Professional Documents
Culture Documents
ISBN 978-618-01-4847-3
Εάν η ημέρα της είχε εξελιχτεί έτσι όπως την είχε σχεδιάσει, η Ρόμπιν
Έλακοτ αυτή τη στιγμή θα χουχούλιαζε στο κρεβάτι της, στο διαμέρισμα
που νοίκιαζε στο Ερλς Κορτ, έχοντας ολοκληρώσει ένα απολαυστικό
μπάνιο, έχοντας ξεμπερδέψει με τα ρούχα που είχε για πλύσιμο και θα
διάβαζε κάποιο καινούργιο μυθιστόρημα. Αντίθετα, καθόταν μέσα στο
παμπάλαιο Land Rover της, ξεπαγιασμένη από την εξάντληση παρότι η
βραδιά ήταν γλυκιά, εξακολουθώντας να φοράει τα ίδια ρούχα που είχε
βάλει στις τέσσερις και μισή εκείνο το πρωί, καθώς παρακολουθούσε το
φωτισμένο παράθυρο ενός καταστήματος της αλυσίδας Pizza Express στο
Τόρκι. Το πρόσωπό της, έτσι όπως αντικατοπτριζόταν στον πλαϊνό
καθρέφτη, ήταν χλωμό, τα γαλάζια μάτια της κατακόκκινα και τα
βαθυκόκκινα μαλλιά της κρύβονταν κάτω από έναν μαύρο σκούφο, ο
οποίος χρειαζόταν πλύσιμο.
Κάθε τόσο η Ρόμπιν βουτούσε την παλάμη της μέσα σε ένα σακουλάκι
με αμύγδαλα που είχε ακουμπισμένο στο κάθισμα του συνοδηγού δίπλα
της. Ήταν πάρα πολύ εύκολο να αρχίσεις να τρέφεσαι με σάντουιτς και
σοκολάτες όταν παρακολουθούσες έναν στόχο, να τσιμπολογάς
συχνότερα απ’ ό,τι χρειαζόταν από βαρεμάρα και μόνο. Η Ρόμπιν
προσπαθούσε να τρώει υγιεινά, παρά το εξουθενωτικό ωράριο που έπρεπε
να ακολουθεί, όμως τα αμύγδαλα είχαν πάψει εδώ και ώρα να την
καλύπτουν, κι αυτό που λαχταρούσε περισσότερο από καθετί άλλο ήταν
ένα κομμάτι από εκείνη την πίτσα που έβλεπε να απολαμβάνει το
υπέρβαρο ζευγάρι που καθόταν μπροστά στην τζαμαρία του εστιατορίου.
Μπορούσε σχεδόν να τη γευτεί, κι ας ήταν η ατμόσφαιρα γύρω της αψιά
από την αλμύρα της θάλασσας, ενώ την αρωμάτιζε εκείνη η διαρκής
οσμή από παλιές γαλότσες και βρεγμένο σκυλί, που είχε ποτίσει τα
παμπάλαια υφασμάτινα καθίσματα του τζιπ.
Το αντικείμενο της παρακολούθησης, στο οποίο μαζί με τον Στράικ
είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Φούντας», λόγω της περούκας που
φόραγε άτσαλα στο κεφάλι, τη δεδομένη στιγμή δε φαινόταν πουθενά. Ο
άντρας είχε εξαφανιστεί από τη στιγμή που είχε μπει στο κτίριο της
πιτσαρίας, εδώ και μιάμιση ώρα, μαζί με μια παρέα τριών ατόμων, ένα
από τα οποία, έναν έφηβο με το χέρι στον γύψο, η Ρόμπιν μπορούσε να
διακρίνει αν τέντωνε το κεφάλι της προς το πλάι και εστίαζε στον χώρο
πάνω από το κάθισμα του συνοδηγού. Αυτό έκανε περίπου κάθε πέντε
λεπτά, προκειμένου να τσεκάρει την εξέλιξη του γεύματος της τετράδας.
