίκες
που είχε βασανίσει και σκοτώσει.
Κι όμως, πήρε τη ζεστή σοκολάτα της, άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα που
είχε μαρκάρει με μια απόδειξη από το σούπερ μάρκετ και συνέχισε την
ανάγνωση από το σημείο όπου είχε σταματήσει πριν από τρεις ημέρες.
Πεπεισμένος πως η Μπάμπορο είχε πέσει θύμα του κατά συρροή
δολοφόνου που πλέον ήταν γνωστός ως Χασάπης του Έσεξ, ο Τάλμποτ
ήρθε σε ρήξη με τους συναδέλφους του, καθώς εκείνοι θεωρούσαν πως
η επικέντρωσή του στη συγκεκριμένη θεωρία είχε εξελιχτεί σε εμμονή.
«Παρουσιάστηκε σαν πρόωρη συνταξιοδότηση», ανέφερε ένας
συνάδελφος, «όμως επί της ουσίας τον απέπεμψαν. Έλεγαν πως δεν τον
ενδιέφερε καμία άλλη ερμηνεία πέρα από την εμπλοκή του Χασάπη, κι
όμως να που τώρα, εννέα χρόνια μετά, κανείς δεν έχει να προτείνει
κάποια καλύτερη εξήγηση, έτσι δεν είναι;»
Η οικογένεια της Μάργκοτ Μπάμπορο δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει με
βεβαιότητα κάποιο από τα διάφορα κοσμήματα και εσώρουχα που
βρέθηκαν στο υπόγειο διαμέρισμα του Κριντ, όταν συνελήφθη το 1976,
και παρέμεναν στα αζήτητα, παρότι ο σύζυγος της Μπάμπορο, ο δρ Ρόι
Φιπς, ανέφερε πως ένα λερό ασημένιο μενταγιόν, το οποίο είχε
συνθλιβεί πιθανότατα ως αποτέλεσμα χτυπήματος ίσως και να έμοιαζε
με εκείνο που η γιατρός πιστεύεται πως φορούσε την ημέρα της
εξαφάνισής της.
Όμως μια καταγραφή της ζωής της Μπάμπορο, η οποία δημοσιεύτηκε
πρόσφατα, με τίτλο Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο;[4], γραμμένη
από τον γιο στενού φιλικού προσώπου της γιατρού, περιλαμβάνει σειρά
αποκαλύψεων σχετικά με την προσωπική ζωή της γιατρού που
ενδεχομένως θα έστρεφαν τις έρευνες σε μια νέα κατεύθυνση, ενώ
προκύπτει και μια πιθανή σύνδεση με τον Κριντ. Λίγο πριν από την
εξαφάνισή της, η Μάργκοτ Μπάμπορο έκλεισε θέση σε κλινική επί της
οδού Μπράιντ, στο Ίσλινγκτον, ένα ιδιωτικό νοσηλευτήριο το οποίο, το
1974, πραγματοποιούσε διακριτικά αμβλώσεις.
16
Ιδού ο άνθρωπος, και πες μου Βριτόμαρτι,
αν αντίκρισες ποτέ σου πλάσμα ομορφότερο·
σαν άλλος γίγαντας σε όλο το κορμί του
στέκει με θαλερή μεγαλοπρέπεια…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Τέσσερις ημέρες αργότερα, στις πέντε παρά τέταρτο το πρωί, η


αμαξοστοιχία με την ονομασία «Νυχτερινή Ριβιέρα» έφτασε στον σταθμό
Πάντινγκτον. Ο Στράικ, που είχε κάνει ανήσυχο ύπνο, είχε περάσει
μεγάλα διαστήματα της προηγούμενης νύχτας παρακολουθώντας την
απόκοσμη γκριζωπή θολούρα της λεγόμενης Αγγλικής Ριβιέρας να περνά
έξω από το παράθυρο της καμπίνας του. Έχοντας κοιμηθεί πάνω στα
σκεπάσματα, χωρίς να αφαιρέσει το προσθετικό του πόδι, αρνήθηκε το
πρωινό που του προσφέρθηκε πάνω σε έναν πλαστικό δίσκο και ήταν
μεταξύ των πρώτων επιβατών που αποβιβάστηκαν στον σταθμό, με τον
σάκο ριγμένο πάνω στον ώμο του.
Μια υποψία παγωνιάς απλωνόταν στην πρωινή ατμόσφαιρα, κι η ανάσα
του Στράικ σχημάτιζε σύννεφο μπροστά του, έτσι όπως προχωρούσε στην
αποβάθρα, με τις χαλύβδινες καμάρες του σταθμού να εκτείνονται από
πάνω του σαν τα πλευρά του σκελετού μιας γαλάζιας φάλαινας, ενώ μέσα
από τη γυάλινη οροφή διακρινόταν ο ψυχρός σκούρος ουρανός.
Αξύριστος, νιώθοντας μια κάποια δυσφορία στην απόληξη του
ακρωτηριασμένου μέλους του, που δεν είχε ανακουφιστεί ως συνήθως
από την επάλειψη μιας καταπραϋντικής κρέμας, ο Στράικ κατευθύνθηκε
σε ένα παγκάκι, κάθισε, άναψε τσιγάρο που τόσο είχε ανάγκη, έβγαλε το
κινητό του και τηλεφώνησε στη Ρόμπιν.
Ήξερε πως θα την έβρισκε ξύπνια, καθώς είχε περάσει τη νύχτα της
μέσα στην BMW του Στράικ, στημένη έξω από το σπίτι του
παρουσιαστή, μην τυχόν και εμφανιζόταν ο αποστολέας των καρτ
ποστάλ. Η επικοινωνία τους είχε περιοριστεί κατά κύριο λόγο σε γραπτά
μηνύματα, όσο ο Στράικ βρισκόταν στην Κορνουάλη και μοίραζε τον
χρόνο του ανάμεσα στο νοσοκομείο στο Τρούρο και το σπίτι στο Σεντ
Μος, αναλαμβάνοντας σε βάρδιες με τη Λούσι να κρατά παρέα στην
Τζόαν, που τα μαλλιά της πλέον είχαν πέσει τελείως και το ανοσοποιητικό
της σύστημα φαινόταν να έχει καταρρεύσει υπό το βάρος της
χημειοθεραπείας, και να φροντίζει τον Τεντ, που μετά βίας έβαζε μπουκιά
στο στόμα του. Πριν επιστρέψει στο Λονδίνο, ο Στράικ είχε μαγειρέψει
μια μεγάλη ποσότητα κάρι, την οποία φύλαξε στον καταψύκτη, μαζί με
τις κρεατόπιτες που είχε ετοιμάσει η Λούσι. Όπως έφερνε το τσιγάρο στο
στόμα του, μπορούσε ακόμη να μυρίσει μια υποψία κύμινου στα δάχτυλά
του, κι αν συγκεντρωνόταν αρκετά, μπορούσε να ανασύρει από τη μνήμη
του τη θανατερή οσμή του απολυμαντικού με το οποίο ήταν περασμένο
ολόκληρο το νοσοκομείο, ανάμεικτη με ένα ίχνος ούρων, αντί για το
ψυχρό σίδερο, το ντίζελ και τις νότες καφέ που αναδίνονταν από ένα
παρακείμενο Starbucks.
«Γεια», είπε η Ρόμπιν, οπότε με το που άκουσε τη φωνή της, ο Στράικ
αισθάνθηκε, όπως ήταν βέβαιος πως θα συνέβαινε, να λύνεται κάπως ο
κόμπος της έντασης που είχε εγκατασταθεί στο στομάχι του. «Συνέβη
κάτι;»
«Τίποτε», είπε ελαφρώς αιφνιδιασμένος, προτού θυμηθεί πως η ώρα
ήταν ακόμη πέντε και μισή το πρωί. «Α… ναι, συγγνώμη, δεν τηλεφωνώ
επειδή προέκυψε κάτι επείγον, απλώς τώρα μόλις κατέβηκα από το τρένο.
Έλεγα μήπως είχες διάθεση για πρωινό, πριν πας σπίτι σου να
ξεκουραστείς».
«Α, τέλεια θα ήταν», είπε η Ρόμπιν με τόσο γνήσια ευχαρίστηση, ώστε
ο Στράικ αισθάνθηκε κάπως λιγότερο κουρασμένος, «γιατί σου έχω νέα
και για την υπόθεση Μπάμπορο».
«Ωραία», είπε ο Στράικ, «κι εγώ επίσης. Καλό θα είναι να τα πούμε από
κοντά».
«Η Τζόαν τι κάνει;»
«Όχι και τόσο καλά. Χτες της επέτρεψαν να γυρίσει στο σπίτι. Της
όρισαν κατ’ οίκον νοσοκόμα. Ο Τεντ είναι πάρα πολύ πεσμένος. Η Λούσι
βρίσκεται ακόμη εκεί».
«Θα μπορούσες να είχες μείνει κι εσύ», είπε η Ρόμπιν. «Τα φέρνουμε
βόλτα εδώ».
«Δεν πειράζει», απάντησε ο Στράικ μισοκλείνοντας τα μάτια για να
αποφύγει τον καπνό του. Μια δέσμη χειμωνιάτικου φωτός ξεπρόβαλε
μέσα από ένα άνοιγμα στα σύννεφα, φωτίζοντας τις γόπες που ήταν
σπαρμένες στα πλακάκια του δαπέδου. «Τους είπα πως θα κατεβώ για τα
Χριστούγεννα. Πού έλεγες να βρεθούμε;»
«Κοίτα, είχα κατά νου να περάσω από την Εθνική Πινακοθήκη
Πορτρέτων πριν γυρίσω στο σπίτι, οπότε…»
«Από πού θα πέρναγες;» απόρησε ο Στράικ.
«Έλεγα να πάω στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων. Θα σου εξηγήσω,
μόλις βρεθούμε. Θα σε πείραζε να συναντιόμασταν κάπου εκεί γύρω;»
«Όπου θέλεις μπορούμε να βρεθούμε», είπε ο Στράικ. «Δίπλα σε
σταθμό του μετρό είμαι. Ξεκινάω για εκεί, κι όποιος βρει πρώτος
καφετέρια, στέλνει ένα γραπτό μήνυμα στον άλλον».
Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, η Ρόμπιν μπήκε στην καφετέρια
Νόουτς, που βρισκόταν στη Σεντ Μάρτινς Λέιν, κι ήδη ήταν κατάμεστη
από κόσμο, παρότι ακόμη πολύ νωρίς το πρωί. Ξύλινα τραπέζια, ορισμένα
από αυτά μεγάλα όπως εκείνο στην κουζίνα του πατρικού της, στο
Γιόρκσαϊρ, κατακλύζονταν από νέους ανθρώπους καθισμένους μπροστά
σε φορητούς υπολογιστές και επαγγελματίες που έτρωγαν πρωινό πριν
από τη δουλειά. Όπως έπαιρνε θέση στην ουρά που σχηματιζόταν
μπροστά στον μακρύ πάγκο, προσπάθησε να μη δίνει σημασία στις
διάφορες σφολιάτες και κέικ που απλώνονταν δελεαστικά πίσω από το
τζάμι: είχε πάρει κάτι σάντουιτς μαζί της για τη νυχτερινή
παρακολούθηση του σπιτιού του παρουσιαστή, κι εκείνα, θύμισε αυστηρά
στον εαυτό της, της έφταναν.
Αφού παρήγγειλε έναν καπουτσίνο, κατευθύνθηκε προς το βάθος της
καφετέριας, εκεί όπου ο Στράικ καθόταν και διάβαζε τους Times κάτω
από έναν σιδερένιο πολυέλαιο που έμοιαζε με πελώρια αράχνη. Η Ρόμπιν
έμοιαζε να έχει ξεχάσει, στη διάρκεια των έξι προηγούμενων ημερών,
πόσο μεγαλόσωμος ήταν. Έτσι όπως ήταν σκυμμένος πάνω από την
εφημερίδα, της θύμιζε μαύρη αρκούδα με το αξύριστο πρόσωπό του,
καθώς έτρωγε ένα ιταλικό ψωμάκι γεμιστό με μπέικον και αυγό, οπότε η
Ρόμπιν αισθάνθηκε ένα κύμα συμπάθειας απλώς λόγω της εικόνας που
ανάδινε. Ή ίσως, σκέφτηκε, απλώς αντιδρούσε απέναντι στους
καλοξυρισμένους, λεπτούς και συμβατικά γοητευτικούς άντρες που, όπως
τα αρώματα με έντονο το στοιχείο της τουμπερόζας, σε σαγήνευαν, μέχρι
που η παρατεταμένη έκθεση σε αυτά σε έκανε να λαχταράς μια διέξοδο.
«Γεια», είπε όπως καθόταν στην καρέκλα απέναντί του.
Ο Στράικ σήκωσε το κεφάλι, κι εκείνη τη στιγμή, τα μακριά λαμπερά
μαλλιά της και η αύρα ευεξίας που ανάδινε λειτούργησαν πάνω του σαν
αντίδοτο στο νέφος της νοσοκομειακής αποσύνθεσης μέσα στο οποίο είχε
περάσει τις τελευταίες πέντε ημέρες.
«Δε δείχνεις αρκετά διαλυμένη ύστερα από ολονύχτιο ξενύχτι».
«Αυτό θα το εκλάβω ως κομπλιμέντο και όχι σαν κατηγορία», είπε η
Ρόμπιν σηκώνοντας τα φρύδια. «Ξύπνια ήμουν όλη νύχτα, κι ο
αποστολέας των καρτ ποστάλ, είτε άντρας είτε γυναίκα, δεν εμφανίστηκε,
όμως χτες παραδόθηκε μία ακόμη κάρτα στο τηλεοπτικό στούντιο. Σε
αυτή ο αποστολέας ανέφερε πως πολύ του άρεσε ο τρόπος που
χαμογέλασε ο δικός μας στο τέλος του δελτίου καιρού της Τρίτης».
Ο Στράικ μούγκρισε.
Η Ρόμπιν ρώτησε: «Θες να πεις εσύ πρώτος τι έμαθες για την υπόθεση
Μπάμπορο ή να ξεκινήσω εγώ;»
«Εσύ πρώτη», είπε ο Στράικ συνεχίζοντας να μασουλάει. «Πεθαίνω της
πείνας».
«Εντάξει», είπε η Ρόμπιν. «Λοιπόν, έχω και ευχάριστα και άσχημα νέα.
Τα άσχημα νέα είναι πως σχεδόν όλοι όσους είχα αναλάβει να εντοπίσω
είναι πεθαμένοι κι οι υπόλοιποι σχεδόν».
Ενημέρωσε τον Στράικ σχετικά με το τι είχαν απογίνει ο Γουίλι Λόμαξ,
ο Άλμπερτ Σίμινγκς, η Βίλμα Μπέιλις και η Ντόροθι Όουκντεν, καθώς
και τις κινήσεις στις οποίες είχε προχωρήσει μέχρι στιγμής προκειμένου
να επικοινωνήσει με τους συγγενείς τους.
«Κανείς δεν απάντησε, εκτός από τον έναν γιο του Σίμινγκς, που απ’
ό,τι φαίνεται ανησυχεί μήπως είμαστε δημοσιογράφοι που κοιτάνε να
φορτώσουν την εξαφάνιση της Μάργκοτ στον πατέρα του. Του απάντησα,
διαβεβαιώνοντάς τον πως δεν είναι αυτός ο σκοπός μας. Ελπίζω να ήμουν
πειστική».
Ο Στράικ, που είχε κάνει ένα διάλειμμα από τη συστηματική
καταβρόχθιση του σάντουιτς, προκειμένου να κατεβάσει μισή κούπα
τσάι, είπε:
«Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετώπισα κι εγώ. Η περίπτωση των “δύο
γυναικών που παραπατούσαν δίπλα στους θαλάμους” θα είναι σχεδόν
αδύνατο να τσεκαριστεί. Τόσο η Ρούμπι Έλιοτ, η γυναίκα που τις είδε,
όσο και οι δύο Φλέρι, μητέρα και κόρη, που κατά πάσα πιθανότητα αυτές
ήταν, μας έχουν αφήσει επίσης χρόνους. Πάντως, απόγονοι υπάρχουν και
από τις δύο πλευρές, οπότε τους έστειλα κάποια μηνύματα. Μόλις μία
απάντηση, μέχρι στιγμής, από έναν εγγονό της Φλέρι, που δεν έχει ιδέα τι
κέρατο σημαίνουν αυτά που του έγραφα. Εν τω μεταξύ, ο δρ Μπρένερ δε
φαίνεται να έχει ούτε μισό συγγενή εν ζωή, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω.
Ο ίδιος ουδέποτε παντρεύτηκε, παιδιά δεν έκανε και μια αδελφή που είχε,
συγχωρέθηκε κι αυτή, χωρίς να έχει παντρευτεί ποτέ της».
«Ξέρεις πόσες γυναίκες κυκλοφορούν εκεί έξω με το όνομα Αμάντα
Γουάιτ;» αναστέναξε η Ρόμπιν.
«Φαντάζομαι», είπε ο Στράικ δαγκώνοντας μια ακόμη γερή μπουκιά
από το σάντουιτς. «Γι’ αυτό σου την ανέθεσα».
«Α, ώστε…»
«Πλάκα κάνω», είπε χαμογελώντας λοξά όταν είδε το ύφος της. «Με
τον Πολ Σάτσγουελ και την Γκλόρια Κόντι δε βγήκε κάποια άκρη;»
«Κοίτα, αν έχουν πεθάνει, το βέβαιο είναι πως δεν πέθαναν σε αυτήν
εδώ τη χώρα. Όμως άκου κάτι πολύ παράξενο: Δεν μπορώ να εντοπίσω
την παραμικρή αναφορά σε κανέναν από τους δυο τους μετά το ’75».
«Σύμπτωση», είπε ο Στράικ σηκώνοντας τα φρύδια του. «Ο
Ντάουθγουεϊτ, εν τω μεταξύ, εκείνος με τους πονοκεφάλους από το στρες
και τη νεκρή ερωμένη, έχει επίσης εξαφανιστεί. Είτε βρίσκεται κάπου στο
εξωτερικό, είτε έχει αλλάξει ταυτότητα. Δεν κατάφερα να βρω καμία
διεύθυνση στο όνομά του μετά το ’76 αλλά ούτε και ληξιαρχική πράξη
θανάτου. Βέβαια, αν ήμουν στη θέση του, μπορεί να είχα αλλάξει κι εγώ
όνομα. Ο τρόπος που τον περιέγραφαν οι εφημερίδες δεν ήταν ό,τι
καλύτερο, σωστά; Χάλια στη δουλειά του, πλάγιαζε με τη γυναίκα
συναδέλφου του, έστελνε λουλούδια σε μια γυναίκα που αργότερα
εξαφανίζεται…»
«Δεν ξέρουμε στα σίγουρα πως ήταν λουλούδια», είπε η Ρόμπιν, χωρίς
να κατεβάσει το ποτήρι του καφέ από τα χείλη της.
Υπάρχουν και άλλου είδους δώρα, Στράικ.
«Σοκολάτες τότε. Το ίδιο κάνει. Πάντως, περισσότερο δυσκολεύομαι να
φανταστώ τι λόγους θα είχαν ο Σάτσγουελ και η Κόντι να εξαφανιστούν»,
σχολίασε ο Στράικ περνώντας την παλάμη πάνω από το αξύριστο πιγούνι
του. «Το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων γι’ αυτούς τους δύο
καταλάγιασε σχετικά γρήγορα. Άσε που θα είχες εντοπίσει την Κόντι στο
διαδίκτυο, αν είχε αλλάξει απλώς το επίθετό της λόγω γάμου. Δεν μπορεί
να υπάρχουν τόσες πολλές γυναίκες με το όνομα “Γκλόρια Κόντι” όσες
Αμάντα Γουάιτ».
«Αναρωτιόμουν μήπως μετανάστευσε στην Ιταλία», είπε η Ρόμπιν. «Τον
πατέρα της τον έλεγαν Ρικάρντο. Θα μπορούσε να είχε συγγενείς εκεί.
Έστειλα μέσω Facebook κάποια μηνύματα σε ορισμένους Κόντι, όμως
όσοι έχουν απαντήσει μέχρι στιγμής δε γνωρίζουν κάποια Γκλόρια.
Υποτίθεται πως πραγματοποιώ κάποια γενεαλογική έρευνα, καθώς
ανησυχώ μήπως δεν απαντήσει έτσι και αναφέρω τη Μάργκοτ με τη μία».
«Νομίζω πως έχεις δίκιο», είπε ο Στράικ και πρόσθεσε επιπλέον ζάχαρη
στο τσάι του. «Ναι, η Ιταλία είναι καλή ιδέα. Νέα ήταν, ίσως θέλησε να
αλλάξει περιβάλλον. Όμως η εξαφάνιση του Σάτσγουελ είναι περίεργη.
Εκείνη η φωτογραφία δε μαρτυρούσε άνθρωπο ντροπαλό. Θα περίμενε
κανείς πως κάπου θα είχε ξεφυτρώσει τόσα χρόνια, κάπως θα διαφήμιζε
τους πίνακές του».
«Τσέκαρα εκθέσεις, δημοπρασίες, γκαλερί. Πραγματικά, είναι λες κι
άνοιξε η γη και τον κατάπιε».
«Τέλος πάντων, εγώ κατάφερα να σημειώσω κάποια πρόοδο», είπε ο
Στράικ καταπίνοντας την τελευταία μπουκιά του σάντουιτς και βγάζοντας
το σημειωματάριό του. «Μπορείς να βγάλεις απρόσμενα πολλή δουλειά
καθισμένος σε ένα νοσοκομείο. Μπόρεσα και εντόπισα τέσσερις
μάρτυρες που βρίσκονται στη ζωή, κι ο ένας δέχτηκε ήδη να μιλήσουμε:
είναι ο Γκρέγκορι Τάλμποτ, ο γιος του Μπιλ, που κάποια στιγμή τού
έστριψε κι άρχισε να σχεδιάζει πεντάλφες στα χαρτιά του φακέλου. Του
εξήγησα ποιος είμαι και ποια με προσέλαβε, κι ο Γκρέγκορι έδειξε
διάθεση να τα πούμε. Κανόνισα να περάσω από εκεί το Σάββατο, αν θες
να έρθεις κι εσύ».
«Δεν μπορώ», είπε η Ρόμπιν απογοητευμένη. «Τόσο ο Μόρις όσο και ο
Άντι έχουν οικογενειακές υποχρεώσεις. Ο Μπάρκλεϊ κι εγώ θα πρέπει να
καλύψουμε το Σαββατοκύριακο».
«Α», έκανε ο Στράικ, «κρίμα. Πάντως, εντόπισα επίσης δύο από τις
γυναίκες που εργάζονταν μαζί με τη Μάργκοτ στην κλινική», είπε ο
Στράικ γυρνώντας σελίδα στο σημειωματάριό του. «Η νοσοκόμα, η
Τζάνις, διατήρησε το επίθετο από τον πρώτο γάμο της, πράγμα που
βοήθησε. Η διεύθυνση που μου έδωσε ο Γκάπτα ήταν παλιά, όμως
κατάφερα να την εντοπίσω από εκεί. Πλέον ζει στο Νάιτινγκεϊλ
Γκρόουβ…»
«Πολύ ταιριαστή επιλογή», σχολίασε η Ρόμπιν.
«…στο Χίδερ Γκριν. Εν τω μεταξύ, η Αϊρίν Μπουλ είναι πλέον η κυρία
Αϊρίν Χίκσον, χήρα ενός πετυχημένου εργολάβου. Μένει στην οδό
Σέρκους, στο Γκρίνουιτς».
«Τους τηλεφώνησες;»
«Αποφάσισα σε πρώτη φάση να τους γράψω», είπε ο Στράικ. «Είναι
γυναίκες κάποιας ηλικίας, ζουν πλέον μόνες τους: Τους εξήγησα ποιοι
είμαστε και ποιος μας προσέλαβε, ώστε να έχουν το περιθώριο να
διασταυρώσουν τις πληροφορίες, να βεβαιωθούν πως είμαστε εντάξει,
ενδεχομένως να επικοινωνήσουν και με την Άννα».
«Καλά το σκέφτηκες», είπε η Ρόμπιν.
«Το ίδιο θα κάνω και με την Ούνα Κένεντι, τη γυναίκα που περίμενε τη
Μάργκοτ στην παμπ εκείνο το βράδυ, μόλις βεβαιωθώ πως έχω εντοπίσει
τη σωστή. Η Άννα ανέφερε πως την είχε βρει στο Γούλβερχαμπτον, όμως
η γυναίκα που εντόπισα εγώ μένει στο Άλνγουικ. Έχει τη σωστή ηλικία,
όμως είναι συνταξιούχος εφημέριος».
Η Ρόμπιν χαμογέλασε πλατιά, βλέποντας το ύφος του Στράικ, που ήταν
ένας συνδυασμός καχυποψίας και δυσφορίας.
«Τι κακό έχουν οι εφημέριοι;»
«Τίποτε», απάντησε εκείνος, συμπληρώνοντας λίγες στιγμές αργότερα,
«το ιδιαίτερο. Εξαρτάται από τον εφημέριο. Πάντως, η Ούνα ήταν
Κουνελάκι τη δεκαετία του Εξήντα. Στεκόταν δίπλα στη Μάργκοτ σε μία
από τις φωτογραφίες που χρησιμοποίησαν οι εφημερίδες και το όνομά της
εμφανιζόταν σε μια λεζάντα. Δε σου φαίνεται κάπως παράξενη η
μετάβαση από Κουνελάκι σε εφημέριο;»
«Είναι μια ενδιαφέρουσα πορεία», παραδέχτηκε η Ρόμπιν, «όμως ρωτάς
μια προσωρινή γραμματέα που κατέληξε να γίνει επαγγελματίας
ντετέκτιβ. Παρεμπιπτόντως, μιας και λέμε για την Ούνα», συνέχισε
βγάζοντας από την τσάντα της τη βιογραφία του Ντένις Κριντ και
ανοίγοντας το βιβλίο, «ήθελα να σου δείξω κάτι. Ορίστε», είπε και του
πρότεινε το αντίτυπο. «Διάβασε το σημείο που έχω μαρκάρει με μολύβι».
«Έχω ήδη διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο», είπε ο Στράικ. «Ποιο
σημείο…;»
«Σε παρακαλώ», επέμεινε η Ρόμπιν, «κάνε έναν κόπο να διαβάσεις αυτό
που έχω μαρκάρει».
Ο Στράικ σκούπισε την παλάμη του πάνω σε μια χαρτοπετσέτα, πήρε το
βιβλίο από τη Ρόμπιν και διάβασε τις παραγράφους δίπλα στις οποίες
εκτεινόταν μια παχιά γραμμή τραβηγμένη με μολύβι.
Λίγο πριν από την εξαφάνισή της, η Μάργκοτ Μπάμπορο έκλεισε θέση
σε κλινική επί της οδού Μπράιντ, στο Ίσλινγκτον, ένα ιδιωτικό
νοσηλευτήριο το οποίο, το 1974, πραγματοποιούσε διακριτικά
αμβλώσεις.
Το νοσηλευτήριο έπαψε να λειτουργεί το 1978, ενώ δεν υπάρχει
κανένα αρχείο από το οποίο να προκύπτει το κατά πόσο η Μπάμπορο
προχώρησε στην επέμβαση. Σε κάθε περίπτωση, η πιθανότητα να
επέτρεψε σε κάποια φίλη να χρησιμοποιήσει το επίθετό της
μνημονεύεται από τον συγγραφέα του Τι συνέβη στη Μάργκοτ
Μπάμπορο; καθώς επισημαίνει πως η Ιρλανδή γυναίκα και άλλοτε
επίσης Κουνελάκι, την οποία η Μπάμπορο υποτίθεται πως θα
συναντούσε στην παμπ εκείνο το βράδυ, ενδεχομένως να είχε σοβαρούς
λόγους να επιμείνει στην ιστορία της παμπ ακόμη και μετά τον θάνατο
της Μπάμπορο.
Το νοσηλευτήριο επί της οδού Μπράιντ βρισκόταν σε απόσταση μόλις
οκτώ λεπτών με τα πόδια από το υπόγειο διαμέρισμα του Ντένις Κριντ,
στην οδό Λίβερπουλ. Η πιθανότητα παραμένει, επομένως, η Μάργκοτ
Μπάμπορο ουδέποτε να είχε σκοπό να κατευθυνθεί στην παμπ εκείνο το
βράδυ, να είπε το ψέμα αυτό προκειμένου να προφυλάξει την ίδια ή
κάποια άλλη γυναίκα, και ενδεχομένως να έπεσε θύμα απαγωγής όχι σε
κάποιο δρόμο στο Κλέρκενγουελ, αλλά σε μικρή απόσταση από το σπίτι
του Κριντ, κοντά στο Πάρανταϊς Παρκ.
«Τι στην…;» έκανε να πει ο Στράικ με ύφος εμβρόντητο. «Το δικό μου
αντίτυπο δεν περιλάμβανε καμία τέτοια αναφορά. Εσύ έχεις εδώ πέρα
τρεις επιπλέον παραγράφους!»
«Το περίμενα πως δε θα είχες διαβάσει αυτό το σημείο», είπε η Ρόμπιν,
που ακούστηκε ευχαριστημένη. «Το δικό σου αντίτυπο δεν μπορεί να
είναι πρώτη έκδοση. Το δικό μου είναι. Κοίτα εδώ», είπε γυρνώντας σε
μια σελίδα στο τέλος του βιβλίου, ενώ ο Στράικ εξακολουθούσε να το
κρατά. «Βλέπεις εδώ τη σημείωση; “Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο;
του Κ. Μ. Όουκντεν, έτος έκδοσης 1985”. Με τη μόνη διαφορά πως το
βιβλίο τελικά δεν κυκλοφόρησε», είπε η Ρόμπιν. «Στάλθηκε κατευθείαν
προς πολτοποίηση. Ο συγγραφέας αυτού εδώ του βιβλίου», είπε
χτυπώντας ελαφρά τον δείκτη της πάνω στον Δαίμονα του Πάρανταϊς
Παρκ, «πρέπει να είχε λάβει κάποιο διαφημιστικό αντίτυπο. Έψαξα λίγο
περισσότερο το θέμα», συνέχισε η Ρόμπιν. «Όλα αυτά συνέβησαν στην
εποχή πριν από το διαδίκτυο, όμως κατάφερα να εντοπίσω δυο αναφορές
σε αυτό το βιβλίο, σε νομικά άρθρα τα οποία αναφέρονται στην κατάθεση
αγωγής για συκοφαντία και την απαγόρευση δημοσίευσης.
»Βασικά, ο Ρόι Φιπς και η Ούνα Κένεντι κατέθεσαν από κοινού αγωγή
σε βάρος του Κ. Μ. Όουκντεν και κέρδισαν. Το βιβλίο του Όουκντεν
στάλθηκε προς πολτοποίηση, ενώ ο εκδότης του Δαίμονα του Πάρανταϊς
Παρκ προχώρησε τάχιστα σε ανατύπωση, αφαιρώντας την επίμαχη
αναφορά».
«Κ. Μ. Όουκντεν;» επανέλαβε ο Στράικ. «Είναι ο…;»
«Ο γιος της γραμματέως της κλινικής, της Ντόροθι. Ακριβώς. Πλήρες
όνομα: Καρλ Μπράις Όουκντεν. Η τελευταία διεύθυνση που έχω στο
όνομά του ήταν στο Γουάλθαμστοου, όμως έχει μετακομίσει και δεν έχω
καταφέρει ακόμη να τον εντοπίσω».
Ο Στράικ ξαναδιάβασε τις παραγράφους που αναφέρονταν στην κλινική
αμβλώσεων και ύστερα είπε:
«Πάντως, για να καταφέρουν ο Φιπς και η Κένεντι να γίνει δεκτή η
αγωγή τους και να σταματήσει η κυκλοφορία του βιβλίου, πρέπει να
έπεισαν κάποιο δικαστή πως η συγκεκριμένη αναφορά ήταν εν μέρει ή
εντελώς ψευδής».
«Θα ήταν φοβερό να γράψεις ένα τέτοιο ψέμα, σωστά;» είπε η Ρόμπιν.
«Ο ισχυρισμός πως η Μάργκοτ προχώρησε σε άμβλωση ήταν από μόνος
του βαρύς, όμως ο υπαινιγμός πως στην πραγματικότητα την άμβλωση
την έκανε η Ούνα και κάλυπτε τη Μάργκοτ εκείνο το βράδυ…»
«Απορώ πώς δεν άφησαν οι δικηγόροι να φτάσει στο τυπογραφείο αυτό
το πράγμα», σχολίασε ο Στράικ.
«Ο εκδοτικός οίκος που ανέλαβε να κυκλοφορήσει το βιβλίο του
Όουκντεν ήταν μικρός», είπε η Ρόμπιν. «Βρήκα και γι’ αυτούς
πληροφορίες. Η επιχείρηση έκλεισε λίγο καιρό μετά την πολτοποίηση του
βιβλίου. Ίσως να μην μπήκαν στον κόπο να συμβουλευτούν δικηγόρους».
«Ακόμη μεγαλύτερη η αφέλειά τους τότε», είπε ο Στράικ, «όμως, εκτός
κι αν είχαν τάσεις αυτοκτονίας, αυτή η ιστορία δεν μπορεί να ήταν
ολότελα μύθευμα. Κάπου πρέπει να την είχε βασίσει. Άσε που αυτός ο
τύπος», συνέχισε, σηκώνοντας το αντίτυπο της βιογραφίας του Κριντ,
«ήταν κανονικός δημοσιογράφος, ερευνητής. Δε θα καθόταν να αναλωθεί
σε εικασίες, αν δεν είχε δει πρώτα κάποια απόδειξη».
«Θα μπορούσαμε να του μιλήσουμε ή είναι κι αυτός…;»
«Συγχωρεμένος», είπε ο Στράικ, που παρέμεινε σιωπηλός για λίγο
καθώς σκεφτόταν, και τελικά είπε:
«Το ραντεβού πρέπει να είχε κλειστεί στο όνομα της Μάργκοτ. Το
ερώτημα είναι κατά πόσο έκανε η ίδια την επέμβαση ή αν χρησιμοποίησε
κάποια άλλη το όνομά της, χωρίς εκείνη να το γνωρίζει». Ο Στράικ
ξαναδιάβασε τις πρώτες γραμμές του αποσπάσματος. «Εν τω μεταξύ, δεν
αναφέρει και κάποια ημερομηνία για το ραντεβού. “Λίγο πριν από την
εξαφάνισή της”… Υπεκφυγές. Εφόσον το ραντεβού είχε κλειστεί για την
ημέρα της εξαφάνισης, ο συγγραφέας θα το ανέφερε. Θα επρόκειτο για
σημαντικότατη αποκάλυψη, κι η αστυνομία θα είχε ασχοληθεί με τη
διασταύρωσή της. Το “λίγο πριν από την εξαφάνισή της” είναι μια
διατύπωση ανοιχτή σε διάφορες ερμηνείες».
«Τι σύμπτωση κι αυτό όμως, καλά δε λέω;» σχολίασε η Ρόμπιν. «Να
πάει και να κλείσει ραντεβού τόσο κοντά στο σπίτι του Κριντ;»
«Ναι», είπε ο Στράικ, όμως αφού το σκέφτηκε λίγο καλύτερα, είπε:
«Δεν ξέρω. Σύμπτωση ήταν; Πόσες κλινικές αμβλώσεων λειτουργούσαν
στο Λονδίνο το 1974;»
Όπως επέστρεφε το βιβλίο στη Ρόμπιν, συνέχισε λέγοντας:
«Αυτό ίσως και να εξηγεί για ποιο λόγο ο Ρόι Φιπς δεν αισθανόταν
άνετα να μιλήσει η κόρη του με την Ούνα Κένεντι. Δεν ήθελε να
ξεφουρνίσει η άλλη στην έφηβη κόρη του πως η μητέρα της μπορεί και
να επέλεξε να μη γεννήσει το αδελφάκι της».
«Το σκέφτηκα κι εγώ αυτό», είπε η Ρόμπιν. «Θα ήταν τρομερό αν
άκουγε κάτι τέτοιο η κόρη. Ειδικά τη στιγμή που είχε περάσει το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής της με την αμφιβολία της εγκατάλειψης από
τη μητέρα της».
«Πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε ένα αντίτυπο του Τι συνέβη στη
Μάργκοτ Μπάμπορο;» είπε ο Στράικ. «Ίσως να υπάρχουν ακόμη κάποια
κομμάτια, εφόσον είχαν φτάσει στο σημείο να τα τυπώσουν. Μπορεί ο
συγγραφέας να είχε χαρίσει ορισμένα. Για να συγκεντρώσει κριτικές και
τα λοιπά».
«Έχω ήδη βάλει μπροστά», είπε η Ρόμπιν. «Έστειλα email σε ορισμένα
βιβλιοπωλεία που διαθέτουν μεταχειρισμένα και παλιά βιβλία».
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ρόμπιν είχε αναλάβει να κάνει κάτι
για λογαριασμό του γραφείου που την έκανε να αισθάνεται κάπως
βρόμικη.
«Ο Καρλ Όουκντεν ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών όταν εξαφανίστηκε
η Μάργκοτ», συνέχισε. «Το ότι κάθισε να γράψει ολόκληρο βιβλίο για
εκείνη, επιχειρώντας να αρμέξει τη σχέση που υπήρχε, ισχυριζόμενος πως
η Μάργκοτ και η μητέρα του ήταν στενές φίλες…»
«Ναι, ο τύπος πρέπει να είναι λέρα από τις λίγες», συμφώνησε ο Στράικ.
«Πότε έφυγε από εκεί που έμενε, στο Γουάλθαμστοου;»
«Πριν από πέντε χρόνια».
«Τον αναζήτησες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;»
«Ναι. Δεν μπόρεσα να τον εντοπίσω».
Το κινητό του Στράικ δονήθηκε μέσα στην τσέπη του. Η Ρόμπιν είχε
την εντύπωση πως διέκρινε μια υποψία πανικού στο πρόσωπό του, καθώς
βιάστηκε να το πιάσει, κι ήξερε πως ο νους του είχε πάει στην Τζόαν.
«Όλα εντάξει;» ρώτησε, παρατηρώντας την όψη του να σκοτεινιάζει,
έτσι όπως κοίταζε την οθόνη του κινητού του.
Ο Στράικ είχε έρθει αντιμέτωπος με το εξής μήνυμα:
Αδελφέ, γίνεται να βρεθούμε από κοντά, να το συζητήσουμε; Η
κυκλοφορία του νέου άλμπουμ και το πάρτι είναι πολύ σημαντικά
για τον μπαμπά. Το μόνο που ζητάμε…
«Ναι, μια χαρά», είπε χώνοντας και πάλι το κινητό στην τσέπη του,
χωρίς να διαβάσει το υπόλοιπο μήνυμα. «Λοιπόν, πού είπες πως ήθελες
να πας…;»
Εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσε να θυμηθεί το απίθανο μέρος που του
είχε πει η Ρόμπιν πως ήθελε να επισκεφτεί και το οποίο ήταν ο λόγος που
κάθονταν αυτή τη στιγμή στη συγκεκριμένη καφετέρια.
«Στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων», απάντησε εκείνη. «Τρεις από
τις κάρτες που στάλθηκαν στον παρουσιαστή, αγοράστηκαν από το
κατάστημα της Πινακοθήκης».
«Τρεις από τις… συγγνώμη, τι;»
Του είχε αποσπάσει την προσοχή το μήνυμα που είχε μόλις διαβάσει.
Είχε καταστήσει απόλυτα σαφές στον ετεροθαλή αδελφό του πως δεν είχε
την παραμικρή διάθεση να παρευρεθεί στο πάρτι για την κυκλοφορία του
νέου άλμπουμ, ούτε να φωτογραφηθεί με τα αδέλφια του, για να μπει
μετά σε κάδρο η φωτογραφία και να του προσφερθεί ως δώρο.
«Οι κάρτες της Καρτποστάλ… του ατόμου που ταλαιπωρεί τον πελάτη
μας», του υπενθύμισε η Ρόμπιν, προτού μουρμουρίσει, «δεν έχει
σημασία, απλώς έλεγα να τσεκάρω μια ιδέα που είχα».
«Δηλαδή;»
«Να, η προτελευταία κάρτα που στάλθηκε ήταν ενός πορτρέτου, με το
σχόλιο πως “θύμιζε πάντοτε” στον αποστολέα τον πελάτη μας. Οπότε
σκέφτηκα πως… ίσως να βλέπει συχνά τον συγκεκριμένο πίνακα. Ίσως
να εργάζεται στην πινακοθήκη. Μήπως μάλιστα, κατά βάθος θα ήθελε να
το καταλάβει αυτό ο πελάτης μας, ώστε να έρθει να αναζητήσει τον
αποστολέα;»
Κι ενώ ακόμη περιέγραφε το σκεπτικό της, η Ρόμπιν έβρισκε τη θεωρία
παρατραβηγμένη, όμως η αλήθεια ήταν πως δεν είχε απολύτως κανένα
στοιχείο για τον αποστολέα των καρτών. Το άτομο αυτό, είτε άντρας είτε
γυναίκα, δεν είχε εμφανιστεί στο σπίτι του παρουσιαστή όλο εκείνο το
διάστημα που το είχαν θέσει υπό παρακολούθηση.
Τρεις κάρτες αγορασμένες στο ίδιο μέρος ενδεχομένως μπορεί να
σήμαιναν κάτι ή και τίποτε απολύτως. Δεν είχαν όμως κάποια άλλη άκρη.
Ο Στράικ ρουθούνισε. Καθώς δεν ήταν σίγουρη αν η αντίδραση αυτή
μαρτυρούσε έλλειψη ενθουσιασμού για τη θεωρία της σχετικά με την
υπόθεση, η Ρόμπιν τοποθέτησε τη βιογραφία του Κριντ στην τσάντα της
και είπε:
«Θα πας στο γραφείο μετά;»
«Ναι. Είπα στον Μπάρκλεϊ πως θα αναλάβω την παρακολούθηση του
Χοροπηδηχτούλη στις δύο». Ο Στράικ χασμουρήθηκε. «Προηγουμένως
θα κοιτάξω μήπως κλείσω τα μάτια μου για κανένα δίωρο».
Σηκώθηκε με κάποια δυσκολία από το τραπέζι.
«Θα σου τηλεφωνήσω, να σε ενημερώσω πώς πάνε τα πράγματα με τον
Γκρέγκορι Τάλμποτ. Και σε ευχαριστώ που είχες τον νου σου στο μαγαζί,
όσο έλειπα. Ειλικρινά, το εκτιμώ».
«Κανένα πρόβλημα», είπε η Ρόμπιν.
Ο Στράικ φόρτωσε τον σάκο στον ώμο του και βγήκε κουτσαίνοντας
από την καφετέρια. Νιώθοντας μια ελαφρά απογοήτευση με την τροπή
που πήραν τα πράγματα στο τέλος, η Ρόμπιν τον είδε να κοντοστέκεται
μπροστά στην τζαμαρία για να ανάψει τσιγάρο, κι ύστερα να
απομακρύνεται. Όπως έριξε μια ματιά στο ρολόι της, η Ρόμπιν
διαπίστωσε πως απέμενε ακόμη μιάμιση ώρα μέχρι να ανοίξει η Εθνική
Πινακοθήκη Πορτρέτων.
Το δίχως άλλο υπήρχαν πιο ευχάριστοι τρόποι για να περάσει εκείνη η
ώρα από το να αναρωτιέται αν το γραπτό μήνυμα που είχε λάβει λίγο
νωρίτερα ο Στράικ είχε σταλθεί από τη Σάρλοτ Κάμπελ, όμως αυτή ήταν
η σκέψη που τρύπωσε στο μυαλό της Ρόμπιν και συνέχισε να το
απασχολεί για απρόσμενα μεγάλο διάστημα της ώρας που της απέμενε να
σκοτώσει.
17
Μα εσύ… που μοίρα ζοφερή και άδικη
μάρτυρα θλιβερό σε είχε καταστήσει στην πτώση του πατέρα σου…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ο Τζόνι Ρόκεμπι, ο οποίος ουσιαστικά ήταν απολύτως απών από τη ζωή


του μεγαλύτερου γιου του, είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να αποτελεί
μια διαρκή, άυλη παρουσία, ιδίως στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας του
Στράικ. Οι γονείς φίλων είχαν στην κατοχή τους δίσκους του πατέρα του,
είχαν κάποια αφίσα του Ρόκεμπι κρεμασμένη στους τοίχους των
δωματίων τους όταν ήταν έφηβοι και αφηγούνταν στον Στράικ τις
όμορφες αναμνήσεις τους από τις συναυλίες των Deadbeats. Μια φορά
μάλιστα, μια μητέρα στην πόρτα του σχολείου είχε θερμοπαρακαλέσει
τον επτάχρονο τότε Στράικ να παραδώσει ένα γράμμα της στον πατέρα
του. Το γράμμα αυτό η μητέρα του Στράικ το έκαψε κάποια στιγμή
αργότερα στο κοινόβιο όπου διέμεναν εκείνη την εποχή.
Μέχρι να καταταγεί στον στρατό, όπου συνειδητά επέλεξε να μη
γνωρίζει κανείς ούτε το όνομα του πατέρα του ούτε το επάγγελμά του, ο
Στράικ κάθε τόσο κατέληγε να αντιμετωπίζεται σαν αξιοπερίεργο δείγμα
χωμένο σε ένα βάζο, να βομβαρδίζεται από ενοχλητικές ερωτήσεις που,
υπό κανονικές συνθήκες, θα θεωρούνταν απαράδεκτα προσωπικές και
αδιάκριτες και να διαχειρίζεται άρρητες εικασίες που είχαν τις ρίζες τους
στον φθόνο και στη χολή.
Ο Ρόκεμπι είχε απαιτήσει η Λίντα να υποβάλει το παιδί σε τεστ
πατρότητας, προτού αποδεχτεί πως ο Στράικ ήταν γιος του. Από τη στιγμή
που το τεστ έβγαλε θετικό αποτέλεσμα, προέκυψε κάποιος οικονομικός
συμβιβασμός, ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να είχε διασφαλίσει πως ο
νεαρός γιος του δε θα αναγκαζόταν ποτέ ξανά να κοιμηθεί σε κάποιο λερό
στρώμα, σε ένα δωμάτιο όπου συγκατοικούσαν με αγνώστους. Όμως ο
συνδυασμός της σπατάλης που χαρακτήριζε τη μητέρα του και των
συχνών διενέξεων που είχε με τους εκπροσώπους του Ρόκεμπι οδήγησε
στο να μετατραπεί η ζωή του Στράικ σε μια παράξενη αλληλουχία
σύντομων περιόδων απόλυτης οικονομικής άνεσης που κατέληγαν σε
απότομες επανόδους σε καταστάσεις χάους και πλήρους ένδειας. Η Λίντα
είχε την τάση να κάνει στα παιδιά της εξωφρενικά ακριβά δώρα, τα οποία
χαίρονταν ενώ φορούσαν αφόρητα στενά παπούτσια και να φεύγει για
ταξίδια στην Ευρώπη και στην Αμερική, προκειμένου να δει από κοντά
τις αγαπημένες της μπάντες, ενώ άφηνε τα παιδιά της στον Τεντ και στην
Τζόαν, όσο εκείνη κυκλοφορούσε με αμάξια τα οποία οδηγούσαν σοφέρ
και έμενε στα καλύτερα ξενοδοχεία.
Ο Στράικ θυμόταν ακόμη τον εαυτό του ξαπλωμένο στον μικρό ξενώνα
στην Κορνουάλη, με τη Λούσι να κοιμάται στο δεύτερο κρεβάτι δίπλα
του και να ακούει τη μητέρα του και την Τζόαν να λογομαχούν στο
ισόγειο, γιατί τα παιδιά είχαν επιστρέψει στο σπίτι της θείας και του θείου
τους χωρίς πανωφόρια μέσα στο καταχείμωνο. Ο Στράικ είχε εγγραφεί
δύο φορές σε ιδιωτικά σχολεία, όμως και στις δύο περιπτώσεις η Λίντα
τον είχε πάρει πριν προλάβει να ολοκληρώσει πάνω από δύο τρίμηνα,
καθώς είχε αποφασίσει πως ο γιος της διδασκόταν εκεί λάθος αξίες. Κάθε
μήνα, τα χρήματα του Ρόκεμπι εξανεμίζονταν σε χαρτζιλίκια με
αποδέκτες φίλους και εραστές, σε ανερμάτιστα εγχειρήματα – ο Στράικ
θυμόταν μια επιχείρηση εμπορίας κοσμημάτων, ένα περιοδικό τέχνης και
ένα χορτοφαγικό εστιατόριο, που όλα κατέληξαν στη χρεοκοπία, ενώ
προτιμούσε να προσπερνά εκείνο το κοινόβιο στο Νόρφολκ, που ήταν η
χειρότερη εμπειρία της νεαρής ζωής του.
Τελικά, οι δικηγόροι του Ρόκεμπι (στους οποίους ο αστέρας της ροκ
είχε αναθέσει όλα τα ζητήματα που αφορούσαν την ευημερία του γιου
του) δέσμευσαν τις καταβολές της διατροφής κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η
Λίντα να μην μπορεί πλέον να βάζει χέρι στα χρήματα για δικά της έξοδα.
Η μόνη διαφορά στην καθημερινότητα του εφήβου Στράικ ήταν πως τα
δώρα είχαν σταματήσει, καθώς η Λίντα δεν ήταν διατεθειμένη να
επιτρέψει να περνούν τα έξοδά της από κόσκινο, έτσι όπως προέβλεπε η
νέα συμφωνία. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, τα ποσά που κατέβαλλε
ο Ρόκεμπι συσσωρεύονταν σταδιακά σε έναν λογαριασμό, με την
οικογένεια να επιβιώνει χάρη στα μικρότερα ποσά που τους διέθετε ο
πατέρας της Λούσι.
Ο Στράικ είχε συναντήσει τον πατέρα του μόλις δύο φορές, κι είχε
στενάχωρες αναμνήσεις και από τις δύο περιπτώσεις. Ο Ρόκεμπι ουδέποτε
ενδιαφέρθηκε να μάθει για ποιο λόγο τα χρήματα που κατέβαλλε για τον
Στράικ παρέμεναν αναξιοποίητα. Όντας φορολογικά κάτοικος εξωτερικού
εδώ και πολλά χρόνια, είχε μια μπάντα να κουμαντάρει, κάμποσα σπίτια
να συντηρεί, δύο πρώην και μία νυν σύζυγο να κρατά ευχαριστημένες,
πέντε νόμιμα και δύο νόθα παιδιά. Ο Στράικ, η σύλληψη του οποίου είχε
προκύψει κατά λάθος και η επιβεβαίωση πως ήταν πράγματι βιολογικός
γιος του Ρόκεμπι είχε οδηγήσει στη διάλυση του δεύτερου γάμου του
πατέρα του και συνήθως τα ίχνη του αγνοούνταν, κατατασσόταν χαμηλά
στον κατάλογο των προτεραιοτήτων του Ρόκεμπι.
Ο θείος του Στράικ ήταν εκείνος που είχε αποτελέσει το αντρικό
πρότυπο που φιλοδοξούσε να μιμηθεί ο Στράικ, την ώρα που η μητέρα
του άλλαζε κάθε τόσο συντρόφους, κι αυτός μεγάλωνε κάτω από τη
βαριά σκιά που έριχνε ο βιολογικός του πατέρας. Η Λίντα ανέκαθεν
κατηγορούσε τον Τεντ που είχε υπηρετήσει ως στρατονόμος, για το
αφύσικο ενδιαφέρον του Στράικ για τον στρατό και τις έρευνες.
Μιλώντας μέσα από τη γαλαζωπή αχλή του καπνού της κάνναβης, η
Λίντα επιχειρούσε με ζέση να μεταπείσει τον γιο της ώστε να μη
σταδιοδρομήσει στον στρατό, κάνοντάς του κήρυγμα για την επονείδιστη
στρατιωτική ιστορία της Βρετανίας, τους άρρηκτους δεσμούς μεταξύ
ιμπεριαλισμού και καπιταλισμού, προσπαθώντας, χωρίς επιτυχία, να τον
πείσει να ασχοληθεί με την κιθάρα ή, τουλάχιστον, να μακρύνει τα
μαλλιά του.
Κι όμως, παρά τα τόσα μειονεκτήματα και τον πόνο που του είχαν
φορτώσει, ο Στράικ ήξερε πως οι ιδιαίτερες περιστάσεις της γέννησης και
της ανατροφής του του είχαν προσφέρει ένα προβάδισμα ως ερευνητή.
Είχε μάθει από νωρίς πώς να λειτουργεί σαν χαμαιλέοντας στο εκάστοτε
περιβάλλον όπου βρισκόταν. Από τη στιγμή που συνειδητοποίησε πως
ήταν επιζήμιο να μην ακούγεται όπως όλοι οι άλλοι, η προφορά του
άλλαζε, ανάλογα με το αν βρισκόταν στο Λονδίνο ή στην Κορνουάλη.
Πριν η απώλεια του ενός ποδιού του περιορίσει το εύρος των κινήσεων
που μπορούσε να κάνει, ήταν σε θέση, παρά το επιβλητικό μέγεθός του,
να κινείται και να μιλά με τρόπους που τον έκαναν να φαντάζει
μικρότερος απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. Είχε μάθει επίσης την αξία του να
αποκρύπτει προσωπικές πληροφορίες, καθώς και να προσαρμόζει τις
ιστορίες που αφηγούνταν για τον ίδιο, ώστε να αποφεύγει να μπλέξει με
τις αντιλήψεις των άλλων σχετικά με το ποιος όφειλε να είναι. Το
σημαντικότερο ήταν πως ο Στράικ είχε αναπτύξει ένα ευαίσθητο
αισθητήριο ως προς τις αλλαγές στη συμπεριφορά των άλλων, που
συνόδευαν την ξαφνική συνειδητοποίηση εκ μέρους τους πως ήταν γιος
ενός διάσημου τραγουδιστή. Ήξερε να αναγνωρίζει τους υστερόβουλους,
τους κόλακες, τους ψεύτες, τους τυχοδιώκτες και τους υποκριτές από
μικρό παιδί.
Αυτά τα ιδιότροπα χαρίσματα ήταν ό,τι καλύτερο του είχε προσφέρει
ποτέ του ο πατέρας του, καθώς, πέρα από τα χρήματα που κατέβαλλε για
τη διατροφή του, δεν είχε αξιωθεί ούτε μια φορά να του στείλει κάποια
κάρτα γενεθλίων ή δώρο για τα Χριστούγεννα. Χρειάστηκε να
ακρωτηριαστεί το πόδι του στο Αφγανιστάν για να αποφασίσει ο Ρόκεμπι
να στείλει στον Στράικ ένα χειρόγραφο σημείωμα. Ο Στράικ είχε ζητήσει
από τη Σάρλοτ που καθόταν δίπλα στο κρεβάτι του στο νοσοκομείο, όταν
παραδόθηκε το σημείωμα, να το πετάξει στο καλάθι των αχρήστων.
Από τον καιρό που ο Στράικ άρχισε να απασχολεί τις εφημερίδες χάρη
στα δικά του κατορθώματα, ο Ρόκεμπι έκανε ορισμένες ακόμη απόπειρες
να αποκαταστήσει την επαφή του με τον αποξενωμένο γιο του, φτάνοντας
μάλιστα στο σημείο να αφήσει να εννοηθεί, σε πρόσφατες συνεντεύξεις
του, πως οι δυο τους διατηρούσαν καλές σχέσεις. Διάφοροι φίλοι του
Στράικ του είχαν στείλει συνδέσμους που παρέπεμπαν σε μια πρόσφατη
διαδικτυακή συνέντευξη του Ρόκεμπι, στην οποία είχε αναφερθεί στο
πόσο υπερήφανος αισθανόταν για τον Στράικ. Ο ντετέκτιβ διέγραψε τα
μηνύματα χωρίς να απαντήσει.
Ο Στράικ έτρεφε μια κάπως απρόθυμη συμπάθεια απέναντι στον Αλ,
τον ετεροθαλή αδελφό του, τον οποίο το τελευταίο διάστημα ο Ρόκεμπι
χρησιμοποιούσε σε ρόλο διαμεσολαβητή. Η πεισματική προσπάθεια του
Αλ να αναπτύξει κάποια σχέση με τον Στράικ είχε συνεχιστεί, παρά τις
αρχικές αντιστάσεις του μεγαλύτερου αδελφού του. Ο Αλ έδειχνε να
θαυμάζει στον Στράικ το γεγονός πως ήταν άνθρωπος αυτάρκης και
ανεξάρτητος, στοιχεία δηλαδή που δεν είχε άλλη επιλογή παρά να
αναπτύξει. Όμως ο Αλ επιδείκνυε μια ενοχλητική επιμονή στη
συνεχιζόμενη πίεση που ασκούσε στον Στράικ να συμμετάσχει στον
εορτασμό μιας επετείου που δεν είχε την παραμικρή σημασία για τον ίδιο,
πέρα από το να λειτουργήσει σαν μία ακόμη υπενθύμιση του πόσο
σημαντικότερη υπήρξε ανέκαθεν η μπάντα για τον Ρόκεμπι απ’ ό,τι ο
νόθος γιος του. Ο ντετέκτιβ εκνευρίστηκε με τον χρόνο που διέθεσε
εκείνο το πρωινό Σαββάτου συντάσσοντας μιαν απάντηση στο τελευταίο
γραπτό μήνυμα που του είχε στείλει ο Αλ για το συγκεκριμένο θέμα.
Τελικά, προτίμησε να είναι σύντομος, παρά να αναλωθεί σε περαιτέρω
διαφωνίες:
Δεν έχω αλλάξει γνώμη, όμως από την πλευρά μου δεν υπάρχει
καμία κακία ή πικρία. Ελπίζω όλα να εξελιχτούν καλά και την
επόμενη φορά που θα βρεθείς στην πόλη να πιούμε μια μπίρα.
Αφού τακτοποίησε αυτή την ενοχλητική προσωπική εκκρεμότητα, ο
Στράικ ετοίμασε ένα σάντουιτς, φόρεσε καθαρό πουκάμισο πάνω από το
μπλουζάκι του, έβγαλε από τον φάκελο της υπόθεσης Μπάμπορο τη
σελίδα όπου ο Μπιλ Τάλμποτ είχε σημειώσει το μυστήριο μήνυμα με
στενογραφικούς χαρακτήρες και ξεκίνησε με το αυτοκίνητο να πάει στο
Γουέστ Γουίκαμ, εκεί όπου είχε ραντεβού με τον Γκρέγκορι Τάλμποτ, γιο
του συγχωρεμένου Μπιλ.
Έτσι όπως οδηγούσε μέσα στη σποραδική βροχή και τα ενδιάμεσα
διαστήματα ηλιοφάνειας, καπνίζοντας συνέχεια, ο Στράικ εστίασε το
μυαλό του στη δουλειά, ανατρέχοντας όχι μόνο στις ερωτήσεις που ήθελε
να κάνει στον γιο του αστυνομικού, αλλά και στα διάφορα ζητήματα που
είχαν προκύψει απ’ όταν επέστρεψε και αφορούσαν το γραφείο. Την
προηγούμενη ημέρα, ο Μπάρκλεϊ του είχε αναφέρει ορισμένα θέματα, τα
οποία απαιτούσαν την προσωπική του παρέμβαση. Ο Σκοτσέζος, τον
οποίο ο Στράικ θεωρούσε ως τον καλύτερο συνεργάτη του μετά τη
Ρόμπιν, αρχικά είχε εκφράσει με χαρακτηριστική ευθύτητα την άποψή
του σχετικά με τον χορευτή, για τον οποίο είχαν αναλάβει να
ανακαλύψουν βρόμα.
«Άκρη δε βγάζουμε με τον μάγκα, Στράικ. Άμα πηδάει καμιά
σουρλουλού, πρέπει να την έχει χωμένη στην ντουλάπα του, αλλιώς δεν
εξηγείται. Εντάξει, με τη δικιά μας είναι για τα φράγκα της, όμως έχει
αρκετό μυαλό ώστε να μη σκατώσει τη φάση».
«Μάλλον έχεις δίκιο», είπε ο Στράικ, «όμως είπα πως θα διαθέσουμε
στον πελάτη ένα τρίμηνο, οπότε συνεχίζουμε. Με την Πατ πώς τα
πηγαίνεις;» ρώτησε. Ήλπιζε πως θα έβρισκε κάποιον που θα θεωρούσε,
όπως ο ίδιος, πως η καινούργια γραμματέας ήταν κακός μπελάς, όμως
απογοητεύτηκε.
«Α, μια χαρά είναι. Το ξέρω πως ακούγεται σαν βραχνιασμένος
λιμενεργάτης, όμως είναι ατσίδα στη δουλειά της. Πάντως, αν είναι να
μιλήσουμε σταράτα για τους καινούργιους…» είπε ο Μπάρκλεϊ, οπότε
έστρεψε τα μεγάλα γαλάζια μάτια του στο αφεντικό του, κοιτάζοντάς τον
κάτω από τα πυκνά του φρύδια.
«Ακούω», είπε ο Στράικ. «Τι γίνεται, ο Μόρις μας βγήκε μάπα;»
«Δε θα το έλεγα έτσι ακριβώς».
Ο Γλασκοβίτης έξυσε την πίσω πλευρά του πρόωρα γκριζαρισμένου
κεφαλιού του κι ύστερα είπε:
«Δε σου ’πε τίποτε η Ρόμπιν;»
«Γιατί, προέκυψε πρόβλημα μεταξύ τους;» ρώτησε ο Στράικ, πιο έντονα
αυτή τη φορά.
«Δε θα το έλεγα πρόβλημα ακριβώς», είπε ο Μπάρκλεϊ, μετρώντας τα
λόγια του, «όμως ο μάγκας δε γουστάρει να παίρνει εντολές από την
κοπέλα. Κι όταν δεν είναι μπροστά η ίδια, το λέει φόρα-παρτίδα».
«Μάλιστα, αυτό πρέπει να αλλάξει. Θα του μιλήσω εγώ».
«Επίσης, έχει κάποιες δικές του απόψεις για την υπόθεση του
Μούτρου».
«Ώστε έτσι ε;» είπε ο Στράικ.
«Επιμένει πως θα καταφέρει να βγάλει άκρη με τη γραμματέα. Η
Ρόμπιν του ξεκαθάρισε πως είναι καιρός να πάψουμε να ασχολούμαστε
με δαύτη, να αναλάβει ο Χάτσινς. Έμαθε μάλιστα…»
«Πως το Μούτρο είναι μέλος της Λέσχης Σκοποβολής στο Χέντον, ναι,
μου το έγραψε σε ένα email. Θέλει να μπάσει τον Χάτσινς εκεί, να
προσπαθήσει να τον πλευρίσει. Έξυπνο σχέδιο. Το Μούτρο περνιέται για
μάγκας, απ’ ό,τι ξέρουμε για την περίπτωσή του».
«Ο Μόρις όμως επιμένει να γίνει το δικό του. Μπροστά της είπε πως
ήταν σύμφωνος με το νέο σχέδιο όμως…»
«Υποψιάζεσαι πως εξακολουθεί να συναντά τη γραμματέα;»
«Το ότι τη συναντάει είναι το λιγότερο που της κάνει», σχολίασε με
νόημα ο Μπάρκλεϊ.
Έτσι ο Στράικ είχε καλέσει τον Μόρις στο γραφείο, όπου του έδωσε να
καταλάβει, με τρόπο που δε χωρούσε παρερμηνείες, πως έπρεπε να
αφήσει ήσυχη την προσωπική βοηθό του Μούτρου και να εστιάσει για τις
επόμενες δύο εβδομάδες στη φιλενάδα του Ανεπίδεκτου. Ο Μόρις δεν
είχε εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση: μάλιστα, η υποχώρησή του είχε
χρωματιστεί από μια ελαφρά δόση δουλοπρέπειας. Η συνάντηση είχε
αφήσει μια ελαφρώς δυσάρεστη επίγευση. Ο Μόρις ήταν σχεδόν στα
πάντα ένας χρήσιμος συνεργάτης, με πολλές χρήσιμες επαφές στην
αστυνομία, όμως ο τρόπος με τον οποίο είχε σπεύσει να συμφωνήσει
μαρτυρούσε μια τάση στο να ξεγλιστρά, που δε θα μπορούσε να αρέσει
στον Στράικ. Αργότερα το ίδιο βράδυ, καθώς ο Στράικ ακολουθούσε το
ταξί στο οποίο επέβαινε ο Χοροπηδηχτούλης και η φιλενάδα του στους
δρόμους του Γουέστ Εντ, θυμήθηκε τα πλεγμένα δάχτυλα του δρα
Γκάπτα, καθώς και την άποψη του ηλικιωμένου γιατρού πως αυτό που
καθιστούσε την όποια επιχείρηση επιτυχημένη ήταν η ομαλή συνεργασία
της ομάδας.
Φτάνοντας στο Γουέστ Γουίκαμ, βρέθηκε μπροστά σε σειρές από
προαστιακά σπίτια με μεγάλα παράθυρα, φαρδιούς δρόμους που
κατέληγαν στην είσοδο και ιδιωτικά γκαράζ. Η λεωφόρος όπου
κατοικούσε ο Γκρέγκορι Τάλμποτ περιστοιχιζόταν από καλοφτιαγμένα
σπίτια, τα οποία μαρτυρούσαν την παρουσία ευσυνείδητων μεσοαστών
ιδιοκτητών, οι οποίοι φρόντιζαν να κουρεύουν το γκαζόν των κήπων τους
και δε λησμονούσαν να βγάζουν τα σκουπίδια τους την ορισμένη ημέρα.
Τα σπίτια δεν ήταν τόσο αρχοντικά όσο οι μονοκατοικίες στη γειτονιά του
δρα Γκάπτα, όμως ήταν απείρως πιο ευρύχωρα απ’ ό,τι το διαμέρισμα του
Στράικ στη σοφίτα πάνω από το γραφείο.
Στρίβοντας στο δρομάκι που κατέληγε στο σπίτι του Τάλμποτ, ο Στράικ
στάθμευσε την BMW του πίσω από έναν μεγάλο μεταλλικό κάδο που
έφραζε την είσοδο του γκαράζ. Έτσι όπως έσβηνε τη μηχανή του
αυτοκινήτου του, ένας χλωμός, τελείως φαλακρός άντρας με μεγάλα
αυτιά και γυαλιά με μεταλλικό σκελετό άνοιξε την πόρτα, έχοντας ύφος
επιφυλακτικά ενθουσιασμένο. Ο Στράικ γνώριζε από την έρευνα που είχε
πραγματοποιήσει στο διαδίκτυο πως ο Τάλμποτ ήταν διευθυντής
νοσοκομείου.
«Ο κύριος Στράικ;» ρώτησε μεγαλόφωνα ο άντρας, ενώ ο ντετέκτιβ
αποβιβαζόταν προσεκτικά από την BMW (το δρομάκι γλιστρούσε από τη
βροχή και η ανάμνηση της πτώσης στο πορθμείο του Φάλμουθ ήταν
ακόμη νωπή).
«Εγώ είμαι», απάντησε ο Στράικ κλείνοντας την πόρτα του αυτοκινήτου
του και τείνοντας το χέρι του, καθώς ο Τάλμποτ ερχόταν προς το μέρος
του. Ο Στράικ έριχνε στον Τάλμποτ τουλάχιστον δεκαπέντε πόντους.
«Συγγνώμη για τον κάδο», είπε. «Έχουμε ξεκινήσει κάτι μετατροπές
στο σπίτι».
Όπως πλησίαζαν στην εξώπορτα, δυο δίδυμα κορίτσια, τα οποία, έτσι
όπως τα έκοψε ο Στράικ, πρέπει να ήταν γύρω στα δέκα, βγήκαν έξω
τρέχοντας, έτσι που παραλίγο να γκρεμίσουν τον Γκρέγκορι.
«Μείνετε στον κήπο, κορίτσια», φώναξε ο Γκρέγκορι, αν και ο Στράικ
σκέφτηκε πως βασικότερο θέμα ήταν πως τα κορίτσια είχαν βγει έξω
ξυπόλυτα, ενώ το έδαφος ήταν κρύο και βρεγμένο.
«Μείνετε θτον κήπο, κορίτθια», τον μιμήθηκε η μία από τις δίδυμες. Ο
Γκρέγκορι κοίταξε ήρεμα τις δίδυμες πάνω από τα γυαλιά του.
«Η αγένεια δεν είναι αστεία».
«Είναι και παραείναι», απάντησε η πρώτη δίδυμη, ενώ η δεύτερη
ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
«Συνέχισε να αντιμιλάς και δεν έχει πουτίγκα σοκολάτας για σένα
απόψε, Τζέιντα», είπε ο Γκρέγκορι. «Ούτε θα σε αφήνω να δανειστείς το
iPad μου».
Η Τζέιντα έκανε μιαν άσχημη γκριμάτσα, όμως δεν αντιμίλησε, με την
αυστηρή έννοια του όρου.
«Φιλοξενούμε προσωρινά παιδιά που δεν έχουν σπίτι», εξήγησε ο
Γκρέγκορι στον Στράικ την ώρα που έμπαιναν μέσα. «Τα δικά μας παιδιά
μεγάλωσαν και έφυγαν. Προχωρήστε στα δεξιά και καθίστε».
Στα μάτια του Στράικ, που ζούσε από δική του επιλογή σε ένα ελαφρώς
σπαρτιάτικο, μινιμαλιστικό περιβάλλον, το φορτωμένο και εντελώς
ακατάστατο δωμάτιο δε φάνταζε ευχάριστο. Ήθελε να αποδεχτεί την
πρόσκληση του Γκρέγκορι να καθίσει, όμως δεν υπήρχε πουθενά
ελεύθερος χώρος, αν δε μετακινούσε πρώτα ένα σωρό αντικείμενα,
πράγμα που του φάνηκε αγενές. Δείχνοντας να μην έχει αντιληφθεί ούτε
στο ελάχιστο τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν ο Στράικ, ο
Γκρέγκορι έριξε μια ματιά μέσα από το παράθυρο στις δίδυμες.
Επέστρεφαν ήδη τρέχοντας στο σπίτι, τουρτουρίζοντας.
«Μαθαίνουν», σχολίασε, καθώς η εξώπορτα έκλεινε με κρότο και οι
δίδυμες ανέβαιναν τρέχοντας στον επάνω όροφο. Γυρίζοντας να κοιτάξει
το δωμάτιο, αντιλήφθηκε πως κανένα από τα καθίσματα εκεί δεν ήταν
ελεύθερο.
«Α, ναι, συγγνώμη», είπε, αν και δίχως ίχνος από την αμηχανία που θα
είχε εκδηλώσει η θεία του Στράικ, σε περίπτωση που ένας επισκέπτης
έβρισκε το σπίτι της έτσι ανάστατο. «Τα κορίτσια την έβγαλαν εδώ
σήμερα το πρωί».
Με γρήγορες κινήσεις ο Γκρέγκορι απομάκρυνε ένα πιστόλι για
σαπουνόφουσκες, που εμφάνιζε διαρροή, δύο γυμνές κούκλες, μια
παιδική κάλτσα, διάφορα κομματάκια ζωηρόχρωμου πλαστικού και μισό
μανταρίνι από το κάθισμα μιας πολυθρόνας, ώστε να μπορέσει ο Στράικ
να καθίσει. Έριξε πρόχειρα τα ορφανά αντικείμενα σε ένα ξύλινο
τραπεζάκι του καφέ, πάνω στο οποίο στοιβάζονταν ήδη ένα σωρό
περιοδικά, κάμποσα τηλεχειριστήρια, διάφορα γράμματα και άδειοι
φάκελοι, καθώς και κάποια άλλα μικρά πλαστικά παιχνίδια, ανάμεσά τους
μπόλικα τουβλάκια.
«Τσάι;» πρότεινε. «Καφέ; Η σύζυγός μου έχει πάει τα αγόρια στο
κολυμβητήριο».
«Α, φιλοξενείτε και αγόρια;»
«Κάπως έτσι προέκυψε η ανάγκη και για τις αλλαγές στη διαρρύθμιση»,
εξήγησε ο Γκρέγκορι. «Ο Ντάρεν μένει μαζί μας εδώ και σχεδόν πέντε
χρόνια».
Όση ώρα ο Γκρέγκορι πήγαινε να φέρει τα ροφήματα, ο Στράικ σήκωσε
από κάτω το επίσημο άλμπουμ για τη συλλογή αυτοκόλλητων από το
φετινό Champions League, το οποίο είχε εντοπίσει στο πάτωμα, κάτω από
το τραπεζάκι του καφέ. Φυλλομέτρησε τις σελίδες, νιώθοντας μια κάποια
νοσταλγία για τις εποχές που και ο ίδιος έκανε συλλογή από αυτοκόλλητα
ομάδων ποδοσφαίρου. Αναλογιζόταν αφηρημένα τις πιθανότητες της
Άρσεναλ να κερδίσει το κύπελλο, όταν μια σειρά από γδούπους, ακριβώς
από πάνω του, τόσο δυνατά που έκαναν το κρεμαστό φωτιστικό να
ταλαντευτεί ελαφρά, έστρεψαν το βλέμμα του προς τα εκεί. Απ’ ό,τι
ακουγόταν, οι δίδυμες χοροπηδούσαν πάνω στο κρεβάτι τους. Αφήνοντας
το άλμπουμ με τα αυτοκόλλητα, αναρωτήθηκε, δίχως να καταλήξει σε
κάποια απάντηση, τι μπορεί να είχε ωθήσει τον Τάλμποτ και τη σύζυγό
του να φέρουν στο σπίτι τους παιδιά με τα οποία δεν τους συνέδεε καμία
βιολογική σχέση. Μέχρι να επιστρέψει ο Γκρέγκορι κρατώντας έναν
δίσκο, οι σκέψεις του Στράικ είχαν στραφεί στη Σάρλοτ, η οποία
ανέκαθεν δήλωνε παντελώς ακατάλληλη για μητέρα, φτάνοντας στο
σημείο να ορκιστεί, όσο ήταν ακόμη έγκυος, πως τα αγέννητα δίδυμά της
θα τα εγκατέλειπε στη φροντίδα της πεθεράς της.
«Μήπως θα μπορούσατε να μετακινήσετε…;» ρώτησε ο Γκρέγκορι, με
το βλέμμα του στραμμένο στο τραπεζάκι του καφέ.
Ο Στράικ έσπευσε να μεταφέρει χούφτες ολόκληρες από διάφορα
αντικείμενα πάνω στον καναπέ.
«Ευχαριστώ», είπε ο Γκρέγκορι ακουμπώντας κάτω τον δίσκο. Μάζεψε
πρόχειρα ένα ακόμη βουνό από διάφορα αντικείμενα που στοιβάζονταν
στη δεύτερη πολυθρόνα, τα πρόσθεσε κι αυτά στον ογκώδη πλέον σωρό
που σχηματιζόταν πάνω στον καναπέ, πήρε την κούπα του, κάθισε και
είπε:
«Πάρτε ελεύθερα ό,τι θέλετε», γνέφοντας προς μια ζαχαριέρα που
κολλούσε ελαφρά, καθώς και ένα κλειστό πακέτο μπισκότα.
«Ευχαριστώ πολύ», απάντησε ο Στράικ κι έβαλε μπόλικη ζάχαρη στο
τσάι του.
«Λοιπόν», είπε ο Γκρέγκορι με ύφος ελαφρώς ενθουσιασμένο.
«Προσπαθείτε να αποδείξετε πως ο Κριντ σκότωσε τη Μάργκοτ
Μπάμπορο».
«Να σας πω», είπε ο Στράικ, «προσπαθώ να καταλήξω στο τι ακριβώς
της συνέβη και μία περίπτωση, προφανώς, είναι να έπεσε θύμα του
Κριντ».
«Αλήθεια, το διαβάσατε στην εφημερίδα το περασμένο
Σαββατοκύριακο; Ένας από τους πίνακες του Κριντ πουλήθηκε για πάνω
από χίλιες λίρες».
«Μου διέφυγε», είπε ο Στράικ.
«Ναι, το έγραφε στον Observer. Αυτοπροσωπογραφία με μολύβι,
φιλοτεχνημένη το διάστημα που βρισκόταν στο Μπέλμαρς. Πουλήθηκε
μέσω μιας ιστοσελίδας απ’ όπου μπορείς να αγοράσεις έργα κατά συρροή
δολοφόνων. Έχει τρελαθεί ο κόσμος».
«Πράγματι», συμφώνησε ο Στράικ. «Λοιπόν, όπως ανέφερα και στο
τηλέφωνο, αυτό που θα με ενδιέφερε κυρίως ήταν να μιλήσουμε για τον
πατέρα σας».
«Ναι», είπε ο Γκρέγκορι, οπότε μετριάστηκε κάπως η ικτερική του όψη.
«Βέβαια, δεν… θέλω να πω, δεν ξέρω πόσα πράγματα γνωρίζετε».
«Αυτό που ξέρω είναι πως συνταξιοδοτήθηκε νωρίς, ύστερα από έναν
κλονισμό που υπέστη».
«Ναι, με δυο λόγια αυτό συνέβη», συμφώνησε ο Γκρέγκορι. «Η ρίζα
του προβλήματος βρισκόταν στον θυρεοειδή του. Εμφάνιζε
υπερδραστηριότητα για πολλά χρόνια, χωρίς να έχει διαγνωστεί. Ο
πατέρας μου έχανε βάρος, υπέφερε από αϋπνίες… Δεχόταν πάρα πολύ
μεγάλη πίεση, ξέρετε. Όχι μονάχα από την Υπηρεσία, αλλά και από τους
δημοσιογράφους. Ο κόσμος είχε πραγματικά αναστατωθεί.
Καταλαβαίνετε βέβαια, να εξαφανιστεί έτσι μια γιατρός… η μαμά νόμιζε
πως η παράξενη συμπεριφορά του οφειλόταν στο στρες».
«Όταν λέτε παράξενη;»
«Κοιτάξτε, κατέλαβε το βοηθητικό δωμάτιο και δεν επέτρεπε σε
κανέναν να μπει εκεί μέσα», είπε ο Γκρέγκορι, και πριν προλάβει ο
Στράικ να ζητήσει διευκρινίσεις, συνέχισε λέγοντας: «Όταν πια
κατάλαβαν τι συνέβαινε με τον θυρεοειδή του και του έδωσαν την
κατάλληλη αγωγή, επανήλθε στο φυσιολογικό, όμως ήταν πλέον πολύ
αργά για να περισώσει τη σταδιοδρομία του. Έλαβε τη σύνταξή του, όμως
επί χρόνια τον βάραιναν οι τύψεις για την υπόθεση Μπάμπορο.
Κατηγορούσε τον εαυτό του, βλέπετε, θεωρούσε πως αν δεν ήταν τόσο
άρρωστος, ίσως κατάφερνε να τον συλλάβει.
»Κι αυτό γιατί η Μάργκοτ Μπάμπορο δεν ήταν η τελευταία γυναίκα
που έπεσε θύμα του Κριντ… φαντάζομαι το γνωρίζετε αυτό, σωστά;
Μετά την Μπάμπορο, απήγαγε την Άντρεα Χούτον. Όταν τον συνέλαβαν
και πήγαν στο σπίτι, είδαν τι υπήρχε στο υπόγειο, τα εργαλεία
βασανισμού και τις φωτογραφίες των γυναικών που είχε τραβήξει – ο
Κριντ ομολόγησε πως ορισμένες από τις γυναίκες τις είχε κρατήσει
αιχμάλωτες επί μήνες, προτού τελικά τις σκοτώσει.
»Ο πατέρας μου ταράχτηκε πάρα πολύ, όταν το έμαθε αυτό. Μονίμως
κλωθογύριζε εκείνη την υπόθεση στον νου του, θεωρούσε πως αν είχε
καταφέρει να τον συλλάβει νωρίτερα, η Μπάμπορο και η Χούτον ίσως να
είχαν γλιτώσει. Τα έβαζε με τον εαυτό του για την εμμονή που
ανέπτυξε…»
Ο Γκρέγκορι διόρθωσε τον εαυτό του.
«…επειδή αποπροσανατολίστηκε, καταλαβαίνετε».
«Επομένως, όταν πλέον ο πατέρας σας συνήλθε, εξακολουθούσε να
θεωρεί πως ο Κριντ είχε απαγάγει τη Μάργκοτ;»
«Α, ναι, οπωσδήποτε», είπε ο Γκρέγκορι, που φάνηκε να εκπλήσσεται
κάπως με το ότι ο επισκέπτης του δεν το θεωρούσε δεδομένο. «Άλλωστε,
απέκλεισαν κάθε άλλη περίπτωση, έτσι δεν είναι; Ο πρώην εραστής,
εκείνος ο περίεργος ασθενής που την καλόβλεπε, όλοι αποδείχτηκε πως
δεν είχαν την παραμικρή σχέση».
Αντί να απαντήσει λέγοντας αυτό που πραγματικά πίστευε, δηλαδή ότι
η ατυχής συγκυρία της ασθένειας του Τάλμποτ είχε επιτρέψει να χαθούν
πολύτιμοι μήνες, στη διάρκεια των οποίων όλοι οι ύποπτοι,
συμπεριλαμβανομένου του Κριντ, είχαν χρόνο να κρύψουν ένα πτώμα, να
εξαφανίσουν στοιχεία, να χτενίσουν τα άλλοθί τους ή και τα τρία, ο
Στράικ πήρε από μια εσωτερική τσέπη τη φωτοτυπία της σελίδας όπου ο
Τάλμποτ είχε στενογραφήσει το παράξενο μήνυμα και την πρότεινε στον
Γκρέγκορι.
«Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι. Αν δεν απατώμαι, αυτός είναι ο γραφικός
χαρακτήρας του πατέρα σας, σωστά;»
«Πού το βρήκατε αυτό;» ρώτησε ο Γκρέγκορι και πήρε επιφυλακτικά το
χαρτί.
«Στον φάκελο της αστυνομίας. Το μήνυμα αναφέρει τα εξής: “Και αυτό
είναι το έσχατο, το δωδέκατο, και ο κύκλος θα κλείσει με την εύρεση του
δέκατου” –έπειτα ακολουθεί μια άγνωστη λέξη– “Μπαφομέτ. Μεταγραφή
στο αληθινό βιβλίο”» είπε ο Στράικ, «κι αναρωτιόμουν αν αυτές οι
φράσεις σάς λένε κάτι».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας ιδιαίτερα δυνατός κρότος από τον
επάνω όροφο. Με ένα βιαστικό «με συγχωρείτε», ο Γκρέγκορι ακούμπησε
τη σελίδα πάνω στον δίσκο του τσαγιού και έφυγε βιαστικά από το
δωμάτιο. Ο Στράικ τον άκουσε να ανεβαίνει τη σκάλα, οπότε ακολούθησε
κατσάδα. Απ’ ό,τι κατάλαβε, η μία από τις δίδυμες είχε καταφέρει να
γκρεμίσει μια ολόκληρη συρταριέρα. Σοπράνο φωνές ενώθηκαν σε
αρνήσεις και αλληλοκατηγορίες.
Μέσα από τις λεπτές κουρτίνες ο Στράικ μπόρεσε να διακρίνει ένα
παλιό Volvo που σταμάτησε μπροστά στο σπίτι. Μια ευτραφής μεσήλικη
γυναίκα με καστανόξανθα μαλλιά και σκούρα μπλε καμπαρντίνα βγήκε
από το αυτοκίνητο, ακολουθούμενη από δύο αγόρια, τα οποία ο Στράικ
όπως τα έβλεπε πρέπει να ήταν γύρω στα δεκατέσσερα με δεκαπέντε. Η
γυναίκα πήγε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και έβγαλε από εκεί δυο
αθλητικούς σάκους, καθώς και κάμποσες σακούλες σούπερ μάρκετ. Τα
αγόρια, που είχαν αρχίσει να κατευθύνονται άκεφα προς το σπίτι,
χρειάστηκε να κληθούν πίσω για να τη βοηθήσουν.
Ο Γκρέγκορι επέστρεψε στο κατώφλι του καθιστικού τη στιγμή που η
σύζυγός του έμπαινε στο χολ. Ο ένας από τους εφήβους σκούντησε τον
Γκρέγκορι για να παρατηρήσει τον επισκέπτη, με την κατάπληξη που θα
άρμοζε αν βρισκόταν μπροστά σε κάποιο πλάσμα που είχε δραπετεύσει
από ζωολογικό κήπο.
«Γεια», είπε ο Στράικ.
Το αγόρι στράφηκε εμβρόντητο στον Γκρέγκορι.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε δείχνοντας.
Το δεύτερο αγόρι ήρθε και στάθηκε πίσω από το πρώτο, κοιτάζοντας
τον Στράικ με τον ίδιο ακριβώς συνδυασμό θαυμασμού και καχυποψίας.
«Αυτός είναι ο κύριος Στράικ», είπε ο Γκρέγκορι.
Εν τω μεταξύ, η σύζυγός του εμφανίστηκε πίσω από τα αγόρια,
ακούμπησε από μια παλάμη στον ώμο του καθενός και τα απομάκρυνε
αποφασιστικά, ενώ ταυτόχρονα χαμογελούσε στον Στράικ.
Ο Γκρέγκορι έκλεισε την πόρτα πίσω του και επέστρεψε στην
πολυθρόνα του. Φαινόταν να έχει ξεχάσει τι συζητούσε με τον Στράικ
προτού ανεβεί στον επάνω όροφο, όμως τότε το βλέμμα του έπεσε πάνω
στο χαρτί που καλυπτόταν από τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα του,
στολισμένο με πεντάλφες κι εκείνο το μυστήριο στενογραφημένο
μήνυμα.
«Το ξέρατε πως ο πατέρας μου γνώριζε στενογραφία;» είπε με
βεβιασμένη ευθυμία. «Η μητέρα μου είχε ξεκινήσει μαθήματα σε μια
σχολή γραμματέων, οπότε έμαθε κι εκείνος, για να μπορεί να της βάζει
τεστ. Ήταν καλός σύζυγος… και επίσης καλός πατέρας», συμπλήρωσε,
σαν να ήθελε να διαψεύσει έναν άρρητο υπαινιγμό.
«Έτσι φαίνεται», είπε ο Στράικ.
Ακολούθησε μια νέα παύση.
«Κοιτάξτε», είπε ο Γκρέγκορι, «φρόντισαν να μη διαρρεύσει στον Τύπο
το… το τι ακριβώς συνέβαινε με τον πατέρα μου εκείνο το διάστημα.
Ήταν καλός αστυνομικός και δεν έφταιγε αυτός που αρρώστησε. Η
μητέρα μου ζει ακόμη. Θα γινόταν ράκος έτσι και μαθεύονταν όλα αυτά
τώρα».
«Σας καταλαβαίνω…»
«Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορείτε», είπε ο Γκρέγκορι κάπως
ξαναμμένος. Έδειχνε ευγενικός και ήπιος άνθρωπος, κι ήταν προφανές
πως αυτή η δυναμική τοποθέτηση δεν του ήταν εύκολη. «Οι οικογένειες
κάποιων από τα θύματα του Κριντ αργότερα… ακούστηκαν διάφορα
επικριτικά σχόλια για τον πατέρα μου. Τον κατηγόρησαν που δε συνέλαβε
τον Κριντ, που τα έκανε μαντάρα. Διάφοροι άνθρωποι έστελναν
επιστολές στο σπίτι, του έγραφαν πως θα έπρεπε να ντρέπεται. Τελικά, οι
γονείς μου αναγκάστηκαν να μετακομίσουν… Απ’ ό,τι μου είπατε στο
τηλέφωνο, νόμιζα πως σας ενδιέφεραν οι θεωρίες του πατέρα μου, όχι…
όχι κάτι τέτοια πράγματα», είπε γνέφοντας προς τη σελίδα που ήταν
φορτωμένη με πεντάλφες.
«Με ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι θεωρίες του πατέρα σας», είπε ο
Στράικ. Καταλήγοντας στο ότι οι συνθήκες απαιτούσαν μια μικρή
εξαπάτηση ή, τουλάχιστον, έναν ελαφρύ επαναπροσδιορισμό των
γεγονότων, ο ντετέκτιβ συμπλήρωσε: «Το μεγαλύτερο μέρος των
σημειώσεων του πατέρα σας, όπως περιέχονται στον φάκελο της
υπόθεσης, είναι απολύτως βάσιμο. Έθετε πάντοτε τις σωστές ερωτήσεις,
κι εκτός αυτού είχε παρατηρήσει…»
«Το φορτηγάκι που απομακρύνθηκε τρέχοντας», έσπευσε να πει ο
Γκρέγκορι.
«Ακριβώς».
«Βροχερή νύχτα, ακριβώς όπως όταν απήχθησαν η Βέρα Κένι και η
Γκέιλ Ράιτμαν».
«Σωστά», είπε ο Στράικ γνέφοντας καταφατικά.
«Οι δύο γυναίκες που παραπατούσαν μαζί», είπε ο Γκρέγκορι. «Εκείνη
η τελευταία ασθενής, η γυναίκα που έμοιαζε με άντρα. Θέλω να πω,
οφείλετε να το παραδεχτείτε, αν συνδυάσει κανείς όλα αυτά τα
στοιχεία…»
«Σε αυτό ακριβώς αναφέρομαι», είπε ο Στράικ. «Ο πατέρας σας μπορεί
να ήταν άρρωστος, όμως εξακολουθούσε να διακρίνει τα ενδιαφέροντα
στοιχεία. Το μόνο που θέλω να ξέρω είναι αν το στενογραφημένο μήνυμα
σημαίνει κάτι που θα έπρεπε να έχω υπόψη μου».
Ένα μέρος του ενθουσιασμού του Γκρέγκορι έσβησε από το πρόσωπό
του.
«Όχι», είπε, «τίποτε δε σημαίνει. Εδώ απλώς φαίνεται το πώς τον είχε
επηρεάσει η αρρώστια».
«Ξέρετε», είπε ο Στράικ μετρώντας τα λόγια του, «ο πατέρας σας δεν
ήταν ο μόνος που θεωρούσε τον Κριντ σατανικό. Ακόμη και ο τίτλος της
κορυφαίας βιογραφίας του…»
«Ο δαίμονας του Πάρανταΐς Παρκ».
«Ακριβώς. Ο Κριντ και ο Μπαφομέτ έχουν πολλά κοινά στοιχεία», είπε
ο Στράικ.
Στην παύση που ακολούθησε, άκουσαν τις δίδυμες να κατεβαίνουν
τρέχοντας και να ρωτάνε δυνατά τη θετή τους μητέρα αν τους είχε
αγοράσει μους σοκολάτας.
«Κοιτάξτε… πολύ θα ήθελα να αποδεικνύατε πως ο Κριντ ήταν ο
δράστης», είπε ο Γκρέγκορι τελικά. «Να αποδεικνύατε πως ο πατέρας μου
είχε δίκιο από την πρώτη στιγμή. Δε θα αποτελούσε ντροπή το να
αποδεικνυόταν ο Κριντ πολύ έξυπνος για τα μέτρα του. Άλλωστε,
αποδείχτηκε πολύ έξυπνος και για τα μέτρα του Λόσον· για τα μέτρα
όλων αποδείχτηκε πολύ έξυπνος. Το ξέρω πως δε βρέθηκε κανένα ίχνος
της Μάργκοτ Μπάμπορο στο υπόγειο του Κριντ, όμως επίσης ποτέ δεν
αποκάλυψε πού έκρυψε τα ρούχα και τα κοσμήματα της Άντρεα Χούτον.
Στο τέλος, χρησιμοποιούσε διάφορες μεθόδους για να ξεφορτώνεται τα
πτώματα. Στάθηκε άτυχος με τη Χούτον, που την πέταξε από τα βράχια·
άτυχος επειδή το πτώμα της εντοπίστηκε τόσο γρήγορα».
«Πολύ σωστά όλα αυτά που επισημαίνετε», είπε ο Στράικ.
Ήπιε το τσάι του, ενώ ο Γκρέγκορι μασούσε αφηρημένα μια
παρανυχίδα. Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό μέχρι να αποφασίσει ο Στράικ
πως απαιτούνταν η άσκηση επιπλέον πίεσης.
«Αυτή η αποστροφή για τη μεταγραφή στο αληθινό βιβλίο…»
Κατάλαβε από τον ελαφρύ αιφνιδιασμό στην αντίδραση του Γκρέγκορι
πως είχε πετύχει διάνα.
«…έλεγα, μήπως ο πατέρας σας διατηρούσε κάποια ξεχωριστά αρχεία,
πέρα από τον επίσημο φάκελο… και αν ναι», είπε ο Στράικ, βλέποντας
τον Γκρέγκορι να μην απαντάει, «κατά πόσο τα αρχεία αυτά
εξακολουθούν να υπάρχουν».
Το βλέμμα του Γκρέγκορι εστίασε για μία ακόμη φορά πάνω στον
Στράικ.
«Ναι, εντάξει», είπε. «Ο μπαμπάς πίστευε πως αναζητούσε κάτι το
υπερφυσικό. Αυτό δεν το είχαμε καταλάβει παρά μόνο προς το τέλος,
όταν συνειδητοποιήσαμε πόσο άρρωστος ήταν. Κάθε νύχτα ράντιζε αλάτι
έξω από τις πόρτες των υπνοδωματίων μας, για να κρατήσει μακριά τον
Μπαφομέτ. Στο βοηθητικό δωμάτιο είχε στήσει ένα δεύτερο γραφείο,
όπως υποψιαζόταν η μητέρα μας, όμως κρατούσε την πόρτα κλειδωμένη.
»Τη νύχτα που αποφασίστηκε η νοσηλεία του», είπε ο Γκρέγκορι
αποκαρδιωμένος, «βγήκε τρέχοντας από εκεί μέσα… φωνάζοντας. Μας
ξύπνησε όλους. Ο αδελφός μου κι εγώ σταθήκαμε στο πλατύσκαλο. Ο
πατέρας μας είχε αφήσει ανοιχτή την πόρτα του βοηθητικού δωματίου,
οπότε είδαμε τις πεντάλφες που κάλυπταν ολόγυρα τους τοίχους και τα
αναμμένα κεριά. Είχε ξηλώσει τη μοκέτα και είχε σχεδιάσει έναν μαγικό
κύκλο στο πάτωμα, προκειμένου να κάνει κάποιου είδους τελετουργικό
και ισχυρίστηκε… θέλω να πω, φαντάστηκε πως είχε καλέσει κάποιου
είδους δαιμονικό πλάσμα…
»Η μητέρα μου κάλεσε τις πρώτες βοήθειες, ήρθε νοσοκομειακό και…
τι να σας πω, από εκεί και πέρα τα ξέρετε».
«Πρέπει να ήταν μια πολύ στενάχωρη κατάσταση για όλους σας», είπε ο
Στράικ.
«Ναι, εντάξει. Ήταν. Το διάστημα που ο πατέρας μου νοσηλευόταν, η
μαμά καθάρισε το δωμάτιο, μάζεψε τις κάρτες ταρό και όλα τα
αποκρυφιστικά βιβλία και έβαψε τους τοίχους και το πάτωμα, σβήνοντας
τις πεντάλφες και τον μαγικό κύκλο. Η όλη κατάσταση ήταν ακόμη πιο
δύσκολη για εκείνη, καθώς και οι δυο τους ήταν βαθιά θρησκευόμενοι
άνθρωποι, πριν υποστεί εκείνο τον νευρικό κλονισμό ο πατέρας μου…»
«Προφανώς ήταν πολύ άρρωστος», είπε ο Στράικ, «πράγμα για το οποίο
δεν έφταιγε, όμως εξακολουθούσε να είναι επιθεωρητής και να διαθέτει
στέρεη αστυνομική κρίση. Αυτό είναι προφανές μέσα από τον φάκελο της
υπόθεσης. Αν υπάρχει κάπου ένα δεύτερο αρχείο, ιδίως εφόσον περιέχει
στοιχεία τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον επίσημο φάκελο, πρόκειται
για ένα σημαντικό έγγραφο».
Ο Γκρέγκορι μάσησε ξανά την παρανυχίδα κι έδειχνε σφιγμένος.
Τελικά, φάνηκε να καταλήγει σε μια απόφαση:
«Από την ώρα που μιλήσαμε στο τηλέφωνο, σκεφτόμουν πως ίσως θα
ήταν σκόπιμο να σας παραδώσω αυτό», είπε καθώς σηκωνόταν και
πήγαινε σε μια ξέχειλη βιβλιοθήκη, στη γωνία του δωματίου. Από την
επάνω πλευρά, κατέβασε ένα μεγάλο δερματόδετο σημειωματάριο
παλαιάς κοπής, το οποίο είχε ένα κορδόνι τυλιγμένο γύρω του.
«Αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που δεν πετάχτηκε», είπε ο Γκρέγκορι
κοιτάζοντας το σημειωματάριο, «επειδή στάθηκε αδύνατο να το πάρουν
από τα χέρια του πατέρα μου, όταν ήρθε το ασθενοφόρο. Έλεγε πως
έπρεπε να καταγράψει την… όψη του πνεύματος, εκείνου του πλάσματος
που είχε καλέσει… οπότε το σημειωματάριο τον ακολούθησε στο
νοσοκομείο. Τον άφησαν να σχεδιάσει τον δαίμονα, πράγμα που βοήθησε
τους γιατρούς να καταλάβουν τι συνέβαινε στο μυαλό του, καθώς στην
αρχή δεν ήθελε να τους μιλήσει. Όλα αυτά εγώ τα έμαθα αργότερα· τον
καιρό που συνέβαιναν, δε μας τα είχαν πει εμένα και του αδελφού μου,
για να μας προστατέψουν. Μετά που έγινε καλά ο πατέρας μου, κράτησε
το σημειωματάριο, γιατί είπε πως αν υπήρχε κάτι ικανό να του θυμίζει
πως έπρεπε να παίρνει τα φάρμακά του, ήταν αυτό το πράγμα. Όμως
ήθελα να σας συναντήσω, πριν καταλήξω σε μιαν απόφαση».
Ο Στράικ, που κατέβαλλε προσπάθεια για να αντισταθεί στην
παρόρμηση να απλώσει το χέρι του, προσπάθησε να πάρει όσο πιο
μαλακό ύφος τού επέτρεπαν τα από τη φύση τους αυστηρά
χαρακτηριστικά του. Η Ρόμπιν ήταν πολύ καλύτερη στο να εκφράζει
ζεστασιά και κατανόηση· ο Στράικ την είχε δει να πείθει επιφυλακτικούς
μάρτυρες σε πάρα πολλές περιπτώσεις, από τον καιρό που
συνεταιρίστηκαν.
«Καταλαβαίνετε, βέβαια», είπε ο Γκρέγκορι, ενώ εξακολουθούσε να
κρατά σφιχτά το σημειωματάριο, προφανώς αποφασισμένος να
υπογραμμίσει τη συγκεκριμένη παράμετρο, «ότι είχε υποστεί πλήρη
νευρικό κλονισμό».
«Προφανώς», είπε ο Στράικ. «Σε ποιον άλλο έχετε δείξει αυτό το
υλικό;»
«Σε κανέναν», είπε ο Γκρέγκορι. «Τα τελευταία δέκα χρόνια βρισκόταν
καταχωνιασμένο πάνω στη σοφίτα μας. Είχαμε ανεβάσει κάτι κούτες με
διάφορα πράγματα από το προηγούμενο σπίτι των γονιών μου. Πώς τα
φέρνει όμως η τύχη καμιά φορά, εμφανιστήκατε πάνω που αποφασίσαμε
να μετατρέψουμε τη σοφίτα σε δωμάτιο… Λέτε να έβαλε το χεράκι του ο
πατέρας μου; Να προσπαθεί να μου πει πως δεν πειράζει αν σας το
εμπιστευτώ;»
Ο Στράικ έκανε έναν αόριστο ήχο, που στόχο είχε να εκφράσει τη
συμφωνία του πως η απόφαση του ζεύγους Τάλμποτ να καθαρίσουν τη
σοφίτα τους είχε προκύψει με κάποιον τρόπο με παρέμβαση του
συγχωρεμένου πατέρα του Γκρέγκορι, κι όχι από την ανάγκη να βρεθεί
χώρος ώστε να βολέψουν δύο επιπλέον παιδιά.
«Πάρτε το», είπε απότομα ο Γκρέγκορι, προτείνοντας το παλιό
σημειωματάριο. Ο Στράικ είχε την εντύπωση πως ο άντρας έμοιαζε
ανακουφισμένος που το αντικείμενο αυτό περνούσε στην κατοχή κάποιου
άλλου.
«Σας ευχαριστώ θερμά για την εμπιστοσύνη. Σε περίπτωση που
εντοπίσω σε αυτές τις σελίδες κάτι που ενδεχομένως θα μπορούσατε να
με βοηθήσετε να κατανοήσω καλύτερα, θα μπορούσα να σας ενοχλήσω
ξανά;»
«Βεβαίως, καμία ενόχληση», είπε ο Γκρέγκορι. «Το email μου το
έχετε… Θα σας δώσω και τον αριθμό του κινητού μου…»
Πέντε λεπτά αργότερα ο Στράικ στεκόταν στο χολ, ανταλλάσσοντας
χειραψία με την κυρία Τάλμποτ, καθώς ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο
γραφείο του.
«Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία», είπε η γυναίκα. «Όπως χαίρομαι που
αποφάσισε να σας δώσει αυτό το πράγμα. Ποτέ δεν ξέρεις, σωστά;»
Έτσι όπως κρατούσε το σημειωματάριο στο χέρι του, ο Στράικ
συμφώνησε πως, πράγματι, ποτέ δεν ξέρεις.
18
Κι όπως η όμορφη Βριτόμαρτις ξεσπούσε
τις μαύρες έγνοιες της σε οργή,
της οδύνης η αχλή σκόρπισε…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η Ρόμπιν, που το τελευταίο διάστημα είχε θυσιάσει πολλά


Σαββατοκύριακα προκειμένου να καλύψει τον φόρτο εργασίας στο
γραφείο, πήρε ρεπό την επόμενη Τρίτη και Τετάρτη, ύστερα από επίμονη
παρότρυνση του Στράικ. Η πρότασή της να περάσει από το γραφείο ώστε
να δει το σημειωματάριο που είχε παραδώσει ο Γκρέγκορι Τάλμποτ στον
Στράικ και να ελέγξει συστηματικά το περιεχόμενο της τελευταίας κούτας
του φακέλου της αστυνομίας, που κανείς τους δεν είχε προλάβει ακόμη
να δει, είχε έρθει αντιμέτωπη με το αμετακίνητο βέτο του αρχαιότερου
συνεταίρου.
Ο Στράικ ήξερε καλά πως δεν απέμενε αρκετό διάστημα μέσα στη
χρονιά ώστε να πάρει η Ρόμπιν όλη την άδεια που δικαιούνταν, όμως
ήταν αποφασισμένος να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερες ημέρες.
Πάντως, αν ο Στράικ φαντάστηκε πως η Ρόμπιν ευχαριστήθηκε πολύ το
διήμερο ρεπό της, έκανε λάθος. Πέρασε την Τρίτη ασχολούμενη με
βαρετές δουλειές, όπως το πλύσιμο και τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ, ενώ
το πρωί της Τετάρτης βγήκε για να πάει σε ένα ραντεβού με τη δικηγόρο
της, το οποίο είχε αναβάλει ήδη δύο φορές.
Όταν είχε ανακοινώσει στους γονείς της πως με τον Μάθιου επρόκειτο
να πάρουν διαζύγιο, έχοντας συμπληρώσει κάτι περισσότερο από έναν
χρόνο γάμου, τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας της επέμειναν να
απευθυνθεί σε έναν δικηγόρο που έδρευε στο Χάροουγκεϊτ και ήταν
παλιός οικογενειακός φίλος.
«Μα εγώ ζω στο Λονδίνο. Γιατί να απευθυνθώ σε δικηγορικό γραφείο
που εδρεύει στο Γιόρκσαϊρ;»
Η Ρόμπιν είχε επιλέξει μια δικηγόρο που πλησίαζε τα πενήντα, ονόματι
Τζούντιθ, της οποίας το ξερό χιούμορ, τα αγκαθωτά γκρίζα μαλλιά και ο
χοντρός μαύρος σκελετός των γυαλιών της την είχαν καταστήσει
ιδιαίτερα συμπαθητική στη Ρόμπιν, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά.
Εκείνο το αίσθημα συμπάθειας είχε καταλαγιάσει κάπως στο διάστημα
των δώδεκα μηνών που μεσολάβησε έκτοτε. Ήταν δύσκολο να βλέπεις με
συμπάθεια έναν άνθρωπο που δουλειά του ήταν να σου μεταφέρει τις νέες
αδιάλλακτες και επιθετικές θέσεις που διατύπωνε ο Μάθιου μέσω του
δικηγόρου του. Καθώς κυλούσαν οι μήνες, η Ρόμπιν παρατηρούσε πως η
Τζούντιθ κάποιες φορές ξεχνούσε ή θυμόταν λάθος σημαντικές
λεπτομέρειες του διαζυγίου. Η Ρόμπιν, που πάντοτε φρόντιζε να δίνει
στους δικούς της πελάτες την εντύπωση πως οι έγνοιες τους αποτελούσαν
ανά πάσα στιγμή την πρώτη της προτεραιότητα, στάθηκε αδύνατο να μην
αναρωτηθεί αν η Τζούντιθ θα είχε αποδειχτεί περισσότερο επιμελής σε
περίπτωση που η Ρόμπιν ήταν πλουσιότερη.
Όπως και οι γονείς της Ρόμπιν, η Τζούντιθ είχε υποθέσει αρχικά πως το
διαζύγιο αυτό θα εξελισσόταν γρήγορα και απλά, θα απαιτούσε απλώς
δυο υπογραφές και μια χειραψία. Το ζευγάρι είχε συμπληρώσει κάτι
περισσότερο από έναν χρόνο γάμου, παιδιά δεν υπήρχαν στη μέση, ούτε
καν κάποιο κατοικίδιο που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο
προστριβής. Μάλιστα, οι γονείς της Ρόμπιν είχαν φτάσει στο σημείο να
υποθέσουν πως ο Μάθιου, τον οποίο γνώριζαν από μικρό παιδί, σίγουρα
θα αισθανόταν τέτοια ντροπή για την απιστία του, ώστε θα ήθελε να
αποζημιώσει κατά κάποιον τρόπο τη Ρόμπιν, τηρώντας γενναιόδωρη και
λογική στάση κατά την έκδοση του διαζυγίου. Η ολοένα και μεγαλύτερη
οργή της μητέρας της απέναντι στον τέως γαμπρό της είχε αρχίσει να
κάνει τη Ρόμπιν να τρέμει τα τηλεφωνήματά της στους δικούς της.
Τα γραφεία της δικηγορικής εταιρείας Στέρλινγκ & Κομπς βρίσκονταν
σε απόσταση είκοσι λεπτών με τα πόδια από το διαμέρισμα της Ρόμπιν,
στην οδό Νορθ Εντ. Αφού έκλεισε το φερμουάρ του ζεστού μπουφάν της
και με την ομπρέλα ανά χείρας, η Ρόμπιν αποφάσισε να περπατήσει
εκείνο το πρωί καθαρά και μόνο για την άσκηση, καθώς είχε περάσει
πάρα πολλές ώρες μέσα στο αυτοκίνητό της τελευταία, να παρακολουθεί
το σπίτι του παρουσιαστή και να περιμένει την εμφάνιση του μυστηριώδη
αποστολέα των καρτ ποστάλ. Μάλιστα, την τελευταία φορά που είχε
περπατήσει επί μία ολόκληρη ώρα ήταν στο εσωτερικό της Εθνικής
Πινακοθήκης Πορτρέτων, επίσκεψη η οποία είχε αποβεί άκαρπη, αν
εξαιρούσε κανείς ένα ασήμαντο περιστατικό που η Ρόμπιν είχε
προσπεράσει, καθώς ο Στράικ την είχε μάθει να αντιμετωπίζει με
δυσπιστία τα ένστικτα στα οποία τόσο ρομαντικές διαστάσεις απέδιδαν οι
άνθρωποι που δεν ασχολούνταν επαγγελματικά με τη διερεύνηση
υποθέσεων και τα οποία, όπως έλεγε, στις περισσότερες περιπτώσεις
πήγαζαν από προσωπικές προκαταλήψεις ή αβάσιμες εντυπώσεις.
Κουρασμένη και ξέροντας πάρα πολύ καλά πως τίποτε από όσα
επρόκειτο να ακούσει από την Τζούντιθ δεν ήταν πιθανό να της φτιάξει το
κέφι, η Ρόμπιν περνούσε μπροστά από ένα γραφείο στοιχημάτων, όταν
χτύπησε το κινητό της. Έκανε να το βγάλει από την τσέπη της, διαδικασία
που της πήρε λίγο περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι συνήθως, μιας και φορούσε
γάντια, με αποτέλεσμα να ακουστεί κάπως αγχωμένη όταν με τα πολλά
κατάφερε να απαντήσει στην κλήση που δεχόταν από έναν άγνωστό της
αριθμό.
«Ναι, παρακαλώ; Ρόμπιν Έλακοτ, σας ακούω».
«Α, γεια. Η Ίντεν Ρίτσαρντς είμαι».
Για μια στιγμή η Ρόμπιν ήταν αδύνατον να θυμηθεί ποια ήταν η Ίντεν
Ρίτσαρντς. Η γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής σαν να διαισθάνθηκε
το πρόβλημα, καθώς συνέχισε λέγοντας:
«Η κόρη της Βίλμα Μπέιλις. Στείλατε σ’ εμένα και στα αδέλφια μου
κάποια μηνύματα. Θέλατε να μας μιλήσετε σχετικά με τη Μάργκοτ
Μπάμπορο».
«Α, ναι, βεβαίως, σας ευχαριστώ που μου τηλεφωνήσατε!» είπε η
Ρόμπιν κάνοντας πίσω προς το κατώφλι του γραφείου στοιχημάτων, ενώ
με το ελεύθερο δάχτυλο του χεριού πίεζε το αυτί της για να μετριάσει τον
θόρυβο από την κίνηση στον δρόμο. Η Ίντεν, όπως πλέον θυμόταν, ήταν
η μεγαλύτερη από τις κόρες της Βίλμα, δημοτικός σύμβουλος στο
Λιούισαμ, εκλεγμένη με τους Εργατικούς.
«Ναι», είπε η Ίντεν Ρίτσαρντς, «κοιτάξτε, λυπάμαι, όμως δε θέλουμε να
σας μιλήσουμε. Και σας μεταφέρω εδώ τη βούληση όλων μας, εντάξει;»
«Λυπάμαι που το ακούω», είπε η Ρόμπιν, κοιτάζοντας αφηρημένα έναν
περαστικό σκύλο να λυγίζει τα πίσω του πόδια και να αφοδεύει στο
πεζοδρόμιο, όση ώρα ο δύσθυμος ιδιοκτήτης του περίμενε, με μια
πλαστική σακούλα να κρέμεται από το χέρι του. «Θα μπορούσα να
ρωτήσω γιατί…;»
«Απλώς δε θέλουμε», είπε η Ίντεν. «Εντάξει;»
«Εντάξει», είπε η Ρόμπιν, «απλώς, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις,
εμείς το μόνο που κάνουμε είναι να διασταυρώνουμε τις καταθέσεις που
δόθηκαν το διάστημα αφότου η Μάργκοτ…»
«Δεν μπορούμε να μιλήσουμε εξ ονόματος της μητέρας μας», είπε η
Ίντεν. «Είναι νεκρή. Συμπονούμε την κόρη της Μάργκοτ, όμως δε
θέλουμε να σκαλίσουμε εκείνη την ιστορία… είναι κάτι που δεν έχουμε
καμία διάθεση να ξαναζήσουμε, κανείς στην οικογένειά μας. Ήμαστε
μικρά παιδιά όταν εξαφανίστηκε. Ήταν μια άσχημη περίοδος για εμάς.
Οπότε, η απάντησή μας είναι αρνητική, εντάξει;»
«Καταλαβαίνω», είπε η Ρόμπιν, «όμως θα ήθελα να το ξανασκεφτείτε.
Δε σας ζητάμε να αναφερθείτε σε οτιδήποτε προσ…»
«Κι όμως αυτό κάνετε», αντέτεινε η Ίντεν. «Ναι, αυτό κάνετε. Και δεν
το θέλουμε, εντάξει; Δεν είστε αστυνομικοί. Παρεμπιπτόντως, η
μικρότερη αδελφή μου υποβάλλεται σε χημειοθεραπείες, οπότε αφήστε
την ήσυχη, σας παρακαλώ. Δεν της χρειάζεται η επιπλέον στεναχώρια.
Λοιπόν, σας κλείνω. Η απάντηση είναι όχι, εντάξει; Μην επικοινωνήσετε
ξανά με κανέναν μας, παρακαλώ».
Την επόμενη στιγμή η γραμμή έκλεισε.
«Σκατά», είπε η Ρόμπιν μεγαλόφωνα.
Ο ιδιοκτήτης του σκύλου, που εκείνη τη στιγμή είχε σκύψει και μάζευε
μια σεβαστή ποσότητα από τη συγκεκριμένη ουσία από το πεζοδρόμιο,
είπε:
«Να ’ξερες πόσο σε νιώθω, κοπελιά».
Η Ρόμπιν χαμογέλασε σφιγμένα, παράχωσε το κινητό στην τσέπη της
και συνέχισε τον δρόμο της. Λίγη ώρα μετά, κι ενώ εξακολουθούσε να
αναρωτιέται αν θα μπορούσε να είχε διαχειριστεί καλύτερα το
τηλεφώνημα της Ίντεν, η Ρόμπιν έσπρωξε τη γυάλινη πόρτα της
δικηγορικής εταιρείας Στέρλινγκ & Κομπς και πέρασε μέσα.
«Λοιπόν», είπε η Τζούντιθ πέντε λεπτά αργότερα, όταν η Ρόμπιν
καθόταν απέναντί της, σε ένα στενάχωρο γραφειάκι, γεμάτο ντουλάπια
αρχειοθέτησης. Τη μονολεκτική εισαγωγή ακολούθησε σιωπή, καθώς η
Τζούντιθ έριχνε μια ματιά στα έγγραφα που περιείχε ο φάκελος μπροστά
της, σε μια προφανή προσπάθεια να θυμηθεί τα δεδομένα της υπόθεσης,
όση ώρα η Ρόμπιν καθόταν και την κοίταζε. Η Ρόμπιν θα προτιμούσε
χίλιες φορές να είχε περιμένει ακόμη πέντε λεπτά στον χώρο αναμονής,
παρά να στέκεται μάρτυρας αυτής της χαλαρής και βιαστικής
επανάληψης καταστάσεων που στην ίδια προκαλούσαν τόσο έντονο
άγχος και πόνο.
«Χμ», έκανε η Τζούντιθ, «ναι… μισό να τσεκάρω κάτι… ναι, λάβαμε
απάντηση στην επιστολή μας στις δεκατέσσερις του μήνα, όπως ανέφερα
και στο email μου, οπότε γνωρίζετε πως ο κύριος Κάνλιφ δεν είναι
διατεθειμένος να μεταβάλει τη στάση του σε ό,τι αφορά τον κοινό σας
τραπεζικό λογαριασμό».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν.
«Οπότε, ειλικρινά θεωρώ πως είναι καιρός να περάσουμε σε
διαμεσολαβητή», είπε η Τζούντιθ Κομπς.
«Κι όπως ανέφερα στην απάντησή μου σ’ εκείνο το email», είπε η
Ρόμπιν, ενώ αναρωτιόταν αν την είχε διαβάσει καν η Τζούντιθ, «δεν
μπορώ να φανταστώ ότι ο όποιος διαμεσολαβητής θα έφερνε κάποιο
αποτέλεσμα».
«Αυτός είναι και ο λόγος που ζήτησα να τα πούμε από κοντά», είπε η
Τζούντιθ χαμογελώντας. «Συχνά διαπιστώνουμε στην πράξη πως όταν οι
δύο πλευρές καλούνται να καθίσουν στο ίδιο δωμάτιο και να απαντήσουν
οι ίδιοι, ιδίως μπροστά σε αμερόληπτους μάρτυρες –προφανώς, θα σε
συνόδευα σε μια τέτοια διαδικασία– αποδεικνύονται πολύ πιο
συνεννοήσιμες απ’ ό,τι όταν η επικοινωνία γίνεται μέσω επιστολών».
«Το είπατε και μόνη σας», απάντησε η Ρόμπιν (ένιωθε το αίμα να της
ανεβαίνει στο κεφάλι: η αίσθηση πως η άλλη δεν την άκουγε πραγματικά
εκδηλωνόταν όλο και συχνότερα στη διάρκεια εκείνων των συζητήσεων),
«την τελευταία φορά που βρεθήκαμε… συμφωνήσατε πως ο Μάθιου
φαίνεται πως θέλει να οδηγηθεί η υπόθεση στα δικαστήρια. Ουσιαστικά,
ο κοινός λογαριασμός δεν τον ενδιαφέρει. Μπορεί να διαθέσει δέκα φορές
περισσότερα χρήματα σε αυτή τη διαδικασία απ’ ό,τι εγώ. Το μόνο που
τον νοιάζει είναι να με νικήσει. Θέλει να ακούσει έναν δικαστή να
συμφωνεί πως τον παντρεύτηκα για τα χρήματά του. Θα θεωρήσει πως
άξιζε η όποια δαπάνη, αν στο τέλος έχει μια δικαστική απόφαση που θα
λέει πως για το διαζύγιο η αποκλειστική ευθύνη είναι δική μου».
«Είναι εύκολο», είπε η Τζούντιθ εξακολουθώντας να χαμογελά, «να
αποδίδουμε τα χειρότερα δυνατά κίνητρα στους πρώην συντρόφους μας,
όμως προφανώς είναι ένας άνθρωπος ευφυής…»
«Οι ευφυείς άνθρωποι μπορούν να αποδειχτούν εξίσου μνησίκακοι όσο
ο οποιοσδήποτε».
«Πράγματι», είπε η Τζούντιθ εξακολουθώντας να έχει ένα ύφος σαν να
προσπαθούσε να καλοπιάσει τη Ρόμπιν, «όμως η άρνηση ακόμη και να
δοκιμάσετε τη διαμεσολάβηση είναι μια λάθος κίνηση και για τους δυο
σας. Κανένας δικαστής δεν πρόκειται να δει με συμπάθεια κάποιον που
αρνείται έστω να προσπαθήσει να διευθετήσει το όποιο ζήτημα, προτού
προσφύγει στα δικαστήρια».
Η αλήθεια, όπως ενδεχομένως τόσο η Τζούντιθ όσο και η Ρόμπιν
αντιλαμβάνονταν εξίσου καλά, ήταν πως η Ρόμπιν έτρεμε στην προοπτική
να βρεθεί καθισμένη απέναντι στον Μάθιου κι εκείνο τον δικηγόρο που
είχε συντάξει όλες εκείνες τις ψυχρές, απειλητικές επιστολές.
«Του έχω ξεκαθαρίσει πως δε με ενδιαφέρει η κληρονομιά που πήρε από
τη μητέρα του», είπε η Ρόμπιν. «Το μόνο που θέλω από τον κοινό μας
λογαριασμό είναι τα χρήματα που διέθεσαν οι γονείς μου για το πρώτο
μας σπίτι».
«Ναι», είπε η Τζούντιθ με μια υποψία βαρεμάρας: η Ρόμπιν ήξερε πως
το ίδιο ακριβώς πράγμα έλεγε σε κάθε τους συνάντηση. «Όμως, όπως
γνωρίζετε, η δική του άποψη είναι…»
«Είναι πως ουσιαστικά δε συνέβαλα το παραμικρό στα οικονομικά μας,
επομένως το δίκαιο θα ήταν να κρατήσει αυτός τα πάντα, γιατί εκείνος
αποφάσισε να με παντρευτεί από αγάπη ενώ εγώ είμαι κάποιου είδους
χρυσοθήρας».
«Είναι προφανές πως η συζήτηση αυτή σας ταράζει», είπε η Τζούντιθ,
που πλέον είχε πάψει να χαμογελά.
«Ήμαστε μαζί επί δέκα χρόνια», είπε η Ρόμπιν, προσπαθώντας με
λιγοστή επιτυχία να παραμείνει ψύχραιμη. «Όταν εκείνος ήταν φοιτητής
και εγώ εργαζόμουν, πλήρωνα για τα πάντα. Μήπως έπρεπε να είχα
φυλάξει τις αποδείξεις;»
«Θα μπορούσαμε να θίξουμε αυτή την παράμετρο στη
διαμεσολάβηση…»
«Αυτό θα τον εξαγρίωνε ακόμη περισσότερο», είπε η Ρόμπιν.
Έφερε την παλάμη πάνω στο πρόσωπό της, αποκλειστικά και μόνο για
να το κρύψει. Ξαφνικά, αισθανόταν επικίνδυνα κοντά στο να βάλει τα
κλάματα.
«Εντάξει, σύμφωνοι. Ας δοκιμάσουμε τη διαμεσολάβηση».
«Θεωρώ πως αυτή είναι η πλέον φρόνιμη επιλογή», είπε η Τζούντιθ
Κομπς χαμογελώντας και πάλι. «Επομένως, θα επικοινωνήσω με το
δικηγορικό γραφείο των Μπρόφι, Σένστον και…»
«Φαντάζομαι πως θα μου δοθεί η ευκαιρία να πω τουλάχιστον στον
Μάθιου πόσο σκατιάρης είναι», είπε η Ρόμπιν, παραδομένη σε ένα
ξαφνικό κύμα οργής.
Η Τζούντιθ γέλασε πνιχτά.
«Α, δε θα το συμβούλευα αυτό», είπε.
Μπα, τι μας λες; σκέφτηκε η Ρόμπιν, καθώς σκάλωνε ένα ακόμη
προσποιητό χαμόγελο στο πρόσωπό της και σηκωνόταν για να φύγει.
Φυσούσε ένας αγριεμένος νοτισμένος άνεμος, την ώρα που η Ρόμπιν
έφευγε από το δικηγορικό γραφείο. Κατευθύνθηκε προς την οδό
Φίνμπορο ώσπου, τελικά, με το πρόσωπό της να έχει μουδιάσει και τα
μαλλιά να πέφτουν στα μάτια της, χώθηκε σε μια μικρή καφετέρια όπου,
αψηφώντας τους διατροφικούς κανόνες που η ίδια είχε ορίσει, αγόρασε
ένα μεγάλο καφέ με γάλα και ένα κεκάκι σοκολάτας. Κάθισε σε ένα
τραπέζι, χαζεύοντας τη βροχή που έπεφτε στον δρόμο, απολαμβάνοντας
την παρηγοριά που της πρόσφερε η σοκολάτα και ο καφές, ώσπου το
κινητό της χτύπησε ξανά.
Ήταν ο Στράικ.
«Γεια», είπε η Ρόμπιν μασουλώντας μια μπουκιά από το κεκάκι της.
«Συγγνώμη. Τρώω».
«Σε ζηλεύω», είπε ο Στράικ. «Πάλι στημένος έξω από το ρημάδι το
θέατρο είμαι. Μου φαίνεται πως έχει δίκιο ο Μπάρκλεϊ: δεν πρόκειται να
βρούμε βρόμα για τον Χοροπηδηχτούλη. Έχω νέα για την υπόθεση
Μπάμπορο».
«Κι εγώ», είπε η Ρόμπιν, που είχε προλάβει στο μεταξύ να καταπιεί την
μπουκιά της, «όμως δεν είναι ευχάριστα. Τα παιδιά της Βίλμα Μπέιλις δε
θέλουν να μας μιλήσουν».
«Τα παιδιά της καθαρίστριας; Γιατί;»
«Η Βίλμα δεν ήταν καθαρίστρια όταν πέθανε», του υπενθύμισε η
Ρόμπιν. «Κοινωνική λειτουργός ήταν».
Πριν καν ολοκληρώσει τη φράση της, η Ρόμπιν αναρωτήθηκε γιατί είχε
αισθανθεί την ανάγκη να τον διορθώσει. Ίσως η απάντηση να βρισκόταν
απλώς στο ότι αν η Βίλμα Μπέιλις ήταν καταδικασμένη να περιγράφεται
ως καθαρίστρια κάθε φορά που τη μνημόνευε κανείς, τότε η Ρόμπιν ίσως
να παρέμενε για πάντα μια «προσωρινή γραμματέας».
«Εντάξει, γιατί δε θέλουν να μας μιλήσουν τα παιδιά της κοινωνικής
λειτουργού;» ρώτησε ο Στράικ.
«Η κόρη που μου τηλεφώνησε, η Ίντεν –είναι η μεγαλύτερη– είπε πως
δεν ήθελαν να ανασύρουν από το παρελθόν μια περίοδο που αποδείχτηκε
δύσκολη για την οικογένεια. Είπε πως η απόφασή τους δεν έχει καμία
σχέση με τη Μάργκοτ, όμως στη συνέχεια αυτοακυρώθηκε, γιατί όταν της
είπα πως εμείς θέλαμε απλώς να μιλήσουμε για τη Μάργκοτ… δε
θυμάμαι πώς ακριβώς το διατύπωσε, όμως η αίσθηση που αποκόμισα
ήταν πως το να μιλήσουν για τη Μάργκοτ υποχρεωτικά θα περιλάμβανε
την ανάλυση κάποιων προσωπικών θεμάτων της οικογένειας».
«Κοίτα, ο πατέρας τους ήταν στη φυλακή, στις αρχές της δεκαετίας του
Εβδομήντα, και η Μάργκοτ παρότρυνε τη Βίλμα να τον χωρίσει», είπε ο
Στράικ. «Πιθανότατα αυτό είναι. Λες να αξίζει μια προσπάθεια να της
μιλούσαμε ξανά; Να προσπαθούσαμε να τη μεταπείσουμε;»
«Δε νομίζω πως πρόκειται να αλλάξει γνώμη».
«Κι είπε πως μιλούσε εξ ονόματος και όλων των αδελφών της;»
«Ναι. Η μία από τις αδελφές υποβάλλεται σε χημειοθεραπείες αυτό τον
καιρό. Μου ζήτησε συγκεκριμένα να μην την ενοχλήσω».
«Εντάξει, μην ασχοληθείς με αυτήν, όμως ίσως αξίζει μια προσπάθεια
με τους άλλους».
«Αυτό θα εκνευρίσει την Ίντεν».
«Ίσως, όμως εδώ που έφτασαν τα πράγματα, δεν έχουμε κάτι να
χάσουμε, σωστά;»
«Μάλλον όχι», είπε η Ρόμπιν. «Εσύ τι νέα έχεις;»
«Η νοσοκόμα και η ρεσεψιονίστ, όχι όμως η Γκλόρια Κόντι, η άλλη…»
«Η Αϊρίν Μπουλ», είπε η Ρόμπιν.
«Η Αϊρίν Μπουλ, νυν Χίκσον, ακριβώς… δέχτηκαν και οι δύο
ευχαρίστως να μας μιλήσουν. Αποδεικνύεται πως παρέμειναν φίλες από
τον καιρό που εργάζονταν στην κλινική. Η Αϊρίν προσφέρθηκε να μας
υποδεχτεί στο σπίτι της, την Τζάνις και εμάς, το απόγευμα του Σαββάτου.
Σκέφτηκα πως θα ήταν σκόπιμο να πηγαίναμε μαζί».
Η Ρόμπιν γύρισε το κινητό της στην ανοιχτή ακρόαση, ώστε παράλληλα
να συμβουλευτεί το πρόγραμμά της, που είχε περασμένο στο κινητό της.
Η καταχώριση του Σαββάτου ανέφερε τα εξής: Γενέθλια Στράικ/Φιλενάδα
Ανεπίδεκτου.
«Έχω κανονίσει να παρακολουθήσω τη φιλενάδα του Ανεπίδεκτου»,
είπε η Ρόμπιν κλείνοντας την ανοιχτή ακρόαση.
«Βράσε τη φιλενάδα, θα την αναλάβει ο Μόρις», είπε ο Στράικ. «Εσύ
θα μας πας εκεί με το αμάξι… αν δεν έχεις αντίρρηση», συμπλήρωσε,
οπότε η Ρόμπιν χαμογέλασε.
«Όχι, δεν έχω αντίρρηση», είπε.
«Τέλεια, τα συμφωνήσαμε», είπε ο Στράικ. «Καλά να περάσεις στο
υπόλοιπο ρεπό σου».
Τερμάτισε την κλήση. Η Ρόμπιν έπιασε το υπόλοιπο κεκάκι και το
έφαγε με την ησυχία της, απολαμβάνοντας την κάθε μπουκιά. Παρά την
επικείμενη διαμεσολάβηση που θα την έφερνε αντιμέτωπη με τον
Μάθιου, και το δίχως άλλο χάρη στη σοκολάτα που κυκλοφορούσε πλέον
μέσα της και που τόσο είχε ανάγκη, αισθανόταν πολύ πιο χαρούμενη απ’
ό,τι δέκα λεπτά νωρίτερα.
19
Κει δα απάντησα τον μόνο μπιστικό μου φίλο,
σε βάσανα βαριά και στεναχώριες μαύρες·
πράγμα που με λύπησε, μα γύρεψα κι εγώ
παρηγοριά να του προσφέρω με τη συντροφιά μου.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ο Στράικ ποτέ δε θύμιζε στους άλλους ότι πλησίαζαν τα γενέθλιά του,


ενώ απέφευγε να το ανακοινώνει ακόμη κι ανήμερα. Όχι πως δεν το
εκτιμούσε, όταν τον θυμούνταν: αντίθετα, ήταν κάτι που τον συγκινούσε
πολύ περισσότερο απ’ ό,τι άφηνε να φανεί, όμως αισθανόταν μια εγγενή
δυσφορία απέναντι στον προγραμματισμένο εορτασμό και στην
υποχρεωτική ευθυμία, κι όλες εκείνες τις σαχλές συνήθειες, με εκείνο το
τραγούδι για τα «Χρόνια πολλά» να είναι μία από τις πλέον εκνευ­-
ριστικές.
Απ’ όταν μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του, η μέρα της γέννησής του
συνοδευόταν από στενάχωρες αναμνήσεις, στις οποίες επέλεγε, συνήθως
δίχως επιτυχία, να μην αναλώνεται. Η μητέρα του κάποιες φορές
ξεχνούσε να του πάρει οποιοδήποτε δώρο, όταν ήταν παιδί. Ο βιολογικός
του πατέρας ουδέποτε είχε κάνει το παραμικρό εκείνη την ημέρα. Τα
γενέθλια κατέληξαν άρρηκτα συνδεδεμένα με τη συναίσθηση, η οποία
είχε καταστεί από καιρό αναπόσπαστο κομμάτι του, πως η ύπαρξή του
ήταν ένα ατύχημα, η πατρότητά του είχε αμφισβητηθεί στο δικαστήριο,
ενώ η γέννα αυτή καθαυτή ήταν «χοντρό λούκι, καλέ μου, έτσι κι έπρεπε
να γεννάνε οι άντρες, το ανθρώπινο είδος θα είχε εξαφανιστεί μέσα σε
έναν χρόνο».
Για την αδελφή του, τη Λούσι, θα αποτελούσε σχεδόν ασυγχώρητο
έγκλημα να αφήσει να περάσουν τα γενέθλια ενός αγαπημένου της
προσώπου χωρίς μια κάρτα, ένα δώρο, ένα τηλεφώνημα ή, εφόσον
μπορούσε να το κανονίσει, ένα πάρτι ή τουλάχιστον ένα γεύμα. Κι αυτός
ήταν ο λόγος που ο Στράικ συνήθως έλεγε ψέματα στη Λούσι, δήθεν πως
είχε κανονίσει κάτι άλλο, ώστε να αποφύγει να κάνει τόσο δρόμο μέχρι το
σπίτι της, στο Μπρόμ­λι, για να συμμετάσχει σε ένα οικογενειακό δείπνο
το οποίο η αδελφή του θα απολάμβανε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο ίδιος.
Μέχρι σχετικά πρόσφατα, ευχαρίστως θα γιόρταζε την ημέρα με λίγο
αγοραστό φαγητό στο σπίτι των φίλων του, του Νικ και της Ίλσα, όμως η
Ίλσα είχε προτείνει να συνοδέψει η Ρόμπιν τον Στράικ και καθώς ο
Στράικ είχε καταλήξει εδώ και πολλές εβδομάδες στο συμπέρασμα πως οι
απροκάλυπτες απόπειρες της Ίλσα να υποδυθεί την προξενήτρα
μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μονάχα με την πλήρη άρνηση
συνεργασίας, θα δικαιολογούνταν πως θα πήγαινε στης αδελφής του. Η
μόνη άχαρη ελπίδα που έτρεφε ο Στράικ για τα τριακοστά ένατα γενέθλιά
του ήταν πως η Ρόμπιν θα τα είχε ξεχάσει, κι αυτό γιατί, σε μια τέτοια
περίπτωση, θα ισοφαριζόταν η δική του παράληψη: θα ήταν πάτσι.
Κατέβηκε τα μεταλλικά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο γραφείο εκείνο
το πρωί της Παρασκευής και διαπίστωσε έκπληκτος πως δύο πακέτα και
τέσσερις φάκελοι είχαν τοποθετηθεί δίπλα στη συνήθη στοίβα από
γράμματα στο γραφείο της Πατ. Οι φάκελοι ήταν όλοι σε διάφορα
χρώματα. Προφανώς, φίλοι και συγγενείς είχαν αποφασίσει να
φροντίσουν ώστε οι ευχές τους για τα γενέθλιά του να φτάσουν εγκαίρως,
ενόψει Σαββατοκύριακου.
«Γενέθλια έχεις σήμερα;» ρώτησε η Πατ με τη βαθιά, τραχιά φωνή της,
ενώ συνέχιζε να κοιτάζει την οθόνη της και να δακτυλογραφεί, με το
ηλεκτρονικό τσιγάρο σφηνωμένο ανάμεσα στα δόντια της ως συνήθως.
«Αύριο», είπε ο Στράικ μαζεύοντας τις κάρτες. Αναγνώρισε τον γραφικό
χαρακτήρα σε τρεις από αυτές, όχι όμως στην τέταρτη.
«Πολύχρονος», μούγκρισε η Πατ, ενώ συνέχιζε να πληκτρολογεί.
«Έπρεπε να το είχες πει».
Κάποιο σκανταλιάρικο πνεύμα κέντρισε τον Στράικ να ρωτήσει:
«Γιατί; Θα μου είχες φτιάξει τούρτα;»
«Όχι», απάντησε αδιάφορα η Πατ. «Μπορεί όμως να σου είχα φέρει μια
κάρτα».
«Τότε, πάλι καλά που δεν είπα κουβέντα. Πέθανε ένα δέντρο λιγότερο».
«Εντάξει, μη φανταστείς πως θα ήταν καμιά μεγάλη κάρτα», σχολίασε η
Πατ αγέλαστη, ενώ τα δάχτυλά της εξακολουθούσαν να χορεύουν πάνω
στο πληκτρολόγιο.
Χαμογελώντας ελαφρά, ο Στράικ απομακρύνθηκε, μαζί με τις κάρτες
και τα πακέτα του, και πέρασε στο μέσα γραφείο, κι αργότερα το ίδιο
βράδυ τα πήρε όλα επάνω μαζί του, κλειστά ακόμη.
Ξύπνησε στις είκοσι τρεις του μήνα με το μυαλό του απόλυτα
εστιασμένο στο σύντομο ταξίδι μέχρι το Γκρίνουιτς, αργότερα την ίδια
ημέρα, με τη Ρόμπιν, και το μόνο πράγμα που του υπενθύμισε τη σημασία
εκείνης της ημέρας ήταν η παρουσία των δώρων και των καρτών πάνω
στο τραπέζι. Τα πακέτα περιείχαν ένα πουλόβερ από τον Τεντ και την
Τζόαν κι ένα φούτερ από τη Λούσι. Η Ίλσα, ο Ντέιβ Πόλγουορθ και ο
ετεροθαλής αδελφός του, ο Αλ, του είχαν στείλει χιουμοριστικές κάρτες,
οι οποίες παρότι δεν κατάφεραν να τον κάνουν να γελάσει, κάπως του
έφτιαξαν το κέφι.
Έβγαλε την τέταρτη κάρτα από τον φάκελό της. Στην μπροστινή πλευρά
είχε τη φωτογραφία ενός κυνηγόσκυλου, την οποία ο Στράικ παρατήρησε
για ένα με δύο δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να φανταστεί με ποιο
κριτήριο είχε επιλεγεί. Ποτέ του δεν είχε σκύλο και παρότι είχε μια
ελαφρά προτίμηση στα σκυλιά σε σχέση με τις γάτες, καθώς είχε
συνεργαστεί με ορισμένα στον στρατό, η αγάπη προς τα σκυλιά δε θα
συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα βασικά γνωρίσματά του. Ανοίγοντας την
κάρτα, βρέθηκε μπροστά στις εξής λέξεις:

Για μερικές στιγμές, ο Στράικ απόμεινε να κοιτάζει τις λέξεις σαν


χαμένος, το μυαλό του κενό όπως η υπόλοιπη κάρτα. Την τελευταία φορά
που είχε αντικρίσει τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα του, η μορφίνη
κατέκλυζε τον οργανισμό του, καθώς ένας εκρηκτικός μηχανισμός τού
είχε διαλύσει το πόδι. Όταν ήταν παιδί, έβλεπε μια στο τόσο, φευγαλέα,
την υπογραφή του πατέρα του στα νομικά έγγραφα που λάμβανε η
μητέρα του. Τότε στεκόταν έκπληκτος να κοιτάζει το όνομα, λες και
αντίκριζε μέσα από αυτό κάποιο κομμάτι του πατέρα του, σαν να μην
ήταν μελάνι αλλά αίμα κι ακλόνητη απόδειξη πως ο πατέρας του ήταν
άνθρωπος πραγματικός κι όχι κάποιος μύθος.
Εντελώς ξαφνικά, και μάλιστα με μια ένταση που τον σόκαρε, ο Στράικ
ένιωσε να τον κατακλύζει ένα αίσθημα οργής, οργής για λογαριασμό
εκείνου του μικρού αγοριού που κάποτε θα πούλαγε και την ψυχή του
ακόμη για να λάβει μια κάρτα γενεθλίων από τον πατέρα του. Τα χρόνια
που μεσολάβησαν είχαν εξαφανίσει κάθε διάθεση να έχει την όποια
επαφή με τον Τζόνι Ρόκεμπι, καθώς θυμόταν ακόμη τον οξύ πόνο που
τόσες φορές τού είχε προκαλέσει όταν ήταν ακόμη παιδί η συνεχιζόμενη
και αδιάλλακτη απουσία του πατέρα του: όταν η τάξη του στο δημοτικό
έφτιαχνε κάρτες για τη Γιορτή του Πατέρα, για παράδειγμα, ή όταν
άγνωστοί του ενήλικοι τον ρωτούσαν γιατί δεν έβλεπε ποτέ τον Ρόκεμπι,
ή όταν άλλα παιδιά τον πικάριζαν τραγουδώντας στίχους των Deadbeats ή
του έλεγαν πως η μάνα του γκαστρώθηκε μόνο και μόνο για να βάλει χέρι
στα λεφτά του Ρόκεμπι. Θυμόταν εκείνη τη λαχτάρα που αποκτούσε
σχεδόν διαστάσεις πόνου, ενός πόνου που αποδεικνυόταν ακόμη πιο οξύς
όταν πλησίαζαν τα γενέθλιά του και τα Χριστούγεννα, να του στείλει ο
πατέρας του κάτι ή να τηλεφωνήσει: οτιδήποτε, απλώς για να δείξει πως
ήξερε ότι ο Στράικ υπήρχε. Η ανάμνηση εκείνων των ελπίδων ήταν κάτι
που ο Στράικ σιχαινόταν, ακόμη περισσότερο απ’ όσο σιχαινόταν να
θυμάται τον πόνο που του προκαλούσαν οι απραγματοποίητες ευχές του,
μα περισσότερο απ’ όλα σιχαινόταν την ανάμνηση των γελοίων ψεμάτων
που έλεγε στον εαυτό του όταν, μικρό παιδάκι ακόμη, γύρευε να
δικαιολογήσει τον πατέρα του, που μάλλον δεν ήξερε πως η οικογένεια
είχε μετακομίσει και πάλι, που είχε στείλει δώρα σε λάθος διεύθυνση, που
ήθελε να τον γνωρίσει, αλλά απλώς δεν κατάφερνε να τον εντοπίσει.
Πού βρισκόταν ο Ρόκεμπι, όταν ο γιος του ήταν ένας ασήμαντος; Πού
βρισκόταν ο Ρόκεμπι κάθε φορά που η ζωή της Λίντα εκτροχιαζόταν κι ο
Τεντ με την Τζόαν έσπευδαν για μία ακόμη φορά να συμμαζέψουν τα
ασυμμάζευτα; Πού βρισκόταν σε οποιαδήποτε από τις αμέτρητες εκείνες
περιπτώσεις που η παρουσία του θα μπορούσε να είχε κάποια ουσιαστική
σημασία, αληθινό νόημα, αντί να αποτελεί μια προσπάθεια να κάνει καλή
εντύπωση στις εφημερίδες;
Ο Ρόκεμπι δεν ήξερε κυριολεκτικά το παραμικρό για τον γιο του, πέραν
του ότι ήταν ιδιωτικός ντετέκτιβ, κι αυτό εξηγούσε το γαμημένο
κυνηγόσκυλο. Άντε γαμήσου κι εσύ κι η κάρτα σου. Ο Στράικ έσκισε την
κάρτα στα δύο, ύστερα στα τέσσερα και πέταξε τα κομμάτια στο καλάθι
των αχρήστων. Το μόνο που τον απέτρεψε από το να τους βάλει φωτιά
ήταν γιατί δεν ήθελε να ενεργοποιήσει τον συναγερμό.
Όλο το πρωί ο θυμός παλλόταν μέσα του σαν ρεύμα. Ο Στράικ
σιχαινόταν ακόμη κι αυτή του την αντίδραση, καθώς μαρτυρούσε πως ο
Ρόκεμπι εξακολουθούσε να ασκεί κάποια συναισθηματική επίδραση πάνω
του, οπότε μέχρι να πάρει τον δρόμο για το Ερλς Κορτ, απ’ όπου θα τον
παραλάμβανε η Ρόμπιν, δεν απείχε και πολύ από το σημείο να ευχηθεί να
μην είχαν εφευρεθεί καν τα γενέθλια.
Καθισμένη στο Land Rover ακριβώς μπροστά στην είσοδο του
σταθμού, περίπου σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, η Ρόμπιν είδε τον
Στράικ να εμφανίζεται στο πεζοδρόμιο, έχοντας μαζί του ένα
δερματόδετο σημειωματάριο και παρατήρησε πως έδειχνε κακόκεφος όσο
ποτέ άλλοτε.
«Χρόνια πολλά», του ευχήθηκε μόλις εκείνος άνοιξε την πόρτα του
συνοδηγού. Αμέσως, το μάτι του Στράικ έπεσε πάνω στην κάρτα και το
μικρό τυλιγμένο πακέτο που ήταν ακουμπισμένα στο ταμπλό.
Γαμώτο.
«Να ’σαι καλά», είπε και κάθισε δίπλα της, δείχνοντας ακόμη πιο
μουτρωμένος.
Βγάζοντας η Ρόμπιν το τζιπ στον δρόμο, είπε:
«Σε τάραξε που κλείνεις τα τριάντα εννέα ή συνέβη κάτι άλλο;»
Μην έχοντας καμία απολύτως διάθεση να μιλήσει για τον Ρόκεμπι, ο
Στράικ αποφάσισε πως χρειαζόταν να σκαρώσει μια πειστική δικαιολογία.
«Όχι, απλώς είμαι κομμάτια. Έμεινα ξύπνιος ως αργά για να τσεκάρω
το περιεχόμενο της τελευταίας κούτας του φακέλου της υπόθεσης
Μπάμπορο».
«Εγώ προσφέρθηκα να το κάνω την Τρίτη, όμως δε με άφησες!»
«Αφού είχες χρωστούμενα ρεπό», απάντησε κοφτά ο Στράικ σκίζοντας
τον φάκελο της κάρτας της. «Ακόμη έχεις χρωστούμενα».
«Το ξέρω, όμως θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον από το να σιδερώνω τα
ρούχα μου».
Ο Στράικ παρατήρησε την μπροστινή πλευρά της κάρτας που του
χάρισε η Ρόμπιν, στην οποία αποτυπωνόταν μια υδατογραφία του Σεντ
Μος. Σκέφτηκε πως πρέπει να μπήκε σε μεγάλο κόπο για να τη βρει στο
Λονδίνο. «Είναι όμορφη», είπε, «ευχαριστώ».
Την άνοιξε και διάβασε:

Ποτέ ως τότε δεν είχε προσθέσει ένα φιλί σε όποιο μήνυμα του είχε
στείλει, κι η παρουσία του στο συγκεκριμένο ήταν κάτι που άρεσε στον
Στράικ. Νιώθοντας κάπως πιο ευδιάθετος, ξετύλιξε το μικρό πακέτο που
συνόδευε την κάρτα και μέσα βρήκε ένα ζευγάρι ακουστικά που
προορίζονταν να αντικαταστήσουν εκείνα που είχε σπάσει ο Λουκ, όταν ο
Στράικ είχε κατεβεί στο Σεντ Μος στη διάρκεια του καλοκαιριού.
«Α, Ρόμπιν, είναι… σ’ ευχαριστώ. Είναι τέλειο δώρο. Δεν τα είχα
αντικαταστήσει, ξέρεις».
«Ξέρω», είπε η Ρόμπιν. «Το παρατήρησα».
Βάζοντας την κάρτα πίσω στον φάκελό της, ο Στράικ υπενθύμισε στον
εαυτό του πως έπρεπε οπωσδήποτε να της πάρει ένα σωστό δώρο για τα
Χριστούγεννα.
«Το μυστικό σημειωματάριο του Μπιλ Τάλμποτ είναι αυτό;» ρώτησε η
Ρόμπιν, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στο δερματόδετο βιβλίο που είχε πάνω
στα γόνατά του ο Στράικ.
«Ακριβώς. Θα σου το δείξω αφότου μιλήσουμε στην Αϊρίν και στην
Τζάνις. Μιλάμε για απίθανες παλαβομάρες. Είναι τίγκα στα αλλόκοτα
σχέδια και σύμβολα».
«Με την τελευταία κούτα του φακέλου της αστυνομίας τι έγινε; Βρήκες
τίποτε ενδιαφέρον;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Τώρα που το λες, ναι. Κάμποσα σημειώματα της αστυνομίας από το
1975 είχαν ανακατευτεί με κάτι άλλα, μεταγενέστερα έγγραφα.
Περιλάμβαναν διάφορες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες.
»Για παράδειγμα, η καθαρίστρια στην κλινική, η Βίλμα, απολύθηκε
λίγους μήνες μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ, αλλά λόγω κάποιων
μικροκλοπών, όχι επειδή έπινε στη δουλειά, όπως μου είχε πει ο Γκάπτα.
Κάθε τόσο εξαφανίζονταν μικροποσά από τα πορτοφόλια και τις τσέπες
διαφόρων. Ανακάλυψα επίσης πως στα δεύτερα γενέθλια της Άννας
τηλεφώνησε στο σπίτι μια γυναίκα, η οποία ισχυρίστηκε πως ήταν η
Μάργκοτ».
«Ω, Θεέ μου, τι φρικτό», είπε η Ρόμπιν. «Φάρσα;»
«Αυτό θεώρησε η αστυνομία. Εντόπισαν το σημείο απ’ όπου έγινε το
τηλεφώνημα, ήταν ένας θάλαμος στη Μέριλεμπον. Στο τηλεφώνημα
απάντησε η Σύνθια, η κοπέλα που φρόντιζε το παιδί κι αργότερα έγινε
μητριά του. Η γυναίκα είπε πως ήταν η Μάργκοτ και ζήτησε από τη
Σύνθια να προσέχει την κόρη της».
«Η Σύνθια θεώρησε πως ήταν πράγματι η Μάργκοτ;»
«Στην αστυνομία είπε πως ήταν τέτοιο το σοκ, ώστε δεν μπόρεσε να
ακούσει καλά τι της έλεγε η άλλη. Της φάνηκε πως η φωνή της έμοιαζε
κάπως, όμως γενικά ήταν της άποψης πως κάποιος προσπαθούσε να τη
μιμηθεί».
«Μα τι ωθεί τους ανθρώπους να κάνουν τέτοια πράγματα;»
αναρωτήθηκε η Ρόμπιν, ειλικρινά απορημένη.
«Είναι σκατόψυχοι», είπε ο Στράικ. «Στην τελευταία κούτα, υπήρχαν
και οι καταγραφές διαφόρων περιπτώσεων όπου κάποιος ισχυρίστηκε πως
είδε τη Μάργκοτ μετά την εξαφάνισή της. Όλες εκείνες οι μαρτυρίες
βέβαια καταρρίφθηκαν, όμως ετοίμασα έναν κατάλογο και θα σου τον
στείλω με email. Σε πειράζει να καπνίσω;»
«Ελεύθερα», είπε η Ρόμπιν, οπότε ο Στράικ κατέβασε το παράθυρο.
«Σου έστειλα κι εγώ μια μικρή πληροφορία χτες βράδυ. Τόση δα.
Θυμάσαι τον Άλμπερτ Σίμινγκς, τον ανθοπώλη…»
«…το φορτηγάκι του οποίου κάποιοι μάρτυρες κατέθεσαν πως είδαν να
απομακρύνεται με ταχύτητα από το Κλέρκενγουελ Γκριν; Ναι. Τι έγινε,
άφησε κάποιο σημείωμα στο οποίο ομολογούσε τον φόνο;»
«Δυστυχώς όχι, όμως μίλησα με τον μεγαλύτερο γιο του, ο οποίος
υποστηρίζει πως το φορτηγάκι του πατέρα του ήταν αδύνατο να κινείται
στην περιοχή στις έξι και μισή εκείνο το βράδυ. Ήταν σταθμευμένο έξω
από το σπίτι της δασκάλας που του μάθαινε κλαρινέτο, στο Κάμντεν, εκεί
όπου τον πήγαινε ο πατέρας του κάθε Παρασκευή. Λέει πως όλα αυτά τα
εξήγησαν στην αστυνομία από την πρώτη στιγμή. Ο πατέρας του καθόταν
μέσα στο φορτηγάκι και τον περίμενε να σχολάσει διαβάζοντας
κατασκοπευτικά μυθιστορήματα».
«Τι να πω, τα μαθήματα κλαρινέτου δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο,
όμως τόσο ο Τάλμποτ όσο και ο Λόσον πείστηκαν από τις εξηγήσεις του
Σίμινγκς, όταν του μίλησαν. Πάντως, είναι θετικό που επιβεβαιώνεται
αυτό», συμπλήρωσε, για να μη νομίσει η Ρόμπιν πως δεν απέδιδε
σημασία στον κόπο της. «Άρα, αυτό σημαίνει πως παραμένει η
πιθανότητα το φορτηγάκι να ήταν του Ντένις Κριντ, σωστά;»
Ο Στράικ άναψε ένα τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό έξω από το παράθυρο
και είπε:
«Σ’ εκείνη την τελευταία κούτα υπήρχε και κάποιο ενδιαφέρον υλικό
σχετικά με αυτές τις δύο γυναίκες που πρόκειται να συναντήσουμε.
Επιπλέον στοιχεία, τα οποία ήρθαν στο φως όταν ανέλαβε επικεφαλής ο
Λόσον».
«Αλήθεια; Νόμιζα πως η Αϊρίν είχε ραντεβού με τον οδοντίατρό της και
η Τζάνις επισκεπτόταν ασθενείς στα σπίτια τους, το βράδυ που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, λάθος θυμάμαι;»
«Ναι, αυτό δήλωσαν στις αρχικές τους καταθέσεις», είπε ο Στράικ, «κι
ο Τάλμποτ δε θεώρησε σκόπιμο να διασταυρώσει τους ισχυρισμούς τους.
Δέχτηκε αυτό που του είπαν και δεν ασχολήθηκε περισσότερο».
«Μάλλον επειδή δε θεωρούσε πως ο Χασάπης του Έσεξ θα μπορούσε
να ήταν γυναίκα;»
«Ακριβώς».
Ο Στράικ έβγαλε το δικό του σημειωματάριο από την τσέπη του παλτού
του και το άνοιξε στις σελίδες που είχε γράψει την Τρίτη.
«Στην πρώτη της κατάθεση, την οποία έδωσε στον Τάλμποτ, η Αϊρίν
ισχυρίστηκε πως είχε έναν επίμονο πονόδοντο για κάποιες μέρες πριν από
την εξαφάνιση της Μάργκοτ. Η φίλη της η Τζάνις, που ήταν και
νοσοκόμα, υποψιαζόταν πως είχε σχηματιστεί κάποιο απόστημα, οπότε η
Αϊρίν έκλεισε έκτακτο ραντεβού για τις τρεις το απόγευμα, ενώ από την
κλινική έφυγε στις δύο και μισή. Με την Τζάνις σχεδίαζαν να πάνε σινεμά
εκείνο το βράδυ, όμως το πρόσωπο της Αϊρίν ήταν πονεμένο και
πρησμένο μετά την εξαγωγή που χρειάστηκε να κάνει, οπότε όταν της
τηλεφώνησε η Τζάνις για να μάθει πώς είχε πάει η επίσκεψη στον
οδοντογιατρό και να επιβεβαιώσει πως το ραντεβού τους ίσχυε για εκείνο
το βράδυ, η Αϊρίν της είπε πως προτιμούσε να μείνει στο σπίτι».
«Δεν υπήρχαν κινητά τότε», σχολίασε η Ρόμπιν. «Τελείως άλλος
κόσμος».
«Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ κοιτάζοντας τις σημειώσεις», είπε ο
Στράικ. «Στην εποχή μας, οι φίλοι της Αϊρίν θα περίμεναν σχολιασμό των
εξελίξεων λεπτό προς λεπτό. Φωτογραφίες της, ξαπλωμένης στην
καρέκλα του οδοντιατρείου.
»Ο Τάλμποτ άφησε να εννοηθεί στους υφισταμένους του πως είχε
επικοινωνήσει προσωπικά με τον οδοντογιατρό, ώστε να επιβεβαιώσει
την κατάθεση, όμως δεν το είχε κάνει. Ικανό τον έχω να συμβουλεύτηκε
κάποια κρυστάλλινη σφαίρα».
«Χα χα».
«Δεν κάνω πλάκα. Περίμενε να δεις τι γράφει στο σημειωματάριό του
και τα ξαναλέμε».
Ο Στράικ γύρισε σελίδα.
«Τέλος πάντων, έξι μήνες αργότερα, ο Λόσον αναλαμβάνει επικεφαλής
των ερευνών και ανατρέχει συστηματικά στις σημειώσεις για κάθε
μάρτυρα και ύποπτο που περιλαμβάνεται στον φάκελο. Η Αϊρίν
επανέλαβε την ιστορία με τον οδοντογιατρό, όμως μισή ώρα αφότου
έφυγε από το γραφείο του Λόσον, πανικοβλήθηκε και ζήτησε να του
μιλήσει ξανά. Αυτή τη φορά ομολόγησε πως είχε πει ψέματα.
»Δεν υπέφερε από κανέναν πονόδοντο. Ούτε είχε περάσει από τον
οδοντογιατρό. Ισχυρίστηκε πως είχε αναγκαστεί να κάνει πολλές
υπερωρίες στην κλινική, τις οποίες δεν είχε πληρωθεί, κι αυτό την είχε
εκνευρίσει, θεωρούσε πως δικαιούνταν ένα απόγευμα να το πάρει ρεπό,
οπότε καμώθηκε πως είχε πονόδοντο, είπε πως δήθεν έκλεισε εκτάκτως
ραντεβού κι έτσι έφυγε από τη δουλειά και πήγε στο Γουέστ Εντ για
ψώνια.
»Στον Λόσον είπε ότι είχε επιστρέψει στο σπίτι –παρενθετικά,
εξακολουθούσε να μένει με τους γονείς της– όταν συνειδητοποίησε πως
έτσι και έβγαινε το βράδυ για να συναντήσει την Τζάνις, τη νοσοκόμα, η
φίλη της μπορεί να της ζητούσε να δει το σημείο απ’ όπου είχε αφαιρεθεί
το δόντι ή, τουλάχιστον, θα περίμενε να δει κάποιο πρήξιμο. Οπότε όταν
τηλεφώνησε η Τζάνις για να επιβεβαιώσει ότι θα πήγαιναν στο σινεμά
παρέα, της είπε ψέματα πως δεν αισθανόταν καλά.
»Ο Λόσον ζόρισε άσχημα την Αϊρίν, όπως φαίνεται από τις σημειώσεις
του. Δεν καταλάβαινε η μάρτυρας πόσο σοβαρή ήταν η υπόθεση, είπε
ψέματα στην αστυνομία, έχουν βρεθεί άνθρωποι με χειροπέδες για
μικρότερα λάθη και τα λοιπά. Επίσης, της είπε ξεκάθαρα πως αυτή η νέα
εκδοχή που έδινε αποδείκνυε πως δεν είχε άλλοθι καμία στιγμή εκείνο το
απόγευμα και το βράδυ, με εξαίρεση λίγα λεπτά γύρω στις έξι και μισή,
όταν της τηλεφώνησε στο σπίτι η Τζάνις».
«Πού έμενε η Αϊρίν;»
«Στην Κορπορέισιον Ρόου, έναν μικρό δρόμο που συμπτωματικά δεν
απέχει πολύ από την παμπ, αν και δε βρίσκεται στη διαδρομή που θα είχε
ακολουθήσει η Μάργκοτ φεύγοντας από την κλινική.
»Τέλος πάντων, μόλις αναφέρθηκε το ζήτημα του άλλοθι, η Αϊρίν έπαθε
υστερία. Λύθηκε η γλώσσα της κι άρχισε να λέει διάφορα, πως η
Μάργκοτ είχε ένα σωρό εχθρούς, χωρίς όμως να μπορεί να τους
κατονομάσει, αν και ανέφερε στον Λόσον εκείνα τα ανώνυμα
σημειώματα που είχε λάβει η Μάργκοτ.
»Την επόμενη ημέρα, η Αϊρίν πήγε ξανά να μιλήσει στον Λόσον, αυτή
τη φορά συνοδευόμενη από τον οργίλο πατέρα της, ο οποίος καθόλου δεν
τη βοήθησε, μιας και έβαλε τις φωνές στον Λόσον που είχε το θράσος να
ταράξει την κόρη του. Στη διάρκεια εκείνης της τρίτης κατάθεσης, η
Αϊρίν παρουσίασε στον Λόσον μία απόδειξη από κατάστημα επί της οδού
Όξφορντ, κομμένη στις 3:10 μ.μ. την ημέρα που εξαφανίστηκε η
Μάργκοτ. Η απόδειξη ήταν για αγορά με μετρητά. Ο Λόσον κατά πάσα
πιθανότητα απόλαυσε ιδιαίτερα τη στιγμή, όταν εξήγησε στην Αϊρίν και
στον πατέρα της πως το μόνο που αποδείκνυε εκείνη η απόδειξη ήταν ότι
κάποιος είχε πάει για ψώνια στην οδό Όξφορντ εκείνη την ημέρα».
«Και πάλι… μία απόδειξη από την επίμαχη μέρα, την επίμαχη ώρα…»
«Θα μπορούσε να ήταν από κάτι που αγόρασε η μητέρα της. Ή κάποια
φίλη».
«Μα γιατί να τη φυλάξει επί έξι μήνες;»
«Πράγματι, γιατί;»
Η Ρόμπιν αναλογίστηκε το ζήτημα. Η ίδια φύλαγε συστηματικά
αποδείξεις, όμως το έκανε επειδή αφορούσαν έξοδα σε ώρες εργασίας, τις
οποίες θα παρέδιδε στον λογιστή.
«Ναι, ίσως και να είναι παράξενο που είχε ακόμη την απόδειξη»,
παραδέχτηκε.
«Ο Λόσον πάντως δεν κατάφερε να αποσπάσει κάποια άλλη
πληροφορία. Δε νομίζω, βέβαια, ότι την υποψιαζόταν πραγματικά. Έμεινα
με την εντύπωση πως απλώς δεν τη συμπαθούσε. Την πίεσε πάρα πολύ
σχετικά με τα ανώνυμα σημειώματα που ισχυριζόταν η Αϊρίν πως είχε δει,
εκείνα που αναφέρονταν στην Κόλαση. Δε νομίζω πως ο επιθεωρητής
πίστευε πως υπήρξαν ποτέ τέτοια σημειώματα».
«Μα, νόμιζα πως η δεύτερη υπάλληλος στην υποδοχή είχε επιβεβαιώσει
ότι είδε το ένα, λάθος θυμάμαι;»
«Έτσι είπε. Όμως τίποτε δεν αποκλείει να τα είχαν συμφωνήσει μεταξύ
τους. Το μόνο βέβαιο είναι πως δε βρέθηκε ποτέ το παραμικρό ίχνος
εκείνων των σημειωμάτων».
«Μα αυτό θα συνιστούσε σοβαρό ψέμα», είπε η Ρόμπιν. «Με το δήθεν
ραντεβού για το δόντι της, μπορώ να καταλάβω το ψεματάκι, και γιατί θα
φοβόταν να το παραδεχτεί, με όλα αυτά που συνέβησαν. Το να πει
ψέματα όμως για εκείνα τα ανώνυμα σημειώματα, τη στιγμή που η
γυναίκα στην οποία υποτίθεται ότι είχαν σταλεί κατέληξε να
εξαφανιστεί…»
«Α, μην ξεχνάς όμως πως η Αϊρίν είχε ήδη αρχίσει να αφηγείται την
ιστορία με τα ανώνυμα σημειώματα πριν από την εξαφάνιση της
Μάργκοτ. Ισχύουν δηλαδή τα ίδια με πριν, έτσι δεν είναι; Οι δύο
ρεσεψιονίστ ενδεχομένως να εφηύραν εκείνα τα απειλητικά σημειώματα,
ίσως για να διασκεδάσουν τη βαρεμάρα τους διαδίδοντας μια ζοφερή
φήμη, κι ύστερα να τους ήταν αδύνατο να πάρουν πίσω το ψέμα, από τη
στιγμή που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ.
»Τέλος πάντων», είπε ο Στράικ προχωρώντας δυο σελίδες παρακάτω,
«αυτά τα ωραία με την Αϊρίν. Για να δούμε τώρα την κολλητή της, τη
νοσοκόμα.
»Στην αρχική της κατάθεση, η Τζάνις ισχυρίστηκε πως πέρασε όλο το
απόγευμα στους δρόμους, πραγματοποιώντας κατ’ οίκον επισκέψεις σε
ασθενείς. Η τελευταία επίσκεψη, σε μια ηλικιωμένη κυρία η οποία
αντιμετώπιζε πολλαπλά θέματα υγείας, κράτησε περισσότερο απ’ όσο είχε
λογαριάσει. Έφυγε από εκεί γύρω στις έξι και τράβηξε γραμμή σε έναν
τηλεφωνικό θάλαμο, για να τηλεφωνήσει στο σπίτι της Αϊρίν, ώστε να
τσεκάρει αν ίσχυε το ραντεβού τους για να πάνε σινεμά εκείνο το βράδυ.
Η Αϊρίν είπε πως δεν είχε διάθεση, όμως η Τζάνις είχε κανονίσει ήδη να
έρθει γυναίκα να προσέχει το παιδί της κι ήθελε οπωσδήποτε να δει την
ταινία –τον Τζέιμς Κάαν στον Τζογαδόρο– οπότε αποφάσισε να πάει.
Παρακολούθησε την ταινία μόνη της, κι ύστερα πέρασε από το σπίτι της
γειτόνισσας, πήρε τον γιο της και επέστρεψε στο σπίτι της.
»Ο Τάλμποτ δεν μπήκε στον κόπο να διασταυρώσει τίποτε απ’ όλα
αυτά, όμως ένας ευσυνείδητος υφιστάμενός του ανέλαβε πρωτοβουλία
και το έκανε, και ίσχυαν τα πάντα. Όλοι οι ασθενείς επιβεβαίωσαν πως η
Τζάνις είχε περάσει από τα σπίτια τους τις σωστές ώρες. Η γυναίκα που
ανέλαβε να προσέχει τον γιο της νοσοκόμας επιβεβαίωσε πως η Τζάνις
πέρασε για να παραλάβει το παιδί τη συμφωνημένη ώρα. Η Τζάνις
παρουσίασε επίσης το απόκομμα του εισιτηρίου για τη συγκεκριμένη
ταινία, που είχε παραπέσει στην τσάντα της. Δεδομένου ότι αυτό συνέβη
λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ, δε
φαίνεται ιδιαίτερα ύποπτο που βρέθηκε το απόκομμα. Από την άλλη, ένα
απόκομμα δεν αποδεικνύει πως κάθισε να παρακολουθήσει την ταινία,
όπως και η απόδειξη δεν αποδεικνύει ότι η Αϊρίν είχε πάει για ψώνια».
Πέταξε τη γόπα του τσιγάρου του έξω από το παράθυρο.
«Πού έμενε η τελευταία ασθενής που επισκέφτηκε η Τζάνις εκείνη την
ημέρα;» ρώτησε η Ρόμπιν, οπότε ο Στράικ κατάλαβε πως το μυαλό της
προσπαθούσε να υπολογίσει χρόνους και περιθώρια.
«Στην οδό Γκόσπαλ, σε απόσταση δέκα λεπτών από το ιατρείο με
αμάξι. Θα ήταν οριακά εφικτό για μια γυναίκα που κινούνταν με
αυτοκίνητο να προλάβει τη Μάργκοτ όπως κατευθυνόταν στην παμπ,
υποθέτοντας πως η Μάργκοτ περπατούσε πολύ αργά ή καθυστέρησε για
κάποιο λόγο στη διαδρομή ή έφυγε από την κλινική αργότερα απ’ ό,τι
είπε η Γκλόρια. Όμως θα χρειαζόταν μια δόση τύχης καθώς, όπως
ξέρουμε, μέρος της διαδρομής που λογικά θα ακολουθούσε η Μάργκοτ
ήταν πεζοδρομημένο».
«Ούτε και μπορώ να φανταστώ γιατί θα κανόνιζες να πας σινεμά με μια
φίλη, αν είχες σκοπό να απαγάγεις κάποιον», σχολίασε η Ρόμπιν.
«Συμφωνώ», είπε ο Στράικ. «Όμως δεν ολοκλήρωσα. Όταν ο Λόσον
αναλαμβάνει επικεφαλής των ερευνών, διαπιστώνει πως και η Τζάνις είχε
πει ψέματα στον Τάλμποτ».
«Πλάκα μου κάνεις».
«Καθόλου. Αποδείχτηκε πως δεν είχε αυτοκίνητο. Έξι εβδομάδες πριν
από την εξαφάνιση της Μάργκοτ, το παμπάλαιο Morris Minor που
οδηγούσε η Τζάνις παρέδωσε το πνεύμα και το πούλησε για παλιοσίδερα.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, στις κατ’ οίκον επισκέψεις πήγαινε
χρησιμοποιώντας τη συγκοινωνία ή με τα πόδια. Δεν ήθελε να ξέρει
κανείς στην κλινική ότι είχε μείνει χωρίς αυτοκίνητο, σε περίπτωση που
της έλεγαν πως δεν μπορούσε να συνεχίσει τις απογευματινές επισκέψεις.
Ο σύζυγός της την είχε παρατήσει μόνη με ένα παιδί. Η Τζάνις είχε
ξεκινήσει να κάνει οικονομίες για να αγοράσει καινούργιο αυτοκίνητο,
όμως ήξερε πως θα χρειαζόταν κάποιο διάστημα, οπότε δικαιολογούνταν
πως το αμαξάκι της ήταν στο συνεργείο ή πως ήταν ευκολότερο να πάρει
το λεωφορείο, έτσι και τη ρωτούσε κανείς».
«Μα, εφόσον ισχύει αυτό…»
«Επιβεβαιωμένα. Ο Λόσον διασταύρωσε κάθε λεπτομέρεια, μίλησε με
τη μάντρα που αγόρασε το αμάξι για παλιοσίδερα, τσέκαρε τα πάντα».
«…τότε, αυτό την αποκλείει τελείως από την περίπτωση να εμπλέκεται
κάπως στην απαγωγή».
«Τείνω να συμφωνήσω», είπε ο Στράικ. «Θεωρητικά, θα μπορούσε να
είχε πάρει ταξί, όμως σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ήταν και ο
ταξιτζής συνεργός στην απαγωγή. Όχι, το ενδιαφέρον στοιχείο στην
περίπτωση της Τζάνις είναι πως, παρότι ήταν απόλυτα πεπεισμένος για
την αθωότητά της, ο Τάλμποτ της πήρε κατάθεση συνολικά επτά φορές,
περισσότερες από οποιονδήποτε άλλο μάρτυρα ή ύποπτο».
«Επτά φορές;»
«Ακριβώς. Στην αρχή είχε μια κάποια δικαιολογία. Ήταν γειτόνισσα του
Στιβ Ντάουθγουεϊτ, εκείνου του ασθενή της Μάργκοτ που υπέφερε από
οξύ στρες. Η δεύτερη και η τρίτη κατάθεση αφορούσαν αποκλειστικά τον
Ντάουθγουεϊτ, με τον οποίο η Τζάνις είχε μια καλημέρα. Ο Ντάουθγουεϊτ
ήταν εκείνος που κυρίως συγκέντρωνε τις υποψίες του Τάλμποτ πως ήταν
ο Χασάπης του Έσεξ, οπότε μπορείς να αντιληφθείς το σκεπτικό του –
ήταν πολύ φυσικό να συγκεντρώνεις καταθέσεις από γείτονες, εφόσον
θεωρούσες πως κάποιος κατακρεουργούσε γυναίκες εκεί δίπλα. Η Τζάνις
όμως δεν ήξερε να πει στον Τάλμποτ κάτι περισσότερο για τον
Ντάουθγουεϊτ σε σχέση με όσα ξέρουμε ήδη, πράγμα που δεν εμπόδισε
τον επιθεωρητή από το να επανέρχεται σ’ εκείνη. Μετά την τρίτη
κατάθεση, έπαψε να της κάνει ερωτήσεις για τον Ντάουθγουεϊτ, οπότε τα
πράγματα πήραν πολύ παράξενη τροπή. Μεταξύ άλλων, ο Τάλμποτ τη
ρώτησε αν είχε υπνωτιστεί ποτέ, αν ήταν διατεθειμένη να το δοκιμάσει,
τις έκανε διάφορες ερωτήσεις σχετικά με τα όνειρα που έβλεπε και την
προέτρεψε να κρατά ημερολόγιο, ώστε να το διαβάσει εκείνος αργότερα,
κι επίσης να του ετοιμάσει έναν κατάλογο με τους πρόσφατους ερωτικούς
της συντρόφους».
«Τι έκανε λέει;»
«Στον φάκελο υπάρχει αντίγραφο επιστολής από τον Επίτροπο της
Αστυνομίας», σχολίασε ξερά ο Στράικ, «στην οποία ζητά συγγνώμη από
την Τζάνις για τη συμπεριφορά του Τάλμποτ. Οπότε, μπορείς να
καταλάβεις για ποιο λόγο θέλησαν να τον απομακρύνουν από την
Υπηρεσία το γρηγορότερο».
«Ο γιος σού είπε τίποτε για όλα αυτά;»
Ο Στράικ θυμήθηκε το σοβαρό, μειλίχιο πρόσωπο του Γκρέγκορι, την
ακλόνητη πεποίθησή του πως ο Μπιλ υπήρξε καλός πατέρας και την
αμηχανία του, όταν η συζήτηση γύρισε στις πεντάλφες.
«Αμφιβάλλω αν ήξερε κάτι. Η Τζάνις, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν επιδίωξε να
το κάνει ζήτημα».
«Μάλιστα», είπε η Ρόμπιν μετρώντας τα λόγια της. «Από την άλλη,
νοσοκόμα ήταν. Μήπως είχε καταλάβει πως ο άνθρωπος ήταν άρρωστος;»
Αναλογίστηκε αυτή την περίπτωση για μερικές στιγμές κι ύστερα είπε:
«Πρέπει να ήταν τρομακτική εμπειρία, πάντως, καλά δε λέω; Να σε
καλεί ο επικεφαλής των ερευνών κάθε τόσο να καταθέσεις και να σου
ζητάει να κρατήσεις ημερολόγιο με τα όνειρα που βλέπεις;»
«Οι περισσότεροι άνθρωποι θα ταράζονταν. Υποθέτω πως η εξήγηση
για όλα αυτά είναι η προφανής… πάντως, θα ήταν χρήσιμο να τη
ρωτούσαμε».
Ο Στράικ έριξε μια ματιά στο πίσω κάθισμα, κι εκεί εντόπισε, όπως
ήλπιζε, μια σακούλα με τρόφιμα.
«Τι να κάνουμε, γενέθλια έχεις», είπε η Ρόμπιν, χωρίς να πάρει το
βλέμμα της από τον δρόμο.
«Θες ένα μπισκότο;»
«Είναι κάπως νωρίς για μένα. Εσύ φάε».
Γέρνοντας προς τα πίσω για να πιάσει τη σακούλα, ο Στράικ
παρατήρησε πως η Ρόμπιν είχε επιστρέψει στο παλιό της άρωμα.
20
Κι αν τύχαινε κάτι άσχημο να ακούσει για τους άλλους,
να το πλουτίσει γύρευε, να το χειροτερέψει,
και χαρά μεγάλη έπαιρνε, σαν το ’κανε βούκινο σε πολλούς,
έτσι που καθετί χειρότερο κατέληγε, σαν έμπλεκε εκείνη.
Έντουαρντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Το σπίτι της Αϊρίν Χίκσον βρισκόταν σε μια μικρή σειρά κατοικιών


γεωργιανής εποχής, καμωμένες από κιτρινωπά τούβλα, που εκτείνονταν
σε καμπύλη, με τοξωτά παράθυρα και φεγγίτες πάνω από κάθε μαύρη
εξώπορτα. Η γειτονιά θύμιζε στη Ρόμπιν τον δρόμο όπου είχε περάσει
τους τελευταίους μήνες του έγγαμου βίου της, σε ένα νοικιασμένο σπίτι
το οποίο είχε χτιστεί για λογαριασμό ενός εμπόρου. Όπως εκεί, έτσι κι
εδώ διακρίνονταν ίχνη του εμπορικού παρελθόντος του Λονδίνου. Η
επιγραφή πάνω από ένα τοξωτό παράθυρο έγραφε Βασιλική Αποθήκη
Τεΐου.
«Ο μακαρίτης ο Χίκσον πρέπει να έβγαζε καλά χρήματα», σχολίασε ο
Στράικ στρέφοντας το βλέμμα του προς τις εντυπωσιακά αρμονικές
αναλογίες της πρόσοψης του σπιτιού, την ώρα που μαζί με τη Ρόμπιν
διέσχιζαν τον δρόμο. «Καμία σχέση με τη γειτονιά στην Κορπορέισιον
Ρόου».
Η Ρόμπιν πάτησε το κουδούνι της εξώπορτας. Από μέσα άκουσαν μια
φωνή να λέει: «Μην ανησυχείς, ανοίγω εγώ!» και λίγα δευτερόλεπτα
αργότερα, μια κοντή γυναίκα με ασημόχρωμα μαλλιά άνοιξε την πόρτα.
Ντυμένη με σκούρο μπλε πουλόβερ και παντελόνι που η μητέρα της
Ρόμπιν θα περιέγραφε ως «φαρδύ», είχε πρόσωπο στρογγυλό, ροδαλό και
λευκό. Δυο γαλάζια μάτια ξεπρόβαλλαν κάτω από μιαν άχαρη φράντζα,
την οποία η Ρόμπιν υποψιαζόταν πως η γυναίκα είχε ψαλιδίσει μόνη της.
«Η κυρία Χίκσον;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Η Τζάνις Μπίτι είμαι», απάντησε η γυναίκα. «Εσύ είσαι η Ρόμπιν,
σωστά; Κι εσύ ο…»
Το βλέμμα της συνταξιούχου νοσοκόμας εστίασε στα πόδια του Στράικ,
σαν να τους έριχνε μια γρήγορη επαγγελματική ματιά.
«…ο Κόρμοραν, καλά το λέω;» ρώτησε κοιτάζοντάς τον και πάλι στο
πρόσωπο.
«Πολύ σωστά», είπε ο Στράικ. «Καλοσύνη σας που δεχτήκατε να μας
συναντήσετε, κυρία Μπίτι».
«Μπα, κανένας κόπος», είπε εκείνη κάνοντας ένα βήμα πίσω, για να
τους αφήσει να περάσουν. «Η Αϊρίν κατεβαίνει σε μισό λεπτάκι».
Οι φυσικά ανασηκωμένες γωνίες του στόματος της νοσοκόμας, σε
συνδυασμό με τα λακκάκια που σχηματίζονταν στα γεμάτα μάγουλά της
της έδιναν μια όψη εύθυμη, ακόμη και όταν δε χαμογελούσε.
Προπορεύτηκε σε έναν διάδρομο τον οποίο ο Στράικ έβρισκε ασφυκτικά
φορτωμένο. Τα πάντα είχαν μια σκούρα απόχρωση του ροζ: η εμπριμέ
ταπετσαρία, η παχιά μοκέτα, το πιατάκι με το ποτ πουρί πάνω στο
τραπεζάκι του τηλεφώνου. Ο μακρινός ήχος από ένα καζανάκι τούς έδωσε
να καταλάβουν πού ακριβώς βρισκόταν η Αϊρίν.
Το καθιστικό ήταν διακοσμημένο σε λαδί τόνους, κι ό,τι ήταν δυνατόν
να κεντηθεί, να στολιστεί, να πλεχτεί ή να ντυθεί με κάποιο κάλυμμα,
έτσι ακριβώς ήταν. Οικογενειακές φωτογραφίες μέσα σε ασημένιες
κορνίζες κατέκλυζαν τα τραπεζάκια, η μεγαλύτερη από τις οποίες
πλαισίωνε μια έντονα μαυρισμένη σαραντάρα και βάλε ξανθιά, η οποία
πόζαρε μάγουλο με μάγουλο πάνω από κάτι κοκτέιλ στολισμένα με
ομπρελίτσες και φρούτα, με έναν ροδοκόκκινο άντρα ο οποίος, όπως
υπέθεσε η Ρόμπιν, πρέπει να ήταν ο μακαρίτης ο Χίκσον. Έμοιαζε πολύ
μεγαλύτερος από τη σύζυγό του. Μια μεγάλη συλλογή από πορσελάνινες
φιγούρες βρισκόταν πάνω σε ράφια από μαόνι, φτιαγμένα ειδικά γι’ αυτό
τον σκοπό, έχοντας για φόντο τη γυαλιστερή λαδί ταπετσαρία. Όλες οι
φιγούρες αναπαριστούσαν νεαρές γυναίκες. Ορισμένες φορούσαν
κρινολίνα, άλλες έπιαναν χαριτωμένα το παρασόλι τους, ενώ άλλες
μύριζαν λουλούδια ή κρατούσαν αρνάκια στην αγκαλιά τους.
«Τα κάνει συλλογή», είπε η Τζάνις χαμογελώντας, μόλις κατάλαβε πού
κοίταζε η Ρόμπιν. «Πανέμορφα δεν είναι;»
«Α, ναι», απάντησε ψέματα η Ρόμπιν.
Η Τζάνις δε φαινόταν να αισθάνεται πως είχε το δικαίωμα να τους
προτείνει να καθίσουν, χωρίς να είναι παρούσα η Αϊρίν, οπότε οι τρεις
τους παρέμεναν όρθιοι, δίπλα στις φιγούρες.
«Ήρθατε από μακριά;» τους ρώτησε η Τζάνις από ευγένεια, όμως πριν
προλάβουν να της απαντήσουν, μια φωνή που δε γινόταν να περάσει
απαρατήρητη είπε:
«Γεια σας! Καλώς ορίσατε!»
Όπως και το καθιστικό της, η Αϊρίν Χίκσον έδινε μια πρώτη εντύπωση
υπερβολικού στολίσματος και παραφουσκωμένης πολυτέλειας.
Κατάξανθη όπως ήταν και στα είκοσι πέντε της χρόνια, είχε βάλει στο
μεταξύ κάμποσο βάρος, ενώ το μπούστο της είχε αποκτήσει πελώριες
διαστάσεις. Είχε περάσει τα σακουλιασμένα μάτια της με μαύρη
μάσκαρα, είχε ενισχύσει τα αραιά φρύδια της με μολύβι, έτσι ώστε
σχημάτιζαν δυο καμάρες που παρέπεμπαν μάλλον σε πιερότο κι είχε
βάψει τα λεπτά της χείλη άλικα. Ντυμένη με μουσταρδί μπλούζα και
ελαφρύ ζακετάκι, μαύρο παντελόνι, ψηλά τακούνια και άφθονες
ποσότητες χρυσών κοσμημάτων, τα οποία περιλάμβαναν σκουλαρίκια με
κλιπ, τόσο βαριά που τέντωναν τους ήδη μακριούς λοβούς των αυτιών
της, κινήθηκε προς το μέρος τους μέσα σε ένα έντονο σύννεφο από
άρωμα και λακ.
«Πώς είστε;» είπε χαμογελώντας πλατιά στον Στράικ καθώς του
πρότεινε το χέρι της, με τα βραχιόλια της να κουδουνίζουν. «Σας είπε η
Τζαν τι συνέβη σήμερα το πρωί; Πολύ περίεργο, ειδικά αφού ήταν να
έρθετε κι εσείς σήμερα· πολύ περίεργο, όμως έχω χάσει το μέτρημα με το
πόσα περίεργα πράγματα μου έχουν συμβεί». Έκανε μια παύση, οπότε
ανακοίνωσε με θεατρινίστικο στόμφο: «Η Μάργκοτ μου έγινε κομμάτια. Η
Μάργκοτ Φοντέιν στο επάνω ράφι», είπε δείχνοντας μια κενή θέση
ανάμεσα στα αραδιασμένα μπιμπελό. «Έγινε θρύψαλα, όπως έκανα να
περάσω από πάνω της το φτερό, για να την ξεσκονίσω!»
Νέα παύση, καθώς ανέμενε την κατάπληκτη αντίδραση των
επισκεπτών.
«Είναι πράγματι παράξενο», σχολίασε η Ρόμπιν, μιας και ήταν προφανές
πως ο Στράικ δε σκόπευε να πει το παραμικρό.
«Παράξενο, δε βρίσκετε;» είπε η Αϊρίν. «Τσάι; Καφέ; Ό,τι θέλετε».
«Πηγαίνω εγώ, καλή μου», είπε η Τζάνις.
«Σε ευχαριστώ, χρυσή μου. Μήπως να ετοίμαζες κι απ’ τα δύο;» είπε η
Αϊρίν. Έγνεψε ως καλή οικοδέσποινα στον Στράικ και στη Ρόμπιν,
στρέφοντας το χέρι της προς τις πολυθρόνες. «Παρακαλώ, καθίστε».
Οι πολυθρόνες τοποθέτησαν τον Στράικ και τη Ρόμπιν σε σημείο απ’
όπου έβλεπαν ένα παράθυρο πλαισιωμένο από κουρτίνες με φούντες,
πίσω από το οποίο μπορούσαν να διακρίνουν έναν κήπο με περίτεχνο
μονοπάτι και φροντισμένα παρτέρια. Ο χώρος ανάδινε μια ελισαβετιανή
αύρα, φυτεμένος όπως ήταν με περιποιημένα πυξάρια, ενώ υπήρχε κι ένα
ηλιακό ρολόι από σφυρήλατο σίδερο.
«Αχ, ο κήπος ήταν γούστο του Έντι μου», σχολίασε η Αϊρίν,
ακολουθώντας τα βλέμματά τους. «Τον λάτρευε τον κήπο του, Θεός
σχωρέσ’ τον. Το λάτρευε ετούτο το σπίτι. Γι’ αυτό και συνεχίζω να μένω
εδώ, παρότι είναι κάπως υπερβολικά μεγάλο πλέον για εμένα… Με
συγχωρείτε. Δεν ήμουν καλά το τελευταίο διάστημα», συμπλήρωσε με
έναν δυνατό ψίθυρο, έτσι όπως καθόταν με επιδεικτική δυσκολία στον
καναπέ και αράδιαζε κάμποσα μαξιλάρια ολόγυρά της. «Η Τζαν είναι μια
αγία».
«Λυπάμαι που το ακούω», είπε ο Στράικ. «Ότι δεν ήσαστε καλά τώρα
τελευταία, θέλω να πω, όχι που η φίλη σας είναι μια αγία».
Η Αϊρίν γέλασε κατενθουσιασμένη με το σχόλιο, κι η Ρόμπιν είχε την
υποψία πως αν ο Στράικ καθόταν λίγο πιο κοντά στην οικοδέσποινά τους,
η Αϊρίν δεν αποκλείεται να του είχε ρίξει μια πειραχτική μπάτσα στην
παλάμη. Παίρνοντας ύφος σαν να εκμυστηρευόταν στον Στράικ κάποια
ιδιαίτερα σημαντική πληροφορία, μουρμούρισε:
«Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Φουντώνει απρόβλεπτα. Ο πόνος
κάποιες φορές… πού να σας τα λέω. Το περίεργο είναι πως ήμουν μια
χαρά το προηγούμενο διάστημα που απουσίαζα… είχα πάει να μείνω στη
μεγάλη μου κόρη, ζουν στο Χάμσαϊρ, αυτός είναι κι ο λόγος που δεν
έλαβα αμέσως το γράμμα σας… όμως με το που πάτησα το πόδι μου εδώ,
τηλεφώνησα στην Τζαν, της είπα πρέπει να έρθεις, πεθαίνω από τους
πόνους… και δεν έχω και καμιά βοήθεια από τους γιατρούς»,
συμπλήρωσε με μια μικρή γκριμάτσα αηδίας. «Με έχει αναλάβει μια
γυναίκα. Προσπαθεί να με πείσει πως εγώ φταίω που ταλαιπωρούμαι!
Έπρεπε δηλαδή να κόψω καθετί που νοστιμεύει τη ζωή… Τζαν, έλα να
ακούσεις, τώρα δα τους έλεγα», είπε καθώς η φίλη της έμπαινε
πισωπατώντας στο δωμάτιο, κουβαλώντας έναν παραφορτωμένο δίσκο
του τσαγιού, «πως είσαι μια αγία».
«Α, συνέχισε τότε. Σε όλους αρέσει να τους παινεύουν», είπε η Τζάνις
εύθυμα. Ο Στράικ έκανε να σηκωθεί από την πολυθρόνα του για να τη
βοηθήσει με τον δίσκο, πάνω στον οποίο έστεκε τόσο το τσαγερό όσο κι η
καφετιέρα, όμως εκείνη αρνήθηκε, όπως κι η κυρία Γκάπτα παλιότερα,
ακουμπώντας τον δίσκο πάνω σε ένα σκαμπό. Μια ποικιλία από μπισκότα
σοκολάτας, μερικά τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, ακουμπούσαν πάνω σε
μια δαντέλα· η ζαχαριέρα συνοδευόταν από ειδική τσιμπίδα και το
πορσελάνινο σερβίτσιο, στολισμένο με λουλούδια, πρέπει να ήταν το
καλό. Η Τζάνις εν τω μεταξύ είχε καθίσει δίπλα στη φίλη της, στον
καναπέ, απ’ όπου σέρβιρε τα ροφήματα, πρώτα στην Αϊρίν.
«Πάρτε ένα μπισκοτάκι, μην ντρέπεστε», είπε η Αϊρίν στους επισκέπτες
της, κι ύστερα, κοιτάζοντας κάπως λιγωμένα τον Στράικ: «Λοιπόν… ο
διάσημος Κάμερον Στράικ! Έμφραγμα κόντεψα να πάθω, όταν είδα το
όνομά σας στο τέλος της επιστολής. Κι αν κατάλαβα καλά, προσπαθείτε
να λύσετε το μυστήριο με τον Κριντ, έτσι δεν είναι; Λέτε να δεχτεί να σας
μιλήσει; Θα σας επιτρέψουν να τον συναντήσετε;»
«Δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο», είπε ο Στράικ
χαμογελώντας κι έβγαλε το σημειωματάριό του και αφαίρεσε το καπάκι
από το στιλό του. «Έχουμε ορισμένες ερωτήσεις, κυρίως γενικού
χαρακτήρα, στις οποίες εσείς οι δύο ενδεχομένως θα μπορούσατε να…»
«Αχ, θα κάνουμε τα πάντα προκειμένου να βοηθήσουμε», αναφώνησε
ολόθερμα η Αϊρίν. «Τα πάντα».
«Έχουμε διαβάσει τις καταθέσεις και των δυο σας στην αστυνομία»,
είπε ο Στράικ, «οπότε, εκτός κι αν…»
«Ω, Θεούλη μου», τον διέκοψε η Αϊρίν με μια προσποιητή έκφραση
φόβου. «Ξέρετε δηλαδή πως ήμουν άτακτο κορίτσι; Την ιστορία με τον
οδοντογιατρό, θέλω να πω, ξέρετε τι έγινε; Βέβαια, κι αυτή τη στιγμή που
μιλάμε, σίγουρα κάποιες κοπέλες εκεί έξω τα ίδια κάνουν, λένε ένα
ψεματάκι για να ξεκλέψουν μερικές ώρες ξεγνοιασιάς, εγώ όμως,
ανάθεμα την γκαντεμιά μου, πήγα και διάλεξα τη μέρα που η Μάργκοτ…
λυπάμαι, δεν το εννοούσα έτσι», είπε η Αϊρίν, συνειδητοποιώντας πώς
ακουγόταν το παράπονό της. «Κάθε άλλο. Έτσι πήγα κι έμπλεξα τότε»,
είπε με ένα πνιχτό γελάκι. «Ήρεμα, κορίτσι μου, θα έλεγε ο Έντι, καλά δε
λέω, Τζαν;» είπε χτυπώντας ελαφρά την παλάμη πάνω στο μπράτσο της
φίλης της. «Αυτό δε θα έλεγε, ήρεμα, κορίτσι μου;»
«Αυτό», συμφώνησε η Τζάνις χαμογελώντας, ενώ έγνεφε καταφατικά.
«Έλεγα προηγουμένως», είπε ο Στράικ, «πως εκτός κι αν κάποια από
εσάς θα είχε κάτι να προσθέσει…»
«Α, μη νομίσετε πως δεν καθίσαμε να το σκεφτούμε», τον διέκοψε και
πάλι η Αϊρίν. «Έτσι κι είχαμε θυμηθεί το παραμικρό, θα είχαμε τραβήξει
γραμμή για το αστυνομικό τμήμα, καλά δε λέω, Τζαν;»
«…θα ήθελα να διευκρινίσουμε ορισμένα άλλα σημεία.
»Κυρία Μπίτι», είπε ο Στράικ κοιτάζοντας την Τζάνις, η οποία χάιδευε
αφηρημένα την κάτω πλευρά της βέρας της, που ήταν το μοναδικό
κόσμημα επάνω της, «ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση, όταν
διάβασα τις σημειώσεις της αστυνομίας, ήταν το πόσες φορές ο
επιθεωρητής Τάλμποτ…»
«Αχ, και σ’ εμένα την ίδια εντύπωση έκανε, Κάμερον», έσπευσε να τον
διακόψει η Αϊρίν, πριν προλάβει καν να ανοίξει η Τζάνις το στόμα της.
«Σ’ εμένα να δεις τι εντύπωση έκανε! Ξέρω ακριβώς τι ετοιμάζεσαι να
ρωτήσεις… γιατί επέμενε να ενοχλεί κάθε τόσο την Τζαν; Της το είχα πει
από τότε κιόλας –καλά δε λέω, Τζαν;– της το είχα πει εγώ, δεν είναι
σωστά πράγματα αυτά, να κάνεις καταγγελία, όμως εσύ δε με άκουσες,
καλά δε λέω; Θέλω να πω, εντάξει, ο άνθρωπος είχε υποστεί νευρικό
κλονισμό και τα λοιπά και τα λοιπά… σίγουρα τα ξέρεις όλα αυτά», είπε
γνέφοντας προς τον Στράικ, με ένα νεύμα που λειτουργούσε σαν
φιλοφρόνηση και ταυτόχρονα μαρτυρούσε την προθυμία της να τον
ενημερώσει σχετικά, σε περίπτωση που χρειαζόταν, «όμως κι οι άρρωστοι
άντρες δεν παύουν να είναι άντρες, καλά δε λέω;»
«Κυρία Μπίτι», επανέλαβε ο Στράικ, υψώνοντας ελαφρά τη φωνή του,
«εσείς γιατί νομίζετε πως επέμενε ο Τάλμποτ να σας παίρνει καταθέσεις;»
Η Αϊρίν αυτή τη φορά φάνηκε να πιάνει το υπονοούμενο, οπότε
επέτρεψε στην Τζάνις να απαντήσει, όμως η αυτοκυριαρχία της διήρκεσε
μόνο μέχρι τη στιγμή που η γλώσσα της Τζάνις άρχισε να λύνεται, σημείο
κατά το οποίο βάλθηκε να επαναλαμβάνει μουρμουρίζοντας τα λόγια της
Τζάνις, επιβεβαιώνοντας το πόσο σύμφωνη ήταν και η ίδια, ενώ
υπογράμμιζε κάποια σημεία και γενικά έδινε την εντύπωση πως φοβόταν
ότι αν δεν άνοιγε το στόμα της κάθε πέντε δευτερόλεπτα, ο Στράικ μπορεί
να ξεχνούσε πως βρισκόταν κι εκείνη εκεί.
«Δεν ξέρω, ειλικρινά», είπε η Τζάνις, που εξακολουθούσε να σκαλίζει
τη βέρα της. «Τις πρώτες φορές που μιλήσαμε, οι ερωτήσεις ήταν αυτές
που θα περίμενε κανείς…»
«Τις πρώτες φορές, ναι», μουρμούρισε η Αϊρίν γνέφοντας καταφατικά.
«…σχετικά με το τι είχα κάνει εκείνη την ημέρα, καταλαβαίνετε, τι
ήξερα να του πω για τους ανθρώπους που έρχονταν να δουν τη Μάργκοτ,
μιας και γνώριζα πολλούς από τους ασθενείς…»
«Όλους τους μάθαμε, τόσο καιρό που δουλεύαμε εκεί πέρα», είπε η
Αϊρίν γνέφοντας καταφατικά.
«…αργότερα όμως έκανε λες και νόμιζε πως είχα… πώς να το πω,
ιδιαίτερες δυνάμεις. Το ξέρω πως ακούγεται παλαβό, όμως δε νομίζω
να…»
«Α, καλά, εγώ μια φορά το νομίζω», είπε η Αϊρίν με το βλέμμα
καρφωμένο στον Στράικ.
«…όχι, ειλικρινά, δε νομίζω πως ο άνθρωπος κοίταγε να…
καταλαβαίνετε…» κόμπιασε η Τζάνις, που έμοιαζε να ντρέπεται ακόμη
και να το πει «…να με πλευρίσει. Η αλήθεια είναι πως μου έκανε κάποιες
απρεπείς ερωτήσεις, όμως εγώ τον έβλεπα πως δεν ήταν καλά ο
άνθρωπος, καταλαβαίνετε πώς το λέω… δεν ήταν στα συγκαλά του. Κι
ήταν φοβερά δύσκολη η θέση μου, πραγματικά», συνέχισε η Τζάνις
στρέφοντας το βλέμμα της στη Ρόμπιν. «Δεν αισθανόμουν πως μπορούσα
να το πω κάπου. Αστυνομικός ήταν! Τι να κάνω κι εγώ, καθόμουν εκεί
πέρα και τον άφηνα να με ρωτάει για τα όνειρα που έβλεπα. Μάλιστα,
μετά τις πρώτες φορές, μονάχα για κάτι τέτοια πράγματα ήθελε να μου
μιλάει, για τους παλιούς μου φίλους και τα σχετικά, ούτε μια ερώτηση για
τη Μάργκοτ ή τους ασθενείς…»
«Αν δεν κάνω λάθος, τον ενδιέφερε ένας συγκεκριμένος ασθενής,
σωστά;» είπε η Ρόμπιν.
«Ο Ντάκγουορθ!» πετάχτηκε μεμιάς η Αϊρίν.
«Ο Ντάουθγουεϊτ», είπε ο Στράικ.
«Μπράβο, ναι, ο Ντάουθγουεϊτ, αυτόν εννοούσα», μουρμούρισε η Αϊρίν
και, για να κρύψει κάπως την αμηχανία της, τσίμπησε ένα μπισκότο,
πράγμα που σήμαινε πως τουλάχιστον για μερικές στιγμές η Τζάνις
μπόρεσε να μιλήσει χωρίς να πετάγεται η άλλη συνέχεια.
«Ναι, είναι αλήθεια πως με ρώτησε για τον Στιβ», είπε η Τζάνις
γνέφοντας καταφατικά, «γιατί μέναμε στην ίδια πολυκατοικία εκείνα τα
χρόνια, στην οδό Πέρσιβαλ».
«Γνωρίζατε καλά τον Ντάουθγουεϊτ;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Όχι και τόσο. Για να πω την αλήθεια, ούτε που τον ήξερα, μέχρι που
τον έδειραν. Γυρνάω σπίτι αργά μια μέρα και βλέπω ένα σωρό κόσμο
στον διάδρομο, γύρω του. Οι άνθρωποι ξέρανε πως ήμουν νοσοκόμα,
οπότε… εγώ στο μεταξύ βαστούσα τον γιο μου, τον Κέβιν, με το ένα χέρι
και μια σακούλα με ψώνια στο άλλο, όμως ο Στιβ ήτανε ένα μαύρο χάλι,
οπότε δε γινότανε να μη βοηθήσω. Δεν ήθελε να φωνάξουμε την
αστυνομία, όμως είχε φάει γερό ξύλο, μπορεί να είχε τίποτε εσωτερικά
τραύματα. Ο άλλος που τον έδειρε, τον είχε περιλάβει με κάποιο ρόπαλο.
Επειδής είχε καταλήξει κερατάς…»
«Καλά, κούνια που τον κούναγε και εκείνον, καλά δε λέω;» πετάχτηκε η
Αϊρίν. «Αφού ο Ντάουθγουεϊτ ήταν κουνιστός!» είπε με ένα ξερό γέλιο.
«Με τη γυναίκα του άλλου φίλοι ήταν, όμως ο βλάκας ζήλεψε και
νόμιζε…»
«Τι να πω, εγώ μια φορά δεν ξέρω αν ήτανε ο Στιβ κουνιστός…» έκανε
να πει η Τζάνις, όμως η Αϊρίν είχε πάρει φόρα και δε σταματούσε με
τίποτε.
«… ένας άντρας… μια γυναίκα, έλα όμως που ένα κι ένα δεν κάνουν
πάντα δύο! Κι ο Έντι μου έτσι ακριβώς ήταν… Τζαν, πες κι εσύ, έτσι
ακριβώς δεν ήταν κι ο Έντι μου;» είπε χτυπώντας ελαφρά την παλάμη της
πάνω στο μπράτσο της Τζάνις. «Έτσι ακριβώς, καλά δε λέω; Θυμάμαι μια
φορά, γυρνάω και του λέω: “Έντι, μην τολμήσω να κοιτάξω άντρα, κι
αμέσως να νομίσεις… βρε, δεν πάει να είναι κουνιστός, δεν πάει να είναι
Ουαλός…” Όμως μετά που μου το είπες, Τζαν, σκέφτηκα, ναι, μωρέ,
εκείνος ο Ντάκουγουορθ… ο Ντάουθ… πώς τον λέγανε, τέλος πάντων…
είναι κάπως περίεργος. Μετά που πέρασε από την κλινική, τον
παρατήρησα, κι ήταν φως-φανάρι. Εμφανίσιμος αλλά κάπως μαλθακός».
«Εγώ μια φορά δεν ξέρω σίγουρα αν ήταν κουνιστός, Αϊρίν, δεν τον
ήξερα αρκετά καλά ώστε να…»
«Αχ, καημένη, αφού συνέχεια ερχόταν να σε δει», τη μάλωσε η Αϊρίν.
«Μόνη σου μου το είπες. Πέρναγε συνέχεια από το σπίτι σου για τσάι και
συμπάθεια, να σου εξομολογηθεί όλες τις σκοτούρες του».
«Όχι συνέχεια, μια-δυο φορές πέρασε», είπε η Τζάνις. «Λέγαμε και δυο
κουβέντες, άμα συναντιόμασταν στις σκάλες και μια φορά με βοήθησε να
ανεβάσω τα ψώνια και κάθισε να πιει ένα τσάι».
«Ναι, όμως σου ζήτησε…» έκανε να πει η Αϊρίν.
«Θα φτάσω και σε αυτό, καλή μου», είπε η Τζάνις, κι ο Στράικ βρήκε
θαυμαστή την υπομονή της. «Πάθαινε κάτι πονοκεφάλους», είπε,
απευθυνόμενη στη Ρόμπιν και στον Στράικ, «οπότε του είπα πως έπρεπε
να τον δει γιατρός για τους πονοκεφάλους, εγώ δεν ήξερα να κάνω
διάγνωση. Θέλω να πω, τον λυπόμουνα, όμως δεν ήθελα να του γίνει
συνήθειο να έρχεται στο διαμέρισμά μου ό,τι ώρα, για να τον κοιτάω.
Είχα κι ένα παιδί να μεγαλώσω».
«Επομένως, θεωρείτε πως οι επισκέψεις του Ντάουθγουεϊτ στη
Μάργκοτ αφορούσαν την υγεία του;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Όχι επειδή
έτρεφε κάποιο ρομαντικό ενδιαφέρον για τη…»
«Μια φορά τής έστειλε σοκολάτες», είπε η Αϊρίν, «όμως αν θέλετε τη
γνώμη μου, περισσότερο την είχε για να της λέει τις στεναχώριες του».
«Τι να πω, ο άνθρωπος είχε εκείνους τους πονοκεφάλους κι ήταν πολύ
νευρικός. Μπορεί να είχε πάθει και καμιά κατάθλιψη», είπε η Τζάνις.
«Όλος ο κόσμος τον κατηγορούσε γι’ αυτό που έγινε με εκείνη τη
δύσμοιρη κοπέλα που πήγε κι αυτοκτόνησε, όμως δεν ξέρω… κι η
αλήθεια είναι πως κάτι γείτονες που έμεναν από πάνω μου είχαν πει πως
μπαινόβγαιναν κάτι νεαροί στο διαμέρισμά του…»
«Ορίστε, έρχεσαι στα λόγια μου», αναφώνησε η Αϊρίν θριαμβευτικά.
«Κουνιστός!»
«Μπορεί και να μην ήταν αυτό», είπε η Τζάνις. «Μπορεί να ήταν απλώς
τίποτε φίλοι του ή να έρχονταν για τίποτε ναρκωτικά, τίποτε λαθραία…
Ένα πράγμα ξέρω στα σίγουρα, γιατί η γειτονιά μιλούσε: ο άντρας
εκείνης της κοπέλας που πήγε κι αυτοκτόνησε την τουλούμιαζε στο ξύλο.
Τραγωδία πραγματικά. Οι εφημερίδες όμως φόρτωσαν το φταίξιμο στον
Στιβ, κι αυτός το ’βαλε στα πόδια. Τι να πεις, το σεξ πουλάει καλύτερα
απ’ ό,τι οι άντρες που δέρνουν τις γυναίκες τους, ψέματα; Έτσι και βρείτε
τον Στιβ», συμπλήρωσε, «να του δώσετε τα χαιρετίσματά μου. Ήταν
άδικο αυτό που έκαναν οι εφημερίδες».
Ο Στράικ είχε εκπαιδεύσει τη Ρόμπιν να οργανώνει το υλικό που
συγκέντρωνε και τις σημειώσεις της ανά κατηγορίες ανθρώπων, τόπων
και πραγμάτων. Έτσι η Ρόμπιν απηύθυνε μια ερώτηση και στις δύο
γυναίκες, λέγοντας:
«Μήπως θυμάστε άλλες περιπτώσεις ασθενών που να είχαν προξενήσει
κάποια ανησυχία στην κλινική ή ενδεχομένως να διατηρούσαν κάποια
ασυνήθιστη σχέση με τη Μάργκοτ…;»
«Λοιπόν», είπε η Αϊρίν, «θυμάμαι, Τζαν, ήταν κι εκείνος εκεί με μια
γενειάδα μέχρι εδώ…» Έφερε την παλάμη της στο ύψος του αφαλού «…
θυμάσαι ποιον λέω; Αλήθεια, πώς τον έλεγαν; Άπτον; Άπλθορπ; Τζαν,
θυμάσαι ποιον λέω. Έλα, μωρέ, ξέρεις ποιον λέω, εκείνον που βρόμαγε
σαν ζητιάνος, κι έπρεπε να περάσεις από το σπίτι του μια φορά.
Γυρόφερνε την κλινική. Νομίζω πως έμενε εκεί παρακάτω, στην οδό
Κλέρκενγουελ. Κάποιες φορές είχε και το παιδί του μαζί. Τι φάτσα είχε κι
εκείνο. Κάτι πελώρια αυτιά».
«Α, αυτούς λες», είπε η Τζάνις, οπότε έπαψε να σμίγει τα φρύδια
απορημένη. «Μα αυτοί δεν ήταν ασθενείς της Μάργκοτ…»
«Μπορεί, όμως αυτός σταματούσε όποιον έβρισκε στον δρόμο, μετά
που έγινε ό,τι έγινε, και τους έλεγε πως είχε σκοτώσει τη Μάργκοτ!» είπε
η Αϊρίν με ένταση, κοιτάζοντας τον Στράικ. «Αμέ! Όπως το λέω!
Σταμάτησε μέχρι και την Ντόροθι! Βέβαια, η Ντόροθι δεν υπήρχε
περίπτωση να πάει να το πει στην αστυνομία, σιγά μην έκανε τέτοιο
πράγμα η Ντόροθι, έτσι και της έκανες κουβέντα, απαντούσε: “Λόγια του
αέρα, σαχλαμάρες, ο άνθρωπος δε στέκει στα καλά του”, εγώ όμως της το
είχα πει: “Κι αν το έκανε πράγματι αυτός, Ντόροθι, κι εσύ δεν το πεις
πουθενά;” Εν τω μεταξύ, ο Άπλθορπ ήταν θεόμουρλος. Είχε κλειδώσει
μια κοπέλα…»
«Η κοπέλα δεν ήταν κλειδωμένη, Αϊρίν», είπε η Τζάνις, εκδηλώνοντας
για πρώτη φορά μια υποψία εκνευρισμού. «Οι κοινωνικοί λειτουργοί
είπαν πως ήταν αγοραφοβική, όμως κανείς δεν την κρατούσε κλεισμένη
εκεί πέρα με το ζόρι…»
«Αλαφροΐσκιωτη ήταν», επέμεινε πεισματικά η Αϊρίν. «Αφού μόνη σου
το είπες. Εγώ μια φορά θεωρώ πως έπρεπε η Πρόνοια να είχε πάρει το
παιδί. Κι εσύ άλλωστε είπες πως το διαμέρισμα ήταν μέσα στη βρομιά…»
«Δε γίνεται να παίρνεις τα παιδιά των ανθρώπων επειδή δεν καθάρισαν
το σπίτι!» αντέτεινε αποφασιστικά η Τζάνις. Στράφηκε και πάλι προς τον
Στράικ και τη Ρόμπιν. «Είναι αλήθεια, πέρασα από το διαμέρισμα των
Άπλθορπ μονάχα εκείνη τη μία φορά, όμως δε νομίζω να είχαν
συναντήσει ποτέ τη Μάργκοτ. Βλέπετε, τα πράγματα ήταν αλλιώς εκείνα
τα χρόνια: κάθε γιατρός είχε τη δική του λίστα και οι Άπλθορπ ήταν
χρεωμένοι στον Μπρένερ. Αυτός μου ζήτησε να περάσω από εκεί, για
λογαριασμό του, να δω πώς ήταν το παιδί».
«Μήπως θυμάστε τη διεύθυνση; Το όνομα του δρόμου;»
«Αχ, Χριστούλη μου», είπε η Τζάνις σμίγοντας τα φρύδια της. «Ναι, αν
δεν κάνω λάθος ήταν στην οδό Κλέρκενγουελ. Έτσι νομίζω. Βλέπετε,
μονάχα μια φορά πέρασα από εκεί. Το παιδί δεν ήταν καλά τελευταία, κι
ο δρ Μπρένερ ήθελε να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν ο μικρός, όμως
δεν πήγαινε ποτέ επισκέψεις σε σπίτια, αν γινόταν να το αποφύγει. Τέλος
πάντων, το παιδί είχε αρχίσει να συνέρχεται, όμως από την πρώτη στιγμή
κατάλαβα πως ο πατέρας ήταν…»
«Θεόμουρλος…» πετάχτηκε η Αϊρίν γνέφοντας καταφατικά.
«…νευρικός, κάπως χαμένος», συνέχισε η Τζάνις. «Πήγα μέχρι την
κουζίνα να πλύνω τα χέρια μου, και πάνω στον πάγκο είχαν ένα σωρό
βενζεδρίνη φόρα-παρτίδα. Προειδοποίησα και τους δύο γονείς, τώρα που
το παιδί περπατούσε, να τη βάλουν σε κάποιο ασφαλές μέρος…»
«Είχε κάτι αυτιά εκείνο το παιδί άλλο πράγμα», πετάχτηκε η Αϊρίν.
«… και μετά την επίσκεψη πήγα στον δρα Μπρένερ και του είπα:
“Γιατρέ, εκείνος ο άνθρωπος κάνει χρήση βενζεδρίνης”. Είναι εξαιρετικά
εθιστική ουσία, το γνωρίζαμε όλοι αυτό ήδη από το ’74. Φυσικά, ο
Μπρένερ θεώρησε πως δε μου έπεφτε λόγος να σχολιάζω τις συνταγές
που έγραφε. Εγώ όμως είχα ανησυχήσει, οπότε επικοινώνησα με την
Πρόνοια, χωρίς να το πω στον Μπρένερ, κι οι άνθρωποι εκεί ήταν πολύ
καλοί. Παρακολουθούσαν ήδη στενά τη συγκεκριμένη οικογένεια».
«Η μητέρα όμως…» είπε η Αϊρίν.
«Δεν μπορείς να αποφασίζεις εσύ για λογαριασμό των άλλων, τι τους
κάνει ευτυχισμένους, Αϊρίν!» είπε η Τζάνις. «Η μητέρα λάτρευε εκείνο το
παιδί, κι ας ήταν ο πατέρας… εντάξει, η αλήθεια είναι πως ήταν
παράξενος ο δύσμοιρος», παραδέχτηκε η Τζάνις. «Κι ας ήταν κάτι σαν…
δεν ξέρω πώς θα το λέγαμε σήμερα… γκουρού, σαμάνος, κάτι τέτοιο.
Νόμιζε πως μπορούσε να ματιάζει τους άλλους. Μόνος του μου το είπε,
στη διάρκεια εκείνης της επίσκεψης. Όταν μπαίνεις ως νοσοκόμα στα
σπίτια τόσων ανθρώπων, θα πέσεις και σε περιπτώσεις που τους έχουν
καρφωθεί παράξενες ιδέες. Άμα συναντούσα τίποτε τέτοιους, τους έλεγα:
“Αλήθεια; Πολύ ενδιαφέρον”. Δεν ωφελεί σε κάτι να τους πας κόντρα.
Όμως ο Άπλθορπ νόμιζε πως μπορούσε να βάλει κάτι κακό με τον νου
του για τον άλλον, κι αυτός να το πάθει… έτσι το λέγαμε εκείνα τα
χρόνια. Ανησυχούσε πως το αγοράκι του είχε βγάλει την ερυθρά επειδή
μια φορά θύμωσε μαζί του. Επέμενε πως μπορούσε να το κάνει αυτό
στους ανθρώπους… Τελικά, πέθανε ο άμοιρος. Έναν χρόνο μετά που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ».
«Α, πέθανε;» είπε η Αϊρίν με μια υποψία απογοήτευσης.
«Ναι. Πρέπει να ήταν μετά που είχες φύγει, όταν παντρεύτηκες τον
Έντι. Θυμάμαι που τον βρήκαν οι οδοκαθαριστές τα ξημερώματα
κουλουριασμένο και άψυχο κάτω από τη γέφυρα της οδού Γουόλτερ. Από
έμφραγμα πήγε. Σωριάστηκε χάμω και δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να τον
σηκώσει. Και δεν ήταν μεγάλος στα χρόνια, να πεις. Θυμάμαι πως ο δρ
Μπρένερ είχε ταραχτεί κάπως, όταν το έμαθε».
«Γιατί ταράχτηκε;» ρώτησε o Στράικ.
«Μα αυτός είχε γράψει τις συνταγές για τα Μπένι που κατέβαζε ο
άλλος, έτσι δεν είναι;»
Η Ρόμπιν αιφνιδιάστηκε, βλέποντας ένα χαμόγελο να περνά φευγαλέα
από το πρόσωπο του Στράικ.
«Όμως δεν ήταν μονάχα ο Άπλθορπ», συνέχισε η Τζάνις, που δε φάνηκε
να διέκρινε κάτι το περίεργο στην αντίδραση του Στράικ. «Ήταν και…»
«Α, ένα σωρό κόσμος ορκιζόταν σε ό,τι είχαν ιερό πως κάτι είχε πάρει
το αυτί τους ή κάποιο προαίσθημα ήταν και ένα σωρό βλακείες», είπε η
Αϊρίν στρέφοντας τα μάτια της προς τα πάνω, «όμως εμείς ήμαστε εκεί
πέρα, καταλαβαίνετε, αυτές που εμπλέκονταν άμεσα, κι ήταν τρομερό,
θέλω να πω… με συγχωρείτε», είπε φέρνοντας την παλάμη πάνω στο
στομάχι της. «Πρέπει να πεταχτώ μέχρι… με συγχωρείτε».
Η Αϊρίν έφυγε από το δωμάτιο κάπως βιαστικά. Η Τζάνις την
ακολούθησε με το βλέμμα της, κι ήταν δύσκολο, δεδομένου ότι το
πρόσωπό της έμοιαζε χαμογελαστό ούτως ή άλλως, να καταλάβεις αν
περισσότερο ανησυχούσε ή διασκέδαζε με την εξέλιξη αυτή.
«Δε θα έχει πρόβλημα», είπε χαμηλόφωνα, απευθυνόμενη στον Στράικ
και στη Ρόμπιν. «Της το έχω πει κι εγώ, η γιατρός μάλλον έχει δίκιο που
της λέει να περιορίσει τα πικάντικα φαγητά, όμως εκείνη ήθελε να φάει
οπωσδήποτε κάρι χτες το βράδυ… φταίει κι η μοναξιά. Μου τηλεφώνησε
να περάσω από το σπίτι. Εδώ έμεινα όλη νύχτα. Ο Έντι δεν έχει έναν
χρόνο που πέθανε. Κόντευε τα ενενήντα, Θεός σχωρέσ’ τον. Κι είναι
αλήθεια πως λάτρευε και την Αϊρίν και τα κορίτσια. Κι αυτής όμως της
λείπει φοβερά».
«Αν κατάλαβα σωστά, ετοιμαζόσασταν να μας πείτε πως και κάποιος
άλλος ισχυρίστηκε πως ήξερε τι συνέβη στη Μάργκοτ;» την παρότρυνε
διακριτικά ο Στράικ.
«Τι πράγμα; Α, ναι… ο Τσάρλι Ράματζ. Αυτός είχε μια επιχείρηση με
λουτρά και σάουνες. Γερό πορτοφόλι, θα περίμενε κανείς πως είχε
καλύτερα πράγματα να κάνει, από το να σκαρώνει ιστορίες, αλλά τι να
πεις, οι άνθρωποι είναι παράξενοι».
«Δηλαδή, τι είπε;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Το λοιπόν, ο Τσάρλι είχε μανία με τις μοτοσικλέτες. Είχε ένα σωρό
από δαύτες, τις καβαλούσε και πήγαινε μακρινά ταξίδια σε όλη τη χώρα.
Κάποια στιγμή είχε ένα άσχημο ατύχημα, έτσι κατέληξε στο σπίτι, με
σπασμένα και τα δύο πόδια, οπότε κι εγώ πέρναγα από εκεί κάμποσες
φορές μέσα στην εβδομάδα… τώρα, αυτά που σας λέω, πρέπει να ήταν
δυο χρόνια γεμάτα μετά που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ. Που λέτε, ο
Τσάρλι ήταν άνθρωπος που του άρεσε να λέει ιστορίες, οπότε μια μέρα,
από το πουθενά, αρχίζει να μου ορκίζεται σε ό,τι είχε ιερό πως συνάντησε
τη Μάργκοτ περίπου μία εβδομάδα μετά την εξαφάνισή της, στο
Λίμινγκτον Σπα. Καταλαβαίνετε όμως», είπε η Τζάνις κουνώντας το
κεφάλι της, «δεν έδωσα και τόση σημασία. Χρυσός άνθρωπος, όμως,
όπως σας είπα, του άρεσε να λέει διάφορα».
«Τι ακριβώς σας είπε;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Είπε πως είχε καβαλήσει μια μηχανή κι είχε τραβήξει στον βορρά, τα
συνήθιζε κάτι τέτοια ταξίδια, οπότε κάποια στιγμή έκανε μια στάση έξω
από μια μεγάλη εκκλησία στο Λίμινγκτον Σπα, κι όπως είχε γείρει στον
τοίχο της εκκλησίας να ξαποστάσει, με ένα τσάι κι ένα σάντουιτς, βλέπει
μια γυναίκα να περπατάει στο κοιμητήριο, πίσω από τα κάγκελα, και να
κοιτάει τους τάφους. Όχι σαν να είχε να πάει να πενθήσει κάποιον, ας
πούμε, απλώς έδειχνε να την ενδιαφέρει. Μελαχρινή, σύμφωνα με τον
Τσάρλι. Τότε γυρίζει και της φωνάζει: “Όμορφο μέρος, ε;” οπότε η
γυναίκα σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε, κι ο Τσάρλι φίλαγε σταυρό
πως η γυναίκα ήταν η Μάργκοτ Μπάμπορο με τα μαλλιά βαμμένα. Της
είπε μάλιστα πως κάτι του θύμιζε, έτσι όπως την έβλεπε, οπότε η γυναίκα
ταράχτηκε κι έφυγε βιαστικά».
«Κι ισχυρίστηκε πως όλα αυτά συνέβησαν μία εβδομάδα μετά την
εξαφάνιση;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ναι, είπε πως την αναγνώρισε επειδή η φωτογραφία της
εξακολουθούσε να είναι σε όλες τις εφημερίδες εκείνο τον καιρό. Οπότε,
τον ρωτάω κι εγώ: “Πήγες να τα πεις όλα αυτά στην αστυνομία, Τσάρλι;”
Και μου λέει: “Πώς δεν πήγα;” και μάλιστα μου είπε πως ήταν φίλος με
έναν αστυνομικό, έναν υψηλόβαθμο, φίλοι είπε πως ήτανε. Εγώ όμως
ποτέ μου δεν είδα ούτε άκουσα να συζητάνε γι’ αυτό από τότε, οπότε τι
να πω…»
«Αυτή την ιστορία σάς την αφηγήθηκε ο Ράματζ το 1976;» ρώτησε ο
Στράικ, ενώ κρατούσε μια σημείωση.
«Ναι, κάπου εκεί γύρω πρέπει να ήταν», είπε η Τζάνις, συνοφρυωμένη
σε μια προσπάθεια να θυμηθεί, ενώ η Αϊρίν επέστρεφε στο δωμάτιο.
«Ναι, γιατί στο μεταξύ είχαν πιάσει τον Κριντ. Έτσι προέκυψε κι η
κουβέντα. Διάβαζε για τη δίκη στις εφημερίδες, οπότε γυρνάει και μου
λέει, σαν να μην τρέχει τίποτε: “Πάντως, δε νομίζω να έκανε κάτι στη
Μάργκοτ Μπάμπορο, αφού την είδα ζωντανή μετά που εξαφανίστηκε”».
«Η Μάργκοτ είχε κάποια σχέση με το Λίμινγκτον Σπα, απ’ ό,τι ξέρετε;»
ρώτησε η Ρόμπιν.
«Τι συζητάτε εδώ;» ρώτησε ζωηρά η Αϊρίν.
«Τίποτε», είπε η Τζάνις. «Απλώς τους έλεγα για μια σαχλή ιστορία που
μου είχε αφηγηθεί ένας ασθενής. Είχε δει, λέει, τη Μάργκοτ σε ένα
νεκροταφείο, με βαμμένα μαλλιά. Ξέρεις».
«Στο Λίμινγκτον Σπα;» είπε η Αϊρίν στραβώνοντας τα μούτρα της. Η
Ρόμπιν έμεινε με την εντύπωση πως δεν της άρεσε καθόλου που είχε
αφήσει την Τζάνις να απολαμβάνει όλη την προσοχή, όσο εκείνη ήταν
κλεισμένη στην τουαλέτα. «Δε μου το είπες ποτέ αυτό. Γιατί δε μου το
είπες;»
«Να… δεν ξέρω, το ’76 έγιναν όλα αυτά», είπε η Τζάνις που έδειχνε
κάπως ζαρωμένη. «Πρέπει να είχες γεννήσει τη Σάρον εκείνο τον καιρό.
Είχες καλύτερα πράγματα να ασχολείσαι, από το να ακούς τα παραμύθια
που τσαμπούναγε ο Τσάρλι Ράματζ».
Η Αϊρίν τσίμπησε ένα μπισκότο, παραμένοντας ελαφρά συνοφρυωμένη.
«Θα ήθελα τώρα να περάσουμε στην κλινική», είπε ο Στράικ. «Πώς σας
φαινόταν η Μάργκοτ στη…»
«Στη δουλειά;» είπε η Αϊρίν μεγαλόφωνα, καθώς φαινόταν να θεωρεί
πως ήταν η σειρά της, μιας και είχε στερηθεί για κάμποσα λεπτά την
προσοχή του Στράικ. «Λοιπόν, προσωπικά θα έλεγα…»
Η παύση της θύμιζε καλοφαγά που απολάμβανε την προοπτική της
επικείμενης απόλαυσης.
«… αν ήθελα να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ήταν από εκείνους τους
ανθρώπους που νομίζουν πως αυτοί ξέρουν τι είναι το καλύτερο στα
πάντα. Σου έλεγε πώς να ζεις, πώς να καταχωρίζεις τις γνωματεύσεις, πώς
να φτιάχνεις τσάι, γλώσσα δεν έβαζε μέσα…»
«Αχ, Αϊρίν, δεν ήταν και τόσο κακιά», μουρμούρισε η Τζάνις. «Εμένα
μου άρεσε…»
«Τζαν, ας μιλήσουμε σοβαρά», είπε η Αϊρίν με ύφος. «Ποτέ της δεν
ξεπέρασε το γεγονός πως ήταν το ξεφτέρι της οικογένειας και νόμιζε πως
όλοι οι άλλοι ήμαστε κωθώνια! Δεν ξέρω, εσένα μπορεί να σε είχε σε
μεγαλύτερη εκτίμηση», είπε η Αϊρίν στρέφοντας τα μάτια προς τα πάνω,
βλέποντας τη φίλη της να γνέφει αρνητικά, «εμένα μια φορά με είχε για
τούβλο. Με αντιμετώπιζε λες κι ήμουν ηλίθια. Υπεροπτική συμπεριφορά,
καλά δε λέω; Μην παρεξηγηθώ, δεν την αντιπαθούσα!» έσπευσε να
προσθέσει η Αϊρίν. «Όχι, δεν την αντιπαθούσα. Όμως ήταν ιδιότροπη.
Είχε πολύ, μα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της. Λες κι είχαμε ξεχάσει
τελείως από πού είχαμε έρθει, ας το θέσουμε έτσι».
«Εσείς τι γνώμη είχατε σχηματίσει;» ρώτησε η Ρόμπιν την Τζάνις.
«Να σας πω…» έκανε να απαντήσει η Τζάνις, όμως η Αϊρίν τη διέκοψε.
«Σνομπ ήταν. Τζαν, έλα τώρα. Πάει και παντρεύεται έναν πλούσιο
ιδιώτη γιατρό, μη μου πεις τώρα πως ήταν κανένα σπιτάκι εκείνο το
παλάτι στο Χαμ! Την είδαμε τι ζωάρα έκανε εκεί πέρα και μας λύθηκαν
διάφορες απορίες. Κι έπειτα, έχει το θράσος να κάνει κήρυγμα στους
υπόλοιπους για το πώς πρέπει να ζούμε απαλλαγμένοι από κοινωνικές
επιταγές και δε συμμαζεύεται: πως ο γάμος δεν είναι αυτοσκοπός, μην
παρατήσετε τις δουλειές σας και άλλα τέτοια κουραφέξαλα. Άσε που
μονίμως κάτι στραβό σού έβρισκε».
«Δηλαδή τι ακριβώς…;»
«Δεν της άρεσε πώς απαντούσες στο τηλέφωνο, πώς μιλούσες στους
ασθενείς, πώς ντυνόσουν, γύρναγε και σου έλεγε: “Αϊρίν, δε νομίζω πως
είναι πρέπον να φοράς αυτό το μπλουζάκι στη δουλειά”. Ποια, το
Κουνελάκι, αν είναι ποτέ δυνατόν! Μιλάμε για απύθμενο θράσος! Όχι
πως την αντιπαθούσα», επέμεινε η Αϊρίν. «Όχι, αλήθεια, απλώς
προσπαθώ να σας δώσω μια πλήρη… α, και δε μας άφηνε να της
ετοιμάζουμε τα ροφήματά της, καλά δε λέω, Τζαν; Κανείς από τους
άλλους γιατρούς δεν παραπονέθηκε ποτέ πως δεν ξέραμε τι να κάνουμε
ένα φακελάκι με τσάι».
«Δεν ήταν αυτός ο λόγος…» έκανε να πει η Τζάνις.
«Τζαν, έλα τώρα, αφού θυμάσαι πόσο δύσκολη…»
«Εσείς γιατί θα λέγατε πως δεν της άρεσε να της ετοιμάζουν οι άλλοι τα
ροφήματά της;» ρώτησε ο Στράικ την Τζάνις. Η Ρόμπιν το έβλεπε πως η
υπομονή του είχε αρχίσει να εξαντλείται με τη συμπεριφορά της Αϊρίν.
«Α, ήταν επειδή με είχε πετύχει μια φορά να πλένω τις κούπες», είπε η
Τζάνις. «Κι όπως άδειαζα το κατακάθι από την κούπα του δρα Μπρένερ,
βρήκα μια…»
«Άτομαλ παστίλια δεν ήταν;» ρώτησε η Αϊρίν.
«…κάψουλα Amytal, κολλημένη στον πάτο. Κατάλαβα τι ήταν από το
χρώ…»
«Μπλε», πετάχτηκε η Αϊρίν γνέφοντας καταφατικά, «μπλε δεν ήταν;»
«Μπλε Παράδεισο, έτσι τις λέγανε στην πιάτσα, ναι», είπε η Τζάνις.
«Ηρεμιστικά. Εγώ μια φορά φρόντιζα να ξέρουν όλοι πως δεν είχα τέτοια
χάπια στην τσάντα της δουλειάς, όταν έβγαινα για να πάω στα σπίτια.
Έπρεπε να προσέχεις, αλλιώς σε λήστευαν».
«Και πώς ξέρατε ότι ήταν η κούπα του δρα Μπρένερ;» ρώτησε ο
Στράικ.
«Επειδή χρησιμοποιούσε πάντα την ίδια, εκείνη με τον θυρεό του
παλιού του πανεπιστημίου», είπε η Τζάνις. «Έτσι και την ακούμπαγε
κανείς άλλος, χαλούσε τον κόσμο». Κόμπιασε για λίγο κι ύστερα είπε:
«Δεν ξέρω αν… αν έτυχε να μιλήσετε με τον δρα Γκάπτα…»
«Γνωρίζουμε ότι ο δρ Μπρένερ ήταν εθισμένος στα βαρβιτουρικά», είπε
ο Στράικ. Η Τζάνις φάνηκε να ανακουφίζεται.
«Μάλιστα… το λοιπόν, κατάλαβα πως του είχε πέσει εκεί μέσα κατά
λάθος, την ώρα που έπαιρνε τίποτε χάπια. Μάλλον δεν το κατάλαβε,
μπορεί να νόμισε πως έπεσε στο πάτωμα. Κανονικά, σε ένα ιατρείο θα
γινόταν ολόκληρο ζήτημα, έτσι και έβρισκες τέτοιες ουσίες μέσα σε ένα
ρόφημα. Να πέσει τίποτε στο τσάι του άλλου κατά λάθος, δεν είναι
αστεία πράγματα αυτά».
«Τι ζημιά θα μπορούσε να προκαλέσει μία κάψουλα…;» έκανε να
ρωτήσει η Ρόμπιν.
«Από μια κάψουλα δεν παθαίνεις τίποτε, δεν είναι καν ολόκληρη
δόση», είπε η Τζάνις. «Άντε να σε έπιανε καμιά υπνηλία, αυτό είναι όλο.
Τέλος πάντων, η Μάργκοτ ήρθε στο δωμάτιο να φτιάξει ένα τσάι, την
ώρα που προσπαθούσα να ξεκολλήσω την κάψουλα από τον πάτο της
κούπας με ένα κουταλάκι. Είχαμε έναν νιπτήρα, τον βραστήρα κι ένα
ψυγείο, ακριβώς δίπλα στο δωματιάκι της νοσοκόμας. Με είδε που
προσπαθούσα να ξεκολλήσω το χάπι. Άρα, δεν το έκανε από ιδιοτροπία,
που από τότε ήθελε να ετοιμάζει μόνη το ρόφημά της. Για να φυλάγεται,
το έκανε. Αλλά κι εγώ από τότε φρόντιζα να πίνω μονάχα από τη δική
μου κούπα».
«Εξηγήσατε στη Μάργκοτ πώς πιστεύατε ότι είχε βρεθεί το χάπι μέσα
στο τσάι;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε η Τζάνις, «γιατί ο δρ Γκάπτα μου είχε ζητήσει να μη
συζητήσω παραέξω το πρόβλημα του Μπρένερ, οπότε είπα κι εγώ “κατά
λάθος θα έπεσε”, πράγμα που τυπικά αλήθεια ήταν. Περίμενα πως θα
συγκαλούσε σύσκεψη του προσωπικού, θα ζητούσε να διερευνηθεί το
θέμα…»
«Καλά, εντάξει, εγώ μια φορά σού έχω πει τη θεωρία μου, για ποιο λόγο
δεν το έκανε», είπε η Αϊρίν.
«Αϊρίν», είπε η Τζάνις κουνώντας το κεφάλι της. «Ειλικρινά…»
«Η δική μου θεωρία», είπε η Αϊρίν, προσπερνώντας την αντίρρηση της
Τζάνις, «είναι πως η Μάργκοτ πίστευε πως κάποιος άλλος είχε ρίξει το
χάπι στο ρόφημα του Μπρένερ, κι αν θέλετε τη γνώμη μου για το ποιος
ήταν…»
«Αϊρίν», επανέλαβε η Τζάνις, κι ήταν ολοφάνερο πως της ζητούσε να
δείξει αυτοσυγκράτηση, όμως η Αϊρίν ήταν ασταμάτητη.
«… θα σας το πω, καθαρά… την Γκλόρια υποψιαζόταν. Εκείνη η
κοπέλα ήταν σκέτο αγρίμι και καταγόταν από οικογένεια κακοποιών…
όχι, Τζαν, θα πω την πάσα αλήθεια, είμαι σίγουρη πως κι ο Κάμερον θέλει
να ξέρει όλα όσα συνέβαιναν σ’ εκείνη την κλινική…»
«Μα δε γίνεται να έριχνε η Γκλόρια οτιδήποτε στο τσάι του Μπρένερ…
αφήστε που», είπε η Τζάνις απευθυνόμενη στον Στράικ και στη Ρόμπιν,
«εγώ δε νομίζω πως η κοπέλα…»
«Καλά, εγώ που καθόμουν στο ίδιο γραφείο με την Γκλόρια κάθε μέρα,
Τζαν», είπε με ύφος η Αϊρίν, «εγώ ήξερα τι είδους άνθρωπος ήταν
πραγματικά…»
«… όμως ακόμη κι αν έριξε πράγματι το χάπι στο τσάι του, Αϊρίν, τι
σχέση θα μπορούσε να έχει με την εξαφάνιση της Μάργκοτ;»
«Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω», είπε η Αϊρίν, που μάλλον είχε αρχίσει
να εκνευρίζεται, «όμως εδώ τους ενδιαφέρει να μάθουν ποιος δούλευε
εκεί πέρα και τι συνέβαινε στην κλινική… καλά δε λέω;» ρώτησε
επιτακτικά τον Στράικ, ο οποίος έγνεψε καταφατικά. Κι αφού πέταξε ένα:
«Βλέπεις;» στην Τζάνις, η Αϊρίν συνέχισε ακάθεκτη, λέγοντας: «Το
λοιπόν, η Γκλόρια προερχόταν από μια πραγματικά άξεστη οικογένεια, το
σόι της ήταν από τη Μικρή Ιταλία…»
Η Τζάνις προσπάθησε να προβάλει κάποια ένσταση, όμως η Αϊρίν
συνέχισε τα δικά της.
«Είναι ακριβώς όπως τα λέω, Τζαν! Ο ένας αδελφός ήταν μπλεγμένος
με ναρκωτικά, κάτι τέτοιες βρομοδουλειές, η ίδια μου το είχε πει! Εκείνο
το χάπι μπορεί να μην ήταν καν από το απόθεμα του Μπρένερ! Μπορεί
να το είχε δώσει κάποιος από τους αδελφούς της. Η Γκλόρια σιχαινόταν
τον Μπρένερ. Εντάξει, δε λέω, ήταν κι αυτός ένας αγέλαστος γέρος,
συνέχεια μαζί μας τα έβαζε. Μια φορά, θυμάμαι γυρίζει η Γκλόρια και
μου λέει: “Φαντάσου να έμενες μαζί του. Άμα ήμουν εγώ η αδελφή του,
θα είχα φαρμακώσει το φαΐ του γερο-ξούρα”, κι η Μάργκοτ την άκουσε
και τη μάλωσε, γιατί στην αίθουσα αναμονής ήταν κόσμος και δεν ήταν
επαγγελματική συμπεριφορά αυτή, να μιλάει με τέτοιον τρόπο για έναν
από τους γιατρούς.
»Τέλος πάντων, από τη στιγμή που η Μάργκοτ δεν έκανε τίποτε για το
χάπι στην κούπα του Μπρένερ, σκέφτηκα κι εγώ ότι δεν είπε κουβέντα
γιατί ξέρεις ποιος το έκανε. Δεν ήθελε να έχει μπλεξίματα η χαϊδεμένη της.
Η Γκλόρια, βλέπετε, ήταν η μαθήτρια. Η Γκλόρια περνούσε τη μισή μέρα
στο γραφείο της Μάργκοτ, όπου η άλλη της έκανε κήρυγμα για τον
φεμινισμό, κι έπρεπε εγώ να τα βγάζω πέρα μόνη μου στην υποδοχή…
και φόνο να είχε διαπράξει η Γκλόρια, η Μάργκοτ θα της χαριζόταν.
Τέτοια αδυναμία τής είχε».
«Μήπως ξέρει κάποια σας πού βρίσκεται τώρα η Γκλόρια;» ρώτησε ο
Στράικ.
«Ιδέα δεν έχω. Έφυγε από την κλινική λίγο καιρό αφότου εξαφανίστηκε
η Μάργκοτ», είπε η Αϊρίν.
«Δεν την ξανάδα από τότε που έφυγε από τη δουλειά», είπε η Τζάνις,
που έδειχνε να αισθάνεται άβολα, «όμως, Αϊρίν, δε νομίζω πως είναι
σωστό να πετάμε έτσι κατηγορίες…»
«Κάνε μου τη χάρη», είπε η Αϊρίν απότομα στη φίλη της, έχοντας φέρει
τη μια παλάμη πάνω στο στομάχι της, «και φέρε μου εκείνα τα φάρμακα
που έχω πάνω στο ψυγείο, ναι; Ακόμη δεν έχω συνέλθει. Μήπως θα
θέλατε λίγο ακόμη τσάι ή καφέ, τώρα που θα πεταχτεί μέχρι εκεί η Τζαν;»
Η Τζάνις σηκώθηκε αδιαμαρτύρητα, μάζεψε τις άδειες κούπες, φόρτωσε
τον δίσκο και τράβηξε στην κουζίνα. Η Ρόμπιν σηκώθηκε για να της
ανοίξει την πόρτα, κι η Τζάνις της χαμογέλασε περνώντας από εκεί. Όπως
απομακρύνονταν τα βήματα της Τζάνις στην παχιά μοκέτα του
διαδρόμου, η Αϊρίν είπε αγέλαστη:
«Η καημένη η Τζαν. Πέρασε δύσκολα στη ζωή της, πραγματικά. Η
παιδική της ηλικία, λες κι ήταν βγαλμένη από τις σελίδες κάποιου βιβλίου
του Ντίκενς. Ο Έντι κι εγώ τη διευκολύναμε οικονομικά κάποιες φορές,
μετά που την παράτησε ο Μπίτι. Χρησιμοποιεί το επίθετό του, όμως
αυτός την άφησε αστεφάνωτη, ξέρετε», είπε η Αϊρίν. «Φοβερό, καλά δε
λέω; Αφήστε που είχαν κάνει κι ένα παιδί μαζί. Δε νομίζω πως αυτός
θέλησε ποτέ του να είναι εκεί πέρα, και τελικά σηκώθηκε κι έφυγε. Ο
Λάρι όμως… θέλω να πω, δεν ήταν αυτό που λέμε ξυράφι», είπε η Αϊρίν
γελώντας πνιχτά, «όμως την είχε σε τεράστια εκτίμηση. Νομίζω πως αυτή
στην αρχή νόμιζε πως θα έβρισκε καλύτερα –ο Λάρι δούλευε για τον
Έντι, ξέρετε– όχι στα γραφεία, οικοδόμος ήταν ο άνθρωπος, τελικά όμως
νομίζω πως κατάλαβε κι αυτή… θέλω να πω, ξέρετε, δεν είναι εύκολο να
βρεθεί άντρας που θα δεχτεί να αναλάβει ξένο παιδί…»
«Θα μπορούσα να σας ρωτήσω για εκείνα τα απειλητικά σημειώματα
στη Μάργκοτ που είδατε, κυρία Χίκσον;»
«Α, ναι, βεβαίως», είπε η Αϊρίν ευχαριστημένη. «Που πάει να πει πως
με πιστεύετε, έτσι δεν είναι; Ρωτάω δηλαδή, γιατί η αστυνομία δε με
πίστεψε».
«Στην κατάθεσή σας αναφέρατε πως ήταν δύο στο σύνολο;»
«Σωστά. Ούτε και θα είχα ανοίξει το πρώτο, αλλά εκείνη τη μέρα έλειπε
η Ντόροθι κι ο δρ Μπρένερ μου ζήτησε να τακτοποιήσω το ταχυδρομείο.
Κανονικά, η Ντόροθι δεν έλειπε ποτέ. Έτυχε εκείνη τη φορά, γιατί έπρεπε
να βγάλει τις αμυγδαλές ο γιος της. Φοβερά κακομαθημένο παιδί, πού να
σας τα λέω. Αυτή ήταν και η μοναδική φορά που την είδα ταραγμένη,
όταν μου είπε πως θα τον πήγαινε στο νοσοκομείο την άλλη μέρα.
Συνήθως ήταν βράχος… όμως είχε απομείνει χήρα, κι άλλον άνθρωπο δεν
είχε πέρα από τον γιο της».
Η Τζάνις επέστρεψε, έχοντας ξαναγεμίσει την τσαγιέρα και την
καφετιέρα. Η Ρόμπιν σηκώθηκε και κατέβασε τη βαριά τσαγιέρα και την
καφετιέρα από τον δίσκο, για να τη διευκολύνει. Η Τζάνις δέχτηκε τη
βοήθειά της με ένα χαμόγελο και ένα ψιθυριστό «ευχαριστώ», ώστε να μη
διακόψει την Αϊρίν.
«Και τι ανέφερε το σημείωμα;» ρώτησε ο Στράικ.
«Για να πω την αλήθεια, έχει περάσει και τόσος καιρός», είπε η Αϊρίν. Η
Τζάνις της έδωσε μια συσκευασία με ταμπλέτες για τη δυσπεψία, την
οποία η Αϊρίν παρέλαβε με ένα σφιγμένο χαμόγελο, αλλά χωρίς να πει
ευχαριστώ. «Πάντως, απ’ ό,τι θυμάμαι…» συνέχισε βγάζοντας δυο χάπια
από το φύλλο αλουμινόχαρτου, «μισό λεπτό, δε θέλω να κάνω κάποιο
λάθος… ήταν πολύ αγενές. Αποκαλούσε τη Μάργκοτ με εκείνη τη λέξει
που αρχίζει από πι, αυτό το θυμάμαι καθαρά. Κι επίσης έλεγε πως η
Κόλαση περίμενε κάτι γυναίκες σαν του λόγου της».
«Ήταν δαχτυλογραφημένο; Χειρόγραφο;»
«Χειρόγραφο», είπε η Αϊρίν. Κατάπιε τα χάπια με μια γουλιά τσάι.
«Και το δεύτερο σημείωμα;»
«Αυτό δεν ξέρω τι έλεγε. Χρειάστηκε να περάσω από το εξεταστήριό
της, για να της μεταφέρω κάποιο μήνυμα, οπότε τυχαία το είδα αφημένο
πάνω στο γραφείο. Ίδια γράμματα, τα αναγνώρισα αμέσως. Δεν της
καλάρεσε που το είδα, το κατάλαβα. Το τσαλάκωσε μέσα στη χούφτα της
και το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων».
Η Τζάνις μοίρασε κούπες με φρέσκο τσάι και καφέ. Η Αϊρίν τσίμπησε
ένα ακόμη μπισκότο σοκολάτας.
«Αμφιβάλλω αν θα γνωρίζατε οτιδήποτε», είπε ο Στράικ, «όμως έλεγα
μήπως είχατε κάποια στιγμή λόγο να υποψιαστείτε πως η Μάργκοτ ήταν
έγκυος πριν από την…»
«Εσείς πού το μάθατε αυτό;» αναφώνησε η Αϊρίν εμβρόντητη.
«Δηλαδή, ήταν πράγματι έγκυος;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ναι!» είπε η Αϊρίν. «Βλέπετε –αχ, Τζαν, μη με κοιτάζεις έτσι, να
χαρείς–, τηλεφώνησαν από εκείνη την άλλη κλινική, κι απάντησα εγώ στο
τηλέφωνο, γιατί εκείνη είχε περάσει από το σπίτι κάποιου ασθενή!
Τηλεφωνούσαν για να επιβεβαιώσουν το ραντεβού για την επόμενη
ημέρα…» και σχημάτισε τις λέξεις με τα χείλη, χωρίς να τις αρθρώσει,
«για να κάνει έκτρωση!»
«Σας είπαν τι είδους επέμβαση αφορούσε το ραντεβού της από το
τηλέφωνο;» ρώτησε η Ρόμπιν.
Για μια στιγμή, η Αϊρίν φάνηκε να τα χάνει τελείως.
«Ναι… δηλαδή όχι… για να πω την αλήθεια… κοιτάξτε, δεν είμαι
περήφανη γι’ αυτό που έκανα, όμως τους τηλεφώνησα εγώ αμέσως μετά.
Από περιέργεια. Κάνει κάτι τέτοια πράγματα ο άνθρωπος, όταν είναι νέος,
καλά δε λέω;»
Η Ρόμπιν ήλπιζε πως το χαμόγελο με το οποίο ανταπέδωσε εκείνο της
Αϊρίν έδειχνε περισσότερο ειλικρινές.
«Πότε συνέβη αυτό, κυρία Χίκσον, θυμάστε;» ρώτησε ο Στράικ.
«Λίγο καιρό προτού εξαφανιστεί. Γύρω στις τέσσερις εβδομάδες;
Κάπου εκεί…»
«Πριν ή μετά τα ανώνυμα σημειώματα;»
«Δεν… μετά νομίζω», είπε η Αϊρίν. «Ή μήπως πριν; Δε θυμάμαι…»
«Μιλήσατε σε κανέναν άλλο για εκείνο το ραντεβού;»
«Μονάχα στην Τζαν, κι αυτή με μάλωσε. Καλά δε λέω, Τζαν;»
«Το ξέρω πως δεν είχες κακό σκοπό», μουρμούρισε η Τζάνις, «όμως το
ιατρικό απόρρητο…»
«Αφού δεν ήταν δική μας ασθενής η Μάργκοτ. Δεν ήταν το ίδιο».
«Και δεν είπατε κάτι σχετικά με όλα αυτά στην αστυνομία;» τη ρώτησε
ο Στράικ.
«Όχι», είπε η Αϊρίν, «επειδή δεν… εντάξει, το ξέρω πως κάτι έπρεπε να
είχα πει, σωστά; Και πάλι, τι σχέση θα μπορούσε να έχει αυτό με την
εξαφάνισή της;»
«Εκτός από την κυρία Μπίτι, δε μιλήσατε σε κανέναν άλλο γι’ αυτό το
θέμα;»
«Όχι», είπε η Αϊρίν απολογητικά, «γιατί… Θέλω να πω, πώς θα
μπορούσα να το είχα πει παραέξω… εφόσον δούλευες σε κλινική,
κράταγες το στόμα σου κλειστό. Αν ήθελα, θα μπορούσα να είχα πει ένα
σωρό μυστικά, κόσμος και κοσμάκης περνούσε από εκεί, καλά δε λέω; Κι
επειδή ήμουν στην υποδοχή, περνούσαν τόσοι και τόσοι φάκελοι από τα
χέρια μου, όμως προφανώς δε λες τίποτε, ήξερα πώς να κρατάω μυστικό,
ήταν μέρος της δουλειάς…»
Ανέκφραστος, ο Στράικ έγραψε «διαμαρτύρεται υπερβολικά» στο
σημειωματάριό του.
«Έχω μία ακόμη ερώτηση να σας κάνω, κυρία Χίκσον, η οποία
ενδεχομένως να είναι ευαίσθητη», είπε ο Στράικ, στρέφοντας και πάλι το
βλέμμα του σ’ εκείνη. «Πληροφορήθηκα πως εσείς και η Μάργκοτ είχατε
κάποια διαφωνία στο χριστουγεννιάτικο πάρτι».
«Α», έκανε η Αϊρίν με το πρόσωπό της να κρεμάει. «Αυτό. Ναι,
λοιπόν…»
Ακολούθησε μια ελαφρά παύση.
«Είχα θυμώσει με αυτό που είχε κάνει στον Κέβιν. Τον γιο της Τζαν.
Θυμάσαι, Τζαν;»
Η Τζάνις έδειχνε μπερδεμένη.
«Έλα τώρα, Τζαν, αφού θυμάσαι», επέμεινε η Αϊρίν, χτυπώντας και πάλι
ελαφρά την παλάμη της πάνω στο μπράτσο της Τζάνις. «Τότε που τον
πήγε στο γραφείο της και τα λοιπά και τα λοιπά».
«Α», έκανε η Τζάνις. Για μια στιγμή η Ρόμπιν είχε τη σαφή εντύπωση
πως η Τζάνις αυτή τη φορά είχε θυμώσει πραγματικά με τη φίλη της.
«Μα…»
«Θυμάσαι», επανέλαβε η Αϊρίν αγριοκοιτάζοντάς την.
«Εγώ… ναι», είπε η Τζάνις. «Ναι. Η αλήθεια είναι πως είχα θυμώσει γι’
αυτό, εντάξει».
«Η Τζαν δεν τον είχε αφήσει να πάει στο σχολείο», είπε η Αϊρίν στον
Στράικ. «Καλά δε λέω, Τζαν; Πόσων χρονών ήταν τότε, έξι; Που λέτε…»
«Τι ακριβώς συνέβη;» ρώτησε ο Στράικ την Τζάνις.
«Ο Κεβ είχε κοιλόπονο», είπε η Τζάνις. «Δηλαδή ήταν αδιάβαστος. Η
γειτόνισσά μου, που καμιά φορά τον πρόσεχε, ήταν αδιάθετη…»
«Βασικά», τη διέκοψε η Αϊρίν, «η Τζαν έφερε τον Κέβιν στη δουλειά
και…»
«Μήπως να μας περιέγραφε η κυρία Μπίτι τι συνέβη;» πρότεινε ο
Στράικ.
«Α… ναι, φυσικά!» είπε η Αϊρίν. Ακούμπησε και πάλι την παλάμη στην
κοιλιά της και τη χάιδεψε με ύφος βασανισμένης γυναίκας.
«Η γυναίκα που πρόσεχε συνήθως τον γιο σας ήταν άρρωστη;» είπε ο
Στράικ, για να βοηθήσει την Τζάνις να συνεχίσει.
«Ναι, όμως εγώ έπρεπε να πάω στη δουλειά, οπότε πήρα μαζί μου τον
Κέβιν στην κλινική και του έδωσα ένα μπλοκ ιχνογραφίας. Έπειτα,
έπρεπε να αλλάξω τους επιδέσμους μιας κυρίας στο πίσω δωμάτιο, οπότε
έβαλα τον Κεβ να καθίσει στην αίθουσα αναμονής. Η Αϊρίν και η
Γκλόρια είχαν τον νου τους. Τότε όμως η Μάργκοτ… να, τον πήρε στο
γραφείο της και τον εξέτασε, τον έβαλε να ξεντυθεί ως τη μέση,
κανονικά. Ήξερε πως ήταν ο γιος μου κι ήξερε γιατί βρισκόταν εκεί, όμως
αποφάσισε από μόνη της να… Θύμωσα, μην πω ψέματα», είπε η Τζάνις
χαμηλόφωνα. «Ανταλλάξαμε κάποιες κουβέντες. Της είπα: “Μπορούσες
να περιμένεις ώσπου να τελειώσω με την κυρία και θα ερχόμουν κι εγώ
μαζί του όσο τον εξέταζες”.
»Και πρέπει να το παραδεχτώ, μόλις της μίλησα σταράτα, έκανε αμέσως
πίσω και ζήτησε συγγνώμη. Όχι», είπε η Τζάνις, καθώς η Αϊρίν έπαιρνε
βαθιά ανάσα για να πει τα δικά της, «όπως το λέω έγινε, Αϊρίν, ζήτησε
συγγνώμη, είπε πως είχα απόλυτο δίκιο και κακώς τον εξέτασε χωρίς να
είμαι κι εγώ εκεί, όμως το παιδί βάσταγε την κοιλίτσα του, οπότε κι
εκείνη αντέδρασε ενστικτωδώς. Δεν είχε κακή πρόθεση. Απλώς, να,
κάποιες φορές…»
«… κάποιες φορές την έδινε στον κόσμο, αυτό έλεγα κι εγώ τόση ώρα»,
είπε η Αϊρίν. «Θαρρούσε πως ήταν αυτή και κανένας άλλος, πως ήξερε
καλύτερα από τον καθένα…»
«… ενεργούσε παρορμητικά, θα έλεγα. Όμως ήταν καλή γιατρός», είπε
η Τζάνις με ήρεμη αποφασιστικότητα. «Ακούς τα πάντα, όταν πας στα
σπίτια των ανθρώπων, ακούς τι γνώμη έχουν οι ασθενείς για τους
γιατρούς, κι η Μάργκοτ ήταν αγαπητή. Δεν ξεπετούσε τον κοσμάκη.
Ήταν ευγενική… ήταν, Αϊρίν, το ξέρω πως εσένα δε σου είχε καθίσει
καλά, όμως αυτό είναι που θέλει ο ασθενής…»
«Καλά, εντάξει», είπε η Αϊρίν χρωματίζοντας τις λέξεις της σαν να
έλεγε αφού το λες εσύ. «Μια φορά δεν είχε και κανέναν σπουδαίο
ανταγωνισμό στην κλινική, καλά δε λέω;»
«Ο δρ Γκάπτα και ο δρ Μπρένερ δεν ήταν δημοφιλείς;» ρώτησε ο
Στράικ.
«Ο δρ Γκάπτα ήταν γλυκύτατος άνθρωπος», είπε η Τζάνις. «Πολύ καλός
γιατρός, αν και κάποιοι ασθενείς δεν ήθελαν να τους δει ένας καστανός,
για να λέμε την αλήθεια. Ο Μπρένερ όμως ήταν αχώνευτος άνθρωπος.
Μόνον όταν πέθανε, κατάλαβα γιατί ήταν ίσως κάπως…»
Η Αϊρίν πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύστερα άρχισε απρόσμενα να γελάει.
«Πες τους τι συλλέγεις, Τζάνις. Άντε, ντε!» Στράφηκε στον Στράικ και
στη Ρόμπιν. «Αν δεν είναι ό,τι πιο ανατριχιαστικό, ό,τι πιο μακάβριο έχετε
ακούσει…»
«Δεν τις συλλέγω», είπε η Τζάνις, που είχε αναψοκοκκινίσει. «Απλώς
είναι κάποια πράγματα που μου αρέσει να τα φυλάω…»
«Νεκρολογίες! Πώς σας φαίνεται αυτό; Όλος ο κόσμος συλλέγει
πορσελάνες και πιατάκια ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, όμως η Τζάνις
συλλέγει…»
«Δεν είναι συλλογή», επανέλαβε η Τζάνις, που εξακολουθούσε να είναι
φουντωμένη. «Απλώς…» Στράφηκε στη Ρόμπιν, σαν να γύρευε την
κατανόησή της. «Η μητέρα μου δεν ήξερε γράμματα…»
«Απλώς, φανταστείτε το», επέμεινε η Αϊρίν, χαϊδεύοντας το στομάχι της.
Η Τζάνις κόμπιασε για μια στιγμή και τελικά είπε:
«… ναι, οπότε… Ο πατέρας μου δε διάβαζε βιβλία, όμως έφερνε την
εφημερίδα στο σπίτι, από εκεί έμαθα κι εγώ να διαβάζω. Έκοβα με το
ψαλίδι τις καλύτερες στήλες. Ανθρώπινες ιστορίες, φαντάζομαι έτσι θα τις
λέγαμε σήμερα. Ποτέ μου δε με συγκίνησε ιδιαίτερα η μυθοπλασία. Δεν
καταλαβαίνω τι αξία έχουν όλα αυτά τα πράγματα, που τα σκαρφίζεται ο
άλλος από το μυαλό του».
«Εμένα πάλι δώσε μου ένα καλό μυθιστόρημα και πάρε μου την ψυχή»,
μουρμούρισε η Αϊρίν, ενώ συνέχιζε να τρίβει το στομάχι της.
«Τέλος πάντων… δεν ξέρω… όταν διαβάζεις μια νεκρολογία, μαθαίνεις
ποιος πραγματικά ήταν ο άλλος, έτσι δεν είναι; Κι αν αφορά κάποιον
γνωστό μου ή κάποιον ασθενή, τις φυλάω, γιατί, δεν ξέρω, αισθανόμουν
πως κάποιος έπρεπε να τις φυλάξει. Η ζωή σου δημοσιεύεται στην
εφημερίδα… είναι ένα επίτευγμα κι αυτό, σωστά;»
«Όχι άμα είσαι ο Ντένις Κριντ, δεν είναι», είπε η Αϊρίν. Έχοντας ύφος
αυτάρεσκο, σαν να είχε πει κάτι πανέξυπνο, έγειρε προς τα εμπρός για να
τσιμπήσει ένα ακόμη μπισκότο, οπότε μια εκκωφαντική πορδή σάρωσε το
δωμάτιο.
Η Αϊρίν κοκκίνισε σαν το παντζάρι. Για μια φρικτή στιγμή, η Ρόμπιν
φοβήθηκε πως ο Στράικ θα έσκαγε στα γέλια, οπότε είπε μεγαλόφωνα
στην Τζάνις:
«Φυλάξατε και τη νεκρολογία του δρα Μπρένερ;»
«Α, ναι», είπε η Τζάνις, που φαινόταν να μην έχει αναστατωθεί στο
ελάχιστο από τον βροντερό ήχο που είχε μόλις ξεφύγει από την Αϊρίν.
Ίσως ως νοσοκόμα να ήταν συνηθισμένη σε πολύ χειρότερα. «Κι εκεί
εξηγούνταν πολλά».
«Υπό ποία έννοια;» ρώτησε η Ρόμπιν, αποφασισμένη να μην κοιτάξει
ούτε τον Στράικ ούτε την Αϊρίν.
«Είχε περάσει από το Μπέργκεν-Μπέλσεν, ήταν ένας από τους πρώτους
γιατρούς που βρέθηκαν εκεί».
«Θεέ μου», είπε η Ρόμπιν σοκαρισμένη.
«Σας καταλαβαίνω», είπε η Τζάνις. «Ο ίδιος δε μίλησε ποτέ του γι’
αυτό. Ούτε και θα το ήξερα, αν δεν το είχα διαβάσει στην εφημερίδα.
Πρέπει να αντίκρισε… σωρούς από πτώματα, νεκρά παιδιά… Τα διάβασα
σε ένα βιβλίο που δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη. Φρικτά πράγματα.
Μπορεί γι’ αυτό να έγινε έτσι όπως ήταν, όταν τον γνωρίσαμε, δεν ξέρω.
Στεναχωρήθηκα όταν το διάβασα. Είχα χρόνια να τον δω, όταν πέθανε.
Κάποιος μου έδειξε τη νεκρολογία, επειδή ήξερε πως είχα δουλέψει στην
κλινική, οπότε κι εγώ τη φύλαξα, για να μην ξεχαστεί ο άνθρωπος. Πολλά
μπορούσες να του συγχωρέσεις, από τη στιγμή που ήξερες τι πράγματα
είχε αντικρίσει, τι καταστάσεις είχε βιώσει… όμως το ίδιο ισχύει για
όλους τελικά, έτσι δεν είναι; Από τη στιγμή που ξέρεις, εξηγούνται τα
πάντα. Το κρίμα είναι πως συχνά δεν ξέρεις, παρά μόνον όταν είναι πια
αργά… είσαι εντάξει, καλή μου;» είπε απευθυνόμενη στην Αϊρίν.
Στον απόηχο της πορδής, η Ρόμπιν είχε την υποψία πως η Αϊρίν είχε
αποφασίσει πως η μόνη αξιοπρεπής δικαιολογία ήταν να υπογραμμίσει το
πόσο άρρωστη ήταν.
«Που λέτε, νομίζω πως είναι από το στρες», είπε έχοντας περάσει την
παλάμη μέσα από το λάστιχο του παντελονιού της. «Χειροτερεύει κάθε
φορά που αισθάνομαι… λυπάμαι», είπε με κάθε σοβαρότητα,
απευθυνόμενη στον Στράικ και στη Ρόμπιν, «όμως, δυστυχώς, δε νομίζω
πως είμαι σε θέση…»
«Βεβαίως», είπε ο Στράικ κλείνοντας το σημειωματάριό του.
«Άλλωστε, νομίζω πως θέσαμε όλα τα θέματα για τα οποία ήρθαμε εδώ.
Εκτός κι αν υπάρχει κάτι άλλο», συνέχισε απευθυνόμενος και στις δύο
γυναίκες, «που θυμηθήκατε στο μεταξύ και σας φαίνεται παράξενο εκ
των υστέρων ή παράταιρο;»
«Έχουμε σκεφτεί, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Τζάνις την Αϊρίν. «Όλα
αυτά τα χρόνια… το έχουμε συζητήσει προφανώς».
«Πρέπει να ήταν ο Κριντ, σωστά;» είπε η Αϊρίν σαν να ήταν πρακτικά
βέβαιο. «Ποια άλλη εξήγηση υπάρχει; Πού αλλού θα μπορούσε να έχει
πάει; Αλήθεια, λέτε να σας επιτρέψουν να τον συναντήσετε;» ρώτησε και
πάλι τον Στράικ, με μια ύστατη αναλαμπή ενδιαφέροντος.
«Ιδέα δεν έχω», απάντησε εκείνος και σηκώθηκε. «Σε κάθε περίπτωση,
σας ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία και για τον χρόνο που μας
διαθέσατε…»
Η Τζάνις τους συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα. Η Αϊρίν τους χαιρέτησε
βουβά την ώρα που έβγαιναν από το δωμάτιο. Η Ρόμπιν καταλάβαινε πως
η συνάντηση δεν είχε ανταποκριθεί στις προσδοκίες της. Η ίδια είχε
υποχρεωθεί σε ορισμένες αμήχανες και άβολες παραδοχές· η εικόνα του
νεαρού εαυτού της, όπως προέκυψε μέσα από τη συζήτηση, ίσως να μην
ήταν όλα όσα θα ήλπιζε… κι άλλωστε, σκέφτηκε η Ρόμπιν, την ώρα που
αντάλλασσε χειραψία με την Τζάνις στο κατώφλι του σπιτιού, κανείς δε
θα καμάρωνε ιδιαίτερα αν άφηνε μια ξεγυρισμένη πορδή μπροστά σε
ξένους.
21
Έστω λοιπόν, είπε ο Άρτεγκαλ, ας γίνει η δοκιμή.
Πρώτα στον έναν δίσκο την αλήθεια απόθεσε.
Αυτό έκανε πρώτο, κι έπειτα το ψέμα ακούμπησε
στου ζυγού τον άλλο δίσκο…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Λοιπόν, γιατρός δεν είμαι», είπε ο Στράικ την ώρα που διέσχιζαν τον
δρόμο για να επιστρέψουν στο Land Rover, «όμως νομίζω πως φταίει το
κάρι».
«Σταμάτα», είπε η Ρόμπιν γελώντας άθελά της. Για κάποιο λόγο
αισθανόταν μια έμμεση ντροπή.
«Καλά, το λες αυτό γιατί δεν καθόσουν κοντά της όπως εγώ», είπε ο
Στράικ μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. «Διέκρινα μια εσάνς αρνιού με
μπαχαρικά…»
«Σοβαρά», είπε η Ρόμπιν, μισογελώντας, μισοαηδιασμένη, «σταμάτα».
Όπως κούμπωνε τη ζώνη του, ο Στράικ είπε:
«Χρειάζομαι ένα αληθινό ποτό».
«Εδώ παρακάτω είναι μια συμπαθητική παμπ», είπε η Ρόμπιν. «Την
τσέκαρα στο διαδίκτυο: Η ταβέρνα του Τραφάλγκαρ».
Η αναζήτηση πληροφοριών για την παμπ αποτελούσε το δίχως άλλο μια
ακόμη Όμορφη Κίνηση που είχε επιλέξει να κάνει η Ρόμπιν για τα
γενέθλιά του, οπότε ο Στράικ αναρωτήθηκε αν το είχε βάλει σκοπό να του
προκαλέσει ενοχές. Πιθανότατα όχι, σκέφτηκε, όμως και πάλι αυτό ήταν
το αποτέλεσμα, οπότε δεν έκανε κάποιο άλλο σχόλιο, πέρα από το να
ρωτήσει:
«Πώς σου φάνηκαν όλα αυτά;»
«Κοίτα, υπήρχαν ορισμένα υπόγεια ρεύματα, σωστά;» είπε η Ρόμπιν
στρίβοντας για να βγει από τη θέση στάθμευσης. «Επίσης, νομίζω πως
ειπώθηκαν και ορισμένα ψέματα».
«Συμφωνώ», είπε ο Στράικ. «Εσύ ποια εντόπισες;»
«Κατ’ αρχάς, όσα μας είπε η Αϊρίν και η Τζάνις για τη λογομαχία που
προέκυψε στο χριστουγεννιάτικο πάρτι», είπε η Ρόμπιν παίρνοντας την
οδό Σέρκους. «Δε νομίζω πως η πραγματική αιτία ήταν η απόφαση της
Μάργκοτ να εξετάσει τον γιο της Τζάνις… αν και πιστεύω πως η
Μάργκοτ εξέτασε τον Κέβιν, χωρίς να ζητήσει την άδεια της μητέρας
του».
«Κι εγώ το ίδιο νομίζω», είπε ο Στράικ. «Πάντως, συμφωνώ: δε νομίζω
πως αυτή ήταν η αιτία της προστριβής. Η Αϊρίν πίεσε την Τζάνις να
αφηγηθεί αυτή την ιστορία, επειδή δεν ήθελε να ομολογήσει την αλήθεια.
Πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι… το γεγονός ότι η Αϊρίν έφερε την
Τζάνις στο σπίτι της, ώστε να μιλήσουμε ταυτόχρονα και στις δύο, μήπως
έγινε ώστε να είναι βέβαιη η Αϊρίν πως η Τζάνις δε θα μας έλεγε κάτι που
η ίδια δεν ήθελε να μαθευτεί; Αυτό είναι το πρόβλημα, όταν είσαι φίλος
με κάποιον επί δεκαετίες, σωστά; Ξέρουν υπερβολικά πολλά πράγματα».
Η Ρόμπιν, που ήταν απασχολημένη με την προσπάθεια να θυμηθεί τη
διαδρομή μέχρι την παμπ, την οποία είχε απομνημονεύσει εκείνο το πρωί,
θυμήθηκε μεμιάς όλες εκείνες τις ιστορίες που της είχε αφηγηθεί η Ίλσα
σχετικά με τη σχέση του Στράικ και της Σάρλοτ. Η Ίλσα της είχε πει πως
ο Στράικ είχε αρνηθεί την πρόσκληση να περάσει από το σπίτι τους
εκείνο το βράδυ για να φάνε όλοι μαζί, δήθεν επειδή είχε κανονίσει ήδη
με την αδελφή του. Η Ρόμπιν δυσκολευόταν να το πιστέψει αυτό,
δεδομένου του ότι ο Στράικ και η Λούσι είχαν αρπαχτεί άγρια σχετικά
πρόσφατα. Εν τω μεταξύ, ίσως και να φανταζόταν πράγματα που δεν
ίσχυαν, όμως η Ρόμπιν αναρωτήθηκε επίσης μήπως ο Στράικ απέφευγε να
κάνει παρέα μαζί της εκτός γραφείου.
«Δε φαντάζομαι να υποψιάζεσαι την Αϊρίν;»
«Υποψιάζομαι πως είναι ψεύτρα, κουτσομπόλα και θέλει να είναι
διαρκώς το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τίποτε περισσότερο», είπε ο
Στράικ. «Δε νομίζω πως είναι αρκετά έξυπνη ώστε να απήγαγε τη
Μάργκοτ Μπάμπορο και να κατάφερε επί σαράντα χρόνια να μην
προδοθεί. Από την άλλη, τα ψέματα έχουν πάντοτε ενδιαφέρον. Σου
τράβηξε κάτι άλλο την προσοχή;»
«Ναι. Είχε κάτι το περίεργο εκείνη η ιστορία με το Λίμινγκτον Σπα ή,
μάλλον, η αντίδραση της Αϊρίν όταν άκουσε την Τζάνις να αναφέρεται σε
αυτή… Νομίζω πως το Λίμινγκτον Σπα είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία για
εκείνη. Εκτός αυτού, ήταν παράξενο που η Τζάνις δεν της είχε μεταφέρει
τους ισχυρισμούς εκείνου του ασθενή της. Θα περίμενε κανείς πως θα το
είχε κάνει, μιας και είναι κολλητές, γνώριζαν και οι δυο τη Μάργκοτ, κι
έχουν διατηρήσει επαφή όλα αυτά τα χρόνια. Ακόμη κι αν η Τζάνις
θεωρούσε πως ο Ράματζ έλεγε παραμύθια, γιατί να μην τα μεταφέρει
στην Αϊρίν;»
«Άλλη μια εύστοχη παρατήρηση», είπε ο Στράικ, ενώ παρατηρούσε
σκεφτικός τη νεοκλασική πρόσοψη του Εθνικού Μουσείου Ναυτικής
Ιστορίας, καθώς περνούσαν μπροστά από φαρδιές εκτάσεις εντυπωσιακά
φροντισμένου σμαραγδένιου γρασιδιού. «Η Τζάνις πώς σου φάνηκε;»
«Κοίτα, όταν μας επέτρεπε η άλλη να την ακούσουμε να μιλάει, μου
φαινόταν σωστός άνθρωπος», είπε επιφυλακτικά η Ρόμπιν. «Μου έδωσε
την εντύπωση πως ήταν δίκαιη απέναντι στη Μάργκοτ και στον
Ντάουθγουεϊτ. Από την άλλη, για ποιο λόγο να ανέχεται να την
αντιμετωπίζει η Αϊρίν λες κι είναι η παραδουλεύτρα της…»
«Ορισμένοι άνθρωποι έχουν ανάγκη να τους χρειάζονται οι άλλοι… κι
ίσως να υπάρχει και μια αίσθηση υποχρέωσης, εφόσον η Αϊρίν έλεγε
αλήθεια πως η ίδια και ο σύζυγός της είχαν συνδράμει οικονομικά την
Τζάνις, όταν το χρειάστηκε».
Ο Στράικ εντόπισε από μακριά την παμπ που είχε επιλέξει η Ρόμπιν.
Μεγάλη και αρχοντική, με πολλά μπαλκόνια και τέντες, κι επίσης
ζαρντινιέρες και θυρεό, έστεκε στην όχθη του Τάμεση. Η Ρόμπιν
στάθμευσε και οι δυο τους πέρασαν ανάμεσα από τους μαύρους
σιδερένιους στύλους που οριοθετούσαν τον πεζόδρομο, όπου πολλά
ξύλινα τραπέζια πρόσφεραν θέα προς τον ποταμό, κι ανάμεσά τους ένα
μαύρο άγαλμα σε φυσικό μέγεθος του βραχύσωμου λόρδου Νέλσον
ατένιζε το νερό.
«Βλέπεις;» είπε η Ρόμπιν. «Μπορούμε να καθίσουμε έξω για να
καπνίσεις».
«Μήπως κάνει κρύο;» είπε ο Στράικ.
«Το μπουφάν έχει καλή επένδυση. Πάω να φέρω τα…»
«Όχι, εγώ θα πάω», είπε ο Στράικ αποφασιστικά. «Τι θέλεις;»
«Μια σόδα με μοσχολέμονο, παρακαλώ, έχω να πιάσω και τιμόνι».
Όπως έμπαινε στην παμπ ο Στράικ, ακούστηκαν ξαφνικά ένα σωρό
φωνές να εύχονται «Χρόνια πολλά». Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου,
βλέποντας κάτι μπαλόνια να αιωρούνται στη γωνία, τον κατέλαβε ένα
αίσθημα φρίκης, καθώς υποψιάστηκε πως η Ρόμπιν τον είχε φέρει εδώ για
ένα πάρτι-έκπληξη· όμως την επόμενη στιγμή, συνειδητοποίησε πως δεν
αναγνώριζε ούτε ένα πρόσωπο εκεί μέσα, κι ότι τα μπαλόνια σχημάτιζαν
τον αριθμό 80. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα, με μαλλιά στο χρώμα της
λεβάντας, χαμογελούσε πλατιά στην κεφαλή ενός τραπεζιού
κατακλυσμένου από συγγενείς: φλας άρχισαν να αστράφτουν, καθώς
έσβηνε τα κεράκια πάνω σε μια μεγάλη τούρτα σοκολάτα. Ακολούθησαν
χειροκροτήματα και επευφημίες, κι ένα νήπιο φύσηξε μια καραμούζα.
Ο Στράικ κατευθύνθηκε στο μπαρ, χωρίς να έχει ξεπεράσει ακόμη
τελείως την ταραχή του, μαλώνοντας τον εαυτό του που φαντάστηκε
έστω για μια στιγμή πως η Ρόμπιν υπήρχε περίπτωση να του είχε
οργανώσει πάρτι-έκπληξη. Ακόμη και η Σάρλοτ, με την οποία είχε τη
μακροβιότερη και στενότερη σχέση στη ζωή του, ποτέ δεν είχε κάνει κάτι
τέτοιο. Για την ακρίβεια, η Σάρλοτ ουδέποτε είχε επιτρέψει σε κάτι τόσο
ασήμαντο όσο τα γενέθλιά του να επηρεάσουν τα δικά της θέλω και
διαθέσεις. Στα εικοστά γενέθλια του Στράικ, κι ενώ η Σάρλοτ περνούσε
μία από τις σποραδικές φάσεις της, όταν ξεσπούσε με ακατάσχετη ζήλια ή
οργή στην άρνησή του να εγκαταλείψει τον στρατό (οι ακριβείς αφορμές
των πάμπολλων σκηνών και καβγάδων που ξεσπούσαν μεταξύ τους είχαν
την τάση να μπερδεύονται στο μυαλό του), είχε πετάξει το τυλιγμένο
δώρο του από ένα παράθυρο του τρίτου ορόφου, μπροστά στα μάτια του.
Υπήρχαν βέβαια κι άλλες αναμνήσεις. Εκείνες από τα τριακοστά τρίτα
γενέθλιά του, για παράδειγμα. Είχε μόλις λάβει εξιτήριο από το
νοσοκομείο Σέλι Όουκ και περπατούσε για πρώτη φορά στηριγμένος σε
προσθετικό άκρο, κι η Σάρλοτ τον είχε οδηγήσει στο διαμέρισμά της, στο
Νότινγκ Χιλ, του είχε μαγειρέψει και είχε επιστρέψει από την κουζίνα στο
τέλος του γεύματος κρατώντας δυο κούπες καφέ, ολόγυμνη και
ομορφότερη από κάθε άλλη γυναίκα που είχε αντικρίσει στη ζωή του. Ο
Στράικ είχε γελάσει κι είχε σαστίσει ταυτόχρονα. Εν τω μεταξύ, κόντευαν
δύο χρόνια που δεν είχε κάνει σεξ. Η νύχτα που ακολούθησε κατά πάσα
πιθανότητα θα παρέμενε ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη του, όπως και
οι λυγμοί στους οποίους ξέσπασε η Σάρλοτ ύστερα, πάνω στην αγκαλιά
του, όταν του είπε πως ήταν ο μοναδικός άντρας για εκείνη, πως φοβόταν
τα αισθήματά της, φοβόταν πως ήταν κακός άνθρωπος που δε λυπόταν
για το ακρωτηριασμένο του πόδι, εφόσον αυτό σήμαινε πως θα επέστρεφε
ο Στράικ κοντά της, εφόσον σήμαινε πως, επιτέλους, θα μπορούσε να τον
φροντίσει κι εκείνη έτσι όπως τη φρόντιζε πάντοτε αυτός. Οπότε, καθώς
κόντευαν μεσάνυχτα, ο Στράικ της έκανε πρόταση γάμου, κι έκαναν
έρωτα ξανά, κι ύστερα έμειναν ξύπνιοι μέχρι το χάραμα και συζητούσαν
πώς θα έστηνε το γραφείο ιδιωτικών ερευνών, κι η Σάρλοτ του είπε πως
δεν ήθελε δαχτυλίδι, πως έπρεπε να φυλάξει τα χρήματά του για τη νέα
του σταδιοδρομία, στην οποία ήταν βέβαιη πως θα αποδεικνυόταν
εξαιρετικός.
Έχοντας αγοράσει ποτά και πατατάκια, ο Στράικ επέστρεψε στη Ρόμπιν,
η οποία καθόταν σε έναν υπαίθριο πάγκο, με τις παλάμες χωμένες στις
τσέπες της, κι έδειχνε κακόκεφη.
«Χαμογέλα», είπε ο Στράικ, απευθυνόμενος εξίσου στον εαυτό του όσο
και σ’ εκείνη.
«Με συγχωρείς», είπε η Ρόμπιν, αν και πραγματικά δεν ήξερε για ποιο
λόγο ζητούσε συγγνώμη.
Ο Στράικ κάθισε δίπλα της αντί για απέναντι, οπότε κοίταζαν και οι δύο
προς τον ποταμό. Από κάτω, εκτεινόταν μια μικρή όχθη με βότσαλα όπου
κάθε τόσο τα κύματα πάφλαζαν νωχελικά. Στην απέναντι όχθη,
υψώνονταν τα ατσαλόχρωμα κτίρια γραφείων του Κανάρι Γουόρφ· στα
αριστερά τους το Σαρντ. Ο ποταμός είχε χρώμα μολυβί εκείνη την ψυχρή
μέρα του Νοεμβρίου. Ο Στράικ έσκισε το ένα σακουλάκι πατατάκια και
το άπλωσε στη μέση, έτσι ώστε να μπορούν και οι δυο τους να τσιμπάνε
ελεύθερα. Κι ενώ ευχόταν να είχε ζητήσει έναν καφέ αντί για κρύο ποτό,
η Ρόμπιν ήπιε μια γουλιά από τη σόδα με μοσχολέμονο, έφαγε δυο-τρία
πατατάκια, ξανάφερε τις παλάμες μέσα στις τσέπες της και ύστερα είπε:
«Το ξέρω πως δεν είναι αυτή η σωστή νοοτροπία, όμως ειλικρινά… δε
νομίζω πως θα καταφέρουμε να μάθουμε τι πραγματικά συνέβη στη
Μάργκοτ Μπάμπορο».
«Από πού προέκυψε αυτή η απαισιοδοξία;»
«Μάλλον επειδή η Αϊρίν θυμόταν λάθος ονόματα… κι η Τζάνις δεν της
έφερνε αντίρρηση, αντίθετα απέκρυψε τον πραγματικό λόγο για εκείνο
τον καβγά στο χριστουγεννιάτικο πάρτι… έχουν περάσει τόσα χρόνια.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καμία απολύτως υποχρέωση να μας
πουν την αλήθεια τώρα, ακόμη κι αν θυμούνται ποια είναι αυτή. Αν
συνυπολογίσουμε το ότι οι άνθρωποι προσκολλώνται σε παλιές θεωρίες,
για παράδειγμα όλο εκείνο το σκηνικό με την Γκλόρια και το χάπι μέσα
στην κούπα του Μπρένερ, και το ότι οι άνθρωποι θέλουν να φανούν
σημαντικοί, καμώνονται πως ξέρουν διάφορα και… να, έχω αρχίσει να
υποψιάζομαι πως παιδευόμαστε με κάτι ανέφικτο».
Ένα κύμα κούρασης είχε σαρώσει τη Ρόμπιν όση ώρα καθόταν στο
κρύο και περίμενε τον Στράικ και στα απόνερά του εμφανίστηκε κι η
απελπισία.
«Έλα, μην απογοητεύεσαι», είπε ο Στράικ ενθαρρυντικά. «Ήδη
καταφέραμε να μάθουμε δύο σημαντικές πληροφορίες που η αστυνομία
αγνοούσε πλήρως». Έβγαλε τα τσιγάρα του, άναψε ένα κι ύστερα είπε:
«Πρώτον, υπήρχαν μεγάλες ποσότητες βαρβιτουρικών στο κτίριο όπου
εργαζόταν η Μάργκοτ. Δεύτερον, είναι πολύ πιθανό η Μάργκοτ
Μπάμπορο να έκανε έκτρωση.
»Ας πιάσουμε πρώτα τα βαρβιτουρικά», συνέχισε, «μήπως
προσπερνάμε κάτι προφανέστατο, δηλαδή ότι αποτελούσαν ένα μέσο,
άμεσα διαθέσιμο σ’ εκείνο τον χώρο, ώστε να ναρκωθεί κάποιος;»
«Η Μάργκοτ δε ναρκώθηκε», είπε η Ρόμπιν μασουλώντας άκεφα
μερικά πατατάκια. «Έφυγε περπατώντας από το κτίριο».
«Ναι, εφόσον δεχτούμε ότι…»
«…η Γκλόρια δεν έλεγε ψέματα. Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν. «Όμως πώς
κατάφερε μαζί με τη Θίο – γιατί η Θίο εξακολουθεί να είναι απαραίτητα
συνεργός σε αυτή την ιστορία, σωστά; Πώς κατάφεραν οι δυο τους να
χορηγήσουν στη Μάργκοτ αρκετή ποσότητα βαρβιτουρικών ώστε να την
εξουδετερώσουν; Μην ξεχνάς, εφόσον η Αϊρίν λέει την αλήθεια, πως η
Μάργκοτ δεν άφηνε πλέον κανέναν να ετοιμάζει τα ροφήματά της. Εν τω
μεταξύ, απ’ ό,τι μας είπε η Τζάνις σχετικά με τη δοσολογία, θα
χρειαζόσουν κάμποσα χάπια προκειμένου να ρίξεις αναίσθητο έναν
άνθρωπο».
«Σωστά το σκέφτεσαι. Οπότε, ας ανατρέξουμε σ’ εκείνη την ιστοριούλα
σχετικά με το χάπι στο τσάι…»
«Δεν την πίστεψες;»
«Την πίστεψα», είπε ο Στράικ, «γιατί μου φαίνεται πως αν ήταν ψέμα,
θα ήταν ένα ολότελα άχρηστο ψέμα. Δεν είναι αρκετά ενδιαφέρουσα
ώστε να αποτελέσει ένα συναρπαστικό κουτσομπολιό, έτσι δεν είναι; Τι
να φτουρήσει ένα χάπι; Όμως επαναφέρει το ερώτημα του κατά πόσο η
Μάργκοτ γνώριζε ή υποψιαζόταν τον εθισμό του Μπρένερ. Ενδεχομένως
να της είχε φανεί παράξενη η συμπεριφορά του. Τα ηρεμιστικά θα του
προκαλούσαν υπνηλία. Πιθανόν να είχε παρατηρήσει πως ο άλλος
αργούσε να καταλάβει τι του έλεγες. Ό,τι έχουμε μάθει σχετικά με τη
Μάργκοτ συντείνει στο ότι, εφόσον θεωρούσε πως ο Μπρένερ φερόταν
αντιεπαγγελματικά ή ενδεχομένως έθετε σε κίνδυνο τους ασθενείς, θα
είχε τραβήξει γραμμή στο γραφείο του, απαιτώντας εξηγήσεις. Κι επίσης
ακούσαμε διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα για το παρελθόν του
Μπρένερ, ο οποίος απ’ ό,τι φαίνεται κουβαλούσε τραύματα από παλιά,
ήταν ένας δυστυχής και μοναχικός άνθρωπος. Πώς θα αντιδρούσε, αν η
Μάργκοτ τον απειλούσε με διαγραφή από τον ιατρικό σύλλογο; Τι θα
σήμαινε η απώλεια του κύρους και της φήμης του, για έναν άνθρωπο που
πρακτικά δεν είχε τίποτε άλλο στη ζωή του; Έχουν γίνει φόνοι για πολύ
πιο ασήμαντους λόγους».
«Ο Μπρένερ όμως έφυγε από την κλινική πριν από τη Μάργκοτ εκείνο
το βράδυ».
«Και τι τον εμπόδιζε να την περιμένει; Να της προτείνει να την πετάξει
μέχρι παρακάτω με το αυτοκίνητό του;»
«Αν της πρότεινε κάτι τέτοιο, νομίζω πως η Μάργκοτ θα τον
αντιμετώπιζε με καχυποψία», είπε η Ρόμπιν. «Όχι φοβούμενη πως θα της
έκανε κακό, αλλά ενδεχομένως να της έβαζε τις φωνές, πράγμα που θα
ήταν σύμφωνο με τον χαρακτήρα του, απ’ ό,τι ξέρουμε γι’ αυτόν.
Προσωπικά, θα είχα προτιμήσει να περπατήσω στη βροχή. Εκτός αυτού,
η Μάργκοτ ήταν πολύ νεότερή του, ψηλή και γυμνασμένη. Δε θυμάμαι
αυτή τη στιγμή πού έμενε ο Μπρένερ…»
«Με την ανύπαντρη αδελφή του, σε απόσταση περίπου είκοσι λεπτών
με το αυτοκίνητο από την κλινική. Η αδελφή κατέθεσε πως επέστρεψε
στο σπίτι τη συνηθισμένη του ώρα. Μια γειτόνισσα που είχε βγάλει βόλτα
τον σκύλο της επιβεβαίωσε πως τον είχε δει μέσα από το παράθυρο του
σπιτιού του γύρω στις έντεκα…
»Πάντως, μπορώ να σκεφτώ και μιαν άλλη πιθανότητα σχετικά με
εκείνα τα βαρβιτουρικά», συνέχισε ο Στράικ. «Όπως επισήμανε και η
Τζάνις, είχαν αξία στην πιάτσα και, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Μπρένερ είχε
συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες. Πρέπει να εξετάσουμε την περίπτωση
κάποιος εκτός κλινικής να ήξερε ότι υπήρχαν πολύτιμες ναρκωτικές
ουσίες στο κτίριο, να αποφάσισε να τις βουτήξει κι η Μάργκοτ να τον
εμπόδιζε».
«Οπότε, επιστρέφουμε στην περίπτωση η Μάργκοτ να πέθανε μέσα στο
κτίριο, πράγμα που σημαίνει πως…»
«Η Γκλόρια και η Θίο επανέρχονται στο κάδρο των υπόπτων.
Ενδεχομένως οι δυο τους να σχεδίαζαν να βουτήξουν τα ηρεμιστικά για
τον εαυτό τους. Και προ ολίγου μάθαμε πως υπήρχε και…»
«…ένας αδελφός μπλεγμένος με τη διακίνηση ναρκωτικών», είπε η
Ρόμπιν.
«Προς τι ο σκεπτικισμός;»
«Η Αϊρίν έδειχνε αποφασισμένη να πετάξει μπηχτές για την Γκλόρια,
έτσι δεν είναι;»
«Ναι, σωστά, όμως το γεγονός πως η Γκλόρια είχε έναν αδελφό που
έσπρωχνε ουσίες στην πιάτσα είναι μια αξιόλογη πληροφορία, όπως και
το γεγονός πως υπήρχαν μεγάλες ποσότητες ηρεμιστικών στο κτίριο, που
αποτελούσαν βολικότατο στόχο για κάθε επίδοξο κλέφτη. Ο Μπρένερ δεν
υπήρχε περίπτωση να ομολογήσει πως είχε συγκεντρώσει τέτοιες ουσίες
στην κλινική, οπότε κατά πάσα πιθανότητα δε θα κατήγγειλε την κλοπή,
συνδυασμός που οδηγεί σε μια κατάσταση ανοιχτή σε κάθε
εκμετάλλευση».
«Η ύπαρξη ενός κακοποιού αδελφού δεν καθιστά και τους συγγενείς
του κακοποιούς».
«Σύμφωνοι, όμως με κάνει να θέλω ακόμη περισσότερο να βρούμε την
Γκλόρια. Ο όρος “άτομο ενδιαφέροντος” ταιριάζει πολύ στην περίπτωσή
της…
»Έπειτα, είναι στη μέση και η περίπτωση της έκτρωσης», είπε ο Στράικ.
«Εφόσον η Αϊρίν λέει την αλήθεια σχετικά με το τηλεφώνημα από την
άλλη κλινική, προκειμένου να επιβεβαιώσουν το ραντεβού…»
«Εφόσον», επισήμανε η Ρόμπιν.
«Δε νομίζω πως έλεγε ψέματα», είπε ο Στράικ. «Για τον ακριβώς
αντίθετο λόγο απ’ ό,τι για το χάπι στην κούπα του Μπρένερ. Το ψέμα εδώ
παραείναι χοντρό. Οι άνθρωποι δε σκαρφίζονται από το πουθενά τέτοιες
ιστορίες. Τέλος πάντων, η Αϊρίν είχε αποκαλύψει τότε στην Τζάνις τι
συνέβαινε, κι η λογομαχία που είχαν σχετικά με το ιατρικό απόρρητο
ακούγεται αληθοφανής. Εκτός αυτού, ο γιος της Ντόροθι κάπου πρέπει να
είχε βασίσει αυτά που έγραψε στο βιβλίο του. Δε θα μου προξενούσε την
παραμικρή εντύπωση αν τη συγκεκριμένη πληροφορία τού την είχε
σφυρίξει η Αϊρίν. Δε μου έδωσε την εντύπωση γυναίκας που θα
προσπερνούσε όποια ευκαιρία να επιδοθεί σε εικασίες ή κουτσομπολιά».
Η Ρόμπιν δεν έκανε κάποιο σχόλιο. Στη ζωή της, μόνο μία φορά είχε
έρθει αντιμέτωπη με την πιθανότητα να είναι έγκυος και θυμόταν ακόμη
την ανακούφιση που την είχε κατακλύσει όταν κατέστη σαφές πως δεν
ήταν, οπότε δε θα χρειαζόταν να έρθει σε ακόμη μεγαλύτερη επαφή με
αγνώστους, να υποβληθεί σε μια δεύτερη επέμβαση άκρως προσωπικού
χαρακτήρα, να αντιμετωπίσει ακόμη περισσότερα αίματα, ακόμη
περισσότερο πόνο.
Φαντάσου να είσαι έγκυος από τον άντρα σου και να επιλέξεις την
έκτρωση, σκέφτηκε. Άραγε, θα μπορούσε πράγματι να είχε κάνει κάτι
τέτοιο, τη στιγμή που μεγάλωνε στο σπίτι της την αδελφή εκείνου του
παιδιού; Τι σκέψεις να περνούσαν από το μυαλό της έναν μήνα πριν από
την εξαφάνισή της; Μήπως όδευε αθόρυβα προς έναν νευρικό κλονισμό,
όπως ο Τάλμποτ; Τα τελευταία χρόνια είχαν διδάξει στη Ρόμπιν το πόσο
μυστήριοι είναι οι άνθρωποι ακόμη και σ’ εκείνους που νόμιζαν πως τους
γνώριζαν καλύτερα από κάθε άλλον. Απιστία και διγαμία, βίτσια και
φετίχ, κλοπές και απάτες, παρακολουθήσεις και παρενοχλήσεις: πλέον,
είχε διερευνήσει την κρυφή ζωή τόσων ανθρώπων, ώστε είχε χάσει το
μέτρημα. Ούτε και θεωρούσε τον εαυτό της ανώτερο σε σχέση με
οποιονδήποτε από τους κερατωμένους και εξαπατημένους που
κατέφευγαν στο γραφείο λαχταρώντας την αλήθεια. Μήπως κι η ίδια δε
νόμιζε πως ήξερε τι άνθρωπος ήταν ο σύζυγός της στα πάντα; Πόσες
εκατοντάδες νύχτες δεν τις είχαν περάσει αγκαλιασμένοι σαν Σιαμαίοι
δίδυμοι, ψιθυρίζοντας μυστικά, γελώντας στο σκοτάδι; Η Ρόμπιν είχε
περάσει σχεδόν τη μισή της ζωή με τον Μάθιου και χρειάστηκε πρώτα να
εμφανιστεί ένα σκληρό, λαμπερό διαμαντένιο σκουλαρίκι στο κρεβάτι
τους, για να συνειδητοποιήσει πως ο σύζυγός της ζούσε μια ξέχωρη ζωή
και δεν ήταν, κι ενδεχομένως δεν υπήρξε ποτέ, ο άνθρωπος που νόμιζε η
Ρόμπιν πως ήξερε τόσο καλά.
«Δε θέλεις να σκέφτεσαι πως έκανε έκτρωση», είπε ο Στράικ
συμπεραίνοντας σωστά, τουλάχιστον εν μέρει, τον λόγο της σιωπής της
Ρόμπιν. Εκείνη δεν απάντησε, μόνο προτίμησε να ρωτήσει:
«Δεν είχες κάποια απάντηση από τη φίλη της Μάργκοτ, την Ούνα,
σωστά;»
«Α, δε σου το είπα;» απάντησε ο Στράικ. «Ναι, μου έστειλε ένα email
χτες. Είναι πράγματι συνταξιούχος εφημέριος και δέχτηκε ευχαρίστως να
μας συναντήσει, όταν κατεβεί στο Λονδίνο για κάτι χριστουγεννιάτικες
αγορές. Δεν έχουμε κλείσει ημερομηνία ακόμη».
«Καλό αυτό», είπε η Ρόμπιν. «Ξέρεις, θα ήθελα να μιλήσω με κάποιον
που συμπαθούσε πραγματικά τη Μάργκοτ».
«Ο Γκάπτα τη συμπαθούσε», είπε ο Στράικ. «Η Τζάνις επίσης, αυτό είπε
προ ολίγου».
Η Ρόμπιν έσκισε το δεύτερο σακουλάκι πατατάκια.
«Κι αυτό θα περίμενε κανείς, έτσι δεν είναι;» είπε. «Οι άνθρωποι να
καμώνονται τουλάχιστον πως συμπαθούσαν τη Μάργκοτ, ύστερα απ’ ό,τι
συνέβη. Η Αϊρίν όμως δεν το έκανε. Δε σου φαίνεται κάπως…
υπερβολικό… να παραμένει αγκιστρωμένη σε μια τόσο έντονη αντιπάθεια
ύστερα από σαράντα χρόνια; Φαρμάκι έσταζε. Δε θα ήταν πιο… δεν
ξέρω, πιο ευγενικό, αν…»
«Αν ισχυριζόταν πως ήταν φίλες;»
«Ναι… όμως ίσως η Αϊρίν να ήξερε πως ήταν πάρα πολλοί οι άνθρωποι
που γνώριζαν πως δεν ήταν φίλες. Τι γνώμη έχεις για τα ανώνυμα
σημειώματα; Αλήθεια ή ψέμα;»
«Καλή ερώτηση», είπε ο Στράικ κι έξυσε το πιγούνι του. «Η Αϊρίν
πραγματικά το ευχαριστήθηκε όταν μας είπε πως ο αποστολέας είχε
αποκαλέσει τη Μάργκοτ με τη λέξη που αρχίζει από πι, όμως η αναφορά
στην “Κόλαση” δε μου ακούγεται σαν κάτι που θα σκαρφιζόταν από μόνη
της. Θα περίμενα κάτι πιο κοντά στη λογική του “φαντασμένη σκύλα”».
Έβγαλε και πάλι το σημειωματάριό του και έριξε μια γρήγορη ματιά
στις σημειώσεις που είχε κρατήσει στη διάρκεια της συνάντησης.
«Λοιπόν, πρέπει να τσεκάρουμε αυτές τις πληροφορίες, άσχετα από το
κατά πόσο είναι βάσιμες ή όχι. Τι θα έλεγες να αναλάβεις την περίπτωση
του Τσάρλι Ράματζ και της υποτιθέμενης συνάντησης στο Λίμινγκτον
Σπα, κι εγώ να ασχοληθώ με τον Άπλθορπ που κατέβαζε τα Μπένι σαν
καραμέλες;»
«Να, το ξανάκανες τώρα δα», είπε η Ρόμπιν.
«Τι έκανα;»
«Χαμογέλασες λοξά, όπως έλεγες τη λέξη “Μπένι”. Τι το αστείο έχει η
βενζεδρίνη;»
«Α…» έκανε ο Στράικ γελώντας πνιχτά. «Απλώς θυμήθηκα κάτι που
μου είχε πει ο θείος μου, ο Τεντ. Έβλεπες καθόλου το Σταυροδρόμι;»
«Τι είναι το Σταυροδρόμι;»
«Συνέχεια ξεχνάω πόσο νεότερη είσαι», είπε ο Στράικ. «Ήταν μια
σαπουνόπερα που παιζόταν παλιά στην τηλεόραση, κι εκεί υπήρχε ένας
χαρακτήρας ονόματι Μπένι. Ήταν… τέλος πάντων, εκείνα τα χρόνια θα
τον έλεγες άτομο με ειδικές ανάγκες. Απλοϊκός. Φορούσε ένα μάλλινο
σκουφί. Κλασικός χαρακτήρας, με τον τρόπο του».
«Αυτόν σκεφτόσουν;» ρώτησε η Ρόμπιν. Δεν της φαινόταν ιδιαίτερα
αστείος ο συνειρμός.
«Όχι, όμως πρέπει να ξέρεις κάποια πράγματα γι’ αυτόν, ώστε να
καταλάβεις τη συνέχεια. Φαντάζομαι έχεις ακουστά τον Πόλεμο των
Φόκλαντς».
«Νεότερή σου είμαι, Στράικ. Όχι στουρνάρι».
«Καλά, εντάξει. Οπότε, οι Βρετανοί στρατιώτες που στάλθηκαν εκεί –
πολέμησε κι ο Τεντ, το 1982– κόλλησαν στους ντόπιους το παρατσούκλι
“Μπένι” από τον χαρακτήρα στο Σταυροδρόμι. Κάποια στιγμή, το
μαθαίνουν στην Κεντρική Διοίκηση, οπότε σκάει η διαταγή από τους
γαλονάδες: Πάψτε να αποκαλείτε τους ανθρώπους που μόλις
απελευθερώσαμε “Μπένι”. Κι έτσι», είπε ο Στράικ χαμογελώντας πλατιά,
«άρχισαν να τους αποκαλούν “Γιαπάντα”».
«“Γιαπάντα”; Τι σημαίνει αυτό το “Γιαπάντα”;»
«“Για πάντα Μπένι”», εξήγησε ο Στράικ κι έσκασε στα γέλια. Γέλασε
και η Ρόμπιν, κυρίως όμως με την αντίδραση του Στράικ. Όταν κόπασαν
κάπως τα χαχανητά τους, έμειναν και οι δύο να χαζεύουν τον ποταμό για
μερικές στιγμές, πίνοντας και, στην περίπτωση του Στράικ, καπνίζοντας,
ώσπου είπε:
«Θα στείλω επιστολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Θα αιτηθώ
χορήγηση άδειας ώστε να επισκεφτώ τον Κριντ».
«Σοβαρά;»
«Πρέπει να το προσπαθήσουμε. Οι Αρχές ανέκαθεν θεωρούσαν πως ο
Κριντ δολοφόνησε ή επιτέθηκε σε περισσότερες γυναίκες απ’ ό,τι εκείνες
για τις οποίες καταδικάστηκε. Στο σπίτι του βρέθηκαν κοσμήματα και
ρούχα τα οποία δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ. Το ότι οι πάντες νομίζουν πως
το έκανε ο Κριντ…»
«…δε σημαίνει πως δεν το έκανε», συμφώνησε η Ρόμπιν, που
αντιλαμβανόταν απόλυτα εκείνο το βασανιστικό σκεπτικό.
Ο Στράικ αναστέναξε, έτριψε το πρόσωπό του, ενώ το τσιγάρο
εξακολουθούσε να εξέχει από τα χείλη του, κι ύστερα είπε:
«Θέλεις να δεις πόσο παλαβός ήταν ο Τάλμποτ;»
«Για δώσε».
Ο Στράικ έβγαλε το δερματόδετο σημειωματάριο από την εσωτερική
τσέπη του παλτού του και της το έδωσε. Η Ρόμπιν το άνοιξε κι άρχισε να
φυλλομετρά τις σελίδες αμίλητη.
Κατακλύζονταν από αλλόκοτα σχέδια και διαγράμματα. Ο γραφικός
χαρακτήρας ήταν μικρός, οι λέξεις καθαρογραμμένες αλλά στριμωγμένες.
Πάρα πολλές φράσεις και σύμβολα είχαν υπογραμμιστεί και κυκλωθεί. Η
πεντάλφα ήταν πανταχού παρούσα. Οι σελίδες κατακλύζονταν από
ονόματα, όμως κανένα δε σχετιζόταν με την υπόθεση: Κρόουλι, Λεβί,
Άνταμς και Σμιντ.
«Χμ», έκανε χαμηλόφωνα, καθώς στεκόταν σε μια ιδιαίτερα φορτωμένη
σελίδα, μέσα από την οποία την αγριοκοίταζε ένα κεφάλι τράγου, που στο
μέτωπο είχε ένα τρίτο μάτι. «Εδώ δες…»
Έγειρε προς το μέρος του Στράικ.
«Χρησιμοποιεί αστρολογικά σύμβολα».
«Τι πράγμα;» είπε ο Στράικ παρατηρώντας συνοφρυωμένος τη σελίδα
που του έδειχνε η Ρόμπιν.
«Αυτός είναι ο Ζυγός», είπε η Ρόμπιν δείχνοντας ένα σύμβολο προς την
κάτω πλευρά της σελίδας. «Είναι το ζώδιό μου, παλιότερα είχα ένα
μπρελόκ με αυτό το σχήμα».
«Για να καταλάβω, ασχολείται με ζώδια και κουραφέξαλα;» είπε ο
Στράικ τραβώντας το σημειωματάριο προς το μέρος του, έχοντας πάρει
ένα τέτοιο ύφος αηδίας, ώστε η Ρόμπιν άρχισε και πάλι να γελάει.
Ο Στράικ έριξε μια ματιά σε όλη τη σελίδα. Η Ρόμπιν είχε δίκιο. Εν τω
μεταξύ, οι κύκλοι που σχηματίζονταν γύρω από το κεφάλι του τράγου τού
φανέρωναν και κάτι ακόμη.
«Κάθισε και υπολόγισε το πλήρες ωροσκόπιο της στιγμής που
θεωρούσε πως είχε απαχθεί η Μάργκοτ», είπε. «Εδώ δες την ημερομηνία.
11 Οκτωβρίου του 1974. Έξι και μισή το βράδυ… για όνομα του Θεού…
Καθόταν και ασχολούνταν με την αστρολογία… ο τύπος είχε σαλτάρει
τελείως».
«Εσύ τι ζώδιο είσαι;» ρώτησε η Ρόμπιν, προσπαθώντας ταυτόχρονα να
το υπολογίσει.
«Ιδέα δεν έχω».
«Καλά, ναι», είπε η Ρόμπιν.
Ο Στράικ γύρισε και την κοίταξε αιφνιδιασμένος.
«Άσε τα σάπια!» είπε. «Όλοι ξέρουν τι ζώδιο είναι. Μη μας το παίζεις
υπεράνω».
Ο Στράικ χαμογέλασε πλατιά, απρόθυμα, τράβηξε μια γερή τζούρα από
το τσιγάρο του, φύσηξε τον καπνό και ύστερα είπε:
«Τοξότης, με ωροσκόπο Σκορπιό και τον ήλιο στον πρώτο οίκο».
«Είσαι…» Η Ρόμπιν έβαλε τα γέλια. «Σοβαρά τώρα, εσύ το σκάρωσες
αυτό ή είναι πραγματικό;»
«Εννοείται πως δεν είναι πραγματικό», είπε ο Στράικ. «Τίποτε απ’ όλα
αυτά δεν είναι πραγματικό, σωστά; Όμως ναι. Ο γενέθλιος αστρολογικός
χάρτης μου αυτά αναφέρει. Και κόψε τα γέλια. Θυμήσου ποια ήταν η
μητέρα μου. Τα πίστευε όλα αυτά τα κουραφέξαλα. Μία από τις
καλύτερες φίλες της ετοίμασε το πλήρες ωροσκόπιό μου, όταν γεννήθηκα.
Έπρεπε να το είχα αναγνωρίσει αμέσως αυτό», είπε δείχνοντας προς το
σκίτσο του τράγου. «Όμως δεν έχω καθίσει ακόμη να ασχοληθώ σοβαρά
με το σημειωματάριο, δεν προλάβαινα».
«Και τι σημαίνει η παρουσία του ήλιου στον πρώτο οίκο;»
«Τίποτε δε σημαίνει, μαλακίες είναι όλα αυτά».
Η Ρόμπιν καταλάβαινε πως ο Στράικ δεν ήθελε να παραδεχτεί πως
θυμόταν τη σημασία αυτής της πληροφορίας, πράγμα που την έκανε να
γελάσει ξανά. Ισορροπώντας ανάμεσα στον εκνευρισμό και στη θυμηδία,
ο Στράικ μουρμούρισε:
«Ανεξαρτησία. Ηγετική παρουσία».
«Κοίτα…»
«Είναι μαλακίες όλα αυτά, κι έχουμε ήδη αρκετές μυστικιστικές
μπαρούφες σε αυτή την υπόθεση, δε χρειάζεται να προσθέσουμε και τα
ζώδια. Το μέντιουμ με τον άγιο τόπο, τον Τάλμποτ και τον Μπαφομέτ…»
«…την Αϊρίν με τη σπασμένη Μάργκοτ Φοντέιν», πρόσθεσε η Ρόμπιν.
«Την Αϊρίν και εκείνο το σπασμένο πορσελάνινο έκτρωμα»,
μουρμούρισε ο Στράικ στρέφοντας τα μάτια του προς τα πάνω.
Μικρές σταγόνες παγερής βροχής άρχισαν να πέφτουν, ραντίζοντας το
τραπέζι και το σημειωματάριο του Τάλμποτ, το οποίο ο Στράικ έκλεισε,
για να μη βραχεί το μελάνι και κυλήσει. Συμφωνώντας χωρίς να πουν
τίποτα, σηκώθηκαν ταυτόχρονα και κατευθύνθηκαν πίσω στο Land
Rover.
Εν τω μεταξύ, η ηλικιωμένη κυρία με τα μαλλιά στο χρώμα της
λεβάντας, που είχε γενέθλια την ίδια μέρα με τον Στράικ, επιβιβαζόταν
υποβασταζόμενη σε ένα Toyota εκεί παραδίπλα, με τη βοήθεια δύο
γυναικών που έμοιαζαν με κόρες της. Ολόγυρα στο αυτοκίνητο στέκονταν
οι υπόλοιποι συγγενείς, χαμογελαστοί, συνομιλώντας κάτω από τις
ομπρέλες τους. Για μια στιγμή, έτσι όπως καθόταν μέσα στο τζιπ, ο
Στράικ αναρωτήθηκε αν θα έφτανε κι ο ίδιος στα ογδόντα και ποιος θα
βρισκόταν εκείνη τη μέρα μαζί του.
22
Και σε καιρούς κατοπινούς, πράγματα πιότερο άγνωστα θενά φανερωθούν.
Γιατί λοιπόν ο ανόητος άνθρωπος θέλει να νομίζει,
πως δεν υπάρχει τίποτε πέρα απ’ αυτό που βλέπει;
Τι θα γινόταν αν μέσα στην όμορφη του Φεγγαριού τη σφαίρα,
αν σε κάθε άλλο αθέατο άστρο,
μάθαινε με χαρά πως απλώνονταν κόσμοι άλλοι;
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ο Στράικ παράγγειλε φαγητό από έξω εκείνο το βράδυ, για να δειπνήσει


μόνος του στη σοφίτα όπου έμενε. Έτσι όπως άδειαζε τη μερίδα
ζυμαρικών Σιγκαπούρης στο πιάτο του, ενδόμυχα αναγνώρισε πόσο
ειρωνικό ήταν που, αν η Ίλσα δεν έδειχνε τέτοια επιμονή να υποδυθεί τη
μαία μιας ρομαντικής σχέσης ανάμεσα στον ίδιο και στη Ρόμπιν, ίσως
αυτή τη στιγμή να καθόταν στο διαμέρισμα του Νικ και της Ίλσα, στην
οδό Οκτάβια, και να γελούσε συντροφιά με δύο από τους παλιότερους
φίλους του, γιατί όχι και την ίδια τη Ρόμπιν, η παρέα της οποίας ποτέ δεν
τον είχε κουράσει, παρά τις τόσο πολλές ώρες που περνούσαν μαζί στη
δουλειά.
Οι σκέψεις του Στράικ συνέχισαν να γυροφέρνουν στη συνεργάτιδά του
όση ώρα έτρωγε, εκείνο το φιλί πάνω στην εύστοχα διαλεγμένη κάρτα,
στα ακουστικά και στο γεγονός πως πλέον τον αποκαλούσε Στράικ σε
στιγμές που την εκνεύριζε ή όταν οι δυο τους αστειεύονταν, όλα
ξεκάθαρα σημάδια μιας αυξανόμενης οικειότητας. Οσοδήποτε στενάχωρη
και αν ήταν η διαδικασία του διαζυγίου, για την οποία ελάχιστα πράγματα
είχε πει η Ρόμπιν, όσο λίγο κι αν επιδίωκε συνειδητά μια ρομαντική
σχέση, γεγονός παρέμενε πως ήταν μια γυναίκα ελεύθερη.
Κι αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Στράικ αναρωτήθηκε πόσο
εγωιστικό ήταν το να υποψιάζεται πως τα αισθήματα που έτρεφε η
Ρόμπιν απέναντί του ήταν οτιδήποτε περισσότερο από εκείνα μιας άδολης
φιλίας. Μαζί της τα πήγαινε καλύτερα απ’ ό,τι με οποιαδήποτε άλλη
γυναίκα στη ζωή του. Η αμοιβαία συμπάθειά τους είχε επιβιώσει απ’ όλες
εκείνες τις πιέσεις που συνοδεύουν μια επαγγελματική συνεργασία, από
τις προσωπικές δοκιμασίες που είχε υπομείνει ο καθένας τους από τον
καιρό που γνωρίστηκαν, ακόμη κι από εκείνη τη σοβαρή διαφωνία που
τον είχε ωθήσει κάποτε να την απολύσει. Η Ρόμπιν είχε σπεύσει στο
νοσοκομείο, όταν εκείνος βρέθηκε ολομόναχος με έναν σοβαρά άρρωστο
ανιψιό, υπομένοντας, γι’ αυτό δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία, τη
δυσαρέσκεια του πρώην πλέον συζύγου της, τον οποίο ο Στράικ ποτέ δεν
παρέλειπε να αποκαλεί «μαλάκα» με τον νου του.
Ούτε είχε περάσει απαρατήρητη από τον Στράικ η ομορφιά της Ρόμπιν:
για την ακρίβεια, είχε πλήρη συναίσθησή της από εκείνη την πρώτη φορά
που έβγαλε το παλτό της στο γραφείο του. Όμως εκείνη η σωματική έλξη
συνιστούσε μικρότερη απειλή για την ηρεμία του, σε σχέση με εκείνη τη
βαθιά, ένοχη ικανοποίηση που του προκαλούσε το γεγονός πως ήταν επί
του παρόντος ο σημαντικότερος άντρας στη ζωή της. Τώρα που η
πιθανότητα να προκύψει κάτι περισσότερο ανοιγόταν φανερά μπροστά
του, μιας και ο σύζυγός της είχε φύγει από τη μέση κι εκείνη ήταν
ελεύθερη, ο Στράικ συνέλαβε τον εαυτό του να αναρωτιέται σοβαρά τι θα
συνέβαινε σε περίπτωση που αποφάσιζαν να κάνουν κάτι γι’ αυτό που,
όπως άρχιζε να υποψιάζεται, ήταν μια αμοιβαία έλξη. Θα μπορούσε
άραγε το γραφείο, για το οποίο και οι δυο τους είχαν κάνει τόσες θυσίες
και που για τον Στράικ αποτελούσε το αποκορύφωμα όλων των
φιλοδοξιών του, να επιβιώσει σε περίπτωση που οι δύο συνεταίροι
κατέληγαν να πλαγιάσουν μαζί; Όπως κι αν επιχειρούσε να διατυπώσει το
ερώτημα, η απάντηση κάθε φορά ήταν αρνητική, καθώς ήταν βέβαιος, για
λόγους που είχαν να κάνουν με παλαιότερες τραυματικές εμπειρίες κι όχι
από κάποια ιδιαίτερα πουριτανικό χαρακτηριστικό, πως αυτό που
επιδίωκε η Ρόμπιν τελικά ήταν η ασφάλεια και η σταθερότητα του γάμου.
Κι αυτός δεν ήταν άνθρωπος φτιαγμένος για γάμο. Άσχετα από τις
όποιες δυσκολίες, αυτό που λαχταρούσε στο τέλος της εργάσιμης ημέρας
ήταν ο προσωπικός του χώρος, καθαρός και τακτοποιημένος,
οργανωμένος ακριβώς όπως του άρεσε, απαλλαγμένος από
συναισθηματικές θύελλες, τύψεις και επικρίσεις, από την όποια απαίτηση
να υπηρετηθεί η κινηματογραφική αντίληψη του ρομαντισμού, από μια
ζωή όπου η ευτυχία ενός άλλου ανθρώπου αποτελούσε δική του ευθύνη.
Η αλήθεια είναι πως όλη του τη ζωή ήταν υπεύθυνος για κάποια γυναίκα:
για τη Λούσι, όταν μεγάλωναν μαζί μέσα στη βρόμα και στο χάος· για τη
Λίντα, που παραπατούσε από τον έναν εραστή στον επόμενο και την
οποία είχε αναγκαστεί να προστατέψει, σωματικά, ως έφηβος· για τη
Σάρλοτ, οι αλλοπρόσαλλες και αυτοκαταστροφικές τάσεις της οποίας
είχαν περιγραφεί με πολλά και διάφορα ονόματα από ψυχολόγους και
ψυχιάτρους, την οποία όμως, κόντρα σε όλα αυτά, είχε αγαπήσει. Πλέον
ήταν μόνος και κατά κάποιον τρόπο ήρεμος. Κανένα από τα φλερτ ή τις
σχέσεις της μιας βραδιάς που είχαν προκύψει μετά τη Σάρλοτ δεν είχε
αγγίξει εκείνο το ουσιώδες κομμάτι του εαυτού του. Υπήρξαν φορές στο
μεταξύ που αναρωτήθηκε μήπως η Σάρλοτ είχε ατροφήσει την ικανότητά
του να βιώνει βαθιά αισθήματα.
Με τη μόνη διαφορά πως, σχεδόν κόντρα στη θέλησή του, νοιαζόταν
πραγματικά τη Ρόμπιν. Αισθανόταν τα οικεία σκιρτήματα μιας βαθιάς
επιθυμίας να την κάνει ευτυχισμένη, σκιρτήματα που τον εκνεύριζαν
πολύ χειρότερα απ’ ό,τι η συνήθεια που είχε αναπτύξει να φροντίζει να
αποστρέφει το βλέμμα του, κάθε φορά που εκείνη έσκυβε πάνω από ένα
γραφείο. Ήταν φίλοι, κι ο Στράικ ήλπιζε πως θα παρέμεναν για πάντα
φίλοι, κι είχε την υποψία πως ο καλύτερος τρόπος για να συμβεί αυτό
ήταν να μη δουν ποτέ ο ένας τον άλλο γυμνό.
Αφού έπλυνε το πιάτο του, ο Στράικ άνοιξε το παράθυρο για να αφήσει
να μπει στο δωμάτιο ο κρύος νυχτερινός αέρας, υπενθυμίζοντας στον
εαυτό του πως κάθε γυναίκα που ήξερε θα είχε γκρινιάξει αμέσως για το
ρεύμα. Έπειτα άναψε ένα τσιγάρο, άνοιξε τον φορητό υπολογιστή που
είχε ανεβάσει στη σοφίτα και συνέταξε μια επιστολή προς το Υπουργείο
Δικαιοσύνης, στην οποία εξηγούσε ότι τον είχε προσλάβει η Άννα Φιπς,
παρέθετε τα αποδεδειγμένα διαπιστευτήριά του του ερευνητή τόσο στο
πλαίσιο του στρατού όσο και εκτός αυτού, ζητώντας τη χορήγηση άδειας
ώστε να επισκεφτεί και να θέσει μια σειρά από ερωτήματα στον Ντένις
Κριντ, στις ψυχιατρικές φυλακές του Μπρόουντμουρ.
Όταν ολοκλήρωσε την επιστολή, χασμουρήθηκε, άναψε το νιοστό
τσιγάρο εκείνης της ημέρας και πήγε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του,
ξεκουμπώνοντας ως συνήθως πρώτα το παντελόνι του. Έπιασε από το
κομοδίνο τη βιογραφία του Ντένις Κριντ και την άνοιξε στο τελευταίο
κεφάλαιο.
Το ερώτημα που στοιχειώνει τους αξιωματικούς της αστυνομίας που
κατέβηκαν στο υπόγειο του Κριντ το 1976 και αντίκρισαν με τα ίδια
τους τα μάτια τον συνδυασμό φυλακής και αίθουσας βασανιστηρίων
που είχε στήσει εκεί, είναι κατά πόσο οι 12 γυναίκες στις οποίες
επιβεβαιωμένα επιτέθηκε και/ή σκότωσε αποτελούν τον πραγματικό
συνολικό αριθμό των θυμάτων του.
Στην τελευταία μας συνάντηση, ο Κριντ, ο οποίος εκείνο το πρωί είχε
στερηθεί ορισμένα προνόμια ύστερα από ένα επιθετικό ξέσπασμα σε
βάρος ενός δεσμοφύλακα, δεν είχε διάθεση επικοινωνίας και
περιορίστηκε σε εξόχως ασαφείς απαντήσεις.
Ε: Υπάρχει η υποψία πως ενδεχομένως τα θύματα να ήταν περισσότερα.
Α: Αλήθεια;
Ε: Λουίζ Τάκερ. Δεκαέξι ετών, το είχε σκάσει από…
Α: Εσείς οι δημοσιογράφοι λατρεύετε να κοτσάρετε από μια ηλικία
δίπλα στους ανθρώπους, έτσι δεν είναι; Γιατί;
Ε: Επειδή έτσι προκύπτει μια εικόνα. Πρόκειται για ένα στοιχείο με το
οποίο όλοι ταυτιζόμαστε. Γνωρίζεις κάτι σχετικά με τη Λουίζ Τάκερ;
Α: Ναι. Ήταν δεκαέξι χρονών.
Ε: Στο υπόγειό σου βρέθηκαν κοσμήματα τα οποία δεν ανήκαν σε
κάποιο από τα γνωστά θύματα. Ρούχα επίσης.
Α: …
Ε: Δε θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτά τα κοσμήματα;
Α: …
Ε: Γιατί δε θέλεις να μιλήσεις για όλα αυτά τα αντικείμενα που δεν
εξακριβώθηκε σε ποια ανήκαν;
Α: …
Ε: Σκέφτεσαι καμιά φορά: «Πλέον, δεν έχω τίποτε να χάσω. Θα
μπορούσα να διώξω την αμφιβολία από το μυαλό τόσων ανθρώπων. Να
πάψουν κι οι δικοί τους να αναρωτιούνται;»
Α: …
Ε: Δε θεωρείς, δηλαδή, πως θα αποτελούσε μια τέτοια κίνηση ένα είδος
αποζημίωσης; Πως θα μπορούσες έτσι να αποκαταστήσεις κάπως τη
φήμη σου;
Α: [γελάει] «Φήμη»… σοβαρά, νομίζεις πως περνάω τις μέρες μου
ανησυχώντας για τη φήμη μου; Πραγματικά, όλοι εσείς δεν [ακατάληπτο]
Ε: Για την Κάρα Γούλφσον έχεις κάτι να πεις; Εξαφανίστηκε το ’73.
Α: Πόσων χρονών ήταν;
Ε: Είκοσι έξι. Εργαζόταν σε κλαμπ στο Σόχο.
Α: Δε μου αρέσουν οι πουτάνες.
Ε: Γιατί;
Α: Είναι βρόμικες.
Ε: Σύχναζες όμως σε ιερόδουλες.
Α: Όταν δεν έπαιζε τίποτε άλλο.
Ε: Επιχείρησες… η Έλεν Γουόρντροπ ιερόδουλη ήταν. Και κατάφερε
να σου ξεφύγει. Έδωσε την περιγραφή σου στην αστυνομία.
Α: …
Ε: Επιχείρησες να απαγάγεις την Έλεν στην ίδια περιοχή όπου εθεάθη
για τελευταία φορά η Κάρα.
Α: …
Ε: Για τη Μάργκοτ Μπάμπορο έχεις να κάνεις κάποιο σχόλιο;
Α: …
Ε: Ένα φορτηγάκι που έμοιαζε με το δικό σου εντοπίστηκε να
απομακρύνεται με ταχύτητα από την περιοχή όπου εξαφανίστηκε η
γυναίκα αυτή.
Α: …
Ε: Αν είχες απαγάγει την Μπάμπορο, θα βρισκόταν στο υπόγειό σου το
ίδιο διάστημα με τη Σούζαν Μέιερ, σωστά;
Α: …Καλό αυτό.
Ε: Για ποιο λόγο ήταν καλό;
Α: Καλό είναι να έχεις έναν άνθρωπο να πεις μια κουβέντα.
Ε: Λες δηλαδή πως κρατούσες αιχμάλωτες τόσο την Μπάμπορο όσο και
τη Μέιερ ταυτόχρονα;
Α: [χαμογελάει]
Ε: Για την Άντρεα Χούτον θα πεις κάτι; Ήταν νεκρή η Μπάμπορο, όταν
απήγαγες την Άντρεα;
Α: …
Ε: Πέταξες το πτώμα της Άντρεα σε έναν γκρεμό. Αυτό συνιστούσε
μεταβολή του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσες ως τότε. Ήταν το
πρώτο πτώμα που πέταξες εκεί;
Α: …
Ε: Δε θέλεις να επιβεβαιώσεις αν απήγαγες τη Μάργκοτ Μπάμπορο;
Α: [χαμογελάει]
Ο Στράικ άφησε κατά μέρος το βιβλίο και παρέμεινε ξαπλωμένος για
λίγο, καπνίζοντας, βυθισμένος στις σκέψεις του. Έπειτα έπιασε το
δερματόδετο σημειωματάριο του Μπιλ Τάλμποτ, το οποίο είχε πετάξει
νωρίτερα πάνω στο κρεβάτι του, την ώρα που έβγαζε το παλτό του.
Φυλλομέτρησε τις πυκνογραμμένες σελίδες, αναζητώντας κάτι που να
έβγαζε νόημα, κάτι που θα μπορούσε να συνδέσει με ένα εξακριβωμένο
στοιχείο ή κάποιο σημείο αναφοράς, οπότε κόλλησε ξαφνικά τον δείκτη
του πάνω στο βιβλίο, για να εμποδίσει τις σελίδες να γυρίσουν, καθώς την
προσοχή του είχε κεντρίσει μια πρόταση γραμμένη κατά κύριο λόγο στα
αγγλικά, που κάτι του θύμιζε.
12ο ( ) εντοπίστηκε. Επομένως, ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ,

ο δολοφόνος είναι ( )
Δυσκολεύτηκε να σηκωθεί για να φέρει το δικό του σημειωματάριο,
όμως αυτό ακριβώς έκανε. Όπως καθόταν και πάλι βαρύς στο κρεβάτι
του, εντόπισε τη στενογραφημένη φράση που είχε ερμηνεύσει η Πατ:
Και αυτό είναι το έσχατο, το δωδέκατο, και ο κύκλος θα κλείσει με την
εύρεση του δέκατου –άγνωστη λέξη– Μπαφομέτ. Μεταγραφή στο αληθινό
βιβλίο.
Η άγνωστη λέξη, όπως συνειδητοποίησε ο Στράικ, ήταν το ίδιο ακριβώς
σύμβολο που ακολουθούσε τη λέξη «δολοφόνος» στο σημειωματάριο του
Τάλμποτ.
Νιώθοντας εκνευρισμό και ταυτόχρονα περιέργεια, ο Στράικ έπιασε το
κινητό του και ξεκίνησε μια αναζήτηση πληροφοριών στο διαδίκτυο, με
τους όρους «αστρολογικά σύμβολα».
Λίγα λεπτά αργότερα, κι αφού είχε διαβάσει μερικές αστρολογικές
ιστοσελίδες, έχοντας ένα ύφος ελαφράς αηδίας, κατόρθωσε να
ερμηνεύσει τη φράση του Τάλμποτ. Το κείμενο είχε ως εξής: «Δωδέκατο
(Ιχθύς) εντοπίστηκε. Επομένως, ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ ο δολοφόνος είναι
(Αιγόκερως).
Ο ιχθύς ήταν το δωδέκατο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, ο Αιγόκερως το
δέκατο. Ο αιγόκερως ήταν επίσης το σύμβολο του τράγου, που ο
Τάλμποτ, πάνω στη μανία που τον είχε καταλάβει, φαινόταν να συνδέει
με τον Μπαφομέτ, την τραγοκέφαλη θεότητα.
«Για όνομα του Θεού», μουρμούρισε ο Στράικ γυρνώντας σε μια λευκή
σελίδα του σημειωματάριού του και γράφοντας κάτι.
Εν τω μεταξύ, μια ιδέα τού πέρασε από το μυαλό: εκείνες οι παράξενες,
ανεξήγητες ημερομηνίες και οι σταυροί δίπλα τους σε όλες τις καταθέσεις
των αντρών μαρτύρων. Αναρωτήθηκε αν είχε διάθεση να μπει στον κόπο
να σηκωθεί και να κατεβεί στο γραφείο, για να βρει όλες τις σχετικές
σελίδες από τις κούτες με το αρχείο της αστυνομίας. Με έναν
αναστεναγμό, κατέληξε στο ότι η απάντηση ήταν καταφατική. Κούμπωσε
το παντελόνι του, στάθηκε με κόπο όρθιος και έπιασε τα κλειδιά του
γραφείου από τον γάντζο δίπλα στην πόρτα όπου τα είχε κρεμασμένα.
Δέκα λεπτά αργότερα, ο Στράικ επέστρεψε στο δωμάτιό του έχοντας
μαζί τον φορητό υπολογιστή και ένα καινούργιο σημειωματάριο. Έτσι
όπως καθόταν και πάλι πάνω στο πάπλωμα, παρατήρησε πως η οθόνη του
κινητού του, που το είχε αφήσει πάνω στα σκεπάσματα, ήταν φωτισμένη.
Κάποιος του είχε τηλεφωνήσει όση ώρα ήταν κάτω. Περιμένοντας πως θα
έβρισκε μια αναπάντητη κλήση από τη Λούσι, έπιασε το κινητό και το
κοίταξε.
Είχε μόλις χάσει ένα τηλεφώνημα από τη Σάρλοτ. Ο Στράικ ακούμπησε
και πάλι το κινητό στο κρεβάτι και άνοιξε τον υπολογιστή του. Αργά και
συστηματικά, βάλθηκε να ταιριάζει τις ανεξήγητες ημερομηνίες στις
καταθέσεις όλων των αντρών μαρτύρων με το αντίστοιχο σύμβολο του
ζωδιακού κύκλου. Αν σωστά είχε υποψιαστεί πως ο Τάλμποτ
διασταύρωνε τα ζώδια των αντρών, τότε ο Στίβεν Ντάουθγουεϊτ ήταν
Ιχθύς, ο Πολ Σάτσγουελ ήταν Κριός και ο Ρόι Φιπς, ο οποίος είχε
γεννηθεί στις 27 Δεκεμβρίου… ήταν Αιγόκερως. Κι όμως, ο Τάλμποτ από
τα πρώτα στάδια των ερευνών είχε αποκλείσει την περίπτωση της όποιας
εμπλοκής του Ρόι Φιπς.
«Τρικυμία εν κρανίω, κανένα απολύτως νόημα», μουρμούρισε ο Στράικ
απευθυνόμενος στο άδειο δωμάτιο.
Άφησε κατά μέρος τον υπολογιστή του και έπιασε ξανά το
σημειωματάριο του Τάλμποτ, συνεχίζοντας την ανάγνωση από το σημείο
που ανέφερε με κάθε βεβαιότητα πως ο δολοφόνος της Μάργκοτ πρέπει
να είναι Αιγόκερως.
«Έλα, Χριστέ και Κύριε», μουρμούρισε ο Στράικ, επιχειρώντας, χωρίς
απόλυτη επιτυχία, να βγάλει κάποια άκρη μέσα από όλο εκείνο τον
αποκρυφιστικό αχταρμά με τη βοήθεια των αστρολογικών ιστοσελίδων.
Απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει, ο Τάλμποτ είχε αποφασίσει να
απαλλάξει τον Ρόι Φιπς από κάθε υποψία με το σκεπτικό πως δεν ήταν
πραγματικά Αιγόκερως, αλλά κάποιο άλλο ζώδιο, το οποίο ο Στράικ δεν
μπορούσε να ερμηνεύσει, ενώ είχε την αίσθηση πως ήταν εφεύρημα του
Τάλμποτ.

Επιστρέφοντας στο σημειωματάριο, ο Στράικ αναγνώρισε το ρίξιμο των


καρτών ταρό σε σχήμα κελτικού σταυρού από τα νιάτα του. Η Λίντα
θεωρούσε τον εαυτό της ειδικό στην ερμηνεία των ταρό· πολλές φορές
την είχε δει να ρίχνει τις κάρτες σε αυτόν ακριβώς τον σχηματισμό που
είχε σκιτσάρει ο Τάλμποτ στο μέσο της σελίδας. Ποτέ του όμως δεν είχε
δει να αποδίδονται αστρολογικές ερμηνείες στις κάρτες, κι αναρωτήθηκε
αν ήταν κι αυτό εφεύρημα του Τάλμποτ.
Το κινητό του βούιξε ξανά. Το σήκωσε από το κρεβάτι.
Η Σάρλοτ του είχε στείλει μια φωτογραφία. Μια γυμνή φωτογραφία
της, να κρατάει δυο κούπες καφέ. Το συνοδευτικό μήνυμα έγραφε, Σαν
σήμερα πριν από 6 χρόνια. Μακάρι να συνέβαινε ξανά. Χρόνια πολλά,
Μπλούι x
Κόντρα στη βούλησή του, ο Στράικ έμεινε να κοιτάζει εκείνο το σώμα
που δε θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορο κανένα ετεροφυλόφιλο
αρσενικό, κι εκείνο το πρόσωπο που θα ζήλευε ακόμη κι η Αφροδίτη.
Τότε παρατήρησε το θόλωμα χαμηλά στο στομάχι της, εκεί όπου είχε
ρετουσάρει την τομή από την καισαρική. Αυτό έλυσε μεμιάς το θέμα της
αναδυόμενης στύσης του. Σαν αλκοολικός που έκανε πέρα ένα ποτό,
διέγραψε τη φωτογραφία και έστρεψε ξανά την προσοχή του στο
σημειωματάριο του Τάλμποτ.
23
Ο νους είναι που πλάθει το καλό ή το κακό,
τη δυστυχία ή τη χαρά, τα πλούτη ή τη φτώχεια:
γιατί μπορεί κανείς που ’χει τα πάντα άφθονα όποτε το θελήσει,
να μην του είναι αρκετά, να θέλει παραπάνω·
και άλλος να αρκείται στα λιγοστά, να μη γυρεύει άλλα,
μα με τα λίγα να ’ν’ καλά σε πλούτη και σοφία.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Έντεκα ημέρες αργότερα, η Ρόμπιν είχε ξυπνήσει στις οκτώ το πρωί,


καθώς το κινητό της χτυπούσε, ύστερα από μετά βίας μία ώρα ύπνου.
Είχε περάσει όλη τη νύχτα σε μια ακόμη άσκοπη αγρυπνία έξω από το
σπίτι του κατατρεγμένου παρουσιαστή, κι είχε επιστρέψει στο διαμέρισμά
της στο Ερλς Κορτ για να κλείσει τα μάτια της για κανένα δίωρο, πριν
πάρει ξανά τους δρόμους προκειμένου να μιλήσει στην Ούνα Κένεντι
μαζί με τον Στράικ, στην καφετέρια του πολυκαταστήματος Fortnum &
Mason. Ολότελα αποπροσανατολισμένη, γκρέμισε μερικά πράγματα από
το κομοδίνο της, καθώς πάσχιζε στα τυφλά να πιάσει το κινητό της.
«Ναι;»
«Ρόμπιν;» αναφώνησε χαρούμενα μια φωνή μέσα στο αυτί της. «Έγινες
θεία!»
«Συγγνώμη, τι έγινα;» μουρμούρισε εκείνη.
Τα υπολείμματα του ονείρου της εξακολουθούσαν να τη γυροφέρνουν:
η Πατ Τσόνσι της πρότεινε να βγουν για φαγητό κι είχε πληγωθεί βαθιά
όταν η Ρόμπιν αρνήθηκε την πρόσκληση.
«Έγινες θεία! Η Τζένι μόλις γέννησε!»
«Α», έκανε η Ρόμπιν, καθώς με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς ο
εγκέφαλός της αντιλαμβανόταν πως στο τηλέφωνο ήταν ο Στίβεν, ο
μεγάλος της αδελφός. «Αχ, υπέροχα νέα… τι…;»
«Κορίτσι!» ανακοίνωσε πανευτυχής ο Στίβεν. «Άναμπελ Μαρί. Τρία
κιλά και εννιακόσια πενήντα γραμμάρια!»
«Πω, πω», έκανε η Ρόμπιν, «σαν να λέμε… είναι μεγάλο το μωρό; Μου
φαίνεται πως…»
«Σου στέλνω τώρα φωτογραφία!» είπε ο Στίβεν. «Την έλαβες;»
«Όχι… μισό», είπε η Ρόμπιν κι ανακάθισε. Με μάτι θολό από τη νύστα,
γύρισε την κλήση στην ανοιχτή ακρόαση, ώστε να τσεκάρει τα μηνύματά
της. Η φωτογραφία έφτασε την ώρα που κοίταζε την οθόνη: ένα
ζαρωμένο, φαλακρό κόκκινο μωρό, καλά τυλιγμένο με μια νοσοκομειακή
ρόμπα, με τις γροθιές του σφιγμένες, να δείχνει εξοργισμένο που είχε
υποχρεωθεί να εγκαταλείψει ένα μέρος ήσυχο, προστατευμένο και
σκοτεινό, για να βρεθεί στο εκτυφλωτικό φως ενός νοσοκομειακού
θαλάμου.
«Τώρα μόλις την έλαβα. Αχ, Στίβεν, είναι… είναι πανέμορφη».
Ψέματα, όμως και πάλι τα εξουθενωμένα μάτια της Ρόμπιν βούρκωσαν.
«Δεν το πιστεύω, Κουμπί», είπε σιγανά· Κουμπί ήταν το παρατσούκλι
του Στίβεν όταν ήταν παιδιά. «Έγινες μπαμπάς!»
«Το ξέρω!» είπε εκείνος. «Απίθανο, ε; Για πες τώρα, πότε θα ανέβεις να
τη δεις από κοντά;»
«Σύντομα», υποσχέθηκε η Ρόμπιν. «Τα Χριστούγεννα θα είμαι επάνω.
Να δώσεις την αγάπη μου στην Τζένι, εντάξει;»
«Έγινε, εντάξει. Θα τηλεφωνήσω στον Τζον τώρα. Τα λέμε σύντομα,
Ρομπς».
Η κλήση τερματίστηκε. Η Ρόμπιν έμεινε ξαπλωμένη στο σκοτάδι, να
κοιτάζει τη φωτεινή φωτογραφία του τσαλακωμένου μωρού, που τα
πρησμένα μάτια του παρέμεναν σφαλιστά, αντιμέτωπα με έναν κόσμο
που το νεογέννητο έμοιαζε να έχει αποφασίσει ήδη πως δεν ήταν και
τίποτε σπουδαίο. Ήταν κάτι το πραγματικά ασύλληπτο να σκέφτεται πως
ο αδελφός της, ο Στίβεν, ήταν πλέον πατέρας κι ότι η οικογένεια είχε
αποκτήσει ένα νέο μέλος.
Εκείνη τη στιγμή η Ρόμπιν θυμήθηκε τα λόγια της ξαδέλφης της, της
Κέιτι: Είναι λες και κινείσαι σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση απ’ ό,τι
όλοι εμείς. Τον παλιό καιρό, όταν ήταν με τον Μάθιου, πριν πιάσει
δουλειά στο γραφείο, θεωρούσε δεδομένο πως θα αποκτούσε παιδιά μαζί
του. Η Ρόμπιν δεν είχε κάποια ιδιαίτερη αντίρρηση στο να κάνει παιδιά,
απλώς πλέον ήξερε πως τη δουλειά που λάτρευε θα ήταν αδύνατο να την
κάνει αν ήταν μητέρα ή, τουλάχιστον, πως θα έπαυε να είναι μια δουλειά
που λάτρευε. Η μητρότητα, από τα λιγοστά πράγματα που είχε
συμπεράνει παρατηρώντας γυναίκες της ηλικίας της που βρίσκονταν σε
αυτό το στάδιο, φαινόταν να απαιτεί από μια γυναίκα ό,τι είχε και δεν είχε
να προσφέρει. Η Κέιτι συχνά αναφερόταν στο διαρκές σφίξιμο που
ένιωθε στην καρδιά όταν δε βρισκόταν κοντά στον γιο της, κι η Ρόμπιν
είχε προσπαθήσει να φανταστεί έναν συναισθηματικό δεσμό ακόμη
ισχυρότερο από εκείνον των τύψεων και του θυμού, με τον οποίο είχε
επιχειρήσει να την κρατήσει κοντά του ο Μάθιου. Το πρόβλημα δεν ήταν
πως η Ρόμπιν θεωρούσε πως δε θα αγαπούσε το παιδί της. Αντίθετα,
θεωρούσε πιθανό πως θα αγαπούσε εκείνο το παιδί σε τέτοιο βαθμό, ώστε
αυτή η δουλειά, για χάρη της οποίας είχε θυσιάσει πρόθυμα έναν γάμο, τη
σιγουριά της, τον ύπνο και την οικονομική της ασφάλεια, θα έπρεπε να
θυσιαστεί με τη σειρά της. Και αναρωτιόταν πώς θα αισθανόταν η ίδια
αργότερα, απέναντι στο άτομο που θα είχε καταστήσει αναγκαία αυτή τη
θυσία.
Η Ρόμπιν άναψε το φως και έγειρε για να μαζέψει τα πράγματα που είχε
γκρεμίσει από το κομοδίνο της: ένα άδειο ποτήρι, που ευτυχώς δεν είχε
σπάσει, και το λεπτό, φτηνιάρικο χαρτόδετο βιβλίο με τίτλο Τι συνέβη στη
Μάργκοτ Μπάμπορο; του Κ. Μ. Όουκντεν, το οποίο είχε παραλάβει
ταχυδρομικά το προηγούμενο πρωί κι είχε ήδη προλάβει να το διαβάσει.
Ο Στράικ δεν ήξερε ακόμη ότι είχε καταφέρει να εξασφαλίσει ένα
αντίτυπο του βιβλίου του Όουκντεν, κι η Ρόμπιν ανυπομονούσε να του το
δείξει. Επίσης, είχε ξετρυπώσει μερικές ακόμη σκόρπιες πληροφορίες για
την υπόθεση Μπάμπορο, όμως τώρα, ίσως λόγω της φοβερής κούρασης
που τη βάραινε, εκείνο το αίσθημα της προσμονής να μοιραστεί τα νέα
είχε εξανεμιστεί. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως δε θα κατάφερνε να την
πάρει ξανά ο ύπνος, οπότε σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Όπως έκανε ντους, η Ρόμπιν συνειδητοποίησε έκπληκτη ότι έκλαιγε.
Μη γίνεσαι γελοία. Αφού δε θες καν να κάνεις μωρό. Σύνελθε.
Όταν ανέβηκε στον επάνω όροφο, ντυμένη, έχοντας στεγνώσει τα
μαλλιά της με το σεσουάρ κι έχοντας καλύψει με μια ειδική κρέμα τις
σκιές κάτω από τα μάτια της, βρήκε τον Μαξ να τρώει φρυγανισμένο
ψωμί στην κουζίνα.
«Καλημέρα», είπε ο συγκάτοικός της σηκώνοντας το κεφάλι από το
κινητό, όπου έριχνε μια ματιά στις ειδήσεις της ημέρας. «Όλα καλά;»
«Μια χαρά», είπε η Ρόμπιν με βεβιασμένη ζωηράδα. «Προ ολίγου
έμαθα πως έγινα θεία. Η σύζυγος του αδελφού μου, του Στίβεν, γέννησε
σήμερα το πρωί».
«Α. Συγχαρητήρια», είπε ο Μαξ, δείχνοντας το προβλεπόμενο
ενδιαφέρον. «Ε… αγόρι ή κορίτσι;»
«Κορίτσι», είπε η Ρόμπιν κι άνοιξε την καφετιέρα.
«Εγώ έχω οκτώ βαφτιστήρια», σχολίασε μελαγχολικά ο Μαξ. «Οι
γονείς για κάποιο λόγο τρελαίνονται να αναθέτουν τη δουλειά σε
άτεκνους φίλους. Νομίζουν πως θα ασχοληθούμε περισσότερο, επειδή δεν
έχουμε δικά μας παιδιά».
«Πράγματι», συμφώνησε η Ρόμπιν, επιχειρώντας να διατηρήσει τον
εύθυμο τόνο της. Είχε γίνει νονά του γιου της Κέιτι. Η βάφτιση ήταν η
πρώτη φορά που βρέθηκε στην εκκλησία στο Μάσαμ, μετά τον γάμο της
με τον Μάθιου.
Γέμισε μια κούπα με σκέτο καφέ και την πήρε στο δωμάτιό της, όπου
άνοιξε τον υπολογιστή της και αποφάσισε να περιγράψει τις νέες
πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση Μπάμπορο σε ένα email με
αποδέκτη τον Στράικ, πριν βρεθούν από κοντά. Ίσως να μην είχαν πολύ
χρόνο στη διάθεσή τους, πριν από τη συνάντηση με την Ούνα Κένεντι,
οπότε με τον τρόπο αυτό θα επιταχυνόταν η όλη διαδικασία.
Γεια,
Μερικές σκόρπιες πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση
Μπάμπορο, πριν βρεθούμε:
• Ο Τσαρλς Ράματζ, ο εκατομμυριούχος έμπορος ειδών μπάνιου,
μας άφησε χρόνους. Μίλησα με τον γιο του, ο οποίος δεν ήταν σε
θέση να επιβεβαιώσει εκείνη την τυχαία συνάντηση με τη Μάργκοτ,
όμως θυμόταν πως η Τζάνις φρόντιζε τον πατέρα του μετά το
τροχαίο που είχε και ανέφερε πως ο Ράματζ ο πρεσβύτερος τη
συμπαθούσε και «πιθανότατα της είχε πει όλες τις ιστορίες του,
που ήταν αμέτρητες». Ανέφερε πως ο πατέρας του δε δίσταζε να
υπερβάλλει, εφόσον αυτό βελτίωνε την ιστορία, όμως ψεύτης δεν
ήταν και «είχε χρυσή καρδιά. Δε θα καθόταν να πει ψέματα για μια
αγνοούμενη γυναίκα». Επίσης, επιβεβαίωσε πως ο πατέρας του
ήταν στενός φίλος ενός «ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας»
(δε θυμόταν τον βαθμό ή το μικρό του όνομα) ονόματι Γκριν. Η
χήρα του πρεσβύτερου Ράματζ ζει, μένει στην Ισπανία, όμως είναι
η δεύτερη σύζυγος και ο γιος δεν τα πηγαίνει καλά μαζί της.
Προσπαθώ να βρω κάποιο τηλέφωνο επικοινωνίας ή email της
συζύγου.
• Είμαι κατά 99% σίγουρη πως βρήκα τη σωστή Αμάντα Γουάιτ, η
οποία πλέον ονομάζεται Αμάντα Λοζ. Πριν από δύο χρόνια
ανάρτησε στο Facebook ένα κείμενο με θέμα τις εξαφανίσεις
κάποιων ανθρώπων, ανάμεσά τους κι εκείνη της Μάργκοτ. Στα
σχόλια, ανέφερε πως είχε εμπλακεί προσωπικά στην εξαφάνιση
της Μάργκοτ. Της έστειλα μήνυμα, όμως δεν έχω λάβει ακόμη
απάντηση.
• Κατάφερα να βρω ένα αντίτυπο του Τι συνέβη στη Μάργκοτ
Μπάμπορο; και να το διαβάσω (δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο).
Κρίνοντας από τα όσα ξέρουμε για τη Μάργκοτ μέχρι στιγμής, μου
φάνηκε γεμάτο ανακρίβειες. Θα το φέρω μαζί μου αργότερα.
Τα λέμε σε λίγο, x
Πρακτικά άυπνη, η Ρόμπιν είχε προσθέσει το φιλί ασυναίσθητα και είχε
στείλει το email πριν προλάβει να το αφαιρέσει. Το φιλί σε μια κάρτα
γενεθλίων κάπως πήγαινε κι ερχόταν, όμως ήταν τελείως άλλο πράγμα το
να αρχίσει να τα βάζει και στα μηνύματα που έστελνε για τη δουλειά.
Σκατά.
Ούτε και μπορούσε να στείλει κάποιο υστερόγραφο του στιλ «Μη
δώσεις σημασία σ’ εκείνο το φιλί, τα δάχτυλά μου το πληκτρολόγησαν
από μόνα τους». Αυτό θα έστρεφε την προσοχή του Στράικ στο επίμαχο
επιπλέον γράμμα, αν υποτεθεί πως δεν του είχε αποδώσει την όποια
σημασία σε πρώτη φάση.
Κλείνοντας τον υπολογιστή της, η οθόνη του κινητού της φωτίστηκε:
είχε λάβει ένα εκτενές, ενθουσιώδες γραπτό μήνυμα από τη μητέρα της,
στο οποίο περιέγραφε πόσο τέλεια ήταν η νεογέννητη Άναμπελ Μαρί,
μαζί με μια φωτογραφία στην οποία κρατούσε στην αγκαλιά της την
καινούργια της εγγονή, ενώ ο πατέρας της Ρόμπιν χαμογελούσε
πανευτυχής πάνω από τον ώμο της συζύγου του. Η Ρόμπιν απάντησε,
γράφοντας:
Είναι υπέροχη!
παρότι το μωρό στην καινούργια φωτογραφία ήταν εξίσου αδιάφορο
όπως και στην πρώτη. Κι όμως, ουσιαστικά δεν ήταν ψέμα αυτό που είχε
γράψει: το γεγονός της γέννησης της Άναμπελ ήταν κατά κάποιον τρόπο
υπέροχο, ένα καθημερινό θαύμα, και τα μυστήρια δάκρυα που είχε χύσει
η Ρόμπιν στο ντους αποτελούσαν εν μέρει αναγνώριση αυτής της
πραγματικότητας.
Καθώς ο συρμός του μετρό κινούνταν με ταχύτητα προς το Πικαντίλι
Σέρκους, η Ρόμπιν έβγαλε το αντίτυπο του βιβλίου του Κ. Μ. Όουκντεν,
το οποίο είχε εντοπίσει σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Τσέστερ, και το
φυλλομέτρησε ξανά. Ο βιβλιοπώλης είχε αναφέρει πως το βιβλίο
βρισκόταν στο κατάστημά του εδώ και χρόνια, και ήταν ανάμεσα σε
διάφορα βιβλία που είχε αγοράσει από την οικογένεια μιας ηλικιωμένης
γυναίκας που είχε αποβιώσει. Η Ρόμπιν είχε την υποψία πως ο
βιβλιοπώλης δε γνώριζε το θολό νομικό καθεστώς του βιβλίου, πριν τον
ενημερώσει σχετικά η Ρόμπιν στο email που είχε στείλει, πάντως φάνηκε
να μην έχει κάποιον ιδιαίτερο ενδοιασμό να το πουλήσει. Εφόσον η
Ρόμπιν του εγγυόταν τηλεφωνικά πως δε θα αποκάλυπτε πού το βρήκε,
ήταν πρόθυμος να της το στείλει, έχοντας χτυπήσει αισθητά την τιμή. Η
Ρόμπιν δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο πέρα από το να ελπίζει πως ο
Στράικ θα θεωρούσε το αντίτιμο δικαιολογημένο, όταν θα διάβαζε το
βιβλίο.
Το αντίτυπο που βρισκόταν πλέον στα χέρια της Ρόμπιν φαίνεται πως
είχε γλιτώσει από την πολτοποίηση, καθώς ήταν ένα από τα δωρεάν
αντίτυπα που διατέθηκαν στον συγγραφέα, και τα οποία λογικά τού είχαν
παραχωρηθεί πριν από την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Η
αφιέρωση στο αυτί του εξωφύλλου ανέφερε: Στη θεία Μέι, με τις πλέον
θερμές ευχές μου, Κ. Μ. Όουκντεν (Καρλ). Η Ρόμπιν θεώρησε πως η
φράση «με τις πλέον θερμές ευχές μου» ήταν μια υπερβολικά τυπική και
μεγαλόσχημη αφιέρωση, απευθυνόμενη σε μια θεία.
Αριθμώντας μετά βίας εκατό σελίδες, το ισχνό χαρτόδετο βιβλίο είχε
στο εξώφυλλο μια φωτογραφία της Μάργκοτ ντυμένης Κουνελάκι, με την
οποία η Ρόμπιν ήταν εξοικειωμένη, καθώς είχε χρησιμοποιηθεί σε ένα
σωρό ρεπορτάζ εφημερίδων σχετικά με την εξαφάνισή της. Σε αυτή τη
μεγεθυσμένη φωτογραφία διακρινόταν η άκρη από ένα δεύτερο
Κουνελάκι, που η Ρόμπιν ήξερε πως ήταν η Ούνα Κένεντι. Η φωτογραφία
είχε ανατυπωθεί πλήρης στο μέσο του βιβλίου, μαζί με ορισμένες άλλες,
κι η Ρόμπιν θεωρούσε πως ο Στράικ θα συμφωνούσε μαζί της ότι
αποτελούσαν το πλέον χρήσιμο μέρος του βιβλίου, αν και μόνο,
δυστυχώς, υπό την έννοια πως θα τους επέτρεπε να συνδέσουν κάποια
ονόματα με συγκεκριμένα πρόσωπα κι όχι επειδή θα βοηθούσαν
ουσιαστικά την έρευνα.
Η Ρόμπιν αποβιβάστηκε από το μετρό στο Πικαντίλι Σέρκους και
ανηφόρισε στο Πικαντίλι ενώ φυσούσε δυνατός αέρας, περνώντας κάτω
από χριστουγεννιάτικα φώτα που λικνίζονταν, ενώ αναρωτιόταν πού θα
μπορούσε να βρει κάποιο δώρο για να στείλει στον Στίβεν και στην Τζένι
για το μωρό τους. Χωρίς να έχει συναντήσει στον δρόμο κάποιο
κατάλληλο κατάστημα, έφτασε μπροστά στο Fortnum & Mason έχοντας
μία ώρα στη διάθεσή της πριν από την προγραμματισμένη συνάντηση με
την Ούνα Κένεντι.
Η Ρόμπιν είχε περάσει μπροστά από το περίφημο πολυκατάστημα
πολλές φορές, από τον καιρό που εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όμως ποτέ
δεν είχε μπει μέσα. Η περίτεχνη πρόσοψη είχε μια σιέλ απόχρωση και οι
βιτρίνες, στολισμένες για τα Χριστούγεννα, συγκαταλέγονταν μεταξύ των
εντυπωσιακότερων σε ολόκληρη την πόλη. Η Ρόμπιν έστρεψε το βλέμμα
της μέσα από διάφανους κρυστάλλους περιτριγυρισμένους από ψεύτικο
χιόνι, θαύμασε σωρούς από ζαχαρωμένα φρούτα που θύμιζαν πετράδια,
μεταξωτά μαντίλια, επίχρυσα τενεκεδάκια με τσάι και ξύλινους
καρυοθραύστες σε σχήμα παραμυθένιων πριγκίπων. Μια ριπή ιδιαίτερα
παγερού νοτισμένου αέρα φύσηξε καταπάνω της και χωρίς να το
πολυσκεφτεί, αφέθηκε να παρασυρθεί σ’ εκείνο το πολυτελές εποχικό
παραμύθι, περνώντας από μια πόρτα όπου έστεκε ένας θυρωρός,
ντυμένος με μακρύ πανωφόρι και ημίψηλο καπέλο.
Το κατάστημα καλυπτόταν από άλικα χαλιά. Παντού υπήρχαν σωροί
από γαλάζιες συσκευασίες. Λίγο παρακάτω εντόπισε τα ίδια ακριβώς
τρουφάκια που της είχε χαρίσει ο Μόρις στα γενέθλιά της. Πέρασε
μπροστά από φρούτα φτιαγμένα από αμυγδαλόπαστα και λαχταριστά
μπισκότα, ώσπου εντόπισε την καφετέρια στο βάθος του ισογείου, εκεί
όπου είχαν συνεννοηθεί να συναντήσουν την Ούνα. Η Ρόμπιν έκανε
μεταβολή. Δεν ήθελε να δει τη συνταξιούχο εφημέριο πριν από την
προκαθορισμένη ώρα, καθώς ήθελε να μπει σε ένα πιο επαγγελματικό
σκεπτικό, ενόψει της συζήτησης που θα είχαν.
«Με συγχωρείτε», ρώτησε μια γυναίκα που έδειχνε βιαστική έτσι όπως
διάλεγε φρούτα από αμυγδαλόπαστα για μια πελάτισσα, «μήπως έχετε
τίποτε δώρα για παιδιά στο…;»
«Στον τρίτο», απάντησε η γυναίκα, έχοντας αρχίσει ήδη να
απομακρύνεται.
Η περιορισμένη ποικιλία παιδικών ειδών ήταν, κατά την άποψη της
Ρόμπιν, εξωφρενικά κοστολογημένη, όμως ως η μόνη θεία της Άναμπελ
και η μόνη συγγενής που ζούσε στο Λονδίνο, αισθάνθηκε μια κάποια
πίεση να προσφέρει ένα κατάλληλο μητροπολιτικό δώρο. Έτσι, αγόρασε
έναν πελώριο λούτρινο αρκούδο.
Η Ρόμπιν απομακρυνόταν από το ταμείο με τη γαλάζια σακούλα της
όταν χτύπησε το κινητό της. Κι εκεί που περίμενε να δει το τηλέφωνο του
Στράικ, βρέθηκε μπροστά σε έναν άγνωστο αριθμό.
«Παρακαλώ;»
«Γεια, Ρόμπιν. Ο Τομ είμαι», είπε μια θυμωμένη φωνή.
Όσο και να έσπαγε το κεφάλι της, ήταν αδύνατο να σκεφτεί ποιος ήταν
αυτός ο Τομ. Ανέτρεξε νοερά στις υποθέσεις που έτρεχε το γραφείο
εκείνο το διάστημα, στον Ανεπίδεκτο, στον Χοροπηδηχτούλη, στην
Καρτποστάλ, στο Μούτρο και στην Μπάμπορο, πασχίζοντας μάταια να
θυμηθεί κάποιον Τομ, ενώ ταυτόχρονα απαντούσε με τόνο θερμό, που
ήλπιζε πως μαρτυρούσε ότι βεβαίως και θυμόταν τον άνθρωπο,
«Α, γεια!»
«Ο Τομ Τέρβι είμαι», είπε ο άντρας, που δε φάνηκε να ξεγελιέται.
«Α», έκανε η Ρόμπιν, ενώ η καρδιά της άρχισε να χτυπά με στενάχωρα
γοργό ρυθμό, οπότε αποτραβήχτηκε σε μια εσοχή, όπου πανάκριβα
αρωματικά κεριά έστεκαν αραδιασμένα πάνω στα ράφια.
Ο Τομ Τέρβι ήταν ο αρραβωνιαστικός της Σάρα Σάντλοκ. Η Ρόμπιν δεν
είχε καμία απολύτως επαφή μαζί του, από τότε που ανακάλυψε πως οι
σύντροφοί τους διατηρούσαν εδώ και καιρό ερωτικό δεσμό. Άλλωστε,
ποτέ της δεν τον είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα, ούτε και είχε μάθει κατά
πόσο εκείνος ήξερε για τη σχέση.
«Ευχαριστώ πολύ», είπε ο Τομ. «Μας υποχρέωσες, Ρόμπιν!»
Σχεδόν φώναζε. Η Ρόμπιν απομάκρυνε ελαφρά το κινητό από το αυτί
της.
«Συγγνώμη, δεν κατάλαβα;» είπε, όμως ξαφνικά αισθανόταν τα γόνατά
της να λυγίζουν.
«Δε θεώρησες σκόπιμο να μου πεις έστω μια λέξη, ε; Απλώς σηκώθηκες
κι έφυγες, κι έπαψες να ασχολείσαι, σωστά;»
«Τομ…»
«Με έπιασε και μου είπε τα πάντα, γαμώ την καταδίκη μου, γαμώ, το
ήξερες εδώ κι έναν χρόνο, κι εγώ το μαθαίνω σήμερα, τέσσερις εβδομάδες
πριν από τον γάμο μου…»
«Τομ, εγώ…»
«Τι να σου πω, θερμά συγχαρητήρια!» βρυχήθηκε. Η Ρόμπιν τράβηξε το
κινητό από το αυτί της και τέντωσε το χέρι, για να αυξήσει όσο γινόταν
την απόσταση. Ο Τομ, εν τω μεταξύ, εξακολουθούσε να ακούγεται
καθαρά, καθώς ωρυόταν: «Εγώ ήμουν ο μόνος σωστός σε αυτή την
ιστορία και ο μόνος που την έφαγε από πίσω…»
Η Ρόμπιν τερμάτισε την κλήση. Τα χέρια της έτρεμαν.
«Με συγχωρείτε», είπε μια μεγαλόσωμη γυναίκα, η οποία προσπαθούσε
να δει τα κεριά στα ράφια πίσω από τη Ρόμπιν, που μουρμούρισε μια
συγγνώμη και απομακρύνθηκε, ώσπου έφτασε σε μια καμπύλη σιδερένια
κουπαστή, πέρα από την οποία εκτεινόταν ένα μεγάλο κυκλικό αίθριο.
Κοιτάζοντας προς τα κάτω, διαπίστωσε πως το αίθριο διέτρεχε τους
ορόφους, έτσι ώστε μπορούσε να δει μέχρι το υπόγειο, εκεί όπου ένα
πλήθος κόσμου διέσχιζε τον χώρο, κουβαλώντας καλάθια φορτωμένα με
πανάκριβα χοιρομέρια και μπουκάλια κρασιού. Ζαλισμένη, σχεδόν χωρίς
να καταλαβαίνει πού πατούσε, η Ρόμπιν έκανε μεταβολή και
κατευθύνθηκε στα τυφλά προς την έξοδο του τμήματος, προσπαθώντας
να μη σκουντουφλήσει πάνω στα τραπέζια όπου στοιβάζονταν ντελικάτες
πορσελάνες. Κατέβηκε τη σκάλα που ήταν στρωμένη με κόκκινο χαλί,
πασχίζοντας να ανακτήσει την ηρεμία της με βαθιές ανάσες, ενώ
επιχειρούσε να καταλάβει τι είχε μόλις ακούσει.
«Ρόμπιν».
Συνέχισε να περπατάει και χρειάστηκε να ακούσει το όνομά της για
δεύτερη φορά, ώστε να στραφεί προς τα εκεί και να συνειδητοποιήσει
πως ο Στράικ είχε μόλις μπει στο πολυκατάστημα από μια πλαϊνή είσοδο,
επί της οδού Ντιουκ. Οι ώμοι του πανωφοριού του ήταν πασπαλισμένοι
με σταγόνες βροχής που λαμπύριζαν.
«Γεια», του είπε ζαλισμένη.
«Είσαι εντάξει;»
Για μια φευγαλέα στιγμή, θέλησε να του πει τα πάντα: άλλωστε, ο
Στράικ ήξερε για την εξωσυζυγική σχέση του Μάθιου, ήξερε πώς
ακριβώς είχε καταλήξει ο γάμος της, κι είχε γνωρίσει τον Τομ και τη
Σάρα. Όμως και ο ίδιος ο Στράικ έμοιαζε σφιγμένος, έτσι όπως έσφιγγε το
κινητό στην παλάμη του.
«Μια χαρά. Εσύ;»
«Όχι και τόσο», παραδέχτηκε.
Οι δυο τους παραμέρισαν για να περάσει ένα γκρουπ τουριστών στο
κατάστημα. Στη σκιά της ξύλινης σκάλας, ο Στράικ είπε:
«Η κατάσταση της Τζόαν επιδεινώθηκε. Την πήγαν ξανά στο
νοσοκομείο».
«Ω, Θεέ μου, λυπάμαι πάρα πολύ», είπε η Ρόμπιν. «Άκου… πήγαινε
εσύ στην Κορνουάλη. Εμείς θα τα βολέψουμε εδώ. Θα μιλήσω εγώ με
την Ούνα, θα αναλάβω τα πάντα…»
«Όχι. Η Τζόαν ξεκαθάρισε στον Τεντ πως δεν ήθελε να σκοτωθούμε να
πάμε εκεί ξανά. Όμως κανονικά δε θα έλεγε…»
Ο Στράικ έδειχνε τόσο αποσυντονισμένος κι αφηρημένος όσο ακριβώς
αισθανόταν η Ρόμπιν, όμως αυτή τη φορά κατάφερε να ανακτήσει την
αυτοκυριαρχία της. Να πάνε να πνιγούν κι ο Τομ, κι ο Μάθιου, κι η Σάρα.
«Σοβαρά το λέω, Κόρμοραν, πήγαινε. Μπορώ να αναλάβω εγώ το
γραφείο».
«Έχουμε συνεννοηθεί πως σε δύο εβδομάδες θα βρίσκομαι εκεί, για τα
Χριστούγεννα. Ο Τεντ λέει πως η Τζόαν περιμένει πώς και τι να
μαζευτούμε όλοι στο σπίτι. Στο νοσοκομείο, υποτίθεται πως μπήκε για
μια-δυο μέρες».
«Δεν ξέρω, αν είσαι σίγουρος…» είπε η Ρόμπιν. Έριξε μια ματιά στο
ρολόι της. «Έχουμε δέκα λεπτά ακόμη μέχρι την ώρα που είπαμε πως θα
συναντήσουμε την Ούνα. Θες να πάμε στην καφετέρια, να την
περιμένουμε;»
«Ναι», είπε ο Στράικ. «Καλή σκέψη, ένας καφές θα βοηθούσε».
Από τα μεγάφωνα του πολυκαταστήματος ακούγονταν χαρωπές οι νότες
χριστουγεννιάτικων μελωδιών, καθώς οι δυο τους προχωρούσαν στο
βασίλειο των ζαχαρωμένων φρούτων και των πανάκριβων τσαγιών,
χαμένοι σε επώδυνες σκέψεις.
24
…η χαρά μου είναι μεγάλη,
σε κρεβάτια, κάμαρες, κουβέρτες και τσιμπούσια:
και δε σου πάει καθόλου, με τα φανταχτερά λοφία σου,
να περιφρονείς εκείνη τη χαρά, που ο Δίας ο ίδιος ευχαρίστως γυρεύει..
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Στην καφετέρια έφτανε κανείς μέσω μιας σκάλας που κατέληγε σε ένα
πατάρι, ψηλότερα από το επίπεδο του ισογείου προς το οποίο είχε θέα.
Μόλις κάθισε μαζί με τη Ρόμπιν σε ένα τραπέζι για τέσσερις, δίπλα στο
παράθυρο, ο Στράικ έστρεψε σιωπηλός το βλέμμα του προς την οδό
Τζέρμιν, εκεί όπου οι περαστικοί είχαν μεταμορφωθεί σε κινούμενα
μανιτάρια, χαμένοι κάτω από τις ομπρέλες τους. Βρισκόταν δυο βήματα
μακριά από το εστιατόριο όπου είχε δει για τελευταία φορά τη Σάρλοτ.
Είχε δεχτεί αρκετά ακόμη τηλεφωνήματα από εκείνη στο διάστημα που
μεσολάβησε από την αποστολή της γυμνής φωτογραφίας στα γενέθλιά
του, καθώς και διάφορα γραπτά μηνύματα, τρία από τα οποία είχαν
σταλεί το προηγούμενο βράδυ. Τα είχε αγνοήσει όλα, όμως κάπου στο
βάθος, πίσω από την αγωνία του για την Τζόαν, γυρόφερνε εκείνη η
οικεία ανησυχία σχετικά με το ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση της
Σάρλοτ, καθώς τα γραπτά μηνύματα γίνονταν όλο και πιο τεταμένα. Η
Σάρλοτ μετρούσε δυο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν, εκ των
οποίων η μία κόντεψε να πετύχει. Τρία χρόνια αφότου την είχε χωρίσει ο
Στράικ, επέμενε στην προσπάθειά της να τον καταστήσει υπεύθυνο για
την ασφάλεια και την ευτυχία της, πράγμα που ο Στράικ έβρισκε εξίσου
εξοργιστικό και θλιβερό. Όταν είχε τηλεφωνήσει ο Τεντ στον Στράικ
εκείνο το πρωί, να τον ενημερώσει για την Τζόαν, ο ντετέκτιβ αναζητούσε
το τηλέφωνο της τράπεζας όπου εργαζόταν ο σύζυγος της Σάρλοτ. Σε
περίπτωση που η Σάρλοτ απειλούσε να αυτοκτονήσει ή έθετε το όποιο
τελεσίγραφο, ο Στράικ ήταν αποφασισμένος να τηλεφωνήσει στον
Τζέιγκο.
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν.
Γύρισε να κοιτάξει. Δίπλα στο τραπέζι έστεκε ένας σερβιτόρος. Αφού
παρήγγειλαν και οι δυο τους καφέ κι η Ρόμπιν λίγο φρυγανισμένο ψωμί
με μαρμελάδα, βυθίστηκαν και πάλι στη σιωπή. Η Ρόμπιν είχε το
πρόσωπο στραμμένο προς το εσωτερικό του καταστήματος, εκεί όπου οι
πελάτες φόρτωναν τα καλάθια τους με εκλεκτές νοστιμιές για τα
Χριστούγεννα, στο ισόγειο του καταστήματος, ενώ ανέτρεχε νοερά στο
οργίλο ξέσπασμα του Τομ Τέρβι. Ο απόηχος εκείνου του τηλεφωνήματος
εξακολουθούσε να την ταράζει. Τέσσερις εβδομάδες πριν από τον γάμο
μου. Προφανώς είχε ματαιωθεί. Η Σάρα είχε εγκαταλείψει τον Τομ για τα
μάτια του Μάθιου, του άντρα που ήθελε από την πρώτη στιγμή, κι η
Ρόμπιν ήταν βέβαιη πως δε θα είχε αφήσει τον Τομ, εκτός κι αν ο Μάθιου
είχε αποδειχτεί έτοιμος να της προσφέρει αυτό ακριβώς που είχε
προτείνει κι ο Τομ: διαμάντια κι ένα νέο επίθετο. Εγώ ήμουν ο μόνος
σωστός σε αυτή την ιστορία. Όλοι οι άλλοι, κατά την άποψη του Τομ,
είχαν αποδειχτεί άπιστοι, εκτός από τον ίδιο, τον καημένο… πράγμα που
σήμαινε πως ο Μάθιου είχε πει στον άλλοτε φίλο του πως η Ρόμπιν
ξενοκοιμόταν με κάποιον (κι αυτός ο κάποιος δεν μπορεί να ήταν άλλος
από τον Στράικ, φυσικά, τον οποίο ο Μάθιου ζήλευε μονίμως και
υποπτευόταν από τη στιγμή που η Ρόμπιν πήγε να εργαστεί για
λογαριασμό του). Εν τω μεταξύ, ακόμη και τώρα που ο Τομ ήξερε για τον
Μάθιου και τη Σάρα, τώρα που η ατιμία και η προδοσία του άλλοτε φίλου
του είχαν αποκαλυφτεί, ο Τομ εξακολουθούσε να πιστεύει το ψέμα για τη
Ρόμπιν και τον Στράικ. Το δίχως άλλο θεωρούσε πως για την τωρινή του
δυστυχία υπεύθυνη ήταν η Ρόμπιν, πως αν δεν είχε υποκύψει εκείνη
πρώτη στον Στράικ, το ντόμινο της απιστίας δε θα είχε ξεκινήσει.
«Σίγουρα είσαι εντάξει;»
Η Ρόμπιν αιφνιδιάστηκε και κοίταξε τριγύρω. Ο Στράικ είχε συνέλθει
από την εσωστρέφειά του και την παρατηρούσε, πάνω από το χείλος του
φλιτζανιού απ’ όπου έπινε τον καφέ του.
«Μια χαρά», είπε. «Απλώς είμαι κομμάτια. Έλαβες το email που σου
έστειλα;»
«Ποιο email;» είπε ο Στράικ κι έκανε να πιάσει το κινητό στην τσέπη
του. «Α, ναι, αλλά δεν το διάβασα ακόμη, συγγνώμη. Προέκυψε εκείνο το
θέμα…»
«Μην ασχοληθείς τώρα», έσπευσε να τον προλάβει η Ρόμπιν, που
ακόμη δεν είχε ξεπεράσει την αμηχανία που της προκάλεσε εκείνο το
κατά λάθος φιλί, παρά τις σκοτούρες που είχαν προκύψει εν τω μεταξύ.
«Δεν είναι κάτι το επείγον, το διαβάζεις αργότερα. Πάντως, βρήκα αυτό».
Έβγαλε το Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο; από την τσάντα της και
το έσπρωξε πάνω στο τραπέζι, όμως πριν προλάβει ο Στράικ να εκφράσει
την έκπληξή του, η Ρόμπιν μουρμούρισε:
«Φέρ’ το πίσω, φέρ’ το πίσω γρήγορα», το τράβηξε από το χέρι του και
το παράχωσε στην τσάντα της.
Μια εύσωμη γυναίκα διέσχιζε εκείνη τη στιγμή την καφετέρια,
ερχόμενη προς το μέρος τους. Δυο πελώριες τσάντες με
χριστουγεννιάτικες αγορές κρέμονταν από τα χέρια της. Είχε
στρουμπουλά μάγουλα και μεγάλα μπροστινά δόντια που την έκαναν να
μοιάζει με εύθυμο σκίουρο, χαρακτηριστικό που στις νεανικές της
φωτογραφίες προσέδιδε μια παιχνιδιάρικη γοητεία στην ομορφιά της. Τα
μαλλιά, που κάποτε ήταν μακριά, σκούρα και λαμπερά, τώρα έφταναν
μέχρι το πιγούνι και ήταν άσπρα, εκτός από τη φράντζα, όπου είχε
προστεθεί μια τολμηρή, ζωηρόχρωμη μοβ τούφα. Ένας μεγάλος σταυρός
από ασήμι και αμέθυστο αναπηδούσε πάνω στο μοβ πουλόβερ της.
«Η Ούνα;» είπε η Ρόμπιν.
«Ναι, πολύ σωστά», απάντησε ξέπνοα η γυναίκα. Έδειχνε νευρική. «Μα
τι ουρές είναι αυτές. Βέβαια, τι περιμένεις χριστουγεννιάτικα στο
Fortnum; Πάντως, να είμαστε δίκαιοι, η μουστάρδα τους δεν παίζεται».
Η Ρόμπιν χαμογέλασε. Ο Στράικ τράβηξε προς τα έξω την καρέκλα
δίπλα του.
«Να ’σαι καλά», είπε η Ούνα όπως καθόταν.
Η ιρλανδέζικη προφορά της ήταν ευχάριστη κι ελάχιστα μετριασμένη
από την παραμονή της στην Αγγλία, που, όπως ήξερε η Ρόμπιν, ήταν
πλέον μεγαλύτερη απ’ ό,τι τα χρόνια που έζησε στην πατρίδα της.
Οι δύο ντετέκτιβ συστήθηκαν με τη σειρά.
«Χαίρω πολύ για τη γνωριμία», είπε η Ούνα ανταλλάσσοντας
διαδοχικές χειραψίες, προτού ξεροβήξει νευρικά. «Να με συγχωρείτε.
Χάρηκα πολύ όταν έλαβα το μήνυμά σας», είπε απευθυνόμενη στον
Στράικ. «Πέρασα χρόνια και χρόνια παλεύοντας να καταλάβω για ποιο
λόγο ο Ρόι δεν προσέλαβε ποτέ κάποιον, αφού χρήματα έχει, κι η
αστυνομία άκρη δεν μπόρεσε να βγάλει. Οπότε, αν κατάλαβα καλά, σας
πλησίασε η μικρούλα Άννα; Χρυσό κορίτσι, δε θέλω ούτε να φαντάζομαι
τι πέρασε… Α, γεια», είπε απευθυνόμενη αυτή τη φορά στον σερβιτόρο,
«θα μπορούσα να έχω ένα καπουτσίνο και λίγο κέικ καρότου; Να ’στε
καλά».
Αφού απομακρύνθηκε ο σερβιτόρος, η Ούνα πήρε μια βαθιά ανάσα και
είπε:
«Το ξέρω πως φλυαρώ. Για να πω την αλήθεια, αισθάνομαι μια
νευρικότητα».
«Δεν υπάρχει λόγος να…» έκανε να πει ο Στράικ.
«Κι όμως υπάρχει», τον διέψευσε η Ούνα με ύφος σοβαρό. «Ό,τι κι αν
συνέβη στη Μάργκοτ, καλό δεν μπορεί να είναι, σωστά; Κοντεύουν
σαράντα χρόνια που προσεύχομαι για εκείνη την κοπέλα, προσευχόμουν
να μαθευτεί η αλήθεια, προσευχόμουν να τη φυλάει ο Θεός, είτε ζει είτε
πέθανε. Ήταν η καλύτερη φίλη που απέκτησα στη ζωή μου και… να με
συμπαθάτε. Το ήξερα πως θα με έπαιρναν τα ζουμιά. Το ήξερα».
Σήκωσε από το τραπέζι την άθικτη υφασμάτινη πετσέτα και σκούπισε
με έντονες κινήσεις τα μάτια της.
«Ρωτήστε με κάτι», είπε με ένα πνιχτό γέλιο. «Γλιτώστε με από τον
εαυτό μου».
Η Ρόμπιν έριξε μια κλεφτή ματιά στον Στράικ, ο οποίος με το βλέμμα
τής ανέθεσε τη συνέχεια, ενώ εκείνος έβγαζε το σημειωματάριό του.
«Λοιπόν, μήπως να ξεκινούσαμε με το πώς γνωριστήκατε με τη
Μάργκοτ;» πρότεινε η Ρόμπιν.
«Να ξεκινήσουμε έτσι, βεβαίως», είπε η Ούνα. «Ήταν το ’66. Είχαμε
πάει και οι δύο σε μια οντισιόν, έψαχναν Κουνελάκια. Ξέρετε τι πάει να
πει αυτό;»
Η Ρόμπιν έγνεψε καταφατικά.
«Το ξέρω πως τώρα σας φαίνεται απίστευτο, όμως εκείνα τα χρόνια είχα
συμπαθητική σιλουέτα», είπε η Ούνα χαμογελώντας, καθώς έγνεφε προς
τον ευτραφή κορμό της, αν και έμοιαζε να λυπάται κάπως για την
απώλεια της μέσης της.
Η Ρόμπιν ήλπιζε πως ο Στράικ δε θα της έκανε παρατήρηση αργότερα
που δεν είχε οργανώσει τις ερωτήσεις της σύμφωνα με τις συνήθεις
κατηγορίες, άνθρωποι, τόποι και πράγματα, όμως θεώρησε προτιμότερο
να δώσει στη συνάντηση μια αίσθηση φιλικής συζήτησης, τουλάχιστον σε
πρώτη φάση, καθώς η Ούνα εξακολουθούσε να είναι φανερά νευρική.
«Από την Ιρλανδία ήρθατε για να προσπαθήσετε να πάρετε τη
δουλειά;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Α, όχι», είπε η Ούνα. «Έμενα ήδη στο Λονδίνο. Για να πω την
αλήθεια, το είχα σκάσει, περίπου, από το σπίτι μου. Έχετε μπροστά σας
μια κοπελιά μεγαλωμένη σε αυστηρό περιβάλλον, με μια μάνα κανονικό
δεσμοφύλακα. Είχα στην τσέπη το βδομαδιάτικό μου από ένα κατάστημα
ρούχων στο Ντέρι, κι ήρθε να προστεθεί ένας ακόμη καβγάς στους
αμέτρητους που είχα με τη μάνα μου. Οπότε βγήκα από το σπίτι, ανέβηκα
στο καράβι, ήρθα στο Λονδίνο και τους έστειλα μια κάρτα στο σπίτι, να
ξέρουν πως ήμουν ζωντανή και να μην ανησυχούν. Η μάνα μου έκανε
τριάντα χρόνια να μου μιλήσει ξανά.
»Δούλευα σερβιτόρα, όταν άκουσα πως άνοιγαν μια Λέσχη Playboy στο
Μέιφερ. Που λέτε, τα λεφτά ήταν εξωφρενικά καλά σε σχέση με το τι
μπορούσα να βγάλω σε ένα κανονικό μαγαζί. Ξεκινούσες με πρώτο
βδομαδιάτικο στις τριάντα πέντε λίρες. Μιλάμε για κοντά στα έξι
κατοστάρικα την εβδομάδα σε σημερινά χρήματα. Δεν υπήρχε τίποτα
πουθενά αλλού στο Λονδίνο που θα έδινε τέτοια λεφτά σε μια
ανειδίκευτη κοπέλα. Να φανταστείτε, οι πατεράδες των περισσότερων
κοριτσιών τέτοια λεφτά δεν τα έβγαζαν».
«Οπότε, με τη Μάργκοτ γνωριστήκατε στη λέσχη;»
«Στην οντισιόν τη γνώρισα. Με το που την είδα μπροστά μου, ήμουν
σίγουρη πως θα την προσλάμβαναν. Είχε σώμα μοντέλου: ατελείωτα
πόδια κι αστείρευτη ενέργεια. Ήταν τρία χρόνια μικρότερη από μένα, κι
είπε ψέματα για την ηλικία της, ώστε να την προσλάβουν… α, ευχαριστώ
πάρα πολύ», είπε η Ούνα, καθώς ο σερβιτόρος ακουμπούσε μπροστά την
τον καφέ και το κέικ καρότου.
«Γιατί είχε έρθει στην οντισιόν η Μάργκοτ;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Επειδή η οικογένειά της ήταν πάμφτωχη… και το εννοώ, πάμφτωχη»,
είπε η Ούνα. «Ο πατέρας της είχε πάθει ένα ατύχημα, όταν εκείνη ήταν
τεσσάρων χρονών. Έπεσε από μια σκάλα, έσπασε την πλάτη του. Έμεινε
ανάπηρος. Αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν είχε αδέλφια. Η μητέρα της
πήγαινε παραδουλεύτρα εδώ κι εκεί. Να φανταστείτε, η δική μου
οικογένεια είχε περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι οι Μπάμπορο και κανείς
δεν πλούτισε καλλιεργώντας ένα χωράφι μια σταλιά, όπως ήταν το δικό
μας. Οι Μπάμπορο όμως ήταν άνθρωποι που δεν είχαν ένα κομμάτι ψωμί
να φάνε.
»Ήταν πανέξυπνη κοπέλα, όμως η οικογένεια χρειαζόταν βοήθεια.
Κατάφερε και πέρασε στην ιατρική, είπε στο πανεπιστήμιο πως έπρεπε να
αναβάλει τις σπουδές της για έναν χρόνο κι ύστερα τράβηξε γραμμή για
τη Λέσχη του Playboy. Συμπαθηθήκαμε αμέσως στην οντισιόν, γιατί ήταν
φοβερά αστεία».
«Αλήθεια;» είπε η Ρόμπιν. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Στράικ
να σηκώνει αιφνιδιασμένος το κεφάλι από το σημειωματάριό του.
«Α, η Μάργκοτ Μπάμπορο ήταν ο πιο αστείος άνθρωπος που γνώρισα
στη ζωή μου», είπε Ούνα. «Το τι γέλια κάναμε… όταν σας λέω γέλια,
μέχρι δακρύων. Δεν έχω ξαναγελάσει έτσι από τότε. Πραγματική λαϊκή
προφορά, κι ήξερε πώς να σε κάνει να γελάς, μέχρι να πέσεις κάτω.
»Έτσι, πιάσαμε δουλειά μαζί, και να ξέρετε, ήταν αυστηροί», είπε η
Ούνα τρώγοντας με όρεξη το κέικ της ενώ μιλούσε. «Προτού βγούμε στο
μαγαζί, περνούσαμε από κανονική επιθεώρηση, να είναι η στολή
φορεμένη σωστά, το νύχι βαμμένο, κι είχαν αμέτρητους κανόνες, τι να σας
λέω τώρα. Έστελναν μέχρι και αστυνομικούς με πολιτικά στη δουλειά,
για να μας τσακώσουν, να βεβαιωθούν πως δε δίναμε στους πελάτες τα
πλήρη ονόματα ή τα τηλέφωνά μας.
»Αν σκάμπαζες πέντε πράγματα, μπορούσες να βάζεις ένα καλό ποσό
στην άκρη. Η Μάργκοτ πήρε προαγωγή σε κορίτσι για τα τσιγάρα,
κυκλοφορούσε με ένα δισκάκι και πούλαγε. Ήταν αγαπητή στους
πελάτες, ακριβώς επειδή ήταν έξω καρδιά. Για τον εαυτό της, με το ζόρι
ξόδευε πέντε δεκάρες. Ό,τι έπαιρνε, τα μοίραζε, έβαζε κάτι σε έναν
λογαριασμό ταμιευτηρίου για τη σχολή και τα υπόλοιπα τα έδινε στη
μάνα της. Δούλευε όσο περισσότερο την άφηναν. Στη δουλειά
συστηνόταν ως Κουνελάκι Πέγκι, γιατί δεν ήθελε κανένας πελάτης να
ξέρει το πραγματικό της όνομα. Εγώ πάλι ήμουν το Κουνελάκι Ίνα, γιατί
κανείς τους δεν μπορούσε να προφέρει σωστά το “Ούνα”. Δεχόμασταν
διάφορες προτάσεις – έπρεπε να αρνείσαι, προφανώς. Πάντως, ήταν
ωραίο που το πρότειναν, όπως και να ’χει», είπε η Ούνα και, καθώς
αντιλήφθηκε μάλλον την έκπληξη της Ρόμπιν, χαμογέλασε και είπε:
«Μη νομίσετε πως η Μάργκοτ κι εγώ δεν ξέραμε ακριβώς τι κάναμε,
ντυμένες με εκείνους τους κορσέδες, με αυτιά κουνελιού στο κεφάλι μας.
Αυτό που ίσως δεν ξέρετε είναι πως μια γυναίκα δεν μπορούσε ούτε
υποθήκη να βάλει εκείνη την εποχή, χωρίς να συνυπογράψει τα έγγραφα
κάποιος άντρας. Το ίδιο και με τις πιστωτικές. Εγώ στην αρχή
σπαταλούσα εδώ κι εκεί τα λεφτά μου, όμως με τον καιρό έμαθα, έβλεπα
τη Μάργκοτ και μάθαινα. Έβαλα μυαλό, άρχισα να κάνω οικονομίες.
Κατέληξα να αγοράσω δικό μου διαμέρισμα τοις μετρητοίς. Οι κοπελιές
της μεσαίας τάξης, που είχαν τις μαμάδες και τους μπαμπάδες τους να
πληρώνουν τα πάντα, είχαν και το περιθώριο να καίνε τα σουτιέν τους, να
αφήνουν τις μασχάλες τους αξύριστες. Η Μάργκοτ κι εγώ κάναμε ό,τι
έπρεπε να κάνουμε.
»Τέλος πάντων, η λέσχη ήταν κυριλέ μαγαζί. Μη φανταστείτε κανένα
χαμαιτυπείο. Είχε επίσημες άδειες, που θα τις έχανε, έτσι κι επέτρεπε να
γίνουν ύποπτα πράγματα. Εν τω μεταξύ, δεν έρχονταν μονάχα άντρες στο
μαγαζί, αλλά και γυναίκες. Οι άντρες έφερναν μαζί τις γυναίκες τους, τις
κοπέλες τους. Στη χειρότερη, άντε να μας τραβούσαν καμιά φορά την
ουρά, όμως αν κάποιο μέλος άπλωνε κανονικά χέρι, τον διέγραφαν.
Έπρεπε να βλέπατε τι καταστάσεις ήμουν υποχρεωμένη να ανέχομαι στην
προηγούμενη δουλειά μου: έτσι κι έκανα να σκύψω πάνω από ένα
τραπέζι, μου έβαζαν κανονικά χέρι κάτω από τη φούστα, κι άλλα
χειρότερα. Στη Λέσχη του Playboy μας πρόσεχαν. Τα μέλη δεν
επιτρεπόταν να έχουν σχέση με κάποιο Κουνελάκι… θεωρητικά τέλος
πάντων. Καμιά φορά συνέβαινε. Συνέβη και στη Μάργκοτ. Της είχα
θυμώσει πολύ τότε, της είπα: “Διακινδυνεύεις να χάσεις τα πάντα,
ανόητη”».
«Για τον Πολ Σάτσγουελ μιλάμε;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ακριβώς», είπε η Ούνα. «Ο τύπος φανταζόταν πως ήταν ο Ρόμπερτ
Πλαντ, για τέτοια έπαρση μιλάμε, όμως η Μάργκοτ την πάτησε, κατάπιε
το δόλωμα κανονικότατα. Βλέπετε, δεν έβγαινε συχνά, επειδή έκανε
οικονομίες. Εγώ την πρώτη μου χρονιά στο Λονδίνο είχα πάρει σβάρνα τα
νυχτερινά κέντρα· έπεσα πάνω σε κάμποσους σαν τον προκομμένο. Ο
Σάτσγουελ ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερός της, καλλιτέχνης, και φόραγε
κάτι παντελόνια τόσο εφαρμοστά, που μπορούσες να δεις τον πούτσο και
τα καρύδια του από κάτω κανονικά».
Άθελά του, ο Στράικ γέλασε πνιχτά. Η Ούνα γύρισε και τον κοίταξε.
«Συγγνώμη», μουρμούρισε εκείνος. «Δεν… να, δεν είστε όπως οι
περισσότεροι εφημέριοι που έχω γνωρίσει».
«Δε νομίζω πως ο Κύριος και Θεός μας θα είχε αντίρρηση να αναφερθώ
σε πούτσους και καρύδια», είπε η Ούνα ατάραχη. «Αυτός τα έπλασε
άλλωστε, σωστά;»
«Οπότε έκαναν δεσμό;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ακριβώς», είπε η Ούνα. «Μιλάμε για τρελό πάθος. Αφού αισθανόσουν
τη λάβρα που αναδινόταν κι από τους δύο. Για τη Μάργκοτ… βλέπετε,
πριν από τον Σάτσγουελ, έβλεπε τα πράγματα πάρα πολύ στενά,
καταλαβαίνετε, είχε το βλέμμα της απόλυτα προσηλωμένο στον στόχο: να
γίνει γιατρός και να σώσει την οικογένειά της. Ήταν εξυπνότερη απ’
όλους τους νεαρούς που ήξερε, κι αυτό είναι κάτι που δεν αρέσει
ιδιαίτερα στους άντρες τώρα, φανταστείτε εκείνα τα χρόνια. Εν τω
μεταξύ, ήταν και ψηλότερη από τους περισσότερους. Μου είπε πως δεν
είχε γνωρίσει ποτέ της άντρα που να τον ένοιαζε η ευφυΐα της πριν από
τον Σάτσγουελ. Άντε μην πω τώρα τι τον ένοιαζε. Η κοπέλα είχε σώμα
θεάς. Α, και δεν ήταν μονάχα θέμα εμφάνισης για εκείνη, έλεγε. Ο τύπος
ήταν διαβασμένος. Ήξερε να μιλάει για την τέχνη. Κι η αλήθεια είναι πως
έτσι κι άρχιζε τα καλλιτεχνικά, γλώσσα δεν έβαζε μέσα. Τον είχα ακούσει.
Τι να σας πω, εγώ μια φορά δεν μπορώ να ξεχωρίσω έναν Μονέ από μια
αφίσα του σωρού, οπότε δεν μπορώ να κρίνω, πάντως εμένα όλες εκείνες
οι αναλύσεις για φούμαρα μου ακούγονταν.
»Πάντως, πήγαινε τη Μάργκοτ σε διάφορες γκαλερί, να τη μορφώσει
σχετικά με την τέχνη, κι ύστερα την πήγαινε σπίτι, στο κρεβάτι του. Το
σεξ μάς αποβλακώνει όλους», σχολίασε η Ούνα Κένεντι αναστενάζοντας.
«Εν τω μεταξύ, ήταν ο πρώτος της κι ήταν ολοφάνερο, καταλαβαίνετε»,
είπε γνέφοντας στη Ρόμπιν, «πως ο τύπος ήξερε τι έκανε, οπότε η όλη
κατάσταση ήταν ακόμη πιο σημαντική για εκείνη. Κατέληξε παράφορα
ερωτευμένη. Παράφορα.
»Τελικά μια νύχτα, λίγες μόλις εβδομάδες προτού ξεκινήσει μαθήματα
στη σχολή, έρχεται στο διαμέρισμά μου και τη βλέπω να έχει πλαντάξει
στο κλάμα. Είχε περάσει από το σπίτι του Πολ απροειδοποίητα μετά τη
δουλειά και τον τσάκωσε με μιαν άλλη γυναίκα στο διαμέρισμα.
Τσίτσιδη. Τάχα μου πόζαρε, της δικαιολογήθηκε ο σκορδόπιστος.
Νυχτιάτικα του… πόζαρε. Η Μάργκοτ σηκώθηκε κι έφυγε επιτόπου.
Εκείνος έτρεξε να την προλάβει, όμως η Μάργκοτ χώθηκε σε ένα ταξί κι
ήρθε σ’ εμένα.
»Απαρηγόρητη ήταν. Όλη νύχτα μείναμε ξύπνιες να συζητάμε, εγώ της
έλεγα: “Είσαι καλύτερα χωρίς του λόγου του”, κι αυτή ήταν η πάσα
αλήθεια. Της το είπα: “Μάργκοτ, ξεκινάς τις σπουδές σου. Η σχολή θα
είναι τίγκα στους γοητευτικούς, έξυπνους νεαρούς που θα σπουδάζουν να
γίνουν γιατροί. Σε μια-δυο βδομάδες από τώρα, ούτε που θα θυμάσαι πώς
τον λέγανε”.
»Τότε όμως, εκεί που κόντευε να χαράξει, μου είπε κάτι που δεν
εκμυστηρεύτηκα ποτέ μου σε κανέναν».
Η Ούνα κόμπιασε. Η Ρόμπιν προσπάθησε να πάρει ύφος διακριτικό
αλλά ταυτόχρονα θερμά δεκτικό.
«Της είχε τραβήξει κάτι φωτογραφίες. Καταλαβαίνετε. Φωτογραφίες. Κι
η Μάργκοτ φοβόταν, ήθελε να τις πάρει πίσω. Της είπα: “Για όνομα του
Θεού, πώς σου ήρθε να κάνεις τέτοιο πράγμα, Μάργκοτ;” Η μάνα της θα
πέθαινε, έτσι και το μάθαινε. Ήταν τόσο περήφανοι για εκείνη, τη
μοναχοκόρη τους, το πανέξυπνο κορίτσι τους. Έτσι και κυκλοφορούσαν
πουθενά εκείνες οι φωτογραφίες, σε κανένα περιοδικό ή ποιος ξέρει πού
αλλού, η ντροπή θα ήταν αφόρητη για δυο γονείς που δε σταματούσαν
στιγμή να καμαρώνουν στη γειτονιά για τη Μάργκοτ τους, την ιδιοφυΐα.
»Οπότε της είπα: “Θα έρθω μαζί σου να τις πάρουμε”. Και πράγματι,
περάσαμε νωρίς από εκεί το πρωί, του βροντήξαμε την πόρτα. Κι ο
μπάσταρδος… να με συμπαθάτε», είπε. «Πολύ σωστά θα σκεφτείτε, δεν
είναι λόγια καλής χριστιανής αυτά, όμως καθίστε να ακούσετε. Ο
Σάτσγουελ γυρνάει και λέει στη Μάργκοτ: “Σ’ εσένα θα μιλήσω, αλλά όχι
στην νταντά σου”. Στην νταντά σου.
»Όπως σας το λέω. Πέρασα δέκα χρόνια στηρίζοντας γυναίκες που
είχαν υποστεί ενδοοικογενειακή βία στο Γούλβερχαμπτον, κι αυτή είναι
μια χαρακτηριστική τακτική των κακοποιητών, αν το θύμα δεν
υποτάσσεται στα θέλω τους, αυτό οφείλεται στο ότι βρίσκεται υπό τον
έλεγχο κάποιου άλλου ατόμου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, της νταντάς
της.
»Μέχρι να καταλάβω τι γίνεται, η Μάργκοτ έχει περάσει μέσα κι εγώ
περιμένω απ’ έξω, φάτσα στην κλειστή πόρτα. Την είχε τραβήξει μέσα
και μου τη βρόντηξε στα μούτρα. Τους άκουγα που φώναζαν ο ένας στον
άλλον. Η Μάργκοτ, μια φορά, δε μάσησε, του τα έλεγε χύμα και
τσουβαλάτα.
»Και τότε, κι εδώ φτάνουμε στο σημείο που ήθελα πραγματικά να σας
πω», είπε η Ούνα, «και θέλω να το περιγράψω σωστά. Το είχα καταθέσει
και στον επιθεωρητή Τάλμποτ, όμως ούτε που άκουγε τι του έλεγα, το
είπα και στον άλλον που τον αντικατέστησε, να δεις πώς τον έλεγαν…;»
«Λόσον;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Α γεια σου, Λόσον», είπε η Ούνα γνέφοντας καταφατικά. «Το είπα και
στους δυο τους: άκουγα τη Μάργκοτ και τον Πολ να ωρύονται πίσω από
την πόρτα, η Μάργκοτ του ζητούσε να της δώσει τις φωτογραφίες και τα
αρνητικά – άλλος κόσμος τότε, βλέπετε. Έπρεπε να πάρεις και τα
αρνητικά, αν δεν ήθελες να φτιάξει ο άλλος αντίγραφα. Εκείνος όμως
αρνιόταν. Έλεγε πως είχε τα πνευματικά δικαιώματα για τις φωτογραφίες,
ο μπάσταρδος… οπότε άκουσα τότε τη Μάργκοτ να λέει, κι αυτό είναι το
σημαντικό σημείο: “Έτσι και δείξεις αυτές τις φωτογραφίες σε κανέναν,
έτσι και κυκλοφορήσουν πουθενά, θα πάω γραμμή στην αστυνομία και θα
τους πω τα πάντα για εκείνο το όνειρο με το μαξιλάρι…”»
«“Όνειρο με μαξιλάρι;”» επανέλαβε η Ρόμπιν.
«Έτσι είπε. Οπότε ο Σάτσγουελ τη χτύπησε. Της τράβηξε ένα
ξεγυρισμένο χαστούκι, τόσο δυνατό, που ακούστηκε μέσα από τη μασίφ
πόρτα, την άκουσα που τσίριξε. Τότε άρχισα να βροντάω και να κλοτσάω
την πόρτα. Τον προειδοποίησα, έτσι και δεν άνοιγε, θα πήγαινα την ίδια
στιγμή στην αστυνομία. Εκεί τα χρειάστηκε για τα καλά. Άνοιξε την πόρτα
κι η Μάργκοτ πέρασε έξω, με την παλάμη ακουμπισμένη πάνω στο
μάγουλό της, κι ήταν κατακόκκινο, φαίνονταν τα σημάδια από τα
δάχτυλά του, οπότε την τράβηξα πίσω μου και είπα στον Σάτσγουελ:
“Μην τολμήσεις να την πλησιάσεις ποτέ ξανά” και άκουσες τι είπε. Έτσι
και κυκλοφορήσουν πουθενά εκείνες οι φωτογραφίες, θα έχουμε άσχημα
ξεμπερδέματα».
»Σας ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό, είχε πάρει δολοφονικό ύφος. Ήρθε και
στάθηκε ακριβώς μπροστά μου, έτσι όπως σου κολλάει ένας άντρας όταν
θέλει να σου θυμίσει τι θα μπορούσε να σου κάνει, αν το ήθελε. Σχεδόν
πάνω στα πόδια μου πατούσε, πραγματικά. Δεν έκανα σπιθαμή πίσω»,
είπε η Ούνα Κένεντι. «Κράτησα γερά, όμως φοβόμουν, μην πω ψέματα.
Οπότε γυρνάει αυτός και λέει στη Μάργκοτ: “Της το έχεις πει;” Κι η
Μάργκοτ λέει: “Τίποτε δεν ξέρει. Ακόμη”. Κι αυτός απαντάει: “Καλά,
ξέρεις τι θα συμβεί, έτσι και μάθω πως άνοιξες το στοματάκι σου”. Και
μιμήθηκε… τέλος πάντων. Ήταν μια… χυδαία πόζα, ας πούμε. Όπως σε
μια από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει. Κι ύστερα γύρισε στο
διαμέρισμα και βρόντηξε την πόρτα».
«Σας εξήγησε ποτέ η Μάργκοτ τι εννοούσε με εκείνο το “όνειρο με το
μαξιλάρι”;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Δεν ήθελε με τίποτε να πει. Ίσως να νόμιζε κανείς πως φοβόταν,
όμως… να σας πω κάτι, νομίζω πως έτσι είναι οι γυναίκες», αναστέναξε η
Ούνα. «Έτσι έχουμε κοινωνικοποιηθεί, όμως ίσως να παίζει ρόλο και η
Μητέρα Φύση. Πόσα παιδιά θα κατάφερναν να επιβιώσουν μέχρι τα
πρώτα τους γενέθλια, αν οι μανάδες τους δεν μπορούσαν να τα
συγχωρέσουν;
»Ακόμη κι εκείνη την ημέρα, με το αποτύπωμα της παλάμης του πάνω
στο πρόσωπό της, δεν ήθελε να μου πει, γιατί υπήρχε ακόμη κάποιο
κομμάτι μέσα της που δεν ήθελε να τον πληγώσει. Κι ήταν κάτι που το
συνάντησα αμέτρητες φορές, σε γυναίκες που είχαν υποστεί
ενδοοικογενειακή βία. Γυναίκες που επέμεναν να προστατεύουν τους
τυράννους τους. Που εξακολουθούσαν να τους νοιάζονται! Σε ορισμένες
γυναίκες πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά η αγάπη».
«Συναντήθηκε ξανά με τον Σάτσγουελ, ύστερα από εκείνο το
περιστατικό;»
«Μάρτυς μου ο Θεός, μακάρι να μπορούσα να απαντήσω αρνητικά»,
είπε η Ούνα κουνώντας το κεφάλι της, «όμως τον συνάντησε, ναι. Τους
ήταν αδύνατο να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλον.
»Η Μάργκοτ ξεκίνησε τις σπουδές της, όμως ήταν τόσο αγαπητή στη
δουλειά, που της επέτρεπαν να κάνει κάποια μεροκάματα, οπότε
εξακολουθούσα να τη βλέπω συχνά. Μια μέρα, τηλεφώνησε η μάνα της
στο μαγαζί, επειδή ο πατέρας της είχε αρρωστήσει, όμως η Μάργκοτ δεν
είχε έρθει για δουλειά. Τρομοκρατήθηκα: Πού να είναι η Μάργκοτ, τι να
συνέβη, γιατί δε βρίσκεται εδώ; Έχω ανατρέξει πολλές φορές σ’ εκείνη τη
στιγμή, ξέρετε, γιατί όταν συνέβη πραγματικά, ήμουν απόλυτα σίγουρη
πως θα εμφανιζόταν κάποια στιγμή, όπως έγινε και την πρώτη φορά.
»Τέλος πάντων, μόλις κατάλαβε πόσο πολύ είχα ταραχτεί μήπως είχε
πάθει κανένα κακό, μου είπε την αλήθεια. Τα είχε ξαναβρεί με τον
Σάτσγουελ. Μου αράδιασε όλες τις κλασικές δικαιολογίες: ο τύπος είχε
ορκιστεί πως δε θα σήκωνε ξανά χέρι πάνω της, είχε πλαντάξει στο κλάμα
όταν χώρισαν, ήταν το χειρότερο λάθος της ζωής του και, τέλος πάντων,
εκείνη τον είχε προκαλέσει. Εγώ της το είπα: “Αν δεν μπορείς τώρα να
καταλάβεις τι σόι άνθρωπος είναι, ύστερα από αυτό που σου έκανε την
πρώτη φορά…” Τέλος πάντων, χώρισαν ξανά και, ποιος θα το περίμενε,
όχι μόνο την είχε χτυπήσει ξανά, αλλά την είχε κλειδώσει και στο
διαμέρισμά του, για να μην μπορέσει να πάει στη δουλειά. Πρώτη φορά
είχε απουσιάσει από βάρδια η Μάργκοτ. Παραλίγο να την απολύσουν,
οπότε χρειάστηκε να σκαρφιστεί κάποια απίθανη δικαιολογία.
»Οπότε επιτέλους», συνέχισε η Ούνα, «μου λέει πως αυτή τη φορά το
είχε πάρει το μάθημά της, πως είχα δίκιο εγώ που της τα έλεγα και δεν
υπήρχε περίπτωση να μπλέξει ξανά μαζί του, τέρμα, φινίτο».
«Τις φωτογραφίες κατάφερε να τις πάρει πίσω;» τη ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ήταν το πρώτο πράγμα που τη ρώτησα, όταν έμαθα πως ήταν ξανά
μαζί. Είπε πως ο άλλος τη διαβεβαίωσε ότι τις είχε καταστρέψει. Κι
εκείνη τον πίστεψε».
«Εσείς όχι;»
«Εννοείται πως όχι», είπε η Ούνα. «Τον είχα δει τι ύφος πήρε, όταν τον
απείλησε πως θα μιλούσε παραέξω για το όνειρο. Ο τύπος είχε φοβηθεί.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κατέστρεφε κάτι που θα μπορούσε να το
εκμεταλλευτεί ώστε να εξασφαλίσει τη σιωπή της.
»Θα μπορούσα να παραγγείλω έναν ακόμη καπουτσίνο;» ρώτησε η
Ούνα απολογητικά. «Στέγνωσε το λαρύγγι μου με όλη αυτή την
κουβέντα».
«Φυσικά», είπε ο Στράικ κάνοντας νόημα σε έναν σερβιτόρο, οπότε
παρήγγειλε καφέδες και για τους τρεις.
Η Ούνα έδειξε τη σακούλα του πολυκαταστήματος που είχε δίπλα της η
Ρόμπιν.
«Ετοιμάζεστε για τα Χριστούγεννα κι εσείς;»
«Α, όχι, ένα δώρο πήρα για την καινούργια μου ανιψιά. Σήμερα το πρωί
γεννήθηκε», απάντησε η Ρόμπιν χαμογελώντας.
«Συγχαρητήρια», είπε ο Στράικ, που απόρησε πώς και δεν του το είχε
πει νωρίτερα η Ρόμπιν.
«Α, τι καλά», είπε η Ούνα. «Τον περασμένο μήνα απέκτησα το πέμπτο
εγγονάκι μου».
Το διάλειμμα που μεσολάβησε όσο περίμεναν να έρθουν οι καφέδες
καλύφθηκε με την Ούνα να δείχνει στη Ρόμπιν φωτογραφίες των εγγονών
της και τη Ρόμπιν να δείχνει στην Ούνα τις δύο φωτογραφίες που είχε της
Άναμπελ Μαρί.
«Σωστή κουκλίτσα, ε;» είπε η Ούνα παρατηρώντας μέσα από τα μοβ
γυαλιά πρεσβυωπίας τη φωτογραφία στο κινητό της Ρόμπιν.
Συμπεριέλαβε και τον Στράικ στην ερώτηση, όμως αντικρίζοντας μονάχα
μια στραβομουτσουνιασμένη φαλακρή μαϊμού, η καταφατική του
απάντηση ακούστηκε κάπως χλιαρή.
Όταν ήρθαν οι καφέδες και ο σερβιτόρος απομακρύνθηκε και πάλι, η
Ρόμπιν είπε:
«Τώρα που το θυμήθηκα… μήπως ξέρετε αν η Μάργκοτ είχε τίποτε
συγγενείς ή φίλους στο Λίμινγκτον Σπα;»
«Στο Λίμινγκτον Σπα;» επανέλαβε η Ούνα σμίγοντας τα φρύδια της.
«Να σκεφτώ… μία από τις κοπέλες στη δουλειά ήταν από… ψέματα, από
το Κινγκς Λιν ήταν. Φέρνει κάπως το όνομα, καλά δε λέω; Δε θυμάμαι
κάποιον από εκεί, όχι… Γιατί ρωτάτε;»
«Πληροφορηθήκαμε πως ένας άντρας ισχυρίστηκε ότι την είδε εκεί, μία
εβδομάδα μετά την εξαφάνισή της».
«Καλά, διάφοροι είπαν πως την είχαν δει. Τίποτε δεν επιβεβαιώθηκε.
Ούτε και είχε κάποια λογική οποιαδήποτε από εκείνες τις αναφορές. Το
Λίμινγκτον Σπα, πάντως, πρώτη φορά το ακούω».
Ήπιε μια γουλιά από τον καπουτσίνο της. Η Ρόμπιν ρώτησε:
«Συνεχίσατε να βλέπεστε συχνά, όταν η Μάργκοτ ξεκίνησε τις σπουδές
της;»
«Α, ναι, γιατί συνέχισε να κάνει μερικά μεροκάματα στη λέσχη. Πώς τα
προλάβαινε όλα, και σπουδές, και δουλειά, και να στηρίζει τους δικούς
της… με το νεύρο και τη σοκολάτα πορευόταν, λεπτή όπως πάντα. Κι
ύστερα, στις αρχές του δεύτερου έτους, γνώρισε τον Ρόι».
Η Ούνα αναστέναξε.
«Ακόμη και οι πιο έξυπνοι άνθρωποι μπορεί να αποδειχτούν μπούφοι σε
ό,τι έχει να κάνει με τα ερωτικά τους», είπε. «Μάλιστα, είναι φορές που
σκέφτομαι πως όσο πιο καλά τα πηγαίνουν με τα βιβλία, τόσο πιο στόκοι
είναι με το σεξ. Η Μάργκοτ νόμιζε πως είχε πάρει το μάθημά της, πως
είχε ωριμάσει. Δεν καταλάβαινε πως είχε μπλέξει σε μια κλασική
περίπτωση γκέλας. Ο Ρόι μπορεί να έδειχνε τελείως διαφορετικός από τον
Σάτσγουελ, όμως στην πράξη είχε βγει από το ίδιο καλούπι.
»Ο Ρόι προερχόταν από ένα περιβάλλον που ήταν βέβαιο πως θα
συγκινούσε τη Μάργκοτ. Μελετηρός, ταξιδεμένος, εκλεπτυσμένος,
καταλαβαίνετε. Βλέπετε, υπήρχαν κάποια κενά στις γνώσεις της
Μάργκοτ. Ήταν ανασφαλής που δεν ήξερε ποιο είναι το σωστό πιρούνι, η
σωστή λέξη για κάθε περίσταση. “Ποδόμακτρο” αντί για “χαλάκι”. Όλο
κάτι τέτοιες αγγλικές σνομπ αηδίες.
»Για να λέμε όμως την αλήθεια, ο Ρόι ήταν τρελός και παλαβός για
εκείνη. Δεν ήταν μονόπλευρο το ενδιαφέρον. Κι ήταν κατανοητό το τι τον
συγκινούσε: η Μάργκοτ δεν έμοιαζε με καμία από τις κοπέλες που είχε
γνωρίσει ως τότε. Τον σόκαρε, αλλά ταυτόχρονα τον γοήτευε: το ότι το
πρωί ήταν φοιτήτρια και το βράδυ Κουνελάκι, οι φεμινιστικές απόψεις
της, το ότι στήριζε οικονομικά τους γονείς της. Είχαν και διαφωνίες για
θεωρητικά ζητήματα, καταλαβαίνετε.
»Όμως ο τύπος είχε κάτι το αναιμικό πάνω του. Δεν ήταν ακριβώς
ξενέρωτος, αλλά…» Ξαφνικά, η Ούνα γέλασε. «“Αναιμικός”…
φαντάζομαι ξέρετε για το αιματολογικό πρόβλημα που είχε;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Κάποια Νόσο φον κάτι;»
«Αυτή, ναι», είπε η Ούνα. «Όλη του τη ζωή μη βρέξει και μη στάξει τον
είχε η μάνα του, που ήταν μια φρικτή γυναίκα. Τη συνάντησα κάποιες
φορές. Με αντιμετώπιζε με τον ίδιο σεβασμό που θα δείχνατε σε κάτι που
θα βρίσκατε κολλημένο στη σόλα του παπουτσιού σας.
»Αλλά κι ο Ρόι ήταν… Θαρρώ πως η φράση “το σιγανό ποτάμι να
φοβάσαι” τον περιγράφει άψογα. Δεν εκδήλωνε έντονα συναισθήματα.
Στην περίπτωσή τους, το φλερτ δεν είχε να κάνει αποκλειστικά με το σεξ,
έπαιζαν ουσιαστικό ρόλο και οι ιδέες. Όχι πως ήταν κανένας
κακομούτσουνος. Μια χαρά γοητευτικός ήταν, αλλά κάπως… άνευρος.
Τελείως διαφορετικός σε σχέση με τον Σάτσγουελ. Συμπαθητικός νεαρός,
με κάτι πελώρια μάτια και ίσια μαλλιά.
»Όμως ήταν χειριστικό άτομο. Μια μικρή δόση αποδοκιμασίας εδώ, μια
ψυχρή ματιά εκεί. Τον ενθουσίαζε το πόσο διαφορετική ήταν η Μάργκοτ,
όμως ταυτόχρονα του προκαλούσε αμηχανία. Ήθελε μια γυναίκα που να
είναι το άκρως αντίθετο της μητέρας του, παράλληλα όμως ήθελε να την
εγκρίνει η μαμά. Οπότε τα ρήγματα υπήρχαν από την αρχή.
»Επίσης, είχε μια τάση να κρεμάει μούτρα», είπε η Ούνα. «Πώς μου τη
δίνουν οι άνθρωποι που κρεμάνε μούτρα. Τέτοια ήταν και η μάνα μου.
Τριάντα χρόνια έκανε να μου μιλήσει, επειδή σηκώθηκα και πήγα στο
Λονδίνο. Τελικά υποχώρησε, προκειμένου να γνωρίσει τα εγγόνια της,
όμως κάτι Χριστούγεννα που η αδελφή μου τα είχε τσούξει, της ξέφυγε
πως είχα εγκαταλείψει την Εκκλησία κι είχα πάει με τους Αγγλικανούς,
οπότε εκεί επήλθε η οριστική ρήξη. Το ότι είχα κάνει Κουνελάκι
μπορούσε να το συγχωρέσει. Το ότι κατέληξα προτεστάντισσα, αδύνατον.
»Ακόμη και στις αρχές της σχέσης τους, υπήρχαν φορές που ο Ρόι έκανε
μέρες να μιλήσει στη Μάργκοτ. Μου είχε πει πως μια φορά τής είχε κόψει
και την καλημέρα επί μία εβδομάδα. Φόρτωσε κι εκείνη και λέει:
“Έφυγα”. Τα χρειάστηκε για τα καλά ο άλλος. Απόρησα, γιατί σου κάνει
μούτρα; Η αιτία ήταν η λέσχη. Δεν ήθελε με τίποτε να εργάζεται εκεί η
Μάργκοτ. Ρωτάω κι εγώ: “Μήπως προσφέρθηκε αυτός να στηρίζει τους
δικούς σου, όσο εσύ σπουδάζεις;” “Να, δεν του αρέσει να σκέφτεται πως
με χαλβαδιάζει ο ένας και ο άλλος”, απαντάει η Μάργκοτ. Στις κοπέλες
αρέσει αυτό, μια μικρή δόση κτητικότητας. Φαντάζονται πως σημαίνει ότι
ο άλλος έχει μάτια μόνο γι’ αυτήν, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει
το αντίθετο. Ο άντρας θέλει τη γυναίκα αποκλειστικά δική του. Αυτός
είναι ελεύθερος να κοιτάζει άλλες κοπέλες, κι η αλήθεια είναι πως ο Ρόι
δεν περνούσε απαρατήρητος, κέντριζε το ενδιαφέρον κοριτσιών του δικού
του κύκλου. Ήταν ένας ομορφούλης νεαρός με μεγάλη οικογενειακή
περιουσία. Για παράδειγμα», είπε η Ούνα, «σκεφτείτε τη νεαρή
ξαδελφούλα, τη Σύνθια, που περίμενε στο παρασκήνιο».
«Γνωρίζατε τη Σύνθια;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Τη συνάντησα μια-δυο φορές στο σπίτι τους. Ένα ντροπαλό πλάσμα.
Ποτέ της δε μου είπε πάνω από δυο κουβέντες», είπε η Ούνα. «Όμως
έκανε τον Ρόι να αισθάνεται καλά με τον εαυτό του. Κακάριζε σαν χαζή
με τα αστεία του. Αστεία της κακιάς ώρας».
«Η Μάργκοτ και ο Ρόι πρέπει να παντρεύτηκαν με το που αποφοίτησαν
από την ιατρική, σωστά;»
«Ακριβώς. Ήμουν παράνυμφος στον γάμο τους. Εκείνη στράφηκε στη
γενική ιατρική. Ο Ρόι είχε άλλους στόχους, συνέχισε σε ένα από τα
μεγάλα πανεπιστημιακά νοσοκομεία, δε θυμάμαι ποιο.
»Οι γονείς του Ρόι είχαν ένα πολύ ωραίο, μεγάλο σπίτι, με πελώριους
κήπους και όλα τα σχετικά. Αφότου πέθανε ο πατέρας του, λίγο πριν
κάνουν την Άννα, η μητέρα το έγραψε στον Ρόι. Το όνομα της Μάργκοτ
δεν ήταν στο συμβόλαιο, τη θυμάμαι να μου το λέει. Ο Ρόι όμως
ενθουσιαζόταν με την προοπτική να μεγαλώσει την οικογένειά του στο
ίδιο σπίτι όπου είχε μεγαλώσει ο ίδιος, κι η αλήθεια είναι πως ήταν ένα
θαυμάσιο σπίτι κοντά στο Χάμπτον Κορτ. Έτσι, η πεθερά τα μάζεψε κι
έφυγε, κι ο Ρόι με τη Μάργκοτ εγκαταστάθηκαν εκεί.
»Μόνο που η πεθερά θεωρούσε πως είχε το δικαίωμα να τους
κουβαλιέται όποτε της έκανε κέφι, καθώς εκείνη τους είχε παραχωρήσει
το σπίτι, κι εξακολουθούσε να το θεωρεί περισσότερο δικό της παρά της
Μάργκοτ».
«Με τη Μάργκοτ εξακολουθούσατε να βλέπεστε συχνά;» ρώτησε η
Ρόμπιν.
«Ναι», απάντησε η Ούνα. «Προσπαθούσαμε να βρισκόμαστε
τουλάχιστον μια φορά κάθε δεκαπέντε μέρες. Ήμαστε κολλητές,
πραγματικά. Ακόμη και μετά που παντρεύτηκε τον Ρόι, θέλησε να με
κρατήσει στη ζωή της. Είχαν τους μεσοαστούς φίλους τους, προφανώς,
όμως θαρρώ», είπε η Ούνα, ενώ η φωνή της βράχνιαζε, «θαρρώ πως
ήξερε ότι εγώ θα της στεκόμουν πάντοτε, ό,τι και να γινόταν.
Κυκλοφορούσε πλέον σε κύκλους όπου αισθανόταν μόνη της».
«Στο σπίτι ή και στη δουλειά;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Στο σπίτι ήταν σαν το ψάρι έξω από το νερό», είπε η Ούνα. «Το σπίτι
του Ρόι, η οικογένεια του Ρόι, οι φίλοι του Ρόι, τα πάντα του Ρόι ήταν.
Έβλεπε συχνά τους δικούς της, όμως της ήταν δύσκολο, μιας κι ο πατέρας
της ήταν καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα, να τον φέρνει στο
μεγάλο σπίτι. Έχω την εντύπωση πως οι Μπάμπορο αισθάνονταν άβολα
με τον Ρόι και τη μητέρα του. Έτσι, η Μάργκοτ περνούσε από την παλιά
της γειτονιά, για να τους βλέπει. Εξακολουθούσε να τους στηρίζει
οικονομικά. Κομμάτια γινόταν, για να προλαβαίνει τις διάφορες
υποχρεώσεις».
«Και πώς ήταν τα πράγματα στη δουλειά;»
«Ζόρικα, συνέχεια», είπε η Ούνα. «Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν
πολλές γυναίκες γιατροί, εκείνη ήταν νέα, από λαϊκή οικογένεια, και στην
κλινική όπου κατέληξε, αυτή στο Σεντ Τζονς, αισθανόταν μοναξιά. Δεν
ήταν ευχάριστο περιβάλλον», είπε η Ούνα απηχώντας την άποψη του δρα
Γκάπτα. «Όμως επειδή αυτός ήταν ο χαρακτήρας της, η Μάργκοτ ήθελε
να προσπαθήσει να βελτιώσει τα πράγματα. Αυτή ήταν η γενικότερη
φιλοσοφία της στη ζωή: να βελτιώνεις τα πράγματα. Να βρίσκεις λύσεις.
Να τους φροντίζεις όλους. Να λύνεις προβλήματα. Προσπάθησε να τους
φέρει όλους κοντά, να γίνουν ομάδα, κι ας ήταν η ίδια στόχος
εκφοβισμού».
«Ποιος την εκφόβιζε;»
«Εκείνος ο γέρος», είπε η Ούνα. «Δε θυμάμαι πια ονόματα. Στην
κλινική ήταν άλλοι δύο γιατροί, σωστά; Ο γέρος και ο Ινδός. Η Μάργκοτ
έλεγε πως αυτός, ο Ινδός, ήταν εντάξει άνθρωπος, κι ας αισθανόταν πως
ακόμη κι εκείνος την αποδοκίμαζε. Θυμάμαι πως μου είχε πει ότι
κοντραρίστηκαν με αφορμή το χάπι. Οι γενικοί γιατροί μπορούσαν να το
συνταγογραφούν στις ανύπαντρες γυναίκες, αν τους το ζητούσαν –τον
πρώτο καιρό που κυκλοφόρησε, ήταν για τις παντρεμένες μόνο– όμως ο
Ινδός και πάλι δεν ήθελε να το δίνει σε ανύπαντρες. Την ίδια χρονιά που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, άρχισαν να λειτουργούν οι πρώτες κλινικές
οικογενειακού προγραμματισμού. Θυμάμαι πως μιλούσαμε γι’ αυτές. Η
Μάργκοτ είχε χαρεί πολύ με αυτή την εξέλιξη, γιατί ήταν σίγουρη πως οι
γυναίκες που έρχονταν στη δική τους κλινική δεν μπορούσαν να
εξασφαλίσουν το χάπι από τους άλλους δύο γιατρούς.
»Όμως δεν ήταν μόνο οι γιατροί που τη δυσκόλευαν. Είχε θέματα και με
τα άλλα άτομα που εργάζονταν εκεί. Κι η νοσοκόμα δε νομίζω πως τη
συμπαθούσε».
«Η Τζάνις;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Τζάνις την έλεγαν;» είπε η Ούνα σμίγοντας τα φρύδια της.
«Η Αϊρίν μήπως;» πρότεινε ο Στράικ.
«Μια ξανθά ήταν», είπε η Ούνα. «Θυμάμαι μια φορά, στο
χριστουγεννιάτικο πάρτι…»
«Ήσαστε και εσείς εκεί;» ρώτησε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη.
«Η Μάργκοτ με ικέτεψε να πάω», είπε η Ούνα. «Εκείνη το είχε
οργανώσει και φοβόταν πως θα ήταν απαίσια. Ο Ρόι δούλευε, οπότε δεν
μπορούσε να πάει. Μιλάμε για λίγους μήνες μετά τη γέννηση της Άννας.
Η Μάργκοτ είχε πάρει άδεια λοχείας, οπότε είχαν φέρει άλλο γιατρό να
την καλύψει, έναν άντρα. Κι εκείνη είχε πειστεί πως η κλινική
λειτουργούσε καλύτερα χωρίς την ίδια. Οι ορμόνες της είχαν βαρέσει
κόκκινο, ήταν κουρασμένη, έτρεμε τη στιγμή που θα επέστρεφε. Η Άννα
δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από δύο με τριών μηνών. Η Μάργκοτ την
έφερε στο πάρτι, καθώς τη θήλαζε. Είχε οργανώσει εκείνο το
χριστουγεννιάτικο πάρτι σε μια προσπάθεια να κάνουν όλοι τους μια νέα
αρχή, να σπάσει κάπως ο πάγος, πριν χρειαστεί να επιστρέψει στη
δουλειά».
«Κάτι λέγατε για την Αϊρίν», είπε η Ρόμπιν, που είχε αντιληφθεί πως ο
Στράικ ήταν έτοιμος να κρατήσει σημειώσεις.
«Το λοιπόν, μέθυσε, αν λέμε για την ξανθιά. Είχε φέρει στο πάρτι και
κάποιον άντρα. Τέλος πάντων, προς το τέλος της βραδιάς, η Αϊρίν
κατηγόρησε τη Μάργκοτ ότι φλέρταρε με τον δικό της. Έχετε ακούσει πιο
γελοία κατηγορία; Να στέκεται η Μάργκοτ με το μωρό στην αγκαλιά, κι η
άλλη να τη λούζει κανονικά. Δεν ήταν η νοσοκόμα; Έχει περάσει και
τόσος καιρός…»
«Όχι, η Αϊρίν εργαζόταν στην υποδοχή», είπε η Ρόμπιν.
«Καλά, στην υποδοχή δεν ήταν εκείνη η μικροκαμωμένη, η Ιταλίδα;»
«Η Γκλόρια ήταν η δεύτερη ρεσεψιονίστ».
«Α, η Μάργκοτ τη λάτρευε εκείνη την κοπέλα», είπε η Ούνα. «Έλεγε
πως ήταν ένα πολύ έξυπνο κορίτσι που βρισκόταν σε μια πολύ άσχημη
κατάσταση. Ποτέ δε μου εξήγησε τι ακριβώς συνέβαινε. Αν δεν κάνω
λάθος, η κοπέλα την είχε δει για κάποιο ιατρικό θέμα και προφανώς η
Μάργκοτ δεν υπήρχε περίπτωση να αποκαλύψει το παραμικρό για την
υγεία της άλλης. Αυτά τα θέματα τα θεωρούσε αδιαπραγμάτευτα. Δεν
υπάρχει ιερέας που να αντιμετώπισε με μεγαλύτερο σεβασμό τα μυστικά
που άκουσε στο εξομολογητήριο».
«Θα ήθελα να σας κάνω μια κάπως ευαίσθητη ερώτηση», είπε η Ρόμπιν
διστακτικά. «Γράφτηκε ένα βιβλίο για τη Μάργκοτ το 1985 κι εσείς…»
«Συνεργάστηκα με τον Ρόι για να εμποδίσουμε την κυκλοφορία του»,
είπε μεμιάς η Ούνα. «Πράγματι. Ένα κάρο ψέματα, από την πρώτη μέχρι
την τελευταία σελίδα. Ξέρετε τι έγραψε ο συγγραφέας προφανώς. Σχετικά
με…»
Η Ούνα μπορεί να είχε πάψει να αποτελεί μέλος της Καθολικής
Εκκλησίας, όμως δεν μπόρεσε να αρθρώσει την επίμαχη λέξη.
«…τον τερματισμό. Ήταν ένα χυδαίο ψέμα. Ποτέ μου δεν έκανα
έκτρωση ούτε και η Μάργκοτ. Θα μου είχε μιλήσει, αν ήταν κάτι που την
απασχολούσε. Ήμαστε κολλητές φίλες. Κάποιος χρησιμοποίησε το
επίθετό της για να κλείσει εκείνο το ραντεβού. Δεν ξέρω ποιος. Στην
κλινική, πάντως, δεν αναγνώρισαν τη φωτογραφία της. Η Μάργκοτ δεν
είχε περάσει ποτέ από εκεί. Η Άννα ήταν ό,τι ομορφότερο στη ζωή της και
δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ρίξει ένα δεύτερο μωρό. Καμία. Δεν ήταν
θρησκευόμενη, όμως και πάλι θα το είχε θεωρήσει αμαρτία».
«Δηλαδή δεν πήγαινε στην εκκλησία;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Άθεη ήταν πέρα για πέρα», είπε η Ούνα. «Τα της θρησκείας τα
θεωρούσε όλα δεισιδαιμονίες. Η μάνα της ήταν θρήσκα, κι αυτό βγήκε
στη Μάργκοτ σε αντίδραση. Θεωρούσε πως η Εκκλησία καταπίεζε τις
γυναίκες, και μάλιστα μου είχε πει: “Αν υπάρχει Θεός, γιατί άφησε τον
μπαμπά μου, που είναι χρυσός άνθρωπος, να πέσει από εκείνη τη σκάλα;
Γιατί έπρεπε να ζήσουμε τόσες δυσκολίες στην οικογένειά μου;” Τέλος
πάντων, η Μάργκοτ δεν μπορούσε να μου πει οτιδήποτε σχετικά με την
υποκρισία και τη θρησκεία που να μην το ήξερα ήδη. Εν τω μεταξύ, είχα
αποχωρήσει ήδη από τους καθολικούς. Το αλάθητο του πάπα.
Απαγορεύεται κάθε μέσο αντισύλληψης, κι ας πέθαιναν οι γυναίκες
πασχίζοντας να φέρουν στον κόσμο το ενδέκατο παιδί τους.
»Αλλά κι η ίδια μου η μάνα πίστευε πως ήταν εκπρόσωπος του Θεού σε
τούτο τον κόσμο, πραγματικά το πίστευε, και ορισμένες από τις καλόγριες
στο σχολείο μου ήταν σκύλες κανονικές. Η αδελφή Μαρία Τερέζα…
βλέπετε εδώ;» είπε η Ούνα παραμερίζοντας τη φράντζα από το μέτωπό
της και αποκαλύπτοντας μια ουλή μεγάλη σαν κέρμα των πέντε πενών.
«Μου σβούρισε μια στο κεφάλι με έναν μεταλλικό χάρακα. Αίματα
παντού. “Ποιος ξέρει τι έκανες και σου άξιζε αυτό”, είπε η μάνα μου.
»Λοιπόν, θα σας πω ποια μου θύμιζε την αδελφή Μαρία Τερέζα», είπε η
Ούνα. «Μήπως ήταν αυτή η νοσοκόμα; Εκείνη η μεγαλύτερη γυναίκα
στην κλινική;»
«Την Ντόροθι εννοείτε;»
«Χήρα ήταν αυτή που λέω».
«Ναι, αυτή ήταν η Ντόροθι, η γραμματέας».
«Φτυστή η αδελφή Μαρία Τερέζα, ειδικά ο τρόπος που σε κοίταζε»,
είπε η Ούνα. «Με στρίμωξε στο πάρτι. Τις έλκει η Εκκλησία κάτι τέτοιες
γυναίκες. Σχεδόν κάθε ενορία έχει μια-δυο από δαύτες. Από έξω άψογες,
από μέσα χολέρες. Στα λόγια είναι καλές. “Συγχώρα με, πάτερ, διότι
αμάρτησα”, όμως οι Ντόροθι αυτού του κόσμου δεν πιστεύουν ότι
μπορούν να αμαρτήσουν, όχι πραγματικά.
»Αν με έχει διδάξει ένα πράγμα η ζωή, αυτό είναι πως εκεί που δεν
υπάρχει περιθώριο για χαρά, δεν υπάρχει και κανένα περιθώριο για
καλοσύνη», είπε η Ούνα Κένεντι. «Την είχε κακό γινάτι τη Μάργκοτ
εκείνη η Ντόροθι. Της είπα πως ήμουν η πιο στενή φίλη της Μάργκοτ,
οπότε βάλθηκε να μου κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις. Πώς είχαμε
γνωριστεί. Για πρώην εραστές. Πώς γνώρισε η Μάργκοτ τον Ρόι. Ενώ δεν
της έπεφτε λόγος της κάργιας.
»Έπειτα άρχισε να μιλάει για τον ηλικιωμένο γιατρό, ούτε που θυμάμαι
πώς τον έλεγαν. Ήταν μια άλλη Μαρία Τερέζα, δεν υπάρχει αμφιβολία,
όμως ο δικός της θεός καθόταν στο διπλανό γραφείο. Αργότερα είπα στη
Μάργκοτ για την κουβέντα που είχαμε κάνει, κι η Μάργκοτ μου
επιβεβαίωσε πως καλά την είχα καταλάβει. Η Ντόροθι ήταν μοχθηρή».
«Ο γιος της Ντόροθι είναι εκείνος που έγραψε το βιβλίο για τη
Μάργκοτ», είπε η Ρόμπιν.
«Σοβαρά;» αναφώνησε η Ούνα. «Γιος της ήταν; Ορίστε, όπως σας τα
έλεγα. Απαίσιοι άνθρωποι κι οι δυο τους».
«Πότε είδατε για τελευταία φορά τη Μάργκοτ;» τη ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ακριβώς δύο εβδομάδες πριν από το βράδυ που εξαφανίστηκε. Κι
εκείνη τη φορά στην ίδια παμπ είχαμε συναντηθεί. Στις έξι είχα ρεπό από
τη λέσχη. Υπήρχαν ένα-δυο στέκια πιο κοντά στην κλινική, όμως η
Μάργκοτ δεν ήθελε να πέσει πάνω σε κάποιο άτομο από τη δουλειά».
«Μήπως θυμάστε τι συζητήσατε εκείνο το βράδυ;»
«Ναι», είπε η Ούνα. «Μπορεί να σας ακούγεται σαν υπερβολή, όμως
δεν είναι. Στην αρχή τής τα έψαλα ένα χεράκι, επειδή είχε βγει για ποτό
με τον Σάτσγουελ, πράγμα που μου είχε πει από το τηλέφωνο. Είχαν
συναντηθεί τυχαία, στον δρόμο.
»Μου είπε πως της είχε φανεί διαφορετικός σε σχέση με το πώς ήταν
παλιά, κι αυτό με έκανε να ανησυχήσω, δε θα πω ψέματα. Δεν ήταν
γυναίκα φτιαγμένη για εξωσυζυγική σχέση, όμως δεν ήταν κι
ευτυχισμένη. Με το που φτάσαμε στην παμπ, μου είπε τα πάντα. Της είχε
ζητήσει να την ξαναδεί, κι εκείνη είχε αρνηθεί. Την πίστεψα και θα σας
πω το γιατί: επειδή έδειχνε απερίγραπτα λυπημένη που είχε αρνηθεί.
»Έδειχνε καταβεβλημένη εκείνο το βράδυ. Πρώτη μου φορά την έβλεπα
τόσο δυστυχισμένη. Είπε πως ο Ρόι έκανε δέκα μέρες να της μιλήσει
ύστερα από εκείνη την τυχαία συνάντηση με τον Σάτσγουελ. Είχαν
τσακωθεί για τη μητέρα του που μπαινόβγαινε στο σπίτι λες κι ήταν δικό
της. Η Μάργκοτ ήθελε να αλλάξει τη διακόσμηση, όμως ο Ρόι επέμενε
πως θα ράγιζε η καρδιά της μητέρας του, έτσι κι απομάκρυναν το
παραμικρό από τα πράγματα που τόσο πολύ αγαπούσε ο πατέρας του. Και
κάπως έτσι η Μάργκοτ είχε καταντήσει ξένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι,
δεν είχε το ελεύθερο να αλλάξει το οτιδήποτε.
»Η Μάργκοτ είπε πως της είχε κολλήσει ένας στίχος από το Court and
Spark στο μυαλό όλη μέρα. Το άλμπουμ της Τζόνι Μίτσελ, Court and
Spark», διευκρίνισε βλέποντας την απορία της Ρόμπιν. «Αυτή ήταν η
θρησκεία της Μάργκοτ: η Τζόνι Μίτσελ. Ήταν κατενθουσιασμένη με
εκείνο το άλμπουμ. Ο στίχος ήταν από το τραγούδι «The Same
Situation». Εγκλωβισμένη στον αγώνα να πετύχω σπουδαιότερα, Και την
αναζήτηση του έρωτα που μοιάζει να μην έχει τελειωμό. Ακόμη και τώρα,
ύστερα από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να ακούσω εκείνο το άλμπουμ. Μου
είναι αφόρητα επώδυνο.
»Μου είπε πως γύρισε αμέσως στο σπίτι, ύστερα από εκείνο το ποτό με
τον Πολ, και είπε στον Ρόι τι είχε συμβεί. Νομίζω πως εν μέρει το έκανε
επειδή αισθανόταν τύψεις για εκείνο το ποτό, αλλά εν μέρει ήθελε και να
τον ταρακουνήσει. Ήταν κουρασμένη, δυστυχισμένη και αυτό που
προσπαθούσε να πει ήταν κάποιος άλλος με ήθελε, κάποτε. Μέρος της
ανθρώπινης φύσης, σωστά; “Ξύπνα”, του έλεγε. “Δε γίνεται απλώς να με
αγνοείς, να με απομονώνεις και να αρνείσαι κάθε συμβιβασμό. Δεν
μπορώ να ζήσω έτσι”.
»Ο Ρόι βέβαια, λόγω χαρακτήρα, δεν ήταν άνθρωπος που θα κόρωνε και
θα άρχιζε να πετάει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Νομίζω πως θα της είχε
φανεί ευκολότερο να το διαχειριστεί, αν είχε αντιδράσει έτσι. Έγινε έξω
φρενών βέβαια, όμως το εκδήλωσε με ακόμη μεγαλύτερη ψυχρότητα και
σιωπή.
»Νομίζω μάλιστα πως δεν της είχε μιλήσει ξανά, μέχρι την ημέρα που
εξαφανίστηκε. Μου το είχε πει η Μάργκοτ στο τηλέφωνο, όταν
κανονίσαμε να βρεθούμε για ποτό στις έντεκα του μήνα: “Εξακολουθώ να
ζω μέσα στη σιωπή”. Ακουγόταν απελπισμένη. Θυμάμαι πως όπως την
άκουγα, σκεφτόμουν: “Ετοιμάζεται να τον χωρίσει”.
»Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε στην παμπ, της το είπα: “Ο
Σάτσγουελ δεν είναι η απάντηση στο όποιο πρόβλημα υπάρχει στη σχέση
σου με τον Ρόι”.
»Μιλήσαμε και για την Άννα. Η Μάργκοτ θα έδινε τα πάντα για να
μπορέσει να λείψει ένα με δύο χρόνια από τη δουλειά, προκειμένου να
επικεντρωθεί στο παιδί, κι αυτό ακριβώς ήταν που ήθελαν να κάνει ο Ρόι
και η μητέρα του, να μείνει στο σπίτι με την Άννα και να σταματήσει να
εργάζεται.
»Όμως δεν μπορούσε να το κάνει. Εξακολουθούσε να στηρίζει
οικονομικά τους γονείς της. Εν τω μεταξύ, η μητέρα της είχε αρρωστήσει
κι Μάργκοτ δεν ήθελε να ξενοδουλεύει άλλο. Όσο εξακολουθούσε να
εργάζεται, μπορούσε να κοιτάζει κατάματα τον Ρόι και να δικαιολογεί
όλα τα χρήματα που τους έδινε, όμως η μητέρα του δεν επρόκειτο να
αφήσει τον πολυαγαπημένο, ντελικάτο γιόκα της να σκοτώνεται στη
δουλειά για να τη βγάζουν ζάχαρη δυο λαϊκά ανθρωπάκια, αμφότεροι
μανιώδεις καπνιστές».
«Θυμάστε να συζητήσατε κάτι άλλο;»
«Μιλήσαμε και για τη λέσχη, καθώς ετοιμαζόμουν να αποχωρήσω. Είχα
αγοράσει ήδη το διαμέρισμά μου και σκεφτόμουν να σπουδάσω. Η
Μάργκοτ ενθουσιάστηκε. Αυτό που δεν της είπα ήταν πως σκεφτόμουν
να πάρω πτυχίο θεολογίας και δεν της το είπα, επειδή ήξερα την άποψή
της για τη θρησκεία.
»Συζητήσαμε και για τα πολιτικά λιγάκι. Και οι δύο θέλαμε να
επικρατήσει ο Γουίλσον στις εκλογές. Της είπα επίσης πως ανησυχούσα,
μιας και δεν είχα βρει ακόμη τον άνθρωπο της ζωής μου. Είχα πατήσει τα
τριάντα. Εκείνα τα χρόνια σε θεωρούσουν πολύ μεγάλη για να βρεις
σύζυγο.
»Πριν αποχαιρετιστούμε, της είπα: “Να θυμάσαι, υπάρχει πάντοτε ένα
δωμάτιο ελεύθερο στο διαμέρισμά μου. Έχει χώρο και για κούνια”».
Η Ούνα βούρκωσε, δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Έπιασε την
πετσέτα της και την πίεσε πάνω στο πρόσωπό της.
«Να με συμπαθάτε. Έχουν περάσει σαράντα χρόνια, όμως μου φαίνεται
λες κι ήταν χτες. Δε χάνονται ποτέ οι νεκροί. Θα ήταν ευκολότερο, αν
έσβηναν από τη μνήμη μας. Την έχω ολοκάθαρα στο μυαλό μου. Αν την
έβλεπα αυτή τη στιγμή να ανεβαίνει εκείνα τα σκαλοπάτια, ένα κομμάτι
του εαυτού μου δε θα απορούσε. Ήταν τόσο ζωντανός άνθρωπος. Κι ο
τρόπος που εξαφανίστηκε, λες κι άνοιξε η γη και την κατάπιε…»
Η Ρόμπιν δε μίλησε, περίμενε πρώτα να σκουπίσει η Ούνα το πρόσωπό
της και τότε ρώτησε:
«Τι θυμάστε από τη συνεννόηση για να βρεθείτε στις έντεκα του μήνα;»
«Εκείνη μου τηλεφώνησε, μου ζήτησε να βρεθούμε στο ίδιο μέρος, την
ίδια ώρα. Συμφώνησα προφανώς. Μου ακούστηκε κάπως παράξενος ο
τρόπος που το είπε. Τη ρώτησα: “Όλα εντάξει;” Και μου απάντησε:
“Θέλω τη συμβουλή σου για κάτι. Δεν ξέρω, ίσως και να μου στρίβει.
Κανονικά, δε θα έπρεπε να το συζητάω καν, όμως νομίζω πως μονάχα σ’
εσένα μπορώ να έχω εμπιστοσύνη”».
Ο Στράικ και η Ρόμπιν κοιτάχτηκαν.
«Καλά, αυτό δεν καταγράφηκε κάπου;» απόρησε η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε ο Στράικ.
«Όχι», επανέλαβε η Ούνα και για πρώτη φορά φάνηκε θυμωμένη.
«Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι μου κάνει εντύπωση».
«Γιατί το λέτε αυτό;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ο Τάλμποτ ήταν σαλταρισμένος», είπε η Ούνα. «Το κατάλαβα μέσα
στα πρώτα πέντε λεπτά της κατάθεσής μου. Τηλεφώνησα στον Ρόι, του
είπα: “Ο άνθρωπος δε στέκει στα καλά του. Να διαμαρτυρηθείς, να τους
πεις πως θες να αναλάβει άλλος την υπόθεση”. Δεν το έκανε ή, και να το
έκανε, δεν έγινε το παραμικρό.
»Αλλά κι ο Λόσον με αντιμετώπισε λες κι ήμουν ένα σαχλό
Κουνελάκι», είπε η Ούνα. «Μάλλον νόμιζε πως έλεγα παραμύθια και
προσπαθούσα να φανώ ενδιαφέρουσα, να εκμεταλλευτώ την εξαφάνιση
της κολλητής μου. Η Μάργκοτ Μπάμπορο για μένα ήταν περισσότερο
αδελφή παρά φίλη», είπε με ένταση η Ούνα, «κι ο μόνος άνθρωπος στον
οποίο μίλησα πραγματικά για εκείνη είναι ο σύζυγός μου. Τον έκανα
μούσκεμα με τα δάκρυά μου δυο μέρες προτού παντρευτούμε, γιατί η
Μάργκοτ έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Θα ήταν η κουμπάρα μου».
«Έχετε κάποια ιδέα τι ήταν αυτό που την απασχολούσε και ήθελε να
ζητήσει τη συμβουλή σας;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε η Ούνα. «Από τότε το έχω σκεφτεί πολλές φορές, μήπως
ήταν κάτι που είχε κάποια σχέση με αυτό που συνέβη. Κάτι που να
αφορούσε τον Ρόι ίσως, όμως τότε γιατί να πει πως κανονικά δε θα
έπρεπε να το συζητήσει; Αφού είχαμε μιλήσει ήδη για τον Ρόι. Κι εγώ της
είχα πει όσο πιο ανοιχτά μπορούσα, την τελευταία φορά που βρεθήκαμε,
πως θα μπορούσε να έρθει να μείνει σπίτι μου, αν έφευγε, μαζί με την
Άννα.
»Έπειτα σκέφτηκα ότι ίσως να ήταν κάτι που της είχε πει κάποιος
ασθενής, γιατί, όπως ανέφερα και νωρίτερα, ήταν πάρα πολύ τυπική στο
θέμα του ιατρικού απορρήτου.
»Τέλος πάντων, ανηφόρισα σ’ εκείνο τον λόφο μέσα στη βροχή, για να
πάω στην παμπ στις έντεκα του μήνα. Έφτασα νωρίς, οπότε πήγα να ρίξω
μια ματιά στην εκκλησία εκεί παραδίπλα, στην απέναντι πλευρά του
δρόμου, ένα μεγάλο κ….»
«Σταθείτε», είπε απότομα ο Στράικ. «Τι είδους πανωφόρι φορούσατε;»
Η Ούνα δε φάνηκε να εκπλήσσεται από την ερώτηση. Αντίθετα
χαμογέλασε.
«Ο νους σας πήγε στον ηλικιωμένο νεκροθάφτη ή ό,τι ήταν, τέλος
πάντων; Εκείνον που νόμιζε πως είδε τη Μάργκοτ να μπαίνει στον χώρο
της εκκλησίας; Αφού τους το είπα από τότε πως εγώ ήμουν», είπε η Ούνα.
«Δε φορούσα καμπαρντίνα, όμως το παλτό μου ήταν μπεζ. Τα μαλλιά μου
ήταν πιο σκούρα απ’ ό,τι της Μάργκοτ, αλλά είχαν το ίδιο περίπου μήκος.
Τους το είπα, όταν με ρώτησαν κατά πόσο θεωρούσα πιθανό να είχε
περάσει η Μάργκοτ από την εκκλησία, πριν έρθει να με συναντήσει…
τους είπα αποκλείεται, απεχθανόταν την εκκλησία. Εγώ ήμουν εκεί!
Εμένα είδε ο άλλος!»
«Γιατί;» ρώτησε ο Στράικ. «Γιατί πήγατε εκεί πέρα;»
«Ένιωσα ένα κάλεσμα», απάντησε απλώς η Ούνα.
Η Ρόμπιν δαγκώθηκε για να μη χαμογελάσει, καθώς ο Στράικ πήρε ένα
ύφος σχεδόν αμήχανο, αντιμέτωπος με την απάντηση.
«Ο Θεός με καλούσε να επιστρέψω», είπε η Ούνα. «Σύχναζα σε
αγγλικανικές εκκλησίες, κι αναρωτιόμουν: Αυτό είναι η απάντηση; Ήταν
πάρα πολλά τα στοιχεία των καθολικών που δεν μπορούσα να ανεχτώ, κι
όμως εξακολουθούσα να αισθάνομαι κάτι να με έλκει κοντά Του».
«Πόση ώρα υπολογίζετε πως μείνατε στην εκκλησία;» ρώτησε η
Ρόμπιν, προκειμένου να δώσει χρόνο στον Στράικ να συνέλθει.
«Γύρω στα πέντε λεπτά. Είπα μια σύντομη προσευχή. Ζήτησα
καθοδήγηση. Ύστερα βγήκα και πάλι έξω, διέσχισα τον δρόμο και μπήκα
στην παμπ.
»Περίμενα γύρω στη μία ώρα εκεί, πριν τηλεφωνήσω στον Ρόι. Στην
αρχή σκέφτηκα πως την είχε καθυστερήσει κάποιος ασθενής. Έπειτα
σκέφτηκα, όχι, θα το ξέχασε. Όμως όταν τηλεφώνησα στο σπίτι, ο Ρόι
είπε πως η Μάργκοτ δεν ήταν εκεί. Μου ακούστηκε πολύ απότομος.
Αναρωτήθηκα μήπως είχε συμβεί και τίποτε άλλο μεταξύ τους. Μήπως
δεν είχε αντέξει άλλο η Μάργκοτ. Σκέφτηκα πως μπορεί να επέστρεφα
στο σπίτι και να την έβρισκα στο κατώφλι, με την Άννα στην αγκαλιά.
Οπότε, γύρισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, όμως δεν ήταν εκεί.
»Ο Ρόι μου τηλεφώνησε στις εννέα, να μάθει αν είχα νέα της. Τότε ήταν
που άρχισα να ανησυχώ σοβαρά. Είπε πως θα ειδοποιούσε την
αστυνομία.
»Τα υπόλοιπα τα ξέρετε», είπε χαμηλόφωνα η Ούνα. «Ήταν ένας
ζωντανός εφιάλτης. Εναποθέτεις τις ελπίδες σου σε εκδοχές ολοένα και
πιο απίθανες. Αμνησία. Να την παρέσυρε αυτοκίνητο και να βρισκόταν
αναίσθητη κάπου. Να το έσκασε, να πήγε κάπου για να σκεφτεί.
»Κατά βάθος όμως ήξερα. Δεν υπήρχε περίπτωση να εγκατέλειπε την
κορούλα της και οπωσδήποτε δε θα έφευγε χωρίς να μου το πει. Ήξερα
πως ήταν νεκρή. Καταλάβαινα πως η αστυνομία υποπτευόταν τον
Χασάπη του Έσεξ, όμως εγώ…»
«Εσείς;» την παρότρυνε η Ρόμπιν διακριτικά.
«Να, κάθε τόσο σκεφτόμουν, τρεις εβδομάδες μετά που
επανεμφανίζεται ο Πολ Σάτσγουελ στη ζωή της, εκείνη εξαφανίζεται
οριστικά. Το ξέρω πως κάποιο άλλοθι είχε να προτάξει, οι φίλοι του οι
καλλιτέχνες τον υποστήριξαν. Το είπα και στον Τάλμποτ και στον Λόσον:
Ρωτήστε τον για το όνειρο με το μαξιλάρι. Ρωτήστε να σας πει τι
σημαίνει εκείνο το όνειρο που έτρεμε μήπως το μετέφερε παραέξω η
Μάργκοτ.
»Αυτό το αναφέρουν οι σημειώσεις της αστυνομίας;» ρώτησε τον
Στράικ γυρίζοντας προς το μέρος του. «Ασχολήθηκε κανείς τους, να
ρωτήσει τον Σάτσγουελ για το όνειρο με το μαξιλάρι;»
«Όχι», αποκρίθηκε ο Στράικ σέρνοντας τη λέξη. «Δε νομίζω πως το
έψαξαν».
25
Όλες αυτές σκόρπιες σκέψεις και φαντασιώσεις ήταν,
ιδέες, όνειρα, γνώμες αβάσιμες.
Θεάματα, οράματα, παρηγοριές και προφητείες·
και όλα αυτά την ίδια αξία έχουν,
όπως οι αναλήθειες, τα παραμύθια και τα ψέματα.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Τρία βράδια αργότερα, ο Στράικ καθόταν στην BMW του, έξω από ένα
συνηθισμένο σπίτι, σε μια γειτονιά ολόιδιων σπιτιών στο Στόουκ
Νιούινγκτον. Η έρευνα γύρω από το Μούτρο, που βρισκόταν στον πέμπτο
μήνα, μέχρι στιγμής δεν είχε αποδώσει το παραμικρό αποτέλεσμα. Τα
ανήσυχα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που υποψιάζονταν πως ο
διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας έπεφτε θύμα εκβιασμού από το
φιλόδοξο Μούτρο, είχαν αρχίσει να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους και
ήταν προφανές ότι εξέταζαν το ενδεχόμενο να στραφούν αλλού.
Ακόμη κι όταν τον πότισε με τζιν ο Χάτσινς, που είχε καταφέρει να
πιάσει φιλίες μαζί του στη λέσχη σκοποβολής, το Μούτρο συνέχισε να
κρατά το στόμα του ερμητικά κλειστό σχετικά με το πώς κρατούσε το
αφεντικό του, οπότε ήταν καιρός, είχε αποφασίσει ο Στράικ, να αρχίσουν
να παρακολουθούν τον ίδιο τον προϊστάμενο του Μούτρου. Τίποτε δεν
απέκλειε ο διευθύνων σύμβουλος, ένας άντρας ευτραφής, καλοντυμένος,
με φαλάκρα που θύμιζε την ξυρισμένη κάρα μοναχού, να εξακολουθούσε
να επιδίδεται στην όποια συμπεριφορά είχε ανακαλύψει το Μούτρο,
επιτρέποντάς του να τον εκβιάσει, ώστε να εξασφαλίσει εκείνη την
προαγωγή που ούτε το βιογραφικό ούτε ο χαρακτήρας του Μούτρου
δικαιολογούσαν.
Ο Στράικ ήταν βέβαιος πως το Μούτρο δεν εκμεταλλευόταν μία απλή
περίπτωση απιστίας. Η νυν σύζυγος του διευθύνοντα συμβούλου ανάδινε
την αψεγάδιαστη, πλαστική όψη μιας κούκλας που είχε μόλις βγει από το
σελοφάν που την περιέβαλλε, κι ο Στράικ είχε την υποψία πως θα
απαιτούνταν κάτι βαρύτερο από το να διατηρεί ο σύζυγός της
εξωσυζυγική σχέση, προκειμένου να απαρνηθεί τα όσα της πρόσφερε η
μαύρη American Express, ιδίως από τη στιγμή που ήταν παντρεμένη μαζί
του μόλις δύο χρόνια και παιδιά δεν υπήρχαν, ώστε να της εξασφαλίσουν
μια γενναία διατροφή.
Χριστουγεννιάτικα φωτάκια αναβόσβηναν σχεδόν σε όλα τα παράθυρα
γύρω από τον Στράικ. Από τη στέγη του διπλανού σπιτιού κρέμονταν
λαμπεροί γαλανόλευκοι κρύσταλλοι, ικανοί να προκαλέσουν βλάβη στον
αμφιβληστροειδή, αν επιχειρούσε κανείς να εστιάσει πάνω τους το
βλέμμα του για πολλή ώρα. Στεφάνια στις πόρτες, παράθυρα στολισμένα
με ψεύτικο χιόνι και η λάμψη από τα πορτοκαλί, κόκκινα και πράσινα
φωτάκια που αντικατοπτρίζονταν στα λασπόνερα του δρόμου, όλα μαζί
υπενθύμιζαν στον Στράικ πως έπρεπε άμεσα να αρχίσει να ασχολείται με
την αγορά των δώρων που θα έπαιρνε μαζί του στην Κορνουάλη.
Εκείνο το πρωί η Τζόαν είχε πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο, αφού οι
γιατροί είχαν ρυθμίσει τη δοσολογία της αγωγής της, κι ήταν
αποφασισμένη να επιστρέψει στο σπίτι και να βάλει μπροστά τις
ετοιμασίες για τη μάζωξη της οικογένειας. Ο Στράικ θα έπρεπε να
αγοράσει δώρα όχι μόνο για την Τζόαν και τον Τεντ, αλλά και για την
αδελφή του, τον γαμπρό του και τους ανιψιούς του. Αυτή ήταν μια
ενοχλητική επιπλέον αγγαρεία, δεδομένων των υποθέσεων που έτρεχαν
παράλληλα στο γραφείο. Και κάπου εκεί θυμήθηκε πως έπρεπε
οπωσδήποτε να αγοράσει κάτι και για τη Ρόμπιν, κάτι καλύτερο από
λουλούδια. Ο Στράικ, που γενικά δεν είχε την καλύτερη σχέση με τα
ψώνια, και ειδικά με την αγορά δώρων, στράφηκε στα τσιγάρα του,
προκειμένου να αποδιώξει εκείνο το πλάκωμα που τον γυρόφερνε.
Αφού άναψε τσιγάρο, ο Στράικ έβγαλε από την τσέπη του το αντίτυπο
του Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο; που του είχε δώσει η Ρόμπιν,
όμως δεν είχε προλάβει ακόμη να διαβάσει. Μικροί σελιδοδείκτες
επισήμαιναν τα σημεία που η Ρόμπιν θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να
έχουν κάποιο ενδιαφέρον για την έρευνα.
Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά προς την εξώπορτα του σπιτιού που
παρακολουθούσε και η οποία παρέμενε κλειστή, ο Στράικ άνοιξε το
βιβλίο και διάβασε στα γρήγορα μερικές σελίδες, σηκώνοντας κάθε τόσο
το βλέμμα του για να βεβαιωθεί πως ο προϊστάμενος του Μούτρου δεν
είχε φανεί ακόμη.
Το πρώτο κεφάλαιο, το οποίο η Μάργκοτ δεν είχε μαρκάρει, αλλά ο
Στράικ επέλεξε να του ρίξει μια γρήγορη ματιά ούτως ή άλλως,
αναφερόταν περιληπτικά στην παιδική και εφηβική ηλικία της Μάργκοτ.
Καθώς δεν είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει πρόσβαση σε κάποιο άτομο
με ιδιαίτερα σαφείς αναμνήσεις από την περίοδο αυτή, ο Όουκντεν είχε
καταφύγει σε γενικότητες, υποθέσεις και κάμποση φλυαρία. Κάπως έτσι,
ο Στράικ έμαθε πως η Μάργκοτ Μπάμπορο «θα ονειρευόταν να αφήσει
πίσω της τη φτώχεια», «θα την είχε συναρπάσει η μεθυστική ατμόσφαιρα
της δεκαετίας του ’60» και «θα είχε αντίληψη των περιθωρίων που
προέκυπταν για σεξ δίχως συνέπειες που πρόσφερε το αντισυλληπτικό
χάπι». Μια τονωτική ένεση στον αριθμό των λέξεων που απάρτιζαν το
κεφάλαιο έδιναν οι πληροφορίες πως τη μίνι φούστα έφερε στη μόδα η
Μαίρη Κουάντ, ότι το Λονδίνο αποτελούσε το επίκεντρο μιας δυναμικής
μουσικής σκηνής καθώς και το ότι οι Beatles είχαν εμφανιστεί στην
αμερικανική τηλεόραση το ίδιο περίπου διάστημα που η Μάργκοτ
γιόρτασε τα δέκατα ένατα γενέθλιά της. «Η Μάργκοτ θα είχε
ενθουσιαστεί από τις προοπτικές που ανοίγονταν στην εργατική τάξη
μέσα από αυτή τη νέα εποχή ισότητας», πληροφορούσε ο Κ. Μ.
Όουκντεν τους αναγνώστες του.
Το δεύτερο κεφάλαιο περιέγραφε την άφιξη της Μάργκοτ στη Λέσχη
του Playboy κι εδώ, η αίσθηση της βεβιασμένης γραφής που κυριαρχούσε
στις προηγούμενες σελίδες, εξαφανίστηκε. Ο Όουκντεν ήταν προφανές
πως έβρισκε το Κουνελάκι Μάργκοτ πολύ πιο ενδιαφέρον θέμα απ’ ό,τι
το παιδάκι Μάργκοτ, με αποτέλεσμα να αφιερώσει πολλές παραγράφους
στο αίσθημα ελευθερίας και απελευθέρωσης που θα βίωνε κάθε φορά που
θα έσφιγγε γύρω της στη στολή της, θα φορούσε τα ψεύτικα αυτιά και θα
ενίσχυε με μέτρο το σουτιέν της στολής της, προκειμένου να διασφαλίσει
πως το στήθος της θα είχε επαρκώς επιβλητική εμφάνιση, ώστε να
ικανοποιήσει τις αυστηρές απαιτήσεις των εργοδοτών της. Γράφοντας
έντεκα χρόνια μετά την εξαφάνισή της, ο Όουκντεν είχε καταφέρει να
εντοπίσει ορισμένα Κουνελάκια που θυμούνταν τη Μάργκοτ. Η Λίζα, που
ήταν πλέον παντρεμένη, μητέρα δύο παιδιών, θυμόταν τα «γέλια» που
έκαναν οι δυο τους και το πόσο τη «συγκλόνισε» η εξαφάνιση της
Μάργκοτ. Η Ρίτα, που πλέον είχε δικό της γραφείο προώθησης
προϊόντων, την περιέγραφε ως μια κοπέλα «πραγματικά έξυπνη που ήταν
φανερό πως θα προόδευε», ενώ σχολίαζε πως η εξαφάνισή της «πρέπει να
ήταν μια φοβερά οδυνηρή εμπειρία για την καημένη την οικογένεια».
Ο Στράικ έριξε μια γρήγορη ματιά προς το σπίτι, μέσα στο οποίο είχε
εξαφανιστεί ο διευθύνων σύμβουλος. Άφαντος ακόμη. Στρέφοντας και
πάλι την προσοχή του στην πένα του Όουκντεν, ο βαριεστημένος Στράικ
πέρασε κατευθείαν στο πρώτο σημείο που είχε επισημάνει η Ρόμπιν ως
ενδεχομένως ενδιαφέρον.
Μετά το πετυχημένο πέρασμά της από τη Λέσχη του Playboy, η
παιχνιδιάρα και σκερτσόζα Μάργκοτ δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί
στη ζωή μιας γενικής ιατρού. Τουλάχιστον ένα άτομο που εργάστηκε
στην κλινική περιγράφει τη συμπεριφορά της ως ασύμβατη με το
περιβάλλον ενός ιατρείου.
«Δεν τους κρατούσε στην πρέπουσα απόσταση, αυτό ήταν το
πρόβλημα. Δεν καταγόταν από οικογένεια που είχε πολλούς
επαγγελματίες. Ο γιατρός πρέπει να παραμένει πάνω από τους ασθενείς.
»Πρότεινε το βιβλίο Η χαρά του σεξ σε μια γυναίκα που πήγε να την
εξετάσει. Αργότερα, άκουσα ανθρώπους στην αίθουσα αναμονής να
συζητάνε γι’ αυτό. Χαχανίζοντας δηλαδή. Μια γιατρός δεν μπορεί να
λέει στους ανθρώπους να διαβάζουν τέτοια πράγματα. Τραυματίζεται το
κύρος ολόκληρης της κλινικής. Ντρεπόμουν για λογαριασμό της.
»Ήταν ένας άντρας που την καλόβλεπε, ένας νεαρός που επέστρεφε
κάθε τόσο για να τη δει, της έφερνε σοκολατάκια και ένα σωρό άλλα
δώρα – από τη στιγμή που κι αυτή έπιανε κουβέντα στον κόσμο για τις
διάφορες στάσεις στο σεξ, καταλαβαίνει κανείς πώς οι άντρες
σχημάτιζαν λάθος ιδέα, έτσι δεν είναι;»
Ακολουθούσε μια σειρά από παραγράφους που ήταν προφανές πως
είχαν αντιγραφεί από εφημερίδες της εποχής, οι οποίες κάλυπταν την
αυτοκτονία της παντρεμένης πρώην φιλενάδας του Στιβ Ντάουθγουεϊτ,
την ξαφνική του φυγή από τη δουλειά και το διαμέρισμα, μέχρι το
γεγονός πως ο Λόσον του είχε πάρει κατάθεση αρκετές φορές.
Αξιοποιώντας στο μέγιστο το λιγοστό υλικό του, ο Όουκντεν κατόρθωνε
να υπαινιχθεί πως ο Ντάουθγουεϊτ στην καλύτερη περίπτωση ήταν
κακόφημο άτομο, στη χειρότερη επικίνδυνος: ένας ανερμάτιστος
περιπλανώμενος και ανεύθυνος γυναικάς, ο οποίος κυκλοφορούσε στους
ίδιους χώρους με γυναίκες που είχαν την τάση να πεθαίνουν ή να
εξαφανίζονται. Επομένως, ο Στράικ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα
ειρωνικό ρουθούνισμα, καθώς διάβαζε πως:
Ο Ντάουθγουεϊτ, που πλέον συστήνεται ως Στίβι Τζακς, εργάζεται
σε παραθεριστικό κέντρο της εταιρείας Butlin’s, στο Κλάκτον…
Αφού έριξε μία ακόμη ματιά προκειμένου να βεβαιωθεί πως ο
διευθύνων σύμβουλος δεν είχε εμφανιστεί ακόμη, ο Στράικ συνέχισε την
ανάγνωση:
…όπου στη διάρκεια της ημέρας συντονίζει διάφορες δραστηριότητες
για τους παραθεριστές και το βράδυ συμμετέχει στο πρόγραμμα
καμπαρέ. Η «Σερενάτα του Λόνγκφελοου», την οποία ερμηνεύει, είναι
ιδιαίτερα δημοφιλής στις κυρίες. Ο μελαχρινός Ντάουθγουεϊτ/Τζακς
παραμένει γοητευτικός και προφανώς δημοφιλής μεταξύ των γυναικών
που παραθερίζουν εκεί.
«Πάντοτε μου άρεσε το τραγούδι», μου λέει καθισμένος στο μπαρ
μετά το σόου. «Όταν ήμουν νεότερος, μετείχα σε μια μπάντα, όμως
διαλύθηκε. Είχα έρθει εδώ μια φορά όταν ήμουν παιδί, με τη θετή μου
οικογένεια. Ανέκαθεν θεωρούσα πως θα είχε γούστο να δουλεύεις εδώ.
Είναι πολλοί οι σπουδαίοι καλλιτέχνες που εδώ έκαναν το ξεκίνημά
τους, ξέρεις».
Όταν η συζήτηση πηγαίνει στη Μάργκοτ Μπάμπορο όμως,
εμφανίζεται μια πολύ διαφορετική πλευρά του χαρακτήρα αυτού του
εύθυμου τραγουδιστή.
«Οι δημοσιογράφοι έγραφαν ένα σωρό βλακείες. Ποτέ μου δεν της
πήγα δώρο σοκολατάκια ή οτιδήποτε άλλο, από την κούτρα τους τα
κατέβαζαν, για να με παρουσιάσουν λες κι ήμουν κανένας ψυχάκιας.
Είχα έλκος στομάχου και πονοκεφάλους. Περνούσα δύσκολα εκείνη την
εποχή».
Έχοντας αρνηθεί να εξηγήσει για ποιο λόγο άλλαξε επίθετο, ο
Ντάουθγουεϊτ έφυγε από το μπαρ.
Οι συνάδελφοί του στο παραθεριστικό κέντρο εξέφρασαν την
κατάπληξή τους όταν πληροφορήθηκαν πως ο «Στίβι» είχε ανακριθεί
από την αστυνομία σχετικά με την εξαφάνιση της νεαρής γιατρού.
«Εμάς δε μας είχε αναφέρει το παραμικρό», δήλωσε η Τζούλι
Γουίλκς, 22 ετών. «Για να πω την αλήθεια, έχω ταραχτεί πολύ. Θα
περίμενε κανείς πως κάτι θα μας έλεγε. Ούτε κι είχε πει ποτέ πως το
“Τζακς” δεν ήταν το πραγματικό του επίθετο».
Ο Όουκντεν περιέγραφε στους αναγνώστες του εν συντομία την ιστορία
της εταιρείας Butlin’s και έκλεινε το κεφάλαιο με μια παράγραφο
αποτελούμενη από εικασίες και μόνο, σχετικά με τις ευκαιρίες που θα
μπορούσαν να παρουσιαστούν σε ένα παραθεριστικό κέντρο σε έναν
άνθρωπο με ύποπτες τάσεις.
Ο Στράικ άναψε κι άλλο τσιγάρο, κι ύστερα πέρασε στον δεύτερο από
τους σελιδοδείκτες της Ρόμπιν, όπου μια σύντομη παράγραφος
αναφερόταν στον Τζουλς Μπέιλις, σύζυγο της άλλοτε καθαρίστριας και
μετέπειτα κοινωνικής λειτουργού, Βίλμα. Η μοναδική νέα πληροφορία
που υπήρχε εκεί ήταν πως ο καταδικασμένος για βιασμό Μπέιλις είχε
αποφυλακιστεί με αναστολή τον Ιανουάριο του 1975, τρεις ολόκληρους
μήνες πριν από την εξαφάνιση της Μάργκοτ. Σε κάθε περίπτωση, ο
Όουκντεν θεωρούσε δεδομένο πως ο Μπέιλις «θα είχε μυριστεί» το
γεγονός πως η Μάργκοτ επιχειρούσε να πείσει τη σύζυγό του να τον
χωρίσει, «θα είχε εξοργιστεί που η γιατρός πίεζε τη σύζυγό του να
διαλύσει την οικογένειά τους» και «θα είχε πολλές επαφές με κακοποιά
στοιχεία της κοινότητας». Η αστυνομία, όπως πληροφορούσε ο Όουκντεν
τους αναγνώστες του, «θα είχε ερευνήσει προσεκτικά τις κινήσεις των
όποιων φίλων ή συγγενών του Μπέιλις στις 11 Οκτωβρίου, επομένως
είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε», κατέληγε διαλύοντας κάθε
σασπένς, «πως δεν εντοπίστηκε ύποπτη δραστηριότητα».
Ο τρίτος σελιδοδείκτης της Ρόμπιν είχε τοποθετηθεί στις σελίδες που
αναφέρονταν στην έκτρωση, στην κλινική της oδού Μπράιντ. Ο
Όουκντεν ξεκινούσε το σκέλος αυτό της ιστορίας του με
τυμπανοκρουσίες, πληροφορώντας τους αναγνώστες του πως επρόκειτο
να αποκαλύψει στοιχεία τα οποία για πρώτη φορά θα δημοσιοποιούνταν.
Τα όσα ακολουθούσαν παρουσίαζαν ενδιαφέρον για τον Στράικ
αποκλειστικά και μόνο στον βαθμό που αποδείκνυαν ότι είχε όντως
πραγματοποιηθεί κάποια έκτρωση στις 14 Σεπτεμβρίου του 1974 και ότι
το όνομα που δηλώθηκε για την ασθενή ήταν αυτό της Μάργκοτ
Μπάμπορο. Ως απόδειξη των ισχυρισμών του, ο Όουκντεν είχε
συμπεριλάβει φωτογραφίες των ιατρικών αρχείων της κλινικής επί της
oδού Μπράιντ, τα οποία του είχε προμηθεύσει άτομο το οποίο δεν
κατονομαζόταν, αλλά είχε εργαστεί στην κλινική, η οποία είχε κλείσει το
1978. Ο Στράικ υπέθετε πως ο ανώνυμος εργαζόμενος δε θα ανησυχούσε
πλέον για τη δουλειά του, όταν εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’80 ο
Όουκντεν, προσφέροντας χρήματα γι’ αυτές τις πληροφορίες. Ο
ανώνυμος εργαζόμενος είχε πει επίσης στον Όουκντεν πως η γυναίκα που
είχε υποβληθεί στην επέμβαση δεν έμοιαζε με τη φωτογραφία της
Μάργκοτ, η οποία είχε δημοσιευτεί μετά την εξαφάνισή της στις
εφημερίδες.
Στη συνέχεια, ο Όουκντεν έθετε μια σειρά από ρητορικά ερωτήματα, με
τα οποία τόσο ο ίδιος όσο και οι αφελείς εκδότες του φαίνεται πως είχαν
πειστεί ότι παρέκαμπταν τον νόμο περί συκοφαντικής δυσφήμησης. Θα
ήταν άραγε δυνατό η γυναίκα που υποβλήθηκε στην επέμβαση να είχε
χρησιμοποιήσει το όνομα της Μάργκοτ χωρίς τη στήριξη και τη σύμφωνη
γνώμη της; Σε αυτή την περίπτωση, ποιο ήταν εκείνο το άτομο που η
Μάργκοτ θα ήθελε περισσότερο να βοηθήσει; Δεν ήταν πάρα πολύ λογικό
να θεωρήσει κανείς πως μια ρωμαιοκαθολική γυναίκα θα ανησυχούσε
ιδιαίτερα μήπως μαθευτεί ότι είχε υποβληθεί σε μια τέτοια επέμβαση; Δεν
ήταν επίσης γεγονός πως μπορούσαν να προκύψουν επιπλοκές από μια
τέτοια επέμβαση; Αποκλείεται η Μάργκοτ να είχε επιστρέψει στην
περιοχή της κλινικής επί της οδού Μπράιντ στις 11 Οκτωβρίου,
προκειμένου να επισκεφτεί κάποιο άτομο που είχε εισαχθεί εκ νέου στην
κλινική; Ή να ζητήσει συμβουλές για λογαριασμό αυτού του ατόμου;
Μήπως τελικά η Μάργκοτ δεν είχε απαχθεί από την περιοχή του
Κλέρκενγουελ, αλλά έναν-δυο δρόμους μακριά από το υπόγειο του
Ντένις Κριντ;
Ερωτήματα στα οποία ο Στράικ απάντησε νοερά: Όχι, και σου άξιζε που
το βιβλίο σου στάλθηκε για πολτοποίηση, φιλαράκο. Η σειρά των
γεγονότων που υπαινισσόταν ο Όουκντεν ήταν προφανές πως είχε στηθεί
σε μια συνειδητή απόπειρα να τοποθετηθεί η Μάργκοτ στην περιοχή
κοντά στο υπόγειο του Κριντ το βράδυ της εξαφάνισής της. Οι
«επιπλοκές» ήταν μια απαραίτητη παράμετρος προκειμένου να εξηγηθεί
γιατί η Μάργκοτ επέστρεψε στην κλινική έναν μήνα μετά την άμβλωση,
όμως δεν μπορεί να αφορούσαν την ίδια, δεδομένου ότι η γιατρός ήταν
υγιής, σε καλή κατάσταση και εργαζόταν στη δική της κλινική μέχρι και
την ημέρα της εξαφάνισής της. Από τη στιγμή όμως που αποδίδονταν σε
κάποια στενή φίλη, οι απροσδιόριστες «επιπλοκές» μπορούσαν να
εξυπηρετήσουν δύο σκοπούς: να δώσουν στη Μάργκοτ λόγο ώστε να
επιστρέψει στην κλινική προκειμένου να επισκεφτεί την Ούνα και
αντίστοιχα να δώσουν έναν λόγο στην Ούνα να πει ψέματα σχετικά με το
πού βρίσκονταν οι δύο γυναίκες το επίμαχο βράδυ. Σε τελική ανάλυση, ο
Στράικ θεωρούσε τυχερό τον Όουκντεν που απέφυγε να λογοδοτήσει στα
δικαστήρια, εικάζοντας πως ο φόβος της δημοσιότητας που θα λάμβανε η
υπόθεση σε μια τέτοια περίπτωση ήταν αυτός που είχε συγκρατήσει τον
Ρόι και την Ούνα.
Προχώρησε στον τέταρτο σελιδοδείκτη της Ρόμπιν και, αφού πρώτα
βεβαιώθηκε πως η εξώπορτα του σπιτιού που παρακολουθούσε παρέμενε
κλειστή, διάβασε την επόμενη μαρκαρισμένη παράγραφο.
«Την είδα καθαρά όπως βλέπω εσάς τώρα. Στεκόταν σ’ εκείνο εκεί το
παράθυρο, το κοπανούσε, σαν να προσπαθούσε να τραβήξει την
προσοχή κάποιου. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά, γιατί το διάστημα
εκείνο διάβαζα την Άλλη πλευρά του μεσονυχτίου και σκεφτόμουν για τις
γυναίκες και τα όσα περνάνε, ξέρετε, οπότε σήκωσα το κεφάλι και την
είδα εκεί.
»Έτσι και κλείσω τα μάτια μου, τη βλέπω εκεί, σαν ένα ενσταντανέ
που έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου και με κατατρέχει από τότε, για να
είμαι ειλικρινής. Κάποιοι μου έχουν πει στο μεταξύ: “Από το μυαλό σου
τα βγάζεις” ή “πρέπει να το ξεπεράσεις”, όμως εγώ δεν πρόκειται να
αλλάξω τη μαρτυρία μου, απλώς και μόνο επειδή οι άλλοι δε με
πιστεύουν. Τι άνθρωπος θα ήμουν, αν το έκανα;»
Το μικρό τυπογραφείο που λειτουργούσε εκείνη την εποχή στον
τελευταίο όροφο του κτιρίου ανήκε στο ζεύγος Άρνολντ και Ρέιτσελ
Σόγιερ. Η αστυνομία έκανε δεκτές τις διαβεβαιώσεις τους πως η
Μάργκοτ Μπάμπορο δεν είχε πατήσει καν το πόδι της στον χώρο και
ότι η γυναίκα που είδε η Μάντι εκείνο το βράδυ ήταν κατά πάσα
πιθανότητα η ίδια η κυρία Σόγιερ, η οποία ισχυρίστηκε πως ένα από τα
παράθυρα χρειαζόταν μερικά χτυπήματα για να κλείσει σωστά.
Εντούτοις, μια περίεργη σύνδεση μεταξύ της Α&Ρ Τυπογραφικής και
της Μάργκοτ Μπάμπορο πέρασε απαρατήρητη από την αστυνομία. Η
πρώτη μεγάλη δουλειά που ανέλαβε η Α&Ρ ήταν για λογαριασμό του
κλειστού πλέον νυχτερινού κλαμπ Drudge, του πρώτου νυχτερινού
κέντρου για το οποίο είχε αναλάβει να σχεδιάσει μια πικάντικη
τοιχογραφία ο Πολ Σάτσγουελ, άλλοτε εραστής της Μάργκοτ. Τα
σχέδια του Σάτσγουελ χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια σε φυλλάδια τα
οποία εκτύπωσε η Α&Ρ, επομένως δεν αποκλείεται ο καλλιτέχνης και το
ζεύγος Σόγιερ να είχαν έρθει σε επαφή.
Άραγε, θα μπορούσε αυτό να σημαίνει…
«Τι βλακείες», μουρμούρισε ο Στράικ γυρνώντας σελίδα και
εστιάζοντας το βλέμμα του σε μια μικρή παράγραφο, την οποία η Ρόμπιν
είχε μαρκάρει με μια χοντρή μαύρη γραμμή.
Σε κάθε περίπτωση ο Γουέιν Τρούλαβ, άλλοτε γείτονας, θεωρεί πως ο
Πολ Σάτσγουελ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό.
«Μου έλεγε πως σχεδίαζε να ταξιδέψει. Δε νομίζω πως έβγαζε σοβαρά
λεφτά από την τέχνη του και μετά που τον ανέκρινε η αστυνομία, μου
είπε πως σκεφτόταν να αραιώσει για ένα διάστημα. Μάλλον καλά έκανε
που σηκώθηκε κι έφυγε».
Η Ρόμπιν είχε τοποθετήσει τον πέμπτο και τελευταίο σελιδοδείκτη προς
το τέλος του βιβλίου, οπότε, αφού τσέκαρε για ακόμη μία φορά πως το
αυτοκίνητο του ΣΜ παρέμενε σταθμευμένο εκεί όπου το είχε αφήσει και
πως η εξώπορτα του σπιτιού δεν είχε ανοίξει, ο Στράικ διάβασε:
Έναν μήνα μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ, ο σύζυγός της, Ρόι,
επισκέφτηκε την κλινική. Ο Ρόι, ο οποίος δεν είχε κατορθώσει να
κρύψει τον εκνευρισμό του στη διάρκεια του μπάρμπεκιου στο οποίο
είχαν προσκληθεί οι εργαζόμενοι της κλινικής εκείνο το καλοκαίρι,
αποδείχτηκε απρόσμενα υποτονικός στη συγκεκριμένη περίσταση.
Η Ντόροθι θυμάται: «Ήθελε να μιλήσει σε όλους μας, να μας
ευχαριστήσει που συνεργαστήκαμε με την αστυνομία. Δεν έδειχνε καλά.
Φυσικό κι επόμενο.
»Είχαμε βάλει τα προσωπικά της αντικείμενα σε μια κούτα, καθώς
είχαμε φέρει έναν προσωρινό αντικαταστάτη που είχε εγκατασταθεί στο
γραφείο της. Η αστυνομία είχε ερευνήσει ήδη τον χώρο.
Συγκεντρώσαμε τα προσωπικά της αντικείμενα. Ανάμεσά τους ήταν μια
κρέμα χεριών και το κορνιζαρισμένο πτυχίο της, καθώς και μια
φωτογραφία του Ρόι που κρατούσε την κόρη τους. Εκείνος έριξε μια
ματιά στα πράγματα και συγκινήθηκε κάπως, όμως τότε έπιασε αυτό το
πράγμα που το είχε πάνω στο γραφείο της. Ήταν ένα ξύλινο ειδώλιο,
σαν Βίκινγκ. Είπε: “Αυτό πού βρέθηκε; Από πού το πήρε;” Κανείς μας
δεν ήξερε, όμως μου φάνηκε πως τον είχε ταράξει.
»Μάλλον νόμισε πως κάποιος άντρας τής το είχε χαρίσει. Προφανώς,
η αστυνομία είχε αρχίσει ήδη να σκαλίζει την προσωπική της ζωή.
Τρομερό πράγμα να μην μπορείς να εμπιστευτείς της γυναίκα σου».
Ο Στράικ έριξε ξανά μια ματιά προς το σπίτι, δε διαπίστωσε την
παραμικρή μεταβολή, οπότε πήγε στο τέλος του βιβλίου, το οποίο έκλεινε
με έναν ύστατο αχταρμά από εικασίες, υποθέσεις και θεωρίες της κακιάς
ώρας. Από τη μια πλευρά, ο Όουκντεν υπαινισσόταν πως η Μάργκοτ είχε
προκαλέσει την τραγωδία που την έπληξε, πως η μοίρα την είχε
τιμωρήσει επειδή ήταν υπερβολικά απελευθερωμένη και τολμηρή, που
κυκλοφορούσε με κορσέδες και αυτιά κουνελιού, που διέπραξε ύβρη
κατορθώνοντας να ξεφύγει από τα δεσμά της κοινωνικής τάξης στην
οποία είχε γεννηθεί. Από την άλλη, έμοιαζε να έχει περάσει τη ζωή της
περικυκλωμένη από εν δυνάμει δολοφόνους. Κανένας άντρας που είχε
την παραμικρή σχέση με τη Μάργκοτ δεν απέφυγε τις υποψίες του
Όουκντεν, είτε επρόκειτο για τον «γοητευτικό αλλά ανερμάτιστο Στίβι
Ντάουθγουεϊτ και μετέπειτα Τζακς», τον «καταπιεστικό αιματολόγο Ρόι
Φιπς», τον «χολωμένο βιαστή Τζουλς Μπέιλις», τον «οξύθυμο γυναικά
Πολ Σάτσγουελ» ή και το «διαβόητο κτήνος, Ντένις Κριντ».
Ο Στράικ ετοιμαζόταν να κλείσει το βιβλίο, όταν παρατήρησε μια
γραμμή από σκουρότερες σελίδες στο μέσο, στοιχείο που υποδείκνυε την
παρουσία φωτογραφιών, οπότε το άνοιξε ξανά.
Πέρα από το γνωστό πορτρέτο της Μάργκοτ που είχε δημοσιευτεί στις
εφημερίδες και τη φωτογραφία της με την Ούνα ντυμένες Κουνελάκια –η
Ούνα χυμώδης, να χαμογελά πλατιά, η Μάργκοτ αλαβάστρινη, με
πλούσια ανοιχτόχρωμα μαλλιά– υπήρχαν μόλις τρεις άλλες φωτογραφίες.
Όλες ήταν κακής ποιότητας και σε καμία δεν αποτελούσε η Μάργκοτ το
κεντρικό πρόσωπο.
Η πρώτη έφερε τη λεζάντα: «Ο συγγραφέας, η μητέρα του και η
Μάργκοτ». Με πιγούνι τετράγωνο, μαλλιά γκρίζα σαν σίδερο, φορώντας
γυαλιά που κατέληγαν σε φτερωτές απολήξεις, η Ντόροθι Όουκντεν
κοίταζε κατευθείαν τον φακό, έχοντας το χέρι της γύρω από ένα λιανό
αγοράκι με φακίδες και καρέ μαλλί, το οποίο είχε ασχημύνει το πρόσωπό
του με μια γκριμάτσα η οποία αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του. Η
φωτογραφία θύμισε στον Στράικ τον Λουκ, τον ανιψιό του. Πίσω από
τους Όουκντεν απλωνόταν μια μεγάλη έκταση γρασιδιού και στο βάθος
ένα πελώριο σπίτι, με πολλά μυτερά αετώματα. Μέσα από το γρασίδι,
κοντά στο σπίτι, προεξείχαν διάφορα αντικείμενα: παρατηρώντας τα
καλύτερα, ο Στράικ συμπέρανε πως ήταν οι βάσεις τοίχων ή στύλων· απ’
ό,τι φαινόταν, είχε ξεκινήσει η κατασκευή κάποιου περιπτέρου.
Στο γρασίδι πίσω από την Ντόροθι και τον Καρλ, χωρίς να έχει
αντιληφθεί ότι την απαθανάτιζε ο φακός, περπατούσε η Μάργκοτ
Μπάμπορο, ξυπόλυτη, φορoύσε τζιν σορτσάκι και ένα μπλουζάκι,
κρατούσε ένα πιάτο και χαμογελούσε σε κάποιο άτομο εκτός κάδρου. Ο
Στράικ συμπέρανε πως η φωτογραφία είχε τραβηχτεί στο μπάρμπεκιου
που είχε οργανώσει η Μάργκοτ για το προσωπικό της κλινικής. Το σπίτι
των Φιπς ήταν οπωσδήποτε επιβλητικότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί.
Αφού έριξε και πάλι μια ματιά, προκειμένου να βεβαιωθεί πως το
αυτοκίνητο του διευθύνοντα συμβούλου παράμενε σταθμευμένο στην
ίδια θέση, ο Στράικ έστρεψε την προσοχή του στις δύο τελευταίες
φωτογραφίες, αμφότερες τραβηγμένες στο χριστουγεννιάτικο πάρτι της
κλινικής.
Το γραφείο υποδοχής είχε στολιστεί με γιρλάντες και από την αίθουσα
αναμονής είχαν απομακρυνθεί οι καρέκλες, που κατέληξαν στοιβαγμένες
στις γωνίες. Ο Στράικ αναζήτησε τη Μάργκοτ στις δύο φωτογραφίες και
κατάφερε να την εντοπίσει, με την Άννα μωρό στην αγκαλιά της, να μιλά
με μια ψηλή μαύρη γυναίκα, η οποία υπέθεσε πως ήταν η Βίλμα Μπέιλις.
Στην άκρη της μιας φωτογραφίας στεκόταν μια λεπτή γυναίκα με
στρογγυλά μάτια και φιλαριστά καστανά μαλλιά, που ο Στράικ υπέθεσε
πως θα μπορούσε να ήταν η Τζάνις στα νιάτα της.
Στη δεύτερη φωτογραφία, όλα τα κεφάλια κοιτούσαν αντίθετα από τον
φακό ή κρύβονταν εν μέρει, εκτός από ένα. Ένας λιπόσαρκος, αγέλαστος
ηλικιωμένος άντρας, ντυμένος με κοστούμι, με τα μαλλιά του περασμένα
με μπριγιαντίνη και χτενισμένα προς τα πίσω, ήταν ο μοναδικός
άνθρωπος που φαινόταν να έχει ενημερωθεί εγκαίρως πως επρόκειτο να
τραβηχτεί η φωτογραφία. Το φλας είχε χρωματίσει τα μάτια του κόκκινα.
Η λεζάντα έγραφε «Η Μάργκοτ και ο δρ Τζόζεφ Μπρένερ», παρότι στη
φωτογραφία διακρινόταν μόνο η πίσω πλευρά του κεφαλιού της
Μάργκοτ.
Στην άκρη αυτής της φωτογραφίας διακρίνονταν τρεις άντρες οι οποίοι,
κρίνοντας από το γεγονός πως φορούσαν ακόμη τα παλτά και τα σακάκια
τους, είχαν μόλις έρθει στο πάρτι. Τα σκούρα ρούχα τους σχημάτιζαν ένα
συμπαγές μαύρο μπλοκ στη δεξιά πλευρά της φωτογραφίας. Όλοι είχαν
τις πλάτες τους στραμμένες προς τον φακό, όμως ο πιο μεγαλόσωμος, που
το πρόσωπό του ήταν στραμμένο ελαφρά προς τα αριστερά, έδειχνε μια
μακριά μαύρη φαβορίτα, ένα μεγάλο αυτί, την άκρη μιας σαρκώδους
μύτης και ένα σακουλιασμένο μάτι. Το αριστερό του χέρι ήταν σηκωμένο,
έτσι όπως έκανε να ξύσει το πρόσωπό του. Φορούσε ένα μεγάλο χρυσό
δαχτυλίδι, στο οποίο διακρινόταν ένα κεφάλι λιονταριού.
Ο Στράικ συνέχισε να παρατηρεί αυτή τη φωτογραφία, ώσπου κάποιοι
ήχοι από τον δρόμο τον έκαναν να σηκώσει το κεφάλι του. Ο διευθύνων
σύμβουλος είχε μόλις ξεπροβάλει μέσα από το σπίτι. Μια ευτραφής
ξανθιά γυναίκα, που φορούσε υφασμάτινες παντόφλες, στεκόταν στο
χαλάκι της εξώπορτας. Σήκωσε το ένα χέρι και χάιδεψε τρυφερά τον
προϊστάμενο του Μούτρου πάνω στο κεφάλι, έτσι όπως θα χάιδευε κανείς
παιδί ή σκύλο. Χαμογελώντας, ο άντρας την αποχαιρέτησε κι ύστερα
έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς τη Mercedes του.
Ο Στράικ πέταξε το αντίτυπο του Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο;
στο κάθισμα του συνοδηγού. Αφού περίμενε να στρέψει ο προϊστάμενος
του Μούτρου το αυτοκίνητό του στον δρόμο, άρχισε να τον ακολουθεί.
Έπειτα από περίπου πέντε λεπτά, κατέστη σαφές πως ο στόχος του
επέστρεφε στο σπίτι του, στο Γουέστ Μπρόμπτον. Κρατώντας το τιμόνι
με το ένα χέρι, ο Στράικ βρήκε με το άλλο το κινητό του στα τυφλά και
πάτησε το πλήκτρο αυτόματης κλήσης ενός παλιού φίλου. Η κλήση
στάλθηκε κατευθείαν στον αυτόματο τηλεφωνητή.
«Σάνκερ, ο Μπάνσεν είμαι. Πρέπει να σου μιλήσω για κάτι. Πες μου
πότε ευκαιρείς να σε κεράσω μια μπίρα».
26
Όλοι τους ήσαν ιππότες διαλεχτοί και όμορφοι στην όψη,
μα στη ματιά της εύμορφης Βριτομάρτιδος φαντάζαν όλοι σαν σκιές.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Με πέντε ενεργές υποθέσεις στα κατάστιχα του γραφείου και μόλις


τέσσερις ημέρες να απομένουν ως τα Χριστούγεννα, δύο από τους
εξωτερικούς συνεργάτες του γραφείου υπέκυψαν στην εποχική γρίπη.
Πρώτος αρρώστησε ο Μόρις: κατηγόρησε τον βρεφονηπιακό σταθμό της
κόρης του, όπου ο ιός είχε εξαπλωθεί σαν ανεξέλεγκτη πυρκαγιά,
σαρώνοντας αδιακρίτως νήπια και γονείς. Συνέχισε να εργάζεται, ώσπου
ο υψηλός πυρετός και οι πόνοι στις αρθρώσεις τον υποχρέωσαν να
τηλεφωνήσει και να ζητήσει συγγνώμη που έβγαινε εκτός, έχοντας
προλάβει εν τω μεταξύ να κολλήσει τον Μπάρκλεϊ, ο οποίος εξοργίστηκε
και με τη σειρά του κόλλησε τη σύζυγο και τη νεαρή κόρη του.
«Ο μπετόβλακας, έπρεπε να είχε κάτσει σπίτι του, αντί να ξεφυσάει
πάνω μου μέσα στο αμάξι», ξεσπούσε ο βραχνιασμένος Μπάρκλεϊ από το
τηλέφωνο, μιλώντας στον Στράικ νωρίς το πρωί της εικοστής ημέρας του
μήνα, την ώρα που ο Στράικ άνοιγε το γραφείο. Η τελευταία συνάντηση
όλης της ομάδας πριν από τα Χριστούγεννα κανονικά ήταν
προγραμματισμένη για τις δέκα εκείνο το πρωί, όμως καθώς δύο από τα
μέλη δεν μπορούσαν να παρευρεθούν, ο Στράικ είχε αποφασίσει να τη
ματαιώσει. Το μόνο άτομο που δεν είχε καταφέρει να ειδοποιήσει ήταν η
Ρόμπιν, η οποία, όπως υπέθετε, βρισκόταν ήδη στο μετρό. Ο Στράικ της
είχε ζητήσει να έρθει από νωρίς, ώστε να προλάβουν να μιλήσουν για την
υπόθεση Μπάμπορο, πριν εμφανιστούν οι υπόλοιποι.
«Κι ήταν να πετάξουμε για Γλασκόβη αύριο», συνέχιζε ο
βραχνιασμένος Μπάρκλεϊ, ενώ ο Στράικ έβαζε νερό να βράσει. «Η μικρή
πονάει τόσο πολύ στ’ αυτιά της…»
«Ναι», είπε ο Στράικ, που κι αυτός δεν αισθανόταν ιδιαίτερα ορεξάτος,
το δίχως άλλο λόγω της κούρασης και των πάρα πολλών τσιγάρων. «Τι να
γίνει όμως, περαστικά, κι όποτε μπορείς, έρχεσαι».
«Μα τι παπάρας», βρυχήθηκε ο Μπάρκλεϊ κι ύστερα διευκρίνισε, «τον
Μόρις εννοώ. Όχι εσένα. Μαύρα Χριστούγεννα θα κάνουμε».
Προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του πως ήταν της φαντασίας του
εκείνο το γδάρσιμο που ένιωθε στο λαρύγγι, η ελαφρώς ιδρωμένη πλάτη
και ο πόνος πίσω από τα αυτιά του, ο Στράικ ετοίμασε μια κούπα τσάι κι
ύστερα πήγε στο μέσα γραφείο, όπου σήκωσε τα στόρια. Ο άνεμος και η
δυνατή βροχή έκαναν τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια που κρέμονταν κατά
μήκος της οδού Ντένμαρκ να ταλαντεύονται πάνω στα καλώδιά τους.
Ακριβώς όπως και τα πέντε προηγούμενα πρωινά, τα στολίδια
υπενθύμιζαν στον Στράικ πως ακόμη δεν είχε βάλει μπροστά τα δώρα των
Χριστουγέννων. Πήγε και κάθισε στη συνηθισμένη πλευρά του, στο
γραφείο των συνεταίρων, έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι είχε αφήσει
αυτή την εκκρεμότητα για την τελευταία στιγμή, πράγμα που θα τον
υποχρέωνε να την τακτοποιήσει μέσα σε δυο-τρεις ώρες, γεγονός που
τουλάχιστον τον απάλλασσε από το βαρετό προκαταρκτικό στάδιο να
ζυγίσει προσεκτικά με τον νου του τι δώρο θα ήθελε ο καθένας. Πίσω
του, η βροχή χτυπούσε με δύναμη πάνω στο τζάμι. Πολύ θα ήθελε να
μπορούσε να γυρίσει στο κρεβάτι του.
Άκουσε τη γυάλινη εξώπορτα να ανοίγει και να κλείνει.
«Καλημέρα», ακούστηκε η φωνή της Ρόμπιν από το έξω γραφείο.
«Χαλασμός στον δρόμο».
«Καλημέρα», απάντησε μεγαλόφωνα ο Στράικ. «Το νερό μόλις έβρασε
και η σύσκεψη ματαιώθηκε. Κόλλησε κι ο Μπάρκλεϊ γρίπη».
«Σκατά», είπε η Ρόμπιν. «Εσύ πώς αισθάνεσαι;»
«Μια χαρά», είπε ο Στράικ, ενώ έβαζε σε μια σειρά τις διάφορες
σημειώσεις του για την υπόθεση Μπάμπορο.
Όμως μόλις εμφανίστηκε η Ρόμπιν στο μέσα γραφείο, κρατώντας μια
κούπα τσάι στο ένα χέρι και το σημειωματάριό της στο άλλο, το ύφος της
φανέρωσε πως ο Στράικ κάθε άλλο παρά μια χαρά έδειχνε. Ήταν
χλωμότερος απ’ ό,τι συνήθως, μια γυαλάδα απλωνόταν στο μέτωπό του
και γκρίζες σκιές σχηματίζονταν γύρω από τα μάτια του. Η Ρόμπιν
έκλεισε την πόρτα του γραφείου και κάθισε απέναντί του, χωρίς να κάνει
κάποιο σχόλιο.
«Ούτως ή άλλως, δε θα είχε ιδιαίτερο νόημα η συνάντηση»,
μουρμούρισε ο Στράικ. «Μάντολες πρόοδο έχουμε καταγράψει σε όλες
τις υποθέσεις. Ο Χοροπηδηχτούλης είναι καθαρός. Το χειρότερο που θα
μπορούσες να του καταλογίσεις είναι πως πλεύρισε την κυρία για τα
λεφτά της, όμως ο πατέρας της το ήξερε αυτό από την πρώτη στιγμή. Η
φιλενάδα του Ανεπίδεκτου δεν τον απατά και ένας Θεός ξέρει από πού
κρατάει το Μούτρο το αφεντικό του. Αλήθεια, είδες το email που σου
έστειλα για την ξανθιά στο Στόουκ Νιούινγκτον;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, που ο άνεμος είχε κάνει το πρόσωπό της να
αναψοκοκκινίσει. Προσπαθούσε να σουλουπώσει κάπως τα μαλλιά της,
χτενίζοντάς τα με τα δάχτυλα. «Δεν προέκυψε κάτι από τη διεύθυνση;»
«Όχι. Αν έπρεπε να μαντέψω, θα έλεγα πως είναι κάποια συγγενής. Τον
χάιδεψε στοργικά στο κεφάλι, την ώρα που έφευγε».
«Μήπως είναι καμιά αφέντρα;» πρότεινε η Ρόμπιν.
Είχε μάθει πολλά και διάφορα για τα βίτσια των ισχυρών αντρών, από
τον καιρό που άρχισε να εργάζεται στο γραφείο.
«Μου πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό, όμως ο τρόπος που την
καληνύχτισε… έμοιαζαν… αγαπημένοι. Το βέβαιο είναι πως δεν έχει
αδελφή, κι η γυναίκα έδειχνε νεότερή του. Λες δυο ξαδέλφια να
χαϊδεύονταν έτσι στο κεφάλι;»
«Να σου πω, βράδυ Κυριακής, για ραντεβού σε κάποια κανονική
σύμβουλο ή ψυχολόγο δε στέκει, όμως αυτό το χάιδεμα, όπως το
περιγράφεις, είναι σχεδόν μητρικό… Να είναι κάποια σύμβουλος ζωής;
Κανένα μέντιουμ;»
«Δεν αποκλείεται», είπε ο Στράικ χαϊδεύοντας το πιγούνι του. «Οι
μέτοχοι δε θα ενθουσιάζονταν αν μάθαιναν πως παίρνει επιχειρηματικές
αποφάσεις βασισμένος στις συμβουλές κάποιας χαρτορίχτρας στο Στόουκ
Νιούινγκτον. Σκεφτόμουν να αναθέσω την παρακολούθησή της στον
Μόρις για την περίοδο των Χριστουγέννων, όμως τέθηκε εκτός μάχης, ο
Χάτσινς ασχολείται με την κοπέλα του Ανεπίδεκτου κι εγώ υποτίθεται
πως μεθαύριο φεύγω για Κορνουάλη. Εσύ πότε ανεβαίνεις στο Μάσαμ…
την Τρίτη;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν, που φάνηκε να ανησυχεί με την ερώτηση.
«Αύριο, Σάββατο. Το είχαμε συζητήσει από τον Σεπτέμβριο, θυμάσαι;
Έκανα τράμπα με τον Μόρις, ώστε να μπορέσω να…»
«Ναι, ναι, το θυμάμαι», είπε ο Στράικ ψέματα. Εν τω μεταξύ, το κεφάλι
του είχε αρχίσει να πονάει και το τσάι διόλου δε μαλάκωνε το γδάρσιμο
που ένιωθε στον λαιμό του. «Κανένα πρόβλημα».
Προφανώς όμως αυτό σήμαινε πως αν σκόπευε να κάνει κάποιο δώρο
στη Ρόμπιν για τα Χριστούγεννα, θα έπρεπε να προλάβει να το αγοράσει
και να της το δώσει μέχρι το τέλος της ημέρας.
«Θα προσπαθήσω να αλλάξω το εισιτήριο, να φύγω αργότερα», του
είπε η Ρόμπιν, «όμως καταλαβαίνεις, Χριστούγεννα έρχονται…»
«Ούτε να το συζητάς, έχεις να παίρνεις ρεπό», είπε ο Στράικ κόβοντας
κάθε συζήτηση. «Θα ήταν άδικο να δουλέψεις, επειδή αυτοί οι δυο
βλάκες πήγαν και κόλλησαν γρίπη».
Η Ρόμπιν, που είχε σοβαρούς λόγους να υποψιάζεται πως ο Μπάρκλεϊ
και ο Μόρις δεν ήταν οι μόνοι στο γραφείο που είχαν κολλήσει γρίπη,
είπε:
«Θες λίγο τσάι ακόμη;»
«Τι πράγμα; Όχι», είπε ο Στράικ, που ένιωθε έναν παράλογο εκνευρισμό
απέναντί της, γιατί, όπως το σκεφτόταν ο ίδιος, τον υποχρέωνε να πάει
για ψώνια. «Και με την Καρτποστάλ, τζίφος η υπόθεση, δεν έχουμε
κανένα…»
«Υπάρχει μια περίπτωση, ίσως, να έχω βρει μιαν άκρη με αυτή την
υπόθεση».
«Ορίστε;» έκανε ο Στράικ αιφνιδιασμένος.
«Ο παρουσιαστής μας έλαβε μία ακόμη κάρτα χτες, παραδόθηκε στο
τηλεοπτικό στούντιο. Είναι η τέταρτη που αγοράστηκε από το κατάστημα
δώρων της Εθνικής Πινακοθήκης Πορτρέτων και στην πίσω πλευρά είχε
ένα αλλόκοτο μήνυμα».
Έβγαλε την κάρτα από την τσάντα της και την πέρασε πάνω στο
γραφείο, προς το μέρος του Στράικ. Η εικόνα στην μπροστινή πλευρά
ήταν μια αυτοπροσωπογραφία του Τζόσουα Ρέινολντς, καθώς η παλάμη
του σκίαζε τα μάτια του, στη στερεοτυπική πόζα ανθρώπου που ατενίζει
κάτι δυσδιάκριτο. Στην πίσω πλευρά έγραφε:

Ο Στράικ σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τη Ρόμπιν.


«Δηλαδή, αυτό σημαίνει πως…;»
Η Ρόμπιν του εξήγησε πως είχε αγοράσει τις ίδιες τρεις καρτ ποστάλ
που είχε στείλει ο ανώνυμος αποστολέας προηγουμένως από το
κατάστημα της πινακοθήκης, και στη συνέχεια είχε περιπλανηθεί στις
πολλές αίθουσες του κτιρίου, κρατώντας τις κάρτες έτσι ώστε να τις
βλέπουν όλοι οι ξεναγοί που συνάντησε στην πορεία, μέχρι που μια
γυναίκα που φορούσε κάτι γυαλιά με χοντρούς φακούς, έτσι που έφερνε
σε κουκουβάγια, φάνηκε να αντιδρά στη θέα τους και εξαφανίστηκε πίσω
από μια πόρτα με τη σήμανση «Η Είσοδος Επιτρέπεται Μόνο στο
Προσωπικό».
«Δε σου το ανέφερα τότε», είπε η Ρόμπιν, «γιατί νόμισα πως ίσως το
είχα φανταστεί, κι επίσης επειδή στην όψη ήταν ακριβώς όπως θα
φανταζόμουν το άτομο που έστελνε τις κάρτες, οπότε σκέφτηκα πως ίσως
φερόμουν όπως ο Τάλμποτ και έτρεχα στο κατόπι των απίθανων υποψιών
μου».
«Εσύ όμως δεν είσαι καμιά σαλταρισμένη, σωστά; Ήταν εξαιρετική η
ιδέα που είχες, να πας στο κατάστημα, κι αυτή εδώ», είπε κραδαίνοντας
την κάρτα με την αυτοπροσωπογραφία του Ρέινολντς, «δείχνει πως
πέτυχες διάνα με την πρώτη».
«Δεν κατάφερα να τη φωτογραφίσω», είπε η Ρόμπιν, προσπαθώντας να
μη φανερώσει το πόση χαρά τής είχε προσφέρει ο έπαινος του Στράικ,
«όμως βρισκόταν στην Αίθουσα 8 και μπορώ να την περιγράψω. Χοντρά
γυαλιά, κοντύτερη από μένα, πυκνά καστανά μαλλιά πιασμένα σε κότσο,
πιθανότατα σαραντάρα».
Ο Στράικ σημείωσε την περιγραφή.
«Ίσως πεταχτώ για λίγο από εκεί κι εγώ, προτού φύγω για Κορνουάλη»,
είπε. «Λοιπόν, για να δούμε τι γίνεται με την υπόθεση Μπάμπορο».
Όμως πριν προλάβει να αρθρώσει άλλη λέξη, άρχισε να χτυπά το
τηλέφωνο στο εξωτερικό γραφείο. Ευχαριστημένος που είχε μια αφορμή
για να γκρινιάξει, ο Στράικ έριξε μια ματιά στο ρολόι του, σηκώθηκε
ξεφυσώντας και είπε:
«Εννέα η ώρα, κανονικά η Πατ θα έπρεπε…»
Όμως πριν καν ολοκληρώσει τη φράση του, άκουσαν κι οι δυο τη
γυάλινη εξώπορτα να ανοίγει, ύστερα το ατάραχο βήμα της Πατ και λίγο
μετά, με τη γνωστή, βραχνή βαρύτονη φωνή της:
«Γραφείο Ιδιωτικών Ερευνών Κόρμοραν Στράικ, λέγετε, παρακαλώ».
Η Ρόμπιν προσπάθησε να μη χαμογελάσει, καθώς ο Στράικ καθόταν
βαρύς στην καρέκλα του. Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκε ένα
χτύπημα στην πόρτα και το κεφάλι της Πατ ξεπρόβαλε από πίσω.
«Καλημέρα. Σε ζητάει ένας Γκρέγκορι Τάλμποτ, τον έχω στην
αναμονή».
«Πέρασέ μου τη γραμμή», είπε ο Στράικ. «Παρακαλώ», συμπλήρωσε,
διακρίνοντας μια νότα εκνευρισμού στα μάτια της Πατ, «και κλείσε την
πόρτα».
Έτσι κι έγινε. Λίγο μετά το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο των
συνεταίρων άρχισε να χτυπά, οπότε ο Στράικ το γύρισε στην ανοιχτή
ακρόαση.
«Γεια σου, Γκρέγκορι, ο Στράικ είμαι, ακούω».
«Ναι, γεια», είπε ο Γκρέγκορι, που ακούστηκε κάπως νευρικός.
«Σε τι μπορώ να φανώ χρήσιμος;»
«Να, ξέρεις… Θυμάσαι που καθαρίζαμε τη σοφίτα;»
«Ναι», είπε ο Στράικ.
«Λοιπόν, χτες άνοιξα μια παλιά κούτα», είπε ο Γκρέγκορι, που
ακουγόταν σφιγμένος, «και βρήκα κάτι κρυμμένο κάτω από τα παράσημα
και τη στολή του πατέρα μου…»
«Όχι κρυμμένο», ακούστηκε μια εκνευρισμένη γυναικεία φωνή στο
βάθος.
«Δεν ήξερα πως ήταν εκεί», είπε ο Γκρέγκορι. «Και τώρα η μη­τέρα
μου…»
«Δώσε να του μιλήσω εγώ», είπε η γυναίκα στο βάθος.
«Η μητέρα μου θα ήθελε να σου μιλήσει», είπε ο Γκρέγκορι, που
ακούστηκε σκασμένος.
Μια περήφανη ηλικιωμένη γυναικεία φωνή αντικατέστησε εκείνη του
Γκρέγκορι.
«Ο κύριος Στράικ;»
«Ο ίδιος».
«Σας εξήγησε ο Γκρέγκορι με ποιον τρόπο φέρθηκε η Υπηρεσία στον
Μπιλ στο τέλος;»
«Μάλιστα», είπε ο Στράικ.
«Θα μπορούσε να επιστρέψει στη θέση του, από τη στιγμή που
αντιμετωπίστηκε το θέμα του θυρεοειδή του, όμως δεν τον άφησαν.
Εκείνος τους είχε προσφέρει τα πάντα, η Υπηρεσία ήταν όλη του η ζωή.
Κατάλαβα καλά ότι ο Γκρέγκορι σας έδωσε τις σημειώσεις του Μπιλ;»
«Σωστά», είπε ο Στράικ.
«Λοιπόν, μετά που πέθανε ο Μπιλ, βρήκα ένα τενεκεδάκι μέσα σε μια
κούτα στην αποθήκη και πάνω του είχε το σύμβολο του Κριντ…
διαβάσατε τις σημειώσεις, ξέρετε πως ο Μπιλ χρησιμοποιούσε ένα ειδικό
σύμβολο για τον Κριντ;»
«Μάλιστα», είπε ο Στράικ.
«Δεν μπορούσα να πάρω μαζί μου τα πάντα στον οίκο ευγηρίας, δε σου
παραχωρούν σχεδόν καθόλου αποθηκευτικό χώρο, οπότε τα έβαλα σε
κούτες, που κατέληξαν στη σοφίτα του Γκρεγκ και της Άλις. Είχα ξεχάσει
τελείως ότι ήταν εκεί πάνω, μέχρι που ο Γκρεγκ άρχισε χτες να ψάχνει τα
πράγματα του πατέρα του. Η Υπηρεσία είχε καταστήσει απολύτως σαφές
πως δεν την ενδιέφεραν οι θεωρίες του Μπιλ, όμως ο Γκρεγκ λέει πως
εσάς σας ενδιαφέρουν, οπότε καλό θα ήταν να το πάρετε».
Ο Γκρέγκορι πήρε ξανά το τηλέφωνο. Άκουσαν κάποια κίνηση, σημάδι
πως ο Γκρέγκορι απομακρυνόταν από τη μητέρα του. Μια πόρτα έκλεισε.
«Είναι μια μεταλλική συσκευασία που περιέχει ένα παλιό φιλμ των 16
χιλιοστών», εξήγησε στον Στράικ, έχοντας φέρει το στόμα του κοντά στο
ακουστικό. «Η μητέρα μου δεν ξέρει τι φιλμ είναι αυτό. Εγώ δεν έχω
μηχανή προβολής για να το παίξω, όμως σήκωσα μερικά καρέ στο φως
και… για σόκιν ταινία μού φάνηκε. Φοβήθηκα να τη βγάλω στα
σκουπίδια, να την πάρει το απορριμματοφόρο…»
Δεδομένου ότι οι Τάλμποτ φιλοξενούσαν παιδιά, ο Στράικ καταλάβαινε
τον δισταγμό του.
«Αν σας τη δίναμε… έλεγα μήπως…»
«Θα προτιμούσατε να μη λέγαμε πού τη βρήκαμε;» είπε ο Στράικ, ενώ
κοίταζε τη Ρόμπιν. «Δε βλέπω για ποιο λόγο θα έπρεπε να αποκαλύψουμε
την προέλευση».
Η Ρόμπιν παρατήρησε πως δεν είχε δώσει κάποια συγκεκριμένη
υπόσχεση, όμως ο Γκρέγκορι φάνηκε να καλύπτεται.
«Τότε, θα περάσω να σας την αφήσω», είπε. «Το απόγευμα θα κατέβω
στην πόλη. Θα πάω τις δίδυμες να δουν τον Άγιο Βασίλη».
Αφού έκλεισε το τηλέφωνο ο Γκρέγκορι, ο Στράικ σχολίασε:
«Πρόσεξες πως οι Τάλμποτ παραμένουν πεπεισμένοι, ύστερα από
σαράντα χρόνια…»
Το τηλέφωνο στο εξωτερικό γραφείο άρχισε και πάλι να χτυπά.
«…ότι τη Μάργκοτ τη σκότωσε ο Κριντ; Νομίζω πως ξέρω ποιο είναι
το σύμβολο που θα δούμε πάνω σε αυτό το κουτί, γιατί…»
Η Πατ χτύπησε την πόρτα του εσωτερικού γραφείου.
«Το κέρατό μου», μουρμούρισε ο Στράικ, το λαρύγγι του οποίου είχε
αρχίσει να τον καίει. «Τι;»
«Μα τόση ευγένεια», είπε η Πατ ψυχρά. «Σε ζητάει ένας κύριος Σάνκερ
στο τηλέφωνο. Η κλήση έχει εκτραπεί από το κινητό σου. Λέει πως του
ζήτησες να…»
«Ναι, σωστά», είπε ο Στράικ. «Προώθησε την κλήση ξανά στο κινητό
μου… παρακαλώ», συμπλήρωσε και, στρεφόμενος στη Ρόμπιν, είπε,
«συγγνώμη, θα μπορούσες να μου δώσεις ένα λεπτό;»
Η Ρόμπιν έφυγε από το δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω της, κι ο
Στράικ έβγαλε από την τσέπη το κινητό του.
«Σάνκερ, γεια, ευχαριστώ που τηλεφώνησες».
Ο Στράικ και ο Σάνκερ, το πραγματικό όνομα του οποίου θα
δυσκολευόταν πολύ να θυμηθεί, γνωρίζονταν από τον καιρό που ήταν
έφηβοι. Έκτοτε, η ζωή τους είχε ακολουθήσει διαμετρικά αντίθετη
πορεία, με τον Στράικ να πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, στον στρατό και να
καταλήγει ιδιωτικός ντετέκτιβ, ενώ ο Σάνκερ έμπλεκε σε ολοένα και
χειρότερες εγκληματικές δραστηριότητες. Κι όμως, ένα αλλόκοτο
αίσθημα αλληλεγγύης εξακολουθούσε να τους ενώνει, ενώ κατά καιρούς
αποδεικνυόταν ο ένας χρήσιμος στον άλλον, με τον Στράικ να πληρώνει
τον Σάνκερ μετρητά για πληροφορίες ή υπηρεσίες που δεν μπορούσε να
εξασφαλίσει με άλλο τρόπο.
«Τι τρέχει, Μπάνσεν;»
«Έλεγα να σε κερνούσα μια μπίρα, να σου έδειχνα και μια
φωτογραφία», είπε ο Στράικ.
«Κοίτα να δεις, κι είναι να ανηφορίσω από τα λημέρια σου μέσα στη
μέρα. Πρέπει να περάσω από τα Hamleys. Αγόρασα τη λάθος κούκλα από
τη σειρά Monster High για τη Ζαχάρα, την γκαντεμιά μου μέσα».
Με εξαίρεση το όνομα του καταστήματος παιχνιδιών, όλα τα υπόλοιπα
ακούστηκαν ακαταλαβίστικα στον Στράικ.
«Εντάξει, κάνε μου ένα τηλέφωνο όταν θα είσαι εύκαιρος για εκείνη
την μπιρίτσα».
«Έγινε».
Η γραμμή νέκρωσε. Ο Σάνκερ δε συνήθιζε να σπαταλά χρόνο σε
καλημέρες και αντίο.
Η Ρόμπιν επέστρεψε κρατώντας δυο κούπες φρέσκο τσάι και έκλεισε
την πόρτα με το πόδι της.
«Να με συγχωρείς για πριν, Ρόμπιν», είπε ο Στράικ σκουπίζοντας
αφηρημένα τον ιδρώτα από το πάνω χείλος του. «Τι ακριβώς σου έλεγα;»
«Έλεγες πως θεωρείς ότι ξέρεις ποιο σύμβολο θα βρούμε πάνω στην
παλιά θήκη με το φιλμ του Τάλμποτ».
«Α, ναι», είπε ο Στράικ. «Το σύμβολο του Αιγόκερου. Κάνω μια
προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσω αυτές τις σημειώσεις», συνέχισε
χτυπώντας ελαφρά το δερματόδετο σημειωματάριο που είχε
ακουμπισμένο δίπλα του, οπότε εξήγησε στη Ρόμπιν τους λόγους για τους
οποίους ο Μπιλ Τάλμποτ είχε καταλήξει να πιστεύει πως η Μάργκοτ είχε
απαχθεί από κάποιον άντρα γεννημένο στον αστερισμό του τράγου.
«Θες να πεις πως ο Τάλμποτ απέκλειε υπόπτους επειδή δεν ήταν
Αιγόκεροι;» ρώτησε η Ρόμπιν κατάπληκτη.
«Ναι», είπε ο Στράικ σμίγοντας τα φρύδια του, ενώ το λαρύγγι του τον
έκαιγε ακόμη χειρότερα απ’ ό,τι πριν. Ήπιε μια γουλιά τσάι. «Μόνο που
κι ο Ρόι Φιπς είναι Αιγόκερως, κι όμως ο Τάλμποτ τον απέκλεισε».
«Γιατί;»
«Ακόμη προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τον λόγο, όμως απ’ ό,τι
φαίνεται, για τον Φιπς χρησιμοποιούσε ένα αλλόκοτο σύμβολο, το οποίο
δεν έχω καταφέρει να ερμηνεύσω μέχρι στιγμής μέσα από κάποια
αστρολογική ιστοσελίδα.
»Πάντως, οι σημειώσεις εξηγούν για ποιο λόγο επέμενε να παίρνει
καταθέσεις από την Τζάνις. Το ζώδιό της είναι Καρκίνος. Ο Καρκίνος
είναι το “αντίπαλο” ζώδιο του Αιγόκερου και οι Καρκίνοι είναι άτομα με
ισχυρές πνευματικές και διαισθητικές δυνάμεις, σύμφωνα με τις
σημειώσεις του Τάλμποτ. Ο Τάλμποτ κατέληξε στο συμπέρασμα πως ως
Καρκίνος, η Τζάνις αποτελούσε φυσικό του σύμμαχο απέναντι στον
Μπαφομέτ, κι ότι ενδεχομένως να είχε κάποιες υπερφυσικές πληροφορίες
σχετικά με την ταυτότητα του Μπαφομέτ, εξ ου και η πρόταση να τηρεί
ημερολόγιο των ονείρων της.
»Ακόμη σημαντικότερο στη σκέψη του επιθεωρητή ήταν το γεγονός
πως ο Κρόνος, ο κυβερνήτης του Αιγόκερου…»
Η Ρόμπιν έκρυψε ένα χαμόγελο πίσω από την κούπα με το τσάι της. Η
έκφραση του Στράικ, έτσι όπως περιέγραφε αυτά τα αστρολογικά
φαινόμενα, θα ταίριαζε άψογα σε άνθρωπο που του είχε ζητηθεί να φάει
θαλασσινά ξεχασμένα μια εβδομάδα στο ψυγείο.
«…βρισκόταν στον Καρκίνο τη μέρα που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ. Με
βάση αυτό, ο Τάλμποτ συμπέρανε πως η Τζάνις γνώριζε ή είχε κάποια
επαφή με τον Μπαφομέτ. Εξ ου και το αίτημα για τον κατάλογο με τους
ερωτικούς της συντρόφους».
«Πω», έκανε σιγανά η Ρόμπιν.
«Εδώ σου λέω μόνο κάποια βασικά από την παλάβρα του, όμως έγραψε
πολλά ακόμη. Θα σου στείλω ένα email με τα βασικά σημεία, μόλις
ξεμπερδέψω με την αποκρυπτογράφηση. Πάντως, αυτό που έχει
ενδιαφέρον εδώ είναι πως διακρίνεις κάποια αμυδρά στοιχεία ενός
κανονικού αστυνόμου που πασχίζει να αντιμετωπίσει την αρρώστια του.
»Είχε κάνει την ίδια σκέψη που έκανα κι εγώ: πως η Μάργκοτ
ενδεχομένως να παρασύρθηκε κάπου με το πρόσχημα πως ένας άνθρωπος
χρειαζόταν ιατρική βοήθεια, αν και ο Τάλμποτ ντύνει αυτή την υπόθεση
με ένα κάρο μπαρούφες… υπήρχε, λέει, πολυαστρία στον έκτο οίκο, τον
Οίκο της Υγείας, πράγμα που ερμήνευσε σαν κίνδυνο που σχετίζεται με
ασθένεια».
«Τι είναι η πολυαστρία;»
«Ένα σύνολο τριών ή περισσότερων πλανητών. Η αστυνομία πράγματι
τσέκαρε ποιους ασθενείς είχε δει η Μάργκοτ πολλές φορές στο διάστημα
πριν από την εξαφάνισή της. Ένας ήταν προφανώς ο Ντάουθγουεϊτ,
καθώς και μια ηλικιωμένη γυναίκα που έπασχε από άνοια, κάτοικος της
οδού Γκόσπαλ, η οποία τηλεφωνούσε κάθε τόσο στην κλινική, για να έχει
κάτι να κάνει, κι επίσης μια οικογένεια που έμενε στο Χέρμπαλ Χιλ και
το παιδί τους είχε παρουσιάσει κάποια αντίδραση στο εμβόλιο της
πολιομυελίτιδας».
«Οι γιατροί», είπε η Ρόμπιν, «έρχονται σε επαφή με ένα σωρό
ανθρώπους».
«Ναι», συμφώνησε ο Στράικ, «και νομίζω πως αυτό εξηγεί εν μέρει
γιατί στράβωσε τόσο αυτή η υπόθεση. Ο Τάλμποτ συγκέντρωσε έναν
τεράστιο όγκο πληροφοριών και δεν ήξερε τι να απορρίψει. Από την
άλλη, η περίπτωση να παρασύρθηκε η Μάργκοτ σε κάποιο σπίτι, με
κάποιο ιατρικής φύσης πρόσχημα, ή να δέχτηκε επίθεση από κάποιον
εξοργισμένο ασθενή δεν είναι εξωφρενικές θεωρίες. Γιατροί και
νοσοκόμοι πηγαίνουν ασυνόδευτοι στα σπίτια κάθε λογής ανθρώπων…
με την ευκαιρία, δες εδώ, τον Ντάουθγουεϊτ. Ο Λόσον τον προέκρινε για
απαγωγέα ή δολοφόνο της Μάργκοτ, κι ο Τάλμποτ επίσης ενδιαφερόταν
πολύ για την περίπτωσή του. Παρότι ο Ντάουθγουεϊτ ήταν Ιχθύς, ο
Τάλμποτ επιχειρεί να τον βαφτίσει Αιγόκερω. Λέει πως ο “Σμιντ”
υποστηρίζει πως ο Ντάουθγουεϊτ στην πραγματικότητα είναι
Αιγόκερως…»
«Ο Σμιντ ποιος είναι;»
«Ιδέα δεν έχω», απάντησε ο Στράικ, «όμως αυτό το όνομα εμφανίζεται
παντού στις σημειώσεις, διορθώνει ζώδια».
«Έτσι χάθηκε κάθε ευκαιρία να συγκεντρωθούν πραγματικά
αποδεικτικά στοιχεία», σχολίασε χαμηλόφωνα η Ρόμπιν, «ενώ ο Τάλμποτ
τσέκαρε ποιο ήταν το ωροσκόπιο όλων αυτών των ανθρώπων».
«Ακριβώς. Θα ήταν ξεκαρδιστικό, αν δεν ήταν τόσο σοβαρό το θέμα.
Πάντως, το ένστικτό του να εστιάσει στον Ντάουθγουεϊτ φανερώνει πως
διατηρούσε το αστυνομικό του αισθητήριο. Κι εγώ θεωρώ ότι η
περίπτωση του Ντάουθγουεϊτ βρομάει σαν μπαγιάτικο ψάρι».
«Χα χα», έκανε η Ρόμπιν.
Ο Στράικ την κοίταξε απορημένος.
«Αφού είπες πως είναι Ιχθύς», του υπενθύμισε εκείνη.
«Α. Ναι», είπε ο Στράικ αγέλαστος. Εκείνος ο πόνος πίσω από τα αυτιά
του είχε χειροτερέψει αισθητά, το λαρύγγι του διαμαρτυρόταν κάθε φορά
που κατάπινε, όμως δεν μπορεί να είχε κολλήσει γρίπη. Ήταν αδύνατον.
«Διάβασα εκείνο το σημείο που είχες μαρκάρει στο βιβλίο του
Όουκντεν», συνέχισε. «Εκεί που ανέφερε πως ο Ντάουθγουεϊτ άλλαξε το
επίθετό του όταν πήγε στο Κλάκτον, για να τραγουδήσει σε ένα
παραθεριστικό κέντρο, όμως στάθηκε αδύνατο να εντοπίσω οποιοδήποτε
ίχνος κάποιου Στιβ, Στίβεν ή Στίβι Τζακς μετά το 1976. Μία αλλαγή
ονόματος θα μπορούσε να θεωρηθεί κατανοητή, ύστερα από μια εμπλοκή
σε έρευνες της αστυνομίας. Οι δύο αρχίζουν να μοιάζουν ύποπτες».
«Βρίσκεις;» είπε η Ρόμπιν. «Ξέρουμε ότι ήταν νευρικός τύπος, αν
κρίνουμε κι από τον ιατρικό του φάκελο. Μήπως τρόμαξε, όταν
εμφανίστηκε ο Όουκντεν στην καινούργια του δουλειά;»
«Μα το βιβλίο του Όουκντεν πήγε για πολτοποίηση. Κανείς πέρα από
δυο-τρεις υπαλλήλους στο παραθεριστικό κέντρο δεν ήξερε πως ο Στίβι
Τζακς είχε κληθεί να καταθέσει σχετικά με την υπόθεση της Μάργκοτ
Μπάμπορο».
«Ίσως να έφυγε στο εξωτερικό», είπε η Ρόμπιν. «Να πέθανε εκεί.
Αρχίζω να υποψιάζομαι πως αυτό συνέβη και στον Πολ Σάτσγουελ.
Αλήθεια, είδες που ένας γείτονας του Σάτσγουελ ανέφερε πως είχε πει ότι
θα ταξιδέψει;»
«Ναι», είπε ο Στράικ. «Με την Γκλόρια Κόντι βγάλαμε καμία άκρη ή
ακόμη;»
«Τζίφος», αναστέναξε η Ρόμπιν. «Πάντως, ξετρύπωσα κάποια
πραγματάκια», είπε ανοίγοντας το σημειωματάριό της. «Δε μας βοηθάνε
ιδιαίτερα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις…
»Κατάφερα να μιλήσω με τη χήρα του Τσάρλι Ράματζ, που μένει στην
Ισπανία. Θυμάσαι, εκείνο τον εκατομμυριούχο έμπορο ειδών υγιεινής που
ισχυρίστηκε ότι είδε τη Μάργκοτ στο κοιμητήριο του Λίμινγκτον Σπα;»
Ο Στράικ έγνεψε καταφατικά, ευγνώμων για την ευκαιρία να
ξεκουράσει λίγο το λαρύγγι του.
«Νομίζω πως η κυρία Ράματζ είτε έχει υποστεί κάποιο εγκεφαλικό, είτε
της αρέσει να συνοδεύει το μεσημεριανό της με μερικά ποτάκια. Δε
μιλούσε καθαρά, πάντως μου επιβεβαίωσε πως ο Τσάρλι ήταν
πεπεισμένος πως είχε δει τη Μάργκοτ σε κάποιο νεκροταφείο και ότι το
συζήτησε αργότερα με έναν αστυνόμο φίλο του, το όνομα του οποίου δε
θυμόταν. Ξαφνικά όμως γυρνάει και λέει: “Όχι, ψέματα… τη Μαίρη
Φλάναγκαν. Τη Μαίρη Φλάναγκαν νόμιζε πως είδε”. Της αφηγήθηκα όλο
εκείνο το σκηνικό, οπότε απάντησε πως, ναι, σωστά ήταν όλα αυτά, με τη
διαφορά πως ήταν η Μαίρη Φλάναγκαν κι όχι η Μάργκοτ Μπάμπορο η
γυναίκα που του είχε φανεί πως είδε. Έψαξα να δω ποια ήταν η Μαίρη
Φλάναγκαν», είπε η Ρόμπιν, «κι αγνοείται από το 1959. Είναι η πλέον
μακρόχρονη περίπτωση αγνοούμενου προσώπου στη Βρετανία».
«Ποια από τις δύο θα έλεγες πως σου φάνηκε πιο μπερδεμένη;» ρώτησε
ο Στράικ. «Η κυρία Ράματζ ή η Τζάνις;»
«Η κυρία Ράματζ, ασυζητητί», είπε η Ρόμπιν. «Η Τζάνις δεν υπάρχει
περίπτωση να μπέρδευε τις δύο γυναίκες, σωστά; Ενώ η κυρία Ράματζ
είναι πιθανό να το έκανε. Δεν είχε το παραμικρό προσωπικό ενδιαφέρον:
για εκείνη ήταν απλώς δυο αγνοούμενες γυναίκες, που το όνομά τους
άρχιζε από το ίδιο γράμμα».
Ο Στράικ παρέμεινε συνοφρυωμένος, καθώς αναλογιζόταν τις
πληροφορίες. Τελικά είπε, ενώ οι αμυγδαλές του τον πέθαιναν:
«Αν ο Ράματζ είχε φήμη παραμυθά, τότε ο φίλος του ο αστυνόμος δε
φταίει που δεν τον πήρε στα σοβαρά. Τουλάχιστον επιβεβαιώσαμε πως ο
Ράματζ πράγματι θεωρούσε πως είχε συναντήσει κάποτε μια αγνοούμενη
γυναίκα».
Συνοφρυώθηκε τόσο έντονα, ώστε η Ρόμπιν ρώτησε:
«Πονάς;»
«Όχι. Αναρωτιέμαι αν θα άξιζε τον κόπο να μιλήσουμε ξανά με την
Αϊρίν και την Τζάνις, ξεχωριστά. Ήθελα να ελπίζω πως δε θα χρειαζόταν
να μιλήσω ποτέ ξανά στην Αϊρίν Χίκσον. Πάντως, πρέπει να συνεχίσουμε
την προσπάθεια να εξακριβώσουμε αν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα
στη Μάργκοτ και στο Λίμινγκτον Σπα. Είπες πως βρήκες μια δεύτερη
άκρη;»
«Άκρη, τρόπος του λέγειν. Η Αμάντα Λοζ –ή Αμάντα Γουάιτ, όπως
ονομαζόταν όταν υποτίθεται πως είδε τη Μάργκοτ πίσω από εκείνο το
παράθυρο στην οδό Κλέρκενγουελ– απάντησε στο email που της έστειλα.
Θα σου προωθήσω την απάντησή της, αν θες να τη διαβάσεις, κατά βάση
όμως κοιτάζει να πάρει χρήματα».
«Σοβαρά;»
«Εντάξει, προσπαθεί να το φέρει κάπως με τρόπο. Γράφει πως το είχε
πει στην αστυνομία και δεν την πίστεψαν, το είπε στον Όουκντεν κι
εκείνος δεν της έδωσε δεκάρα και έχει βαρεθεί να μην την παίρνουν στα
σοβαρά, οπότε αν θέλουμε να ακούσουμε τη μαρτυρία της, θα
προτιμούσε να πληρωθεί αυτή τη φορά. Ισχυρίζεται πως ταλαιπωρήθηκε,
καθώς κατέληξε το επίκεντρο έντονης αρνητικής προσοχής,
χαρακτηρίστηκε ψεύτρα και φαντασιόπληκτη και δεν είναι διατεθειμένη
να υποστεί ξανά τα ίδια, εκτός κι αν αποζημιωθεί».
Ο Στράικ κράτησε μια δεύτερη σημείωση.
«Πες της πως δε συνιστά πολιτική του γραφείου να πληρώνουμε τους
μάρτυρες για τη συνεργασία τους», είπε ο Στράικ. «Απευθύνσου στα
ανώτερα στοιχεία του χαρακτήρα της. Αν δε βγάλεις άκρη έτσι, ένα
κατοστάρικο και πολύ της είναι».
«Νομίζω πως ελπίζει σε κάποιες χιλιάδες».
«Κι εγώ ελπίζω να κάνω Χριστούγεννα στις Μπαχάμες», είπε ο Στράικ,
την ώρα που στάλες βροχής κεντούσαν το παράθυρο πίσω του. «Αυτά
ήταν όλα;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν κλείνοντας το σημειωματάριό της.
«Λοιπόν, εγώ δεν έβγαλα άκρη με τον τύπο που κατέβαζε τα χάπια σαν
καραμέλες κι ισχυριζόταν πως είχε σκοτώσει τη Μάργκοτ, τον Άπλθορπ.
Νομίζω πως η Αϊρίν θυμόταν λάθος το όνομα. Δοκίμασα ό,τι παραλλαγή
μπόρεσα να σκεφτώ, όμως δεν προκύπτει κάτι. Μπορεί και να αναγκαστώ
να της τηλεφωνήσω ξανά. Πάντως, θα προσπαθήσω να βγάλω άκρη με
την Τζάνις πρώτα».
«Δε μου είπες πώς σου φάνηκε το βιβλίο του Όουκντεν».
«Οπορτουνιστής της κακιάς ώρας», αποφάνθηκε ο Στράικ, «που πάντως
βρήκε τρόπο να σκαρώσει δέκα κεφάλαια πρακτικά από το τίποτε. Όπως
και να έχει, θα ήθελα να τον εντοπίσουμε, αν γίνεται».
«Το προσπαθώ», αναστέναξε η Ρόμπιν, «όμως συγκαταλέγεται κι αυτός
στα άτομα που έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης. Απ’ ό,τι φαίνεται,
βασική πηγή πληροφοριών για το βιβλίο πρέπει να ήταν η μητέρα του,
σωστά; Δε νομίζω πως κατάφερε να πείσει κάποιο άτομο που γνώριζε
πραγματικά τη Μάργκοτ να του μιλήσει».
«Συμφωνώ», είπε ο Στράικ. «Είχες επισημάνει σχεδόν όλα τα
ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου».
«Σχεδόν;» είπε η Ρόμπιν απότομα.
«Όλα», επανόρθωσε αμέσως ο Στράικ.
«Εντόπισες κάτι άλλο;»
«Όχι», είπε ο Στράικ, βλέποντας όμως πως η Ρόμπιν δεν είχε πειστεί,
συμπλήρωσε: «Απλώς, αναρωτιόμουν αν αποκλείεται η περίπτωση να
έβαλε κάποιος να τη σκοτώσουν».
«Ο σύζυγος;» είπε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη.
«Ενδεχομένως», είπε ο Στράικ.
«Ή μήπως σκεφτόσουν τον σύζυγο της καθαρίστριας; Τον Τζουλς
Μπέιλις και τις υποτιθέμενες γνωριμίες του στον υπόκοσμο;»
«Δε θα το έλεγα».
«Τότε γιατί…»
«Απλώς κάθε τόσο επανέρχομαι στο ότι, αν πράγματι δολοφονήθηκε, η
δουλειά έγινε πολύ αποτελεσματικά. Πράγμα που ενδεχομένως
υποδεικνύει…»
«…κάποιον επαγγελματία δολοφόνο», είπε η Ρόμπιν. «Ξέρεις, διάβασα
πρόσφατα μια βιογραφία του λόρδου Λούκαν. Πιστεύουν πως προσέλαβε
κάποιον, προκειμένου να σκοτώσει τη γυναίκα του…»
«…κι ο δολοφόνος έφαγε την νταντά κατά λάθος», είπε ο Στράικ, που
είχε υπόψη του τη συγκεκριμένη θεωρία. «Ναι. Δεν ξέρω αν συνέβη κάτι
τέτοιο στη Μάργκοτ, μιλάμε για έναν επαγγελματία εκτελεστή πολύ
ανώτερο εκείνου που βρήκε ο Λούκαν. Δε βρέθηκε το παραμικρό ίχνος
της, ούτε μια σταγόνα αίμα».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση, με τον Στράικ να γυρίζει προς τα
πίσω και να κοιτάζει τη βροχή και τον αέρα να δοκιμάζουν τις αντοχές
των χριστουγεννιάτικων φώτων έξω, ενώ οι σκέψεις της Ρόμπιν
στρέφονταν στον Ρόι Φιπς, τον άντρα που η Ούνα είχε χαρακτηρίσει
αναιμικό, και ο οποίος παρέμεινε βολικά κλινήρης τη μέρα που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ.
«Λοιπόν, πρέπει να πηγαίνω», είπε ο Στράικ και σηκώθηκε με κάποια
δυσκολία από την καρέκλα του.
«Ναι, κι εγώ», αναστέναξε η Ρόμπιν συγκεντρώνοντας τα πράγματά
της.
«Πάντως, θα περάσεις ξανά από το γραφείο αργότερα, σωστά;» ρώτησε
ο Στράικ.
Έπρεπε να της δώσει το δώρο της για τα Χριστούγεννα, που ακόμη δεν
είχε αγοράσει, πριν πάρει η Ρόμπιν το τρένο για το Γιόρκσαϊρ.
«Δεν το είχα σκοπό», είπε η Ρόμπιν. «Γιατί;»
«Πέρνα για λίγο», είπε ο Στράικ, ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί κάποιο
λόγο. Άνοιξε την πόρτα προς το εξωτερικό γραφείο. «Πατ;»
«Ναι;» είπε η Πατ, χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του.
Δακτυλογραφούσε και πάλι, γρήγορα και με ακρίβεια, ενώ το
ηλεκτρονικό της τσιγάρο ανεβοκατέβαινε ανάμεσα στα χείλη της.
«Η Ρόμπιν κι εγώ πρέπει να λείψουμε τώρα, όμως θα περάσει ένας
άντρας ονόματι Γκρέγκορι Τάλμποτ για να αφήσει μια θήκη φιλμ των 16
χιλιοστών. Λες να καταφέρεις να βρεις μηχανή που θα μπορεί να παίξει το
φιλμ; Ιδανικά, πριν από τις πέντε;»
Η Πατ έστριψε αργά την καρέκλα της, έτσι ώστε να κοιτάξει τον
Στράικ, με το πιθηκίσιο πρόσωπό της σφιγμένο, τα μάτια της
μισόκλειστα.
«Θέλεις να βρω μια παλιά μηχανή προβολής ως τις πέντε;»
«Αυτό δεν είπα τώρα;» Ο Στράικ στράφηκε στη Ρόμπιν. «Να ρίξουμε
μια γρήγορη ματιά σε ό,τι ήταν αυτό που έκρυβε ο Τάλμποτ στη σοφίτα,
προτού φύγεις για το Μάσαμ».
«Εντάξει», είπε η Ρόμπιν, «θα είμαι πίσω στις τέσσερις».
27
Τάλως ήταν το όνομά του, από καλούπι σιδερένιο καμωμένος.
Αμετακίνητος, ακαταμάχητος, ατέρμων.
Που στο χέρι του βαστούσε σιδερένιο κόπανο,
και με αυτόν συνέτριβε το ψέμα και την αλήθεια αποκάλυπτε.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Περίπου δυόμισι ώρες αργότερα, ο Στράικ στεκόταν κάτω από την τέντα
του Hamleys, στην οδό Ρίτζεντ, έχοντας σακούλες καταστημάτων
αραδιασμένες δίπλα στα πόδια του, ενώ προσπαθούσε να πείσει τον
εαυτό του πως ήταν μια χαρά, παρά τα άφθονα εμπειρικά στοιχεία που
συνέτειναν στο ότι στην πραγματικότητα τουρτούριζε. Ολόγυρά του
έπεφταν στάλες παγερής βροχής στα λερά πεζοδρόμια, κι εκεί σχημάτιζαν
λιμνούλες, τις οποίες σκόρπιζαν τα γοργά βήματα εκατοντάδων
περαστικών. Εκτοξεύονταν πάνω από τα κράσπεδα, από τα διερχόμενα
οχήματα και κατάφερναν να τρυπώσουν μέσα από τον γιακά του Στράικ,
παρότι στεκόταν, θεωρητικά, σε προφυλαγμένο σημείο.
Όπως κοιτούσε το κινητό του για μία ακόμη φορά, ελπίζοντας σε
κάποιο σημάδι πως ο Σάνκερ δεν είχε ξεχάσει ότι είχαν κανονίσει να
βρεθούν για μπίρες, άναψε ένα τσιγάρο, όμως ο πονεμένος λαιμός του
ουδόλως εκτίμησε την ξαφνική εισβολή του καπνού. Έχοντας μια απαίσια
γεύση στο στόμα, έλιωσε το τσιγάρο με το παπούτσι του ύστερα από
μόλις μία τζούρα. Μήνυμα από τον Σάνκερ δεν είχε έρθει, οπότε ο Στράικ
μάζεψε τις ογκώδεις σακούλες από κάτω και προχώρησε, ενώ το λαρύγγι
του τον έκαιγε κάθε φορά που κατάπινε.
Θέλοντας να σκέφτεται αισιόδοξα, είχε λογαριάσει πως θα κατάφερνε
να ξεμπερδέψει με όλα τα ψώνια μέσα σε δύο ώρες, όμως ήταν ήδη
περασμένο μεσημέρι κι ακόμη δεν είχε τελειώσει. Πώς κατάφερναν οι
άνθρωποι να αποφασίζουν τι ήθελαν να αγοράσουν, τη στιγμή που όλα τα
ηχεία σε βομβάρδιζαν με χριστουγεννιάτικες μελωδίες και τα
καταστήματα πρόσφεραν τόσες επιλογές και τα πάντα έμοιαζαν με
σκουπίδια; Ορδές ατελείωτες γυναικών περνούσαν από μπροστά του,
επιλέγοντας αντικείμενα με φαινομενικά απόλυτη άνεση. Άραγε ήταν
γενετικά προγραμματισμένες να αναζητούν και να εντοπίζουν το
κατάλληλο δώρο; Δεν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να τον πληρώσει
ο Στράικ για να αναλάβει αυτή τη δουλειά για λογαριασμό του;
Ένιωθε τα μάτια του βαριά, ο λαιμός του πονούσε κι η μύτη του είχε
αρχίσει να τρέχει. Δίχως να είναι βέβαιος πού πήγαινε, ούτε τι γύρευε,
προχωρούσε στα τυφλά. Αυτός που συνήθως είχε άριστο
προσανατολισμό, έστριβε διαρκώς λάθος, καταλήγοντας χαμένος. Σε
αρκετές περιπτώσεις σκόνταψε πάνω σε προσεκτικά στοιβαγμένα
χριστουγεννιάτικα είδη ή σκούντησε ανθρώπους πιο μικρόσωμους από
τον ίδιο, που με τη σειρά τους συνοφρυώνονταν, κάτι μουρμούριζαν κι
απομακρύνονταν βιαστικά.
Οι ογκώδεις σακούλες που κουβαλούσε περιείχαν τρία πανομοιότυπα
όπλα Nerf για τους ανιψιούς του: μεγάλα πλαστικά όπλα που εκτόξευαν
βλήματα αφρού, τα οποία ο Στράικ είχε αποφασίσει να αγοράσει με το
διττό σκεπτικό πως πολύ θα ήθελε να είχε ένα τέτοιο όταν ήταν έντεκα
χρονών και η πωλήτρια τον είχε διαβεβαιώσει πως ήταν ένα από τα πλέον
περιζήτητα δώρα εκείνης της χρονιάς. Στον θείο του τον Τεντ είχε
αγοράσει ένα πουλόβερ, καθώς δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάτι άλλο, στον
γαμπρό του μια συσκευασία με μπαλάκια του γκολφ και ένα μπουκάλι
τζιν, με το ίδιο σκεπτικό, όμως του απέμεναν ακόμη τα πιο ζόρικα δώρα,
εκείνα που προορίζονταν για τις γυναίκες: τη Λούσι, την Τζόαν και τη
Ρόμπιν.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του.
«Γαμώτο».
Απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας από τη ροή του πλήθους και,
παίρνοντας θέση δίπλα σε μια κούκλα ντυμένη με ένα πουλόβερ με
τάρανδο, προσπάθησε να απαλλαγεί από μερικές από τις σακούλες, ώστε
να μπορέσει να πιάσει το κινητό του.
«Στράικ».
«Μπάνσεν, είμαι στην Κεφαλή του Σαίξπηρ, στην οδό Γκρέιτ
Μάρλμπορο. Τα λέμε σε είκοσι λεπτά;»
«Τέλεια», είπε ο Στράικ που είχε αρχίσει να βραχνιάζει. «Εδώ
παρακάτω είμαι κι εγώ».
Ένα νέο κύμα ιδρώτα τον έλουσε, μουσκεύοντας τα μαλλιά και το
στήθος του. Υπήρχε περίπτωση, παραδέχτηκε ένα μέρος του εγκεφάλου
του, να είχε κολλήσει γρίπη από τον Μπάρκλεϊ, κι αν πράγματι έτσι ήταν,
δεν έπρεπε να βάλει σε κίνδυνο τη θεία του, το ανοσοποιητικό της οποίας
βρισκόταν στα τάρταρα. Μάζεψε και πάλι τις σακούλες του και
επέστρεψε στο γλιστερό πεζοδρόμιο έξω από το κατάστημα.
Η ασπρόμαυρη ξύλινη πρόσοψη του Liberty ξεπρόβαλε στα δεξιά του,
καθώς προχωρούσε στην οδό Γκρέιτ Μάρλμπορο. Κουβάδες και κούτες
γεμάτες λουλούδια έστεκαν ολόγυρα στην κεντρική είσοδο, δελεαστικά
ελαφριές και φορητές και ήδη τυλιγμένες· θα ήταν πανεύκολο να πάρει
μια ανθοδέσμη μαζί του στην παμπ, κι από εκεί να τη μεταφέρει στο
γραφείο. Όμως όπως πολύ καλά ήξερε, αυτή τη φορά δε θα μπορούσε να
τη βγάλει με λουλούδια. Κάθιδρος, ο Στράικ μπήκε μέσα στο κατάστημα,
παράτησε τις σακούλες του και πάλι στο πάτωμα, δίπλα σε μια συλλογή
από μεταξωτά μαντίλια και τηλεφώνησε στην Ίλσα.
«Γεια, Όγκι», είπε η Ίλσα.
«Τι μπορώ να πάρω στη Ρόμπιν για τα Χριστούγεννα;» ρώτησε. Του
ήταν δύσκολο να μιλήσει, ο λαιμός του τον πέθαινε.
«Είσαι εντάξει;»
«Μια χαρά. Ρίξε καμιά ιδέα. Στο Liberty είμαι».
«Χμ…» έκανε η Ίλσα. «Για να δούμε… α, το βρήκα, ξέρω τι μπορείς να
της πάρεις. Θέλει ένα καινούργιο άρωμα. Εκείνο που πήρε δεν της άρεσε
και τόσο…»
«Δε χρειάζομαι όλο το ιστορικό», είπε ο Στράικ αχάριστα. «Τέλεια ιδέα.
Ένα άρωμα. Τι φοράει;»
«Αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω, Όγκι», είπε η Ίλσα. «Θέλει μια
αλλαγή. Βρες της κάτι καινούργιο».
«Δεν μπορώ να μυρίσω», είπε ο Στράικ εκνευρισμένος, «έχω κρυώσει».
Πέρα από αυτό το βασικό πρόβλημα όμως, φοβόταν πως ένα άρωμα το
οποίο θα είχε διαλέξει ο ίδιος θα αποτελούσε ένα υπερβολικά προσωπικό
δώρο, όπως εκείνη η πράσινη τουαλέτα πριν από μερικά χρόνια. Ο Στράικ
έψαχνε για κάτι σαν μια ανθοδέσμη αλλά όχι ανθοδέσμη, κάτι που έλεγε
«σε συμπαθώ» αλλά όχι «έτσι θα ήθελα να μυρίζεις».
«Πήγαινε σε μια πωλήτρια και πες: “Θέλω να αγοράσω ένα άρωμα για
κάποια που φοράει το Philosykos, αλλά θέλει μια…”»
«Τι έκανε λέει;» απόρησε ο Στράικ. «Τι φοράει;»
«Το Philosykos. Ή, μάλλον, το φορούσε».
«Πες μου πώς γράφεται», είπε ο Στράικ, ενώ το κεφάλι του τον
τρέλαινε. Η Ίλσα του εξήγησε.
«Οπότε πάω σε μια πωλήτρια και θα μου δώσει κάτι παρόμοιο;»
«Αυτή είναι η κεντρική ιδέα», είπε η Ίλσα υπομονετικά.
«Τέλεια», είπε ο Στράικ. «Να ’σαι καλά. Τα λέμε σύντομα».
Η πωλήτρια θεώρησε πως θα σου άρεσε.
Ναι, αυτό θα έλεγε. Το ότι ήταν γνώμη της πωλήτριας, θα αφαιρούσε το
προσωπικό στοιχείο από το δώρο, θα το μετέτρεπε σε κάτι σχεδόν τόσο
ουδέτερο όσο τα λουλούδια, όμως και πάλι θα έδειχνε πως ο Στράικ είχε
ασχοληθεί κάπως, το είχε σκεφτεί πρώτα. Αφού μάζεψε και πάλι τις
σακούλες του από κάτω, τράβηξε κουτσαίνοντας ως ένα σημείο στο
βάθος που, απ’ ό,τι έβλεπε, ήταν γεμάτο με μπουκάλια.
Ο τομέας των αρωμάτων αποδείχτηκε μικρός, περίπου όσο το γραφείο
του Στράικ. Τρύπωσε στον πολύβουο χώρο, περνώντας κάτω από έναν
θόλο ζωγραφισμένο με αστέρια και βρέθηκε κυκλωμένος από ράφια
φορτωμένα με ντελικάτα γυάλινα μπουκάλια, που ορισμένα
περιβάλλονταν από φανταχτερά κολάρα ή δαντελωτά μοτίβα· άλλα
έμοιαζαν με πετράδια ή φιαλίδια κατάλληλα για κάποιο ερωτικό
καταπότι. Ζητώντας συγγνώμη, καθώς σκουντούσε τους ανθρώπους γύρω
του με τα πλαστικά όπλα, το τζιν και τα μπαλάκια του γκολφ που
κουβαλούσε, βρέθηκε μπροστά σε έναν λεπτό μαυροντυμένο άντρα που
ρώτησε: «Πώς μπορώ να βοηθήσω;» Εκείνη τη στιγμή το μάτι του Στράικ
έπεσε πάνω σε μια σειρά από αρώματα, πανομοιότυπα συσκευασμένα, με
μαύρες ετικέτες και καπάκια. Έμοιαζαν λειτουργικά και διακριτικά, δίχως
υποψία ρομαντισμού.
«Θα ήθελα ένα από αυτά», έκρωξε δείχνοντας.
«Μάλιστα», είπε ο πωλητής. «Μήπως…»
«Είναι για κάποια που φορούσε παλιότερα το Philosykos. Ή κάπως
έτσι».
«Μάλιστα», είπε ο πωλητής, καθώς συνόδευε τον Στράικ στη βιτρίνα.
«Τότε τι θα λέγατε για…»
«Όχι», είπε ο Στράικ, πριν προλάβει ο πωλητής να αφαιρέσει το καπάκι
του δοκιμαστικού μπουκαλιού. Το άρωμα ονομαζόταν Carnal Flower. Δεν
ήταν ώρα για σαρκικά λουλούδια. «Είπε πως δεν της άρεσε το
συγκεκριμένο», συμπλήρωσε ο Στράικ, επιχειρώντας συνειδητά να φανεί
λιγότερο αλλόκοτος. «Μήπως έχετε κάτι άλλο σαν το Philo…»
«Ενδεχομένως να της άρεσε το Dans Tes Bras;» πρότεινε ο πωλητής,
καθώς ψέκαζε το περιεχόμενο ενός δεύτερου μπουκαλιού σε ένα
δοκιμαστικό χαρτονάκι.
«Αυτό στα γαλλικά δε σημαίνει…;»
«“Στην αγκαλιά σου”» μετέφρασε ο πωλητής.
«Όχι», είπε ο Στράικ δίχως να μυρίσει το χαρτονάκι. «Μήπως υπάρχει
κάτι άλλο σαν το Phi…;»
«Το Musc Ravageur ίσως;»
«Ξέρετε τι, θα το αφήσω», είπε ο Στράικ, ενώ στάλες ιδρώτα
σχηματίζονταν και πάλι κάτω από το πουκάμισό του. «Ποια είναι η
πλησιέστερη έξοδος στην Κεφαλή του Σαίξπηρ;»
Ο αγέλαστος πωλητής έδειξε προς τα αριστερά. Μουρμουρίζοντας
συγγνώμες, ο Στράικ άνοιξε δρόμο ανάμεσα από διάφορες γυναίκες που
παρατηρούσαν μπουκαλάκια και ψέκαζαν το περιεχόμενό τους σε
χαρτονάκια, έστριψε σε μια γωνία κι εκεί είδε με ανακούφιση πως η παμπ
όπου θα συναντούσε τον Σάνκερ βρισκόταν λίγο παρακάτω, πίσω από τις
γυάλινες πόρτες ενός δωματίου γεμάτου σοκολατάκια.
Σοκολατάκια, σκέφτηκε, καθώς επιβράδυνε και άθελά του έφραζε τον
δρόμο σε μια παρέα από βιαστικές γυναίκες. Σε όλους αρέσουν τα
σοκολατάκια. Εν τω μεταξύ, ο ιδρώτας τον έλουζε πλέον κατά κύματα, κι
ο Στράικ κατάφερνε με κάποιον τρόπο να ζεσταίνεται και ταυτόχρονα να
κρυώνει. Πλησίασε ένα τραπέζι πάνω στο οποίο στοιβάζονταν διάφορα
κουτάκια με σοκολατάκια, αναζητώντας το πιο ακριβό, εκείνο που θα
μαρτυρούσε εκτίμηση και φιλία. Εκεί που προσπαθούσε να διαλέξει
γεύση, θυμήθηκε μια συζήτηση με θέμα την αλμυρή καραμέλα, οπότε
έπιασε το μεγαλύτερο κουτί που μπόρεσε να βρει και κατευθύνθηκε στο
ταμείο.
Πέντε λεπτά αργότερα, έχοντας μία ακόμη σακούλα να κρέμεται από τα
χέρια του, ο Στράικ βγήκε στο τέρμα της οδού Κάρναμπι, εκεί όπου,
ανάμεσα στα κτίρια, κρέμονταν χριστουγεννιάτικα στολίδια με μουσικά
θέματα. Και καθώς ο Στράικ είχε αρχίσει να παραδίνεται στον πυρετό,
εκείνα τα αόρατα κεφάλια που περιγράφονταν από τα γιγάντια ακουστικά
και τα γυαλιά ηλίου φάνταζαν περισσότερο μοχθηρά παρά εορταστικά.
Παλεύοντας να κουμαντάρει τις σακούλες, μπήκε με την όπισθεν στην
παμπ, όπου φωτάκια λαμπύριζαν, ενώ συνομιλίες και γέλια κατέκλυζαν
την ατμόσφαιρα.
«Μπάνσεν», είπε μια φωνή ακριβώς δίπλα από την πόρτα.
Ο Σάνκερ είχε καταφέρει να βρει τραπέζι. Με ξυρισμένο κεφάλι,
ρουφηγμένα μάγουλα, χλωμός και γεμάτος τατουάζ, ο Σάνκερ είχε ένα
πάνω χείλος το οποίο ήταν μονίμως σκεβρωμένο σε ένα ειρωνικό
μειδίαμα που έφερνε στον Έλβις, εξαιτίας της ουλής που εκτεινόταν κατά
μήκος του ζυγωματικού του. Χτυπούσε αφηρημένα τα δάχτυλα της
παλάμης που δεν έκλεινε γύρω από το ποτήρι του, ένα νευρικό τικ που
κουβαλούσε από την εφηβεία. Όπου κι αν βρισκόταν, ο Σάνκερ
κατάφερνε να αναδίνει μιαν αύρα κινδύνου, προβάλλοντας την ιδέα πως
ήταν ικανός με την παραμικρή πρόκληση να καταφύγει στη βία. Και
παρότι η παμπ ήταν κατάμεστη, κανείς δεν είχε επιλέξει να μοιραστεί το
τραπέζι του. Παράταιρα, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στον Στράικ, είχε κι
ο Σάνκερ κάμποσες σακούλες αραδιασμένες στα πόδια του.
«Τι χάλια είναι αυτά, ρε;» σχολίασε ο Σάνκερ, καθώς ο Στράικ καθόταν
βαρύς απέναντί του και ακουμπούσε τις σακούλες του κάτω από το
τραπέζι. «Είσαι λες κι έφαγες ξύλο».
«Εντάξει, μωρέ», είπε ο Στράικ, η μύτη του οποίου έτρεχε πλέον σαν
βρύση και ο σφυγμός του πρέπει να ήταν ακανόνιστος. «Κάποιο
κρύωμα».
«Από μακριά κι αλάργα τότε», είπε ο Σάνκερ. «Αυτό μας έλειπε τέτοιες
μέρες. Η Ζαχάρα τώρα άρχισε να συνέρχεται, η γρίπη τής άλλαξε τα
φώτα. Θες μια μπίρα;»
«Μπα… όχι», είπε ο Στράικ. Η σκέψη της μπίρας τη δεδομένη στιγμή
φάνταζε αποκρουστική. «Σου είναι εύκολο να μου φέρεις ένα νερό;»
«Τι νερό, ρε μαλάκα», μουρμούρισε ο Σάνκερ όπως σηκωνόταν.
Μόλις επέστρεψε ο Σάνκερ με ένα ποτήρι νερό και κάθισε ξανά στο
τραπέζι, ο Στράικ είπε δίχως περιττές εισαγωγές:
«Ήθελα να σε ρωτήσω για ένα βράδυ, πρέπει να ήταν κάποια στιγμή το
’92, το ’93. Έπρεπε να κατεβείς στην πόλη, αμάξι είχες, αλλά δεν
μπορούσες να οδηγήσεις εσύ. Κάτι είχες κάνει στο χέρι σου. Το είχες
δεμένο».
Ο Σάνκερ σήκωσε ανυπόμονα τους ώμους, σαν να έλεγε ποιος να
θυμάται τώρα κάτι τόσο ασήμαντο; Η ζωή του Σάνκερ ήταν μια
ατέλειωτη σειρά από τραυματισμούς, που είτε είχε υποστεί είτε είχε
προκαλέσει, κι από διαρκείς υποχρεώσεις να πάει σε διάφορα μέρη ώστε
να παραδώσει μετρητά, ναρκωτικά, απειλές ή και να ξυλοφορτώσει
κάποιον. Οι περίοδοι φυλάκισης σε τίποτε δεν είχαν μεταβάλει αυτή την
κατάσταση, πέρα από το να αλλάξουν προσωρινά το περιβάλλον στο
οποίο έκανε τις δουλειές του. Τα μισά παιδιά με τα οποία έκανε παρέα ως
έφηβος ήταν νεκρά, τα περισσότερα σκοτωμένα από μαχαίρια ή
υπερβολικές δόσεις. Ένας ξάδελφος είχε σκοτωθεί στη διάρκεια
καταδίωξης από την αστυνομία, ένας άλλος είχε φάει σφαίρα πίσω στο
κεφάλι κι ο δολοφόνος του παρέμενε ασύλληπτος.
«Κάποια παράδοση είχες να κάνεις», επέμεινε ο Στράικ, προσπαθώντας
να αφυπνίσει τη μνήμη του Σάνκερ. «Κάποια σακούλα… με ναρκωτικά,
μετρητά, δεν ξέρω. Πέρασες από το κοινόβιο, έψαχνες άνθρωπο να σε
πάει επειγόντως. Προσφέρθηκα εγώ. Καταλήξαμε σε ένα στριπτιζάδικο,
στο Σόχο. Αν θυμάμαι καλά, στο Teezers».
«To Teezers, ναι», είπε ο Σάνκερ. «Πού το θυμήθηκες τώρα; Έχει
κλείσει από καιρό, γύρω στα δέκα, δεκαπέντε χρόνια».
«Όταν φτάσαμε εκεί, ήταν μια παρέα από άντρες στο πεζοδρόμιο,
έμπαιναν μέσα εκείνη την ώρα. Ένας από αυτούς ήταν ένας φαλακρός
μαύρος…»
«Τι μνήμη έχεις, μωρ’ αδελφάκι μου», είπε ο Σάνκερ εύθυμα. «Στο
τσίρκο έπρεπε να πας. “Μπάνσεν, ο Άνθρωπος με Μνήμη Ελέφαντα”…»
«…κι ήταν κι ένας μεγαλόσωμος τύπος, σαν Λατινοαμερικανός, με
βαμμένα μαύρα μαλλιά και φαβορίτες. Σταματήσαμε εκεί, κατέβασες το
παράθυρο, κι ο τύπος ήρθε κι ακούμπησε την παλάμη πάνω στην πόρτα
για να σου μιλήσει. Είχε κάτι μάτια σαν μπασέ και φορούσε ένα πελώριο
χρυσό δαχτυλίδι με ένα κεφάλι λιονταριού…»
«Ο Ρίτσι ο Λέρας», είπε ο Σάνκερ.
«Τον θυμάσαι;»
«Τώρα δα δε σου είπα το όνομά του, Μπάνσεν;»
«Ναι. Συγγνώμη. Το κανονικό του όνομα ποιο ήταν, ξέρεις;»
«Νίκο, Νικολό Ρίτσι, όμως όλοι τον φώναζαν “Λέρα”. Κακοποιός
παλαιάς κοπής. Νταβατζής. Είχε στήσει κάτι κωλάδικα, έτρεχε και κάνα-
δυο μπουρδέλα. Ο τύπος ήταν αυθεντικό κομμάτι του παλιού Λονδίνου.
Ξεκίνησε από τη συμμορία των Σαμπίνι, όταν ήταν πιτσιρικάς».
«Και πώς γράφεις το όνομά του; Όπως το ακούς;»
«Γιατί τα ρωτάς τώρα όλα αυτά;»
Ο Στράικ τράβηξε το αντίτυπο του Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο
που είχε στην τσέπη του παλτού του, άνοιξε το βιβλίο στο ένθετο με τις
φωτογραφίες από το χριστουγεννιάτικο πάρτι της κλινικής και το έτεινε
στον Σάνκερ, που το πήρε καχύποπτα. Κοίταξε με μάτια μισόκλειστα τη
φωτογραφία στην οποία διακρινόταν ένα μέρος του άντρα με το δαχτυλίδι
σε σχήμα λιονταριού, κι ύστερα επέστρεψε το βιβλίο στον Στράικ.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Στράικ.
«Ναι, αυτός πρέπει να είναι. Πού τραβήχτηκε η φωτογραφία;»
«Στο Κλέρκενγουελ. Στο χριστουγεννιάτικο πάρτι κάτι γιατρών».
Ο Σάνκερ φάνηκε να εκπλήσσεται κάπως.
«Σωστά, στο Κλέρκενγουελ, στα παλιά λημέρια των Σαμπίνι, έτσι δεν
είναι; Φαντάζομαι πως ακόμη κι οι γκάνγκστερ κάποια στιγμή
χρειάζονται γιατρό».
«Σε πάρτι ήταν», είπε ο Στράικ. «Δεν είχε πάει για εξέταση. Τι δουλειά
μπορεί να είχε ο Λέρας σε ένα πάρτι γιατρών;»
«Πού να ξέρω;» είπε ο Σάνκερ. «Μπας και ήταν κανένας για σκότωμα;»
«Ενδιαφέρουσα παρατήρηση», είπε ο Στράικ. «Ερευνώ την εξαφάνιση
μιας γυναίκας που βρισκόταν σ’ εκείνο το πάρτι».
Ο Σάνκερ τον κοίταξε λοξά.
«Τώρα πια ο Λέρας έχει ξεμωραθεί», είπε σιγανά. «Άτιμο πράγμα τα
γεράματα».
«Μια φορά ζει, σωστά;»
«Ναι, μωρέ. Σε κάποιο γηροκομείο τον έχουν».
«Πώς και το ξέρεις αυτό;»
«Έχω κάνει κάτι δουλίτσες με τον μεγάλο του γιο, τον Λούκα».
«Οι γιοι ακολούθησαν τα χνάρια του γέρου τους;»
«Κοίτα, δεν υπάρχει πια συμμορία της Μικρής Ιταλίας, έτσι; Πάντως
ναι, μούτρα είναι», είπε ο Σάνκερ. Ύστερα έγειρε πάνω από το τραπέζι
και είπε χαμηλόφωνα: «Ένα πράγμα θα σου πω, Μπάνσεν. Δε θες να έχεις
πάρε-δώσε με τους γιους του Λέρα».
Ήταν η πρώτη φορά που ο Σάνκερ είχε απευθύνει μια τέτοια
προειδοποίηση στον Στράικ.
«Έτσι και πας να τη φορέσεις στον γέρο τους, αν προσπαθήσεις να του
φορτώσεις οτιδήποτε, τα καλόπαιδα θα σου φάνε το λαρύγγι. Με πιάνεις;
Δε χαμπαριάζουν από τίποτε. Θα σου κάνουν το γραφείο λαμπάδα. Θα
πετσοκόψουν την κοπελιά σου».
«Πες μου για τον Λέρα. Ό,τι ξέρεις».
«Ρε μαλάκα, άκουσες τι σου είπα τώρα;»
«Κόφ’ το κήρυγμα, να χαρείς, και πες μου τι ξέρεις».
Ο Σάνκερ συνοφρυώθηκε.
«Πουτάνες. Τσόντες. Ναρκωτικά, αλλά κυρίως με κοπέλες δούλευε.
Μιλάμε για την ίδια εποχή με τον Τζορτζ Κορνέλ, τον Τζίμι Χάμφρις, όλα
εκείνα τα καλόπαιδα. Το χρυσό δαχτυλίδι που φόραγε έλεγε πως του το
είχε χαρίσει ο Ντάνι το Λιοντάρι. Ο Ντάνι Λίο, σαν να λέμε, ο
αρχιμαφιόζος από τη Νέα Υόρκη. Έλεγε πως ήταν σόι του. Τώρα αλήθεια,
ψέματα, δεν ξέρω».
«Έτυχε να γνωρίσεις κάποιον Κόντι;» ρώτησε ο Στράικ. «Πρέπει να
ήταν λίγο νεότερος απ’ ό,τι ο Ρίτσι».
«Όχι. Πάντως, ο Λούκα Ρίτσι είναι ψυχάκιας, αδελφέ», είπε ο Σάνκερ.
«Η λεγάμενη πότε εξαφανίστηκε;»
«Το 1974», απάντησε ο Στράικ.
Περίμενε πως θα άκουγε τον Σάνκερ να λέει: «Καλά, ρε μαλάκα, τι
ιστορίες μού τσαμπουνάς τώρα;» Να χλευάζει την πιθανότητα να έβρισκε
ο Στράικ κάποια απάντηση ύστερα από τόσα χρόνια, όμως ο παλιός του
φίλος απλώς έσμιξε τα φρύδια του κοιτάζοντάς τον, ενώ τα δάχτυλά του
που χτυπούσαν αδιάκοπα θύμιζαν την ακατάπαυστη πρόοδο του
σαρακιού, οπότε ο ντετέκτιβ αναλογίστηκε πως ο Σάνκερ γνώριζε
περισσότερα πράγματα για τα παλιά εγκλήματα και τις μακριές σκιές που
έριχναν, απ’ ό,τι πολλοί αστυνομικοί.
«Μάργκοτ Μπάμπορο την έλεγαν», είπε ο Στράικ. «Εξαφανίστηκε στον
δρόμο για την παμπ. Δεν εντοπίστηκε το παραμικρό ίχνος, ούτε τσάντα
ούτε κλειδιά, τίποτε. Άνοιξε η γη και την κατάπιε».
Ο Σάνκερ ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του.
«Επαγγελματική δουλειά», σχολίασε.
«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ», είπε ο Στράικ. «Επομένως…»
«Χέσε μας, ρε, με τα “επομένως”» είπε αγριεμένα ο Σάνκερ. «Αν την
κοπελιά την έφαγε ο Λέρας ή κάποιο από τα καλόπαιδά του, δεν μπορείς
να κάνεις κάτι για να τη βοηθήσεις, ναι; Το ξέρω πως σου αρέσει να
κάνεις τον πρόσκοπο, αδελφέ, όμως την τελευταία φορά που πήγε να τη
βγει κάποιος άσχημα στον Λούκα Ρίτσι, η γυναίκα του πήγε να ανοίξει
την πόρτα του σπιτιού λίγες μέρες μετά και την έλουσαν με βιτριόλι. Έχει
μείνει τυφλή από το ένα μάτι.
»Μπάνσεν, άκου που σου λέω, δε θες να σκαλίσεις αυτή την ιστορία. Αν
η απάντηση είναι ο Λέρας, πρέπει να σταματήσεις να ρωτάς».
28
Τότε της Βριτομάρτιδος η απογοήτευση ήταν φοβερή,
ούτε κι ήξερε έτσι εμβρόντητη που ήταν, πώς να φερθεί…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Με κάποιον τρόπο, η Πατ είχε κατορθώσει να εντοπίσει μια παλιά μηχανή


προβολής. Της είχαν υποσχεθεί να την παραδώσουν στις τέσσερις, όμως η
ώρα είχε πάει έξι παρά τέταρτο κι ο Στράικ με τη Ρόμπιν εξακολουθούσαν
να την περιμένουν, οπότε η Ρόμπιν είπε στον Στράικ πως έπρεπε να φύγει,
καθώς δεν είχε άλλα περιθώρια. Ακόμη δεν είχε ετοιμάσει τα πράγματά
της για το ταξίδι στο Γιόρκσαϊρ, ήθελε να πλαγιάσει από νωρίς καθώς την
επομένη έπρεπε να προλάβει το τρένο και, αν ήθελε να είναι ειλικρινής,
αισθανόταν προσβεβλημένη από το δώρο του Στράικ, ένα ατύλιχτο κουτί
με σοκολατάκια αλμυρής καραμέλας, το οποίο είχε βγάλει βιαστικά μέσα
από μια σακούλα του Liberty όταν την είδε και το οποίο, όπως
υποψιαζόταν πλέον η Ρόμπιν, ήταν ο μοναδικός, άθλιος λόγος που την
είχε υποχρεώσει να επιστρέψει στο γραφείο. Και καθώς είχε χρειαστεί να
κάνει μεγάλη διαδρομή μέσα σε έναν κατάμεστο συρμό του μετρό,
προκειμένου να φτάσει στην οδό Ντένμαρκ, της ήταν δύσκολο να μην
αισθάνεται χολωμένη με τον χρόνο και τον κόπο που είχε αφιερώσει,
προκειμένου να εντοπίσει και να τυλίξει το DVD με δύο παλιές συναυλίες
του Τομ Γουέιτς που της είχε αναφέρει ο Στράικ πριν από μερικές
εβδομάδες πως θα ήθελε να παρακολουθήσει. Η Ρόμπιν δεν είχε καν
ακουστά τον συγκεκριμένο τραγουδιστή: της πήρε κάμποσο προκειμένου
να προσδιορίσει ποιος ήταν ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρθηκε ο Στράικ
και ότι οι συναυλίες που δεν είχε δει ποτέ του ήταν εκείνες από την
περιοδεία του με τίτλο No Visitors After Midnight. Και σε αντάλλαγμα
πήρε κάτι σοκολατάκια, που ήταν σίγουρη πως ο Στράικ τα είχε διαλέξει
στην τύχη.
Άφησε το δώρο του Στράικ στο Λονδίνο, ανέγγιχτο, στην κουζίνα του
Μαξ, προτού επιβιβαστεί στο κατάμεστο τρένο στο Χάροουγκεϊτ το
επόμενο πρωί. Καθώς ταξίδευε προς τον βορρά, έχοντας ευτυχώς
προνοήσει να κλείσει θέση, η Ρόμπιν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό
της πως εκείνο το κενό που αισθανόταν ήταν απλώς κούραση. Τα
Χριστούγεννα στο πατρικό της θα ήταν ένα θαυμάσιο διάλειμμα. Θα
έβλεπε για πρώτη φορά από κοντά την ανιψιά της· θα απολάμβανε
χουζούρια και σπιτικό φαγητό, κι ώρες μπροστά την τηλεόραση.
Στο βάθος του βαγονιού, κάποιο νήπιο ωρυόταν, ενώ η μητέρα του
πάσχιζε να το διασκεδάσει και να το ηρεμήσει εξίσου μεγαλόφωνα. Η
Ρόμπιν έβγαλε το iPod της και φόρεσε τα ακουστικά της. Είχε κατεβάσει
το άλμπουμ της Τζόνι Μίτσελ, το Court and Spark, που η Ούνα είχε
αναφέρει ότι ήταν το αγαπημένο της Μάργκοτ Μπάμπορο. Η Ρόμπιν δεν
είχε προλάβει ακόμη να το ακούσει, ούτε και οποιαδήποτε άλλη μουσική
εδώ και εβδομάδες.
Όμως το Court and Spark ούτε τη χαλάρωσε, ούτε της έφτιαξε τη
διάθεση. Το βρήκε στενάχωρο, ολότελα διαφορετικό σε σχέση με ό,τι είχε
ακούσει ως τότε. Καθώς περίμενε μελωδίες και πιασάρικους στίχους, η
Ρόμπιν απογοητεύτηκε: τα πάντα φάνταζαν ημιτελή, ανοιχτά, εκκρεμή.
Μια θαυμάσια σοπράνο φωνή συνόδευε και πλεκόταν γύρω από νότες
πιάνου και κιθάρας που δεν κατέληγαν ποτέ σε κάτι τόσο κοινότoπο όσο
ένα ρεφρέν, με το οποίο θα μπορούσες κάπως να ταυτιστείς ή να
ακολουθήσεις τον ρυθμό του. Δεν μπορούσες να μουρμουρίσεις τους
σκοπούς, ούτε να τραγουδήσεις τους στίχους, εκτός κι αν μπορούσες κι
εσύ να τραγουδήσεις όπως η Τζόνι Μίτσελ, πράγμα που η Ρόμπιν
οπωσδήποτε δεν μπορούσε να κάνει. Οι στίχοι ήταν αλλόκοτοι και
προκαλούσαν αντιδράσεις που δεν της άρεσαν: δεν ήταν σίγουρη κατά
πόσο είχε αισθανθεί ποτέ της τα πράγματα για τα οποία τραγουδούσε η
Μίτσελ, κι αυτό την έκανε να αισθάνεται απολογούμενη, μπερδεμένη και
λυπημένη: Έρωτα, έλα στο κατώφλι μου, με χαλάκι για ύπνο και ψυχή
τρελού…
Λίγα δευτερόλεπτα μετά την έναρξη του τρίτου κομματιού, η Ρόμπιν
έκλεισε το iPod και προτίμησε να πιάσει το περιοδικό που είχε φέρει μαζί
της. Εν τω μεταξύ, στο βάθος του βαγονιού το νήπιο σπάραζε.
Εκείνη η διάθεση ήπιας απογοήτευσης που συνόδευε τη Ρόμπιν
συνεχίστηκε, μέχρι που αποβιβάστηκε από το τρένο, όμως μόλις είδε τη
μητέρα της να την περιμένει στην αποβάθρα, έτοιμη να την πάει στο
Μάσαμ, την κατέκλυσε ένα κύμα γνήσιας ζεστασιάς. Την αγκάλιασε
σφιχτά και για σχεδόν δέκα λεπτά μετά, καθώς κατευθύνονταν
συζητώντας πίσω στο αυτοκίνητο, περνώντας μπροστά από μια καφετέρια
μέσα από την οποία ακούγονταν χαρωπές χριστουγεννιάτικες μελωδίες,
ακόμη και οι μουντοί γκρίζοι ουρανοί του Γιόρκσαϊρ και το εσωτερικό
του αυτοκινήτου που μύριζε σκυλίλα από τον Ρόουντρι, το λαμπραντόρ,
φάνταζαν παρηγορητικοί και αναζωογονητικοί μέσα στην οικειότητά
τους.
«Έχω κάτι να σου πω», είπε η Λίντα, όταν έκλεισε την πόρτα του
οδηγού. Αντί να βάλει το κλειδί στη μίζα, η Λίντα στράφηκε προς τη
Ρόμπιν με ύφος σχεδόν φοβισμένο.
Ένα φρικτό περόνιασμα πανικού έδεσε το στομάχι της Ρόμπιν κόμπο.
«Τι συνέβη;» ρώτησε.
«Όλα καλά», έσπευσε να την καθησυχάσει η Λίντα, «όλοι καλά
είμαστε. Όμως θέλω να το ξέρεις, πριν πάμε στο Μάσαμ, σε περίπτωση
που τους δεις».
«Ποιους να δω;»
«Τον Μάθιου», είπε η Λίντα, «έχει φέρει… έχει φέρει εκείνη τη γυναίκα
μαζί του. Τη Σάρα Σάντλοκ. Θα μείνουν στο σπίτι του Τζέφρι τα
Χριστούγεννα».
«Α», έκανε η Ρόμπιν. «Αμάν, ρε μαμά, νόμισα πως πέθανε κάποιος».
Σιχαινόταν τον τρόπο που την κοίταζε η Λίντα. Παρότι τα σωθικά της
είχαν παγώσει κι η λιγοστή χαρά που είχε ζεστάνει φευγαλέα το είναι της
είχε εξαφανιστεί, κατάφερε να χαμογελάσει και να χρωματίσει τη φωνή
της με μια νότα αδιαφορίας.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Το ήξερα. Μου τηλεφώνησε ο τέως
αρραβωνιαστικός της. Έπρεπε να το είχα φανταστεί», είπε, ενώ
αναρωτιόταν γιατί δεν της πέρασε καν από το μυαλό, «πως μπορεί να
έρχονταν εδώ για τα Χριστούγεννα. Μπορούμε να πάμε σπίτι τώρα, σε
παρακαλώ; Πεθαίνω για μια κούπα τσάι».
«Το ήξερες; Και γιατί δε μας το είπες;»
Όμως η Λίντα έδωσε από μόνη της την απάντηση σε αυτό το ερώτημα,
καθώς οδηγούσε. Ούτε χαλάρωνε, ούτε παρηγορούσε τη Ρόμπιν να
ακούει τη μητέρα της να περιγράφει το πόσο εξοργίστηκε όταν μια
γειτόνισσα την ενημέρωσε πως είχε δει τον Μάθιου να κυκλοφορεί στην
πόλη πιασμένος χέρι χέρι με τη Σάρα. Δεν αισθάνθηκε την παραμικρή
ανακούφιση από τα αυστηρά σχόλια σε βάρος της ηθικής και του ήθους
του τέως συζύγου της, ούτε τη χαροποίησε η λεπτομερής περιγραφή της
αντίδρασης καθενός μέλους της οικογένειας («Ο Μάρτιν ήθελε να του
ρίξει πάλι γροθιά»). Έπειτα η Λίντα πέρασε στο διαζύγιο: Τι συνέβαινε με
αυτό; Γιατί δεν είχε κλείσει αυτή η εκκρεμότητα; Μα πίστευε σοβαρά η
Ρόμπιν πως η διαμεσολάβηση θα έφερνε αποτέλεσμα; Ή μήπως η
συμπεριφορά του Μάθιου, εκείνη η ξεδιάντροπη επίδειξη αυτής της
γυναίκας μπροστά σε όλη την πόλη, δεν αποδείκνυε πόσο πλήρως
αποκομμένος ήταν από κάθε έννοια τσίπας και λογικής; Αχ, γιατί, μα γιατί
δεν είχε συμφωνήσει η Ρόμπιν να αναλάβει την υπόθεση ο δικός τους
δικηγόρος στο Χάροουγκεϊτ, ήταν σίγουρη πως εκείνη η Λονδρέζα ήξερε
τι έκανε, γιατί η Κορίν Μάξγουελ είχε πει στη Λίντα πως όταν η δική της
κόρη πήρε διαζύγιο χωρίς να υπάρχουν παιδιά στη μέση, η όλη
διαδικασία αποδείχτηκε απλούστατη…
Τουλάχιστον όμως είχε έρθει η μικρούλα Άναμπελ Μαρί, ανέφερε στην
κατακλείδα του μονολόγου της η Λίντα, καθώς έφταναν στον δρόμο όπου
βρισκόταν το πατρικό της Ρόμπιν.
«Κάτσε να τη δεις πρώτα, Ρόμπιν, κάτσε να τη δεις…»
Η εξώπορτα άνοιξε πριν καν ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο. Η Τζένι και
ο Στίβεν στέκονταν στο κατώφλι, τόσο ενθουσιασμένοι, ώστε κάποιος
περαστικός θα νόμιζε πως αυτοί ήταν που περίμεναν να αντικρίσουν για
πρώτη φορά την κορούλα τους, όχι η Ρόμπιν. Συνειδητοποιώντας ποια
ήταν η προσδοκώμενη αντίδραση, η Ρόμπιν κόλλησε ένα πλατύ χαμόγελο
στο πρόσωπό της και λίγα λεπτά μετά βρέθηκε καθισμένη στον καναπέ,
στο καθιστικό του σπιτιού των γονιών της, με ένα κοιμισμένο κορμάκι
στην αγκαλιά της, τυλιγμένο με μια μάλλινη κουβερτούλα, απρόσμενα
συμπαγές και βαρύ, που ανάδινε τη μυρωδιά ταλκ.
«Είναι πανέμορφη, Στίβεν», είπε η Ρόμπιν, ενώ η ουρά του Ρόουντρι
κοπανούσε με δύναμη πάνω στο τραπεζάκι του καφέ. Ο σκύλος έστρεφε
τη μουσούδα του προς το μέρος της, έχωνε το κεφάλι του ξανά και ξανά
κάτω από την παλάμη της Ρόμπιν, προσπαθώντας να καταλάβει για ποιο
λόγο δε δεχόταν τα χάδια και την αγάπη που ήταν μαθημένος. «Είναι
πανέμορφη, Τζένι», είπε η Ρόμπιν, καθώς η νύφη της έπαιρνε
φωτογραφίες από την πρώτη συνάντηση της «θείας Ρόμπιν» με την
Άναμπελ. «Είναι πανέμορφη, μαμά», είπε η Ρόμπιν στη Λίντα, που είχε
επιστρέψει με έναν δίσκο φορτωμένο με το σερβίτσιο του τσαγιού και
λαχταρούσε να ακούσει τις πρώτες εντυπώσεις της Ρόμπιν από το
πενηντάποντο θαύμα τους.
«Ισοφαρίζει κάπως τα πράγματα, έτσι δεν είναι, να έχουμε άλλο ένα
κοριτσάκι;» είπε κατενθουσιασμένη η Λίντα. Ο θυμός της με τον Μάθιου
της είχε περάσει: η εγγονή της ήταν το παν.
Το καθιστικό ήταν ακόμη πιο φορτωμένο απ’ ό,τι συνήθως, όχι μόνο με
το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τις κάρτες, αλλά και τα συμπράγκαλα
του μωρού. Μια αλλαξιέρα, μια καλαθούνα, μια στοίβα από μυστηριώδη
ρουχαλάκια φτιαγμένα από μουσελίνα, μια τσάντα γεμάτη πάνες και ένα
αλλόκοτο μηχάνημα, το οποίο η Τζένι αποκάλυψε πως ήταν θήλαστρο. Η
Ρόμπιν σχολίαζε με ενθουσιασμό, χαμογελούσε, γελούσε, έτρωγε
μπισκότα, άκουσε την περιγραφή της γέννας, θαύμασε λίγο ακόμη το
μωρό, συνέχισε να κρατά την ανιψιά της αγκαλιά μέχρι που ξύπνησε κι
ύστερα, αφού η Τζένι ανέλαβε το μωρό και με μια υποψία νεοφανούς
αυταρέσκειας, κάθισε να τη θηλάσει, ανακοίνωσε στους υπόλοιπους πως
θα πεταγόταν μέχρι επάνω για να ξεπακετάρει.
Η Ρόμπιν ανέβασε τον σάκο της στον επάνω όροφο, με την απουσία της
να περνά απαρατήρητη και ασχολίαστη από την ομήγυρη στο καθιστικό,
καθώς όλοι τους ήταν παραδομένοι στη λατρεία του μωρού. Η Ρόμπιν
έκλεισε πίσω της την πόρτα του παλιού της δωματίου, όμως αντί να
ανοίξει τον σάκο, ξάπλωσε στο παλιό της κρεβάτι. Με τους μυς του
προσώπου της να πονάνε από όλα εκείνα τα βεβιασμένα χαμόγελα,
έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε να απολαύσει την πολυτέλεια της
κούρασης και της απογοήτευσής της.
29
Έτσι λοιπόν πολέμαγε ώρα πολλή, στη βούλησή του αντίπαλος,
ώσπου με τα πολλά, αδύναμος, αναγκάστηκε
στη φοβερή αρρώστια να υποταχτεί,
κι αυτή, στρατηλάτης θαλερός, βάλθηκε να σαρώνει
το μέσα του ολάκερο, τα σωθικά του να ρημάζει…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Και ενώ απέμεναν μόλις τρεις ημέρες για τα Χριστούγεννα, ο Στράικ


υποχρεώθηκε να πάψει να προσποιείται πως δεν είχε κολλήσει γρίπη.
Καταλήγοντας στο ότι η μόνη φρόνιμη επιλογή ήταν να κλειστεί στη
σοφίτα του, μέχρι να ξεσπάσει ο ιός στον οργανισμό του, σύρθηκε μέχρι
ένα κατάμεστο σούπερ μάρκετ όπου, παραδομένος στον πυρετό του,
κάθιδρος, αναπνέοντας από το στόμα κι αποζητώντας απεγνωσμένα να
γλιτώσει από τα πλήθη και τα κάλαντα-κονσέρβα, φόρτωσε το καλάθι του
με αρκετά τρόφιμα για μερικές ημέρες και τα μετέφερε στα δυο δωμάτια
όπου έμενε, πάνω από το γραφείο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Τζόαν πήρε βαριά την ανακοίνωση πως δε
θα κατέβαινε για τις γιορτές στην Κορνουάλη. Μάλιστα, έφτασε στο
σημείο να πει πως δεν υπήρχε πρόβλημα να έρθει, εφόσον κάθονταν σε
αρκετή απόσταση στο τραπέζι, όμως προς μεγάλη ανακούφιση του
Στράικ, ο Τεντ πάτησε πόδι. Ο Στράικ δεν ήταν σίγουρος κατά πόσο
φανταζόταν πράγματα που δεν ίσχυαν, πάντως είχε την υποψία πως η
Λούσι δεν πίστευε πως ήταν πράγματι άρρωστος. Κι αν το πίστευε, ο
τόνος της φωνής της άφηνε να εννοηθεί πως μπορεί και να είχε επιδιώξει
να κολλήσει. Ο Στράικ είχε την αίσθηση πως διέκρινε μια υποψία
κατηγορίας, όταν τον ενημέρωσε πως η Τζόαν ήταν πλέον τελείως
φαλακρή.
Μέχρι να δείξει το ρολόι πέντε, απόγευμα της παραμονής των
Χριστουγέννων, ο Στράικ είχε τέτοιο ξερόβηχα, που έκανε τα πνευμόνια
του να τραντάζονται και τα πλευρά του να πονάνε. Κι εκεί που είχε
παραδοθεί σε έναν ύπνο βαρύ, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, φορώντας
μονάχα ένα μπλουζάκι και μποξεράκι, με το προσθετικό του πόδι
ακουμπισμένο στον τοίχο, ξύπνησε απότομα από έναν δυνατό θόρυβο.
Του φάνηκε πως άκουσε βήματα στη σκάλα, να ξεμακραίνουν από την
πόρτα της σοφίτας. Πριν προλάβει να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός που του
φάνηκε πως τον είχε ξυπνήσει, τον έπιασε ακατάσχετος βήχας.
Πασχίζοντας να ανασηκωθεί, για να ανακουφίσει κάπως τους πνεύμονές
του, δεν άκουσε τα βήματα να σιμώνουν για δεύτερη φορά, μέχρι που
κάποιος χτύπησε την πόρτα του. Τον εκνεύρισε πολύ η προσπάθεια που
χρειάστηκε να καταβάλει, ώστε να φωνάξει: «Ποιος;»
«Μήπως χρειάζεσαι κάτι;» ακούστηκε η μπάσα, τραχιά φωνή της Πατ.
«Όχι», φώναξε ο Στράικ. Η μονοσύλλαβη απάντηση βγήκε σαν
κρώξιμο.
«Φαγητό έχεις;»
«Ναι».
«Παυσίπονα;»
«Ναι».
«Καλά, εγώ μια φορά σού αφήνω κάτι πράγματα στην πόρτα». Την
άκουσε να ακουμπά μερικά πράγματα στο πάτωμα. «Είναι και κάτι δώρα
εδώ. Κοίτα να φας τη σούπα όσο είναι ζεστή ακόμη. Τα λέμε στις είκοσι
οκτώ».
Τα βήματά της απομακρύνονταν με κλαγγή πάνω στα μεταλλικά
σκαλοπάτια, πριν προλάβει ο Στράικ να απαντήσει.
Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν της φαντασίας του εκείνη η αναφορά στη
ζεστή σούπα, όμως η πιθανότητα ήταν από μόνη της αρκετή ώστε να τον
κάνει να σύρει τις πατερίτσες προς το μέρος του και να φτάσει με κόπο
ως την πόρτα. Το κρύο που ήρθε από το κλιμακοστάσιο τον έκανε να
ανατριχιάσει, καθώς εξακολουθούσε να έχει πυρετό. Η Πατ είχε
καταφέρει με κάποιον τρόπο να ανεβάσει ως εκεί την παλιά μηχανή
προβολής, κι ο Στράικ είχε την υποψία πως αυτό που τον είχε ξυπνήσει
ήταν ο ήχος που ακούστηκε όπως την ακουμπούσε κάτω. Δίπλα της ήταν
ακουμπισμένη η μεταλλική θήκη με το φιλμ που βρέθηκε στη σοφίτα του
Γκρέγκορι Τάλμποτ, μια μικρή στοίβα από χριστουγεννιάτικα δώρα,
μερικές κάρτες και δυο μεγάλα κύπελλα από φελιζόλ, γεμάτα καυτή
κοτόσουπα, κι ήταν βέβαιος πως η Πατ είχε περπατήσει μέχρι την
Τσάιναταουν για να του τα φέρει. Τον κατέκλυσε ένα ολότελα στενάχωρο
αίσθημα ευγνωμοσύνης.
Αφήνοντας τη βαριά μηχανή και τη θήκη με το φιλμ εκεί που ήταν,
βάλθηκε να τραβά και να σπρώχνει τα χριστουγεννιάτικα δώρα και τις
κάρτες στο πάτωμα, για να τα φέρει μέσα στο διαμέρισμα,
χρησιμοποιώντας τη μία από τις πατερίτσες του, κι ύστερα έσκυψε με
αργές κινήσεις για να πιάσει τα κύπελλα με τη σούπα.
Πριν φάει, έπιασε το κινητό του από το κομοδίνο και έστειλε ένα
γραπτό μήνυμα στην Πατ:
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα.
Στη συνέχεια τυλίχτηκε με το πάπλωμα κι έφαγε τη σούπα κατευθείαν
από τα κύπελλα, χωρίς να καταφέρει να γευτεί το παραμικρό. Είχε
καθίσει να φάει με την ελπίδα πως το καυτό υγρό θα μαλάκωνε κάπως το
πονεμένο του λαρύγγι, όμως ο βήχας επέμενε και σε μια-δυο περιπτώσεις
φοβήθηκε πως θα τα έκανε όλα εμετό. Εν τω μεταξύ, και τα σωθικά του
δεν έδειχναν αβέβαια για το κατά πόσο τους ήταν ευχάριστο το φαγητό.
Αφού τελείωσε και τα δύο κύπελλα, σκεπάστηκε πάλι με το πάπλωμα και
συνέχισε να ιδρώνει έτσι όπως χάζευε τον μαύρο ουρανό έξω, ενώ το
στομάχι του ανακατευόταν κι ο Στράικ αναρωτιόταν γιατί δεν είχε αρχίσει
ακόμη να αναρρώνει.
Έπειτα από μια νύχτα διακεκομμένου ύπνου, με παρατεταμένα
ξεσπάσματα βήχα στο ενδιάμεσο, ο Στράικ ξύπνησε το πρωί των
Χριστουγέννων και διαπίστωσε πως ο πυρετός παρέμενε, ενώ τα σεντόνια
είχαν μετατραπεί σε ένα ιδρωμένο κουβάρι από κάτω του. Στο συνήθως
θορυβώδες διαμέρισμά του επικρατούσε μια αφύσικη ησυχία. Η οδός
Τότεναμ Κορτ ξαφνικά, αφύσικα, δεν είχε ίχνος κίνησης. Φαντάστηκε
πως οι περισσότεροι ταξιτζήδες ήταν στα σπίτια τους, με τους δικούς
τους.
Ο Στράικ δεν ήταν άνθρωπος που είχε την τάση να λυπάται τον εαυτό
μου, όμως έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, μοναχός του στο κρεβάτι, με τον
βήχα να συνεχίζεται και τον ιδρώτα να τον λούζει, με τα πλευρά του
πονεμένα και το ψυγείο του πλέον σχεδόν άδειο, δεν μπόρεσε να
εμποδίσει τη σκέψη του από το να ανατρέξει σε περασμένα
Χριστούγεννα, ιδίως εκείνα που είχε περάσει με τον Τεντ και την Τζόαν
στο Σεντ Μος, εκεί όπου όλα εξελίσσονταν όπως στην τηλεόραση και στα
παραμύθια, με γαλοπούλα και καραμούζες και κάλτσες κρεμασμένες στο
τζάκι.
Φυσικά, η σημερινή ημέρα κάθε άλλο παρά αποτελούσε την πρώτη
φορά που πέρναγε τα Χριστούγεννα μακριά από τους συγγενείς και τους
φίλους του. Είχαν προηγηθεί μια-δυο τέτοιες χρονιές στον στρατό, όταν
είχε φάει άγευστη γαλοπούλα μέσα από δίσκους φτιαγμένους από
αλουμινόχαρτο σε εστιατόρια στρατοπέδων, ανάμεσα σε συναδέλφους
ντυμένους με στολές παραλλαγής και αγιοβασιλιάτικους σκούφους. Η
οργάνωση που τόσο του άρεσε στον στρατό είχε μπορέσει έτσι να τον
παρηγορήσει για την απουσία άλλης χαράς, όμως δεν υπήρχε ίχνος
συναδελφικότητας να τον στηρίξει σήμερα, μονάχα το αποκαρδιωτικό
δεδομένο πως ήταν ολομόναχος, άρρωστος και μονοπόδαρος, κλεισμένος
σε μια σοφίτα που έμπαζε από δέκα μεριές, αναγκασμένος να
αναμετρηθεί με τις επιπτώσεις της συνειδητής επιμονής του να αποφεύγει
κάθε είδους σχέση που θα μπορούσε να του προσφέρει κάποια στήριξη σε
στιγμές αρρώστιας ή λύπης.
Η ανάμνηση της καλοσύνης που του έδειξε η Πατ απέκτησε εκ των
υστέρων, αυτό το πρωινό των Χριστουγέννων, ακόμη πιο συγκινητικές
διαστάσεις. Έτσι όπως άλλαξε πλευρό στο κρεβάτι του, παρατήρησε πως
τα λιγοστά δώρα που του είχε ανεβάσει από κάτω παρέμεναν παρατημένα
στο πάτωμα, λίγο παραμέσα από την πόρτα.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, ενώ συνέχιζε να βήχει, έπιασε τις
πατερίτσες του και πήγε στο μπάνιο. Τα ούρα του ήταν σκούρα στη
λεκάνη της τουαλέτας, το αξύριστο πρόσωπό του κάτωχρο στον
καθρέφτη. Παρότι αποκαρδιωμένος από την κατάπτωση και την
εξάντλησή του, οι συνήθειες που είχε αποκτήσει στον στρατό απέτρεψαν
τον Στράικ από το να επιστρέψει στο κρεβάτι. Ήξερε πως το να
παραμείνει άπλυτος, με το προσθετικό πόδι παρατημένο, το μόνο που θα
κατάφερνε ήταν να επιδεινώσει την κατάθλιψη που ήδη τον γυρόφερνε.
Επομένως, έκανε ντους, με ακόμη πιο προσεκτικές κινήσεις απ’ ό,τι
συνήθως, ώστε να φυλαχτεί απέναντι στον κίνδυνο τυχόν πτώσης,
σκουπίστηκε, φόρεσε ένα καθαρό μπλουζάκι, εσώρουχο και τη ρόμπα
του, κι ύστερα, ενώ ο βήχας επέμενε να τον τραντάζει σύγκορμο,
ετοίμασε να φάει ένα άγευστο πρωινό, αποτελούμενο από χυλό φτιαγμένο
με νερό, καθώς προτίμησε να φυλάξει το γάλα που του απέμενε για το
τσάι του. Εν τω μεταξύ, καθώς λογάριαζε πως τώρα πια θα είχε αρχίσει
να αναρρώνει, τα αποθέματα τροφίμων περιορίζονταν πλέον σε λιγοστά
μαραμένα λαχανικά, κάτι κομμάτια ωμού κοτόπουλου που είχαν λήξει
εδώ και δύο μέρες, καθώς κι ένα κομματάκι σκληρού τσένταρ.
Μετά το πρωινό ο Στράικ κατέβασε δυο παυσίπονα, φόρεσε το
προσθετικό πόδι κι ύστερα, αποφασισμένος να αξιοποιήσει τις λιγοστές
του δυνάμεις προτού τον ρίξει και πάλι στο κρεβάτι η αρρώστια,
ξέστρωσε τα ιδρωμένα σεντόνια και έστρωσε το κρεβάτι του με καθαρά,
μάζεψε τα δώρα του από το πάτωμα και τα πήγε στο τραπέζι της
κουζίνας, κι ύστερα κουβάλησε τη μηχανή προβολής και τη θήκη με το
φιλμ μέσα στο διαμέρισμα, από το κεφαλόσκαλο όπου τα είχε αφήσει. Η
μεταλλική θήκη, όπως το περίμενε, έφερε πάνω της το σύμβολο του
Αιγόκερου, σχεδιασμένο με ξεθωριασμένο αλλά αρκετά ευδιάκριτο
μαρκαδόρο.
Το κινητό του βούιξε την ώρα που ακουμπούσε τη θήκη και τη
στερέωνε στον τοίχο, κάτω από το παράθυρο της κουζίνας. Το πήρε στο
χέρι, περιμένοντας να δει κάποιο γραπτό μήνυμα από τη Λούσι που θα
τον ρωτούσε τι ώρα σκόπευε να τηλεφωνήσει για να ευχηθεί στην
οικογένεια που είχε συγκεντρωθεί στο Σεντ Μος Καλά Χριστούγεννα.
Καλά Χριστούγεννα, Μπλούι. Είσαι χαρούμενος; Είσαι μαζί με
ανθρώπους που αγαπάς;
Είχε περάσει ένα δεκαπενθήμερο από την τελευταία φορά που του είχε
στείλει γραπτό μήνυμα η Σάρλοτ, λες και είχε ακούσει τηλεπαθητικά την
απόφασή του να επικοινωνήσει με τον σύζυγό της, σε περίπτωση που τα
μηνύματά της αποκτούσαν ακόμη πιο αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα.
Θα ήταν πανεύκολο να της απαντήσει· θα ήταν πανεύκολο να της πει
ότι ήταν ολομόναχος, χωρίς έναν άνθρωπο στο πλευρό του. Θυμήθηκε τη
γυμνή φωτογραφία που του είχε στείλει στα γενέθλιά του, την οποία είχε
πιέσει τον εαυτό του να διαγράψει. Όμως είχε κάνει τόσο δρόμο,
καταλήγοντας σε έναν τόπο μοναχικής ασφάλειας απέναντι στις
συναισθηματικές θύελλες. Όσο πολύ κι αν την είχε αγαπήσει κάποτε, όσο
κι αν εκείνη παρέμενε ικανή να ταράζει τη γαλήνη του με λιγοστές λέξεις
σε μια οθόνη τηλεφώνου, ο Στράικ πίεσε τον εαυτό του, έτσι όπως
στεκόταν δίπλα στο μικρό τραπέζι από φορμάικα, να φέρει στον νου τη
μία και μοναδική φορά που την είχε πάρει μαζί του στο Σεντ Μος για τα
Χριστούγεννα. Θυμήθηκε τον καβγά που ακούστηκε σε κάθε γωνιά του
μικρού σπιτιού, τη θυμήθηκε να φεύγει έξαλλη, περνώντας μπροστά από
την οικογένεια που είχε συγκεντρωθεί γύρω από τη γαλοπούλα, θυμήθηκε
τα πρόσωπα του Τεντ και της Τζόαν, που τόσο πολύ ανυπομονούσαν για
εκείνη την επίσκεψη, μιας κι είχαν πάνω από χρόνο να δουν τον Στράικ,
καθώς το διάστημα εκείνο υπηρετούσε στη Γερμανία, στο Γραφείο
Ειδικών Ερευνών της Βασιλικής Στρατονομίας.
Έτσι, γύρισε το κινητό του στο αθόρυβο. Ο αυτοσεβασμός και η
αυτοπειθαρχία ανέκαθεν αποτελούσαν τις άμυνές του απέναντι στον
λήθαργο και στη μιζέρια. Άλλωστε, τι σημασία είχε που ήταν ανήμερα
Χριστούγεννα; Αν εξαιρούσε κανείς το γεγονός πως οι άλλοι άνθρωποι
χαίρονταν πλούσια γεύματα και διασκέδαζαν, δεν ήταν παρά μια
χειμωνιάτικη μέρα όπως όλες οι άλλες. Κι αν τη δεδομένη στιγμή ήταν
αδύναμος σωματικά, γιατί να μην αξιοποιήσει τουλάχιστον τις
πνευματικές του δυνάμεις, ώστε να συνεχίσει να εργάζεται πάνω στην
υπόθεση Μπάμπορο;
Με αυτό το σκεπτικό, ο Στράικ ετοίμασε μια κούπα με δυνατό τσάι,
πρόσθεσε ελάχιστο γάλα, άνοιξε τον υπολογιστή του και, κάνοντας
παύσεις κάθε τόσο για να βήξει, ξαναδιάβασε το έγγραφο που είχε
αρχίσει να ετοιμάζει προτού αρρωστήσει: μια περίληψη των
περιεχομένων του φορτωμένου με σύμβολα, δερματόδετου
σημειωματάριου του Μπιλ Τάλμποτ, στην αποκρυπτογράφηση του
οποίου ο Στράικ είχε διαθέσει ήδη τρεις εβδομάδες. Πρόθεσή του ήταν να
στείλει το έγγραφο στη Ρόμπιν, ζητώντας τη γνώμη της.
Αποκρυφιστικές σημειώσεις του Τάλμποτ
1. Περίληψη
2. Ερμηνεία συμβόλων
3. Ενδεχομένως αξιόλογα στοιχεία
4. Πιθανότατα άσχετες πληροφορίες
5. Προτεινόμενες ενέργειες
Περίληψη
Ο νευρικός κλονισμός του Τάλμποτ εκδηλώθηκε μέσα από την
πεποίθηση πως θα μπορούσε να διαλευκάνει την υπόθεση Μπάμπορο
αξιοποιώντας αποκρυφιστικά μέσα. Πέραν της αστρολογίας,
συμβουλεύτηκε τα ταρό του Θωθ όπως περιγράφονται από τον Άλιστερ
Κρόουλι και έχουν μιαν αστρολογική διάσταση. Εντρύφησε σε
διάφορους αποκρυφιστές συγγραφείς, ανάμεσά τους τον Κρόουλι, τον
Ελιφάς Λεβί και την αστρολόγο Εβαντζελίν Άνταμς, ενώ επιχείρησε και
ορισμένα μαγικά τελετουργικά.
Ο Τάλμποτ εκκλησιαζόταν τακτικά πριν από τον νευρικό κλονισμό.
Ενόσω παρέμενε ασθενής, ήταν πεπεισμένος ότι καταδίωκε
κυριολεκτικά την ενσάρκωση του κακού/τον διάβολο. Ο Άλιστερ
Κρόουλι, που φαίνεται να επηρέασε τον Τάλμποτ περισσότερο από κάθε
άλλον αποκρυφιστή, αυτοαποκαλούνταν «Μπαφομέτ» και επίσης
συνέδεε τον Μπαφομέτ τόσο με τον διάβολο όσο και με το σύμβολο του
Αιγόκερου. Από εδώ κατά πάσα πιθανότητα άντλησε ο Τάλμποτ την
ιδέα πως ο δολοφόνος της Μάργκοτ ήταν κάποιος Αιγόκερως.
Το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών στο σημειωματάριο είναι
άχρηστο, όμως θεωρώ πως ο Τάλμποτ παρέλειψε τρία
Στο σημείο αυτό, ο Στράικ διέγραψε τον αριθμό «τρία» και τον
αντικατέστησε με το «τέσσερα». Όπως πάντα όταν αφοσιωνόταν στη
δουλειά, λαχτάρισε να κάνει ένα τσιγάρο. Σαν να επαναστάτησαν στη
σκέψη και μόνο, οι πνεύμονές του τον αντάμειψαν την αμέσως επόμενη
στιγμή με ένα βίαιο ξέσπασμα βήχα, το οποίο τον υποχρέωσε να βουτήξει
ένα κομμάτι χαρτιού κουζίνας, ώστε να πιάσει αυτό που προσπαθούσε το
σώμα του να βγάλει από μέσα. Έχοντας τιμωρηθεί κατάλληλα για την
αιρετική του σκέψη κι ενώ τουρτούριζε ελαφρά, ο Στράικ τυλίχτηκε
ακόμη πιο σφιχτά με τη ρόμπα του, ήπιε μια γουλιά τσάι που δεν
κατάφερε να γευτεί στο ελάχιστο και συνέχισε τη δουλειά.
Το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών στο σημειωματάριο είναι
άχρηστο, όμως θεωρώ πως ο Τάλμποτ παρέλειψε τέσσερα ενδεχομένως
χρήσιμα στοιχεία από τον επίσημο φάκελο της αστυνομίας, καθώς
περιορίστηκε στο να τα καταγράψει μόνο στο «αληθινό βιβλίο», δηλαδή
το σημειωματάριό του.
Ερμηνεία συμβόλων
Στο σημειωματάριο δεν αναφέρονται καθόλου ονόματα, μόνο ζωδιακά
σύμβολα. Δεν παραθέτω εδώ τυχόν ανώνυμες μαρτυρίες –καθώς δεν
έχουμε καμία απολύτως πιθανότητα να εντοπίσουμε τα άτομα αυτά με
μόνη αφετηρία το ζώδιό τους και τίποτε άλλο–, όμως μέσα από τη
διασταύρωση συναφών αναφορών, αυτές είναι οι κατά το δυνατόν
βάσιμες εικασίες μου σχετικά με την ταυτότητα των ανθρώπων που ο
Τάλμποτ θεωρούσε σημαντικούς για την έρευνα.
Κριός Πολ Σάτσγουελ (πρώην σύντροφος)
Ταύρος Βίλμα Μπέιλις (καθαρίστρια ιατρείου)
Δίδυμος Ούνα Κένεντι
2 Δίδυμος 2 Αμάντα Λοζ (είδε τη Μ στο παράθυρο)
Καρκίνος Τζάνις Μπίτι (νοσοκόμα)
2 Καρκίνος 2 Σύνθια Φιπς (νταντά και κατόπιν μητριά της Άννας)
Λέων Ντινές Γκάπτα (γενικός ιατρός)
2 Λέων 2 Γουίλι Λόμαξ (είδε τη Μ να μπαίνει σε εκκλησία)
3 Λέων 3; (από τις σημειώσεις του Τάλμποτ, φαίνεται πως κάποιος
πολίτης είδε τον 3 να βγαίνει από την κλινική. Αφήνει να εννοηθεί πως
ο 3 είναι γνωστός στις Αρχές και ότι βρισκόταν εκεί το επίμαχο βράδυ)
Εδώ ο Στράικ διέγραψε την τελευταία παράγραφο και στη θέση του
ζωδίου έβαλε ένα όνομα και έγραψε νέα σημείωση.
3 Λέων 3 Νίκο «Λέρας» Ρίτσι (γκάνγκστερ που ήταν παρών στο
χριστουγεννιάτικο πάρτι. Κανείς δε φαίνεται να τον αναγνώρισε εκτός
από έναν ανώνυμο περαστικό)
Παρθένος Ντόροθι Όουκντεν (γραμματέας κλινικής)
Ζυγός Τζόζεφ Μπρένερ (γενικός ιατρός)
2 Ζυγός 2 Ρούμπι Έλιοτ (είδε 2 γυναίκες να παραπατούν)
2 Σκορπιός? (νεκρό άτομο)*
2 Σκορπιός 2 Κυρία Φλέρι (συνόδευε την ηλικιωμένη μητέρα της στο
Κλέρκενγουελ Γκριν το βράδυ της εξαφάνισης της Μάργκοτ)
Τοξότης Γκλόρια Κόντι (ρεσεψιονίστ)
2 Τοξότης 2 Τζουλς Μπέιλις (σύζυγος καθαρίστριας)
Υδροχόος Μάργκοτ Μπάμπορο (θύμα)
Ιχθύς Στίβεν Ντάουθγουεϊτ (ασθενής)
άγνωστο Ρόι Φιπς (σύζυγος)**
άγνωστο Αϊρίν Μπουλ/Χίκσον (ρεσεψιονίστ)**
* Προτείνω στη συνέχεια μια ταυτότητα για τον Σκορπιό, όμως θα μπορούσε να ήταν κάποιο
άλλο πρόσωπο, την ύπαρξη του οποίου αγνοούμε για την ώρα.
** Δεν έχω ιδέα τι σημαίνουν αυτά τα δύο σύμβολα. Στάθηκε αδύνατο να τα εντοπίσω σε
οποιαδήποτε αστρολογική ιστοσελίδα. Φαίνεται πως τα εφηύρε ο ίδιος ο Τάλμποτ. Αν είχε
χρησιμοποιήσει και εδώ τα γνωστά ζώδια, η Αϊρίν θα ήταν η τρίτη Δίδυμος και ο Ρόι θα ήταν
Αιγόκερως. Ο Τάλμποτ γράφει πως ο Φιπς «δεν μπορεί να είναι γνήσιος Αιγόκερως» (επειδή
είναι επινοητικός, ευαίσθητος, φιλόμουσος) κι ύστερα εφευρίσκει αυτό το νέο σύμβολο για να
τον περιγράψει, ακολουθώντας τη συμβουλή του Σμιντ.

Σμιντ
Το όνομα «Σμιντ» απαντάται παντού στο σημειωματάριο «Ο Σμιντ
διορθώνει σε (διαφορετικό ζωδιακό σύμβολο)», «ο Σμιντ ανατρέπει τα
πάντα», «ο Σμιντ διαφωνεί». Ο Σμιντ κατά κύριο λόγο θέλει να αλλάξει
τα ζωδιακά σύμβολα των ανθρώπων, που υπό άλλες συνθήκες θα
θεωρούνταν δεδομένα, μιας και οι ημερομηνίες γέννησης δεν αλλάζουν.
Μίλησα με τον Γκρέγκορι Τάλμποτ και δε θυμάται να γνώριζε ο
πατέρας του κάποιον με αυτό το επίθετο. Η ερμηνεία που προτάσσω σε
αυτό το στάδιο είναι πως ο Σμιντ ενδεχομένως να ήταν κάποιο
αποκύημα της ολοένα και πιο ψυχωσικής φαντασίας του Τάλμποτ.
Ενδεχομένως δεν μπορούσε να προσπεράσει το γεγονός πως τα ζώδια
των ανθρώπων δεν ταυτίζονταν με τις υποτιθέμενες ιδιότητές τους,
οπότε ο Σμιντ ήταν η λογική πλευρά του εαυτού του που επιχειρούσε να
επανέλθει στο προσκήνιο.
Ενδεχομένως αξιόλογα στοιχεία
Τζόζεφ Μπρένερ
Παρά την αρχική επιμονή του Τάλμποτ να απαλλάξει τον Μπρένερ από
κάθε υποψία με βάση το ζώδιό του (ο Ζυγός είναι «το πλέον αξιόπιστο
ζώδιο», σύμφωνα με την Εβαντζελίν Άνταμς), αργότερα καταγράφει στο
σημειωματάριο πως ένας ανώνυμος ασθενής του ιατρείου κατέθεσε
στον Τάλμποτ πως είδε τον Τζόζεφ Μπρένερ μέσα σε μια πολυκατοικία
στην οδό Σκίνερ, το βράδυ που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ. Αυτό το
στοιχείο αμφισβητεί ευθέως τα όσα ισχυρίστηκε ο ίδιος ο Μπρένερ
(δηλαδή ότι επέστρεψε κατευθείαν στο σπίτι του), την επιβεβαίωση των
ισχυρισμών του από την αδελφή του και ενδεχομένως τη μαρτυρία της
γειτόνισσας που είχε βγάλει τον σκύλο βόλτα και ισχυρίζεται πως είδε
τον Μπρένερ μέσα από το παράθυρο του σπιτιού του στις 11 τη νύχτα.
Δεν αναφέρεται κάποια συγκεκριμένη ώρα για την υποτιθέμενη
παρουσία του Μπρένερ στην πολυκατοικία Μάικλ Κλιφ, η οποία
βρισκόταν σε απόσταση 3 λεπτών με το αυτοκίνητο από την κλινική και
επομένως πολύ πιο κοντά στη διαδρομή της Μάργκοτ απ’ ό,τι το σπίτι
του Μπρένερ, που βρισκόταν σε απόσταση 20 λεπτών με το αυτοκίνητο.
Καμία από τις παραπάνω πληροφορίες δεν περιλαμβάνεται στον
επίσημο φάκελο ούτε φαίνεται να ερευνήθηκε περαιτέρω.
Θάνατος Σκορπιού
Ο Τάλμποτ φαίνεται να υπαινίσσεται πως κάποιος πέθανε και ότι η
Μάργκοτ ενδεχομένως θεώρησε τον θάνατο αυτό ύποπτο. Ο θάνατος
του Σκορπιού συνδέεται με τον Ιχθύ (Ντάουθ­γουεϊτ) και την Καρκίνο
(Τζάνις), γεγονός που καθιστά πιθανότερη υποψήφια για τον Σκορπιό
την Τζοάνα Χάμοντ, την παντρεμένη γυναίκα με την οποία διατηρούσε
σχέση ο Ντάουθ­γουεϊτ, η οποία φέρεται να αυτοκτόνησε.
Η ερμηνεία με τους Χάμοντ, Ντάουθγουεϊτ και Τζάνις ταιριάζει
αρκετά καλά: η Μάργκοτ θα μπορούσε να είχε εκφράσει κάποιες
υποψίες σχετικά με τον θάνατο της Χάμοντ στον Ντάουθγουεϊτ την
τελευταία φορά που τον είδε, οπότε εξηγείται το γιατί έφυγε τόσο
ταραγμένος από το ιατρείο της. Επίσης, ως φίλη και γειτόνισσα του
Ντάουθγουεϊτ, η Τζάνις ενδεχομένως να είχε ορισμένες δικές της
υποψίες για εκείνον.
Το πρόβλημα με αυτή τη θεωρία είναι πως αναζήτησα το
πιστοποιητικό γέννησης της Τζοάνα Χάμοντ στο διαδίκτυο και το ζώδιό
της ήταν Τοξότης. Οπότε, είτε δεν είναι το νεκρό άτομο που αναφέρεται
στις σημειώσεις, είτε ο Τάλμποτ σημείωσε λάθος την ημερομηνία
γέννησης.
Αίμα στην οικεία Φιπς/ ο Ρόι περπατά
Όταν ανέλαβε ο Λόσον επικεφαλής των ερευνών, η Βίλμα η
καθαρίστρια του είπε πως είχε δει τον Ρόι να περπατά στον κήπο τη
μέρα που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, ενώ υποτίθεται πως ήταν κλινήρης.
Ισχυρίστηκε επίσης πως βρήκε αίματα στη μοκέτα του βοηθητικού
δωματίου και τα καθάρισε.
Ο Λόσον νόμιζε πως αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Βίλμα είχε
αναφέρει είτε το ένα είτε το άλλο στοιχείο στην αστυνομία, οπότε
υποψιάστηκε πως επιχειρούσε να δημιουργήσει πρόβλημα στον Ρόι
Φιπς.
Όμως αποδεικνύεται πως η Βίλμα είχε πει αυτά τα πράγματα στον
Τάλμποτ, αλλά εκείνος αντί να τα καταγράψει στον επίσημο φάκελο, τα
πέρασε στο αστρολογικό σημειωματάριο.
Παρότι η Βίλμα του είχε ήδη καταθέσει πληροφορίες που ο
οποιοσδήποτε θα θεωρούσε σημαντικές, από τις σημειώσεις του
Τάλμποτ προκύπτει πως εκείνος ήταν βέβαιος ότι η Βίλμα έκρυβε κάτι
άλλο. Φαίνεται πως είχε αναπτύξει μια εμμονή ότι η Βίλμα διέθετε
αποκρυφιστικές δυνάμεις ή κρυφές γνώσεις. Εικάζει πως ο Ταύρος
μπορεί να κατέχει κάποια «μαγεία», φτάνοντας στο σημείο να εικάσει
πως το αίμα στη μοκέτα μπορεί να το άπλωσε η ίδια η Βίλμα, για τους
σκοπούς κάποιου τελετουργικού.
Οι κάρτες ταρό που συνδέονται με τον Ταύρο, το ζώδιο της Βίλμα,
εμφανίζονται συχνά στα σημεία που τις χρησιμοποιεί ο Τάλμποτ κι απ’
ό,τι φαίνεται τους έδινε την ερμηνεία πως η Βίλμα γνώριζε περισσότερα
πράγματα απ’ όσα φανέρωνε. Υπογράμμισε τη φράση «μαύρο
φάντασμα» σε σχέση με εκείνη, ενώ τη συνέδεε και με τη «Μαύρη
Λίλιθ», που είναι κάποιου είδους σημείο αναφοράς στην αστρολογία
και σχετίζεται με τα ταμπού και τα μυστικά. Εφόσον δεν υπάρχει καμία
άλλη ερμηνεία, υποψιάζομαι πως όλα αυτά εμπεριέχουν μια γερή δόση
ρατσισμού.
Έξω, στην οδό Τσάρινγκ Κρος, πέρασε κάποιο αυτοκίνητο, από τα
ηχεία του οποίου έπαιζε στη διαπασών το «Do They Know It’s
Christmas?» Σμίγοντας τα φρύδια του, ο Στράικ πρόσθεσε ένα ακόμη
σημείο στην ενότητα «ενδεχομένως χρήσιμες νέες πληροφορίες» κι
άρχισε να πληκτρολογεί.
Νίκο «Λέρας» Ρίτσι
Σύμφωνα με τον Τάλμποτ, ο Λέων 3 εθεάθη να φεύγει από την κλινική
μια νύχτα από έναν ανώνυμο περαστικό, ο οποίος το κατέθεσε αργότερα
στον Τάλμποτ. Ο Νίκο «Λέρας» Ρίτσι συνελήφθη από τον φωτογραφικό
φακό σε ένα από τα ενσταντανέ της Ντόροθι Όουκντεν, από το
χριστουγεννιάτικο πάρτι του 1973. Η φωτογραφία ανατυπώθηκε στο
βιβλίο του γιου της. Ο Ρίτσι ήταν Λέων (επιβεβαιωμένη ημερομηνία
γέννησης από ρεπορτάζ εφημερίδας του 1968).
Ο Ρίτσι ήταν επαγγελματίας γκάνγκστερ, πορνογράφος και
προαγωγός, ο οποίος το 1974 κατοικούσε στη Λέδερ Λέιν, στο
Κλέρκενγουελ, σε μικρή απόσταση από την κλινική, επομένως λογικά
θα ήταν εγγεγραμμένος στον κατάλογο κάποιου από τους γιατρούς εκεί.
Πλέον είναι πάνω από 90 ετών και ζει σε οίκο ευγηρίας, σύμφωνα με
τον Σάνκερ.
Το γεγονός πως ο Ρίτσι βρισκόταν στο πάρτι δεν αναφέρεται στον
επίσημο φάκελο. Ο Τάλμποτ θεώρησε την παρουσία του Ρίτσι στην
κλινική αρκετά σημαντική ώστε να την καταγράψει στο αστρολογικό
σημειωματάριο, όμως δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη πως ερεύνησε
το στοιχείο αυτό περαιτέρω, ούτε ότι το ανέφερε στον Λόσον. Πιθανές
ερμηνείες: 1) καθώς ο Ρίτσι ήταν Λέων, όχι Αιγόκερως, ο Τάλμποτ
συμπέρανε πως δε θα μπορούσε να είναι ο Μπαφομέτ, 2) ο Τάλμποτ δεν
είχε εμπιστοσύνη στο άτομο που κατέθεσε πως είχε δει τον Ρίτσι να
βγαίνει από το κτίριο, 3) ο Τάλμποτ γνώριζε, αλλά δεν κατέγραψε στο
σημειωματάριό του ότι ο Ρίτσι διέθετε άλλοθι για τη νύχτα που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, 4) ο Τάλμποτ γνώριζε πως ο Ρίτσι διέθετε
άλλοθι για άλλες απαγωγές από τον Χασάπη του Έσεξ.
Ό,τι κι αν ισχύει, η παρουσία του Ρίτσι στο πάρτι πρέπει οπωσδήποτε
να διερευνηθεί. Είναι άνθρωπος που διέθετε επαφές ώστε να κανονίσει
την εξαφάνιση μιας γυναίκας. Βλέπε προτεινόμενες ενέργειες
παρακάτω.
Στοίχισε στον Στράικ πολύ περισσότερη προσπάθεια απ’ ό,τι υπό
κανονικές συνθήκες, προκειμένου να οργανώσει τις σκέψεις του σχετικά
με τον Λέρα και να τις αποτυπώσει στο κείμενο. Κουρασμένος πλέον, με
το λαρύγγι να τον καίει και τους μεσοπλεύριους μυς να τον πονάνε από
τον βήχα, διάβασε το υπόλοιπο κείμενο, το οποίο κατά τη γνώμη του
ελάχιστη ουσιαστική αξία είχε, πέρα από τις προτεινόμενες ενέργειες για
τη συνέχεια. Αφού διόρθωσε ορισμένα τυπογραφικά λάθη, πρόσθεσε τα
πάντα σε ένα email και το έστειλε στη Ρόμπιν.
Της είχε ήδη στείλει το μήνυμα, όταν του πέρασε από το μυαλό πως
ορισμένοι άνθρωποι ενδεχομένως να θεωρούσαν απαράδεκτο να στέλνεις
μηνύματα σε συναδέλφους ανήμερα τα Χριστούγεννα.
Όμως έκανε πέρα τις όποιες παροδικές αμφιβολίες, λέγοντας στον
εαυτό του πως η Ρόμπιν εκείνη τη στιγμή απολάμβανε τα Χριστούγεννα
με τους δικούς της και επομένως ήταν εξαιρετικά απίθανο να κοίταζε αν
είχε νέα μηνύματα νωρίτερα από την επόμενη ημέρα.
Έπιασε το κινητό του και κοίταξε την οθόνη. Η Σάρλοτ δεν του είχε
στείλει άλλο μήνυμα. Φυσικό ήταν, είχε δίδυμα παιδιά, αριστοκρατικά
πεθερικά και σύζυγο να περιποιηθεί εκείνη την ημέρα. Άφησε και πάλι
κατά μέρος το κινητό.
Παρότι οι δυνάμεις του ήταν ελάχιστες, ο Στράικ έβρισκε την απουσία
κάποιας απασχόλησης ακόμη πιο εκνευριστική. Χωρίς ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, έριξε μια ματιά σε κάτι χριστουγεννιάτικα δώρα που είχε
ακουμπήσει δίπλα του, αμφότερα προφανώς σταλμένα από ευγνώμονες
πελάτες, καθώς παραλήπτες ήταν τόσο ο ίδιος όσο και τη Ρόμπιν.
Κουνώντας το μεγαλύτερο κουτί, συμπέρανε πως περιείχε σοκολατάκια.
Επέστρεψε στο υπνοδωμάτιό του κι εκεί χάζεψε για λίγο στην
τηλεόραση, όμως η ασταμάτητη επικέντρωση στα Χριστούγεννα του
χάλασε το κέφι, οπότε την έκλεισε την ώρα που μια παρουσιάστρια
ευχόταν όλοι οι τηλεθεατές να περνούσαν υπέροχα…
Ο Στράικ επέστρεψε στην κουζίνα, κι εκεί το μάτι του έπεσε στη βαριά
μηχανή προβολής και στη μεταλλική θήκη που ήταν αφημένη στο
πάτωμα. Έπειτα από έναν σύντομο δισταγμό, σήκωσε το βαρύ μηχάνημα,
το απόθεσε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, στραμμένο προς ένα κενό
σημείο του τοίχου, και το έβαλε στην πρίζα. Απ’ ό,τι φαίνεται,
λειτουργούσε. Ύστερα ξεκούμπωσε το καπάκι της μεταλλικής θήκης,
αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο ρολό φιλμ των 16 χιλιοστών, το οποίο
έβγαλε και προσάρμοσε στη μηχανή προβολής.
Το δίχως άλλο επειδή δε σκεφτόταν καθαρά ως συνήθως, κι επίσης
λόγω της ανάγκης να σταματάει κάθε τόσο ώστε να φτύνει κι άλλα
φλέματα στο χαρτί κουζίνας, ο Στράικ χρειάστηκε σχεδόν μία ώρα μέχρι
να καταλάβει πώς λειτουργούσε η παλιά συσκευή, οπότε
συνειδητοποίησε πως αισθανόταν μια μικρή πείνα. Εν τω μεταξύ, η ώρα
κόντευε δύο. Προσπαθώντας να μη φαντάζεται τι συνέβαινε στο Σεντ
Μος, όπου μια πελώρια γαλοπούλα με όλα τα συνοδευτικά καλούδια το
δίχως άλλο έφτανε στο αποκορύφωμα της καλοψημένης τελειότητας,
αλλά θεωρώντας εκείνη την υποψία όρεξης σαν σημάδι ανάρρωσης, πήρε
τη συσκευασία με το ληγμένο κοτόπουλο και τα μαραμένα λαχανικά από
το ψυγείο, τα έκοψε όλα, έβρασε κάτι αφυδατωμένα ασιατικά ζυμαρικά
και ετοίμασε ένα πρόχειρο πιάτο, μαγειρεύοντας τα πάντα στο ίδιο
τηγάνι.
Εξακολουθούσε να μην έχει ίχνος γεύσης, όμως αυτή η δεύτερη
κατανάλωση τροφής τον έκανε να αισθανθεί κάπως περισσότερο
άνθρωπος, οπότε έσκισε το χαρτί και το σελοφάν από το κουτί με τα
σοκολατάκια, κι έφαγε κάμποσα από αυτά, προτού ανεβάσει τον διακόπτη
του προτζέκτορα.
Πάνω στον τοίχο, ωχρή στο φως του ήλιου, τρεμόπαιξε η γυμνή μορφή
μιας γυναίκας. Το κεφάλι της ήταν μέσα στα αίματα. Τα χέρια της δεμένα
πισθάγκωνα. Το πόδι ενός άντρα, μέσα σε μαύρο παντελόνι, εμφανίστηκε
στο κάδρο. Την κλότσησε: εκείνη παραπάτησε και έπεσε στα γόνατα. Ο
άντρας συνέχισε να την κλοτσάει, ώσπου η γυναίκα σωριάστηκε στο
πάτωμα ενός χώρου που έμοιαζε με βιομηχανική αποθήκη.
Η γυναίκα θα είχε ουρλιάξει προφανώς, θα ήταν αδύνατο να μην είχε
ουρλιάξει, όμως η ταινία δεν είχε ήχο. Μια λεπτή ουλή εκτεινόταν κάτω
από το αριστερό της στήθος προς τα πλευρά της, λες και δεν ήταν αυτή η
πρώτη φορά που την ακουμπούσαν μαχαίρια. Όλοι οι άντρες που
συμμετείχαν στη σκηνή είχαν το πρόσωπό τους καλυμμένο με μαντίλια ή
μπαλακλάβες. Μονάχα εκείνη ήταν γυμνή: οι άντρες απλώς κατέβασαν τα
παντελόνια τους.
Η γυναίκα έπαψε να κινείται πολλή ώρα προτού τελειώσουν μαζί της.
Κάποια στιγμή προς το τέλος, όταν μετά βίας σάλευε και εξακολουθούσε
να αιμορραγεί από τις πολλές πληγές που της είχαν ανοίξει οι λεπίδες των
μαχαιριών, το αριστερό χέρι ενός άντρα που μέχρι τότε φαινόταν να
παρακολουθούσε, χωρίς να συμμετέχει, πέρασε μπροστά από τον φακό.
Πάνω του είχε κάτι μεγάλο και χρυσό.
Ο Στράικ έκλεισε τον προτζέκτορα. Ξαφνικά τον είχε λούσει κρύος
ιδρώτας. Το στομάχι του σφιγγόταν. Μετά βίας πρόλαβε να φτάσει στην
τουαλέτα πριν κάνει εμετό, κι εκεί παρέμεινε, παραδομένος στους
σπασμούς, μέχρι που τα σωθικά του άδειασαν και το σούρουπο άρχισε να
απλώνεται μέσα από τα παράθυρα της σοφίτας.
30
Ω, φίλτατη κυρά, είπε τότε ο τολμηρός παγανιστής,
συγχώρα το σφάλμα του οργισμένου ανθρώπου,
που η μεγάλη οδύνη του τον έκαμε να λησμονεί πώς να κρατά
της λογικής τα γκέμια.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η Άναμπελ έκλαιγε σπαραχτικά στο παλιό δωμάτιο του Σπένσερ, που


βρισκόταν ακριβώς δίπλα σ’ εκείνο της Ρόμπιν. Η ανιψιά της είχε περάσει
κλαίγοντας ένα μεγάλο μέρος της νύχτας των Χριστουγέννων κι η Ρόμπιν
είχε ξενυχτήσει μαζί της, ακούγοντας την Τζόνι Μίτσελ να τραγουδά
μέσα από τα ακουστικά της, σε μια προσπάθεια να κρατήσει μακριά τον
θόρυβο.
Τέσσερις ημέρες εγκλωβισμού στο σπίτι των γονιών της, στο Μάσαμ,
είχαν υποχρεώσει τη Ρόμπιν να αναζητήσει καταφύγιο στις ιδιότροπες
μελωδίες και στους περίεργους στίχους της Μίτσελ, προκαλώντας της ένα
αλλόκοτο αίσθημα αποπροσανατολισμού. Η Μάργκοτ Μπάμπορο είχε
ανακαλύψει εκεί κάτι που είχε ανάγκη και μήπως η ζωή εκείνης της
γυναίκας δεν ήταν απείρως πιο περίπλοκη απ’ ό,τι η δική της; Δυο
άρρωστοι γονείς που χρειάζονταν υποστήριξη, μια κορούλα βρέφος
ακόμη να την αγαπά και να της λείπει, ένας χώρος εργασίας γεμάτος
υπόγεια ρεύματα και επιθετικότητα, ένας σύζυγος που αρνιόταν να της
μιλήσει, ένας δεύτερος άντρας να περιμένει μια ακόμη ευκαιρία πατώντας
σε υποσχέσεις πως είχε αλλάξει. Αλήθεια, πόσο ασήμαντα ήταν τα
προβλήματα της Ρόμπιν σε σχέση με όλα εκείνα;
Έτσι, η Ρόμπιν παρέμεινε ξαπλωμένη στο σκοτάδι, ακούγοντας τα
τραγούδια, έτσι όπως δεν τα είχε ακούσει στο τρένο. Και τότε διέκρινε
μια αποξενωτική πολυπλοκότητα στους στίχους που είχε μόλις
ερμηνεύσει εκείνη η πανέμορφη φωνή. Η Ρόμπιν δεν είχε ζήσει
συναρπαστικούς έρωτες, τους οποίους θα επιχειρούσε να αναλύσει ή να
θρηνήσει: στη ζωή της μετρούσε ένα κανονικό αγόρι κι έναν γάμο που
είχε στραβώσει απελπιστικά, και τώρα βρισκόταν στο σπίτι των γονιών
της, μια άτεκνη εικοσιεννιάχρονη που η ζωή της «κινούνταν σε
διαφορετική κατεύθυνση απ’ ό,τι των άλλων»: με άλλα λόγια, προς τα
πίσω.
Όμως στο σκοτάδι, ενώ άκουγε πραγματικά, άρχισε να διακρίνει
μελωδίες ανάμεσα στις εκκρεμείς νότες και καθώς έπαψε να συγκρίνει τη
μουσική με οτιδήποτε θα άκουγε συνήθως, συνειδητοποίησε πως οι
εικόνες που της είχαν φανεί αποξενωτικές μέσα στην τόση αλλοκοτιά
τους, στην πραγματικότητα αποτελούσαν ομολογίες ανεπάρκειας και
εκτοπισμού, παραδοχές της δυσκολίας συνδυασμού δύο ζωών, της
αναμονής εκείνης της αδελφής ψυχής που δεν εννοούσε να εμφανιστεί,
της ταυτόχρονης λαχτάρας για ελευθερία και έρωτα.
Και πραγματικά σάστισε μόλις άκουσε τους στίχους στην αρχή του
έκτου τραγουδιού: «Διαρκώς καθυστερώ, όπως αυτό το τρένο…»
Κι όταν αργότερα στο ίδιο τραγούδι η Μίτσελ αναρωτήθηκε: «Και τώρα
τι θα κάνεις; Δεν έχεις πού να δώσεις την αγάπη σου», δάκρυα κύλησαν
από τα μάτια της Ρόμπιν. Σκάρτα δύο χιλιόμετρα από το σημείο όπου
ήταν ξαπλωμένη, ο Μάθιου και η Σάρα θα πλάγιαζαν μαζί στο κρεβάτι
του ξενώνα στο σπίτι του τέως πεθερού της, κι η Ρόμπιν ήταν εδώ, και
πάλι μόνη σε ένα δωμάτιο που για εκείνη θα είχε για πάντα μια αίσθηση
κελιού. Εδώ μέσα είχε περάσει μήνες ολόκληρους αφότου σταμάτησε το
πανεπιστήμιο, εγκλωβισμένη σε τέσσερις τοίχους από την ανάμνηση
εκείνου του άντρα που φόραγε μάσκα γορίλα, τα χειρότερα είκοσι λεπτά
ολόκληρης της ζωής της.
Απ’ όταν ήρθε στο σπίτι, όλοι εδώ προσφέρονταν να τη συνοδέψουν
στην πόλη, «γιατί δε θα έπρεπε να κρύβεσαι». Ο υπαινιγμός, πέρα από τις
καλές τους προθέσεις, ήταν πως το να κρυφτεί θα ήταν μια φυσική
αντίδραση για μια γυναίκα που ο τέως σύζυγός της είχε βρει νέα
σύντροφο. Ήταν ντροπή να είσαι μόνη.
Αλλά έτσι όπως άκουγε το Court and Spark, η Ρόμπιν σκεφτόταν πως
ήταν ολότελα αλήθεια ότι η ζωή της κινούνταν σε διαφορετική
κατεύθυνση από εκείνη οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου γνώριζε.
Αγωνιζόταν να ξαναγίνει ο άνθρωπος που θα ήταν, προτού ένας
μασκοφόρος άντρας πεταχτεί από τα σκοτάδια μιας σκάλας και την
αρπάξει. Ο λόγος που κανείς άλλος δεν το καταλάβαινε αυτό ήταν επειδή
υπέθεταν πως θα έβρισκε τον πραγματικό της εαυτό στον ρόλο της
συζύγου που επιθυμούσε ο Μάθιου Κάνλιφ: μιας γυναίκας που έκανε
ήσυχα τη δουλειά της στον τομέα διαχείρισης ανθρωπίνου δυναμικού και
καθόταν φρόνιμα στο σπίτι της όταν σκοτείνιαζε. Δε συνειδητοποιούσαν
πως η γυναίκα αυτή ήταν το αποτέλεσμα εκείνων των είκοσι λεπτών και
ότι η αυθεντική Ρόμπιν ίσως να μην είχε επανεμφανιστεί ποτέ, αν δεν είχε
σταλεί κατά λάθος σε ένα ταλαίπωρο γραφείο στην οδό Ντένμαρκ.
Έχοντας την αλλόκοτη αίσθηση πως είχε περάσει παραγωγικά τις
ξάγρυπνες ώρες της, η Ρόμπιν έκλεισε το iPod της. Η ώρα ήταν τέσσερις,
ξημέρωμα της επομένης των Χριστουγέννων, και στο σπίτι επικρατούσε
επιτέλους σιωπή. Η Ρόμπιν έβγαλε τα ακουστικά της, γύρισε πλευρό και
κατάφερε να αποκοιμηθεί.
Δύο ώρες αργότερα η Άναμπελ ξύπνησε ξανά, κι αυτή τη φορά η Ρόμπιν
σηκώθηκε και κατέβηκε στο ισόγειο, ξυπόλυτη, φτάνοντας μέχρι το
μεγάλο ξύλινο τραπέζι δίπλα στην κουζίνα, έχοντας μαζί το
σημειωματάριο, τον φορητό υπολογιστή και το κινητό της.
Ήταν απόλαυση να έχει την κουζίνα όλη δική της. Ο κήπος, έξω από το
παράθυρο, καλυμμένος από παχιά πάχνη, απλωνόταν σκούρος μπλε και
ασημής στο φως της χειμωνιάτικης χαραυγής. Αφού ακούμπησε τον
υπολογιστή και το κινητό της στο τραπέζι, καλημέρισε τον Ρόουντρι, ο
οποίος πλέον ήταν γερούλης και τα αρθριτικά του δεν του επέτρεπαν να
κάνει πολλές χαρές τα πρωινά, όμως άρχισε να κουνά νωχελικά την ουρά
του από το καλάθι του δίπλα στο καλοριφέρ. Η Ρόμπιν ετοίμασε μια
κούπα τσάι κι ύστερα κάθισε στο τραπέζι και άνοιξε τον υπολογιστή της.
Δεν είχε διαβάσει ακόμη το αρχείο που της είχε στείλει ο Στράικ, στο
οποίο περιέγραφε περιληπτικά τις αστρολογικές σημειώσεις και είχε
φτάσει την ώρα που η Ρόμπιν ήταν απασχολημένη, καθώς βοηθούσε τη
μητέρα της να ετοιμάσει το γεύμα των Χριστουγέννων. Η Ρόμπιν έβαζε
κάτι λαχανάκια Βρυξελλών να βράσουν, όταν είδε με την άκρη του
ματιού της την ειδοποίηση στο κινητό της, το οποίο φόρτιζε σε μία από
τις ελάχιστες πρίζες που δε χρησιμοποιούνταν από κάποια βρεφική
συσκευή: τον αποστειρωτή μπιμπερό, το σύστημα ενδοεπικοινωνίας ή το
θήλαστρο. Βλέποντας το όνομα του Στράικ, η καρδιά της είχε πεταρίσει
για μια στιγμή, καθώς ήταν σίγουρη πως θα της είχε στείλει μήνυμα να
την ευχαριστήσει για το DVD του Τομ Γουέιτς, και το γεγονός πως είχε
επικοινωνήσει μαζί της ανήμερα τα Χριστούγεννα ήταν μια ένδειξη
φιλίας που αντίστοιχή της ίσως να μην είχε προηγηθεί.
Όμως όταν άνοιξε το email, το κείμενο ανέφερε μονάχα τα εξής:
Ενημερωτικά: περίληψη των αστρολογικών σημειώσεων του
Τάλμποτ και προτεινόμενες ενέργειες.
Η Ρόμπιν ήξερε πως το πρόσωπό της πρέπει να είχε κρεμάσει, έτσι όπως
σήκωσε το κεφάλι και είδε τη μητέρα της να την παρατηρεί.
«Άσχημα νέα;»
«Όχι, ο Στράικ έστειλε απλώς κάτι».
«Χριστουγεννιάτικα;» σχολίασε αυστηρά η Λίντα.
Και η Ρόμπιν συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή πως ο Τζέφρι, ο τέως
πεθερός της, πρέπει να διέδιδε στην πόλη πως αν ο Μάθιου είχε φανεί
άπιστος, αυτό συνέβη μονάχα όταν ο ίδιος είχε υποστεί πρώτος μια
φρικτή προδοσία. Η Ρόμπιν διέκρινε την αλήθεια στο ύφος της μητέρας
της, όπως και στο ξαφνικό ενδιαφέρον της Τζένι για την Άναμπελ, την
οποία ντάντευε στην αγκαλιά της, αλλά και στο κοφτό βλέμμα που έριξε
προς το μέρος της ο Τζόναθαν, ο μικρότερος αδελφός της, ο οποίος
άδειαζε μια έτοιμη σάλτσα μούρων σε ένα πιάτο.
«Για δουλειά», είχε διευκρινίσει ψυχρά η Ρόμπιν. Οπότε, καθένας από
τους βουβούς επικριτές της είχε σπεύσει να καταπιαστεί με ό,τι έκανε
νωρίτερα.
Κατά συνέπεια, ήταν ιδιαίτερα ανάμεικτα τα συναισθήματα απέναντι
στον συντάκτη του μηνύματος που συνόδευαν τη Ρόμπιν, καθώς καθόταν
να διαβάσει το αρχείο που της είχε στείλει ο Στράικ. Το ότι της είχε
στείλει μήνυμα ανήμερα τα Χριστούγεννα έβγαζε μια υποψία
αποδοκιμασίας, λες και η Ρόμπιν τον είχε κρεμάσει, επιλέγοντας να
επιστρέψει στη γενέτειρά της, αντί να παραμείνει στο Λονδίνο και να
τρέχει μόνη της το γραφείο, ενόσω εκείνος, ο Μπάρκλεϊ και ο Μόρις ήταν
κρεβατωμένοι με γρίπη. Κι εκτός αυτού, αν ήταν να της στείλει μήνυμα
χριστουγεννιάτικα, η στοιχειώδης ευγένεια θα επέβαλλε να είναι κάποιο
μήνυμα προσωπικού χαρακτήρα. Ίσως βέβαια να είχε υποδεχτεί το
χριστουγεννιάτικο δώρο της με την ίδια ακριβώς αδιαφορία που είχε
αντιμετωπίσει εκείνη το δικό του.
Η Ρόμπιν είχε μόλις φτάσει στο τέλος των «Ενδεχομένως χρήσιμων
στοιχείων» και προσπαθούσε να χωνέψει το ενδεχόμενο κάποιος
επαγγελματίας κακοποιός, σε τουλάχιστον μία περίπτωση, να είχε βρεθεί
κοντά στη Μάργκοτ Μπάμπορο, όταν άνοιξε η πόρτα της κουζίνας, οπότε
έφτασαν ως εκεί οι μακρινοί σπαραγμοί της Άναμπελ. Η Λίντα μπήκε στο
δωμάτιο φορώντας ρόμπα και παντόφλες.
«Τι κάνεις εσύ εδώ κάτω;» ρώτησε κάπως αποδοκιμαστικά, όπως
κατευθυνόταν προς τον βραστήρα.
Η Ρόμπιν προσπάθησε να μη φανερώσει τον εκνευρισμό της. Είχε
περάσει τις τελευταίες ημέρες χαμογελώντας αδιάκοπα, σε σημείο που
πλέον την πονούσε το πρόσωπό της, είχε βοηθήσει όσο περισσότερο της
επέτρεπαν οι δυνάμεις της, θαυμάζοντας τη μικρούλα Άναμπελ σε σημείο
που πλέον αμφέβαλλε αν απέμενε μισή σπιθαμή του σώματός της που να
μην είχε επαινέσει· είχε συμμετάσχει στα παιχνίδια, είχε σερβίρει ποτά,
είχε παρακολουθήσει ταινίες κι είχε ξετυλίξει σοκολάτες ή σπάσει
καρύδια για την Τζένι, η οποία ήταν διαρκώς καθηλωμένη στον καναπέ
από τις απαιτήσεις του θηλασμού. Είχε εκδηλώσει ουσιαστικό και θετικό
ενδιαφέρον για τα κατορθώματα των φίλων του Τζόναθαν στο
πανεπιστήμιο· είχε ακούσει τις απόψεις του πατέρα της σχετικά με την
αγροτική πολιτική του Ντέιβιντ Κάμερον και είχε παρατηρήσει, δίχως να
εκδηλώσει την παραμικρή δυσφορία, πως ούτε ένα μέλος της οικογένειάς
της δεν είχε ρωτήσει να μάθει πώς τα πήγαινε με τη δουλειά της. Δεν
επιτρεπόταν, δηλαδή, να περάσει μισή ώρα με ηρεμία στην κουζίνα, αφού
ούτως ή άλλως η Άναμπελ καθιστούσε μάταιη κάθε απόπειρα ύπνου;
«Διαβάζω ένα μήνυμα», απάντησε η Ρόμπιν.
«Υποψιάζονται», είπε η Λίντα (οπότε η Ρόμπιν ήταν σίγουρη πως το
υποκείμενο του ρήματος ήταν οι νέοι γονείς, οι απόψεις και οι επιθυμίες
των οποίων είχαν πλέον απόλυτη προτεραιότητα) «πως φταίνε τα
λαχανάκια. Όλη νύχτα είχε κολικούς, το καημένο. Η Τζένι είναι
κατάκοπη».
«Η Άναμπελ δεν έφαγε λαχανάκια», σχολίασε η Ρόμπιν.
«Παίρνει όλες τις ουσίες μέσα από το μητρικό γάλα», εξήγησε η Λίντα,
με τη Ρόμπιν να διακρίνει μια υποψία συγκαταβατικότητας στη φωνή της,
μιας και η ίδια δεν ήταν κοινωνός των μυστηρίων της μητρότητας.
Με δυο κούπες τσάι στο χέρι για τον Στίβεν και την Τζένι, η Λίντα
έφυγε και πάλι από το δωμάτιο. Ανακουφισμένη, η Ρόμπιν άνοιξε τον
υπολογιστή της και σημείωσε στα γρήγορα μερικές σκέψεις που είχε
κάνει ενόσω διάβαζε τα «Ενδεχομένως χρήσιμα στοιχεία» και στη
συνέχεια επέστρεψε στο αρχείο του Στράικ, προκειμένου να διαβάσει τη
σύντομη ενότητα των «Πιθανότατα άσχετων πληροφοριών» που είχε
συλλέξει από το σημειωματάριο του Τάλμποτ.
Πολ Σάτσγουελ
Μέσα σε μερικούς μήνες, είναι σαφές πως η πνευματική κατάσταση του
Τάλμποτ επιδεινώθηκε, κρίνοντας από τις σημειώσεις του, οι οποίες
σταδιακά κατέληγαν ολοένα και πιο ξεκομμένες από την
πραγματικότητα.
Προς το τέλος του σημειωματάριου επανέρχεται στα άλλα δύο
κερασφόρα σύμβολα του ζωδιακού κύκλου, τον Κριό και τον Ταύρο,
μάλλον επειδή εξακολουθεί η εμμονή του με τον διάβολο. Όπως
αναφέρθηκε και παραπάνω, η Βίλμα γίνεται στόχος πολλών αβάσιμων
υποψιών, όμως παράλληλα ο Τάλμποτ μπαίνει στον κόπο να υπολογίσει
το πλήρες ωροσκόπιο του Σάτσγουελ, πράγμα το οποίο σημαίνει πως
πρέπει να είχε την ακριβή ώρα γέννησής του. Πιθανότατα δεν έχει
κάποια σημασία, όμως είναι παράξενο το ότι επανήλθε στον Σάτσγουελ
και διέθεσε τόσο πολύ χρόνο για το ωροσκόπιό του, κάτι που δεν έκανε
για κανέναν άλλο ύποπτο. Ο Τάλμποτ υπογραμμίζει πτυχές του
ωροσκοπίου που υποτίθεται πως υποδηλώνουν επιθετικότητα,
ανειλικρίνεια και νευρώσεις. Παράλληλα, επισημαίνει κάθε τόσο πως
διάφορα σημεία του ωροσκοπίου του Σάτσγουελ είναι «όπως στον ΑΚ»
χωρίς καμία άλλη εξήγηση.
Ρόι Φιπς και Αϊρίν Χίκσον
Όπως επισημαίνεται και παραπάνω, τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο
Τάλμποτ για τον Ρόι Φιπς και την Αϊρίν Χίκσον (η οποία την εποχή
εκείνη ονομαζόταν Αϊρίν Μπουλ) δεν εμφανίζονται σε καμία
αστρολογική ιστοσελίδα και πρέπει να είναι εφευρήματα του Τάλμποτ.
Το σύμβολο του Ρόι μοιάζει με ακέφαλο ανθρωπάκι. Τι ακριβώς
υποτίθεται πως απεικονίζει δεν μπορώ να καταλάβω, ενδεχομένως
κάποιον αστερισμό; Γύρω από το όνομα του Ρόι εμφανίζονται ρήσεις
σχετικά με φίδια.
Το σύμβολο της Αϊρίν, επίσης δημιούργημα του Τάλμποτ, μοιάζει με
μεγάλο ψάρι και –
Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε ξανά. Η Ρόμπιν γύρισε να κοιτάξει. Ήταν
και πάλι η Λίντα.
«Εδώ είσαι ακόμη;» είπε, ενώ η φωνή της εξακολουθούσε να
χρωματίζεται από μια υποψία αποδοκιμασίας.
«Όχι», είπε η Ρόμπιν, «επάνω είμαι».
Το χαμόγελο της Λίντα ήταν σφιγμένο. Όπως κατέβαζε κι άλλες κούπες
από το ντουλάπι, ρώτησε:
«Μήπως θες λίγο τσάι ακόμη;»
«Ευχαριστώ, όχι», είπε η Ρόμπιν κλείνοντας τον υπολογιστή της. Είχε
αποφασίσει να ολοκληρώσει την ανάγνωση του αρχείου που είχε στείλει
ο Στράικ στο δωμάτιό της. Ίσως να φανταζόταν πράγματα που δεν
ίσχυαν, όμως η Λίντα φαινόταν να κάνει περισσότερο θόρυβο απ’ ό,τι
συνήθως.
«Δεν έφταναν όλα τ’ άλλα, σε έχει βάλει και δουλεύεις
χριστουγεννιάτικα, δηλαδή;» σχολίασε η Λίντα.
Τις τελευταίες τέσσερις ημέρες η Ρόμπιν είχε την υποψία πως η μητέρα
της ήθελε να της μιλήσει για τον Στράικ. Οι εκφράσεις που είχε διακρίνει
στα έκπληκτα πρόσωπα των συγγενών της χτες, της είχαν δώσει να
καταλάβει το γιατί. Όμως δεν είχε καμία απολύτως υποχρέωση να
διευκολύνει τη Λίντα να την ανακρίνει.
«Σαν να μην έφταναν ποια;» είπε η Ρόμπιν.
«Ξέρεις τι εννοώ», είπε η Λίντα. «Χριστούγεννα είναι. Νόμιζα πως είχες
κάποια χρωστούμενα ρεπό».
«Παίρνω ρεπό», είπε η Ρόμπιν.
Πήγε την άδεια κούπα της στον νεροχύτη. Ο Ρόουντρι σηκώθηκε με
δυσκολία αυτή τη φορά, κι η Ρόμπιν του άνοιξε να βγει από την πίσω
πόρτα, νιώθοντας τον παγερό αέρα σε κάθε σπιθαμή εκτεθειμένης
επιδερμίδας. Πέρα από τον φράχτη του κήπου μπορούσε να δει τον ήλιο
που έβαφε τον ορίζοντα πράσινο, καθώς ανηφόριζε σταθερά στο παγερό
στερέωμα.
«Βλέπει κανέναν άνθρωπο;» ρώτησε η Λίντα. «Ο Στράικ θέλω να πω».
«Ένα σωρό ανθρώπους βλέπει», απάντησε η Ρόμπιν, επίτηδες αφελώς.
«Είναι μέρος της δουλειάς».
«Ξέρεις τι θέλω να πω», επέμεινε η Λίντα.
«Προς τι το ενδιαφέρον;»
Περίμενε πως η μητέρα της θα έκανε πίσω, όμως αιφνιδιάστηκε.
«Νομίζω πως καταλαβαίνεις», είπε, όπως στρεφόταν προς το μέρος της
κόρης της.
Η Ρόμπιν θύμωσε, συνειδητοποιώντας ότι κοκκίνιζε. Ήταν ολόκληρη
γυναίκα, είκοσι εννέα χρονών. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή από το κινητό
της πάνω στο τραπέζι της κουζίνας ακούστηκε ένας βόμβος. Ήταν
πεπεισμένη πως ο Στράικ της έστελνε κάποιο μήνυμα και, προφανώς, την
ίδια εντύπωση σχημάτισε και η Λίντα που, καθώς βρισκόταν πιο κοντά,
έπιασε το κινητό και το έδωσε στη Ρόμπιν, ρίχνοντας με τρόπο μια ματιά
στο όνομα του αποστολέα.
Δεν ήταν ο Στράικ. Ο Σολ Μόρις της είχε στείλει μήνυμα. Σε αυτό
έγραφε:
Ελπίζω τα Χριστούγεννά σου να μην είναι τόσο σκατά όσο τα δικά
μου.
Κανονικά, η Ρόμπιν δε θα του είχε απαντήσει. Όμως ο εκνευρισμός της
με την οικογένειά της, καθώς και κάτι άλλο, κάτι που δεν είχε ιδιαίτερη
διάθεση να ομολογήσει, την έκαναν να συντάξει μια σύντομη απάντηση,
ενώ η Λίντα παρακολουθούσε:
Εξαρτάται από το πόσο σκατά είναι τα δικά σου. Τα δικά μου είναι
αρκετά σκατά.
Έστειλε το μήνυμα κι ύστερα γύρισε να κοιτάξει τη Λίντα.
«Ποιος είναι ο Σολ Μόρις;» ρώτησε η μητέρα της.
«Εξωτερικός συνεργάτης στο γραφείο. Πρώην αστυνομικός», είπε η
Ρόμπιν.
«Α», έκανε η Λίντα.
Η Ρόμπιν καταλάβαινε πως η συγκεκριμένη πληροφορία είχε προσφέρει
στη Λίντα νέα τροφή για σκέψη. Κι αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον
εαυτό της, αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος της. Πήρε τον υπολογιστή της
από το τραπέζι και έφυγε από την κουζίνα.
Το μπάνιο ήταν προφανώς κατειλημμένο. Η Ρόμπιν επέστρεψε στο
δωμάτιό της. Μέχρι να ξαπλώσει στο κρεβάτι της, έχοντας ανοίξει και
πάλι τον υπολογιστή, ο Μόρις της είχε στείλει δεύτερο γραπτό μήνυμα.
Πες μου τις σκοτούρες σου, να σου πω τις δικές μου. Τα βάσανα
είναι ελαφρύτερα όταν τα μοιράζεσαι και λοιπές λαϊκές σοφίες.
Μετανιώνοντας ελαφρά που του είχε απαντήσει, η Ρόμπιν ακούμπησε
το κινητό της με την οθόνη προς τα κάτω στο κρεβάτι της και συνέχισε να
διαβάζει το αρχείο του Στράικ.
Το σύμβολο της Αϊρίν, επίσης δημιούργημα του Τάλμποτ, μοιάζει με
μεγάλο ψάρι και ο επιθεωρητής είναι κάτι παραπάνω από σαφής
σχετικά με το τι θεωρεί πως αντιπροσωπεύει: «Το τερατώδες Κήτος, ο
Λεβιάθαν, η βιβλική φάλαινα, επιφανειακή γοητεία, κατά βάθος κακία.
Ισχυρογνώμων, απολαμβάνει την προσοχή, θέατρο και ψέμα». Απ’ ό,τι
φαίνεται, ο Τάλμποτ υποψιαζόταν πως η Αϊρίν ήταν ψεύτρα πριν ακόμη
αποδειχτεί πως είχε πει ψέματα για το ραντεβού στο οδοντιατρείο, κάτι
που ο Τάλμποτ δε γνώριζε, αν και δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη
σχετικά με το τι είναι αυτό για το οποίο θεωρεί πως έλεγε ψέματα η
άλλη.
Η Μάργκοτ ως Μπάμπαλον
Η παράμετρος αυτή έχει κάποια σημασία μόνο υπό την έννοια πως
καταδεικνύει το πόσο άρρωστος ήταν ο Τάλμποτ.
Το βράδυ που αποφασίστηκε τελικά ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρική
κλινική, ο Τάλμποτ επιχείρησε κάποιου είδους μαγική τελετή.
Κρίνοντας όμως από τις σημειώσεις του, προσπαθούσε να καλέσει τον
Μπαφομέτ, μάλλον επειδή υπέθετε πως ο Μπαφομέτ θα έπαιρνε τη
μορφή του δολοφόνου της Μάργκοτ.
Σύμφωνα με τον Τάλμποτ, αυτό που εμφανίστηκε στο δωμάτιο δεν
ήταν ο Μπαφομέτ, αλλά το πνεύμα της Μάργκοτ «που με κατηγορεί,
μου επιτίθεται». Ο Τάλμποτ πίστευε πως η Μάργκοτ είχε μετατραπεί
μετά τον θάνατό της στην Μπάμπαλον, δηλαδή το δεξί χέρι και
σύντροφο του Μπαφομέτ. Η δαιμονική οντότητα που «είδε» κρατούσε
ένα κύπελλο γεμάτο αίμα και ένα ξίφος. Υπάρχουν διάφορες αναφορές
σε λιοντάρια, τα οποία είχε σχεδιασμένα γύρω από την εικόνα του
δαίμονα. Η Μπάμπαλον εμφανίζεται καβάλα σε ένα επτακέφαλο
λιοντάρι στην κάρτα που συμβολίζει τη Λαγνεία, στα ταρό του Θωθ.
Κάποια στιγμή αφότου σχεδίασε ο Τάλμποτ τον δαίμονα, επέστρεψε
στο σημείο αυτό και σχεδίασε λατινικούς σταυρούς πάνω σε ένα μέρος
των σημειώσεων και τον ίδιο τον δαίμονα, ενώ πρόσθεσε και μια
βιβλική ρήση πάνω στην εικόνα, η οποία προειδοποιεί για τους
κινδύνους της μαγείας. Η εμφάνιση του δαίμονα φαίνεται πως τον
ώθησε πίσω στη θρησκεία, κι αυτό είναι το σημείο όπου σταματούν οι
σημειώσεις του.
Η Ρόμπιν άκουσε την πόρτα του μπάνιου να ανοίγει και να κλείνει.
Έχοντας πλέον έντονη την ανάγκη να ουρήσει, πετάχτηκε επάνω και
βγήκε από το δωμάτιό της.
Ο Στίβεν διέσχιζε εκείνη τη στιγμή τον διάδρομο, κρατώντας το
νεσεσέρ του, με μάτια πρησμένα, ενώ χασμουριόταν.
«Συγγνώμη για χτες τη νύχτα, Ρομπ», είπε. «Η Τζένι υποψιάζεται πως
φταίνε τα λαχανάκια».
«Ναι, το είπε κι η μαμά», απάντησε η Ρόμπιν περνώντας πλάι του.
«Κανένα πρόβλημα. Ελπίζω να αισθάνεται καλύτερα τώρα».
«Λέμε να την πάμε έξω για μια βόλτα. Θα δω μήπως βρω να σου
αγοράσω και τίποτε ωτασπίδες».
Αφού έκανε ντους, η Ρόμπιν επέστρεψε στο δωμάτιό της. Το κινητό της
βούιξε δυο φορές όση ώρα ντυνόταν.
Όπως βούρτσιζε τα μαλλιά της στον καθρέφτη, το βλέμμα της έπεσε
πάνω στο καινούργιο άρωμα που της είχε κάνει δώρο η μητέρα της για τα
Χριστούγεννα. Η Ρόμπιν της είχε αναφέρει πως έψαχνε ένα νέο άρωμα,
καθώς το παλιό της της θύμιζε υπερβολικά τον Μάθιου. Είχε συγκινηθεί
που η Λίντα θυμήθηκε εκείνη τη συζήτηση, όταν άνοιξε το δώρο.
Το μπουκαλάκι ήταν στρογγυλό· όχι σφαιρικό, έφερνε σε κάπως
πατικωμένο κύκλο: Chanel Chance Eau Fraîche. Το υγρό είχε χρώμα
ανοιχτό πράσινο. Ένας ατυχής συνειρμός έκανε τη Ρόμπιν να σκεφτεί τα
λαχανάκια. Πάντως, ψέκασε μια μικρή ποσότητα στους καρπούς και πίσω
από τα αυτιά της, έτσι που η ατμόσφαιρα κατακλύστηκε από μια έντονη
μυρωδιά λεμονιού και απροσδιόριστων λουλουδιών. Άραγε,
αναρωτήθηκε, τι είχε ωθήσει τη μητέρα της να το επιλέξει; Ποιο ήταν το
στοιχείο αυτού του αρώματος που την έκανε να σκεφτεί τη Ρόμπιν; Στα
ρουθούνια της Ρόμπιν μύριζε σαν αποσμητικό, κοινότοπο, καθαρό και
παντελώς απαλλαγμένο από κάθε ρομαντικό στοιχείο. Θυμήθηκε την
αποτυχημένη επιλογή του Fracas και την επιθυμία της να εξελιχτεί σε μια
γυναίκα σέξι και εκλεπτυσμένη, όμως το μόνο αποτέλεσμα ήταν μια
σειρά από πονοκεφάλους. Καθώς αναλογιζόταν την ασυμφωνία ανάμεσα
στην εικόνα που θα ήθελαν να προβάλλουν οι άνθρωποι και το πώς
προτιμούσαν οι άλλοι να τους βλέπουν, η Ρόμπιν κάθισε ξανά στο
κρεβάτι της, δίπλα στον υπολογιστή, και γύρισε το κινητό της.
Ο Μόρις της είχε στείλει δύο ακόμη γραπτά μηνύματα.
Μοναξιά και πονοκέφαλος από το ποτό. Το να μην είμαι με τα
παιδιά τα Χριστούγεννα είναι απαίσιο.
Από τη στιγμή που η Ρόμπιν δεν του είχε απαντήσει σε αυτό το μήνυμα,
της έστειλε κι άλλο.
Συγγνώμη, κάνω σαν μεμψίμοιρος παπάρας. Έχεις το ελεύθερο να
με αγνοήσεις.
Το ότι αποκάλεσε τον εαυτό του παπάρα ήταν ό,τι πιο συμπαθητικό είχε
κάνει ο Μόρις, απ’ όσο θυμόταν η Ρόμπιν. Και καθώς τον λυπήθηκε,
απάντησε:
Πρέπει να είναι ζόρι, λυπάμαι.
Ύστερα έστρεψε και πάλι την προσοχή της στον υπολογιστή της και στο
τελευταίο σκέλος του αρχείου που είχε στείλει ο Στράικ, όπου περιέγραφε
τις προτεινόμενες ενέργειες για τη συνέχεια, έχοντας τοποθετήσει δίπλα
στην καθεμία τα αρχικά του συνεργάτη που θεωρούσε πως έπρεπε να
αναλάβει την κάθε πρωτοβουλία.
Προτεινόμενες ενέργειες
Νέα επαφή με τον Γκρέγκορι Τάλμποτ – ΚΣ
Θέλω να καταλάβω το γιατί, εφόσον ανάρρωσε, ο Μπιλ Τάλμποτ δε
μίλησε ποτέ στους συναδέλφους του σχετικά με τα στοιχεία που
περιέχονται σε αυτό το σημειωματάριο και είχε αποκρύψει από την
Υπηρεσία στη διάρκεια των ερευνών τη μαρτυρία, για παράδειγμα, για
τον Μπρένερ στην οδό Σκίνερ τη νύχτα που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ,
το αίμα στη μοκέτα των Φιπς, τον θάνατο ενός ατόμου που ενδεχομένως
είχε προκαλέσει ανησυχία στη Μάργκοτ, τη μαρτυρία πως ο Λέρας
Ρίτσι έβγαινε από την κλινική αργά ένα βράδυ.
Νέα επαφή με τον Ντινές Γκάπτα – ΚΣ
Ίσως να γνωρίζει ποιον επισκεπτόταν ο Μπρένερ στην οδό Σκίνερ την
επίμαχη βραδιά. Ενδεχομένως κάποιον ασθενή. Επίσης, δεν αποκλείεται
να μπορεί να φωτίσει τους λόγους που εμφανίστηκε ο Λέρας Ρίτσι στο
πάρτι. Θα τον ρωτήσω επίσης για τον «Σκορπιό» σε περίπτωση που
αναφέρεται σε κάποιο ασθενή, ο θάνατος του οποίου φάνηκε ύποπτος
στη Μάργκοτ.
Συνάντηση με τον Ρόι Φιπς – ΚΣ/ΡΕ
Αρκετό καιρό αποφεύγαμε να μιλήσουμε με τον Φιπς. Είναι καιρός να
τηλεφωνήσουμε στην Άννα και να δούμε αν μπορεί να τον πείσει να μας
συναντήσει.
Προσπάθεια συνάντησης με κάποιο από τα παιδιά της Βίλμα Μπέιλις
– ΚΣ/ΡΕ
Ιδιαίτερα σημαντικό, εφόσον σταθεί αδύνατο να προσεγγίσουμε τον
Ρόι. Πρέπει να επανεξετάσουμε τη μαρτυρία της Βίλμα (τον περίπατο
του Ρόι, το αίμα στη μοκέτα).
Εντοπισμός Κ. Μ. Όουκντεν – ΚΣ/ΡΕ
Κρίνοντας από το βιβλίο του, ο τύπος είναι τέρμα αναξιόπιστος, όμως
υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να ξέρει κάποια πράγματα για τον
Μπρένερ που εμείς αγνοούμε, δεδομένου ότι η μητέρα του ήταν ο
κοντινότερος άνθρωπος του Μπρένερ στην κλινική.
Εντοπισμός και συνάντηση με τον Πολ Σάτσγουελ – ΚΣ/ΡΕ
Εντοπισμός και συνάντηση με τον Στίβεν Ντάουθγουεϊτ – ΚΣ/ΡΕ
Ήταν αδύνατο για τη Ρόμπιν να αποφύγει την εντύπωση πως οι
συγκεκριμένες προτάσεις αποτελούσαν ένα είδος μομφής για την ίδια. Ο
Στράικ είχε προσθέσει τα αρχικά του σε ενέργειες τις οποίες
προηγουμένως είχε αναλάβει αποκλειστικά η Ρόμπιν, για παράδειγμα το
να εντοπίσει τον Σάτσγουελ και να πείσει τα παιδιά της Βίλμα Μπέιλις να
τους μιλήσουν. Άφησε και πάλι κατά μέρος τον υπολογιστή, έπιασε το
κινητό της και κατέβηκε στην κουζίνα για να φάει πρωινό.
Μια ξαφνική σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο μόλις εμφανίστηκε η
Ρόμπιν. Η Λίντα, ο Στίβεν και η Τζένι είχαν όλοι τους το ανήσυχο ύφος
ανθρώπων που φοβούνταν πως ίσως τους είχε ακούσει κάποιος που δεν
έπρεπε. Η Ρόμπιν έβαλε λίγο ψωμί στη φρυγανιέρα, προσπαθώντας να
συγκρατήσει τον αυξανόμενο εκνευρισμό της. Είχε την αίσθηση πως πίσω
από την πλάτη της οι άλλοι μουρμούριζαν και χειρονομούσαν.
«Ρόμπιν, συναντήσαμε τυχαία τον Μάθιου πριν από λίγο», είπε ξαφνικά
ο Στίβεν. «Την ώρα που είχαμε βγάλει την Άναμπελ μια βόλτα, εδώ γύρω
από το τετράγωνο».
«Α», έκανε η Ρόμπιν και στράφηκε προς το μέρος τους, επιχειρώντας να
πάρει μια έκφραση ήπιου ενδιαφέροντος.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχε εντοπιστεί ο Μάθιου. Η Ρόμπιν είχε
αποφύγει να παραστεί στη μεσονύκτια λειτουργία, πεπεισμένη πως αυτός
και η Σάρα θα βρίσκονταν εκεί, όμως η μητέρα της την είχε ενημερώσει,
επιστρέφοντας από εκεί, πως κανείς από τους Κάνλιφ δεν είχε παραστεί.
Τώρα η Λίντα, ο Στίβεν και η Τζένι την κοίταζαν ανήσυχοι, σαν να τη
λυπούνταν, περιμένοντας την αντίδραση και τις ερωτήσεις της.
Το κινητό της βούιξε.
«Συγγνώμη», είπε και το σήκωσε από τον πάγκο, κατενθουσιασμένη
που είχε μια δικαιολογία ώστε να αποστρέψει το βλέμμα της.
Ο Μόρις της είχε γράψει:
Γιατί είναι τόσο σκατά τα Χριστούγεννά σου;
Υπό το βλέμμα των άλλων τριών, του απάντησε με τον ίδιο τρόπο:
Ο πρώην πεθερός μου ζει εδώ και ο πρώην μου έφερε στο σπίτι
την καινούργια του κοπέλα. Αποτελούμε το μέγα σκάνδαλο της
περιοχής αυτό τον καιρό.
Δε συμπαθούσε τον Μόρις, όμως τη δεδομένη στιγμή αποτελούσε έναν
καλοδεχούμενο σύμμαχο, μια γραμμή επικοινωνίας με τη ζωή που είχε
σφυρηλατήσει με δυσκολία μακριά από τον Μάθιου και το Μάσαμ. Η
Ρόμπιν ήταν έτοιμη να ακουμπήσει στον πάγκο το κινητό, όταν αυτό
βούιξε ξανά και, ενώ οι άλλοι τρεις εξακολουθούσαν να την κοιτάζουν,
διάβασε:
Μάπα.
Πράγματι, του απάντησε.
Ύστερα γύρισε και κοίταξε τη μητέρα της, τον Στίβεν και την Τζένι,
πιέζοντας τον εαυτό της να χαμογελάσει.
«Θες να μου πεις τι έγινε;» ρώτησε η Ρόμπιν τον Στίβεν. «Ή πρέπει να
ρωτήσω;»
«Όχι», έσπευσε να απαντήσει εκείνος, «δεν έγινε και τίποτε το
ιδιαίτερο, δηλαδή εμείς απλώς είχαμε πεταχτεί μέχρι την πλατεία με την
Άναμπελ και επιστρέφαμε, οπότε τους είδαμε να έρχονται προς το μέρος
μας. Αυτόν κι εκείνη τη…»
«Σάρα», συμπλήρωσε η Ρόμπιν. Μπορούσε να τους φανταστεί,
πιασμένους από το χέρι, να απολαμβάνουν το χειμωνιάτικο πρωινό, τη
γραφική πόλη που μόλις άρχιζε να ξυπνά κάτω από ένα πέπλο πάχνης με
το πρώτο φως της ημέρας.
«Ναι», είπε ο Στίβεν. «Μου φάνηκε πως ήθελε να κάνει μεταβολή μόλις
μας είδε, αλλά δεν το έκανε. Είπε: “Τι βλέπω εδώ, θερμά
συγχαρητήρια”».
Η Ρόμπιν μπορούσε να ακούσει τον Μάθιου να εύχεται με αυτό τον
τρόπο.
«Και, ουσιαστικά, αυτό ήταν όλο», είπε ο Στίβεν.
«Πολύ θα ήθελα να του τραβούσα μια κλοτσιά στα καρύδια», σχολίασε
ξαφνικά η Τζένι. «Τι υπεροπτικό καθοίκι».
Όμως το βλέμμα της Λίντα παρέμεινε εστιασμένο στο κινητό της
Ρόμπιν.
«Καλά, με ποιον ανταλλάσσεις συνέχεια μηνύματα χρονιάρα μέρα;»
ρώτησε.
«Σου είπα πριν από λίγο», απάντησε η Ρόμπιν. «Με τον Μόρις. Είναι
συνεργάτης του γραφείου».
Ήξερε πάρα πολύ καλά τι εντύπωση έδινε στη Λίντα, όμως είχε κι
εκείνη την περηφάνια της. Ίσως να μην ήταν ντροπή που δεν είχε ταίρι,
όμως ο οίκτος της οικογένειάς της, η σκέψη να κυκλοφορεί ο Μάθιου με
τη Σάρα στην πόλη, οι υποψίες όλων τους για τη σχέση της με τον Στράικ
και το γεγονός πως δε συνέβαινε το παραμικρό μεταξύ τους, πέραν του
ότι ο Στράικ θεωρούσε πως έπρεπε να αναλάβει ορισμένα από τα θέματα
που είχε χρεωθεί η Ρόμπιν, μιας και δεν είχε καταφέρει να σημειώσει
κάποια πρόοδο, όλα αυτά την έκαναν να θέλει να κρυφτεί πίσω από
κάποιο είδος φύλλου συκής, για να σώσει ό,τι σωζόταν από την
τραυματισμένη της αξιοπρέπεια. Οσοδήποτε γλοιώδης και θρασύς κι αν
ήταν ο Μόρις, σήμερα ίσως του άξιζε περισσότερο η συμπόνια παρά η
αποδοκιμασία, καθώς θυσιαζόταν για να παρασταθεί στη Ρόμπιν.
Είδε τη μητέρα της να κοιτάζεται με τον αδελφό της και βίωσε την
ανούσια ικανοποίηση που της πρόσφερε η βεβαιότητα πως ήδη
επιχειρούσαν να ερμηνεύσουν το πλαστό στοιχείο που τους είχε πετάξει.
Αποκαρδιωμένη, άνοιξε την πόρτα του ψυγείου και πήρε από μέσα το
μισό μπουκάλι σαμπάνιας, στο οποίο είχε επανατοποθετηθεί με προσοχή
ο φελλός, που είχε περισσέψει από το γεύμα των Χριστουγέννων.
«Τι κάνεις εκεί πέρα;» ρώτησε η Λίντα.
«Ετοιμάζω μια μιμόζα», είπε η Ρόμπιν. «Γιορτές έχουμε».
Μία ακόμη νύχτα και θα έπαιρνε το τρένο για να επιστρέψει στο
Λονδίνο. Λες κι είχε αφουγκραστεί την αντικοινωνική σκέψη της Ρόμπιν,
μια κραυγή αγωνίας αναδύθηκε μέσα από το σύστημα ενδοεπικοινωνίας
πίσω της, κάνοντας τη Ρόμπιν να τιναχτεί, οπότε η βρεφική κομπανία,
όπως είχε αρχίσει να βλέπει τους άλλους, μεταφέρθηκε από την κουζίνα
στο καθιστικό, με τη Λίντα να φέρνει ένα ποτήρι νερό για να πίνει η Τζένι
όση ώρα θήλαζε, ενώ της άνοιγε την τηλεόραση, όσο ο Στίβεν έτρεχε
επάνω για να φέρει την Άναμπελ.
Το αλκοόλ, αποφάσισε η Ρόμπιν, ήταν η απάντηση. Αν πρόσθετες
αρκετό χυμό πορτοκάλι, δεν ήταν ανάγκη να ξέρει κανείς πως
αποτελείωνες μόνη σου ένα μπουκάλι σαμπάνιας, οπότε εκείνο το
κουβάρι της μιζέριας, του θυμού και της ανεπάρκειας που κλωθογύριζε
στα σωθικά σου θα μούδιαζε σε ικανοποιητικό βαθμό. Οι μιμόζες τη
βάστηξαν μέχρι την ώρα του μεσημεριανού, όταν όλοι ήπιαν από ένα
ποτήρι κόκκινο κρασί, αν και η Τζένι ήπιε «μονάχα μια γουλιά» λόγω της
Άναμπελ και προσπέρασε τη σκέψη της Ρόμπιν πως το αλκοολούχο
μητρικό γάλα μπορεί και να βοηθούσε το μωρό να κοιμηθεί. Ο Μόρις, εν
τω μεταξύ, εξακολουθούσε να στέλνει γραπτά μηνύματα, στην
πλειονότητά τους κάτι σαχλά χριστουγεννιάτικα ανέκδοτα και σχόλια για
το πώς εξελισσόταν η ημέρα του, με τη Ρόμπιν να απαντά με τον ίδιο
αφηρημένο τρόπο όπως κάποιες φορές συνέχιζε να τρώει πατατάκια, με
μια υποψία απέχθειας για την κατάντια της.
Μόλις έφτασε η μητέρα μου. Στείλε ποτά και δικαιολογίες ώστε να
μη χρειαστεί να μιλήσω στην ομάδα της από την Ένωση Γυναικών
για το πώς δουλεύαμε στην αστυνομία.
Πώς λένε τη μητέρα σου; απάντησε η Ρόμπιν. Ήταν ξεκάθαρο πως
το ποτό την είχε ζαλίσει λιγάκι.
Φάνι, έγραψε ο Μόρις.
Η Ρόμπιν δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή όχι, ούτε καν αν υπήρχε
οτιδήποτε αστείο σ’ εκείνη την απάντηση.
«Ρομπς, θέλεις να παίξουμε Pictionary;» ρώτησε ο Τζόναθαν.
«Ορίστε;» είπε εκείνη.
Καθόταν σε μιαν άβολη καρέκλα με σκληρή πλάτη, στη γωνία του
καθιστικού. Η βρεφική κομπανία καταλάμβανε τουλάχιστον το μισό
δωμάτιο. Στην τηλεόραση έπαιζε τον Μάγο του Οζ, όμως κανείς δεν
παρακολουθούσε πραγματικά την ταινία.
«Pictionary», επανέλαβε ο Τζόναθαν, σηκώνοντας το κουτί του
επιτραπέζιου. «Α, με την ευκαιρία, Ρομπς, μήπως θα μπορούσα να μείνω
σπίτι σου ένα Σαββατοκύριακο τον Φεβρουάριο;»
Αστειεύομαι, έγραφε ο Μόρις στο επόμενο μήνυμα. Φράνσις.
«Ορίστε;» επανέλαβε η Ρόμπιν, έχοντας την αμυδρή εντύπωση πως
κάποιος την είχε ρωτήσει κάτι.
«Προφανώς, ο Μόρις είναι ένας πάρα πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος»,
σχολίασε δηκτικά η Λίντα, οπότε όλα τα βλέμματα στράφηκαν στη
Ρόμπιν, που αρκέστηκε να πει:
«Pictionary, ναι, μέσα».
Πρέπει να παίξω Pictionary, έγραψε στον Μόρις.
Ζωγράφισε έναν πούτσο, ήρθε αμέσως η απάντηση.
Η Ρόμπιν άφησε και πάλι κατά μέρος το κινητό της. Εν τω μεταξύ, η
επίδραση του αλκοόλ είχε αρχίσει να περνάει, αφήνοντας πίσω της έναν
πονοκέφαλο που είχε για επίκεντρο το σημείο πίσω από τον δεξιό της
κρόταφο. Ευτυχώς, ο Μάρτιν εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή, κρατώντας
έναν δίσκο φορτωμένο με καφέδες και ένα μπουκάλι Baileys.
Στο επιτραπέζιο κέρδισε ο Τζόναθαν. Η μικρούλα Άναμπελ έκλαψε
κάμποσο ακόμη. Στο τραπέζι της κουζίνας σερβιρίστηκε ένα κρύο γεύμα,
καθώς οι γείτονες είχαν προσκληθεί για να θαυμάσουν την Άναμπελ.
Μέχρι να δείξει το ρολόι οκτώ το βράδυ, η Ρόμπιν είχε πάρει μερικά
παυσίπονα και είχε αρχίσει να πίνει σκέτο καφέ για να ξελαμπικάρει το
μυαλό της. Έπρεπε να ετοιμάσει τα πράγματα της. Έπρεπε επίσης, με
κάποιον τρόπο, να τερματίσει εκείνο τον διάλογο που είχε τραβήξει όλη
μέρα με τον Μόρις, ο οποίος, όπως ήταν πλέον σαφές, είχε γίνει τύφλα
στο μεθύσι.
Η μάνα μου γύρισε σπίτι της, γκρίνιαζε που δε βλέπει τα εγγονάκια
της αρκετά. Τι λες να πούμε τώρα; Τι φοράς;
Η Ρόμπιν αγνόησε το γραπτό μήνυμα. Ανέβηκε στο δωμάτιό της και
μάζεψε τα πράγματά της, καθώς θα έπαιρνε το πρώτο τρένο. Σε
παρακαλώ, Θεούλη μου, κάνε να μην είναι ο Μάθιου και η Σάρα στο ίδιο
δρομολόγιο. Ψεκάστηκε ξανά με το χριστουγεννιάτικο δώρο της μητέρας
της. Έτσι όπως το μύριζε για δεύτερη φορά, συμπέρανε πως το μόνο
μήνυμα που μετέδιδε στον κόσμο γύρω της ήταν πως «έχω κάνει ντους».
Ίσως η μητέρα της να της είχε αγοράσει αυτό το βαρετό λουλουδάτο
αντισηπτικό παρακινημένη από κάποια υποσυνείδητη επιθυμία να
ξεπλύνει τη θυγατέρα της από την υπόνοια της μοιχείας. Το βέβαιο ήταν
πως δεν είχε το παραμικρό σαγηνευτικό στοιχείο επάνω του, ενώ θα της
θύμιζε για πάντα εκείνα τα απαίσια Χριστούγεννα. Σε κάθε περίπτωση, η
Ρόμπιν το τοποθέτησε προσεκτικά ανάμεσα στις κάλτσες της, καθώς δεν
είχε καμία διάθεση να πληγώσει τη μητέρα της αφήνοντάς το στο σπίτι.
Μέχρι να επιστρέψει στο ισόγειο, ο Μόρις της είχε στείλει άλλα πέντε
γραπτά μηνύματα.
Πλάκα έκανα.
Πες μου πως ξέρεις ότι έκανα πλάκα.
Γαμώτο, σε πρόσβαλα.
Σε πρόσβαλα;
Απάντα μου κάτι, ρε γαμώτο.
Ελαφρώς εκνευρισμένη και νιώθοντας σαχλή που είχε επιδοθεί σ’
εκείνη τη βλακώδη, ανώριμη προσπάθεια να δείξει στην οικογένειά της
πως κι εκείνη, όπως ο Μάθιου, είχε βρει καινούργιο σύντροφο,
κοντοστάθηκε στον διάδρομο και έγραψε:
Δεν προσβλήθηκα. Το αφήνουμε εδώ. Πρέπει να κοιμηθώ νωρίς.
Πέρασε στο καθιστικό, εκεί όπου ήταν συγκεντρωμένη όλη η
οικογένεια, νυσταγμένη και παραφαγωμένη μπροστά στην τηλεόραση,
όπου έπαιζαν οι ειδήσεις. Η Ρόμπιν απομάκρυνε ένα κομμάτι μουσελίνας,
μισό πακέτο πάνες και έναν από τους πίνακες του επιτραπέζιου από τον
καναπέ, για να κάνει χώρο να καθίσει.
«Συγγνώμη, Ρόμπιν», είπε η Τζένι και χασμουρήθηκε απλώνοντας το
χέρι να πιάσει τα πράγματα του μωρού, τα οποία ακούμπησε δίπλα στα
πόδια της.
Το κινητό της Ρόμπιν βούιξε ξανά. Η Λίντα γύρισε και την κοίταξε. Η
Ρόμπιν αγνόησε τόσο τη μητέρα της όσο και το κινητό, καθώς κοίταζε
τον πίνακα του Pictionary, όπου ο Μάρτιν είχε προσπαθήσει να
ζωγραφίσει τον «Ίκαρο». Κανείς δεν είχε καταφέρει να μαντέψει σωστά.
Νόμιζαν πως ο Ίκαρος ήταν κάποιο μαμούνι που πετούσε πάνω από ένα
λουλούδι.
Όμως κάτι σ’ εκείνο το σκίτσο τράβηξε την προσοχή της Ρόμπιν. Για
μια ακόμη φορά το κινητό της βούιξε. Γύρισε και το κοίταξε.
Έχεις ξαπλώσει;
Ναι, και καλό θα ήταν να έκανες κι εσύ το ίδιο, απάντησε, ενώ η
σκέψη της παρέμενε εστιασμένη στον πίνακα του επιτραπέζιου. Σ’
εκείνο το λουλούδι που έμοιαζε με ήλιο. Τον ήλιο που έμοιαζε με
λουλούδι.
Ένας βόμβος ακούστηκε ξανά από το κινητό της. Σκασμένη, γύρισε να
το κοιτάξει.
Ο Μόρις της είχε στείλει μια φωτογραφία του πέους του σε στύση. Για
μια στιγμή και παρότι αισθανόταν αποστροφή και αηδία, η Ρόμπιν
απέμεινε να το κοιτάζει. Τότε, με μια απότομη κίνηση, έτσι που έκανε τον
πατέρα της να ξυπνήσει αλαφιασμένος, καθώς είχε λαγοκοιμηθεί στην
πολυθρόνα του, σηκώθηκε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιο.
Η κουζίνα δεν ήταν αρκετά μακριά. Δεν υπήρχε μέρος που να ήταν
αρκετά μακριά. Τρέμοντας από τον θυμό και την ταραχή, άνοιξε
αγριεμένα την πίσω πόρτα και βγήκε δρασκελίζοντας στον παγερό κήπο,
εκεί όπου το νερό του λουτρού των πουλιών, που το είχε ξεπαγώσει
νωρίτερα με βραστό νερό, είχε αποκτήσει ήδη μια γαλακτερή χροιά, έτσι
όπως φώτιζε το σεληνόφως την κρυσταλλωμένη του επιφάνεια. Χωρίς να
καθίσει να το σκεφτεί περισσότερο, σχημάτισε το νούμερο του Μόρις.
«Γεια…»
«Πώς τόλμησες να… τι θράσος έχεις, να μου στέλνεις μια τέτοια
εικόνα;»
«Όχι, ρε γαμώτο», είπε εκείνος με βαριά φωνή, «εγώ δεν… να,
σκέφτηκα… στο στιλ “μακάρι να ήσουν εδώ”, ας πούμε…»
«Σου έγραψα πως πήγαινα να ξαπλώσω, αναίσθητε!» φώναξε η Ρόμπιν.
«Δε ζήτησα να δω το πουλί σου!»
Μπορούσε να διακρίνει τα κεφάλια των γειτόνων να σαλεύουν πίσω
από τα στόρια της κουζίνας τους. Οι Έλακοτ πρόσφεραν πλούσια
διασκέδαση αυτά τα Χριστούγεννα, αυτό ήταν το μόνο βέβαιο: πρώτα το
καινούργιο μωρό και τώρα ένας τρικούβερτος καβγάς με επίκεντρο ένα
πέος.
«Ωχ, τα σκάτωσα», αναφώνησε ο Μόρις. «Όχι, ρε γαμώτο… όχι…
άκου, δεν εννοούσα κάτι…»
«Πόσο μαλάκας πρέπει να είσαι για να κάνεις κάτι τέτοιο;» φώναξε η
Ρόμπιν. «Τι πρόβλημα έχεις;»
«Όχι… σκατά… γαμώτο… συγγνώμη… να, σκέφτηκα… λυπάμαι,
αλήθεια… Ρόμπιν, μη… ω, Χριστέ μου…»
«Δε θέλω να δω το πράμα σου!»
Αντί απάντησης ακούστηκαν κάμποσοι ξεροί λυγμοί και λίγο μετά η
Ρόμπιν σαν να τον άκουσε να κατεβάζει το κινητό πάνω σε κάποια
σκληρή επιφάνεια. Σε απόσταση από το μικρόφωνο, ο Μόρις ξεσπούσε
σε μια σειρά από βογκητά, ανάμεικτα με κλάματα. Ακούγονταν κάτι ήχοι,
σαν να έπεφταν βαριά αντικείμενα. Ακολούθησαν μερικοί χτύποι και
τελικά πήρε ξανά στα χέρια του το κινητό.
«Ρόμπιν, λυπάμαι πραγματικά, ρε γαμώτο… τι πήγα κι έκανα, ο
μαλάκας…; Σκέφτηκα… είμαι για σκότωμα… μη… μην το πεις του
Στράικ, Ρόμπιν… σε ικετεύω, ρε γαμώτο… έτσι και χάσω αυτή τη
δουλειά… μην το πεις, Ρόμπιν… έτσι και απολυθώ, χάνω τα πάντα… δε
γίνεται να χάσω τα κοριτσάκια μου, Ρόμπιν…»
Η αντίδρασή του της θύμισε τον Μάθιου τη μέρα που η Ρόμπιν
ανακάλυψε ότι την απατούσε. Θυμόταν με απόλυτη ακρίβεια τον τέως
σύζυγό της, λες και στεκόταν παραπέρα στην πάχνη που σκέπαζε το
γρασίδι, με τις παλάμες πάνω στο πρόσωπο, καθώς άρθρωνε σπαστά τις
συγγνώμες του, κι ύστερα σήκωνε το κεφάλι και την κοίταζε
πανικόβλητος. «Μίλησες στον Τομ; Ξέρει;»
Τι ήταν αυτό που είχε πάνω της και έκανε τους άντρες να απαιτούν να
φυλάξει τα βρόμικα μυστικά τους;
«Δεν πρόκειται να το πω στον Στράικ», είπε τρέμοντας περισσότερο
από την οργή παρά από το κρύο, «γιατί η θεία του πεθαίνει και
χρειαζόμαστε κόσμο στη δουλειά. Όμως το καλό που σου θέλω, μη μου
ξαναστείλεις το παραμικρό, πέρα από μια ενημέρωση για την όποια
υπόθεση τρέχεις».
«Ω, Θεέ μου, Ρόμπιν… σ’ ευχαριστώ… σ’ ευχαριστώ… είσαι τόσο
καλός άνθρωπος…»
Οι λυγμοί σταμάτησαν. Η αντίδρασή του την είχε θίξει σχεδόν όσο και
η φωτογραφία του πέους του.
«Σε κλείνω».
Απέμεινε να στέκεται στο σκοτάδι, σχεδόν χωρίς να αισθάνεται το
κρύο, με το κινητό να κρέμεται στο πλάι της. Καθώς το φως στην κουζίνα
των γειτόνων έσβηνε, η πίσω πόρτα του πατρικού της άνοιξε. Ο Ρόουντρι
πλησίασε τρέχοντας χαλαρά στο παγωμένο γρασίδι, κατενθουσιασμένος
που τη συναντούσε εκεί έξω.
«Είσαι εντάξει, καρδιά μου;» ρώτησε ο Μάικλ Έλακοτ την κόρη του.
«Μια χαρά», είπε η Ρόμπιν σκύβοντας για να χαϊδέψει τον Ρόουντρι,
επιχειρώντας να κρύψει τα δάκρυα που ανάβλυσαν ξαφνικά στα μάτια
της. «Όλα είναι μια χαρά».
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Μέγας εχθρός… ο μοχθηρός χρόνος…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
31
Αγαπητέ ιππότη, αγαπητέ όσο μου ήταν αγαπητός κάθε ιππότης,
που όλες αυτές τις λύπες υπέμεινες για χάρη μου,
μάρτυς να σταθεί ο ουρανός στους κόπους που για μένα μετράς…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η αναστάτωση του γαστρικού συστήματος του Στράικ πρόσθεσε μέρες