Τελευταία φορά που είχε κοιτάξει στο τραπέζι έφερναν παγωτά. Πράγμα
που σήμαινε πως, δεν μπορεί, κόντευαν να σχολάσουν.
Η Ρόμπιν προσπαθούσε να αντισταθεί σε ένα αίσθημα κατάθλιψης, το
οποίο ήξερε πως, τουλάχιστον εν μέρει, οφειλόταν στην απερίγραπτη
εξάντληση, στο πιάσιμο που ένιωθε σε ολόκληρο το σώμα από τις ώρες
που είχε περάσει καθισμένη στη θέση του οδηγού, καθώς και στην
απώλεια εκείνου του ρεπό που περίμενε πώς και τι εδώ και μέρες. Με την
αναπόφευκτη απουσία του Στράικ από το γραφείο για μία ολόκληρη
εβδομάδα, η Ρόμπιν είχε συμπληρώσει είκοσι συνεχόμενες ημέρες
δουλειάς χωρίς διάλειμμα. Ο καλύτερος υπεργολάβος τους, ο Σαμ
Μπάρκλεϊ, υποτίθεται πως θα αναλάμβανε την παρακολούθηση του
Φούντα σήμερα στη Σκοτία, όμως ο Φούντας δεν είχε ταξιδέψει
αεροπορικώς για Γλασκόβη όπως ήταν κανονισμένο. Αντίθετα, είχε
κατευθυνθεί απρόσμενα στο Τόρκι, οπότε η Ρόμπιν δεν είχε άλλη επιλογή
παρά να τον ακολουθήσει.
Υπήρχαν προφανώς κι άλλοι λόγοι για την πεσμένη της διάθεση, έναν
από τους οποίους τον παραδεχόταν στον εαυτό της· τον άλλο, θύμωνε και
μόνο που τον σκεφτόταν.
Ο πρώτος παραδεκτός λόγος ήταν το διαζύγιό της, το οποίο παρέμενε
σε εκκρεμότητα, με την κατάσταση να γίνεται όλο και πιο τεταμένη κάθε
μέρα που περνούσε. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τη στιγμή που η
Ρόμπιν ανακάλυψε ότι ο εν διαστάσει σύζυγός της διατηρούσε σχέση, οι
δυο τους είχαν μια τελευταία ψυχρή και πικρόχολη συνάντηση,
συμπτωματικά σε κατάστημα της ίδιας αλυσίδας, κοντά στην περιοχή
όπου εργαζόταν ο Μάθιου, όπου είχαν συμφωνήσει να προχωρήσουν σε
συναινετικό διαζύγιο, από τη στιγμή που θα συμπλήρωναν δύο χρόνια σε
διάσταση. Η Ρόμπιν ήταν υπερβολικά ειλικρινής για να μην παραδεχτεί
πως είχε κι η ίδια κάποια ευθύνη για το ναυάγιο της σχέσης τους. Ο
Μάθιου μπορεί να την είχε απατήσει, όμως η Ρόμπιν ήξερε πως και η ίδια
ουδέποτε αφοσιώθηκε ολόψυχα στον γάμο, δίνοντας προτεραιότητα στη
δουλειά έναντι του Μάθιου σχεδόν σε κάθε περίπτωση και ότι, τελικά,
είχε καταλήξει να ψάχνει κάποιο λόγο για να φύγει. Η εξωσυζυγική
σχέση του Μάθιου αποτέλεσε σοκ για την ίδια αλλά και ανακούφιση.