στην ασθένειά του, με αποτέλεσμα να περάσει την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς στο κρεβάτι, αγοράζοντας από έξω πίτσες, για να έχει κάτι
να τρώει, που όμως μετά βίας κατάφερνε να δοκιμάζει, όταν του τις
παρέδιδαν. Για πρώτη φορά στη ζωή του δεν είχε την παραμικρή όρεξη
για σοκολάτα, καθώς τα τρουφάκια που είχε καταναλώσει μετά το
ληγμένο κοτόπουλο ήταν τα πρώτα που επανεμφανίστηκαν στη διάρκεια
του παρατεταμένου εμετού του. Το μόνο ευχάριστο πράγμα που έκανε
ήταν να παρακολουθήσει το DVD του Τομ Γουέιτς, εκείνες τις
μαγνητοσκοπημένες συναυλίες που του είχε κάνει δώρο η Ρόμπιν για τα
Χριστούγεννα, όταν κατέληξε με τα πολλά να ξετυλίξει το πακέτο,
ανήμερα την Πρωτοχρονιά. Το γραπτό μήνυμα με το οποίο την
ευχαρίστησε απαντήθηκε με ένα ξερό «παρακαλώ».
Μέχρι να αισθανθεί αρκετά καλά, ώστε να κατεβεί στην Κορνουάλη
κουβαλώντας τα καθυστερημένα χριστουγεννιάτικα δώρα, ο Στράικ είχε
χάσει πάνω από έξι κιλά, κι αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σχολίασε
αγχωμένη η θεία του, όταν εμφανίστηκε τελικά στο σπίτι της, στο Σεντ
Μος, ζητώντας αμέτρητες φορές συγγνώμη για την απουσία του τα
Χριστούγεννα.
Αν είχε περιμένει μία ακόμη ημέρα για να επισκεφτεί τους θείους του,
δε θα είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι εκεί, καθώς, με το που πάτησε το
πόδι του στην πόλη, ένα σφοδρό μετεωρολογικό μέτωπο σάρωσε τον νότο
της Βρετανίας. Καταιγίδες λυσσομανούσαν στις ακτές της Κορνουάλης,
δρομολόγια τρένων ακυρώθηκαν, τόνοι άμμου παρασύρθηκαν από τις
παραλίες και οι πλημμύρες μετέτρεψαν τους δρόμους των παραλιακών
πόλεων σε παγωμένα κανάλια. Η χερσόνησος της Κορνουάλης
αποκόπηκε προσωρινά από την υπόλοιπη Αγγλία και παρότι το Σεντ Μος
δεν επλήγη τόσο άσχημα όσο το Μέβαγκισι και το Φόι, πάνω στις ακτές
τσουβάλια παραγεμισμένα με άμμο είχαν κάνει την εμφάνισή τους γύρω
από τις εισόδους των κτιρίων στην προκυμαία. Κύματα έσκαγαν με μανία
πάνω στον βραχίονα του λιμανιού, χακί και γκρίζα. Οι τουρίστες είχαν
εξαφανιστεί από παντού, σαν τις φώκιες: οι ντόπιοι, ντυμένοι με
νιτσεράδες, χαιρετιούνταν με νεύματα, έτσι όπως μπαινόβγαιναν στα
καταστήματα της περιοχής. Όλη εκείνη η κιτς ομορφιά του καλοκαιριού
στο Σεντ Μος είχε εξαφανιστεί και, όπως μια θεατρίνα που έχει αφαιρέσει
το μακιγιάζ, η πόλη έδειχνε το πραγματικό της πρόσωπο, ένας τόπος
καμωμένος από πέτρα και αλύγιστη ραχοκοκαλιά.
Παρά την καταιγιστική βροχή και τους θυελλώδεις ανέμους, το σπίτι
του Τεντ και της Τζόαν βρισκόταν ευτυχώς σε ψηλό σημείο.
Εγκλωβισμένος εκεί, ο Στράικ θυμήθηκε τη Λούσι να του λέει πως του
ήταν ευκολότερο να αντιμετωπίζει μια έκτακτη κατάσταση παρά να τηρεί
μια δέσμευση, κι ο Στράικ ήξερε πως η κατηγορία δεν ήταν αβάσιμη.
Πράγματι, του ταίριαζαν οι έκτακτες καταστάσεις, ήξερε πώς να διατηρεί
την ψυχραιμία του, να σκέφτεται γρήγορα και να αντιδρά ανάλογα, όμως
εκείνες τις ιδιότητες που απαιτούσε η σταδιακή κάμψη της Τζόαν του
ήταν δυσκολότερο να τις ενεργοποιήσει.
Ο Στράικ αισθανόταν έντονα την απουσία ενός κυρίαρχου στόχου, στην
επίτευξη του οποίου θα μπορούσε να διοχετεύει τη θλίψη του· του έλειπε
η επιτακτική ανάγκη να παραμερίσει τον πόνο και την ταραχή, την
υπηρεσία κάποιου ανώτερου σκοπού, πράγματα που τον είχαν στηρίξει
όταν υπηρετούσε στον στρατό. Καμία από τις στρατηγικές αντιμετώπισης
προβλημάτων που εφάρμοζε στην Υπηρεσία, δε γινόταν δεκτή στην
κουζίνα της Τζόαν, δίπλα στα πολύχρωμα πιάτα σούπας και στα παλιά της
γάντια φούρνου. Το μαύρο χιούμορ και η στωικότητα θα θεωρούνταν
εκφάνσεις αναισθησίας από τους καλόγνωμους γείτονες που ήθελαν να
τον δουν να εκδηλώνει και να μοιράζεται τον πόνο του. Κι ενώ ο ίδιος
λαχταρούσε κάτι για να ξεχαστεί, καλούνταν αντίθετα να μιλήσει περί
ανέμων και υδάτων και να περιοριστεί σε απλές πράξεις καλοσύνης.
Η Τζόαν, εν τω μεταξύ, ήταν κατά βάθος ενθουσιασμένη: οι ώρες και οι
μέρες που περνούσε μόνη με τον ανιψιό της ήταν η αποζημίωση για την
απουσία του τα Χριστούγεννα. Παραδομένος στη μοίρα του, ο Στράικ της
πρόσφερε αυτό που ήθελε: όσο το δυνατόν περισσότερη συντροφιά,
καθώς καθόταν μαζί της και της μιλούσε όλη μέρα. Η χημειοθεραπεία
είχε σταματήσει, καθώς ο οργανισμός της Τζόαν δεν ήταν αρκετά δυνατός
ώστε να την αντέξει: φορούσε ένα μαντίλι πάνω από τα λιγοστά μαλλιά
που της είχαν απομείνει, ενώ ο σύζυγος και ο ανιψιός της την
παρακολουθούσαν ανήσυχοι να σκαλίζει ανόρεχτα το φαγητό της και
ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να τη βοηθήσουν, όταν μετακινούνταν από
το ένα δωμάτιο στο άλλο. Εύκολα θα μπορούσαν να την είχαν σηκώσει
στα χέρια.
Καθώς οι μέρες περνούσαν, ο Στράικ παρατήρησε στη θεία του μία
ακόμη αλλαγή που τον εξέπληξε. Ακριβώς όπως η σαρωμένη από τις
θύελλες γενέτειρά της είχε αποκαλύψει μια διαφορετική πτυχή της μέσα
από εκείνες τις αντιξοότητες, έτσι και η Τζόαν είχε αρχίσει να φανερώνει
μιαν άγνωστη πλευρά του εαυτού της, εξελισσόμενη σε μια γυναίκα που
έκανε ανοιχτές ερωτήσεις, οι οποίες δεν ήταν διατυπωμένες έτσι ώστε να
εξασφαλίσουν απάντηση που θα επιβεβαίωνε τις προκαταλήψεις της, ή
ακόμη και οριακά συγκαλυμμένες παρακλήσεις για παρηγορητικά
ψέματα.
«Πώς και δεν παντρεύτηκες ποτέ, Κόρμοραν;» ρώτησε η Τζόαν τον
ανιψιό της, το μεσημέρι του Σαββάτου, την ώρα που έκαναν παρέα στο
καθιστικό, με την Τζόαν καθισμένη στην πιο αναπαυτική πολυθρόνα και
τον Στράικ στον καναπέ. Το πορτατίφ δίπλα της, το οποίο είχαν ανάψει
μιας κι ήταν μια μέρα συννεφιασμένη και βροχερή, έκανε την επιδερμίδα
της να φαντάζει ελαφρώς διάφανη, σαν τσιγαρόχαρτο.
Ο Στράικ ήταν τόσο μαθημένος να λέει στην Τζόαν αυτό που ήθελε να
ακούσει, ώστε δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Η ειλικρινής απάντηση που
είχε δώσει προ καιρού στον Ντέιβ Πόλγουορθ φάνταζε αδύνατο να
χρησιμεύσει εδώ. Το πιθανότερο ήταν πως η Τζόαν θα θεωρούσε δικό της
το σφάλμα, αν ο Στράικ της έλεγε πως δεν ήταν άνθρωπος φτιαγμένος για
γάμο· το δίχως άλλο κάποιο λάθος θα είχε κάνει η Τζόαν, θα είχε
αποτύχει να τον διδάξει πως η αγάπη αποτελούσε απαραίτητο συστατικό
της ευτυχίας.
«Δεν ξέρω», είπε καταφεύγοντας σε ένα κλισέ. «Ίσως γιατί δεν έτυχε να
γνωρίσω την κατάλληλη γυναίκα».
«Αν περιμένεις να βρεις την τέλεια», σχολίασε η καινούργια Τζόαν, «να
ξέρεις πως δεν υπάρχει».
«Δε φαντάζομαι να εύχεσαι να είχα παντρευτεί τη Σάρλοτ, σωστά;» τη
ρώτησε. Ήξερε πάρα πολύ καλά πως τόσο η Τζόαν όσο και η Λούσι
θεωρούσαν τη Σάρλοτ ό,τι πλησιέστερο στη θηλυκή εκδοχή του
διαβόλου.
«Σε καμία περίπτωση», απάντησε η Τζόαν, εκδηλώνοντας μια σπίθα του
παλιού τσαγανού της, οπότε χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον.
Ο Τεντ ξεπρόβαλε στο κατώφλι.
«Ήρθε η Κερένζα, καλή μου», είπε. «Το αμάξι της είναι αυτό που
σταμάτησε μπροστά στο σπίτι».
Η νοσοκόμα, την οποία ο Στράικ είχε γνωρίσει την πρώτη ημέρα του
στο σπίτι, αποτελούσε πραγματική ευλογία, τέτοια που ο ίδιος ούτε θα
τολμούσε να φανταστεί. Ήταν μια λεπτή γυναίκα με φακίδες, συνομήλική
του, που στο σπίτι δεν κουβαλούσε την αύρα του θανάτου αλλά της
συνεχιζόμενης ζωής, απλώς με περισσότερη ανακούφιση και στήριξη. Η
παρατεταμένη έκθεση του ίδιου του Στράικ στους επαγγελματίες του
ιατρικού κλάδου τον είχε καταστήσει επιφυλακτικό απέναντι στην
εγκάρδια αλλά απρόσωπη ευθυμία που εκδήλωναν ορισμένοι, όμως η
Κερένζα έμοιαζε να βλέπει τον Τεντ και την Τζόαν ως άτομα, όχι σαν
αφελή παιδιά, και την άκουσε να μιλάει στον Τεντ, τον πρώην
ακτοφύλακα, για τους ανθρώπους που επιχειρούσαν να βγάλουν
φωτογραφίες με τις πλάτες στραμμένες προς τα θυελλώδη κύματα, όση
ώρα εκείνη έβγαζε το αδιάβροχό της στην κουζίνα.
«Ακριβώς. Δεν καταλαβαίνουν τη δύναμη της θάλασσας, καλά δε λέω;
Τη θάλασσα ή θα τη σέβεσαι ή θα την αποφεύγεις, έτσι έλεγε ο πατέρας
μου… Καλημέρα, Τζόαν», είπε μπαίνοντας στο δωμάτιο. «Γεια,
Κόρμοραν».
«Καλημέρα, Κερένζα», είπε ο Στράικ, καθώς σηκωνόταν. «Να πηγαίνω
κι εγώ, μην μπλέκομαι στα πόδια σου».
«Λοιπόν, πώς αισθάνεσαι σήμερα, καλή μου;» ρώτησε η νοσοκόμα την
Τζόαν.
«Ας τα λέμε καλά», είπε η Τζόαν. «Απλώς είμαι κάπως…»
Έκανε μια παύση, ώστε να απομακρυνθεί αρκετά ο ανιψιός της για να
μην ακούει. Έτσι όπως έκλεινε ο Στράικ την πόρτα πίσω από τις δύο
γυναίκες, άκουσε κι άλλα βήματα στα χαλίκια του μονοπατιού μπροστά
στο σπίτι. Ο Τεντ, που διάβαζε την τοπική εφημερίδα καθισμένος στο
τραπέζι, σήκωσε το κεφάλι.
«Ποιος να είναι τέτοια ώρα;»
Λίγες στιγμές αργότερα, ο Ντέιβ Πόλγουορθ εμφανίστηκε στο τζάμι της
πίσω πόρτας, φορτωμένος με ένα μεγάλο σακίδιο. Πέρασε μέσα,
σαρωμένος από τη βροχή και χαμογελαστός.
«Καλημέρα, Ντίντι», είπε, οπότε αντάλλαξαν τη χειραψία και την
αγκαλιά που αποτελούσε τον συνήθη χαιρετισμό τους καθώς μεγάλωναν.
«Καλημέρα, Τεντ».
«Πώς κι από τα μέρη μας;» ρώτησε ο Τεντ.
Ο Πόλγουορθ ξεφόρτωσε το σακίδιο, το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα κάτι
κατεψυγμένα πιάτα, συσκευασμένα σε φελιζόλ, και τα ακούμπησε στο
τραπέζι.
«Η Πένι ετοίμασε δυο-τρία μαγειρευτά. Θα πάω να φέρω κάποιες
προμήθειες κι είπα να ρωτήσω τι χρειάζεστε».
Η φλόγα της ατόφιας πρακτικής καλοσύνης που έκαιγε μέσα στον Ντέιβ
Πόλγουορθ ποτέ δεν είχε φανερωθεί καθαρότερα στον Στράικ, με μόνη
ίσως εξαίρεση την πρώτη του ημέρα στο δημοτικό, όταν ο
μικροκαμωμένος Πόλγουορθ είχε θέσει τον Στράικ υπό την προστασία
του.
«Είσαι καλό παιδί», είπε ο Τεντ συγκινημένος. «Να πεις ένα μεγάλο
ευχαριστώ στην Πένι, εντάξει;»
«Έγινε, στέλνει κι εκείνη την αγάπη της κι όλα τα σχετικά», είπε ο
Πόλγουορθ, σαν να μην είχαν κάποια σημασία αυτές οι τυπικότητες.
«Θες να μου κάνεις παρέα, όσο καπνίζω ένα τσιγάρο;» τον ρώτησε ο
Στράικ.
«Άντε, πάμε», είπε ο Πόλγουορθ.
«Στην αποθήκη να πάτε», πρότεινε ο Τεντ.
Οπότε, ο Στράικ και ο Πόλγουορθ διέσχισαν μαζί τον μουσκεμένο
κήπο, με τα κεφάλια σκυμμένα για να προφυλάσσονται από τον δυνατό
άνεμο και τη βροχή, και χώθηκαν στην αποθήκη του Τεντ.
Ανακουφισμένος, ο Στράικ άναψε τσιγάρο.
«Τι έγινε, ψηλέ, το έριξες στη δίαιτα;» ρώτησε ο Πόλγουορθ κόβοντας
τον Στράικ από πάνω μέχρι κάτω.
«Γρίπη και τροφική δηλητηρίαση».
«Α ναι, μωρέ, η Λούσι το είπε πως ήσουν άρρωστος». Ο Πόλγουορθ
έγνεψε κοφτά με το κεφάλι προς τη μεριά του παραθύρου της Τζόαν.
«Πώς τα πάει;»
«Όχι και τόσο καλά», είπε ο Στράικ.
«Εσύ πόσο λες να κάτσεις;»
«Εξαρτάται από τον καιρό. Άκου, σοβαρά τώρα, εκτιμώ πραγματικά
όλα όσα…»
«Κόφ’ το, ρε μάπα».
«Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη ακόμη;»
«Ακούω».
«Πείσε τον Τεντ να πιείτε μια μπίρα μαζί το μεσημέρι. Πρέπει να βγει κι
αυτός λίγο από το σπίτι. Θα έρθει, αν ξέρει πως είμαι εγώ μαζί της,
αλλιώς δεν πρόκειται να το κουνήσει».
«Έγινε», είπε ο Πόλγουορθ.
«Είσαι…»
«…ένας αληθινός πρίγκιπας, ναι, είμαι ο μπαγάσας. Τι έγινε, η Άρσεναλ
κατάφερε να προκριθεί στα προημιτελικά;»
«Ναι», είπε ο Στράικ. «Όμως κληρώθηκε με την Μπάγερν Μονάχου».
Δεν είχε καταφέρει να παρακολουθήσει την ομάδα του να προκρίνεται
στην επόμενη φάση πριν από τα Χριστούγεννα, καθώς παρακολουθούσε
το Μούτρο στο Γουέστ Εντ. Το Champions League, που υπό κανονικές
συνθήκες θα ήταν μια απόλαυση κι ευκαιρία να ξεχνιέται, δεν κατάφερνε
να τον συναρπάσει όπως συνέβαινε συνήθως.
«Η Ρόμπιν τρέχει τη δουλειά στο Λονδίνο όσο είσαι εσύ εδώ κάτω;»
«Ναι», είπε ο Στράικ.
Του είχε στείλει ένα γραπτό μήνυμα νωρίτερα, ζητώντας του να τα πουν
εν τάχει σχετικά με την υπόθεση Μπάμπορο. Της είχε απαντήσει πως θα
της τηλεφωνούσε με την πρώτη ευκαιρία. Είχε κι εκείνος κάποια νέα να
μοιραστεί σχετικά με την υπόθεση, όμως η Μάργκοτ Μπάμπορο κόντευε
τα σαράντα χρόνια εξαφανισμένη, κι ο Στράικ, όπως η Κερένζα, η
νοσοκόμα, στην παρούσα φάση έδινε προτεραιότητα στους ζωντανούς.
Αφού τελείωσε το τσιγάρο του, επέστρεψαν στο σπίτι και βρήκαν τον
Τεντ και την Κερένζα να συζητούν στην κουζίνα.
«Προτιμάει σήμερα να μιλήσει μαζί σου παρά μαζί μου», είπε η
Κερένζα χαμογελώντας στον Στράικ, καθώς φορούσε το αδιάβροχό της.
«Τα λέμε αύριο το πρωί, Τεντ».
Την ώρα που η νοσοκόμα κατευθυνόταν προς την πίσω πόρτα, ο
Πόλγουορθ είπε:
«Τεντ, πάμε να πιούμε μια μπίρα».
«Α, όχι, σ’ ευχαριστώ, παλικάρι μου», είπε ο Τεντ. «Καλύτερα να μείνω
εδώ».
Η Κερένζα κοντοστάθηκε, έχοντας φέρει την παλάμη της πάνω στο
πόμολο της πόρτας.
«Πολύ καλή ιδέα. Βγες να πάρεις λίγο καθαρό αέρα, Τεντ… ή μάλλον,
λίγο καθαρό νερό, τέτοιο καιρό που μας κάνει σήμερα», συμπλήρωσε,
καθώς η βροχή έπεφτε δυνατά πάνω στη στέγη. «Λοιπόν, τα λέμε».
Η νοσοκόμα έφυγε. Ο Τεντ χρειάστηκε μερικά ακόμη παρακάλια, όμως
τελικά συμφώνησε να πεταχτεί με τον Πόλγουορθ μέχρι την παμπ για ένα
σάντουιτς. Αφού έφυγαν, ο Στράικ έπιασε την τοπική εφημερίδα από το
τραπέζι και την πήρε μαζί του στο καθιστικό.
Με την Τζόαν μίλησαν για τις πλημμύρες, όμως οι εικόνες των κυμάτων
που σάρωναν το Μέβαγκισι είχαν πολύ μικρότερη σημασία για εκείνη απ’
ό,τι πριν από μερικούς μήνες. Ο Στράικ καταλάβαινε πως ο νους της
Τζόαν στεκόταν στο προσωπικό, όχι στο γενικό.
«Τι λέει το ωροσκόπιό μου;» τον ρώτησε, όπως γυρνούσε ο Στράικ
σελίδα στην εφημερίδα.
«Δεν το ήξερα πως πιστεύεις σε αυτά, Τζόαν».
«Κι εγώ δεν είμαι σίγουρη αν πιστεύω ή όχι», είπε η Τζόαν. «Όμως
ρίχνω πάντοτε μια ματιά».
«Είσαι…» είπε, προσπαθώντας να θυμηθεί πότε έπεφταν τα γενέθλιά
της. Ήξερε πως ήταν κάποια στιγμή το καλοκαίρι.
«Καρκίνος», απάντησε εκείνη κι ύστερα γέλασε πνιχτά. «Κι όχι μονάχα
στο ζώδιο».
Ο Στράικ δε χαμογέλασε.
«“Καλή περίοδος για να ανατρέψετε τη ρουτίνα σας”», την
πληροφόρησε, καθώς έριχνε μια συνολική ματιά στο ωροσκόπιο, ώστε να
παραλείψει οτιδήποτε το καταθλιπτικό, «“οπότε μην απορρίψετε εκ των
προτέρων νέες ιδέες. Ο ανάδρομος Δίας ενθαρρύνει την πνευματική
εξέλιξη”».
«Χμ», έκανε η Τζόαν. Έπειτα από μια σύντομη παύση είπε: «Δε νομίζω
πως θα βρίσκομαι εδώ στα επόμενα γενέθλιά μου, Κορμ».
Εκείνα τα λόγια τον βρήκαν σαν γροθιά στο διάφραγμα.
«Μην το ξαναπείς αυτό».
«Αν δεν μπορώ να το πω σ’ εσένα, σε ποιον μπορώ να το πω;»
Τα μάτια της, που μια ζωή είχαν ένα ελαφρύ γαλάζιο χρώμα, όπως τα
άνθη του μη με λησμόνει, πλέον είχαν ξεθωριάσει. Ποτέ άλλοτε δεν του
είχε μιλήσει έτσι, ως ίση προς ίσο. Πάντοτε προσπαθούσε να στέκεται
ελαφρώς ψηλότερα, έτσι που, από την οπτική της γωνία, ο σχεδόν
δίμετρος στρατιώτης έφερνε κάπως σε αγοράκι.
«Δεν μπορώ να το πω στον Τεντ ή στη Λούσι, σωστά;» είπε. «Τους
ξέρεις πώς είναι».
«Ναι», απάντησε ο Στράικ με δυσκολία.
«Ύστερα… θα έχεις τον νου σου στον Τεντ, εντάξει; Να περνάς καμιά
φορά, να τον βλέπεις. Σε αγαπάει τόσο πολύ».
Γαμώτο.
Τόσα χρόνια η Τζόαν απαιτούσε μια μορφή ψέματος από όλους τους
ανθρώπους γύρω της, μια ωραιοποιημένη θεώρηση των πραγμάτων, και
τώρα, στο τέλος, μιλούσε με απόλυτη ειλικρίνεια και σταράτα λόγια, κι ο
Στράικ ευχόταν όσο τίποτε άλλο να βρισκόταν ακόμη στην εποχή που θα
έπρεπε να γνέφει καταφατικά, ακούγοντας τη θεία του να περιγράφει
κάποιο σκάνδαλο στη γειτονιά. Γιατί δεν τους επισκεπτόταν συχνότερα;
«Εννοείται αυτό», είπε.
«Η κηδεία θέλω να γίνει στην εκκλησία του Σεντ Μος», συνέχισε η
Τζόαν ήσυχα, «εκεί όπου βαφτίστηκα. Όμως δε θέλω να ενταφιαστώ,
γιατί θα πρέπει να με πάνε μέχρι το κοιμητήριο, πέρα στο Τρούρο. Ο Τεντ
θα καταπονηθεί με το να πηγαινοέρχεται για να μου φέρνει λουλούδια.
Τον ξέρω.
»Μια ζωή λέγαμε πως θέλαμε να είμαστε μαζί μετά, όμως ποτέ δεν το
κανονίσαμε, και τώρα δε θέλει να το συζητήσει μαζί μου. Οπότε, το
σκέφτηκα καλά, Κορμ, και προτιμώ την αποτέφρωση. Θα φροντίσεις να
γίνει αυτό, ναι; Γιατί ο Τεντ βάζει τα κλάματα κάθε φορά που προσπαθώ
να του μιλήσω γι’ αυτό, κι η Λούσι δεν ακούει κουβέντα».
Ο Στράικ έγνεψε καταφατικά και προσπάθησε να χαμογελάσει.
«Δε θέλω να είναι η οικογένεια στην αποτέφρωση. Είναι απαίσια η
διαδικασία, με τις κουρτίνες και τον ιμάντα. Να με αποχαιρετήσετε στην
εκκλησία, κι ύστερα να πάρεις τον Τεντ στην παμπ και να αφήσετε τους
εργολάβους να ασχοληθούν με το κρεματόριο, εντάξει; Έπειτα, αφού
γίνει ό,τι είναι να γίνει, να πάρετε τις στάχτες μου, να ανοιχτείτε με τη
βάρκα του Τεντ και να με σκορπίσετε στη θάλασσα. Κι όταν έρθει ο
καιρός του, μπορείς να κάνεις το ίδιο για τον Τεντ, οπότε θα είμαστε μαζί.
Ούτε η Λούσι ούτε κι εσύ να έχετε την έγνοια να ασχολείστε με τάφους,
τόσο δρόμο από το Λονδίνο. Εντάξει;»
Το σχέδιο ενσωμάτωνε τόσο πολλά στοιχεία της Τζόαν, έτσι όπως την
ήξερε: χαρακτηριζόταν από πρακτική καλοσύνη και πρόνοια, όμως ο
Στράικ δεν περίμενε τον επίλογο να γραφεί με τις στάχτες να
παρασύρονται από την παλίρροια, δίχως να υπάρχει κάποιος τάφος,
ορισμένες ημερομηνίες, αντίθετα η θεία του προτιμούσε να γίνει ένα με
το στοιχείο που είχε κυριαρχήσει και στη δική της ζωή και σ’ εκείνη του
Τεντ, καθισμένοι στην παραθαλάσσια πόλη τους, να θαυμάζουν τον
ωκεανό, με μόνη εξαίρεση εκείνο το αλλόκοτο ιντερλούδιο όταν ο Τεντ,
επαναστατώντας απέναντι στον πατέρα του, είχε εξαφανιστεί για
κάμποσα χρόνια υπηρετώντας στη στρατονομία.
«Εντάξει», είπε ο Στράικ με δυσκολία.
Η Τζόαν σαν να βούλιαξε κάπως στην πολυθρόνα της, με ανακούφιση
που είχε βγάλει εκείνο το βάρος από πάνω της, οπότε του χαμογέλασε.
«Είναι τόσο όμορφα που σε έχω εδώ».
Στη διάρκεια των τελευταίων ημερών ο Στράικ είχε συνηθίσει τις
σύντομες αναπολήσεις της και τα σχόλια που προέκυπταν από το
πουθενά, οπότε αιφνιδιάστηκε κάπως λιγότερο απ’ ό,τι υπό άλλες
συνθήκες, όταν την άκουσε να λέει ένα λεπτό μετά:
«Μακάρι να είχα γνωρίσει τη Ρόμπιν σου».
Ο Στράικ, που με τον νου του εξακολουθούσε να ακολουθεί τις στάχτες
της Τζόαν στο ηλιοβασίλεμα, ανασκουμπώθηκε.
«Νομίζω πως θα τη συμπαθούσες», είπε. «Είμαι βέβαιος πως κι εκείνη
θα σε συμπαθούσε».
«Η Λούσι λέει πως είναι όμορφη».
«Ναι, είναι».
«Η καημενούλα», μουρμούρισε η Τζόαν. Ο Στράικ απόρησε. Βέβαια, η
επίθεση με μαχαίρι που είχε δεχτεί η Ρόμπιν είχε αποτελέσει είδηση στις
εφημερίδες, όταν κατέθεσε στη δίκη του Αντεροβγάλτη του Σάκλγουελ.
«Κοίτα να δεις σύμπτωση, που λέμε για ωροσκόπια τώρα», είπε ο
Στράικ, προσπαθώντας να αποσπάσει τη σκέψη της Τζόαν από τη Ρόμπιν,
τις κηδείες, τον θάνατο. «Αυτό το διάστημα ερευνούμε μια παλιά
υπόθεση εξαφάνισης. Ο τύπος που ήταν επικεφαλής εκείνα τα χρόνια…»
Ποτέ του δεν είχε μοιραστεί λεπτομέρειες κάποιας έρευνας με την
Τζόαν, σε σημείο που απόρησε γιατί δεν το είχε κάνει, έτσι που την
έβλεπε να τον ακούει με απόλυτη προσήλωση.
«Μα τη θυμάμαι εκείνη τη γιατρίνα!» αναφώνησε η Τζόαν, ζωηρότερη
απ’ ό,τι την είχε δει εδώ και μέρες. «Τη Μάργκοτ Μπάμπορο, ναι! Είχε κι
ένα μωράκι στο σπίτι…»
«Ε, λοιπόν, εκείνο το μωράκι είναι τώρα η πελάτισσά μας», είπε ο
Στράικ. «Άννα τη λένε. Με τη σύντροφό της έχουν ένα εξοχικό στο
Φάλμουθ».
«Τι κρίμα εκείνη η οικογένεια», είπε η Τζόαν. «Δεν έμαθαν ποτέ… και,
δηλαδή, ο αστυνόμος πίστευε πως η απάντηση κρυβόταν στα ζώδια;»
«Ακριβώς», είπε ο Στράικ. «Ήταν πεπεισμένος πως ο δολοφόνος ήταν
Αιγόκερως».
«Κι ο Τεντ Αιγόκερως είναι».
«Ενδιαφέρουσα πληροφορία», είπε ο Στράικ με κάθε σοβαρότητα,
οπότε η Τζόαν γέλασε πνιχτά. «Μήπως θέλεις λίγο τσάι ακόμη;»
Όση ώρα έβραζε το νερό, ο Στράικ τσέκαρε τα μηνύματά του. Ο
Μπάρκλεϊ είχε στείλει μια ενημέρωση για τη φιλενάδα του Ανεπίδεκτου,
όμως το πιο πρόσφατο μήνυμα είχε σταλεί από έναν άγνωστο αριθμό, κι
αυτό άνοιξε πρώτο.
Γεια, Κόρμοραν, η ετεροθαλής αδελφή σου είμαι, η Προύντενς
Ντόνλιβι. Ο Αλ μου έδωσε το κινητό σου. Ελπίζω να μην
παρεξηγήσεις τους λόγους που επικοινωνώ μαζί σου. Κατ’ αρχάς,
επίτρεψέ μου να πω ότι κατανοώ απόλυτα και συμμερίζομαι τους
λόγους για τους οποίους δε θέλεις να είσαι μαζί μας στο πάρτι για
την επέτειο και το νέο άλμπουμ των Deadbeats. Ενδεχομένως να
ξέρεις ότι και η δική μου διαδρομή προκειμένου να προκύψει μια
σχέση με τον μπαμπά συνοδεύτηκε από διάφορες δυσκολίες, όμως
τελικά αισθάνομαι πως το ότι ήρθα σε επαφή μαζί του –και, ναι, το
ότι τον συγχώρεσα– αποτέλεσε μια θετική εμπειρία. Όλοι μας
ευχόμαστε πραγματικά πως θα αναθεωρήσεις –
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Τζόαν.
Τον είχε ακολουθήσει στην κουζίνα, σέρνοντας τα βήματά της, ελαφρώς
καμπουριασμένη.
«Μα τι κάνεις εδώ πέρα; Μπορώ να σου φέρω εγώ ό,τι θέλεις…»
«Ήθελα να σου δείξω πού κρύβω τα μπισκότα σοκολάτας. Έτσι και τα
βρει μπροστά του ο Τεντ, τα χλαπακιάζει όλα, κι ο γιατρός ανησυχεί για
την πίεσή του. Τι διάβαζες εκεί πέρα; Το ξέρω αυτό το ύφος. Ήσουν
θυμωμένος».
Ο Στράικ δεν ήταν σίγουρος για το κατά πόσο η πρόσφατη έφεση της
Τζόαν στην ειλικρίνεια θα μπορούσε να συμπεριλάβει τον πατέρα του,
όμως για κάποιο λόγο, με τον άνεμο και τη βροχή να λυσσομανούν
ολόγυρα, μια εξομολογητική ατμόσφαιρα είχε απλωθεί στο σπίτι. Της
εξήγησε τι έγραφε το μήνυμα.
«Α», έκανε η Τζόαν. Έδειξε ένα τάπερ στο επάνω ράφι. «Τα μπισκότα
είναι εκεί μέσα».
Επέστρεψαν στο καθιστικό με τα μπισκότα, τα οποία η Τζόαν επέμεινε
να βάλει ο Στράικ σε ένα πιάτο. Ορισμένα πράγματα δεν άλλαζαν ποτέ.
«Δεν έτυχε να γνωρίσεις κάποια στιγμή την Προύντενς, έτσι δεν είναι;»
ρώτησε η Τζόαν, όταν βολεύτηκε και πάλι στην πολυθρόνα της.
«Ούτε την Προύντενς έχω γνωρίσει ούτε τη μεγαλύτερη, τη Μέιμι, ούτε
και τον μικρότερο γιο, τον Εντ», είπε ο Στράικ επιχειρώντας να ακουστεί
κατά το δυνατόν ουδέτερος.
Η Τζόαν άφησε να περάσει κάπου ένα λεπτό, χωρίς να κάνει κάποιο
σχόλιο, κι ύστερα με έναν βαθύ αναστεναγμό φούσκωσε και ξεφούσκωσε
το λιανό της στήθος και είπε:
«Νομίζω πως θα έπρεπε να πας στο πάρτι του πατέρα σου, Κορμ».
«Γιατί;» είπε ο Στράικ. Η μονολεκτική ερώτηση ήχησε στα αυτιά του
φορτωμένη με μια εφηβική, δίκαιη αγανάκτηση. Αιφνιδιάστηκε κάπως
βλέποντας την Τζόαν να του χαμογελά.
«Ξέρω τι συνέβη», είπε. «Φέρθηκε πολύ άσχημα, όμως δεν παύει να
είναι πατέρας σου».
«Όχι, δεν είναι», είπε ο Στράικ. «Πατέρας μου είναι ο Τεντ».
Πρώτη φορά τής το έλεγε ανοιχτά. Τα μάτια της Τζόαν βούρκωσαν.
«Πολύ θα του άρεσε να σε άκουγε να το λες αυτό», είπε σιγανά. «Πώς
τα φέρνει η ζωή καμιά φορά… πριν από πολλά, πολλά χρόνια, όταν
ήμουν ακόμη κοπελίτσα, πήγα να δω μία αληθινή Τσιγγάνα μάντισσα.
Εκείνο τον καιρό έστηναν τον καταυλισμό τους εδώ παρακάτω, στον
δρόμο. Νόμιζα πως θα μου έλεγε ένα σωρό όμορφα πράγματα. Αυτή είναι
η δουλειά τους άλλωστε, σωστά; Τα λεφτά τα δίνεις μπροστά. Ξέρεις τι
γύρισε και μου είπε;»
Ο Στράικ έγνεψε αρνητικά.
«“Δε θα αποκτήσεις ποτέ σου παιδιά”. Έτσι ξερά. Κατευθείαν».
«Είδες όμως που έκανε λάθος;» είπε ο Στράικ.
Τα ξεθωριασμένα μάτια της Τζόαν βούρκωσαν ξανά. Γιατί δεν είχε πει
ποτέ πριν όλα αυτά τα πράγματα; αναρωτήθηκε ο Στράικ. Θα ήταν τόσο
εύκολο να της προσφέρει λίγη χαρά, αντί να παραμένει αγκιστρωμένος
από το διχασμένο του καθήκον, θυμωμένος που καλούνταν να επιλέξει,
να κρεμάσει ταμπέλες και, με τον τρόπο αυτό, να προδώσει κάποιον.
Άπλωσε το χέρι προς το μέρος της, κι εκείνη το έσφιξε με απρόσμενη
δύναμη.
«Καλό θα ήταν να πας σ’ αυτό το πάρτι, Κορμ. Νομίζω πως ο πατέρας
σου βρίσκεται στο επίκεντρο… πολλών πραγμάτων. Μακάρι», συνέχισε
ύστερα από μια σύντομη παύση, «να είχες έναν άνθρωπο να σε
φροντίζει».
«Δεν πάνε έτσι τα πράγματα στην εποχή μας, Τζόαν. Οι άντρες πρέπει
να βασίζονται στις δυνάμεις τους… σε διάφορα επίπεδα», συμπλήρωσε
χαμογελώντας.
«Το να καμώνεσαι πως δεν έχεις ανάγκες… είναι εντελώς σαχλό», είπε
εκείνη σιγανά. «Αλήθεια, το δικό σου ωροσκόπιο τι λέει;»
Ο Στράικ έπιασε και πάλι την εφημερίδα και ξερόβηξε.
«“Τοξότης: καθώς ο κυβερνήτης σας είναι ανάδρομος, ενδέχεται να
διαπιστώσετε πως δεν είστε ο συνήθης εύθυμος, ξένοιαστος εαυτός
σας…”»
32
Όπου κι αν βρίσκομαι εγώ, ο κρυφός μου βοηθός
θα σε ακολουθεί.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η ώρα ήταν τρεις το απόγευμα και η Ρόμπιν, που καθόταν μέσα στο Land
Rover της κοντά στο απρόσωπο σπίτι στο Στόουκ Νιούινγκτον, την
παρακολούθηση του οποίου είχε αναλάβει ο Στράικ πριν από τα
Χριστούγεννα, δεν είδε τίποτε το ενδιαφέρον να εμφανίζεται από την ώρα
που πήρε θέση στον δρόμο, στις εννέα εκείνο το πρωί. Έτσι όπως έπεφτε
το ψιλοβρόχι πάνω στο παρμπρίζ του τζιπ, η Ρόμπιν ευχήθηκε μεταξύ
σοβαρού και αστείου να κάπνιζε, απλώς και μόνο για να είχε κάτι να
κάνει.
Είχε εντοπίσει την ταυτότητα της ξανθιάς ιδιοκτήτριας και ενοίκου του
σπιτιού στο διαδίκτυο. Το όνομά της ήταν Έλινορ Ντιν, διαζευγμένη, η
οποία έμενε μόνη. Η Έλινορ βρισκόταν πέραν πάσης αμφιβολίας στο
σπίτι, καθώς η Ρόμπιν την είχε δει να περνά μπροστά από ένα παράθυρο
πριν από δύο ώρες, όμως ο βροχερός καιρός φαίνεται πως την κρατούσε
κλεισμένη εκεί μέσα. Ψυχή δεν είχε περάσει από το σπίτι όλη μέρα και
οπωσδήποτε όχι ο προϊστάμενος του Μούτρου. Ίσως τελικά να ήταν
συγγενείς, κι η επίσκεψή του πριν από τα Χριστούγεννα να ήταν απλώς
ένα από αυτά τα πράγματα που έκαναν οι άνθρωποι στις γιορτές:
εκπλήρωναν κοινωνικές υποχρεώσεις, έδιναν δώρα, περνούσαν να
δώσουν το παρών. Το χάιδεμα στο κεφάλι θα μπορούσε να ήταν κάποιο
δικό τους αστείο. Οπωσδήποτε δε δημιουργούσε υποψίες για κάποια
σεξουαλική, παράνομη ή βιτσιόζικη σχέση, δηλαδή τις περιπτώσεις που
θα ενδιέφεραν το γραφείο.
Το κινητό της Ρόμπιν άρχισε να χτυπά.
«Γεια».
«Μπορείς να μιλήσεις;» ρώτησε ο Στράικ.
Κατηφόριζε τον απότομο δρόμο όπου βρισκόταν το σπίτι του Τεντ και
της Τζόαν, στηρίζοντας το βάρος του στο σπαστό μπαστούνι που είχε
φέρει μαζί του, καθώς ήξερε πως οι δρόμοι θα ήταν βρεγμένοι και
πιθανόν να γλιστρούσαν. Ο Τεντ είχε επιστρέψει στο σπίτι· είχαν μόλις
βοηθήσει την Τζόαν να ανεβεί στον επάνω όροφο για να πάρει έναν
υπνάκο, οπότε ο Στράικ, που ήθελε να κάνει τσιγάρο και δεν καλόβλεπε
ιδιαίτερα την προοπτική να κλειστεί ξανά στην αποθήκη, είχε αποφασίσει
να πάει έναν σύντομο περίπατο παρά την αδιάκοπη βροχή.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Πώς είναι η Τζόαν;»
«Όπως τα ξέρεις», απάντησε ο Στράικ. Δεν είχε διάθεση να μιλήσει γι’
αυτό. «Έγραψες πως ήθελες να τα πούμε λίγο για την υπόθεση
Μπάμπορο».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Έχω καλά νέα, καθόλου νέα και άσχημα νέα».
«Τα άσχημα πρώτα», είπε ο Στράικ.
Η θάλασσα παρέμενε ανταριασμένη, τα κύματα εξακολουθούσαν να
σπάνε με δύναμη πάνω στον βραχίονα του λιμανιού, σηκώνοντας νερά
στον αέρα. Ο Στράικ έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε προς την πόλη.
«Το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν πρόκειται να σου επιτρέψει να μιλήσεις
στον Κριντ. Η απάντηση έφτασε σήμερα το πρωί».
«Α», έκανε ο Στράικ. Η αδιάκοπη βροχή διαπερνούσε τη γαλαζωπή
αχλή του τσιγάρου του, σκορπίζοντάς την. «Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι
εκπλήσσομαι. Τι γράφουν;»
«Άφησα την επιστολή στο γραφείο», είπε η Ρόμπιν, «αλλά το διά ταύτα
είναι πως οι θεράποντες ψυχίατροι συμφωνούν πως ο κρατούμενος δεν
πρόκειται να αλλάξει στάση σε αυτό το στάδιο και να αρχίσει να
συνεργάζεται».
«Μάλιστα», είπε ο Στράικ. «Τέλος πάντων, οι πιθανότητες εξ αρχής
ήταν ελάχιστες».
Η Ρόμπιν όμως διέκρινε την απογοήτευση στη φωνή του και τον
καταλάβαινε. Είχαν πέντε μήνες που πάλευαν με αυτή την υπόθεση,
καινούργια στοιχεία που να μπορούσαν να χαρακτηριστούν αξιόλογα δεν
είχαν και τώρα που η πιθανότητα να μιλήσουν με τον Κριντ είχε πάψει να
υφίσταται, η Ρόμπιν αισθανόταν για κάποιο λόγο πως μαζί με τον Στράικ
ματαιοπονούσαν τσαλαβουτώντας στα ρηχά, την ώρα που λίγο παραδίπλα
ο μεγάλος λευκός καρχαρίας γλιστρούσε ανέγγιχτος στα σκοτεινά βάθη.
«Επίσης, επικοινώνησα ξανά με την Αμάντα Γουάιτ, νυν Αμάντα Λοζ,
που κατέθεσε πως είχε δει τη Μάργκοτ στο παράθυρο του τυπογραφείου.
Ήθελε χρήματα για να μας μιλήσει, θυμάσαι; Της πρότεινα να καλύψουμε
τα έξοδά της αν θέλει να περάσει από το γραφείο –στο Λονδίνο μένει, δε
θα είναι μεγάλο το ποσό– και το σκέφτεται».
«Καλοσύνη της», σχολίασε δύσθυμα ο Στράικ. «Τα καλά νέα ποια
είναι;»
«Η Άννα έπεισε τη μητριά της να μας μιλήσει. Τη Σύνθια».
«Σοβαρολογείς;»
«Ναι, αλλά θα είναι μόνη της. Ο Ρόι εξακολουθεί να μην ξέρει το
παραμικρό για εμάς», είπε η Ρόμπιν. «Η Σύνθια δέχτηκε να μας
συναντήσει στα κρυφά».
«Εντάξει, κάτι είναι κι η Σύνθια», είπε ο Στράικ. «Πολλά για την
ακρίβεια», συμπλήρωσε, αφού το σκέφτηκε λίγο περισσότερο.
Τα βήματά του τον οδηγούσαν ασυναίσθητα στην παμπ και το βρεγμένο
μπατζάκι του παντελονιού του κολλούσε, παγωμένο, πάνω στον μοναδικό
του αστράγαλο.
«Πού θα τη συναντήσουμε;»
«Στο σπίτι τους αποκλείεται, καθώς ο Ρόι δεν ξέρει το παραμικρό.
Εκείνη πρότεινε το Χάμπτον Κορτ, καθώς εργάζεται εκεί ως ξεναγός
μερικής απασχόλησης».
«Ξεναγός ε; Τώρα που το θυμήθηκα, με την Καρτποστάλ τι γίνεται;»
«Ο Μπάρκλεϊ βρίσκεται στην πινακοθήκη σήμερα», είπε η Ρόμπιν. «Θα
προσπαθήσει να τη φωτογραφίσει».
«Κι ο Μόρις με τον Χάτσινς με τι ασχολούνται;» ρώτησε ο Στράικ, που
εκείνη τη στιγμή ανέβαινε τα φαρδιά γλιστερά σκαλοπάτια που
οδηγούσαν στην παμπ.
«Ο Μόρις έχει αναλάβει τη φιλενάδα του Ανεπίδεκτου, που μέχρι
στιγμής αποδεικνύεται κυρία –ο Ανεπίδεκτος ατύχησε αυτή τη φορά– κι ο
Χάτσινς ασχολείται με τον Χοροπηδηχτούλη. Παρεμπιπτόντως, την
επόμενη Παρασκευή έχεις να υποβάλεις την τελική αναφορά για τον
τύπο. Θα αναλάβω εγώ να συναντηθώ με τον πελάτη, εντάξει;»
«Τέλεια, σ’ ευχαριστώ», είπε ο Στράικ διαβαίνοντας το κατώ­φλι της
παμπ με ένα αίσθημα ανακούφισης. Στάλες βροχής έσταζαν από πάνω
του, όπως έβγαζε το παλτό του. «Δεν είμαι σίγουρος πότε θα καταφέρω
να επιστρέψω. Δεν ξέρω αν έχεις δει, αλλά τα δρομολόγια των τρένων
ακόμη δεν έχουν αποκατασταθεί».
«Μην ανησυχείς για το γραφείο. Τα έχουμε όλα καλυμμένα. Τέλος
πάντων, δεν ολοκλήρωσα αυτά που είχα να σου πω για τη Μπάμπορο…
ωπ, στάσου μισό», είπε η Ρόμπιν.
«Μήπως πρέπει να κλείσεις;»
«Όχι, όλα εντάξει», είπε η Ρόμπιν.
Μόλις είχε δει την εξώπορτα της Έλινορ Ντιν να ανοίγει. Η ευτραφής
ξανθιά έκανε την εμφάνισή της φορώντας ένα πανωφόρι με κουκούλα, το
οποίο, πολύ βολικά, περιόριζε το οπτικό της πεδίο. Η Ρόμπιν κατέβηκε με
τρόπο από το Land Rover, έκλεισε την πόρτα και άρχισε να την
ακολουθεί, ενώ συνέχιζε να μιλά στο κινητό της.
«Η ξανθιά μας φίλη κινείται», είπε χαμηλόφωνα.
«Αν κατάλαβα σωστά, έχεις κι άλλα καλά νέα σχετικά με την υπόθεση
Μπάμπορο;» ρώτησε ο Στράικ.
Είχε φτάσει στο μπαρ όπου, απλώς δείχνοντας, είχε εξασφαλίσει ένα
μεγάλο ποτήρι μπίρας, το οποίο πλήρωσε και στη συνέχεια μετέφερε στο
γωνιακό τραπέζι όπου είχε καθίσει παρέα με τον Πόλγουορθ το
περασμένο καλοκαίρι.
«Πράγματι», είπε η Ρόμπιν φτάνοντας στη γωνία στο τέρμα του δρόμου,
ενώ η ξανθιά συνέχιζε να προπορεύεται ανυποψίαστη. «Μακάρι να
μπορούσα να σου πω ότι εντόπισα τον Ντάουθ­γουεϊτ ή τον Σάτσγουελ,
όμως και το τελευταίο άτομο που είδε τη Μάργκοτ ζωντανή κάτι είναι,
σωστά;»
«Κατάφερες να βρεις την Γκλόρια Κόντι;» αναφώνησε μεμιάς ο Στράικ.
«Μην ενθουσιάζεσαι ακόμη», είπε η Ρόμπιν, που εξακολουθούσε να
περπατά στη βροχή. Η Έλινορ έδειχνε να κατευθύνεται προς την αγορά.
Η Ρόμπιν μπορούσε να διακρίνει ένα σούπερ μάρκετ στο βάθος. «Δεν έχω
καταφέρει να της μιλήσω ακόμη, όμως είμαι σχεδόν βέβαιη πως έχω βρει
τον σωστό άνθρωπο. Εντόπισα την οικογένειά της στην απογραφή του
1961: μητέρα, πατέρας, ένας μεγαλύτερος γιος και μια κόρη ονόματι
Γκλόρια, το δεύτερο όνομά της είναι Μαίρη. Απ’ ό,τι φαίνεται, η Γκλόρια
ζει πλέον στη Γαλλία, στη Νιμς για την ακρίβεια, είναι παντρεμένη με
έναν Γάλλο. Έχει πάψει να χρησιμοποιεί το “Γκλόρια”, πλέον είναι
γνωστή ως Μαίρη Ζομπέρ. Έχει και σελίδα στο Facebook, όμως είναι
ιδιωτική. Την εντόπισα μέσω μιας γενεαλογικής ιστοσελίδας. Ένας
Άγγλος ξάδελφός της προσπαθεί να στήσει το γενεαλογικό δέντρο της
οικογένειας. Η ημερομηνία γέννησης ταιριάζει, τα πάντα».
«Εξαιρετική δουλειά, μπράβο σου», είπε ο Στράικ. «Μάλιστα, νομίζω
πως η περίπτωσή της μπορεί να παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερο
ενδιαφέρον απ’ ό,τι εκείνες του Σάτσγουελ ή του Ντάουθγουεϊτ. Ο
τελευταίος άνθρωπος που είδε ζωντανή τη Μάργκοτ. Διατηρούσαν στενή
σχέση. Κι επίσης, ο μοναδικός άνθρωπος που παραμένει στη ζωή και είχε
δει τη Θίο».
Ο ενθουσιασμός του Στράικ βοήθησε τη Ρόμπιν να ξεπεράσει σε
μεγάλο βαθμό τις υποψίες της πως ο ντετέκτιβ είχε προσθέσει τον εαυτό
του στις εκκρεμότητές της επειδή θεωρούσε πως δε θα μπορούσε να τα
φέρει βόλτα.
«Δοκίμασα να την κάνω “φίλη” μου στο Facebook», συνέχισε η Ρόμπιν,
«όμως ακόμη δεν έχει απαντήσει. Αν συνεχίσω να μην έχω απάντηση,
ξέρω σε ποια εταιρεία εργάζεται ο σύζυγός της, οπότε σκέφτηκα να του
στείλω ένα email, ζητώντας του να της μεταφέρει κάποιο μήνυμα. Όμως
θεώρησα πως θα ήταν πιο διακριτικό να προσπαθήσω πρώτα να
επικοινωνήσω απευθείας μαζί της».
«Συμφωνώ», είπε ο Στράικ. Ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του. Ήταν
εκπληκτικά παρηγορητική η αίσθηση του να βρίσκεται στη ζεστή στεγνή
παμπ και να μιλάει με τη Ρόμπιν.
«Και κάτι τελευταίο», συνέχισε η Ρόμπιν. «Νομίζω πως βρήκα ποιο
ήταν εκείνο το φορτηγάκι που εντοπίστηκε να απομακρύνεται με
ταχύτητα από το Κλέρκενγουελ Γκριν, το βράδυ της εξαφάνισης της
Μάργκοτ».
«Τι πράγμα; Πώς;» αναφώνησε ο Στράικ εμβρόντητος.
«Κάποια στιγμή μέσα στα Χριστούγεννα, μου πέρασε από το μυαλό η
ιδέα πως αυτό που οι μάρτυρες νόμισαν πως ήταν κάποιο λουλούδι
ζωγραφισμένο στο πλάι της καρότσας στην πραγματικότητα μπορεί να
ήταν ένας ήλιος», είπε. «Ξέρεις, ο πλανήτης».
«Τυπικά, είναι ασ…»
«Παράτα μας, το ξέρω πως είναι αστέρας».
Η κουκουλοφόρος ξανθιά, ακριβώς όπως είχε υποψιαστεί η Ρόμπιν,
κατευθυνόταν στο σούπερ μάρκετ. Την ακολούθησε, απολαμβάνοντας το
κύμα θερμότητας που την υποδέχτηκε όπως έμπαινε στο κτίριο, αν και το
πάτωμα ήταν γλιστερό και λερό.
«Στο Κλέρκενγουελ, το 1974, υπήρχε ένα κατάστημα με προϊόντα
υγιεινής διατροφής και σήμα τον ήλιο. Εντόπισα μια διαφήμισή του στο
αρχείο εφημερίδων της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, μίλησα και με το
Εμπορικό Επιμελητήριο και κατάφερα να επικοινωνήσω με τον
διευθυντή, ο οποίος ζει ακόμη. Το ξέρω πως δε θα γινόταν να
επικοινωνήσω μαζί του άμα ήταν πεθαμένος», πρόσθεσε, προλαβαίνοντας
τυχόν νέα ανούσια ακριβολογία.
«Ρόμπιν, είσαι απίθανη», είπε ο Στράικ, ενώ η βροχή σφυροκοπούσε το
παράθυρο πίσω του. Τα ευχάριστα νέα και η μπίρα οπωσδήποτε είχαν
τονώσει τη διάθεσή του. «Εξαιρετική δουλειά».
«Ευχαριστώ», είπε η Ρόμπιν. «Κι άκου το καλύτερο: απέλυσε τον τύπο
που είχε για να κάνει τις παραδόσεις κάποια στιγμή στα μέσα του 1975,
αν θυμάται σωστά, επειδή η τροχαία τού έριξε καμπάνα για υπερβολική
ταχύτητα ενώ οδηγούσε το φορτηγάκι της εταιρείας. Θυμόταν και το
όνομά του, Ντέιβ Άντεργουντ τον έλεγαν, όμως δεν έχω προλάβει να…»
Η Έλινορ έκανε απότομα μεταβολή, στα μισά του διαδρόμου με τις
κονσέρβες, κι άρχισε να κινείται προς το μέρος της. Η Ρόμπιν καμώθηκε
πως ήταν απορροφημένη με την επιλογή μάρκας ρυζιού. Αφού άφησε τον
στόχο της να την προσπεράσει, ολοκλήρωσε την πρότασή της.
«…δεν έχω προλάβει να τον αναζητήσω».
«Τι να πω τώρα, τα δικά μου νέα δεν πιάνουν χαρτωσιά μπροστά σε
αυτά που μου είπες», ομολόγησε ο Στράικ, τρίβοντας τα κουρασμένα
μάτια του. Παρότι πλέον είχε δικό του υπνοδωμάτιο αντί να τη βγάζει
στον καναπέ, το παλιό στρώμα ήταν ελάχιστα βολικότερο, οι σπασμένες
του σούστες τού τρυπούσαν την πλάτη κι έτριζαν ηχηρά, κάθε φορά που
άλλαζε πλευρό. «Το καλύτερο που κατάφερα ήταν να βρω την κόρη της
Ρούμπι Έλιοτ».
«Της Ρούμπι που είχε δει εκείνες τις δύο γυναίκες να κινούνται ύποπτα
κοντά στους τηλεφωνικούς θαλάμους;» είπε η Ρόμπιν κοιτάζοντας τον
ξανθό στόχο να συμβουλεύεται μια λίστα με ψώνια, προτού εξαφανιστεί
στον επόμενο διάδρομο.
«Αυτή, ναι. Η κόρη της μου έστειλε email όπου γράφει πως ευχαρίστως
θα με συναντούσε, όμως δεν έχουμε κανονίσει ημερομηνία ακόμη.
Επίσης, τηλεφώνησα στην Τζάνις», είπε ο Στράικ, «κυρίως γιατί δεν
άντεχα να μιλήσω ξανά στην Αϊρίν, για να δω μήπως θυμόταν το
πραγματικό όνομα του Άπλθορπ, όμως βρίσκεται στο Ντουμπάι, έχει πάει
να επισκεφτεί τον γιο της για έξι εβδομάδες. Ο αυτόματος τηλεφωνητής
της κυριολεκτικά αυτό λέει: “Γεια, βρίσκομαι στο Ντουμπάι,
επισκέπτομαι τον Κέβιν για έξι εβδομάδες”. Ίσως να της αφήσω ένα
μήνυμα, να ξέρει πως δεν είναι φρόνιμο να ανακοινώνεις στον κάθε
άσχετο που τηλεφωνεί πως έχεις αφήσει το σπίτι σου αφύλαχτο».
«Οπότε τι έκανες, τηλεφώνησες στην Αϊρίν;» ρώτησε η Ρόμπιν. Η
Έλινορ, εν τω μεταξύ, έψαχνε βρεφικές τροφές.
«Όχι ακόμη», είπε ο Στράικ. «Όμως έχω…»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένας βόμβος στο κινητό του τον ενημέρωσε
πως κάποιος άλλος του τηλεφωνούσε.
«Ρόμπιν, μπορεί να είναι αυτός. Σε παίρνω μετά».
Ο Στράικ γύρισε γραμμή.
«Κόρμοραν Στράικ».
«Ναι, γεια», είπε ο Γκρέγκορι Τάλμποτ. «Εγώ είμαι… ο Γκρεγκ
Τάλμποτ. Άφησες μήνυμα να σου τηλεφωνήσω».
Ο Γκρέγκορι ακουγόταν ανήσυχος. Ο Στράικ τον καταλάβαινε. Ήλπιζε
πως θα απαλλασσόταν από ένα πρόβλημα, με την απόφαση να παραδώσει
το φιλμ στον ντετέκτιβ.
«Ναι, Γκρέγκορι, ευχαριστώ πολύ που τηλεφώνησες. Είχα μερικές
ακόμη ερωτήσεις, αν δεν ενοχλώ».
«Ακούω».
«Διάβασα το σημειωματάριο του πατέρα σου και ήθελα να ρωτήσω αν
ο πατέρας σου γνώριζε ή ανέφερε έναν άντρα ονόματι Νίκο Ρίτσι; Με το
ψευδώνυμο “Λέρας”;»
«Τον Λέρα Ρίτσι λες;» είπε ο Γκρέγκορι. «Όχι, δεν τον γνώριζε
προσωπικά. Θυμάμαι όμως τον πατέρα μου να μιλάει γι’ αυτόν. Ήταν
μεγάλο κεφάλι στα σεξομάγαζα του Σόχο, αν κατάλαβα σωστά ποιον
εννοείς…»
Κρίνοντας από τη φωνή του, η κουβέντα γύρω από τον γκάνγκστερ
πρόσφερε στον Γκρέγκορι μια κάποια απόλαυση. Ο Στράικ είχε έρθει
αντιμέτωπος με αυτή τη στάση και σε άλλες περιπτώσεις, κι όχι μόνο σε
περιπτώσεις απλών ανθρώπων που συναρπάζονταν από τέτοια άτομα.
Ακόμη και αστυνομικοί ή δικηγόροι δεν αποδεικνύονταν απρόσβλητοι
στον ενθουσιασμό που πηγάζει όταν βρεθεί κανείς στην ίδια τροχιά με
εγκληματίες που διέθεταν σημαντική περιουσία και δύναμη. Είχε υπόψη
του περιπτώσεις ανώτερων αξιωματικών που αναφέρονταν σχεδόν με
θαυμασμό στο οργανωμένο έγκλημα που επιχειρούσαν να πατάξουν και
δικηγόρους που ο ενθουσιασμός τους από τον συγχρωτισμό με
ονομαστούς πελάτες υπερέβαινε κατά πολύ την ελπίδα να έχουν κάποιο
ενδιαφέρον περιστατικό να αφηγηθούν σε μια δεξίωση. Ο Στράικ είχε την
υποψία πως στη σκέψη του Γκρέγκορι Τάλμποτ ο Λέρας Ρίτσι ήταν ένα
όνομα που ξυπνούσε ευχάριστες αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία,
μια ρομαντική φιγούρα που ανήκε σε μια χαμένη εποχή, τότε που ο
πατέρας του ήταν ένας εχέφρων αστυνομικός κι ευτυχισμένος
οικογενειάρχης.
«Μπράβο, αυτόν λέω», είπε ο Στράικ. «Λοιπόν, απ’ ό,τι φαίνεται, ο
Λέρας Ρίτσι γυρόφερνε στην κλινική της Μάργκοτ Μπάμπορο, κι ο
πατέρας σου πρέπει να το ήξερε αυτό».
«Σοβαρά;»
«Ναι», είπε ο Στράικ, «και είναι κάπως παράξενο που αυτή η
πληροφορία δεν καταγράφηκε στον επίσημο φάκελο».
«Κοίτα, ο πατέρας μου ήταν άρρωστος», είπε απολογητικά ο Γκρέγκορι.
«Είδες τι έγραφε στο σημειωματάριο. Τον περισσότερο καιρό ούτε κι
αυτός ήξερε τι του γινόταν».
«Το καταλαβαίνω αυτό», είπε ο Στράικ, «όμως από τη στιγμή που
συνήλθε, ποια ήταν η στάση του απέναντι στα στοιχεία που είχε
συγκεντρώσει, ενόσω έτρεχε την υπόθεση;»
«Τι εννοείς;»
Ο Γκρέγκορι ακουγόταν πλέον καχύποπτος, σαν να φοβόταν πως ο
Στράικ τον οδηγούσε σε μια κατεύθυνση προς την οποία ο ίδιος δεν ήθελε
να κινηθεί.
«Να, θεωρούσε πως ήταν όλα άχρηστα ή μήπως…;»
«Επιχειρούσε να αποκλείσει υπόπτους έχοντας ως κριτήριο το ζώδιό
τους», είπε ο Γκρέγκορι χαμηλόφωνα. «Νόμιζε πως είδε έναν δαίμονα
στο βοηθητικό δωμάτιο του σπιτιού μας. Εσύ τι λες να σκεφτόταν;
Αισθανόταν… ντροπή. Δεν έφταιγε εκείνος, όμως δεν κατάφερε ποτέ να
το ξεπεράσει. Ήθελε να επιστρέψει στην υπόθεση, να διορθώσει τα λάθη,
όμως δεν του το επέτρεψαν, τον εξανάγκασαν να αποχωρήσει. Η υπόθεση
Μπάμπορο φαρμάκωσε τα πάντα στη σκέψη του, όλες του τις αναμνήσεις
από την Υπηρεσία. Όλοι του οι φίλοι ήταν συνάδελφοι και δεν ήθελε να
τους βλέπει πια».
«Αισθανόταν αδικημένος από τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε;»
«Δε θα το έλεγα έτσι ακριβώς… Δηλαδή, δε θα ήταν παράλογο, νομίζω,
να αισθάνεται πως δεν του είχαν φερθεί εντάξει», είπε ο Γκρέγκορι.
«Ανέτρεξε ποτέ στις σημειώσεις του, ώστε να βεβαιωθεί πως είχε
μεταφέρει ό,τι υπήρχε εκεί στον επίσημο φάκελο;»
«Δεν ξέρω», είπε ο Γκρέγκορι κάπως ενοχλημένος αυτή τη φορά.
«Νομίζω πως η στάση του ήταν με ξεφορτώθηκαν, με θεωρούν τεράστιο
πρόβλημα, οπότε ας βγάλει άκρη ο Λόσον».
«Πώς ήταν η σχέση του πατέρα σου με τον Λόσον;»
«Δεν καταλαβαίνω, προς τι όλες αυτές οι ερωτήσεις;» Πριν προλάβει να
απαντήσει ο Στράικ, ο Γκρέγκορι είπε: «Ο Λόσον κατέστησε απόλυτα
σαφές στον πατέρα μου πως η όποια εμπλοκή του με την υπόθεση είχε
λήξει οριστικά. Δεν τον ήθελε να μπλέκεται στα πόδια του, ούτε και να
έχει την όποια σχέση με τις έρευνες. Ο Λόσον έκανε ό,τι περνούσε από το
χέρι του προκειμένου να απαξιώσει πλήρως τον πατέρα μου και δεν
εννοώ αποκλειστικά λόγω της αρρώστιας του. Θέλω να πω, ως άνθρωπο
και ως αξιωματικό της αστυνομίας, προτού αρρωστήσει. Ενημέρωσε
όλους όσοι ασχολούνταν με την υπόθεση πως έπρεπε να μείνουν μακριά
από τον πατέρα μου, ακόμη και εκτός Υπηρεσίας. Επομένως, αν υπήρχαν
κάποιες πληροφορίες που δε συμπεριλήφθηκαν, αυτό οφείλεται εξίσου
στον Λόσον όσο και στον πατέρα μου. Δεν αποκλείω, μάλιστα, να το
προσπάθησε και ο άλλος να του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα».
«Οπωσδήποτε μπορώ να δω το θέμα από τη σκοπιά του πατέρα σου»,
είπε ο Στράικ. «Ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση».
«Αυτό ακριβώς», είπε ο Γκρέγκορι κάπως καθησυχασμένος, όπως ήταν
άλλωστε κι ο σκοπός του Στράικ.
«Για να επιστρέψουμε στον Λέρα Ρίτσι», είπε ο Στράικ, «απ’ ό,τι ξέρεις,
ο πατέρας σου δεν είχε ποτέ απευθείας επαφές μαζί του, σωστά;»
«Σωστά», είπε ο Γκρέγκορι, «όμως ο κολλητός του πατέρα μου στην
Υπηρεσία είχε, Μπράουνινγκ τον έλεγαν. Υπηρετούσε στο Ηθών. Είχε
πραγματοποιήσει έφοδο σε κάποια λέσχη του Λέρα, αυτό το ξέρω
σίγουρα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να το σχολιάζει».
«Ο Μπράουνινγκ πού βρίσκεται τώρα; Θα μπορούσα να του μιλήσω;»
«Δε ζει πια», είπε ο Γκρέγκορι. «Τι ακριβώς…;»
«Θα ήθελα να μάθω την προέλευση του φιλμ που μου παρέδωσες,
Γκρέγκορι».
«Ιδέα δεν έχω πού το είχε βρει», είπε ο Γκρέγκορι. «Ο πατέρας μου
απλώς το έφερε μια μέρα στο σπίτι, έτσι λέει η μητέρα μου».
«Μήπως έχεις εικόνα του πότε συνέβη αυτό;» ρώτησε ο Στράικ,
ελπίζοντας πως δε θα χρειαζόταν να βρει διακριτικό τρόπο να ρωτήσει αν
ο Τάλμποτ ήταν στα συγκαλά του εκείνο το διάστημα.
«Πρέπει να ήταν τον καιρό που ο πατέρας μου εργαζόταν πάνω στην
υπόθεση Μπάμπορο. Γιατί;»
Ο Στράικ ετοιμάστηκε για μια δύσκολη συνέχεια.
«Δυστυχώς, ήμαστε υποχρεωμένοι να παραδώσουμε το φιλμ στην
αστυνομία».
Ο Χάτσινς είχε αναλάβει να το κάνει, το πρωί που ο Στράικ είχε
ξεκινήσει να κατεβεί στην Κορνουάλη. Ως πρώην αστυνομικός που
εξακολουθούσε να διατηρεί αξιόλογες επαφές στους κόλπους της
Υπηρεσίας, ήξερε πού να το παραδώσει και πώς να διασφαλίσει πως θα
το έβλεπαν οι κατάλληλοι άνθρωποι. Ο Στράικ είχε ζητήσει από τον
Χάτσινς να μην κάνει λόγο στη Ρόμπιν για το φιλμ, ούτε να της πει τι το
είχε κάνει. Επί του παρόντος, η συνεταίρος του δεν είχε την παραμικρή
ιδέα για το περιεχόμενό του.
«Τι πράγμα;» αναφώνησε ο Γκρέγκορι ανάστατος. «Γιατί;»
«Δεν είναι τσόντα», είπε ο Στράικ, μουρμουρίζοντας πλέον από
σεβασμό προς το ηλικιωμένο ζευγάρι που είχε μόλις μπει στην παμπ και
στεκόταν ζαλισμένο από την καταιγίδα που εξακολουθούσε να σαρώνει
την περιοχή, στάζοντας νερά και πεταρίζοντας τα βλέφαρα, σε ελάχιστη
απόσταση από το τραπέζι του. «Είναι ταινία snuff. Κάποιος
κινηματογράφησε μια γυναίκα ενώ τη βίαζαν ομαδικά και τη
μαχαίρωναν».
Ακολούθησε νέα παύση από την άλλη άκρη της γραμμής. Ο Στράικ
παρακολούθησε το ηλικιωμένο ζευγάρι να μετακινείται προς το μπαρ και
τη γυναίκα να βγάζει στη διαδρομή το πλαστικό καπέλο της.
«Δηλαδή τη σκότωσαν;» είπε ο Γκρέγκορι, ενώ η φωνή του ανέβαινε
μια οκτάβα. «Θέλω να πω… είναι σίγουρα αληθινό;»
«Ναι», είπε ο Στράικ.
Δε σκόπευε να μπει σε λεπτομέρειες. Είχε δει ανθρώπους
ετοιμοθάνατους και νεκρούς: τα αίματα που έβλεπες στις ταινίες τρόμου
δεν είχαν καμία σχέση, ενώ, ακόμη και χωρίς ήχο, δε θα του ήταν εύκολο
να ξεχάσει την κουκουλωμένη γυμνή γυναίκα που σπαρταρούσε στο
πάτωμα της αποθήκης, ενώ οι δολοφόνοι της την έβλεπαν να πεθαίνει.
«Και φαντάζομαι πως τους είπες από πού τη βρήκες εσύ, σωστά;»
ρώτησε ο Γκρέγκορι, περισσότερο πανικόβλητος παρά θυμωμένος.
«Δυστυχώς, δεν είχα άλλη επιλογή», είπε ο Στράικ. «Λυπάμαι, όμως
ορισμένοι από τους άντρες που εμπλέκονταν σε αυτή την υπόθεση
ενδέχεται να ζουν ακόμη, οπότε θα μπορούσαν να τους απαγγελθούν
κατηγορίες. Δε γίνεται να θάψω ένα τέτοιο στοιχείο».
«Τίποτε δεν προσπάθησα να θάψω, εγώ δεν ήξερα καν τι ήταν…»
«Δεν ήθελα να πω ότι ήξερες, ούτε πως είχες την όποια πρόθεση να
αποκρύψεις την ταινία…»
«Αν νομίσουν πως… φιλοξενούμε παιδιά, Στράικ…»
«Ενημέρωσα την αστυνομία ότι μου παρέδωσες το υλικό αυτοβούλως,
χωρίς να γνωρίζεις τι περιείχε το φιλμ. Αν χρειαστεί, θα καταθέσω στο
δικαστήριο πως πιστεύω ότι αγνοούσες πλήρως το τι υπήρχε στη σοφίτα
σου. Η οικογένειά σου είχε κάπου σαράντα χρόνια να το καταστρέψει και
δεν το έκανε. Κανείς δεν πρόκειται να σε κατηγορήσει», είπε ο Στράικ,
παρότι γνώριζε άριστα πως οι διάφορες φυλλάδες πολύ πιθανόν να είχαν
διαφορετική άποψη.
«Και το φοβόμουν πως μπορεί να συνέβαινε κάτι τέτοιο», είπε ο
Γκρέγκορι, που πλέον ακουγόταν τρομερά αγχωμένος. «Το φοβόμουν από
τη μέρα που πέρασες από το σπίτι. Όλο αυτό το σκάλισμα μιας τόσο
παλιάς ιστορίας…»
«Μόνος σου μου είπες πως ο πατέρας σου θα ήθελε να δει τη
διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης».
Ακολούθησε νέα παύση και τελικά ο Γκρέγκορι είπε:
«Αυτό είναι αλήθεια. Όχι όμως αν ήταν να στοιχίσει την ψυχική ηρεμία
της μητέρας μου ή αν είναι να έρθει η Πρόνοια και να μας πάρει τα παιδιά
που φιλοξενούμε».
Διάφορες απαντήσεις πέρασαν από το μυαλό του Στράικ, ορισμένες από
αυτές όχι ιδιαίτερα ευγενικές. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν
αντιμέτωπος με την τάση να πιστεύει κάποιος πως οι νεκροί θα
επιθυμούσαν ό,τι ήταν βολικότερο για τους ζωντανούς.
«Είχα υποχρέωση να παραδώσω αυτό το φιλμ στην αστυνομία, από τη
στιγμή που κατάλαβα τι ακριβώς ήταν. Όπως είπα ήδη, θα καταστήσω
σαφές σε οποιονδήποτε ζητήσει εξηγήσεις πως εσύ δεν προσπάθησες να
αποκρύψεις το παραμικρό και ότι παρέδωσες το υλικό αυτοβούλως».
Δεν είχαν κάτι περισσότερο να πουν. Ο Γκρέγκορι, φανερά
δυσαρεστημένος ακόμη, τερμάτισε την κλήση, οπότε ο Στράικ
τηλεφώνησε ξανά στη Ρόμπιν.
Βρισκόταν ακόμη στο σούπερ μάρκετ, αγόραζε εκείνη την ώρα ένα
πακέτο με ξηρούς καρπούς και σταφίδες, τσίχλες κι ένα σαμπουάν για την
ίδια την ώρα που, δυο ταμεία παραδίπλα, ο στόχος της παρακολούθησης
αγόραζε ένα ταλκ, βρεφική τροφή και κάτι πιπίλες, μαζί με διάφορα άλλα
πράγματα.
«Γεια», είπε η Ρόμπιν στο κινητό της, στρέφοντας το βλέμμα προς τη
βιτρίνα του καταστήματος, καθώς η ξανθιά περνούσε από μπροστά της.
«Γεια», είπε ο Στράικ. «Ο Γκρέγκορι Τάλμποτ ήταν στο τηλέφωνο».
«Και τι ήθελε…; Α, ναι», είπε η Ρόμπιν με ξαφνικό ενδιαφέρον,
κάνοντας να ακολουθήσει την ξανθιά έξω από το κατάστημα, «τι περιείχε
εκείνο το φιλμ; Δεν πρόλαβα να ρωτήσω. Κατάφερες να κάνεις τον
προτζέκτορα να λειτουργήσει;»
«Τα κατάφερα», είπε ο Στράικ. «Για το φιλμ θα σου τα πω από κοντά.
Άκου, ήταν και κάτι άλλο που ήθελα να σου πω. Τον Λέρα άφησέ τον σ’
εμένα, εντάξει; Έχω βάλει τον Σάνκερ να ρωτήσει στην πιάτσα. Δε θέλω
να τον αναζητήσεις εσύ, ούτε να μαθευτεί ότι ρωτάς».
«Μήπως να…;»
«Δεν άκουσες τι είπα;»
«Καλά, ντε, πώς κάνεις έτσι!» είπε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη. «Αλλά κι
αυτός ο Ρίτσι, τώρα πια δεν πρέπει να έχει πατήσει τα ενενήντα…;»
«Έχει γιους», είπε ο Στράικ. «Γιους τους οποίους φοβάται ακόμη κι ο
Σάνκερ».
«Α», έκανε η Ρόμπιν, που αντιλήφθηκε πλήρως τον υπαινιγμό.
«Ακριβώς. Οπότε, είμαστε σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι», τον διαβεβαίωσε η Ρόμπιν.
Με το που έκλεισε το τηλέφωνο ο Στράικ, η Ρόμπιν ακολούθησε την
Έλινορ έξω, στη βροχή και πίσω στο σπίτι της. Όταν η εξώπορτα είχε
κλείσει και πάλι, η Ρόμπιν μπήκε στο Land Rover της κι έφαγε το
σακουλάκι με τις σταφίδες και τους ξηρούς καρπούς, παρακολουθώντας
την πόρτα.
Την ώρα που βρισκόταν στο σούπερ μάρκετ, της πέρασε από το μυαλό
η σκέψη πως η Έλινορ μπορεί να φρόντιζε μικρά παιδιά, λαμβάνοντας
υπόψη ορισμένες από τις αγορές της, όμως καθώς το απόγευμα
παραχωρούσε τη θέση του στο βράδυ, δε φάνηκε κανένας γονιός να
αφήνει στο σπίτι το βλαστάρι του, ούτε κι ακούστηκε κάποιο κλάμα
μωρού στον ήσυχο δρόμο.
33
Γιατί αυτός, ο τύραννος, που δεμένη τη βαστούσε
με ξόρκια ισχυρά και μάγια μαύρα,
σε μπουντρούμι βαθύ την είχε δα κλεισμένη
κι εκεί τη βασάνιζε τρομερά,
κι ολημερίς κι ολονυχτίς της προκαλούσε πόνους φριχτούς…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Τώρα που η ξανθιά στο Στόουκ Νιούινγκτον είχε μετατραπεί σε ύποπτο


πρόσωπο, η υπόθεση του Μούτρου απαιτούσε τη συνεργασία δύο έως
τριών ατόμων. Το γραφείο παρακολουθούσε το σπίτι της Έλινορ Ντιν
παράλληλα με τις κινήσεις του προϊσταμένου του Μούτρου και του ίδιου
του Μούτρου, ο οποίος συνέχιζε κανονικά το πρόγραμμά του,
απολαμβάνοντας έναν παχυλό μισθό που κανείς δε θεωρούσε ότι
δικαιούνταν, όμως κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό τον τρόπο με τον
οποίο εκβίαζε το αφεντικό του. Εν τω μεταξύ, ο Ανεπίδεκτος συνέχιζε να
πληρώνει για τη συνεχιζόμενη παρακολούθηση της φιλενάδας του,
περισσότερο από απόγνωση, καταπώς φαινόταν, παρά από ελπίδα πως θα
προέκυπτε κάτι, την ώρα που η Καρτποστάλ είχε επιλέξει μια ύποπτη
σιωπή. Η μοναδική τους ύποπτη, εκείνη η ξεναγός με τα χοντρά γυαλιά
στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων, είχε εξαφανιστεί από τον χώρο
εργασίας της.
«Ελπίζω ειλικρινά να μην αυτοκτόνησε», σχολίασε η Ρόμπιν στον
Μπάρκλεϊ το απόγευμα της Παρασκευής, όταν συναντήθηκαν τυχαία στο
γραφείο. Ο Στράικ παρέμενε εγκλωβισμένος στην Κορνουάλη κι η
Ρόμπιν είχε μόλις συνοδέψει στην έξοδο του γραφείου τον πελάτη που
τους είχε αναθέσει την παρακολούθηση του Χοροπηδηχτούλη. Ο πελάτης
είχε εξοφλήσει τον διόλου ευκαταφρόνητο εκκαθαριστικό λογαριασμό
απρόθυμα, καθώς η μόνη πληροφορία που του είχε εξασφαλίσει εκείνο το
ποσό ήταν πως ο συγκεκριμένος χορευτής, με τον οποίο η ανόητη κόρη
του ήταν ξετρελαμένη, ήταν ένας φρόνιμος, μονογαμικός και κατά τα
φαινόμενα ετεροφυλόφιλος νεαρός άντρας.
Ο Μπάρκλεϊ, που είχε περάσει για να παραδώσει τις αποδείξεις για τα
έξοδα της εβδομάδας στην Πατ, προτού πάει να αναλάβει τη νυχτερινή
βάρδια της παρακολούθησης του Μούτρου, φάνηκε να εκπλήσσεται.
«Όχι, ρε, γιατί ν’ αυτοκτονήσει;»
«Δεν ξέρω», είπε η Ρόμπιν. «Στο τελευταίο της μήνυμα ακούστηκε
κάπως πανικόβλητη. Ίσως νόμισε πως είχα πάει να της ζητήσω τον λόγο,
οπλισμένη με τις κάρτες που του είχε στείλει».
«Να πας να κοιμηθείς καμιά ώρα, λέω εγώ», τη συμβούλευσε ο
Μπάρκλεϊ.
Η Ρόμπιν κινήθηκε προς τον βραστήρα.
«Εγώ είμαι εντάξει», της είπε ο Μπάρκλεϊ, «πρέπει να σκαντζάρω τον
Άντι σε μισή ώρα. Πάλι θα φάμε την ώρα μας στο Πίμ­λικο, να
παρακολουθούμε την κοπελιά του Ανεπίδεκτου μη σηκώσει τα μάτια της
να κοιτάξει κανέναν μόρτη».
Η Πατ πλήρωσε σε δεκάλιρα τον Μπάρκλεϊ, απέναντι στον οποίο η
στάση της ήταν ανεκτική και όχι θερμή. Η μεγαλύτερη συμπάθεια της
Πατ στο γραφείο, πέρα από τη Ρόμπιν, εξακολουθούσε να είναι ο Μόρις,
τον οποίο η Ρόμπιν είχε συναντήσει μόλις τρεις φορές μετά την
Πρωτοχρονιά: δύο φορές όταν έκαναν σκάντζα στο τέλος της βάρδιας και
μία φορά όταν είχε περάσει από το γραφείο για να αφήσει την αναφορά
της εβδομάδας. Είχε δυσκολευτεί να την κοιτάξει στα μάτια και περιόρισε
τα σχόλιά του αυστηρά σε θέματα της δουλειάς, δείχνοντας μία αλλαγή
στάσης η οποία, όπως ήλπιζε η Ρόμπιν, θα αποδεικνυόταν μόνιμη.
«Ποιος έχει σειρά στη λίστα αναμονής των πελατών, Πατ;» ρώτησε η
Ρόμπιν ετοιμάζοντας έναν καφέ.
«Δεν έχουμε κόσμο να αναλάβουμε κι άλλη υπόθεση», αποφάνθηκε
ξερά ο Μπάρκλεϊ, την ώρα που έβαζε στην τσέπη τα χρήματά του.
«Ειδικά τώρα που λείπει κι ο Στράικ…»
«Επιστρέφει την Κυριακή, αν δε συμβεί κάτι με τα δρομολόγια των
τρένων», είπε η Ρόμπιν αφήνοντας τον καφέ της Πατ δίπλα της. Είχαν
κανονίσει να συναντήσουν τη Σύνθια Φιπς την επόμενη Δευτέρα, στο
Ανάκτορο του Χάμπτον Κορτ.
«Πρέπει να λείψω ένα Σαββατοκύριακο, να πάω σπίτι μου στο τέλος
του μήνα», είπε ο Μπάρκλεϊ στην Πατ, που, στο διάστημα της απουσίας
του Στράικ, ήταν υπεύθυνη για τον προγραμματισμό κάθε βάρδιας. Όπως
άνοιγε την καρτέλα στον υπολογιστή της, ο Μπάρκλεϊ σχολίασε: «Ας πάω
τώρα, όσο προλαβαίνω, χωρίς να χρειάζομαι διαβατήριο».
«Τι εννοείς;» ρώτησε η κατάκοπη Ρόμπιν καθώς καθόταν στον καναπέ
του εξωτερικού γραφείου, κρατώντας τον καφέ της. Τυπικά είχε
σχολάσει, όμως δεν είχε το κουράγιο να πάρει τον δρόμο της επιστροφής.
«Την ανεξαρτησία της Σκοτίας εννοώ, Ρόμπιν», είπε ο Μπάρκλεϊ
κοιτάζοντάς την κάτω από τα πυκνά του φρύδια. «Το ξέρω πως εσείς οι
Εγγλέζοι χαμπάρι δεν έχετε πάρει, όμως το Ηνωμένο Βασίλειο
ετοιμάζεται να μας κουνήσει μαντίλι».
«Δε φαντάζομαι, λες;» είπε η Ρόμπιν.
«Πάντως, όλοι οι γνωστοί μου τον Σεπτέμβριο θα ψηφίσουν Ναι. Ένας
παλιός συμμαθητής μου με είπε πουλημένο την τελευταία φορά που
ανέβηκα. Ο μαλάκας, έφτυσε το γάλα που βύζαξε», σχολίασε αγριεμένος
ο Μπάρκλεϊ.
Όταν έφυγε ο Μπάρκλεϊ, η Πατ ρώτησε τη Ρόμπιν:
«Η θεία του πώς είναι;»
Η Ρόμπιν ήξερε πως εννοούσε τον Στράικ, καθώς η Πατ δεν
αναφερόταν ποτέ στον εργοδότη της με το όνομά του, αν μπορούσε να το
αποφύγει.
«Πολύ άσχημα», είπε η Ρόμπιν. «Δεν αντέχει πλέον τη
χημειοθεραπεία».
Η Πατ μάγκωσε το ηλεκτρονικό της τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια της
και συνέχισε να πληκτρολογεί. Έπειτα από λίγο είπε:
«Μοναχός του πέρασε τα Χριστούγεννα, στη σοφίτα».
«Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν. «Μου είπε πόσο καλά του φέρθηκες. Του
έφερες και σούπα. Ήταν πραγματικά ευγνώμων».
Η Πατ ρούφηξε τη μύτη της. Η Ρόμπιν ήπιε τον καφέ της, ελπίζοντας
πως θα την τόνωνε αρκετά ώστε να σηκωθεί από τον καναπέ και να πάει
στο μετρό. Τότε η Πατ είπε:
«Κι εγώ που νόμιζα πως θα είχε κι αυτός κάπου να πάει, πέρα από τη
σοφίτα».
«Κοίτα, κόλλησε γρίπη και τον έπιασε πολύ βαριά», εξήγησε η Ρόμπιν.
«Δεν ήθελε να κολλήσει κι αυτός τους άλλους».
Όμως έτσι όπως έπλενε την κούπα της, φορούσε το παλτό της,
αποχαιρετούσε την Πατ και κατέβαινε τη σκάλα, η Ρόμπιν συνέλαβε τον
εαυτό της να αναλογίζεται εκείνο τον σύντομο διάλογο. Συχνά είχε
προβληματιστεί με την ακατανόητη για την ίδια αντιπάθεια που έδειχνε
να αισθάνεται η Πατ απέναντι στον Στράικ. Από τον τόνο της φωνής της,
είχε καταστεί σαφές πως η Πατ φανταζόταν ότι ο Στράικ ήταν για κάποιο
λόγο άτρωτος απέναντι στη μοναξιά ή στην αρρώστια, κι η Ρόμπιν
απορούσε, μιας κι ο Στράικ ποτέ δεν είχε κρύψει το ότι ζούσε στη σοφίτα,
ούτε πως έμενε εκεί πάνω μόνος του.
Το κινητό της Ρόμπιν άρχισε να χτυπά. Βλέποντας έναν άγνωστο
αριθμό κι έχοντας κατά νου πως την τελευταία φορά που είχε απαντήσει
σε τέτοια κλήση στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Τομ Τέρβι,
κοντοστάθηκε έξω από τον σταθμό του μετρό στην οδό Τότεναμ Κορτ για
να απαντήσει, νιώθοντας μια κάποια ανησυχία.
«Η Ρόμπιν Έλακοτ είστε;» ρώτησε μια φωνή με προφορά από το
Μάντσεστερ.
«Μάλιστα», απάντησε η Ρόμπιν.
«Γεια», είπε η γυναίκα κάπως νευρικά. «Θέλατε να μιλήσετε με τον
Ντέιβ Άντεργουντ. Η κόρη του είμαι».
«Α, ναι», είπε η Ρόμπιν. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που
τηλεφωνήσατε».
Ο Ντέιβ Άντεργουντ ήταν ο άνθρωπος που είχε προσληφθεί για να κάνει
τις διανομές με το φορτηγάκι ενός καταστήματος με προϊόντα υγιεινής
διατροφής, τον καιρό που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ Μπάμπορο. Η
Ρόμπιν, που είχε εντοπίσει τη διεύθυνσή του στο διαδίκτυο και του είχε
στείλει γράμμα πριν από τρεις μέρες, δεν περίμενε τόσο γρήγορη
απάντηση. Είχε συνηθίσει να έρχεται αντιμέτωπη με την αδιαφορία των
ανθρώπων στα μηνύματα που έστελνε σχετικά με τη Μάργκοτ
Μπάμπορο.
«Ήταν λιγάκι ένα σοκ το γράμμα σας», είπε η γυναίκα από την άλλη
άκρη της γραμμής. «Το θέμα είναι πως ο μπαμπάς δεν μπορεί να σας
μιλήσει ο ίδιος. Υποβλήθηκε σε τραχειοτομή πριν από τρεις εβδομάδες».
«Αχ, λυπάμαι πολύ», είπε η Ρόμπιν, που είχε φέρει τον δείκτη της πάνω
στο αυτί που δεν ακουμπούσε στο τηλέφωνο, σε μια προσπάθεια να
περιορίσει τη βοή του δρόμου.
«Ναι», είπε η γυναίκα. «Εδώ είναι τώρα, δίπλα μου, και μου ζητάει να
σας πω… κοιτάξτε… δε φαντάζομαι να έχει τίποτε μπλεξίματα, σωστά;»
«Όχι, σε καμία περίπτωση», είπε η Ρόμπιν. «Όπως ανέφερα και στο
γράμμα μου, ουσιαστικά το ζητούμενο είναι να αποκλείσουμε το
φορτηγάκι από τις έρευνες».
«Εντάξει τότε», είπε η κόρη του Ντέιβ. «Το λοιπόν, αυτός ήταν. Είναι
καταπληκτικό πώς το καταλάβατε, γιατί όλοι έπαιρναν όρκο πως το
σχέδιο στο πλάι της καρότσας ήταν λουλούδι, σωστά; Τότε που
συνέβαιναν όλα αυτά, ο πατέρας μου χάρηκε, γιατί φοβόταν πως θα είχε
μπλεξίματα, όμως χρόνια μετά τον βάραιναν οι τύψεις. Πήρε λάθος
δρόμο για να πάει μια παράδοση, οπότε περνούσε με ταχύτητα από το
Κλέρκενγουελ Γκριν, προσπαθώντας να διορθώσει την γκάφα του. Δεν
ήθελε να το παραδεχτεί, γιατί το αφεντικό του του είχε βάλει ήδη τις
φωνές εκείνο το πρωί που δεν πήγαινε τα πράγματα στους πελάτες στην
ώρα τους. Μετά διάβασε και στις εφημερίδες ότι υποψιάζονταν πως το
φορτηγάκι μπορεί να το οδηγούσε ο Ντένις Κριντ και… καταλαβαίνετε.
Κανείς δε θέλει να βρεθεί μπλεγμένος σε τέτοιες ιστορίες, σωστά; Εν τω
μεταξύ, όσο περισσότερο το κράταγε κρυφό, τόσο χειρότερη εντύπωση
έλεγε πως θα έδινε, που δεν παρουσιάστηκε αμέσως να εξηγήσει τι και
πώς».
«Μάλιστα», είπε η Ρόμπιν. «Ναι, καταλαβαίνω πώς πρέπει να
αισθανόταν. Λοιπόν, είναι πολύ χρήσιμες αυτές οι πληροφορίες. Και μετά
που παρέδωσε τα πράγματα, γύρισε…;»
«Ναι, πήγε πίσω στο μαγαζί, αλλά το κατσάδιασμα δεν το γλίτωσε,
γιατί άνοιξαν την καρότσα και κατάλαβαν πως είχε παραδώσει τη λάθος
παραγγελία. Οπότε πήρε ξανά τους δρόμους».
Επομένως, ήταν προφανές πως η Μάργκοτ Μπάμπορο δε βρισκόταν
στην καρότσα του συγκεκριμένου οχήματος.
«Λοιπόν, σας ευχαριστώ και πάλι που τηλεφωνήσατε», είπε η Ρόμπιν,
«και σας παρακαλώ να ευχαριστήσετε τον πατέρα σας για την ειλικρίνειά
του. Θα αποδειχτούν πολύ χρήσιμα αυτά που μας είπατε».
«Δεν κάνει τίποτε», είπε η γυναίκα, κι ύστερα γρήγορα, πριν προλάβει
να κλείσει η Ρόμπιν: «Μήπως είσαι εκείνη η κοπέλα που μαχαίρωσε ο
Αντεροβγάλτης του Σάκλγουελ;»
Για μια στιγμή η Ρόμπιν σκέφτηκε να απαντήσει αρνητικά, όμως είχε
υπογράψει το γράμμα που έστειλε στον Ντέιβ Άντεργουντ με το
πραγματικό της όνομα.
«Ναι», είπε, αλλά με λιγότερη θέρμη απ’ ό,τι όταν ευχαρίστησε τη
γυναίκα για τις πληροφορίες σχετικά με το φορτηγάκι. Δεν της άρεσε να
αναφέρονται σε αυτήν ως την «κοπέλα που μαχαίρωσε ο Αντεροβγάλτης
του Σάκλγουελ».
«Πω, πω», έκανε η γυναίκα, «και το είπα του μπαμπά πως αναγνώρισα
το όνομά σου. Τουλάχιστον ο Κριντ δεν μπορεί να σε βρει, εκεί που τον
έχουν, σωστά;»
Ακούστηκε σχεδόν κεφάτη κάνοντας εκείνο το σχόλιο. Η Ρόμπιν
συμφώνησε, την ευχαρίστησε και πάλι για τη συνεργασία της, τερμάτισε
την κλήση και κατέβηκε τη σκάλα που οδηγούσε στον σταθμό του μετρό.
Τουλάχιστον ο Κριντ δεν μπορεί να σε βρει, σωστά;
Η εύθυμη αποστροφή συνέχισε να συνοδεύει τη Ρόμπιν την ώρα που
κατέβαινε στον σταθμό. Εκείνη η ανεμελιά αποτελούσε προνόμιο μονάχα
όσων δεν είχαν βιώσει ποτέ στη ζωή τους τον τυφλό τρόμο, ούτε είχαν
έρθει αντιμέτωποι με την ωμή δύναμη μιας χαλύβδινης λεπίδας, δεν είχαν
ακούσει μια γουρουνίσια ανάσα δίπλα στο αυτί τους, δεν είχαν αντικρίσει
δυο θολά μάτια μέσα από τα ανοίγματα μιας μπαλακλάβας, ούτε είχαν
αισθανθεί την ίδια τους τη σάρκα να σκίζεται μα ταυτόχρονα να μην
αισθάνονται σχεδόν καθόλου πόνο, καθώς ο θάνατος βρισκόταν τόσο
κοντά ώστε μπορούσες να μυρίσεις το χνότο του.
Η Ρόμπιν έριξε μια κλεφτή ματιά προς τα πίσω όπως κατέβαινε με την
κυλιόμενη σκάλα, καθώς ο απρόσεχτος άντρας πίσω της ακουμπούσε
κάθε τόσο την πίσω πλευρά των μηρών της με τον χαρτοφύλακά του.
Υπήρχαν φορές που η Ρόμπιν έβρισκε την τυχαία σωματική επαφή με
τους άντρες σχεδόν αφόρητη. Φτάνοντας στο τέλος της κυλιόμενης
σκάλας, κινήθηκε γρήγορα, ώστε να απομακρυνθεί από τον συγκεκριμένο
άντρα. Τουλάχιστον ο Κριντ δεν μπορεί να σε βρει, σωστά; Λες και το να
σε «βρει» ένας τέτοιος άνθρωπος δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένα
παιχνίδι σαν το κυνηγητό.
Ή μήπως το ότι η ιστορία τής είχε εξασφαλίσει μια θέση στις σελίδες
των εφημερίδων είχε κάνει τη Ρόμπιν να φαντάζει λιγότερο πραγματική
στη σκέψη της γυναίκας στην άλλη άκρη της γραμμής; Καθώς η Ρόμπιν
καθόταν σε ένα κάθισμα ανάμεσα σε δυο γυναίκες, σε ένα βαγόνι του
συρμού, οι σκέψεις της επέστρεψαν στην Πατ και στην έκπληξη που
αισθάνθηκε η γραμματέας όταν συνειδητοποίησε πως ο Στράικ δεν είχε
πού να πάει, ενώ ήταν άρρωστος, ούτε υπήρχε κανείς να τον νοιαστεί.
Άραγε, να ήταν αυτή η ρίζα της αντιπάθειάς της; Η εντύπωση πως όποιος
ακουγόταν στις ειδήσεις ήταν εξ ορισμού και άτρωτος;
Φτάνοντας η Ρόμπιν στο διαμέρισμά της, σαράντα λεπτά αργότερα,
φορτωμένη με μια σακούλα με τρόφιμα, ανυπομονώντας να πλαγιάσει
από νωρίς, διαπίστωσε πως δεν ήταν κανείς στο σπίτι εκτός από τον
Βόλφγκανγκ, που την υποδέχτηκε ολόθερμα κι ύστερα κλαψούρισε με
τρόπο που σήμαινε πως η κύστη του είχε γεμίσει. Αναστενάζοντας, η
Ρόμπιν βρήκε το λουρί του και τον κατέβασε στο ισόγειο για έναν
γρήγορο περίπατο γύρω από το τετράγωνο. Ύστερα, τόσο αποκαμωμένη
ώστε δεν είχε το κουράγιο να ετοιμάσει ένα γεύμα της προκοπής,
σκάρωσε μια στραπατσάδα και την έφαγε με φρυγανισμένο ψωμί,
χαζεύοντας τις ειδήσεις στην τηλεόραση.
Γέμιζε την μπανιέρα, όταν χτύπησε και πάλι το κινητό της. Αισθάνθηκε
μια ελαφρά απογοήτευση όταν διαπίστωσε πως της τηλεφωνούσε ο
αδελφός της, ο Τζόναθαν, ο οποίος βρισκόταν στο τελευταίο έτος των
σπουδών του στο Μάντσεστερ. Η Ρόμπιν είχε την υποψία πως ήξερε για
ποιο λόγο τής τηλεφωνούσε.
«Γεια, Τζον», είπε.
«Έλα, Ρομπς. Δεν απάντησες στο μήνυμα που σου έστειλα».
Αυτό ήταν κάτι που η Ρόμπιν γνώριζε πάρα πολύ καλά. Ο Τζόναθαν της
είχε στείλει γραπτό μήνυμα εκείνο το πρωί, την ώρα που εκείνη
παρακολουθούσε τη φιλενάδα του Ανεπίδεκτου να πίνει ήσυχα κι ωραία
τον καφέ της, έχοντας για μόνη συντροφιά ένα μυθιστόρημα του Στιγκ
Λάρσον. Ο Τζον ρωτούσε αν μπορούσε να μείνει με μια φίλη του στο
διαμέρισμά της, το Σαββατοκύριακο της 14ης και 15ης Φεβρουαρίου.
«Με συγχωρείς», είπε η Ρόμπιν. «Το ξέρω πως δεν απάντησα, είχα
τρεχάματα όλη μέρα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι να σου
απαντήσω, Τζον. Δεν είμαι σίγουρη τι σχέδια έχει ο Μαξ…»
«Δε φαντάζομαι να είχε αντίρρηση να πέφταμε για τούφες στο δωμάτιό
σου, σωστά; Η Κόρτνεϊ δεν έχει κατεβεί ποτέ στο Λονδίνο. Το Σάββατο
ανεβαίνει μια κωμική παράσταση που θέλουμε να δούμε. Στο Θέατρο
Μπλούμσμπερι».
«Η Κόρτνεϊ είναι η κοπέλα σου;» ρώτησε η Ρόμπιν χαμογελώντας
πλέον. Ο Τζόναθαν ανέκαθεν ήταν κλειστός απέναντι στην οικογένεια
σχετικά με τα προσωπικά του.
«Αν είναι η κοπέλα μου», επανέλαβε ο Τζόναθαν πειραχτικά, όμως η
Ρόμπιν είχε την αίσθηση πως στην πραγματικότητα η ερώτηση τον είχε
ευχαριστήσει και υπέθεσε πως η απάντηση ήταν καταφατική.
«Θα μιλήσω με τον Μαξ, εντάξει; Και θα σου τηλεφωνήσω αύριο», είπε
η Ρόμπιν.
Αφού ξεμπέρδεψε με τον Τζόναθαν, ολοκλήρωσε τις ετοιμασίες στο
μπάνιο και πήγε στο δωμάτιό της για να φέρει πιτζάμες, ρόμπα και κάτι
να διαβάσει. Ο δαίμονας του Πάρανταϊς Παρκ έστεκε οριζόντια πάνω στα
υπόλοιπα βιβλία που είχε τακτικά στοιβαγμένα η Ρόμπιν. Έπειτα από
έναν σύντομο δισταγμό, το έπιασε και το πήρε στο μπάνιο μαζί της,
προσπαθώντας στην πορεία να φανταστεί πώς θα ήταν να ετοιμάζεται για
ύπνο ενώ στο δωμάτιο θα βρισκόταν ο αδελφός της και μία άγνωστη
κοπέλα. Μήπως είχε καταλήξει σεμνότυφη, δύσκαμπτη και γριά πριν από
την ώρα της; Δεν είχε ολοκληρώσει τις σπουδές της: το να «πέφτει για
τούφες» στα πατώματα ξένων σπιτιών ουδέποτε είχε αποτελέσει μέρος
της ζωής της, ενώ στον απόηχο του βιασμού που είχε υποστεί στη
φοιτητική της εστία, δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να κοιμηθεί
οπουδήποτε πέρα από ένα περιβάλλον στο οποίο είχε η ίδια τον πλήρη
έλεγχο.
Όπως γλιστρούσε σιγά σιγά στο ζεστό αφρόλουτρο, η Ρόμπιν
αναστέναξε παρατεταμένα, με ικανοποίηση. Η εβδομάδα που προηγήθηκε
ήταν δύσκολη, είχε περάσει ώρες καθισμένη μέσα στο αυτοκίνητο ή να
πηγαινοέρχεται στους δρόμους ενώ έβρεχε, παρακολουθώντας το Μούτρο
ή την Έλινορ Ντιν. Με τα μάτια κλειστά, κι ενώ απολάμβανε τη ζέστη και
το συνθετικό άρωμα γιασεμιού που ανάδινε το φτηνό αφρόλουτρο, οι
σκέψεις της στράφηκαν και πάλι στην κόρη του Ντέιβ Άντεργουντ.
Τουλάχιστον ο Κριντ δεν μπορεί να σε βρει, σωστά; Αφήνοντας κατά
μέρος τον προσβλητικά πειραχτικό τόνο, της έκανε εντύπωση το γεγονός
πως μια γυναίκα που γνώριζε εδώ και χρόνια πως δεν οδηγούσε ο Κριντ
το φορτηγάκι με το σήμα του ήλιου ήταν παρ’ όλα αυτά βέβαιη πως αυτός
είχε απαγάγει τη Μάργκοτ.
Κι αυτό γιατί, φυσικά, ο Κριντ δε χρησιμοποιούσε πάντοτε φορτηγάκι.
Είχε σκοτώσει δύο γυναίκες πριν καν πιάσει δουλειά στο καθαριστήριο,
ενώ είχε καταφέρει να πείσει κάποιες γυναίκες να έρθουν από μόνες τους
στο υπόγειο διαμέρισμά του, αφότου είχε στη διάθεσή του το φορτηγάκι.
Η Ρόμπιν άνοιξε τα μάτια, έπιασε τη βιογραφία του Ντένις Κριντ και
την άνοιξε στη σελίδα όπου είχε σταματήσει την ανάγνωση. Κρατώντας
το βιβλίο σε ασφαλή απόσταση από το ζεστό, αφρισμένο νερό, συνέχισε
να διαβάζει.
Μια νύχτα τον Σεπτέμβριο του 1972, η σπιτονοικοκυρά του Ντένις
Κριντ τον είδε να επιστρέφει με μια γυναίκα στο υπόγειο διαμέρισμα
για πρώτη φορά. Στη δίκη του Κριντ κατέθεσε πως άκουσε το πορτάκι
του κήπου να «τρίζει» γύρω στα μεσάνυχτα, έριξε μια ματιά από το
παράθυρο του υπνοδωματίου της προς τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν
στο υπόγειο και είδε τον Κριντ και τη γυναίκα, η οποία «έμοιαζε κάπως
μεθυσμένη, αλλά περπατούσε εντάξει», να μπαίνουν στο σπίτι.
Όταν ρώτησε τον Ντένις ποια ήταν εκείνη η γυναίκα, της είπε μία
απίθανη ιστορία, πως δήθεν ήταν τακτική πελάτισσα στο καθαριστήριο.
Ισχυρίστηκε πως τυχαία συνάντησε τη μεθυσμένη γυναίκα στον δρόμο
και ότι εκείνη τον παρακάλεσε θερμά να την αφήσει να έρθει στο
διαμέρισμά του, ώστε να καλέσει από εκεί ταξί.
Στην πραγματικότητα, η γυναίκα που είχε δει η Βάιολετ να οδηγεί στο
διαμέρισμά του ο Ντένις Κριντ ήταν η άνεργη Γκέιλ Ράιτμαν, την οποία
είχε στήσει στο ραντεβού τους εκείνο το βράδυ ο σύντροφός της. Η
Ράιτμαν έφυγε από την Ακρίδα, ένα μπαρ στο Σόρντιτς, στις δέκα και
μισή εκείνη τη νύχτα, έχοντας καταναλώσει κάμποσα δυνατά κοκτέιλ.
Μια γυναίκα που ταίριαζε στην περιγραφή της Ράιτμαν εθεάθη να
επιβιβάζεται σε ένα λευκό φορτηγάκι, σε μικρή απόσταση από το μπαρ.
Με εξαίρεση τη μαρτυρία της Κούπερ, η οποία είδε μια καστανή
γυναίκα ντυμένη με ανοιχτόχρωμο παλτό να μπαίνει στο διαμέρισμα
του Κριντ εκείνη τη νύχτα, κανείς άλλος δεν ξαναείδε την Γκέιλ
Ράιτμαν από τη στιγμή που έφυγε από το μπαρ.
Εν τω μεταξύ, ο Κριντ είχε τελειοποιήσει το προσωπείο του ευάλωτου
νεαρού, το οποίο συγκινούσε ιδιαίτερα γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας,
όπως, για παράδειγμα, τη σπιτονοικοκυρά του, καθώς και μια εύθυμη,
σεξουαλικά ασαφή περσόνα, η οποία λειτουργούσε καλά σε άτομα
μεθυσμένα και μόνα τους. Αργότερα, ο Κριντ ομολόγησε ότι συνάντησε
τη Ράιτμαν στην Ακρίδα, έριξε ένα ηρεμιστικό στο ποτό της και
στήθηκε έξω από το μπαρ να την περιμένει, κι εκεί, έτσι ζαλισμένη που
ήταν και παραπατούσε, δέχτηκε ευχαρίστως την πρότασή του να την
πετάξει μέχρι το σπίτι της.
Η Κούπερ δέχτηκε την εξήγηση που της έδωσε ο Κριντ για τη δήθεν
πελάτισσα του καθαριστηρίου που ζήτησε να περάσει μέσα για να
καλέσει ταξί, καθώς «δεν είχα λόγο να αμφιβάλλω».
Στην πραγματικότητα, η Γκέιλ Ράιτμαν ήταν πλέον φιμωμένη και
αλυσοδεμένη σε ένα καλοριφέρ στο υπνοδωμάτιο του Κριντ, όπου και
θα παρέμενε μέχρι τη στιγμή που ο Κριντ τη δολοφόνησε
στραγγαλίζοντάς την, τον Ιανουάριο του 1973. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη
περίοδος που επέτρεψε σε θύμα του να ζήσει και καταδεικνύει τον
βαθμό της βεβαιότητάς του πως το υπόγειο διαμέρισμά του αποτελούσε
πλέον ασφαλή βάση, όπου μπορούσε να βιάζει και να βασανίζει, χωρίς
να φοβάται μήπως γίνει αντιληπτός.
Όμως λίγο πριν από τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, η
σπιτονοικοκυρά του τον επισκέφτηκε με κάποιο ασήμαντο πρόσχημα
και από το βήμα του μάρτυρα περιέγραψε πως είχε την αίσθηση ότι
«ήθελε να με ξεφορτωθεί, το καταλάβαινα. Μου φάνηκε πως κάτι
μύριζε άσχημα εκεί κάτω, όμως είχαμε αντιμετωπίσει προβλήματα με
τις αποχετεύσεις των δίπλα στο παρελθόν. Μου είπε πως δεν
ευκαιρούσε να τα πούμε, καθώς περίμενε κάποιο τηλεφώνημα.
»Είμαι σίγουρη πως ήταν στις γιορτές όταν κατέβηκα εκεί κάτω, γιατί
θυμάμαι που τον ρώτησα γιατί δεν είχε στολίσει τον χώρο με τίποτε
κάρτες. Ήξερα πως δεν είχε πολλούς φίλους, όμως φαντάστηκα πως όλο
και κάποιος θα τον είχε θυμηθεί και μου φάνηκε πολύ κρίμα. Στο
ραδιόφωνο έπαιζε το “Long-Haired Lover from Liverpool” δυνατά,
αυτό το θυμάμαι, όμως κατά τα άλλα δεν πρόσεξα κάτι ασυνήθιστο.
Στον Ντένις άρεσε η μουσική».
Η αιφνιδιαστική επίσκεψη της Κούπερ στο διαμέρισμα θεωρείται
σχεδόν βέβαιο πως επισφράγισε τη θανατική καταδίκη της Ράιτμαν. Ο
Κριντ ανέφερε αργότερα σε έναν ψυχίατρο πως όλο το προηγούμενο
διάστημα εξέταζε την περίπτωση να κρατούσε τη Ράιτμαν ζωντανή,
«σαν κατοικίδιο», τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον, ώστε να αποφύγει
τους κινδύνους που θα προέκυπταν από νέες απόπειρες απαγωγής, όμως
τελικά το σκέφτηκε καλά και αποφάσισε να δώσει «ένα τέλος στην
ταλαιπωρία της».
Ο Κριντ δολοφόνησε τη Ράιτμαν τη νύχτα της 9ης Ιανουαρίου του
1973, ημερομηνία την οποία είχε επιλέξει ώστε να συμπέσει με μια
τριήμερη απουσία της Κούπερ, προκειμένου να επισκεφτεί κάποια
ασθενή συγγενή της. Ο Κριντ αποκεφάλισε τη Ράιτμαν και της
ακρωτηρίασε τα χέρια στην μπανιέρα, πριν μεταφέρει το υπόλοιπο
πτώμα με το φορτηγό του στο Δάσος του Έπιν, τη νύχτα, τυλιγμένο σε
μουσαμά, όπου και το έθαψε σε ρηχό τάφο. Επιστρέφοντας στο σπίτι,
έβρασε το κεφάλι και τα χέρια της Ράιτμαν, αφαίρεσες τις σάρκες και
συνέθλιψε τα οστά, όπως είχε κάνει με τα πτώματα τόσο της Βέρα Κένι
όσο και της Νόρα Στάροκ, προσθέτοντας τα κονιορτοποιημένα οστά
στο διακοσμημένο εβένινο κουτί που φύλαγε κάτω από το κρεβάτι του.
Επιστρέφοντας στην οδό Λίβερπουλ, η Βάιολετ Κούπερ παρατήρησε
πως η «δυσάρεστη μυρωδιά» είχε εξαφανιστεί από το υπόγειο
διαμέρισμα, οπότε συμπέρανε πως όποιο θέμα είχε προκύψει με τις
αποχετεύσεις λύθηκε στο μεταξύ.
Σπιτονοικοκυρά και νοικάρης συνέχισαν να κάνουν όμορφη παρέα, να
πίνουν και να τραγουδούν ακούγοντας δίσκους. Είναι πιθανό ο Κριντ να
πειραματίστηκε κατά το διάστημα αυτό πάνω στην Κούπερ,
δοκιμάζοντας μεθόδους νάρκωσης. Η ίδια κατέθεσε στη δίκη πως συχνά
κοιμόταν τόσο βαριά τις βραδιές που ανέβαινε ο Ντένις για να πιουν
ένα ποτηράκι, ώστε το επόμενο πρωί ξυπνούσε ζαλισμένη.
Ο τάφος της Ράιτμαν παρέμεινε ανέγγιχτος επί σχεδόν τέσσερις μήνες,
μέχρι που εντοπίστηκε από πολίτη που είχε βγάλει τον σκύλο του
βόλτα, στον οποίο ο σκύλος έφερε ένα μηριαίο οστό. Η αποσύνθεση, η
απουσία κεφαλιού και χεριών ή οποιουδήποτε ρούχου καθιστούσε την
αναγνώριση του θύματος σχεδόν αδύνατη, δεδομένων των δυσκολιών
που παρουσίαζε η ανάλυση των μαλακών ιστών υπό τέτοιες συνθήκες.
Χρειάστηκε να προηγηθεί η σύλληψη του Κριντ, οπότε κάτω από τις
σανίδες του πατώματος στο καθιστικό του εντοπίστηκαν τα εσώρουχα
της Ράιτμαν, ένα καλσόν και ένα δαχτυλίδι δεμένο με οπάλιο, το οποίο
οι δικοί της αναγνώρισαν ως κόσμημα της νεαρής γυναίκας,
προκειμένου να μπορέσουν οι αστυνομικοί που ερευνούσαν την
υπόθεση να προσθέσουν τη δολοφονία της στο κατηγορητήριο που θα
βάραινε τον Κριντ.
Η μικρότερη αδελφή της Ράιτμαν δεν είχε πάψει ποτέ να ελπίζει πως η
Γκέιλ εξακολουθούσε να ζει. «Δεν μπορούσα να το πιστέψω, μέχρι που
είδα το δαχτυλίδι με τα ίδια μου τα μάτια. Μέχρι εκείνη τη στιγμή,
ειλικρινά νόμιζα πως κάποιο λάθος είχε γίνει. Έλεγα συνέχεια στη μαμά
και στον μπαμπά πως θα επέστρεφε η αδελφή μου. Δεν μπορούσα να
συλλάβω ότι υπήρχε τέτοια κακία στον κόσμο, κι ότι η αδελφή μου είχε
την ατυχία να πέσει πάνω της.
»Δεν είναι άνθρωπος αυτός. Έπαιζε μαζί μας, με τις οικογένειες, στη
διάρκεια της δίκης. Μας χαμογελούσε και μας χαιρετούσε κάθε πρωί.
Κοίταζε τους γονείς ή τα αδέλφια ή όποιον άλλο ήταν εκεί κάθε φορά
που αναφερόταν το όνομα του συγγενή τους. Ύστερα, μετά τη δίκη,
αφού καταδικάστηκε, κάθε τόσο μας λέει κι από κάτι καινούργιο,
ολοένα από κάτι, οπότε επί χρόνια ήμαστε αναγκασμένοι να ζούμε με
αυτή την κατάσταση, να μαθαίνουμε τι είχε πει η Γκέιλ ή πώς τον
ικέτευε να τη λυπηθεί. Θα τον έπνιγα με τα ίδια μου τα χέρια, έτσι και
μπορούσα, όμως δε θα μπορούσα με τίποτε να τον κάνω να υποφέρει
έτσι όπως έκανε εκείνος την Γκέιλ. Δεν είναι ικανός να νιώσει
ανθρώπινα αισθήματα, έτσι δεν είναι; Καταλήγεις να…
Ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος στον διάδρομο κι η Ρόμπιν τινάχτηκε
τόσο απότομα, ώστε χύθηκαν νερά πάνω από το χείλος της μπανιέρας.
«Εγώ είμαι!» φώναξε ο Μαξ, που ακούστηκε ασυνήθιστα ευδιάθετος,
και λίγο μετά η Ρόμπιν τον άκουσε να χαιρετά τον Βόλφγκανγκ. «Τι
κάνεις, αγόρι μου; Γεια σου. Ναι, μωρέ, ναι…»
«Γεια», απάντησε φωναχτά η Ρόμπιν. «Τον έβγαλα βόλτα νωρίτερα!»
«Ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε ο Μαξ. «Έλα να μου κάνεις παρέα,
γιορτάζω!»
Άκουσε τον Μαξ να ανεβαίνει τη σκάλα. Αφού τράβηξε την τάπα,
παρέμεινε καθισμένη στο μπάνιο, καθώς η στάθμη του νερού έπεφτε και
ντελικάτες φυσαλίδες εξακολουθούσαν να απλώνονται επάνω της, όπως
ολοκλήρωνε το κεφάλαιο.
Καταλήγεις να εύχεσαι να υπάρχει Κόλαση».
Το 1976, ο Κριντ δήλωσε στον Ρίτσαρντ Μέρινταν, ψυχίατρο των
φυλακών, ότι επιχείρησε να «λουφάξει» μετά τον εντοπισμό των
λειψάνων της Ράιτμαν. Ο Κριντ ομολόγησε στον Μέρινταν ότι βίωνε
μια λαχτάρα να καταστεί διαβόητος και ταυτόχρονα φοβόταν τη
σύλληψη.
«Μου άρεσε να διαβάζω για τον Χασάπη στις εφημερίδες. Την έθαψα
στο Δάσος του Έπιν, όπως τις άλλες, γιατί ήθελα να ξέρει ο κόσμος πως
ο ίδιος άνθρωπος τις είχε φάει όλες, όμως ήξερα πως διακινδύνευα τα
πάντα με το να μη μεταβάλλω το μοτίβο. Έπειτα από αυτό, αφού η Βι
με είχε δει μαζί της κι είχε κατεβεί στο διαμέρισμα, ενώ την είχα ακόμη
εκεί, σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να τη βολέψω με πουτάνες για
ένα διάστημα, να λουφάξω».
Όμως η επιλογή να «τη βολέψει με πουτάνες» έμελλε να οδηγήσει τον
Κριντ, λίγους μόλις μήνες αργότερα, πιο κοντά από κάθε άλλη φορά
στη σύλληψη.
Το κεφάλαιο έκλεινε σε αυτό το σημείο. Η Ρόμπιν βγήκε από την
μπανιέρα, μάζεψε τα χυμένα νερά, φόρεσε την πιτζάμα και τη ρόμπα της,
κι ύστερα ανέβηκε στο καθιστικό, όπου ο Μαξ καθόταν και έβλεπε
τηλεόραση, έχοντας ύφος πραγματικής ευδαιμονίας. Ο Βόλφγκανγκ
φαινόταν να έχει επηρεαστεί από την καλή διάθεση του αφεντικού του:
υποδέχτηκε τη Ρόμπιν λες και είχε μόλις επιστρέψει από μακρύ ταξίδι,
οπότε βάλθηκε να γλείφει τα έλαια μπάνιου από τους αστραγάλους της,
μέχρι που του ζήτησε ευγενικά να σταματήσει.
«Βρήκα δουλειά», ανακοίνωσε ο Μαξ στη Ρόμπιν κλείνοντας τον ήχο
της τηλεόρασης. Δυο ποτήρια σαμπάνιας και ένα μπουκάλι βρίσκονταν
πάνω στο τραπεζάκι του καθιστικού, μπροστά του. «Συμπρωταγωνιστικός
ρόλος, νέα δραματική σειρά στο BBC One. Πιες κάτι».
«Μαξ, αυτό είναι καταπληκτικό!» είπε η Ρόμπιν ενθουσιασμένη.
«Ναι», συμφώνησε εκείνος χαμογελώντας πλατιά. «Άκου. Λες να
δεχόταν ο φίλος σου, ο Στράικ, να περάσει από εδώ για δείπνο;
Υποδύομαι έναν βετεράνο. Θα ήταν χρήσιμο να μιλούσα με κάποιον που
έχει πραγματική εμπειρία από τον στρατό».
«Είμαι σίγουρη πως θα δεχόταν», είπε η Ρόμπιν, ελπίζοντας πως είχε
δίκιο. Ο Στράικ και ο Μαξ δεν είχε τύχει να γνωριστούν. Δέχτηκε ένα
ποτήρι σαμπάνιας, κάθισε και πρότεινε μια πρόποση. «Πάντα επιτυχίες!»
«Ευχαριστώ», είπε ο Μαξ τσουγκρίζοντας το ποτήρι του στο δικό της.
«Εγώ θα μαγειρέψω, έτσι και συμφωνήσει ο Στράικ να έρθει. Πράγμα
που θα ήταν καλό, ούτως ή άλλως. Πρέπει να γνωρίσω περισσότερο
κόσμο. Έχω αρχίσει να γίνομαι σαν κι εκείνα τα άτομα για τα οποία
βλέπουμε στις ειδήσεις τους γείτονες να σχολιάζουν “ήταν κλειστός
άνθρωπος”».
«Κι εγώ θα είμαι η ανόητη συγκάτοικος», είπε η Ρόμπιν, που
εξακολουθούσε να σκέφτεται τη Βάιολετ Κούπερ, «που σε θεωρούσε
υπέροχο και ποτέ δεν αναρωτήθηκε γιατί σε πετύχαινα κάθε τόσο να
καρφώνεις στη θέση τους τις σανίδες του πατώματος».
Ο Μαξ γέλασε.
«Και θα κατηγορήσουν εσένα περισσότερο απ’ ό,τι εμένα», είπε ο Μαξ,
«γιατί πάντοτε έτσι κάνουν. Οι γυναίκες που δεν κατάλαβαν… υπόψη,
βέβαια, ορισμένες από αυτές… αλήθεια, πώς έλεγαν εκείνο τον τύπο στην
Αμερική που έβαζε τη γυναίκα του να του μιλάει μέσω συστήματος
ενδοεπικοινωνίας, για να της επιτρέπει να περάσει στο γκαράζ;»
«Τζέρι Μπρούντος», είπε η Ρόμπιν. Μάλιστα, η περίπτωση του
Μπρούντος μνημονευόταν στον Δαίμονα του Πάρανταϊς Παρκ. Όπως ο
Κριντ, έτσι και ο Μπρούντος φορούσε γυναικεία ρούχα όταν απήγαγε ένα
από τα θύματά του.
«Πρέπει να αποκτήσω και πάλι κοινωνική ζωή, φιλενάδα», αποφάνθηκε
ο Μαξ, που ήταν περισσότερο ευδιάθετος από κάθε άλλη φορά που τον
θυμόταν η Ρόμπιν, επηρεασμένος από το αλκοόλ και τα ευχάριστα νέα.
«Αισθανόμουν χάλια από τον καιρό που έφυγε ο Μάθιου. Όλο
σκεφτόμουν μήπως έπρεπε να πουλήσω το σπίτι και να προχωρήσω στη
ζωή μου».
Η Ρόμπιν υποψιάστηκε πως ο ελαφρύς πανικός που αισθάνθηκε μάλλον
αποτυπώθηκε στο πρόσωπό της, καθώς ο Μαξ είπε:
«Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να το κάνω. Όμως ζορίστηκα άγρια
προσπαθώντας να το κρατήσω. Το σπίτι ουσιαστικά το αγόρασα μόνο και
μόνο για να του κάνω το χατίρι. “Να τα επενδύεις όλα σε ακίνητα, είναι
αδύνατο να βγεις χαμένος από τα ακίνητα”, έτσι έλεγε».
Είχε ένα ύφος σαν να ετοιμαζόταν να προσθέσει και κάτι άλλο, όμως αν
πράγματι αυτό σκεφτόταν, αποφάσισε να μην το κάνει.
«Μαξ, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι», είπε η Ρόμπιν, «όμως πραγματικά
δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αν πεις όχι. Ο μικρότερος αδελφός μου
και μια φίλη του ψάχνουν κάπου να μείνουν στο Λονδίνο, το
Σαββατοκύριακο στις 14 και 15 Φεβρουαρίου. Όμως αν δε θέλεις…»
«Μην ακούω σαχλαμάρες», είπε ο Μαξ. «Μπορούν να κοιμηθούν εδώ»,
είπε χτυπώντας την παλάμη του πάνω στον καναπέ. «Μετατρέπεται σε
κρεβάτι».
«Α», έκανε η Ρόμπιν που δεν το ήξερε. «Τέλεια λοιπόν. Ευχαριστώ,
Μαξ».
Η σαμπάνια σε συνδυασμό με το ζεστό μπάνιο είχε προκαλέσει μιαν
απίστευτη υπνηλία στη Ρόμπιν, όμως συνέχισαν να συζητούν για αρκετή
ώρα σχετικά με τη νέα σειρά στην οποία θα πρωταγωνιστούσε ο Μαξ,
ώσπου κάποια στιγμή η Ρόμπιν του ζήτησε να τη συγχωρέσει, λέγοντάς
του πως την καλούσε επειγόντως το κρεβάτι της.
Όπως σκεπαζόταν με το πάπλωμα, η Ρόμπιν αποφάσισε να μην
ξεκινήσει το επόμενο κεφάλαιο της βιογραφίας του Κριντ. Ήταν
προτιμότερο να μην έχεις κάποιες καταστάσεις να γυροφέρνουν στο
μυαλό σου, αν ήθελες να αποκοιμηθείς. Όμως με το που έσβησε το
πορτατίφ στο κομοδίνο της, συνειδητοποίησε πως ο εγκέφαλός της δεν
εννοούσε να ηρεμήσει, οπότε έκανε να πιάσει το iPod της.
Ποτέ δεν άκουγε μουσική από τα ακουστικά, εκτός κι αν ήξερε πως ο
Μαξ βρισκόταν στο διαμέρισμα. Ορισμένες εμπειρίες στη ζωή ήταν
ικανές να καταστήσουν έναν άνθρωπο αμετάκλητα ευαίσθητο στην
ικανότητά του να αντιδράσει εγκαίρως, να μην αιφνιδιαστεί. Τώρα όμως,
καθώς η εξώπορτα ήταν διπλοκλειδωμένη (η Ρόμπιν το είχε τσεκάρει,
όπως έκανε πάντοτε) και ο συγκάτοικος με τον σκύλο του βρίσκονταν σε
απόσταση ελάχιστων δευτερολέπτων, έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά της
και επέλεξε να παίξουν με τυχαία σειρά τα κομμάτια από τους τέσσερις
δίσκους της Τζόνι Μίτσελ που είχε αγοράσει στο μεταξύ, προτιμώντας τη
μουσική από ένα ακόμη άρωμα που δεν της άρεσε.
Κάποιες φορές, την ώρα που άκουγε τη Μίτσελ, πράγμα που η Ρόμπιν
έκανε συχνά το τελευταίο διάστημα, φανταζόταν τη Μάργκοτ Μπάμπορο
να της χαμογελά μέσα από τη μουσική. Η Μάργκοτ παρέμενε για πάντα
παγωμένη στον χρόνο, στα είκοσι εννιά της, δίνοντας μάχη να μη νικηθεί
από μια ζωή περισσότερο σύνθετη απ’ ό,τι είχε φανταστεί ποτέ της, όταν
πήρε την απόφαση να γλιτώσει από τη φτώχεια χάρη στο μυαλό της και
στη σκληρή δουλειά.
Ένα άγνωστο τραγούδι άρχισε να παίζει. Οι στίχοι αφηγούνταν την
ιστορία της λήξης μιας ερωτικής σχέσης. Ήταν μια απλούστερη, ευθύτερη
προσέγγιση απ’ ό,τι σε πολλές άλλες συνθέσεις της Μίτσελ, με λιγοστές
μεταφορές ή ποιητικά στοιχεία. Χάθηκε η τελευταία ευκαιρία/Ο ήρωας δεν
μπορεί να φέρει την αλλαγή/Χάθηκε η τελευταία ευκαιρία/Η στρίγκλα δεν
πρόκειται να γίνει αρνάκι.
Ο νους της Ρόμπιν πήγε στον Μάθιου, που δεν κατάφερε να
προσαρμοστεί σε μια σύζυγο που γύρευε από τη ζωή κάτι περισσότερο
από μια σταθερή πρόοδο στην κλίμακα των ακινήτων, ανήμπορος να
ξεκόψει από μια ερωμένη η οποία, στην πραγματικότητα, ανέκαθεν
ταίριαζε στα ιδεώδη και στις φιλοδοξίες του καλύτερα απ’ ό,τι η Ρόμπιν.
Άραγε, αυτό καθιστούσε στρίγκλα τη Ρόμπιν, καθώς πάσχιζε να στήσει
μια καριέρα που οι πάντες, εκτός από την ίδια, θεωρούσαν λάθος επιλογή;
Ξαπλωμένη στο σκοτάδι, ακούγοντας τη φωνή της Μίτσελ, που ήταν
βαθύτερη και πιο βραχνή στις μεταγενέστερες δουλειές της, μια ιδέα που
γυρόφερνε στην περιφέρεια των σκέψεων της Ρόμπιν εδώ και κάποιες
εβδομάδες, κατάφερε να τρυπώσει στο προσκήνιο του μυαλού της.
Γυρόφερνε από τη μέρα που είχε διαβάσει την απάντηση του Υπουργείου
Δικαιοσύνης, με την οποία αρνούνταν να δώσουν άδεια στον Στράικ να
συναντήσει τον κατά συρροή δολοφόνο.
Ο Στράικ είχε αποδεχτεί την απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης,
όπως άλλωστε και η Ρόμπιν, που δεν είχε την παραμικρή διάθεση να
επιτείνει τον πόνο των οικογενειών των θυμάτων. Κι όμως, ο άνθρωπος
που θα μπορούσε να λυτρώσει την Άννα από μια ζωή συνεχιζόμενου
πόνου και αβεβαιότητας παρέμενε ζωντανός. Κι αν η Αϊρίν Χίκσον
έσκαγε να μιλήσει στον Στράικ, πόσο πιο πρόθυμος θα μπορούσε να
αποδειχτεί ο Κριντ, ύστερα από δεκαετίες σιωπής;
Χάθηκε η τελευταία ευκαιρία/Ο ήρωας δεν μπορεί να φέρει την αλλαγή.
Η Ρόμπιν ανακάθισε απότομα, έβγαλε τα ακουστικά της, άναψε και
πάλι το πορτατίφ και έγειρε για να πιάσει το σημειωματάριο και το στιλό
που τον τελευταίο καιρό είχε πάντοτε δίπλα στο κρεβάτι της.
Δεν υπήρχε λόγος να πει στον Στράικ τι σχεδίαζε να κάνει. Τίποτε δεν
απέκλειε την περίπτωση οι ενέργειές της να είχαν αρνητικό αντίκτυπο για
το γραφείο. Όμως αν δεν το προσπαθούσε, θα έμενε για πάντα με την
απορία αν υπήρχε, τελικά, μια τελευταία ευκαιρία να προσεγγίσουν τον
Κριντ.
34
… καμία Τέχνη, ούτε καμία Δύναμη…
να γιάνει δεν μπορεί τέτοιες πληγές· τέτοιες πληγές,
αφόρητο Πόνο φέρνουν.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η σιδηροδρομική σύνδεση μεταξύ Κορνουάλης και Λονδίνου


αποκαταστάθηκε επιτέλους. Ο Στράικ μάζεψε τα πράγματά του, όμως
υποσχέθηκε στη θεία και στον θείο του πως θα επέστρεφε σύντομα. Η
Τζόαν τον αγκάλιασε σφιχτά, βουβά, την ώρα που έφευγε. Ο Στράικ πάλι,
έτσι όπως είχαν εξελιχτεί τα πράγματα, θα προτιμούσε χίλιες φορές τους
συναισθηματικούς εκβιασμούς που συνόδευαν τους παλιότερους
αποχαιρετισμούς τους.
Στη διάρκεια της επιστροφής στο Λονδίνο, ο Στράικ παρατήρησε πως η
διάθεσή του αντικατοπτριζόταν στο μονόχρωμο χειμερινό τοπίο της
λάσπης και των γυμνών δέντρων που αντίκριζε πίσω από το λερό
παράθυρο. Η σταδιακή κατάπτωση της Τζόαν διέφερε από τους θανάτους
με τους οποίους ήταν εξοικειωμένος ο Στράικ και, σχεδόν στο σύνολό
τους, είχαν προκύψει από μη φυσικά αίτια. Ως στρατιωτικός και
ερευνητής, είχε αποκτήσει ανοσία στην ανάγκη να απορροφά
απροειδοποίητα τον ξαφνικό, βίαιο τερματισμό μιας ανθρώπινης ζωής, να
αποδέχεται το κενό που προέκυπτε αιφνιδιαστικά μόλις έσβηνε μια ψυχή.
Η σταδιακή υποταγή της Τζόαν σε έναν εχθρό που φώλιαζε μέσα στο ίδιο
της το σώμα ήταν για τον Στράικ μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Ένα μικρό
κομμάτι του εαυτού του, για το οποίο ντρεπόταν, ήθελε να τελειώσουν
όλα αυτά, ώστε να ξεκινήσει η περίοδος του πένθους και, καθώς το τρένο
τον μετέφερε προς τα ανατολικά, ανυπομονούσε να βρεθεί στο
προσωρινό καταφύγιο του άδειου διαμερίσματός του, εκεί όπου ήταν
ελεύθερος να αισθάνεται χάλια χωρίς να είναι αναγκασμένος να
επιδεικνύει τη λύπη του για χάρη των γειτόνων, ούτε να κρύβεται πίσω
από ένα προσωπείο επίπλαστης ευθυμίας για χάρη της θείας του.
Απέρριψε δύο προσκλήσεις σε δείπνο για το βράδυ του Σαββάτου, τη
μία από τη Λούσι, την άλλη από τον Νικ και την Ίλσα, προτιμώντας να
ασχοληθεί με τις εκκρεμότητες του γραφείου και να μελετήσει τις
αναφορές που είχαν υποβάλει ο Μπάρκλεϊ, ο Χάτσινς και ο Μόρις. Την
Κυριακή μίλησε και πάλι με τον δρα Γκάπτα, καθώς και σε κάποιους
συγγενείς νεκρών μαρτύρων της υπόθεσης Μπάμπορο, ώστε να είναι
προετοιμασμένος για τη συζήτηση που θα είχε με τη Ρόμπιν την επόμενη
ημέρα.
Όμως το βράδυ της Κυριακής, εκεί που στεκόταν δίπλα στην
κατσαρόλα μέσα στην οποία έβραζε κάτι μακαρόνια στο μοναδικό μάτι
της κουζινούλας του, έλαβε ένα δεύτερο γραπτό μήνυμα από την
ετεροθαλή αδελφή του, την Προύντενς, με την οποία δεν είχε συναντηθεί
ποτέ.
Γεια, Κόρμοραν, δεν ξέρω αν έλαβες το πρώτο μου μήνυμα.
Ελπίζω να λάβεις αυτό εδώ. Ήθελα απλώς να πω (νομίζω) ότι
καταλαβαίνω τους λόγους που δε θέλεις να φωτογραφηθείς μαζί
μας για τον μπαμπά ή να έρθεις στο πάρτι. Οι λόγοι για το πάρτι
δεν περιορίζονται μόνο στην κυκλοφορία του νέου άλμπουμ.
Ευχαρίστως να σου πω κάποια περισσότερα πράγματα από κοντά,
όμως ως οικογένεια δε θέλουμε να μαθευτεί παραέξω. Ελπίζω να
μην ενοχληθείς αν προσθέσω πως, όπως κι εσύ, είμαι το
αποτέλεσμα μιας από τις μάλλον σύντομες σχέσεις (!) του μπαμπά
και ότι χρειάστηκε να διαχειριστώ κι εγώ όλα αυτά τα χρόνια το
μερίδιο του πόνου και του θυμού που μου αναλογούσε. Μήπως θα
ήθελες να πιούμε έναν καφέ και να το συζητήσουμε περισσότερο;
Στο Πάτνεϊ μένω. Θα χαρώ να έχω νέα σου. Πολύ θα ήθελα να σε
γνωρίσω. Τις θερμότερες ευχές μου, Πρου
Κι ενώ τα μακαρόνια του κόχλαζαν, ο Στράικ άναψε τσιγάρο.
Αισθανόταν μια πίεση πίσω από τα μάτια του. Ήξερε πως κάπνιζε
υπερβολικά πολύ: η γλώσσα του πονούσε ενώ, ύστερα από εκείνη τη
γρίπη που τον κρεβάτωσε μέσα στις γιορτές, ο πρωινός του βήχας ήταν
χειρότερος από κάθε προηγούμενη περίοδο. Ο Μπάρκλεϊ, την τελευταία
φορά που συναντήθηκαν, του εκθείαζε τα πλεονεκτήματα του
ατμίσματος. Ίσως ήταν καιρός να το δοκιμάσει κι αυτός ή, τουλάχιστον,
να περιορίσει κάπως τα τσιγάρα που κάπνιζε.
Διάβασε μια δεύτερη φορά το μήνυμα της Πρου. Άραγε, τι
εμπιστευτικός λόγος θα μπορούσε να υπάρχει για το πάρτι, πέρα από την
κυκλοφορία του νέου άλμπουμ του πατέρα του; Μήπως ο Ρόκεμπι
επρόκειτο επιτέλους να χριστεί ιππότης ή προσπαθούσε να κάνει φασαρία
με την πεντηκοστή επέτειο των Deadbeats σε μια απόπειρα να
υπενθυμίσει σ’ εκείνους που αποφάσιζαν για την απονομή τίτλων
ευγενείας ότι ο ίδιος ακόμη περίμενε; Ο Στράικ προσπάθησε να
φανταστεί την αντίδραση της Λούσι, έτσι και της έλεγε πως επρόκειτο να
συναντήσει από κοντά ένα σωρό νέα ετεροθαλή αδέλφια, τη στιγμή που ο
μικρός αριθμός των δικών της συγγενών κόντευε να μειωθεί κατά έναν.
Προσπάθησε να φανταστεί αυτή την Προύντενς, για την οποία δε γνώριζε
το παραμικρό, πέρα από το ότι μητέρα της ήταν μια γνωστή ηθοποιός.
Σβήνοντας το μάτι, άφησε τα μακαρόνια να επιπλέουν στο νερό τους
και άρχισε να συντάσσει μιαν απάντηση, έχοντας το τσιγάρο πιασμένο
ανάμεσα στα δόντια του.
Ευχαριστώ για τα μηνύματα. Δεν έχω καμία αντίρρηση να σε
συναντήσω, όμως δεν είναι καλή περίοδος αυτή. Σέβομαι που
κάνεις αυτό που κρίνεις σωστό, όμως ποτέ δεν υπήρξα άνθρωπος
που αρέσκεται να προσποιείται ή να συντηρεί καθωσπρέπει
ψέματα που διευκολύνουν τους δημόσιους εορτασμούς. Δεν έχω
την παραμικρή σχέση με –
Ο Στράικ άφησε την απάντησή του στη μέση για ένα ολόκληρο λεπτό.
Ποτέ του δεν είχε αναφερθεί στον Ρόκεμπι ως «μπαμπά», ούτε ήθελε να
γράψει «ο πατέρας μας», γιατί αυτό του δημιουργούσε την αίσθηση πως
τον τοποθετούσε στο ίδιο πλαίσιο με την Προύντενς, πράγμα που του
προκαλούσε αμηχανία, καθώς του ήταν τελείως ξένη.
Κι όμως ένα κομμάτι του εαυτού του αισθανόταν πως η γυναίκα αυτή
δεν ήταν μια ξένη. Ένα κομμάτι του εαυτού του αισθανόταν κάτι να τον
έλκει προς το μέρος της. Άραγε, τι να ήταν αυτό το κάτι; Απλή
περιέργεια; Η ηχώ της λαχτάρας που είχε βιώσει σαν παιδί για έναν
πατέρα που δεν εμφανίστηκε ποτέ; Ή μήπως κάτι πιο αρχέγονο: το κοινό
αίμα που τον καλούσε, μια ενστικτώδης αίσθηση συγγένειας, που ήταν
αδύνατο να εξαλειφθεί τελείως, όσο κι αν προσπαθούσες να διαρρήξεις
εκείνο τον δεσμό;
– τον Ρόκεμπι και καθόλου δε με ενδιαφέρει να προσποιηθώ τώρα
για μερικές ώρες απλώς και μόνο επειδή ετοιμάζεται να
κυκλοφορήσει ένα νέο άλμπουμ. Δεν έχω κανένα απολύτως θέμα
μαζί σου και, όπως προανέφερα, ευχαρίστως να συναντηθούμε
κάποια στιγμή που η ζωή μου θα είναι λιγότερο –
Ο Στράικ έκανε νέα παύση. Έτσι όπως στεκόταν στον ατμό που έβγαινε
πυκνός από το κατσαρόλι του, ο νους του πήγε στην ετοιμοθάνατη Τζόαν,
στις εκκρεμείς υποθέσεις που είχε αναλάβει το γραφείο και, για κάποιον
ανεξήγητο λόγο, στη Ρόμπιν.
– μπερδεμένη. Τις θερμότερες ευχές μου, Κόρμοραν
Έφαγε τα μακαρόνια του με ένα βαζάκι αγοραστής σάλτσας, κι εκείνη
τη νύχτα αποκοιμήθηκε υπό τους ήχους της βροχής που έπεφτε με δύναμη
στα κεραμίδια της στέγης, οπότε ονειρεύτηκε πως έπαιζε μπουνιές με τον
Ρόκεμπι πάνω στο κατάστρωμα ενός ιστιοφόρου, το οποίο
ανεβοκατέβαινε απότομα, μέχρι που βρέθηκαν και οι δυο τους στη
θάλασσα.
Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει στις έντεκα παρά δέκα το επόμενο
πρωί, όταν ο Στράικ βγήκε από τον σταθμό του μετρό στο Ερλς Κορτ
προκειμένου να περιμένει τη Ρόμπιν, η οποία θα περνούσε να τον
παραλάβει από εκεί, πριν πάνε να συναντήσουν τη Σύνθια Φιπς στο
Ανάκτορο του Χάμπτον Κορτ. Έτσι όπως στεκόταν κάτω από το τούβλινο
υπόστεγο μπροστά στην έξοδο του σταθμού, έχοντας ένα ακόμη τσιγάρο
στο στόμα, ο Στράικ διάβασε τα δύο email που είχαν φτάσει πρόσφατα
στο κινητό του: μια αναφορά του Μπάρκλεϊ σχετικά με τον Ανεπίδεκτο
και μια δεύτερη από τον Μόρις για την υπόθεση του Μούτρου. Κόντευε
να τελειώσει την ανάγνωση, όταν χτύπησε το κινητό του. Ήταν ο Αλ,
οπότε αντί να αφήσει την κλήση να περάσει στον τηλεφωνητή, ο Στράικ
αποφάσισε να δώσει ένα οριστικό τέλος σε αυτό το στενό μαρκάρισμα.
«Έλα, αδελφέ», είπε ο Αλ. «Πώς είσαι;»
«Ας τα λέμε καλά», είπε ο Στράικ.
Εσκεμμένα δεν ανταπέδωσε την ερώτηση.
«Κοίτα», είπε ο Αλ, «ξέρεις… πριν από λίγο μου τηλεφώνησε η Πρου.
Μου είπε τι της έγραψες. Το θέμα είναι πως έχουμε κλείσει φωτογράφο
για το επόμενο Σάββατο, όμως αν είναι να μην είσαι κι εσύ στη
φωτογραφία… το θέμα είναι να του χαρίσουμε κάτι εκ μέρους όλων μας.
Για πρώτη φορά».
«Αλ, δεν ενδιαφέρομαι», είπε ο Στράικ, που είχε βαρεθεί να αποκρούει
ευγενικά τις επίμονες προτάσεις.
Ακολούθησε μια σύντομη παύση. Τελικά ο Αλ είπε:
«Ξέρεις, ο μπαμπάς προσπαθεί να κάνει μια κίνηση και…»
«Σοβαρά;» είπε ο Στράικ, καθώς ο θυμός διαπερνούσε ξαφνικά την
ομίχλη της κούρασης, την ανησυχία του για την Τζόαν και το πλήθος των
πιθανότατα άσχετων πληροφοριών που είχε συγκεντρώσει για την
υπόθεση Μπάμπορο και τις οποίες πάσχιζε να συγκρατήσει στη μνήμη
του, ώστε να τις μεταφέρει στη Ρόμπιν. «Σε ποια κίνηση αναφέρεσαι,
ακριβώς; Τότε που αποφάσισε να αμολήσει τους δικηγόρους του
γυρεύοντας να μου αποσπάσει χρήματα τα οποία νομίμως ήταν δικά μου
εξαρχής…;»
«Αν εννοείς τον Πίτερ Γκιλέσπι, ο μπαμπάς δεν ήξερε πόσο άγρια σε
ζόριζε ο τύπος, σου τ’ ορκίζομαι. Ο Πιτ έχει βγει στη σύνταξη τώρα
πια…»
«Δε με ενδιαφέρει να γιορτάσω τον γαμημένο τον δίσκο που θα
κυκλοφορήσει», είπε ο Στράικ. «Τραβάτε να το διασκεδάσετε χωρίς
εμένα».
«Κοίτα», είπε ο Αλ, «δεν μπορώ να σου εξηγήσω τι συμβαίνει αυτή τη
στιγμή, αν ευκαιρείς να βρεθούμε για ένα ποτό, θα σου πω… υπάρχει
λόγος που θέλουμε να κάνουμε αυτό το πράγμα τώρα, τη φωτογραφία και
το πάρτι…»
«Η απάντησή μου είναι όχι, Αλ».
«Δηλαδή, σκοπεύεις να εξακολουθήσεις να τον ξεφτιλίζεις για πάντα;»
«Ποιος τον ξεφτιλίζει, ρε; Εγώ δεν έχω πει κουβέντα γι’ αυτόν δημόσια,
αντίθετα με εκείνον, που δε χάνει ευκαιρία σε κάθε γαμημένη συνέντευξη
τώρα τελευταία να με αναφέρει…»
«Κάνει μια προσπάθεια να φτιάξουν τα πράγματα, κι εσύ δεν εννοείς να
υποχωρήσεις ούτε σπιθαμή!»
«Αυτό που προσπαθεί είναι να σουλουπώσει μια κατάσταση που του
τσαλακώνει τη δημόσια εικόνα του», είπε ο Στράικ αγριεμένα. «Πες του
να αρχίσει να πληρώνει τους γαμημένους φόρους του, άμα γουστάρει να
τον χρίσουν ιππότη. Εγώ μια φορά δε θα υποδυθώ το μαύρο πρόβατο».
Τερμάτισε την κλήση, περισσότερο θυμωμένος απ’ ό,τι θα περίμενε,
τόσο που η καρδιά του χτυπούσε στενάχωρα δυνατά κάτω από το παλτό
του. Όπως πέταξε τη γόπα του τσιγάρου του στον δρόμο, οι σκέψεις του
αναπόδραστα επέστρεψαν στην Τζόαν, με το μαντίλι που κάλυπτε το
άτριχο κεφάλι της και τον Τεντ που έκλαιγε, με τα δάκρυα να στάζουν
μέσα στο τσάι του. Γιατί, σκέφτηκε εξοργισμένος, δεν μπορούσε να ήταν
ο Ρόκεμπι εκείνος που πέθαινε, κι θεία του να ήταν υγιής κι ευτυχισμένη,
βέβαιη πως θα ήταν ζωντανή και στα επόμενα γενέθλιά της, κυρά κι
αρχόντισσα στο Σεντ Μος, να πιάνει την κουβέντα με παλιούς της φίλους,
να σχεδιάζει δείπνα για τον Τεντ, να γκρινιάζει στον Στράικ στο
τηλέφωνο που δεν κατέβαινε να τους επισκεφτεί;
Όταν έφτασε η Ρόμπιν στη στροφή του δρόμου, οδηγώντας το Land
Rover της, λίγα λεπτά αργότερα, ταράχτηκε βλέποντας την όψη του
Στράικ. Παρότι της είχε πει στο τηλέφωνο την ταλαιπωρία που είχε
περάσει με τη γρίπη και το ληγμένο κοτόπουλο, το πρόσωπό του ήταν
αισθητά ρουφηγμένο κι η έκφρασή του τόσο οργισμένη, ώστε η Ρόμπιν
ασυναίσθητα έριξε μια ματιά στο ρολόι της, για να βεβαιωθεί πως δεν
είχε καθυστερήσει.
«Όλα εντάξει;» ρώτησε η Ρόμπιν, μόλις εκείνος άνοιξε την πόρτα του
συνοδηγού.
«Μια χαρά», απάντησε κοφτά, όπως καθόταν δίπλα της και βροντούσε
την πόρτα.
«Καλή Χρονιά».
«Δεν τα είπαμε ήδη αυτά;»
«Η αλήθεια είναι πως όχι», είπε η Ρόμπιν κάπως ενοχλημένη με το
ξινισμένο του ύφος. «Πάντως, δε θέλω να αισθανθείς την παραμικρή
πίεση να ανταποδώσεις την ευχή. Δε θα ήθελα σε καμία περίπτωση να
νιώσεις υποχρεωμένος…»
«Καλή Χρονιά, Ρόμπιν», μουρμούρισε ο Στράικ.
Η Ρόμπιν έστρεψε το τζιπ στον δρόμο, ενώ οι υαλοκαθαριστήρες
ζορίζονταν να διατηρήσουν καθαρό το παρμπρίζ, σκηνή που ανάδινε
οπωσδήποτε μια υποψία επιστροφής στο παρελθόν. Έτσι δύσθυμος ήταν
ανήμερα των γενεθλίων του, όταν είχε περάσει να τον πάρει και, τέλος
πάντων, ό,τι κι αν περνούσε ο Στράικ, ήταν κι η Ρόμπιν κουρασμένη, είχε
κι εκείνη διάφορες σκοτούρες στα προσωπικά της, οπότε θα εκτιμούσε αν
τον έβλεπε να κάνει μια κάποια προσπάθεια.
«Τι τρέχει;» ρώτησε.
«Τίποτε».
Συνέχισαν έτσι αμίλητοι για μερικά λεπτά, ώσπου η Ρόμπιν είπε:
«Είδες το μήνυμα του Μπάρκλεϊ;»
«Για τον Ανεπίδεκτο και τη φιλενάδα του; Ναι, τώρα δα το διάβαζα»,
είπε ο Στράικ. «Τη χώρισε, κι άντε να καταλάβει η άλλη πως αυτό συνέβη
επειδή αποδείχτηκε υπερβολικά πιστή».
«Μιλάμε ο τύπος είναι περίπτωση», είπε η Ρόμπιν, «όμως εφόσον
πληρώνει τους λογαριασμούς του…»
«Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ», είπε ο Στράικ, καταβάλλοντας
συνειδητή προσπάθεια να διώξει την κακοκεφιά του. Άλλωστε, για τίποτε
απ’ όσα τον απασχολούσαν –η Τζόαν, η Πρου, ο Αλ, ο Ρόκεμπι– δεν
έφταιγε η Ρόμπιν. Αντίθετα, είχε κρατήσει το γραφείο όρθιο όλο εκείνο το
διάστημα που ο Στράικ προσπαθούσε να διαχειριστεί την κατάσταση
στην Κορνουάλη. Της άξιζε καλύτερη αντιμετώπιση.
«Πλέον έχουμε το περιθώριο να αναλάβουμε κάποιον πελάτη από τη
λίστα αναμονής», συνέχισε, επιχειρώντας να ακουστεί περισσότερο
ενθουσιώδης. «Σκεφτόμουν να επικοινωνήσω με εκείνη τη χρηματίστρια
που υποψιάζεται πως ο άντρας της βολεύει την νταντά, τι λες κι εσύ;»
«Κοίτα», είπε η Ρόμπιν, «η υπόθεση του Μούτρου απορροφά μεγάλο
μέρος των πόρων μας τη δεδομένη στιγμή. Παρακολουθούμε τον ίδιο, το
αφεντικό του κι εκείνη τη γυναίκα στο Στόουκ Νιούινγκτον.
Παρενθετικά, το αφεντικό πέρασε ξανά από το σπίτι της Έλινορ Ντιν χτες
το βράδυ. Το ίδιο σκηνικό κι αυτή τη φορά, μέχρι και το χάιδεμα στο
κεφάλι».
«Σοβαρά;» ρώτησε ο Στράικ σμίγοντας τα φρύδια.
«Ναι. Οι πελάτες μας έχουν αρχίσει να εκνευρίζονται, όμως θέλουν να
δουν συγκεκριμένα στοιχεία. Εκτός αυτού, δεν έχουμε καταλήξει τι
γίνεται με την Καρτποστάλ ακόμη, κι η υπόθεση Μπάμπορο τραβάει σε
μάκρος».
Η Ρόμπιν δεν ήθελε να πει ανοιχτά πως, καθώς ο Στράικ κάθε τόσο
έφευγε από το Λονδίνο για να πάει στην Κορνουάλη, τόσο η ίδια όσο και
οι εξωτερικοί συνεργάτες κάλυπταν τις τρέχουσες υποθέσεις του
γραφείου θυσιάζοντας τα ρεπό τους.
«Προτείνεις δηλαδή να εστιάσουμε στο Μούτρο και στην Καρτποστάλ,
αν κατάλαβα σωστά;»
«Νομίζω πως πρέπει να αποδεχτούμε ότι, στην παρούσα φάση, η
περίπτωση του Μούτρου απαιτεί τρία άτομα και να μη βιαστούμε να
αναλάβουμε από τώρα νέα υπόθεση».
«Εντάξει, δεκτό», συμφώνησε απρόθυμα ο Στράικ. «Με την ξεναγό
στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων δεν είχαμε καμία εξέλιξη; Ο
Μπάρκλεϊ μου ανέφερε κάποια στιγμή πως ανησυχούσες μήπως έκανε
κακό στον εαυτό της».
«Αυτό τώρα γιατί σου το είπε;» αντέδρασε η Ρόμπιν. Κατέληξε να
μετανιώσει που είχε εξομολογηθεί εκείνη την ανησυχία της: η στάση της
φάνταζε μαλθακή, αντιεπαγγελματική.
«Δεν το είπε για κακό ο άνθρωπος. Δηλαδή, δεν εμφανίστηκε ξανά η
άλλη;»
«Όχι».
«Κι ο παρουσιαστής δεν έχει λάβει ξανά κάποια κάρτα;»
«Όχι».
«Μπορεί και να της έκοψες τον βήχα».
Ο Στράικ έβγαλε το σημειωματάριό του από την τσέπη και το άνοιξε,
ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει ρυθμικά πάνω στο παρμπρίζ.
«Ήθελα να σου πω κάποια πραγματάκια για την υπόθεση Μπάμπορο,
πριν βρεθούμε με τη Σύνθια Φιπς. Παρεμπιπτόντως, έκανες εξαιρετική
δουλειά, αποκλείοντας την περίπτωση να είχε κάποια εμπλοκή εκείνο το
φορτηγάκι».
«Ευχαριστώ», είπε η Ρόμπιν.
«Όμως εμφανίστηκε δεύτερο φορτηγάκι στην περιοχή», είπε ο Στράικ.
«Τι πράγμα;» αναφώνησε η Ρόμπιν.
«Μίλησα με την κόρη της Ρούμπι Έλιοτ χτες. Τη θυμάσαι τη Ρούμπι…»
«Τη γυναίκα που είδε μέσα από το αμάξι της δυο γυναίκες να
παραπατάνε κάπως περίεργα».
«Αυτή, ναι. Μίλησα επίσης με έναν ανιψιό της κυρία Φλέρι, που
διέσχιζε το Κλέρκενγουελ Γκριν εκείνη την ώρα, προσπαθώντας να
απομακρύνει από τη βροχή τη μητέρα της που έπασχε από άνοια».
Ο Στράικ ξερόβηξε και είπε, διαβάζοντας από τις σημειώσεις του:
«Σύμφωνα με τον Μαρκ Φλέρι, η θεία του είχε ταραχτεί πολύ από τις
περιγραφές στις εφημερίδες, που έγραφαν πως “πάλευε” ή ακόμη και
“γράπωνε” τη μητέρα της, καθώς έδιναν την εντύπωση πως φερόταν
βάναυσα σε μια ανήμπορη, ηλικιωμένη γυναίκα. Η ίδια έλεγε πως απλώς
παρακινούσε τη μητέρα της να προχωρήσει, δεν την πίεζε, όμως κατά τα
άλλα συμφωνούσε πως η περιγραφή τους ταίριαζε απόλυτα: σωστή ώρα,
σωστό σημείο, καπέλο, καμπαρντίνα κτλ.
»Όμως ο Τάλμποτ γραπώθηκε από το “δεν παλεύαμε” και προσπάθησε
να πιέσει την κυρία Φλέρι να ανακαλέσει τη μαρτυρία της και να
παραδεχτεί πως η ίδια και η ηλικιωμένη μητέρα της δε θα μπορούσαν να
είναι τα άτομα που είδε η Ρούμπι Έλιοτ. Η κυρία Φλέρι όμως δεν
εννοούσε να κάνει πίσω. Η περιγραφή των δύο γυναικών ήταν πάρα πολύ
ακριβής: παρέμεινε πεπεισμένη πως η Έλιοτ είχε δει την ίδια και τη
μητέρα της.
»Έτσι ο Τάλμποτ έπιασε ξανά τη Ρούμπι, επιχειρώντας αυτή τη φορά να
πιέσει εκείνη να ανακαλέσει. Θυμάσαι πως υπήρχε ένας ακόμη
τηλεφωνικός θάλαμος, στην αρχή της παρόδου Άλμπερμαρλ.
»Ο Τάλμποτ προσπάθησε να πείσει τη Ρούμπι πως τα δύο άτομα που
είχε δει πιασμένα, να παραπατάνε περίεργα, ήταν μπροστά σ’ εκείνο τον
τηλεφωνικό θάλαμο.
»Κι εδώ τα πράγματα αποκτούν ένα κάποιο ενδιαφέρον», είπε ο Στράικ
γυρνώντας σελίδα στο σημειωματάριό του. «Σύμφωνα με την κόρη της
Ρούμπι, η μητέρα της ήταν αφηρημένη γυναίκα, νευρική οδηγός και δεν
ήξερε να συμβουλεύεται σωστά έναν χάρτη, ενώ πρακτικά δε διέθετε
καμία αίσθηση προσανατολισμού. Από την άλλη, η κόρη της ισχυρίζεται
πως είχε πολύ καλή μνήμη σε ό,τι είχε να κάνει με μικρές οπτικές
λεπτομέρειες. Μπορεί να μη θυμόταν σε ποιο δρόμο είχε συναντήσει
κάποια γνωστή της, όμως ήταν ικανή να σου περιγράψει μέχρι και το
χρώμα των κορδονιών στα παπούτσια που φορούσε. Στα νιάτα της,
έφτιαχνε βιτρίνες καταστημάτων.
»Δεδομένου ότι ήταν άτομο γενικά αφηρημένο, ο Τάλμποτ λογικά δε θα
δυσκολευόταν ιδιαίτερα να την πείσει πως είχε μπερδέψει τους
τηλεφωνικούς θαλάμους, όμως όσο περισσότερο την πίεζε, τόσο στύλωνε
εκείνη τα πόδια, κι ο λόγος που στύλωνε τα πόδια ήταν η βεβαιότητά της
πως οι δύο γυναίκες δε θα μπορούσαν να βρίσκονταν μπροστά στον
τηλεφωνικό θάλαμο της παρόδου, γιατί είχε δει και κάτι άλλο να
συμβαίνει δίπλα στον συγκεκριμένο τηλεφωνικό θάλαμο, κάτι που είχε
λησμονήσει τελείως, μέχρι που ο Τάλμποτ ανέφερε ένα κτίριο σε σχήμα
σφήνας. Μην ξεχνάς, η γυναίκα δεν ήξερε καθόλου την περιοχή.
»Σύμφωνα με την κόρη της, η Ρούμπι έκανε κύκλους εκείνο το βράδυ,
καθώς της ξέφευγε διαρκώς το Χέιγουορντς Πλέις, ο δρόμος όπου
βρισκόταν το καινούργιο σπίτι της κόρης της. Όταν ο επιθεωρητής τής
είπε: “Είστε βέβαιη πως δεν είδατε εκείνες τις δύο γυναίκες να
παραπατάνε δίπλα στον άλλο τηλεφωνικό θάλαμο, κοντά στο σφηνοειδές
κτίριο στη γωνία της παρόδου Άλμπερμαρλ;” η Ρούμπι ξαφνικά θυμήθηκε
πως είχε χρειαστεί να φρενάρει στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου,
γιατί ένα φορτηγάκι μπροστά της είχε σταματήσει απροειδοποίητα δίπλα
σ’ εκείνο το κτίριο που έφερνε σε σφήνα. Είχε σταματήσει για να
παραλάβει μια μελαχρινή, γεμάτη νεαρή γυναίκα, που στεκόταν στην
καταρρακτώδη βροχή δίπλα στον τηλεφωνικό θάλαμο. Η γυναίκα
αυτή…»
«Μισό λεπτό», είπε η Ρόμπιν, παίρνοντας στιγμιαία τα μάτια της από
τον βρεγμένο δρόμο για να ρίξει μια κλεφτή ματιά στον Στράικ.
«“Μελαχρινή και γεμάτη”; Δε φαντάζομαι να ήταν η Θίο;»
«Η Ρούμπι αυτό είπε, μόλις συνέκρινε την εικόνα που είχε συγκρατήσει
από εκείνη την κοπέλα στη βροχή με το σκίτσο που ετοίμασε η αστυνομία
βάσει των περιγραφών της τελευταίας ασθενούς που είδε η Μάργκοτ.
Μελαχρινή, στιβαρή, πυκνά μαύρα μαλλιά –κολλημένα στο πρόσωπο
γιατί ήταν μούσκεμα– φορώντας ένα ζευγάρι…»
Ο Στράικ πρόφερε την άγνωστή του λέξη, διαβάζοντάς την από το
σημειωματάριο.
«…σκουλαρίκια Κούτσι».
«Τι είναι τα σκουλαρίκια Κούτσι;»
«Στο στιλ που φοράνε οι Ρομά, σύμφωνα με την κόρη της Ρούμπι,
πράγμα το οποίο ενδεχομένως να εξηγεί το γιατί η Γκλόρια παρομοίασε
τη Θίο με “Τσιγγάνα”. Η Ρούμπι ήξερε από ρούχα και κοσμήματα. Κάτι
τέτοιες λεπτομέρειες δεν της ξέφευγαν.
»Το φορτηγάκι φρενάρισε απροειδοποίητα, προκειμένου να παραλάβει
την κοπέλα που θα μπορούσε να ήταν η Θίο, σταματώντας προσωρινά
την κυκλοφορία. Τα αυτοκίνητα πίσω από τη Ρούμπι κορνάριζαν. Η
μελαχρινή κοπέλα κάθισε στη θέση του συνοδηγού, το φορτηγάκι
κινήθηκε προς την κατεύθυνση της οδού Σεντ Τζον και η Ρούμπι το έχασε
από τα μάτια της».
«Κι όλα αυτά δεν τα είπε στον Τάλμποτ;»
«Η κόρη της λέει πως μέχρι να θυμηθεί εκείνο το δεύτερο περιστατικό,
είχε εξουθενωθεί από την όλη κατάσταση, είχε σιχαθεί τις ασυναρτησίες
του Τάλμποτ και την επιμονή του πως πρέπει να είχε κάνει λάθος που
νόμιζε ότι οι δύο γυναίκες δεν ήταν η Μάργκοτ κι ο Κριντ ντυμένος με
γυναικεία ρούχα, ενώ είχε φτάσει σε σημείο να μετανιώσει που
εμφανίστηκε για να καταθέσει.
»Αφότου ανέλαβε την υπόθεση ο Λόσον, φοβόταν το τι μπορεί να της
καταλόγιζε η αστυνομία και ο Τύπος, έτσι και κατέθετε ξαφνικά πως είχε
δει ένα άτομο που έμοιαζε με τη Θίο. Δικαίως ή αδίκως, θεώρησε πως θα
έδινε την εντύπωση ότι, αφού η αρχική της μαρτυρία αποδείχτηκε
ανούσια, έκανε μια δεύτερη απόπειρα να αποκτήσει σημαντικό ρόλο στις
έρευνες».
«Η κόρη της όμως δεν είχε θέμα να σου τα πει όλα αυτά;»
«Κοίτα, η Ρούμπι δε ζει πλέον, σωστά; Ό,τι και να έλεγε κανείς τώρα,
δε θα την άγγιζε. Η κόρη της κατέστησε σαφές πως δε θεωρεί πως
οτιδήποτε απ’ όσα μου είπε θα είχε την όποια αξία πλέον, οπότε δεν είχε
θέμα να μου αποκαλύψει τα πάντα. Άλλωστε, σε τελική ανάλυση», είπε ο
Στράικ γυρίζοντας σελίδα στο σημειωματάριό του, «δεν είμαστε βέβαιοι
πως η κοπέλα ήταν η Θίο… αν και, προσωπικά, νομίζω πως αυτή ήταν. Η
Θίο δεν ήταν εγγεγραμμένη στην κλινική, επομένως, κατά πάσα
πιθανότητα, δεν ήταν γνωστή στην περιοχή. Εκείνη η γωνία θα ήταν ένα
σημείο που εύκολα θα εντόπιζε ο οδηγός, ώστε να σταματήσει να την
παραλάβει, μετά το ραντεβού της στο ιατρείο. Υπάρχει άφθονος χώρος
για μια σύντομη στάση».
«Σωστά», είπε η Ρόμπιν αργά, «όμως αν η κοπέλα εκείνη ήταν πράγματι
η Θίο, η μαρτυρία αυτή την αποκλείει από κάθε συμμετοχή στην
εξαφάνιση της Μάργκοτ, έτσι δεν είναι; Προφανώς έφυγε μόνη από την
κλινική, πέρασε κάποιος να την παραλάβει και ύστερα…»
«Ποιος οδηγούσε το φορτηγάκι;»
«Δεν ξέρω. Ούτε κι έχει σημασία. Κάποιος γονιός, φίλος, αδελφός…»
«Και γιατί δεν παρουσιάστηκε η Θίο να καταθέσει, όταν η αστυνομία
απηύθυνε έκκληση;»
«Μπορεί να φοβόταν. Μπορεί να είχε κάποιο θέμα υγείας που δεν ήθελε
να μαθευτεί παραέξω. Πολλοί άνθρωποι θα προτιμούσαν να μην έχουν
μπλεξίματα με την αστυνομία».
«Εντάξει, δεν έχεις άδικο», παραδέχτηκε ο Στράικ. «Πάντως,
εξακολουθώ να πιστεύω πως είναι μια αξιόλογη πληροφορία το ότι ένα
από τα τελευταία άτομα που είδαν ζωντανή τη Μάργκοτ ενδεχομένως να
έφυγε από την περιοχή με ένα όχημα αρκετά μεγάλο ώστε να κρύψεις
μέσα μια γυναίκα.
»Με την ευκαιρία, τώρα που λέμε για το ποιος είδε τελευταίος ζωντανή
τη Μάργκοτ», συμπλήρωσε ο Στράικ, «μήπως είχες κάποια απάντηση από
την Γκλόρια Κόντι;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν. «Αν δεν έχω νέα της μέχρι το τέλος της άλλης
εβδομάδας, θα προσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί της μέσω του συζύγου
της».
Ο Στράικ γύρισε σελίδα στο σημειωματάριό του.
«Αφού μίλησα με την κόρη της Ρούμπι και τον ανιψιό της Φλέρι,
επικοινώνησα ξανά με τον δρα Γκάπτα. Δεν ξέρω αν το θυμάσαι, όμως
στην περίληψη των αστρολογικών σημειώσεων ανέφερα έναν “Σκορπιό”,
ο θάνατος του οποίου, σύμφωνα με τον Τάλμποτ, είχε προβληματίσει τη
Μάργκοτ».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Υπέθετες πως Σκορπιός ίσως ήταν η παντρεμένη
ερωμένη του Στιβ Ντάουθγουεϊτ που αυτοκτόνησε».
«Πολύ σωστά το θυμάσαι», είπε ο Στράικ. «Λοιπόν, ο Γκάπτα δε
θυμάται κανέναν ασθενή που να πέθανε υπό ανεξήγητες συνθήκες ή που
ο θάνατός του να προβλημάτισε για κάποιο λόγο τη Μάργκοτ, αν και
φρόντισε να μου τονίσει πως έχουν μεσολαβήσει σαράντα χρόνια από
τότε και δεν μπορεί να πάρει όρκο ότι δεν υπήρχε κανείς τέτοιος ασθενής.
»Ύστερα τον ρώτησα αν ήξερε ποιον θα μπορούσε να επισκέπτεται ο
Τζόζεφ Μπρένερ σ’ εκείνη την πολυκατοικία επί της οδού Σκίνερ, το
βράδυ που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ. Ο Γκάπτα λέει πως είχαν διάφορους
ασθενείς στον συγκεκριμένο δρόμο, αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί για ποιο
λόγο ο Μπρένερ θα έλεγε ψέματα, αν είχε κάνει κάποια κατ’ οίκον
επίσκεψη εκεί.
»Τέλος, αν και δε μας βοηθάει ιδιαίτερα σε κάτι αυτό, ο Γκάπτα
θυμάται πως πέρασαν κάτι άντρες να πάρουν την Γκλόρια στο τέλος του
χριστουγεννιάτικου πάρτι στην κλινική. Θυμάται πως ο ένας από αυτούς
ήταν πολύ μεγαλύτερος και λέει πως υπέθεσε ότι ήταν ο πατέρας της
Γκλόρια. Το όνομα “Λέρας Ρίτσι” του ήταν ολότελα άγνωστο».
Στα μισά της γέφυρας του Τσίζγουικ, ο ήλιος ξεπρόβαλε ξαφνικά πίσω
από ένα άνοιγμα στα σύννεφα της βροχής, θαμπώνοντάς τους. Ο θολός
Τάμεσης, όπως κυλούσε κάτω από τη γέφυρα, και οι ρηχές λακκούβες με
βροχόνερα άστραψαν σαν λέιζερ, όμως ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά τα
σύννεφα πύκνωσαν και πάλι και το τζιπ συνέχισε να κινείται στη βροχή,
στο άνευρο γκρίζο φως του Ιανουαρίου, κατά μήκος ενός ευθύ δρόμου
διπλής κυκλοφορίας, πλαισιωμένου από θάμνους μουσκεμένους από τη
βροχή και γυμνά δέντρα.
«Με εκείνο το φιλμ τι έγινε;» ρώτησε η Ρόμπιν ρίχνοντας μια λοξή
ματιά στον Στράικ. «Ξέρεις ποιο λέω, εκείνο που βρέθηκε στη σοφίτα του
Γκρέγκορι Τάλμποτ; Είπες πως θα μου τα έλεγες από κοντά».
«Α», έκανε ο Στράικ. «Ναι».
Κόμπιασε κοιτάζοντας πέρα από τους υαλοκαθαριστήρες τον μακρύ,
ευθύ δρόμο που εκτεινόταν μπροστά τους λαμπυρίζοντας κάτω από ένα
διαγώνιο πέπλο βροχής.
«Έδειχνε μια γυναίκα με κουκούλα να τη βιάζει και να τη δολοφονεί μια
ομάδα αντρών».
Η Ρόμπιν ένιωσε τον σβέρκο και το κρανίο της να ανατριχιάζουν
ελαφρά.
«Κι υπάρχουν άτομα που φτιάχνονται με τέτοιες σκηνές», μουρμούρισε
αηδιασμένη.
Ο Στράικ ήξερε από τον τόνο της φωνής της πως η Ρόμπιν δεν είχε
καταλάβει, νόμιζε πως της είχε περιγράψει το σενάριο μιας
πορνογραφικής φαντασίωσης.
«Όχι», είπε, «δεν ήταν τσόντα. Κάποιος κινηματογράφησε… μία
αληθινή κατάσταση».
Η Ρόμπιν γύρισε και τον κοίταξε σοκαρισμένη, προτού στρέψει και πάλι
γρήγορα το βλέμμα της στον δρόμο. Οι αρθρώσεις των χεριών της
άσπρισαν, έτσι όπως έσφιγγε το τιμόνι. Αποκρουστικές εικόνες εισέβαλαν
ξαφνικά στο μυαλό της. Άραγε τι είχε δει ο Στράικ που τον έκανε να
μοιάζει τόσο μαγκωμένος, τόσο ανέκφραστος; Μήπως το σώμα της
γυναίκας με την κουκούλα έμοιαζε με εκείνο της Μάργκοτ, το σώμα που
η Ούνα Κένεντι είχε πει πως διέθετε «ατελείωτα πόδια»;
«Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Στράικ.
«Μια χαρά», απάντησε εκείνη σχεδόν αγριεμένα. «Δηλαδή, τι… τι
είδες, πώς…;»
Ο Στράικ όμως προτίμησε να απαντήσει σε μια ερώτηση που δεν είχε
κάνει η Ρόμπιν.
«Η γυναίκα είχε μια μεγάλη ουλή κατά μήκος των πλευρών της. Ούτε
στα ρεπορτάζ των εφημερίδων ούτε στον φάκελο της αστυνομίας υπήρχε
η παραμικρή αναφορά πως η Μάργκοτ είχε κάποια ουλή στα πλευρά. Δε
νομίζω πως ήταν εκείνη».
Η Ρόμπιν δεν έκανε κάποιο σχόλιο, όμως εξακολουθούσε να δείχνει
σφιγμένη.
«Ήταν τέσσερις οι άντρες που… χμ, συμμετείχαν», συνέχισε ο Στράικ,
«όλοι Καυκάσιοι, με πρόσωπα κρυμμένα. Υπήρχε κι ένας πέμπτος
άντρας, ο οποίος όμως παρακολουθούσε. Το μπράτσο του εμφανίστηκε
φευγαλέα στο κάδρο. Αυτός θα μπορούσε να ήταν ο Λέρας Ρίτσι.
Φαινόταν θολά ένα μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι».
Προσπαθούσε να περιορίσει την περιγραφή του σε μια σειρά από ξερά
γεγονότα. Οι μύες των ποδιών του είχαν σφιχτεί πολύ, όπως εκείνοι των
χεριών της Ρόμπιν, κι ήταν έτοιμος να αρπάξει το τιμόνι. Η Ρόμπιν είχε
υποστεί κρίση πανικού μια φορά στο παρελθόν, ενώ βρίσκονταν μέσα σε
αυτοκίνητο.
«Κι από την αστυνομία τι λένε;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Ξέρουν πού
βρέθηκε η ταινία;»
«Ο Χάτσινς ρώτησε κάτι γνωστούς του. Ένας τύπος που παλιά δούλευε
στο Ηθών θεωρεί πως ήταν μέρος μιας παρτίδας που κατέσχεσαν σε
έφοδο που πραγματοποιήθηκε σε κλαμπ στο Σόχο, το ’75. Το κλαμπ
ανήκε στον Ρίτσι. Έβγαλαν άφθονο, σκληρό πορνογραφικό υλικό από το
υπόγειο.
»Ένας από τους κολλητούς του Τάλμποτ εργαζόταν επίσης στο Ηθών.
Αν πρέπει να υποθέσουμε κάτι, ο Τάλμποτ είτε βούτηξε την ταινία είτε
την αντέγραψε, αφού του την έδειξε το φιλαράκι του».
«Μα γιατί να το κάνει αυτό;» είπε η Ρόμπιν κάπως απεγνωσμένα.
«Δε νομίζω πως πρόκειται να πάρουμε κάποια καλύτερη απάντηση από
το “επειδή ήταν ψυχικά ασθενής”», είπε ο Στράικ. «Πάντως, η αφετηρία
πρέπει να ήταν το ενδιαφέρον του για τον Ρίτσι. Είχε ανακαλύψει πως ο
Ρίτσι ήταν εγγεγραμμένος στην κλινική και είχε παρευρεθεί στο
χριστουγεννιάτικο πάρτι. Στις σημειώσεις αναφέρεται στον Ρίτσι ως…»
«…Λέων τρία», είπε η Ρόμπιν. «Ναι, το ξέρω».
Οι μύες των ποδιών του Στράικ χαλάρωσαν έστω και λίγο. Αυτός ο
βαθμός συγκέντρωσης και μνήμης που επιδείκνυε η Ρόμπιν δε φανέρωνε
άνθρωπο που βρισκόταν στα πρόθυρα κρίσης πανικού.
«Καλά, έχεις αποστηθίσει το email μου;» τη ρώτησε.
Ήταν η σειρά της Ρόμπιν να θυμηθεί τα Χριστούγεννα και την
προσωρινή παρηγοριά που είχε βρει πέφτοντας με τα μούτρα στη
δουλειά, καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας του πατρικού της.
«Προσέχω όταν διαβάζω κάτι, αυτό είναι όλο».
«Πάντως, δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο δεν ασχολήθηκε
περισσότερο ο Τάλμποτ με την περίπτωση του Ρίτσι, αν και, κρίνοντας
από τις αστρολογικές σημειώσεις, πρέπει να ήταν ραγδαία η επιδείνωση
της κατάστασής του εκείνους τους έξι μήνες που παρέμεινε επικεφαλής
των ερευνών. Εικάζω πως έκλεψε το φιλμ λίγο καιρό προτού τον
απομακρύνουν κλοτσηδόν από την Υπηρεσία, γι’ αυτό και δεν υπάρχει η
παραμικρή αναφορά στον επίσημο φάκελο».
«Και στη συνέχεια το έκρυψε, ώστε να μην ερευνήσει κανείς άλλος τον
θάνατο της γυναίκας», είπε η Ρόμπιν. Η συμπάθεια που αισθανόταν
απέναντι στον Μπιλ Τάλμποτ είχε μόλις αν όχι εξανεμιστεί, περιοριστεί
δραστικά. «Αυτό που δεν καταλαβαίνω με τίποτε είναι γιατί δεν
παρέδωσε το φιλμ στην αστυνομία, όταν επανήλθε στα λογικά του…»
«Φαντάζομαι επειδή ήθελε να επιστρέψει στην Υπηρεσία και εφόσον
κατάλαβε πως δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, ήθελε να διασφαλίσει πως
δε θα έχανε τη σύνταξή του. Αφήνοντας κατά μέρος την παράμετρο της
στοιχειώδους ακεραιότητας, δε νομίζω πως είχε κάποιο ιδιαίτερο κίνητρο
να ομολογήσει πως είχε αποκρύψει αποδεικτικά στοιχεία σε μια δεύτερη
υπόθεση. Ήδη οι πάντες τον είχαν στην μπούκα: οι οικογένειες των
θυμάτων, οι δημοσιογράφοι, η Υπηρεσία, όλοι εκείνον κατηγορούσαν,
επειδή τα είχε κάνει σαν τα μούτρα του. Κι ύστερα ο Λόσον, ένας τύπος
τον οποίο δε συμπαθούσε, αναλαμβάνει επικεφαλής των ερευνών και τον
στέλνει στον διάολο. Οπότε, ο Τάλμποτ πιθανότατα προσπάθησε να
πείσει τον εαυτό του πως η γυναίκα ήταν απλώς κάποια ιερόδουλη ή…»
«Για όνομα του Θεού», σχολίασε οργισμένα η Ρόμπιν.
«Δε λέω εγώ πως ήταν απλώς κάποια ιερόδουλη», έσπευσε να
διευκρινίσει ο Στράικ. «Απλώς προσπαθώ να φανταστώ το σκεπτικό ενός
αστυνομικού τη δεκαετία του Εβδομήντα, τον οποίο είχαν κρεμάσει ήδη
στα μανταλάκια, επειδή είχε σκατώσει μια πασίγνωστη υπόθεση».
Η Ρόμπιν δε μίλησε, όμως παρέμεινε βλοσυρή στο υπόλοιπο της
διαδρομής, ενώ ο Στράικ, που εξακολουθούσε να έχει τόσο σφιγμένο το
ενάμισι πόδι του, ώστε οι μύες του πονούσαν, προσπαθούσε να μην κάνει
κάτι που θα πρόδιδε πως παρακολουθούσε διακριτικά τις παλάμες που
έσφιγγαν το τιμόνι.
35
…η όμορφη Χαραυγή, σαν ξεπροβάλλει βιαστικά,
από το ροδαλό της χρώμα μαρτυριέται, πως πέρασε πλαγιασμένη
όλη τη νύχτα στου γέροντα Τιθωνού την παγωμένη κλίνη,
που γι’ αυτό μοιάζει μέσα της να ντρέπεται.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

«Έχεις έρθει άλλη φορά εδώ;» ρώτησε ο Στράικ τη Ρόμπιν, την ώρα που
εκείνη σταματούσε το τζιπ στον χώρο στάθμευσης του Χάμπτον Κορτ.
Κουβέντα δεν είχε αρθρώσει από τη στιγμή που της εξήγησε τι περιείχε
το φιλμ, οπότε ο Στράικ έκανε μια προσπάθεια να εκτονώσει την ένταση.
«Όχι».
Κατέβηκαν από το Land Rover και άρχισαν να διασχίζουν τον χώρο
στάθμευσης, ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει παγερή.
«Πού ακριβώς θα συναντήσουμε τη Σύνθια;»
«Στην καφετέρια Βασιλική κουζίνα», είπε η Ρόμπιν. «Φαντάζομαι πως
θα μας δώσουν κάποιο χάρτη στο εκδοτήριο των εισιτηρίων».
Ήξερε πως δεν ευθυνόταν ο Στράικ για το περιεχόμενο του φιλμ που
είχε βρεθεί κρυμμένο στη σοφίτα του Γκρέγκορι Τάλμποτ. Δεν το είχε
βάλει αυτός εκεί, δεν το είχε κρατήσει κρυμμένο επί σαράντα χρόνια,
ούτε θα μπορούσε να φανταστεί, όταν το τοποθετούσε στη μηχανή
προβολής, πως επρόκειτο να παρακολουθήσει τις ύστατες, πανικόβλητες,
βασανιστικές στιγμές μιας γυναίκας. Ούτε και θα ήθελε να της είχε
κρύψει την αλήθεια σχετικά με το τι είχε δει. Όμως ο ξερός και ουδέτερος
τρόπος με τον οποίο είχε περιγράψει την όλη εμπειρία είχε ενοχλήσει τη
Ρόμπιν. Κι άσχετα με το αν κάτι τέτοιο ήταν λογικό ή όχι, ήθελε να τον
δει να εκφράζει με κάποιον τρόπο την αποστροφή, την αηδία ή τη φρίκη
του.
Ίσως όμως κάτι τέτοιο να μην ήταν ρεαλιστικό. Ο Στράικ είχε
υπηρετήσει χρόνια ως στρατονόμος πριν τον γνωρίσει η Ρόμπιν, κι εκεί
είχε διδαχτεί μιαν αποστασιοποίηση, την οποία υπήρχαν φορές που
ζήλευε η Ρόμπιν. Κάτω από το αποφασιστικά ψύχραιμο παρουσιαστικό
της, η Ρόμπιν αισθανόταν ταραγμένη και αηδιασμένη, κι ήθελε να ξέρει
πως όταν ο Στράικ είχε παρακολουθήσει το φιλμ με τις τελευταίες στιγμές
εκείνης της γυναίκας, είχε συναίσθηση πως έβλεπε έναν άνθρωπο
αληθινό όσο ο ίδιος.
Απλώς μια ιερόδουλη.
Τα βήματά τους ηχούσαν δυνατά πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο, ενώ το
επιβλητικό τούβλινο ανάκτορο υψωνόταν μπροστά τους, κι η Ρόμπιν, που
ήθελε να αποδιώξει εκείνες τις φρικτές εικόνες από το μυαλό της,
προσπάθησε να θυμηθεί όλα όσα γνώριζε για τον Ερρίκο Η΄, εκείνο τον
ανηλεή όσο και εύσωμο ηγεμόνα της δυναστείας των Τυδώρ, που είχε
αποκεφαλίσει δύο από τις έξι συζύγους του, όμως για κάποιο λόγο
κατέληξε αντί γι’ αυτόν να σκέφτεται τον Μάθιου.
Την εποχή που η Ρόμπιν έπεσε θύμα βάναυσου βιασμού από έναν άντρα
που φορούσε μάσκα γορίλα και παραμόνευε κάτω από τη σκάλα, στη
φοιτητική της εστία, ο Μάθιου είχε φερθεί με καλοσύνη, υπομονή και
κατανόηση. Για τη δικηγόρο της Ρόμπιν, η πηγή της εκδικητικότητας που
επιδείκνυε ο Μάθιου σε μια υπόθεση που κανονικά θα κατέληγε σε ένα
συνηθισμένο διαζύγιο, πρέπει να αποτελούσε πραγματικό μυστήριο, όμως
η Ρόμπιν είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως το τέλος του γάμου τους
είχε προκαλέσει βαθύτατο σοκ στον Μάθιου, καθώς ο ίδιος θεωρούσε
πως προέκυπτε ένα απαράγραπτο χρέος απέναντί του, λόγω του ότι της
είχε παρασταθεί στη δυσκολότερη περίοδο της ζωής της. Με απλά λόγια,
η Ρόμπιν ήταν πεπεισμένη πως ο Μάθιου θεωρούσε πως του ήταν αιώνια
υπόχρεη.
Τα μάτια της Ρόμπιν βούρκωσαν. Στρέφοντας ελαφρά την ομπρέλα της
στο πλάι, έτσι ώστε να μη βλέπει ο Στράικ το πρόσωπό της, ανοιγόκλεισε
τα βλέφαρά της επίμονα ξανά και ξανά, μέχρι που τα μάτια της
στέγνωσαν και πάλι.
Σιωπηλοί, προχώρησαν σε ένα πλακόστρωτο προαύλιο, ώσπου η Ρόμπιν
σταμάτησε ξαφνικά. Ο Στράικ, που ποτέ δεν αισθανόταν άνετα όταν
κινούνταν σε ακανόνιστες επιφάνειες στηριγμένος στο προσθετικό του
μέλος, δεν ενοχλήθηκε από τη στάση, αν και αισθανόταν μια κάποια
ανησυχία πως επρόκειτο να γίνει στόχος ενός ξεσπάσματος.
«Δες εκεί», είπε η Ρόμπιν, δείχνοντας προς τα κάτω, τις βρεγμένες
πλάκες.
Ο Στράικ κοίταξε καλύτερα και διέκρινε έκπληκτος έναν μικρό σταυρό
του Αγίου Ιωάννη, χαραγμένο πάνω σε ένα μικρό τετράγωνο τούβλο.
«Σύμπτωση», είπε.
Προχώρησαν, με τη Ρόμπιν να κοιτάζει ολόγυρα, πιέζοντας τον εαυτό
της να παρατηρήσει τον χώρο. Βρέθηκαν σε ένα δεύτερο προαύλιο, όπου
μια ομάδα μαθητών, ντυμένη με αδιάβροχα με κουκούλες, άκουγε έναν
ξεναγό, ντυμένο με φορεσιά μεσαιωνικού γελωτοποιού.
«Πω, πω», έκανε σιγανά η Ρόμπιν, όπως έριχνε μια ματιά προς τα πίσω
κι ύστερα οπισθοχωρούσε μερικά βήματα, ώστε να διακρίνει καλύτερα το
αντικείμενο που έστεκε ψηλά στον τοίχο, πάνω από την καμάρα. «Εκεί
δες!»
Ο Στράικ συμμορφώθηκε με την υπόδειξη και αντίκρισε ένα πελώριο,
περίτεχνο αστρονομικό ρολό του δεκάτου έκτου αιώνα, μπλε και χρυσό.
Στην περίμετρο ήταν χαραγμένα τα ζώδια, τόσο με τα σύμβολα, με τα
οποία ο Στράικ είχε εξοικειωθεί άθελά του, όσο και με εικόνες που
αντιστοιχούσαν σε κάθε ζώδιο. Η Ρόμπιν χαμογέλασε βλέποντας την
έκφραση έκπληξης ανάμεικτης με εκνευρισμό που απλώθηκε στο
πρόσωπο του Στράικ.
«Τι κοιτάς;» είπε διακρίνοντας τη θυμηδία στον τρόπο που τον
κοιτούσε.
«Εσένα», απάντησε εκείνη στρίβοντας για να προχωρήσει. «Βλέπεις
ζώδια και φουντώνεις».
«Ας περνούσες κι εσύ τρεις εβδομάδες παλεύοντας να βγάλεις άκρη με
όλες εκείνες τις μπαρούφες του Τάλμποτ και θα βλέπαμε πόσο κέφι θα
έκανες τα ζώδια», απάντησε ο Στράικ.
Στάθηκε κατά μέρος, για να αφήσει τη Ρόμπιν να περάσει πρώτη μέσα
στο ανάκτορο. Ακολουθώντας τον χάρτη που είχε δοθεί στον Στράικ,
ακολούθησαν έναν πλακόστρωτο στεγασμένο διάδρομο, που οδηγούσε
προς τη Βασιλική κουζίνα.
«Εγώ πάντως νομίζω πως η αστρολογία είναι μια μορφή ποίησης», είπε
η Ρόμπιν, που κατέβαλλε συνειδητή προσπάθεια να μη σκέφτεται το
παλιό φιλμ του Τάλμποτ, ούτε τον τέως σύζυγό της. «Δε λέω πως έχει
κάποια βάση, όμως υπάρχει ένα είδος… συμμετρίας σε όλα αυτά, μια
τάξη…»
Πίσω από μια πόρτα στα δεξιά, εμφανίστηκε ένας μικρός κήπος από την
εποχή των Τυδώρ. Ζωηρόχρωμα, εραλδικά θηρία έστεκαν φύλακες γύρω
από τετράγωνα παρτέρια, κατακλυσμένα από βότανα του δεκάτου έκτου
αιώνα. Η ξαφνική εμφάνιση της κατάστικτης λεοπάρδαλης, του λευκού
ελαφιού και του κόκκινου δράκου φάνταζε στη Ρόμπιν σαν ένα κίνητρο
για να προχωρήσει, μια ανάγλυφη αποτύπωση της δύναμης και της
γοητείας των συμβόλων και των μύθων.
«Έχει μια κάποια… όχι κυριολεκτική λογική», συνέχισε η Ρόμπιν,
καθώς τα αλλόκοτα, ιδιότροπα πλάσματα χάνονταν πίσω τους, «όμως
υπάρχει λόγος που επιβίωσε ως τις μέρες μας».
«Και βέβαια υπάρχει», συμφώνησε ο Στράικ. «Μερικοί άνθρωποι
πιστεύουν ό,τι μαλακία τούς ξεφουρνίσεις».
Ο Στράικ ανακουφίστηκε κάπως βλέποντας τη Ρόμπιν να χαμογελά.
Πέρασαν μέσα στην καφετέρια με τους λευκούς τοίχους, τα μικρά
μολυβένια παράθυρα και τα έπιπλα από σκούρα οξιά.
«Βρες ένα ήσυχο τραπέζι να καθίσουμε. Πάω να φέρω κάτι να πιούμε.
Τι θέλεις, καφέ;»
Αφού επέλεξε ένα πλαϊνό δωμάτιο όπου δεν υπήρχε ψυχή, η Ρόμπιν
κάθισε σε ένα τραπέζι, κάτω από ένα παράθυρο, κι έριξε μια ματιά στο
φυλλάδιο με την ιστορία του ανακτόρου, που τους είχαν δώσει μαζί με τα
εισιτήριά τους. Εκεί έμαθε πως οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη ήταν κάποτε
κάτοχοι της γης όπου έστεκε το ανάκτορο, γεγονός που εξηγούσε τον
σταυρό στο πλακόστρωτο, και ότι ο καρδινάλιος Γούλσεϊ είχε
παραχωρήσει το συγκρότημα στον Ερρίκο Η΄, σε μια μάταιη, όπως
αποδείχτηκε, προσπάθεια να αποφύγει τη συρρίκνωση της επιρροής του.
Όμως, μόλις διάβασε πως το φάντασμα της δεκαεννιάχρονης Κάθριν
Χάουαρντ υποτίθεται πως διέτρεχε ουρλιάζοντας το Στοιχειωμένο
Υπερώο, ικετεύοντας στην αιωνιότητα τον πενηντάχρονο σύζυγό της, τον
βασιλιά, να μην την αποκεφαλίσει, η Ρόμπιν έκλεισε το φυλλάδιο χωρίς
να διαβάσει τη συνέχεια. Ο Στράικ έφτασε με τους καφέδες και τη βρήκε
να κάθεται με τα μπράτσα σταυρωμένα και το βλέμμα στραμμένο στο
κενό.
«Όλα εντάξει;»
«Ναι», είπε εκείνη. «Απλώς σκεφτόμουν τα ζώδια».
«Πάλι;» είπε ο Στράικ με μια ελαφρά αγανάκτηση.
«Ο Γιουνγκ θεωρεί πως τα ζώδια αποτέλεσαν την πρώτη απόπειρα του
ανθρώπου να προσεγγίσει την ψυχολογία, το ήξερες αυτό;»
«Δεν το ήξερα», ομολόγησε ο Στράικ όπως καθόταν απέναντί της. Η
Ρόμπιν, όπως γνώριζε ήδη ο ντετέκτιβ, σπούδαζε ψυχολογία στο
πανεπιστήμιο, πριν αφήσει τις σπουδές της στη μέση. «Δεν υπάρχει όμως
καμία δικαιολογία να ασχολούμαστε πλέον με αυτές τις σαχλαμάρες,
τώρα που έχουμε την πραγματική ψυχολογία, σωστά;»
«Οι δοξασίες και οι δεισιδαιμονίες δεν έχουν πάψει να υφίστανται. Ούτε
και θα πάψουν. Οι άνθρωποι τις έχουν ανάγκη», είπε η Ρόμπιν πίνοντας
μια γουλιά καφέ. «Νομίζω ότι ένας αμιγώς επιστημονικός κόσμος θα ήταν
ένας κόσμος ψυχρός. Ο Γιουνγκ, εκτός των άλλων, αναφέρθηκε και στο
συλλογικό ασυνείδητο. Στα αρχέτυπα που φωλιάζουν μέσα σε όλους
μας».
Ο Στράικ όμως, του οποίου η μητέρα είχε φροντίσει ώστε ο γιος της να
περάσει ένα μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας μέσα σε μια αχλή
θυμιαμάτων, βρόμας και μυστικισμού, σχολίασε κοφτά:
«Καλά, ναι. Εγώ είμαι με τη Λογική».
«Στους ανθρώπους αρέσει να αισθάνονται πως συνδέονται με κάτι
μεγαλύτερο», είπε η Ρόμπιν στρέφοντας το βλέμμα της έξω, προς τον
βροχερό ουρανό. «Νομίζω πως είναι κάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι
λιγότερη μοναξιά. Η αστρολογία σε συνδέει με το σύμπαν, έτσι δεν είναι;
Με αρχαίους μύθους και ιδέες…»
«…και, εντελώς συμπτωματικά, νταντεύει το εγώ σου», είπε ο Στράικ.
«Σε κάνει να αισθάνεσαι λιγότερο ασήμαντος. “Κοίτα πόσο ξεχωριστός
μού λέει το σύμπαν ότι είμαι”. Δεν αποδέχομαι την άποψη πως έχω
οτιδήποτε κοινό με τους άλλους ανθρώπους που γεννήθηκαν στις 23
Νοεμβρίου, όπως δεν αποδέχομαι την άποψη πως το ότι γεννήθηκα στην
Κορνουάλη με καθιστά για κάποιο λόγο καλύτερο από κάποιον που
γεννήθηκε στο Μάντσεστερ».
«Εγώ ποτέ δεν είπα…»
«Εσύ μπορεί να μην το είπες, όμως το λέει ο παλιότερός μου φίλος»,
είπε ο Στράικ. «Ο Ντέιβ Πόλγουορθ».
«Λες εκείνον που φορτώνει όταν δε βάζουν τη σημαία της Κορνουάλης
πάνω στις φράουλες;»
«Α, γεια σου. Πωρωμένος Κορνουαλός εθνικιστής. Έτσι και
αμφισβητήσεις αυτό που λέει, τα γυρίζει –“Δε λέω πως είμαστε καλύτεροι
απ’ όλους τους άλλους”– όμως θεωρεί πως δε θα έπρεπε να επιτρέπεται
να αγοράσεις ακίνητο ή οικόπεδο εκεί κάτω, εκτός κι αν μπορείς να
αποδείξεις πως κατάγεσαι από την Κορνουάλη. Κι αν αγαπάς τα δόντια
σου, καλύτερα να μην του θυμίσεις πως του λόγου του γεννήθηκε στο
Μπέρμιγχαμ».
Η Ρόμπιν χαμογέλασε.
«Κατά βάση όμως είναι η ίδια νοοτροπία, σωστά;» είπε ο Στράικ.
«“Είμαι ξεχωριστός και διαφορετικός επειδή γεννήθηκα σε αυτή τη γωνιά
της γης”. “Είμαι ξεχωριστός και διαφορετικός επειδή γεννήθηκα τη
δωδέκατη ημέρα του Ιουνίου…”»
«Όμως το πού γεννήθηκες πράγματι επηρεάζει το ποιος είσαι», είπε η
Ρόμπιν. «Οι κοινωνικές νόρμες και η γλώσσα ασκούν επίδραση. Κι έχουν
πραγματοποιηθεί έρευνες που αποδεικνύουν ότι άνθρωποι που έχουν
γεννηθεί σε διάφορες εποχές του χρόνου εμφανίζουν μεγαλύτερη τάση
εκδήλωσης συγκεκριμένων θεμάτων υγείας».
«Σαν να λέμε, ο Ρόι Φιπς αιμορραγεί πολύ επειδή γεννήθηκε…;
Καλημέρα!» είπε ο Στράικ, αφήνοντας απότομα τη φράση του στη μέση,
καθώς το βλέμμα του στρεφόταν προς την πόρτα.
Η Ρόμπιν γύρισε και είδε, μένοντας κατάπληκτη για μια στιγμή, μια
λεπτή γυναίκα, ντυμένη με ένα μακρύ, πράσινο φόρεμα και καλύπτρα της
εποχής των Τυδώρ.
«Αχ, λυπάμαι πάρα πολύ!» είπε η γυναίκα γνέφοντας προς το ρούχο της
και γελώντας νευρικά, καθώς πλησίαζε στο τραπέζι τους. «Νόμιζα πως θα
προλάβαινα να αλλάξω! Ξεναγούσα τους μαθητές ενός σχολείου,
αργήσαμε να τελειώσουμε…»
Ο Στράικ σηκώθηκε και πρότεινε το χέρι του, ώστε να ανταλλάξουν
χειραψία.
«Κόρμοραν Στράικ», είπε. Καθώς το μάτι του έπεσε πάνω στο κολιέ
από απομιμήσεις μαργαριταριών, απ’ όπου κρεμόταν το γράμμα «B»,
είπε: «Η Αν Μπολέιν να υποθέσω;»
Το γέλιο της Σύνθια περιλάμβανε άθελά της και μερικά ρουθουνίσματα,
στοιχείο που ενίσχυσε την ομοιότητά της, παρότι ήταν μεσήλικη, με
λιανή μαθητριούλα. Οι κινήσεις της δεν ταίριαζαν με το εντυπωσιακό
βελούδινο φόρεμα, καθώς ήταν κάπως υπερβολικές και άχαρες.
«Χα, χα χα, ναι, εγώ είμαι! Είναι η μόλις δεύτερη φορά που υποδύομαι
την Αν. Κι εκεί που νομίζεις πως έχεις σκεφτεί όλες τις ερωτήσεις που θα
μπορούσαν να σου κάνουν τα παιδιά, γυρνάει ένα και λέει: “Πώς ένιωσες
όταν σου έκοψαν το κεφάλι;” Χα, χα, χα, χα!»
Η Σύνθια δεν ήταν καθόλου έτσι όπως την είχε φανταστεί η Ρόμπιν.
Συνειδητοποιούσε τώρα πως η φαντασία της είχε σκαρώσει μια νεαρή
ξανθιά γυναίκα, το στερεότυπο της Σκανδιναβής νταντάς… ή μήπως η
απάντηση βρισκόταν στο ότι η Σάρα Σάντλοκ είχε κατάξανθα, σχεδόν
λευκά μαλλιά;
«Καφέ;» ρώτησε ο Στράικ τη Σύνθια.
«Α… καφέ, ναι, παρακαλώ, θαυμάσια, ευχαριστώ», είπε η Σύνθια με
υπερβολικά ζωηρό ενθουσιασμό. Όταν απομακρύνθηκε ο Στράικ, η
Σύνθια έδειξε με μια μικρή παντομίμα πως δυσκολευόταν να αποφασίσει
πού να καθίσει, ώσπου η Ρόμπιν, χαμογελώντας, τράβηξε την καρέκλα
δίπλα της και της πρότεινε με τη σειρά της το χέρι της.
«Α, ναι, γεια!» είπε η Σύνθια, όπως καθόταν και αντάλλασσαν χειραψία.
Είχε πρόσωπο λεπτό, χλωμό και τη δεδομένη στιγμή χαμογελούσε κάπως
αγχωμένη. Οι ίριδες των μεγάλων ματιών της είχαν έντονα στίγματα, έτσι
που προέκυπτε ένα απροσδιόριστο χρώμα, κάτι ανάμεσα σε μπλε,
πράσινο και γκρι, ενώ τα δόντια της ήταν αρκετά στραβά.
«Αν κατάλαβα σωστά, υποδύεστε ρόλους στις ξεναγήσεις;» ρώτησε η
Ρόμπιν.
«Ναι, ακριβώς, αυτή τη φορά ήμουν η άμοιρη Αν, χα, χα, χα», είπε η
Σύνθια καταλήγοντας σε ένα ακόμη νευρικό, όλο ρουθουνίσματα γέλιο.
«“Δεν κατάφερα να χαρίσω στον βασιλιά έναν γιο! Είπαν πως ήμουν
μάγισσα!” Κάτι τέτοια πράγματα αρέσει στα παιδιά να ακούνε· χρειάζεται
να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια, για να χωρέσω στην αφήγηση και τις
πολιτικές παραμέτρους, χα, χα, χα. Η δύσμοιρη η Αν». Τα λεπτά της χέρια
κινούνταν νευρικά.
«Ω, είμαι ακόμη… τουλάχιστον, μπορώ να βγάλω αυτό το πράγμα
τώρα, χα, χα, χα!»
Η Σύνθια βάλθηκε να αφαιρεί τα τσιμπιδάκια που στερέωναν την
καλύπτρα της. Παρότι καταλάβαινε ότι η Σύνθια αισθανόταν μεγάλη
νευρικότητα και ότι τα συνεχή γέλια της ήταν περισσότερο μια εκτόνωση
του άγχους της παρά γνήσια ευθυμία, η Ρόμπιν θυμήθηκε και πάλι τη
Σάρα Σάντλοκ, που είχε την τάση να γελάει πολύ και δυνατά, ιδίως όταν
βρισκόταν κοντά στον Μάθιου. Είτε συνειδητά είτε όχι, το γέλιο της
Σύνθια επέβαλλε ένα είδος υποχρέωσης: χαμογέλα με τη σειρά σου ή
δώσε την εντύπωση πως δεν τη συμπαθείς. Η Ρόμπιν θυμήθηκε ένα
ντοκιμαντέρ με θέμα κάτι μαϊμούδες, που είχε παρακολουθήσει μια
νύχτα, όταν από την κούραση δεν είχε κουράγιο να σηκωθεί για να πάει
στο κρεβάτι: και οι χιμπατζήδες γελούσαν ο ένας στον άλλον,
προκειμένου να εκφράσουν κοινωνική συνοχή.
Όταν επέστρεψε ο Στράικ στο τραπέζι με τον καφέ της Σύνθια, τη βρήκε
ασκεπή. Τα σκούρα μαλλιά της ήταν κατά το ήμισυ γκρίζα, πιασμένα
προς τα πίσω, σε μια κοντή λεπτή αλογοουρά.
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που δεχτήκατε να μας συναντήσετε,
κυρία Φιπς», είπε όπως καθόταν στην καρέκλα του.
«Μα, όχι, παρακαλώ, χαρά μου», είπε η Σύνθια κουνώντας τα λεπτά της
χέρια, ενώ γελούσε και πάλι. «Ευχαρίστως να κάνω ό,τι μπορώ για να
βοηθήσω την Άννα με… όμως, ο Ρόι δεν ήταν καλά το τελευταίο
διάστημα, οπότε δε θα ήθελα να τον ταράξω, ενώ δεν έχει συνέλθει
πλήρως».
«Λυπάμαι που το ακούω…»
«Ναι, σας ευχαριστώ, όχι, έχει καρκίνο του προστάτη», είπε η Σύνθια,
χωρίς να γελάσει αυτή τη φορά. «Υποβάλλεται σε ακτινοβολίες. Δεν
αισθάνεται και τόσο καλά. Η Άννα και η Κιμ πέρασαν σήμερα το πρωί
από το σπίτι να του κάνουν παρέα, αλλιώς δε θα μπορούσα να… Δε μου
αρέσει να τον αφήνω μόνο του τέτοιες ώρες, όμως τα κορίτσια είναι εκεί,
οπότε σκέφτηκα πως θα μπορούσα κι εγώ…»
Το τέλος της φράσης χάθηκε, καθώς η γυναίκα έπινε μια γουλιά καφέ.
Το χέρι της έτρεμε ελαφρά όπως ακούμπησε το φλιτζάνι στο πιατάκι.
«Η προγονή σας φαντάζομαι σας είπε…» έκανε να πει ο Στράικ, όμως η
Σύνθια αμέσως τον διέκοψε.
«Η κόρη μου. Δεν αποκαλώ ποτέ την Άννα προγονή μου. Να με
συγχωρείτε, όμως αισθάνομαι απέναντί της ακριβώς όπως αισθάνομαι για
τον Τζέρεμι και την Έλι. Καμία απολύτως διαφορά».
Η Ρόμπιν αναρωτήθηκε κατά πόσο ήταν αλήθεια αυτό. Είχε τη
στενάχωρη συναίσθηση πως ένα κομμάτι του εαυτού της έστεκε
παράμερα και παρακολουθούσε τη Σύνθια με επικριτική ματιά. Δεν είναι
η Σάρα, υπενθύμισε στον εαυτό της.
«Λοιπόν, είμαι βέβαιος πως η Άννα σας εξήγησε για ποιο λόγο μάς
προσέλαβε και τι σημαίνει αυτό».
«Α, ναι», είπε ήρεμα η Σύνθια. «Όχι, οφείλω να ομολογήσω πως
περίμενα μια τέτοια εξέλιξη εδώ και αρκετό καιρό. Ελπίζω πως η όλη
διαδικασία δε θα κάνει τα πράγματα χειρότερα για την ίδια».
«Ε… ναι, το ίδιο ελπίζουμε κι εμείς, προφανώς», είπε ο Στράικ, οπότε η
Σύνθια γέλασε και είπε: ««Α, όχι, φυσικά, ναι».
Ο Στράικ έβγαλε το σημειωματάριό του, μέσα στο οποίο είχε μερικές
διπλωμένες φωτοτυπίες και ένα στιλό.
«Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με την κατάθεση που δώσατε στην
αστυνομία;»
«Εδώ την έχετε;» είπε η Σύνθια δείχνοντας αιφνιδιασμένη. «Την
πρωτότυπη;»
«Μια φωτοτυπία», είπε ο Στράικ καθώς την ξεδίπλωνε.
«Τι… αστείο. Να τη βλέπω ξανά ύστερα από τόσα χρόνια. Δεκαοκτώ
χρονών ήμουν. Κοπελίτσα! Είναι λες και μεσολάβησε ολόκληρος αιώνας,
χα, χα, χα!»
Η υπογραφή στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας, όπως παρατήρησε η
Ρόμπιν, ήταν στρογγυλεμένη και κάπως παιδική. Ο Στράικ έδωσε τις
φωτοτυπημένες σελίδες στη Σύνθια, η οποία τις πήρε με ύφος σχεδόν
τρομαγμένο.
«Δυστυχώς, είμαι φοβερά δυσλεκτική», είπε. «Έφτασα σαράντα δύο
χρονών, μέχρι να διαγνωστώ. Οι γονείς μου νόμιζαν πως ήμουν
αδιόρθωτη τεμπέλα, χα, χα, χα… χμ, οπότε…»
«Μήπως θα προτιμούσατε να σας τη διάβαζα εγώ;» προσφέρθηκε ο
Στράικ. Αμέσως η Σύνθια του επέστρεψε τις σελίδες.
«Αχ, σας ευχαριστώ… έτσι μαθαίνω όλες τις σημειώσεις μου για τις
ξεναγήσεις, ακούγοντας ηχογραφήσεις, χα, χα, χα…»
Ο Στράικ έστρωσε τα φωτοτυπημένα χαρτιά πάνω στο τραπέζι.
«Παρακαλώ να με διακόψετε, αν θελήσετε να συμπληρώσετε ή να
διορθώσετε το οτιδήποτε», είπε στη Σύνθια, κι εκείνη έγνεψε καταφατικά
και είπε πως θα το έκανε.
«“Όνομα, Σύνθια Τζέιν Φιπς… ημερομηνία γέννησης, 20 Ιουλίου
1957… διεύθυνση κατοικίας, Προσάρτημα, Οικία Μπρουμ, οδός
Τσερτς”… δηλαδή με τη Μάργκοτ μένατε στο…;»
«Είχα αυτόνομο διαμέρισμα πάνω από το διπλό γκαράζ», διευκρίνισε η
Σύνθια. Η Ρόμπιν είχε την αίσθηση πως τόνισε ελαφρά το «αυτόνομο».
«“Εργάζομαι ως νταντά της κορούλας του δρα Φιπς και της δρα
Μπάμπορο και μένω στο σπίτι τους…”»
«Αυτόνομο στούντιο ήταν», παρενέβη η Σύνθια. «Είχε δική του
είσοδο».
«“Το ωράριο εργασίας μου… Δε νομίζω πως μας ενδιαφέρουν αυτά”,
μουρμούρισε ο Στράικ. «Εδώ είμαστε. “Το πρωί της 11ης Οκτωβρίου,
έπιασα δουλειά στις 7 π.μ. Είδα τη δρα Μπάμπορο πριν αναχωρήσει για
την εργασία της. Μου φάνηκε ίδια όπως πάντα. Μου υπενθύμισε πως θα
καθυστερούσε να επιστρέψει, καθώς θα συναντούσε τη φίλη της, τη
δεσποινίδα Ούνα Κένεντι, για ποτό κοντά στον χώρο εργασίας της.
Καθώς ο δρ Φιπς παρέμενε κλινήρης εξαιτίας του πρόσφατου ατυχήματός
του…”»
«Σας είπε η Άννα πως ο Ρόι πάσχει από τη Νόσο φον Βίλεμπραντ;»
ρώτησε αγχωμένη η Σύνθια.
«Ε… δε νομίζω πως μας το είπε εκείνη, πάντως αναφέρεται στον
φάκελο της αστυνομίας».
«Α, δε σας το είπε;» ρώτησε η Σύνθια, που φάνηκε δυσαρεστημένη με
τη συγκεκριμένη πληροφορία. «Ναι, είναι Τύπος Τρία. Η περίπτωσή του
είναι βαριά, εξίσου σοβαρή με την αιμοφιλία. Το γόνατό του είχε πρηστεί
και πονούσε πολύ, μετά βίας κατάφερνε να κουνιέται», είπε η Σύνθια.
«Ναι», είπε με τη σειρά του ο Στράικ, «όλα αυτά αναφέρονται στον
φάκελο…»
«Όχι, σας το λέω επειδή το ατύχημα το έπαθε στις επτά του μήνα»,
επέμεινε η Σύνθια, που έμοιαζε αποφασισμένη να τονίσει το
συγκεκριμένο σημείο. «Έβρεχε εκείνη την ημέρα δυνατά, μπορείτε να το
διασταυρώσετε. Όπως περπατούσε γύρω από το νοσοκομείο, πηγαίνοντας
προς τον χώρο στάθμευσης, ένας ασθενής από τα εξωτερικά ιατρεία
έπεσε πάνω του με ένα ποδήλατο. Ο Ρόι σκόνταψε στην μπροστινή ρόδα,
γλίστρησε, χτύπησε το γόνατό του κι άνοιξε μεγάλη πληγή. Πλέον κάνει
προληπτικά ενέσεις, οπότε δε συμβαίνει τόσο έντονα όσο παλιά, όμως
εκείνα τα χρόνια, έτσι και τραυματιζόταν, μπορούσε να καταλήξει στο
κρεβάτι για εβδομάδες».
«Μάλιστα», είπε ο Στράικ οπότε, κρίνοντας πως αυτή ήταν η πλέον
διακριτική επιλογή, σημείωσε προσεκτικά όλες αυτές τις λεπτομέρειες,
τις οποίες είχε διαβάσει ήδη στις δηλώσεις του ίδιου του Ρόι και στις
καταθέσεις του στην αστυνομία.
«Όχι, η Άννα ξέρει πως ο πατέρας της δεν αισθανόταν καλά εκείνη την
ημέρα. Από την πρώτη στιγμή το ήξερε», συμπλήρωσε η Σύνθια.
Ο Στράικ συνέχισε να της διαβάζει την κατάθεση. Ήταν μια επανάληψη
δεδομένων που ο Στράικ και η Ρόμπιν γνώριζαν ήδη. Η Σύνθια ήταν
υπεύθυνη για τη μικρούλα Άννα στο σπίτι. Η μητέρα του Ρόι είχε περάσει
από εκεί στη διάρκεια της ημέρας. Η Βίλμα Μπέιλις είχε καθαρίσει επί
τρεις ώρες και ύστερα είχε φύγει. Η Σύνθια πήγαινε κάθε τόσο τσάι στον
ασθενή και στη μητέρα του. Στις 6 μ.μ., η Έβελιν Φιπς επέστρεψε στο
μπανγκαλόου όπου διέμενε για να παίξει μπριτζ με φίλους, αφήνοντας
στον γιο της έναν δίσκο με φαγητό.
«“Στις 8 το βράδυ παρακολουθούσα τηλεόραση στο καθιστικό του
ισογείου, όταν άκουσα το τηλέφωνο να χτυπά στο χολ. Συνήθως
απαντούσα στο τηλέφωνο μόνο αν απουσίαζαν τόσο ο δρ Φιπς όσο και η
δρ Μπάμπορο. Καθώς ο δρ Φιπς βρισκόταν στο σπίτι και μπορούσε να
απαντήσει από τη συσκευή που είχε δίπλα στο κρεβάτι του, δεν
απάντησα.
»“Περίπου πέντε λεπτά αργότερα άκουσα το γκονγκ που είχε
τοποθετήσει η κυρία Έβελιν Φιπς δίπλα στο κρεβάτι του δρα Φιπς για
κάθε ενδεχόμενο. Ανέβηκα επάνω. Ο δρ Φιπς παρέμενε στο κρεβάτι. Μου
είπε πως είχε τηλεφωνήσει η δεσποινίδα Κένεντι. Η δρ Μπάμπορο δεν
είχε εμφανιστεί στην παμπ. Ο δρ Φιπς είπε πως θεωρούσε ότι είχε
καθυστερήσει στη δουλειά ή το είχε ξεχάσει. Μου ζήτησε να πω στη δρα
Μπάμπορο να ανεβεί στο υπνοδωμάτιό τους αμέσως μόλις επέστρεφε.
»“Επέστρεψα στο ισόγειο. Περίπου μία ώρα αργότερα άκουσα και πάλι
το γκονγκ, οπότε πήγα επάνω και αυτή τη φορά βρήκα τον δρα Φιπς
φανερά ανήσυχο για τη σύζυγό του. Με ρώτησε αν είχε επιστρέψει. Του
απάντησα πως δεν είχε γυρίσει. Μου ζήτησε να παραμείνω στο δωμάτιο,
όσο εκείνος τηλεφωνούσε στο σπίτι της δεσποινίδας Κένεντι. Η
δεσποινίδα Κένεντι ακόμη δεν είχε δει τη δρα Μπάμπορο, ούτε είχε νέα
της. Ο δρ Φιπς κατέβασε το ακουστικό και με ρώτησε τι είχε μαζί της η
δρ Μπάμπορο όταν έφυγε από το σπίτι εκείνο το πρωί. Του είπα πως
κρατούσε μονάχα την προσωπική και την ιατρική της τσάντα. Με ρώτησε
αν η δρ Μπάμπορο είχε αναφέρει πως θα επισκεπτόταν τους γονείς της.
Απάντησα πως δεν είχε πει κάτι τέτοιο. Μου ζήτησε να παραμείνω, όσο
εκείνος τηλεφωνούσε στη μητέρα της δρα Μπάμπορο.
»“Η κυρία Μπάμπορο δεν είχε νέα της κόρης της, ούτε την είχε δει.
Πλέον, ο δρ Φιπς ήταν πολύ ανήσυχος και μου ζήτησε να κα­τεβώ στο
ισόγειο και να κοιτάξω στο συρτάρι, στη βάση του ρο­λογιού που έστεκε
πάνω στο τζάκι του καθιστικού, για να δω μή­πως υπήρχε κάτι εκεί. Πήγα
και κοίταξα. Δεν υπήρχε τίποτε εκεί. Επέστρεψα στον επάνω όροφο και
ενημέρωσα τον δρα Φιπς πως το συρτάρι του ρολογιού ήταν άδειο. Ο δρ
Φιπς μου εξήγησε πως στο συρτάρι αυτό άφηναν κάποιες φορές με τη
σύζυγό του σημειώματα προσωπικού χαρακτήρα. Αυτό ήταν κάτι που δε
γνώριζα ως τότε.
»“Στη συνέχεια μου ζήτησε να μείνω μαζί του όσο εκείνος
τηλεφωνούσε στη μητέρα του, καθώς υπήρχε περίπτωση να μου ανέθετε
και κάποια άλλη δουλειά. Μίλησε με τη μητέρα του και ζήτησε τη
συμβουλή της. Ήταν ένας σύντομος διάλογος. Όταν έκλεισε το
τηλέφωνο, ο δρ Φιπς ζήτησε τη γνώμη μου, αν θεωρούσα πως έπρεπε να
ειδοποιήσει την αστυνομία. Απάντησα πως πίστευα πως αυτό έπρεπε να
κάνει. Είπε πως θα το έκανε. Μου ζήτησε να επιστρέψω στο ισόγειο και
να ανοίξω στους αστυνομικούς όταν θα έρχονταν και να τους οδηγήσω
στο υπνοδωμάτιό του. Οι αστυνομικοί έφτασαν περίπου μισή ώρα
αργότερα και τους οδήγησα στο υπνοδωμάτιο του δρα Φιπς.
»“Δε μου φάνηκε πως η συμπεριφορά της δρα Μπάμπορο ήταν
ασυνήθιστη, όταν έφυγε από το σπίτι εκείνο το πρωί. Οι σχέσεις μεταξύ
του δρα Φιπς και της δρα Μπάμπορο έδειχναν απόλυτα αρμονικές. Μου
προκαλεί μεγάλη έκπληξη η εξαφάνισή της, που είναι ξένη προς τον
χαρακτήρα της. Έχει μεγάλη αδυναμία στην κόρη της και μου είναι
αδύνατο να φανταστώ πως θα εγκατέλειπε το μωρό ή πως θα έφευγε
χωρίς να πει στον σύζυγό της ή σ’ εμένα πού θα πήγαινε.
»“Υπογραφή και ημερομηνία, Σύνθια Φιπς, 12 Οκτωβρίου 1974”».
«Ναι, όχι, δηλαδή… Δεν έχω κάτι να προσθέσω σε όλα αυτά», είπε η
Σύνθια. «Τι παράξενο που ήταν να τα ακούω πάλι!» σχολίασε με ένα
ακόμη κοφτό, όλο ρουθουνίσματα γέλιο, όμως η Ρόμπιν είχε την
εντύπωση πως διέκρινε φόβο στο βλέμμα της.
«Το ζήτημα είναι προφανώς, χμ, λεπτό, όμως μήπως θα μπορούσαμε να
σταθούμε για λίγο στην κατάθεσή σας σχετικά με τις σχέσεις του Ρόι και
της Μάργκοτ…»
«Ναι, λυπάμαι, όχι, δεν πρόκειται να σχολιάσω τον γάμο τους», είπε η
Σύνθια. Στα χλωμά της μάγουλα εμφανίστηκαν μαβιά στίγματα. «Όλοι οι
άνθρωποι κάποια στιγμή τσακώνονται, όλες οι σχέσεις έχουν τα πάνω και
τα κάτω τους, όμως δεν είναι πρέπον να σχολιάσω εγώ τον γάμο τους».
«Απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε, ο σύζυγός σας δε θα μπορούσε να…» έκανε
να πει η Ρόμπιν.
«Ο σύζυγος της Μάργκοτ», αντέτεινε η Σύνθια. «Όχι, βλέπετε, είναι δύο
εντελώς διαφορετικά άτομα. Στη σκέψη μου».
Πολύ βολικό, σχολίασε μια φωνή μέσα στο κεφάλι της Ρόμπιν.
«Απλώς εξετάζουμε την περίπτωση να αποφάσισε να φύγει», είπε ο
Στράικ, «ίσως προκειμένου να σκεφτεί ή…»
«Όχι, η Μάργκοτ δε θα σηκωνόταν να φύγει έτσι, χωρίς να πει μια
κουβέντα. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος».
«Η Άννα μας είπε πως η γιαγιά της…» έκανε να πει η Ρόμπιν.
«Η Έβελιν είχε εκδηλώσει συμπτώματα πρόωρου Αλτσχάιμερ, δε θα
μπορούσε να πάρει κανείς στα σοβαρά τα όσα έλεγε», είπε η Σύνθια κι ο
τόνος της φωνής της ήταν ψηλότερος και πιο νευρικός. «Πάντοτε
προσπαθούσα να το εξηγήσω αυτό στην Άννα, πάντοτε της έλεγα πως δεν
υπήρχε περίπτωση να την εγκατέλειπε η Μάργκοτ. Πάντοτε της το έλεγα
αυτό», επανέλαβε.
Με εξαίρεση, επέμεινε η φωνή μέσα στο κεφάλι της Ρόμπιν, το διάστημα
που καμωνόσουν πως ήσουν η πραγματική της μητέρα, κρύβοντας από το
παιδί την ύπαρξη της Μάργκοτ.
«Συνεχίζουμε λοιπόν», είπε ο Στράικ. «Ισχύει ότι κάποια στιγμή
δεχτήκατε ένα τηλεφώνημα, στα δεύτερα γενέθλια της Άννας, από μια
γυναίκα που ισχυρίστηκε πως ήταν η Μάργκοτ;»
«Χμ, ναι, όχι, σωστά», είπε η Σύνθια. Ήπιε μια ακόμη τρεμάμενη
γουλιά καφέ. «Βρισκόμουν στην κουζίνα, άπλωνα το γλάσο στην τούρτα
των γενεθλίων, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, οπότε δεν υπήρχε κίνδυνος να
ξεχάσω ποια μέρα συνέβη αυτό, χα, χα, χα. Όταν απάντησα, η γυναίκα
είπε: “Εσύ είσαι, Σύνθια;” Εγώ είπα: “Ναι”, κι εκείνη είπε: “Η Μάργκοτ
είμαι. Να ευχηθείς στη μικρούλα Άννι χρόνια πολλά από τη μανούλα της.
Και να την προσέχεις”. Την επόμενη στιγμή η γραμμή νέκρωσε.
»Απόμεινα να στέκομαι εκεί πέρα», είπε μιμούμενη πως κρατούσε
κάποιο αόρατο εργαλείο κουζίνας στο χέρι, και προσπάθησε να γελάσει
ξανά, όμως δεν ακούστηκε ο παραμικρός ήχος, «κρατώντας τη σπάτουλα.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Η Άννα έπαιζε στο καθιστικό. Ήμουν…
Αποφάσισα πως το σωστό ήταν να τηλεφωνήσω στον Ρόι, στη δουλειά.
Μου είπε να ειδοποιήσω την αστυνομία, κι αυτό έκανα».
«Θεωρήσατε πως ήταν πράγματι η Μάργκοτ;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι. Δεν ήταν… θέλω να πω, ακούστηκε σαν εκείνη, όμως δε νομίζω
πως ήταν εκείνη».
«Πιστεύετε δηλαδή πως κάποιος μιμήθηκε τη φωνή της;»
«Προσπαθούσε να τη μιμηθεί, ναι. Την προφορά δηλαδή. Λονδρέζικη,
λαϊκή, όμως… όχι, δεν είχα εκείνη την αίσθηση που σου δημιουργείται
όταν απλώς ξέρεις ποιος είναι…»
«Είστε βέβαιη πως ήταν γυναίκα;» ρώτησε ο Στράικ. «Δε θα μπορούσε
να ήταν κάποιος άντρας που μιμούνταν μια γυναικεία φωνή;»
«Δεν το νομίζω», είπε η Σύνθια.
«Η Μάργκοτ αποκαλούσε ποτέ την Άννα “μικρούλα Άννι”;» ρώτησε η
Ρόμπιν.
«Τη φώναζε με ένα σωρό χαϊδευτικά», είπε η Σύνθια με θλιμμένο ύφος.
«Άννι Φαντάνγκο, Ανναμπέλα, Αγγελάκι… ίσως κάποιος να μάντεψε ή
μπορεί να έκανε λάθος το όνομα… Όμως η συγκυρία ήταν… Εν τω
μεταξύ, είχαν μόλις εντοπίσει κομμάτια από το πιο πρόσφατο θύμα του
Κριντ. Την κοπέλα που πέταξε στον γκρεμό…»
«Την Άντρεα Χούτον», είπε η Ρόμπιν. Η Σύνθια έδειξε να ταράζεται
κάπως, που η άλλη είχε το όνομα στην άκρη της γλώσσας της.
«Ναι, την κομμώτρια».
«Όχι», είπε η Ρόμπιν. «Κομμώτρια ήταν η Σούζαν Μέγιερ. Η Άντρεα
ήταν μεταπτυχιακή φοιτήτρια».
«Α, ναι», είπε η Σύνθια. «Σωστά… Δεν το έχω καθόλου με τα
ονόματα… Τέλος πάντων, ο Ρόι είχε μόλις βιώσει όλη εκείνη τη
δοκιμασία με την αναγνώριση, χμ, καταλαβαίνετε, των κομματιών της
σορού που είχε ξεβράσει η θάλασσα, οπότε οι ελπίδες μας να… όχι οι
ελπίδες μας», είπε η Σύνθια, που έμοιαζε να έχει φρίξει με τη λέξη που
της είχε ξεφύγει, «δεν το εννοούσα αυτό! Όχι, προφανώς
ανακουφιστήκαμε που δεν ήταν η Μάργκοτ, όμως αναπόφευκτα σου
περνάει από το μυαλό, καταλαβαίνετε, πως ίσως πάρεις τελικά κάποια
απάντηση…»
Ο Στράικ αναλογίστηκε τη δική του ένοχη ευχή, η βασανιστική,
παρατεταμένη πορεία της Τζόαν προς τον θάνατο να ολοκληρωνόταν
σύντομα. Ένα πτώμα, οσοδήποτε οδυνηρό κι αν ήταν αυτό, σήμαινε πως
η αγωνία θα μπορούσε να αναζητήσει έκφραση και ανακούφιση ανάμεσα
στα λουλούδια, στις νεκρολογίες, στο τελετουργικό, κάποια παρηγοριά
από τον Θεό, το αλκοόλ και τους άλλους ανθρώπους που θρηνούσαν· και
αφού συνέβαιναν όλα αυτά, θα γινόταν το πρώτο βήμα προς τη
συνειδητοποίηση της απαίσιας πραγματικότητας πως μια ζωή είχε σβήσει
και η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί.
«Τα είχαμε ήδη περάσει όλα αυτά μια φορά, όταν εντόπισαν το άλλο
πτώμα στη Λίμνη Αλεξάνδρα», είπε η Σύνθια.
«Της Σούζαν Μέγιερ», μουρμούρισε η Ρόμπιν.
«Είχαν δείξει φωτογραφίες στον Ρόι και τις δύο φορές… Κι ύστερα
αυτό το τηλεφώνημα, αμέσως μετά που είχε αναγκαστεί… για δεύτερη
φορά… ήταν…»
Ξαφνικά, η Σύνθια έβαλε τα κλάματα, όχι όπως η Ούνα Κένεντι, με το
κεφάλι ψηλά και τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλα, αλλά σκυμμένη
πάνω από το τραπέζι, κρύβοντας το πρόσωπό της, ενώ οι τρεμάμενες
παλάμες της στήριζαν το μέτωπό της.
«Λυπάμαι πολύ», είπε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Το ήξερα πως θα
ήταν απαίσιο όλο αυτό… δε μιλάμε ποτέ για εκείνη, τώρα… τώρα πια…
λυπάμαι…»
Έκλαψε για μερικά ακόμη δευτερόλεπτα κι ύστερα πίεσε τον εαυτό της
να σηκώσει και πάλι το κεφάλι, ενώ τα μεγάλα της μάτια ήταν πλέον ροζ
και κλαμένα.
«Ο Ρόι ήθελε να πιστέψει πως δεν ήταν η Μάργκοτ στο τηλέφωνο. Όλη
την ώρα έλεγε: “Είσαι σίγουρη, είσαι σίγουρη, ακουγόταν σαν εκείνη;” Η
αγωνία του ήταν τρομερή, όσο η αστυνομία ιχνηλατούσε την προέλευση
του τηλεφωνήματος…
»Είστε πολύ ευγενικοί», είπε, κι αυτή τη φορά το γέλιο της ακούστηκε
κάπως υστερικό, «όμως ξέρω τι θέλετε να μάθετε και τι θέλει να μάθει η
Άννα, παρότι της το έχω εξηγήσει ξανά και ξανά… Δε συνέβαινε το
παραμικρό ανάμεσα σ’ εμένα και στον Ρόι πριν από την εξαφάνιση της
Μάργκοτ, αλλά και μετά, επί τέσσερα χρόνια… Μήπως σας είπε πως ο
Ρόι κι εγώ είμαστε συγγενείς;»
Το είπε σαν να πίεζε τον εαυτό της να το ομολογήσει, παρότι το να είσαι
τρίτος ξάδελφος με κάποιον δεν είναι τελικά ιδιαίτερα στενή συγγένεια. Η
Ρόμπιν όμως, που είχε κατά νου το αιματολογικό θέμα του Ρόι,
αναρωτήθηκε μήπως οι Φιπς, σαν άλλοι Ρομανόφ, θα ήταν φρόνιμο να
μην παντρεύονται τα ξαδέλφια τους.
«Ναι, μας το ανέφερε», είπε ο Στράικ.
«Πριν πάω να δουλέψω στο σπίτι τους, είχα σιχαθεί να ακούω το όνομά
του, ξέρετε. Όλη την ώρα μου έλεγαν: “Κοίτα τον ξάδελφο Ρόι, που παρά
τα θέματα υγείας που αντιμετωπίζει, έγινε δεκτός στο Κολέγιο Ιμπίριαλ
και σπουδάζει ιατρική. Αν προσπαθούσες περισσότερο κι εσύ, Σύνθια…”
Παλιά άκουγα γι’ αυτόν κι ανακατευόμουν, χα, χα, χα!»
Η Ρόμπιν θυμήθηκε τη φωτογραφία του νεαρού Ρόι στις εφημερίδες: το
ευαίσθητο πρόσωπο, τα ίσια μαλλιά, το βλέμμα του ποιητή. Πολλές
γυναίκες έβρισκαν τα τραύματα και τις ασθένειες ρομαντικές σε έναν
γοητευτικό άντρα. Άλλωστε κι ο Μάθιου, στα χειρότερα ξεσπάσματα της
ζήλιας του απέναντι στον Στράικ, δεν είχε επικαλεστεί το
ακρωτηριασμένο του πόδι, το τραύμα του πολεμιστή, απέναντι στο οποίο
ο ίδιος, αρτιμελής και υγιής, δεν είχε καμία ελπίδα να επικρατήσει;
«Ίσως σας ακουστεί απίστευτο, όμως στη δική μου σκέψη, όταν ήμουν
κοπέλα δεκαεπτά χρονών, το καλύτερο πράγμα που είχε ο Ρόι ήταν η
Μάργκοτ! Όχι, τη θεωρούσα θαυμάσια, τόσο… τόσο μοδάτη και, ξέρετε,
με τόσες απόψεις και πράγματα…
»Εκείνη μου πρότεινε να δειπνήσουμε μαζί, όταν έμαθε πως είχα
πατώσει στις εξετάσεις μου. Που λέτε, στα μάτια μου ήταν μια ηρωίδα, τη
λάτρευα, οπότε ενθουσιάστηκα. Της άνοιξα απόλυτα την καρδιά μου, της
είπα πως δεν άντεχα να ξαναδώσω εξετάσεις, ήθελα απλώς να βγω στον
πραγματικό κόσμο και να κερδίσω το ψωμί μου. Κι εκείνη είπε: “Κοίτα,
είσαι θαυμάσια με τα παιδιά, τι θα έλεγες να ερχόσουν και να φρόντιζες
το μωρό μου όταν επιστρέψω στη δουλειά; Θα πω στον Ρόι να φτιάξει τα
δωμάτια πάνω από το γκαράζ για σένα”».
»Οι γονείς μου έγιναν έξαλλοι», είπε η Σύνθια με μία ακόμη θαρραλέα
αλλά αποτυχημένη απόπειρα να γελάσει. «Ήταν έξω φρενών μαζί της
αλλά και με τον Ρόι, παρότι στην πραγματικότητα εκείνος αρχικά δεν
ήθελε να πάω, γιατί προτιμούσε να μείνει η Μάργκοτ στο σπίτι για να
φροντίζει η ίδια την Άννα. Οι γονείς μου, πάλι, έλεγαν πως η γιατρίνα
έψαχνε φτηνό υπηρετικό προσωπικό. Τώρα πια μπορώ να δω τα
πράγματα περισσότερο από τη δική τους σκοπιά. Ούτε κι εγώ είμαι
σίγουρη πως θα ενθουσιαζόμουν, αν μια γυναίκα έπειθε κάποια από τις
κόρες μου να παρατήσει το σχολείο και να εγκατασταθεί στο σπίτι της,
για να φροντίζει ξένο παιδί. Όμως τότε δε με ένοιαζε, τη λάτρευα τη
Μάργκοτ. Ήμουν ενθουσιασμένη».
Η Σύνθια σώπασε για λίγο και τα λυπημένα της μάτια έμοιαζαν να
ατενίζουν το κενό, αφηρημένα, οπότε η Ρόμπιν αναρωτήθηκε αν
αναλογιζόταν τις τεράστιες και αναπόδραστες πλέον επιπτώσεις της
απόφασής της να δεχτεί τη θέση της νταντάς, που αντί να αποτελέσει το
εφαλτήριο προς τη δική της ανεξαρτησία, την είχε στείλει σε ένα σπίτι
από το οποίο δε θα δραπέτευε ποτέ, την είχε οδηγήσει στο να μεγαλώσει
το παιδί της Μάργκοτ σαν να ήταν δικό της, να πλαγιάσει με τον σύζυγο
της Μάργκοτ, παγιδευμένη για πάντα στη σκιά της γιατρού που η ίδια
ισχυριζόταν πως λάτρευε. Άραγε, πώς ήταν να ζεις με μια τόσο
κολοσσιαία απουσία;
«Μετά που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, οι γονείς μου ήθελαν να φύγω.
Δεν ήθελαν να μείνω μόνη στο σπίτι με τον Ρόι, γιατί ο κόσμος είχε
αρχίσει να κουτσομπολεύει. Μάλιστα, είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται
σπόντες και στις εφημερίδες, όμως σας ορκίζομαι στη ζωή των παιδιών
μου», είπε η Σύνθια με ένα είδος άνευρης οριστικότητας, «δεν είχε συμβεί
το παραμικρό ανάμεσα στον Ρόι κι εμένα, ποτέ, προτού εξαφανιστεί η
Μάργκοτ, αλλά ούτε και για πολύ καιρό μετά. Για χάρη της Άννας έμεινα,
γιατί δε μου έκανε καρδιά να την αφήσω… είχε εξελιχτεί σε κόρη μου!»
Δεν ήταν κόρη σου, επέμεινε η ασυμβίβαστη φωνή μέσα στο κεφάλι της
Ρόμπιν. Κι έπρεπε να της το είχες πει από μόνη σου.
«Για καιρό μετά αφότου εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, ο Ρόι δεν έκανε
κάποια σχέση. Υπήρχε μια συνάδελφος στη δουλειά για ένα διάστημα»,
είπε η Σύνθια, οπότε το λεπτό της πρόσωπο αναψοκοκκίνισε και πάλι,
«όμως αυτό κράτησε λίγους μόλις μήνες. Η Άννα δεν τη συμπάθησε.
»Εγώ είχα δεσμό, ας πούμε, με έναν νεαρό, όμως μου έδωσε τα
παπούτσια στο χέρι. Είπε πως ήταν σαν να τα είχε με παντρεμένη γυναίκα
με παιδί, γιατί εγώ έδινα πάντα προτεραιότητα στην Άννα και στον Ρόι.
»Οπότε, κάποια στιγμή, δεν ξέρω…» είπε η Σύνθια με τρεμάμενη φωνή
και τη μια παλάμη σφιγμένη γροθιά, τη δεύτερη να την καπακώνει σφιχτά
«…με τον καιρό… συνειδητοποίησα πως είχα ερωτευτεί τον Ρόι. Ποτέ
όμως δεν τόλμησα να ελπίσω πως θα ήθελε να είναι μαζί μου. Η Μάργκοτ
ήταν τόσο έξυπνη, τόσο… τόσο ισχυρή προσωπικότητα, κι εκείνος πολύ
μεγαλύτερός μου, πολύ πιο έξυπνος κι εκλεπτυσμένος…
»Ένα βράδυ, αφότου είχα βάλει την Άννα για ύπνο κι ετοιμαζόμουν να
πάω κι εγώ στο δωμάτιό μου, με ρώτησε τι είχε γίνει με τον Γουίλ, το
αγόρι μου, και του είπα πως είχαμε χωρίσει, οπότε με ρώτησε τι συνέβη,
πιάσαμε την κουβέντα και κάποια στιγμή είπε… είπε: “Είσαι πολύ
ξεχωριστός άνθρωπος και σου αξίζει κάποιος πολύ καλύτερός του”. Και
έπειτα… έπειτα ήπιαμε ένα ποτό…
»Αυτό έγινε τέσσερα χρόνια μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ»,
επανέλαβε η Σύνθια. «Ήμουν δεκαοκτώ χρονών όταν εξαφανίστηκε, κι
είχα φτάσει είκοσι δύο όταν ο Ρόι κι εγώ… ομολογήσαμε πως τρέφαμε
αμοιβαία αισθήματα. Το κρατήσαμε κρυφό, προφανώς. Πέρασαν άλλα
τρία χρόνια, μέχρι να καταφέρει ο Ρόι να εξασφαλίσει το πιστοποιητικό
θανάτου της Μάργκοτ».
«Πρέπει να ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση», είπε ο Στράικ.
Η Σύνθια γύρισε και τον κοίταξε για λίγο αγέλαστη. Έδειχνε να έχει
γεράσει από την ώρα που κάθισε στο τραπέζι.
«Επί σχεδόν σαράντα χρόνια βλέπω εφιάλτες πως επιστρέφει η
Μάργκοτ στο σπίτι και με πετάει έξω», είπε κάνοντας μια προσπάθεια να
γελάσει. «Δεν το είπα ποτέ στον Ρόι. Δε θέλω να ξέρω αν τη βλέπει κι
αυτός στα όνειρά του. Δε μιλάμε για εκείνη. Είναι ο μόνος τρόπος για να
το διαχειριστούμε. Είχαμε πει όλα όσα είχαμε να πούμε στην αστυνομία,
μεταξύ μας, στην υπόλοιπη οικογένεια. Τα είχαμε αναλύσει εξοντωτικά
ώρες ατελείωτες. “Είναι καιρός να κλείσει η πόρτα”, έτσι το έθεσε ο Ρόι.
Είπε: “Αφήσαμε την πόρτα ανοιχτή για πάρα πολύ καιρό. Δεν πρόκειται
να επιστρέψει”.
»Γράφτηκαν κάποια μοχθηρά σχόλια στις εφημερίδες, καταλαβαίνετε,
όταν παντρευτήκαμε. “Σύζυγος εξαφανισμένης γιατρού παντρεύεται
νεαρή νταντά”. Όπως και να το έγραφαν, απαίσιο θα ακουγόταν, σωστά;
Ο Ρόι είπε να μην τους δώσω σημασία. Οι γονείς μου είχαν φρίξει με την
όλη κατάσταση. Χρειάστηκε πρώτα να γεννήσω τον Τζέρεμι, για να
μαλακώσουν.
»Δεν είχαμε καμία πρόθεση να παραπλανήσουμε την Άννα. Απλώς
περιμέναμε… δεν ξέρω… προσπαθούσαμε να βρούμε την κατάλληλη
στιγμή, να της εξηγήσουμε… όμως, πώς εξηγείς μια τέτοια κατάσταση;
Με έλεγε “Μανούλα”», ψιθύρισε η Σύνθια, «ήταν ε-ευτυχισμένη, ένα
απόλυτα ευτυχισμένο κοριτσάκι, όμως κάποια στιγμή τα παιδιά στο
σχολείο τής είπαν για τη Μάργκοτ, κι αυτό κατέστρεψε τα πάντα…»
Από κάπου κοντά ακούστηκε μια δυνατή διασκευή για συνθεσάιζερ του
«Greensleaves». Και οι τρεις τους σάστισαν, ώσπου η Σύνθια, γελώντας
και πάλι με τη μύτη, είπε: «Το κινητό μου είναι!» Έβγαλε τη συσκευή από
μια βαθιά τσέπη του φορέματός της και απάντησε στην κλήση.
«Ρόι;» είπε.
Η Ρόμπιν, από το σημείο όπου καθόταν, άκουγε τον Ρόι να μιλάει
οργισμένα. Ξαφνικά, η Σύνθια φάνηκε να ταράζεται. Δοκίμασε να
σηκωθεί, όμως πάτησε τον ποδόγυρο του φορέματός της και παραπάτησε.
Ενώ προσπαθούσε να ξεμπλέξει, είπε:
«Όχι, δεν… αχ, τι έκανε. Θεέ μου… Ρόι, δεν ήθελα να σου το πω
γιατί… όχι… ναι, εδώ είμαι, μαζί τους!»
Όταν με τα πολλά κατάφερε να ξεμπλέξει από το φόρεμα και το
τραπέζι, η Σύνθια βγήκε παραπατώντας από το δωμάτιο. Η καλύπτρα που
φορούσε νωρίτερα γλίστρησε από την καρέκλα της. Η Ρόμπιν έσκυψε να
την πιάσει, να την ακουμπήσει πάνω στην καρέκλα της Σύνθια, κι όπως
σήκωσε το κεφάλι, είδε τον Στράικ να την κοιτάζει.
«Τι;» ρώτησε η Ρόμπιν.
Εκείνος ετοιμαζόταν να της απαντήσει, όταν επέστρεψε η Σύνθια.
Έμοιαζε καταρρακωμένη.
«Ο Ρόι ξέρει… του το είπε η Άννα. Θέλει να περάσετε από το σπίτι».
36
Πάει και βρίσκει φάρμακα, τον πόνο να γλυκάνει·
μα στις καρδιές που κρύβουν μυστικά, διπλός είναι ο πόνος,
φλόγες λυσσασμένες, που πασχίζει να καταπνίξει.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η Σύνθια απομακρύνθηκε βιαστικά για να βγάλει το κοστούμι της Αν


Μπολέιν κι επανεμφανίστηκε δέκα λεπτά αργότερα, φορώντας ένα τζιν
παντελόνι που δεν καθόταν καλά στο σώμα της, γκρίζο πουλόβερ και
αθλητικά παπούτσια. Έδειχνε φοβερά αγχωμένη, καθώς προχωρούσαν
μαζί στο ανάκτορο, δίνοντας με το βήμα της έναν γοργό ρυθμό, ο οποίος
δυσκόλεψε τον Στράικ στο πλακόστρωτο που εξακολουθούσε να γλιστρά
από τη βροχή, η οποία προσωρινά είχε κοπάσει, όμως τα βαριά γκρίζα
σύννεφα, παρότι στις άκρες τους βάφονταν χρυσά από τις αχτίδες του
ήλιου, προμήνυαν τη γρήγορη επιστροφή της. Έτσι όπως έριχνε μια ματιά
προς τα πάνω, καθώς περνούσαν και πάλι κάτω από την πύλη του
εσωτερικού προαυλίου, το βλέμμα της Ρόμπιν στάθηκε στις λαμπερές
χρυσές νότες του αστρολογικού ρολογιού, οπότε παρατήρησε πως ο ήλιος
βρισκόταν στο ζώδιο της Μάργκοτ, στον Υδροχόο.
«Τα λέμε εκεί», είπε η Σύνθια ξέπνοα, καθώς πλησίαζαν στον χώρο
στάθμευσης και χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση εκ μέρους τους,
κατευθύνθηκε τροχάδην προς ένα σκούρο μπλε Mazda3 στο βάθος.
«Θα έχει ενδιαφέρον», σχολίασε η Ρόμπιν.
«Οπωσδήποτε», συμφώνησε ο Στράικ.
«Πιάσε τον χάρτη», είπε η Ρόμπιν, μόλις κάθισαν και οι δύο μέσα στο
τζιπ. Το παλιό Land Rover δε διέθετε καν ραδιόφωνο που να λειτουργεί,
πόσο μάλλον σύστημα πλοήγησης. «Θα πρέπει να μου λες τον δρόμο».
«Πώς σου φάνηκε η κυρία;» ρώτησε ο Στράικ, ενώ ταυτόχρονα
αναζητούσε την οδό Τσερτς στο Χαμ.
«Εντάξει, νομίζω».
Η Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως ο Στράικ την κοίταζε και πάλι, όπως
νωρίτερα στην καφετέρια, έχοντας ένα κάπως περίεργο ύφος.
«Τι;» ρώτησε ξανά.
«Είχα την εντύπωση πως δεν τη συμπάθησες ιδιαίτερα».
«Όχι», είπε η Ρόμπιν ελαφρώς απολογητικά, «εντάξει είναι».
Έβαλε όπισθεν για να βγάλει το τζιπ από τη θέση στάθμευσης, ενώ
θυμόταν το γέλιο της Σύνθια με τη μύτη και τη συνήθεια που είχε να
ανακατεύει καταφάσεις και αρνήσεις στην ίδια φράση.
«Δηλαδή…»
«Καλά το κατάλαβα», είπε ο Στράικ αυτάρεσκα.
«Δεδομένου του τι θα μπορούσε να έχει συμβεί στη Μάργκοτ,
προσωπικά δε θα επέλεγα να ξεκινήσω τη συζήτηση με αστειάκια για
αποκεφαλισμούς».
«Έχει σαράντα χρόνια που συμβιώνει με αυτή την κατάσταση», είπε ο
Στράικ. «Οι άνθρωποι που είναι υποχρεωμένοι να συμβιώνουν με κάτι
τόσο βαρύ, κάποια στιγμή παύουν να το διακρίνουν. Μετατρέπεται σε
μόνιμο σκηνικό της ζωής τους. Μόνο στους τρίτους βγάζει μάτι».
Όπως έφευγαν από το πάρκινγκ, άρχιζε και πάλι να βρέχει: ένα λεπτό
πέπλο απλωνόταν γοργά πάνω στο παρμπρίζ.
«Εντάξει, είμαι προκατειλημμένη», ομολόγησε η Ρόμπιν βάζοντας σε
κίνηση τους υαλοκαθαριστήρες. «Αυτό το διάστημα είμαι κάπως
ευαίσθητη σε ό,τι έχει να κάνει με δεύτερες συζύγους».
Συνέχισε να οδηγεί για μερικές στιγμές, μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι
ο Στράικ την κοίταζε επίμονα και πάλι.
«Τι;» ρώτησε για τρίτη φορά.
«Γιατί είσαι κάπως ευαίσθητη σε ό,τι έχει να κάνει με δεύτερες
συζύγους;»
«Επειδή… α, ναι, δε σου το είπα, σωστά; Στον Μόρις το είχα πει». Είχε
προσπαθήσει να μη σκέφτεται, στο διάστημα που μεσολάβησε την
επομένη των Χριστουγέννων, που την είχε περάσει μεθυσμένη να
ανταλλάσσει μηνύματα, τη λιγοστή παρηγοριά που είχε αντλήσει από
αυτό ούτε και την τεράστια δυσφορία. «Ο Μάθιου και η Σάρα Σάντλοκ
είναι πλέον και επίσημα μαζί. Η κυρία άφησε τον αρραβωνιαστικό της για
χάρη του».
«Σκατά», είπε ο Στράικ, ενώ εξακολουθούσε να παρατηρεί το προφίλ
της. «Όχι, δε μου το είπες».
Όμως, σε μια άκρη του μυαλού του καταχώρισε την πληροφορία πως το
είχε πει στον Μόρις, στοιχείο που δεν ταίριαζε με την εικόνα που είχε
σχηματίσει όσον αφορά τη σχέση της Ρόμπιν με τον Μόρις. Απ’ ό,τι του
είχε πει ο Μπάρκλεϊ σχετικά με τις προσπάθειες του Μόρις να
αμφισβητήσει τις αποφάσεις της Ρόμπιν, κι από τα γενικά χλιαρά σχόλια
της Ρόμπιν για το νεότερο μέλος της ομάδας, είχε υποθέσει πως το
αναμφίβολα ερωτικό ενδιαφέρον του Μόρις για τη Ρόμπιν είχε ατονήσει
αντιμέτωπο με την αδιαφορία της. Κι όμως είχε μοιραστεί με τον Μόρις
αυτή την επώδυνη προσωπική πληροφορία, ενώ στον ίδιο δεν είχε πει το
παραμικρό.
Καθώς κατευθύνονταν σιωπηλοί προς την οδό Τσερτς, ο Στράικ
αναρωτήθηκε τι συνέβαινε στο Λονδίνο, όσο εκείνος απουσίαζε στην
Κορνουάλη. Ο Μόρις ήταν γοητευτικός άντρας και, όπως η Ρόμπιν,
βρισκόταν στο στάδιο του διαζυγίου. Ο Στράικ απόρησε με τον εαυτό του
που δεν είχε αναλογιστεί νωρίτερα τις προεκτάσεις που θα μπορούσε να
έχει αυτή η σύμπτωση. Ανταλλαγή συμβουλών για τους δικηγόρους,
εμπειριών από τους δύστροπους τέως συντρόφους τους, σχόλια για το
πρακτικό σκέλος του χωρισμού τους: θα είχαν πολλά και διάφορα να
συζητήσουν, άφθονες ευκαιρίες για αμοιβαία κατανόηση.
«Εδώ παρακάτω, ευθεία μπροστά», είπε ο Στράικ, όπως διέσχιζαν
σιωπηλοί το Ρόαγιαλ Πάντοκς, περνώντας ανάμεσα σε ψηλούς, ευθείς
τούβλινους τοίχους.
«Ωραίος δρόμος», σχολίασε η Ρόμπιν, είκοσι λεπτά αφότου είχαν φύγει
από το ανάκτορο του Χάμπτον Κορτ, καθώς έστριβε το Land Rover σε
έναν δρόμο που άνετα θα ανήκε σε ένα πιο επαρχιακό περιβάλλον. Στα
αριστερά τους εκτεινόταν ένα πυκνό άλσος, ενώ στα δεξιά διάφορες
μεγάλες μονοκατοικίες που έστεκαν σε απόσταση από τον δρόμο, πίσω
από ψηλά πυξάρια.
«Αυτό εκεί είναι», είπε ο Στράικ δείχνοντας ένα ιδιαίτερα επιβλητικό
σπίτι με πολλαπλά, μυτερά ξύλινα αετώματα. Η δίφυλλη πύλη της
περίφραξης ήταν ανοιχτή, όπως και η εξώπορτα. Ανηφόρισαν στο
δρομάκι που κατέληγε στο σπίτι και στάθμευσαν πίσω από το σκούρο
μπλε Mazda3.
Αμέσως μόλις έσβησε η Ρόμπιν τον κινητήρα, άκουσαν φωνές μέσα από
το σπίτι: μια αντρική φωνή, εκνευρισμένη και στριγκή. Η σύζυγος της
Άννας Φιπς, η Κιμ, ψηλή, ξανθιά, ντυμένη με τζιν και πουκάμισο όπως
την τελευταία φορά, εμφανίστηκε δρασκελίζοντας μέσα από το σπίτι και
κινήθηκε προς το μέρος τους με όψη σφιγμένη.
«Έχουμε δράματα», ανακοίνωσε, την ώρα που ο Στράικ και η Ρόμπιν
κατέβαιναν από το αυτοκίνητο κι έρχονταν αντιμέτωποι με τη θολούρα
της βροχής.
«Μήπως θα προτιμούσατε να περιμένουμε…;» πήγε να προτείνει η
Ρόμπιν.
«Όχι», είπε η Κιμ, «είναι αποφασισμένος να σας δει. Περάστε».
Προχώρησαν στο χαλικόστρωτο μονοπάτι και πέρασαν μέσα στο σπίτι.
Κάπου παραμέσα, αντρικές και γυναικείες φωνές εξακολουθούσαν να
λογομαχούν έντονα.
Κάθε σπίτι έχει τη δική του βαθιά διαποτισμένη οσμή και στο
συγκεκριμένο κυριαρχούσε η μυρωδιά του σανταλόξυλου και μια όχι
ολότελα δυσάρεστη κλεισούρα. Η Κιμ προπορεύτηκε σε ένα μακρύ χολ,
πλαισιωμένο από μεγάλα παράθυρα, όπου ο χρόνος έμοιαζε να έχει
παγώσει στα μισά του 20ού αιώνα. Στους τοίχους υπήρχαν μπρούντζινα
φωτιστικά, υδατογραφίες και το παρκεταρισμένο πάτωμα καλυπτόταν
από ένα παλιό χαλί. Με ένα ξαφνικό ρίγος, η Ρόμπιν αναλογίστηκε πως η
Μάργκοτ Μπάμπορο είχε περπατήσει κάποτε στο ίδιο πάτωμα και το
άρωμά της, με μεταλλικές νότες ρόδου, αναμειγνυόταν με τις οσμές του
στιλβωτικού και του παλιού χαλιού.
Καθώς πλησίαζαν στην πόρτα του σαλονιού, η λογομαχία που
βρισκόταν σε εξέλιξη εκεί μέσα ξαφνικά απέκτησε νόημα.
«…κι αν είναι να καταλήξω αντικείμενο σχολίων», φώναζε ένας
άντρας, «θα έπρεπε να έχω το δικαίωμα να απαντήσω… η ίδια μου η
οικογένεια αποφασίζει να ερευνήσει τις κινήσεις μου πίσω από την πλάτη
μου, θαυμάσια, εξαίσια, πραγματικά…»
«Κανείς δεν ερευνά εσένα, για όνομα του Θεού!» άκουσαν την Άννα να
απαντά. «Ο Μπιλ Τάλμποτ ήταν παντελώς ανίκανος…»
«Α, ώστε έτσι; Ήσουν εκεί; Τον ήξερες καλά;»
«Δε χρειαζόταν να είμαι εκεί, μπαμπά…»
Η Κιμ άνοιξε την πόρτα. Ο Στράικ και η Ρόμπιν την ακολούθησαν στο
σαλόνι.
Ήταν σαν να έρχονταν αντιμέτωποι με έναν πίνακα. Οι τρεις άνθρωποι
που στέκονταν εκεί κοκάλωσαν, μόλις αντιλήφθηκαν τους επισκέπτες. Τα
λεπτά δάχτυλα της Σύνθια καπάκωναν σφιχτά το στόμα της. Η Άννα
στεκόταν απέναντι στον πατέρα της, κι ένα τραπεζάκι αντίκα βρισκόταν
ανάμεσά τους.
Ο ρομαντικός ποιητής του 1974 δεν υπήρχε πλέον. Τα μαλλιά που
απέμεναν στο κεφάλι του Ρόι Φιπς ήταν κοντά, γκρίζα κι
εξακολουθούσαν να καλύπτουν με το ζόρι την περιοχή γύρω από τα αυτιά
και την πίσω πλευρά του κεφαλιού του. Έτσι όπως φορούσε εκείνο το
πλεχτό αμάνικο ζιλέ, με το ψηλό, θολωτό, γυαλιστερό μέτωπο και το
έξαλλο βλέμμα, τα μάτια του ελαφρώς ρουφηγμένα στο γεμάτο από
κόκκινα στίγματα πρόσωπό του, έμοιαζε να του ταιριάζει καλύτερα ο
ρόλος του τρελού επιστήμονα.
Ο Ρόι Φιπς φαινόταν τόσο έξαλλος, ώστε η Ρόμπιν περίμενε πως θα
έβαζε τις φωνές και στους νεοφερμένους. Όμως η στάση του αιματολόγου
άλλαξε, μόλις το βλέμμα του διασταυρώθηκε με εκείνο του Στράικ. Το αν
αυτό οφειλόταν στο επιβλητικό παράστημα του ντετέκτιβ ή στην αύρα
σοβαρότητας και ψυχραιμίας που κατόρθωνε να προβάλλει σε έντονα
φορτισμένες καταστάσεις, η Ρόμπιν δεν ήταν βέβαιη, πάντως της φάνηκε
πως είδε τον Ρόι να το παίρνει απόφαση ότι δεν τον έπαιρνε να συνεχίσει
να φωνάζει. Έπειτα από έναν φευγαλέο δισταγμό, ο γιατρός έσφιξε το
προτεταμένο χέρι του Στράικ και καθώς οι δύο άντρες αντάλλασσαν
χειραψία, η Ρόμπιν αναρωτήθηκε σε ποιο βαθμό είχαν οι άντρες
συναίσθηση των ισορροπιών που διαμορφώνονταν μεταξύ τους, ενώ οι
γυναίκες τριγύρω παρακολουθούσαν.
«Δρ Φιπς», είπε ο Στράικ.
Ο Ρόι φάνηκε να δυσκολεύεται με την απότομη μετάβαση από την
ασυγκράτητη οργή στον ευγενικό χαιρετισμό, με αποτέλεσμα η αρχική
του απάντηση να είναι ελαφρώς ασυνάρτητη.
«Ώστε, εσείς είστε… ο ντετέκτιβ είστε, σωστά;» είπε. Γαλαζοκόκκινα
στίγματα εξακολουθούσαν να διακρίνονται πάνω στα χλωμά του
μάγουλα.
«Κόρμοραν Στράικ… να σας συστήσω τη συνεταίρο μου, Ρόμπιν
Έλακοτ».
Η Ρόμπιν πλησίασε.
«Χαίρω πολύ», είπε μαγκωμένα ο Ρόι, ανταλλάσσοντας χειραψία και με
εκείνη. Η παλάμη του ήταν ζεστή και στεγνή.
«Να ετοιμάσω καφέ;» ρώτησε η Σύνθια σχεδόν ψιθυριστά.
«Ναι… όχι, γιατί όχι», είπε ο Ρόι, καθώς ο θυμός ανταγωνιζόταν
ολοφάνερα τη νευρικότητά του, η οποία έμοιαζε να εντείνεται όσο ο
Στράικ στεκόταν δίπλα, μεγαλόσωμος κι ατάραχος, παρατηρώντας τον.
«Καθίστε, καθίστε», είπε γνέφοντας στον Στράικ προς έναν καναπέ που
σχημάτιζε γωνία με έναν δεύτερο.
Η Σύνθια έφυγε αμέσως από το δωμάτιο για να ετοιμάσει καφέ, κι ο
Στράικ με τη Ρόμπιν κάθισαν στο σημείο που τους υποδείχτηκε.
«Πάω να βοηθήσω τη Σύνθια», μουρμούρισε η Άννα, σπεύδοντας να
φύγει από το δωμάτιο και η Κιμ, ύστερα από έναν στιγμιαίο δισταγμό,
την ακολούθησε, αφήνοντας τον Στράικ και τη Ρόμπιν μόνους με τον Ρόι.
Ο γιατρός πήρε θέση σε μια βελούδινη πολυθρόνα με ψηλή πλάτη και
κοίταξε αγριεμένος ολόγυρα. Δεν έδειχνε καλά. Το φούντωμα του
εκνευρισμού υποχωρούσε, με αποτέλεσμα να μοιάζει στραγγισμένος. Οι
κάλτσες του είχαν πέσει γύρω από τους ισχνούς αστραγάλους του.
Ακολούθησε μία από τις πλέον άβολες σιωπές που είχε βιώσει ποτέ της
η Ρόμπιν. Κυρίως για να αποφύγει να κοιτάξει τον Ρόι, άφησε το βλέμμα
της να πλανηθεί ολόγυρα στο μεγάλο δωμάτιο, το οποίο ήταν εξίσου
παλιομοδίτικο με το χολ. Στη γωνία έστεκε ένα πιάνο με ουρά. Τα μεγάλα
παράθυρα έβλεπαν προς έναν πελώριο κήπο, όπου μια μακριά ορθογώνια
λίμνη για ψαράκια εκτεινόταν ακριβώς παραμέσα από το πλακόστρωτο,
στην απέναντι άκρη της οποίας διακρινόταν ένα σκεπαστό πέτρινο
περίπτερο που θύμιζε ναό, κι όπου οι άνθρωποι θα μπορούσαν είτε να
καθίσουν για να χαζέψουν τα ψάρια, που μετά βίας διακρίνονταν τώρα
κάτω από τους κύκλους που σχημάτιζαν οι σταγόνες της βροχής
πέφτοντας στην επιφάνεια του νερού, είτε να στρέψουν το βλέμμα τους
προς το απέραντο γρασίδι, με τα μεγάλα δέντρα του και τα φροντισμένα
παρτέρια.
Ένα πλήθος δερματόδετων βιβλίων και μπρούντζινων αρχαιοπρεπών
αγαλματιδίων κατέκλυζαν τις βιβλιοθήκες και τις προθήκες. Ένα ξύλινο
τελάρο έστεκε στη γωνία που σχημάτιζαν οι καναπέδες, πάνω στο οποίο
απλωνόταν ένα ιδιαίτερα όμορφο ημιτελές κέντημα, φτιαγμένο από
μεταξωτά νήματα. Το σχέδιο είχε ιαπωνικές επιρροές, καθώς απεικόνιζε
δυο ψάρια κόι να κολυμπούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Η Ρόμπιν
αναρωτιόταν αν θα ήταν ευγενικό να κάνει κάποιο σχόλιο, να ρωτήσει αν
ήταν έργο της Σύνθια, όταν ο Στράικ πήρε τον λόγο.
«Ποιος ήταν κλασικιστής στο σπίτι;»
«Ορίστε;» είπε ο Ρόι. «Α, ο πατέρας μου».
Το αλαφιασμένο βλέμμα του στράφηκε προς τα διάφορα μπρούντζινα
και μαρμάρινα αγαλματίδια που βρίσκονταν διάσπαρτα στο δωμάτιο.
«Σπούδασε Αρχαία Γραμματεία στο Κέιμπριτζ».
«Α», έκανε ο Στράικ, οπότε η παγερή σιωπή συνεχίστηκε.
Μια ριπή ανέμου έστειλε ακόμη περισσότερες σταγόνες βροχής πάνω
στο παράθυρο. Η Ρόμπιν διέκρινε με ανακούφιση το κουδούνισμα από
κουταλάκια του τσαγιού και τα βήματα των τριών γυναικών που
επέστρεφαν.
Η Σύνθια, που πέρασε πρώτη στο δωμάτιο, ακούμπησε έναν δίσκο του
τσαγιού πάνω στο τραπεζάκι αντίκα που στεκόταν ανάμεσα στους
καναπέδες. Το έπιπλο κουνήθηκε ελαφρά από το βάρος. Η Άννα απόθεσε
εκεί ένα μεγάλο κέικ, τοποθετημένο σε βάση με πόδι.
Η Άννα και η Κιμ κάθισαν πλάι πλάι στον ελεύθερο καναπέ, κι όταν πια
η Σύνθια είχε σύρει αρκετά βοηθητικά τραπεζάκια, ώστε να ακουμπήσει ο
καθένας το τσάι του, κι έκοψε κομμάτια κέικ για εκείνους που θέλησαν
να το δοκιμάσουν, κάθισε κι εκείνη δίπλα στις δύο γυναίκες με ύφος
τρομαγμένο.
«Λοιπόν», είπε κάποια στιγμή ο Ρόι, απευθυνόμενος στον Στράικ. «Θα
με ενδιέφερε να ακούσω τι πιθανότητες θεωρείτε πως υπάρχουν να
φέρετε στο φως όσα η Μητροπολιτική Αστυνομία απέτυχε να διαλευκάνει
εδώ και τέσσερις δεκαετίες».
Η Ρόμπιν ήταν βέβαιη πως ο Ρόι σχεδίαζε αυτή την επιθετική εισαγωγή
στη διάρκεια της παρατεταμένης και επώδυνης σιωπής.
«Σχετικά μικρές», απάντησε ο Στράικ χωρίς περιστροφές, αφού πρώτα
κατάπιε μια μεγάλη μπουκιά από το κέικ που του είχε προσφέρει η
Σύνθια, «αν και έχουμε μια νέα πληροφορία, σύμφωνα με την οποία η
πρώτη σας σύζυγος φέρεται να εθεάθη σε σημείο που δεν ήταν γνωστό
στις Αρχές και θα θέλαμε να συζητήσουμε αυτό το θέμα μαζί σας».
Ο Ρόι φάνηκε να σαστίζει.
«Φέρεται να εθεάθη», υπογράμμισε ο Στράικ ακουμπώντας κάτω το
πιάτο του και φέρνοντας το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του,
για να πιάσει το σημειωματάριό του. «Προφανώς, βέβαια… Θαυμάσιο
κέικ, κυρία Φιπς», είπε απευθυνόμενος στη Σύνθια.
«Ω, σας ευχαριστώ», είπε εκείνη με ψιλή φωνή. «Καφές και καρύδι
ήταν το αγαπημένο της Άννας, όταν ήταν μικρή… καλά δε λέω, αγαπούλα
μου;» είπε, όμως η μόνη απάντηση της Άννας ήταν ένα σφιγμένο
χαμόγελο.
«Την πληροφορία αυτή μας την έδωσε μια άλλοτε συνάδελφος της
συζύγου σας, η Τζάνις Μπίτι».
Ο Ρόι κούνησε το κεφάλι και σήκωσε νευρικά τους ώμους του,
θέλοντας να δείξει πως το όνομα δεν του έλεγε κάτι.
«Ήταν η νοσοκόμα που εργαζόταν στην κλινική της οδού Σεντ Τζον»,
διευκρίνισε ο Στράικ.
«Α», έκανε ο Ρόι. «Ναι. Νομίζω πως ήρθε μια φορά στο σπίτι για ένα
μπάρμπεκιου. Μου έδωσε την εντύπωση αξιοπρεπούς γυναίκας…
Παταγώδης αποτυχία εκείνο το απόγευμα. Παταγώδης. Εκείνα τα παιδιά
ήταν απαίσια… θυμάσαι;» ρώτησε απότομα τη Σύνθια.
«Ναι», έσπευσε να συμφωνήσει η Σύνθια, «όχι, ήταν μάλιστα ένα
αγόρι, πραγματικά πολύ…»
«Έριξε αλκοόλ στον ανάμεικτο χυμό», αλύχτησε ο Ρόι. «Βότ­κα.
Κάποιος έκανε εμετό».
«Η Γκλόρια», είπε η Σύνθια.
«Δε θυμάμαι πώς τους έλεγαν όλους εκείνους τους ανθρώπους», είπε ο
Ρόι, γνέφοντας νευρικά με το χέρι του. «Γέμισε με εμετούς το μπάνιο του
ισογείου. Αηδία».
«Το αγόρι που λέτε μήπως ήταν ο Καρλ Όουκντεν;» ρώτησε ο Στράικ.
«Αυτός ήταν», είπε ο Ρόι. «Βρήκαμε αργότερα το μπουκάλι της βότκας
άδειο, κρυμμένο σε μια αποθήκη στον κήπο. Είχε τρυπώσει κρυφά στο
σπίτι και το είχε πάρει από το ντουλάπι με τα ποτά».
«Ναι», είπε η Σύνθια, «κι ύστερα έσπασε…»
«Το κρυστάλλινο μπολ της μητέρας μου και μισή ντουζίνα ποτήρια.
Έριξε μια μπάλα του κρίκετ ακριβώς εκεί όπου είχε στηθεί το
μπάρμπεκιου. Η νοσοκόμα ανέλαβε να τα καθαρίσει όλα, για να με
διευκολύνει, γιατί… καλοσύνη της. Ήξερε πως εγώ δεν μπορούσα να…
σπασμένα γυαλιά», είπε ο Ρόι με ένα νευρικό νεύμα.
«Το θετικό τουλάχιστον», είπε η Σύνθια με μια υποψία γέλιου, «ήταν
πως έσπασε το μπολ μέσα στο οποίο ήταν ο πειραγμένος χυμός, οπότε
κανείς άλλος δεν αρρώστησε».
«Εκείνο το μπολ ήταν αυθεντικό κομμάτι αρ ντεκό», είπε ο Ρόι
αγέλαστος. «Ήταν μια καταστροφή όλη εκείνη η ιστορία. Το είπα στη
Μάργκοτ», συνέχισε, κι έκανε μια παύση για ένα δευτερόλεπτο, όταν
πρόφερε το όνομά της, οπότε η Ρόμπιν αναρωτήθηκε πότε το είχε
αρθρώσει για τελευταία φορά, «της είπα: “Δεν ξέρω τι ελπίζεις πως θα
καταφέρεις εδώ”. Άλλωστε, ο άλλος δεν είχε έρθει, εκείνος με τον οποίο
προσπαθούσε να συμφιλιωθεί… ο γιατρός με τον οποίο δεν τα πήγαινε
καλά, να δεις πώς τον έλεγαν…;»
«Τζόζεφ Μπρένερ», είπε η Ρόμπιν.
«Μπρένερ, ακριβώς. Αυτός είχε αρνηθεί την πρόσκληση, οπότε προς τι
όλη εκείνη η αναστάτωση; Όμως όχι, έπρεπε να θυσιάσουμε το Σάββατό
μας για να περιποιηθούμε όλο εκείνο το σμάρι, και το ευχαριστώ ήταν να
μας κλέψουν τα ποτά και να μας σπάσουν τα πράγματά μας».
Οι γροθιές του Ρόι ακουμπούσαν πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας
του. Έλυσε για μια στιγμή τα μακριά του δάχτυλα, σε μια κίνηση που
θύμιζε κάβουρα που ξεδίπλωνε τα πόδια του, κι ύστερα τα έκλεισε και
πάλι σφιχτά σε γροθιά.
«Εκείνο το ίδιο αγόρι, ο Όουκντεν, έγραψε αργότερα ένα βιβλίο για τη
Μάργκοτ», συνέχισε ο Ρόι. «Χρησιμοποίησε και μια φωτογραφία από
εκείνο το αναθεματισμένο μπάρμπεκιου, για να προσδώσει βαρύτητα
στον ισχυρισμό πως αυτός και η μητέρα του ήξεραν τα πάντα για την
προσωπική μας ζωή. Οπότε, ναι», κα­τέληξε ο Ρόι ψυχρά, «δεν ήταν μία
από τις καλύτερες ιδέες της Μάργκοτ».
«Εντάξει, προσπαθούσε να βελτιώσει το κλίμα στη δουλειά, έτσι δεν
είναι;» είπε η Άννα. «Εσύ ποτέ δε χρειάστηκε να διαχειριστείς
διαφορετικές προσωπικότητες στη δουλειά σου…»
«Α, μάλιστα, ώστε ξέρεις τα πάντα και για τη δουλειά μου, σωστά,
Άννα;»
«Πάντως δεν ήταν το ίδιο με το να εργάζεσαι ως γενικός ιατρός, καλά
δε λέω;» επέμεινε η Άννα. «Εσύ έδινες διαλέξεις, ασχολιόσουν με την
έρευνα, δεν έπρεπε να κουμαντάρεις καθαρίστριες και ρεσεψιονίστ κι ένα
σωρό άτομα που δεν ήταν του επαγγέλματος».
«Η αλήθεια είναι πως φέρθηκαν πολύ άκομψα, Άννα», είπε η Σύνθια,
σπεύδοντας ως όφειλε να υποστηρίξει τον Ρόι. «Όχι, πραγματικά δεν
ήταν. Δε θέλησα να το αναφέρω ποτέ… δεν ήθελα να δημιουργήσω
εντάσεις… όμως μία από τις γυναίκες ανέβηκε κρυφά επάνω, στο
δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά σου».
«Ορίστε;» αγρίεψε ο Ρόι.
«Ναι», είπε η Σύνθια νευρικά. «Όχι, πήγα επάνω για να αλλάξω πάνα
στην Άννα κι άκουσα θόρυβο εκεί μέσα. Μπήκα στο δωμάτιο κι η άλλη
στεκόταν και κοίταζε τα ρούχα της Μάργκοτ μέσα στην ντουλάπα».
«Ποια ήταν;» ρώτησε ο Στράικ.
«Η ξανθιά. Η ρεσεψιονίστ, όχι η Γκλόρια, η άλλη».
«Η Αϊρίν», είπε ο Στράικ. «Και δεν κατάλαβε ότι την είχατε δει;»
«Το κατάλαβε. Αφού μπήκα μέσα στο δωμάτιο κρατώντας την Άννα».
«Και τι είπε όταν σας είδε;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Κοιτάξτε, ντράπηκε κάπως», είπε η Σύνθια. «Λογικό κι επόμενο,
σωστά; Γέλασε και είπε: “Άτιμο πράγμα η περιέργεια” κι ύστερα πέρασε
από δίπλα μου κι έφυγε».
«Θεέ και Κύριε», είπε ο Ρόι Φιπς κουνώντας το κεφάλι του. «Ποιος
προσέλαβε αυτά τα άτομα;»
«Δηλαδή, απλώς κοιτούσε;» ρώτησε η Ρόμπιν τη Σύνθια. «Ή μήπως
σκεφτήκατε πως είχε πάει εκεί μέσα για να…»
«Α, δε νομίζω να είχε πάρει κάτι», είπε η Σύνθια. «Ούτε και καταλάβατε
ποτέ… δεν έλειψε κάτι από τη Μάργκοτ, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον Ρόι.
«Όχι, όμως και πάλι έπρεπε να μου το είχες πει εκείνη τη στιγμή»,
απάντησε εκνευρισμένος ο Ρόι.
«Δεν ήθελα να δημιουργήσω αναστάτωση. Ήσουν ήδη… να, ήταν μια
δύσκολη μέρα, σωστά;»
«Σχετικά με τη φερόμενη εμφάνιση», είπε ο Στράικ, οπότε περιέγραψε
στην οικογένεια την από τρίτο χέρι μαρτυρία του Τσάρλι Ράματζ, ο
οποίος ισχυρίστηκε πως είχε δει τη Μάργκοτ να περιφέρεται ανάμεσα
στους τάφους, στην αυλή μιας εκκλησίας στο Λίμινγκτον Σπα.
«…η Ρόμπιν έχει μιλήσει με τη χήρα του Ράματζ, η οποία επιβεβαίωσε
τους βασικούς άξονες της μαρτυρίας του, αν και δεν μπορούσε να πάρει
όρκο πως ήταν η Μάργκοτ η γυναίκα που νόμιζε ο μακαρίτης πως είχε
δει, κι όχι μια άλλη, επίσης αγνοούμενη γυναίκα. Η πληροφορία αυτή δε
φαίνεται να κατατέθηκε στην αστυνομία, οπότε ήθελα να ρωτήσω αν η
Μάργκοτ είχε την οποιαδήποτε σχέση με το Λίμινγκτον Σπα, εξ όσων
γνωρίζετε;»
«Καμία απολύτως», απάντησε ο Ρόι, ενώ η Σύνθια έγνεψε αρνητικά.
Ο Στράικ κράτησε μια σημείωση.
«Σας ευχαριστώ. Παρεμπιπτόντως, μιας και αναφερθήκαμε σε αυτή την
περίπτωση», είπε ο Στράικ, «μήπως θα ήταν εύκολο να ανατρέχαμε και
στις άλλες μαρτυρίες ανθρώπων που ισχυρίστηκαν πως είχαν δει τη
Μάργκοτ;»
Η Ρόμπιν είχε την υποψία πως καταλάβαινε τον σκοπό του Στράικ.
Οσοδήποτε στενάχωρη για τους ανθρώπους σ’ εκείνο το δωμάτιο κι αν
ήταν η σκέψη πως η Μάργκοτ θα μπορούσε να είναι ακόμη ζωντανή, ο
Στράικ ήθελε να ξεκινήσει τη συζήτηση από μια αφετηρία που δε
θεωρούσε δεδομένη την ερμηνεία της δολοφονίας.
«Η γυναίκα στα ΣΕΑ του Μπέρμιγχαμ, η μητέρα στο Μπράιτον, η άλλη
που είχε βγάλει βόλτα τον σκύλο της στο Ίστμπερν», άρχισε να απαριθμεί
ο Ρόι, πριν προλάβει ο Στράικ να αρθρώσει άλλη λέξη. «Για ποιο λόγο να
κυκλοφορεί σε δημόσιους χώρους σοφάροντας και βγάζοντας βόλτα
σκύλους; Εάν υποτεθεί πως είχε εξαφανιστεί αυτοβούλως, προφανώς δε
θα ήθελε να την εντοπίσει κανείς. Το αυτό ισχύει και για τους περιπάτους
σε νεκροταφεία».
«Πράγματι», συμφώνησε ο Στράικ. «Όμως υπήρξε μια μαρτυρία…»
«Στο Γουόργουικ», είπε ο Ρόι. «Ναι».
Οι δύο σύζυγοι κοιτάχτηκαν φευγαλέα. Ο Στράικ περίμενε. Ο Ρόι
ακούμπησε στο τραπεζάκι μπροστά του το φλιτζάνι με το πιατάκι του και
γύρισε να κοιτάξει την κόρη του.
«Είσαι απολύτως βέβαιη πως θέλεις να το κάνεις αυτό, Άννα, σωστά;»
ρώτησε, κοιτάζοντας την αμίλητη κόρη του. «Απολύτως, απολύτως
βέβαιη;»
«Τι εννοείς;» απάντησε εκείνη απότομα. «Γιατί νομίζεις πως προσέλαβα
αυτούς τους ντετέκτιβ; Για πλάκα;»
«Εντάξει λοιπόν», είπε ο Ρόι, «εντάξει. Εκείνη η περίπτωση μου
προκάλεσε… μου προκάλεσε εντύπωση, καθώς ο άλλοτε σύντροφος της
συζύγου μου, ένας άντρας ονόματι Πολ Σάτσγουελ, καταγόταν από το
Γουόργουικ. Με τον άντρα αυτό είχε… επανασυνδεθεί πριν από την
εξαφάνισή της».
«Μα, για όνομα του Θεού», είπε η Άννα με ένα σφιγμένο, κοφτό γέλιο,
«σοβαρά νόμιζες πως δεν ξέρω ποιος ήταν ο Πολ Σάτσγουελ; Εννοείται
πως ξέρω!» Η Κιμ άπλωσε το χέρι κι ακούμπησε την παλάμη της πάνω
στο πόδι της συζύγου της, αν και δεν ήταν ξεκάθαρο αν επιχειρούσε να
την παρηγορήσει ή να τη συγκρατήσει. «Δεν έχεις ακούσει να μιλάνε για
το διαδίκτυο, μπαμπά, ή τα αρχεία των εφημερίδων; Έχω δει εκείνη τη
γελοία φωτογραφία του Σάτσγουελ, με το πουκάμισο ανοιχτό μέχρι τον
αφαλό, να φαίνεται το τριχωτό του στήθος και τα χαϊμαλιά του, και ξέρω
πως η μητέρα μου πήγε για ένα ποτό μαζί του τρεις εβδομάδες πριν
εξαφανιστεί! Όμως ήταν ένα ποτό, τίποτε περισσότερο…»
«Ένα ποτό, ε;» σχολίασε δηκτικά ο Ρόι. «Σ’ ευχαριστώ για τη
διαβεβαίωση, Άννα. Σ’ ευχαριστώ για τη βαθιά σου γνώση του τι
πραγματικά συνέβαινε. Πρέπει να είναι θαυμάσιο να είσαι
παντογνώστρια…»
«Ρόι», ψιθύρισε η Σύνθια.
«Δηλαδή τι προσπαθείς να μου πεις, πως ήταν κάτι περισσότερο από
ένα ποτό;» τον ρώτησε η Άννα, που έδειχνε ταραγμένη. «Όχι, δεν ήταν,
ντροπή σου να υπαινίσσεσαι κάτι τέτοιο! Η Ούνα λέει…»
«Α, μάλιστα, ναι, τώρα κατάλαβα!» αναφώνησε ο Ρόι, ενώ τα
ρουφηγμένα μάτια του έπαιρναν μια μαβιά απόχρωση, καθώς οι παλάμες
του γράπωναν τα μπράτσα της πολυθρόνας του, «αφού το λέει η Ούνα,
έληξε, δε χρειάζεται να πούμε κάτι άλλο! Τώρα εξηγούνται όλα!»
«Ποια όλα εξηγούνται;» ρώτησε επιτακτικά η Άννα.
«Αυτό!» φώναξε ο Ρόι, στρέφοντας το τρεμάμενο, οργωμένο από
πεταγμένες φλέβες, πρησμένο χέρι του προς τον Στράικ και τη Ρόμπιν.
«Η Ούνα Κένεντι κρύβεται πίσω απ’ όλο αυτό, έτσι δεν είναι; Έπρεπε να
το είχα καταλάβει πως δεν είχα ξεμπερδέψει με δαύτη!»
«Για όνομα του Θεού, Ρόι», είπε μεγαλόφωνα η Κιμ, «είναι εξωφρενικό
να…»
«Η Ούνα Κένεντι είχε φαγωθεί να με συλλάβουν!»
«Μπαμπά, αυτό δεν είναι αλήθεια και το ξέρεις!» είπε η Άννα
απομακρύνοντας εκνευρισμένη την παλάμη της Κιμ που σκέπαζε το πόδι
της. «Έχεις μια μακάβρια εμμονή με την Ούνα…»
«Με ζάλιζε συνέχεια να υποβάλω καταγγελία για τον Τάλμποτ…»
«Και γιατί δεν την έκανες, ρε γαμώτο;» φώναξε η Άννα. «Ο τύπος είχε
σαλτάρει, δεν ήξερε τι του γινόταν!»
«Ρόι!» κλαψούρισε και πάλι η Σύνθια, καθώς ο Ρόι έγερνε προς τα
εμπρός, στην κατεύθυνση της κόρης του, πάνω από το υπερβολικά μικρό
στρογγυλό τραπέζι, εκεί όπου ισορροπούσε οριακά το κέικ.
Χειρονομώντας έξαλλα, μπλαβής, φώναξε:
«Η αστυνομία έκανε το σπίτι άνω-κάτω, έψαχναν τα πράγματα της
μητέρας σου, στον κήπο είχαν αμολήσει σκύλους, αναζητούσαν κάτι,
οτιδήποτε, προκειμένου να με συλλάβουν, κι εγώ έπρεπε εκείνη την ώρα
να υποβάλω επίσημη καταγγελία σε βάρος του επικεφαλής των ερευνών;
Τι εντύπωση θα έδινα, αν το είχα κάνει;»
«Αφού ο άνθρωπος ήταν ανίκανος!»
«Κι αυτό το ξέρεις από προσωπική εμπειρία, δεσποινίς Παντογνώστρια;
Τον γνώριζες προσωπικά;»
«Αν δεν ήταν, γιατί τον αντικατέστησαν; Γιατί όπου κι αν κοιτάξεις σε
αυτή την υπόθεση, βρομάει από την ανικανότητά του; Η αλήθεια είναι»,
είπε η Άννα καρφώνοντας με τον δείκτη της τον αέρα ανάμεσα στην ίδια
και στον πατέρα της, «πως εσύ και Σύνθια λατρεύατε τον Μπιλ Τάλμποτ,
γιατί σε νόμιζε αθώο από την πρώτη στιγμή και…»
«Νόμιζε πως ήμουν αθώος;» βρυχήθηκε ο Ρόι. «Μάλιστα, ευχαριστώ
πολύ, είναι καλό να ξέρω πως δεν έχει αλλάξει το παραμικρό απ’ όταν
ήσουν δεκατριών χρονών…»
«Ρόι!» αναφώνησαν ταυτόχρονα η Σύνθια και η Κιμ.
«…και με κατηγόρησες πως έχτισα τη λιμνούλα για τα ψάρια πάνω στο
σημείο όπου την είχα θάψει!»
Η Άννα ξέσπασε σε κλάματα και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο, έτσι
που παραλίγο να σκοντάψει στα πόδια του Στράικ. Έχοντας την υποψία
πως επρόκειτο να ακολουθήσει μαζική έξοδος, ο ντετέκτιβ μάζεψε τα
πόδια του.
«Πότε ακριβώς», είπε η ψυχρά η Κιμ στον πεθερό της, «σκοπεύεις να
συγχωρέσεις την Άννα για κάποια πράγματα που είπε όταν ήταν παιδί
ακόμη, μπερδεμένη, αντιμέτωπη με μια φρικτή κατάσταση;»
«Ενώ η κατάσταση που αντιμετώπιζα εγώ ήταν ασήμαντη, σωστά;
Ασήμαντη!» φώναξε ο Ρόι, οπότε, όπως είχε υποψιαστεί ο Στράικ,
σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο όσο γρηγορότερα του επέτρεπαν τα
πόδια του, δηλαδή κουτσαίνοντας έντονα.
«Για όνομα του Θεού», μουρμούρισε η Κιμ, δρασκελίζοντας στο κατόπι
του Ρόι και της Άννα, οπότε παραλίγο να τρακάρει στην πόρτα με τη
Σύνθια, που ήδη είχε πεταχτεί επάνω για να ακολουθήσει τον Ρόι.
Η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Στη λιμνούλα έξω, η βροχή εξακολουθούσε
να σχηματίζει κύκλους. Ο Στράικ ξεφύσησε, κοιτάχτηκε με τη Ρόμπιν,
ύστερα έπιασε το πιάτο του και συνέχισε να τρώει το κέικ του.
«Είμαι τελείως νηστικός», είπε μπουκωμένος, απαντώντας στο βλέμμα
που του έριξε η Ρόμπιν. «Δεν πρόλαβα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου.
Κι είναι νόστιμο κέικ».
Από μακριά άκουσαν φωνές και λίγο μετά μια δεύτερη πόρτα να κλείνει
με κρότο.
«Λες να έληξε η συνάντηση;» μουρμούρισε η Ρόμπιν.
«Όχι», απάντησε ο Στράικ, ενώ συνέχιζε να τρώει. «Θα επιστρέψουν».
«Θύμισέ μου τι ακριβώς συνέβη στο Γουόργουικ», του είπε η Ρόμπιν.
Δεν είχε προλάβει παρά να ρίξει μια γρήγορη ματιά στον κατάλογο που
της είχε στείλει ο Στράικ, με τις μαρτυρίες ανθρώπων που ισχυρίζονταν
πως είχαν δει τη Μάργκοτ. Δεν της είχε φανεί κάτι το ιδιαίτερα
ενδιαφέρον εκεί.
«Μια γυναίκα ζήτησε να της χαλάσουν ένα χαρτονόμισμα σε μια παμπ
και η ιδιοκτήτρια νόμιζε πως ήταν Μάργκοτ. Δύο ημέρες αργότερα μια
ώριμη φοιτήτρια παρουσιάστηκε στις Αρχές, δηλώνοντας πως εκείνη
ήταν που ζήτησε τα ψιλά, όμως η ιδιοκτήτρια της παμπ δεν ήταν βέβαιη
πως αυτή ήταν η γυναίκα. Η αστυνομία όμως ήταν βέβαιη».
Ο Στράικ έβαλε μια ακόμη μεγάλη μπουκιά κέικ στο στόμα του, προτού
πει:
«Δε νομίζω πως έχει κάποιο ενδιαφέρον εκείνη η μαρτυρία. Δηλαδή…»
συνέχισε καταπίνοντας και ρίχνοντας με νόημα μια ματιά προς την πόρτα
του δωματίου, «απέκτησε κάποιο ενδιαφέρον προ ολίγου».
Ο Στράικ συνέχισε να τρώει κέικ, ενώ το βλέμμα της Ρόμπιν στρεφόταν
ολόγυρα στο δωμάτιο, καταλήγοντας να σταθεί πάνω σε ένα
επιχρυσωμένο ρολόι εξαιρετικής ασχήμιας πάνω στο τζάκι. Ρίχνοντας μια
κλεφτή ματιά στην πόρτα, σηκώθηκε για να το παρατηρήσει. Μια
επίχρυση θεά της κλασικής αρχαιότητας, με κράνος στο κεφάλι, καθόταν
πάνω στο περίτεχνο βαρύ πλαίσιο.
«Η Παλλάδα Αθηνά», είπε ο Στράικ στρέφοντας το πιρούνι του προς τη
μορφή.
Στη βάση του ρολογιού υπήρχε ένα συρτάρι, με ένα μικρό μπρούντζινο
χερούλι. Έχοντας κατά νου το σχόλιο της Σύνθια για τα μηνύματα που
αντάλλασσαν εκεί ο Ρόι και η Μάργκοτ, άνοιξε το συρτάρι. Ήταν
ντυμένο με κόκκινη τσόχα και άδειο.
«Λες να είναι ακριβό κομμάτι;» ρώτησε τον Στράικ όπως έκλεινε το
συρτάρι.
«Πού να ξέρω. Γιατί;»
«Αλλιώς γιατί το κρατάνε; Είναι απαίσιο».
Στο δωμάτιο διακρίνονταν δύο διαφορετικές αισθητικές, οι οποίες δε
συνδυάζονταν καθόλου, σκέφτηκε η Ρόμπιν όπως κοίταζε τριγύρω,
έχοντας συνέχεια τον νου της μήπως ακουγόταν η οικογένεια να
επιστρέφει. Οι δερματόδετοι τόμοι με έργα του Οβίδιου και του Πλινίου,
καθώς και τα βικτοριανά αντίγραφα αγαλμάτων της κλασικής εποχής,
ανάμεσά τους και ένα ζευγάρι μικροσκοπικών λεόντων των Μεδίκων, ένα
αντίγραφο Παρθένου και ένας Ερμής ανασηκωμένος στις μύτες των
δαχτύλων, πάνω στη βαριά μπρούντζινη βάση του λογικά εξέφραζαν την
αισθητική του πατέρα του Ρόι, ενώ αντίθετα η Ρόμπιν υποψιαζόταν πως η
μητέρα του είχε επιλέξει τις άνοστες υδατογραφίες τοπίων και βοτανικών
κήπων, τα ντελικάτα αντικέ έπιπλα και τις εμπριμέ κουρτίνες.
Η Ρόμπιν αναρωτήθηκε για ποιο λόγο ο Ρόι δεν είχε πάρει ποτέ την
απόφαση να σαρώσει τα πάντα και να αλλάξει διακόσμηση. Μήπως από
σεβασμό προς τη μνήμη των γονιών του; Από έλλειψη φαντασίας; Ή
μήπως το ασθενικό αγοράκι, το δίχως άλλο κλεισμένο μέσα στο σπίτι για
μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας, είχε αναπτύξει κάποιο δέσιμο με
εκείνα τα αντικείμενα, που δεν του επέτρεπε να τα παραμερίσει; Τόσο ο
ίδιος όσο και η Σύνθια πρέπει να είχαν κάνει ελάχιστες παρεμβάσεις στο
δωμάτιο, πέραν του να προσθέσουν λιγοστές οικογενειακές φωτογραφίες
δίπλα στις ξεθωριασμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες των γονιών του Ρόι
και του ίδιου του Ρόι όταν ήταν παιδί. Η μόνη που κέντρισε το
ενδιαφέρον της Ρόμπιν ήταν μια οικογενειακή φωτογραφία που έδειχνε
να έχει τραβηχτεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν ο Ρόι είχε ακόμη
όλα του τα μαλλιά, ενώ εκείνα της Σύνθια ήταν πυκνά και σπαστά. Τα
δύο παιδιά που είχαν αποκτήσει, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, έμοιαζαν με
την Άννα. Κανείς δε θα φανταζόταν, βλέποντάς τα, πως είχαν διαφορετική
μητέρα.
Η Ρόμπιν πήγε στο παράθυρο. Η επιφάνεια της μακρόστενης τυπικής
λιμνούλας εκεί έξω, με το πέτρινο περίπτερο στο βάθος, καλυπτόταν
πλέον από τόσο πυκνούς κύκλους, ώστε τα ζωηρόχρωμα κόκκινα, λευκά
και μαύρα σχήματα που κινούνταν κάτω από την επιφάνεια, μετά βίας
διακρίνονταν ως ψάρια. Μάλιστα, εκεί μέσα κολυμπούσε ένα ιδιαίτερα
μεγάλο πλάσμα, κατάλευκο και μαύρο, το οποίο πρέπει να ήταν πάνω από
εξήντα πόντους μακρύ. Κανονικά, το είδωλο του μικρού περιπτέρου θα
έπρεπε να αντανακλάται πάνω στη λεία επιφάνεια της λιμνούλας, όμως
σήμερα ερχόταν απλώς να προσθέσει ένα επιπλέον στρώμα διαθλασμένου
γκρίζου στην απέναντι άκρη της λιμνούλας. Στο δάπεδο εκτεινόταν ένα
περίεργα οικείο σχέδιο.
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν, ακριβώς τη στιγμή που ο Στράικ έλεγε:
«Εδώ δες».
Γύρισαν και κοιτάχτηκαν. Ο Στράικ, που είχε αποτελειώσει το κέικ του,
στεκόταν τώρα δίπλα σε ένα από τα αγαλματίδια του πατέρα του Ρόι, το
οποίο είχε διαφύγει της προσοχής της Ρόμπιν. Ήταν ένα μπρούντζινο
γλυπτό, περίπου τριάντα εκατοστών, το οποίο απεικόνιζε έναν γυμνό
άντρα, με ένα ύφασμα ριγμένο γύρω από τους ώμους του, να κρατά ένα
φίδι. Η Ρόμπιν απόρησε αρχικά και χρειάστηκε να μεσολαβήσουν μερικά
δευτερόλεπτα, μέχρι να καταλάβει για ποιο λόγο τής το έδειχνε ο Στράικ.
«Α… το φιδίσιο σύμβολο που σκαρφίστηκε ο Τάλμποτ και ταύτισε με
τον Ρόι;»
«Ακριβώς. Αυτός είναι ο Ασκληπιός», είπε ο Στράικ. «Ο Έλληνας θεός
της ιατρικής. Εσύ τι βρήκες;»
«Κοίταξε το δάπεδο εκείνου του περιπτέρου. Το σχέδιο στην πέτρα».
Ο Στράικ πήγε και στάθηκε δίπλα της στο παράθυρο.
«Α», έκανε. «Τα θεμέλια αυτού του κτίσματος διακρίνονται σε μία από
τις φωτογραφίες από το μπάρμπεκιου της Μάργκοτ. Εκείνο το διάστημα
το έχτιζαν».
Στο δάπεδο του περιπτέρου εκτεινόταν ένας σταυρός του Αγίου Ιωάννη,
χαραγμένος πάνω στον σκουρότερο γρανίτη. «Ενδιαφέρουσα επιλογή
σχεδίου», είπε ο Στράικ.
«Ξέρεις», είπε η Ρόμπιν γυρνώντας να κοιτάξει το δωμάτιο, «οι
μανιακοί άνθρωποι συχνά νομίζουν πως γίνονται αποδέκτες υπερφυσικών
μηνυμάτων. Πράγματα που οι λογικοί θα χαρακτήριζαν συμπτώσεις».
«Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ», είπε ο Στράικ έτσι όπως γυρνούσε
να κοιτάξει τη μορφή της Παλλάδας Αθηνάς πάνω στο κακόγουστο ρολόι.
«Για έναν άνθρωπο σε κατάσταση σύγχυσης όπως ήταν ο Τάλμποτ,
φαντάζομαι πως το δωμάτιο αυτό θα φάνταζε κατάμεστο από
αστρολογικά…»
Η φωνή του Ρόι ακούστηκε από το χολ, έξω από το σαλόνι.
«…μην κατηγορήσεις εμένα όμως…»
Η πόρτα άνοιξε και σύσσωμη η οικογένεια άρχισε να μπαίνει στο
δωμάτιο.
«…αν ακούσει πράγματα που δε θα της αρέσουν!» ολοκλήρωσε τη
φράση του ο Ρόι, απευθυνόμενος στη Σύνθια, η οποία τον ακολουθούσε
κατά πόδας και έμοιαζε φοβισμένη. Το πρόσωπο του Ρόι είχε αποκτήσει
και πάλι μία αφύσικη μπλάβα χροιά, αν και η επιδερμίδα γύρω από τα
μάτια του διατηρούσε τον ικτερικό της τόνο.
Φάνηκε να αιφνιδιάζεται, βλέποντας τον Στράικ και τη Ρόμπιν να
στέκουν στο παράθυρο.
«Θαυμάζαμε τον κήπο σας», είπε ο Στράικ, καθώς μαζί με τη Ρόμπιν
επέστρεφαν στον καναπέ τους.
Ο Ρόι ρουθούνισε και κάθισε στην πολυθρόνα του και πάλι.
Βαριανάσαινε.
«Ζητώ συγγνώμη», είπε ύστερα από μερικές στιγμές. «Δε βλέπετε την
οικογένειά μας στα καλύτερά της».
«Είναι μια ιδιαίτερα φορτισμένη κατάσταση για όλους», είπε ο Στράικ,
καθώς η Άννα και η Κιμ επέστρεφαν στο δωμάτιο και έπαιρναν τις
προηγούμενες θέσεις τους στον δεύτερο καναπέ, όπου κάθισαν πιασμένες
χέρι χέρι. Η Σύνθια πήγε και κάθισε στην άκρη του καναπέ, δίπλα τους,
παρατηρώντας ανήσυχη τον Ρόι.
«Θέλω εδώ να πω κάτι», είπε ο Ρόι στον Στράικ. «Θέλω να καταστήσω
απολύτως σαφές ότι…»
«Μα, για όνομα του Θεού, μία φορά μίλησα μαζί της στο τηλέφωνο!»
είπε η Άννα.
«Θα σε παρακαλούσα θερμά, Άννα», είπε ο Ρόι, που ανέπνεε με
δυσκολία, «να μου επιτρέψεις να ολοκληρώσω».
Απευθυνόμενος στον Στράικ, είπε:
«Η Ούνα Κένεντι με αντιπάθησε από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας
μου με τη Μάργκοτ. Ήταν κτητική απέναντι στη Μάργκοτ και
συμπτωματικά εκείνο το διάστημα είχε εγκαταλείψει τους κόλπους της
Εκκλησίας, ήταν από εκείνα τα άτομα που τηρούσαν ανταγωνιστική
στάση έναντι όσων παρέμεναν στους κόλπους της. Εκτός αυτού…»
«Δρ Φιπς», τον διέκοψε ο Στράικ, θέλοντας να αποφύγει το ενδεχόμενο
να μετατραπεί το απόγευμα σε μια ατέρμονη αντιλογία γύρω από την
Ούνα Κένεντι. «Θεωρώ σκόπιμο να σας ενημερώσω πως έχουμε μιλήσει
με την Ούνα, η οποία κατέστησε κάτι περισσότερο από σαφές ότι το
άτομο στο οποίο θεωρούσε πως πρέπει να επικεντρώσουμε τις
προσπάθειές μας είναι ο Πολ Σάτσγουελ».
Για μερικά δευτερόλεπτα ο Ρόι φάνταζε ανήμπορος να συλλάβει
πλήρως όσα είχε μόλις ακούσει.
«Βλέπεις;» είπε η Άννα εξοργισμένη. «Πριν από λίγο υπαινίχτηκες πως
η σχέση της μητέρας μου με τον Σάτσγουελ δεν περιορίστηκε σε ένα
ποτό. Τι ακριβώς εννοούσες; Ή μήπως», είπε, οπότε η Ρόμπιν διέκρινε
την υποβόσκουσα ελπίδα, «ήσουν απλώς θυμωμένος και ξεσπούσες;»
«Όποιος επιμένει να περπατάει νύχτα, Άννα», είπε ο Ρόι, «δεν πρέπει
μετά να παραπονιέται όταν πατάει λάσπες».
«Άντε λοιπόν, τι περιμένεις», είπε η Άννα, «ρίξε τη λάσπη σου».
«Άννα», ψιθύρισε η Σύνθια, αλλά αγνοήθηκε πλήρως.
«Πολύ καλά», είπε ο Ρόι. «Πολύ καλά λοιπόν». Στράφηκε και πάλι στον
Στράικ και στη Ρόμπιν. «Τον πρώτο καιρό της σχέσης μας είδα ένα
σημείωμα του Σάτσγουελ, που είχε φυλάξει η Μάργκοτ. “Λατρεμένη μου
Μπρουνχίλντα”, έγραφε… έτσι την έλεγε χαϊδευτικά. Όπως τη Βαλκυρία,
ξέρετε. Η Μάργκοτ ήταν ψηλή. Ξανθιά».
Ο Ρόι έκανε μια παύση και ξεροκατάπιε.
«Περίπου τρεις εβδομάδες πριν εξαφανιστεί, γύρισε στο σπίτι και μου
είπε πως είχε συναντήσει τυχαία τον Σάτσγουελ στον δρόμο και ότι είχαν
πάει για ένα… αθώο ποτό».
Ξερόβηξε. Η Σύνθια συμπλήρωσε τσάι στο φλιτζάνι του.
«Μετά που… μετά που εξαφανίστηκε, χρειάστηκε να περάσω από την
κλινική, για να παραλάβω τα προσωπικά της αντικείμενα. Ανάμεσά τους
βρήκα και μια μικρή…»
Άνοιξε τον δείκτη και τον αντίχειρά του, αφήνοντας ανάμεσά τους
απόσταση περίπου επτά εκατοστών.
«…ξύλινη μορφή, έναν στιλιζαρισμένο Βίκινγκ, που είχε ακουμπισμένο
πάνω στο γραφείο της. Στη βάση της φιγούρας, γραμμένο με μελάνι, ήταν
το όνομα “Μπρουνχίλντα” και μια μικρή καρδιά».
Ο Ρόι ήπιε μια γουλιά από το φλιτζάνι του.
«Προφανώς, εγώ πρώτη φορά έβλεπα εκείνο το πράγμα. Και δεν
αποκλείεται ο Σάτσγουελ να κουβαλούσε τη φιγούρα πάνω του επί
χρόνια, σε περίπτωση που συναντούσε κάποια στιγμή τυχαία τη Μάργκοτ
στον δρόμο. Όμως εγώ συμπέρανα πως δεν είχαν βρεθεί μονάχα μία φορά
και ότι της είχε χαρίσει αυτό το… το ενθύμιο… σε κάποια επόμενη
συνάντηση. Το μόνο που ξέρω σίγουρα είναι πως πρώτη φορά το είδα
όταν πήγα να πάρω τα πράγματά της από την κλινική».
Η Ρόμπιν καταλάβαινε πως η Άννα ήθελε να προτείνει κάποια
εναλλακτική ερμηνεία, όμως ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί κάποιο
σφάλμα στο σκεπτικό του Ρόι.
«Αναφέρατε στην αστυνομία τις υποψίες σας;» ρώτησε ο Στράικ.
«Ναι», είπε ο Φιπς, «και αν δεν απατώμαι, ο Σάτσγουελ ισχυρίστηκε
πως δεν είχε υπάρξει καμία άλλη συνάντηση, πως είχε χαρίσει αυτή τη
φιγούρα στη Μάργκοτ πριν από χρόνια, τον καιρό που ήταν μαζί. Η
αστυνομία βέβαια δεν μπορούσε να αποδείξει το αντίθετο. Εγώ όμως δεν
είχα δει άλλη φορά εκείνο το πράγμα».
Η Ρόμπιν αναρωτήθηκε τι θα ήταν περισσότερο στενάχωρο: να
ανακαλύψεις πως η σύζυγός σου είχε κρυμμένο ένα ενθύμιο από κάποιον
πρώην σύντροφό της και κατέληξε να το τοποθετήσει σε ορατό σημείο
πολλά χρόνια αργότερα ή να της είχε προσφερθεί πρόσφατα.
«Πείτε μου», έλεγε εν τω μεταξύ ο Στράικ, «σας μίλησε κάποια στιγμή
η Μάργκοτ για ένα “όνειρο μαξιλαριού”;»
«Ένα… τι;» είπε ο Ρόι.
«Κάτι που της είχε πει ο Σάτσγουελ και είχε να κάνει με κάποιο
μαξιλάρι;»
«Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε», είπε ο Ρόι καχύποπτα.
«Μήπως ο επιθεωρητής Τάλμποτ ανέφερε κάποια στιγμή πως θεωρούσε
ότι ο Σάτσγουελ είχε πει ψέματα σχετικά με το πού βρισκόταν στις 11
Οκτωβρίου;»
«Όχι», είπε ο Ρόι, κι αυτή τη φορά είχε φανερά έκπληκτο ύφος. «Οι
Αρχές μου έδωσαν να καταλάβω πως ήταν απολύτως ικανοποιημένες με
το άλλοθί του».
«Ανακαλύψαμε», είπε ο Στράικ απευθυνόμενος αυτή τη φορά στην
Άννα, «ότι ο Τάλμποτ διατηρούσε κάποιες προσωπικές σημειώσεις
σχετικά με την υπόθεση, ξέχωρες από τον επίσημο φάκελο της
αστυνομίας, θέλω να πω. Από τη στιγμή που απέκλεισε τον Κριό,
επανήλθε σε αυτόν και ξεκίνησε μια προσπάθεια να ανακαλύψει
περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το άτομό του».
«Τον “Κριό”;» επανέλαβε η Άννα απορημένη.
«Συγγνώμη», είπε ο Στράικ, εκνευρισμένος με το γεγονός πως κι ο ίδιος
είχε καταλήξει να αναφέρεται στην υπόθεση με αστρολογικούς όρους. «Ο
νευρικός κλονισμός του Τάλμποτ εκδηλώθηκε μέσα από την πεποίθηση
πως θα μπορούσε να διαλευκάνει την υπόθεση με αποκρυφιστικά μέσα.
Άρχισε να χρησιμοποιεί τις κάρτες ταρό και να ασχολείται με ωροσκόπια.
Αναφερόταν σε όλα τα πρόσωπα που είχαν κάποια σχέση με την υπόθεση
χρησιμοποιώντας τα ζώδιά τους. Ο Σάτσγουελ γεννήθηκε στον αστερισμό
του Κριού, οπότε ο Τάλμποτ στις προσωπικές του σημειώσεις τον
ανέφερε ως Κριό».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση και τελικά η Κιμ είπε:
«Αν είναι ποτέ δυνατόν».
«Με την αστρολογία κοίταζε να βγάλει άκρη;» ρώτησε ο Ρόι φανερά
σαστισμένος.
«Ορίστε, τα βλέπεις, μπαμπά;» του είπε η Άννα κατεβάζοντας τη γροθιά
πάνω στο γόνατό της. «Αν είχε αναλάβει νωρίτερα ο Λόσον…»
«Ο Λόσον ήταν ένας βλάκας και μισός», είπε ο Ρόι, που πάντως έδειχνε
ταραγμένος. «Ηλίθιος ήταν! Περισσότερο τον απασχολούσε να αποδείξει
την ανεπάρκεια του Τάλμποτ, παρά να ανακαλύψει τι είχε συμβεί στη
Μάργκοτ. Επέμεινε να πιάσει από την αρχή τα πάντα. Ήθελε να μιλήσει ο
ίδιος στους γιατρούς που με ανέλαβαν όταν χτύπησα το γόνατό μου,
παρότι οι άνθρωποι είχαν υποβάλει έγγραφες καταθέσεις. Πήγε στην
τράπεζά μου να τσεκάρει τους λογαριασμούς μου, μήπως και είχα
πληρώσει κάποιον να σκοτώσει τη μητέρα σου. Άσκησε πίεση…»
Σταμάτησε, καθώς τον έπιασε βήχας και προσπαθούσε να ανακουφιστεί
χτυπώντας τη γροθιά πάνω στο στήθος του. Η Σύνθια έκανε να σηκωθεί
από τον καναπέ, όμως ο Ρόι της έγνεψε θυμωμένα να μείνει στη θέση της.
«…άσκησε πίεση στη Σύνθια, προσπάθησε να την κάνει να ομολογήσει
πως είχε πει ψέματα ότι ήμουν στο κρεβάτι όλη μέρα, όμως δεν κατάφερε
να βρει ίχνος από στοιχεία σχετικά με το τι πραγματικά είχε συμβεί στη
μητέρα σου. Ένας χαρτογιακάς ήταν, ένας ανάγωγος, βραδύνους
χαρτογιακάς, που βασική του προτεραιότητα δεν ήταν να βρει εκείνη,
αλλά να αποδείξει πως ο Τάλμποτ τα είχε κάνει μαντάρα. Ο Μπιλ
Τάλμποτ μπορεί να ήταν… προφανώς ήταν», συμπλήρωσε ο Ρόι,
ρίχνοντας μια οργίλη ματιά στον Στράικ, «άρρωστος, όμως το δεδομένο
είναι ένα και αδιαμφισβήτητο: τόσα χρόνια κανείς δεν κατόρθωσε να βρει
κάποια καλύτερη εξήγηση από τον Κριντ, σωστά;»
Οπότε, στο άκουσμα του ονόματος του Κριντ, τα πρόσωπα και των
τριών γυναικών στον καναπέ κρέμασαν. Το όνομά του ήταν από μόνο του
ικανό να δημιουργήσει ένα είδος μαύρης τρύπας στο δωμάτιο, μέσα στην
οποία έπεφταν ζωντανές γυναίκες και χάνονταν για πάντα· μια έκφανση
ενός σχεδόν υπερφυσικού κακού. Είχε κάτι το οριστικό ακόμη και η απλή
αναφορά σε αυτόν: στο κτήνος που πλέον εξέτιε ισόβια κάθειρξη,
ανέγγιχτο, απροσπέλαστο, όπως οι γυναίκες που φυλάκισε και βασάνισε
στο υπόγειό του. Οπότε, οι σκέψεις της Ρόμπιν στράφηκαν ένοχα στο
email που είχε ήδη συντάξει και στείλει, χωρίς να ενημερώσει τον Στράικ,
καθώς φοβόταν το ενδεχόμενο να μην το εγκρίνει.
«Μήπως ξέρει κανείς σας», ρώτησε ξαφνικά ο Ρόι, «ποιες ήταν η Κάρα
Γούλφσον και η Λουίζ Τάκερ;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, πριν προλάβει να απαντήσει ο Στράικ. «Η Λουίζ
ήταν μια έφηβη κοπέλα που το είχε σκάσει από το σπίτι της και η Κάρα
εργαζόταν σε νυχτερινό κέντρο. Υπήρχαν υποψίες πως ο Κριντ είχε
δολοφονήσει και τις δύο, όμως δε βρέθηκε καμία απόδειξη».
«Ακριβώς», είπε ο Ρόι ρίχνοντάς της ένα βλέμμα που σε άλλες εποχές
ενδεχομένως να έστρεφε προς κάποια φοιτήτρια ιατρικής που είχε κάνει
σωστή διάγνωση. «Λοιπόν, το 1978 συναντήθηκα με τον αδελφό της
Κάρα και τον πατέρα της Λουίζ».
«Δεν το ήξερα αυτό»! είπε η Άννα, που φάνηκε να σοκάρεται.
«Εννοείται πως δεν το ήξερες. Ήσουν πέντε χρονών κοριτσάκι»,
απάντησε απότομα ο Ρόι. Στράφηκε και πάλι στον Στράικ και στη Ρόμπιν.
«Ο πατέρας της Λουίζ είχε μελετήσει σε βάθος τη ζωή του Κριντ. Είχε
περάσει απ’ όλα τα μέρη όπου είχε ζήσει ή εργαστεί ο Κριντ, κι είχε
μιλήσει ο ίδιος με όσους ανθρώπους θέλησαν να παραδεχτούν ότι τον
γνώριζαν. Προσπαθούσε να πείσει τον Μέρλιν-Ρις, τότε υπουργό
Εσωτερικών, να του επιτρέψει να πάει και να ανασκάψει όσο το δυνατόν
περισσότερα από εκείνα τα σημεία.
»Ο άνθρωπος ήταν ημιπαράφρονας», είπε ο Ρόι. «Τότε
συνειδητοποίησα τι ζημιά μπορούσε να σου κάνει το να ζεις σε μια τέτοια
κατάσταση. Εκείνη η εμμονή είχε κυριαρχήσει ολοκληρωτικά στη ζωή
του. Ήθελε να γκρεμίσει κτίρια, να ρίξει τοίχους, να ξεθάψει θεμέλια. Να
οργώσει χωράφια απ’ όπου υπήρχε περίπτωση να έχει περάσει κάποια
στιγμή ο Κριντ. Να περάσει από κόσκινο ρυάκια όπου κάποιος παιδικός
φίλος θυμόταν πως ίσως είχε πάει κάποτε για ψάρεμα ο Κριντ. Ο Τάκερ
έτρεμε σύγκορμος ενώ μιλούσε, προσπάθησε να πείσει εμένα και τον
Γούλφσον, που ήταν φορτηγατζής, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για μια
τηλεοπτική καμπάνια. Το σχέδιο ήταν να αλυσοδεθούμε στα κάγκελα
στην είσοδο της Ντάουνινγκ Στριτ, να μας δείξουν στις ειδήσεις… Ο
γάμος του Τάκερ είχε διαλυθεί. Οι σχέσεις του με τα άλλα παιδιά του
βρίσκονταν σε άθλιο σημείο. Ο Κριντ είχε μετατραπεί σε ολόκληρη τη
ζωή του».
«Κι εσύ δε θέλησες να βοηθήσεις;» ρώτησε η Άννα.
«Αν», είπε ήρεμα ο Ρόι, «είχαμε στα χέρια μας πραγματικά στοιχεία, αν
υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που να συνέδεε τη Μάργκοτ με τον Κριντ…»
«Κάπου διάβασα πως σου φάνηκε πως ένα από τα κολιέ που βρέθηκαν
στο υπόγειο θα μπορούσε να ήταν…»
«Αν είναι να αντλείς τις πληροφορίες σου από βιβλία που γράφουν
οτιδήποτε προκειμένου να πουλήσουν, Άννα…»
«Βέβαια, γιατί πάντοτε με διευκόλυνες τόσο πολύ να σου μιλάω για τη
μητέρα μου», είπε η Άννα. «Έτσι δεν είναι;»
«Άννα», ψιθύρισε και πάλι η Σύνθια.
«Το μενταγιόν που βρήκαν στο υπόγειο του Κριντ δεν ήταν της
Μάργκοτ και κάτι ξέρω που το λέω, γιατί εγώ της είχα χαρίσει το δικό
της», είπε ο Ρόι. Τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν, μέχρι που τα έσμιξε.
«Μερικές ακόμη ερωτήσεις, αν δεν έχετε αντίρρηση», είπε ο Στράικ,
πριν προλάβει η Άννα να κάνει κάποιο άλλο σχόλιο. Ήταν αποφασισμένος
να αποτρέψει περαιτέρω συγκρούσεις, στον βαθμό που ήταν εφικτό. «Θα
μπορούσαμε να μιλήσουμε λίγο για τη Βίλμα, την καθαρίστρια που
εργαζόταν στην κλινική και παράλληλα συγύριζε το σπίτι σας;»
«Ιδέα της Μάργκοτ κι αυτή, να την προσλάβουμε, όμως δεν ήταν
ιδιαίτερα ικανή», είπε ο Ρόι. «Η γυναίκα είχε κάποιου είδους δυσκολίες
στην προσωπική της ζωή και η Μάργκοτ θεωρούσε πως η λύση ήταν τα
περισσότερα χρήματα. Μετά που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, η άλλη
εξαφανίστηκε. Δεν ξαναπέρασε ποτέ από εδώ. Καλύτερα. Αργότερα
άκουσα πως την είχαν απολύσει κι από την κλινική. Είχε μακρύ χέρι, απ’
ό,τι έμαθα».
«Η Βίλμα κατέθεσε στην αστυνομία…»
«Πως είδε αίματα στη μοκέτα του επάνω ορόφου τη μέρα που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ», τον διέκοψε ο Ρόι. Κρίνοντας από το
κατάπληκτο ύφος της Άννας και της Κιμ, η Ρόμπιν συμπέρανε πως τη
συγκεκριμένη λεπτομέρεια την άκουγαν πρώτη φορά.
«Ναι», είπε ο Στράικ.
«Αίμα από την έμμηνο ρύση ήταν», είπε ψυχρά ο Ρόι. «Στη διάρκεια
της νύχτας είχε ξεκινήσει η περίοδος της Μάργκοτ. Υπήρχαν σερβιέτες
στο μπάνιο, απ’ ό,τι μου είπε η μητέρα μου. Η Βίλμα καθάρισε τη μοκέτα
με ένα σφουγγάρι. Μιλάμε για το βοηθητικό δωμάτιο, στην απέναντι
πλευρά του σπιτιού σε σχέση με το μεγάλο υπνοδωμάτιο. Η Μάργκοτ κι
εγώ κοιμόμασταν χώρια εκείνο το διάστημα, λόγω» –εδώ υπήρξε ένας
μικρός δισταγμός– «του τραυματισμού μου».
«Η Βίλμα κατέθεσε επίσης πως της φάνηκε ότι σας είδε…»
«Να περπατάω στον κήπο», είπε ο Ρόι. «Ψέματα. Αν είδε πράγματι
κάποιον, θα ήταν ένας από τους μάστορες. Ολοκληρώναμε το περίπτερο
εκείνο το διάστημα», είπε γνέφοντας προς το πέτρινο κτίσμα στην
απέναντι πλευρά της λιμνούλας.
Ο Στράικ κράτησε μια σημείωση και γύρισε σελίδα στο σημειωματάριό
του.
«Θυμάται κανείς σας τη Μάργκοτ να αναφέρεται σε έναν άντρα ονόματι
Νίκο Ρίτσι; Ήταν ασθενής στην κλινική».
Τόσο ο Ρόι όσο και η Σύνθια έγνεψαν αρνητικά.
«Μήπως κάποιον ασθενή ονόματι Στίβεν Ντάουθγουεϊτ;»
«Όχι», είπε ο Ρόι. «Όμως μάθαμε το όνομά του αργότερα, από τις
εφημερίδες».
«Κάποιος στο μπάρμπεκιου ανέφερε πως ένας ασθενής είχε στείλει
σοκολατάκια στη Μάργκοτ», είπε η Σύνθια. «Αυτός ήταν, σωστά;»
«Έτσι νομίζουμε. Η ίδια, δηλαδή, δεν αναφέρθηκε ποτέ στον
Ντάουθγουεϊτ; Δε σχολίασε κάποιο ανάρμοστο ενδιαφέρον του απέναντί
της, ούτε σας είπε αν ήταν γκέι;»
«Όχι», επανέλαβε ο Ρόι. «Υπάρχει και κάτι που ονομάζεται ιατρικό
απόρρητο, ξέρετε».
«Η επόμενη ερώτηση ίσως σας ακουστεί παράξενη», είπε ο Στράικ,
«όμως μήπως είχε τίποτε ουλές η Μάργκοτ; Συγκεκριμένα, στα πλευρά
της;»
«Όχι», είπε ο Ρόι ταραγμένος. «Γιατί το ρωτάτε αυτό;»
«Προκειμένου να αποκλείσω ένα ενδεχόμενο», είπε ο Στράικ και πριν
προλάβει κανείς τους να ζητήσει διευκρινήσεις, είπε:
«Σας ανέφερε μήπως κάποια στιγμή η Μάργκοτ ότι είχε λάβει
απειλητικά σημειώματα;»
«Ναι», είπε ο Ρόι. «Δηλαδή όχι σημειώματα στον πληθυντικό. Μου
ανέφερε πως είχε λάβει ένα».
«Αλήθεια;» είπε ο Στράικ σηκώνοντας το κεφάλι από τις σημειώσεις
του.
«Ναι. Ο αποστολέας την κατηγορούσε ότι ενθάρρυνε τις νέες γυναίκες
να διάγουν έκλυτο βίο και να αμαρτάνουν».
«Περιλάμβανε κάποια απειλή το σημείωμα;»
«Αυτό δεν το γνωρίζω», είπε ο Ρόι. «Ποτέ δεν το είδα».
«Δεν το έφερε μαζί της στο σπίτι;»
«Όχι», απάντησε κοφτά ο Ρόι. Κόμπιασε και τελικά είπε: «Είχαμε και
μια λογομαχία γι’ αυτό το θέμα».
«Αλήθεια;»
«Ναι. Υπάρχει περίπτωση να προκύψουν σοβαρές επιπτώσεις», είπε ο
Ρόι, καθώς το πρόσωπό του φούντωνε, «κοινωνικές επιπτώσεις, όταν
αρχίζεις να διευκολύνεις καταστάσεις που δεν απαντώνται στη φύση…»
«Ανησυχείς μήπως είπε σε τίποτε κοπέλες πως ήταν εντάξει να είναι
γκέι;» ρώτησε η Άννα, οπότε για μία ακόμη φορά η Σύνθια ψιθύρισε:
«Άννα!»
«Αναφέρομαι», είπε ο Ρόι κατακόκκινος πλέον, «στην παροχή άκριτων
συμβουλών οι οποίες ενδεχομένως να καταρρακώσουν τον θεσμό του
γάμου. Αναφέρομαι στη διευκόλυνση της ανευθυνότητας πίσω από τις
πλάτες των γονιών. Κάποιος πολύ οργισμένος άντρας τής είχε στείλει
εκείνο το σημείωμα, κι εκείνη ποτέ της δε φάνηκε να αναλογίζεται… να
αναλογίζεται ότι…»
Οι μύες του προσώπου του Ρόι συσπώνταν. Για μια στιγμή, έδωσε την
εντύπωση πως ήταν έτοιμος να φωνάξει, όμως αμέσως μετά, εντελώς
απρόσμενα, ξέσπασε σε κλάματα.
Η σύζυγος, η κόρη και η νύφη του παρέμειναν εμβρόντητες, καθισμένες
στη σειρά στον καναπέ· καμία τους, ούτε καν η Σύνθια, δεν τον
πλησίασε. Ξαφνικά, ο Ρόι έκλαιγε με λυγμούς, τα δάκρυα κυλούσαν
ποτάμι στα ρουφηγμένα μάγουλά του, πάσχιζε κι αποτύγχανε να
ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του και τελικά μίλησε ενώ οι λυγμοί
συνεχίζονταν.
«Ποτέ της… δεν έδειχνε… να θυμάται… πως εγώ δεν μπορούσα…
να… να την προστατέψω… τίποτε… δεν μπορούσα… να κάνω… έτσι
και κάποιος επιχειρούσε… να τη βλάψει… γιατί είμαι ένας άχρηστος…
αιμοφιλικός… ένας άχρηστος… σιχαμένος… αιμοφιλικός…»
«Αχ, μπαμπά», ψιθύρισε η Άννα, που είχε φρίξει, οπότε αφέθηκε να
γλιστρήσει από τον καναπέ και πήγε με τα γόνατα μέχρι τον πατέρα της.
Προσπάθησε να ακουμπήσει τις παλάμες της πάνω στο πόδι του, όμως
εκείνος έσπρωξε τα χέρια της, ενώ κουνούσε το κεφάλι του, συνεχίζοντας
να κλαίει.
«Όχι… όχι… δε μου αξίζει… δεν ξέρεις τα πάντα… δεν ξέρεις…»
«Τι είναι αυτό που δεν ξέρω;» ρώτησε η Άννα φοβισμένη. «Μπαμπά,
ξέρω περισσότερα απ’ ό,τι νομίζεις. Ξέρω για την έκτρωση…»
«Δεν υπήρξε ποτέ… ποτέ… ποτέ καμία έκτρωση!» είπε ο Ρόι, ενώ
κατάπινε αέρα και έκλαιγε με λυγμούς. «Αυτό ήταν το μοναδικό… το
μοναδικό πράγμα που η Ούνα Κένεντι κι εγώ… κι οι δυο μας ξέραμε…
δε θα έκανε ποτέ… ποτέ… όχι ύστερα από σένα! Μου το είπε… η
Μάργκοτ μου το είπε… μετά που σε γέννησε… άλλαξαν οι απόψεις της
τελείως. Τελείως!»
«Τότε, τι δεν ξέρω;» ψιθύρισε η Άννα.
«Ήμουν… ήμουν σ-σκληρός απέναντί της!» ομολόγησε γοερά ο Ρόι.
«Ήμουν! Δυσκόλευα τα πράγματα! Δεν έδειχνα ενδιαφέρον για τη
δουλειά της. Την απομάκρυνα! Σκόπευε να με… να με εγκαταλείψει…
Ξέρω τι συνέβη. Το ξέρω. Από την πρώτη στιγμή το ήξερα. Την
προηγούμενη ημέρα… προτού φύγει… άφησε ένα μήνυμα… στο ρολόι…
ήταν μια σαχλή συνήθεια… που είχαμε… και στο σημείωμα έγραφε… Σε
παρακαλώ, μ-μίλα μου…»
Ο Ρόι παραδόθηκε στους λυγμούς του. Καθώς η Σύνθια σηκωνόταν και
πήγαινε να γονατίσει στο άλλο πλευρό του Ρόι, η Άννα έκανε να πιάσει το
χέρι του πατέρα της, κι αυτή τη φορά την άφησε. Γραπωμένος από την
κόρη του, είπε:
«Περίμενα… μια συγγνώμη. Που πήγε για εκείνο το ποτό… με τον
Σάτσγουελ. Κι επειδή δεν είχε… γράψει τη συγγνώμη… εγώ δεν της μ-
μιλούσα. Και την επόμενη μέρα…
»Ξέρω τι συνέβη. Της άρεσε να περπατά. Αν ήταν ταραγμένη… πήγαινε
μεγάλους περιπάτους. Ξέχασε τελείως την Ούνα… πήγε περίπατο…
προσπαθώντας να αποφασίσει τι να κάνει… αν θα με εγκατέλειπε… γιατί
τη στεναχωρούσα… πολύ… πάρα πολύ. Δεν είχε… δεν είχε τον νου
της… κι ο Κριντ… ο Κριντ… πρέπει να…»
Συνεχίζοντας να κρατά το χέρι του, η Άννα πέρασε το άλλο της μπράτσο
γύρω από τους τρεμάμενους ώμους του πατέρα της και έγειρε πάνω του.
Ο Ρόι έκλαιγε απαρηγόρητος, γραπωμένος από την κόρη του. Ο Στράικ
και η Ρόμπιν καμώθηκαν πως είχαν εντοπίσει κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον
στο σχέδιο του χαλιού.
«Ρόι», είπε η Κιμ ήσυχα κάποια στιγμή. «Κανείς σε αυτό το δωμάτιο
δεν έχει πει ή δεν έχει κάνει πράγματα για τα οποία έχει μετανιώσει
πικρά. Κανείς μας».
Ο Στράικ, που είχε αποσπάσει από τον Ρόι Φιπς πολύ περισσότερες
πληροφορίες απ’ ό,τι υπολόγιζε αρχικά, έκρινε πως είχε έρθει η στιγμή να
ολοκληρωθεί αυτή η συνάντηση. Ο Φιπς ήταν τόσο ταραγμένος ώστε
φάνταζε απάνθρωπο να τον πιέσει περισσότερο. Όταν καταλάγιασαν
κάπως οι λυγμοί του Ρόι, ο Στράικ είπε σε επίσημο τόνο:
«Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά που μας μιλήσατε, καθώς και για
το τσάι. Να πηγαίνουμε, μη σας ενοχλούμε άλλο».
Μαζί με τη Ρόμπιν σηκώθηκαν από τις θέσεις τους. Ο Ρόι παρέμεινε
αγκαλιασμένος με τη σύζυγο και την κόρη του. Η Κιμ σηκώθηκε για να
τους συνοδέψει μέχρι την πόρτα.
«Λοιπόν», είπε η Κιμ χαμηλόφωνα, καθώς πλησίαζαν στην εξώπορτα,
«οφείλω να ομολογήσω πως αυτό που ζήσαμε ήταν… δεν ξέρω πώς να το
χαρακτηρίσω, κάτι σαν θαύμα. Δεν είχε μιλήσει ποτέ του για τη Μάργκοτ
με τέτοιο τρόπο, ποτέ. Ακόμη και αν δεν καταφέρετε να ανακαλύψετε
οτιδήποτε άλλο… σας ευχαριστώ. Αυτό που συνέβη ήταν… εξαγνιστικό».
Εν τω μεταξύ, η βροχή είχε σταματήσει και ο ήλιος είχε ξεπροβάλει.
Ένα διπλό ουράνιο τόξο εκτεινόταν πάνω από το άλσος, απέναντι από το
σπίτι. Ο Στράικ και η Ρόμπιν πέρασαν έξω, στον καθαρό φρέσκο αέρα.
«Θα μπορούσα να σας κάνω μια τελευταία ερώτηση;» είπε ο Στράικ,
καθώς στρεφόταν προς την Κιμ, που έστεκε στο κατώφλι.
«Ναι, βεβαίως».
«Έχει να κάνει με εκείνο το καλοκαιρινό κτίσμα στην κήπο, δίπλα στη
λιμνούλα με τα ψάρια. Αναρωτιόμουν για ποιο λόγο έχει έναν σταυρό του
Αγίου Ιωάννη στο δάπεδο», είπε ο Στράικ.
«Α», έκανε η Κιμ. «Η Μάργκοτ επέλεξε το σχέδιο. Ναι, η Σύνθια μου το
είπε εδώ και πολλά χρόνια. Η Μάργκοτ είχε μόλις βρει δουλειά στην
κλινική, στην οδό Σεντ Τζονς και, όλως περιέργως, η περιοχή εδώ
σχετίζεται επίσης και με τους Ιωαννίτες ιππότες…»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, «το διάβασα αυτό στο Χάμπτον Κορτ».
«Οπότε, θεώρησε πως θα ήταν μια όμορφη αναφορά σε αυτά τα δύο
στοιχεία… Ξέρετε, τώρα που το λέτε, μου κάνει εντύπωση που κανείς δεν
αποφάσισε να αλλάξει το σχέδιο. Κάθε άλλο ίχνος της Μάργκοτ έχει
εξαφανιστεί από το σπίτι».
«Θα στοίχιζε πολύ όμως», είπε ο Στράικ, «να αφαιρεθούν ολόκληρες
πλάκες γρανίτη».
«Ναι», είπε η Κιμ, καθώς το χαμόγελό της ατονούσε κάπως. «Μάλλον
έχετε δίκιο».
37
Οι πολυκέφαλες ύδρες κι οι φάλαινες που πάνω τους
τη θάλασσα σηκώνουν
δίνες πελώριες, που όλα τα ψάρια γυρεύουν να αποφύγουν,
ζωηρόχρωμες σκολόπενδρες, αρματωμένες με ασημένιες πλάκες,
πανίσχυροι Μονόκεροι με ατέλειωτες ουρές…
Το φοβερό Κήτος, που του άξιζε απόλυτα
τ’ όνομα του Θανάτου…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η βροχή συνεχίστηκε σχεδόν αδιάκοπα, κι έτσι έφτασε ο Φεβρουάριος.