Όμως, στο διάστημα των δώδεκα μηνών που είχαν μεσολαβήσει από
εκείνη τη συνάντηση με τον Μάθιου, η Ρόμπιν είχε καταλήξει να
συνειδητοποιήσει ότι αντί να επιδιώξει ένα συναινετικό διαζύγιο, ο τέως
σύζυγός της θεωρούσε τη Ρόμπιν αποκλειστικά υπεύθυνη για τη λήξη του
γάμου και ήταν αποφασισμένος να την κάνει να πληρώσει τόσο
συναισθηματικά όσο και οικονομικά για το κακό που του προκάλεσε. Ο
κοινός τραπεζικός λογαριασμός, στον οποίο είχε κατατεθεί το αντίτιμο
της πώλησης του κοινού τους σπιτιού, είχε παγώσει, ενόσω οι δικηγόροι
διαξιφίζονταν σχετικά με το τι μερίδιο θα μπορούσε εύλογα να
διεκδικήσει η Ρόμπιν από τη στιγμή που έβγαζε σημαντικά λιγότερα
χρήματα απ’ ό,τι ο Μάθιου, και μάλιστα –σύμφωνα με τον σαφέστατο
υπαινιγμό που περιλάμβανε η τελευταία επιστολή– τον είχε παντρευτεί με
αποκλειστικό γνώμονα την εξασφάλιση κάποιου οικονομικού οφέλους, το
οποίο μόνη της θα ήταν αδύνατο να πετύχει.
Κάθε επιστολή από τον δικηγόρο του Μάθιου προκαλούσε στη Ρόμπιν
επιπλέον στρες, οργή και δυστυχία. Δεν είχε χρειαστεί τη συμβολή της
δικής της δικηγόρου για να καταλάβει ότι ο Μάθιου φαινόταν να
προσπαθεί να την αναγκάσει να διαθέσει ποσά τα οποία δε διέθετε σε
νομικές αντιπαραθέσεις, να εξαντλήσει τα περιθώρια της υπομονής και
των δυνατοτήτων της, ώσπου τελικά να λάβει από τη λύση του γάμου ένα
ποσό το οποίο θα προσέγγιζε κατά το δυνατόν το απόλυτο μηδέν.
«Πρώτη μου φορά συναντώ περίπτωση διαζυγίου όπου δεν υπάρχουν
παιδιά στη μέση, κι όμως προβάλλονται τόσα προσκόμματα», σχολίασε η
δικηγόρος της, διαπίστωση η οποία δεν της πρόσφερε καμία παρηγοριά.
O Μάθιου εξακολουθούσε να καταλαμβάνει στη σκέψη της Ρόμπιν
σχεδόν τον ίδιο χώρο όπως το διάστημα όταν ήταν παντρεμένοι.
Αισθανόταν πως μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη του, παρά την
απόσταση και τη σιωπή που τους χώριζε, στις εντελώς διαφορετικές
πορείες που είχε ακολουθήσει η ζωή τους. Ο Μάθιου ανέκαθεν
απεχθανόταν την ήττα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βγει από αυτό τον
στενάχωρα σύντομο γάμο νικητής, εξασφαλίζοντας όλα τα χρήματα και
στιγματίζοντας τη Ρόμπιν ως αποκλειστικά υπεύθυνη για την αποτυχία
της σχέσης τους.
Όλα αυτά θα δικαιολογούσαν και με το παραπάνω την κακοκεφιά της,
προφανώς όμως υπήρχε κι εκείνος ο δεύτερος λόγος, ο απαράδεκτος, που
εξηγούσε το γιατί η Ρόμπιν εκνευριζόταν με τον εαυτό της και δεν
ηρεμούσε.
Το συμβάν είχε καταγραφεί την προηγούμενη ημέρα στο γραφείο. Ο
Σολ Μόρις, ο καινούργιος υπεργολάβος στο γραφείο, είχε να εισπράττει
τα έξοδα αυτού του μήνα, οπότε, αφού πρώτα βεβαιώθηκε πως ο Τάφτι
είχε επιστρέψει στη συζυγική του κατοικία στο Ουίνδσορ, η Ρόμπιν είχε
επιστρέψει στον Οδό Ντένμαρκ, προκειμένου να πληρώσει τον Σολ.