Στις πέντε του μήνα, η βιαιότερη μέχρι τότε θύελλα σάρωσε τον νότο.
Χιλιάδες σπίτια έμειναν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, μέρος του θαλάσσιου
τείχους που στήριζε τη σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε το Λονδίνο
με τη νοτιοδυτική Αγγλία κατέρρευσε, τεράστιες εκτάσεις
καλλιεργήσιμης γης χάθηκαν κάτω από τα νερά που πλημμύρισαν την
περιοχή, δρόμοι μετατράπηκαν σε ποτάμια και στα βραδινά δελτία
ειδήσεων παρήλαυναν εικόνες από χωράφια που είχαν μετατραπεί σε
γκρίζες θάλασσες και σπίτια θαμμένα ως τη μέση στις λάσπες. Ο
πρωθυπουργός υποσχέθηκε οικονομική βοήθεια στους πλημμυροπαθείς,
οι υπηρεσίες αντιμετώπισης εκτάκτων καταστάσεων αγωνίζονταν να
βοηθήσουν τους αποκλεισμένους και ψηλά στον λόφο της, πάνω από το
πλημμυρισμένο Σεντ Μος, η Τζόαν στερούνταν την επίσκεψη που της
είχαν τάξει ο Στράικ και η Λούσι, καθώς ήταν εντελώς αδύνατο να
φτάσουν ως εκεί, είτε με αυτοκίνητο είτε με τρένο.
Ο Στράικ εξιλεωνόταν για τις τύψεις που αισθανόταν που δεν είχε
ξεκινήσει να πάει στην Κορνουάλη προτού η κακοκαιρία καταστήσει
αδύνατο το ταξίδι, δουλεύοντας ατελείωτες ώρες, ενώ παράλληλα δεν
κοιμόταν αρκετά. Μαζοχιστικά, επέλεγε να καλύπτει διαδοχικές βάρδιες,
έτσι ώστε να μπορέσουν ο Μπάρκλεϊ και ο Χάτσινς να πάρουν λίγες
μέρες από την άδεια που τους οφειλόταν, εξαιτίας των προηγούμενων
ταξιδιών του Στράικ για να επισκεφτεί την Τζόαν. Αποτέλεσμα αυτής της
κατάστασης ήταν να βρεθεί ο Στράικ, κι όχι ο Χάτσινς, καθισμένος μέσα
στην BMW του, ενώ η βροχή συνεχιζόταν αδιάκοπα, έξω από το σπίτι της
Έλινορ Ντιν στο Στόουκ Νιούινγκτον το βράδυ της Τετάρτης, μία
εβδομάδα αργότερα, κι επομένως ο Στράικ ήταν εκείνος που είδε έναν
άντρα ντυμένο με φόρμα να χτυπά την πόρτα του σπιτιού και να περνάει
μέσα.
Ο Στράικ περίμενε όλη νύχτα να εμφανιστεί ξανά ο άντρας. Τελικά, στις
έξι το πρωί, ο άντρας βγήκε στον σκοτεινό ακόμη δρόμο, έχοντας την
παλάμη του κολλημένη στο κάτω μισό του προσώπου του. Ο Στράικ, που
τον παρακολουθούσε με κιάλια νυχτερινής οράσεως, διέκρινε φευγαλέα
την Έλινορ Ντιν, ντυμένη με μια άνετη ρόμπα, να τον αποχαιρετά. Ο
άντρας με τη φόρμα έσπευσε να επιστρέψει στο Citroën του, ενώ το δεξί
του χέρι εξακολουθούσε να καλύπτει το στόμα του, και ξεκίνησε με
κατεύθυνση νότια.
Ο Στράικ ακολούθησε από κοντά το Citroën μέχρι που έφτασαν στην
οδό Ράισινγκχιλ, στο Πέντονβιλ, κι εκεί ο στόχος του Στράικ στάθμευσε
και μπήκε σε μια σύγχρονη πολυκατοικία, έχοντας πλέον και τα δύο χέρια
στις τσέπες του και τίποτε το ασυνήθιστο στο στόμα του, απ’ ό,τι
μπορούσε να διακρίνει ο ντετέκτιβ. Ο Στράικ περίμενε να μπει πρώτα
μέσα ο άντρας, κι ύστερα σημείωσε ποιο παράθυρο φωτίστηκε πέντε
λεπτά αργότερα, προτού απομακρυνθεί, σταματώντας λίγο μετά στην οδό
Γουάιτ Λάιον.
Παρότι ήταν ακόμη νωρίς, αρκετοί άνθρωποι είχαν βγει ήδη στους
δρόμους για να πάνε στις δουλειές τους, με τις ομπρέλες τους στραμμένες
έτσι ώστε να τους προστατεύουν κάπως από τη συνεχιζόμενη νεροποντή.
Ο Στράικ κατέβασε το παράθυρο του αυτοκινήτου, καθώς ακόμη κι
εκείνος, παρότι αμετανόητος καπνιστής, δεν μπορούσε να υποφέρει τη
μυρωδιά της καμπίνας, ύστερα από μία ολόκληρη νύχτα
παρακολούθησης. Ύστερα, παρότι η γλώσσα του υπέφερε από το πολύ
κάπνισμα, άναψε κι άλλο τσιγάρο και τηλεφώνησε στον Σολ Μόρις.
«Όλα εντάξει, αφεντικό;»
Ο Στράικ, που δεν του άρεσε ιδιαίτερα να τον αποκαλεί ο Μόρις
«αφεντικό», όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποιο τρόπο να του ζητήσει
να το κόψει, χωρίς να ακουστεί παπάρας, είπε:
«Θέλω να σκαντζάρεις στόχους. Ξέχνα το Μούτρο για σήμερα· μόλις
ακολούθησα έναν καινούργιο τύπο που πέρασε τη νύχτα στο σπίτι της
Έλινορ Ντιν». Έδωσε στον Μόρις τη διεύθυνση. «Στον δεύτερο όροφο
είναι, το διαμέρισμα τέρμα αριστερά, έτσι όπως βλέπεις την
πολυκατοικία. Σαραντάρης, έχει αρχίσει να γκριζάρει, στομαχάκι. Κοίτα
να δεις τι μπορείς να μάθεις γι’ αυτόν, πιάσε κουβέντα στους γείτονες,
μάθε πού δουλεύει, ρίξε και ένα ψάξιμο στο διαδίκτυο, μήπως και μάθεις
κάτι για τα ενδιαφέροντά του. Έχω την υποψία πως αυτός και το αφεντικό
του Μούτρου επισκέπτονται εκείνη τη γυναίκα για τον ίδιο λόγο».
«Να, γι’ αυτό είσαι το αφεντικό του μαγαζιού. Μια νύχτα ασχολήθηκες
κι έβγαλες άκρη με την υπόθεση».
Ένα δεύτερο πράγμα που ευχόταν ο Στράικ ήταν να σταματούσε ο
Μόρις να τον γλείφει. Όταν τερμάτισε την κλήση, κάθισε και κάπνισε για
λίγο, ενώ ο άνεμος έτσουζε την εκτεθειμένη του επιδερμίδα κι η βροχή
χτυπούσε το πρόσωπό του, έτσι που ένιωθε λες και τον περόνιαζαν
καρφίτσες. Ύστερα, αφού τσέκαρε τι ώρα ήταν, για να βεβαιωθεί πως ο
θείος του, που ξυπνούσε από νωρίς, θα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι,
τηλεφώνησε στον Τεντ.
«Όλα εντάξει, μικρέ;» ρώτησε ο θείος του, κι ενώ η γραμμή έκανε
συνέχεια παράσιτα.
«Μια χαρά. Εσύ πώς είσαι;»
«Α, καλά είμαι», είπε ο Τεντ. «Να, ό,τι καθόμουν να φάω λίγο πρωινό.
Η Τζόαν κοιμάται ακόμη».
«Πώς είναι;»
«Τα ίδια. Το παλεύει».
«Από φαγητό πώς είστε, έχετε προμήθειες;»
«Εντάξει είμαστε από φαγητό, μη σκας γι’ αυτό», είπε ο Τεντ. «Το
παλικαράκι, ο Ντέιβ Πόλγουορθ, πέρασε από εδώ χτες κι έφερε ένα σωρό
πράγματα, να τρώμε μια βδομάδα ολόκληρη».
«Καλά, πώς διάολο κατάφερε να φτάσει ως εκεί;» απόρησε ο Στράικ,
καθώς ήξερε πως ένα μεγάλο κομμάτι εδάφους ανάμεσα στο σπίτι των
θείων του και σ’ εκείνο του Πόλγουορθ καλυπτόταν από όγκους νερού.
«Ένα μέρος της διαδρομής το έβγαλε με κουπί», είπε ο Τεντ εύθυμα.
«Έτσι όπως τα περιέγραφε, ήταν λες και συμμετείχε σ’ εκείνους τους
διαγωνισμούς δύναμης. Να τον έβλεπες όταν ήρθε εδώ, χωμένος
πατόκορφα σ’ ένα αδιάβροχο ήταν. Κι είχε ένα πελώριο σακίδιο γεμάτο
ψώνια. Είναι καλό παιδί ο Πόλγουορθ».
«Ναι, είναι», συμφώνησε ο Στράικ κλείνοντας για λίγο τα μάτια του.
Κανονικά, δεν έπρεπε να ήταν ο Πόλγουορθ εκείνος που φρόντιζε τη θεία
και τον θείο του. Αυτός έπρεπε να το κάνει. Έπρεπε να είχε ξεκινήσει
νωρίτερα για κάτω, αφού το έλεγαν από μέρες στις ειδήσεις πως ο καιρός
θα χαλούσε, όμως εδώ και μήνες πάσχιζε να ισορροπήσει τις τύψεις που
αισθανόταν για τη θεία και τον θείο του, με τις τύψεις που αισθανόταν για
την πίεση που ασκούσε στους συνεργάτες του και ιδίως στη Ρόμπιν.
«Τεντ, με το που ξεκινήσουν τα τρένα και πάλι, έρχομαι».
«Ναι, παιδί μου, το ξέρω», είπε ο Τεντ. «Μην ανησυχείς για εμάς. Δεν
της πηγαίνω το τηλέφωνο επάνω, γιατί έχει ανάγκη από ξεκούραση, όμως
θα της πω ότι τηλεφώνησες. Πολύ θα χαρεί».
Κουρασμένος, πεινασμένος και προσπαθώντας να σκεφτεί πού θα
μπορούσε να φάει κάτι για πρωινό, ο Στράικ έστειλε ένα γραπτό μήνυμα
στον Ντέιβ Πόλγουορθ, με το τσιγάρο πιασμένο ανάμεσα στα δόντια του,
χρησιμοποιώντας το παρατσούκλι που είχε κολλήσει στον Πόλγουορθ
από τον καιρό που ο φίλος του γλίτωσε από δάγκωμα καρχαρία, στα
δεκαοκτώ του.
Τώρα δα μου έλεγε ο Τεντ τι έκανες χτες. Δε θα μπορέσω ποτέ να
σου τα ξεπληρώσω όλα αυτά, Μπασμέ. Σε ευχαριστώ.
Πέταξε τη γόπα του τσιγάρου του έξω από το αμάξι, ανέβασε το
παράθυρο κι είχε μόλις βάλει μπροστά, όταν βούιξε το κινητό του.
Περιμένοντας πως θα έβλεπε κάποια απάντηση από τον Πόλγουορθ, που
το δίχως άλλο απορούσε από πότε είχε καταντήσει ο φίλος του τέτοια
κλαψιάρα γυναικούλα (καθώς οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσε ο
Πόλγουορθ απείχαν παρασάγγας από κάθε έννοια πολιτικής ορθότητας),
έστρεψε το βλέμμα του στην οθόνη του κινητού, χαμογελώντας ήδη με
την απάντηση που φανταζόταν, οπότε διάβασε:
Ο μπαμπάς θέλει να σου τηλεφωνήσει. Πότε θα σε βόλευε;
Χρειάστηκε να διαβάσει και δεύτερη φορά το μήνυμα ο Στράικ για να
καταλάβει πως το είχε στείλει ο Αλ. Στην αρχή αισθάνθηκε μονάχα μια
ξερή απορία. Ύστερα η οργή και η βαθιά αγανάκτηση αναδύθηκαν από
μέσα του, σαν εμετός.
«Άντε γαμήσου», φώναξε στο κινητό του.
Έστρεψε το αυτοκίνητο στον παράδρομο και απομακρύνθηκε,
σφίγγοντας το σαγόνι του, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί έπρεπε να
τον ζαλίζει και ο Ρόκεμπι, ειδικά τώρα, όταν είχε τόσες σκοτούρες στο
κεφάλι του κι ανησυχούσε για συγγενείς που πραγματικά τον είχαν
νοιαστεί, όταν δεν υπήρχε κανένα όφελος από τη μεταξύ τους σχέση. Το
περιθώριο να κλείσουν οι παλιές πληγές είχε παρέλθει· η ζημιά ήταν
ανήκεστη· και το αίμα καμιά φορά γινόταν νερό. Με τη σκέψη του
καθηλωμένη στην ευάλωτη κατάσταση της Τζόαν, με την οποία δε
μοιραζόταν ούτε ίχνος DNA, εγκλωβισμένη στο σπίτι της πάνω στον
λόφο, κι ολόγυρα ο τόπος να είναι πλημμυρισμένος, ο θυμός και οι τύψεις
σάλευαν σαν κουβάρι από φίδια μέσα στα σωθικά του.
Λίγα λεπτά αργότερα συνειδητοποίησε πως διέσχιζε το Κλέρκενγουελ.
Με το που εντόπισε μια ανοιχτή καφετέρια στην οδό Σεντ Τζον,
σταμάτησε κι ύστερα βγήκε στη βροχή για να φτάσει στη ζεστασιά και
στο φως του μαγαζιού, εκεί όπου παρήγγειλε ένα σάντουιτς με αυγό και
ντομάτα. Διάλεξε ένα τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία, κάθισε εκεί,
στραμμένος προς τον δρόμο, αντιμέτωπος με το αξύριστο και βλοσυρό
είδωλό του πάνω στο κατάστικτο από σταγόνες βροχής τζάμι.
Με εξαίρεση τα μεθύσια του, ο Στράικ σπάνια ταλαιπωρούνταν από
πονοκεφάλους, όμως κάτι που έφερνε σε έναν είχε αρχίσει να
εκδηλώνεται, με επίκεντρο την αριστερή πλευρά του κρανίου του. Έφαγε
το σάντουιτς που είχε αγοράσει, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του
πως το φαγητό τον βοηθούσε να αισθανθεί καλύτερα. Ύστερα, αφού
παρήγγειλε μια δεύτερη κούπα τσάι, έπιασε ξανά το κινητό του και
πληκτρολόγησε μιαν απάντηση στον Αλ, με τον διττό στόχο να
τερματίσει μια και καλή κάθε συζήτηση σχετικά με τον Ρόκεμπι και να
αποκρύψει τόσο από τον ετεροθαλή αδελφό του όσο και από τον πατέρα
του το πόσο πολύ αναστάτωνε την ηρεμία του η επιμονή τους.
Δε με ενδιαφέρει καμία επικοινωνία. Είναι πολύ αργά. Δε θέλω να
χαλάσουμε τις καρδιές μας, όμως θεώρησε αυτό το «όχι» οριστικό.
Έστειλε το μήνυμα και στη συνέχεια αναζήτησε ολόγυρα κάτι άλλο για
να απασχολήσει τον κουρασμένο νου του. Τα καταστήματα απέναντι
κατακλύζονταν από κόκκινα και ροζ: η δέκατη τέταρτη ημέρα του
Φεβρουαρίου πλησίαζε επικίνδυνα. Οπότε, συνειδητοποίησε πως δεν είχε
νέα της Σάρλοτ από τότε που αγνόησε το γραπτό της μήνυμα, τα
Χριστούγεννα. Άραγε θα του έγραφε κάτι ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου;
Αργίες και επέτειοι φαίνονταν να λειτουργούν σαν καταλύτες της
επιθυμίας της για επικοινωνία.
Αυτόματα, χωρίς να καθίσει να αναλογιστεί τι έκανε, αλλά με την ίδια
λαχτάρα για ανακούφιση που τον είχε ωθήσει να μπει σε αυτή την
καφετέρια, ο Στράικ έβγαλε και πάλι το κινητό από την τσέπη του και
τηλεφώνησε στη Ρόμπιν, όμως η γραμμή ήταν κατειλημμένη. Χώνοντας
το κινητό ξανά στην τσέπη του, στρεσαρισμένος, αγχωμένος και
λαχταρώντας κάποια δράση, πρότεινε στον εαυτό του να αξιοποιήσει την
παρουσία του στο Κλέρκενγουελ, μιας και τον είχε φέρει ο δρόμος μέχρι
εκεί.
Η καφετέρια βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την παλιά κλινική.
Πόσοι από εκείνους τους περαστικούς, αναρωτήθηκε, έμεναν σε αυτή τη
γειτονιά πριν από σαράντα χρόνια; Μήπως η σκυφτή ηλικιωμένη γυναίκα
με το αδιάβροχο και το καρό καρότσι της λαϊκής; Ίσως ο άντρας με το
μακρύ γκρίζο μουστάκι, που προσπαθούσε να σταματήσει κάποιο ταξί;
Ίσως εκείνος ο ηλικιωμένος Σιχ με το τουρμπάνι του, που κάτι έγραφε
στο κινητό του ενώ περπατούσε; Άραγε, είχε πάει κανείς τους να
συμβουλευτεί τη Μάργκοτ Μπάμπορο; Μήπως κάποιος από αυτούς τους
ανθρώπους θυμόταν έναν βρόμικο γενειοφόρο άντρα που το επίθετό του
έφερνε στο Άπλθορπ, που γυρόφερνε σε αυτούς εδώ τους δρόμους,
επιμένοντας στους διάφορους αγνώστους πως εκείνος είχε σκοτώσει τη
γιατρό;
Το αφηρημένο βλέμμα του Στράικ έπεσε πάνω σε έναν άντρα που
περπατούσε με ένα παράξενο, κυματιστό βήμα στην απέναντι πλευρά του
δρόμου. Τα φίνα γκρίζα μαλλιά του είχαν μουσκέψει από τη βροχή, έτσι
που κολλούσαν στο κεφάλι του. Δε φορούσε παλτό, ούτε κρατούσε
ομπρέλα, παρά μόνο ένα φούτερ με τη μορφή του Σόνικ του
Σκαντζόχοιρου στην μπροστινή πλευρά. Η απουσία πανωφοριού, το
κάπως παράξενο βήμα, το γουρλωτό παιδικό βλέμμα, το ελαφρώς
μισάνοιχτο στόμα, η στωική αποδοχή του ότι σταδιακά γινόταν
μούσκεμα: όλα αυτά μαρτυρούσαν κάποιου είδους νοητική υστέρηση. Ο
άντρας έφυγε από το οπτικό πεδίο του Στράικ τη στιγμή που το κινητό
του ντετέκτιβ άρχιζε να χτυπά.
«Γεια. Μου τηλεφώνησες νωρίτερα;» είπε η Ρόμπιν και ο Στράικ ένιωσε
μια κάποια ανακούφιση από την ένταση, οπότε συμπέρανε πως το τσάι
είχε βοηθήσει οπωσδήποτε με τον πονοκέφαλο.
«Ναι. Απλώς για μια γρήγορη ενημέρωση».
Της περιέγραψε το σκηνικό με τον άντρα που φορούσε φόρμα κι είχε
περάσει τη νύχτα στο σπίτι της Έλινορ Ντιν.
«Και κάλυπτε το στόμα του την ώρα που έφευγε; Παράξενο».
«Πράγματι. Σίγουρα κάτι παράξενο συμβαίνει εκεί μέσα. Ζήτησα από
τον Μόρις να κοιτάξει μήπως μάθει τίποτε για τον καινούργιο τύπο».
«Το Πέντονβιλ βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο Κλέρκενγουελ», σχολίασε
η Ρόμπιν.
«Ακριβώς εδώ βρίσκομαι τώρα. Σε μια καφετέρια, στην οδό Σεντ Τζον.
Νο-νομίζω», είπε ο Στράικ, καθώς υπέκυπτε σε ένα χασμουρητό, «με
συγχωρείς… νομίζω, μιας κι είμαι ήδη στην περιοχή, πως θα άξιζε να
ψάξω λιγάκι, μπας και μάθω τίποτε για το μακαρίτη τον Άπλθορπ. Να δω
μήπως βρω κανέναν που να θυμάται την οικογένεια ή να ξέρει τι
απέγιναν».
«Και πώς σκοπεύεις να το κάνεις αυτό;»
«Θα περπατήσω εδώ γύρω», είπε ο Στράικ, νιώθοντας το γόνατό του να
τον πονάει πριν καν ολοκληρώσει τη φράση του, «να ρωτήσω σε τίποτε
μαγαζιά που φαίνεται πως λειτουργούν καιρό. Το ξε-ξέρω», είπε και
χασμουρήθηκε ξανά, «πως είναι τραβηγμένο, όμως δεν έχουμε κανέναν
άλλο που να ισχυρίστηκε πως αυτός σκότωσε τη Μάργκοτ».
«Καλά, δεν είσαι κουρασμένος;»
«Μαθημένα τα βουνά. Εσύ πού είσαι τώρα;»
«Στο γραφείο», είπε η Ρόμπιν, «κι έχω κάποια νέα σχετικά με την
υπόθεση Μπάμπορο, αν έχεις χρόνο να ακούσεις».
«Για πες», είπε ο Στράικ, πρόθυμος να αναβάλει τη στιγμή που θα
έπρεπε να βγει ξανά στη βροχή.
«Λοιπόν, κατ’ αρχάς, έλαβα ένα email από τον σύζυγο της Γκλόρια
Κόντι. Θυμάσαι, τη ρεσεψιονίστ, την τελευταία που είδε τη Μάργκοτ
ζωντανή; Είναι σύντομο.
“Αγαπητέ κύριε Έλακοτ…”
«Κύριε;»
«Το “Ρόμπιν” μπερδεύει τους ανθρώπους. “Σας γράφω εκ μέρους της
συζύγου μου, η οποία πολύ έχει πληγεί από τις επικοινωνίες σας. Δεν έχει
αποδείξεις ή πληροφορίες που να αφορούν τη Μάργκοτ Μπάμπορο και δεν
είναι βολικό να επικοινωνείτε μαζί της στα γραφεία μου. Η οικογένειά μας
είναι ήσυχη και επιθυμεί να παραμείνει έτσι. Θα ήθελα τις διαβεβαιώσεις
σας πως δε θα επικοινωνήσετε άλλη φορά με τη σύζυγό μου. Ειλικρινά
δικός σας, Ουγκό Ζομπέρ”».
«Ενδιαφέρον», συμφώνησε ο Στράικ κι έξυσε το αξύριστο πιγούνι του.
«Και γιατί δεν απάντησε η ίδια η Γκλόρια; Τι πάει να πει “έχει πληγεί”;»
«Προσπαθώ να καταλάβω γιατί έχει πληγ… έχει ταραχτεί, μήπως;
Μάλλον», είπε η Ρόμπιν, απαντώντας η ίδια στην απορία της, «επειδή
επικοινώνησα μαζί της μέσω του γραφείου του συζύγου της.
Προσπάθησα και μέσα από το Facebook, όμως δεν απαντούσε».
«Ξέρεις, νομίζω πως αξίζει να ζητήσουμε από την Άννα να
επικοινωνήσει με την Γκλόρια. Η κόρη της Μάργκοτ ίσως καταφέρει να
τη συγκινήσει περισσότερο απ’ ό,τι εμείς. Δεν ετοιμάζεις μια δεύτερη
παράκληση, να τη στείλεις στην Άννα, για να δούμε αν θα ήταν
διατεθειμένη να σε αφήσει να βάλεις το δικό της όνομα στο τέλος;»
«Καλή σκέψη», είπε η Ρόμπιν, οπότε ο Στράικ την άκουσε να κρατά
πρόχειρα μια σημείωση. «Τέλος πάντων, σε θετικότερες εξελίξεις, προ
ολίγου που μου τηλεφώνησες, μιλούσα με τη δεύτερη μεγαλύτερη κόρη
της Βίλμα Μπέιλις, τη Μάγια. Είναι υποδιευθύντρια σε σχολείο. Νομίζω
πως κοντεύω να την πείσω να μας μιλήσει. Ανησυχούσε για την
αντίδραση της μεγαλύτερης αδελφής της, όμως παραμένω αισιόδοξη».
«Τέλεια», είπε ο Στράικ, «θα ήθελα να μάθω κάποια επιπλέον πράγματα
για τη Βίλμα».
«Είναι και κάτι ακόμη», είπε η Ρόμπιν. «Αν και… ίσως το θεωρήσεις
κάπως παρατραβηγμένο».
«Μόλις τώρα σου είπα πως ετοιμάζομαι να πάω από πόρτα σε πόρτα και
να ρωτάω για έναν μακαρίτη σαλταρισμένο, που οπωσδήποτε δεν
ονομαζόταν Άπλθορπ», της θύμισε ο Στράικ, οπότε η Ρόμπιν γέλασε.
«Μάλιστα, εντάξει, χτες το βράδυ επιχείρησα μια νέα έρευνα στο
διαδίκτυο, προσπαθούσα να εντοπίσω κάποιο στοιχείο για τον Στιβ
Ντάουθγουεϊτ και πέτυχα μια παλιά ιστοσελίδα, “Αναμνήσεις από το
Butlin’s”, όπου πρώην εργαζόμενοι συζητούν, αναπολούν τον παλιό
καιρό, κανονίζουν συναντήσεις και διάφορες εκδηλώσεις… ξέρεις, τα
γνωστά. Τέλος πάντων, δεν κατάφερα να εντοπίσω την παραμικρή
αναφορά στον Ντάουθγουεϊτ, ούτε στον Τζακς, όπως είχε συστηθεί στο
Κλάκτον, όμως αυτό που κατάφερα να βρω – και ξέρω πως κατά πάσα
πιθανότητα είναι άσχετο», είπε, «και δεν ξέρω αν το θυμάσαι, όμως στο
Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο; υπήρχε η μαρτυρία μιας κοπέλας
ονόματι Τζούλι Γουίλκς. Ανέφερε πως την είχε σοκάρει το γεγονός ότι ο
Στίβι Τζακς δεν είχε πει στους φίλους του ότι είχε εμπλακεί στην υπόθεση
της εξαφάνισης μιας γυναίκας».
«Ναι, το θυμάμαι», είπε ο Στράικ.
«Λοιπόν… η κοπέλα αυτή πνίγηκε», είπε η Ρόμπιν. «Στο παραθεριστικό
κέντρο πνίγηκε, στα τέλη της τουριστικής σεζόν του 1985. Το πτώμα της
εντοπίστηκε ένα πρωί στην πισίνα του κέντρου. Στην ιστοσελίδα, κάποιοι
πρώην εργαζόμενοι σχολίαζαν τον θάνατό της. Η κρατούσα άποψη είναι
πως μέθυσε, γλίστρησε, χτύπησε το κεφάλι της και κατέληξε μέσα στην
πισίνα.
»Ίσως ήταν μια τραγικά άτυχη στιγμή», είπε η Ρόμπιν, «όμως οι
γυναίκες που κινούνται στους ίδιους χώρους με τον Ντάουθγουεϊτ έχουν
μια τάση να πεθαίνουν πρόωρα, δε νομίζεις; Η παντρεμένη φιλενάδα του
αυτοκτονεί, η γιατρός του εξαφανίζεται και αργότερα η συνάδελφός του
πνίγεται… Όπου πηγαίνει αυτός ο άνθρωπος, τον ακολουθεί ο θάνατος, κι
όχι από φυσικά αίτια… δεν ξέρω, είναι παράξενο».
«Πράγματι είναι», συμφώνησε ο Στράικ κοιτάζοντας συνοφρυωμένος τη
βροχή. Ετοιμαζόταν να αναρωτηθεί ανοιχτά πού να είχε κρυφτεί ο
Ντάουθγουεϊτ, όταν η Ρόμπιν είπε κάπως βιαστικά:
«Κοίτα, είναι και κάτι άλλο που θέλω να σου ζητήσω, όμως ειλικρινά
δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα, αν πεις όχι. Ο συγκάτοικός μου,
ο Μαξ… ξέρεις ότι είναι ηθοποιός, σωστά; Τέλος πάντων, μόλις
εξασφάλισε ρόλο σε μια τηλεοπτική σειρά, υποδύεται έναν πρώην
στρατιωτικό και δεν έχει πού αλλού να στραφεί για συμβουλές. Έλεγε,
λοιπόν, μήπως θα ήθελες να περάσεις για φαγητό κάποια στιγμή, ώστε να
σου έκανε ορισμένες ερωτήσεις».
«Α», είπε ο Στράικ αιφνιδιασμένος αλλά όχι δυσαρεστημένος. «…ναι,
εντάξει. Πότε;»
«Το ξέρω πως είναι τελευταία στιγμή, όμως μήπως θα σε βόλευε αύριο;
Χρειάζεται μια βοήθεια το συντομότερο».
«Ναι, νομίζω πως γίνεται», είπε ο Στράικ. Βρισκόταν σε επιφυλακή
ώστε να ταξιδέψει στο Σεντ Μος το συντομότερο δυνατόν, όμως ήταν
μάλλον απίθανο να έχει αποκατασταθεί η ζημιά στο θαλάσσιο τείχος
μέχρι την επόμενη ημέρα.
Μετά που έκλεισε το τηλέφωνο η Ρόμπιν, ο Στράικ παρήγγειλε μια
τρίτη κούπα τσάι. Κωλυσιεργούσε και γνώριζε το γιατί. Αν σκόπευε
πραγματικά να βγει στους δρόμους του Κλέρκενγουελ, μπας και έβρισκε
κάποιον άνθρωπο που θυμόταν τον μακαρίτη πλέον που ισχυριζόταν ότι
είχε σκοτώσει τη Μάργκοτ Μπάμπορο, χρήσιμο θα ήταν να γνώριζε το
πραγματικό του όνομα, και καθώς η Τζάνις Μπίτι εξακολουθούσε να
βρίσκεται στο Ντουμπάι, η μόνη επιλογή που του απέμενε ήταν η Αϊρίν
Χίκσον.
Εν τω μεταξύ, η βροχή συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση. Τα λεπτά
περνούσαν, καθώς ο Στράικ ανέβαλλε το τηλεφώνημα στην Αϊρίν,
χαζεύοντας τα αυτοκίνητα να περνούν υπό καταρρακτώδη βροχή, τους
πεζούς να παλεύουν να αποφύγουν τα νερά που είχαν μαζευτεί στα
πεζοδρόμια κι ο ίδιος αναλογιζόταν τον θάνατο πριν από πολλά χρόνια
μιας νεαρής εργαζόμενης σε παραθεριστικό κέντρο, που είχε γλιστρήσει,
είχε χτυπήσει το κεφάλι της και είχε πνιγεί σε μια πισίνα.
Νερό παντού, είχε γράψει ο Μπιλ Τάλμποτ στο αστρολογικό του
σημειωματάριο. Ο Στράικ είχε χρειαστεί να καταβάλει αρκετή
προσπάθεια προκειμένου να ερμηνεύσει τη συγκεκριμένη αποστροφή.
Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Τάλμποτ αναφερόταν σε ένα
σύνολο ζωδίων του νερού, που θεωρούσε πως σχετίζονταν με τον θάνατο
του άγνωστου Σκορπιού. Γιατί, άραγε, αναρωτιόταν τώρα ο Στράικ, όπως
κουτσόπινε το τσάι του, θεωρούνταν ο Σκορπιός ζώδιο του νερού; Οι
σκορπιοί ζούσαν στη στεριά, σε θερμά κλίματα· μπορούσαν, έστω, να
κολυμπήσουν; Θυμήθηκε εκείνο το μεγάλο σύμβολο, σαν ψάρι, που
χρησιμοποιούσε ο Τάλμποτ στο σημειωματάριό του για να αναφέρεται
στην Αϊρίν, την οποία είχε περιγράψει σε ένα σημείο με τη λέξη «Κήτος».
Ο Στράικ έπιασε το κινητό του και αναζήτησε στο διαδίκτυο την ερμηνεία
εκείνης της λέξης.
Ο αστερισμός του Κήτους, διάβασε, γνωστός και ως φάλαινα, είχε
πάρει το όνομά του από το θαλάσσιο τέρας που είχε φονεύσει ο Περσέας
ενώ επιχειρούσε να σώσει την Ανδρομέδα από τον Ποσειδώνα, τον θεό
της θάλασσας. Ο αστερισμός εντοπιζόταν σε ένα σημείο του ουρανού
γνωστού ως «Θάλασσα», λόγω της παρουσίας εκεί πολλών άλλων
αστερισμών που σχετίζονται με το νερό, ανάμεσά τους εκείνοι των
Ιχθύων, του νεροκουβαλητή Υδροχόου και του Αιγόκερου, της κατσίκας
με την ουρά ψαριού.
Νερό παντού.
Οι αστρολογικές σημειώσεις είχαν αρχίσει να μπλέκονται με τις σκέψεις
του, σαν ένα παλιό δίχτυ που είχε σκαλώσει γύρω από μια προπέλα. Ένα
επιζήμιο μείγμα λογικής και ανοησιών αντικατόπτριζε, κατά την άποψη
του Στράικ, την έλξη που ασκούσε η ίδια η αστρολογία, με τις
κολακευτικές, παρηγορητικές υποσχέσεις της πως οι ασήμαντες
σκοτούρες του κάθε ανθρώπου απασχολούσαν ολόκληρο το σύμπαν και
ότι τα αστέρια ή το πνεύμα του κόσμου θα συνωμοτούσαν ώστε να σε
οδηγήσουν εκεί όπου η προσωπική σκληρή εργασία και η λογική
αδυνατούσαν να σε φτάσουν.
Αρκετά, είπε στον εαυτό του αυστηρά. Σχημάτισε τον αριθμό της Αϊρίν
στο κινητό του και περίμενε, ακούγοντας τη γραμμή να χτυπά, καθώς
φανταζόταν το τηλέφωνό της δίπλα στο μπολ με το ποτ πουρί, στο
υπερβολικά φορτωμένο χολ, με τα ροζ λουλούδια της ταπετσαρίας και
την παχιά ροζ μοκέτα. Και πάνω που το έπαιρνε απόφαση, με έναν
συνδυασμό ανακούφισης και απογοήτευσης, πως η γυναίκα δεν ήταν στο
σπίτι της, η Αϊρίν απάντησε.
«Τέσσερα τέσσερα πέντε εννέα», τιτίβισε, έτσι που η απάντησή της
ακούστηκε σαν τζιγκλάκι τηλεοπτικής διαφήμισης. Και η Τζόαν
απαντούσε πάντοτε στο σταθερό τηλέφωνο λέγοντας στον άνθρωπο που
τηλεφωνούσε τον αριθμό που είχε μόλις καλέσει.
«Η κυρία Χίκσον;»
«Η ίδια».
«Ο Κόρμοραν Στράικ είμαι, ο…»
«Α, γεια σας!» αναφώνησε εκείνη, κι ακούστηκε κάπως αιφνιδιασμένη.
«Σκεφτόμουν μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε», είπε ο Στράικ
βγάζοντας και ανοίγοντας το σημειωματάριό του. «Στη συνάντηση που
είχαμε, αναφέρατε έναν ασθενή στην κλινική, που απ’ ό,τι θυμόσαστε
πρέπει να τον έλεγαν Άπτον ή Άπλθορπ…»
«Α, ναι;»
«…ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε…»
«…σκοτώσει τη Μάργκοτ, ναι», τον διέκοψε εκείνη. «Σταμάτησε την
Ντόροθι μέρα-μεσημέρι…»
«Ναι…»
«…εκείνη όμως θεώρησε πως ο άνθρωπος έλεγε ασυναρτησίες. Εγώ της
το είπα, βέβαια: “Αποκλείεται να έκανε αυτό που λέει, Ντόροθι…;”»
«Δεν έχω καταφέρει να εντοπίσω κανέναν με αυτό το επίθετο, που να
έμενε στην περιοχή το 1974», είπε μεγαλόφωνα ο Στράικ, «οπότε έλεγα
μήπως είχατε θυμηθεί λάθος το όνο…»
«Πιθανόν, ναι, δεν αποκλείεται», είπε η Αϊρίν. «Δεν ξέρω, έχει περάσει
και τόσος καιρός από τότε, σωστά; Δοκιμάσατε να καλέσετε τις
πληροφορίες τηλεφωνικού καταλόγου; Ψέματα, όχι τις πληροφορίες»,
έσπευσε να διορθώσει τον εαυτό της. «Να κοιτάξετε στα αρχεία στο
διαδίκτυο, κάτι τέτοιο».
«Είναι δύσκολο να επιχειρηθεί έρευνα ξεκινώντας με το λάθος
επίθετο», είπε ο Στράικ, κατορθώνοντας οριακά να μη χρωματίσει τη
φωνή του με μια γενναία δόση σαρκασμού. «Βρίσκομαι στην οδό
Κλέρκενγουελ αυτή τη στιγμή. Αν δεν απατώμαι, είπατε πως ο άνθρωπος
κάπου εδώ γύρω έμενε, σωστά;»
«Κοιτάξτε, εκεί πέρα γυρόφερνε συνέχεια, οπότε αυτό υπέθεσα».
«Πάντως, ήταν εγγεγραμμένος στην κλινική σας, έτσι δεν είναι; Μήπως
θυμάστε το μικρό του…;»
«Χμ, για να σκεφτώ… Πρέπει να ήταν… Γκίλμπερτ ή… όχι, δε
θυμάμαι, δυστυχώς. Άπλθορπ; Άπλτον; Άπτον; Στη γειτονιά τον ήξεραν
όλοι εξ όψεως, γιατί ήταν τόσο περίεργη η εμφάνισή του: μακριά γένια,
βρόμικος και τα λοιπά και τα λοιπά. Και κάποιες φορές είχε μαζί το παιδί
του», είπε η Αϊρίν, καθώς άρχιζε να παίρνει φόρα, «ένα παιδί με
πραγματικά παράξενη όψη…»
«Ναι, είπατε…»
«…με τεράστια αυτιά. Το παιδί μπορεί να ζει ακόμη, ο γιος δηλαδή, αν
και κατά πάσα πιθανότητα θα είναι… ξέρετε…»
Ο Στράικ περίμενε να ακούσει τι ήταν αυτό που ήξερε, όμως προφανώς
έπρεπε να συμπεράνει από τη σιωπή της Αϊρίν πως η περιγραφή είχε
φτάσει στο τέλος της.
«Κατά πάσα πιθανότητα…;» επανέλαβε για να την παρακινήσει να
ολοκληρώσει τη σκέψη της.
«Α, ξέρετε. Σε κάποιο μέρος».
«Σε κάποιο…;»
«Κάποιο ίδρυμα, κάπου τέλος πάντων!» απάντησε εκείνη κάπως
ενοχλημένη, σαν να την εκνεύριζε η βραδύνοια του Στράικ. «Δεν υπήρχε
περίπτωση να βγει νορμάλ εκείνο το παιδί, καλά δε λέω; Με ναρκομανή
πατέρα και καθυστερημένη μάνα, κι ας λέει η Τζάνις τα δικά της. Η
Τζάνις δεν έχει την ίδια… εντάξει, δε φταίει εκείνη… η οικογένειά της
είχε… διαφορετικό επίπεδο. Και της αρέσει να δείχνει… εντάξει,
μπροστά στους ξένους, όλοι μας αυτό θέλουμε… σε τελική ανάλυση,
όμως εσείς γυρεύετε την αλήθεια, καλά δε λέω;»
Ο Στράικ διέκρινε τις φαρμακερές μπηχτές σε βάρος της φίλης της,
ανάμεσα στις ημιτελείς φράσεις.
«Τον Ντάκγουορθ καταφέρατε να τον βρείτε;» ρώτησε η Αϊρίν,
αλλάζοντας απότομα θέμα συζήτησης.
«Τον Ντάουθγουεϊτ εννοείτε;»
«Αχ, αδιόρθωτη είμαι, συνέχεια το ίδιο πράγμα κάνω, χα, χα, χα».
Οσοδήποτε ενοχλητικό κι αν ήταν το τηλεφώνημα του Στράικ, ο
ντετέκτιβ ήταν τουλάχιστον ένας άνθρωπος με τον οποίο μπορούσε η
Αϊρίν να μιλήσει. «Πολύ θα ήθελα να μάθω τι απέγινε αυτός, πραγματικά,
γιατί ήταν ύποπτος χαρακτήρας, από τους λίγους. Η Τζάνις υποβάθμισε
την περίπτωσή του, όταν περάσατε από εδώ, όμως η αλήθεια είναι πως
απογοητεύτηκε λιγάκι, όταν αποδείχτηκε πως ο άλλος ήταν γκέι, ξέρετε.
Του είχε αδυναμία. Τι να πεις, ήταν πολύ μόνη της, όταν την
πρωτογνώρισα. Προσπαθούσαμε κάθε τόσο να της βρούμε κάποιον, ο
Έντι κι εγώ…»
«Ναι, είπατε πως…»
«…όμως οι άντρες δεν ήθελαν να αναλάβουν ξένο παιδί, κι η Τζάνις
ήταν λιγάκι… ξέρετε, όταν μια γυναίκα έχει μείνει καιρό μόνη της, δεν
εννοώ απελπισμένη, αλλά γινόταν κάπως κολλιτσίδα στον άλλον… ο Λάρι
δεν είχε θέμα, αλλά βέβαια ο Λάρι δεν ήταν αυτό που λέμε…»
«Είχα κάτι τελευταίο που θα ήθελα να σας ρωτήσω…»
«…όμως τελικά ούτε αυτός ήθελε να την παντρευτεί. Είχε περάσει κι
ένα πολύ δύσκολο διαζύγιο…»
«Σχετικά με το Λίμινγκτον Σπα».
«Στο Μπόγκνορ Ρίτζις κοιτάξατε;»
«Ορίστε;» είπε ο Στράικ.
«Για τον Ντάουθγουεϊτ, λέω. Αφού εκεί πήγε, στο Μπόγκνορ Ρίτζις,
σωστά; Στο παραθεριστικό κέντρο;»
«Στο Κλάκτον εργαζόταν», είπε ο Στράικ. «Εκτός κι αν πέρασε κι από
το Μπόγκνορ Ρίτζις επίσης…;»
«Τι επίσης;»
Το κέρατό μου.
«Τι σας κάνει να νομίζετε πως ο Ντάουθγουεϊτ εργάστηκε κάποια
στιγμή στο Μπόγκνορ Ρίτζις;» ρώτησε ο Στράικ αργά και καθαρά, ενώ
έτριβε το μέτωπό του.
«Νόμιζα… καλά, δεν πέρασε από εκεί κάποια στιγμή;»
«Απ’ ό,τι ξέρω όχι, όμως έχουμε εξακριβώσει πως εργάστηκε στο
παραθεριστικό κέντρο στο Κλάκτον, στα μέσα της δεκαετίας του ’80».
«Α, τότε αυτό πρέπει να ήταν… ναι, κάποιος πρέπει να μου το ανέφερε,
όλα αυτά τα μέρη είναι… παλιομοδίτικοι παραθαλάσσιοι προορισμοί…
ξέρετε».
Ο Στράικ θυμόταν πως είχε ρωτήσει τόσο την Αϊρίν όσο και την Τζάνις
αν είχαν κάποια εικόνα του πού είχε πάει ο Ντάουθγουεϊτ, αφότου έφυγε
από το Κλέρκενγουελ, και οι δύο γυναίκες είχαν απαντήσει πως δεν
ήξεραν.
«Πώς ξέρατε ότι είχε εργαστεί στο Κλάκτον;» ρώτησε.
«Η Τζάνις μου το είπε», απάντησε η Αϊρίν ύστερα από μια πολύ μικρή
παύση. «Ναι, λογικά η Τζάνις θα μου το είπε. Αυτή ήταν η γειτόνισσα,
ξέρετε, αυτή ήταν που τον ήξερε. Ναι, αν δεν κάνω λάθος, προσπάθησε
να μάθει πού είχε καταλήξει αυτός, αφότου έφυγε από την οδό Πέρσιβαλ,
γιατί τον είχε έγνοια».
«Εδώ όμως μιλάμε για έντεκα χρόνια μετά», σχολίασε ο Στράικ.
«Είχε περάσει τόσος καιρός;»
«Στο Κλάκτον βρέθηκε έντεκα χρόνια αφότου είχε φύγει από την οδό
Πέρσιβαλ», επέμεινε ο Στράικ. «Όταν ρώτησα και τις δυο σας, αν ξέρατε
πού είχε πάει…»
«Καλά, για τώρα ρωτούσατε, έτσι δεν είναι;» είπε η Αϊρίν. «Θέλατε να
μάθετε πού ήταν τώρα, ναι; Ιδέα δεν έχω. Αλήθεια, ψάξατε να δείτε τι
έγινε με εκείνη την ιστορία στο Λίμινγκτον Σπα;» Τότε γέλασε και είπε:
«Ένα σωρό παραθαλάσσια μέρη! Όχι, σταθείτε… δεν είναι
παραθαλάσσιο το Λίμινγκτον Σπα, καλά δε λέω; Όμως καταλαβαίνετε τι
εννοώ… το νερό… το λατρεύω το νερό, είναι… στο Γκρίνουιτς, ο Έντι
ήταν σίγουρος πως θα το λάτρευα αυτό το σπίτι, μόλις είδε το
πωλητήριο… αλήθεια, βγήκε καμιά άκρη με το Λίμινγκτον Σπα ή έλεγε
παραμύθια η Τζάνις;»
«Η κυρία Μπίτι δεν έλεγε παραμύθια», είπε ο Στράικ. «Ο κύριος
Ράματζ σίγουρα είδε μια αγνοούμενη…»
«Α, όχι, δεν εννοούσα πως η Τζάνις έλεγε παραμύθια, δεν εννοώ κάτι
τέτοιο», είπε η Αϊρίν, διαψεύδοντας από τη μια στιγμή στην άλλη τον
εαυτό της. «Απλώς θέλω να πω, ξέρετε, παράξενο μέρος για να
εμφανιστεί εκεί η Μάργκοτ, το Λίμινγκτον… αλήθεια, καταφέρατε να
εντοπίσετε κάποια σχέση», ρώτησε με τόνο χαλαρό, «ή…;»
«Όχι ακόμη», είπε ο Στράικ. «Εσείς δε θυμηθήκατε κάτι σχετικά με τη
Μάργκοτ και το Λίμινγκτον Σπα, σωστά;»
«Εγώ; Έλα, Χριστέ και Κύριε, όχι, πού να ξέρω εγώ τι δουλειά είχε να
πάει εκεί πέρα;»
«Μην το λέτε, καμιά φορά οι άνθρωποι θυμούνται πράγματα, αφού τους
έχουμε μιλήσει σχετικά…»
«Στην Τζάνις έχετε μιλήσει ξανά στο μεταξύ;»
«Όχι», είπε ο Στράικ. «Ξέρετε πότε επιστρέφει από το Ντουμπάι;»
«Όχι», απάντησε η Αϊρίν. «Ζάχαρη περνάνε κάποιοι άνθρωποι, καλά δε
λέω; Εμένα, μια φορά, δε θα με πείραζε λίγη ηλιοφάνεια, μα τι χειμώνα
περνάμε… όμως πάει στράφι στην Τζάνις, εκείνη δεν κάνει ηλιοθεραπεία,
όχι πως θα ήθελα να κάνω τέτοιο ταξίδι στριμωγμένη στην οικονομική
θέση, που σίγουρα έτσι πέταξε… αναρωτιέμαι πώς να τα πηγαίνει έξι
εβδομάδες με τη νύφη της! Όσο καλά και να τα πηγαίνεις, δεν έχει
σημασία, είναι πολύς ο καιρός…»
«Λοιπόν, μη σας κρατάω περισσότερο, κυρία Χίκσον».
«Α, εντάξει», είπε εκείνη. «Ναι, βέβαια. Καλή επιτυχία στις έρευνές
σας».
«Σας ευχαριστώ», είπε ο Στράικ και τερμάτισε την κλήση.
Σταγόνες βροχής εξακολουθούσαν να χτυπούν την τζαμαρία.
Αναστενάζοντας, ο Στράικ τράβηξε στην τουαλέτα της καφετέριας, καθώς
από ώρα ήθελε να ουρήσει.
Πλήρωνε τον λογαριασμό του, όταν εντόπισε τον άντρα με το φούτερ
με τη στάμπα του Σόνικ να περνά από εκεί, αυτή τη φορά στην ίδια
πλευρά του δρόμου όπου βρισκόταν η καφετέρια. Κινούνταν προς την
κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει νωρίτερα, ενώ δυο φορτωμένες σακούλες
σούπερ μάρκετ κρέμονταν από τα χέρια του, προχωρώντας με εκείνο το
ίδιο, αλλόκοτο, κυματιστό βήμα, σαν να παλαντζάριζε, με τα μουσκεμένα
μαλλιά του κολλημένα πάνω στο κρανίο του και το στόμα του
μισάνοιχτο. Ο Στράικ τον ακολούθησε με το βλέμμα έτσι όπως περνούσε,
παρατηρώντας τη βροχή που έσταζε από τις σακούλες κι από τους λοβούς
των ιδιαίτερα μεγάλων αυτιών του.
38
Καιρό πολύ σε καλύβι κρυφό την κρατούσε
αιχμάλωτη του πόθου του·
μέχρι που κάρπισε η κοιλιά της και φούσκωσε,
και γέννησε αγόρι από εκείνον τον αγριάνθρωπο…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Προσπαθώντας να καταλάβει αν ήταν ποτέ δυνατόν να έχει σταθεί τόσο


τυχερός όσο ήλπιζε, ο Στράικ πέταξε ένα φιλοδώρημα πάνω στο τραπέζι
και έσπευσε να βγει έξω στη βροχή, φορώντας το παλτό του στον δρόμο.
Αν ο ενήλικος με τη νοητική υστέρηση που φορούσε το μουσκεμένο
φούτερ με τον μπλε σκαντζόχοιρο ήταν πράγματι το παιδί με τα μεγάλα
αυτιά που το έσερνε πριν από δεκαετίες σε αυτούς εδώ τους δρόμους ο
εκκεντρικός γονιός του, αυτό σήμαινε πως κατοικούσε στη συγκεκριμένη
γωνιά του Κλέρκενγουελ εδώ και σαράντα χρόνια. Πράγμα που δεν ήταν
και τόσο παράξενο, προφανώς, αναλογίστηκε ο Στράικ, ιδίως εφόσον
έβρισκαν στήριξη στην περιοχή και ολόκληρος ο κόσμος τους
αποτελούνταν από μερικούς γνώριμους δρόμους. Ο άντρας
εξακολουθούσε να κινείται στο οπτικό πεδίο του Στράικ, τραβώντας
στωικά προς την οδό Κλέρκενγουελ υπό καταρρακτώδη βροχή, δίχως να
ανοίγει το βήμα του, ούτε και να καταβάλλει την όποια προσπάθεια να μη
μουσκέψει ακόμη χειρότερα. Ο Στράικ σήκωσε τον γιακά του και τον
ακολούθησε.
Λίγα μέτρα παρακάτω, στην οδό Σεντ Τζον, ο στόχος του Στράικ
έστριψε δεξιά, περνώντας μπροστά από ένα μικρό σιδηροπωλείο στη
γωνία, και τράβηξε προς την πάροδο Άλμπερμαρλ, εκείνο το δρομάκι με
τον παλιό κόκκινο τηλεφωνικό θάλαμο στη μια άκρη και τα ψηλά
διαδοχικά κτίρια ολόγυρα. Το ενδιαφέρον του Στράικ ζωήρεψε.
Με το που προσπέρασε το σιδηροπωλείο, ο άντρας ακούμπησε κάτω
στο βρεγμένο πεζοδρόμιο και τις δύο σακούλες κι έβγαλε από την τσέπη
του ένα κλειδί εξώπορτας. Ο Στράικ συνέχισε να περπατά, καθώς δεν
υπήρχε κάποιο σημείο για να κρυφτεί, όμως σημείωσε τον αριθμό της
πόρτας περνώντας από μπροστά. Άραγε, υπήρχε περίπτωση ο μακαρίτης ο
Άπλθορπ να έμενε στο ίδιο διαμέρισμα; Ο Στράικ δε θεωρούσε πως η
πάροδος αυτή αποτελούσε ιδανικό σημείο για να στηθεί καρτέρι σε ένα
θύμα; Όχι εξίσου βολικό ίσως όσο η Πάσινγκ Άλεϊ, ούτε τόσο ευνοϊκό
όσο τα διαμερίσματα κατά μήκος του Τζερούζαλεμ Πάσατζ, οπωσδήποτε
όμως προτιμότερο από το πολυσύχναστο Κλέρκενγουελ Γκριν, εκεί όπου
ο Τάλμποτ ήταν πεπεισμένος πως η Μάργκοτ είχε επιχειρήσει να διαφύγει
από τον μεταμφιεσμένο Ντένις Κριντ.
Ο Στράικ άκουσε την εξώπορτα να κλείνει πίσω από τον άντρα με τα
μεγάλα αυτιά, οπότε έκανε μεταβολή. Η σκούρα μπλε πόρτα χρειαζόταν
βάψιμο. Δίπλα της υπήρχε ένα μικρό κουδούνι, κάτω από το οποίο ήταν
κολλημένο ένα χαρτάκι με το όνομα «Άθορν». Άραγε να ήταν αυτό το
επίθετο που η Αϊρίν δεν είχε συγκρατήσει σωστά και θυμόταν σαν
Άπλθορπ, Άπλτον ή Άπτον; Τότε ο Στράικ παρατήρησε πως ο άντρας είχε
ξεχάσει το κλειδί πάνω στην πόρτα.
Έχοντας την αίσθηση πως ενδεχομένως είχε βιαστεί να χλευάσει τους
μυστηριώδεις τρόπους με τους οποίους καμιά φορά συνωμοτούσε το
σύμπαν, ο Στράικ τράβηξε το κλειδί και πάτησε το κουδούνι, το οποίο
ακούστηκε να χτυπά δυνατά μέσα στο κτίριο. Μεσολάβησαν μερικές
στιγμές χωρίς να συμβεί κάτι, οπότε η πόρτα άνοιξε και πάλι και στο
κατώφλι ξεπρόβαλε ο άντρας με το βρεγμένο φούτερ.
«Άφησες αυτό στην κλειδαριά», είπε ο Στράικ, προτείνοντας το κλειδί.
Ο άντρας απευθύνθηκε στο τρίτο κουμπί του παλτού του Στράικ, αντί
να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Το έκανα κι άλλη φορά, κι η Κλερ είπε να μην το ξανακάνω»,
μουρμούρισε απλώνοντας το χέρι του για να πάρει το κλειδί, το οποίο του
έδωσε ο Στράικ. Ο άντρας έκανε να κλείσει την πόρτα.
«Με λένε Κόρμοραν Στράικ. Μήπως θα μπορούσα να έρθω μέσα για
λίγο, να σου μιλήσω για τον πατέρα σου;» είπε ο Στράικ, χωρίς να βάλει
το πόδι του μέσα από την πόρτα, αλλά έτοιμος να το κάνει αν χρειαζόταν.
Το πρόσωπο του άντρα με τα μεγάλα αυτιά ξεχώριζε χλωμό με φόντο το
σκοτεινό χολ.
«Ο μπαμπάς Γκουίλερμ είναι πεθαμένος».
«Ναι», είπε ο Στράικ, «το ξέρω».
«Με κουβάλαγε στους ώμους του».
«Αλήθεια;»
«Ναι. Μου το είπε η μαμά».
«Μόνος σου μένεις;»
«Με τη μαμά».
«Κλερ τη λένε;»
«Όχι. Ντέμπορα».
«Εγώ είμαι ντετέκτιβ», είπε ο Στράικ, βγάζοντας μια κάρτα από την
τσέπη του. «Με λένε Κόρμοραν Στράικ και θα ήθελα πολύ να μιλήσω με
τη μαμά σου, αν γίνεται».
Ο άντρας δεν πήρε την κάρτα, όμως την κοίταξε με την άκρη του
ματιού του. Ο Στράικ είχε την υποψία πως δεν ήξερε ανάγνωση.
«Γίνεται να της μιλήσω;» ρώτησε ο Στράικ, ενώ η βροχή
εξακολουθούσε να πέφτει παγωμένη.
«Ναι, εντάξει. Πέρνα μέσα», είπε ο άλλος, εξακολουθώντας να
απευθύνεται στο κουμπί του παλτού του Στράικ, οπότε άνοιξε την πόρτα
διάπλατα για να περάσει ο ντετέκτιβ. Χωρίς να περιμένει να δει αν τον
ακολουθούσε ο Στράικ, τράβηξε προς τη σκοτεινή σκάλα παραμέσα.
Ο Στράικ αισθάνθηκε κάπως άβολα που εκμεταλλευόταν τις αδυναμίες
ενός ανθρώπου όπως ο Άθορν, όμως η προοπτική να ρίξει μια ματιά στον
χώρο που πλέον είχε σοβαρούς λόγους να υποψιάζεται πως ήταν το
διαμέρισμα όπου κατοικούσε το 1974 ο άνθρωπος που δήλωνε πως είχε
δολοφονήσει τη Μάργκοτ Μπάμπορο, ήταν ακαταμάχητη. Αφού
σκούπισε τα πόδια του επιμελώς στο χαλάκι, ο Στράικ έκλεισε την πόρτα
πίσω του, παρατηρώντας στην πορεία κάτι φακέλους πεσμένους στο
πάτωμα, για τους οποίους ο γιος του σπιτιού απλώς είχε αδιαφορήσει·
πάνω στον έναν υπήρχε ένα υγρό αποτύπωμα. Ο Στράικ μάζεψε από κάτω
τους φακέλους κι ύστερα ανέβηκε τα γυμνά ξύλινα σκαλοπάτια, πάνω
από τα οποία κρεμόταν ένας καμένος γλόμπος.
Καθώς ανέβαινε, ο Στράικ άρχισε να φαντάζεται πως βρισκόταν σε ένα
διαμέρισμα όπου δεν είχε πατήσει κανείς πέρα από τους ενοίκους εδώ και
σαράντα χρόνια, με κλειδωμένα ντουλάπια και δωμάτια ή ακόμη –δε θα
ήταν πρωτάκουστο– έναν σκελετό αφημένο σε κοινή θέα. Για ένα κλάσμα
του δευτερολέπτου, έτσι όπως έφτανε στο κεφαλόσκαλο, οι ελπίδες του
αναπτερώθηκαν: ο φούρνος στη μικρή κουζίνα ευθεία μπροστά έμοιαζε
της δεκαετίας του ’70, όπως και τα καφέ πλακάκια τοίχου, όμως
δυστυχώς, από ερευνητική σκοπιά, το διαμέρισμα έδειχνε περιποιημένο,
μύριζε φρεσκάδα και καθαριότητα. Μάλιστα, υπήρχαν και πρόσφατα ίχνη
από ηλεκτρική σκούπα πάνω στην παλιά μοκέτα με τα πορτοκαλί και
καφετί μοτίβα. Οι σακούλες του σούπερ μάρκετ περίμεναν
ακουμπισμένες πάνω στα γδαρμένα πλαστικά πλακάκια, που είχαν
σφουγγαριστεί πρόσφατα.
Στα δεξιά του Στράικ έστεκε μια ανοιχτή πόρτα που οδηγούσε σε ένα
μικρό καθιστικό. Ο άντρας που είχε ακολουθήσει εκεί στεκόταν
στραμμένος προς μια πολύ πιο ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία καθόταν και
έπλεκε βελονάκι σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Φάνηκε, όπως
ήταν πολύ φυσικό, να σαστίζει βλέποντας έναν μεγαλόσωμο άγνωστο να
στέκει στο χολ της.
«Θέλει να σου μιλήσει», ανακοίνωσε ο άντρας.
«Μόνο αν δεν ενοχλώ, κυρία Άθορν», διευκρίνισε μεγαλόφωνα ο
Στράικ από το κεφαλόσκαλο. Ευχόταν να ήταν η Ρόμπιν μαζί του. Εκείνη
είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα να καθησυχάζει τις νευρικές γυναίκες.
Θυμήθηκε την Τζάνις να αναφέρει πως η συγκεκριμένη γυναίκα ήταν
αγοραφοβική. «Ονομάζομαι Κόρμοραν Στράικ και ήθελα να σας κάνω
ορισμένες ερωτήσεις σχετικά με τον σύζυγό σας. Όμως, αν ενοχλώ,
εννοείται πως θα φύγω αμέσως».
«Κρυώνω», είπε δυνατά ο άντρας.
«Πήγαινε να αλλάξεις ρούχα», τον συμβούλευσε η μητέρα του.
«Βράχηκες. Γιατί δε φοράς το παλτό σου;»
«Είναι πολύ στενό», είπε ο γιος, «σαχλή γυναίκα».
Έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο, περνώντας δίπλα από τον
Στράικ, που παραμέρισε για να του κάνει χώρο να περάσει. Ο γιος του
Γκουίλερμ χώθηκε σε ένα δωμάτιο απέναντι, στην πόρτα του οποίου
σχηματιζόταν το όνομα «Σάμουιν» με ξύλινα γράμματα.
Στη μητέρα του Σάμουιν δε φαινόταν να αρέσει να κοιτάζει τους άλλους
στα μάτια, όπως και στον γιο της. Με τα πολλά, απευθυνόμενη στα
γόνατα του Στράικ, είπε:
«Εντάξει. Άντε, πέρνα».
«Σας ευχαριστώ πολύ».
Δυο παπαγαλάκια, το ένα μπλε, το άλλο πράσινο, τιτίβιζαν μέσα σε ένα
κλουβί στη γωνιά του καθιστικού. Η μητέρα του Σάμουιν έπλεκε μια
κουβέρτα. Μια σειρά από ολοκληρωμένα μάλλινα τετράγωνα
στοιβαζόταν πάνω στο φαρδύ περβάζι του παραθύρου, δίπλα της, ενώ στα
πόδια της ακουμπούσε ένα καλάθι γεμάτο κούκλες μαλλιών. Μια πελώρια
βάση για παζλ έστεκε πάνω σε ένα μεγάλο σκαμπό μπροστά στον καναπέ.
Εκεί πάνω σχηματίζονταν τα δύο τρίτα ενός παζλ με μονόκερους. Σε
επίπεδο τάξης, το συγκεκριμένο καθιστικό υπερτερούσε αισθητά έναντι
εκείνου του Γκρέγκορι Τάλμποτ.
«Έχετε ταχυδρομείο», είπε ο Στράικ σηκώνοντας τους βρεγμένους
φακέλους για να τους δείξει στη γυναίκα.
«Εσύ να τους ανοίξεις», είπε η γυναίκα.
«Δε νομίζω πως…»
«Εσύ να τους ανοίξεις», επανέλαβε εκείνη.
Είχε μεγάλα αυτιά, ίδια με του Σάμουιν, και τον ίδιο ελαφρύ
προγναθισμό. Πέρα από αυτές τις ατέλειες όμως, το απαλό πρόσωπο και
τα σκούρα μάτια της ανάδιναν μια ομορφιά. Τα μακριά της μαλλιά,
πιασμένα σε καλοφτιαγμένες πλεξούδες, ήταν άσπρα. Πρέπει να ήταν
τουλάχιστον εξήντα ετών, όμως η λεία επιδερμίδα της θα κολάκευε
ακόμη και μια πολύ νεότερη γυναίκα. Έμοιαζε να την περιβάλλει κάτι το
αλλόκοτα απόκοσμο, έτσι όπως καθόταν και έπλεκε με τα βελονάκια της
δίπλα στο βρεγμένο παράθυρο, ξεκομμένη από τον έξω κόσμο. Ο Στράικ
αναρωτήθηκε αν ήξερε ανάγνωση η γυναίκα. Αισθάνθηκε πως δεν ήταν
κακό να ανοίξει τους φακέλους, που προφανώς περιείχαν διαφημιστικό
υλικό, οπότε αυτό έκανε.
«Σας έστειλαν έναν κατάλογο με σπόρους», είπε δείχνοντάς της το
φυλλάδιο, «και ένα γράμμα από ένα κατάστημα επίπλων».
«Δεν τα θέλω», είπε η γυναίκα δίπλα στο παράθυρο, εξακολουθώντας
να απευθύνεται στα πόδια του Στράικ. «Να καθίσεις, άμα θες»,
συμπλήρωσε.
Ο Στράικ πέρασε προσεκτικά ανάμεσα στον καναπέ και στο σκαμπό
που, όπως και ο ίδιος ο Στράικ, ήταν υπερβολικά μεγάλο γι’ αυτό το
δωματιάκι. Με προσεκτικές κινήσεις, ώστε να αποφύγει να σκουντήσει το
πελώριο παζλ, πήρε θέση σε σεβαστική απόσταση από τη γυναίκα που
έπλεκε.
«Αυτό εδώ», είπε ο Στράικ, αναφερόμενος στο τελευταίο γράμμα,
«είναι για την Κλερ Σπένσερ. Τη γνωρίζετε;»
Ο φάκελος δεν είχε γραμματόσημο. Κρίνοντας από τη διεύθυνση στην
πίσω πλευρά, το γράμμα είχε σταλεί από το σιδηροπωλείο στο ισόγειο.
«Η Κλερ είναι η κοινωνική λειτουργός μας», είπε. «Άνοιξέ το».
«Δε νομίζω πως θα ήταν σωστό», είπε ο Στράικ. «Θα το αφήσω να το
ανοίξει η Κλερ. Εσύ είσαι η Ντέμπορα, σωστά;»
«Ναι», μουρμούρισε η γυναίκα.
Ο Σάμουιν επανεμφανίστηκε στο κατώφλι. Αυτή τη φορά ήταν
ξυπόλυτος, όμως φορούσε ένα στεγνό τζιν παντελόνι κι ένα καθαρό
φούτερ, με μια στάμπα του Σπάιντερμαν.
«Πάω να βάλω τα πράγματα στο ψυγείο», ανακοίνωσε κι εξαφανίστηκε
ξανά.
«Τώρα πια έχει αναλάβει ο Σάμουιν τα ψώνια», είπε η Ντέμπορα,
ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στα παπούτσια του Στράικ. Παρότι
ντροπαλή, δε φαινόταν απρόθυμη να του μιλήσει.
«Ντέμπορα, βρίσκομαι εδώ για να ρωτήσω κάποια πράγματα για τον
Γκουίλερμ», είπε ο Στράικ.
«Δεν είναι εδώ».
«Το ξέρω, εγώ…»
«Πέθανε».
«Ναι», είπε ο Στράικ. «Λυπάμαι. Ο λόγος που ήρθα εδώ είναι για να
ρωτήσω για την κλινική που λειτουργούσε παλιά εδώ παρακάτω, εκεί που
δούλευε…»
«Ο δρ Μπρένερ», είπε μεμιάς η γυναίκα.
«Θυμάσαι τον δρα Μπρένερ;» ρώτησε ο Στράικ αιφνιδιασμένος.
«Δεν τον συμπαθούσα», είπε εκείνη.
«Μάλιστα, εγώ όμως ήθελα να ρωτήσω για μιαν άλλη για…»
Ο Σάμουιν επέστρεψε στο κατώφλι του καθιστικού και, απευθυνόμενος
στη μητέρα του, ρώτησε μεγαλόφωνα:
«Ζεστή σοκολάτα θες, ναι ή όχι;»
«Ναι», είπε εκείνη.
«Εσύ θες ζεστή σοκολάτα, ναι ή όχι;» ρώτησε ο Σάμουιν επιτακτικά τον
Στράικ.
«Ναι, παρακαλώ», απάντησε ο Στράικ, με το σκεπτικό πως σε μια
τέτοια κατάσταση, κάθε φιλική χειρονομία έπρεπε να γίνεται δεκτή.
Ο Σάμουιν απομακρύνθηκε με βαρύ βήμα. Κάνοντας ένα διάλειμμα από
το πλέξιμο, η Ντέμπορα έδειξε κάτι ευθεία μπροστά της και είπε:
«Αυτός είναι ο Γκουίλερμ, εκεί».
Ο Στράικ κοίταξε τριγύρω. Ένας αιγυπτιακό ανκχ, το σύμβολο της
αιώνιας ζωής, είχε σχεδιαστεί πάνω στον τοίχο, πίσω από την παλιά
τηλεόραση. Οι τοίχοι είχαν ένα ωχρό κίτρινο χρώμα παντού, εκτός από το
σημείο πίσω από το ανκχ, όπου είχε διασωθεί ένα κομμάτι λερού
πράσινου. Μπροστά από το ανκχ, πάνω στην επίπεδη επιφάνεια της
τηλεόρασης, έστεκε ένα μαύρο αντικείμενο, το οποίο στην αρχή ο Στράικ
πέρασε για βάζο. Τότε παρατήρησε το στιλιζαρισμένο περιστέρι πάνω
του, συνειδητοποίησε πως ήταν τεφροδόχος και κατάλαβε, επιτέλους, τι
του έλεγε η γυναίκα.
«Α», έκανε ο Στράικ. «Αυτή πρέπει να είναι η τέφρα του Γκουίλερμ,
σωστά;»
«Είπα στον Τούντορ να πάρουμε εκείνη με το πουλί, γιατί μου αρέσουν
τα πουλιά».
Ένα από τα παπαγαλάκια πετάρισε ξαφνικά μέσα στο κλουβί, ένα
σύννεφο ζωηρόχρωμου πράσινου και κίτρινου.
«Ποιος το ζωγράφισε αυτό;» ρώτησε ο Στράικ δείχνοντας το ανκχ.
«Ο Γκουίλερμ», είπε η Ντέμπορα, που συνέχιζε να χειρίζεται επιδέξια
το βελονάκι της.
Ο Σάμουιν επέστρεψε στο δωμάτιο κρατώντας έναν τσίγκινο δίσκο.
«Όχι πάνω στο παζλ μου», τον προειδοποίησε η μητέρα του, όμως δεν
υπήρχε άλλη ελεύθερη επιφάνεια.
«Μήπως να…;» προσφέρθηκε ο Στράικ, γνέφοντας προς το παζλ, όμως
ούτε στο πάτωμα υπήρχε αρκετός χώρος για να βολέψει το παζλ.
«Κλείσ’ το», του είπε η Ντέμπορα με μια δόση αποδοκιμασίας, οπότε ο
Στράικ παρατήρησε πως η βάση διέθετε πτέρυγες, οι οποίες κούμπωναν
ώστε να προστατεύουν το παζλ. Αυτό έκανε, οπότε ο Σάμουιν ακούμπησε
εκεί πάνω τον δίσκο. Η Ντέμπορα σκάλωσε το βελονάκι της πάνω στο
μαλλί και πήρε την κούπα στιγμιαίας σοκολάτας και το μπισκότο που της
πρότεινε ο γιος της. Ο Σάμουιν κράτησε για τον ίδιο την κούπα με τον
Μπάτμαν. Ο Στράικ ήπιε μια γουλιά από το ρόφημά του και είπε: «Πολύ
ωραίο», πράγμα που ήταν ολότελα ψέμα.
«Φτιάχνω ωραία ζεστή σοκολάτα, ε, Ντέμπορα;» είπε ο Σάμουιν και
ξετύλιξε ένα μπισκότο.
«Ναι», είπε η Ντέμπορα, φυσώντας την επιφάνεια του καυτού υγρού.
«Το ξέρω πως έχει περάσει καιρός από τότε», είπε ο Στράικ, κάνοντας
μια δεύτερη προσπάθεια, «όμως στην κλινική ήταν κι άλλοι γιατροί εκτός
από τον δρα Μπρένερ…»
«Ο Τζο Μπρένερ ήταν ένας παλιόγερος», σχολίασε ο Σάμουιν Άθορν με
ένα κακαριστό γέλιο.
Ο Στράικ γύρισε και τον κοίταξε αιφνιδιασμένος. Ο Σάμουιν
χαμογελούσε λοξά, κοιτάζοντας το κλειστό παζλ.
«Και γιατί ήταν παλιόγερος;» ρώτησε ο ντετέκτιβ.
«Ο θείος μου ο Τούντορ μου το είπε», απάντησε ο Σάμουιν.
«Παλιόγερος ήταν. Χα, χα, χα. Δικό μου είναι αυτό;» ρώτησε κάνοντας να
πιάσει τον φάκελο που είχε σταλεί στην Κλερ Σπένσερ.
«Όχι», είπε η μητέρα του. «Της Κλερ είναι».
«Γιατί το έστειλαν;»
«Νομίζω», είπε ο Στράικ, «πως είναι από τον γείτονά σας, στο ισόγειο».
«Είναι μπάσταρδος», είπε ο Σάμουιν, αφήνοντας κάτω τον φάκελο.
«Μας έβαλε να πετάξουμε τα πάντα, έτσι δεν είναι, Ντέμπορα;»
«Μου αρέσει καλύτερα τώρα», αποκρίθηκε ήσυχα η Ντέμπορα. «Καλά
είναι».
Ο Στράικ άφησε να περάσουν μερικές στιγμές, σε περίπτωση που είχε
κάτι άλλο να προσθέσει ο Σάμουιν, και ύστερα ρώτησε:
«Γιατί είπε ο θείος Τούντορ πως ο Τζόζεφ Μπρένερ ήταν ένας
παλιόγερος;»
«Ο Τούντορ ήξερε τα πάντα για τους πάντες», απάντησε ατάραχη η
Ντέμπορα.
«Ποιος ήταν ο Τούντορ;»
«Αδελφός του Γκουίλερμ», είπε η Ντέμπορα. «Ήξερε όλους τους
ανθρώπους εδώ τριγύρω».
«Εξακολουθεί να σας επισκέπτεται;» ρώτησε ο Στράικ, αν και
υποψιαζόταν ήδη την απάντηση.
«Πάει-έφυγε-Θεός-σχωρέσ’ τον», είπε η Ντέμπορα, λες και η φράση
ήταν μια μεγάλη ενιαία λέξη. «Παλιότερα πήγαινε εκείνος για τα ψώνια
μας. Έπαιρνε τον Σάμι να παίξουν ποδόσφαιρο και για κολύμπι».
«Τώρα πια πάω εγώ για τα ψώνια», πετάχτηκε ο Σάμουιν. «Καμιά φορά
δε θέλω να πάω, όμως άμα δεν πάω, πεινάω, κι η Ντέμπορα λέει: “Εσύ
φταις που δεν έχει φαΐ στο σπίτι”. Οπότε, σηκώνομαι και πηγαίνω».
«Καλή κίνηση», είπε ο Στράικ.
Οι τρεις τους συνέχισαν να πίνουν τη ζεστή σοκολάτα τους.
«Παλιόγερος ήταν ο Τζο Μπρένερ», επανέλαβε ο Σάμουιν, δυνατότερα
αυτή τη φορά. «Ο θείος Τούντορ μου έλεγε καμιά ιστορία. Για τη γριά
Μπέτι και την άλλη που δεν έλεγε να πληρώσει, χα, χα, χα. Ο παλιόγερος
ο Τζο Μπρένερ».
«Δεν τον συμπαθούσα», είπε ήσυχα η Ντέμπορα. «Ήθελε να βγάλω το
βρακί μου».
«Αλήθεια;» ρώτησε ο Στράικ.
Παρότι το αίτημα δεν μπορεί παρά να αφορούσε κάποια ιατρική
εξέταση, αισθάνθηκε μιαν αμηχανία.
«Ναι, για να με κοιτάξει», είπε η Ντέμπορα. «Εγώ δεν ήθελα. Ο
Γκουίλερμ ήθελε, όμως εμένα δε μου αρέσει να με κοιτάνε άντρες που
δεν ξέρω».
«Σωστά, ναι», είπε ο Στράικ. «Ήσουν άρρωστη δηλαδή;»
«Ο Γκουίλερμ είπε πως έπρεπε να το κάνω», ήταν η μόνη της
απάντηση.
Αν ο Στράικ υπηρετούσε ακόμη στο Γραφείο Ειδικών Ερευνών, θα τον
συνόδευε μια γυναίκα στρατονόμος σε αυτή τη συνάντηση. Ο Στράικ
αναρωτήθηκε ποιο να ήταν το IQ της.
«Τη δρα Μπάμπορο τη συνάντησες ποτέ;» ρώτησε. «Ήταν», είπε με
έναν ελαφρύ δισταγμό, «γιατρίνα στην κλινική εδώ παρακάτω».
«Δεν έχω πάει ποτέ σε γιατρίνα», είπε η Ντέμπορα, κι ακούστηκε σαν
να λυπόταν γι’ αυτό.
«Μήπως ξέρεις αν συνάντησε ποτέ ο Γκουίλερμ τη δρα Μπάμπορο;»
«Αυτή πέθανε».
«Ναι», είπε ο Στράικ αιφνιδιασμένος. «Ο κόσμος λέει πως πέθανε, όμως
κανείς δεν το ξέρει στα σίγ…»
Ένα από τα παπαγαλάκια έκανε το καμπανάκι που κρεμόταν από την
κορυφή του κλουβιού να κουδουνίσει. Τόσο η Ντέμπορα όσο και ο
Σάμουιν στράφηκαν προς τα εκεί χαμογελώντας.
«Ποιο από τα δύο ήταν;» ρώτησε η Ντέμπορα τον Σάμουιν.
«Ο Γαλαζούλης», απάντησε εκείνος. «Ο Γαλαζούλης είναι πιο έξυπνος
από τον Μπίλι Μπομπ».
Ο Στράικ περίμενε μέχρι να ατονήσει το ενδιαφέρον τους για τα
παπαγαλάκια, πράγμα που πήρε μερικά λεπτά. Όταν μητέρα και γιος
είχαν στρέψει και πάλι την προσοχή τους στη σοκολάτα τους, είπε:
«Η δρ Μπάμπορο εξαφανίστηκε και προσπαθώ να ανακαλύψω τι της
συνέβη. Έμαθα πως ο Γκουίλερμ μιλούσε για τη δρα Μπάμπορο, μετά
που εξαφανίστηκε».
Η Ντέμπορα δεν απάντησε. Ήταν δύσκολο να καταλάβει ο Στράικ αν
τον άκουγε ή αν τον αγνοούσε συνειδητά.
«Έμαθα», είπε ο Στράικ, αποφασίζοντας πως ήταν άσκοπο να μην το
πει, μιας κι αυτός ήταν ο λόγος που είχε έρθει μέχρι εδώ, «πως ο
Γκουίλερμ έλεγε στον κόσμο πως αυτός τη σκότωσε».
Η Ντέμπορα έριξε μια κλεφτή ματιά στο αριστερό αυτί του Στράικ, κι
ύστερα έστρεψε το βλέμμα ξανά στη σοκολάτα της.
«Σαν τον Τούντορ είσαι κι εσύ», είπε. «Ξέρεις τι σου γίνεται. Μάλλον
το έκανε», συμπλήρωσε ήσυχα.
«Εννοείς», ρώτησε προσεκτικά ο Στράικ, «πως το έλεγε στον κόσμο;»
Η γυναίκα δεν απάντησε.
«…ή νομίζεις πως αυτός σκότωσε τη γιατρό;»
«Ο μπαμπάς Γκουίλερμ της έκανε μάγια της κυρίας;» ρώτησε ο Σάμουιν
τη μητέρα του. «Ο μπαμπάς Γκουίλερμ δε σκότωσε εκείνη την κυρία. Ο
θείος Τούντορ μου είπε τι έγινε στ’ αλήθεια».
«Τι σου είπε ο θείος σου;» ρώτησε ο Στράικ, όπως στρεφόταν από τη
μητέρα στον γιο, όμως ο Σάμουιν είχε προλάβει να μπουκώσει το στόμα
του με ένα μπισκότο σοκολάτας, οπότε ανέλαβε η Ντέμπορα να συνεχίσει
την ιστορία.
«Με ξύπνησε μια φορά, εκεί που κοιμόμουν», είπε η Ντέμπορα, «κι
ήταν σκοτάδι. Είπε: “Σκότωσα μια κυρία κατά λάθος”. Κι εγώ είπα:
“Κακό όνειρο είδες”. Κι εκείνος είπε: “Όχι, όχι, τη σκότωσα, αλλά δεν το
ήθελα”».
«Δηλαδή, σε ξύπνησε για να σου πει αυτό το πράγμα;»
«Με ξύπνησε αλαφιασμένος».
«Εσύ όμως νομίζεις πως είχε δει ένα κακό όνειρο, σωστά;»
«Ναι», είπε η Ντέμπορα, όμως ύστερα από μια-δυο στιγμές
συμπλήρωσε, «όμως μπορεί και να τη σκότωσε, γιατί ήξερε να κάνει
μάγια».
«Κατάλαβα», είπε ο Στράικ, χωρίς να το εννοεί πραγματικά, όπως
στρεφόταν και πάλι στον Σάμουιν.
«Ο θείος σου ο Τούντορ τι έλεγε πως συνέβη στη γιατρίνα;»
«Αυτό δεν μπορώ να σου το πω», είπε ο Σάμουιν, χαμογελώντας
ξαφνικά πλατιά. «Ο θείος Τούντορ είπε να μην το πω πουθενά. Ποτέ».
Όμως χαμογέλασε σκανταλιάρικα, σαν να τον ενθουσίαζε που είχε ένα
μυστικό. «Ο μπαμπάς Γκουίλερμ το έφτιαξε αυτό», συνέχισε δείχνοντας
το ανκχ στον τοίχο.
«Ναι», είπε ο Στράικ, «μου το είπε η μαμά σου».
«Δε μου αρέσει», είπε ήρεμα η Ντέμπορα κοιτάζοντας το ανκχ. «Θα
μου άρεσε να ήταν όλοι οι τοίχοι το ίδιο».
«Εμένα μ’ αρέσει», είπε ο Σάμουιν, «γιατί είναι διαφορετικό από τους
άλλους τοίχους… σαχλή γυναίκα», συμπλήρωσε αφηρημένα.
«Μήπως ο θείος Τούντορ», έκανε να ρωτήσει ο Στράικ, όμως ο
Σάμουιν, που είχε φάει το μπισκότο του, σηκώθηκε όρθιος και έφυγε από
το δωμάτιο, κοντοστάθηκε στο κατώφλι και είπε:
«Η Κλερ λέει πως είναι ωραίο που έχω ακόμη πράγματα του
Γκουίλερμ!»
Χώθηκε στο δωμάτιό του κι έκλεισε καλά την πόρτα πίσω του. Έχοντας
την αίσθηση πως είχε μόλις δει μια χρυσή λίρα να πέφτει και να χάνεται
σε μια σχάρα αποχέτευσης, ο Στράικ στράφηκε και πάλι στην Ντέμπορα.
«Μήπως ξέρεις εσύ τι έλεγε ο Τούντορ πως συνέβη στη γιατρό;»
Εκείνη έγνεψε αρνητικά, αδιάφορα. Ο Στράικ έστρεψε με ελπίδα το
βλέμμα του και πάλι στην πόρτα του υπνοδωματίου του Σάμουιν.
Παρέμενε κλειστή.
«Μήπως θυμάσαι πώς νόμιζε ο Γκουίλερμ πως είχε σκοτώσει τη
γιατρό;» ρώτησε την Ντέμπορα.
«Είπε πως τη σκότωσε η μαγεία του, κι ύστερα τη μάζεψε αυτός».
«Ώστε τη μάζεψε, ε;»
Ξαφνικά η πόρτα του υπνοδωματίου του Σάμουιν άνοιξε, κι ο γιος
επέστρεψε με βαρύ βήμα στο καθιστικό, κρατώντας ένα βιβλίο δίχως
εξώφυλλο στο χέρι του.
«Ντέμπορα, αυτό είναι το μαγικό βιβλίο του μπαμπά Γκουίλερμ,
σωστά;»
«Αυτό είναι», είπε η Ντέμπορα.
Εν τω μεταξύ, η γυναίκα είχε πιει όλη τη σοκολάτα της. Άφησε κατά
μέρος την άδεια κούπα κι έπιασε ξανά το βελονάκι.
Ο Σάμουιν πρότεινε αμίλητος το βιβλίο στον Στράικ. Παρότι το
εξώφυλλο είχε ξεκολλήσει, η σελίδα με τον τίτλο του βιβλίου παρέμενε
στη θέση της: Ο μάγος, του Φράνσις Μπάρετ.
Ο Κόρμοραν Στράικ είχε την εντύπωση πως το ότι η απόφαση του γιου
να του δείξει αυτό το βιβλίο αποτελούσε σημάδι εκτίμησης, οπότε άρχισε
να το φυλλομετρά, σαν να το έβρισκε εξαιρετικά ενδιαφέρον, έχοντας ως
αντικειμενικό σκοπό όμως να ευχαριστήσει τον Σάμουιν, για να μείνει
εκεί και να του κάνει και άλλες ερωτήσεις.
Λίγες σελίδες παρακάτω υπήρχε ένας καφετής λεκές. Ο Στράικ
σταμάτησε το φυλλομέτρημα για να τον παρατηρήσει καλύτερα. Ήταν,
απ’ ό,τι υποψιαζόταν, ξεραμένο αίμα, το οποίο είχε σκουπιστεί πάνω σε
μερικές αράδες κειμένου.
Αυτό θα το επαναλάβω, δηλαδή ότι εκείνοι που υπνοβατούν, πράγματι,
δίχως καμία άλλη καθοδήγηση πέρα από εκείνη του πνεύματος του
αίματος, τουτέστιν του εξώτερου ανθρώπου, πηγαινοέρχονται, κάνουν
δουλειές, σκαρφαλώνουν τοίχους και καταφέρνουν πράγματα τα οποία
είναι παντελώς αδύνατα σε όσους είναι ξύπνιοι.
«Μπορείς να κάνεις μάγια με ετούτο το βιβλίο», είπε ο Σάμουιν. «Όμως
είναι δικό μου το βιβλίο, γιατί ήταν του μπαμπά Γκουίλερμ, άρα είναι
δικό μου τώρα», οπότε άπλωσε το χέρι του, πριν προλάβει να το εξετάσει
περισσότερο ο Στράικ, δείχνοντας μια ξαφνική ζήλια για την παραχώρηση
που είχε κάνει. Κι αφού του το επέστρεψε ο Στράικ, ο Σάμουιν έσφιξε το
βιβλίο με δύναμη πάνω στο στήθος του με το ένα χέρι, κι έγειρε για να
πάρει ένα τρίτο μπισκότο σοκολάτας.
«Φτάνει, Σάμι», είπε η Ντέμπορα.
«Βγήκα στη βροχή για να τα πάρω», διαμαρτυρήθηκε μεγαλόφωνα ο
Σάμουιν. «Μπορώ να φάω όσα θέλω. Σαχλή γυναίκα. Χαζή γυναίκα».
Κλότσησε το σκαμπό, όμως έτσι πόνεσε το ξυπόλυτο πόδι του, κι αυτό
επέτεινε τον ξαφνικό παιδιάστικο θυμό του. Αναψοκοκκινισμένος και
εριστικός, κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο: ο Στράικ υποψιαζόταν πως
αναζητούσε κάτι να του αλλάξει θέση ή ίσως να σπάσει. Κατέληξε να
εστιάσει στα παπαγαλάκια.
«Θα ανοίξω το κλουβί», απείλησε τη μητέρα του, δείχνοντάς το. Άφησε
τον Μάγο να πέσει πάνω στον καναπέ, έτσι όπως πατούσε πάνω στο
μαξιλάρι, ψηλά πάνω από τον Στράικ.
«Όχι, μη», αναφώνησε η Ντέμπορα, που μεμιάς ταράχτηκε. «Μην το
κάνεις αυτό, Σάμι!»
«Και θ’ ανοίξω το παράθυρο», είπε ο Σάμουιν, που τώρα επιχειρούσε να
περπατήσει πάνω στα μαξιλάρια του καναπέ, όμως του έφραζε τον δρόμο
ο Στράικ. «Χα, χα, χα. Χαζή γυναίκα».
«Όχι… Σάμουιν, μη!» είπε η Ντέμπορα φοβισμένη.
«Δε θέλεις να ανοίξεις το κλουβί», είπε ο Στράικ και σηκώθηκε
παίρνοντας θέση μπροστά του. «Δε θέλεις να βγουν από μέσα τα
παπαγαλάκια σου και να πετάξουν μακριά. Δε θα γυρίσουν».
«Το ξέρω πως δε θα γυρίσουν», είπε ο Σάμουιν. «Ούτε και τα άλλα
γύρισαν».
Ο θυμός του φάνηκε να ξεθυμαίνει τόσο γρήγορα όσο είχε φουντώσει,
αντιμέτωπος με μια λογική αντίρρηση. Εξακολουθώντας να στέκεται
πάνω στον καναπέ, είπε μουτρωμένος: «Βγήκα έξω στη βροχή. Εγώ τα
έφερα σπίτι».
«Μήπως έχεις το τηλέφωνο της Κλερ;» ρώτησε ο Στράικ την Ντέμπορα.
«Στην κουζίνα», απάντησε εκείνη, χωρίς να ρωτήσει τι το ήθελε.
«Μπορείς να μου δείξεις πού είναι;» ρώτησε ο Στράικ τον Σάμουιν, αν
και ήξερε πολύ καλά πού βρισκόταν η κουζίνα. Ολόκληρο το διαμέρισμα
δεν ήταν μεγαλύτερο από το καθιστικό της Αϊρίν Χίκσον. Ο Σάμουιν
κοίταξε συνοφρυωμένος τον κορμό του Στράικ για μερικές στιγμές κι
ύστερα είπε:
«Άντε, εντάξει».
Περπάτησε πάνω στον καναπέ, πήδηξε από την άκρη πατώντας στο
πάτωμα με τέτοιο γδούπο, που τράνταξε ολόκληρη τη βιβλιοθήκη, κι
ύστερα όρμησε στα μπισκότα.
«Χα, χα, χα», είπε κοροϊδευτικά στη μητέρα του, έχοντας τις χούφτες
του γεμάτες μπισκότα. «Τα πήρα. Σαχλή γυναίκα. Χαζή γυναίκα».
Έφυγε από το δωμάτιο.
Καθώς ο Στράικ περνούσε με προσοχή από το στενό άνοιγμα ανάμεσα
στο σκαμπό και στον καναπέ, έσκυψε για να μαζέψει από κάτω τον
Μάγο, που είχε πετάξει εκεί ο Σάμουιν, και τον πέρασε με τρόπο κάτω
από το παλτό του. Έτσι όπως έπλεκε ήσυχα δίπλα στο παράθυρο, η
Ντέμπορα Άθορν δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό.
Στον τοίχο της κουζίνας ήταν πιασμένος με μια πινέζα ένας μικρός
κατάλογος με ονόματα και τηλέφωνα. Ο Στράικ διαπίστωσε με
ικανοποίηση πως αρκετοί άνθρωποι φαίνονταν να ενδιαφέρονται για την
Ντέμπορα και τον Σάμουιν.
«Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;» ρώτησε, όμως ο Σάμουιν σήκωσε τους
ώμους, οπότε επιβεβαιώθηκε η υποψία του Στράικ πως ο Σάμουιν δεν
ήξερε ανάγνωση, οσοδήποτε περήφανος κι αν ήταν για τον Μάγο.
Φωτογράφισε τον κατάλογο με το κινητό του κι ύστερα στράφηκε στον
Σάμουιν.
«Θα με βοηθούσες πολύ αν μπορούσες να θυμηθείς τι είχε πει ο θείος
σου ο Τούντορ ότι συνέβη στη γιατρίνα».
«Χα, χα, χα», έκανε ο Σάμουιν ξετυλίγοντας ένα ακόμη μπισκότο. «Δε
μαρτυράω».
«Ο θείος σου ο Τούντορ πρέπει να σου είχε πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη,
για να σου πει ένα τέτοιο μυστικό».
Ο Σάμουιν μασούλησε αμίλητος για κάμποσο το μπισκότο, ύστερα
κατάπιε και είπε τινάζοντας με περηφάνια το πιγούνι του ελαφρά προς τα
πάνω: «Αμέ».
«Είναι καλό να έχεις ανθρώπους στους οποίους μπορείς να εμπιστευτείς
σημαντικές πληροφορίες».
Ο Σάμουιν φάνηκε να ευχαριστιέται με αυτή τη διαπίστωση. Έφαγε το
υπόλοιπο μπισκότο του και ύστερα, για πρώτη φορά, έριξε μια κλεφτή
ματιά στο πρόσωπο του Στράικ. Ο ντετέκτιβ είχε την αίσθηση πως ο
Σάμουιν ευχαριστιόταν με την παρουσία ενός άλλου άντρα στο
διαμέρισμα.
«Εγώ το έκανα αυτό», είπε ξαφνικά και πηγαίνοντας στον νεροχύτη,
έπιασε ένα μικρό πήλινο σκεύος, το οποίο περιείχε μια βούρτσα για τα
πιάτα κι ένα σφουγγάρι. «Πηγαίνω στο μάθημα τις Τρίτες και φτιάχνουμε
διάφορα. Ο Ραντζίτ μας μαθαίνει».
«Είναι τέλειο», είπε ο Στράικ παίρνοντας το πήλινο από τα χέρια του
παρατηρώντας το. «Πού ήσαστε, όταν σου είπε ο θείος σου τι συνέβη στη
δρα Μπάμπορο;»
«Στο ποδόσφαιρο», είπε ο Σάμουιν. «Κι αυτό εγώ το έφτιαξα», είπε
στον Στράικ, αποσπώντας μια ξύλινη κορνίζα φωτογραφίας από το
ψυγείο, όπου ήταν στερεωμένη με μαγνήτη. Η κορνιζαρισμένη
φωτογραφία ήταν πρόσφατη, και σε αυτή η Ντέμπορα και ο Σάμουιν
είχαν από ένα παπαγαλάκι κουρνιασμένο πάνω στους δείκτες τους.
«Πολύ όμορφη», είπε ο Στράικ θαυμάζοντάς την.
«Ναι», είπε ο Σάμουιν παίρνοντάς την από το χέρι του και κολλώντας
τη με δύναμη πάνω στο ψυγείο. «Ο Ραντζίτ είπε πως ήταν η καλύτερη.
Στο ποδόσφαιρο ήμαστε, κι άκουσα τον θείο Τούντορ που το έλεγε στον
φίλο του».
«Α», έκανε ο Στράικ.
«Και τότε μου είπε: “Μην το πεις πουθενά”».
«Μάλιστα», είπε ο Στράικ. «Όμως αν το πεις σ’ εμένα, ίσως καταφέρω
να βοηθήσω την οικογένεια της γιατρίνας. Είναι πολύ στεναχωρημένοι.
Τους λείπει».
Ο Σάμουιν έριξε μια δεύτερη κλεφτή ματιά στο πρόσωπο του Στράικ.
«Δε γίνεται να γυρίσει τώρα. Οι άνθρωποι δε ζουν ξανά, άμα
πεθάνουν».
«Σωστά», είπε ο Στράικ. «Όμως είναι όμορφο για τους δικούς τους να
ξέρουν τι συνέβη και τι απέγιναν».
«Ο μπαμπάς Γκουίλερμ πέθανε κάτω από τη γέφυρα».
«Ναι».
«Ο θείος Τούντορ πέθανε στο νοσοκομείο».
«Βλέπεις;» είπε ο Στράικ. «Είναι όμορφο που το ξέρεις αυτό, σωστά;»
«Ναι», είπε ο Σάμουιν. «Ξέρω τι συνέβη».
«Ακριβώς».
«Ο θείος Τούντορ μου είπε πως το έκαναν ο Νίκο και τα αγόρια του».
Η φράση ειπώθηκε σχεδόν αδιάφορα.
«Άμα θες, να το πεις της οικογένειας», είπε ο Σάμουιν, «αλλά σε
κανέναν άλλον».
«Εντάξει», είπε ο Στράικ, που το μυαλό του έφερνε ασταμάτητα
στροφές. «Ήξερε ο Τούντορ πώς το έκαναν ο Νίκο και τα αγόρια του;»
«Όχι. Ήξερε μονάχα πως αυτοί το έκαναν».
Ο Σάμουιν έπιασε ένα ακόμη μπισκότο. Δε φαινόταν να έχει κάτι άλλο
να πει.
«Ε… μήπως μπορώ να πάω στην τουαλέτα;»
«Στο μέρος;» είπε ο Σάμουιν, μπουκωμένος με το μπισκότο σοκολάτας.
«Ναι. Στο μέρος», είπε ο Στράικ.
Όπως και το υπόλοιπο διαμέρισμα, το μπάνιο ήταν παλιό αλλά
υποδειγματικά καθαρό. Οι τοίχοι καλύπτονταν από πράσινη ταπετσαρία,
με ένα μοτίβο από ροζ φλαμίνγκο πάνω της, που το δίχως άλλο είχε
τοποθετηθεί τη δεκαετία του ’70 και πλέον, σαράντα χρόνια αργότερα,
ήταν μοδάτα κιτς. Ο Στράικ άνοιξε το ντουλαπάκι του μπάνιου, βρήκε μια
συσκευασία με λεπίδες ξυραφιού, πήρε μία και έκοψε τη λεκιασμένη από
αίμα σελίδα του Μάγου με μια καλοζυγισμένη κίνηση, ύστερα τη δίπλωσε
και την έβαλε στην τσέπη του.
Επιστρέφοντας στον διάδρομο, επέστρεψε το βιβλίο στον Σάμουιν.
«Σου έπεσε στο πάτωμα».
«Α», έκανε ο Σάμουιν. «’στώ».
«Δε θα πειράξεις τα παπαγαλάκια αν φύγω, εντάξει;»
Ο Σάμουιν έστρεψε το βλέμμα προς το ταβάνι, χαμογελώντας πονηρά.
«Εντάξει;» επέμεινε ο Στράικ.
«Καλά», έκανε στο τέλος ο Σάμουιν.
Επέστρεψε στο κατώφλι του καθιστικού.
«Εγώ πηγαίνω τώρα, κυρία Άθορν», είπε. «Σας ευχαριστώ πολύ που
μου μιλήσατε».
«Αντίο», είπε η Ντέμπορα, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
Ο Στράικ κατέβηκε στο ισόγειο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον
δρόμο. Εκεί στάθηκε για λίγο στη βροχή, βυθισμένος στις σκέψεις του.
Τόσο απόλυτη ήταν η ακινησία του, ώστε μια περαστική γυναίκα γύρισε
και τον κοίταξε επίμονα προσπερνώντας τον.
Αφού κατέληξε σε μιαν απόφαση, ο Στράικ έστριψε αριστερά και μπήκε
στο σιδηροπωλείο, το οποίο βρισκόταν ακριβώς κάτω από το διαμέρισμα
των Άθορν.
Ένας ξινισμένος γκριζομάλλης άντρας, φορώντας ποδιά, έστεκε πίσω
από τον πάγκο και σήκωσε το κεφάλι όταν μπήκε στο μαγαζί ο Στράικ. Το
ένα μάτι του ήταν μεγαλύτερο από το άλλο, πράγμα που του προσέδιδε
μιαν αλλόκοτα μοχθηρή όψη.
«Καλημέρα», είπε ζωηρά ο Στράικ. «Τώρα δα ήμουν επάνω, στους
Άθορν. Απ’ ό,τι κατάλαβα, θέλετε να μιλήσετε στην Κλερ Σπένσερ;»
«Του λόγου σου ποιος είσαι;» ρώτησε ο σιδηροπώλης, με ανάμεικτη
έκπληξη και επιθετικότητα.
«Φίλος της οικογένειας», είπε ο Στράικ. «Μπορώ να ρωτήσω για ποιο
λόγο αφήνετε γράμματα για την κοινωνική τους λειτουργό στην πόρτα
τους;»
«Επειδή στην άχρηστη την Πρόνοια δε σηκώνουν ποτέ τα τηλέφωνα»,
μούγκρισε ο σιδηροπώλης. «Και με δαύτους άκρη δε βγάζεις, καλά δε
λέω;» συμπλήρωσε, στρέφοντας τον δείκτη του προς το ταβάνι.
«Μήπως υπάρχει κάποιο πρόβλημα, θα μπορούσα να βοηθήσω κάπως;»
«Αμφιβάλλω», απάντησε κοφτά ο σιδηροπώλης. «Φαντάζομαι κι εσύ
μια χαρά βολεύεσαι με αυτή την κατάσταση, άμα λες πως είσαι φίλος της
οικογένειας, ε; Κανείς δε βάζει το χέρι στην τσέπη εκτός από μένα, ε; Με
κάτι πασαλείμματα τη βγάζετε, κι αφήνετε τον άλλον να κόψει τον
σβέρκο του, ε;»
«Σε τι πασαλείμματα αναφέρεστε;» ρώτησε ο Στράικ.
Ο σιδηροπώλης αποδείχτηκε κάτι περισσότερο από πρόθυμος να
εξηγήσει. Το επάνω διαμέρισμα, είπε στον Στράικ, αποτελούσε εδώ και
καιρό εστία κινδύνων, έτσι στοιβαγμένο όπως ήταν με ό,τι είχε
συσσωρεύσει η οικογένεια τόσα χρόνια, κι ήταν μαγνήτης για τρωκτικά,
κι αν ήταν δίκαιη η κοινωνία, δε θα έπρεπε να επιβαρύνεται αυτός με
έξοδα, επειδή είχε το μαγαζί του κάτω από το σπίτι δύο ηλιθίων…
«Μιλάτε καλύτερα, αυτοί οι άνθρωποι είναι φίλοι μου», του είπε ο
Στράικ.
«Άμα είναι φίλοι σου, τότε να αναλάβεις εσύ», μούγκρισε ο
σιδηροπώλης. «Να σκας εσύ μια περιουσία, για να μη γεμίσει ο τόπος
αρουραίους. Το ταβάνι μου κοντεύει να κρεμάσει από το βάρος της
βρόμας τους…»
«Τώρα μόλις έρχομαι από το διαμέρισμά τους και ήταν απολύτως…»
«Βέβαια, γιατί συμμάζεψαν κάπως το χάλι τον περασμένο μήνα, που
είπα πως θα πήγαινα στα δικαστήρια!» γρύλισε ο σιδηροπώλης.
«Κατηφόρισαν κάτι ξαδέλφια από το Λιντς, έτσι κι απείλησα να τους
κάνω μήνυση –μέχρι τότε, τα είχαν όλα γραμμένα στα καλότυχά τους–
οπότε έρχομαι το πρωί της Δευτέρας και τα είχαν καθαρίσει όλα. Τα
βόλεψαν στα μουλωχτά».
«Καλά, δε θέλατε κι εσείς να καθαρίσει το διαμέρισμα;»
«Αυτό που θέλω εγώ είναι αποζημίωση για τα χρήματα που έχω
ξοδέψει! Για τις ζημιές στο κτίριο, τα έξοδα της εταιρείας που ψέκασε για
τα ποντίκια – αυτοί οι δύο δεν έπρεπε να ζουν μαζί, χωρίς να τους έχει
κάποιος από κοντά, δε στέκουν στα καλά τους, σε ίδρυμα έπρεπε να τους
έχουν! Άμα με αναγκάσουν να τους πάω στα δικαστήρια, θα το κάνω!»
«Θα μου επιτρέψετε να σας δώσω μια φιλική συμβουλή», είπε ο Στράικ
χαμογελώντας. «Αν φερθείτε με τρόπο που θα μπορούσε να εκληφθεί ως
απειλητικός απέναντι στους Άθορν, οι φίλοι τους θα φροντίσουν ώστε να
βρεθείτε εσείς κατηγορούμενος στα δικαστήρια. Καλή σας ημέρα»,
συμπλήρωσε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Το γεγονός πως το διαμέρισμα των Άθορν είχε ξεβρομίσει πρόσφατα, με
την παρέμβαση κάποιων συγγενών, λογικά οδηγούσε στο συμπέρασμα
πως τα λείψανα της Μάργκοτ Μπάμπορο δε βρίσκονταν κρυμμένα στο
κτίριο. Από την άλλη, ο Στράικ είχε εξασφαλίσει έναν λεκέ από ξεραμένο
αίμα και μια φήμη, δηλαδή σημαντικά περισσότερα στοιχεία απ’ όσα
διέθετε πριν από μία ώρα. Παρότι εξακολουθούσε να αντιστέκεται στη
σκέψη της όποιας υπερφυσικής παρέμβασης, όφειλε να ομολογήσει πως η
απόφασή του να τσιμπήσει κάτι στην οδό Σεντ Τζον εκείνο το πρωί είχε
αποδειχτεί, το λιγότερο, μια εξόχως ευνοϊκή εξέλιξη.
39
…έτσι απ’ τον δρόμο βγαίνουνε,
ώσπου κοπάζει η αγριεμένη θύελλα…
Το μονοπάτι εκείνο, που πρώτα φανερώθηκε, να βρουν ξανά δε γίνεται,
μα πέρα-δώθε πλανιούνται σε δρόμους άγνωστους…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Το ξυπνητήρι της Ρόμπιν άρχισε να χτυπά στις έξι και μισή το πρωί της
Παρασκευής, την ώρα που έβλεπε ένα όνειρο με τον Μάθιου: είχε έρθει
να τη βρει στο διαμέρισμα στο Ερλς Κορτ και την είχε ικετέψει να
γυρίσει κοντά του, λέγοντάς της πως είχε φερθεί σαν βλάκας, πως δε θα
παραπονιόταν ποτέ ξανά για τη δουλειά της, εξορκίζοντάς τη να
παραδεχτεί πως της είχε λείψει αυτό που είχαν κάποτε. Την είχε ρωτήσει
αν της άρεσε ειλικρινά να μένει σε νοικιασμένο διαμέρισμα, χωρίς την
ασφάλεια και τη συντροφικότητα του γάμου, οπότε στο όνειρο η Ρόμπιν
είχε αισθανθεί κάτι να την τραβά προς την παλιά της σχέση, πριν την
περιπλέξει η δουλειά και ο Στράικ. Στο όνειρο, ήταν ένας νεότερος
Μάθιου, ένας πολύ πιο γλυκομίλητος Μάθιου, κι η Σάρα Σάντλοκ είχε
μπει στο περιθώριο σαν ένα λάθος, μία ανοησία, ένα ανούσιο λάθος. Στο
βάθος, γυρόφερνε ο άνθρωπος με τον οποίο συγκατοικούσε η Ρόμπιν, όχι
πλέον ο διακριτικός και ευγενικός Μαξ, αλλά μια χλωμή κλαψιάρα
κοπέλα, που επαναλάμβανε επί λέξει τα επιχειρήματα του Μάθιου,
χαχάνιζε κάθε φορά που γυρνούσε εκείνος να την κοιτάξει και παρότρυνε
τη Ρόμπιν να του προσφέρει αυτό που της ζητούσε. Μόνον όταν
κατάφερε να κλείσει το ξυπνητήρι και να σκορπίσει τη ζάλη του ύπνου,
μπόρεσε η Ρόμπιν, που ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα πάνω στο μαξιλάρι
της, να συνειδητοποιήσει πόσο πολύ έμοιαζε η συγκάτοικος του ονείρου
της στη Σύνθια Φιπς.
Πασχίζοντας να καταλάβει γιατί είχε ρυθμίσει το ξυπνητήρι να χτυπήσει
τόσο νωρίς, ανακάθισε στο κρεβάτι, ενώ οι κρεμ τοίχοι του δωματίου της
είχαν μια μπλε-μοβ απόχρωση στο φως της αυγής, και τότε θυμήθηκε ότι
ο Στράικ είχε κανονίσει συνάντηση όλων των συνεργατών του γραφείου,
την πρώτη τους τελευταίους δύο μήνες, και ότι της είχε ζητήσει να έρθει
περίπου μία ώρα νωρίτερα από τους άλλους και πάλι, ώστε να μπορέσουν
να συζητήσουν για την υπόθεση Μπάμπορο, πριν αρχίσουν να
καταφτάνουν οι υπόλοιποι.
Φοβερά κουρασμένη, κατάσταση που έτεινε να καταστεί μόνιμη το
τελευταίο διάστημα, η Ρόμπιν έκανε ντους και ντύθηκε, κουμπώνοντας με
δυσκολία τα ρούχα της, ξεχνώντας πού είχε ακουμπήσει το κινητό της,
συνειδητοποιώντας πως το πουλόβερ της είχε έναν λεκέ, ενώ ήδη
ανέβαινε τη σκάλα που οδηγούσε στην κουζίνα και γενικά νιώθοντας
έναν εκνευρισμό με τη ζωή και τα ξυπνήματα αξημέρωτα. Όταν κάποια
στιγμή έφτασε στον επάνω όροφο, βρήκε τον Μαξ καθισμένο στην
τραπεζαρία, φορώντας τη ρόμπα του, να μελετά επισταμένως ένα βιβλίο
μαγειρικής. Η τηλεόραση έπαιζε: στην οθόνη, η παρουσιάστρια της
πρωινής εκπομπής έθετε το ερώτημα κατά πόσο η ημέρα του Αγίου
Βαλεντίνου ήταν μία άσκηση καταναλωτικού κυνισμού ή ευκαιρία να
τονωθεί η ζωή ενός ζευγαριού με μιαν άκρως απαραίτητη δόση
ρομαντισμού.
«Έχει κάποιες ιδιαίτερες διατροφικές απαιτήσεις ο Κόρμοραν;» τη
ρώτησε ο Μαξ και, βλέποντας τη Ρόμπιν να τον κοιτάζει σαν χαμένη,
διευκρίνισε: «Γι’ απόψε. Για το δείπνο».
«Α», έκανε η Ρόμπιν, «όχι. Τρώει τα πάντα».
Τσέκαρε τα email στο κινητό της και ήπιε μια κούπα σκέτο καφέ.
Αισθάνθηκε ένα μικρό περόνιασμα ανησυχίας, μόλις το μάτι της έπεσε
πάνω σε ένα μήνυμα από τη δικηγόρο της, με τίτλο «Διαμεσολάβηση».
Το άνοιξε και διαπίστωσε πως περιλάμβανε την πρόταση για μια
συγκεκριμένη ημερομηνία: Τετάρτη 19 Μαρτίου, σε περισσότερο από
έναν μήνα από τώρα. Φαντάστηκε τον Μάθιου να συνεννοείται με τον
δικηγόρο του, να συμβουλεύεται το ημερολόγιό του, να επιβάλλει την
εξουσία του όπως πάντα. Είμαι τελείως κλεισμένος για τις επόμενες
τριάντα ημέρες. Τελικά, τον φαντάστηκε να κάθεται απέναντί της σε μια
αίθουσα συσκέψεων, με τους δικηγόρους τους να κάθονται δίπλα τους,
οπότε αισθάνθηκε πανικό ανάμεικτο με οργή.
«Καλό θα ήταν να έτρωγες κάτι για πρωινό», είπε ο Μαξ, ενώ συνέχιζε
να μελετά βιβλία μαγειρικής.
«Θα τσιμπήσω κάτι αργότερα», είπε η Ρόμπιν κι έκλεισε το μήνυμα.
Μάζεψε το παλτό της, που το είχε αφήσει κρεμασμένο στο μπράτσο του
καναπέ και είπε:
«Μαξ, ελπίζω να θυμάσαι πως ο αδελφός μου και η φίλη του πρόκειται
να έρθουν εδώ το Σαββατοκύριακο, ναι; Αμφιβάλλω αν θα περάσουν ώρα
εδώ. Απλώς θα έχουν μια βάση για τα πέρα-δώθε τους».
«Όχι, όχι, όλα καλά», είπε αόριστα ο Μαξ, χαμένος στις συνταγές.
Η Ρόμπιν βγήκε στη δροσερή, υγρή ατμόσφαιρα της μέρας που μόλις
ξεκινούσε και πρόλαβε να φτάσει μέχρι στον σταθμό του μετρό προτού
συνειδητοποιήσει πως δεν είχε μαζί το πορτοφόλι της.
«Σκατά!»
Κανονικά, η Ρόμπιν ήταν τακτικός άνθρωπος, οργανωτικός και
συγκροτημένος· σπάνια έκανε τέτοιο λάθος. Με τα μαλλιά της να
ανεμίζουν, επέστρεψε τροχάδην στο διαμέρισμα, προσπαθώντας να
φανταστεί πού στην ευχή το είχε παρατήσει, ενώ αναρωτιόταν, νιώθοντας
τα πρώτα σκιρτήματα του πανικού, μήπως της είχε πέσει στον δρόμο ή
της το είχαν βουτήξει μέσα από την τσάντα.
Την ίδια ώρα, στην οδό Ντένμαρκ, ο νυσταλέος Στράικ έβγαινε από το
ντους χωρίς να στηρίζεται στις πατερίτσες του, με τα μάτια πρησμένα,
νιώθοντας μιαν αντίστοιχη εξάντληση. Οι παρενέργειες μίας εβδομάδας
αφιερωμένης στην κάλυψη της βάρδιας του Μπάρκλεϊ και του Χάτσινς
είχαν αρχίσει να γίνονται κάτι παραπάνω από αισθητές, σε σημείο που
μετάνιωνε κάπως που είχε προτείνει στη Ρόμπιν να έρθει στο γραφείο από
τόσο νωρίς.
Όμως, με το που φόρεσε το παντελόνι του, το κινητό του άρχισε να
χτυπά και, νιώθοντας το περόνιασμα του φόβου, διέκρινε στην οθόνη το
τηλέφωνο του Τεντ και της Τζόαν.
«Τεντ;»
«Γεια, Κορμ. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας, εντάξει;» είπε ο
Τεντ. «Ήθελα απλώς να σε ενημερώσω για τις εξελίξεις».
«Ακούω», είπε ο Στράικ, όπως στεκόταν γυμνόστηθος και ξυλιασμένος
στο γκρίζο φως που περνούσε μέσα από τις υπερβολικά λεπτές κουρτίνες
της σοφίτας.
«Δεν είναι και πολύ καλά. Η Κερένζα έλεγε μήπως προσπαθούσαμε να
την πάμε στο νοσοκομείο, όμως η θεία σου δε θέλει να πάει. Στο κρεβάτι
είναι ακόμη, δεν… χτες όλη μέρα δε σηκώθηκε», είπε ο Τεντ, ενώ η φωνή
του έσπαγε. «Δεν τη βαστούσαν τα πόδια της».
«Σκατά», μουρμούρισε ο Στράικ, όπως καθόταν βαρύς στο κρεβάτι του.
«Εντάξει, Τεντ, έρχομαι».
«Δε γίνεται», είπε ο θείος του. «Ο τόπος εδώ γύρω είναι
πλημμυρισμένος. Είναι επικίνδυνα. Η αστυνομία λέει στον κόσμο να
μείνει σπίτι, να μην ταξιδέψει. Η Κερένζα μπορεί… λέει πως μπορεί να
κουμαντάρει τον πόνο κι από εδώ. Έφερε φάρμακα και μπορεί να της
κάνει την ένεση… γιατί η θεία σου δεν τρώει και πολύ τώρα. Η Κερένζα
λέει πως δεν… ξέρεις… δεν πιστεύει πως θα συμβεί…»
Τον πήραν τα κλάματα.
«…άμεσα, όμως… λέει… δε θ’ αργήσει».
«Έρχομαι», είπε ο Στράικ αποφασιστικά. «Η Λούσι ξέρει πόσο άσχημα
είναι η Τζόαν;»
«Πήρα πρώτα εσένα», είπε ο Τεντ.
«Θα την ειδοποιήσω εγώ, μη σε νοιάζει. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις της
μιλήσω και κατασταλάξουμε σε ένα σχέδιο, εντάξει;»
Ο Στράικ τερμάτισε την κλήση και τηλεφώνησε στη Λούσι.
«Αχ, Θεέ μου, όχι», αναφώνησε ταραγμένη η αδελφή του, μόλις της
περιέγραψε με δυο κουβέντες και χωρίς συναισθηματισμούς τα όσα είχε
πει ο Τεντ. «Στικ, δε γίνεται να ξεκινήσω αμέσως… ο Γκρεγκ λείπει στην
Ουαλία»!
«Τι στον κόρακα γυρεύει ο Γκρεγκ στην Ουαλία;»
«Για δουλειά πήγε… αχ, Θεέ μου, τι θα κάνουμε;»
«Πότε γυρνάει ο Γκρεγκ;»
«Αργά αύριο το βράδυ».
«Τότε κατεβαίνουμε το πρωί της Κυριακής».
«Πώς; Τα τρένα δεν εκτελούν δρομολόγια, οι δρόμοι είναι
πλημμυρισμένοι…»
«Θα νοικιάσω κάποιο τζιπ, δεν ξέρω. Θα μας περιμένει ο Πόλγουορθ
στην απέναντι πλευρά με βάρκα, αν χρειαστεί. Θα σου τηλεφωνήσω
ξανά, μόλις τα κανονίσω όλα».
Ο Στράικ ντύθηκε, ετοίμασε ένα τσάι και λίγο φρυγανισμένο ψωμί, τα
πήρε μαζί του κάτω, στο γραφείο των συνεταίρων και τηλεφώνησε ξανά
στον Τεντ, παρακάμπτοντας τις ενστάσεις του, προκειμένου να τον
ενημερώσει πως, είτε του άρεσε είτε όχι, αυτός και η Λούσι έρχονταν την
Κυριακή. Καταλάβαινε τη λαχτάρα του θείου του να πάνε εκεί, την
απεγνωσμένη του ανάγκη για συντροφιά, να έχει δυο ανθρώπους να
μοιραστεί τον φόβο και την οδύνη του. Στη συνέχεια, ο Στράικ
τηλεφώνησε στον Ντέιβ Πόλγουορθ, ο οποίος επικρότησε ολόθερμα το
σχέδιο και υποσχέθηκε να είναι έτοιμος με βάρκα, σκοινιά για να τους
ρυμουλκήσει, ακόμη και με εξοπλισμό κατάδυσης, αν χρειαζόταν.
«Σάμπως έχω και τίποτε άλλο να κάνω; Στη δουλειά έχουν πλημμυρίσει
τα πάντα».
Ο Στράικ τηλεφώνησε σε μερικές εταιρείες ενοικιάσεως αυτοκινήτων
και με τα πολλά κατάφερε να βρει μία που είχε ένα τζιπ διαθέσιμο. Έδινε
τα στοιχεία της πιστωτικής του κάρτας, όταν έφτασε ένα γραπτό μήνυμα
από τη Ρόμπιν.
Χίλια συγγνώμη, έχασα το πορτοφόλι μου, τώρα μόλις το βρήκα,
έρχομαι.
Ο Στράικ είχε ξεχάσει τελείως πως είχαν συνεννοηθεί να βρεθούν
νωρίτερα ώστε να μιλήσουν για την υπόθεση Μπάμπορο, πριν από τη
συνάντηση με τους υπόλοιπους συνεργάτες του γραφείου. Αφού
ολοκλήρωσε την ενοικίαση του τζιπ, άρχισε να βάζει σε μια σειρά τα
θέματα που είχε σκοπό να συζητήσει με τη Ρόμπιν: τη σελίδα με τον λεκέ
από αίμα που είχε αφαιρέσει από τον Μάγο και την οποία είχε φυλάξει
στο μεταξύ σε μια πλαστική θήκη, καθώς και την ανακάλυψη που είχε
κάνει το προηγούμενο βράδυ στον υπολογιστή του, και την οποία
εμφάνιζε τώρα στην οθόνη του, έτοιμη να τη δείξει στη Ρόμπιν.
Ύστερα, άνοιξε το αρχείο με το πρόγραμμα, για να τσεκάρει πώς έπρεπε
να μοιραστούν οι βάρδιες, τώρα που αναχωρούσε και πάλι με προορισμό
την Κορνουάλη, οπότε είδε πως για εκείνο το βράδυ είχε σημειωμένο
«Δείπνο στου Μαξ».
«Γαμώτο», είπε. Δε φανταζόταν πως υπήρχε τρόπος να το αποφύγει
τώρα, ενώ είχε συμφωνήσει μόλις μία ημέρα πριν, όμως αυτό ήταν το
τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ρόμπιν, που βρισκόταν στην κυλιόμενη
σκάλα στον σταθμό της οδού Τότεναμ Κορτ, δρασκελίζοντας τα
σκαλοπάτια δύο τη φορά, άκουσε το κινητό της να χτυπά μέσα στην
τσάντα της.
«Ναι;» είπε λαχανιασμένη στη συσκευή, έτσι όπως έφτανε στον
σταθμό, μία ανάμεσα στους τόσους βιαστικούς ανθρώπους.
«Γεια, Ρομπς», είπε ο μικρότερος αδελφός της.
«Γεια», είπε η Ρόμπιν χρησιμοποιώντας την κάρτα απεριορίστων
διαδρομών στην μπάρα. «Όλα εντάξει;»
«Ναι, μια χαρά», είπε ο Τζόναθαν, αν και δεν ακουγόταν τόσο
ευδιάθετος όσο την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει. «Άκου, είμαστε
εντάξει αν φέρω κι έναν άλλο φίλο, να την πέσουμε στο διαμέρισμά
σου;»
«Τι πράγμα;» είπε η Ρόμπιν καθώς έβγαινε στον αέρα, στη βροχή και
στο ελεγχόμενο χάος που επικρατούσε στη συμβολή της οδού Τότεναμ
Κορτ με την οδό Τσάρινγκ Κρος, όπου εδώ και τρεισήμισι χρόνια
βρίσκονταν σε εξέλιξη έργα. Ήλπιζε πως είχε παρακούσει αυτό που της
είχε πει ο Τζόναθαν.
«Έναν άλλο φίλο», επανέλαβε. «Είμαστε εντάξει; Μη σε νοιάζει,
κοιμάται όπου να ’ναι».
«Αχ, Τζον», βόγκηξε η Ρόμπιν, που στο μεταξύ κινούνταν σχεδόν
τροχάδην στην οδό Τσάρινγκ Κρος, «έχουμε μονάχα έναν καναπέ που
γίνεται κρεβάτι».
«Ο Κάιλ κοιμάται και στο πάτωμα, δεν τον νοιάζει», είπε ο Τζόναθαν.
«Δεν είναι θέμα, σωστά; Ένα ακόμη άτομο;»
«Καλά, εντάξει», αναστέναξε η Ρόμπιν. «Πάντως, ισχύει αυτό που
είπαμε, θα είστε εδώ στις δέκα, ναι;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Λέμε να πάρουμε ένα τρένο που φεύγει νωρίτερα,
σκεφτήκαμε να μην πάμε στα μαθήματα».
«Ναι, όμως το θέμα είναι», είπε η Ρόμπιν, «πως απόψε έχουμε για
δείπνο τον Κόρμοραν, θα μιλήσει στον Μαξ…»
«Α, τέλεια!» είπε ο Τζόναθαν, που ακούστηκε κάπως πιο ενθουσιώδης.
«Η Κόρτνεϊ πολύ θα χαρεί να τον γνωρίσει, έχει μανία με τα εγκλήματα!»
«Όχι… Τζον, αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω, ο Μαξ πρέπει να
μιλήσει στον Κόρμοραν για έναν ρόλο που πρόκειται να υποδυθεί. Δε
νομίζω πως θα έχουμε αρκετό φαγητό για άλλα τρία…»
«Μη σκας γι’ αυτό, αν φτάσουμε νωρίτερα, παίρνουμε εμείς κάτι απ’
έξω».
Πώς να έλεγε στον αδελφό της με κομψό τρόπο: «Σε παρακαλώ, μην
έρθετε την ώρα του φαγητού»; Όταν έκλεισε ο Τζόναθαν, η Ρόμπιν
άρχισε να τρέχει κανονικά, ελπίζοντας πως ο προγραμματισμός του
αδελφού της, ο οποίος όπως γνώριζε από προσωπική εμπειρία είχε
άφθονα περιθώρια βελτίωσης, θα τον οδηγούσε στο να χάσει αρκετά
τρένα προς τον νότο, ώστε να καθυστερήσει την άφιξή του.
Όπως έπαιρνε τη στροφή της οδού Ντένμαρκ τρέχοντας, διέκρινε με
απογοήτευση τον Σολ Μόρις μπροστά της, να περπατά προς το γραφείο
κρατώντας ένα μικρό τυλιγμένο μπουκέτο από ροζ ζέρμπερες.
Το καλό που του θέλω να μην είναι για μένα.
«Γεια, Ρομπς», είπε όπως γύρισε να κοιτάξει, καθώς τον έφτανε
τρέχοντας. «Πω, πω», έκανε χαμογελώντας πλατιά, «κάποιος
παρακοιμήθηκε. Μαξιλαρόφατσα», είπε, δείχνοντας ένα σημείο στο
μάγουλό του όπου, όπως συμπέρανε η Ρόμπιν, το δικό της είχε ακόμη
κάποιο αχνό αποτύπωμα από το μαξιλάρι της, πάνω στο οποίο είχε
ξεραθεί μπρούμυτα από την εξάντληση. «Για την Πατ», πρόσθεσε,
επιδεικνύοντας τα ολόισια λευκά του δόντια παράλληλα με τις ζέρμπερες.
«Γκρινιάζει πως ο άντρας της δεν της φέρνει ποτέ λουλούδια του Αγίου
Βαλεντίνου».
Θεέ μου, τι γλοιώδης που είσαι, σκέφτηκε η Ρόμπιν ξεκλειδώνοντας την
πόρτα. Παρατήρησε πως είχε αρχίσει να τη λέει και πάλι «Ρομπς», μία
ακόμη ένδειξη πως η δυσφορία που αισθανόταν μπροστά της μετά τα
καμώματά του τα Χριστούγεννα είχε εξανεμιστεί μέσα στις επτά
εβδομάδες που ακολούθησαν. Η Ρόμπιν πολύ θα ήθελε να μπορούσε να
αφήσει εξίσου εύκολα κατά μέρος εκείνο το επίμονο, παράλογο αλλά
παρ’ όλα αυτά έντονο αίσθημα ντροπής που αισθανόταν, από τη μέρα που
είχε αντικρίσει τη στύση του στην οθόνη του κινητού της.
Επάνω, ο φανερά πιεσμένος Στράικ έριχνε μια ματιά στο ρολόι του,
όταν άρχισε να χτυπά το κινητό του. Ήταν ασυνήθιστα νωρίς για να του
τηλεφωνεί ο παλιός του φίλος, ο Νικ Χέρμπερτ, κι ο Στράικ, που πλέον
θεωρούσε δεδομένο πως κάτι κακό είχε συμβεί, απάντησε στην κλήση
νιώθοντας ένα σφίξιμο.
«Πώς πάει, φίλε;»
Ο Νικ ακουγόταν βραχνιασμένος, σαν να φώναζε λίγο νωρίτερα.
«Καλά είμαι», είπε ο Στράικ, που είχε την εντύπωση πως άκουγε
βήματα και φωνές στη μεταλλική σκάλα, έξω από το γραφείο. «Τι
τρέχει;»
«Τίποτε, μωρέ, τα γνωστά», είπε ο Νικ. «Έλεγα μήπως έχεις κέφι να
πηγαίναμε για καμιά μπίρα απόψε. Οι δυο μας».
«Αδύνατον», είπε ο Στράικ, που πραγματικά λυπόταν γι’ αυτό. «Με
συγχωρείς, έχω κανονίσει κάτι».
«Α», έκανε ο Νικ. «Εντάξει τότε. Το μεσημέρι μήπως είσαι εύκαιρος;»
«Ναι, γιατί όχι;» είπε ο Στράικ ύστερα από έναν μικρό δισταγμό. Ένας
Θεός ήξερε πόσο είχε ανάγκη να πιει μια μπίρα για να ξεχαστεί από τη
δουλειά, τα οικογενειακά, από τα μύρια άλλα προβλήματά του.
Μέσα από την ανοιχτή πόρτα, είδε τη Ρόμπιν να μπαίνει στο εξωτερικό
γραφείο, ακολουθούμενη από τον Σολ Μόρις, που κρατούσε μία
ανθοδέσμη. Έκλεισε την ενδιάμεση πόρτα και τότε μόνο επεξεργάστηκε ο
κουρασμένος εγκέφαλός του τη σχέση ανάμεσα στα λουλούδια και στην
ημερομηνία.
«Για μισό. Δεν έχεις τρεχάματα με τις μπούρδες του Αγίου Βαλεντίνου;»
ρώτησε τον Νικ.
«Όχι φέτος», απάντησε ο φίλος του.
Ακολούθησε μια σύντομη παύση. Ο Στράικ ανέκαθεν θεωρούσε τον Νικ
και την Ίλσα, γαστρεντερολόγο και δικηγόρο αντίστοιχα, ως το πιο
ευτυχισμένο ζευγάρι που γνώριζε. Το σπίτι τους στην οδό Οκτάβια είχε
αποτελέσει σε πολλές περιπτώσεις καταφύγιο για τον ίδιο.
«Θα σου τα εξηγήσω όταν θα πίνουμε τις μπίρες μας», είπε ο Νικ.
«Μου χρειάζεται μία. Θα περάσω εγώ από εκεί».
Συμφώνησαν για την παμπ και την ώρα και καλημερίστηκαν. Ο Στράικ
έριξε και πάλι μια ματιά στο ρολόι του: με τη Ρόμπιν τους απέμεναν
δεκαπέντε λεπτά από τη μία ώρα που ήλπιζε πως θα είχαν για να
συζητήσουν την υπόθεση Μπάμπορο. Άνοιξε την πόρτα και ρώτησε:
«Έτοιμη; Δεν έχουμε πολύ χρόνο».
«Συγγνώμη», είπε η Ρόμπιν μπαίνοντας βιαστικά. «Το έλαβες το
μήνυμά μου, ναι; Για το πορτοφόλι;»
«Ναι», είπε η Στράικ κλείνοντας την πόρτα στον Μόρις και δείχνοντας
τη σελίδα του Μάγου, την οποία είχε ακουμπήσει μπροστά στην καρέκλα
της Ρόμπιν. «Αυτή είναι η σελίδα από το βιβλίο στο σπίτι των Άθορν».
Είχε τηλεφωνήσει στη Ρόμπιν για να την ενημερώσει για το εύρημα στο
διαμέρισμα των Άθορν αμέσως μόλις έφυγε από το σιδηροπωλείο, κι
εκείνη είχε υποδεχτεί την εξέλιξη με ενθουσιασμό και συγχαρητήρια. Η
δυσθυμία του τώρα την ενοχλούσε. Λογικά, οφειλόταν στο ότι είχε
καθυστερήσει να έρθει, όμως δε δικαιούνταν κι εκείνη μια μικρή αστοχία,
μετά τις τόσες επιπλέον ώρες που είχε εργαστεί το τελευταίο διάστημα,
καλύπτοντας τόσο τις δικές της υποθέσεις όσο και εκείνες του Στράικ,
συντονίζοντας τους εξωτερικούς συνεργάτες, βάζοντας τα δυνατά της
ώστε να μην τον επιβαρύνει με επιπλέον άγχος το διάστημα που η θεία
του πέθαινε; Όμως παραδίπλα άκουγε τον Μπάρκλεϊ και τον Χάτσινς να
μπαίνουν στο εξωτερικό γραφείο, πράγμα που της θύμιζε πως πριν από
όχι και τόσο πολύ καιρό η ίδια ήταν η προσωρινή υπάλληλος κι ο Στράικ
είχε ξεκαθαρίσει τις απαιτήσεις που είχε από έναν συνεργάτη, με όρους
σταράτους, στο ξεκίνημα της επαγγελματικής τους σχέσης. Εκεί έξω
βρίσκονταν τρεις άντρες οι οποίοι το δίχως άλλο θεωρούσαν πως διέθεταν
περισσότερα προσόντα για τη θέση που η ίδια κατείχε. Οπότε, η Ρόμπιν
κάθισε, έπιασε τη σελίδα και διάβασε το κείμενο κάτω από τον λεκέ.
«Εδώ κάνει λόγο για αίμα».
«Το ξέρω».
«Πόσο πρόσφατο πρέπει να είναι το αίμα, προκειμένου να αναλυθεί;»
«Το παλιότερο δείγμα που έχω υπόψη μου να αναλύθηκε με επιτυχία
ήταν είκοσι κάτι ετών», είπε ο Στράικ. «Εφόσον πρόκειται πράγματι για
αίμα και είναι από τον καιρό που ζούσε ακόμη ο Γκουίλερμ Άθορν, είναι
τουλάχιστον μια γεμάτη δεκαετία παλιότερο. Από την άλλη, παρέμεινε
προστατευμένο από το φως και την υγρασία μέσα σ’ εκείνο το βιβλίο,
οπότε αυτό ίσως βοηθήσει. Όπως και να έχει, θα επικοινωνήσω με τον
Ρόι Φιπς και θα τον ρωτήσω τι ομάδα αίματος ήταν η Μάργκοτ, κι
ύστερα θα προσπαθήσω να βρω άνθρωπο να μας το αναλύσει. Ίσως
δοκιμάσω εκείνο τον τύπο από το Εγκληματολογικό, με τον οποίο έβγαινε
η φίλη σου η Βανέσα, να δεις πώς τον έλεγαν…»
«Όλιβερ», είπε η Ρόμπιν, «και πλέον είναι αρραβωνιαστικός της».
«Τέλος πάντων, αυτόν, ναι. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που
προέκυψε από την κουβέντα μου με τον Σάμουιν…»
Της μετέφερε την πεποίθηση του θείου Τούντορ πως «ο Νίκο και τα
αγόρια του» είχαν σκοτώσει τη Μάργκοτ Μπάμπορο.
«Όταν λέμε “Νίκο”… λες να είναι…;»
«Ο Νίκο “Λέρας” Ρίτσι; Κατά πάσα πιθανότητα», είπε ο Στράικ.
«Έμενε εκεί κοντά και πρέπει να ήταν μορφή στη γειτονιά, αν και κανείς
στην κλινική δε φαίνεται να συνειδητοποίησε ποιος ήταν ο άντρας που
έσκασε μύτη στο χριστουγεννιάτικο πάρτι τους.
»Άφησα μήνυμα στην κοινωνική λειτουργό που έχει αναλάβει τους
Άθορν, γιατί θέλω να ξέρω πόση βάση μπορώ να δώσω στις αναμνήσεις
της Ντέμπορα και του Σάμουιν. Εν τω μεταξύ, ο Σάνκερ υποτίθεται πως
ρωτάει στην πιάτσα για τον Ρίτσι, για λογαριασμό μου, όμως ακόμη δεν
έχει ακουστεί. Ίσως χρειαστεί να τον τσιγκλήσω λίγο».
Άπλωσε το χέρι, οπότε η Ρόμπιν του επέστρεψε τη μουντζουρω­μένη με
αίμα σελίδα.
«Τέλος πάντων, η μόνη άλλη εξέλιξη που είχαμε ήταν πως εντόπισα τον
Κ. Μ. Όουκντεν».
«Τι πράγμα; Πώς;»
«Χτες βράδυ», είπε ο Στράικ. «Είχε σκαλώσει το μυαλό μου στα
ονόματα. Στο πώς η Αϊρίν τα θυμόταν λάθος – Ντάουθγουεϊτ και
Ντάκγουορθ, Άθορν και Άπλθορπ. Οπότε, άρχισα να σκέφτομαι πως οι
άνθρωποι συχνά δεν ξεφεύγουν πολύ από το αρχικό τους όνομα, όταν το
αλλάζουν».
Έστρεψε την οθόνη του υπολογιστή του προς το μέρος της, οπότε η
Ρόμπιν αντίκρισε τη φωτογραφία ενός άντρα στα πρώτα χρόνια της μέσης
ηλικίας. Είχε κάποιες φακίδες στο πρόσωπο, μάτια ελαφρώς υπερβολικά
σμιχτά και μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν, αν και ήταν ακόμη
αρκετά ώστε να τα χτενίζει πάνω στο στενό του μέτωπο. Ο άντρας θύμιζε
ακόμη, έστω και οριακά, το αγοράκι που έκανε γκριμάτσα στον
φωτογραφικό φακό, στο μπάρμπεκιου της Μάργκοτ Μπάμπορο.
Το ρεπορτάζ που ακολουθούσε, ανέφερε τα εξής:
ΚΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΦΥΛΑΚΙΣΗ
«Αισχρή προδοσία της εμπιστοσύνης»
Κατά συρροή απατεώνας, ο οποίος καταχράστηκε από ηλικιωμένες
χήρες ποσό το οποίο υπερβαίνει τις 75.000 λίρες σε διάστημα δύο
ετών, καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων ετών και εννέα μηνών.
Ο Μπράις Νόουκς, 49 ετών, κάτοικος οδού Φόρτσιουν, στο
Κλέρκενγουελ, παλαιότερα γνωστός ως Καρλ Όουκεν, έπεισε
συνολικά εννέα «ευάλωτες και εύπιστες γυναίκες» να του
παραχωρήσουν κοσμήματα και μετρητά, τα οποία στην περίπτωση
ενός από τα θύματα αντιστοιχούσαν σε οικονομίες μιας ζωής,
ύψους 30.000 λιρών.
Αναφερόμενος στον Νόουκς, ο εφέτης δικαστής ΜακΓκριφ έκανε
λόγο για «έναν πονηρό και ασυνείδητο άντρα ο οποίος
εκμεταλλεύτηκε ανερυθρίαστα τα ευάλωτα θύματά του».
Καλοντυμένος και ευφραδής, ο Νόουκς έβαζε στο στόχαστρο χήρες
που ζούσαν μόνες, προτείνοντάς τους συνήθως να εκτιμήσει την
αξία των κοσμημάτων τους. Ο Νόουκς έπειθε τα θύματά του να του
επιτρέψουν να απομακρύνει πολύτιμα αντικείμενα από τα σπίτια
τους, υποσχόμενος σε αντάλλαγμα εκτίμηση από ειδικούς.
Σε άλλες περιπτώσεις, συστηνόταν σαν δήθεν εκπρόσωπος του
τοπικού δημοτικού συμβουλίου, ισχυριζόμενος πως η ιδιοκτήτρια
του σπιτιού χρωστούσε δημοτικούς φόρους και επρόκειτο να
κινηθούν νομικές διαδικασίες.
«Χρησιμοποιώντας πιστευτά αλλά παντελώς πλαστογραφημένα
έγγραφα, πίεσες και εκβίασες ευάλωτες γυναίκες να μεταφέρουν
χρηματικά ποσά σε λογαριασμό ο οποίος είχε ανοιχτεί προς δικό
σου όφελος», ανέφερε ο εφέτης δικαστής ΜακΓκριφ κατά την
ανακοίνωση της ποινής.
«Ορισμένες από τις γυναίκες που ενεπλάκησαν σε αυτή την
υπόθεση αρχικά αισθάνονταν τέτοια ντροπή, ώστε δεν
αποκάλυψαν στους δικούς τους πως είχαν επιτρέψει σε αυτό το
άτομο να μπει στο σπίτι τους», δήλωσε ο επιθεωρητής Γκραντ.
«Εκτιμούμε ότι ενδέχεται να υπάρχουν πολλά ακόμη θύματα τα
οποία ντρέπονται να ομολογήσουν ότι εξαπατήθηκαν και τους
απευθύνουμε έκκληση, εφόσον αναγνωρίσουν τον Νόουκς στη
φωτογραφία, να επικοινωνήσουν μαζί μας».
«Η εφημερίδα έγραψε λάθος το πραγματικό του όνομα»,
παρατήρησε η Ρόμπιν. «Έγραψαν “Όουκεν” αντί για Όουκντεν».
«Κι αυτός είναι ο λόγος που αυτό το άρθρο δε θα είχε εμφανιστεί σε
μιαν απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο», είπε ο Στράικ.
Έχοντας την αίσθηση πως είχε δεχτεί μια έμμεση παρατήρηση,
καθώς εκείνη υποτίθεται πως είχε αναλάβει να εντοπίσει τα ίχνη του
Όουκντεν, η Ρόμπιν έριξε μια ματιά στην ημερομηνία του ρεπορτάζ,
το οποίο ήταν πέντε ετών.
«Λογικά, τώρα πια θα έχει βγει από τη φυλακή».
«Έχει βγει», είπε ο Στράικ κι έστρεψε και πάλι την οθόνη προς το
μέρος του, πληκτρολογώντας μερικές ακόμη λέξεις, προτού τη
γυρίσει και πάλι προς τη Ρόμπιν. «Έψαξα λίγο περισσότερο,
χρησιμοποιώντας παραλλαγές του ονόματός του και…»
Η Ρόμπιν είδε τη σελίδα ενός συγγραφέα στον ιστότοπο της
Amazon, όπου αναφέρονταν οι τίτλοι μιας σειράς βιβλίων,
γραμμένων από έναν συγγραφέα με το όνομα Καρλ Ο. Μπράις.
Στη φωτογραφία εμφανιζόταν ο ίδιος άντρας με εκείνον στην
εφημερίδα, κάπως μεγαλύτερος, κάπως περισσότερο φαλακρός,
κάπως περισσότερο ρυτιδωμένος γύρω από τα μάτια. Είχε τους
αντίχειρες γαντζωμένους στις τσέπες του τζιν παντελονιού του και
φορούσε ένα μαύρο μπλουζάκι με μια λευκή στάμπα: μια σφιγμένη
γροθιά μέσα στο σύμβολο του Άρη.
Καρλ Ο. Μπράις
Ο Καρλ Ο. Μπράις είναι σύμβουλος ζωής, επιχειρηματίας και
βραβευμένος συγγραφέας θεμάτων που αφορούν τον σύγχρονο
άντρα, όπως ο ανδρισμός, τα δικαιώματα των πατεράδων, ο
γυναικοκεντρισμός, η ψυχική υγεία των αντρών, ο γυναικείος
δικαιωματισμός και ο τοξικός φεμινισμός. Η προσωπική εμπειρία
του Καρλ από το γυναικοκεντρικό σύστημα οικογενειακής
δικαιοσύνης, την πολιτισμική μισανδρεία και την εκμετάλλευση των
αντρών τού προσφέρουν τα εργαλεία και τις δεξιότητες ώστε να
κατευθύνει άντρες κάθε κοινωνικής προέλευσης προς μια
υγιέστερη, ευτυχέστερη ζωή. Στη βραβευμένη σειρά βιβλίων του, ο
Καρλ εξετάζει την καταστροφική επίδραση που έχει ασκήσει ο
σύγχρονος φεμινισμός στην ελευθερία του λόγου, στον χώρο
εργασίας, στα δικαιώματα των αντρών και στην πυρηνική
οικογένεια.
Η Ρόμπιν έριξε μια ματιά στον κατάλογο των βιβλίων κάτω από το
βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα. Τα εξώφυλλα ήταν φτηνιάρικα και
ερασιτεχνικά. Όλα περιλάμβαναν φωτογραφίες γυναικών με ελαφρώς
πορνογραφική ενδυμασία και στάσεις. Μια ημίγυμνη ξανθιά, με κορόνα
στο κεφάλι, καθόταν σε έναν θρόνο στο εξώφυλλο του Από τον άδολο
έρωτα στα οικογενειακά δικαστήρια, Μια ιστορία του γυναικοκεντρισμού,
ενώ μια καστανομάλλα, ντυμένη με ελαστική στολή διαστημικού
στρατιώτη έδειχνε προς τον φακό στο εξώφυλλο του Ντροπή: Ο
σύγχρονος πόλεμος εναντίον του ανδρισμού.
«Έχει και δική του ιστοσελίδα», είπε ο Στράικ στρέφοντας και πάλι την
οθόνη προς το μέρος του. «Εκδίδει ο ίδιος τα βιβλία του, προσφέρεται να
συμβουλεύσει άντρες πώς να εξασφαλίσουν πρόσβαση στα παιδιά τους
και διαφημίζει αβέρτα πρωτεϊνούχα σκευάσματα και βιταμίνες. Δε νομίζω
πως θα χάσει την ευκαιρία να μας μιλήσει. Τον κόβω για άτομο που θα
έρθει τρέχοντας έτσι και ψυλλιαστεί υποψία ευκαιρίας να ακουστεί το
όνομά του ή να βγάλει χρήμα.
»Παρεμπιπτόντως», είπε αλλάζοντας θέμα ο Στράικ, «τι γίνεται με
εκείνη τη γυναίκα που έλεγε πως είχε δει τη Μάργκοτ στο παράθυρο
του…;»
«Την Αμάντα Λοζ», είπε η Ρόμπιν. «Κοίτα, της απάντησα προτείνοντάς
της να καλύψουμε τα έξοδά της, εφόσον έρθει στο γραφείο, και δεν έχει
απαντήσει ακόμη».
«Καλώς, έχε την από κοντά», είπε ο Στράικ. «Θυμάσαι πως είμαστε
στους έξι μήνες απ’ όταν…;»
«Ναι, το ξέρω αυτό», είπε η Ρόμπιν, που δεν κατάφερε να συγκρατηθεί.
«Έμαθα αριθμητική στο δημοτικό».
Ο Στράικ σήκωσε τα φρύδια του.
«Συγγνώμη», μουρμούρισε, «απλώς είμαι κουρασμένη».
«Τι να γίνει, κι εγώ είμαι κουρασμένος, όμως οφείλω να θυμάμαι πως
ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να εντοπίσουμε ορισμένα μάλλον σημαντικά
άτομα. Τον Σάτσγουελ, για παράδειγμα».
«Το προσπαθώ», είπε η Ρόμπιν ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της,
οπότε σηκώθηκε από το γραφείο. «Νομίζω πως έχουν μαζευτεί όλοι έξω,
μας περιμένουν».
«Ο Μόρις γιατί έφερε λουλούδια;» ρώτησε ο Στράικ.
«Για την Πατ είναι. Για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου».
«Άει στον κόρακα, γιατί;»
Η Ρόμπιν κοντοστάθηκε στην πόρτα και τον κοίταξε.
«Δεν είναι προφανές;»
Έφυγε από το δωμάτιο, αφήνοντας τον Στράικ να την κοιτάζει
συνοφρυωμένος, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς ήταν προφανές.
Μονάχα δύο λόγους μπορούσε να φανταστεί, για να προσφέρεις
λουλούδια σε μια γυναίκα: είτε επειδή ήλπιζες να πλαγιάσεις μαζί της,
είτε επειδή κοίταγες να αποφύγεις να ακούσεις τα σχολιανά σου επειδή
δεν της αγόρασες λουλούδια κάποια στιγμή νωρίτερα, όταν έπρεπε να το
είχες κάνει. Καμία από τις δύο ερμηνείες δε φαινόταν να ταιριάζει στη
συγκεκριμένη περίπτωση.
Τα μέλη της ομάδας είχαν σχηματίσει έναν πυκνό κύκλο έξω, με τον
Χάτσινς και τον Μπάρκλεϊ να κάθονται στον καναπέ με επένδυση
δερματίνης, τον Μόρις σε μία από τις πτυσσόμενες πλαστικές καρέκλες
που είχαν αγοραστεί όταν ο αριθμός των συνεργατών ξεπέρασε εκείνον
των υφιστάμενων καθισμάτων, πράγμα που σήμαινε πως απέμεναν άλλες
δύο από εκείνες τις άβολες πλαστικές καρέκλες για τους συνεταίρους. Η
Ρόμπιν παρατήρησε πως και οι τρεις άντρες σταμάτησαν να μιλάνε μόλις
εμφανίστηκε ο Στράικ από το μέσα γραφείο: όταν είχε αναλάβει μόνη της
να συντονίσει τη συνάντηση, είχε χρειαστεί να περιμένει μέχρι να
ολοκληρώσουν ο Χάτσινς και ο Μόρις την κουβέντα που είχαν για έναν
κοινό τους γνωστό στην αστυνομία, ο οποίος είχε πιαστεί να λαδώνεται.
Εν τω μεταξύ, οι ζωηρόχρωμες ροζ ζέρμπερες βρίσκονταν μέσα σε ένα
βάζο πάνω στο γραφείο της Πατ. Ο Στράικ τους έριξε μια ματιά, προτού
πει:
«Λοιπόν, ξεκινάμε με το Μούτρο. Μόρις, κατάφερες να βγάλεις καμιά
άκρη με τον τύπο με τη φόρμα;»
«Ναι», απάντησε ο Μόρις, καθώς συμβουλευόταν τις σημειώσεις του.
«Ονομάζεται Μπάρι Φίσερ. Είναι διαζευγμένος με ένα παιδί και είναι
διευθυντής στο γυμναστήριο όπου συχνάζει το Μούτρο».
Σιγανά, επαναλαμβανόμενα μουρμουρητά επιδοκιμασίας και
ενδιαφέροντος ξέφυγαν από τον Στράικ, τον Μπάρκλεϊ και τον Χάτσινς.
Η Ρόμπιν περιορίστηκε σε ένα ελαφρύ σήκωμα του ενός φρυδιού. Από
την εμπειρία της, η παραμικρή υποψία ζεστασιάς ή επιδοκιμασίας εκ
μέρους της ερμηνευόταν από τον Μόρις σαν ευθεία πρόσκληση να τη
φλερτάρει.
«Οπότε, κανόνισα ένα δοκιμαστικό πρόγραμμα με ένα μέλος της
προπονητικής τους ομάδας», είπε ο Μόρις.
Βάζω στοίχημα πως δεν είναι προπονητής αλλά προπονήτρια, σκέφτηκε
η Ρόμπιν.
«Εκεί που της μιλούσα, είδα τον δικό μας να μπαίνει στο γυμναστήριο
και να πιάνει το λακριντί με κάτι κοπελιές. Ο τύπος είναι σίγουρα στρέιτ,
αν κρίνω από το πώς χαλβάδιαζε μια από τις γυναίκες στους διαδρόμους.
Τη Δευτέρα θα περάσω ξανά από εκεί, αν δεν έχεις αντίρρηση, αφεντικό.
Θα κοιτάξω μήπως καταφέρω να μάθω κάτι περισσότερο».
«Καλώς», είπε ο Στράικ. «Λοιπόν, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι η πρώτη άκρη
που βρίσκουμε σε αυτή την υπόθεση: κάτι που συνδέει το Μούτρο με ό,τι
συμβαίνει μέσα στο σπίτι της Έλινορ Ντιν».
Η Ρόμπιν, που είχε περάσει την προχθεσινή νύχτα καθισμένη μέσα στο
Land Rover της, έξω από το σπίτι της Έλινορ, είπε:
«Ίσως να μην έχει κάποια σχέση, όμως η Έλινορ παρέλαβε κάποιο δέμα
από την Amazon χτες το πρωί. Δύο πελώριες κούτες, για την ακρίβεια.
Ελαφριές έμοιαζαν όμως…»
«Να βάλουμε στοιχήματα», πρότεινε ο Μόρις στον Στράικ,
καλύπτοντας με τη φωνή του όσα έλεγε η Ρόμπιν. «Ποντάρω ένα
εικοσάρικο πως η τύπισσα είναι αφέντρα».
«Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί φτιάχνονται κάποιοι με το να τρώνε
βουρδουλιές», σχολίασε ο Μπάρκλεϊ σκεφτικός. «Αν γουστάρω να
πονέσω, απλώς ξεχνάω να βγάλω τα σκουπίδια έξω».
«Ναι, μωρέ, αλλά φέρνει κάπως σε μαμά, καλά δε λέω;» σχολίασε ο
Χάτσινς. «Έτσι κι είχα τα φράγκα εκείνου του διευθύνοντα συμβούλου,
θα κοίταζα να βρω καμιά πιο…»
Διέγραψε με τις παλάμες του μια πιο σμιλευτή σιλουέτα στον αέρα. Ο
Μόρις γέλασε.
«Μπα, μην προσπαθείς να βγάλεις άκρη με τα γούστα», είπε ο
Μπάρκλεϊ. «Ένας συνάδελφος που είχα στον στρατό ούτε να φτύσει την
άλλη, άμα ήταν κάτω από ογδόντα κιλά. Αφού να φανταστείς τον λέγαμε
Γητευτή των Χοίρων».
Οι άντρες γέλασαν. Η Ρόμπιν χαμογέλασε, κυρίως επειδή ο Μπάρκλεϊ
την κοίταζε και συμπαθούσε τον Μπάρκλεϊ, όμως αισθανόταν πολύ
κουρασμένη κι απογοητευμένη για να γελάσει πραγματικά. Η Πατ, εν τω
μεταξύ, είχε ένα ύφος βαριεστημένης ανοχής, του στιλ «οι κλασικοί
άντρες».
«Δυστυχώς, πρέπει να επιστρέψω στην Κορνουάλη την Κυριακή», είπε
ο Στράικ, «πράγμα που καταλαβαίνω πως…»
«Καλά, ρε ψηλέ, πώς θα καταφέρεις να πας εκεί κάτω;» ρώτησε ο
Μπάρκλεϊ, ενώ την ίδια στιγμή ο αέρας τράνταζε τα παράθυρα του
γραφείου.
«Με τζιπ», είπε ο Στράικ. «Η θεία μου πεθαίνει. Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι
ζήτημα ημερών».
Η Ρόμπιν γύρισε και κοίταξε τον Στράικ αιφνιδιασμένη.
«Το καταλαβαίνω πως ζορίζεται πάλι το γραφείο», συνέχισε ο Στράικ
ήρεμα, «όμως είναι κάτι το αναπόφευκτο. Νομίζω πως αξίζει να
συνεχίσουμε να έχουμε από κοντά το αφεντικό του Μούτρου. Ο Μόρις θα
αναλάβει να ψάξει πληροφορίες για τον τύπο στο γυμναστήριο, κι οι
υπόλοιποι μπορείτε να μοιράσετε τις βάρδιες για την Έλινορ Ντιν. Εκτός
κι αν έχει κάποιος να προσθέσει κάτι», είπε ο Στράικ, οπότε έκανε μια
παύση για τυχόν σχόλια. Όλοι οι άντρες έγνεψαν αρνητικά, κι η Ρόμπιν,
τόσο κουρασμένη που δεν είχε διάθεση να αναφέρει ξανά τις κούτες από
την Amazon, παρέμεινε σιωπηλή. «Για να δούμε τι γίνεται με την
Καρτποστάλ».
«Έχω νέα», ανακοίνωσε λακωνικά ο Μπάρκλεϊ. «Επέστρεψε στη
δουλειά. Μάλιστα της μίλησα. Της δικιάς σου», πρόσθεσε απευθυνόμενος
στη Ρόμπιν, «της κοντής. Με τα μεγάλα στρογγυλά γυαλιά. Πλησίασα κι
άρχισα να της κάνω ερωτήσεις».
«Σχετικά με τι;» ρώτησε ο Μόρις, ενώ ένα μειδίαμα γυρόφερνε τα χείλη
του.
«Για το πώς αποδίδεται το φως στα τοπία του Τζέιμς Ντάνφιλντ
Χάρντινγκ», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Εσύ δηλαδή τι λες να τη ρώταγα, ποιον
έκοβε να κατακτά φέτος το Champions League;»
Ο Στράικ γέλασε, το ίδιο και η Ρόμπιν αυτή τη φορά, που χάρηκε
βλέποντας τον Μόρις να δείχνει σαχλός.
«Που λέτε, διάβασα την κάρτα δίπλα στο πορτρέτο του, πήγα μέχρι τη
γωνία, έριξα μια ματιά στο διαδίκτυο να βρω δυο πράγματα για τον
τύπο», εξήγησε ο Μπάρκλεϊ. «Ήθελα να βρω έναν τρόπο να πιάσω της
λεγάμενης κουβέντα για τον καιρό. Τέλος πάντων», συνέχισε ο
Σκοτσέζος, «δεν είχαμε ώρα που λέγαμε για το πώς αποδίδει ο ζωγράφος
το φως, τον βαρύ ουρανό και δε συμμαζεύεται, και η τύπισσα πετάει το
όνομα του φιλαράκου μας, του παρουσιαστή. Κοκκίνισε, μόλις τον
ανέφερε. Είπε πως είχε σχολιάσει την περασμένη εβδομάδα, στην ενότητα
που παρουσιάζει φωτογραφίες τηλεθεατών, πως μία από αυτές θύμιζε το
έργο του Τέρνερ».
»Αυτή είναι», είπε ο Μπάρκλεϊ, απευθυνόμενος στη Ρόμπιν. «Από
μοναχή της θέλησε να τον αναφέρει, για να ’χει τη χαρά να πει το όνομά
του. Αυτή είναι η Καρτποστάλ».
«Εξαιρετική δουλειά», είπε ο Στράικ στον Μπάρκλεϊ.
«Στη Ρόμπιν ανήκει η επιτυχία», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Στο πιάτο μού τη
σέρβιρε. Εγώ απλώς το σιγούρεψα».
«Ευχαριστώ, Σαμ», είπε η Ρόμπιν με νόημα, χωρίς να κοιτάξει τον
Στράικ, ο οποίος παρατήρησε τόσο τον τόνο της φωνής όσο και την
έκφραση του προσώπου της.
«Σωστά το είπες», συμφώνησε ο Στράικ, «κάνατε καλή δουλειά κι οι
δυο σας».
Έχοντας συναίσθηση του ότι είχε μιλήσει απότομα στη Ρόμπιν στη
διάρκεια της συνάντησης που προηγήθηκε σχετικά με την υπόθεση
Μπάμπορο, ο Στράικ προσπάθησε να εξιλεωθεί ζητώντας τη γνώμη της
σχετικά με ποιον από τους πελάτες στη λίστα αναμονής θα ήταν καλύτερα
να επικοινωνήσουν, τώρα που η υπόθεση της Καρτποστάλ ουσιαστικά
είχε κλείσει, κι εκείνη πρότεινε τη χρηματίστρια που υποψιαζόταν πως ο
άντρας της πλάγιαζε με την νταντά τους.
«Τέλεια», είπε ο Στράικ, «Πατ, μπορείς να της τηλεφωνήσεις, να της
πεις ότι είμαστε έτοιμοι να βάλουμε μπροστά, αν εξακολουθεί να θέλει να
τον παρακολουθήσει; Λοιπόν, αν δεν έχει κανείς κάτι να προσθέσει…»
«Εγώ έχω», είπε ο Χάτσινς, που συνήθως ήταν ο πιο λιγομίλητος στο
γραφείο. «Για εκείνο το φιλμ που ζήτησες να προωθήσω στην
αστυνομία».
«Α, ναι;» είπε ο Στράικ. «Είχαμε κάποιο νέο;»
«Τηλεφώνησε ο φίλος μου χτες το βράδυ. Δεν μπορεί να γίνει το
παραμικρό με αυτό το υλικό. Δεν πρόκειται να ασκηθούν διώξεις πλέον».
«Γιατί όχι;» ρώτησε η Ρόμπιν.
Ακούστηκε περισσότερο θυμωμένη απ’ ό,τι σκόπευε. Όλοι οι άντρες
γύρισαν και την κοίταξαν.
«Τα πρόσωπα όλων των δραστών είναι κρυμμένα», είπε ο Χάτσινς. «Κι
εκείνο το μπράτσο που φαίνεται για λίγο: δε γίνεται να ασκηθούν διώξεις
πατώντας σε ένα θολό δαχτυλίδι».
«Αν κατάλαβα καλά, ο δικός σου είπε πως το φιλμ προερχόταν από μια
επιδρομή σε κάποιο από τα μπορντέλα του Λέρα Ρίτσι, σωστά;» επέμεινε
η Ρόμπιν.
«Έτσι νομίζει», τη διόρθωσε ο Χάτσινς. «DNA δεν πρόκειται να βρεθεί
από ένα τόσο παλιό μεταλλικό κουτί, που ήταν φυλαγμένο σε μια σοφίτα
και πέρασε από τα χέρια εκατό ατόμων. Είναι αδιέξοδο. Κρίμα», είπε
αδιάφορα, «όμως έτσι έχει το πράγμα».
Εκείνη τη στιγμή ο Στράικ άκουσε το κινητό του να χτυπά στο μέσα
γραφείο, εκεί όπου το είχε αφήσει. Ανήσυχος μήπως τον έπαιρνε ο Τεντ,
ζήτησε συγγνώμη και αποσύρθηκε στο γραφείο των συνεταίρων,
κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Δεν είχε καταχωρισμένο στις επαφές του τον αριθμό που τον καλούσε
στο κινητό του.
«Κόρμοραν Στράικ», είπε.
«Γεια σου, Κόρμοραν», είπε μία άγνωστη βραχνή φωνή. «Ο Τζόνι
είμαι».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση.
«Ο πατέρας σου», διευκρίνισε ο Ρόκεμπι.
Ο Στράικ, που η καταπονημένη σκέψη του κατακλυζόταν από την
Τζόαν, τις τρεις εκκρεμείς υποθέσεις του γραφείου, τις τύψεις που είχε
γκρινιάξει στη συνεταίρο του αλλά και την πίεση που ασκούσε στους
υπαλλήλους του, αναχωρώντας για Κορνουάλη για μία ακόμη φορά, δεν
άρθρωσε λέξη. Πίσω από τη διαχωριστική πόρτα, άκουγε τους
συνεργάτες του που εξακολουθούσαν να συζητούν για το φιλμ.
«Ήθελα να τα πούμε λιγάκι», είπε ο Ρόκεμπι. «Μήπως ενοχλώ;»
Ξαφνικά, ο Στράικ αισθάνθηκε λες κι είχε βγει από το σώμα του·
ολότελα αποκομμένος από τα πάντα, από το γραφείο, από την κούρασή
του, από τις έγνοιες που φάνταζαν απόλυτα σημαντικές πριν από λίγα
μόλις δευτερόλεπτα. Ήταν λες και το μόνο πράγμα που υπήρχε ήταν η
φωνή του πατέρα του και τίποτε άλλο δεν ήταν πραγματικά αληθινό, πέρα
από την αδρεναλίνη του Στράικ και μια πρωτόγονη ανάγκη να δώσει στον
Ρόκεμπι ένα μάθημα το οποίο θα του έμενε αξέχαστο.
«Ακούω», είπε.
Νέα παύση.
«Κοίτα», είπε ο Ρόκεμπι, κι ακούστηκε κάπως αμήχανος, «δε θέλω να
τα πούμε από το τηλέφωνο. Καλύτερα να βρεθούμε. Είναι πάρα πολύς ο
καιρός που είμαστε έτσι. Περασμένα, ξεχασμένα. Λέω να βρεθούμε, να…
Θέλω να… δε γίνεται να συνεχιστεί κι άλλο αυτό. Αυτή η γαμημένη…
κόντρα ή ό,τι είναι, τέλος πάντων».
Ο Στράικ δεν είπε λέξη.
«Πέρνα από το σπίτι», πρότεινε ο Ρόκεμπι. «Έλα από εδώ. Να
μιλήσουμε και… δεν είσαι παιδάκι τώρα πια. Κάθε ιστορία έχει δυο
σκοπιές. Τίποτε δεν είναι άσπρο ή μαύρο».
Έκανε μια παύση. Ο Στράικ εξακολουθούσε να μη μιλάει.
«Είμαι περήφανος για σένα, το ξέρεις αυτό;» είπε ο Ρόκεμπι. «Είμαι
πραγματικά περήφανος για σένα, ρε γαμώτο. Με τα όσα κατάφερες
και…»
Άφησε τη φράση του στη μέση. Ο Στράικ κάρφωνε με το βλέμμα του,
ακίνητος, τον άδειο τοίχο μπροστά του. Κάπου πίσω από το διαχωριστικό
η Πατ γελούσε με κάτι που είχε πει ο Μόρις.
«Κοίτα», επανέλαβε ο Ρόκεμπι, που εν τω μεταξύ σαν να είχε αρχίσει
να φουντώνει κάπως, καθώς ήταν άνθρωπος μαθημένος να γίνεται το δικό
του. «Το καταλαβαίνω, πραγματικά, αλλά τι μπορώ να κάνω τώρα, ρε
γαμώτο; Δε γίνεται να ταξιδέψω στο παρελθόν. Ο Αλ μου μετέφερε όλα
αυτά που του είπες, κι είναι διάφορα πράγματα που δεν ξέρεις, μπορούμε
να πιούμε ένα ποτό, να τα ξεκαθαρίσουμε όλα. Κι επίσης», συνέχισε ο
Ρόκεμπι, πετώντας μια σπόντα, «ίσως θα μπορούσα να σε βοηθήσω κι
εγώ κάπως, ίσως χρειάζεσαι κάτι που μπορώ να φανώ χρήσιμος, να τα
βρούμε θέλω, είμαι ανοιχτός σε προτάσεις…»
Στο έξω γραφείο, ο Χάτσινς και ο Μπάρκλεϊ ετοιμάζονταν να φύγουν,
για να πάει ο καθένας στη δουλειά του. Η Ρόμπιν το μόνο πράγμα που
σκεφτόταν ήταν πόσο πολύ ήθελε να γυρίσει στο σπίτι. Υποτίθεται πως
θα είχε ρεπό την υπόλοιπη μέρα, όμως ο Μόρις δεν έλεγε να φύγει, κι
εκείνη ήταν σίγουρη πως το τρέναρε γιατί ήθελε να τη συνοδέψει μέχρι
τον σταθμό του μετρό. Η Ρόμπιν καμωνόταν πως είχε κάτι χαρτιά να
τακτοποιήσει, είχε σταθεί και φυλλομετρούσε το περιεχόμενο ενός
συρταριού μιας αρχειοθήκης, ενόσω ο Μόρις και η Πατ συζητούσαν περί
ανέμων και υδάτων, ελπίζοντας πως ο άλλος θα ξεκουμπιζόταν. Είχε
μόλις ανοίξει τον φάκελο ενός αδιόρθωτου μοιχού, όταν η φωνή του
Στράικ αντήχησε βροντερή από το μέσα γραφείο. Η Ρόμπιν, η Πατ και ο
Μόρις γύρισαν να κοιτάξουν. Κάμποσες σελίδες του φακέλου που είχε
ακουμπήσει η Ρόμπιν πάνω στην αρχειοθήκη γλίστρησαν κι έπεσαν στο
πάτωμα.
«…οπότε ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ!»
Πριν προλάβει η Ρόμπιν να κοιταχτεί με τον Μόρις και την Πατ, η
πόρτα του διαχωριστικού μεταξύ του μέσα και έξω γραφείου άνοιξε. Η
όψη του Στράικ ήταν ανησυχητική: ήταν κάτωχρος, έξαλλος κι ανάσαινε
γρήγορα. Όρμησε στο έξω γραφείο, βούτηξε το παλτό του και λίγες
στιγμές μετά ποδοβολούσε στα μεταλλικά σκαλοπάτια έξω.
Η Ρόμπιν μάζεψε από κάτω τις σκόρπιες σελίδες.
«Σκατά», είπε ο Μόρις χαμογελώντας πλατιά. «Δε θα ήθελα να
βρίσκομαι στην άλλη άκρη εκείνου του τηλεφωνήματος».
«Φοβερά οξύθυμο άτομο», σχολίασε η Πατ, που έμοιαζε αλλόκοτα
ικανοποιημένη. «Το ήξερα από την πρώτη στιγμή που τον είδα».
40
Έτσι, καθώς πληθαίνουν οι κουβέντες μεταξύ τους,
καταλήγουν να πιαστούν στα χέρια, που ’ναι καρποί
λόγων παραπανίσιων…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η Ρόμπιν δε βρήκε κάποιον ευγενικό τρόπο για να αποφύγει να


περπατήσει μέχρι τον σταθμό του μετρό με τον Μόρις και το αποτέλεσμα
ήταν να υποχρεωθεί να ακούσει δύο κρύα αστεία και να πει ψέματα
σχετικά με τα σχέδιά της για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, καθώς
μπορούσε εύκολα να φανταστεί την αντίδραση του Μόρις έτσι και του
έλεγε πως θα περνούσε ο Στράικ από το σπίτι. Κι αφού πρώτα καμώθηκε
πως δεν άκουσε ή δε συνειδητοποίησε την πρόταση του Μόρις να
βρεθούν κάποιο βράδυ προκειμένου να ανταλλάξουν απόψεις για τους
δικηγόρους διαζυγίων, τον αποχαιρέτησε στο τέρμα της κυλιόμενης
σκάλας ανακουφισμένη.
Κουρασμένη και πεσμένη ψυχολογικά, η Ρόμπιν συνέχισε να σκέφτεται
τον Μόρις, καθώς ο συρμός του μετρό τη μετέφερε με ταχύτητα προς το
Ερλς Κορτ. Άραγε, να ήταν τόσο συνηθισμένος στο να ανταποκρίνονται
πρόθυμα οι γυναίκες στην αναμφισβήτητη γοητεία του, ώστε να
θεωρούσε δεδομένο πως θα εξασφάλιζε θετική απάντηση; Ή μήπως το
σφάλμα ήταν της Ρόμπιν, η οποία, για λόγους ευγένειας και διαφύλαξης
της συνοχής της ομάδας –μιας και δεν ήθελε να δημιουργήσει πρόβλημα
σε περίοδο που το γραφείο ήταν τόσο φορτωμένο– εξακολουθούσε να
χαμογελά με τα σαχλά αστεία του και επέλεγε να μην πει δυνατά και
καθαρά: «Δε σε γουστάρω. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βγούμε
ραντεβού».
Έφτασε στο σπίτι και βρήκε το διαμέρισμα να κατακλύζεται από την
τονωτική και λαχταριστή ευωδιά του μαγειρευτού βοδινού και του
κόκκινου κρασιού. Ο Μαξ πρέπει να είχε πεταχτεί κάπου, όμως μια
κατσαρόλα βρισκόταν μέσα στον φούρνο κι ο Βόλφγκανγκ καθόταν όσο
πιο κοντά μπορούσε στην καυτή πόρτα, έτσι που θύμιζε στη Ρόμπιν τους
θαυμαστές των τραγουδιστών που περνούσαν όλη νύχτα στημένοι στον
δρόμο, ελπίζοντας να δουν έστω και φευγαλέα το είδωλό τους.
Αντί να ξαπλώσει στο κρεβάτι της και να προσπαθήσει να κοιμηθεί μια-
δυο ωρίτσες πριν από το δείπνο, η Ρόμπιν, που είχε ενοχληθεί από τα
σχόλια του Στράικ πως δεν είχε κυνηγήσει αρκετά την Αμάντα Λοζ, ούτε
είχε καταφέρει να εντοπίσει τον Πολ Σάτσγουελ, ετοίμασε καφέ, άνοιξε
τον υπολογιστή της και κάθισε στο μικρό τραπέζι της κουζίνας. Αφού
έστειλε ένα ακόμη email στην Αμάντα Λοζ, άνοιξε το Google. Όπως το
έκανε, κάθε γράμμα του ονόματος της εταιρείας μετατρεπόταν, το ένα
μετά το άλλο, σε μια παστέλ καραμέλα σε σχήμα καρδιάς, με κάποια
φράση πάνω της: ΤΟ ΑΛΛΟ ΣΟΥ ΜΙΣΟ, ΕΡΩΤΑΣ ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ
και ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΑ ΤΥΦΛΑ· οπότε, για κάποιο λόγο οι σκέψεις της
στράφηκαν στη Σάρλοτ Κάμπελ. Προφανώς, θα ήταν πολύ δύσκολο για
μια παντρεμένη γυναίκα να συναντήσει τον εραστή της απόψε. Και σε
ποιον, αναρωτήθηκε, είχε πει νωρίτερα ο Στράικ στο τηλέφωνο να πάει
να γαμηθεί;
Η Ρόμπιν ξεκίνησε νέα προσπάθεια να εντοπίσει τον Σάτσγουελ,
επιχειρώντας να μιμηθεί την επιτυχία του Στράικ, που είχε βρει τον Κ. Μ.
Όουκντεν. Δοκίμασε διάφορες παραλλαγές των τριών ονομάτων του
Σάτσγουελ, αλλάζοντας θέση στα μικρά του, Πολ και Λέοναρντ,
δοκιμάζοντας αρχικά και εσκεμμένα ανορθόγραφες αποδόσεις, όμως οι
περιπτώσεις που προέκυπταν από τις ανάλογες αναζητήσεις δεν άφηναν
ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας.
Άραγε, υπήρχε περίπτωση ο καλλιτέχνης με το εφαρμοστό τζιν και το
δασύτριχο στήθος, με τον οποίο είχε σχέση άλλοτε η Μάργκοτ, να
μετατράπηκε με την πάροδο τεσσάρων δεκαετιών στον συλλέκτη
κλασικών αυτοκινήτων Λίο Σάτσγουελ, έναν ευτραφή άντρα με γενάκι,
που φορούσε χρωματιστά γυαλιά; Απίθανο, κατέληξε η Ρόμπιν, αφού
πρώτα σπατάλησε δέκα λεπτά στον Λίο: κρίνοντας από τις φωτογραφίες
στη σελίδα του στο Facebook, όπου στεκόταν ανάμεσα σε άλλους λάτρεις
της κλασικής αυτοκίνησης, ο άνθρωπος μετά βίας ήταν ενάμισι μέτρο
ψηλός. Εν τω μεταξύ, υπήρχε ένας Μπράιαν Σάτσγουελ στο Νιούπορτ,
όμως ήταν αλλήθωρος και πέντε χρόνια νεότερος, καθώς κι ένας Κόλιν
Σάτσγουελ στο Ίστμπερν, ιδιοκτήτης μιας αντικερί. Η Ρόμπιν συνέχιζε
την προσπάθεια να βρει κάποια φωτογραφία του Κόλιν, όταν άκουσε την
εξώπορτα να ανοίγει. Λίγα λεπτά αργότερα ο Μαξ εμφανίστηκε στην
κουζίνα με μια σακούλα με ψώνια στο χέρι.
«Πώς πάει το μαγειρευτό;» ρώτησε.
«Τέλεια», είπε η Ρόμπιν, που δεν του είχε ρίξει ούτε μισή ματιά.
«Κάνε άκρη, Βόλφγκανγκ, εκτός κι αν θες να καείς», είπε ο Μαξ
ανοίγοντας την πόρτα του φούρνου. Προς ανακούφιση της Ρόμπιν, το
περιεχόμενο της κατσαρόλας έδειχνε να βρίσκεται σε ικανοποιητική
κατάσταση, οπότε ο Μαξ έκλεισε ξανά την πόρτα.
Η Ρόμπιν έκλεισε τον υπολογιστή της. Η αίσθηση πως ήταν αγένεια να
κάθεται και να πληκτρολογεί την ώρα που κάποιος άλλος μαγείρευε εκεί
γύρω επέμενε να τη συνοδεύει από το διάστημα του έγγαμου βίου της,
τότε που ο σύζυγός της έδειχνε να εκνευρίζεται κάθε φορά που η Ρόμπιν
έφερνε δουλειά στο σπίτι.
«Μαξ, με συγχωρείς πάρα πολύ, όμως ο αδελφός μου θα φέρει έναν
ακόμη φίλο μαζί του απόψε».
«Κανένα πρόβλημα», είπε ο Μαξ αδειάζοντας τη σακούλα με τα ψώνια.
«Κι ίσως να έρθουν νωρίτερα απ’ ό,τι είχαμε πει. Δεν περιμένουν να
φάνε μαζί μας, βέβαια…»
«Καλώς να ορίσουν. Αυτή η συνταγή είναι για οκτώ άτομα. Έλεγα να
βάλω στην κατάψυξη το περίσσευμα, όμως μπορούμε να το φάμε όλο
απόψε, δε με πειράζει».
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», είπε η Ρόμπιν, «όμως ξέρω πως ήθελες
να μιλήσεις κατ’ ιδίαν στον Κόρμοραν απόψε, οπότε θα μπορούσα να
τους πάω…»
«Όχι, όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο», είπε ο Μαξ, που έμοιαζε
μάλλον ευδιάθετος ενόψει της άφιξης των επισκεπτών. «Σου είπα,
αποφάσισα να εγκαταλείψω τη ζωή του ερημίτη».
«Α», έκανε η Ρόμπιν. «Εντάξει τότε».
Διατηρούσε ορισμένες ανησυχίες σχετικά με την ετερόκλητη αποψινή
συντροφιά, όμως λέγοντας στον εαυτό της πως η κούραση ήταν που την
έκανε πεσιμίστρια, αποσύρθηκε στο υπνοδωμάτιό της, όπου πέρασε το
υπόλοιπο απόγευμα προσπαθώντας να εντοπίσει κάποια φωτογραφία του
Κόλιν Σάτσγουελ. Τελικά, στις έξι, και ύστερα από μεγάλη προσπάθεια,
εντόπισε μια φωτογραφία στην ιστοσελίδα μιας τοπικής εκκλησίας, όπου
ο συγκεκριμένος άντρας υπηρετούσε ως επίτροπος. Ευτραφής, με αρχές
φαλάκρας, δεν έμοιαζε ούτε κατά διάνοια με τον καλλιτέχνη που
αναζητούσε.
Έχοντας έντονη την αίσθηση πως έπρεπε να αλλάξει και να πάει επάνω
για να βοηθήσει τον Μαξ, η Ρόμπιν ετοιμαζόταν να κλείσει τον
υπολογιστή της, όταν έλαβε ένα νέο email. Στον τίτλο υπήρχε μόνο μία
λέξη: «Κριντ», οπότε, με ένα σκίρτημα νευρικότητας κι ενθουσιασμού, η
Ρόμπιν άνοιξε το μήνυμα.
Γεια Ρόμπιν,
Γρήγορη ενημέρωση: Προώθησα το αίτημα για τον Κριντ στα δύο
άτομα που σου έλεγα. Ο γνωστός μου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης
αποδείχτηκε περισσότερο αισιόδοξος απ’ ό,τι θα περίμενα.
Εμπιστευτικά αυτό που σου γράφω, όμως πιέζει και μια άλλη
οικογένεια για συνάντηση με τον Κριντ. Η κόρη τους δεν
εντοπίστηκε ποτέ, όμως ανέκαθεν πίστευαν πως ένα μενταγιόν στο
σπίτι του Κριντ ανήκε σ’ εκείνη. Ο γνωστός μου εκτιμά πως κάτι
μπορεί να γίνει αν η οικογένεια Μπάμπορο ενώσει τις δυνάμεις της
με τους Τάκερ. Δεν ξέρω αν θα επιτρεπόταν στον Κόρμοραν, όμως,
να αναλάβει να του μιλήσει. Τη συγκεκριμένη απόφαση θα την
έπαιρναν οι αρμόδιοι στο Μπρόουντμουρ, στο Υπουργείο
Δικαιοσύνης και στο Υπουργείο Εσωτερικών, κι ο γνωστός μου στο
Δικαιοσύνης θεωρεί πιθανότερο να το αναλάμβανε η αστυνομία.
Θα σε ενημερώσω σχετικά μόλις μάθω κάτι.
Φιλικά, Ίζι
Η Ρόμπιν διάβασε προσεκτικά το email κι επέτρεψε στον εαυτό της να
αισθανθεί μια υποψία αισιοδοξίας, αν και δε σκόπευε να πει στον Στράικ
ακόμη τι επιχειρούσε να πετύχει. Με λίγη τύχη, οι Αρχές θα τους
επέτρεπαν να μιλήσουν με τον αξιωματικό της αστυνομίας που θα
αναλάμβανε να ανακρίνει τον Κριντ, πριν πάει στο Μπρόουντμουρ.
Απάντησε με ένα ευχαριστήριο μήνυμα και άρχισε να ετοιμάζεται για το
δείπνο.
Η ελαφρώς βελτιωμένη διάθεσή της επιβίωσε της αναμέτρησης με τον
καθρέφτη, όπου διαπίστωσε το πόσο κουρασμένη έδειχνε, καθώς γκρίζες
σκιές σχηματίζονταν κάτω από τα ελαφρώς κόκκινα μάτια της, ενώ τα
μαλλιά της χρειάζονταν οπωσδήποτε λούσιμο. Βολεύτηκε με ένα στεγνό
σαμπουάν, έπιασε τα μαλλιά της αλογοουρά, φόρεσε ένα καθαρό τζιν
παντελόνι και το αγαπημένο της μπλουζάκι, πέρασε με κονσίλερ την
επιδερμίδα κάτω από τα μάτια της και ετοιμαζόταν να βγει από το
δωμάτιό της, όταν άρχισε να χτυπά το κινητό της.
Καθώς η πρώτη της σκέψη ήταν πως τηλεφωνούσε ο Στράικ για να
ακυρώσει, αισθάνθηκε πραγματική ανακούφιση μόλις είδε το όνομα της
Ίλσα στην οθόνη.
«Ίλσα, γεια!»
«Γεια, Ρόμπιν. Με τον Κορμ είσαι;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν. Αντί να φύγει από το δωμάτιό της, κάθισε και
πάλι στο κρεβάτι. «Είσαι εντάξει;»
Η Ίλσα ακουγόταν κάπως παράξενα: αδύναμη, άτονη.
«Μήπως ξέρεις πού είναι ο Κορμ;»
«Όχι, όμως λογικά σε κανένα δεκάλεπτο θα είναι εδώ. Θες να του
μεταφέρω κάποιο μήνυμα;»
«Όχι. Δεν… μήπως ξέρεις αν βρέθηκε με τον Νικ σήμερα;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν ανήσυχη πλέον. «Τι τρέχει, Ίλσα; Ακούγεσαι
χάλια».
Τότε θυμήθηκε πως ήταν η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και
συνειδητοποίησε το γεγονός πως η Ίλσα δεν ήξερε πού βρισκόταν ο
σύζυγός της. Το αίσθημα που κατέκλυσε τη Ρόμπιν αυτή τη φορά ήταν
κάτι περισσότερο από ανησυχία: ήταν φόβος. Ο Νικ και η Ίλσα ήταν το
πιο ευτυχισμένο ζευγάρι που είχε υπόψη της. Οι πέντε εβδομάδες που είχε
ζήσει μαζί τους, αφότου άφησε τον Μάθιου, είχαν αποκαταστήσει κάπως
την πίστη της Ρόμπιν στον θεσμό του γάμου. Δεν ήταν δυνατό να
χωρίσουν: όχι ο Νικ και η Ίλσα.
«Δεν έγινε κάτι», είπε η Ίλσα.
«Πες μου», επέμεινε η Ρόμπιν. «Τι…;»
Σπαραχτικοί λυγμοί ακούστηκαν από το τηλέφωνο.
«Ίλσα, τι συνέβη;»
«Ξέρεις… απέβαλα».
«Ω, Θεέ μου», αναφώνησε η Ρόμπιν. «Αχ, όχι. Ίλσα, λυπάμαι πάρα
πολύ».
Ήξερε πως ο Νικ και η Ίλσα προσπαθούσαν εδώ και κάποια χρόνια να
κάνουν ένα παιδί. Ο Νικ δε μιλούσε ποτέ γι’ αυτό το θέμα κι η Ίλσα πολύ
σπάνια. Η Ρόμπιν δεν ήξερε καν μέχρι εκείνη τη στιγμή πως η Ίλσα ήταν
έγκυος. Ξαφνικά, θυμήθηκε πως η Ίλσα δεν είχε πιει το βράδυ που
βγήκαν για να γιορτάσουν τα γενέθλιά της.
«Στο… στο σούπερ μάρκετ συνέβη».
«Αχ, όχι», ψιθύρισε η Ρόμπιν. «Θεέ μου».
«Άρχισα να αιμορραγώ… στο δικαστήριο… είμαστε στη μέση μιας…
σημαντικότατης υπόθεσης… δε γινόταν να φύγω…» είπε η Ίλσα. «Κι
ύστερα… ύστερα… ενώ γύριζα σπίτι…»
Κατέληξε να μιλά ασυνάρτητα. Η Ρόμπιν βούρκωσε, έτσι όπως καθόταν
στο κρεβάτι, με το κινητό κολλημένο πάνω στο αυτί της.
«…ήξερα… πως κάτι κακό… οπότε κατέβηκα από το ταξί… και
πήγα… στο σούπερ μάρκετ… κι ήμουν στις… στις τουαλέτες… κι
ένιωσα… ένιωσα… και τότε… ένα… πραγματάκι… ένα τόσο δα σω…
σω… σωματάκι…»
Η Ρόμπιν κόλλησε το πρόσωπο πάνω στις παλάμες της.
«Και… δεν ήξερα… τι να κάνω… όμως… ήταν μια γυναίκα… στις
τουαλέτες εκεί… και ήξερε… της… της είχε συμβεί… κι εκείνης… ήταν
τόσο καλή…»
Τα λόγια της έγιναν και πάλι ασυνάρτητα. Ρουθουνίσματα, κόμποι και
λόξιγκες κατέκλυσαν το αυτί της Ρόμπιν, προτού οι λέξεις αποκτήσουν
και πάλι μορφή.
«Κι ο Νικ είπε… πως εγώ έφταιγα. Είπε… πως το φταίξιμο… ήταν όλο
δικό μου… επειδή δούλευα… συνέχεια… και δεν πρόσεχα… δεν
πρόσεχα αρκετά… δεν έδωσα προτεραιότητα… στο μωρό».
«Ψέματα», είπε η Ρόμπιν. Συμπαθούσε τον Νικ. Δεν μπορούσε να
πιστέψει πως ήταν ικανός να πει τέτοιο πράγμα στη γυναίκα του.
«Έτσι είπε, είπε πως έπρεπε… να είχα γυρίσει σπίτι… είπε πως… έβαλα
τη δου-δουλειά… πάνω από το μ-μωρό…»
«Ίλσα, άκουσέ με», είπε η Ρόμπιν. «Αφού έμεινες έγκυος ήδη μια φορά,
θα γίνει και πάλι».
«Όχι, όχι, όχι, δεν μπορώ», είπε η Ίλσα παραδομένη και πάλι σε
λυγμούς, «ήταν η τρίτη μας προσπάθεια με εξωσωματική.
Συμφωνήσαμε… συμφωνήσαμε… αυτή θα ήταν η τελευταία. Τέρμα».
Ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας.
«Ίλσα, πρέπει να ανοίξω την πόρτα, ίσως να είναι ο Κόρμοραν…»
«Ναι, ναι, πήγαινε… εντάξει είμαι… όλα καλά».
Πριν προλάβει να πει λέξη η Ρόμπιν, η Ίλσα τερμάτισε την κλήση.
Σχεδόν ασυναίσθητα, η Ρόμπιν κατέβηκε τρέχοντας και άνοιξε διάπλατα
την πόρτα.
Και, φυσικά, δεν ήταν ο Στράικ. Ποτέ του δεν είχε εμφανιστεί στην ώρα
του σε οποιαδήποτε περίσταση τον είχε καλέσει για κάτι εκτός δουλειάς,
είτε για ποτό, είτε στο πάρτι για το νέο της σπίτι, ούτε καν στον γάμο της.
Αντίθετα, βρέθηκε μπροστά στον Τζόναθαν, τον αδελφό που της έμοιαζε
περισσότερο: ψηλός και λεπτός, με τα ίδια ξανθοκόκκινα μαλλιά και
γαλάζια μάτια. Η ομοιότητα ήταν ακόμη εντονότερη απόψε, καθώς και τα
δύο αδέλφια έδειχναν νευρικά. Όπως η Ρόμπιν, έτσι κι ο Τζόναθαν είχε
σκιές κάτω από τα μάτια του, αλλά και μια ελαφρώς γκριζωπή χροιά στην
επιδερμίδα του.
«Γεια, Ρομπς».
«Γεια», είπε η Ρόμπιν αγκαλιάζοντας τον Τζόναθαν και προσπαθώντας
να δείξει χαρούμενη που τον έβλεπε, «περάστε».
«Να σου συστήσω την Κόρτνι», είπε ο Τζόναθαν, «και τον Κάιλ».
«Γεια χαρά», αναφώνησε ζωηρά η Κόρτνι, που κρατούσε ένα
τενεκεδάκι. Ήταν μια εντυπωσιακά όμορφη κοπέλα, με μεγάλα σκούρα
μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά, κι έμοιαζε κάπως ζαλισμένη. Ο Κάιλ,
που κατά λάθος βρήκε τη Ρόμπιν με το σακίδιό του έτσι όπως περνούσε
μέσα στο σπίτι, ήταν μερικούς πόντους ψηλότερός της, λιανός, με φέιντ
κούρεμα, μεγάλα κατακόκκινα μάτια και περιποιημένη γενειάδα.
«Γεια, πώς πάει», είπε και έτεινε το χέρι του στη Ρόμπιν χαμογελώντας.
Κάποιος τρίτος θα μπορούσε να σκεφτεί πως εκείνος ήταν που
υποδεχόταν τη Ρόμπιν στο διαμέρισμά του, κι όχι το αντίστροφο. «Ρόμπιν
είπαμε, σωστά;»
«Ναι», απάντησε η Ρόμπιν χαμογελώντας βεβιασμένα. «Χάρηκα πολύ
για τη γνωριμία. Ελάτε, περάστε: θα φάμε στον επάνω όροφο».
Χαμένη στις σκέψεις της για την Ίλσα, ακολούθησε τους τρεις φοιτητές.
Η Κόρτνι κι ο Κάιλ κάτι ψιθύριζαν και χασκογελούσαν, με την Κόρτνι να
παραπατά ελαφρά. Φτάνοντας στο καθιστικό, η Ρόμπιν σύστησε και τους
τρεις επισκέπτες στον Μαξ, ενώ ο Κάιλ ξεφόρτωσε το όχι ακριβώς
πεντακάθαρο σακίδιό του πάνω στον κρεμ καναπέ του οικοδεσπότη τους.
«Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη φιλοξενία», είπε ο Τζόναθαν στον Μαξ,
που είχε στρώσει το τραπέζι για έξι άτομα. «Κάτι μοσχοβολάει».
«Εγώ είμαι βίγκαν», πετάχτηκε η Κόρτνι. «Όμως μπορώ να φάω, ας
πούμε, ζυμαρικά ή κάτι τέλος πάντων».
«Βάζω εγώ να γίνονται τα ζυμαρικά, μη σε απασχολεί καθόλου»,
έσπευσε να πει η Ρόμπιν στον Μαξ, ενώ ταυτόχρονα σήκωνε με τρόπο το
βρόμικο σακίδιο του Κάιλ από τον καναπέ, προσπαθώντας να μην
τραβήξει την προσοχή στις κινήσεις της. Την επόμενη στιγμή η Κόρτνι
γονάτισε πάνω στον καναπέ, φορώντας ακόμη τα βρεγμένα της αθλητικά,
και είπε στη Ρόμπιν:
«Αυτός είναι ο καναπές που γίνεται κρεβάτι;»
Η Ρόμπιν έγνεψε καταφατικά.
«Πρέπει να κανονίσουμε ποιος θα κοιμηθεί πού», είπε η Κόρτνι,
ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον Κάιλ. Η Ρόμπιν είχε την εντύπωση πως
είδε το χαμόγελο του αδελφού της να μαραζώνει.
«Τι θα λέγατε σε πρώτη φάση να βάζαμε όλα τα μπαγκάζια σας στο
δωμάτιό μου;» πρότεινε η Ρόμπιν, καθώς κι ο Τζόναθαν άφηνε τον σάκο
του πάνω στον καναπέ. «Ώστε να παραμείνει ο χώρος εδώ ελεύθερος για
μετά το δείπνο;»
Ούτε η Κόρτνι ούτε ο Κάιλ έδειξαν την παραμικρή διάθεση να
μετακινηθούν, οπότε η Ρόμπιν κι ο Τζόναθαν κατέβασαν μαζί τα
πράγματα στον κάτω όροφο. Μόλις βρέθηκαν στο δωμάτιο της Ρόμπιν, ο
Τζόναθαν έβγαλε ένα κουτί με σοκολατάκια από τον σάκο του και το
πρόσφερε στην αδελφή του.
«Ευχαριστώ, Τζον, πολύ ευγενικό. Είσαι εντάξει; Κάπως χλωμός μου
φαίνεσαι».
«Δεν κοιμήθηκα καλά το βράδυ. Άκου, Ρομπς… μην πεις τίποτε στην
Κόρτνι πως είναι η κοπέλα μου ή δεν ξέρω τι».
«Δε σκόπευα να το κάνω».
«Ωραία, γιατί…»
«Τα χαλάσατε;» ρώτησε η Ρόμπιν με κατανόηση.
«Δεν ήμαστε και ποτέ… εντάξει, κάτι είχε παίξει μια-δυο φορές»,
μουρμούρισε ο Τζόναθαν, «όμως… δεν ξέρω, νομίζω πως ίσως να
γουστάρει τον Κάιλ τώρα».
Από τον επάνω όροφο αντήχησε το γέλιο της Κόρτνι. Χαμογελώντας
σφιγμένα στην αδελφή του, ο Τζόναθαν επέστρεψε στους φίλους του.
Η Ρόμπιν προσπάθησε να τηλεφωνήσει στην Ίλσα, όμως η γραμμή ήταν
κατειλημμένη. Με την ελπίδα πως αυτό σήμαινε ότι είχε καταφέρει να
βρει τον Νικ, η Ρόμπιν της έστειλε ένα γραπτό μήνυμα:
Προσπάθησα να σου τηλεφωνήσω. Σε παρακαλώ, κράτα με
ενήμερη. Ανησυχώ για σένα. Τα φιλιά μου, Ρόμπιν
Επέστρεψε στον επάνω όροφο κι άρχισε να μαγειρεύει κάτι ραβιόλια με
κολοκύθα για την Κόρτνι. Έχοντας προφανώς διαισθανθεί πως το
μαγειρευτό θα εγκατέλειπε εντός ολίγου τη θαλπωρή του φούρνου, ο
Βόλφγκανγκ γυρόφερνε τους αστραγάλους του Μαξ και της Ρόμπιν.
Ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της, η Ρόμπιν διαπίστωσε πως ο Στράικ
είχε ήδη αργήσει ένα τέταρτο. Το ρεκόρ του ήταν στο μισάωρο.
Προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να μη θυμώσει. Έτσι όπως της είχε φερθεί
εκείνο το πρωί, επειδή άργησε να πάει στο γραφείο, όμως…
Η Ρόμπιν ετοιμαζόταν να σουρώσει τα ραβιόλια, όταν επιτέλους
ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας.
«Μήπως θες να πάω…;» προσφέρθηκε ο Μαξ, που εκείνη τη στιγμή
σέρβιρε ποτά στον Τζόναθαν, στην Κόρτνι και στον Κάιλ.
«Όχι, πάω εγώ», απάντησε κοφτά η Ρόμπιν.
Με το που άνοιξε την πόρτα, κατάλαβε αμέσως ότι ο Στράικ, που την
κοίταζε με βλέμμα θολό, ήταν μεθυσμένος.
«Συγγνώμη, άργησα», είπε με βαριά φωνή. «Μπορώ να κατουρήσω;»
Η Ρόμπιν παραμέρισε για να τον αφήσει να περάσει. Ο Στράικ έζεχνε
μπίρα και τσιγάρο. Παρότι ήδη σφιγμένη, η Ρόμπιν παρατήρησε πως ο
Στράικ δεν είχε σκεφτεί να φέρει στον Μαξ ένα οποιοδήποτε μπουκάλι
για δώρο, παρότι ήταν κάτι περισσότερο από προφανές ότι είχε περάσει
όλο το απόγευμα στην παμπ.
«Το μπάνιο είναι εκεί», είπε δείχνοντας. Ο Στράικ τράβηξε γραμμή και
κλείστηκε μέσα. Η Ρόμπιν περίμενε στο κεφαλόσκαλο. Της φάνηκε πως ο
Στράικ αργούσε πολύ.
«Εδώ πάνω θα φάμε», του είπε, όταν με τα πολλά εμφανίστηκε.
«Κι άλλα σκαλοπάτια;» μουρμούρισε ο Στράικ.
Όταν έφτασαν στο μεγάλο δωμάτιο, φάνηκε να συνέρχεται κάπως.
Αντάλλαξε χειραψία με τον Μαξ και τον Τζόναθαν διαδοχικά και είπε, με
καθαρή φωνή, πως χαιρόταν για τη γνωριμία. Η Κόρτνι εγκατέλειψε
προσωρινά τον Κάιλ και πετάχτηκε να πει ένα γεια στον διάσημο
ντετέκτιβ, με τον Στράικ να δείχνει πραγματικά ενθουσιώδης καθώς
παρατηρούσε τη νεαρή γυναίκα. Νιώθοντας ξαφνικά έντονη αμηχανία για
την άτονη επιδερμίδα και τα πρησμένα μάτια της, η Ρόμπιν γύρισε στην
κουζίνα, για να βάλει τα ραβιόλια της Κόρτνι σε ένα πιάτο. Πίσω της
άκουσε την Κόρτνι να λέει:
«Κι αυτός είναι ο Κάιλ».
«Α, ναι, εσύ είσαι ο ντετέκτιβ, σωστά;» είπε ο Κάιλ αδιάφορος.
O Τζόναθαν, η Κόρτνι, ο Κάιλ κι ο Μαξ είχαν ήδη ποτά, οπότε η Ρόμπιν
ετοίμασε για την ίδια ένα μεγάλο τζιν με τόνικ. Την ώρα που συμπλήρωνε
πάγο, ο Μαξ ήρθε ευδιάθετος στην κουζίνα για να φέρει μια μπίρα στον
Στράικ, κι ύστερα έβγαλε την κατσαρόλα από τον φούρνο και τη
μετέφερε στο τραπέζι. Ο Βόλφγκανγκ κλαψούρισε, καθώς το αντικείμενο
της λατρείας του τοποθετούνταν σε απροσπέλαστο σημείο.
Κι ενώ ο Μαξ σέρβιρε τους υπόλοιπους στο τραπέζι, η Ρόμπιν
τοποθέτησε τα ραβιόλια της Κόρτνι μπροστά της.
«Ω, Θεέ μου, όχι, στάσου», είπε η Κόρτνι. «Είναι βίγκαν; Πού είναι η
συσκευασία;»
«Στα σκουπίδια», είπε η Ρόμπιν.
«Αχ», έκανε η Κόρτνι, οπότε σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Ο Μαξ
και η Ρόμπιν ήταν οι μόνοι άνθρωποι στο τραπέζι που το βλέμμα τους δεν
ακολούθησε αυτόματα την Κόρτνι. Η Ρόμπιν κατέβασε το μισό ποτό της,
πριν πιάσει το μαχαίρι και το πιρούνι της.
«Όχι, εντάξει», ανακοίνωσε μεγαλόφωνα η Κόρτνι, δίπλα στο καλάθι.
«Βίγκαν είναι».
«Τι καλά», είπε η Ρόμπιν.
Στα αριστερά της Ρόμπιν, ο Μαξ άρχισε να ζητά τη γνώμη του Στράικ
για διάφορες πτυχές της προσωπικότητας και του παρελθόντος του
χαρακτήρα που επρόκειτο να υποδυθεί. Η Κόρτνι επέστρεψε στο τραπέζι
και βάλθηκε να χλαπακιάζει τα ραβιόλια της, πίνοντας και
συμπληρώνοντας κρασί τακτικά, ενώ παράλληλα περιέγραφε στον
Τζόναθαν και στον Κάιλ τα σχέδιά της για μια πορεία διαμαρτυρίας στο
πανεπιστήμιο. Η Ρόμπιν δε συμμετείχε σε καμία από τις δύο συζητήσεις,
παρά μόνο έτρωγε κι έπινε αμίλητη, έχοντας τον νου στο κινητό της,
δίπλα στο πιάτο της, σε περίπτωση που έστελνε κάποιο μήνυμα ή
τηλεφωνούσε η Ίλσα.
«…θα ήταν αδύνατο να συμβεί», έλεγε ο Στράικ. «Δε θα του είχαν
επιτρέψει καν να καταταγεί, κι εδώ μιλάμε για καραμπινάτη καταδίκη, για
κατοχή ουσιών με σκοπό τη διακίνηση. Δεν τον δέχονταν ούτε για
πλάκα».
«Σοβαρά; Οι σεναριογράφοι έψαξαν πολύ το θέμα και…»
«Τότε έπρεπε να ήξεραν πως το σενάριο δε στέκει».
«…οπότε, ναι, βασικά, κατεβαίνεις με τα εσώρουχά σου, κοντή
φουστίτσα και τα λοιπά», έλεγε η Κόρτνι, και μόλις ο Κάιλ κι ο Τζον
γέλασαν, είπε: «Κόφτε το, είναι σοβαρό το θέμα…»
«…όχι, είναι πολύ χρήσιμα όλα αυτά», έλεγε ο Μαξ καθώς κρατούσε
σημειώσεις. «Με άλλα λόγια, αν είχε κάνει φυλακή πριν από τον
στρατό…»
«Αν είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση άνω των τριάντα μηνών, ο στρατός
δε θα τον είχε κάνει δεκτό…»
«Όχι, Κάιλ, δε θα φοράω ζαρτιέρες… Τέλος πάντων, η Μιράντα δε
θέλει…»
«Δεν ξέρω πόσο καιρό υποτίθεται πως έκανε φυλακή», είπε ο Μαξ. «Θα
το τσεκάρω. Πες μου για τα ναρκωτικά στον στρατό, πόσο συχνά…;»
«…οπότε γυρνάει και μου λέει: “Συνειδητοποιείς πόσο προβληματικός
είναι ο όρος ‘τσούλα’, Κόρτνι;” Κι εγώ γυρνάω και της λέω: “Συγγνώμη,
γιατί νομίζεις πως…”»
«“Γιατί νομίζεις πως οργανώνουμε την Παράτα της τσούλας;”» είπε ο
Κάιλ, παίρνοντας τον λόγο από την Κόρτνι. Είχε μπάσα φωνή και ύφος
νεαρού άντρα συνηθισμένου στο να τον ακούνε οι άλλοι.
Η οθόνη του κινητού της Ρόμπιν φωτίστηκε. Η Ίλσα της είχε απαντήσει
με γραπτό μήνυμα.
«Με συγχωρείτε», μουρμούρισε, αν και κανείς δεν ασχολούνταν μαζί
της, οπότε πήγε στην κουζίνα για να διαβάσει τι της είχε γράψει η Ίλσα.
Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω. Γύρισε κι ο Νικ στο σπίτι, λιάρδα.
Είχε πάει στην παμπ με τον Κορμ. Μιλάμε τώρα. Λέει πως τον
παρεξήγησα. Τι παρεξήγησα δηλαδή; Φιλιά.
Η Ρόμπιν, παρότι αισθανόταν απόλυτα αλληλέγγυα με την Ίλσα,
προσπάθησε να συμβιβάσει κάπως τα πράγματα, απαντώντας:
Είναι απαράδεκτος, όμως το ξέρω πως σε αγαπάει αληθινά. Τα
φιλιά μου.
Καθώς ετοίμαζε ένα ακόμη διπλό τζιν με τόνικ, τη φώναξε ο Μαξ από
το τραπέζι, ζητώντας της να φέρει μία ακόμη μπίρα από το ψυγείο για τον
Στράικ. Μόλις ακούμπησε η Ρόμπιν το ανοιχτό μπουκάλι μπροστά στον
Στράικ, εκείνος δεν την ευχαρίστησε, παρά μόνο κατέβασε μια γερή
γουλιά και ύψωσε τη φωνή του, καθώς δυσκολευόταν να ακουστεί έτσι
όπως συζητούσαν ο Κάιλ και η Κόρτνι, που στο μεταξύ είχαν αρχίσει να
αναλύουν τις απόψεις εκείνης της άγνωστης στους υπόλοιπους Μιράντα
σχετικά με την πορνογραφία.
«…οπότε, γυρνάω και της λέω, καταλαβαίνεις πως οι γυναίκες μπορούν
να επιλέξουν τι θα κάνουν με το σώμα τους, Μιρά… Ω, σκατά,
συγγνώμη…»
Η ζωηρή χειρονομία με την οποία συνόδευε την αφήγησή της η Κόρτνι
είχε μόλις ρίξει το ποτήρι με το κρασί της. Η Ρόμπιν πετάχτηκε πάνω για
να φέρει ρολό κουζίνας. Μέχρι να επιστρέψει, ο Κάιλ είχε γεμίσει το
ποτήρι της Κόρτνι. Η Ρόμπιν μάζεψε το χυμένο κρασί, ενώ οι δύο
ξεχωριστές συζητήσεις γύρω της συνεχίζονταν σε υψηλότερη ένταση,
πέταξε το μουσκεμένο χαρτί κουζίνας κι ύστερα επέστρεψε στο τραπέζι,
ενώ ευχόταν να μπορούσε να πάει στο κρεβάτι της.
«…βασανισμένο παρελθόν, τι να σου πω, και γαμώ τις πρωτοτυπίες,
μάντεψε τι όμως, πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν στον στρατό επειδή θέλουν
να υπηρετήσουν, όχι για να ξεφύγουν…»
«Εντελώς πορνοφοβική η στάση της», αποφάνθηκε με βροντερή φωνή ο
Κάιλ. «Τι φαντάζεται δηλαδή, πως οι σερβιτόρες εκστασιάζονται με κάθε
δευτερόλεπτο της δουλειάς τους;»
«…ούτε είναι δυνατόν να υπηρετούσε στο 1ο Σύνταγμα Τυφεκιοφόρων,
εφόσον είναι στην ηλικία σου. Ο συγκεκριμένος σχηματισμός
συγκροτήθηκε μόλις…»
«…αμειβόμενη εργασία, ποια είναι η διαφορά στην τελική, ρε γαμώτο;»
«…στα τέλη του 2007, αν δεν κάνω λάθος…»
«…άσε δηλαδή που και μερικές γυναίκες γουστάρουν να βλέπουν
τσόντες!»
Τα λόγια της Κόρτνι ακούστηκαν δυνατά, καθώς οι υπόλοιποι στο
τραπέζι έτυχε να σωπάσουν ταυτόχρονα. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν την
Κόρτνι, που είχε κοκκινίσει και χαχάνιζε, έχοντας φέρει την παλάμη πάνω
στο στόμα της.
«Όλα εντάξει, συζητάμε για τον φεμινισμό», είπε ο Κάιλ χαμογελώντας
λοξά. «Η Κόρτνι δεν έριχνε, ξέρετε… ιδέες για μετά το δείπνο».
«Κάιλ!» αναφώνησε η Κόρτνι, όπως έριχνε πειραχτικά μια μπάτσα στο
μπράτσο του και λυνόταν ξανά στα γέλια.
«Ποιος θέλει επιδόρπιο;» ρώτησε η Ρόμπιν και σηκώθηκε για να
μαζέψει τα άδεια πιάτα. Ο Μαξ σηκώθηκε με τη σειρά του.
«Συγγνώμη που είναι τόσο πιωμένος ο Στράικ», μουρμούρισε η Ρόμπιν
στον Μαξ, όπως άδειαζε τα λιγοστά αφάγωτα ραβιόλια στα σκουπίδια.
«Πλάκα μου κάνεις;» είπε ο Μαξ χαμογελώντας ελαφρά. «Εδώ χτύπησα
φλέβα. Ο χαρακτήρας μου είναι αλκοολικός».
Επέστρεψε στο τραπέζι, κρατώντας ένα σπιτικό τσίζκεϊκ, πριν προλάβει
η Ρόμπιν να του εξηγήσει πως ο Στράικ κανονικά δεν έπινε τόσο πολύ·
για την ακρίβεια, αυτή ήταν μόλις η δεύτερη φορά που τον έβλεπε
πιωμένο. Την πρώτη ήταν κάπως θλιμμένος και συμπαθητικός, όμως
απόψε φανέρωνε μια σαφή τάση επιθετικότητας. Θυμήθηκε εκείνο το
«Άντε και γαμήσου» που τον είχε ακούσει να λέει το απόγευμα στο μέσα
γραφείο, οπότε για μία ακόμη φορά αναρωτήθηκε με ποιον να μιλούσε ο
Στράικ.
Η Ρόμπιν ακολούθησε τον Μαξ πίσω στο τραπέζι, κρατώντας μια τάρτα
λεμονιού και ένα τρίτο, γενναίο τζιν με τόνικ. Εν τω μεταξύ, ο Κάιλ
ανέπτυσσε σε όλους στο τραπέζι τις απόψεις του σχετικά με την
πορνογραφία. Η Ρόμπιν δεν ενθουσιάστηκε με το ύφος που είχε πάρει ο
Στράικ. Συχνά εκδήλωνε μια ενστικτώδη αντιπάθεια απέναντι σ’ εκείνους
τους νεαρούς άντρες που θα σου ήταν αδύνατο να τους φανταστείς στον
στρατό· η Ρόμπιν ήθελε να ελπίζει πως ο Στράικ θα φρόντιζε απόψε να
κρατήσει τις απόψεις του για τον εαυτό του.
«…μια μορφή διασκέδασης, όπως οποιαδήποτε άλλη», έλεγε ο Κάιλ
χειρονομώντας ζωηρά. Θέλοντας να αποφευχθούν τυχόν νέα ατυχήματα,
η Ρόμπιν απομάκρυνε διακριτικά το σχεδόν άδειο μπουκάλι κρασιού. «Αν
το δεις αντικειμενικά, δηλαδή απαλλαγμένο απ’ όλες αυτές τις
πουριτανικές μαλακίες…»
«Ναι, ακριβώς», συμφώνησε η Κόρτνι, «οι γυναίκες έχουν τον έλεγχο
του πώς θα διαχειριστούν το…»
«…οι ταινίες, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, όλα το ίδιο πράγμα κάνουν,
διεγείρουν τα κέντρα απόλαυσης του εγκεφάλου», είπε ο Κάιλ,
δείχνοντας ταυτόχρονα το αψεγάδιαστα περιποιημένο κεφάλι του. «Θα
μπορούσε να πει κανείς ότι οι ταινίες είναι μια μορφή συναισθηματικής
πορνογραφίας. Όλη αυτή η ηθικολογική, υποκριτική καταδίκη της
πορνογραφίας…»
«Εγώ δεν μπορώ να φάω κάτι από αυτά, αν περιέχουν γαλακτοκομικά»,
ψιθύρισε η Κόρτνι στη Ρόμπιν, που καμώθηκε πως δεν την άκουσε.
«…οι γυναίκες θέλουν να ζήσουν αξιοποιώντας το κορμί τους, αυτός
είναι κυριολεκτικά ο ορισμός της γυναικείας χειραφέτησης και θα
μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως ενέχει περισσότερα κοινωνικά
οφέλη απ’ ό,τι…»
«Τον καιρό που υπηρετούσα στο Κόσοβο», είπε ξαφνικά ο Στράικ,
οπότε και οι τρεις φοιτητές στράφηκαν προς το μέρος του αιφνιδιασμένοι.
Ο Στράικ έκανε μια παύση, καθώς προσπαθούσε να βγάλει τα τσιγάρα
από την τσέπη του.
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν, «δε γίνεται να καπ…»
«Κανένα πρόβλημα», είπε ο Μαξ, καθώς σηκωνόταν, «πάω να φέρω
ένα τασάκι».
Ο Στράικ χρειάστηκε τρεις προσπάθειες για να ανάψει τον αναπτήρα
του, και στο μεταξύ οι υπόλοιποι τον παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Χωρίς
να υψώσει τη φωνή του, είχε κυριαρχήσει στον χώρο.
«Ποιος θα ήθελε λίγο τσίζκεϊκ;» ρώτησε η Ρόμπιν, καθώς όλοι
σώπαιναν, κι η φωνή της ακούστηκε προσποιητά εύθυμη.
«Εγώ δεν μπορώ», είπε η Κόρτνι μουτρώνοντας ελαφρά. «Όμως ίσως
μπορέσω να δοκιμάσω την τάρτα λεμονιού, αν είναι…;»
«Τον καιρό που υπηρετούσα στο Κόσοβο», επανέλαβε ο Στράικ
φυσώντας τον καπνό του, καθώς ο Μαξ επέστρεφε, τοποθετούσε ένα
τασάκι μπροστά του και καθόταν στη θέση του, «–να ’σαι καλά–
ερεύνησα μια υπόθεση πορνογραφίας… βασικά, διακίνησης ανθρώπων.
Κάτι στρατιώτες είχαν πληρώσει για να κάνουν σεξ με ανήλικα κορίτσια.
Τα βιντεοσκόπησαν, χωρίς αυτά να το ξέρουν, και τα βίντεο αναρτήθηκαν
σε πορνογραφική ιστοσελίδα. Η υπόθεση κατέληξε να αποτελέσει μέρος
διεθνούς έρευνας από πολιτικές αρχές. Ένα σωρό αγόρια και κορίτσια,
προεφηβικής ηλικίας, είχαν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή
πορνογραφικού υλικού. Το μικρότερο ήταν επτά ετών».
Ο Στράικ τράβηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του, κοιτάζοντας τον
Κάιλ με μισόκλειστα μάτια μέσα από τον καπνό.
«Τι είδους κοινωνικό όφελος θα έλεγες πως προέκυψε από όλο αυτό;»
ρώτησε.
Ακολούθησε μια σύντομη, φορτισμένη παύση, στη διάρκεια της οποίας
και οι τρεις φοιτητές κοίταζαν τον ντετέκτιβ.
«Κοίτα, προφανώς», είπε ο Κάιλ με ένα πνιχτό γελάκι, «αυτό… αυτό
είναι μια εντελώς άλλη περίπτωση. Κανείς δε μιλάει για παιδιά… αυτό
δεν… είναι παράνομο, σωστά; Εγώ αυτό που λέω είναι…»
«Η βιομηχανία της πορνογραφίας βρίθει από περιστατικά διακίνησης
ανθρώπων», είπε ο Στράικ, εξακολουθώντας να κοιτάζει τον Κάιλ μέσα
από τον καπνό του τσιγάρου του. «Μιλάμε για γυναίκες και παιδιά από
πάμφτωχες χώρες. Ένα από τα κοριτσάκια, στην υπόθεση που ερεύνησα,
βιντεοσκοπήθηκε έχοντας μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι, την ώρα
που ένας τύπος το βίαζε πρωκτικά».
Με την άκρη του ματιού της, η Ρόμπιν είδε τον Κάιλ και την Κόρτνι να
της ρίχνουν κλεφτές ματιές, οπότε κατάλαβε, νιώθοντας ένα σφίξιμο στο
διάφραγμά της, πως ο αδελφός της πρέπει να είχε μιλήσει στους φίλους
του γι’ αυτό που της είχε συμβεί. Ο Μαξ ήταν ο μόνος στο τραπέζι που
έδειχνε ολότελα χαλαρός. Παρακολουθούσε τον Στράικ με την
αποστασιοποιημένη προσοχή ενός χημικού που ήλεγχε την εξέλιξη ενός
πειράματος.
«Το βίντεο με εκείνο το κοριτσάκι προβλήθηκε πάνω από εκατό
χιλιάδες φορές στο διαδίκτυο», συνέχισε ο Στράικ. Πιάνοντας το τσιγάρο
στην άκρη των χειλιών του, έκοψε ένα περιποιημένο κομμάτι τσίζκεϊκ,
διαλύοντας πρακτικά το γλυκό, καθώς μετέφερε το ένα τρίτο στο πιάτο
του. «Φαντάζομαι ότι θα ενεργοποιήθηκαν ένα σωρό κέντρα απόλαυσης
εκεί, ε;» συνέχισε, όπως γύρισε να κοιτάξει τον Κάιλ.
«Όχι, όμως εδώ μιλάμε για μια εντελώς άλλη περίπτωση», είπε η
Κόρτνι, σπεύδοντας να υπερασπιστεί τον Κάιλ. «Εδώ συζητούσαμε για
γυναίκες οι οποίες… από αυτές εξαρτάται, από ενήλικες γυναίκες, να
αποφασίσουν τι θέλουν να κάνουν με το σώμα τους…»
«Εσύ τα έφτιαξες όλα αυτά;» ρώτησε ο Στράικ τον Μαξ, μπουκωμένος
με τσίζκεϊκ. Εξακολουθούσε να κρατά το τσιγάρο του αναμμένο στο
αριστερό του χέρι.
«Ναι», είπε ο Μαξ.
«Απίθανο είναι», είπε ο Στράικ. Στράφηκε και πάλι στον Κάιλ. «Πόσες
σερβιτόρες ξέρεις που τις υποχρέωσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά;»
«Κοίτα, προφανώς καμία όμως… θέλω να πω, είναι αναπόφευκτο να
έχεις δει κάποιες άσχημες καταστάσεις, έτσι δεν είναι, μιας κι ασχολείσαι
με…»
«Αρκεί να μη χρειάζεται να τις δεις εσύ, όλα καλά, ε;»
«Κοίτα, αν είναι να το θέσεις έτσι…» είπε ο Κάιλ που πλέον είχε γίνει
κατακόκκινος, «αφού είσαι τόσο αντίθετος, τότε φαντάζομαι πως ποτέ
σου δεν… ποτέ δεν κάθισες να δεις τσόντα, έτσι δεν είναι…;»
«Αν δε θέλει κανείς άλλος γλυκό», είπε μεγαλόφωνα η Ρόμπιν, καθώς
σηκωνόταν και έδειχνε προς το καθιστικό, «τι θα λέγατε να παίρναμε τον
καφέ μας εκεί;»
Χωρίς να περιμένει απάντηση, κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Πίσω της
άκουσε κάποιες καρέκλες να σέρνονται στο πάτωμα. Αφού έβαλε νερό να
βράσει, κατέβηκε στο μπάνιο όπου αφού κατούρησε, κάθισε για πέντε
λεπτά εκεί, με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από τις παλάμες της.
Γιατί είχε έρθει μεθυσμένος ο Στράικ; Γιατί έπρεπε να συζητάνε για
βιασμούς και τσόντες; Ο άντρας που της επιτέθηκε είχε αποδειχτεί
εθισμένος στη βίαιη πορνογραφία, με ιδιαίτερη έμφαση στους πνιγμούς,
όμως το ιστορικό των αναζητήσεών του στο διαδίκτυο δεν είχε γίνει
δεκτό ως αποδεικτικό στοιχείο από τον δικαστή. Η Ρόμπιν δεν ήθελε να
ξέρει αν ο Στράικ έβλεπε τσόντες· δεν ήθελε να αναλογίζεται ανήμπορα
παιδιά που βιντεοσκοπούνταν για τέτοιους σκοπούς, ακριβώς όπως δεν
ήθελε να θυμάται τη φωτογραφία του πέους του Μόρις στο κινητό της,
ούτε την ταινία snuff που είχε κλέψει ο Μπιλ Τάλμποτ. Κουρασμένη κι
αποκαρδιωμένη, αναρωτήθηκε γιατί δεν άφηνε ο Στράικ τους φοιτητές
στην ησυχία τους, αν όχι από σεβασμό προς τον οικοδεσπότη του, τότε
για χάρη της ίδιας, της συνεταίρου του.
Επέστρεψε στον επάνω όροφο. Όπως πλησίαζε στο καθιστικό, άκουσε
την εκνευρισμένη φωνή του Κάιλ και κατάλαβε πως η λογομαχία είχε
ενταθεί. Φτάνοντας εκεί, η Ρόμπιν είδε τους άλλους πέντε να κάθονται
γύρω από το τραπεζάκι του καθιστικού, πάνω στο οποίο έστεκε μια
καφετιέρα, ένα μπουκάλι και τα σοκολατάκια που είχε φέρει ο Τζόναθαν.
Τόσο ο Στράικ όσο και ο Μαξ κρατούσαν ποτήρια με μπράντι, ενώ η
Κόρτνι, που πλέον ήταν ολοφάνερα μεθυσμένη, αν και η κατάστασή της
δε συγκρινόταν καν με εκείνη του Στράικ, επιδοκίμαζε τα σχόλια του
Κάιλ, γνέφοντας καταφατικά, την ώρα που ένα φλιτζάνι καφέ
ισορροπούσε οριακά στα χέρια της. Η Ρόμπιν πήγε και κάθισε στο
τραπέζι της κουζίνας, μακριά από τους άλλους, πήρε ένα κομμάτι κρέας
από την κατσαρόλα και το έδωσε στον απελπιστικά ευγνώμονα
Βόλφγκανγκ.
«Το ζητούμενο είναι να αποστιγματιστεί και να ανακτηθεί η απαξιωτική
γλώσσα που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις γυναίκες», έλεγε ο
Κάιλ στον Στράικ. «Αυτό είναι το ζητούμενο».
«Κι αυτό θα γίνει άμα ένα μάτσο μεσοαστές κοπελιές πάνε σουλάτσο με
τα βρακιά τους, δηλαδή;» είπε ο Στράικ, με φωνή βαριά από το αλκοόλ.
«Εντάξει, όχι απαραίτητα με τα εσώρουχα…» έκανε να πει η Κόρτνι.
«Η ουσία είναι να πάψει η ενοχοποίηση των θυμάτων», είπε
μεγαλόφωνα ο Κάιλ. «Φαντάζομαι πως καταλαβαίνεις ότι…;»
«Και πώς θα πάψει η ενοχοποίηση των θυμάτων;»
«Κοίτα, προφανώς», είπε μεγαλόφωνα η Κόρτνι, «αλλάζοντας τις
υποφρο… τις υποβόσκουσες τάσεις…»
«Νομίζεις πως θα σας δουν οι βιαστές να σουλατσάρετε και θα πουν
“καλύτερα να μαζέψουμε τα πουλιά μας” δηλαδή;»
Η Κόρτνι και ο Κάιλ άρχισαν να φωνάζουν ταυτόχρονα στον Στράικ. Ο
Τζόναθαν γύρισε και κοίταξε ανήσυχος την αδελφή του, η οποία ένιωσε
ένα ακόμη από εκείνα τα απαίσια σφιξίματα στο στομάχι της.
«Το ζήτημα είναι να αρθεί το στίγμα…»
«Μην παρεξηγηθώ, πάντως ένα σωρό άντρες θα χαρούν άμα σας δουν
να περνάτε καμαρωτές με το σουτιέν σας», είπε ο Στράικ πίνοντας μία
άτσαλη γουλιά μπράντι, «κι είμαι σίγουρος πως οι φωτογραφίες στο
Instagram…»
«Το θέμα δεν είναι το Instagram!» αναφώνησε η Κόρτνι, που
ακούστηκε σαν να ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Προσπαθούμε να
θέσουμε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα σχετικά με…»
«Τους άντρες που αποκαλούν τις γυναίκες τσούλες, ναι, το κατάλαβα»,
είπε ο Στράικ, διακόπτοντάς την και πάλι. «Είμαι βέβαιος πως θα
ντραπούν φοβερά για την κατάντια τους, όπως θα σε χαζεύουν να χορο…
χοροπηδάς με τη φουστίτσα σου».
«Το ζήτημα δεν είναι να ντραπούν», είπε ο Κάιλ, «δεν πιάνεις την ουσία
του…»
«Δεν πιάνω την ουσία του σούπερ ντούπερ επιχειρήματός σου», τον
έκοψε αγριεμένα ο Στράικ. «Εγώ αυτό που λέω είναι πως στον
πραγματικό κόσμο, αυτή η γαμημένη Βόλτα της πουτάνας…»
«Παράτα της τσούλας», τον διόρθωσαν μεγαλόφωνα ο Κάιλ και η
Κόρτνι.
«…δε θα κάνει καμία απολύτως διαφορά. Το είδος του άντρα που
αποκαλεί μια γυναίκα τσούλα θα δει το πανηγυράκι σας και θα σκεφτεί:
“Να, δες τις τσούλες πώς κουνιούνται”. Ανακτήστε τη γαμημένη γλώσσα
όσο γουστάρετε, χέστηκα. Δεν αλλάζουν οι πραγματικές στρα… στε… οι
στάσεις των ανθρώπων στην πραγματικότητα, επειδή εσείς αποφασίσατε
πως η λέξη τσούλα δεν είναι αμπα… απαξιωτική».
Ο Βόλφγκανγκ, που εξακολουθούσε να τρίβεται στους αστραγάλους της
Ρόμπιν, ελπίζοντας πως θα τσιμπούσε κι άλλο μεζεδάκι, κλαψούρισε
ηχηρά, πράγμα που έκανε τον Στράικ να ρίξει μια ματιά προς τα πίσω.
Είδε τη Ρόμπιν να στέκεται εκεί, χλωμή και ανέκφραστη.
«Εσύ τι λες για όλα αυτά;» τη ρώτησε μεγαλόφωνα ο Στράικ,
χειρονομώντας με το ποτήρι του προς τη μεριά των φοιτητών, έτσι που
χύθηκαν μερικές σταγόνες μπράντι στη μοκέτα.
«Λέω πως θα ήταν καλή ιδέα να αλλάξετε θέμα συζήτησης», είπε η
Ρόμπιν, καθώς η καρδιά της χτυπούσε τόσο γρήγορα που την πονούσε.
«Εσύ δηλαδή θα κατέβαινες στη Βόλτα της π…»
«Δεν ξέρω, ίσως», είπε η Ρόμπιν, νιώθοντας το αίμα να βουίζει στα
αυτιά της, κι ενώ το μόνο πράγμα που ήθελε ήταν να σταματήσει εκείνη η
συζήτηση. Ο βιαστής της μούγκριζε «πουτάνα» ξανά και ξανά, στη
διάρκεια της επίθεσης. Αν ο επίδοξος δολοφόνος της είχε συνεχίσει να
σφίγγει τον λαιμό της για ακόμη τριάντα δευτερόλεπτα, αυτή θα ήταν η
τελευταία λέξη που θα είχε ακούσει στη ζωή της.
«Από ευγένεια το λέει, πάντως», είπε ο Στράικ, όπως στρεφόταν και
πάλι στους φοιτητές.
«Τι έγινε, τώρα θα αρχίσεις να μιλάς κι εξ ονόματος των γυναικών;»
σχολίασε χλευαστικά ο Κάιλ.
«Για ένα θύμα βιασμού!» είπε η Κόρτνι.
Ήταν σαν να παραμορφώθηκε μεμιάς το δωμάτιο. Μία αμήχανη σιωπή
απλώθηκε. Με την άκρη του ματιού της η Ρόμπιν διέκρινε τον Μαξ να
στρέφεται προς το μέρος της.
Ο Στράικ κατάφερε να σταθεί στα πόδια του με τη δεύτερη προσπάθεια.
Η Ρόμπιν ήξερε πως κάτι της έλεγε, όμως το μόνο που άκουγε ήταν ένας
θόρυβος, λες κι είχε παραχώσει βαμβάκι στ’ αυτιά της. Ο Στράικ
κινήθηκε απότομα παραπατώντας προς την πόρτα: έφευγε. Βρήκε πάνω
στο κούφωμα κι εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο.
Εν τω μεταξύ, τα βλέμμα όλων των άλλων παρέμεναν καρφωμένα πάνω
στη Ρόμπιν.
«Ω, Θεέ μου, λυπάμαι πραγματικά, αν δεν έπρεπε να το είχα πει αυτό»,
ψιθύρισε η Κόρτνι ανάμεσα από τα δάχτυλά της, όπως τα είχε κολλημένα
πάνω στα χείλη της. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Από τον κάτω όροφο
ακούστηκε η εξώπορτα να βροντάει.
«Δεν πειράζει», είπε μια μακρινή φωνή, που θύμιζε πολύ εκείνη της
Ρόμπιν. «Με συγχωρείτε ένα λεπτό».
Σηκώθηκε και ακολούθησε τον Στράικ.
41
Κι έτσι, αρχίνησαν τα μακριά τους δόρατα να σείουν,
λόγχες θανατερές να σημαδεύουν μεταξύ τους,
λησμονώντας πως ήσαν κάποτε οι δυο τους φίλοι.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ο σκοτεινός άγνωστος δρόμος αιφνιδίασε τον μεθυσμένο Στράικ. Η


βροχή κι ο δυνατός αέρας τον σάρωναν, έτσι όπως στεκόταν, γέρνοντας
πότε από εδώ και πότε από εκεί, προσπαθώντας να καταλάβει προς τα
πού έπεφτε ο σταθμός του μετρό. Το συνήθως αξιόπιστο ένστικτο
προσανατολισμού που διέθετε του έλεγε να στρίψει δεξιά, οπότε προς τα
εκεί τράβηξε, παραπατώντας, παλεύοντας στην πορεία να βρει τα τσιγάρα
στις τσέπες του, απολαμβάνοντας τη λαχταριστή εκτόνωση της έντασης
και του εκνευρισμού που είχε μόλις γευτεί. Η ανάμνηση των όσων είχαν
μόλις προηγηθεί αναδυόταν με τη μορφή σκόρπιων σκηνών: το θυμωμένο
κατακόκκινο πρόσωπο του Κάιλ. Μαλάκας. Γαμημένοι φοιτητές. Τον Μαξ
να γελάει με κάτι που είχε πει ο Στράικ. Άφθονο φαγητό. Ακόμη
περισσότερο ποτό.
Οι σταγόνες της βροχής λαμπύριζαν όπως έπεφταν μπροστά από τα
φώτα του δρόμου, θαμπώνοντας τον Στράικ. Τα πράγματα γύρω του
έμοιαζαν να συρρικνώνονται και να μεγεθύνονται στην τύχη, ιδίως εκείνο
το σταθμευμένο αυτοκίνητο που ξαφνικά ξεπρόβαλε μπροστά του, ενώ
εκείνος επιχειρούσε να προχωρήσει ευθεία στον δρόμο. Τα χοντρά του
δάχτυλα μάταια γύρευαν να πιάσουν κάτι στις τσέπες του. Δεν μπορούσε
να βρει τα τσιγάρα του.
Εκείνο το τελευταίο μπράντι μπορεί και να ήταν λάθος. Είχε ακόμη τη
γεύση του στο στόμα του. Δεν του άρεσε το μπράντι, κι εκτός αυτού είχε
κατεβάσει μπόλικη μπίρα στην παμπ παρέα με τον Νικ.
Εν τω μεταξύ, χρειαζόταν τεράστια προσπάθεια για να περπατάει με
τέτοιον αέρα. Το αίσθημα ευεξίας είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει, όμως
σίγουρα δεν αισθανόταν να ανακατεύεται, κι ας είχε φάει κάμποσο
μαγειρευτό βοδινό και ένα ξεγυρισμένο κομμάτι γλυκό, αν και
προτιμούσε να μην τα σκέφτεται όλα αυτά, ούτε και τα περίπου σαράντα
τσιγάρα που είχε καπνίσει μέσα στις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες και
σίγουρα όχι το μπράντι, που το ένιωθε ακόμη στο στόμα του.
Εντελώς ξαφνικά το στομάχι του συσπάστηκε. Ο Στράικ έφτασε
παραπατώντας στο κενό ανάμεσα σε δυο αυτοκίνητα, διπλώθηκε στα δύο
και έκανε εμετό, σε ποσότητες ανάλογες με το διάστημα που ήταν
άρρωστος, τα Χριστούγεννα, ξανά και ξανά, για αρκετά λεπτά, ώσπου
κατέληξε να στηρίζεται με τις παλάμες πάνω στα γόνατα, ενώ το στομάχι
του εξακολουθούσε να έχει σπασμούς, χωρίς όμως να βγάζει τίποτε.
Κάθιδρος, ανασηκώθηκε, σκουπίζοντας το στόμα με τη ράχη της
παλάμης του, νιώθοντας σαν να χτυπούσαν πιστόνια μέσα στο κεφάλι
του. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να αντιληφθεί
την παρουσία της χλωμής σιλουέτας που έστεκε παραπέρα και τον
παρακολουθούσε, ενώ τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά της κυμάτιζαν
απρόβλεπτα, παρασυρμένα από τον δυνατό αέρα.
«Ποιο…; Α», είπε, καθώς το βλέμμα του εστίαζε στη Ρόμπιν. «Εσύ
είσαι».
Του πέρασε από το μυαλό πως μπορεί να τον είχε ακολουθήσει για να
του φέρει τα ξεχασμένα τσιγάρα του, οπότε κοίταξε με ελπίδα στα χέρια
της, όμως ήταν άδεια. Ο Στράικ απομακρύνθηκε από τον εμετό που είχε
σχηματίσει λιμνούλα δίπλα στο κράσπεδο και έγειρε πάνω σε ένα άλλο
σταθμευμένο αυτοκίνητο.
«Ήμουν με τον Νικ στην παμπ όλο το απόγευμα», είπε με βραχνή φωνή,
έχοντας την εντύπωση πως η Ρόμπιν ίσως ανησυχούσε για την κατάστασή
του.
Κάτι σκληρό πίεζε τον πισινό του. Συνειδητοποίησε τότε πως δεν είχε
ξεχάσει τα τσιγάρα του στο σπίτι τελικά και χάρηκε γι’ αυτό, γιατί
προτιμούσε τη γεύση του καπνού από εκείνη του εμετού. Τράβηξε το
πακέτο από την πίσω τσέπη και, ύστερα από μερικές αποτυχημένες
προσπάθειες, κατάφερε να ανάψει τσιγάρο.
Με τα πολλά κατόρθωσε να διαπεράσει τη θολούρα του η πληροφορία
πως η στάση της Ρόμπιν ήταν ασυνήθιστη. Εστιάζοντας στο πρόσωπό
της, συνειδητοποίησε πως ήταν πανιασμένο και αλλόκοτα σφιγμένο.
«Τι;»
«“Τι;”» επανέλαβε εκείνη. «Αυτό έχεις να πεις, ρε γαμώτο, “τι”;»
Η Ρόμπιν έβριζε πολύ σπανιότερα απ’ ό,τι ο Στράικ. Η υγρή νυχτερινή
ατμόσφαιρα που απλωνόταν παγερή πάνω στο ιδρωμένο πρόσωπο του
Στράικ, είχε αρχίσει να τον συνεφέρνει με γοργούς ρυθμούς. Η Ρόμπιν
έμοιαζε θυμωμένη: περισσότερο θυμωμένη, για την ακρίβεια, από κάθε
άλλη φορά που θυμόταν ο Στράικ. Όμως το ποτό εξακολουθούσε να
επηρεάζει τις αντιδράσεις του, οπότε δε σκέφτηκε κάτι καλύτερο να πει,
πάρα να επαναλάβει:
«Τι;»
«Έρχεσαι καθυστερημένος», είπε εκείνη, «γιατί είναι δεδομένο πως δε
θα είσαι στην ώρα σου, μιας και πότε είχες τη γαμημένη τσίπα να έρθεις
στην ώρα σου όταν σε προσκαλώ κάπου…»
«Τι λες…;» απόρησε και πάλι ο Στράικ, αυτή τη φορά λιγότερο επειδή
προσπαθούσε να καταλάβει ποιο ήταν το θέμα και περισσότερο επειδή
δεν πίστευε στα αυτιά του. Η Ρόμπιν ήταν η μία και μοναδική γυναίκα
στη ζωή του που δεν είχε επιχειρήσει να τον αλλάξει. Αυτή η γυναίκα που
έβλεπε τώρα δεν ήταν η Ρόμπιν που ήξερε.
«Εμφανίζεσαι τύφλα, γιατί όχι άλλωστε, σάμπως έχω καμία σημασία
εγώ; Και ποιος θα έρθει, μωρέ, σε δύσκολη θέση; Η Ρόμπιν, άντε βαριά κι
συγκάτοικός μου, ο αδελφός μου…»
«Δεν ενοχλήθηκε από κάτι αυτός», κατάφερε να πει ο Στράικ. Οι
αναμνήσεις του από τη βραδιά δεν ήταν ιδιαίτερα συγκροτημένες, πάντως
γι’ αυτό τουλάχιστον ήταν βέβαιος: ο Μαξ δεν είχε θέμα που ήταν
μεθυσμένος. Ο Μαξ του είχε δώσει κι άλλο να πιει. Ο Μαξ είχε γελάσει
με ένα αστείο που είπε, αν και τώρα δε θυμόταν τι ακριβώς είχε πει.
Τον συμπάθησε τον Μαξ.
«Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, επιτέθηκες φραστικά και στους
καλεσμένους μου. Κι ύστερα», είπε η Ρόμπιν, «με αφήνεις εκτεθειμένη το
να μετατραπεί κάτι που εγώ ήθελα να κρατήσω προσω… να κρατήσω…»
Τα μάτια της ξαφνικά βούρκωσαν, οι γροθιές της σφίχτηκαν, το σώμα
της μαγκώθηκε.
«…να κρατήσω προσωπικό, να καταλήγει βούκινο, επειδή εσύ
αποφάσισες να αρπαχτείς, μπροστά σε ξένους ανθρώπους. Σου πέρασε
έστω μία φορά από το μυαλό…»
«Για μισό λεπτό», είπε ο Στράικ, «εγώ ποτέ δεν…»
«…έστω μία φορά από το μυαλό, πως ίσως να μην ήθελα να γίνει ο
βιασμός μου αντικείμενο συζήτησης, μπροστά σε ανθρώπους που
γνωρίζω ελάχιστα;»
«Εγώ ποτέ δεν…»
«Γιατί με ρώτησες αν νομίζω πως η Παράτα της τσούλας είναι καλή
ιδέα;»
«Μα προφανώς επειδή…»
«Ήταν ανάγκη να μιλήσουμε για βιασμούς παιδιών στο τραπέζι;»
«Απλώς ήθελα να εξηγήσω…»
«Και στο τέλος, σηκώνεσαι και φεύγεις, κι αφήνεις εμένα να…»
«Κοίτα», είπε ο Στράικ, «έτσι όπως μου τα λες, όσο νωρίτερα έφευγα
τόσο το καλ…»
«Καλύτερο για σένα», είπε η Ρόμπιν όπως κινούνταν καταπάνω του, με
τα δόντια σφιγμένα· ποτέ άλλοτε δεν την είχε δει σε τέτοια κατάσταση,
«γιατί εσύ μια χαρά ξέσπασες όλα σου τα νεύρα στο σπίτι μου, κι ύστερα
σηκώνεσαι και φεύγεις, κι αφήνεις εμένα να συμμαζέψω τα χάλια σου, ως
συνήθως, ρε γαμώτο!»
«“Ως συνήθως, ρε γαμώτο!;”» επανέλαβε ο Στράικ με τα φρύδια
σηκωμένα. «Για στάσου λι…»
«Και τώρα, πρέπει να γυρίσω εκεί πέρα και να διορθώσω την
κατάσταση, να τους καλμάρω όλους…»
«Όχι, δεν πρέπει», διαφώνησε ο Στράικ. «Τράβα στο κρεβάτι σου στην
τελική, γιατί δηλαδή να…»
«Επειδή. Αυτό. Κάνω. Εγώ. ΠΑΝΤΑ!» φώναξε η Ρόμπιν, χτυπώντας
δυνατά τη γροθιά πάνω στο στήθος της σε κάθε λέξη. Έχοντας απομείνει
βουβός από τη σαστισμάρα, ο Στράικ απλώς την κοίταζε. «Ακριβώς όπως
θυμάμαι να λέω παρακαλώ και ευχαριστώ στη γραμματέα, όταν εσύ τη
γράφεις εκεί που δεν πιάνει μελάνι! Ακριβώς όπως δικαιολογώ τα μούτρα
σου στους άλλους, όταν θίγονται! Ακριβώς όπως καταπίνω ένα σωρό
μαλακίες για λογαριασμό…»
«Ώπα», έκανε ο Στράικ, όπως ανασηκωνόταν από το σταθμευμένο
αυτοκίνητο και την παρατηρούσε, όρθιος πια. «Από πού προέκυψαν
όλα…;»
«…κι εσύ δεν έχεις το φιλότιμο, γαμώτο μου, ενώ εγώ σκοτώνομαι για
σένα, να έρθεις νηφάλιος μια φορά που είσαι καλεσμένος…»
«Αν θες να ξέρεις», είπε ο Στράικ, που τα νεύρα του είχαν αρχίσει να
αναδύονται και πάλι μέσα από τις στάχτες της προηγούμενης ευφορίας
του, «είχα πάει στην παμπ με τον Νικ, που…»
«…που η γυναίκα του μόλις απέβαλε! Το ξέρω… και τι σκατά γύρευε
αυτός στην παμπ, μαζί σου, αφήνοντας την κοπέλα μόνη της να…»
«Τον πέταξε έξω!» αλύχτησε ο Στράικ. «Σου το είπε αυτό η κυρία, στη
διάρκεια της Συνεδρίας της Μεγάλης Αδελφότητας των Αδικημένων
Ψυχών; Και δεν πρόκειται να απολογηθώ, επειδή θέλησα κι εγώ να
ξεσκάσω λίγο, μετά την εβδομάδα που πέρασα…»
«…ενώ εγώ δεν έχω ανάγκη να ξεσκάσω, σωστά; Εγώ δεν παραιτήθηκα
από τη μισή μου ετήσια άδεια για…»
«Πόσες φορές σε έχω ευχαριστήσει που με καλύπτεις όταν πηγαίνω
στην Κορν…;»
«Και γιατί μου φέρθηκες έτσι μαλακισμένα σήμερα το πρωί, όταν
άργησα για πρώτη φορά, γαμώ την αδικία μου γαμώ…»
«Είχα κοιμηθεί τρεισήμισι ώρες…»
«Πάνω από το γραφείο ζεις, τι μου λες τώρα!»
«Αρκετά», είπε ο Στράικ, πετώντας το τσιγάρο του κάτω. Άρχισε να
απομακρύνεται από τη Ρόμπιν, βέβαιος πλέον για την κατεύθυνση προς
την οποία βρισκόταν ο σταθμός του μετρό, ενώ σκεφτόταν όλα αυτά που
θα μπορούσε να είχε πει: πως ήταν οι τύψεις για την πίεση που ασκούσε
στη Ρόμπιν αυτή που τον είχε κρατήσει στο Λονδίνο, ενώ θα έπρεπε να
βρίσκεται στο Σεντ Μος, στο πλευρό της ετοιμοθάνατης θείας του· για το
τηλεφώνημα του Τζόνι Ρόκεμπι εκείνο το πρωί και τα δάκρυα του Νικ
στην παμπ, την ανακούφιση που αισθανόταν όπως καθόταν με έναν παλιό
φίλο κι έπιναν μαζί, κι άκουγε τα προβλήματα κάποιου άλλου, αντί να τον
τρώνε οι δικές του έγνοιες.
«Κι επίσης», βρυχήθηκε η Ρόμπιν κάπου πίσω του, «μη μου αγοράσεις
ξανά τίποτε γαμημένα λουλούδια!»
«Όσο γι’ αυτό, να ’σαι σίγουρη!» απάντησε στον ίδιο τόνο ο Στράικ,
στρέφοντας το κεφάλι στο πλάι, όπως ξεμάκραινε δρασκελίζοντας στο
σκοτάδι.
42
…η πρόσφατή του έριδα
με τη Βριτομάρτιδα, τόσο πολύ τον έθιξε,
που να κινήσει ξανά δεν μπορούσε, προτού κάπως
να κλείσει τις πληγές του.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Όταν ξύπνησε ο Στράικ το πρωί του Σαββάτου, με έναν ξεγυρισμένο


πονοκέφαλο και μιαν απαίσια γεύση στο στόμα, χρειάστηκε κάποια ώρα
προκειμένου να βάλει σε μια σειρά όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο
βράδυ. Πέρα από την ανάμνηση του εμετού, κατάσταση στην οποία
θεωρούσε πως είχε βρεθεί υπερβολικά συχνά το τελευταίο διάστημα,
αρχικά το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί ήταν το κατακόκκινο πρόσωπο
του Κάιλ και το σφιγμένο, κάτωχρο πρόσωπο της Ρόμπιν.
Σταδιακά όμως ανασυγκρότησε τα παράπονα της Ρόμπιν: το ότι είχε
έρθει καθυστερημένος και μεθυσμένος, το ότι φέρθηκε με αγένεια στον
αδελφό της και αναστάτωσε την παρέα, εξηγώντας σε δυο φοιτητές
ορισμένα πράγματα που ο ίδιος θεωρούσε απαράγραπτες αλήθειες στον
πραγματικό κόσμο. Επίσης, είχε την εντύπωση πως κάποια στιγμή
σχολιάστηκε το ότι δεν ήταν επαρκώς τρυφερούλης με το προσωπικό του
γραφείου.
Με προσεκτικές κινήσεις, σηκώθηκε από το κρεβάτι και, με τη βοήθεια
των επίπλων, κατάφερε να φτάσει μέχρι το μπάνιο κι εκεί να μπει στο
ντους.
Όπως πλενόταν ο Στράικ, δύο αντίρροπες παρορμήσεις συγκρούονταν
μέσα του. Η μία ήταν η τάση να δικαιολογήσει τον εαυτό του, να τον
χτυπήσει φιλικά στην πλάτη και να του αποδώσει τα εύσημα που
μπορούσε να θυμηθεί τη λογομαχία του με τους φοιτητές. Η άλλη ήταν
μια εγγενής ειλικρίνεια σχετικά με τα κίνητρά του, που τον υποχρέωνε να
αναγνωρίσει πως η αντιπάθεια που αισθάνθηκε αμέσως απέναντι στους
καλεσμένους της Ρόμπιν είχε τις ρίζες της στο γεγονός πως έμοιαζαν με
εκείνες τις κατηγορίες ανθρώπων προς τους οποίους η μητέρα του θα
αισθανόταν αυτόματα συμπάθεια.
Ολόκληρη η ζωή της Λίντα Στράικ ήταν μια πάλη απέναντι σε κάθε
μορφής περιορισμούς: το να κατεβεί σε πορεία φορώντας μονάχα τα
εσώρουχά της θα της φαινόταν σαν ένα ακόμη έξοχο χτύπημα κόντρα
στην τυραννία των περιορισμών. Ο Στράικ, που ποτέ δεν ξέχασε το
γενναιόδωρο πνεύμα της Λίντα ούτε την άσβεστη αγάπη της για τα
αουτσάιντερ αυτής της ζωής, παράλληλα δεν έτρεφε αυταπάτες για το
γεγονός πως ο ακτιβισμός της είχε εκδηλωθεί κυρίως με τη μορφή μιας
ενθουσιώδους επιδειξιμανίας. Δεν ταίριαζε στη Λίντα να πηγαίνει από
πόρτα σε πόρτα και να συγκεντρώνει υπογραφές, δεν έκανε για τη
δύσκολη δουλειά της εξεύρεσης συμβιβασμών, ούτε για την επίπονη
προσπάθεια που απαιτούσε η επίτευξη δομικών αλλαγών. Καθώς
ουδέποτε στη ζωή της υπήρξε οπαδός της βαθιάς, αναλυτικής σκέψης,
είχε αποδειχτεί εύκολος στόχος για άτομα που ο Στράικ θεωρούσε
τσαρλατάνους της διανόησης. Η βάση της φιλοσοφίας της για τη ζωή, αν
θα μπορούσε ποτέ να περιγραφεί με αυτό τον τρόπο εκείνο το χαλαρό
τσούρμο ιδιοτροπιών και ενστικτωδών αντιδράσεων που η ίδια βάφτιζε
πεποιθήσεις, ήταν πως οτιδήποτε αποδοκίμαζε η μπουρζουαζία ήταν εξ
ορισμού καλό και δίκαιο. Προφανώς και θα είχε συνταχθεί με τον Κάιλ
και την Κόρτνι, υπερασπιζόμενη την αξία της πορνογραφίας και τη
χρησιμότητα της Παράτας της τσούλας, ενώ θα είχε θεωρήσει τις
αντιρρήσεις του γιου της σαν κάτι που οπωσδήποτε είχε ξεπατικώσει από
εκείνη την αγέλαστη νύφη της.
Όση ώρα ο Στράικ στέγνωνε από το ντους και φορούσε το προσθετικό
του άκρο, προχωρώντας προσεκτικά, μη θέλοντας να αναστατώσει το
πονεμένο κεφάλι του, από το μυαλό του πέρασε η ιδέα να τηλεφωνήσει
στη Ρόμπιν, ιδέα την οποία έσπευσε να απορρίψει. Η από χρόνια
εδραιωμένη συνήθειά του, στον απόηχο του όποιου καβγά με γυναίκα,
ήταν να περιμένει να κάνει εκείνη την επόμενη κίνηση, πράγμα που ο
ίδιος θεωρούσε απλώς κοινή λογική. Εφόσον εκείνη ζητούσε συγγνώμη,
όλα ωραία και καλά· αν ήθελε να το συζητήσουν περισσότερο, υπήρχε
πιθανότητα να ήταν πιο ήρεμη, αφού είχε προηγηθεί ένα διάστημα
περισυλλογής· αν εξακολουθούσε να είναι θυμωμένη, θα ήταν σκέτος
μαζοχισμός να προσφερόταν εθελοντικά ο Στράικ για ακόμη
περισσότερες φασαρίες, πριν έρθει η ίδια να τις γυρέψει. Παρότι ο Στράικ
δεν ήταν κατ’ αρχήν αντίθετος με την περίπτωση να ζητήσει από μόνος
του συγγνώμη, σε περίπτωση που θεωρούσε πως αυτός είχε το άδικο,
στην πράξη αυτές οι συγγνώμες είχαν την τάση να εκφράζονται
καθυστερημένα και μόνον όταν είχε καταστεί σαφές πως δεν επρόκειτο
να δοθεί λύση με άλλο τρόπο.
Αυτή η συμπεριφορά σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στις εμπειρίες που
είχε από τη σχέση του με τη Σάρλοτ. Η όποια απόπειρα να τα βρει με τη
Σάρλοτ προτού εκείνη εκτονώσει και το τελευταίο ψήγμα οργής, ήταν
σαν να προσπαθείς να ξαναχτίσεις ένα σπίτι ενώ ο σεισμός συνεχίζεται.
Μερικές φορές, όταν ο Στράικ είχε αρνηθεί να συμφωνήσει στην όποια
νέα της απαίτηση –συνήθως να παραιτηθεί από τον στρατό, αλλά κατά
καιρούς να κόψει κάθε επαφή με κάποια φίλη του ή όταν αρνιόταν να
ξοδέψει χρήματα που δε διέθετε, καταστάσεις δηλαδή που η Σάρλοτ
θεωρούσε πως αποδείκνυαν ότι δεν την αγαπούσε– η Σάρλοτ σηκωνόταν
κι έφευγε, και μόνον όταν επέστρεφε, οπότε στο μεταξύ ο Στράικ δεν
αποκλείεται να είχε γνωρίσει ή να είχε πλαγιάσει με κάποια άλλη,
κάθονταν να συζητήσουν τον καβγά. Οι τσακωμοί τους συχνά κρατούσαν
μία εβδομάδα ή και περισσότερο. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, η
άδεια του Στράικ είχε λήξει κι εκείνος είχε επιστρέψει στη μονάδα του,
στο εξωτερικό, χωρίς να έχει διευθετηθεί το παραμικρό.
Κι όμως, καθώς έτρωγε ένα σάντουιτς με μπέικον, που τόσο πολύ είχε
ανάγκη, έπινε καφέ και κατέβαζε δυο παυσίπονα, αφού τηλεφώνησε στον
Τεντ κι έμαθε πως η Τζόαν το πάλευε ακόμη και αφού τον διαβεβαίωσε
πως μαζί με τη Λούσι θα βρίσκονταν εκεί την επόμενη μέρα, όση ώρα
άνοιγε κάτι φακέλους που είχαν έρθει με το ταχυδρομείο κι έσκιζε μια
μεγάλη πρόσκληση με επίχρυση μπορντούρα για το πάρτι των πενήντα
χρόνων των Deadbeats, τον Μάιο, όση ώρα ήταν έξω, στον ασταμάτητο
αέρα και στη βροχή, για να αγοράσει τρόφιμα, συγκεντρώνοντας
προμήθειες για ένα ταξίδι που υπήρχε περίπτωση να διαρκέσει πολλές
ώρες, όσο ετοίμαζε τα πράγματά του για το ταξίδι, μίλησε με τη Λούσι
και τσέκαρε τι καιρό θα έκανε την επόμενη ημέρα, οι σκέψεις του
επέμεναν να επιστρέφουν στη Ρόμπιν.
Σταδιακά, συνειδητοποίησε πως αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο
ήταν το γεγονός πως είχε συνηθίσει να έχει τη Ρόμπιν στο πλευρό του, κι
αυτός ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που είχε την τάση να αναζητά
λόγους να της τηλεφωνήσει, όταν αισθανόταν χαμένος ή πεσμένος. Με
τον καιρό οι δυο τους είχαν αναπτύξει μια άκρως παρηγορητική και
ευχάριστη συντροφικότητα, κι ο Στράικ δεν είχε φανταστεί πως η σχέση
αυτή θα μπορούσε να τραυματιστεί από κάτι που ο ίδιος θεωρούσε μιαν
ασήμαντη λογομαχία σε ένα πάρτι.
Όταν χτύπησε το κινητό του στις τέσσερις το απόγευμα, ο Στράικ
αιφνιδιάστηκε που το βούτηξε με τη μία, με την ελπίδα πως θα ήταν η
συνεταίρος του, για να βρεθεί αντιμέτωπος με έναν ακόμη άγνωστο
αριθμό. Κι ενώ αναρωτιόταν αν επρόκειτο να ακούσει και πάλι τη φωνή
του Ρόκεμπι ή κάποιου άλλου παντελώς άγνωστου συγγενή του,
απάντησε.
«Στράικ».
«Ορίστε;» είπε μια κοφτή, μεσήλικη, γυναικεία φωνή.
«Κόρμοραν Στράικ εδώ. Ποιος είναι;»
«Κλερ Σπένσερ, η κοινωνική λειτουργός των Άθορν. Μου αφήσατε
μήνυμα να σας τηλεφωνήσω».
«Α, ναι», είπε ο Στράικ που έπιασε μια καρέκλα στην κουζίνα και
κάθισε. «Σας ευχαριστώ πολύ που τηλεφωνήσατε, κυρία… ε… δεσποινίς
Σπένσερ».
«Κυρία», είπε εκείνη, κι ο ντετέκτιβ διέκρινε μια ελαφρά θυμηδία στη
φωνή της. «Μου επιτρέπετε να ρωτήσω… είστε ο γνωστός Κόρμοραν
Στράικ;»
«Αμφιβάλλω αν υπάρχουν πολλοί άλλοι με αυτό το όνομα», είπε ο
Στράικ.
Έκανε να πιάσει τα τσιγάρα του, όμως αμέσως τα έσπρωξε πέρα.
Έπρεπε οπωσδήποτε να περιορίσει κάπως το κάπνισμα.
«Μάλιστα», είπε η Κλερ Σπένσερ. «Οφείλω να ομολογήσω πως
εξεπλάγην κάπως, όταν έλαβα το μήνυμά σας. Από πού ξέρετε τους
Άθορν;»
«Το όνομά τους προέκυψε», είπε ο Στράικ, ενώ σκεφτόταν πόσο
ανακριβής ήταν η περιγραφή αυτή, «στην πορεία μιας υπόθεσης που
ερευνώ».
«Εσείς ήσαστε ο άντρας που κατέβηκε στο κατάστημα του ισογείου και
απείλησε τον ιδιοκτήτη;»
«Δεν τον απείλησα», είπε ο Στράικ. «Όμως η στάση του ήταν κάπως
εριστική, οπότε του επισήμανα πως οι Άθορν έχουν φίλους, οι οποίοι δεν
αποκλείεται να θίγονταν, σε περίπτωση που εκείνος τους παρενοχλούσε».
«Χα», έκανε η Κλερ, που ακούστηκε θερμότερη. «Είναι απαίσιος
άνθρωπος ο συγκεκριμένος. Έχει χρόνια που προσπαθεί να τους διώξει
από το διαμέρισμα. Θέλει να αγοράσει ολόκληρο το κτίριο. Αφαίρεσε
ολόκληρο τοίχο που στήριζε την οροφή, κι ύστερα προσπάθησε να
κατηγορήσει την Ντέμπορα και τον Σάμουιν όταν το ταβάνι του κρέμασε.
Τους έχει προκαλέσει πάρα πολύ στρες».
«Το διαμέρισμα είχε…» ο Στράικ παραλίγο να πει «ξεβρομιστεί», όμως
προσπάθησε να βρει ευγενικότερο τρόπο να το θέσει, «…καθαριστεί
διεξοδικά, πρόσφατα, σωστά;»
«Ναι. Δεν αρνούμαι πως η κατάσταση ήταν αρκετά στενάχωρη, όμως
πλέον το συγκεκριμένο θέμα τακτοποιήθηκε, κι όσο για τον ισχυρισμό
πως οι δυο τους προκάλεσαν φθορές στο κτίριο, φέραμε ειδικό που έλεγξε
ολόκληρη την οικοδομή και συμφώνησε πως δεν υπάρχει κανένα θέμα.
Είναι φοβερά καιροσκόπος ο γείτονας. Τέλος πάντων, ήταν καλό αυτό που
κάνατε και τον προειδοποιήσατε να συμμαζευτεί. Νομίζει πως επειδή οι
Άθορν δεν έχουν πολλούς συγγενείς, ότι μπορεί να τους τραμπουκίζει
ατιμωρητί. Αλήθεια, ποια υπόθεση ερευνάτε;»
Εν συντομία, ο Στράικ της περιέγραψε το τι συνέβη με τη Μάργκοτ
Μπάμπορο, την εξαφάνισή της το 1974 και την πληροφορία που τον
οδήγησε στο κατώφλι των Άθορν.
«…οπότε», κατέληξε, «ήθελα να μιλήσω με κάποιον που θα μπορούσε
να μου πει πόση βάση μπορώ να δώσω στα όσα μου ανέφεραν οι δυο
τους».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση.
«Μάλιστα», είπε η Κλερ, που ακούστηκε κάπως πιο επιφυλακτική αυτή
τη φορά. «Κοιτάξτε, δυστυχώς δεσμεύομαι από το ζήτημα της
εμπιστευτικότητας, ως κοινωνική λειτουργός τους…»
«Θα μπορούσα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις; Κι αν δεν μπορείτε να
απαντήσετε, προφανώς θα το σεβαστώ».
«Εντάξει», είπε η γυναίκα. Ο Στράικ είχε την αίσθηση πως οι ενέργειές
του σε σχέση με τον προβληματικό σιδηροπώλη είχαν κάνει την
κοινωνική λειτουργό να τον βλέπει θετικά.
«Προφανώς, είναι ικανοί να ζουν μόνοι τους», είπε ο Στράικ.
«Με την απαραίτητη υποστήριξη, ναι», συμφώνησε η Κλερ. «Τα έχουν
πάει πολύ καλά, μάλιστα. Τους συνδέει ένας ισχυρός, αμοιβαίος δεσμός.
Αυτός είναι που κατά πάσα πιθανότητα απέτρεψε τη μεταφορά τους σε
κάποιο ίδρυμα».
«Και τι ακριβώς…;» είπε ο Στράικ, προσπαθώντας να αποφασίσει πώς
θα μπορούσε να διατυπώσει την ερώτησή του διακριτικά. Η Κλερ τον
έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
«Σύνδρομο FRAXA», εξήγησε. «Η Ντέμπορα είναι σχετικά ικανή να
εκτελεί υψηλές λειτουργίες, παρότι αντιμετωπίζει ορισμένες κοινωνικές
δυσκολίες, όμως μπορεί να διαβάζει και ούτω καθεξής. Ο Σάμουιν τα
καταφέρνει καλύτερα σε κοινωνικό επίπεδο, όμως η νοητική του
υστέρηση είναι εντονότερη απ’ ό,τι της μητέρας του».
«Και ο πατέρας, ο Γκουίλερμ…»
Η Κλερ γέλασε.
«Ανέλαβα κοινωνική λειτουργός τους πριν από δυο-τρία χρόνια. Δεν
πρόλαβα τον Γκουίλερμ».
«Δεν μπορείτε να μου πείτε πόσο εχέφρων ήταν;»
Ακολούθησε μια κάπως πιο παρατεταμένη παύση.
«Κοιτάξτε», είπε, «νομίζω πως… απ’ ό,τι φαίνεται, αποτελούσε κοινό
μυστικό πως ήταν ιδιαίτερα παράξενος άνθρωπος. Μου έχουν μιλήσει
σχετικά διάφορα μέλη της οικογένειας. Πρέπει να νόμιζε πως μπορούσε
να καταριέται τους ανθρώπους. Ξέρετε, μαύρη μαγεία και τα σχετικά».
«Η Ντέμπορα μου ανέφερε κάτι το οποίο βρήκα… ελαφρώς
ανησυχητικό. Είχε να κάνει με έναν γιατρό, τον δρα Μπρένερ, ο οποίος
ήταν συνεταίρος στην κλινική όπου εργαζόταν η δρ Μπάμπορο, στην οδό
Σεντ Τζονς. Ενδεχομένως να αναφερόταν σε κάποια ιατρική εξέταση,
όμως…»
Του φάνηκε πως η Κλερ κάτι είπε.
«Συγγνώμη;»
«Όχι, τίποτε. Τι ακριβώς σας είπε;»
«Κοιτάξτε», είπε ο Στράικ, «ανέφερε πως έπρεπε να κατεβάσει το
εσώρουχό της, κι η ίδια δεν ήθελε, όμως ο Γκουίλερμ της είπε πως έπρεπε
να το κάνει. Υπέθεσα…»
«Αυτό της το ζήτησε κάποιος γιατρός;»
«Ναι», είπε ο Στράικ.
Ακολούθησε μία ακόμη μεγαλύτερη, παύση.
«Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να σας πω», είπε τελικά η Κλερ. «Δεν
αποκλείεται να επρόκειτο για κάποια ιατρική εξέταση, όμως… να,
περνούσαν πολλοί άντρες από εκείνο το διαμέρισμα».
Ο Στράικ δεν έκανε κάποιο σχόλιο, ενώ αναρωτιόταν αν η κοινωνική
λειτουργός τού έλεγε πράγματι αυτό που υποψιαζόταν ότι του έλεγε.
«Ο Γκουίλερμ από κάπου έπρεπε να βρίσκει χρήματα για ποτό και
ναρκωτικά», είπε η Κλερ. «Από τα όσα έχει αποκαλύψει η Ντέμπορα
στους κοινωνικούς λειτουργούς που ασχολήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια,
θεωρούμε πως ο σύζυγος… τέλος πάντων, για να το πούμε απλά,
θεωρούμε πως την εξέδιδε».
«Χριστέ μου», μουρμούρισε ο Στράικ αηδιασμένος.
«Σας καταλαβαίνω», είπε η Κλερ. «Από τα σκόρπια πράγματα που έχει
πει κατά καιρούς η Ντέμπορα, εκτιμάμε ότι ο Γκουίλερμ έπαιρνε τον
Σάμουιν και τον έβγαζε έξω, κάθε φορά που εκείνη ήταν με πελάτη. Είναι
πράγματι φρικτό. Μιλάμε για ένα εξαιρετικά ευάλωτο άτομο. Τελικά, δεν
μπορώ να πω ότι λυπάμαι που ο Γκουίλερμ πέθανε νέος. Όμως, σας
παρακαλώ… μην πείτε κάτι στους συγγενείς της Ντέμπορα, αν τύχει να
τους μιλήσετε. Δεν έχω ιδέα τι και πόσα ξέρουν, όμως η Ντέμπορα είναι
ευτυχισμένη και ήρεμη τώρα πια. Δεν υπάρχει λόγος να αναστατώσουμε
την κατάσταση».
«Όχι, εννοείται αυτό», είπε ο Στράικ, οπότε θυμήθηκε τα λόγια του
Σάμουιν: ο Τζο Μπρένερ ήταν ένας παλιόγερος.
«Πόσο αξιόπιστη θα λέγατε πως είναι η μνήμη του Σάμουιν;»
«Γιατί; Τι σας είπε;»
«Ορισμένα πράγματα που άκουσε από κάποιον θείο του, τον Τούντορ».
«Κοιτάξτε, οι άνθρωποι που πάσχουν από το συγκεκριμένο σύνδρομο,
συνήθως έχουν αρκετά καλή μακροπρόθεσμη μνήμη», σχολίασε η Κλερ
επιφυλακτικά. «Θα έλεγα πως θα τον θεωρούσα περισσότερο αξιόπιστο
στα όσα θυμάται από τον θείο του παρά απ’ ό,τι σε πολλά άλλα θέματα».
«Απ’ ό,τι φαίνεται, ο θείος Τούντορ είχε μια θεωρία, σχετικά με το τι
συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο. Σε αυτήν εμπλέκονται κάποια άτομα,
τα οποία περιγράφονται ως “ο Νίκο και τα αγόρια του”».
«Α», έκανε η Κλερ, «ναι. Ξέρετε ποιος είναι αυτός;»
«Πείτε μου».
«Παλιότερα στο Κλέρκενγουελ ζούσε ένας γκάνγκστερ», είπε η Κλερ,
«ονόματι Νικολό Ρίτσι. Στον Σάμουιν αρέσει να αναφέρεται στον “Νίκο
και στα αγόρια του”. Σαν να είναι κάποιου είδους λαϊκοί ήρωες, ας
πούμε».
Μίλησαν για μερικά ακόμη λεπτά, όμως η Κλερ δεν είχε κάτι άλλο
ενδιαφέρον να προσθέσει.
«Λοιπόν, σας ευχαριστώ και πάλι θερμά για το τηλεφώνημα», είπε ο
Στράικ. «Βλέπω πως οι κοινωνικοί λειτουργοί εργάζονται και τα
Σάββατα, όπως οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ».
«Οι άνθρωποι δεν παύουν να χρειάζονται βοήθεια τα Σάββατα»,
σχολίασε ξερά εκείνη. «Σας εύχομαι καλή τύχη. Ελπίζω να ανακαλύψετε
τι απέγινε εκείνη η άμοιρη γιατρός».
Ο Στράικ όμως κατάλαβε από τον τόνο της φωνής της, όσο φιλικός κι
αν ήταν, πως η Κλερ θεωρούσε εξαιρετικά απίθανο ένα τέτοιο
ενδεχόμενο.
Εν τω μεταξύ, ο πονοκέφαλος του Στράικ είχε μετατραπεί σε μια
υποβόσκουσα πίεση, η οποία επιδεινωνόταν έτσι και έσκυβε ή σηκωνόταν
υπερβολικά γρήγορα. Επέστρεψε στις μεθοδικές προετοιμασίες του για
την αναχώρηση την επόμενη ημέρα με προορισμό την Κορνουάλη,
αδειάζοντας το ψυγείο του από ευπαθή τρόφιμα κι ετοιμάζοντας
σάντουιτς για το ταξίδι· άκουσε τις ειδήσεις, απ’ όπου πληροφορήθηκε
πως τρία άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους εκείνη την ημέρα εξαιτίας της
συνεχιζόμενης κακοκαιρίας· ετοίμασε το νεσεσέρ του· βεβαιώθηκε πως
δεν είχε εκκρεμή email και ετοίμασε ένα αυτοματοποιημένο μήνυμα
απουσίας, με το οποίο οι ενδεχόμενοι πελάτες ενημερώνονταν να
απευθυνθούν στην Πατ, και τσέκαρε το πρόγραμμα με τις βάρδιες, για να
βεβαιωθεί πως είχε προσαρμοστεί ώστε να καλυφτεί η απουσία του.
Παράλληλα, είχε διαρκώς τον νου του στο κινητό του, σε περίπτωση που
ερχόταν κάποιο μήνυμα από τη Ρόμπιν, όμως δεν προέκυψε το
παραμικρό.
Τελικά, στις οκτώ το βράδυ, εκεί που ολοκλήρωνε το μαγείρεμα ενός
περιποιημένου γεύματος, το οποίο θεωρούσε πως δικαιούνταν, δεδομένου
του πονοκεφάλου του και της σκληρής δουλειάς που είχε προηγηθεί όλη
μέρα, το κινητό του βούιξε, επιτέλους. Από την άλλη άκρη του τραπεζιού
είδε πως είχε λάβει τρία διαδοχικά, μακροσκελή μηνύματα. Καθώς ήξερε
πως ο Στράικ έφευγε την επόμενη ημέρα, χωρίς να υπάρχει σαφής
ημερομηνία επιστροφής, η Ρόμπιν φαίνεται πως είχε κάνει το πρώτο βήμα
για τη διαδικασία της συμφιλίωσης, έτσι όπως συνήθιζαν να κάνουν οι
γυναίκες, με ένα κατεβατό όπου ανέλυε όλα τα προηγούμενα παράπονά
της. Ο Στράικ άνοιξε το πρώτο μήνυμα με διάθεση μεγάθυμη, έτοιμος να
αποδεχτεί σχεδόν τον οποιοδήποτε όρο προκειμένου να επέλθει η ειρήνη,
και μόνο τότε συνειδητοποίησε πως ο αποστολέας ήταν ένας άγνωστος
αριθμός.
Νόμιζα πως σήμερα ήταν του Αγίου Βαλεντίνου, όμως μόλις
συνειδητοποίησα πως έχουμε 15. Με έχουν πλακώσει στα
φάρμακα εδώ πέρα σε σημείο που δυσκολεύομαι να θυμηθώ το
όνομά μου. Πάλι σε κλινική είμαι. Δε σου γράφω από το κινητό μου.
Είναι και μια άλλη γυναίκα εδώ που την αφήνουν να έχει κινητό και
μου το δάνεισε. Το δικό σου είναι το μοναδικό τηλέφωνο που ξέρω
απέξω. Γιατί δεν το άλλαξες ποτέ; Εξαιτίας μου ή με παρασέρνει η
ματαιοδοξία μου; Είμαι τόσο τίγκα στα φάρμακα, που δεν
αισθάνομαι το παραμικρό, όμως ξέρω πως σε αγαπώ. Αναρωτιέμαι
πόσα φάρμακα θα έπρεπε να μου δώσουν μέχρι να σβήσει κι αυτό.
Αρκετά ώστε να με σκοτώσουν φαντάζομαι.
Το επόμενο μήνυμα, από τον ίδιο αριθμό, έγραφε:
Πώς πέρασες τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου; Έκανες σεξ; Ένας
λόγος που κατέληξα εδώ είναι επειδή δε θέλω να κάνω σεξ. Δεν τον
αντέχω να με αγγίζει και να ξέρω πως θέλει κι άλλα παιδιά.
Προτιμώ να πεθάνω παρά να κάνω κι άλλα. Βασικά, προτιμώ να
πεθάνω παρά να κάνω τα περισσότερα πράγματα. Όμως αυτό το
ήξερες ήδη για μένα. Άραγε, θα σε ξαναδώ κάποτε; Θα μπορούσες
να έρθεις εδώ να με δεις. Σήμερα σε φαντάστηκα να μπαίνεις στο
δωμάτιο, όπως τότε με το πόδι σου. Σε φαντάστηκα να τους λες να
με αφήσουν να φύγω γιατί με αγαπούσες και θα με φρόντιζες.
Έβαλα τα κλάματα και
Το τρίτο μήνυμα, συνέχιζε ως εξής:
ο ψυχίατρος χάρηκε που με είδε να κλαίω γιατί τους αρέσει το
συναίσθημα. Δεν ξέρω την πλήρη διεύθυνση, όμως το μέρος
ονομάζεται Κλινική Σίμοντς. Σε αγαπώ, μη με ξεχάσεις ό,τι και να
μου συμβεί. Σε αγαπώ.
Το τέταρτο και τελευταίο μήνυμα ανέφερε:
Η Σάρλοτ είμαι σε περίπτωση που δεν είναι προφανές.
Ο Στράικ διάβασε ολόκληρη τη σειρά των μηνυμάτων δύο φορές.
Ύστερα έκλεισε τα μάτια του και, όπως εκατομμύρια συνάνθρωποί του,
αναρωτήθηκε για ποιο λόγο τα προβλήματα δεν παρουσιάζονταν ποτέ
μόνα τους, αλλά ξεσπούσαν κατά κύματα, έτσι που έχανες όλο και
χειρότερα την ισορροπία σου με κάθε διαδοχικό χτύπημα.
43
Και συ, καλή μου Κυρά, φίλτατη Αρχόντισσα,
μαλάκωσε την ένταση της οργίλης βούλησής σου,
που η φλόγα της κάλλιο θα ήταν άλλες φλόγες να στόχευε·
και σβήνοντας τη θύμηση κάθε κακιάς κουβέντας,
δώσε του την ευχή σου…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Προς ανακούφιση της Ρόμπιν, οι τρεις φιλοξενούμενοί της σηκώθηκαν


νωρίς το επόμενο πρωί, καθώς ήθελαν να περάσουν μια ολόκληρη ημέρα
στο Λονδίνο. Και οι τρεις τους ήταν υποτονικοί, στον απόηχο του
Εφιαλτικού Δείπνου, όπως το αποκαλούσε νοερά η Ρόμπιν. Έτρεμε το
ενδεχόμενο μιας δακρύβρεχτης παράκλησης για συγγνώμη εκ μέρους της
Κόρτνι, η οποία έδειχνε ιδιαίτερα πεσμένη, οπότε η Ρόμπιν καμώθηκε μια
ευδιαθεσία και ζωηράδα που σε καμία περίπτωση δεν αισθανόταν
πραγματικά, κάνοντάς τους διάφορες προτάσεις για οικονομικά μέρη
όπου θα μπορούσαν να φάνε και ενδιαφέροντα αξιοθέατα, προτού στείλει
τους φοιτητές στο καλό. Επειδή η Ρόμπιν ήταν προγραμματισμένο να
αναλάβει την παρακολούθηση του σπιτιού της Έλινορ Ντιν στη διάρκεια
της νύχτας, είχε δώσει στον Τζόναθαν κλειδί για το σπίτι και δε
στεναχωριόταν που κατά πάσα πιθανότητα θα βρισκόταν ακόμη στο
Στόουκ Νιούινγκτον όταν θα αναχωρούσαν οι φοιτητές για να
επιστρέψουν στο Μάντσεστερ, καθώς σχεδίαζαν να πάρουν κάποιο τρένο
αργά το πρωί της Κυριακής.
Μια και δεν είχε διάθεση να μείνει μόνη με τον Μαξ, σε περίπτωση που
εκείνος ήθελε μιαν ανατομία της χθεσινής βραδιάς, η Ρόμπιν πρόθυμα
επέλεξε να κλειστεί στο υπνοδωμάτιό της όλη μέρα, όπου συνέχισε να
εργάζεται από τον φορητό της υπολογιστή, επιχειρώντας να αποκρούσει
τα κύματα οργής απέναντι στον Στράικ που κάθε τόσο θέριευαν, ενώ
παράλληλα αντιστεκόταν στα δάκρυα που διαρκώς απειλούσαν να την
κατακλύσουν. Όμως παρότι προσπάθησε πολύ να εστιάσει την προσοχή
της στην εξακρίβωση του ποιος διέμενε στο Τζερούζαλεμ Πάσατζ, όταν
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, οι σκέψεις της επέμεναν να επιστρέφουν στον
συνεταίρο της.
Δεν της έκανε εντύπωση που δεν είχε νέα του, όμως δεν υπήρχε καμία
απολύτως περίπτωση να κάνει εκείνη το πρώτο βήμα. Δεν μπορούσε, αν
ήθελε να είναι εντάξει απέναντι στον εαυτό της, να πάρει πίσω ούτε μία
λέξη απ’ όσα είχε πει, αφότου τον είδε να κάνει εμετό στον δρόμο, καθώς
είχε βαρεθεί να θεωρείται δεδομένη με τρόπους που ο Στράικ δε
συνειδητοποιούσε καν.
Όμως καθώς το απόγευμα προχωρούσε και η βροχή συνέχιζε να πέφτει
έξω από το παράθυρό της και παρότι δεν είχε πλησιάσει ούτε κατά
διάνοια τις ποσότητες αλκοόλ που είχε καταναλώσει ο Στράικ, την έπιασε
πονοκέφαλος. Η απογοήτευση και η οργή την πλάκωναν κάθε φορά που η
Ρόμπιν θυμόταν το χθεσινοβραδινό δείπνο και όλα εκείνα τα πράγματα
που είχε πει στον Στράικ, έξαλλη, στον δρόμο. Ευχήθηκε να μπορούσε να
κλάψει, όμως εκείνο το σφίξιμο που αισθανόταν στο στήθος την
εμπόδιζε. Εν τω μεταξύ, ο θυμός της φούντωνε και πάλι, κάθε φορά που
θυμόταν τον μεθυσμένο Στράικ να επιτίθεται φραστικά στους
φιλοξενούμενούς της, όμως κάποια στιγμή άρχισε να αναλογίζεται τα
επιχειρήματα της Κόρτνι και του Κάιλ. Ήταν βέβαιη πως κανείς από τους
δύο φοιτητές δεν είχε έρθει ούτε καν ξυστά σε επαφή με όλη εκείνη την
ασχήμια που είχε βιώσει η Ρόμπιν, όχι μονάχα κάτω από εκείνη τη
σκοτεινή σκάλα στη φοιτητική της εστία, αλλά και στη διάρκεια της
συνεργασίας της με τον Στράικ: κακοποιημένες γυναίκες, βιασμένες
κοπέλες, θάνατος. Οι φοιτητές δεν ήθελαν να ακούσουν τις ιστορίες του
Στράικ, γιατί ήταν πολύ πιο εύπεπτο να πιστεύουν πως η γλώσσα από
μόνη της ήταν ικανή να αλλάξει τον κόσμο. Όμως καμία από τις
παραπάνω διαπιστώσεις δεν την έκανε να αισθάνεται μεγαλύτερη
συμπάθεια απέναντι στον συνεταίρο της: αντίθετα, αγανακτούσε ακριβώς
επειδή συμφωνούσε μαζί του. Ο Στράικ γύρευε κάποιον ή κάτι για να
ξεσπάσει, κι ήταν η Ρόμπιν εκείνη που πλήρωσε το τίμημα.
Η Ρόμπιν πίεσε τον εαυτό της να συνεχίσει να εργάζεται, καθώς η
εργασία ήταν το ένα και μοναδικό σταθερό σημείο αναφοράς, η σωτηρία
της. Μέχρι να πάει η ώρα οκτώ το βράδυ, η Ρόμπιν ήταν σίγουρη, όσο
επέτρεπε κάτι τέτοιο η διεξοδική ανάγνωση των αρχείων που ήταν
διαθέσιμα στο διαδίκτυο, πως κανείς από τους νυν κατοίκους του
Τζερούζαλεμ Πάσατζ δεν έμενε εκεί εδώ και σαράντα χρόνια. Στο
μεταξύ, πεινούσε τόσο ώστε πραγματικά έπρεπε να φάει κάτι, πράγμα
που φοβόταν πως σήμαινε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Μαξ και,
κατά προέκταση, να συζητήσει για τον Στράικ.
Πράγματι, φτάνοντας στο καθιστικό, βρήκε τον Μαξ να κάθεται και να
βλέπει τηλεόραση, έχοντας τον Βόλφγκανγκ στην αγκαλιά του. Εκείνος
έκλεισε τον ήχο των ειδήσεων με το που την είδε, οπότε η Ρόμπιν ένιωσε
την καρδιά της να σφίγγεται.
«Καλησπέρα».
«Γεια», είπε η Ρόμπιν. «Έλεγα να ετοιμάσω κάτι να τσιμπήσω. Μήπως
θέλεις κι εσύ;»
«Έχει περισσέψει λίγο μαγειρευτό, αν το θέλεις».
«Δηλαδή δεν το έφαγε όλο ο Στράικ;»
Αποφάσισε να τον αναφέρει πρώτη, με το σκεπτικό να ξεμπερδεύει μια
ώρα αρχύτερα. Καταλάβαινε πως ο Μαξ είχε κάποια πράγματα που ήθελε
να πει.
«Όχι», είπε ο Μαξ. Ανασήκωσε τον νυσταγμένο Βόλφγκανγκ και τον
ακούμπησε στον καναπέ, δίπλα του, κι ύστερα πήγε στην κουζίνα. «Θα
σου το ζεστάνω».
«Δε χρειάζεται, μπορώ να…»
Ο Μαξ όμως έκανε αυτό που είπε και αφού η Ρόμπιν κάθισε στο τραπέζι
με το φαγητό της κι ένα ποτό, πήρε κι εκείνος θέση εκεί, με μια μπίρα. Η
κίνηση αυτή ήταν άκρως ασυνήθιστη, οπότε η Ρόμπιν αισθάνθηκε μια
ξαφνική νευρικότητα. Μήπως ο Μαξ επιχειρούσε να την καλοπιάσει,
προκειμένου να της ανακοινώσει κάτι δυσάρεστο; Άραγε είχε
αποφασίσει, τελικά, να πουλήσει το σπίτι;
«Δεν έτυχε να σου περιγράψω κάποια στιγμή πώς κατέληξα να μένω σε
ένα τόσο ωραίο διαμέρισμα, σωστά;» είπε.
«Όχι», απάντησε η Ρόμπιν επιφυλακτικά.
«Εισέπραξα ένα μεγάλο ποσό, πριν από πέντε χρόνια. Ιατρική αμέλεια».
«Ω», έκανε η Ρόμπιν.
Ακολούθησε μια παύση. Ο Μαξ χαμογέλασε.
«Οι άνθρωποι συνήθως λένε: “Σκατά, τι στράβωσε;” Εσύ όμως ποτέ δεν
το σκαλίζεις περισσότερο, έτσι δεν είναι; Το έχω παρατηρήσει αυτό. Δεν
κάνεις πολλές ερωτήσεις».
«Δεν ξέρω, ίσως χορταίνω από ερωτήσεις στη δουλειά», είπε η Ρόμπιν.
Όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος που δεν είχε ρωτήσει τον Μαξ για τα
οικονομικά του και σίγουρα δεν ήταν ο λόγος που δε ρωτούσε τώρα τι
είχε πάει στραβά με το σώμα ή τη θεραπεία του. Η Ρόμπιν είχε πάρα
πολλά πράγματα στο δικό της παρελθόν που δεν ήθελε να σκαλίζουν οι
άλλοι, ώστε να θέλει με τη σειρά της να προκαλέσει δυσφορία στους
γύρω της.
«Πριν από επτά χρόνια είχα κάποιο θέμα με την καρδιά», είπε ο Μαξ,
ενώ παρατηρούσε την ετικέτα της μπίρας του. «Αρρυθμίες. Πήρα
παραπεμπτικό για έναν ειδικό καρδιολόγο και εκείνος έκρινε πως έπρεπε
να με εγχειρήσει. Με άνοιξε και αφαίρεσε τον καρωτιδικό κόλπο.
Πιθανότατα δεν ξέρεις τι είναι αυτό», είπε ρίχνοντας μια ματιά στη
Ρόμπιν, κι εκείνη έγνεψε αρνητικά. «Ούτε κι εγώ ήξερα, μέχρι που τα
έκαναν σαν τα μούτρα τους με τον δικό μου. Βασικά, διέλυσαν την
ικανότητα της καρδιάς μου να χτυπά από μόνη της. Τελικά, χρειάστηκε να
μου τοποθετήσουν βηματοδότη».
«Αχ, όχι», είπε η Ρόμπιν, κι όπως κοκάλωσε το χέρι της, έμεινε ένα
κομμάτι κρέας να αιωρείται μπροστά στο στόμα της.
«Και το καλύτερο στην όλη ιστορία», είπε ο Μαξ, «ήταν πως τίποτε απ’
όλα αυτά δεν ήταν αναπόφευκτο. Δεν υπήρχε κανένα θέμα με τον
κολποκοιλιακό κόμβο μου. Αποδείχτηκε πως δεν έπασχα από κολπική
ταχυαρρυθμία. Το τρακ μού προκαλούσε τις αρρυθμίες».
«Μαξ… λυπάμαι ειλικρινά».
«Ναι, δεν ήταν μια καλή περίοδος αυτή», είπε ο Μαξ πίνοντας μια
γουλιά από την μπίρα του. «Δύο περιττές εγχειρήσεις ανοιχτής καρδιάς,
ατελείωτες επιπλοκές. Έχασα δουλειές, έμεινα άνεργος επί τέσσερα
χρόνια κι εξακολουθώ να παίρνω αντικαταθλιπτικά. Ο Μάθιου επέμενε
πως έπρεπε να κυνηγήσω νομικά τους γιατρούς. Το πιθανότερο είναι πως
δε θα το είχα κάνει, αν δεν είχε επιμείνει εκείνος τόσο πολύ. Ένα σωρό
χρήματα στους δικηγόρους. Απερίγραπτο στρες. Στο τέλος όμως
δικαιώθηκα, μου επιδικάστηκε μια σημαντική αποζημίωση κι ο Μάθιου
με έπεισε να την επενδύσω ολόκληρη σε ένα αξιοπρεπές ακίνητο. Είναι
δικηγόρος, βγάζει πολλά χρήματα. Τέλος πάντων, αγοράσαμε αυτό το
σπίτι».
Ο Μαξ παραμέρισε τα πυκνά ξανθά μαλλιά του που είχαν πέσει στο
πρόσωπό του και έριξε μια ματιά στον Βόλφγκανγκ, που είχε πλησιάσει
σιγά σιγά στο τραπέζι, ώστε να απολαύσει για μία ακόμη φορά την
ευωδιά του μαγειρευτού.
«Μία εβδομάδα μετά τη μετακόμιση, με κάθισε κάτω και μου
ανακοίνωσε πως έφευγε. Το μελάνι δεν είχε στεγνώσει ακόμη στα χαρτιά
της υποθήκης. Είπε πως είχε δυσκολευτεί πολύ να πάρει την απόφαση,
γιατί αισθανόταν πως έπρεπε να μου σταθεί, με όλα αυτά που είχα
περάσει, όμως δεν μπορούσε πλέον να παλεύει με τα συναισθήματά του.
Μου είπε», συνέχισε ο Μαξ, με ένα άψυχο χαμόγελο, «πως είχε
συνειδητοποιήσει ότι ο οίκτος δεν ήταν αγάπη. Ήθελε να κρατήσω εγώ το
διαμέρισμα, δεν ήθελε να εξαγοράσω το μερίδιό του –λες και θα
μπορούσα να το είχα κάνει–, οπότε μου το παραχώρησε δωρεάν. Αυτό,
προφανώς, το έκανε για να μετριάσει τις τύψεις του. Έτσι σηκώθηκε κι
έφυγε, να ζήσει με τον Τιάγκο. Είναι Βραζιλιάνος ο καινούργιος.
Ιδιοκτήτης εστιατορίου».
«Αυτό», είπε σιγανά η Ρόμπιν, «ακούγεται φρικτό».
«Ναι, ήταν… Πραγματικά, πρέπει κάποια στιγμή να πάψω να κοιτάζω
τι αναρτούν στους λογαριασμούς τους στο Instagram». Ο Μαξ
αναστέναξε βαριά και έτριψε αφηρημένα το πουκάμισο πάνω από τις
ουλές στο στήθος του. «Προφανώς, σκέφτηκα να πουλήσω, να
ξεμπερδεύω, όμως μετά βίας είχαμε ζήσει μαζί εδώ, οπότε δεν ήταν να
πεις πως κουβαλούσε το σπίτι αμέτρητες αναμνήσεις. Δεν είχα το
κουράγιο να βγω ξανά στην αγορά για άλλο σπίτι και μετά ξανά να
μετακομίσω, οπότε έμεινα εδώ, παλεύοντας να καλύψω τη δόση της
υποθήκης κάθε μήνα».
Η Ρόμπιν είχε την υποψία πως ήξερε γιατί της τα έλεγε όλα αυτά ο
Μαξ, κι η υποψία της επιβεβαιώθηκε, όταν την κοίταξε ίσια στα μάτια και
είπε:
«Τέλος πάντων, ήθελα απλώς να πω ότι λυπάμαι γι’ αυτό που σου
συνέβη. Δεν είχα ιδέα. Η Ίλσα το μόνο που μου είχε πει ήταν πως σε είχαν
ληστέψει με την απειλή όπλου…»
«Α, ναι, ο βιασμός ήταν άλλη φορά», είπε η Ρόμπιν, αφήνοντας
εμφανώς κατάπληκτο τον Μαξ, κι ύστερα άρχισε να γελάει. Το δίχως
άλλο η αντίδραση οφειλόταν στην κούρασή της, όμως ήταν μια
ανακούφιση το ότι ανακάλυπτε μια πηγή μαύρου χιούμορ σε όλο εκείνο
το ατελείωτο κατεβατό από απαίσια πράγματα που έκαναν οι άνθρωποι
στους συνανθρώπους τους, αν και στην πραγματικότητα δεν υπήρχε
τίποτε το αστείο: η σακατεμένη καρδιά του, η μάσκα του γορίλα στους
εφιάλτες της. «Όχι, ο βιασμός ήταν πριν από δέκα χρόνια. Αυτός ήταν κι
ο λόγος που παράτησα το πανεπιστήμιο».
«Σκατά», είπε ο Μαξ.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν και, στρογγυλεύοντας κάπως την τοποθέτηση του
Μαξ, συνέχισε, «δεν ήταν ό,τι καλύτερο».
«Και η επίθεση με το μαχαίρι πότε ήταν;» ρώτησε ο Μαξ, εστιάζοντας
το βλέμμα της στον πήχη της Ρόμπιν, οπότε εκείνη γέλασε και πάλι.
Πραγματικά, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;
«Αυτό έχει γύρω στα δύο χρόνια».
«Εργαζόσουν για λογαριασμό του Στράικ;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, κι αυτή τη φορά σταμάτησε να γελάει. «Κοίτα,
σχετικά με ό,τι έγινε χτες…»
«Τα πέρασα περίφημα, χτες», είπε ο Μαξ.
«Πλάκα μου κάνεις», είπε η Ρόμπιν.
«Κάθε άλλο. Ήταν πραγματικά χρήσιμο για την οικοδόμηση του
χαρακτήρα μου. Ο τύπος έχει ένα γνήσιο αντριλίκι, τον κόβεις από
μακριά πως δεν είναι άνθρωπος που σηκώνει μαλακίες, έτσι δεν είναι;»
«Εννοείς πως φέρεται σαν γομάρι;»
Ο Μαξ γέλασε και σήκωσε τους ώμους του.
«Νηφάλιος είναι πολύ διαφορετικός;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, «δηλαδή… δεν ξέρω. Λιγότερο γομάρι, πάντως».
Και πριν προλάβει να τη ρωτήσει ο Μαξ κάτι άλλο για τον συνεταίρο της,
έσπευσε να προσθέσει: «Πάντως, είχε απόλυτο δίκιο για τη μαγειρική
σου. Ήταν όλα εξαιρετικά. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, το είχα πραγματικά
ανάγκη».
Αφού συμμάζεψε, η Ρόμπιν επέστρεψε στον κάτω όροφο, όπου έκανε
ντους, προτού ντυθεί κατάλληλα για τη νυχτερινή παρακολούθηση.
Καθώς της απέμενε μία ώρα πριν αντικαταστήσει τον Χάτσινς, κάθισε
ξανά στο κρεβάτι της και βάλθηκε να πληκτρολογεί χαλαρά παραλλαγές
του ονόματος του Πολ Σάτσγουελ στη μηχανή αναζήτησης. Πολ Λ.
Σάτσγουελ. Λ.Π. Σάτσγουελ. Πολ Λέοναρντ Σάτσγουελ. Λίο Πολ Σάτσγουελ.
Κάποια στιγμή άρχισε να χτυπά το κινητό της. Η Ρόμπιν γύρισε και το
κοίταξε. Ήταν ο Στράικ. Έπειτα από μερικές στιγμές απάντησε στην
κλήση, χωρίς όμως να μιλήσει.
«Ρόμπιν;»
«Ναι».
«Ευκαιρείς να μιλήσουμε;»
«Ναι», επανέλαβε εκείνη, ενώ η καρδιά της χτυπούσε γρηγορότερα απ’
ό,τι συνήθως, έτσι όπως κοίταζε συνοφρυωμένη το ταβάνι.
«Σου τηλεφωνώ για να ζητήσω συγγνώμη».
Τέτοια ήταν η κατάπληξη της Ρόμπιν, ώστε δεν άρθρωσε λέξη για
αρκετά δευτερόλεπτα. Κάποια στιγμή ξερόβηξε και είπε:
«Θυμάσαι τουλάχιστον για ποιο λόγο ζητάς συγγνώμη;»
«Ε… ναι, έτσι νομίζω», είπε ο Στράικ. «Δεν… δεν ήθελα να θίξω εκείνο
το θέμα. Έπρεπε να το είχα καταλάβει πως δεν ήταν κάτι που θα ήθελες
να συζητηθεί την ώρα του φαγητού. Δεν το σκέφτηκα».
Τελικά τα μάτια της Ρόμπιν βούρκωσαν.
«Εντάξει», είπε προσπαθώντας να ακουστεί χαλαρή.
«Και λυπάμαι που φέρθηκα με αγένεια στον αδελφό σου και στους
φίλους του».
«Σε ευχαριστώ», είπε η Ρόμπιν.
Ακολούθησε σιωπή. Έξω η βροχή συνεχιζόταν. Τότε ο Στράικ είπε:
«Είχες νέα της Ίλσα;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν. «Εσύ μίλησες με τον Νικ;»
«Όχι», είπε ο Στράικ.
Ακολούθησε νέα παύση.
«Οπότε είμαστε εντάξει, ναι;» είπε ο Στράικ.
«Ναι», απάντησε η Ρόμπιν, παρότι αναρωτιόταν αν ήταν αλήθεια αυτό.
«Αν σε θεώρησα δεδομένη κάποια στιγμή», είπε ο Στράικ, «ζητώ
συγγνώμη. Είσαι ό,τι καλύτερο έχω στη ζωή μου».
«Αμάν, ρε Στράικ, κόφ’ το», είπε η Ρόμπιν εγκαταλείποντας κάθε
προσπάθεια να προσποιηθεί πως δεν έκλαιγε, καθώς ρουφούσε τη μύτη
της.
«Τι;»
«Απλώς… είσαι φοβερά εκνευριστικός».
«Γιατί;»
«Επειδή είπες αυτό το πράγμα. Τώρα».
«Δεν είναι η πρώτη φορά που το είπα».
«Κι όμως είναι».
«Το έχω πει σε διάφορους».
«Ναι, κοίτα», είπε η Ρόμπιν, που πλέον γελούσε και έκλαιγε
ταυτόχρονα, όπως προσπαθούσε να πιάσει τα χαρτομάντιλα, «φαντάζομαι
καταλαβαίνεις πως δεν είναι το ίδιο με το να το πεις σ’ εμένα;»
«Ναι, μάλλον», είπε ο Στράικ. «Τώρα που το λες».
Καθόταν και κάπνιζε στο μικρό τραπέζι από φορμάικα που είχε στην
κουζίνα του, ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει αδιάκοπα έξω από το
παράθυρο της σοφίτας του. Για κάποιο λόγο, τα μηνύματα της Σάρλοτ
τον είχαν κάνει να συνειδητοποιήσει πως έπρεπε να τηλεφωνήσει στη
Ρόμπιν, έπρεπε να διορθώσει τα πράγματα μαζί της, προτού πάρει τον
δρόμο για την Κορνουάλη και την Τζόαν. Τώρα, ο ήχος της φωνής της και
του γέλιου της επιδρούσαν πάνω του ως συνήθως, κάνοντας τα πάντα να
μοιάζουν λιγότερο απαίσια, έστω και λιγάκι.
«Πότε φεύγεις;» ρώτησε η Ρόμπιν σκουπίζοντας τα μάτια της.
«Αύριο, στις οκτώ. Δώσαμε ραντεβού με τη Λούσι στο γραφείο
ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Κλείσαμε ένα τζιπ».
«Καλά, να προσέχεις», είπε η Ρόμπιν. Είχε ακούσει στις ειδήσεις
νωρίτερα για τους τρεις ανθρώπους που είχαν χάσει τη ζωή τους,
επιχειρώντας να ταξιδέψουν παρά τους θυελλώδεις ανέμους και τις
πλημμύρες.
«Ναι. Δε θα καμωθώ πως δεν εύχομαι να οδηγούσες εσύ. Η Λούσι είναι
χάλια πίσω από το τιμόνι».
«Μπορείς να κόψεις τις κολακείες τώρα. Σε έχω συγχωρέσει ήδη».
«Σοβαρολογώ», είπε ο Στράικ, με το βλέμμα στραμμένο στην ατέρμονη
βροχή. «Έχεις κάνει και μαθήματα προηγμένης οδήγησης. Είσαι ο μόνος
άνθρωπος που δε μου κόβει τα ήπατα όταν πιάνει το τιμόνι».
«Λες να τα καταφέρετε;»
«Το πιθανότερο είναι πως δε θα βγει όλη η διαδρομή με το τζιπ. Όμως ο
Πόλγουορθ είναι σε επιφυλακή για να μας διασώσει. Έχει πρόσβαση σε
κάτι βάρκες. Δεν έχουμε άλλο περιθώριο. Η Τζόαν ίσως είναι στα
τελευταία της».
«Εντάξει, θα σε σκέφτομαι», είπε η Ρόμπιν. «Εύχομαι να πάνε όλα
καλά».
«Ευχαριστώ, Ρόμπιν. Θα μιλάμε».
Όταν έκλεισε το τηλέφωνο ο Στράικ, η Ρόμπιν έμεινε καθισμένη για
λίγο, απολαμβάνοντας εκείνο το ξαφνικό αίσθημα ξαλαφρώματος που την
είχε κατακλύσει. Ύστερα έσυρε τον υπολογιστή προς το μέρος της, καθώς
ετοιμαζόταν να τον κλείσει πριν φύγει για να αναλάβει τη νυχτερινή
βάρδια παρακολούθησης, μέσα στο Land Rover της. Χαλαρά, έτσι όπως
θα έριχνε τα ζάρια μια τελευταία φορά προτού απομακρυνθεί από το
τραπέζι στο καζίνο, πληκτρολόγησε τις λέξεις «Πολ Σάτσγουελ
καλλιτέχνης» στη μηχανή αναζήτησης.
…ο καλλιτέχνης Πολ Σάτσγουελ έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος
της καριέρας του στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο νησί…
«Τι πράγμα;» αναφώνησε η Ρόμπιν, λες και της είχε μιλήσει ο
υπολογιστής. Πάτησε τον σύνδεσμο, οπότε η ιστοσελίδα του Μουσείου
και Γκαλερί Τέχνης του Λίμινγκτον Σπα κατέκλυσε την οθόνη. Δεν την
είχε δει ούτε μία φορά, όλες εκείνες τις ώρες που αναζητούσε
πληροφορίες για τον Σάτσγουελ. Η ιστοσελίδα είτε είχε μόλις
δημιουργηθεί, είτε είχε τροποποιηθεί πολύ πρόσφατα.
Προσωρινή έκθεση 3-7 Μαρτίου 2014
Ντόπιοι καλλιτέχνες
Το Μουσείο και Γκαλερί Τέχνης του Λίμινγκτον Σπα πρόκειται να
φιλοξενήσει προσωρινή έκθεση με έργα καλλιτεχνών από την
περιοχή του Γουόρικσαϊρ. Είσοδος δωρεάν.
Η Ρόμπιν περιηγήθηκε στην ιστοσελίδα, προσπερνώντας τις
φωτογραφίες από τα έργα διαφόρων καλλιτεχνών, μέχρι που τον
εντόπισε.
Ήταν, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ο ίδιος άντρας. Το πρόσωπό του
μπορεί να ήταν ηλιοψημένο και ρυτιδωμένο, τα δόντια του μπορεί να
είχαν κιτρινίσει, τα πυκνά, σγουρά μαλλιά του μπορεί να είχαν ασπρίσει
και αραιώσει, όμως εξακολουθούσαν να πέφτουν πάνω στους ώμους του,
ενώ μέσα από το ανοιχτό πουκάμισό του ξεπρόβαλλε ένα ασπρισμένο
αλλά πάντα δασύτριχο στήθος.
Γεννημένος στο Λίμινγκτον Σπα και μεγαλωμένος στο Γουόρικ, ο
καλλιτέχνης Πολ Σάτσγουελ έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της
καριέρας του στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο νησί της Κω.
Επιλέγοντας κατά κύριο λόγο τα λάδια, η διερεύνηση από τον Πολ,
με σαφείς ελληνικές επιρροές, των μύθων προκαλεί τον θεατή να
έρθει αντιμέτωπος με τους αρχέγονους φόβους και να προσεγγίσει
τις προκαταλήψεις του μέσα από την αισθησιακή χρήση γραμμών
και χρωμάτων…
44
Θάλασσα απέραντη της θλίψης κι ανταριασμένη οδύνη,
που στα νερά σας το αδύναμο σκαρί μου χτυπιέται ατέλειωτα,
μακριά από το καταφύγιο της παρηγοριάς,
γιατί τ’ άσπλαχνα κύματά σας λυσσομανούν,
και τα υγρά σας όρη το ένα πάνω στο άλλο πατούν,
απειλώντας να καταπιούν την έρημη ζωή μου;
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Τα νερά από τις πλημμύρες, η βροχή και οι θυελλώδεις άνεμοι με τους


οποίους έρχονταν αντιμέτωποι ήταν απόλυτα πραγματικοί, κι όμως η
μάχη που έδιναν ο Στράικ και η Λούσι προκειμένου να φτάσουν στο Σεντ
Μος είχε μιαν αλλόκοτη, απόκοσμη διάσταση.
Και οι δυο τους γνώριζαν πως στο τέρμα τούς περίμενε ο θάνατος· και
οι δύο ήταν αποφασισμένοι, εφόσον κατάφερναν να προλάβουν την
Τζόαν ζωντανή, να μείνουν στο πλευρό της ώσπου να πεθάνει.
Τα δέντρα λύγιζαν και έτριζαν, καθώς τα δύο αδέλφια κινούνταν με
ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο. Χρειάστηκε να παρακάμψουν πελώριες
λίμνες, σε σημεία όπου μέχρι πρότινος εκτείνονταν χωράφια, με
αποτέλεσμα να βγαίνουν χιλιόμετρα εκτός πορείας. Σε δύο περιπτώσεις
σταμάτησαν σε μπλόκα, όπου ενημερώθηκαν από εκνευρισμένους
αστυνομικούς πως έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Επέμειναν στην προσπάθειά
τους, καλύπτοντας κάποια στιγμή απόσταση ογδόντα χιλιομέτρων
προκειμένου να πλησιάσουν είκοσι πέντε χιλιόμετρα στον προορισμό
τους. Η βροχή σφυροκοπούσε το αυτοκίνητο, οι ισχυροί άνεμοι σήκωναν
τους υαλοκαθαριστήρες από το παρμπρίζ και τα δύο αδέλφια οδηγούσαν
με βάρδιες, ταγμένα σε ένα και μόνο σκοπό, απαλλαγμένα προσωρινά
από κάθε άλλη έγνοια.
Με κατάπληξη κι ευγνωμοσύνη, ο Στράικ διαπίστωσε πως αυτή η κρίση
είχε αποκαλύψει μια διαφορετική Λούσι, ακριβώς όπως η αρρώστια είχε
αποκαλύψει μια διαφορετική Τζόαν. Η αδελφή του ήταν ολότελα
προσηλωμένη σε αυτό που έπρεπε να γίνει. Ακόμη κι ο τρόπος που
οδηγούσε ήταν διαφορετικός, χωρίς τρεις θορυβώδεις γιους στο πίσω
κάθισμα, να τσακώνονται και να πλακώνονται μεταξύ τους, έτσι και η
διαδρομή διαρκούσε περισσότερο από είκοσι λεπτά.
Ο Στράικ είχε ξεχάσει πόσο αποτελεσματική και πρακτική μπορούσε να
είναι η Λούσι, πόσο υπομονετική, πόσο αποφασιστική. Η ψύχραιμη
προσήλωσή της διαταράχτηκε μονάχα όταν βρέθηκαν μπροστά σε
αδιέξοδο, σε απόσταση σκάρτων πενήντα χιλιομέτρων από το Σεντ Μος,
εκεί όπου η πλημμύρα και τα πεσμένα δέντρα είχαν καταστήσει τον
δρόμο αδιάβατο.
Καθώς η Λούσι είχε γύρει πάνω στο τιμόνι κι έκλαιγε με λυγμούς, με το
πρόσωπο κολλημένο πάνω στα μπράτσα της, ο Στράικ κατέβηκε από το
τζιπ και στάθηκε κάτω από ένα δέντρο όπου, βρίσκοντας καταφύγιο από
την αδιάκοπη βροχή κι ευκαιρία να καπνίσει, τηλεφώνησε στον Ντέιβ
Πόλγουορθ, ο οποίος βρισκόταν σε επιφυλακή προκειμένου να τους
συνδράμει.
«Έλα, ναι, εκεί λογαριάζαμε κι εμείς πως θα αναγκαζόσαστε να
σταματήσετε», είπε ο Πόλγουορθ, μόλις του ανέφερε ο Στράικ το σημείο
όπου βρίσκονταν.
«Ποιοι εσείς;»
«Ρε παπάρα, δε φαντάζομαι να νόμιζες πως θα μπορούσα να τα
καταφέρω μόνος μου, ε; Το λοιπόν, τα λέμε σε μία ώρα. Μείνετε στο
αυτοκίνητο».
Οπότε, μία ώρα αργότερα, τηρώντας τον λόγο του, ο Ντέιβ Πόλγουορθ
κι άλλοι πέντε άντρες, δύο εξ αυτών μέλη της τοπικής ακτοφυλακής, οι
άλλοι τρεις φίλοι του Στράικ από το σχολείο, ξεπρόβαλαν μέσα από το
σκοτάδι που είχε αρχίσει να πυκνώνει. Ντυμένοι με νιτσεράδες και
οπλισμένοι με γαλότσες για τα πιο δύσβατα σημεία, οι άντρες παρέλαβαν
τις αποσκευές του Στράικ και της Λούσι. Άφησαν το τζιπ σταθμευμένο σε
έναν παράδρομο κι όλοι μαζί συνέχισαν πεζοί.
Το ακρωτηριασμένο πόδι του Στράικ άρχισε να τον ενοχλεί πολύ πριν
συμπληρώσουν δύο ώρες πεζοπορίας, σε μουσκεμένα χώματα και
γλιστερή άσφαλτο. Σύντομα, αναγκάστηκε να καταπιεί την περηφάνια
του και να επιτρέψει σε δύο από τους παλιούς του συμμαθητές να τον
υποβαστάξουν, ένας από κάθε μεριά. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά πριν
φτάσουν στις βάρκες που είχε εξασφαλίσει ο Πόλγουορθ, προκειμένου να
τους μεταφέρουν πέρα από τα πλημμυρισμένα χωράφια.
Χρησιμοποιώντας κουπιά, πότε για να λάμνουν και πότε για να
σπρώχνουν, προχωρούσαν με τη βοήθεια φακών και πυξίδων.
Ο Πόλγουορθ είχε ζητήσει τη βοήθεια κάθε φίλου και γνωστού του,
προκειμένου να εξασφαλίσει το πέρασμα του Στράικ και της Λούσι μέσα
από τη χερσόνησο που είχε ρημαχτεί από την κακοκαιρία. Κάλυψαν
κάμποσα χιλιόμετρα πάνω σε καρότσα που την έσερνε τρακτέρ, όμως σε
ορισμένα σημεία υποχρεώθηκαν να πλατσουρίσουν μέσα σε παγωμένα
νερά, κι εκεί η μικροκαμωμένη Λούσι δέχτηκε να την πάρει στην πλάτη
του ο πιο μεγαλόσωμος από τους εθελοντές.
Τέσσερις ώρες αφότου είχαν εγκαταλείψει το τζιπ, έφτασαν στο Σεντ
Μος. Στην πόρτα της αυλής του σπιτιού του Τεντ και της Τζόαν, τα δύο
αδέλφια αποχαιρέτησαν τους συνοδούς τους, αγκαλιάζοντάς τους με τη
σειρά.
«Κουβέντα μην ακούσω», είπε ο Πόλγουορθ, καθώς ο αποκαμωμένος
και πονεμένος Στράικ προσπαθούσε να εκφράσει με λόγια κάτι που
αισθανόταν πως οι λέξεις ήταν πάρα πολύ φτωχές για να περιγράψουν.
«Άντε, τράβα μέσα, αλλιώς τι παιδευόμασταν τόση ώρα;»
Ο Τεντ, με τον οποίο βρίσκονταν σε τακτική επικοινωνία στη διάρκεια
του ταξιδιού τους, τους υποδέχτηκε φορώντας τις πιτζάμες του στην πίσω
πόρτα, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι στο οργωμένο από βαθιές
ρυτίδες πρόσωπό του.
«Έλεγα πως δε θα καταφέρνατε να φτάσετε», επαναλάμβανε κάθε τόσο.
«Έλεγα πως θα ήταν αδύνατο».
«Εκείνη πώς είναι;» ρώτησε η Λούσι τουρτουρίζοντας, καθώς οι τρεις
τους κάθονταν στην κουζίνα, με τις παλάμες κολλημένες γύρω από
κούπες με τσάι, τρώγοντας λίγο φρυγανισμένο ψωμί.
«Κατάφερε να φάει λίγη σούπα σήμερα», είπε ο Τεντ. «Είναι ακόμη…
κοιμάται πολύ. Όμως όταν είναι ξύπνια, της αρέσει να μιλάει. Χαρές που
θα κάνει, μόλις σας δει…»
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν οι μέρες που είχαν την ίδια αλλόκοτη,
απόκοσμη διάσταση με το ταξίδι τους. Στην αρχή ο Στράικ, που η άκρη
του ακρωτηριασμένου ποδιού του πονούσε φοβερά από την επώδυνη
διαδρομή τους, άφησε κατά μέρος το προσθετικό άκρο και κυκλοφορούσε
στο σπίτι κάνοντας κουτσό, αναζητώντας στηρίγματα σε πλάτες από
καρέκλες και τοίχους. Διάβασε και απάντησε στα email που έστελνε η
Ρόμπιν σχετικά με τις υποθέσεις του γραφείου, όμως τα νέα της έμοιαζαν
να προέρχονται από ένα μέρος πολύ πιο μακρινό απ’ ό,τι το Λονδίνο.
Εν τω μεταξύ, η Τζόαν έμοιαζε αδύναμη σαν πουλάκι, τα κόκαλά της
φαίνονταν μέσα από τη λεπτή επιδερμίδα της. Είχε καταστήσει σαφές πως
επιθυμούσε να πεθάνει στο σπίτι της, όχι στο νοσοκομείο του Τρούρο,
οπότε παρέμενε ξαπλωμένη, μικροσκοπική και ρουφηγμένη, στο μεγάλο
διπλό κρεβάτι που κυριαρχούσε στο υπνοδωμάτιο, ένα κρεβάτι το οποίο
είχε αγοραστεί ώστε να βολεύεται το ογκώδες κορμί του Τεντ, τον καιρό
που ήταν ακόμη ένας ψηλός, δυνατός, μυώδης άντρας, άλλοτε μέλος της
Βασιλικής Στρατονομίας και αργότερα πυλώνας της τοπικής
ακτοφυλακής.
Στη διάρκεια της ημέρας, ο Στράικ, ο Τεντ και η Λούσι κάθονταν
εναλλάξ στο πλευρό της Τζόαν, καθώς είτε ήταν ξύπνια, είτε κοιμόταν,
ήθελε να ξέρει πως κάποιος από τους τρεις τους ήταν εκεί δίπλα. Η
Κερένζα περνούσε πρωί κι απόγευμα, κι εκείνες ήταν οι μόνες στιγμές
που οι συγγενείς της Λούσι έφευγαν από το δωμάτιο. Η Τζόαν δεν ήταν
πλέον σε θέση να λαμβάνει φάρμακα από το στόμα, οπότε η Κερένζα
άρχισε να της κάνει ενέσεις μορφίνης. Ο Στράικ ήξερε πως η νοσοκόμα
έπλενε τη θεία του και τη βοηθούσε σε κάποιες ακόμη πιο προσωπικές
λειτουργίες: το μεγάλο διάστημα της ανάρρωσης μετά τον ακρωτηριασμό
του δεν του είχε αφήσει την παραμικρή ψευδαίσθηση σχετικά με τις
καταστάσεις που αντιμετώπιζαν οι νοσοκόμες. Ευγενική, αποτελεσματική
και ανθρώπινη, η Κερένζα ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που ο
Στράικ υποδεχόταν ευχαρίστως στην ευάερη κουζίνα.
Κι η Τζόαν εξακολουθούσε να αντέχει. Τρεις ημέρες μετά την άφιξή
τους, τέσσερις: κοιμόταν σχεδόν συνέχεια, όμως συνέχιζε να κρατιέται
στη ζωή.
«Σ’ εσάς τους δύο το χρωστάει», είπε ο Τεντ. «Δε θέλει να φύγει, όσο
είστε εσείς εδώ».
Ο Στράικ είχε αρχίσει να τρέμει εκείνες τις σιωπές που αποδεικνύονταν
πολύ μεγάλες για να τις γεμίσουν οι ανθρώπινες φωνές. Τα νεύρα του
δοκιμάζονταν από το διαρκές κουδούνισμα των κουταλιών που ανάδευαν
ροφήματα τα οποία είχαν φτιαχτεί απλώς για να έχουν οι άνθρωποι κάτι
να κάνουν, από τα δάκρυα που έχυνε ο θείος Τεντ όταν νόμιζε πως δεν
τον έβλεπε κανείς, από τις ψιθυριστές ερωτήσεις καλοπροαίρετων
γειτόνων.
Την πέμπτη ημέρα έφτασε κι ο σύζυγος της Λούσι, ο Γκρεγκ, μαζί με τα
τρία αγόρια τους. Οι δυο τους είχαν προβληματιστεί για το πόσο φρόνιμο
θα ήταν να πάρουν τα παιδιά από το σχολείο και να διακινδυνεύσουν ένα
ταξίδι το οποίο εξακολουθούσε να εγκυμονεί κινδύνους, παρότι οι
θύελλες είχαν κοπάσει επιτέλους, όμως η Λούσι δεν άντεχε άλλο την
απουσία τους. Όταν έφτασε ο Γκρεγκ, τα αγόρια κατέβηκαν τρέχοντας
από το αυτοκίνητο για να πάνε στη μητέρα τους και ολόκληρη η
οικογένεια αγκαλιάστηκε σφιχτά, ενώ ο Στράικ και ο Τεντ
παρακολουθούσαν, ενωμένοι στη μοναξιά τους, ο ένας άγαμος και ο
άλλος σύντομα χήρος. Τα αγόρια οδηγήθηκαν στον επάνω όροφο για να
δουν την Τζόαν, η οποία κατάφερε και χαμογέλασε σε όλους. Ακόμη κι ο
Λουκ ήταν μαγκωμένος μετά, ενώ ο Τζακ έκλαψε.
Πλέον, χρειάζονταν και τα δύο βοηθητικά δωμάτια προκειμένου να
φιλοξενήσουν τους νεοφερμένους, οπότε ο Στράικ επέστρεψε αγόγγυστα
στον καναπέ.
«Ένα όρθιο χάλι είσαι», τον ενημέρωσε δίχως περιστροφές ο
Πόλγουορθ την έκτη ημέρα, και πράγματι ο Στράικ, που ξυπνούσε κάθε
μία ώρα έτσι ξαπλωμένος στον άβολο καναπέ, το αισθανόταν. «Πάμε να
πιούμε μια μπίρα».
«Να έρθω κι εγώ;» ρώτησε όλο ελπίδα ο Τζακ. Εκδήλωνε την τάση να
γυροφέρνει περισσότερο τον Στράικ παρά τον πατέρα του, όση ώρα η
Λούσι ήταν επάνω και κρατούσε παρέα στην Τζόαν.
«Άμα συμφωνεί ο μπαμπάς σου, εντάξει», είπε ο Στράικ.
Ο Γκρεγκ, που εκείνη τη στιγμή περπατούσε στον κήπο, με το κινητό
κολλημένο πάνω στο αυτί του, προσπαθώντας να συνεισφέρει σε μια
σύσκεψη με τους συναδέλφους του στο Λονδίνο, ενώ ο Λουκ και ο Άνταμ
έπαιζαν μπάλα γύρω του, έδωσε την έγκρισή του υψώνοντας τον
αντίχειρα.
Κι έτσι, ο Στράικ, ο Πόλγουορθ και ο Τζακ κατηφόρισαν στο Σεντ Μος
μαζί. Παρότι ο ουρανός ήταν βαρύς και οι δρόμοι ακόμη βρεγμένοι, οι
άνεμοι είχαν κοπάσει επιτέλους. Την ώρα που έφταναν στην προκυμαία,
το κινητό του Στράικ άρχισε να χτυπά. Απάντησε, ενώ συνέχιζε να
περπατά.
«Στράικ».
«Έλα, ο Σάνκερ είμαι. Πήρα το μήνυμά σου».
«Έχω δέκα μέρες που το άφησα», είπε ο Στράικ.
«Είχα κάτι τρεχάματα, ρε αχάριστο γομάρι».
«Συγγνώμη», είπε ο Στράικ.
Έκανε νόημα στους άλλους δύο να προχωρήσουν και κοντοστάθηκε στο
τείχος του λιμανιού, ατενίζοντας την γκριζοπράσινη θάλασσα και τον
θολό ορίζοντα.
«Που λες, ρώτησα εδώ γύρω», είπε ο Σάνκερ, «και δεν πρόκειται να
μάθεις ποια ήτανε η τύπισσα, ψηλέ. Εκείνη στο φιλμ, λέω. Κανείς δεν
ξέρει. Μια φορά, κάτι πολύ χοντρό πρέπει να ’χε κάνει, για να καταλήξει
έτσι».
«Δηλαδή, μου λες πως της άξιζε», είπε ο Στράικ παρατηρώντας τη
θάλασσα που ήταν λάδι. Δε φάνταζε ικανή, έτσι όπως έδειχνε τώρα, για
τη βία με την οποία είχε σαρώσει την πόλη.
«Δεν λέω πως της άξιζε… λέω πως ο Λέρας Ρίτσι δεν τα συνήθιζε κάτι
τέτοια», διευκρίνισε ενοχλημένος ο Σάνκερ. «Τι έγινε, ρε, στην
απομόνωση σε χώσανε;»
«Τι πράγμα;»
«Πού κέρατο είσαι; Δεν ακούγεται κιχ εκεί πέρα».
«Στην Κορνουάλη».
Για μια στιγμή ο Στράικ περίμενε πως ο Σάνκερ θα τον ρωτούσε κατά
πού έπεφτε η Κορνουάλη. Ήταν σχεδόν εντυπωσιακή η άγνοια του
Σάνκερ για οτιδήποτε εκτεινόταν έξω από τα όρια του Λονδίνου.
«Καλά, ρε μαλάκα, τι γυρεύεις εκεί κάτω;»
«Η θεία μου πεθαίνει».
«Όχι, ρε γαμώτο», είπε ο Σάνκερ. «Κρίμα».
«Πού είναι τώρα;»
«Ποιος, ρε;»
«Ο Ρίτσι».
«Σε γηροκομείο. Αφού σου το ’πα».
«Καλά. Σ’ ευχαριστώ που το προσπάθησες, Σάνκερ. Το εκτιμώ».
Ίσως για πρώτη φορά στα χρονικά, ο Σάνκερ ήταν εκείνος που φώναξε
στον Στράικ, θέλοντας να τον εμποδίσει να κλείσει.
«Ρε.. ρε!»
«Τι;» είπε ο Στράικ, φέρνοντας και πάλι το κινητό στο αυτί του.
«Γιατί θες να μάθεις πού τον έχουν; Δε θα πας να μιλήσεις στον γέρο.
Σχόλασε αυτή η ιστορία».
«Κάθε άλλο», του είπε ο Στράικ μισοκλείνοντας τα μάτια, όπως
στεκόταν κόντρα στον αέρα που φυσούσε από τη μεριά της θάλασσας.
«Δεν έχω ανακαλύψει ακόμη τι συνέβη σ’ εκείνη τη γιατρό».
«Έλεος, ρε μαλάκα. Τι θες τώρα δηλαδή, να σου φυτέψουν καμιά
σφαίρα στην ξερή σου την γκλάβα;»
«Τα λέμε, Σάνκερ», είπε ο Στράικ, οπότε, πριν προλάβει ο παλιός του
φίλος να πει οτιδήποτε άλλο, τερμάτισε την κλήση και γύρισε το κινητό
του στο αθόρυβο.
Ο Πόλγουορθ καθόταν ήδη σε ένα τραπέζι με τον Τζακ, όταν έφτασε ο
Στράικ στην παμπ, κι εκεί πάνω περίμεναν ήδη δύο μπίρες κι ένα
αναψυκτικό.
«Τώρα δα εξηγούσα δυο πραγματάκια στον Τζακ», είπε ο Πόλγουορθ
στον Στράικ, καθώς ο ντετέκτιβ καθόταν στο τραπέζι. «Καλά δε λέω;»
ρώτησε τον Τζακ, που έγνεψε καταφατικά, χαμογελώντας πλατιά. «Να
ξέρει, για όταν μεγαλώσει. Αυτή είναι η παμπ της γειτονιάς του».
«Ένα μαγαζί κοντά στα πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από εκεί που
ζει;»
«Αφού στην Κορνουάλη γεννήθηκε. Αυτό μου έλεγε τώρα».
«Α, ναι», είπε ο Στράικ. «Το είχα ξεχάσει αυτό».
Η οικογένεια έμενε στο σπίτι του Τεντ και της Τζόαν, όταν έσπασαν τα
νερά της Λούσι, έναν μήνα νωρίτερα απ’ ό,τι λογάριαζε. Ο Τζακ είχε
γεννηθεί στο ίδιο νοσοκομείο στο Τρούρο όπως και ο ίδιος ο Στράικ.
«Άσε που είσαι ένας Νάνκαροου, από τη μεριά της μαμάς σου», είπε ο
Πόλγουορθ στον Τζακ, ο οποίος πάρα πολύ ευχαριστιόταν την
επιδοκιμασία του Πόλγουορθ. «Άρα, είσαι Κορνουαλός γέννημα-
θρέμμα».
Ο Πόλγουορθ στράφηκε στον Στράικ.
«Ποιος ήταν ο μόρτης που σου τηλεφώνησε πριν; Ακούγαμε τη
λονδρέζικη προφορά του από ένα μίλι μακριά».
«Σάνκερ τον λένε», είπε ο Στράικ. «Σου έχω πει γι’ αυτόν. Τον είχε
μαζέψει η μητέρα μου από τον δρόμο μια νύχτα που τον είχαν
μαχαιρώσει. Κι αυτός αποφάσισε να μας υιοθετήσει».
Ο Στράικ ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του, ενώ αναρωτιόταν πόσο θα
ταίριαζαν τα χνότα του Πόλγουορθ και του Σάνκερ, στην απίθανη
περίπτωση που γνωρίζονταν κάποια στιγμή. Είχε την υποψία πως θα
κατέληγαν να πλακωθούν στις γροθιές. Έμοιαζαν στον Στράικ σαν
κομμάτια από δύο τελείως διαφορετικά παζλ: δεν υπήρχε κανένα σημείο
επαφής. Με το που άκουσε για το μαχαίρωμα, ο Πόλγουορθ είχε ρίξει μια
κλεφτή ματιά στον Τζακ, όμως ο Στράικ, χαμηλώνοντας το ποτήρι του,
είπε:
«Μην ανησυχείς γι’ αυτόν. Θέλει να γίνει Κοκκινοσκούφης, όπως εγώ
κι ο Τεντ».
Ο Τζακ χαμογέλασε και πάλι πλατιά. Τα περνούσε περίφημα.
«Να δοκιμάσω λίγη μπίρα;» ρώτησε τον θείο του.
«Μην το παρατραβάς», είπε ο Στράικ.
«Εδώ δες», είπε ο Πόλγουορθ, δείχνοντας μια σελίδα της εφημερίδας
που είχε πιάσει. «Το Γουέστμινστερ κοιτάει να τραμπουκίσει τους
Σκοτσέζους, οι μπασ…»
Ο Στράικ ξερόβηξε. Ο Τζακ χαχάνισε.
«Συγγνώμη», είπε ο Πόλγουορθ. «Όμως σοβαρά τώρα. Τους λένε πως
δεν μπορούν να κρατήσουν τη λίρα, αν ψηφίσουν υπέρ της ανεξαρτησίας;
Εννοείται πως θα κρατήσουν τη λίρα. Αφού είναι συμφέρον για όλους…»
Συνέχισε να μιλάει για τα επόμενα δέκα λεπτά για το θέμα του τοπικού
εθνικισμού, τα προφανή επιχειρήματα υπέρ της ανεξαρτησίας τόσο της
Σκοτίας όσο και της Κορνουάλης καθώς και την ηλιθιότητα όσων ήταν
αντίθετοι με αυτές τις εξελίξεις, ώσπου ο Τζακ βαρέθηκε κι ο Στράικ, σαν
ύστατη λύση, γύρισε τη συζήτηση με το ζόρι στο ποδόσφαιρο. Η
Άρσεναλ, όπως το είχε προβλέψει, είχε ηττηθεί στον πρώτο αγώνα από
τους πρωταθλητές Ευρώπης, την Μπάγερν Μονάχου, και δεν έτρεφε την
παραμικρή αμφιβολία πως ο επαναληπτικός αγώνας θα επισφράγιζε τον
αποκλεισμό της. Είχε παρακολουθήσει τον αγώνα μαζί με τον Τεντ, κι οι
δυο τους είχαν καταβάλει φιλότιμη προσπάθεια να καμωθούν πως τους
ενδιέφερε το αποτέλεσμα. Ο Στράικ επέτρεψε στον Πόλγουορθ να
σχολιάσει με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο το φάουλ που είχε οδηγήσει στην
αποβολή του Σέζνι, οπότε ευτυχώς σταμάτησαν οι πολιτικές συζητήσεις.
Αργότερα εκείνη τη νύχτα ο Στράικ αναλογίστηκε την περίπτωση του
Πόλγουορθ, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος και πάλι στο σκοτάδι, πάνω στον
παραγεμισμένο με αλογότριχες καναπέ, ανήμπορος να κοιμηθεί. Πλέον, η
κούραση του έβγαζε μια ένταση, την οποία επιδείνωναν οι πόνοι στο
σώμα του, η διαρκής πίεση από την παρουσία του εδώ, σε αυτό το
κατάμεστο σπίτι, όσο περίμενε εκείνο το αποστεωμένο σώμα στον επάνω
όροφο να παραδώσει το πνεύμα.
Σε αυτή τη σχεδόν εμπύρετη κατάσταση, ένα κουβάρι από σκέψεις
κλωθογύριζε στο μυαλό του Στράικ. Αναλογιζόταν κατηγορίες και όρια,
αυτά που γυρεύουμε να δημιουργήσουμε και να επιβάλουμε, κι εκείνα
που παλεύουμε να αποφύγουμε ή να καταστρέψουμε. Θυμήθηκε τη
γυαλάδα του φανατισμού στο βλέμμα του Πόλγουορθ, καθώς
επιχειρηματολογούσε υπέρ της δημιουργίας αυστηρότερων συνόρων
ανάμεσα στον τόπο του και στην υπόλοιπη Αγγλία. Ο Στράικ
αποκοιμήθηκε ενώ σκεφτόταν τις απατηλές ομαδοποιήσεις της
αστρολογίας και ονειρεύτηκε τη Λίντα να ρίχνει τις κάρτες ταρό στο
κοινόβιο του Νόρφολκ, πριν από πολλά χρόνια.
Ο Στράικ ξύπνησε στις πέντε από το πονεμένο του κορμί. Καθώς ήξερε
πως σε λίγο θα ξυπνούσε κι ο Τεντ, σηκώθηκε και ντύθηκε, έτοιμος να
αναλάβει βάρδια στο πλευρό της Τζόαν, όση ώρα ο θείος του έπαιρνε
πρωινό.
Πράγματι, με το που άκουσε τα βήματα του Στράικ στον διάδρομο του
επάνω ορόφου, ο Τεντ ξεπρόβαλε από το υπνοδωμάτιο τυλιγμένος με τη
ρόμπα του.
«Σου ετοίμασα ένα τσάι», ψιθύρισε ο Στράικ. «Κάτω σου το έχω, στην
κουζίνα. Θα καθίσω εγώ μαζί της».
«Είσαι καλό παιδί», ψιθύρισε ο Τεντ, κατεβάζοντας την παλάμη του
πάνω στο μπράτσο του Στράικ. «Κοιμάται τώρα, όμως τα είπαμε λιγάκι,
εκεί γύρω στις τέσσερις. Μέρες είχε να μιλήσει τόσο».
Η κουβέντα με τη σύζυγό του έμοιαζε να τον έχει τονώσει. Τράβηξε στο
ισόγειο για να πιει το τσάι του, ενώ ο Στράικ μπήκε αθόρυβα μέσα στο
οικείο δωμάτιο, παίρνοντας θέση στη σκληρή καρέκλα δίπλα στην Τζόαν.
Η ταπετσαρία δεν είχε αλλάξει, απ’ ό,τι ήξερε ο Στράικ, από τον καιρό
που ο Τεντ και η Τζόαν είχαν εγκατασταθεί στο σπίτι, το μοναδικό τους
σπίτι απ’ όταν αποστρατεύτηκε ο Τεντ, στην πόλη όπου είχαν μεγαλώσει
και οι δυο τους. Ο Τεντ και η Τζόαν έμοιαζαν να μην είχαν παρατηρήσει
πως το σπίτι είχε υποστεί φθορές με τα χρόνια: παρότι η Τζόαν ήταν
εξαιρετικά επιμελής σε ό,τι είχε να κάνει με την καθαριότητα, είχε
εξοπλίσει και διακοσμήσει το σπίτι μία φορά και στις δεκαετίες που
μεσολάβησαν δε φαινόταν να έχει αισθανθεί την όποια ανάγκη να το
ξανακάνει. Η ταπετσαρία είχε επάνω της μικρά μπουκέτα από μαβιά
λουλούδια, κι ο Στράικ θυμόταν που χάραζε με τον δείκτη του
γεωμετρικά σχέδια ανάμεσά τους όταν ήταν μικρό παιδί, τότε που
σκαρφάλωνε στο κρεβάτι, για να είμαι μαζί με τον Τεντ και την Τζόαν,
νωρίς το πρωί, ενώ οι δυο τους ήταν ακόμη νυσταγμένοι κι εκείνος τους
ζητούσε πρωινό και να κατεβούν στην παραλία.
Είκοσι λεπτά από τη στιγμή που κάθισε ο Στράικ, η Τζόαν άνοιξε τα
μάτια της και τον κοίταξε με ένα βλέμμα τόσο απλανές, που ο Στράικ
φοβήθηκε πως δεν τον αναγνώρισε.
«Εγώ είμαι, Τζόαν», είπε σιγανά, φέρνοντας την καρέκλα του λίγο πιο
κοντά στο κρεβάτι της, ενώ άναβε το πορτατίφ με το δαντελωτό καπέλο.
«Ο Κορμ. Ο Τεντ κατέβηκε να φάει πρωινό».
Η Τζόαν χαμογέλασε. Η παλάμη της είχε μετατραπεί πλέον σε μια
μικροσκοπική αρπάγη. Τα δάχτυλά της σάλεψαν νευρικά. Ο Στράικ
έκλεισε την παλάμη της μέσα στη δική του. Κάτι του είπε, που δεν
κατάφερε να το ακούσει, οπότε έγειρε το κεφάλι του κοντά στο πρόσωπό
της.
«Τι είπες;»
«… είσαι… καλός άνθρωπος».
«Καλά, μη λέμε υπερβολές», μουρμούρισε ο Στράικ.
Κρατούσε την παλάμη της ελαφρά, φοβόταν να βάλει δύναμη. Το τόξο
που εκτεινόταν περιμετρικά της ίριδας των ανοιχτόχρωμων ματιών της
έκανε το γαλάζιο τους να φαντάζει περισσότερο ξεθωριασμένο από κάθε
άλλη φορά. Ο Στράικ αναλογίστηκε όλες εκείνες τις φορές που θα
μπορούσε να έχει επισκεφτεί τη θεία του, αλλά δεν το είχε κάνει. Όλες
εκείνες τις χαμένες ευκαιρίες να της τηλεφωνήσει. Όλες εκείνες τις φορές
που είχε ξεχάσει τα γενέθλιά της.
«… βοηθάς τον κόσμο…»
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια και τότε, καταβάλλοντας τεράστια
προσπάθεια, ψιθύρισε:
«Είμαι περήφανη για σένα».
Ο Στράικ ήθελε να μιλήσει, όμως κάτι έφραζε το λαρύγγι του. Λίγα
δευτερόλεπτα μετά είδε τα βλέφαρά της να κλείνουν.
«Σε αγαπώ, Τζόαν».
Οι λέξεις βγήκαν τόσο βραχνές, ώστε σχεδόν δεν ακούστηκαν, όμως
του φάνηκε πως εκείνη του χαμογέλασε, έτσι όπως βυθιζόταν σε έναν
ύπνο από τον οποίο έμελλε να μην ξυπνήσει ποτέ.
45
Από την αρχαιότητα, υπήρχε μια όμορφη πηγή,
απ’ όπου ανάβλυζε γάργαρο ένα ασημένιο νήμα,
γεμάτο σπουδαίες αρετές και φάρμακο καλό.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η Ρόμπιν βρισκόταν ακόμη στο γραφείο, όταν τηλεφώνησε ο Στράικ


εκείνο το βράδυ, για να ενημερώσει πως η Τζόαν είχε πεθάνει.
«Λυπάμαι πολύ, όμως νομίζω πως θα χρειαστεί να μείνω εδώ, μέχρι να
κανονίσουμε τα της κηδείας», είπε ο Στράικ. «Είναι πολλά αυτά που
πρέπει να γίνουν κι ο Τεντ είναι ράκος».
Λίγο νωρίτερα είχε μοιραστεί το σχέδιο της Τζόαν για την κηδεία της με
τον Τεντ και τη Λούσι, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν και οι δυο σε
λυγμούς, έτσι όπως κάθονταν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας. Τα
δάκρυα του Τεντ ήταν για την καλοσύνη της συζύγου του, που κανόνιζε
τα πράγματα έτσι ώστε να είναι ευκολότερα και πιο παρήγορα για τον
ίδιο, όπως ακριβώς έκανε στα πενήντα χρόνια του γάμου τους, αλλά και
για την αποκάλυψη πως η επιθυμία της, στο τέλος, ήταν να γίνει ένα με τη
θάλασσα και να τον περιμένει εκεί. Στην περίπτωση της Λούσι, οι λυγμοί
ήταν για τη χαμένη προοπτική ενός μνήματος, το οποίο ήλπιζε πως θα
μπορούσε να επισκέπτεται και να φροντίζει. Η Λούσι γέμιζε τις ημέρες
της με εθελοντικές υποχρεώσεις: αυτές ήταν που προσέδιδαν σκοπό και
μορφή σε μια ζωή που ήταν αποφασισμένη να μην επιτρέψει να
καταλήξει σαν κι εκείνη της απρόβλεπτης βιολογικής της μητέρας.
«Κανένα πρόβλημα», τον διαβεβαίωσε η Ρόμπιν. «Τα καταφέρνουμε
μια χαρά».
«Είσαι σίγουρη;»
«Απολύτως».
«Στο κρεματόριο έχει σειρά αναμονής, εξαιτίας των πλημμυρών», είπε ο
Στράικ. «Η κηδεία είναι προγραμματισμένη για τις 3 Μαρτίου».
Αυτή ήταν η ημέρα που η Ρόμπιν σχεδίαζε να περάσει στο Λίμινγκτον
Σπα, προκειμένου να παρευρεθεί στα εγκαίνια της έκθεσης του Πολ
Σάτσγουελ. Δεν το είπε στον Στράικ: καταλάβαινε πως δε βρισκόταν σε
κατάσταση να σκεφτεί το οτιδήποτε τη δεδομένη στιγμή, πέρα από την
Τζόαν και τα όσα έπρεπε να γίνουν στην Κορνουάλη.
«Μην ανησυχείς», επανέλαβε. «Λυπάμαι ειλικρινά, Κόρμοραν»,
συμπλήρωσε.
«Ευχαριστώ», είπε ο Στράικ. «Είχα ξεχάσει πώς είναι. Να κανονίζεις
μια κηδεία δηλαδή. Ήδη χρειάστηκε να κάνω τον διαιτητή μία φορά».
Αφού είχε μοιραστεί τα σχέδια της Τζόαν για τον τελευταίο
αποχαιρετισμό, κι η Λούσι με τον Τεντ είχαν σκουπίσει τα δάκρυά τους, ο
Τεντ είχε προτείνει να ζητήσουν από τον κόσμο αντί λουλουδιών να κάνει
μια δωρεά στο Κέντρο Υποστήριξης Καρκινοπαθών Μακμίλαν.
«…όμως η Λούσι επιμένει πως η Τζόαν θα ήθελε να είχαμε λουλούδια»,
εξήγησε ο Στράικ στη Ρόμπιν. «Εγώ πρότεινα να αφήσουμε τον καθένα
ελεύθερο να επιλέξει. Ο Τεντ λέει πως αυτό σημαίνει πως οι άνθρωποι θα
κάνουν και τα δύο, και δεν το σηκώνει η τσέπη τους, όμως δεν μπορώ να
το συζητήσω άλλο. Η Λούσι έχει δίκιο. Η Τζόαν θα ήθελε λουλούδια, όσο
το δυνατόν περισσότερα. Πάντοτε με αυτό το κριτήριο αξιολογούσε τις
κηδείες των άλλων».
Αφού καληνυχτίστηκαν, η Ρόμπιν κάθισε για λίγο στο γραφείο των
συνεταίρων, καθώς αναλογιζόταν αν θα ήταν πρέπον να έστελνε το
γραφείο λουλούδια στην κηδεία της θείας του Στράικ. Η ίδια δεν είχε
γνωρίσει την Τζόαν: ανησυχούσε μήπως φάνταζε παράξενο ή αδιάκριτο,
αν έστελνε συλλυπητήρια. Θυμήθηκε το πώς, όταν είχε προσφερθεί να
περάσει και να παραλάβει τον Στράικ από το σπίτι της Τζόαν στο Σεντ
Μος, το περασμένο καλοκαίρι, εκείνος είχε σπεύσει να απορρίψει την
πρόταση, υψώνοντας όπως πάντα ένα τείχος ανάμεσα στη Ρόμπιν και
στην προσωπική του ζωή.
Με ένα χασμουρητό, η Ρόμπιν έκλεισε τον υπολογιστή, μάζεψε τον
ολοκληρωμένο φάκελο της Καρτποστάλ, τον οποίο ενημέρωνε νωρίτερα,
σηκώθηκε και πήγε να πάρει το παλτό της. Στην εξώπορτα σταμάτησε,
έτσι όπως το είδωλό της αποτυπωνόταν ανέκφραστο πάνω στο σκούρο
τζάμι. Τότε, σαν να ανταποκρινόταν σε μιαν άρρητη εντολή, επέστρεψε
στο μέσα γραφείο, άνοιξε και πάλι τον υπολογιστή και, πριν προλάβει να
αλλάξει γνώμη, παρήγγειλε μια μεγάλη ανθοδέσμη από σκούρα ροζ
τριαντάφυλλα, τα οποία θα παραδίδονταν στην εκκλησία του Σεντ Μος
την τρίτη ημέρα του Μαρτίου, με το μήνυμα: «Θερμά συλλυπητήρια,
Ρόμπιν, Σαμ, Άντι, Σολ και Πατ».
Η Ρόμπιν πέρασε τον υπόλοιπο μήνα δουλεύοντας ακατάπαυστα.
Συναντήθηκε μια τελευταία φορά με τον κατατρεγμένο παρουσιαστή και
τη σύζυγό του, στη διάρκεια της οποίας τους αποκάλυψε το πραγματικό
όνομα και τη διεύθυνση της Καρτποστάλ και εξοφλήθηκε το υπόλοιπο
του λογαριασμού τους. Στη συνέχεια, ζήτησε από την Πατ να
επικοινωνήσει με την πελάτισσα που είχαν πρώτη στη λίστα αναμονής, τη
χρηματίστρια που υποψιαζόταν πως ο σύζυγός της πλάγιαζε με την
νταντά τους και, την επόμενη ημέρα, υποδέχτηκε τη γυναίκα στο γραφείο,
προκειμένου να κρατήσει τα στοιχεία της και να λάβει μια προκαταβολή.
Η χρηματίστρια δεν προσπάθησε καν να κρύψει την απογοήτευσή της
που συναντούσε τη Ρόμπιν αντί του Στράικ. Ήταν μια λεπτή, άχρωμη
ξανθιά, σαράντα δύο ετών, τα μαλλιά της οποίας, φορτωμένα υπερβολικά
με ανταύγειες, είχαν από κοντά την υφή λεπτού σύρματος. Η Ρόμπιν τη
βρήκε αντιπαθή μέχρι το τέλος της συνάντησης, όταν η γυναίκα
αναφέρθηκε στον σύζυγό της, η επιχείρηση του οποίου είχε χρεοκοπήσει
και πλέον εργαζόταν από το σπίτι, γεγονός που του επέτρεπε να μένει για
πολλές ώρες μόνος με την νταντά.
«Δεκατέσσερα χρόνια», είπε η χρηματίστρια. «Δεκατέσσερα χρόνια,
τρία παιδιά και τώρα…»
Έκρυψε τα μάτια της πίσω από τις τρεμάμενες παλάμες της, οπότε η
Ρόμπιν, που ήταν μαζί με τον Μάθιου από το σχολείο, αισθάνθηκε, παρά
το κάπως σαθρό προσωπείο της γυναίκας, μιαν απρόσμενη αναλαμπή
συμπάθειας.
Αφού αποχώρησε η νέα πελάτισσα, η Ρόμπιν κάλεσε τον Μόρις στο
γραφείο και του ανέθεσε την πρώτη ημέρα παρακολούθησης της νταντάς.
«Έγινε», είπε εκείνος. «Αλήθεια, τι θα έλεγες να την ονομάσουμε ΠΣ;»
«Και τι σημαίνουν αυτά τα αρχικά;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Πλούσια Σκρόφα», είπε ο Μόρις χαμογελώντας πλατιά. «Η τύπισσα
δεν ξέρει τι έχει».
«Όχι», απάντησε η Ρόμπιν αγέλαστη.
«Ώπα», έκανε ο Μόρις, σηκώνοντας τα φρύδια του. «Φεμινιστικό
βέτο;»
«Πες το κι έτσι».
«Εντάξει, τότε μήπως να…»
«Θα τη λέμε κυρία Σμιθ, από το όνομα του δρόμου όπου μένουν»,
ανακοίνωσε ξερά η Ρόμπιν.
Στην πορεία των επόμενων δύο ημερών, η Ρόμπιν ανέλαβε με τη σειρά
της την παρακολούθηση της νταντάς, μιας καστανομάλλας με λαμπερά
μαλλιά, που της θύμιζε κάπως μια πρώην φιλενάδα του Στράικ, τη
Λόρελεϊ. Πάντως, τα παιδιά της χρηματίστριας έδειχναν να λατρεύουν
την νταντά, πράγμα το οποίο, όπως φοβόταν η Ρόμπιν, ίσχυε και για τον
πατέρα τους. Παρότι ούτε μία φορά δεν άγγιξε την νταντά με τρόπο που
θα μπορούσε να ερμηνευτεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως ερωτικός,
εκδήλωνε όλα τα άλλα σημάδια ενός άντρα ολότελα ερωτοχτυπημένου:
αντέγραφε τη γλώσσα του σώματός της, γελούσε υπερβολικά με τα
αστεία της και σκοτωνόταν να της ανοίγει πόρτες και πορτάκια.
Λίγες νύχτες αργότερα, η Ρόμπιν αποκοιμήθηκε στο τιμόνι για μερικά
δευτερόλεπτα, την ώρα που οδηγούσε με κατεύθυνση το σπίτι της Έλινορ
Ντιν, στο Στόουκ Νιούινγκτον. Τινάχτηκε αλαφιασμένη, άνοιξε αμέσως
το ραδιόφωνο και κατέβασε το παράθυρο, έτσι που τα μάτια της έτρεχαν
ποτάμι αντιμέτωπα με τον κρύο, βρόμικο νυχτερινό αέρα, όμως εκείνο το
περιστατικό την τρόμαξε. Το αμέσως επόμενο διάστημα αύξησε την
κατανάλωση καφεΐνης, σε μια προσπάθεια να παραμένει ξύπνια. Αυτό
την έκανε κάπως νευρική ενώ, στις σπάνιες περιπτώσεις που της
παρουσιαζόταν η ευκαιρία, δυσκολευόταν να κοιμηθεί.
Η Ρόμπιν ανέκαθεν ήταν προσεκτική με τα χρήματα του γραφείου, όσο
και ο ίδιος ο Στράικ, αντιμετωπίζοντας την κάθε πένα που έπρεπε να
δαπανηθεί σαν χρήματα τα οποία θα αφαιρούνταν από τον δικό της μισθό.
Η συνήθεια της οικονομίας εξακολουθούσε να τη συνοδεύει, παρότι η
επιβίωση του γραφείου είχε πάψει να εξαρτάται από την απόσπαση
χρημάτων από τους πελάτες προτού καταστούν ληξιπρόθεσμες οι
υποχρεώσεις. Η Ρόμπιν γνώριζε πολύ καλά ότι ο Στράικ έπαιρνε ελάχιστα
χρήματα από το γραφείο για τις δικές του ανάγκες, προτιμώντας να
διοχετεύει τα κέρδη ξανά στην επιχείρηση. Συνέχιζε να ζει σπαρτιάτικα
στα δυόμισι δωμάτια πάνω από το γραφείο, ενώ υπήρχαν μήνες που η
έμμισθη συνεταίρος έπαιρνε περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι ο αρχαιότερος
συνεταίρος και ιδρυτής της εταιρείας.
Όλα αυτά ενίσχυαν τις τύψεις της για την απόφαση να κλείσει δωμάτιο
στο Πανδοχείο Πρέμιερ, στο Λίμινγκτον Σπα, για το βράδυ της Κυριακής,
παραμονής των εγκαινίων της έκθεσης του Σάτσγουελ. Η πόλη βρισκόταν
σε απόσταση μόλις δυόμισι ωρών από το Λονδίνο· η Ρόμπιν ήξερε πως θα
μπορούσε να ξεκινήσει νωρίς το πρωί της Δευτέρας, αντί να
διανυκτερεύσει στην πόλη. Όμως ήταν τόσο καταπονημένη, ώστε
φοβόταν μήπως την έπαιρνε ξανά ο ύπνος στο τιμόνι.
Δικαιολόγησε στη σκέψη της την κράτηση στο ξενοδοχείο
αναχωρώντας είκοσι τέσσερις ώρες πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης,
οπότε είχε χρόνο να περάσει από την εκκλησία όπου υποτίθεται πως είχε
θεαθεί η Μάργκοτ, μία εβδομάδα μετά την εξαφάνισή της. Πήρε επίσης
μαζί της φωτοτυπίες όλων των σελίδων με τις αστρολογικές σημειώσεις
του Τάλμποτ, όπου ανέφερε το όνομα του Πολ Σάτσγουελ, με σκοπό να
τις μελετήσει στην ησυχία του δωματίου της. Μαζί πήρε κι ένα
μεταχειρισμένο αντίτυπο του βιβλίου της Εβαντζελίν Άνταμς, με τίτλο Η
θέση σου στον ήλιο, μια σφραγισμένη τράπουλα ταρό κι ένα αντίτυπο της
Βίβλου του Θωθ. Δεν είχε πει στον Στράικ ότι είχε αγοράσει όλα αυτά τα
πράγματα, ούτε και σκόπευε να τα χρεώσει στα έξοδά της.
Όσο κι αν αγαπούσε το Λονδίνο, η Ρόμπιν, γεννημένη στο Γιόρκσαϊρ,
κάποιες φορές νοσταλγούσε τα δάση, τα έλη και τους λόφους. Η
διαδρομή της στον αδιάφορο αυτοκινητόδρομο Μ40, την οδήγησε δίπλα
από οικισμούς και χωριά με αρχαϊκά ονόματα, όπως Μίντλετον Τσένεϊ,
Τεμπλ Χέρντγουικ και Μπίσοπς Ίτσινγκτον, ενώ κάθε τόσο διέκρινε
απέραντους καταπράσινους αγρούς. Η δροσερή νοτισμένη ημέρα
συνοδευόταν από μια υποψία άνοιξης στην ατμόσφαιρα, ενώ στα σημεία
όπου τα παχιά λευκά σύννεφα άνοιγαν, ένα σκληρό, δυνατό φως
κατέκλυζε το παλιό Land Rover, έτσι που στο σκονισμένο παράθυρο,
γύρω της, σχηματιζόταν ένα ωχρό γκριζωπό φάντασμα, το είδωλο της
Ρόμπιν. Έπρεπε κάποια στιγμή να καθαρίσει το αυτοκίνητο: για την
ακρίβεια, είχαν αρχίσει να μαζεύονται ένα σωρό μικρές προσωπικές
υποχρεώσεις, όσο διάστημα εκείνη εργαζόταν ακατάπαυστα για το
γραφείο, όπως για παράδειγμα να τηλεφωνήσει στη μητέρα της, στην
οποία απέφευγε να μιλήσει, και στη δικηγόρο της, που της είχε αφήσει
ένα μήνυμα σχετικά με την επικείμενη διαμεσολάβηση, κι επίσης να
σουλουπώσει τα φρύδια της, να αγοράσει ένα καινούργιο ζευγάρι ίσιων
παπουτσιών και να τακτοποιήσει τη μεταφορά χρημάτων στον Μαξ, με
την οποία θα κάλυπτε το ποσό που της αναλογούσε από τα δημοτικά
τέλη.
Έτσι όπως περνούσαν γύρω της οι θαμνοφράκτες, η Ρόμπιν έστρεψε
συνειδητά τις σκέψεις της μακριά από αυτή την καταθλιπτική πεζότητα,
εστιάζοντας στον Πολ Σάτσγουελ. Αμφέβαλλε για το κατά πόσο θα τον
έβρισκε στο Λίμινγκτον Σπα, καθώς δεν μπορούσε να φανταστεί τι λόγο
θα είχε ο εβδομηνταπεντάχρονος άντρας να ξεβολευτεί από το σπίτι του
στην Κω απλώς και μόνο για να παραστεί σε μια επαρχιακή γκαλερί
τέχνης. Το πιθανότερο ήταν πως ο Σάτσγουελ είχε στείλει με φορτωτική
τα έργα του από την Ελλάδα ή, αλλιώς, είχε παραχωρήσει την άδεια να
εκτεθούν έργα που βρίσκονταν ήδη εκεί. Γιατί να στερηθεί ένα σπίτι, που
στη φαντασία της Ρόμπιν ήταν μια εκθαμβωτική βίλα με ολόλευκους
τοίχους, ένα ατελιέ φωλιασμένο σε κάποιον ελαιώνα; Το σχέδιό της ήταν
να καμωθεί πως την ενδιέφερε η αγορά κάποιου πίνακα ή, ενδεχομένως, η
ανάθεση ενός νέου έργου, ώστε να εξασφαλίσει τη διεύθυνση κατοικίας
του ζωγράφου. Για μερικές στιγμές αφέθηκε στη φαντασίωση πως θα
ταξίδευε αεροπορικώς στην Ελλάδα μαζί με τον Στράικ, προκειμένου να
ανακρίνουν τον ηλικιωμένο καλλιτέχνη. Φαντάστηκε την αποπνικτική
ζέστη που θα τους χτυπούσε με το που θα κατέβαιναν από το αεροπλάνο
στην Αθήνα, τον εαυτό της ντυμένο με φόρεμα και σαντάλια, όπως θα
ανηφόριζε το χωμάτινο μονοπάτι μέχρι το κατώφλι του Σάτσγουελ.
Όμως, μόλις η φαντασία της σχημάτισε τη μορφή του Στράικ με κοντό
παντελόνι, έτσι που η μεταλλική ράβδος του προσθετικού του άκρου
φαινόταν καθαρά, η Ρόμπιν ντράπηκε ξαφνικά για τις σκέψεις της, κι
έκλεισε την πόρτα σ’ εκείνη τη φαντασίωση, προτού την οδηγήσει στην
παραλία ή στο ξενοδοχείο.
Φτάνοντας στις παρυφές του Λίμινγκτον Σπα, η Ρόμπιν ακολούθησε την
πινακίδα που υποδείκνυε την κατεύθυνση της εκκλησίας των Αγίων
Πάντων, που ήξερε από την έρευνά της ότι αποτελούσε τον μοναδικό
πιθανό υποψήφιο για το σημείο όπου ο Τσάρλι Ράματζ είχε δει τη
Μάργκοτ. Η Τζάνις είχε αναφέρει κάποια «μεγάλη εκκλησία»· ο ναός των
Αγίων Πάντων αποτελούσε τουριστικό αξιοθέατο ακριβώς λόγω του
μεγέθους του. Καμία από τις άλλες εκκλησίες στο Λίμινγκτον Σπα δε
συνόρευε με κοιμητήριο. Εκτός αυτού η εκκλησία των Αγίων Πάντων
βρισκόταν ακριβώς πάνω στον δρόμο κάθε ταξιδιώτη που κινούνταν
βόρεια, ερχόμενος από το Λονδίνο. Παρότι η Ρόμπιν δυσκολευόταν να
καταλάβει τι λόγο είχε η Μάργκοτ να χαζεύει τα μνήματα στο Λίμινγκτον
Σπα, την ώρα που ο σύζυγός της εκλιπαρούσε μέσα από τις εφημερίδες
όποιον γνώριζε κάτι για εκείνη να επικοινωνήσει με τις Αρχές, κι ο
γεννημένος στο Λίμινγκτον εραστής της παρέμενε στο Λονδίνο, είχε την
παράξενη αίσθηση πως αν έβλεπε την εκκλησία με τα ίδια της τα μάτια,
θα μπορούσε να σχηματίσει μια σαφέστερη εικόνα για τον αν είχε
περάσει πράγματι η Μάργκοτ από εκεί. Η αγνοούμενη γιατρός είχε
αποκτήσει απόλυτα πραγματικές διαστάσεις στη σκέψη της Ρόμπιν.
Κατάφερε να εξασφαλίσει θέση στάθμευσης στο Πράιορι Τέρας,
ακριβώς δίπλα στην εκκλησία, και από εκεί ξεκίνησε να κάνει την
περίμετρο, θαυμάζοντας την απίθανη κλίμακα του κτίσματος. Είχε
εκπληκτικό μέγεθος για τα μέτρα μιας σχετικά μικρής πόλης· για την
ακρίβεια, περισσότερο έφερνε σε καθεδρικό ναό, με τα μακριά τοξωτά
του παράθυρα. Όπως έστριψε δεξιά, στην οδό Τσερτς, η Ρόμπιν
παρατήρησε μία ακόμη σύμπτωση, καθώς το όνομα του δρόμου ήταν
παρόμοιο με τη διεύθυνση κατοικίας της Μάργκοτ. Στα δεξιά, ένας
χαμηλός τοίχος, πάνω στον οποίο εκτείνονταν κάγκελα, αποτελούσε
ιδανικό σημείο για έναν μοτοσικλετιστή να σταθμεύσει και να απολαύσει
λίγο ζεστό τσάι από το θερμός του, χαζεύοντας το κοιμητήριο.
Με τη μόνη διαφορά πως κοιμητήριο δεν υπήρχε. Η Ρόμπιν σάστισε.
Μπορούσε να διακρίνει μονάχα δύο τάφους, υπερυψωμένα πέτρινα
φέρετρα, οι επιγραφές των οποίων είχαν αλλοιωθεί από το πέρασμα του
χρόνου. Κατά τα άλλα, ήταν απλώς μια φαρδιά έκταση σπαρμένη με
γρασίδι, την οποία διέτρεχαν δύο μονοπάτια.
«Έπεσε βόμβα εκεί πέρα».
Μια μητέρα με εύθυμη όψη περπατούσε προς το μέρος της Ρόμπιν,
σπρώχνοντας ένα διπλό καρότσι, μέσα στο οποίο κοιμούνταν τα δίδυμα
αγόρια της. Είχε ερμηνεύσει σωστά το απότομα σταμάτημα της Ρόμπιν.
«Αλήθεια;» είπε η Ρόμπιν.
«Ναι, το 1940», είπε η γυναίκα, καθώς επιβράδυνε. «Η Λουφτβάφε».
«Πω. Τι φοβερό», είπε η Ρόμπιν, καθώς φανταζόταν το ανατιναγμένο
έδαφος, τους τσακισμένους τάφους και, ίσως, θραύσματα από φέρετρα κι
οστά.
«Ναι… όμως δεν πέτυχαν εκείνους τους δύο», είπε η γυναίκα,
δείχνοντας τους παλιούς τάφους, στη σκιά ενός τάξου. Το ένα από τα
δίδυμα νήπια τεντώθηκε λιγάκι στον ύπνο του και τα βλέφαρά του
πετάρισαν. Κάνοντας μια κωμική γκριμάτσα στη Ρόμπιν, η μητέρα
συνέχισε τον δρόμο της με γοργό βήμα.
Η Ρόμπιν πέρασε στον περιφραγμένο χώρο όπου κάποτε εκτεινόταν ένα
κοιμητήριο, στρέφοντας το βλέμμα ολόγυρα, ενώ αναρωτιόταν πώς θα
μπορούσε πλέον να ερμηνεύσει τη μαρτυρία του Ράματζ. Το 1974 δεν
υπήρχε εδώ νεκροταφείο, όταν εκείνος ισχυρίστηκε πως είδε τη Μάργκοτ
να περιφέρεται ανάμεσα στα μνήματα. Ή μήπως ήταν η Τζάνις Μπίτι
εκείνη που υπέθεσε πως το νεκροταφείο παρέμενε άθικτο, όταν άκουσε
πως η Μάργκοτ κοίταζε τους τάφους; Η Ρόμπιν στράφηκε προς τα δύο
σωζόμενα μνήματα. Το βέβαιο είναι πως, αν πράγματι η Μάργκοτ
παρατηρούσε αυτές εδώ τις πλάκες, θα είχε βρεθεί σε πολύ μικρή
απόσταση από έναν μοτοσικλετιστή που είχε σταθμεύσει δίπλα στην
εκκλησία.
Η Ρόμπιν ακούμπησε τα χέρια της πάνω στα ψυχρά μαύρα κάγκελα, τα
οποία εμπόδιζαν τυχόν περίεργους από το να ακουμπήσουν τους παλιούς
τάφους, και τους παρατήρησε. Τι θα μπορούσε να είχε προσελκύσει τη
Μάργκοτ εκεί; Οι επιγραφές που είχαν χαραχτεί πάνω στην καλυμμένη
από βρύα πέτρα είχαν σχεδόν σβηστεί. Η Ρόμπιν έγειρε το κεφάλι της στο
πλάι, επιχειρώντας να τις διαβάσει.
Μήπως τη γελούσαν τα μάτια της; Μία από τις λέξεις στο μνήμα δεν
έγραφε «Βίργκο», τη λατινική λέξη για το ζώδιο της Παρθένου, ή μήπως
είχε ασχοληθεί υπερβολικά πολύ με τις αστρολογικές σημειώσεις του
Τάλμποτ; Κι όμως, όσο περισσότερο το παρατηρούσε τόσο περισσότερο
έμοιαζε το όνομα να περιλαμβάνει αυτή η λέξη.
Η Ρόμπιν το τελευταίο διάστημα συσχέτιζε το συγκεκριμένο ζώδιο με
δύο άτομα: με τον εν διαστάσει σύζυγό της, τον Μάθιου, και με την
Ντόροθι Όουκντεν, τη χήρα που εργαζόταν ως γραμματέας στην κλινική
της Μάργκοτ εκείνα τα χρόνια. Η Ρόμπιν είχε αναπτύξει τέτοια ευχέρεια
στο να διαβάζει τις αστρολογικές σημειώσεις του Τάλμποτ, ώστε
συστηματικά άκουγε το όνομα «Ντόροθι» στο μυαλό της, όταν κοίταζε το
σύμβολο της Παρθένου. Έβγαλε το κινητό της, έστρεψε το βλέμμα της
στον τάφο κι αισθάνθηκε μια σχετική ανακούφιση, διαπιστώνοντας πως
δεν έβλεπε πράγματα που υπήρχαν μόνο στη φαντασία της: αυτή ήταν η
τελευταία κατοικία ενός Τζέιμς Βίργκο Νταν.
Όμως τι ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει αυτός ο τάφος για τη
Μάργκοτ; Η Ρόμπιν συμβουλεύτηκε μια γενεαλογική ιστοσελίδα,
εισάγοντας τα ονόματα των Βίργκο και των Νταν, και έμαθε πως ο
άντρας, τα λείψανα του οποίου κείτονταν πλέον σε μορφή σκόνης λίγα
μέτρα μπροστά της, είχε γεννηθεί στην Τζαμάικα και υπήρξε ιδιοκτήτης
σαράντα έξι σκλάβων.
«Άρα, δε χρειάζεται να λυπάμαι την αφεντιά σου», μουρμούρισε η
Ρόμπιν κι έβαλε και πάλι το κινητό στην τσέπη της και συνέχισε να
περπατά στην περίμετρο της εκκλησίας, φτάνοντας στην μπροστινή
πλευρά, όπου υψωνόταν μια επιβλητική οξιά και μια σιδερένια, δίφυλλη
εξώπορτα. Όπως ανέβαινε τα πέτρινα σκαλοπάτια που κατέληγαν στην
είσοδο, άκουσε το χαμηλό βουητό ενός ύμνου. Φυσικά: ήταν πρωί
Κυριακής.
Έπειτα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, η Ρόμπιν άνοιξε την πόρτα όσο
πιο αθόρυβα μπορούσε και κοίταξε μέσα. Εκεί εκτεινόταν ένας πελώριος
βαρύς χώρος: παγερά τόξα, καμωμένα από γκρίζα πέτρα, τριάντα μέτρα
κρύας ατμόσφαιρας ανάμεσα στο εκκλησίασμα και στην οροφή. Το δίχως
άλλο μια τέτοια εκκλησία γιγαντιαίων διαστάσεων είχε θεωρηθεί
απαραίτητη την περίοδο της Αντιβασιλείας, όταν οι άνθρωποι συνέρρεαν
στη λουτρόπολη προκειμένου να πιουν το ιαματικό νερό της, όμως το
τωρινό εκκλησίασμα δεν επαρκούσε ούτε κατά διάνοια προκειμένου να
γεμίσει ο χώρος. Ένας μαυροντυμένος νεωκόρος γύρισε και την κοίταξε·
η Ρόμπιν χαμογέλασε απολογητικά, έκλεισε ήσυχα την πόρτα και
επέστρεψε στο πεζοδρόμιο, όπου υψωνόταν ένα μεγάλο μοντέρνο γλυπτό
από χάλυβα, κάτι ανάμεσα σε μουντζούρα και πηνίο, που προφανώς
στόχο είχε να αναπαραστήσει την ιαματική πηγή, γύρω από την οποία
είχε χτιστεί η πόλη.
Μια παμπ εκεί παρακάτω μόλις άνοιγε τις πόρτες της και η Ρόμπιν είχε
διάθεση να πιει έναν καφέ, οπότε διέσχισε τον δρόμο και πέρασε μέσα
στην Παλιά Βιβλιοθήκη.
Το εσωτερικό ήταν μεγάλο αλλά σχεδόν εξίσου στενάχωρο με εκείνο
της εκκλησίας, καθώς το ντεκόρ αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από
καφετιές αποχρώσεις. Η Ρόμπιν πήρε έναν καφέ, βολεύτηκε σε μιαν
απόμερη γωνιά όπου δεν την έβλεπε κανείς και αφέθηκε στις σκέψεις της.
Η σύντομη επαφή της με το εσωτερικό της εκκλησίας δεν της είχε
αποκαλύψει το παραμικρό. Η Μάργκοτ ήταν άθεη, όμως οι εκκλησίες
ήταν από τα λίγα μέρη όπου θα μπορούσε κανείς να καθίσει για να
σκεφτεί ανενόχλητος. Μήπως η Μάργκοτ είχε στραφεί προς τους Άγιους
Πάντες παρακινημένη από εκείνη την ασαφή, απροσδιόριστη ανάγκη που
είχε ωθήσει κάποτε την ίδια τη Ρόμπιν σε ένα άγνωστό της κοιμητήριο,
όπου κάθισε σε ένα από τα ξύλινα παγκάκια κι αναλογίστηκε την οριακή
κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο γάμος της;
Η Ρόμπιν ακούμπησε κάτω την κούπα με τον καφέ, άνοιξε την τσάντα
που είχε φέρει μαζί της και έβγαλε από μέσα τον πάκο με τις φωτοτυπίες
εκείνων των σελίδων του προσωπικού σημειωματάριου του Τάλμποτ
όπου αναφερόταν το όνομα του Πολ Σάτσγουελ. Πρώτα τις έστρωσε με
την παλάμη της κι ύστερα έριξε διακριτικά μια ματιά στους δύο άντρες
που είχαν μόλις καθίσει σε ένα διπλανό τραπέζι. Εκείνος που καθόταν με
την πλάτη προς το μέρος της ήταν ψηλός και μεγαλόσωμος, με σκούρα
σγουρά μαλλιά, οπότε, πριν προλάβει η Ρόμπιν να θυμίσει στον εαυτό της
πως ήταν αδύνατο να είναι ο Στράικ, μιας κι ο συνεταίρος της βρισκόταν
στο Σεντ Μος, ένα κύμα ενθουσιασμού και χαράς την είχε διατρέξει.
Ο άγνωστος άντρας πρέπει να διαισθάνθηκε πως τον κοίταζε η Ρόμπιν,
καθώς γύρισε προς το μέρος της πριν προλάβει εκείνη να αποστρέψει το
βλέμμα της. Διέκρινε φευγαλέα δυο μάτια γαλανά όπως του Μόρις, ένα
αδύναμο πιγούνι κι έναν κοντό λαιμό, προτού σκύψει το κεφάλι για να
μελετήσει τις αστρολογικές σημειώσεις, νιώθοντας το πρόσωπό της να
κοκκινίζει, ξαφνικά ανήμπορη να επεξεργαστεί τη μάζα από σχέδια και
σύμβολα που απλωνόταν μπροστά της.
Κύματα ντροπής έσκαγαν το ένα μετά το άλλο, εντελώς δυσανάλογα με
αυτό που τα προκάλεσε, μια φευγαλέα ματιά με έναν άγνωστο. Βαθιά στα
σωθικά της, οι τελευταίες σπίθες του ενθουσιασμού που είχε αισθανθεί,
νομίζοντας πως έβλεπε τον Στράικ, έλαμψαν για μια στιγμή κι ύστερα
έσβησαν.
Ήταν ένα στιγμιαίο αντιληπτικό σφάλμα, προσπάθησε να πείσει τον
εαυτό της. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος ανησυχίας. Ηρέμησε.
Όμως αντί να διαβάσει τις σημειώσεις, η Ρόμπιν κόλλησε το πρόσωπο
πάνω στις παλάμες της. Έτσι όπως καθόταν σ’ εκείνο το άγνωστο μπαρ,
με τις αντιστάσεις της εξασθενημένες από την εξουθένωση, η Ρόμπιν
καταλάβαινε πως επιχειρούσε εδώ και καιρό να αποφύγει το ερώτημα του
τι πραγματικά αισθανόταν για τον Στράικ τον τελευταίο χρόνο. Καθώς
πάλευε να απεμπλακεί από τον Μάθιου, εξοικειωνόταν στη ζωή σε ένα
νέο διαμέρισμα με έναν καινούργιο συγκάτοικο, διαχειριζόταν και
απέφευγε το άγχος και τις επικρίσεις των γονιών της, απέκρουε το
επίμονο μαρκάρισμα του Μόρις, ξεγλιστρούσε από το εκνευριστικό
πείσμα της Ίλσα να υποδυθεί την προξενήτρα και εργαζόταν δυο φορές
εντατικότερα απ’ ό,τι πριν, είχε αποδειχτεί εύκολο να μη σκέφτεται τίποτε
άλλο, ακόμη και ένα ζήτημα με τόσο σημαντικές προεκτάσεις, όσο το τι
πραγματικά αισθανόταν για τον Κόρμοραν Στράικ.
Τώρα, καθισμένη στη γωνιά αυτής της στενάχωρης καφετιάς παμπ,
χωρίς κάτι άλλο να της αποσπά την προσοχή, η Ρόμπιν συνέλαβε τον
εαυτό της να αναλογίζεται εκείνες τις νύχτες στον μήνα του μέλιτος που
τις είχε περάσει βηματίζοντας πέρα-δώθε στη λεπτή λευκή άμμο, κι ενώ ο
Μάθιου είχε πέσει ήδη για ύπνο, τότε που η Ρόμπιν είχε ανακρίνει τον
εαυτό της σχετικά με την περίπτωση να ήταν ερωτευμένη με τον άντρα
που εκείνο το διάστημα ήταν ο εργοδότης της και πλέον συνεταίρος της.
Είχε σκάψει κανονικό αυλάκι στην παραλία, έτσι όπως πηγαινοερχόταν
στο σκοτάδι, καταλήγοντας τελικά στο ότι η απάντηση ήταν αρνητική,
πως αυτό που αισθανόταν ήταν ένα μείγμα φιλίας, θαυμασμού και
ευγνωμοσύνης για την ευκαιρία που της είχε προσφέρει να ξεκινήσει μια
καριέρα που αποτελούσε για την ίδια όνειρο ζωής, το οποίο νόμιζε πως
είχε χαθεί για πάντα. Συμπαθούσε τον συνεταίρο της· τον θαύμαζε· του
ήταν ευγνώμων. Αυτό ήταν όλο. Τίποτε περισσότερο.
Μόνο που… θυμόταν πόσο πολύ είχε χαρεί όταν τον συνάντησε σ’
εκείνη την καφετέρια στο Τρούρο, ύστερα από μία εβδομάδα απουσίας,
και πόσο ευτυχισμένη αισθανόταν, ανεξαρτήτως συνθηκών, όταν έβλεπε
το όνομα του Στράικ να φωτίζει την οθόνη του κινητού της.
Σχεδόν φοβισμένη πλέον, πίεσε τον εαυτό της να αναλογιστεί το πόσο
εξοργιστικά εκνευριστικός ήταν ικανός να αποδειχτεί ο Στράικ:
γκρινιάρης, κυκλοθυμικός κι αχάριστος, κι εμφανισιακά δεν μπορούσε να
συγκριθεί καν, με τη σπασμένη μύτη του κι εκείνο το μαλλί που ο ίδιος
περιέγραφε σαν «σύρμα», με τον Μάθιου ή ακόμη και με τον Μόρις…
Κι όμως ήταν ο καλύτερος φίλος της. Η ομολογία αυτή, την οποία
απέφευγε εδώ και τόσο καιρό, προκάλεσε ένα σχεδόν επώδυνο σφίξιμο
στην καρδιά της Ρόμπιν, αν μη τι άλλο επειδή ήξερε πως θα ήταν αδύνατο
να το πει κάποια στιγμή στον ίδιο τον Στράικ. Μπορούσε σχεδόν να τον
φανταστεί να απομακρύνεται με βήμα βαρύ, σαν αιφνιδιασμένος βίσονας,
αντιμέτωπος με μια τόσο απροκάλυπτη έκφραση συμπάθειας,
αποφασισμένος να υψώσει διπλά και τρίδιπλα τα τείχη που συστηματικά
όρθωνε, κάθε φορά που οι δυο τους πλησίαζαν υπερβολικά πολύ. Κι
όμως, αποτελούσε ένα είδος ανακούφισης η ομολογία της επώδυνης
αλήθειας: νοιαζόταν πολύ για τον συνεταίρο της. Του είχε εμπιστοσύνη
στα σημαντικά θέματα: να κάνει το σωστό για τους σωστούς λόγους.
Θαύμαζε την ευφυΐα του και εκτιμούσε το πείσμα του, καθώς και την
αυτοπειθαρχία του, η οποία κατέληγε ακόμη πιο αξιοθαύμαστη ακριβώς
γιατί πολλοί άντρες που δε βαρύνονταν από κάποια αναπηρία δεν
κατόρθωναν ποτέ να την κατακτήσουν. Η Ρόμπιν συχνά έμενε
κατάπληκτη από τη σχεδόν παντελή απουσία αυτολύπησης στη στάση του
Στράικ. Την ενθουσίαζε εκείνο το πάθος του για τη δικαιοσύνη, το οποίο
συμμεριζόταν και η ίδια, εκείνη η ακλόνητη αποφασιστικότητα να
τακτοποιήσει εκκρεμότητες, να λύσει γρίφους.
Κι ύστερα ήταν κάτι ακόμη, κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο. Ο Στράικ ούτε
μία φορά δεν την είχε κάνει να αισθανθεί σωματικά άβολα. Οι δυο τους
περνούσαν ώρες στο γραφείο, πολλές φορές μόνοι τους, και παρότι η
Ρόμπιν ήταν μια ψηλή γυναίκα, εκείνος ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος, κι
όπως ποτέ δεν την είχε κάνει να το αισθανθεί όπως τόσοι άλλοι άντρες,
όχι σε μια προσπάθεια να επιβληθούν, αλλά επειδή τους αρέσει η
επίδειξη, όπως το παγόνι που ξεδιπλώνει την ουρά του. Ο Μάθιου δεν
είχε καταφέρει να συμφιλιωθεί με τη σκέψη πως οι δυο τους ήταν
συνέχεια μαζί, σε ένα μικρό γραφείο, δεν είχε μπορέσει να πιστέψει πως ο
Στράικ δεν επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση προκειμένου να
τη φλερτάρει, οσοδήποτε διακριτικά.
Η Ρόμπιν όμως, που θα παρέμενε για πάντα υπερευαίσθητη σε κάθε
απρόσκλητο άγγιγμα, στις λοξές, γλοιώδεις ματιές, στην εισβολή στον
προσωπικό της χώρο, στις δοκιμές των αντοχών των συμβατικών ορίων,
δεν είχε βιώσει ούτε μία φορά με τον Στράικ εκείνο το αίσθημα της
συρρίκνωσης μέσα στο ίδιο της το σώμα από κάποια απόπειρα μετάβασης
μιας σχέσης σε άλλο επίπεδο. Μια βαθιά επιφυλακτικότητα κάλυπτε την
ιδιωτική ζωή του Στράικ, κι αυτό κάποιες φορές την εκνεύριζε (τελικά,
είχε ή δεν είχε απαντήσει στο τηλεφώνημα της Σάρλοτ Κάμπελ;) ο ζήλος
με τον οποίο περιφρουρούσε την ιδιωτικότητά του εκφραζόταν
παράλληλα ως σεβασμός για τα όρια που έθεταν οι άλλοι άνθρωποι. Ποτέ
δεν είχε υπάρξει κάποιο φαινομενικά αθώο αλλά αχρείαστο άγγιγμα, ούτε
μία φορά δεν είχε ακουμπήσει την παλάμη του χαμηλά στην πλάτη της,
δεν της είχε πιάσει το μπράτσο, δεν την είχε κοιτάξει με τρόπο που έκανε
την επιδερμίδα της να ανατριχιάσει ούτε την έκανε να θέλει να
σκεπαστεί: όλες εκείνες τις αντιδράσεις που της είχαν κληροδοτήσει οι
βίαιες επαφές της με άντρες, που την είχαν σημαδέψει με τρόπους που
δεν ήταν πάντοτε ορατοί.
Στην πραγματικότητα (και γιατί να μην ομολογήσει τα πάντα στον
εαυτό της τώρα, που ήταν τόσο κουρασμένη κι οι άμυνές της τόσο
εξασθενημένες;) είχε υπόψη της μονάχα δύο περιπτώσεις μέσα σε
τέσσερα χρόνια που αισθάνθηκε σίγουρη πως ο Στράικ την είχε δει ως μια
θελκτική γυναίκα, όχι φίλη ή μαθητευόμενη ή μια μικρότερη αδελφή.
Η πρώτη φορά ήταν όταν είχε φορέσει εκείνη την πράσινη τουαλέτα
του οίκου Cavalli για να τον διευκολύνει, στο πλαίσιο της πρώτης κοινής
τους έρευνας, τότε που είχε αποστρέψει το βλέμμα του, σαν άνθρωπος
που επιχειρούσε να αποφύγει ένα αφόρητα δυνατό φως. Κι η Ρόμπιν,
αργότερα, είχε ντραπεί με τη συμπεριφορά της: δεν είχε πρόθεση να τον
κάνει να σκεφτεί πως προσπαθούσε να τον σαγηνεύσει ή να τον
προκαλέσει· το μόνο που προσπαθούσε ήταν να αποσπάσει κάποιες
πληροφορίες από την πωλήτρια. Ύστερα όμως, όταν της χάρισε εκείνη
την πράσινη τουαλέτα, νομίζοντας πως δεν επρόκειτο να τη δει ξανά, η
Ρόμπιν είχε αναρωτηθεί αν ένα μέρος του μηνύματος που επιχειρούσε να
περάσει ο Στράικ ήταν πως δεν απαρνιόταν εκείνη τη ματιά, πως η Ρόμπιν
ήταν πράγματι πανέμορφη με εκείνη την τουαλέτα, κι η υποψία αυτή δεν
της είχε προκαλέσει δυσφορία, αντίθετα την είχε κάνει να αισθανθεί
χαρούμενη και κολακευμένη.
Η δεύτερη φορά, που αποτελούσε μια πολύ πιο επώδυνη ανάμνηση,
ήταν όταν η Ρόμπιν στάθηκε στο κεφαλόσκαλο, στο κτήμα που γιόρτασε
τον γάμο της, κι ο Στράικ στεκόταν παρακάτω, κι είχε γυρίσει να την
κοιτάξει όταν τον φώναξε, κι έστρεψε το βλέμμα του προς εκεί, στη νύφη.
Ήταν τραυματισμένος και κατάκοπος τότε, και πάλι η Ρόμπιν είχε
διακρίνει κάτι να σπινθηρίζει στο βλέμμα του, κάτι που δεν ήταν απλή
φιλία, κι είχαν αγκαλιαστεί, κι αυτό την είχε κάνει να νιώσει…
Ήταν προτιμότερο να μην το σκέφτεται. Ήταν προτιμότερο να μη
θυμάται εκείνη την αγκαλιά, το πόσο όμορφα την είχε κάνει να αισθανθεί,
κι εκείνη την τρέλα που την είχε πιάσε τότε που τον φαντάστηκε να της
λέει «έλα μαζί μου» κι εκείνη ήταν σίγουρη πως θα το είχε κάνει, αν της
το είχε ζητήσει.
Η Ρόμπιν μάζεψε ταραγμένη τα χαρτιά με τις αστρολογικές σημειώσεις
από το τραπέζι, τα παράχωσε στην τσάντα της και βγήκε έξω, αφήνοντας
τον μισό καφέ της στην κούπα.
Επιχειρώντας να αποφύγει τις αναμνήσεις, διέσχισε μια μικρή πέτρινη
γέφυρα που εκτεινόταν πάνω από τα νωχελικά νερά του ποταμού Λιμ,
μέσα από τα οποία αναδύονταν καλαμιές, και πέρασε μπροστά από το
περιστύλιο του Βασιλικού Αντλιοστασίου, εκεί όπου θα εγκαινιαζόταν η
έκθεση με τα έργα του Σάτσγουελ την επόμενη ημέρα. Προχωρώντας με
γοργό βήμα και τις παλάμες στις τσέπες της, η Ρόμπιν προσπάθησε να
εστιάσει στην Αγορά, εκεί όπου οι βιτρίνες καταστημάτων αλλοίωναν τον
χώρο όπου κάποτε εκτεινόταν ένα επιβλητικό μέγαρο της περιόδου της
Αντιβασιλείας.
Όμως το Λίμινγκτον Σπα δεν κατάφερε να βελτιώσει τη διάθεσή της στο
παραμικρό. Αντίθετα, της θύμιζε σε στενάχωρο βαθμό μιαν άλλη
λουτρόπολη: το Μπαθ, όπου είχε φοιτήσει ο Μάθιου. Στη σκέψη της, οι
μακριές συμμετρικές καμπύλες των κτιρίων της περιόδου της
Αντιβασιλείας, με τις λιτές κλασικές προσόψεις τους, θα ταυτίζονταν για
πάντα με άλλοτε όμορφες αναμνήσεις, οι οποίες παραμορφώθηκαν από
κατοπινές ανακαλύψεις: εικόνες της ίδιας και του Μάθιου να περπατούν
ανέμελοι, πιασμένοι χέρι χέρι, χρωματισμένες από τη συναίσθηση πως,
ήδη από τότε, διατηρούσε παράλληλα δεσμό με τη Σάρα.
«Στον διάολο να πάνε όλα», μουρμούρισε η Ρόμπιν, ανοιγοκλείνοντας
με νεύρο τα βλέφαρα για να απομακρύνει τα δάκρυά της. Έκανε απότομα
μεταβολή και τράβηξε προς το μέρος όπου είχε σταθμεύσει το Land
Rover.
Καθώς είχε παρκάρει το αυτοκίνητο κοντύτερα στο ξενοδοχείο, έκανε
μια παράκαμψη μέχρι ένα παρακείμενο σούπερ μάρκετ, προκειμένου να
αγοράσει μερικά τρόφιμα, ύστερα έκανε τσεκ ιν σε ένα μηχάνημα
αυτόματης εξυπηρέτησης στο Πανδοχείο Πρέμιερ κι από εκεί ανέβηκε
στον επάνω όροφο, στο δωμάτιό της. Ήταν μικρό, λιτά επιπλωμένο αλλά
απόλυτα καθαρό και άνετο, με θέα προς ένα εκπληκτικά κακόγουστο
δημαρχιακό μέγαρο, καμωμένο από κόκκινα και λευκά τούβλα, το οποίο
ήταν υπερβολικά στολισμένο με παπύρους, αετώματα και λέοντες.
Δυο σάντουιτς, ένα εκλέρ σοκολάτας, ένα αναψυκτικό διαίτης και ένα
μήλο βοήθησαν τη Ρόμπιν να αισθανθεί καλύτερα. Καθώς ο ήλιος
χανόταν αργά πίσω από τα κτίρια της Αγοράς, η Ρόμπιν έβγαλε τα
παπούτσια της κι έκανε να πιάσει τις φωτοτυπημένες σελίδες από το
σημειωματάριο του Τάλμποτ, καθώς και την τράπουλα με τις κάρτες ταρό
του Θωθ, δημιούργημα του Άλιστερ Κρόουλι, μέσα από τις οποίες ο Μπιλ
Τάλμποτ είχε αναζητήσει τη λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης της
Μάργκοτ. Αφού άνοιξε το πακέτο κι άφησε τις κάρτες να γλιστρήσουν
στην παλάμη της, τις φυλλομέτρησε παρατηρώντας τις εικόνες. Ακριβώς
όπως το είχε υποψιαστεί, ο Τάλμποτ είχε αντιγράψει πολλά από εκείνα τα
μοτίβα στο σημειωματάριό του, μάλλον από εκείνες τις κάρτες που είχε
τραβήξει στη διάρκεια των συχνών προσπαθειών του να διαλευκάνει την
υπόθεση καταφεύγοντας στα ταρό.
Η Ρόμπιν έστρωσε με την παλάμη της τη «σελίδα των κεράτων», όπως
την αποκαλούσε, πάνω στην οποία ο Τάλμποτ είχε αναλογιστεί τη
σημασία των τριών κερασφόρων συμβόλων του ζωδιακού κύκλου: του
Αιγόκερου, του Κριού και του Ταύρου. Η σελίδα αυτή προερχόταν από το
τελευταίο τέταρτο του σημειωματαρίου του, όπου οι παραθέσεις από τα
κείμενα του Άλιστερ Κρόουλι, τα αστρολογικά σύμβολα και τα αλλόκοτα
σχέδια υπερτερούσαν συντριπτικά έναντι των συγκεκριμένων στοιχείων.
Εδώ, στη σελίδα των κεράτων, υπήρχαν αποδείξεις του αναγεννημένου
ενδιαφέροντος του Τάλμποτ για τον Σάτσγουελ, τον οποίο αρχικά είχε
αποκλείσει, με το σκεπτικό πως ήταν Κριός και όχι Αιγόκερως.
Προφανώς, ο Τάλμποτ είχε υπολογίσει το πλήρες ωροσκόπιο του
Σάτσγουελ, επισημαίνοντας διάφορες πτυχές, οι οποίες όπως
παρατηρούσε ήταν ίδιες όπως στον ΑΚ. Όπως στον ΑΚ. ΘΥΜΗΣΟΥ ΤΗ
ΣΥΝΔΕΣΗ με ΛΣ.
Σαν να μην ήταν ήδη αρκετά μπερδεμένη η όλη κατάσταση, εκείνος ο
μυστηριώδης Σμιντ επέμενε να διορθώνει τα σύμβολα, αν και είχε
επιτρέψει στον Σάτσγουελ να διατηρήσει το δικό του αρχικό σύμβολο,
αυτό του Κριού.
Και τότε μια παράξενη ιδέα τρύπωσε στο μυαλό της Ρόμπιν: η
περίπτωση να εφαρμοζόταν ένας ζωδιακός κύκλος δεκατεσσάρων ζωδίων
ήταν προφανώς φαιδρή (γιατί όμως να ήταν περισσότερο φαιδρή απ’ ό,τι
ο ζωδιακός κύκλος των δώδεκα; αναρωτήθηκε μια φωνή μέσα της, η
οποία ακούστηκε εντυπωσιακά παρόμοια με του Στράικ), προφανώς
όμως, αν σκόπευες να στριμώξεις δύο επιπλέον ζώδια, θα έπρεπε να
μετατοπιστούν αντίστοιχα και οι ημερομηνίες, σωστά;
Έπιασε το κινητό της και στη μηχανή αναζήτησης πληκτρολόγησε τους
όρους «ζωδιακός κύκλος δεκατεσσάρων συμβόλων Σμιντ».
«Ω, Θεέ μου», αναφώνησε η Ρόμπιν στη σιωπή του δωματίου της.
Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει πλήρως αυτό που είχε διαβάσει,
άρχισε να χτυπά το κινητό της. Ήταν ο Στράικ.
«Γεια», είπε η Ρόμπιν, γυρνώντας βιαστικά τη συσκευή στην ανοιχτή
ακρόαση, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να διαβάζει αυτό που είχε μόλις
εντοπίσει. «Πώς είσαι;»
«Κομμάτια», είπε ο Στράικ, όπως μαρτυρούσε άλλωστε κι η φωνή του.
«Τι συνέβη;»
«Τι εννοείς;» ρώτησε η Ρόμπιν, ενώ σάρωνε με το βλέμμα της τις
γραμμές του κειμένου που είχε μπροστά της.
«Ακούγεσαι όπως κάθε φορά που έχεις ανακαλύψει κάτι».
Η Ρόμπιν γέλασε.
«Λοιπόν, δε θα το πιστέψεις, όμως μόλις εντόπισα τον Σμιντ».
«Τι έκανε λέει;»
«Επίθετο Σμιντ, όνομα Στίβεν. Είναι πραγματικό πρόσωπο! Έγραψε ένα
βιβλίο το 1970, με τίτλο Αστρολογία 14, όπου πρότεινε την ένταξη δύο
επιπλέον συμβόλων στον ζωδιακό κύκλο, του Οφιούχου και του Κήτους!»
Ακολούθησε μια σύντομη παύση και τελικά ο Στράικ μουρμούρισε:
«Πώς κέρατο μου ξέφυγε αυτό;»
«Θυμάσαι εκείνο το άγαλμα του άντρα που κρατούσε το ερπετό στο
παλιό σπίτι της Μάργκοτ;» είπε η Ρόμπιν, αφήνοντας το σώμα της να
πέσει πάνω στα μαξιλάρια, ανάμεσα στις σκόρπιες κάρτες ταρό.
«Ναι, τον Ασκληπιό», είπε ο Στράικ. «Οι Ρωμαίοι τον ονόμαζαν
Οφιούχο. Ο θεός της ίασης».
«Λοιπόν, έτσι εξηγούνται όλες οι αλλαγές στις ημερομηνίες, σωστά;»
είπε η Ρόμπιν. «Και γιατί ο καημένος ο Τάλμποτ ήταν τόσο μπερδεμένος!
Προσπαθούσε να τους χωρέσει όλους στις προσαρμοσμένες ημερομηνίες
του Σμιντ, όμως δεν του έβγαιναν οι ημερομηνίες. Εν τω μεταξύ, όλοι οι
άλλοι αστρολόγοι που συμβουλευόταν επέμεναν να χρησιμοποιούν το
σύστημα με τα δώδεκα ζώδια, οπότε…»
«Ναι», είπε ο Στράικ διακόπτοντάς την, «μια τέτοια εξέλιξη θα
αποτρέλαινε έναν ήδη τρελαμένο άνθρωπο, δεν υπάρχει αμφιβολία».
Ο τόνος της φωνής του έλεγε: «Ενδιαφέροντα όλα αυτά, αλλά δεν έχουν
σημασία». Η Ρόμπιν τράβηξε το Τρία των Πεντάλφα από κάτω της και το
παρατήρησε αφηρημένα. Πλέον, ήταν τόσο εξοικειωμένη με τα
αστρολογικά σύμβολα, ώστε δε χρειαζόταν να αναζητήσει την ερμηνεία
των συμβόλων για να καταλάβει πως συμβόλιζε, εκτός των άλλων, τον
Άρη στον Αιγόκερω.
«Πώς είναι τα πράγματα εκεί;» ρώτησε.
«Κοίτα, η εκκλησία δεν πρόκειται να χωρέσει όλους όσοι θα μαζευτούν
αύριο, πράγμα που θα ενθουσίαζε την Τζόαν. Ήθελα απλώς να σε
ενημερώσω πως επιστρέφω την Τρίτη».
«Είσαι σίγουρος πως δε χρειάζεται να μείνεις περισσότερο;»
«Όλη η γειτονιά έχει υποσχεθεί πως θα φροντίζει τον Τεντ. Η Λούσι
προσπαθεί να τον βάλει να υποσχεθεί πως θα ανηφορίσει κάποια στιγμή
στο Λονδίνο. Επάνω είχαμε τίποτε εξελίξεις;»
«Χμ… να σκεφτώ… έκλεισα την υπόθεση της Καρτποστάλ», είπε η
Ρόμπιν. «Νομίζω πως ο πελάτης μας απογοητεύτηκε, μόλις είδε ποια ήταν
η γυναίκα που τον γυρόφερνε. Η σύζυγός του, αντίθετα, ενθουσιάστηκε».
Ο Στράικ γέλασε τραχιά, κοφτά.
«Οπότε, αναλάβαμε την υπόθεση της χρηματίστριας», συνέχισε η
Ρόμπιν. «Δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να βγάλουμε φωτογραφίες ή να
βρούμε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο για τη σχέση του συζύγου με την
νταντά, όμως δε νομίζω πως θα μας πάρει πολύ».
«Δικαιούσαι ένα μεγάλο διάστημα άδειας ύστερα απ’ όλη αυτή την
ιστορία, Ρόμπιν», είπε ο Στράικ με βαριά φωνή. «Δεν έχω λόγια να σε
ευχαριστήσω».
«Σαχλαμάρες», απάντησε η Ρόμπιν.
Λίγο μετά το τηλεφώνημα ολοκληρώθηκε.
Ξαφνικά, το δωμάτιο της Ρόμπιν ήταν σαν να είχε σκοτεινιάσει
απότομα. Ο ήλιος είχε δύσει· το δημαρχείο, έτσι όπως διαγραφόταν το
περίγραμμά του, έμοιαζε με κάποιο τερατώδες, γοτθικό ανάκτορο. Η
Ρόμπιν άναψε το πορτατίφ της και κοίταξε τριγύρω το κρεβάτι, που ήταν
σπαρμένο με αστρολογικές σημειώσεις και κάρτες ταρό. Ιδωμένες μέσα
από το διόλου ενθουσιώδες πρίσμα του Στράικ, οι μουντζούρες του
Τάλμποτ έμοιαζαν με τα επίτηδες αλλόκοτα σχέδια στην πίσω πλευρά
κάποιου εφηβικού σημειωματάριου, που δεν κατέληγαν πουθενά κι είχαν
απλώς σχεδιαστεί από αγάπη για το παράξενο.
Όπως χασμουριόταν, η Ρόμπιν ξαναδίπλωσε τις φωτοτυπημένες
σημειώσεις και τις έβαλε στην τσάντα της, έκανε ντους, επέστρεψε το
κρεβάτι φορώντας τις πιτζάμες της και μάζεψε τις κάρτες ταρό, βάζοντάς
τες στη σειρά, ώστε να βεβαιωθεί πως δεν έλειπε κάποια. Δεν είχε
διάθεση να την περάσει η καθαρίστρια για άτομο που άφηνε σκόρπιες
κάρτες ταρό στο πέρασμά του.
Έτσι όπως ήταν έτοιμη να τοποθετήσει την τράπουλα μέσα στο κουτί
της, η Ρόμπιν κάθισε ξαφνικά στο κρεβάτι και βάλθηκε να την
ανακατεύει. Ήταν πάρα πολύ κουρασμένη για να επιχειρήσει το άνοιγμα
των δεκαπέντε φύλλων που πρότεινε το βιβλιαράκι που συνόδευε την
τράπουλα, όμως ήξερε από την εξαντλητική μελέτη των σημειώσεων του
επιθεωρητή πως ο Τάλμποτ μερικές φορές είχε επιχειρήσει να διακρίνει
κάποιο μονοπάτι στην πορεία των ερευνών ρίχνοντας μόλις τρεις κάρτες:
η πρώτη συμβόλιζε «τη φύση του προβλήματος», η δεύτερη «την αιτία»
και η τρίτη «τη λύση».
Έπειτα από ένα καλό ανακάτεμα, η Ρόμπιν γύρισε από την ορθή την
πρώτη κάρτα και την ακούμπησε στον φωτεινό κύκλο που σχημάτιζε το
πορτατίφ της: Βαλές Κούπα. Ένας γυμνός γαλαζοπράσινος άντρας,
καβάλα σε έναν αετό που βούταγε προς το νερό. Στο ένα χέρι κρατούσε
ένα κύπελλο μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα φίδι και στο άλλο ένα άνθος
λωτού. Η Ρόμπιν έβγαλε τη Βίβλο του Θωθ από την τσάντα της και
αναζήτησε την ερμηνεία της κάρτας.
Τα ηθικά χαρακτηριστικά του ατόμου που απεικονίζεται σε αυτή την
κάρτα είναι η διακριτικότητα, η κρυφή βία και η πονηριά. Είναι βαθιά
μυστικοπαθής, καλλιτέχνης σε όλα του.
Αμέσως, ο νους της πήγε στον Ντένις Κριντ. Αριστοτέχνης δολοφόνος,
με τον δικό του τρόπο.
Γύρισε από την ορθή την επόμενη κάρτα: Τέσσερα Κούπα ή αλλιώς
Πολυτέλεια. Ένας ακόμη λωτός έχυνε νερό πάνω από άλλα τέσσερα
κύπελλα, χρυσά αυτή τη φορά. Η Ρόμπιν στράφηκε και πάλι στο βιβλίο.
Η κάρτα αναφέρεται στη Σελήνη στον Καρκίνο, που είναι ο δικός της
οίκος· όμως ο ίδιος ο Καρκίνος είναι έτσι τοποθετημένος ώστε αφήνει
να εννοηθεί μια κάποια αδυναμία, μια παράδοση στο πάθος.
Άραγε, την κατηγορούσε η τράπουλα πως ζούσε τρυφηλή ζωή; Η
Ρόμπιν έριξε μια ματιά ολόγυρα σ’ εκείνο το δωματιάκι και γύρισε από
την ορθή το τελευταίο φύλλο.
Κι άλλες κούπες, κι άλλοι λωτοί, μαζί με δυο ψάρια που περιπλέκονταν
κι άδειαζαν νερό σε δύο ακόμη χρυσά κύπελλα τα οποία έστεκαν σε μια
πράσινη λίμνη.
Έρωτας… Η κάρτα αναφέρεται επίσης στην Αφροδίτη στον Καρκίνο.
Δείχνει την αρμονία του αρσενικού και του θηλυκού: με την ευρεία
έννοια της ερμηνείας. Είναι η τέλεια και γαλήνια αρμονία…
Η Ρόμπιν παρατήρησε την κάρτα για μερικά ακόμη δευτερόλεπτα,
προτού την τοποθετήσει δίπλα στις δύο άλλες. Ήταν όλες κούπες. Όπως
ήξερε από τη μελέτη των ταρό του Θωθ, οι κούπες σήμαιναν νερό.
Λογικό, μιας και βρισκόταν σε λουτρόπολη…
Η Ρόμπιν κούνησε το κεφάλι της, αν και δεν ήταν κανείς εκεί για να τη
δει να το κάνει, τοποθέτησε τις κάρτες μέσα στο κουτί τους, ξάπλωσε στο
κρεβάτι, ρύθμισε το ξυπνητήρι της και έσβησε το φως.
46
Κι εκείνος ο περήφανος Παγανιστής να ξαποστάσει κάθισε,
σε σκιά κρυφή, πλάι σε κρουσταλλένια πηγή:
κι ας ήταν αυτός, που άλλοτε θα είχε καταστείλει
την όμορφη Ούνα…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

H νύχτα της Ρόμπιν σημαδεύτηκε από απότομα ξυπνήματα, καθώς


προηγούνταν διαδοχικά, αγχωτικά όνειρα: ότι είχε αποκοιμηθεί και πάλι
στο τιμόνι ή ότι είχε παρακοιμηθεί και φτάνοντας στην γκαλερί, η έκθεση
με τα έργα του Σάτσγουελ είχε λήξει. Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι του
κινητού της, στις 7 το πρωί, πίεσε αμέσως τον εαυτό της να σηκωθεί από
το κρεβάτι, έκανε ντους, ντύθηκε και, ανυπομονώντας να φύγει από το
απρόσωπο δωμάτιο, κατέβηκε στο ισόγειο με τον σάκο της έτοιμο, για να
φάει λίγα δημητριακά και να πιει έναν καφέ στην τραπεζαρία, η οποία
ήταν βαμμένη σε μια καταθλιπτική λαδιά απόχρωση.
Η ατμόσφαιρα έξω ήταν δροσερή αλλά ο ουρανός συννεφιασμένος,
καθώς ένας ψυχρός ασημής ήλιος πάσχιζε να διαπεράσει το λευκό πέπλο.
Αφού μετέφερε τον σάκο στο σταθμευμένο Land Rover, ξεκίνησε με τα
πόδια για να πάει στο Βασιλικό Αντλιοστάσιο, εκεί όπου στεγαζόταν η
γκαλερί στην οποία επρόκειτο να εγκαινιαστεί η έκθεση με τα έργα του
Σάτσγουελ. Στα αριστερά της, εκτείνονταν οι Κήποι Τζέφσον κι ένα
σιντριβάνι από ροδόχρωμη πέτρα, το οποίο θα μπορούσε να είχε
αποτελέσει το μοντέλο για μία από τις κάρτες ταρό του Κρόουλι. Στην
επάνω πλευρά υπήρχαν τέσσερις λεκάνες σε σχήμα κοχυλιών.
…μια κάποια αδυναμία, μια παράδοση στο πάθος…
Έχεις αρχίσει και γίνεσαι σαν τον Τάλμποτ, είπε θυμωμένα στον εαυτό
της η Ρόμπιν. Άνοιξε το βήμα της και έφτασε στο Βασιλικό Αντλιοστάσιο
έχοντας και κάποιο χρονικό περιθώριο στη διάθεσή της.
Το κτίριο είχε μόλις ανοίξει· μια νεαρή γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα,
απομακρυνόταν από τη δίφυλλη γυάλινη πόρτα κρατώντας μια αρμαθιά
κλειδιών. Η Ρόμπιν πέρασε μέσα, κι εκεί διαπίστωσε πως στο εσωτερικό
του κτιρίου απέμεναν ελάχιστα αρχιτεκτονικά στοιχεία από το
αντλιοστάσιο της περιόδου της Αντιβασιλείας: το πάτωμα καλυπτόταν
από σύγχρονα γκρίζα πλακάκια και η οροφή στηριζόταν σε μεταλλικές
στήλες. Μια καφετέρια καταλάμβανε τη μια πτέρυγα του ενιαίου χώρου,
ένα κατάστημα την άλλη. Η γκαλερί, όπως παρατήρησε η Ρόμπιν,
βρισκόταν ακριβώς απέναντι, πίσω από μια ακόμη γυάλινη πόρτα.
Η γκαλερί αποτελούνταν από ένα μακρύ δωμάτιο, με τοίχους από
τούβλα και ξύλινο δάπεδο, με τον χώρο να έχει διατεθεί προσωρινά σε
μια έκθεση με έργα ντόπιων καλλιτεχνών. Εκεί βρίσκονταν μόλις τρεις
άνθρωποι: μια γεροδεμένη γυναίκα με γκρίζα μαλλιά πιασμένα σε κότσο
και στέκα στο κεφάλι, ένας βραχύσωμος άντρας με ύφος μαγκωμένο, ο
οποίος, όπως υποψιαζόταν η Ρόμπιν, πρέπει να ήταν ο σύζυγός της και
μια δεύτερη νεαρή γυναίκα, επίσης ντυμένη στα μαύρα, που λογικά
πρέπει να εργαζόταν εκεί. Η φωνή της γκριζομάλλας γυναίκας αντηχούσε
στο δωμάτιο, λες και βρίσκονταν σε σάλα γυμναστηρίου.
«Το είχα πει στη Σόνα πως ο πίνακας εδώ χρειαζόταν ένα επιπλέον
σποτάκι! Μετά βίας μπορείς να τον δεις, αυτή η γωνία είναι τελείως
σκοτεινή!»
Η Ρόμπιν περιφέρθηκε με αργό βήμα στον χώρο, στρέφοντας το βλέμμα
της σε μουσαμάδες και σκίτσα. Στο πλαίσιο αυτής της προσωρινής
έκθεσης είχε παραχωρηθεί χώρος σε πέντε ντόπιους καλλιτέχνες, όμως
κατάφερε να εντοπίσει τα έργα του Πολ Σάτσγουελ χωρίς δυσκολία: είχαν
τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση και ξεχώριζαν από μακριά χάρη στις
τολμηρές συνθέσεις τους, ανάμεσα σε σπουδές τοπίων της περιοχής,
πορτρέτα ωχρών Βρετανών να στέκουν σε στάσεις λεωφορείων και
νεκρές φύσεις.
Γυμνές μορφές περιπλέκονταν και ερωτοτροπούσαν σε σκηνές
εμπνευσμένες από την ελληνική μυθολογία. Η Περσεφόνη πάλευε να
ξεφύγει από τα μπράτσα του Άδη, καθώς εκείνος τη μετέφερε στον κάτω
κόσμο· η Ανδρομέδα πάσχιζε να σπάσει τις αλυσίδες που την κρατούσαν
πάνω στον βράχο, την ώρα που ένα δρακόμορφο πλάσμα αναδυόταν μέσα
από τα κύματα για να την κατασπαράξει· η Λήδα κειτόταν ανάσκελα στα
βούρλα, καθώς ο Δίας, μεταμορφωμένος σε κύκνο, την καθιστούσε
έγκυο.
Δυο στίχοι της Τζόνι Μίτσελ ήρθαν στο μυαλό της Ρόμπιν, καθώς
παρατηρούσε τους πίνακες: «Όταν σε πρωτοείδα στην γκαλερί σου, μου
άρεσε μια από τις κυρίες…»
Με τη διαφορά πως η Ρόμπιν δεν ήταν σίγουρη πως της άρεσαν οι
πίνακες. Οι γυναικείες μορφές ήταν όλες μελαχρινές, με σκούρα
επιδερμίδα, πλούσιο στήθος και εν μέρει ή τελείως γυμνές. Οι πίνακες
ήταν επιδέξια φιλοτεχνημένοι, όμως η Ρόμπιν τους έβρισκε ελαφρώς
λάγνους. Όλα τα γυναικεία πρόσωπα είχαν μια έκφραση παραίτησης, ενώ
ο Σάτσγουελ έδειχνε μια σαφή προτίμηση προς εκείνους τους μύθους που
ενείχαν στοιχεία υποταγής, βιασμού ή απαγωγής.
«Εντυπωσιακοί, δε βρίσκετε;» σχολίασε ο μειλίχιος σύζυγος της
οργισμένης ζωγράφου που ο πίνακάς της δεν είχε φωτιστεί αρκετά, έτσι
όπως στάθηκε στο πλευρό της Ρόμπιν προκειμένου να παρατηρήσει τη
μορφή της ολόγυμνης Ιούς, τα μαλλιά της οποίας ανέμιζαν πίσω της και
τα στήθη της γυάλιζαν από τον ιδρώτα, καθώς επιχειρούσε να ξεφύγει
από έναν ταύρο με μια πελώρια στύση.
«Χμ», έκανε η Ρόμπιν. «Αναρωτιόμουν αν πρόκειται να παραστεί στην
έκθεση. Ο Πολ Σάτσγουελ θέλω να πω».
«Νομίζω πως ανέφερε κάποια στιγμή πως θα ξαναπερνούσε για λίγο»,
είπε ο άντρας.
«Θα ξαναπερνούσε..; Θέλετε να πείτε πως βρίσκεται εδώ; Στην Αγγλία;»
«Μα ναι», είπε ο άντρας με ύφος κάπως έκπληκτο. «Χθες πάντως ήταν
εδώ. Πέρασε για να τους δει να τοποθετούνται».
«Έχει έρθει να επισκεφτεί κάποιους συγγενείς, έτσι νομίζω πως είπε»,
σχολίασε η νεαρή μαυροντυμένη γυναίκα, που έδειχνε να χαίρεται που
είχε λόγο να μιλήσει σε κάποιον άλλον, πέρα από την αγανακτισμένη
καλλιτέχνιδα με τη στέκα.
«Δε φαντάζομαι να έχετε τα στοιχεία επικοινωνίας του;» ρώτησε η
Ρόμπιν. «Ίσως τη διεύθυνση όπου μένει;»
«Όχι», είπε η νεαρή γυναίκα, που τώρα έδειχνε ιδιαίτερα πρόθυμη.
Προφανώς, οι ντόπιοι καλλιτέχνες δεν προκαλούσαν συνήθως τόσο
ζωηρό ενδιαφέρον. «Όμως μπορείτε να αφήσετε το όνομα και τη
διεύθυνσή σας, αν θέλετε, και θα τον ενημερώσω πως θέλετε να του
μιλήσετε, αν περάσει και πάλι από εδώ».
Οπότε, η Ρόμπιν ακολούθησε τη νεαρή γυναίκα στον χώρο υποδοχής,
όπου εκείνη σημείωσε το όνομα και το τηλέφωνό της σε ένα χαρτί κι
ύστερα, ενώ η καρδιά της εξακολουθούσε να χτυπά δυνατά από
ενθουσιασμό, πήγε στην καφετέρια, αγόρασε έναν καπουτσίνο και πήρε
θέση δίπλα στο μακρύ παράθυρο που έβλεπε προς τους Κήπους του
Αντλιοστασίου, απ’ όπου θα μπορούσε να παρατηρεί με άνεση τους
ανθρώπους που έμπαιναν στο κτίριο.
Άραγε, να επέστρεφε στο Πανδοχείο Πρέμιερ και να έκλεινε ξανά
δωμάτιο, ώστε να περιμένει εδώ, στο Λίμινγκτον Σπα, μέχρι να
εμφανιστεί ο Σάτσγουελ; Θα θεωρούσε ο Στράικ πως άξιζε να αμελήσει
τις υπόλοιπες υποθέσεις τους προκειμένου να παραμείνει εδώ, ελπίζοντας
πως ο Σάτσγουελ κάποια στιγμή θα επέστρεφε; Σήμερα ήταν η κηδεία της
Τζόαν: δεν μπορούσε να τον απασχολήσει με μια τέτοια ερώτηση.
Αναρωτήθηκε τι να έκανε ο συνεταίρος της εκείνη τη στιγμή. Ίσως να
ντυνόταν ήδη για την τελετή. Η Ρόμπιν είχε παραστεί σε μόλις δύο
κηδείες στη ζωή της. Ο παππούς της, από την πλευρά της μητέρας της,
είχε πεθάνει λίγο πριν σταματήσει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο: η
Ρόμπιν γύρισε στο σπίτι για την κηδεία και δεν επέστρεψε ποτέ στη
σχολή. Ελάχιστα πράγματα θυμόταν από εκείνη την περίσταση: είχε
χρειαστεί να διαθέσει όλες τις δυνάμεις της για να διατηρήσει ένα σαθρό
προσωπείο ηρεμίας, και θυμόταν εκείνο το αλλόκοτο αίσθημα
αποστασιοποίησης που διέτρεχε την οριακή υπομονή με την οποία είχε
υποδεχτεί τις σχεδόν τρομαγμένες ερωτήσεις των συγγενών της, που
γνώριζαν τι της είχε συμβεί. Θυμόταν επίσης την παλάμη του Μάθιου
όπως έκλεινε γύρω από τη δική της. Δεν είχε πάρει το χέρι του στιγμή,
ενώ είχε χάσει κάποια μαθήματα και έναν σημαντικό αγώνα ράγκμπι,
προκειμένου να επιστρέψει ώστε να είναι μαζί της.
Η μόνη άλλη κηδεία στην οποία είχε παραστεί ήταν πριν από τέσσερα
χρόνια, όταν μαζί με τον Στράικ είχαν παρακολουθήσει την αποτέφρωση
μιας δολοφονημένης κοπέλας, στο πλαίσιο της πρώτης έρευνας
δολοφονίας που είχαν αναλάβει, έχοντας σταθεί μαζί στο βάθος του
απρόσωπου κρεματορίου, όπου ο κόσμος ήταν λιγοστός. Αυτό είχε
συμβεί πριν συμφωνήσει ο Στράικ να την προσλάβει σε μόνιμη βάση, τον
καιρό που η Ρόμπιν δεν ήταν παρά μια προσωρινή υπάλληλος, στην οποία
ο Στράικ είχε επιτρέψει να τρυπώσει στην έρευνά του. Καθώς
αναλογιζόταν την κηδεία της Ροσέλ Ονιφάντε, η Ρόμπιν συνειδητοποίησε
πως ήδη από τότε οι δεσμοί που την ένωναν με τον Μάθιου είχαν αρχίσει
να χαλαρώνουν. Η Ρόμπιν δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμη, όμως είχε
βρει κάτι που ήθελε περισσότερο απ’ όσο ήθελε να είναι σύζυγος του
Μάθιου.
Αφού ήπιε τον καφέ της, η Ρόμπιν πετάχτηκε στα γρήγορα μέχρι το
μπάνιο, κι ύστερα επέστρεψε στην γκαλερί, με την ελπίδα να είχε
εμφανιστεί ο Σάτσγουελ, όση ώρα εκείνη δεν παρακολουθούσε την
είσοδο, όμως ο ζωγράφος δε φαινόταν πουθενά. Εν τω μεταξύ, κάποιοι
άνθρωποι είχαν περάσει να ρίξουν μια ματιά στην προσωρινή έκθεση. Οι
πίνακες του Σάτσγουελ συγκέντρωναν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αφού
περπάτησε στην αίθουσα άλλη μια φορά, η Ρόμπιν καμώθηκε πως της
κίνησε το ενδιαφέρον μια παλιά κρήνη στη γωνία. Καλυμμένη με
γιρλάντες και κεφαλές λεόντων με ορθάνοιχτα στόματα, ανάβλυζε σε
άλλες εποχές το ιαματικό νερό της λουτρόπολης.
Πιο πίσω από την κρήνη υπήρχε ένα δεύτερο δωμάτιο, το οποίο ερχόταν
σε πλήρη αντίθεση με τον καθαρό, μοντέρνο χώρο πίσω της. Ήταν
οκταγωνικό, χτισμένο από τούβλα, ιδιαίτερα ψηλοτάβανο, με παράθυρα
από μπλε γυαλί του Μπρίστολ. Η Ρόμπιν πέρασε μέσα: ήταν, ή μάλλον
είχε λειτουργήσει κάποτε ως, τουρκικό χαμάμ, κι η συνολική του εικόνα
θύμιζε έναν μικρό ναό. Στο ψηλότερο σημείο της θολωτής οροφής
σχηματιζόταν ένας τρούλος, διακοσμημένος με ένα γυάλινο, οκτάκτινο
αστέρι, από όπου κρεμόταν ένα φανάρι.
«Είναι ωραίο να βλέπεις και λίγη παγανιστική επιρροή, καλά δε λέω;»
Η φωνή ήταν ένας συνδυασμός συνειδητά λαϊκής λονδρέζικης
διαλέκτου, χρωματισμένης με μια υποψία ελληνικής προφοράς. Η Ρόμπιν
έκανε μεμιάς επιτόπου μεταβολή κι εκεί, στητός καταμεσής του χαμάμ,
ντυμένος με τζιν παντελόνι κι ένα παλιό τζιν πουκάμισο, έστεκε ένας
ηλικιωμένος άντρας, το αριστερό μάτι του οποίου καλυπτόταν από
χειρουργική γάζα, έτσι που σχημάτιζε έντονη αντίθεση, κατάλευκη, με
φόντο μια επιδερμίδα καφετιά σαν πολυκαιρισμένη τερακότα. Τα
αχτένιστα λευκά μαλλιά του έπεφταν πάνω στους κυρτωμένους ώμους
του· λευκές τρίχες κάλυπταν το στήθος, στο σημείο που έμενε ακάλυπτο
από το ξεκούμπωτο πουκάμισο, μία ασημένια αλυσίδα κρεμόταν γύρω
από τον σταφιδιασμένο λαιμό του, ενώ ασημένια και τιρκουάζ δαχτυλίδια
στόλιζαν τα δάχτυλά του.
«Είσαι η νεαρή κυρία που γύρευε να μου μιλήσει;» ρώτησε ο Πολ
Σάτσγουελ, αποκαλύπτοντας μια σειρά από καφεκίτρινα δόντια, έτσι
όπως χαμογέλασε.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Εγώ είμαι. Ρόμπιν Έλακοτ», συστήθηκε
τείνοντας το χέρι της.
Το ακάλυπτο μάτι του έκοψε το πρόσωπο και τη σιλουέτα της Ρόμπιν
από πάνω μέχρι κάτω, με απροκάλυπτη επιδοκιμασία. Συνέχισε να κρατά
το χέρι της κάπως περισσότερο απ’ ό,τι ήταν απαραίτητο μετά τη
χειραψία, όμως η Ρόμπιν συνέχισε να χαμογελά καθώς το απέσυρε και
αναζήτησε μέσα στην τσάντα της μια επαγγελματική κάρτα, την οποία
και του έδωσε.
«Ιδιωτική ντετέκτιβ;» είπε ο Σάτσγουελ, οπότε το χαμόγελό του
μετριάστηκε κάπως, όπως διάβαζε την κάρτα. «Κι εμένα τι με θες;»
Η Ρόμπιν του εξήγησε.
«Για τη Μάργκοτ;» είπε ο Σάτσγουελ με ύφος σαστισμένο. «Έλα
Χριστέ και Κύριε, μιλάμε για μια ιστορία πριν από… πόσο… σαράντα
χρόνια;»
«Σχεδόν», είπε η Ρόμπιν, όπως παραμέριζε ώστε να παραχωρήσει τη
θέση της στο κέντρο του χαμάμ σε κάτι τουρίστες, που ήθελαν να
διαβάσουν την ιστορία του από την πινακίδα που υπήρχε στον τοίχο.
«Ήρθα από το Λονδίνο ελπίζοντας να σας μιλήσω για εκείνη. Θα σήμαινε
πολλά για τους δικούς της, αν θα μπορούσατε να μου πείτε ό,τι θυμάστε».
«Έλα ρε, σαν τι περιμένεις να θυμάμαι ύστερα από τόσο καιρό;» είπε ο
Σάτσγουελ.
Η Ρόμπιν όμως αισθανόταν βέβαιη πως ο ζωγράφος θα δεχόταν. Είχε
διαπιστώσει στην πράξη πως οι άνθρωποι, σε γενικές γραμμές, ήθελαν να
μάθουν τι γνώριζες ήδη, γιατί είχες έρθει να τους μιλήσεις, αν είχαν
κάποιο λόγο να ανησυχούν. Και μερικές φορές ήθελαν απλώς να
μιλήσεις, επειδή αισθάνονταν μόνοι ή παραμελημένοι, κι ήταν
κολακευτικό να βλέπεις έναν άνθρωπο να κρέμεται από τα χείλη σου, ενώ
άλλες φορές, καλή ώρα τώρα (παρότι ήταν ηλικιωμένος, μονόφθαλμος, κι
αυτό το ένα μάτι, ψυχρό ξεθωριασμένο μπλε, σάρωνε το σώμα της και
κατέληγε ξανά στο πρόσωπό της) ήθελαν να περάσουν περισσότερο
χρόνο με μια νεαρή γυναίκα την οποία έβρισκαν γοητευτική.
«Εντάξει λοιπόν», είπε ο Σάτσγουελ αργά, «δεν ξέρω τι μπορώ να σου
πω, μια φορά πεινάω. Έλα να σε κεράσω φαγητό».
«Τέλεια, όμως το φαγητό είναι κερασμένο από εμένα», είπε η Ρόμπιν
χαμογελώντας. «Άλλωστε, εσείς μου κάνετε τη χάρη».
47
…ο ιερός Βους, που ανέμελος στέκει,
με χρυσαφένια κέρατα, στεφανωμένος με λουλουδάτες γιρλάντες…
Άξαφνα, από θανατερό χτύπημα αποσβολωμένος,
σωριάζεται μουγκρίζοντας…
Κι η αρματωμένη Κυρά δε στάθηκε να τον κλάψει,
παρά μονάχα έφυγε, τον δρόμο συνεχίζοντας…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ο Σάτσγουελ αποχαιρέτησε την υπάλληλο στην γκαλερί τέχνης