Ο Μόρις εργαζόταν για λογαριασμό του γραφείου εδώ και έξι
εβδομάδες. Ήταν πρώην αστυνομικός, αναμφισβήτητα γοητευτικός
άντρας, με μαύρα μαλλιά και φωτεινά γαλάζια μάτια, αν και κάτι στο όλο
παρουσιαστικό του προκαλούσε στη Ρόμπιν μιαν αόριστη ανησυχία. Είχε
τη συνήθεια να μαλακώνει τη φωνή του όταν της μιλούσε· διάφοροι
υπαινιγμοί και υπερβολικά προσωπικού χαρακτήρα σχόλια τρύπωναν
ακόμη και στις πλέον κοινότοπες επαφές τους, ενώ δεν υπήρχε περίπτωση
να περάσει στο ντούκου κάποια αμφίσημη φράση, έτσι και βρισκόταν ο
Μόρις στο δωμάτιο. Η Ρόμπιν βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή που ο
τύπος είχε μάθει ότι και οι δυο τους βρίσκονταν σε φάση διαζυγίου, κι
αυτό γιατί ο Μόρις έδινε την εντύπωση πως θεωρούσε ότι αυτό του
πρόσφερε γόνιμο έδαφος για να επιμένει σε μια ενοχλητική οικειότητα.
Ήλπιζε πως θα προλάβαινε να επιστρέψει από το Ουίνδσορ προτού
φύγει η Πατ Τσόνσι, η νέα συντονίστρια που είχαν προσλάβει στο
γραφείο, όμως είχε πάει έξι και δέκα όταν ανέβηκε η Ρόμπιν τα
σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο γραφείο, οπότε βρήκε τον Μόρις να την
περιμένει μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα.
«Συγγνώμη», είπε η Ρόμπιν, «είχε τρομερή κίνηση στον δρόμο».
Εξόφλησε τον Μόρις σε μετρητά, τα οποία πήρε από το καινούργιο
χρηματοκιβώτιο, κι ύστερα του ανακοίνωσε κοφτά πως έπρεπε να γυρίσει
στο σπίτι, όμως εκείνος αποδείχτηκε κολλιτσίδας, καθώς άρχισε να της
περιγράφει με λεπτομέρειες τα γραπτά μηνύματα που του έστελνε
νυχτιάτικα η τέως σύζυγός του. Η Ρόμπιν προσπάθησε να συνδυάσει την
ευγένεια με την ψυχρότητα, μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο
στο παλιό της γραφείο. Υπό κανονικές συνθήκες, θα είχε αφήσει να
απαντήσει ο αυτόματος τηλεφωνητής, όμως ήταν τέτοια η ανάγκη που
αισθανόταν να ξεκόψει τη συζήτηση στον Μόρις, ώστε είπε:
«Πρέπει να απαντήσω, συγγνώμη. Καλό βράδυ», κι αμέσως σήκωσε το
ακουστικό.
«Γραφείο Ιδιωτικών Ερευνών Στράικ, παρακαλώ;»
«Γεια, Ρόμπιν», είπε μια ελαφρώς βραχνή γυναικεία φωνή. «Είναι εκεί
το αφεντικό;»
Δεδομένου ότι η Ρόμπιν είχε μιλήσει στη Σάρλοτ Κάμπελ μονάχα μία
φορά πριν από τρία χρόνια, ήταν ενδεχομένως απρόσμενο ότι αναγνώρισε
αμέσως τη γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής. Στο διάστημα που
μεσολάβησε, η Ρόμπιν είχε αναλύσει εκείνες τις λιγοστές λέξεις της
Σάρλοτ σε ενδεχομένως εξωφρενικά φαιδρό βαθμό. Η Ρόμπιν είχε
διακρίνει μια υποψία γέλιου, σαν να έβρισκε η Σάρλοτ αστεία τη Ρόμπιν.
Η άνεση με την οποία την προσφώνησε με το μικρό της όνομα, καθώς και
η αναφορά στον Στράικ ως «το αφεντικό» είχαν επίσης κλωθογυρίσει και
με το παραπάνω στη σκέψη της.
«Όχι, δυστυχώς απουσιάζει», είπε η Ρόμπιν προσπαθώντας να πιάσει
ένα στιλό, ενώ οι σφυγμοί της ανέβαιναν. «Θα μπορούσα να κρατήσω
κάποιο μήνυμα;»
«Είναι εύκολο να του πεις να τηλεφωνήσει στη Σάρλοτ Κάμπελ; Έχω
κάτι που θέλει. Ξέρει το τηλέφωνό μου».
«Καλώς», είπε η Ρόμπιν.
«Ευχαριστώ πάρα πολύ», είχε πει η Σάρλοτ, που εξακολουθούσε να
ακούγεται σαν να διασκέδαζε με το όλο σκηνικό. «Λοιπόν, τα λέμε».
Η Ρόμπιν σημείωσε, ως όφειλε, ότι «Τηλεφώνησε η Σάρλοτ Κάμπελ,
έχει κάτι για σένα» και άφησε το μήνυμα πάνω στο γραφείο του Στράικ.
Η Σάρλοτ ήταν η πρώην αρραβωνιαστικιά του Στράικ. Ο αρραβώνας
τους είχε λήξει πριν από τρία χρόνια, την ημέρα που η Ρόμπιν είχε έρθει
για να πιάσει δουλειά στο γραφείο ως προσωρινή γραμματέας. Παρότι ο
Στράικ κάθε άλλο παρά πρόθυμος αποδείχτηκε να συζητήσει το
συγκεκριμένο θέμα, η Ρόμπιν ήξερε πως ήταν μαζί επί δεκαέξι χρόνια
(«όχι συνεχόμενα», όπως είχε την τάση να υπογραμμίζει ο Στράικ, καθώς
η σχέση είχε σκοντάψει πολλές φορές, προτού τερματιστεί οριστικά), ότι
η Σάρλοτ είχε αρραβωνιαστεί τον νυν σύζυγό της μόλις δύο εβδομάδες
αφότου ο Στράικ είχε πάρει την απόφαση να χωρίσουν και ότι πλέον η
Σάρλοτ είχε αποκτήσει δίδυμα.
Όμως, αυτά δεν ήταν τα μόνα πράγματα που γνώριζε η Ρόμπιν, καθώς,
από τη στιγμή που εγκατέλειψε τον σύζυγό της, είχε περάσει πέντε
εβδομάδες φιλοξενούμενη στο σπίτι του Νικ και της Ίλσα Χέρμπερτ, που
ήταν δύο από τους στενότερους φίλους του Στράικ. Το διάστημα αυτό η
Ρόμπιν και η Ίλσα έγιναν φίλες κι εξακολουθούσαν να βρίσκονται
τακτικά για ποτό ή καφέ. Η Ίλσα δεν είχε κρύψει ότι ήλπιζε και πίστευε
πως ο Στράικ και η Ρόμπιν κάποια στιγμή, κατά προτίμηση σύντομα, θα
συνειδητοποιούσαν πως ήταν «πλασμένοι ο ένας για τον άλλον». Παρότι
η Ρόμπιν ζητούσε τακτικά από την Ίλσα να μην πετάει τέτοιες σπόντες,
δηλώνοντας κατηγορηματικά πως η ίδια και ο Στράικ ήταν απολύτως
ικανοποιημένοι με τη φιλική και επαγγελματική σχέση που διατηρούσαν,
η Ίλσα παρέμενε εύθυμα αμετάπειστη.