κλείνοντας και τις δυο παλάμες τις μέσα στις δικές του, διαβεβαιώνοντάς
την πως θα περνούσε ξανά κάποια στιγμή αργότερα μέσα στην εβδομάδα.
Επίσης θερμά αποχαιρέτησε και τη δυσαρεστημένη ζωγράφο του
κακοφωτισμένου πίνακα, η οποία τον αγριοκοίταζε όπως απομακρυνόταν.
«Επαρχιακές γκαλερί», σχολίασε με ένα πνιχτό γέλιο, καθώς
αποχωρούσε μαζί με τη Ρόμπιν από το Βασιλικό Αντλιοστάσιο. «Έχει
γούστο όμως να βλέπω τα έργα μου δίπλα στα τουριστικά τελάρα εκείνης
της γριάς καρακάξας, δε βρίσκεις; Άλλωστε, είναι καλή φάση να εκθέτουν
τα έργα σου εκεί που γεννήθηκες. Είχα να περάσω από εδώ… Χριστέ
μου, πρέπει να ήταν κάπου πενήντα χρόνια. Αμάξι έχεις; Ωραία. Να
φύγουμε από δω πέρα, να πάμε κατά Γουόρικ μεριά. Εδώ παρακάτω
είναι».
Ο Σάτσγουελ γλώσσα δεν έβαλε μέσα του, καθώς κατευθύνονταν προς
το Land Rover.
«Ποτέ μου δε μου άρεσε το Λίμινγκτον». Έχοντας μονάχα το ένα μάτι
στη διάθεσή του, έπρεπε να στρέφει το κεφάλι του με υπερβολικό τρόπο,
προκειμένου να κοιτάζει ολόγυρα. «Παραείναι καθωσπρέπει για κάτι
άτομα σαν του λόγου μου…»
Η Ρόμπιν πληροφορήθηκε πως ο Σάτσγουελ είχε ζήσει στη λουτρόπολη
μέχρι τα έξι του, οπότε μαζί με την ανύπαντρη μητέρα του
εγκαταστάθηκαν στο Γουόρικ. Είχε μια μικρότερη ετεροθαλή αδελφή, η
οποία προέκυψε από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του, στο σπίτι της
οποίας έμενε αυτό το διάστημα, κι είχε αποφασίσει, ενόσω βρισκόταν
στην Αγγλία, να προχωρήσει στην αφαίρεση του καταρράκτη που τον
ταλαιπωρούσε.
«Παραμένω Βρετανός πολίτης, έχω το δικαίωμα. Οπότε, όταν με
ρώτησαν», είπε, γνέφοντας προς τα πίσω, στην κατεύθυνση του
Βασιλικού Αντλιοστασίου, «αν θα ήθελα να συνεισφέρω μερικούς
πίνακες, σκέφτηκα, γιατί όχι; Τους έφερα μαζί μου».
«Είναι θαυμάσιοι», είπε η Ρόμπιν, χωρίς να το πιστεύει πραγματικά.
«Αυτή τη μία αδελφή έχετε;» Δεν είχε άλλο σκοπό, πέρα από το να δείξει
ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον, όμως με την άκρη του ματιού της είδε το
κεφάλι του Σάτσγουελ να στρέφεται προς το μέρος της, έτσι ώστε να
μπορέσει να την κοιτάξει με το γερό μάτι του.
«Όχι», είπε ύστερα από μερικές στιγμές. «Ήταν και… είχα και μια
μεγαλύτερη αδελφή, όμως πέθανε όταν ήμασταν παιδιά ακόμη».
«Ω, λυπάμαι», είπε η Ρόμπιν.
«Τα έχει αυτά η ζωή», είπε ο Σάτσγουελ. «Αντιμετώπιζε σοβαρά
θέματα. Την έπιαναν κρίσεις και δεν ξέρω τι άλλο. Ήταν μεγαλύτερή μου.
Δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Προφανώς, η μάνα μου το πήρε βαριά».
«Φαντάζομαι», είπε η Ρόμπιν.
Εν τω μεταξύ, είχαν φτάσει στο Land Rover. Η Ρόμπιν, που είχε
υπολογίσει ήδη το ρίσκο για την ίδια σε περίπτωση που ο Σάτσγουελ
αποδεικνυόταν επικίνδυνος, αισθανόταν βέβαιη πως θα ήταν ασφαλής
στο φως της ημέρας και με δεδομένο πως εκείνη κρατούσε το τιμόνι του
αυτοκινήτου. Ξεκλείδωσε τις πόρτες και κάθισε στη θέση του οδηγού,
ενώ ο Σάτσγουελ μπόρεσε να σκαρφαλώσει στη θέση του συνοδηγού με
τη δεύτερη προσπάθεια.
«Ναι, που λες, τα μαζέψαμε και πήγαμε στο Γουόρικ, μετά που πέθανε
η Μπλανς», είπε κουμπώνοντας τη ζώνη ασφαλείας. «Εγώ κι η μάνα μου.
Όχι πως το Γουόρικ είναι πολύ καλύτερο, πάντως είναι αυθεντικό. Έχει
αυθεντικά μεσαιωνικά κτίρια, καταλαβαίνεις πώς το λέω;»
Δεδομένου ότι ο Σάτσγουελ ήταν γέννημα-θρέμμα των Μίντλαντς, η
Ρόμπιν θεωρούσε πως η λονδρέζικη προφορά του πρέπει να ήταν μια
μακρόχρονη μανιέρα. Εκδηλωνόταν σποραδικά, ανάμεικτη με έναν
επιτονισμό ελαφρώς ξενικό, ύστερα από τόσα χρόνια ζωής στην Ελλάδα.
«Ετούτο το μέρος… οι Βικτοριανοί του άλλαξαν τον αδόξαστο», είπε,
και καθώς η Ρόμπιν έκανε όπισθεν για να βγει από τη θέση στάθμευσης, ο
Σάτσγουελ σχολίασε, κοιτάζοντας το καλυμμένο από βρύα πρόσωπο ενός
πέτρινου αγάλματος της βασίλισσας Βικτόριας, «να την, κοίτα, η
αγέλαστη γελάδα», και γέλασε. «Εδώ δες χάλια», συμπλήρωσε, όπως
περνούσαν μπροστά από το δημαρχείο. «Αυτό ήταν σίγουρα ένα κοινό
που είχαμε εγώ κι ο Κρόουλι. Γεννηθήκαμε σ’ αυτό τον τόπο, σιχαθήκαμε
αυτό τον τόπο».
Η Ρόμπιν νόμισε πως είχε παρακούσει.
«Εσείς και…;»
«Ο Άλιστερ Κρόουλι».
«Ο Κρόουλι;» επανέλαβε η Ρόμπιν, όπως διέσχιζαν την Αγορά. «Ο
αποκρυφιστής συγγραφέας;»
«Ναι, γεια σου. Εδώ γεννήθηκε», είπε ο Σάτσγουελ. «Δε θα το βρεις
γραμμένο στους τουριστικούς οδηγούς, δεν τους αρέσει να το θυμούνται.
Εδώ, στρίψε αριστερά. Προχώρα, στον δρόμο μας είναι».
Μέσα σε λίγα λεπτά, την είχε οδηγήσει στην πλατεία Κλάρεντον, όπου
οι ψηλές λευκές μονοκατοικίες, χωρισμένες πλέον σε διαμερίσματα,
διατηρούσαν ένα επίχρισμα του αλλοτινού τους μεγαλείου.
«Αυτό εκεί είναι το σπίτι όπου γεννήθηκε», ανακοίνωσε με ικανοποίηση
ο Σάτσγουελ, δείχνοντας τον αριθμό 30. «Ούτε πλάκα θα δεις ούτε
κανένα σημάδι. Δεν τους αρέσει να μιλάνε γι’ αυτόν οι καθωσπρέπει
κάτοικοι του Λίμινγκτον Σπα. Κι εγώ, στα νιάτα μου, πέρασα μια φάση με
τον Κρόουλι», είπε ο Σάτσγουελ, καθώς η Ρόμπιν έστρεφε το βλέμμα της
προς τα μεγάλα ορθογώνια παράθυρα. «Το ήξερες πως βασάνισε μια γάτα
μέχρι θανάτου, όταν ήταν παιδί, απλώς και μόνο για να δει αν είχε εννιά
ζωές;»
«Δεν το ήξερα», είπε η Ρόμπιν βάζοντας όπισθεν.
«Πιθανότατα εκεί μέσα έγινε η δουλειά», είπε ο Σάτσγουελ με μια
μακάβρια ικανοποίηση.
Όπως στον ΑΚ. Όπως στον ΑΚ. Η Ρόμπιν είχε βιώσει μία ακόμη στιγμή
επιφοίτησης. Ο Τάλμποτ είχε επιχειρήσει να εντοπίσει πανομοιότυπα
στοιχεία στα ωροσκόπια του Σάτσγουελ και του Κρόουλι, του
αυτοαποκαλούμενου Κτήνους, του Μπαφομέτ, του πλέον διεστραμμένου
άντρα στη Δύση. Σύνδεση με ΛΣ. Φυσικά: Λίμινγκτον Σπα.
Για ποιο λόγο είχε αποφασίσει ο Τάλμποτ, μήνες αφότου είχε ξεκινήσει
τις έρευνες, πως ο Σάτσγουελ άξιζε ένα πλήρες ωροσκόπιο, αποτελώντας
τον μόνο από τους υπόπτους που έτυχε της συγκεκριμένης τιμής;
Άλλωστε, το άλλοθί του φάνταζε ακλόνητο. Μήπως οι νέες υποψίες
αποτελούσαν σύμπτωμα της ασθένειας του Τάλμποτ, με τη σύμπτωση της
κοινής καταγωγής του Σάτσγουελ με τον Κρόουλι να λειτουργεί σαν
καταλύτης, ή μήπως είχε εντοπίσει κάποια αδυναμία στο άλλοθι του
Σάτσγουελ, την οποία δεν κατέγραψε; Εν τω μεταξύ, ο Σάτσγουελ
εξακολουθούσε να μιλά για τη ζωή του στην Ελλάδα, την τέχνη του και
την απογοήτευσή του για την κατάντια της παλιάς Αγγλίας, ενώ η Ρόμπιν
απαντούσε με τα κατάλληλα μουρμουρητά κάθε τόσο, ενώ παράλληλα
αναλογιζόταν εκείνα τα στοιχεία του ωροσκοπίου του Σάτσγουελ που ο
Τάλμποτ είχε βρει ιδιαίτερα ενοχλητικά.
Άρης στον Αιγόκερω: ισχυρή βούληση, αποφασιστικότητα αλλά τάση στα
ατυχήματα
Σελήνη στον Ιχθύ: νευρώσεις/ διαταραχές προσωπικότητας/ δικαιολογίες/
ανειλικρίνεια
Λέων ανερχόμενος: καμία αίσθηση ντροπής. Αγανακτούν με τις όποιες
απαιτήσεις έναντί τους.
Έφτασαν στο Γουόρικ μέσα σε μισή ώρα και, ακριβώς όπως είχε
υποσχεθεί ο Σάτσγουελ, βρέθηκαν σε μια πόλη η οποία δύσκολα θα
μπορούσε να διαφέρει περισσότερο από τα μεγάλα, απλωτά λευκά τόξα
του Λίμινγκτον. Μια παμπάλαιη πέτρινη καμάρα θύμισε στη Ρόμπιν το
Κλέρκενγουελ. Πέρασαν μπροστά από ξύλινα σπίτια, πλακόστρωτους
δρόμους, απότομα σοκάκια και στενά περάσματα.
«Θα πάμε στο Ζαρκάδι», είπε ο Σάτσγουελ, όταν πάρκαρε η Ρόμπιν στη
μεγάλη πλατεία της πόλης. «Κανονικό μνημείο. Η παλιότερη παμπ στην
πόλη».
«Όπου προτιμάτε», είπε η Ρόμπιν χαμογελώντας, καθώς σιγουρευόταν
πως είχε το σημειωματάριο στην τσάντα της.
Περπάτησαν μαζί στην καρδιά του Γουόρικ, με τον Σάτσγουελ να της
υποδεικνύει διάφορα αξιοθέατα που θεωρούσε άξια λόγου. Ήταν από
εκείνους τους άντρες που αισθάνονταν την ανάγκη να ακουμπάνε, καθώς
χτυπούσε ελαφρά, αχρείαστα, τη Ρόμπιν στο μπράτσο για να της τραβά
την προσοχή, την έπιανε από τον αγκώνα όταν διέσχιζαν κάποιο δρόμο
και, γενικά, εκδήλωνε μια κτητική συμπεριφορά απέναντί της, έτσι όπως
κατευθύνονταν προς την οδό Σμιθ.
«Σε πειράζει να πεταχτούμε μια στιγμή μέσα;» ρώτησε ο Σάτσγουελ,
όταν έφτασαν μπροστά σε ένα κατάστημα με υλικά ζωγραφικής, οπότε,
χωρίς να περιμένει να πάρει απάντηση, την οδήγησε στο κατάστημα
όπου, καθώς διάλεγε διάφορα πινέλα και λαδομπογιές, αναφερόταν με
περισπούδαστο ύφος στις σύγχρονες τάσεις στην τέχνη και στην
ηλιθιότητα των κριτικών. Τι του βρήκες, Μάργκοτ; απόρησε η Ρόμπιν,
όμως ύστερα φαντάστηκε τη Μάργκοτ Μπάμπορο που κουβαλούσε μέσα
της συγκρίνοντάς την, στη συνέχεια, με τον Μάθιου που δεν έβαζε
γλώσσα μέσα του, όταν άρχιζε να περιγράφει τα αθλητικά του
κατορθώματα, τον ολοένα και πιο στομφώδη τρόπο με τον οποίο μιλούσε
για τις αυξήσεις και τα μπόνους που εξασφάλιζε, οπότε αισθάνθηκε πως
δεν είχε κανένα δικαίωμα να την κρίνει και ντράπηκε.
Με τα πολλά, έφτασαν στο Ζαρκάδι, μια παμπ που στεγαζόταν σε ένα
χαμηλοτάβανο κτίριο, μπροστά στο οποίο κρεμόταν μια πινακίδα πάνω
στην οποία αποτυπωνόταν το κεφάλι ενός ζαρκαδιού, κι εξασφάλισαν ένα
τραπέζι για δύο προς το βάθος της αίθουσας. Ήταν αδύνατο να μην
παρατηρήσει η Ρόμπιν τη σύμπτωση: ο τοίχος πίσω από τον Σάτσγουελ
κατακλυζόταν από κεφάλια κερασφόρων ζώων, ανάμεσά τους ένα
βαλσαμωμένο ελάφι και χαλκόχρωμα μοντέλα μιας αντιλόπης κι ενός
κριού. Ακόμη και οι κατάλογοι έφεραν πάνω τους τα κερασφόρα
περιγράμματα κεφαλιών από ζαρκάδια. Η Ρόμπιν ζήτησε από τη
σερβιτόρα ένα αναψυκτικό διαίτης, ενώ παράλληλα πάσχιζε να απωθήσει
τις σκέψεις των κερασφόρων ζωδίων.
«Θα είχατε αντίρρηση», ρώτησε χαμογελώντας, όταν πια η σερβιτόρα
επέστρεψε στο μπαρ, «να σας έκανα μερικές ερωτήσεις σχετικά με τη
Μάργκοτ;»
«Ελεύθερα», είπε ο Σάτσγουελ, με ένα χαμόγελο που φανέρωσε και
πάλι τα λεκιασμένα δόντια του, όμως αμέσως έπιασε τον κατάλογο και
βάλθηκε να τον μελετάει.
«Ελπίζω να μη σας ενοχλεί, αν κρατήσω κάποιες σημειώσεις;» ρώτησε
η Ρόμπιν βγάζοντας το σημειωματάριό της.
«Κάνε δουλειά σου», είπε εκείνος, εξακολουθώντας να χαμογελά όπως
την παρατηρούσε πάνω από την άκρη του καταλόγου με το γερό του μάτι,
το οποίο ακολουθούσε κάθε της κίνηση, έτσι όπως άνοιγε η Ρόμπιν το
σημειωματάριο και πατούσε με τον αντίχειρά της το κουμπί για τη μύτη
του στιλό.
«Λοιπόν, θα ήθελα να ζητήσω εκ των προτέρων συγγνώμη αν κάποια
από αυτές τις ερωτήσεις…»
«Είσαι σίγουρη πως δε θες ένα κανονικό ποτό;» ρώτησε ο Σάτσγουελ,
που είχε παραγγείλει μια μπίρα. «Δε μ’ αρέσει να πίνω μόνος μου».
«Κοιτάξτε, έχω και να οδηγήσω, καταλαβαίνετε», του είπε η Ρόμπιν.
«Εντάξει, μπορείς να περάσεις τη νύχτα σου εδώ. Όχι μαζί μου, μην
τρομάζεις», έσπευσε να διευκρινίσει, με ένα πλατύ χαμόγελο που, στο
πρόσωπο ενός άντρα τόσο ηλικιωμένου, έφερνε στο λάγνο ύφος σάτυρου,
«θέλω να πω, τράβα σ’ ένα ξενοδοχείο, πέρνα το στα έξοδα. Φαντάζομαι,
πληρώνεσαι καλά από την οικογένεια της Μάργκοτ γι’ αυτή την ιστορία,
έτσι δεν είναι;»
Η Ρόμπιν απλώς χαμογέλασε και είπε:
«Πρέπει να επιστρέψω στο Λονδίνο. Είμαστε πολύ φορτωμένοι αυτό το
διάστημα. Θα μου ήταν πραγματικά χρήσιμο να σχηματίσω μια γενική
εικόνα για τη Μάργκοτ», συνέχισε. «Πώς γνωριστήκατε;»
Ο Σάτσγουελ της αφηγήθηκε την ιστορία που η Ρόμπιν ήδη γνώριζε, το
πώς τον είχε πάει στη Λέσχη του Πλέιμποϊ ένας πελάτης, κι εκεί είδε για
πρώτη φορά τη δεκαεννιάχρονη με τα ατελείωτα πόδια, τα αυτιά και την
ουρά κουνελιού.
«Οπότε γίνατε φίλοι;»
«Κοίτα», είπε ο Σάτσγουελ, «δεν ξέρω αν θα το έλεγα ακριβώς έτσι».
Με το ψυχρό του μάτι στραμμένο στη Ρόμπιν, είπε:
«Είχαμε μια πολύ δυνατή σεξουαλική σύνδεση. Εκείνη, ξέρεις, ήταν
παρθένα τον καιρό που γνωριστήκαμε».
Η Ρόμπιν συνέχισε να χαμογελά ψύχραιμα. Δε θα επέτρεπε στον
Σάτσγουελ να της προκαλέσει αμηχανία.
«Δεκαεννιά χρονών ήταν τότε. Εγώ ήμουν είκοσι πέντε. Πανέμορφη
κοπέλα», αναστέναξε. «Μακάρι να είχα φυλάξει τις φωτογραφίες που της
είχα βγάλει, όμως αφότου εξαφανίστηκε, δε μου φαινόταν σωστό να τις
κρατήσω».
Η Ρόμπιν θυμήθηκε και πάλι κάτι που είχε πει η Ούνα. «Της είχε
τραβήξει κάτι φωτογραφίες. Καταλαβαίνετε. Φωτογραφίες». Σ’ εκείνες τις
αποκαλυπτικές ή και χυδαίες φωτογραφίες πρέπει να αναφερόταν ο
Σάτσγουελ καθώς, σε τελική ανάλυση, δεν έδινε την εντύπωση ανθρώπου
που θα αισθανόταν άσχημα για μια κοινή φωτογραφία.
Η σερβιτόρα επέστρεψε με την μπίρα του Σάτσγουελ και το αναψυκτικό
της Ρόμπιν. Παρήγγειλαν φαγητό· ύστερα από μια γρήγορη ματιά στον
κατάλογο, η Ρόμπιν ζήτησε να της φέρουν ένα κοτόπουλο και μια σαλάτα
με μπέικον· ο Σάτσγουελ παρήγγειλε μπριζόλα με τηγανητές πατάτες.
Αφού απομακρύνθηκε η σερβιτόρα, η Ρόμπιν ρώτησε, παρότι γνώριζε
ήδη την απάντηση:
«Πόσο διάστημα μείνατε μαζί;»
«Κάνα-δυο χρόνια στο σύνολο. Τα χαλάγαμε, τα ξαναβρίσκαμε. Δεν της
άρεσε άμα χρησιμοποιούσα άλλα μοντέλα. Ζήλευε. Η Μάργκοτ δεν ήταν
φτιαγμένη για μούσα καλλιτέχνη. Δεν της άρεσε να κάθεται ακίνητη και
να μη μιλάει, χα, χα… όχι. Τη δάγκωσα άγρια τη λαμαρίνα με τη
Μάργκοτ Μπάμπορο. Ναι, έκρυβε πολλά πράγματα μέσα της, δεν ήταν
ένα κοινό Κουνελάκι».
Αυτό εννοείται, σκέφτηκε η Ρόμπιν, ενώ εξακολουθούσε να χαμογελά
ευγενικά. Αφού έγινε ολόκληρη γιατρός, χαμένε.
«Τη ζωγραφίσατε κάποια στιγμή;»
«Αμέ», είπε ο Σάτσγουελ. «Μερικές φορές. Κάμποσα σκίτσα και έναν
ολόσωμο πίνακα. Τα πούλησα. Χρειαζόμουν τα λεφτά. Μακάρι να μην τα
’χα πουλήσει».
Σαν να αφαιρέθηκε για λίγο, καθώς το ακάλυπτο μάτι του παρατηρούσε
την παμπ ολόγυρα, οπότε η Ρόμπιν αναρωτήθηκε αν πράγματι
αναδύονταν παλιές αναμνήσεις πίσω από εκείνο το έντονα μαυρισμένο
πρόσωπο, τόσο βαθιά ρυτιδωμένο και σκούρο, που θα μπορούσε να είχε
σκαλιστεί σε ξύλο ελιάς, ή αν υποδυόταν τον ρόλο που θεωρούσε πως
έπρεπε να υποδυθεί, όταν σχολίασε χαμηλόφωνα:
«Φοβερή κοπελιά η Μάργκοτ Μπάμπορο».
Ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του και ύστερα είπε:
«Ο άντρας της σε προσέλαβε, καλά δε λέω;»
«Όχι», απάντησε η Ρόμπιν. «Η κόρη της».
«Α», έκανε ο Σάτσγουελ γνέφοντας καταφατικά. «Ναι, μπράβο: ήταν κι
ένα παιδάκι στη μέση. Όταν τη συνάντησα τυχαία, αφότου είχε
παντρευτεί, δεν καταλάβαινες πως είχε κάνει παιδί. Κορμί λαμπάδα όπως
πάντα. Κι οι δυο γυναίκες μου έβαζαν γύρω στα δεκαπέντε κιλά σε όλα τα
παιδιά μας».
«Πόσα παιδιά έχετε;» ρώτησε η Ρόμπιν, για να κυλήσει η συζήτηση.
Μέσα της παρακαλούσε να τους φέρουν γρήγορα το φαγητό. Ήταν
δυσκολότερο να σηκωθείς και να φύγεις, έτσι κι είχες μπροστά σου
φαγητό, και κάποιο ένστικτο μέσα της την προειδοποιούσε πως η φιλική
διάθεση του Σάτσγουελ ενδεχομένως να μη διαρκούσε για πολύ.
«Πέντε», απάντησε ο Σάτσγουελ. «Δύο με την πρώτη μου σύζυγο και
τρία με τη δεύτερη. Δεν το είχα σκοπό: στην τελευταία ζαριά, μας
έσκασαν δίδυμα. Βέβαια, όλα τους έχουν πια μεγαλώσει αρκετά. Πάλι
καλά δηλαδή. Τα παιδιά κι η τέχνη δεν κολλάνε. Τα αγαπάω, μη
φανταστείς», είπε τραχιά, «όμως ο Σίριλ Κόνολι το είχε πει πολύ σωστά.
Εχθρός της προοπτικής είναι το μωρουδιακό καρότσι στο ρημαδοχόλ».
Της έριξε μια γρήγορη ματιά με το γερό του μάτι και ξαφνικά είπε:
«Το λοιπόν, ο άντρας της ακόμη νομίζει πως είχα κάποια σχέση με την
εξαφάνιση της Μάργκοτ, έτσι δεν είναι;»
«Τι εννοείτε όταν λέτε “ακόμη”;» θέλησε να μάθει η Ρόμπιν.
«Αφού αυτός έδωσε τ’ όνομά μου στην αστυνομία», είπε ο Σάτσγουελ.
«Τη νύχτα που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ. Σκέφτηκε πως μπορεί να το ’χε
σκάσει μαζί μου. Το ήξερες πως με τη Μάργκοτ συναντηθήκαμε τυχαία
καμιά-δυο βδομάδες προτού εξαφανιστεί;»
«Το ήξερα, ναι», είπε η Ρόμπιν.
«Ε, καρφώθηκαν διάφορες ιδέες στο μυαλό του πώς-τον-λεν», είπε.
«Εντάξει, δεν τον αδικώ, φαντάζομαι έδειχνε κάπως ύποπτο. Κι εγώ στη
θέση του το ίδιο πράγμα μπορεί και να σκεφτόμουν, έτσι κι η κοκόνα μου
έπεφτε πάνω σε κάποια παλιά της σχέση, λίγο προτού τα μουντζώσει όλα
και φύγει… προτού εξαφανιστεί, θέλω να πω».
Το φαγητό έφτασε: η μπριζόλα και οι τηγανητές πατάτες του Σάτσγουελ
έδειχναν μια χαρά, όμως η Ρόμπιν, που είχε τον νου της στις ερωτήσεις
που έπρεπε να κάνει, δεν είχε διαβάσει τα ψιλά γράμματα στον κατάλογο.
Οπότε, εκεί που περίμενε ένα πιάτο με σαλάτα, της ήρθε μια ξύλινη
πιατέλα, πάνω στην οποία ήταν αραδιασμένα διάφορα μικρά σκεύη που
περιείχαν φέτες από καυτερό λουκάνικο, χούμους και μια κολλώδης μάζα
από φύλλα που κολυμπούσαν στη μαγιονέζα, με δυο λόγια μια ποικιλία
που θα ήταν δύσκολο να φάει, ενώ παράλληλα κρατούσε σημειώσεις.
«Μήπως θες λίγες πατάτες;» προσφέρθηκε ο Σάτσγουελ, σπρώχνοντας
τον μικρό μεταλλικό κουβά μέσα στις οποίες τις είχαν σερβίρει προς το
μέρος της.
«Ευχαριστώ, όχι», απάντησε η Ρόμπιν χαμογελώντας. Έφαγε μια
μπουκιά από ένα κριτσίνι και συνέχισε, κρατώντας το στιλό στο δεξί της
χέρι:
«Όταν συναντηθήκατε τυχαία με τη Μάργκοτ, μήπως σας μίλησε
καθόλου για τον Ρόι;»
«Κάτι λίγο», είπε ο Σάτσγουελ, που είχε μπουκώσει το στόμα του με
μπριζόλα. «Εντάξει, δεν τα είχε βάψει μαύρα. Τι να κάνεις άλλωστε, όταν
πέφτεις πάνω στον πρώην σου; Καμώνεσαι πως θεωρείς ότι πήρες τη
σωστή απόφαση. Πως δεν το έχεις μετανιώσει».
«Εσείς όμως πιστεύετε πως το είχε μετανιώσει;» τον ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ευτυχισμένη δεν ήταν, αυτό έβγαζε μάτι. Κανείς δε σου δίνει σημασία,
σκέφτηκα. Εκείνη βέβαια προσπαθούσε να το παίξει υπεράνω, όμως
εμένα μου φαινόταν χάλια. Κατάκοπη».
«Μόνο εκείνη τη μία φορά ειδωθήκατε;»
Ο Σάτσγουελ συνέχισε να μασά την μπριζόλα του, παρατηρώντας τη
Ρόμπιν σκεφτικός. Κάποια στιγμή κατάπιε κι ύστερα είπε:
«Έχεις διαβάσει την κατάθεσή μου στην αστυνομία;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν.
«Τότε, ξέρεις πολύ καλά», είπε ο Σάτσγουελ, γνέφοντας με το πιρούνι
του προς το μέρος της, «πως μονάχα εκείνη τη μία φορά ειδωθήκαμε.
Σωστά;»
Χαμογελούσε, επιχειρώντας να παρουσιάσει την έμμεση κατηγορία σαν
πείραγμα, όμως η Ρόμπιν διαισθάνθηκε το περόνιασμα της
επιθετικότητας.
«Οπότε, πήγατε για ένα ποτό και μιλήσατε;» είπε η Ρόμπιν
χαμογελαστή, σαν να μην είχε αντιληφθεί το υπόγειο ρεύμα,
προκαλώντας τον να τηρήσει αμυντική στάση, οπότε εκείνος συνέχισε σε
ηπιότερο τόνο:
«Ναι, καταλήξαμε σε κάποιο μπαρ στο Κάμντεν, σχετικά κοντά στο
σπίτι μου. Είχε πάει να επισκεφτεί κάποιον ασθενή εκεί τριγύρω».
Η Ρόμπιν κράτησε μια σημείωση.
«Μήπως θυμάστε τι συζητήσατε;»
«Μου είπε πως γνώρισε τον άντρα της στη σχολή, κι ότι είχε γίνει
μεγάλος και τρανός γιατρός. Να δεις τι ήτανε…;» είπε ο Σάτσγουελ, με
ύφος που στη Ρόμπιν φάνηκε προσποιητά αδιάφορο. «Καρδιολόγος ή
κάτι τέτοιο, σωστά;»
«Αιματολόγος», είπε η Ρόμπιν.
«Ναι, κάτι με αίματα. Τέλος πάντων, πάντοτε της έκαναν εντύπωση οι
έξυπνοι άνθρωποι της Μάργκοτ. Ούτε που της πέρναγε από το μυαλό πως
μπορούν να αποδειχτούν καθοίκια, όπως ο καθένας».
«Σχηματίσατε την εντύπωση πως ο δρ Φιπς ήταν καθοίκι;» ρώτησε
χαλαρά η Ρόμπιν.
«Δε θα το έλεγα», απάντησε ο Σάτσγουελ. «Πάντως, είχα μάθει πως
ήταν κρυόμπλαστρος και κομματάκι μαμάκιας».
«Ποιος σας το είπε αυτό;» ρώτησε η Ρόμπιν, κρατώντας το στιλό της
ακίνητο πάνω από το σημειωματάριό της.
«Κάποιος που τον ήξερε», απάντησε εκείνος, σηκώνοντας ελαφρά τους
ώμους. «Δεν είσαι παντρεμένη;» συνέχισε, παρατηρώντας πως η Ρόμπιν
δε φορούσε βέρα.
«Συζώ με κάποιον», είπε η Ρόμπιν με ένα σφιγμένο χαμόγελο. Ήταν η
απάντηση που είχε μάθει να δίνει, προκειμένου να ξεκόβει κάθε απόπειρα
φλερτ από μάρτυρες και πελάτες, να υψώνει τείχη. Ο Σάτσγουελ
σχολίασε: «Μάλιστα. Αν έμαθα ένα πράγμα στη ζωή μου, αυτό είναι πως
άμα μια κοκόνα πάει να ζήσει με τον άλλο αστεφάνωτη, τότε πρέπει να
τον γουστάρει πραγματικά. Δεν τη δένει τίποτε άλλο πέρα από τα
αισθήματά της, καλά δε λέω;»
«Μάλλον», είπε η Ρόμπιν χαμογελώντας σφιγμένα. Ήξερε πως ο
Σάτσγουελ επιχειρούσε να την ταράξει. «Μήπως αναφέρθηκε η Μάργκοτ
σε κάτι που ενδεχομένως να την απασχολούσε, να της δημιουργούσε
κάποιο πρόβλημα; Είτε στο σπίτι είτε στη δουλειά;»
«Σου είπα, το έπαιζε κυρία κι υπεράνω», είπε ο Σάτσγουελ
μασουλώντας τις πατάτες του. «Τέλεια δουλειά, τέλειος σύζυγος, χρυσό
παιδί, ωραίο σπίτι: η απόλυτη ευτυχία». Κατάπιε. «Κι εγώ βέβαια τα ίδια
έκανα: της είπα πως ετοίμαζα μια έκθεση, είχα κερδίσει ένα βραβείο για
έναν πίνακά μου, έπαιζα σε μια μπάντα, το πήγαινα σοβαρά με μια
κοπέλα… τρίχες κατσαρές», συμπλήρωσε με ένα κοφτό ρουθούνισμα. «Ο
μόνος λόγος που θυμάμαι εκείνη την τσαπερδόνα ήταν επειδή το
διαλύσαμε αργότερα εκείνο το βράδυ. Μη με ρωτήσεις πώς τη λέγανε,
ούτε που θυμάμαι. Δεν είχαμε καιρό μαζί. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά και
έναν πελώριο ιστό αράχνης τατουάζ γύρω από τον αφαλό της, βασικά
αυτά θυμάμαι… ναι, τέλος πάντων, τη σχόλασα. Όταν ξανάδα τη
Μάργκοτ…»
Κόμπιασε λίγο. Με το ακάλυπτο μάτι του στραμμένο στο κενό είπε:
«Ήμουν τριάντα πέντε χρονών. Είναι περίεργη ηλικία. Αρχίζεις να
καταλαβαίνεις πως τα σαράντα σού την έχουν στημένη στη γωνία, δεν
είναι κάτι που συμβαίνει μονάχα στους άλλους. Εσύ πόσο είσαι, γύρω στα
είκοσι πέντε;»
«Είκοσι εννέα», είπε η Ρόμπιν.
«Στις γυναίκες σκάει νωρίτερα εκείνο το άγχος πως περνάνε τα χρόνια»,
είπε ο Σάτσγουελ. «Παιδιά έχεις κάνει;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν, κι ύστερα, «επομένως, η Μάργκοτ δε σας ανέφερε
κάτι εκείνο το βράδυ που θα σας έκανε να υποψιαστείτε πως είχε κάποιο
λόγο να εξαφανιστεί οικειοθελώς;»
«Δεν υπήρχε περίπτωση να σηκωνόταν η Μάργκοτ να φύγει και να τους
παρατήσει όλους στα κρύα του λουτρού», είπε ο Σάτσγουελ, κάθετος στο
σημείο αυτό όσο ήταν και η Ούνα. «Αποκλείεται να έκανε τέτοιο πράγμα
η Μάργκοτ. Ο ορισμός της υπευθυνότητας. Ήταν καλή κοπέλα, δεν ξέρω
αν με καταλαβαίνεις; Τύπος κι υπογραμμός».
«Άρα, δεν είχατε κάποιο σχέδιο να βρεθείτε ξανά;»
«Κανένα σχέδιο», είπε ο Σάτσγουελ μασουλώντας τις πατάτες του. «Της
ανέφερα πως η μπάντα μου θα έπαιζε στο Κάστρο του Δουβλίνου την
επόμενη εβδομάδα. Της είπα: “Πέρνα να μας δεις, άμα είσαι εκεί γύρω”,
όμως εκείνη απάντησε πως δε θα μπορούσε να έρθει. Το Κάστρο του
Δουβλίνου ήταν μια παμπ στο Κάμντεν», διευκρίνισε ο Σάτσγουελ.
«Μπορεί να είναι ακόμη ανοιχτή».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, «είναι».
«Το είχα πει στον αστυνόμο που έτρεχε τις έρευνες πως της είχα
αναφέρει ότι θα παίζαμε εκεί. Του είπα πως θα γούσταρα να την ξαναδώ,
άμα το ήθελε κι εκείνη. Δεν είχα κάτι να κρύψω».
Η Ρόμπιν θυμήθηκε το σχόλιο του Στράικ, πως η προθυμία του
Σάτσγουελ να αποκαλύψει όλες αυτές τις πληροφορίες φάνταζε σχεδόν
ύποπτη, οπότε επιχειρώντας να αποκρύψει την ξαφνική επιφύλαξή της,
ρώτησε:
«Μήπως είδε κανείς τη Μάργκοτ στην παμπ το βράδυ που
εμφανιστήκατε εκεί;»
Ο Σάτσγουελ δε βιάστηκε να καταπιεί και τελικά είπε:
«Απ’ όσο ξέρω όχι».
«Εκείνος ο μικρός ξύλινος Βίκινγκ που της χαρίσατε», είπε η Ρόμπιν,
παρατηρώντας τον προσεκτικά, «αυτός με το όνομα “Μπρουνχίλντα”
γραμμένο στη βάση…»
«Λες αυτό που είχε πάνω στο γραφείο της, στη δουλειά;» ρώτησε
εκείνος, με ύφος που στη Ρόμπιν φάνηκε πως περιείχε μια υποψία
αυτάρεσκης ικανοποίησης. «Ναι, εγώ της τον είχα χαρίσει πριν από
χρόνια, τον καιρό που ήμαστε μαζί».
Ήταν δυνατόν να ίσχυε αυτό; αναρωτήθηκε η Ρόμπιν. Δεδομένου του
τεταμένου τρόπου με τον οποίο είχαν τερματίσει τη σχέση τους η
Μάργκοτ και ο Σάτσγουελ, κι ενώ την είχε κλειδώσει στο διαμέρισμά
του, για να μην πάει στη δουλειά, ενώ την είχε χτυπήσει, ενώ εκείνη είχε
παντρευτεί άλλον άντρα, υπήρχε σοβαρά περίπτωση να είχε φυλάξει η
Μάργκοτ εκείνο το σαχλό δωράκι του Σάτσγουελ; Τα προσωπικά αστεία
και τα παρατσούκλια δε μετατρέπονταν σε νεκρά και σάπια απομεινάρια,
ύστερα από έναν επώδυνο χωρισμό, όταν η θύμησή τους κατέληγε σχεδόν
χειρότερη απ’ ό,τι οι αναμνήσεις των καβγάδων και των προσβολών; Η
Ρόμπιν είχε παραχωρήσει τα περισσότερα δώρα του Μάθιου σε
φιλανθρωπικές οργανώσεις, όταν ανακάλυψε ότι την απατούσε, ανάμεσά
τους και τον λούτρινο ελέφαντα που ήταν το πρώτο δώρο που της είχε
κάνει του Αγίου Βαλεντίνου, όπως και την μπιζουτιέρα που της είχε
χαρίσει για τα εικοστά πρώτα γενέθλιά της. Πάντως, η Ρόμπιν
καταλάβαινε πως ο Σάτσγουελ ήταν αποφασισμένος να επιμείνει στην
εκδοχή του, οπότε προχώρησε στην επόμενη ερώτηση που είχε στο
σημειωματάριό της.
«Υπήρχε ένα τυπογραφείο στην οδό Κλέρκενγουελ, με το οποίο, αν δεν
κάνω λάθος, είχατε κάποια σχέση».
«Κάτσε, δεν κατάλαβα», είπε ο Σάτσγουελ σμίγοντας τα φρύδια του.
«Ποιο τυπογραφείο;»
«Μια μαθήτρια, ονόματι Αμάντα Γουάιτ, ισχυρίζεται πως είδε τη
Μάργκοτ στο παράθυρο του επάνω ορόφου ενός κτιρίου όπου στεγαζόταν
ένα τυπογραφείο το βράδυ της…»
«Σοβαρά;» είπε ο Σάτσγουελ. «Εγώ δεν είχα ποτέ μου καμιά σχέση με
τυπογραφείο. Ποιος τα λέει αυτά;»
«Τη δεκαετία του ’80 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο σχετικά με την
εξαφάνιση της Μάργκοτ…»
«Α, ναι; Χαμπάρι δεν πήρα».
«…και ο συγγραφέας ανέφερε εκεί πως το τυπογραφείο είχε αναλάβει
την παραγωγή διαφημιστικών φυλλαδίων για ένα νυχτερινό κέντρο όπου
είχατε φιλοτεχνήσει μια τοιχογραφία».
«Για όνομα του Θεού, δηλαδή», αναφώνησε ο Σάτσγουελ,
ισορροπώντας ανάμεσα στη θυμηδία και στον εκνευρισμό. «Δεν είναι
σχέση αυτό το πράγμα. Και σύμπτωση να το έλεγες, τραβηγμένο θα ήταν.
Ούτε κι ήξερα πως υπήρχε κανένα ρημάδι τυπογραφείο εκεί πέρα».
Η Ρόμπιν κράτησε μια σημείωση και προχώρησε στην επόμενη
ερώτηση.
«Τι γνώμη έχετε για τον Μπιλ Τάλμποτ;»
«Ποιον;»
«Τον επικεφαλής των ερευνών. Τον πρώτο», του διευκρίνισε η Ρόμπιν.
«Α, ναι», είπε ο Σάτσγουελ γνέφοντας καταφατικά. «Πολύ παράξενος
τύπος. Αργότερα που έμαθα πως έπαθε νευρικό κλονισμό ή δεν ξέρω τι,
δε μου έκανε καμία εντύπωση. Όλη την ώρα με ρώταγε τι έκανα σε
άσχετες ημερομηνίες. Κάποια στιγμή κατάλαβα πως προσπαθούσε να
αποφασίσει αν ήμουν εγώ ο Χασάπης του Έσεξ. Ήθελε επίσης να μάθει τι
ώρα γεννήθηκα, τώρα τι κέρατο σχέση μπορεί να είχε αυτό το πράγμα με
το οτιδήποτε…»
«Προσπαθούσε να σχηματίσει το ωροσκόπιό σας», είπε η Ρόμπιν, οπότε
του εξήγησε την εμμονή του Τάλμποτ με την αστρολογία.
«Δεν το πιστεύω!» αναφώνησε ο Σάτσγουελ εκνευρισμένος. «Στ’
αστέρια έψαχνε να βρει απαντήσεις; Δεν είναι αστεία πράγματα αυτά. Ο
τύπος ήταν επικεφαλής των ερευνών για… πόσο καιρό;»
«Έξι μήνες», είπε η Ρόμπιν.
«Χριστέ μου», είπε ο Σάτσγουελ, σμίγοντας τα φρύδια του τόσο έντονα,
ώστε η διάφανη ταινία που συγκρατούσε τη γάζα πάνω στο μάτι του
ζάρωσε.
«Δε νομίζω πως οι άνθρωποι γύρω του είχαν συνειδητοποιήσει πόσο
άρρωστος ήταν, μέχρι τη στιγμή που το θέμα κατέληξε τόσο προφανές
ώστε ήταν αδύνατο να αγνοηθεί», είπε η Ρόμπιν, καθώς έβγαζε ορισμένες
μαρκαρισμένες σελίδες από την τσάντα της: ήταν φωτοτυπίες των
καταθέσεων του Σάτσγουελ τόσο στον Τάλμποτ όσο και στον Λόσον.
«Αυτά πάλι τι είναι;» ρώτησε απότομα ο Σάτσγουελ.
«Οι καταθέσεις σας στην αστυνομία», είπε η Ρόμπιν.
«Και γιατί έχουν… τι είναι αυτά εκεί, αστέρια… παντού…»
«Πεντάλφες είναι», είπε η Ρόμπιν. «Αυτή είναι η κατάθεση που σας
πήρε ο Τάλμποτ. Τυπικό είναι όλο αυτό», συμπλήρωσε, καθώς ο
Σάτσγουελ πλέον έδειχνε επιφυλακτικός. «Την ίδια διαδικασία
ακολουθήσαμε με όλους όσοι έδωσαν κατάθεση στην αστυνομία. Το ξέρω
πως οι καταθέσεις σας διασταυρώθηκαν όταν τις δώσατε, όμως έλεγα
μήπως θα μπορούσαμε να τις δούμε ξανά μαζί, σε περίπτωση που
θυμόσασταν κάτι χρήσιμο;»
Εκλαμβάνοντας τη σιωπή του ως συγκατάθεση, συνέχισε λέγοντας:
«Ήσαστε μόνος στο ατελιέ σας, το απόγευμα της 11ης Οκτωβρίου,
όμως στις πέντε δεχτήκατε εκεί ένα τηλεφώνημα από κάποιον κύριο…
Χέντρικς;»
«Τον Χέντρικς, ναι», είπε ο Σάτσγουελ. «Ήταν ο ατζέντης μου εκείνο το
διάστημα».
«Βγήκατε για να φάτε σε μια καφετέρια εκεί κοντά γύρω στις έξι και
μισή και πιάσατε κουβέντα με τη γυναίκα που καθόταν στο ταμείο, η
οποία σας θυμήθηκε. Στη συνέχεια επιστρέψατε στο σπίτι σας για να
αλλάξετε και βγήκατε ξανά, για να συναντήσετε κάτι φίλους σε ένα μπαρ,
το Τζο Μπλογκς, γύρω στις οκτώ το βράδυ. Και οι τρεις φίλοι με τους
οποίους πίνατε παρέα επιβεβαίωσαν την κατάθεσή σας… Μήπως έχετε
κάτι να προσθέσετε στα παραπάνω;»
«Όχι», είπε ο Σάτσγουελ με μια ελαφριά χροιά ανακούφισης, όπως
φάνηκε στη Ρόμπιν. «Σωστά μου ακούγονται όλα αυτά».
«Κάποιος από εκείνους τους φίλους ήταν αυτός που γνώριζε τον Ρόι
Φιπς;» ρώτησε χαλαρά η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε ο Σάτσγουελ αγέλαστος κι ύστερα, αλλάζοντας θέμα
συζήτησης, είπε: «Η κόρη της Μάργκοτ πρέπει να κοντεύει τα σαράντα,
έτσι δεν είναι;»
«Τα έκλεισε πέρυσι», είπε η Ρόμπιν.
«Έλα», είπε ο Σάτσγουελ κουνώντας το κεφάλι του. «Τι σου είναι ο
χρόνος…»
Η μία από τις μαονένιες παλάμες, ρυτιδωμένη και στολισμένη με βαριά
ασημένια και τιρκουάζ δαχτυλίδια, έκανε μιαν απαλή κίνηση, σαν σαΐτα
που πετούσε.
«…ξυπνάς μια μέρα κι είσαι γέρος, κι ούτε που κατάλαβες πώς πέρασε
ο καιρός».
«Πότε εγκατασταθήκατε στο εξωτερικό;»
«Δεν το είχα σκοπό να εγκατασταθώ, τουλάχιστον όχι στην αρχή. Είπα
να ταξιδέψω λίγο, στα τέλη του ’75», απάντησε ο Σάτσγουελ. Εν τω
μεταξύ, κόντευε να τελειώσει την μπριζόλα του.
«Τι σας έκανε να…;»
«Είχα καιρό που σκεφτόμουν να ταξιδέψω», είπε ο Σάτσγουελ. «Όμως
μετά που σκότωσε ο Κριντ τη Μάργκοτ… ήταν τόσο φρικτό αυτό που
έγινε… τέτοιο το σοκ… δεν ξέρω, είχα ανάγκη να αλλάξω παραστάσεις».
«Αυτό θεωρείτε πως της συνέβη δηλαδή; Τη σκότωσε ο Κριντ;»
Ο Σάτσγουελ έβαλε την τελευταία μπουκιά της μπριζόλας στο στόμα
του, τη μάσησε και κατάπιε, προτού απαντήσει.
«Κοίτα, ναι. Φυσικά, στην αρχή ήλπιζα πως είχε παρατήσει τον άντρα
της κι είχε λουφάξει κάπου. Όμως ύστερα, όπως περνούσε ο καιρός και…
ναι, όλοι έλεγαν πως την είχε ξεκάνει ο Χασάπης του Έσεξ, κι η
αστυνομία αυτό πίστευε. Δεν λέω μονάχα για τον παλαβό, αλλά και για
τον δεύτερο, αυτόν που ανέλαβε μετά».
«Τον Λόσον», είπε η Ρόμπιν.
Ο Σάτσγουελ σήκωσε τους ώμους, σαν να έλεγε πως το όνομα του
αστυνομικού δεν είχε σημασία, και ρώτησε:
«Θα πας να μιλήσεις στον Κριντ;»
«Το ελπίζω».
«Και γιατί να πει την αλήθεια τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια;»
«Του αρέσει η δημοσιότητα», είπε η Ρόμπιν. «Ίσως τον συγκινήσει η
ιδέα να αποτελέσει και πάλι πρώτο θέμα στις εφημερίδες. Οπότε, η
εξαφάνιση της Μάργκοτ ήταν για εσάς ένα σοκ, σωστά;»
«Εννοείται αυτό», είπε ο Σάτσγουελ, που στο μεταξύ σκάλιζε τα δόντια
με τη γλώσσα του. «Πρόσφατα την είχα ξαναδεί και… εντάξει, δε θα
κάτσω να πω ότι ήμουν ακόμη ερωτευμένος μαζί της, καμία σχέση,
όμως… εσύ έχεις μπλέξει καμιά φορά σε έρευνα της αστυνομίας;» τη
ρώτησε κάπως επιθετικά.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Σε αρκετές περιπτώσεις. Κάθε φορά ήταν μια
αγχωτική και στενάχωρη κατάσταση».
«Ορίστε λοιπόν, μόνη σου το λες», είπε ο Σάτσγουελ ήρεμος.
«Τι σας οδήγησε στο να επιλέξετε την Ελλάδα;»
«Βασικά δεν την επέλεξα. Είχα μια κληρονομιά, της γιαγιάς μου, και
σκέφτηκα: Θα κάνω ένα διάλειμμα, να ταξιδέψω στην Ευρώπη να
ζωγραφίσω… πέρασα από τη Γαλλία και την Ιταλία και το ’76 βρέθηκα
στην Κω. Δούλευα σ’ ένα μπαρ. Στον ελεύθερο χρόνο μου ζωγράφιζα.
Πούλησα κάμποσα κομμάτια σε τουρίστες. Γνώρισα και την πρώτη μου
γυναίκα… κι έμεινα», είπε ο Σάτσγουελ σηκώνοντας τους ώμους.
«Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι ακόμη», είπε η Ρόμπιν τοποθετώντας τις
καταθέσεις στην αστυνομία στην κάτω πλευρά της μικρής της στοίβας.
«Πληροφορηθήκαμε πως κάποιος ισχυρίστηκε ότι είδε τη Μάργκοτ μία
εβδομάδα μετά την εξαφάνισή της. Η πληροφορία αυτή δεν κατατέθηκε
ποτέ στην αστυνομία».
«Σοβαρά;» είπε ο Σάτσγουελ, που φάνηκε να ενδιαφέρεται. «Πού;»
«Στο Λίμινγκτον Σπα», είπε η Ρόμπιν, «στο κοιμητήριο της εκκλησίας
των Αγίων Πάντων».
Τα πυκνά λευκά φρύδια του Σάτσγουελ σηκώθηκαν, ζορίζοντας τη
διάφανη ταινία που συγκρατούσε τη γάζα πάνω στο χειρουργημένο μάτι
του.
«Στους Άγιους Πάντες;» επανέλαβε, κι έδειχνε κατάπληκτος.
«Παρατηρούσε τους τάφους. Φέρεται, μάλιστα, να είχε βάψει τα μαλλιά
της μαύρα».
«Ποιος τα λέει αυτά;»
«Ένας άντρας επισκεπτόταν την περιοχή με μηχανή. Δύο χρόνια
αργότερα, το ανέφερε στη νοσοκόμα της κλινικής».
«Το ανέφερε στη νοσοκόμα;»
Το σαγόνι του Σάτσγουελ σφίχτηκε.
«Και τι άλλο σου είπε η νοσοκόμα;» ρώτησε παρατηρώντας το πρόσωπο
της Ρόμπιν. Ξαφνικά, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, έμοιαζε θυμωμένος.
«Γνωρίζετε την Τζάνις;» ρώτησε η Ρόμπιν, που απορούσε τι είχε
προκαλέσει αυτή την αντίδραση.
«Έτσι τη λένε;» είπε ο Σάτσγουελ. «Δεν το θυμόμουν».
«Πάντως τη γνωρίζετε, σωστά;»
Ο Σάτσγουελ έβαλε κι άλλες πατάτες στο στόμα του. Η Ρόμπιν
καταλάβαινε πως προσπαθούσε να αποφασίσει τι να της πει, οπότε κι
εκείνη αισθάνθηκε ένα κύμα ενθουσιασμού, που έκανε όλες τις
ατελείωτες, ανιαρές ώρες στη δουλειά, την αναμονή, την αϋπνία, να
αποκτήσουν νόημα.
«Είναι ανακατώστρα», είπε ξαφνικά ο Σάτσγουελ. «Είναι μια σκατιάρα
ανακατώστρα εκείνη η νοσοκόμα. Με τη Μάργκοτ δε συμπαθιούνταν
καθόλου. Μου το είχε πει η ίδια η Μάργκοτ, πως δεν τη χώνευε».
«Πότε σας το είπε αυτό;»
«Τη μέρα που βρεθήκαμε τυχαία, που σου ’λεγα και πριν, στον
δρόμο…»
«Μα, αν θυμάμαι σωστά, είπατε πως δε σας ανέφερε προβλήματα στη
δουλειά της, έτσι δεν είναι;»
«Αυτό πάντως μου το είπε. Είχαν αρπαχτεί για κάποιο λόγο. Δεν ξέρω.
Απλώς το ανέφερε κάποια στιγμή. Μου είπε πως δε χώνευε τη
νοσοκόμα», επανέλαβε ο Σάτσγουελ.
Ήταν λες και ένα σκληρό προσωπείο είχε κάνει την εμφάνισή του κάτω
από την ηλιοψημένη μελαχρινή επιδερμίδα: ο ελαφρώς κωμικός,
γοητευτικός άντρας με το σταφιδιασμένο πρόσωπο είχε παραχωρήσει τη
θέση του σε έναν κακότροπο, μονόφθαλμο γέρο. Η Ρόμπιν θυμήθηκε τον
τρόπο που το κάτω μισό του προσώπου του Μάθιου σφιγγόταν όταν
θύμωνε, έτσι που κατέληγε να μοιάζει με φιμωμένο σκύλο, εκείνη όμως
δε φοβόταν. Διαισθανόταν στον Σάτσγουελ το ίδιο πονηρό ένστικτο
αυτοσυντήρησης που χαρακτήριζε τον τέως σύζυγό της. Όπως κι αν είχε
φερθεί ο Σάτσγουελ στη Μάργκοτ ή στις συζύγους που τον είχαν
παρατήσει, θα το σκεφτόταν καλά προτού σηκώσει χέρι στη Ρόμπιν μέσα
στην κατάμεστη παμπ, στην πόλη όπου εξακολουθούσε να ζει η αδελφή
του.
«Θυμωμένο σας βλέπω», σχολίασε η Ρόμπιν.
«Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις… φυσικά κι είμαι θυμωμένος… εκείνη
η νοσοκόμα, πώς είπες πως τη λένε; Κοιτάει να με μπλέξει, ε;
Σκαρφίστηκε ολόκληρη ιστορία, για να φανεί πως η Μάργκοτ το έσκασε
για να είναι μαζί μου…»
«Δε σκαρφίστηκε η Τζάνις καμία ιστορία. Διασταυρώσαμε την
πληροφορία με τη σύζυγο του κυρίου Ράματζ, η οποία μας επιβεβαίωσε
πως ο μακαρίτης ο σύζυγός της είχε πει σε διάφορους ότι συνάντησε μια
αγνοούμενη γυναίκα…»
«Και τι άλλο είπε η Τζάνις;» ρώτησε ξανά ο Σάτσγουελ.
«Εσάς πάντως δε σας ανέφερε σε κανένα σημείο», είπε η Ρόμπιν, που
πλέον αισθανόταν έντονη περιέργεια. «Δεν ξέραμε καν ότι γνωρίζεστε».
«Ισχυρίζεται όμως πως κάποιος είδε τη Μάργκοτ στο Λίμινγκτον Σπα
αφότου εξαφανίστηκε; Όχι, ξέρει πολύ καλά τι προσπαθεί να κάνει η
ρουφιάνα».
Ο Σάτσγουελ έπιασε μια ακόμη τηγανητή πατάτα, την έφαγε κι ύστερα
σηκώθηκε ξαφνικά και πέρασε δίπλα από τη Ρόμπιν, που γύρισε να
κοιτάξει και τον είδε να μπαίνει δρασκελίζοντας στις αντρικές τουαλέτες.
Ιδωμένος από πίσω, έμοιαζε πιο ηλικιωμένος απ’ ό,τι στο πρόσωπο: η
Ρόμπιν μπορούσε να διακρίνει το ροδαλό κρανίο κάτω από τα λεπτά
άσπρα μαλλιά, ενώ το τζιν του κρεμούσε τελείως στο ύψος των γλουτών.
Η Ρόμπιν υπέθεσε πως ο Σάτσγουελ θεωρούσε πως είχε ολοκληρωθεί η
συζήτηση. Όμως κρατούσε έναν ακόμη άσο στο μανίκι της: ενδεχομένως
έναν επικίνδυνο άσο, όμως προτιμούσε να τον ρίξει στο τραπέζι παρά να
αφήσει τη συζήτηση να λήξει εδώ, τη στιγμή που είχαν προκύψει
περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις.
Πέρασαν πέντε ολόκληρα λεπτά μέχρι να επιστρέψει ο Σάτσγουελ, κι η
Ρόμπιν κατάλαβε αμέσως πως είχε φουντώσει για τα καλά, όση ώρα
έλειπε. Αντί να καθίσει στη θέση του, στάθηκε από πάνω της και είπε:
«Δε νομίζω πως είσαι ντετέκτιβ, που έλεγες πριν. Δημοσιογράφος
πρέπει να είσαι».
Ιδωμένος από χαμηλά, ο σταφιδιασμένος λαιμός ήταν ιδιαίτερα
εντυπωσιακός. Η αλυσίδα, τα τιρκουάζ και ασημένια δαχτυλίδια, τα
μακριά μαλλιά έμοιαζαν με στοιχεία ενός κοστουμιού.
«Μπορείτε να τηλεφωνήσετε στην Άννα Φιπς και να ρωτήσετε, αν
θέλετε», είπε η Ρόμπιν. «Εδώ έχω το τηλέφωνό της. Αλήθεια, γιατί
νομίζετε πως θα ενδιαφερόταν για εσάς ο Τύπος;»
«Τους μπούχτισα από τότε. Έφυγα. Δε μου χρειάζονται τέτοια νούμερα.
Υποτίθεται πως πρέπει να είμαι ήρεμος μετά την επέμβαση».
«Κάτι τελευταίο», είπε η Ρόμπιν, «και είμαι σίγουρη πως θέλετε να το
ακούσετε».
Το συγκεκριμένο τρικ το είχε μάθει από τον Στράικ. Ψυχραιμία και
παράλληλα δυναμισμός. Να κάνεις τον άλλο να ανησυχήσει τι άλλο
μπορεί να ξέρεις.
Ο Σάτσγουελ στράφηκε προς το μέρος της, και το μονόφθαλμο βλέμμα
του ήταν σκληρό σαν τσακμάκι. Δεν απέμενε ίχνος φλερτ εκεί, καμία
προσπάθεια να φανεί ανώτερός της. Πλέον, η Ρόμπιν ήταν ίση του·
αντίπαλος.
«Δεν κάθεστε;» πρότεινε η Ρόμπιν. «Δε θα μας πάρει ώρα».
Έπειτα από έναν αρχικό δισταγμό, ο Σάτσγουελ κάθισε με τρόπο στην
καρέκλα του. Το γκριζαρισμένο κεφάλι του έκρυβε το βαλσαμωμένο
κεφάλι του ελαφιού που κρεμόταν από τον τούβλινο τοίχο πίσω του. Από
το σημείο όπου καθόταν η Ρόμπιν, τα κέρατα έμοιαζαν να φυτρώνουν
μέσα από τα άσπρα μαλλιά που κατέληγαν άνευρα πάνω στους ώμους
του.
«Η Μάργκοτ Μπάμπορο γνώριζε κάτι για εσάς, το οποίο δε θέλατε να
μαθευτεί», είπε η Ρόμπιν. «Έτσι δεν είναι;»
Ο Σάτσγουελ την αγριοκοίταξε.
«Το όνειρο με το μαξιλάρι;» είπε η Ρόμπιν.
Κάθε ρυτίδα πάνω στο πρόσωπό του σκλήρυνε, προσδίδοντάς του όψη
λύκου. Το ηλιοψημένο στήθος, ρυτιδωμένο κάτω από τις λευκές τρίχες,
κρέμασε, όπως άφηνε την ανάσα που βάσταγε μέσα του.
«Κάπου το είπε δηλαδή, ε; Πού;» Πριν προλάβει να απαντήσει η
Ρόμπιν, ο Σάτσγουελ μάντεψε: «Στον άντρα της να φανταστώ; Ή σ’
εκείνη την καριόλα την Ιρλανδή;»
Τα σαγόνια του τρίβονταν μεταξύ τους, χωρίς να μασάνε κάτι.
«Εγώ φταίω που της ανοίχτηκα», είπε. «Αυτά παθαίνεις, άμα είσαι
πιωμένος κι ερωτευμένος ή ό,τι σκατά ήμαστε τότε. Κι ύστερα,
γυρόφερνε στο μυαλό μου η σκέψη πως κάπου θα πήγαινε και…»
Η φράση του κατέληξε σε σιωπή.
«Αναφέρθηκε καθόλου σε αυτό, όταν συναντηθήκατε;» ρώτησε η
Ρόμπιν, προχωρώντας με το ένστικτο, καθώς καμωνόταν πως ήξερε
περισσότερα απ’ ό,τι στην πραγματικότητα.
«Ρώτησε να μάθει τι έκανε η καημένη η μάνα μου», είπε ο Σάτσγουελ.
«Απόρησα εκείνη την ώρα, λέω, πλάκα μου κάνεις; Όμως δε νομίζω πως
έκανε πλάκα. Ίσως να είχε καταλάβει πέντε πράγματα, αφού ήταν και
γιατρός, ίσως να είχε αλλάξει απόψεις. Θα είχε συναντήσει περιπτώσεις
ανθρώπων όπως η Μπλανς. Ζωές που καταντούσαν μαρτύριο.
»Τέλος πάντων», συνέχισε γέρνοντας ελαφρά προς το μέρος της, «εγώ
ακόμη πιστεύω πως όνειρο ήταν. Εντάξει; Έξι χρονών παιδάκι ήμουν.
Στον ύπνο μου το είδα. Μα κι όνειρο να μην ήταν, τώρα πια είναι
πεθαμένες κι οι δυο τους και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί κάτι άλλο.
Η μάνα μου συγχωρέθηκε το ’89. Τώρα πια τίποτε δεν μπορείς να της
φορτώσεις της καψερής. Μια μητέρα μόνη, που πάσχιζε να τα φέρει όλα
βόλτα, χωρίς καμιά βοήθεια. Σπλαχνικό ήταν», είπε ο Σάτσγουελ, «να
λυτρώνεις τον άλλον από τη δυστυχία του. Έλεος».
Σηκώθηκε, με το αίμα να έχει στραγγίσει κάτω από τη μαυρισμένη
επιδερμίδα του, το πρόσωπο κρεμασμένο, έκανε μεταβολή και
απομακρύνθηκε, όμως τη στιγμή που ήταν έτοιμος να χαθεί από το οπτικό
της πεδίο, έκανε ξαφνικά μεταβολή, γύρισε τροχάδην πίσω κι είπε, ενώ το
σαγόνι του συνέχιζε να σαλεύει:
«Νομίζω», είπε με όση περισσότερη χολή μπόρεσε να αντλήσει από
μέσα του, «πως είσαι ένα άτιμο καριολάκι».
Αυτή τη φορά έφυγε και δεν ξαναγύρισε.
Οι σφυγμοί της Ρόμπιν μετά βίας είχαν αυξηθεί. Το κυρίαρχο
συναίσθημα ήταν εκείνο της αγαλλίασης. Παραμερίζοντας τα αδιάφορα
πιατάκια που είχε μπροστά της, έσυρε τον μικρό μεταλλικό κουβά που
είχε αφήσει ο Σάτσγουελ πίσω του, κι αποτελείωσε τις τηγανητές πατάτες
του ζωγράφου.
48
O σερ Άρτεγκαλ, έχοντας από καιρό αναλάβει
εκείνη την αποστολή…
που του ’χε ανατεθεί, την ακριβή της εντολή να εκτελέσει,
κίνησε για την ακροθαλασσιά, να κάνει το καθήκον του…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η κηδεία της Τζόαν ολοκληρώθηκε με έναν ύμνο ιδιαίτερα αγαπητό


στους ναυτικούς, το «Αιώνιε Πατέρα, Σωτήρα Ισχυρέ». Κι ενώ το
εκκλησίασμα έψελνε τους γνώριμους στίχους, ο Τεντ, ο Στράικ, ο Ντέιβ
Πόλγουορθ και τρεις από τους συναδέλφους του Τεντ από τον καιρό που
υπηρετούσε στην ακτοφυλακή, ανέλαβαν το φέρετρο και το μετέφεραν
πίσω στο κλίτος της απέριττης εκκλησίας με τους κρεμ τοίχους, τα ξύλινα
δοκάρια και τα βιτρό της, εκεί όπου αναπαρίστατο η μορφή του Αγίου
Μάουντεζ, το όνομα του οποίου είχε πάρει τόσο το χωριό όσο και η
εκκλησία. Περιστοιχισμένος από έναν νησιωτικό πύργο και μια φώκια
καθισμένη σε βράχο, ο άγιος παρακολουθούσε τους έξι άντρες καθώς
εξέρχονταν από την εκκλησία.
Ω Σωτήρα, που ο παντοδύναμος λόγος Σου
ανέμους και κύματα τιθάσευσε,
Εσύ που περπάτησες πάνω στα αφρισμένα βάθη
και γαλήνια αναπαύτηκες μέσα στην καταιγίδα…
Ο Πόλγουορθ, με διαφορά ο κοντύτερος από τους έξι άντρες,
προχωρούσε ακριβώς πίσω από τον Στράικ, βάζοντας τα δυνατά του να
σηκώσει το βάρος που του αναλογούσε.
Οι άνθρωποι που είχαν συγκεντρωθεί, πολλοί από τους οποίους
χρειάστηκε να σταθούν όρθιοι στο βάθος της κατάμεστης εκκλησίας ή
αλλιώς να παρακολουθούν όσο καλύτερα μπορούσαν έξω από τον ναό,
σχημάτισαν με σεβασμό έναν κύκλο γύρω από τη νεκροφόρα που
περίμενε εκεί έξω, καθώς φορτωνόταν το γυαλιστερό δρύινο φέρετρο.
Μετά βίας ακουγόταν κάποιος ψίθυρος καθώς οι πίσω πόρτες έκλειναν με
δύναμη πίσω από τη σορό της Τζόαν. Καθώς ο εργολάβος κηδειών,
ευθυτενής, ντυμένος με ένα βαρύ μαύρο πανωφόρι, καθόταν στη θέση
του οδηγού, ο Στράικ πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους του
Τεντ. Μαζί παρακολούθησαν τη νεκροφόρα να απομακρύνεται, ώσπου
χάθηκε από τα μάτια τους. Ο Στράικ αισθανόταν τον Τεντ να τρέμει.
«Κοίτα πόσο πολλά λουλούδια, Τεντ», είπε η Λούσι, που τα μάτια της
είχαν πρηστεί από το κλάμα, οπότε οι τρεις τους στράφηκαν ξανά προς
την εκκλησία για να επιθεωρήσουν την πυκνή σειρά από ανθοστήλες,
στεφάνια και μπουκέτα, που εκτείνονταν εκθαμβωτικά κατά μήκος του
εξωτερικού τοίχου της μικρής εκκλησίας.
«Τα κρίνα είναι πανέμορφα, Τεντ, κοίτα… τα έστειλαν η Μάριον κι ο
Γκάρι, από τον Καναδά…»
Εν τω μεταξύ, ο κόσμος μέσα από την εκκλησία είχε αρχίσει να βγαίνει,
για να ενωθεί με εκείνους που περίμεναν έξω. Όλοι έμεναν σε απόσταση
από την οικογένεια, όπως προχωρούσαν σαν τους κάβουρες παράλληλα
με τον τοίχο της εκκλησίας. Η Τζόαν σίγουρα θα είχε ενθουσιαστεί με τα
αμέτρητα λουλούδια, κι ο Στράικ άντλησε μιαν απρόσμενη παρηγοριά
από τα μηνύματα που διάβαζε η Λούσι στον Τεντ, που τα μάτια του, όπως
τα δικά της, ήταν πρησμένα και κόκκινα.
«Ίαν και Τζούντι», έλεγε στον θείο της. «Τέρι και Όλιβ…»
«Πολλά δεν είναι;» σχολίαζε ο Τεντ όπως θαύμαζε το θέαμα.
Το πλήθος, που είχε αρχίσει να μουρμουράει και να σχηματίζει ομάδες,
το δίχως άλλο αναρωτιόταν αν θα αποτελούσε ασέβεια να πάρουν από
τώρα τον δρόμο για το Καράβι & Κάστρο, εκεί όπου θα
πραγματοποιούνταν η αγρυπνία, σκέφτηκε ο Στράικ. Δεν τους αδικούσε·
κι ο ίδιος λαχταρούσε μια μπίρα, ίσως κι ένα σφηνάκι ουίσκι.
«“Θερμά συλλυπητήρια, Ρόμπιν, Σαμ, Άντι, Σολ και Πατ”», διάβασε η
Λούσι. Γύρισε και κοίταξε τον Στράικ χαμογελώντας. «Τι όμορφα που
είναι. Εσύ είπες της Ρόμπιν πως τα ροζ τριαντάφυλλα ήταν τα αγαπημένα
της Τζόαν;»
«Δε νομίζω», είπε ο Στράικ, που κι ο ίδιος δεν το ήξερε.
Το γεγονός πως το γραφείο του εκπροσωπούνταν εδώ, ανάμεσα σε όλα
εκείνα τα λουλούδια που είχαν σταλεί στη μνήμη της Τζόαν, σήμαινε
πολλά για εκείνον. Αντίθετα με τη Λούσι, ο Στράικ θα επέστρεφε στο
Λονδίνο μόνος, με το τρένο. Και παρότι λαχταρούσε λίγη μοναξιά τις
τελευταίες δέκα μέρες, η προοπτική να βρεθεί στη βουβή σοφίτα του δεν
τον χαροποιούσε, ύστερα από εκείνες τις δύσκολες ημέρες του φόβου και
της απώλειας. Τα τριαντάφυλλα που προορίζονταν για την Τζόαν είχαν
αποδέκτη και τον ίδιο: έλεγαν, δε θα είσαι μόνος σου, έχεις κάτι που
δημιούργησες εσύ, κι εντάξει, μπορεί να μην είναι το ίδιο με την
οικογένεια, όμως υπάρχουν άνθρωποι που σε νοιάζονται και σε
περιμένουν στο Λονδίνο. Ο Στράικ μπορεί να είπε στον εαυτό του
«άνθρωποι», μιας και στην κάρτα υπήρχαν πάνω πέντε ονόματα, όμως
όπως στράφηκε προς τον δρόμο, σκεφτόταν μονάχα τη Ρόμπιν.
Η Λούσι πήγε τον Τεντ και τον Στράικ στο Καράβι & Κάστρο με το
αυτοκίνητο του Τεντ, αφήνοντας τον Γκρεγκ να ακολουθήσει με τους
γιους τους. Κανείς τους δε μίλησε μέσα στο αυτοκίνητο· μια
συναισθηματική εξουθένωση πλάκωνε την ατμόσφαιρα.
Η Τζόαν ήξερε τι έκανε, σκεφτόταν ο Στράικ, παρατηρώντας τους
γνώριμους δρόμους να περνούν γύρω του. Αισθανόταν ευγνώμων που δεν
την είχαν ακολουθήσει στο κρεματόριο, που θα περνούσαν να
παραλάβουν τα λείψανά της σε μια μορφή την οποία θα μπορούσαν να
αγκαλιάσουν σφιχτά πάνω στο στήθος τους και να τη μεταφέρουν με ένα
σκάφος, στην ηρεμία του ηλιόλουστου απογεύματος που θα
ακολουθούσε, μονάχα η οικογένεια, για τον ύστατο δικό τους
αποχαιρετισμό.
Τα παράθυρα της τραπεζαρίας της παμπ έβλεπαν προς τον όρμο του
Σεντ Μος, που ήταν συννεφιασμένος αλλά γαλήνιος. Ο Στράικ έφερε δυο
ποτήρια μπίρα για τον ίδιο και τον Τεντ, βεβαιώθηκε πως ο θείος του ήταν
καθισμένος ανάμεσα σε μια παρέα καλών φίλων που τον παρηγορούσαν,
επέστρεψε στο μπαρ για να πάρει κι ένα διπλό ουίσκι, το οποίο κατέβασε
μονορούφι, κι ύστερα πήγε και κάθισε με την μπίρα του στο παράθυρο.
Η θάλασσα είχε ένα σκούρο γκρι χρώμα και σποραδικά στραφτάλιζε,
εκεί που τη χρωμάτιζαν οι ασημένιες άκρες των σύννεφων. Ιδωμένο από
εκείνο το παράθυρο, το Σεντ Μος έμοιαζε με σπουδή πάνω στις
αποχρώσεις του γκρίζου, όμως οι μικρές βάρκες που άραζαν στη λασπερή
ακτή παρακάτω συμπλήρωναν καλοδεχούμενες πινελιές εύθυμων
χρωμάτων.
«Είσαι εντάξει, αδελφέ;»
Γύρισε και κοίταξε: η Ίλσα στεκόταν δίπλα στον Πόλγουορθ, οπότε
σήκωσε τα χέρια κι αγκάλιασε τον Στράικ. Και οι τρεις τους ήταν
συμμαθητές στο δημοτικό σχολείο του Σεντ Μος. Εκείνα τα χρόνια, απ’
ό,τι θυμόταν ο Στράικ, η Ίλσα δε συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Πόλγουορθ.
Ποτέ του δεν ήταν αγαπητός στα κορίτσια της τάξης. Πίσω από τον ώμο
του Ντέιβ, ο Στράικ διέκρινε τη σύζυγο του Πόλγουορθ, την Πένι, που
συνομιλούσε με κάποιες φίλες.
«Ο Νικ ήθελε πολύ να βρίσκεται σήμερα εδώ, Κορμ, όμως ήταν
αδύνατο να λείψει από τη δουλειά», είπε η Ίλσα.
«Εννοείται», είπε ο Στράικ. «Καλοσύνη σου που ήρθες, Ίλσα».
«Την αγαπούσα την Τζόαν», είπε εκείνη. «Η μαμά κι ο μπαμπάς θα
καλέσουν τον Τεντ στο σπίτι το βράδυ της Παρασκευής. Ο μπαμπάς θα
τον πάρει να παίξουν λίγο γκολφ την Τρίτη».
Οι δύο κόρες των Πόλγουορθ, που δε φημίζονταν ακριβώς για τη
φρονιμάδα τους, έπαιζαν κυνηγητό ανάμεσα στον κόσμο. Η μικρότερη
από τις δύο –ο Στράικ ποτέ δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια ήταν η Ροζ και
ποια η Μελ– πέρασε βολίδα από δίπλα τους και γραπώθηκε στιγμιαία από
την πίσω πλευρά των ποδιών του Στράικ, λες κι ήταν κάποιο έπιπλο,
κοιτάζοντας την αδελφή της, προτού φύγει και πάλι τροχάδην
χαχανίζοντας.
«Κι εμείς θα τα πούμε με τον Τεντ το Σάββατο», είπε ο Πόλγουορθ, σαν
να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Κανείς από το ζεύγος Πόλγουορθ δεν
έκανε παρατηρήσεις στα παιδιά τους, εκτός κι αν με τη συμπεριφορά τους
ξεβόλευαν ευθέως τους γονείς τους. «Οπότε, μη σκας, αδελφέ, θα έχουμε
εμείς τον νου μας».
«Να ’σαι καλά, φίλε», είπε ο Στράικ με δυσκολία. Δεν είχε κλάψει στην
εκκλησία, δεν είχε κλάψει στη διάρκεια όλων εκείνων των απαίσιων
ημερών, γιατί ήταν τόσο πολλά αυτά που έπρεπε να οργανωθούν, οπότε
είχε βρει ανακούφιση στην κινητοποίηση. Όμως η καλοσύνη που
έδειχναν οι παλιοί του φίλοι είχε αρχίσει να διαβρώνει τις άμυνές του:
ήθελε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του σωστά, καθώς ο Πόλγουορθ
ακόμη δεν του είχε επιτρέψει να πει όλα εκείνα που ήθελε σχετικά με όσα
είχε κάνει ο παλιός του συμμαθητής, προκειμένου να βοηθήσει τον
Στράικ και τη Λούσι να φτάσουν εγκαίρως στην ετοιμοθάνατη Τζόαν.
Πριν προλάβει να πιάσει από κάπου τις σκέψεις του ο Στράικ, η Πένι
Πόλγουορθ ήρθε στην παρέα τους, ακολουθούμενη από δυο γυναίκες τις
οποίες ο Στράικ δεν αναγνώριζε, όμως εκείνες του χαμογελούσαν πλατιά.
«Γεια, Κορμ», είπε η Πένι, που είχε σκούρα μάτια και πλακουτσωτή
μύτη και έπιανε τα μαλλιά της πίσω, σε μια πρακτική αλογοουρά, απ’
όταν ήταν πέντε χρονών. «Η Άμπιγκεϊλ και η Λίντι ήθελαν πολύ να σε
γνωρίσουν».
«Γεια», είπε ο Στράικ αγέλαστος. Πρότεινε το χέρι του κι αντάλλαξε
χειραψία και με τις δύο, βέβαιος πως ετοιμάζονταν να του πιάσουν
κουβέντα για τις επαγγελματικές του επιτυχίες, με αποτέλεσμα να
αισθάνεται ήδη εκνευρισμένος. Σήμερα ειδικά δεν ήθελε να είναι τίποτε
άλλο πέρα από ανιψιός της Τζόαν. Υπέθετε πως η Άμπιγκεϊλ ήταν κόρη
της Λίντι, γιατί αν αφαιρούσες τα προσεκτικά περασμένα με μολύβι και
με γεωμετρική ακρίβεια φρύδια της νεότερης γυναίκας και το ψεύτικο
μαύρισμά της, οι δυο τους είχαν το ίδιο στρογγυλό, επίπεδο πρόσωπο.
«Ήταν πάντοτε τόσο περήφανη για σένα», είπε η Λίντι.
«Διαβάζουμε όλα όσα γράφουν για σένα οι εφημερίδες», είπε η
στρουμπουλή Άμπιγκεϊλ, που φαινόταν να κρατιέται με το ζόρι για να μη
χαχανίσει.
«Με ποια υπόθεση ασχολείσαι αυτό τον καιρό; Φαντάζομαι δεν κάνει
να πεις, έτσι δεν είναι;» είπε η Λίντι, που τον καταβρόχθιζε με το βλέμμα
της.
«Έχεις ασχοληθεί καμιά φορά με υποθέσεις της βασιλικής οικογένειας;»
ρώτησε η Άμπιγκεϊλ.
Το κέρατό μου.
«Όχι», είπε ο Στράικ. «Με συγχωρείτε, χρειάζομαι ένα τσιγάρο».
Ήξερε ότι τις είχε προσβάλει, όμως δεν τον ενδιέφερε αυτό, παρότι
μπορούσε να φανταστεί πώς θα τον κοίταζε με αποδοκιμασία η Τζόαν,
όπως απομακρυνόταν από την παρέα στο παράθυρο. Τόσος μεγάλος
κόπος ήταν, θα του είχε πει, να διασκέδαζε λιγουλάκι τις φίλες της,
μιλώντας τους για τη δουλειά του; Στην Τζόαν άρεσε να τον επιδεικνύει,
εκείνον τον ανιψιό που ήταν ό,τι πλησιέστερο σε γιο είχε αποκτήσει στη
ζωή της, οπότε ξαφνικά ο Στράικ θυμήθηκε, ύστερα από εκείνες τις
ατελείωτες ημέρες των τύψεων, γιατί απέφευγε επί τόσον πολύ καιρό να
επιστρέψει σ’ εκείνη την πολίχνη: επειδή είχε αρχίσει να αισθάνεται πως
τον πλάκωναν τα σερβίτσια του τσαγιού και τα δαντελωτά σεμεδάκια, κι
οι προσεκτικά δομημένες συζητήσεις, κι η ασφυκτική περηφάνια της
Τζόαν, η περιέργεια της γειτονιάς, οι κλεφτές ματιές στο προσθετικό του
άκρο, όταν νόμιζαν πως δεν μπορούσε να τους δει.
Όπως έβγαινε βαρύς στον προθάλαμο, έπιασε το κινητό του και
σχημάτισε τον αριθμό της Ρόμπιν, χωρίς να το σκεφτεί συνειδητά.
«Γεια», είπε εκείνη κι ακούστηκε κάπως αιφνιδιασμένη από το
τηλεφώνημα.
«Γεια», είπε ο Στράικ και κοντοστάθηκε στο κατώφλι του ξενοδοχείου
για να τραβήξει ένα τσιγάρο από το πακέτο με τα δόντια του. Διέσχισε
τον δρόμο και το άναψε, με το βλέμμα στραμμένο προς τη λασπερή ακτή.
«Ήθελα απλώς να δω τι γίνεται και να σε ευχαριστήσω».
«Για ποιο πράγμα;»
«Για τα λουλούδια εκ μέρους του γραφείου. Η οικογένεια πολύ το
εκτίμησε».
«Α», έκανε η Ρόμπιν, «χαίρομαι… Πώς ήταν η κηδεία;»
«Ήταν, ξέρεις… μια κηδεία», είπε ο Στράικ παρακολουθώντας έναν
γλάρο να επιπλέει ατάραχος στη γαλήνια θάλασσα. «Εκεί είχαμε κάτι
καινούργιο;»
«Τώρα που το λες, ναι», είπε η Ρόμπιν, ύστερα από έναν στιγμιαίο
δισταγμό, «όμως μάλλον δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή. Θα σου τα
πω όταν με το καλό…»
«Τώρα είναι η καταλληλότερη στιγμή», είπε η Στράικ, που λαχταρούσε
την κανονικότητα, κάτι να απασχολήσει το μυαλό του που δε σχετιζόταν
με την Τζόαν, την απώλεια ή το Σεντ Μος.
Οπότε, η Ρόμπιν του περιέγραψε τη συνάντησή της με τον Πολ
Σάτσγουελ, κι ο Στράικ την άκουγε σιωπηλός.
«…και τελικά με αποκάλεσε άτιμο καριολάκι», κατέληξε η Ρόμπιν, «κι
έφυγε».
«Αν είναι ποτέ δυνατόν», είπε ο Στράικ ειλικρινά κατάπληκτος, όχι
μόνο που η Ρόμπιν είχε κατορθώσει να αποσπάσει τόσο πολλές
πληροφορίες από τον Σάτσγουελ, αλλά και με τα όσα είχε ανακαλύψει.
«Καθόμουν εδώ πέρα και έψαχνα κάποια πράγματα με το κινητό μου…
στο Land Rover είμαι τώρα, σε λίγο ξεκινάω για να επιστρέψω. Η
Μπλανς Ντόρις Σάτσγουελ πέθανε το 1945, σε ηλικία δέκα ετών. Είναι
θαμμένη σε ένα κοιμητήριο έξω από το Λίμινγκτον Σπα. Ο Σάτσγουελ
ουσιαστικά έκανε λόγο για ευθανασία. Για την ακρίβεια», διόρθωσε τη
διατύπωσή της η Ρόμπιν, «περιέγραψε αυτό που συνέβη σαν όνειρο,
αυτός ήταν ο τρόπος που επέλεξε για να το φανερώσει στη Μάργκοτ,
διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα να αρνηθεί τα πάντα, αν
δημιουργούνταν ζήτημα, σωστά; Είναι όμως έντονα τραυματική μια
τέτοια εμπειρία, για να την κουβαλάς μέσα σου από έξι χρονών, δε
νομίζεις;»
«Οπωσδήποτε», είπε ο Στράικ, «κι εκτός αυτού του δίνει ένα κάποιο
κίνητρο, εφόσον υποψιαζόταν πως η Μάργκοτ υπήρχε περίπτωση να
απευθυνθεί στις Αρχές…»
«Ακριβώς. Και πώς σου φάνηκε το ξέσπασμα για την Τζάνις; Εκείνη
γιατί δε μας είπε πως γνώριζε τον Σάτσγουελ;»
«Πολύ καλή ερώτηση», συμφώνησε ο Στράικ. «Για πάμε άλλη μία, τι
σου είπε για την Τζάνις;»
«Μόλις του ανέφερα πως η Τζάνις ήταν εκείνη που μας είπε πως
κάποιος είχε δει τη Μάργκοτ στο Λίμινγκτον Σπα, εκείνος τη
χαρακτήρισε ανακατώστρα και είπε πως προσπαθούσε να τον εμπλέξει
στην εξαφάνιση της Μάργκοτ».
«Πάρα πολύ ενδιαφέρον», είπε ο Στράικ, σμίγοντας τα φρύδια όπως
συνέχιζε να χαζεύει τον γλάρο, ο οποίος είχε το βλέμμα του καρφωμένο
στο βάθος, με μια απόλυτη συγκέντρωση, ενώ το αυστηρό, γαμψό
ράμφος του σημάδευε τον ορίζοντα. «Και τι είπε για τον Ρόι;»
«Είπε πως κάποιος του είχε πει πως ο Ρόι ήταν “μαμάκιας” και
“κρυόμπλαστρος”», απάντησε η Ρόμπιν. «Όμως δε θέλησε να μου πει
ποιος ήταν αυτός ο κάποιος».
«Δε μου ακούγεται σαν κάτι που θα έλεγε η Τζάνις, όμως ποτέ δεν
ξέρεις», είπε ο Στράικ. «Τι να πω, έκανες εξαιρετική δουλειά, Ρόμπιν».
«Ευχαριστώ».
«Θα καθίσουμε να τα πούμε διεξοδικά για την υπόθεση Μπάμπορο,
μόλις επιστρέψω», είπε ο Στράικ. «Βασικά, θα χρειαστεί να μιλήσουμε
για όλες τις υποθέσεις».
«Τέλεια. Ελπίζω η υπόλοιπη διαμονή σου να είναι εντάξει», είπε η
Ρόμπιν με εκείνο τον τόνο που σήμαινε πως το τηλεφώνημα έφτανε στο
τέλος του. Ο Στράικ ήθελε να την κρατήσει στη γραμμή, όμως προφανώς
εκείνη θεωρούσε πως δεν ήταν σωστό να μονοπωλήσει τον χρόνο του
αυτό το τελευταίο απόγευμα πένθους κοντά στους δικούς του, κι εκείνος
δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάποια πρόφαση για να παρατείνει τον διάλογο.
Αποχαιρετίστηκαν και ο Στράικ έβαλε ξανά το κινητό στην τσέπη του.
«Έλα, αδελφέ, πιάσε».
Ο Πόλγουορθ είχε έρθει από το ξενοδοχείο, κουβαλώντας δυο ολόγιομα
ποτήρια μπίρας. Ο Στράικ πήρε το δικό του, ευχαριστώντας τον φίλο του,
και μαζί στράφηκαν προς τον όρμο, καθώς έπιναν.
«Το λοιπόν, ανεβαίνεις στο Λονδίνο αύριο, σωστά;» είπε ο Πόλγουορθ.
«Ναι», είπε ο Στράικ. «Δε θα λείψω πολύ όμως. Η Τζόαν ήθελε να
μεταφέρουμε τις στάχτες της με το σκάφος του Τεντ και να τις
σκορπίσουμε στη θάλασσα».
«Όμορφη σκέψη», είπε ο Πόλγουορθ.
«Άκου, φίλε… σ’ ευχαριστώ για όλα».
«Σκάσε, ρε», είπε ο Πόλγουορθ. «Κι εσύ το ίδιο θα έκανες για μένα».
«Δίκιο έχεις», είπε ο Στράικ. «Το ίδιο θα έκανα».
«Εύκολο για σένα να το λες, ρε μουνόπανο», είπε ο Πόλγουορθ, χωρίς
να σκαλώσει στιγμή, «μιας κι η μάνα μου είναι πεθαμένη και δεν ξέρω
πού σκατά είναι ο πατέρας μου».
Ο Στράικ γέλασε.
«Να σου πω, ιδιωτικός ντετέκτιβ είμαι. Θες να σου τον βρω;»
«Τι λες, ρε χαμένε;» είπε ο Πόλγουορθ. «Καλά ξεκουμπίδια».
Ήπιαν τις μπίρες τους. Το σύννεφο που κάλυπτε τον ουρανό άνοιξε για
λίγο, οπότε άξαφνα η θάλασσα μετατράπηκε σε ένα χαλί από διαμάντια,
κι ο γλάρος που επέπλεε εκεί μετατράπηκε σε ένα κατάλευκο οριγκάμι. Ο
Στράικ αναρωτιόταν αν η παθιασμένη αφοσίωση του Πόλγουορθ στην
Κορνουάλη αποτελούσε αντίδραση στον γεννημένο στο Μπέρμιγχαμ,
διαρκώς απόντα, πατέρα του, όταν ο Πόλγουορθ μίλησε ξανά:
«Μιας και λέμε για πατεράδες… η Τζόαν μου ανέφερε πως ο δικός σου
γύρευε να τα βρείτε».
«Ώστε σου το ανέφερε, ε;»
«Έλα, ρε, άσε τις κόνξες», είπε ο Πόλγουορθ. «Αφού την ξέρεις τι
άνθρωπος ήτανε. Ήθελε απλώς να ξέρω πως περνούσες ένα ζόρι. Δεν
τσούλησε το πράγμα, να υποθέσω;»
«Όχι», είπε ο Στράικ. «Δεν τσούλησε».
Η σύντομη σιωπή διακόπηκε από τις τσιρίδες και τις φωνές των δύο
κοριτσιών του Πόλγουορθ που βγήκαν τρέχοντας από το ξενοδοχείο.
Αδιαφορώντας πλήρως για τον πατέρα τους και τον Στράικ, τρύπωσαν
κάτω από την αλυσίδα που χώριζε τον δρόμο από τα βρεγμένα βότσαλα
της παραλίας κι έφτασαν μέχρι την άκρη του νερού, ενώ λίγες στιγμές
μετά εμφανίστηκε κι ο ανιψιός του Στράικ, ο Λουκ, που κρατούσε από
μια πάστα κρέμας στο κάθε του χέρι κι ήταν ολοφάνερο πως σκόπευε να
τις εκτοξεύσει εναντίον των κοριτσιών.
«ΡΕ», βρυχήθηκε ο Στράικ. «ΟΧΙ!»
Το πρόσωπο του Λουκ κρέμασε.
«Αυτές το ξεκίνησαν», είπε και γύρισε για να δείξει στον Στράικ έναν
άσπρο λεκέ στην πλάτη του μαύρου σακακιού του, που είχε αγοραστεί
ειδικά για την κηδεία της μεγάλης θείας.
«Κι εγώ το σταματάω», είπε ο Στράικ, ενώ οι κόρες του Πόλγουορθ
χαχάνιζαν, έτσι όπως ξεμύτιζαν πίσω από τη βάρκα όπου είχαν
αναζητήσει καταφύγιο. «Τράβα να αφήσεις τις πάστες εκεί που τις
βρήκες».
Αγριοκοιτάζοντας τον θείο του, ο Λουκ τράβηξε μιαν απείθαρχη
δαγκωνιά στη μία, κι ύστερα έκανε μεταβολή και επέστρεψε στο
ξενοδοχείο.
«Κωλόπαιδο», μουρμούρισε ο Στράικ.
Ο Πόλγουορθ παρακολουθούσε με αποστασιοποιημένο ύφος τις κόρες
του που είχαν βαλθεί να κλοτσάνε νερά και άμμο η μια στην άλλη. Μόνον
όταν η μικρότερη πήρε υπερβολική φόρα, έχασε την ισορροπία της κι
έσκασε ανάσκελα σε τριάντα πόντους παγωμένου νερού, μπήγοντας από
την τρομάρα της μιας γερή τσιρίδα, αντέδρασε.
«Το στανιό μου… άντε, πάμε μέσα. Σήκω, τι με κοιτάς… όχι, μην κλαις
καθόλου, δε σου φταίει κανένας… άντε, μέσα, αυτή τη στιγμή!»
Οι τρεις Πόλγουορθ τράβηξαν προς το Καράβι & Κάστρο, αφήνοντας
και πάλι τον Στράικ μόνο του.
Ο γλάρος, που το δίχως άλλο ήταν μαθημένος στην πλημμυρίδα των
τουριστών, στα αγκομαχητά και στα τριξίματα του πορθμείου του
Φάλμουθ καθώς και στα ψαροκάικα που πηγαινοέρχονταν καθημερινά
στον όρμο, είχε παραμείνει ολότελα ατάραχος από της τσιρίδες και τις
φωνές των δύο κοριτσιών. Τα κοφτερά μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω
σε κάτι που ο Στράικ δεν μπορούσε να διακρίνει, πέρα μακριά, στη
θάλασσα. Μόνον όταν τα σύννεφα πύκνωσαν και πάλι, κι θάλασσα
σκοτείνιασε παίρνοντας το χρώμα του σίδερου, αποφάσισε το πουλί να
πετάξει. Ο Στράικ το ακολούθησε με το βλέμμα του όπως ξεμάκραινε,
έχοντας απλώσει τα φαρδιά, κυρτά φτερά του, αφήνοντας πίσω του το
καταφύγιο του όρμου για χάρη της ανοιχτής θάλασσας, έτοιμος να
επιστρέψει στον σκληρό αλλά απαραίτητο αγώνα της επιβίωσης.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
…εύρωστη άνοιξη, ολόντυτη με των λουλουδιών τα φύλλα…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
49
Ύστερα από θύελλες βαριές και τρομερές καταιγίδες,
ο ήλιος πια είναι καιρός ιλαρός να ξεπροβάλει·
και σαν έχει ξεσπάσει όλη η οργή της μοίρας,
αρμόζει με τα πολλά να ’ρθουν όμορφες ώρες·
ειδάλλως οι βασανισμένες ψυχές θα πέφταν στην απελπισία…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Στις οκτώ το πρωί, όταν κανονικά θα έπρεπε να έχει συνάντηση με τον εν


διαστάσει σύζυγό της στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης, η Ρόμπιν βγήκε
από τον σταθμό του μετρό στην οδό Τότεναμ Κορτ, κάτω από έναν
βαθυγάλανο ουρανό. Το φως του ήλιου φάνταζε σαν ένα μικρό θαύμα,
ύστερα από τους ατελείωτους μήνες της βροχής και των καταιγίδων, κι η
Ρόμπιν, που δεν είχε βάρδια παρακολούθησης σήμερα, είχε προτιμήσει
ένα φόρεμα, χαρούμενη για την ευκαιρία να ξεφύγει από τα τζιν
παντελόνια και τα πουλόβερ που φορούσε μονίμως.
Παρότι αισθανόταν θυμωμένη με τον Μάθιου, ο οποίος είχε ματαιώσει
τη συνάντηση μόλις είκοσι τέσσερις ώρες πριν από το προκαθορισμένο
ραντεβού («Ο πελάτης μου λυπάται, όμως προέκυψε επείγον ζήτημα
προσωπικής φύσης. Δεδομένης της δικής μου αδυναμίας να συμμετάσχω
κατά το δεύτερο μισό του Μαρτίου, προτείνω να καταλήξουμε σε μια
αμοιβαία βολική ημερομηνία τον Απρίλιο») και παρά τις υποψίες της πως
ο Μάθιου απλώς καθυστερούσε την όλη διαδικασία απλώς και μόνο για
να δείξει πως εκείνος είχε το πάνω χέρι και παράλληλα να της ασκήσει
πίεση, ώστε να εγκαταλείψει την προσπάθεια ανάκτησης του ποσού που
δικαιούνταν από τον κοινό τους λογαριασμό, η διάθεσή της είχε
αναπτερωθεί από τη σκονισμένη λάμψη εκείνης της πρωινής ηλιοφάνειας
που φώτιζε τα ατέλειωτα έργα οδοποιίας στην πάνω πλευρά της οδού
Τσάρινγκ Κρος. Η αλήθεια, η οποία είχε αποκαλυφτεί επιτακτικά στη
Ρόμπιν, στη διάρκεια των πέντε ημερών άδειας που είχε επιμείνει ο
Στράικ να πάρει, ήταν πως αισθανόταν περισσότερο ευτυχισμένη στη
δουλειά. Καθώς δεν είχε απολύτως καμία διάθεση να επιστρέψει στο
πατρικό της στο Γιόρκσαϊρ και να βρεθεί αντιμέτωπη με τη συνήθη
ομοβροντία ερωτήσεων από τη μητέρα της σχετικά με το διαζύγιο και τη
δουλειά της, και καθώς δε διέθετε αρκετά χρήματα ώστε να φύγει από το
Λονδίνο και να απολαύσει ένα μοναχικό μίνι διάλειμμα, είχε περάσει τον
περισσότερο χρόνο της τακτοποιώντας διάφορες εκκρεμότητες που είχαν
συσσωρευτεί ή δουλεύοντας πάνω στην υπόθεση Μπάμπορο.
Είχε, αν όχι ακριβώς συγκεκριμένα στοιχεία, τουλάχιστον ορισμένες
ιδέες και τώρα κατευθυνόταν στο γραφείο ώστε να φτάσει νωρίς,
ελπίζοντας πως θα προλάβαινε να μιλήσει στον Στράικ πριν πλακώσει
όλη η δουλειά της ημέρας. Τα κομπρεσέρ έπνιγαν τις φωνές των εργατών
στον δρόμο, όπως περνούσε από εκεί η Ρόμπιν, μέχρι που έφτασε στη
σκιερή ηρεμία της οδού Ντένμαρκ, όπου τα καταστήματα δεν είχαν
ανοίξει ακόμη.
Όπως κόντευε στο κεφαλόσκαλο της μεταλλικής σκάλας, η Ρόμπιν
άκουσε κάτι φωνές να βγαίνουν πίσω από τη γυάλινη πόρτα του
γραφείου. Παρά το γεγονός πως η ώρα δεν ήταν καν οκτώ και τέταρτο, το
φως ήταν ήδη αναμμένο.
«Καλημέρα», είπε ο Στράικ, όταν άνοιξε την πόρτα η Ρόμπιν. Στεκόταν
δίπλα στον βραστήρα και φάνηκε να εκπλήσσεται κάπως που είχε έρθει
από τόσο νωρίς. «Καλά, δεν είχες πει πως θα ερχόσουν κάποια στιγμή
μετά το μεσημέρι;»
«Ακυρώθηκε», είπε η Ρόμπιν.
Αναρωτήθηκε αν ο Στράικ είχε ξεχάσει για ποιο λόγο θα αργούσε να
έρθει στο γραφείο εκείνο το πρωί ή αν το έκανε από διακριτικότητα,
καθώς ο Μόρις καθόταν στον καναπέ από δερματίνη. Παρότι γοητευτικός
ως συνήθως, τα φωτεινά γαλάζια μάτια του Μόρις ήταν κοκκινισμένα και
το σαγόνι του αξύριστο.
«Καλώς την πέρδικα», είπε. «Εδώ δες ομορφιές. Κανονικό μοντέλο».
Η Ρόμπιν προσπέρασε το σχόλιο, όμως εκεί που κρεμούσε το σακάκι
της, συνέλαβε τον εαυτό της να εύχεται να μην είχε βάλει το φόρεμα. Την
ενοχλούσε πάρα πολύ το γεγονός πως ο Μόρις της προκαλούσε τέτοια
αμηχανία, όμως θα ήταν ευκολότερο να είχε βάλει ένα τζιν παντελόνι ως
συνήθως.
«Ο Μόρις έπιασε τον κύριο Σμιθ πάνω στα σορόπια με την νταντά»,
είπε ο Στράικ.
«Τσακ μπαμ!» είπε η Ρόμπιν, θέλοντας να φανεί γενναιόψυχη, αν και
κατά βάθος ευχόταν να μην είχε πιστωθεί ο Μόρις αυτή την επιτυχία.
«Τον τσάκωσα στα πράσα στη μία και δέκα μετά τα μεσάνυχτα», είπε ο
Μόρις δίνοντας στη Ρόμπιν μια ψηφιακή κάμερα με φακό νυχτερινής
λήψης. «Ο κύριος είχε πει πως τάχα θα έβγαινε με κάτι φιλαράκια. Η
νταντά έχει πάντοτε ρεπό τις Τρίτες. Τα χαμένα, αποχαιρετίστηκαν στο
κατώφλι. Κλασική γκάφα πρωτάρηδων».
Η Ρόμπιν έριξε μια ματιά στις φωτογραφίες. Η χυμώδης νταντά, που
τόσο πολύ έμοιαζε με τη Λόρελεϊ του Στράικ, στεκόταν στο κατώφλι μιας
μονοκατοικίας, παραδομένη στην αγκαλιά του συζύγου της κυρίας Σμιθ.
Ο Μόρις δεν είχε φωτογραφίσει μονάχα το τρυφερό ενσταντανέ, αλλά και
την οδό και αριθμό όπου βρισκόταν το σπίτι.
«Πού είναι αυτό το μέρος;» ρώτησε η Ρόμπιν, περνώντας τώρα
γρηγορότερα τις φωτογραφίες των δύο εραστών.
«Στο Σόρντιτς. Το ενοικιαστήριο είναι στο όνομα μιας κολλητής φίλης
της νταντάς», είπε ο Μόρις. «Είναι πάντοτε χρήσιμο να έχεις ένα
κολλητάρι που σε αφήνει να χρησιμοποιείς το σπίτι του για ένα πήδημα
στα κρυφά, ε; Έχω επίσης το όνομα κι όλα τα στοιχεία της κολλητής,
οπότε καλά ξεμπερδέματα και σ’ εκείνη».
Ο Μόρις τεντώθηκε με όλη του την άνεση στον καναπέ, έπλεξε τα χέρια
πίσω από το κεφάλι του και είπε, ενώ χασμουριόταν:
«Δε σου παρουσιάζεται συχνά η ευκαιρία να μαυρίσεις τη ζωή τριών
γυναικών ταυτόχρονα, καλά δε λέω;»
«Όχι πως ο σύζυγος είναι σε καλύτερη θέση», είπε η Ρόμπιν
παρατηρώντας το γοητευτικό προφίλ του συζύγου της χρηματίστριας,
όπως διαγραφόταν στο φως του δρόμου, την ώρα που επέστρεφε στο
αυτοκίνητο της οικογένειας.
«Εντάξει, ναι», είπε ο Μόρις συγκρατώντας το τέντωμά του, «κι αυτός
έχει μπλέξει».
Το μπλουζάκι του είχε ανασηκωθεί, αποκαλύπτοντας ένα γραμμωμένο
στομάχι, πράγμα που η Ρόμπιν υποψιαζόταν πως πιθανότατα ο ίδιος
γνώριζε πάρα πολύ καλά.
«Σε πειράζει να συνδυάσουμε πρωινό και σύσκεψη;» ρώτησε ο Στράικ
τη Ρόμπιν. Είχε μόλις ανοίξει το κουτί με τα μπισκότα κι είχε διαπιστώσει
πως ήταν άδειο. «Πρέπει οπωσδήποτε να τα πούμε για την υπόθεση
Μπάμπορο. Και δεν έχω βάλει μπουκιά στο στόμα μου».
«Τέλεια», είπε η Ρόμπιν, οπότε έσπευσε να ξεκρεμάσει το σακάκι της.
«Εμένα δε με πας ποτέ για πρωινό», παραπονέθηκε ο Μόρις στον
Στράικ καθώς σηκωνόταν από τον καναπέ. Προσπερνώντας το σχόλιό
του, ο Στράικ είπε:
«Τα πήγες καλά με τον Σμιθ, Μόρις. Θα ενημερώσω τη σύζυγο
αργότερα. Τα λέμε αύριο».
«Δεν είναι φοβερό», είπε η Ρόμπιν, καθώς μαζί με τον Στράικ διάβαινε
τη μαύρη εξώπορτα του κτιρίου και έβγαινε στη δροσιά στης οδού
Ντένμαρκ, εκεί όπου το φως του ήλιου δεν είχε φτάσει ακόμη, «αυτό που
συμβαίνει με το εξαφανισμένο αεροσκάφος;»
Πριν από έντεκα ημέρες, η πτήση 370 των Μαλαισιανών Αερογραμμών
είχε απογειωθεί από το διεθνές αεροδρόμιο της Κουάλα Λουμπούρ και
λίγο μετά εξαφανίστηκε, χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος.
Περισσότεροι από διακόσιοι άνθρωποι αγνοούνταν. Εδώ και μία
εβδομάδα στα δελτία ειδήσεων προβάλλονταν αντικρουόμενες θεωρίες
σχετικά με το τι είχε συμβεί στο αεροσκάφος: αεροπειρατεία, δολιοφθορά
από κάποιο μέλος του πληρώματος και μηχανική βλάβη ήταν ορισμένες
από αυτές. Η Ρόμπιν διάβασε γι’ αυτή την υπόθεση την ώρα που ερχόταν
στη δουλειά. Όλοι εκείνοι οι συγγενείς που περίμεναν κάποια εξέλιξη.
Δεν μπορεί, σύντομα κάτι θα εντόπιζαν οι Αρχές, σωστά; Ένα
αεροσκάφος που μετέφερε σχεδόν διακόσιους πενήντα ανθρώπους δεν
ήταν εξίσου εύκολο να εξαφανιστεί από προσώπου γης, όπως μια γυναίκα
μόνη της, που χάθηκε μια βροχερή βραδιά στο Κλέρκενγουελ.
«Είναι ένας εφιάλτης για τις οικογένειες», συμφώνησε ο Στράικ, όπως
έφταναν στον ήλιο που έλουζε την οδό Τσάρινγκ Κρος. Κοντοστάθηκε
κοιτάζοντας ολόγυρα στον δρόμο. «Δεν έχω όρεξη να πάμε στα
Starbucks».
Οπότε περπάτησαν μέχρι το Μπαρ Ιτάλια, στην οδό Φριθ, το οποίο
βρισκόταν απέναντι από το τζαζ κλαμπ του Ρόνι Σκοτ, πέντε λεπτά
δρόμος από το γραφείο. Τα μικρά μεταλλικά τραπέζια και τα καθίσματα
στο πεζοδρόμιο ήταν όλα ελεύθερα. Παρά την υπόσχεση μιας
ηλιόλουστης ημέρας, η πρωινή μαρτιάτικη ατμόσφαιρα εξακολουθούσε
να κουβαλάει μια ψύχρα. Καθένα από τα ψηλά σκαμπό στην μπάρα μέσα
στην καφετέρια είχε κι από έναν πελάτη που έπινε στα γρήγορα έναν
καφέ, προτού ξεκινήσει την εργάσιμη μέρα του, ενώ διάβαζε τις ειδήσεις
στο κινητό του ή παρατηρούσε τα ράφια με τα προϊόντα, που
αντικατοπτρίζονταν στον καθρέφτη μπροστά τους.
«Λες να κρυώσεις, αν καθίσουμε εδώ έξω;» ρώτησε ο Στράικ, που
υποψιαζόταν πως θα έπαιρνε καταφατική απάντηση, έτσι όπως κοίταζε
εναλλάξ το φόρεμα της Ρόμπιν και την μπάρα μέσα. Εν τω μεταξύ, εκείνη
είχε αρχίσει να μετανιώνει για τα καλά για την απόφαση να μη φορέσει
τζιν παντελόνι.
«Μια χαρά θα είμαι», είπε η Ρόμπιν. «Έναν καπουτσίνο θα πάρω μόνο,
έχω φάει ήδη πρωινό».
Όση ώρα ο Στράικ αγόραζε φαγητό και καφέδες, η Ρόμπιν κάθισε στην
κρύα μεταλλική καρέκλα, έσφιξε περισσότερο το σακάκι πάνω της και
άνοιξε την τσάντα της, με σκοπό να πάρει από μέσα το δερμάτινο
σημειωματάριο του Τάλμποτ, όμως ύστερα από έναν σύντομο δισταγμό,
άλλαξε γνώμη και το άφησε εκεί που ήταν. Δεν ήθελε να σκεφτεί ο
Στράικ πως είχε περάσει τις τελευταίες ημέρες σκυμμένη πάνω από τις
αστρολογικές αναζητήσεις του Τάλμποτ, παρότι αυτό ακριβώς είχε κάνει
στην πραγματικότητα, καθώς είχε περάσει πολλές ώρες μελετώντας το
σημειωματάριο.
«Έναν καπουτσίνο», είπε ο Στράικ επιστρέφοντας στο τραπέζι κι
ακουμπώντας την κούπα μπροστά της. Ο ίδιος είχε πάρει έναν διπλό
εσπρέσο και μια μπαγκέτα με μοτσαρέλα και σαλάμι. Όταν κάθισε δίπλα
της, είπε:
«Πώς και ακυρώθηκε η διαμεσολάβηση;»
Ευχαριστημένη που είχε θυμηθεί ο Στράικ το ραντεβού της, η Ρόμπιν
είπε:
«Ο Μάθιου ισχυρίζεται πως προέκυψε κάτι απρόοπτο».
«Τον πιστεύεις;»
«Όχι. Νομίζω πως προσπαθεί να παίξει με το μυαλό μου. Όχι πως
περίμενα πώς και τι αυτή την ώρα, όμως τουλάχιστον θα ξεμπερδεύαμε.
Λοιπόν», είπε, καθώς δεν είχε διάθεση να μιλήσει για τον Μάθιου,
«κατάφερες να μάθεις κάτι καινούργιο σχετικά με την υπόθεση
Μπάμπορο;»
«Λίγα πράγματα», είπε ο Κόρμοραν Στράικ, που δούλευε ασταμάτητα
πάνω στις άλλες υποθέσεις απ’ όταν επέστρεψε από την Κορνουάλη.
«Πήραμε τα αποτελέσματα της ανάλυσης εκείνου του λεκέ από αίμα, στο
βιβλίο που βρήκα στο διαμέρισμα των Άθορν».
«Και;»
«Ο θετικό».
«Τηλεφώνησες μήπως στον Ρόι για να μάθεις…;»
«Ναι. Η Μάργκοτ ήταν Α θετικό».
«Α», έκανε η Ρόμπιν.
«Δεν έτρεφα ιδιαίτερες ελπίδες», είπε ο Στράικ σηκώνοντας τους
ώμους. «Έτσι όπως το έβλεπα, περισσότερο έμοιαζε με λέρωμα από
κόψιμο από χαρτί.
»Όμως, κατάφερα να εντοπίσω τον Λέρα. Τον έχουν σε ένα ιδιωτικό
οίκο ευγηρίας, τον Άγιο Πέτρο, στο Ίσλινγκτον. Χρειάστηκε να κάνω
διάφορα νούμερα στο τηλέφωνο, για να αποσπάσω την πληροφορία».
«Τέλεια. Μήπως θες να κοιτάξω…»
«Όχι. Σου είπα, ο Σάνκερ με προειδοποίησε αυστηρά να μην ταράξουμε
τον γέρο, γιατί υπάρχει κίνδυνος να το πάρουν πρέφα οι γιοι του».
«Και θεωρείς, δηλαδή, πως από τους δυο μας, εγώ είμαι εκείνη που
ταράζει τους ανθρώπους, σωστά;»
Ο Στράικ χαμογέλασε λοξά, τρώγοντας την μπαγκέτα του.
«Δεν έχει νόημα να τσιγκλήσουμε τον Ρίτσι, εκτός κι αν είναι
απαραίτητο. Ο Σάνκερ μου είπε πως ο Λέρας είναι αλλού, πράγμα που
ελπίζω πως σημαίνει ότι το μυαλό του δεν κόβει τόσο όσο παλιά. Αυτό,
μάλιστα, θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ μας. Δυστυχώς, απ’ όσο
κατάφερα να ψαρέψω τη νοσοκόμα, δε μιλάει πια».
«Τι, καθόλου;»
«Μάλλον. Το ανέφερε κάποια στιγμή από μόνη της. Προσπάθησα να
καταλάβω αν αυτό συμβαίνει επειδή έχει πάθει κατάθλιψη ή προηγήθηκε
κανένα εγκεφαλικό, μήπως πάσχει από άνοια, οπότε, προφανώς, θα ήταν
παντελώς ανώφελο να του μιλήσουμε, όμως η νοσοκόμα δεν απάντησε.
»Πέρασα να κόψω κίνηση στο γηροκομείο. Ήλπιζα πως θα ήταν κάποιο
μεγάλο ίδρυμα, από εκείνα όπου θα μπορούσες ίσως να τρυπώσεις
απαρατήρητος, αλλά φέρνει περισσότερο σε πανσιόν πολυτελείας. Έχουν
μόλις δεκαοκτώ ενοίκους εκεί πέρα. Έτσι όπως τα είδα τα πράγματα, οι
πιθανότητες να μπω εκεί μέσα στη ζούλα ή να τους συστηθώ σαν κάποιος
μακρινός ξάδελφος είναι σχεδόν ανύπαρκτες».
Για κάποιο λόγο που δεν έστεκε σε λογική ανάλυση, τώρα που ο Ρίτσι
φάνταζε απροσπέλαστος, η Ρόμπιν, που μέχρι τότε δεν ενδιαφερόταν για
την περίπτωσή του περισσότερο απ’ ό,τι οποιουδήποτε άλλου υπόπτου,
αμέσως αισθάνθηκε σαν να είχε χαθεί μία άκρη ζωτικής σημασίας για τις
έρευνές τους.
«Δε λέω πως δε θα κάνω μια προσπάθεια με τον τύπο, τελικά», είπε ο
Στράικ. «Όμως τη δεδομένη στιγμή, τα πιθανά κέρδη δε δικαιολογούν να
εξοργίσουμε ένα τσούρμο γκάνγκστερ. Από την άλλη, αν φτάσει
Αύγουστος κι ακόμη δεν έχουμε κάτι χειροπιαστό, ίσως χρειαστεί να δω
αν γίνεται να πω δυο-τρία λογάκια με τον Ρίτσι».
Κρίνοντας από τον τόνο της φωνής του, η Ρόμπιν υπέθεσε πως, όπως
και η ίδια, έτσι κι ο Στράικ γνώριζε πάρα πολύ καλά πως είχε περάσει ήδη
πάνω από ένα εξάμηνο, από τον συνολικά έναν χρόνο που είχαν στη
διάθεσή τους για να διαλευκάνουν την υπόθεση Μπάμπορο.
«Επίσης», συνέχισε ο Στράικ, «επικοινώνησα με τον βιογράφο της
Μάργκοτ, τον Κ. Μ. Όουκντεν, ο οποίος μας το παίζει δύσκολος.
Φαίνεται πως έχει την εντύπωση ότι είναι πολύ σημαντικότερος για την
πορεία της έρευνας απ’ ό,τι θεωρώ εγώ».
«Κοιτάζει να αποσπάσει χρήματα;»
«Θα έλεγα πως κοιτάζει να αποσπάσει ό,τι μπορεί», είπε ο Στράικ.
«Φάνηκε να τον ενδιαφέρει μια συνέντευξη μαζί μου, τουλάχιστον όσο το
να μου επιτρέψει να του μιλήσω».
«Μήπως», υπέθεσε η Ρόμπιν, «σκέφτεται να γράψει ένα βιβλίο για
σένα, σαν κι εκείνο που έγραψε για τη Μάργκοτ;»
Ο Στράικ δε χαμογέλασε.
«Δίνει την εντύπωση ανθρώπου εξίσου πονηρού όσο και βλάκα. Δε
φάνηκε να του περνά καν από το μυαλό η σκέψη πως πρέπει να ξέρω
πολλά για το ύποπτο παρελθόν του, δεδομένου του ότι κατάφερα να τον
εντοπίσω παρά τις πολλαπλές αλλαγές ονόματος. Όμως καταλαβαίνω πώς
κατάφερε να εξαπατήσει όλες εκείνες τις ηλικιωμένες γυναίκες.
Καταφέρνει να προσποιείται πειστικά, τουλάχιστον από το τηλέφωνο,
πως ξέρει και θυμάται τους πάντες που είχαν σχέση με τη Μάργκοτ.
Πετούσε με μεγάλη άνεση ατάκες όπως: “Ναι, ο δρ Γκάπτα, θαυμάσιος
άνθρωπος” ή “Α, ναι, η Αϊρίν, ήταν κάπως ιδιότροπη”. Έχει μια βαρύτητα
ο τρόπος που μιλάει, μέχρι τη στιγμή που θυμάσαι πως ήταν
δεκατεσσάρων χρονών όταν εξαφανίστηκε η Μάργκοτ και τους
ανθρώπους αυτούς άντε να τους είχε συναντήσει δυο-τρεις φορές στη ζωή
του, το πολύ.
»Όμως δε θέλησε να μου πει το παραμικρό για τον Μπρένερ, δηλαδή
αυτόν που με ενδιαφέρει κατά βάση. “Θα χρειαστεί να το σκεφτώ”, είπε.
“Δεν είμαι σίγουρος πως θέλω να το κάνω αυτό”. Του έχω τηλεφωνήσει
δύο φορές ως τώρα. Και στις δύο περιπτώσεις προσπάθησε να στρέψει τη
συζήτηση σ’ εμένα, εγώ τον πήγα ξανά με το στανιό στο θέμα του
Μπρένερ, οπότε εκεί έριξε κόφτη, καμώθηκε πως είχε προκύψει κάτι
έκτακτο που έπρεπε να τακτοποιήσει. Και τις δύο φορές υποσχέθηκε πως
θα μου τηλεφωνούσε, όμως δεν το έκανε».
«Δε φαντάζομαι να ηχογραφεί τις κλήσεις, σωστά;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Να προσπαθεί να συγκεντρώσει πληροφορίες για σένα, ώστε να τις
σπρώξει σε κάποια φυλλάδα;»
«Μου πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό», ομολόγησε ο Στράικ
βάζοντας ζάχαρη στον καφέ του.
«Μήπως να του μιλούσα εγώ την επόμενη φορά;»
«Ίσως να μην είναι κακή ιδέα», είπε ο Στράικ. «Τέλος πάντων», είπε κι
ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του, «αυτά είναι όσα πρόλαβα να κάνω με
την υπόθεση Μπάμπορο, απ’ όταν γύρισα. Όμως σκοπεύω να περάσω από
τη νοσοκόμα Τζάνις, αμέσως μόλις μπορέσω να ξεκλέψω ένα δίωρο.
Λογικά, τώρα πια θα έχει επιστρέψει από το Ντουμπάι και θέλω να
καταλάβω γιατί δεν ανέφερε ποτέ ότι γνώριζε τον Πολ Σάτσγουελ. Δε
νομίζω όμως πως θα την προειδοποιήσω για την επίσκεψή μου αυτή τη
φορά. Αξίζει να πιάνεις τον άλλο απροετοίμαστο. Λοιπόν, εσύ τι νέα
έχεις;»
«Κοίτα», είπε η Ρόμπιν, «η Γκλόρια Κόντι, ή μάλλον η κυρία Ζομπέρ
όπως ονομάζεται πλέον, δεν απάντησε στο email που έστειλε η Άννα».
«Κρίμα», είπε ο Στράικ συνοφρυωμένος. «Έλεγα πως θα ήταν
πιθανότερο να αποφασίσει να μας μιλήσει, αν της το ζητούσε η Άννα».
«Κι εγώ αυτό έλεγα. Νομίζω πως αξίζει να αφήσουμε άλλη μία
εβδομάδα περιθώριο, κι ύστερα να βάλουμε την Άννα να την τσιγκλήσει.
Στη χειρότερη, θα εισπράξουμε ένα ακόμη κάθετο “όχι”. Σε ελαφρώς
θετικότερες εξελίξεις, έχω κανονίσει να μιλήσω με την Αμάντα Γουάιτ,
νυν Αμάντα Λοζ, αργότερα μέσα στην ημέρα».
«Πόσο θα μας πάει το μαλλί;»
«Τίποτε. Άρχισα να της λέω περί απόδοσης δικαιοσύνης και τα λοιπά»,
είπε η Ρόμπιν, «οπότε φάνηκε να πείθεται, όμως αυτό που καταλαβαίνω
είναι πως τη γοητεύει το ενδεχόμενο της δημοσιότητας και σίγουρα η
προοπτική να σε βοηθήσει και να τυπωθεί και πάλι το όνομά της στις
εφημερίδες, που θα θυμηθούν το τσαγανό εκείνης της μαθητριούλας που
επέμεινε στη μαρτυρία της για τη γυναίκα στο παράθυρο, παρότι η
αστυνομία δεν την πίστεψε. Κι όλα αυτά παρότι αρχικά, όταν
επικοινώνησα μαζί της, είχε αρχίσει να μου λέει διάφορες ιστορίες, πως
δήθεν δεν ήθελε να περάσει ξανά την ταλαιπωρία με τους
δημοσιογράφους, εκτός κι αν έβγαζε κάποια χρήματα απ’ όλη αυτή τη
διαδικασία».
«Παραμένει παντρεμένη;» ρώτησε ο Στράικ βγάζοντας τα τσιγάρα από
την τσέπη του. «Όχι τίποτε άλλο, αλλά η κυρία και ο Όουκντεν μου
ακούγονται πολύ ταιριαστοί. Ίσως θα μπορούσαμε να στήσουμε μια
παράλληλη επιχείρηση, να φέρνουμε κοντά τα διάφορα μούτρα που
συναντάμε στη δουλειά».
Η Ρόμπιν γέλασε.
«Για να κάνουν παιδιά σαν κι αυτούς, ώστε να έχουμε πελατεία στον
αιώνα τον άπαντα;»
Ο Στράικ άναψε το τσιγάρο του, φύσηξε τον καπνό και ύστερα είπε:
«Σαν επιχειρηματικό σχέδιο, έχει κάποιες αδυναμίες. Κανείς δε σου
εγγυάται πως αν ζευγαρώσεις δυο κουράδες, θα προκύψει μια τρίτη
κουράδα. Ξέρω σοβαρούς ανθρώπους που τους μεγάλωσαν καθοίκια από
τα λίγα και το αντίστροφο».
«Σαν να λέμε, προκρίνεις τη βαρύτητα των γονιδίων έναντι του
περιβάλλοντος;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ίσως», είπε ο Στράικ. «Και οι τρεις ανιψιοί μου στο ίδιο περιβάλλον
μεγάλωσαν, την ίδια ανατροφή είχαν, σωστά; Κι όμως…»
«…ο ένας είναι αξιαγάπητος, ο άλλος κωλόπαιδο και ο τρίτος καθοίκι»,
είπε η Ρόμπιν.
Το βροντερό γέλιο στο οποίο ξέσπασε ο Στράικ φάνηκε να ενοχλεί τον
κοστουμαρισμένο άντρα με το πιεσμένο ύφος που περνούσε βιαστικός
εκείνη τη στιγμή από δίπλα, με το κινητό κολλημένο στο αυτί του.
«Θυμάσαι τι είπα», σχολίασε ο Στράικ, που εξακολουθούσε να
χαμογελά πλατιά καθώς ακολουθούσε με το βλέμμα του τον μουτρωμένο
άντρα, μέχρι που χάθηκε από μπροστά του. Τελευταία, κι εκείνος είχε
στιγμές που ο ήχος της ευθυμίας των άλλων τον εκνεύριζε, όμως τη
δεδομένη στιγμή, με τον ήλιο να λάμπει, έναν αξιοπρεπή καφέ μπροστά
του και τη Ρόμπιν δίπλα του, συνειδητοποιούσε ξαφνικά πως αισθανόταν
περισσότερο ευτυχισμένος από κάθε άλλη φορά εδώ και μήνες.
«Οι άνθρωποι όμως δε μεγαλώνουν με τον ίδιο τρόπο», είπε η Ρόμπιν,
«ούτε καν μέσα στο ίδιο σπίτι, από τους ίδιους γονείς. Η σειρά γέννησης
έχει σημασία, όπως και διάφορες άλλες παράμετροι. Τώρα που το
θυμήθηκα, η Μάγια, η δεύτερη κόρη της Βίλμα Μπέιλις, συμφώνησε
οριστικά να μας μιλήσει. Προσπαθούμε να καταλήξουμε σε κάποια
βολική ημερομηνία. Νομίζω ότι σου το έχω αναφέρει ήδη, η μικρότερη
αδελφή αναρρώνει ύστερα από επέμβαση για καρκίνο του μαστού, οπότε
δε θέλω να τους ζορίσω.
»Είναι και κάτι ακόμη», είπε η Ρόμπιν, που αισθάνθηκε μια κάποια
αμηχανία.
Ο Στράικ, που είχε καταπιαστεί ξανά με την μπαγκέτα του, είδε
έκπληκτος τη Ρόμπιν να εμφανίζει μέσα από την τσάντα της το
δερματόδετο σημειωματάριο του Τάλμποτ, το οποίο ο Στράικ υπέθετε
πως βρισκόταν κλειδωμένο στην αρχειοθήκη του γραφείου.
«Κάθισα και του έριξα μια ματιά».
«Λες να μου ξέφυγε κάτι δηλαδή;» είπε ο Στράικ μασουλώντας την
μπουκιά του.
«Όχι, δεν…»
«Κανένα πρόβλημα», την πρόλαβε ο Στράικ. «Είναι απολύτως πιθανό.
Ουδείς αλάθητος».
Εν τω μεταξύ, το φως του ήλιου είχε αρχίσει να απλώνεται στην οδό
Φριθ, έτσι που οι σελίδες του παλιού σημειωματάριου φέγγισαν
κιτρινωπές, όπως το άνοιξε η Ρόμπιν.
«Λοιπόν, το σημείο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον είναι ο Σκορπιός.
Θυμάσαι τον Σκορπιό;»
«Το άτομο του οποίου ο θάνατος είχε προβληματίσει τη Μάργκοτ,
σωστά;»
«Ακριβώς. Είχες υποθέσει πως ο Σκορπιός θα μπορούσε να ήταν η
παντρεμένη φιλενάδα του Στιβ Ντάουθγουεϊτ, η οποία τελικά
αυτοκτόνησε».
«Είμαι ανοιχτός σε κάθε άλλη θεωρία», είπε ο Στράικ. Έχοντας
τελειώσει την μπαγκέτα του, τίναξε τα ψίχουλα από τις παλάμες του κι
έπιασε τα τσιγάρα του. «Στις σημειώσεις τίθεται το ερώτημα αν ο
Υδροχόος ζήτησε εξηγήσεις από τον Ιχθύ, αν θυμάμαι σωστά; Οπότε,
υπέθεσα πως αυτό σήμαινε πως η Μάργκοτ ζήτησε εξηγήσεις από τον
Ντάουθγουεϊτ».
Παρά τον ουδέτερο τόνο του, ο Στράικ εκνευριζόταν με τον εαυτό που
θυμόταν εκείνα τα ζώδια. Η κουραστική και τελικά άκαρπη προσπάθεια
να καταλήξει στο ποιοι ύποπτοι και μάρτυρες αντιστοιχούσαν στα
διάφορα ζώδια είχε αποδειχτεί κάθε άλλο παρά το αγαπημένο του
κομμάτι των ερευνών.
«Λοιπόν», είπε η Ρόμπιν κι έπιασε δυο διπλωμένες φωτοτυπίες που είχε
φυλαγμένες μέσα στο σημειωματάριο, «έλεγα μήπως… να, ρίξε μια ματιά
εδώ».
Έδωσε τα δύο έγγραφα στον Στράικ, ο οποίος τα ξεδίπλωσε και
βρέθηκε μπροστά σε δυο πιστοποιητικά γέννησης, το ένα της Όλιβ
Σάτσγουελ και το δεύτερο της Μπλανς Σάτσγουελ.
«Η Όλιβ ήταν η μητέρα του Σάτσγουελ», εξήγησε η Ρόμπιν όσο ο
Στράικ, καπνίζοντας, μελετούσε τα έγγραφα. «Κι η Μπλανς ήταν η
αδελφή του, που πέθανε σε ηλικία δέκα ετών… ενδεχομένως επειδή
κάποιο μαξιλάρι κόλλησε πάνω στο πρόσωπό της».
«Αν περιμένεις πως θα καταφέρω να υπολογίσω τι ζώδιο ήταν από τις
ημερομηνίες γέννησης», είπε ο Στράικ, «να ξέρεις πως δεν έχω
απομνημονεύσει ολόκληρο τον ζωδιακό κύκλο».
«Η Μπλανς γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου, επομένως ήταν Σκορπιός»,
είπε η Ρόμπιν. «Η Όλιβ γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου. Με βάση το
παραδοσιακό σύστημα, θα ήταν Κριός, όπως ο Σάτσγουελ…»
Έκπληκτος, ο Στράικ είδε τη Ρόμπιν να εμφανίζει στο σημείο αυτό ένα
αντίτυπο του Αστρολογία 14, του Στίβεν Σμιντ.
«Δυσκολεύτηκα αρκετά να βρω το συγκεκριμένο βιβλίο. Είναι
εξαντλημένο εδώ και πάρα πολλά χρόνια».
«Σοβαρά, ένα τέτοιο αριστούργημα; Απίστευτο», είπε ο Στράικ
παρακολουθώντας τη Ρόμπιν να ανοίγει το βιβλίο σε μια σελίδα όπου
αναγράφονταν οι ημερομηνίες των αναθεωρημένων ζωδίων, σύμφωνα με
τον Σμιντ. Η Ρόμπιν χαμογέλασε, όμως δεν άφησε να
αποπροσανατολιστεί η συζήτηση και είπε:
«Εδώ δες. Σύμφωνα με το σύστημα του Σμιντ, η μητέρα του Σάτσγουελ
ήταν Ιχθύς».
«Τι έγινε τώρα, αρχίσαμε να ανακατεύουμε τα δυο συστήματα;»
ρώτησε ο Στράικ.
«Ο Τάλμποτ πάντως αυτό ακριβώς έκανε», επισήμανε η Ρόμπιν.
«Αποφάσισε πως στην Αϊρίν και στον Ρόι έπρεπε να αποδώσει ζώδια
σύμφωνα με το σύστημα του Σμιντ, όμως σε άλλους επέτρεψε να
διατηρήσουν τα παραδοσιακά τους ζώδια».
«Όμως», είπε ο Στράικ, έχοντας πλήρη συναίσθηση του ότι επιχειρούσε
να προσεγγίσει με τη λογική κάτι εξ ορισμού παράλογο, «ο Τάλμποτ
προχωρούσε σε καταλυτικές, σαρωτικές παραδοχές, πατώντας στα αρχικά
ζώδια των εμπλεκόμενων. Ο Μπρένερ, για παράδειγμα, αποκλείστηκε ως
ύποπτος αποκλειστικά και μόνο επειδή ήταν…»
«…Ζυγός, ναι», είπε η Ρόμπιν.
«Και τι γίνεται με τις μαγικές ικανότητες της Τζάνις και την ταύτιση του
Χασάπη του Έσεξ με τον Αιγόκερω, αν αρχίσουν να μετατοπίζονται όλες
οι ημερομηνίες;»
«Εκεί όπου υπήρχε κάποια ασυμβατότητα ανάμεσα στο παραδοσιακό
ζώδιο και στο σύστημα του Σμιντ, ο Τάλμποτ φαίνεται πως επέλεγε το
ζώδιο που θεωρούσε πως ταίριαζε καλύτερα στο εκάστοτε άτομο».
«Πράγμα που ξεφτιλίζει τελείως την όλη ιστορία. Κι εκτός αυτού», είπε
ο Στράικ, «θέτει υπό αμφισβήτηση κάθε ταύτιση που επιχείρησα μεταξύ
των ζωδίων και των υπόπτων».
«Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν. «Ακόμη κι ο Τάλμποτ φαίνεται πως
στρεσαρίστηκε πολύ στην προσπάθεια να πορευτεί και με τα δύο
συστήματα, οπότε κάπου εκεί άρχισε να εστιάζει κατά κύριο λόγο στους
αστεροειδείς και στα ταρό».
«Εντάξει», είπε ο Στράικ φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου του μακριά
από τη Ρόμπιν, «συνέχισε με αυτό που έλεγες… εφόσον η αδελφή του
Σάτσγουελ ήταν Σκορπιός και η μητέρα Ιχθύς… θύμισέ μου», είπε ο
Στράικ, «τι ακριβώς αναφέρει η παράγραφος για τον Σκορπιό;»
Η Ρόμπιν ανέτρεξε στο σημειωματάριο του Τάλμποτ, ώσπου εντόπισε
το σημείο που ήταν διακοσμημένο με το σκαριφήματα ενός κάβουρα,
ενός ψαριού, ενός σκορπιού, του τράγου με ουρά ψαριού και της υδρίας
του νεροκουβαλητή.
«“Ο Υδροχόος προβληματίζεται για το πώς πέθανε ο Σκορπιός,
ερωτηματικό”», διάβασε η Ρόμπιν. «Και –εδώ γράφει με κεφαλαία–
“ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΜΙΝΤ ΜΕ ΑΝΤΑΜΣ”. Ύστερα: “Ο Υδροχόος ζήτησε
εξηγήσεις από τον Ιχθύ για τον Σκορπιό; Ο Καρκίνος ήταν εκεί, στάθηκε
μάρτυρας; Ο Καρκίνος είναι καλό άτομο, το ένστικτό του είναι να
προστατεύσει”, κι ύστερα, με κεφαλαία, “ΝΕΑ ΚΑΤΑΘΕΣΗ. Σκορπιός
και Υδροχόος συνδέονται, νερό, νερό, επίσης Καρκίνος και Υδροχόος”, με
κεφαλαία “ΕΧΕΙ ΟΥΡΑ ΨΑΡΙΟΥ”».
Σμίγοντας τα φρύδια του, ο Στράικ είπε:
«Υποθέτουμε πως όταν αναφέρεται στον Καρκίνο, εννοεί την Τζάνις,
σωστά;»
«Κοίτα, η Τζάνις και η Σύνθια είναι τα μόνα άτομα στον αστερισμό του
Καρκίνου που συνδέονται με την υπόθεση, κι η Τζάνις φαίνεται να
ταιριάζει καλύτερα στην περιγραφή», είπε η Ρόμπιν. «Ας υποθέσουμε
πως η Μάργκοτ αποφάσισε να κάνει κάτι για την υποψία της πως η
μητέρα του Σάτσγουελ σκότωσε την αδελφή του. Αν τηλεφώνησε στην
Όλιβ από την κλινική, υπάρχει περίπτωση η Τζάνις να άκουσε τυχαία το
τηλεφώνημα, έτσι δεν είναι; Κι αν η Τζάνις γνώριζε την οικογένεια
Σάτσγουελ ή είχε κάποιου είδους σχέση μαζί τους που εμείς δε
γνωρίζουμε, ίσως να μη θέλησε να πει στην αστυνομία όσα είχε
κρυφακούσει, από φόβο πως θα ενοχοποιούσε την Όλιβ».
«Τι λόγο θα είχε η Μάργκοτ να περιμένει τόσα χρόνια, για να δει αν
ήταν βάσιμες οι υποψίες της σχετικά με το μαξιλάρι στο όνειρο;» ρώτησε
ο Στράικ, όμως πριν προλάβει η Ρόμπιν να δώσει κάποια απάντηση, το
έκανε ο ίδιος. «Φυσικά, κάποιες φορές οι άνθρωποι κάνουν χρόνια για να
αποφασίσουν πώς να κινηθούν σε μια τέτοια περίπτωση. Ή ακόμη και για
να βρουν το θάρρος να το κάνουν».
Επέστρεψε στη Ρόμπιν τις δύο φωτοτυπίες.
«Τι να πω, αν πράγματι έτσι εξηγούνται όλες εκείνες οι αναφορές στον
Σκορπιό, τότε ο Σάτσγουελ παραμένει βασικός ύποπτος».
«Δεν κατάφερα να μάθω τη διεύθυνσή του στην Ελλάδα», είπε η
Ρόμπιν, που αισθανόταν άσχημα γι’ αυτό.
«Αν χρειαστεί, θα βρούμε την άκρη από την άλλη αδελφή του».
Ο Στράικ ήπιε μια γουλιά καφέ και ύστερα, παρότι δεν ήταν σίγουρος
κατά πόσο ήταν καλή ιδέα, ρώτησε:
«Τι ήταν αυτό που είπες για τους αστεροειδείς;»
Η Ρόμπιν φυλλομέτρησε ξανά το σημειωματάριο του Τάλμποτ και
έδειξε στον Στράικ τη σελίδα που είχε μελετήσει επισταμένως στο
Λίμινγκτον Σπα, αυτή που η ίδια αποκαλούσε “σελίδα των κεράτων”.
«Καθώς προχωρούσε η υπόθεση, ο Τάλμποτ φαίνεται πως εγκατέλειψε
την κλασική αστρολογία. Νομίζω πως ο Σμιντ τον είχε μπερδέψει σε
τέτοιο βαθμό, ώστε πλέον δεν έβγαζε άκρη, οπότε αρχίζει να εφευρίσκει
ένα δικό του σύστημα. Υπολόγισε τη θέση των αστεροειδών το βράδυ της
εξαφάνισης της Μάργκοτ. Δες εδώ…»
Η Ρόμπιν έδειχνε το σύμβολο …
«Αυτό το σύμβολο αντιστοιχεί στον αστεροειδή Παλλάδα Αθηνά –
θυμάσαι εκείνο το απαίσιο ρολόι στο σπίτι των Φιπς;– και το
χρησιμοποιεί για να αναφερθεί στη Μάργκοτ. Ο αστεροειδής Παλλάδα
Αθηνά βρισκόταν στον δέκατο οίκο του ζωδιακού κύκλου τη νύχτα που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, και κυβερνήτης του δέκατου οίκου είναι ο
Αιγόκερως. Επίσης, υποτίθεται πως κυβερνά τις επιχειρήσεις, τις
ανώτερες τάξεις και τους ανώτερους ορόφους».
«Δηλαδή, νομίζεις πως η Μάργκοτ βρίσκεται ακόμη σε κάποια σοφίτα;»
Η Ρόμπιν χαμογέλασε, όμως παρέμεινε προσηλωμένη σε αυτό που
έλεγε.
«Επίσης, δες εδώ…» Έστρεψε το σημειωματάριο προς το μέρος του.
«Αν θεωρήσουμε πως οι άλλοι αστεροειδείς αναφέρονται με τη σειρά
τους σε υπαρκτά πρόσωπα, έχουμε τη Δήμητρα, την Ήρα και την Εστία.
»Νομίζω πως χρησιμοποιεί την Εστία, την “προστάτιδα της
οικογένειας”, για να αναφερθεί στη Σύνθια. Η Εστία βρισκόταν στον
έβδομο οίκο, δηλαδή τον οίκο του γάμου. Ο Τάλμποτ έγραψε
“ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ”, οπότε νομίζω πως εννοεί ότι η Σύνθια βρισκόταν στο σπίτι
της Μάργκοτ.
»Πιστεύω πως η “υποστηρικτική, προστατευτική Δήμητρα” θυμίζει και
πάλι την Τζάνις. Βρίσκεται στον δωδέκατο οίκο, όπως και η Ήρα, η οποία
συνδέεται με “συζύγους και απιστία”, αναφορά που ενδεχομένως να μας
στέλνει πίσω στην Τζοάνα Χάμοντ, την παντρεμένη φιλενάδα του
Ντάουθγουεϊτ…»
«Και τι συμβολίζει ο δωδέκατος οίκος;»
«Εχθρούς, μυστικά, στεναχώριες και χαλασμό».
Ο Στράικ γύρισε και την κοίταξε, σηκώνοντας τα φρύδια του. Είχε πάει
με τα νερά της Ρόμπιν ως τώρα, μιας κι η μέρα ήταν ηλιόλουστη κι
απολάμβανε την παρέα της, όμως η ανοχή του απέναντι στην αστρολογία
πλέον είχε αρχίσει να εξαντλείται.
«Επίσης, είναι ο οίκος των Ιχθύων», είπε η Ρόμπιν, «που είναι το ζώδιο
του Ντάουθγουεϊτ, επομένως ίσως…»
«Νομίζεις πως η Τζάνις και η Τζοάνα Χάμοντ βρίσκονταν στο
διαμέρισμα του Ντάουθγουεϊτ, όταν απήχθη η Μάργκοτ, δηλαδή;»
«Όχι, όμως…»
«Γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν κομματάκι δύσκολο, δεδομένου του ότι η
Τζοάνα Χάμοντ πέθανε εβδομάδες ολόκληρες πριν από την εξαφάνιση
της Μάργκοτ. Ή μήπως εννοείς πως το φάντασμά της στοίχειωνε τον
Ντάουθγουεϊτ;»
«Εντάξει, το ξέρω πως μπορεί να μη σημαίνουν τίποτε όλα αυτά», είπε
η Ρόμπιν γελώντας σιγανά καθώς επέμενε, «όμως ο Τάλμποτ έχει
σημειώσει και κάτι άλλο εδώ: “Η Δήμητρα αρνείται την επαφή με την
Ήρα. Μήπως το Κήτος έχει δίκιο;”»
Έδειχνε το σύμβολο της φάλαινας, που αντιπροσώπευε την Αϊρίν.
«Δυσκολεύομαι να φανταστώ την Αϊρίν Χίκσον να έχει δίκιο σε κάτι»,
σχολίασε ο Στράικ. Τράβηξε το δερματόδετο σημειωματάριο προς το
μέρος του για να παρατηρήσει καλύτερα τον μικρό, εμμονικό γραφικό
χαρακτήρα του Τάλμποτ, κι ύστερα έκανε ξανά πέρα τις σημειώσεις,
σηκώνοντας κάπως ενοχλημένος τους ώμους. «Κοίτα, είναι εύκολο να σε
απορροφήσουν τελείως όλα αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα. Όταν διάβαζα
αυτές τις σημειώσεις, άρχισα να συνδέω σύμβολα με άτομα, ενώ
προσπαθούσα να ακολουθήσω τον ειρμό των σκέψεών του, όμως ο
άνθρωπος δεν έστεκε στα καλά του, σωστά; Τίποτε απ’ όσα αναφέρει δεν
οδηγεί κάπου συγκεκριμένα».
«Απλώς μου έκανε εντύπωση η αποστροφή “Μήπως το Κήτος έχει
δίκιο;” ακριβώς επειδή ο Τάλμποτ ήταν από την πρώτη στιγμή δύσπιστος
απέναντι στην Αϊρίν, σωστά; Κάποια στιγμή είχε αρχίσει να αναρωτιέται
αν υπήρχε περίπτωση να είχε δίκιο σχετικά με… κάτι που να σχετίζεται
με εχθρούς, μυστικά και χαλασμό…»
«Αν καταφέρουμε κάποτε να ανακαλύψουμε τι συνέβη στη Μάργκοτ
Μπάμπορο», είπε ο Στράικ, «σε πάω στοίχημα εκατό λίρες πως θα
μπορέσεις να υποστηρίξεις εξίσου πειστικά πως οι αποκρυφιστικές
μπαρούφες του Τάλμποτ έπεσαν διάνα, κι ότι ήταν τελείως αλλού για
αλλού. Όλους αυτούς τους συμβολισμούς μπορείς να τους κάνεις λάστιχο,
ώστε να ταιριάξουν στα γεγονότα. Μια φίλη της μητέρας μου είχε τη
συνήθεια να μαντεύει τα ζώδια των άλλων και έπεφτε μέσα κάθε φορά».
«Σοβαρά;»
«Βεβαίως», είπε ο Στράικ. «Γιατί ακόμη κι όταν έκανε λάθος, είχε δίκιο.
Γιατί αποδεικνυόταν πως το ζώδιο που μάντευε ήταν ο ωροσκόπος του
άλλου ή, δεν ξέρω, το ζώδιο της μαμής που τον ξεγέννησε. Ή του σκύλου
του».
«Εντάξει», είπε η Ρόμπιν με συμβιβαστική διάθεση. Άλλωστε είχε
προβλέψει τον σκεπτικισμό του Στράικ, οπότε έβαλε τόσο το
δερματόδετο σημειωματάριο όσο και το Αστρολογία 14 στην τσάντα της.
«Το ξέρω πως όλα αυτά μπορεί να μη σημαίνουν το παραμικρό,
απλώς…»
«Αν έχεις όρεξη να πας να ξαναδείς την Αϊρίν Χίκσον, ελεύθερα. Πες
της πως ο Τάλμποτ θεωρούσε πως ίσως να κατείχε κάποια μυστική γνώση
για κάτι που συνδέεται με τους αστεροειδείς ή… δεν ξέρω… με το
τυρί…»
«Ο δωδέκατος οίκος δεν κυβερνά το τυρί», είπε η Ρόμπιν προσπαθώντας
να πάρει αυστηρό ύφος.
«Α, και τότε ποιος είναι ο οίκος της μυζήθρας;»
«Κόφ’ το δούλεμα», είπε η Ρόμπιν κι άθελά της γέλασε.
Εκείνη τη στιγμή το κινητό της Ρόμπιν δονήθηκε μέσα στην τσέπη της,
οπότε το έβγαλε. Είχε μόλις λάβει ένα γραπτό μήνυμα.
Γεια Ρόμπιν, μήπως θα ήθελες να τα πούμε τώρα; Μόλις κανόνισα
να δουλέψω σε επόμενη βάρδια, οπότε έχω μερικές ώρες
περιθώριο πριν πάω στη δουλειά. Αλλιώς, θα πρέπει να
κανονίσουμε για μετά τις 8 απόψε – Αμάντα
«Η Αμάντα Γουάιτ είναι», είπε στον Στράικ. «Θέλει να μιλήσουμε
τώρα».
«Καμία αντίρρηση», είπε ο Στράικ, καθώς υποδεχόταν με ανακούφιση
την ευκαιρία να επιστρέψει σε στέρεο ερευνητικό έδαφος. Είτε έλεγε
ψέματα είτε όχι, η Αμάντα Γουάιτ θα μιλούσε για μια πραγματική
γυναίκα πίσω από ένα αληθινό παράθυρο.
Η Ρόμπιν σχημάτισε τον αριθμό της Αμάντα, γύρισε το κινητό στην
ανοιχτή ακρόαση και ακούμπησε τη συσκευή στο τραπέζι, ανάμεσα στην
ίδια και στον Στράικ.
«Γεια», είπε μια γυναικεία φωνή με αυτοπεποίθηση και μια υποψία
προφοράς Βόρειου Λονδίνου. «Η Ρόμπιν;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, «κι είμαι εδώ με τον Κόρμοραν».
«Καλημέρα», είπε ο Στράικ.
«Αχ, εσύ είσαι;» είπε η Αμάντα κι ακούστηκε κατενθουσιασμένη.
«Μεγάλη μου τιμή. Τόσο καιρό μιλούσα με τη βοηθό σου».
«Για την ακρίβεια, είναι η συνεταίρος μου», είπε ο Στράικ.
«Αλήθεια; Μόνο στη δουλειά ή και στη ζωή;» είπε η Αμάντα.
«Στη δουλειά», απάντησε ο Στράικ, χωρίς να κοιτάξει όμως τη Ρόμπιν.
«Απ’ ό,τι μαθαίνω, η Ρόμπιν σου έχει μιλήσει σχετικά με όσα είδες το
βράδυ που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ Μπάμπορο, σωστά;»
«Ακριβώς», είπε η Αμάντα.
«Θα είχες κάποια αντίρρηση αν ηχογραφούσαμε αυτή τη συζήτηση;»
«Όχι, δε νομίζω», είπε η Αμάντα. «Δηλαδή, θέλω να κάνω το σωστό,
αλλά δε θα πω ψέματα, προβληματίστηκα κάμποσο, γιατί ήταν
πραγματικά πολύ αγχωτικό την τελευταία φορά. Δημοσιογράφοι, δύο
καταθέσεις στην αστυνομία, κι ήμουν μόλις δεκατεσσάρων χρονών.
Όμως από μικρή ήμουν πεισματάρα, χα, χα, κι επέμεινα σ’ αυτό που
έλεγα…»
Έτσι, η Αμάντα τους αφηγήθηκε την ιστορία που ο Στράικ και η Ρόμπιν
γνώριζαν ήδη: για τη βροχή, τον τσακωμό με τη συμμαθήτριά της για τα
πολιτικά, το παράθυρο του επάνω ορόφου και την εκ των υστέρων
αναγνώριση της Μάργκοτ, όταν είδε η Αμάντα τη φωτογραφία της στην
εφημερίδα. Ο Στράικ της έκανε ορισμένες ερωτήσεις, όμως καταλάβαινε
πως τίποτε δε θα ήταν ικανό να μεταβάλει τη μαρτυρία της Αμάντα. Είτε
πίστευε πραγματικά πως είχε δει τη Μάργκοτ Μπάμπορο στο παράθυρο
εκείνο το βράδυ είτε όχι, προφανώς ήταν αποφασισμένη να μην
παραιτηθεί ποτέ από τη σχέση της με εκείνο το μυστήριο που μετρούσε
σαράντα χρόνια.
«…και θα έλεγα πως με στοίχειωνε από τότε η σκέψη πως δεν έκανα
κάτι, όμως ήμουν μικρό κορίτσι και αργότερα κατάλαβα ότι ήμουν η
μόνη που θα μπορούσε να τη σώσει», είπε ολοκληρώνοντας την ιστορία
της.
«Μάλιστα», είπε η Ρόμπιν, καθώς ο Στράικ της έγνεφε καταφατικά,
σημάδι πως είχαν πάρει όλες τις απαντήσεις που χρειάζονταν, «σε
ευχαριστώ πάρα πολύ που μας μίλησες, Αμάντα. Πραγματικά…»
«Κάτι τελευταίο, πριν κλείσουμε», είπε η Αμάντα. «Πού να σας τα λέω.
Μιλάμε για μια απίστευτη σύμπτωση και δε νομίζω να το ξέρει καν η
αστυνομία, γιατί είναι και οι δύο πεθαμένες».
«Ποιοι είναι πεθαμένοι;» ρώτησε η Ρόμπιν, ενώ ο Στράικ άναβε κι άλλο
τσιγάρο.
«Λοιπόν», είπε η Αμάντα, «ακούστε και πείτε μου αν σας φαίνεται
παράξενο, ναι; Στην τελευταία μου δουλειά, η αδελφή της γιαγιάς μιας
συναδέλφου…»
Ο Στράικ έστρεψε τα μάτια του προς τα πάνω.
«…μαντέψτε με ποια ήταν στον ίδιο οίκο ευγηρίας;»
«Δεν ξέρω», είπε ευγενικά η Ρόμπιν.
«Με τη Βάιολετ Κούπερ», είπε η Αμάντα. «Δε φαντάζομαι να
ξέρετε…»
«Τη σπιτονοικοκυρά του Ντένις Κριντ», την πρόλαβε η Ρόμπιν.
«Ακριβώς!» είπε η Αμάντα, που φάνηκε να ευχαριστιέται με το γεγονός
πως η Ρόμπιν εκτιμούσε τη σημασία της ιστορίας της. «Τέλος πάντων, δεν
είναι πολύ παράξενο που είδα τη Μάργκοτ σ’ εκείνο το παράθυρο, κι
ύστερα από τόσα χρόνια βρέθηκα στην ίδια δουλειά με μια κοπέλα που η
θεία της γνώρισε τη Βι Κούπερ; Μόνο που τότε χρησιμοποιούσε άλλο
όνομα, γιατί ο κόσμος τη μισούσε».
«Είναι μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση», είπε η Ρόμπιν, φροντίζοντας να
μην κοιτάξει τον Στράικ. «Και πάλι, σε ευχαριστώ…»
«Κάτσε, έχει κι άλλο!» είπε η Αμάντα γελώντας. «Βέβαια, έχει και
συνέχεια! Που λέτε, η αδελφή της γιαγιάς εκείνης της κοπέλας είπε πως η
Βι είχε πει στη συγγένισσά της ότι έγραψε στον Κριντ μια φορά,
ρωτώντας να μάθει αν αυτός είχε σκοτώσει τη Μάργκοτ Μπάμπορο».
Η Αμάντα έκανε μια παύση, καθώς ήταν προφανές πως επιδίωκε κάποιο
σχόλιο, οπότε η Ρόμπιν, που τα είχε διαβάσει ήδη όλα αυτά στη
βιογραφία του Κριντ, είπε:
«Πω, πω».
«Ακριβώς», είπε η Αμάντα. «Κι όπως φαίνεται, η Βι είπε –όλα αυτά στο
νεκροκρέβατό της, καταλαβαίνετε, έλεγε την αλήθεια, ποιος θα έλεγε
ψέματα τέτοιες ώρες;– η Βι είπε πως στο γράμμα που έλαβε, ο Κριντ
παραδεχόταν πως αυτός την είχε σκοτώσει».
«Σοβαρά;» είπε η Ρόμπιν. «Εγώ νόμιζα πως το γράμμα…»
«Ναι, όμως εδώ τα είπε η ίδια η Βάιολετ αυτά», επέμεινε η Αμάντα, ενώ
ο Στράικ έστρεφε και πάλι τα μάτια του προς τα πάνω, «είπε πως ο Κριντ
σίγουρα το έκανε, πρακτικά της το ομολόγησε. Το έγραψε με τρόπο που
μονάχα εκείνη θα καταλάβαινε, όμως ήξερε ακριβώς τι εννοούσε.
»Είναι παλαβό όμως, καλά δε λέω; Πρώτα βλέπω τη Μάργκοτ στο
παράθυρο, κι ύστερα, ύστερα από χρόνια…»
«Καταπληκτικό», είπε η Ρόμπιν. «Λοιπόν, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για
τον χρόνο που μας διέθεσες, Αμάντα, ήταν πραγματικά… χμ…»
Η Ρόμπιν χρειάστηκε μερικά ακόμη λεπτά και πολλά περισσότερα
ανειλικρινή ευχαριστώ, προκειμένου να κόψει τη συζήτηση με την
Αμάντα.
«Λοιπόν, τι λες;» ρώτησε η Ρόμπιν τον Στράικ, όταν με τα πολλά
κατάφερε να ξεφορτωθεί την Αμάντα.
Εκείνος σήκωσε τον δείκτη του προς τον ουρανό.
«Τι;» είπε η Ρόμπιν στρέφοντας το βλέμμα της στη γαλάζια αχλή.
«Αν κοιτάξεις προσεκτικά», είπε ο Στράικ, «ίσως καταφέρεις να
διακρίνεις οριακά έναν αστεροειδή που διέρχεται από τον οίκο της
μπούρδας».
50
Αλί μου (είπε εκείνη) πού βρίσκομαι, με ποιον μαζί;
Ανάμεσα στους ζωντανούς ή γύρω μου στέκουν νεκροί;
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Δουλειές του γραφείου, άσχετες με την υπόθεση Μπάμπορο,


απασχόλησαν πλήρως τον Στράικ στο διάστημα των αμέσως επόμενων
ημερών. Η πρώτη του απόπειρα να αιφνιδιάσει τη νοσοκόμα Τζάνις Μπίτι
στο σπίτι της αποδείχτηκε άκαρπη. Έφυγε από το Νάιτινγκεϊλ Γκρόουβ,
έναν άχρωμο δρόμο που εκτεινόταν ακριβώς δίπλα στις βορειοανατολικές
σιδηροδρομικές γραμμές, χωρίς να απαντήσει κανείς στα χτυπήματά του
στην πόρτα.
Η δεύτερη απόπειρα, την επόμενη Τετάρτη, πραγματοποιήθηκε ένα
απόγευμα που φυσούσε επίμονο αεράκι, απειλώντας να φέρει μαζί του
βροχή. Ο Στράικ προσέγγισε το σπίτι της Τζάνις από τον σταθμό του
Χίδερ Γκριν, ακολουθώντας ένα πεζοδρόμιο το οποίο στη δεξιά του
πλευρά προστατευόταν από κάγκελα και πυξάρια, απομονώνοντας τον
δρόμο από τις γραμμές του τρένου. Ο νους του γυρόφερνε στη Ρόμπιν,
έτσι όπως προχωρούσε ανόρεχτα, καπνίζοντας, γιατί λίγο νωρίτερα είχε
απορρίψει την πρότασή του να τον συνοδέψει στη συνάντηση με την
Τζάνις, λέγοντας πως είχε να κάνει «κάτι άλλο», αλλά χωρίς να
προσδιορίσει τι ήταν αυτό. Ο Στράικ είχε την αίσθηση πως διέκρινε μια
υποψία νευρικότητας, σχεδόν απροθυμίας, στην απάντηση της Ρόμπιν
στην πρόταση να της μιλήσουν μαζί, ενώ κανονικά, αν κάτι την εμπόδιζε
να έρθει, θα αντιδρούσε με απογοήτευση.
Από τον καιρό που η Ρόμπιν άφησε τον Μάθιου, ο Στράικ είχε
συνηθίσει σε μια κατάσταση περισσότερο άνετη και ανοιχτή ανάμεσα
στον ίδιο και στη συνεργάτιδά του, οπότε αυτή της η άρνηση, σε
συνδυασμό με τον τόνο της φωνής της και την απουσία κάποιας
εξήγησης, του είχε κεντρίσει την περιέργεια. Παρότι υπήρχαν προφανώς
κάποια θέματα για τα οποία δε θα περίμενε να θέλει να τα μοιραστεί μαζί
του –η περίπτωση ενός ραντεβού με τον γυναικολόγο τού ήρθε στον νου–
το λογικό θα ήταν τουλάχιστον να του πει: «Έχω ένα ραντεβού με τον
γιατρό μου».
Ο ουρανός σκοτείνιασε καθώς ο Στράικ πλησίαζε στο σπίτι της Τζάνις,
το οποίο ήταν αισθητά μικρότερο απ’ ό,τι εκείνο της Αϊρίν Χίκσον.
Βρισκόταν σε μια γειτονιά με διαδοχικά, πανομοιότυπα κτίσματα.
Δαντελωτές κουρτίνες κρέμονταν απ’ όλα τα παράθυρα και η εξώπορτα
ήταν βαμμένη σκούρα κόκκινη. Ο Στράικ δεν παρατήρησε αμέσως ότι
πίσω από τις δαντελωτές κουρτίνες στο παράθυρο του καθιστικού φέγγιζε
ένα φως, παρά μόνον όταν είχε ήδη αρχίσει να διασχίζει τον δρόμο.
Μόλις όμως συνειδητοποίησε πως το θήραμά του πρέπει να βρισκόταν
στο σπίτι, κατόρθωσε να αποδιώξει κάθε σκέψη για τη συνεταίρο του από
τον νου του, διέσχισε τον δρόμο ανοίγοντας το βήμα του και χτύπησε
αποφασιστικά την εξώπορτα. Έτσι όπως στεκόταν και περίμενε, άκουσε
τους πνιχτούς ήχους μιας τηλεόρασης που έπαιζε δυνατά μέσα από το
τζάμι του παραθύρου στο ισόγειο. Ετοιμαζόταν να χτυπήσει ξανά, σε
περίπτωση που η Τζάνις δεν είχε ακούσει την πρώτη φορά, όταν η πόρτα
άνοιξε.
Σε αντίθεση με την προηγούμενη συνάντησή τους, η νοσοκόμα, που
φορούσε γυαλιά με ατσάλινο σκελετό, φάνηκε να ταράζεται και δεν
έδειχνε διόλου ευχαριστημένη που έβλεπε τον Στράικ. Πίσω της, δυο
γυναικείες φωνές με αμερικανική προφορά αντήχησαν μέσα από την
αθέατη τηλεόραση: «Λοιπόν, σου αρέσει η λάμψη;» «Λατρεύω τη λάμψη!»
«Ε… αφήσατε κάποιο μήνυμα και μου διέφυγε ή…;»
«Συγγνώμη που ήρθα απροειδοποίητα», είπε ο Στράικ, χωρίς προφανώς
να το εννοεί, «όμως με έφερε ο δρόμος από εδώ και σκέφτηκα μήπως θα
μπορούσατε να μου διαθέσετε λίγα λεπτά από τον χρόνο σας».
Η Τζάνις έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω της. Μια θηλυπρεπής αντρική
φωνή έλεγε: «Το φόρεμα με το οποίο έχει ξετρελαθεί η Κέλι είναι μοναδικό
δείγμα για πασαρέλα…»
Φανερά δυσαρεστημένη, η Τζάνις στράφηκε και πάλι στον Στράικ.
«Δεν ξέρω… εντάξει», είπε, «όμως το σπίτι είναι χάλια… κι αν γίνεται,
σκουπίστε καλά τα πόδια σας, γιατί ο τελευταίος τύπος που ήρθε εδώ
πέρα απροειδοποίητα έφερε μαζί του ακαθαρσίες σκύλου. Κλείστε και
την πόρτα, όπως μπαίνετε».
Ο Στράικ διάβηκε το κατώφλι, ενώ η Τζάνις απομακρύνθηκε με γοργό
βήμα και χάθηκε στο καθιστικό. Ο Στράικ περίμενε πως θα έκλεινε την
τηλεόραση, όμως δεν το έκανε. Όση ώρα ο ντετέκτιβ σκούπιζε τα πόδια
του στο χαλάκι από κοκοφοίνικα μέσα από την πόρτα, μια αντρική φωνή
είπε: «Αυτό το μοναδικό φόρεμα πασαρέλας ίσως σταθεί αδύνατο να
βρεθεί, οπότε ο Ράντι ψάχνει…» Αφού κοντοστάθηκε για λίγο εκεί, ο
Στράικ συμπέρανε πως η Τζάνις τον περίμενε να την ακολουθήσει κι έτσι
πέρασε με τη σειρά του στο μικρό καθιστικό.
Έχοντας περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας σε κοινόβια με
τη μητέρα του, ο Στράικ είχε μια πολύ διαφορετική αντίληψη του τι
σημαίνει «χάλια» σε σχέση με την Τζάνις. Παρότι ο χώρος ήταν
φορτωμένος με διάφορα πράγματα, με κάτι να υπάρχει σχεδόν σε κάθε
επιφάνεια, τα μοναδικά σημάδια πραγματικής ακαταστασίας στο δωμάτιο
ήταν ένα φύλλο της Daily Mirror αφημένο σε μια πολυθρόνα, κάτι
τσαλακωμένες ζελατίνες ξεχασμένες δίπλα σε ένα ανοιχτό πακέτο
χουρμάδες στο τραπεζάκι του καθιστικού και ένα σεσουάρ, το οποίο
βρισκόταν στο πάτωμα, δίπλα στον καναπέ, και το οποίο η Τζάνις εκείνη
τη στιγμή έβγαζε από την πρίζα.
«…η Αντονέλα φέρνει την τουαλέτα που πλησιάζει περισσότερο στην
επιλογή της Κέλι, ένα εντυπωσιακά στολισμένο φόρεμα, αξίας 15.000
δολαρίων…»
«Ο καθρέφτης εδώ κάτω βολεύει καλύτερα για να στεγνώνω τα μαλλιά
μου», εξήγησε η Τζάνις, όπως ίσιωνε την πλάτη της, ροδαλή στο
πρόσωπο, με το σεσουάρ στο χέρι και ύφος ελαφρά εκνευρισμένο, σαν να
την πίεζε ο Στράικ να δικαιολογηθεί. «Θα το εκτιμούσα αν με είχατε
ειδοποιήσει, ξέρετε», συμπλήρωσε με ύφος όσο αυστηρό της επέτρεπε το
φυσικά χαμογελαστό πρόσωπό της. «Με πιάσατε απροετοίμαστη».
Ο Στράικ θυμήθηκε απρόσμενα και χαρακτηριστικά την Τζόαν, που
αναψοκοκκίνιζε κάθε φορά, αν έρχονταν επισκέψεις στο σπίτι ξαφνικά,
ενώ εκείνη είχε έξω την ηλεκτρική σκούπα ή τη σιδερώστρα.
«Σας ζητώ συγγνώμη. Όπως σας είπα, έτυχε να βρίσκομαι στην
περιοχή…»
«Κι ενώ η Κέλι δοκιμάζει το πρώτο φόρεμα, δεν μπορεί να βγάλει από το
μυαλό της την τουαλέτα των ονείρων της», περιέγραφε μεγαλόφωνα ο
αφηγητής, οπότε ο Στράικ και η Τζάνις έριξαν κλεφτές ματιές προς την
τηλεόραση, όπου μια νεαρή γυναίκα προσπαθούσε να χωρέσει σε ένα
εφαρμοστό, ημιδιαφανές λευκό φόρεμα, το οποίο καλυπτόταν από
ασημένια στρας.
«Πες ναι στο νυφικό», είπε η Τζάνις, που φορούσε το ίδιο σκούρο μπλε
πουλόβερ και παντελόνι όπως και την τελευταία φορά που την είχε δει ο
Στράικ. «Είναι η ένοχη απόλαυσή μου… Μήπως θέλετε ένα τσάι;»
«Μόνο αν δε σας κάνει κόπο», είπε ο Στράικ.
«Εντάξει, κόπος δεν είναι, αλλά θέλει λίγη δουλίτσα, καλά δε λέω;»
είπε η Τζάνις, με την πρώτη υποψία χαμόγελου. «Μη σκάτε, όμως, θα
ετοίμαζα ένα τσάι να πιω στο πρώτο διάλειμμα για διαφημίσεις, οπότε
βάζω το νερό να βράσει».
«Αφού είναι έτσι, σας ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε ο Στράικ.
«Αν δε βρω αυτό το φόρεμα», έλεγε ο θηλυπρεπής σύμβουλος γάμου επί
της οθόνης, όπως έψαχνε φουντωμένος στις κρεμάστρες με τα αμέτρητα
λευκά φορέματα, ενώ τα φρύδια του ήταν τόσο μαδημένα ώστε έμοιαζαν
σχεδόν ζωγραφισμένα, «δε θα έχουμε το…»
Η οθόνη μαύρισε. Η Τζάνις είχε κλείσει την τηλεόραση από το
τηλεκοντρόλ.
«Χουρμά θέλετε;» ρώτησε τον Στράικ, προτείνοντάς του το κουτί.
«Ευχαριστώ, όχι», είπε ο Στράικ.
«Πήρα ένα σωρό κουτιά στο Ντουμπάι», εξήγησε η Τζάνις.
«Λογάριασα να τους μοιράσω για δώρα, όμως δοκίμασα και τώρα δεν
κρατιέμαι. Καθίστε. Δυο λεπτάκια θα κάνω».
Ο Στράικ είχε την εντύπωση πως εντόπισε μια ακόμη κλεφτή ματιά
προς τα πόδια του, καθώς η Τζάνις έφευγε από το δωμάτιο, με το
σεσουάρ στο ένα χέρι και τους χουρμάδες στο άλλο, αφήνοντας τον
Στράικ να βολευτεί σε μια πολυθρόνα που έτριξε κάτω από το βάρος του.
Ο Στράικ έβρισκε το μικρό καθιστικό στενάχωρο. Κυριαρχούσε το
κόκκινο χρώμα, η μοκέτα είχε ένα άλικο ελικοειδές μοτίβο και εκεί πάνω
απλωνόταν ένα φτηνιάρικο, πορφυρό, τουρκικό κιλίμι. Κάδρα με
αποξηραμένα φυτά κρέμονταν από τους κόκκινους τοίχους, ανάμεσα σε
παλιές φωτογραφίες, κάποιες από αυτές ασπρόμαυρες, ενώ κι οι έγχρωμες
ξεθωριασμένες ήταν, μέσα σε ξύλινα κάδρα. Μια μικρή βιτρίνα
κατακλυζόταν από φτηνά στολίδια από φυσητό γυαλί. Το μεγαλύτερο, μια
άμαξα της Σταχτοπούτας που την έσερναν έξι γυάλινα άλογα, έστεκε σε
περίοπτη θέση πάνω στο ράφι που κάλυπτε το ηλεκτρικό τζάκι.
Προφανώς, κάτω από το απέριττο ντύσιμο της Τζάνις κρυβόταν μια
ρομαντική ψυχή.
Η οικοδέσποινα επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα, κρατώντας έναν δίσκο
με καλαμένιες λαβές, πάνω στον οποίο βρίσκονταν δυο κούπες τσάι, στις
οποίες είχε προστεθεί ήδη το γάλα, κι ένα πιάτο με σοκολατένια
μπισκότα. Η όλη διαδικασία της προετοιμασίας του τσαγιού φαινόταν να
έχει βελτιώσει κάπως τη διάθεσή της απέναντι στον επισκέπτη της.
«Αυτός είναι ο Λάρι μου», είπε βλέποντας τον Στράικ να κοιτάζει προς
μια διπλή κορνίζα, στο τραπεζάκι δίπλα του. Στη μια πλευρά ήταν η
φωτογραφία ενός υπέρβαρου άντρα με υπναλέο βλέμμα και δόντια που
μαρτυρούσαν καπνιστή. Στην άλλη ήταν μια ξανθιά γυναίκα, εύσωμη
αλλά χαριτωμένη.
«Α. Κι αυτή είναι…;»
«Η μικρή μου αδελφή, η Κλερ. Πέθανε το ’97. Καρκίνος στο πάγκρεας.
Άργησαν να τον εντοπίσουν».
«Λυπάμαι πολύ», είπε ο Στράικ.
«Ναι», είπε η Τζάνις αναστενάζοντας βαθιά. «Τους έχασα και τους δύο
περίπου το ίδιο διάστημα. Να σας πω την αλήθεια», είπε, έτσι όπως
καθόταν στον καναπέ και από τα γόνατά της ακούστηκαν δυο ξεροί ήχοι,
«γύρισα εδώ μετά το Ντουμπάι και σκέφτηκα, πρέπει οπωσδήποτε να
κρεμάσω τίποτε καινούργιες φωτογραφίες. Ήταν καταθλιπτικό
επιστρέφοντας να βλέπεις τόσους πεθαμένους…
»Πήρα κάτι απίθανες φωτογραφίες στις διακοπές, τον Κεβ και τα
εγγόνια μου, αλλά δεν τις έχω τυπώσει ακόμη. Είναι ένα παλικάρι εδώ
δίπλα, γείτονας, που είπε θα το αναλάβει. Κι οι προηγούμενες που έχω
από τον γιο μου και τα παιδιά είναι τραβηγμένες εδώ και δυο χρόνια.
Οπότε, έδωσα στον νεαρό την… πλάκα μνήμης, έτσι δεν το λένε;»
«Κάρτα μήπως;» είπε ο Στράικ.
«Αυτό το ρημάδι. Τα παιδιά εδώ δίπλα γελάνε με τα χάλια μου. Βέβαια,
μην παραπονιέμαι, η Αϊρίν είναι χειρότερη από μένα. Ούτε μπαταρία δεν
ξέρει ν’ αλλάξει. Λοιπόν», είπε, «γιατί θέλατε να με δείτε ξανά;»
Ο Στράικ, που δεν είχε καμία διάθεση να βρεθεί αντιμέτωπος
κατευθείαν με αδιέξοδο, σχεδίαζε να κρατήσει τις ερωτήσεις του για τον
Σάτσγουελ για το τέλος. Βγάζοντας το σημειωματάριο και ανοίγοντάς το,
είπε:
«Προέκυψαν ορισμένα θέματα στο διάστημα που μεσολάβησε από τη
συνάντησή μας. Έθεσα το πρώτο στον δρα Γκάπτα, όμως δεν μπορούσε
να με βοηθήσει, οπότε έλεγα μήπως θα μπορούσατε εσείς. Μήπως ξέρετε
κάτι σχετικά με έναν άντρα ονόματι Νίκο Ρίτσι, που ήταν γνωστός και με
το παρατσούκλι “Λέρας”;»
«Ένας γκάνγκστερ δεν ήταν αυτός, παλιά;» είπε η Τζάνις. «Ήξερα πως
έμενε εκεί γύρω, στο Κλέρκενγουελ, όμως δεν έτυχε να τον συναντήσω.
Πώς και ρωτάτε… Α, μήπως σας είπε η Αϊρίν για εκείνη την ιστορία με
τα θεμέλια;»
«Τα ποια;» ρώτησε ο Στράικ.
«Τίποτε, μωρέ. Είχε κυκλοφορήσει μια φήμη τον καιρό που έφτιαχναν
κάτι καινούργιους δρόμους στο Κλέρκενγουελ, στις αρχές της δεκαετίας
του ’70, πως οι εργάτες είχαν βρει ένα πτώμα θαμμένο στα τσιμέντα ενός
από τα κτίρια που γκρεμίσανε. Ακουγόταν πως το πτώμα το είχαν
παραχώσει εκεί κάτι γκάνγκστερ από τη Μικρή Ιταλία τη δεκαετία του
’40. Ο Έντι όμως –λέω για τον Έντι της Αϊρίν, τον εργολάβο που
παντρεύτηκε στο τέλος· έτσι γνωρίστηκαν, στην παμπ της γειτονιάς, τον
καιρό που η εταιρεία του είχε αναλάβει ένα σωρό έργα εκεί γύρω– ο Έντι
μας είπε πως όλα αυτά ήταν κουραφέξαλα. Εγώ βέβαια ποτέ δεν το
πίστεψα. Θαρρώ πως η Αϊρίν το είχε χάψει λιγάκι», συμπλήρωσε η Τζάνις
βουτώντας ένα μπισκότο στο τσάι της.
«Κι αυτό τι σχέση έχει με τη Μάργκοτ;» ρώτησε ο Στράικ.
«Να, μετά που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, κυκλοφόρησε μια θεωρία πως
το πτώμα της ρίχτηκε σε κάποιο από τα ανοιχτά θεμέλια και σκεπάστηκε
με τσιμέντο. Το ’74, βλέπετε, χτίζονταν ακόμη μερικά κτίρια εκεί πέρα».
«Δηλαδή, άφηναν κάποιοι να εννοηθεί πως την είχε σκοτώσει ο Ρίτσι;»
ρώτησε ο Στράικ.
«Θεέ και Κύριε, όχι!» είπε η Τζάνις με ένα σοκαρισμένο, πνιχτό γελάκι.
«Τι δουλειά μπορεί να ’χε ο Λέρας με τη Μάργκοτ; Επειδή υπήρχε εκείνη
η φήμη από παλιά, τα έλεγαν αυτά. Είχε τρυπώσει ήδη η ιδέα στο μυαλό
των ανθρώπων, σαν να λέμε πως κάποιοι έθαβαν πτώματα στα τσιμέντα.
Οι άνθρωποι καμιά φορά λένε σαχλαμάρες. Ο Λάρι μου όμως μου το είχε
πει –ήταν οικοδόμος, ξέρετε– πως οι εργάτες θα το είχαν καταλάβει, έτσι
κι έρχονταν στη δουλειά και κάποιος είχε ρίξει ένα σωρό φρέσκο
τσιμέντο».
«Το γνωρίζατε ότι ο Ρίτσι ήταν παρών στο χριστουγεννιάτικο πάρτι της
κλινικής;»
«Τι πράμα;» είπε η Τζάνις με το στόμα γεμάτο.
«Ο Ρίτσι μαζί με μερικούς ακόμη άντρες εμφανίστηκαν προς το τέλος
του πάρτι, ενδεχομένως για να συνοδέψουν την Γκλόρια στο σπίτι της».
«Να κάνουν… τι;» είπε η Τζάνις, που έμοιαζε ειλικρινά κατάπληκτη.
«Ο Λέρας είχε παρτίδες με την Γκλόρια; Πλάκα μου κάνετε. Μήπως το
λέτε γιατί… όχι, κοιτάξτε, δεν πρέπει να δίνετε βάση στην Αϊρίν, όχι άμα
λέει για την Γκλόρια. Η Αϊρίν… παρασύρεται. Ποτέ της δε συμπάθησε
ιδιαίτερα την Γκλόρια. Οπότε, καμιά φορά τα παίρνει τα πράγματα
στραβά. Εγώ πάντως δεν άκουσα ποτέ να είχε η οικογένεια της Γκλόρια
πάρε-δώσε με κακοποιούς. Η Αϊρίν είχε σκαλώσει με τον Νονό», είπε η
Τζάνις. «Είδαμε την πρώτη ταινία μαζί, στο σινεμά, μάλιστα ξαναπήγα
και την είδα άλλες δύο φορές μοναχή μου. Έπαιζε ο Τζέιμς Κάαν,
ξέρετε», αναστέναξε. «Ο άντρας των ονείρων μου».
«Είναι απολύτως εξακριβωμένο πως ο Ρίτσι βρισκόταν στο
χριστουγεννιάτικο πάρτι», επέμεινε ο Στράικ. «Κι απ’ όσο μπορώ να
κρίνω, εμφανίστηκε στο τέλος».
«Τι να σας πω, εγώ είχα φύγει νωρίτερα. Έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι,
είχα μικρό παιδί. Ζει ακόμη ο Ρίτσι;»
«Ναι», είπε ο Στράικ.
«Πρέπει να ’ναι αρκετά μεγάλος τώρα πια, ε;»
«Πράγματι», είπε ο Στράικ.
«Περίεργο πράγμα όμως. Τι στην ευχή γύρευε ο Ρίτσι στην κλινική;»
«Ελπίζω να το ανακαλύψω», της είπε ο Στράικ γυρνώντας σελίδα στο
σημειωματάριο. «Η επόμενη ερώτηση που θα ήθελα να σας κάνω αφορά
τον Τζόζεφ Μπρένερ. Θυμάστε εκείνη την οικογένεια που νομίζατε πως
τους έλεγαν Άπλθορπ; Λοιπόν, κατάφερα να…»
«Μη μου πείτε πως τους βρήκατε, απίστευτο!» αναφώνησε η Τζάνις που
έδειχνε όντως εντυπωσιασμένη. «Και πώς τους έλεγαν τελικά;»
«Άθορν».
«Άθορν!» επανέλαβε η Τζάνις κι ακούστηκε κάπως ανακουφι­σμένη. «Το
ήξερα πως δεν τους έλεγαν Άπλθορπ. Μετά που μιλήσαμε, μέρες
ολόκληρες γυρόφερνε στο μυαλό μου… Αλήθεια, τι κάνουν; Πάσχουν
από σύνδρομο FRAXA, σωστά; Σε ίδρυμα είναι ή…;»
«Εξακολουθούν να ζουν μαζί στο παλιό τους διαμέρισμα», είπε ο
Στράικ, «και τα πηγαίνουν σχετικά καλά, νομίζω».
«Ελπίζω να έχουν την πρέπουσα στήριξη, ε;»
«Έχει αναλάβει μια κοινωνική λειτουργός, η οποία δείχνει να
ενδιαφέρεται ζωηρά και εδώ φτάνουμε σε αυτό που θα ήθελα να σας
ρωτήσω.
»Η κοινωνική λειτουργός λέει πως μετά τον θάνατο του συζύγου της,
του Γκουίλερμ, η Ντέμπορα αποκάλυψε…» είπε ο Στράικ κομπιάζοντας,
«…να, έτσι όπως το έθεσε η κοινωνική λειτουργός, ο σύζυγος… χμ,
εξέδιδε την Ντέμπορα».
«Τι έκανε λέει;» είπε η Τζάνις και το χαμόγελο έσβησε μεμιάς από το
πρόσωπό της.
«Είναι μια στενάχωρη σκέψη, το καταλαβαίνω», είπε ο Στράικ δίχως
συναισθηματισμούς. «Όταν της μίλησα, η Ντέμπορα μου ανέφερε πως
την επισκεπτόταν στο σπίτι ο δρ Μπρένερ. Μάλιστα, ανέφερε πως της…
χμ… της ζήτησε κάποτε να βγάλει το εσώρουχό της…»
«Όχι!» είπε η Τζάνις αντιδρώντας με μια σχεδόν ενστικτώδη
αποστροφή. «Όχι, είμαι σίγουρη… όχι, δε στέκει αυτό. Δε θα γινόταν
έτσι, αν χρειαζόταν η γυναίκα μια τέτοιου είδους εξέταση. Θα περνούσε
από την κλινική».
«Είπατε όμως πως ήταν αγοραφοβική, σωστά;»
«Ναι… δηλαδή… όμως…»
«Ο Σάμουιν, ο γιος της, κάποια στιγμή σχολίασε πως ο δρ Μπρένερ
ήταν ένας “βρομόγερος”».
«Είπε… μα… όχι, δεν… σίγουρα κάποια εξέταση ήταν… μήπως μετά
που γέννησε το μωρό; Και πάλι, κανονικά εγώ θα αναλάμβανα, η
νοσοκόμα… έχω στεναχωρηθεί πολύ, να ξέρετε», είπε η Τζάνις που
πράγματι έδειχνε ανάστατη. «Νομίζεις πως έχεις ακούσει τα πάντα,
όμως… όχι, πραγματικά, αυτό με τάραξε πολύ. Θέλω να πω, είχα περάσει
μια φορά από το σπίτι, να δω το παιδί, και δε μου είπε λέξη… βέβαια
ήταν κι εκείνος δίπλα, ο πατέρας, που μου ζάλιζε τ’ αυτιά με τις μαγικές
δυνάμεις του τάχα μου, τάχα μου. Μάλλον η γυναίκα φοβόταν πολύ για
να… όχι, πραγματικά έχω ταραχτεί πολύ».
«Λυπάμαι», είπε ο Στράικ, «όμως πρέπει να σας ρωτήσω: Είχατε
ακούσει ποτέ πως ο Μπρένερ κατέφευγε σε ιερόδουλες; Είχατε ακούσει
να κυκλοφορούν φήμες γι’ αυτόν στη γειτονιά;»
«Ούτε ψίθυρο», είπε η Τζάνις. «Κάπου θα το ’χα πει, έτσι κι άκουγα
τέτοιο πράγμα. Δε θα ήταν ηθικό, ειδικά στον τομέα ευθύνης μας. Όλες οι
γυναίκες ήταν γραμμένες στην κλινική μας. Άρα, η οποιαδήποτε κοπέλα
θα περνούσε από εμάς».
«Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Τάλμποτ», είπε ο Στράικ, «κάποιος
ισχυρίστηκε πως είδε τον Μπρένερ στο κτίριο Μάικλ Κλιφ το βράδυ που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ. Ο Μπρένερ όμως κατέθεσε στην αστυνομία
πως επέστρεψε κατευθείαν στο σπίτι του».
«Στο Μάικλ Κλιφ… α, λέτε για εκείνη τη μεγάλη πολυκατοικία στην
οδό Σκίνερ, σωστά;» είπε η Τζάνις. «Είχαμε κάτι ασθενείς εκεί πέρα,
όμως κατά τ’ άλλα…» Η Τζάνις έμοιαζε να έχει αηδιάσει. «Πολύ με
ταράξατε», επανέλαβε. «Αυτός κι εκείνη η δύσμοιρη γυναίκα, η Άθορν…
κι εγώ καθόμουν και τον υπερασπιζόμουν, κι έβρισκα δικαιολογίες,
επειδή ποιος ξέρει τι είχαν δει τα μάτια του στον πόλεμο. Και να
φανταστείτε, δεν είναι ούτε δυο βδομάδες που είχα τον γιο της Ντόροθι
καθισμένο εκεί που είστε τώρα εσείς…»
«Ήταν εδώ ο Καρλ Όουκντεν;» ρώτησε μεμιάς ο Στράικ.
«Αμέ», είπε η Τζάνις, «κι ούτε που σκούπισε καθόλου τα παπούτσια
του. Γέμισε η μοκέτα ακαθαρσίες σκύλου».
«Και τι ήθελε;» ρώτησε ο Στράικ.
«Να, αυτός καμώθηκε πως πέρασε απλώς να δει τι κάνω», είπε η Τζάνις.
«Θα νόμιζε κανείς πως μπορεί και να μην τον αναγνώριζα ύστερα από
τόσα χρόνια, όμως στην πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει και τόσο. Τέλος
πάντων, κάθισε στην πολυθρόνα που είστε τώρα εσείς κι άρχισε να
τσαμπουνάει ένα σωρό μπούρδες για τον παλιό καιρό και τη μάνα του
που με θυμόταν πάντοτε με αγάπη… χα! Εμένα να θυμόταν με αγάπη η
Ντόροθι Όουκντεν; Η Ντόροθι εμένα και την Αϊρίν μας είχε για εξώλης
και προώλης, φοράγαμε βλέπετε τις φούστες πάνω από το γόνατο και
πηγαίναμε παρέα στην παμπ…
»Ανέφερε κι εσάς», είπε η Τζάνις, κοιτάζοντάς τον έτσι που τα μάτια της
θύμιζαν χάντρες. «Ρώταγε να μάθει αν είχαμε ήδη συναντηθεί. Κάθισε κι
έγραψε ένα βιβλίο για τη Μάργκοτ, ξέρετε, όμως δεν κατάφερε να το
κυκλοφορήσει, κι ακόμη είναι θυμωμένος γι’ αυτό. Αυτά καθόταν και μου
’λεγε, όση ώρα ήταν εδώ. Λογάριαζε να γράψει ένα ακόμη, κι εσείς
ήσαστε που του βάλατε την ιδέα στο μυαλό. Ο διάσημος ντετέκτιβ που
λύνει την υπόθεση… ή ο διάσημος ντετέκτιβ που δε λύνει την υπόθεση.
Και οι δυο περιπτώσεις μια χαρά βολεύουν τον Καρλ».
«Και τι έλεγε για τον Μπρένερ;» ρώτησε ο Στράικ. Θα είχε χρόνο
αργότερα να αναλογιστεί το πώς θα μπορούσε να περιπλέξει την υπόθεση
η εμπλοκή ενός ερασιτέχνη βιογράφου.
«Έλεγε πως ο Μπρένερ ήταν ένας γέρος σαδιστής, κι εγώ καθόμουν και
τον υπερασπιζόμουνα… όμως τώρα μου είπατε αυτό το πράγμα για την
Ντέμπορα Άθορν…»
«Ώστε ο Όουκντεν είπε πως ο Μπρένερ ήταν σαδιστής, ε; Βαριά
κουβέντα αυτή».
«Κι εγώ αυτό σκέφτηκα. Ο Καρλ είπε πως ποτέ του δεν τον χώνεψε,
είπε πως ο δρ Μπρένερ περνούσε συχνά από το σπίτι της Ντόροθι, στο
μεταξύ εγώ δεν είχα ιδέα γι’ αυτό, τρώγανε μαζί τις Κυριακές και κάτι
τέτοια. Εγώ πάλι μια ζωή νόμιζα πως απλώς εργάζονταν στην ίδια
κλινική. Βέβαια, νομίζω πως ο δρ Μπρένερ απλώς μάλωνε καμιά φορά
τον Καρλ, αυτό ήταν όλο. Μικρός ο Καρλ ήτανε διαόλου κάλτσα και
τώρα που μεγάλωσε, μοιάζει με άνθρωπο που δε συγχωρεί εύκολα».
«Αν τυχόν περάσει ξανά από εδώ ο Όουκντεν», είπε ο Στράικ, «θα σας
συμβούλευα να μην του ανοίξετε. Έχει κάνει φυλακή, ξέρετε. Για
εξαπάτηση…» οριακά απέφυγε να πει «ηλικιωμένων», «…μόνων
γυναικών, από τις οποίες αποσπούσε χρήματα».
«Ω», έκανε η Τζάνις αιφνιδιασμένη. «Τι πράματα είναι αυτά. Πρέπει να
πάρω την Αϊρίν να της πω να ’χει τον νου της. Ο Καρλ είπε πως θα
πέρναγε κι από εκείνη αργότερα».
«Και τον ενδιέφερε κυρίως η περίπτωση του Μπρένερ δηλαδή, όταν
πέρασε από εδώ;»
«Να πω τη μαύρη αλήθεια, όχι», είπε η Τζάνις. «Περισσότερο έδειχνε
να ενδιαφέρεται για εσάς, πάντως, ναι, απ’ όλο τον κόσμο που ήταν στην
κλινική, στον Μπρένερ αναφέρθηκε την πιο πολλή ώρα».
«Κυρία Μπίτι, δε φαντάζομαι να έχετε φυλαγμένη ακόμη εκείνη τη
νεκρολογία του Μπρένερ, που είχατε αναφέρει; Αν θυμάμαι καλά, είχατε
πει πως την κρατήσατε».
«Α», έκανε η Τζάνις ρίχνοντας μια ματιά προς το συρτάρι, στη βάση της
βιτρίνας της, «ναι… θέλησε κι ο Καρλ να τη δει, όταν άκουσε πως την
είχα ακόμη…»
Ακούμπησε τις παλάμες της στον καναπέ για να σηκωθεί και πήγε μέχρι
τη βιτρίνα. Πιάστηκε από το μικρό ράφι περιμετρικά για να στηριχτεί,
γονάτισε, άνοιξε το συρτάρι και βάλθηκε να ψαχουλεύει.
«Είναι κάπως ακατάστατα τα αποκόμματά μου. Η Αϊρίν με έχει για
ζουρλή, εγώ κι οι εφημερίδες μου», συμπλήρωσε, έχοντας τα χέρια της
χωμένα ως τους καρπούς στο περιεχόμενο του συρταριού. «Εκείνης δεν
της άρεσαν ποτέ οι ειδήσεις ή τα πολιτικά, τίποτε απ’ όλα αυτά, όμως εγώ
πάντοτε φύλαγα διάφορα αποκόμματα κι άρθρα που είχαν ενδιαφέρον,
ξέρετε: θέματα υγείας και, μην πω ψέματα, μ’ αρέσουν κι οι ιστορίες για
τη βασιλική οικογένεια και…»
Άρχισε να τραβά κάτι που έμοιαζε με την άκρη ενός χαρτονένιου
φακέλου.
«…κι η Αϊρίν μπορεί να λέει όσο θέλει πως αυτά είναι παραξενιές, όμως
εγώ δε βλέπω σε τι πειράζει… να φυλάς… την ιστορία μιας…»
Ο φάκελος ξεκόλλησε.
«…μιας ζωής», είπε η Τζάνις, πηγαίνοντας στα γόνατα μέχρι το τραπέζι
του καθιστικού. «Είναι μακάβριο αυτό δηλαδή; Είναι σαν να φυλάς μια
φωτογραφία».
Άνοιξε τον φάκελο κι άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα αποκόμματα,
ορισμένα από τα οποία είχαν κιτρινίσει από το πέρασμα του χρόνου.
«Να, βλέπετε; Αυτό εδώ για την Αϊρίν το φύλαξα», είπε η Τζάνις
δείχνοντάς του ένα άρθρο με θέμα τον βασιλικό. «Λέει πως βοηθάει
όσους έχουν προβλήματα με το πεπτικό τους, έλεγα μήπως της φύτευε
μερικούς βασιλικούς ο Έντι στον κήπο. Πάει και παίρνει ένα σωρό χάπια
για τα έντερά της, δεν κάνουν καλό τόσο πολλά φάρμακα, όμως η Αϊρίν
είναι από εκείνους τους ανθρώπους που άμα κάτι δεν είναι σε χάπι, δε
θέλουν να το ξέρουν…
»Η πριγκίπισσα Νταϊάνα», είπε η Τζάνις αναστενάζοντας, όπως έδειχνε
ένα επετειακό πρωτοσέλιδο στον Στράικ. «Πολύ την αγαπούσα…»
«Επιτρέπετε;» ρώτησε ο Στράικ κι έκανε να πιάσει κάτι αποκόμματα
εφημερίδων.
«Ελεύθερα», είπε η Τζάνις, κοιτάζοντας πάνω από τα γυαλιά της τα
χαρτιά στο χέρι του Στράικ. «Αυτό το άρθρο για τον διαβήτη έχει μεγάλο
ενδιαφέρον. Έχουν αλλάξει ένα σωρό πράγματα στη φροντίδα των
ανθρώπων από τον καιρό που βγήκα στη σύνταξη. Ο βαφτισιμιός μου
διαβητικός είναι, τύπου 1. Μ’ αρέσει να παρακολουθώ τις εξελίξεις… κι
αυτό εκεί πρέπει να γράφει για το παιδί που πέθανε από περιτονίτιδα, στο
άλλο χέρι που κρατάτε, καλά δε λέω;»
«Ναι», είπε ο Στράικ, κοιτάζοντας το απόκομμα που είχε γίνει καφετί
από τα χρόνια.
«Βέβαια», είπε η Τζάνις, ενώ συνέχιζε να ψάχνει, «είναι ο λόγος που
έγινα νοσοκόμα. Αυτό μου ’βαλε την ιδέα. Έμενε δυο πόρτες παρακάτω,
όταν ήμουνα μικρή. Το έκοψα και το φύλαξα, τη μόνη φωτογραφία που
θα είχα… πλάνταξα στο κλάμα τότε. Φωνάξανε τον γιατρό», είπε η
Τζάνις με μια υποψία σκληράδας στη φωνή της, «και δεν καταδέχτηκε να
εμφανιστεί. Άμα ήτανε κανένα παιδί της μεσαίας τάξης, θα ’χε έρθει, το
ξέραμε όλοι αυτό, όμως ο μικρούλης ο Τζόνι Μαρκς ήτανε από το
Μπέθναλ Γκριν, από φτωχογειτονιά, ποιος να νοιαστεί… βέβαια
ασκήθηκε κριτική στον γιατρό, αλλά ποτέ δεν τον διέγραψαν από τον
σύλλογο… Αν υπάρχει ένα πράγμα που σιχαίνομαι, αυτό είναι να φέρεσαι
αλλιώτικα στον άλλο ανάλογα με το πού γεννήθηκε».
Δείχνοντας να μην αντιλαμβάνεται την παραμικρή ειρωνεία στην όλη
κατάσταση, συνέχισε να βάζει κατά μέρος κι άλλες φωτογραφίες μελών
της βασιλικής οικογένειας, ενώ είχε πάρει απορημένο ύφος.
«Μα, πού να ’ναι το απόκομμα του δρα Μπρένερ;» μουρμούραγε.
Εξακολουθώντας να κρατά σφιχτά κάμποσα αποκόμματα, προχώρησε
στα γόνατα μέχρι το ανοιχτό συρτάρι και βάλθηκε ξανά να ψαχουλεύει
εκεί.
«Δεν καταλαβαίνω, δεν είναι εδώ πέρα», είπε η Τζάνις επιστρέφοντας
στο τραπέζι του καθιστικού. «Πολύ παράξενο…»
«Δε φαντάζομαι να το πήρε ο Όουκντεν;» είπε ο Στράικ.
Η Τζάνις γύρισε και τον κοίταξε.
«Βρε το θρασίμι», είπε με αργή φωνή. «Θα μπορούσε να το ζητήσει».
Μάζεψε τα αποκόμματα ξανά στον φάκελό τους, τον πήγε πίσω στο
συρτάρι και στηρίχτηκε πάλι στο ράφι για να σταθεί στα πόδια της, έτσι
που από τα γόνατά της ακούστηκαν πάλι δυο ξεροί ήχοι, ύστερα κάθισε
πάλι στον καναπέ, αναστενάζοντας με ανακούφιση, και είπε:
«Που λέτε, μια ζωή αλαφροχέρης ήτανε εκείνος ο μικρός».
«Γιατί το λέτε αυτό;»
«Τον καιρό που είχαμε την κλινική, λείπανε καμιά φορά χρήματα».
«Αλήθεια;» είπε ο Στράικ.
«Αμέ. Το πράγμα στράβωσε άσχημα μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ.
Κάθε τόσο έλειπαν από κάτι μικροποσά, κι έλεγαν πως ήταν η Βίλμα η
καθαρίστρια… όλοι, εκτός από μένα. Εγώ πάντοτε έλεγα πως ήταν ο
Καρλ. Πέρναγε από την κλινική μετά το σχολείο και στις αργίες. Έπιασα
με τρόπο τον δρα Γκάπτα και κάτι του είπα, αλλά δεν ξέρω, μάλλον δεν
ήθελε κι αυτός να ταράξει την Ντόροθι, κι ήταν ευκολότερο να διώξουν
τη Βίλμα. Η αλήθεια είναι πως υπήρχαν κάποια άλλα θέματα με τη
Βίλμα… έπινε», είπε η Τζάνις, «και στην καθαριότητα δεν ήταν η
καλύτερη. Δεν μπορούσε να αποδείξει πως δεν είχε σχέση και μετά που
έγινε ολόκληρη σύσκεψη γι’ αυτό το θέμα, παραιτήθηκε. Καταλάβαινε
κατά πού πήγαινε το πράγμα».
«Κι οι κλοπές σταμάτησαν;»
«Ναι», είπε η Τζάνις, «αλλά και τι μ’ αυτό; Ο Καρλ μπορεί να
αποφάσισε να μην το τραβήξει άλλο, αφού κόντεψε μια φορά να την
πατήσει».
Ο Στράικ, που έτεινε στο να συμφωνήσει, είπε:
«Λίγες ακόμη ερωτήσεις και τελειώνουμε. Η πρώτη έχει να κάνει με μια
γυναίκα ονόματι Τζοάνα Χάμοντ».
«Κάτι θα ’πρεπε να μου λέει αυτό το όνομα, ε;»
«Ήταν η φιλενάδα του Στιβ…»
«…Ντάουθγουεϊτ, εκείνη που αυτοκτόνησε», είπε η Τζάνις. «Ναι,
σωστά».
«Μήπως θυμάστε αν ήταν εγγεγραμμένη στην κλινική;»
«Όχι, δεν ήταν. Αν θυμάμαι καλά, έμενε πέρα, στο Χόξτον».
«Επομένως, η Μάργκοτ δε θα είχε κάποια εμπλοκή με τον
ιατροδικαστή, ούτε κάποια άλλη επαγγελματική σχέση με τον θάνατό της,
έτσι δεν είναι;»
«Όχι, σαν κι εμένα θα ήτανε: που δεν είχα ιδέα πως υπήρχε τέτοια
γυναίκα, κι όταν το έμαθα, ήτανε ήδη πεθαμένη, όταν ήρθε ο Στιβ να
γυρέψει βοήθεια. Βάζω στοίχημα όμως πως ξέρω τι ρωτάτε», είπε η
Τζάνις. «Ο Τάλμποτ ήτανε πέρα για πέρα σίγουρος πως ο Στιβ ήτανε ο
Χασάπης του Έσεξ, καλά δε λέω; Όλη την ώρα για τον Στιβ έλεγε, τόσες
φορές που με φώναξε να μου μιλήσει. Ειλικρινά όμως, ο Στιβ
Ντάουθγουεϊτ ήτανε ευγενική ψυχή. Στη ζωή μου είχα κάνα-δυο
πραγματικά βίαιους άντρες. Ο πατέρας μου ήτανε ο ένας. Ξέρω το
καλούπι τους, κι ο Στιβ σίγουρα δεν ήτανε τέτοιος άνθρωπος».
Έχοντας κατά νου πόσο γοητευτική είχαν θεωρήσει ορισμένες γυναίκες
τη φαινομενική αδυναμία του Ντένις Κριντ, ο Στράικ περιορίστηκε στο
να νεύσει καταφατικά.
«Ο Τάλμποτ ρώτησε άμα είχα επισκεφτεί ποτέ εκείνη την Τζοάνα ως
νοσοκόμα. Του είπα πως δεν ήταν ασθενής στην κλινική, όμως αυτός ούτε
που χαμπάριαζε. Κι ας μην είχα πάει, μήπως νόμιζα πως είχε κάτι το
ύποπτο ο θάνατός της; Εγώ όλο του έλεγα: “Ούτε που την είχα δει ποτέ
μου αυτή τη γυναίκα. Από πού να ξέρω;” Στο μεταξύ, είχα αρχίσει να
κουράζομαι με όλη αυτή την κατάσταση, έτσι που μου φερότανε λες κι
ήμουν καμιά μάγισσα, Τσιγγάνα χαρτορίχτρα. Τελικά, είπα του Τάλμποτ,
τράβα να δεις τι έγραψε ο ιατροδικαστής!»
«Και δεν ξέρετε αν είχε προκύψει κάποιος θάνατος για τον οποίο να
ανησυχούσε πράγματι η Μάργκοτ;» ρώτησε ο Στράικ. «Κάποιος θάνατος
που ενδεχομένως να αποδόθηκε σε φυσικά αίτια, εκείνη όμως να
υποψιαζόταν πως κάτι άλλο είχε συμβεί;»
«Αυτό πάλι γιατί το ρωτάτε;» είπε η Τζάνις.
«Απλώς προσπαθώ να διευκρινίσω κάτι που άφησε στις σημειώσεις του
ο Τάλμποτ. Πρέπει να θεωρούσε πως η Μάργκοτ είχε ίσως μερικές
υποψίες για τον τρόπο που κατέληξε κάποιο άτομο. Ανέφερε κι εσάς σε
σχέση με αυτό τον θάνατο».
Τα στρογγυλά γαλάζια μάτια της Τζάνις γούρλωσαν πίσω από τα γυαλιά
της.
«Σας ανέφερε ως πιθανή μάρτυρα ή ενδεχομένως ακόμη και παρούσα
στο περιστατικό», διευκρίνισε ο Στράικ. «Δεν υπήρχε καμία υποψία
κατηγορίας στις σημειώσεις του».
«Πάλι καλά δηλαδή!» είπε η Τζάνις. «Όχι, εγώ ποτέ μου δε στάθηκα
μάρτυρας σε κάτι τέτοιο. Μα κάπου θα το ’χα πει, έτσι δεν είναι;»
Ακολούθησε μια σύντομη παύση, την οποία ο Στράικ έκρινε φρόνιμο να
μη διακόψει και, πράγματι, η Τζάνις αποδείχτηκε πως είχε κάτι να
προσθέσει.
«Κοιτάξτε, να πάρω όρκο για τη Μάργκοτ δεν μπορώ, ύστερα από
σαράντα χρόνια. Ούτε και ζει πια, σωστά; Δε θα ήταν δίκαιο για καμιά
μας. Ούτε και θέλω να σπέρνω υποψίες ύστερα από τόσα χρόνια».
«Απλώς προσπαθώ να αποκλείσω ορισμένες περιπτώσεις που ίσως
χρήζουν διερεύνησης», είπε ο Στράικ.
Αυτή τη φορά η παύση ήταν μεγαλύτερη. Το βλέμμα της Τζάνις
τράβηξε προς τον δίσκο του τσαγιού κι από εκεί στον μακαρίτη σύντροφό
της με τα κιτρινισμένα δόντια και το καλοσυνάτο, νυσταλέο βλέμμα.
Τελικά, αναστέναξε και είπε:
«Εντάξει, όμως θέλω να το γράψετε καθαρά και ξάστερα πως αυτό ήταν
ιδέα της Μάργκοτ, όχι δικιά μου, εντάξει; Εγώ δεν κατηγορώ κανέναν».
«Σύμφωνοι», είπε ο Στράικ, έτοιμος να κρατήσει σημειώσεις.
«Ωραία, το λοιπόν… το πράγμα ήταν πολύ λεπτό, μιας και δουλεύαμε
στον ίδιο χώρο μαζί της… με την Ντόροθι, θέλω να πω.
»Η Ντόροθι κι ο Καρλ έμεναν με τη μητέρα της Ντόροθι. Μοντ την
έλεγαν, αν και δε θα το θυμόμουν αυτό, άμα δεν είχε περάσει από εδώ ο
Καρλ τις προάλλες. Εκεί που μιλάγαμε, θυμήθηκα τη γιαγιά του, κι
εκείνος την αποκάλεσε “αναθεματισμένη Μοντ”, ούτε “γιαγιά” ούτε
τίποτε.
»Τέλος πάντων, η Μοντ είχε πάθει μια μόλυνση στο πόδι της, μια πληγή
που αργούσε να κλείσει. Χρειαζόταν αλλαγές γάζας και φροντίδα, οπότε
πέρναγα συχνά από το σπίτι. Κάθε φορά που ήμουν εκεί, μου έλεγε πως
το σπίτι ήτανε δικό της, όχι της Ντόροθι. Απλώς άφηνε τη θυγατέρα και
τον εγγονό της να μένουν εκεί πέρα. Της άρεσε να το επαναλαμβάνει,
ξέρετε. Να νιώθει πως είχε εξουσία.
»Όπως την έβλεπα, δεν πρέπει να ήτανε πολύ ευχάριστη συγκάτοικος.
Μια ξινή γριά γυναίκα. Ό,τι και να έκανες, δεν το έβρισκε ποτέ της
εντάξει. Γκρίνιαζε πολύ πως ο εγγονός της ήτανε κακομαθημένος, όμως,
όπως έλεγα και πρωτύτερα, ο Καρλ μικρός ήτανε διάολος, οπότε σ’ αυτό
δεν είχε κι άδικο.
»Τέλος πάντων», είπε η Τζάνις, «δεν πρόλαβε να κλείσει η πληγή στο
πόδι κι η γυναίκα πέθανε, έπεσε από τις σκάλες. Τώρα, στο περπάτημα
δυσκολευότανε, σίγουρα, μιας κι είχε κάμποσο καιρό που την
ταλαιπωρούσε το πονεμένο πόδι και στηριζόταν σε μαγκούρα. Κι επίσης
είναι αλήθεια πως καμιά φορά οι άνθρωποι παραπατάνε και πέφτουν από
σκάλες, κι άμα είσαι ηλικιωμένος, προφανώς αυτό μπορεί να έχει
σοβαρές συνέπειες, όμως…
»Το λοιπόν, ύστερα από μια εβδομάδα, η Μάργκοτ με φώναξε στο
γραφείο της επειδή ήθελε να μου μιλήσει και… να, θέλω να πω… έμεινα
με την εντύπωση πως η Μάργκοτ μπορεί και να ήταν κάπως ανήσυχη με
αυτή την ιστορία. Όχι πως γύρισε και μου είπε κάτι ανοιχτά, απλώς με
ρώτησε τι γνώμη είχα. Καταλάβαινα τι μου έλεγε… αλλά και τι να
κάναμε; Δεν ήμασταν εκεί όταν έπεσε η άλλη, κι οι δικοί της είπαν πως
βρίσκονταν στο ισόγειο κι απλώς την άκουσαν που κουτρουβάλησε, κι
όταν πήγαν να δουν, τη βρήκαν στην αρχή της σκάλας, αναίσθητη, και
ύστερα από δυο μέρες πέθανε στο νοσοκομείο.
»Η Ντόροθι δεν έδειξε ποτέ της την παραμικρή στεναχώρια γι’ αυτό
που έγινε, όμως η Ντόροθι δεν εκδήλωνε κανένα συναίσθημα για
οτιδήποτε. Τι να κάναμε κι εμείς;» επανέλαβε η Τζάνις, με τις παλάμες
στραμμένες προς τα πάνω. «Εννοείται πως καταλάβαινα τι στροφές
έπαιρνε το μυαλό της Μάργκοτ, γιατί ήξερε ότι το σπίτι ανήκε στη Μοντ,
και τώρα η Ντόροθι κι ο Καρλ είχαν βολευτεί μια χαρά και… τι να πω,
είναι από τα πράγματα που σκέφτονται οι γιατροί, είναι φυσικό. Απ’
αυτούς θα γυρέψουν τον λόγο, έτσι και τους ξεφύγει κάτι. Τελικά όμως η
Μάργκοτ δεν έκανε κάτι γι’ αυτό, κι από όσο ξέρω κανείς δε σκάλισε την
ιστορία.
»Ορίστε», κατέληξε η Τζάνις κάπως ανακουφισμένη, που είχε βγάλει
αυτό το βάρος από πάνω της. «Τώρα ξέρετε».
«Σας ευχαριστώ», είπε ο Στράικ, ενώ κάτι σημείωνε. «Ήταν πολύ
χρήσιμη πληροφορία. Πείτε μου, τα αναφέρατε όλα αυτά κάποια στιγμή
στον Τάλμποτ;»
«Όχι», είπε η Τζάνις, «όμως μπορεί να του τα είπε κάποιος άλλος. Όλοι
ήξεραν ότι η Μοντ είχε πεθάνει και πώς είχε πεθάνει, γιατί η Ντόροθι
έλειψε μια μέρα από τη δουλειά για την κηδεία. Για να πω την αλήθεια,
τόσες φορές που με είχε φωνάξει ο Τάλμποτ να καταθέσω, στο τέλος το
μόνο που ήθελα ήταν να ξεμπερδεύω. Κυρίως μου ζήταγε να του πω για
τα όνειρά μου. Μου σηκωνόταν η τρίχα, πραγματικά. Ένα αλλόκοτο
πράμα, τι να πω».
«Πράγματι», συμφώνησε ο Στράικ. «Λοιπόν, έχω μία τελευταία
ερώτηση που θα ήθελα να σας κάνω και δε θα σας απασχολήσω
περισσότερο. Η συνεταίρος μου κατάφερε να εντοπίσει τον Πολ
Σάτσγουελ».
«Α», έκανε η Τζάνις, χωρίς να εκδηλώσει την παραμικρή αμηχανία ή
δυσφορία. «Μάλιστα. Λέμε για τον παλιό φίλο της Μάργκοτ, σωστά;»
«Ναι. Ξέρετε, εκπλαγήκαμε όταν ανακαλύψαμε ότι γνωρίζεστε».
Η Τζάνις έμεινε να τον κοιτάζει απορημένη.
«Τι πράγμα;»
«Ανακαλύψαμε ότι γνωρίζεστε», επανέλαβε ο Στράικ.
«Εγώ κι ο Πολ Σάτσγουελ;» είπε η Τζάνις γελώντας πνιχτά. «Ούτε που
τον έχω δει ποτέ μου αυτό τον άνθρωπο!»
«Αλήθεια;» είπε ο Στράικ, ενώ την παρατηρούσε προσεκτικά. «Ρωτάω,
γιατί μόλις άκουσε αυτά που μας είχατε πει σχετικά με την παρουσία της
Μάργκοτ στο Λίμινγκτον Σπα, θύμωσε πάρα πολύ. Κι έκανε ορισμένα
σχόλια, όπως», είπε ο Στράικ, καθώς διάβαζε από το σημειωματάριό του,
«ότι προσπαθούσατε να του δημιουργήσετε πρόβλημα».
Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Μια μικρή ρυτίδα σχηματίστηκε
ανάμεσα στα στρογγυλά γαλάζια μάτια της Τζάνις. Τελικά είπε:
«Με κατονόμασε δηλαδή;»
«Όχι», είπε ο Στράικ. «Για την ακρίβεια, έμοιαζε να μη θυμάται το
όνομά σας. Σας θυμόταν μόνο ως “η νοσοκόμα”. Επίσης, είπε στη Ρόμπιν
πως υπήρχε μια αμοιβαία αντιπάθεια ανάμεσα σ’ εσάς και στη Μάργκοτ».
«Είπε πως η Μάργκοτ δε χώνευε εμένα;» αναφώνησε η Τζάνις, δίνοντας
ιδιαίτερη έμφαση στην τελευταία λέξη.
«Δυστυχώς, ναι», είπε ο Στράικ συνεχίζοντας να την παρατηρεί.
«Μα… όχι, να με συμπαθάτε, αλλά δε στέκει αυτό που λέτε», είπε η
Τζάνις. «Τα πηγαίναμε περίφημα! Πέρα από εκείνη τη μία φορά, με τον
Κεβ, που τον πόναγε η κοιλίτσα του… εντάξει, μην πω ψέματα, εκείνη τη
φορά μίλησα απότομα κι εγώ, όμως ήξερα πως είχε καλή πρόθεση.
Νόμιζε πως μου έκανε χάρη, όταν τον πήρε να τον εξετάσει… Εγώ πάλι
θίχτηκα, γιατί… να, καμιά φορά, άμα είσαι μάνα, αρπάζεσαι άμα νομίσεις
πως μία άλλη γυναίκα σε κατηγορεί πως δεν προσέχεις όπως πρέπει τα
παιδιά σου. Κι εγώ ήμουνα μόνη μου τότε, με τον Κεβ και… δεν ξέρω, σε
πειράζει χειρότερα άμα είσαι και μόνη σου».
«Επομένως», ρώτησε ο Στράικ, «τι λόγο είχε ο Σάτσγουελ να ισχυριστεί
πως σας γνώριζε και ότι θέλατε να του δημιουργήσετε πρόβλημα;»
Τη σιωπή που ακολούθησε τη διέκοψε τελικά ο ήχος ενός τρένου που
περνούσε πίσω από τον θαμνοφράχτη: ένα δυνατό μπάσο φύσημα που
θέριεψε και καταλάγιασε μέσα σε λίγες στιγμές, κι η σιωπή στο καθιστικό
έκλεισε σαν φυσαλίδα στο πέρασμά του, εγκλωβίζοντας μέσα της τον
ντετέκτιβ και τη νοσοκόμα, καθώς εξακολουθούσαν να κοιτάζονται.
«Θαρρώ πως το ξέρετε ήδη», είπε τελικά η Τζάνις.
«Τι ξέρω, δηλαδή;»
«Αφήστε τα αυτά, δεν πιάνουν σ’ εμένα. Τόσες και τόσες υποθέσεις
έχετε λύσει… δεν είστε κανένας βλάκας. Θαρρώ πως το ξέρετε ήδη, κι
όλα αυτά τα κάνετε τώρα για να με τρομάξετε και να σας το πω από μόνη
μου».
«Ειλικρινά, δεν προσπαθώ να τρομάξω…»
«Το ξέρω πως δεν τη συμπαθήσατε», είπε ξαφνικά η Τζάνις. «Την Αϊρίν
λέω. Μην προσπαθήσετε να το αρνηθείτε, το κατάλαβα πως σας
ενόχλησε. Αν δεν μπορούσα να διαβάζω τους ανθρώπους, τι νοσοκόμα θα
ήμουνα, να πρέπει να μπαινοβγαίνω όλη την ώρα στα σπίτια των
ανθρώπων χωρίς να τους καταλαβαίνω, σωστά; Κι αν θέλετε να ξέρετε,
ήμουνα πολύ καλή στη δουλειά μου», είπε η Τζάνις και για κάποιο λόγο
το σχόλιο δεν ακούστηκε ψωροπερήφανο. «Ακούστε εδώ: πετύχατε την
Αϊρίν σε μέρα που είχε διάθεση να δειχτεί. Ήτανε τόσο ενθουσιασμένη
που θα σας συναντούσε, ώστε έστησε ολόκληρη παράσταση.
»Δεν είναι εύκολο για μια γυναίκα να απομένει ολομόναχη, όταν είναι
μαθημένη να έχει παρέα, ξέρετε. Ακόμη κι εγώ, μετά που γύρισα από το
Ντουμπάι, χρειάστηκα ένα διάστημα για να συνηθίσω. Μαθαίνεις να
έχεις τους δικούς σου ολόγυρα, κι όταν γυρνάς πίσω και βρίσκεσαι ξανά
σε ένα άδειο σπίτι, ολομόναχη… Εμένα δε με πειράζει να κάθομαι μόνη
μου, όμως η Αϊρίν το σιχαίνεται.
»Μου στάθηκε πάρα πολύ καλή φίλη, η Αϊρίν», είπε η Τζάνις με ένα
είδος συγκρατημένης έντασης. «Πολύ καλή. Με βοήθησε οικονομικά
μετά που πέθανε ο Λάρι, αλλά και τον καιρό που δεν είχα τίποτε. Ήμουνα
πάντοτε καλοδεχούμενη στο σπιτικό της. Κρατάμε παρέα η μία στην
άλλη, γνωριζόμαστε από παλιά. Εντάξει, καμιά φορά είναι κάπως
απότομη ή ψηλομύτα, αλλά και τι μ’ αυτό; Σάμπως δεν έχουν ελαττώματα
οι άνθρωποι…»
Ακολούθησε μία ακόμη σύντομη παύση.
«Περιμένετε εδώ», είπε αυστηρά η Τζάνις, «πρέπει να κάνω ένα
τηλεφώνημα».
Σηκώθηκε και έφυγε από το δωμάτιο. Ο Στράικ περίμενε. Μέσα από τις
δαντελωτές κουρτίνες, ο ήλιος ξαφνικά ξεπρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο
στο χρώμα της σφαίρας, έτσι που η άμαξα της Σταχτοπούτας άστραψε
στο φως του.
Η Τζάνις επέστρεψε κρατώντας ένα κινητό στο χέρι.
«Δεν απαντάει», είπε κι έδειχνε ανήσυχη.
Κάθισε και πάλι στον καναπέ. Ακολούθησε νέα παύση.
«Εντάξει», είπε τελικά η Τζάνις, λες κι ο Στράικ την είχε στριμώξει
μέχρι να σπάσει και να μιλήσει, «δεν ήμουν εγώ εκείνη που ήξερε τον
Σάτσγουελ… η Αϊρίν ήταν. Όμως μην πάτε και σκεφτείτε πως έκανε κάτι
που δε θα έπρεπε! Θέλω να πω, δεν έκανε κανένα έγκλημα. Ύστερα
ανησυχούσε φοβερά γι’ αυτό. Κι εγώ ανησυχούσα για εκείνη… Αχ, Θεέ
μου», είπε η Τζάνις.
Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε λέγοντας:
«Εντάξει, το λοιπόν… εκείνο τον καιρό ήταν αρραβωνιασμένη με τον
Έντι. Ο Έντι ήταν κάμποσα χρόνια μεγαλύτερός της. Τη λάτρευε,
πραγματικά, αλλά κι εκείνη τον αγαπούσε. Αλήθεια», είπε η Τζάνις, λες κι
ο Στράικ το είχε αμφισβητήσει. «Κι αυτή ζήλευε φοβερά, έτσι κι ο Έντι
γύρναγε να ρίξει έστω μια ματιά σε κάποια άλλη…
»Όμως μια ζωή τής άρεσε το ποτό και το φλερτ της Αϊρίν. Αθώα
πράγματα. Δηλαδή, συνήθως αθώα… εκείνος ο τύπος, ο Σάτσγουελ,
έπαιζε σε μια μπάντα, καλά δε θυμάμαι;»
«Πολύ σωστά», είπε ο Στράικ.
«Ναι, τέλος πάντων, η Αϊρίν τους πέτυχε να παίζουν σε κάποια παμπ.
Δεν ήμουνα μαζί της εκείνο το βράδυ που γνώρισε τον Σάτσγουελ. Ιδέα
δεν είχα, τα έμαθα μετά που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ.
»Το λοιπόν, τον είδε να παίζει και… να, της γυάλισε. Και μετά που
σχόλασε η μπάντα, βλέπει τον Σάτσγουελ να πλησιάζει στο μπαρ και να
τραβάει γραμμή στο βάθος που ήταν η Μάργκοτ και στεκότανε σε μια
γωνία, τυλιγμένη με την καμπαρντίνα της. Η Αϊρίν σκέφτηκε πως ο
Σάτσγουελ την είχε δει από τη σκηνή. Εκείνη δεν την είχε πάρει χαμπάρι
ως τότε, γιατί στεκότανε μπροστά στη σκηνή με τις φιλενάδες της. Τέλος
πάντων, τους κοίταζε, κι ο Σάτσγουελ με τη Μάργκοτ είπανε δυο λόγια –
ελάχιστα, είπε η Αϊρίν– κι απ’ ό,τι της φάνηκε το πράγμα γύρισε σε
καβγά. Και τότε η Αϊρίν νόμισε πως η Μάργκοτ την κατάλαβε, κι αμέσως
μετά η Μάργκοτ σηκώθηκε κι έφυγε.
»Μετά η Αϊρίν πλησιάζει τον Σάτσγουελ και του λέει πόσο πολύ της
άρεσε η μπάντα και τα λοιπά και, τέλος πάντων, το ένα έφερε το άλλο
και… ναι».
«Και γιατί να νομίσει ο Σάτσγουελ πως ήταν νοσοκόμα;» ρώτησε ο
Στράικ.
Η Τζάνις μόρφασε.
«Ναι, για να είμαι ειλικρινής, η χαζούλα αυτό έλεγε πως ήταν στους
διάφορους άντρες που γνώριζε, όταν της πιάνανε την κουβέντα.
Καμωνόταν πως ήταν νοσοκόμα, γιατί στους άντρες άρεσε αυτό. Κι άμα
δεν ήξεραν την τύφλα τους από ιατρική, μπορούσε να τους ξεγελάει, γιατί
έπαιρνε το αυτί της τα ονόματα φαρμάκων και τα λοιπά στη δουλειά, αν
και τα περισσότερα λάθος τα θυμότανε, η καημενούλα», είπε η Τζάνις,
στρέφοντας ελαφρά το βλέμμα της προς τα πάνω.
«Επομένως, μιλάμε για σχέση της μιας βραδιάς ή…;»
«Όχι, αυτό το πράγμα πρέπει να τράβηξε δύο με τρεις εβδομάδες.
Πάντως, δεν κράτησε πολύ. Κι όταν εξαφανίστηκε η Μάργκοτ… εκεί
ήρθε κι έδεσε το γλυκό. Λογικό κι επόμενο.
»Πάντως, για δυο-τρεις εβδομάδες, εκεί γύρω, η Αϊρίν ήταν… τρελή και
παλαβή με τον άλλο, πώς να το κάνουμε. Κι αγαπούσε αληθινά τον Έντι,
ξέρετε… ήταν κατά κάποιον τρόπο παράσημο για την ίδια να έχει δικό
της έναν μεγαλύτερο άντρα, τον Έντι, με δική του επιχείρηση κι όλα τα
καλά, που ήθελε να τον παντρευτεί, όμως… είναι αστείο αν το
καλοσκεφτείς, δεν είναι;» είπε η Τζάνις σιγανά. «Άμα αφαιρέσεις όλα τα
φτιασίδια, στο τέλος ζώα είμαστε όλοι μας. Ξετρελάθηκε τελείως με τον
Πολ Σάτσγουελ. Για λίγες εβδομάδες μόνο. Προσπαθούσε να τον βλέπει
όσο περισσότερο μπορούσε, στα κρυφά… Κι αυτός πρέπει να τα
χρειάστηκε για τα καλά», συνέχισε η Τζάνις με βαριά φωνή, «γιατί, αν
κρίνω από αυτά που μου είπε η Αϊρίν αργότερα, ο τύπος πρέπει να
πλάγιασε μαζί της μόνο και μόνο για να μπει στο μάτι της Μάργκοτ. Στην
πραγματικότητα, τη Μάργκοτ ήθελε… κι η Αϊρίν άργησε πάρα πολύ να το
καταλάβει αυτό. Την είχε εκμεταλλευτεί».
«Επομένως, η ιστορία με το πονεμένο δόντι της Αϊρίν», είπε ο Στράικ,
«που στην πορεία μετατράπηκε στην ιστορία με τη βόλτα στα μαγαζιά…»
«Ναι», είπε η Τζάνις σιγανά. «Με τον Σάτσγουελ ήταν εκείνο το
απόγευμα. Από την αδελφή της πήρε την απόδειξη, για να δείξει κάτι
στην αστυνομία. Εγώ δεν το ήξερα, αργότερα το έμαθα. Ήρθε στο
διαμέρισμά μου πλαντάζοντας στο κλάμα και μου εξομολογήθηκε τα
πάντα. Βέβαια, πού αλλού θα πήγαινε να τα πει; Ούτε στον Έντι ούτε
στους γονείς της! Έτρεμε πως θα μαθευόταν η αλήθεια και θα έχανε τον
Έντι. Είχε συνέλθει στο μεταξύ. Μονάχα τον Έντι ήθελε και φοβόταν πως
θα την παρατούσε σύξυλη, έτσι και μάθαινε τι είχε γίνει με τον
Σάτσγουελ.
»Βλέπετε, ο Σάτσγουελ, την τελευταία φορά που συναντήθηκαν,
ουσιαστικά είπε στην Αϊρίν φόρα-παρτίδα πως την εκμεταλλευόταν για να
τα ξαναβρεί με τη Μάργκοτ. Είχε θυμώσει μαζί της, επειδή εκείνο το
βράδυ τού είχε πει πως είχε έρθει να δει την μπάντα από περιέργεια και
μόνο, κι επειδή του έβγαλε γλώσσα, όταν αυτός προσπάθησε να την
πείσει να γυρίσει στο διαμέρισμά του. Αυτός της χάρισε εκείνο το μικρό
ξύλινο αγαλματάκι, ξέρετε. Το είχε πάνω του, με την ελπίδα πως θα
ερχόταν η Μάργκοτ, και μάλλον νόμιζε πως η άλλη θα έλιωνε ή δεν ξέρω
τι, μόλις έβγαζε να της το δώσει και πως αυτό θα ήταν το τέλος του Ρόι…
λες κι αρκεί αυτό για να παρατήσεις παιδί και γάμο, μια ξύλινη
κουκλίτσα… Είπε διάφορα απαίσια πράγματα για τη Μάργκοτ στην
Αϊρίν… ανάφτρα, ήταν το ελαφρύτερο…
«Τέλος πάντων, μετά που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ και κλήθηκε η
αστυνομία, ο Σάτσγουελ τηλεφωνεί στην Αϊρίν και της λέει να μην τους
αναφέρει τίποτε από τα όσα της είχε πει, πως ήταν θυμωμένος με τη
Μάργκοτ, κι εκείνη τον ικέτεψε να μη μιλήσει σε κανέναν για το τι έγινε
μεταξύ τους, οπότε το άφησαν εκεί. Κι εγώ ήμουν η μόνη που ήξερε και
κράτησα το στόμα μου κλειστό, γιατί… να, αυτό πρέπει να κάνεις, όταν
ζορίζεται μια φίλη σου, έτσι δεν είναι;»
«Επομένως, όταν ο Τσάρλι Ράματζ είπε πως είχε δει τη Μάργκοτ στο
Λίμινγκτον Σπα», είπε ο Στράικ, «εσείς γνωρίζατε…;»
«…ότι από εκεί καταγόταν ο Σάτσγουελ; Εκείνο τον καιρό όχι, δηλαδή
τότε που μου το πρωτοείπε ο Τσάρλι. Λίγο μετά όμως έγινε θέμα στις
ειδήσεις που κάποιος ξεκούτης στο Λίμινγκτον Σπα είχε καρφώσει μια
πινακίδα στον κήπο του σπιτιού του. “Λευκοί ενωμένοι απέναντι στην
εισβολή των μαύρων” έγραφε ή κάποια τέτοια αηδία. Εγώ κι ο Λάρι
είχαμε βγει για δείπνο με τον Έντι και την Αϊρίν, κι ο Έντι μιλούσε για
εκείνο τον ηλικιωμένο ρατσιστή που τον έδειχναν στις ειδήσεις και τότε,
όταν πήγαμε με την Αϊρίν στο μπάνιο, γυρνάει και μου λέει: “Λίμινγκτον
Σπα, από εκεί κατάγεται ο Πολ Σάτσγουελ”. Είχε πάρα πολύ καιρό να μου
τον αναφέρει».
»Μη σας πω ψέματα, αισθάνθηκα πάρα πολύ άβολα, όταν μου το είπε,
γιατί σκέφτηκα: Ω Θεέ μου, κι αν είδε στ’ αλήθεια ο Τσάρλι τη Μάργκοτ
εκεί πέρα; Αν το έσκασε η Μάργκοτ για να γυρίσει στον πρώην της; Μετά
όμως σκέφτηκα, για κάτσε λίγο: Αν η Μάργκοτ κατέληξε στο Λίμινγκτον
Σπα, γιατί δεν την ξανάδε κανείς από τότε; Θέλω να πω, δεν πήγε και
στην άλλη άκρη του κόσμου, έτσι δεν είναι;»
«Σωστά», είπε ο Στράικ, «μιλάμε για κοντινό μέρος. Κι αυτά είναι όλα
όσα σας έχει πει η Αϊρίν σχετικά με τη Μάργκοτ και τον Σάτσγουελ;»
«Φτάνουν και περισσεύουν, σωστά;» είπε η Τζάνις. Η ροδόλευκη
επιδερμίδα της έμοιαζε να έχει ξεθωριάσει από την ώρα που ήρθε ο
Στράικ στο σπίτι, οι φλέβες κάτω από τα μάτια της είχαν σκουρύνει.
«Κοιτάξτε, μη ζορίσετε την Αϊρίν. Σας παρακαλώ. Μπορεί να μην της
φαίνεται, να καμώνεται την καμπόση, όμως κατά βάθος είναι ευαίσθητη.
Ανησυχεί, ξέρετε».
«Δε νομίζω πως θα χρειαστεί να τη ζορίσω», είπε ο Στράικ. «Λοιπόν, η
βοήθειά σας ήταν πολύτιμη, κυρία Μπίτι. Σας ευχαριστώ. Με αυτά που
μου είπατε, ξεκαθάρισαν αρκετά σημεία που με απασχολούσαν».
Η Τζάνις έγειρε προς τα πίσω στον καναπέ και κοίταξε συνοφρυωμένη
τον Στράικ.
«Καπνίζετε, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ξαφνικά. «Μυρίζετε
ολόκληρος. Δε σας είπαν να κόψετε το τσιγάρο μετά τον ακρωτηριασμό;»
«Το προσπάθησαν», είπε ο Στράικ.
«Δε σας κάνει καθόλου καλό», είπε η Τζάνις. «Ούτε και θα σας
διευκολύνει στην κίνηση, όπως θα μεγαλώνετε. Βλάπτει το κυκλοφορικό
και την επιδερμίδα σας. Να το κόψετε».
«Το ξέρω, θα έπρεπε», είπε ο Στράικ χαμογελώντας, καθώς έβαζε και
πάλι το σημειωματάριο στην τσέπη του.
«Χμ», έκανε η Τζάνις μισοκλείνοντας τα μάτια της. «“Έτυχε να
βρίσκομαι στη γειτονιά” και κολοκύθια τούμπανα».
51
…στιγμή μη νομίσεις
πως γίνεται το Τέρας αυτό να τιθασέψεις ή να καταστρέψεις:
δεν είναι δα, δεν είναι τέτοιος οχτρός,
που μπορείς με τ’ ατσάλι να ματώσεις ή με τη δύναμη να βάλεις κάτω.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Πίσω από ένα τείχος χτισμένο από λερά κίτρινα τούβλα υψώνονται οι
θολωτοί πυργίσκοι του Πύργου του Λονδίνου, όμως η Ρόμπιν δεν
ευκαιρούσε να ασχοληθεί με το παμπάλαιο μνημείο. Όχι μόνο είχε να
διαχειριστεί το ότι απέμεναν τριάντα λεπτά, μέχρι την κανονισμένη
έναρξη της συνάντησης που είχε κανονίσει εν αγνοία του Στράικ, αλλά
βρισκόταν και χιλιόμετρα μακριά από εκεί που λογάριαζε να είναι στη
μία, και σαν να μην έφτανε αυτό, η συγκεκριμένη συνοικία του Λονδίνου
της ήταν ολότελα άγνωστη. Έτρεχε με το κινητό στο χέρι και κάθε τόσο
έριχνε κλεφτές ματιές στον χάρτη στην οθόνη του.
Λίγα βήματα παρακάτω το κινητό άρχισε να χτυπά. Βλέποντας πως της
τηλεφωνούσε ο Στράικ, απάντησε.
«Γεια. Τώρα μόλις έφυγα από την Τζάνις».
«Α, ωραία», είπε η Ρόμπιν, προσπαθώντας να μη λαχανιάζει καθώς
κοίταζε ολόγυρα, ελπίζοντας να εντοπίσει κάποιο σταθμό του μετρό ή
ταξί. «Έμαθες τίποτε ενδιαφέρον;»
«Πολλά και διάφορα», είπε ο Στράικ, που εκείνη τη στιγμή επέστρεφε
χαλαρός, διασχίζοντας το Νάιτινγκεϊλ Γκρόουβ. Παρά τον διάλογο που
είχε με τη νοσοκόμα στο τέλος της συνάντησής τους, είχε μόλις ανάψει
τσιγάρο. Καθώς προχωρούσε κόντρα στο δροσερό αεράκι, ο καπνός
έφευγε μεμιάς από τα χείλη του, κάθε φορά που ανέπνεε. «Εσύ πού
βρίσκεσαι τώρα;»
«Στην οδό Τάουερ Μπριτζ», είπε η Ρόμπιν που συνέχιζε να τρέχει,
αναζητώντας μάταια κάποιο σταθμό του μετρό.
«Μα νόμιζα πως ήταν να παρακολουθήσεις το αφεντικό του Μούτρου
σήμερα το πρωί, λάθος θυμόμουν;»
«Κανονικά για εκεί ήμουν», είπε η Ρόμπιν. Κατά πάσα πιθανότητα, το
καλύτερο ήταν να μάθει αμέσως ο Στράικ τι είχε μόλις συμβεί. «Τον
άφησα προ ολίγου εδώ παρακάτω, στη γέφυρα, με τον Μπάρκλεϊ».
«Κάτσε, όταν λες “με” τον Μπάρκλεϊ…»
«Μπορεί και να συζητάνε τώρα, δεν ξέρω», είπε η Ρόμπιν. Καθώς δεν
μπορούσε να μιλήσει κανονικά τρέχοντας, επιβράδυνε τον ρυθμό της,
προχωρώντας με γοργό βήμα. «Κόρμοραν, ο τύπος έμοιαζε να σκέφτεται
να πηδήξει».
«Από τη Γέφυρα του Πύργου;» ρώτησε ο Στράικ έκπληκτος.
«Γιατί όχι από τη Γέφυρα του Πύργου;» αντέτεινε η Ρόμπιν, όπως
έφτανε στη γωνία και βρισκόταν μπροστά σε μια πολυσύχναστη
διασταύρωση. «Ήταν το πλησιέστερο, προσιτό ψηλό σημείο…»
«Μα το γραφείο του δε βρίσκεται κοντά στη…»
«Κατέβηκε στον σταθμό Μόνιουμεντ ως συνήθως, αλλά δεν πήγε στη
δουλειά. Σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε το κτίριο όπου βρίσκεται το γραφείο
του κι ύστερα έφυγε. Νόμισα πως είχε αποφασίσει να περπατήσει λιγάκι,
να ξεμουδιάσει, όμως τελικά πήγε στη γέφυρα και στάθηκε εκεί,
κοιτάζοντας σαν χαμένος το νερό».
Η Ρόμπιν είχε περάσει σαράντα λεπτά αγχωμένη, παρακολουθώντας το
αφεντικό του Μούτρου να καρφώνει με το βλέμμα του τα νερά του
ποταμού που κυλούσαν από κάτω γκρίζα σαν το τσιμέντο, με τον
χαρτοφύλακά του να κρέμεται άνευρα από το χέρι του, ενώ πίσω του, στη
γέφυρα, περνούσαν ασταμάτητα αυτοκίνητα. Αμφέβαλλε για το κατά
πόσο ο Στράικ θα μπορούσε να φανταστεί πόσο μεγάλη δοκιμασία ήταν
για να νεύρα της εκείνη η αναμονή, μέχρι να έρθει ο Μπάρκλεϊ για να τη
σκαντζάρει.
Εξακολουθούσε να μη βλέπει κανένα σταθμό του μετρό εκεί τριγύρω. Η
Ρόμπιν άρχισε και πάλι να τρέχει.
«Σκέφτηκα να τον πλησιάσω», είπε, «όμως φοβόμουν πως θα τον
τρόμαζα και θα πηδούσε. Το ξέρεις πόσο μεγαλόσωμος είναι, δε θα
μπορούσα να τον συγκρατήσω».
«Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως ετοιμαζόταν να…;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, προσπαθώντας να μην ακουστεί ενθουσιασμένη:
είχε μόλις εντοπίσει το κυκλικό κόκκινο σήμα του λονδρέζικου μετρό
ανάμεσα σε ένα κενό στη ροή των οχημάτων, οπότε άρχισε να τρέχει
προς τα εκεί. «Έδειχνε πραγματικά απελπισμένος».
«Συγγνώμη, τρέχεις τώρα;» ρώτησε ο Στράικ, που πλέον άκουγε τα
πέλματά της να πλαταγίζουν στο έδαφος, παρά το βουητό της κίνησης.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν κι αμέσως μετά, «έχω ραντεβού στον οδοντίατρο
και έχω αργήσει».
Είχε μετανιώσει που δεν είχε σκαρφιστεί κάποιον πειστικό λόγο
νωρίτερα που δε θα μπορούσε να μιλήσει με την Τζάνις Μπίτι, οπότε είχε
καταλήξει σε αυτή τη δικαιολογία, σε περίπτωση που τη ρωτούσε ξανά ο
Στράικ.
«Α», έκανε ο Στράικ. «Μάλιστα».
«Τέλος πάντων», είπε η Ρόμπιν περνώντας ανάμεσα από τους
περαστικούς, «ήρθε ο Μπάρκλεϊ κι ανέλαβε… συμφώνησε πως το
αφεντικό του Μούτρου είχε ύφος ανθρώπου που σκεφτόταν να πηδήξει…
κι είπε…»
Εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να αισθάνεται έναν σφάχτη στα πλευρά της.
«…είπε… πως θα πήγαινε να προσπαθήσει… να του μιλήσει… και τότε
έφυγα. Τουλάχιστον… ο Μπάρκλεϊ είναι αρκετά μεγαλόσωμος… ώστε να
τον εμποδίσει, έτσι κι επιχειρήσει κάτι», ολοκλήρωσε ξέπνοη.
«Αυτό όμως σημαίνει πως ο τύπος θα αναγνωρίσει τον Μπάρκλεϊ, αν
τον ξαναδεί αργότερα», επισήμανε ο Στράικ.
«Εντάξει, ναι, το ξέρω αυτό», είπε η Ρόμπιν επιβραδύνοντας και
περπατώντας ξανά, καθώς κόντευε στα σκαλοπάτια του σταθμού, ενώ
έτριβε τα πονεμένα πλευρά της, «όμως με δεδομένο πως ο άνθρωπος
φαινόταν έτοιμος να αυτοκτονήσει…»
«Δεκτό», είπε ο Στράικ, που είχε κοντοσταθεί στη σκιά του σταθμού
στο Χίδερ Γκριν για να αποτελειώσει το τσιγάρο του. «Απλώς
σκεφτόμουν το πρακτικό σκέλος. Βέβαια, αν σταθούμε τυχεροί, δεν
αποκλείεται να ξεφουρνίσει στον Μπάρκλεϊ τι είναι αυτό με το οποίο τον
εκβιάζει το Μούτρο. Κάποιες φορές, πάνω στην απόγνωσή του, ο
άνθρωπος…»
«Κόρμοραν, πρέπει να σε κλείσω», είπε η Ρόμπιν καθώς είχε φτάσει
στην είσοδο του μετρό. «Θα τα πούμε στο γραφείο, μόλις ξεμπερδέψω με
το ραντεβού μου και θα μου πεις τι είπατε με την Τζάνις».
«Έγινε», είπε ο Στράικ. «Ελπίζω να μην πονέσεις».
«Να πονέσω γιατί…; Α, επειδή πάω στον οδοντίατρο, όχι, ένας έλεγχος
ρουτίνας είναι», είπε η Ρόμπιν.
Ήσουν φοβερά πειστική, Ρόμπιν, σκέφτηκε, θυμωμένη με τον εαυτό της,
έτσι όπως παράχωνε το κινητό στην τσέπη της και κατέβαινε τροχάδην τα
σκαλοπάτια του σταθμού.
Μόλις επιβιβάστηκε στον συρμό, έβγαλε το σακάκι της, γιατί είχε
ιδρώσει από το τρέξιμο και έστρωσε κάπως τα μαλλιά της κοιτάζοντας το
είδωλό της στο λερό μαύρο παράθυρο απέναντί της. Κάτι το αφεντικό του
Μούτρου και η ενδεχόμενη τάση αυτοκτονίας, κάτι το ψέμα που είχε πει
στον Στράικ, η σαθρή δικαιολογία της και οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι της
συνάντησης που επρόκειτο να έχει, την έκαναν να αισθάνεται
νευρικότητα. Είχε προηγηθεί και μία άλλη περίπτωση, πριν από μερικά
χρόνια, όταν η Ρόμπιν είχε επιλέξει να ακολουθήσει κάποια στοιχεία,
κρατώντας την απόφασή της μυστική από τον Στράικ. Αυτό είχε οδηγήσει
τον Στράικ στο να την απολύσει.
Αυτή τη φορά είναι αλλιώς, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της,
όπως απομάκρυνε τις ιδρωμένες τούφες μαλλιών από το μέτωπό της. Δε
θα τον πειράξει, εφόσον αποφέρει καρπούς. Άλλωστε, αυτό θέλει κι
εκείνος.
Είκοσι λεπτά αργότερα αποβιβάστηκε στον σταθμό του μετρό στην οδό
Τότεναμ Κορτ και κατευθύνθηκε γρήγορα, με το σακάκι της κρεμασμένο
στον ώμο, προς την καρδιά του Σόχο.
Χρειάστηκε να πλησιάσει το καφέ Σταρ, όταν είδε την πινακίδα πάνω
από την πόρτα, προκειμένου να συνειδητοποιήσει τη σύμπτωση του
ονόματος. Κι ενώ προσπαθούσε να μη σκέφτεται για αστεροειδείς,
ωροσκόπια ή οιωνούς, η Ρόμπιν πέρασε μέσα στο καφέ, όπου στρογγυλά
ξύλινα τραπέζια έστεκαν πάνω στο κόκκινο τούβλινο πάτωμα. Οι τοίχοι
ήταν διακοσμημένοι με παλιομοδίτικες τσίγκινες πινακίδες, μία από τις
οποίες διαφήμιζε τα ΣΙΓΑΡΕΤΑ ΡΟΜΠΙΝ. Ακριβώς από κάτω,
ενδεχομένως εσκεμμένα, καθόταν ένας ηλικιωμένος άντρας που φορούσε
μαύρο αδιάβροχο μπουφάν, με πρόσωπο ροδαλό από τα σπασμένα αγγεία
και τα πυκνά γκρίζα μαλλιά του περασμένα με μπριγιαντίνη και
χτενισμένα προς τα πίσω, σε στιλ που έμοιαζε να έχει παραμείνει
αναλλοίωτο από τη δεκαετία του ’50. Ένα μπαστούνι ήταν ακουμπισμένο
στον τοίχο δίπλα του. Στην άλλη πλευρά καθόταν μια έφηβη κοπέλα, με
μακριά φωσφοριζέ κίτρινα μαλλιά, η οποία έστελνε κάποιο γραπτό
μήνυμα από το κινητό της και δε σήκωσε το κεφάλι παρά μόνον όταν η
Ρόμπιν είχε πλησιάσει στο τραπέζι τους.
«Ο κύριος Τάκερ;» είπε η Ρόμπιν.
«Ναι», απάντησε ο άντρας με τραχιά φωνή, έτσι που φάνηκαν τα
στραβά καφετιά του δόντια. «Η δεσποινίς Έλακοτ;»
«Ρόμπιν», είπε εκείνη χαμογελώντας, καθώς αντάλλασσαν χειραψία.
«Από εδώ η εγγονή μου, η Λόρεν», είπε ο Τάκερ.
«Γεια», είπε η Λόρεν ξεκολλώντας το βλέμμα της από το κινητό,
προτού επικεντρωθεί και πάλι σε αυτό.
«Πετάγομαι να πάρω έναν καφέ», είπε η Ρόμπιν. «Μήπως θα θέλατε να
σας φέρω κάτι;» είπε απευθυνόμενη σε παππού και εγγονή.
Εκείνοι αρνήθηκαν. Όση ώρα ετοιμαζόταν ο καφές με κρέμα που
ζήτησε η Ρόμπιν, αισθανόταν το βλέμμα του ηλικιωμένου άντρα επάνω
της. Στη διάρκεια της μίας και μοναδικής προηγούμενης επικοινωνίας
τους μέσω τηλεφώνου, ο Μπράιαν Τάκερ είχε μιλήσει επί ένα τέταρτο της
ώρας ακατάπαυστα, σχετικά με την εξαφάνιση της μεγαλύτερης κόρης
του, της Λουίζ, το 1972, καθώς και για τον αγώνα που έδινε έκτοτε
προκειμένου να αποδείξει ότι την είχε δολοφονήσει ο Ντένις Κριντ. Ο Ρόι
Φιπς είχε αποκαλέσει τον Τάκερ «ημιπαράφρονα». Παρότι η Ρόμπιν δε θα
χρησιμοποιούσε μια τόσο βαριά λέξη, βάσει των όσων είχε δει και είχε
ακούσει μέχρι στιγμής, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία πως ο
άνθρωπος αυτός έμοιαζε ολότελα επικεντρωμένος στον Κριντ και στον
αγώνα του να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Όταν επέστρεψε η Ρόμπιν στο τραπέζι των Τάκερ και κάθισε εκεί με τον
καφέ της, η Λόρεν άφησε το κινητό κατά μέρος. Τα μακριά φωσφοριζέ
εξτένσιονς, το τατουάζ του μονόκερου στον πήχη της, οι καταφανώς
ψεύτικες βλεφαρίδες και το φθαρμένο βερνίκι που κάλυπτε τα νύχια της,
όλα έρχονταν σε αντίθεση με το αθώο πρόσωπο και τα λακκάκια στα
μάγουλα, που μετά βίας διακρίνονταν κάτω από το έντονο μακιγιάζ που
είχε επιλέξει.
«Ήρθα να βοηθήσω τον παππού», είπε στη Ρόμπιν. «Τελευταία έχει μια
δυσκολία στην ομιλία».
«Είναι καλή κοπέλα», είπε ο Τάκερ. «Πολύ καλή κοπέλα».
«Λοιπόν, κατ’ αρχάς σας ευχαριστώ πολύ που δεχτήκατε να με
συναντήσετε», είπε η Ρόμπιν απευθυνόμενη και στους δυο τους.
«Ειλικρινά, το εκτιμώ».
Από κοντά η πρησμένη μύτη του Τάκερ έφερνε κάπως σε φράουλα, έτσι
κατάστικτη όπως ήταν με μαύρα στίγματα.
«Όχι, εγώ σας ευχαριστώ, δεσποινίς Έλακοτ», απάντησε εκείνος με την
μπάσα, τραχιά φωνή του. «Νομίζω πως ετούτη τη φορά θα δώσουν την
άδεια για να γίνει αυτό το βήμα, το πιστεύω πραγματικά. Κι όπως σας
είπα και στο τηλέφωνο, αν κάνουν πίσω, είμαι έτοιμος να εισβάλω στο
τηλεοπτικό στούντιο…»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, «ας ελπίσουμε πως δε θα χρειαστεί να
καταφύγουμε σε κάτι τόσο δρασ…»
«…και τους το έχω ήδη ξεκαθαρίσει και τα χρειάστηκαν, μπορώ να πω.
Βέβαια, βοήθησε που κι ο άνθρωπός σας τσίγκλησε το Υπουργείο
Δικαιοσύνης», παραδέχτηκε, παρατηρώντας τη Ρόμπιν με τα μικρά
κοκκινισμένα μάτια του. «Εν τω μεταξύ, έχω αρχίσει να υποψιάζομαι πως
έπρεπε να τους είχα απειλήσει εδώ και χρόνια πως θα πήγαινα στους
δημοσιογράφους. Άκρη δε βγάζεις με αυτούς τους ανθρώπους, που σου
λένε όλο για κανόνες και προϋποθέσεις, σε κάνουν πέρα με τη
γραφειοκρατία και τις απόψεις των δήθεν ειδικών».
«Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολο θα πρέπει να ήταν για εσάς»,
είπε η Ρόμπιν, «όμως δεδομένου του ότι ενδέχεται να έχουμε μια
πιθανότητα να του μιλήσουμε, δε θέλουμε να κάνουμε οτιδήποτε θα
μπορούσε να…»
«Θέλω να αποδοθεί δικαιοσύνη για τη Λουίζ μου, κι ας πεθάνω», είπε ο
Τάκερ. «Στο κάτω κάτω, ας με συλλάβουν. Έτσι, το θέμα μας θα πάρει
ακόμη περισσότερη δημοσιότητα».
«Μα δε θα θέλαμε να…»
«Παππού, η κυρία δε θέλει να κάνεις καμιά σαχλαμάρα», είπε η Λόρεν.
«Δε θέλει να μπλέξεις τα πράγματα».
«Όχι, δεν πρόκειται, δεν πρόκειται», είπε ο Τάκερ. Τα μάτια του ήταν
μικρά, διάστικτα και σχεδόν άχρωμα, με μαβί σακούλιασμα από κάτω.
«Όμως αυτή ίσως να είναι η μοναδική μας ευκαιρία, οπότε πρέπει να γίνει
σωστά και από τον κατάλληλο άνθρωπο».
«Αυτός δε θα έρθει;» ρώτησε η Λόρεν. «Ο Κόρμοραν Στράικ, θέλω να
πω; Ο παππούς είπε πως μπορεί και να ερχόταν».
«Όχι», είπε η Ρόμπιν, και βλέποντας την απογοήτευση στα πρόσωπα
των Τάκερ, έσπευσε να προσθέσει: «Ασχολείται με μιαν άλλη υπόθεση
αυτή τη στιγμή, όμως ό,τι θα λέγατε στον Κόρμοραν, μπορείτε να το
πείτε σ’ εμένα, είμαστε συνετ…»
«Αυτός πρέπει να αναλάβει να μιλήσει στον Κριντ», είπε ο Τάκερ, «όχι
εσείς».
«Το καταλαβ…»
«Όχι, καλή μου, δεν καταλαβαίνεις», είπε ο Τάκερ αποφασιστικά.
«Αφιέρωσα όλη μου τη ζωή σε αυτή την προσπάθεια. Καταλαβαίνω τον
Κριντ καλύτερα απ’ όλους εκείνους τους ηλίθιους που κάθισαν κι
έγραψαν βιβλία γι’ αυτόν. Τον έχω μελετήσει. Εδώ και χρόνια είναι
αποκομμένος από καθετί που θα τον έφερνε στο προσκήνιο. Το αφεντικό
σου είναι διάσημος άνθρωπος. Ο Κριντ θα θέλει να τον συναντήσει. Ο
Κριντ θα νομίζει πως είναι εξυπνότερος, αυτό είναι σίγουρο. Θα θέλει να
νικήσει το αφεντικό σου, να βγει αυτός από πάνω, όμως ο πειρασμός να
δει ξανά το όνομά του στις εφημερίδες… Πάντοτε από τη δημοσιότητα
τρεφόταν. Νομίζω πως θα είναι έτοιμος να μιλήσει, εφόσον το αφεντικό
σου καταφέρει να τον κάνει να πιστέψει πως αξίζει τον κόπο… είναι
εντάξει άνθρωπος το αφεντικό σου, ναι;»
Σχεδόν υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, η Ρόμπιν θα είχε απαντήσει:
«Για την ακρίβεια, συνεταίρος μου είναι», σήμερα όμως, καθώς
καταλάβαινε το νόημα της ερώτησης, είπε:
«Ναι, είναι εντάξει».
«Μπράβο, κι εμένα έτσι μου φάνηκε, εντάξει», είπε ο Μπράιαν Τάκερ.
«Όταν επικοινώνησες, πήγα στο διαδίκτυο, έψαξα τα πάντα. Είναι
εντυπωσιακά όλα αυτά που έχει κάνει. Δε δίνει συνεντεύξεις όμως,
σωστά;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν.
«Μου αρέσει αυτό», είπε ο Τάκερ γνέφοντας καταφατικά. «Ασχολείται
με αυτή τη δουλειά για τους σωστούς λόγους. Πάντως, το όνομά του έχει
ακουστεί πλέον, κι αυτό θα κινήσει το ενδιαφέρον του Κριντ, όπως και το
γεγονός πως το αφεντικό σου έχει έρθει σε επαφή με διάσημους
ανθρώπους. Στον Κριντ αρέσουν όλα αυτά. Το έχω πει στο Υπουργείο
Δικαιοσύνης και το έχω πει στον άνθρωπό σας, θέλω να αναλάβει ο
Στράικ να του μιλήσει, δε θέλω να πάνε εκεί πέρα τίποτε αστυνομικοί.
Αυτοί είχαν την ευκαιρία τους και ξέρουμε όλοι πώς κατέληξε. Επίσης,
τέρμα οι κερατάδες οι ψυχίατροι, που νομίζουν πως είναι τόσο έξυπνοι
και δεν μπορούν καν να συμφωνήσουν αν το κάθαρμα έχει τα λογικά του
ή όχι.
»Εγώ τον ξέρω τον Κριντ. Τον καταλαβαίνω. Έφαγα όλη μου τη ζωή
μελετώντας την ψυχολογία του. Ήμουν παρών κάθε μέρα στο δικαστήριο,
στη διάρκεια της δίκης του. Δεν τον ρώτησα για τη Λου στο δικαστήριο,
όχι ανοιχτά, όμως εκείνος με κοίταξε στα μάτια κάμποσες φορές. Λογικά,
με είχε αναγνωρίσει, ήξερε ποιος ήμουν, γιατί η Λου ήταν φτυστή μ’
εμένα.
»Όταν τον ρώτησαν στο δικαστήριο για τα κοσμήματα… ξέρεις για το
μενταγιόν, το μενταγιόν της Λου;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν.
«Το αγόρασε δυο-τρεις μέρες πριν εξαφανιστεί. Το έδειξε στην αδελφή
της, τη Λιζ, τη μητέρα της Λόρεν… καλά δε λέω;» είπε απευθυνόμενος
στην εγγονή του, που έγνεψε καταφατικά. «Μια πεταλούδα κρεμαστή σε
μία αλυσίδα, μη φανταστείς τίποτε ακριβό, κι επειδή ήταν μαζικής
παραγωγής, η αστυνομία είπε πως θα μπορούσε να ήταν οποιασδήποτε
άλλης. Η Λιζ θυμόταν το μενταγιόν αλλιώς –γι’ αυτό και μπερδεύτηκε η
αστυνομία, στην αρχή δεν ήταν σίγουρη η μικρή ότι ήταν της αδελφής
της– όμως παραδέχτηκε πως το είδε για πολύ λίγο. Κι όταν ανέφεραν τα
κοσμήματα, ο Κριντ γύρισε και με κοίταξε ίσια στα μάτια. Ήξερε ποιος
ήμουν. Η Λου ήταν φτυστή μ’ εμένα», επανέλαβε ο Τάκερ. «Ξέρεις τι
δικαιολογία είπε, που είχε ένα σωρό κοσμήματα χωμένα κάτω από τις
σανίδες του πατώματος;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, «είπε πως τα είχε αγοράσει επειδή του άρεσε να
κυκλοφορεί ντυμένος…»
«Είπε πως τ’ αγόρασε», συνέχισε ο Τάκερ διακόπτοντας τη Ρόμπιν, «για
να μασκαρεύεται».
«Κύριε Τάκερ, στο τηλέφωνο αναφέρατε…»
«Η Λου το βούτηξε από εκείνο το μαγαζί που πήγαιναν κάθε τόσο, να
δεις πώς το έλεγαν…»
«Biba», είπε η Λόρεν.
«Biba», επανέλαβε ο Τάκερ. «Δύο μέρες προτού εξαφανιστεί, έκανε
κοπάνα από το σχολείο κι εκείνο το βράδυ έδειξε στη μαμά της Λόρεν, τη
Λιζ, τι είχε κλέψει. Ήταν ατίθαση η Λου. Δεν τα πήγαινε καλά με τη
δεύτερη σύζυγό μου. Η μαμά των κοριτσιών είχε πεθάνει, όταν η Λου
ήταν δέκα χρονών. Η Λου επηρεάστηκε το πιο πολύ, χειρότερα από τις
άλλες δύο. Ποτέ της δε συμπάθησε τη δεύτερη γυναίκα μου».
Όλα αυτά τα είχε ήδη πει στη Ρόμπιν στο τηλέφωνο, εκείνη όμως
έγνεφε με κατανόηση καθώς τον άκουγε.
«Η γυναίκα μου αρπάχτηκε με τη Λου το πρωί, μια μέρα προτού
εξαφανιστεί, οπότε η Λου έκανε πάλι κοπάνα. Χαμπάρι δεν πήραμε,
ώσπου δε γύρισε στο σπίτι εκείνο το βράδυ. Τηλεφωνήσαμε σε όλες τις
φιλενάδες της, καμιά τους δεν την είχε δει, οπότε πήραμε την αστυνομία.
Αργότερα μάθαμε πως μια φίλη της είχε πει ψέματα. Είχε μπάσει στα
κρυφά τη Λου στο σπίτι, χωρίς να το πει στους γονείς της.
»Τη Λου την είδανε τρεις φορές την επόμενη ημέρα, φορούσε ακόμη τη
στολή του σχολείου. Η τελευταία φορά ήταν έξω από ένα πλυντήριο,
στην Κέντις Τάουν. Ζήτησε από έναν τύπο φωτιά. Το ξέραμε πως είχε
αρχίσει να καπνίζει. Αυτός ήταν ως ένα σημείο κι ο λόγος που είχε
αρπαχτεί με τη γυναίκα μου.
»Ο Κριντ άρπαξε και τη Βέρα Κένι από την Κέντις Τάουν», είπε ο
Τάκερ με βραχνή φωνή. «Το 1970 έγινε αυτό, αμέσως μετά που είχε
μετακομίσει σ’ εκείνο το σπίτι δίπλα στο Πάρανταϊς Παρκ. Η Βέρα ήταν
η πρώτη γυναίκα που κατέβασε σ’ εκείνο το υπόγειο. Τις αλυσόδενε,
ξέρεις, και τις κρατούσε ζωντανές, ώσπου να…»
«Παππού», είπε παρακλητικά η Λόρεν, «σταμάτα».
«Ναι», μουρμούρισε ο Τάκερ σκύβοντας το κεφάλι του, «με συγχωρείς,
καρδούλα μου».
«Κύριε Τάκερ», είπε η Ρόμπιν αρπάζοντας την ευκαιρία, «στο τηλέφωνο
είπατε ότι έχετε πληροφορίες σχετικά με τη Μάργκοτ Μπάμπορο που δε
γνωρίζει κανείς άλλος».
«Ναι», είπε ο Τάκερ ψαχουλεύοντας στο μπουφάν του, από όπου έβγαλε
ένα μάτσο διπλωμένα χαρτιά, τα οποία ξεδίπλωσε με τρεμάμενα χέρια.
«Αυτό εδώ, το πρώτο, το πήρα από έναν δεσμοφύλακα στο Γουέικφιλντ,
το ’79. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 γυρόφερνα εκεί κάθε
Σαββατοκύριακο, τους έβλεπα την ώρα που σχολούσαν από τη δουλειά.
Έμαθα τις τους άρεσε να πίνουν, τα πάντα.
»Τέλος πάντων, με τον συγκεκριμένο δεσμοφύλακα, δε θα πω το όνομά
του, γίναμε φιλαράκια. Ο Κριντ ήταν στην πτέρυγα υψίστης ασφαλείας,
σε κελί μόνος του, γιατί όλα τα άλλα καθάρματα εκεί μέσα ήθελαν να τον
φάνε. Μάλιστα, ένας από αυτούς κόντεψε να βγάλει το μάτι του Κριντ το
’82, έκλεψε ένα κουτάλι από το εστιατόριο κι ακόνισε τη λαβή στο κελί
του, έτσι που την έκανε σουβλί. Δοκίμασε να το καρφώσει στο μάτι του
Κριντ. Παραλίγο αστόχησε, γιατί ο Κριντ έσκυψε. Ο φίλος μου είπε πως
άρχισε να τσιρίζει σαν κοριτσάκι», είπε ο Τάκερ με φανερή ικανοποίηση.
«Τέλος πάντων, εγώ το είπα του φίλου μου, είπα, οτιδήποτε μπορέσεις
να μάθεις, οτιδήποτε μπορείς να μου πεις. Πράγματα που έλεγε ο Κριντ,
σπόντες που πετούσε, καταλαβαίνεις. Τον πλήρωνα, βέβαια. Κι αυτός
κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του, έτσι και το μάθανε κανείς. Κάποια
στιγμή ο φίλος μου βρήκε αυτό εδώ, το έβγαλε λαθραία και μου το
έδωσε. Δε γινόταν να παραδεχτώ ότι το είχα, γιατί έτσι θα μπλέκαμε
άσχημα και οι δυο μας, όμως τηλεφώνησα στον άντρα της Μάργκοτ
Μπάμπορο, να δεις πώς τον λέγανε…»
«Ρόι Φιπς».
«Ρόι Φιπς, μπράβο. Του είπα: “Έχω εδώ κάτι που έγραψε ο Κριντ και
σίγουρα θα θες να το δεις. Αποδεικνύει πως αυτός σκότωσε τη γυναίκα
σου”».
Ένα περιφρονητικό χαμόγελο αποκάλυψε και πάλι τα καφετιά δόντια
του Τάκερ.
«Εκείνος όμως δεν ήθελε να ξέρει», είπε ο Τάκερ. «Ο Φιπς νόμιζε πως
ήμουν ζουρλός. Έναν χρόνο μετά που του τηλεφώνησα, διάβασα στην
εφημερίδα πως είχε παντρευτεί την νταντά. Καταπώς φαίνεται, ο Κριντ
μια χαρά βόλεψε τον γιατρουδάκο».
«Παππού!» αναφώνησε η Λόρεν σοκαρισμένη.
«Καλά, καλά», μουρμούρισε ο Τάκερ. «Εγώ μια φορά ποτέ δεν τον
συμπάθησα τον τύπο. Θα μπορούσε να μας είχε βοηθήσει πολύ, αν ήθελε.
Κοτζάμ γιατρός, επιμελητής σε νοσοκομείο, έναν τέτοιον άνθρωπο θα τον
είχε ακούσει ο υπουργός Εσωτερικών. Θα μπορούσαμε κι εμείς να
συνεχίσουμε να τους πιέζουμε, αν μας είχε βοηθήσει, εκείνος όμως δεν
ήθελε, κι όταν διάβασα πως είχε στεφανωθεί την νταντά, σκέφτηκα, τώρα
μάλιστα, έτσι εξηγούνται όλα».
«Μήπως θα μπορούσα…;» άρχισε να λέει η Ρόμπιν, γνέφοντας με
νόημα προς το χαρτί που εξακολουθούσε να κρατά ο Τάκερ κολλημένο
πάνω στο τραπέζι, εκείνος όμως δεν έδωσε την παραμικρή σημασία.
«Οπότε, χρόνια ολόκληρα είχαμε απομείνει μονάχα εγώ κι ο Τζέρι»,
είπε ο Τάκερ. «Ο Τζέρι Γούλφσον, ο αδελφός της Κάρα. Ξέρεις ποια
λέω;» ρώτησε κοφτά τη Ρόμπιν.
«Ναι, τη σερβιτόρα σε νυχτερινό κέντρο…»
«Σερβιτόρα σε νυχτερινό κέντρο, πουτάνα στα ρεπό της κι από πάνω
πρεζόνι. Ο Τζέρι δεν έτρεφε αυταπάτες, δεν ήταν αφελής, όμως και πάλι
αδελφή του ήταν. Εκείνη τον είχε μεγαλώσει, μετά που τους παράτησε η
μάνα του. Η Κάρα ήταν η μόνη του οικογένεια.
»Το Φεβρουάριο του 1973, τρεις μήνες μετά τη Λου μου, η Κάρα επίσης
εξαφανίστηκε. Έφυγε από το μαγαζί που δούλευε στο Σόχο ξημερώματα.
Την ίδια ώρα έφυγε και μια άλλη κοπέλα. Μάλιστα, εδώ παρακάτω ήταν
το μαγαζί», είπε ο Τάκερ δείχνοντας κάπου έξω από την πόρτα. «Οι δυο
κοπέλες τραβάνε σε αντίθετες κατευθύνσεις στον ίδιο δρόμο. Η φιλενάδα
κοιτάει προς τα πίσω και βλέπει την Κάρα να γέρνει και να μιλάει στον
οδηγό ενός ημιφορτηγού, στο τέρμα του δρόμου. Η φιλενάδα υπέθεσε
πως η Κάρα ήξερε τον οδηγό. Γυρνάει και φεύγει. Αυτή ήταν κι η
τελευταία φορά που είδε άνθρωπος την Κάρα.
»Ο Τζέρι έπιασε ύστερα και μίλησε με όλες τις φιλενάδες της Κάρα στο
μαγαζί, όμως καμιά τους δεν ήξερε κάτι. Κυκλοφορούσε και μια φήμη
στην πιάτσα, μετά που εξαφανίστηκε η Κάρα, πως ήτανε καρφί της
αστυνομίας. Εκείνο το μαγαζί το έτρεχαν κάτι μούτρα, υπόκοσμος. Μια
χαρά τούς βόλευε να λένε πως η άλλη ήταν καρφί, ε; Έτσι, τρόμαζαν και
τις υπόλοιπες κοπέλες, να το ράψουν σταυροβελονιά, αν είχε τύχει να
δουν ή να ακούσουν τίποτε περίεργο εκεί.
»Όμως ο Τζέρι δεν πίστεψε ποτέ του πως η Κάρα ήταν καρφί. Από την
πρώτη στιγμή το μυαλό του πήγε στον Χασάπη του Έσεξ… σ’ εκείνο το
φορτηγάκι, ήταν φως-φανάρι τι είχε συμβεί. Οπότε συμμαχήσαμε.
»Προσπάθησε να εξασφαλίσει άδεια για να επισκεφτεί τον Κριντ όπως
κι εγώ, όμως οι Αρχές δε μας άφηναν. Τελικά, ο Τζέρι τα παράτησε. Το
έριξε στο ποτό, κι αυτό ήταν το τέλος του. Άμα συμβεί τέτοιο πράγμα σε
άνθρωπο που αγαπάς, σε σημαδεύει. Δε γίνεται να το διώξεις από πάνω
σου. Κι είναι τόσο το βάρος, που κάποιους ανθρώπους τούς πλακώνει.
»Ο γάμος μου διαλύθηκε. Οι άλλες δύο κόρες μου έκαναν χρόνια να
μου μιλήσουν. Ήθελαν να σταματήσω να ασχολούμαι με τη Λου, να
πάψω να μιλάω για τον Κριντ, να καμώνομαι πως δεν είχε συμβεί
τίποτε…»
«Γίνεσαι άδικος τώρα, παππού», είπε η Λόρεν αυστηρά.
«Καλά, εντάξει», μουρμούρισε ο Τάκερ. «Εντάξει, το παραδέχομαι, η
μαμά της Λόρεν τον τελευταίο καιρό έχει αλλάξει στάση. Εγώ το είπα της
Λιζ: “Σκέψου όλο τον χρόνο που θα έπρεπε να είχα περάσει με τη Λου
όπως έκανα μ’ εσένα και τη Λίσα. Κάνε τον λογαριασμό. Οικογενειακά
γεύματα και διακοπές. Να τη βοηθάω με τα μαθήματά της. Να της λέω να
καθαρίσει το δωμάτιό της. Να τσακώνομαι…” Τι να λέμε, έκανε κι εκείνη
τα δικά της. Να είμαι εκεί στην αποφοίτηση, θα αποφοιτούσε, λέω, γιατί
ήταν έξυπνη κοπέλα η Λου, κι ας είχε μπλεξίματα με το σχολείο, με όλες
εκείνες τις κοπάνες που έκανε. Είπα στη Λιζ: “Δεν αξιώθηκα να τη
συνοδέψω στην εκκλησία, έτσι δεν είναι; Ούτε να την επισκεφτώ στο
νοσοκομείο, όταν γεννήθηκαν τα παιδιά της. Κάτσε και λογάριασε όλο
τον χρόνο που θα της είχα αφιερώσει, αν είχε ζήσει…”»
Ο Τάκερ κόμπιασε. Η Λόρεν ακούμπησε τη στρουμπουλή παλάμη της
πάνω στο χέρι του παππού της, που είχε πρησμένες μαβιές αρθρώσεις.
«…λογάριασε όλο εκείνο τον χρόνο που θα περνάγαμε μαζί», είπε με
σπαστή φωνή ο Τάκερ, με μάτια θολά από τα δάκρυα, «κι αυτός είναι ο
χρόνος που της χρωστάω, για να μάθω τι πραγματικά της συνέβη. Δεν
κάνω κάτι περισσότερο. Της αφιερώνω αυτό που της χρωστάω».
Η Ρόμπιν ένιωσε και τα δικά της μάτια να βουρκώνουν.
«Λυπάμαι πάρα πολύ», είπε σιγανά.
«Ναι, τι να κάνεις», είπε ο Τάκερ σκουπίζοντας τα μάτια και τη μύτη
του άτσαλα πάνω στο μανίκι του μπουφάν του. Έπειτα έπιασε το πρώτο
χαρτί και το πρότεινε απότομα στη Ρόμπιν. «Ορίστε. Εδώ θα δεις με τι
έχεις να κάνεις».
Η Ρόμπιν πήρε το χαρτί, πάνω στο οποίο ήταν γραμμένες δυο σύντομες
παράγραφοι, με καθαρό, ελαφρώς λοξό γραφικό χαρακτήρα, κάθε γράμμα
ξεχωριστό και διακριτό, κι άρχισε να διαβάζει.
Προσπαθεί να ελέγξει μέσα από τις λέξεις και καμιά φορά με την
κολακεία. Μου λέει πόσο έξυπνος είμαι, κι ύστερα μιλάει για
«θεραπεία». Η στρατηγική είναι γελοιωδώς προφανής. Τα
«προσόντα» και η «εκπαίδευσή» της είναι, συγκρινόμενα με τη δική
μου αυτογνωσία, τη δική μου ενσυναίσθηση, το τρέμουλο ενός
μουλιασμένου σπίρτου δίπλα στο φως του ήλιου.
Υπόσχεται πως θα με βγάλει τρελό, πράγμα που θα σημάνει ηπιό­-
τερη αντιμετώπιση για μένα. Αυτά μου τα λέει ανάμεσα στα
ουρλιαχτά της, καθώς μαστιγώνω το πρόσωπο και τα στήθια της.
Όπως αιμορραγεί, με ικετεύει να καταλάβω πως θα μπορούσε να
μου φανεί χρήσιμη. Πως θα κατέθετε υπέρ μου. Ο εγωισμός της και
η δίψα της για κυριαρχία έχουν υποδαυλιστεί από την κοινωνική
αποδοχή που κέρδισε λόγω της θέσης της «γιατρού». Ακόμη κι
αλυσοδεμένη πιστεύει πως είναι ανώτερη. Η πεποίθηση αυτή θα
καταρριφθεί.
«Βλέπεις;» είπε ο Τάκερ με έναν αγριεμένο ψίθυρο. «Είχε τη Μάργκοτ
Μπάμπορο αλυσοδεμένη στο υπόγειό του. Απολαμβάνει να γράφει για
εκείνες τις στιγμές, να τις ξαναζεί. Όμως οι ψυχίατροι δε θεώρησαν πως
αυτό αποτελούσε ομολογία, έλεγαν πως ο Κριντ έγραφε όλα αυτά τα
πράγματα επειδή ήθελε να τραβήξει περισσότερο την προσοχή πάνω του.
Έλεγαν πως ήταν όλα ένα παιχνίδι, μια προσπάθεια να εξασφαλίσει
περισσότερες καταθέσεις, γιατί του άρεσε να κοντράρει το μυαλό του με
την αστυνομία, να διαβάζει για τον εαυτό του στις εφημερίδες, να βλέπει
το πρόσωπό του στις ειδήσεις. Έλεγαν πως ήταν μια φαντασίωση όλο
αυτό και πως το να της δώσουμε βάση ήταν αυτό ακριβώς που επιδίωκε ο
Κριντ, γιατί η κουβέντα για όλο αυτό θα τον έφτιαχνε».
«Αηδία», μουρμούρισε η Λόρεν.
«Ο φίλος μου ο δεσμοφύλακας όμως –γιατί, ξέρεις, ήτανε τρεις οι
γυναίκες που έλεγαν πως είχε φάει ο Κριντ και τα πτώματά τους δε
βρέθηκαν ποτέ: η Λου μου, η Κάρα Γούλφσον και η Μάργκοτ
Μπάμπορο– ο φίλος μου λοιπόν το είπε, αυτό που του άρεσε πάνω απ’
όλα ήταν να τον ρωτάνε για τη γιατρίνα. Στον Κριντ αρέσουν οι άνθρωποι
που έχουν ένα όνομα, βλέπεις. Νομίζει πως θα μπορούσε να είχε γίνει
πρόεδρος κάποιας πολυεθνικής, καθηγητής ή δεν ξέρω τι, αν δεν το είχε
γυρίσει στους φόνους. Όλα αυτά μου τα είπε ο φίλος μου. Είπε πως ο
Κριντ σε αυτό το επίπεδο θεωρεί πως βρίσκεται, ξέρεις, απλώς σε
διαφορετικό τομέα».
Η Ρόμπιν δεν έκανε κάποιο σχόλιο. Δεν ήταν εύκολο να ξεπεράσει την
εντύπωση που της είχαν προκαλέσει όσα είχε διαβάσει. Η Μάργκοτ
Μπάμπορο είχε πάψει να είναι απλώς ένα όνομα για τη Ρόμπιν, ήταν μια
πραγματική γυναίκα και είχε μόλις αναγκαστεί να τη φανταστεί,
κακοποιημένη και ματωμένη, να πασχίζει να πείσει έναν ψυχοπαθή να της
χαρίσει τη ζωή.
«Ο Κριντ μεταφέρθηκε στο Μπέλμαρς το ’83», συνέχισε ο Τάκερ,
χτυπώντας ελαφρά την παλάμη του πάνω στα χαρτιά που εξακολουθούσε
να έχει μπροστά του, οπότε η Ρόμπιν προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα
όσα της έλεγε, «κι άρχισαν να του δίνουν φάρμακα, ώστε να μην του…
καταλαβαίνεις, να μην μπορεί να έχει…
»Και τότε ήταν που πήρα άδεια να του γράψω και να μου απαντήσει κι
εκείνος. Από τον καιρό που καταδικάστηκε, πίεζα τις Αρχές να μου
επιτρέψουν να του θέσω ερωτήσεις και να τον αφήσουν να απαντήσει.
Τελικά υποχώρησαν. Χρειάστηκε να ορκιστώ πως δε θα δημοσιοποιούσα
ποτέ αυτά που θα μου έγραφε, ούτε θα έδινα το γράμμα σε τίποτε
δημοσιογράφους, όμως είμαι ο μοναδικός από τις οικογένειες των
θυμάτων που του επιτράπηκε να έχει απευθείας επικοινωνία με… να,
εδώ», είπε γυρνώντας τις δύο επόμενες σελίδες προς τη Ρόμπιν. «Αυτή
είναι η απάντηση που πήρα».
Το γράμμα ήταν γραμμένο πάνω σε χαρτί αλληλογραφίας της φυλακής.
Δεν υπήρχε καμία προσφώνηση, του τύπου «Αγαπητέ κύριε Τάκερ».
Ήταν πριν από τρεις εβδομάδες όταν έλαβα το γράμμα σας, όμως
με έκλεισαν στην απομόνωση λίγο μετά και δεν είχα χαρτί και
μολύβι, οπότε δεν μπορούσα να απαντήσω. Κανονικά, δεν
επιτρέπεται να απαντάω σε ερωτήσεις σαν τις δικές σας, όμως
φαντάζομαι πως η επιμονή σας έκαμψε τις αντιστάσεις των Αρχών.
Όσο απίθανο κι αν ακούγεται, σας θαυμάζω γι’ αυτό, κύριε Τάκερ.
Ρητά σας λέω πως η επιμονή, κόντρα στις αντιξοότητες, είναι ένα
από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά μου. Ήμουν πάντοτε έτσι.
Στη διάρκεια των τριών εβδομάδων υποχρεωτικής μοναξιάς,
αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσα να σας εξηγήσω πράγματα που
ούτε ένας στους δέκα χιλιάδες δε θα είχε κάποια ελπίδα να
καταλάβει. Όμως, παρότι σίγουρα νομίζετε πως θα θυμάμαι τα
ονόματα, τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες των διαφόρων
«θυμάτων» μου, η μνήμη μου το μόνο που μου φανερώνει είναι το
τέρας με τα πολλαπλά άκρα και τα πολλαπλά στήθια με το οποίο
χαριεντιζόμουν, ένα πλάσμα βρομερό που έδινε φωνή στον πόνο
και στη δυστυχία. Ύστερα, το τέρας μου δεν ήταν καμιά σπουδαία
συντροφιά, αν και είχε ένα ενδια­φέρον ο τρόπος που χτυπιόταν.
Συνολικά, κι αφού είχαν προηγηθεί αρκετά ερεθίσματα, ήταν ικανό
να εξυψωθεί στα επίπεδα της έκστασης του πόνου, οπότε
καταλάβαινε πως ήταν ζωντανό και τότε έστεκε τρέμοντας στο
χείλος της αβύσσου, εκλιπαρώντας, ουρλιάζοντας, ικετεύοντας για
έλεος.
Τώρα, πόσες φορές πέθανε το τέρας για να ζωντανέψει και πάλι;
Όσες και να ήταν, ήταν πολύ λίγες για να μου φτάσουν. Το
πρόσωπο και η φωνή του μπορεί να μεταλλάσσονταν, όμως οι
αντιδράσεις του ήταν πάντοτε οι ίδιες. Εν τω μεταξύ, ο Ρίτσαρντ
Μέρινταν, ο παλιός μου ψυχίατρος, απέδωσε σε αυτό που με
καταλάμβανε διάφορα ονόματα, όμως η αλήθεια είναι πως ήμουν
παραδομένος σε μια θεϊκή μανία.
Λοιπόν, κάποιοι συνάδελφοι του Μέρινταν αμφισβήτησαν το
συμπέρασμά του ότι έχω σώας τας φρένας. Ο δικαστής, δυστυχώς,
απέρριψε τις γνωματεύσεις τους. Συμπερασματικά: μπορεί να
σκότωσα την κόρη σας μπορεί και όχι. Είτε το έκανα παραδομένος
σε κάποια τρέλα που εξακολουθεί να θολώνει τη μνήμη μου, και την
οποία κάποιος ικανότερος γιατρός δεν αποκλείεται να κατορθώσει
να διαπεράσει, είτε δεν τη συνάντησα ποτέ, κι η μικρούλα Λουίζ
βρίσκεται ακόμη κάπου εκεί έξω, γελώντας με τις προσπάθειες του
μπαμπάκα της να την εντοπίσει ή, ίσως, βιώνοντας μια διαφορετική
κόλαση από εκείνη στην οποία ζούσε το δικό μου τέρας.
Σίγουρα δε χωράει αμφιβολία ότι η επιπλέον ψυχιατρική
υποστήριξη που διατίθεται στο Μπρόουντμουρ θα με βοηθούσε να
ανακτήσω όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της μνήμης μου. Κι
όμως, για τους δικούς τους, ακατανόητους λόγους, οι Αρχές
προτιμούν να με κρατούν εδώ, στο Μπέλμαρς. Όταν, για
παράδειγμα, σήμερα το πρωί δέχτηκα απειλές κάτω από τη μύτη
των φυλάκων. Άσχετα από το προφανές δεδομένο πως αποκτά ένα
κάποιο κύρος όποιος μου επιτίθεται, βρίσκομαι εκτεθειμένος
καθημερινά σε εκφοβισμούς και σωματικούς κινδύνους. Υπάρχει
άνθρωπος που περιμένει στα σοβαρά πως θα μπορέσω να
ανακτήσω σε επαρκή βαθμό την ψυχική μου υγεία, υπό τέτοιες
συνθήκες, ώστε να συνδράμω περαιτέρω την αστυνομία; Ζούμε
ένα μυστήριο.
Είναι προφανές πως οι εξαιρετικοί άνθρωποι θα έπρεπε να
μελετώνται μονάχα από εκείνους που είναι ικανοί να τους
εκτιμήσουν. Κρίμα, γιατί η στοιχειωδέστατη ανάλυση στην οποία
έχω μέχρι στιγμής υποβληθεί, το μόνο που κατορθώνει είναι να
εδραιώνει την αδυναμία μου να θυμηθώ τι ακριβώς έχω κάνει. Αν
θέλετε, κύριε Τάκερ, ίσως μπορέσετε να με βοηθήσετε. Ιδίως αν
αναλογιστούμε ότι, μέχρι να βρεθώ σε ένα νοσοκομειακό
περιβάλλον όπου θα είμαι σε θέση να λάβω τη βοήθεια που
χρειάζομαι, τι είδους κίνητρο έχω να σκαλίσω την
κατακερματισμένη μνήμη μου, αναζητώντας λεπτομέρειες που θα
μπορούσαν να σας βοηθήσουν να ανακαλύψετε τι συνέβη στην
κόρη σας; Ζήτημα ασφάλειας είναι, καθώς η ζωή μου τίθεται σε
κίνδυνο σε καθημερινή βάση. Η επιδείνωση της πνευματικής μου
κατάστασης είναι διαρκής.
Το αντιλαμβάνομαι πως θα απογοητευτείτε, διαπιστώνοντας πως
δεν έχετε λάβει σαφή απάντηση για το τι συνέβη στη Λουίζ. Όμως
να είστε βέβαιος πως, όταν δε με κυριεύει η μανία, δε στερούμαι
συμπάθειας για τον συνάνθρωπό μου. Υπάρχει πλήθος
αυστηρότατων επικριτών μου, που και πάλι αναγνωρίζουν πως
στην πραγματικότητα καταλαβαίνω τους άλλους πολύ ευκολότερα
απ’ ό,τι με καταλαβαίνουν εκείνοι! Σας διαβεβαιώ, για παράδειγμα,
ότι μπορώ να συναισθανθώ το τι θα σήμαινε για εσάς να
ανακτήσετε τη σορό της Λουίζ και να της προσφέρετε την ταφή που
τόσο βαθιά επιθυμείτε. Εν τω μεταξύ, τα λιγοστά αποθέματα
ανθρώπινης κατανόησης που διαθέτω εξαντλούνται με ταχύτατους
ρυθμούς εξαιτίας των συνθηκών στις οποίες διαβιώ πλέον. Το
διάστημα της ανάρρωσης από την τελευταία επίθεση σε βάρος
μου, η οποία κόντεψε να μου στοιχίσει ένα μάτι, καθυστέρησε
εξαιτίας της άρνησης των Αρχών να μου επιτρέψουν να νοσηλευτώ
σε πολιτικό νοσοκομείο. Η κοινή γνώμη φαίνεται να θεωρεί πως
«Οι σατανικοί άνθρωποι παραιτούνται του δικαιώματος σε δίκαιη
αντιμετώπιση!» Μα το ζήτημα εδώ είναι πως η βαναυσότητα γεννά
βαναυσότητα. Ακόμη και οι πλέον βραδύνοες ψυχίατροι αυτό
τουλάχιστον είναι σε θέση να το καταλάβουν.
Να διαθέτετε, άραγε, φιλεύσπλαχνη ψυχή, κύριε Τάκερ; Αν ναι, το
πρώτο γράμμα που θα συντάξετε, εφόσον κρίνετε πως το αξίζει η
απάντησή μου, θα απευθύνεται στις Αρχές. Το λογικό θα ήταν να
τους ζητήσετε να περάσω το υπόλοιπο της ποινής μου στο
Μπρόουντμουρ. Η απείθαρχη μνήμη μου φαίνεται πως εξακολουθεί
να κρύβει ορισμένα μυστικά. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ας
ελπίσουμε πως θα μπορέσουν, επιτέλους, να ανασυρθούν επιδέξια
στην επιφάνεια.
Ειλικρινά δικός σας,
Ντένις
Η Ρόμπιν ολοκλήρωσε την ανάγνωση και σήκωσε το κεφάλι.
«Δεν κατάλαβες τι γράφει, ε;» είπε ο Τάκερ με μιαν αλλόκοτα
πεινασμένη έκφραση. «Βέβαια, πού να καταλάβεις. Δεν είναι προφανές.
Ούτε κι εγώ το είχα καταλάβει στην αρχή. Ούτε κι οι υπεύθυνοι των
φυλακών. Δεν ευκαιρούσαν, βλέπεις, ήταν πολύ απασχολημένοι με το να
μου ξεκαθαρίζουν πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τον μεταφέρουν
στο Μπρόουντμουρ, επομένως δε χρειαζόταν να μπω στον κόπο να τους
το ζητήσω».
Βάλθηκε να χτυπά ρυθμικά την τελευταία παράγραφο του γράμματος,
με το κιτρινισμένο νύχι του δείκτη του.
«Το κλειδί βρίσκεται εδώ. Στο τέλος. Πρώτο γράμμα. Η απάντησή μου.
Για πιάστε το πρώτο γράμμα κάθε πρότασης, να δείτε αν βγάζετε κάποιο
νόημα».
Η Ρόμπιν έκανε αυτό που της υπέδειξε ο Τάκερ.
«Η-Κ-Ο-Ρ-Η-Σ-Ο-Υ-Σ-Τ-Ο-Τ-Ε-Λ-Ο-Σ…» άρχισε να διαβάζει στους
άλλους δύο η Ρόμπιν ώσπου, τρέμοντας το πού θα κατέληγε το μήνυμα,
σώπασε, μέχρι που έφτασε στην τελευταία πρόταση, οπότε της φάνηκε
πως το γάλα που περιείχε ο καφές της ξίνισε στο στόμα της και
μουρμούρισε: «Θεέ μου».
«Τι λέει;» ρώτησε η Λόρεν, που έσμιξε τα φρύδια και τεντώθηκε για να
δει.
«Άσε, δεν είναι για σένα αυτά», είπε κοφτά ο Τάκερ, οπότε πήρε πίσω
το γράμμα. «Ορίστε λοιπόν», είπε στη Ρόμπιν διπλώνοντας τα χαρτιά και
παραχώνοντάς τα ξανά στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. «Τώρα
καταλαβαίνεις τι άνθρωπος είναι. Αυτός σκότωσε τη Λου, αυτός σκότωσε
και τη γιατρίνα σου, και καμαρώνει».
Πριν προλάβει να πει το παραμικρό η Ρόμπιν, ο Τάκερ γύρισε μια
ακόμη σελίδα προς το μέρος της, κι εκεί η Ρόμπιν είδε έναν
φωτοτυπημένο χάρτη του Ίσλινγκτον, με έναν κύκλο τραβηγμένο με
μαρκαδόρο, γύρω από κάτι που έμοιαζε με μεγάλο σπίτι.
«Το λοιπόν», είπε, «είναι δύο τα μέρη όπου δεν έψαξε κανείς ποτέ και
νομίζω πως θα μπορούσε ο άλλος να κρύψει πτώματα. Έχω περάσει από
κόσκινο ό,τι είχε να κάνει μαζί του, από τον καιρό που ήτανε παιδί, μέχρι
που μεγάλωσε. Η αστυνομία έψαξε σε όλα τα προφανή σημεία, σε
διαμερίσματα όπου είχε μείνει και τα σχετικά, όμως με ετούτα εδώ δεν
ασχολήθηκε ποτέ.
»Όταν εξαφανίστηκε η Λου, τον Νοέμβριο του ’72, ο Κριντ δε θα
μπορούσε να τη θάψει στο Δάσος του Έπιν, γιατί…»
«Είχαν μόλις εντοπίσει το πτώμα της Βέρα Κένι εκεί», είπε η Ρόμπιν.
Ο Τάκερ φάνηκε να εντυπωσιάζεται, έστω κι απρόθυμα.
«Σ’ εκείνο το γραφείο που δουλεύεις, μελετάτε προσεχτικά τις
υποθέσεις, ε; Αυτό ακριβώς. Εκείνο το διάστημα εξακολουθούσε να
υπάρχει αστυνομική παρουσία στην περιοχή.
»Όμως βλέπεις εδώ;» είπε ο Τάκερ χτυπώντας τον δείκτη του πάνω στο
μαρκαρισμένο κτίριο. «Αυτό εδώ, τώρα πια, είναι ιδιωτική κατοικία,
όμως τη δεκαετία του ’70 στεγαζόταν εκεί το Ξενοδοχείο Τοξότης και
μάντεψε ποιος τους έκανε την μπουγάδα; Το στεγνοκαθαριστήριο όπου
εργαζόταν ο Κριντ. Περνούσε από εκεί μια φορά την εβδομάδα με το
φορτηγάκι του, για να παραλάβει τα άπλυτα, κι ύστερα να τα φέρει πίσω,
σεντόνια και σκεπάσματα και ό,τι άλλο…
»Τέλος πάντων, μετά που τον συνέλαβαν, η ιδιοκτήτρια του
ξενοδοχείου μίλησε στη Mail, είπε στον δημοσιογράφο πως ο Κριντ της
φαινόταν πάντοτε ιδιαίτερα συμπαθητικός κι ευγενικός, πάντοτε
πρόθυμος να της πιάσει την κουβέντα, όποτε την έβλεπε…
»Αυτό δε θα το βρεις σημαδεμένο στους σύγχρονους χάρτες», είπε ο
Τάκερ, καθώς μετατόπιζε τον δείκτη του σε έναν σταυρό, στον χώρο
γύρω από το κτίριο, «όμως αναφέρεται στα παλιά συμβόλαια. Υπάρχει
ένα πηγάδι εκεί πίσω στο οικόπεδο. Μη φανταστείς, ένα φρεάτιο είναι
που μαζεύει το νερό της βροχής. Ανοίχτηκε προτού χτιστεί το τωρινό
κτίσμα.
»Κατάφερα να εντοπίσω ποια ήταν η ιδιοκτήτρια μέχρι και το ’89, όταν
και το πούλησε. Της μίλησα και μου είπε πως το πηγάδι ήταν ήδη
κλεισμένο τον καιρό που ήταν αυτή εκεί, κι είχε φυτέψει κάτι θάμνους
τριγύρω, γιατί δεν ήθελε να πάει και να πέσει μέσα κατά λάθος κανένα
παιδί. Όμως ο Κριντ περνούσε από εκείνο τον κήπο για να παραδώσει τα
πλυμένα, ακριβώς δίπλα από το σημείο όπου βρισκόταν το πηγάδι.
Σίγουρα ήξερε τι υπήρχε εκεί. Η ιδιοκτήτρια δε θυμόταν να του το είχε
πει», έσπευσε να συμπληρώσει ο Τάκερ, προλαβαίνοντας την ερώτηση
της Ρόμπιν, «όμως αυτό δε σημαίνει κάτι, σωστά; Ούτε και θα μπορούσε
να θυμάται κάθε κουβέντα που του είχε πει ύστερα από τόσα χρόνια, έτσι
δεν είναι;»
»Στα μαύρα μεσάνυχτα, ο Κριντ θα μπορούσε να περάσει με το
φορτηγάκι από την πίσω είσοδο, να μπει από την πύλη που υπήρχε εκεί…
όμως μέχρι να τα καταλάβω όλα αυτά», είπε ο Τάκερ, τρίζοντας τα
καφετιά του δόντια από τον εκνευρισμό του, «το κτίριο είχε πουληθεί σε
ιδιώτη και τώρα έχει χτιστεί ένα περίπτερο, την γκαντεμιά μου μέσα,
πάνω στο παλιό πηγάδι».
«Μα δε νομίζετε», είπε η Ρόμπιν επιφυλακτικά, «πως όταν έχτιζαν εκεί
πέρα, θα είχαν παρατηρήσει…»
«Γιατί να το κάνουν αυτό;» είπε ο Τάκερ επιθετικά. «Δε γνώρισα ποτέ
μου οικοδόμο που να πήγαινε γυρεύοντας να βγάλει επιπλέον δουλειά,
ενώ θα μπορούσε απλώς να τσιμεντώσει το μέρος. Και, τέλος πάντων, ο
Κριντ δεν είναι βλάκας. Θα είχε ρίξει μπάζα πάνω στο πτώμα, έτσι δεν
είναι; Θα το σκέπαζε. Επομένως, αυτή είναι η μία περίπτωση», είπε
αποφασιστικά. «Έπειτα έχουμε κι αυτό εδώ».
Το τελευταίο χαρτί που είχε φέρει μαζί του ο Τάκερ ήταν ένας δεύτερος
χάρτης.
«Αυτό εκεί δα», είπε χτυπώντας τον αρθριτικό δείκτη του πάνω σε ένα
άλλο κυκλωμένο κτίριο, «είναι το σπίτι της προγιαγιάς του Κριντ.
Αναφέρεται και στον Δαίμονα του Πάρανταϊς Παρκ. Ο Κριντ, σε μία από
τις συνεντεύξεις του, ανέφερε πως εξοχή, όταν ήταν παιδί, έβλεπε μονάχα
όταν τον πήγαιναν εκεί πέρα.
»Εδώ δες», είπε ο Τάκερ δείχνοντας έναν μεγάλο χώρο, καλυμμένο με
πράσινο. «Το σπίτι βλέπει στο Άλσος Γκρέιτ Τσερτς. Μιλάμε για
στρέμματα δάσους, πελώρια έκταση. Ο Κριντ ήξερε τα κατατόπια εκεί.
Είχε και φορτηγάκι. Σ’ εκείνο το δάσος θα έπαιζε όταν ήταν παιδί.
»Ξέρουμε πως επέλεξε το Δάσος του Έπιν για να κρύψει τα
περισσότερα πτώματα, ακριβώς επειδή δεν τον συνέδεε κάτι με την
περιοχή, όμως φτάνοντας στο ’75, η αστυνομία πραγματοποιούσε
συχνούς ελέγχους τη νύχτα στην περιοχή, σωστά; Όμως ο Κριντ ήξερε κι
ένα άλλο δάσος, που δεν είναι και τόσο μακριά από το Λονδίνο, κι είχε το
φορτηγάκι του πρόχειρο και τα φτυάρια του φορτωμένα στην καρότσα.
»Απ’ όσο μπορώ να κρίνω», είπε ο Τάκερ, «θα έλεγα πως η κόρη μου κι
η γιατρίνα σου βρίσκονται είτε στο πηγάδι είτε στο δάσος. Εν τω μεταξύ,
τώρα πια έχουν άλλου είδους τεχνολογία στη διάθεσή τους, σε σχέση με
τη δεκαετία του ’70. Ραντάρ ικανά να διαπεράσουν το έδαφος κι ένα
σωρό άλλα. Δε θα ήταν δύσκολο να γίνει ένας έλεγχος, μήπως και
εντόπιζαν κάποιο πτώμα είτε στο ένα μέρος είτε στο άλλο, εφόσον
υπάρχει η θέληση.
»Όμως», είπε ο Τάκερ μαζεύοντας απότομα τους δυο χάρτες από το
τραπέζι και διπλώνοντάς τους με τα τρεμάμενα χέρια του, «δεν υπάρχει
θέληση ή, τουλάχιστον, δεν υπήρχε για χρόνια. Κανείς από αυτούς που
έχουν εξουσία δε νοιάζεται. Νομίζουν πως η ιστορία έληξε, πως ο Κριντ
δεν πρόκειται να μιλήσει. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι το αφεντικό σου
αυτός που θα αναλάβει να του μιλήσει. Μακάρι να γινόταν να πάω εγώ»,
είπε ο Τάκερ, «όμως είδες πόση αξία μού έδινε ο Κριντ…»
Όπως έβαζε ο Τάκερ τα χαρτιά στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του,
η Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως η καφετέρια ολόγυρα είχε γεμίσει από
κόσμο όση ώρα συζητούσαν. Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν τρεις νεαροί
άντρες, όλοι τους με κάπως αστείες, εδουαρδιανές γενειάδες.
Συνηθισμένα επί τόση ώρα να ακούν μόνο την μπάσα, τραχιά φωνή του
Τάκερ, τα αυτιά της Ρόμπιν σαν να κατακλύστηκαν ξαφνικά από τον
θόρυβο. Αισθανόταν λες και είχε μεταφερθεί από τη μια στιγμή στην
άλλη από το μακρινό παρελθόν στο σκληρό κι αδιάφορο παρόν. Άραγε,
πώς θα φαίνονταν στη Μάργκοτ Μπάμπορο, στη Λουίζ Τάκερ και στην
Κάρα Γούλφσον τα κινητά τηλέφωνα που φώλιαζαν σχεδόν σε κάθε
παλάμη ή ο ήχος του «Happy», του Φαρέλ Γουίλιαμς, που έπαιζε κάπου
εκεί κοντά ή η νεαρή γυναίκα που απομακρυνόταν από την μπάρα
κρατώντας έναν καφέ, με τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά σε κεφτεδάκια, κι
ένα μπλουζάκι που έγραφε GO F#CK YOUR #SELFIE;
«Μην κλαις, παππού», είπε σιγανά η κιτρινομάλλα Λόρεν περνώντας το
μπράτσο της γύρω από τους ώμους του παππού της, καθώς ένα χοντρό
δάκρυ κυλούσε στην πρησμένη μύτη του και έσταζε πάνω στο ξύλινο
τραπέζι. Τώρα που είχε πάψει να μιλά για τη Λουίζ και τον Κριντ, ο
ηλικιωμένος άντρας έμοιαζε να έχει ζαρώσει.
«Έχει επηρεάσει ολόκληρη την οικογένειά μας αυτό», είπε η Λόρεν στη
Ρόμπιν. «Η μαμά και η θεία Λίσα φοβούνται, κάθε φορά που εγώ και τα
ξαδέλφια μου βγαίνουμε βράδυ έξω…»
«Και πολύ καλά κάνουν!» είπε ο Τάκερ, που σκούπιζε και πάλι τα μάτια
του με το μανίκι του μπουφάν του.
«…κι όλοι μας μεγαλώσαμε ξέροντας πως ορισμένα πράγματα μπορούν
πράγματι να συμβούν, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε;» είπε η Λόρεν με
ύφος άδολο. «Καμιά φορά, μερικοί άνθρωποι πράγματι εξαφανίζονται.
Πράγματι δολοφονούνται».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Καταλαβαίνω».
Πέρασε το χέρι της πάνω από το τραπέζι και έσφιξε για λίγο τον πήχη
του ηλικιωμένου άντρα.
«Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, κύριε Τάκερ, σας δίνω τον λόγο μου. Θα
είμαστε σε επαφή».
Όταν πια έφυγε από την καφετέρια, η Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως είχε
μόλις μιλήσει εξ ονόματος του Στράικ, ο οποίος δε γνώριζε το παραμικρό
για το σχέδιο να εξασφαλίσουν συνάντηση με τον Κριντ, πόσο μάλλον να
επιχειρήσουν να ανακαλύψουν τι είχε συμβεί στη Λουίζ Τάκερ, όμως δεν
είχε άλλο κουράγιο ώστε να ανησυχήσει και γι’ αυτό τη δεδομένη στιγμή.
Η Ρόμπιν έσφιξε το σακάκι γύρω της και πήρε τον δρόμο της επιστροφής
στο γραφείο, με τις σκέψεις της να κυριαρχούνται από το τρομερό κενό
που άφηναν πίσω τους οι εξαφανισμένοι.
52
Συχνά, υπάρχει φωτιά δίχως καπνό.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η ώρα ήταν μία το πρωί και ο Στράικ κατευθυνόταν προς το Στόουκ


Νιούινγκτον, προκειμένου να σκαντζάρει τη Ρόμπιν, η οποία
παρακολουθούσε το σπίτι που επισκεπτόταν για μία ακόμη φορά το
αφεντικό του Μούτρου και όπου το δίχως άλλο επιδιδόταν για μία ακόμη
φορά σε ενέργειες που τον καθιστούσαν ευάλωτο σε εκβιασμό και το
Μούτρο με κάποιον τρόπο είχε πληροφορηθεί. Και παρότι ο εκβιασμός
του Μούτρου είχε ωθήσει τον προϊστάμενό του να σταθεί στη Γέφυρα του
Πύργου κοιτάζοντας το κενό, ο μεσήλικος άντρας δεν έδειχνε ικανός ή
πρόθυμος να σταματήσει οτιδήποτε ήταν αυτό που έκανε μέσα στο σπίτι
της Έλινορ Ντιν.
Η νύχτα ήταν ευχάριστα δροσερή κι ανέφελη, αν και τα αστέρια στον
ουρανό μετά βίας διακρίνονταν, καθώς εκεί κοντά εκτεινόταν κατάφωτη
η οδός Έσεξ, ενώ την ίδια στιγμή η φωνή του Μπάρκλεϊ ακουγόταν μέσα
από το ηχείο της BMW. Είχε μεσολαβήσει μία εβδομάδα από τη στιγμή
που ο Σκοτσέζος είχε καταφέρει το αφεντικό του Μούτρου να
απομακρυνθεί από το χείλος της γέφυρας και να πιει έναν καφέ μαζί του.
«Έχει φάει άγριο σκάλωμα, ο κακομοίρης, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς».
«Προφανώς», είπε ο Στράικ. «Αυτή είναι η τρίτη του επίσκεψη τις
τελευταίες δέκα ημέρες».
«Μου το ’πε καθαρά: “Δεν μπορώ να σταματήσω”. Λέει πως εκτονώνει
έτσι το στρες».
«Τι κέρατο στρες εκτονώνει, αφού έχει τάσεις αυτοκτονίας;»
«Ο εκβιασμός είναι που του προκαλεί αυτές τις τάσεις, Στράικ, όχι ό,τι
κάνει, τέλος πάντων, εκεί πέρα».
«Και δεν έκανε την παραμικρή νύξη σχετικά με το τι θα μπορούσε να
είναι αυτό;»
«Σου είπα, ο τύπος επιμένει πως δεν την πηδάει, όμως η γυναίκα του θα
τον χωρίσει, έτσι και μαθευτεί παραέξω. Μπορεί να έχει κανένα βίτσιο με
το λάστιχο», συμπλήρωσε ο Μπάρκλεϊ σκεφτικός.
«Τι πράγμα;»
«Με το λάστιχο», επανέλαβε ο Μπάρκλεϊ. «Σαν εκείνο τον άλλον που
είχαμε στο γραφείο, που γούσταρε να φοράει λάτεξ στη δουλειά, κάτω
από το κοστούμι του».
«Α, ναι», είπε ο Στράικ. «Τον είχα ξεχάσει αυτόν».
Οι διάφορες σεξουαλικές προτιμήσεις των πελατών του συχνά
μπερδεύονταν στη μνήμη του Στράικ. Μπορούσε να διακρίνει το βουητό
του καζίνου στο βάθος. Το Μούτρο είχε ώρες εκεί πέρα, κι ο Μπάρκλεϊ
του κρατούσε συντροφιά διακριτικά, από απόσταση.
«Τέλος πάντων», είπε ο Μπάρκλεϊ, «εδώ τι κάνουμε, θες να μείνω; Όχι
τίποτε άλλο, αλλά μαζεύονται οι ώρες, θα τους στοιχίσει μια μικρή
περιουσία, κι είπες πως οι πελάτες έχουν αρχίσει να στραβώνουν με τα
ποσά που τους χρεώνουμε. Θα μπορούσα να τη στήσω έξω στον δρόμο,
να δω τι ώρα θα φύγει ο γλίτσας από εδώ».
«Όχι, μην τον χάσεις από τα μάτια σου, βγάζε φωτογραφίες και
προσπάθησε να βρεις κάτι ενοχοποιητικό», είπε ο Στράικ.
«Το Μούτρο πλακώθηκε στην κόκα, την τύφλα του δε βλέπει»,
σχολίασε ο Μπάρκλεϊ.
«Κι οι μισοί συνάδελφοί του κοκάκηδες είναι. Θα χρειαστούμε κάτι
χειρότερο από αυτό, για να στριμώξουμε το καθοίκι που εκβιάζει κόσμο
και τους στέλνει στις γέφυρες…»
«Αμάν, ρε Στράικ, μαλάκωσες κι εσύ».
«Καλά, κοίτα εκεί πέρα να βρεις κάτι για τον αληταρά και με ρέγουλα
τα πονταρίσματα».
«Μη φοβάσαι, δε θα χρεοκοπήσουμε από τα πονταρίσματα», είπε ο
Μπάρκλεϊ, «τα ποτά θα μας κάψουν».
Έκλεισε το τηλέφωνο, οπότε ο Στράικ κατέβασε το παράθυρο και
άναψε τσιγάρο, προσπαθώντας να μη δίνει σημασία στον πόνο από το
πιάσιμο στον λαιμό και στους ώμους του.
Όπως και το αφεντικό του Μούτρου, έτσι κι ο Στράικ θα μπορούσε να
ωφεληθεί από ένα μικρό διάλειμμα από τα προβλήματα και τις
προκλήσεις της καθημερινότητας, όμως τέτοιο περιθώριο δεν υπήρχε τη
δεδομένη στιγμή. Μέσα στον τελευταίο χρόνο, η ασθένεια της Τζόαν του
είχε αφαιρέσει ακόμη κι εκείνα τα ψήγματα χρόνου που δεν ήταν
αφιερωμένα στη δουλειά. Μετά τον ακρωτηριασμό του είχε πάψει να
ασχολείται με οποιοδήποτε άθλημα. Με φίλους σπάνια βρισκόταν, λόγω
των απαιτήσεων του γραφείου, ενώ οι συγγενείς του μάλλον
πονοκεφάλους τού προκαλούσαν παρά την όποια ανακούφιση και τη
δεδομένη στιγμή αποδεικνύονταν εξόχως προβληματικοί.
Αύριο ήταν Κυριακή του Πάσχα, πράγμα που σήμαινε πως η οικογένεια
της Τζόαν θα συγκεντρωνόταν στο Σεντ Μος, προκειμένου να σκορπίσει
την τέφρα της στη θάλασσα. Ξέχωρα από την πένθιμη περίσταση αυτή
καθαυτή, ο Στράικ δεν τρελαινόταν με την προοπτική ενός ακόμη
κουραστικού ταξιδιού μέχρι την Κορνουάλη, ούτε με την περαιτέρω
υποχρεωτική συνύπαρξη με τη Λούσι, η οποία είχε καταστήσει σαφές,
στη διάρκεια διαδοχικών τηλεφωνημάτων, πως έτρεμε τη στιγμή του
ύστατου αποχαιρετισμού. Επανερχόταν επίμονα στη θλίψη που της
προκαλούσε η απουσία ενός τάφου που θα μπορούσε να επισκέπτεται, κι
ο Στράικ διέκρινε στα λόγια της μια επικριτική χροιά, σαν να θεωρούσε
πως ο Στράικ όφειλε να είχε διαφωνήσει με τις τελευταίες επιθυμίες της
Τζόαν. Εκτός αυτού, η Λούσι είχε εκφράσει την απογοήτευσή της για το
γεγονός πως ο Στράικ δε θα κατέβαινε για ολόκληρο το τριήμερο, όπως
θα έκανε η ίδια και ο Γκρεγκ, ενώ του είχε πει δίχως περιστροφές πως
καλά θα έκανε να θυμηθεί να φέρει πασχαλινά αυγά και για τους τρεις
ανιψιούς του, όχι μονάχα για τον Τζακ. Ο Στράικ δε χρειαζόταν τον
επιπλέον μπελά να πρέπει να κουβαλήσει τρία εύθραυστα σοκολατένια
αυγά μέχρι το Τρούρο με το τρένο, έχοντας να κουμαντάρει ταυτόχρονα
έναν σάκο και το πονεμένο πόδι του, ύστερα από εβδομάδες ολόκληρες
αδιάκοπης δουλειάς.
Επιτείνοντας το στρες του, τόσο η άγνωστή του ετεροθαλής αδελφή, η
Προύντενς, όσο και ο ετεροθαλής αδελφός του, ο Αλ, είχαν αρχίσει να
του στέλνουν και πάλι γραπτά μηνύματα. Τα ετεροθαλή αδέλφια του για
κάποιο λόγο έδειχναν να έχουν την εντύπωση πως ο Στράικ, έχοντας
απολαύσει μια στιγμή απαραίτητης κάθαρσης όταν σιχτίρισε τον Ρόκεμπι
στο τηλέφωνο, κατά πάσα πιθανότητα μετάνιωνε για το ξέσπασμά του και
επομένως θα ήταν περισσότερο θετικός στο να παραστεί στο πάρτι του
πατέρα του, ώστε να συμφιλιωθούν. Ο Στράικ δεν είχε απαντήσει σε
κανένα από τα μηνύματά τους, όμως τα είχε βιώσει λες κι ήταν
τσιμπήματα εντόμων: μπορεί να μην τον τραυμάτιζαν, όμως δεν έπαυαν
να αποτελούν πηγή ενός επίμονου όσο και ενοχλητικού ερεθισμού.
Και σαν πέπλο, κάθε άλλη ανησυχία καλυπτόταν από την υπόθεση
Μπάμπορο, η οποία, παρά τις τόσες ώρες που είχαν αφιερώσει σε αυτή
τόσο ο Στράικ όσο και η Ρόμπιν, αποδεικνυόταν στρυφνή όσο και την
πρώτη μέρα που συμφώνησαν να αναλάβουν εκείνο το σαραντάχρονο
μυστήριο. Το τέλος της προθεσμίας του ενός χρόνου πλησίαζε όλο και
περισσότερο, όμως τίποτε που θα έφερνε σε εξέλιξη δεν είχε προκύψει
ακόμη. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής ο Στράικ, ελάχιστες ελπίδες έτρεφε
για τη συνάντηση με τις κόρες της Βίλμα Μπέιλις, την οποία επρόκειτο
να έχει μαζί με τη Ρόμπιν αργότερα εκείνο το πρωί, πριν πάρει ο Στράικ
το τρένο για το Τρούρο.
Συνολικά, καθώς οδηγούσε προς το σπίτι της μεσήλικης γυναίκας,
απέναντι στην οποία το αφεντικό του Μούτρου έδειχνε να αισθάνεται
περισσή τρυφερότητα, ο Στράικ όφειλε να ομολογήσει πως αισθανόταν
μια υποψία συμπάθειας για οποιονδήποτε άντρα αναζητούσε απελπισμένα
κάτι που ο ντετέκτιβ ήταν βέβαιος πως αποτελούσε κάποιας μορφής
σεξουαλική εκτόνωση. Πρόσφατα, ο Στράικ είχε συνειδητοποιήσει πως οι
σχέσεις που είχε κάνει μετά τον χωρισμό του με τη Σάρλοτ, παρότι
χαλαρές, είχαν αποτελέσει το μόνο καθαρό διάλειμμά του από τη δουλειά.
Η ερωτική του ζωή έπνεε τα λοίσθια από τη στιγμή που η Τζόαν
διαγνώστηκε με καρκίνο: όλα εκείνα τα πολυήμερα ταξίδια στην
Κορνουάλη είχαν αναλώσει βραδιές οι οποίες, υπό άλλες συνθήκες, θα
μπορούσαν να είχαν διατεθεί σε ραντεβού.
Πράγμα το οποίο δε σήμαινε ότι δεν του είχαν παρουσιαστεί ευκαιρίες.
Από τον καιρό που το γραφείο σημείωνε επιτυχία, ορισμένες από τις
εύπορες και δυστυχισμένες γυναίκες, που αποτελούσαν βασική πελατεία,
είχαν εκδηλώσει την τάση να αντιμετωπίζουν τον Στράικ σαν πιθανό
παυσίπονο για το δικό τους συναισθηματικό άλγος ή κενό. Ο Στράικ είχε
αναλάβει μια τέτοιου είδους πελάτισσα μόλις την προηγούμενη ημέρα,
Μεγάλη Παρασκευή. Καθώς είχε αντικαταστήσει την κυρία Σμιθ, η οποία
είχε ήδη βάλει μπροστά το διαζύγιο σε βάρος του συζύγου της πατώντας
στις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο Μόρις τον κύριο με την νταντά
τους, είχαν δώσει στην τριανταδυάχρονη καστανομάλλα το παρατσούκλι
δεσποινίς Τζόουνς.
Επρόκειτο για μία αναντίρρητα όμορφη γυναίκα, με μακριά πόδια,
γεμάτα χείλη και επιδερμίδα που μαρτυρούσε δαπανηρές περιποιήσεις. Οι
διάφορες κουτσομπολίστικες στήλες ενδιαφέρονταν για την περίπτωσή
της, εν μέρει επειδή ήταν κληρονόμος σημαντικής περιουσίας και εν
μέρει επειδή είχε εμπλακεί σε σφοδρή νομική σύγκρουση με τον εν
διαστάσει σύντροφό της, σε βάρος του οποίου αναζητούσε κάποια βρόμα
που θα μπορούσε να αξιοποιήσει στο δικαστήριο. Η δεσποινίς Τζόουνς
είχε σταυρώσει τις εντυπωσιακές γάμπες της ουκ ολίγες φορές, όση ώρα
περιέγραφε στον Στράικ το πώς ο υποκριτής τέως σύντροφός της
κατέφευγε στα ναρκωτικά, το γεγονός πως εκείνος διέρρεε διάφορες
ιστορίες για την ίδια στις φυλλάδες και ότι ουδόλως ενδιαφερόταν για την
ηλικίας έξι μηνών κόρη του, πέρα από το να την εκμεταλλευτεί για να
προκαλέσει στη δεσποινίδα Τζόουνς επιπλέον δυστυχία. Κι ενώ ο Στράικ
τη συνόδευε προς την πόρτα, καθώς η συνάντησή τους είχε ολοκληρωθεί,
εκείνη είχε αγγίξει κατ’ επανάληψη το μπράτσο του, γελώντας για
περισσότερη ώρα απ’ ό,τι θα ήταν απαραίτητο με τις χλιαρές
φιλοφρονήσεις του. Έτσι όπως προσπαθούσε να τη διώξει με τρόπο, υπό
το αυστηρό βλέμμα της Πατ, ο Στράικ είχε την αίσθηση πως πάσχιζε να
ξεκολλήσει τσίχλα ανάμεσα από τα δάχτυλά του.
Εύκολα μπορούσε να φανταστεί τα σχόλια που θα έκανε ο Ντέιβ
Πόλγουορθ, σε περίπτωση που στεκόταν μάρτυρας σ’ εκείνη τη σκηνή,
καθώς ο Πόλγουορθ είχε διάφορες καυστικές θεωρίες σχετικά με το είδος
των γυναικών που έβρισκαν τον παλιότερο φίλο του γοητευτικό, με τη
Σάρλοτ να αποτελεί την πλέον καθαρόαιμη εκπρόσωπό τους. Οι γυναίκες
που έλκονταν προθυμότερα στον Στράικ ήταν, κατά την άποψη του
Πόλγουορθ, νευρωτικές, χαοτικές και κατά περίπτωση επικίνδυνες, ενώ η
προτίμηση που εκδήλωναν για τον πρώην μποξέρ με τη σπασμένη μύτη
αποτελούσε εκδήλωση κάποιας υποσυνείδητης επιθυμίας να βρουν κάτι
που έφερνε σε βράχο, στον οποίο θα μπορούσαν να προσκολληθούν σαν
να ήταν πεταλίδες.
Καθώς διέσχιζε με το αυτοκίνητο τους έρημους δρόμους του Στόουκ
Νιούινγκτον, οι σκέψεις του Στράικ στράφηκαν, όπως ήταν φυσικό, στην
άλλοτε αρραβωνιαστικιά του. Δεν είχε απαντήσει σ’ εκείνα τα
απεγνωσμένα γραπτά μηνύματα που του είχε στείλει από εκείνο το μέρος
που, όπως διαπίστωσε στην πορεία από το διαδίκτυο, ήταν μια ιδιωτική
ψυχιατρική κλινική. Όχι μόνο είχαν φτάσει την παραμονή της
αναχώρησής του για να βρεθεί δίπλα στο νεκροκρέβατο της Τζόαν, αλλά
δεν ήθελε και να τροφοδοτήσει τις μάταιες ελπίδες της πως υπήρχε
περίπτωση να εμφανιζόταν για να τη σώσει από εκείνο το μαρτύριο.
Άραγε, να εξακολουθούσε να νοσηλεύεται εκεί; Αν ναι, αυτό θα ήταν το
μεγαλύτερο διάστημα νοσηλείας της. Τα ηλικίας ενός έτους δίδυμα παιδιά
της προφανώς τα είχε αναλάβει κάποια νταντά ή η πεθερά της, η οποία,
όπως τον είχε διαβεβαιώσει κάποτε η Σάρλοτ, ήταν έτοιμη και πρόθυμη
να αναλάβει τα μητρικά καθήκοντα.
Λίγο πριν φτάσει στον δρόμο όπου βρισκόταν το σπίτι της Έλινορ Ντιν,
ο Στράικ τηλεφώνησε στη Ρόμπιν.
«Ακόμη μέσα είναι;»
«Ναι. Θα μπορέσεις να παρκάρεις ακριβώς πίσω μου, υπάρχει θέση.
Νομίζω πως το ζευγάρι στο 14 έχει πάει διακοπές για το Πάσχα μαζί με
τα παιδιά. Λείπουν και τα δύο αυτοκίνητα».
«Τα λέμε σε πέντε λεπτά».
Μόλις έστριψε στον δρόμο ο Στράικ, είδε το παλιό Land Rover
σταθμευμένο λίγες πόρτες παρακάτω από την εξώπορτα της Έλινορ και
πράγματι μπόρεσε να παρκάρει χωρίς δυσκολία στον χώρο ακριβώς πίσω
του. Η Ρόμπιν έσβησε τον κινητήρα, κατέβηκε από το Land Rover με ένα
μικρό άλμα, έκλεισε αθόρυβα την πόρτα, πέρασε γύρω από την BMW και
έφτασε στην πόρτα του συνοδηγού, έχοντας μια τσάντα κρεμασμένη στον
ώμο της.
«Καλημέρα», είπε παίρνοντας θέση στο κάθισμα δίπλα του.
«Καλημέρα. Τι έγινε, δε θες να φύγεις το γρηγορότερο;»
Την ώρα που έκανε την ερώτηση, η οθόνη του κινητού που κρατούσε
στο χέρι της η Ρόμπιν φωτίστηκε: κάποιος της είχε στείλει γραπτό
μήνυμα. Η Ρόμπιν δε γύρισε καν να κοιτάξει, παρά μόνο γύρισε το κινητό
ανάποδα πάνω στο γόνατο, για να κρύψει το φως του.
«Έχω να σου πω ορισμένα πράγματα. Μίλησα με τον Κ. Μ. Όουκντεν».
«Α», έκανε ο Στράικ.
Δεδομένου ότι ο Όουκντεν έδειχνε να ενδιαφέρεται κατά κύριο λόγο για
τον Στράικ και ότι ο Στράικ υποψιαζόταν πως ο τύπος ηχογραφούσε τα
τηλεφωνήματά τους, οι δύο ντετέκτιβ είχαν συμφωνήσει πως θα έπρεπε
να είναι η Ρόμπιν εκείνη που θα τον προειδοποιούσε να μην μπλεχτεί
στην υπόθεση.
«Δεν του άρεσε καθόλου», είπε η Ρόμπιν. «Κάθε τόσο έλεγε: “Σε
ελεύθερη χώρα ζούμε” και “έχω δικαίωμα να μιλάω με όποιον θέλω”. Του
το είπα καθαρά: “Η προσπάθεια να προλάβετε να μιλήσετε σε μάρτυρες
πριν από εμάς θα μπορούσε να δυσχεράνει την έρευνά μας”. Απάντησε
πως ήταν έμπειρος βιογράφος…»
«Σκατά έμπειρος», μουρμούρισε ο Στράικ.
«…και άρα ξέρει πώς να μιλά στους ανθρώπους ώστε να αποσπά
πληροφορίες, κι ίσως θα ήταν σκόπιμο εμείς οι τρεις να ενώσουμε τις
δυνάμεις μας».
«Βέβαια», είπε ο Στράικ. «Αυτό ακριβώς μας έλειπε, να εντάξουμε στη
μισθοδοσία έναν άνθρωπο καταδικασμένο για απάτες. Τελικά πού
μείνατε;»
«Κοίτα, είναι προφανές πως θέλει πολύ να σε συναντήσει και νομίζω
πως είναι αποφασισμένος να μην πει λέξη απ’ ό,τι ξέρει για τον Μπρένερ
μέχρι να βρεθείτε ενώπιος ενωπίω. Έχει σκοπό να χρησιμοποιήσει τον
Μπρένερ σαν δόλωμα».
Ο Στράικ έκανε να ανάψει ένα ακόμη τσιγάρο.
«Δεν είμαι σίγουρος αν ο Μπρένερ αξίζει να μπλέξουμε με τον
Όουκντεν».
«Παρά τα όσα σου είπε η Τζάνις;»
Ο Στράικ τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο, κι ύστερα φύσηξε τον
καπνό έξω από το παράθυρο, μακριά από τη Ρόμπιν. «Σύμφωνοι, ο
Μπρένερ δείχνει πλέον πολύ πιο ύποπτος απ’ ό,τι όταν αρχίσαμε να
σκαλίζουμε αυτή την ιστορία, όμως τι πιθανότητες υπάρχουν να έχει ο
Όουκντεν κάποια ουσιαστικά χρήσιμη πληροφορία; Παιδί ήταν όταν
συνέβησαν όλα αυτά και το ότι πήγε και βούτηξε τη νεκρολογία φωνάζει
από μακριά πως είναι άνθρωπος που πασχίζει να βρει κάτι να πει, αντί
να…»
Άκουσε έναν συρτό ήχο δίπλα του, οπότε γύρισε να κοιτάξει και είδε τη
Ρόμπιν να ανοίγει το φερμουάρ της τσάντας της. Αιφνιδιάστηκε ελαφρά
βλέποντάς τη να εμφανίζει και πάλι το σημειωματάριο του Τάλμποτ.
«Εξακολουθείς να το κουβαλάς μαζί σου;» είπε ο Στράικ προσπαθώντας
να μην ακουστεί ενοχλημένος.
«Προφανώς», είπε εκείνη ακουμπώντας το κινητό πάνω στο ταμπλό,
ώστε να μπορέσει να ανοίξει το δερματόδετο τετράδιο πάνω στα γόνατά
της. Έτσι όπως κοίταζε το κινητό, ο Στράικ είδε ένα δεύτερο γραπτό
μήνυμα να φτάνει φωτίζοντας την οθόνη, κι αυτή τη φορά μπόρεσε να
διακρίνει το όνομα του αποστολέα: Μόρις.
«Καλά, τι σου στέλνει γραπτά μηνύματα ο Μόρις;» ρώτησε ο Στράικ
και ακόμη και στον ίδιο, ο τόνος της φωνής του ακούστηκε επικριτικός.
«Τίποτε. Απλώς βαριέται εκεί που κάθεται, έξω από το σπίτι του φίλου
της δεσποινίδας Τζόουνς», είπε η Ρόμπιν, που ήδη φυλλομετρούσε το
σημειωματάριο του Τάλμποτ. «Θέλω να σου δείξω κάτι. Να, εδώ δες».
Του έδωσε το σημειωματάριο, ανοιχτό σε μια σελίδα που ο Στράικ
θυμόταν, απ’ όταν είχε ασχοληθεί και ο ίδιος με τις σημειώσεις. Ήταν
προς το τέλος του τετραδίου, εκεί όπου οι σελίδες ήταν εντονότερα
στολισμένες με αλλόκοτα σχέδια. Στο μέσο της συγκεκριμένης σελίδας
χόρευε ένας μαύρος σκελετός που κρατούσε μια κόσα.
«Αγνόησε όλα τα αλλόκοτα σχέδια από τα ταρό», είπε η Ρόμπιν. «Όμως
δώσε βάση εδώ. Σ’ εκείνη τη φράση, ανάμεσα στα πόδια του σκελετού.
Εκείνο το μικρό σύμβολο που βλέπεις, ο κύκλος με τον σταυρό μέσα,
είναι o Τροχός της Τύχης…»
«Τι κέρατο;» απόρησε ο Στράικ.
«Είναι ένα στοιχείο του ωροσκοπίου το οποίο υποτίθεται πως συνδέεται
με την εγκόσμια επιτυχία. “Ο Τροχός της Τύχης στο Δεύτερο, ΧΡΗΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ”. Κι από κάτω, “Οίκος Μητέρας”, υπογραμμισμένος.
Οι Όουκντεν κατοικούσαν στην οδό Φόρτσιουν, το θυμάσαι; Κι ο Τροχός
της Τύχης βρισκόταν στον οίκο των χρημάτων και των υπαρχόντων όταν
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, οπότε συνδέει αυτό το στοιχείο με το γεγονός
πως η Ντόροθι κληρονόμησε το σπίτι της μητέρας της, οπότε ισχυρίζεται
πως αυτό δεν αποτέλεσε τραγωδία αλλά ευτυχή εξέλιξη για την
Ντόροθι».
«Λες;» είπε ο Στράικ τρίβοντας τα κουρασμένα μάτια του.
«Ναι, γιατί δες εδώ, στη συνέχεια αρχίζει να γράφει ασυνάρτητα για την
Παρθένο –που είναι το ζώδιο της Ντόροθι και στα δύο συστήματα– που
είναι μικροπρεπής και έχει εγωιστικό κίνητρο, παρατηρήσεις που, απ’ όσα
ξέρουμε για εκείνη, ταιριάζουν. Τέλος πάντων», είπε η Ρόμπιν, «έριξα μια
ματιά στις ημερομηνίες γέννησης και, μάντεψε τι; Και με το παραδοσιακό
σύστημα και με τη μέθοδο του Σμιντ, η μητέρα της Ντόροθι ήταν
Σκορπιός».
«Για όνομα του Θεού, πόσους ακόμη Σκορπιούς θα βρούμε μπροστά
μας;»
«Σε καταλαβαίνω», είπε η Ρόμπιν ατάραχη, «όμως απ’ όσα διάβασα, ο
Σκορπιός είναι ένα από τα συνηθέστερα ζώδια. Πάντως, το σημαντικό
εδώ είναι το εξής: ο Καρλ Όουκντεν γεννήθηκε στις 6 Απριλίου. Αυτό
σημαίνει πως είναι Κριός, σύμφωνα με το παραδοσιακό σύστημα, αλλά
Ιχθύς σύμφωνα με το σύστημα του Σμιντ».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση.
«Πόσων χρονών ήταν ο Όουκντεν, όταν γκρεμοτσακίστηκε η γιαγιά του
από τη σκάλα;» ρώτησε ο Στράικ.
«Δεκατεσσάρων», είπε η Ρόμπιν.
Ο Στράικ απέστρεψε το πρόσωπό του από τη Ρόμπιν ώστε να φυσήξει
και πάλι τον καπνό του τσιγάρου του έξω από το παράθυρο.
«Υποψιάζεσαι πως αυτός έσπρωξε τη γιαγιά του στη σκάλα, σωστά;»
«Μπορεί να μην το έκανε εσκεμμένα», είπε η Ρόμπιν. «Μπορεί να τη
σκούντησε όπως έκανε να περάσει, κι η γυναίκα να έχασε την ισορροπία
της».
«“Η Μάργκοτ ζήτησε εξηγήσεις από τον Ιχθύ”. Θα πρέπει να ήταν
τρομερό να κατηγορήσεις ένα παιδί πως…»
«Ίσως να μην έφτασε ποτέ σε αυτό το σημείο. Ίσως ο Τάλμποτ να
υποψιαζόταν απλώς πως συνέβη κάτι τέτοιο, ή να ήθελε να το
φαντάζεται. Σε κάθε περίπτωση…»
«…κάτι υποδηλώνει, ναι. Σαφώς και υποδηλώνει κάτι…» είπε ο Στράικ,
βογκώντας ελαφρά. «Αυτό σημαίνει πως αναγκαστικά πρέπει να
μιλήσουμε με τον Όουκντεν, έτσι δεν είναι; Εν τω μεταξύ, έχουν αρχίσει
και πληθαίνουν τα ύποπτα στοιχεία γύρω από εκείνο το παρεάκι, καλά δε
λέω; Ο Μπρένερ και οι Όουκντεν, φαινομενικά αξιοπρεπείς…»
«…κατά βάθος φαρμάκι; Θυμάσαι; Αυτό είχε πει και η Ούνα Κένεντι,
όταν αναφέρθηκε στην Ντόροθι».
Οι ντετέκτιβ κάθισαν για λίγο αμίλητοι, παρατηρώντας την εξώπορτα
της Έλινορ Ντιν, η οποία παρέμενε κλειστή, ο σκιερός κήπος της βουβός
κι ασάλευτος.
«Πόσοι φόνοι», ρώτησε η Ρόμπιν, «λες να περνούν απαρατήρητοι;»
«Η απάντηση βρίσκεται στην ερώτηση, έτσι δεν είναι;
“Απαρατήρητοι”… είναι αδύνατον να ξέρεις. Πάντως, ναι, εκείνοι οι
ήσυχοι θάνατοι μέσα στα σπίτια είναι που σε κάνουν να αναρωτιέσαι.
Ευάλωτοι άνθρωποι, που τους ξεπαστρεύουν οι δικοί τους, κι ο κόσμος
νομίζει πως απλώς δεν άντεξε άλλο ο οργανισμός τους…»
«…ή ακόμη κι ότι ο θάνατός τους αποτέλεσε πράξη ελέους», είπε η
Ρόμπιν.
«Ορισμένοι θάνατοι είναι πράξεις ελέους», είπε ο Στράικ.
Οπότε, με εκείνη τη φράση στη σκέψη και των δυο τους αναδύθηκε από
μια εικόνα φρίκης. Ο Στράικ θυμόταν το πτώμα του λοχία Γκάρι Τόπλεϊ,
που κειτόταν σ’ εκείνο τον χωματόδρομο του Αφγανιστάν, με τα μάτια
ορθάνοιχτα, ακρωτηριασμένο από τη μέση και κάτω. Η εικόνα αυτή
επέστρεφε στους εφιάλτες του Στράικ από τότε που την αντίκρισε και,
σποραδικά, σ’ εκείνους τους εφιάλτες ο Γκάρι του μιλούσε έτσι όπως
ήταν πεσμένος στις σκόνες. Ήταν πάντοτε μια παρηγοριά για τον Στράικ
όταν συνειδητοποιούσε, ξυπνώντας, πως η συνείδηση του Γκάρι είχε
τερματιστεί αστραπιαία, πως τα ορθάνοιχτα μάτια και η έκφραση απορίας
μαρτυρούσαν ότι ο θάνατος τον είχε πάρει πριν προλάβει ο εγκέφαλός
του να καταγράψει πόνο ή φρίκη.
Όμως στον νου της Ρόμπιν έπαιρνε μορφή μια σκηνή που δεν ήταν καν
σίγουρη πως είχε συμβεί κάποτε. Φανταζόταν τη Μάργκοτ Μπάμπορο
αλυσοδεμένη σε κάποιο καλοριφέρ (μαστιγώνω το πρόσωπο και τα στήθια
της), να ικετεύει για τη ζωή της (η στρατηγική είναι γελοιωδώς προφανής),
να υφίσταται βασανιστήρια (ήταν ικανό να εξυψωθεί στα επίπεδα της
έκστασης του πόνου, οπότε καταλάβαινε πως ήταν ζωντανό και τότε έστεκε
τρέμοντας στο χείλος της αβύσσου, εκλιπαρώντας, ουρλιάζοντας,
ικετεύοντας για έλεος).
«Ξέρεις», είπε η Ρόμπιν, αποφασίζοντας να μιλήσει εν μέρει για να
σπάσει τη σιωπή και να αποδιώξει εκείνη την εικόνα από το μυαλό της,
«πολύ θα ήθελα να βρίσκαμε μια φωτογραφία της μητέρας της Ντόροθι,
της Μοντ».
«Γιατί;»
«Για να επιβεβαιώσουμε κάτι, επειδή… δε νομίζω να σου το έχω πει,
κοίτα…»
Φυλλομέτρησε προς τα πίσω το σημειωματάριο, σταματώντας σε μια
σελίδα που κατακλυζόταν από ζώδια του νερού. Με μικρά γράμματα,
κάτω από ένα σκίτσο σκορπιού, υπήρχαν οι λέξεις «ΣΠΙΛΟΣ (Άνταμς)»
«Τι είναι αυτό, καινούργιο ζώδιο;» τη ρώτησε ο Στράικ. «Ο Σπίλος;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν χαμογελώντας. «Ο Τάλμποτ εδώ αναφέρεται στο
γεγονός πως η αστρολόγος Εβαντζελίν Άνταμς θεωρούσε πως ο γνήσιος
Σκορπιός συχνά φέρει κάποιο εκ γενετής σημάδι ή κάποιον ευμεγέθη
σπίλο. Πρόλαβα και διάβασα το βιβλίο της, το πήρα μεταχειρισμένο».
Ακολούθησε παύση.
«Τι;» είπε ο Στράικ καθώς η Ρόμπιν έδειχνε να τον κοιτάζει με
προσμονή.
«Περίμενα να αρχίσεις την καζούρα».
«Έχω χάσει εδώ και καιρό κάθε διάθεση για καζούρα», είπε ο Στράικ.
«Συνειδητοποιείς ότι σε περίπου δεκατέσσερις εβδομάδες από τώρα θα
πρέπει να έχουμε διαλευκάνει αυτή την υπόθεση;»
«Το ξέρω», αναστέναξε η Ρόμπιν. Έπιασε το κινητό της για να τσεκάρει
την ώρα οπότε, με την άκρη του ματιού του, ο Στράικ διέκρινε ένα ακόμη
μήνυμα από τον Μόρις. «Αργότερα θα συναντήσουμε τις αδελφές
Μπέιλις. Ίσως αυτές έχουν κάτι χρήσιμο να μας πουν… είσαι βέβαιος
πως θέλεις να έρθεις μαζί μου; Ευχαρίστως να πάω μόνη μου. Θα είσαι
πολύ κουρασμένος, ύστερα από το αποψινό ξενύχτι».
«Θα κοιμηθώ στο τρένο για το Τρούρο, αργότερα», είπε ο Στράικ.
«Έχεις κανονίσει κάτι για την Κυριακή του Πάσχα;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν. «Η μαμά ήθελε να ανηφορίσω, όμως…»
Ο Στράικ αναρωτήθηκε ποια να ήταν η συνέχεια εκείνης της φράσης,
που την κατάπιε η σιωπή, κι αν είχε κανονίσει κάτι με κάποιον άλλο κι
απλώς δεν ήθελε να του το πει. Με τον Μόρις, για παράδειγμα.
«Λοιπόν, ορκίζομαι πως αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα
αναφέρω από το σημειωματάριο του Τάλμποτ», είπε η Ρόμπιν, «όμως
θέλω να επισημάνω κάτι ακόμη, πριν πάμε να μιλήσουμε με τις αδελφές
Μπέιλις».
«Ακούω».
«Το είχες πει κι εσύ πως έφερνε σε ρατσιστή, κρίνοντας από τις
σημειώσεις του».
«Το “Μαύρο φάντασμα”», είπε ο Στράικ, καθώς θυμόταν ένα τέτοιο
σημείο, «ναι».
«Κι επίσης “η Λίλιθ της Μαύρης Σελήνης…”»
«…κι η απορία του μήπως ήταν μάγισσα».
«Ακριβώς. Νομίζω πως τη ζόρισε πραγματικά και πιθανότατα τους
δικούς της επίσης», είπε η Ρόμπιν. «Οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί για
τη Βίλμα… “άξεστη”, “ανειλικρινής”…» Η Ρόμπιν επέστρεψε στη σελίδα
με τα τρία κερασφόρα ζώδια, «και “γυναίκα όπως είναι σε αυτό τον
αιώνα… αρματωμένη και μάχιμη”».
«Μια ριζοσπάστης, φεμινίστρια μάγισσα».
«Πράγμα που ακούγεται άσχημα, όταν το λες», είπε η Ρόμπιν, «όμως δε
νομίζω πως ο Τάλμποτ το εννοούσε έτσι».
«Λες αυτός να είναι ο λόγος που οι κόρες δεν ήθελαν να μας μιλήσουν;»
«Μπορεί», είπε η Ρόμπιν. «Οπότε, νομίζω πως θα πρέπει να είμαστε…
ξέρεις. Ευαίσθητοι απέναντι στα όσα ενδεχομένως έχουν περάσει.
Οπωσδήποτε δεν πρέπει να πάμε εκεί και να τους δώσουμε την εντύπωση
πως υποψιαζόμαστε τη Βίλμα για οτιδήποτε».
«Πολύ σωστή παρατήρηση, θα το θυμάμαι», είπε ο Στράικ.
«Εντάξει λοιπόν», είπε η Ρόμπιν αναστενάζοντας και έβαλε και πάλι το
σημειωματάριο μέσα στην τσάντα της. «Ώρα να πηγαίνω κι εγώ… Μα,
καλά, τι κάνει εκεί μέσα;» ρώτησε σιγανά η Ρόμπιν κοιτάζοντας την
εξώπορτα της Έλινορ Ντιν.
«Ο Μπάρκλεϊ υποψιάζεται πως παίζει κάποιο φετίχ με λάτεξ».
«Θα χρειαζόταν μπόλικο ταλκ, αν ήθελε να χωρέσει μέσα οτιδήποτε
φτιαγμένο από ελαστικό, με τέτοια μπάκα που έχει».
Ο Στράικ γέλασε.
«Λοιπόν, τα λέμε…» είπε η Ρόμπιν και συμβουλεύτηκε το ρολόι στο
κινητό της, «σε επτά ώρες και σαράντα πέντε λεπτά».
«Καλόν ύπνο», είπε ο Στράικ.
Όπως απομακρυνόταν η Ρόμπιν από την BMW, ο Στράικ την είδε να
κοιτάζει ξανά το κινητό της, το δίχως άλλο για να διαβάσει τα μηνύματα
του Μόρις. Την ακολούθησε με το βλέμμα του καθώς έμπαινε στο
παμπάλαιο Land Rover, εκτελούσε αναστροφή με το θηριώδες όχημα,
σήκωνε το χέρι της για να τον καληνυχτίσει και έφευγε, τραβώντας προς
το Ερλς Κορτ.
Έτσι όπως έκανε ο Στράικ να πιάσει το θερμός με το τσάι που είχε
φυλαγμένο κάτω από το κάθισμά του, θυμήθηκε το υποτιθέμενο
ραντεβού στον οδοντογιατρό τις προάλλες, τότε που η Ρόμπιν είχε
ακουστεί παράξενα φουντωμένη και το οποίο είχε κανονιστεί (αν και ο
Στράικ δεν είχε κάνει ως τότε τη συγκεκριμένη σύνδεση) το απόγευμα
που είχε ρεπό ο Μόρις. Μια άκρως στενάχωρη πιθανότητα τρύπωσε στη
σκέψη του: Μήπως είχε πει ψέματα η Ρόμπιν, όπως η Αϊρίν Χίκσον, για
τον ίδιο λόγο; Ο νους του πετάχτηκε μεμιάς σε κάτι που είχε πει η Ρόμπιν
πριν από μερικούς μήνες, όταν είχε αναφέρει πως ο πρώην της είχε
καινούργια σύντροφο: «Α, ναι, δε σου το είπα, σωστά; Στον Μόρις το
είχα πει».
Ξεβιδώνοντας το καπάκι του θερμός, ο Στράικ ανέτρεξε νοερά στη
συμπεριφορά της Ρόμπιν τους τελευταίους μήνες, όταν τύχαινε να είναι
παρών και ο Μόρις. Δε φαινόταν να τον συμπαθεί ιδιαίτερα, όμως μήπως
όλο αυτό ήταν ένα κόλπο, με σκοπό να ρίξει στάχτη στα μάτια των
άλλων; Μήπως η συνεταίρος και ο εξωτερικός του συνεργάτης στην
πραγματικότητα διατηρούσαν δεσμό, κι εκείνος, χαμένος στις σκοτούρες
του, δεν είχε πάρει πρέφα;
Ο Στράικ έβαλε να πιει λίγο τσάι, βολεύτηκε στο κάθισμα και
αγριοκοίταξε την κλειστή πόρτα της Έλινορ Ντιν, πίσω από τον ατμό που
έβγαινε από εκείνο το τσάι, που είχε μια γεύση πλαστικού και το χρώμα
της λάσπης. Ήταν θυμωμένος, μονολόγησε, γιατί έπρεπε να είχε θεσπίσει
κανόνα στο γραφείο που θα απαγόρευε στους συνεταίρους να κάνουν
σχέσεις με τους εξωτερικούς συνεργάτες, αλλά και για έναν άλλο λόγο με
τον οποίο προτιμούσε να μην ασχοληθεί, καθώς ήξερε πάρα πολύ καλά
ποιος ήταν, κι ότι τίποτε καλό δε θα έβγαινε αν καθόταν να τον αναλύσει.
53
Σαν τρία όμορφα κλαδιά, που ανθίζαν πλούσια και πυκνά,
κι από μια ρίζα αντλούσαν τους ζωτικούς χυμούς τους·
σαν κείνη δα τη ρίζα, που τη ζωή τούς μοίραζε,
ήταν η μητέρα τους…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Επτά ώρες αργότερα, στο ψυχρό και μονότονο φως του συννεφιασμένου
πρωινού, η Ρόμπιν, που βρισκόταν και πάλι μέσα στο Land Rover της,
έκανε μια παράκαμψη στη διαδρομή προς την καφετέρια, εκεί όπου
επρόκειτο μαζί με τον Στράικ να συναντήσει τις τρεις αδελφές Μπέιλις.
Όταν η Μάγια, η μεσαία αδελφή, είχε προτείνει τη συνάντηση στο
Μπελζίκ, στο Γουάνστεντ, η Ρόμπιν είχε συνειδητοποιήσει πόσο κοντά θα
έπρεπε να περάσει από τα Έλη, την περιοχή όπου ο Ντένις Κριντ είχε
πετάξει το πτώμα του προτελευταίου επιβεβαιωμένου θύματός του, της
εικοσιεπτάχρονης κομμώτριας Σούζαν Μέγιερ.
Έχοντας μισή ώρα περιθώριο μέχρι την προγραμματισμένη συνάντηση,
η Ρόμπιν στάθμευσε το Land Rover δίπλα σε μια σειρά από καταστήματα,
στην οδό Άλντερσμπρουκ, κι ύστερα διέσχισε τον δρόμο και πήρε ένα
μικρό μονοπάτι, το οποίο την οδήγησε στις καλαμιές που κάλυπταν την
όχθη της τεχνητής Λίμνης Αλεξάνδρα, μιας μεγάλης έκτασης νερού όπου
έπλεαν διάφορα άγρια υδρόβια πτηνά. Δυο πάπιες πλησίασαν όλο ελπίδα
τη Ρόμπιν, όμως μόλις είδαν πως δεν είχε ψωμί ή κάποια άλλη λιχουδιά
να τους προσφέρει, απομακρύνθηκαν και πάλι, συμπαγείς, αυτάρκεις, ενώ
τα μαύρα σαν όνυχας μάτια τους σάρωναν τόσο το νερό όσο και την όχθη
αναζητώντας άλλες προοπτικές.
Πριν από τριάντα εννέα χρόνια, ο Ντένις Κριντ είχε έρθει με το
φορτηγάκι του μέχρι αυτή τη λίμνη, υπό την κάλυψη της νύχτας, και έριξε
το ακέφαλο, δίχως χέρια πτώμα της Σούζαν Μέγιερ εκεί, τυλιγμένο με
μαύρο πλαστικό. Το χαρακτηριστικό καρέ και το ντροπαλό χαμόγελο της
Σούζαν Μέγιερ της είχαν εξασφαλίσει περίοπτη θέση στο εξώφυλλο της
βιογραφίας του Κριντ.
Ο γαλακτερός ουρανός φάνταζε τόσο αδιαφανής, όσο και η ρηχή λίμνη,
που θύμιζε βαθυπράσινο μετάξι, πάνω στο οποίο τα διάφορα πτηνά
άφηναν ομόκεντρες ρυτιδώσεις. Με τις παλάμες της στις τσέπες, η Ρόμπιν
έστρεψε το βλέμμα της προς το νερό και τις καλαμιές που θρόιζαν,
επιχειρώντας να φανταστεί τη στιγμή που κάποιος εργαζόμενος στο
πάρκο είχε εντοπίσει το σκούρο αντικείμενο να επιπλέει στο νερό,
υποθέτοντας αρχικά πως ήταν κάποιος μουσαμάς που είχε παγιδεύσει από
κάτω του έναν θύλακα αέρα, μέχρι που τον γράπωσε με ένα μακρύ
κοντάρι, αισθάνθηκε το ανατριχιαστικό βάρος κι αμέσως συνέδεσε το
εύρημα αυτό (ή τουλάχιστον έτσι δήλωσε στο τηλεοπτικό συνεργείο που
κατέφτασε εκεί λίγο μετά την αστυνομία και το ασθενοφόρο) με τα
πτώματα που εντοπίζονταν κάθε τόσο στο Δάσος του Έπιν, σε απόσταση
μικρότερη των δεκαπέντε χιλιομέτρων από εκείνο το σημείο.
Ο Κριντ είχε απαγάγει τη Σούζαν ακριβώς έναν μήνα πριν από την
εξαφάνιση της Μάργκοτ. Άραγε, να είχαν συνυπάρξει στο υπόγειο του
Κριντ; Αν ναι, τότε ο Κριντ για ένα σύντομο διάστημα κρατούσε
ταυτόχρονα αιχμάλωτες τρεις γυναίκες. Η Ρόμπιν προτιμούσε να μη
σκέφτεται τι θα σκεφτόταν η Άντρεα ή η Μάργκοτ, αν πράγματι
βρισκόταν εκεί, όπως την έσερνε ο Κριντ στο υπόγειο, βλέποντας μιαν
άλλη γυναίκα αλυσοδεμένη ήδη, ξέροντας πως κι εκείνη θα κατέληγε έτσι
αποστεωμένη και τσακισμένη, προτού πεθάνει.
Η Άντρεα Χούτον ήταν το τελευταίο επιβεβαιωμένο θύμα του Κριντ, ο
οποίος είχε αλλάξει τακτική, όταν αποφάσισε να απαλλαγεί από το πτώμα
της, καθώς οδήγησε σε απόσταση σχεδόν εκατόν τριάντα χιλιομέτρων
από το σπίτι του, στην οδό Λίβερπουλ, προκειμένου να ρίξει το πτώμα
της στον γκρεμό του Μπίτσι Χεντ. Εν τω μεταξύ, τόσο στο Δάσος του
Έπιν, όσο και στα Έλη του Γουάνστεντ, ήταν τόσο έντονη η αστυνομική
παρουσία ώστε, παρά την προφανή επιθυμία του Κριντ να εξασφαλίσει
πως ο Χασάπης του Έσεξ θα πιστωνόταν καθεμία από εκείνες τις
δολοφονίες, όπως αποδείχτηκε και από το πλήθος αποκομμάτων που είχε
φυλαγμένα κάτω από τις σανίδες του πατώματος στο υπόγειο διαμέρισμά
του, δεν είχε καμία διάθεση να πέσει στα χέρια των Αρχών.
Η Ρόμπιν έριξε μια ματιά στο ρολόι της: ήταν ώρα να κατευθυνθεί προς
το σημείο της συνάντησης με τις αδελφές Μπέιλις. Όπως επέστρεφε στο
Land Rover, αναλογιζόταν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο
φυσιολογικό και στην παράνοια. Φαινομενικά, ο Κριντ ήταν απείρως πιο
εχέφρων απ’ ό,τι ο Μπιλ Τάλμποτ. Ο Κριντ δεν είχε αφήσει πίσω του
παλαβά ορνιθοσκαλίσματα που εξηγούσαν το σκεπτικό του· δεν είχε
καθίσει ποτέ να υπολογίσει την πορεία των αστεροειδών προκειμένου να
πορευτεί βάσει αυτής: στις συζητήσεις που είχε με τους ψυχιάτρους και
την αστυνομία, αποδείχτηκε απόλυτα διαυγής. Ο Κριντ δεν πίστευε σε
ζώδια και σύμβολα, σε κάποια μυστική γλώσσα, κατανοητή αποκλειστικά
και μόνο στους μυημένους, σε ένα καταφύγιο μυστηρίου ή μαγείας. Ο
Ντένις Κριντ είχε αποδειχτεί εξαιρετικά οργανωτικός, εντυπωσιακά
παραπλανητικός όπως κινούνταν με το φροντισμένο λευκό φορτηγάκι
του, ντυμένος με το ροζ πανωφόρι που είχε κλέψει από τη Βι Κούπερ,
φορώντας μερικές φορές και μια περούκα που από απόσταση, στα μάτια
ενός πιωμένου θύματος, προσέδιδε στη θολή μορφή του μια γυναικεία
εμφάνιση για αρκετή ώρα, ώστε να προλάβουν οι μεγάλες παλάμες του
να κλείσουν το αιφνιδιασμένο στόμα.
Όταν η Ρόμπιν έφτασε στον δρόμο όπου βρισκόταν η καφετέρια,
εντόπισε τον Στράικ να αποβιβάζεται από την BMW του, σε μικρή
απόσταση από την είσοδο. Παρατηρώντας με τη σειρά του το Land
Rover, ο Στράικ ύψωσε την παλάμη του σε χαιρετισμό και τράβηξε προς
το μέρος της, ενώ αποτελείωνε κάτι που έμοιαζε με σάντουιτς
αγορασμένο σε ταχυφαγείο, αξύριστος, με μαβιές σκιές να απλώνονται
κάτω από τα μάτια του.
«Προλαβαίνω να κάνω ένα τσιγάρο;» ήταν τα πρώτα λόγια που της είπε
ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, καθώς η Ρόμπιν κατέβαινε από το τζιπ
και έκλεινε με δύναμη την πόρτα. «Όχι», απάντησε ο ίδιος
αναστενάζοντας. «Τέλος πάντων…»
«Προτείνω να αναλάβεις εσύ τον πρώτο ρόλο σε αυτή τη συνάντηση»,
είπε στη Ρόμπιν, όπως κατηφόριζαν μαζί προς την καφετέρια. «Άλλωστε,
όλο το κουπί εσύ το τράβηξες. Εγώ θα κρατάω σημειώσεις. Θύμισέ μου
λίγο τα ονόματά τους…»
«Η Ίντεν είναι η μεγαλύτερη. Είναι δημοτική σύμβουλος στο Λιούισαμ,
εκλεγμένη με τους Εργατικούς. Η Μάγια είναι η μεσαία, κι είναι
αναπληρώτρια διευθύντρια σε δημοτικό σχολείο. Η μικρότερη είναι η
Πόρσια Ντάγκλεϊ και είναι κοινωνική λειτουργός…»
«…όπως η μητέρα της…»
«Ακριβώς και μένει εδώ παρακάτω. Νομίζω πως ήρθαμε στη γειτονιά
της γιατί αντιμετώπισε ένα θέμα υγείας το προηγούμενο διάστημα, οπότε
οι άλλες δεν ήθελαν να την ταλαιπωρήσουν με μετακινήσεις».
Η Ρόμπιν άνοιξε την πόρτα της καφετέριας σπρώχνοντάς την και
προπορεύτηκε. Ο εσωτερικός χώρος ήταν μοντέρνα κομψός, με μια
καμπύλη μπάρα, ξύλινο πάτωμα και τον έναν τοίχο βαμμένο έντονα
πορτοκαλί, για αντίθεση. Κοντά στην πόρτα, σε ένα τραπέζι για έξι,
κάθονταν τρεις μαύρες γυναίκες. Η Ρόμπιν δε δυσκολεύτηκε να
καταλάβει ποια ήταν η καθεμία αδελφή, καθώς είχε δει διάφορες
φωτογραφίες στις σελίδες της οικογένειας στο Facebook και στον
ιστότοπο του Δημοτικού Συμβουλίου του Λιούισαμ.
Η Ίντεν, η δημοτική σύμβουλος, καθόταν με τα μπράτσα σταυρωμένα
και τα κυματιστά μαλλιά της σκίαζαν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου
της, έτσι που μονάχα ένα αγέλαστο, σαρκώδες στόμα, προσεκτικά
περασμένο με κραγιόν, διακρινόταν καθαρά. Φορούσε ένα καλοραμμένο
μαύρο σακάκι και η όλη στάση της θύμιζε πολυάσχολη επαγγελματία που
την είχαν διακόψει στη διάρκεια μιας σημαντικής σύσκεψης.
Η Μάγια, η αναπληρώτρια διευθύντρια, φορούσε ένα λιλά πουλόβερ
και τζιν παντελόνι. Ένας μικρός ασημένιος σταυρός κρεμόταν γύρω από
τον λαιμό της. Ήταν πιο μικρόσωμη σε σχέση με την Ίντεν, εκείνη με τη
σκουρότερη επιδερμίδα και, κατά την άποψη της Ρόμπιν, η ομορφότερη
από τις τρεις αδελφές. Τα μακριά πλεγμένα μαλλιά της σχημάτιζαν μια
πυκνή αλογοουρά, φορούσε γυαλιά με τετραγωνισμένο σκελετό πάνω
από τα μεγάλα ορθάνοιχτα μάτια της, ενώ τα γεμάτα χείλη της, που στις
άκρες είχαν από τη φύση τους μια ελαφρά κλίση προς τα πάνω, ανάδιναν
ζεστασιά. Μια δερμάτινη τσάντα βρισκόταν πάνω στα γόνατα της Μάγια
και την κρατούσε σφιχτά, και με τις δυο παλάμες, λες και φοβόταν πως
αλλιώς θα της το έσκαγε.
Η Πόρσια, η νεότερη από τις τρεις, κοινωνική λειτουργός στο
επάγγελμα, ήταν και η πιο βαριά. Τα μαλλιά της ήταν σχεδόν ξυρισμένα,
το δίχως άλλο εξαιτίας της πρόσφατης χημειοθεραπείας. Είχε περάσει με
μολύβι τα φρύδια της, τα οποία μόλις άρχιζαν να φυτρώνουν και πάλι·
σχημάτιζαν δυο τόξα πάνω από τα καστανά μάτια της, που φέγγιζαν
χρυσαφένια με φόντο την επιδερμίδα της. Η Πόρσια φορούσε μια φαρδιά
μοβ μπλούζα, με τζιν παντελόνι και μακριά χάντρινα σκουλαρίκια, τα
οποία κινήθηκαν σαν μικροί πολυέλεοι, έτσι όπως γύρισε να κοιτάξει τον
Στράικ και τη Ρόμπιν. Όπως πλησίαζαν οι δυο τους στο τραπέζι, η Ρόμπιν
παρατήρησε ένα μικρό τατουάζ στην πίσω πλευρά του λαιμού της
Πόρσια: την τρίαινα της σημαίας του Μπαρμπέιντος. Η Ρόμπιν ήξερε πως
η Ίντεν και η Μάγια είχαν πατήσει εδώ και καιρό τα πενήντα και ότι η
Πόρσια ήταν σαράντα εννέα, όμως και οι τρεις αδελφές άνετα θα
μπορούσαν να περάσουν για τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερες από την
πραγματική τους ηλικία.
Η Ρόμπιν ανέλαβε τις συστάσεις. Ακολούθησαν χειραψίες, με την Ίντεν
να παραμένει αγέλαστη σε όλη τη διάρκεια, και κατόπιν οι ντετέκτιβ
κάθισαν, με τον Στράικ να παίρνει θέση στην κεφαλή του τραπεζιού και
τη Ρόμπιν ανάμεσα στον ίδιο και στην Πόρσια, απέναντι από τη Μάγια
και την Ίντεν. Όλοι, εκτός της Ίντεν, έκαναν μια προσπάθεια να πουν
κάποια πράγματα ώστε να σπάσει ο πάγος, για τη γειτονιά και τον καιρό,
ώσπου ήρθε ο σερβιτόρος να πάρει την παραγγελία τους. Όταν έφυγε, η
Ρόμπιν είπε:
«Σας ευχαριστούμε θερμά που δεχτήκατε να μας συναντήσετε, ειλικρινά
το εκτιμάμε πολύ. Θα είχατε κάποια αντίρρηση, αν κρατούσε ο Κόρμοραν
σημειώσεις;»
Η Μάγια και η Πόρσια έγνεψαν αρνητικά. Ο Στράικ έβγαλε το
σημειωματάριο από την τσέπη του παλτού του και το άνοιξε.
«Όπως ανέφερα και στο τηλέφωνο», είπε αρχικά η Ρόμπιν, «ουσιαστικά
αυτό που επιχειρούμε είναι να συγκεντρώσουμε κάποιες γενικές
πληροφορίες, ώστε να σχηματίσουμε μια πλήρη εικόνα της ζωής της
Μάργκοτ Μπάμπορο τους μήνες πριν από την…»
«Θα μπορούσα να κάνω πρώτα εγώ ορισμένες ερωτήσεις;» παρενέβη η
Ίντεν.
«Βεβαίως», απάντησε ευγενικά η Ρόμπιν, αν και μυριζόταν ήδη
μπελάδες.
Η Ίντεν παραμέρισε με μια δυναμική κίνηση τα μαλλιά που είχαν πέσει
στο πρόσωπό της, αποκαλύπτοντας δυο εβένινα μάτια.
«Το ξέρατε εσείς οι δύο πως υπάρχει ένας τύπος ο οποίος τηλεφωνεί σε
όλους όσοι είχαν κάποια σχέση με εκείνη την κλινική και ισχυρίζεται πως
πρόκειται να γράψει ένα βιβλίο σχετικά με την έρευνά σας γύρω από την
εξαφάνιση της Μπάμπορο;»
Σκατά, σκέφτηκε η Ρόμπιν.
«Μήπως ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται Όουκντεν;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι, Καρλ Μπράις».
«Το ίδιο άτομο είναι», είπε ο Στράικ.
«Έχετε κάποια σχέση μαζί του ή…;»
«Καμία απολύτως», είπε ο Στράικ, «και θα σας συμβούλευα να μην του
μιλήσετε».
«Ναι, αυτό το είχαμε καταλάβει κι από μόνες μας», είπε η Ίντεν παγερά.
«Όμως αυτό σημαίνει πως το θέμα πρόκειται να λάβει δημοσιότητα, έτσι
δεν είναι;»
Η Ρόμπιν κοίταξε τον Στράικ, που είπε:
«Αν κατορθώσουμε να διαλευκάνουμε την υπόθεση, δημοσιότητα θα
υπάρξει, ακόμη και χωρίς την εμπλοκή του Όουκντεν… ή Μπράις ή όπως
αλλιώς συστήνεται αυτό τον καιρό… όμως μιλάμε για ένα πολύ μεγάλο
“αν”. Για να είμαι ειλικρινής, κατά πάσα πιθανότητα δε θα καταφέρουμε
να μάθουμε τι πραγματικά συνέβη, οπότε νομίζω πως ο Όουκντεν θα
δυσκολευτεί πολύ να πουλήσει το βιβλίο του, όμως σε κάθε περίπτωση,
ό,τι θελήσετε να μας πείτε, δεν πρόκειται να μαθευτεί παραέξω».
«Καλά όλα αυτά, όμως τι γίνεται σε περίπτωση που ξέρουμε κάτι το
οποίο ίσως σας βοηθήσει να διαλευκάνετε την υπόθεση;» ρώτησε η
Πόρσια γέρνοντας προς τα εμπρός, ώστε να παρακάμψει τη Ρόμπιν για να
κοιτάξει τον Στράικ.
Ακολούθησε μια απειροελάχιστη παύση, στη διάρκεια της οποίας η
Ρόμπιν σχεδόν ένιωσε το ενδιαφέρον του Στράικ να οξύνεται παράλληλα
με το δικό της.
«Εξαρτάται από το ποια είναι αυτή η πληροφορία», απάντησε
μετρημένα ο Στράικ. «Ενδεχομένως να είναι εφικτό να μην
αποκαλύψουμε την προέλευση της πληροφορίας, όμως εφόσον η πηγή
είναι σημαντική, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια καταδίκη…»
Αυτή τη φορά, η παύση που ακολούθησε ήταν παρατεταμένη. Η
ατμόσφαιρα ανάμεσα στις αδελφές φαινόταν φορτισμένη από άρρητες
συνεννοήσεις.
«Λοιπόν;» είπε τελικά η Πόρσια με ερωτηματικό τόνο.
«Η αλήθεια είναι πως το είχαμε αποφασίσει», μουρμούρισε η Μάγια
στην Ίντεν, η οποία εξακολουθούσε να παραμένει αμίλητη, με τα
μπράτσα σταυρωμένα.
«Καλά, εντάξει», είπε η Ίντεν, σαν να έλεγε, μετά όμως μην τα ρίξετε σ’
εμένα.
Η αναπληρώτρια διευθύντρια έφερε ασυναίσθητα την παλάμη πάνω στο
ασημένιο σταυρουδάκι που κρεμόταν από τον λαιμό της και την έκλεισε
γύρω από αυτό, καθώς έπαιρνε τον λόγο.
«Πρώτα, πρέπει να σας εξηγήσω ορισμένα πράγματα, για να έχετε μια
γενική εικόνα», είπε. «Όταν ήμαστε παιδιά… δηλαδή η Ίντεν κι εγώ
ήμαστε ήδη έφηβες, όμως η Πόρσια ήταν μόλις εννιά χρονών…»
«Οκτώ», τη διόρθωσε η Πόρσια.
«Οκτώ», επανέλαβε υπάκουα η Μάγια, «ο πατέρας μας καταδικάστηκε
για… για βιασμό και πήγε στη φυλακή».
«Δεν ήταν ένοχος όμως», είπε η Ίντεν.
Η Ρόμπιν άπλωσε αυτόματα το χέρι στην κούπα με τον καφέ της και
ήπιε μια γουλιά, ώστε να κρύψει το πρόσωπό της.
«Δεν το έκανε, εντάξει;» επέμεινε η Ίντεν κοιτάζοντας τη Ρόμπιν. «Είχε
μια λευκή φιλενάδα για κάτι μήνες. Ολόκληρη η γειτονιά το ήξερε αυτό.
Αφού κυκλοφορούσαν μαζί στα μπαρ, παντού. Κάποια στιγμή αποφάσισε
να δώσει ένα τέλος, κι η άλλη τον κατήγγειλε για βιασμό».
Το στομάχι της Ρόμπιν ανακατεύτηκε, λες κι έφευγε το πάτωμα κάτω
από τα πόδια της. Ήθελε πάρα πολύ να μην ίσχυε αυτή η ιστορία. Η
σκέψη πως οποιαδήποτε γυναίκα θα έλεγε ψέματα πως βιάστηκε της ήταν
απεχθής. Η ίδια είχε κληθεί να περιγράψει κάθε στιγμή της δικής της,
οδυνηρής εμπειρίας στο δικαστήριο. Στη συνέχεια, ο γλυκομίλητος,
πενηντατριάχρονος βιαστής της και παρ’ ολίγον δολοφόνος της, είχε
σταθεί στο βήμα του μάρτυρα προκειμένου να εξηγήσει στους ενόρκους
ότι η εικοσάχρονη τότε Ρόμπιν τον είχε καλέσει να την ακολουθήσει στο
κλιμακοστάσιο της φοιτητικής εστίας, προκειμένου να κάνουν σεξ. Στην
περιγραφή του, τα πάντα ήταν συναινετικά: του είχε ψιθυρίσει πως
γούσταρε το ζόρικο σεξ, κι αυτό εξηγούσε τους έντονους μώλωπες γύρω
από τον λαιμό της και της είχε αρέσει τόσο πολύ, ώστε τον κάλεσε για
δεύτερο γύρο την επόμενη νύχτα και, ναι, πράγματι (είπε, με ένα γελάκι),
προφανώς κι είχε εκπλαγεί, μια τόσο καθωσπρέπει νεαρή κοπέλα να του
ρίχνεται τόσο άγρια από το πουθενά…
«Είναι πανεύκολο να το κάνει αυτό μια λευκή γυναίκα σε έναν μαύρο
άντρα», έλεγε η Ίντεν, «ιδίως το 1972. Ο πατέρας μας είχε ήδη φάκελο
στην αστυνομία, γιατί πριν από μερικά χρόνια είχε μπλέξει σε έναν
καβγά. Του έριξαν πέντε χρόνια».
«Πρέπει να ήταν σκληρό για την οικογένεια», σχολίασε ο Στράικ,
αποφεύγοντας να κοιτάξει τη Ρόμπιν.
«Πράγματι», είπε η Μάγια. «Πολύ σκληρό. Τα άλλα παιδιά στο
σχολείο… δε χρειάζεται να πούμε πολλά, ξέρετε πώς είναι τα παιδιά…»
«Ο πατέρας μας έφερνε χρήματα στο σπίτι», εξήγησε η Πόρσια.
«Ήμαστε πέντε στόματα, κι η μαμά δεν ήξερε πολλά γράμματα. Πριν
συλλάβουν τον μπαμπά, πήγαινε σε σχολή, κοίταζε να περάσει κάτι
εξετάσεις, να βελτιώσει τη θέση της. Με το ζόρι, κάπως τα φέρναμε
βόλτα όσο ο πατέρας μας κέρδιζε έναν σταθερό μισθό, όμως όταν έφυγε,
ήταν πάρα πολύ δύσκολα».
«Η μητέρα μας και η αδελφή της είχαν παντρευτεί δυο αδελφούς», είπε
η Μάγια. «Εννιά παιδιά έκαναν οι δυο τους. Οι οικογένειες ήταν πολύ
αγαπημένες, μέχρι που συνέλαβαν τον μπαμπά… εκεί όλα άλλαξαν. Ο
θείος μου ο Μάρκους πήγαινε στο δικαστήριο κάθε μέρα, όσο δίκαζαν
τον μπαμπά, όμως η μαμά δεν ήθελε να πάει κι ο θείος Μάρκους είχε
θυμώσει πολύ μαζί της».
«Λογικό, αφού ήξερε πως θα έκανε μεγάλη διαφορά, αν είχε δει ο
δικαστής πως ολόκληρη η οικογένεια στήριζε τον μπαμπά ενωμένη»,
πετάχτηκε η Ίντεν. «Εγώ πήγαινα. Έκανα κοπάνα από το σχολείο για να
πηγαίνω. Ήξερα πως ήταν αθώος».
«Μπράβο σου», είπε η Πόρσια, αν κι ο τόνος της κάθε άλλο παρά
συγχαρητήριος ήταν, «όμως η μαμά δεν ήθελε να κάθεται στην αίθουσα
και να ακούει τον άντρα της να περιγράφει πόσο συχνά έκανε σεξ με τη
φιλενάδα του…»
«Εκείνη η γυναίκα ήταν μια τσούλα», είπε κοφτά η Ίντεν.
«Και το λερό νερό κρυώνει το καυτό σίδερο», σχολίασε η Πόρσια με
προφορά Καραϊβικής. «Δική του επιλογή ήταν».
«Τέλος πάντων», έσπευσε να ξαναπάρει τον λόγο η Μάγια, «ο δικαστής
πίστεψε τη γυναίκα, κι ο μπαμπάς έκανε φυλακή. Η μαμά δεν πήγε να τον
δει ούτε μία φορά, όσο ήταν μέσα, ούτε ήθελε να πάρει εμένα ή την
Πόρσια ή τους αδελφούς μας να τον δούμε».
«Εγώ πήγα», πετάχτηκε ξανά η Ίντεν. «Έβαλα τον θείο Μάρκους να με
πάει. Πατέρας μας ήταν. Η μαμά δεν είχε κανένα δικαίωμα να μας
εμποδίζει να τον βλέπουμε».
«Ναι, λοιπόν», συνέχισε η Μάγια, πριν προλάβει η Πόρσια να κάνει
κάποιο σχόλιο, «η μαμά ήθελε να πάρει διαζύγιο, όμως δεν είχε χρήματα
για νομικές συμβουλές. Οπότε, η δρ Μπάμπορο την έφερε σε επαφή με
μια φεμινίστρια δικηγόρο, που πρόσφερε νομική αρωγή με μειωμένη
αμοιβή σε γυναίκες που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Όταν ο θείος
Μάρκους είπε στον μπαμπά πως η μαμά είχε καταφέρει να βρει δικηγόρο,
ο μπαμπάς τής έγραψε μέσα από τη φυλακή, την ικέτεψε να αλλάξει
γνώμη. Της έγραψε πως είχε βρει τον Θεό εκεί, πως την αγαπούσε, είχε
πάρει το μάθημά του και το μόνο που ήθελε ήταν την οικογένειά του».
Η Μάγια ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της.
«Περίπου μία εβδομάδα αφότου έλαβε η μαμά το γράμμα του μπαμπά,
καθάριζε το γραφείο της δρα Μπάμπορο ένα βράδυ, μετά που είχε φύγει
εκείνη, και παρατήρησε κάτι στο καλάθι των αχρήστων».
Η Μάγια έλυσε το κούμπωμα της τσάντας που κρατούσε σφιχτά πάνω
στα γόνατά της, κι από μέσα πήρε ένα ανοιχτό μπλε, έντονα
τσαλακωμένο χαρτί, το οποίο ήταν προφανές πως κάποια στιγμή στο
παρελθόν είχε σχηματίσει μπάλα. Το έδωσε στη Ρόμπιν, η οποία το
άπλωσε πάνω στο τραπέζι, έτσι ώστε να μπορέσει να το διαβάσει και ο
Στράικ.
Ο ξεθωριασμένος γραφικός χαρακτήρας αποτελούνταν από έναν
ιδιαίτερο συνδυασμό κεφαλαίων και μικρών γραμμάτων.