Η Ρόμπιν είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην Ίλσα, όμως οι παρακλήσεις προς
τη νέα φίλη της να βγάλει από το μυαλό της κάθε σκέψη για προξενιό
ανάμεσα στην ίδια και στον Στράικ ήταν ειλικρινείς. Έτρεμε στη σκέψη
πως ο Στράικ θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η ίδια είχε συμμετοχή στις
τακτικές προσπάθειες της Ίλσα να κανονίσει εξόδους για τους τέσσερίς
τους, οι οποίες όλο και περισσότερο έφερναν σε διπλό ραντεβού. Ο
Στράικ είχε αρνηθεί τις δύο τελευταίες εξόδους αυτού του είδους και,
παρότι ο φόρτος εργασίας στο γραφείο το διάστημα εκείνο οπωσδήποτε
καθιστούσε δύσκολη την όποια κοινωνική ζωή, η Ρόμπιν είχε τη
στενάχωρη αίσθηση πως ο Στράικ αντιλαμβανόταν άριστα το απώτερο
κίνητρο της Ίλσα. Ανατρέχοντας στον σύντομο έγγαμο βίο της, η Ρόμπιν
αισθανόταν βέβαιη πως κανείς δε θα μπορούσε να την κατηγορήσει ότι
αντιμετώπιζε τους φίλους της που δεν είχαν ταίρι έτσι όπως την
αντιμετώπιζε τώρα η Ίλσα: με μια εύθυμη αδιαφορία για τις ευαισθησίες
τους, καθώς και ενίοτε άγαρμπες προσπάθειες να χειραγωγήσει την
προσωπική τους ζωή.
Ένας από τους τρόπους που επέλεξε η Ίλσα για να επιχειρήσει να κάνει
τη Ρόμπιν να ανοιχτεί σε ό,τι αφορούσε τον Στράικ ήταν να της μεταφέρει
όλα όσα γνώριζε για τη Σάρλοτ, και στο σημείο αυτό η Ρόμπιν
αισθανόταν ενοχές, καθώς σπάνια ξέκοβε κάθε συζήτηση για τη Σάρλοτ,
αν και κάθε φορά στο τέλος απέμενε με μια αίσθηση σαν να είχε
καταβροχθίσει έναν σκασμό από λιπαρά φαγητά: άβολα, ενώ παράλληλα
ευχόταν να μπορούσε να αντισταθεί στη λαχτάρα της για μια ακόμη
μεγαλύτερη δόση.
Ήξερε, για παράδειγμα, για τα πάμπολλα τελεσίγραφα που είχε θέσει η
Σάρλοτ στον Στράικ να επιλέξει ανάμεσα στην ίδια και στον στρατό, για
δύο απόπειρες αυτοκτονίας («Εκείνη στο Άραν δεν ήταν πραγματική»,
σχολίασε καυστικά η Ίλσα. «Τελείως σκηνοθετημένη») καθώς και για τις
δέκα ημέρες υποχρεωτικής παραμονής σε ψυχιατρική κλινική. Είχε
ακούσει διάφορες ιστορίες, στις οποίες η Ίλσα έδινε τίτλους που θα
ταίριαζαν σε θρίλερ του σωρού: η Νύχτα του Κουζινομάχαιρου, η
Υπόθεση του Μαύρου Δαντελωτού Φορέματος, καθώς και το Ματωμένο
Σημείωμα. Ήξερε πως, κατά την άποψη της Ίλσα, η Σάρλοτ ήταν σκάρτη,
όχι ανισόρροπη, και ότι οι χειρότεροι καβγάδες που είχε κάνει η Ίλσα με
τον σύζυγό της, τον Νικ, είχαν ως επίκεντρο την περίπτωση της Σάρλοτ,
«και πάρα πολύ θα είχε χαρεί η ρουφιάνα αν το ήξερε», είχε συμπληρώσει
η Ίλσα.