Η Ρόμπιν έριξε μια λοξή ματιά στον Στράικ κι είδε την οριακά
συγκαλυμμένη κατάπληξη που αισθανόταν και η ίδια να καθρεφτίζεται
εκεί. Πριν προλάβει είτε η ίδια είτε εκείνος να πουν οτιδήποτε, μια παρέα
νεαρών γυναικών πέρασε δίπλα από το τραπέζι τους, υποχρεώνοντας τον
Στράικ να σπρώξει την καρέκλα του προς τα μέσα. Συζητώντας και
χαχανίζοντας, οι γυναίκες κάθισαν στο τραπέζι πίσω από τη Μάγια και
την Ίντεν.
«Όταν το διάβασε αυτό η μαμά», είπε η Μάγια μιλώντας πιο
χαμηλόφωνα, έτσι ώστε να μην μπορούν οι νεοφερμένες να την ακούνε,
«σκέφτηκε πως το είχε στείλει ο μπαμπάς. Όχι κυριολεκτικά, καθώς ο
λογοκριτής των φυλακών δε θα είχε επιτρέψει να ταχυδρομηθεί τέτοιο
κείμενο, όμως σκέφτηκε πως κάποιος άλλος το είχε κάνει για λογαριασμό
του».
«Συγκεκριμένα, ο θείος Μάρκους», είπε η Ίντεν, με τα μπράτσα
σταυρωμένα και το πρόσωπο σφιγμένο. «Ο θείος Μάρκους, που ήταν
λαϊκός ιεροκήρυκας και δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ στη ζωή του εκείνη
τη βρισιά».
«Η μαμά πήγε με το σημείωμα από το σπίτι του θείου Μάρκους και της
θείας Κάρμεν», συνέχισε η Μάγια, παρακάμπτοντας την παρέμβαση της
αδελφής της, «και ρώτησε ευθέως τον Μάρκους αν εκείνος κρυβόταν
πίσω από το σημείωμα. Εκείνος το αρνήθηκε, όμως η μαμά δεν τον
πίστεψε. Η αναφορά στην Κόλαση ήταν ο καταλύτης: ο Μάρκους εκείνα
τα χρόνια στα κηρύγματά του αναφερόταν πολύ στην Κόλαση και στα
βασανιστήρια που περίμεναν εκεί τους αμαρτωλούς…»
«…και δεν πίστευε πως η μαμά ήθελε πραγματικά να πάρει διαζύγιο»,
είπε η Πόρσια. «Κατηγορούσε τη δρα Μπάμπορο πως εκείνη έπεισε τη
μαμά να χωρίσει τον μπαμπά γιατί, καταλαβαίνετε, η μαμά χρειαζόταν
οπωσδήποτε μια λευκή γυναίκα να της επισημάνει πως η ζωή της ήταν
σκατά. Από μόνη της δε θα το καταλάβαινε».
«Πετάγομαι για ένα τσιγάρο, εντάξει;» είπε απότομα η Ίντεν. Σηκώθηκε
και πέρασε έξω, με τα τακούνια της να κροταλίζουν πάνω στις σανίδες
του πατώματος.
Και οι δύο νεότερες αδελφές φάνηκαν να ανασαίνουν με ανακούφιση
όταν απομακρύνθηκε.
«Ήταν η αγαπημένη του μπαμπά», είπε η Μάγια χαμηλόφωνα στον
Στράικ και στη Ρόμπιν, όπως παρατηρούσε πίσω από την τζαμαρία την
Ίντεν να βγάζει ένα πακέτο Silk Cut, να τινάζει το κεφάλι για να
απομακρύνει τα μαλλιά που είχαν πέσει πάνω του και να ανάβει τσιγάρο.
«Τον αγαπούσε πραγματικά, κι ας ήταν γυναικάς».
«Και μια ζωή ήταν σε κόντρα με τη μαμά», είπε η Πόρσια. «Οι
καβγάδες τους σήκωναν στο πόδι τη γειτονιά».
«Η αλήθεια είναι», είπε η Μάγια, «πως η Ίντεν πληγώθηκε χειρότερα
απ’ όλες μας από τον χωρισμό τους. Παράτησε το σχολείο στα δεκαέξι,
έπιασε δουλειά στα Marks & Spencer για να βάλει πλάτη στα έξοδα…»
«Η μαμά ποτέ δε θέλησε να παρατήσει η Ίντεν το σχολείο», είπε η
Πόρσια. «Αυτό ήταν δική της επιλογή. Στην Ίντεν αρέσει να ισχυρίζεται
πως ήταν μια θυσία που έκανε για χάρη της οικογένειας, όμως τι να λέμε
τώρα. Δεν έβλεπε την ώρα να ξεμπερδέψει με το σχολείο, γιατί η μαμά
την πίεζε πάρα πολύ να παίρνει καλούς βαθμούς. Της αρέσει να λέει πως
στάθηκε δεύτερη μητέρα για όλες μας, όμως εγώ δεν τα θυμάμαι έτσι τα
πράγματα. Αυτό που θυμάμαι κυρίως ήταν να με ταράζει στη σφαλιάρα,
έτσι και τη στραβοκοίταζα».
Πίσω από την τζαμαρία η Ίντεν στεκόταν και κάπνιζε με την πλάτη
στραμμένη προς το μέρος τους.
«Η όλη κατάσταση ήταν ένας εφιάλτης», είπε θλιμμένα η Μάγια. «Η
μαμά κι ο θείος Μάρκους παρέμειναν τσακωμένοι, κι από τη στιγμή που
η μαμά κι η Κάρμεν ήταν αδελφές…»
«Καλύτερα να τους το πούμε τώρα, που δεν είναι εδώ η μεγάλη ν’
αρχίσει τα δικά της», παρότρυνε η Πόρσια τη Μάγια, οπότε, στρεφόμενη
στον Στράικ και στη Ρόμπιν, είπε: «Η θεία Κάρμεν βοηθούσε τη μαμά να
βγάλει το διαζύγιο πίσω από την πλάτη του θείου Μάρκους».
«Πώς;» ρώτησε η Ρόμπιν, καθώς ένας σερβιτόρος περνούσε δίπλα από
το τραπέζι τους, κατευθυνόμενος στην παρέα των γυναικών στο διπλανό
τραπέζι.
«Βλέπετε, μόλις είπε η δικηγόρος που είχε βρει η δρ Μπάμπορο στη
μαμά πόσα χρέωνε, η μαμά κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρει
αυτά τα λεφτά, ακόμη και με τη φιλική τιμή που της έκανε η άλλη», είπε
η Πόρσια.
«Η μαμά γύρισε ύστερα από εκείνη τη συνάντηση σπίτι κι έκλαιγε»,
είπε η Μάγια, «γιατί ήθελε απεγνωσμένα να έχει κλείσει το θέμα του
διαζυγίου προτού αποφυλακιστεί ο μπαμπάς. Αλλιώς, ήξερε πως θα
επέστρεφε στο σπίτι κι εκείνη θα κατέληγε παγιδευμένη. Τέλος πάντων,
λίγες ημέρες αργότερα η δρ Μπάμπορο τη ρώτησε πώς πήγαιναν τα
πράγματα με τη δικηγόρο, κι η μαμά ομολόγησε πως δε θα προχωρούσε
με το διαζύγιο, καθώς τέτοια χρήματα δεν υπήρχαν, οπότε», αναστέναξε η
Μάγια, «η δρ Μπάμπορο προσφέρθηκε να πληρώσει η ίδια τη δικηγόρο
και σε αντάλλαγμα η μαμά θα περνούσε λίγες ώρες την εβδομάδα από το
σπίτι στο Χαμ, για να καθαρίζει».
Εν τω μεταξύ, οι γυναίκες στο τραπέζι πίσω από το δικό τους είχαν
αρχίσει να φλερτάρουν με τον νεαρό σερβιτόρο, καθώς αναρωτιούνταν αν
ήταν πολύ νωρίς για να δοκιμάσουν το κέικ κρέμας, ενώ χαχάνιζαν πως
θα χαλούσαν τη δίαιτά τους.
«Η μαμά θεώρησε πως δεν την έπαιρνε να αρνηθεί», είπε η Μάγια.
«Όμως από τη μια το κόστος της συγκοινωνίας για να τρέχει στου
διαόλου τη μάνα, στο Χαμ, από την άλλη ο χρόνος που θα έχανε για να
φτάσει μέχρι εκεί, ενώ ήδη έτρεχε σε δυο άλλες δουλειές, και πλησίαζαν
οι εξετάσεις…»
«Η θεία σας η Κάρμεν συμφώνησε να αναλάβει εκείνη το καθάρισμα
για λογαριασμό της», μάντεψε η Ρόμπιν, παρατηρώντας με την άκρη του
ματιού της τον Στράικ να της ρίχνει μια κλεφτή ματιά.
«Ναι», είπε η Μάγια, ενώ τα μάτια της γούρλωναν έκπληκτα.
«Ακριβώς. Τους φάνηκε μια καλή λύση. Η θεία Κάρμεν ήταν οικοκυρά, ο
θείος Μάρκους και η δρ Μπάμπορο έλειπαν όλη μέρα στη δουλειά, οπότε
η μαμά σκέφτηκε πως κανείς τους δε θα μάθαινε πως στο σπίτι
εμφανιζόταν λάθος γυναίκα».
«Βέβαια, κάποια στιγμή το πράγμα παραλίγο να ζορίσει», είπε η
Πόρσια, «θυμάσαι, Μάγια; Τότε που η δρ Μπάμπορο μας κάλεσε όλους
σ’ εκείνο το μπάρμπεκιου, στο σπίτι της;» Στράφηκε στη Ρόμπιν. «Δε
γινόταν να πάμε, γιατί η νταντά της δρα Μπάμπορο θα καταλάβαινε πως
η μαμά δεν ήταν η γυναίκα που ερχόταν μία φορά την εβδομάδα για να
καθαρίζει. Η θεία Κάρμεν δε χώνευε εκείνη την νταντά», συμπλήρωσε η
Πόρσια. «Καθόλου δεν τη χώνευε».
«Για ποιο λόγο;» ρώτησε ο Στράικ.
«Είχε την αίσθηση πως η κοπελιά είχε βάλει στο μάτι τον άντρα της δρα
Μπάμπορο. Κάθε φορά που ανέφερε το όνομά του, κοκκίνιζε σαν το
παντζάρι, απ’ ό,τι μας έλεγε».
Η πόρτα της καφετέριας άνοιξε και η Ίντεν επέστρεψε. Έτσι όπως
καθόταν στο τραπέζι, η Ρόμπιν διέκρινε μια νότα καπνού ανάμεικτη με το
άρωμά της.
«Ως πού έχετε φτάσει;» ρώτησε με ψυχρό ύφος.
«Λέγαμε που η θεία Κάρμεν καθάριζε στο πόδι της μαμάς», είπε η
Μάγια.
Η Ίντεν ξανασταύρωσε τα μπράτσα της, αδιαφορώντας για τον καφέ.
«Επομένως, η κατάθεση που έδωσε η μητέρα σας στην αστυνομία,
σχετικά με το αίμα και τον δρα Φιπς που περπατούσε στον κήπο…» είπε
ο Στράικ.
«…στην πραγματικότητα τους μετέφερε όλα αυτά που της είχε πει η
Κάρμεν, ναι», είπε η Μάγια κι έπιασε και πάλι τον σταυρό που κρεμόταν
γύρω από τον λαιμό της. «Δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως η αδελφή της
πήγαινε εκεί αντί για την ίδια, γιατί ο θείος Μάρκους θα εξαγριωνόταν
έτσι και το μάθαινε. Η θεία Κάρμεν ικέτεψε τη μαμά να μην το πει στην
αστυνομία, κι η μαμά συμφώνησε.
»Οπότε, έπρεπε να καμωθεί πως εκείνη ήταν που είχε δει το αίμα στη
μοκέτα και τον δρα Φιπς να περπατάει στον κήπο».
«Μόνο που», παρενέβη η Πόρσια με ένα ξερό γέλιο, «η Κάρμεν στην
πορεία άλλαξε γνώμη σχετικά με τον δρα Φιπς. Η μαμά πήγε και την
έπιασε, μετά την πρώτη κατάθεση στην αστυνομία, και της είπε: “Με
ρωτάνε αν υπάρχει περίπτωση να έκανα λάθος και να μπέρδεψα τον δρα
Φιπς με κάποιον από τους εργάτες”. Κι η Κάρμεν είπε: “Α. Ναι. Ξέχασα
πως γυρόφερναν κάτι εργάτες εκεί πίσω. Μπορεί και να τον μπέρδεψα”».
Η Πόρσια γέλασε κοφτά, όμως η Ρόμπιν καταλάβαινε πως η όλη
κατάσταση δεν της φαινόταν καθόλου αστεία. Ήταν το ίδιο γέλιο στο
οποίο είχε αναζητήσει καταφύγιο η Ρόμπιν, τη νύχτα που συζήτησε τον
βιασμό της με τον Μαξ, καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας.
«Το ξέρω πως δεν είναι αστείο», είπε η Πόρσια κοιτάζοντας με τρόπο
την αδελφή της, «όμως τι να λέμε τώρα. Η Κάρμεν μια ζωή ελαφρόμυαλη
ήταν, όμως λες να είχε μιλήσει χωρίς να είναι σίγουρη στη συγκεκριμένη
περίπτωση; Εν τω μεταξύ, η μαμά είχε αρρωστήσει κυριολεκτικά από το
άγχος, μιλάμε έκανε εμετό ό,τι και να έβαζε στο στόμα της. Και τότε,
εκείνη η σκρόφα, η γραμματέας στη δουλειά τους, την πέτυχε κάποια
στιγμή που ζαλιζόταν…»
«Α μπράβο», είπε η Ίντεν, που ξαφνικά ζωντάνεψε. «Χωρίς δεύτερη
κουβέντα, η μαμά κατηγορήθηκε πως άπλωνε χέρι σε ξένα πράγματα κι
έπινε στη δουλειά και την απέλυσαν από την κλινική. Εκείνη η κάργια η
γραμματέας είχε πει πως μύρισε στα κρυφά το θερμός της μαμάς και ότι
είχε ποτό εκεί μέσα. Κουραφέξαλα».
«Αυτό συνέβη λίγους μήνες μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ
Μπάμπορο, σωστά;» ρώτησε ο Στράικ κρατώντας το στιλό πάνω από το
σημειωματάριό του.
«Αχ, με συγχωρείτε», είπε η Ίντεν με παγερό σαρκασμό, «μήπως βγήκα
εκτός θέματος; Εμπρός λοιπόν, πίσω στην αγνοούμενη λευκή κυρία,
κορίτσια. Ποιος αδειάζει τώρα να ασχολείται με τη μαύρη γυναίκα που
πέρασε μια κόλαση, ναι;»
«Συγγνώμη, εγώ δεν…» έκανε να πει ο Στράικ.
«Ξέρετε ποια είναι η Τιάνα Μενταϊνί;» του πέταξε η Ίντεν.
«Όχι», ομολόγησε εκείνος.
«Όχι», είπε η Ίντεν, «σιγά μην ξέρατε. Σαράντα χρόνια αφότου
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ Μπάμπορο, καθόμαστε εδώ πέρα και σπάμε τα
κεφάλια μας τι να απέγινε και πού να κατέληξε. Η Τιάνα Μενταϊνί είναι
μια μαύρη έφηβη από το Λιούισαμ. Εξαφανίστηκε πέρυσι. Σε πόσα
πρωτοσέλιδα έχετε δει την Τιάνα; Γιατί δεν αποτελεί πρώτη είδηση, όπως
η Μπάμπορο; Επειδή δεν αξίζουμε το ίδιο ούτε για τους δημοσιογράφους
ούτε για τη ρημάδα την αστυνομία, καλά δε λέω;»
Ο Στράικ δε φαινόταν ικανός να βρει μια επαρκή απάντηση·
αναμφίβολα, σκέφτηκε η Ρόμπιν, επειδή δε χωρούσε αντίρρηση στο
επιχείρημα της Ίντεν. Η φωτογραφία του μοναδικού μαύρου θύματος του
Ντένις Κριντ, της Τζάκι Άιλετ, γραμματέα στο επάγγελμα και μητέρας
ενός παιδιού, ήταν η μικρότερη και η λιγότερο διακριτή ανάμεσα στις
απόκοσμες ασπρόμαυρες φωτογραφίες των θυμάτων του Κριντ στο
εξώφυλλο του Δαίμονα του Πάρανταϊς Παρκ. Η σκούρα επιδερμίδα της
Τζάκι έδειχνε η χειρότερη στο στενάχωρο εξώφυλλο. Κυρίαρχη θέση
καταλάμβαναν οι φωτογραφίες της δεκαεξάχρονης Τζέραλντιν Κρίστι και
της εικοσιεπτάχρονης Σούζαν Μέγιερ, που και οι δυο τους ήταν
ανοιχτόχρωμες και ξανθιές.
«Όταν εξαφανίστηκε η Μάργκοτ Μπάμπορο», είπε με οργή η Ίντεν, «οι
λευκές γυναίκες στην κλινική αντιμετωπίστηκαν από τους αστυνομικούς
λες κι ήταν καμωμένες από φίνα πορσελάνη, εντάξει; Πάλι καλά που δεν
τους σκούπιζαν οι ίδιοι τα δάκρυά τους… όμως στη μάνα μας δε
φέρθηκαν με τέτοια αβρότητα. Την αντιμετώπιζαν λες κι ήταν κάποια
πωρωμένη κακοποιός. Ειδικά ο επικεφαλής, να δεις πώς τον έλεγαν…»
«Τάλμποτ;» είπε η Ρόμπιν.
«“Τι κρύβεις; Άντε, μίλα, το ξέρω πως κάτι κρύβεις”».
Η μυστηριώδης μορφή του Ιεροφάντη αναδύθηκε στη σκέψη της
Ρόμπιν. Ο φύλακας των μυστικών και μυστηρίων στα ταρό του Θωθ
φορούσε μανδύα στο χρώμα του κρόκου και καθόταν πάνω σε ταύρο («η
κάρτα αυτή περιγράφεται ως Ταύρος») και μπροστά του, μισή σε μέγεθος,
έστεκε μια μαύρη ιέρεια, με τα μαλλιά πλεγμένα σε πλεξούδες όπως της
Μάγια («Μπροστά του στέκει μια γυναίκα ζωσμένη με σπαθί· συμβολίζει
την Άλικη Γυναίκα…») Άραγε τι να είχε προηγηθεί, το ρίξιμο των ταρό
που σήμαιναν μυστικότητα και απόκρυψη ή το ένστικτο του αστυνομικού
πως η έντρομη Βίλμα του έλεγε ψέματα;
«Όταν πήρε κατάθεση από μένα…» άρχισε να λέει η Ίντεν.
«Ο Τάλμποτ πήρε κατάθεση από εσάς;» ρώτησε μεμιάς ο Στράικ.
«Ναι, εμφανίστηκε στη δουλειά απροειδοποίητα», είπε η Ίντεν, οπότε η
Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως ξαφνικά τα μάτια της Ίντεν γυάλιζαν
βουρκωμένα. «Είχε δει και κάποιο άλλο άτομο στη δουλειά εκείνο το
ανώνυμο σημείωμα που είχε λάβει η Μπάμπορο. Ο Τάλμποτ ανακάλυψε
πως ο μπαμπάς ήταν στη φυλακή κι είχε μάθει στο μεταξύ πως η μαμά
καθάριζε το σπίτι της γιατρίνας. Οπότε, έπιασε όλους τους άντρες της
οικογένειας, κατηγορώντας τους με τη σειρά πως εκείνοι είχαν γράψει τα
απειλητικά σημειώματα, κι ύστερα ήρθε σ’ εμένα, μου έκανε κάτι
πραγματικά αλλόκοτες ερωτήσεις σχετικά με όλους τους άντρες συγγενείς
μου, ήθελε να μάθει τι έκαναν σε διάφορες ημερομηνίες, ρωτούσε αν ο
θείος Μάρκους έμενε συχνά έξω τη νύχτα. Μάλιστα, κάποια στιγμή
ρώτησε να μάθει για τον μπαμπά και τον θείο Μάρκους…»
«…τι ζώδιο ήταν;» ρώτησε η Ρόμπιν.
Η Ίντεν την κοίταξε εμβρόντητη.
«Αυτό πάλι πώς στον διάβολο το ήξερες;»
«Ο Τάλμποτ άφησε ένα σημειωματάριο. Είναι γεμάτο αποκρυφιστικές
παρατηρήσεις. Προσπαθούσε να λύσει την υπόθεση χρησιμοποιώντας τις
κάρτες ταρό και την αστρολογία».
«Την αστρολογία;» επανέλαβε η Ίντεν. «Σοβαρά τώρα, την
αστρολογία;»
«Ο Τάλμποτ κακώς σας πήρε κατάθεση χωρίς να είναι παρών κάποιος
ενήλικος», είπε ο Στράικ στην Ίντεν. «Πόσων χρονών ήσαστε τότε,
δεκαέξι;»
Η Ίντεν γέλασε απροκάλυπτα με το σχόλιο του ντετέκτιβ.
«Αυτό μπορεί να ισχύει για τα λευκά κορίτσια, όμως εμείς είμαστε
αλλιώς, δεν άκουγες τι έλεγα τόση ώρα; Είμαστε από γερή στόφα.
Είμαστε ζόρικες. Εκείνα τα αποκρυφιστικά», είπε η Ίντεν γυρίζοντας και
πάλι στη Ρόμπιν, «ναι, λογικό ακούγεται, γιατί με ρώτησε για το ομπεά.
Ξέρεις τι είναι αυτό;»
Η Ρόμπιν έγνεψε αρνητικά.
«Ένα είδος μαγείας που χρησιμοποιούνταν παλιότερα στην Καραϊβική.
Οι ρίζες του βρίσκονται στη Δυτική Αφρική. Εμείς γεννηθήκαμε όλες στο
Σάουθγουαρκ όμως, καταλαβαίνεις, στα μάτια του επιθεωρητή Τάλμποτ
δεν ήμαστε παρά μαύρες παγανίστριες. Με είχε κλείσει μόνη μου στο
πίσω δωμάτιο και με ρωτούσε διάφορα κουλά για τελετουργικά με τη
χρήση αίματος, μαύρη μαγεία και δε συμμαζεύεται. Είχα τρομοκρατηθεί,
δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτά που έλεγε. Νόμιζα πως εννοούσε τη μαμά
και το αίμα στη μοκέτα και υπαινισσόταν πως εκείνη είχε φάει τη δρα
Μπάμπορο».
«Βίωνε έναν νευρικό κλονισμό εκείνο το διάστημα», είπε η Ρόμπιν.
«Αυτός ήταν κι ο λόγος που τον απομάκρυναν από την υπόθεση. Νόμιζε
πως κυνηγούσε κάποιο δαίμονα. Η μητέρα σας δεν ήταν η μόνη γυναίκα
που ο Τάλμποτ νόμιζε πως διέθετε υπερφυσικές δυνάμεις… όμως σίγουρα
ήταν ρατσιστής», συμπλήρωσε η Ρόμπιν χαμηλόφωνα. «Αυτό είναι σαφές
από τις σημειώσεις του».
«Εμάς δε μας το είχες πει ποτέ ότι πέρασε η αστυνομία από τη δουλειά
να σου μιλήσει», είπε η Πόρσια. «Γιατί δε μας το είπες;»
«Γιατί να σας το πω;» απάντησε η Ίντεν σκουπίζοντας θυμωμένα τα
βουρκωμένα μάτια της. «Η μαμά είχε ήδη αρρωστήσει από το άγχος της
με όλη αυτή την ιστορία, είχα τον θείο Μάρκους να μου φωνάζει πως η
μαμά είχε κάνει την αστυνομία να υποψιάζεται τον ίδιο και τους γιους του
και φοβόμουν πραγματικά πως έτσι και μάθαινε ο θείος πως είχε περάσει
ο αστυνομικός από τη δουλειά, θα έκανε καταγγελία, κι αυτό ήταν το
τελευταίο πράγμα που μας χρειαζόταν. Θεέ μου, ήταν ένα χάλι», είπε η
Ίντεν πιέζοντας φευγαλέα τις παλάμες πάνω στα υγρά της μάτια, «ένα
απερίγραπτο χάλι».
Η Πόρσια έδειχνε έτοιμη να πει κάτι παρηγορητικό στη μεγαλύτερη
αδελφή της, όμως η Ρόμπιν είχε την αίσθηση πως αυτό θα αποτελούσε
παρέκκλιση στη συνήθη σχέση τους, ώστε δεν ήταν απολύτως σίγουρη
πώς να το χειριστεί. Έπειτα από μερικές στιγμές η Πόρσια μουρμούρισε:
«Πρέπει να πάω στην τουαλέτα», οπότε έσπρωξε την καρέκλα της από
το τραπέζι και εξαφανίστηκε στο μπάνιο.
«Δεν ήθελα να έρθει σήμερα κι η Πόρσια», είπε η Μάγια αμέσως μόλις
η πόρτα του μπάνιου έκλεισε πίσω από τη μικρότερη αδελφή της.
Απέφευγε διακριτικά να κοιτάξει τη μεγαλύτερη αδελφή της, η οποία
επιχειρούσε να καμωθεί πως δεν έκλαιγε, ενώ συνέχιζε κάθε τόσο να
σκουπίζει με τρόπο τα δάκρυα από τα μάτια της. «Δεν της χρειάζεται όλο
αυτό το στρες. Μόλις ξεμπέρδεψε με τις χημειοθεραπείες».
«Πώς τα πηγαίνει;» ρώτησε ο Στράικ.
«Την περασμένη εβδομάδα οι γιατροί της είπαν πως είναι καθαρή, δόξα
τω Θεώ. Τώρα σκέφτεται να επιστρέψει στη δουλειά της με μειωμένο
ωράριο. Εγώ πάλι νομίζω πως είναι ακόμη πολύ νωρίς».
«Κοινωνική λειτουργός είναι, σωστά;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ναι», αναστέναξε η Μάγια. «Κάθε πρωί που σηκώνεσαι, σε
περιμένουν εκατό μηνύματα απελπισίας και ξέρεις πως παίζεις το κεφάλι
σου, έτσι και στραβώσει κάτι με κάποια οικογένεια που δεν πρόλαβες να
επικοινωνήσεις. Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει. Όμως είναι ίδια
η μαμά. Από το ίδιο καλούπι βγήκαν. Μια ζωή ήταν η αδυναμία της
μαμάς, κι εκείνη ήταν η ηρωίδα της».
Η Ίντεν έκανε ένα «χα», που θα μπορούσε να σημαίνει συμφωνία ή το
αντίθετο. Η Μάγια προσπέρασε το επιφώνημα. Ακολούθησε μια σύντομη
παύση, στη διάρκεια της οποίας η Ρόμπιν αναλογίστηκε τους
μπερδεμένους δεσμούς που ενώνουν μια οικογένεια. Η επόμενη γενιά
φαινόταν να εξακολουθεί να διεξάγει τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει
ανάμεσα στον Τζουλς και στη Βίλμα Μπέιλις.
Η πόρτα του μπάνιου άνοιξε ξανά και η Πόρσια επανεμφανίστηκε. Αντί
να επιστρέψει στη θέση της δίπλα στη Ρόμπιν, πέρασε τους φαρδιούς
γοφούς της γύρω από τον Στράικ, στην κεφαλή του τραπεζιού και
βάλθηκε να στριμώχνεται πίσω από την αιφνιδιασμένη Μάγια, που
έσπευσε να μαζέψει την καρέκλα της, μέχρι που έφτασε την Ίντεν. Αφού
έχωσε μια χούφτα χαρτί τουαλέτας στην παλάμη της μεγάλης της
αδελφής, η Πόρσια έπλεξε τα γεμάτα μπράτσα της γύρω από τον λαιμό
της Ίντεν και τη φίλησε πάνω στο κεφάλι.
«Τι κάνεις τώρα;» ρώτησε η Ίντεν με βραχνή φωνή και σήκωσε τα χέρια
κι έσφιξε τα μπράτσα της μικρότερης αδελφής της, όχι για να τα
απομακρύνει, αλλά για να τα κρατήσει εκεί. Ο Στράικ, όπως παρατήρησε
η Ρόμπιν με την άκρη του ματιού της, καμωνόταν πως κάτι κοίταζε στο
σημειωματάριό του.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε σιγανά η Πόρσια φιλώντας ξανά την αδελφή της
πάνω στο κεφάλι, προτού τραβήξει τα χέρια της. «Που συμφώνησες να το
κάνουμε αυτό. Το ξέρω πως δεν ήθελες».
Όλοι παρέμειναν σιωπηλοί, κάπως αιφνιδιασμένοι, όση ώρα η Πόρσια
περνούσε και πάλι στριμωχτά γύρω από το τραπέζι κι επέστρεφε στη θέση
της, δίπλα στη Ρόμπιν.
«Τους είπες εκείνο το τελευταίο;» ρώτησε η Πόρσια τη Μάγια, όση ώρα
η Ίντεν φυσούσε τη μύτη της. «Για τη μαμά και την Μπέτι Φούλερ;»
«Όχι», είπε η Μάγια, η οποία έδειχνε εμβρόντητη από εκείνη την πράξη
συμφιλίωσης που είχε μόλις παρακολουθήσει. «Σ’ εσένα το είχε πει η
μαμά, θεώρησα σωστό εσύ να το πεις».
«Μάλιστα», είπε η Πόρσια και στράφηκε και πάλι προς τον Στράικ και
τη Ρόμπιν. «Λοιπόν, αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που ξέρουμε και
μπορεί να μην έχει καμία σημασία, όμως ας το ακούσετε κι αυτό, αφού
ξέρετε πλέον όλα τα άλλα».
Ο Στράικ περίμενε έτοιμος να κρατήσει σημειώσεις.
«Η μαμά μού το εκμυστηρεύτηκε λίγο καιρό μετά που βγήκε στη
σύνταξη. Κανονικά δεν έπρεπε, γιατί αφορούσε υπόθεση που είχε
χειριστεί η ίδια, όμως μόλις ακούσετε τι είπε, θα καταλάβετε.
»Η μαμά συνέχισε να εργάζεται στο Κλέρκενγουελ, όταν πέρασε τις
εξετάσεις κι έγινε κοινωνική λειτουργός. Άλλωστε, εκεί βρίσκονταν όλοι
οι φίλοι της· δεν ήθελε να αλλάξει γειτονιά. Οπότε, κατέληξε να γνωρίσει
πολύ καλά την τοπική κοινότητα.
»Μία από τις οικογένειες που είχε αναλάβει έμενε στην οδό Σκίνερ, σε
μικρή απόσταση από την κλινική…»
«Στην Οδό Σκίνερ;» επανέλαβε ο Στράικ. Το όνομα κάτι του θύμιζε,
όμως κατάκοπος όπως ήταν, δεν μπόρεσε να κάνει αμέσως τη σύνδεση. Η
Ρόμπιν, αντίθετα, κατάλαβε αστραπιαία τον λόγο που το όνομα της οδού
τούς ήταν γνωστό.
«Ναι. Η οικογένεια ήταν οι Φούλερ. Σχεδόν ό,τι πρόβλημα μπορείς να
φανταστείς, το αντιμετώπιζαν, έλεγε η μαμά: εθισμό σε ουσίες,
οικογενειακή βία, εγκληματικότητα, τα πάντα. Κεφαλή της οικογένειας,
ας πούμε, ήταν η γιαγιά, η οποία δεν είχε πενηνταρίσει καν, και το βασικό
εισόδημα αυτής της γυναίκας ήταν η πορνεία. Μπέτι την έλεγαν, κι η
μαμά την περιέγραφε σαν τον τοπικό ειδησεογραφικό σταθμό,
τουλάχιστον αν σε ενδιέφερε να μάθεις τι συνέβαινε στον υπόκοσμο. Η
οικογένεια κατοικούσε στην περιοχή εδώ και γενιές.
»Τέλος πάντων, μια μέρα γυρνάει η Μπέτι και λέει στη μαμά με τρόπο,
για να κόψει αντιδράσεις: “Ξέρεις, ο Μάρκους δεν έστειλε κανένα
απειλητικό σημείωμα σ’ εκείνη τη γιατρίνα”.
»Η μαμά έμεινε εμβρόντητη», είπε η Πόρσια. «Η πρώτη σκέψη που
έκανε ήταν πως ο Μάρκους επισκεπτόταν τη γυναίκα, καταλαβαίνετε, ως
πελάτης… το ξέρω πως δεν πήγαινε», έσπευσε να διευκρινίσει η Πόρσια,
σηκώνοντας την παλάμη για να προλάβει την αντίδραση της Ίντεν, που
έκανε να ανοίξει το στόμα της. «Εν τω μεταξύ, η μαμά κι ο Μάρκους
είχαν χρόνια που δε μιλιόντουσαν. Τέλος πάντων, δε συνέβαινε τίποτε το
πονηρό: η Μπέτι είχε γνωρίσει τον Μάρκους γιατί η εκκλησία εκείνο τον
καιρό είχε αναλάβει πρωτοβουλία να προσεγγίσει την τοπική κοινωνία.
Οπότε, είχε περάσει να της αφήσει κάποια πράγματα για τη Γιορτή του
Θέρους και προσπάθησε να πείσει την Μπέτι να παρακολουθήσει μια
λειτουργία.
»Η Μπέτι είχε καταλάβει τη σχέση του Μάρκους με τη μαμά, γιατί η
μαμά εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί το επίθετο “Μπέιλις”, κι η Μπέτι
ισχυρίστηκε πως ήξερε ποιος πραγματικά είχε γράψει εκείνα τα
απειλητικά σημειώματα στη Μάργκοτ Μπάμπορο, κι ότι το άτομο που
είχε γράψει τα σημειώματα ήταν το ίδιο άτομο που τη σκότωσε. Η μαμά
ρώτησε: “Ποιος ήταν;” Κι η Μπέτι της απάντησε πως αν της το έλεγε
αυτό, ο φονιάς της Μάργκοτ θα σκότωνε και την ίδια».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση. Ολόγυρα από το καφέ ακούγονταν
διάφοροι θόρυβοι, ενώ μία από τις γυναίκες στο διπλανό τραπέζι, που
έτρωγε ένα κομμάτι κέικ κρέμας, αναφώνησε με φανερή απόλαυση:
«Θεέ μου, νόστιμο που είναι».
«Κι η μητέρα σας πίστεψε την Μπέτι;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Δεν ήξερε τι να σκεφτεί», είπε η Πόρσια. «Η Μπέτι γνώριζε μερικά
πολύ ζόρικα άτομα, επομένως δεν αποκλείεται κάτι να είχε πάρει το αυτί
της στη γύρα, όμως ποιος ξέρει; Οι άνθρωποι γλώσσα έχουν και μιλάνε
και τους αρέσει να περνιούνται για σημαντικοί», είπε, οπότε η Ρόμπιν
θυμήθηκε την Τζάνις να κάνει το ίδιο ακριβώς σχόλιο, όταν τους
αποκάλυπτε τη φήμη πως η Μάργκοτ Μπάμπορο είχε θεαθεί σε κάποιο
κοιμητήριο. «Πάντως, αν υπήρχε κάποια αλήθεια σε όλα αυτά, μια
γυναίκα όπως η Μπέτι θα προτιμούσε χίλιες φορές να πάει στο φεγγάρι,
παρά στην αστυνομία.
»Πολύ πιθανό τώρα πια να έχει συγχωρεθεί», είπε η Πόρσια,
«δεδομένης και της ζωής που έκανε, πάντως αυτό είχε πει και δώστε του
ό,τι αξία νομίζετε. Λογικά, αν ζει ακόμη, δε θα είναι δύσκολο να την
εντοπίσετε».
«Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που μας το είπατε», είπε ο Στράικ.
«Σίγουρα αξίζει να το ψάξουμε».
Αφού είχαν πει όλα όσα γνώριζαν, οι τρεις αδελφές αφέθηκαν σε μια
πονεμένη σιωπή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ρόμπιν είχε την ευκαιρία
να αναλογιστεί πόση παράπλευρη ζημιά άφηνε πίσω της μια πράξη βίας.
Η εξαφάνιση της Μάργκοτ Μπάμπορο ήταν πασιφανές πως είχε επιφέρει
τεράστια αναστάτωση στη ζωή των αδελφών Μπέιλις, και τώρα που η
Ρόμπιν είχε αντίληψη της πλήρους έκτασης της οδύνης που τους είχε
προκαλέσει και της επώδυνης φύσης των αναμνήσεων που συνδέονταν με
αυτή, κατανοούσε απόλυτα την αρχική άρνηση της Ίντεν να μιλήσει
στους δύο ντετέκτιβ. Αν μη τι άλλο, όφειλε να αναρωτηθεί για ποιο λόγο
είχαν αλλάξει γνώμη οι αδελφές.
«Σας ευχαριστούμε θερμότατα», είπε με κάθε ειλικρίνεια. «Είμαι βέβαιη
πως η κόρη της Μάργκοτ θα είναι απέραντα ευγνώμων που δεχτήκατε να
μας μιλήσετε».
«Α, ώστε η κόρη σάς προσέλαβε, ε;» είπε η Μάγια. «Λοιπόν, να της
πείτε εκ μέρους μου πως η μαμά κουβαλούσε σε όλη της τη ζωή τύψεις
που δεν είπε την πάσα αλήθεια στην αστυνομία. Συμπαθούσε τη δρα
Μπάμπορο, ξέρετε. Θέλω να πω, δεν ήταν κολλητές φίλες, όμως τη
θεωρούσε σωστό άνθρωπο».
«Τη βάραινε αυτό που συνέβη», συμφώνησε η Πόρσια. «Μέχρι που
έκλεισε τα μάτια της, τη βάραινε. Γι’ αυτό και φύλαξε εκείνο το
σημείωμα. Είμαι σίγουρη πως θα ήθελε να κάνουμε αυτό που κάναμε.
Ακόμη και ύστερα από τόσα χρόνια, μπορεί να γίνει κάποια ανάλυση
γραφικού χαρακτήρα, κάτι, σωστά;»
Ο Στράικ απάντησε καταφατικά. Σηκώθηκε να τακτοποιήσει τον
λογαριασμό, οπότε η Ρόμπιν περίμενε στο τραπέζι με τις τρεις αδελφές, οι
οποίες, όπως ήταν φανερό, ήθελαν να φύγουν οι ντετέκτιβ το
συντομότερο δυνατόν. Τους είχαν αποκαλύψει προσωπικές, τραυματικές
εμπειρίες και οικογενειακά μυστικά, οπότε πλέον ήταν εξαιρετικά
κουραστική η προσπάθεια να μιλούν περί ανέμων και υδάτων ή να έχουν
οποιαδήποτε άλλη συζήτηση. Η Ρόμπιν αισθάνθηκε ανακούφιση όταν
επέστρεψε ο Στράικ και ύστερα από έναν σύντομο αποχαιρετισμό, οι δυο
τους έφυγαν από την καφετέρια.
Αμέσως μόλις βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο, ο Στράικ κοντοστάθηκε για να
βγάλει το πακέτο με τα τσιγάρα του από την τσέπη και να ανάψει ένα.
«Το χρειαζόμουν», μουρμούρισε όπως συνέχιζαν τον δρόμο τους. «Το
λοιπόν… Οδός Σκίνερ…»
«…είναι ο δρόμος όπου εθεάθη ο Τζόζεφ Μπρένερ τη νύχτα που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ Μπάμπορο», είπε η Ρόμπιν.
«Α», μουρμούρισε ο Στράικ κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια του.
«Καλά θυμόμουν πως κάπου ήξερα αυτό το όνομα».
«Θα ψάξω να δω τι γίνεται με την Μπέτι Φούλερ αμέσως μόλις γυρίσω
στο σπίτι», είπε η Ρόμπιν. «Τα υπόλοιπα πώς σου ακούστηκαν;»
«Οι Μπέιλις ζορίστηκαν άσχημα με αυτή την ιστορία, σωστά;» είπε ο
Στράικ και κοντοστάθηκε δίπλα στο Land Rover ρίχνοντας μια ματιά
προς τα πίσω, στην καφετέρια. Η BMW του ήταν σταθμευμένη καμιά
πενηνταριά μέτρα παρακάτω. Τράβηξε άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο
του, σμίγοντας τα φρύδια. «Ξέρεις… μας δίνει μια άλλη οπτική γωνία για
εκείνο το ρημάδι το σημειωματάριο του Τάλμποτ», ομολόγησε. «Αν
αφήσεις κατά μέρος όλες εκείνες τις αποκρυφιστικές μπαρούφες, ο τύπος
είχε δίκιο, έτσι δεν είναι; Η Βίλμα πράγματι του έκρυβε πράγματα. Πολλά
και σημαντικά πράγματα, τελικά».
«Το σκέφτηκα κι εγώ αυτό», είπε η Ρόμπιν.
«Συνειδητοποιείς πως εκείνο το απειλητικό σημείωμα είναι το πρώτο
απτό αποδεικτικό στοιχείο που καταφέραμε να βρούμε;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της. «Τι ώρα
φεύγεις για Τρούρο;»
Ο Στράικ δεν απάντησε. Όπως σήκωσε το κεφάλι, η Ρόμπιν διαπίστωσε
ότι ο συνεταίρος της κοίταζε τόσο επίμονα προς το ανοιχτό πάρκο, στην
απέναντι πλευρά του δρόμου, ώστε στράφηκε κι εκείνη προς τα εκεί,
προκειμένου να δει τι ήταν αυτό που του είχε καθηλώσει την προσοχή,
όμως δεν είδε τίποτε, πέρα από ένα ζευγάρι τεριέ, που χοροπηδούσαν και
τον ιδιοκτήτη τους, ο οποίος περπατούσε δίπλα τους, παίζοντας με δυο
λουριά.
«Κόρμοραν;»
Ο Στράικ, που ο νους του έμοιαζε να ταξιδεύει κάπου μακριά, επανήλθε
στο παρόν.
«Τι;» είπε, κι ύστερα: «Α, ναι. Όχι, απλώς…»
Γύρισε και κοίταξε ξανά προς την καφετέρια συνοφρυωμένος.
«Απλώς σκεφτόμουν. Τίποτε το ιδιαίτερο, νομίζω πως κόλλησα το
μικρόβιο του Τάλμποτ. Διακρίνω νοήματα σε μιαν απλή σύμπτωση».
«Τι σύμπτωση;»
Ο Στράικ όμως δεν απάντησε και τελικά η πόρτα της καφετέριας άνοιξε
και οι τρεις αδελφές εμφανίστηκαν ντυμένες με τα πανωφόρια τους.
«Καλύτερα να πηγαίνουμε», είπε. «Πρέπει να μας έχουν σιχαθεί ύστερα
απ’ όλα αυτά. Τα λέμε τη Δευτέρα. Τηλεφώνησέ μου, έτσι και μάθεις κάτι
ενδιαφέρον σχετικά με την Μπέτι Φούλερ».
54
Μα κείνος ο ίδιος πόνος, τίποτε το καινούργιο δεν ήταν γι’ αυτόν·
δεν ήταν πόνος καν· γιατί πολλές φορές είχε γυρέψει
αυτή του τη δύναμη, και μάταια την είχε αγαπήσει.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Το τρένο τινάχτηκε απότομα: το κεφάλι του αποκοιμισμένου Στράικ


έγειρε στο πλάι και βρήκε με δύναμη πάνω στο κρύο παράθυρο. Ξύπνησε
νιώθοντας το πιγούνι του σαλιωμένο. Όπως το σκούπιζε με το μανίκι του
παλτού του, κοίταξε τριγύρω. Το ηλικιωμένο ζευγάρι που καθόταν
απέναντί του είχε διακριτικά στρέψει την προσοχή του στα βιβλία που
είχε μπροστά του, όμως στην άλλη πλευρά του διαδρόμου, τέσσερις
έφηβες είχαν ξεσπάσει σε βουβό γέλιο φροντίζοντας να μην τον
κοιτάζουν, κι οι ώμοι τους τραντάζονταν καθώς καμώνονταν πως
έβρισκαν κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον στα χωράφια που απλώνονταν έξω
από το παράθυρο. Φαίνεται πως ο Στράικ ροχάλιζε με το στόμα
ορθάνοιχτο, καθώς τώρα το αισθανόταν δυσάρεστα στεγνό. Έριξε μια
ματιά στο ρολόι του και συνειδητοποίησε πως είχε κοιμηθεί τουλάχιστον
ένα δίωρο.
Ο Στράικ έκανε να πιάσει το καρό θερμός που βρισκόταν στο τραπέζι
μπροστά του, το οποίο είχε ξεπλύνει και γεμίσει νωρίτερα στα
McDonald’s, οπότε έβαλε να πιει λίγο σκέτο καφέ, ενώ οι έφηβες
εξακολουθούσαν να δαγκώνονται και να ρουθουνίζουν από τα γέλια. Το
δίχως άλλο τους είχε φανεί κωμικά παράξενος και γέρος, με τα ροχαλητά
και το καρό θερμός του, όμως ο ένας χρόνος που είχε περάσει
ισορροπώντας σε κινούμενα βαγόνια τον είχε διδάξει πως το προσθετικό
άκρο του προτιμούσε να εκτελεί όσο το δυνατόν λιγότερα πηγαινέλα προς
και από το βαγόνι της καντίνας. Ήπιε μια κούπα καφέ, που άφηνε μια
ελαφρά επίγευση πλαστικού, κι ύστερα βολεύτηκε στο κάθισμά του,
σταυρώνοντας τα μπράτσα, κι έστρεψε το βλέμμα προς τους αγρούς που
περνούσαν απ’ έξω, σπαρμένοι με πυλώνες υψηλής τάσης, ενώ το χλωμό
λευκό σύννεφο που κάλυπτε τον ουρανό αποκτούσε μια γλαυκώδη λάμψη
από τις σκόνες που σκέπαζαν το γυαλί. Το τοπίο σποραδικά κατάφερνε να
τρυπώσει στη συνείδησή του: η προσοχή του Στράικ ήταν στραμμένη
μέσα του, σ’ εκείνη την αλλόκοτη ιδέα που του είχε έρθει μετά τη
συνάντηση με τις αδελφές Μπέιλις.
Φυσικά, η ιδέα αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν απλώς το προϊόν
ενός υπερβολικά φορτωμένου νου, ο οποίος επιχειρούσε σαθρούς
συσχετισμούς μεταξύ απλών συμπτώσεων. Νοερά, ο Στράικ την
επεξεργαζόταν, παρατηρώντας την από διάφορες γωνίες ώσπου, τελικά,
με ένα χασμουρητό, μετακινήθηκε στην κενή θέση δίπλα του και
κατάφερε με αρκετή δυσκολία να σταθεί στον διάδρομο, ώστε να φτάσει
τον σάκο που είχε φορτώσει στη σχάρα των αποσκευών από πάνω. Δίπλα
στον σάκο του υπήρχε μια σακούλα σούπερ μάρκετ, καθώς ο Στράικ είχε
κάνει μια παράκαμψη πηγαίνοντας στον σιδηροδρομικό σταθμό,
προκειμένου να αγοράσει τρία πασχαλινά αυγά για τους ανιψιούς του ή,
μάλλον, τρεις σοκολατένιους σκαντζόχοιρους, καθώς ήταν σχετικά
συμπαγείς. Τώρα, όπως ψαχούλευε μέσα στον σάκο αναζητώντας το
αντίτυπο της βιογραφίας του Ντένις Κριντ, σκούντησε κατά λάθος τη
σακούλα του σούπερ μάρκετ με τα σοκολατένια δώρα. Ο πάνω
σκαντζόχοιρος έπεσε: στην προσπάθειά του να τον πιάσει, ο Στράικ του
έδωσε μία και τον έστειλε ψηλότερα στον αέρα· η συσκευασία
αναπήδησε στην πλάτη του καθίσματος της ηλικιωμένης γυναίκας,
κάνοντάς τη να τσιρίξει αιφνιδιασμένη και τελικά έσκασε στο πάτωμα.
Οι έφηβες, για τις οποίες ο Στράικ έδινε άθελά του κωμική παράσταση,
πλέον τον χάζευαν απροκάλυπτα και έκλαιγαν από τα γέλια. Όμως όπως
έκανε να σκύψει άχαρα ο Στράικ, για να μαζέψει από κάτω τον ραγισμένο
πλέον σκαντζόχοιρο, ακουμπώντας τη μια παλάμη πάνω στο τραπέζι των
εφήβων για να στηριχτεί, μία από τις νεαρές κοπέλες παρατήρησε τη
μεταλλική ράβδο που αποτελούσε πλέον τον δεξιό του αστράγαλο. Ο
Στράικ κατάλαβε τι είχε δει η κοπέλα, από τον απότομο τρόπο που της
κόπηκε το γέλιο και τους βιαστικούς, αυστηρούς ψιθύρους με τους
οποίους ζητούσε από την παρέα της να σωπάσει. Λαχανιασμένος,
κάθιδρος και έχοντας πλέον τη συναίσθηση πως οι μισοί επιβάτες στο
βαγόνι τον παρακολουθούσαν, παράχωσε τον χτυπημένο σκαντζόχοιρο
στη σακούλα, βρήκε το βιβλίο μέσα στον σάκο του κι ύστερα, ιδρωμένος
αλλά αντλώντας μια μοχθηρή ικανοποίηση από το εμβρόντητο ύφος των
εφήβων δίπλα του, ξανακάθισε στη θέση του δίπλα στο παράθυρο.
Αφού φυλλομέτρησε το βιβλίο αναζητώντας το σημείο που ήθελε να
ξαναδιαβάσει, ο Στράικ εντόπισε επιτέλους το κεφάλαιο στα δύο τρίτα
του βιβλίου, με τίτλο «Αιχμαλωσία».
Μέχρι στιγμής η σχέση του Κριντ με τη σπιτονοικοκυρά του, τη
Βάιολετ Κούπερ, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας της συνεχιζόμενης
ασφάλειάς του. Η ίδια η Βάιολετ ομολογεί πως τα πρώτα πέντε χρόνια
της παραμονής του Κριντ εκεί, δε θα πίστευε με τίποτε κακή κουβέντα
για τον «Ντεν», τον οποίο θεωρούσε αξιαγάπητη κι ευγενική ψυχή,
καθώς περίμενε τι και πώς τις βραδιές που τραγουδούσαν παρέα, και
κατά πάσα πιθανότητα ήταν γκέι.
Όμως οι κόποι προκειμένου να διατηρεί τη Βάιολετ ευχαριστημένη
είχαν αρχίσει να εκνευρίζουν τον Κριντ. Ενώ άλλοτε τη νάρκωνε,
επειδή σχεδίαζε να κονιορτοποιήσει οστά στο υπόγειο ή έπρεπε να
φορτώσει κάποιο πτώμα στο φορτηγάκι αργότερα εκείνη τη νύχτα,
τώρα άρχιζε να ρίχνει βαρβιτουρικά στα ποτά της, απλώς και μόνο για
να αποφύγει την ανιαρή συντροφιά της.
Αντίστοιχα άλλαξε και η στάση του Κριντ απέναντι στη Βάιολετ.
Άρχισε να γίνεται «κακός» απέναντί της, «γινόταν απότομος χωρίς να
υπάρχει λόγος, έλεγε απαίσια πράγματα, γελούσε μαζί μου επειδή
χρησιμοποιούσα κάποια λάθος λέξη ή έκφραση, μου φερόταν λες κι
ήμουν χαζή, πράγματα που ποτέ πριν δεν έκανε.
»Θυμάμαι μια φορά που του έλεγα για το κτήμα που είχε αγοράσει ο
αδελφός μου όταν βγήκε στη σύνταξη, μιαν αγροικία στην επαρχία, ένα
πανέμορφο μέρος, οπότε του είπα: “‘Και πού να ’βλεπες τον κήπο του,
έχει τριανταφυλλιές κι ένα περίπτερο” και γέλασε μαζί μου ο Ντένις, με
κορόιδεψε δηλαδή γιατί το είχα πει λάθος. Περίφτερο είχα πει και δεν το
ξέχασα ποτέ μου, γιατί είπε: “Μη χρησιμοποιείς λέξεις, αν δεν ξέρεις να
τις πεις σωστά, δείχνεις χαζή”.
»Πληγώθηκα. Δεν είχα δει ως τότε εκείνη τη μοχθηρή πλευρά του.
Ήξερα πως ήταν έξυπνος, έλυνε κάθε μέρα το σταυρόλεξο των Times.
Ήξερε όλες τις απαντήσεις στο Mastermind, όταν καθόμαστε να το
δούμε μαζί, όμως ποτέ άλλοτε δε μου είχε μιλήσει έτσι απαξιωτικά.
»Έπειτα, ένα βράδυ, κάτι τον έπιασε κι άρχισε να λέει για τη διαθήκη
μου. Ήθελε να μάθει σε ποιον θα αφήσω το σπίτι. Πρακτικά, μου
ζήτησε να το αφήσω σ’ εκείνον.
»Δε μου άρεσε αυτό. Δεν ήμουν και καμιά γριά, δε σκόπευα να
πεθάνω σύντομα. Άλλαξα θέμα συζήτησης, όμως λίγα βράδια αργότερα
εκείνος πάλι τα ίδια. Του είπα κι εγώ: “Κοίτα, πώς λες να μου
φαίνονται, Ντένις, όλα αυτά που κάθεσαι και λες, σαν να είμαι στα
τελευταία μου; Με κάνεις κι αισθάνομαι σαν να σκέφτεσαι να με
ξεκάνεις”.
»Θίχτηκε, κι άρχισε να λέει πως εγώ μια χαρά ήμουν βολεμένη, όμως
εκείνος δεν είχε τίποτε, καμία ασφάλεια, κανένα αποκούμπι και τι θα
γινόταν αν τον πετούσε στον δρόμο ο άνθρωπος που θα με
κληρονομούσε; Οπότε σηκώθηκε κι έφυγε σκασμένος. Αργότερα τα
βρήκαμε, όμως εκείνη η ιστορία μού άφησε μια άσχημη γεύση».
Θα σκεφτόταν κανείς πως ήταν εξαιρετικά παράτολμο και ανόητο να
πείσει ο Κριντ της Βάιολετ να αλλάξει τη διαθήκη της και στη συνέχεια
να τη σκότωνε. Πέραν του ότι το κίνητρό του θα ήταν κάτι περισσότερο
από προφανές, θα διακινδύνευε να κατεβεί η αστυνομία στο υπόγειο
όπου έκρυβε τα λείψανα και τα υπάρχοντα τουλάχιστον πέντε γυναικών.
Όμως, το θράσος του Κριντ και η εντύπωση πως ήταν άτρωτος φαίνεται
πως δεν είχαν πλέον όρια. Εκτός αυτού, συσσώρευε χάπια σε ποσότητες
μεγαλύτερες από κάθε προηγούμενη φορά, γεγονός που τον έφερνε σε
επαφή με ουκ ολίγους διακινητές στη γειτονιά. Κι αυτό τον κατέστησε
ευρύτερα αναγνωρίσιμο.
Ένας από τους νέους προμηθευτές του ήταν ο Μάικλ Κλιτ, ο οποίος
διακινούσε βαρβιτουρικά, τα οποία έκλεβε από γνωστό του σε
φαρμακευτική εταιρεία. Αργότερα ο Κλιτ θα έκλεινε συμφωνία με την
αστυνομία, σε αντάλλαγμα για την κατάθεσή του στη δίκη του
δολοφόνου. Ο Κριντ, όπως κατέθεσε, είχε ρωτήσει τον Κλιτ αν θα
μπορούσε είτε ο ίδιος είτε ο συνεργάτης του να εξασφαλίσουν ένα
συνταγολόγιο γιατρού. Οι Αρχές υποψιάζονταν ότι ο Κριντ ήλπιζε να
πλαστογραφήσει μια συνταγή για τη Βάιολετ, ώστε να δικαιολογήσει το
πώς βρέθηκαν στην κατοχή της εκείνα τα χάπια που την οδήγησαν στο
να καταλήξει από υπερβολική δόση…
Παρά τον καφέ, τα βλέφαρα του Στράικ άρχισαν και πάλι να βαραίνουν.
Έπειτα από λίγα λεπτά το κεφάλι του έγειρε στο πλάι και το βιβλίο
γλίστρησε από τα χαλαρωμένα δάχτυλά του.
Όταν ξύπνησε ξανά, ο ουρανός έξω είχε αποκτήσει ένα κοραλλένιο
ροδαλό χρώμα, οι ξεκαρδισμένες έφηβες είχαν εξαφανιστεί και ο συρμός
απείχε δέκα λεπτά από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Τρούρο.
Πιασμένος άσχημα και χωρίς την παραμικρή διάθεση για μια
οικογενειακή επανένωση, ευχήθηκε να μπορούσε να επιστρέψει στη
σοφίτα του, για να κάνει ένα ντους και να ησυχάσει λίγο. Πάντως, η
διάθεσή του βελτιώθηκε κάπως όταν είδε τον Ντέιβ Πόλγουορθ να τον
περιμένει στην αποβάθρα. Κάτι κουνιόταν μέσα στη σακούλα με τους
σοκολατένιους σκαντζόχοιρους, την ώρα που ο Στράικ αποβιβαζόταν από
το τρένο με βαρύ βήμα. Έπρεπε να θυμηθεί να δώσει τον σπασμένο στον
Λουκ.
«Όλα εντάξει, αδελφέ;» είπε ο Πόλγουορθ, καθώς αντάλλασσαν
χειραψία και χτυπούσαν φιλικά ο ένας τον άλλο στην πλάτη, αφού η
σακούλα του σούπερ μάρκετ που κουβαλούσε ο Στράικ εμπόδιζε μιαν
αγκαλιά.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ που ήρθες να με παραλάβεις, Μπασμέ, ειλικρινά».
Επέστρεψαν στο Σεντ Μος με το τζιπάκι του Πόλγουορθ, συζητώντας
στη διαδρομή τα σχέδια για την επόμενη ημέρα. Ο Πόλγουορθ και η
οικογένειά του είχαν προσκληθεί στο σκόρπισμα της τέφρας, όπως και η
Κερένζα, η νοσοκόμα.
«…μόνο που δε θα είναι ακριβώς σκόρπισμα», είπε ο Πόλγουορθ, όπως
οδηγούσε στα επαρχιακά δρομάκια, την ώρα που ο ήλιος
μεταμορφωνόταν σε ένα πυρακτωμένο κάρβουνο στον ορίζοντα,
«περισσότερο σε επίπλευση θα φέρνει».
«Δηλαδή;»
«Να, η Λούσι αγόρασε μια ειδική τεφροδόχο», είπε ο Πόλγουορθ.
«Υδατοδιαλυτή, από βαμβάκι και πηλό. Μου την έδειξε χτες βράδυ.
Υποτίθεται πως μοιάζει με λουλούδι. Βάζεις την τέφρα εκεί μέσα, το
αφήνεις όλο μαζί στο νερό, κι αυτό παρασύρεται και διαλύεται».
«Καλή ιδέα», είπε ο Στράικ.
«Ναι, αποφεύγονται και τα χαζά ατυχήματα», είπε ο Πόλγουορθ,
πάντοτε πραγματιστής. «Θυμάσαι τον Ίαν Ρέσταρικ από το σχολείο; Ο
παππούς του ήθελε να σκορπίσουν την τέφρα του από το Λαντς Εντ. Οι
βλάκες πήγαν και τη σκόρπισαν μια μέρα που φύσαγε τα κέρατά του και
κατέληξαν με τα στόματα μπουκωμένα από τις στάχτες του γέρου. Ο
Ρέσταρικ μου είπε πως επί μία εβδομάδα φύσαγε τη μύτη του κι έβγαιναν
στάχτες».
Την ώρα που γελούσε, ο Στράικ ένιωσε το κινητό να βουίζει μέσα στην
τσέπη του, οπότε το έβγαλε. Ήλπιζε πως θα ήταν κάποιο γραπτό μήνυμα
από τη Ρόμπιν, ίσως για να τον ενημερώσει πως είχε εντοπίσει ήδη την
Μπέτι Φούλερ. Όμως βρέθηκε μπροστά σε έναν άγνωστο αριθμό.
Σε μίσησα τόσο πολύ γιατί σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ. Η αγάπη
μου δεν έπαψε ποτέ, αντίθετα από τη δική σου. Φθάρθηκε. Εγώ
την έφθειρα.
Ο Πόλγουορθ εξακολουθούσε να μιλάει, όμως ο Στράικ δεν τον άκουγε
πλέον. Διάβασε το μήνυμα αρκετές φορές, ελαφρά συνοφρυωμένος, κι
ύστερα έβαλε ξανά το κινητό στην τσέπη του και προσπάθησε να
συγκεντρωθεί στις ιστορίες που του αφηγούνταν ο παλιός του φίλος.
Στο σπίτι του Τεντ έγινε δεκτός με ενθουσιασμό και αγκαλιές από τον
θείο του, τη Λούσι και τον Τζακ. Ο Στράικ προσπάθησε να δείξει
χαρούμενος που βρισκόταν εκεί, παρά την κούρασή του, ξέροντας πως θα
έπρεπε να περιμένει να πέσουν πρώτα όλοι στα κρεβάτια τους, για να
μπορέσει κι αυτός να κοιμηθεί. Η Λούσι είχε ετοιμάσει μακαρόνια για
όλους, κι όταν δε φρόντιζε τις ανάγκες όλων των υπολοίπων ή δε μάλωνε
τον Λουκ που είχε κλοτσήσει τον Άνταμ ή δε σκάλιζε ανόρεχτα το πιάτο
της, φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
«Είναι τόσο παράξενο, καλά δε λέω;» ψιθύρισε στον αδελφό της μετά
το δείπνο, όση ώρα ο Γκρεγκ και τα αγόρια, κι αυτό γιατί είχε επιμείνει ο
ίδιος ο Γκρεγκ, μάζευαν το τραπέζι. «Να είμαστε εδώ, θέλω να πω, και να
λείπει εκείνη;» Οπότε, σχεδόν απνευστί, συνέχισε λέγοντας:
«Αποφασίσαμε να πάμε για την τέφρα το πρωί, γιατί ο καιρός θα είναι
καλός, κι ύστερα να γυρίσουμε εδώ για το πασχαλινό γεύμα».
«Τέλεια», είπε ο Στράικ.
Ήξερε πόσο μεγάλη σημασία απέδιδε η Λούσι στην οργάνωση και στα
σχέδια, στο να γίνονται τα πάντα με τον σωστό τρόπο. Η αδελφή του πήγε
και έφερε την τεφροδόχο κι ο Στράικ θαύμασε τον στιλιζαρισμένο λευκό
κρίνο. Ο Τεντ είχε τοποθετήσει ήδη εκεί την τέφρα της Τζόαν.
«Είναι τέλειο. Η Τζόαν θα είχε ενθουσιαστεί», είπε, κι ας μην είχε την
παραμικρή ιδέα αν ήταν αλήθεια αυτό.
«Επίσης, αγόρασα ροζ τριαντάφυλλα για όλους μας, να τα ρίξουμε μαζί
της στο νερό», είπε η Λούσι βουρκώνοντας και πάλι.
«Όμορφη ιδέα», είπε ο Στράικ, καθώς προσπαθούσε να πνίξει ένα
χασμουρητό. «Σε ευχαριστώ που τα κανόνισες όλα, Λούσι. Α, έφερα και
κάτι πασχαλινά αυγά για τα αγόρια, πού τα θέλεις;»
«Να τα βάλουμε στην κουζίνα. Θυμήθηκες να πάρεις από ένα για τη
Ροζ και τη Μελ;»
«Για ποιες;»
«Τις κόρες του Ντέιβ και της Πένι, θα έρθουν κι αυτές αύριο».
Για όνομα του Θεού.
«Δε σκέφτηκα…»
«Αχ, καλέ μου», είπε η Λούσι, «νονός τους δεν είσαι;»
«Όχι, δεν είμαι», είπε ο Στράικ, βάζοντας τα δυνατά του ώστε να μην
ακουστεί εκνευρισμένος, «όμως έχεις δίκιο, εντάξει, θα πεταχτώ στα
μαγαζιά αύριο το πρωί, να βρω κάτι».
Αργότερα, όταν είχε απομείνει μόνος στο σκοτεινό καθιστικό,
ξαπλωμένος στον καναπέ με τον οποίο τόσο απρόθυμα είχε εξοικειωθεί
τον τελευταίο χρόνο, με το προσθετικό του πόδι γερμένο στο τραπεζάκι
του καφέ, έριξε και πάλι μια ματιά στο κινητό του. Με ικανοποίηση
διαπίστωσε πως δεν είχε λάβει άλλα μηνύματα από τον άγνωστο αριθμό,
οπότε, έτσι κατάκοπος όπως ήταν, κατάφερε να αποκοιμηθεί γρήγορα.
Όμως λίγο πριν από τις τέσσερις το πρωί, το κινητό άρχισε να χτυπά.
Πετάχτηκε αλαφιασμένος από τον βαθύ του ύπνο. Ο Στράικ ψαχούλεψε
για να το βρει, είδε τι ώρα ήταν κι ύστερα έφερε τη συσκευή στο αυτί
του.
«Παρακαλώ;»
Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή, αν και από την άλλη άκρη της
γραμμής άκουγε ανάσες.
«Ποιος είναι;» ρώτησε, παρότι υποψιαζόταν ήδη την απάντηση.
«Μπλούι», ακούστηκε μια ψιθυριστή φωνή. «Εγώ είμαι».
«Είναι τέσσερις το πρωί, Σάρλοτ».
«Το ξέρω», ψιθύρισε εκείνη, οπότε ακολούθησε κάτι που θα μπορούσε
να είναι χαχανητό ή λυγμός. Ακουγόταν παράξενα· ενδεχομένως μανιακή.
Ο Στράικ εστίασε το βλέμμα του στο σκοτεινό ταβάνι, ενώ η τέφρα της
θείας του βρισκόταν σκάρτο ενάμισι μέτρο μακριά.
«Πού βρίσκεσαι;»
«Στην Κόλαση».
«Σάρλοτ…»
Του έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Στράικ άκουγε την καρδιά του να χτυπά δυσοίωνα βαριά, σαν
τύμπανο που ηχούσε βαθιά μέσα σε κάποια σπηλιά. Πυρακτωμένα
νήματα πανικού κλωθογύριζαν μέσα του.
Πόσα ακόμη βάρη έπρεπε να κουβαλήσει; Δεν είχε πληρώσει αρκετά,
δεν είχε προσφέρει αρκετά, δεν είχε θυσιάσει αρκετά… δεν είχε αγαπήσει
αρκετά; Η Τζόαν φάνταζε πολύ κοντά εκείνη τη στιγμή, στο σκοτάδι του
καθιστικού της, με τα διακοσμητικά της πιάτα και τα αποξηραμένα της
λουλούδια, κοντύτερα ακόμη κι από τα αποτεφρωμένα λείψανά της μέσα
σ’ εκείνο τον ελαφρώς γελοίο λευκό κρίνο, που θα φάνταζε τόσο μικρός
κι ασήμαντος όπως θα έπλεε στην απέραντη θάλασσα, σαν ένα πεταμένο
χάρτινο πιάτο. Ο Στράικ είχε την εντύπωση πως την άκουσε να
επαναλαμβάνει τα τελευταία της λόγια, έτσι όπως παρέμενε ξαπλωμένος
εκεί: «Είσαι καλός άνθρωπος… βοηθάς τους άλλους… είμαι περήφανη
για σένα».
Η Σάρλοτ του είχε τηλεφωνήσει από τον ίδιο άγνωστο αριθμό απ’ όπου
του είχε στείλει εκείνα τα γραπτά μηνύματα προ ημερών. Ο
εξουθενωμένος νους του Στράικ αναμετριόταν τώρα με τα δεδομένα,
δηλαδή τις απόπειρες αυτοκτονίας που είχε κάνει η Σάρλοτ στο
παρελθόν, το ότι πλέον ήταν παντρεμένη και μητέρα, καθώς και ότι
πρόσφατα οι δικοί της την έκλεισαν σε ψυχιατρική κλινική. Θυμήθηκε
την απόφαση που είχε πάρει πριν από κάποιες εβδομάδες να τηλεφωνήσει
στον σύζυγό της, έτσι και του έστελνε κι άλλα αυτοκαταστροφικά
μηνύματα, όμως ο Τζέιγκο Ρος δε θα βρισκόταν στην τράπεζα όπου
εργαζόταν στις 4 τα ξημερώματα, Σαββατοκύριακο του Πάσχα. Ο Στράικ
αναρωτήθηκε αν θα ήταν σκληρό ή προτιμότερο να αγνοήσει το
τηλεφώνημα, καθώς και πώς θα άντεχε να μάθει ότι η Σάρλοτ είχε
καταλήξει από υπερβολική δόση, αν δεν της απαντούσε. Έπειτα από δέκα
βασανιστικά λεπτά, στη διάρκεια των οποίων σχεδόν περίμενε πως θα του
τηλεφωνούσε ξανά, ο Στράικ ανακάθισε για να συντάξει ένα μήνυμα:
Βρίσκομαι στην Κορνουάλη. Η θεία μου μόλις πέθανε. Νομίζω πως
χρειάζεσαι βοήθεια, όμως είμαι ο λάθος άνθρωπος να σου την
προσφέρει. Αν είσαι μόνη, πρέπει να μιλήσεις κάπου, να πεις αυτά
που αισθάνεσαι.
Το τρομερό ήταν το πόσο καλά γνώριζαν ο ένας τον άλλον, αυτός και η
Σάρλοτ. Ο Στράικ ήξερε πόσο λιπόψυχη, πόσο ανειλικρινή, θα έβρισκε η
Σάρλοτ εκείνη την ξερή απάντηση. Η Σάρλοτ πάντοτε ήξερε πως κάποιο
κομμάτι του Στράικ (συρρικνωμένο από την αποφασιστική αποχή, αλλά
όχι ολότελα ξεριζωμένο) αισθανόταν κάτι να τον έλκει και πάλι κοντά
της, ιδίως σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις, όχι μονάχα επειδή είχε
αναλάβει επί χρόνια την ευθύνη για την ευτυχία της, αλλά επειδή δε θα
μπορούσε ποτέ να ξεχάσει πως η Σάρλοτ είχε έρθει να τον βρει όταν ο
ίδιος βρισκόταν στη χειρότερη κατάσταση που βρέθηκε ποτέ, ξαπλωμένος
στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, πρόσφατα ακρωτηριασμένος, να
αναρωτιέται τι είδους ζωή μπορεί να του απέμενε από εκεί και πέρα. Τη
θυμόταν ακόμη έτσι όπως εμφανίστηκε στο κατώφλι, η ομορφότερη
γυναίκα που είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή του, το πώς είχε διασχίσει τον
διάδρομο και τον είχε φιλήσει στα χείλη δίχως να πει λέξη, κι εκείνη η
στιγμή, περισσότερο από κάθε άλλη, τον είχε πείσει πως η ζωή θα
συνεχιζόταν, θα περιλάμβανε θαυμάσιες στιγμές ομορφιάς και ευτυχίας,
πως δεν ήταν πια ολομόναχος και πως το ακρωτηριασμένο πόδι του δεν
είχε καμία σημασία για τη γυναίκα που του ήταν αδύνατο να ξεχάσει.
Έτσι όπως καθόταν στο σκοτάδι, ασυνήθιστα κρύος εξαιτίας της
εξάντλησής του, ο Στράικ πληκτρολόγησε τέσσερις ακόμη λέξεις…
Τα πράγματα θα καλυτερέψουν.
– και έστειλε το μήνυμα. Ύστερα ξάπλωσε και περίμενε να νιώσει το
κινητό να δονείται ξανά, όμως η συσκευή παρέμεινε βουβή και, τελικά,
τον πήρε ο ύπνος.
Τον ξύπνησε, αναπόφευκτα, ο Λουκ που όρμησε σαν σίφουνας στο
καθιστικό. Όσο άκουγε τον Λουκ να κάνει άνω-κάτω την κουζίνα, ο
Στράικ έπιασε το κινητό του και κοίταξε την οθόνη. Η Σάρλοτ είχε
στείλει δύο ακόμη μηνύματα, το ένα πριν από μία ώρα, το δεύτερο ένα
μισάωρο αργότερα.
Μπλούι, λυπάμαι για τη θεία σου. Είναι αυτή που γνώρισα;
Κι ύστερα, αφού δεν είχε απαντήσει ο Στράικ:
Είμαι κακιά; Ο Τζέιγκο λέει πως είμαι. Παλιά νόμιζα πως δεν μπορεί
να ήμουν, γιατί με αγαπούσες.
Τουλάχιστον δεν ήταν νεκρή. Νιώθοντας λες και μια μέγκενη είχε
γραπώσει το στομάχι του, ο Στράικ ανακάθισε, φόρεσε το προσθετικό του
άκρο και επιχείρησε να αποδιώξει τη Σάρλοτ από τη σκέψη του.
Το πρωινό δεν αποδείχτηκε μια ιδιαίτερα χαλαρωτική εμπειρία. Το
τραπέζι ήταν τόσο φορτωμένο με πασχαλινά αυγά, σαν καρτουνίστικη
φωλιά πουλιών. Ο Στράικ έφαγε με το πιάτο ακουμπισμένο στα γόνατά
του. Η Λούσι είχε αγοράσει στον Στράικ και στον Τεντ από ένα αυγό,
οπότε ο ντετέκτιβ κατέληγε τώρα στο συμπέρασμα πως έπρεπε να είχε
αγοράσει κι εκείνος ένα για την αδελφή του. Το φαγητό στα πιάτα και
των τριών αγοριών σχημάτιζε ετοιμόρροπους πύργους.
«Τι σχέση έχει ο σκαντζόχοιρος με το Πάσχα;» ρώτησε ο Άνταμ τον
Στράικ σηκώνοντας από το τραπέζι το δώρο του θείου του.
«Το Πάσχα είναι την άνοιξη, σωστά;» είπε ο Τεντ από την κεφαλή του
τραπεζιού. «Είναι ο καιρός που ξυπνούν όσα ζώα πέφτουν σε χειμέρια
νάρκη».
«Ο δικός μου είναι τελείως σπασμένος», είπε ο Λουκ κουνώντας το
κουτί.
«Πολύ κρίμα», είπε ο Στράικ, οπότε η Λούσι του έριξε μια αυστηρή
ματιά.
Ήταν σφιγμένη, μάλωνε τους γιους της που κοιτούσαν τα κινητά τους
στη διάρκεια του πρωινού, αγριοκοίταζε τον Στράικ όταν τσέκαρε το δικό
του, διαρκώς έριχνε κλεφτές ματιές έξω από το παράθυρο για να δει τι
καιρό έκανε. Ο ντετέκτιβ χαιρόταν που είχε δικαιολογία να λείψει από το
σπίτι, προκειμένου να αγοράσει αυγά για τις κόρες του Πόλγουορθ, όμως
δεν είχε προλάβει να περπατήσει δέκα μέτρα στον κατηφορικό δρόμο, με
το τσιγάρο στο χέρι, όταν εμφανίστηκε η οικογένεια μέσα στο τζιπάκι
της. Μόλις εξομολογήθηκε με τρόπο ο Στράικ για πού είχε ξεκινήσει, ο
Πόλγουορθ είπε:
«Γάμα το, αδελφέ, έχουν στο σπίτι αρκετές σοκολάτες για να τρώνε
έναν χρόνο. Κάτσε εδώ που είσαι».
Στις έντεκα, με ένα αρνίσιο μπούτι να σιγοψήνεται στον φούρνο και το
χρονόμετρο ρυθμισμένο, κι αφού ο Λουκ ενημερώθηκε πως, όχι, δε
γινόταν να φέρει το iPad του στο σκάφος, καθώς και μια αποτυχημένη
απόπειρα να ξεκινήσουν, λόγω του ότι προέκυψε εκτάκτως ανάγκη να
γυρίσουν στο σπίτι, προκειμένου να πάει τουαλέτα η μικρότερη κόρη του
Πόλγουορθ, που προτού φύγουν επέμενε πως δεν ήθελε, η παρέα
κατόρθωσε να φτάσει στο λιμάνι, όπου περίμενε η Κερένζα, η νοσοκόμα,
κι εκεί επιβιβάστηκαν στο παλιό ιστιοφόρο του Τεντ, το Τζόουανετ..
Ο Στράικ, που άλλοτε ήταν ο περήφανος πηδαλιούχος του θείου του,
πλέον δε διέθετε την απαραίτητη ισορροπία ώστε να κουμαντάρει είτε τα
πανιά είτε το πηδάλιο. Κάθισε με τις γυναίκες και τα παιδιά, γλιτώνοντας
από την ανάγκη να βρει θέμα συζήτησης χάρη στον θόρυβο που έκανε ο
άνεμος όπως φύσαγε πάνω στα καραβόπανα. Ο Τεντ έδινε φωναχτά
εντολές στον Πόλγουορθ και στον Τζακ. Ο Λουκ έτρωγε σοκολάτα, με τα
μάτια μισόκλειστα, κόντρα στο κρύο αεράκι· οι κόρες του Πόλγουορθ
κάθονταν μαζεμένες, τουρτουρίζοντας, δίπλα στη μητέρα τους, που είχε
περάσει τα μπράτσα γύρω από τους ώμους τους. Δάκρυα κυλούσαν ήδη
στα μάγουλα της Λούσι, όπως κρατούσε στοργικά την επίπεδη λευκή
τεφροδόχο στην αγκαλιά της. Δίπλα της, η Κερένζα κρατούσε μιαν
ανθοδέσμη από σκούρα ροζ τριαντάφυλλα, χαλαρά τυλιγμένα σε
σελοφάν, οπότε απέμεναν ο Γκρεγκ και ο Πόλγουορθ να φωνάζουν στα
παιδιά να προσέξουν την μπούμα, όπως έπλεαν γύρω από τη χερσόνησο,
εκεί όπου το Κάστρο του Σεντ Μος έστεκε άγρυπνος φρουρός.
Η επιφάνεια της θάλασσας άλλαζε από το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο,
κι εκεί που θύμιζε γκριζοπράσινο πεδίο με ανεπαίσθητους κυματισμούς,
μετατρεπόταν σε μιαν απέραντη έκταση σπαρμένη με διαμαντάκια που
λαμπύριζαν. Η μυρωδιά της καθαρής ατμόσφαιρας ήταν τόσο οικεία και
παρηγορητική για τον Στράικ όσο κι εκείνη της μπίρας. Κι εκεί που
σκεφτόταν πόσο χαρούμενος αισθανόταν που η Τζόαν είχε επιλέξει αυτό
κι όχι έναν τάφο, αισθάνθηκε το κινητό του να δονείται πάνω στο στήθος
του. Ανήμπορος να αντισταθεί στον πειρασμό να διαβάσει το μήνυμα,
βέβαιος πως θα το είχε στείλει η Σάρλοτ, έβγαλε τη συσκευή και διάβασε.
Νόμιζα πως θα επέστρεφες, νόμιζα πως θα με εμπόδιζες να τον
παντρευτώ, δε φαντάστηκα πως θα με άφηνες να το κάνω.
Έβαλε και πάλι το κινητό στην τσέπη του. Ο Λουκ τον
παρακολουθούσε κι ο Στράικ τον είδε που του περνούσε από το μυαλό η
σκέψη να ρωτήσει γιατί επιτρεπόταν να κοιτάζει ο θείος Κόρμοραν το
κινητό του, ενώ σ’ εκείνον είχαν απαγορεύσει να φέρει το iPad του, όμως
μια ματιά του θείου του αποδείχτηκε αρκετή να τον κάνει να σκεφτεί
καλύτερα τη συγκεκριμένη ιδέα και να περιοριστεί στο να μπουκώσει κι
άλλη σοκολάτα στο στόμα του.
Ένα αίσθημα συστολής φάνηκε να απλώνεται σε όλους, ακόμη και στον
Λουκ, καθώς ο Τεντ έστρεφε το σκάφος κόντρα στον άνεμο, σταματώντας
το απαλά, με το μεγάλο πανί να πλαταγίζει ηχηρά στον αέρα και το
Κάστρο του Σεντ Μος να φαντάζει πλέον μικρό σαν κάστρο στην άμμο,
στο βάθος. Η Κερένζα μοίρασε σε όλους από ένα τριαντάφυλλο, εκτός
από τον Τεντ, που κράτησε την υπόλοιπη ανθοδέσμη στα ηλιοψημένα
χέρια του. Κανείς δε μιλούσε, κι όμως η στιγμή δεν είχε τίποτα το
απογοητευτικό. Ενώ τα πανιά πλατάγιζαν θυμωμένα πάνω από τα
κεφάλια τους, ο Τεντ έγειρε πάνω από την κουπαστή του σκάφους κι
άφησε απλώς την τεφροδόχο στη θάλασσα, μουρμουρίζοντας τον
αποχαιρετισμό του, οπότε εκείνο το αντικείμενο που ο Στράικ είχε
φανταστεί πως θα έμοιαζε ανεπαρκές και κακόγουστο, μετατράπηκε,
ακριβώς λόγω του μικρού μεγέθους του, όπως επέπλεε περήφανα στον
ωκεανό, σε κάτι συγκινητικό κι απρόσμενα ευγενές. Σύντομα, ό,τι
απέμενε από το σώμα της Τζόαν Νάνκαροου θα χανόταν στη θάλασσα
και μονάχα τα ροζ τριαντάφυλλα, που τα έριχναν στο νερό ο ένας μετά
τον άλλον, θα απέμεναν να μαρτυρούν το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί.
Ο Στράικ πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη Λούσι, που έγειρε το
κεφάλι της πάνω στον ώμο του, έτσι όπως έπλεαν προς την ακτή. Η
Ρόζγουιν, η μεγαλύτερη κόρη του Πόλγουορθ, ξέσπασε σε λυγμούς
αρχικά από τη θέα της τεφροδόχου που χανόταν στο βάθος και στην
πορεία επειδή απολάμβανε την ίδια της την οδύνη και τα παρηγορητικά
λόγια της μητέρας της. Ο Στράικ συνέχισε να παρατηρεί εκείνο το
σημείο, ώσπου δεν μπορούσε πλέον να διακρίνει τη λευκή κουκκίδα, κι
ύστερα έστρεψε το βλέμμα του προς την ακτή και τη σκέψη του στο
αρνίσιο μπούτι που τους περίμενε στο σπίτι.
Το κινητό του δονήθηκε ξανά, λίγα λεπτά αφότου είχε πατήσει και πάλι
σε στέρεη γη. Κι ενώ ο Πόλγουορθ βοηθούσε τον Τεντ να δέσει το
σκάφος, ο Στράικ άναψε τσιγάρο κι απομακρύνθηκε ελαφρά από τους
υπόλοιπους, για να διαβάσει το νέο γραπτό μήνυμα.
Θέλω να πεθάνω λέγοντας την αλήθεια: οι άνθρωποι είναι φοβεροί
ψεύτες, όλοι όσους ξέρω ψέματα λένε χωρίς τέρμα, αν θέλουν να
σταματήσω να προσποιούμαι
«Γυρίζω με τα πόδια», είπε στη Λούσι.
«Δε γίνεται», του απάντησε αμέσως εκείνη, «το φαγητό θα είναι έτοιμο
σε…»
«Θέλω να κάνω άλλο ένα από δαύτα», είπε ο Στράικ αποφασιστικά,
δείχνοντάς της το τσιγάρο του κι εκείνη τον κοίταξε αποδοκιμαστικά. «Τα
λέμε επάνω».
«Θες παρέα, αδελφέ;» ρώτησε ο Πόλγουορθ. «Ανεβάζει η Πένι τα
κορίτσια στο σπίτι, άμα είναι».
«Όχι, να ’σαι καλά, φίλε», είπε ο Στράικ. «Πρέπει να κάνω κι ένα
τηλεφώνημα στο γραφείο», πρόσθεσε χαμηλόφωνα για να μην τον
ακούσει η Λούσι. Όπως το έλεγε, ένιωσε το κινητό του να δονείται και
πάλι.
«Γεια σου, Κορμ», είπε η Κερένζα, το γεμάτο φακίδες πρόσωπό της
καλοσυνάτο όπως πάντα. «Εγώ δε θα έρθω για φαγητό».
«Τέλεια», είπε ο Στράικ, «όχι, ήθελα να πω… σε ευχαριστώ που ήρθες,
Κερένζα, η Τζόαν σου είχε μεγάλη αδυναμία».
Όταν με τα πολλά η Κερένζα επιβιβάστηκε στο Mini της και τα
αυτοκίνητα της οικογένειας απομακρύνθηκαν, ο Στράικ έβγαλε και πάλι
το κινητό του.
Ποτέ μην ξεχάσεις πως σε αγάπησα, αντίο, Μπλούι x
Ο Στράικ κάλεσε τον αριθμό. Έπειτα από μερικά χτυπήματα η κλήση
προωθήθηκε στον αυτόματο τηλεφωνητή.
«Σάρλοτ, εγώ είμαι», είπε ο Στράικ. «Θα συνεχίσω να σου τηλεφωνώ
μέχρι να απαντήσεις».
Έκλεισε και σχημάτισε ξανά τον αριθμό. Για δεύτερη φορά η κλήση
προωθήθηκε στον αυτόματο τηλεφωνητή.
Ο Στράικ άρχισε να περπατά, γιατί το άγχος του απαιτούσε κάποια
δράση. Οι δρόμοι γύρω από το λιμάνι δεν είχαν πολύ κόσμο. Οι
περισσότεροι άνθρωποι τέτοια ώρα θα κάθονταν στο πασχαλινό τραπέζι.
Καλούσε ξανά και ξανά τον αριθμό της Σάρλοτ, όμως απάντηση δεν
έπαιρνε.
Ήταν λες και ένα σύρμα τυλιγόταν σφιχτά γύρω από το κρανίο του. Ο
λαιμός του ήταν σφιγμένος από την ένταση. Από δευτερόλεπτο σε
δευτερόλεπτο τα συναισθήματά του μεταπηδούσαν από την οργή στη
δυσφορία, στον εκνευρισμό και στον φόβο. Η Σάρλοτ μια ζωή ήξερε πώς
να χειραγωγεί. Παράλληλα όμως είχε γλιτώσει παρ’ ολίγον τον θάνατο
από αυτοκτονία δύο φορές.
Οι κλήσεις του ίσως έμεναν αναπάντητες γιατί ήταν ήδη νεκρή.
Ενδεχομένως να υπήρχαν όπλα στο Κάστρο του Κρόι, εκεί όπου η
οικογένεια του συζύγου της κατοικούσε εδώ και γενιές. Ενδεχομένως να
υπήρχαν βαριά φάρμακα στην κλινική: ίσως η Σάρλοτ να είχε φυλάξει
χάπια. Δεν αποκλείεται να είχε επιτεθεί στον εαυτό της με κάποιο ξυράφι,
όπως είχε κάνει στο παρελθόν μια φορά, στη διάρκεια ενός από τους πιο
έντονους καβγάδες της με τον Στράικ.
Αφού κάλεσε τον αριθμό για δέκατη φορά, ο Στράικ σταμάτησε,
στρέφοντας το βλέμμα πέρα από τα κάγκελα, στην ανελέητη θάλασσα,
που καμία παρηγοριά δεν του πρόσφερε, έτσι όπως χιμούσε κι ύστερα
αποτραβιόταν από την ακτή. Αναμνήσεις της Τζόαν και του τρόπου που
είχε παραμείνει τόσο πεισματικά γραπωμένη από τη ζωή κατέκλυσαν τον
νου του: το άγχος του για τη Σάρλοτ χρωματιζόταν από θυμό που πέταξε
έτσι τη ζωή της.
Και τότε το κινητό του χτύπησε.
«Πού είσαι;» φώναξε σχεδόν.
«Μπλούι;»
Ακουγόταν μεθυσμένη ή αλλιώς πολύ μαστουρωμένη.
«Πού βρίσκεσαι;»
«…σου είπα», μουρμούρισε εκείνη. «Αχ, Μπλούι, δε θυμάσαι…»
«Σάρλοτ. ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;»
«Σου είπα, στην κλινική…»
Ο Στράικ έκανε μεταβολή κι άρχισε να κινείται, πότε τρέχοντας και
πότε κουτσαίνοντας, προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει: υπήρχε
ένας παλιός κόκκινος τηλεφωνικός θάλαμος κάπου είκοσι μέτρα
παραπίσω, οπότε με το ελεύθερο χέρι του έβγαζε ήδη κέρματα από την
τσέπη του παντελονιού του.
«Στο δωμάτιό σου βρίσκεσαι; Πού είσαι;»
Ο θάλαμος μύριζε ούρα, τσιγαρίλα και χώμα, από τις αμέτρητες
λασπωμένες σόλες που είχαν περάσει από εκεί.
«Δε βλέπω ουρανό… Μπλούι, είμαι τόσο…»
Εξακολουθούσε να μουρμουράει, η αναπνοή της ήταν αργή.
«Υπηρεσίες τηλεφωνικού καταλόγου, παρακαλώ;» είπε μια εύθυμη
φωνή μέσα από το ακουστικό που κρατούσε στο αριστερό του χέρι.
«Σίμοντς Χάουζ, είναι μια ιδιωτική ψυχιατρική κλινική στο Κεντ».
«Μήπως θα θέλατε να σας συνδέσω…;»
«Ναι, συνδέστε με… Σάρλοτ, έλα, με ακούς; Μίλα μου. Πού είσαι;»
Εκείνη όμως δεν απαντούσε. Η αναπνοή της ήταν γρήγορη κι είχε
αρχίσει να αποκτά μια υγρή χροιά.
«Σίμοντς Χάουζ», είπε μια ζωηρή γυναικεία φωνή στο άλλο του αυτί.
«Μήπως έχετε μια ασθενή εκεί ονόματι Σάρλοτ Ρος;»
«Λυπάμαι, κύριε», επανέλαβε υπομονετικά η υπάλληλος, «δεν
αποκαλύπτουμε…»
«Έχει πάρει χάπια. Μόλις μου τηλεφώνησε από την κλινική σας, έχει
πάρει υπερβολική δόση. Πρέπει να τη βρείτε… ίσως να βρίσκεται έξω,
έχετε κήπους εκεί πέρα;»
«Κύριε, μπορώ να σας ρωτήσω…;»
«Ψάξτε να βρείτε τη Σάρλοτ Ρος αυτή τη στιγμή. Την έχω στην άλλη
γραμμή και έχει πάρει υπερβολική δόση».
Άκουσε τη γυναίκα να μιλάει σε κάποιον, απομακρύνοντας ελαφρώς το
στόμα της από το ακουστικό.
«…την κυρία Ρος… στον πρώτο όροφο, απλώς για κάθε…»
Η φωνή μίλησε και πάλι στο αυτί του, επαγγελματικά ζωηρή όπως και
πριν, αλλά αυτή τη φορά αγχωμένη.
«Κύριε, από ποιον αριθμό σάς καλεί η κυρία Ρος; Η ίδια… οι ασθενείς,
δεν έχουν πρόσβαση στα κινητά τους».
«Κάπου βρήκε ένα», είπε ο Στράικ, «καθώς κι έναν σκασμό χάπια».
Από κάποιο σημείο μακριά από το τηλέφωνο άκουσε φωνές κι ύστερα
δυνατά βήματα. Προσπάθησε να ρίξει κι άλλο κέρμα στη σχισμή, όμως
αυτό πέρασε κατευθείαν μέσα από τη συσκευή και έπεσε στο κάτω μέρος.
«Γαμώτο…»
«Κύριε, σας παρακαλώ, δεν υπάρχει λόγος να εκφράζεστε έτσι…»
«Όχι, εγώ δεν…»
Η γραμμή έκλεισε. Εν τω μεταξύ, η αναπνοή της Σάρλοτ μετά βίας
ακουγόταν. Ο Στράικ έριξε όσα κέρματα είχε στις τσέπες του στη σχισμή,
κι ύστερα κάλεσε ξανά τις πληροφορίες τηλεφωνικού καταλόγου. Μέσα
σε ένα λεπτό μιλούσε και πάλι με εκείνη τη γυναίκα στην κλινική.
«Σίμοντς Χάουζ…»
«Τι έγινε, τη βρήκατε; Κόπηκε η γραμμή. Τη βρήκατε;»
«Λυπάμαι, όμως δεν επιτρέπεται να αποκαλύψω…» είπε η γυναίκα, που
πλέον ακουγόταν φορτισμένη.
«Βρήκε κινητό και τρόπο να αυτοκτονήσει πάνω στη βάρδια σου», είπε
ο Στράικ, «οπότε μια χαρά μπορείς να αποκαλύψεις αν είναι νεκρή…»
«Κύριε, θα σας παρακαλούσα να μη μου φωνάζετε…»
Εκείνη τη στιγμή όμως ο Στράικ άκουσε από μακριά κάτι αντρικές
φωνές, μέσα από το κινητό που είχε κολλημένο πάνω στο άλλο του αυτί.
Θα ήταν ανώφελο να κλείσει και να τηλεφωνήσει ξανά: η Σάρλοτ δεν είχε
ακούσει τα δέκα προηγούμενα τηλεφωνήματά του. Πρέπει να είχε
ρυθμισμένο το κινητό στο αθόρυβο.
«ΕΔΩ ΠΕΡΑ ΕΙΝΑΙ!» βρυχήθηκε, οπότε η γυναίκα στο σταθερό
τηλέφωνο τσίριξε αιφνιδιασμένη. «ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΜΟΥ,
ΕΔΩ ΠΕΡΑ ΕΙΝΑΙ!»
Ο Στράικ ωρυόταν στο κινητό, κι ας ήξερε πολύ καλά πόσο ελάχιστες
ήταν οι πιθανότητες να τον άκουγαν οι άντρες που είχαν πάει να ψάξουν:
στο αυτί του έφταναν ήχοι από θροΐσματα και τριξίματα, οπότε ήξερε πως
η Σάρλοτ βρισκόταν κάπου έξω, πιθανότατα ανάμεσα σε θάμνους.
Τότε, μέσα από το κινητό, άκουσε έναν άντρα να φωνάζει.
«Σκατά, εδώ είναι… ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ! Γαμώτο… κάλεσε ασθενοφόρο!»
«Κύριε», είπε η εμβρόντητη γυναίκα, τώρα που ο Στράικ είχε πάψει να
ωρύεται, «θα μπορούσατε να μου πείτε το όνομά σας;»
Όμως ο Στράικ τερμάτισε την κλήση. Έχοντας για υπόκρουση το
κουδούνισμα των κερμάτων του που έπεφταν στην υποδοχή της
επιστροφής, συνέχισε να ακούει τους δύο άντρες που είχαν εντοπίσει τη
Σάρλοτ, τον έναν να μεταφέρει με δυνατή φωνή πληροφορίες για τη φύση
της υπερβολικής δόσης στο τηλεφωνικό κέντρο των Πρώτων Βοηθειών,
τον άλλο να επαναλαμβάνει συνέχεια το όνομα της Σάρλοτ, μέχρι τη
στιγμή που κάποιος παρατήρησε πως το κινητό δίπλα της παρέμενε
ανοιχτό, οπότε το έκλεισε.
55
Απ’ τις θλιβερές συμφορές που χτύπησαν παλιούς εραστές,
απομένουν στενάχωρες ιστορίες, πάρα πολλές…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Φημισμένη καλλονή και μέλος των κοσμικών κύκλων, με γαργαλιστικό


αριθμό επώνυμων φίλων και ένα επαναστατικό, αυτοκαταστροφικό
παρελθόν, η Σάρλοτ αποτελούσε παλιά γνώριμη των κουτσομπολίστικων
στηλών. Προφανώς, η κατεπείγουσα μεταφορά της σε νοσοκομείο από
την ιδιωτική ψυχιατρική κλινική όπου νοσηλευόταν αποτέλεσε είδηση.
Οι φυλλάδες δημοσίευσαν ρεπορτάζ με πλήθος φωτογραφιών, στις
οποίες η Σάρλοτ εμφανιζόταν από την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών
(όταν το έσκασε για πρώτη φορά από το ιδιωτικό σχολείο όπου φοιτούσε,
υποχρεώνοντας την αστυνομία να την αναζητήσει), των δεκαοκτώ
(πιασμένη αγκαζέ με τον πασίγνωστο εκφωνητή πατέρα της, μέγα πότη,
με τρεις γάμους στο ενεργητικό του), στα είκοσι ένα (με την άλλοτε
μοντέλο και νυν κοσμική μητέρα της σε κάποιο κοκτέιλ πάρτι) και στα
τριάντα οκτώ της, όταν, πανέμορφη όπως πάντα, χαμογελούσε
ανέκφραστα στο πλευρό του κατάξανθου συζύγου της, κρατώντας τα
δίδυμα μωρά στην αγκαλιά της, ενώ στο βάθος διακρινόταν ένα έξοχο
σαλόνι. Κανείς δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει φωτογραφία της με τον
Κόρμοραν Στράικ, όμως το γεγονός πως είχαν κάποτε δεσμό, τον οποίο η
ίδια η Σάρλοτ είχε φροντίσει να επισημάνει στους δημοσιογράφους όταν
αρραβωνιάστηκε τον Τζέιγκο, σήμαινε πως το όνομά του εμφανιζόταν
στο κείμενο που συνόδευε τις φωτογραφίες. «Επείγουσα νοσηλεία»,
«ιστορικό εθισμού», «δύσκολο παρελθόν»: παρότι οι φυλλάδες δεν το
έγραφαν ανοιχτά, μόνο οι πλέον αφελείς αναγνώστες θα μπορούσαν να
έχουν την όποια αμφιβολία σχετικά με το κατά πόσο η Σάρλοτ είχε
επιχειρήσει να αυτοκτονήσει. Το ρεπορτάζ απέκτησε νέα δυναμική όταν
κάποια ανώνυμη «εσωτερική πηγή» στην ιδιωτική κλινική αποκάλυψε ότι
η μέλλουσα υποκόμησσα Ρος «φέρεται» να είχε βρεθεί πεσμένη
μπρούμυτα ανάμεσα σε κάτι θάμνους, ακριβώς πίσω από ένα παλιό
θερινό περίπτερο.
Εν τω μεταξύ, τα ρεπορτάζ των πιο έγκριτων εφημερίδων εστίαζαν σε
πρώτη φάση στις αμφίβολες πρακτικές του εξωφρενικά ακριβού Σίμοντς
Χάουζ, «το οποίο» (όπως ανέφερε η Telegraph) «έχει τη φήμη ως το
τελευταίο καταφύγιο εύπορων ατόμων με ισχυρές διασυνδέσεις. Οι
αμφιλεγόμενες θεραπείες περιλαμβάνουν τη μαγνητική ενεργοποίηση της
κρανιακής χώρας, καθώς και τη χρήση παραισθησιογόνου ψιλοκυβίνης
(ευρύτερα γνωστής ως μαγικά μανιτάρια)». Και αυτές οι εφημερίδες
δημοσίευαν μεγάλες φωτογραφίες της Σάρλοτ, προκειμένου να
πλαισιώσουν τα ρεπορτάζ τους, οπότε η Ρόμπιν, που τα διάβασε όλα στα
κρυφά κι ύστερα αισθανόταν τύψεις, είχε κάθε τόσο αφορμές να θυμάται
πόσο εντυπωσιακά όμορφη ήταν πάντοτε η πρώην του Στράικ.
Εν τω μεταξύ, ο Στράικ δεν είχε πει κουβέντα στη Ρόμπιν για όσα είχαν
συμβεί, ούτε κι εκείνη τον είχε ρωτήσει. Είχε επιβληθεί ένα ιδιότυπο
μορατόριουμ στη χρήση του ονόματος της Σάρλοτ από εκείνη τη νύχτα,
πριν από τέσσερα χρόνια, όταν η Ρόμπιν εργαζόταν ακόμη ως προσωρινή
γραμματέας στο γραφείο και ο Στράικ, που ήταν τύφλα, της είχε
εξομολογηθεί πως η Σάρλοτ του είχε πει ψέματα πως είχε μείνει έγκυος
μαζί του. Το μόνο που γνώριζε η Ρόμπιν τη δεδομένη στιγμή ήταν πως ο
Στράικ είχε επιστρέψει από την Κορνουάλη εξαιρετικά κουμπωμένος και
παρότι η Ρόμπιν καταλάβαινε πως ο ύστατος αποχαιρετισμός στη θεία
του αναπόφευκτα θα ήταν μια στενάχωρη κατάσταση, δεν μπορούσε να
απαλλαγεί από την υποψία πως η δυσθυμία του είχε και κάποια άλλη
αιτία.
Από πίστη στον Στράικ, αρνήθηκε να κουτσομπολέψει για την πρώην
του, παρότι οι πάντες γύρω της έδειχναν να θέλουν να μιλήσουν για
εκείνη. Μία εβδομάδα μετά την επιστροφή του Στράικ από την
Κορνουάλη, η Ρόμπιν έφτασε στο γραφείο κακόκεφη, καθώς ο Μάθιου
είχε αναβάλει για μία ακόμη φορά τη διαμεσολάβηση. Βλέποντας την
πόρτα να ανοίγει, η Πατ, η γραμματέας, επιχείρησε να κρύψει βιαστικά το
φύλλο της Daily Mail που μελετούσε επισταμένως μαζί με τον Μόρις.
Συνειδητοποιώντας πως στο δωμάτιο έμπαινε η Ρόμπιν και όχι ο Στράικ,
η Πατ της γέλασε σαν κοράκι και κόλλησε με δύναμη την εφημερίδα και
πάλι πάνω στο γραφείο της.
«Μας τσάκωσες στα πράσα», είπε ο Μόρις στη Ρόμπιν κλείνοντάς της
το μάτι. «Τα είδες τα καμώματα της πρώην του αφεντικού, ε;»
Δεν είναι αφεντικό μου, συνεταίρος μου είναι, σκέφτηκε η Ρόμπιν, όμως
περιορίστηκε στο να πει: «Ναι».
«Αυτό είναι που λέμε να μπλέξεις με γκόμενα πολύ πάνω από τα κυβικά
σου», σχολίασε ο Μόρις παρατηρώντας μια φωτογραφία της Σάρλοτ στα
είκοσι ένα της, ντυμένης με ένα μίνι φόρεμα κεντημένο με χάντρες. «Όχι,
σοβαρά, πώς καταφέρνει ένας τύπος σαν και λόγου του να ρίξει έναν
τέτοιον κόμματο;»
Η Ρόμπιν δε γλίτωνε από αυτή την κατάσταση ούτε στο σπίτι. Ο Μαξ,
που είχε κουρέψει τα ατίθασα μαλλιά του προκειμένου να υποδυθεί έναν
απόστρατο αξιωματικό, είχε αρχίσει τα γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράς
και ήταν περισσότερο ευδιάθετος από κάθε άλλη φορά απ’ όταν τον
γνώρισε η Ρόμπιν. Το γεγονός πως ο Στράικ είχε διατηρήσει δεσμό με τη
Σάρλοτ επί δεκαέξι χρόνια φαινόταν να ιντριγκάρει εξίσου τον Μαξ.
«Τη συνάντησα μια φορά», είπε στη Ρόμπιν, που είχε ανέβει στον
επάνω όροφο, έχοντας περάσει κάμποσες ώρες κλεισμένη στο δωμάτιό
της, καθώς αναζητούσε στο διαδίκτυο πληροφορίες για την Μπέτι
Φούλερ. Η άλλοτε ιερόδουλη αποδεικνυόταν δυσκολότερο να εντοπιστεί
απ’ ό,τι είχε λογαριάσει η Ρόμπιν.
«Αλήθεια;» είπε η Ρόμπιν, που ήθελε και δεν ήθελε να ακούσει την
ιστορία.
«Ναι, συμμετείχα σε μια παράσταση πριν από χρόνια με τον ετεροθαλή
αδελφό της. Τον Σάιμον Λεγκάρντ, αν έχεις ακουστά; Πρωταγωνιστούσε
σ’ εκείνη τη μίνι σειρά για την οικονομική κρίση, να δεις πώς την έλεγαν;
Τέλος πάντων, πέρασε από το θέατρο αυτή, να παρακολουθήσει την
παράσταση, και μετά μας κάλεσε όλους σε δείπνο. Τη συμπάθησα, για να
πω την αλήθεια, είχε έξω καρδιά. Αρκετές από εκείνες τις σούπερ κομψές
κοπέλες έχουν πολύ περισσότερο γούστο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς».
«Χμ», έκανε η Ρόμπιν αόριστα κι αμέσως επέστρεψε στο δωμάτιό της
με μια κούπα τσάι.
«Βάζω στοίχημα πως προσπάθησε να τηλεφωνήσει στον Κορμ πριν το
κάνει», ήταν το μετρημένο σχόλιο της Ίλσα στο τηλέφωνο, δύο
εβδομάδες μετά το Πάσχα, όταν πλέον η Ρόμπιν είχε καταφέρει, μέσα από
την προσεκτική διασταύρωση των διαθέσιμων πληροφοριών, να εντοπίσει
τη γυναίκα που θεωρούσε πως συγκέντρωνε τις μεγαλύτερες πιθανότητες
να είναι η Μπέτι Φούλερ, η οποία κατοικούσε στον οδό Σκίνερ την εποχή
που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ Μπάμπορο. Η Μπέτι πλέον έμενε σε οίκο
ευγηρίας, στο Σανς Γουόκ, σχετικά κοντά στο παλιό της διαμέρισμα, κι η
Ρόμπιν σχεδίαζε να την επισκεφτεί το επόμενο απόγευμα, μετά τη
διαμεσολάβηση με τον Μάθιου, η οποία καταπώς φαινόταν θα
προχωρούσε επιτέλους.
Η Ίλσα είχε τηλεφωνήσει προκειμένου να ευχηθεί στη Ρόμπιν καλή
τύχη. Η Ρόμπιν, εν τω μεταξύ, προσπαθούσε να μη σκέφτεται πως θα
υποχρεωνόταν να δει τον Μάθιου, λέγοντας στον εαυτό της πως η
ταλαιπωρία θα έληγε μέσα σε μια-δυο ώρες, όμως καθώς βράδιαζε, της
ήταν όλο και πιο δύσκολο να συγκεντρωθεί στον κατάλογο των
ερωτήσεων για την Μπέτι Φούλερ, οπότε χάρηκε, στην αρχή, που τη
διέκοψε η Ίλσα.
«Αλήθεια, τι λέει ο Κορμ σχετικά με όλο αυτό το σκηνικό με τη
Σάρλοτ;»
«Τίποτε», απάντησε η Ρόμπιν ειλικρινά.
«Ναι, πλέον δε μιλάει για εκείνη», είπε η Ίλσα. «Αναρωτιέμαι πόσο
ακόμη να αντέξει ο γάμος της. Φαντάζομαι, ήδη κρέμεται από μια
κλωστή. Να σου πω κιόλας, εντύπωση μου κάνει που άντεξε και τόσο.
Άλλωστε, ο μόνος λόγος που το έκανε ήταν για να μπει στο μάτι του
Κορμ».
«Δεν ξέρω, έχει κάνει και παιδιά με τον άντρα της», επισήμανε η
Ρόμπιν κι αμέσως μετάνιωσε για το σχόλιό της. Η Ίλσα της είχε ήδη
αναφέρει πως με τον Νικ είχαν αποφασίσει να μην προσπαθήσουν για
τέταρτη φορά με εξωσωματική.
«Αυτή ποτέ της δεν ήθελε να κάνει παιδιά», είπε η Ίλσα. «Ήταν κι ένα
από τα κοινά στοιχεία που είχε με τον Κορμ. Αυτό και το ότι οι μανάδες
τους έμοιαζαν πολύ. Ποτά, ναρκωτικά κι από ένα εκατομμύριο γκόμενους
η καθεμία, με τη διαφορά πως της Σάρλοτ εξακολουθεί να ζει. Δηλαδή,
δεν του έχεις μιλήσει καθόλου για τη λεγάμενη;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν, που είχε αρχίσει να αισθάνεται κάπως άβολα με
την όλη συζήτηση, παρότι η Ίλσα δεν το έκανε από κακή πρόθεση. «Με
συγχωρείς, Ίλσα, όμως πρέπει να σε κλείσω. Έχω κάποια πράγματα να
ετοιμάσω για αύριο».
«Μπορείς να πάρεις ρεπό το απόγευμα; Θα μπορούσαμε να βρεθούμε
για έναν καφέ, το πιθανότερο είναι πως θα θες κι εσύ να ξεσκάσεις μετά
τη συνάντηση. Δε φαντάζομαι να έχει κάποια αντίρρηση ο Κορμ;»
«Καμία, είμαι βέβαιη», είπε η Ρόμπιν, «όμως έχουμε πολλή δουλειά και
έχω βρει μιαν αξιόλογη άκρη. Έτσι κι αλλιώς, με τη δουλειά έχω κάτι να
σκέφτομαι πέρα από τον Μάθιου. Να τα πούμε μέσα στο
Σαββατοκύριακο, αν είσαι εύκαιρη».
Η Ρόμπιν έκανε άσχημο ύπνο εκείνη τη νύχτα. Δεν ήταν η Σάρλοτ
εκείνη που κλωθογύριζε στα όνειρά της αλλά η δεσποινίς Τζόουνς, η νέα
πελάτισσα του γραφείου, στην οποία, όπως είχαν πλέον αντιληφθεί οι
πάντες, ο Στράικ είχε γυαλίσει τόσο πολύ, ώστε είχε φτάσει στο σημείο
να ζητήσει από την Πατ να μην του περνάει τα τηλεφωνήματά της. Η
Ρόμπιν ξύπνησε πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι της, ανακουφισμένη που
γλίτωνε από ένα μπερδεμένο όνειρο, στην πορεία του οποίου είχε
αποκαλυφτεί πως η δεσποινίδα Τζόουνς ήταν στην πραγματικότητα η
σύζυγος του Μάθιου και ότι η Ρόμπιν είχε βρεθεί κατηγορούμενη για
απάτη κι επιχειρούσε να αποκρούσει τις αιτιάσεις, καθισμένη στο τέρμα
ενός μακριού στιλβωμένου τραπεζιού, σε μια σκοτεινή αίθουσα
συσκέψεων.
Θέλοντας να δείξει επαγγελματισμό και αυτοπεποίθηση, η Ρόμπιν
φόρεσε μαύρο παντελόνι και σακάκι, παρότι ο Μάθιου γνώριζε άριστα
πως περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ερευνητικής της ζωής ντυμένη με
τζιν παντελόνια. Όπως έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη της, πριν
φύγει από το δωμάτιο, της φάνηκε πως έδειχνε ξεπλυμένη.
Προσπαθώντας να μη σκέφτεται όλες εκείνες τις φωτογραφίες της
Σάρλοτ Ρος που σπάνια φορούσε οτιδήποτε άλλο από μαύρα, που όμως η
πορσελάνινη ομορφιά της απλώς αναδεικνυόταν ακόμη περισσότερο από
την αντίθεση, η Ρόμπιν άρπαξε την τσάντα της και έφυγε από το δωμάτιο.
Όση ώρα περίμενε να έρθει ο συρμός του μετρό, η Ρόμπιν προσπάθησε
να ξεφύγει από τη νευρικότητα που την έζωνε τσεκάροντας τα μηνύματα
στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο.
Αγαπητή δεσποινίς Έλακοτ,
Όπως σας δήλωσα ήδη, δεν είμαι διατεθειμένος να συναντηθώ με
κανέναν άλλο εκτός του κυρίου Στράικ. Δεν είναι πρόθεσή μου να
σας θίξω κατά τον οιονδήποτε τρόπο, όμως θα αισθανόμουν
περισσότερο άνετα μιλώντας ως άντρας προς άντρα. Δυστυχώς, δε
θα είμαι διαθέσιμος από το τέλος της επόμενης εβδομάδας λόγω
επαγγελματικών υποχρεώσεων που θα με οδηγήσουν εκτός των
συνόρων. Όμως, θα μπορούσα να βρω χρόνο το βράδυ της 24ης.
Εφόσον αυτό εξυπηρετεί τον κύριο Στράικ, προτείνω το Αμέρικαν
Μπαρ, στο ξενοδοχείο Στάφορντ, ως έναν διακριτικό τόπο
συνάντησης. Παρακαλώ ενημερώστε με αν η πρότασή μου είναι
αποδεκτή.
Ειλικρινώς,
Κ. Μ. Όουκντεν
Είκοσι λεπτά αργότερα, όταν η Ρόμπιν είχε βγει από τον σταθμό του
μετρό στο Χόλμπορν και είχε ξανά σήμα, προώθησε αυτό το μήνυμα στον
Στράικ. Είχε στη διάθεσή της ένα ολόκληρο τέταρτο της ώρας πριν από
το ραντεβού και υπήρχαν διάφορα μέρη εκεί γύρω απ’ όπου θα μπορούσε
να πάρει έναν καφέ, όμως πριν προλάβει να αποφασίσει, χτύπησε το
κινητό της: ήταν η Πατ από το γραφείο.
«Ρόμπιν;» είπε η γνώριμη ξερή φωνή. «Μήπως ξέρεις πού είναι ο
Κόρμοραν; Προσπάθησα να τον πάρω στο κινητό του, όμως δεν
απαντάει. Έχω τον αδελφό του τον Αλ εδώ, στο γραφείο, περιμένει να τον
δει».
«Σοβαρά;» είπε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη. Είχε γνωρίσει τον Αλ πριν από
δυο χρόνια, όμως ήξερε πως αυτός κι ο Στράικ δεν είχαν στενή σχέση.
«Όχι, δεν ξέρω πού είναι, Πατ. Του άφησες μήνυμα; Μάλλον θα
βρίσκεται κάπου όπου δεν μπορεί να απαντήσει».
«Ναι, του άφησα μήνυμα στον τηλεφωνητή», είπε η Πατ. «Εντάξει, θα
προσπαθήσω ξανά. Γεια».
Η Ρόμπιν προχώρησε, έχοντας ξεχάσει τελείως τον καφέ, απορημένη με
την εμφάνιση του Αλ στο γραφείο. Τον είχε συμπαθήσει αρκετά τον Αλ,
όταν τον γνώρισε· φαινόταν να αντιμετωπίζει με ένα κάποιο δέος τον
μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό του, πράγμα που η Ρόμπιν είχε βρει
χαριτωμένο. Ο Αλ δεν έμοιαζε πολύ με τον Στράικ, καθώς ήταν
κοντύτερος, με ίσια μαλλιά, στενό πιγούνι και εκείνα τα ελαφρώς
αποκλίνοντα μικρά μάτια που είχε κληρονομήσει από τον διάσημο
πατέρα του.
Κι ενώ αναλογιζόταν την οικογένεια του Στράικ, η Ρόμπιν έστριψε στη
γωνία και είδε, με μια σουβλιά που την έκανε να κοκαλώσει, τον Μάθιου
να αποβιβάζεται από ένα ταξί, φορώντας ένα άγνωστο στην ίδια σκούρο
παλτό πάνω από το κοστούμι του. Το κεφάλι του στράφηκε στο πλάι και
για μια στιγμή βρέθηκαν να κοιτάζονται στα μάτια, σε απόσταση πενήντα
μέτρων, σαν πιστολέρος έτοιμοι να μονομαχήσουν. Τότε χτύπησε το
κινητό της Ρόμπιν· ασυναίσθητα, έκανε να το πιάσει, κι όταν το έφερε
στο αυτί της και σήκωσε το κεφάλι, ο Μάθιου είχε ήδη εξαφανιστεί
μπαίνοντας στο κτίριο.
«Παρακαλώ;»
«Γεια», είπε ο Στράικ, «μόλις έλαβα το μήνυμα του Όουκντεν. Σιγά μη
λείψει στο εξωτερικό, κουραφέξαλα».
Η Ρόμπιν έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Είχε ακόμη πέντε λεπτά στη
διάθεσή της, κι η δικηγόρος της, η Τζούντιθ, ακόμη δεν είχε φανεί.
Πλησίασε προς τον κρύο, πέτρινο τοίχο και είπε:
«Ναι, κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα. Στην Πατ τηλεφώνησες;»
«Όχι, γιατί;»
«Είναι ο Αλ στο γραφείο».
«Ποιος Αλ;»
«Ο αδελφός σου, ο Αλ», είπε η Ρόμπιν.
Ακολούθησε μια σύντομη παύση.
«Το κέρατό μου μέσα», μουρμούρισε ο Στράικ.
«Πού είσαι τώρα;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Σε ένα κατάστημα με είδη σπιτιού, στο Τσίνγκφορντ. Η ξανθιά μας
φίλη, από το Στόουκ Νιούινγκτον, έχει βγει για ψώνια».
«Τι ψωνίζει;»
«Αφρό καουτσούκ και κόντρα πλακέ, σε πρώτη φάση», είπε ο Στράικ.
«Τη βοηθάει εκείνος ο τύπος από το γυμναστήριο του Μούτρου. Εσύ πού
είσαι;»
«Περιμένω έξω από τα γραφεία των δικηγόρων του Μάθιου. Έχουμε τη
διαμεσολάβηση σήμερα», είπε η Ρόμπιν.
«Σκατά», είπε ο Στράικ. «Το ξέχασα. Καλή τύχη εύχομαι. Άκου… πάρε
την υπόλοιπη μέρα ρεπό, αν θέλεις…»
«Δε θέλω ρεπό», είπε η Ρόμπιν. Είχε μόλις εντοπίσει την Τζούντιθ στο
βάθος, που της χαμογέλασε πλατιά.
«Όλα εντάξει;» ρώτησε πλησιάζοντας και χτυπώντας ελαφρά τη Ρόμπιν
στο μπράτσο, με το χέρι που δεν κρατούσε τον χαρτοφύλακά της.
«Λογικά, όλα θα πάνε καλά. Άφησε όμως εμένα να μιλήσω».
«Έγινε», είπε η Ρόμπιν ανταποδίδοντας το χαμόγελο με όση ζεστασιά
μπόρεσε να αντλήσει από μέσα της.
Ανέβηκαν μαζί τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε έναν μικρό χώρο
αναμονής, όπου ένας βραχύσωμος, κοστουμαρισμένος άντρας με
κούρεμα σαν του Καίσαρα πλησίασε χαμογελώντας τυπικά, προτείνοντας
το χέρι του στην Τζούντιθ.
«Η κυρία Κομπς; Άντριου Σένστοουν. Η κυρία Έλακοτ; Χαίρω πολύ».
Η χειραψία πόνεσε την παλάμη της Ρόμπιν. Ο δικηγόρος και η Τζούντιθ
προπορεύτηκαν της Ρόμπιν και πέρασαν από μια δίφυλλη πόρτα, έχοντας
πιάσει κουβέντα για την κίνηση στο Λονδίνο, με τη Ρόμπιν να ακολουθεί
με το στόμα στεγνό, νιώθοντας σαν παιδί που προχωρούσε πίσω από τους
γονείς του. Έπειτα από μια σύντομη διαδρομή σε έναν σκοτεινό
διάδρομο, έστριψαν σε ένα μικρό δωμάτιο συσκέψεων, με ένα οβάλ
τραπέζι και μια πολυκαιρισμένη μπλε μοκέτα. Ο Μάθιου καθόταν μόνος
του εκεί, φορώντας ακόμη το παλτό του. Ανακάθισε στην καρέκλα του,
όταν μπήκαν οι άλλοι. Η Ρόμπιν τον κοίταξε ίσια στα μάτια και κάθισε με
τη σειρά της διαγώνια απέναντί του. Προς μεγάλη της έκπληξη, ο Μάθιου
απέστρεψε μεμιάς το βλέμμα του. Τον είχε φανταστεί να την
αγριοκοιτάζει από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού, έχοντας γυμνώσει
ελαφρά τα δόντια του, παίρνοντας εκείνο το ύφος που τον έκανε να
μοιάζει κάπως σαν να φορούσε φίμωτρο, όπως ήταν στη διάρκεια των
τσακωμών τους προς το τέλος του γάμου τους.
«Λοιπόν», είπε ο Άντριου Σένστοουν χαμογελώντας ξανά, καθώς η
Τζούντιθ Κομπς άνοιγε τον φάκελο που είχε φέρει μαζί της. Εκείνος είχε
έναν δερμάτινο φάκελο κλειστό μπροστά του. «Η θέση της πελάτισσάς
σας παραμένει όπως περιγράφεται στην επιστολή σας από τις
δεκατέσσερις του μήνα, Τζούντιθ, σωστά;»
«Σωστά», είπε η Τζούντιθ, με τον χοντρό σκελετό των γυαλιών της να
ισορροπεί στην άκρη της μύτης της, καθώς έριχνε μια γρήγορη ματιά σε
ένα αντίγραφο της συγκεκριμένης επιστολής. «Η κυρία Έλακοτ είναι
απολύτως πρόθυμη να παραιτηθεί από κάθε αξίωση έναντι του πελάτη
σας, με εξαίρεση τα έσοδα από την πώληση του διαμερίσματος επί της…
χμ…»
Οδού Χέιστινγκς, σκέφτηκε η Ρόμπιν. Θυμήθηκε όταν μετακόμιζε στο
μικρό διαμέρισμα με τον Μάθιου, κουβαλώντας με ενθουσιασμό κούτες
με φυτά και βιβλία στο στενό μονοπατάκι, ενώ ο Μάθιου έβαζε στην
πρίζα την καφετιέρα που ήταν μία από τις πρώτες κοινές τους αγορές, κι ο
λούτρινος ελέφαντας που της είχε χαρίσει πριν από τόσο καιρό έστεκε
πάνω στο κρεβάτι.
«…επί της οδού Χέιστινγκς», είπε η Τζούντιθ διαβάζοντας το γράμμα,
«απ’ όπου επιθυμεί να λάβει το ποσό των δέκα χιλιάδων λιρών, τις οποίες
συμπλήρωσαν οι γονείς της για το ποσό της προκαταβολής κατά την
αγορά».
«Δέκα χιλιάδες», επανέλαβε ο Άντριου Σένστοουν. Κοιτάχτηκε με τον
Μάθιου. «Σε αυτή την περίπτωση, είμαστε σύμφωνοι».
«Είστε… σύμφωνοι;» είπε η Τζούντιθ Κομπς κατάπληκτη όσο και η
Ρόμπιν.
«Η θέση του πελάτη μου έχει μεταβληθεί», δήλωσε ο Σένστοουν.
«Προτεραιότητά του πλέον είναι η εξασφάλιση του διαζυγίου το ταχύτερο
δυνατό, κάτι το οποίο, αν δεν απατώμαι, προκρίνει και η δική σας
πελάτισσα, με μόνη ένσταση το ποσό των δέκα χιλιάδων λιρών, σωστά;
Φυσικά», συμπλήρωσε ο Σένστοουν, «πλησιάζουμε και στο απαιτούμενο
διάστημα των δύο ετών, επομένως…»
Η Τζούντιθ κοίταξε τη Ρόμπιν, η οποία έγνεψε καταφατικά, ενώ το
στόμα της παρέμενε στεγνό.
«Σε αυτή την περίπτωση, νομίζω πως μπορούμε να ολοκληρώσουμε
σήμερα. Θαυμάσια», είπε ο Άντριου Σένστοουν με ικανοποίηση και ήταν
αδύνατο να μην υποψιαστεί κανείς ότι απευθυνόταν κυρίως στον εαυτό
του. «Έλαβα την πρωτοβουλία να συντάξω…»
Άνοιξε τον δερμάτινο φάκελο, τον γύρισε προς την άλλη πλευρά, πάνω
στη στιλβωμένη επιφάνεια του τραπεζιού, και τον έσπρωξε προς την
Τζούντιθ, η οποία διάβασε το έγγραφο που υπήρχε εκεί προσεκτικά.
«Ναι», είπε τελικά σπρώχνοντας το έγγραφο πλάγια στη Ρόμπιν, η
οποία πληροφορήθηκε από εκεί πως ο Μάθιου δεσμευόταν να μεταφέρει
το ποσό στον λογαριασμό της Ρόμπιν σε διάστημα επτά ημερών από την
υπογραφή της συμφωνίας. «Ευχαριστημένη;» ρώτησε χαμηλόφωνα τη
Ρόμπιν η Τζούντιθ.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν ελαφρώς ζαλισμένη.
Άραγε, απόρησε, ποιος ήταν ο λόγος που την είχαν σύρει ως εδώ; Να
ήταν μήπως μια τελευταία επίδειξη εξουσίας ή μήπως ο Μάθιου είχε
πάρει την απόφαση να υποχωρήσει μόλις εκείνο το πρωί; Έφερε το χέρι
μέσα στην τσάντα της, όμως η Τζούντιθ της πρότεινε ήδη τη δική της
πένα, οπότε η Ρόμπιν την πήρε και υπέγραψε. Η Τζούντιθ επέστρεψε το
έγγραφο στον Άντριου Σένστοουν, ο οποίος το πέρασε στον Μάθιου, που
έβαλε βιαστικά την υπογραφή του. Κατόπιν έριξε μια κλεφτή ματιά στη
Ρόμπιν και ξανά απέστρεψε το βλέμμα του γρήγορα, κι εκείνη τη στιγμή
η Ρόμπιν κατάλαβε τι είχε συμβεί και για ποιο λόγο είχε αποφασίσει να
της δώσει αυτό που ζητούσε τόσο καιρό.
«Πολύ καλά», είπε και πάλι ο Άντριου Σένστοουν, οπότε κατέβασε τη
βαριά του παλάμη πάνω στο τραπέζι και γέλασε. «Λοιπόν, όμορφα κι
ωραία, ε; Νομίζω πως είμαστε…;»
«Ναι», είπε η Τζούντιθ με ένα γελάκι, «νομίζω πως είμαστε!»
Ο Μάθιου και η Ρόμπιν σηκώθηκαν, παρατηρώντας τους δικηγόρους
τους να συγκεντρώνουν τα πράγματά τους και, στην περίπτωση της
Τζούντιθ, να φορά ξανά το παλτό της. Ζαλισμένη από αυτό που είχε μόλις
συμβεί, η Ρόμπιν αισθάνθηκε και πάλι σαν παιδί απέναντι στους γονείς
του, αβέβαιη πώς να απεμπλακεί από εκείνη την κατάσταση, καθώς
περίμενε από τους δικηγόρους να την αποδεσμεύσουν.
Ο Άντριου Σένστοουν κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να περάσει η
Ρόμπιν, που βγήκε στον διάδρομο και κατευθύνθηκε προς τον χώρο
αναμονής. Πίσω της, οι δικηγόροι σχολίαζαν και πάλι την κίνηση της
πόλης. Όταν κοντοστάθηκαν στον προθάλαμο για να αποχαιρετιστούν, ο
Μάθιου, αφού ευχαρίστησε εν τάχει τον Σένστοουν, πέρασε γρήγορα
δίπλα από τη Ρόμπιν και βγήκε στον δρόμο.
Η Ρόμπιν περίμενε να επιστρέψει ο Άντριου Σένστοουν στο κτίριο,
προτού γυρίσει να μιλήσει στην Τζούντιθ.
«Σε ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε.
«Εντάξει, δεν έκανα και κάτι ιδιαίτερο, σωστά;» είπε η Τζούντιθ
γελώντας. «Πάντως, η διαμεσολάβηση συχνά λογικεύει τους ανθρώπους,
το έχω δει να συμβαίνει κι άλλοτε. Είναι πολύ δυσκολότερο να
δικαιολογήσεις την αδιάλλακτη στάση σου αντιμέτωπος με
αντικειμενικούς παρατηρητές».
Αντάλλαξαν χειραψία κι η Ρόμπιν βγήκε έξω στο ανοιξιάτικο αεράκι,
που παρέσυρε τα μαλλιά της, φέρνοντάς τα στο στόμα της. Αισθανόταν
κάπως ταραγμένη. Δέκα χιλιάδες λίρες. Είχε προσφερθεί να τις
επιστρέψει στους γονείς της, καθώς ήξερε πως είχαν δυσκολευτεί πολύ
για να βρουν τα χρήματα ώστε να συνεισφέρουν ισόποσα με τους γονείς
του Μάθιου, όμως εκείνοι της είχαν πει να τα κρατήσει. Προφανώς, είχε
να τακτοποιήσει τον λογαριασμό της με την Τζούντιθ, όμως το υπόλοιπο
ποσό θα της πρόσφερε ένα χρήσιμο μαξιλάρι κι ίσως μια πρώτη βάση
ώστε να αποκτήσει ξανά δικό της σπίτι.
Έστριψε στη γωνία, κι εκεί, ακριβώς μπροστά της, δίπλα στο κράσπεδο,
με το χέρι σηκωμένο στην προσπάθεια να σταματήσει κάποιο ταξί,
στεκόταν ο Μάθιου.
Μόλις την είδε, κοκάλωσε για μια στιγμή με το χέρι σηκωμένο, οπότε
το ταξί στο οποίο έκανε νόημα σταμάτησε δέκα μέτρα παρακάτω και
πήρε ένα ζευγάρι.
«Η Σάρα είναι έγκυος, σωστά;» είπε η Ρόμπιν.
Εκείνος γύρισε και την κοίταξε, όχι τόσο ψηλός όσο ο Στράικ, αλλά
γοητευτικός όπως και στα δεκαεφτά του, τη μέρα που της είχε προτείνει
να βγουν ραντεβού.
«Ναι». Κόμπιασε. «Δεν ήταν προγραμματισμένο».
Σιγά μη δεν ήταν, σκέφτηκε η Ρόμπιν. Η Σάρα ανέκαθεν ήξερε πώς να
εξασφαλίζει αυτό που ήθελε. Η Ρόμπιν συνειδητοποιούσε έστω και τώρα
πόσο μακρόπνοο ήταν το σχέδιο που είχε υπηρετήσει πιστά η Σάρα:
πάντοτε παρούσα, να χαχανίζει, να φλερτάρει, πρόθυμη να συμβιβαστεί
με τον κολλητό του Μάθιου, προκειμένου να τον έχει από κοντά. Κι
ύστερα, καθώς η λαβή της έσφιγγε, αλλά ο Μάθιου απειλούσε να της
ξεγλιστρήσει, προέκυψε το διαμαντένιο σκουλαρίκι που ξέχασε η Σάρα
στο κρεβάτι της Ρόμπιν και τώρα κάτι ακόμη πολυτιμότερο, μια
εγκυμοσύνη με την οποία τον εξασφάλιζε, πριν προλάβει ο Μάθιου να
καταστεί και πάλι εργένης, πράγμα επικίνδυνο. Η Ρόμπιν είχε την έντονη
υποψία πως αυτός ήταν ο λόγος που είχε οδηγήσει σε δύο αναβολές της
διαμεσολάβησης. Άραγε, η φορτωμένη με ορμόνες και ανασφάλειες Σάρα
να είχε κάνει σκηνές, φοβούμενη το ενδεχόμενο να έρθει ο Μάθιου
πρόσωπο με πρόσωπο με τη Ρόμπιν, προτού αποφασίσει ακόμη αν ήθελε
είτε το μωρό είτε τη μητέρα του;
«Και θέλει να παντρευτείτε πριν γεννήσει;»
«Ναι», είπε ο Μάθιου. «Κι εγώ δηλαδή».
Άραγε να περνούσαν από τον νου του οι σκηνές του δικού τους γάμου,
όπως συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στη Ρόμπιν; Να θυμόταν την εκκλησία
στο Μάσαμ, όπου πήγαιναν και οι δυο τους από τον καιρό που ήταν
μαθητές δημοτικού, τη δεξίωση σ’ εκείνο το πανέμορφο ξενοδοχείο, με
τους κύκνους στη λίμνη που δεν εννοούσαν να κολυμπήσουν μαζί, κι
ύστερα την καταστροφική δεξίωση, στη διάρκεια της οποίας η Ρόμπιν
είχε αισθανθεί απόλυτα βέβαιη, για μερικά τρομακτικά δευτερόλεπτα,
πως αν ο Στράικ της είχε ζητήσει να το σκάσει μαζί του, θα το είχε κάνει.
«Εσύ πώς τα πας;»
«Μια χαρά», είπε η Ρόμπιν.
Δεν τα είχε βάψει μαύρα. Τι να κάνεις άλλωστε, όταν πέφτεις πάνω στον
πρώην σου; Καμώνεσαι πως θεωρείς ότι πήρες τη σωστή απόφαση. Πως
δεν το έχεις μετανιώσει.
«Λοιπόν», είπε ο Μάθιου, καθώς τα αυτοκίνητα περνούσαν ασταμάτητα
από μπροστά, «πρέπει να…»
Άρχισε να απομακρύνεται.
«Ματ».
Γύρισε να την κοιτάξει.
«Τι;»
«Δε θα ξεχάσω ποτέ… πώς ήσουν όταν σε χρειάστηκα πραγματικά. Ό,τι
κι αν συνέβη… αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ».
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, οι μύες του προσώπου του
συσπάστηκαν, έτσι που έμοιαζε με αγοράκι. Ύστερα γύρισε, έσκυψε και,
πριν συνειδητοποιήσει η Ρόμπιν τι συνέβαινε, την αγκάλιασε γρήγορα, κι
ύστερα την άφησε λες και ζεματούσε.
«Καλή τύχη, Ρομπς», είπε με πνιχτή φωνή, κι έπειτα απομακρύνθηκε
οριστικά.
56
Ενώ ετούτη η Κυρά, σαν προβατίνα χαμένη,
τώρα ατρόμητη κειτόταν, στα βάθη του ύπνου παραδομένη.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Την ίδια ακριβώς στιγμή που ο Μάθιου απομακρυνόταν από τη Ρόμπιν


στο Χόλμπορν, ο Στράικ, που καθόταν μέσα στο σταθμευμένο
αυτοκίνητό του σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων, έξω από το γνωστό σπίτι
στο Στόουκ Νιούινγκτον, αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον αδελφό του,
τον Αλ, σε περίπτωση που είχε αποφασίσει να τον περιμένει όλη μέρα στο
γραφείο. Ο θυμός του ντετέκτιβ συνοδευόταν κι από κάποια άλλα,
λιγότερο προσδιορίσιμα συναισθήματα, εκ των οποίων το λιγότερο
επώδυνο να αναγνωρίσει ήταν ένας απρόθυμος σεβασμός απέναντι στην
επιμονή του Αλ. Ο Στράικ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως ο Αλ
είχε περάσει από το γραφείο σε μια ύστατη προσπάθεια να πείσει τον
Στράικ να συμφιλιωθεί κατά κάποιον τρόπο με τον πατέρα του, κατά
προτίμηση πριν ή κατά τη διάρκεια του πάρτι με την ευκαιρία της
κυκλοφορίας του νέου άλμπουμ της μπάντας. Οπότε, καθώς ανέκαθεν
θεωρούσε τον Αλ σχετικά αδύναμο και συβαριτικό χαρακτήρα, ο Στράικ
όφειλε να ομολογήσει πως στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδείκνυε πως
διέθετε κότσια, καθώς εμφανιζόταν πρόθυμος να αντιμετωπίσει την οργή
του μεγαλύτερου αδελφού του.
Ο Στράικ περίμενε μέχρι να ξεφορτώσει η Έλινορ Ντιν τον αφρό και το
φτηνό ξύλο από το αμάξι της και να μεταφέρει τα υλικά μέσα, με τη
βοήθεια του φίλου της από το γυμναστήριο του Μούτρου, βεβαιώθηκε
πως η εξώπορτα έκλεισε και ύστερα κάλεσε τον αριθμό του Αλ.
«Γεια», είπε ο Αλ που απάντησε με το πρώτο χτύπημα.
«Τι γυρεύεις στο γραφείο μου;» ρώτησε ο Στράικ.
«Ήθελα να σε δω, αδελφάκι. Να τα πούμε από κοντά».
«Λοιπόν, σήμερα δεν πρόκειται να επιστρέψω», είπε ο Στράικ ψέματα.
«Οπότε, ό,τι έχεις να μου πεις, προτείνω να το πεις τώρα».
«Αδελφάκι…»
«Ποιος είναι εκεί μαζί σου;»
«Ε… η γραμματέας σου… Πατ δεν τη λένε;» Ο Στράικ άκουσε τον Αλ
να απομακρύνει το κινητό από το στόμα του για να τσεκάρει και μετά το
καταφατικό κρώξιμο της Πατ. «Κι ένας τύπος που τον λένε…»
«Μπάρκλεϊ», είπε μεγαλόφωνα ο Σκοτσέζος από το βάθος.
«Μάλιστα, εντάξει, πήγαινε μέσα στο γραφείο μου, μη μας ακούσουν»,
είπε ο Στράικ. Άκουσε τον Αλ να εξηγεί στην Πατ τι του είχε ζητήσει ο
Στράικ να κάνει, άκουσε τον γνώριμο ήχο της πόρτας του γραφείου του
που έκλεινε, κι ύστερα είπε:
«Αν έχεις έρθει να μιλήσουμε γι’ αυτό που υποψιάζομαι…»
«Κόρμοραν, δε θέλαμε να σου το πούμε έτσι, όμως ο μπαμπάς έχει
καρκίνο».
Την τύχη μου μέσα.
Ο Στράικ έγειρε για λίγο προς τα εμπρός κι ακούμπησε το κεφάλι πάνω
στο τιμόνι του αυτοκινήτου του, προτού ανακαθίσει και πάλι.
«Στον προστάτη», συνέχισε ο Αλ. «Οι γιατροί λένε πως τον πρόλαβαν
νωρίς. Όμως σκεφτήκαμε πως έπρεπε να το ξέρεις, γιατί το πάρτι αυτό
δεν είναι μόνο για τα γενέθλια της μπάντας ούτε μόνο για το καινούργιο
άλμπουμ. Είναι και για να έχει κάτι ο μπαμπάς που να το περιμένει με
χαρά».
Ακολούθησε σιωπή.
«Σκεφτήκαμε πως έπρεπε να το ξέρεις», επανέλαβε ο Αλ.
Γιατί έπρεπε να το ξέρω, ρε γαμώτο; σκέφτηκε ο Στράικ με το βλέμμα
στραμμένο στην κλειστή εξώπορτα της Έλινορ Ντιν. Δεν είχε καμία
απολύτως σχέση με τον Ρόκεμπι. Τι περίμενε ο Αλ, δηλαδή, να κλάψει, να
σπεύσει στο πλευρό του Ρόκεμπι, να του εκφράσει τη συμπάθεια ή τη
λύπη του; Ο Ρόκεμπι ήταν πολυεκατομμυριούχος. Το δίχως άλλο θα
εξασφάλιζε την καλύτερη διαθέσιμη περίθαλψη. Η εικόνα του κρίνου που
μετέφερε την τέφρα της Τζόαν, καθώς επέπλεε στη θάλασσα, επέστρεψε
στη μνήμη του Στράικ καθώς έλεγε:
«Εντάξει, τι να σου πω, δεν ξέρω πώς να απαντήσω σε αυτό.
Φαντάζομαι πως είναι ζόρι για όποιον νοιάζεται για εκείνον».
Ακολούθησε νέα παρατεταμένη σιωπή.
«Σκεφτήκαμε πως αυτό ίσως να έκανε κάποια διαφορά», είπε σιγανά ο
Αλ.
«Σε τι πράγμα;»
«Στη στάση σου».
«Εφόσον τον πρόλαβαν νωρίς, θα γίνει καλά», είπε ο Στράικ ξερά.
«Πιθανότατα θα προλάβει να σπείρει μερικά ακόμη παιδιά, τα οποία δε
θα βλέπει ποτέ».
«Για όνομα του Θεού!» είπε ο Αλ, πραγματικά θυμωμένος αυτή τη
φορά. «Εσύ μπορεί να τον έχεις γραμμένο, όμως τυχαίνει να είναι ο
πατέρας μου…»
«Γραμμένους έχω μόνο εκείνους τους ανθρώπους που με είχαν μια ζωή
γραμμένο», είπε ο Στράικ, «και μίλα πιο σιγά, γαμώτο μου, εκεί έξω
κάθονται δυο υπάλληλοί μου και δε θέλω να κάνεις βούκινο τα
προσωπικά μου».
«Αυτή είναι η προτεραιότητά σου;»
Ο Στράικ σκέφτηκε τη Σάρλοτ, η οποία, σύμφωνα με τις εφημερίδες,
παρέμενε στο νοσοκομείο, και τη Λούσι που είχε ήδη αρχίσει το στενό
μαρκάρισμα, θέλοντας να μάθει αν θα κατάφερνε ο Στράικ να λείψει το
Σαββατοκύριακο από τη δουλειά, ώστε να περάσει από το σπίτι της στο
Μπρόμλεϊ, καθώς θα ήταν κι ο Τεντ εκεί. Ο Στράικ σκεφτόταν τους
πελάτες στην υπόθεση του Μούτρου, που είχαν πετάξει κάτι σπόντες πως
θα σταματούσαν να πληρώνουν σε μία εβδομάδα από τώρα, εκτός κι αν
το γραφείο κατάφερνε να ανακαλύψει πώς εκβίαζε το Μούτρο το
αφεντικό του. Σκέφτηκε τη Μάργκοτ Μπάμπορο και το περιθώριο του
ενός χρόνου που τους είχε δοθεί προκειμένου να ανακαλύψουν τι της
συνέβη και το οποίο πλησίαζε επικίνδυνα στη λήξη του. Για κάποιον
ανεξήγητο λόγο, σκέφτηκε τη Ρόμπιν και το γεγονός πως είχε ξεχάσει πως
σήμερα ήταν η συνάντηση για τη διαμεσολάβηση με τον Μάθιου.
«Έχω δική μου ζωή», είπε ο Στράικ, καταβάλλοντας τιτάνια προσπάθεια
προκειμένου να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του, «που είναι δύσκολη και
περίπλοκη, όπως κι όλων των ανθρώπων. Ο Ρόκεμπι έχει γυναίκα και
μισή ντουζίνα παιδιά, κι εγώ έχω ωθήσει στα όρια τους ανθρώπους που
με έχουν ανάγκη. Δεν πρόκειται να έρθω στο γαμημένο το πάρτι, δε με
ενδιαφέρει να έχω την όποια επικοινωνία μαζί του, δε θέλω να έχω καμία
σχέση με τον άνθρωπο. Δεν ξέρω πόσο πιο ξεκάθαρα πρέπει να το
εξηγήσω αυτό, Αλ, όμως ειλικρινά…»
Η γραμμή έκλεισε. Χωρίς να έχει μετανιώσει για λέξη από όσα είχε πει,
αλλά και πάλι ανασαίνοντας βαριά, ο Στράικ πέταξε το κινητό του στη
θέση του συνοδηγού, άναψε τσιγάρο και συνέχισε να παρακολουθεί την
εξώπορτα της Έλινορ Ντιν για ακόμη δεκαπέντε λεπτά όταν,
παραδομένος σε μια ξαφνική παρόρμηση, βούτηξε το κινητό από δίπλα
του και τηλεφώνησε στον Μπάρκλεϊ.
«Τι κάνεις τώρα;»
«Συμπληρώνω τη χαρτούρα για τα έξοδά μου», του απάντησε λακωνικά
ο Σκοτσέζος. «Εκείνο το καζίνο σού κόστισε μια περιουσία».
«Ο αδελφός μου είναι ακόμη εκεί;»
«Όχι, έφυγε».
«Ωραία. Θέλω να περάσεις από εδώ, να με σκαντζάρεις στο Στόουκ
Νιούινγκτον».
«Δεν έχω τ’ αμάξι μαζί μου».
«Καλά, εντάξει, γάμα το», είπε θυμωμένα ο Στράικ.
«Λυπάμαι, Στράικ», είπε ο Μπάρκλεϊ, «όμως κανονικά ήταν να έχω
ρεπό αυτό το απόγευμα…»
«Όχι, εγώ λυπάμαι», είπε ο Στράικ κλείνοντας τα μάτια του. Βίωσε και
πάλι εκείνο το αίσθημα όπως και στο Σεντ Μος, σαν να τυλιγόταν ένα
σύρμα γύρω από το μέτωπό του. «Εκνευρίστηκα. Καλά να περάσεις το
απόγευμά σου. Το εννοώ», διευκρίνισε, σε περίπτωση που ο Μπάρκλεϊ
νόμιζε πως το έλεγε σαρκαστικά.
Αφού τερμάτισε την κλήση στον Μπάρκλεϊ, ο Στράικ τηλεφώνησε στη
Ρόμπιν.
«Πώς πήγε η διαμεσολάβηση;»
«Μια χαρά», είπε η Ρόμπιν, αν κι ακούστηκε παράξενα άτονη. «Τα
βρήκαμε».
«Τέλεια!»
«Ναι. Είναι μια ανακούφιση».
«Είπες πως θα πήγαινες να βρεις την Μπέτι Φούλερ;»
«Ναι, ό,τι ετοιμαζόμουν να κατεβώ στο μετρό».
«Μου θυμίζεις πού μένει;»
«Σε οίκο ευγηρίας, στο Σανς Γουόκ, στο Κλέρκενγουελ».
«Οκ, τα λέμε εκεί», είπε ο Στράικ.
«Αλήθεια; Δεν έχω πρόβλημα να…»
«Το ξέρω, όμως θέλω να είμαι εκεί», τη διέκοψε ο Στράικ.
Έφυγε από το σπίτι της Έλινορ Ντιν, έχοντας πλήρη συναίσθηση πως
είχε μιλήσει απότομα στους δυο στενότερους συνεργάτες του. Αν έπρεπε
να εκτονώσει κάπου τον εκνευρισμό του, θα μπορούσε τουλάχιστον να
είχε βάλει στο στόχαστρο την Πατ και τον Μόρις.
Είκοσι λεπτά αργότερα ο Στράικ έφτασε στο Κλέρκενγουελ από την οδό
Πέρσιβαλ. Στα δεξιά του εκτείνονταν τα άχρωμα τούβλινα διαμερίσματα
όπου κατοικούσαν άλλοτε η Τζάνις Μπίτι και ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ, οπότε
για μία ακόμη φορά αναρωτήθηκε τι να απέγινε ο παλιός ασθενής της
Μάργκοτ, η τύχη του οποίου, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Ρόμπιν,
παρέμενε άγνωστη.
Το Σανς Γουόκ ήταν ένας στενός, πεζοδρομημένος μονόδρομος. Ο
Στράικ στάθμευσε την BMW του όσο πιο κοντά μπορούσε. Η μέρα
αποδεικνυόταν απρόσμενα θερμή, παρότι στον ουρανό τα σύννεφα ήταν
αρκετά. Όπως πλησίαζε στο Σανς Γουόκ, είδε τη Ρόμπιν να τον περιμένει
στην είσοδο.
«Γεια», του είπε. «Είναι στην άλλη άκρη του δρόμου, εκείνο το
μοντέρνο κτίριο με αυτό το κυκλικό πράγμα στην κορυφή, σαν πύργο».
«Τέλεια», είπε ο Στράικ, καθώς έπαιρναν μαζί τον δρόμο. «Με
συγχωρείς για πριν, δεν…»
«Κανένα πρόβλημα», είπε η Ρόμπιν. «Το ξέρω πως χρειαζόμαστε
σύντομα κάτι χειροπιαστό».
Ο Στράικ όμως είχε την αίσθηση πως διέκρινε μια ελαφρά ψυχρότητα.
«Με τσάτισε άσχημα ο Αλ», εξήγησε. «Οπότε, ίσως να ήμουν
κάπως…»
«Κόρμοραν, δεν έγινε κάτι», επέμεινε η Ρόμπιν, αλλά αυτή τη φορά
χαμογέλασε με τρόπο που καθησύχασε τον Στράικ.
«Καταπληκτικά νέα από τη διαμεσολάβηση», σχολίασε εκείνος.
«Ναι», συμφώνησε η Ρόμπιν, αν και δεν έδειχνε ιδιαίτερα
ευχαριστημένη. «Λοιπόν, ποια λες να είναι η καλύτερη τακτική απέναντι
στην Μπέτι Φούλερ;»
«Να της πούμε καθαρά και ξάστερα ποιοι είμαστε και τι προσπαθούμε
να ανακαλύψουμε», είπε ο Στράικ, «κι από εκεί και πέρα βλέποντας και
κάνοντας. Και να παρακαλάμε να μην έχει ξεμωραθεί…»
Το Πράιορι Χάουζ ήταν ένα μοντέρνο πολυώροφο κτίριο, με
κοινόχρηστο κήπο στην πίσω πλευρά. Καθώς πλησίαζαν στην εξώπορτα,
ένα μεσήλικο ζευγάρι έβγαινε έξω· είχαν το ανακουφισμένο ύφος
ανθρώπων που είχαν μόλις επιτελέσει το καθήκον τους, οπότε,
χαμογελώντας στον Στράικ και στη Ρόμπιν, τους κράτησαν την πόρτα
ανοιχτή ώστε να περάσουν με τη σειρά τους μέσα.
«Ευχαριστώ πολύ», τους είπε η Ρόμπιν χαμογελώντας, κι όπως
απομακρυνόταν το ζευγάρι, άκουσε τη γυναίκα να λέει:
«Τουλάχιστον αυτή τη φορά θυμήθηκε ποιοι είμαστε…»
Αν δεν ήταν τα ειδικά σκουτεράκια για άτομα με περιορισμένη
κινητικότητα, το κτίριο θα έμοιαζε με συνηθισμένη πολυκατοικία, με μια
σκούρα γκρι ανθεκτική μοκέτα να καλύπτει το πάτωμα, τον πίνακα
ανακοινώσεων που κατακλυζόταν από φυλλάδια και μια καταθλιπτική
μυρωδιά κοινόχρηστης κουζίνας να απλώνεται στην ατμόσφαιρα.
«Στον δεύτερο όροφο μένει», είπε η Ρόμπιν δείχνοντας έναν διάδρομο.
«Τσέκαρα τα ονόματα στα κουδούνια».
Πέρασαν μπροστά από κάμποσες πανομοιότυπες πόρτες από πεύκο,
ώσπου έφτασαν σ’ εκείνη που είχε το όνομα «Ελίζαμπεθ Φούλερ»
τυπωμένο σε ένα καρτελάκι, περασμένο σε μεταλλικό πλαίσιο. Μέσα από
το ξύλο ακούγονταν πνιχτές φωνές. Ακριβώς όπως εκείνη τη φορά που ο
Στράικ είχε επισκεφτεί την Τζάνις Μπίτι, η τηλεόραση έπαιζε σε πολύ
υψηλή ένταση. Ο Στράικ χτύπησε δυνατά την πόρτα.
Έπειτα από ένα παρατεταμένο διάστημα αναμονής, η πόρτα άνοιξε
πολύ αργά, οπότε εμφανίστηκε μια λαχανιασμένη ηλικιωμένη γυναίκα, με
σωληνάκια στη μύτη, που είχε σύρει μαζί της μέχρι την πόρτα μια φιάλη
οξυγόνου. Πίσω της, ο Στράικ διέκρινε μια οθόνη, όπου εκτυλισσόταν
στη διαπασών ένα επεισόδιο του reality με τίτλο The Only Way is Essex.
«Μια χαρά είμαι. Απλώς με τάραξες, Αρτζ», έλεγε στην οθόνη μια
έντονα μακιγιαρισμένη νεαρή γυναίκα, ντυμένη σε ζωηρές αποχρώσεις
του μπλε.
Η Μπέτι Φούλερ έμοιαζε σαν να είχε αναμετρηθεί με ισχυρότερες
βαρυτικές δυνάμεις απ’ ό,τι η υπόλοιπη ανθρωπότητα. Τα πάντα επάνω
της είχαν κρεμάσει και γείρει: οι γωνίες των κάτισχνων χειλιών της, τα
λεπτότατα βλέφαρά της, τα χαλαρά προγούλια της, η άκρη της λεπτής της
μύτης. Ήταν λες και όλες οι σάρκες από το επάνω μισό του σώματός της
είχαν συγκεντρωθεί από τη μέση και κάτω: η Μπέτι δεν είχε σχεδόν
καθόλου μπούστο, όμως οι γοφοί της ήταν φαρδιοί και τα κακόμοιρα
ξυπόλυτα πόδια της φοβερά πρησμένα, τόσο που και οι δυο αστράγαλοι
ήταν παχύτεροι απ’ ό,τι ο λαιμός της. Φορούσε κάτι παντόφλες που
έμοιαζαν με αντρικές, κι ένα σκούρο πράσινο πλεχτό φουστάνι, πάνω στο
οποίο διακρίνονταν κάμποσοι λεκέδες. Ένα κιτρινωπό κρανίο
διακρινόταν καθαρά ανάμεσα από τα αραιά μαλλιά που ήταν πιασμένα
προς τα πίσω, ενώ στο αριστερό της αυτί ξεχώριζε ένα ευμεγέθες
ακουστικό.
«Του λόγου σας ποιοι είστε;» ρώτησε ξέπνοα, κοιτάζοντας πρώτα τη
Ρόμπιν κι ύστερα τον Στράικ.
«Καλησπέρα, κυρία Φούλερ», είπε ο Στράικ δυνατά και καθαρά,
«ονομάζομαι Κόρμοραν Στράικ κι αυτή είναι η Ρόμπιν Έλακοτ».
Έβγαλε την άδεια οδήγησης από την τσέπη του και την έδειξε στην
ηλικιωμένη γυναίκα, μαζί με την κάρτα του. Εκείνη έκανε μια νευρική
κίνηση, για να δείξει πως δεν μπορούσε να τις διαβάσει· τα μάτια της
ήταν γαλακτερά από το γλαύκωμα.
«Ιδιωτικοί ντετέκτιβ είμαστε», είπε ο Στράικ με τη φωνή πάντα
υψωμένη, ώστε να ακούγεται, καθώς ο καβγάς του τηλεοπτικού
ζευγαριού συνεχιζόταν («Για να μην το κουράζουμε, Λούσι, το έκανε για
μια βραδιά, με ένα αγόρι…» «Αρτζ… Αρτζ… Αρτζ… αυτό δεν έχει καμία
σχέση…»)
«Μας ανέθεσαν να προσπαθήσουμε να μάθουμε τι συνέβη στη
Μάργκοτ Μπάμπορο. Ήταν μια γιατρός η οποία…»
«Σε ποια;»
«Στη δρα Μάργκοτ Μπάμπορο», επανέλαβε ο Στράικ ακόμη
δυνατότερα. «Εξαφανίστηκε από το Κλέρκενγουελ το 1974. Μάθαμε ότι
εσείς…»
«Α, ναι…» είπε η Μπέτι Φούλερ, που φαινόταν να έχει ανάγκη να
παίρνει ανάσα κάθε λίγες λέξεις. «Η δρ Μπάμπορο… ναι».
«Λοιπόν, λέγαμε μήπως θα μπορούσαμε να περάσουμε μέσα, να σας
μιλήσουμε γι’ αυτή;»
Η Μπέτι Φούλερ παρέμεινε στη θέση της για είκοσι δευτερόλεπτα που
φάνηκαν να διαρκούν πάρα πολύ, καθώς σκεφτόταν καλά το όλο θέμα,
την ώρα που στην τηλεόραση ένας νεαρός άντρας ντυμένος με μαρόν
κοστούμι έλεγε στην έντονα μακιγιαρισμένη κοπέλα: «Δεν ήθελα να το
κάνω ζήτημα, όμως εσύ πέρασες να μου μιλήσεις…»
Η Μπέτι Φούλερ ύστερα από μιαν ανυπόμονη χειρονομία, έκανε
μεταβολή και έσυρε τα βήμα της προς το δωμάτιο. Ο Στράικ κι η Ρόμπιν
κοιτάχτηκαν.
«Μπορούμε να περάσουμε, κυρία Φούλερ;» ρώτησε μεγαλόφωνα ο
Στράικ.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Αφού τοποθέτησε με προσοχή την
μπουκάλα του οξυγόνου, κάθισε βαριά στην πολυθρόνα της, κι ύστερα
τράβηξε το πλεχτό της φόρεμα, σε μια προσπάθεια να το τεντώσει ώστε
να καλύπτει τα γόνατά της. Ο Στράικ και η Ρόμπιν μπήκαν στο δωμάτιο
και ο Στράικ έκλεισε την πόρτα. Έτσι όπως έβλεπε την ηλικιωμένη
γυναίκα να παλεύει να τραβήξει το φόρεμά της, η Ρόμπιν ένιωσε την
ανάγκη να πάρει μια κουβέρτα από το άστρωτο κρεβάτι και να την
απλώσει από σεβασμό πάνω στα γόνατά της.
Στη διάρκεια των ερευνών της, η Ρόμπιν είχε ανακαλύψει πως η Μπέτι
ήταν ογδόντα τεσσάρων ετών. Η σωματική κατάσταση της ηλικιωμένης
γυναίκας τη σόκαρε. Το δωματιάκι μύριζε ιδρωτίλα και ούρα. Πίσω από
μια μισάνοιχτη πόρτα διακρινόταν μια τουαλέτα που επικοινωνούσε με το
μικρό υπνοδωμάτιο. Μέσα στην ανοιχτή ντουλάπα, η Ρόμπιν είδε κάτι
τσαλακωμένα ρούχα, πεταμένα εκεί μέσα, μαζί με δυο άδεια μπουκάλια
κρασιού, μισοκρυμμένα ανάμεσα στα εσώρουχα. Στους τοίχους δεν
υπήρχε τίποτε, πέρα από ένα ημερολόγιο με γάτες: ο Μάιος είχε δυο
κόκκινα γατάκια, τα οποία ξεπρόβαλλαν ανάμεσα από ροζ μπουμπούκια
γερανιού.
«Θα σας πείραζε να τη χαμηλώναμε λίγο;» φώναξε ο Στράικ για να
ακουστεί, καθώς το ζευγάρι στην τηλεόραση συνέχιζε ακάθεκτο τον
καβγά του, με τις βλεφαρίδες τις γυναίκας να είναι παχιές σαν χνουδωτές
κάμπιες.
«Κλείσ’… τη», είπε η Μπέτι Φούλερ. «Βίντεο είναι».
Οι φωνές, με προφορές του Έσεξ, ξαφνικά έπαψαν. Οι δύο ντετέκτιβ
κοίταξαν ολόγυρα. Για να καθίσουν, υπήρχαν μονάχα δύο επιλογές: το
ξέστρωτο κρεβάτι και μια σκληρή ίσια καρέκλα, οπότε η Ρόμπιν
βολεύτηκε στο πρώτο κι ο Στράικ στη δεύτερη. Βγάζοντας το
σημειωματάριό του από την τσέπη, ο Στράικ είπε:
«Μας προσέλαβε η κόρη της δρα Μπάμπορο, κυρία Φούλερ, για να
προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε τι της συνέβη».
Η Μπέτι Φούλερ έκανε έναν ήχο σαν «χρμφ», σαν να της φαινόταν
απίθανος ο στόχος, αν και ο Στράικ σκέφτηκε πως θα μπορούσε επίσης να
ήταν μια προσπάθεια να απομακρύνει κάποιο φλέμα από τον λαιμό της.
Έγειρε ελαφρά προς τη μια πλευρά της πολυθρόνας της, σε μιαν άκαρπη
απόπειρα να τραβήξει την πίσω πλευρά του φορέματός της. Τα πρησμένα
πόδια της έμοιαζαν κεντημένα με κιρσώδεις φλέβες.
«Θυμάστε την εξαφάνιση της δρα Μπάμπορο, κυρία Φούλερ, έτσι δεν
είναι;»
«….ναι», ρουθούνισε εκείνη, καθώς συνέχιζε να ανασαίνει βαριά. Παρά
τη σωματική της αδυναμία και τη λιγόλογη στάση της, ο Στράικ είχε την
αίσθηση πως απέναντί τους καθόταν μια γυναίκα πολύ πιο δυναμική απ’
ό,τι φαινόταν με την πρώτη ματιά, και χαρούμενη που είχε συντροφιά και
την προσοχή δυο ανθρώπων, σε σχέση με αυτό που φανέρωνε το δύσθυμο
παρουσιαστικό της.
«Κατοικούσατε στην οδό Σκίνερ εκείνη την εποχή, σωστά;»
Εκείνη έβηξε, οπότε σαν να καθάρισαν κάπως οι πνεύμονές της και με
ελαφρώς σταθερότερη φωνή είπε:
«Εκεί ήμουνα μέχρι… πέρυσι. Στο κτίριο… Μάικλ Κλιφ. Τελευταίος
όροφος. Δεν μπορούσα να τα φέρω βόλτα πια».
Ο Στράικ έριξε μια κλεφτή ματιά στη Ρόμπιν· θεωρούσε δεδομένο πως
εκείνη θα αναλάμβανε τον πρώτο ρόλο στη συζήτηση, υπέθετε πως η
Μπέτι θα αντιδρούσε θετικότερα απέναντι σε μια γυναίκα, όμως η Ρόμπιν
έδειχνε παράδοξα παθητική, έτσι όπως καθόταν στο κρεβάτι, στρέφοντας
το βλέμμα της τριγύρω στο δωματιάκι.
«Ήσαστε ασθενής της δρα Μπάμπορο;» ρώτησε ο Στράικ την Μπέτι.
«Αμέ», είπε ξέπνοα η Μπέτι. «Ήμουν».
Η Ρόμπιν, εν τω μεταξύ, αναλογιζόταν: Εδώ καταλήγουν οι άνθρωποι
που απομένουν μόνοι στη ζωή, όσοι δεν έχουν παιδιά να τους νοιαστούν,
χωρίς καλά εισοδήματα; Σε κάτι τέτοια κουτάκια, να ζουν λαθραία μέσα
από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών σε σειρές reality;
Τα επόμενα Χριστούγεννα, το δίχως άλλο, θα συναντούσε τυχαία στο
Μάσαμ τον Μάθιου, τη Σάρα και το μωρό τους. Μπορούσε να φανταστεί
τη Σάρα να περπατά κορδωμένη στους δρόμους, σπρώχνοντας το
πανάκριβο καρότσι, έχοντας τον Μάθιου στο πλευρό της κι ένα μωρό με
τα κατάξανθα μαλλιά της Σάρα να χαζεύει τον κόσμο γύρω του, καλά
σκεπασμένο με κάποιο κουβερτάκι. Αυτή τη φορά, όταν η Τζένι κι ο
Στίβεν θα τους πετύχαιναν στον δρόμο, θα υπήρχε μια δεδομένη
αφετηρία, η κοινή γλώσσα των γονιών. Η Ρόμπιν αποφάσισε εκείνη τη
στιγμή, έτσι όπως καθόταν στο κρεβάτι της Μπέτι Φούλερ, πως έπρεπε να
βρει τρόπο να μην επιστρέψει στο πατρικό της τα επόμενα Χριστούγεννα.
Στην ανάγκη, θα προσφερόταν να εργαστεί σε όλη τη διάρκεια των
γιορτών.
«Τη συμπαθούσατε τη δρα Μπάμπορο;» ρωτούσε στο μεταξύ ο Στράικ
την Μπέτι.
«Ήταν… εντάξει», είπε η Μπέτι.
«Μήπως έτυχε να γνωρίσετε κάποια στιγμή τους άλλους γιατρούς της
κλινικής;» ρώτησε ο Στράικ.
Το στήθος της Μπέτι Φούλερ φούσκωσε και κρέμασε ξανά, έτσι όπως
ανάσαινε με κόπο. Παρότι ήταν δύσκολο να είναι βέβαιος, καθώς
παρεμβάλλονταν τα σωληνάκια στη μύτη, ο Στράικ είχε την εντύπωση
πως διέκρινε μια υποψία χαμόγελου.
«Αμέ», απάντησε η Μπέτι.
«Θυμάστε ποιους;»
«Τον Μπρένερ», είπε με τραχιά φωνή κι έβηξε ξανά. «Χρειάστηκα
επίσκεψη στο σπίτι… έκτακτη… κι εκείνη δεν μπορούσε».
«Επομένως, πέρασε να σας δει ο δρ Μπρένερ;»
«Χρμφ», έκανε η Μπέτι Φούλερ. «Αυτός».
Πάνω στο περβάζι του παραθύρου βρίσκονταν μερικές μικρές
φωτογραφίες, πλαισιωμένες από φτηνές κορνίζες, όπως παρατήρησε η
Ρόμπιν. Σε δύο από αυτές αποτυπωνόταν μια παχιά κεραμιδόγατα,
μάλλον κάποιο συγχωρεμένο κατοικίδιο, όμως υπήρχαν και δυο άλλες
που έδειχναν νήπια, καθώς και μία με δυο έφηβες κοπέλες με φουντωτά
μαλλιά, ντυμένες με φορέματα με φουσκωτά μανίκια, από τη δεκαετία
του ’80. Δηλαδή, υπήρχε περίπτωση να καταλήξεις ολομόναχη, σε
συνθήκες οριακής ένδειας, ακόμη κι αν είχες κάνει παιδιά; Δηλαδή,
μονάχα τα χρήματα ήταν εκείνα που έκαναν την όποια διαφορά; Η Ρόμπιν
αναλογίστηκε τις δέκα χιλιάδες λίρες που επρόκειτο να κατατεθούν στον
λογαριασμό της αργότερα μέσα στην εβδομάδα, που αμέσως θα
μειώνονταν από την αμοιβή της δικηγόρου της και τον δημοτικό φόρο.
Θα έπρεπε να είναι προσεκτική, ώστε να μην ξοδέψει το υπόλοιπο ποσό
σε σαχλαμάρες. Έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκινήσει κάποια αποταμίευση,
να βάλει μπρος ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.
«Δηλαδή, είχε προκύψει κάποιο σοβαρό θέμα υγείας, αν κατάλαβα
σωστά», ρωτούσε εκείνη τη στιγμή ο Στράικ την Μπέτι. «Για να
χρειαστείτε επίσκεψη στο σπίτι;»
Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο λόγο που έκανε την ερώτηση, πέραν του
να δημιουργήσει μια φιλική, χαλαρή ατμόσφαιρα. Από την εμπειρία του
απέναντι σε ηλικιωμένες γυναίκες, λίγα πράγματα τους άρεσαν
περισσότερο από το να συζητούν για την υγεία τους.
Ξαφνικά, η Μπέτι Φούλερ του χαμογέλασε πλατιά, έτσι που φάνηκαν
τα φθαρμένα κιτρινισμένα δόντια της.
«Έχεις φάει ποτέ… πούτσα γαϊδουρινή… στον κώλο;»
Η Ρόμπιν χρειάστηκε να επιδείξει τεράστια αυτοσυγκράτηση για να μη
γελάσει σοκαρισμένη. Πάντως, όφειλε να παραδεχτεί τον Στράικ: ούτε
που άλλαξε έκφραση, καθώς απαντούσε:
«Δεν έτυχε».
«Το λοιπόν», είπε ξέπνοα η Μπέτι Φούλερ, «άκου που σου λέω…
μιλάμε… για πόνο… όχι αστεία… ο καριόλης έκανε… σαν κομπρεσέρ…
μου ’σκισε… τη σούφρα».
Άνοιξε διάπλατα το στόμα της, για να πάρει αέρα και γέλασε πνιχτά.
«Με ακούει… η Σίντι μου… να βογκάω… βλέπει τα αίματα… λέει:
“Μαμά, πρέπει… να το δει… κάποιος” κι έτσι… τηλεφώνησε… για
γιατρό».
«Η Σίντι είναι…;»
«Κόρη μου», είπε η Μπέτι Φούλερ. «Αμέ… έχω δύο. Τη Σίντι και την
Κάθι…»
«Οπότε, πέρασε να σας δει ο δρ Μπρένερ, σωστά;» ρώτησε ο Στράικ,
προσπαθώντας να μη σκαλώσει το μυαλό του στην εικόνα που του είχε
περιγράψει η Μπέτι.
«Αμέ… ρίχνει μια ματιά… με στέλνει στο νοσοκομείο, στα επείγοντα…
ναι… δεκαεννιά ράμματα», είπε η Μπέτι Φούλερ. «Άσε που καθόμουν…
πάνω σε παγοκύστη… για μια βδομάδα… και να μην μπαίνει… δεκάρα
στο σπίτι… Από τότε», είπε λαχανιασμένα, «τέρμα το πρωκτικό… εκτός
κι αν… έσκαγαν τα διπλά… και πάλι… μονάχα άμα… την είχαν μικρή».
Άρχισε να κακαρίζει, με τα γέλια της να καταλήγουν σε βήχα. Ο Στράικ
και η Ρόμπιν απέφευγαν συνειδητά να κοιταχτούν.
«Αυτή ήταν και η μόνη φορά που συναντήσατε τον δρα Μπρένερ;»
ρώτησε ο Στράικ, όταν πια είχε κοπάσει κάπως ο βήχας.
«Όχι», έκρωξε η Μπέτι Φούλερ, χτυπώντας με τη γροθιά το στήθος της.
«Τον έβλεπα τακτικά… κάθε βράδυ Παρασκευής… για μήνες… ύστερα».
Δε φαινόταν να αισθάνεται τον παραμικρό δισταγμό που έλεγε αυτό το
πράγμα στον Στράικ. Αντιθέτως, ο ντετέκτιβ είχε την αίσθηση πως η
ηλικιωμένη γυναίκα το απολάμβανε.
«Και πότε ξεκίνησε αυτή η συνεννόηση;» ρώτησε ο Στράικ.
«Καμιά-δυο βδομάδες… μετά που με είδε… για τη σούφρα μου», είπε η
Μπέτι Φούλερ. «Μου χτύπησε την πόρτα… βάσταγε την τσάντα του…
τάχα μου… πως είχε έρθει… να δει τι κάνω… και μετά λέει… θέλει
τακτικό ραντεβού. Το βράδυ της Παρασκευής… έξι και μισή… και να
λέω στους γείτονες… πως ερχόταν για εξέταση… άμα ρωτάνε…»
Η Μπέτι έκανε μια παύση για να βήξει δυνατά. Όταν ξαλάφρωσε κάπως
το φορτωμένο με φλέματα στήθος της, συνέχισε λέγοντας:
«…κι αν το έλεγα πουθενά… θα πήγαινε στους μπάτσους… θα έλεγε
πως… εγώ τον εκβίαζα…»
«Σας απείλησε δηλαδή;»
«Ναι», αποκρίθηκε λαχανιασμένη η Μπέτι Φούλερ, αλλά χωρίς πικρία,
«όμως δεν κοίταγε… να πηδήξει τζάμπα… οπότε κι εγώ… δεν είπα
τίποτε».
«Δεν αναφέρατε δηλαδή κάποια στιγμή στη δρα Μπάμπορο το τι
συνέβαινε;» ρώτησε η Ρόμπιν.
Η Μπέτι έριξε μια λοξή ματιά στη Ρόμπιν η οποία, έτσι όπως την
έβλεπε ο Στράικ, σπάνια έδειχνε τόσο παράταιρη όσο τώρα που καθόταν
στο κρεβάτι της Μπέτι: νέα, καθαρή και υγιής, κι ίσως τα σακουλιασμένα
γαλακτερά μάτια της Μπέτι να έβλεπαν τη συνεργάτιδά του με τον ίδιο
τρόπο, καθώς φάνηκε να ενοχλείται τόσο από την ερώτηση όσο και από
το άτομο που την έκανε.
«Δεν το ’πα… λογαριασμό θα δώσω; Αυτή ήθελε να… σταματήσω τη
δουλειά… κι ο Μπρένερ… ήταν η ευκολότερη… βίζιτα… της
βδομάδας».
«Πώς κι έτσι;» ρώτησε ο Στράικ.
Η Μπέτι γέλασε και πάλι ασθματικά.
«Γούσταρε… να κάθομαι ξερή… λες κι ήμουν… σε κώμα… να το
παίζω ψόφια. Με γαμούσε… κι έλεγε βρομόλογα… κι εγώ
καμωνόμουν… πως δεν άκουγα… εκτός από μια φορά», είπε η Μπέτι,
ενώ μισογελούσε και μισοέβηχε, «που στα μισά… άρχισε να βαράει…
εκείνο το κέρατο… ο συναγερμός φωτιάς… και του λέω… στ’ αυτί…
“Να ξέρεις… δεν κάθομαι ψόφια… αν έχουμε πάρει φωτιά… έχω
παιδιά… στο διπλανό δωμάτιο…” Φουρκίστηκε… τελικά… τζάμπα και
το ξενέρωμα… από λάθος βάραγε…»
Η ηλικιωμένη γυναίκα γέλασε ξερά, κι ύστερα άρχισε πάλι να βήχει.
«Λέτε η δρ Μπάμπορο να υποψιαζόταν πως ο δρ Μπρένερ σας
επισκεπτόταν;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε η Μπέτι ενοχλημένη, ρίχνοντας άλλη μια λοξή ματιά. «Τι να
υποψιαστεί… σάμπως θα μίλαγε αυτός… ή εγώ;»
«Ο Μπρένερ μαζί σας ήταν», ρώτησε ο Στράικ, «τη νύχτα που
εξαφανίστηκε η δρ Μπάμπορο;»
«Αμέ», απάντησε αδιάφορα η Μπέτι Φούλερ.
«Ήρθε κι έφυγε τη συνηθισμένη του ώρα;»
«Αμέ», επανέλαβε η Μπέτι.
«Συνέχισε να σας επισκέπτεται μετά την εξαφάνιση της δρα
Μπάμπορο;»
«Όχι», είπε η Μπέτι. «Πλάκωσε αστυνομία… στην κλινική… οπότε
ξέκοψε… έμαθα πως… βγήκε στη σύνταξη… λίγο καιρό μετά. Δεν
πρέπει να ζει… τώρα πια… σωστά;»
«Ναι», είπε ο Στράικ, «δε ζει».
Το ρημαγμένο πρόσωπο της γυναίκας μαρτυρούσε το βίαιο παρελθόν. Ο
Στράικ, που είχε σπάσει τη μύτη του, ήταν βέβαιος πως η μύτη της Μπέτι
δεν είχε αρχικά το τωρινό της σχήμα, με τη σκεβρή άκρη.
«Ο Μπρένερ ήταν ποτέ βίαιος απέναντί σας;»
«Ποτέ».
«Όσο συνεχιζόταν… η συνεννόησή σας», ρώτησε ο Στράικ, «έτυχε να
την αναφέρετε σε κάποιον;»
«Όχι», είπε η Μπέτι.
«Μετά που βγήκε στη σύνταξη ο Μπρένερ;» ρώτησε ο Στράικ. «Μήπως
είπατε κάτι σε έναν Τούντορ Άθορν;»
«Είσαι ξύπνιος του λόγου σου, ε;» είπε η Μπέτι, με ένα κακάρισμα που
μαρτυρούσε την ελαφρά έκπληξή της. «Αμέ, το είπα του Τούντορ… πάει
κι αυτός, χρόνια σχωρεμένος… τα πίναμε καμιά φορά… με τον Τούντορ.
Ο ανιψιός του… γυροφέρνει στη γειτονιά… κοτζάμ άντρας πια… τον έχω
δει… στη γύρα. Καθυστερημένος», είπε η Μπέτι Φούλερ.
«Κατά την άποψή σας», είπε ο Στράικ, «δεδομένων των όσων γνωρίζετε
για τον Μπρένερ, θα τον είχατε ικανό να εκμεταλλευτεί μια ασθενή του;»
Ακολούθησε μια παύση. Τα θολά μάτια της Μπέτι παρατηρούσαν τον
Στράικ.
«Μονάχα… άμα η άλλη ήταν ξερή, αναίσθητη».
«Αλλιώς όχι;» είπε ο Στράικ.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα οξυγόνου μέσα από τη σκεβρή της μύτη, η
Μπέτι είπε:
«Ένας τέτοιος άντρας… όταν είναι μονάχα… ένα πράγμα… που τον
φτιάχνει πραγματικά… δε θέλει κάτι άλλο…»
«Πρότεινε κάποια στιγμή να σας ναρκώσει;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι», είπε η Μπέτι, «δε χρειαζόταν…»
«Μήπως θυμάστε», ρώτησε ο Στράικ, γυρνώντας σελίδα στο
σημειωματάριό του, «μια κοινωνική λειτουργό ονόματι Βίλμα Μπέιλις;»
«Μια μαυρούλα;» είπε η Μπέτι. «Ναι… καπνίζεις του λόγου σου, ε;»
ρώτησε. «Το μυρίζω… κέρνα ένα», είπε, οπότε από το τσακισμένο γέρικο
σώμα αναδύθηκε μια υποψία φλερτ.
«Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα», είπε ο Στράικ χαμογελώντας. «Μιας
και παίρνετε οξυγόνο».
«Χέσε μας, ρε», είπε η Μπέτι.
«Συμπαθούσατε τη Βίλμα;»
«Ποια;»
«Τη Βίλμα Μπέιλις, την κοινωνική λειτουργό σας».
«Ήταν… όπως όλες τους», είπε η Μπέτι σηκώνοντας τους ώμους.
«Μιλήσαμε πρόσφατα με τις κόρες της Μπέιλις», είπε ο Στράικ. «Μας
έλεγαν για εκείνα τα απειλητικά σημειώματα που είχαν σταλεί στη δρα
Μπάμπορο, λίγο καιρό πριν εξαφανιστεί».
Η Μπέτι πήρε ανάσα κι έβγαλε τον αέρα, ενώ το διαλυμένο στήθος της
έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για εκείνη, κι ένας ψιλός σφυριχτός ήχος
ακούστηκε από τους ρημαγμένους πνεύμονές της.
«Μήπως ξέρετε κάτι σχετικά με εκείνα τα σημειώματα;»
«Όχι», είπε η Μπέτι. «Άκουσα… πως κάποιος… τα είχε στείλει. Το
ήξεραν όλοι στη γειτονιά».
«Από πού το είχαν μάθει;»
«Το πιθανότερο από την Αϊρίν Μπουλ…»
«Τη θυμάστε την Αϊρίν δηλαδή;»
Αφού μεσολάβησαν και άλλες παύσεις στην προσπάθειά της να πάρει
ανάσα, η Μπέτι Φούλερ κατάφερε να τους εξηγήσει πως η μικρότερη
αδελφή της ήταν στην ίδια τάξη με την Αϊρίν στο σχολείο. Η οικογένεια
της Αϊρίν έμενε σε έναν παράδρομο της οδού Σκίνερ: την πάροδο
Κορπορέισιον.
«Απόξω κούκλα… από μέσα πανούκλα… μεγάλη σκατιάρα του λόγου
της», είπε η Μπέτι. Γέλασε, όμως κατέληξε για μία ακόμη φορά να
τρανταχτεί σύγκορμη από τον βήχα. Όταν με τα πολλά συνήλθε, είπε: «Η
αστυνομία… τους είχε πει ολωνών… εκεί πέρα… να το ράψουν… όμως
εκείνη η κοπέλα… το ήξερε όλη η γειτονιά… πως είχαν απειλήσει τη
γιατρίνα».
«Σύμφωνα με τις κόρες της Βίλμα», είπε ο Στράικ παρατηρώντας την
Μπέτι για να δει την αντίδρασή της, «εσείς ξέρατε ποιος έστειλε τα
συγκεκριμένα σημειώματα».
«Εγώ, όχι, ποτέ», είπε η Μπέτι Φούλερ που είχε πάψει να χαμογελά.
«Πάντως, ήσαστε σίγουρη πως δεν τα είχε στείλει ο Μάρκους Μπέιλις,
σωστά;»
«Ο Μάρκους, αδύνατο… ήταν χρυσός άνθρωπος… ξέρεις, εγώ πάντοτε
γούσταρα… τα αραπάκια», είπε η Μπέτι Φούλερ, οπότε η Ρόμπιν,
ελπίζοντας πως η Μπέτι δεν την είχε δει να μορφάζει, εστίασε το βλέμμα
στις παλάμες της. «Κούκλος ήτανε… τζάμπα θα του καθόμουν… χα, χα,
χα… μεγαλόσωμος, ψηλός άντρας», είπε νοσταλγικά η Μπέτι, «…και
καλός άνθρωπος… όχι, αυτός ποτέ του δεν απείλησε καμιά γιατρίνα».
«Και τότε, ποιος λέτε να…;»
«Της δεύτερης κόρης μου… της Κάθι μου…» συνέχισε η Μπέτι,
κωφεύοντας αποφασιστικά, «ο πατέρας της αραπάκος ήταν… δεν ξέρω
ποιος ήταν… σκίστηκε η καπότα… αλλά δεν την έριξα, γιατί… μ’
αρέσουν τα παιδιά, όμως… με έχει γραμμένη… τελείως. Πρεζόνι!» είπε
αγριεμένα η Μπέτι. «Εγώ ποτέ μου δεν πλησίασα την πρέζα… είχα δει
ένα σωρό κόσμο… να πηγαίνει έτσι χαμένος… άπλωνε χέρι και μ’
έκλεβε… της είπα… σάλτα γαμήσου… φύγε απ’ το σπίτι μου…
»Η Σίντι είναι καλή κοπελιά», συνέχισε η Μπέτι ξέπνοα. Πλέον,
πάσχιζε να πάρει ανάσα, αν και εξακολουθούσε να απολαμβάνει το ότι ο
Στράικ κρεμόταν από τα χείλη της. «Η Σίντι… περνάει καμιά φορά.
Βγάζει… καλά λεφτά…»
«Αλήθεια;» είπε ο Στράικ, που ήθελε να τη σιγοντάρει περιμένοντας την
ευκαιρία του. «Τι δουλειά κάνει η Σίντι;»
«Βιζιτού», απάντησε ξεψυχισμένα η Μπέτι. «Κορμί λαμπάδα… πέρα,
στα Δυτικά… τέτοια λεφτά… εγώ μήτε στον ύπνο μου… πάει με κάτι
Άραβες… λεφτάδες… αλλά μου λέει… “Μαμά, δε θα σου άρεσε… πως
κατάντησε η δουλειά… τώρα πια το μόνο που θέλουν… είναι κώλο”». Η
Μπέτι κακάρισε, έβηξε κι ύστερα, εντελώς ξαφνικά γύρισε και κοίταξε τη
Ρόμπιν που καθόταν στην άκρη του κρεβατιού κι είπε χολερικά: «Αυτή
δεν το βρίσκει… και τόσο αστείο, αυτό… ε;» ρώτησε επιτακτικά τη
Ρόμπιν, που αιφνιδιάστηκε. «Εσύ βέβαια… δίνεις κώλο τζάμπα… για
φαγιά και κοσμήματα… και θαρρείς πως… πως τζάμπα σε κερνάνε… δες
κάτι μούτρα», είπε ξέπνοα η Μπέτι, κοιτάζοντας με δυσαρέσκεια τη
Ρόμπιν, «ίδια είσαι με… εκείνη την καριόλα… την κοινωνική
λειτουργό… που μας ζάλιζε… όταν πρόσεχα τα παιδιά της Κάθι…
μεγάλωσαν πια», είπε η Μπέτι οργισμένα. «Τα πήγε στην Πρόνοια…
»“Σαφώς, κυρία Φούλερ”», είπε η Μπέτι μιμούμενη μια γκροτέσκα
καθωσπρέπει προφορά, «“σαφώς, δε με… δε με απασχολεί… το πώς τα
φέρνετε… τα φέρνετε βόλτα… στον χώρο σας… οι ερωτικές υπηρεσίες…
παροχή υπηρεσιών είναι…” έτσι γυρνάνε και σου λένε… οι ψηλομύτες…
καριόλες… όμως θα ήθελαν… θα ήθελαν οι δικές τους κόρες… να το
κάνουν; Αρχίδια θα ήθελαν», είπε η Μπέτι Φούλερ, οπότε πλήρωσε τη
μακροσκελέστερη μέχρι εκείνη τη στιγμή τοποθέτησή της με
παρατεταμένο οξύ βήχα.
«Η Σίντι… κάνει πάρα πολλή κόκα», είπε ξέπνοα η Μπέτι, με μάτια
βουρκωμένα, όταν κατάφερε να μιλήσει ξανά, «…για να μην παίρνει
κιλά… η Κάθι έμπλεξε με την πρέζα… ο γκόμενος… νταβάς της ήταν…
τη σακάτευε στο ξύλο… έγκυο, το έχασε…»
«Λυπάμαι πολύ», είπε ο Στράικ.
«Κοπελίτσες γυρνάνε… στους δρόμους… τώρα πια», είπε η Μπέτι,
οπότε ο Στράικ είχε την αίσθηση πως μια υποψία γνήσιας ταραχής
ξεπρόβαλε κάτω από την αποφασιστικά αυστηρή όψη της. «Δεκατριών,
δεκατεσσάρων… παιδάκια… στον καιρό μου… θα τα ’χαμε πάρει απ’ τ’
αυτί… πίσω στα σπίτια τους… εντάξει, μεγάλες γυναίκες, δε θα πεις κάτι,
αλλά μικρά παιδιά…. Εσύ, μωρή, τι κοιτάς έτσι;» αλύχτησε στη Ρόμπιν.
«Κόρμοραν, εγώ λέω να…» είπε η Ρόμπιν όπως σηκωνόταν και έγνεφε
προς την πόρτα.
«Άντε μπράβο… σάλτα και γαμήσου», είπε η Μπέτι Φούλερ,
παρακολουθώντας με ικανοποίηση τη Ρόμπιν να φεύγει από το δωμάτιό
της. «Τι λέει, τη φιστικώνεις;» ρώτησε ασθματικά τον Στράικ, όταν πια η
πόρτα είχε κλείσει ήσυχα πίσω από τη Ρόμπιν.
«Όχι», απάντησε εκείνος.
«Και τότε… τι την έχεις φορτωθεί;»
«Είναι πολύ καλή στη δουλειά», είπε ο Στράικ. «Όταν δεν έρχεται
αντιμέτωπη με κάποια σαν κι εσάς, δηλαδή», διευκρίνισε, οπότε η Μπέτι
Φούλερ χαμογέλασε πλατιά, επιδεικνύοντας τα κατακίτρινα δόντια της.
«Χα, χα, χα… τις ξέρω… του λόγου της… ιδέα δεν έχουν… πώς είναι η
αληθινή ζωή».
«Στο Λέδερ Λέιν, τον καιρό της Μάργκοτ Μπάμπορο, έμενε ένας
άντρας», είπε ο Στράικ. «Νίκο Ρίτσι τον έλεγαν. Στην πιάτσα ήταν
γνωστός ως “Λέρας”»
Η Μπέτι Φούλερ δεν έκανε κάποιο σχόλιο, όμως τα μάτια της
μισόκλεισαν.
«Τι ξέρετε για τον Ρίτσι;» ρώτησε ο Στράικ.
«Ό,τι ήξερε… ο κόσμος όλος», είπε η Μπέτι.
Με την άκρη του ματιού του, ο Στράικ είδε τη Ρόμπιν να βγαίνει από το
κτίριο. Ανασήκωσε για λίγο τα μαλλιά όπως έπεφταν στον λαιμό της, σαν
να είχε ανάγκη να αποτινάξει ένα βάρος από πάνω της, κι ύστερα χάθηκε
από το οπτικό του πεδίο, με τα χέρια στις τσέπες του σακακιού της.
«Δεν ήταν ο Λέρας… που την απείλησε», είπε η Μπέτι. «Αυτός δεν…
καθόταν να γράφει… σημειώματα. Δεν ήταν… του στιλ του».
«Ο Ρίτσι πέρασε από το χριστουγεννιάτικο πάρτι της κλινικής», είπε ο
Στράικ. «Πράγμα μάλλον περίεργο».
«Δεν ξέρω… τίποτε… γι’ αυτό…»
«Κάποιοι άνθρωποι στο πάρτι υπέθεσαν πως ήταν ο πατέρας της
Γκλόρια Κόντι».
«Ούτε που την έχω ξανακούσει», είπε ξέπνοα η Μπέτι.
«Σύμφωνα με τις κόρες της Βίλμα Μπέιλις», είπε ο Στράικ, «είπατε πως
η μητέρα τους φοβόταν το άτομο που είχε γράψει τα σημειώματα. Είπατε
πως όποιος τα έγραψε, σκότωσε τη Μάργκοτ Μπάμπορο. Κι είπατε στη
Βίλμα πως θα σκότωνε κι εσάς, αν αποκαλύπτατε την ταυτότητά του».
Τα γαλακτερά μάτια της Μπέτι παρέμεναν ανέκφραστα. Το λιανό της
στήθος πάσχιζε να στείλει αρκετό οξυγόνο στους πνεύμονές της. Ο
Στράικ είχε μόλις καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε περίπτωση
να μιλήσει η ηλικιωμένη γυναίκα, όταν εκείνη άνοιξε το στόμα της.
«Μια κοπελιά που ήξερα στη γειτονιά», είπε, «φιλενάδα μου… αυτή
γνώρισε τον Λέρα… έσκασε μύτη… στην πιάτσα μας… γυρνάει και λέει
της Τζεν… “Χαραμίζεσαι εδώ πέρα… στο πεζοδρόμιο… με τέτοια
κορμάρα… θα μπορούσα να σου δίνω… πέντε φορές παραπάνω… απ’
αυτά που βγάζεις εδώ…”, οπότε η Τζεν σηκώθηκε κι έφυγε», είπε η
Μπέτι, «πήγε στα Δυτικά… στο Σόχο… τσιτσιδωνόταν για τα λιγούρια…
πήδαγε τους φίλους του…
»Την πέτυχα… κάτι χρόνια μετά… είχε έρθει να δει τη μάνα της… και
τότε ήταν που μου ’πε μια ιστορία.
»Μια κοπελιά στο μαγαζί… μια πανέμορφη κοπέλα, έτσι είπε η Τζεν…
τη βιάσανε… της βγάλανε μαχαίρι. Την έκοψε…» είπε η Μπέτι Φούλερ
δείχνοντας το κρεμασμένο κορμί της, «ίσαμε κάτω στα παΐδια… ένας
φιλαράκος… του Ρίτσι…
»Είναι κάτι άνθρωποι», είπε η ηλικιωμένη γυναίκα, «που νομίζουν πως
μια πουτάνα… άμα τη βιάσουν… απλώς πάει να πει πως… δεν
πληρώθηκε… κι αυτή η κρυόμπλαστρη που σέρνεις μαζί σου», είπε η
Μπέτι ρίχνοντας μια ματιά προς το παράθυρο, «αυτό θα νομίζει… αλλά
δεν πάει έτσι…
»Η κοπελιά… θύμωσε… ήθελε εκδίκηση… να τη φορέσει… στον
Ρίτσι… και πήγε η χαμένη… κι έγινε καρφί… των μπάτσων…
»Κι ο Λέρας το ανθίστηκε», είπε ξέπνοα η Μπέτι Φούλερ, «και την
τράβηξε ταινία… την ώρα που τη σκότωναν. Στη φιλενάδα μου την
Τζεν… το ’πε κάποιος… που ’χε δει την ταινία… την είχε ο Ρίτσι
φυλαγμένη… στο χρηματοκιβώτιο… και την έδειχνε… έτσι κι ήθελε να
σκιάξει… κανέναν εξυπνάκια…
»Η Τζεν είναι πεθαμένη», είπε η Μπέτι Φούλερ. «Πήγε από υπερβολική
δόση… έχει καμιά πενηνταριά χρόνια… έλεγε πως θα ’ταν καλύτερα…
πέρα στα Δυτικά… κι εγώ… που την έβγαλα στο πεζοδρόμιο… ζω
ακόμη.
»Δεν ξέρω τίποτε… για τα σημειώματα… δεν τα ’γραψε ο Μάρκους…
μονάχα αυτό… Να και το φαΐ, έρχεται», είπε η Μπέτι στρέφοντας το
κεφάλι της στο παράθυρο, οπότε ο Στράικ είδε έναν άντρα να
κατευθύνεται προς την κεντρική είσοδο, κουβαλώντας μια στοίβα δίσκους
από αλουμινόχαρτο.
«Σχόλασα», είπε η Μπέτι, που ξαφνικά έμοιαζε κουρασμένη και
ενοχλημένη. «Άντε ν’ ανοίξεις… το χαζοκούτι… και φέρε… εκείνο το
τραπέζι κοντά… έχω μαχαίρι και πιρούνι… στην τουαλέτα…»
Τα είχε ξεπλύνει στον νιπτήρα του μπάνιου, όμως ήταν ακόμη
λερωμένα. Ο Στράικ τα έπλυνε ξανά, πριν της τα πάει. Αφού έφερε το
τραπεζάκι μπροστά στην πολυθρόνα της και άνοιξε την τηλεόραση, όπου
συνεχιζόταν το ίδιο reality, άνοιξε την πόρτα στον άνθρωπο που
κουβαλούσε τους δίσκους, έναν γκριζομάλλη και καλόγνωμο άντρα.
«Α, γεια», είπε ο νεοφερμένος με δυνατή φωνή. «Γιος σου είναι ο
κύριος, Μπέτι;»
«Αρχίδια γιος», είπε ξέπνοα η Μπέτι. «Τι έχεις εκεί;»
«Κοτόπουλο μαγειρευτό και ζελέ με κρέμα, καλή μου…»
«Σας ευχαριστώ πολύ που μου μιλήσατε, κυρία Φούλερ», είπε ο Στράικ,
όμως ήταν προφανές πως τα αποθέματα συνεργασίας της Μπέτι είχαν
εξαντληθεί και πλέον την ενδιέφερε πολύ περισσότερο το φαγητό της.
Η Ρόμπιν περίμενε λίγο παρακάτω, γερμένη στον τοίχο, και κάτι
διάβαζε στο κινητό της, όταν βγήκε ο Στράικ από το κτίριο.
«Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να την κάνω», είπε με άνευρη φωνή.
«Πώς πήγε;»
«Δε θέλει να μιλήσει για τα σημειώματα», είπε ο Στράικ, καθώς οι δυο
τους κατηφόριζαν τον δρόμο, «κι αν θες τη γνώμη μου, νομίζω πως ο
λόγος είναι επειδή θεωρεί πως τα είχε γράψει ο Λέρας Ρίτσι. Πάντως,
έμαθα κάποια επιπλέον πράγματα για εκείνη την κοπέλα στην ταινία».
«Πλάκα κάνεις τώρα;» είπε η Ρόμπιν με ανήσυχο ύφος.
«Απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν πληροφοριοδότρια της αστυνομίας σε κάποιο
μαγαζί του Ρίτσι…»
Η Ρόμπιν έβγαλε ένα πνιχτό επιφώνημα.
«Η Κάρα Γούλφσον!»
«Ποια;»
«Η Κάρα Γούλφσον. Μία από τις γυναίκες που οι Αρχές υποψιάζονταν
πως είχε σκοτώσει ο Κριντ. Η Κάρα εργαζόταν σε ένα νυχτερινό κέντρο
στο Σόχο… μετά την εξαφάνισή της, οι ιδιοκτήτες άφησαν να μαθευτεί
στην πιάτσα πως ήταν πληροφοριοδότρια της αστυνομίας!»
«Κι εσύ πώς το ήξερες αυτό;» απόρησε ο Στράικ αιφνιδιασμένος. Δε
θυμόταν τη συγκεκριμένη πληροφορία από τη βιογραφία του Κριντ.
Ξαφνικά, η Ρόμπιν θυμήθηκε πως το συγκεκριμένο στοιχείο το είχε
αναφέρει ο Μπράιαν Τάκερ στη συνάντηση που είχαν στο Καφέ Σταρ.
Ακόμη δεν είχε λάβει κάποια απάντηση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης
σχετικά με το ενδεχόμενο να τους επιτραπεί να μιλήσουν στον Κριντ, και
καθώς ο Στράικ εξακολουθούσε να μην έχει ιδέα για το τι επιχειρούσε να
κανονίσει, προτίμησε να πει:
«Νομίζω πως το διάβασα στο διαδίκτυο…»
Όμως, νιώθοντας ένα νέο βάρος να την πλακώνει, η Ρόμπιν θυμήθηκε
πως ο μόνος στενός συγγενής της Κάρα, ο αδελφός που είχε μεγαλώσει η
ίδια, είχε καταλήξει να πεθάνει από το ποτό. Ο Χάτσινς είχε πει πως η
αστυνομία δεν μπόρεσε να μάθει τίποτε περισσότερο για εκείνη την
ταινία. Το πτώμα της Κάρα Γούλφσον θα μπορούσε να βρίσκεται
οπουδήποτε. Κάποιες ιστορίες παρέμεναν για πάντα εκκρεμείς: δεν
υπήρχε κανένας τόπος για να αφήσει κανείς δυο λουλούδια στη μνήμη
της Κάρα Γούλφσον, εκτός κι αν επέλεγε τη γωνία κοντά στο
στριπτιζάδικο όπου είχε θεαθεί για τελευταία φορά.
Πασχίζοντας να αποκρούσει την κατάθλιψη που απειλούσε πλέον να τη
σαρώσει, η Ρόμπιν σήκωσε το κινητό της για να δείξει στον Στράικ αυτό
που κοίταζε, οπότε είπε με αποφασιστικά επαγγελματικό τόνο:
«Μόλις διάβαζα κάποια πράγματα για την υπνοφιλία, γνωστή επίσης
και ως σύνδρομο της ωραίας κοιμωμένης».
«Το οποίο, αν κατάλαβα καλά…»
«Ήταν το βίτσιο του Μπρένερ», είπε η Ρόμπιν, οπότε διαβάζοντας από
το κινητό της είπε: «“Η υπνοφιλία είναι μια μορφή παραφιλίας κατά την
οποία το άτομο ερεθίζεται σεξουαλικά όταν ο σύντροφός του δεν
αντιδρά… ορισμένοι ψυχολόγοι έχουν συνδέσει την υπνοφιλία με τη
νεκροφιλία”. Κόρμοραν… θυμάσαι που ο Μπρένερ είχε αποθέματα
βαρβιτουρικών στο γραφείο του;»
«Ναι», είπε ο Στράικ σέρνοντας τη φωνή του, όπως κατευθύνονταν
προς το αυτοκίνητό του. «Λοιπόν, τώρα θα έχουμε κάτι ενδιαφέρον να
συζητήσουμε με τον γιο της Ντόροθι, σωστά; Αναρωτιέμαι αν η μάνα του
γούσταρε να παίζει την ψόφια… Ή αν κατέληγε να κοιμάται για ώρα,
μετά που είχε καλεσμένο τον Μπρένερ για φαγητό…»
Ένα ελαφρύ ρίγος διέτρεξε τη Ρόμπιν.
«Ξέρω», συνέχισε ο Στράικ κι άναψε τσιγάρο, «είχα πει πως ο τύπος θα
αποτελούσε την ύστατη λύση, όμως μας απομένουν μονάχα τρεις μήνες.
Αρχίζω να υποψιάζομαι πως θα χρειαστεί να επισκεφτώ τον Λέρα».
57
Μα ο νους του όλος σε κλοπιμαία λερά στριφογυρίζει,
πώς να μαζέψει ένα σωρό από ατιμίες γυρεύει,
κι έτσι τους άλλους αδικεί και τον εαυτό του ρημάζει.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η προσθήκη του Ρωμαιοκαθολικού Οίκου Ευγηρίας του Αγίου Πέτρου


στην ημερήσια παρακολούθηση σήμαινε πως, καθώς προχωρούσε ο
Μάιος, το γραφείο ζοριζόταν και πάλι να καλύψει όλες τις τρέχουσες
υποθέσεις. Ο Στράικ ήθελε να ξέρει πόσοι επισκέπτες πηγαινοέρχονταν
εκεί και τι ώρες, ώστε να μπορέσει να καταλήξει στο πότε θα είχε την
καλύτερη ευκαιρία να μπει στο κτίριο χωρίς να πέσει πάνω σε κάποιον
συγγενή του ηλικιωμένου γκάνγκστερ.
Ο οίκος ευγηρίας βρισκόταν σε έναν ήσυχο δρόμο με κτίρια της
γεωργιανής περιόδου, στα όρια του Κλέρκενγουελ, σε μια ήσυχη πράσινη
γειτονιά, όπου κτίρια καμωμένα από καστανόγκριζα τούβλα
πλαισιώνονταν από νεοκλασικά αετώματα και γυαλιστερές μαύρες
εξώπορτες. Μια σκούρα ξύλινη πλακέτα στον εξωτερικό τοίχο του οίκου
ευγηρίας έστεκε στολισμένη με έναν σταυρό και μια βιβλική ρήση,
αποτυπωμένη σε χρυσά γράμματα:
Διότι γνωρίζετε πως δε λυτρωθήκατε με αγαθά παροδικά, όπως ασήμια
και χρυσάφια, για την άδεια ζωή που σας κληροδότησαν οι πρόγονοί σας,
αλλά με του Χριστού το άγιο αίμα, ενός αμνού άμωμου κι αψεγάδιαστου.
Επιστολές Πέτρου Α΄: 18-19
«Ωραίο σκεπτικό», σχολίασε ο Στράικ στη Ρόμπιν, στη διάρκεια μίας
από τις σκάντζες τους, «όμως κανείς δεν εξασφαλίζει δωμάτιο εκεί μέσα
χωρίς να σκάσει χοντρό παραδάκι».
Ο ιδιωτικός οίκος ευγηρίας ήταν μικρός και ολοφάνερα ακριβός. Τα
μέλη του προσωπικού, το σύνολο του οποίου οι συνεργάτες του γραφείου
πολύ σύντομα αναγνώριζαν εξ όψεως, φορούσαν σκούρες μπλε φόρμες
και κατάγονταν στην πλειονότητά τους από χώρες του εξωτερικού.
Ανάμεσά τους ήταν ένας μαύρος νοσοκόμος, ο οποίος, κρίνοντας από την
προφορά του, πρέπει να είχε έρθει από το Τρινιντάντ, και δυο ξανθές που
συνομιλούσαν στα πολωνικά κάθε πρωί, όταν περνούσαν δίπλα από
όποιον συνεργάτη του γραφείου τύχαινε να κινείται τυχαία στην περιοχή,
δήθεν μιλώντας στο κινητό, διαβάζοντας εφημερίδα ή προσποιούμενος
πως περίμενε, κάπως ενοχλημένος, κάποιο φίλο που δεν είχε εμφανιστεί
ακόμη.
Στο κτίριο μπαινόβγαιναν συχνά μια ποδίατρος και μια κομμώτρια,
όμως ύστερα από δύο εβδομάδες πρωινής παρακολούθησης, το γραφείο
κατέληξε στο αρχικό συμπέρασμα πως ο Ρίτσι δεχόταν επισκέψεις μόνο
τις Κυριακές, όταν εμφανίζονταν οι δύο γιοι του, έχοντας το βαρύ ύφος
ανθρώπων για τους οποίους η όλη διαδικασία αποτελούσε μια
κουραστική υποχρέωση. Ήταν εύκολο να καταλάβουν ποιος αδελφός
ήταν ο καθένας από τις φωτογραφίες τους που είχαν δημοσιευτεί στις
εφημερίδες. Ο Λούκα, όπως σχολίασε χαρακτηριστικά ο Μπάρκλεϊ,
έμοιαζε «λες και του έσκασε πιάνο στην γκλάβα», καθώς είχε κεφάλι
φαλακρό, πλακουτσωτό, με ορατές ουλές. Ο Μάρκο ήταν πιο
βραχύσωμος, περισσότερο μικροκαμωμένος και μαλλιαρός, όμως ανάδινε
μιαν αύρα οριακά συγκρατημένης βίας, καθώς κατέβαζε με δύναμη την
παλάμη του ξανά και ξανά πάνω στο κουδούνι του οίκου ευγηρίας, αν δεν
του άνοιγαν αμέσως, ενώ είχε τραβήξει μια κατραπακιά στην πίσω
πλευρά του κεφαλιού κάποιου εγγονού του Λέρα, επειδή του έπεσε μια
σοκολάτα στο πεζοδρόμιο. Οι σύζυγοι και των δύο αδελφών είχαν ζόρικη
κοψιά, ενώ κανένα μέλος της οικογένειας δε διέθετε εκείνη την ομορφιά
που η Ρόμπιν συνέδεε στο μυαλό της με τους Ιταλούς. Ο προπάππος που
καθόταν βουβός, πίσω από τις πόρτες του οίκου ευγηρίας, μπορεί να ήταν
γνήσιος Λατίνος, όμως οι απόγονοί του ήταν απογοητευτικά ωχροί και
Σάξονες στην όψη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το κοκκινομάλλικο
αγοράκι που του είχε πέσει η σοκολάτα από τα χέρια.
Η Ρόμπιν ήταν εκείνη που αντίκρισε πρώτη τον ίδιο τον Ρίτσι, το τρίτο
Σάββατο που το γραφείο παρακολουθούσε τον οίκο ευγηρίας. Κάτω από
την καμπαρντίνα της, η Ρόμπιν φορούσε φόρεμα, καθώς επρόκειτο να
συναντήσει αργότερα τον Στράικ στο ξενοδοχείο Στάφορντ, στο Μέιφερ,
προκειμένου να μιλήσουν στον Κ. Μ. Όουκντεν. Η Ρόμπιν, που δεν είχε
περάσει άλλη φορά από το συγκεκριμένο ξενοδοχείο, είχε αναζητήσει
πληροφορίες στο διαδίκτυο, απ’ όπου έμαθε πως ήταν πεντάστερο, με
θυρωρούς που φορούσαν κομψά καπέλα, κι ήταν ένα από τα παλαιότερα
και εκλεκτότερα ξενοδοχεία του Λονδίνου, εξ ου και οι ασυνήθιστες
ενδυματολογικές επιλογές της για τη βάρδια έξω από τον οίκο ευγηρίας.
Καθώς τις προηγούμενες φορές που γυρόφερνε έξω από τον Άγιο Πέτρο
ήταν μεταμφιεσμένη (άλλοτε με σκούφο, άλλοτε με τα μαλλιά πιασμένα
ψηλά, με σκούρους φακούς επαφής και γυαλιά ηλίου), αισθανόταν πως
δεν κινδύνευε αν μια φορά ερχόταν όπως ήταν κανονικά, καθώς
πηγαινοερχόταν με χαλαρό βήμα στον δρόμο, δήθεν πως μιλούσε στο
κινητό, αν και φορούσε ψεύτικα γυαλιά οράσεως, τα οποία θα αφαιρούσε
όταν πήγαινε στο ξενοδοχείο.
Οι ηλικιωμένοι ένοικοι του Αγίου Πέτρου καμιά φορά τα απογεύματα
οδηγούνταν συνοδευόμενοι, πεζοί ή καθισμένοι σε καρότσια, μέχρι τη
γειτονική πλατεία, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ένας ιδιωτικός,
περιφραγμένος κήπος, προσβάσιμος αποκλειστικά σε όσους είχαν κλειδί,
για να πάρουν έναν υπνάκο εκεί ή να χαρούν τις πασχαλιές και τους
πανσέδες, καλά τυλιγμένοι για να μην κρυώσουν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή
οι συνεργάτες του γραφείου είχαν δει μόνο ηλικιωμένες γυναίκες σ’
εκείνες τις εξόδους, όμως σήμερα, για πρώτη φορά, ένας ηλικιωμένος
άντρας βρισκόταν ανάμεσα στην ομάδα που κατηφόριζε μια ράμπα στο
πλάι του κτιρίου.
Η Ρόμπιν αναγνώρισε αμέσως τον Ρίτσι όχι από το λεοντόμορφο
δαχτυλίδι του, το οποίο, αν υποτεθεί πως το φορούσε, ήταν καλά
κρυμμένο κάτω από μια καρό κουβέρτα, αλλά από το προφίλ του, που ο
χρόνος μπορεί να είχε αλλοιώσει, αλλά δεν το είχε μεταμορφώσει. Τα
πυκνά μαύρα μαλλιά του πλέον ήταν σκούρα γκρίζα, κι η μύτη του, όπως
κι οι λοβοί των αυτιών του είχαν αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις. Τα
μεγάλα μάτια, που θύμιζαν στον Στράικ λαγωνικό μπασέ, σακούλιαζαν
ακόμη πιο έντονα. Το στόμα του Ρίτσι κρεμούσε, έτσι που κατέληγε
ελαφρά ανοιχτό, καθώς η μία από τις Πολωνές νοσοκόμες έσπρωχνε το
καροτσάκι του προς την πλατεία, μιλώντας του ζωηρά, χωρίς όμως να
παίρνει την παραμικρή απάντηση.
«Όλα εντάξει, Ένιντ, καλή μου;» φώναξε ο μαύρος νοσοκόμος προς μια
ηλικιωμένη γυναίκα, που έμοιαζε με όρθιο κλαράκι, έτσι όπως φορούσε
ένα μάλλινο σκουφί, κι εκείνη γέλασε κι έγνεψε καταφατικά.
Η Ρόμπιν άφησε την ομάδα να προπορευτεί, κι ύστερα ακολούθησε,
παρατηρώντας ένα μέλος του προσωπικού να ξεκλειδώνει το πορτάκι που
οδηγούσε στον κήπο, οπότε όλη η κομπανία κλείστηκε εκεί μέσα. Όπως
περνούσε γύρω από την πλατεία, με το κινητό κολλημένο στο αυτί της
δήθεν πως μιλούσε, η Ρόμπιν αναλογιζόταν πόσο χαρακτηριστικό ήταν
που σήμερα απ’ όλες τις μέρες είχε φορέσει τακούνια, καθώς δεν της είχε
περάσει καν από το μυαλό ότι υπήρχε περίπτωση να πλησιάσει τον Ρίτσι
για να του πιάσει την κουβέντα.
Εν τω μεταξύ, η ομάδα από τον οίκο ευγηρίας είχε σταματήσει δίπλα σε
κάτι μαβιά και κίτρινα παρτέρια, με τον Ρίτσι να παρκάρει το καρότσι του
δίπλα σε έναν πάγκο, όπου δεν καθόταν κανείς. Τα μέλη του προσωπικού
μιλούσαν μεταξύ τους, καθώς και σ’ εκείνες τις ηλικιωμένες κυρίες με τις
οποίες μπορούσαν να συνεννοηθούν, ενώ ο ηλικιωμένος άντρας κοίταζε
με ύφος χαμένο προς τα γρασίδια.
Αν φορούσε αθλητικά ως συνήθως, σκέφτηκε η Ρόμπιν, ίσως και να
μπορούσε να σκαρφαλώσει τα κάγκελα ώστε να μπει στον κήπο, χωρίς να
γίνει αντιληπτή: υπήρχε μια συστάδα δέντρων εκεί παρακάτω, που θα
μπορούσε να της προσφέρει κάλυψη από τους νοσοκόμους, οπότε θα
μπορούσε κάποια στιγμή να πλησιάσει με τρόπο τον Ρίτσι για να
καταλάβει, στη χειρότερη, αν ο άντρας έπασχε από άνοια. Δυστυχώς, δεν
υπήρχε καμία απολύτως περίπτωση να επιχειρήσει κάτι τέτοιο φορώντας
φόρεμα και ψηλά τακούνια.
Καθώς ολοκλήρωνε τη βόλτα της γύρω από την πλατεία, η Ρόμπιν
εντόπισε τον Σολ Μόρις να κινείται προς το μέρος της. Ο Μόρις ερχόταν
νωρίς, όπως το συνήθιζε, κάθε φορά που ήταν να σκαντζάρει τη Ρόμπιν.
Το πρώτο πράγμα που θα σχολιάσει είναι τα γυαλιά ή τα τακούνια,
σκέφτηκε η Ρόμπιν.
«Τακούνια βλέπω», είπε ο Μόρις, με το που πλησίασε αρκετά ώστε να
ακουστεί, ενώ την έκοβε από πάνω μέχρι κάτω με τα φωτεινά γαλάζια
μάτια του. «Δε νομίζω να σε έχω δει άλλη φορά να φοράς τακούνια. Είναι
αστείο, ποτέ μου δε σε είχα για ψηλή, όμως είσαι, καλά δε λέω; Και σέξι
γυαλιά».
Πριν προλάβει να τον εμποδίσει η Ρόμπιν, είχε σκύψει και της είχε
δώσει ένα φιλί στο μάγουλο.
«Είμαι ο τύπος με τον οποίο κανόνισες ραντεβού στα τυφλά», της είπε
ισιώνοντας την πλάτη του και κλείνοντάς της το μάτι.
«Και πώς εξηγείται το γεγονός πως σε λίγο φεύγω και σε παρατάω
σύξυλο εδώ;» τον ρώτησε η Ρόμπιν αγέλαστη, οπότε ο Μόρις γέλασε
υπερβολικά δυνατά, ακριβώς όπως έκανε ακόμη και με τα πιο χλιαρά
αστεία του Στράικ.
«Τι να σου πω… τι θα σε έκανε να σηκωθείς και να φύγεις με τη μία
από ένα ραντεβού στα τυφλά;» ρώτησε ο Μόρις.
Το να διαπίστωνα πως το ραντεβού μου ήσουν εσύ, σκέφτηκε η Ρόμπιν,
όμως προσπέρασε την ερώτηση, έριξε μια ματιά στο ρολόι της και είπε:
«Λοιπόν, αν είσαι έτοιμος να αναλάβεις, λέω να πηγαίνω…»
«Καλώς τα παιδιά», είπε ο Μόρις χαμηλόφωνα. «Ώπα, αυτή τη φορά
έβγαλαν και τον γέρο από το μαντρί, ε; Έλεγα κι εγώ, πώς και παράτησες
το πόστο στην εξώπορτα».
Το σχόλιο αυτό εκνεύρισε τη Ρόμπιν σχεδόν όσο και ο τρόπος που τη
φλέρταρε. Για ποιον άλλο λόγο θα μπορούσε να απομακρυνθεί από την
εξώπορτα, εκτός κι αν είχε μετακινηθεί ο στόχος; Πάντως, περίμενε δίπλα
του, όσο να περάσει στην απέναντι πλευρά του δρόμου η μικρή ομάδα
των νοσοκόμων και των ενοίκων, που καταπώς φαίνεται είχαν
αποφασίσει πως είκοσι λεπτά καθαρού αέρα ήταν αρκετά, κι επέστρεφαν
στον οίκο ευγηρίας.
«Στον βρεφικό σταθμό, έτσι έβγαζαν και τα παιδιά μου βόλτα»,
σχολίασε χαμηλόφωνα ο Μόρις βλέποντας την ομάδα να απομακρύνεται.
«Φορτωμένα σε καρότσια, με το προσωπικό να τα τσουλάει. Βάζω
στοίχημα πως κάποιοι από δαύτους φοράνε και πάνες», είπε
ακολουθώντας με τα καταγάλανα μάτια του την ομάδα από τον Άγιο
Πέτρο.
«Χριστέ μου, ελπίζω να μην καταντήσω κάποτε έτσι. Κι ο Ρίτσι είναι ο
μοναδικός άντρας, ο κακομοίρης».
«Νομίζω πως τον προσέχουν πάρα πολύ καλά», είπε η Ρόμπιν, ενώ ο
νοσοκόμος από το Τρινιντάντ φώναζε:
«Έλα, Ένιντ, ανεβαίνουμε!»
«Μπορεί, όμως είναι σαν να είσαι ξανά μωρό παιδί, σωστά;» είπε ο
Μόρις, βλέποντας την πομπή από καρότσια να μπαίνει στο κτίριο. «Χωρίς
κανένα από τα πλεονεκτήματα όμως».
«Μάλλον ναι», είπε η Ρόμπιν. «Λοιπόν, πηγαίνω κι εγώ, αν είσαι
έτοιμος να αναλάβεις εδώ».
«Ναι, κανένα πρόβλημα», είπε ο Μόρις, όμως αμέσως μετά
συμπλήρωσε, «πού πηγαίνεις έτσι στολισμένη;»
«Θα συναντήσω τον Στράικ».
«Α», έκανε ο Μόρις σηκώνοντας τα φρύδια, «κατάλαβα…»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν, «τίποτε δεν κατάλαβες. Έχουμε κανονίσει να
μιλήσουμε με κάποιον σε ένα πολύ κυριλέ ξενοδοχείο».
«Α», έκανε πάλι ο Μόρις. «Συγγνώμη».
Όμως υπήρχε μια παράξενη ικανοποίηση, στα όρια της συνενοχής, στον
τρόπο που την είχε αποχαιρετήσει ο Μόρις, κι η Ρόμπιν είχε προλάβει να
φτάσει στο τέρμα του δρόμου όταν τρύπωσε στο μυαλό της η δυσάρεστη
σκέψη πως ο Μόρις είχε παρερμηνεύσει τελείως τον τρόπο που είχε
σπεύσει να διευκρινίσει πως δεν έβγαινε ραντεβού με τον Στράικ· κι ότι
υπήρχε περίπτωση, τελικά, να είχε θεωρήσει ο Μόρις πως η Ρόμπιν ήθελε
να του καταστήσει απολύτως σαφές ότι δεν την ενδιέφερε κάποιος άλλος
άντρας.
Άραγε, ήταν ποτέ δυνατόν ο Μόρις να αυταπατάται σε τέτοιο βαθμό,
ώστε να φαντάζεται πως η Ρόμπιν ήλπιζε κατά βάθος ότι το άγαρμπο
φλερτ του θα μπορούσε να οδηγήσει στο να συμβεί κάτι μεταξύ τους;
Ακόμη και μετά τα όσα είχαν συμβεί στις γιορτές των Χριστουγέννων,
τότε που του είχε βάλει τις φωνές για εκείνη τη φωτογραφία του πέους
του που της είχε στείλει; Παρότι δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, η
Ρόμπιν φοβόταν πως η απάντηση ήταν καταφατική. Ο Μόρις ήταν τύφλα
όταν του είχε βάλει τις φωνές και ενδεχομένως ανήμπορος να
αξιολογήσει πόσο πραγματικά θυμωμένη και αηδιασμένη ήταν η Ρόμπιν.
Το αμέσως επόμενο διάστημα έδειχνε με τη στάση του πως ντρεπόταν
πραγματικά για τη συμπεριφορά του, οπότε κι η Ρόμπιν είχε πιέσει τον
εαυτό της ώστε να είναι περισσότερο φιλική απέναντί του απ’ ό,τι
πραγματικά ήθελε, καθαρά και μόνο από διάθεση να ενισχύσει την
ενότητα της ομάδας. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να επανέλθει ο Μόρις στη
στάση που τηρούσε πριν από τη φωτογραφία. Κι ο μόνος λόγος που
απαντούσε η Ρόμπιν στα μηνύματα που της έστελνε αργά τη νύχτα,
κυρίως ανέκδοτα και απόπειρες να της πιάσει την κουβέντα περί ανέμων
και υδάτων, ήταν για να μην τη ζαλίζει μετά με νέα μηνύματα, στα οποία
τη ρωτούσε αν την είχε προσβάλει. Τώρα, η Ρόμπιν συνειδητοποιούσε
πως αυτό που η ίδια θεωρούσε επαγγελματισμό, ο Μόρις το εκλάμβανε
σαν ενθάρρυνση. Ό,τι και να της έλεγε σχετικά με τη δουλειά, άφηνε να
εννοηθεί πως τη θεωρούσε λιγότερο ικανή και έμπειρη από τα υπόλοιπα
μέλη του γραφείου: ενδεχομένως μάλιστα να τη θεωρούσε και αρκετά
αφελή, ώστε να κολακευτεί από το ενδιαφέρον ενός άντρα τον οποίο στην
πραγματικότητα θεωρούσε υπεροπτικό και γλοιώδη.
Ο Μόρις, σκεφτόταν η Ρόμπιν, την ώρα που κατευθυνόταν προς τον
σταθμό του μετρό, δε συμπαθούσε πραγματικά τις γυναίκες. Τις ποθούσε,
όμως προφανώς αυτό ήταν ένα εντελώς άλλο ζήτημα: η Ρόμπιν, που είχε
σημαδευτεί ανεξίτηλα από την απαράγραπτη ανάμνηση του άντρα με τη
μάσκα γορίλα, καταλάβαινε καλύτερα από πολλούς πως το να ποθείς και
να σου αρέσει μια γυναίκα είναι δυο διαφορετικά πράγματα και, ενίοτε,
το ένα απέκλειε εντελώς το άλλο. Ο Μόρις αποκαλυπτόταν συνέχεια όχι
μόνο από τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε στη Ρόμπιν, αλλά κι από την
επιμονή του να βαφτίσει την κυρία Σμιθ «Πλούσια Σκρόφα», την
απόδοση ταπεινών ή προκλητικών κινήτρων σε κάθε γυναίκα που
παρακολουθούσαν, από την οριακά συγκαλυμμένη αηδία με την οποία
είχε επισημάνει πως ο Λέρας Ρίτσι ήταν πλέον υποχρεωμένος να ζει σε
ένα σπίτι γεμάτο θηλυκά. Χριστέ μου, ελπίζω να μην καταντήσω κάποτε
έτσι.
Η Ρόμπιν περπάτησε μερικά ακόμη βήματα και ξαφνικά κοκάλωσε, έτσι
που ένας περαστικός τροχονόμος γύρισε και της έριξε με περιέργεια μια
ματιά. Της είχε έρθει μια ιδέα από αυτό που της είχε πει προ ολίγου ο
Μόρις: ή, μάλλον, η ιδέα είχε ξεπροβάλει επιτακτικά στο προσκήνιο του
νου της, οπότε η Ρόμπιν ήξερε πως πρέπει να κλωθογύριζε στο
υποσυνείδητό της από ώρα, περιμένοντας από την ίδια να αναγνωρίσει
την παρουσία της.
Παραμερίζοντας για να μην εμποδίζει τους περαστικούς, η Ρόμπιν
έβγαλε το κινητό της και τσέκαρε τον κατάλογο με τις διάφορες
παραφιλίες που είχε βρει όταν αναζητούσε πληροφορίες για το σύνδρομο
της ωραίας κοιμωμένης.
Αυτονηπιοφιλία.
«Ω, Θεέ μου», μουρμούρισε η Ρόμπιν. «Αυτό είναι. Σίγουρα αυτό
πρέπει να συμβαίνει».
Η Ρόμπιν τηλεφώνησε στον Στράικ, όμως η κλήση της προωθήθηκε
στον αυτόματο τηλεφωνητή· σίγουρα ο Στράικ βρισκόταν ήδη στο μετρό
και κατευθυνόταν στο ξενοδοχείο. Αφού σκέφτηκε για μερικές στιγμές,
τηλεφώνησε στον Μπάρκλεϊ.
«Γεια χαρά», είπε ο Σκοτσέζος.
«Είσαι ακόμη στημένος στο σπίτι της Έλινορ Ντιν;»
«Ναι».
«Είναι κανείς εκεί μέσα, μαζί της;»
«Όχι».
«Σαμ, νομίζω πως ξέρω τι κάνει σ’ εκείνους τους άντρες».
«Για πες».
Η Ρόμπιν του εξήγησε. Η μόνη απάντηση ήταν μια παρατεταμένη
σιωπή. Τελικά, ο Μπάρκλεϊ είπε:
«Μου φαίνεται πως σου ’στριψε, Ρόμπιν».
«Μπορεί», είπε η Ρόμπιν, «όμως ο μόνος τρόπος για να βεβαιωθούμε
είναι να της χτυπήσεις την πόρτα και να ρωτήσεις αν θα αναλάβει να σου
το κάνει. Πες ότι έρχεσαι συστημένος από το αφεντικό του Μούτρου».
«Σιγά μην πάω», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Ο Στράικ ξέρει τι ξεφτιλίκια με
βάζεις να κάνω;»
«Σαμ, μας απομένει μία εβδομάδα προτού κλείσει την κάνουλα ο
πελάτης. Στη χειρότερη να σου ρίξει άκυρο η άλλη. Δεν πρόκειται να μας
παρουσιαστούν πολλές ακόμη ευκαιρίες».
Άκουσε τον Μπάρκλεϊ να ξεφυσάει σκασμένος.
«Καλά, αλλά να ’μαστε συνεννοημένοι, το κρίμα στον λαιμό σου».
Η Ρόμπιν κινήθηκε με γοργό βήμα προς τον σταθμό του μετρό κι ήδη
είχε αρχίσει να έχει αμφιβολίες για το σχέδιό της. Άραγε ο Στράικ θα το
θεωρούσε λάθος που ζήτησε από τον Μπάρκλεϊ να πάει εκεί, πατώντας
στο ένστικτό της και μόνο; Από την άλλη, ήταν δεδομένο ότι τους
απέμενε μόλις μία εβδομάδα πριν τερματίσει τη χρηματοδότηση ο
πελάτης: τι είχαν να χάσουν;
Ήταν βράδυ Σαββάτου και η Ρόμπιν έφτασε στην κατάμεστη αποβάθρα
του μετρό, όπου διαπίστωσε πως είχε μόλις χάσει το τρένο. Μέχρι να
αποβιβαστεί στον σταθμό του Γκριν Παρκ, είχε χάσει την ευκαιρία να
φτάσει στο Αμέρικαν Μπαρ νωρίς, όπως ήλπιζε να κάνει, ώστε να
προλάβει να πει δυο κουβέντες με τον Στράικ, πριν εμφανιστεί ο
Όουκντεν. Ακόμη χειρότερα, όπως κατηφόριζε με γοργό βήμα την οδό
Σεν Τζέιμς, είδε σαν σκηνή βγαλμένη από το παρελθόν ένα μεγάλο
πλήθος να φράζει το τέρμα του δρόμου και αστυνομικούς τριγύρω να
κατευθύνουν τους ανθρώπους. Επιβραδύνοντας η Ρόμπιν και
προσπαθώντας να εκτιμήσει αν θα κατάφερνε να διασχίσει την πυκνή
ανθρώπινη μάζα, προκειμένου να φτάσει στο Στάφορντ, ένα ζευγάρι
παπαράτσι την προσπέρασε πιλαλώντας, έτσι όπως καταδίωκαν μια
πομπή από μαύρες Mercedes. Κι ενώ η Ρόμπιν τους παρακολουθούσε να
περνάνε, με τους φακούς τους κολλημένους πάνω στα τζάμια,
συνειδητοποίησε πως το πλήθος στο βάθος αναφωνούσε ρυθμικά «Τζό-νι!
Τζό-νι!» Μέσα από τα παράθυρα ενός από τα αυτοκίνητα που
κατευθύνονταν προς την εκδήλωση, η Ρόμπιν διέκρινε μια γυναίκα που
φορούσε περούκα σε στιλ Μαρίας Αντουανέτας. Κόντεψαν να την
γκρεμίσουν δυο κυνηγοί αυτογράφων, που πέρασαν ξυστά, βολίδα,
αμφότεροι κρατώντας αφίσες των Deadbeats, οπότε η Ρόμπιν
συνειδητοποίησε κατάπληκτη πως ο Τζόνι, το όνομα του οποίου
εξακολουθούσε να φωνάζει το πλήθος στον δρόμο, ήταν ο πατέρας του
Στράικ.
«Σκατά», είπε μεγαλόφωνα κάνοντας επιτόπου μεταβολή και
ανηφορίζοντας ξανά τον δρόμο με γοργό βήμα, ενώ στην πορεία έπιανε
το κινητό της. Ήξερε πως υπήρχε και δεύτερη είσοδος στο ξενοδοχείο
Στάφορντ, μέσω Γκριν Παρκ. Όχι μόνο θα έφτανε καθυστερημένη στο
ραντεβού, αλλά μια φρικτή υποψία είχε μόλις εισβάλει στη σκέψη της.
Για ποιο λόγο είχε επιμείνει τόσο πολύ ο Όουκντεν να συναντηθούν το
συγκεκριμένο βράδυ; Και γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθούν σε αυτό
το μπαρ, τόσο κοντά σε μια εκδήλωση που, όπως ήδη φοβόταν η Ρόμπιν,
είχε να κάνει με τον πατέρα του Στράικ; Άραγε ήξερε ο Στράικ, είχε
συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε εκεί παραδίπλα;
Του τηλεφώνησε, όμως εκείνος δεν απάντησε. Συνεχίζοντας να
περπατά, πληκτρολόγησε ένα γραπτό μήνυμα:
Κόρμοραν, δεν ξέρω αν το ξέρεις, όμως ο Τζόνι Ρόκεμπι έχει
κάποια εκδήλωση εδώ δίπλα. Νομίζω πως δεν αποκλείεται ο
Όουκντεν να σου την έχει στημένη.
Κι ενώ το γυρνούσε σε τροχαδάκι εξαιτίας των ψηλών τακουνιών,
καθώς είχε αργήσει ήδη ένα πεντάλεπτο, η Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως
είχε μόλις αποκαλύψει στον Στράικ για πρώτη φορά ότι γνώριζε ποιος
ήταν ο πατέρας του.
Με το που έφτασε στο Γκριν Παρκ, είδε στο βάθος έναν αστυνομικό να
στέκει στην πίσω είσοδο κι εκεί, στο πλευρό ενός από τους κομψά
καπελωμένους υπαλλήλους του ξενοδοχείου, έφραζε τον δρόμο ευγενικά
αλλά αποφασιστικά σε δύο άντρες οπλισμένους με φωτογραφικές
μηχανές με μεγάλους φακούς.
«Δεν επιτρέπεται από εδώ, λυπάμαι», είπε ο αστυνομικός. «Μόνο για
απόψε. Αν θέλετε να μπείτε στο ξενοδοχείο, θα πρέπει να πάτε από την
κεντρική είσοδο».
«Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε επιτακτικά ένας κοστουμαρισμένος
άντρας, πιασμένος χέρι χέρι με μια εντυπωσιακά όμορφη γυναίκα με
ασιατικά χαρακτηριστικά, ντυμένη με μεταξωτό, εφαρμοστό φόρεμα.
«Έχουμε κράτηση στο εστιατόριο! Γιατί δεν επιτρέπεται να περάσουμε;»
«Λυπάμαι πολύ, κύριε, όμως έχουν μια εκδήλωση στο Σπένσερ Χάουζ»,
εξήγησε ο πορτιέρης, «και η αστυνομία μάς ζήτησε να μην επιτρέπουμε
στον κόσμο να χρησιμοποιεί αυτή την είσοδο για να παρακάμπτει την
κεντρική».
Οι δύο άντρες με τις φωτογραφικές μηχανές βλαστήμησαν κι άρχισαν
να απομακρύνονται τροχάδην προς την κατεύθυνση από όπου είχε μόλις
έρθει η Ρόμπιν. Εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι έτσι όπως περνούσαν από
δίπλα της, χαρούμενη που εξακολουθούσε να φορά τα αχρείαστα γυαλιά
της, καθώς η φωτογραφία της είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες στη
διάρκεια της εκδίκασης μιας υπόθεσης πριν από δυο χρόνια. Μπορεί να
φανταζόταν πράγματα τα οποία δεν ίσχυαν, όμως η Ρόμπιν ανησυχούσε
πως οι φωτογράφοι επιχειρούσαν να περάσουν από εκείνη την είσοδο όχι
για να φτάσουν γρηγορότερα στο ξενοδοχείο, αλλά για να προσεγγίσουν
τον αποξενωμένο γιο του τραγουδιστή.
Τώρα που οι φωτογράφοι είχαν φύγει, ο πορτιέρης επέτρεψε στη
γυναίκα με το μεταξωτό φόρεμα και τον συνοδό της να περάσουν, κι
αφού έκοψε με μάτι μισόκλειστο τη Ρόμπιν από πάνω μέχρι κάτω και
προφανώς καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως δεν ήταν φωτογράφος, της
επέτρεψε να περάσει από την πύλη σε ένα προαύλιο, όπου καλοντυμένοι
θαμώνες κάπνιζαν συγκεντρωμένοι γύρω από σόμπες εξωτερικού χώρου.
Αφού τσέκαρε το κινητό της και διαπίστωσε πως ο Στράικ δεν είχε
απαντήσει στο μήνυμά της, προχώρησε με γοργό βήμα και έφτασε στο
Αμέρικαν Μπαρ.
Ήταν ένας ευχάριστος κομψός χώρος, όπου κυριαρχούσε το σκούρο
ξύλο και το δέρμα, με σημαιάκια και καπέλα του μπέιζμπολ από πολλές
αμερικανικές πολιτείες και πανεπιστήμια να κρέμονται από την οροφή. Η
Ρόμπιν εντόπισε αμέσως τον Στράικ να στέκει κοστουμαρισμένος στο
μπαρ, με το ξινισμένο του πρόσωπο να αντανακλάται απέναντι στις
διαδοχικές σειρές φωτισμένων μπουκαλιών που κάλυπταν τον τοίχο.
«Κόρμοραν, ήθελα να…»
«Αν ετοιμάζεσαι να μου πεις ότι ο πατέρας μου είναι εδώ παρακάτω»,
είπε ο Στράικ κοφτά, «το ξέρω. Αυτός εκεί ο μαλάκας δεν έχει καταλάβει
ακόμη πως έχω πάρει πρέφα την απόπειρά του να μου τη φέρει».
Η Ρόμπιν έριξε μια κλεφτή ματιά προς την πέρα γωνία. Εκεί καθόταν ο
Καρλ Όουκντεν, με τα πόδια τεντωμένα και το ένα μπράτσο απλωμένο
πάνω στη ράχη του δερμάτινου πάγκου. Φορούσε κοστούμι χωρίς
γραβάτα, κι η όλη στάση του προφανώς στόχο είχε να υποδηλώσει
άνθρωπο που αισθανόταν άνετα σε αυτό το κοσμοπολίτικο περιβάλλον.
Με τα ελαφρώς σμιχτά μάτια και το στενό μέτωπό του, εξακολουθούσε
να θυμίζει κάπως το αγοράκι που είχε σπάσει το κρυστάλλινο μπολ της
μητέρας του Ρόι πριν από τόσα χρόνια.
«Πήγαινε να του μιλήσεις. Θέλει φαγητό και περιμένω να μου δώσουν
τους καταλόγους», μουρμούρισε ο Στράικ. «Τώρα μόλις είχαμε αρχίσει
να λέμε για τον Στιβ Ντάουθγουεϊτ. Απ’ ό,τι λέει, η Ντόροθι ανέκαθεν
θεωρούσε τον τύπο ύποπτο».
Καθώς κινούνταν προς το μέρος του Όουκντεν, η Ρόμπιν προσευχήθηκε
να κατάφερνε ο Στράικ να συγκρατήσει τα νεύρα του. Μονάχα μία φορά
τον είχε δει να χάνει την ψυχραιμία του απέναντι σε μάρτυρα και δεν είχε
καμία απολύτως διάθεση να το δει να συμβαίνει ξανά.
«Ο κύριος Όουκντεν;» είπε χαμογελαστή τείνοντας το χέρι της. «Είμαι
η Ρόμπιν Έλακοτ, μαζί είχαμε μιλήσει…»
«Το ξέρω», είπε ο Όουκντεν στρέφοντας το κεφάλι του αργά για να την
κόψει από πάνω μέχρι κάτω, μειδιώντας λοξά. Αγνόησε το προτεταμένο
χέρι, κι η Ρόμπιν ήταν βέβαιη πως το έκανε εσκεμμένα. Αρνούμενη να
δείξει πως είχε συνειδητοποιήσει ότι ο Όουκντεν επιχειρούσε να φερθεί
προσβλητικά, άφησε την καμπαρντίνα να πέσει από τους ώμους της.
«Ωραίο μπαρ», είπε με ευχάριστο τόνο καθώς καθόταν απέναντί του.
«Πρώτη φορά έρχομαι εδώ».
«Συνήθως δε σε φέρνει σε τόσο κυριλέ μέρη, καλά δε λέω;» ρώτησε ο
Όουκντεν.
«Ο Κόρμοραν ό,τι μου έλεγε πως θυμάστε τη μητέρα σας να μιλάει για
τον Στιβ Ντάουθ…»
«Κουκλίτσα μου», είπε ο Όουκντεν εξακολουθώντας να έχει τα πόδια
του τεντωμένα και το μπράτσο πάνω στην πλάτη του δερμάτινου πάγκου,
«σου το έκανα λιανά από την αρχή. Δεν υπάρχει περίπτωση να ασχοληθώ
με βοηθούς ή γραμματείς. Στον άλλο θα μιλήσω ή καθόλου».
«Ξέρετε, εγώ κι ο Κόρμοραν είμαστε…»
«Φαντάζομαι τι είστε», είπε ο Όουκντεν με ένα ειρωνικό γελάκι. «Δε
φαντάζομαι να μπορεί να σου δώσει τα παπούτσια στο χέρι τώρα πια,
καλά δε λέω;»
«Ορίστε;»
«Τώρα που σε μαχαίρωσαν εκεί που πάλευες να κάνεις τη δουλειά ενός
άντρα», είπε ο Όουκντεν, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον πήχη της,
όπως έφερνε το κοκτέιλ του στα χείλη του. «Το πιθανότερο είναι πως θα
του άλλαζες τον αδόξαστο στις αγωγές και στις μηνύσεις, έτσι και το
τολμούσε».
Ο Όουκντεν, που προφανώς είχε έρθει μελετημένος ως προς το
παρελθόν των δύο ντετέκτιβ, ήταν ολοφάνερο ότι απολάμβανε με το
παραπάνω την αγένειά του. Η Ρόμπιν δεν μπορούσε παρά να υποθέσει
πως ο επαγγελματίας απατεώνας φανταζόταν ότι η γυναίκα που είχε
απέναντί του καιγόταν τόσο πολύ να αποσπάσει τις πληροφορίες που είχε
στη διάθεσή του, ώστε θα κατάπινε τις προσβολές. Κι έδειχνε
αποφασισμένος να αντλήσει τη μέγιστη απόλαυση από την περίσταση: να
πιει και να φάει τζάμπα, ενώ παράλληλα θα πέταγε καρφιά σε μια γυναίκα
που ήταν απίθανο να σηκωθεί και να φύγει. Η Ρόμπιν αναρωτήθηκε με
ποια εφημερίδα ή πρακτορείο να είχε έρθει σε επαφή, προκειμένου να
τους προτείνει να παρασύρει τον Στράικ σε απόσταση λίγων εκατοντάδων
μέτρων από το πάρτι του πατέρα του και τι ποσό τού είχαν τάξει με τη
σειρά τους, εφόσον κατάφερναν να φωτογραφίσουν τον Στράικ να
σνομπάρει δημόσια τον πατέρα του ή, ακόμη καλύτερα, να αποσπάσουν
κάποια οργισμένη, πιπεράτη δήλωση του ντετέκτιβ.
«Ορίστε», είπε ο Στράικ αφήνοντας να πέσουν στο τραπέζι δυο
δερματόδετοι κατάλογοι και καθόταν. Δεν είχε σκεφτεί να φέρει στη
Ρόμπιν κάτι να πιει. Ο Όουκντεν έπιασε το ένα μενού και βάλθηκε να το
μελετά με το πάσο του, καθώς φαινόταν να απολαμβάνει το ότι τους
ανάγκαζε να τον περιμένουν.
«Το κλαμπ σάντουιτς θα πάρω», είπε τελικά, οπότε ο Στράικ έκανε
νόημα σε έναν σερβιτόρο. Αφού δόθηκε η παραγγελία, ο Στράικ
στράφηκε στον Όουκντεν και είπε:
«Λοιπόν, έλεγες πως η μητέρα σου θεωρούσε τον Ντάουθγουεϊτ…»
«Καλά, ναι, ήταν βέβαιο πως τον θεωρούσε γυναικά», είπε ο Όουκντεν.
Το βλέμμα του, όπως παρατήρησε η Ρόμπιν, κάθε τόσο στρεφόταν προς
την είσοδο του μπαρ, κι ήταν βέβαιη πως ο Όουκντεν περίμενε να
εισβάλουν οι φωτογράφοι στον χώρο. «Έπαιζε το μάτι του,
καταλαβαίνεις. Έπιανε το λακριντί στις τσαπερδόνες στην υποδοχή. Η
γριά μου έλεγε πως τα έριχνε σε όλες, κι ό,τι του καθόταν. Η νοσοκόμα,
να πούμε, άρχιζε να χαχανίζει λες και της καθάριζαν αυγά, κάθε φορά που
πέρναγε ο τύπος από εκεί».
Η Ρόμπιν θυμήθηκε τον χοροπηδηχτό μαύρο σκελετό στο
σημειωματάριο του Τάλμποτ και τα λόγια που ήταν γραμμένα από κάτω,
δίπλα στη μορφή του θανάτου, όπως την περιέγραφε ο Κρόουλι: Η Τύχη
λέει πως η Παλλάδα Αθηνά, η Δήμητρα, η Εστία και το Κήτος είναι
ΑΛΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ που ΚΑΛΠΑΖΟΥΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΤΗΝΟΣ…
«Θεωρούσε η μητέρα σου ότι του είχε γυαλίσει η δρ Μπάμπορο;»
Ο Όουκντεν ήπιε μια γουλιά από το κοκτέιλ του και πλατάγισε τα χείλη
του.
«Κοίτα, πώς να το πω, η Μάργκοτ», είπε με ένα κοφτό γελάκι, σαν να
ρουθούνισε, οπότε η Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως αισθανόταν έναν
παράλογο εκνευρισμό που ο Όουκντεν είχε αναφερθεί στην αγνοούμενη
γιατρό με το μικρό της όνομα, «καταλαβαίνεις, ήταν η κλασική
περίπτωση γυναίκας που ήθελε να το παίζει έτσι και γιουβέτσι, με
πιάνεις;»
«Δηλαδή πώς ακριβώς;» είπε ο Στράικ.
«Τη μια ήταν Κουνελάκι», είπε ο Όουκντεν πίνοντας ακόμη μια γουλιά
από το ποτό του, «μπούτια έξω, βυζιά στη φόρα. Έπειτα, τσακ-μπαμ,
φοράει τη λευκή ποδιά της γιατρίνας…»
«Δε νομίζω οι γενικοί ιατροί να φοράνε λευκές ποδιές», είπε ο Στράικ.
«Μεταφορικά το λέω, μωρέ», είπε ο Όουκντεν χαλαρά. «Παιδί της
εποχής της ήταν, δεν ξέρω αν με εννοείς;»
«Για κάν’ το μου ψιλά».
«Μιλάμε για την άνοδο της γυναικοκεντρικής κοινωνίας», είπε ο
Όουκντεν συνοδεύοντας το σχόλιο με ένα ελαφρύ νεύμα του κεφαλιού
προς τη Ρόμπιν, η οποία ξαφνικά είχε την αίσθηση πως το στενό του
κεφάλι θύμιζε τρωκτικό. «Τέλη δεκαετίας του ’60, αρχές δεκαετίας του
’70, τότε άρχισαν να έρχονται τα πάντα τούμπα, καλά δε λέω; Σκάει και
το χάπι, οπότε πηδιούνται χωρίς συνέπειες. Υποτίθεται πως με τα
αντισυλληπτικά επωφελούνται οι άντρες, όμως επιτρέποντας στις
γυναίκες να αποφεύγουν ή να υποσκάπτουν την αναπαραγωγική
λειτουργία, αυτό που κάνεις είναι να καταστέλλεις τα φυσικά και υγιή
μοτίβα σεξουαλικής συμπεριφοράς. Εν τω μεταξύ, έχεις ένα
γυναικοκεντρικό δικαστικό σύστημα, το οποίο ευνοεί τα θηλυκά, ακόμη
κι αν η άλλη δεν ήθελε να κάνει παιδί κανονικά. Έχεις, δηλαδή, ένα
μίσανδρο αυταρχικό καθεστώς που μασκαρεύεται σε εκστρατεία για ίσα
δικαιώματα, ένα σύστημα το οποίο αστυνομεύει τη σκέψη, την ελευθερία
λόγου και τη φυσική συμπεριφορά των αντρών. Και παράλληλα έχεις τη
σεξουαλική εκμετάλλευση των αντρών σε πολλαπλά επίπεδα. Λέσχες
Playboy και όλες αυτές τις μαλακίες. Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά
περίδρομο. Γυρνάμε, με άλλα λόγια, στη μούφα του ρομαντικού έρωτα. Η
γυναίκα υπάρχει για να αποτελεί αντικείμενο λατρείας, κι ο άντρας για να
τα σκάει χοντρά, αλλά να μην ευχαριστιέται ποτέ. Είναι κορόιδα οι
άντρες που ξεροσταλιάζουν σε κάτι τέτοια μέρη.
»Η Μπάμπορο δεν καθόταν να ασχοληθεί με το παιδί της», είπε ο
Όουκντεν, ενώ το βλέμμα του στρεφόταν για μία ακόμη φορά στην
είσοδο του μπαρ και ξανά στον Στράικ, «δεν πηδιόταν με τον άντρα της,
απ’ ό,τι μαθαίνω, μιας κι ο τύπος ήταν άρρωστος και κινδύνευε όλη την
ώρα να της μείνει στα χέρια. Όμως ήταν ματσωμένος, οπότε η κυρία
εξασφαλίζει μια νταντά και γυρνάει στη δουλειά, να κάνει το αφεντικό
στους άντρες».
«Σε ποιους συγκεκριμένα έκανε το αφεντικό;» ρώτησε ο Στράικ.
«Να, ο Ντάουθγουεϊτ ουσιαστικά έφυγε κλαμένος, με την ουρά στα
σκέλια, την τελευταία φορά που τη συνάντησε, όπως έλεγε η γριά μου.
Όμως αυτή ακριβώς είναι η κουλτούρα μας από τη δεκαετία του ’60 κι
έπειτα, σωστά; Ας χτυπιέται από κάτω ο άντρας, όλοι γραμμένο τον
έχουν. Οι άνθρωποι αρχίζουν την γκρίνια όταν οι άντρες λυγίζουν, όταν
δεν αντέχουν άλλο αυτή την κατάσταση, όταν αντιδρούν. Αν υποθέσουμε
πως ο Ντάουθγουεϊτ ήταν εκείνος που την έφαγε – αν και προσωπικά δε
νομίζω πως ήταν αυτός», είπε ο Όουκντεν χειρονομώντας ζωηρά, οπότε η
Ρόμπιν υπενθύμισε στον εαυτό της πως ο Καρλ Όουκντεν κατά πάσα
πιθανότητα ποτέ του δεν είχε δει τον Στίβεν Ντάουθγουεϊτ, κι ότι ήταν
μόλις δεκατεσσάρων ετών όταν εξαφανίστηκε η Μάργκοτ Μπάμπορο,
«αλλά, λέμε τώρα, αν την έφαγε αυτός, θα στοιχημάτιζα ό,τι θες πως το
έκανε επειδή του είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη. Άλλωστε, μονάχα οι
γυναίκες ματώνουν», είπε ο Όουκντεν με ένα περιφρονητικό, κοφτό
γελάκι, «έτσι δεν είναι;» συμπλήρωσε απευθυνόμενος αυτή τη φορά στη
Ρόμπιν. «Α, να και το φαγητό μου».
Όση ώρα ακουμπούσε στο τραπέζι ο σερβιτόρος το πιάτο και το
σερβίτσιο, η Ρόμπιν σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο μπαρ, όπου η
εντυπωσιακή γυναίκα με το μεταξωτό φόρεμα, που τα μαλλιά της
απλώνονταν σαν κατάμαυρο λαμπερό πέπλο από τη λάμψη των
αραδιασμένων μπουκαλιών, στεκόταν στο πλευρό του συνοδού της. Και
οι δύο παράγγελναν κοκτέιλ εκείνη την ώρα, κι έδειχναν
κατενθουσιασμένοι που ήταν μαζί. Για μερικές στιγμές, η Ρόμπιν
αναρωτήθηκε ξαφνικά αν θα αισθανόταν και πάλι όπως αυτοί οι δύο
άνθρωποι. Η δουλειά της κατόρθωνε να της υπενθυμίζει σε καθημερινή
βάση τους πολλούς και διάφορους τρόπους με τους οποίους άντρες και
γυναίκες μπορούσαν να αλληλοπληγωθούν.
Κι ενώ παράγγελνε η Ρόμπιν ένα τόνικ, το κινητό της άρχισε να χτυπά.
Ήλπιζε πως ήταν ο Μπάρκλεϊ, όμως είδε το όνομα της μητέρας της στην
οθόνη. Ενδεχομένως η Λίντα να είχε μάθει για την εγκυμοσύνη της Σάρα.
Ο Μάθιου δεν αποκλείεται να είχε ανηφορίσει ήδη με τη μέλλουσα
σύζυγό του στο Μάσαμ, προκειμένου να ανακοινώσουν τα ευχάριστα. Η
Ρόμπιν γύρισε το κινητό της στο αθόρυβο, πλήρωσε για το ποτό της, ενώ
ευχόταν να μπορούσε να πιει κάτι με αλκοόλ, και το μετέφερε πίσω στο
τραπέζι, όπου πρόλαβε να ακούσει τον Όουκντεν να λέει στον Στράικ:
«Όχι, τέτοιο πράγμα δε συνέβη».
«Σαν να λέμε, δεν έριξες βότκα στον φρουτοχυμό στο μπάρμπεκιου της
δρα Μπάμπορο;»
Ο Όουκντεν δάγκωσε μια γερή μπουκιά από το κερασμένο σάντουιτς
και βάλθηκε να τη μασουλά με θράσος. Παρά τα αραιά μαλλιά και τις
πολλές ρυτίδες γύρω από τα μάτια του, η Ρόμπιν μπορούσε να διακρίνει
καθαρά τον κακομαθημένο έφηβο που εξακολουθούσε να φωλιάζει στο
σώμα του πενηντατετράχρονου άντρα.
«Εντάξει, μωρέ», παραδέχτηκε ο Όουκντεν μπουκωμένος, «βούτηξα
ένα μπουκάλι και το κατέβασα στο αποθηκάκι. Μου κάνει εντύπωση που
τους έλειψε, αλλά οι πλούσιοι έχουν καβούρια στις τσέπες.
Σπαγκοραμμένοι, τι να πεις».
«Εμείς πάλι μάθαμε πως κάποιος ήπιε τον πειραγμένο φρουτοχυμό κι
αρρώστησε».
«Δε φταίω εγώ», είπε ο Όουκντεν.
«Ο δρ Φιπς εκνευρίστηκε πολύ, μαθαίνω».
«Αυτός», είπε ο Όουκντεν χαμογελώντας λοξά. «Μια χαρά τού ήρθαν
τα πράγματα του μπάρμπα, καλά δε λέω;»
«Δηλαδή, πώς;» ρώτησε ο Στράικ.
«Βγήκε από τη μέση η σύζυγος, παντρεύτηκε την νταντά. Πολύ
βολικό».
«Δε συμπαθούσες τον Φιπς, σωστά;» είπε ο Στράικ. «Αυτό το
συμπέρασμα έβγαινε από το βιβλίο σου».
«Το διάβασες;» ρώτησε ο Όουκντεν σαστισμένος για μια στιγμή. «Πώς
κι έτσι;»
«Κατάφερα να εντοπίσω ένα από τα πρώτα διαφημιστικά αντίτυπα»,
είπε ο Στράικ. «Κανονικά ήταν να κυκλοφορήσει το ’85, σωστά;»
«Ναι», είπε ο Όουκντεν.
«Θυμάσαι μήπως εκείνο το περίπτερο, που ήταν στα μπετά, στον κήπο,
όταν οργανώθηκε εκείνο το μπάρμπεκιου;»
Το ένα βλέφαρο του Όουκντεν πετάρισε. Αμέσως έφερε την παλάμη στο
μέτωπό του κι έκανε μια κίνηση σαν να είχε αισθανθεί κάποια τρίχα να
τον γαργαλάει.
«Όχι», είπε.
«Διακρίνεται στο βάθος σε μια από τις φωτογραφίες σου. Μόλις είχαν
αρχίσει να σηκώνουν τις κολόνες. Φαντάζομαι, θα είχαν ρίξει ήδη τα
μπετά για το πάτωμα».
«Δε θυμάμαι κάτι τέτοιο», επέμεινε ο Όουκντεν.
«Δηλαδή, το αποθηκάκι που κλείστηκες με τη βότκα δεν ήταν εκεί
κοντά;»
«Λογικά όχι», είπε ο Όουκντεν.
«Μιας και λέμε για πράγματα που έλειψαν», είπε ο Στράικ, «μήπως
κατά τύχη έχεις πρόχειρη εκείνη τη νεκρολογία του δρα Μπρένερ, που
πήρες από το σπίτι της Τζάνις Μπίτι;»
«Εγώ δεν έκλεψα καμία νεκρολογία από το σπίτι της», είπε ο Όουκντεν
με περιφρονητικό τόνο. «Τι να την έκανα;»
«Να μάθεις πέντε πράγματα, ίσως, για τον μακαρίτη, που θα μπορούσες
μετά να πλασάρεις για δικά σου;»
«Δε χρειάζεται να μάθω τίποτε επιπλέον για τον γερο-Μπρένερ. Ξέρω
ήδη κάμποσα για λόγου του. Περνούσε από το σπίτι κάθε δεύτερη
Κυριακή, να περιδρομιάσει. Η γριά μου, καταπώς φαίνεται, μαγείρευε
καλύτερα από την αδελφή του».
«Άντε λοιπόν», είπε ο Στράικ, ενώ η φωνή του είχε αρχίσει να αποκτά
μια επιθετική χροιά, «εντυπωσίασέ μας με τις γνώσεις σου».
Ο Όουκντεν σήκωσε τα αραιωμένα φρύδια του. Μάσησε μια ακόμη
μπουκιά από το σάντουιτς που είχε μπροστά του και την κατάπιε, προτού
πει:
«Κοίτα, εσύ με ζάλισες να βρεθούμε. Άμα δε θες τις πληροφορίες,
φεύγω, μη σου γίνομαι και φόρτωμα».
«Αν δεν ξέρεις κάτι παραπάνω από αυτά που έγραψες στο βιβλίο
σου…»
«Ο Μπρένερ ήθελε να διαγράψουν τη Μάργκοτ Μπάμπορο από τον
ιατρικό σύλλογο. Πέρασε μια Κυριακή από το σπίτι μας σκασμένος.
Πρέπει να ήταν μια-δυο εβδομάδες προτού εξαφανιστεί η άλλη. Ορίστε»,
είπε φορτωμένος ο Όουκντεν, «αυτό δεν το έγραψα στο βιβλίο, γιατί είχε
στραβώσει η μάνα μου».
«Και γιατί αυτό;»
«Εξακολουθούσε να του είναι πιστή», είπε ο Όουκντεν με ένα γελάκι
σαν γρύλισμα. «Κι εγώ εκείνο τον καιρό δεν ήθελα να διαολίσω τη γριά
μου, γιατί κάτι είχε αρχίσει να μουρμουράει πως θα με έβγαζε από τη
διαθήκη. Οι γριές γυναίκες», είπε ο καταδικασμένος απατεώνας, «καμιά
φορά κάνουν τα δικά τους, άμα δεν τις έχεις από κοντά. Εν τω μεταξύ,
εκεί γύρω στη δεκαετία του ’80 είχε αρχίσει τις φιλίες με τον εφημέριο
της ενορίας. Ανησυχούσα πως αν δεν είχα τον νου μου, ήταν ικανή να τα
γράψει όλα στην εκκλησία για την ανακαίνιση της στέγης ή δεν ξέρω τι
άλλο κέρατο».
«Και γιατί ήθελε ο Μπρένερ να διαγραφεί από τον σύλλογο η
Μπάμπορο;»
«Εξέτασε κάποιο πιτσιρίκι χωρίς γονική άδεια».
«Για τον γιο της Τζάνις λέμε τώρα;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Σ’ εσένα μίλαγα;» της πέταξε απότομα ο Όουκντεν.
«Καλά θα κάνεις», μούγκρισε ο Στράικ, «να προσέχεις πώς μιλάς, μην
έχουμε ιστορίες. Το λοιπόν, ο γιος της Τζάνις ήταν το παιδί, ναι ή όχι;»
«Μπορεί», είπε ο Όουκντεν κι η Ρόμπιν συμπέρανε πως δεν μπορούσε
να θυμηθεί. «Το θέμα όμως είναι πως μιλάμε για αντιεπαγγελματική
συμπεριφορά, να εξετάζεις ένα παιδί χωρίς να είναι ο γονιός εκεί, οπότε ο
γερο-Τζο είχε φορτώσει άσχημα. “Θα βάλω να τη διαγράψουν γι’ αυτό
που έκανε”, έλεγε συνέχεια. Ορίστε. Αυτό δεν το έμαθα από καμία
νεκρολογία, σωστά;»
Ο Όουκντεν κατέβασε μονορούφι το υπόλοιπο κοκτέιλ του και ύστερα
είπε:
«Λέω να πάρω ένα ακόμη».
Ο Στράικ προσπέρασε το σχόλιο, λέγοντας:
«Κι αυτό το περιστατικό συνέβη δύο εβδομάδες πριν από την
εξαφάνιση της Μπάμπορο;»
«Κάπου εκεί γύρω, ναι. Πρώτη φορά έβλεπα τον γερο-ξεκούτη έτσι
ανάστατο. Είχε βίτσιο με την πειθαρχία ο γερο-Τζο. Ο τύπος έσταζε
φαρμάκι, τι να λέμε τώρα».
«Δηλαδή;»
«Είπε στη γριά μου, ενώ ήμουν κι εγώ μπροστά, πως δε με έδερνε
αρκετά», είπε ο Όουκντεν. «Κι εκείνη καθόταν και του έδινε σημασία.
Λίγες μέρες μετά προσπάθησε να με περιλάβει με την παντόφλα της η
κλώσα. Κατάλαβε όμως πως δεν την έπαιρνε να το ξαναδοκιμάσει».
«Α, ναι; Τι έκανες, τη βάρεσες;»
Τα υπερβολικά σμιχτά μάτια του Όουκντεν βάλθηκαν να παρατηρούν
τον Στράικ, σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει αν άξιζε τον κόπο να του
εξηγήσει.
«Αν ζούσε ο πατέρας μου, θα είχε κάθε δικαίωμα να με τιμωρεί, όμως
να προσπαθεί η άλλη να με ξεφτιλίσει επειδή της το ’χε πει ο Μπρένερ;
Δε θα καθόμουν να το ανεχτώ αυτό».
«Για να καταλάβω, πόσο στενή σχέση είχε η μητέρα σου με τον
Μπρένερ;»
Τα λεπτά φρύδια του Όουκντεν έσμιξαν.
«Σχέση γιατρού με γραμματέα, τίποτε παραπάνω. Δεν έπαιζε κάτι
ανάμεσά τους, αν αυτό εννοείς».
«Σαν να λέμε, δεν ξάπλωναν λιγάκι να ξεκουραστούν μετά το φαγητό;»
είπε ο Στράικ. «Δεν έδειχνε κάπως νυσταγμένη μετά τις επισκέψεις του
Μπρένερ;»
«Μην κρίνεις τις μανάδες των άλλων έχοντας για μέτρο τη δική σου»,
είπε ο Όουκντεν.
Ο Στράικ υποδέχτηκε την μπηχτή με ένα σκληρό χαμόγελο και είπε:
«Ζήτησε η μητέρα σου από τον Μπρένερ να υπογράψει το
πιστοποιητικό θανάτου της γιαγιάς σου;»
«Αυτό πάλι τι κέρατο σχέση έχει μ’ αυτά που συζητάμε;»
«Του το ζήτησε;»
«Ούτε που ξέρω», είπε ο Όουκντεν, ενώ το βλέμμα του στρεφόταν
νευρικά για μια ακόμη φορά προς την είσοδο του μπαρ. «Πώς σου ήρθε
αυτή η ιδέα; Δεν καταλαβαίνω, δηλαδή, γιατί ρωτάς;»
«Γιατρός της γιαγιάς σου ήταν η Μάργκοτ Μπάμπορο, σωστά;»
«Πού να ξέρω», είπε ο Όουκντεν.
«Θυμάσαι κάθε λέξη που σου είχε πει η μητέρα σου σχετικά με τον
Στίβεν Ντάουθγουεϊτ, λεπτομέρειες για το πώς φλέρταρε με τις κοπέλες
στην υποδοχή κι έμοιαζε κλαμένος την τελευταία φορά που έφυγε από
την κλινική, αλλά δεν μπορείς να θυμηθείς πέντε πράγματα σχετικά με το
πώς γκρεμοτσακίστηκε η ίδια σου η γιαγιά από τις σκάλες και
σκοτώθηκε;»
«Δεν ήμουν εκεί», είπε ο Όουκντεν. «Ήμουν στο σπίτι ενός φίλου, όταν
έγινε αυτό. Γύρισα σπίτι και είδα το νοσοκομειακό».
«Δηλαδή, στο σπίτι ήταν μόνο η μητέρα σου;»
«Τι διάολο σχέση έχει αυτό με…;»
«Πώς λέγανε τον φίλο που είχες πάει σπίτι του;» ρώτησε ο Στράικ,
εμφανίζοντας για πρώτη φορά το σημειωματάριό του.
«Τι κάνεις εκεί;» είπε ο Όουκντεν επιχειρώντας να γελάσει, όπως άφηνε
να πέσει από τα δάχτυλά του το τελευταίο κομμάτι του σάντουιτς στο
πιάτο. «Τι ακριβώς υπαινίσσεσαι, ρε γαμώτο;»
«Δε θες να μας πεις το όνομά του;»
«Τι να το κάνεις το όνομα… ένας συμμαθητής μου ήταν…»
«Βολευτήκατε μια χαρά εσύ κι η μητέρα σου, όταν γκρεμοτσακίστηκε η
γιαγιά Μοντ», είπε ο Στράικ. «Απ’ ό,τι μαθαίνω, δε θα έπρεπε να
προσπαθεί να κατεβεί μόνη της τη σκάλα, στην κατάσταση που ήταν. Το
σπίτι εσείς το κληρονομήσατε, σωστά;»
Ο Όουκντεν άρχισε να κουνά το κεφάλι του πολύ αργά, σαν να
απορούσε με την απρόσμενη βλακεία του Κόρμοραν Στράικ.
«Σοβαρά τώρα; Προσπαθείς να… απίστευτο. Απίστευτο».
«Άρα, δε σκοπεύεις να μου πεις το όνομα του φίλου σου από το
σχολείο, σωστά;»
«Απίστευτο», επανέλαβε ο Όουκντεν, επιχειρώντας να γελάσει.
«Νομίζεις πως μπορείς…»
«…να σφυρίξω σε κάποιο φίλο δημοσιογράφο ότι η μακρά
σταδιοδρομία σου στην εξαπάτηση ηλικιωμένων γυναικών ξεκίνησε με
ένα γερό σπρώξιμο στην πλάτη της γιαγιάς σου; Α, ναι, άνετα μπορώ».
«Κάτσε, τι μαλακίες είναι…»
«Το ξέρω ότι φαντάζεσαι πως εγώ έπεσα στη φάκα απόψε», είπε ο
Στράικ γέρνοντας πάνω από το τραπέζι. Η γλώσσα του σώματός του ήταν
ξεκάθαρα απειλητική, οπότε με την άκρη του ματιού της η Ρόμπιν είδε τη
μελαχρινή γυναίκα με το μεταξωτό φόρεμα και τον συνοδό της να
παρακολουθούν ανήσυχοι, έχοντας κι οι δυο τα ποτά ακουμπισμένα στα
χείλη τους. «Η αστυνομία, πάντως, εξακολουθεί να έχει ένα σημείωμα
που στάλθηκε το 1985, το οποίο τους υποδείκνυε να σκάψουν κάτω από
τον σταυρό του Αγίου Ιωάννη. Οι τεχνικές ανάλυσης του DNA έχουν
εξελιχτεί θεαματικά από τότε. Φαντάζομαι ότι θα μπορέσουν να
αποσπάσουν αρκετό υλικό από το σάλιο με το οποίο σφραγίστηκε ο
φάκελος».
Το βλέφαρο του Όουκντεν πετάρισε ξανά.
«Λογάριαζες να κεντρίσεις κάπως το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων
για την υπόθεση Μπάμπορο, ώστε να ενδιαφερθεί ο κόσμος για το
σκατένιο βιβλίο που ετοιμάζεις, σωστά;»
«Εγώ ποτέ…»
«Σε προειδοποιώ. Έτσι και μιλήσεις στις εφημερίδες για εμένα και τον
πατέρα μου ή τους πεις ότι ασχολούμαι με την υπόθεση Μπάμπορο, θα
φροντίσω να σε τυλίξουν σε μια κόλα χαρτί για εκείνο το σημείωμα. Κι
αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και δε βγει άκρη έτσι, θα βάλω τους
πάντες στο γραφείο μου να περάσουν από ψιλό κόσκινο κάθε στιγμή της
άθλιας ζωούλας σου, μέχρι να ανακαλύψω κάτι για να το παραδώσω στην
αστυνομία. Συνεννοηθήκαμε;»
Ο Όουκντεν, που φάνηκε για μια στιγμή να σαστίζει, ανέκτησε γρήγορα
την αυτοκυριαρχία του. Μάλιστα, κατάφερε ένα ακόμη γελάκι.
«Δεν μπορείς να με εμποδίσεις να γράψω για ό,τι θέλω. Ελευθερία
λόγου έχουμε…»
«Σε προειδοποιώ», επανέλαβε ο Στράικ, κάπως δυνατότερα αυτή τη
φορά, «για να ξέρεις τι θα σου συμβεί, έτσι και μπλεχτείς σε αυτή την
ιστορία. Και το σάντουιτς που χλαπάκιασες, να το πληρώσεις μόνος σου».
Ο Στράικ σηκώθηκε, οπότε η Ρόμπιν, που αιφνιδιάστηκε, έσπευσε να
πιάσει την καμπαρντίνα της και να τον ακολουθήσει.
«Κόρμοραν, πάμε να φύγουμε από πίσω», είπε, έχοντας κατά νου τους
δύο φωτογράφους που παραφυλούσαν στην μπροστινή πλευρά του
κτιρίου, όμως δεν είχαν προλάβει να κάνουν δυο βήματα, όταν άκουσαν
τον Όουκντεν να φωνάζει πίσω τους.
«Νομίζεις πως φοβάμαι το γραφειάκι σου; Αρχίδια ντετέκτιβ είσαι!»
είπε, οπότε οι περισσότεροι άνθρωποι εκεί γύρω στράφηκαν προς το
μέρος τους. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά, η Ρόμπιν διαπίστωσε πως είχε
σηκωθεί και ο Όουκντεν: είχε περάσει γύρω από το τραπέζι και στεκόταν
καταμεσής του μπαρ, προφανώς αποφασισμένος να κάνει σκηνή.
«Στράικ, σε παρακαλώ, πάμε να φύγουμε», είπε η Ρόμπιν, που πλέον
φοβόταν πως θα προέκυπτε σοβαρό θέμα. Ο Όουκντεν ήταν ολοφάνερα
αποφασισμένος να αποσπάσει από εκείνη τη συνάντηση κάτι με αξία
μεταπώλησης ή, στη χειρότερη, ένα αφήγημα που θα του επέτρεπε να
βγει από πάνω. Όμως ο Στράικ είχε ήδη στραφεί προς το μέρος του άντρα
που είχαν έρθει να συναντήσουν.
«Εδώ, ρε χαμένε, δεν ήξερες καν ότι ο ίδιος σου ο πατέρας είχε
οργανώσει πάρτι παραδίπλα», είπε μεγαλόφωνα ο Όουκντεν, δείχνοντας
προς την πλευρά του Σπένσερ Χάουζ. «Δε θα πεταχτείς δυο λεπτά να του
πεις ένα ευχαριστώ που ξεπάτωσε τη μάνα σου πάνω σε μια στοίβα από
μαξιλάρια, ενώ τους χάζευαν πενήντα άτομα;»
Η Ρόμπιν είδε να συμβαίνει αυτό που έτρεμε, σαν να εξελισσόταν η
σκηνή σε αργή κίνηση: τον Στράικ να χιμάει στον Όουκντεν.
Προσπάθησε να αρπάξει το μπράτσο που είχε φέρει πίσω ο Στράικ για να
ρίξει γροθιά, όμως ήταν ήδη πολύ αργά: ο αγκώνας του βρήκε με δύναμη
πάνω στο μέτωπο της Ρόμπιν, σπάζοντας τα γυαλιά της στα δύο. Σκούρα
στίγματα ξεπρόβαλλαν στο οπτικό πεδίο της Ρόμπιν και πριν προλάβει να
καταλάβει τι είχε συμβεί, σωριάστηκε ανάσκελα στο πάτωμα.
Η απόπειρα της Ρόμπιν να προλάβει τα χειρότερα, είχε προσφέρει στον
απατεώνα μερικά δευτερόλεπτα ώστε να σκύψει, οπότε αντί να δεχτεί μια
γεμάτη γροθιά, ικανή να τον ρίξει κάτω λιπόθυμο, γλίτωσε με ένα ξυστό
χτύπημα στο αυτί. Εν τω μεταξύ, ο εξαγριωμένος Στράικ, που μετά βίας
είχε αντιληφθεί πως κάτι εμπόδισε το μπράτσο του, συνειδητοποίησε τι
είχε κάνει μόνον όταν είδε τους θαμώνες ολόγυρα στο μπαρ να
πετάγονται όρθιοι, με τα βλέμματα καρφωμένα στο πάτωμα πίσω του.
Κάνοντας μεταβολή, είδε τη Ρόμπιν σωριασμένη εκεί, με τις παλάμες
πάνω στο πρόσωπό της και μια γραμμή αίματος να βγαίνει από τη μύτη
της.
«Σκατά!» βρυχήθηκε ο Στράικ.
Εν τω μεταξύ, ο νεαρός μπάρμαν είχε περάσει τρέχοντας γύρω από την
μπάρα. Ο Όουκντεν κάτι φώναζε, έλεγε πως είχε δεχτεί επίθεση.
Ελαφρώς ζαλισμένη ακόμη, με τα μάτια βουρκωμένα από τον πόνο, η
ταπεινωμένη Ρόμπιν κατάφερε να σταθεί στα πόδια της με τη βοήθεια
ενός ζευγαριού γκριζομάλληδων Αμερικανών, εύπορων κρίνοντας από
την εμφάνισή τους, οι οποίοι της πρότειναν κάθε τόσο να καλέσουν
γιατρό.
«Είμαι απολύτως εντάξει», άκουσε τον εαυτό της να λέει. Είχε δεχτεί
όλη τη δύναμη του αγκώνα του Στράικ ανάμεσα στα φρύδια της και
συνειδητοποίησε ότι η μύτη της αιμορραγούσε μόνον όταν τίναξε κατά
λάθος αίματα πάνω στο λευκό πουκάμισο του καλόγνωμου Αμερικανού.
«Ρόμπιν, όχι, ρε γαμώτο…» έλεγε ο Στράικ.
«Κύριε, είμαι υποχρεωμένος να σας ζητήσω…»
«Ναι, προφανώς, φεύγουμε αμέσως», είπε η Ρόμπιν στον σερβιτόρο με
εξωφρενική ευγένεια, δεδομένων των συνθηκών, την ώρα που τα μάτια
της δάκρυζαν κι εκείνη πάλευε να σταματήσει την αιμορραγία από τα
ρουθούνια της. «Απλώς θα χρειαστώ… αχ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ»,
είπε απευθυνόμενη στην Αμερικανίδα, που είχε μόλις προτείνει στη
Ρόμπιν την καμπαρντίνα της.
«Την αστυνομία να καλέσετε!» φώναζε ο Όουκντεν. Χάρη στην
παρέμβαση της Ρόμπιν είχε βγει εντελώς αλώβητος. «Κάποιος να καλέσει
τη ρημάδα την αστυνομία!»
«Δε σκοπεύω να καταθέσω μήνυση», είπε η Ρόμπιν, χωρίς να
απευθύνεται κάπου συγκεκριμένα.
«Ρόμπιν… ειλικρινά… δεν…»
Βουτώντας τον Στράικ από το μανίκι, κι ενώ εξακολουθούσε να
αισθάνεται το αίμα της να κυλά ζεστό στο πιγούνι της, η Ρόμπιν
μουρμούρισε:
«Πάμε να φύγουμε».
Κατά λάθος πάτησε τους ραγισμένους φακούς των γυαλιών της, όπως
αποχωρούσαν από το βουβό μπαρ, με τους θαμώνες να τους
παρακολουθούν εμβρόντητοι.
58
Τα όμορφα λόγια του της φάνηκαν οφειλόμενη ανταμοιβή,
για κάθε περασμένη στεναχώρια: μια ώρα καλή,
πόνους χρόνων μπορεί να σκορπίσει:
κι ένα δράμι γλύκας όσο μια οκά λύπης να αξίζει.
Κι αυτή έχει λησμονήσει, πόσα φαρμάκια την έχει ποτίσει
αυτός τελευταία· κι άλλο δε θέλει να μιλήσει
για τα παλιά…
Μπροστά της ο ιππότης της στέκει, που για χάρη του έχει τόσο κοπιάσει.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

«Ρόμπιν…»
«Μην τολμήσεις να μου πεις πως δεν έπρεπε να είχα προσπαθήσει να σε
εμποδίσω», του είπε εκείνη, σφίγγοντας τα δόντια της, όπως διέσχιζαν με
γοργό βήμα το προαύλιο. Τα δάκρυα πόνου εξακολουθούσαν να
θολώνουν την όρασή της. Οι άνθρωποι που στέκονταν εκεί έξω για να
καπνίσουν παραμέριζαν, σαστισμένοι, βλέποντάς τη να παλεύει να
σταματήσει την αιμορραγία από τη μύτη της. «Αν είχε βρει στόχο εκείνη
η γροθιά, τώρα θα ήμαστε ακόμη εκεί μέσα και θα περιμέναμε να έρθει η
αστυνομία».
Προς μεγάλη ανακούφιση της Ρόμπιν, δεν τους περίμεναν οι παπαράτσι,
όπως κατευθύνονταν προς το Γκριν Παρκ, όμως ανησυχούσε πως δε θα
τους έπαιρνε ώρα, μετά τη σκηνή που είχε μόλις προκαλέσει ο Στράικ,
ώστε να αμοληθούν στο κατόπι τους.
«Να πάρουμε ένα ταξί», είπε ο Στράικ, ο οποίος εκείνη τη στιγμή
αναμετριόταν με ένα ανάμεικτο συναίσθημα απόλυτης φρίκης και οργής
απέναντι στον Όουκντεν, στον πατέρα του, στους δημοσιογράφους και
στον εαυτό του. «Άκου, έχεις δίκιο…»
«Το ξέρω πως έχω δίκιο, ευχαριστώ πολύ!» είπε η Ρόμπιν ελαφρώς
άγρια.
Δεν της έφτανε ο πόνος στο κεφάλι της, είχε αρχίσει και να αναρωτιέται
για ποιο λόγο δεν την είχε προειδοποιήσει ο Στράικ για το πάρτι του
Ρόκεμπι· να απορεί, ακριβέστερα, για ποιο λόγο είχε επιτρέψει σε έναν
απατεώνα της κακιάς ώρας, όπως ο Όουκντεν, να τον παρασύρει εκεί
πέρα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει αυτό για
την υπόθεση που ερευνούσαν και το γραφείο τους γενικότερα.
«ΤΑΞΙ!» βρυχήθηκε ο Στράικ τόσο δυνατά, που η Ρόμπιν τινάχτηκε.
Κάπου παρακάτω άκουσε τρεχαλητό.
Ένα λονδρέζικο ταξί σταμάτησε μπροστά τους, οπότε ο Στράικ έσπρωξε
τη Ρόμπιν για να επιβιβαστεί.
«Στην οδό Ντένμαρκ», φώναξε μεμιάς στον ταξιτζή, κι η Ρόμπιν
άκουσε τις φωνές των φωτογράφων, καθώς το ταξί επιτάχυνε.
«Όλα εντάξει», είπε ο Στράικ γυρνώντας για να κοιτάξει από το πίσω
παράθυρο, «πεζοί είναι. Ρόμπιν… χίλια συγγνώμη, ρε γαμώτο».
Εκείνη έβγαλε ένα καθρεφτάκι από την τσάντα της, για να προσπαθήσει
να καθαρίσει κάπως το πονεμένο πρόσωπό της, ενώ σκούπιζε τα αίματα
από το πάνω χείλος και το πιγούνι της. Έτσι όπως έδειχναν τα πράγματα,
θα κατέληγε με δύο μαυρισμένα μάτια, καθώς είχαν αρχίσει κιόλας να
πρήζονται.
«Μήπως θες να σε πάω σπίτι;» ρώτησε ο Στράικ.
Κυριολεκτικά έξαλλη μαζί του, κι ενώ πάσχιζε να κρατηθεί για να μην
ουρλιάξει από τον πόνο, η Ρόμπιν φανταζόταν την κατάπληξη και την
περιέργεια του Μαξ, μόλις την έβλεπε σε αυτά τα χάλια· φαντάστηκε και
τον εαυτό της να υποχρεώνεται να υποβιβάσει για μία ακόμη φορά τα
τραύματα που είχε αποκομίσει πάνω στη δουλειά. Θυμήθηκε επίσης πως
είχε μέρες να ψωνίσει τρόφιμα.
«Όχι, θέλω να μου δώσεις κάτι να φάω, κι ένα δυνατό ποτό».
«Έγινε», είπε ο Στράικ, χαρούμενος που θα είχε την ευκαιρία να
εξιλεωθεί κάπως. «Βολεύεσαι με κάτι πρόχειρο;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν σαρκαστικά, δείχνοντας τα μάτια της που είχαν
αρχίσει ήδη να μαυρίζουν, «θα προτιμούσα να δειπνήσουμε στο Ritz, αν
δε σου κάνει κόπο».
Ο Στράικ πήγε να γελάσει, όμως δαγκώθηκε, καθώς έφριττε με την
κατάσταση του προσώπου της.
«Μήπως να δούμε ποιο νοσοκομείο εφημερεύει;»
«Άσε τις βλακείες».
«Ρόμπιν…»
«Λυπάσαι. Το ξέρω. Το είπες ήδη».
Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπά το κινητό του Στράικ. Έριξε μια
ματιά στην οθόνη: ο Μπάρκλεϊ ήταν, μπορούσε να περιμένει, οπότε το
γύρισε στο αθόρυβο.
Τρία τέταρτα της ώρας αργότερα, το ταξί τούς άφησε στο τέρμα της
οδού Ντένμαρκ, μαζί με ένα αγοραστό κάρι και δυο μπουκάλια μπίρας.
Μόλις ανέβηκαν στο γραφείο, η Ρόμπιν κατευθύνθηκε στην τουαλέτα του
διαδρόμου, όπου καθάρισε τα ξεραμένα αίματα από τα ρουθούνια και το
πιγούνι της με λίγο βρεγμένο χαρτί υγείας. Δυο ολοένα και πιο πρησμένοι
βαθυκόκκινοι λοφίσκοι, που περιείχαν τα μάτια της, την παρατηρούσαν
μέσα από τον ραγισμένο καθρέφτη. Ένα μπλάβο σημάδι απλωνόταν πάνω
στο μέτωπό της.
Στο γραφείο ο Στράικ, ο οποίος υπό κανονικές συνθήκες θα είχε φάει το
κάρι κατευθείαν από τον αλουμινένιο δίσκο μέσα στον οποίο το είχε
φέρει, είχε βγάλει δυο αταίριαστα πιάτα, μαχαίρια και πιρούνια κι ύστερα,
επειδή η Ρόμπιν είχε ζητήσει κάποιο δυνατό ποτό, ανέβηκε στη σοφίτα,
στο διαμέρισμά του, όπου είχε φυλαγμένο ένα μπουκάλι από το
αγαπημένο του ουίσκι. Το ψυγείο του διέθετε έναν μικρό καταψύκτη,
όπου είχε παραχωμένες παγοκύστες, για να ανακουφίζει το
ακρωτηριασμένο του πόδι, εκτός από τη θήκη για τα παγάκια. Τα παγάκια
είχαν πάνω από έναν χρόνο εκεί, καθώς, παρότι ο Στράικ έπινε μια στο
τόσο ένα ουίσκι, γενικά προτιμούσε την μπίρα. Όπως ετοιμαζόταν να
φύγει από το διαμέρισμα με τη θήκη για τα παγάκια, το σκέφτηκε
καλύτερα, οπότε γύρισε πίσω και πήρε μία από τις παγοκύστες.
«Σ’ ευχαριστώ», μουρμούρισε η Ρόμπιν, όταν επέστρεψε ο Στράικ,
παίρνοντας την παγοκύστη που της έδωσε. Καθόταν στην καρέκλα της
Πατ, πίσω από το γραφείο απ’ όπου κάποτε απαντούσε στα τηλέφωνα,
καθώς εκεί είχε ακουμπήσει ο Στράικ το κάρι και τα πιάτα. «Και κοίτα να
αλλάξεις τις βάρδιες της επόμενης εβδομάδας», συνέχισε ακουμπώντας
απαλά την παγοκύστη πρώτα στο αριστερό της μάτι, «γιατί δεν υπάρχει
κονσίλερ σε ολόκληρο τον πλανήτη ικανό να σουλουπώσει αυτό το χάλι.
Είναι αδύνατο να καταφέρω να περάσω απαρατήρητη, αν επιχειρήσω να
παρακολουθήσω κάποιον με δυο μάτια βουλωμένα».
«Ρόμπιν», επανέλαβε για πολλοστή φορά ο Στράικ, «λυπάμαι πολύ, ρε
γαμώτο. Φέρθηκα τελείως ηλίθια, αλλά… Τι προτιμάς, βότκα, ουίσκι…;»
«Ουίσκι», απάντησε η Ρόμπιν. «Με πάγο».
Ο Στράικ έβαλε και στους δυο τους από ένα τριπλό.
«Λυπάμαι πολύ», είπε ξανά, ενώ η Ρόμπιν έπινε με ανακούφιση μια
γουλιά από το ποτήρι της κι ύστερα έπαιρνε το κάρι. Ο Στράικ κάθισε
στον καναπέ από δερματίνη, απέναντι από το γραφείο. «Δεν ήθελα να σε
χτυπήσω, είναι το τελευταίο πράγμα που θα… είμαι ασυγχώρητος…
θόλωσα, έχασα τον έλεγχο. Τα άλλα παιδιά του πατέρα μου έχουν μήνες
που με πρήζουνε να πάω σ’ αυτό το γαμημένο πάρτι», είπε ο Στράικ
περνώντας τα δάχτυλα ανάμεσα στα πυκνά σγουρά μαλλιά του, που δεν
έδειχναν ποτέ αχτένιστα. Έκρινε πως, εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα,
της χρωστούσε την αλήθεια: τον λόγο, αν όχι τη δικαιολογία, που τα είχε
κάνει τόσο μαντάρα. «Ήθελαν να βγάλουμε μια φωτογραφία όλοι μαζί,
να του την κάνουμε δώρο. Κάποια στιγμή ο Αλ μου ξεφουρνίζει πως ο
Ρόκεμπι έχει καρκίνο του προστάτη… πράγμα που δε φαίνεται να τον
εμπόδισε να φωνάξει καμιά τετρακοσαριά φιλαράκια του να το
γλεντήσουν… Έσκισα την πρόσκληση, χωρίς να συγκρατήσω πού θα
γινόταν το πάρτι. Έπρεπε να το είχα ψυλλιαστεί πως ο Όουκντεν σκάρωνε
κάποια ατιμία, δεν ήμουν αρκετά συγκεντρωμένος και…»
Κατέβασε το μισό ποτό του με μια γουλιά.
«Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία που πήγα να του ρίξω γροθιά, όμως με
όλα αυτά που… τους τελευταίους μήνες, δηλαδή… ο Ρόκεμπι μου
τηλεφώνησε τον Φεβρουάριο. Για πρώτη φορά στη ζωή του. Μάλιστα,
προσπάθησε να με δωροδοκήσει για να τον συναντήσω».
«Προσπάθησε να σε δωροδοκήσει;» είπε η Ρόμπιν, ενώ πίεζε την
παγοκύστη πάνω στο άλλο της μάτι και θυμόταν τον Στράικ να ωρύεται
«άντε και γαμήσου» από το μέσα γραφείο, ανήμερα του Αγίου
Βαλεντίνου.
«Ουσιαστικά, ναι», είπε ο Στράικ. «Είπε πως ήταν ανοιχτός σε
προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να με βοηθήσει… εντάξει, άργησε
καμιά σαρανταριά χρονάκια, αλλά τι να κάνουμε τώρα».
Ο Στράικ κατέβασε και το υπόλοιπο ουίσκι του, έπιασε το μπουκάλι κι
έβαλε άλλο τόσο στο ποτήρι του.
«Πότε τον είδες τελευταία φορά;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Όταν ήμουν δεκαοκτώ χρονών. Δυο φορές τον έχω δει στη ζωή μου»,
είπε ο Στράικ. «Την πρώτη φορά ήμουν παιδάκι. Η μητέρα μου
προσπάθησε να τον αιφνιδιάσει, με πήρε μαζί και του την έστησε έξω από
ένα στούντιο ηχογράφησης».
Μόνο στη Σάρλοτ είχε αφηγηθεί αυτό το περιστατικό. Η οικογένειά της
ήταν στην καλύτερη εξίσου δυσλειτουργική κι αλλόκοτη όπως η δική του,
μετρούσε ένα σωρό σκηνές που, για τα μέτρα άλλων ανθρώπων, θα
αποτελούσαν αλησμόνητες καταστάσεις –«αυτό έγινε έναν μήνα προτού
ο μπαμπάς βάλει φωτιά στο πορτρέτο της μαμάς στο χολ, οπότε άρπαξε η
ξύλινη επένδυση, ήρθε η πυροσβεστική και χρειάστηκε να μας
κατεβάσουν όλους από τα παράθυρα του επάνω ορόφου»– όμως για τους
Κάμπελ ήταν τόσο συνηθισμένες που κατέληγαν να θεωρούνται ρουτίνα.
«Νόμισα πως ήθελε να με δει», είπε ο Στράικ. Το σοκ από αυτό που είχε
κάνει στη Ρόμπιν, σε συνδυασμό με το ουίσκι που ζεματούσε το λαρύγγι
του, είχαν απελευθερώσει αναμνήσεις τις οποίες συνήθως κρατούσε καλά
κλεισμένες μέσα του. «Επτά χρονών ήμουν. Πετούσα από τη χαρά μου.
Ήθελα να με δει περιποιημένο, ώστε να νιώσει κι αυτός… να νιώσει
περήφανος για μένα. Είπα στη μητέρα μου να μου φορέσει το καλό μου
παντελόνι. Φτάσαμε έξω από το στούντιο –η μητέρα μου ήξερε κόσμο
στη μουσική βιομηχανία, οπότε κάποιος της είχε σφυρίξει πως θα ήταν
εκεί ο άλλος– και δε μας άφηναν να περάσουμε. Εγώ νόμιζα πως κάποιο
λάθος είχε γίνει. Ο τύπος που έφραζε την πόρτα προφανώς δεν
καταλάβαινε πως ο μπαμπάς μου ήθελε να με δει».
Ο Στράικ ήπιε ξανά. Το κάρι παρέμενε ανέγγιχτο ανάμεσά τους και
κρύωνε.
«Η μητέρα μου τα πήρε άσχημα. Οι φύλακες είχαν αρχίσει να την
απειλούν, όταν κατέβηκε ο μάνατζερ της μπάντας από το αμάξι του πίσω
μας. Ήξερε ποια ήταν η μητέρα μου και δεν ήθελε να κάνει σκηνή. Μας
πήρε μέσα, σε ένα δωμάτιο μακριά από το στούντιο.
»Ο μάνατζερ προσπάθησε να της εξηγήσει πως ήταν ανόητο αυτό που
έκανε, να εμφανίζεται απροειδοποίητα. Αν ήθελε παραπάνω χρήματα, ας
μιλούσε με τους δικηγόρους. Τότε ήταν που κατάλαβα κι εγώ πως δε μας
είχε προσκαλέσει εκεί ο πατέρας μου. Απλώς είχε καρφωθεί της μητέρας
μου να μπούμε με το ζόρι. Άρχισα να κλαίω», είπε ο Στράικ με βραχνή
φωνή. «Ήθελα απλώς να φύγουμε…
»Και τότε, εκεί που η μητέρα μου και ο μάνατζερ του Ρόκεμπι
τσακώνονταν κι έλεγαν τα δικά τους, σκάει μύτη ο Ρόκεμπι. Είχε ακούσει
τις φωνές από την τουαλέτα. Μάλλον είχε πεταχτεί να σνιφάρει λίγη
κόκα· αυτό το συνειδητοποίησα αργότερα. Ήταν ήδη κουρντισμένος,
όταν μπήκε στο δωμάτιο.
»Κι εγώ προσπάθησα να χαμογελάσω», είπε ο Στράικ. «Κι ας είχα μύξες
παντού. Δεν ήθελα να με περάσει για κανένα κλαψιάρικο. Εν τω μεταξύ,
τόσο καιρό φανταζόμουν κάποια αγκαλιά. “Εδώ είσαι, μικρέ”. Όμως με
κοίταξε λες κι ήμουν ένα τίποτε. Το νιάνιαρο κάποιας θαυμάστριας,
ντυμένο με παντελόνι που του είχε κοντύνει. Τα παντελόνια μια ζωή
κοντά μου ήταν…. Ψήλωνα υπερβολικά γρήγορα…
»Τότε είδε τη μητέρα μου, οπότε τα πήρε άγρια. Άρχισαν να
καβγαδίζουν άσχημα. Δε θυμάμαι όλα όσα είπαν. Παιδάκι ήμουν. Το
ρεζουμέ ήταν πως είχε μεγάλο θράσος να εμφανίζεται έτσι, αν ήθελε κάτι,
είχε τα τηλέφωνα του δικηγόρου του, αρκετά λεφτά της έδινε ήδη, δικό
της πρόβλημα ήταν αν τα σκόρπαγε σε ξίδια, και κάποια στιγμή γυρνάει
και της λέει: “Κατά λάθος έγινε, γαμώ τη μου”. Νόμισα πως εννοούσε
πως είχε έρθει στο στούντιο κατά λάθος ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.
Όμως τότε γύρισε και με κοίταξε, οπότε κατάλαβα πως εμένα εννοούσε.
Εγώ ήμουν το λάθος».
«Αχ, Θεέ μου, Κόρμοραν», είπε σιγανά η Ρόμπιν.
«Εντάξει», είπε ο Στράικ, «οφείλεις να του αναγνωρίσεις πως ήταν
ντόμπρος. Σηκώθηκε κι έφυγε. Γυρίσαμε κι εμείς στο σπίτι.
»Για κάποιο διάστημα, ύστερα απ’ όλο αυτό, ήθελα να ελπίζω πως είχε
μετανιώσει για την κουβέντα που πέταξε. Κατά βάθος, μου ήταν δύσκολο
να απαγκιστρωθώ από τη σκέψη πως ήθελε να με γνωρίσει. Όμως
τζίφος».
Παρότι ο ήλιος ήθελε ακόμη ώρα για να δύσει, το δωμάτιο ολοένα και
σκοτείνιαζε. Τα ψηλά κτίρια της οδού Ντένμαρκ άπλωναν τις σκιές τους
πάνω στο εξωτερικό γραφείο εκείνη την ώρα, και κανείς από τους δύο
ντετέκτιβ δε σηκώθηκε για να ανάψει τα φώτα.
«Τη δεύτερη φορά που συναντηθήκαμε», είπε ο Στράικ, «είχα κλείσει
ραντεβού μέσω των ανθρώπων του. Ήμουν δεκαοκτώ χρονών. Είχα μόλις
γίνει δεκτός στην Οξφόρδη. Είχαμε χρόνια να σηκώσουμε έστω μία
δεκάρα από τα χρήματα του Ρόκεμπι. Οι δικηγόροι του είχαν στραφεί και
πάλι στο δικαστήριο, ώστε να θέσουν περιορισμούς στο τι μπορούσε να
κάνει η μητέρα μου με εκείνα τα ποσά, γιατί ήταν πράγματι ένα δράμα
όταν έπιανε λεφτά στα χέρια της, τα σκορπούσε. Τέλος πάντων, χωρίς να
το γνωρίζω, η θεία και ο θείος μου είχαν ενημερώσει τον Ρόκεμπι ότι είχα
γίνει δεκτός στην Οξφόρδη. Η μητέρα μου, εν τω μεταξύ, είχε λάβει μια
επιστολή που ανέφερε πως αυτός δεν είχε πλέον καμία υποχρέωση
απέναντί μου, εφόσον είχα ενηλικιωθεί, αλλά μπορούσα να αξιοποιήσω
τα ποσά που είχαν συγκεντρωθεί στον τραπεζικό λογαριασμό.
»Κανόνισα να τον συναντήσω στο γραφείο του εκπροσώπου του. Εκεί
περίμενε, με τον έμπιστο δικηγόρο του, τον Πίτερ Γκιλέσπι. Αυτή τη
φορά απέσπασα ένα χαμόγελο από τον Ρόκεμπι. Άλλωστε, οικονομικά
είχε ξεμπερδέψει μαζί μου, αλλά ήμουν αρκετά μεγάλος ώστε να τον
γλείψω στους δημοσιογράφους. Ήταν φανερό πως η επιτυχία μου να γίνω
δεκτός στην Οξφόρδη τον είχε αιφνιδιάσει κάπως. Το πιθανότερο ήταν
πως ήλπιζε, έτσι όπως είχα μεγαλώσει, πως θα εξαφανιζόμουν αθόρυβα
μια για πάντα.
»Μου έδωσε συγχαρητήρια για την επιτυχία μου, και μάλιστα σχολίασε
πως όλα αυτά τα χρόνια είχα φτιάξει ένα συμπαθητικό κομπόδεμα, μιας
και η μητέρα μου δεν είχε ξοδέψει το παραμικρό τα τελευταία έξι επτά
χρόνια.
»Του είπα», συνέχισε ο Στράικ, «να πάρει τα λεφτά του, να τα κάνει
μασούρι, να τα χώσει στον κώλο του και να τους βάλει φωτιά. Κι ύστερα
σηκώθηκα κι έφυγα.
»Ήμουν τσόγλανος από τότε. Ούτε που μου περνούσε από το μυαλό
πως ο Τεντ και η Τζόαν θα έπρεπε να τα σκάσουν χοντρά για να
σπουδάσω, αφού δε θα πλήρωνε τίποτε ο Ρόκεμπι, κι αυτό ακριβώς
έκαναν… Αυτό βέβαια το κατάλαβα αργότερα. Όμως δεν τους επιβάρυνα
για πολύ καιρό. Μετά που πέθανε η μητέρα μου, στα μισά του δεύτερου
έτους των σπουδών μου, παράτησα το πανεπιστήμιο και κατατάχτηκα».
«Δεν επικοινώνησε μαζί σου μετά τον θάνατο της μητέρας σου;»
ρώτησε μαγκωμένα η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε ο Στράικ, «ή αν το προσπάθησε, εγώ δεν το έμαθα ποτέ.
Μου έστειλε ένα σημείωμα, όταν διαλύθηκε το πόδι μου. Βάζω στοίχημα
πως τα χρειάστηκε τότε, όταν έμαθε πως με είχε τινάξει μια βόμβα στον
αέρα. Μάλλον επειδή ανησυχούσε τι θα έγραφαν για όλα αυτά οι
εφημερίδες.
»Όταν πήρα εξιτήριο από το νοσοκομείο, πρότεινε να μου δώσει πάλι
χρήματα. Είχε μάθει ότι προσπαθούσα να στήσω το γραφείο. Κάτι φίλοι
της Σάρλοτ ήξεραν κάποια από τα παιδιά του, οπότε από εκεί πρέπει να
του το σφύριξαν».
Η Ρόμπιν αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο στομάχι της, στο άκουσμα του
ονόματος της Σάρλοτ. Ο Στράικ σπανιότατα αναφερόταν σ’ εκείνη.
«Αρνήθηκα στην αρχή. Δεν ήθελα να πάρω τα χρήματα, όμως κανένας
άλλος καριόλης δεν είχε όρεξη να δανείσει λεφτά σε έναν μονοπόδαρο
βετεράνο χωρίς σπίτι ή αποταμιεύσεις, για να πάει να στήσει γραφείο
ιδιωτικών ερευνών. Είπα σ’ εκείνο το καθοίκι, τον δικηγόρο του, πως θα
δεχόμουν ίσα ίσα ένα ποσό για να βάλω μπροστά το γραφείο και θα του
το επέστρεφα σε δόσεις. Όπως κι έγινε».
«Κι εκείνα τα χρήματα, που ήταν ήδη δικά σου;» ρώτησε η Ρόμπιν, που
θυμόταν τον Γκιλέσπι να πιέζει κάθε τόσο τον Στράικ να καταβάλει τη
δόση, το πρώτο διάστημα που είχε αρχίσει να εργάζεται στο γραφείο.
«Εκεί ήταν, αλλά δεν τα ήθελα. Αηδίαζα στη σκέψη πως θα
ακουμπούσα εκείνα τα λεφτά».
«Μα ο Γκιλέσπι έκανε λες και…»
«Κάτι γυμνοσάλιαγκες σαν τον Γκιλέσπι γυροφέρνουν τους πλούσιους
και τους επώνυμους», είπε ο Στράικ. «Ο τύπος είχε επενδύσει όλο το εγώ
του στο να υποδύεται τον μπράβο του πατέρα μου. Μη σου πω ότι το
καθοίκι ήταν ερωτευμένος με τον γέρο μου ή, τουλάχιστον, με τη φήμη
του, δεν ξέρω. Στο τηλέφωνο του είχα πει χύμα και τσουβαλάτα τι γνώμη
είχα για τον Ρόκεμπι, κι αυτό ήταν κάτι που ο Γκιλέσπι δεν μπορούσε να
μου το συγχωρέσει. Είχα επιμείνει πως το ποσό που θα λάμβανα θα ήταν
δάνειο, κι ο Γκιλέσπι ήταν άτεγκτος στη συνέχεια, ήθελε να με τιμωρήσει
που του έλεγα κάθε τόσο σε τι εκτίμηση είχα και τους δυο τους».
Ο Στράικ στηρίχτηκε στις παλάμες του και σηκώθηκε από τον καναπέ,
με τη δερματίνη να κάνει τους γνωστούς ήχους που θύμιζαν πορδές, κι
άρχισε να βάζει φαγητό στο πιάτο του. Όταν γέμισαν και οι δύο τα πιάτα
τους, πήγε να φέρει δυο ποτήρια νερό. Εν τω μεταξύ, είχε κατεβάσει ήδη
το ένα τρίτο του ουίσκι.
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν, όταν είχε καθίσει ξανά στον καναπέ κι
άρχισε να τρώει. «Το ξέρεις, βέβαια, πως δεν πρόκειται να πω κουβέντα
παραέξω για σένα και τον πατέρα σου, σωστά; Ούτε καν σ’ εσένα δε θα
μιλήσω γι’ αυτόν, αν δε θέλεις, όμως… είμαστε συνεταίροι. Θα
μπορούσες να μου είχες πει ότι σε ταλαιπωρούσε τόσο καιρό, να
εκτόνωνες έτσι τον εκνευρισμό σου, αντί να πας να ρίξεις γροθιά σε έναν
μάρτυρα».
Ο Στράικ μάσησε μια μπουκιά από το ινδικό κοτόπουλο, κατάπιε κι
ύστερα είπε ήσυχα:
«Ναι, το ξέρω».
Η Ρόμπιν έφαγε λίγο ψωμί. Το μελανιασμένο πρόσωπό της πονούσε
λιγότερο τώρα: η παγοκύστη σε συνδυασμό με το ουίσκι το είχαν
μουδιάσει με διαφορετικούς τρόπους. Και πάλι, της πήρε μερικές στιγμές
μέχρι να βρει το κουράγιο να πει:
«Διάβασα πως η Σάρλοτ νοσηλεύεται».
Ο Στράικ σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Ήξερε βέβαια πως η
Ρόμπιν γνώριζε άριστα ποια ήταν η Σάρλοτ. Πριν από τέσσερα χρόνια,
ενώ ήταν τόσο μεθυσμένος που με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του, της
είχε πει πολλά περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι είχε σκοπό, σχετικά με τη
δήθεν εγκυμοσύνη και την επιμονή της Σάρλοτ πως το παιδί ήταν δικό
του, κι εκείνο το ψέμα ήταν που είχε οδηγήσει τη σχέση τους σε οριστική
ρήξη.
«Ναι», είπε ο Στράικ.
Οπότε αφηγήθηκε στη Ρόμπιν την ιστορία με τα αποχαιρετιστήρια
γραπτά μηνύματα και την τρεχάλα του μέχρι τον τηλεφωνικό θάλαμο, το
πώς άκουγε τι συνέβαινε μέσα από το κινητό ώσπου εντόπισαν τη Σάρλοτ
σωριασμένη ανάμεσα σε κάτι θάμνους, στον κήπο εκείνης της
πανάκριβης ιδιωτικής κλινικής.
«Χριστέ μου», είπε η Ρόμπιν αφήνοντας κάτω το πιρούνι της. «Και πότε
κατάλαβες ότι ήταν ζωντανή;»
«Επιβεβαιωμένα το έμαθα δύο ημέρες αργότερα, όταν το έγραψαν οι
εφημερίδες», είπε ο Στράικ. Σηκώθηκε και πάλι με κάποια δυσκολία από
τον καναπέ, συμπλήρωσε ουίσκι στο ποτήρι της Ρόμπιν κι ύστερα έβαλε
για άλλη μια φορά στο δικό του, προτού καθίσει και πάλι. «Όμως είχα
συμπεράνει νωρίτερα πως πρέπει να ήταν ζωντανή. Τα άσχημα νέα
κυκλοφορούν ταχύτερα απ’ ό,τι τα καλά».
Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή, στη διάρκεια της οποίας η Ρόμπιν
ήλπιζε πως θα μάθαινε περισσότερα πράγματα σχετικά με το πώς
ενεπλάκη ο Στράικ στην απόπειρα αυτοκτονίας της Σάρλοτ και για το πώς
αισθανόταν που, απ’ ό,τι φαινόταν, της είχε σώσει τη ζωή, όμως ο Στράικ
δεν είπε λέξη, παρά μόνο περιορίστηκε στο να τρώει το κάρι του.
«Λοιπόν», είπε τελικά η Ρόμπιν, «όπως έλεγα και νωρίτερα, ίσως θα
μπορούσαμε στο μέλλον να προσπαθήσουμε να μιλάμε μεταξύ μας,
προτού καταλήξεις από κανένα έμφραγμα που σου προκάλεσε το στρες ή,
ξέρεις, σκοτώσεις στο ξύλο κάποιο άτομο που πρέπει να ανακρίνουμε;»
Ο Στράικ χαμογέλασε λυπημένα.
«Ναι. Θα μπορούσαμε να το δοκιμάσουμε, φαντάζομαι…»
Η σιωπή απλώθηκε και πάλι γύρω τους, μια σιωπή που στον ελαφρώς
μεθυσμένο Στράικ φαινόταν να πήζει σαν το μέλι, παρηγορητική και
γλυκιά, αλλά και κάπως επικίνδυνη, αν αφηνόσουν να βυθιστείς
υπερβολικά σε αυτή. Κατακλυσμένος από ουίσκι, μεταμέλεια κι ένα
έντονο συναίσθημα, το οποίο σε κάθε περίπτωση προτιμούσε να μην
αναλύει, αισθανόταν την ανάγκη να κάνει κάποιου είδους δήλωση
σχετικά με την καλοσύνη και τη διακριτικότητα της Ρόμπιν, όμως όλες οι
λέξεις που του έρχονταν στο μυαλό τού φαίνονταν άτσαλες κι
ακατάλληλες: αυτό που ήθελε ήταν να εκφράσει κάποια στοιχεία της
αλήθειας, όμως η αλήθεια ήταν επικίνδυνη.
Πώς θα μπορούσε να πει, για παράδειγμα, κοίτα, απ’ όταν έβγαλες για
πρώτη φορά το παλτό σου σε αυτό το γραφείο, πασχίζω να μη σε
γουστάρω. Πασχίζω να μη δίνω ονόματα στα πράγματα που αισθάνομαι
για σένα, γιατί ήδη ξέρω πως είναι πάρα πολύ μεγάλα, κι εγώ θέλω να
ησυχάσω απ’ όλο αυτό το χάος που φέρνει ο έρωτας στο πέρασμά του.
Θέλω να είμαι μόνος, ανεξάρτητος κι ελεύθερος.
Όμως δε θέλω να είσαι με κανέναν άλλον. Δε θέλω να βρεθεί κάποιος
άλλος μούλος που θα σε πείσει να δοκιμάσεις τον γάμο για δεύτερη φορά.
Μου αρέσει να ξέρω πως υπάρχει η πιθανότητα για εμάς, ίσως…
Μόνο που το πράγμα θα στραβώσει, εννοείται, γιατί πάντα στραβώνει,
αφού αν ήμουν άνθρωπος φτιαγμένος για μόνιμες καταστάσεις, θα ήμουν
ήδη παντρεμένος. Κι όταν στραβώσει, θα σε χάσω οριστικά κι αυτό το
πράγμα που έχουμε χτίσει μαζί, που είναι κυριολεκτικά το μοναδικό καλό
κομμάτι της ζωής μου, η κλίση μου, η περηφάνια μου, το σπουδαιότερο
επίτευγμά μου, θα γαμηθεί οριστικά, γιατί δεν πρόκειται να βρω άλλον
άνθρωπο που να απολαμβάνω να συνεργάζομαι, έτσι όπως απολαμβάνω
να συνεργάζομαι μαζί σου, κι ύστερα τα πάντα θα καταλήξουν
σημαδεμένα από την ανάμνησή σου.
Μακάρι να γινόταν να τρυπώσει η Ρόμπιν στο μυαλό του και να δει τι
υπήρχε εκεί, σκέφτηκε ο Στράικ, τότε θα έβλεπε πως καταλάμβανε μια
μοναδική θέση στις σκέψεις και στα αισθήματά του. Αισθανόταν πως της
χρωστούσε αυτές τις πληροφορίες, όμως φοβόταν πως αν το έλεγε,
υπήρχε κίνδυνος να στραφεί αυτή η κουβέντα σε πράγματα από τα οποία
θα ήταν δύσκολο να υποχωρήσει.
Όμως καθώς τα δευτερόλεπτα κυλούσαν, έτσι όπως καθόταν εκεί,
έχοντας πλέον πάνω από μισό μπουκάλι σκέτου ουίσκι μέσα του, μια
διαφορετική διάθεση άρχισε να σαλεύει μέσα του, καθώς αναρωτιόταν
για πρώτη φορά κατά πόσο εκείνη η πεισματική μοναξιά ήταν αυτό που
πραγματικά επιθυμούσε από εδώ και πέρα, για πάντα.
Η Τζόαν θεωρεί πως τελικά θα καταλήξεις με τη συνεργάτιδά σου. Εκείνη
την κοπελιά, τη Ρόμπιν.
Όλα ή τίποτε. Ποτέ δεν ξέρεις. Μόνο που το διακύβευμα, αν
επιχειρούσε την όποια κίνηση, θα ήταν το υψηλότερο σε όλη του τη ζωή·
με διαφορά υψηλότερο απ’ όταν πλησίασε παραπατώντας σε ένα
φοιτητικό πάρτι για να πιάσει κουβέντα στη Σάρλοτ Κάμπελ, αφού, όση
αγωνία κι αν υπέμεινε για χάρη της στην πορεία, όταν το επιχειρούσε, δε
διακινδύνευε τίποτε περισσότερο από την ασήμαντη ταπείνωση μιας
χυλόπιτας και μια ωραία ιστορία για να διηγείται αργότερα.
Η Ρόμπιν, εν τω μεταξύ, που είχε φάει όσο περισσότερο κάρι άντεχε το
στομάχι της, το είχε πάρει πλέον απόφαση πως δε θα άκουγε τι
αισθανόταν ο Στράικ για τη Σάρλοτ. Κατέληξε στο ότι μάλλον ήταν
μάταιη η ελπίδα της ούτως ή άλλως, όμως αφορούσε κάτι που ήθελε
πραγματικά να ξέρει. Το σκέτο ουίσκι που είχε πιει, είχε προσδώσει στη
βραδιά μια ελαφριά θολούρα, σαν την αχλή της βροχής, κι αισθανόταν
κάπως μελαγχολική. Ήξερε πως αν δεν είχε μπει το αλκοόλ στη μέση,
ίσως να αισθανόταν απλώς στεναχωρημένη.
«Να υποθέσω», είπε ο Στράικ, με τη μοιρολατρική τόλμη ενός
ισορροπιστή στο τσίρκο που ριχνόταν στο φως των προβολέων, ενώ από
κάτω του απλωνόταν μονάχα το κενό, «πως η Ίλσα προσπαθεί να το
παίξει προξενήτρα και σ’ εσένα;»
Όπως καθόταν παραδίπλα, στη σκιά, η Ρόμπιν βίωσε κάτι σαν
ηλεκτρικό σοκ, που διέτρεξε το σώμα της. Το να αφήσει ο Στράικ ακόμη
κι έναν τέτοιο υπαινιγμό, πως κάποιο τρίτο άτομο αναλογιζόταν το
ενδεχόμενο οι δυο τους να αναπτύξουν ρομαντική σχέση, ήταν κάτι το
ανήκουστο. Άλλωστε, κι οι δυο τους δε συμπεριφέρονταν πάντοτε σαν το
ενδεχόμενο αυτό να ήταν το απολύτως τελευταίο πράγμα που θα
μπορούσε να τους απασχολήσει; Δεν καμώνονταν πεισματικά πως
ορισμένες επικίνδυνες στιγμές δεν είχαν συμβεί ποτέ, όπως για
παράδειγμα όταν είχε βάλει εκείνο το πράσινο φόρεμα για να του κάνει το
μοντέλο, όταν τον είχε αγκαλιάσει ενώ φορούσε το νυφικό της, και τότε
αισθάνθηκε σαν να περνούσε από το μυαλό του η ιδέα να το σκάσουν
μαζί, όπως κι από το δικό της;
«Ναι», είπε, τελικά. «Είναι μια κατάσταση που με προβλημάτιζε…
δηλαδή, μου προκαλούσε αμηχανία, γιατί εγώ δεν…»
«Εννοείται», έσπευσε να πει ο Στράικ, «ποτέ δε φαντάστηκα πως εσύ
θα…»
Η Ρόμπιν περίμενε να ακούσει τη συνέχεια, έχοντας ξαφνικά την
ξεκάθαρη αίσθηση, όπως ποτέ άλλοτε, πως ακριβώς από πάνω τους
υπήρχε ένα κρεβάτι, σε απόσταση σκάρτων δύο λεπτών από εκεί όπου
κάθονταν τώρα. Και όπως ο Στράικ, σκέφτηκε: Όλα όσα έχω παλέψει να
δημιουργήσω, όσα έχω θυσιάσει, θα κινδυνέψουν, αν οδηγήσω τη
συζήτηση αυτή σε λάθος κατεύθυνση. Η σχέση μας θα σημαδευτεί
οριστικά από την αμηχανία και την ντροπή.
Όμως, ακόμη χειρότερα, με διαφορά: η Ρόμπιν φοβόταν πως θα
προδιδόταν. Τα αισθήματα που αρνιόταν να ομολογήσει στον Μάθιου,
στη μητέρα της, στην Ίλσα, ακόμη και στον ίδιο της τον εαυτό, έπρεπε να
παραμείνουν κρυμμένα.
«Τέλος πάντων, λυπάμαι», είπε ο Στράικ.
Αυτό πάλι τι σήμαινε, αναρωτήθηκε η Ρόμπιν, ενώ η καρδιά της
χτυπούσε πολύ δυνατά: ήπιε μια ακόμη γερή γουλιά ουίσκι, προτού πει:
«Λυπάσαι, για ποιο πράγμα; Εσύ δεν…»
«Να, δική μου φίλη είναι».
«Είναι και δική μου πλέον», είπε η Ρόμπιν. «Απλώς δεν… νομίζω πως
μπορεί να συγκρατηθεί. Βλέπει δυο φίλους των αντίθετων φύλων να τα
πηγαίνουν καλά…»
«Ναι», είπε ο Στράικ, ενώ οι κεραίες του είχαν τεντωθεί για τα καλά:
αυτό ήταν οι δυο τους μόνο; Δυο φίλοι αντίθετων φύλων; Καθώς δεν
ήθελε να προσπεράσουν το ζήτημα των αντρών και των γυναικών, είπε:
«Δε μου είπες τελικά πώς πήγε η διαμεσολάβηση. Πώς και
συμβιβάστηκε, ενώ τόσο καιρό έσερνε τα πόδια του;»
«Η Σάρα είναι έγκυος. Θέλουν να παντρευτούν, πριν γεννήσει… ή,
επειδή την ξέρω τι τύπος είναι, προτού φουσκώσει τόσο που δε θα χωράει
σε κάποιο σινιέ νυφικό».
«Σκατά», μουρμούρισε ο Στράικ, ενώ αναρωτιόταν πόσο ταραγμένη να
ήταν η Ρόμπιν. Δεν μπορούσε να διαβάσει τον τόνο της φωνής της, ούτε
να τη δει καθαρά: το γραφείο ήταν πλέον για τα καλά καλυμμένο από
σκιές, όμως δεν ήθελε να ανάψει τα φώτα. «Κι αυτός… θέλω να πω,
περίμενες μια τέτοια εξέλιξη;»
«Και να μην την περίμενα, μάλλον έπρεπε να την περιμένω», είπε η
Ρόμπιν με ένα χαμόγελο που ο Στράικ δεν μπορούσε να δει, το οποίο
όμως πόνεσε το μελανιασμένο της πρόσωπο. «Το πιθανότερο είναι πως
είχε αρχίσει να εκνευρίζεται κι εκείνη με τον τρόπο που καθυστερούσε ο
Μάθιου το διαζύγιό μας. Το διάστημα που ετοιμαζόταν να τερματίσει τη
σχέση τους, εκείνη άφησε ένα σκουλαρίκι της στο κρεβάτι μας, για να το
βρω εγώ. Πολύ πιθανό να είχε αρχίσει να ανησυχεί πως δε θα της έκανε
πρόταση γάμου, οπότε ξέχασε να πάρει το χάπι. Αυτός άλλωστε είναι ο
μόνος τρόπος που έχουν οι γυναίκες για να ελέγξουν τους άντρες,
σωστά;» είπε λησμονώντας για μια στιγμή τη Σάρλοτ και το μωρό που
ισχυρίστηκε πως είχε χάσει. «Έχω την υποψία πως του είπε ότι ήταν
έγκυος όταν ανέβαλε για πρώτη φορά τη διαμεσολάβηση. Ο Μάθιου είπε
πως προέκυψε τυχαία… ίσως και να μην ήθελε να γίνει πατέρας, όταν του
το πρωτοείπε…»
«Εσύ θέλεις να κάνεις παιδιά;» ρώτησε ο Στράικ τη Ρόμπιν.
«Παλιά έτσι έλεγα», είπε η Ρόμπιν μετρώντας τα λόγια της. «Τον καιρό
που νόμιζα πως ο Μάθιου κι εγώ θα ήμαστε… καταλαβαίνεις. Για πάντα
μαζί».
Καθώς το έλεγε, αναμνήσεις από εκείνες τις παλιές εικόνες αναδύθηκαν
στον νου της: μια οικογένεια που δεν υπήρξε ποτέ, η οποία όμως κάποτε
φάνταζε στο μυαλό της ολοζώντανη. Το βράδυ που της είχε κάνει
πρόταση γάμου ο Μάθιου, είχε σχηματίσει με τον νου της μια ξεκάθαρη
εικόνα των δυο τους με τρία παιδιά (ένας συμβιβασμός ανάμεσα στη δική
του οικογένεια, όπου τα παιδιά ήταν δύο, και στη δική της, που ήταν
τέσσερα). Τα είχε δει όλα αυτά ολοκάθαρα: τον Μάθιου να ενθαρρύνει
έναν γιο που μάθαινε να παίζει ράγκμπι, ακολουθώντας τα βήματα του
πατέρα του· τον Μάθιου να παρακολουθήσει την κορούλα του πάνω στη
σκηνή, να υποδύεται την Παναγία στη χριστουγεννιάτικη σχολική
παράσταση. Συνειδητοποιούσε τώρα πόσο απόλυτα συμβατικές ήταν οι
εικόνες που είχε πλάσει με τη φαντασία της, τον βαθμό στον οποίο οι
προσδοκίες του Μάθιου είχαν γίνει δικές της.
Έτσι όπως καθόταν εδώ στο σκοτάδι με τον Στράικ, η Ρόμπιν
αναλογίστηκε πως ο Μάθιου θα αποδεικνυόταν πράγματι ένας πολύ
καλός πατέρας, για το είδος του παιδιού που θα προσδοκούσε: με άλλα
λόγια, ένα αγοράκι που ήθελε να παίζει ράγκμπι ή ένα κοριτσάκι που
ήθελε να γίνει μπαλαρίνα. Θα είχε τις φωτογραφίες τους στο πορτοφόλι
του, θα συμμετείχε ενεργά στους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, θα
τα αγκάλιαζε όποτε το χρειάζονταν, θα νοιαζόταν για τη μελέτη τους στο
σπίτι. Δεν ήταν άνθρωπος δίχως καλοσύνη: αισθανόταν τύψεις, όταν
έκανε λάθος. Απλώς το θέμα ήταν πως αυτό που θεωρούσε ο Μάθιου
σωστό καθοριζόταν σε τέτοιο βαθμό από το τι έκαναν οι άλλοι, τι
θεωρούσε η κοινωνία αποδεκτό και επιθυμητό.
«Τώρα πια όμως δεν είμαι σίγουρη», είπε η Ρόμπιν ύστερα από μια
σύντομη παύση. «Δεν μπορώ να με φανταστώ να αποκτώ παιδιά, ενώ
κάνω αυτή τη δουλειά. Νομίζω πως θα διχαζόμουν… και δε θέλω να
διχαστώ ποτέ ξανά. Ο Μάθιου συνεχώς επιχειρούσε να με απομακρύνει
με τις τύψεις από αυτή την καριέρα: δεν έβγαζα αρκετά λεφτά, δούλευα
ατελείωτες ώρες, έπαιρνα πολύ μεγάλα ρίσκα… εγώ όμως τη λατρεύω»,
είπε η Ρόμπιν με μια υποψία έντασης, «και δε θέλω πια να απολογούμαι
γι’ αυτό…
»Εσύ πώς το βλέπεις;» ρώτησε τον Στράικ. «Θέλεις να κάνεις παιδιά;»
«Όχι», είπε ο Στράικ.
Η Ρόμπιν γέλασε.
«Ποιο είναι το αστείο;»
«Εγώ κάθομαι και σου αναλύω τους προβληματισμούς μου πάνω σε
αυτό το θέμα, κι εσύ απαντάς με ένα ξερό: όχι».
«Κανονικά, δε θα έπρεπε να βρίσκομαι καν εδώ, έτσι δεν είναι;» είπε ο
Στράικ μέσα από τα σκοτάδια. «Ένα ατύχημα είμαι. Για κάποιο λόγο, δεν
αισθάνομαι την ανάγκη να διαιωνίσω αυτό το λάθος».
Ακολούθησε μια παύση, και τελικά η Ρόμπιν του είπε με τραχύτητα:
«Στράικ, αυτό που λες είναι φοβερά εγωιστικό».
«Γιατί;» είπε ο Στράικ, που γέλασε αιφνιδιασμένος. Όταν είχε πει το
ίδιο ακριβώς πράγμα στη Σάρλοτ, όχι μόνο τον είχε καταλάβει, αλλά είχε
συμφωνήσει μαζί του. Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας της, η μεθυσμένη
μητέρα της είχε αποκαλύψει στη Σάρλοτ πως είχε σκεφτεί να κάνει
έκτρωση.
«Επειδή… για όνομα του Θεού, δε γίνεται να επιτρέψεις σε ολόκληρη
τη ζωή σου να χρωματίζεται από τις συνθήκες της σύλληψής σου! Αν όλοι
οι άνθρωποι που γεννήθηκαν εκτός προγράμματος έπαυαν να κάνουν
παιδιά…»
«Τότε θα ήμαστε όλοι καλύτερα, έτσι δεν είναι;» είπε με πεποίθηση ο
Στράικ. «Ήδη υπάρχει πρόβλημα με τον υπερπληθυσμό. Κι άλλωστε,
κανένα από τα παιδιά που ξέρω δε μου προκαλεί κάποιο ιδιαίτερο
σκίρτημα να αποκτήσω δικά μου».
«Τον Τζακ τον συμπαθείς».
«Αυτό είναι αλήθεια, όμως μιλάμε για ένα παιδί στα ένας Θεός ξέρει
πόσα. Τα παιδιά του Ντέιβ Πόλγουορθ, για παράδειγμα… ξέρεις ποιος
είναι ο Πόλγουορθ;»
«Ο καλύτερός σου φίλος», είπε η Ρόμπιν.
«Ο παλιότερος φίλος μου είναι», τη διόρθωσε ο Στράικ. «Ο καλύτερος
φίλος μου…»
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αναρωτήθηκε αν θα αποτολμούσε
να το πει, όμως το ουίσκι είχε χαλαρώσει τις άμυνες που ύψωνε συνήθως
γύρω του: και γιατί να μην το πει, γιατί να μην παραδεχτεί την αλήθεια;
«…είσαι εσύ».
Τέτοια ήταν η κατάπληξη της Ρόμπιν, ώστε δεν κατάφερε να αρθρώσει
λέξη. Ούτε μία φορά, εδώ και τέσσερα χρόνια, δεν είχε πλησιάσει ο
Στράικ στο να της πει τι ήταν εκείνη για τον ίδιο. Η όποια συμπάθεια
συμπεραινόταν έμμεσα, από σκόρπια σχόλια, μικρές πράξεις καλοσύνης,
αμήχανες σιωπές ή χειρονομίες που προέκυπταν σχεδόν με το ζόρι, υπό
συνθήκες στρες. Μονάχα μία φορά είχε αισθανθεί στο παρελθόν η Ρόμπιν
έτσι όπως αισθανόταν τώρα, και το απρόσμενο δώρο που είχε προκαλέσει
εκείνο το συναίσθημα ήταν ένα δαχτυλίδι με ζαφείρια και διαμάντια που
είχε αφήσει πίσω της, μαζί με τον άντρα που της το είχε προσφέρει.
Ήθελε να ανταποδώσει με κάποιον τρόπο, όμως για μερικές στιγμές
ακόμη αισθανόταν το λαρύγγι της απρόθυμο να συνεργαστεί.
«Εγώ… δηλαδή, είναι αμοιβαίο», είπε προσπαθώντας να μην ακουστεί
υπερβολικά χαρούμενη.
Καθισμένος στον καναπέ, ο Στράικ αντιλήφθηκε αμυδρά πως κάποιος
βρισκόταν στη μεταλλική σκάλα, στον κάτω όροφο. Κάποιες φορές ο
γραφίστας στο γραφείο από κάτω εργαζόταν μέχρι αργά. Κατά κύριο λόγο
όμως, ο Στράικ απολάμβανε τη χαρά που αισθάνθηκε ακούγοντας τη
Ρόμπιν να ανταποδίδει την εξομολόγησή του.
Και τώρα, ποτισμένος για τα καλά με ουίσκι, θυμήθηκε τότε που την
αγκάλιασε στη σκάλα, την ημέρα του γάμου της. Αυτό που ζούσαν τώρα
ήταν ό,τι κοντινότερο σ’ εκείνη τη στιγμή εδώ και κοντά δύο χρόνια, κι η
ατμόσφαιρα έμοιαζε να βαραίνει από λόγια ανείπωτα οπότε, για δεύτερη
φορά απόψε, αισθάνθηκε σαν να στεκόταν σε μια μικρή πλατφόρμα,
έτοιμος να ριχτεί στο άγνωστο. Καλά είσαι εδώ, μην το ζορίσεις άλλο, είπε
ο γκρινιάρης εαυτός του, που λαχταρούσε τη μοναξιά της σοφίτας, την
ελευθερία, την ηρεμία. Τώρα είναι η ευκαιρία, μουρμούρισε ο διαβολάκος
που είχε αμολήσει το ουίσκι, οπότε όπως η Ρόμπιν, ο Στράικ
συνειδητοποιούσε πως βρίσκονταν σε απόσταση λίγων μέτρων από ένα
διπλό κρεβάτι.
Βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο μπροστά στη γυάλινη εξώπορτα
του γραφείου. Πριν προλάβει είτε ο Στράικ είτε η Ρόμπιν να αντιδράσει, η
πόρτα είχε ανοίξει.
«Τι έγινε, κόπηκε το ρεύμα;» απόρησε ο Μπάρκλεϊ ανεβάζοντας τον
διακόπτη. Έπειτα από μια στιγμή, στη διάρκεια της οποίας βρέθηκαν κι οι
τρεις να κοιτάζονται ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα σαστισμένοι, ο
Μπάρκλεϊ είπε:
«Μιλάμε είσαι ιδιοφυΐα, Ρόμπιν… ρε γαμώτο, τι έπαθε η φάτσα σου;»
59
Η πολεμοχαρής Βρετανίδα…
…τέτοιο απότομο καλωσόρισμα επιφύλαξε
στον δήθεν Εραστή της, τον φορτωμένο επισκέπτη της,
που σύντομα αναγκάστηκε τη σέλα του ν’ αφήσει
και ν’ αποχωριστεί αυτή τη νέα αγάπη:
έπειτα κατάλαβε καλά κι αυτός το λάθος.
Κι αφού έγινε αυτό, εκείνη έφυγε, δίχως να πει κουβέντα,
και απέμεινε αυτός, θλιμμένος, μοναχός του,
έχοντας πάρει μάθημα καλό, τον νου του να ’χει,
με ποιες τολμάει να μπλέξει.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Όπως πετάριζε τα βλέφαρά της στο δυνατό φως, η Ρόμπιν άπλωσε το χέρι
να πιάσει ξανά την παγοκύστη.
«Ο Στράικ με χτύπησε. Κατά λάθος».
«Διάολε», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Ούτε και θέλω να ξέρω τι μπορεί να κάνει
επίτηδες. Πώς έγινε δηλαδή;»
«Το πρόσωπό μου μπήκε στον δρόμο του αγκώνα του», είπε η Ρόμπιν.
«Χμ», έκανε ο Μπάρκλεϊ κοιτάζοντας πεινασμένα τις σχεδόν άδειες
συσκευασίες του κάρι, «κι αυτό εδώ τι ήταν; Αποζημίωση;»
«Ακριβώς», είπε η Ρόμπιν.
«Και σαν να λέμε, γι’ αυτό κανείς σας δεν απάνταγε στα κινητά εδώ και
τρεις ώρες;»
«Σκατά, συγγνώμη, Σαμ», είπε η Ρόμπιν βγάζοντας το κινητό της και
κοιτάζοντας την οθόνη. Είχε δεκαπέντε αναπάντητες κλήσεις από τον
Μπάρκλεϊ, από τη στιγμή που το γύρισε στο αθόρυβο, για να αποφύγει το
τηλεφώνημα της μητέρας της στο Αμέρικαν Μπαρ. Με ικανοποίηση
διαπίστωσε πως είχε και δυο αναπάντητα μηνύματα από τον Μόρις, το
ένα από τα οποία πρέπει να είχε και κάποια συνημμένη φωτογραφία.
«Αξιέπαινη η ευσυνειδησία σου να περάσεις από εδώ», σχολίασε ο
ελαφρώς μεθυσμένος Στράικ. Δεν ήταν σίγουρος αν αισθανόταν
περισσότερο χαρούμενος ή εκνευρισμένος που ο Μπάρκλεϊ τους είχε
διακόψει, όμως στο ζύγι είχε την αίσθηση πως κυριαρχούσε ο
εκνευρισμός.
«Η σύζυγος είναι στη μάνα της με τα κούτσικα απόψε», είπε ο
Μπάρκλεϊ. «Οπότε, είπα να περάσω από εδώ, να φέρω τα καλά μαντάτα».
Τσίμπησε μια πίτα και κάθισε στο μπράτσο του καναπέ, απέναντι από
τον Στράικ.
«Το λοιπόν, έμαθα τι κάνει το αφεντικό του Μούτρου στο Στόουκ
Νιούινγκτον. Χάρη στη Ρόμπιν. Να το πάρει το ποτάμι;»
«Τι πράγμα;» απόρησε ο Στράικ κοιτάζοντας εναλλάξ τον Μπάρκλεϊ και
τη Ρόμπιν. «Πότε…;»
«Νωρίτερα», είπε η Ρόμπιν, «πριν συναντηθούμε».
«Πήγα και χτύπησα το κουδούνι», είπε ο Μπάρκλεϊ, «τάχα μου
συστημένος από το αφεντικό του Μούτρου και ρώτησα αν θα μπορούσε
να με εξυπηρετήσει. Η δικιά μας δεν το έχαψε. Χρειάστηκε να βάλω το
πόδι στην πόρτα, για να μη μου τη βροντήξει στα μούτρα. Εκεί μου λέει
κι αυτή πως το αφεντικό του Μούτρου της είχε πει πως κάποιος
Σκοτσέζος τον είχε πείσει τις προάλλες να μην πηδήξει από τη Γέφυρα
του Πύργου.
»Οπότε, αποφασίζω κι εγώ πως δε με παίρνει άλλο το παραμύθι», είπε ο
Μπάρκλεϊ. «Παραδέχτηκα πως εγώ ήμουν εκείνος ο τύπος. Της λέω πως
είμαι φίλος. Ξέρουμε τι κάνετε εδώ μέσα. Κι αν σε νοιάζει για τον πελάτη
σου, θα κάτσεις να μου μιλήσεις.
»Τότε με άφησε να περάσω».
Ο Μπάρκλεϊ έφαγε μια μπουκιά πίτα.
«Να με συμπαθάτε, με έχει κόψει λόρδα. Τέλος πάντων, με πάει στο
πίσω δωμάτιο, κι εκεί τα είδα όλα».
«Ποια όλα, δηλαδή;»
«Έχει στήσει ένα πελώριο πάρκο για παιδιά, το σκάρωσε από κάποιο
είδος αφρού και κόντρα πλακέ», είπε ο Μπάρκλεϊ χαμογελώντας πλατιά.
«Έχει και μια τεράστια αλλαξιέρα. Στοίβες από πάνες ακράτειας.
Μωρουδιακό ταλκ».
Ο Στράικ είχε απομείνει άφωνος με αυτά που άκουγε. Η Ρόμπιν άρχισε
να γελάει, όμως γρήγορα σταμάτησε, γιατί πονούσε το πρόσωπό της.
«Ο κακομοίρης ο αφεντικός του Μούτρου γουστάρει να το παίζει μωρό.
Η δικιά μας έχει έναν ακόμη πελάτη μονάχα, εκείνο τον τύπο από το
γυμναστήριο. Όχι πως της χρειάζονται παραπάνω, γιατί το αφεντικό του
Μούτρου της τα σκάει χοντρά. Αυτή τους ντύνει. Τους αλλάζει πάνες.
Μέχρι και ταλκ ρίχνει στα κωλομέρια τους…»
«Πλάκα μου κάνεις», του είπε ο Στράικ. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια».
«Αλήθεια είναι», είπε η Ρόμπιν πιέζοντας την παγοκύστη πάνω στο
πρόσωπό της. «Ονομάζεται… μισό λεπτό…»
Εμφάνισε ξανά τον κατάλογο με τις διάφορες παραφιλίες στην οθόνη
του κινητού της.
«Αυτονηπιοφιλία. “Ο σεξουαλικός ερεθισμός που προκύπτει όταν το
άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σαν νήπιο”».
«Πώς κέρατο σκέφτηκες να…;»
«Παρατηρούσα τους ηλικιωμένους που τους έβγαζαν με τα καρότσια
από τον οίκο ευγηρίας», είπε η Ρόμπιν. «Ο Μόρις σχολίασε πως είχαν
καταλήξει μωρά παιδιά, κι ότι κάποιοι από αυτούς πιθανότατα φορούσαν
πάνες, οπότε απλώς μου έκανε… κλικ. Την είχα δει να αγοράζει ένα σωρό
συσκευασίες ταλκ και πιπίλες στο σούπερ μάρκετ, όμως δεν είχαμε δει
ούτε μια φορά κάποιο μικρό παιδί να μπαινοβγαίνει σ’ εκείνο το σπίτι.
Έπειτα ήταν κι εκείνο το σκηνικό με το χάιδεμα στο κεφάλι, λες και
κοτζάμ άντρες ήταν παιδάκια…»
Ο Στράικ θυμήθηκε τη φορά που ακολούθησε τον διευθυντή του
γυμναστηρίου μέχρι το σπίτι του, την παλάμη του άντρα που κάλυπτε το
κάτω μισό του προσώπου του όπως έφευγε από το σπίτι της Έλινορ Ντιν,
σαν να προεξείχε από το στόμα του κάτι που ήθελε να κρύψει.
«…συν οι παραδόσεις στο σπίτι, κούτες ολόκληρες, που περιείχαν κάτι
πολύ ελαφρύ», έλεγε εν τω μεταξύ η Ρόμπιν.
«Αυτές, λογικά, είναι οι πάνες ακράτειας», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Τέλος
πάντων… η δικιά μας δεν είναι κακός άνθρωπος. Μου έφτιαξε κι ένα
τσάι. Ξέρει για τον εκβιασμό, όμως εδώ είναι το περίεργο: κι αυτή, αλλά
και το αφεντικό του Μούτρου δεν πιστεύουν πως το Μούτρο ξέρει τι
πραγματικά γίνεται μέσα σ’ εκείνο το σπίτι».
«Πώς κι έτσι;»
«Κάποια στιγμή ξέφυγε του διευθυντή του γυμναστηρίου στο Μούτρο
πως ήξερε κάποιον μεγάλο και τρανό στην εταιρεία που δουλεύει το
Μούτρο. Το αφεντικό και ο τύπος από το γυμναστήριο καμιά φορά
μπαίνουν στο παρκάκι μαζί, βλέπετε. Λες κι είναι βρε… λες κι είναι
βρεφι…»
Ξαφνικά ο Μπάρκλεϊ λύθηκε στα γέλια, παρασύροντας και τον Στράικ.
Η Ρόμπιν πίεσε την παγοκύστη πάνω στο πρόσωπό της και έκανε το ίδιο.
Επί ένα ολόκληρο λεπτό οι τρεις τους γελούσαν ασυγκράτητα, καθώς
φαντάζονταν τους δύο άντρες να φοράνε πάνες και να κάθονται στο
υπερμεγέθες παιδικό πάρκο από κόντρα πλακέ.
«…λες κι είναι βρεφικός σταθμός», είπε ο Μπάρκλεϊ με φωνή
αλλοιωμένη από τα γέλια, όπως σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάτια του.
«Γάμησέ τα, βίτσια που ’χει ο κόσμος, ε; Τέλος πάντων, ο μπούφος στο
γυμναστήριο αμολάει την κοτσάνα και το Μούτρο που ξέρει πως ο
κοιλαράς ο αφεντικός του δεν έχει πατήσει το πόδι του σε γυμναστήριο,
άσε που μένει στην άλλη άκρη του Λονδίνου, αποφασίζει να το σκαλίσει
λιγάκι και παρατηρεί πως ο άλλος έχει αρχίζει και ζορίζεται. Έτσι, το
Μούτρο παρακολουθεί το αφεντικό του. Τον βλέπει να μπαινοβγαίνει στο
σπίτι της Έλινορ. Καταλήγει στο προφανές συμπέρασμα: η δικιά μας
είναι πόρνη.
»Μετά το Μούτρο μπαίνει στο γραφείο του αφεντικού του, κλείνει την
πόρτα, του λέει τη διεύθυνση της Έλινορ και πως ξέρει τι γίνεται εκεί
μέσα. Το αφεντικό έχει κλάσει μέντες, όμως δεν είναι κανένας βλάκας.
Υποψιάζεται πως το Μούτρο θεωρεί πως απλώς πάει εκεί για να πηδήξει,
όμως ανησυχεί μήπως το Μούτρο αποφασίσει να το ψάξει παραπάνω.
Βλέπετε, το αφεντικό εντόπισε την Έλινορ στο ίντερνετ, διαφήμιζε τις
υπηρεσίες της σε κάποια σκοτεινή γωνιά του διαδικτύου. Το αφεντικό
φοβάται πως αν πάει να το παίξει ανήξερος, το Μούτρο θα κοιτάξει να δει
τι πραγματικά κάνει η κυρία, κι έτσι και μάθει κανείς τι πραγματικά
γίνεται εκεί μέσα, το αφεντικό θα τραβήξει γραμμή πίσω στη Γέφυρα του
Πύργου.
»Το λοιπόν, η συνέχεια δεν έχει και τόση πλάκα», είπε ο Μπάρκλεϊ πιο
συγκρατημένα. «Ο τύπος στο γυμναστήριο είπε την αλήθεια στο αφεντικό
και στην Έλινορ πριν από κανένα δίμηνο, πως αμόλησε κοτσάνα στο
Μούτρο. Είναι κι αυτός έτοιμος να πηδήξει από κανένα παράθυρο, με τη
βλακεία που έκανε. Η Έλινορ έχει κατεβάσει ήδη τη διαφήμιση, όμως το
διαδίκτυο δεν ξεχνάει ποτέ, οπότε δεν ωφελεί σε κάτι αυτό…
»Και το χειρότερο, όπως λέει η Έλινορ, είναι πως το Μούτρο είναι
τσόγλανος από τους λίγους. Το αφεντικό τής έχει πει πολλά. Καταπώς
φαίνεται, το Μούτρο σνιφάρει κόκα στη δουλειά σαν να μην τρέχει μία,
κι απλώνει χέρι στη γραμματέα του, όμως το αφεντικό δεν μπορεί να
κάνει κάτι, γιατί φοβάται τα αντίποινα. Οπότε», είπε ο Μπάρκλεϊ, «τι
κάνουμε τώρα, ε; Να τους πούμε πως τα πανταλόνια του αφεντικού δεν
του κάθονταν καλά επειδή από κάτω φόραγε πάνα;»
Ο Στράικ δε χαμογέλασε. Η ποσότητα ουίσκι που είχε καταναλώσει δεν
τον βοηθούσε ιδιαίτερα να σκεφτεί καθαρά. Η Ρόμπιν ήταν εκείνη που
μίλησε πρώτη.
«Κοιτάξτε, μια λύση είναι να πούμε στο διοικητικό συμβούλιο τα
πάντα, έχοντας αποδεχτεί πως έτσι θα καταστραφούν ορισμένες ζωές… ή
μπορούμε να τους αφήσουμε να τερματίσουν το συμβόλαιό μας χωρίς να
τους πούμε τι πραγματικά συμβαίνει, οπότε αποδεχόμαστε πως το
Μούτρο θα συνεχίσει να εκβιάζει το αφεντικό του… ή αλλιώς…»
«Ναι», είπε ο Στράικ με βαριά φωνή, «εδώ είναι το ζόρι, σωστά; Πώς θα
βρεθεί η τρίτη λύση, εκείνη όπου το Μούτρο παίρνει αυτό που του αξίζει
και το αφεντικό του δεν καταλήγει στον Τάμεση;»
«Αν κατάλαβα σωστά», είπε η Ρόμπιν στον Μπάρκλεϊ, «η Έλινορ θα
επιβεβαίωνε το αφεντικό, αν ισχυριζόταν πως είχαν απλώς μια
εξωσυζυγική σχέση. Βέβαια, αυτό μάλλον δε θα χαροποιήσει ιδιαίτερα τη
γυναίκα του αφεντικού».
«Ναι, η Έλινορ θα του κάνει πλάτες», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Συμφέρει και
την ίδια».
«Πολύ θα ήθελα να στριμώξω το Μούτρο», είπε ο Στράικ. «Θα
χαίρονταν και οι πελάτες μας, αν τους βοηθούσαμε να απαλλαγούν από
το Μούτρο χωρίς να γίνει το όνομα της εταιρείας βούκινο στις
εφημερίδες… πράγμα που σίγουρα θα συμβεί, έτσι και μαθευτεί πως ο
διευθύνων σύμβουλος γουστάρει να του βάζουν πούδρα στον ποπό…
»Κι αφού η γραμματέας του Μούτρου δέχεται στενό μαρκάρισμα», είπε
ο Στράικ, «και τον βλέπει να σνιφάρει κόκα στη δουλειά, γιατί δεν κάνει
μια καταγγελία;»
«Από φόβο πως δε θα την πιστέψουν;» υπέθεσε η Ρόμπιν. «Από φόβο
πως θα χάσει τη δουλειά της;»
«Μήπως θα μπορούσες», είπε ο Στράικ στη Ρόμπιν, «να μου βρεις τον
Μόρις στο τηλέφωνο; Λογικά θα έχει ακόμη τα στοιχεία επικοινωνίας της
κοπέλας. Μπάρκλεϊ, πού ’σαι», συμπλήρωσε ο Στράικ, καθώς κατάφερνε
να σηκωθεί από τον καναπέ με την τρίτη προσπάθεια και κατευθυνόταν
στο μέσα γραφείο, «έλα λίγο που σε θέλω, θα χρειαστεί να αλλάξουμε τις
βάρδιες της επόμενης εβδομάδας. Δε γίνεται να παρακολουθεί κόσμο η
Ρόμπιν με τα μάτια βουλωμένα, λες και έπαιξε μπουνιές με τον Τάισον
Φιούρι».
Οι δύο άντρες πέρασαν στο γραφείο του Στράικ. Η Ρόμπιν παρέμεινε
καθισμένη στο γραφείο της Πατ για λίγο, καθώς αναλογιζόταν όχι αυτά
που τους είχε μόλις πει ο Μπάρκλεϊ, αλλά τις στιγμές πριν από την άφιξή
του, όταν ο Στράικ καθόταν στο μισοσκόταδο. Η ανάμνηση του Στράικ να
της λέει πως αυτή ήταν η καλύτερή του φίλη έκανε την καρδιά της να
αισθάνεται απέραντα ξαλαφρωμένη, λες και κάτι που δεν είχε καν
συνειδητοποιήσει ως τότε πως τη βάραινε, να είχε απομακρυνθεί
οριστικά.
Αφού πέρασε μερικές στιγμές απολαμβάνοντας αυτό το συναίσθημα,
έπιασε το κινητό της και άνοιξε τα μηνύματα που της είχε στείλει
νωρίτερα ο Μόρις. Το πρώτο, με τη συνημμένη φωτογραφία, έγραφε
«απίθανo». Η φωτογραφία ήταν ένα κείμενο που έγραφε: «Κλάπηκε
φορτίο Viagra. Οι Αρχές κάνουν λόγο για σκληρούς εγκληματίες». Το
επόμενο μήνυμα έγραφε: «Δεν το βρήκες αστείο;»
«Όχι», μουρμούρισε η Ρόμπιν. «Καθόλου αστείο».
Σηκώθηκε όρθια, σχημάτισε το νούμερο του Μόρις κι άρχισε να
μαζεύει το κάρι με το ένα χέρι, ενώ κρατούσε το κινητό πάνω στο αυτί
της.
«Καλησπέρα», είπε ο Μόρις ύστερα από δυο-τρία χτυπήματα.
«Βρίσκεσαι στα ίχνη κάποιου σκληρού εγκληματία;»
«Οδηγείς;» ρώτησε η Ρόμπιν προσπερνώντας την κρυάδα.
«Περπατάω. Πριν από λίγο κλείδωσαν τους γέρους στο κτίριο γι’
απόψε. Κοντά στο γραφείο είμαι, πηγαίνω να σκαντζάρω τον Χάτσινς.
Έξω από το Ivy είναι στημένος, παρακολουθεί τον γκόμενο της
δεσποινίδας Τζόουνς».
«Εντάξει, θα χρειαστούμε τα τηλέφωνα της γραμματέας του Μούτρου»,
είπε η Ρόμπιν.
«Τι πράγμα; Γιατί;»
«Ανακαλύψαμε πώς εκβιάζει το αφεντικό του, όμως», είπε και
κόμπιασε, καθώς φανταζόταν τα αστεία σε βάρος του αφεντικού που θα
αναγκαζόταν να ακούσει, έτσι κι έλεγε στον Μόρις τι είδους υπηρεσίες
τού παρείχε η Έλινορ Ντιν, «δεν κάνει κάτι παράνομο, ούτε βλάπτει
κανέναν. Θέλουμε να μιλήσουμε ξανά στη γραμματέα του Μούτρου,
οπότε θα χρειαστούμε τα τηλέφωνά της».
«Όχι, δε νομίζω πως θα ήταν σκόπιμο να της μιλήσουμε ξανά», είπε ο
Μόρις. «Δεν είναι καλή ιδέα».
«Γιατί;» ρώτησε η Ρόμπιν όπως πετούσε τα αλουμινένια σκεύη στο
καλάθι των αχρήστων, προσπαθώντας να μη συνοφρυώνεται, γιατί έτσι
πονούσε το χτυπημένο της πρόσωπο.
«Επειδή… έλα, ρε γαμώτο», είπε ο Μόρις, που συνήθως απέφευγε να
βρίζει όταν μιλούσε στη Ρόμπιν. «Εσύ ήσουν που φαγώθηκες να μην
ασχοληθούμε άλλο μαζί της».
Πίσω από τη Ρόμπιν, στο μέσα γραφείο, ο Μπάρκλεϊ γέλασε με κάτι
που είχε πει ο Στράικ. Για τρίτη φορά εκείνο το βράδυ η Ρόμπιν είχε ένα
πολύ άσχημο προαίσθημα.
«Σολ», είπε, «δε φαντάζομαι να εξακολουθείς να τη βλέπεις;»
Εκείνος δεν απάντησε αμέσως. Η Ρόμπιν μάζεψε τα πιάτα από το
γραφείο και τα πήγε στον νεροχύτη, ενώ περίμενε την απάντησή του.
«Όχι, εννοείται αυτό», είπε επιχειρώντας να γελάσει. «Απλώς νομίζω
πως δεν είναι καλή ιδέα. Εσύ ήσουν που έλεγες, πριν, πως η κοπελιά
διακινδύνευε πάρα πολλά…»
«Ναι, όμως δε θα της ζητούσαμε να τον παγιδεύσει, ούτε να τον
υποσκάψει, αυτή τη φορά…»
«Πρέπει να το σκεφτώ», είπε ο Μόρις.
Η Ρόμπιν άφησε και τα μαχαιροπίρουνα στον νεροχύτη.
«Σολ, δεν είναι κάτι που θα καθίσουμε να συζητήσουμε. Χρειαζόμαστε
τα στοιχεία της».
«Δεν ξέρω αν τα έχω φυλάξει», είπε ο Μόρις, κι η Ρόμπιν ήταν βέβαιη
πως της έλεγε ψέματα. «Πού βρίσκεται τώρα ο Στράικ;»
«Στην οδό Ντένμαρκ», είπε η Ρόμπιν. Καθώς δεν είχε καμία διάθεση για
ένα ακόμη γλοιώδες πείραγμα, επειδή η ίδια και ο Στράικ ήταν μαζί
τέτοια ώρα, απέφυγε συνειδητά να αναφέρει πως βρισκόταν και εκείνη
στο γραφείο.
«Καλά, θα του τηλεφωνήσω», είπε ο Μόρις και πριν προλάβει να πει
λέξη η Ρόμπιν, τερμάτισε την κλήση.
Το ουίσκι που είχε πιει η Ρόμπιν εξακολουθούσε να έχει μια ελαφρώς
αναισθητική επίδραση. Ήξερε πως αν ήταν απόλυτα νηφάλια, θα
αισθανόταν ακόμη πιο εκνευρισμένη με την επιμονή του Μόρις να μην
την αντιμετωπίζει ως συνεταίρο στο γραφείο, αλλά σαν γραμματέα του
Στράικ.
Άνοιξε τη βρύση στο στενάχωρο κουζινάκι κι άρχισε να πλένει τα πιάτα
και τα πιρούνια, και καθώς τα υπολείμματα του φαγητού χάνονταν στο
σιφόνι του νεροχύτη, οι σκέψεις της ξεστράτισαν και πάλι σ’ εκείνες τις
στιγμές πριν εμφανιστεί ο Μπάρκλεϊ, όταν καθόταν ακόμη με τον Στράικ
στο μισοσκόταδο.
Ένα αυτοκίνητο πέρασε απ’ έξω, στην οδό Τσάρινγκ Κρος, παίζοντας
στη διαπασών το τραγούδι της Ρίτα Όρα, «I Will Never Let You Down»,
οπότε σιγανά, μουρμουριστά, η Ρόμπιν τραγούδησε τους στίχους:
«Πες μου, μωρό μου, τι θα κάνουμε,
θα σε διευκολύνω, έχω πολλά να χάσω…»
H Ρόμπιν τοποθέτησε την τάπα στον νεροχύτη κι άρχισε να τον γεμίζει,
ενώ έριχνε υγρό απορρυπαντικό πάνω στα μαχαιροπίρουνα. Όπως
τραγουδούσε, το βλέμμα της έπεσε στην κλειστή βότκα που είχε φέρει ο
Στράικ και κανείς τους δεν είχε ακουμπήσει. Θυμήθηκε τον Όουκντεν
που έκλεψε εκείνη τη βότκα στο μπάρμπεκιου της Μάργκοτ…
«Κουράστηκες να με κοιτάς
και ξέχασες να περνάς καλά…»
…κι ισχυρίστηκε πως δεν είχε ρίξει αλκοόλ στον φρουτοχυμό. Κι όμως
η Γκλόρια είχε κάνει εμετό… Ακριβώς τη στιγμή που η Ρόμπιν
ετοιμαζόταν να πάρει ανάσα για να φωνάξει τον Στράικ και να του
περιγράψει την ιδέα που της είχε μόλις έρθει, δυο χέρια έκλεισαν γύρω
από τη μέση της.
Δύο φορές στη ζωή της Ρόμπιν, ένας άντρας τής είχε επιτεθεί από πίσω:
χωρίς να το σκεφτεί συνειδητά, κατέβασε με δύναμη το τακούνι της πάνω
στο πόδι του άντρα, τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω, βρίσκοντας με
δύναμη πάνω στο πρόσωπό του, άρπαξε ένα μαχαίρι από τον νεροχύτη
και έκανε μεμιάς μεταβολή, ενώ τα μπράτσα λύνονταν γύρω από τη μέση
της.
«ΓΑΜΩΤΟ!» βρυχήθηκε ο Μόρις.
Δεν τον είχε ακούσει να ανεβαίνει από τη σκάλα, καθώς το νερό έτρεχε
στον νεροχύτη και η ίδια τραγουδούσε. Ο Μόρις, εν τω μεταξύ, είχε
διπλωθεί στη μέση, με τις παλάμες κολλημένες πάνω στη μύτη του.
«ΓΑΜΩΤΟ!» βόγκηξε ξανά τραβώντας τις παλάμες από το πρόσωπό
του, οπότε αποδείχτηκε πως η μύτη του αιμορραγούσε. Έκανε κουτσό
προς τα πίσω, με την άκρη του τακουνιού της να έχει αποτυπωθεί πάνω
στο παπούτσι του, και σωριάστηκε στον καναπέ.
«Τι συμβαίνει;» είπε ο Στράικ βγαίνοντας γρήγορα από το μέσα γραφείο
και κοιτάζοντας απορημένος πρώτα τον Μόρις στον καναπέ, κι ύστερα τη
Ρόμπιν, που εξακολουθούσε να κρατάει το μαχαίρι. Εκείνη έκλεισε τη
βρύση, ενώ βαριανάσαινε.
«Με άρπαξε ξαφνικά», είπε, την ώρα που ο Μπάρκλεϊ έβγαινε από το
μέσα γραφείο, πίσω από τον Στράικ. «Δεν τον άκουσα να πλησιάζει».
«Ένα… γαμημένο… αστείο ήταν», είπε ο Μόρις παρατηρώντας τα
αίματα που είχαν πασαλείψει τις παλάμες του. «Να σε τρομάξω λιγάκι
ήθελα… για όνομα του Θεού, ρε γαμώτο…»
Όμως η αδρεναλίνη και το ουίσκι ξαφνικά έβγαλαν από τη Ρόμπιν έναν
τέτοιο θυμό, που όμοιό του δεν είχε αισθανθεί από το βράδυ που είχε
εγκαταλείψει τον Μάθιου. Ζαλισμένη, κινήθηκε προς το μέρος του
Μόρις.
«Θα σκεφτόσουν ποτέ να πλησιάσεις στις μύτες τον Στράικ και να τον
γραπώσεις από τη μέση; Μήπως πας ακροπατώντας στον Μπάρκλεϊ να
τον αγκαλιάσεις; Στέλνεις και σε αυτούς φωτογραφίες του πουλιού σου;»
Σιωπή.
«Καριόλα», είπε ο Μόρις, με τη ράχη της παλάμης του να πιέζει τα
ρουθούνια του. «Είχες υποσχεθεί πως δε θα…»
«Τι έκανε λέει;» είπε ο Στράικ.
«Μου έστειλε φωτογραφία του πουλιού του», απάντησε μεμιάς έξαλλη
η Ρόμπιν, όπως στρεφόταν και πάλι στον Μόρις, και είπε: «Δεν είμαι
κανένα κοριτσάκι δεκαέξι χρονών, που κοιτάζει να αποκτήσει κάποια
προϋπηρεσία και θα φοβηθεί να σου πει να μαζέψεις τα κουλά σου. Δε
θέλω να με ακουμπάς, εντάξει; Δε θέλω να με φιλάς…»
«Κάτσε, σου έστειλε…;» έκανε να πει ο Στράικ.
«Δε σου το είπα, γιατί ήσουν πολύ στρεσαρισμένος», εξήγησε η Ρόμπιν.
«Η Τζόαν ήταν στα τελευταία της, ανεβοκατέβαινες κάθε τόσο στην
Κορνουάλη, δε χρειαζόσουν κι άλλες σκοτούρες, όμως ως εδώ και μη
παρέκει. Αρνούμαι να συνεργαστώ άλλο με αυτό το άτομο. Θέλω να
φύγει».
«Για όνομα του Θεού», είπε ξανά ο Μόρις σκουπίζοντας τη μύτη του,
«ένα αστείο πήγα να κάνω…»
«Καλά ξεμπερδέματα, ψηλέ», είπε ο Μπάρκλεϊ, που στεκόταν με την
πλάτη στον τοίχο, τα μπράτσα σταυρωμένα, κι έμοιαζε να το διασκεδάζει.
«Δε γίνεται να με απολύσεις για μια…»
«Εξωτερικός συνεργάτης είσαι», είπε ο Στράικ. «Δεν πρόκειται να
ανανεώσουμε τη σύμβασή σου. Το συμφωνητικό εχεμύθειας παραμένει
σε ισχύ. Μισή κουβέντα να πεις για ό,τι έμαθες το διάστημα που
εργάστηκες εδώ και θα φροντίσω να μην ξαναβρείς δουλειά στην πιάτσα.
Τσακίσου φύγε αυτή τη στιγμή».
Με μάτι που γυάλιζε, ο Μόρις σηκώθηκε, ενώ εξακολουθούσε να
αιμορραγεί από το αριστερό ρουθούνι.
«Εντάξει. Αφού προτιμάς να κρατήσεις αυτή, που τη βλέπεις και σου
τρέχουν τα σάλια, εντάξει».
Ο Στράικ έκανε ένα βήμα προς το μέρος του· ο Μόρις σκόνταψε στον
καναπέ και κόντεψε να σωριαστεί κάτω όπως υποχωρούσε.
«Εντάξει», επανέλαβε.
Έκανε μεταβολή κι έφυγε από το γραφείο, βροντώντας τη γυάλινη
πόρτα πίσω του. Κι ενώ η πόρτα τρανταζόταν ακόμη και τα βήματα του
Μόρις αντηχούσαν στη μεταλλική σκάλα, ο Μπάρκλεϊ τραβήχτηκε από
τον τοίχο, πήρε το μαχαίρι που εξακολουθούσε να κρατά η Ρόμπιν στο
χέρι της και πήγε να το ρίξει στον νεροχύτη, μαζί με τα βρόμικα πιάτα.
«Ποτέ μου δεν τον χώνεψα τον παπάρα», είπε.
Ο Στράικ και η Ρόμπιν κοιτάχτηκαν, κι ύστερα εστίασαν στη φθαρμένη
μοκέτα, εκεί όπου εξακολουθούσαν να γυαλίζουν μερικές σταγόνες από
το αίμα του Μόρις.
«Ισοπαλία λοιπόν», είπε ο Στράικ χτυπώντας τις παλάμες του. «Τι λες, ο
πρώτος που θα καταφέρει να σπάσει τη μύτη του Μπάρκλεϊ κερδίζει;»
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
Έτσι πορεύτηκαν οι δώδεκα μήνες και βρήκε ο καθείς τη θέση του.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
60
Η Τύχη, αντίπαλος της περίφημης περιπέτειας,
σπάνια (είπε ο Γκιιόν) καταδέχεται την αρετή να στέρξει,
μα στον δρόμο της σκορπίζει αναποδιές και ατυχίες,
έτσι που η πορεία της σταματά και η προσπάθεια τελματώνει.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν ο Σαμ Μπάρκλεϊ δεν είχε ανοίξει


την πόρτα εκείνο το βράδυ και δεν είχε ανάψει το φως, ήταν ένα ερώτημα
το οποίο απασχολούσε και τους δύο συνεταίρους στο γραφείο ιδιωτικών
ερευνών στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, καθώς ο καθένας από την
πλευρά του ανέτρεχε νοερά σ’ εκείνο τον διάλογο, προσπαθώντας να
μαντέψει τι πραγματικά σκεφτόταν ο άλλος, αν είχαν ειπωθεί ή
φανερωθεί πράγματα τα οποία θα ήταν προτιμότερο να είχαν παραμείνει
κρυφά.
Νηφάλιος πλέον, ο Στράικ αισθανόταν πως έπρεπε να χαίρεται που δεν
είχε κάνει αυτό που τον παρακινούσε να κάνει το ουίσκι. Αν είχε
υποκύψει σ’ εκείνη την παρόρμηση που τρεφόταν από το αλκοόλ, τώρα
δεν αποκλείεται να μετάνιωνε πικρά και να μην είχε τρόπο να
αποκαταστήσει μια φιλία μοναδική στη ζωή του. Κι όμως, στον ελεύθερο
χρόνο του, αναρωτιόταν αν είχε καταλάβει η Ρόμπιν πόσο επικίνδυνα
κοντά είχε φτάσει στο να στρέψει τη συζήτηση σε θέματα που ως τότε
παρέμεναν περιφραγμένα με αγκαθωτό συρματόπλεγμα ή ότι,
δευτερόλεπτα προτού ανάψει τα φώτα ο Μπάρκλεϊ, ο Στράικ πάσχιζε να
θυμηθεί πότε είχε αλλάξει τελευταία φορά σεντόνια.
Η Ρόμπιν, εν τω μεταξύ, είχε ξυπνήσει το πρωί της Κυριακής με το
κεφάλι της να πονάει λες κι ήταν τσαλαπατημένο, με συντροφιά έναν
ελαφρύ πονοκέφαλο και ένα εύφλεκτο μείγμα ικανοποίησης και άγχους.
Ανέτρεξε σε όλα όσα είχε πει στον Στράικ, ελπίζοντας πως δεν της είχε
ξεφύγει κάτι που θα μαρτυρούσε εκείνα τα αισθήματα που συστηματικά
απέφευγε να ομολογήσει ακόμη και στον ίδιο της τον εαυτό. Η ανάμνηση
όταν της έλεγε πως ήταν η καλύτερή του φίλη τής προκαλούσε ένα
σκίρτημα ευτυχίας, κάθε φορά που επέστρεφε σε αυτήν, όμως καθώς η
μέρα προχωρούσε και οι μελανιές της χειροτέρευαν, κατέληξε να εύχεται
να είχε βρει το κουράγιο να τον ρωτήσει ευθέως τι αισθανόταν για τη
Σάρλοτ Κάμπελ.
Το τελευταίο διάστημα, η μορφή της Σάρλοτ γυρόφερνε επίμονα στη
σκέψη της Ρόμπιν, σαν ένα σκοτεινό πορτρέτο που ποτέ της δεν είχε
θελήσει να κρεμάσει. Η εικόνα αυτή είχε αποκτήσει σχήμα και μορφή στα
τέσσερα χρόνια που είχαν περάσει μαζί στο γραφείο της οδού Ντένμαρκ,
εξαιτίας του πλήθους των λεπτομερειών που της είχε μεταφέρει η Ίλσα,
αλλά και κάποιων σκόρπιων πραγμάτων που είχε διαβάσει στις
εφημερίδες. Χτες το βράδυ όμως εκείνη η εικόνα είχε επανέλθει
επιτακτικά και συγκεκριμένη: ένα ζοφερά ρομαντικό όραμα μιας χαμένης
κι ετοιμοθάνατης αγάπης, που ψιθύριζε τα στερνά της λόγια στο αυτί του
Στράικ, έτσι όπως κειτόταν ανάμεσα στα δέντρα.
Κι αυτή, όπως και να το έβλεπε κανείς, ήταν μια εξαιρετικά ισχυρή
εικόνα. Ο Στράικ μάλιστα είχε πει κάποτε στη Ρόμπιν, ενώ ήταν τύφλα
στο μεθύσι, πως η Σάρλοτ ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχε γνωρίσει
στη ζωή του και καθώς ισορροπούσε μεταξύ ζωής και θανάτου, εκείνη η
πανέμορφη γυναίκα είχε επιλέξει να επικοινωνήσει με τον Στράικ, να του
πει πως εξακολουθούσε να τον αγαπά. Τι θα μπορούσε να αντιτάξει η
ολότελα συνηθισμένη Ρόμπιν Έλακοτ, που να συγκρινόταν έστω και
ελάχιστα με ένα τέτοιο δραματικό αποκορύφωμα, μια τέτοια
συναισθηματική έξαρση; Έναν καλό προγραμματισμό στις βάρδιες,
τακτικά καταχωρισμένα τιμολόγια και κούπες με δυνατό τσάι; Το δίχως
άλλο εξαιτίας του πόνου που ένιωθε στο πρόσωπό της, η διάθεση της
Ρόμπιν παρέπαιε ανάμεσα σε φθίνουσα ευθυμία και σε μια τάση να
υπεραναλύει τα πάντα. Τελικά, κάθισε τον εαυτό της κάτω και του τα
έψαλε ένα χεράκι: ο Στράικ την είχε διαβεβαιώσει με τρόπο πρωτοφανή
για τα φιλικά του αισθήματα, κι εκείνη δε θα χρειαζόταν να ξαναδεί τον
Σολ Μόρις, οπότε, κανονικά, θα έπρεπε να έχει διπλό λόγο να αισθάνεται
κατενθουσιασμένη.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Πατ ήταν εκείνη που πήρε κατάκαρδα την
ξαφνική απομάκρυνση του Σολ Μόρις. Ο Στράικ την ενημέρωσε σχετικά
το πρωί της Δευτέρας, καθώς οι δυο τους παραλίγο να τρακάρουν στο
κατώφλι του κτιρίου όπου στεγαζόταν το γραφείο, ο Στράικ καθώς έφευγε
και η Πατ καθώς ερχόταν. Και οι δυο τους ετοιμάζονταν να πάρουν μια
δόση νικοτίνης, με την Πατ να έχει μόλις βγάλει από την τσάντα το
ηλεκτρονικό τσιγάρο που χρησιμοποιούσε εν ώρα εργασίας, ενώ ο Στράικ
κρατούσε ήδη το πακέτο απ’ όπου σπάνια κάπνιζε στο γραφείο.
«Καλημέρα», είπε ο Στράικ. «Σου άφησα ένα σημείωμα στο γραφείο
σου, είναι κάτι πραγματάκια που θέλω να κάνεις όση ώρα θα λείπω. Η
Ρόμπιν θα έρθει στις δέκα. Α, μην το ξεχάσω…»
Είχε προλάβει να κάνει μερικά βήματα, οπότε γύρισε προς τα πίσω.
«…θα μπορούσες να υπολογίσεις την αμοιβή του Μόρις μέχρι την
Παρασκευή και να τη μεταφέρεις άμεσα στον λογαριασμό του; Δεν
πρόκειται να επιστρέψει».
Δεν περίμενε να δει την αντίδρασή της, οπότε η Ρόμπιν ήταν εκείνη που
κλήθηκε να απορροφήσει τον κύριο όγκο της δυσαρέσκειας της
γραμματέας τους, όταν έφτασε στο γραφείο στις δέκα. Η Πατ είχε
συντονίσει το ραδιόφωνο στο Δεύτερο Πρόγραμμα, όμως το έκλεισε
αμέσως μόλις άρχισε να στρίβει το πόμολο της εξώπορτας.
«Καλημέρα. Μα… τι σου συνέβη;» είπε η Πατ.
Το πρόσωπο της Ρόμπιν έδειχνε χειρότερα δύο ημέρες μετά απ’ ό,τι το
βράδυ του Σαββάτου. Παρότι το πρήξιμο είχε υποχωρήσει, και τα δύο
μάτια πλαισιώνονταν από σκούρους γκρι κύκλους, που κατέληγαν σε
κοκκινωπά στεφάνια.
«Ένα ατύχημα ήταν. Βρήκα πάνω σε κάτι», είπε η Ρόμπιν βγάζοντας το
παλτό της και κρεμώντας το σε έναν από τους γάντζους. «Οπότε, δε θα
αναλάβω παρακολουθήσεις αυτή την εβδομάδα».
Έβγαλε ένα βιβλίο από την τσάντα της και πήγε στον βραστήρα,
κρατώντας το. Δεν της άρεσαν ιδιαίτερα οι κλεφτές ματιές που της
έριχναν οι άνθρωποι στο μετρό εκείνο το πρωί, όμως δε σκόπευε να
αναφέρει τον αγκώνα του Στράικ στην Πατ, καθώς προσπαθούσε, όπου
ήταν εφικτό, να μην τροφοδοτεί την αντιπάθεια της Πατ απέναντι στον
συνεταίρο της.
«Γιατί δε θα επιστρέψει ο Σολ;» ρώτησε επιτακτικά η Πατ.
«Δεν ταίριαξε στο γραφείο», είπε η Ρόμπιν με την πλάτη γυρισμένη
στην Πατ, όπως κατέβαζε δυο κούπες.
«Τι εννοείς;» ρώτησε αγανακτισμένη η Πατ. «Τσάκωσε τον τύπο που
τσιλημπούρδιζε με την νταντά. Τα χαρτιά του τα είχε πάντοτε
ενημερωμένα, καμία σχέση δηλαδή με τον παλαβό Σκοτσέζο».
«Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν. «Όμως δεν ήταν αυτό που λέμε ομαδικός
παίκτης, Πατ».
Η Πατ τράβηξε μια γερή τζούρα νικοτινούχου ατμού, σμίγοντας τα
φρύδια της.
«Του λόγου του», είπε γνέφοντας προς την άδεια καρέκλα όπου
καθόταν συνήθως ο Στράικ, «θα μπορούσε να μάθει πέντε πράγματα από
τον Μόρις!»
Η Ρόμπιν γνώριζε άριστα πως δεν έπεφτε λόγος στην Πατ ποιους
συνεργάτες προσλάμβαναν και απέλυαν οι συνεταίροι, όμως, αντίθετα με
τον Στράικ, θεωρούσε επίσης πως σε μια τόσο ολιγομελή ομάδα η Πατ
άξιζε να ξέρει την αλήθεια.
«Δεν ήταν ο Κόρμοραν που αποφάσισε να φύγει ο Μόρις», είπε
κάνοντας μεταβολή και κοιτάζοντας τη γραμματέα, «εγώ το ζήτησα».
«Εσύ!» αναφώνησε η Πατ εμβρόντητη. «Κι εγώ που νόμιζα πως οι δυο
σας τα πηγαίνατε μια χαρά!»
«Όχι. Δεν τον συμπαθούσα. Συνέβησαν διάφορα, ανάμεσα σε αυτά μου
έστειλε και μια φωτογραφία του πέους του σε στύση, τα Χριστούγεννα».
Στο βαθιά ρυτιδωμένο πρόσωπο της Πατ αποτυπώθηκε μια σχεδόν
κωμική απογοήτευση.
«Με… το ταχυδρομείο;»
Η Ρόμπιν γέλασε.
«Δηλαδή, πώς, χωμένη μέσα σε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα; Όχι. Με
γραπτό μήνυμα».
«Κι εσύ δεν…;»
«Του ζήτησα να τη στείλει; Όχι», είπε η Ρόμπιν που πλέον δε
χαμογελούσε. «Ο τύπος είναι γλοιώδης, Πατ».
Στράφηκε και πάλι στον βραστήρα. Το άθικτο μπουκάλι βότ­κας
παρέμενε ακουμπισμένο δίπλα στον νεροχύτη. Καθώς έπεφτε εκεί το
βλέμμα της Ρόμπιν, θυμήθηκε την ιδέα που της είχε περάσει το βράδυ του
Σαββάτου, λίγο πριν κλείσουν τα χέρια του Μόρις γύρω από τη μέση της.
Αφού έδωσε στη γραμματέα τον καφέ της, πήρε τον δικό της και πέρασε
στο μέσα γραφείο, μαζί με το βιβλίο που είχε πάρει από την τσάντα της.
Όπως απομακρυνόταν, η Πατ της φώναξε:
«Να αλλάξω το πρόγραμμα με τις βάρδιες ή θα το αναλάβεις εσύ;»
«Θα το κάνω εγώ», είπε η Ρόμπιν κλείνοντας την πόρτα, αντί γι’ αυτό
όμως τηλεφώνησε στον Στράικ.
«Καλημέρα», είπε εκείνος απαντώντας στο δεύτερο χτύπημα.
«Γεια. Ξέχασα να σου πω μια ιδέα που είχα το βράδυ του Σαββάτου».
«Ακούω».
«Έχει να κάνει με την Γκλόρια Κόντι. Για ποιο λόγο έκανε εμετό στο
μπάρμπεκιου της Μάργκοτ, εφόσον ο Όουκντεν δεν πείραξε τον
φρουτοχυμό;»
«Μήπως επειδή ο τύπος είναι ψεύτης και πείραξε τον χυμό;» έριξε μια
ιδέα ο Στράικ. Εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στην ίδια πλατεία στο
Ίσλινγκτον όπου περιπολούσε η Ρόμπιν την Παρασκευή, όμως τώρα
κοντοστάθηκε κι έκανε να πιάσει τα τσιγάρα του, με το βλέμμα
στραμμένο στον κεντρικό κήπο, ο οποίος σήμερα ήταν έρημος. Κάτι
παρτέρια κατάφυτα με μοβ πανσέδες έμοιαζαν με βελούδινους μανδύες
απλωμένους πάνω στο γρασίδι που λαμπύριζε.
«Ή μήπως έκανε εμετό επειδή ήταν έγκυος;» είπε η Ρόμπιν.
«Νόμιζα», είπε ο Στράικ ύστερα από μια παύση, ενώ άναβε το τσιγάρο
του, «πως αυτό συμβαίνει μόνο το πρωί. Άλλωστε, γι’ αυτό δεν το λένε
και…;»
Εκεί που ετοιμαζόταν να πει «πρωινή ναυτία», ο Στράικ θυμήθηκε την
έγκυο σύζυγο ενός παλιού φίλου του από τον στρατό, η οποία είχε
καταλήξει να νοσηλευτεί, καθώς υπέφερε από επίμονους εμετούς όλο το
εικοσιτετράωρο.
«Η ξαδέλφη μου έκανε εμετό σε άσχετες ώρες, όταν ήταν έγκυος», είπε
η Ρόμπιν. «Ανακατευόταν από τις μυρωδιές ορισμένων φαγητών. Κι η
Γκλόρια βρισκόταν σε μπάρμπεκιου».
«Σωστά», είπε ο Στράικ, που ξαφνικά θυμήθηκε εκείνη την αλλόκοτη
ιδέα που του είχε περάσει από το μυαλό, μετά τη συνάντηση με τις
αδελφές Μπέιλις.
Η θεωρία της Ρόμπιν του ακουγόταν πειστικότερη απ’ ό,τι η δική του.
Για την ακρίβεια, η δική του θεωρία εξασθενούσε, εφόσον ίσχυε εκείνη
της Ρόμπιν.
«Οπότε», είπε, «σκέφτεσαι πως μπορεί να ήταν η Γκλόρια εκείνη
που…»
«…έκανε την έκτρωση στην κλινική της οδού Μπράιντ; Ναι», είπε η
Ρόμπιν. «Κι ότι η Μάργκοτ βοήθησε ώστε να κανονιστεί η επέμβαση. Η
Αϊρίν ανέφερε πως η Γκλόρια είχε κλειστεί στο γραφείο της Μάργκοτ,
θυμάσαι; Όση ώρα η Αϊρίν είχε απομείνει μόνη της στην υποδοχή;»
Ο θάμνος με τις πασχαλιές στον κεντρικό κήπο ανάδινε τόσο έντονη
μυρωδιά, ώστε ο Στράικ τη διέκρινε παρά τον καπνό του τσιγάρου του.
«Νομίζω πως έχει ενδιαφέρον η ιδέα σου», είπε ο Στράικ σιγά.
«Κι επίσης σκέφτηκα πως ίσως έτσι να εξηγείται…»
«Το γιατί δε θέλει να μας μιλήσει η Γκλόρια;»
«Βασικά, ναι. Πέρα από το ότι πρόκειται για μια τραυματική ανάμνηση,
ο σύζυγός της δεν αποκλείεται να μην ξέρει τι συνέβη», είπε η Ρόμπιν.
«Πού βρίσκεσαι τώρα;»
«Στο Ίσλινγκτον», είπε ο Στράικ. «Ετοιμάζομαι να κάνω μια
προσπάθεια να πλησιάσω τον Λέρα Ρίτσι».
«Τι πράγμα;» αναφώνησε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη.
«Κάθισα και το σκέφτηκα το Σαββατοκύριακο», είπε ο Στράικ που,
αντίθετα από τη Ρόμπιν, δεν είχε καθόλου ρεπό, αλλά πέρασε το διήμερο
παρακολουθώντας το Μούτρο και τον φίλο της δεσποινίδας Τζόουνς.
«Κοντεύουμε να φάμε τους δέκα μήνες από τον χρόνο που έχουμε στη
διάθεσή μας και ουσιαστικά δεν έχουμε κάτι να επιδείξουμε. Αν ο τύπος
έχει άνοια, προφανώς δε γίνεται τίποτε, όμως ποτέ δεν ξέρεις, ίσως
καταφέρω να του αποσπάσω κάποια πληροφορία. Δεν αποκλείεται
μάλιστα», είπε ο Στράικ, «να γουστάρει μια ευκαιρία να ξαναζήσει τον
παλιό καλό καιρό…»
«Και τι γίνεται αν το μάθουν οι γιοι του;»
«Δεν μπορεί να μιλήσει, τουλάχιστον όχι κανονικά. Ποντάρω στο ότι δε
θα μπορέσει να τους πει πως πέρασα από εκεί. Κοίτα», είπε ο Στράικ, που
δε βιαζόταν να κλείσει το τηλέφωνο, καθώς ήθελε να τελειώσει το
τσιγάρο του και προτιμούσε να το κάνει ενώ μιλούσε στη Ρόμπιν, «η
Μπέτι Φούλερ νομίζει πως τη γιατρό τη σκότωσε ο Ρίτσι, ήταν φανερό.
Το ίδιο πίστευε και ο Τούντορ Άθορν· το είχε πει του ανιψιού του, και
μιλάμε για δύο άτομα τα οποία ήξεραν όλα τα κουτσομπολιά της
γειτονιάς και τι συνέβαινε στον υπόκοσμο της περιοχής.
»Θυμάμαι συνέχεια το σχόλιο που έκανε ο Σάνκερ, όταν του είπα πως η
Μάργκοτ εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει πίσω της το παραμικρό ίχνος.
“Επαγγελματική δουλειά”. Αν καθίσεις να το καλοσκεφτείς», είπε ο
Στράικ, που πλέον είχε φτάσει στο τελευταίο εκατοστό του τσιγάρου του,
«φαντάζει οριακά αδύνατο να εξαφανίστηκε η γυναίκα χωρίς να αφήσει
κάποιο ίχνος, εκτός κι αν τη δουλειά την έκανε κάποιος που διέθετε
άφθονη εμπειρία».
«Και ο Κριντ διέθετε εμπειρία», σχολίασε χαμηλόφωνα η Ρόμπιν.
«Ξέρεις τι έκανα χτες το βράδυ;» είπε ο Στράικ, προσπερνώντας το
σχόλιο. «Αναζήτησα το πιστοποιητικό γέννησης της Κάρα Γούλφσον στο
διαδίκτυο».
«Γιατί; Α», έκανε η Ρόμπιν, οπότε ο Στράικ την άκουγε που
χαμογελούσε, καθώς συνέχιζε λέγοντας, «για το ζώδιό της;»
«Ναι. Το ξέρω πως παραβίασα τον κανόνα του να αναζητάμε το μέσο
πριν από το κίνητρο», συμπλήρωσε, πριν προλάβει να το επισημάνει η
Ρόμπιν, «όμως σκέφτηκα πως ίσως κάποιος να είχε πει στη Μάργκοτ για
τον φόνο της Κάρα. Οι γιατροί μαθαίνουν διάφορα πράγματα, σωστά;
Μπαινοβγαίνουν στα σπίτια ανθρώπων, συζητάνε εμπιστευτικά μαζί τους.
Είναι σαν τους ιερείς. Ακούνε μυστικά».
«Ήθελες να τσεκάρεις αν η Κάρα ήταν Σκορπιός», είπε η Ρόμπιν.
Διαπίστωση ήταν παρά ερώτηση.
«Ακριβώς. Κι επίσης αναρωτιόμουν μήπως ο Ρίτσι πέρασε από εκείνο
το πάρτι προκειμένου να δείξει στους μπράβους του ποια γυναίκα
ετοιμάζονταν να τσιμπήσουν».
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν;»
«Ήταν Σκορπιός η Κάρα;»
«Α. Όχι. Ταύρος… γεννημένη στις 17 Μαΐου».
Ο Στράικ άκουγε τώρα τη Ρόμπιν να φυλλομετρά κάτι από την άλλη
άκρη της γραμμής.
«Πράγμα που σημαίνει, σύμφωνα με τον Σμιντ…» είπε η Ρόμπιν, οπότε
ακολούθησε μια σύντομη παύση, «…πως ήταν Κήτος».
«Χμ», έκανε ο Στράικ, που στο μεταξύ είχε αποτελειώσει το τσιγάρο
του. «Λοιπόν, ευχήσου μου καλή τύχη. Ξεκινάω».
«Καλή τ…»
«Κόρμοραν Στράικ!» ακούστηκε μια εύθυμη φωνή πίσω του.
Καθώς ο Στράικ τερμάτιζε την κλήση με τη Ρόμπιν, μια λεπτή μαύρη
γυναίκα, ντυμένη με κρεμ παλτό, ήρθε και στάθηκε δίπλα του,
χαμογελώντας πλατιά.
«Δε με θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» είπε η γυναίκα. «Από το Σέλι Όουκ.
Είμαι η…»
«Μάρτζορι!» είπε ο Στράικ, καθώς η μνήμη του τον βοηθούσε. «Η
Μάρτζορι, η φυσιοθεραπεύτρια. Όλα καλά; Πώς κι από…;»
«Περνάω για μερικές ώρες από έναν οίκο ευγηρίας εδώ παραπάνω!»
είπε η Μάρτζορι. «Για σένα δε ρωτάω, είσαι διάσημος…»
Γαμώτο.
Ο Στράικ χρειάστηκε είκοσι πέντε λεπτά προκειμένου να ξεμπερδέψει.
«…κι όπως καταλαβαίνεις, τζίφος», είπε στη Ρόμπιν αργότερα στο
γραφείο. «Της πέταξα μια δικαιολογία, τάχα πως είχα ραντεβού με τον
λογιστή μου εκεί κοντά, όμως εφόσον η Μάρτζορι εργάζεται στον Άγιο
Πέτρο, δεν υπάρχει περίπτωση να τρυπώσουμε εκεί πέρα για να
μιλήσουμε στον Ρίτσι».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να τρυπώσεις εσύ εκεί πέρα…»
«Σου το ξεκαθάρισα ήδη», είπε αυστηρά ο Στράικ. Η κατάσταση του
προσώπου της Ρόμπιν αποτελούσε ορατή προειδοποίηση απέναντι στην
απροσεξία, στους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν οι συνέπειες δεν
εξετάζονται διεξοδικά. «Δεν πρόκειται να τον πλησιάσεις».
«Έχω τη δεσποινίδα Τζόουνς στο τηλέφωνο», φώναξε η Πατ από το έξω
γραφείο.
«Πέρασε τη γραμμή σ’ εμένα», είπε η Ρόμπιν, ενώ ο Στράικ της
υπενθύμιζε βουβά να πει «ευχαριστώ».
Η Ρόμπιν μίλησε στη δεσποινίδα Τζόουνς ενόσω συνέχιζε να τροποποιεί
τις βάρδιες στον υπολογιστή της, οι οποίες, δεδομένης της προσωρινής
αδυναμίας της Ρόμπιν να συμμετάσχει και της οριστικής απουσίας του
Μόρις, θύμιζαν γραμμική εξίσωση με εξαιρετικά στρυφνή λύση. Πέρασε
τα επόμενα σαράντα λεπτά κάνοντας αόριστα επιφωνήματα συμφωνίας,
όποτε η δεσποινίδα Τζόουνς διέκοπτε τη φλυαρία της για να πάρει ανάσα.
Στόχος της πελάτισσας, όπως εύκολα καταλάβαινε η Ρόμπιν, ήταν να
παραμείνει στη γραμμή για αρκετή ώρα μέχρι να επιστρέψει ο Στράικ στο
γραφείο. Τελικά, η Ρόμπιν κατάφερε να την ξεφορτωθεί λέγοντάς της πως
δήθεν η Πατ την είχε μόλις ενημερώσει πως ο Στράικ θα απουσίαζε όλη
την ημέρα.
Αυτό ήταν και το μόνο της ψέμα εκείνη την ημέρα, σκέφτηκε η Ρόμπιν,
όση ώρα ο Στράικ και η Πατ συζητούσαν τα έξοδα του Μπάρκλεϊ στο έξω
γραφείο. Δεδομένου του ότι ο Στράικ ήταν έμπειρος στο να αποφεύγει να
δίνει τον λόγο του, όταν δεν ήθελε να το κάνει, όφειλε να είχε
παρατηρήσει πως η Ρόμπιν δε δεσμεύτηκε για το παραμικρό, όταν την
προειδοποίησε να μείνει μακριά από τον Λέρα Ρίτσι.
61
Κι εκεί που κόντευε να λήξει η δεύτερη σκοπιά,
διάπλατα άνοιξε η μαύρη πόρτα,
και μέσα πέρασε η τολμηρή Βριτόμαρτις…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου, μια ανώνυμη δημοσίευση


καταχωρίστηκε στο Metro, σχετικά με την παρουσία του Στράικ στο
Αμέρικαν Μπαρ το ίδιο βράδυ με το πάρτι του πατέρα του.
Ποιος διάσημος γιος διάσημου πατέρα προτίμησε να περάσει τη νύχτα
που ο γέρος του γιόρταζε, καβγαδίζοντας σε ένα μπαρ, πεντακόσια
μέτρα μακριά από το πάρτι, αντί να βρίσκεται με την οικογένειά του; Οι
κατάσκοποί μας λένε πως έπεσε και γροθιά, κι ότι ο γιος αποδείχτηκε
Ασυγκράτητος, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της πιστής βοηθού του.
Να πρόκειται για κόντρα πατέρα και γιου με έπαθλο τη δημοσιότητα; Ο
πατέρας σίγουρα κέρδισε αυτό τον γύρο.
Με δεδομένο το ότι Ασυγκράτητος ήταν ο τίτλος ενός από τους δίσκους
του Τζόνι Ρόκεμπι, ήταν κάτι περισσότερο από προφανές σε ποιον πατέρα
και γιο αναφερόταν η καταχώριση. Μερικοί δημοσιογράφοι τηλεφώνησαν
στο γραφείο του Στράικ, όμως καθώς ούτε εκείνος ούτε ο Ρόκεμπι είχαν
διάθεση να σχολιάσουν το περιστατικό, η ιστορία ξεθύμανε, καθώς δεν
τροφοδοτήθηκε με πιπεράτες λεπτομέρειες. «Πάλι καλά, γλιτώσαμε τα
χειρότερα», ήταν το μόνο σχόλιο του Στράικ. «Καμία φωτογραφία, καμία
αναφορά στην Μπάμπορο. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Όουκντεν φοβήθηκε να
πουλήσει στις φυλλάδες ιστορίες για εμάς».
Νιώθοντας κάποιες τύψεις, η Ρόμπιν είχε ήδη ρίξει μια ματιά στις
φωτογραφίες από το πάρτι του Τζόνι Ρόκεμπι στο κινητό της, ενώ
παρακολουθούσε το σπίτι του φίλου της δεσποινίδας Τζόουνς. Οι
καλεσμένοι του Ρόκεμπι, ανάμεσά τους επώνυμοι τόσο από το Χόλιγουντ
όσο και από τον κόσμο της μουσικής, είχαν παρευρεθεί ντυμένοι με
στολές του 18ου αιώνα. Ανάμεσα σε όλους εκείνους τους διάσημους
υπήρχε και μία φωτογραφία του Ρόκεμπι, πλαισιωμένου από τα έξι από
τα επτά ενήλικα παιδιά του. Η Ρόμπιν αναγνώρισε τον Αλ, που
χαμογελούσε πλατιά, φορώντας στραβά μια πουδραρισμένη περούκα.
Ευκολότερο της ήταν να φανταστεί τον Στράικ να επιχειρεί άλμα επί
κοντώ, παρά να βρίσκεται εκεί, με ρουζ απλωμένο στα μάγουλά του,
ντυμένο με φουσκωτά μπροκάρ.
Και παρότι αισθανόταν ανακούφιση που ο Όουκντεν φαινόταν να έχει
εγκαταλείψει την ιδέα να σχολιάσει το γραφείο στους δημοσιογράφους, η
ανησυχία της Ρόμπιν εντεινόταν καθώς προχωρούσε ο Ιούνιος. Η
υπόθεση Μπάμπορο, που είχε για την ίδια περισσότερη σημασία σχεδόν
από καθετί άλλο, είχε οδηγηθεί σε πλήρες αδιέξοδο. Η Γκλόρια Κόντι δεν
είχε απαντήσει καν στην παράκληση της Άννας να συνεργαστεί με τους
ντετέκτιβ, ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ παρέμενε άφαντος, η Ρόμπιν δεν είχε
καμία απολύτως ενημέρωση σχετικά με την πιθανότητα να μιλήσουν στον
Ντένις Κριντ και ο Λέρας Ρίτσι παρέμενε κλεισμένος στον οίκο ευγηρίας,
τον οποίο, εξαιτίας των δεδομένων περιορισμών στα περιθώρια του
γραφείου, δεν παρακολουθούσε πλέον κανείς.
Αποδεικνυόταν αδύνατο να βρεθεί έστω κάποιος προσωρινός
αντικαταστάτης του Μόρις. Ο Στράικ είχε επικοινωνήσει με όλους τους
γνωστούς του στο Γραφείο Ειδικών Ερευνών, ο Χάτσινς είχε ρωτήσει τις
επαφές του στη Μητροπολιτική Αστυνομία και η Ρόμπιν είχε στραφεί στη
Βανέσα, όμως κανείς δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον να
συνεργαστεί με το γραφείο.
«Καλοκαίρι, επόμενο είναι», σχολίασε ο Μπάρκλεϊ, όταν συνάντησε
τυχαία τη Ρόμπιν στο γραφείο, ένα απόγευμα Σαββάτου. «Κανείς δε θέλει
να μπλέξει με καινούργια δουλειά, διακοπές θέλουν να πάνε. Τους
καταλαβαίνω».
Τόσο ο Μπάρκλεϊ όσο και ο Χάτσινς είχαν κλείσει εδώ και μήνες τις
διακοπές τους με τις συζύγους και τα παιδιά τους και κανείς από τους δύο
συνεταίρους δεν αδικούσε τους εξωτερικούς συνεργάτες τους, που ήθελαν
ένα διάλειμμα. Το αποτέλεσμα ήταν πως, φτάνοντας στα μέσα Ιουλίου, ο
Στράικ και η Ρόμπιν ήταν οι μόνοι που συνέχιζαν να εργάζονται στο
γραφείο.
Κι ενώ ο Στράικ είχε αναλάβει να παρακολουθεί τον πρώην σύντροφο
της δεσποινίδας Τζόουνς, προσπαθώντας ακόμη να ανακαλύψει οτιδήποτε
θα μπορούσε να αποδείξει πως ήταν ακατάλληλος να αναλάβει την
κηδεμονία της κόρης τους, η Ρόμπιν επιχειρούσε να γνωριστεί με την
προσωπική βοηθό του Μούτρου, πράγμα που δεν αποδεικνυόταν εύκολο.
Μέχρι στιγμής αυτό τον μήνα, φορώντας κάθε φορά διαφορετική
περούκα και έγχρωμους φακούς επαφής, η Ρόμπιν είχε προσπαθήσει να
της πιάσει κουβέντα σε ένα μπαρ, είχε σκοντάψει επίτηδες επάνω της σε
ένα κλαμπ και την είχε ακολουθήσει στις γυναικείες τουαλέτες του
Harvey Nichols. Και παρότι η γραμματέας έμοιαζε να μην έχει την
παραμικρή υποψία πως ήταν η ίδια γυναίκα που έπεφτε πάνω της ή την
ξεβόλευε, δεν έδειξε την παραμικρή διάθεση να μιλήσει, πόσο μάλλον να
εξομολογηθεί πως ο προϊστάμενός της άπλωνε χέρι ή σνίφαρε κόκα.
Έχοντας επιχειρήσει και αποτύχει να καθίσει δίπλα στη γραμματέα σε
ένα σάντουιτς μπαρ στο Χόλμπορν ένα μεσημέρι, η Ρόμπιν, που εκείνη
την ημέρα είχε σκούρα καστανά μαλλιά και σκούρα καστανά μάτια, χάρη
σε μια βαφή μαλλιών και ένα ζευγάρι φακών επαφής, αποφάσισε πως είχε
φτάσει η στιγμή να επιχειρήσει να αποσπάσει πληροφορίες από έναν πολύ
ηλικιωμένο άντρα, αντί για μια χαριτωμένη νέα γυναίκα.
Δεν είχε καταλήξει ελαφρά τη καρδία στη συγκεκριμένη απόφαση, ούτε
και την προσέγγιζε με χαλαρότητα. Παρότι η Ρόμπιν θεωρούσε γενικά και
αόριστα συμπαθητικό τον παλιό φίλο του Στράικ, τον Σάνκερ, δεν έτρεφε
την παραμικρή ψευδαίσθηση σχετικά με το πόσο αδίστακτος έπρεπε να
είναι κάποιος άνθρωπος, προκειμένου να τρομάξει έναν άντρα που ήταν
βουτηγμένος στις παρανομίες από την ηλικία των εννέα ετών. Επομένως,
είχε καταλήξει σε ένα σχέδιο, το πρώτο βήμα του οποίου ήταν να
σκαρώσει μια πλήρη και αποτελεσματική μεταμφίεση. Συμπτωματικά, η
σημερινή ήταν ιδιαίτερα καλή: είχε μάθει πολλά πράγματα γύρω από το
μακιγιάζ, από τον καιρό που άρχισε να συνεργάζεται με τον Στράικ, και
μάλιστα κάποιες φορές είχε γευτεί την ικανοποίηση να δει τον συνεργάτη
της να σαστίζει, μόλις συνειδητοποιούσε ποια ήταν. Αφού τσέκαρε με
προσοχή το είδωλό της στον καθρέφτη, στις τουαλέτες ενός
υποκαταστήματος των McDonald’s, και βεβαιώθηκε πως όχι μόνο δεν
έμοιαζε καθόλου στη Ρόμπιν Έλακοτ, αλλά και ότι κανείς δε θα
υποψιαζόταν πως μέχρι πρόσφατα είχε δυο μαυρισμένα μάτια, ξεκίνησε
για το μετρό και, σε κάτι λιγότερο από είκοσι λεπτά, είχε φτάσει στον
σταθμό Έιντζελ.
Στον κήπο όπου λιάζονταν καμιά φορά οι ηλικιωμένοι ένοικοι του Αγίου
Πέτρου δεν υπήρχε ψυχή όταν πέρασε από εκεί, παρότι ο καιρός ήταν
αρκετά ζεστός. Οι πανσέδες είχαν εξαφανιστεί, παραχωρώντας τη θέση
τους σε ροζ αστράκια, ενώ ο ηλιόλουστος δρόμος όπου βρισκόταν ο οίκος
ευγηρίας ήταν σχεδόν έρημος.
Η παράγραφος από την επιστολή του Αγίου Πέτρου λαμπύριζε
χρυσαφένια στο φως του ήλιου, καθώς η Ρόμπιν πλησίαζε την εξώπορτα.
…δε λυτρωθήκατε με αγαθά παροδικά, όπως ασήμια και χρυσάφια…
αλλά με του Χριστού το άγιο αίμα…
Η Ρόμπιν χτύπησε το κουδούνι. Λίγες στιγμές αργότερα μια
μαυρομάλλα γυναίκα με στρουμπουλά μάγουλα, ντυμένη με τη γνωστή
μπλε στολή, άνοιξε.
«Καλησπέρα», είπε με ισπανική προφορά.
«Γεια», είπε η Ρόμπιν, που είχε ξεπατικώσει την προφορά του Βόρειου
Λονδίνου από τη φίλη της τη Βανέσα. «Έχω έρθει να επισκεφτώ την
Ένιντ; Είμαι η δισέγγονή της».
Είχε απομνημονεύσει το μοναδικό όνομα που είχε ακούσει, για κάποια
από τις ηλικιωμένες κυρίες που κατοικούσαν στον οίκο ευγηρίας. Ο
μεγάλος της φόβος ήταν να πέθαινε η Ένιντ πριν προλάβει να το
χρησιμοποιήσει ή να μην είχε καθόλου οικογένεια η Ένιντ.
«Α, τι καλά», είπε η νοσοκόμα χαμογελώντας και γνέφοντας προς ένα
βιβλίο επισκεπτών, λίγο παραμέσα από την πόρτα. «Υπογράψτε εδώ,
παρακαλώ, και μην ξεχάσετε να υπογράψετε φεύγοντας. Στο δωμάτιό της
είναι. Μπορεί να κοιμάται!»
Η Ρόμπιν προχώρησε και βρέθηκε σε έναν σκοτεινό διάδρομο, ντυμένο
με ξύλο. Εσκεμμένα δεν είχε ρωτήσει σε ποιο δωμάτιο βρισκόταν η
Ένιντ, καθώς σκόπευε να χαθεί, επιχειρώντας να το εντοπίσει.
Κάμποσες περπατούρες και δυο σπαστά καροτσάκια ήταν αραδιασμένα
μπροστά στον τοίχο. Στον διάδρομο κυρίαρχη θέση είχε ένας πελώριος
σταυρός, απέναντι στην είσοδο, πάνω στον οποίο κρεμόταν ένας ωχρός
γύψινος Ιησούς, με τους κοιλιακούς του να αποδίδονται με εντυπωσιακή
ακρίβεια κι άλικο αίμα να κυλά από τα χέρια, τα πόδια και τις πληγές που
είχε ανοίξει το ακάνθινο στεφάνι. Ο οίκος ευγηρίας μύριζε καλύτερα απ’
ό,τι το δωμάτιο όπου έμενε η Μπέτι Φούλερ: παρότι υπήρχε μια
ξεκάθαρη υποψία ανάμεικτων οσμών από φαγητά, αναμειγνυόταν με το
άρωμα του κεριού για έπιπλα.
Το φως του ήλιου περνούσε άπλετο από τον φεγγίτη πίσω από τη
Ρόμπιν, καθώς εκείνη έσκυβε πάνω από το βιβλίο επισκεπτών και
σημείωνε την ημερομηνία και την ώρα που είχε μπει στο κτίριο,
υπογράφοντας δίπλα με το πλαστό όνομα στο οποίο είχε καταλήξει:
Βανέσα Τζόουνς. Πάνω από το τραπεζάκι στο οποίο βρισκόταν το βιβλίο
επισκεπτών κρεμόταν ένας πίνακας, όπου βρίσκονταν αναρτημένα τα
ονόματα όλων των ενοίκων. Δίπλα από κάθε όνομα υπήρχε ένα μικρό
συρόμενο πορτάκι, το οποίο μπορούσε να ρυθμιστεί ανάλογα, ώστε να
υποδεικνύει αν ο ένοικος ήταν «μέσα» ή «έξω». Ο Νίκο Ρίτσι τη
δεδομένη στιγμή –και όπως υποψιαζόταν η Ρόμπιν, σχεδόν μονίμως–
ήταν «μέσα».
Υπήρχε ένα ασανσέρ, όμως η Ρόμπιν προτίμησε να ανεβεί από τη
σκάλα, που καλυπτόταν από κόκκινη μοκέτα και πλαισιωνόταν από
ξύλινη κουπαστή, και στην πορεία διασταυρώθηκε με τον νοσοκόμο από
το Τρινιντάντ που κατέβαινε, τον οποίο είχε δει πολλές φορές ενώ
παρακολουθούσε το κτίριο. Ο άντρας τής χαμογέλασε και της ευχήθηκε
καλό απόγευμα, φορτωμένος με πακέτα από πάνες ακράτειας.
Στο πρώτο κεφαλόσκαλο υπήρχε ένα κατώφλι και δίπλα μια μικρή
πινακίδα που ενημέρωνε πως στον διάδρομο παραμέσα βρίσκονταν τα
υπνοδωμάτια 1 έως 10. Η Ρόμπιν προχώρησε στον διάδρομο, διαβάζοντας
τα ονόματα στις πόρτες. Δυστυχώς, η «Κυρία Ένιντ Μπίλινγκς» διέμενε
στο δωμάτιο πίσω από την πόρτα με τον αριθμό 2 και, όπως σύντομα
διαπίστωσε η Ρόμπιν, ο Ρίτσι δεν έμενε στον ίδιο όροφο. Παρότι ήξερε
πως αυτό θα καθιστούσε τον όποιο ισχυρισμό της πως είχε χαθεί
επιχειρώντας να εντοπίσει το δωμάτιο της Ένιντ εξαιρετικά απίθανο, η
Ρόμπιν επέστρεψε στη σκάλα και ανέβηκε στον δεύτερο όροφο.
Έχοντας προλάβει να κάνει λίγα βήματα σε έναν διάδρομο
πανομοιότυπο με εκείνον του πρώτου ορόφου, άκουσε μια γυναίκα με
έντονη πολωνική προφορά στο βάθος, οπότε έσπευσε να χωθεί σε μια
εσοχή, όπου υπήρχε ένας νιπτήρας και μια ντουλάπα.
«Θέλετε να πάτε τουαλέτα; Θέλετε -να -πάτε- τουαλέτα- κύριε- Ρίτσι;»
Αντί απάντησης, ακούστηκε ένα σιγανό βογκητό.
«Ναι;» ρώτησε η φωνή. «Ή όχι;»
Ακολούθησε ένα δεύτερο βογκητό.
«Όχι; Όπως αγαπάτε…»
Ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν: η νοσοκόμα ετοιμαζόταν να
περάσει μπροστά από την εσοχή, οπότε η Ρόμπιν ξεπρόβαλε τολμηρά από
εκεί, χαμογελώντας.
«Στάθηκα μια στιγμή να πλύνω τα χέρια μου», είπε στη νοσοκόμα που
πλησίαζε, μια γυναίκα ξανθιά, με βαρύ βήμα, κι εκείνη απλώς ένευσε
καταφατικά προσπερνώντας την, καθώς φαίνεται πως την απασχολούσαν
άλλα θέματα.
Όταν πια η νοσοκόμα είχε εξαφανιστεί, η Ρόμπιν προχώρησε στον
διάδρομο, ώσπου έφτασε στην πόρτα με τον αριθμό 15, όπου υπήρχε το
όνομα «Κύριος Νίκο Ρίτσι».
Κρατώντας ασυναίσθητα την αναπνοή της, η Ρόμπιν χτύπησε ελαφρά
την πόρτα και έσπρωξε. Δεν υπήρχε κλειδαριά στη μέσα πλευρά· η πόρτα
υποχώρησε αβίαστα.
Το δωμάτιο από πίσω, παρότι μικρό, έβλεπε προς τον νότο, οπότε ήταν
ηλιόλουστο. Είχε καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια ώστε να του δοθεί μια
σπιτική αίσθηση: υδατογραφίες κρέμονταν από τους τοίχους, ανάμεσά
τους ένας πίνακας που απεικόνιζε τον Κόλπο της Νάπολης. Το ράφι του
τζακιού καλυπτόταν από οικογενειακές φωτογραφίες και κάμποσες
παιδικές ζωγραφιές είχαν κολληθεί με ταινία πάνω στην πόρτα της
ντουλάπας, ανάμεσά τους και μία με τον τίτλο «Ο παππούς, εγώ κι ένας
χαρταετός».
Ο ηλικιωμένος ένοικος ήταν διπλωμένος σχεδόν στα δύο, καθισμένος
σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Στο ένα λεπτό που είχε
μεσολαβήσει από τη στιγμή που τον είχε αφήσει μόνο του η νοσοκόμα,
τον είχε πάρει ο ύπνος για τα καλά. Η Ρόμπιν άφησε την πόρτα να κλείσει
αθόρυβα πίσω της και ακροπατώντας πλησίασε τον Ρίτσι και κάθισε στην
άκρη του μονού κρεβατιού, απέναντι στον άλλοτε προαγωγό,
πορνογράφο και ενορχηστρωτή ενός ομαδικού βιασμού που κατέληξε σε
δολοφονία.
Δεν υπήρχε αμφιβολία πως το προσωπικό φρόντιζε καλά τους ενοίκους.
Τα σκούρα γκρίζα μαλλιά του Ρίτσι και τα νύχια του ήταν πεντακάθαρα,
όπως και ο ολόλευκος γιακάς του πουκαμίσου του. Παρότι στο δωμάτιο
έκανε ζέστη, του είχαν φορέσει ένα ανοιχτό μπλε πουλόβερ. Στο ένα από
τα οργωμένα από φλέβες χέρια του, που ακουμπούσαν ξερά στα μπράτσα
της πολυθρόνας, λαμπύριζε το δαχτυλίδι με το κεφάλι του λιονταριού. Τα
δάχτυλα ήταν κυρτωμένα, σε σημείο που η Ρόμπιν αναρωτήθηκε αν
μπορούσε ακόμη να τα χρησιμοποιεί. Ενδεχομένως να είχε υποστεί
κάποιο εγκεφαλικό, οπότε θα εξηγούνταν και η αδυναμία του να μιλήσει.
«Κύριε Ρίτσι;» είπε χαμηλόφωνα η Ρόμπιν.
Εκείνος ρουθούνισε σιγανά και με αργές κινήσεις σήκωσε το κεφάλι
του, ενώ το στόμα του έχασκε μισάνοιχτο. Τα πελώρια σακουλιασμένα
μάτια του, παρότι όχι τόσο θαμπά όσο της Μπέτι Φούλερ, δεν έπαυαν να
είναι θολά, κι όπως τα αυτιά και η μύτη του, έμοιαζαν να έχουν
μεγαλώσει, ενώ ο υπόλοιπος ζάρωνε, σχηματίζοντας χαλαρές δίπλες
σκούρας επιδερμίδας.
«Έχω έρθει για να σας κάνω μερικές ερωτήσεις», συνέχισε η Ρόμπιν
σιγανά. «Σχετικά με μια γυναίκα, τη δρα Μάργκοτ Μπάμπορο».
Ο Ρίτσι την κοίταζε χάσκοντας. Άραγε μπορούσε να την ακούσει; Να
καταλάβει τι του έλεγε; Δεν υπήρχε κάποιο ακουστικό σε κανένα από τα
υπερμεγέθη αυτιά του. Ο δυνατότερος ήχος στο δωμάτιο ήταν οι χτύποι
της καρδιάς της Ρόμπιν.
«Θυμάστε τη Μάργκοτ Μπάμπορο;» ρώτησε.
Έκπληκτη, άκουσε τον Ρίτσι να βογκάει σιγανά. Άραγε αυτό σήμαινε
ναι ή όχι;
«Τη θυμάστε;» είπε η Ρόμπιν.
Ο Ρίτσι βόγκηξε ξανά.
«Εξαφανίστηκε. Μήπως ξέρετε…;»
Από τον διάδρομο ακούστηκαν βήματα που πλησίαζαν. Η Ρόμπιν
σηκώθηκε γρήγορα και έστρωσε τα σκεπάσματα του κρεβατιού στο
σημείο όπου είχε καθίσει.
Θεούλη μου, κάνε να μην έρχονται εδώ μέσα.
Ο Θεός όμως φαίνεται πως δεν ευκαιρούσε να ακούσει τη Ρόμπιν
Έλακοτ. Τα βήματα συνέχιζαν να δυναμώνουν και λίγο μετά η πόρτα
άνοιξε, οπότε εμφανίστηκε ένας πολύ ψηλός άντρας, το πρόσωπο του
οποίου ήταν σκαμμένο από ουλές ακμής και το ανώμαλο φαλακρό κεφάλι
του έμοιαζε, όπως είχε πει κι ο Μπάρκλεϊ, λες και κάτι βαρύ είχε πέσει
επάνω του: ήταν ο Λούκα Ρίτσι.
«Τι γίνεται εδώ;» είπε. Η φωνή του, που αποδείχτηκε πολύ μαλακότερη
και ψιλότερη απ’ ό,τι θα φανταζόταν η Ρόμπιν, έκανε τον σβέρκο της να
ανατριχιάσει. Για ένα με δύο δευτερόλεπτα ο τρόμος που βίωσε η Ρόμπιν
απείλησε να εκτροχιάσει το εναλλακτικό σχέδιο που με επιμέλεια είχε
καταστρώσει. Το χειρότερο ενδεχόμενο που λογάριαζε να αντιμετωπίσει
ήταν η εμφάνιση κάποιου μέλους του προσωπικού. Κανονικά, κανείς από
τους Ρίτσι δε θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ: δεν ήταν Κυριακή. Κι από όλα
τα μέλη της οικογένειας Ρίτσι, ο τελευταίος που θα ήθελε να βρεθεί
μπροστά της ήταν ο Λούκα.
«Συγγενής του είστε;» ρώτησε η Ρόμπιν με προφορά Βόρειου Λονδίνου.
«Αχ, δόξα τω Θεώ! Έκανε έναν αλλόκοτο ήχο, σαν βογκητό. Τη γιαγιά
μου είχα έρθει να επισκεφτώ και φοβήθηκα μην έπαθε τίποτε ο
άνθρωπος».
Εξακολουθώντας να στέκεται στο κατώφλι, ο Λούκα έκοψε τη Ρόμπιν
από πάνω μέχρι κάτω.
«Δε θημαίνουν κάτι τα βογκητά», είπε ο Λούκα που ψεύδιζε. «Βογκάει
καμιά φορά, αλλά δε θημαίνει κάτι αυτό, έτθι δεν είναι, μπαμπά;» είπε
απευθυνόμενος μεγαλόφωνα στον ηλικιωμένο άντρα, που απλώς
ανοιγόκλεισε τα μάτια στον πρωτότοκο γιο του.
Ο Λούκα γέλασε.
«Πώθ θε λένε;» ρώτησε τη Ρόμπιν.
«Βανέσα», απάντησε αμέσως εκείνη. «Βανέσα Τζόουνς».
Έκανε μισό βήμα προς τα εμπρός, ελπίζοντας πως ο Λούκα θα
παραμέριζε, όμως εκείνος παρέμεινε στυλωμένος εκεί όπου στεκόταν, αν
και χαμογελούσε κάπως πλατύτερα. Η Ρόμπιν ήξερε πως ο άλλος είχε
καταλάβει πως ήθελε να φύγει, όμως δεν ήταν σίγουρη αν η φανερή του
διάθεση να την κρατήσει εκεί μέσα πήγαζε από την απλή απόλαυση που
αντλούσε κρατώντας τη για λίγο παγιδευμένη εκεί ή επειδή δεν είχε
πιστέψει τον λόγο που την είχε οδηγήσει στο δωμάτιο του πατέρα του. Η
Ρόμπιν, εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να αισθάνεται τον ιδρώτα στις
μασχάλες και στο κεφάλι της, ενώ προσευχόταν να μην άρχιζε να τρέχει η
βαφή μαλλιών που είχε χρησιμοποιήσει.
«Δεν έτυχε να θε δω άλλη φορά εδώ γύρω», είπε ο Λούκα.
«Όχι, πρώτη φορά ήρθα», είπε η Ρόμπιν χαμογελώντας βεβιασμένα.
«Πάντως, φαίνεται πως τους φροντίζουν καλά, έτσι δεν είναι;»
«Ε, ναι», είπε ο Λούκα, «θχετικά. Εγώ θυνήθως έρχομαι Κυριακέθ,
όμωθ φεύγουμε για Φλόριντα αύριο. Θα χάθω τα γενέθλιά του. Όχι πωθ
καταλαβαίνει ότι έχει γενέθλια… χαμπάρι δεν παίρνειθ, ε;» είπε
απευθυνόμενος στον πατέρα του, ο οποίος εξακολουθούσε να χάσκει, με
το θολό βλέμμα του καρφωμένο πάνω στον γιο του.
Ο Λούκα έβγαλε ένα μικρό τυλιγμένο πακέτο κάτω από το σακάκι του,
έγειρε προς τη συρταριέρα και το ακούμπησε εκεί πάνω, χωρίς να
μετακινήσει τα μεγάλα πέλματά του ούτε σπιθαμή.
«Αχ, τι όμορφο», είπε η Ρόμπιν.
Εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να αισθάνεται τον ιδρώτα πάνω στο στέρνο
της, σε σημείο που θα ήταν ορατό στον Λούκα. Το δωμάτιο ήταν ζεστό
σαν θερμοκήπιο. Ακόμη κι αν δεν ήξερε ποιος ήταν ο Λούκα, θα
καταλάβαινε τι ήταν. Αισθανόταν την τάση προς τη βία που φαινόταν να
εκπέμπει ολόκληρος. Ήταν κι εκείνο το λοξό χαμόγελο, ο τρόπος που είχε
γείρει στο μεταξύ πάνω στο κούφωμα της πόρτας, απολαμβάνοντας
εκείνη τη σιωπηλή άσκηση εξουσίας.
«Μη φανταθτείθ, κάτι θοκολάτεθ είναι», είπε ο Λούκα. «Ποια είναι η
γιαγιά θου;»
«Προγιαγιά μου είναι, βασικά, αλλά εγώ “γιαγιάκα” τη λέω», είπε η
Ρόμπιν, καθώς επιχειρούσε να κερδίσει χρόνο, προσπαθώντας να θυμηθεί
κάποιο από τα ονόματα που είχε δει στις πόρτες, όπως ερχόταν στο
δωμάτιο του Ρίτσι. «Σάντι τη λένε».
«Πού μένει;»
«Να, δυο δωμάτια παρακάτω», είπε η Ρόμπιν δείχνοντας προς τα
αριστερά. Ήλπιζε πως ο Λούκα δε θα καταλάβαινε πόσο στεγνό ήταν το
στόμα της. «Υποσχέθηκα στη μαμά μου να πεταχτώ να την επισκεφτώ,
όσο λείπει εκείνη σε διακοπές».
«Α, ναι;» είπε ο Λούκα. «Και πού πήγε η μαμά θου;»
«Στη Φλωρεντία», απάντησε η Ρόμπιν αυτοσχεδιάζοντας τελείως. «Να
δει τις πινακοθήκες».
«Α, ναι;» επανέλαβε ο Λούκα. «Η φαμίλια μαθ κατάγεται από τη
Νάπολη. Καλά δε λέω, μπαμπά;» είπε μεγαλόφωνα, απευθυνόμενος στον
ηλικιωμένο άντρα που καθόταν κι έχασκε πίσω από τη Ρόμπιν, προτού
κόψει με το βλέμμα του τη νεαρή γυναίκα και πάλι, από πάνω μέχρι κάτω.
«Ο γέροθ μου κθέρειθ τι έκανε παλιά;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν πασχίζοντας να διατηρήσει το χαμόγελό της.
«Είχε θτριπτιτζάδικα», είπε ο Λούκα Ρίτσι. «Τον παλιό καιρό, θα θου
’βγαζε το βρακί θτο πιτθ φιτίλι».
Η Ρόμπιν προσπάθησε να γελάσει, όμως δεν μπορούσε, και κατάλαβε
πως ο Λούκα είχε ενθουσιαστεί διαπιστώνοντας τη δυσφορία της.
«Ναι, μωρέ. Μια κοπελιά θαν κι εθένα; Θα θου είχε προτείνει δουλειά
θτο μαγαζί. Έδινε και καλά λεφτά, αν και μπορεί καμιά φορά να
χρειαζόταν να πάρειθ καμιά πίπα θτα φιλαράκια του, χα, χα, χα».
Το γέλιο του ήταν ψιλό σαν γυναίκας. Η Ρόμπιν δεν μπορούσε να τον
μιμηθεί. Ο νους της είχε σκαλώσει στην Κάρα Γούλφσον.
«Λοιπόν», είπε, ενώ ένιωθε τον ιδρώτα να κυλά στον λαιμό της,
«νομίζω είναι ώρα να…»
«Μην ανηθυχείθ», είπε ο Λούκα, που παρέμενε στυλωμένος ανάμεσα σ’
εκείνη και στην πόρτα, «εγώ δεν είμαι τηθ δουλειάθ».
«Και με τι ασχολείστε;» ρώτησε η Ρόμπιν, που ήταν έτοιμη να του
ζητήσει να κάνει στην άκρη, αλλά έχασε το κουράγιο της.
«Αθφαλιθτήθ είμαι», είπε ο Λούκα χαμογελώντας πλατιά. «Εθύ;»
«Βρεφονηπιοκόμος», είπε η Ρόμπιν, που πήρε την ιδέα από τις παιδικές
ζωγραφιές στην πόρτα της ντουλάπας.
«Α, ναι; Θ’ αρέθουν τα παιδιά;»
«Τα λατρεύω», είπε η Ρόμπιν.
«Ναι», είπε κι ο Λούκα. «Κι εγώ. Έκθι έχω».
«Πω, πω» έκανε η Ρόμπιν. «Έξι!»
«Ναι. Και δεν είμαι θαν κι αυτόν», είπε ο Λούκα κοιτάζοντας και πάλι
πίσω από τη Ρόμπιν τον πατέρα του που έχασκε. «Αυτόθ ούτε που
αθχολούνταν μαζί μαθ, μέχρι που μεγαλώθαμε. Εγώ τα κάνω γούθτο τα
μικρά».
«Α, ναι, κι εγώ», είπε με ζέση η Ρόμπιν.
«Έπρεπε να θε πατήθει αυτοκίνητο, για να αθχοληθεί αυτόθ μαζί θου,
όταν ήμαθτε παιδιά», είπε ο Λούκα. «Όπως έγινε με τον αδελφό μου, τον
Μάρκο, όταν ήταν δώδεκα».
«Αχ, όχι», είπε από ευγένεια η Ρόμπιν.
Έπαιζε μαζί της, απαιτούσε να του δίνει κατάλληλες απαντήσεις, ενώ
και οι δυο τους ήξεραν εξίσου καλά πως φοβόταν να του ζητήσει να
παραμερίσει, καθώς φοβόταν τι ήταν ικανός να κάνει. Ο Λούκα
χαμογέλασε με το δήθεν ενδιαφέρον της για το τροχαίο στο οποίο
ενεπλάκη ο Μάρκο, πριν από χρόνια.
«Ναι, ο μπαμπάθ έμεινε θτο νοθοκομείο με τον Μάρκο τρειθ ολόκληρεθ
εβδομάδεθ, μέχρι να κθεφύγει τον κίνδυνο», είπε ο Λούκα. «Δηλαδή,
νομίζω πως για τον Μάρκο έμενε. Μπορεί και να ήταν για τιθ νοθοκόμεθ.
Τον παλιό καιρό», είπε ο Λούκα, όπως την έκοβε και πάλι από πάνω μέχρι
κάτω, «φορούθαν μαύρεθ κάλτθεθ».
Η Ρόμπιν άκουσε και πάλι βήματα στον διάδρομο, κι αυτή τη φορά
προσευχήθηκε, Θεούλη μου, κάνε να έρχεται κάποιος εδώ, κι η προσευχή
της απαντήθηκε. Η πόρτα πίσω από τον Λούκα άνοιξε, έτσι που τον
βρήκε στην πλάτη. Η ξανθιά νοσοκόμα με το βαρύ βήμα είχε επιστρέψει.
«Ω, με συγχωρείτε, κύριε Ρίτσι», είπε καθώς ο Λούκα παραμέριζε. «Ω»,
επανέλαβε, καθώς αντιλαμβανόταν την παρουσία της Ρόμπιν.
«Τον άκουσα να βογκάει», δικαιολογήθηκε και πάλι η Ρόμπιν,
δείχνοντας τον Λέρα στην πολυθρόνα του. «Να με συγχωρείτε, δεν
έπρεπε… φοβήθηκα μήπως πονούσε, μην είχε κάτι».
Οπότε, ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Λέρας Ρίτσι βόγκηξε, κατά πάσα
πιθανότητα για να τη διαψεύσει.
«Ναι, το κάνει καμιά φορά αυτό, αν θέλει κάτι», είπε η νοσοκόμα.
«Μάλλον είστε έτοιμος να πάμε στο μπάνιο τώρα, έτσι δεν είναι, κύριε
Ρίτσι;»
«Δεν κάθομαι να τον δω να χέζει», είπε ο Λούκα Ρίτσι με ένα κοφτό
γελάκι. «Πετάχτηκα να του αφήθω το δώρο του για την Πέμπτη».
Η Ρόμπιν, εν τω μεταξύ, είχε σπεύσει να περάσει έξω από το δωμάτιο,
όμως με φρίκη αντιλήφθηκε πως δεν είχε προλάβει να κάνει τρία βήματα,
όταν ο Λούκα εμφανίστηκε πίσω της, καλύπτοντας με μια δρασκελιά δύο
δικές της.
«Δε θα πειθ ένα αντίο θτη Θάντι;» ρώτησε όπως περνούσαν μπροστά
από την πόρτα της κυρίας Σάντι Ο’Κιφ.
«Μπα, την πήρε ο ύπνος όσο ήμουν ακόμη εκεί, την καημενούλα», είπε
η Ρόμπιν. «Ξεράθηκε».
Κατέβηκαν από τη σκάλα, με τον Λούκα να παραμένει δυο βήματα πίσω
της σε όλη τη διαδρομή. Η Ρόμπιν αισθανόταν τα μάτια του σαν λέιζερ,
να εστιάζουν στον σβέρκο της, στα πόδια και στα οπίσθιά της.
Έπειτα από ένα διάστημα που της φάνηκε ολόκληρο δεκάλεπτο, κι ας
ήταν στην πραγματικότητα μετά βίας ένα τρίλεπτο, έφτασαν στο ισόγειο.
Ο σχεδόν σε φυσικό μέγεθος γύψινος Ιησούς κοίταζε θλιμμένα τον φονιά
και την ψεύτρα, καθώς κατευθύνονταν προς την έξοδο.
Η Ρόμπιν είχε μόλις ακουμπήσει την παλάμη της πάνω στο πόμολο,
όταν ο Λούκα είπε:
«Θτάθου, Βανέθα».
Η Ρόμπιν γύρισε προς το μέρος τoυ, νιώθοντας τον σφυγμό στη φλέβα
πάνω στον λαιμό της.
«Πρέπει να υπογράπθειθ πριν φύγειθ», είπε ο Λούκα δίνοντάς της ένα
στιλό.
«Αχ, το ξέχασα», είπε η Ρόμπιν χαχανίζοντας ξέπνοα. «Σας το είπα…
πρώτη μου φορά έρχομαι εδώ».
Έσκυψε πάνω από το βιβλίο των επισκεπτών. Ακριβώς κάτω από την
υπογραφή που είχε βάλει μπαίνοντας στο κτίριο, ήταν εκείνη του Λούκα.

Στον χώρο που υπήρχε για τα «Σχόλια» είχε γράψει:

Η Ρόμπιν σημείωσε στα γρήγορα την ώρα δίπλα στην υπογραφή της κι
ύστερα στράφηκε ξανά προς την πόρτα. Ο Λούκα την κρατούσε ανοιχτή
για να περάσει.
«Ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε ξέπνοα, όπως περνούσε από δίπλα του κι
έβγαινε στον καθαρό αέρα.
«Να θε πετάκθω κάπου;» τη ρώτησε ο Λούκα και κοντοστάθηκε στο
πλατύσκαλο της σκάλας που οδηγούσε στον δρόμο. «Έχω το αυτοκίνητο
εδώ παρακάτω, θτη γωνία».
«Αχ, όχι, ευχαριστώ πολύ όμως», είπε η Ρόμπιν. «Θα συναντήσω το
αγόρι μου εδώ παρακάτω».
«Καλά να περάθειθ, λοιπόν», είπε ο Λούκα Ρίτσι. «Κι αν δε γίνεται να
περάθειθ καλά, να προθέχειθ, χα, χα, χα».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν κάπως αλαφιασμένη. «Α, να περάσετε κι εσείς
όμορφα στη Φλόριντα!»
Ο Λούκα σήκωσε το χέρι του σε χαιρετισμό κι άρχισε να
απομακρύνεται, σφυρίζοντας το «Begin the Beguine». Ζαλισμένη από την
ανακούφιση, η Ρόμπιν απομακρύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Χρειάστηκε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να το βάλει στα
πόδια.
Φτάνοντας στην πλατεία, κρύφτηκε πίσω από τον θάμνο με τις
πασχαλιές και πέρασε μισή ώρα παρακολουθώντας την είσοδο του οίκου
ευγηρίας. Όταν πια βεβαιώθηκε πως ο Λούκα Ρίτσι είχε φύγει
πραγματικά, επέστρεψε εκεί.
62
Συμβαίνει συχνά, οι στεναχώριες του νου
να βρίσκουν παρηγόρια δίχως να τη γυρέψουν,
που ψάχνοντας δε βρίσκεται.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ο καβγάς, για τον οποίο η Ρόμπιν ήταν προετοιμασμένη, ήταν ένας από
τους χειρότερους που είχε ποτέ της με τον Στράικ. Η οργή του, όταν
έμαθε πως η Ρόμπιν είχε προσεγγίσει τον Λέρα Ρίτσι, αψηφώντας τις
σαφέστατες προειδοποιήσεις και υποδείξεις του να μην το κάνει,
παρέμενε αμείωτη ακόμη και ύστερα από μια ολόκληρη ώρα λογομαχίας
στο γραφείο εκείνο το βράδυ, η οποία κορυφώθηκε όταν η Ρόμπιν άρπαξε
την τσάντα της και έφυγε, τη στιγμή που ο Στράικ κάτι είχε αρχίσει να της
λέει, αφήνοντάς τον να κοιτάζει την πόρτα που δονούνταν στο πέρασμά
της, ενώ ευχόταν να είχε γίνει κομμάτια, ώστε να μπορούσε να της τη
χρεώσει.
Ο ύπνος που ακολούθησε εκείνη τη νύχτα ελάχιστα μετρίασε τον θυμό
του Στράικ. Σύμφωνοι, υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις
ενέργειες της Ρόμπιν αυτή τη φορά, κι εκείνες που τον είχαν ωθήσει να
την απολύσει πριν από τρία χρόνια: για παράδειγμα, δεν είχε τρομάξει τον
ύποπτο, κάνοντάς τον να κρυφτεί. Ούτε είχε προκύψει η παραμικρή
ένδειξη, τουλάχιστον στις πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες μετά την
επίσκεψή της, πως είτε η οικογένεια Ρίτσι είτε οι αρμόδιοι στον οίκο
ευγηρίας υποψιάζονταν πως η «Βανέσα Τζόουνς» ήταν οτιδήποτε άλλο
πέρα από αυτό που είχε ισχυριστεί. Το κυριότερο (όμως το συγκεκριμένο
δεδομένο τον εκνεύριζε, αντί να τον ηρεμεί), η Ρόμπιν ήταν πλέον
συνεταίρος στο γραφείο κι όχι μια ταπεινή εξωτερική συνεργάτιδα. Για
πρώτη φορά ο Στράικ ερχόταν αντιμέτωπος με το αναντίρρητο δεδομένο
πως, αν κάποια στιγμή χώριζαν οι δρόμοι τους, θα είχαν να ξεμπερδέψουν
ολόκληρο κουβάρι από νομικά και οικονομικά θέματα. Βασικά, η όλη
κατάσταση θα έφερνε σε διαζύγιο.
Δεν ήθελε να χωρίσουν οι δρόμοι του με τη Ρόμπιν, όμως αυτό που είχε
μόλις αντιληφθεί, δηλαδή πως με τις αποφάσεις του είχε δυσκολέψει
πάρα πολύ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, επέτεινε τον εκνευρισμό του.
Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους παρέμεινε τεταμένη επί ένα δεκαπενθήμερο
μετά το πέρασμα της Ρόμπιν από τον Άγιο Πέτρο, ώσπου, το πρώτο πρωί
του Αυγούστου, η Ρόμπιν έλαβε ένα κοφτό μήνυμα από τον Στράικ, με το
οποίο της ζητούσε να εγκαταλείψει τη νέα της απόπειρα να προσεγγίσει
τη γραμματέα του Μούτρου και να επιστρέψει στο γραφείο.
Όταν έφτασε στο μέσα δωμάτιο, βρήκε τον Στράικ καθισμένο στο
γραφείο των συνεταίρων, με διάφορα χαρτιά από τον φάκελο της
αστυνομίας για την υπόθεση Μπάμπορο αραδιασμένα μπροστά του. Ο
Στράικ σήκωσε το κεφάλι, της έριξε μια ματιά, διαπίστωσε πως το χρώμα
των ματιών και των μαλλιών της ήταν το κανονικό κι ύστερα είπε ξερά:
«Μόλις τηλεφώνησαν οι πελάτες της υπόθεσης του Μούτρου.
Τερμάτισαν την ανάθεση λόγω έλλειψης αποτελεσμάτων».
«Αχ, όχι», είπε η Ρόμπιν και κάθισε απογοητευμένη στην πολυθρόνα
απέναντί του. «Λυπάμαι πολύ, πραγματικά προσπάθησα με τη γραμματέα
του Μούτρου…»
«Επίσης, η Άννα και η Κιμ ζήτησαν να μας μιλήσουν. Κανόνισα να τα
πούμε τηλεφωνικά στις τέσσερις το απόγευμα».
«Δε φαντάζομαι να…;»
«Ετοιμάζονται να τραβήξουν την πρίζα;» είπε ο Στράικ δίχως
συναισθηματισμούς. «Το πιθανότερο. Απ’ ό,τι κατάλαβα, δέχτηκαν μία
απρόσμενη πρόσκληση από κάποιο φιλικό τους πρόσωπο για διακοπές
στην Τοσκάνη. Θέλουν να μας μιλήσουν πριν φύγουν, καθώς δε θα έχουν
επιστρέψει στις δεκαπέντε του μήνα».
Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Ο Στράικ δε φαινόταν να είχε
κάτι άλλο να πει, όμως συνέχισε να εξετάζει τα διάφορα περιεχόμενα του
φακέλου.
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν.
«Τι;»
«Μπορούμε, σε παρακαλώ πολύ, να μιλήσουμε για τον Άγιο Πέτρο;»
«Ό,τι είχα να πω, το έχω πει ήδη», απάντησε ο Στράικ πιάνοντας την
κατάθεση της Ρούμπι Έλιοτ σχετικά με τις δύο γυναίκες που
παραπατούσαν στη βροχή σαν να πάλευαν και καμώθηκε πως τη διάβαζε
ξανά.
«Δεν εννοώ το ότι πήγα εκεί. Σου έχω πει ήδη…»
«Είχες πει πως δε θα πλησίαζες τον Ρίτσι…»
«“Συμφώνησα” να μην πλησιάσω τον Ρίτσι», είπε η Ρόμπιν,
πλαισιώνοντας την πρώτη λέξη με εισαγωγικά με τα δάχτυλά της,
«ακριβώς όπως “συμφώνησες” κι εσύ με τον Γκρέγκορι Τάλμποτ να μην
πεις στην αστυνομία από πού βρήκες εκείνη την ταινία». Ξέροντας πως η
Πατ κάτι πληκτρολογούσε στο έξω γραφείο, η Ρόμπιν μιλούσε σιγανά.
«Δεν είχα σκοπό να σε αψηφήσω· είχα αφήσει εσένα να το χειριστείς, το
θυμάσαι; Όμως ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, κι εσύ δεν μπορούσες να
το κάνεις. Σε περίπτωση που δεν το έχεις παρατηρήσει, είμαι κάπως
καλύτερη από εσένα στο να μεταμφιέζομαι».
«Αυτό είναι δεδομένο», είπε ο Στράικ αφήνοντας κατά μέρος την
κατάθεση της Ρούμπι Έλιοτ και πιάνοντας στα χέρια του την περιγραφή
της Θίο από την Γκλόρια. «Αυτό που μου τη δίνει όμως, όπως πάρα πολύ
καλά ξέρεις, είναι πως δε μου είπες τι σκόπευες να…»
«Γιατί εσύ μου τηλεφωνείς κάθε τρία δευτερόλεπτα για να μου πεις τι
σχεδιάζεις να κάνεις στη συνέχεια; Δεν έχεις το παραμικρό θέμα να
αναλαμβάνω πρωτοβουλίες στη δουλειά, όταν σε βολεύει…»
«Ο Λούκα Ρίτσι έχει κάνει φυλακή επειδή έβαλε ηλεκτρόδια στα
γεννητικά όργανα κάποιων ανθρώπων, Ρόμπιν!» είπε ο Στράικ, παύοντας
να καμώνεται πως τον ενδιέφερε η περιγραφή της Θίο.
«Πόσες φορές θα χρειαστεί να πούμε τα ίδια πράγματα; Νομίζεις πως
χάρηκα όταν εμφανίστηκε ξαφνικά στο δωμάτιο; Δεν υπήρχε καμία
περίπτωση να πάω εκεί πέρα, αν ήξερα πως ο τύπος ετοιμαζόταν να
σκάσει μύτη! Το δεδομένο όμως…»
«…δεν είναι δεδομένο…»
«…είναι πως αν δεν είχα…»
«…μια θεωρία είναι…»
«Δεν είναι θεωρία, Στράικ, πραγματικότητα είναι, κι απλώς έχεις
μουλαρώσει και δε θες να το αποδεχτείς!» Η Ρόμπιν έβγαλε το κινητό από
την πίσω τσέπη του παντελονιού της και εμφάνισε στην οθόνη του τη
φωτογραφία που είχε τραβήξει στο δεύτερο πέρασμά της από τον οίκο
ευγηρίας, το οποίο είχε διαρκέσει μετά βίας δύο λεπτά και περιορίστηκε
αποκλειστικά στο να τραβήξει απαρατήρητη μια γρήγορη φωτογραφία
του σημειώματος που είχε γράψει ο Λούκα Ρίτσι στο βιβλίο επισκεπτών.
«Δώσε μου το ανώνυμο σημείωμα», ζήτησε από τον Στράικ κι άπλωσε
το χέρι για να πάρει το τσαλακωμένο γαλάζιο χαρτί που είχαν από τη
συνάντησή τους με τις αδελφές Μπέιλις. «Ορίστε».
Τοποθέτησε το χαρτί δίπλα στο κινητό, στραμμένα προς τον Στράικ. Για
τη Ρόμπιν, οι ομοιότητες ήταν αναντίρρητες: ο ίδιος αλλόκοτος
συνδυασμός κεφαλαίων και μικρών γραμμάτων, ο ίδιος γραφικός
χαρακτήρας, κάθε γράμμα ξέχωρο, αλλά με κάποιες σκόρπιες κι
αχρείαστες καλλιγραφίες, έτσι που θύμιζε το αταίριαστο ψεύδισμα ενός
ψηλού άντρα, με όψη απειλητική και επιδερμίδα σκαμμένη σαν
μισοξεφλουδισμένο πορτοκάλι.
«Δεν μπορείς να αποδείξεις πως είναι ο ίδιος γραφικός χαρακτήρας από
μια φωτογραφία», είπε ο Στράικ. Ήξερε πως γινόταν άδικος, όμως ο
θυμός του δεν είχε εκτονωθεί πλήρως. «Η γραφολογική ανάλυση
βασίζεται στην πίεση που άσκησε το στιλό, πέρα απ’ όλα τα άλλα».
«Εντάξει λοιπόν», είπε η Ρόμπιν, που πλέον αισθανόταν τον θυμό να
έχει σχηματίσει έναν σκληρό κόμπο στον λαιμό της. Σηκώθηκε και έφυγε
από το δωμάτιο, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη. Μέσα από το άνοιγμα,
ο Στράικ την άκουσε να μιλάει στην Πατ και λίγο μετά ακολούθησε ο
ήχος από κούπες που κουδούνιζαν. Παρότι εξακολουθούσε να είναι
εκνευρισμένος, ήθελε να ελπίζει πως θα του έφερνε κι εκείνου μια κούπα
τσάι.
Ελαφρά συνοφρυωμένος, έσυρε το κινητό της Ρόμπιν και το ανώνυμο
σημείωμα προς το μέρος του και τα παρατήρησε και πάλι, με τη σειρά. Η
Ρόμπιν είχε δίκιο, κι εκείνος το ήξερε κι ας μην το παραδεχόταν, από την
πρώτη στιγμή που του είχε δείξει τη φωτογραφία στο κινητό της,
επιστρέφοντας από τον Άγιο Πέτρο. Παρότι δεν το είχε πει στη Ρόμπιν, ο
Στράικ είχε προωθήσει μια φωτογραφία τόσο του ανώνυμου σημειώματος
όσο και του μηνύματος που είχε αφήσει ο Λούκα Ρίτσι στο βιβλίο
επισκεπτών σε μια ειδική γραφολόγο, την οποία του είχαν υποδείξει οι
επαφές του στην αστυνομία. Η γυναίκα είχε εμφανιστεί επιφυλακτική ως
προς το να καταλήξει άμεσα σε ένα σαφές συμπέρασμα χωρίς να έχει
μπροστά της τα πρωτότυπα κείμενα, όμως είχε πει πως, βάσει των όσων
έβλεπε, ήταν κατά «εβδομήντα με ογδόντα τοις εκατό βέβαιη» πως και τα
δύο είχαν γραφτεί από το ίδιο άτομο.
«Παραμένει τόσο σταθερός ο γραφικός χαρακτήρας ύστερα από
σαράντα χρόνια;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι πάντοτε», απάντησε η ειδικός. «Συνήθως, θα ανέμενε κανείς
κάποιες αλλαγές. Σε γενικές γραμμές, ο γραφικός χαρακτήρας των
ανθρώπων αλλοιώνεται με την πάροδο του χρόνου, λόγω ορισμένων
σωματικών παραγόντων. Η διάθεση μπορεί επίσης να ασκήσει κάποια
επίδραση. Από την έρευνά μου φαίνεται να προκύπτει το συμπέρασμα
πως ο γραφικός χαρακτήρας μεταβάλλεται λιγότερο στα άτομα τα οποία
γράφουν σπάνια, σε σχέση με εκείνα τα άτομα που γράφουν πολύ. Οι
σποραδικοί γραφείς τείνουν να ακολουθούν το στιλ που υιοθέτησαν από
νωρίς, ενδεχομένως από το σχολείο. Στην περίπτωση αυτών των δύο
δειγμάτων, είναι σαφές πως υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά σημεία
τα οποία φαίνεται να έχουν διατηρηθεί από τη νιότη του συντάκτη».
«Νομίζω πως βάσιμα θα εκτιμούσε κανείς πως ο συγκεκριμένος
άνθρωπος δε γράφει συχνά, στη δουλειά που κάνει», σχολίασε ο Στράικ.
Το τελευταίο πέρασμα του Λούκα από τη φυλακή, όπως του είχε πει ο
Σάνκερ, προέκυψε καθώς κρίθηκε ένοχος για ηθική αυτουργία σε ένα
μαχαίρωμα. Το θύμα είχε τραυματιστεί στους όρχεις. Από θαύμα είχε
επιβιώσει «όμως δε θα κάνει άλλα παιδιά, ο καψερός», είχε ενημερώσει ο
Σάνκερ τον Στράικ πριν από δύο βράδια. «Ούτε να του σηκωθεί μπορεί,
δίχως να πεθάνει στους πόνους. Είναι ζωή αυτή σε τέτοιο χάλι; Το μαχαίρι
βρήκε πάνω στο δεξί καρύδι, όπως μαθαίνω… βέβαια, τον είχαν βάλει
κάτω…»
«Δε χρειάζονται λεπτομέρειες», είχε απαντήσει ο Στράικ. Είχε μόλις
βιώσει μία απαίσια αίσθηση που ξεκινούσε από τους δικούς του όρχεις
και απλωνόταν ως το στήθος του.
Ο Στράικ είχε τηλεφωνήσει στον Σάνκερ με κάποιο ισχνό πρόσχημα,
μόνο και μόνο για να μάθει αν είχαν φτάσει στα αυτιά του παλιού του
φίλου τίποτε φήμες πως ο Λούκα Ρίτσι ανησυχούσε πως κάποια ντετέκτιβ
είχε περάσει από τον οίκο ευγηρίας όπου έμενε ο πατέρας του. Καθώς ο
Σάνκερ δεν είχε αναφέρει το παραμικρό, ο Στράικ δεν μπορούσε να κάνει
κάτι άλλο πέρα από το να συμπεράνει πως δεν κυκλοφορούσε καμία
τέτοια φήμη.
Παρότι ανακουφιστικό, δεν αποτελούσε έκπληξη. Από τη στιγμή που
ηρέμησε, ο Στράικ είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί στον εαυτό του πως
ήταν βέβαιος ότι η Ρόμπιν την είχε σκαπουλάρει. Όλα όσα γνώριζε ο
Στράικ για τον Λούκα Ρίτσι οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως δε θα την
είχε αφήσει να φύγει αλώβητη από εκεί, αν θεωρούσε πως είχε πάει για
να σκαλίσει το παρελθόν οποιουδήποτε μέλους της οικογένειάς του. Οι
άνθρωποι εκείνοι που τα σκοτεινότερα ένστικτά τους συγκρατούνται από
τη συνείδησή τους, τις επιταγές του νόμου, τις κοινωνικές νόρμες και την
κοινή λογική ενδεχομένως θα δυσκολεύονταν να πιστέψουν πως θα ήταν
κανείς τόσο ανόητος ή παράτολμος ώστε να επιτεθεί στη Ρόμπιν μέσα σε
ένα δωμάτιο οίκου ευγηρίας ή να τη βγάλει από το κτίριο υπό την απειλή
ενός μαχαιριού στην πλάτη της. Δε θα έκανε κάτι τέτοιο μέρα-μεσημέρι, θα
έλεγαν. Δε θα τολμούσε να το κάνει με τόσους μάρτυρες εκεί γύρω! Όμως,
η τρομακτική φήμη του Λούκα βασιζόταν ακριβώς στην ευκολία με την
οποία κατέφευγε στην απροκάλυπτη βία, οπουδήποτε κι αν βρισκόταν,
ανεξάρτητα με το ποιος μπορεί να έβλεπε. Ενεργούσε θεωρώντας βέβαιη
την ατιμωρησία του, προσέγγιση η οποία κάθε άλλο παρά αβάσιμη ήταν.
Για κάθε ποινή φυλάκισης που του είχε επιβληθεί, υπήρχαν πολλά άλλα
περιστατικά τα οποία κανονικά θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει στην
καταδίκη του, από τα οποία όμως είχε καταφέρει να γλιτώσει,
εκφοβίζοντας μάρτυρες ή τρομοκρατώντας άλλους να αναλάβουν την
ευθύνη για λογαριασμό του.
Η Ρόμπιν επέστρεψε στο μέσα γραφείο βλοσυρή, κρατώντας όμως δύο
κούπες με τσάι. Έκλεισε την πόρτα σπρώχνοντάς τη με το πόδι, κι ύστερα
ακούμπησε την κούπα με το σκουρότερο τσάι μπροστά στον Στράικ.
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε ο ντετέκτιβ.
«Παρακαλώ», απάντησε μαγκωμένα εκείνη ρίχνοντας μια ματιά στο
ρολόι της, καθώς καθόταν και πάλι στη θέση της. Τους απέμεναν είκοσι
λεπτά πριν από την τηλεφωνική σύσκεψη με την Άννα και την Κιμ.
«Δε γίνεται», είπε ο Στράικ, «να πούμε στην Άννα πως υποψιαζόμαστε
ότι ο Λούκα Ρίτσι ήταν αυτός που έγραψε το ανώνυμο σημείωμα».
Η Ρόμπιν απλώς τον κοίταξε.
«Δε γίνεται να έχουμε δυο καθωσπρέπει μεσοαστές να κυκλοφορούν
και να λένε αριστερά-δεξιά πως ο Ρίτσι απείλησε τη Μάργκοτ κι
ενδεχομένως να τη σκότωσε», είπε ο Στράικ. «Θα τις θέταμε σε κίνδυνο,
πέρα από τον όποιο κίνδυνο θα αντιμετωπίζαμε εμείς».
«Δε γίνεται, τουλάχιστον, να δείξουμε τα δείγματα σε κάποιον ειδικό;»
«Το έκανα ήδη», είπε ο Στράικ, οπότε της εξήγησε τι είχε πει εκείνη η
γυναίκα.
«Και γιατί δεν είπες…;»
«Επειδή ήμουν ακόμη μέσα στην τσατίλα», απάντησε ο Στράικ πίνοντας
μια γουλιά από το τσάι του. Ήταν ακριβώς έτσι όπως του άρεσε, δυνατό,
γλυκό, στο χρώμα του κρεόζωτου. «Ρόμπιν, η πραγματικότητα είναι πως
αν παραδώσουμε τη φωτογραφία και το σημείωμα στην αστυνομία,
άσχετα από το αν θα προκύψει κάτι απ’ όλα αυτά, θα έχεις ζωγραφίσει
έναν πελώριο στόχο στην πλάτη σου. Ο Ρίτσι θα αρχίσει να σκαλίζει, για
να καταλήξει στο ποιος φωτογράφισε τον γραφικό του χαρακτήρα σ’
εκείνο το βιβλίο επισκεπτών. Δε θα του πάρει καιρό για να μας
εντοπίσει».
«Ήταν είκοσι δύο χρονών όταν εξαφανίστηκε η Μάργκοτ», είπε ήσυχα
η Ρόμπιν. «Αρκετά μεγάλος στα χρόνια και στο σώμα για να απαγάγει μια
γυναίκα. Διέθετε επαφές που θα τον βοηθούσαν να εξαφανίσει ένα πτώμα.
Η Μπέτι Φούλερ θεωρούσε πως ο άνθρωπος που έγραψε τα σημειώματα
ήταν ο φονιάς, κι εξακολουθεί να φοβάται να μας πει ποιος ήταν. Αυτό θα
μπορούσε να σημαίνει πως υποψιάζεται τον γιο αλλά και τον πατέρα».
«Δεκτά όλα αυτά», είπε ο Στράικ, «όμως κάπου εδώ πρέπει να
μιλήσουμε ρεαλιστικά. Δε διαθέτουμε τους πόρους για να τα βάλουμε με
επαγγελματίες εγκληματίες. Το ότι πήγες στον Άγιο Πέτρο, από μόνο του
ήταν αρκετά παράτολμο…»
«Θα μπορούσες μήπως να μου εξηγήσεις γιατί ήταν παράτολμο όταν το
έκανα εγώ, αλλά δεν ήταν όταν σχεδίαζες να το κάνεις εσύ;» είπε η
Ρόμπιν.
Ο Στράικ τα έχασε για μια στιγμή.
«Επειδή είμαι λιγότερο έμπειρη;» είπε η Ρόμπιν. «Επειδή νομίζεις πως
θα τα κάνω μαντάρα ή θα πανικοβληθώ; Ή επειδή δεν μπορώ να
αυτοσχεδιάσω;»
«Τίποτε από αυτά», είπε ο Στράικ, παρότι του στοίχιζε κάπως το ότι το
παραδεχόταν.
«Ωραία, τότε γιατί…»
«Επειδή οι πιθανότητές μου να επιβιώσω έτσι και μου ορμήσει ο Λούκα
Ρίτσι κραδαίνοντας ένα ρόπαλο είναι καλύτερες από τις δικές σου,
εντάξει;»
«Μα ο Λούκα Ρίτσι δεν επιτίθεται στους ανθρώπους με ρόπαλα»,
απάντησε πολύ λογικά η Ρόμπιν. «Με μαχαίρια επιτίθεται, με ηλεκτρόδια
και οξύ, και δεν καταλαβαίνω πώς θα τα κατάφερνες καλύτερα απέναντι
σε αυτά απ’ ό,τι εγώ. Η αλήθεια είναι πως είσαι πρόθυμος να πάρεις
ρίσκα που δε θέλεις να παίρνω εγώ. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο ότι
δε μου έχεις αρκετή εμπιστοσύνη ή για λόγους ιπποσύνης, ή αν είναι το
ένα μεταμφιεσμένο στο άλλο…»
«Κοίτα…»
«Όχι, εσύ κοίτα», είπε η Ρόμπιν. «Αν σε είχαν αναγνωρίσει εκεί πέρα,
θα είχε πληρώσει το τίμημα ολόκληρο το γραφείο. Κάθισα και διάβασα
πέντε πράγματα για τον Ρίτσι, δεν είμαι βλάκας. Βάζει στο στόχαστρο τις
οικογένειες και τους συνεργάτες, ακόμη και τα κατοικίδια των ανθρώπων
που τον ενόχλησαν, δεν περιορίζεται στους ίδιους. Είτε σου αρέσει είτε
όχι, υπάρχουν κάποιοι χώροι όπου μπορώ να μπω ευκολότερα απ’ ό,τι
εσύ. Έχω λιγότερο χαρακτηριστική εμφάνιση, είναι ευκολότερο να
μεταμφιεστώ και οι άνθρωποι εμπιστεύονται τις γυναίκες περισσότερο
απ’ ό,τι τους άντρες, ιδίως όταν έχει να κάνει με παιδιά και ηλικιωμένους.
Δε θα ξέραμε τίποτε απ’ όλα αυτά, αν δεν είχα πάει στον Άγιο Πέτρο…»
«Καλύτερα θα ήταν να μην τα ξέραμε», απάντησε απότομα ο Στράικ.
«Ο Σάνκερ μου το είπε εδώ και μήνες: “Αν είναι ο Λέρας η απάντηση,
πρέπει να πάψεις να ρωτάς”. Το ίδιο ισχύει και για τον Λούκα, και με το
παραπάνω».
«Δεν το εννοείς πραγματικά αυτό», είπε η Ρόμπιν. «Το ξέρεις πως δεν
το εννοείς. Δε θα επέλεγες ποτέ την άγνοια».
Είχε δίκιο, όμως ο Στράικ δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Μάλιστα, ένα
από τα στοιχεία που συνέχιζαν να τροφοδοτούν τον θυμό του τις
τελευταίες δύο εβδομάδες ήταν ότι καταλάβαινε πως η στάση του
χαρακτηριζόταν από μια ουσιαστική έλλειψη λογικής. Εφόσον η
προσπάθεια συγκέντρωσης πληροφοριών σχετικά με την οικογένεια Ρίτσι
είχε την όποια αξία, τότε ήταν μια προσπάθεια που έπρεπε να γίνει, κι
όπως είχε αποδείξει η Ρόμπιν, εκείνη ήταν η καταλληλότερη για τη
συγκεκριμένη δουλειά. Παρότι ο Στράικ εκνευριζόταν πολύ με το γεγονός
πως δεν τον είχε ενημερώσει γι’ αυτό που σχεδίαζε να κάνει, γνώριζε
άριστα πως, αν το είχε κάνει η Ρόμπιν, αυτός θα είχε ασκήσει βέτο,
ωθούμενος από μια θεμελιωδώς αδικαιολόγητη επιθυμία να την κρατήσει
μακριά από κάθε κίνδυνο, τη στιγμή που το λογικό συμπέρασμα του
συγκεκριμένου σκεπτικού ήταν πως η Ρόμπιν δε θα έπρεπε να ασχολείται
καν με αυτή τη δουλειά. Ο Στράικ ήθελε να είναι ανοιχτή και ξεκάθαρη
απέναντί του, όμως ήξερε πως η δική του αλλοπρόσαλλη στάση απέναντι
στο ενδεχόμενο να πάρει ρίσκα που έθεταν τη σωματική της ακεραιότητα
σε κίνδυνο ήταν ο λόγος που η Ρόμπιν δεν του είχε μιλήσει ανοιχτά για
τις προθέσεις της. Η μακριά ουλή στον πήχη της έμοιαζε να του
απευθύνει βαρύ κατηγορώ κάθε φορά που την κοίταζε, παρότι το λάθος
που είχε οδηγήσει σ’ εκείνο τον τραυματισμό ήταν αποκλειστικά δικό της.
Ο Στράικ γνώριζε υπερβολικά πολλά πράγματα για το παρελθόν της· η
σχέση τους είχε αποκτήσει εξαιρετικά προσωπικές διαστάσεις· δεν ήθελε
να χρειαστεί ξανά να την επισκεφτεί στο νοσοκομείο. Αισθανόταν εκείνο
ακριβώς το ενοχλητικό αίσθημα ευθύνης που τον διατηρούσε πεισματικά
εργένη, αλλά χωρίς ίχνος από τα αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα. Για
τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έφταιγε εκείνη, όμως του είχε πάρει ένα
δεκαπενθήμερο μέχρι να καταφέρει να σταθεί έντιμα απέναντι σε αυτά τα
δεδομένα.
«Εντάξει», μουρμούρισε τελικά. «Δε θα επέλεγα την άγνοια». Κατέβαλε
τεράστια προσπάθεια για να αρθρώσει τα επόμενα λόγια. «Έκανες
εξαιρετική δουλειά».
«Σε ευχαριστώ», είπε η Ρόμπιν, αιφνιδιασμένη όσο και ικανοποιημένη.
«Γίνεται να συμφωνήσουμε όμως… σε παρακαλώ; Πως στο μέλλον θα
τα συζητάμε αυτά τα πράγματα;»
«Αν σε είχα ρωτήσει…»
«Ναι, μπορεί και να είχα πει όχι, και θα είχα άδικο, κι είναι κάτι που θα
το έχω υπόψη μου την επόμενη φορά, εντάξει; Όμως, όπως επιμένεις να
μου υπενθυμίζεις, είμαστε συνεταίροι, οπότε θα μου έκανες μεγάλη χάρη
αν…»
«Εντάξει», είπε η Ρόμπιν. «Ναι. Θα το συζητήσουμε. Λυπάμαι που δε
σου μίλησα».
Εκείνη τη στιγμή η Πατ χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε ελαφρά.
«Έχω μια κυρία Φιπς και μια κυρία Σάλιβαν στη γραμμή, σας ζητάνε».
«Πέρασε τες στο τηλέφωνο εδώ, σε παρακαλώ», είπε ο Στράικ.
Έχοντας την αίσθηση πως ετοιμαζόταν να ακούσει άσχημα μαντάτα από
κάποιο γιατρό, η Ρόμπιν άφησε τον Στράικ να μιλήσει στην Άννα και
στην Κιμ. Εκείνος περιέγραψε συστηματικά στο ζεύγος όλες τις επαφές
που είχε το γραφείο με τους διάφορους εμπλεκόμενους κατά τους
τελευταίους εντεκάμισι μήνες, περιγράφοντάς τους τα μυστικά που είχαν
φέρει στο φως με τη Ρόμπιν, καθώς και τα συμπεράσματα, με κάθε
επιφύλαξη, στα οποία είχαν καταλήξει.
Αποκάλυψε πως η Αϊρίν Χίκσον είχε μια σύντομη σχέση με τον άλλοτε
σύντροφο της Μάργκοτ και ότι αμφότεροι είχαν πει ψέματα γι’ αυτό,
εξήγησε πως ο Σάτσγουελ ενδεχομένως να ανησυχούσε ότι η Μάργκοτ θα
μιλούσε στις Αρχές για τον τρόπο με τον οποίο είχε πεθάνει η αδελφή
του· ότι η Βίλμα, η καθαρίστρια, δεν είχε πατήσει καν το πόδι της στο
σπίτι της οικογένειας Φιπς και ότι η μαρτυρία που ήθελε τον Ρόι να
περπατά ήταν κατά πάσα πιθανότητα αβάσιμη· ότι τα απειλητικά
σημειώματα ήταν υπαρκτά όμως (εδώ έριξε μια ματιά στη Ρόμπιν) δεν
είχαν καταφέρει να εξακριβώσουν ποιος ήταν ο συντάκτης· ότι ο Τζόζεφ
Μπρένερ ήταν άτομο πολύ πιο αχρείο απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς,
όμως δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να τον συνδέει με την εξαφάνιση
της Μάργκοτ· ότι η Γκλόρια Κόντι, το τελευταίο άτομο που είχε δει
ζωντανή τη Μάργκοτ, κατοικούσε στη Γαλλία και δεν επιθυμούσε να τους
μιλήσει· και ότι ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ, ο ύποπτος ασθενής της Μάργκοτ,
είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Τέλος, τους είπε ότι εκτιμούσαν πως
είχαν εξακριβώσει ποιο ήταν το φορτηγάκι που απομακρυνόταν με
ταχύτητα από το Κλέρκενγουελ Γκριν το βράδυ που εξαφανίστηκε η
Μάργκοτ και ήταν βέβαιοι πως δεν ανήκε στον Ντένις Κριντ.
Ο μόνος ήχος που έσπαγε τη σιωπή όταν ολοκλήρωσε ο Στράικ όσα είχε
να πει, ήταν το σιγανό βουητό που έβγαινε από το ηχείο πάνω στο
γραφείο, απόδειξη πως η γραμμή παρέμενε ανοιχτή. Καθώς περίμενε την
Άννα να μιλήσει, η Ρόμπιν συνειδητοποίησε ξαφνικά πως τα μάτια της
είχαν βουρκώσει. Ήθελε τόσο πολύ να ανακαλύψει τι είχε συμβεί στη
Μάργκοτ Μπάμπορο.
«Λοιπόν… το ξέραμε πως θα ήταν δύσκολο», είπε τελικά η Άννα. «Αν
όχι αδύνατο».
Η Ρόμπιν καταλάβαινε πως και η Άννα έκλαιγε. Αισθάνθηκε απαίσια.
«Λυπάμαι», είπε ο Στράικ ως όφειλε. «Λυπάμαι πολύ, που δεν έχουμε
καλύτερα νέα για εσάς. Πάντως, η περίπτωση του Ντάουθ­γουεϊτ
εξακολουθεί να παρουσιάζει ουσιαστικό ενδιαφέρον και…»
«Όχι».
Η Ρόμπιν αναγνώρισε τη φωνή της Κιμ στην αποφασιστική άρνηση.
«Όχι, λυπάμαι», είπε η ψυχολόγος. «Συμφωνήσαμε στον έναν χρόνο».
«Πάντως, απομένουν ακόμη δύο εβδομάδες», συνέχισε ο Στράικ, «και
αν…»
«Έχετε τον οποιοδήποτε λόγο να πιστεύετε πως θα μπορέσετε να
εντοπίσετε τον Στιβ Ντάουθγουεϊτ μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες;»
Τα ελαφρώς κόκκινα μάτια του Στράικ διασταυρώθηκαν με το υγρό
βλέμμα της Ρόμπιν.
«Όχι», ομολόγησε.
«Όπως ανέφερα και στο email που σας έστειλα, ετοιμαζόμαστε να
φύγουμε για διακοπές», είπε η Κιμ. «Εφόσον δεν καταφέρνατε να
εντοπίσετε το πτώμα της Μάργκοτ, αναπόφευκτα θα υπήρχε κάποια άλλη
κατεύθυνση που θα μπορούσατε να διερευνήσετε, κάποιο άλλο άτομο που
ενδεχομένως να γνώριζε κάτι και, όπως είχα αναφέρει από την πρώτη
στιγμή, δε διαθέτουμε τα χρήματα ούτε, ειλικρινά, τις συναισθηματικές
αντοχές, ώστε να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία επ’ αόριστο. Νομίζω πως
είναι καλύτερα –προτιμότερο– να αποδεχτούμε πως κάνατε ό,τι καλύτερο
μπορούσατε και να σας ευχαριστήσουμε για τις προσπάθειες που ήδη
καταβάλατε. Η διαδικασία αυτή αποδείχτηκε χρήσιμη, έστω κι αν… θέλω
να πω, η σχέση της Άννας και του Ρόι είναι καλύτερη απ’ ό,τι εδώ και
χρόνια, χάρη στην επίσκεψή σας. Θα χαρεί όταν μάθει πως η καθαρίστρια
αναγνώρισε ότι δεν ήταν σε θέση να περπατήσει εκείνη την ημέρα».
«Ναι, αυτό είναι θετικό», είπε ο Στράικ. «Απλώς λυπάμαι που…»
«Το ήξερα», είπε η Άννα με φωνή που έτρεμε, «πως θα ήταν… σχεδόν
αδύνατο. Τουλάχιστον, ξέρω ότι προσπάθησα».
Αφού τερμάτισε η Άννα την κλήση, στο δωμάτιο απλώθηκε σιωπή.
Τελικά, ο Στράικ είπε: «Πρέπει να κατουρήσω», σηκώθηκε και έφυγε από
το γραφείο.
Η Ρόμπιν σηκώθηκε με τη σειρά της κι άρχισε να συγκεντρώνει τις
φωτοτυπημένες σελίδες του αστυνομικού φακέλου. Δεν μπορούσε να
πιστέψει πως η προσπάθειά τους είχε λήξει. Αφού στοίβαξε τις σελίδες
προσεκτικά, κάθισε κάτω κι άρχισε να τις φυλλομετρά μια τελευταία
φορά, ξέροντας πως ήλπιζε ότι θα έβλεπε κάτι –οτιδήποτε– που τους είχε
ξεφύγει.
Από την κατάθεση της Γκλόρια Κόντι στον Λόσον:
Ήταν μια κοντή, μελαχρινή δεμένη γυναίκα, που έμοιαζε με Τσιγγάνα.
Μου φάνηκε πως ήταν έφηβη. Ήρθε μόνη της και είπε ότι πονούσε
πολύ. Είπε πως την έλεγαν Θίο. Δε συγκράτησα το επίθετό της και δεν
της ζήτησα να το επαναλάβει, γιατί θεώρησα πως έπρεπε να τη δει
κάποιος το ταχύτερο. Έσφιγγε τις παλάμες πάνω στην κοιλιά της. Της
είπα να περιμένει και πήγα να ρωτήσω τον δρα Μπρένερ αν θα την
εξέταζε αυτός, καθώς η δρ Μπάμπορο είχε ακόμη ασθενείς στο γραφείο
της.
Από την κατάθεση της Ρούμπι Έλιοτ στον Τάλμποτ:
Τις είδα δίπλα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, δυο γυναίκες που έμοιαζαν
να παραπατάνε πιασμένες στα χέρια. Η ψηλή, με την καμπαρντίνα,
έγερνε πάνω στην κοντύτερη, που φορούσε μια πλαστική αδιάβροχη
κουκούλα. Με γυναίκες μού φάνηκαν, αλλά δεν είδα τα πρόσωπά τους.
Μου φάνηκε πως η μία προσπαθούσε να κάνει την άλλη να περπατήσει
γρηγορότερα.
Από την κατάθεση της Τζάνις Μπίτι στον Λόσον:
Γνωριζόμαστε με τον κύριο Ντάουθγουεϊτ από τον καιρό που δέχτηκε
επίθεση στην πολυκατοικία, όμως δε θα τον χαρακτήριζα φίλο μου.
Πάντως, μου είπε πόσο ταραγμένος ήταν που η φίλη του είχε
αυτοκτονήσει. Μου είπε πως είχε πονοκεφάλους. Σκέφτηκα πως ήταν
από την ένταση. Ξέρω πως μεγάλωσε σε ανάδοχες οικογένειες, όμως δε
μου ανέφερε ποτέ το όνομα κάποιας από τις ανάδοχες μητέρες. Ούτε
και για τη δρα Μπάμπορο μου είχε μιλήσει, εκτός ότι είχε πάει να τον
εξετάσει για τους πονοκεφάλους του. Δε μου είπε πως σκόπευε να φύγει
από την πολυκατοικία. Δεν ξέρω πού έχει πάει.
Από τη δεύτερη κατάθεση της Αϊρίν Χίκσον στον Λόσον:
Η συνημμένη απόδειξη αποδεικνύει ότι βρισκόμουν στην οδό Όξφορντ
το επίμαχο απόγευμα. Λυπάμαι πραγματικά που δεν υπήρξα ειλικρινής
σχετικά με το πού βρισκόμουν, όμως ντρεπόμουν που είχα πει ψέματα
προκειμένου να λείψω το απόγευμα από τη δουλειά.
Κάτω από την κατάθεση υπήρχε η φωτοτυπία της απόδειξης που είχε
εμφανίσει η Αϊρίν: Marks & Spencer, τρία αντικείμενα, με συνολικό
κόστος 4 λίρες και 73 πένες.
Από την κατάθεση του Τζόζεφ Μπρένερ στον Τάλμποτ:
Έφυγα από την κλινική τη συνηθισμένη μου ώρα, καθώς είχα υποσχεθεί
στην αδελφή μου πως θα επέστρεφα εγκαίρως στο σπίτι για το δείπνο.
Η δρ Μπάμπορο είχε την ευγενή καλοσύνη να αναλάβει την ασθενή που
προσήλθε εκτάκτως, καθώς είπε πως είχε αργότερα ραντεβού με κάποια
φίλη της στην περιοχή. Δεν έχω ιδέα αν αντιμετώπιζε η δρ Μπάμπορο
προβλήματα προσωπικού χαρακτήρα. Η σχέση μας ήταν απολύτως
επαγγελματική. Δε γνωρίζω να ήθελε κανείς να τη βλάψει. Θυμάμαι πως
ένας από τους ασθενείς της της έστειλε κάποια στιγμή ένα μικρό κουτί
σοκολατάκια, αν και δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πως αυτός ήταν ο
Στίβεν Ντάουθγουεϊτ. Δε γνωρίζω τον κύριο Ντάουθγουεϊτ. Θυμάμαι
πως η δρ Μπάμπορο φάνηκε να δυσαρεστείται όταν της παρέδωσε η
Ντόροθι τα σοκολατάκια και ζήτησε από την Γκλόρια, τη ρεσεψιονίστ,
να τα πετάξει κατευθείαν στο καλάθι των αχρήστων, αν και αργότερα
τα πήρε από το καλάθι. Ήταν ιδιαίτερα γλυκατζού.
Ο Στράικ επέστρεψε στο γραφείο κι άφησε ένα χαρτονόμισμα των πέντε
λιρών πάνω στο γραφείο, μπροστά στη Ρόμπιν.
«Αυτό για τι είναι;»
«Είχαμε βάλει ένα στοίχημα», είπε, «για το αν θα μας έδιναν παράταση
στον έναν χρόνο, εφόσον είχαμε κάποιες εκκρεμείς άκρες. Εγώ είπα πως
θα μας έδιναν την παράταση. Εσύ είπες το αντίθετο».
«Δεν το παίρνω», είπε η Ρόμπιν, αφήνοντας το τάλιρο εκεί που ήταν.
«Απομένουν ακόμη δύο εβδομάδες».
«Μα τώρα μόλις…»
«Έχουν πληρώσει ως το τέλος του μήνα. Δε σταματάω».
«Μήπως δεν ήμουν αρκετά ξεκάθαρος πριν;» είπε ο Στράικ κοιτάζοντάς
τη συνοφρυωμένος. «Δεν τον ακουμπάμε τον Ρίτσι».
«Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν.
Έριξε και πάλι μια ματιά στο ρολόι της.
«Πρέπει να σκαντζάρω τον Άντι σε μία ώρα. Καλύτερα να πηγαίνω».
Όταν έφυγε η Ρόμπιν, ο Στράικ τοποθέτησε τα φωτοτυπημένα έγγραφα
στις κούτες των παλιών αστυνομικών αρχείων που παρέμεναν κάτω από
το γραφείο κι ύστερα πέρασε στον έξω χώρο όπου καθόταν η Πατ, με το
ηλεκτρονικό τσιγάρο πιασμένο ανάμεσα στα δόντια της όπως πάντα.
«Χάσαμε δύο πελάτες», της είπε. «Ποιος έχει σειρά στη λίστα
αναμονής;»
«Εκείνος ο ποδοσφαιριστής», είπε η Πατ και εμφάνισε το
κρυπτογραφημένο αρχείο στην οθόνη του υπολογιστή της, δείχνοντας
στον Στράικ το γνωστό όνομα. «Κι αν θες να αντικαταστήσεις και τους
δύο, είναι κι εκείνη η ψηλομύτα με το τσιουάουα».
Ο Στράικ το σκέφτηκε για λίγο.
«Για την ώρα, ας αναλάβουμε μονάχα τον ποδοσφαιριστή. Μπορείς να
τηλεφωνήσεις στη βοηθό του, να ενημερώσεις πως είμαι διαθέσιμος να
του μιλήσω όποια στιγμή τον εξυπηρετεί αύριο;»
«Αύριο είναι Σάββατο», είπε η Πατ.
«Το ξέρω», απάντησε ο Στράικ. «Τα Σαββατοκύριακα εργάζομαι, άσε
που αμφιβάλλω πως θα ήθελε να τον πάρει κανένα μάτι να μπαίνει εδώ.
Πες στη βοηθό του πως ευχαρίστως θα περάσω από το σπίτι του».
Επέστρεψε στο μέσα γραφείο και άνοιξε το παράθυρο, αφήνοντας την
απογευματινή ατμόσφαιρα, βαριά από καυσαέρια κι εκείνη την ιδιαίτερη
οσμή που χαρακτηρίζει το Λονδίνο, έναν συνδυασμό πυρωμένου
τούβλου, κάπνας και μιας αμυδρής υποψίας φύλλων, δέντρων και
γρασιδιού να κατακλύσει το δωμάτιο. Παρότι μπήκε στον πειρασμό να
κάνει τσιγάρο, συγκρατήθηκε από σεβασμό προς την Πατ, μιας και της
είχε ζητήσει να μην καπνίζει στο γραφείο. Πλέον, όλοι σχεδόν οι πελάτες
ήταν μη καπνιστές και θεωρούσε πως θα δημιουργούνταν κακή εικόνα για
το γραφείο αν βρομούσε ο χώρος σαν σταχτοδοχείο. Έγειρε πάνω στο
περβάζι και χάζεψε τους ανθρώπους που είχαν βγει για ένα ποτό ή ψώνια
την Παρασκευή, έτσι όπως πηγαινοέρχονταν στην οδό Ντένμαρκ, ενώ το
αυτί του έπαιρνε σκόρπια λόγια από τον διάλογο που είχε η Πατ με τη
βοηθό του γνωστού ποδοσφαιριστή, όμως κατά κύριο λόγο αναλογιζόταν
τη Μάργκοτ Μπάμπορο.
Ήξερε από την πρώτη στιγμή πως ήταν ελάχιστες οι πιθανότητες να
ανακαλύψουν τι της είχε συμβεί, όμως πώς είχαν εξανεμιστεί πενήντα
εβδομάδες; Θυμήθηκε όλο εκείνο το διάστημα που είχε περάσει με την
Τζόαν στην Κορνουάλη, τους άλλους πελάτες που είχαν έρθει και φύγει,
κι αναρωτήθηκε αν υπήρχε περίπτωση να είχαν ανακαλύψει τι απέγινε η
Μάργκοτ Μπάμπορο, αν δεν είχαν προκύψει όλα εκείνα τα άλλα θέματα.
Παρότι ήταν μεγάλος ο πειρασμός να ρίξει το φταίξιμο στα διάφορα
ζητήματα που του είχαν αποσπάσει την προσοχή, θεωρούσε πως το
αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Ενδεχομένως, ο Λούκα Ρίτσι να ήταν η
απάντηση που δε θα μπορούσαν ποτέ να παραδεχτούν. Μια απάντηση
πιθανή, εν πολλοίς: ένα επαγγελματικό χτύπημα, αποτέλεσμα κάποιου
απροσδιόριστου σκεπτικού του υποκόσμου, ίσως επειδή η Μάργκοτ είχε
πλησιάσει επικίνδυνα σε κάποιο μυστικό ή είχε χώσει τη μύτη της στις
δουλειές της φαμίλιας. Άσε την κοπέλα μου ήσυχη… Η γιατρός ήταν
χαρακτήρας που θα συμβούλευε κάποια στριπτιζέζ, ή πόρνη, ή ηθοποιό
σε πορνογραφικές ταινίες, ή ναρκομανή να επιλέξει μια διαφορετική ζωή,
να καταθέσει σε βάρος των ανθρώπων που την εκμεταλλεύονταν…
«Στις έντεκα, αύριο», ανακοίνωσε με τραχιά φωνή η Πατ πίσω από τον
Στράικ. «Σπίτι του. Σου άφησα τη διεύθυνση πάνω στο γραφείο».
«Σ’ ευχαριστώ πολύ», είπε εκείνος και γυρνώντας, διαπίστωσε ότι
φορούσε ήδη το παλτό της. Η ώρα ήταν πέντε. Έδειχνε να έχει εκπλαγεί
κάπως που τον άκουσε να την ευχαριστεί, όμως από τότε που του είχε
φωνάξει η Ρόμπιν, επειδή ήταν αγενής απέναντι στην Πατ, ο Στράικ
κατέβαλλε συνειδητή προσπάθεια να μιλά καλύτερα στη γραμματέα. Για
μια στιγμή η Πατ κόμπιασε, έτσι όπως είχε το ηλεκτρονικό τσιγάρο
πιασμένο ανάμεσα στα κίτρινα δόντια της, κι ύστερα το απομάκρυνε και
είπε:
«Η Ρόμπιν μου είπε τι έκανε ο Μόρις. Τι της έστειλε».
«Ναι», είπε ο Στράικ. «Το γλοιώδες καθοίκι».
«Ναι», είπε η Πατ. Τον παρατηρούσε προσεκτικά, σαν να διέκρινε πάνω
του πράγματα που δε θα περίμενε με τίποτε να δει εκεί. «Φοβερό. Και
πάντοτε μου θύμιζε», είπε ξαφνικά, «τον Μελ Γκίμπσον στα νιάτα του».
«Αλήθεια;» είπε ο Στράικ.
«Ένα περίεργο πράγμα η εμφάνιση του άλλου», σχολίασε η Πατ.
«Υποθέτεις διάφορα».
«Ναι, μάλλον», είπε ο Στράικ.
«Μου θυμίζεις πολύ τον πρώτο μου σύζυγο», του είπε η Πατ.
«Σοβαρά;» είπε ο Στράικ αιφνιδιασμένος.
«Ναι. Δηλαδή… Ώρα να πηγαίνω. Καλό Σαββατοκύριακο».
«Επίσης», είπε ο Στράικ.
Περίμενε ώσπου τα βήματά της έπαψαν να ακούγονται από τη
μεταλλική σκάλα, πριν βγάλει τα τσιγάρα του, ανάψει ένα και επιστρέψει
στο μέσα γραφείο, όπου το παράθυρο παρέμενε ανοιχτό. Εκεί έβγαλε ένα
παλιό τασάκι μέσα από το συρτάρι του επίπλου και το δερματόδετο
σημειωματάριο του Τάλμποτ από το επάνω συρτάρι της αρχειοθήκης κι
ύστερα βολεύτηκε στην καρέκλα όπου καθόταν συνήθως, για να το
φυλλομετρήσει μία ακόμη φορά, σταματώντας στην τελευταία σελίδα.
Ο Στράικ ποτέ δεν είχε ασχοληθεί περισσότερο με τα τελευταία
ορνιθοσκαλίσματα του Τάλμποτ, πέρα από το να τους ρίξει μια γρήγορη
ματιά, εν μέρει επειδή η υπομονή του είχε ήδη εξαντληθεί μέχρι να
φτάσει εκεί, εν μέρει επειδή συγκαταλέγονταν μεταξύ των πλέον
ανερμάτιστων και ακατανόητων σημείων των σημειώσεων. Απόψε όμως
είχε έναν μελαγχολικό λόγο να μελετήσει την τελευταία σελίδα του
σημειωματάριου του Τάλμποτ, καθώς κι ο ίδιος είχε φτάσει στο τέλος
αυτής της υπόθεσης. Οπότε, παρατήρησε το σκίτσο του Τάλμποτ που
απεικόνιζε τον δαίμονα που ο επιθεωρητής φανταζόταν πως είχε καλέσει,
πριν έρθει το νοσοκομειακό για να τον παραλάβει: το πνεύμα της
Μάργκοτ Μπάμπορο, που είχε επιστρέψει από κάποια αστρική διάσταση
για να τον ταλανίσει με τη μορφή της Μπάμπαλον, της Μητέρας των
Εκτρωμάτων.

Πλέον δεν υπήρχε καμία πίεση να καταλάβει. Ο Στράικ αποεστίασε τον


νου του όπως θα χαλάρωνε τα μάτια του, προκειμένου να διακρίνει
καλύτερα κάποια από εκείνες τις φαινομενικά τρισδιάστατες εικόνες που
κρύβονταν σε κάτι που έμοιαζε με δισδιάστατο μοτίβο. Το βλέμμα του
πέρασε πάνω από τις φράσεις και τα αποσπάσματα που θυμόταν στο
περίπου ο Τάλμποτ από τα κείμενα του Κρόουλι και όσα είχε συμπεράνει
ρίχνοντας τα ταρό του Θωθ. Καθώς παρατηρούσε τη μορφή του θηλυκού
δαίμονα με το πλούσιο στήθος, στην κοιλιά του οποίου ο μετανιωμένος
Τάλμποτ είχε σχεδιάσει εκ των υστέρων έναν χριστιανικό σταυρό,
θυμήθηκε κάτι που είχε πει η Ρόμπιν πριν από μήνες, στο ανάκτορο του
Χάμπτον Κορτ, σχετικά με την έλξη που ασκούσαν οι μύθοι και τα
σύμβολα, και την ιδέα του συλλογικού ασυνείδητου εκεί όπου φώλιαζαν
τα αρχέτυπα. Αυτή η δαιμονική οντότητα κι οι σκόρπιες φράσεις, που
στην ψυχωσική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Τάλμποτ του
φάνταζαν συναφείς, είχαν αναδυθεί μέσα από το ασυνείδητο του
αστυνομικού: ήταν υπερβολικά εύκολο, υπερβολικά απλουστευτικό, να
ρίξει κανείς τις ευθύνες στον Κρόουλι και στον Λέβι για τα όσα είχε
επιλέξει να συγκρατήσει ο νους του ίδιου του Τάλμποτ. Αυτό ήταν το
αποτέλεσμα που είχε προκύψει, σε έναν ύστατο σπασμό παραφροσύνης,
σε μια ύστατη απόπειρα να βρεθεί κάποια λύση. Επτά πέπλα, επτά
κεφάλια, επτά ροές. Πόθος και αλλόκοτες ουσίες. Επτά γύρω από τον λαιμό
της. Το φαρμακωμένο σκοτάδι της ΜΑΥΡΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ. Αίμα και
αμαρτία. Έρχεται καβάλα στο ερπετό λιοντάρι.
Ο Στράικ έστρεψε τη λάμπα κοντύτερα στη σελίδα, ώστε να
παρατηρήσει προσεκτικότερα το σκίτσο. Άραγε ήταν αυταπάτη ή μήπως
κάποιες από εκείνες τις παλαβές αποστροφές άφηναν να εννοηθεί πως ο
Τάλμποτ είχε παρατηρήσει τις ίδιες αλλόκοτες συμπτώσεις που είχε
εντοπίσει και ο Στράικ, μετά τη συνάντηση με τις αδελφές Μπέιλις;
Καθώς το βλέμμα του στρεφόταν από τη μια αποκρυφιστική
αποσπασματική σημείωση στην επόμενη, ο Στράικ είχε την αίσθηση πως
διέκρινε όχι μονάχα έναν μετανοήσαντα θρησκευόμενο άνθρωπο, που
επιχειρούσε να εξιλεωθεί για την κατρακύλα του στις μαγγανείες, αλλά
και μια ύστατη, απέλπιδα προσπάθεια ενός ικανού αστυνομικού, ο οποίος
επιχειρούσε να διασώσει κάποια στοιχεία μέσα από το χάος, να αντλήσει
νόημα μέσα από την παράνοια.
63
Παίρνοντας την απόφαση κι άλλο να προχωρήσουν,
ώσπου να βρουν κάποιο πορτί για μέσα ή για έξω,
στο μονοπάτι εκεί τραβούν, που πιο γυμνό φαντάζει,
κι απ’ τον λαβύρινθο ικανό σε έξοδο να βγάλει…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Στη διάρκεια των επόμενων δύο εβδομάδων, η Ρόμπιν παρατήρησε πως


το Αστρολογία 14 του Στίβεν Σμιντ, εκείνο το μεταχειρισμένο βιβλίο που
είχε αφήσει στο γραφείο, άλλαζε κάθε τόσο θέση. Το ένα πρωί βρισκόταν
πάνω στην αρχειοθήκη, εκεί όπου το είχε αφήσει η ίδια, λίγες μέρες μετά
στην πλευρά του γραφείου του Στράικ και το επόμενο βράδυ ήταν
αφημένο δίπλα στον βραστήρα. Αντίστοιχα, διάφορα χαρτιά από τον
φάκελο της αστυνομίας για την υπόθεση Μπάμπορο εμφανίζονταν κι
αργότερα εξαφανίζονταν, ενώ το δερματόδετο σημειωματάριο του Μπιλ
Τάλμποτ είχε χαθεί τελείως από την αρχειοθήκη, καταλήγοντας, όπως
υποψιαζόταν η Ρόμπιν, στη σοφίτα του Στράικ.
Το γραφείο πνιγόταν για μία ακόμη φορά στη δουλειά. Ο καινούργιος
πελάτης, ποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν στην πρώτη κατηγορία, είχε
ρίξει δύο εκατομμύρια λίρες προκειμένου να στηθεί ένα νυχτερινό
κέντρο, το οποίο παρέμενε στα χαρτιά. Ο συνεταίρος του εν τω μεταξύ
είχε εξαφανιστεί μαζί με όλα τα χρήματα. Ο ποδοσφαιριστής, που
απέκτησε το παρατσούκλι Μπούφος, ιδέα του Μπάρκλεϊ, που ουδόλως
συγκινήθηκε από το δράμα του, φοβόταν μήπως γίνει βούκινο στις
εφημερίδες, σχεδόν όσο φοβόταν να μην πάρει πίσω τα χρήματά του.
Εν τω μεταξύ, ο πρώην σύντροφος της δεσποινίδας Τζόουνς
εξακολουθούσε να διάγει βίο εκνευριστικά σύννομο, όμως εκείνη
εμφανιζόταν απόλυτα πρόθυμη να συνεχίσει να καλύπτει τους
λογαριασμούς του γραφείου, εφόσον ο Στράικ υποβαλλόταν δύο φορές
την εβδομάδα στο μαρτύριο να απαντά στα τηλεφωνήματά της. Στη
διάρκεια αυτών των υποτίθεται ενημερωτικών τηλεφωνημάτων, η κυρία
περιέγραφε στον Στράικ όλα τα προβλήματά της, ενώ άφηνε να εννοηθεί
πως τυχόν πρόσκληση σε δείπνο θα γινόταν δεκτή ευχαρίστως.
Εκτός από αυτούς τους πελάτες, έχοντας προσπεράσει κάθε άλλο όνομα
στη λίστα αναμονής, το γραφείο είχε αναλάβει και το Αφεντικό του
Μούτρου, που είχε υποχρεωθεί σε πρόωρη συνταξιοδότηση από το
διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Ο ΑΜ εμφανίστηκε στα γραφεία της
οδού Ντένμαρκ ένα πρωί, γυρεύοντας τον Μπάρκλεϊ, ο οποίος είχε δώσει
τα στοιχεία του στην Έλινορ Ντιν. Έκπληκτος ο Στράικ διαπίστωσε πως η
πρόωρη συνταξιοδότηση αντί να ωθήσει τον ΑΜ στην απελπισία, τον είχε
απελευθερώσει.
«Αν θέλετε το πιστεύετε, όμως πραγματικά σκεφτόμουν την
αυτοκτονία, μέχρι και πριν από μερικούς μήνες», είπε στον Στράικ.
«Όμως πλέον έχω απαλλαγεί από την τυραννία εκείνου του καθάρματος.
Κι αφού μίλησα στη σύζυγό μου για την Έλινορ…»
«Ώστε της μιλήσατε;» ρώτησε ο Στράικ αιφνιδιασμένος.
«Κι έδειξε μεγάλη κατανόηση», είπε ο ΑΜ. «Στον προηγούμενο γάμο
μου, οι… ανάγκες μου, ας πούμε… καλύπτονταν από την πρώην σύζυγό
μου, όμως από τον καιρό που χωρίσαμε… τέλος πάντων, η Πόρσια κι εγώ
το συζητήσαμε διεξοδικά, κι είναι απολύτως σύμφωνη να συνεχιστεί η
συνεργασία μου με την Έλινορ, εφόσον δεν την απατώ».
Ο Στράικ έκρυψε την έκφρασή του πίσω από την κούπα του. Δε
δυσκολευόταν στο ελάχιστο να φανταστεί πως η Πόρσια, με τα τρίποντα
νύχια της, το μαλλί κομμωτηρίου, τα τρία ταξίδια για διακοπές τον χρόνο,
την πιστωτική κάρτα για εκλεκτούς πελάτες και το σπίτι με τα έξι
υπνοδωμάτια και πισίνα στο Γουέστ Μπρόμπτον, θα προτιμούσε να
αναλάβει κάποια άλλη γυναίκα να αλλάζει την πάνα του ΑΜ.
«Όχι, το μόνο που θέλω πλέον», είπε ο ΑΜ, καθώς το χαμόγελο
ικανοποίησης που απλωνόταν μέχρι τότε στο πρόσωπό του παραχωρούσε
τη θέση του σε ένα αγριεμένο βλέμμα, «είναι να φροντίσω ώστε εκείνο το
κάθαρμα να πάρει αυτό που του αξίζει. Κι είμαι διατεθειμένος να
πληρώσω».
Οπότε, το γραφείο είχε αρχίσει να παρακολουθεί εκ νέου τόσο το
Μούτρο όσο και τη γραμματέα του.
Το αποτέλεσμα από τις τρεις απαιτητικές υποθέσεις ήταν πως η
επικοινωνία μεταξύ των δύο συνεταίρων γινόταν μέσω τηλεφώνου για
τον υπόλοιπο μήνα. Οι δρόμοι τους συναντήθηκαν τελικά ένα απόγευμα
Πέμπτης, στα τέλη Αυγούστου, όταν ο Στράικ μπήκε στο γραφείο την
ώρα που η Ρόμπιν ετοιμαζόταν να φύγει.
Η Πατ, που άκουγε ραδιόφωνο ενώ τακτοποιούσε ένα σωρό
λογαριασμούς, προσφέρθηκε να το κλείσει, βλέποντας το ύφος του
Στράικ, την προσοχή του οποίου είχε μόλις κεντρίσει το εφαρμοστό μπλε
φόρεμα που φορούσε η Ρόμπιν.
«Όχι, δεν πειράζει», είπε. «Λίγη μουσική καλό θα μας κάνει».
«Κόρμοραν, μπορώ να σε απασχολήσω ένα λεπτό, πριν φύγω;» ρώτησε
η Ρόμπιν, κάνοντάς του νόημα να περάσουν στο μέσα γραφείο.
«…στη συνέχεια, καθώς μετράμε αντίστροφα τις εκατό μεγαλύτερες
επιτυχίες της δεκαετίας του ’70, ένα παλιό αλλά αγαπημένο κομμάτι, η
μοναδική επιτυχία των Middle of the Road: “Chirpy Chirpy Cheep
Cheep…”»
«Για πού με το καλό;» θέλησε να μάθει ο Στράικ κλείνοντας την
ενδιάμεση πόρτα πίσω τους. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της
προηγούμενης νύχτας όρθιος, παρακολουθώντας το Μούτρο να μεθάει
και να σνιφάρει κόκα σε κάποιο κλαμπ και τη σημερινή ημέρα περνώντας
με το αυτοκίνητο από τις διάφορες διευθύνσεις που είχε χρησιμοποιήσει ο
συνεταίρος του Μπούφου τα τελευταία δύο χρόνια. Αξύριστος και
πονεμένος παντού, βόγκηξε από ανακούφιση, όπως καθόταν στη
συνηθισμένη καρέκλα του.
«Στο Vintry. Είναι ένα wine bar στο κέντρο», είπε η Ρόμπιν. «Θα
περάσει αργότερα από εκεί η Τζέμα, ο Άντι την άκουσε που το κανόνιζε.
Ελπίζω να είναι με κοριτσοπαρέα. Θα προσπαθήσω να τρυπώσω με
κάποιο τρόπο στη συντροφιά τους».
Τζέμα έλεγαν τη γραμματέα του Μούτρου. Στο μεταξύ, μέσα από την
κλειστή πόρτα άκουγαν τις χαρωπές νότες ενός τραγουδιού που έπαιζε
στο ραδιόφωνο, με τον ετερόκλητο στίχο:
«Πού πήγε η μανούλα σου;»
«Εξακολουθείς να ασχολείσαι με την υπόθεση Μπάμπορο, έτσι δεν
είναι;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Απλώς έριχνα μια ματιά σε κάποια πράγματα», ομολόγησε ο Στράικ.
«Και;»
«Και τίποτε. Είναι σαν λαβύρινθος. Με το που σκέφτομαι πως πάω να
βγάλω κάποια άκρη, στο επόμενο βήμα πέφτω πάνω σε αδιέξοδο. Ή
επιστρέφω εκεί απ’ όπου είχα ξεκινήσει. Προς τι το χαμόγελο;»
«Απλώς χαίρομαι που δεν τα έχεις παρατήσει», είπε η Ρόμπιν.
«Καλά, να σε δω τι θα λες, όταν θα με τρέχεις στο ίδιο άσυλο που
μάντρωσαν τον Μπιλ Τάλμποτ. Μακάρι να μη χρειαστεί να ασχοληθώ
ποτέ ξανά με τα γαμημένα τα ζώδια… Πού στον διάολο βρίσκεται ο
Ντάουθγουεϊτ; Τι απέγινε;»
«Λες να…;»
«Η περίπτωσή του βρομάει από μακριά, από την αρχή το έλεγα. Το
άλλοθί του έχει περισσότερες τρύπες κι από σουρωτήρι. Κάποια στιγμή
αλλάζει όνομα. Ύστερα, όπως ανακάλυψες, μια δεύτερη γυναίκα πεθαίνει
εκεί που γυροφέρνει ο τύπος… λέω για εκείνη την υπάλληλο στο
παραθεριστικό κέντρο. Έπειτα ο δικός μας εξαφανίζεται ξανά.
»Αν κατάφερνα τουλάχιστον να μιλήσω στον Ντάουθγουεϊτ», είπε ο
Στράικ χτυπώντας ρυθμικά τα δάχτυλά του πάνω στο γραφείο, «θα τα
παρατούσα».
«Αλήθεια;» είπε η Ρόμπιν.
Ο Στράικ της έριξε μια κλεφτή ματιά κι ύστερα, σμίγοντας τα φρύδια,
απέστρεψε το βλέμμα του. Η Ρόμπιν ήταν ιδιαίτερα σέξι με εκείνο το
μπλε φόρεμα που πρώτη του φορά έβλεπε.
«Ναι, αν κατάφερνα να μιλήσω στον Ντάουθγουεϊτ, θα έλεγα πως
έκανα ό,τι μπορούσα».
«Χτες το βράδυ άκουσα τη μαμά μου να λέει ένα τραγούδι…»
«Άντε, ίσως και στην Γκλόρια Κόντι», είπε ο Στράικ.
«Ξύπνησα το πρωί, κι η μαμά μου είχε φύγει…»
«Και στον Κριντ», είπε ο Στράικ. «Θα ήθελα να μιλήσω στον Ντένις
Κριντ».
Η Ρόμπιν αισθάνθηκε ένα σκίρτημα. Νωρίτερα είχε λάβει ένα email, το
οποίο την ενημέρωνε πως μέχρι το τέλος της ημέρας αναμενόταν η
απόφαση σχετικά με το αν θα επέτρεπαν οι Αρχές να μιλήσει ξανά
κάποιος στον Κριντ.
«Πρέπει να πηγαίνω», είπε. «Η Τζέμα είχε κανονίσει να είναι εκεί στις
έξι. Καλοσύνη σου», συμπλήρωσε την ώρα που έπιανε το πόμολο της
πόρτας, «που άφησες την Πατ να ακούσει ραδιόφωνο».
«Ναι, δεν ξέρω», είπε ο Στράικ σηκώνοντας τους ώμους. «Προσπαθώ
να φέρομαι φιλικά».
Όπως φορούσε η Ρόμπιν το σακάκι της στο έξω γραφείο, η Πατ είπε:
«Σου πάει πολύ αυτό το χρώμα».
«Ευχαριστώ. Παλιό είναι. Απορώ πώς μου κάνει ακόμη με τόση
σοκολάτα που τρώω τελευταία».
«Λες να ήθελε ένα τσάι;»
«Είμαι σίγουρη», είπε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη. Προφανώς, δεν
κατέβαλλε μονάχα ο Στράικ προσπάθεια να φέρεται φιλικά.
«Αχ, πολύ μου άρεσε αυτό το τραγούδι», είπε η Πατ, καθώς οι πρώτες
νότες του «Play That Funky Music» κατέκλυζαν το γραφείο, κι όπως
κατέβαινε η Ρόμπιν από τη σκάλα, άκουγε την Πατ να τραγουδά με την
τραχιά βαρύτονη φωνή της:
Ήμουν κάποτε φάνκι τραγουδίστρια,
κι έπαιζα σε μπάντα ροκ εντ ρολ…
Το Vintry, στο οποίο η Ρόμπιν έφτασε είκοσι λεπτά αργότερα,
βρισκόταν κοντά στον σταθμό του μετρό στην οδό Κάνον, στην καρδιά
της χρηματιστηριακής συνοικίας της πόλης, κι ανήκε σ’ εκείνη ακριβώς
την κατηγορία καταστημάτων που άρεσαν περισσότερο στον τέως σύζυγό
της. Μοντέρνο, χωρίς ιδιαίτερες αισθητικές απαιτήσεις, με συμβατικές,
ακριβές επιλογές, συνδύαζε καλαίσθητα τις ατσάλινες δοκούς, τα μεγάλα
παράθυρα και τα ξύλινα πατώματα, έτσι που θύμιζε ελαφρά ενιαίο χώρο
γραφείων, παρά το μακρύ μπαρ με τα μαλακά σκαμπό. Η διακόσμηση
περιλάμβανε και κάποιες σκόρπιες ιδιότροπες πινελιές, όπως για
παράδειγμα τα δύο λούτρινα κουνέλια πάνω σε ένα περβάζι, που
κρατούσαν ψεύτικες καραμπίνες και φορούσαν κυνηγετικά καπέλα, όμως
σε γενικές γραμμές οι θαμώνες, στη συντριπτική τους πλειονότητα
κοστουμαρισμένοι άντρες, περιβάλλονταν από μιαν ατμόσφαιρα
καλόγουστης μπεζ χλιαρότητας. Σχημάτιζαν παρέες, έτσι όπως είχαν
έρθει μετά τη δουλειά, έπιναν, γελούσαν, διάβαζαν εφημερίδες ή τα
κινητά τους ή αλλιώς παρατηρούσαν τις λιγοστές γυναίκες που
βρίσκονταν εκεί – στη Ρόμπιν έμοιαζαν να εκπέμπουν όχι απλώς
αυτοπεποίθηση, αλλά αυταρέσκεια. Η ίδια έγινε αποδέκτρια ουκ ολίγων
βλεμμάτων θαυμασμού, καθώς περνούσε ανάμεσα σε χρηματιστές,
τραπεζίτες και επενδυτές, πλησιάζοντας στο μπαρ.
Παρατηρώντας προσεκτικά τον μεγάλο ενιαίο χώρο, η Ρόμπιν
συμπέρανε πως η Τζέμα δεν είχε έρθει ακόμη, οπότε κάθισε σε ένα
ελεύθερο σκαμπό, παρήγγειλε ένα τόνικ και καμώθηκε πως διάβαζε τα
νέα της ημέρας από το κινητό της, καθαρά και μόνο για να αποφύγει τα
απροκάλυπτα βλέμματα που της έριχναν οι δύο νεαροί άντρες στα δεξιά
της, ο ένας από τους οποίους φαινόταν αποφασισμένος να κάνει τη
Ρόμπιν να κοιτάξει, αν μη τι άλλο για να εντοπίσει από πού ακουγόταν
εκείνο το εκνευριστικό γέλιο που έφερνε σε γκάρισμα. Στα αριστερά της,
δυο άντρες μεγαλύτερης ηλικίας συζητούσαν το επικείμενο δημοψήφισμα
για την ανεξαρτησία της Σκοτίας.
«Οι δημοσκοπήσεις είναι οριακές», έλεγε ο ένας. «Ελπίζω ο Κάμερον
να ξέρει τι κάνει».
«Θα ήταν παράνοια αν το αποφάσιζαν. Παράνοια».
«Η παράνοια δημιουργεί ευκαιρίες… για κάποιους λίγους
τουλάχιστον», σχολίασε ο πρώτος άντρας. «Θυμάμαι όταν ήμουν στο
Χονγκ Κονγκ… α, νομίζω πως το τραπέζι μας είναι έτοιμο…»
Οι δυο τους απομακρύνθηκαν για να δειπνήσουν. Η Ρόμπιν έριξε και
πάλι μια ματιά τριγύρω, αποφεύγοντας να διασταυρώσει το βλέμμα της
με εκείνο του νεαρού που γκάριζε αντί να γελάει, οπότε μια άλικη πινελιά
στην άλλη άκρη του μπαρ της τράβηξε την προσοχή. Η Τζέμα είχε φτάσει
και στεκόταν μόνη, προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του
μπάρμαν. Η Ρόμπιν κατέβηκε από το σκαμπό της, πήρε το ποτό της και
πλησίασε την Τζέμα, που τα μακριά μαύρα μαλλιά της σχημάτιζαν
τσιγγάνικες μπούκλες, έτσι όπως έφταναν μέχρι τη μέση της πλάτης της.
«Γεια.. Λίντα;»
«Τι;» έκανε η Τζέμα αιφνιδιασμένη. «Όχι, συγγνώμη».
«Α», έκανε η Ρόμπιν παίρνοντας ύφος αποκαρδιωμένο. «Μάλλον ήρθα
στο λάθος μπαρ. Έχει κι άλλα υποκαταστήματα;»
«Ιδέα δεν έχω, λυπάμαι», είπε η Τζέμα, που εξακολουθούσε να έχει το
χέρι της υψωμένο, προσπαθώντας να την προσέξει ο μπάρμαν.
«Μου είπε πως θα φορούσε κόκκινα», είπε η Ρόμπιν στρέφοντας το
βλέμμα της ολόγυρα, στη θάλασσα από κοστούμια.
Η Τζέμα έριξε μια ματιά στη Ρόμπιν με κάποιο ενδιαφέρον.
«Ραντεβού στα τυφλά;»
«Μακάρι», είπε η Ρόμπιν γυρνώντας τα μάτια προς τα πάνω. «Όχι, μια
φίλη φίλης είναι να συναντήσω, που λέει πως ίσως να προκύψει κάποια
θέση στους Γουίνφρεϊ & Χιουζ. Είπε πως θα με συναντούσε εδώ για ένα
ποτό στα γρήγορα».
«Στους Γουίνφρεϊ & Χιουζ; Εκεί εργάζομαι».
«Πλάκα μου κάνεις!» είπε η Ρόμπιν γελώντας. «Να σου πω… δε
φαντάζομαι να είσαι η Λίντα, ε; Κι απλώς είπες πως δεν είσαι, γιατί δε
σου άρεσα έτσι όπως με είδες, ας πούμε;»
«Όχι», είπε η άλλη γυναίκα χαμογελώντας. «Τζέμα με λένε».
«Α. Είναι να συναντήσεις κάποιον εδώ ή…;»
«Υποτίθεται», είπε η Τζέμα, «ναι».
«Σε πειράζει να καθίσω εδώ μαζί σου; Μέχρι να έρθει η παρέα σου;
Είχαν αρχίσει να μου ρίχνουν κάτι γλοιώδεις ματιές εκεί πέρα».
«Άσε, σε καταλαβαίνω», είπε η Τζέμα, καθώς η Ρόμπιν καθόταν στο
σκαμπό δίπλα της. Ο μπάρμαν, εν τω μεταξύ, πλησίασε έναν γκριζομάλλη
άντρα με ριγέ κοστούμι που μόλις είχε έρθει.
«Έι», φώναξε η Ρόμπιν, οπότε μισή ντουζίνα κοστουμαρισμένοι άντρες
γύρισαν να την κοιτάξουν, όπως κι ο μπάρμαν. «Η κυρία προηγείται»,
είπε η Ρόμπιν, δείχνοντας με τον αντίχειρα στραμμένο στο πλάι την
Τζέμα που γέλασε ξανά.
«Πωπω. Δε σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου, ε;»
«Υπάρχει κάποιος λόγος;» είπε η Ρόμπιν πίνοντας μια γουλιά από το
ποτήρι της. Είχε εντείνει διακριτικά τη βόρεια προφορά της, όπως έκανε
συχνά όταν υποδυόταν έναν τολμηρότερο, πιο αψύ χαρακτήρα απ’ ό,τι
θεωρούσε πως ήταν πραγματικά. «Χρειάζεται τσαμπουκάς, αλλιώς σε
πατάνε κάτω».
«Δεν έχεις άδικο», αναστέναξε η Τζέμα.
«Στους Γουίνφρεϊ & Χιουζ έτσι είναι η κατάσταση;» είπε η Ρόμπιν.
«Τίγκα στους μαλάκες;»
«Κοίτα…»
Ο μπάρμαν πλησίασε εκείνη τη στιγμή για να πάρει την παραγγελία της
Τζέμα. Μόλις η γραμματέας παρέλαβε το ποτήρι κόκκινο κρασί που
ζήτησε, ήπιε μια γερή γουλιά και είπε:
«Εντάξει είναι, γενικά. Εξαρτάται βέβαια κι από τον τομέα που θα σε
βάλουν. Εγώ είμαι προσωπική βοηθός ενός από τα μεγάλα κεφάλια της
εταιρείας. Η δουλειά έχει ενδιαφέρον».
«Είναι καλός τύπος;» ρώτησε η Ρόμπιν χαλαρά.
Η Τζέμα ήπιε αρκετές γουλιές κρασί, προτού πει:
«Είναι… εντάξει. Μαθαίνεις τα χούγια του άλλου και πας με τα νερά
του. Μου αρέσει η δουλειά στην εταιρεία. Ο μισθός είναι εξαιρετικός, κι
έχω ένα σωρό φίλους εκεί… ωχ, όχι…»
Η τσάντα της είχε γλιστρήσει από την πλάτη του σκαμπό. Όπως έσκυψε
η Τζέμα για να τη μαζέψει, η Ρόμπιν, που το βλέμμα της είχε εστιάσει σ’
εκείνον τον άπλετο χώρο από κρεμ, γκρι και μπεζ αποχρώσεις που
απλωνόταν μπροστά της, ξαφνικά εντόπισε τον Σολ Μόρις.
Ο Μόρις είχε μόλις μπει στο μπαρ, κοστουμαρισμένος, με πουκάμισο
ανοιχτό στον λαιμό και ένα εντυπωσιακά αυτάρεσκο χαμόγελο. Έριξε μια
ματιά τριγύρω, εστίασε στην Τζέμα και στη Ρόμπιν, που φορούσαν
ζωηρόχρωμα φορέματα, και κοκάλωσε. Για μερικά δευτερόλεπτα
απέμεινε να κοιτάζεται με τη Ρόμπιν· τελικά, ο Μόρις έκανε απότομα
μεταβολή κι έσπευσε να φύγει.
Η Τζέμα ανακάθισε στο σκαμπό της, κρατώντας το τσαντάκι της πάνω
στα γόνατά της. Το κινητό που είχε αφήσει πάνω στην μπάρα φωτίστηκε.
«Άντι;» είπε η Τζέμα σπεύδοντας να απαντήσει. «Ναι… όχι, είμαι ήδη
εδώ».
Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Η Ρόμπιν άκουγε τη φωνή του
Μόρις μέσα από τη συσκευή. Είχε καταφύγει στον ίδιο παραπονιάρικο
τόνο με τον οποίο είχε επιχειρήσει να ρίξει την ίδια στο κρεβάτι, με όλα
εκείνα τα βλακώδη αστεία και την επιμονή του να ρωτάει μήπως την
έθιξε.
«Καλά», είπε η Τζέμα, ενώ η έκφραση του προσώπου της σκλήραινε.
«Εντάξει. Απλώς… θα διαγράψω τον αριθμό σου από το κινητό μου και
θα ήθελα κι εσύ… όχι, ξέρεις κάτι, δεν… βρε, άντε και γαμήσου!»
Τερμάτισε την κλήση αναψοκοκκινισμένη, ενώ τα χείλη της έτρεμαν.
«Δεν καταλαβαίνω», είπε, «γιατί θέλουν πάντοτε να τους λες πως είναι
καλά παιδιά, τη στιγμή που σου έχουν φερθεί τελείως σκατένια;»
«Συχνά το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ», είπε η Ρόμπιν του Γιόρκσαϊρ. «Ο
φίλος σου ήταν;»
«Ναι», αποκρίθηκε η Τζέμα ταραγμένη. «Εδώ κι έξι μήνες. Ένα βράδυ
με στήνει χωρίς καμία εξήγηση. Ύστερα επιστρέφει δυο-τρεις φορές…
βασικά, να γαμήσει ήθελε», είπε, όπως κατέβαζε μία ακόμη γερή γουλιά
κρασί. «Και τελικά καταλήγει να με ακολουθεί όπου πηγαίνω. Του
έστειλα ένα γραπτό μήνυμα χτες, του είπα, κοίτα, θέλω απλώς να
βρεθούμε, να μου δώσεις μια εξήγηση…»
«Συγγνώμη κιόλας, αλλά για μαλάκα τον κόβω», είπε η Ρόμπιν, που η
καρδιά της χτυπούσε δυνατά, καθώς της παρουσιαζόταν η τέλεια ευκαιρία
για μια εκ βαθέων εξομολόγηση. «Έι», φώναξε στον μπάρμαν, «είναι
εύκολο να έχουμε δυο ποτήρια κρασί και έναν κατάλογο, παρακαλώ;»
Από εκείνο το σημείο και μετά η Ρόμπιν διαπίστωσε πως το να κάνει
την Τζέμα να της ανοιχτεί ήταν παιχνιδάκι. Έχοντας κατεβάσει τρία
μεγάλα ποτήρια κρασί, κι έχοντας αποκτήσει μια καινούργια φίλη από το
Γιόρκσαϊρ, που είχε γούστο, έδειχνε κατανόηση και διάθεση να την
ακούσει, με ένα πιάτο κοτόπουλο με πλιγούρι μπροστά της κι ένα
μπουκάλι κρασί στο πλάι («Ναι, αμέ, γιατί όχι;») πέρασε αβίαστα από τις
λαδιές του «Άντι» στο απαράδεκτο και απρόσκλητο θάρρος που έπαιρνε ο
προϊστάμενός της, με την κατάσταση να επιδεινώνεται σε σημείο που
σκεφτόταν να παραιτηθεί.
«Καλά, δεν μπορείς να πεις κάτι στη διεύθυνση προσωπικού;» ρώτησε η
Ρόμπιν.
«Ο τύπος λέει πως κανείς δεν πρόκειται να με πιστέψει, ύστερα από τα
όσα έγιναν όταν συμμετείχαμε σε ένα σεμινάριο πέρυσι… αν και… Να
σου πω την αλήθεια, δεν είμαι σίγουρη τι συνέβη», είπε η Τζέμα, οπότε
αποστρέφοντας το βλέμμα της από τη Ρόμπιν, μουρμούρισε, «θέλω να
πω… κάναμε σεξ… όμως ήμουν τόσο αλλού γι’ αλλού… τόσο
μεθυσμένη… δηλαδή, δεν είναι να πεις… καταλαβαίνεις… δεν είναι να
πεις πως με βίασε… δε λέω αυτό…»
«Ήσουν σε κατάσταση να συναινέσεις;» ρώτησε η Ρόμπιν που πλέον δε
γελούσε. Είχε πιει μόλις μισό ποτήρι κρασί.
«Κοίτα, όχι… όμως… όχι, δεν πρόκειται να υποβάλω τον εαυτό μου σε
αυτή τη διαδικασία», είπε η Τζέμα αναψοκοκκινισμένη και βουρκωμένη.
«Με τίποτε δεν πρόκειται να μπλεχτώ με αστυνομίες και δεν ξέρω τι
άλλο… ο τύπος είναι μεγάλο κεφάλι στην εταιρεία, θα μπορούσε να
προσλάβει κορυφαίους δικηγόρους… κι αν δεν κέρδιζα, πώς θα
κατάφερνα να βρω ξανά δουλειά στον χώρο;… Δικαστήρια, εφημερίδες…
τέλος πάντων, είναι πλέον πολύ αργά… με είδαν… να βγαίνω από το
δωμάτιό του. Καμώθηκα πως ήταν όλα εντάξει. Έπρεπε να το κάνω,
ντρεπόμουν τόσο πολύ… από τότε οι φήμες δίνουν και παίρνουν.
Αρνηθήκαμε και οι δύο πως συνέβη το παραμικρό, οπότε τι εντύπωση θα
έδινα τώρα, αν έλεγα…
»Ο Άντι μου είπε πως δεν έπρεπε να κάνω καταγγελία», είπε η Τζέμα
γεμίζοντας το ποτήρι της με το κρασί που απέμενε στο μπουκάλι.
«Σοβαρά;»
«Ναι… του είπα τι είχε συμβεί την πρώτη φορά που κάναμε σεξ…
βλέπεις, ήταν η πρώτη φορά που πλάγιαζα με κάποιον από όταν… κι
εκείνος μου είπε: “Ναι, καλύτερα να μην το κάνεις ζήτημα… θα μπλέξεις
άσχημα και το πιθανότερο είναι πως ο τύπος θα τη σκαπουλάρει…” Ήταν
πρώην αστυνομικός ο Άντι, ήξερε καλά από τέτοιες καταστάσεις».
Είσαι μεγάλο καθοίκι, Μόρις.
«Όχι, αν ήταν να καταγγείλω κάτι», είπε η Τζέμα ζαλισμένη, «θα ήταν
για τις δουλειές που σκαρώνει με εσωτερική πληροφόρηση… Α, ναι…
κανείς δεν το ξέρει εκτός από μένα…»
Μία ώρα αργότερα η Ρόμπιν και η Τζέμα βγήκαν στον δρόμο, που είχε
αρχίσει να σκοτεινιάζει, με τη Ρόμπιν σχεδόν να υποβαστάζει την Τζέμα,
καθώς η νεαρή γυναίκα είχε την τάση να γέρνει, αν δεν τη στήριζε
κάποιος. Έπειτα από αναμονή δέκα λεπτών, κατάφερε να σταματήσει ένα
ταξί και επιβίβασε την πολύ μεθυσμένη Τζέμα σε αυτό.
«Να βγούμε το Σάββατο!» φώναξε η Τζέμα στη Ρόμπιν προσπαθώντας
να την εμποδίσει να κλείσει την πόρτα.
«Τέλεια!» είπε η Ρόμπιν, που είχε δώσει στη γραμματέα ανύπαρκτο
αριθμό. «Κάνε μου ένα τηλέφωνο!»
«Ναι, θα σε πάρω… ευχαριστώ πάρα πολύ για το δείπνο!»
«Κανένα πρόβλημα!» είπε η Ρόμπιν, οπότε κατάφερε με τα πολλά να
κλείσει την πόρτα του ταξί, κι η Τζέμα συνέχισε να την αποχαιρετά
κουνώντας το χέρι, μέχρι που το ταξί έστριψε στη γωνία.
Η Ρόμπιν έκανε μεταβολή και κινήθηκε γρήγορα προς την κατεύθυνση
απ’ όπου είχε έρθει, προσπερνώντας το Vintry. Ένας νεαρός
κοστουμαρισμένος άντρας τής σφύριξε, όπως περνούσε από εκεί.
«Δε μας χέζεις κι εσύ», μουρμούρισε η Ρόμπιν, κι έβγαλε το κινητό της
για να τηλεφωνήσει στον Στράικ.
Έκπληκτη, διαπίστωσε πως είχε επτά αναπάντητες κλήσεις από εκείνον.
Επίσης, είχε λάβει ένα email, ο τίτλος του οποίου περιείχε μόνο μία λέξη:
Κριντ.
«Ω, Θεέ μου», αναφώνησε η Ρόμπιν.
Άνοιξε το βήμα της, θέλοντας να απομακρυνθεί από τις ορδές των
κοστουμαρισμένων αντρών που κυκλοφορούσαν στους γύρω δρόμους, να
μείνει μόνη, ώστε να μπορέσει να συγκεντρωθεί. Κάποια στιγμή στάθηκε
στο σκοτεινό κατώφλι ενός κτιρίου με πρόσοψη από γκρίζα πέτρα, όπου
στεγάζονταν γραφεία, κι εκεί άνοιξε το email. Αφού το διάβασε τρεις
φορές, προκειμένου να βεβαιωθεί πως δεν τη γελούσαν τα μάτια της,
τηλεφώνησε στον Στράικ.
«Επιτέλους!» είπε εκείνος απαντώντας με το πρώτο χτύπημα.
«Μάντεψε!»
«Τι;»
«Εντόπισα τον Ντάουθγουεϊτ!»
«Τι έκανες λέει;» αναφώνησε η Ρόμπιν, έτσι που τράβηξε την
αιφνιδιασμένη προσοχή ενός νηφάλιου κυρίου, που προχωρούσε στο
μισοσκόταδο κρατώντας μια κλειστή ομπρέλα. «Πώς;»
«Ονόματα», είπε ο Στράικ που ακουγόταν κατενθουσιασμένος. «Κι η
Πατ που άκουγε επιτυχίες της δεκαετίας του ’70».
«Δεν…»
«Την πρώτη φορά που άλλαξε όνομα, επέλεξε το Τζακς, σωστά; Λοιπόν,
ο Τέρι Τζακς είχε μια τεράστια επιτυχία, το “Seasons in the Sun”, το ’74.
Το έπαιξαν νωρίτερα το απόγευμα. Ξέρουμε πως ο Ντάουθγουεϊτ
περνιόταν για τραγουδιστής, οπότε σκέφτηκα πως σίγουρα έτσι του ήρθε
η ιδέα για το επίθετο “Τζακς”…»
Η Ρόμπιν άκουγε τον Στράικ να βηματίζει. Προφανώς, ήταν τόσο
ενθουσιασμένος όσο και η ίδια.
«Οπότε, ανέτρεξα στο βιβλίο του Όουκντεν. Εκεί ανέφερε πως το
“Longfellow Serenade” που ερμήνευε ο Ντάουθγουεϊτ είχε μεγάλο σουξέ
στις κυρίες που παραθέριζαν. Έψαξα το τραγούδι. Ήταν του Νιλ
Ντάιαμοντ. Οπότε», είπε ο Στράικ, «αρχίζω να ψάχνω στο διαδίκτυο
αναφορές σε κάποιον Στιβ Ντάιαμοντ…
»Ετοιμάζομαι να σου στείλω μια φωτογραφία», είπε ο Στράικ. «Μισό
λεπτό».
Η Ρόμπιν απομάκρυνε το κινητό από το αυτί της και περίμενε. Μέσα σε
ελάχιστα δευτερόλεπτα το μήνυμα έφτασε, οπότε άνοιξε τη φωτογραφία
που το συνόδευε.
Ένας ιδρωμένος κατακόκκινος άντρας, με αρχές φαλάκρας, εξηντάρης,
τραγουδούσε μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Φορούσε ένα τιρκουάζ
μπλουζάκι, το οποίο ήταν τσιτωμένο πάνω σε μια ευμεγέθη κοιλιά. Μια
αλυσίδα κρεμόταν γύρω από τον λαιμό του, όμως η μοναδική άλλη
ομοιότητα του ατόμου στη φωτογραφία με τον τσαχπίνη νεαρό με τα
μαλλιά-καρφάκια και τη φαρδιά γραβάτα ήταν τα μάτια, τα οποία
παρέμεναν σκούρα και φωτεινά όπως πάντα.
«Αυτός είναι», είπε η Ρόμπιν.
«Η φωτογραφία προέρχεται από τον ιστότοπο μιας παμπ στο Σκέγκνες»,
είπε ο Στράικ. «Παραμένει άσος στο καραόκε, κι είναι συνιδιοκτήτης και
διευθυντής ενός ξενώνα εκεί πάνω, μαζί με τη σύζυγό του, την Ντόνα.
Αναρωτιέμαι», είπε ο Στράικ, «αν η γυναίκα του ξέρει πως το επίθετό του
δεν ήταν πάντοτε Ντάιαμοντ…»
«Καταπληκτική εξέλιξη!» είπε η Ρόμπιν, τόσο χαρούμενη ώστε άρχισε
και πάλι να προχωρά στον δρόμο απλώς και μόνο για να εκτονώσει την
έντασή της. «Είσαι απίθανος!»
«Το ξέρω», είπε ο Στράικ με μια υποψία αυταρέσκειας. «Οπότε
ξεκινάμε για Σκέγκνες. Αύριο».
«Κανονικά, έχω να…»
«Άλλαξα τις βάρδιες», είπε ο Στράικ. «Μπορείς να περάσεις νωρίς να
με πάρεις; Στις οκτώ ας πούμε; Θα ανηφορίσω στο Ερλς Κορτ».
«Εννοείται», είπε η Ρόμπιν.
«Τότε τα λέμε…»
«Στάσου», είπε η Ρόμπιν.
«Ωχ, σωστά, ναι», είπε ο Στράικ. «Έπρεπε να σε είχα ρωτήσει. Πώς
πήγε με την Τζέμα;»
«Τέλεια», είπε η Ρόμπιν. «Το Μούτρο κάνει δουλειές βασισμένος σε
εσωτερική πληροφόρηση, όμως δεν είναι αυτό το βασικό θέμα».
«Μήπως είναι…;»
«Στράικ, δε θέλω να νομίσεις πως προσπαθώ να σου κλέψω τη λάμψη ή
δεν ξέρω τι», είπε αποτυγχάνοντας να συγκρατήσει μια νότα θριάμβου
που χρωμάτιζε τη φωνή της, «γιατί είναι απίστευτο που κατάφερες να
εντοπίσεις τον Ντάουθγουεϊτ, όμως νομίζω πως πρέπει να ξέρεις ότι… θα
σου επιτραπεί να μιλήσεις στον Ντένις Κριντ, στο Μπρόουντμουρ, στις
19 Σεπτεμβρίου».
64
…το χέρι του ριγούσε,
κι έτρεμε σαν πράσινο φυλλαράκι.
κι αίμα ανάστατο έρεε στην ωχρή του όψη
που πήγαινε κι ερχόταν, φέρνοντας της καρδιάς μαντάτα,
σαν να ’ταν ο αεικίνητος αγγελιοφόρος της.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

«Λοιπόν», είπε ο Στράικ καθώς έμπαινε στο Land Rover το επόμενο πρωί.
Χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον: για μια στιγμή, η Ρόμπιν νόμισε πως
διέκρινε την ιδέα να την αγκαλιάσει να διατρέχει τη σκέψη του Στράικ,
όμως τελικά προτίμησε να προτείνει το χέρι του κι έσφιξε το δικό της.
«Χριστέ μου, περιμένεις έναν ολόκληρο χρόνο για μια σημαντική
εξέλιξη…»
Η Ρόμπιν γέλασε, έβαλε ταχύτητα στο Land Rover και ακολούθησε τη
ροή της κίνησης. Η μέρα ήταν ασυνήθιστα ζεστή: οδηγούσε φορώντας
γυαλιά ηλίου, αν κι ο Στράικ παρατήρησε ένα μαντίλι που προεξείχε από
την τσάντα πίσω από το κάθισμά της.
«Δε νομίζω να σου χρειαστεί. Καλοκαίριασε για τα καλά», είπε
κοιτάζοντας τον ανέφελο ουρανό.
«Θα δούμε», είπε επιφυλακτικά η Ρόμπιν. «Όταν ήμαστε παιδιά, οι
γονείς μου μας πήγαιναν στο Σκέγκνες. Η αδελφή της μητέρας μου έμενε
στη Βοστόνη, λίγο παραπάνω. Συνήθως φυσάει τσουχτερό αεράκι από τη
Βόρεια Θάλασσα».
«Το λοιπόν, διάβασα το email», είπε ο Στράικ, εννοώντας το μήνυμα
που του είχε προωθήσει η Ρόμπιν, το οποίο περιέγραφε αναλυτικά τους
όρους και τις προϋποθέσεις προκειμένου να του χορηγηθεί η άδεια να
μιλήσει στον Ντένις Κριντ, καθώς και το σκεπτικό που είχε οδηγήσει τις
Αρχές να επιτρέψουν στον Στράικ να το κάνει.
«Πώς σου φάνηκε;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Εννοείς, πέρα από το ότι έμεινα με το στόμα ανοιχτό που κατάφερες
να το κανονίσεις…»
«Πήρε πολύ χρόνο».
«Λογικό κι επόμενο. Κατά τα άλλα, δε θα πω ψέματα… αισθάνομαι το
βάρος της ευθύνης».
«Λόγω των Τάκερ, εννοείς;»
«Ναι», είπε ο Στράικ κατεβάζοντας το παράθυρο για να ανάψει τσιγάρο.
«Η Άννα δεν ξέρει πως μου παρουσιάστηκε αυτή η ευκαιρία, οπότε δε θα
έχει προσδοκίες, όμως εκείνος ο δύσμοιρος ο Τάκερ…»
Η απόλυτη εχεμύθεια σε ό,τι είχε να κάνει με τη συνάντηση,
συμπεριλαμβανομένης και της υπογραφής ενός ειδικού συμφωνητικού, το
οποίο εξασφάλιζε πως ο Στράικ δεν επρόκειτο να μιλήσει ποτέ στους
δημοσιογράφους για τα όσα θα συνέβαιναν εκεί, ήταν η πρώτη και
βασική προϋπόθεση που έθεταν οι Αρχές.
«Θέλει πραγματικά να το αναλάβεις εσύ», είπε η Ρόμπιν. «Ο Τάκερ.
Λέει πως ο Κριντ είναι φοβερά εγωιστής και θα θελήσει να σε
συναντήσει. Προφανώς οι ψυχίατροι συμφωνούν, έτσι δεν είναι; Αλλιώς
γιατί να το επιτρέψουν; Ο Μπράιαν Τάκερ λέει πως ο Κριντ ανέκαθεν
θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο, κι ότι του άξιζε να σχετίζεται με
διάσημους, πετυχημένους ανθρώπους».
«Δεν μπορεί να κρίνει ένας ψυχίατρος αν θα καταφέρω να του
αποσπάσω οποιαδήποτε πληροφορία», είπε ο Στράικ. «Φαντάζομαι πως
το μόνο που τους απασχολεί είναι αν θα τον αναστατώσω. Δε σε στέλνουν
στο Μπρόουντμουρ απλώς και μόνο επειδή είσαι λιγουλάκι εκκεντρικός».
Ο Στράικ παρέμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα, με το βλέμμα στραμμένο
έξω από το παράθυρο, οπότε κι η Ρόμπιν δε μιλούσε, καθώς δεν ήθελε να
διακόψει τον ειρμό των σκέψεών του. Όταν κάποια στιγμή ο Στράικ
μίλησε ξανά, ακούστηκε συγκρατημένος, εστιάζοντας στο σχέδιο για το
Σκέγκνες.
«Τσέκαρα τον ξενώνα στο TripAdvisor. Το Άλαρνταϊς, όπως είναι το
επίθετο της οικογένειας της συζύγου του. Δε θα σκάσουμε
απροειδοποίητα εκεί, γιατί αν δεν είναι μέσα ο δικός μας κι η γυναίκα του
μυριστεί κάτι, δεν αποκλείεται να του τηλεφωνήσει και να του πει να μην
επιστρέψει, οπότε θα παρκάρουμε, θα βρούμε ένα πόστο απ’ όπου θα
παρακολουθούμε το κτίριο και θα του τηλεφωνήσουμε. Έτσι κι είναι
μέσα, θα μπουκάρουμε πριν προλάβει να το σκάσει… ή θα τον
τσακώσουμε όπως θα φεύγει, ανάλογα. Κι αν δεν είναι, περιμένουμε».
«Για πόσο;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Πολύ θα ήθελα να έλεγα “για όσο χρειαστεί”», είπε ο Στράικ, «όμως η
πραγματικότητα είναι πως δεν πληρωνόμαστε γι’ αυτό, οπότε θα πρέπει
να βρίσκομαι πίσω τη Δευτέρα».
«Θα μπορούσα να παραμείνω εγώ εκεί», πρότεινε η Ρόμπιν.
«Δεν το νομίζω», είπε ο Στράικ.
«Συγγνώμη», είπε η Ρόμπιν, που μετάνιωσε αμέσως για την πρόταση
που έκανε, καθώς φοβήθηκε πως ο Στράικ μπορεί να σκεφτόταν πως
προσπαθούσε να περάσει ένα ακόμη Σαββατοκύριακο εκτός πόλης με
έξοδα του γραφείου. «Το ξέρω πως μας λείπει κόσμος…»
«Δεν είναι αυτό. Εσύ ήσουν εκείνη που επισήμανες πως οι γυναίκες
έχουν μια τάση να πεθαίνουν ή να εξαφανίζονται εκεί όπου κυκλοφορεί ο
Στιβ Ντάουθγουεϊτ. Μπορεί ο τύπος να είναι απλώς γκαντέμης, όμως από
την άλλη… τρία διαφορετικά επίθετα είναι κομματάκι πολλά για έναν
άνθρωπο που δεν έχει κάτι να κρύψει. Αυτή τη φορά εγώ θα έχω τον
πρώτο λόγο».
Έφτασαν στη μικρή παραθαλάσσια πόλη στις έντεκα και άφησαν το
Land Rover σε έναν χώρο στάθμευσης δίπλα στο Σκέγκνες Μπόουλ, ένα
πελώριο κτίριο, καμωμένο από κόκκινα τούβλα, πάνω στην προκυμαία,
όπου στεγαζόταν μια σάλα μπόουλινγκ. Ο Στράικ μπορούσε να μυρίσει
και να γευτεί τη θάλασσα την ώρα που κατέβαινε από το αυτοκίνητο,
οπότε στράφηκε ενστικτωδώς προς τα εκεί, όμως ο ωκεανός δε φαινόταν
από το σημείο όπου στεκόταν. Αντίθετα, βρέθηκε να κοιτάζει ένα τεχνητό
κανάλι, με θολό πράσινο νερό, κατά μήκος του οποίου μια γελαστή νεαρή
γυναίκα και ο φίλος της κινούνταν πάνω σε ένα θαλάσσιο ποδήλατο. Η
πόρτα του οδηγού έκλεισε με δύναμη κι ο Στράικ γύρισε και είδε τη
Ρόμπιν, που εξακολουθούσε να φορά τα γυαλιά ηλίου, να τυλίγει το
μαντίλι γύρω από τον λαιμό της.
«Σου το είπα», είπε απευθυνόμενη στον απορημένο Στράικ, που
εξακολουθούσε να θεωρεί πως η μέρα ήταν αναντίρρητα ζεστή. Κι ενώ
αναρωτιόταν, όχι για πρώτη φορά, τι συνέβαινε με τις γυναίκες κι εκείνη
την αλλόκοτη ικανότητά τους να αισθάνονται ανύπαρκτα ρεύματα, ο
Στράικ άναψε τσιγάρο και περίμενε δίπλα στο Land Rover, όση ώρα η
Ρόμπιν αγόραζε κάρτα στάθμευσης, κι ύστερα περπάτησε μαζί της στο
Γκραντ Παρέιντ, ενός φαρδύ δρόμου που εκτεινόταν κατά μήκος της
προκυμαίας.
«“Το Σαβόι”», είπε ο Στράικ χαμογελώντας λοξά, καθώς διάβαζε τα
ονόματα των μεγαλύτερων ξενοδοχείων, των οποίων τα παράθυρα από
τους επάνω ορόφους το δίχως άλλο θα είχαν θέα προς τη μακρινή
θάλασσα. «“Το Κουόρν”. “Το Τσάτσγουορθ”».
«Μην κοροϊδεύεις», είπε η Ρόμπιν. «Τρελαινόμουν κάθε φορά που
ερχόμαστε στο Σκέγκνες, όταν ήμουν κοριτσάκι».
«Λογικά, το Άλαρνταϊς πρέπει να πέφτει κατά εκεί», είπε ο Στράικ όπως
διέσχιζαν τον δρόμο, δείχνοντας προς τη Λεωφόρο Σκάρμπρο. «Ναι, εκεί
πέρα είναι, αυτό με την μπλε τέντα».
Κοντοστάθηκαν στη γωνία, δίπλα σε ένα πελώριο ξενοδοχείο με
αισθητική ψευδο-Τυδώρ που στέγαζε το Καφεστιατόριο Ιωβηλαίο.
Θαμώνες που είχαν αποφασίσει να πιουν νωρίς το πρωί καφέ αλλά και
μπίρα, κάθονταν στα υπαίθρια τραπέζια, απολαμβάνοντας την
ηλιόλουστη ημέρα.
«Τέλειο σημείο για να έχουμε τον νου μας», είπε ο Στράικ, δείχνοντας
ένα από εκείνα τα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο. «Δε θα έλεγα όχι σε ένα
τσάι».
«Εντάξει, πηγαίνω να παραγγείλω», είπε η Ρόμπιν. «Έτσι κι αλλιώς,
θέλω να πάω στην τουαλέτα. Θα του τηλεφωνήσεις εσύ ή προτιμάς να το
κάνω εγώ;»
«Αναλαμβάνω εγώ», είπε ο Στράικ, που ήδη καθόταν βαρύς σε μία από
τις καρέκλες κι έβγαζε το κινητό του.
Ενώ η Ρόμπιν έμπαινε στο κτίριο, ο Στράικ άναψε τσιγάρο, κι ύστερα
σχημάτισε τον αριθμό του Άλαρνταϊς, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο
στην πρόσοψη του ξενώνα. Η επιχείρηση στεγαζόταν σε μια σειρά από
οκτώ ψηλά, τούβλινα κτίρια, αρκετά από τα οποία είχαν μετατραπεί σε
μικρούς ξενώνες και είχαν παρόμοιες ριγέ τέντες από πλαστικοποιημένο
ύφασμα πάνω από τις εισόδους τους. Πεντακάθαρες λευκές δαντελωτές
κουρτίνες κρέμονταν από σχεδόν κάθε παράθυρο.
«Καλημέρα, το Άλαρνταϊς», είπε κοφτά μια Σκοτσέζα, η οποία
ακουγόταν κάπως εκνευρισμένη.
«Μήπως είναι εκεί ο Στιβ;» ρώτησε ο Στράικ με προσποιητή
χαλαρότητα και σιγουριά.
«Εσύ είσαι, Μπάρι, καλέ μου;»
«Ναι», είπε ο Στράικ.
«Έρχεται όπου να’ ναι», απάντησε η γυναίκα. «Μονάχα ένα μικρό
είχαμε, λυπάμαι. Όμως κάνε μου μια χάρη, Μπάρι, και μην τον
καθυστερήσεις, γιατί έχουμε τέσσερα κρεβάτια να στρώσουμε εδώ κι
υποτίθεται πως θα μου έφερνε κι άλλο γάλα».
«Έγινε», είπε ο Στράικ οπότε, καθώς δεν ήθελε να αρθρώσει ούτε
συλλαβή παραπάνω που θα έδινε στη γυναίκα να καταλάβει πως ήταν
οποιοσδήποτε άλλος πέρα από τον Μπάρι, τερμάτισε την κλήση.
«Εκεί είναι;» ρώτησε αγχωμένη η Ρόμπιν ενώ καθόταν στην καρέκλα
απέναντι από τον Στράικ. Είχε πλύνει τα χέρια της στο μπάνιο, όμως ήταν
ακόμη νωπά, καθώς είχε βιαστεί να επιστρέψει στο τραπέζι.
«Όχι», είπε ο Στράικ τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του μέσα στον
μικρό ροζ μεταλλικό κουβά που είχε τοποθετηθεί επί τούτου στο τραπέζι.
«Κάτι έχει να παραδώσει σε έναν τύπο εδώ παραπάνω και θα επιστρέψει
σε λίγο, φέρνοντας και γάλα».
«Α», έκανε σιγανά η Ρόμπιν και στράφηκε ελαφρά για να ρίξει με
τρόπο μια ματιά προς τη σκούρα μπλε τέντα του Άλαρνταϊς, πάνω στην
οποία το όνομα του ξενώνα ήταν γραμμένο με καλλιγραφικά λευκά
γράμματα.
Ο μπάρμαν έφερε στο τραπέζι δυο μεταλλικές τσαγιέρες και
πορσελάνινα φλιτζάνια, οπότε οι ντετέκτιβ ήπιαν το τσάι τους αμίλητοι,
με τον Στράικ να παρακολουθεί διαρκώς το Άλαρνταϊς και τη Ρόμπιν να
παρατηρεί το Γκραντ Παρέιντ. Τη θέα προς τη θάλασσα την έκοβε η
φαρδιά, πολύχρωμη πρόσοψη της εισόδου στην αποβάθρα του Σκέγκνες,
όπου διαφημίζονταν, μεταξύ άλλων ατραξιόν, το φιλόδοξα αποκαλούμενο
Μπαρ & Εστιατόριο Χόλιγουντ. Ηλικιωμένοι άνθρωποι κινούνταν με
ηλεκτρικά σκούτερ πάνω-κάτω στο Γκραντ Παρέιντ. Οικογένειες
προχωρούσαν χαλαρά, απολαμβάνοντας το παγωτό τους. Μαλτεζάκια με
φουντωτές ουρές, τροφαντά παγκ και λαχανιασμένα τσιουάουα
βολτάριζαν στον καυτό πεζόδρομο, πλάι στους ιδιοκτήτες τους.
«Κόρμοραν», μουρμούρισε ξαφνικά η Ρόμπιν.
Ένας άντρας είχε μόλις στρίψει στη γωνία της Λεωφόρου Σκάρμπρο,
έχοντας κρεμασμένη στο χέρι του μια βαριά σακούλα. Τα γκρίζα μαλλιά
του ήταν κοντοκουρεμένα γύρω από τα αυτιά του, όμως είχε και μερικές
μακρύτερες τούφες, χτενισμένες έτσι ώστε να καλύπτουν ένα φαρδύ
τμήμα του κάθιδρου μετώπου του. Οι στρογγυλοί ώμοι και το
συνεσταλμένο ύφος του τον έκαναν να μοιάζει με άνθρωπο τον οποίο η
ζωή είχε καλουπώσει σε μια δύσθυμη υποταγή. Το ίδιο τιρκουάζ
μπλουζάκι που φορούσε και στη φωτογραφία από το καραόκε απλωνόταν
τσιτωμένο πάνω από την μπάκα του. Ο Ντάουθγουεϊτ διέσχισε τον δρόμο,
ανέβηκε τα τρία σκαλοπάτια που κατέληγαν στην είσοδο του Άλαρνταϊς
και, με τον ήλιο να αστράφτει φευγαλέα πάνω στο τζάμι της πόρτας,
χάθηκε από τα μάτια τους.
«Έχεις πληρώσει γι’ αυτά;» ρώτησε ο Στράικ κατεβάζοντας μονορούφι
το υπόλοιπο τσάι του κι ακουμπώντας το φλιτζάνι πάνω στο πιατάκι.
«Ναι».
«Τότε πάμε», είπε ο Στράικ, ρίχνοντας το τσιγάρο του στο μεταλλικό
κουβαδάκι, ενώ σηκωνόταν από το τραπέζι, «πριν προλάβει να ανεβεί στα
δωμάτια κι αρχίσει να αλλάζει σεντόνια».
Διέσχισαν τον δρόμο όσο γρηγορότερα μπορούσε να περπατήσει ο
Στράικ κι ανέβηκαν τα σκαλοπάτια της εισόδου, που ήταν βαμμένα
γαλάζια. Καλάθια φορτωμένα μαβιές πετούνιες κρέμονταν κάτω από τα
παράθυρα του ισογείου και διάφορα αυτοκόλλητα διακοσμούσαν το
γυάλινο μισό της εξώπορτας, ένα από τα οποία ενημέρωνε πως επρόκειτο
για κατάλυμα τριών αστέρων, κι ένα δεύτερο ζητούσε από τους ενοίκους
να σκουπίζουν τα πόδια τους.
Ένα κουδουνάκι ανακοίνωσε την άφιξή τους. Το χολ, όπου δεν υπήρχε
ψυχή, ήταν στενό, η σκάλα στο βάθος καλυπτόταν από μια καρό μοκέτα,
σκούρα μπλε και πράσινη. Στάθηκαν δίπλα σε ένα τραπέζι φορτωμένο
φυλλάδια για διάφορες τοπικές ατραξιόν, ενώ ανέπνεαν έναν συνδυασμό
τηγανητών φαγητών και αποσμητικού χώρου με έντονο άρωμα
τριαντάφυλλου.
«…κι η Πόλα άλλαξε βάσεις για τις ομπρέλες στις ξαπλώστρες της»,
ακούστηκε μια φωνή με σκοτσέζικη προφορά, οπότε μια γυναίκα με
κοντά μαλλιά βαμμένα καναρινί ξεπρόβαλε πίσω από μια πόρτα στα
δεξιά. Μια βαθιά κάθετη ρυτίδα χάραζε το μισό του μετώπου της.
Ξεκάλτσωτη, φορούσε μια ποδιά στολισμένη με μιαν αγελάδα των
υψιπέδων της Σκοτίας, περασμένη πάνω από το μπλουζάκι και την τζιν
φούστα της, ενώ στα πόδια φορούσε ορθοπεδικά τσόκαρα.
«Δεν έχουμε καθόλου ελεύθερα δωμάτια, λυπάμαι», είπε.
«Η Ντόνα είσαι;» ρώτησε ο Στράικ. «Θα θέλαμε να μιλήσουμε δυο
λεπτά στον Στιβ».
«Για ποιο πράγμα;»
«Είμαστε ιδιωτικοί ντετέκτιβ», είπε ο Στράικ βγάζοντας το πορτοφόλι
για να της δώσει μια κάρτα του, «και έχουμε αναλάβει να
ερευνήσουμε…»
Μια απίθανα παχύσαρκη ηλικιωμένη γυναίκα ξεπρόβαλε στο
πλατύσκαλο από πάνω τους. Φορούσε ένα κολάν σε εκτυφλωτική
απόχρωση του ροζ κι ένα μπλουζάκι που έγραφε: «Όσο περισσότερους
ανθρώπους γνωρίζω, τόσο περισσότερο συμπαθώ τον σκύλο μου».
Λαχανιασμένη, άρχισε να κατεβαίνει πλαγιαστά, γραπώνοντας την
κουπαστή και με τις δύο παλάμες.
«…μια υπόθεση εξαφάνισης», ολοκλήρωσε σιγανά τη φράση του ο
Στράικ, όπως έδινε στην Ντόνα την κάρτα του.
Εκείνη τη στιγμή ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ ξεπρόβαλε πίσω από τη γυναίκα
του, κουβαλώντας μιαν αγκαλιά πετσέτες. Από κοντά τα σκούρα μάτια
του έμοιαζαν κοκκινισμένα και πρησμένα. Κάθε χαρακτηριστικό του
προσώπου του είχε σκληρύνει με την πάροδο του χρόνου και,
ενδεχομένως, την επίδραση του ποτού. Η όλη στάση της γυναίκας του, η
κάρτα που κρατούσε στο χέρι και η παρουσία δύο αγνώστων που τον
κοίταζαν τον έκαναν να σταματήσει, ενώ τα σκούρα μάτια του ατένιζαν
φοβισμένα πάνω από τη στοίβα πετσέτες που κουβαλούσε.
«Κόρμοραν Στράικ;» μουρμούρισε η Ντόνα διαβάζοντας την κάρτα.
«Εσύ δεν είσαι αυτός που…;»
Η ηλικιωμένη γυναίκα, που μετά βίας είχε καταφέρει να φτάσει στα
μισά της σκάλας, πλέον άσθμαινε δυνατά.
«Περάστε από εδώ», μουρμούρισε η Ντόνα κι έγνεψε στον Στράικ και
στη Ρόμπιν προς το δωμάτιο απ’ όπου είχε μόλις βγει. «Κι εσύ», είπε
απότομα στον άντρα της.
Μπήκαν σε ένα μικρό κοινόχρηστο καθιστικό, με μια τηλεόραση
κρεμασμένη στον τοίχο, μια βιβλιοθήκη με λιγοστά βιβλία και μια
ταλαίπωρη φτέρη που ξεπρόβαλλε μέσα από μια υδρία τοποθετημένη
πάνω σε βάση. Παραμέσα από μια καμάρα φαινόταν ο χώρος του
πρωινού, όπου πέντε στριμωχτά τοποθετημένα τραπέζια σκουπίζονταν
από μια νεαρή διοπτροφόρα γυναίκα με ύφος δυσαρεστημένο, η οποία
ζωήρεψε αισθητά μόλις συνειδητοποίησε πως η Ντόνα είχε επιστρέψει. Η
Ρόμπιν υπέθεσε πως ήταν μητέρα και κόρη. Παρότι η νεότερη γυναίκα
ήταν μελαχρινή και όχι ξανθιά, η ζωή είχε χαράξει μια πανομοιότυπη
ρυτίδα δυσαρέσκειας στο μέτωπό της.
«Άσε τα τραπέζια, Κίρστι», είπε απότομα η Ντόνα. «Πάρε αυτές τις
πετσέτες, να τις πας επάνω, εντάξει; Και κλείσε την πόρτα».
Η Κίρστι απάλλαξε αμίλητη τον Ντάουθγουεϊτ από τη στοίβα που
κουβαλούσε κι έφυγε από το δωμάτιο, ενώ οι σαγιονάρες της πλατάγιζαν
στα ξεκάλτσωτα πέλματά της. Η πόρτα του δωματίου έκλεισε σιγανά
πίσω της.
«Καθίστε», είπε αυστηρά η Ντόνα στον Στράικ και στη Ρόμπιν, που
συμμορφώθηκαν, επιλέγοντας έναν μικρό καναπέ.
Ο Ντάουθγουεϊτ παρέμεινε όρθιος, με τα μπράτσα σταυρωμένα και την
πλάτη στραμμένη στην τηλεόραση. Ελαφρώς συνοφρυωμένος, κοίταξε
φευγαλέα τον Στράικ και τη Ρόμπιν κι ύστερα τη γυναίκα του. Οι
δαντελωτές κουρτίνες λειτουργούσαν σαν φίλτρο που φώτιζε με διόλου
κολακευτικό τρόπο τα μαλλιά του, τα οποία έμοιαζαν με αραιό
ατσαλόσυρμα.
«Αυτός είναι που τσάκωσε τον Αντεροβγάλτη του Σάκλγουελ», είπε η
Ντόνα απευθυνόμενη στον άντρα της, τινάζοντας κοφτά το κεφάλι της
προς τον Στράικ. «Γιατί σε έβαλε στο μάτι;» Η φωνή της ανέβηκε σκάλα
και δυνάμωσε. «Τι έγινε, πάλι τσιλημπούρδιζες με τη λάθος γυναίκα, ε;
Λέγε».
«Εγώ;» είπε ο Ντάουθγουεϊτ, όμως ήταν προφανές πως επιχειρούσε να
κερδίσει χρόνο: είχε καταλάβει τι εννοούσε η σύζυγός του. Πάνω στον
δεξί του πήχη απλωνόταν το τατουάζ μιας κλεψύδρας και γύρω της μια
κορδέλα με τις λέξεις «Πάντα λιγοστός».
«Κύριε Ντάουθγουεϊτ», έκανε να πει ο Στράικ, όμως ο Ντάουθ­γουεϊτ
έσπευσε να τον διακόψει, λέγοντας:
«Ντάιαμοντ! Ντάιαμοντ με λένε!»
«Γιατί σε λέει Ντάουθγουεϊτ αυτός;» ρώτησε η Ντόνα.
«Με συγχωρείτε», είπε ο Στράικ, χωρίς να το εννοεί πραγματικά.
«Λάθος μου. Ο σύζυγός σας αρχικά ονομαζόταν Στίβεν Ντάουθγουεϊτ,
όμως είμαι βέβαιος πως…»
Όμως ήταν φανερό πως η Ντόνα δεν το γνώριζε αυτό. Στράφηκε
εμβρόντητη πρώτα στον Στράικ κι ύστερα στον Ντάουθγουεϊτ, ο οποίος
είχε κοκαλώσει, με το στόμα του μισάνοιχτο.
«Ντάουθγουεϊτ;» επανέλαβε η Ντόνα. Γύρισε φάτσα στον σύζυγό της.
«Μου είχες πει πως σε λέγανε Τζακς!»
«Εγώ…»
«Πότε σε λέγανε Ντάουθγουεϊτ;»
«…πάει καιρός…»
«Και γιατί δε μου το είπες;»
«Εγώ… έχει καμία σημασία;»
Το καμπανάκι κουδούνισε ξανά, οπότε ακούστηκαν φωνές από μια
παρέα στο χολ. Εξακολουθώντας να δείχνει σοκαρισμένη και θυμωμένη,
η Ντόνα τράβηξε με γοργό βήμα έξω, να δει τι ήθελαν, έτσι που τα ξύλινα
τσόκαρά της κροτάλιζαν στα πλακάκια. Με το που έφυγε από το δωμάτιο,
ο Ντάουθγουεϊτ απευθύνθηκε στον Στράικ.
«Τι θες εδώ;»
«Μας έχει προσλάβει η κόρη της δρα Μάργκοτ Μπάμπορο,
προκειμένου να ερευνήσουμε την εξαφάνισή της», είπε ο Στράικ.
Εκείνα τα σημεία του προσώπου του Ντάουθγουεϊτ που δεν ήταν
ροδαλά από τις σπασμένες φλέβες, πάνιασαν.
Η πελώρια ηλικιωμένη γυναίκα που πάσχιζε νωρίτερα να κατεβεί τη
σκάλα εμφανίστηκε τώρα στο δωμάτιο και το πλατύ, αθώο πρόσωπό της
μαρτυρούσε την απόλυτη ανοσία της στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε
εκεί.
«Κατά πού πέφτει το καταφύγιο φώκιας;»
«Στο τέρμα του δρόμου», απάντησε με βραχνή φωνή ο Ντάουθ­γουεϊτ.
«Βγαίνοντας, αριστερά».
Η γυναίκα έφυγε σαν τον κάβουρα από το δωμάτιο. Το καμπανάκι της
εξώπορτας κουδούνισε.
«Άκουσε», είπε βιαστικά ο Ντάουθγουεϊτ, καθώς ο ήχος των βημάτων
της γυναίκας του δυνάμωνε και πάλι. «Χάνεις τον χρόνο σου εδώ πέρα.
Δεν ξέρω τίποτε για τη Μάργκοτ Μπάμπορο».
«Θα μπορούσες τουλάχιστον να ρίξεις μια ματιά στην κατάθεση που
είχες δώσει τότε στην αστυνομία;» πρότεινε ο Στράικ, βγάζοντας μια
φωτοτυπία από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του.
«Τι λέει αυτός;» ρώτησε επιτακτικά η Ντόνα, που είχε προλάβει να
επιστρέψει στο δωμάτιο. «Ποια κατάθεση στην αστυνομία; Μα για όνομα
του Θεού», αναφώνησε, καθώς το καμπανάκι κουδούνιζε ξανά, οπότε
απομακρύνθηκε φουρκισμένη, με τα τσόκαρά της να χτυπούν βαριά, και
βρυχήθηκε προς τον επάνω όροφο: «Κίρστι! ΚΙΡΣΤΙ!».
«Εκείνη η γιατρός», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, κοιτάζοντας τον Στράικ με
μάτια κατακόκκινα και μέτωπο ιδρωμένο, «μιλάμε για μια ιστορία πριν
από σαράντα τόσα χρόνια, ούτε και ξέρω τι συνέβη, ποτέ μου δεν ήξερα».
Η Ντόνα επέστρεψε εκνευρισμένη.
«Θα αναλάβει η Κίρστι την υποδοχή», είπε αγριοκοιτάζοντας τον
σύζυγό της. «Πάμε επάνω. Το Λόχναγκαρ είναι ελεύθερο. Δε γίνεται να
πάμε στο δικό μας», συμπλήρωσε, απευθυνόμενη στον Στράικ και στη
Ρόμπιν δείχνοντας προς το υπόγειο, «είναι τα εγγόνια μου εκεί κάτω,
παίζουν ηλεκτρονικά».
Ο Ντάουθγουεϊτ ανασήκωσε το παντελόνι του και έριξε μιαν
αλαφιασμένη ματιά πίσω από τις δαντελωτές κουρτίνες, σαν να
σκεφτόταν να τραπεί σε φυγή.
«Άντε, πάμε», είπε αυστηρά η Ντόνα, οπότε, επιστρέφοντας στο
υποταγμένο ύφος του, ακολούθησε τη σύζυγό του έξω από το δωμάτιο.
Η Κίρστι πέρασε από δίπλα τους τραβώντας προς το ισόγειο, ενώ
εκείνοι ανέβαιναν από την απότομη καρό σκάλα, με τον Στράικ να
στηρίζεται στην κουπαστή, προκειμένου να καταφέρει να προχωρήσει.
Ήλπιζε πως το Λόχναγκαρ βρισκόταν στον πρώτο όροφο, όμως
απογοητεύτηκε. Το δωμάτιο, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε να
συμπεράνει κανείς από το όνομά του, βρισκόταν στην κορυφή του ξενώνα
κι έβλεπε προς την πίσω πλευρά του κτιρίου.
Τα έπιπλα μέσα ήταν φτιαγμένα από φτηνό πεύκο. Η Κίρστι είχε
τοποθετήσει τις πετσέτες έτσι που να φέρνουν σε κύκνους που
φιλιόντουσαν, πάνω στο μαρόν σκέπασμα, το οποίο ήταν ασορτί με την
ταπετσαρία, που είχε αποχρώσεις του μαρόν και του σκούρου μοβ. Πίσω
από την τηλεόραση που είχε τοποθετηθεί στον τοίχο, κρέμονταν κάτι
καλώδια. Ένας πλαστικός βραστήρας έστεκε στη γωνία ενός χαμηλού
τραπεζιού, δίπλα σε μια πρέσα για παντελόνια. Από το παράθυρο ο
Στράικ κατάφερε επιτέλους να διακρίνει τη θάλασσα: μια λαμπερή,
χρυσαφένια μπάρα εκτεινόταν χαμηλά ανάμεσα στα κτίρια, στη θολούρα
που άφηναν οι δαντελωτές κουρτίνες.
Η Ντόνα προχώρησε στο δωμάτιο και θρονιάστηκε στη μοναδική
καρέκλα. Οι παλάμες της έσφιγγαν τα μπράτσα της τόσο σφιχτά, που οι
σάρκες της άσπριζαν.
«Μπορείτε να καθίσετε», είπε στον Στράικ και στη Ρόμπιν.
Καθώς δεν υπήρχε άλλο μέρος, κάθισαν και οι δύο στην άκρη του
διπλού κρεβατιού, με το γλιστερό μαρόν σκέπασμα. Ο Ντάουθ­γουεϊτ
παρέμεινε όρθιος στην πόρτα, γερμένος πάνω της, με τα μπράτσα
σταυρωμένα, έτσι που φαινόταν το τατουάζ με την κλεψύδρα.
«Ντάιαμοντ, Τζακς, Ντάουθγουεϊτ», απαρίθμησε η Ντόνα. «Πόσα
ακόμη επίθετα είχες στη ζωή σου;»
«Κανένα», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, επιχειρώντας κι αποτυγχάνοντας να
γελάσει.
«Και γιατί άλλαξες το όνομά σου από Ντάουθγουεϊτ σε Τζακς;» ρώτησε
επιτακτικά η γυναίκα του. «Γιατί σε γυρεύει η αστυνομία;»
«Καμία αστυνομία δε με γυρεύει», έκρωξε ο Ντάουθγουεϊτ. «Πριν από
χρόνια έγινε κάτι. Ήθελα μια καινούργια αρχή, αυτό είναι όλο».
«Πόσες καινούργιες αρχές χρειάζεται ένας άνθρωπος;» είπε η Ντόνα.
«Τι έκανες; Γιατί έπρεπε να δώσεις κατάθεση στην αστυνομία;»
«Εξαφανίστηκε μια γιατρός», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, ρίχνοντας μια
κλεφτή ματιά στον Στράικ.
«Ποια γιατρός; Πότε;»
«Μάργκοτ Μπάμπορο την έλεγαν».
«Μπάμπορο;» επανέλαβε η Ντόνα, ενώ το μέτωπό της διχοτομούνταν
από εκείνη τη βαθιά ρυτίδα. «Μα αυτό… αυτό το έγραφαν όλες οι
εφημερίδες…»
«Πήραν κατάθεση απ’ όλους τους ασθενείς που είχε δει η γιατρός,
προτού εξαφανιστεί», έσπευσε να πει ο Ντάουθγουεϊτ. «Για τυπικούς
λόγους! Δεν είχαν τίποτε να μου προσάψουν».
«Καλά, ρε χαμένε, νομίζεις πως δε μου κόβει γρυ;» είπε η Ντόνα.
«Ετούτοι εδώ», συνέχισε δείχνοντας τον Στράικ και τη Ρόμπιν, «δεν
έψαξαν να σε βρουν επειδή σου πήρε κατάθεση η αστυνομία για τυπικούς
λόγους, καλά δε λέω; Ούτε κι άλλαξες επίθετο, χαμένε, επειδή σου πήραν
κατάθεση για τυπικούς λόγους! Λέγε, ρε, την πηδούσες;»
«Όχι βέβαια, δεν την πηδούσα!» αναφώνησε ο Ντάουθγουεϊτ,
δείχνοντας τα πρώτα σημάδια αντίδρασης.
«Κύριε Ντάουθγουεϊτ», έκανε να πει ο Στράικ.
«Ντάιαμοντ!» επέμεινε ο Ντάουθγουεϊτ, περισσότερο από απόγνωση
παρά από θυμό.
«Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μπορούσατε να διαβάσετε την κατάθεση
που δώσατε στην αστυνομία, να δείτε μήπως έχετε κάτι να προσθέσετε».
Ο Ντάουθγουεϊτ δε φαινόταν να έχει διάθεση να συνεργαστεί, όμως
ύστερα από έναν ελαφρύ δισταγμό, πήρε τα χαρτιά και άρχισε να τα
διαβάζει. Η κατάθεση ήταν εκτενής, καθώς περιλάμβανε την αυτοκτονία
της Τζοάνα Χάμοντ, της παντρεμένης άλλοτε ερωμένης του, τον
ξυλοδαρμό που είχε υποστεί από τον σύζυγό της, τις κρίσεις άγχους και
την κατάθλιψη που είχαν οδηγήσει σε διαδοχικές επισκέψεις στην
κλινική, τη δήλωσή του πως δεν αισθανόταν απέναντι στη Μάργκοτ
Μπάμπορο τίποτε περισσότερο από μία απολύτως συνηθισμένη εκτίμηση
για τις ιατρικές της γνώσεις, την άρνησή του ότι της είχε στείλει δώρα,
καθώς και το ισχνό άλλοθί του για τον χρόνο της εξαφάνισής της.
«Ναι, δεν έχω κάτι να προσθέσω», είπε τελικά ο Ντάουθγουεϊτ
επιστρέφοντας τα χαρτιά στον Στράικ.
«Θέλω να τη διαβάσω κι εγώ», είπε μεμιάς η Ντόνα.
«Δεν έχει καμία σχέση με… πριν από σαράντα χρόνια έγιναν όλα αυτά,
δεν έχουν καμία σημασία», είπε ο Ντάουθγουεϊτ.
«Το πραγματικό σου επίθετο είναι Ντάουθγουεϊτ, κι εγώ μέχρι πριν από
πέντε λεπτά δεν το ήξερα! Έχω δικαίωμα να μάθω ποιος είσαι», είπε
αγριεμένη εκείνη, «έχω δικαίωμα να ξέρω, για ν’ αποφασίσω πόσο
κορόιδο ήμουν που έμεινα μαζί σου μετά τις τελευταίες κασκαρίκες…»
«Καλά, διάβασε, άντε λοιπόν», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, με διόλου πειστική
αυτοπεποίθηση, οπότε ο Στράικ έδωσε την κατάθεση στην Ντόνα.
Εκείνη δεν είχε πάνω από ένα λεπτό που διάβαζε, όταν ξέσπασε
αγανακτισμένη:
«Πλάγιαζες με μια παντρεμένη… που πήγε κι αυτοκτόνησε;»
«Εγώ, δεν… δεν είχαμε… μια φορά έγινε, μια φορά! Κανένας δε θα
πήγαινε ν’ αυτοκτονήσει για κάτι τέτοιο!»
«Και τότε γιατί σκοτώθηκε; Γιατί;»
«Ο άντρας της ήταν ένα κάθαρμα».
«Κι ο δικός μου κάθαρμα είναι. Δεν πήγα να σκοτωθώ!»
«Για όνομα του Θεού, Ντόνα…»
«Τι συνέβη;»
«Τίποτε!» είπε ο Ντάουθγουεϊτ. «Κάναμε παρέα καμιά φορά, με κάτι
παιδιά από τη δουλειά και τις γυναίκες, τις κοπέλες τους τέλος πάντων, κι
ένα βράδυ είχα βγει με κάτι φίλους, κι έπεσα τυχαία πάνω στην Τζοάνα
που είχε βγει με κάτι φιλενάδες της… κάποιο μουνόπανο πήγε και
σφύριξε του άντρα της πως φύγαμε από την παμπ μαζί και…»
«Κι ύστερα εξαφανίζεται αυτή η γιατρός, σαν να λέμε, κι έρχεται η
αστυνομία χωρίς λόγο να πάρει κατάθεση από εσένα;»
Η Ντόνα σηκώθηκε από την καρέκλα, κρατώντας την τσαλακωμένη
κατάθεση του Ντάουθγουεϊτ στο τρεμάμενο χέρι της. Καθισμένη ακόμη
στο γλιστερό μαρόν σκέπασμα, η Ρόμπιν θυμήθηκε την ημέρα που είχε
ανακαλύψει το διαμαντένιο σκουλαρίκι της Σάρα Σάντλοκ στο κρεβάτι
της κι αισθάνθηκε πως κάτι καταλάβαινε λίγο, πολύ λίγο από αυτό που
βίωνε η Ντόνα.
«Το ήξερα πως ήσουνα μπερμπάντης του κερατά και ψεύταρος, αλλά
τρεις φιλενάδες πεθαμένες; Η μία είναι τραγωδία», είπε με λύσσα η
Ντόνα, οπότε ο Στράικ αναρωτήθηκε αν ετοιμάζονταν να ακούσουν
κάποιο απόφθεγμα του Γουάιλντ, «αλλά τρεις; Πόσο γκαντέμης, δηλαδή,
μπορεί να είναι ένας άνθρωπος;»
«Εγώ όμως ποτέ μου δεν είχα την παραμικρή σχέση μ’ εκείνη τη
γιατρό!»
«Εσύ, μωρέ, κοιτάς να χωθείς όπου δεις φουστάνι!» τσίριξε η Ντόνα
και, απευθυνόμενη στη Ρόμπιν, είπε: «Πρόπερσι τον τσάκωσα σε ένα από
τα δωμάτια με μια από της καλύτερες φίλες μου…»
«Για τον Θεό, Ντόνα!» κλαψούρισε ο Ντάουθγουεϊτ.
«…και πριν από έξι μήνες…»
«Ντόνα…»
«…μαθαίνω πως τσιλημπούρδιζε με μια τακτική πελάτισσα… και
τώρα…» είπε η Ντόνα, ενώ πλησίαζε απειλητικά τον Ντάουθ­γουεϊτ,
σφίγγοντας στη γροθιά της τα χαρτιά με την κατάθεσή του. «Βρε
σιχαμερό καθοίκι, τι συνέβη σε τόσες γυναίκες;»
«Δεν έφταιγα εγώ που πέθαναν, ρε γαμώτο!» είπε ο Ντάουθγουεϊτ,
επιχειρώντας να γελάσει, σαν να τα έβρισκε όλα αυτά εξωφρενικά, όμως
το μόνο που κατάφερε ήταν να φανεί έντρομος. «Έλα, μωρέ Ντόνα… τι
νομίζεις, δηλαδή, πως είμαι κανένας φονιάς;»
«Περιμένεις, δηλαδή, να πιστέψω…»
Έκπληκτος, ο Στράικ είδε τη Ρόμπιν να πετάγεται ξαφνικά όρθια.
Έπιασε την Ντόνα από τους ώμους και την οδήγησε πίσω στην καρέκλα
της.
«Γείρε το κεφάλι σου», έλεγε η Ρόμπιν, «γείρε το κεφάλι».
Όταν η Ρόμπιν έκανε να λύσει την ποδιά της Ντόνα, που ήταν δεμένη
σφιχτά γύρω από τη μέση της, ο Στράικ παρατήρησε πως το μέτωπο της
γυναίκας, που ήταν το μόνο μέρος που μπορούσε να διακρίνει τώρα, έτσι
όπως είχε φέρει τις παλάμες πάνω στο πρόσωπό της, ήταν κάτασπρο σαν
τη δαντελωτή κουρτίνα πίσω της.
«Ντόνα;» είπε ξεψυχισμένα ο Ντάουθγουεϊτ, όμως η σύζυγός του
ψιθύρισε,
«Μη με πλησιάζεις, κάθαρμα».
«Βαθιές ανάσες», έλεγε εν τω μεταξύ η Ρόμπιν, γονατισμένη δίπλα στην
καρέκλα της Ντόνα. «Φέρε της λίγο νερό», είπε στον Στράικ, που
σηκώθηκε και πήγε στο μικρό μπάνιο, όπου πάνω από τον νεροχύτη, σε
μια βάση, βρισκόταν μια πλαστική κανάτα.
Χλωμός σχεδόν όσο και η γυναίκα του, ο Ντάουθγουεϊτ
παρακολουθούσε, καθώς η Ρόμπιν έπειθε την Ντόνα να πιει.
«Μείνε όπως είσαι τώρα», είπε η Ρόμπιν στην ξενοδόχο, ακουμπώντας
την παλάμη πάνω στον ώμο της. «Μη σηκώνεσαι».
«Είχε κάποια σχέση με τον θάνατό τους;» ψιθύρισε η Ντόνα,
κοιτάζοντας λοξά τη Ρόμπιν, ενώ οι κόρες των ματιών της είχαν γίνει
πελώριες από το σοκ.
«Αυτό έχουμε έρθει να διαπιστώσουμε», απάντησε μουρμουριστά η
Ρόμπιν.
Γύρισε και κοίταξε με νόημα τον Στράικ, ο οποίος συμφώνησε πως η
καλύτερη λύση ήταν να αφήσουν τη συγκλονισμένη Ντόνα να αποσπάσει
πληροφορίες από τον Ντάουθγουεϊτ.
«Έχουμε ορισμένες ερωτήσεις που θα θέλαμε να σας κάνουμε», του
είπε ο Στράικ. «Προφανώς, δεν είστε υποχρεωμένος να απαντήσετε, όμως
οφείλω να επισημάνω πως θα ήταν προς το συμφέρον όλων,
συμπεριλαμβανομένου και εσάς του ίδιου, να συνεργαστείτε».
«Τι ερωτήσεις;» είπε ο Ντάουθγουεϊτ, που εξακολουθούσε να παραμένει
κολλημένος στην πόρτα. Τότε, ξεσπώντας σε έναν χείμαρρο λέξεων, είπε:
«Εγώ δεν πείραξα ποτέ μου κανέναν, ποτέ, δεν είμαι βίαιος άνθρωπος. Θα
σας το πει κι η Ντόνα. Ούτε το δαχτυλάκι μου δε σήκωσα πάνω της, ποτέ,
δεν είμαι τέτοιος χαρακτήρας».
Όμως όταν ο Στράικ περιορίστηκε απλώς στο να συνεχίζει να τον
κοιτάζει, ο Ντάουθγουεϊτ είπε ικετευτικά:
«Κοιτάξτε, σας το είπα… με την Τζοάνα… ήτανε μια σχέση της μιας
βραδιάς. Παιδί ήμουνα», είπε, οπότε, απηχώντας τα λόγια της Αϊρίν
Χίκσον, συμπλήρωσε: «Όταν είσαι νέος, κάνεις κάτι τέτοια πράγματα,
καλά δε λέω;»
«Σάμπως και που γέρασες, άλλαξες;» ψιθύρισε η Ντόνα. «Κι όλα εκείνα
τα χρόνια στο μεταξύ…»
«Πού βρισκόσουν», ρώτησε ο Στράικ τον Ντάουθγουεϊτ, «όταν
αυτοκτόνησε η Τζοάνα;»
«Στο Μπρεντ», είπε ο Ντάουθγουεϊτ. «Χιλιόμετρα μακριά! Κι είχα
μάρτυρες να το βεβαιώσουν. Δουλεύαμε ζευγάρια στις πωλήσεις, έπιανε ο
καθένας από μια πλευρά του δρόμου, κι ήμουν μαζί με έναν τύπο ονόματι
Τάτζερ», είπε επιχειρώντας και πάλι να γελάσει. Κανείς δε χαμογέλασε.
«Τάτζερ, φαντάζεστε τι δούλεμα έπεφτε…1 τέλος πάντων, ήταν μαζί μου
όλη μέρα…
»Γύρισα στο γραφείο αργά το απόγευμα, κι ήταν κάτι συνάδελφοι εκεί
και μας είπαν πως είχαν ειδοποιήσει λίγο νωρίτερα τον Χάμοντ πως η
γυναίκα του είχε αυτοκτονήσει…
»Ήταν τρομερό», είπε ο κάτωχρος και κάθιδρος Ντάουθγουεϊτ, «όμως
αν εξαιρέσουμε εκείνη τη μία νύχτα που περάσαμε μαζί, εγώ δεν είχα
καμία σχέση. Ο άντρας της όμως… να, ήταν ευκολότερο να τα ρίξει σ’
εμένα», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, «καλά δε λέω, παρά να καθίσει να σκεφτεί
πώς της φερόταν εκείνος.
»Έπειτα από δυο βράδια, εκεί που γύριζα σπίτι, μου την είχε στημένη.
Ενέδρα κανονική. Με σάπισε στο ξύλο».
«Καλά σου έκανε!» είπε η Ντόνα πνίγοντας έναν λυγμό.
«Κι η γειτόνισσα η Τζάνις, η νοσοκόμα, σας φρόντισε…;»
«Κατευθείαν στη γειτόνισσα έτρεξες, ε, Στιβ;» είπε η Ντόνα με ένα ξερό
γέλιο. «Τι έγινε, την έβαλες να σου κάνει μάκια το βαβά;»
«Καμία σχέση!» είπε ο Ντάουθγουεϊτ με απρόσμενη αγανάκτηση.
«Το έχει βρει το κόλπο», είπε πανιασμένη η Ντόνα στη Ρόμπιν, που
εξακολουθούσε να είναι γονατισμένη δίπλα στην καρέκλα της. «Έχει
πάντοτε πρόχειρη μια δακρύβρεχτη ιστορία. Κι εγώ, δηλαδή, έτσι την
πάτησα. Ήτανε, λέει, απαρηγόρητος μετά που πνίγηκε ο έρωτας της ζωής
του… ω, Θεέ μου», ψιθύρισε η Ντόνα, ενώ κουνούσε αργά το κεφάλι της.
«Κι αυτή ήταν η τρίτη». Με ένα υστερικό γελάκι είπε: «Απ’ όσο ξέρουμε,
δηλαδή. Μπορεί να ήταν κι άλλες. Ποιος ξέρει;»
«Για όνομα του Θεού, Ντόνα!» αναφώνησε ο Ντάουθγουεϊτ για μία
ακόμη φορά. Στις μασχάλες της λεπτής τιρκουάζ μπλούζας του είχαν
σχηματιστεί στάμπες ιδρώτα: ο Στράικ μπορούσε κυριολεκτικά να
μυρίσει τον φόβο του. «Τι λόγια είναι αυτά, ξέρεις τι χαρακτήρας είμαι,
το ξέρεις πως δε θα πείραζα ποτέ μου άνθρωπο!»
«Η Τζάνις λέει πως σε συμβούλευσε να απευθυνθείς στη γιατρό για τα
συμπ…»
«Ποτέ δε μου είπε να πάω στη γιατρό!» αντέδρασε μεμιάς ο
Ντάουθγουεϊτ, έχοντας τον νου του στη σύζυγό του. «Δε χρειαζόμουν
κανέναν να μου το πει, ήμουν κάπως στην τσίτα, γιατί ανησυχούσα με
τους… πονοκεφάλους και… κυρίως τους πονοκεφάλους. Αισθανόμουν
χάλια».
«Επισκέφτηκες τη Μάργκοτ έξι φορές μέσα σε διάστημα δύο
εβδομάδων», είπε ο Στράικ.
«Δεν ήμουν καλά, είχα πόνους στο στομάχι και διάφορα άλλα… θέλω
να πω, προφανώς με επηρέασε, ο θάνατος της Τζοάνα, κι ύστερα όλα
αυτά που έλεγαν οι άνθρωποι για μένα…»
«Αχ, καημενούλη μου, κακό που σε βρήκε», μουρμούρισε η Ντόνα.
«Βρε ξετσίπωτε ψεύτη. Εσύ ακούς γιατρό και σου κόβονται τα γόνατα.
Έξι φορές μέσα σε δύο εβδομάδες;»
«Ντόνα, σε παρακαλώ», είπε ο Ντάουθγουεϊτ ικετευτικά, «αισθανόμουν
τελείως χάλια! Κι από πάνω να έχω και τη ρημάδα την αστυνομία να
κάνει λες και της είχα γίνει κακό τσιμπούρι. Για λόγους υγείας πήγαινα!»
«Μήπως κάποια στιγμή τής έκανες δώρο κάτι…;» έκανε να ρωτήσει ο
Στράικ.
«…σοκολατάκια; Όχι!» είπε ο Ντάουθγουεϊτ, που ξαφνικά έδειχνε πολύ
ταραγμένος. «Αν της έστειλε κάποιος σοκολατάκια, τότε καλύτερα να
κοιτάξετε να βρείτε αυτόν. Πάντως, δεν ήμουν εγώ! Το είπα και στην
αστυνομία, δεν της έκανα ποτέ δώρα, δεν πήγαινα γι’ αυτό…»
«Υπάρχουν μάρτυρες που ισχυρίζονται πως έδειχνες ταραγμένος και
ενδεχομένως θυμωμένος, την τελευταία φορά που έφυγες από το ιατρείο
της δρα Μπάμπορο», είπε ο Στράικ. «Τι συνέβη στη διάρκεια εκείνης της
τελευταίας επίσκεψης;»
Εν τω μεταξύ, ο Ντάουθγουεϊτ ανέπνεε γρήγορα. Ξαφνικά, σχεδόν
επιθετικά, κοίταξε κατάματα τον Στράικ.
Έμπειρος στο να αναγνωρίζει τη γλώσσα του σώματος των υπόπτων
που λαχταρούν την εκτόνωση και την ανακούφιση της εξομολόγησης,
αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες, ο Στράικ ξαφνικά
συνειδητοποιούσε πως ο Ντάουθγουεϊτ ισορροπούσε στο χείλος μιας
σημαντικής αποκάλυψης. Θα έδινε σχεδόν τα πάντα για να μπορούσε να
απομακρύνει τον Ντάουθγουεϊτ εκείνη τη στιγμή, να τον οδηγήσει σε ένα
ήσυχο δωμάτιο ανάκρισης, όμως ακριβώς όπως το φοβόταν, την πολύτιμη
εκείνη στιγμή τη σάρωσε η Ντόνα.
«Σε έφτυσε η γιατρίνα, καλά δε λέω; Τι νόμισες, κακομοίρη μου… πως
ένας αποτυχημένος πλασιέ, ένα ανθρωπάκι σαν κι εσένα θα είχε κάποια
ελπίδα να ρίξει ολόκληρη γιατρό;»
«Δεν ψαχνόμουν να κάνω κάτι μαζί της!» ξέσπασε ο Ντάουθγουεϊτ και
στράφηκε απότομα προς τη γυναίκα του: «Για την υγεία μου είχα πάει,
δεν ήμουν καλά!»
«Σαν γάτος στα ζευγαρώματα κάνει», είπε η Ντόνα στη Ρόμπιν, «όλο
γυροφέρνει και μυρίζει τον ποδόγυρο. Τα πάντα είναι ικανός να κάνει για
να ξεδώσει, τα πάντα. Η φιλενάδα του πήγε κι αυτοκτόνησε, κι αυτός το
χρησιμοποιούσε για να πιάνει κουβέντα σε νοσοκόμες και γιατρίνες…»
«Ψέματα, ήμουν άρρωστος!»
«Εκείνη η τελευταία επίσκεψη…» επανέλαβε ο Στράικ.
«Δεν καταλαβαίνω τι λες, μία απλή επίσκεψη ήταν», είπε ο
Ντάουθγουεϊτ, αποφεύγοντας αυτή τη φορά να κοιτάξει τον Στράικ στο
πρόσωπο. «Η δρ Μπάμπορο απλώς μου είπε να μη ζορίζομαι».
«Ναι, μωρέ, σάμπως χρειαζόσουν να σου το πει γιατρός αυτό,
τεμπέλαρε», του πέταξε χολωμένη η Ντόνα.
«Μήπως», είπε ο Στράικ, «μιας και είστε φορτισμένη, κυρία Ντάιαμοντ,
να μιλούσα με τον Στιβ κάπου αλλού…»
«Α, όχι, σε γελάσανε!» είπε η Ντόνα. «Ξέχνα το! Θέλω να…»
Ξέσπασε σε δάκρυα, οι ώμοι της έπεσαν, έφερε τις παλάμες πάνω στο
πρόσωπό της.
«Θα τα ακούσω όλα, τώρα… μια τελευταία ευκαιρία…»
«Ντόνα…» είπε ο Ντάουθγουεϊτ παρακλητικά.
«Πάψε», είπε εκείνη κλαίγοντας με λυγμούς. «Άσε τα καλοπιάσματα».
«Μήπως», είπε ο Στράικ, ελπίζοντας να επανέλθει αργότερα σ’ εκείνη
την τελευταία επίσκεψη στη Μάργκοτ, «να βλέπαμε λίγο το άλλοθί σου
για το χρονικό διάστημα όταν εξαφανίστηκε η δρ Μπάμπορο;»
Η Ντόνα έκλαιγε με λυγμούς, πλέον τα δάκρυα και οι μύξες κυλούσαν
ασταμάτητα. Η Ρόμπιν πήρε μια χαρτοπετσέτα από τον δίσκο δίπλα στον
βραστήρα και της την έδωσε.
Μαραζωμένος από την ταραχή της συζύγου του, ο Ντάουθγουεϊτ
επέτρεψε στον Στράικ να στρέψει τη συζήτηση στο ισχνό του άλλοθι για
το επίμαχο βράδυ, επιμένοντας στον ισχυρισμό του πως βρισκόταν σε μια
καφετέρια, απαρατήρητος, αναζητώντας στις αγγελίες διαμερίσματα προς
ενοικίαση.
«Ήθελα να φύγω μακριά απ’ όλα εκείνα τα κουτσομπολιά για την
Τζοάνα. Να ξεφύγω ήθελα, τίποτε άλλο».
«Επομένως, εκείνη η επιθυμία για αλλαγή κατοικίας δεν προκλήθηκε
από κάτι που συνέβη με τη δρα Μπάμπορο, στη διάρκεια της τελευταίας
επίσκεψης;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, που εξακολουθούσε να μην κοιτάζει τον
Στράικ. «Πώς θα μπορούσε άλλωστε;»
«Τι έγινε, τα παράτησες;» ρώτησε η Ντόνα πίσω από τη βρεγμένη
χαρτοπετσέτα με την οποία σκούπιζε τα μάτια της. «Κατάλαβες πως είχες
καταντήσει γελοίος. Όπως και με εκείνη την κοπελιά από το Λιντς, καλά
δε λέω, Στιβ;»
«Αμάν, ρε Ντόνα, τι λες…»
«Ξεχνάει», είπε η Ντόνα απευθυνόμενη στη Ρόμπιν, «πως δεν είναι πια
εκείνο το κοκοράκι που ήταν στα νιάτα του. Ξιπάζεται το φ-φαλακρό
κάθαρμα», είπε κλαίγοντας με λυγμούς.
«Ντόνα…»
«Οπότε μετακόμισες στο Γουάλθαμ Φόρεστ…» είπε ο Στράικ για να
τον επαναφέρει στο θέμα.
«Ναι. Από τη μια η αστυνομία. Από την άλλη οι δημοσιογράφοι. Ένας
εφιάλτης ήταν», είπε ο Ντάουθγουεϊτ. «Για να πω την αλήθεια, κάποια
στιγμή σκέφτηκα να δώσω ένα τέλος…»
«Κρίμα που δεν το έκανες», είπε με λύσσα η Ντόνα. «Να μας γλίτωνες
όλους από ένα σωρό μπελάδες, μια ζωή σπαταλημένη…»
Επιλέγοντας να καμωθεί πως δεν είχε ακούσει το σχόλιο αυτό και
προσπερνώντας το αγανακτισμένο ύφος του Ντάουθγουεϊτ, ο Στράικ
ρώτησε:
«Τι σε ώθησε να πας στο Κλάκτον; Είχες συγγενείς εκεί;»
««Δεν έχω συγγενείς, μεγάλωσα με θετούς…»
«Η ζωή του όλη ένα δράμα», είπε η Ντόνα.
«Γιατί, αλήθεια δεν είναι;» είπε ο Ντάουθγουεϊτ, αντιδρώντας με ατόφια
οργή για πρώτη φορά. «Δεν επιτρέπεται, δηλαδή, να λέω την αλήθεια για
το πώς μεγάλωσα, ρε γαμώτο; Σκέφτηκα να πάω να δουλέψω στο
παραθεριστικό κέντρο, γιατί τα κουτσοκαταφέρνω στο τραγούδι και μου
φαινόταν ευχάριστος τρόπος να βγάζω το ψωμί μου…»
«Ευχάριστος», είπε η Ντόνα, «ε, βέβαια, εφόσον εσύ τα περνάς καλά,
Στιβ…»
«… να γλιτώσω από τους ανθρώπους που μου φέρονταν λες κι είχα
σκοτώσει άνθρωπο…»
«Αλλά η γκαντεμιά, εκεί, να μη σ’ αφήνει σ’ ησυχία!» είπε η Ντόνα.
«Πάει άλλη μια κοπέλα στην πισίνα…»
«Το ξέρεις πολύ καλά πως δεν είχα καμία σχέση με τον πνιγμό της
Τζούλι!»
«Από πού να το ξέρω, δηλαδή;» είπε η Ντόνα. «Δεν ήμουν εκεί! Ούτε
που είχαμε γνωριστεί ακόμη!»
«Αφού σου έδειξα το ρεπορτάζ στην εφημερίδα!» διαμαρτυρήθηκε ο
Ντάουθγουεϊτ. «Σου το έδειξα, Ντόνα, έλα τώρα!» Στράφηκε στον
Στράικ. «Είχαμε μαζευτεί μια παρέα στο σαλέ που μέναμε και πίναμε.
Εγώ με κάτι φιλαράκια παίζαμε πόκερ. Η Τζούλι ήταν κουρασμένη.
Έφυγε πριν τελειώσουμε το παιχνίδι, γύρισε με τα πόδια στο σαλέ της.
Όπως περνούσε γύρω από την πισίνα, γλίστρησε στο σκοτάδι, κοπάνησε
το κεφάλι της και…»
Για πρώτη φορά ο Ντάουθγουεϊτ έδειξε να ταράζεται πραγματικά.
«….πνίγηκε. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Ποτέ. Βγήκα έξω τρέχοντας, με τα
σώβρακα, το επόμενο πρωί, όταν άκουσα τις φωνές. Είδα το πτώμα της
την ώρα που την έβγαζαν από την πισίνα. Δεν ξεχνιούνται τέτοιες εικόνες.
Κοπελίτσα ήταν. Είκοσι δύο χρονών, κάπου εκεί γύρω. Ήρθαν οι γονείς
της και… ήταν φρικτό. Φρικτό. Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί… να φύγει
άνθρωπος με τέτοιον τρόπο. Να γλιστρήσει, να χτυπήσει…
»Τέλος πάντων, ναι… τότε ήταν που έκανα τα χαρτιά μου για μια θέση
που είχε ανοίξει στις εγκαταστάσεις της Μπάτλιν, εδώ παραπάνω. Κι εκεί
γνώρισα την Ντόνα», είπε ρίχνοντας μαγκωμένος μια ματιά στη σύζυγό
του.
«Επομένως, το ότι έφυγες από το Κλάκτον και άλλαξες ξανά το επίθετό
σου δεν είχε καμία σχέση με το ότι εμφανίστηκε ένας άντρας ονόματι
Όουκντεν, που σου έκανε ερωτήσεις σχετικά με τη Μάργκοτ
Μπάμπορο;» ρώτησε ο Στράικ.
Η Ντόνα τίναξε απότομα το κεφάλι της προς τα πάνω.
«Θεέ μου», είπε, «δηλαδή ακόμη και η ιστορία με την Τζούλι ψέμα
είναι;»
«Δεν είναι ψέμα!» αναφώνησε ο Ντάουθγουεϊτ. «Σου είπα πως η Τζούλι
κι εγώ καβγαδίσαμε λίγες μέρες προτού πεθάνει, σου το είπα αυτό, γιατί
ύστερα αισθανόμουν φοβερές τύψεις! Εκείνος ο άντρας… πώς είπες πως
τον έλεγαν; Όουκντεν; Ναι, κάποια στιγμή πέρασε από εκεί, είπε πως
έγραφε ένα βιβλίο για την εξαφάνιση της δρα Μπάμπορο. Έπιασε όλους
τους συναδέλφους στη δουλειά, τους έλεγε διάφορα για μένα, τάχα μου
πως ήμουν ύποπτος κι είχα αλλάξει επίθετο, με έκανε να μοιάζω φοβερά
ύποπτος. Κι η Τζούλι είχε θυμώσει πολύ μαζί μου, γιατί δεν της το είχα
πει…»
«Κι όπως φάνηκε, το έμαθες καλά εκείνο το μάθημα, έτσι δεν είναι,
Στιβ;» είπε η Ντόνα. «Να το βάζεις στα πόδια και να κρύβεσαι, αυτό
ξέρεις μονάχα, κι όταν βγαίνουν όλα στα φόρα, φεύγεις με την ουρά στα
σκέλια, να βρεις καμιά άλλη γυναίκα να της κλαφτείς, μέχρι να σε πάρει
κι αυτή χαμπάρι και τότε…»
«Κύριε Ντάουθγουεϊτ», είπε ο Στράικ διακόπτοντας την Ντόνα, «θα
ήθελα να σας ευχαριστήσω για τον χρόνο που μας διαθέσατε. Κατανοώ
πως ήταν ένα σοκ η αναμόχλευση όλης αυτής της ιστορίας».
Η Ρόμπιν γύρισε και κοίταξε τον Στράικ εμβρόντητη. Δεν ήταν δυνατόν
να τερματίζει τη συνάντηση εδώ, σωστά; Το ζεύγος Ντάουθγουεϊτ (ή
Ντάιαμοντ, όπως θεωρούσαν οι ίδιοι) φάνηκε εξίσου κατάπληκτο. Ο
Στράικ πήρε μια δεύτερη κάρτα από την τσέπη του και την έτεινε στον
Ντάουθγουεϊτ.
«Αν θυμηθείτε κάτι άλλο», είπε ο ντετέκτιβ, «ξέρετε πού να με βρείτε.
Ποτέ δεν είναι αργά».
Το τατουάζ με την κλεψύδρα σάλεψε στον πήχη του Ντάουθγουεϊτ,
όπως άπλωνε το χέρι για να πάρει την κάρτα.
«Σε ποιους άλλους έχετε μιλήσει;» ρώτησε ο Ντάουθγουεϊτ τον Στράικ.
Τώρα που το μαρτύριό του είχε λήξει, έδειχνε παράξενα απρόθυμος να
δεχτεί το τέλος. Ίσως, σκέφτηκε η Ρόμπιν, να φοβόταν να μείνει μόνος με
τη σύζυγό του.
«Με τον σύζυγο και την οικογένεια της Μάργκοτ», είπε ο Στράικ
παρατηρώντας τις αντιδράσεις του Ντάουθγουεϊτ. «Με όσους
συναδέλφους της ζουν ακόμη… με τον δρα Γκάπτα. Με μία από τις
ρεσεψιονίστ, την Αϊρίν Χίκσον. Με τη Τζάνις Μπίτι, τη νοσο…»
«Τι καλά», πετάχτηκε η Ντόνα, «η νοσοκόμα παραμένει διαθέσιμη,
Στιβ…»
«…με έναν πρώην σύντροφο της Μάργκοτ, με την καλύτερή της φίλη,
καθώς και μερικά ακόμη άτομα».
Ο Ντάουθγουεϊτ, που είχε αναψοκοκκινίσει με την παρέμβαση της
συζύγου του, είπε:
«Με τον Ντένις Κριντ, όχι;»
«Όχι ακόμη», είπε ο Στράικ. «Λοιπόν», συμπλήρωσε κοιτάζοντας τους
δύο συζύγους, «και πάλι ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Να πηγαίνουμε».
Η Ρόμπιν σηκώθηκε όρθια.
«Λυπάμαι», είπε χαμηλόφωνα στην Ντόνα. «Ελπίζω να περάσει
γρήγορα η αδιαθεσία».
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε η Ντόνα.
Καθώς ο Στράικ και Ρόμπιν έφταναν στο κεφαλόσκαλο, άκουσαν να
ξεσπούν και πάλι φωνές πίσω από την πόρτα του δωματίου.
«Ντόνα, καρδούλα μου…»
«Μην τολμήσεις να με ξαναπείς έτσι, γαμημένο καθοίκι!»
«Ήταν ανώφελο να επιμείνουμε», σχολίασε χαμηλόφωνα ο Στράικ,
καθώς κατέβαινε τα απότομα σκαλοπάτια με την καρό μοκέτα, με
κινήσεις αργές, σαν εκείνη την παχύσαρκη ηλικιωμένη γυναίκα νωρίτερα.
«Δεν πρόκειται να το πει, όσο είναι αυτή μπροστά».
«Να πει ποιο πράγμα;»
«Αυτό ακριβώς», είπε ο Στράικ, ενώ οι φωνές των Ντάουθγουεϊτ
αντηχούσαν στη σκάλα, «είναι το ερώτημα, σωστά;»
1 Το επίθετο φέρνει στη λέξη todger, που στη βρετανική αργκό σημαίνει «πέος». (Σ.τ.Μ.)
65
Σαν το καράβι, που μέσα στον απέραντο ωκεανό
χαράζει την πορεία του σε σίγουρη κατεύθυνση,
κι έρχεται αντιμέτωπο με κόντρα ανέμους και παλίρροιες,
και με αυτά η φτερωτή ορμή του αμολιέται κι αναμετριέται,
κι αυτό το ίδιο σε θυελλώδη ξεσπάσματα χορεύει,
κι όμως βρίσκοντας απάγκια πολλά και όρμους άλλους τόσους,
πάλι κινάει, δίχως να χάσει την πυξίδα του:
έτσι κι εγώ, σε τούτο το μακρύ ταξίδι,
που στην πορεία μου επέμεινα και δεν ξεμάκρυνα ποτέ.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

«Πεινάω», ανακοίνωσε ο Στράικ, με το που πάτησε στο ηλιόλουστο


πεζοδρόμιο έξω από το Άλαρνταϊς.
«Πάμε να πάρουμε κανένα ψάρι με πατάτες», πρότεινε η Ρόμπιν.
«Τώρα μιλάς σωστά», είπε με ενθουσιασμό ο Στράικ, όπως
κατευθύνονταν προς τη μεριά της Λεωφόρου Σκάρμπρο.
«Κόρμοραν, τι σε κάνει να υποψιάζεσαι πως ο Ντάουθγουεϊτ κάτι
ξέρει;»
«Δεν πρόσεξες τον τρόπο που με κοίταξε, όταν τον ρώτησα για το
τελευταίο ραντεβού του με τη Μάργκοτ;»
«Μάλλον θα κοίταζα την Ντόνα εκείνη τη στιγμή. Ειλικρινά,
ανησυχούσα μη λιποθυμήσει».
«Μακάρι να είχε ξεραθεί», είπε ο ντετέκτιβ.
«Στράικ!»
«Είμαι σίγουρος πως ο τύπος το σκεφτόταν να μου πει κάτι, αλλά μπήκε
η άλλη στη μέση και το πουλάκι πέταξε». Έτσι όπως έφταναν στο τέρμα
του δρόμου, συνέχισε λέγοντας: «Ο άνθρωπος ήταν φοβισμένος και δε
νομίζω πως φοβάται μονάχα τη γυναίκα του… Πού πάμε τώρα, αριστερά
ή δεξιά;»
«Δεξιά», είπε η Ρόμπιν, οπότε άρχισαν να κατηφορίζουν στο Γκραντ
Παρέιντ, περνώντας μπροστά από ένα μακρύ κτίριο με ανοιχτή πρόσοψη,
το Funland, που κατακλυζόταν από ηλεκτρονικά παιχνίδια που έπαιζαν
μουσικές και αναβόσβηναν, δαγκάνες και μηχανικά αλογάκια που
δούλευαν με κέρματα κι απευθύνονταν στα μικρότερα παιδιά. «Δηλαδή,
θεωρείς πως ο Ντάουθ­γουεϊτ είναι ένοχος;»
«Νομίζω πως αισθάνεται ένοχος για κάτι», είπε ο Στράικ, όπως
προχωρούσαν ανάμεσα σε εύθυμες οικογένειες και ζευγάρια ντυμένα
καλοκαιρινά. «Γύρισε και με κοίταξε λες κι έσκαγε να μου εξομολογηθεί
κάτι που τον βαραίνει».
«Μα αν γνωρίζει κάτι ουσιαστικά χρήσιμο, γιατί δεν το είπε στην
αστυνομία; Έτσι, θα είχαν πάψει να τον υποψιάζονται».
«Μπορώ να σκεφτώ έναν λόγο».
«Φοβόταν τον άνθρωπο που υποψιαζόταν ότι τη σκότωσε;»
«Ακριβώς».
«Σαν να λέμε… τον Λούκα Ρίτσι;» είπε η Ρόμπιν.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια αντρική φωνή αντήχησε από τα βάθη του
Funland: «Το λευκό επτά και τέσσερα, εβδομήντα τέσσερα».
«Πιθανόν», είπε ο Στράικ, αν και δεν ακούστηκε ολότελα σίγουρος. «Ο
Ντάουθγουεϊτ και ο Ρίτσι κατοικούσαν στην ίδια περιοχή εκείνο το
διάστημα. Ενδεχομένως να σύχναζαν στις ίδιες παμπ. Δεν αποκλείεται ο
Ντάουθγουεϊτ να άκουσε κάποια φήμη σχετικά με τον Ρίτσι, πως την είχε
βάλει στο μάτι. Όμως αυτό δεν ταιριάζει με τις περιγραφές των
μαρτύρων, έτσι δεν είναι; Αν ήταν ο Ντάουθγουεϊτ εκείνος που πήγε να
προειδοποιήσει τη Μάργκοτ, θα περίμενες πως η γιατρός θα έδειχνε
ταραγμένη μετά τη συνάντησή τους, ενώ ξέρουμε πως αυτός ήταν που
έφυγε τροχάδην από εκεί, με ύφος τρομαγμένο και ανήσυχο… όμως το
ένστικτό μου λέει πως ο Ντάουθγουεϊτ θεωρεί πως ό,τι κι αν συνέβη
μεταξύ τους σ’ εκείνο το τελευταίο ραντεβού, σχετίζεται με την
εξαφάνισή της».
Η είσοδος ενός φροντισμένου πάρκου στα δεξιά τους κατακλυζόταν από
ζωηρόχρωμες πετούνιες. Παρακάτω, σε μια νησίδα καταμεσής μιας
νησίδας κυκλοφορίας, έστεκε ένας πύργος από τούβλο και πέτρα, με ένα
ρολόι στην κορυφή και εμφάνιση ελαφρώς γοτθική, που έμοιαζε με
μινιατούρα του Μπιγκ Μπεν.
«Καλά, πόσα φαγάδικα έχει το Σκέγκνες;» ρώτησε ο Στράικ όταν
σταμάτησαν στην πολυσύχναστη διασταύρωση δίπλα στο ρολόι.
Στέκονταν ακριβώς δίπλα σε δυο μαγαζιά που είχαν τραπεζάκια
απλωμένα στο πεζοδρόμιο, ενώ μπορούσε να διακρίνει άλλα δύο που
πουλούσαν ψάρι με τηγανητές πατάτες, στην απέναντι πλευρά της
διασταύρωσης.
«Δεν κάθισα να τα μετρήσω», είπε η Ρόμπιν. «Μικρή με ενδιέφεραν
περισσότερο τα γαϊδουράκια. Τι λες, καθόμαστε εδώ;» ρώτησε δείχνοντας
το πλησιέστερο ελεύθερο τραπέζι που ήταν βαμμένο φιστικί και ανήκε
στο Στέκι του Τόνι («Πουλάμε ποιότητα όχι φούμαρα»).
«Τα γαϊδουράκια;» επανέλαβε ο Στράικ χαμογελώντας πλατιά, όπως
καθόταν στον πάγκο.
«Ακριβώς», είπε η Ρόμπιν. «Μπακαλιάρο ή καλκάνι;»
«Καλκάνι, παρακαλώ», είπε ο Στράικ και η Ρόμπιν πήγε στο μαγαζί για
να παραγγείλει.
Έπειτα από περίπου ένα λεπτό, κι ενώ ανυπομονούσε να έρθει το
φαγητό την ώρα που απολάμβανε την αίσθηση του ήλιου πάνω στην
πλάτη του, ο Στράικ συνειδητοποίησε πως εξακολουθούσε να παρατηρεί
τη Ρόμπιν, οπότε προτίμησε να εστιάσει το βλέμμα του σε μια μάζα που
πετάριζε ακριβώς από πάνω του. Παρότι τα κίτρινα κάγκελα που χώριζαν
το Στέκι του Τόνι από το μαγαζί του Χάρι Ράμσμποτομ καλύπτονταν από
λεπτά καρφιά, ώστε να μην κουρνιάζουν εκεί πάνω τα πουλιά, κάμποσα
πιτσιλωτά ψαρόνια έκαναν αυτό ακριβώς, ισορροπώντας ντελικάτα
ανάμεσα στα καρφιά αλλά και στα σιδερένια στεφάνια ακριβώς από
κάτω, περιμένοντας την ευκαιρία να ορμήσουν για να αρπάξουν κάποια
ξεχασμένη πατάτα.
Όπως χάζευε τα πουλιά, ο Στράικ αναρωτήθηκε ποιες να ήταν οι
πιθανότητες να σχημάτιζε ο Ντάουθγουεϊτ τον αριθμό της κάρτας του.
Ήταν άνθρωπος με μακρά παράδοση στο να κρύβεται από το παρελθόν
του, όμως ο Στράικ ήταν βέβαιος πως είχε διακρίνει στο πρόσωπό του
μιαν απόγνωση που όμοιά της θυμόταν μονάχα στα πρόσωπα ανθρώπων
που δεν άντεχαν πλέον να κουβαλούν την πίεση κάποιου τρομερού
μυστικού. Έτσι όπως έτριβε αφηρημένος το πιγούνι του, ο Στράικ
αποφάσισε να αφήσει στον Ντάουθγουεϊτ ένα μικρό περιθώριο, κι ύστερα
είτε να του τηλεφωνήσει ξανά, είτε να επιστρέψει απροειδοποίητα στο
Σκέγκνες, όπου θα μπορούσε να πλευρίσει τον Ντάουθγουεϊτ στον δρόμο
ή σε κάποια παμπ, κάπου όπου δε θα μπορούσε να του κάνει χαλάστρα η
Ντόνα.
Ο Στράικ εξακολουθούσε να κοιτάζει τα ψαρόνια, όταν η Ρόμπιν
απόθεσε στο τραπέζι δυο δίσκους από πολυστερίνη, δυο ξύλινα
πιρουνάκια και δυο κουτάκια αναψυκτικού.
«Πουρές αρακά», σχολίασε ο Στράικ, όπως κοίταζε τον δίσκο της
Ρόμπιν, εκεί όπου μια γενναία κουταλιά από κάτι που έφερνε σε πράσινο
χυλό βρισκόταν δίπλα στο ψάρι και τις τηγανητές πατάτες.
«Το χαβιάρι του Γιόρκσαϊρ», αποκρίθηκε εκείνη όπως καθόταν.
«Σκέφτηκα πως δε θα ήθελες να δοκιμάσεις».
«Δίκιο είχες», είπε ο Στράικ πιάνοντας ένα φακελάκι με κέτσαπ, ενώ
κοίταζε με μια ελαφρά αηδία τη Ρόμπιν να βουτά μια πατάτα σ’ εκείνη
την πράσινη λάσπη και να την τρώει.
«Εσείς οι Νότιοι είστε μαλθακοί», είπε η Ρόμπιν, κι ο Στράικ γέλασε.
«Κακομοίρα μου, φρόντισε να μη σ’ ακούσει ο Πόλγουορθ να το λες
αυτό», απάντησε ο Στράικ, κόβοντας ένα κομμάτι ψάρι με τα δάχτυλά του
και βουτώντας το στην κέτσαπ. Κι ύστερα, εντελώς απροειδοποίητα,
άρχισε να τραγουδά:
Ξίφος βαρύ και μπράτσο γερό!
Καρδιά χαρωπή και πιστή!
Θα μάθουν οι άντρες του βασιλιά,
τι πάει να πει της Κορνουάλης η παλικαριά.
«Τι στην ευχή ήταν αυτό;» απόρησε η Ρόμπιν γελώντας.
«Η πρώτη στροφή από “Το τραγούδι των Δυτικών”», είπε ο Στράικ. «Το
ζουμί είναι πως οι Κορνουαλοί δεν έχουν καμία σχέση με μαλθακούς
μούλους. Πω, ρε φίλε, τι νόστιμο που είναι».
«Ακριβώς. Δε βρίσκεις τέτοιο ψάρι με πατάτες στο Λονδίνο», είπε η
Ρόμπιν.
Πέρασαν μερικά λεπτά τρώγοντας δίχως να μιλάνε. Η λαδόκολλα με
την οποία ήταν ντυμένοι οι δίσκοι με τις τηγανητές πατάτες είχε πάνω της
τυπωμένες παλιές σελίδες της εφημερίδας Mirror. O Πολ αποχωρεί από
τους Beattles. Υπήρχαν και σκίτσα του στιλ των σόκιν καρτ ποστάλ: μια
χυμώδης ξανθιά πλάγιαζε με το ηλικιωμένο αφεντικό της και σχολίαζε:
«Οι δουλειές πρέπει να πηγαίνουν καλά. Πρώτη φορά μού έδωσες τόσες
υπερωρίες». Το σκηνικό θύμισε στη Ρόμπιν την Τζέμα, τη γραμματέα του
Μούτρου, που ενδεχομένως να είχε καλέσει ήδη το ψεύτικο νούμερο που
της είχε δώσει η Ρόμπιν, συνειδητοποιώντας πως δεν ήταν μονάχα ο
«Άντι», ο πρώην της, που της είχε πει ψέματα για το ποιος ήταν. Όμως η
Ρόμπιν είχε ηχογραφήσει στο κινητό της όλα όσα γνώριζε η Τζέμα για τις
δουλειές που έστηνε το Μούτρο με εσωτερική πληροφόρηση και η Πατ
εκείνη τη στιγμή μετέφερε όλες εκείνες τις αναφορές σε ένα αρχείο, απ’
όπου απουσίαζε κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει στην
ταυτοποίηση του πληροφοριοδότη. Η Ρόμπιν ήθελε να ελπίζει πως το
Μούτρο θα κατέληγε σύντομα άνεργο και, με λίγη τύχη, στο δικαστήριο.
Μια μεγάλη σειρά από παιχνίδια του λούνα παρκ στην απέναντι πλευρά
του δρόμου έκρυβε τελείως τη θάλασσα από το οπτικό της πεδίο. Τα
καθίσματα στον μακρινό Τροχό βρίσκονταν μέσα σε καμπίνες που είχαν
σχήμα αερόστατων σε παστέλ χρώματα. Παραδίπλα βρισκόταν μια
γιγάντια επιφάνεια αναρρίχησης για ενήλικους, με σκοινιά και λάστιχα,
που έφτανε σε ύψος τριάντα μέτρων. Έτσι όπως έβλεπε τους ανθρώπους,
ζωσμένους με εξαρτήσεις, να αναμετριούνται με τα εμπόδια, η Ρόμπιν
αισθάνθηκε ένα αλλόκοτο μείγμα χαράς και νοσταλγίας: η πιθανότητα
κάποιας άγνωστης εξέλιξης στην υπόθεση Μπάμπορο, οι λαχταριστές
πατάτες με πουρέ αρακά, η συντροφιά του Στράικ κι η λιακάδα, όλα ήταν
πράγματα που της έφτιαχναν το κέφι, όμως ταυτόχρονα θυμόταν τον
εαυτό της κοριτσάκι να τρέχει σ’ εκείνη την αθέατη παραλία,
προσπαθώντας να προσπεράσει τον αδελφό της, τον Στίβεν, ώστε να
φτάσει στα γαϊδουράκια και να διαλέξει πρώτη. Για ποιο λόγο οι
αναμνήσεις από τα χρόνια της αθωότητας καταλήγουν να σε πονάνε τόσο,
όσο μεγαλώνεις; Για ποιο λόγο η ανάμνηση της κοπελίτσας που
θαρρούσε πως ήταν άτρωτη, που δεν είχε γνωρίσει την κακία στη ζωή
της, προκαλούσε στη Ρόμπιν περισσότερο πόνο παρά χαρά;
Είχε χαρεί μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία, αντίθετα με τον Στράικ·
κανονικά, αυτό δε θα έπρεπε να την πληγώνει. Στην πορεία πολλών
καλοκαιρινών Σαββατοκύριακων, μοιρασμένων σε πολλές χρονιές, η
Ρόμπιν και τα αδέλφια της συναγωνίζονταν ποιος θα προλάβει να πάει
βόλτα με το μαύρο γαϊδουράκι που το έλεγαν Νόντι και που, το δίχως
άλλο, είχε χρόνια φευγάτο από τη ζωή. Άραγε να ήταν ο θάνατος αυτός
που μεταμόρφωνε τις όμορφες αναμνήσεις σε γλυκόπικρες; Ίσως,
σκέφτηκε η Ρόμπιν, να έφερνε την Άναμπελ εδώ, όταν θα μεγάλωνε
αρκετά, για να της κάνει δώρο την πρώτη της βόλτα με γαϊδουράκι. Ήταν
μια όμορφη ιδέα, όμως αμφέβαλλε για το κατά πόσο ο Στίβεν και η Τζένι
θα θεωρούσαν το Σκέγκνες θελκτικό προορισμό για ένα Σαββατοκύριακο.
Εν τω μεταξύ, η αδελφή της γιαγιάς της Άναμπελ είχε μετακομίσει από τη
Βοστόνη: δεν υπήρχε πλέον κάποια οικογενειακή σύνδεση με την
περιοχή. Οι εποχές άλλαζαν, μαζί τους κι οι αναμνήσεις των παιδικών
χρόνων.
«Όλα εντάξει;» είπε ο Στράικ παρατηρώντας το πρόσωπο της Ρόμπιν.
«Μια χαρά», απάντησε εκείνη. «Απλώς σκεφτόμουν… Σε λίγες
εβδομάδες κλείνω τα τριάντα».
Ο Στράικ ρουθούνισε.
«Λυπάμαι, αλλά δε θα βρεις καμία κατανόηση εδώ», είπε. «Έναν μήνα
μετά γίνομαι σαράντα».
Άνοιξε το τενεκεδάκι του αναψυκτικού και ήπιε μια γουλιά. Η Ρόμπιν
κοίταζε μια οικογένεια που περνούσε από εκεί, και τα τέσσερα μέλη της
έτρωγαν παγωτό, έχοντας μαζί ένα ντάσχουντ που προχωρούσε κωμικά,
σκουντώντας με τη μουσούδα του τη σακούλα με τη σημαία της Ένωσης
που κρεμόταν από το χέρι του πατέρα.
«Λες να αποχωρήσει η Σκοτία από το Ηνωμένο Βασίλειο;»
«Να επιλέξει την ανεξαρτησία; Μπορεί», είπε ο Στράικ. «Οι
δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το αποτέλεσμα θα είναι οριακό. Ο
Μπάρκλεϊ το θεωρεί πιθανό. Μου έλεγε για κάτι παλιούς φίλους του εκεί
πάνω. Έτσι όπως τους περιέγραφε, μου θύμισαν τον Πόλγουορθ. Οι ίδιοι
άνθρωποι που σπέρνουν το μίσος, οι ίδιες υποσχέσεις πως όλα θα είναι
τέλεια, αρκεί να απαλλαγούν από τα δεσμά του Λονδίνου. Όποιος
επισημαίνει παγίδες ή δυσκολίες, κατηγορείται πως κινδυνολογεί. Οι
ειδικοί δεν ξέρουν τα πάντα. Τα δεδομένα ξεγελούν. “Τα πράγματα δεν
μπορεί να γίνουν χειρότερα απ’ ό,τι είναι ήδη”».
Ο Στράικ χώρεσε κάμποσες πατάτες στο στόμα του, μάσησε, κατάπιε κι
ύστερα είπε:
«Όμως, αν με έμαθε ένα πράγμα η ζωή, αυτό είναι πως τα πράγματα
πάντοτε μπορούν να γίνουν χειρότερα απ’ ό,τι είναι ήδη. Νόμιζα πως είχα
σταθεί τρομερά άτυχος, μέχρι που έφεραν στον θάλαμο έναν τύπο που
είχε χάσει και τα δυο του πόδια, μαζί με τα γεννητικά του όργανα».
Ποτέ άλλοτε δεν είχε μιλήσει στη Ρόμπιν για όσα ακολούθησαν εκείνο
τον τραυματισμό που του είχε αλλάξει τη ζωή. Για την ακρίβεια, σπάνια
αναφερόταν στο ακρωτηριασμένο πόδι του. Ήταν ξεκάθαρο πως τα
δεδομένα είχαν αλλάξει, σκέφτηκε η Ρόμπιν, ύστερα από εκείνη τη
συζήτηση που είχαν κάνει στο μισοσκότεινο γραφείο πιωμένοι.
«Όλοι γυρεύουν μια βολική, απλή λύση», είπε αποτελειώνοντας τις
τελευταίες πατάτες του. «Δες πώς να χάσεις τα παχάκια στη μέση με μια
εύκολη τεχνική. Ποτέ μου δεν πάτησα στον σύνδεσμο, όμως καταλαβαίνω
γιατί θα το έκανε κάποιος».
«Ε, ναι, το να αποκτήσεις μια ολότελα νέα ταυτότητα είναι μια πολύ
δελεαστική ιδέα, σωστά;» είπε η Ρόμπιν, με το βλέμμα στραμμένο στα
ψεύτικα αερόστατα που διέγραφαν κύκλους στην προδιαγεγραμμένη
πορεία τους. «Δες τον Ντάουθγουεϊτ, για παράδειγμα, που άλλαζε επίθετο
και έβρισκε καινούργια γυναίκα κάθε τόσο. Το να δώσεις μια νέα
ταυτότητα σε ολόκληρη χώρα φαντάζομαι πως θα είναι τρομερό
συναίσθημα. Το να συμμετέχεις σε όλο αυτό».
«Ναι», είπε ο Στράικ. «Φυσικά, οι άνθρωποι νομίζουν πως αν ενταχτούν
σε κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους, κι αυτό αλλάξει, θα αλλάξουν και οι
ίδιοι».
«Εντάξει, δεν είναι κακό να θες να βελτιωθείς ή να αλλάξεις, έτσι δεν
είναι;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Είναι κακό να θες να καλυτερέψεις τα
πράγματα;»
«Κάθε άλλο», είπε ο Στράικ. «Όμως οι άνθρωποι που αλλάζουν
ουσιαστικά είναι σπάνιες περιπτώσεις κατά την εμπειρία μου, γιατί
απαιτεί τρομερά επίπονη προσπάθεια, σε σύγκριση με το να ενταχτείς σε
μια πορεία ή να ανεμίσεις μια σημαία. Σε αυτή την υπόθεση, για
παράδειγμα, έχουμε βρει έστω ένα άτομο που να είναι ριζικά διαφορετικό
απ’ ό,τι ήταν πριν από σαράντα χρόνια;»
«Δεν ξέρω… Νομίζω πως εγώ έχω αλλάξει», είπε η Ρόμπιν, κι αμέσως
ντράπηκε που το είπε ανοιχτά.
Ο Στράικ την κοίταξε χωρίς να χαμογελάσει, όση ώρα τού πήρε να
μασήσει και να καταπιεί μια τηγανητή πατάτα κι ύστερα είπε:
«Ναι. Όμως εσύ είσαι πραγματικά ξεχωριστή, σωστά;»
Οπότε, πριν προλάβει η Ρόμπιν να κάνει οτιδήποτε άλλο πέρα από το να
κοκκινίσει ελαφρά, ο Στράικ είπε:
«Δε θα τις φας αυτές τις πατάτες;»
«Δικές σου», είπε η Ρόμπιν σπρώχνοντας τον δίσκο προς το μέρος του.
Έβγαλε το κινητό από την τσέπη της. «Θέλω να δω ποιο είναι αυτό το
απίθανο κόλπο για να χάσεις τα παχάκια από τη μέση».
Ο Στράικ χαμογέλασε λοξά. Αφού σκούπισε τα χέρια της με μια
χαρτοπετσέτα, η Ρόμπιν τσέκαρε τα email της.
«Έχεις δει το μήνυμα που έστειλε η Βανέσα Εκουένσι; Σε έχει
συμπεριλάβει στους παραλήπτες».
«Τι γράφει;»
«Ίσως ξέρει κάποιο άτομο που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον
Μόρις… μια γυναίκα, Μισέλ Γκρίνστριτ τη λένε… ψάχνεται να φύγει
από την αστυνομία. Έχει οκτώ χρόνια στην Υπηρεσία», είπε η Ρόμπιν
διαβάζοντας αργά το μήνυμα, «δεν της αρέσει η δουλειά στα
περιπολικά… στο Μάντσεστερ είναι… θέλει να μετακομίσει στο
Λονδίνο, ενδιαφέρεται πολύ για το κομμάτι των ερευνών…»
«Ακούγεται ενδιαφέρουσα περίπτωση», είπε ο Στράικ. «Ας
κανονίσουμε μια συνάντηση. Άλλωστε, ήδη πέρασε το πρώτο εμπόδιο με
άριστα».
«Ποιο εμπόδιο;» απόρησε η Ρόμπιν και γύρισε να τον κοιτάξει.
«Αμφιβάλλω αν έχει στείλει ποτέ φωτογραφία του πουλιού της».
Ο Στράικ ψηλάφισε με τις παλάμες τις τσέπες του, έβγαλε το πακέτο
των τσιγάρων και διαπίστωσε πως ήταν άδειο.
«Ξέμεινα, πάμε να…»
«Στάσου», είπε η Ρόμπιν, που εξακολουθούσε να έχει το βλέμμα
καρφωμένο πάνω στο κινητό της. «Δεν το πιστεύω. Κόρμοραν… η
Γκλόρια Κόντι μου έστειλε μήνυμα».
«Πλάκα κάνεις», είπε ο Στράικ. Έτσι όπως πήγε να σηκωθεί,
ξανακάθισε βαρύς πάνω στον πάγκο.
«“Αγαπητή δεσποινίς Έλακοτ”», διάβασε η Ρόμπιν, ώστε να ακούει και
ο Στράικ, «“Λυπάμαι που δεν είχα απαντήσει στα μηνύματά σας. Δε
γνώριζα ότι προσπαθούσατε να επικοινωνήσετε μαζί μου, μόλις τώρα το
πληροφορήθηκα. Εφόσον σας εξυπηρετεί, θα ήμουν διαθέσιμη να σας
μιλήσω αύριο το βράδυ, στις 7 μ.μ. Με εκτίμηση…” κι έχει συμπεριλάβει
τον αριθμό του τηλεφώνου της», είπε η Ρόμπιν και σήκωσε το κεφάλι για
να κοιτάξει τον Στράικ κατάπληκτη. «Πώς είναι δυνατόν να το έμαθε
μόλις τώρα; Αφού έχω μήνες που της στέλνω μηνύματα, χωρίς να πάρω
απάντηση… εκτός κι αν την παρακίνησε η Άννα;»
«Δεν αποκλείεται», είπε ο Στράικ. «Πράγμα που δε θυμίζει άνθρωπο
που θέλει να τερματιστεί η έρευνα».
«Εννοείται πως δεν το θέλει», είπε η Ρόμπιν. «Όμως για να μην
τρελαθείς, κάποια στιγμή πρέπει να τραβήξεις μια γραμμή και να πεις
τέρμα, ως εδώ».
«Τότε εμείς που συνεχίζουμε, τι είμαστε;»
Η Ρόμπιν χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι της.
«Ευσυνείδητοι;»
«Κοίτα να δεις, η Κόντι: ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τη Μάργκοτ
ζωντανή. Ο κοντινότερος άνθρωπος της Μάργκοτ στην κλινική…»
«Της απαντάω για να την ευχαριστήσω», είπε η Ρόμπιν, που
πληκτρολογούσε γρήγορα στο κινητό της, «και συμφωνώ να μιλήσουμε
από το τηλέφωνο αύριο».
«Θα μπορούσαμε να το κάνουμε από το γραφείο μαζί», είπε ο Στράικ.
«Ίσως και με βίντεο, αν δεν έχει αντίρρηση;»
«Θα ρωτήσω», είπε η Ρόμπιν, ενώ συνέχιζε να πληκτρολογεί.
Λίγα λεπτά αργότερα ξεκίνησαν για να βρουν τσιγάρα, με τη Ρόμπιν να
αναλογίζεται πόσο αβίαστα είχε μόλις συμφωνήσει να πάει για δουλειά
βράδυ του Σαββάτου, ώστε να μιλήσει στην Γκλόρια μαζί με τον Στράικ.
Πλέον δεν την περίμενε στο σπίτι θυμωμένος ο Μάθιου, αγανακτισμένος
με τις ατελείωτες ώρες που δούλευε, καχύποπτος για το τι σκάρωνε με
τον Στράικ, μόνη στο γραφείο μαζί του, βραδιάτικα. Οπότε, θυμήθηκε την
άρνηση του Μάθιου να την κοιτάξει στα μάτια, όπως καθόταν απέναντί
της στη διαμεσολάβηση. Είχε αλλάξει σύντροφο και δουλειά· σύντομα θα
γινόταν πατέρας. Η ζωή του σίγουρα είχε αλλάξει, ο ίδιος όμως;
Έστριψαν στη γωνία, οπότε βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια σκηνή που ο
Στράικ μέσα του καταχώρισε ως «στρέμματα από μπούρδες». Στο
πεζοδρόμιο, ως εκεί όπου έφτανε το μάτι, απλώνονταν ράφια με διάφορα
εμπορεύματα: μπάλες θαλάσσης, μπρελόκ, φτηνά κοσμήματα, γυαλιά
ηλίου, κουβάδες με γλειφιτζούρια, καραμέλες και λούτρινα ζωάκια.
«Κοίτα εκεί», είπε ξαφνικά η Ρόμπιν, δείχνοντας προς τα δεξιά της. Μια
ζωηρόχρωμη κίτρινη πινακίδα έγραφε: Η ζωή σου μέσα από τις παλάμες
σου. Από κάτω, πάνω στο σκούρο γυαλί της πόρτας έγραφε: Χειρομαντία.
Μελλοντολογία, και παραδίπλα εκτεινόταν ένας κυκλικός πίνακας, με τα
δώδεκα ζώδια να απεικονίζονται με τα σύμβολά τους γύρω από έναν
κεντρικό ήλιο.
«Ναι, τι;» είπε ο Στράικ.
«Να, εσύ ξέρεις το πλήρες ωροσκόπιό σου. Μπορεί να έχει γούστο να
μάθω ποιο είναι το δικό μου».
«Έλεος», μουρμούρισε ο Στράικ, όπως προχωρούσαν, ενώ η Ρόμπιν
χαμογελούσε λοξά.
Η Ρόμπιν περίμενε έξω, χαζεύοντας τις καρτ ποστάλ, όση ώρα ο Στράικ
έμπαινε στο πρακτορείο για να αγοράσει τσιγάρα.
Εκεί που περίμενε να τον εξυπηρετήσουν, ο Στράικ ένιωσε να τον
καταλαμβάνει μια ξαφνική δονκιχοτική παρόρμηση (την οποία είχαν
προκαλέσει, το δίχως άλλο, όλα εκείνα τα κακόγουστα χτυπητά χρώματα
ολόγυρα, ο δυνατός ήλιος, τα κουδουνίσματα και οι μουσικές από τα
παιχνίδια του λούνα παρκ, καθώς κι ένα στομάχι χορτασμένο με μια από
τις καλύτερες μερίδες ψαριού με τηγανητές πατάτες που είχε δοκιμάσει
στη ζωή του) να αγοράσει στη Ρόμπιν ένα λούτρινο γαϊδουράκι. Ήρθε
στα συγκαλά του πριν καλά καλά εκείνη η ιδέα πάρει μορφή: άλλωστε τι
ήταν, κανένας πιτσιρίκος σε πρωινό ραντεβού με την πρώτη του κοπέλα;
Όπως επέστρεφε και πάλι στο φως του ήλιου, βγαίνοντας από το μαγαζί,
παρατήρησε πως δε θα μπορούσε να είχε αγοράσει ένα γαϊδουράκι,
ακόμη κι αν το αποφάσιζε. Δεν υπήρχε ούτε ένα εκεί γύρω: τα καλάθια
που ξεχείλιζαν από λούτρινα, περιείχαν μονάχα μονόκερους.
«Τι κάνουμε τώρα, γυρνάμε στο αυτοκίνητο;» τον ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ναι», είπε ο Στράικ σκίζοντας το σελοφάν από το πακέτο των
τσιγάρων, όμως αμέσως μετά είπε, «τι λες, περνάμε πρώτα από τη
θάλασσα, πριν φύγουμε;»
«Εντάξει», είπε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη. «Μα… γιατί;»
«Απλώς, έτσι μου ήρθε. Κρίμα να φτάσεις μέχρι τη θάλασσα, χωρίς να
τη δεις».
«Είναι κι αυτό συνήθειο της Κορνουάλης;» θέλησε να μάθει η Ρόμπιν
καθώς επέστρεφαν στο Γκραντ Παρέιντ.
«Μπορεί», είπε ο Στράικ ενώ άναβε τσιγάρο. Τράβηξε μια τζούρα,
φύσηξε τον καπνό κι ύστερα τραγούδησε:
Και σαν βρεθούμε εκεί μπροστά, στα τείχη του Λονδίνου
που θα ’ναι όμορφα πολύ.
Ελάτε δω! Ελάτε δω! Δειλοί και ανθρωπάκια:
Να δείτε και από κοντά ισάξιους, αντρειωμένους.
«“Το τραγούδι των Δυτικών”;»
«Το βρήκες».
«Γιατί λες να αισθάνονται την ανάγκη να πουν στους Λονδρέζους πως
είναι ισάξιοί τους; Δεν είναι δεδομένο αυτό;»
«Ξέρεις πώς πάει με το Λονδίνο», είπε ο Στράικ όπως διέσχιζαν τον
δρόμο. «Κανείς δεν το χωνεύει».
«Εγώ το λατρεύω το Λονδίνο».
«Κι εγώ επίσης. Όμως καταλαβαίνω γιατί δεν το χωνεύει κανείς άλλος».
Πέρασαν μπροστά από ένα σιντριβάνι, στο μέσο του οποίου έστεκε ένα
άγαλμα του Εύθυμου Ψαρά, εκείνου του τροφαντού γενειοφόρου
ναυτικού που χοροπηδά ενώ ο άνεμος λυσσομανά, και χρησιμοποιούνταν
σε διαφημιστικές αφίσες του Σκέγκνες επί σχεδόν έναν αιώνα, κι από εκεί
κατηφόρισαν από ένα στρωτό πέρασμα προς την παραλία.
Κάποια στιγμή αντίκρισαν αυτό που ο Στράικ είχε αισθανθεί την
ανάγκη να δει: μιαν απέραντη έκταση ατάραχου ωκεανού στο χρώμα του
χαλκηδόνιου, έτσι όπως απλωνόταν κάτω από έναν βιολετί ουρανό. Πέρα
στο βάθος, αλλοιώνοντας τον ορίζοντα, υψωνόταν μια στρατιά από
πελώριες, λευκές ανεμογεννήτριες και παρότι ο Στράικ απολάμβανε το
τσουχτερό αεράκι που φυσούσε από τον ωκεανό, καταλάβαινε επιτέλους
για ποιο λόγο είχε φέρει μαζί της μαντίλι η Ρόμπιν.
Ο Στράικ στάθηκε εκεί και κάπνισε, αμίλητος, ενώ το αεράκι δεν
επηρέαζε στο ελάχιστο το σγουρό μαλλί του. Ο νους του ταξίδευε στην
Τζόαν. Συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά πως με την επιλογή της για την
τελευταία της κατοικία, τους είχε προσφέρει ένα μνήμα να την
επισκέπτονται, κάθε φορά που βρίσκονταν στις ακτές της Βρετανίας.
Γέννημα-θρέμμα της Κορνουάλης, η Τζόαν ήξερε πως αυτή η ανάγκη
επανασύνδεσης με τη θάλασσα φώλιαζε μέσα σε όλους τους δικούς της.
Τώρα, κάθε φορά που κατηφόριζαν στην ακτή, απέδιδαν και σ’ εκείνη
φόρο τιμής παράλληλα με το σέβας που όφειλαν στα κύματα.
«Ήταν τα αγαπημένα της Τζόαν, τα ροζ τριαντάφυλλα», είπε ύστερα
από λίγο. «Εκείνα που έστειλες στην κηδεία».
«Αλήθεια;» είπε η Ρόμπιν. «Εγώ… να, είχα σχηματίσει μια εικόνα για
την Τζόαν στο μυαλό μου απ’ όσα μου είχες πει και… τα ροζ
τριαντάφυλλα μου φάνηκε πως της ταίριαζαν».
«Αν πέσει λουκέτο κάποια στιγμή στο γραφείο», είπε ο Στράικ, έτσι
όπως απομακρύνονταν από τη θάλασσα, «θα μπορούσες να ανηφορίσεις
στο Σκέγκνες, να γίνεις μάντισσα».
«Είναι κάπως υπερβολικά εξειδικευμένο», είπε η Ρόμπιν όπως πήγαιναν
προς τον χώρο όπου είχαν σταθμεύσει το αυτοκίνητο. «Να μαντεύεις τα
αγαπημένα λουλούδια των νεκρών».
«Από γαϊδουράκι ούτε δείγμα», σχολίασε ο Στράικ, ρίχνοντας μια ματιά
πίσω του, προς την παραλία.
«Δεν πειράζει», είπε η Ρόμπιν καλόγνωμα. «Νομίζω πως θα τους
έπεφτες κομματάκι βαρύς».
66
Μίλα, σκιαγμένη γυναίκα, μίλα με πεποίθηση.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Το επόμενο βράδυ ο Στράικ και η Ρόμπιν κάθισαν μαζί στην ίδια πλευρά
του γραφείου των συνεταίρων. Ήταν μόνοι τους στο γραφείο για πρώτη
φορά από εκείνη τη νύχτα που ο Στράικ της είχε μαυρίσει και τα δύο
μάτια. Αυτή τη φορά τα φώτα ήταν αναμμένα, δεν κρατούσαν ποτήρια με
ουίσκι, αλλά και οι δυο τους είχαν απόλυτη συναίσθηση του τι είχε
συμβεί την προηγούμενη φορά, οπότε αισθάνονταν μια κάποια αμηχανία,
η οποία εκδηλώθηκε, στην περίπτωση του Στράικ, με έναν ελαφρώς
ζωηρότερο τόνο, την ώρα που ρύθμιζαν την οθόνη του υπολογιστή, ώστε
να βλέπουν καλά και οι δύο και, στην περίπτωση της Ρόμπιν, με το να
επικεντρωθεί σε όλες εκείνες τις ερωτήσεις που ήθελε να κάνει στην
Γκλόρια.
Στις έξι ακριβώς –δηλαδή στις επτά, στη χώρα όπου βρισκόταν η
Γκλόρια– ο Στράικ κάλεσε το τηλέφωνό της και, ύστερα από μια στιγμή
αγωνίας, άκουσαν τη γραμμή να χτυπά, οπότε μια γυναίκα εμφανίστηκε
στην οθόνη με κάπως νευρική όψη, σε έναν χώρο που έμοιαζε με
γραφείο, γεμάτο βιβλία. Στον τοίχο πίσω της κρεμόταν μια μεγάλη
κορνιζαρισμένη φωτογραφία της οικογένειας: η ίδια η Γκλόρια, ένας
καθωσπρέπει σύζυγος και τρία ενήλικα παιδιά, όλα ντυμένα με λευκά
πουκάμισα, όλα τους αξιοσημείωτα γοητευτικά.
Απ’ όλα τα άτομα με τα οποία είχαν συναντηθεί και μιλήσει σχετικά με
τη Μάργκοτ Μπάμπορο, η Ρόμπιν είχε την αίσθηση πως η Γκλόρια Κόντι
θύμιζε περισσότερο τον νεότερο εαυτό της, παρότι δεν είχε καταβάλει
καμία προφανή προσπάθεια να απαλείψει τα σημάδια του χρόνου. Τα
μαλλιά της, που ήταν ολόλευκα, ήταν κουρεμένα κοντά, σε κολακευτικό
καρέ. Παρότι υπήρχαν λεπτές ρυτίδες στο μέτωπο και γύρω από τα μάτια
της, η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της έμοιαζε να μην είχε εκτεθεί ποτέ σε
υπερβολικές δόσεις ήλιου. Ήταν λεπτή, με ψηλά ζυγωματικά, έτσι που η
όλη εικόνα του προσώπου της παρέμενε σε μεγάλο βαθμό ίδια με όταν
ήταν νεότερη, ενώ η σκούρα μπλε μπλούζα με τη λαιμόκοψη, τα μικρά
χρυσά σκουλαρίκια και τα γυαλιά με τον τετραγωνισμένο σκελετό
συνέθεταν μια κομψή και απέριττη εικόνα. Η Ρόμπιν σκέφτηκε πως η
Γκλόρια περισσότερο έφερνε στην εικόνα που είχε στο μυαλό της για το
πώς θα έμοιαζε μια καθηγήτρια κολεγίου, παρά η γόνος μιας οικογένειας
κακοποιών, όμως ίσως να την επηρέαζαν τα βιβλία που ήταν
αραδιασμένα στα ράφια πίσω της.
«Καλησπέρα», είπε η Γκλόρια νευρικά.
«Καλησπέρα», απάντησαν ταυτόχρονα ο Στράικ και η Ρόμπιν.
«Καλοσύνη σας που δεχτήκατε να μας μιλήσετε, κυρία Ζομπέρ», είπε ο
Στράικ. «Σας ευχαριστούμε».
«Ω, παρακαλώ», είπε εκείνη ευγενικά.
Η Ρόμπιν δεν είχε φανταστεί πως θα άκουγε μια ξενική προφορά,
βασισμένη στις περιγραφές της Αϊρίν Χίκσον για μια κοπέλα γεννημένη
σε δύσκολο περιβάλλον, όμως φυσικά, όπως και ο Πολ Σάτσγουελ, η
Γκλόρια πλέον είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο
εξωτερικό παρά στη χώρα όπου είχε γεννηθεί.
«Ελπίζαμε να καταφέρουμε να σας μιλήσουμε εδώ και καιρό», είπε η
Ρόμπιν.
«Ναι, λυπάμαι πολύ γι’ αυτό», είπε η Γκλόρια. «Βλέπετε, ο σύζυγός
μου, ο Ουγκό, δε μου είχε πει για τα μηνύματά σας. Εντόπισα το
τελευταίο σας μήνυμα τυχαία, στον φάκελο των αχρήστων. Έτσι
συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσατε να επικοινωνήσετε μαζί μου. Ο
Ουγκό… τέλος πάντων, θεωρούσε πως έκανε το σωστό».
Η Ρόμπιν θυμήθηκε εκείνη τη φορά που ο Μάθιου είχε διαγράψει ένα
φωνητικό μήνυμα του Στράικ από το κινητό της, θέλοντας να την
εμποδίσει να εργαστεί και πάλι στο γραφείο. Της έκανε εντύπωση που η
Γκλόρια δε φαινόταν να ψέγει τον σύζυγό της για εκείνη την παρέμβαση.
Ενδεχομένως, η Γκλόρια να διάβασε τη σκέψη της, καθώς είπε:
«Ο Ουγκό υπέθεσε πως δε θα ήθελα να μιλήσω σε αγνώστους για τα
όσα συνέβησαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως, στην πραγματικότητα,
είστε οι μόνοι άνθρωποι στους οποίους θα ήθελα να μιλήσω, γιατί
προσπαθείτε να ανακαλύψετε τι πραγματικά συνέβη και, αν τα
καταφέρετε, θα είναι… δεν ξέρω, θα έφευγε ένα τεράστιο βάρος από
πάνω μου».
«Θα σας πείραζε να κρατήσω κάποιες σημειώσεις;» τη ρώτησε ο
Στράικ.
«Παρακαλώ, ελεύθερα», είπε ευγενικά η Γκλόρια.
Καθώς ο Στράικ άνοιγε το στιλό του, η Γκλόρια έγειρε για λίγο στο
πλάι, έπιασε ένα μεγάλο ποτήρι με κρασί, ήπιε μια γουλιά, φάνηκε να
στυλώνεται κάπως και είπε κάπως γρήγορα:
«Σας παρακαλώ, αν δεν έχετε αντίρρηση, θα μπορούσα πρώτα να σας
εξηγήσω ορισμένα πράγματα; Από χτες το σκέφτηκα πολύ και νομίζω
πως αν σας αφηγηθώ την ιστορία μου, θα σας γλιτώσω πολύ χρόνο. Είναι
το κλειδί προκειμένου να κατανοήσετε τη σχέση μου με τη Μάργκοτ και
το γιατί φέρθηκα… έτσι όπως φέρθηκα».
«Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο», είπε ο Στράικ, έτοιμος να γράψει.
«Παρακαλώ, σας ακούμε».
Η Γκλόρια ήπιε μια ακόμη γουλιά κρασί, ακούμπησε το ποτήρι της
εκτός πλάνου, πήρε βαθιά ανάσα και είπε:
«Και οι δύο γονείς μου έχασαν τη ζωή τους σε φωτιά που ξέσπασε στο
σπίτι μας, όταν ήμουν πέντε χρονών».
«Τι τραγικό», είπε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη. Στα αρχεία της απογραφής
του 1961 καταγραφόταν μια πλήρης οικογένεια τεσσάρων μελών.
«Λυπάμαι ειλικρινά».
Ο Στράικ περιορίστηκε σε ένα συλλυπητήριο μουρμουρητό.
«Σας ευχαριστώ», είπε η Γκλόρια. «Αυτό σας το αναφέρω απλώς για να
εξηγήσω… βλέπετε, ο λόγος που επέζησα ήταν επειδή ο πατέρας μου με
έριξε από το παράθυρο, σε μια κουβέρτα που κρατούσαν οι γείτονες. Η
μητέρα κι ο πατέρας μου δεν πήδηξαν, γιατί προσπαθούσαν να φτάσουν
στον μεγαλύτερο αδελφό μου, που είχε παγιδευτεί. Και οι τρεις τους
πέθαναν, οπότε με μεγάλωσαν οι γονείς της μητέρας μου. Ήταν
αξιολάτρευτοι άνθρωποι. Θα θυσίαζαν τα πάντα για μένα, κι αυτό κάνει
ακόμη χειρότερο αυτό που πρόκειται να πω…
»Ήμουν πολύ ντροπαλή κοπέλα. Πραγματικά ζήλευα τις κοπέλες στο
σχολείο που είχαν γονείς οι οποίοι ήταν, καταλαβαίνετε, μοντέρνοι. Η
καημένη η γιαγιάκα μου, πραγματικά δεν έπιανε τον σφυγμό της
δεκαετίας του ’60 και του ’70», είπε η Γκλόρια με ένα θλιμμένο
χαμόγελο. «Τα ρούχα μου ήταν πάντοτε κάπως παλιομοδίτικα. Ούτε
λόγος για μίνι φούστες ή μακιγιάζ, καταλαβαίνετε…
»Οπότε αντέδρασα αναπτύσσοντας μια ιδιαίτερα σύνθετη, φανταστική
ζωή. Το ξέρω πως οι περισσότεροι έφηβοι έχουν μια δόση
φαντασιοπληξίας, όμως εγώ ήμουν… ακραία περίπτωση. Η κατάσταση
άρχισε να ξεφεύγει στα δεκαέξι μου, όταν πήγα να δω την ταινία Ο
Νονός…
»Ακούγεται γελοίο», είπε η Γκλόρια στεναχωρημένη, «όμως είναι η
αλήθεια. Κατά κάποιον τρόπο… προσκολλήθηκα σ’ εκείνη την ταινία.
Ανέπτυξα μια εμμονή με αυτή. Ούτε και ξέρω πόσες φορές την είδα·
τουλάχιστον είκοσι, με έναν πρόχειρο λογαριασμό. Ήμουν μια Αγγλίδα
μαθήτρια, ζούσα στο Ίσλινγκτον της δεκαετίας του ’70, όμως αυτή που
ήθελα να είμαι πραγματικά ήταν η Απολλωνία από τη Σικελία της
δεκαετίας του ’40, να γνωρίσω έναν γοητευτικό Αμερικανό μαφιόζο, να
μη σκοτωθώ μέσα σε παγιδευμένο αυτοκίνητο, αλλά να ακολουθήσω τον
Μάικλ Κορλεόνε στη Νέα Υόρκη, να είμαι πανέμορφη και εντυπωσιακή,
ενώ ο σύζυγός μου θα έκανε διάφορα εντυπωσιακά εγκληματικά
πράγματα, υπαγορευμένα, προφανώς, από έναν αυστηρό ηθικό κώδικα».
Τόσο ο Στράικ όσο και η Ρόμπιν γέλασαν, όμως η Γκλόρια δε
χαμογέλασε. Αντίθετα, έδειχνε να λυπάται και να ντρέπεται.
«Για κάποιο λόγο νόμιζα πως όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβούν»,
συνέχισε, «επειδή είχα ιταλικό επίθετο. Ποτέ μου δε με είχε απασχολήσει
αυτό, πριν από τον Νονό. Οπότε, εντελώς ξαφνικά, ζήτησα από τους
παππούδες μου να με πάνε στην ιταλική εκκλησία, στην οδό
Κλέρκενγουελ, για να εκκλησιαστώ, αντί για την εκκλησία που
πηγαίναμε κανονικά και, χρυσοί άνθρωποι όπως ήταν, με πήγαν. Μακάρι
να μην το είχαν κάνει. Μακάρι να μου είχαν πει να μην είμαι τόσο
εγωίστρια, γιατί η ενορία τούς στήριζε πολύ και αποτελούσε το επίκεντρο
της κοινωνικής τους ζωής.
»Εγώ, εν τω μεταξύ, μια ζωή αισθανόμουν ολότελα Αγγλίδα, όπως και
ήμουν άλλωστε από την πλευρά της μητέρας μου, όμως πλέον το είχα
βάλει σκοπό να μάθω ό,τι μπορούσα για την οικογένεια του πατέρα μου.
Ήλπιζα πως θα ανακάλυπτα ότι καταγόμουν από μαφιόζους. Έτσι, θα
μπορούσα να πιέσω τους παππούδες μου να μου δώσουν χρήματα ώστε
να πάω να τους γνωρίσω στη Σικελία, κι ίσως να παντρευτώ κάποιο
μακρινό ξάδελφο. Όμως το μόνο που κατάφερα να ανακαλύψω ήταν πως
ο Ιταλός παππούς μου είχε έρθει μετανάστης στο Λονδίνο για να εργαστεί
σε ένα καφεκοπτείο. Γνώριζα ήδη πως ο πατέρας μου εργαζόταν στις
αστικές συγκοινωνίες της πρωτεύουσας. Όλα όσα κατάφερα να μάθω,
ανατρέχοντας όσο περισσότερο μπορούσα στο παρελθόν, ήταν απολύτως
έντιμα και νόμιμα. Με δυο λόγια, μια βαθιά απογοήτευση», είπε η
Γκλόρια αναστενάζοντας.
«Τότε, μια Κυριακή, στον ναό του Αγίου Πέτρου, κάποιος μου έδειξε
έναν άντρα ονόματι Νικολό Ρίτσι, που καθόταν στο βάθος της ιταλικής
εκκλησίας. Είπε πως ήταν ένας από τους τελευταίους γκάνγκστερ της
Μικρής Ιταλίας».
Η Γκλόρια έκανε μια παύση για να πιει μια ακόμη γουλιά κρασί,
ακούμπησε και πάλι το ποτήρι της εκτός πλάνου κι ύστερα είπε:
«Τέλος πάντων… ο Ρίτσι είχε γιους».
Για πρώτη φορά ο Στράικ ακούμπησε τη μύτη του στιλό του πάνω στο
χαρτί.
«Η αλήθεια είναι πως ο Λούκα Ρίτσι δεν έφερνε και τόσο στον Αλ
Πατσίνο», σχολίασε ξερά η Γκλόρια, «εγώ όμως κατάφερα να
ανακαλύψω κάποια ομοιότητα. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από
μένα, κι όλοι όσοι ρώτησα είπαν πως ήταν σκάρτος, δηλαδή αυτό
ακριβώς που ήθελα να ακούσω. Όλα ξεκίνησαν με μερικά χαμόγελα,
όπως διασταυρωνόμαστε…
»Γύρω στους δύο μήνες πριν να δώσω τις απολυτήριες εξετάσεις μου,
βγήκαμε το πρώτο μας ραντεβού. Είπα στη γιαγιά και στον παππού μου
πως θα πήγαινα στο σπίτι μιας συμμαθήτριας, να μελετήσουμε μαζί.
Ήμουν πάντοτε τόσο καλό κορίτσι· ούτε που τους πέρασε από το μυαλό
πως μπορεί να έλεγα ψέματα.
»Ήθελα απεγνωσμένα να μου αρέσει ο Λούκα, γιατί αυτός ήταν το
εισιτήριο για να ζήσω τη φαντασίωσή μου. Είχε δικό του αμάξι, κι ήταν
οπωσδήποτε κακοποιό στοιχείο. Δε μου είπε κουβέντα όμως για
συσκέψεις κορυφής μεταξύ των αρχηγών των διάφορων οικογενειών…
κυρίως μιλούσε για το Fiat του, για ναρκωτικά και ξυλοδαρμούς.
»Έπειτα από μερικά ραντεβού ήταν φανερό πως ο Λούκα με είχε
συμπαθήσει πολύ, ή μάλλον… όχι», είπε η Γκλόρια αγέλαστη, «δεν είναι
αυτή η σωστή λέξη, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως με νοιαζόταν
πραγματικά. Εκείνος ήθελε απλώς να με καπαρώσει, να με κρατήσει δική
του. Κι εγώ ήμουν τόσο σαχλή, χαμένη στη φαντασίωσή μου, που όλα
αυτά τα έβρισκα πολύ συναρπαστικά, γιατί μου φαινόταν…
καταλαβαίνετε… γνήσια στάση μαφιόζου. Όμως ο Λούκα μου άρεσε
καλύτερα όταν δεν ήμουν μαζί του, όταν τον ταύτιζα στον νου μου με τον
Μάικλ Κορλεόνε, εκεί που ξάπλωνα στο κρεβάτι μου τη νύχτα.
»Σταμάτησα να διαβάζω. Η φανταστική ζωή μου με κατέκτησε
ολοκληρωτικά. Οι κοπελιές των γκάνγκστερ δεν είχαν ανάγκη από
απολυτήρια. Άλλωστε, το ίδιο έλεγε κι ο Λούκα. Απέτυχα παταγωδώς σε
όλα τα μαθήματα.
»Οι παππούδες μου απογοητεύτηκαν πολύ, αν και προσπάθησαν να μην
το δείξουν», είπε η Γκλόρια. Για πρώτη φορά η φωνή της ράγισε κάπως.
«Τότε… την επόμενη εβδομάδα, αν δεν κάνω λάθος… έμαθαν πως
γυρόφερνα με τον Λούκα. Ανησύχησαν και ταράχτηκαν φοβερά, όμως
πλέον ούτε που με ένοιαζε. Τους ανακοίνωσα πως δε σκόπευα να
σπουδάσω. Ήθελα να βγω στον κόσμο, να δουλέψω.
»Ο μόνος λόγος που υπέβαλα αίτηση για τη δουλειά στην κλινική ήταν
επειδή βρισκόταν στην καρδιά της Μικρής Ιταλίας, αν και, στην
πραγματικότητα, η Μικρή Ιταλία δεν υπήρχε πλέον. Ο πατέρας του
Λούκα ήταν ένα από τα τελευταία απομεινάρια της. Για μένα όμως όλα
αυτά αποτελούσαν μέρος της φαντασίωσής μου: ήμουν μια Κόντι, η θέση
μου ήταν εκεί, στον τόπο των προγόνων μου. Κι εκτός αυτού, μου ήταν
ευκολότερο να συναντώ τον Λούκα, μιας κι έμενε στη γειτονιά.
»Κανονικά, δεν έπρεπε να πάρω εκείνη τη δουλειά. Ήμουν πάρα πολύ
νέα και δεν είχα την παραμικρή εμπειρία. Η Μάργκοτ ήταν εκείνη που
είπε να με προσλάβουν».
Η Γκλόρια έκανε μια παύση, κι η Ρόμπιν ήταν σίγουρη πως είχε μόλις
προφέρει το όνομα της Μάργκοτ για πρώτη φορά από τότε. Παίρνοντας
μία ακόμη βαθιά ανάσα, συνέχισε:
«Οπότε, βρέθηκα εκεί πέρα, καθισμένη στη ρεσεψιόν με την Αϊρίν όλη
μέρα. Οι παππούδες μου δεν ήταν γραμμένοι στην κλινική, γιατί έμεναν
στο Ίσλινγκτον, οπότε είχα το περιθώριο να πω στην Αϊρίν ένα κάρο
ψέματα για το παρελθόν μου.
»Εν τω μεταξύ, είχα σκαρώσει ολόκληρο χαρακτήρα. Της είπα πως οι
Κόντι ήταν παλιά σιτσιλιάνικη οικογένεια, πως τάχα μου ο παππούς μου
κι ο πατέρας μου ήταν μέλη εγκληματικής φαμίλιας και δεν ξέρω τι άλλο.
Κάποιες φορές χρησιμοποιούσα σκόρπια στοιχεία, πράγματα που μου είχε
πει ο Λούκα για τους Ρίτσι. Άλλες φορές ξεπατίκωνα λεπτομέρειες
κατευθείαν από τον Νονό. Η ειρωνεία είναι», είπε η Γκλόρια στρέφοντας
ελαφρά τα μάτια της προς τα πάνω, «πως το μοναδικό αυθεντικά
εγκληματικό πράγμα που θα μπορούσα να της είχα πει, δεν της το είπα.
Κράτησα το στόμα μου κλειστό σε ό,τι είχε να κάνει με το αγόρι μου. Ο
Λούκα μου είχε ξεκαθαρίσει πως δεν έπρεπε να μιλάω ποτέ γι’ αυτόν και
τους δικούς του παραέξω, οπότε κι εγώ συμμορφώθηκα. Τον έβλεπα
σοβαρά.
»Θυμάμαι, λίγους μήνες αφότου έπιασα δουλειά, κυκλοφόρησε στη
γειτονιά η φήμη πως είχαν βρει ένα πτώμα θαμμένο στα τσιμέντα που
είχαν ρίξει οι μάστορες, σε ένα γιαπί εκεί παρακάτω. Καμώθηκα πως
ήξερα τα πάντα μέσω των επαφών μου στον υπόκοσμο. Είπα στην Αϊρίν
πως είχα μάθει από αξιόπιστη πηγή ότι το πτώμα ανήκε σε μέλος της
συμμορίας των Σαμπίνι. Ήμουν πραγματικά ελαφρόμυαλη», είπε η
Γκλόρια χαμηλόφωνα. «Ένα χαζό κοριτσόπουλο…
»Όμως είχα πάντοτε την αίσθηση πως η Μάργκοτ δεν έχαβε τα ψέματά
μου. Λίγο καιρό αφότου άρχισα να εργάζομαι εκεί, μου είπε πως είχε
“διακρίνει κάτι” σ’ εμένα, στη διάρκεια της συνέντευξης. Δε μου άρεσε
αυτό, αισθάνθηκα πως με αντιμετώπιζε υπεροπτικά. Ποτέ της δε μου
φερόταν έτσι όπως ήθελα να μου φέρονται, σαν μια ψημένη μαφιόζα που
έκρυβε σκοτεινά μυστικά, πάντοτε με αντιμετώπιζε σαν να ήμουν ένα
γλυκό κοριτσάκι. Ούτε κι η Αϊρίν χώνευε τη Μάργκοτ, οπότε τη θάβαμε
συνέχεια, εκεί που καθόμασταν στην υποδοχή. Η Μάργκοτ είχε μανία με
τη μόρφωση και το να εργάζεται η γυναίκα, οπότε γκρινιάζαμε και λέγαμε
πόσο υποκρίτρια ήταν, αφού είχε παντρευτεί έναν πάμπλουτο
πανεπιστημιακό γιατρό. Όταν ζεις ένα ψέμα, δεν υπάρχει τίποτε πιο
απειλητικό από το να έχεις γύρω σου ανθρώπους που λένε την αλήθεια…
»Λυπάμαι», είπε η Γκλόρια με ένα ανυπόμονο τίναγμα του κεφαλιού,
«όλα αυτά πιθανότατα σας ακούγονται τελείως άσχετα, όμως δεν είναι, αν
κάνετε λίγη υπομονή να με ακούσετε…»
«Δε βιαζόμαστε», είπε ο Στράικ.
«Τέλος πάντων… μια μέρα μετά τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου, ο
Λούκα κι εγώ μαλώσαμε. Ούτε που θυμάμαι πια τον λόγο, πάντως έφερε
την παλάμη του γύρω από τον λαιμό μου και με κόλλησε πάνω στον
τοίχο, σε σημείο που δεν μπορούσα να ανασάνω. Τρομοκρατήθηκα.
»Το τράβηξε το χέρι του, όμως είχε τρομερό βλέμμα. Είπε: “Εσύ φταις
για όλα”. Κι ύστερα: “Αρχίζεις κι ακούγεσαι σαν εκείνη τη γιατρίνα”.
»Βλέπετε, του είχα μιλήσει πολλές φορές για τη Μάργκοτ. Του είχα πει
πως ήταν εντελώς σπαστικιά, φορτική και ισχυρογνώμων. Διαρκώς
επαναλάμβανα πράγματα που είχε πει, για να τα απαξιώσω, για να πείσω
τον εαυτό μου πως δεν είχαν την παραμικρή ουσία.
»Μια φορά, στη διάρκεια μιας σύσκεψης του προσωπικού, παρέθεσε
μια φράση της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Της έπεσε το στιλό κάποια στιγμή
και βλαστήμησε, οπότε ο δρ Μπρένερ είπε: “Οι άνθρωποι με ρωτάνε
συνέχεια πώς είναι να συνεργάζεσαι με μια γιατρό κυρία, κι αν σταθώ
τυχερός και γνωρίσω κάποια, θα μπορέσω να τους απαντήσω”. Η
Ντόροθι γέλασε –σπάνια γελούσε– όμως η Μάργκοτ του έδωσε μεμιάς
πληρωμένη απάντηση: πλέον έχω αποστηθίσει τη φράση αυτή και στα
γαλλικά: “Ο άντρας περιγράφεται ως άνθρωπος και η γυναίκα ως θηλυκό
– κάθε φορά που συμπεριφέρεται ως άνθρωπος, λένε πως μιμείται το
αρσενικό”.
»Με την Αϊρίν πιάσαμε τα φτυάρια ύστερα. Αρχίσαμε να τη λέμε
φιγουρατζού, που πέταγε ατάκες κάποιας Γαλλίδας, όμως κάτι τέτοιες
στιγμές σκάλωναν στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να τις διαγράψω.
Νόμιζα πως ήθελα να είμαι μια νοικοκυρά σε μαφιόζικη οικογένεια της
δεκαετίας του ’50, όμως ήταν φορές που η Μάργκοτ αποδεικνυόταν
πραγματικά αστεία, την έβλεπα που δεν υποχωρούσε ποτέ στις μπηχτές
του Μπρένερ, και μου ήταν αδύνατο να μην τη θαυμάζω γι’ αυτό…»
Η Γκλόρια ήπιε ακόμη μια γουλιά κρασί.
«Τέλος πάντων, το βράδυ που ο Λούκα κόντεψε να με καρυδώσει,
γύρισα σπίτι κι έμεινα ξάγρυπνη ως αργά, κλαίγοντας. Το επόμενο πρωί
φόρεσα ένα ζιβάγκο για να πάω στη δουλειά, ώστε να κρύψω τις
μελανιές, και στις πέντε το απόγευμα, με το που έφυγα από την κλινική,
τράβηξα γραμμή σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο εκεί παρακάτω,
τηλεφώνησα στον Λούκα και το έληξα. Του είπα πως με τρόμαζε και πως
δεν ήθελα να τον ξαναδώ.
»Εκείνος δεν αντέδρασε. Απόρησα, αλλά ανακουφίστηκα πολύ… επί
τρεις με τέσσερις μέρες νόμιζα πως είχα ξεμπερδέψει κι αισθανόμουν
θαυμάσια. Ήταν σαν να είχα ξυπνήσει από λήθαργο ή σαν να έβγαινα
στην επιφάνεια να πάρω ανάσα. Εξακολουθούσα να θέλω να είμαι η
κοπέλα ενός μαφιόζου, όμως η φανταστική εκδοχή μού έφτανε. Η επαφή
με την πραγματικότητα μου είχε πέσει κάπως βαριά.
»Όμως εκεί που τελείωνε το χριστουγεννιάτικο πάρτι στην κλινική,
εμφανίστηκε ο Λούκα μαζί με τον πατέρα του κι έναν ξάδελφό του.
»Τους είδα και τρομοκρατήθηκα. Ο Λούκα γύρισε και μου είπε: “Ο
πατέρας μου ήθελε απλώς να γνωρίσει την κοπέλα μου”. Και, δεν ξέρω
γιατί, μάλλον επειδή δεν ήθελα να κάνει σκηνή εκεί πέρα, είπα απλώς:
“Α, εντάξει”. Οπότε, πήρα αμέσως το παλτό μου και έφυγα με τους τρεις
τους, πριν προλάβει να τους μιλήσει κανείς.
»Με συνόδεψαν μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Στον δρόμο, ο Νίκο
είπε: “Είσαι καλή κοπέλα. Ο Λούκα ταράχτηκε πολύ με αυτά που του
είπες στο τηλέφωνο. Σου έχει μεγάλη αδυναμία, ξέρεις. Δε φαντάζομαι να
θες να τον στεναχωρήσεις, ε;” Έπειτα, μαζί με τον ξάδελφο του Λούκα
έφυγαν. Ο Λούκα είπε: “Δεν τα εννοούσες αυτά που είπες, σωστά;” Κι
εγώ… φοβόμουν πολύ. Πήγε κι έφερε τον πατέρα και τον ξάδελφό του…
Έλεγα πως θα έβρισκα τρόπο να το λήξω αργότερα. Για την ώρα, έπρεπε
απλώς να τον έχω ευχαριστημένο. Οπότε, είπα: “Όχι, δεν τα εννοούσα. Κι
εσύ όμως δε θα ξανακάνεις τέτοιο πράγμα, ναι;” Κι αυτός είπε: “Γιατί, τι
έκανα;” Λες και δεν είχε πιέσει το λαρύγγι μου, σε σημείο που δεν
μπορούσα να ανασάνω. Λες και τα είχα φανταστεί όλα αυτά.
»Οπότε, συνεχίσαμε να βλεπόμαστε», είπε η Γκλόρια. «Ο Λούκα άρχισε
να συζητάει για γάμο. Εγώ έλεγα κάθε φορά πως αισθανόμουν πολύ
μικρή για κάτι τέτοιο. Κάθε φορά που πήγαινα να δώσω ένα τέλος, με
κατηγορούσε πως τον απατούσα, κι αυτό ήταν το χειρότερο έγκλημα, κι
ούτε υπήρχε τρόπος να αποδείξω το αντίθετο, πέρα από το να συνεχίσω
να βγαίνω μαζί του».
Τότε η Γκλόρια έστρεψε το βλέμμα της στο πλάι, σε κάποιο σημείο
εκτός πλάνου.
«Εν τω μεταξύ, πλαγιάζαμε μαζί. Δεν ήθελα να το κάνω. Δεν λέω πως
με έβαζε με το ζόρι κάτω… όχι ακριβώς», είπε η Γκλόρια, οπότε η Ρόμπιν
θυμήθηκε την Τζέμα, τη γραμματέα του Μούτρου, «αλλά το να τον έχω
ευχαριστημένο ήταν ο μόνος τρόπος για να αποφεύγω τα χειρότερα.
Αλλιώς, έπεφτε σφαλιάρα, στην καλύτερη περίπτωση. Μια φορά μάλιστα
πέταξε μια σπόντα, πως θα έκανε κακό στη γιαγιά μου, αν δεν καθόμουν
φρόνιμα. Εξαγριώθηκα, όμως εκείνος άρχισε να γελάει και να λέει πως
προφανώς έκανε πλάκα, όμως ήθελε να μου βάλει την υποψία στο μυαλό
και τα κατάφερε.
»Εκτός των άλλων, δεν πίστευε στην αντισύλληψη. Υποτίθεται πως
φυλαγόμασταν με το… ξέρετε, με το τράβηγμα», είπε η Γκλόρια κι
άπλωσε ξανά το χέρι για να πιάσει το κρασί. «Όμως αυτός ήταν…
απρόσεκτος, ας πούμε, αλλά εγώ ήμουν σίγουρη πως ήθελε να με αφήσει
έγκυο, γιατί τότε θα με στρίμωχνε για τα καλά και θα αναγκαζόμουν να
τον παντρευτώ. Το πιθανότερο είναι πως οι παππούδες μου θα
συμφωνούσαν. Ήταν θρησκευόμενοι άνθρωποι.
»Οπότε, χωρίς να το πω στον Λούκα, πήγα στη Μάργκοτ για να μου
δώσει το χάπι. Εκείνη συμφώνησε ευχαρίστως, όμως δεν ήξερε καν πως
είχα σχέσεις, ποτέ δεν είχα αναφέρει κάτι…
»Έτσι, παρότι δεν τη συμπαθούσα πραγματικά», είπε η Γκλόρια, «της
είπα κάποια πράγματα. Ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσα να πάψω να
προσποιούμαι. Ήξερα πως δε θα μπορούσε να το πει παραέξω.
Προσπάθησε να με λογικέψει. Προσπάθησε να μου δώσει να καταλάβω
πως υπήρχαν διέξοδοι από αυτή την κατάσταση, πέρα από το να κάθομαι
στον Λούκα συνέχεια. Εγώ πάλι σκεφτόμουν πως γι’ αυτήν ήταν εύκολο
να τα λέει αυτά, επειδή είχε ένα σωρό χρήματα κι ένα μεγάλο, ασφαλές
σπίτι…
»Πάντως, μου πρόσφερε μια κάποια ελπίδα, νομίζω. Μια φορά, αφού με
είχε χτυπήσει ο Λούκα και μου είχε πει πως τα ζήταγε ο οργανισμός μου,
κι ότι θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων που κάποιος μου πρόσφερε μια
διέξοδο από το να ζω σε ένα σπίτι με δυο γέρους, απάντησα: “Υπάρχουν
κι άλλα μέρη στα οποία θα μπορούσα να πάω” και νομίζω πως αυτό τον
έκανε να ανησυχήσει πως κάποιος είχε προσφερθεί να με βοηθήσει να
ξεφύγω. Εν τω μεταξύ, είχα πάψει να ειρωνεύομαι τη Μάργκοτ, κι ο
Λούκα δεν ήταν βλάκας…
»Τότε ήταν που της έστειλε εκείνα τα απειλητικά σημειώματα.
Ανώνυμα, προφανώς… όμως εγώ ήξερα πως εκείνος τα είχε γράψει», είπε
η Γκλόρια. «Αναγνώρισα τον γραφικό του χαρακτήρα. Η Ντόροθι έλειψε
από τη δουλειά μια μέρα, γιατί ήταν να βγάλει τις αμυγδαλές ο γιος της,
έτσι η Αϊρίν είχε αναλάβει να τακτοποιήσει το ταχυδρομείο, οπότε
ξεδίπλωσε ένα από τα σημειώματα ακριβώς δίπλα μου. Πολύ είχε
ευχαριστηθεί με το περιεχόμενο, οπότε έπρεπε κι εγώ να καμωθώ πως το
έβρισκα αστείο, χωρίς να αναγνωρίζω τον γραφικό χαρακτήρα.
»Έπιασα τον Λούκα και του ζήτησα εξηγήσεις. Μου είπε να μη λέω
βλακείες, δήθεν πως δεν είχε γράψει εκείνος τα σημειώματα, όμως εγώ
ήξερα πως αυτός τα είχε στείλει…
»Τέλος πάντων, νομίζω πως ήταν ακριβώς μετά το δεύτερο σημείωμα,
όταν κατάλαβα πως εκείνο το πράγμα που έτρεμα μη συμβεί, είχε συμβεί.
Ήμουν έγκυος. Δεν είχα καταλάβει πως το χάπι δεν έπιανε, αν είχες θέμα
με το στομάχι σου, κι εγώ είχα περάσει μια ίωση έναν μήνα νωρίτερα.
Κατάλαβα πως είχα στριμωχτεί, ήταν πλέον πολύ αργά, θα αναγκαζόμουν
να παντρευτώ τον Λούκα. Οι Ρίτσι αυτό θα επιδίωκαν, κι οι παππούδες
μου δε θα ήθελαν να καταλήξω μια ανύπαντρη μητέρα.
»Τότε ήταν που το παραδέχτηκα στον εαυτό μου για πρώτη φορά», είπε
η Γκλόρια κοιτάζοντας κατευθείαν τον Στράικ και τη Ρόμπιν. «Μισούσα
πραγματικά τον Λούκα Ρίτσι».
«Γκλόρια», είπε η Ρόμπιν σιγανά, «συγγνώμη που διακόπτω, όμως θα
μπορούσα να ρωτήσω κάτι; Όταν έκανες εμετό, στο μπάρμπεκιου της
Μάργκοτ…»
«Το μάθατε κι αυτό, σωστά; Ναι, τότε ήταν που είχα την ίωση και με
χτύπησε στο στομάχι. Κάποιοι λέγανε πως ένα από τα παιδιά είχε ρίξει
αλκοόλ στον φρουτοχυμό, όμως δεν το νομίζω. Κανείς άλλος δεν είχε
θέμα, μόνο εγώ έκανα εμετό».
Με την άκρη του ματιού της η Ρόμπιν είδε τον Στράικ να γράφει κάτι
στο σημειωματάριό του.
«Πήγα να δω τη Μάργκοτ στην κλινική, για να βεβαιωθώ πως ήμουν
έγκυος», είπε η Γκλόρια. «Ήξερα ότι μπορούσα να της έχω εμπιστοσύνη.
Λύγισα ξανά στο ιατρείο της, πλάνταξα στο κλάμα, όταν το επιβεβαίωσε.
Κι ύστερα… τι να σας πω, μου φέρθηκε υπέροχα. Με έπιασε από το χέρι
και μου μίλησε για ώρα.
»Θεωρούσα την έκτρωση αμαρτία», είπε η Γκλόρια. «Έτσι ήμουν
μεγαλωμένη. Η Μάργκοτ, αντίθετα, δεν τη θεωρούσε αμαρτία. Μου
μίλησε για τη ζωή που κατά πάσα πιθανότητα θα περνούσα με τον Λούκα,
εφόσον γεννούσα το μωρό. Συζητήσαμε για την περίπτωση να το
κρατούσα μόνη μου, όμως ξέραμε και οι δύο πως ο Λούκα δε θα το ήθελε
αυτό, εφόσον γεννούσα το παιδί του, θα παρέμενε για πάντα στη ζωή μου.
Ήταν δύσκολο εκείνα τα χρόνια να είσαι μόνη σου με ένα παιδί. Έβλεπα
την Τζάνις, τη νοσοκόμα, πόσο παιδευόταν. Πάσχιζε συνέχεια να βρει
χρόνο για τον γιο της και τη δουλειά.
»Δεν το είπα στον Λούκα, προφανώς», είπε η Γκλόρια. «Ήξερα πως αν
ήταν να… να κάνω κάτι… έπρεπε να γίνει γρήγορα, προτού αρχίσει να
παρατηρεί αλλαγές στο σώμα μου, αλλά κυρίως προτού μπορέσει να το
νιώσει το μωρό ή…»
Ξαφνικά, η Γκλόρια έσκυψε το κεφάλι και κάλυψε το πρόσωπο με τις
παλάμες της.
«Λυπάμαι ειλικρινά», είπε η Ρόμπιν. «Πρέπει να ήταν μια απαίσια
κατάσταση για σένα…»
«Όχι… δηλαδή…» είπε η Γκλόρια ισιώνοντας την πλάτη της και
απομακρύνοντας από το πρόσωπο τα άσπρα της μαλλιά, έτσι που
φάνηκαν τα βουρκωμένα μάτια της. «Δεν έχει σημασία. Ο λόγος που σας
τα λέω όλα αυτά είναι για να καταλάβετε…
»Η Μάργκοτ μου έκλεισε το ραντεβού. Έδωσε στην κλινική το δικό της
όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας, κι αγόρασε περούκες και στις δυο
μας, γιατί αν την αναγνώριζε κανείς, υπήρχε περίπτωση να αναγνωρίσει
κι εμένα, λόγω της σχέσης μας. Κι ήρθε μαζί μου –Σάββατο ήταν– σ’
εκείνο το μέρος, στην οδό Μπράιντ. Δεν ξέχασα ποτέ το όνομα του
δρόμου, γιατί το να γίνω νύφη2 ήταν αυτό ακριβώς που δεν ήθελα να
συμβεί, κι ο λόγος που με είχε οδηγήσει εκεί.
»Η κλινική είχε καταχωρίσει το όνομα της Μάργκοτ ως τη γιατρό που
είχε γράψει το παραπεμπτικό και νομίζω πως κάπου έγινε ένα μπέρδεμα,
γιατί νόμιζαν πως “Μάργκοτ Μπάμπορο” έλεγαν τη γυναίκα που θα
έκανε την επέμβαση. Η Μάργκοτ είπε: “Δεν έχει σημασία, δεν πρόκειται
να το μάθει κανείς, όλα αυτά τα αρχεία προστατεύονται από το ιατρικό
απόρρητο”. Κι είπε επίσης, κι αυτό βόλευε κατά κάποιον τρόπο, πως αν
χρειαζόταν κάτι περαιτέρω, μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί της κι
αυτή θα το κανόνιζε.
»Με κρατούσε από το χέρι, όπως πηγαίναμε εκεί, κι ήταν στο πλευρό
μου όταν συνήλθα από τη νάρκωση», είπε η Γκλόρια, κι αυτή τη φορά
κύλησαν δάκρυα από τα σκούρα μάτια της, οπότε έσπευσε να τα
σκουπίσει. «Όταν ήμουν έτοιμη να γυρίσω στο σπίτι, με πήγε με ταξί
μέχρι το τέρμα του δρόμου όπου έμεναν οι παππούδες μου. Μου εξήγησε
τι έπρεπε να κάνω μετά, πώς να φροντίσω τον εαυτό μου…
»Εγώ δεν ήμουν σαν τη Μάργκοτ», είπε η Γκλόρια με φωνή που
έσπαγε. «Δεν πίστευα πως ήταν σωστό αυτό που είχα κάνει. Δεκατέσσερις
Σεπτεμβρίου: δε νομίζω πως έχει έρθει αυτή η μέρα έστω μία φορά από
τότε, που να μη θυμήθηκα, να μη σκέφτηκα εκείνο το μωρό.
»Όταν επέστρεψα στη δουλειά, ύστερα από ένα διήμερο ρεπό, με πήρε
στο γραφείο της και με ρώτησε πώς αισθανόμουν, κι ύστερα είπε:
“Λοιπόν, Γκλόρια, πρέπει να δείξεις θάρρος. Αν μείνεις με τον Λούκα,
αυτό το πράγμα θα συμβεί ξανά”. Είπε: “Πρέπει να σου βρούμε μια
δουλειά μακριά από το Λονδίνο και να φροντίσουμε να μη μάθει αυτός
πού έχεις πάει”. Κι είπε επίσης κάτι που δε θα το ξεχάσω ποτέ: “Δεν
είμαστε τα λάθη μας. Το τι κάνουμε για το λάθος είναι που μαρτυράει το
ποιοι είμαστε”.
»Εγώ όμως δεν ήμουν σαν τη Μάργκοτ», επανέλαβε η Γκλόρια. «Δεν
ήμουν γενναία, δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα έφευγα από τους
παππούδες μου. Καμώθηκα πως ήμουν σύμφωνη, όμως δέκα μέρες μετά
την έκτρωση πλάγιαζα και πάλι με τον Λούκα, όχι επειδή το ήθελα, αλλά
επειδή δεν έβλεπα να υπάρχει άλλη λύση.
»Και τότε», είπε η Γκλόρια, «περίπου έναν μήνα αφότου περάσαμε από
την κλινική, συνέβη. Η Μάργκοτ εξαφανίστηκε».
Μια πνιχτή, αντρική φωνή ακούστηκε τότε από τον χώρο όπου
βρισκόταν η Γκλόρια. Εκείνη στράφηκε προς την πόρτα πίσω της και
είπε:
«Non, c’est toujours en cours!» (Όχι, είμαι ακόμη σε σύνδεση!)
Μετά στράφηκε και πάλι προς τον υπολογιστή της και είπε:
«Pardon. Θέλω να πω, με συγχωρείτε».
«Κυρία Ζομπέρ… Γκλόρια», είπε ο Στράικ, «θα μπορούσαμε, σε
παρακαλώ, να σου ζητήσουμε να ανατρέξεις στην ημέρα που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ;»
«Ολόκληρη την ημέρα;»
Ο Στράικ έγνεψε καταφατικά. Η Γκλόρια πήρε μια βαθιά, αργή ανάσα,
σαν να ετοιμαζόταν να βουτήξει σε βαθιά νερά, κι ύστερα είπε:
«Λοιπόν, το πρωί όλα ήταν φυσιολογικά. Όλοι είχαν έρθει στην κλινική,
εκτός από τη Βίλμα, την καθαρίστρια. Δεν ερχόταν τις Παρασκευές.
»Θυμάμαι δύο πράγματα από εκείνο το πρωί: πέτυχα την Τζάνις δίπλα
στον βραστήρα, στο πίσω δωματιάκι, μιλούσε ασταμάτητα για τη
συνέχεια του Νονού που θα έβγαινε σύντομα στους κινηματογράφους, κι
εγώ καμωνόμουν πως το περίμενα τι και πώς, ενώ στην πραγματικότητα
θα προτιμούσα να ανεβώ ολόκληρο βουνό, παρά να πάω να δω αυτή την
ταινία… κι η Αϊρίν ήταν πολύ χαρούμενη κι ευχαριστημένη με τον εαυτό
της, γιατί η Τζάνις είχε βγει ραντεβού με κάποιον άντρα που
προσπαθούσε από καιρό να της προξενέψει.
»Η Αϊρίν φερόταν παράξενα σε ό,τι είχε να κάνει με την Τζάνις», είπε η
Γκλόρια. «Υποτίθεται πως ήταν καλές φίλες, όμως εκείνη συνέχεια έλεγε
πως η Τζάνις τους κατάπινε τους άντρες λες κι ήταν στραγάλια, πράγμα
αστείο, αν ήξερε κανείς την Αϊρίν. Μάλιστα, έλεγε πως η Τζάνις έπρεπε
να καταλάβει ως πού την έπαιρνε να κάνει τη δύσκολη, πως έτρεφε
αυταπάτες, επειδή περίμενε να εμφανιστεί στη ζωή της ένας άντρας σαν
τον Τζέιμς Κάαν, που θα της χάριζε έναν έρωτα παραμυθένιο, γιατί είχε
ήδη παιδί και δεν ήταν και καμιά περιζήτητη. Η Αϊρίν θεωρούσε πως το
καλύτερο στο οποίο μπορούσε να ελπίζει η Τζάνις ήταν να τα βρει με
εκείνο τον άντρα από τη δουλειά του Έντι, που όπως τον περιέγραφε
όμως, ακουγόταν κάπως απλοϊκός. Η Αϊρίν πάντοτε γελούσε, όταν μίλαγε
γι’ αυτόν, έλεγε πως μπέρδευε τα πράγματα…
»Είχαμε κάμποση δουλειά, απ’ ό,τι θυμάμαι, και οι τρεις γιατροί
πηγαινοέρχονταν στον χώρο αναμονής για να καλέσουν τον επόμενο
ασθενή τους. Δε θυμάμαι κάτι ασυνήθιστο από εκείνο το απόγευμα, πέρα
από το ότι η Αϊρίν έφυγε νωρίς. Είπε πως είχε πονόδοντο, όμως εμένα μου
φάνηκε τότε πως έλεγε ψέματα. Δε μου είχε φανεί να πονάει όλη μέρα,
αντίθετα δεν έβαζε γλώσσα μέσα της για την ερωτική ζωή της Τζάνις.
»Ήξερα πως η Μάργκοτ είχε κανονίσει να βρεθεί με τη φίλη της
αργότερα, στην παμπ. Μου το είπε η ίδια, γιατί είχε έναν λουκουμά,
τυλιγμένο με μεμβράνη κουζίνας στο ψυγείο, με παρακάλεσε να της τον
πάω ακριβώς πριν από την τελευταία εξέταση, για να πάρει δυνάμεις.
Λάτρευε τη ζάχαρη. Κάθε μέρα στις πέντε, την έβρισκες δίπλα στο κουτί
με τα μπισκότα. Είχε ζηλευτό μεταβολισμό, δεν έπαιρνε βάρος με τίποτε,
ήταν συνέχεια στην τσίτα.
»Θυμάμαι τον λουκουμά, γιατί όταν της τον πήγα, είπα: “Γιατί δεν
έτρωγες ένα σοκολατάκι;” Είχε ένα κουτί με σοκολατάκια, που το είχε
βγάλει από το καλάθι των αχρήστων την προηγούμενη ημέρα. Θέλω να
πω, ήταν ακόμη τυλιγμένο το κουτί με το σελοφάν, δεν έκανε κάτι
ανθυγιεινό. Κάποιος της τα είχε στείλει…»
«Κάποιος;» επανέλαβε ο Στράικ.
«Να σας πω την αλήθεια, όλοι μας νομίζαμε πως τα είχε στείλει εκείνος
ο ασθενής που έβαλε στο μάτι η αστυνομία, ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ», είπε η
Γκλόρια. «Η Ντόροθι πάντως αυτό πίστευε».
«Συνόδευε κάποιο μήνυμα τα σοκολατάκια;»
«Θυμάμαι μια κάρτα, που έγραφε: “Ευχαριστώ”», είπε η Γκλόρια, «κι η
Ντόροθι μπορεί να υπέθεσε πως ήταν από τον Στιβ Ντάουθγουεϊτ, γιατί
όλοι μας θεωρούσαμε πως εμφανιζόταν πολύ συχνά στην κλινική. Δε
νομίζω όμως να έγραφε κάποιο όνομα η κάρτα».
«Οπότε, η Μάργκοτ πέταξε το κουτί στο καλάθι των αχρήστων, όπως
ήταν, κι αργότερα το πήρε από εκεί;»
«Ναι, γιατί θυμάμαι πως την πείραξα γι’ αυτό», είπε η Γκλόρια. «Της
είπα: “Το ήξερα πως δε θα κατάφερνες ν’ αντισταθείς”, γέλασε κι εκείνη.
Και την επόμενη ημέρα, όταν είπα: “Γιατί δεν τα τρως;” Απάντησε: “Τα
έφαγα, δεν έμεινε ούτε ένα”».
«Όμως, εξακολουθούσε να έχει το κουτί στο γραφείο της;»
«Ναι, στο ράφι με τα βιβλία της. Επέστρεψα στην υποδοχή. Ο ασθενής
του δρα Μπρένερ έφυγε, ο γιατρός όμως ήταν ακόμη μέσα, κρατούσε
σημειώσεις».
«Θα μπορούσα να ρωτήσω αν γνώριζες για τον εθισμό του δρα
Μπρένερ στα βαρβιτουρικά;» είπε ο Στράικ.
«Τον εθισμό του σε τι;» απόρησε η Γκλόρια.
«Δε σου είχε μιλήσει κανείς γι’ αυτό;»
«Όχι», είπε με ύφος έκπληκτο. «Ιδέα δεν είχα».
«Δεν έτυχε να ακούσεις πως η Τζάνις είχε βρει μια κάψουλα στον πάτο
μιας κούπας με τσάι;»
«Όχι… α. Ώστε αυτός ήταν ο λόγος που η Μάργκοτ άρχισε να φτιάχνει
μόνη της το τσάι που έπινε; Μου είπε πως η Τζάνις έβαζε υπερβολικά
πολύ γάλα».
«Ας επιστρέψουμε στη σειρά με την οποία αποχώρησαν όλοι».
«Μάλιστα, λοιπόν, έπειτα έφυγε ο ασθενής του δρα Γκάπτα, κι αμέσως
μετά ο δρ Γκάπτα. Είχε κάποιο οικογενειακό δείπνο στο οποίο έπρεπε να
παραστεί, οπότε έφυγε αμέσως.
»Κι ύστερα, πάνω που έλεγα πως είχαμε σχολάσει για σήμερα,
εμφανίστηκε εκείνη η κοπέλα, η Θίο».
«Μίλησέ μας για τη Θίο», είπε ο Στράικ.
«Είχε μακριά μαύρα μαλλιά… μελαψή επιδερμίδα. Μου έμοιαζε για
Ρουμάνα ή Τουρκάλα. Φορούσε κάτι φανταχτερά σκουλαρίκια, ξέρετε
ποια λέω: τσιγγάνικα. Μάλιστα, νόμιζα πως έμοιαζε με Τσιγγάνα. Πρώτη
μου φορά την έβλεπα, οπότε ήξερα πως δεν ήταν γραμμένη στην κλινική.
Φαινόταν να πονάει πολύ στο στομάχι της. Πλησίασε στην υποδοχή και
ζήτησε να τη δει κάποιος γιατρός επειγόντως. Ρώτησα πώς τη λένε, κι
είπε Θίο… κάτι. Δε συγκράτησα το επίθετο, ούτε τη ρώτησα ξανά, γιατί
ήταν ολοφάνερο πως υπέφερε, οπότε της είπα να περιμένει και πήγα να
δω αν ήταν διαθέσιμος κάποιος γιατρός. Η πόρτα της Μάργκοτ ήταν
κλειστή ακόμη, οπότε ρώτησα τον δρα Μπρένερ. Δε θέλησε να τη δει.
Τέτοιος ήταν, μονίμως δύσκολος. Ποτέ μου δεν τον συμπάθησα.
»Τότε άνοιξε η πόρτα της Μάργκοτ, κι η μητέρα με το παιδί που ήταν
μέσα έφυγαν, οπότε είπε πως θα έβλεπε εκείνη την κοπέλα που
περίμενε».
«Δηλαδή, η Θίο ήταν σίγουρα κοπέλα;» ρώτησε ο Στράικ.
«Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία», είπε η Γκλόρια με βεβαιότητα.
«Είχε φαρδιούς ώμους, το παρατήρησα αυτό όταν πλησίασε στην
υποδοχή, όμως ήταν σίγουρα γυναίκα. Μπορεί να ήταν οι ώμοι της αυτοί
που έκαναν τον δρα Μπρένερ να πει μετά πως έμοιαζε με άντρα, όμως
ειλικρινά…
»Καθόμουν και τον σκεφτόμουν χτες το βράδυ, που ήξερα πως θα
μιλούσαμε. Ο Μπρένερ πρέπει να ήταν ο χειρότερος μισογύνης που
γνώρισα στη ζωή μου. Μιλούσε απαξιωτικά για τις γυναίκες, αν δεν είχαν
αρκετά θηλυκή εμφάνιση ή δε μιλούσαν “σαν κυρίες”, όμως ταυτόχρονα
απεχθανόταν την Αϊρίν, που ολοένα χαχάνιζε, ήταν ξανθιά και πολύ
θηλυκή, καταλαβαίνετε. Φαντάζομαι πως αυτό που ήθελε ήταν να ήμαστε
όλες σαν την Ντόροθι, υπάκουες και σεβαστικές, με ψηλούς γιακάδες και
χαμηλούς ποδόγυρους. Η Ντόροθι όμως πραγματικά έφερνε σε αγέλαστη
καλόγρια».
Η Ρόμπιν θυμήθηκε την Μπέτι Φούλερ ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι, να
καμώνεται πως βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, ενώ ο Μπρένερ της
ψιθύριζε ακατάσχετα χυδαιότητες στο αυτί.
«Οι γυναίκες που έρχονταν στην κλινική δεν ήθελαν καθόλου τον
Μπρένερ. Κάθε τόσο μας ζητούσαν να τις παραπέμπουμε στη Μάργκοτ,
όμως στις περισσότερες αναγκαστικά λέγαμε όχι, γιατί η λίστα της ήταν
κάτι παραπάνω από γεμάτη. Βέβαια, ο Μπρένερ πλησίαζε στη σύνταξη,
οπότε ελπίζαμε πως θα βρίσκαμε κάποιον καλύτερο, όταν θα έφευγε.
»Οπότε, ναι, ο Μπρένερ έφυγε, κι η Θίο πέρασε στο ιατρείο της
Μάργκοτ. Κάθε τόσο κοίταζα τι ώρα είχε πάει, γιατί ήταν να συναντήσω
τον Λούκα, κι αν τύχαινε να τον στήσω, είχα πρόβλημα. Όμως η εξέταση
της Θίο δεν έλεγε να τελειώσει. Στις έξι και τέταρτο η Θίο βγήκε
επιτέλους από το ιατρείο και έφυγε.
»Η Μάργκοτ εμφανίστηκε δυο-τρία λεπτά αργότερα. Έδειχνε
κατάκοπη. Δεν είχε ησυχάσει όλη μέρα. Είπε: “Θα καθαρογράψω τη
γνωμάτευση αύριο, πρέπει να φύγω, με περιμένει η Ούνα. Κλείδωσε με
το δεύτερο κλειδί”. Δεν της απάντησα», είπε η Γκλόρια, «γιατί
ανησυχούσα πως θα είχε θυμώσει μαζί μου ο Λούκα. Οπότε δεν την
αποχαιρέτησα, δεν της ευχήθηκα έστω καλό βράδυ, σε αυτή τη γυναίκα
που μου έσωσε τη ζωή…
»Γιατί αυτό έκανε, ξέρετε. Δεν της το είπα ποτέ, όμως σ’ εκείνη το
χρωστάω…»
Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της. Η Γκλόρια έκανε μια παύση για
να το σκουπίσει κι ύστερα είπε:
«Θυμάμαι, όπως έκανε να ανοίξει την ομπρέλα της, γλίστρησε. Της
γύρισε το τακούνι. Έβρεχε, το πεζοδρόμιο ήταν χάλια. Ύστερα
ισορρόπησε κι απομακρύνθηκε.
»Άρχισα να τρέχω αλαφιασμένη ολόγυρα, να σβήνω τα φώτα, να
κλειδώνω τους φακέλους στις αρχειοθήκες. Έπειτα βεβαιώθηκα πως η
πίσω πόρτα ήταν κλειδωμένη, που ήταν… με ρώτησε η αστυνομία γι’
αυτό. Έκλεισα και κλείδωσα την εξώπορτα κι ανηφόρισα τροχάδην την
πάροδο Πάσιν, που ήταν ακριβώς δίπλα στην κλινική, για να συναντήσω
τον Λούκα στην οδό Σεντ Τζον.
»Κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα τη Μάργκοτ».
Η Γκλόρια έπιασε για μία ακόμη φορά το σχεδόν άδειο ποτήρι με το
κρασί και το αποτελείωσε.
«Είχες ποτέ κάποια υποψία σχετικά με το τι μπορεί να της συνέβη;»
«Φυσικά», είπε η Γκλόρια σιγανά. «Έτρεμα μήπως είχε βάλει ο Λούκα
κάποιον δικό του να της κάνει κακό ή να την απαγάγει. Η Μάργκοτ είχε
εξελιχτεί σε κόκκινο πανί για εκείνον. Κάθε φορά που υπερασπιζόμουν
τον εαυτό μου, ο Λούκα έλεγε φρικτά πράγματα για τη Μάργκοτ,
θεωρούσε πως με επηρέαζε. Ήταν πεπεισμένος πως προσπαθούσε να με
πείσει να τον χωρίσω, πράγμα που, όπως σας είπα, ίσχυε. Ο μεγαλύτερος
φόβος μου ήταν πως θα μάθαινε τι με είχε βοηθήσει να κάνω…
καταλαβαίνετε. Στην οδό Μπράιντ.
»Ήξερα πως ήταν αδύνατο να την είχε απαγάγει ο ίδιος, αφού τον
συνάντησα στην οδό Σεντ Τζον ούτε πέντε λεπτά αφότου έφυγε η
Μάργκοτ από την κλινική, κι επίσης είμαι σίγουρη πως δεν μπορεί να το
είχε κάνει ο πατέρας του, γιατί ο αδελφός του, ο Μάρκο, ήταν στο
νοσοκομείο εκείνο τον καιρό, κι οι γονείς δεν έφευγαν στιγμή από το
πλευρό του. Όμως ο Λούκα είχε φίλους και ξαδέλφους.
»Αυτά δεν μπορούσα να τα πω στην αστυνομία. Ο Λούκα είχε πάψει να
καμώνεται πως αστειευόταν όταν απειλούσε τους παππούδες μου. Τον
ρώτησα όμως αν κρυβόταν αυτός από πίσω. Δε γινόταν να συγκρατήσω
την αγωνία μου, έπρεπε να τον ρωτήσω. Θύμωσε πάρα πολύ, με έβρισε…
με είπε ηλίθια τσούλα και κάτι τέτοια. Είπε πως δεν είχε καμία σχέση,
προφανώς. Όμως μου είχε ήδη πει διάφορες ιστορίες για τον πατέρα του,
που είχε “κάνει κάποιους ανθρώπους να εξαφανιστούν”, οπότε δεν
μπορούσα να είμαι σίγουρη…»
«Είχες ποτέ λόγο να υποθέσεις πως ήξερε…» η Ρόμπιν κόμπιασε σε
αυτό το σημείο, «…τι συνέβη στην οδό Μπράιντ;»
«Είμαι απολύτως βέβαιη πως δεν το έμαθε ποτέ», είπε η Γκλόρια. «Η
Μάργκοτ αποδείχτηκε πολύ έξυπνη για τα μέτρα του. Οι περούκες, τα
στοιχεία της που έδωσε στην κλινική, η πειστική δικαιολογία που μου
ετοίμασε, ώστε να εξηγήσω γιατί δεν μπορούσα να κάνω σεξ μαζί του για
ένα διάστημα… Αυτή είναι η αιτία που κατάφερα να γλιτώσω. Όχι, δεν
πιστεύω πως ο Λούκα έμαθε το παραμικρό. Οπότε, στις καλύτερες
στιγμές μου σκεφτόμουν πως δεν είχε αρκετά σοβαρό λόγο ώστε να…»
Η πόρτα πίσω από την Γκλόρια άνοιξε, οπότε εμφανίστηκε ένας
γοητευτικός, γκριζομάλλης άντρας με γαμψή μύτη, ντυμένος με ριγέ
πουκάμισο και τζιν παντελόνι, που κρατούσε ένα μπουκάλι κόκκινο
κρασί. Στο δωμάτιο τον ακολούθησε ένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο,
κουνώντας την ουρά του.
«Je m’excuse», είπε χαμογελώντας στον Στράικ και στη Ρόμπιν στην
οθόνη. «Λυπάμαι για… Comment dit-on “interrompre”?» ρώτησε τη
σύζυγό του.
«Διακόπτω», είπε εκείνη.
«Oui. Λυπάμαι που διακόπτω».
Ξαναγέμισε το ποτήρι της συζύγου του, της το έδωσε, τη χάιδεψε
ελαφρά στον ώμο κι ύστερα αποχώρησε, φωνάζοντας το σκυλί.
«Viens, Obélix».
Όταν ο άντρας και ο σκύλος εξαφανίστηκαν, η Γκλόρια είπε με ένα
γελάκι:
«Αυτός ήταν ο Ουγκό».
«Πόσο καιρό παρέμεινες στην κλινική, μετά την εξαφάνιση της
Μάργκοτ;» ρώτησε ο Στράικ, παρότι γνώριζε ήδη την απάντηση.
«Γύρω στους έξι, επτά μήνες, νομίζω», είπε η Γκλόρια. «Αρκετό
διάστημα, ώστε να προλάβω τον επόμενο αστυνόμο που ανέλαβε
επικεφαλής. Όλοι μας χαρήκαμε, γιατί ο πρώτος –Τάλμποτ δεν τον
έλεγαν;– ήταν πολύ παράξενος. Είχε τρελάνει στην ανάκριση τη Βίλμα
και την Τζάνις. Μάλιστα, νομίζω πως από αυτό αρρώστησε η Βίλμα. Είχε
ήδη ένα σωρό μπελάδες στο κεφάλι της, χωρίς να την παρενοχλεί η
αστυνομία».
«Δεν πιστεύεις πως έπινε δηλαδή;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Να έπινε; Αυτά ήταν όλα κακίες της Ντόροθι», είπε η Γκλόρια
κουνώντας το κεφάλι της. «Η Ντόροθι είχε βαλθεί να φορτώσει τις
κλοπές στη Βίλμα. Τα ξέρετε αυτά;»
Ο Στράικ και η Ρόμπιν έγνεψαν καταφατικά.
«Αφού δεν κατάφερε να αποδείξει πως η Βίλμα έπαιρνε λεφτά από τις
τσάντες των άλλων, έβγαλε βρόμα πως έπινε στη δουλειά, οπότε η
κακομοίρα η γυναίκα παραιτήθηκε. Το πιθανότερο είναι πως χάρηκε που
έφευγε από εκεί μέσα, αλλά και πάλι έχανε έναν μισθό, σωστά;
»Ήθελα κι εγώ να φύγω», είπε η Γκλόρια, «όμως είχα παραλύσει. Είχα
μια πολύ αλλόκοτη εντύπωση πως αν παρέμενα εκεί, τα πράγματα θα
διορθώνονταν από μόνα τους. Η Μάργκοτ θα επέστρεφε. Χρειάστηκε να
προηγηθεί η εξαφάνιση, για να συνειδητοποιήσω… πόσο μου είχε
σταθεί…
»Τέλος πάντων», αναστέναξε η Γκλόρια, «μια νύχτα, μήνες μετά την
εξαφάνιση, ο Λούκα μου φέρθηκε πολύ βίαια. Είχα χαμογελάσει σε έναν
άντρα που μου κράτησε την πόρτα για να περάσω, όπως έφευγα από την
παμπ με τον Λούκα, κι αυτό ήταν που τον εξαγρίωσε. Με τσάκισε στο
ξύλο, πρώτη φορά με χτύπησε τόσο, στο σπίτι του… είχε ένα
διαμερισματάκι.
»Θυμάμαι που του έλεγα: “Με συγχωρείς, με συγχωρείς, δεν έπρεπε να
του χαμογελάσω”. Κι όση ώρα τα έλεγα αυτά, έβλεπα εδώ μέσα», είπε η
Γκλόρια χτυπώντας ελαφρά τον δείκτη πάνω στον κρόταφό της, «τη
Μάργκοτ να με κοιτάζει, κι ενώ ικέτευα τον Λούκα να σταματήσει και
συμφωνούσα πως είχα φερθεί σαν τσουλάκι και δεν έπρεπε ποτέ να
χαμογελάω σε αγνώστους, σκεφτόμουν: Φεύγω, Μάργκοτ. Θα πάω κάπου
που δεν πρόκειται να με βρει ποτέ.
»Κι αυτό γιατί το είχα συνειδητοποιήσει επιτέλους. Η Μάργκοτ μου το
έλεγε πως έπρεπε να φανώ γενναία. Ήταν ανώφελο να περιμένω από
οποιονδήποτε άλλο να με σώσει. Μόνη μου έπρεπε να σωθώ.
»Όταν πια ηρέμησε, με άφησε να γυρίσω σπίτι, στους παππούδες μου,
όμως ήθελε να με ξαναδεί αργότερα. Έτσι έκανε πάντοτε, κάθε φορά που
φερόταν πολύ βίαια. Ήθελε επιπλέον επαφή.
»Δε με είχε χτυπήσει στο πρόσωπο. Ποτέ δε με χτύπαγε εκεί, ποτέ δεν
έχανε σε τέτοιο βαθμό τον έλεγχο, οπότε γύρισα κι εγώ στους παππούδες
μου και καμώθηκα πως ήταν όλα εντάξει. Αργότερα το ίδιο βράδυ
συνάντησα τον Λούκα και με πήγε για φαγητό, κι εκείνη ήταν η βραδιά
που μου έκανε πρόταση γάμου, με δαχτυλίδι, κανονικά.
»Κι εγώ δέχτηκα», είπε η Γκλόρια με ένα αλλόκοτο χαμόγελο, όπως
σήκωνε ελαφρά τους ώμους της. «Φόρεσα εκείνο το δαχτυλίδι, το
παρατήρησα και δε χρειάστηκε καν να προσποιηθώ τη χαρούμενη, γιατί
ήμουν πραγματικά. Σκεφτόμουν: Με αυτό θα αγοράσω το εισιτήριο για το
αεροπλάνο. Εν τω μεταξύ, δεν είχα πετάξει άλλη φορά με αεροπλάνο. Το
σκεφτόμουν κι έτρεμα. Παράλληλα όμως είχα στο μυαλό μου τη μορφή
της Μάργκοτ. Πρέπει να φανείς γενναία, Γκλόρια.
»Έπρεπε να πω στους παππούδες μου πως είχα αρραβωνιαστεί. Δε
γινόταν να τους πω τι πραγματικά σχεδίαζα, γιατί φοβόμουν πως δε θα
κατάφερναν να κάνουν τους ανήξερους, ή πως θα προσπαθούσαν να
ζητήσουν τον λόγο από τον Λούκα ή, ακόμη χειρότερα, θα πήγαιναν στην
αστυνομία. Τέλος πάντων, ο Λούκα πέρασε από το σπίτι για να τους
γνωρίσει επίσημα, φέρθηκε άψογα, κι ήταν απαίσια, ήμουν αναγκασμένη
να προσποιούμαι πως όλα αυτά με ενθουσίαζαν.
»Από εκείνη την ημέρα και κάθε μέρα αγόραζα όλες τις εφημερίδες,
κύκλωνα κάθε θέση εργασίας στο εξωτερικό που θα είχα κάποια ελπίδα
να εξασφαλίσω. Κι όλα αυτά έπρεπε να τα κάνω στα κρυφά. Στην κλινική
δακτυλογράφησα το βιογραφικό μου, πήρα το λεωφορείο και πήγα σε
άλλη γειτονιά για να ταχυδρομήσω τις αιτήσεις, γιατί φοβόμουν πως
κάποιος γνωστός του Λούκα θα με έβλεπε να ρίχνω ένα σωρό φακέλους
στο κουτί.
»Έπειτα από λίγες εβδομάδες κανόνισα συνέντευξη με μια Γαλλίδα, που
αναζητούσε Αγγλίδα να τη βοηθάει στο σπίτι και να διδάξει αγγλικά στα
παιδιά της. Αυτό που μου εξασφάλισε τελικά τη δουλειά ήταν που ήξερα
γραφομηχανή. Η γυναίκα αυτή έτρεχε δική της επιχείρηση από το σπίτι,
οπότε εκτελούσα χρέη γραμματέα, όσο τα παιδιά ήταν στο νηπιαγωγείο.
Η δουλειά συνοδευόταν από στέγη και τροφή, κι η εργοδότριά μου θα
πλήρωνε για το αεροπορικό εισιτήριο, οπότε δε χρειάστηκε να πουλήσω
το δαχτυλίδι του Λούκα και να καμωθώ πως το είχα χάσει…
»Ξέρετε, τη μέρα που πήγα στην κλινική και τους ανακοίνωσα την
παραίτησή μου, συνέβη κάτι παράξενο. Κανείς δεν είχε αναφέρει τη
Μάργκοτ εδώ και εβδομάδες. Αμέσως μετά την εξαφάνιση, ήταν το
μοναδικό θέμα συζήτησης, όμως στο μεταξύ είχε μετατραπεί κατά
κάποιον τρόπο σε ταμπού. Στο γραφείο της είχε εγκατασταθεί ένας
προσωρινός αντικαταστάτης. Δε θυμάμαι πώς τον έλεγαν. Είχαμε και
καινούργια καθαρίστρια. Εκείνη τη μέρα όμως έφτασε η Ντόροθι στη
δουλειά φανερά αναστατωμένη, και μιλάμε για γυναίκα που συνήθως
ήταν τελείως ανέκφραστη…
»Στη γειτονιά κυκλοφορούσε ένας… πώς το λένε;» είπε η Γκλόρια
χτυπώντας τα δάχτυλά της, έχοντας σκαλώσει για πρώτη φορά ενώ
μιλούσε τη μητρική της γλώσσα. «Εδώ θα λέγαμε un dingue… α, ξέρετε,
ένας τρελός, ένας παλαβός… άκακος αλλά αλλόκοτος. Είχε μια φουντωτή
μακριά γενειάδα, λερός, τον βλέπαμε κάθε τόσο να περιφέρεται στην οδό
Κλέρκενγουελ με τον γιο του. Τέλος πάντων, ο άνθρωπος αυτός φαίνεται
πως πλεύρισε την Ντόροθι, εκεί που περπατούσε στον δρόμο, και της είπε
πως αυτός σκότωσε τη Μάργκοτ Μπάμπορο.
»Εκείνο το περιστατικό είχε ταράξει την Ντόροθι, αλλά με παράξενο
τρόπο… σας παρακαλώ, δε θέλω να σας φανεί απαίσιο αυτό που θα πω…
όμως ευχήθηκα να ήταν αλήθεια. Γιατί, παρότι θα έδινα τα πάντα για να
μάθω πως η Μάργκοτ ήταν ζωντανή, ήμουν βέβαιη πως ήταν νεκρή. Δεν
ήταν άνθρωπος που θα αποφάσιζε να εξαφανιστεί. Κι ο χειρότερος
εφιάλτης μου ήταν πως πίσω από την εξαφάνιση κρυβόταν ο Λούκα, γιατί
αυτό θα σήμαινε πως εγώ έφταιγα για ό,τι συνέβη».
Η Ρόμπιν έγνεψε αρνητικά, όμως η Γκλόρια δε σχολίασε την αντίδρασή
της.
«Στους παππούδες μου είπα την αλήθεια την παραμονή της αναχώρησής
μου για τη Γαλλία. Δεν τους είχα αφήσει να ξοδέψουν χρήματα για έναν
γάμο που δεν επρόκειτο να γίνει, όμως ακόμη κι έτσι, το σοκ ήταν
τεράστιο για εκείνους. Τους έβαλα να καθίσουν και τους είπα τα πάντα,
εκτός από την άμβλωση.
»Εννοείται πως έφριξαν. Στην αρχή δεν ήθελαν να φύγω, μου έλεγαν να
πάω στην αστυνομία. Χρειάστηκε να τους εξηγήσω πως αυτή ήταν μια
κάκιστη ιδέα, να τους περιγράψω όλες εκείνες τις απειλές του Λούκα, ό,τι
είχε προηγηθεί. Όμως, χάρηκαν τόσο που δε θα τον παντρευόμουν, ώστε
στο τέλος το αποδέχτηκαν. Τους είπα πως τα πράγματα θα καταλάγιαζαν
και σύντομα θα επέστρεφα… κι ας μην ήμουν σίγουρη αν ήταν αλήθεια
αυτό ή, έστω, εφικτό.
»Ο παππούς μου με πήγε στο αεροδρόμιο νωρίς την επόμενη μέρα.
Είχαμε κανονίσει τι θα έλεγαν, όταν θα περνούσε ο Λούκα να ρωτήσει
πού ήμουν. Θα του έλεγαν πως είχα κάποιες αμφιβολίες, επειδή είχε
φερθεί βίαια, κι ότι είχα πάει στην Ιταλία, να μείνω σε κάτι συγγενείς του
πατέρα μου, για να σκεφτώ. Μάλιστα, είχαμε σκαρώσει και μια ψεύτικη
διεύθυνση που θα του έδιναν. Δεν ξέρω αν έστειλε ποτέ κάποιο γράμμα
εκεί.
»Κι αυτά είναι όλα», είπε η Γκλόρια όπως ακουμπούσε την πλάτη της
στην καρέκλα του γραφείου. «Έμεινα στην πρώτη μου εργοδότρια επτά
χρόνια και κατέληξα να καταλάβω μια βοηθητική θέση στην εταιρεία της.
Στο Λονδίνο δεν επέστρεψα, παρά μόνο αφού έμαθα πως ο Λούκα
παντρεύτηκε, οπότε δεν κινδύνευα». Ήπιε μια ακόμη γουλιά κρασί από το
ποτήρι που είχε ξαναγεμίσει ο σύζυγός της. «Η πρώτη του σύζυγος
κατέληξε να πεθάνει από το ποτό, σε ηλικία τριάντα εννέα ετών. Την
έδερνε άσχημα. Αυτά τα έμαθα αργότερα.
»Κι εγώ δεν είπα ποτέ ξανά ψέματα για τον εαυτό μου», είπε η Γκλόρια
σηκώνοντας ελαφρά το πιγούνι της. «Ποτέ μου δεν υπερέβαλα, ποτέ δεν
προσποιήθηκα, έλεγα μόνο την απόλυτη αλήθεια, με μία και μόνη
εξαίρεση. Μέχρι σήμερα ο μόνος άνθρωπος που ήξερε για την έκτρωση
ήταν ο Ουγκό, όμως τώρα το ξέρετε κι εσείς οι δύο.
»Ακόμη κι αν ανακαλύψετε πως ο Λούκα κρυβόταν πίσω από αυτό που
συνέβη στη Μάργκοτ, και θα πρέπει να το έχω βάρος στη συνείδησή μου
για πάντα, της οφείλω την αλήθεια. Η γυναίκα αυτή μου έσωσε τη ζωή
και ποτέ, μα ποτέ, δεν την ξέχασα. Ήταν ένας από τους γενναιότερους,
ευγενικότερους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ μου».

2 Στα αγγλικά, bride (προφέρεται μπράιντ, όπως το όνομα του δρόμου) σημαίνει νύφη.
(Σ.τ.Μ.)
67
Κει δα, κάτω απ’ το αβέβαιο λαμπύρισμα μιας έναστρης νυχτιάς,
στο παιχνίδισμα της άγιας τους φωτιάς,
του φάνηκε πως διάκρινε της χαραυγής το φως…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ευχαρίστησαν την Γκλόρια για τον χρόνο που τους διέθεσε και την
ειλικρίνειά της. Αφού την καληνύχτισαν, ο Στράικ και η Ρόμπιν
παρέμειναν καθισμένοι στο γραφείο των συνεταίρων, βυθισμένοι στις
σκέψεις τους, ώσπου ο Στράικ πρόσφερε στη Ρόμπιν ένα από εκείνα τα
κυπελλάκια με τα αφυδατωμένα νουντλς που είχε στο γραφείο, όταν
ήθελε να τσιμπήσει κάτι. Η Ρόμπιν αρνήθηκε, προτιμώντας να βγάλει
άκεφα ένα σακουλάκι με ανάμεικτους ξηρούς καρπούς από την τσάντα
της και να το ανοίξει. Αφού πρόσθεσε βραστό νερό στο πλαστικό
κύπελλο, ο Στράικ επέστρεψε στο γραφείο, κι εκεί ανακάτεψε τα
ζυμαρικά με ένα πιρούνι.
«Η αποτελεσματικότητα είναι το θέμα», είπε όπως καθόταν στην
καρέκλα του. «Εκεί είναι που σκαλώνω. Δε βρέθηκε το παραμικρό ίχνος,
κυριολεκτικά. Πράγμα που σημαίνει πως είτε κάποιος ήταν εξαιρετικά
έξυπνος είτε απίθανα τυχερός. Κι ο Κριντ είναι αυτός που ανταποκρίνεται
περισσότερο σε αυτή την περιγραφή, με τον Λούκα Ρίτσι να έρχεται
δεύτερος, με μικρή διαφορά».
«Μόνο που δεν μπορεί να το έκανε ο Λούκα. Έχει άλλοθι: την
Γκλόρια».
«Ναι, όμως το είπε κι από μόνη της, ο τύπος ήξερε άτομα που θα
μπορούσαν να αναλάβουν να εξαφανίσουν κάποιον… γιατί, τελικά, ποιες
είναι οι πιθανότητες, εφόσον πράγματι η Μάργκοτ έπεσε θύμα απαγωγής,
τη δουλειά να την έκανε ένα άτομο; Ακόμη κι ο Κριντ είχε τους
ανυποψίαστους συνεργούς του. Την κοιμισμένη σπιτονοικοκυρά που του
πρόσφερε ασφαλές καταφύγιο σ’ εκείνο το υπόγειο, το
στεγνοκαθαριστήριο που τον άφηνε να χρησιμοποιεί εκείνο το φορτηγάκι
μέρα και ν…»
«Μην το κάνεις αυτό», είπε απότομα η Ρόμπιν.
«Να μην κάνω τι;»
«Να κατηγορείς τους άλλους».
«Δεν τους κατηγορώ, απλώς…»
«Με τον Μαξ αυτό το πράγμα συζητούσαμε τις προάλλες», είπε η
Ρόμπιν. «Το πως οι άνθρωποι –οι γυναίκες συνήθως– καταλήγουν να
κατηγορηθούν επειδή δεν ήξεραν ή δεν κατάλαβαν… όμως όλοι μας
είμαστε ένοχοι, αν το δούμε έτσι. Όλοι φοράμε παρωπίδες».
«Λες;» είπε ο Στράικ, μπουκωμένος από την πρώτη πιρουνιά
ζυμαρικών.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Όλοι μας έχουμε την τάση να γενικεύουμε,
πατώντας στις προσωπικές μας εμπειρίες. Πάρε τη Βάιολετ Κούπερ, για
παράδειγμα. Νόμιζε πως ήξερε τι άνθρωπος ήταν πραγματικά ο Κριντ,
γιατί είχε γνωρίσει κάποιους άντρες που φέρονταν σαν κι εκείνον, τον
καιρό που έβγαινε στο σανίδι».
«Δηλαδή, ήξερε άντρες που δεν άφηναν άνθρωπο να πατήσει στα
υπόγεια διαμερίσματά τους, γιατί έβραζαν κρανία εκεί κάτω;»
«Καταλαβαίνεις τι εννοώ, Στράικ», είπε η Ρόμπιν αρνούμενη να
χαμογελάσει. «Γλυκομίλητους, φαινομενικά καλοσυνάτους, ελαφρώς
θηλυπρεπείς. Στον Κριντ άρεσε να τυλίγεται με το φτερωτό μποά της, κι
επίσης καμωνόταν πως του άρεσαν τα παλιά τραγούδια, οπότε υπέθεσε κι
αυτή πως ήταν γκέι. Όμως αν ο μόνος γκέι άντρας που είχε γνωρίσει ήταν
ο Μαξ, ο συγκάτοικός μου…»
«Δηλαδή είναι γκέι;» είπε ο Στράικ, καθώς οι αναμνήσεις του από τον
Μαξ ήταν συγκεχυμένες.
«Ναι, και δεν του αρέσει το εντυπωσιακό ντύσιμο ούτε για πλάκα, άσε
που σιχαίνεται τα μιούζικαλ. Αντίθετα, αν είχε γνωρίσει κάτι στρέιτ
φίλους του Ματ στον αθλητικό όμιλο, που δεν έβλεπαν την ώρα να
παραχώσουν πορτοκάλια μέσα από τις φανέλες τους και να αρχίσουν να
κουνιούνται, μπορεί να κατέληγε σε διαφορετικό συμπέρασμα, έτσι δεν
είναι;»
«Μάλλον ναι», είπε ο Στράικ μασουλώντας τα ζυμαρικά και ζυγίζοντας
το επιχείρημα. «Και, για να είμαστε δίκαιοι, οι περισσότεροι άνθρωποι
δεν έχει τύχει να γνωρίσουν κατά συρροή δολοφόνους».
«Ακριβώς. Επομένως, όταν ένας άνθρωπος έχει κάποιες ασυνήθιστες
τάσεις, οι προσωπικές μας εμπειρίες τείνουν να μας οδηγήσουν στο
συμπέρασμα πως είναι εκκεντρικός. Η Βάιολετ δεν είχε γνωρίσει ποτέ της
άντρα που είχε φετίχ να ντύνεται με γυναικεία ρούχα ή… με συγχωρείς,
σε κάνω και βαριέσαι», είπε η Ρόμπιν, καθώς ο Στράικ είχε πάρει ένα
ύφος κάπως αφηρημένο.
«Όχι, κάθε άλλο», μουρμούρισε εκείνος. «Με έκανες να σκεφτώ… μου
ήρθε μια ιδέα, ξέρεις. Είχα την αίσθηση πως είχα εντοπίσει ορισμένες
συμπτώσεις, κι έλεγα μήπως…»
Άφησε κατά μέρος το κύπελλο με τα ζυμαρικά, έφερε το χέρι κάτω από
το γραφείο και έσυρε προς το μέρος του ένα από τα χαρτόκουτα με τα
στοιχεία που είχε συγκεντρώσει η αστυνομία, πάνω στα οποία είχε
ακουμπήσει τις σελίδες με τις οποίες είχε καταπιαστεί την τελευταία
φορά. Πήρε εκείνα τα χαρτιά και τα άπλωσε ξανά μπροστά του, κι έπειτα
συνέχισε να τρώει τα ζυμαρικά του.
«Θα μου πεις τι συμπτώσεις παρατήρησες;» ρώτησε η Ρόμπιν, με μια
υποψία εκνευρισμού.
«Μισό λεπτό», είπε ο Στράικ και σήκωσε το κεφάλι να την κοιτάξει.
«Γιατί στεκόταν η Θίο έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο;»
«Τι πράγμα;» είπε η Ρόμπιν απορημένη.
«Δε νομίζω πως υπάρχει πλέον αμφιβολία, φαντάζομαι θα
συμφωνήσεις, πως η Ρούμπι Έλιοτ είδε τη Θίο να στέκεται δίπλα σ’
εκείνο τον τηλεφωνικό θάλαμο, στην πάροδο Άλμπερμαρλ, σωστά; Η
περιγραφή που είχε δώσει ταιριάζει απόλυτα με όσα μας είπε η
Γκλόρια… επομένως, για ποιο λόγο στεκόταν η Θίο έξω από τον
τηλεφωνικό θάλαμο;»
«Περίμενε να περάσει το φορτηγάκι για να την παραλάβει».
«Μάλιστα. Όμως χωρίς να θέλω να σταθώ σε κάτι τελείως προφανές, οι
παλιοί τηλεφωνικοί θάλαμοι έχουν παράθυρα ολόγυρα. Εν τω μεταξύ,
εκείνο το βράδυ έριχνε καρέκλες. Η Θίο δεν είχε ομπρέλα κι η Ρούμπι
κατέθεσε πως τα μαλλιά της Θίο ήταν μούσκεμα, κολλούσαν πάνω στο
πρόσωπό της… οπότε, γιατί δεν αναζήτησε καταφύγιο μέσα στον
τηλεφωνικό θάλαμο, κι από εκεί να κοιτάζει πότε θα εμφανιζόταν το
φορτηγάκι; Η οδός Κλέρκενγουελ είναι μια μεγάλη ευθεία. Θα μπορούσε
να βλέπει άνετα μέσα από τον θάλαμο και θα είχε άφθονο χρόνο να βγει
έξω για να τη δει ο οδηγός. Οπότε», επανέλαβε ο Στράικ για τρίτη φορά,
«γιατί στεκόταν έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο;»
«Επειδή… βρισκόταν μέσα κάποιος άλλος;»
«Αυτή θα ήταν η λογική εξήγηση. Κι ο συγκεκριμένος θάλαμος, στο
τέρμα της παρόδου Άλμπερμαρλ, θα επέτρεπε σε όποιον βρισκόταν εκεί
μέσα να βλέπει το έβγα της Σεντ Τζονς Λέιν».
«Λες, δηλαδή, να παραφύλαγε κάποιος εκεί μέσα, περιμένοντας τη
Μάργκοτ; Να παρακολουθούσε τον χώρο από τον τηλεφωνικό θάλαμο;»
Ο Στράικ δεν απάντησε αμέσως.
«Κάνε μου μια χάρη, ψάχνεις να βρεις πληροφορίες για το σύνδρομο
FRAXA;»
«Εντάξει… γιατί;» είπε η Ρόμπιν αφήνοντας κατά μέρος τους ξηρούς
καρπούς της κι άρχισε να πληκτρολογεί.
«Εκείνος ο τηλεφωνικός θάλαμος βρίσκεται στο τέρμα του δρόμου
όπου μένουν οι Άθορν».
Μέχρι να εμφανίσει ο υπολογιστής τα αποτελέσματα της αναζήτησης, ο
Στράικ έσυρε προς το μέρος του το αντίγραφο της απόδειξης που είχε
προσκομίσει η Αϊρίν Χίκσον. Εκεί αναγραφόταν η ώρα έκδοσης, 3:10 μ.μ.
Ενώ συνέχιζε να τρώει τα ζυμαρικά του, ο Στράικ παρατηρούσε το
χαρτάκι, ώσπου η Ρόμπιν, διαβάζοντας από την οθόνη της, είπε:
«“Αρχικά ονομάστηκε σύνδρομο Μάρτιν-Μπελ… το γονίδιο FMR1 του
Χ χρωμοσώματος χαρτογραφήθηκε το 1991”… Συγγνώμη, αλλά τι
ακριβώς ψάχνουμε;»
«Τι είδους μειονεξίες προκαλεί συγκεκριμένα;»
«“Κοινωνική ανασφάλεια”», είπε η Ρόμπιν συνεχίζοντας την ανάγνωση,
«“αποφυγή οπτικής επαφής… δυσκολίες στην ανάπτυξη διαπροσωπικών
σχέσεων… αγχώδεις αντιδράσεις απέναντι σε άγνωστες καταστάσεις και
πρόσωπα… δυσκολία στην αναγνώριση προσώπων που το άτομο έχει
ξαναδεί”, αντίθετα όμως καταγράφεται στους ασθενείς “ισχυρή
μακροπρόθεσμη μνήμη, έφεση στη μίμηση, έφεση στην οπτική μάθηση”.
Οι άντρες επηρεάζονται εντονότερα απ’ ό,τι οι γυναίκες… αίσθηση του
χιούμορ, συνήθως… “τάση προς τη δημιουργικότητα, ιδίως οπτικά”…»
Η Ρόμπιν έγειρε το κεφάλι και κοίταξε τον Στράικ πίσω από την οθόνη
του υπολογιστή.
«Γιατί θέλεις να τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Απλώς σκεφτόμουν».
«Το Γκουίλερμ;»
«Ναι», είπε ο Στράικ. «Βασικά, όλη την οικογένεια».
«Αυτός όμως δεν είχε σύνδρομο FRAXA, σωστά;»
«Όχι, δεν ξέρω τι πρόβλημα είχε ο Γκουίλερμ. Ίσως απλώς να
χαπακωνόταν».
Αυτή τη φορά δε χαμογέλασε.
«Κόρμοραν, τι συμπτώσεις παρατήρησες;»
Αντί να απαντήσει, ο Στράικ τράβηξε μερικές ακόμη σελίδες από τον
φάκελο της αστυνομίας προς το μέρος του και τις διάβασε ξανά. Από
συνήθεια, η Ρόμπιν έπιασε το σημειωματάριο του Τάλμποτ και το άνοιξε
στην πρώτη σελίδα. Για μερικά λεπτά στο γραφείο επικράτησε σιωπή,
τόσο που κανείς από τους δύο συνεταίρους δεν παρατήρησε κάποιον από
τους θορύβους που τους ήταν γνώριμοι όσο η ίδια τους η αναπνοή: το
βουητό της κίνησης στην οδό Τσάρινγκ Κρος, τις σποραδικές φωνές και
τις σκόρπιες μουσικές που έρχονταν από την οδό Ντένμαρκ, από κάτω.
Η πρώτη σελίδα του σημειωματάριου του Μπιλ Τάλμποτ ξεκινούσε με
ορισμένες άτακτες αράδες, που η Ρόμπιν ήξερε πως αντιστοιχούσαν σε
πραγματικά στοιχεία και παρατηρήσεις. Αυτό ήταν και το πλέον
συγκροτημένο κομμάτι των σημειώσεων, όμως οι πρώτες πεντάλφες
έκαναν την εμφάνισή τους στο τέλος της σελίδας, όπως και η πρώτη
αστρολογική παρατήρηση.

Η Ρόμπιν ξαναδιάβασε αυτή την τελευταία παράγραφο δύο φορές,


κάπως συνοφρυωμένη. Ύστερα άφησε κατά μέρος το σακουλάκι με τα
αμύγδαλα και βάλθηκε να ψάχνει στην πλησιέστερη κούτα με τα στοιχεία
που είχε συγκεντρώσει η αστυνομία. Της πήρε πέντε λεπτά για να
εντοπίσει την πρώτη κατάθεση της Ρούμπι Έλιοτ, κι ενώ εκείνη έψαχνε, ο
Στράικ παρέμενε απορροφημένος στις σημειώσεις που είχε μπροστά του.
Τις είδα δίπλα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, δύο γυναίκες που έμοιαζαν
πιασμένες στα χέρια. Η ψηλή με την καμπαρντίνα έγερνε πάνω στην
κοντύτερη, που φορούσε μια πλαστική αδιάβροχη κουκούλα. Κι οι δυο
μου φάνηκαν για γυναίκες, όμως δεν είδα τα πρόσωπά τους. Μου
φάνηκε πως η μία προσπαθούσε να κάνει την άλλη να περπατήσει
γρηγορότερα.
Νιώθοντας τους σφυγμούς της να ανεβαίνουν, η Ρόμπιν άφησε κατά
μέρος εκείνο το χαρτί, γονάτισε κι άρχισε να αναζητά την κατάθεση της
Ρούμπι στον Λόσον, προσπάθεια που της πήρε άλλα πέντε λεπτά.
Τις είδα δίπλα στους δύο τηλεφωνικούς θαλάμους στο Κλέρκενγουελ
Γκριν, δύο γυναίκες πιασμένες στα χέρια. Η ψηλή με τη καμπαρντίνα
προσπαθούσε να κάνει την πιο μικρόσωμη με την αδιάβροχη κουκούλα
να περπατήσει γρηγορότερα.
«Κόρμοραν», είπε επιτακτικά η Ρόμπιν.
Ο Στράικ σήκωσε το κεφάλι.
«Τα ύψη είναι ανάποδα».
«Ορίστε;»
«Στην πρώτη κατάθεση της Ρούμπι, στον Τάλμποτ», είπε η Ρόμπιν,
«ανέφερε πως “Τις είδα δίπλα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, δύο γυναίκες
που έμοιαζαν πιασμένες στα χέρια. Η ψηλή με τη καμπαρντίνα έγερνε
πάνω στην κοντύτερη, που φορούσε μια πλαστική αδιάβροχη κουκούλα.
Κι οι δυο μου φάνηκαν για γυναίκες, όμως δεν είδα τα πρόσωπά τους.
Μου φάνηκε πως η μία προσπαθούσε να κάνει την άλλη να περπατήσει
γρηγορότερα”».
«Σωστά», είπε ο Στράικ σμίγοντας ελαφρά τα φρύδια του.
«Κι αυτό έχει σημειώσει ο Τάλμποτ στις αστρολογικές του
σημειώσεις», είπε η Ρόμπιν. «Όμως κανονικά δε θα έπρεπε να είναι έτσι,
εφόσον εκείνες οι δύο γυναίκες ήταν οι Φλέρι, μάνα και κόρη. Πού είναι
η φωτογραφία;»
«Στην πρώτη κούτα», είπε ο Στράικ σπρώχνοντάς την προς τη Ρόμπιν
με το γερό του πόδι.
Η Ρόμπιν έσκυψε κάτω από το γραφείο κι άρχισε να ψάχνει στις
φωτοτυπίες, ώσπου εντόπισε εκείνο το μάτσο από αποκόμματα
εφημερίδων που της είχε δείξει ο Στράικ πριν από μήνες, στους Τρεις
Μάγους.
«Ορίστε», είπε η Ρόμπιν. «Ορίστε. Δες».
Κι εκεί ήταν η παλιά φωτογραφία των δύο γυναικών που είχαν
παρουσιαστεί στις Αρχές για να δηλώσουν πως αυτές είχε δει η Ρούμπι
πιασμένες στα χέρια: η ψηλή, γεμάτη, νεότερη γυναίκα με το εύθυμο
πρόσωπο και η ηλικιωμένη μητέρα της, που ήταν μικροκαμωμένη και
καμπουριασμένη.
«Είναι λάθος τα ύψη», επανέλαβε η Ρόμπιν. «Αν είχε γείρει η Φιόνα
Φλέρι πάνω στη μητέρα της, θα την είχε γκρεμίσει…» Η Ρόμπιν έριξε μια
γρήγορη ματιά στις λιγοστές αράδες κάτω από τη φωτογραφία.
«Κόρμοραν, δε στέκει. Η Φιόνα λέει πως αυτή φορούσε το αδιάβροχο
καπέλο, όμως η Ρούμπι λέει πως το καπέλο το φορούσε η κοντή
γυναίκα».
«Η Ρούμπι τα θυμόταν κάπως αόριστα», είπε ο Στράικ, όμως η Ρόμπιν
έβλεπε πως το ενδιαφέρον του κεντριζόταν όπως τεντώθηκε να πιάσει
εκείνα τα χαρτιά. «Μπορεί να μπερδεύτηκε…»
«Ο Τάλμποτ δεν πείστηκε ποτέ πως μάνα και κόρη ήταν τα άτομα που
είδε η Ρούμπι, κι αυτός εδώ είναι ο λόγος!» είπε η Ρόμπιν. «Τα ύψη ήταν
ανάποδα. Η Ρούμπι είδε την ψηλότερη γυναίκα να μην πατάει καλά στα
πόδια της, όχι τη μικροκαμωμένη…»
«Και τότε γιατί δεν είπε στον Λόσον πως οι Φλέρι δεν μπορεί να ήταν
τα άτομα που είχε δει;»
«Μήπως για τον ίδιο λόγο που δεν είπε σε κανέναν ότι είχε δει τη Θίο;
Επειδή είχε εκνευριστεί από την προσπάθεια του Τάλμποτ να την κάνει να
αλλάξει τη μαρτυρία της, ώστε να ταιριάξει με τις θεωρίες του; Επειδή
έπαψε να αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της και δεν ήξερε τελικά τι
είχε δει; Έβρεχε, είχε χαθεί στους δρόμους, κόντευε να πανικοβληθεί…
μέχρι να δώσει κατάθεση στον Λόσον, ίσως να ήθελε απλώς να
συμφωνήσει πως είχε δει τις Φλέρι, για να την αφήσουν στην ησυχία
της;»
«Δεν αποκλείεται», παραδέχτηκε ο Στράικ.
«Τι ύψος είχε η Μάργκοτ;»
«Ένα εβδομήντα εννέα», είπε ο Στράικ.
«Και ο Κριντ;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ένα εβδομήντα τρία».
«Ω, Θεέ μου», μουρμούρισε η Ρόμπιν.
Ακολούθησε νέα παρατεταμένη παύση, όση ώρα ο Στράικ καθόταν
χαμένος στις σκέψεις του κι η Ρόμπιν ξαναδιάβαζε τις καταθέσεις που
είχε απλωμένες μπροστά της.
«Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι», είπε ο Στράικ τελικά. «Εκείνοι οι άτιμοι οι
τηλεφωνικοί θάλαμοι…»
«Ναι, τι;»
«Ο Τάλμποτ ήθελε τη Ρούμπι να είδε τις δυο γυναίκες να παραπατάνε
δίπλα στους δύο τηλεφωνικούς θαλάμους στο Κλέρκενγουελ Γκριν,
σωστά; Γιατί έτσι θα μπορούσε να τις συνδέσει με το φορτηγάκι που
κινούνταν με ταχύτητα στην οδό Άιλσμπερι, αυτό που υποτίθεται πως
οδηγούσε ο Κριντ».
«Σωστά», είπε η Ρόμπιν.
«Όμως αφότου παρουσιάστηκαν στις Αρχές οι Φλέρι, ο Τάλμποτ
προσπάθησε να κάνει τη Ρούμπι να συμφωνήσει πως είχε δει τις δύο
γυναίκες να παραπατάνε δίπλα στον πρώτο τηλεφωνικό θάλαμο, στο
τέρμα της παρόδου Άλμπερμαρλ».
«Εκείνη όμως δεν ήθελε να αλλάξει την κατάθεσή της», είπε η Ρόμπιν,
«γιατί είχε δει τη Θίο εκεί».
«Ακριβώς», είπε ο Στράικ, «όμως αυτό δεν έχει λογική».
«Δεν…»
«Η γυναίκα οδηγεί ώρα, διαγράφει έναν πελώριο κύκλο, ενώ βρέχει,
προσπαθεί να εντοπίσει ένα σπίτι και δεν μπορεί να το βρει, σωστά;»
«Ναι…»
«Λοιπόν, το ότι η Ρούμπι είδε τη Θίο να μπαίνει σε ένα φορτηγάκι,
μπροστά στον τηλεφωνικό θάλαμο, στη διάρκεια ενός από τα περάσματα
που έκανε, δε σημαίνει πως δε θα μπορούσε να είχε δει δυο γυναίκες να
παραπατάνε στο δεύτερο ή στο τρίτο πέρασμα. Ξέρουμε πως δεν είχε
ξεκάθαρη εικόνα της περιοχής, δε γνώριζε τη γειτονιά και ο
προσανατολισμός της ήταν κάκιστος, η κόρη της ήταν απόλυτα σαφής ως
προς αυτό. Όμως διέθετε εξαιρετική οπτική μνήμη, είναι μια γυναίκα που
παρατηρεί ρούχα και χτενίσματα…»
Ο Στράικ έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στο γραφείο οπότε, για
δεύτερη φορά, έπιασε την απόδειξη της Αϊρίν Χίκσον και την
παρατήρησε. Κι ύστερα, τόσο ξαφνικά που η Ρόμπιν τινάχτηκε, ο Στράικ
άφησε την απόδειξη να πέσει στο γραφείο και σηκώθηκε όρθιος,
πλέκοντας τις παλάμες πίσω από το κεφάλι του.
«Σκατά», αναφώνησε. «Σκατά! Δεν πρέπει ποτέ να εμπιστεύεσαι ένα
τηλεφώνημα, χωρίς να τσεκάρεις την προέλευσή του!»
«Ποιο τηλεφώνημα;» ρώτησε νευρικά η Ρόμπιν, ενώ ανέτρεχε νοερά σε
όλα τα τηλεφωνήματα που είχε κάνει στην πορεία των ερευνών τους.
«Όχι, ρε γαμώτο», είπε ο Στράικ, βγήκε από το δωμάτιο, έφτασε στο
έξω γραφείο κι επέστρεψε ξανά, εξακολουθώντας να καλύπτει με τις
παλάμες την πίσω πλευρά του κεφαλιού του, σαν να είχε ανάγκη να
εκτονώσει κάπως τον εκνευρισμό του, ακριβώς όπως είχε χρειαστεί η
Ρόμπιν να περπατήσει, όταν έμαθε πως οι Αρχές θα επέτρεπαν στον
Στράικ να μιλήσει στον Κριντ. «Πώς γίνεται να μην το κατάλαβα, ρε
γαμώτο;»
«Κόρμοραν, τι…;»
«Για ποιον λόγο η Μάργκοτ κράτησε ένα άδειο κουτί από
σοκολατάκια;» είπε ο Στράικ.
«Δεν ξέρω», απάντησε η Ρόμπιν απορημένη.
«Να σου πω κάτι;» της είπε ο Στράικ αργά. «Νομίζω πως εγώ ξέρω».
68
…μια ύαινα ήταν,
που τρέφεται από σάρκες γυναικών,
όπως οι άλλες τρέφονταν με χορτάρια.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Το ψυχιατρικό νοσοκομείο υψίστης ασφαλείας του Μπρόουντμουρ


βρίσκεται σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη της μίας ώρας από το Λονδίνο,
στην κομητεία του Μπέρκσαϊρ. Η λέξη «Μπρόουντμουρ» έχει απολέσει
προ πολλού κάθε βουκολικό συσχετισμό στη συλλογική συνείδηση της
βρετανικής κοινής γνώμης, κι ο Στράικ δεν αποτελούσε εξαίρεση στον
παραπάνω κανόνα. Το όνομα αυτό καθόλου δεν έφερνε στον νου του μια
απέραντη έκταση με λιβάδια ή χωράφια, καθώς ο Στράικ το είχε απόλυτα
ταυτισμένο με τη βία, με ειδεχθή εγκλήματα και διακόσιους από τους
πλέον επικίνδυνους ανθρώπους σε ολόκληρη τη Βρετανία, τους οποίους
οι εφημερίδες αποκαλούσαν τέρατα. Οπότε, και παρά το γεγονός πως ο
Στράικ ήξερε ότι επισκεπτόταν νοσοκομείο και όχι φυλακή, πήρε όλα
εκείνα τα μέτρα προφύλαξης που επέβαλλε η λογική, όπως θα είχε κάνει
αν επρόκειτο να μεταβεί σε φυλακές υψίστης ασφαλείας: δε φόρεσε
γραβάτα, φρόντισε ώστε να μην έχει ούτε επάνω του ούτε μέσα στο
αυτοκίνητό του οτιδήποτε ήταν πιθανό να προκαλέσει μια κουραστική
έρευνα, είχε μαζί του δύο διαφορετικά έγγραφα ταυτότητας με
φωτογραφία του, καθώς και αντίγραφο της επιστολής του Υπουργείου
Δικαιοσύνης, ενώ ξεκίνησε από νωρίς, βέβαιος, παρότι ποτέ άλλοτε δεν
είχε βρεθεί εκεί, πως η είσοδος στις εγκαταστάσεις θα αποδεικνυόταν
χρονοβόρα.
Ήταν ένα χρυσαφένιο πρωινό του Σεπτεμβρίου. Το φως του ήλιου
έλουζε τον δρόμο που ανοιγόταν μπροστά του, έτσι όπως ξετρύπωνε
ανάμεσα από αφράτα κατάλευκα σύννεφα, καθώς ο Στράικ διέσχιζε το
Μπέρκσαϊρ μέσα στην BMW του, ακούγοντας τις ειδήσεις στο
ραδιόφωνο, όπου πρώτο θέμα ήταν η απόφαση της Σκοτίας, με ποσοστό
55% υπέρ και 45% κατά, να παραμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αναρωτιόταν πώς να είχαν υποδεχτεί την εξέλιξη αυτή ο Ντέιβ
Πόλγουορθ και ο Σαμ Μπάρκλεϊ, όταν χτύπησε το κινητό του.
«Ο Μπράιαν είμαι, ο Μπράιαν Τάκερ», είπε η τραχιά φωνή. «Δε
φαντάζομαι να ενοχλώ; Απλώς ήθελα να σου ευχηθώ καλή επιτυχία».
«Ευχαριστώ, Μπράιαν», είπε ο Στράικ.
Είχαν καταφέρει με τα πολλά να συναντηθούν πριν από τρεις μέρες στο
γραφείο του Στράικ. Ο Τάκερ είχε δείξει στον Στράικ το γράμμα που είχε
λάβει πριν από χρόνια από τον Κριντ, του περιέγραψε το μενταγιόν σε
σχήμα πεταλούδας που είχε βρεθεί στο υπόγειο διαμέρισμα του
δολοφόνου, το οποίο θεωρούσε πως ήταν της κόρης του, μοιράστηκε μαζί
του τις θεωρίες του, ενώ έτρεμε από συγκίνηση και νευρικότητα στη
σκέψη πως ο Στράικ επρόκειτο να έρθει αντιμέτωπος με τον άντρα που ο
ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι είχε δολοφονήσει τη μεγαλύτερη κόρη του.
«Σε κλείνω, δε θέλω να σε απασχολώ», είπε ο Τάκερ. «Όμως θα μου
κάνεις ένα τηλέφωνο μετά, ναι;»
«Εννοείται», είπε ο Στράικ.
Του ήταν δύσκολο να εστιάσει την προσοχή του στις ειδήσεις, τώρα που
είχε ακούσει το άγχος και τον ενθουσιασμό στη φωνή του Τάκερ. Ο
Στράικ έκλεισε το ραδιόφωνο, προτιμώντας να στρέψει τις σκέψεις του
στα όσα τον περίμεναν.
Παρότι ήταν ευχάριστο να σκέφτεται πως αυτός, ο Κόρμοραν Στράικ,
θα κατάφερνε να παρασύρει ή να πείσει τον Κριντ να ομολογήσει, εκεί
που τόσοι άλλοι είχαν αποτύχει, ο Στράικ δεν ήταν τόσο εγωιστής. Είχε
ανακρίνει πλήθος υπόπτων στην επαγγελματική του διαδρομή· το
ζητούμενο ήταν να καταστήσεις ευκολότερο για τον ύποπτο να
αποκαλύψει την αλήθεια, από το να επιμείνει να λέει ψέματα. Ορισμένοι
κάμπτονταν από τη μεθοδική ανάκριση, άλλοι αποδεικνύονταν ανθεκτικοί
στα πάντα, εκτός από την έντονη πίεση, ενώ κάποιοι άλλοι λαχταρούσαν
να αποτινάξουν το βάρος που κουβαλούσαν, οπότε οι μέθοδοι του
ανακριτή έπρεπε να προσαρμόζονται ανάλογα.
Όμως, όταν θα έφτανε η στιγμή να καθίσει απέναντι στον Κριντ, το
μισό ανακριτικό οπλοστάσιο του Στράικ θα ήταν αχρηστευμένο. Κατ’
αρχάς, βρισκόταν εκεί επειδή το θέλησε ο Κριντ, καθώς ο ασθενής έπρεπε
να συναινέσει προκειμένου να γίνει η συνάντηση. Κατά δεύτερον, ο
Στράικ δυσκολευόταν να φανταστεί πώς θα μπορούσε να περιγράψει με
τρομακτικό τρόπο τις συνέπειες της σιωπής, τη στιγμή που ο άνθρωπος
απέναντί του ήταν ήδη καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη στο
Μπρόουντμουρ. Τα μυστικά του ήταν η μόνη δύναμη που είχε απομείνει
στον Κριντ, κι ο Στράικ ήξερε πολύ καλά πως το να τον πείσει να
παραιτηθεί από οποιοδήποτε από αυτά ενδεχομένως να ήταν στόχος που
υπερέβαινε τις δυνάμεις οποιουδήποτε ανακριτή. Οι συνήθεις εκκλήσεις
στη συνείδηση ή στην επιθυμία να φανεί ο κρατούμενος καλύτερος στον
εαυτό του ή στους άλλους ήταν επίσης άχρηστες. Όπως είχε καταδείξει η
ζωή του Κριντ, οι βασικές πηγές από τις οποίες αντλούσε ευχαρίστηση
ήταν να προκαλεί πόνο και να εδραιώνει την κυριαρχία του, επομένως
ήταν αμφίβολο αν οτιδήποτε άλλο θα ήταν ικανό να τον πείσει να προβεί
σε αποκαλύψεις.
Η πρώτη εικόνα που σχημάτισε ο Στράικ αντικρίζοντας το διαβόητο
νοσοκομείο ήταν ενός οχυρού χτισμένου σε ύψωμα. Το κτίριο είχε
οικοδομηθεί από τους Βικτοριανούς καταμεσής μιας έκτασης γεμάτης
δέντρα και λιβάδια, ένα κτίσμα καμωμένο από κόκκινα τούβλα, με έναν
πύργο στο ψηλότερο σημείο του συγκροτήματος, στην κορυφή του
οποίου υπήρχε ένα ρολόι. Περιμετρικά οι τοίχοι έφταναν σε ύψος τα έξι
μέτρα και καθώς ο Στράικ πλησίαζε στην κεντρική πύλη, μπορούσε να
διακρίνει τις κεφαλές εκατοντάδων κυκλώπειων καμερών ασφαλείας,
τοποθετημένων πάνω σε στύλους. Όπως άνοιγαν οι πύλες, ο Στράικ
ένιωσε ένα κύμα αδρεναλίνης να τον σαρώνει και για μια στιγμή τού
φάνηκε πως είδε τις απόκοσμες ασπρόμαυρες μορφές επτά νεκρών
γυναικών και το σφιγμένο πρόσωπο του Μπράιαν Τάκερ να αιωρούνται
μπροστά του.
Είχε στείλει τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του εκ των
προτέρων. Όταν πέρασε την πρώτη πύλη, βρέθηκε μπροστά σε μια
εσωτερική περίφραξη από συρματόπλεγμα, ψηλή όσο ο τοίχος που είχε
μόλις αφήσει πίσω του. Ένας άντρας με στρατιωτική κοψιά, ντυμένος με
λευκό πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, ξεκλείδωσε μια δεύτερη πύλη,
όταν η πρώτη έκλεισε πίσω από την BMW και κατηύθυνε τον Στράικ σε
έναν χώρο στάθμευσης. Πριν βγει από το αυτοκίνητό του και θέλοντας να
κερδίσει χρόνο από τη διαδικασία ελέγχου στην οποία θα υποβαλλόταν, ο
ντετέκτιβ τοποθέτησε το κινητό, τα κλειδιά, τη ζώνη, τα τσιγάρα, τον
αναπτήρα και όσα κέρματα είχε στο ντουλαπάκι του συνοδηγού και το
κλείδωσε.
«Ο κύριος Στράικ, σωστά;» ρώτησε ο χαμογελαστός άντρας με το λευκό
πουκάμισο, που η προφορά του ήταν ουαλική και το προφίλ του θύμιζε
πυγμάχο. «Έχετε πρόχειρη την ταυτότητά σας;»
Ο Στράικ έδειξε την άδεια οδήγησης και στη συνέχεια οδηγήθηκε μέσα
στο κτίριο, όπου βρέθηκε μπροστά σε έναν σαρωτή σαν κι εκείνους που
συναντά κανείς στα αεροδρόμια. Ακολούθησαν καλοδιάθετα όσο κι
αναπόφευκτα γέλια, όταν ο σαρωτής εκδήλωσε με έναν στριγκό ήχο την
αποδοκιμασία του για το μεταλλικό κάτω μισό του ποδιού του Στράικ,
οπότε χρειάστηκε να ανεβάσει το μπατζάκι του για να αποδείξει πως δεν
οπλοφορούσε. Μετά την απαραίτητη ψηλάφηση, ήταν ελεύθερος να
συναντήσει τον δρα Ρανμπίρ Μπιράλ, ο οποίος τον περίμενε στην άλλη
πλευρά των σαρωτών, έναν μικροκαμωμένο γενειοφόρο ψυχίατρο, που το
ξεκούμπωτο ψηλά στον λαιμό κίτρινο πουκάμισό του αποτελούσε μια
εύθυμη νότα απέναντι στα άτονα γκριζοπράσινα πατώματα, στους
λευκούς τοίχους και στην πνιγηρή ατμόσφαιρα όλων των νοσοκομειακών
χώρων, έναν συνδυασμό απολυμαντικού, ξεραμένων τροφών και μιας
υποψίας εγκλεισμένων ανθρώπων.
«Έχουμε είκοσι λεπτά στη διάθεσή μας, μέχρι να ετοιμαστεί ο Ντένις να
σας συναντήσει», είπε ο δρ Μπιράλ, καθώς οδηγούσε τον Στράικ σε έναν
απόκοσμα έρημο διάδρομο, μέσα από διαδοχικές τιρκουάζ δίφυλλες
πόρτες. «Συντονίζουμε προσεκτικά τις μετακινήσεις των ασθενών και η
δική του περίπτωση είναι πάντοτε κάπως σύνθετη. Βλέπετε, πρέπει να
φροντίζουμε ώστε να μην έρχεται ποτέ σε επαφή με ασθενείς οι οποίοι
έχουν μια ιδιαίτερη αντιπάθεια απέναντί του. Δεν είναι δημοφιλής. Θα
περιμένουμε στο γραφείο μου».
Ο Στράικ ήταν εξοικειωμένος με τα νοσοκομεία, όμως ποτέ του δεν είχε
βρεθεί σε ένα με τόσο ελάχιστη κίνηση ή παρουσία ασθενών στους
διαδρόμους. Εκείνη η ερημιά ήταν κάπως στενάχωρη. Πέρασαν μπροστά
από πολλές κλειδωμένες πόρτες. Μια βραχύσωμη νοσοκόμα, με σκούρα
μπλε στολή, που προχωρούσε με γοργό βήμα, χαμογέλασε στον Στράικ,
κι εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Εργάζονται και γυναίκες εδώ», σχολίασε κάπως αιφνιδιασμένος.
«Φυσικά», είπε ο δρ Μπιράλ.
Ο Στράικ για κάποιο λόγο είχε υποθέσει πως το σύνολο του
προσωπικού θα ήταν άντρες, παρότι γνώριζε πως σε αντρικές φυλακές
εργάζονταν γυναίκες δεσμοφύλακες. Ο δρ Μπιράλ άνοιξε σπρώχνοντας
μια πόρτα που οδηγούσε σε ένα μικρό γραφείο, το οποίο έδινε την
αίσθηση τροποποιημένου εξεταστηρίου, με ξεφτισμένη μπογιά στους
τοίχους και κάγκελα στα παράθυρα.
«Καθίστε», είπε ο δρ Μπιράλ δείχνοντας την καρέκλα μπροστά στο
γραφείο του και, με ελαφρώς βεβιασμένη ευγένεια, ρώτησε: «Είχατε καλό
ταξίδι; Από το Λονδίνο ήρθατε;»
«Ναι, ήταν ευχάριστη η διαδρομή», είπε ο Στράικ.
Όπως καθόταν πίσω από το γραφείο, ο δρ Μπιράλ πήρε επαγγελματικό
ύφος.
«Λοιπόν, έχουμε και λέμε: θα σας διαθέσουμε σαράντα πέντε λεπτά με
τον Κριντ».
«Σαράντα πέντε λεπτά», επανέλαβε ο Στράικ.
«Αν ο Ντένις θέλει να ομολογήσει κάποια άλλη δολοφονία, το
περιθώριο αυτό θα είναι υπεραρκετό», είπε ο δρ Μπιράλ, «όμως… θα
μπορούσα να είμαι ειλικρινής απέναντί σας, κύριε Στράικ;»
«Εννοείται».
«Αν η απόφαση εξαρτιόταν από την ομάδα των θεραπόντων ιατρών του
Ντένις, κατά πάσα πιθανότητα δε θα είχαμε επιτρέψει αυτή την επίσκεψη.
Κατανοώ τη θέση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που θεωρεί ότι οι
Μπάμπορο και οι Τάκερ θα έπρεπε να έχουν μια τελευταία ευκαιρία να
ρωτήσουν τον Ντένις σχετικά με τις συγγενείς τους, όμως…»
Ο δρ Μπιράλ έγειρε στην πλάτη της καρέκλας του και αναστέναξε.
«…πρόκειται για κλασική περίπτωση κοινωνιοπαθή, χαρακτηριστικό
παράδειγμα αυτής της κατηγορίας. Καταγράφει ιδιαίτερα υψηλές
βαθμολογίες στο σκοτεινό τρίπτυχο: ναρκισσισμός, μακιαβελισμός και
ψυχοπάθεια. Δόλιος, σαδιστής, αμετανόητος και εξαιρετικά εγωιστής».
«Δεν τον συμπαθείτε ιδιαίτερα, δηλαδή;» είπε ο Στράικ, οπότε ο γιατρός
επέτρεψε στον εαυτό του ένα συμβατικό γελάκι.
«Το πρόβλημα, βλέπετε, είναι πως αν ομολογούσε έναν ακόμη φόνο,
απαντώντας στις ερωτήσεις σας, τα εύσημα θα τα λαμβάνατε εσείς. Κι ο
Ντένις δεν μπορεί να το δεχτεί αυτό, δεν μπορεί να επιτρέψει σε κάποιον
άλλο να βγει από πάνω. Χρειάστηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του,
προκειμένου να σας συναντήσει, προφανώς, και νομίζω ότι συμφώνησε
επειδή τροφοδοτείται το εγώ του μέσα από τη διαδικασία αυτή, ιδίως
όταν τις ερωτήσεις θα τις κάνει ένας άνθρωπος που το όνομά του έχει
γραφτεί στις εφημερίδες και νομίζω πως θα ήθελε να σας χειραγωγήσει
ώστε να αποτελέσετε κατά μία έννοια συνήγορό του. Εδώ και καιρό ζητά
να μεταφερθεί από το Μπρόουντμουρ σε γενικές φυλακές».
«Μα, αν δεν κάνω λάθος, κάποτε ζητούσε απεγνωσμένα να μεταφερθεί
εδώ».
«Κάποτε, ναι», είπε ο Μπιράλ. «Οι σεξουαλικοί παραβάτες, από
υποθέσεις που έχουν λάβει μεγάλη δημοσιότητα, συνήθως διατρέχουν
κίνδυνο επίθεσης στο σωφρονιστικό σύστημα, όπως πιθανότατα
γνωρίζετε. Ενδεχομένως να διαβάσατε κάποια στιγμή στις εφημερίδες
πως ένας κρατούμενος παραλίγο να του βγάλει το μάτι, με την
ακονισμένη λαβή ενός κουταλιού. Ο Ντένις επιθυμούσε τη μεταφορά του
στο Μπρόουντμουρ το πρώτο διάστημα μετά την καταδίκη του, όμως δεν
υπήρχε βάση προκειμένου να εισαχθεί στο νοσοκομείο εκείνη την εποχή.
Η ψυχοπάθεια αυτή καθ’ αυτή δεν είναι αντιμετωπίσιμη».
«Τι άλλαξε;»
«Αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολος στη διαχείριση, στο πλαίσιο των
γενικών φυλακών. Κατάφερε να πείσει έναν νεαρό κρατούμενο, ο οποίος
είχε σύνδρομο Άσπεργκερ, να αυτοκτονήσει. Για τον λόγο αυτό,
στάλθηκε στην απομόνωση. Κατέληξαν να τον κρατήσουν εκεί επί
σχεδόν έναν χρόνο. Τις νύχτες αναπαριστούσε όσα είχαν συμβεί στο
υπόγειο της οδού Λίβερπουλ, ούρλιαζε ασταμάτητα, έκανε τη δική του
φωνή και των γυναικών. Οι δεσμοφύλακες δεν άντεχαν να τον ακούν,
πόσο μάλλον οι κρατούμενοι.
»Έπειτα από έντεκα μήνες στην απομόνωση, εμφάνισε αυτοκτονικές
τάσεις. Αρχικά ξεκίνησε απεργία πείνας. Στη συνέχεια επιχείρησε να
κόψει τις φλέβες με τα δόντια του, χτυπούσε με δύναμη το κεφάλι του
πάνω στον τοίχο. Πέρασε από ψυχιατρική αξιολόγηση, κρίθηκε
ψυχωτικός και μεταφέρθηκε εδώ.
»Όταν συμπλήρωσε περίπου ένα δίμηνο εδώ, ισχυρίστηκε πως όλα
εκείνα τα συμπτώματα ήταν σκηνοθετημένα, κλασική αντίδραση του
Ντένις. Κανείς άλλος δεν μπορεί να είναι εξυπνότερος από τον ίδιο. Στην
πραγματικότητα όμως η ψυχική του υγεία βρισκόταν σε πολύ κακή
κατάσταση, όταν στάλθηκε σ’ εμάς και χρειάστηκαν πολλοί μήνες
φαρμακευτικής αγωγής και συνεδριών, προκειμένου να πάψει να
τραυματίζει τον εαυτό του και να επιχειρεί να αυτοκτονήσει».
«Και τώρα θέλει να φύγει;»
«Μόλις ανέκαμψε αρκετά ώστε να εκτιμήσει πλήρως τη διαφορά
μεταξύ φυλακής και νοσοκομείου, νομίζω πως βάσιμα θα μπορούσε να
πει κανείς ότι απογοητεύτηκε. Στο Μπέλμαρς είχε περισσότερες
ελευθερίες. Προτού ασθενήσει, έγραφε και ζωγράφιζε πολύ. Διάβασα την
αυτοβιογραφία που ετοίμαζε το διάστημα πριν από την εισαγωγή του
εδώ. Ήταν χρήσιμο για την αξιολόγησή του. Γράφει πολύ καλά,
λαμβάνοντας υπόψη πως πρόκειται για άνθρωπο που δεν έλαβε ελάχιστη
εκπαίδευση, όμως…» Ο δρ Μπιράλ έπλεξε τα δάχτυλά του, οπότε ο
Στράικ θυμήθηκε έναν άλλο γιατρό, ο οποίος ανέλυσε τη σημασία της
ομαδικής προσπάθειας ενώ έτρωγε μπισκότα σύκου. «Βλέπετε, το να
πεισθούν οι ασθενείς να μιλήσουν για τα εγκλήματά τους συνήθως
αποτελεί σημαντικό σκέλος της θεραπευτικής διαδικασίας. Προσπαθείς
να βρεις ένα μονοπάτι προς τη λογοδοσία και τη μεταμέλεια, όμως ο
Ντένις δεν αισθάνεται ίχνος μεταμέλειας. Εξακολουθεί να τον ερεθίζει η
ανάμνηση των όσων έκανε σ’ εκείνες τις γυναίκες, απολαμβάνει το να
μιλά και να γράφει γι’ αυτά τα θέματα. Παλαιότερα μάλιστα ζωγράφιζε
και σκηνές από το υπόγειο· ουσιαστικά, παρήγε προσωπικό, σκληρά
πορνογραφικό υλικό. Οπότε, όταν μεταφέρθηκε εδώ, κατασχέσαμε το
σύνολο της γραφικής και ζωγραφικής ύλης.
»Ο Ντένις κατηγορεί εμάς για την επιδεινούμενη πνευματική του
κατάσταση, παρότι, στην πραγματικότητα, για άνθρωπος εβδομήντα επτά
ετών, είναι εξαιρετικά οξύνους. Κάθε περίπτωση ασθενούς διαφέρει,
διαχειριζόμαστε τον Ντένις στη βάση ενός αυστηρού συστήματος
ανταμοιβών και ποινών. Οι ανταμοιβές που επιλέγει είναι ασυνήθιστες.
Του αρέσει το σκάκι· είναι αυτοδίδακτος, στο Μπέλμαρς ξεκίνησε να
παίζει, οπότε κάποιες φορές τού προσφέρω μια παρτίδα. Του αρέσουν
επίσης τα σταυρόλεξα και οι γρίφοι. Του επιτρέπουμε να έχει πρόσβαση
σε αυτά, όταν συμπεριφέρεται καλά.
»Όμως, δεν πρέπει να νομίσετε πως αποτελεί χαρακτηριστική
περίπτωση ατόμου που νοσηλεύεται εδώ», έσπευσε να διευκρινίσει ο δρ
Μπιράλ. «Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ψυχικά ασθενείς δε
συνιστούν την παραμικρή απειλή σε επίπεδο βίας, όπως είμαι βέβαιος
πως γνωρίζετε. Είναι επίσης γεγονός πως ορισμένοι άνθρωποι λαμβάνουν
εξιτήριο από το Μπρόουντμουρ, η κατάστασή τους βελτιώνεται. Η
συμπεριφορά των ανθρώπων μπορεί να αλλάξει, εφόσον έχουν το
ανάλογο κίνητρο και λάβουν την κατάλληλη βοήθεια. Στόχος μας είναι
πάντοτε η ανάκαμψη. Μπορεί κανείς να απεχθάνεται το έγκλημα, αλλά να
αισθάνεται συμπόνια για τον δράστη. Πολλοί από τους άντρες που
βρίσκονται εδώ βίωσαν απερίγραπτη κακοποίηση στην παιδική τους
ηλικία. Η παιδική ηλικία του Ντένις ήταν μια πραγματική κόλαση… αν
και, προφανώς, υπάρχουν άνθρωποι που βίωσαν καταστάσεις εξίσου
τραγικές και δεν κατέληξαν να κάνουν αυτά που έκανε ο Ντένις.
Μάλιστα, ένας πρώην ασθενής μας…»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, οπότε μια
εύθυμη ξανθιά γυναίκα έγειρε ελαφρά προς το γραφείο.
«Ο Ντένις είναι έτοιμος στο δωμάτιο, Ρανμπίρ», είπε κι αποσύρθηκε.
«Τι λέτε, πηγαίνουμε;» είπε ο δρ Μπιράλ και σηκώθηκε. «Θα είμαι
παρών στη συνάντηση, όπως και ο βασικός νοσοκόμος του Ντένις».
Η γυναίκα που είχε ανακοινώσει την άφιξη του Ντένις στον χώρο
συνάντησης συνόδεψε τον Στράικ και τον ψυχίατρο στους επόμενους δύο
διαδρόμους. Πλέον συναντούσαν πόρτες οι οποίες έπρεπε να
ξεκλειδώνονται και να κλειδώνονται σε κάθε πέρασμα. Πίσω από μια
τρίτη κλειδωμένη δίφυλλη πόρτα, ο Στράικ διέκρινε έναν παχύσαρκο
άντρα, ντυμένο με το παντελόνι μιας φόρμας, να σέρνει τα βήματά του,
πλαισιωμένος από δυο νοσοκόμους, καθένας από τους οποίους κρατούσε
ένα από τα μπράτσα του ασθενή πίσω από την πλάτη του. Ο ασθενής
έριξε μια θολή ματιά στον Στράικ, καθώς η τριάδα προσπερνούσε,
σιωπηλά.
Τελικά, η ομάδα του Στράικ έφτασε σε έναν ενιαίο έρημο χώρο, όπου
υπήρχαν μερικές πολυθρόνες και μια κλειστή τηλεόραση. Ο Στράικ
αρχικά είχε υποθέσει πως η ξανθιά γυναίκα ήταν η νοσοκόμα του Κριντ,
όμως έκανε λάθος: ένας γεροδεμένος άντρας με τατουάζ και στα δύο
μπράτσα και πεταχτό τετράγωνο σαγόνι τού συστήθηκε ως «Μάρβιν, ο
επικεφαλής νοσοκόμος του Ντένις», οπότε η ξανθιά γυναίκα χαμογέλασε
στον Στράικ, του ευχήθηκε καλή επιτυχία και αποχώρησε.
«Τι λέτε, πάμε;» είπε ο δρ Μπιράλ, οπότε ο Μάρβιν άνοιξε την πόρτα
που οδηγούσε σε έναν λιτό χώρο συνάντησης, όπου υπήρχε ένα μόνο
παράθυρο κι ένας λευκός πίνακας στον τοίχο.
Ο μοναδικός άνθρωπος εκεί μέσα, ένας βραχύσωμος, παχύσαρκος,
διοπτροφόρος άντρας, φορούσε τζιν παντελόνι και μαύρο φούτερ. Είχε
τριπλοσάγονο, ενώ το στομάχι του τον διατηρούσε σε απόσταση μισού
μέτρου από το τραπέζι με επιφάνεια από λευκή φορμάικα, όπου ήταν
καθισμένος. Αν τον φανταζόταν κανείς σε μια στάση λεωφορείου, ο
Ντένις Κριντ θα μπορούσε να ήταν απλώς ένας ακόμη ηλικιωμένος
άντρας, κάπως απεριποίητος, με ανοιχτά γκρίζα μαλλιά που χρειάζονταν
κούρεμα.
(Είχε πιέσει πυρακτωμένα σίδερα πάνω στα γυμνά στήθη της
γραμματέως Τζάκι Άιλετ. Είχε ξεριζώσει όλα τα νύχια από τα χέρια και τα
πόδια της κομμώτριας Σούζαν Μέγιερ. Είχε βγάλει τα μάτια της μεσίτριας
Νορίν Στάροκ, ενώ η γυναίκα ήταν ακόμη ζωντανή, αλυσοδεμένη σε ένα
καλοριφέρ).
«Ντένις, να σου συστήσω τον Κόρμοραν Στράικ», είπε ο δρ Μπιράλ,
όπως καθόταν σε μια καρέκλα με την πλάτη στον τοίχο. Ο Μάρβιν
στάθηκε σταυρώνοντας τα μπράτσα του στο πλάι του γιατρού.
«Γεια σου, Ντένις», είπε ο Στράικ καθώς έπαιρνε θέση απέναντί του.
«Γεια σου, Κόρμοραν», είπε ο Κριντ, με επίπεδη φωνή που διατηρούσε
τη λαϊκή προφορά της εργατικής τάξης του ανατολικού Λονδίνου.
Το φως του ήλιου απλωνόταν σαν μια γυαλιστερή επιφάνεια πάνω στο
τραπέζι ανάμεσά τους, αποκαλύπτοντας τους λεκέδες πάνω στους φακούς
των γυαλιών με λεπτό σκελετό που φορούσε ο Κριντ, αλλά και τους
κόκκους σκόνης στην ατμόσφαιρα. Πίσω από τη βρομιά, ο Στράικ
διέκρινε γκρίζες ίριδες τόσο ανοιχτόχρωμες που χάνονταν στον χιτώνα
του ματιού, έτσι που οι πελώριες κόρες φάνταζαν κυκλωμένες από το
λευκό. Από εκείνη την κοντινή απόσταση, ο Στράικ μπορούσε να
διακρίνει την ακανόνιστη ουλή που εκτεινόταν από τον κρόταφο ως τη
μύτη, αλλοιώνοντας το κάτω βλέφαρο του αριστερού ματιού, απομεινάρι
της επίθεσης που είχε κοντέψει να στερήσει στον Κριντ τη μισή του
όραση. Οι σαρκώδεις ωχρές παλάμες πάνω στο τραπέζι ριγούσαν ελαφρά
και το κρεμαστό στόμα έτρεμε: παρενέργειες, υπέθεσε ο Στράικ, της
φαρμακευτικής αγωγής του Κριντ.
«Για τίνος λογαριασμό δουλεύεις;» ρώτησε ο Κριντ.
«Φαντάζομαι πως θα καταφέρεις να το μαντέψεις από τις ερωτήσεις
μου», είπε ο Στράικ.
«Και τότε, γιατί δεν το λες;» ρώτησε ο Κριντ, κι από τη στιγμή που ο
Στράικ δεν απάντησε, σχολίασε: «Ξέρεις, είναι σημάδι ναρκισσισμού να
αποκρύπτεις πληροφορίες, ώστε να αισθάνεσαι δυνατός».
Ο Στράικ χαμογέλασε.
«Δεν είναι πως προσπαθώ να αισθανθώ δυνατός. Απλώς έχω υπόψη μου
το Γκαμπί του Βασιλιά».
Ο Κριντ έσπρωξε ελαφρά τα γυαλιά ψηλότερα στη μύτη του.
«Σου είπαν πως παίζω σκάκι δηλαδή;»
«Ναι».
«Εσύ παίζεις;»
«Άσχημα».
«Και τι σχέση έχει το Γκαμπί του Βασιλιά με αυτή την κατάσταση;»
«Το άνοιγμά σου δίνει την εντύπωση πως ανοίγει έναν εύκολο διάδρομο
προς τον βασιλιά σου. Προσφέρεσαι να συζητήσουμε κατευθείαν για την
υπόθεση της εξαφανισμένης γυναίκας που ερευνώ».
«Εσύ όμως λες πως είναι τέχνασμα;»
«Ίσως».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση. Τελικά, ο Κριντ είπε:
«Τότε να σου πω ποιος νομίζω πως σ’ έστειλε;»
«Ακούω».
«Η κόρη της Μάργκοτ Μπάμπορο», είπε ο Ντένις Κριντ,
παρακολουθώντας στενά τον Στράικ, για να δει την αντίδρασή του. «Ο
σύζυγος έπαψε να ασχολείται εδώ και χρόνια, όμως η κόρη λογικά θα έχει
σαρανταρίσει και θα στέκεται καλά από παραδάκι. Όποιος σε προσέλαβε,
είναι ματσωμένος. Άνθρωπος σαν κι εσένα δε θα είναι φτηνός. Έχω
διαβάσει τα πάντα για σένα στην εφημερίδα.
»Η δεύτερη πιθανότητα», είπε ο Κριντ, αφού ο Στράικ και πάλι δεν
απάντησε, «είναι εκείνος ο μπάρμπας, ο Μπράιαν Τάκερ. Κάθε λίγα
χρόνια ξεπετάγεται, για να γίνει ρεντίκολο. Ο Μπράιαν όμως είναι
μπατίρης… ή μήπως έστησε κανέναν έρανο στο διαδίκτυο; Άλλωστε, τι
χρειάζεσαι, έναν υπολογιστή και μια δακρύβρεχτη ιστορία για να
σκάσουν τα κορόιδα τον παρά. Όμως νομίζω πως αν είχε σκαρώσει κάτι
τέτοιο, θα το είχαν γράψει οι εφημερίδες».
«Σερφάρεις συχνά στο διαδίκτυο;» ρώτησε ο Στράικ.
«Δε μας το επιτρέπουν εδώ», είπε ο Κριντ. «Γιατί σπαταλάς χρόνο;
Έχουμε μονάχα σαράντα πέντε λεπτά. Κάνε κάποια ερώτηση».
«Ερώτηση ήταν αυτή που σου έκανα μόλις τώρα».
«Γιατί δε μου λες για ποιο δήθεν θύμα ενδιαφέρεσαι;»
«“Δήθεν” θύμα;»
«Αυθαίρετοι τίτλοι», είπε ο Κριντ. «“Θύμα”. “Ασθενής”. Αυτή εδώ
πρέπει να τη λυπόμαστε… αυτόν τον μαντρώνουμε στο κλουβί. Μήπως
εκείνες οι γυναίκες που σκότωσα να ήταν οι πραγματικές ασθενείς, κι εγώ
το πραγματικό θύμα;»
«Είναι μια πρωτότυπη θεώρηση», είπε ο Στράικ.
«Ναι, δεν ξέρω, κάνουν καλό στους ανθρώπους οι πρωτότυπες
απόψεις», είπε ο Κριντ ανασηκώνοντας και πάλι τα γυαλιά του. «Τους
βοηθάνε να ξυπνήσουν, αν έχουν την ικανότητα».
«Κι από τι θα έλεγες πως θεράπευσες εκείνες τις γυναίκες;»
«Από το σαράκι της ζωής; Διάγνωση: ζωή. Ανίατη νόσος. “Κρίμα στους
πεθαμένους! Ούτε που τους ήξερα. Δεν είμαι εδώ γι’ αυτούς. Εγώ δεν
παρηγορώ: σιχαίνομαι τους παρηγορούμενους και τον παρηγορητή…”»
(Είχε σκίσει τις άκρες του στόματος της μαθήτριας Τζέραλντιν Κρίστι,
την είχε φωτογραφίσει ενώ έκλαιγε και ούρλιαζε προτού, όπως είπε στους
γονείς της από το εδώλιο του κατηγορουμένου, της κόψει το λαρύγγι,
επειδή έκανε πάρα πολύ θόρυβο).
«“…είμαι μοναδικός και κατακτητής. Δεν είμαι από τους σκλάβους που
πάνε χαμένοι”. Ξέρεις ποιος το είπε αυτό;»
«Ο Άλιστερ Κρόουλι», απάντησε ο Στράικ.
«Σύνηθες ανάγνωσμα», σχολίασε ο Κριντ, «για έναν
παρασημοφορημένο στρατιώτη του βρετανικού στρατού».
«Εντάξει, όλοι μας κρυφοσατανιστές είμαστε», είπε ο Στράικ.
«Νομίζεις πως αστειεύεσαι», είπε ο Κριντ, που είχε πάρει έκφραση
σφιγμένη, «όμως εσύ σκοτώνεις, σου κοτσάρουν ένα μετάλλιο και σε
βαφτίζουν ήρωα. Εγώ σκοτώνω, με βαφτίζουν σατανικό και με
μαντρώνουν για μια ζωή. Αυθαίρετες κατηγορίες. Ξέρεις τι υπάρχει εδώ
παρακάτω;»
«Το Σάντχερστ», είπε ο Στράικ.
«Το Σάντχερστ», επανέλαβε ο Κριντ, λες και δεν είχε απαντήσει ήδη ο
Στράικ. «Ιδρύματα για φονιάδες δίπλα δίπλα, το ένα να τους πλάθει, το
άλλο να τους τσακίζει. Εξήγησέ μου γιατί είναι περισσότερο ηθικό να
δολοφονείς μικρά μελαψά παιδάκια κατ’ εντολή του Τόνι Μπλερ, απ’ ό,τι
αυτά που έκανα εγώ; Είμαι πλασμένος έτσι όπως είμαι. Το αποδεικνύουν
τα εγκεφαλογραφήματα, έχουν μελετήσει ανθρώπους σαν κι εμένα. Έτσι
λειτουργεί το μυαλό μας. Γιατί είναι χειρότερο το να σκοτώνεις επειδή
πρέπει να το κάνεις, επειδή αυτή είναι η φύση σου, από το να τινάζεις
στον αέρα πάμφτωχους μελαψούς ανθρώπους, επειδή θέλουμε πετρέλαια;
Αν το δεις αντικειμενικά, ο αθώος είμαι εγώ, όμως εμένα με παχαίνουν
και με ταΐζουν φάρμακα σαν αιχμάλωτο γουρούνι, ενώ εσύ εισπράττεις
κρατική σύνταξη».
«Ενδιαφέρον επιχείρημα», είπε ο Στράικ. «Δηλαδή, δεν είχες κανέναν
έλεγχο πάνω στα όσα έκανες;»
«Έλεγχο», κάγχασε ο Κριντ κουνώντας το κεφάλι του. «Αυτό και μόνο
αποδεικνύει πόσο αλλού γι’ αλλού… Δεν μπορώ να το εξηγήσω με όρους
που θα μπορούσε να αντιληφθεί κάποιος σαν κι εσένα. “Έχεις τον τρόπο
σου. Έχω τους δικούς μου. Όσο για τον δίκαιο τρόπο, τον σωστό τρόπο
και τον μόνο τρόπο, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα”. Ξέρεις ποιος το είπε
αυτό;»
«Νίτσε μου θυμίζει», είπε ο Στράικ.
«Ο Νίτσε», είπε ο Κριντ επιχειρώντας να προλάβει την απάντηση.
«Προφανώς ναι. Διάβαζα πολύ στο Μπέλμαρς εκείνα τα χρόνια, προτού
αρχίσουν να με μπουκώνουν με τόσα φάρμακα που δεν μπορούσα να
συγκεντρωθώ από την αρχή μιας πρότασης μέχρι το τέλος της.
»Τώρα πια έχω διαβήτη, το ήξερες αυτό;» συνέχισε ο Κριντ. «Βέβαια.
Στο νοσοκομείο τον απέκτησα. Με παρέλαβαν λεπτό, υγιή και με
πλάκωσαν στα φάρμακα, ένα σωρό πράγματα που δε χρειάζομαι, κι από
πάνω εκείνες τις αηδίες που μας υποχρεώνουν να τρώμε. Οκτακόσιοι
δήθεν επαγγελματίες υγείας που τρέφονται σαν τις βδέλλες από εμάς.
Μας χρειάζονται αρρώστους, γιατί από εμάς βιοπορίζονται. Μόρλοκ.
Ξέρεις τι σημαίνει;»
«Φανταστικοί υπάνθρωποι», είπε ο Στράικ, «από τη Μηχανή του…»
«Προφανώς, ναι», επανέλαβε ο Κριντ, που έδειχνε να εκνευρίζεται
επειδή ο Στράικ αναγνώριζε τις αναφορές του. «Χ. Τ. Γουέλς. Πρωτόγονα
όντα, τα οποία δυναστεύουν ένα εξαιρετικά εξελιγμένο είδος, τα μέλη του
οποίου δε συνειδητοποιούν πως αντιμετωπίζονται σαν τροφή. Μόνο που
εγώ το συνειδητοποιώ, εγώ καταλαβαίνω τι συμβαίνει».
«Θεωρείς τον εαυτό σου μέλος των Ελών δηλαδή;» ρώτησε ο Στράικ.
«Το ενδιαφέρον στην περίπτωση των Ελών», είπε ο Κριντ, «είναι η
παντελής απουσία συνείδησης. Η ανώτερη φυλή είναι διανοούμενη,
εκλεπτυσμένη, χωρίς ίχνος των λεγόμενων τύψεων… Αυτά ακριβώς τα
θέματα διερευνούσα στο βιβλίο μου, στο βιβλίο που έγραφα προτού μου
το πάρουν. Αυτό που έγραψε ο Γουέλς δεν ήταν παρά μια επιφανειακή
αλληγορία, όμως πάσχιζε να προσεγγίσει μια αλήθεια… Αυτό που
έγραφα εγώ, κάτι ανάμεσα σε αυτοβιογραφία και επιστημονικό δοκίμιο…
όμως μου το πήραν, έχουν κατασχέσει το χειρόγραφό μου. Θα μπορούσε
να αποτελέσει πολύτιμο πόρο, όμως όχι, επειδή είναι δικό μου, πρέπει να
καταστραφεί. Έχω IQ 140, όμως εδώ θέλουν να καταντήσουν τον
εγκέφαλό μου πλαδαρό όπως το σώμα μου».
«Εμένα πάντως μου φαίνεσαι πολύ ξύπνιος. Τι φάρμακα σου δίνουν;»
«Κανονικά, δεν έπρεπε να παίρνω καθόλου φάρμακα. Έπρεπε να
βρίσκομαι σε ένα δυναμικό πρόγραμμα επανένταξης, όμως δεν πρόκειται
να μου επιτρέψουν να μην είμαι εξαρτημένος. Τους κακομοίρηδες τους
σχιζοφρενείς, τους αμολάνε στα εργαστήρια με τα μαχαίρια εκεί πέρα, κι
εμένα δε με αφήνουν να πιάσω μολύβι. Όταν ήρθα εδώ, νόμιζα πως θα
είχα να κάνω με ευφυείς ανθρώπους… κάθε παιδί που μπορεί να
απομνημονεύσει την προπαίδεια θα μπορούσε να γίνει γιατρός, όλα είναι
μανιέρα και δόγμα. Ο ασθενής υποτίθεται πως είναι συμμέτοχος σε αυτή
τη θεραπευτική διαδικασία, κι εγώ λέω πως είμαι αρκετά καλά ώστε να
γυρίσω στη φυλακή».
«Εμένα πάντως μου φαίνεσαι εχέφρων», είπε ο Στράικ.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε ο Κριντ που είχε αναψοκοκκινίσει. «Σ’ ευχαριστώ.
Καταπώς φαίνεται, είσαι έξυπνος άνθρωπος. Αυτό περίμενα. Γι’ αυτό και
συμφώνησα να βρεθούμε».
«Όμως εξακολουθείς να παίρνεις φάρμακα…»
«Ξέρω πολύ καλά τι κάνουν τα φάρμακά τους, άσε που μου δίνουν
υπερβολικά μεγάλες ποσότητες. Θα μπορούσα να ετοιμάσω καλύτερες
συνταγές για τον εαυτό μου απ’ ό,τι ξέρουν να κάνουν εδώ».
«Από πού τα ξέρεις όλα αυτά τα πράγματα;» ρώτησε ο Στράικ.
«Είναι προφανές, εύκολο», είπε ο Κριντ με μια μεγαλόπρεπη
χειρονομία. «Μετέτρεψα τον εαυτό μου σε πειραματόζωο, ανέπτυξα δική
μου σειρά τυποποιημένων δοκιμών. Πόσο καλά μπορούσα να μιλάω και
να περπατάω στα είκοσι μιλιγκράμ, στα τριάντα μιλιγκράμ… κρατούσα
σημειώσεις για το αίσθημα αποπροσανατολισμού, υπνηλίας, τις διάφορες
παρενέργειες…»
«Τι είδους φάρμακα ήταν αυτά;» ρώτησε ο Στράικ.
«Αμοβαρβιτάλη, πεντοβαρβιτάλη, φενοβαρβιτάλη», άρχισε να
απαριθμεί ο Κριντ: ονόματα βαρβιτουρικών από τις αρχές της δεκαετίες
του ’70, τα περισσότερα από τα οποία είχαν αντικατασταθεί πλέον από
άλλα σκευάσματα.
«Ήταν εύκολο να τα βρεις στην πιάτσα;»
«Σποραδικά αγόραζα από την πιάτσα, είχα άλλες άκρες, που δεν έγιναν
ποτέ ευρέως γνωστές…»
Οπότε ο Κριντ ξεκίνησε μια ατέρμονη ομιλία, η οποία δε θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί βάσιμα ιστορία, καθώς το αφήγημα ήταν ανερμάτιστο,
κατακλυσμένο από μυστηριώδης νύξεις και αόριστες αναφορές, όμως το
διά ταύτα ήταν πως ο Κριντ σχετιζόταν με πολλά ανώνυμα αλλά ισχυρά
άτομα τη δεκαετία του ’60 και του ’70 και ότι η σταθερή προμήθεια
συνταγογραφούμενων φαρμάκων δεν ήταν παρά ένα παρεμπίπτον
προνόμιο είτε της συνεργασίας του με κακοποιά στοιχεία είτε των
πληροφοριών που έδινε γι’ αυτά τα άτομα στις Αρχές. Άφησε να εννοηθεί
πως τον είχαν στρατολογήσει οι υπηρεσίες ασφαλείας, αναφέρθηκε σε
αεροπορικά ταξίδια στην Αμερική, που δεν υπήρχε η παραμικρή απόδειξη
πως είχε κάνει, για πολιτικούς και επώνυμους εθισμένους στα
βαρβιτουρικά, καθώς και την επικίνδυνη λαχτάρα ανθρώπων κάθε
κοινωνικής τάξης να μαστουρώσουν προκειμένου να τα βγάλουν πέρα με
την επώδυνη πραγματικότητα αυτού του κόσμου, μια τάση και πειρασμό
που ο Ντένις Κριντ περιέγραφε με μελανά χρώματα, δηλώνοντας πως ο
ίδιος ουδέποτε υπέκυψε.
Ο Στράικ συμπέρανε πως όλες αυτές οι πλαστές αναμνήσεις σκοπό
είχαν να τροφοδοτούν την ακόρεστη λαχτάρα του Κριντ για αναγνώριση.
Το δίχως άλλο οι δεκαετίες που είχε περάσει σε φυλακές υψίστης
ασφαλείας και ψυχιατρικά νοσοκομεία τον είχαν διδάξει πως ο βιασμός
και τα βασανιστήρια θεωρούνταν εκεί μέσα σχεδόν εξίσου αισχρά όσο
και στον έξω κόσμο. Ο ίδιος μπορεί να εξακολουθούσε να αντλεί ερωτική
ικανοποίηση ανατρέχοντας νοερά στα εγκλήματά του, όμως στους άλλους
αυτές οι καταστάσεις προκαλούσαν περιφρόνηση και μόνο. Χωρίς εκείνη
τη φαντασιακή σταδιοδρομία, όπου ήταν κάτι ανάμεσα σε κατάσκοπο και
γκάνγκστερ, ο άντρας με το IQ 140 ήταν απλώς ο τύπος που οδηγούσε το
φορτηγάκι ενός καθαριστηρίου, ένας άνθρωπος με αποκλίνουσα
σεξουαλική συμπεριφορά, που αγόραζε χάπια με τις χούφτες από
βαποράκια στον δρόμο, από ανθρώπους που τον εκμεταλλεύονταν και
ύστερα τον πουλούσαν.
«…θυμάσαι πόσο αυστηρά ήταν τα μέτρα ασφαλείας στη δίκη; Έπαιζαν
κι άλλοι παράγοντες, δε θα πω κάτι περισσότερο…»
Πράγματι, η αστυνομία σχημάτιζε κλοιό γύρω από τον Κριντ, κατά την
άφιξη και την αποχώρησή του από το δικαστήριο, καθώς το
συγκεντρωμένο πλήθος ήθελε να τον λιντσάρει. Είχαν διαρρεύσει
λεπτομέρειες από το μπουντρούμι όπου βασάνιζε τα θύματά του: η
αστυνομία είχε εντοπίσει τα σίδερα και τις τανάλιες, τα φίμωτρα και τα
μαστίγια, τις φωτογραφίες των θυμάτων του που είχε τραβήξει ο Κριντ,
ζωντανών και νεκρών, το κεφάλι και τις παλάμες της Άντρεα Χούτον σε
κατάσταση αποσύνθεσης, στον νιπτήρα του μπάνιου. Όμως, η εικόνα που
περιέγραφε τώρα ο ίδιος ο Κριντ στον Στράικ μετέτρεπε τη δολοφονική
του δράση σε κάτι παρενθετικό, στο πλαίσιο μιας πολύ πιο εντυπωσιακής
εγκληματικής διαδρομής, ένα χόμπι με το οποίο, για κάποιο λόγο, η κοινή
γνώμη εξακολουθούσε να αναλώνεται, τη στιγμή που υπήρχαν ένα σωρό
πολύ πιο ενδιαφέροντα και αξιοθαύμαστα στοιχεία στη ζωή του.
«…επειδή τους τρέχουν τα σάλια με κάτι βρομερές λεπτομέρειες που
τους συναρπάζουν, γιατί έτσι εκτονώνουν τις δικές τους, κοινωνικά
απαράδεκτες, παρορμήσεις», είπε ο Κριντ. «Θα μπορούσα να είχα γίνει
γιατρός, μη σου πω ότι μάλλον έπρεπε να είχα γίνει…»
(Είχε περιλούσει με μαγειρικό λάδι το κεφάλι της μαγείρισσας Βέρα
Κένι και στη συνέχεια είχε βάλει φωτιά στα μαλλιά της, φωτογραφίζοντάς
την ενώ καιγόταν φιμωμένη. Είχε κόψει τη γλώσσα της άνεργης Γκέιλ
Ράιτμαν. Είχε δολοφονήσει την κομμώτρια Σούζαν Μέγιερ,
ποδοπατώντας κατ’ επανάληψη το κεφάλι της).
«Δεν έτυχε να σκοτώσεις κάποια από υπερβολική δόση, σωστά;» είπε ο
Στράικ.
«Απαιτείται πολλή μεγαλύτερη ικανότητα για να τις ζαλίζεις χωρίς να
τις κάνεις να σωριαστούν. Ο κάθε άσχετος μπορεί να μπουκώσει τον άλλο
με ένα σωρό χάπια. Αυτό που έκανα εγώ απαιτεί γνώσεις και εμπειρία. Γι’
αυτό και ξέρω πως μου χορηγούν υπερβολικά μεγάλες δόσεις εδώ πέρα,
επειδή καταλαβαίνω τις παρενέργειες».
«Στις γυναίκες στο υπόγειο τι ουσίες έδινες;»
«Ποτέ μου δε νάρκωσα γυναίκα, από τη στιγμή που την έμπαζα στο
σπίτι. Όταν διάβαιναν το κατώφλι, είχα άλλους τρόπους να τις κάνω να
σωπαίνουν».
Ο Κριντ είχε ράψει το στόμα της Άντρεα Χούτον, ενόσω εκείνη ήταν
ακόμη ζωντανή: ίχνη νήματος είχαν βρεθεί στο αποσυντεθειμένο κεφάλι.
Ο ψυχίατρος έριξε μια ματιά στο ρολόι του.
«Κι αν μια γυναίκα ήταν ήδη μεθυσμένη;» ρώτησε ο Στράικ. «Η Γκέιλ
Ράιτμαν, για παράδειγμα: σε κάποιο μπαρ την πέτυχες, σωστά; Δεν
υπήρχε κίνδυνος να σου μείνει στα χέρια, αν της έδινες χάπια, ενώ ήταν
πιωμένη;»
«Ευφυής ερώτηση», είπε ο Κριντ ρουφώντας τον Στράικ με τις
πελώριες κόρες του. «Συνήθως μπορώ να εκτιμήσω τι έχει κατεβάσει μια
γυναίκα με απόλυτη ακρίβεια. Η Γκέιλ ήταν μόνη της, μουτρωμένη.
Κάποιος μάγκας την είχε στήσει…»
Ο Κριντ δεν αποκάλυπτε το παραμικρό: όλα αυτά ήταν γνωστά. Τα είχε
ήδη ομολογήσει στο δικαστήριο, όπου είχε περιγράψει με εμφανή
απόλαυση τις διάφορες καταστάσεις, παρατηρώντας τις αντιδράσεις των
συγγενών των θυμάτων. Οι φωτογραφίες που είχαν βρεθεί κρυμμένες
κάτω από τις σανίδες του πατώματος, της Γκέιλ και της Άντρεα, της
Σούζαν και της Βέρα, της Νορίν, της Τζάκι και της Τζεραλντίν, δεμένες,
καμένες και μαχαιρωμένες, ζωντανές και σακατεμένες, τα
ακρωτηριασμένα και σε ορισμένες περιπτώσεις ακέφαλα πτώματά τους
τοποθετημένα σε πορνογραφικές στάσεις, τον είχαν καταδικάσει πριν
ανοίξει το στόμα του, όμως ο Κριντ είχε επιμείνει να γίνει πλήρης δίκη,
στην οποία είχε δηλώσει ένοχος λόγω παράνοιας.
«…με μια περούκα και λιγάκι κραγιόν… νομίζουν πως είσαι άκακος,
παράξενος… μπορεί κι αδελφή. Της έπιανα κουβέντα για ένα-δυο λεπτά
σε μιαν απόμερη γωνιά. Το παίζεις ανήσυχος…
»Μια στάλα πεντοβαρβιτάλης στο ποτό της… ελάχιστη ποσότητα,
ελάχιστη», είπε ο Κριντ, όπως κρατούσε τα τρεμάμενα δάχτυλά του σε
απόσταση χιλιοστών. «Πεντοβαρβιτάλη και αλκοόλ, επικίνδυνος
συνδυασμός αν δεν ξέρεις τι κάνεις, όμως εγώ ήξερα, προφανώς…»
»Οπότε της λέω: “Πρέπει να πηγαίνω τώρα, καλή μου, να προσέχεις”.
Αυτό το “Να προσέχεις!” έπιανε πάντα». Ο Κριντ έκανε τη φωνή του
ψιλή, για να μιμηθεί την Γκέιλ: «“Έλα, μωρέ, μη φεύγεις, κάτσε να
πιούμε ένα ποτάκι!” “Όχι, καλή μου, χρειάζεται ύπνο αυτή η επιδερμίδα,
για να μένει έτσι φρέσκια”. Εκεί τους αποδεικνύεις πως δεν αποτελείς
απειλή. Κάνεις τάχα μου πως πας να φύγεις ή σηκώνεσαι και φεύγεις
κανονικά. Έτσι, όταν σε φωνάζουν να γυρίσεις πίσω ή πέφτουν πάνω σου
τυχαία κανένα δεκάλεπτο μετά, όταν έχουν αρχίσει να νιώθουν χάλια,
ανακουφίζονται, γιατί είσαι εκείνος ο καλός, ασφαλής τύπος…
»Τα έγραφα όλα στο βιβλίο μου, τους διάφορους τρόπους που τις
τσάκωνα. Χρήσιμο ανάγνωσμα για γυναίκες που θέλουν να μην έχουν
μπλεξίματα, να διαβάσουν πώς λειτουργεί ένας εξαιρετικά
αποτελεσματικός δολοφόνος, όμως οι Αρχές δεν επιτρέπουν να εκδοθεί,
οπότε αναπόφευκτα αναρωτιέσαι, μήπως θέλουν να ξεσκαρτάρουν οι
δρόμοι από τα τσουλιά; Μπορεί και να το θέλουν.
»Γιατί υπάρχουν άνθρωποι σαν κι εμένα, Κόρμοραν; Για ποιο λόγο
επέτρεψε η εξέλιξη να συμβεί αυτό; Επειδή οι άνθρωποι έχουμε εξελιχτεί
τόσο πολύ, ώστε ο μόνος τρόπος να αραιώσει ο πληθυσμός είναι
εσωτερικά, από τους δικούς μας θηρευτές. Να ξεσκαρτάρουν τους
αδύναμους, τους ηθικά μετέωρους. Είναι καλό πράγμα να μη
γεννοβολάνε εκείνες οι έκφυλες, οι μεθυσμένες. Αυτό είναι γεγονός
αναντίρρητο», είπε ο Ντένις Κριντ.
»Κατέβαζα το παράθυρό μου. “Θες να σε πετάξω κάπου, καλή μου;” Η
άλλη, στο μεταξύ, τρέκλιζε. Χαιρόταν που με έβλεπε. Μόνη της μπήκε
στο φορτηγάκι, χωρίς καμία δυσκολία, ευκαιρία να καθίσει κιόλας…
»Το είχα πει στην Γκέιλ, όταν την έμπασα στο υπόγειο: “Καλύτερα να
είχες πάει στο μπάνιο, μωρή τσούλα, έτσι δεν είναι; Βάζω στοίχημα πως
είσαι από δαύτες που κατουράνε στον δρόμο. Βρόμα, ε, βρόμα…”
Αλήθεια, γιατί σε ενδιαφέρει τόσο πολύ το πώς τις νάρκωνα;»
Η ροή της αφήγησης ξαφνικά είχε στεγνώσει. Τα άτονα γκριζόμαυρα
μάτια του Κριντ στρέφονταν απότομα αριστερά και δεξιά, ανάμεσα σ’
εκείνα του Στράικ.
«Θαρρείς πως η δρ Μπάμπορο θα παραήταν έξυπνη, για να επιτρέψει
να τη ναρκώσει κάποιος σαν κι εμένα, σωστά;»
«Κάνουν κι οι γιατροί λάθη, όπως όλοι οι άνθρωποι», είπε ο Στράικ.
«Τη Νορίν Στάροκ σε λεωφορείο τη συνάντησες, έτσι δεν είναι;»
Ο Κριντ βάλθηκε να παρατηρεί τον Στράικ για αρκετά δευτερόλεπτα,
σαν να προσπαθούσε να καταλάβει κάτι.
«Το γυρίσαμε στα λεωφορεία τώρα; Πόσο συχνά έπαιρνε το λεωφορείο
η Μάργκοτ Μπάμπορο;»
«Συχνά, φαντάζομαι», είπε ο Στράικ.
«Άραγε, θα δεχόταν να πάρει ένα αναψυκτικό από κάποιον άγνωστο;»
«Αναψυκτικό πρόσφερες στη Νορίν, σωστά; Και μέσα είχες ρίξει
φενοβαρβιτάλη, αν δεν κάνω λάθος».
«Ναι. Κόντευε να την πάρει ο ύπνος, μέχρι να φτάσουμε στη στάση
μου. Της είπα: “Περάσαμε τη δική σου, καλή μου. Έλα, θα σε πάω μέχρι
την πιάτσα των ταξί”. Την κατέβασα από το λεωφορείο πιασμένη αγκαζέ.
Δεν ήταν μεγαλόσωμη κοπέλα η Νορίν. Από τις πιο εύκολες ήταν».
«Προσάρμοζες τη δοσολογία ανάλογα με το βάρος;»
Ακολούθησε μία ακόμη, σχεδόν ανεπαίσθητη παύση.
«Λεωφορεία και αναψυκτικά και δοσολογία ανάλογα το βάρος;… Να
σου πω κάτι, Κόρμοραν; Νομίζω πως μάντεψα σωστά με τη δεύτερη.
Ήρθες ως εδώ για τη μικρούλα Λουίζ Τάκερ».
«Όχι», είπε ο Στράικ αναστενάζοντας, όπως έγερνε στην πλάτη της
καρέκλας του. «Η αλήθεια είναι πως έπεσες διάνα με την πρώτη. Με
προσέλαβε η κόρη της Μάργκοτ Μπάμπορο».
Αυτή τη φορά η παύση ήταν μεγαλύτερη, οπότε ο ψυχίατρος έριξε και
πάλι μια ματιά στο ρολόι του. Ο Στράικ ήξερε πως ο χρόνος πλησίαζε στο
τέλος του και είχε την αίσθηση πως το ήξερε και ο Κριντ.
«Θέλω να επιστρέψω στο Μπέλμαρς, Κόρμοραν», είπε ο Κριντ,
γέρνοντας προς τα εμπρός, τώρα που ο Στράικ είχε γείρει προς τα πίσω.
«Θέλω να ολοκληρώσω το βιβλίο μου. Είμαι εχέφρων, το ξέρεις κι εσύ
αυτό, μόνος σου το είπες. Δεν είμαι άρρωστος. Στοιχίζει στον
φορολογούμενο πολίτη πέντε φορές περισσότερα να με έχουν εδώ μέσα
απ’ ό,τι αν ήμουν στη φυλακή. Εσύ πού λες να προτιμούσε να βρίσκομαι
η βρετανική κοινή γνώμη, ε;»
«Α, είμαι βέβαιος πως θα ήθελαν να επιστρέψεις στη φυλακή», είπε ο
Στράικ.
«Λοιπόν, συμφωνώ μαζί τους», είπε ο Κριντ. «Συμφωνώ».
Έριξε μια λοξή ματιά στον δρα Μπιράλ, που είχε το ύφος ανθρώπου
έτοιμου να ανακοινώσει τη λήξη της συνάντησης.
«Είμαι εχέφρων, κι εφόσον με αντιμετωπίσουν έτσι, θα φερθώ
ανάλογα», είπε ο Κριντ.
Έγειρε ακόμη περισσότερο προς τα εμπρός.
«Εγώ σκότωσα τη Λουίζ Τάκερ», είπε ο Κριντ με ήσυχη φωνή, οπότε,
με την περιφερειακή του όραση, ο Στράικ αντιλήφθηκε τόσο τον
ψυχίατρο όσο και τον νοσοκόμο να κοκαλώνουν εμβρόντητοι. «Την
τσίμπησα στη γωνιά ενός δρόμου με το φορτηγάκι μου, τον Νοέμβριο του
1972. Έκανε ψοφόκρυο εκείνη τη νύχτα. Η κοπελιά ήθελε να γυρίσει
σπίτι της και δεν είχε λεφτά. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ, Κόρμοραν»,
είπε ο Κριντ, ενώ εκείνες οι πελώριες μαύρες κόρες κάρφωναν τα μάτια
του Στράικ. «Μια κοπελίτσα με στολή σχολείου. Κανένας άντρας δε θα
μπορούσε να αντισταθεί. Από παρόρμηση το έκανα… χωρίς σχέδιο…
ούτε περούκα είχα ούτε πειραγμένο αναψυκτικό, τίποτε…»
«Και γιατί δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος της στο υπόγειο;» είπε ο
Στράικ.
«Πώς δεν υπήρχε. Είχα κρατήσει το κολιέ της. Όμως την ίδια δεν την
έμπασα στο υπόγειο, με πιάνεις; Κι αν θες αποδείξεις, θα σου δώσω
αποδείξεις: τη μητριά της την έλεγε “Κάργια”. Να πεις του Τάκερ πως η
κορούλα του μου το είπε αυτό, εντάξει; Βέβαια, καθόμασταν και τα
λέγαμε για κανένα πεντάλεπτο όμορφα κι ωραία, για το πόσο σπαστικά
ήταν στο σπίτι, μέχρι να συνειδητοποιήσει πως πηγαίναμε σε λάθος
κατεύθυνση. Εκεί άρχισε να ουρλιάζει και να κοπανάει τα παράθυρα.
»Σταμάτησα σε ένα σκοτεινό πάρκινγκ», είπε ο Κριντ ήσυχα, «έφραξα
το στόμα της με την παλάμη μου, την έσυρα στην καρότσα, τη γάμησα
και την καρύδωσα. Θα ήθελα να την κρατούσα λιγάκι παραπάνω, όμως
ήταν φασαριόζα, πολύ φασαριόζα.
»Βλακεία έκανα, όμως δεν μπόρεσα να αντισταθώ, Κόρμοραν. Χωρίς
σχέδιο… ακούς εκεί, στολή μαθητριούλας! Όμως είχα να πάω στη
δουλειά την άλλη μέρα, χρειαζόμουν το φορτηγάκι άδειο. Σκέφτηκα να
πάω το πτώμα στο υπόγειο, όμως εκείνη η μπάμπω, η σπιτονοικοκυρά
μου, ήταν ξύπνια όταν πέρασα μπροστά από το σπίτι. Με κοίταζε από το
παράθυρο του πάνω ορόφου, όπως περνούσα με το φορτηγάκι, οπότε δε
σταμάτησα. Μετά της είπα πως είχε κάνει λάθος, δεν ήμουν εγώ. Η γριά
καθόταν και περίμενε να δει τι ώρα θα γυρνούσα. Συνήθως, όταν έβγαινα
κυνήγι, της έριχνα κάτι να ξεραθεί, όμως εδώ μιλάμε για δωράκι
ουρανοκατέβατο…»
«Και τι έκανες με το πτώμα;» ρώτησε ο Στράικ.
«Α», είπε ο Κριντ γέρνοντας με τη σειρά του στην πλάτη της καρέκλας
του. Τα υγρά χείλη γλίστρησαν το ένα πάνω από το άλλο, οι κόρες
έχασκαν πελώριες. «Νομίζω πως θα χρειαστεί να επιστρέψω στο
Μπέλμαρς, προτού το αποκαλύψω αυτό. Τράβα να πεις στις εφημερίδες
πως αποφάσισα να ομολογήσω τη δολοφονία της Λουίζ, κι ότι είμαι
εχέφρων και θα έπρεπε να βρίσκομαι στο Μπέλμαρς, κι εφόσον
προχωρήσει η μεταγωγή, θα πω στον γερο-Τάκερ πού έχωσα το κοριτσάκι
του. Τράβα να το πεις στις Αρχές, αυτή είναι η πρότασή μου…
»Ποτέ δεν ξέρεις, ίσως μου έρθει η όρεξη να πω και δυο πραγματάκια
για τη Μάργκοτ Μπάμπορο, μόλις αλλάξω περιβάλλον. Να καθαρίσει
πρώτα ο οργανισμός μου απ’ όλα αυτά τα φάρμακα, κι ίσως μπορέσω να
θυμηθώ καλύτερα».
«Μαλακίες τσαμπουνάς», είπε ο Στράικ όπως σηκωνόταν όρθιος με
ύφος θυμωμένο. «Τίποτε δε θα τους πω».
«Έλα τώρα, μην κάνεις μούτρα επειδή δε σου είπα γι’ αυτή που
ήθελες», είπε ο Κριντ μειδιώντας. «Συμπεριφέρεσαι σαν κλασικός
νάρκισσος, Κόρμοραν».
«Τελειώσαμε», είπε ο Στράικ στον δρα Μπιράλ.
«Άσε τις κόνξες», είπε ο Κριντ. «Ρε!»
Ο Στράικ γύρισε να τον κοιτάξει.
«Εντάξει… Θα σου δώσω ένα τόσο δα στοιχείο, για το πού έκρυψα το
πτώμα της Λουίζ, να δούμε αν είσαι τόσο έξυπνος όσο νομίζεις, εντάξει;
Να δούμε ποιος θα βρει πρώτος την απάντηση, εσύ ή η αστυνομία. Αν
βρουν το πτώμα, θα καταλάβουν πως είμαι εχέφρων, κι ότι είμαι έτοιμος
να μιλήσω για τη Μάργκοτ Μπάμπορο, εφόσον μεταφερθώ εκεί που θέλω
να πάω. Κι αν δεν μπορέσει κανείς να ερμηνεύσει το στοιχείο, κάποιος θα
αναγκαστεί να περάσει πάλι από εδώ να μου μιλήσει, σωστά; Ποιος ξέρει,
ίσως να στείλουν πάλι εσένα. Θα μπορούσαμε να παίξουμε σκάκι, με
έπαθλο κι άλλα στοιχεία, Κόρμοραν».
Ο Στράικ καταλάβαινε πως ο Κριντ φαντασιωνόταν εβδομάδες
πρωτοσέλιδων, καθώς θα έδινε με το σταγονόμετρο στοιχεία στους
ερευνητές. Ψυχολογικό μαρτύριο για τους Τάκερ, χειραγώγηση της κοινής
γνώμης, κι ο Στράικ, ενδεχομένως, να πρέπει να τρέχει κάθε φορά που τον
ζητούσε: η απόλυτη ονείρωξη ενός σαδιστή.
«Για να ακούσω λοιπόν», είπε ο Στράικ κοιτάζοντάς τον όρθιος. «Ποιο
είναι το στοιχείο;»
«Θα βρεις το πτώμα της Λουίζ Τάκερ εκεί που συναντάς ένα Μ54», είπε
ο Κριντ, κι ο Στράικ ήταν βέβαιος πως ο Κριντ είχε καταλήξει στο
στοιχείο αυτό πολύ πριν από τη συνάντηση, όπως βέβαιος ήταν πως το
ίδιο ακριβώς στοιχείο θα αφορούσε τη Μάργκοτ, αν ο Στράικ είχε πει πως
τον είχαν προσλάβει οι Τάκερ. Ο Κριντ είχε ανάγκη να πιστέψει πως δεν
είχε δώσει στον Στράικ αυτό που πραγματικά ήθελε. Έπρεπε να βγει από
πάνω.
«Μάλιστα», είπε ο Στράικ. Στράφηκε στον δρα Μπιράλ. «Πηγαίνουμε;»
«Σε ένα Μ54, Κόρμοραν, εντάξει;» φώναξε ο Κριντ.
«Σε άκουσα», είπε ο Στράικ.
«Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σε βοηθήσω με τη δρα Μπάμπορο!»
φώναξε ο Κριντ, κι ο Στράικ μπορούσε να διακρίνει την ικανοποίηση που
του προκαλούσε η σκέψη πως είχε ανατρέψει τα σχέδια του ντετέκτιβ.
Ο Στράικ στράφηκε προς το μέρος του μια τελευταία φορά και πλέον
έπαψε να προσποιείται πως ήταν θυμωμένος, ανταποδίδοντας το πλατύ
χαμόγελο.
«Ήρθα εδώ για τη Λουίζ Τάκερ, ηλίθιο ανθρωπάκι. Το ήξερα ήδη πως
δε συνάντησες ποτέ τη Μάργκοτ Μπάμπορο. Τη σκότωσε ένας
δολοφόνος πολύ πιο επιδέξιος απ’ ό,τι εσύ. Κι απλώς για να ξέρεις»,
συμπλήρωσε ο Στράικ, καθώς τα κλειδιά του νοσοκόμου κουδούνιζαν, και
στο κρεμασμένο, λιπόσαρκο πρόσωπο του Κριντ αποτυπωνόταν
ανάγλυφα η απογοήτευση, «θεωρώ πως είσαι παράφρονας για τα σίδερα,
κι αν με ρωτήσει κανείς, θα πω ότι πρέπει να παραμείνεις στο
Μπρόουντμουρ, μέχρι να σαπίσεις».
69
Έχεις πάνω σου την εικόνα εκείνης της Κυράς;
Ολοζώντανης στην αποτύπωση, κι ας είναι η ουσία της νεκρή.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Έπειτα από σχεδόν μία ώρα συνεννόησης με τον δρα Μπιράλ, στη
διάρκεια της οποίας ο εμφανώς κλονισμένος ψυχίατρος τηλεφώνησε στη
Σκότλαντ Γιαρντ, ο Στράικ αποχώρησε από το νοσοκομείο, έχοντας την
αίσθηση πως είχε παραμείνει εκεί για διάστημα διπλάσιο απ’ ό,τι στην
πραγματικότητα. Το Κρόουθορν, ένα παρακείμενο χωριό, δε βρισκόταν
στη διαδρομή που θα ακολουθούσε κανονικά ο Στράικ προκειμένου να
επιστρέψει στο Λονδίνο, όμως πεινούσε, ήθελε να τηλεφωνήσει στη
Ρόμπιν κι αισθανόταν την έντονη ανάγκη να βρεθεί ανάμεσα σε
συνηθισμένους ανθρώπους, στην καθημερινότητά τους, να αποδιώξει την
εικόνα από εκείνους τους έρημους διαδρόμους που αντιλαλούσαν, από τα
κλειδιά που κουδούνιζαν και από τις πελώριες διεσταλμένες κόρες των
ματιών του Ντένις Κριντ.
Στάθμευσε μπροστά σε μια παμπ, άναψε εκείνο το τσιγάρο που
λαχταρούσε να καπνίσει εδώ και δυόμισι ώρες κι ύστερα άνοιξε ξανά το
κινητό του. Είχε ήδη δύο αναπάντητες κλήσεις από τον Μπράιαν Τάκερ,
όμως αντί να τηλεφωνήσει στον ηλικιωμένο άντρα, πάτησε το πλήκτρο
όπου είχε αποθηκευμένο τον αριθμό της Ρόμπιν. Εκείνη απάντησε στο
δεύτερο χτύπημα.
«Τι έγινε;»
Ο Στράικ της είπε. Όταν ολοκλήρωσε, ακολούθησε μια σύντομη παύση.
«Για πες ξανά το στοιχείο», είπε η Ρόμπιν, που ακούστηκε σφιγμένη.
«“Θα τη βρεις εκεί που συναντάς ένα Μ54”».
«Δε φαντάζομαι να εννοεί τον Μ54; Τον αυτοκινητόδρομο;»
«Ενδεχομένως, όμως δε χρησιμοποίησε το οριστικό άρθρο».
«Ο Μ54 έχει μήκος πάνω από τριάντα χιλιόμετρα».
«Το ξέρω».
Είχε αρχίσει να αισθάνεται την αντίδραση στα όσα είχε βιώσει:
κανονικά, ο Στράικ θα έπρεπε να νιώθει θριαμβευτής, όμως στην πράξη
ήταν κουρασμένος και σφιγμένος. Όπως κρατούσε το κινητό, η συσκευή
βούιξε, οπότε έριξε μια ματιά στην οθόνη.
«Ο Μπράιαν Τάκερ είναι, προσπαθεί ξανά να με βρει», είπε στη Ρόμπιν.
«Τι σκέφτεσαι να του πεις;»
«Την αλήθεια», είπε με βαριά φωνή ο Στράικ φυσώντας τον καπνό έξω
από το ανοιχτό παράθυρο. «Ο δρ Μπιράλ επικοινώνησε ήδη με τη
Σκότλαντ Γιαρντ. Το πρόβλημα είναι πως, εφόσον αυτό το στοιχείο
αποδειχτεί ανούσιο ή άλυτο, ο Τάκερ θα ξέρει πως ο Κριντ σκότωσε την
κόρη του, όμως δε θα ανακτήσει ποτέ τη σορό της. Κι αυτό ενδεχομένως
να είναι το απόλυτο βασανιστήριο για το διεστραμμένο μυαλό του
Κριντ».
«Κάτι είναι όμως η εξασφάλιση της ομολογίας, σωστά;» είπε η Ρόμπιν.
«Ο Τάκερ ήταν πεπεισμένος εδώ και δεκαετίες πως ο Κριντ την είχε
σκοτώσει. Η ομολογία χωρίς πτώμα απλώς διατηρεί ανοιχτή την πληγή. Ο
Κριντ θα είναι αυτός που θα γελάσει τελευταίος, καθώς θα γνωρίζει πού
βρίσκεται η κοπέλα, χωρίς να το αποκαλύπτει… Με τη Βρετανική
Βιβλιοθήκη πώς τα πήγες;»
«Α. Μια χαρά», είπε η Ρόμπιν. «Εντόπισα την Τζοάνα Χάμοντ πριν από
κανένα δίωρο».
«Και;» είπε ο Στράικ σε εγρήγορση πλέον.
«Είχε έναν μεγάλο σπίλο στο πρόσωπό της. Στο αριστερό μάγουλο.
Διακρίνεται στη φωτογραφία του γάμου της, στην τοπική εφημερίδα. Σου
στέλνω τώρα το αρχείο».
«Και ο άγιος…;»
«Λογικά, στη νεκρολογία της βασίστηκε. Δημοσιευμένη στην ίδια
τοπική εφημερίδα».
«Χριστέ και Κύριε», είπε ο Στράικ.
Ακολούθησε μια μεγαλύτερη παύση. Το κινητό του Στράικ βούιξε ξανά,
οπότε είδε πως η Ρόμπιν του είχε στείλει συνημμένη σε γραπτό μήνυμα
μια φωτογραφία.
Όπως την άνοιξε, αντίκρισε ένα ζευγάρι την ημέρα του γάμου του, το
1969: η θολή ασπρόμαυρη φωτογραφία μιας χαμογελαστής νύφης με
μεγάλα δόντια, καστανά μαλλιά χτενισμένα σε ψιλές μπούκλες,
δαντελωτό φόρεμα με ψηλό λαιμό, καπελίνο πάνω στο πέπλο της κι έναν
μεγάλο σπίλο στο αριστερό ζυγωματικό. Ο ξανθός σύζυγος έστεκε ψηλός,
της έριχνε ένα κεφάλι, αγέλαστος. Ήδη μέσα στα πρώτα λεπτά του
έγγαμου βίου του είχε την όψη ανθρώπου έτοιμου να πιάσει ρόπαλο.
«Δεν ήταν Τοξότης, με το σύστημα του Σμιντ», είπε η Ρόμπιν, κι ο
Στράικ έφερε το κινητό ξανά πάνω στο αυτί του, «Σκορπιός ήταν…»
«…ζώδιο που ο Τάλμποτ θεωρούσε πως της ταίριαζε καλύτερα, λόγω
του σπίλου», είπε ο Στράικ αναστενάζοντας. «Έπρεπε να είχα τσεκάρει
ξανά όλες τις ταυτοποιήσεις, από τη στιγμή που ανακάλυψες τι έπαιζε με
τον Σμιντ. Ίσως είχαμε καταφέρει να φτάσουμε εδώ νωρίτερα».
«Με τον Ντάουθγουεϊτ τι θα κάνουμε;»
«Σκοπεύω να του τηλεφωνήσω», αποκρίθηκε ο Στράικ ύστερα από μια
στιγμιαία παύση. «Αυτή τη στιγμή. Σε ξαναπαίρνω μετά».
Το στομάχι του γουργούριζε, καθώς τηλεφωνούσε στον ξενώνα
Άλαρνταϊς, στο Σκέγκνες, οπότε άκουσε τη γνώριμη σκοτσέζικη προφορά
της Ντόνα, της συζύγου του Ντάουθγουεϊτ.
«Αχ, Παναγία μου», έκανε εκείνη μόλις της είπε ο Στράικ ποιος ήταν.
«Τι έγινε πάλι;»
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας», απάντησε ο Στράικ ψέματα, όπως
άκουγε ένα ραδιόφωνο να παίζει στο βάθος. «Απλώς ήθελα να
διπλοτσεκάρω ορισμένα σημεία».
«Στιβ!» την άκουσε να φωνάζει, έχοντας απομακρύνει το στόμα της από
το ακουστικό. «Είναι αυτός!… Τι ρωτάς “Ποιος”; Εσύ, δηλαδή, ποιος
κέρατο λες να είναι;»
Ο Στράικ άκουσε βήματα κι ύστερα τον Ντάουθγουεϊτ, που του
ακούστηκε κάτι ανάμεσα σε θυμωμένος και τρομαγμένος.
«Τι θες;»
«Θέλω να σου πω τι νομίζω ότι συνέβη στο τελευταίο σου ραντεβού,
στο ιατρείο της Μάργκοτ Μπάμπορο», είπε ο Στράικ.
Μίλησε επί δύο λεπτά, κι ο Ντάουθγουεϊτ δεν τον διέκοψε, παρότι ο
Στράικ ήξερε ότι εξακολουθούσε να κρατά το ακουστικό, από τους
μακρινούς ήχους του ξενώνα που έφταναν στο αυτί του από την άλλη
άκρη της γραμμής. Όταν ολοκλήρωσε ο Στράικ την περιγραφή της
τελικής επίσκεψης του Ντάουθγουεϊτ στην κλινική, δεν ακούστηκε το
παραμικρό, εκτός από το ραδιόφωνο που εξακολουθούσε να παίζει στο
βάθος το «Blame» του Κάλβιν Χάρις.
Ρίξε το φταίξιμο στη νύχτα… μην το ρίχνεις πάνω μου…
«Λοιπόν;» είπε ο Στράικ.
Ήξερε πως ο Ντάουθγουεϊτ δεν ήθελε να το επιβεβαιώσει. Ο
Ντάουθγουεϊτ ήταν δειλός, ένας αδύναμος άνθρωπος που προτιμούσε να
το σκάει όταν προέκυπτε πρόβλημα. Θα μπορούσε να είχε αποτρέψει
περαιτέρω θανάτους, αν είχε βρει το σθένος να πει όσα γνώριζε, όμως
φοβόταν για το τομάρι του, φοβόταν πως θα φάνταζε συνένοχος, βλάκας
και ελεεινός στα μάτια των αναγνωστών των εφημερίδων. Οπότε, είχε
προτιμήσει να το βάλει στα πόδια, όμως το μόνο που κατάφερε έτσι ήταν
να χειροτερέψουν τα πράγματα, κι όταν προέκυψαν οι εφιαλτικές
συνέπειες, είχε επιλέξει και πάλι να τραπεί σε φυγή, μετά βίας
ομολογώντας έστω στον εαυτό του αυτά που φοβόταν, γυρεύοντας τη
λήθη στο ποτό, στο τραγούδι, στις γυναίκες. Και τώρα ο Στράικ τον
έφερνε αντιμέτωπο με ένα απαίσιο δίλημμα, στο οποίο ουσιαστικά δεν
είχε καμία επιλογή. Όπως η Βάιολετ Κούπερ, ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ
βρισκόταν αντιμέτωπος με μια ζωή αποδοκιμασίας από την επικριτική
κοινή γνώμη και το πόσο καλύτερα θα ήταν αν είχε πει την πάσα αλήθεια
στον Τάλμποτ, πριν από σαράντα χρόνια, τότε που το πτώμα της Μάργκοτ
Μπάμπορο θα μπορούσε να είχε εντοπιστεί γρήγορα, κι ένα άτομο με
δολοφονικά ένστικτα θα μπορούσε να είχε οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, πριν
οδηγήσει κι άλλα θύματα στον θάνατο.
«Έχω δίκιο;» είπε ο Στράικ.
«Ναι», είπε τελικά ο Ντάουθγουεϊτ.
«Καλώς. Λοιπόν, αν θες να ακούσεις τη συμβουλή μου, θα πας αμέσως
στη γυναίκα σου και θα της το πεις, πριν της τα προφτάσουν οι
δημοσιογράφοι. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει τρόπος να κρυφτείς».
«Σκατά», μουρμούρισε ο Ντάουθγουεϊτ.
«Λοιπόν, τα λέμε στο δικαστήριο», είπε ο Στράικ ζωηρά, κι αμέσως
τερμάτισε την κλήση και τηλεφώνησε στη Ρόμπιν.
«Το επιβεβαίωσε».
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν.
«Τον συμβούλεψα να πει στην Ντόνα…»
«Κόρμοραν», επανέλαβε η Ρόμπιν.
«Τι;»
«Νομίζω πως ξέρω τι είναι το Μ54».
«Δε φαντάζομαι…»
«…να είναι ο αυτοκινητόδρομος; Όχι. Το Μ54 είναι ένα ελλειπτικό
σύμπλεγμα…»
«Ένα τι;»
«Ένα σύμπλεγμα αστεριών σε σχήμα σφαίρας».
«Αστεριών;» είπε ο Στράικ νιώθοντας μια απογοήτευση. «Για μισό…»
«Άκου», είπε η Ρόμπιν. «Ο Κριντ νόμιζε πως είχε σκαρώσει έναν
πανέξυπνο γρίφο, όμως αρκεί μία απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο…»
«Δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο εκεί πέρα», είπε ο Στράικ.
«Γκρίνιαζε γι’ αυτό».
«Τέλος πάντων. Το Μ54 είναι ένα σύμπλεγμα αστεριών στον αστερισμό
του Τοξότη», είπε η Ρόμπιν.
«Έλεος με την αστρολογία», είπε ο Στράικ κλείνοντας τα μάτια του.
«Ρόμπιν…»
«Άκουσέ με. Ο Κριντ είπε: “Θα τη βρεις εκεί που συναντάς ένα Μ54”,
σωστά;»
«Ναι…»
«Ο αστερισμός είναι του Τοξότη».
«Και λοιπόν;»
«Ο Μπράιαν μας έδειξε τον χάρτη, Στράικ! Ο Ντένις Κριντ περνούσε
συχνά από το Ξενοδοχείο Άρτσερ3, στο Ίσλινγκτον, στις αρχές της
δεκαετίας του ’70, τότε που παρέδιδε εκεί τα κλινοσκεπάσματα. Στο
οικόπεδο υπήρχε ένα πηγάδι στον πίσω κήπο. Εκείνα τα χρόνια ήταν
καρφωμένο με σανίδες, τώρα καλύπτεται από ένα περίπτερο».
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, δυο εύθυμοι τύποι με πανομοιότυπες
μπάκες πέρασαν μέσα στην παμπ. Ο Στράικ μετά βίας αντιλήφθηκε την
παρουσία τους. Είχε ξεχάσει ακόμη και να τραβήξει τζούρες από το
τσιγάρο που σιγόκαιγε ανάμεσα στα δάχτυλά του.
«Σκέψου λίγο το σκηνικό», είπε η Ρόμπιν στο αυτί του. «Ο Κριντ έχει
ένα πτώμα εκτός προγράμματος στο φορτηγάκι, όμως δε γίνεται να το
μεταφέρει στο Δάσος του Έπιν, γιατί η περιοχή εξακολουθούσε να
ερευνάται από τις Αρχές. Λίγο νωρίτερα είχε εντοπιστεί η σορός της Βέρα
Κένι. Δεν ξέρω γιατί δεν κατέβασε το πτώμα στο υπόγειο…»
«Ξέρω εγώ», είπε ο Στράικ. «Προ ολίγου μου το είπε. Πέρασε μπροστά
από το σπίτι να κόψει κίνηση, κι η σπιτονοικοκυρά ήταν ξύπνια, στημένη
στο παράθυρο».
«Μάλιστα… σωστά… οπότε, πρέπει να αδειάσει το φορτηγάκι πριν
πάει στη δουλειά. Ξέρει τα κατατόπια στον κήπο του ξενοδοχείου, κι
επίσης ξέρει πως υπάρχει μια βοηθητική είσοδος εκεί. Στην καρότσα έχει
εργαλεία, εύκολα θα μπορούσε να αφαιρέσει τις σανίδες. Κόρμοραν,
είμαι σίγουρη πως η κοπέλα βρίσκεται στο παλιό πηγάδι του Άρτσερ».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση, μέχρι που από το ξεχασμένο τσιγάρο
έπεσε καυτή στάχτη πάνω στα πόδια του Στράικ.
«Γαμώτο…»
Πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο, οπότε ήρθε αντιμέτωπος με ένα
βλέμμα αποδοκιμασίας από μια περαστική ηλικιωμένη γυναίκα, που
έσερνε ένα καρό καρότσι λαϊκής.
«Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε», είπε στη Ρόμπιν. «Εγώ θα τηλεφωνήσω
στον Τάκερ, να του πω τι έγινε στη συνάντηση, θα του αναφέρω και το
συμπέρασμά σου. Εσύ κάνε ένα τηλέφωνο στον Τζορτζ Λέιμπορν, να του
εξηγήσεις το σκεπτικό σου για το ξενοδοχείο. Όσο γρηγορότερα
ερευνήσει το σημείο η αστυνομία, τόσο το καλύτερο για τους Τάκερ,
ιδίως αν διαρρεύσει η είδηση ότι ο Κριντ ομολόγησε».
«Έγινε, τηλεφωνώ αμέσως…»
«Στάσου, δεν τελείωσα», είπε ο Στράικ. Στο μεταξύ είχε κλείσει τα
μάτια του, κι έτριβε τους κροτάφους του, έτσι όπως αναλογιζόταν όλα
όσα έπρεπε να κάνει το γραφείο, και μάλιστα γρήγορα. «Αφού μιλήσεις
στον Λέιμπορν, θέλω να τηλεφωνήσεις στον Μπάρκλεϊ, να τον
ενημερώσεις πως έχει μια δουλειά μαζί σου αύριο το πρωί. Ο πρώην της
δεσποινίδας Τζόουνς δε θα πάθει τίποτε, αν τον αφήσουμε μόνο του για
μερικές ώρες. Ή, το πιθανότερο, όλη μέρα, αν είναι να συμβεί αυτό που
υποψιάζομαι».
«Και τι δουλειά έχω να κάνω με τον Μπάρκλεϊ;» τον ρώτησε η Ρόμπιν.
«Δεν είναι προφανές;» είπε ο Στράικ ανοίγοντας και πάλι τα μάτια του.
«Τα περιθώρια είναι ελάχιστα, έτσι κι ανοίξει το στόμα του ο
Ντάουθγουεϊτ».
«Οπότε, ο Μπάρκλεϊ κι εγώ, θα…»
«Πάτε να βρείτε το πτώμα της Μάργκοτ», είπε ο Στράικ. «Ναι».
Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή. Το στομάχι του Στράικ γουργούρισε
ξανά. Αυτή τη φορά στην παμπ μπήκαν δύο γυναίκες, χαχανίζοντας με
κάτι που είχε δείξει η μία στην άλλη στο κινητό.
«Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως βρίσκεται εκεί;» είπε η Ρόμπιν κάπως
ταραγμένη.
«Είμαι βέβαιος», είπε ο Στράικ.
«Κι εσύ…;»
«Πρώτα θα τηλεφωνήσω στον Μπράιαν Τάκερ, μετά θα φάω καμιά
τηγανητή πατάτα, θα κάνω εκείνο το τηλεφώνημα στο εξωτερικό –αν δεν
κάνω λάθος, είναι τρεις ώρες μπροστά από εμάς, οπότε δε θα υπάρχει
θέμα– κι ύστερα θα επιστρέψω στο γραφείο. Λογικά, θα είμαι πίσω αργά
το απόγευμα, οπότε θα τα πούμε διεξοδικά από κοντά».
«Έγινε», είπε η Ρόμπιν, «καλή επιτυχία».
Τερμάτισε την κλήση. Ο Στράικ δίστασε για μερικές στιγμές, πριν
τηλεφωνήσει στον Μπράιαν Τάκερ: θα προτιμούσε να το κάνει
κρατώντας μια μπίρα στην παλάμη του, όμως είχε μπροστά του δρόμο για
να επιστρέψει στο Λονδίνο και το να συλληφθεί για οδήγηση υπό την
επήρεια του αλκοόλ, παραμονή της σύλληψης του δολοφόνου της
Μάργκοτ Μπάμπορο, ήταν μια περίπτωση που πραγματικά δεν ήθελε να
διακινδυνεύσει. Προτίμησε να ανάψει δεύτερο τσιγάρο και ετοιμάστηκε
να ενημερώσει έναν χαροκαμένο πατέρα πως, ύστερα από αναμονή
σαράντα δύο ετών, ίσως να ήταν σύντομα σε θέση να κηδέψει την κόρη
του.

3 Archer (Άρτσερ), στα αγγλικά είναι ο τοξότης. Η διευκρίνηση της Ρόμπιν βασίζεται στο ότι
στα αγγλικά, για τον αστερισμό –και το ζώδιο– χρησιμοποιείται η λατινική λέξη Sagittarius.
(Σ.τ.Μ.)
70
…και τέλος, ο Θάνατος·
ο Θάνατος, με όψη φρικτή κι απαίσια…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Το πρωινό ήταν τόσο ήπιο που φάνταζε καλοκαιρινό, όμως τα φύλλα


στους πλατάνους, δίπλα στον τηλεφωνικό θάλαμο, στο έμπα της παρόδου
Άλμπερμαρλ, είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν. Ο ουρανός, κεντημένος με
σύννεφα, μοίραζε κι απομυζούσε ζεστασιά, εναλλάξ, καθώς ο ήλιος
έπαιζε κρυφτό πίσω από τα σύννεφα, κι η Ρόμπιν αισθανόταν ένα ρίγος,
παρά το πουλόβερ που φορούσε κάτω από την καμπαρντίνα της, λες και
κάποιος παγερός άνεμος σάρωνε την πάροδο, εκείνο το δρομάκι που τα
ψηλά κολλητά κτίρια ολόγυρα διατηρούσαν μονίμως στη σκιά.
Στεκόταν δίπλα στον τηλεφωνικό θάλαμο όπου, πριν από σχεδόν
σαράντα χρόνια, ο δολοφόνος της Μάργκοτ Μπάμπορο περίμενε και
επόπτευε τον χώρο, νιώθοντας, όπως φανταζόταν η Ρόμπιν, περίπου όπως
αισθανόταν η ίδια εκείνη τη στιγμή. Τα κυρίαρχα αισθήματα πρέπει να
ήταν ο φόβος και η ανησυχία, η αμφιβολία για το κατά πόσο θα μπορούσε
να λειτουργήσει το σχέδιο, κι ο τρόμος απέναντι στις συνέπειες της
αποτυχίας. Όμως εκείνο το αίσθημα ταύτισης δεν έκανε τη Ρόμπιν να
αισθανθεί μεγαλύτερη κατανόηση για το φονικό χέρι. Έτσι όπως έστρεφε
το βλέμμα στην απέναντι πλευρά του δρόμου, προς την παμπάλαιη
καμάρα της Σεντ Τζονς Γκέιτ, μπορούσε να φανταστεί τη Μάργκοτ
Μπάμπορο να τη διασχίζει ένα βροχερό βράδυ, πριν από σαράντα χρόνια,
ενδεχομένως παραπατώντας, νιώθοντας μιαν αλλόκοτη ζάλη χωρίς να
καταλαβαίνει το γιατί. Ή μήπως είχε συνειδητοποιήσει τι της συνέβαινε;
Ενδεχομένως. Η Μάργκοτ ήταν έξυπνη γυναίκα, κι αυτός ήταν ο λόγος
που έπρεπε να πεθάνει…
Η οδός Κλέρκενγουελ πολύβουη όπως πάντα, κατακλυζόταν από
οχήματα και πεζούς. Η Ρόμπιν αισθανόταν ολότελα αποκομμένη από το
περιβάλλον. Κανείς από τους ανθρώπους που περνούσαν από μπροστά
της δε θα μπορούσε να έχει την παραμικρή υποψία για το τι θα
επιχειρούσε να κάνει. Πόσο αλλόκοτα θα τους φαίνονταν τα σχέδιά της
για εκείνο το πρωί, πόσο μακάβρια… μια υποψία πανικού διέτρεξε τη
ραχοκοκαλιά της Ρόμπιν…
Σκέψου κάτι άλλο.
Στο φύλλο της Metro εκείνο το πρωί δημοσιευόταν μια φωτογραφία της
Σάρλοτ Ρος, με γυαλιά ηλίου και μακρύ σκούρο παλτό, καθώς
περπατούσε σε κάποιο δρόμο στο Μέιφερ, μαζί με την αδελφή της, την
Αμίλια. Τόσο ο σύζυγος της Σάρλοτ, όσο και τα μικρά δίδυμα παιδιά της
έλαμπαν διά της απουσίας τους, ενώ το σύντομο όσο και ανούσιο κείμενο
που συνόδευε τη φωτογραφία δεν είχε αποκαλύψει στη Ρόμπιν το
παραμικρό στοιχείο που θα την ενδιέφερε.
Η Σάρλοτ Κάμπελ εντοπίστηκε να απολαμβάνει έναν πρωινό περίπατο
στο Λονδίνο συντροφιά με την αδελφή της, Αμίλια Κρίκτον, χθες. Η
Σάρλοτ, που είναι παντρεμένη με τον Τζέιγκο, διάδοχο της
Υποκομητείας του Κρόι, έλαβε πρόσφατα εξιτήριο, ύστερα από
παρατεταμένη παραμονή στο Σίμοντς Χάουζ, μια κλινική
αντιμετώπισης εθισμών και ψυχολογικών θεμάτων, την οποία
προτιμούν συστηματικά οι πλούσιοι και διάσημοι.
Η Σάρλοτ, που κάποτε βρισκόταν στην κορυφή της λίστας με τις 100
Ομορφότερες Λονδρέζες, σύμφωνα με το Tatler, άρχισε να απασχολεί
τους δημοσιογράφους που κάλυπταν το κοινωνικό ρεπορτάζ απ’ όταν το
έσκασε για πρώτη φορά από το σχολείο, σε ηλικία 14 ετών. Κόρη της…
Σκέψου κάτι άλλο, ζήτησε η Ρόμπιν από τον εαυτό της, οπότε συνειδητά
αναζήτησε κάποιο άλλο θέμα.
Το ημερολόγιο έδειχνε 20 Σεπτεμβρίου. Ένας άνθρωπος που θα ερχόταν
σήμερα στον κόσμο, θα γεννιόταν στον αστερισμό της Παρθένου. Η
Ρόμπιν αναρωτήθηκε πόσο καιρό θα χρειαζόταν προκειμένου να
απαλλαγεί από την αντανακλαστική τάση να συνδέει ημερομηνίες με
ζώδια. Ο νους της πήγε στον Μάθιου, ο οποίος ήταν ο Παρθένος που
γνώριζε καλύτερα. Το ζώδιο υποτίθεται πως σχετιζόταν με την ευφυΐα,
την οργάνωση και τη νευρικότητα. Ο Μάθιου ήταν οπωσδήποτε
οργανωτικός και ευφυής, διαβασμένος… θυμήθηκε την Ούνα Κένεντι να
σχολιάζει, «είναι φορές που σκέφτομαι πως όσο πιο καλά τα πηγαίνουν
με τα βιβλία, τόσο πιο στόκοι είναι με το σεξ», οπότε αναρωτήθηκε αν
ήταν χαρούμενος τώρα με εκείνη την εγκυμοσύνη που είχε χαρακτηρίσει
τυχαία…
Σκέψου κάτι άλλο.
Έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Ακόμη να φανεί ο Μπάρκλεϊ. Σύμφωνοι,
η Ρόμπιν είχε φτάσει νωρίς, οπότε ο Μπάρκλεϊ ουσιαστικά δεν είχε
καθυστερήσει, όμως δεν της άρεσε να στέκει εκεί πέρα μόνη της,
παλεύοντας να μη σκέφτεται αυτό που ετοιμάζονταν να κάνουν.
Η Θίο είχε σταθεί κάποτε σχεδόν στο ίδιο σημείο όπου στεκόταν τώρα η
Ρόμπιν, παρακολουθώντας τα οχήματα που ανεβοκατέβαιναν την οδό
Κλέρκενγουελ, η Θίο με τα σκούρα μαλλιά και τα μακριά σκουλαρίκια
και το κοιλιακό άλγος, ενώ περίμενε το ασημόχρωμο φορτηγάκι που θα
περνούσε να την παραλάβει. Το γιατί η Θίο δεν εμφανίστηκε να
καταθέσει μετά τα όσα συνέβησαν, το γιατί δεν είχε αισθανθεί αρκετή
ευγνωμοσύνη απέναντι στη γιατρό που την είχε εξετάσει όταν
εμφανίστηκε τελευταία στιγμή στην κλινική, αν μη τι άλλο προκειμένου
να πάψει να θεωρείται η ίδια ύποπτη και να εμποδίσει τον Τάλμποτ να
κυνηγάει χίμαιρες, εξακολουθούσε να αποτελεί ένα μικρό μυστήριο.
Βέβαια, το σκεπτικό αυτό προϋπέθετε πως η Θίο αισθανόταν
ευγνωμοσύνη. Ποτέ κανείς δε γνώριζε τι πραγματικά συνέβαινε ανάμεσα
σε γιατρό και ασθενή: ήταν το κοσμικό αντίστοιχο του εξομολογητηρίου.
Οι σκέψεις της Ρόμπιν είχαν εστιάσει στον Ντάουθγουεϊτ όταν,
επιτέλους, εντόπισε τον Μπάρκλεϊ, ο οποίος πλησίαζε κρατώντας έναν
σάκο. Όταν έφτασε αρκετά κοντά, η Ρόμπιν άκουσε τα εργαλεία που
κουδούνιζαν εκεί μέσα.
«Σαν να μου φαίνεται πως την έχω ξαναζήσει ετούτη τη στιγμή», είπε ο
Σκοτσέζος και στάθηκε δίπλα της. «Δεν είχαμε σκαλίσει κι άλλη φορά
εδώ γύρω, γυρεύοντας ένα πτώμα;»
«Δε νομίζω πως αυτό μετράει για σκάλισμα», είπε η Ρόμπιν.
«Πού βρισκόμαστε τώρα;»
«Έχει βγει έξω», είπε η Ρόμπιν. «Ο Στράικ λέει πως πρέπει να
περιμένουμε, ώσπου να επιστρέψει».
«Τι έχεις εκεί μέσα;» ρώτησε ο Μπάρκλεϊ γνέφοντας με το πιγούνι προς
την τσάντα που κρατούσε η Ρόμπιν.
«Μπισκότα σοκολάτας», απάντησε εκείνη.
«Δωροδοκία;»
«Βασικά».
«Κι ο Στράικ έχει…;»
«Όχι ακόμη. Έχει πάρει θέση. Πρώτα θέλει…»
Η Ρόμπιν περίμενε να απομακρυνθεί αρκετά μια παρέα νεαρών, που της
φάνηκαν για φοιτητές.
«…να κάνουμε τη δική μας δουλειά. Σε ικανοποίησε», συνέχισε η
Ρόμπιν, που εξακολουθούσε να προσπαθεί να μη σκέφτεται αυτό που
ετοιμάζονταν να κάνουν, ώσπου να είναι απολύτως απαραίτητο να
συγκεντρωθεί εκεί, «το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος;»
«Ναι, αλλά μη γελιέσαι», σχολίασε ο Μπάρκλεϊ με ζοφερή διάθεση,
«αυτή η ιστορία δεν έχει σχολάσει. Ο παπάρας ο Κάμερον με τις μαλακίες
που τσαμπουνάει, αβαντάρει τους εθνικιστές. Πάει και λέει ο κασμάς:
“Αγγλική νομοθεσία με αγγλικές ψήφους”, μία μέρα μετά την απόφαση
της Σκοτίας να παραμείνει στην Ένωση; Πόσο ηλίθιος πρέπει να είσαι,
για να πας να κοντράρεις τον εθνικισμό με εθνικιστικές κορόνες, ρε
γαμώτο; Φλερτάρει, ο χαμένος, με τους ψηφοφόρους του Φάρατζ…
αυτός είναι ο δικός μας εκεί πέρα;»
Η Ρόμπιν γύρισε να κοιτάξει. Πλαισιωμένος από το έμπα της παρόδου
Άλμπερμαρλ, περπατούσε ένας άντρας με βήμα αλλόκοτο, σαν πάπια,
κουβαλώντας δυο γεμάτες σακούλες. Στάθηκε μπροστά σε μια πόρτα,
ακούμπησε κάτω τα ψώνια του, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, σήκωσε
τις σακούλες, διάβηκε το κατώφλι και χάθηκε μέσα στο κτίριο.
«Αυτός είναι», είπε η Ρόμπιν, καθώς τα σωθικά της σαν να
ανακατεύονταν. «Πάμε».
Κατηφόρισαν μαζί τον δρόμο, σταματώντας μπροστά στη σκούρα μπλε
εξώπορτα.
«Άφησε το κλειδί πάνω στην πόρτα», σχολίασε ο Μπάρκλεϊ δείχνοντας.
Η Ρόμπιν ετοιμαζόταν να χτυπήσει το κουδούνι, όταν η πόρτα άνοιξε
και ο Σάμουιν Άθορν εμφανίστηκε ξανά. Χλωμός, με μεγάλα αυτιά και
ποντικίσια μαλλιά, έχασκε ελαφρά. Φορούσε ένα φούτερ με στάμπα τον
Μπάτμαν. Ανήσυχος, βλέποντας δυο ανθρώπους στο κατώφλι του,
ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του, κι ύστερα απηύθυνε τον λόγο στον
αριστερό ώμο της Ρόμπιν.
«Ξέχασα το κλειδί».
Άπλωσε το χέρι γύρω από την πόρτα, ώστε να το πάρει από την
κλειδαριά. Όπως έκανε να κλείσει την εξώπορτα, ο Μπάρκλεϊ έφερε
επιδέξια το πόδι του στο άνοιγμα.
«Ο Σάμουιν είσαι, σωστά;» είπε η Ρόμπιν χαμογελώντας του, ενώ ο
Σάμουιν εξακολουθούσε να χάσκει. «Είμαστε φίλοι του Κόρμοραν
Στράικ. Τον βοήθησες πολύ πριν από μερικούς μήνες».
«Πρέπει να τακτοποιήσω τα ψώνια», είπε ο Σάμουιν. Δοκίμασε να
κλείσει την εξώπορτα, όμως το πόδι του Μπάρκλεϊ τον εμπόδιζε.
«Μπορούμε να περάσουμε;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Για λιγάκι μόνο. Θα
θέλαμε να μιλήσουμε σ’ εσένα και στη μαμά σου. Βοήθησες πάρα πολύ,
πριν, που είπες στον Κόρμοραν για τον θείο σου, τον Τούντορ…»
«Ο θείος Τούντορ είναι πεθαμένος», είπε ο Σάμουιν.
«Το ξέρω. Λυπάμαι».
«Στο νοσοκομείο πέθανε», είπε ο Σάμουιν.
«Αλήθεια;» είπε η Ρόμπιν.
«Ο μπαμπάς Γκουίλερμ πέθανε κάτω από τη γέφυρα», είπε ο Σάμουιν.
«Τι κρίμα», είπε η Ρόμπιν. «Θα μπορούσαμε να περάσουμε μέσα, σε
παρακαλώ, για λιγάκι μόνο; Ο Κόρμοραν μου ζήτησε να σου φέρω αυτά
εδώ», συμπλήρωσε βγάζοντας το κουτί με τα μπισκότα σοκολάτας από
την τσάντα της. «Για να σου πει ευχαριστώ».
«Τι είναι αυτά;» ρώτησε ο Σάμουιν κοιτάζοντας το κουτί με την άκρη
του ματιού του.
«Μπισκότα σοκολάτας».
Ο Σάμουιν πήρε το κουτί από το χέρι της.
«Καλά. Να περάσετε», είπε, οπότε έκανε μεταβολή και τράβηξε γραμμή
προς τη σκοτεινή εσωτερική σκάλα.
Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον Μπάρκλεϊ, η Ρόμπιν προπορεύτηκε.
Άκουσε τον συνεργάτη της να κλείνει την πόρτα πίσω τους και το
κουδούνισμα των εργαλείων μέσα στον σάκο του. Η σκάλα ήταν
απότομη, στενή και σκοτεινή με το που χανόταν το φως της ημέρας,
καθώς ο γλόμπος που κρεμόταν εκεί ήταν καμένος. Φτάνοντας στο
κεφαλόσκαλο, η Ρόμπιν διέκρινε, μέσα από την ανοιχτή πόρτα, μια
γυναίκα με άσπρα μαλλιά και αυτιά μεγάλα σαν του Σάμουιν, που
σκούπιζε τις επιφάνειες μιας κουζίνας στρωμένης με καφετιά πλακάκια,
την ώρα που ο Σάμουιν, που της είχε την πλάτη γυρισμένη, έσκιζε με
προσμονή το σελοφάν που κάλυπτε το κουτί με τα μπισκότα σοκολάτας.
Η Ντέμπορα στράφηκε, έτσι που η προσεγμένη λευκή πλεξούδα
γλίστρησε πάνω στον ώμο της, κι εστίασε τα σκούρα μάτια της πάνω
στους δύο ξένους.
«Χαίρεται, κυρία Άθορν», είπε η Ρόμπιν σταματώντας στον διάδρομο.
«Από την Πρόνοια είστε;» ρώτησε η Ντέμπορα σέρνοντας τα λόγια της.
«Τηλεφώνησα στην Κλερ…»
«Μπορούμε να βοηθήσουμε, στο πόδι της Κλερ, με ό,τι χρειάζεται»,
είπε ο Μπάρκλεϊ, πριν προλάβει να απαντήσει η Ρόμπιν. «Ποιο είναι το
πρόβλημα;»
«Αυτός κάτω είναι καθοίκης», είπε ο Σάμουιν, που είχε βαλθεί να
ψαχουλεύει μέσα στο κουτί με τα μπισκότα, επιλέγοντας εκείνο που ήταν
τυλιγμένο με χρυσό αλουμινόχαρτο. «Είναι τα καλύτερα αυτά, με το
γυαλιστερό χαρτί, έτσι τα καταλαβαίνεις».
«Πάλι κάνει παράπονα ο γείτονας;» ρώτησε η Ρόμπιν, νιώθοντας ένα
ξαφνικό κύμα ενθουσιασμού, που άγγιζε τα όρια του πανικού.
«Να ρίξουμε μια ματιά, να δούμε ποιο είναι το πρόβλημα;» ρώτησε ο
Μπάρκλεϊ. «Πού λέει πως έχει ραγίσει το ταβάνι του;»
Η Ντέμπορα έδειξε προς τη μεριά του καθιστικού.
«Πάω να ρίξω μια ματιά», είπε με σιγουριά ο Μπάρκλεϊ, οπότε τράβηξε
προς το καθιστικό.
«Μην τα φας όλα μαζί, Σάμι», είπε η Ντέμπορα, που είχε καταπιαστεί
και πάλι με το μεθοδικό σκούπισμα των επιφανειών της κουζίνας.
«Σ’ εμένα τα έδωσαν, χαζή γυναίκα», είπε ο Σάμουιν με το στόμα
μπουκωμένο με σοκολάτα.
Η Ρόμπιν ακολούθησε, παλεύοντας να αντισταθεί σε ένα αίσθημα
απόλυτου παράλογου. Ήταν δυνατόν να ίσχυε αυτό που υποψιαζόταν ο
Στράικ;
Δύο παπαγαλάκια τιτίβιζαν μέσα από ένα κλουβί, στη γωνία του μικρού
καθιστικού, το οποίο, όπως και ο διάδρομος, ήταν στρωμένο με μοκέτα
που σχημάτιζε καφέ και πορτοκαλί έλικες. Μια πλεχτή κουβέρτα σκέπαζε
την πλάτη του καναπέ. Ο Μπάρκλεϊ κοίταζε το σχεδόν ολοκληρωμένο
παζλ, που απεικόνιζε κάτι μονόκερους να πηδούν πάνω από ένα ουράνιο
τόξο. Η Ρόμπιν έριξε μια ματιά τριγύρω. Ο χώρος ήταν λιτά επιπλωμένος.
Πέρα από τον καναπέ και το κλουβί για τα παπαγαλάκια, υπήρχε μονάχα
μια μικρή πολυθρόνα, μια τηλεόραση πάνω στην οποία έστεκε μια
τεφροδόχος και παραπέρα μια μικρή βιβλιοθήκη, όπου ήταν
τοποθετημένα λιγοστά, παλιά χαρτόδετα βιβλία και κάποια φτηνά
διακοσμητικά. Το βλέμμα της στάθηκε στο αιγυπτιακό σύμβολο της
αιώνιας ζωής, ζωγραφισμένο πάνω σε ένα σημείο όπου ο τοίχος είχε
σκούρο πράσινο χρώμα.
Κείτεται σε άγιο τόπο.
«Κάτω απ’ τις σανίδες;» μουρμούρισε στον Μπάρκλεϊ.
Εκείνος έγνεψε αρνητικά, κοίταξε με νόημα προς το παζλ με τους
μονόκερους, κι ύστερα έδειξε με το πόδι του το πελώριο σκαμπό-
μπαούλο πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένο.
«Αχ, Θεέ μου, όχι», ψιθύρισε η Ρόμπιν, πριν προλάβει να συγκρατήσει
την αντίδρασή της. «Λες;»
«Αλλιώς θα έπρεπε να ξηλωθεί η μοκέτα», μουρμούρισε ο Μπάρκλεϊ.
«Να μετακινηθούν έπιπλα, να βγουν σανίδες… θα ράγιζε τότε το ταβάνι
από κάτω; Κι έπειτα η μυρωδιά;»
Εκείνη τη στιγμή ο Σάμουιν εμφανίστηκε με αργό βήμα στο δωμάτιο
τρώγοντας το δεύτερο μπισκότο του.
«Ζεστή σοκολάτα θες, ναι ή όχι;» ρώτησε κοιτάζοντας τα γόνατα της
Ρόμπιν.
«Ε… όχι, ευχαριστώ», είπε η Ρόμπιν χαμογελώντας.
«Αυτός ζεστή σοκολάτα θέλει, ναι ή όχι;»
«Ευχαριστώ, φίλε, είμαι εντάξει», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Μπορώ να
μετακινήσω αυτό το παζλ; Πρέπει να ρίξω μια ματιά από κάτω».
«Δεν αρέσει στην Ντέμπορα να αγγίζουν το παζλ της», είπε αυστηρά ο
Σάμουιν.
«Πρέπει να αποδείξουμε όμως πως ο τύπος από κάτω λέει ψέματα»,
είπε η Ρόμπιν. «Πως τάχα μου έχει ραγίσει το ταβάνι του».
«Ντέμπορα», φώναξε ο Σάμουιν. «Θέλουν να μετακινήσουν το παζλ
σου».
Έφυγε από το δωμάτιο με το παπίσιο βήμα του, και τη θέση του στο
κατώφλι κατέλαβε η μητέρα του, η οποία κοίταζε τα παπούτσια της
Ρόμπιν, όταν είπε:
«Δε γίνεται να κουνήσετε τους μονόκερούς μου».
«Πρέπει να ρίξουμε μια ματιά από κάτω», είπε η Ρόμπιν. «Σας δίνω τον
λόγο μου, θα προσέξουμε πολύ, δε θα το χαλάσουμε. Θα μπορούσαμε να
το ακουμπήσουμε…»
Κοίταξε ολόγυρα, όμως δεν υπήρχε πουθενά αρκετός χώρος στο
πάτωμα για να το χωρέσει.
«Στην κρεβατοκάμαρά μου να το βάλετε», είπε ο Σάμουιν, όπως
επέστρεφε γέρνοντας πότε από τη μία και πότε από την άλλη. «Πάνω στο
κρεβάτι μου μπορούν να το ακουμπήσουν, Ντέμπορα».
«Τέλεια ιδέα», συμφώνησε με ενθουσιασμό ο Μπάρκλεϊ σκύβοντας να
το σηκώσει.
«Κλείσ’ το πρώτα», έσπευσε να πει η Ρόμπιν, οπότε δίπλωσε τις
πτέρυγες της επιφάνειας πάνω στην οποία ήταν στημένο το παζλ,
καλύπτοντας όλα τα κομμάτια.
«Φίνα», είπε ο Μπάρκλεϊ και μετέφερε το παζλ έξω από το καθιστικό,
με την Ντέμπορα να τον ακολουθεί, με ύφος αγχωμένο και ταυτόχρονα
ανήσυχο, αλλά και τον καμαρωτό Σάμουιν, που έμοιαζε περήφανος που
το σχέδιό του είχε υιοθετηθεί από τον νεοφερμένο στο διαμέρισμα.
Για μερικά δευτερόλεπτα, η Ρόμπιν απέμεινε μόνη στο καθιστικό, να
κοιτάζει εκείνο το κάθισμα που παραήταν μεγάλο γι’ αυτό το δωματιάκι.
Καλυπτόταν από ένα ύφασμα, το οποίο η Ρόμπιν είχε την υποψία πως
ήταν της δεκαετίας του ’60, ένα λεπτό, βαμβακερό υφαντό, ξεθωριασμένο
μοβ, πάνω στο οποίο εκτεινόταν ένα κυκλικό σχέδιο.
Αν μια ψηλή γυναίκα κουλούριαζε το σώμα της, ίσως και να χωρούσε
μέσα σ’ εκείνο το σκαμπό-μπαούλο, εφόσον βέβαια ήταν λεπτή.
Δε θέλω να κοιτάξω, σκέφτηκε ξαφνικά η Ρόμπιν, καθώς ο πανικός
φούντωνε και πάλι. Δε θέλω να δω…
Όμως έπρεπε να κοιτάξει. Έπρεπε να δει. Αυτός ήταν ο λόγος για τον
οποίο είχε έρθει εδώ.
Ο Μπάρκλεϊ επέστρεψε, ακολουθούμενος από τον Σάμουιν, που
έμοιαζε να τα βρίσκει όλα αυτά πολύ ενδιαφέροντα, και την Ντέμπορα
που έδειχνε προβληματισμένη.
«Αυτό δεν ανοίγει», είπε η Ντέμπορα, δείχνοντας το εκτεθειμένο
σκαμπό. «Δεν κάνει να το ανοίξετε. Αφήστε το όπως είναι».
«Φύλαγα τα παιχνίδια μου εκεί μέσα», είπε ο Σάμουιν. «Καλά δε λέω,
Ντέμπορα; Παλιά εκεί τα φύλαγα. Όμως ο μπαμπάς Γκουίλερμ δεν ήθελε
να τα φυλάω πια εκεί μέσα».
«Δεν κάνει να το ανοίξετε», επανέλαβε η Ντέμπορα, φανερά
αναστατωμένη πλέον. «Αφήστε το, μην το ακουμπάτε».
«Ντέμπορα», είπε ήρεμα η Ρόμπιν, όπως πλησίαζε την ηλικιωμένη
γυναίκα, «πρέπει να δούμε για ποιο λόγο ραγίζει το ταβάνι από κάτω.
Θυμάσαι που ο γείτονας όλο γκρινιάζει και λέει πως θέλει να φύγετε από
το σπίτι εσύ κι ο Σάμουιν;»
«Δε θέλω να φύγω», απάντησε μεμιάς η Ντέμπορα, οπότε για ένα
κλάσμα του δευτερολέπτου το σκούρο βλέμμα της σχεδόν
διασταυρώθηκε με εκείνο της Ρόμπιν, προτού εστιάσει απότομα στο
ελικοειδές μοτίβο της μοκέτας. «Δε θέλω να μετακομίσω. Πάω να
τηλεφωνήσω στην Κλερ».
«Όχι», είπε η Ρόμπιν, που πέρασε γρήγορα γύρω από την Ντέμπορα,
φράζοντας την έξοδο προς την κουζίνα, εκεί όπου βρισκόταν το παλιό
τηλέφωνο, τοποθετημένο στον τοίχο δίπλα στο ψυγείο. Ήλπιζε πως η
Ντέμπορα δεν είχε διακρίνει τον πανικό της. «Έχουμε έρθει στο πόδι της
Κλερ, ναι; Για να βοηθήσουμε με τον γείτονα από κάτω. Όμως,
νομίζουμε… ο Σαμ κι εγώ…»
«Ο μπαμπάς Γκουίλερμ με φώναζε Σαμ», είπε ο Σάμουιν. «Καλά δε
λέω, Ντέμπορα;»
«Α, τι καλά», είπε η Ρόμπιν, οπότε έδειξε τον Μπάρκλεϊ. «Κι αυτό τον
κύριο Σαμ τον λένε».
«Ώστε Σαμ τον λένε, ε;» επανέλαβε ο Σάμουιν όλο χαρά, οπότε
αποτόλμησε να σηκώσει το βλέμμα του στο πρόσωπο του Μπάρκλεϊ,
προτού το αποστρέψει γρήγορα, χαμογελώντας πλατιά. «Δύο Σαμ.
Ντέμπορα! Δύο Σαμ!»
Η Ρόμπιν απευθύνθηκε στην ταραγμένη Ντέμπορα, που εν τω μεταξύ
είχε αρχίσει να ρίχνει το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο, έτσι που
θύμιζε το παπίσιο βήμα του γιου της.
«Ο Σαμ κι εγώ θέλουμε να τακτοποιήσουμε το θέμα, Ντέμπορα, ώστε
να μην έχεις ξανά προβλήματα με τον γείτονα κάτω».
«Ο Γκουίλερμ δεν ήθελε να ανοίγει το σκαμπό», είπε η Ντέμπορα, κι
έκανε να πιάσει νευρικά την άκρη της λευκής της πλεξούδας. «Δεν ήθελε
να ανοίγει, το ήθελε συνέχεια κλειστό».
«Ο Γκουίλερμ όμως θα ήθελε επίσης να μπορέσετε εσύ κι ο Σαμ να
παραμείνετε εδώ, έτσι δεν είναι;»
Η Ντέμπορα έφερε την άκρη της πλεξούδας στο στόμα της και την
πιπίλισε, σαν να ήταν παγωτό. Τα σκούρα μάτια της πλανήθηκαν στον
χώρο, σαν να γύρευε βοήθεια.
«Νομίζω», είπε καλοσυνάτα η Ρόμπιν, «πως θα ήταν καλύτερα εσύ κι ο
Σάμουιν να περιμένετε στην κρεβατοκάμαρά του, όσο εμείς θα
κοιτάζουμε τι γίνεται με το ταμπουρέ».
«Ταμπούρι», είπε ο Σάμουιν, οπότε κακάρισε ξανά. «Σαμ! Ε, Σαμ!
Ταμπούρι!»
«Καλό», είπε ο Μπάρκλεϊ χαμογελώντας πλατιά.
«Έλα, πάμε», είπε η Ρόμπιν περνώντας το μπράτσο γύρω από τους
ώμους της Ντέμπορα. «Πηγαίνετε στην κρεβατοκάμαρα με τον Σάμουιν,
να περιμένετε εκεί. Δεν έχετε κάνει κάτι κακό, το ξέρουμε αυτό. Όλα θα
πάνε καλά».
Όπως συνόδευε την Ντέμπορα με αργό βήμα στον διάδρομο, άκουσε
τον Σάμουιν να λέει χαρωπά:
«Εγώ θα κάτσω εδώ όμως».
«Όχι, φίλε», απάντησε ο Μπάρκλεϊ, καθώς η Ρόμπιν και η Ντέμπορα
έμπαιναν στο μικρό υπνοδωμάτιο του Σάμουιν. Κάθε σπιθαμή του τοίχου
καλυπτόταν από εικόνες υπερηρώων και χαρακτήρων από ηλεκτρονικά
παιχνίδια. Το πελώριο παζλ της Ντέμπορα καταλάμβανε το μεγαλύτερο
μέρος του κρεβατιού. Το πάτωμα, γύρω από το PlayStation, ήταν
σπαρμένο με περιτυλίγματα από σοκολάτες.
«Πήγαινε να δεις τι κάνει η μαμά σου, κι ύστερα θα σου μάθω ένα
μαγικό κόλπο», είπε ο Μπάρκλεϊ.
«Ο μπαμπάς Γκουίλερμ ήξερε να κάνει μαγικά!»
«Ναι, το ξέρω, το έμαθα. Άρα, θα σου είναι εύκολο να κάνεις κι εσύ
μαγικά κόλπα, αφού ήξερε κι ο μπαμπάς σου, σωστά;»
«Δε θα αργήσουμε», είπε η Ρόμπιν στην τρομαγμένη μητέρα του
Σάμουιν. «Κάνε μου τη χάρη όμως και μείνε εδώ για λίγο, εντάξει; Σε
παρακαλώ, Ντέμπορα».
Η Ντέμπορα απλώς την κοίταξε και ανοιγόκλεισε τα μάτια. Η Ρόμπιν
κυρίως ανησυχούσε μήπως επιχειρούσε η γυναίκα να φτάσει στο
τηλέφωνο, στον τοίχο της κουζίνας, γιατί δεν ήθελε να αναγκαστεί να τη
συγκρατήσει με το ζόρι. Επιστρέφοντας στο καθιστικό, βρήκε τον
Μπάρκλεϊ να παζαρεύει ακόμη με τον Σάμουιν.
«Καν’ το τώρα», έλεγε ο Σάμουιν, χαμογελώντας πλατιά, όπως εστίαζε
το βλέμμα του από τις παλάμες του Μπάρκλεϊ στο πιγούνι του, κι από
εκεί στο αυτί του. «Άντε, ντε, δείξ’ το μου τώρα».
«Ο Σαμ μπορεί να κάνει μαγικά μόνον όταν θα έχουμε τελειώσει τη
δουλειά μας», είπε η Ρόμπιν. «Σάμουιν, θα πας στο δωμάτιο μέσα, να
περιμένεις μαζί με τη μαμά σου, σε παρακαλώ;»
«Έλα, φίλε», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Δυο λεπτάκια θα κάνουμε. Ύστερα θα
σου μάθω το κόλπο».
Το χαμόγελο μαράζωσε στο πρόσωπο του Σάμουιν.
«Χαζή γυναίκα», είπε στη Ρόμπιν μουτρωμένος. «Χαζή γυναίκα».
Έφυγε από το δωμάτιο, όμως αντί να πάει στην κρεβατοκάμαρά του,
τράβηξε προς την κουζίνα.
«Σκατά», μουρμούρισε η Ρόμπιν, «μην κάνεις τίποτε ακόμη, Σαμ…»
Ο Σάμουιν επέστρεψε κρατώντας το κουτί με τα μπισκότα σοκολάτας,
μπήκε στην κρεβατοκάμαρά του και βρόντηξε την πόρτα πίσω του.
«Τώρα», είπε η Ρόμπιν.
«Μείνε εκεί», είπε ο Σαμ, «να έχεις τον νου σου».
Η Ρόμπιν έκλεισε την πόρτα του καθιστικού, αφήνοντάς τη μια στάλα
ανοιχτή, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί το δωμάτιο του Σάμουιν, κι
ύστερα ύψωσε τον αντίχειρά της στον Μπάρκλεϊ.
Εκείνος τράβηξε το ύφασμα που κάλυπτε το σκαμπό, έγειρε από πάνω,
γράπωσε το χείλος του καθίσματος και τράβηξε με δύναμη. Το καπάκι
είχε φρακάρει. Έβαλε όλη του τη δύναμη, όμως και πάλι δεν τα
κατάφερε. Από το δωμάτιο του Σάμουιν ακούστηκαν δυνατές φωνές. Η
Ντέμπορα έλεγε στον γιο της να μη φάει άλλα μπισκότα σοκολάτας.
«Λες… κι είναι κλειδωμένο… από μέσα», είπε ο Μπάρκλεϊ
λαχανιασμένος, όπως σταματούσε την προσπάθεια.
Άνοιξε το φερμουάρ του σάκου του και, αφού ψαχούλεψε λίγο, έβγαλε
από μέσα έναν λοστό, την άκρη του οποίου σφήνωσε στη χαραμάδα που
σχηματιζόταν ανάμεσα στο κάθισμα και στο σώμα του σκαμπό. «Άντε…
όχι, ρε… γαμημένο», βλαστήμησε ξέπνοα, καθώς η άκρη του λοστού
γλιστρούσε απότομα, έτσι που παραλίγο να βρει τον Μπάρκλεϊ στο
πρόσωπο. «Κάτι το κάνει να σκαλώνει».
Η Ρόμπιν έριξε ξανά μια κλεφτή ματιά στην πόρτα του υπνοδωματίου
του Σάμουιν. Παρέμενε κλειστή. Μητέρας και γιος εξακολουθούσαν να
λογομαχούν για τα μπισκότα σοκολάτας. Τα παπαγαλάκια τιτίβιζαν. Έξω
από το παράθυρο η Ρόμπιν μπορούσε να διακρίνει το ίχνος που άφηνε
πίσω του ένα αεροπλάνο, σαν ένα φουντωτό λευκό ξεσκονιστήρι, που
εκτεινόταν στον ουρανό. Καθημερινά πράγματα αποκτούσαν ολότελα
αλλόκοτες διαστάσεις, όταν περίμενες να συμβεί κάτι τρομερό. Η καρδιά
της χτυπούσε βαριά, γρήγορα.
«Βοήθα με», είπε ο Μπάρκλεϊ σφίγγοντας τα δόντια. Είχε καταφέρει να
χωρέσει την άκρη του λοστού καλύτερα στη χαραμάδα του σκαμπό.
«Θέλει δυο ανθρώπους».
Αφού πρώτα έριξε μια ακόμη ματιά στην κλειστή πόρτα του Σάμουιν, η
Ρόμπιν πλησίασε γρήγορα τον Μπάρκλεϊ και έσφιξε τις παλάμες της γύρω
από τον λοστό. Βάζοντας όλο τους το βάρος και τη δύναμη, έσπρωξαν και
οι δύο τη λαβή του λοστού προς το πάτωμα.
«Χριστέ μου», μουρμούρισε λαχανιασμένη η Ρόμπιν. «Πώς έχει
φρακάρει έτσι;»
«Πού είναι… ο Στράικ… όταν τον χρειάζεσαι…»
Τότε ακούστηκε ένας δυνατός ξερός ήχος. Ο λοστός υποχώρησε
ξαφνικά, καθώς το καπάκι του σκαμπό άνοιγε. Η Ρόμπιν γύρισε και είδε
ένα σύννεφο σκόνης να υψώνεται στον αέρα. Ο Μπάρκλεϊ ανασήκωσε το
καπάκι.
Το σκαμπό ήταν γεμάτο με τσιμέντο, το οποίο είχε κάνει το κάθισμα να
κολλήσει πάνω στο σώμα του σκαμπό. Η γκρίζα μάζα ήταν σβολιασμένη,
το χαρμάνι έμοιαζε να έχει αναμειχτεί άτεχνα. Σε δύο σημεία, κάτι λείο
ξεπρόβαλε μέσα από την ακανόνιστη σταχτόχρωμη επιφάνεια: το ένα
έμοιαζε με λιγοστούς πόντους από χαυλιόδοντα θαλάσσιου ίππου, το
δεύτερο ήταν μια καμπύλη επιφάνεια, σαν την άκρη ενός σκουρόχρωμου
υπόλευκου θόλου. Τότε η Ρόμπιν εντόπισε, κολλημένες στο λιγοστό
τσιμέντο που είχε παραμείνει στο χείλος του σκαμπό, μερικές
ανοιχτόχρωμες τρίχες.
Άκουσαν βήματα στον διάδρομο. Ο Μπάρκλεϊ πρόλαβε να καπακώσει
το σκαμπό, καθώς ο Σάμουιν άνοιγε την πόρτα. Τον ακολουθούσε η
Ντέμπορα.
«Λοιπόν, έλα να σου μάθω εκείνο το μαγικό κόλπο που λέγαμε», είπε ο
Μπάρκλεϊ, όπως πλησίαζε τον Σάμουιν. «Πάμε στην κουζίνα, να το
κάνουμε εκεί».
Οι δύο άντρες έφυγαν. Η Ντέμπορα προχώρησε στο δωμάτιο,
σέρνοντας τα βήματά της, σήκωσε από κάτω το ξεθωριασμένο μοβ
ριχτάρι, που είχε πετάξει παραπέρα η Ρόμπιν.
«Το ανοίξατε;» μουρμούρισε με το βλέμμα στραμμένο στην παλιά
μοκέτα.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν με πολύ μεγαλύτερη ψυχραιμία από αυτή που
πραγματικά αισθανόταν. Κάθισε στο σκαμπό, παρότι της φάνηκε
ιερόσυλο. Λυπάμαι, Μάργκοτ. Λυπάμαι ειλικρινά.
«Πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα τώρα, Ντέμπορα. Ύστερα νομίζω
πως μας χρειάζεται όλων μια ζεστή σοκολάτα».
71
Αυτή είναι της ψευτιάς η όψη, αυτή η μορφή
της απαίσιας Δουέσας, σαν σβήνει το δανεικό της φως
κι η απάτη αποκαλύπτεται.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Ένας συρμός κατέφτανε βρυχώμενος κι ορμητικός, κινούμενος στις ράγες


της σιδηροδρομικής γραμμής που εξυπηρετούσε τις νοτιοανατολικές
περιοχές της χώρας. Ο Στράικ, που στεκόταν στην απέναντι πλευρά του
δρόμου, ένιωσε το κινητό του να δονείται, οπότε το έβγαλε από την τσέπη
του, όμως για μερικά δευτερόλεπτα ήταν τέτοιος ο θόρυβος, ώστε δεν
κατάφερε να ακούσει αμέσως τη Ρόμπιν.
«…τη βρήκαμε».
«Ξαναπές το», φώναξε, καθώς το τρένο απομακρυνόταν με ταχύτητα.
«Καταφέραμε και τη βρήκαμε. Μέσα στο σκαμπό, στο καθιστικό. Είναι
μέσα σε τσιμέντο, όμως μπορούμε να διακρίνουμε ένα μέρος του κρανίου
της, κι ίσως ένα μηριαίο οστό».
«Σκατά».
Ο Στράικ είχε προβλέψει πως το πτώμα θα βρισκόταν στο διαμέρισμα
των Άθορν, όμως ο εντοπισμός ενός νεκρού ανθρώπου δε θα μπορούσε
ποτέ να αποτελέσει ρουτίνα. «Τσιμέντο;» επανέλαβε.
«Ναι. Δε μοιάζει καλά αναμεμειγμένο. Ερασιτεχνικό χαρμάνι. Πάντως,
τη δουλειά του την έκανε. Το πιθανότερο είναι πως κάλυψε την
περισσότερη οσμή».
«Τεράστιο βάρος για να το σηκώνει ένα απλό δοκάρι».
«Ακριβώς, ναι. Εσύ πού είσαι;»
«Απ’ έξω, ετοιμάζομαι να μπω. Λοιπόν: κάλεσε την Άμεση Δράση κι
ύστερα τηλεφώνησε στον Λέιμπορν, εξήγησέ του πού βρίσκομαι και
γιατί. Μην το καθυστερούμε».
«Έγινε. Καλή τύχη».
Ο Στράικ τερμάτισε την κλήση. Ο άχαρος δρόμος, με τα διαδοχικά
κολλητά σπίτια, ήταν ήσυχος τώρα που το τρένο είχε απομακρυνθεί και
τα κελαηδήματα των πουλιών έπαιρναν τη θέση της βροντερής κλαγγής
του συρμού. Ο Στράικ, που ήταν στημένος σε σημείο απ’ όπου δε θα
μπορούσε να τον δει κανείς, άρχισε να προχωρά στον δρόμο, περνώντας
μπροστά από τρία μικρά σπίτια και, φτάνοντας στο τέταρτο, έστριψε
αριστερά, ανηφόρισε το μικρό μονοπάτι που διέσχιζε τον κήπο, κι ύστερα
χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του πάνω στη σκούρα κόκκινη εξώπορτα.
Οι λεπτές κουρτίνες σάλεψαν και το δυσαρεστημένο πρόσωπο της
Τζάνις Μπίτι ξεπρόβαλε. Ο Στράικ ύψωσε την παλάμη του, χαιρετώντας
τη γυναίκα. Η κουρτίνα έπεσε.
Έπειτα από μια κάπως μεγαλύτερη αναμονή απ’ ό,τι ενδεχομένως θα
περίμενε κανείς, δεδομένης της μικρής απόστασης από το καθιστικό μέχρι
τον διάδρομο, η Τζάνις άνοιξε την πόρτα. Σήμερα ήταν ντυμένη στα
μαύρα, ενώ φορούσε παντόφλες από δέρμα προβάτου. Τα καθάρια
γαλανά μάτια της, πλαισιωμένα από ένα ατσάλινο στεφάνι, φάνταζαν
καλοσυνάτα κι αθώα όπως πάντα. Τα μαλλιά της ασήμιζαν και τα
μάγουλά της ήταν ροδαλά και κοίταξε συνοφρυωμένη τον ντετέκτιβ,
όμως δε μίλησε.
«Μπορώ να περάσω;» ρώτησε ο Στράικ.
Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Τα πουλιά τιτίβιζαν κάπου εκεί κοντά,
οπότε ο Στράικ θυμήθηκε φευγαλέα τα παπαγαλάκια στο διαμέρισμα των
Άθορν, εκεί όπου ένα μέρος του μυαλού του παρέμενε σκαλωμένο στην
εικόνα ενός κρανίου κι ενός μηριαίου οστού που ξεπρόβαλλαν μέσα από
το τσιμέντο.
«Τι να κάνουμε, πέρνα», είπε η Τζάνις απρόθυμα.
Ακολούθησε την ηλικιωμένη γυναίκα στο κόκκινο καθιστικό, με το
φτηνό άλικο τουρκικό κιλίμι, τα κάδρα με τα αποξηραμένα φυτά και τις
ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Ο ήλιος έκανε την άμαξα της Σταχτοπούτας
και τα έξι άλογά της από φυσητό γυαλί να λαμπυρίζουν πάνω στο ράφι
του τζακιού, που η Τζάνις είχε αναμμένο, παρότι ήταν μια γλυκιά μέρα
του Σεπτέμβρη.
«Να ετοιμάσω ένα τσάι;» ρώτησε η Τζάνις.
«Τέλεια», είπε ο Στράικ, έχοντας πλήρη συναίσθηση του πόσο
σουρεαλιστική ήταν η όλη κατάσταση.
Άκουσε τα βήματά της, πνιχτά μέσα στις παντόφλες που φορούσε, να
απομακρύνονται και λίγο μετά να ανοίγει η πόρτα της κουζίνας. Έβγαλε
το κινητό του, το γύρισε στη λειτουργία ηχογράφησης και ύστερα το
ακούμπησε πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας όπου είχε καθίσει την
τελευταία φορά. Ύστερα έβγαλε ένα ζευγάρι λάτεξ γάντια και
ακολούθησε την Τζάνις αθόρυβα έξω από το δωμάτιο, με τη φθαρμένη
μοκέτα να περιορίζει τον ήχο των βημάτων του.
Στην πόρτα κοντοστάθηκε κι αφουγκράστηκε το ήσυχο γουργούρισμα
του βραστού νερού όπως έβρισκε στο καπάκι του βραστήρα, το
κουδούνισμα από τα κουταλάκια του τσαγιού, το άνοιγμα ενός
ντουλαπιού. Με την άκρη του δείκτη του έσπρωξε την πόρτα της
κουζίνας για να ανοίξει.
Η Τζάνις έκανε απότομα μεταβολή, με τα μάτια γουρλωμένα. Μόλις τον
είδε, έπιασε μία από τις κούπες που βρίσκονταν πάνω στον δίσκο κι έκανε
να τη φέρει στα χείλη της, όμως ο Στράικ είχε προλάβει να δρασκελίσει
προς το μέρος της. Γράπωσε τον λεπτό καρπό με τη γαντοφορεμένη
παλάμη του, απομακρύνοντας την κούπα από το στόμα της γυναίκας,
νιώθοντας το κόκαλο κάτω από τη μαλακή σάρκα και τη χάρτινη
επιδερμίδα της ηλικιωμένης. Με το ελεύθερο χέρι του πήρε την κούπα
από τη γυναίκα και την παρατήρησε. Μια γενναία ποσότητα από κάποιο
παχύρρευστο λευκό υγρό υπήρχε στον πάτο. Εξακολουθώντας να κρατά
τον καρπό της Τζάνις, έστρεψε το βλέμμα στο τσαγερό, εκεί όπου υπήρχε
κι άλλη ποσότητα εκείνου του υγρού, κι ύστερα άνοιξε το ντουλάπι πάνω
από τον βραστήρα.
Το ντουλάπι ήταν ξέχειλο από μπουκαλάκια με χάπια, ζιζανιοκτόνα,
χλωρίνη και βαζάκια από μαρμελάδες, γεμάτα με αποξηραμένα φυτά,
φύλλα και μύκητες: η αποθήκη μιας δηλητηριάστριας, η απτή μαρτυρία
μιας ζωής αφιερωμένης στην προσεκτική μελέτη των μέσων με τα οποία
ο θάνατος μπορούσε να τρυπώσει σε ένα σώμα, μεταμφιεσμένος σε
γιατρειά.
«Λέω να μην πιω τσάι αυτή τη φορά», είπε ο Στράικ. «Δεν καθόμαστε
λιγάκι να τα πούμε;»
Η ηλικιωμένη γυναίκα δεν προέβαλε την παραμικρή αντίσταση, καθώς
ο Στράικ την οδηγούσε από τον καρπό στο καθιστικό, κι εκεί την έβαλε
να καθίσει στον καναπέ.
«Ένας συνδυασμός φόνου με αυτοκτονία θα ήταν μια εξαιρετική
αυλαία», σχολίασε ο Στράικ, όπως στεκόταν από πάνω της, «όμως δεν
έχω διάθεση να αποτελέσω το… αλήθεια, πόσα θύματα προηγήθηκαν;»
Η Τζάνις δε μίλησε. Στα στρογγυλά γαλανά μάτια της αποτυπωνόταν
μονάχα το σοκ που είχε υποστεί.
Ο Στράικ έστρεψε το βλέμμα προς τον τοίχο με τις παλιές φωτογραφίες.
Σε μία από αυτές διακρινόταν μια χαμογελαστή νύφη με μεγάλα δόντια
και καστανά μαλλιά, χτενισμένα σε ψιλές μπούκλες, με δαντελωτό νυφικό
με ψηλό λαιμό, ένα καπελίνο πάνω στο πέπλο της και έναν μεγάλο σπίλο
στο αριστερό ζυγωματικό της. Ακριβώς από πάνω κρεμόταν η
φωτογραφία μιας νεαρής ξανθιάς, με τα μαλλιά της φουντωτά,
περμανάντ, όπως ήταν της μόδας τη δεκαετία του ’80. Φορούσε ένα
κόκκινο παλτό. Ο Στράικ δεν το είχε παρατηρήσει, δεν το είχε δει, γιατί
είχε περάσει σ’ εκείνο το δωμάτιο έχοντας συγκεκριμένες προσδοκίες,
εγκλωβισμένος σε εικασίες εξίσου καταλυτικές όσο και του Τάλμποτ, που
ήταν πεισμένος πως οι Καρκίνοι ήταν άνθρωποι ευαίσθητοι, καλόγνωμοι
και διορατικοί. Οι νοσοκόμες ήταν άγγελοι που φρόντιζαν τους
ευάλωτους: ο Στράικ είχε πέσει θύμα των προκαταλήψεών του, ακριβώς
όπως η Βάιολετ Κούπερ, καθώς είχε επιλέξει να δει την Τζάνις μέσα από
τις δικές του ευγνώμονες αναμνήσεις από τις νοσοκόμες στο στρατιωτικό
νοσοκομείο, που τον είχαν βοηθήσει να αντιμετωπίσει τον πόνο και την
κατάθλιψη, αλλά και της Κερένζα, στην Κορνουάλη, που αποτελούσε
πηγή παρηγοριάς και καλοσύνης σε καθημερινή βάση. Και σαν να μην
έφταναν όλα, τον είχε ξεγελάσει μια πραγματική ιδιοφυΐα σε ό,τι είχε να
κάνει με το ψέμα και την παραπλάνηση.
«Σκέφτηκα», είπε ο Στράικ, «να περάσω για να ενημερώσω από κοντά
την κοινωνική λειτουργό των Άθορν πως εντοπίστηκε ένα πτώμα στο
διαμέρισμά τους. Μιμείσαι καταπληκτικά την προφορά της μεσαίας
τάξης, Τζάνις. Να υποθέσω πως το τηλέφωνο που χρησιμοποιεί η Κλερ
είναι κάπου εδώ γύρω;»
Κοίταξε ολόγυρα. Δεν αποκλείεται να το είχε κρύψει η Τζάνις, μόλις
είδε ποιος ήταν στην πόρτα. Ξαφνικά, ο Στράικ εντόπισε το σεσουάρ,
παραχωμένο πίσω από τον καναπέ, με το καλώδιό του να εξέχει. Πέρασε
με τρόπο γύρω από το τραπεζάκι του καφέ, έσκυψε και το τράβηξε, μαζί
με ένα ρολό σελοφάν, ένα φιαλίδιο απ’ όπου είχε αφαιρεθεί η ετικέτα, μια
σύριγγα και κάτι σοκολατάκια.
«Μην τ’ ακουμπάς», είπε η Τζάνις ξαφνικά και οργισμένα, όμως εκείνος
την αγνόησε κι αράδιασε τα αντικείμενα πάνω στο τραπεζάκι.
«Πόσο βαριά θα είχα αρρωστήσει, αν είχα δοκιμάσει έναν από εκείνους
τους χουρμάδες που φαρμάκωνες, όταν πέρασα από εδώ την
προηγούμενη φορά;» ρώτησε. «Το σεσουάρ το χρησιμοποιείς για να
συρρικνώνεις και πάλι το σελοφάν γύρω τους, έτσι δεν είναι;» Κι εφόσον
η ηλικιωμένη γυναίκα δεν απάντησε, ο Στράικ είπε: «Δεν πρόλαβα να σε
ευχαριστήσω και για εκείνα τα σοκολατάκια που μας έστειλες στο
γραφείο τα Χριστούγεννα. Είχα γρίπη εκείνες τις μέρες. Πρόλαβα να φάω
μονάχα δύο, προτού ξεράσω τ’ άντερά μου. Τα υπόλοιπα τα πέταξα, γιατί
τα είχα συνδέσει με εκείνο το δυσάρεστο περιστατικό. Μάλλον στάθηκα
τυχερός».
Ο Στράικ κάθισε στην πολυθρόνα, δίπλα στο κινητό του, το οποίο
εξακολουθούσε να ηχογραφεί.
«Τους δολοφόνησες όλους αυτούς τους ανθρώπους;» ρώτησε ο Στράικ
γνέφοντας προς τον τοίχο με τις φωτογραφίες. «Ή μήπως ορισμένοι από
αυτούς τυχαίνει να έχουν στομαχικά προβλήματα, όταν βρίσκονται κοντά
σου; Όχι», είπε παρατηρώντας τον τοίχο, «η Αϊρίν δε βρίσκεται εκεί
πάνω, σωστά;»
Η Τζάνις ανοιγόκλεισε τα μάτια, όπως τον κοίταζε μέσα από τους
φακούς των στρογγυλών ασημένιων γυαλιών της, δυο μάτια απείρως
διαυγέστερα απ’ ό,τι εκείνα του Ντένις Κριντ.
Έξω, πίσω από τις λεπτές κουρτίνες, ακούστηκε ένα αυτοκίνητο να
ανηφορίζει τον δρόμο. Η Τζάνις το ακολούθησε με το βλέμμα της καθώς
περνούσε, κι ο Στράικ σκέφτηκε πως ίσως περίμενε να αντικρίσει κάποιο
περιπολικό. Ενδεχομένως να αποφάσιζε να μην ανοίξει το στόμα της.
Κάποιοι άνθρωποι αυτό έκαναν. Προτιμούσαν να τα αφήσουν όλα στους
δικηγόρους.
«Μίλησα με τον γιο σου στο τηλέφωνο χτες το βράδυ», είπε ο Στράικ.
«Ψέματα!»
Η αντίδρασή της ήταν αυθόρμητη, ταραγμένη.
«Κι όμως», είπε ο Στράικ. «Ο Κέβιν σάστισε, όταν άκουσε πως είχες
πάει να τον επισκεφτείς στο Ντουμπάι, γιατί κοντεύουν επτά χρόνια που
δε σε έχει δει. Γιατί είπες πως πήγαινες να τον επισκεφτείς; Για να κάνεις
ένα διάλειμμα από την Αϊρίν;»
Η ηλικιωμένη γυναίκα έσμιξε τα χείλη της. Η μια παλάμη έπαιζε
νευρικά με τη φθαρμένη βέρα που ήταν περασμένη στην άλλη.
«Ο Κέβιν μου είπε πως δεν είχατε σχεδόν καμία επαφή, αφότου έφυγε
από το σπίτι. Ποτέ σας δεν είχατε στενή σχέση, είπε. Όμως σου έκανε τα
έξοδα για να ταξιδέψεις με το αεροπλάνο, πριν από εφτά χρόνια, γιατί
σκέφτηκε πως έπρεπε να σου δώσει “άλλη μία ευκαιρία”, όπως είπε… κι
η κορούλα του κατάφερε να καταπιεί μια ανησυχητικά μεγάλη ποσότητα
χλωρίνης, όσο την πρόσεχες εσύ. Το παιδί επέζησε μετά βίας, κι από τότε
ο γιος σου ξέκοψε κάθε σχέση μαζί σου.
»Καταλήξαμε να μιλάμε κοντά στις δύο ώρες», είπε ο Στράικ
παρατηρώντας το πρόσωπο της Τζάνις να αλλάζει χρώματα. «Ήταν
δύσκολο για τον Κέβιν να πει ανοιχτά αυτό που υποψιαζόταν όλα αυτά τα
χρόνια. Άλλωστε, ποιος θα ήθελε να πιστέψει πως η μητέρα του
δηλητηρίαζε συστηματικά ανθρώπους; Προτιμούσε να σκέφτεται πως
ήταν παράλογες οι υποψίες του, για όλα εκείνα τα “σπέσιαλ ροφήματα”
που του σέρβιρες. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, ο πρώτος σου σύζυγος…»
«Δεν ήταν σύζυγός μου», μουρμούρισε η Τζάνις. «Δεν ήμαστε
παντρεμένοι».
«…σηκώθηκε κι έφυγε γιατί υποψιαζόταν πως κάτι έριχνες στο φαγητό
του. Ο Κέβιν προτιμούσε να νομίζει πως ο πατέρας του φανταζόταν
πράγματα που δεν ίσχυαν. Όμως ύστερα από την κουβέντα που κάναμε
χτες το βράδυ, νομίζω πως βλέπει τα πράγματα πολύ διαφορετικά. Είναι
πρόθυμος να επιστρέψει στη χώρα, για να καταθέσει στη δίκη σου».
Η Τζάνις αντέδρασε με έναν μικρό σπασμό. Για σχεδόν ένα λεπτό
ακολούθησε σιωπή.
«Τα ηχογραφείς όλα αυτά;» ψιθύρισε τελικά, κοιτάζοντας το κινητό που
ήταν ακουμπισμένο στο μπράτσο της πολυθρόνας του ντετέκτιβ.
«Σωστά», είπε ο Στράικ.
«Αν το κλείσεις το ρημάδι, θα σου μιλήσω».
«Και πάλι θα μπορώ να καταθέσω στη δίκη ό,τι μου πεις».
«Είμαι σίγουρη πως ο δικηγόρος θα μου έλεγε να μην επιτρέψω να με
ηχογραφούν, όμως».
«Ναι», παραδέχτηκε ο Στράικ, «πιθανότατα έχεις δίκιο».
Έπιασε το κινητό, το έστρεψε προς το μέρος της ώστε να βλέπει τι
έκανε, τερμάτισε την ηχογράφηση κι ύστερα το ακούμπησε στο τραπεζάκι
του καφέ, δίπλα στα σοκολατάκια, στο άδειο φιαλίδιο, στη σύριγγα, στο
σελοφάν και στο σεσουάρ.
«Γιατί το έκανες, Τζάνις;»
Εκείνη εξακολουθούσε να χαϊδεύει αφηρημένα την κάτω πλευρά της
βέρας της.
«Δεν ξέρω γιατί», είπε. «Απλώς… μου αρέσει».
Το βλέμμα της στράφηκε προς τον τοίχο με τις φωτογραφίες.
«Μου αρέσει να βλέπω αυτό που τους συμβαίνει, αν καταπιούν
δηλητήριο ή πάρα πολλά φάρμακα. Είναι φορές που μου αρέσει να τους
βοηθάω, κι αυτοί να αντιδρούν με ευγνωμοσύνη, κι άλλες φορές μού
αρέσει να τους βλέπω να υποφέρουν, καμιά φορά μού αρέσει να τους
παρακολουθώ όπως σβήνουν…» Μια ανατριχίλα διέτρεξε τον σβέρκο του
Στράικ. «Δεν ξέρω γιατί», επανέλαβε. «Καμιά φορά λέω πως φταίει που
κοπάνησα το κεφάλι μου, όταν ήμουν δέκα χρονών. Με γκρέμισε ο
πατέρας μου από τη σκάλα. Έμεινα ξερή για ένα τέταρτο. Από τότε έχω
πονοκεφάλους… Τα τραύματα στο κεφάλι μπορούν να σου προκαλέσουν
διάφορα, ξέρεις. Οπότε, μπορεί και να μη φταίω εγώ, όμως… δεν ξέρω…
»Με την εγγόνα μου», είπε η Τζάνις σμίγοντας ελαφρά τα φρύδια της,
«ήθελα απλώς να βγει από τη μέση, για να πω την αλήθεια…
κακομαθημένο και κλαψιάρικο… δεν τα χωνεύω τα παιδιά», είπε
κοιτάζοντας και πάλι στα μάτια τον Στράικ. «Ποτέ μου δεν τα χώνεψα τα
παιδιά. Ούτε και θέλησα ποτέ μου να κάνω, και τον Κεβ δεν τον ήθελα,
όμως σκέφτηκα πως άμα τον έκανα, ο πατέρας του μπορεί να μη μ’ άφηνε
αστεφάνωτη… όμως δεν το πήρε απόφαση, δεν ήθελε…
»Κι η μάνα μου πάνω στη γέννα πέθανε», είπε η Τζάνις. «Ήμουνα οχτώ
χρονών τότε. Στο σπίτι το έκανε. Προδρομικός πλακούντας, αυτό ήταν.
Αίματα παντού, εγώ να κοιτάω να βοηθήσω, ο γιατρός άφαντος, ο
πατέρας μου πιωμένος να ουρλιάζει σε όλους…
»Αυτήν εδώ», είπε η Τζάνις ήσυχα, όπως έδειχνε στον Στράικ τη βέρα
που φορούσε στο δάχτυλό της, «την πήρα από το άψυχο χέρι της μητέρας
μου. Αλλιώς ήξερα πως ο πατέρας μου θα την πούλαγε, να βρει παράδες
να πιει. Την πήρα, για να μην την πάρει αυτός. Είναι το μόνο που μου ’χει
απομείνει από τη μητέρα μου. Τη λάτρευα τη μαμά μου», είπε η Τζάνις
Μπίτι, όπως χάιδευε τη βέρα, κι ο Στράικ αναρωτήθηκε κατά πόσο ίσχυε
αυτό, κατά πόσο εκείνος ο τραυματισμός στο κεφάλι και η κακοποίηση
που είχε υποστεί στην παιδική της ηλικία είχαν μετατρέψει την Τζάνις σε
αυτό που ήταν τώρα, κατά πόσο η Τζάνις διέθετε έστω την ικανότητα να
αγαπά.
«Είναι στ’ αλήθεια η μικρή σου αδελφή αυτή, η Κλερ;» ρώτησε ο
Στράικ δείχνοντας τη διπλή κορνίζα δίπλα στην Τζάνις, εκεί όπου ο
υπέρβαρος άντρας με το υπναλέο βλέμμα και τα δόντια καπνιστή κοίταζε
την εύσωμη αλλά χαριτωμένη ξανθιά.
«Όχι», είπε η Τζάνις κοιτώντας τη φωτογραφία. Έπειτα από μια
σύντομη παύση είπε: «Η ερωμένη του Λάρι ήταν. Εγώ τους σκότωσα και
τους δύο. Δε μετανιώνω. Τους άξιζε. Μαζί μου ήταν, όχι πως ήταν και
κανένα κελεπούρι, πάντως ήταν μαζί μου, κι οι δυο τους πήγαν και τα
έμπλεξαν πίσω από την πλάτη μου. Σκρόφα», είπε χαμηλόφωνα η Τζάνις
κοιτάζοντας τη φωτογραφία της στρουμπουλής ξανθιάς.
«Να υποθέσω πως φύλαξες τις νεκρολογίες;»
Η ηλικιωμένη γυναίκα σηκώθηκε με αργές κινήσεις από τον καναπέ,
οπότε ο Στράικ άκουσε τους χαρακτηριστικούς ξερούς ήχους από τα
γόνατά της, όπως προχωρούσε με αργό βήμα προς το έπιπλο με τις
πορσελάνες στη γωνία, εκεί όπου είχε φυλαγμένα τα περισσότερα
μπιμπελό από φυσητό γυαλί, κι εκεί γονάτισε, γυρεύοντας και πάλι
στήριξη με το ένα χέρι από το ράφι του τζακιού. Αυτή τη φορά όμως αντί
για έναν φάκελο, από το συρτάρι στη βάση του επίπλου τράβηξε δύο,
οπότε ο Στράικ θυμήθηκε πώς είχε μετακινήσει κάποια πράγματα σ’
εκείνο το συρτάρι την προηγούμενη φορά, το δίχως άλλο αφήνοντας κατά
μέρος εκείνα που δεν ήθελε να δει ο ντετέκτιβ.
«Εδώ πέρα», είπε δείχνοντάς του τον παχύτερο από τους δύο φακέλους,
«είναι τα διάφορα που γράφτηκαν για τη Μάργκοτ. Έκοβα όλα όσα
εντόπιζα. Χρειάστηκα και δεύτερο φάκελο για τα αποκόμματά της…»
Άνοιξε τον λεπτότερο φάκελο, εκείνον που είχε δει ο Στράικ την
προηγούμενη φορά, κι από μέσα πήρε ένα παλιό εταιρικό ενημερωτικό
δελτίο, με την κεφαλίδα Χίκσον & ΣΙΑ. Η έγχρωμη φωτογραφία της
ξανθιάς καταλάμβανε περίοπτη θέση στην κορυφή.
«Κλερ Μάρτιν», είπε η Τζάνις. «Έπινε πολύ. “Υπερβολική δόση”…
ηπατική ανεπάρκεια. Ήξερα πως έπαιρνε πάρα πολλή παρακεταμόλη για
την ενδομητρίωση που είχε, την είχα δει με τα μάτια μου. Με τον Λάρι
είχαμε καλέσει ένα σωρό κόσμο στο σπίτι. Νόμιζαν πως ήμουνα βλάκας
και δεν καταλάβαινα. Κοιτάζονταν όλο το βράδυ. Δεν ξεκολλούσαν,
συνέχεια μαζί. Είχα αναλάβει τα ποτά. Κάθε κοκτέιλ που της έδινα, ήταν
το μισό υγρή παρακεταμόλη. Πέθανε ύστερα από οχτώ μέρες…
»Να και του Λάρι», είπε αδιάφορα, πιάνοντας ένα δεύτερο ενημερωτικό
δελτίο από τη Χίκσον & ΣΙΑ.
«Περίμενα έξι, εφτά μήνες. Εύκολο ήταν. Κινούμενη ωρολογιακή
βόμβα ήταν ο Λάρι, οι γιατροί τον είχαν προειδοποιήσει, η καρδιά του
ήταν χάλια. Ψευδοενδορφίνη για του λόγου του. Ούτε που κοίταξαν να
δουν αν είχε ουσίες στον οργανισμό του. Ήξεραν από τι είχε πάει: επειδή
κάπνιζε κι έτρωγε του σκασμού. Κανείς δεν ασχολήθηκε πέρα από τη
ρεταρισμένη του καρδιά…»
Ο Στράικ δε διέκρινε την παραμικρή υποψία μεταμέλειας, καθώς η
Τζάνις περιεργαζόταν τις νεκρολογίες των θυμάτων της, λες κι ήταν
πατρόν κεντήματος. Τα δάχτυλά της έτρεμαν ελαφρά, όμως ο Στράικ
υποψιαζόταν πως αυτό οφειλόταν στην ταραχή της, όχι στην ντροπή.
Λίγα μόλις λεπτά νωρίτερα σκεφτόταν να αυτοκτονήσει. Τώρα, εκείνος ο
ψυχρός και έξυπνος εγκέφαλος ενδεχομένως να λειτουργούσε εντατικά,
πίσω από τη φαινομενικά ειλικρινή επιφάνεια, οπότε ο Στράικ άπλωσε
ξαφνικά το χέρι κι απομάκρυνε τα δηλητηριασμένα σοκολατάκια από το
τραπέζι δίπλα στην Τζάνις και τα ακούμπησε στο πάτωμα, δίπλα στην
πολυθρόνα του. Τα μάτια της τον ακολούθησαν, έτσι που ο Στράικ
αισθάνθηκε βέβαιος πως είχε δίκιο που υποψιάστηκε ότι σκεφτόταν να τα
φάει. Τώρα έγειρε και πάλι προς τα εμπρός και έπιασε το κιτρινισμένο
απόκομμα που είχε κοιτάξει και την προηγούμενη φορά, εκείνο για τον
μικρούλη Τζόνι Μαρκς από το Μπένθαλ Γκριν.
«Το πρώτο σου θύμα, σωστά;»
Η Τζάνις πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε. Δυο αποκόμματα
πετάρισαν.
«Ναι», είπε με βαριά φωνή. «Ζιζανιοκτόνο. Έβρισκες ό,τι ήθελες εκείνα
τα χρόνια, πωλούνταν ελεύθερα. Οργανοφωσφορικό. Μ’ άρεσε πάρα
πολύ ο Τζόνι Μαρκς, όμως εκείνος με κορόιδευε. Ναι, οπότε νόμισαν πως
πήγε από περιτονίτιδα. Βέβαια, να τα λέμε όλα, εκείνος ο γιατρός ούτε
που εμφανίστηκε. Κανείς δε νοιαζόταν, άμα ήταν παιδιά από
φτωχογειτονιές… Δεν είχε καλό τέλος αυτός. Με άφησαν να πάω στο
δωμάτιο, να τον κοιτάξω, μετά που πέθανε. Του έδωσα ένα φιλάκι στο
μάγουλο», είπε η Τζάνις. «Δεν μπορούσε να με εμποδίσει πια, καλά δε
λέω; Ας πρόσεχε κι αυτός, να μη με κορόιδευε».
«Ο Μαρκς», είπε ο Στράικ παρατηρώντας το απόκομμα, «σου έδωσε
την ιδέα για τη Σπένσερ, σωστά; Ήταν το όνομα που τη συνέδεσε αρχικά
μαζί σου, όμως κι εγώ κάτι έπρεπε να είχα ψυλλιαστεί όταν η Κλερ
απάντησε τόσο γρήγορα στο μήνυμα που άφησα. Οι κοινωνικοί
λειτουργοί δεν το κάνουν ποτέ αυτό. Πνίγονται στη δουλειά».
«Χμ», έκανε η Τζάνις και σχεδόν χαμογέλασε. «Ναι. Από εκεί
σκέφτηκα το όνομα: Κλερ Μάρτιν και Τζόνι Μαρκς».
«Τη νεκρολογία του Μπρένερ όμως δεν τη φύλαξες, σωστά;»
«Όχι», είπε η Τζάνις.
«Επειδή δεν τον σκότωσες εσύ;»
«Ναι. Πέθανε από γεράματα κάπου στο Ντέβον. Ούτε που κάθισα να
διαβάσω τη νεκρολογία του, όμως κάτι έπρεπε να σκαρφιστώ κι εγώ,
καλά δε λέω, όταν τη γύρεψες; Οπότε, είπα πως την πήρε ο Όουκντεν».
Πρέπει να ήταν η ικανότερη ψεύτρα που είχε συναντήσει ποτέ του ο
Στράικ. Η ικανότητά της να σκαρώνει παραμύθια στο φτερό, κι ο τρόπος
που έπλεκε τα πειστικά ψέματά της με αλήθειες, χωρίς ποτέ να το
παρατραβά, περιγράφοντας τα πάντα με τρόπο τόσο αυθεντικό και
ειλικρινή, την τοποθετούσε σε δική της κατηγορία.
«Ο Μπρένερ ήταν στ’ αλήθεια εθισμένος στα βαρβιτουρικά;»
«Όχι», είπε η Τζάνις.
Εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να παραχώνει και πάλι τις νεκρολογίες στον
φάκελο, οπότε ο Στράικ παρατήρησε το απόκομμα για τον βασιλικό, στην
πίσω πλευρά του οποίου βρισκόταν η ανακοίνωση του θανάτου της
Τζοάνα Χάμοντ.
«Όχι», επανέλαβε τοποθετώντας και πάλι τις νεκρολογίες στο συρτάρι
στη βάση του επίπλου και κλείνοντάς το, λες και είχε πλέον κάποια
σημασία το να επιστρέψει στη θέση τους αυτά τα πράγματα, λες και δε θα
χρησιμοποιούνταν σύντομα ως αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος της. Με τα
γόνατά της να τρίζουν, στάθηκε και πάλι όρθια κι επέστρεψε στον
καναπέ.
«Έβαζα τον Μπρένερ να υπογράφει για τα φάρμακα που μάζευα», είπε.
«Νόμιζε, ο αφελής βρομόγερος, πως τα πούλαγα στην πιάτσα».
«Και πώς τον έπεισες να παραγγέλνει τόσο μεγάλες ποσότητες; Τον
εκβίαζες;»
«Φαντάζομαι θα μπορούσες να το πεις κι έτσι, ναι», απάντησε εκείνη.
«Έμαθα πως πήγαινε κάθε τόσο σε μια ιερόδουλη στη γειτονιά. Ένα από
τα παιδιά της μου είπε πως ο Μπρένερ πέρναγε από εκεί μια φορά την
εβδομάδα. Σκέφτηκα κι εγώ, τώρα θα δεις, σε τσάκωσα, βρομόγερε.
Κόντευε να βγει στη σύνταξη. Ήξερα πως δεν ήθελε να καταλήξει
ατιμασμένος. Πήγα μια μέρα στο γραφείο του και του είπα πως ήξερα τα
ρεζιλίκια του. Κόντεψε να μου μείνει στα χέρια», είπε η Τζάνις με ένα
μοχθηρό χαμόγελο. «Του είπα πως υπήρχε τρόπος να κρατήσω το στόμα
μου κλειστό, κι ύστερα του ζήτησα να μου βρει κάτι φάρμακα. Υπέγραψε
χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χρόνια ολόκληρα χρησιμοποιούσα ουσίες που
μου είχε βρει ο Μπρένερ».
«Η ιερόδουλη ήταν η Μπέτι Φούλερ, σωστά;»
«Ναι», είπε η Τζάνις. «Το υποψιάστηκα πως θα το μάθαινες».
«Ο Μπρένερ κακοποιούσε την Ντέμπορα Άθορν;»
«Όχι. Μια φορά πέρασε να δει τα ράμματά της, μετά που γέννησε τον
Σάμουιν, αυτό ήταν όλο».
«Και τότε, γιατί μου είπε η Κλερ Σπένσερ εκείνη την ιστορία; Απλώς
για να θολώσει λίγο παραπάνω τα νερά;»
Η Τζάνις σήκωσε τους ώμους.
«Δεν ξέρω. Σκέφτηκα πως ίσως σου έμπαινε η ιδέα πως ο Μπρένερ
ήτανε μπερμπάντης, κι η Μάργκοτ έμαθε πως άπλωνε χέρι σε ασθενείς».
«Εκείνη η κάψουλα στην κούπα του Μπρένερ αλήθεια ήταν;»
«Όχι», είπε η Τζάνις. «Στην κούπα της Αϊρίν ήταν… βλακεία μου
αυτό», συνέχισε, ενώ ρυτίδες απλώνονταν στο ροδόλευκο μέτωπό της. Τα
μεγάλα γαλάζια μάτια στράφηκαν προς τον τοίχο με τις φωτογραφίες των
θυμάτων, ύστερα στο παράθυρο και τελικά πίσω στον Στράικ. «Δεν
έπρεπε να το είχα κάνει αυτό. Καμιά φορά το παρατραβούσα κι εγώ.
Έπαιρνα σαχλά ρίσκα. Η Αϊρίν μου είχε σπάσει τα νεύρα μια μέρα στην
υποδοχή, φλέρταρε με… απλώς φλέρταρε», είπε η Τζάνις, «οπότε της
πήγα μια κούπα τσάι κι είχα ρίξει μέσα δυο κάψουλες. Μιλάει
ασταμάτητα, σου ’ρχεται να την καρυδώσεις, ήθελα απλώς να την κάνω
να το βουλώσει για λίγο. Όμως το άφησε να κρυώσει…
»Να πω την αλήθεια, χάρηκα κάπως, μετά που ηρέμησα. Πήρα την
κούπα και την πήγα στο δωματιάκι πίσω, να την ξεπλύνω, όμως
εμφανίστηκε η Μάργκοτ, ούτε που την είχα καταλάβει, φόραγε κι εκείνα
τα ίσια παπούτσια… Προσπάθησα να κρύψω την κούπα, όμως την είδε.
»Σκέφτηκα πως κάπου θα το έλεγε, οπότε έπρεπε να την προλάβω.
Πήγα αμέσως στον δρα Γκάπτα και του είπα πως είχα βρει μια κάψουλα
στο τσάι του δρα Μπρένερ, του είπα πως υποψιαζόμουν ότι παράγγελνε
αφύσικα μεγάλες ποσότητες φαρμάκων κι ότι ήταν εθισμένος. Τι άλλο να
έκανα; Ο Γκάπτα ήταν καλός άνθρωπος αλλά δειλός. Φοβόταν λιγάκι τον
Μπρένερ. Σκέφτηκα πως το πιθανότερο ήταν πως δε θα του ’λεγε
κουβέντα, και πράγματι έτσι έγινε, όμως ειλικρινά ήξερα πως ακόμη κι αν
είχε πάει να πιάσει τον άλλο, ο Μπρένερ θα προτιμούσε να καμωθεί πως
ήταν εθισμένος, παρά να ρισκάρει να πω παραέξω τις πομπές του με την
Μπέτι Φούλερ».
«Κι η Μάργκοτ ανησυχούσε πραγματικά για το πώς είχε πεθάνει η
μητέρα της Ντόροθι Όουκντεν;»
«Όχι», είπε και πάλι η Τζάνις. «Όμως έπρεπε κάτι να σου πω, έτσι δεν
είναι;»
«Είσαι ιδιοφυΐα στην παραπλάνηση», σχολίασε ο Στράικ, οπότε η
Τζάνις πήρε ελαφρώς ροδαλό χρώμα.
«Από μικρή ήμουνα έξυπνη», μουρμούρισε, «όμως τι να την κάνει η
γυναίκα την εξυπνάδα. Καλύτερα να ’σαι όμορφη. Ζεις καλύτερα άμα
έχεις εμφάνιση. Οι άντρες μια ζωή την Αϊρίν γύρναγαν να κοιτάξουν, όχι
εμένα. Βλακείες τσαμπούναγε συνέχεια, όμως έτσι τους άρεσε ακόμη
καλύτερα. Όχι πως ήμουν καμιά άσχημη… Απλώς δεν είχα αυτό το κάτι
που άρεσε στους άντρες».
«Όταν σας συναντήσαμε για πρώτη φορά τις δυο σας», είπε ο Στράικ,
προσπερνώντας τα τελευταία σχόλια, «σκέφτηκα πως ίσως η Αϊρίν να
επιδίωξε να σας μιλήσουμε μαζί, ώστε να είναι βέβαιη πως δε θα σου
ξέφευγε κάποιο μυστικό της, όμως στην πραγματικότητα το αντίθετο
συνέβη, σωστά; Ήθελες να έχεις τον έλεγχο του τι θα έλεγε εκείνη».
«Ναι, δεν ξέρω», είπε η Τζάνις αναστενάζοντας ξανά. «Δεν τα
κατάφερα και τόσο καλά, ε; Φλυαρούσε ασταμάτητα».
«Πες μου, ο Τσάρλι Ράματζ είδε πράγματι κάποια αγνοούμενη γυναίκα
στο Λίμινγκτον Σπα;»
«Όχι. Ήθελα απλώς να σε βάλω να σκεφτείς κάτι άλλο αντί για τη
Μάργκοτ που ψηλαφούσε την κοιλιά του Κεβ. Ο Τσάρλι Ράματζ που είχε
πει πως είδε τη Μαίρη Φλάναγκαν στο προαύλιο μιας εκκλησίας στο…
Γούστερσαϊρ, κάπου εκεί γύρω, νομίζω. Ήξερα πως δε θα μπορούσε να
με διαψεύσει κάποιος, αυτός ήταν πεθαμένος, κι ήξερα πως πετούσε κάτι
τέτοιες μπαρούφες, κανείς δικός του δε θα θυμόταν ακριβώς ένα ακόμη
παραμύθι».
«Η αναφορά στο Λίμινγκτον Σπα στόχο είχε να με στρέψει προς την
Αϊρίν και τον Σάτσγουελ;»
«Ναι», είπε η Τζάνις.
«Έριχνες ουσίες στο θερμός της Βίλμα Μπέιλις; Αυτός είναι ο λόγος
που έμοιαζε μεθυσμένη στην κλινική;»
«Έριχνα, ναι».
«Γιατί;»
«Σου είπα ήδη», απάντησε η Τζάνις εκνευρισμένη, «δεν ξέρω γιατί το
κάνω, απλώς το κάνω… Ήθελα να δω τι θα της συνέβαινε. Μ’ αρέσει να
ξέρω γιατί συμβαίνουν διάφορα, που κανείς άλλος δεν ξέρει…
»Όλα αυτά πού τα κατάλαβες;» ρώτησε επιτακτικά. «Ο Τάλμποτ κι ο
Λόσον δεν υποψιάστηκαν το παραμικρό».
«Ο Λόσον ίσως όχι», είπε ο Στράικ, «όμως ο Τάλμποτ κάτι είχε
καταλάβει».
«Τρίχες», είπε μεμιάς η Τζάνις. «Από τη μύτη τον έσερνα».
«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος», είπε ο Στράικ. «Άφησε πίσω του κάτι
αλλόκοτες σημειώσεις, και διαρκώς επέστρεφε στον θάνατο του Σκορπιού
ή αλλιώς της Ήρας, που ήταν τα ονόματα τα οποία έδωσε στην Τζοάνα
Χάμοντ. Επτά καταθέσεις, Τζάνις. Νομίζω πως υποσυνείδητα ήξερε πως
κάτι δεν πήγαινε καλά στην περίπτωσή σου. Αναφέρεται συχνά σε
φαρμάκια, δηλητήρια, νομίζω πως του είχε κολλήσει στο μυαλό αυτό
εξαιτίας του τρόπου που πέθανε η Τζοάνα. Κάποια στιγμή –κάθισα και
διάβασα τις σημειώσεις ξανά χτες το βράδυ– αντιγράφει μια μακροσκελή
περιγραφή της Ντάμας Κούπα από τις κάρτες ταρό. Το ρεζουμέ είναι πως
η Ντάμα αντανακλά τον παρατηρητή. “Το να διακρίνεις την αλήθεια της
είναι πρακτικά αδύνατο”. Εν τω μεταξύ, τη νύχτα που τον πήγαν σηκωτό
στο νοσοκομείο, φαντάστηκε στις παραισθήσεις του πως είχε δει έναν
θηλυκό δαίμονα με ένα κύπελλο στο χέρι κι ένα επτά κρεμασμένο γύρω
από τον λαιμό. Ήταν πολύ άρρωστος για να καταφέρει να συνδέσει τις
υποψίες του, όμως το υποσυνείδητό του διαρκώς επιχειρούσε να του πει
ότι δεν ήσουν αυτή που έδειχνες. Κάποια στιγμή γράφει: “Έχει δίκιο το
Κήτος;” Κήτος ονόμαζε την Αϊρίν, οπότε τελικά αναρωτήθηκα κι εγώ για
ποιο πράγμα θα μπορούσε να είχε δίκιο. Και τότε θυμήθηκα πως την
πρώτη φορά που συναντηθήκαμε με τις δυο σας, μας είπε πως νόμιζε πως
“γλυκοκοίταζες” τον Ντάουθγουεϊτ».
Στο άκουσμα του ονόματος του Ντάουθγουεϊτ, η Τζάνις μόρφασε
ελαφρά.
«Επίσης, ο Όουκντεν ισχυρίστηκε πως χαχάνιζες, όταν ήσουν κοντά
στον Ντάουθγουεϊτ», συνέχισε ο Στράικ, παρατηρώντας την προσεκτικά.
«Κι η Ντόροθι σε κατέταξε μαζί με την Αϊρίν και την Γκλόρια σαν
κάποιου είδους ξετσίπωτη, πράγμα που αφήνει να εννοηθεί πως είχες
φλερτάρει μπροστά της».
«Δηλαδή, σε αυτά πάτησες, επειδή φλέρταρα μια φορά κι ήμουν η
Ντάμα Κούπα;» είπε η Τζάνις, κατορθώνοντας να χρωματίσει με μια νότα
περιφρόνησης τη φωνή της, αν και ο Στράικ είχε την αίσθηση πως έδειχνε
κλονισμένη.
«Όχι», είπε ο Στράικ, «υπήρχαν διάφορα ακόμη στοιχεία. Αλλόκοτες
ανωμαλίες και συμπτώσεις. Διάφοροι άνθρωποι επέμεναν να μου λένε
πως η Μάργκοτ δε συμπαθούσε “τη νοσοκόμα”, όμως σε μπέρδευαν
συχνά με την Αϊρίν, οπότε χρειάστηκα αρκετό χρόνο για να
συνειδητοποιήσω πως πράγματι εσένα εννοούσαν.
»Έπειτα ήταν και το σύνδρομο FRAXA. Όταν σε συνάντησα εκείνη την
πρώτη φορά, μαζί με την Αϊρίν, ισχυρίστηκες πως από τους Άθορν είχες
περάσει μονάχα μία φορά, όμως τη δεύτερη φορά που σε συνάντησα, για
κάποιο λόγο ήξερες ένα σωρό πράγματα γι’ αυτούς. Το FRAXA
ονομαζόταν σύνδρομο Μάρτιν-Μπελ στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Αν
τους είχες δει μονάχα εκείνη τη μία φορά, ήταν παράξενο που ήξερες
ακριβώς τι θέμα υγείας αντιμετώπιζαν, κι επίσης το ότι χρησιμοποίησες
τον σύγχρονο όρο…
»Κι εκτός αυτού, άρχισα να παρατηρώ πόσοι άνθρωποι αντιμετώπιζαν
στομαχικές διαταραχές ή συμπεριφέρονταν σαν να ήταν ναρκωμένοι.
Μήπως έριξες κάτι στον φρουτοχυμό, στο μπάρμπεκιου της Μάργκοτ και
του Ρόι;»
»Έριξα, ναι», είπε. «Σιρόπι ιπεκακουάνας ήταν. Σκέφτηκα πως θα είχε
γούστο αν νόμιζαν όλοι πως είχαν πάθει τροφική δηλητηρίαση στο
μπάρμπεκιου, όμως ο Καρλ πήγε κι έσπασε το μπολ και η αλήθεια είναι
πως χάρηκα… Ήθελα απλώς να τους δω να ξερνάνε όλοι, ίσως να τους
περιποιηθώ για να συνέλθουν, να τους χαλάσω το πάρτι, όμως ήταν
βλακεία μου, σωστά;… Αυτό εννοώ, όταν λέω πως το παρατραβούσα
κάποιες φορές, γιατροί ήταν, τι θα γινόταν αν καταλάβαιναν;… Μονάχα η
Γκλόρια πρόλαβε να πιει ένα μεγάλο ποτήρι και ξέρασε. Διόλου δεν
άρεσε αυτό στον άντρα της Μάργκοτ… τους χάλασε το παλατάκι…»
Εκεί, ο Στράικ διέκρινε τη σχεδόν ανεπαίσθητη λαχτάρα για πρόκληση
προβλημάτων που κρυβόταν πίσω από εκείνο το μειλίχιο παρουσιαστικό.
«Η Γκλόρια που έκανε εμετό στο μπάρμπεκιου», είπε ο Στράικ. «Η
Αϊρίν και το ευερέθιστο έντερό της… ο Κέβιν με τους διαρκείς
στομαχόπονους… η Βίλμα που παραπατούσε και έκανε εμετό το
διάστημα που εργαζόταν στην κλινική… εγώ που ξέρασα τα σοκολατάκια
τα Χριστούγεννα… και, φυσικά, ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ με τα προβλήματα
όρασης, τους πονοκεφάλους και τα εντερικά θέματα… Να υποθέσω πως
με τον Ντάουθγουεϊτ φλέρταρε η Αϊρίν, τη μέρα που έριξες τις κάψουλες
στο τσάι της;»
Η Τζάνις έσμιξε τα χείλη της, τα μάτια της μισόκλεισαν.
«Να φανταστώ πως της είπες ότι ο Ντάουθγουεϊτ ήταν γκέι, για να την
κάνεις να ξεκόψει;»
«Αφού είχε ήδη τον Έντι που έκανε σαν τρελός να την παντρευτεί»,
ξέσπασε η Τζάνις. «Είχε ένα σωρό τύπους στην παμπ που φλέρταραν μαζί
της. Αν της είχα πει πόσο πολύ μου άρεσε ο Στιβ, θα μου τον είχε πάρει,
απλώς επειδή μπορούσε, τέτοια ήτανε. Άρα, της είπα κι εγώ πως ήταν
αδελφή, ναι».
«Τι ουσίες τής δίνεις αυτό το διάστημα;»
«Ανάλογα», απάντησε ήσυχα η Τζάνις. «Εξαρτάται από το πόσο άγρια
μου τη δίνει στα νεύρα».
«Μίλησέ μου για τον Στιβ Ντάουθγουεϊτ».
Ξαφνικά, η Τζάνις ανάσανε βαθιά. Το πρόσωπό της είχε
αναψοκοκκινίσει και πάλι: έμοιαζε φορτισμένη.
«Ήταν… πανέμορφος άνθρωπος».
Το συναίσθημα που έκανε τη φωνή της να πάλλεται αιφνιδίασε τον
Στράικ, σχεδόν περισσότερο απ’ ό,τι το πλήθος των δηλητηρίων που είχε
φυλαγμένα στην κουζίνα της. Ο νους του ανέτρεξε στον τολμηρό νεαρό
με τη φαρδιά γραβάτα, ο οποίος είχε μεταμορφωθεί στον πρησμένο
κοκκινομάτη ιδιοκτήτη ενός ξενώνα στο Σκέγκνες, με τις αραιές τούφες
των γκρίζων μαλλιών του κολλημένες στο κάθιδρο μέτωπο, οπότε, όχι για
πρώτη φορά, ο Στράικ είχε την ευκαιρία να αναλογιστεί την απόλυτα
απρόβλεπτη φύση της ανθρώπινης αγάπης.
«Μια ζωή έτσι παράφορα ερωτευόμουν», είπε η Τζάνις, οπότε ο Στράικ
αναλογίστηκε τον Τζόνι Μαρκς να πεθαίνει με φρικτούς πόνους και την
Τζάνις να τον αποχαιρετά με ένα φιλί στο παγωμένο, νεκρό μάγουλό του.
«Αχ, ο Στιβ σε έκανε να γελάς. Λατρεύω τους άντρες που σε κάνουν να
γελάς. Κι ήταν φοβερά γοητευτικός. Πέρναγα μπροστά από το διαμέρισμά
του δέκα φορές τη μέρα απλώς για να τον χαιρετάω… πιάσαμε φιλίες…
»Άρχισε να περνάει κι αυτός από το σπίτι μου, να μου λέει όλα τα
προβλήματά του… κάποια στιγμή μού ξεφουρνίζει πως είναι τρελός και
παλαβός για μια παντρεμένη. Πήγε κι ερωτεύτηκε τη γυναίκα ενός
συναδέλφου. Ώρες ατελείωτες με ζάλιζε, πόσο δύσκολη ήταν η ζωή της
κακομοίρας, κι εγώ να κάθομαι και να τον ακούω, ανύπαντρη με παιδί.
Γιατί, η δική μου ζωή εύκολη ήταν; Η άλλη τουλάχιστον είχε τον άντρα
της, καλά δε λέω; Αλλά, όχι, το κατάλαβα πως δεν είχα καμία ελπίδα μαζί
του, άμα δεν έβγαινε η άλλη από τη μέση, οπότε σκέφτηκα κι εγώ,
μάλιστα, πρέπει να ξεκουμπιστεί…
»Άσε που δεν ήτανε καλύτερη από μένα στην εμφάνιση», μουρμούρισε
η Τζάνις δείχνοντας τη φωτογραφία της Τζοάνα Χάμοντ στον τοίχο. «Εκεί
δες, ελιά στα μούτρα…
»Οπότε, βρήκα το όνομά της στον κατάλογο, κι απλώς πέρασα από το
σπίτι της, όταν ήξερα πως ο άντρας της έλειπε στη δουλειά. Είχα μια
περούκα εκείνο τον καιρό, τη φόραγα στα πάρτι. Την έβαλα, μαζί και τη
στολή μου, κι ένα ζευγάρι γυαλιά που είχα τότε, αλλά δεν τα
χρειαζόμουν. Χτύπησα το κουδούνι, της είπα πως με είχαν ενημερώσει
ανώνυμα για κάποιο πρόβλημα στο σπίτι.
»Οι άνθρωποι πάντα ανοίγουν την πόρτα στη νοσοκόμα», είπε η Τζάνις.
«Κι αυτή καιγόταν να μιλήσει σε κάποιον. Φρόντισα κι εγώ να τη
φουντώσω για τα καλά, ώσπου έμπηξε τα κλάματα. Μου είπε που
πλάγιαζε με τον Στιβ κι ότι νόμιζε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του…
»Της ετοίμασα ένα ρόφημα, είχα βάλει γάντια στο μεταξύ. Το μισό ήταν
ζιζανιοκτόνο. Το κατάλαβε με το που το δοκίμασε, όμως της βούτηξα τα
μαλλιά από πίσω», είπε η Τζάνις μιμούμενη την κίνηση, «τράβηξα το
κεφάλι της και της το άδειασα στο γαμημένο λαρύγγι της. Α, ναι. Με το
που σωριάστηκε κάτω και χτυπιόταν, την έβαλα να πιει λίγο ακόμη,
σκέτο.
»Χρειάστηκε να μείνω κάποια ώρα εκεί, να σιγουρευτώ πως δε θα
προσπαθούσε να τηλεφωνήσει πουθενά. Μόλις κατάλαβα πως δεν υπήρχε
περίπτωση να συνέλθει, έβγαλα τη στολή μου κι έφυγα.
»Χρειάζεται ψυχραιμία», είπε η Τζάνις Μπίτι, ενώ η επιδερμίδα γύρω
από τα μάτια της είχε φουντώσει, «όμως άμα φέρεσαι κανονικά, οι
άνθρωποι δεν υποψιάζονται… απλώς πρέπει να κρατήσεις την ψυχραιμία
σου. Και μπορεί να μην ήμουνα καμιά φανταχτερή στα νιάτα μου, όμως
αυτό βοηθούσε. Δεν ήμουν το είδος της γυναίκας που θυμόντουσαν οι
άνθρωποι…
»Την επόμενη μέρα, βέβαια, πέρασε ο Στιβ από το σπίτι μου,
πλανταγμένος στο κλάμα. Όλα πήγαιναν τέλεια», είπε η γυναίκα που είχε
χύσει σκέτο ζιζανιοκτόνο στο λαρύγγι της αντίζηλης, «τον έβλεπα συχνά
έπειτα, περνούσε συνέχεια από το σπίτι μου. Κάτι γινόταν ανάμεσά μας,
το αισθανόμουν.
»Τον νάρκωνα με ρέγουλα», είπε η Τζάνις, λες κι αυτό αποτελούσε
ατράνταχτη απόδειξη της αγάπης της. «Όσο χρειαζόταν για να μη
γυροφέρνει, να αισθάνεται πως με είχε ανάγκη. Τον φρόντιζα πολύ καλά.
Μια φορά αποκοιμήθηκε στον καναπέ μου, του σκούπισα το πρόσωπο
την ώρα που κοιμόταν», είπε, οπότε ο Στράικ αναλογίστηκε για μία
ακόμη φορά το φιλί που είχε δώσει στον νεκρό Τζόνι Μαρκς.
«Κάποιες φορές όμως», είπε η Τζάνις χολωμένη, «οι άντρες με
θεωρούσαν μαμαδίστικο τύπο και δεν μπορούσαν να με δουν αλλιώς. Το
καταλάβαινα πως ο Στιβ με συμπαθούσε, όμως είχα την υποψία πως ίσως
να μη με έβλεπε όπως έπρεπε, καταλαβαίνεις, επειδή ήμουνα νοσοκόμα,
κι έπρεπε να σέρνω συνέχεια τον Κεβ μαζί μου. Ένα βράδυ που είχε
περάσει ο Στιβ, κι ο Κεβ χτυπιόταν, ο Στιβ είπε πως μάλλον ήταν
καλύτερα να πηγαίνει, να ασχοληθώ κι εγώ με το παιδί… οπότε το
κατάλαβα, σκέφτηκα, δε θα με θες με παιδί. Οπότε έπρεπε να φύγει από
τη μέση ο Κεβ».
Το είπε λες και σχολίαζε πως έπρεπε να θυμηθεί να κατεβάσει τα
σκουπίδια.
«Όμως πρέπει να προσέχεις όταν είναι το δικό σου παιδί», είπε η
Τζάνις. «Έπρεπε να σκαρώσω ολόκληρο ιστορικό. Δε γινόταν να πεθάνει
μια κι έξω, αφού ως τότε ήτανε μια χαρά. Άρχισα να πειραματίζομαι με
διάφορα, σκεφτόμουν καμιά υπερβολική δόση αλατιού, να πω ότι το είχε
κάνει γιατί τον είχε προκαλέσει κάποιος συμμαθητής, κάτι. Άρχισα να
ρίχνω από κάτι στο φαγητό του, εδώ κι εκεί. Να αρχίσει να κάνει
παράπονα στις δασκάλες πως τον πόναγε η κοιλιά του, οπότε κι εγώ θα
έλεγα: “Α, κατάλαβα, πάλι αδιάβαστος πήγε”…»
«Όμως κάποια στιγμή τον εξέτασε η Μάργκοτ», είπε ο Στράικ.
«Όμως κάποια στιγμή», επανέλαβε η Τζάνις με αργή φωνή, γνέφοντας
καταφατικά, «εκείνη η ψηλομύτα σκρόφα τον μπάζει στο γραφείο της και
τον εξετάζει. Κι ήξερα πως κάτι υποψιαζόταν. Με ρώτησε ύστερα τι σόι
ροφήματα του έδινα, γιατί το μούλικο της είχε πει πως η μαμά του
ετοίμαζε σπέσιαλ ροφήματα…
»Μια εβδομάδα αργότερα», είπε η Τζάνις στρίβοντας την παλιά βέρα
γύρω από το δάχτυλό της, «καταλαβαίνω πως ο Στιβ θα πάει να τη δει,
επειδή ανησυχούσε για την υγεία του, αντί να έρθει να δει εμένα.
Ξαφνικά, η Μάργκοτ αρχίζει και μου κάνει ένα σωρό ερωτήσεις για τον
θάνατο της Τζοάνα, στο πίσω δωματιάκι, δίπλα στον βραστήρα, κι η
Ντόροθι με την Γκλόρια μας άκουγαν. Της απαντάω κι εγώ: “Πού στον
διάολο να ξέρω τι έγινε;” όμως μέσα μου ανησυχούσα. Σκέφτηκα: Τι να
της λέει ο Στιβ; Να της είχε πει πως του φαινόταν πως κάτι δεν πήγαινε
καλά με την άλλη; Να είχε πει κανείς πως είδε μια νοσοκόμα να φεύγει
από το σπίτι;
»Είχα αρχίσει να ανησυχώ. Της έστειλα κάτι σοκολατάκια, τίγκα στα
βαρβιτουρικά. Η Αϊρίν μου είχε πει πως κάποιος έστελνε στη Μάργκοτ
χαρτάκια να την τρομάξει, δε μου έκανε εντύπωση, αφού η σκρόφα έχωνε
τη μύτη της παντού, οπότε κι εγώ… σκέφτηκα, θα νομίσουν πως όποιος
έστειλε τα σημειώματα, έστειλε και τα σοκολατάκια…
»Όμως η ρουφιάνα δεν τα έφαγε. Τα πέταξε στα σκουπίδια, μπροστά
μου, αργότερα όμως έμαθα πως τα είχε πάρει από το καλάθι και τα
φύλαξε. Και τότε ήταν που το κατάλαβα, ήμουνα σίγουρη. Σκέφτηκα, θα
τα στείλει να τα ελέγξουν…»
«Και τότε ήταν που συμφώνησες επιτέλους να βγεις ραντεβού με τον
απλοϊκό, βαρετό Λάρι», είπε ο Στράικ.
«Ποιος λέει πως ήταν απλοϊκός;» αντέδρασε η Τζάνις εκνευρισμένη.
«Η Αϊρίν», είπε ο Στράικ. «Χρειαζόσουν πρόσβαση σε τσιμέντο, έτσι
δεν είναι; Δεν ήθελες να σε δουν να το αγοράζεις, φαντάζομαι. Τι έκανες,
είπες του Λάρι να βουτήξει μια ποσότητα και να μην το πει πουθενά;»
Η Τζάνις περιορίστηκε στο να τον κοιτάζει με εκείνα τα στρογγυλά
γαλάζια μάτια, που κανείς, χωρίς να έχει ακούσει αυτό τον διάλογο, δε θα
μπορούσε να αντιμετωπίσει με δυσπιστία.
«Τι σου έδωσε την ιδέα για το τσιμέντο;» ρώτησε ο Στράικ. «Εκείνη η
φήμη που κυκλοφόρησε για το πτώμα στα θεμέλια;»
«Ναι», είπε η Τζάνις τελικά. «Σκέφτηκα πως ήταν ο καλύτερος τρόπος
για να μη βρομίσει το πτώμα. Έπρεπε να εξαφανιστεί. Πλησίαζε
επικίνδυνα, πρώτα όταν εξέτασε τον Κεβ, μετά που με ρώταγε για την
Τζοάνα, ύστερα που φύλαξε τα σοκολατάκια. Ήθελα να σκεφτεί ο κόσμος
πως την είχε φάει ο Χασάπης του Έσεξ ή αλλιώς ο τύπος που έστελνε τα
απειλητικά σημειώματα».
«Πόσες φορές πέρασες από τους Άθορν, πριν σκοτώσεις τη Μάργκοτ;»
«Μερικές».
«Επειδή χρειάζονταν νοσοκόμα; Ή για κάποιον άλλο λόγο;»
Ακολούθησε η μεγαλύτερη παύση μέχρι στιγμής, αρκετά παρατεταμένη,
ώστε να προλάβει ο ήλιος να ξεπροβάλει πίσω από ένα σύννεφο και η
γυάλινη άμαξα της Σταχτοπούτας να φεγγίσει φευγαλέα σαν λευκή φωτιά,
προτού μεταμορφωθεί και πάλι στο κακόγουστο μπιχλιμπίδι που ήταν
πραγματικά.
«Είχα σκεφτεί κάποια στιγμή να τους σκοτώσω», είπε η Τζάνις
μετρώντας τα λόγια της. «Δεν ξέρω γιατί, πραγματικά. Απλώς, απ’ όταν
τους γνώρισα… ήταν παράξενοι, δεν περνούσε ποτέ άνθρωπος από εκεί.
Κάτι ξαδέλφια που είχαν, τους επισκέπτονταν μια φορά στα δέκα χρόνια.
Τα είχα συναντήσει τον Γενάρη εκείνα τα ξαδέλφια, που χρειαζόταν ένα
ξεβρόμισμα το διαμέρισμα, για να μην τους τρέχει ο άλλος με το μαγαζί
στα δικαστήρια… έμειναν για μια ώρα κι άφησαν την “Κλερ” να
αναλάβει τα υπόλοιπα…
»Ναι, μια μέρα σκέφτηκα μήπως σκότωνα τους Άθορν», είπε
σηκώνοντας τους ώμους. «Γι’ αυτό πέρναγα από εκεί κάθε τόσο. Μου
άρεσε η ιδέα να κάτσω και να δω μια ολόκληρη οικογένεια να πεθαίνει
μαζί, να περιμένω να δω πότε θα καταλάβαιναν οι άνθρωποι, κι ύστερα
που θα το έγραφαν οι εφημερίδες κι εγώ θα ήξερα τι είχε συμβεί, ενώ οι
άλλοι θα κουτσομπόλευαν στη γειτονιά…
»Πειραματίστηκα λιγάκι πάνω τους. Ενέσεις βιταμινών, τους έλεγα πως
ήταν. Ειδικές θεραπείες. Καμιά φορά τούς έκλεινα τη μύτη, εκεί που
κοιμόντουσαν. Τους σήκωνα τα βλέφαρα και κοίταζα τα μάτια τους, όσο
ήταν αναίσθητοι. Οι νοσοκόμες, κανονικά, δε χορηγούν αναισθητικά,
όμως ο δρ Μπρένερ μου έβρισκε ένα σωρό, κι οι Άθορν απλώς με άφηναν
και τους έκανα διάφορα, ακόμη και ο Γκουίλερμ. Πολύ του άρεσε που
περνούσα από εκεί. Περνούσε μέρες μαστουρωμένος με βενζεδρίνες, κι
ύστερα με έβρισκε για να του δώσω ηρεμιστικά. Κανονικό πρεζόνι.
»Κι εγώ του έλεγα: Τον νου σου, μην πας και πεις πουθενά τι κάνουμε.
Αυτές είναι ακριβές θεραπείες. Ειδική μεταχείριση, επειδή συμπαθώ την
οικογένειά σου.
»Κάποιες φορές σκεφτόμουν: Θα σκοτώσω τον μικρό, κι ύστερα θα
καταθέσω σε βάρος του Γκουίλερμ. Το είχα σκεφτεί κι αυτό κάποια
στιγμή. Είπα, θα με γράψουν οι εφημερίδες, θα με φωτογραφίσουν
καλοντυμένη, όταν πάω να καταθέσω στη δίκη του, καταλαβαίνεις. Η
φωτογραφία μου στην πρώτη σελίδα… σκέφτηκα πως θα ήταν ένα ωραίο
θέμα συζήτησης με τον Στιβ, μετά που θα έβλεπε τη φωτογραφία μου
στην εφημερίδα. Οι άντρες τρελαίνονται με τις νοσοκόμες. Μονάχα αυτό
το πλεονέκτημα είχα, όταν έβγαινα με την Αϊρίν, αλλά μετά η σκρόφα
άρχισε να τους λέει πως ήταν κι αυτή νοσοκόμα…
»Δόξα τω Θεώ όμως, δεν έκανα τίποτε από αυτά που σκεφτόμουν, δόξα
τω Θεώ τους άφησα στην ησυχία τους, γιατί μετά τι θα είχα κάνει με τη
Μάργκοτ, αν δεν τους είχα πρόχειρους εκεί παρακάτω; Στο μεταξύ, είχα
βουτήξει το δεύτερο κλειδί τους. Χαμπάρι δεν πήραν.
»Δεν το περίμενα πως θα έπιανε», είπε η Τζάνις, «αφού χρειάστηκε να
σκαρώσω το σχέδιο μέσα σε πέντε λεπτά. Το ήξερα πως με είχε μυριστεί,
όταν φύλαξε τα σοκολατάκια, έμεινα ξύπνια όλη νύχτα, σκεφτόμουν,
ανησυχούσα… κι έτσι, την επόμενη μέρα, μπορεί και τη μεθεπόμενη, ο
Στιβ σηκώθηκε κι έφυγε ταραγμένος από το ιατρείο της για τελευταία
φορά. Τρόμαξα, σκέφτηκα πως τον είχε προειδοποιήσει για μένα, γιατί
όταν πέρασα από το σπίτι του εκείνο το βράδυ, σκαρφίστηκε κάποια
δικαιολογία για να μη μου ανοίξει… Θέλω να πω, δεν πήγε στην
αστυνομία, οπότε τώρα πια ξέρω πως άδικα τον υποψιάστηκα, όμως
εκείνο τον καιρό…»
«Δεν τον υποψιάστηκες άδικα», είπε ο Στράικ. «Του μίλησα χθες. Η
Μάργκοτ του είχε πει πως έπρεπε να σταματήσει να τρώει οτιδήποτε του
ετοίμαζες. Απλώς αυτό. Εκείνος όμως κατάλαβε τι εννοούσε».
Το πρόσωπο της Τζάνις κοκκίνισε ακόμη περισσότερο.
«Η σκρόφα», είπε χολωμένη. «Γιατί το έκανε αυτό; Αφού είχε πλούσιο
άντρα και εραστή που την ήθελε πίσω, γιατί έπρεπε να μου πάρει τον
Στιβ;»
«Κάτι έλεγες», της είπε ο Στράικ, «σχετικά με το πώς τα κατάφερες».
Μια σχεδόν αδιόρατη αλλαγή συντελέστηκε τότε στην Τζάνις.
Προηγουμένως φάνταζε διστακτική, ουδέτερη ή ακόμη και να ντρέπεται
για την παρορμητικότητά της, όμως τώρα για πρώτη φορά έδειχνε να
απολαμβάνει όσα έλεγε, σαν να δολοφονούσε και πάλι τη Μάργκοτ
Μπάμπορο μέσα από την αφήγηση.
«Βγήκα έξω με τον Λάρι. Του ξεφούρνισα κάτι φούμαρα, για μια
καημένη οικογένεια που δεν είχε λεφτά να αγοράσει τσιμέντο, για κάτι
μερεμέτια στην ταράτσα τους. Του είπα πως ήταν πάμφτωχοι άνθρωποι.
Κι εκείνος ήθελε τόσο πολύ να με εντυπωσιάσει, ο χαμένος, που
προσφέρθηκε να αναλάβει αυτός να τους κάνει τη δουλειά».
Γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω.
«Αναγκάστηκα κι εγώ να του πω κάτι σαχλαμάρες, τάχα μου πως ο
πατέρας θα αισθανόταν ανεπαρκής… του είπα πως αν μπορούσε να
τσιμπήσει μερικά τσουβάλια τσιμέντου από την οικοδομή, αυτό αρκούσε.
»Ο Λάρι τα μετέφερε στην πάροδο Άλμπερμαρλ και τα ανέβασε μέχρι
την πόρτα τους. Δεν τον άφησα να προχωρήσει άλλο, είπα πως δε θα ήταν
σωστό να δει τους ασθενείς. Ήτανε χαζός ο Λάρι, έχαβε ό,τι του έλεγες…
Όμως δεν αποφάσιζε να με παντρευτεί», είπε ξαφνικά η Τζάνις. «Γιατί
δηλαδή; Γιατί δε μου ζήταγε κανείς να παντρευτούμε; Δηλαδή, τι μου
λείπει εμένα, που το έχουν οι άλλες;» αναρωτήθηκε η νοσοκόμα που
σήκωνε τα βλέφαρα των ναρκωμένων θυμάτων της για να παρατηρήσει
τα αναίσθητα μάτια τους. «Κανείς τους ποτέ δε θέλησε να με
παντρευτεί… ποτέ… εγώ ήθελα απλώς να με δω στην εφημερίδα με
λευκό νυφικό. Ήθελα να χαρώ τον γάμο μου στην εκκλησία και δεν τα
κατάφερα ποτέ. Ποτέ…»
«Να υποθέσω πως χρειαζόσουν κι ένα άλλοθι, εκτός από το τσιμέντο;»
είπε ο Στράικ προσπερνώντας το παράπονό της. «Φαντάζομαι πως
διάλεξες την ηλικιωμένη με την άνοια στην οδό Γκόσπαλ, γιατί δε θα
μπορούσε να διαψεύσει ότι βρισκόσουν μαζί της, όταν εξαφανίστηκε η
Μάργκοτ;»
«Ναι», είπε η Τζάνις επιστρέφοντας στην ιστορία της, «πέρασα να τη
δω αργά το πρωί κι άφησα εκεί κάτι φάρμακα κι ένα σημείωμα, για να
αποδείξω πως την επισκέφτηκα. Ήμουν σίγουρη πως θα επιβεβαίωνε πως
είχα περάσει νωρίς το βράδυ. Συγγενείς δεν είχε, θα συμφωνούμε με ό,τι
της έλεγες…
»Από το σπίτι της έφυγα και πήγα να αγοράσω ένα εισιτήριο
κινηματογράφου, για τη νυχτερινή προβολή, κι ύστερα τηλεφώνησα στη
γυναίκα που μου κράταγε το παιδί και της είπα πως θα γύρναγα αργότερα
απ’ ό,τι λογάριαζα, γιατί είχαμε βρει θέσεις στην τελευταία προβολή.
Ήμουν σίγουρη πως η Αϊρίν δε θα ήθελε να έρθει μαζί μου. Από το πρωί
κλαψούριζε κάθε τόσο πως δεν ένιωθε καλά. Το ήξερα βέβαια πως δεν
είχε χαλασμένο δόντι, όμως καμώθηκα πως το έχαψα. Η Αϊρίν ποτέ δεν
ήθελε να πηγαίνουμε σε μέρη που δε θα βρίσκαμε άντρες».
«Οπότε επέστρεψες στην κλινική εκείνο το απόγευμα… από την πίσω
πόρτα, να υποθέσω;»
«Ναι», είπε η Τζάνις, ενώ το βλέμμα της έμοιαζε κάπως αφηρημένο
τώρα. «Δε με είδε κανείς. Ήξερα πως η Μάργκοτ είχε έναν λουκουμά
φυλαγμένο στο ψυγείο, γιατί είχα περάσει από εκεί το πρωί και τον είχα
δει, όμως εκείνη την ώρα ήταν κόσμος τριγύρω, οπότε δεν μπορούσα να
κάνω κάτι. Του τράβηξα μια ένεση με διάλυμα ηρεμιστικού μέσα από το
σελοφάν».
«Πλέον, πρέπει να διέθετες αρκετή εμπειρία, σωστά; Ήξερες δηλαδή
πόση ποσότητα να της χορηγήσεις, ώστε να μπορέσει να περπατήσει στον
δρόμο».
«Τίποτε δεν είναι σίγουρο», είπε η νοσοκόμα. Αντίθετα με τον Κριντ,
δεν καμώθηκε την παντογνώστρια, από την άλλη όμως, αν και απρόθυμα,
ασχολούνταν και με τη θεραπεία των ανθρώπων, όχι αποκλειστικά με
φόνους. «Ήξερα να λογαριάζω καλά τις δόσεις, όμως ποτέ δεν μπορεί να
είσαι σίγουρος εκατό τα εκατό. Είχα ακούσει πως θα πήγαινε να βρει μια
φιλενάδα της στην παμπ της γειτονιάς και συνήθως κάτι έτρωγε, προτού
φύγει, όμως δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη πως θα έτρωγε τον
λουκουμά, ούτε πως θα μπορούσε έπειτα να περπατήσει στον δρόμο ή
πότε θα την έπιανε καλά η ένεση…
»Εκεί που τα έκανα όλα αυτά, όσο να βρω το τσιμέντο και να πειράξω
τον λουκουμά, σκεφτόμουν: Δε θα τα καταφέρω, δε θα τα καταφέρω. Στη
φυλακή θα καταλήξεις, Τζάνις… Και να σου πω κάτι;» είπε η νοσοκόμα,
που στο μεταξύ είχε αγριέψει και τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει. «Εκεί
που είχε φτάσει το πράγμα, ούτε που με ένοιαζε. Αφού είχε πει στον Στιβ
για μένα. Σκέφτηκα: Θα με δικάσουν, κι εκεί θα τους πω που μου
φερόταν λες κι ήμουν μαμά του και νοσοκόμα και μ’ εκμεταλλευόταν,
πέρναγε από το διαμέρισμά μου όποτε του κάπνιζε. Εκεί θα αναγκαζόταν
κι αυτός να με προσέξει και να με ακούσει, σωστά; Ούτε που με ένοιαζε.
Απλώς σκεφτόμουν, κακό ψόφο, κάργια. Κακό ψόφο, με τον άντρα και
τον γκόμενο καβάτζα, αλλά δε σου φτάνουν, πρέπει να περνάει κι ο δικός
μου να σε βλέπει τρεις φορές την εβδομάδα…
»Σκέφτηκα, το λοιπόν, είτε θα πεθάνει και θα τη σκαπουλάρω είτε θα
γίνω διάσημη. Θα με γράψουν οι εφημερίδες… κι η ιδέα αυτή μου άρεσε
τότε».
Κοίταξε ολόγυρα στο μικρό καθιστικό της, κι ο Στράικ ήταν βέβαιος
πως αναρωτιόταν πώς θα έμοιαζε το κελί της.
«Έφυγα από την κλινική και πήρα τον μακρύ δρόμο για να φτάσω στο
σπίτι των Άθορν, όμως όταν άνοιξα και μπήκα, ο Γκουίλερμ δεν ήταν
εκεί. Σκέφτηκα, μάλιστα, αυτό είναι ένα πρόβλημα. Πού έχει πάει;
»Και σαν να μην έφτανε αυτό, η Ντέμπορα κι ο Σάμουιν άρχισαν τις
κόνξες. Δεν ήθελαν να τους κάνω ένεση τις βιταμίνες τους. Χρειάστηκε
να γίνω αυστηρή. Είπα στην Ντέμπορα, χάρη σε αυτές τις ενέσεις είσαι
έτσι καλά. Άμα δεν τις κάνεις, θα πρέπει να φωνάξω ασθενοφόρο, να τους
βάλω να σε πάνε στο νοσοκομείο για εξέταση… Έτσι και τη φοβέριζες
πως θα έπρεπε να βγει από το σπίτι, την είχες του χεριού σου. Κάνω στην
Ντέμπορα και στον Σάμουιν τις “ενέσεις βιταμίνης”, έτσι όπως είχαν
ξαπλώσει στο διπλό κρεβάτι. Τους γύρισα στο πλάι. Ξεροί είχαν μείνει.
»Ύστερα βγαίνω έξω και περιμένω μέσα στον θάλαμο, τάχα μου πως
κάπου τηλεφωνάω, έκοβα κίνηση.
»Δε μου φαινόταν αληθινό όλο εκείνο το πράγμα. Δεν περίμενα πως θα
τα κατάφερνα. Το πιθανότερο ήταν πως θα πήγαινα την άλλη μέρα στη
δουλειά και θα μάθαινα πως η Μάργκοτ είχε λιποθυμήσει στον δρόμο, κι
ύστερα η κάργια θα χάλαγε τον κόσμο πως κάποιος τη νάρκωσε, κι ήμουν
σίγουρη πως θα κατηγορούσε εμένα…
»Πέρναγε η ώρα, κι η σκρόφα άφαντη. Σκέφτηκα: Πάει, πέταξε το
πουλάκι. Έφαγε τον λουκουμά και ξέρασε στην κλινική. Φώναξε
ασθενοφόρο. Κατάλαβε τι έγινε, πώς αρρώστησε. Στο μεταξύ, ήταν
εκείνη η κοπέλα, στημένη μπροστά στον θάλαμο, κι εγώ να προσπαθώ να
δω τι γίνεται πίσω της, να προσπαθώ να δω…
»Και τότε βλέπω τη Μάργκοτ να ανηφορίζει τον δρόμο. Σκέφτηκα
λοιπόν: Εδώ είμαστε. Έριχνε καρέκλες. Οι άνθρωποι κοίταζαν πώς να μη
βραχούν. Παντού ομπρέλες και αμάξια να τινάζουν νερά. Διέσχισε τον
δρόμο, την έβλεπα πως δεν ήταν καλά. Παραπατούσε. Έφτασε στη μεριά
του δρόμου που περίμενα, οπότε έγειρε στον τοίχο. Τα πόδια της
κόντευαν να διπλώσουν. Βγαίνω από τον θάλαμο και λέω: “Έλα, καλή
μου, πρέπει να κάτσεις”. Είχα το κεφάλι σκυφτό. Έρχεται μαζί μου δυο
βήματα και τότε καταλαβαίνει ποια είμαι. Παλέψαμε λίγο. Κατάφερα να
την πάω λίγο παρακάτω, στο έμπα της παρόδου Άλμπερμαρλ, όμως ήτανε
ψηλή κοπέλα… οπότε σκέφτηκα: Αυτό ήταν…
»Τότε όμως είδα τον Γκουίλερμ να ανηφορίζει από την άλλη μεριά.
Ήταν η μοναδική μου ελπίδα. Τον φώναξα να με βοηθήσει. Νόμιζε, ο
χαμένος, πως έβαζε ένα χεράκι. Με βόηθησε να τη σύρω πάνω στη
σκάλα. Στο μεταξύ, η άλλη ούτε που αντιστεκόταν. Είπα στον Γκουίλερμ
μια χαζομάρα εκεί πέρα για να μην καλέσει νοσοκομειακό. Είπα πως θα
την αναλάμβανα εγώ… του είπα πως δεν ήθελε να έρθει εκεί πέρα η
αστυνομία, να αρχίσει να κοιτάει στο διαμέρισμα… Ήταν φοβερά
παρανοϊκός με τις Αρχές, οπότε έπιασε η φοβέρα…
»Του λέω, τράβα να δεις άμα κοιμούνται ακόμη η Ντέμπορα και ο
Σάμουιν. Ανησυχούσαν κι οι δυο πολύ πού είχες χαθεί, χρειάστηκε να
τους δώσω λιγουλάκι ηρεμιστικό.
»Την έπνιξα την ώρα που αυτός πήγε να δει. Δεν ήταν δύσκολο. Της
έκλεισα τη μύτη, της καπάκωσα το στόμα. Έκανα στη Μάργκοτ αυτό που
σχεδίαζα να κάνω στους Άθορν.
»Αφού σιγουρεύτηκα πως ήταν νεκρή», είπε η Τζάνις, «την άφησα
καθισμένη στον καναπέ και πήγα στο μπάνιο. Κάθισα στη χέστρα, χάζευα
τα φλαμίνγκο στην ταπετσαρία και σκεφτόμουν: Τώρα τι γίνεται; Είναι κι
ο Γκουίλερμ εδώ. Την είδε… το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ ήταν να
τον κάνω να νομίσει πως αυτός την είχε σκοτώσει. Ήταν τόσο λαλημένος,
που θα το πίστευε. Σκέφτηκα κάποια στιγμή, μάλλον θα χρειαστεί να τον
σκοτώσω κι αυτόν, αλλά είχα ώρα ως τότε…
»Οπότε περίμενα στη χέστρα, τον άφησα να πάει στο δωμάτιο και να τη
βρει.
»Τον αφήνω πέντε λεπτά μόνο του με το πτώμα, κι ύστερα γυρνάω
πίσω, κι αρχίζω να μιλάω στη Μάργκοτ σαν να την είχα αφήσει ζωντανή.
“Νιώθεις καλύτερα τώρα, Μάργκοτ, καλή μου;” Κι αμέσως μετά λέω: “Τι
πήγες κι έκανες, Γκουίλερμ; Τι έκανες;”
»Κι αυτός λέει: “Τίποτις, τίποτις, δεν έκανα τίποτις”, κι εγώ του λέω:
“Αφού μου το ’χεις πει ότι μπορείς και σκοτώνεις ανθρώπους με τις
δυνάμεις σου. Να πάρουμε καλύτερα την αστυνομία”, κι αυτός με
παρακαλάει να μην τηλεφωνήσω, λέει πως δεν το έκανε επίτηδες, κατά
λάθος έγινε. Οπότε, στο τέλος τού λέω κι εγώ, εντάξει, δε θα σε
μαρτυρήσω. Θα την εξαφανίσω. Αναλαμβάνω εγώ.
»Ο άλλος έκλαιγε σαν μωρό παιδί, μου ζήτησε να του δώσω ένα
ηρεμιστικό. Μου ζήτησε να τον ξεράνω, ακούς; Του έδωσα κάτι χάπια.
Τον άφησα να κοιμάται κουλουριασμένο στο κρεβάτι του Σάμουιν.
»Ήτανε πολύ δύσκολο να τη χωρέσω μέσα σ’ εκείνο το μεγάλο κουτί
μόνη μου. Χρειάστηκε πρώτα να βγάλω έξω όλες τις αηδίες που είχαν
φυλαγμένες εκεί μέσα. Τη δίπλωσα. Αφού τη βόλεψα εκεί μέσα, πέρασα
να τσεκάρω τους Άθορν. Βεβαιώθηκα πως μπορούσαν να ανασάνουν
εύκολα. Έπειτα κατεβαίνω τρέχοντας στον θάλαμο. Τηλεφωνώ στην
Αϊρίν, ισχύει το αποψινό για το σινεμά; Κι εκείνη λέει όχι, όπως το
λογάριαζα, δόξα τω Θεώ.
»Οπότε γυρνάω πίσω. Έμεινα εκεί πάνω σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα.
Χρειάστηκε να ανακατέψω το τσιμέντο από λίγο σε έναν κουβά. Εκατό
ώρες έκανα. Η Μάργκοτ γέμιζε το μεγαλύτερο μέρος από εκείνο το κουτί,
όμως μου πήρε ώρα μέχρι να ρίξω το τσιμέντο ολόγυρα. Έπειτα έκλεισα
το καπάκι. Κόλλησε στο τσιμέντο. Έκανα να το τραβήξω, αδύνατο.
Οπότε ήμουν εντάξει.
»Όταν ξύπνησαν κι οι τρεις, είπα στον Γκουίλερμ πως τα είχα
τακτοποιήσει όλα. Του είπα με τρόπο, το καπάκι εκείνου εκεί του κουτιού
είναι φρακαρισμένο. Κοίτα να βρεις κάπου αλλού να βάλεις τα παιχνίδια
του Σάμουιν.
»Κατάλαβε βέβαια. Νομίζω πως στον εαυτό του καμωνόταν πως δεν
ήξερε, όμως καταλάβαινε. Από τότε πέρναγα από εκεί τρεις φορές την
εβδομάδα. Δε γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να τον πάρω με το μαλακό. Κάποια
στιγμή πήγα στο σπίτι κι είχε ζωγραφίσει ένα σωρό σύμβολα στους
τοίχους, λες κι ήταν κανένας παγανιστικός ναός εκεί μέσα ή δεν ξέρω τι.
»Εβδομάδες, μήνες ολόκληρους με έτρωγε η αγωνία. Ήξερα πως
γύρναγε στους δρόμους κι έλεγε στον κόσμο πως αυτός την είχε
σκοτώσει. Ευτυχώς, το ήξερε όλη η γειτονιά τι παλαβός ήταν. Προς το
τέλος όμως το πράγμα είχε ζορίσει. Έπρεπε να φύγει από τη μέση. Ακόμη
δεν μπορώ να το πιστέψω πως περίμενα έναν χρόνο μέχρι να τον
ξεφορτωθώ…»
«Το ίδιο περίπου διάστημα που τον σκότωσες, τηλεφώνησες και στη
Σύνθια Φιπς, δήθεν πως ήσουν η Μάργκοτ, σωστά; Έτσι ώστε να βάλεις
την αστυνομία να κυνηγάει άλλη μια χίμαιρα και να αποσπάσεις την
προσοχή των Αρχών από τον Γκουίλερμ, σε περίπτωση που τον έπαιρνε
κάποιος στα σοβαρά;»
«Ναι. Έτσι έγινε», μουρμούρισε η Τζάνις τρίβοντας την παλιά βέρα.
«Και συνέχισες να επισκέπτεσαι την Ντέμπορα και τον Σάμουιν,
υποδυόμενη την Κλερ Σπένσερ;»
«Ε, ναι», είπε η Τζάνις. «Τι να έκανα. Έπρεπε να τους έχω από κοντά.
Το τελευταίο πράγμα που μου χρειαζόταν ήταν να άρχιζαν τίποτε
πραγματικοί κοινωνικοί λειτουργοί να σκαλίζουν εκεί πέρα».
«Κι η Ντέμπορα με τον Σάμουιν δεν κατάλαβαν ποτέ ότι η Κλερ ήταν
το ίδιο πρόσωπο με την Τζάνις τη νοσοκόμα;»
«Οι άνθρωποι με σύνδρομο FRAXA δεν αναγνωρίζουν εύκολα
πρόσωπα», είπε η Τζάνις. «Άλλαζα χρώμα μαλλιών και φόραγα τα γυαλιά
μου. Έχω κοπιάσει πολύ για να τους διατηρώ υγιείς, ξέρεις. Βιταμίνη D
για την Ντέμπορα, επειδή δε βγαίνει ποτέ έξω. Να φανταστείς, είναι
μικρότερη από μένα… Σκέφτηκα: Μπορεί και να έχω πεθάνει, μέχρι να
ανακαλύψει κάποιος το πτώμα. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο απίθανο
ήταν να υποψιαστεί κανείς πως είχα κάποια σχέση με όλο αυτό…»
«Με τον Ντάουθγουεϊτ τι έγινε;»
«Την κοπάνησε», είπε η Τζάνις και το χαμόγελό της κόπηκε. «Κόντεψε
να μου ραγίσει η καρδιά. Εγώ αναγκαζόμουν να τρέχω σε διπλά ραντεβού
με την Αϊρίν και τον Έντι, να καμώνομαι πως ήμουν ευτυχισμένη με τον
Λάρι, κι ο έρωτας της ζωής μου εξαφανίστηκε. Ρώτησα παντού να μάθω
πού είχε πάει ο Στιβ και κανείς δεν ήξερε».
«Και τότε, πώς βρέθηκε η Τζούλι Γουίλκς στον τοίχο σου;» ρώτησε ο
Στράικ.
«Ποια;» είπε η Τζάνις, χαμένη στις θλιβερές αναμνήσεις της.
«Η κοπέλα που εργαζόταν στο παραθεριστικό κέντρο, στο Κλάκτον»,
είπε ο Στράικ, δείχνοντας τη νεαρή ξανθιά με το μαλλί περμανάντ, σε μία
από τις κορνίζες στον τοίχο της Τζάνις.
«Α… αυτή», είπε η Τζάνις αναστενάζοντας. «Ναι… έπεσα τυχαία σε
κάποιον που είχε πετύχει τον Στιβ σ’ εκείνο το μέρος, λίγα χρόνια
αργότερα… πόσο χάρηκα, δε λέγεται. Είχα βαρεθεί τελείως τον Λάρι, στο
μεταξύ. Ήθελα πολύ να ξαναδώ τον Στιβ. Λατρεύω τους άντρες που με
κάνουν να γελάω», επανέλαβε η γυναίκα που είχε σχεδιάσει τη δολοφονία
μιας οικογένειας απλώς για να τους χαζεύει να πεθαίνουν. «Ήμουν
σίγουρη πως κάτι είχε αρχίσει να δημιουργείται μεταξύ μας, ήμουν
σίγουρη πως θα μπορούσαμε να τα είχαμε φτιάξει. Οπότε, έκλεισα να
πάμε διακοπές με τον Λάρι εκεί πέρα. Ο Κεβ δεν ήθελε να έρθει… μια
χαρά με βόλεψε αυτό. Έκανα το μαλλί περμανάντ και άρχισα δίαιτα. Δεν
έβλεπα την ώρα. Στήνεις ολόκληρα σκηνικά με το μυαλό σου, σωστά;
»Έτσι, πήγαμε στο νυχτερινό κέντρο, κι εκεί τον είδα», είπε σιγανά η
Τζάνις. «Αχ, κούκλος ήταν. Τραγούδαγε το “Longfellow Serenade”. Όλα
τα κορίτσια έκαναν σαν τρελά, όταν τελείωσε το τραγούδι. Ο Λάρι, στο
μεταξύ, έπινε τα κέρατά του… Μετά που γυρίσαμε στο σαλέ και
ξεράθηκε ο Λάρι, εγώ ξαναβγήκα. Δεν κατάφερα να τον βρω.
»Τρεις μέρες μού πήρε, μέχρι να καταφέρω να του μιλήσω. Του είπα:
“Στιβ, εγώ είμαι. Η Τζάνις. Η γειτόνισσά σου. Η νοσοκόμα!”»
Το πρόσωπό της άρχισε να αποκτά σταδιακά μια πιο κόκκινη χροιά σε
σχέση με πριν. Τα μάτια της βούρκωσαν από την ένταση, όπως
αναψοκοκκίνιζε.
«Κι αυτός γυρνάει και μου πετάει ένα: “Α, ναι. Όλα καλά, Τζάνις;” Και
σηκώνεται αμέσως να φύγει. Και τον είδα», είπε η Τζάνις, ενώ το πιγούνι
της έτρεμε, «να φιλάει εκείνη την κοπέλα, εκείνη την Τζούλι, και να
γυρνάει να με κοιτάζει, σαν να ήθελε να τον δω…
»Οπότε σκέφτηκα: Όχι. Έπειτα από τόσες θυσίες που έχω κάνει για
σένα, Στιβ; Όχι.
»Τη δουλειά την έκανα την προτελευταία βραδιά των διακοπών μας. Ο
Λάρι ροχαλίζει σαν γομάρι, ως συνήθως. Ούτε που πήρε χαμπάρι πως δεν
ήμουν στο κρεβάτι.
»Οι υπάλληλοι μαζεύονταν στο σαλέ του Στιβ μετά τη δουλειά, τους
ακολούθησα και το ανακάλυψα. Η κοπελιά βγαίνει μόνη της. Τύφλα. Στις
δύο το πρωί.
»Δεν ήταν δύσκολο. Τριγύρω ψυχή. Δεν είχαν και κάμερες όπως τώρα.
Της τράβηξα μια σπρωξιά, βούτηξα κι εγώ στην πισίνα, της κράτησα το
κεφάλι κάτω. Ο αιφνιδιασμός τη σκότωσε. Κατάπιε μπόλικο νερό
πέφτοντας μέσα. Αυτή ήταν η μόνη φορά που έκανα τη δουλειά χωρίς
φάρμακα, όμως είχα θυμώσει, καταλαβαίνεις…
»Βγαίνω, σκουπίζομαι με μια πετσέτα. Σφουγγάρισα κι όλα τα
αποτυπώματα, όμως έκανε ζέστη εκείνη τη νύχτα, μέχρι να ξημερώσει δε
φαινόταν το παραμικρό.
»Την επόμενη μέρα τον είδα. Του λέω: “Τραγικό αυτό που συνέβη στην
κοπέλα, Στιβ. Χάλια σε βλέπω. Μήπως θες να πιούμε ένα ποτό;”
»Πάνιασε, όμως δε με ένοιαξε, καλά να πάθεις, Στιβ, σκέφτηκα, με
εκμεταλλεύτηκες κι ύστερα με παράτησες σύξυλη, καλά δε λέω;»
Μια σειρήνα περιπολικού ακούστηκε κάπου στο βάθος, κι ο Στράικ,
ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, θεώρησε πιθανό να κατευθυνόταν
εκεί, στο Νάιτινγκεϊλ Γκρόουβ.
«Εκμεταλλεύτηκες τη συμπάθεια και την καλοσύνη μου, με έβαζες να
σου μαγειρεύω», είπε η Τζάνις, εξακολουθώντας να απευθύνεται στον
εικονικό Στιβ Ντάουθγουεϊτ. «Εγώ ήμουν διατεθειμένη να σκοτώσω και
το παιδί μου για το χατίρι σου! Κι εσύ σηκώνεσαι και φεύγεις και
φιλιέσαι μ’ άλλες γυναίκες; Όχι. Οι πράξεις έχουν και συνέπειες», είπε η
Τζάνις, ενώ τα μάγουλά της παρέμεναν αναψοκοκκινισμένα. «Οι άντρες
πρέπει να το καταλάβουν αυτό, να αναλάβουν κάποια στιγμή τις ευθύνες
τους. Το ίδιο και οι γυναίκες», είπε καθώς η σειρήνα του περιπολικού
ακουγόταν ακόμη πιο κοντά. «Τέλος πάντων, θα τον δω ξανά στη δίκη,
σωστά; Να σου πω κάτι, το περιμένω με ανυπομονησία, τώρα που το
καλοσκέφτομαι», είπε η Τζάνις. «Δεν έχει γούστο να ζω εδώ πέρα
ολομόναχη. Θα έχει γούστο να δω τη φάτσα της Αϊρίν. Θα με γράψουν
όλες οι εφημερίδες, σωστά; Άσε που μπορεί να διαβάσουν και τίποτε
άντρες τον λόγο που το έκανα, και να καταλάβουν πως πρέπει να
προσέχουν τι τάζουν και πού. Είναι ένα χρήσιμο μάθημα για τους άντρες
σε όλο τον κόσμο, αν θες τη γνώμη μου. Οι πράξεις», επανέλαβε η Τζάνις
Μπίτι, τη στιγμή που το περιπολικό σταματούσε μπροστά στην εξώπορτα,
κι εκείνη ίσιωνε τους ώμους, έτοιμη να αποδεχτεί τη μοίρα της, «έχουν
συνέπειες».
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
Κι ύστερα ήρθε ο Οκτώβρης, με γέλια και χαρές…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
72
…με τίποτε δεν αποφάσιζαν ν’ αφήσουν τη δουλειά τους…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η επιτυχία, όπως είχε μάθει προ πολλού ο Κόρμοραν Στράικ, είναι μια
υπόθεση πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι θα υπέθεταν οι περισσότεροι
άνθρωποι.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι δημοσιογράφοι είχαν εστιάσει την
προσοχή τους στο γραφείο ιδιωτικών ερευνών, και παρότι η αναγνώριση
ήταν αναμφίβολα κολακευτική και σημαντική διαφήμιση για τη δουλειά,
αποδεικνυόταν, όπως πάντα, σοβαρό εμπόδιο στη δυνατότητα των δύο
συνεταίρων να συνεχίσουν να εργάζονται. Η Ρόμπιν, τη διεύθυνση
κατοικίας της οποίας δεν είχαν αργήσει να ανακαλύψουν οι
δημοσιογράφοι, αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι της Βανέσα Εκουένσι
και με τη βοήθεια μιας σειράς από περούκες και επιδέξιας χρήσης
προϊόντων μακιγιάζ, κατάφερε να συνεχίσει να καλύπτει έναν κάποιο
όγκο δουλειάς, έτσι ώστε ο Μπάρκλεϊ και ο Χάτσινς να μην είναι
αναγκασμένοι να αναλαμβάνουν τα πάντα οι δυο τους. Ο Στράικ,
αντίθετα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο βοηθητικό δωμάτιο του Νικ και
της Ίλσα, εκεί όπου άφησε τα γένια του να μακρύνουν και λούφαξε
συντονίζοντας τους εξωτερικούς συνεργάτες του γραφείου από το
τηλέφωνο. Η Πατ Τσόνσι ήταν η μόνη που εξακολουθούσε να εργάζεται
από το γραφείο στην οδό Ντένμαρκ, αναλαμβάνοντας τα διάφορα
διαχειριστικά ζητήματα, καθώς άνοιγε και κλείδωνε στωικά κάθε πρωί
και κάθε βράδυ.
«Κανένα σχόλιο. Παρατάτε με ήσυχη, μη σας διαολοστείλω», έκρωζε
δυο φορές τη μέρα στο σμάρι των δημοσιογράφων που ξεροστάλιαζαν
στην οδό Ντένμαρκ.
Ο σάλος που είχε ξεσπάσει, στον απόηχο της διπλής αποκάλυψης πως
είχε βρεθεί το πτώμα μιας γυναίκας εγκιβωτισμένο μέσα σε τσιμέντο, σε
ένα ταπεινό διαμέρισμα στο Κλέρκενγουελ, και ο σκελετός μιας έφηβης
θαμμένος κάτω από χαλάσματα, στα βάθη ενός παλιού πηγαδιού στο
Ίσλινγκτον, φαινόταν πως δεν επρόκειτο να κοπάσει σύντομα. Ήταν
ακαταμάχητα πολλές οι δελεαστικές πτυχές αυτής της υπόθεσης: οι
διαδικασίες απομάκρυνσης των λειψάνων και η επιβεβαίωση πως τα οστά
ανήκαν στη Μάργκοτ Μπάμπορο και στη Λουίζ Τάκερ, τα σχόλια των δύο
τραγικών οικογενειών, τα μέλη των οποίων δυσκολεύονταν να
καταλήξουν αν το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν εκείνο της ανακούφισης ή
της οδύνης, τα προφίλ των δύο πολύ διαφορετικών δολοφόνων και,
φυσικά, οι ιστορίες των ιδιωτικών ντετέκτιβ, οι οποίοι πλέον τύχαιναν
καθολικών επαίνων και αναγνώρισης ως οι πλέον ταλαντούχοι της
πρωτεύουσας.
Παρότι αποτελούσε μια ηθική δικαίωση η αναγνώριση αυτή, ο Στράικ
δεν αντλούσε την παραμικρή ικανοποίηση από τον τρόπο που οι
δημοσιογράφοι κυνηγούσαν είτε τον Γκρέγκορι Τάλμποτ («Τι απαντάτε
σ’ εκείνους που ισχυρίζονται πως ο πατέρας σας είχε βάψει με αίμα τα
χέρια του;») είτε τον Ντινές Γκάπτα («Μετανιώνετε για εκείνη τη
θερμότατη σύσταση που είχατε δώσει στην Τζάνις Μπίτι, γιατρέ;») και
οπωσδήποτε δεν του άρεσε που είδε τους Άθορν να απομακρύνονται από
το διαμέρισμά τους από πραγματικούς κοινωνικούς λειτουργούς,
φοβισμένοι, ξεσπιτωμένοι και ανήμποροι να κατανοήσουν τι συνέβαινε.
Ο Καρλ Όουκντεν έκανε ένα σύντομο πέρασμα από την Daily Mail,
επιχειρώντας να πλασαριστεί σαν δήθεν ειδικός σε ό,τι αφορούσε τόσο
τον Στράικ όσο και τη Μάργκοτ Μπάμπορο, όμως καθώς το άρθρο
ξεκινούσε με τη φράση «Καταδικασμένος για απάτες, με το όνομα Καρλ
Μπράις, ο γιος της παλιάς γραμματέως της κλινικής, Ντόροθι…» ήταν
ενδεχομένως αναμενόμενο το ότι ο Όουκντεν σύντομα επέλεξε να
επιστρέψει στις σκιές, με την ουρά στα σκέλια. Ο Ρόκεμπι, αντίθετα,
αποδείχτηκε πρόθυμος να συνεχίσει να συνδέει το όνομά του με εκείνο
του Στράικ, προχωρώντας σε δήλωση, μέσω του υπευθύνου δημοσίων
σχέσεών του, στην οποία περιέγραφε με στομφώδεις εκφράσεις την
περηφάνια που αισθανόταν για τον πρωτότοκο γιο του. Σκασμένος κατά
βάθος, ο Στράικ προσπέρασε κάθε αίτημα να προβεί σε κάποιο σχόλιο.
Ο Ντένις Κριντ, ο οποίος επί δεκαετίες είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο
σε οποιοδήποτε ρεπορτάζ τον περιλάμβανε, υποβιβάστηκε σχεδόν σε
υποσημείωση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η Τζάνις Μπίτι τον είχε
ξεπεράσει όχι μόνο ως προς τον αριθμό των πιθανών θυμάτων, αλλά και
επειδή είχε κατορθώσει να διαφύγει κάθε υποψία επί δεκαετίες.
Φωτογραφίες του καθιστικού της στο Νάιτινγκεϊλ Γκρόουβ διέρρευσαν
στον Τύπο, με τους δημοσιογράφους να στέκονται ιδιαίτερα στις
κορνιζαρισμένες φωτογραφίες των θυμάτων στους τοίχους, τον φάκελο
με τις νεκρολογίες που κρατούσε η Μπίτι φυλαγμένο στο έπιπλο με τις
πορσελάνες της, καθώς και στη σύριγγα, στο σελοφάν και στο σεσουάρ
που είχε εντοπίσει ο Στράικ πίσω από τον καναπέ. Το πλήθος των
φαρμάκων και δηλητηρίων που βρέθηκαν στην κουζίνα της
απομακρύνθηκε από το σπίτι από ειδικούς της Σήμανσης, την ώρα που η
ροδομάγουλη ασημόμαλλη νοσοκόμα, στην οποία δόθηκε το
παρατσούκλι «Φαρμακερή γιαγιά», ανοιγόκλεινε απαθής τα μάτια στις
κάμερες των δελτίων ειδήσεων την ώρα που την οδηγούσαν στο
δικαστήριο, όπου κρίθηκε προφυλακιστέα.
Εν τω μεταξύ, ο Στράικ μετά βίας κατάφερνε να ανοίξει εφημερίδα ή
την τηλεόραση χωρίς να πέσει πάνω στον Μπράιαν Τάκερ, ο οποίος
παραχωρούσε συνεντεύξεις σε οποιονδήποτε μπορούσε να μιλήσει. Με
σπασμένη φωνή βούρκωνε, εκθείαζε, επαινούσε τον Στράικ και τη
Ρόμπιν, δήλωνε προς πάσα κατεύθυνση ότι τους άξιζε να χριστούν
ιππότες («Ή εκείνο το άλλο, πώς το λένε, που έχουν για τις γυναίκες;
«Λαίδη», μουρμούρισε γεμάτη κατανόηση η ξανθιά παρουσιάστρια, που
κρατούσε τον συναισθηματικά φορτισμένο Τάκερ από την παλάμη),
έκλαιγε καθώς αναπολούσε στιγμές με την κόρη του, περιέγραφε τις
προετοιμασίες για την κηδεία της, επέκρινε την αστυνομία και
πληροφορούσε τον κόσμο πως από την πρώτη στιγμή ο ίδιος υποψιαζόταν
πως η σορός της Λουίζ κρυβόταν στο πηγάδι. Ο Στράικ, που χαιρόταν για
τον ηλικιωμένο άντρα, και πάλι θα προτιμούσε, τόσο για δική του χάρη
όσο και του Τάκερ, να πήγαινε να πενθήσει κάπου διακριτικά, αντί να
καταλαμβάνει χώρο σε μια ατελείωτη αλυσίδα τηλεοπτικών καναπέδων.
Το νήμα των συγγενών, που έτρεφαν υποψίες για τον τρόπο που οι δικοί
τους άνθρωποι είχαν πεθάνει ενόσω τους φρόντιζε η Τζάνις, σύντομα
μετατράπηκε σε χείμαρρο. Άρχισαν να εκδίδονται εντολές εκταφών, ενώ
η Αϊρίν Χίκσον, με το περιεχόμενο των ντουλαπιών της κουζίνας της να
απομακρύνεται από την αστυνομία προκειμένου να σταλεί για ανάλυση,
κέρδισε περίοπτη θέση στις σελίδες της Daily Mail, εκεί όπου
φωτογραφήθηκε καθισμένη στο καρναβαλικά φανταχτερό καθιστικό της,
πλαισιωμένη από δύο χυμώδεις θυγατέρες, οι οποίες της έμοιαζαν
εντυπωσιακά.
«Θέλω να πω, η Τζάνις ήταν πάντοτε γυναίκα που τους άντρες τούς
κατάπινε για πλάκα, όμως ποτέ μου δεν υποψιάστηκα κάτι τέτοιο, ποτέ.
Αν με ρωτούσατε, θα σας έλεγα πως τη θεωρούσα ως την καλύτερή μου
φίλη. Δεν ξέρω πώς μπόρεσα να σταθώ τόσο αφελής! Μου πρότεινε να
πηγαίνει εκείνη για τα ψώνια, προτού επιστρέψω από τα διαστήματα που
περνούσα στις κόρες μου. Έπειτα έτρωγα κάτι από τα πράγματα που είχε
αφήσει στο ψυγείο, αρρώσταινα, της τηλεφωνούσα και της ζητούσα να
περάσει από εδώ. Φαντάζομαι πως το σπίτι εδώ είναι πιο άνετο από το
δικό της και της άρεσε να μένει εδώ, μάλιστα κάποιες φορές τής έδινα και
χρήματα, γι’ αυτό και δεν είμαι νεκρή τώρα. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω
κάποια στιγμή να ξεπεράσω το σοκ, ειλικρινά. Δε με πιάνει ύπνος.
Αισθάνομαι απαίσια, συνέχεια. Δεν μπορώ να πάψω να το σκέφτομαι.
Ανατρέχω τώρα στο παρελθόν και πραγματικά απορώ πώς μπόρεσα να
μην υποψιαστώ το παραμικρό; Κι αν αποδειχτεί πως δολοφόνησε τον
Λάρι, τον καημένο τον Λάρι, που εγώ κι ο Έντι της τον γνωρίσαμε, δεν
ξέρω πώς θα μπορέσω να συγχωρέσω τον εαυτό μου, πραγματικά, όλο
αυτό είναι ένας εφιάλτης. Δεν περιμένεις τέτοια πράγματα από μια
νοσοκόμα, καλά δε λέω;»
Σε αυτό το σημείο τουλάχιστον, αν όχι σε οτιδήποτε άλλο, ο Στράικ
ήταν υποχρεωμένος να συμφωνήσει με την Αϊρίν Χίκσον. Αναρωτιόταν
και ο ίδιος για ποιο λόγο τού είχε πάρει τόσους μήνες να ελέγξει
προσεκτικότερα ένα άλλοθι το οποίο από την πρώτη στιγμή ήξερε ότι
ήταν ισχνό και επίσης για ποιο λόγο είχε δεχτεί σαν δεδομένα τα όσα
ισχυριζόταν η Τζάνις, τη στιγμή που είχε αμφισβητήσει τις μαρτυρίες
σχεδόν όλων των άλλων. Ήταν υποχρεωμένος να συμπεράνει πως, όπως
οι γυναίκες που είχαν επιβιβαστεί πρόθυμα στο φορτηγάκι του Ντένις
Κριντ, τον είχε ξεγελάσει μια προσεκτικά σκηνοθετημένη παράσταση
θηλυκότητας. Ακριβώς όπως ο Κριντ είχε καμουφλαριστεί πίσω από ένα
φαινομενικά αέρινο και ντελικάτο προσωπείο, έτσι και η Τζάνις είχε
κρυφτεί πίσω από τον χαρακτήρα της ευσυνείδητης νοσηλεύτριας, της
άδολης θεραπαινίδας, της συμπονετικής μητέρας. Ο Στράικ είχε
προτιμήσει την προσποιητή μετριοφροσύνη της απέναντι στη
λογοδιάρροια της φίλης της, είχε προκρίνει τη γλυκύτητά της απέναντι
στη χολή της φίλης της, κι όμως ήξερε πως θα αποδεικνυόταν πολύ
λιγότερο πρόθυμος να δεχτεί ως δεδομένα εκείνα τα χαρακτηριστικά, αν
τα είχε συναντήσει σε έναν άντρα. Η Δήμητρα είναι υποστηρικτική και
προστατευτική. Ο Καρκίνος είναι καλοσυνάτος, το ένστικτό του είναι να
προστατεύει. Μια γενναία δόση αποδοκιμασίας απέναντι στην ευπιστία
του μετρίαζε την πανηγυρική διάθεση του Στράικ, γεγονός το οποίο
μπέρδευε την Ίλσα και τον Νικ, που είχαν την τάση να καμαρώνουν για
τα ρεπορτάζ των εφημερίδων που περιέγραφαν τον πρόσφατο και πλέον
αναγνωρισμένο θρίαμβο του φίλου τους.
Εν τω μεταξύ, η Άννα Φιπς λαχταρούσε να ευχαριστήσει από κοντά τον
Στράικ και τη Ρόμπιν, όμως οι δύο ντετέκτιβ ανέβαλλαν τη συνάντηση
μέχρι να κοπάσει η στενή πολιορκία των δημοσιογράφων. Ο εξόχως
επιφυλακτικός Στράικ, η γενειάδα του οποίου αναπτυσσόταν ωραιότατα,
συμφώνησε τελικά να πραγματοποιηθεί η συνάντηση περισσότερο από
δύο εβδομάδες μετά τον εντοπισμό της σορού της Μάργκοτ. Παρότι με τη
Ρόμπιν βρίσκονταν σε καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία, αυτή θα
ήταν και η πρώτη φορά που θα συναντιούνταν από κοντά, από τη στιγμή
που διαλεύκαναν την υπόθεση.
Η βροχή έπεφτε ρυθμικά στο παράθυρο του βοηθητικού υπνοδωματίου
στο σπίτι του Νικ και της Ίλσα, την ώρα που ο Στράικ ντυνόταν εκείνο το
πρωί. Φορούσε μια κάλτσα στο προσθετικό πέλμα του, όταν βούιξε το
κινητό του, που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Περιμένοντας πως θα
διάβαζε κάποιο μήνυμα από τη Ρόμπιν, με το οποίο ενδεχομένως θα τον
προειδοποιούσε πως γυρόφερναν δημοσιογράφοι έξω από το σπίτι της
Άννας και της Κιμ, διάβασε απρόσμενα το όνομα της Σάρλοτ στην οθόνη
της συσκευής.
Γεια σου, Μπλούι. Νόμιζα πως ο Τζέιγκο είχε πετάξει αυτό το
κινητό, όμως μόλις το βρήκα κρυμμένο στο βάθος μιας ντουλάπας.
Λοιπόν, κατάφερες και πάλι κάτι εκπληκτικό. Διαβάζω όλα αυτά
που γράφουν για σένα στις εφημερίδες. Μακάρι να είχαν και τίποτε
φωτογραφίες της προκοπής, όμως φαντάζομαι πως χαίρεσαι που
δεν έχουν; Όπως και να ’χει, συγχαρητήρια. Πρέπει να είναι
υπέροχο συναίσθημα να διαψεύδεις όλους εκείνους που δεν
πίστευαν στο γραφείο. Ανάμεσά τους κι εγώ, μάλλον. Μακάρι να σε
είχα στηρίξει περισσότερο, όμως πλέον είναι πολύ αργά. Δεν ξέρω
αν θα χαρείς που επικοινώνησα ή όχι. Μάλλον όχι. Δεν
τηλεφώνησες ποτέ στο νοσοκομείο ή, αν πήρες, δε μου το είπε
κανείς. Λες να χαιρόσουν κατά βάθος, αν είχα πεθάνει; Θα λυνόταν
έτσι ένα πρόβλημα, κι εσένα σου αρέσει να λύνεις προβλήματα…
Μη νομίσεις πως δεν είμαι ευγνώμων. Είμαι νομίζω ή θα είμαι
κάποια στιγμή. Όμως ξέρω πως θα είχες κάνει αυτό που έκανες για
τον καθένα. Αυτό επιβάλλει ο κώδικάς σου, σωστά; Κι εγώ
αποζητούσα πάντοτε κάτι ιδιαίτερο από σένα, κάτι που δε θα
πρόσφερες σε κανέναν άλλον. Είναι αστείο, έχω αρχίσει να εκτιμώ
τους ανθρώπους που είναι σωστοί απέναντι σε όλους, όμως και γι’
αυτό είναι πλέον πολύ αργά, έτσι δεν είναι; Με τον Τζέιγκο
χωρίζουμε, μόνο που εκείνος δε θέλει να το λέμε ακόμη, γιατί το να
παρατήσεις την αυτοκτονική γυναίκα σου δεν είναι κολακευτικό και
κανείς δε θα πίστευε πως εγώ αποφάσισα να τον χωρίσω.
Εξακολουθώ να πιστεύω εκείνο το πράγμα που σου είπα στο
τέλος. Πάντα θα το πιστεύω.
Ο Στράικ κάθισε ξανά στο κρεβάτι του βοηθητικού δωματίου, με το
κινητό στα χέρια, τη μία κάλτσα φορεμένη, την άλλη στο πάτωμα. Το φως
της βροχερής μέρας φώτιζε την οθόνη του κινητού, έτσι που το
γενειοφόρο είδωλό του εμφανιζόταν εκεί, καθώς κοίταζε συνοφρυωμένος
ένα κείμενο τόσο χαρακτηριστικό της Σάρλοτ που θα μπορούσε να το είχε
συντάξει ο ίδιος: η φαινομενική συμφιλίωση με τη μοίρα της, οι
απόπειρες να του αποσπάσει κάποια διαβεβαίωση, η αδυναμία που
χρησιμοποιούνταν εν είδει όπλου. Άραγε, να χώριζε πράγματι με τον
Τζέιγκο; Τα δίδυμα, δύο ετών πλέον, πού βρίσκονταν; Ο Στράικ
αναλογίστηκε όλα εκείνα τα πράγματα που θα μπορούσε να της είχε πει,
ικανά να της προσφέρουν μια κάποια ελπίδα: ότι είχε θελήσει να
τηλεφωνήσει στο νοσοκομείο, αλλά δεν το αποφάσισε, ότι την έβλεπε
στον ύπνο του ύστερα από εκείνη την απόπειρα αυτοκτονίας, ότι
εξακολουθούσε να ασκεί ισχυρή επίδραση στη φαντασία του, επίδραση
την οποία είχε προσπαθήσει να ξορκίσει, όμως του ήταν αδύνατο.
Σκέφτηκε να προσπεράσει το μήνυμα, όμως τελικά, εκεί που ετοιμαζόταν
να ακουμπήσει και πάλι το κινητό στο κομοδίνο, άλλαξε γνώμη, οπότε,
γράμμα γράμμα, πληκτρολόγησε τη σύντομη απάντησή του.
Έχεις δίκιο, το ίδιο θα είχα κάνει για τον καθένα. Αυτό δε σημαίνει
πως δε χαίρομαι που ζεις, γιατί χαίρομαι. Όμως πλέον πρέπει να
παραμείνεις ζωντανή για τον εαυτό σου και τα παιδιά σου.
Πρόκειται να αλλάξω αριθμό κινητού. Να προσέχεις τον εαυτό σου.
Ξαναδιάβασε τα λόγια του, προτού τα στείλει. Το δίχως άλλο εκείνες οι
λέξεις θα αποτελούσαν για τη Σάρλοτ ένα χτύπημα, όμως ο Στράικ είχε
σκεφτεί πολύ, ύστερα από εκείνη την απόπειρα αυτοκτονίας. Κι ενώ
πάντοτε έλεγε πως δε θα άλλαζε ποτέ αριθμό κινητού, γιατί ήταν αυτός
που είχαν ένα σωρό επαφές του, το τελευταίο διάστημα είχε ομολογήσει
στον εαυτό του πως είχε θελήσει να διατηρήσει ανοιχτό έναν δίαυλο
επικοινωνίας με τη Σάρλοτ, γιατί ήθελε να ξέρει πως κι εκείνη δεν
μπορούσε να τον ξεχάσει, όπως δεν μπορούσε κι αυτός. Ήταν καιρός να
κοπεί εκείνο το τελευταίο ισχνό νήμα. Πάτησε «αποστολή» στο γραπτό
μήνυμα, κι ύστερα ολοκλήρωσε το ντύσιμό του.
Αφού πρώτα βεβαιώθηκε πως και οι δύο γάτες του Νικ και της Ίλσα
ήταν κλεισμένες στην κουζίνα, έφυγε από το σπίτι. Όπως ανηφόριζε στον
δρόμο, με τη βροχή να συνεχίζεται, έφτασε ένα ακόμη γραπτό μήνυμα
από τη Σάρλοτ.
Δε νομίζω πως έχω ζηλέψει στη ζωή μου τόσο πολύ, όσο ζηλεύω
εκείνη την κοπέλα, τη Ρόμπιν.
Αυτό το μήνυμα ο Στράικ επέλεξε να το προσπεράσει.
Ξεκίνησε επίτηδες νωρίς για να φτάσει στον σταθμό του Κλάπαμ
Σάουθ, γιατί ήθελε να έχει περιθώριο να κάνει ένα τσιγάρο, προτού
περάσει η Ρόμπιν να τον πάρει για να καλύψουν με το αυτοκίνητο τη
μικρή απόσταση μέχρι το διαμέρισμα της Άννας και της Κιμ. Έτσι όπως
στεκόταν κάτω από το υπόστεγο, έξω από τον σταθμό, άναψε τσιγάρο,
στρέφοντας το βλέμμα του προς κάτι αραδιασμένα ποδήλατα, αφημένα
σε μια λασπερή γωνιά του Άλσους Κλάπαμ, εκεί όπου τα δέντρα, με τις
φυλλωσιές τους στο χρώμα της ώχρας, ριγούσαν στη νεροποντή. Δεν είχε
προλάβει να τραβήξει τρίτη τζούρα από το τσιγάρο του, όταν άρχισε να
χτυπά το κινητό στην τσέπη του. Αποφασισμένος να μην απαντήσει, αν
ήταν η Σάρλοτ, το έβγαλε και είδε το όνομα του Πόλγουορθ.
«Όλα καλά, Μπασμέ;»
«Τι έγινε, Σέρλοκ, καταδέχεσαι ακόμη να μιλάς στα ανθρωπάκια;»
«Εντάξει, μπορώ να σου διαθέσω ένα-δυο λεπτά», είπε ο Στράικ
χαζεύοντας τη βροχή. «Μη νομίζει ο κόσμος πως ξιπάστηκα. Πώς πάει;»
«Ανεβαίνουμε στο Λονδίνο για ένα Σαββατοκύριακο».
Ο Πόλγουορθ ακούστηκε τόσο ενθουσιασμένος, σαν να επρόκειτο να
κάνει κολονοσκόπηση.
«Κι εγώ που νόμιζα πως το Λονδίνο είναι η φωλιά κάθε κακού…»
«Δεν το αποφάσισα εγώ. Έχει γενέθλια η Ροζ. Θέλει να δει εκείνη τη
σαχλαμάρα, τον Βασιλιά των λιονταριών, την Πλατεία Τραφάλγκαρ και
δεν ξέρω τι άλλη αηδία».
«Αν ψάχνεις μέρος να μείνετε, έχω μονάχα ένα υπνοδωμάτιο».
«Έχουμε κλείσει ένα Airbnb. Το επόμενο Σαββατοκύριακο ερχόμαστε.
Έλεγα μήπως είχες κέφι να πίναμε μια μπιρίτσα. Θα μπορούσες να φέρεις
και τη Ρόμπιν σου, να έχει κι η Πένι έναν άνθρωπο να πει μια κουβέντα.
Εκτός κι αν, δεν ξέρω, σε χρειάζεται για κάτι επείγον η ρημάδα η
βασίλισσα».
«Εντάξει, κάτι με ήθελε, αλλά η λίστα αναμονής είναι τίγκα. Τέλεια, θα
τα πούμε από κοντά», είπε ο Στράικ. «Τι άλλα νέα;»
«Ησυχία», είπε ο Πόλγουορθ. «Είδες τους Σκοτσέζους, μαντάρα τα
έκαναν».
Το παλιό Land Rover είχε εμφανιστεί στην κίνηση. Καθώς δεν είχε
καμία διάθεση να πιάσει κουβέντα για τον κελτικό εθνικισμό, ο Στράικ
είπε:
«Αν θες να το πεις “μαντάρα”, εντάξει. Λοιπόν, φίλε, πρέπει να σε
κλείσω, έφτασε η Ρόμπιν να με πάρει. Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα».
Πετώντας τη γόπα του τσιγάρου του σε μια σχάρα εκεί παραδίπλα, ήταν
έτοιμος να επιβιβαστεί στο Land Rover, με το που θα έφτανε εκεί η
Ρόμπιν.
«Καλημέρα», είπε, καθώς ο Στράικ σκαρφάλωνε με κάποια δυσκολία
στη θέση του συνοδηγού. «Μήπως άργησα;»
«Όχι, εγώ ήρθα νωρίς».
«Ωραία γενειάδα», σχολίασε η Ρόμπιν κι απομακρύνθηκε από το
πεζοδρόμιο συνεχίζοντας στη βροχή. «Μοιάζεις με καπετάνιο ανταρτών
που μόλις ανέτρεψε μια δικτατορία».
«Κάπως έτσι αισθάνομαι», είπε ο Στράικ και πράγματι, εκείνη τη στιγμή
που συναντούσε και πάλι τη Ρόμπιν, βίωσε εκείνο το ατόφιο συναίσθημα
θριάμβου που επί τόσες ημέρες αποδεικνυόταν άπιαστο.
«Με την Πατ μιλούσες προηγουμένως;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Στο
τηλέφωνο;»
«Όχι, με τον Πόλγουορθ. Έρχεται στο Λονδίνο το επόμενο
Σαββατοκύριακο».
«Καλά, αυτός δε σιχαίνεται το Λονδίνο, λάθος θυμάμαι;»
«Σωστά θυμάσαι. Τον πίεσε η μια κόρη του. Θέλει να σε συναντήσει,
όμως δε θα σου το συμβούλευα».
«Γιατί όχι;» ρώτησε η Ρόμπιν που είχε κολακευτεί κάπως.
«Οι γυναίκες συνήθως δε συμπαθούν τον Πόλγουορθ».
«Μα παντρεμένος δεν είναι;»
«Πράγματι. Ούτε η γυναίκα του τον χωνεύει».
Η Ρόμπιν γέλασε.
«Πώς και σκέφτηκες ότι μου τηλεφωνούσε η Πατ;» ρώτησε ο Στράικ.
«Προ ολίγου της μιλούσα στο τηλέφωνο. Η δεσποινίδα Τζόουνς είναι
στεναχωρημένη που δεν ενημερώνεται για την υπόθεσή της από εσένα
προσωπικά».
«Καλά, θα της κάνω μια βιντεοκλήση αργότερα», είπε ο Στράικ, όπως
διέσχιζαν το άλσος, με τους υαλοκαθαριστήρες να ανεβοκατεβαίνουν.
«Ελπίζω τα γένια να της κόψουν την όρεξη».
«Σε κάποιες γυναίκες αρέσουν τα γένια», σχολίασε η Ρόμπιν, οπότε ο
Στράικ συνέλαβε τον εαυτό του να αναρωτιέται αν η Ρόμπιν ήταν μία από
αυτές.
«Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ο Χάτσινς κι ο Μπάρκλεϊ κοντεύουν να
εντοπίσουν τον συνεταίρο του Μπούφου».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Ο Μπάρκλεϊ προσφέρεται να ταξιδέψει στη
Μαγιόρκα, να κόψει κίνηση από κοντά».
«Σιγά μην έχανε την ευκαιρία. Ισχύει το ραντεβού για να μιλήσουμε
μαζί στην καινούργια συνεργάτιδα τη Δευτέρα;»
«Στη Μισέλ; Ναι, βέβαια», είπε η Ρόμπιν.
«Ελπίζω να έχουμε επιστρέψει στο γραφείο στο μεταξύ».
Η Ρόμπιν έστριψε στην οδό Κερλ. Δε φαινόταν να κυκλοφορούν
δημοσιογράφοι στην περιοχή, οπότε στάθμευσε μπροστά σε ένα
βικτοριανό σπίτι, το οποίο είχε χωριστεί σε δύο διαμερίσματα.
Όταν ο Στράικ χτύπησε το κουδούνι που έγραφε «Φιπς/Σάλιβαν»,
άκουσαν βήματα στη σκάλα πίσω από την πόρτα, κι όταν άνοιξε,
βρέθηκαν μπροστά στην Άννα Φιπς, η οποία φορούσε την ίδια φαρδιά
μπλε βαμβακερή φόρμα και τα λευκά πάνινα παπούτσια όπως και στην
πρώτη τους συνάντηση, στο Φάλμουθ.
«Περάστε», είπε χαμογελώντας, καθώς έκανε ένα βήμα πίσω για να
περάσουν οι επισκέπτες στον μικρό τετράγωνο χώρο, στη βάση της
σκάλας. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι λευκοί: μια σειρά από αφηρημένες
μονόχρωμες μεταξοτυπίες κάλυπτε τους τοίχους, ενώ ο φεγγίτης πάνω
από την πόρτα άπλωνε φωτεινές δέσμες πάνω στα γυμνά σκαλοπάτια,
έτσι που θύμισε στη Ρόμπιν τον οίκο ευγηρίας του Αγίου Πέτρου και τον
Ιησού σε φυσικό μέγεθος που επόπτευε την είσοδο.
«Θα προσπαθήσω να μη βάλω τα κλάματα», είπε χαμηλόφωνα η Άννα,
σαν να φοβόταν μην ακουστεί παραέξω, όμως κόντρα στη βούλησή της
τα μάτια της ήταν ήδη βουρκωμένα. «Να με συγχωρείτε, όμως θα… θα
ήθελα πολύ να σας αγκαλιάσω», είπε κι αμέσως αυτό έκανε,
αγκαλιάζοντας πρώτα τη Ρόμπιν και ύστερα τον Στράικ. Ύστερα έκανε
ένα βήμα πίσω, κούνησε το κεφάλι της γελώντας πνιχτά και σκούπισε τα
μάτια της.
«Μου είναι αδύνατο να βρω λόγια για να εκφράσω το πόσο
ευγνώμων… πόσο ευγνώμων σας είμαι. Αυτό που μου προσφέρατε…»
Έκανε μιαν αόριστη χειρονομία και κούνησε το κεφάλι της. «Απλώς είναι
τόσο… τόσο παράξενο. Αισθάνομαι ανείπωτη χαρά και ανακούφιση,
όμως ταυτόχρονα πενθώ… Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε…»
«Απόλυτα», είπε η Ρόμπιν. Ο Στράικ μουρμούρισε.
«Είναι όλοι εδώ», είπε η Άννα γνέφοντας προς τον επάνω όροφο. «Η
Κιμ, ο μπαμπάς, η Σύνθια αλλά και η Ούνα. Την προσκάλεσα να έρθει για
μερικές μέρες. Οργανώνουμε την κηδεία, ξέρετε… ο μπαμπάς και η
Σύνθια το έχουν αφήσει πάνω μου… τέλος πάντων… περάστε, θέλουν
όλοι να σας ευχαριστήσουν…»
Όπως ακολουθούσαν την Άννα στα απότομα σκαλοπάτια, με τον Στράικ
να στηρίζεται στην κουπαστή για να προχωρά, θυμήθηκε το κουβάρι των
συναισθημάτων με τα οποία είχε έρθει αντιμέτωπος, όταν δέχτηκε εκείνο
το τηλεφώνημα που του ανακοίνωσε τον θάνατο της δικής του μητέρας.
Κάπου ανάμεσα στο σαρωτικό κύμα της οδύνης, είχε τρυπώσει μια
υποψία ανακούφισης, πράγμα που του προκάλεσε τρομερή ταραχή και
ντροπή και του είχε πάρει πολύ καιρό προκειμένου να το επεξεργαστεί.
Με τον καιρό κατέληξε να συνειδητοποιήσει πως σε κάποια σκοτεινή
γωνιά του μυαλού του, έτρεμε και σχεδόν περίμενε αυτή την εξέλιξη. Ο
κεραυνός είχε πέσει τελικά και η αγωνία έπαιρνε οριστικά τέλος: το
διαχρονικά απαίσιο γούστο της μητέρας του στους άντρες είχε ρίξει
αυλαία με έναν άθλιο θάνατο πάνω σε ένα λερό στρώμα, και παρότι δεν
είχε περάσει ούτε μία μέρα από τότε που να μην του είχε λείψει η Λίντα,
θα ήταν ψεύτης αν ισχυριζόταν ότι του έλειπε εκείνο το τοξικό μείγμα
άγχους, τύψεων και φόβου που τον πλάκωνε τα τελευταία χρόνια της
ζωής της.
Εικασίες μόνο μπορούσε να κάνει για το κοκτέιλ συναισθημάτων που
ένιωθε τη δεδομένη στιγμή ο σύζυγος της Μάργκοτ ή η νταντά που είχε
πάρει τη θέση της Μάργκοτ στην οικογένεια. Όταν έφτασε στο
κεφαλόσκαλο, διέκρινε τον Ρόι Φιπς σε μια πολυθρόνα στο καθιστικό. Τα
βλέμματά τους διασταυρώθηκαν φευγαλέα, προτού έρθει στο δωμάτιο η
Κιμ για να τους υποδεχτεί, φράζοντας το οπτικό πεδίο του Στράικ προς
τον αιματολόγο. Η ξανθή ψυχολόγος χαμογελούσε πλατιά: εκείνη,
τουλάχιστον, έδειχνε να αισθάνεται ατόφια ικανοποίηση.
«Λοιπόν», είπε σφίγγοντας πρώτα το χέρι του Στράικ κι ύστερα της
Ρόμπιν, «τι θα μπορούσαμε να πούμε, πραγματικά; Περάστε…»
Ο Στράικ και η Ρόμπιν ακολούθησαν την Άννα και την Κιμ στο
καθιστικό, το οποίο ήταν εξίσου μεγάλο και ευάερο όπως το εξοχικό τους
στο Φάλμουθ, με μακριές αραχνοΰφαντες κουρτίνες στα παράθυρα, ριγέ
πατώματα, ένα μεγάλο λευκό χαλί και ανοιχτόγκριζους τοίχους. Τα βιβλία
ήταν τοποθετημένα ανά χρώμα. Τα πάντα ήταν λιτά και
καλοσχεδιασμένα· ένας χώρος ολότελα διαφορετικός από το σπίτι στο
οποίο είχε μεγαλώσει η Άννα, με τα απαίσια βικτοριανά μπρούντζινα
γλυπτά και τις μπροκάρ καρέκλες. Το μοναδικό έργο τέχνης στους τοίχους
βρισκόταν πάνω από το τζάκι: μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, θάλασσα
και ουρανός.
Η βροχή έπεφτε με δύναμη στο μεγάλο παράθυρο πίσω από τον Ρόι, ο
οποίος είχε ήδη σηκωθεί από τη θέση του. Σκούπισε νευρικά την παλάμη
πάνω στο παντελόνι του, προτού την τείνει στον Στράικ.
«Πώς είστε;» ρώτησε αμήχανα.
«Πολύ καλά, ευχαριστώ», απάντησε ο Στράικ.
«Δεσποινίς Έλακοτ», είπε ο Ρόι τείνοντας στη συνέχεια το χέρι του στη
Ρόμπιν. «Αν κατάλαβα σωστά, τελικά εσείς…;»
Οι λέξεις που απέφυγε να αρθρώσει, τη βρήκατε, έμοιαζαν να αντηχούν
στο δωμάτιο.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, οπότε ο Ρόι έγνεψε καταφατικά και σούφρωσε τα
χείλη του, ενώ τα μεγάλα μάτια του επέλεγαν να εστιάσουν σε μία από τις
γάτες του σπιτιού, που είχε μόλις κάνει αρχοντικά την εμφάνισή της στο
δωμάτιο, παρατηρώντας τον χώρο με δυο μάτια στο χρώμα της
ακουαμαρίνας.
«Κάθισε, μπαμπά», είπε καλοσυνάτα η Άννα, κι ο Ρόι υπάκουσε στο
κέλευσμα.
«Πετάγομαι μια στιγμή να δω αν βρήκε η Ούνα τα απαραίτητα·
ετοιμάζει τσάι», είπε η Κιμ εύθυμα κι αποχώρησε.
«Παρακαλώ, καθίστε», είπε η Άννα στον Στράικ και στη Ρόμπιν, που
κάθισαν δίπλα δίπλα στον καναπέ. Με το που κάθισε ο Στράικ, η γάτα
βρέθηκε με ένα σάλτο στο πλευρό του και ανέβηκε στην αγκαλιά του. Η
Ρόμπιν, εν τω μεταξύ, παρατηρούσε το σκαμπό που έστεκε αντί τραπεζιού
στη μέση του καθιστικού. Ήταν ντυμένο με ριγέ γκρι-λευκό ύφασμα,
ασύγκριτα κομψότερο απ’ ό,τι εκείνο στο διαμέρισμα των Άθορν,
υπερβολικά μικρό για να στριμωχτεί εκεί μέσα το σώμα μιας γυναίκας,
όμως ακόμη κι έτσι, ήταν ένα έπιπλο που η Ρόμπιν αμφέβαλλε για το
κατά πόσο θα επέλεγε όσο πρακτικό κι αν ήταν. Δε θα ξεχνούσε ποτέ
εκείνη τη σκονισμένη μάζα τσιμέντου και το κρανίο της Μάργκοτ
Μπάμπορο που έβγαινε από μέσα.
«Η Σύνθια πού είναι;» ρώτησε η Άννα τον πατέρα της.
«Στο μπάνιο», είπε ο Ρόι κάπως βραχνά. Έριξε μια νευρική ματιά προς
τον κενό διάδρομο παραπέρα από την πόρτα, πριν απευθύνει τον λόγο
στον ντετέκτιβ:
«Πρέπει… πρέπει να σας πω πόσο ντρέπομαι που δεν αποφάσισα ποτέ
να προσλάβω ο ίδιος κάποιον. Πιστέψτε με, η σκέψη πως θα μπορούσαμε
να τα γνωρίζαμε όλα αυτά εδώ και δέκα, είκοσι χρόνια…»
«Δεν ξέρω, αυτό δε μου ακούγεται και τόσο καλό για τον εγωισμό μας,
Ρόι», είπε ο Στράικ χαϊδεύοντας τη γάτα που γουργούριζε. «Σαν να λες,
δηλαδή, πως θα μπορούσε να πετύχει κάποιος άλλος αυτό που
καταφέραμε εμείς».
Τόσο ο Ρόι όσο και η Άννα γέλασαν δυνατότερα απ’ ό,τι άξιζε το
συγκεκριμένο σχόλιο, όμως ο Στράικ κατανοούσε την ανάγκη της
εκτόνωσης που πρόσφεραν τα αστεία, ύστερα από ένα βαθύτατο σοκ.
Ελάχιστες ημέρες μετά την αεροδιακομιδή του από τον ματωμένο
κρατήρα, όπου είχε παραμείνει πεσμένος, μετά τον ακρωτηριασμό του
ποδιού του από εκείνο τον εκρηκτικό μηχανισμό, ημιλιπόθυμος δίπλα στο
άψυχο μισό σώμα του Γκάρι Τόπλεϊ, είχε την υποψία πως θυμόταν τον
Ρίτσαρντ Άνστις, τον άλλο επιζώντα, το πρόσωπο του οποίου είχε
παραμορφωθεί από την έκρηξη, να κάνει ένα χαζό αστείο σχετικά με το
πόσα χρήματα θα γλίτωνε ο Γκάρι σε παντελόνια, έτσι και είχε ζήσει. Ο
Στράικ θυμόταν ακόμη πόσο γέλασε με εκείνο το ηλίθιο, κακόγουστο
αστείο, απολαμβάνοντας τα λιγοστά δευτερόλεπτα ανακούφισης από το
σοκ, την οδύνη και τον πόνο.
Στο μεταξύ, από τον διάδρομο ακούστηκαν γυναικείες φωνές: η Κιμ
είχε επιστρέψει με έναν δίσκο φορτωμένο με το σερβίτσιο του τσαγιού,
ακολουθούμενη από την Ούνα Κένεντι, η οποία κουβαλούσε ένα μεγάλο
σοκολατένιο κέικ. Χαμογελούσε διάπλατα, κάτω από τη βαμμένη μοβ
φράντζα της, ο σταυρός από αμέθυστο αναπηδούσε πάνω στο στήθος της
όπως και την προηγούμενη φορά, και μόλις ακούμπησε στο τραπέζι το
κέικ, είπε:
«Να τοι, λοιπόν, έφτασαν οι ήρωές μας! Να ξέρετε, θα σας αγκαλιάσω
και τους δύο!»
Η Ρόμπιν σηκώθηκε προκειμένου να δεχτεί την αναγνώριση που της
άρμοζε, όμως ο Στράικ, που δεν ήθελε να ξεβολέψει τη γάτα, δέχτηκε τη
δική του αγκαλιά κάπως άβολα, καθισμένος.
«Με πήραν πάλι τα ζουμιά!» είπε η Ούνα γελώντας, όπως ίσιωνε την
πλάτη και σκούπιζε τα μάτια της. «Μάρτυς μου ο Θεός, είναι λες κι
ανέβηκα στο τρενάκι του λούνα παρκ. Τη μια φεύγω πάνω, την άλλη
βουτάω κάτω…»
«Έτσι έκανα κι εγώ μόλις τους είδα», είπε η Άννα γελώντας με την
περιγραφή της Ούνα. Το χαμόγελο του Ρόι, παρατήρησε η Ρόμπιν, ήταν
νευρικό και κάπως σφιγμένο. Άραγε, πώς να αισθανόταν, αναρωτήθηκε,
μπροστά στην κολλητή φίλη της νεκρής συζύγου του, ύστερα από τόσα
χρόνια; Να τον έκαναν οι αλλαγές στην εμφάνιση της Ούνα να
αναρωτιέται πώς θα έμοιαζε τώρα η Μάργκοτ, αν είχε φτάσει στην ηλικία
των εβδομήντα ετών; Ή μήπως να αναρωτιόταν για μία ακόμη φορά,
όπως σίγουρα είχε κάνει στα χρόνια που μεσολάβησαν, κατά πόσο ο
γάμος του θα είχε βγει αλώβητος από το μακρύ διάστημα παγερής σιωπής
που είχε ακολουθήσει εκείνο το ποτό που είχε πιει η Μάργκοτ με τον Πολ
Σάτσγουελ, κατά πόσο οι πιέσεις και οι εντάσεις στη σχέση τους θα
μπορούσαν να είχαν ξεπεραστεί ή αν τελικά η Μάργκοτ θα είχε αποδεχτεί
την πρόταση της Ούνα να αναζητήσει καταφύγιο στο διαμέρισμά της;
Θα είχαν πάρει διαζύγιο, κατέληξε η Ρόμπιν με απόλυτη βεβαιότητα,
όμως αμέσως μετά αναρωτήθηκε μήπως μπέρδευε τη Μάργκοτ με τον
εαυτό της, έτσι όπως είχε την τάση να κάνει σε ολόκληρη την πορεία
αυτής της υπόθεσης.
«Α, γεια σας», είπε μια ξέπνοη φωνή από το κατώφλι, οπότε όλα τα
βλέμματα στράφηκαν προς τα εκεί, στη Σύνθια, στο λεπτό κιτρινωπό
πρόσωπο της οποίας εκτεινόταν ένα χαμόγελο το οποίο δεν άγγιζε τα
αγχωμένα διάστικτα μάτια της. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα, κι η Ρόμπιν
αναρωτήθηκε αν το είχε επιλέξει συνειδητά, για να δηλώσει πένθος. «Με
συγχωρείτε, ήμουν… τι κάνετε, πώς είστε;»
«Μια χαρά», είπε η Ρόμπιν.
«Τέλεια», είπε ο Στράικ.
Η Σύνθια αντέδρασε με ένα από τα νευρικά, ξέπνοα γελάκια της, κι
είπε:
«Ναι, όχι… είναι τόσο θαυμάσιο…»
Άραγε, να ήταν πράγματι θαυμάσιο για τη Σύνθια, αναρωτήθηκε η
Ρόμπιν, καθώς η μητριά της Άννας καθόταν σε μια καρέκλα, κι αρνιόταν
να πάρει ένα κομμάτι από το κέικ το οποίο, όπως αποδείχτηκε στην
πορεία, είχε βγει στη βροχή η Ούνα για να αγοράσει. Πώς να αισθανόταν
η Σύνθια, με την επιστροφή της Μάργκοτ Μπάμπορο έστω και με τη
μορφή ενός σκελετού τσιμεντωμένου σε ένα σκαμπό; Να την πλήγωνε η
φανερή ταραχή, η συναισθηματική φόρτιση του συζύγου της, η
συμμετοχή της Ούνα, της κολλητής φίλης της Μάργκοτ, στον πυρήνα της
οικογένειας, σαν μια θεία, η ύπαρξη της οποίας είχε μόλις γίνει γνωστή; Η
Ρόμπιν, η οποία πρέπει να είχε ρέντα στις μαντεψιές της, αισθανόταν
βέβαιη πως αν η Μάργκοτ δεν είχε δολοφονηθεί, αλλά απλώς κάποια
στιγμή είχε χωρίσει με τον Ρόι, η Σύνθια σε καμία περίπτωση δε θα είχε
αποτελέσει την επιλογή του αιματολόγου για δεύτερη σύζυγο. Το
πιθανότερο ήταν να είχε εκλιπαρήσει η Μάργκοτ τη Σύνθια να την
ακολουθήσει στη νέα της ζωή, συνεχίζοντας να φροντίζει την Άννα.
Άραγε, θα είχε συμφωνήσει η Σύνθια ή θα είχε κρίνει πως έπρεπε να
παραμείνει πιστή στον Ρόι; Πού θα είχε στραφεί, ποιον θα είχε
παντρευτεί, από τη στιγμή που δε θα υπήρχε πλέον ρόλος για εκείνη στο
Μπρουμ Χάουζ;
Η δεύτερη γάτα, εν τω μεταξύ, εμφανίστηκε στο δωμάτιο,
παρατηρώντας επίμονα την ασυνήθιστα πολυμελή συντροφιά που είχε
συγκεντρωθεί εκεί. Προχώρησε ανάμεσα στις πολυθρόνες, το σκαμπό και
τον καναπέ, πήδηξε πάνω στο περβάζι και βολεύτηκε εκεί γυρνώντας
τους την πλάτη, για να χαζέψει τις σταγόνες της βροχής που κυλούσαν
στο παράθυρο.
«Λοιπόν, ακούστε», είπε η Κιμ, καθισμένη στην καρέκλα με την
ολόισια πλάτη που είχε φέρει από τη γωνιά του δωματίου, «θέλουμε
οπωσδήποτε να σας πληρώσουμε για τον επιπλέον μήνα που διαθέσατε.
Το ξέρω πως αρνηθήκατε ήδη…»
«Δική μας επιλογή ήταν να συνεχίσουμε να ερευνάμε την υπόθεση»,
είπε ο Στράικ. «Χαιρόμαστε που μπορέσαμε να βοηθήσουμε και
οπωσδήποτε δε θέλουμε επιπλέον χρήματα».
Με τη Ρόμπιν είχαν συμφωνήσει πως, καθώς η υπόθεση της Μάργκοτ
Μπάμπορο, έτσι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, φάνταζε πολύ πιθανό
να τους ανταμείψει με τριπλάσια έσοδα σε επίπεδο δημοσιότητας και
νέων αναθέσεων, σε συνδυασμό με το γεγονός πως ο Στράικ ειλικρινά
θεωρούσε ότι έπρεπε να την είχε διαλευκάνει νωρίτερα, το να δεχτούν
επιπλέον χρήματα από την Άννα και την Κιμ θα ήταν αχρείαστα άπληστο.
«Τότε, θα θέλαμε να προβούμε σε μια δωρεά σε κάποια φιλανθρωπική
οργάνωση», είπε η Κιμ. «Υπάρχει κάποια που θα θέλατε να στηρίξουμε;»
«Κοιτάξτε», είπε ο Στράικ ξεροβήχοντας, «αν το σκέφτεστε σοβαρά, οι
νοσοκόμες Μακμίλαν…»
Διέκρινε έναν κάποιο αιφνιδιασμό στα πρόσωπα της οικογένειας.
«Η θεία μου έφυγε από τη ζωή φέτος», εξήγησε, «και η νοσοκόμα
Μακμίλαν που την είχε αναλάβει, της πρόσφερε μεγάλη στήριξη».
«Α, μάλιστα», είπε η Κιμ με ένα ελαφρώς αμήχανο γέλιο, οπότε
ακολούθησε μια σύντομη παύση, στη διάρκεια της οποίας το φάντασμα
της Τζάνις Μπίτι έμοιαζε να αναδύεται ανάμεσά τους, σαν τη σχεδόν
αδιόρατη στήλη ατμού που σχηματιζόταν στον λαιμό του τσαγερού.
«Μια νοσοκόμα», είπε χαμηλόφωνα η Άννα. «Ποιος να υποψιαζόταν
μια νοσοκόμα;»
«Η Μάργκοτ», είπαν ταυτόχρονα ο Ρόι και η Ούνα.
Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν: ήταν ένα χαμόγελο θλιμμένο, έκπληκτοι
το δίχως άλλο καθώς διαπίστωναν πως ύστερα από τόσα χρόνια
συμφωνούσαν σε κάτι, κι η Ρόμπιν παρατήρησε τη Σύνθια να αποστρέφει
το βλέμμα της.
«Δεν τη συμπαθούσε εκείνη τη νοσοκόμα. Μου το είχε πει», σχολίασε η
Ούνα, «όμως εγώ την μπέρδεψα με εκείνη την ξανθιά, στο
χριστουγεννιάτικο πάρτι, που προκάλεσε τη σκηνή».
«Σωστά, ποτέ δεν τη χώνεψε τη νοσοκόμα», είπε ο Ρόι. «Μου το είχε
πει κι εμένα, απ’ όταν άρχισε να εργάζεται στην κλινική. Δεν έδωσα
ιδιαίτερη σημασία…»
Έδειχνε αποφασισμένος να σταθεί ειλικρινής, πλέον, οσοδήποτε
επώδυνο κι αν ήταν.
«…νόμιζα πως ήταν απλώς μια περίπτωση δυο γυναικών υπερβολικά
όμοιων: αμφότερες προέρχονταν από την εργατική τάξη, αμφότερες
διέθεταν ισχυρό χαρακτήρα. Όταν τη γνώρισα την άλλη, στο
μπάρμπεκιου, οφείλω να πω ότι μου φάνηκε μάλλον… δεν ξέρω…
καθωσπρέπει. Φυσικά, η Μάργκοτ ποτέ δε μου εκμυστηρεύτηκε τις
υποψίες της…»
Ακολούθησε νέα παύση, καθώς όλοι στο δωμάτιο, όπως ήταν βέβαιος ο
Στράικ, θυμόντουσαν πως ο Ρόι δεν είχε πει κουβέντα στη σύζυγό του
εκείνες τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τη δολοφονία της, δηλαδή
ακριβώς το επίμαχο διάστημα όταν θα πρέπει να είχαν αποκρυσταλλωθεί
οι υποψίες της Μάργκοτ σχετικά με την Τζάνις.
«Η Τζάνις Μπίτι πρέπει να είναι η ικανότερη ψεύτρα που έχω
συναντήσει στη ζωή μου», είπε ο Στράικ στη φορτισμένη ομήγυρη, «και
εκπληκτική ηθοποιός».
«Έλαβα ένα πραγματικά απίστευτο γράμμα», είπε η Άννα, «από τον γιο
της, τον Κέβιν. Το ξέρατε πως πρόκειται να ταξιδέψει από το Ντουμπάι,
προκειμένου να καταθέσει εναντίον της;»
«Το γνωρίζαμε», είπε ο Στράικ, καθώς ο Τζορτζ Λέιμπορν τον
ενημέρωνε τακτικά σχετικά με την εξέλιξη των αστυνομικών ερευνών.
«Μου έγραψε πως θεωρεί ότι η απόφαση της μαμάς να τον εξετάσει,
του έσωσε τη ζωή», είπε η Άννα.
Η Ρόμπιν παρατήρησε πως η Άννα πλέον αποκαλούσε τη Μάργκοτ
«μαμά», ενώ παλαιότερα αναφερόταν σ’ εκείνη αποκλειστικά ως «η
μητέρα μου».
«Είναι ένα πραγματικά εντυπωσιακό γράμμα», συμφώνησε η Κιμ,
γνέφοντας καταφατικά. «Κάθε τόσο ζητάει συγγνώμη, λες και έφταιγε
εκείνος για κάποιο λόγο».
«Ο δύστυχος», σχολίασε χαμηλόφωνα η Ούνα.
«Γράφει πως κατηγορεί τον εαυτό του που δεν απευθύνθηκε στην
αστυνομία, όμως ποιο παιδί θα μπορούσε να πιστέψει ότι η μητέρα του
είναι μια κατά συρροή δολοφόνος; Πραγματικά μου είναι αδύνατο»,
επανέλαβε η Άννα, ενώ η γάτα στην αγκαλιά του Στράικ γουργούριζε
δυνατά, «να βρω λόγια για να σας περιγράψω το καλό που μου κάνατε…
σε όλους μας. Εκείνη η αβεβαιότητα ήταν εφιαλτική και πλέον ξέρω
σίγουρα ότι η μαμά δεν επέλεξε να φύγει, κι ότι το τέλος ήταν… δεν
ξέρω, σχετικά γαλήνιο…»
«Πράγματι», είπε ο Στράικ, «ήταν σχεδόν ανώδυνο».
«Κι επίσης ξέρω σίγουρα ότι με αγαπούσε», είπε η Άννα.
«Εμείς πάντοτε…» έκανε να πει η Σύνθια, όμως η προγονή της έσπευσε
να την προλάβει, λέγοντας:
«Το ξέρω πως πάντοτε μου λέγατε ότι με αγαπούσε, Σύνθια, όμως
εφόσον δεν ξέραμε τι πραγματικά συνέβη, αναπόφευκτα θα υπήρχε
πάντοτε μια αμφιβολία, έτσι δεν είναι; Όμως όταν συγκρίνω τη θέση μου
με εκείνη του Κέβιν Μπίτι, ειλικρινά αισθάνομαι τυχερή… Αλήθεια,
ξέρατε», είπε η Άννα απευθυνόμενη στον Στράικ και στη Ρόμπιν, «τι
εντόπισαν, όταν… καταλαβαίνετε… έβγαλαν τη μαμά από το τσιμέντο;»
«Όχι», είπε ο Στράικ.
Οι λεπτές παλάμες της Σύνθια έπαιζαν νευρικά με τη βέρα της,
στριφογυρίζοντάς τη γύρω από το δάχτυλό της.
«Το μενταγιόν που της χάρισε ο μπαμπάς», είπε η Άννα. «Είναι
φθαρμένο, όμως όταν το άνοιξαν, διαπίστωσαν πως περιείχε μια
φωτογραφία μου, η οποία είναι σαν καινούργια», είπε η Άννα, οπότε τα
μάτια της βούρκωσαν και πάλι. Η Ούνα άπλωσε το χέρι και χάιδεψε
ελαφρά την Άννα στο γόνατο. «Είπαν πως θα μου την παραδώσουν, μόλις
ολοκληρωθούν όλοι οι απαραίτητοι έλεγχοι από τη Σήμανση».
«Τι καλά», είπε σιγανά η Ρόμπιν.
«Και ξέρετε τι βρέθηκε στην τσάντα της;» ρώτησε η Κιμ.
«Όχι», είπε ο Στράικ.
«Οι σημειώσεις από την εξέταση της Θίο», είπε η Κιμ. «Είναι απολύτως
ευανάγνωστες, τις προστάτεψε το δέρμα, καταλαβαίνετε. Το πλήρες
όνομά της ήταν Θιοντόσια Λάβριτζ και ήταν μέλος μιας οικογένειας
ταξιδιωτών. Η Μάργκοτ υποψιαζόταν εκτοπική εγκυμοσύνη και ήθελε να
καλέσει ασθενοφόρο, όμως η Θίο είπε πως θα την πήγαινε ο φίλος της
στο νοσοκομείο. Από τις σημειώσεις της Μάργκοτ προκύπτει πως η Θίο
φοβόταν να μάθουν οι δικοί της πως ήταν έγκυος. Μάλλον επειδή δεν
ενέκριναν τον φίλο της».
«Ώστε αυτός ήταν ο λόγος που, μετά τα όσα συνέβησαν, δεν
παρουσιάστηκε να καταθέσει;» είπε η Ρόμπιν.
«Μάλλον ναι», είπε η Κιμ. «Καημένη κοπέλα. Ελπίζω να πήγαν όλα
καλά».
«Θα μπορούσα να ρωτήσω», είπε ο Ρόι κοιτάζοντας τον Στράικ, «πόσο
ισχυρό θεωρείτε πως θα είναι το κατηγορητήριο σε βάρος της Τζάνις
Μπίτι; Θέλω να πω… προφανώς δε γνωρίζω τι σας έχουν πει οι επαφές
σας στην αστυνομία… όμως, απ’ ό,τι έχω ακούσει, η Σήμανση δεν έχει
καταφέρει να αποδείξει ότι η Μάργκοτ είχε ναρκωθεί».
«Μέχρι στιγμής όχι», είπε ο Στράικ, που είχε μιλήσει στον Τζορτζ
Λέιμπορν το προηγούμενο βράδυ, «όμως άκουσα πως θα δοκιμάσουν μια
νέα μέθοδο εντοπισμού ναρκωτικών και χημικών ουσιών στο τσιμέντο
που περιέβαλλε τη σορό. Εγγυήσεις δεν υπάρχουν, όμως η ίδια μέθοδος
χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία σε μια πρόσφατη υπόθεση στις Ηνωμένες
Πολιτείες».
«Όμως αν δεν κατορθώσουν να αποδείξουν πως η Μάργκοτ είχε
ναρκωθεί», είπε ο Ρόι με όψη σφιγμένη, «το κατηγορητήριο σε βάρος της
Τζάνις στηρίζεται αποκλειστικά σε έμμεσα στοιχεία, έτσι δεν είναι;»
«Ο δικηγόρος της σαφώς έχει θέσει στόχο να την αθωώσει, αν κρίνω
από τις δηλώσεις του στον Τύπο», σχολίασε η Κιμ.
«Θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα», είπε ο Στράικ. «Η υπεράσπιση θα πρέπει
να βρει κάποια δικαιολογία για τον εντοπισμό από την αστυνομία στο
σπίτι της Μπίτι ενός τηλεφώνου που ανήκε σε μιαν ανύπαρκτη κοινωνική
λειτουργό, καθώς και το γιατί οι Άθορν είχαν στο δικό τους σπίτι τον
συγκεκριμένο αριθμό. Τα ξαδέλφια των Άθορν, που μένουν στο Λιντς,
μπορούν να την αναγνωρίσουν ως τη γυναίκα που τους βοήθησε να
καθαρίσουν το διαμέρισμα. Η Γκλόρια Κόντι είναι πρόθυμη να
επιστρέψει στη χώρα προκειμένου να καταθέσει για τον λουκουμά στο
ψυγείο και τους αδικαιολόγητους εμετούς από τους οποίους υπέφερε η
ίδια και η Βίλμα, ενώ και ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ πρόκειται να
καταθέσει…»
«Αλήθεια;» είπε η Ούνα, που η όψη της φωτίστηκε κάπως. «Αχ, αυτό
είναι θετικό, ανησυχούσαμε πολύ για την περίπτωσή του…»
«Νομίζω πως πλέον έχει συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος τρόπος να
ξεμπερδέψει από αυτή την ιστορία είναι να το πάει μέχρι τέλους», είπε ο
Στράικ, «Είναι έτοιμος να καταθέσει πως από τη στιγμή που άρχισε να
καταναλώνει φαγητά τα οποία ετοίμαζε η Τζάνις, άρχισε να εμφανίζει
συμπτώματα δηλητηρίασης και, το σημαντικότερο, ότι στη διάρκεια της
τελευταίας τους συνάντησης, η Μάργκοτ τον συμβούλεψε να πάψει να
καταναλώνει οτιδήποτε του ετοίμαζε η Τζάνις.
»Έπειτα θα έρθει και ο Κέβιν Μπίτι να καταθέσει πως η κόρη του ήπιε
χλωρίνη, ενώ υποτίθεται πως εκείνη την ώρα την πρόσεχε η Τζάνις,
καθώς και ότι η μητέρα του παλιά του ετοίμαζε “σπέσιαλ ροφήματα” που
του προκαλούσαν αδιαθεσία… Τι άλλο;» είπε ο Στράικ καλώντας τη
Ρόμπιν να συνεχίσει, κυρίως για να μπορέσει κι αυτός να φάει λίγο κέικ.
«Κοιτάξτε, είναι όλες εκείνες οι θανατηφόρες ουσίες που απομάκρυναν
οι Αρχές από την κουζίνα της Τζάνις», είπε η Ρόμπιν, «για να μη
σταθούμε καν στο γεγονός πως προσπάθησε να δηλητηριάσει το τσάι του
Κόρμοραν, όταν πέρασε αυτός από εκεί για να της ζητήσει εξηγήσεις.
Είναι επίσης τα διάφορα δηλητηριασμένα τρόφιμα που εντόπισε η
αστυνομία στο σπίτι της Αϊρίν, καθώς και οι κορνιζαρισμένες
φωτογραφίες στον τοίχο, ανάμεσά τους εκείνη της Τζοάνα Χάμοντ, την
οποία αρχικά είχε ισχυριστεί πως δε γνώριζε καν, αλλά και της Τζούλι
Γουίλκς, η οποία πνίγηκε στην πισίνα του παραθεριστικού κέντρου, στο
Κλάκτον. Εκτός αυτού, οι Αρχές είναι βέβαιες πως θα κατορθώσουν να
συγκεντρώσουν ιατροδικαστικά στοιχεία από τους τάφους των υπόλοιπων
θυμάτων, ακόμη κι αν τα αποτελέσματα από την περίπτωση της Μάργκοτ
είναι ασαφή. Η Τζάνις προχώρησε στην αποτέφρωση του τότε συντρόφου
της, του Λάρι, όμως η ερωμένη του, η Κλερ, κηδεύτηκε και έχει διαταχτεί
ήδη η εκταφή της σορού».
«Προσωπικά», είπε ο Στράικ, που είχε προλάβει να φάει το μισό
κομμάτι από το κέικ σοκολάτας που είχε στο πιάτο του όσο μιλούσε η
Ρόμπιν, «εκτιμώ ότι θα πεθάνει στη φυλακή».
«Αυτό οπωσδήποτε είναι θετικό», είπε ο Ρόι, που φάνηκε
ανακουφισμένος, ενώ η Σύνθια σχολίασε ξέπνοα:
«Ναι, όχι, σίγουρα».
Η γάτα στο περβάζι γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος τους, κι ύστερα,
αργά, έστρεψε το πρόσωπό της και πάλι στη βροχή, ενώ η δίδυμή της
ζύμωνε νωχελικά το πουλόβερ του Στράικ.
«Φαντάζομαι θα είστε και οι δύο στην κηδεία, σωστά;» ρώτησε η Άννα.
«Θα ήταν τιμή μας», απάντησε η Ρόμπιν για λογαριασμό και των δυο
τους, καθώς ο Στράικ είχε μόλις βάλει στο στόμα του μια γερή μπουκιά
κέικ.
«Έχουμε… χμ… αναθέσει την οργάνωση στην Άννα», είπε ο Ρόι.
«Αυτή θα έχει τον πρώτο λόγο».
«Θα ήθελα να έχει η μαμά έναν σωστό τάφο», είπε η Άννα. «Κάπου που
θα μπορούμε να την επισκεπτόμαστε, καταλαβαίνετε… τόσα χρόνια δεν
ξέραμε πού βρισκόταν. Θέλω να ξέρω πως θα μπορώ να τη βρίσκω σε ένα
συγκεκριμένο μέρος».
«Το καταλαβαίνω», είπε ο Στράικ.
«Πραγματικά δεν ξέρετε τι μου προσφέρατε», είπε η Άννα για τρίτη
φορά. Είχε απλώσει το χέρι της στην Ούνα, όμως κοίταζε τη Σύνθια.
«Πλέον, έχω την Ούνα, εκτός από τη Σύνθια που μου στάθηκε υπέροχη
μητέρα… η μαμά σίγουρα διάλεξε τον κατάλληλο άνθρωπο για να με
μεγαλώσει…»
Καθώς το πρόσωπο της Σύνθια συσπώταν από τη συγκίνηση, ο Στράικ
και η Ρόμπιν απέστρεψαν διακριτικά το βλέμμα τους, η Ρόμπιν
επιλέγοντας να εστιάσει στη γάτα στο παράθυρο και ο Στράικ στη
θαλασσογραφία πάνω από το τζάκι. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν
ρυθμικά στο παράθυρο, η γάτα στην αγκαλιά του γουργούριζε, κι ο
Στράικ θυμόταν την τεφροδόχο σε σχήμα κρίνου να ξεμακραίνει στα
κύματα. Νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στήθος και παρά την ικανοποίηση
που αντλούσε από το γεγονός πως είχε φέρει σε πέρας αυτό που ξεκίνησε
να κάνει, ευχήθηκε να μπορούσε να τηλεφωνήσει στην Τζόαν, για να της
αφηγηθεί την κατακλείδα της ιστορίας της Μάργκοτ Μπάμπορο και να
την άκουγε να του λέει πως ήταν περήφανη για εκείνον, μία τελευταία
φορά.
73
Κι αυτό γιατί η φυσική συμπάθεια σύντομα σιγά
και παραδίδεται στου Έρωτα την ισχυρότερη φλόγα:
Όμως η πιστή φιλία τούς δυο τους συγκρατεί
και με πειθώ βαθιά δαμάζει,
παρά τις σκέψεις που στρέφονται γύρω από φλόγα άσβεστη.
Γιατί, σαν την ψυχή που κυβερνά το σώμα του ανθρώπου,
και κάθε πράξη του κορμιού αυτή την καθορίζει,
έτσι και της ψυχής ο έρωτας τον έρωτα της σάρκας ξεπερνά,
όπως ο άψογος χρυσός ασύγκριτα υπερβαίνει τον ταπεινό μπρούντζο.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα

Η Ρόμπιν ξύπνησε λίγες μέρες αργότερα από το φως μιας ηλιόλουστης


φθινοπωρινής ημέρας, που τρύπωνε από ένα άνοιγμα στις κουρτίνες της.
Όπως έριξε μια ματιά στο κινητό της, κατάπληκτη διαπίστωσε πως η ώρα
ήταν δέκα το πρωί, πράγμα που σήμαινε πως είχε μόλις απολαύσει τον
μακρύτερο ύπνο όλης της χρονιάς. Τότε θυμήθηκε τον λόγο που δεν είχε
βάλει το ξυπνητήρι: το ημερολόγιο έδειχνε 9 Οκτωβρίου, ήταν η ημέρα
των γενεθλίων της.
Η Ίλσα είχε οργανώσει δείπνο προς τιμήν της για το βράδυ της
επόμενης ημέρας, που ήταν Παρασκευή. Η Ίλσα είχε επιλέξει εστιατόριο
και είχε κλείσει τραπέζι εκεί, όπου ήταν καλεσμένοι η ίδια και ο Νικ, η
Βανέσα και ο αρραβωνιαστικός της, ο Όλιβερ, ο Μπάρκλεϊ, ο Χάτσινς
και οι σύζυγοί τους, ο Μαξ με τον καινούργιο του φίλο (τον διευθυντή
φωτισμού στην τηλεοπτική σειρά όπου πρωταγωνιστούσε) καθώς και ο
Στράικ. Η Ρόμπιν δεν είχε απολύτως κανένα σχέδιο για σήμερα, ανήμερα
των γενεθλίων της, παρά την επιμονή του Στράικ να πάρει ρεπό.
Ανακάθισε στο κρεβάτι της, χασμουρήθηκε και κοίταξε τα πακέτα που
στοιβάζονταν πάνω στη συρταριέρα, απέναντι, όλα σταλμένα από την
οικογένειά της. Το μικρό πακέτο από τη μητέρα της προϊδέαζε για
κάποιου είδους κόσμημα, το δίχως άλλο λόγω της σημασίας που απέδιδε
στα φετινά γενέθλια της κόρης της. Έτσι όπως ετοιμαζόταν να σηκωθεί
από το κρεβάτι, το κινητό της βούιξε, οπότε η Ρόμπιν διαπίστωσε πως
είχε λάβει γραπτό μήνυμα από τον Στράικ.
Το ξέρω πως είχαμε πει να πάρεις ρεπό σήμερα, όμως προέκυψε
κάτι έκτακτο. Σε παρακαλώ, έλα να με βρεις στην Κεφαλή του
Σαίξπηρ, στην οδό Μάρλμπορο, στις 5. Ντύσου καλά, ίσως
χρειαστεί να πάμε ύστερα από εκεί κάπου κυριλέ.
Η Ρόμπιν διάβασε το μήνυμα και δεύτερη φορά, λες και υπήρχε
περίπτωση να της είχε ξεφύγει κάπου ένα «χρόνια πολλά». Μα δεν
μπορεί, ήταν ποτέ δυνατόν να το είχε ξεχάσει ξανά; Ή μήπως νόμιζε πως,
επειδή είχε πει πως θα ερχόταν στο δείπνο που είχε σχεδιάσει η Ίλσα,
ήταν απόλυτα εντάξει στις υποχρεώσεις του, οπότε δε χρειαζόταν να της
ευχηθεί το παραμικρό ανήμερα των γενεθλίων της; Σύμφωνοι,
αισθανόταν κάπως ξεκρέμαστη, χωρίς δουλειά και χωρίς να είναι
διαθέσιμος κάποιος φίλος της, όμως ο Στράικ δεν μπορούσε να το ξέρει
αυτό, οπότε ήταν ιδιαίτερα ανάμεικτα τα συναισθήματά της όταν
πληκτρολόγησε την κοφτή απάντησή της: Εντάξει.
Όταν έφτασε στον επάνω όροφο φορώντας τη ρόμπα της, για να
ετοιμάσει τσάι, η Ρόμπιν βρήκε ένα μεγάλο κουτί να την περιμένει στο
τραπέζι της κουζίνας, με μια κάρτα ακουμπισμένη εκεί πάνω, το όνομά
της στον φάκελο γραμμένο με τον στριμωγμένο, δυσανάγνωστο γραφικό
χαρακτήρα του Στράικ. Η Ρόμπιν ήξερε πως ο Μαξ είχε φύγει νωρίς από
το διαμέρισμα, καθώς είχαν εξωτερικά γυρίσματα στο Κεντ, παίρνοντας
και τον Βόλφγκανγκ μαζί του, που θα κοιμόταν στο αυτοκίνητο και θα
απολάμβανε τον περίπατό του στο μεσημεριανό διάλειμμα. Καθώς δεν
είχε ακούσει το κουδούνι της πόρτας, η Ρόμπιν ήταν υποχρεωμένη να
συμπεράνει πως ο Στράικ με κάποιον τρόπο είχε παραδώσει νωρίτερα το
κουτί και την κάρτα στον Μαξ, ώστε να της κάνει έκπληξη το πρωί. Όλα
αυτά μεταφράζονταν σε επίπεδα σχεδιασμού και οργάνωσης που
φάνταζαν ολότελα ξένα με τον χαρακτήρα του. Επίσης, η Ρόμπιν δεν είχε
λάβει ούτε μία κανονική κάρτα από τον Στράικ, ούτε καν όταν της είχε
αγοράσει το πράσινο φόρεμα, μετά τη διαλεύκανση της πρώτης τους
υπόθεσης.
Η εξωτερική πλευρά της κάρτας των γενεθλίων ήταν κάπως συμβατική,
με τον αριθμό τριάντα αποτυπωμένο με μεγάλα, αστραφτερά ροζ ψηφία.
Στο εσωτερικό της, ο Στράικ είχε γράψει:
Χρόνια πολλά. Δεν είναι αυτό το κανονικό σου δώρο,
θα το πάρεις αργότερα. (Όχι λουλούδια)
Με πολλή αγάπη, Στράικ x
H Ρόμπιν απέμεινε να κοιτάζει το μήνυμα για πολύ περισσότερη ώρα
απ’ ό,τι δικαιολογούσε η έκτασή του. Ήταν πολλά τα στοιχεία αυτού του
μηνύματος που την ικανοποιούσαν, ανάμεσά τους το φιλί και το γεγονός
πως είχε υπογράψει ως «Στράικ». Ακούμπησε την κάρτα πάνω στο
τραπέζι και σήκωσε το μεγάλο κουτί το οποίο, όπως διαπίστωσε με
έκπληξη, ήταν τόσο ελαφρύ, ώστε φάνταζε άδειο. Τότε παρατήρησε το
όνομα του προϊόντος, στο πλάι: Μπαλόνι στο κουτί.
Άνοιξε το καπάκι και από μέσα έβγαλε ένα μπαλόνι σε σχήμα κεφαλιού
γαϊδουριού, δεμένο με χοντρή κορδέλα σε μια βάση που λειτουργούσε
σαν βαρίδι. Χαμογελώντας πλατιά, το απόθεσε πάνω στο τραπέζι,
ετοίμασε τσάι και πρωινό και ύστερα έστειλε γραπτό μήνυμα στον
Στράικ:
Σ’ ευχαριστώ για τον φουσκωτό γάιδαρο. Πάνω στην ώρα. Ο
παλιός κοντεύει να κλατάρει τελείως.
Η απάντηση ήρθε εξήντα δευτερόλεπτα αργότερα.
Τέλεια. Είχα ένα άγχος πως παραήταν προφανές και θα σου είχαν
στείλει όλοι το ίδιο. Τα λέμε στις 5.
Ανάλαφρη πλέον, η Ρόμπιν ήπιε το τσάι, έφαγε το φρυγανισμένο ψωμί
της και επέστρεψε στο δωμάτιό της για να ανοίξει τα δώρα των δικών της.
Όλοι τής είχαν πάρει ελαφρώς ακριβότερες παραλλαγές των δώρων της
περασμένης χρονιάς, εκτός από τους γονείς της, που είχαν στείλει ένα
πανέμορφο μενταγιόν: ένα στρογγυλό οπάλιο, που ήταν ο γενέθλιος λίθος
της, γαλαζοπράσινος και φωτεινός, πλαισιωμένος από μικρά διαμάντια. Η
κάρτα που συνόδευε το κόσμημα έγραφε: «Χρόνια πολλά και καλά,
Ρόμπιν. Σε αγαπάμε, μαμά και μπαμπάς x».
Το τελευταίο διάστημα η Ρόμπιν αισθανόταν έντονα το πόσο τυχερή
ήταν που είχε δύο στοργικούς γονείς. Είχε συνειδητοποιήσει μέσα από τη
δουλειά της πόσοι πολλοί άνθρωποι δεν ήταν εξίσου τυχεροί, πόσων
πολλών ανθρώπων οι οικογένειες ήταν ανεπανόρθωτα δυσλειτουργικές,
πόσοι ενήλικοι κυκλοφορούσαν κουβαλώντας αόρατες ουλές από την
παιδική τους ηλικία, με τις αντιλήψεις και τους συνειρμούς τους να έχουν
αλλοιωθεί οριστικά από την απουσία αγάπης, από τη βία, από τη
σκληρότητα. Οπότε, τηλεφώνησε στη Λίντα για να την ευχαριστήσει και
κατέληξε να μιλήσει με τη μητέρα της για περισσότερο από μία ώρα: περί
ανέμων και υδάτων κυρίως, όμως ήταν μια κουβέντα που της έφτιαξε τη
διάθεση. Πλέον, ήταν ευκολότερο να τηλεφωνεί στο πατρικό της, καθώς
το διαζύγιο είχε οριστικοποιηθεί. Η Ρόμπιν δεν είχε πει στη μητέρα της
ότι ο Μάθιου και η Σάρα θα αποκτούσαν μωρό: είχε αφήσει τη Λίντα να
το μάθει κάποια στιγμή μόνη της και να ξεσπάσει την αρχική οργή της
αλλού κι όχι μέσα στο αυτί της Ρόμπιν.
Προς το τέλος του τηλεφωνήματος, η Λίντα, που είχε σταθεί με
αποδοκιμασία απέναντι στη δραματική αλλαγή σταδιοδρομίας που είχε
αποφασίσει η Ρόμπιν ήδη από τον πρώτο τραυματισμό που είχε
αποκομίσει στη δουλειά, σχολίασε το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον των
δημοσιογράφων για την υπόθεση της Μάργκοτ Μπάμπορο.
«Πραγματικά, ήταν εντυπωσιακό αυτό που καταφέρατε», είπε η Λίντα.
«Εσύ και… χμ… ο Κόρμοραν».
«Ευχαριστώ, μαμά», είπε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη όσο και συγκινημένη.
«Ο Μόρις τι κάνει;» ρώτησε η μητέρα της, με τόνο που ήθελε να
νομίζει πως ακούστηκε χαλαρός.
«Α, τον απολύσαμε», απάντησε χαρούμενα η Ρόμπιν, λησμονώντας πως
ήταν κι αυτή μια εξέλιξη για την οποία δεν είχε ενημερώσει τη μητέρα
της. «Τον αντικαταστήσαμε όμως. Με μια γυναίκα, Μισέλ Γκρίνστριτ
ονομάζεται, ξεκινάει την άλλη εβδομάδα. Είναι καταπληκτική».
Αφού έκανε ντους, η Ρόμπιν επέστρεψε στο δωμάτιό της για να
στεγνώσει καλά τα μαλλιά της με το σεσουάρ, έφαγε μεσημεριανό στο
καθιστικό βλέποντας τηλεόραση και στη συνέχεια επέστρεψε στο
δωμάτιό της για να φορέσει εκείνο το εφαρμοστό μπλε φόρεμα που είχε
βάλει τελευταία φορά, όταν έπεισε τη γραμματέα του Μούτρου να
αποκαλύψει τα μυστικά της. Το συνδύασε με το καινούργιο μενταγιόν, το
οποίο, από τη στιγμή που είχε αφήσει τη βέρα της πίσω, όταν εγκατέλειψε
τον Μάθιου, αποτελούσε πλέον το πολυτιμότερο κόσμημα στην κατοχή
της. Το πανέμορφο πετράδι με τα ιριδίζοντα στίγματα αναδείκνυε το
παλιό φόρεμα έτσι που, για μια φορά, η Ρόμπιν ήταν ευχαριστημένη με
την εμφάνισή της, καθώς έπαιρνε τη δεύτερη τσάντα της, μιας και ήταν
ελαφρώς κομψότερη από εκείνη με την οποία πήγαινε συνήθως στο
γραφείο και έσκυβε να πιάσει το κινητό της από το κομοδίνο.
Το συρτάρι του κομοδίνου ήταν ελαφρώς ανοιχτό κι έτσι, όπως κοίταζε
προς τα εκεί, η Ρόμπιν διέκρινε την τράπουλα ταρό του Θωθ που είχε
αφήσει εκεί. Για μια στιγμή σκάλωσε· κι ύστερα, υπό το χαμογελαστό
βλέμμα του φουσκωτού γαϊδάρου που είχε εγκαταστήσει στη γωνιά του
δωματίου της, τσέκαρε την ώρα στο κινητό της. Ήταν ακόμη νωρίς για να
φύγει από το σπίτι, για το ραντεβού που είχε με τον Στράικ στην οδό
Μάρλμπορο, στις πέντε. Ακούμπησε κάτω την τσάντα της, έπιασε την
τράπουλα, κάθισε στο κρεβάτι της κι άρχισε να ανακατεύει τα
τραπουλόχαρτα, προτού γυρίσει την πρώτη κάρτα από την μπροστινή
πλευρά και την αποθέσει μπροστά της.
Δύο σπαθιά ενώνονταν πάνω από ένα μπλε τριαντάφυλλο σε πράσινο
φόντο. Συμβουλεύτηκε τη Βίβλο του Θωθ.
Ειρήνη… Το Δύο Σπαθί. Συμβολίζει συνολικές ανακατατάξεις, οι
οποίες προκύπτουν από τη σύγκρουση της Φωτιάς και του Νερού
στον γάμο τους… Αυτή η σχετική ηρεμία υπογραμμίζεται από την
ουράνια απόδοση: Σελήνη στον Ζυγό…
Η Ρόμπιν θυμήθηκε, εν τω μεταξύ, πως αυτή η πρώτη κάρτα υποτίθεται
πως συμβόλιζε «τη φύση του προβλήματος».
«Η ειρήνη δεν αποτελεί πρόβλημα», μουρμούρισε στο άδειο δωμάτιο.
«Η ειρήνη είναι κάτι το θετικό».
Βέβαια, δεν είχε θέσει κάποιο συγκεκριμένο ερώτημα στις κάρτες·
ήθελε απλώς να της πουν κάτι σήμερα, ανήμερα των γενεθλίων της.
Γύρισε και τη δεύτερη κάρτα, την υποτιθέμενη αιτία του προβλήματός
της.
Μια αλλόκοτη πράσινη γυναικεία μορφή, μασκοφόρος, στεκόταν κάτω
από έναν ζυγό, κρατώντας ένα πράσινο ξίφος.
Προσαρμογή… Η κάρτα αυτή συμβολίζει τον Ζυγό… συμβολίζει
την Ικανοποιημένη Γυναίκα. Η ισορροπία στέκει ξέχωρα από τις
όποιες ατομικές προκαταλήψεις…. Επομένως, ερμηνεύεται ως
αξιολογήτρια της αρετής κάθε πράξης, απαιτώντας αυστηρή και
επακριβή ικανοποίηση…
Η Ρόμπιν σήκωσε τα φρύδια της και γύρισε την τρίτη και τελευταία
κάρτα: η λύση. Εδώ υπήρχαν πάλι τα δύο ενωμένα ψάρια, τα οποία
έριχναν νερό σε δύο χρυσούς κάλυκες που έπλεαν σε μια πράσινη λίμνη:
ήταν η ίδια κάρτα που είχε γυρίσει στο Λίμινγκτον Σπα, όταν δεν ήξερε
ακόμη ποιος είχε σκοτώσει τη Μάργκοτ Μπάμπορο.
Έρωτας… Η κάρτα αναφέρεται επίσης στην Αφροδίτη στον
Καρκίνο. Συμβολίζει την αρμονία του αρσενικού και του θηλυκού:
με την ευρύτερη έννοια. Η τέλεια και αδιατάρακτη αρμονία…
Η Ρόμπιν πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύστερα τοποθέτησε όλες τις κάρτες
μέσα στο κουτί και το κουτί στο συρτάρι του κομοδίνου της. Όπως
σηκώθηκε κι έπιασε την καμπαρντίνα της, ο φουσκωτός γάιδαρος σάλεψε
ελαφρά, δεμένος στην κορδέλα του.
Η Ρόμπιν αισθανόταν το καινούργιο οπάλιο να φωλιάζει στην εσοχή
στη βάση του λαιμού της, όπως κατηφόριζε τον δρόμο, προχωρώντας
προς τον σταθμό του μετρό και, καθώς είχε καταφέρει να κοιμηθεί καλά
για μια φορά, είχε λουσμένα μαλλιά και ανάλαφρη διάθεση, από τη
στιγμή που έβγαλε τον φουσκωτό γάιδαρο από το κουτί του, τράβηξε
πολλά αντρικά βλέμματα στον δρόμο και στον συρμό. Όμως η Ρόμπιν δεν
έδωσε την παραμικρή σημασία, όπως ανέβαινε από τις κυλιόμενες σκάλες
στον σταθμό του Όξφορντ Σέρκους κι από εκεί συνέχιζε στην οδό
Ρίτζεντ, φτάνοντας τελικά στην Κεφαλή του Σαίξπηρ, όπου είδε τον
Στράικ να περιμένει φορώντας κοστούμι.
«Χρόνια πολλά», της ευχήθηκε και, ύστερα από έναν μικρό δισταγμό,
έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. Μύριζε, όπως παρατήρησε η Ρόμπιν,
όχι μόνο τσιγάρο αλλά και διακριτικό άφτερσεϊβ λεβάντας, πράγμα
ασυνήθιστο.
«Ευχαριστώ… δε θα πάμε στην παμπ;»
«Ε… όχι», είπε ο Στράικ. «Θέλω να σου αγοράσω ένα καινούργιο
άρωμα». Έδειξε προς την πίσω είσοδο του Liberty, το οποίο βρισκόταν
σκάρτα δέκα μέτρα παρακάτω. «Αυτό είναι το κανονικό δώρο για τα
γενέθλιά σου… εκτός κι αν αγόρασες ήδη κάποιο;» συμπλήρωσε. Ήλπιζε
να μην έπαιρνε καταφατική απάντηση. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε
άλλο να της χαρίσει, που δε θα τους μετέφερε και πάλι στη σφαίρα της
αμηχανίας και των πιθανών παρεξηγήσεων.
«Όχι… δεν…» είπε η Ρόμπιν. «Πώς το ήξερες ότι…;»
«Επειδή τηλεφώνησα στην Ίλσα πέρυσι τα Χριστούγεννα».
Καθώς της κρατούσε την πόρτα για να περάσει, σε μια αίθουσα η οποία
κατακλυζόταν από σοκολατάκια σε σχήματα κατάλληλα για το
Χάλογουιν, ο Στράικ περιέγραψε την αποτυχημένη του απόπειρα να
αγοράσει στη Ρόμπιν κάποιο άρωμα τον περασμένο Δεκέμβριο.
«…οπότε, ζήτησα από έναν πωλητή να με βοηθήσει, όμως εκείνος μου
πρότεινε συνέχεια αρώματα με κάτι ονόματα… δεν ξέρω… “Κουκλάρα
μου εσύ”…»
Το γέλιο που η Ρόμπιν δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει ήταν τόσο
δυνατό, ώστε κάποια βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος της. Οι δυο
τους πέρασαν μπροστά από τραπέζια φορτωμένα με πανάκριβα
τρουφάκια.
«…και τελικά με έπιασε πανικός», ομολόγησε ο Στράικ, «γι’ αυτό και
κατέληξα σ’ εκείνα τα σοκολατάκια. Τέλος πάντων», είπε όπως έφταναν
στο κατώφλι του αρωματοπωλείου, με το θολωτό ταβάνι του
ζωγραφισμένο με τη σελήνη και τα αστέρια, «να διαλέξεις ό,τι θέλεις και
πληρώνω εγώ».
«Στράικ», του είπε η Ρόμπιν, «είναι τόσο… τόσο ευγενική η σκέψη
σου».
«Ναι, δεν ξέρω», είπε ο συνεταίρος της σηκώνοντας τους ώμους.
«Καμιά φορά οι άνθρωποι αλλάζουν. Τουλάχιστον, έτσι μου είπε ένας
ψυχίατρος στο Μπρόουντμουρ. Λοιπόν, λέω να σταθώ εδώ», είπε
δείχνοντας μια γωνία όπου ήλπιζε πως ο όγκος του δε θα εμπόδιζε
κανέναν. «Με την ησυχία σου».
Κι έτσι, η Ρόμπιν πέρασε ένα πολύ ευχάριστο τέταρτο της ώρας,
περιδιαβαίνοντας τα διάφορα μπουκαλάκια, ψεκάζοντας δείγματα σε
χαρτονάκια, απολαμβάνοντας τη σύντομη συζήτηση με την πρόθυμη
πωλήτρια, καταλήγοντας σε δύο αρώματα για την τελική επιλογή. Εκεί
δίστασε, αναρωτήθηκε αν τολμούσε να κάνει αυτό που ήθελε… όμως δεν
μπορεί, εφόσον ήταν φίλοι κολλητοί, δεν υπήρχε θέμα, σωστά;
«Λοιπόν, αυτά τα δύο μού αρέσουν πολύ», είπε η Ρόμπιν πηγαίνοντας
κοντά στον Στράικ. «Πες μου τη γνώμη σου. Άλλωστε, εσύ θα πρέπει να
το υπομένεις μέσα στο Land Rover».
«Αν είναι αρκετά έντονα ώστε να καλύπτουν τη μυρωδιά εκείνου του
αμαξιού, δεν κάνει να τα εισπνεύσει άνθρωπος», είπε, όμως παρ’ όλα
αυτά πήρε τα δύο χαρτονάκια.
Το πρώτο μύριζε βανίλια, που του θύμιζε κέικ, και του άρεσε. Το
δεύτερο του έφερε στον νου μια θερμή μεθυστική επιδερμίδα, με μια
υποψία λουλουδιών.
«Αυτό εδώ. Το δεύτερο».
«Χμ. Κι εγώ που νόμιζα πως θα προτιμούσες το πρώτο».
«Επειδή μυρίζει σαν φαγητό;»
Η Ρόμπιν χαμογέλασε πλατιά μυρίζοντας τα δύο χαρτονάκια.
«Ναι… νομίζω πως κι εγώ το δεύτερο προτιμώ. Δεν είναι φτηνό όμως».
«Θα το αντέξω».
Έτσι, ο Στράικ μετέφερε ένα βαρύ σωληνάριο από λευκό γυαλί, πάνω
στο οποίο ήταν γραμμένο το μάλλον ανέμπνευστο όνομα «Narciso» στο
ταμείο.
«Ναι, για δώρο είναι», απάντησε όταν ρωτήθηκε και περίμενε
υπομονετικά όση ώρα αφαιρούσαν το καρτελάκι με την τιμή και έβαζαν
το περιτύλιγμα και μια κορδέλα. Προσωπικά, δεν καταλάβαινε προς τι
όλο αυτό, όμως θεωρούσε πως οφειλόταν ένα μικρό τελετουργικό στη
Ρόμπιν, και το χαμόγελό της, καθώς παραλάμβανε τη σακουλίτσα από τα
χέρια του, τον έκανε να καταλάβει πως σωστά είχε εκτιμήσει τα
πράγματα. Από εκεί διέσχισαν μαζί το πολυκατάστημα και βγήκαν από
την κεντρική είσοδο, όπου τους περικύκλωσαν κουβάδες με λουλούδια.
«Λοιπόν, πού…;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Έλεγα να σε πάω στο Ritz για σαμπάνια», είπε ο Στράικ.
«Σοβαρολογείς;»
«Ναι. Γι’ αυτό έβαλα και κοστούμι».
Για μια στιγμή, η Ρόμπιν έμεινε να τον κοιτάζει κι ύστερα σηκώθηκε
στις μύτες των ποδιών και τον αγκάλιασε σφιχτά. Έτσι όπως τους
περιέβαλλαν τα λουλούδια, κι οι δυο τους θυμήθηκαν εκείνη την αγκαλιά
στη σκάλα, τη μέρα του γάμου της, όμως αυτή τη φορά η Ρόμπιν έστρεψε
το πρόσωπό της προς το δικό του και φίλησε τον Στράικ στο μάγουλο,
ακουμπώντας τα χείλη της πάνω στα γένια του.
«Σ’ ευχαριστώ, Στράικ. Πραγματικά με συγκινείς».
Κι αυτό, σκέφτηκε ο συνεργάτης της, καθώς οι δυο τους έπαιρναν τον
δρόμο προς το Ritz, στη χρυσαφένια λάμψη του σούρουπου, άξιζε και με
το παραπάνω εξήντα λίρες και λίγη προσπάθεια…
Από το υποσυνείδητό του αναδύθηκαν τα ονόματα Μαζάνκοφ και
Κρούποφ, οπότε χρειάστηκε να μεσολαβήσουν μερικά δευτερόλεπτα,
μέχρι να συνειδητοποιήσει πού τα είχε ακούσει πρώτη φορά, γιατί τα είχε
συνδέσει με την Κορνουάλη και για ποιο λόγο τα είχε θυμηθεί τη
συγκεκριμένη στιγμή. Μια υποψία μειδιάματος σχηματίστηκε, όμως
καθώς η Ρόμπιν δεν τον είδε να χαμογελά, ο Στράικ δεν αισθάνθηκε την
ανάγκη να εξηγήσει.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θα ήθελα να ευχαριστήσω, όπως πάντα, τον εξαίρετο επιμελητή μου,
Ντέιβιντ Σέλι, ο οποίος μετατρέπει κάθε φορά τη δουλειά σε
ευχαρίστηση· τον θαυμάσιο ατζέντη μου, Νιλ Μπλερ· τα μέλη της
ομάδας διαχείρισης που με βοηθούν να διατηρήσω τα λογικά μου: Μαρκ
Χάτσινσον, Ρεμπέκα Σολτ και Νίκι Στόουνχιλ· τα μέλη της ομάδας στο
σπίτι και στο γραφείο, χωρίς τη βοήθεια των οποίων το βιβλίο αυτό δε θα
είχε ολοκληρωθεί: Ντάι Μπρουκς, Σάιμον Μπράουν, Ντάνι Κάμερον,
Άντζελα Μιλν, Ρος Μιλν, Φι Σάπκοτ και Κάισα Τιένσου· θα ήθελα να
ευχαριστήσω τον Νιλ Μάρεϊ, τον καλύτερο αναγνώστη έργων σε εξέλιξη
σε ολόκληρο τον κόσμο· τον Κένζι, που εντόπισε εκείνο τον σταυρό των
Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη σε ένα μέρος όπου δεν περίμενα πως θα
υπήρχε κάτι· τον Γουίλιαμ Λεόνε και τη Λιν Κόρμπετ για την έμπνευση
και τη διασταύρωση των υπολογισμών μου· τον Ράσελ Τάουνσεντ, που με
βοήθησε να τσεκάρω όλες αυτές τις τοποθεσίες και που έσωσε τον νεκρό
υπολογιστή μου· τέλος, τον Τομ Μπερκ για τις συναρπαστικές
πληροφορίες σχετικά με τον Κρόουλι και το βιβλιοπωλείο Atlantis.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
«Come On-A My House» (σ. 129) Στίχοι και μουσική Ross
Bagdasarian και William Saroyan. © 1957 Songs Of Universal, Inc.
International Copyright Secured. All Rights Reserved. Ανατυπώθηκε
κατόπιν άδειας της Hal Leonard Europe Ltd & Bagdasarian Productions.
«Same Situation» (σ. 373) Στίχοι και μουσική Joni Mitchell. © 1973
(Renewed) Crazy Crow Music. Συνολική διαχείριση δικαιωμάτων Sony/
ATV Tunes LLC, 424 Church St., Suite 1200, Nashville, TN 37219.
Αποκλειστικά δικαιώματα ανατύπωσης Alfred Music. All Rights
Reserved. Χρησιμοποιήθηκε κατόπιν άδειας της Alfred Music.
«Court and Spark» (σ. 372, σ. 422 & σ. 445) Στίχοι και μουσική Joni
Mitchell. © 1973 (Renewed) Crazy Crow Music. Συνολική διαχείριση
δικαιωμάτων Sony/ATV Tunes LLC, 424 Church St., Suite 1200,
Nashville, TN 37219. Αποκλειστικά δικαιώματα ανατύπωσης Alfred
Music. All Rights Reserved. Χρησιμοποιήθηκε κατόπιν άδειας της
Alfred Music.
«Just Like This Train» (σ. 444) Στίχοι και μουσική by Joni Mitchell. ©
1973 (Renewed) Crazy Crow Music. Συνολική διαχείριση δικαιωμάτων
Sony/ATV Tunes LLC, 424 Church St., Suite 1200, Nashville, TN
37219. Αποκλειστικά δικαιώματα ανατύπωσης Alfred Music. All Rights
Reserved. Χρησιμοποιήθηκε κατόπιν άδειας της Alfred Music.
«Last Chance Lost» (σ. 511) Στίχοι και μουσική Joni Mitchell. © 1994
Crazy Crow Music. Συνολική διαχείριση δικαιωμάτων Sony/ATV Tunes
LLC, 424 Church St., Suite 1200, Nashville, TN 37219. Αποκλειστικά
δικαιώματα ανατύπωσης Alfred Music. All Rights Reserved.
Χρησιμοποιήθηκε κατόπιν άδειας της Alfred Music.
«The Gallery» (σ. 723) Στίχοι και μουσική Joni Mitchell. © 1969
(Renewed) Crazy Crow Music. Συνολική διαχείριση δικαιωμάτων Sony/
ATV TUNES LLC, 424 Church St., Suite 1200, Nashville, TN 37219.
Αποκλειστικά δικαιώματα ανατύπωσης Alfred Music. All Rights
Reserved. Χρησιμοποιήθηκε κατόπιν άδειας της Alfred Music.
«I Will Never Let You Down» (β. 2, σ. 222) Στίχοι και μουσική Calvin
Harris. © 2014 TSJ Merlyn Licensing B.V. Το σύνολο των δικαιωμάτων
για λογαριασμό της TSJ Merlyn Licensing B.V. διαχειρίζεται η EMI
Music Publishing Ltd. International Copyright Secured. All Rights
Reserved. Ανατυπώθηκε κατόπιν άδειας της EMI Music Publishing Ltd.
«Chirpy Chirpy Cheep Cheep» (β. 2, σ. 272) Στίχοι G. Cassia –
Μουσική H. Stott. © 1971 Warner Chappell Music Italiana Srl.
«Play That Funky Music» (β. 2, σ. 274) Στίχοι και μουσική Robert W.
Parissi. © BEMA Music Co. Div. Συνολική διαχείριση δικαιωμάτων
Universal/MCA Music Ltd. International Copyright Secured. All Rights
Reserved. Ανατυπώθηκε κατόπιν άδειας της Hal Leonard Europe Ltd.
«Blame» (β. 2, σ. 382) Στίχοι και μουσική Calvin Harris, John Newman
και James Newman. © 2014 TSJ Merlyn Licensing B.V, B-Unique
Music Ltd. και Black Butter Music Publishing Ltd. Το σύνολο των
δικαιωμάτων για λογαριασμό της TSJ Merlyn Licensing B.V
διαχειρίζεται η EMI Music Publishing Ltd. Το σύνολο των δικαιωμάτων
για λογαριασμό της B-Unique Music Ltd. Διαχειρίζεται διεθνώς η
Songs of Kobalt Music Publishing. Το σύνολο των δικαιωμάτων για
λογαριασμό της Black Butter Music Publishing Ltd. Διαχειρίζεται η
BMG Rights Management (UK) Ltd. International Copyright Secured.
All Rights Reserved. Ανατυπώθηκε κατόπιν άδειας της Hal Leonard
Europe Ltd & EMI Music Publishing Ltd.
ΤΕΛΟΣ
Στις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, όταν κλείνει ένα βιβλίο, ανοίγει ένας κύκλος
επικοινωνίας, γι’ αυτό σας προσκαλούμε να μοιραστείτε μαζί μας κριτικές
και σκέψεις σχετικές με το βιβλίο που μόλις διαβάσατε στην ιστοσελίδα
https://www.psichogios.gr/anhsyxo-aima-t-1.html
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΚΑΛΜΠΡΕΪΘ
ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΛΕΥΚΟ
Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ

«Είδα ένα παιδί να δολοφονείται… Το στραγγάλισε».


Όταν ο Μπίλι, ένας νεαρός που φαίνεται να αντιμετωπίζει προβλήματα,
επισκέπτεται τον ιδιωτικό ερευνητή Κόρμοραν Στράικ, ζη­τώντας του να
ερευνήσει ένα έγκλημα στο οποίο νομίζει ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας,
ο Στράικ τον ακούει με προσοχή. Ενώ ο Μπίλι φαί­νεται ότι πάσχει
ξεκάθαρα από κάποια νοητική διαταραχή και δε θυμάται συγκεκριμένες
λεπτομέρειες, η ιστορία του φαντάζει αληθινή. Προτού όμως προλάβει ο
Στράικ να του κάνει ερωτήσεις, ο Μπίλι το βάζει στα πόδια
πανικόβλητος.
Ο Στράικ και η Ρόμπιν Έλακοτ, η πρώην βοηθός του και τώρα
συνέταιρός του, ακολουθούν ορισμένα ίχνη και βρίσκονται στα σκοτεινά
δρομάκια του Λονδίνου, σ’ ένα μυστικό ιερό μέσα στο Κοινοβούλιο και
σε μια μυστηριώδη έπαυλη στην εξοχή.
Η ζωή του Στράικ, όμως, είναι τώρα πια ταραχώδης. Το γεγονός ότι έχει
αποκτήσει φήμη ως ντετέκτιβ τον εμποδίζει να δρα στο παρασκήνιο.
Επιπλέον, ενώ θεωρεί την επαγγελματική του σχέση με τη Ρόμπιν
πολύτιμη, η προσωπική τους είναι πολύ περίεργη.
Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: https://www.psichogios.gr/thanasimo-
leyko.html

ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΚΑΛΜΠΡΕΪΘ
Η ΣΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Μετάφραση: Χρήστος Καψάλης

Όταν η Ρόμπιν Έλακοτ ανοίγει το μυστηριώδες πακέτο που φτάνει στα


χέρια της, τρομοκρατείται καθώς αντικρίζει ένα ακρωτηριασμένο
γυναικείο πόδι.
Το αφεντικό της, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Κόρμοραν Στράικ, είναι
περισσότερο ψύχραιμος. Υπάρχουν τέσσερα άτομα από το παρελθόν του
που θα μπορούσαν να ευθύνονται γι’ αυτό και είναι και τα τέσσερα ικανά
να διαπράξουν τις πιο βίαιες και άγριες πράξεις.
Καθώς η αστυνομία επικεντρώνεται στον δράστη που ο Στράικ θεωρεί
τον λιγότερο πιθανό, ο ίδιος και η Ρόμπιν αναλαμβάνουν την υπόθεση και
μπαίνουν στους σκοτεινούς και διεστραμμένους κόσμους των τριών
άλλων αντρών. Αλλά η βία συνεχίζεται και ο χρόνος είναι αδυσώπητος.
Η ΣΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, το τρίτο βιβλίο της επιτυχημένης σειράς με
πρωταγωνιστές τον Κόρμοραν Στράικ και τη δυναμική νεαρή βοηθό του
Ρόμπιν Έλακοτ, είναι ένα πανέξυπνο μυθιστόρημα μυστηρίου με
απρόβλεπτες ανατροπές, αλλά ταυτόχρονα και η ιστορία ενός άντρα και
μιας γυναίκας που συναντιούνται στον δρόμο της προσωπικής και
επαγγελματικής ζωής τους.
Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: https://www.psichogios.gr/h-sodeia-toy-
kakoy.html
ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΚΑΛΜΠΡΕΪΘ είναι το ψευδώνυμο της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ,
συγγραφέως της ευπώλητης σειράς των βιβλίων του Χάρι Πότερ, καθώς
και του μυθιστορήματος ΕΝΑΣ ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ. Το ΑΝΗΣΥΧΟ
ΑΙΜΑ είναι το πέμπτο βιβλίο στην αστυνομική σειρά με ήρωα τον
Κόρμοραν Στράικ, που έγινε δεκτή με εξαιρετικές κριτικές, και μάλιστα
διακρίθηκε ως το Crime Βιβλίο της Χρονιάς στα British Book of the Year
Awards 2021. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν και τα άλλα
τέσσερα βιβλία της σειράς, ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥ, Ο
ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑΣ, Η ΣΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ και ΘΑΝΑΣΙΜΟ
ΛΕΥΚΟ.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα:
http://robert-galbraith.com

You might also like