Και τώρα, η Σάρλοτ άφηνε μήνυμα στο γραφείο ζητώντας να της
τηλεφωνήσει ο Στράικ, κι η Ρόμπιν, καθισμένη έξω από το Pizza Express,
πεινασμένη και κατάκοπη, αναλογιζόταν για μία ακόμη φορά εκείνο το
τηλεφώνημα, έτσι όπως η γλώσσα πάει και σκαλίζει μια πληγή στο
στόμα. Εφόσον τηλεφωνούσε στο γραφείο, προφανώς η Σάρλοτ δε
γνώριζε ότι ο Στράικ βρισκόταν στην Κορνουάλη, στο πλευρό της ανίατα
ασθενούς θείας του, πράγμα το οποίο δε φανέρωνε κάποια τακτική
επικοινωνία μεταξύ τους. Από την άλλη, εκείνη η ευθυμία που χρωμάτιζε
τη φωνή της Σάρλοτ θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν ένδειξη κάποιας
συμμαχίας ανάμεσα σ’ εκείνη και στον Στράικ.
Το κινητό της Ρόμπιν, το οποίο ήταν ακουμπισμένο στο κάθισμα του
συνοδηγού, δίπλα στο σακουλάκι με τα αμύγδαλα, βούιξε. Πρόθυμη να
στρέψει την προσοχή της σε οτιδήποτε θα τη βοηθούσε να ξεχαστεί, η
Ρόμπιν έπιασε τη συσκευή και διαπίστωσε πως μόλις είχε λάβει ένα
γραπτό μήνυμα από τον Στράικ.
Ξύπνια είσαι;
Η Ρόμπιν απάντησε:
Όχι
Ακριβώς όπως το είχε προβλέψει, το κινητό χτύπησε αμέσως.
«Κακώς δεν κοιμάσαι», είπε ο Στράικ δίχως καμία άλλη εισαγωγή.
«Πρέπει να είσαι κομμάτια. Τρεις εβδομάδες σερί δεν είχες που
παρακολουθούσες τον Φούντα;»
«Αυτόν παρακολουθώ και τώρα».
«Τι πράγμα;» είπε ο Στράικ κι ακούστηκε δυσαρεστημένος. «Στη
Γλασκόβη σε βρίσκω; Καλά, ο Μπάρκλεϊ πού είναι;»
«Στη Γλασκόβη. Έτοιμος να αναλάβει, όμως ο Φούντας δεν
επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο. Προτίμησε να πάει με το αμάξι στο Τόρκι.
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, τρώει πίτσα. Είμαι στημένη έξω από το
εστιατόριο».
«Τι διάολο κάνει στο Τόρκι, αφού η φιλενάδα τον περιμένει στη
Σκοτία;»
«Επισκέπτεται την πρώτη του οικογένεια», είπε η Ρόμπιν, ενώ ευχόταν
να μπορούσε να δει το πρόσωπο του Στράικ τη στιγμή που του
ανακοίνωνε την επόμενη πληροφορία. «Είναι δίγαμος».
Η ανακοίνωσή της έγινε δεκτή με απόλυτη σιωπή.
«Ήμουν έξω από το σπίτι, στο Ουίνδσορ, στις έξι», εξήγησε η Ρόμπιν,
«και λογάριαζα να τον ακολουθήσω μέχρι το Στάνστεντ, να βεβαιωθώ
πως ανέβηκε στο αεροπλάνο και να ενημερώσω τον Μπάρκλεϊ να τον
περιμένει, όμως ο τύπος δεν πήγε στο αεροδρόμιο. Βγήκε από το σπίτι
αλαφιασμένος, κάπως πανικόβλητος, πήγε με το αμάξι σε μία αποθήκη,
άφησε τη βαλίτσα του εκεί και φεύγοντας κουβαλούσε ένα τελείως
διαφορετικό σετ αποσκευών, κι είχε ξεφορτωθεί και το περουκίνι. Ύστερα
ήρθε με το αυτοκίνητο εδώ.
»Η πελάτισσά μας στο Ουίνδσορ πρόκειται να μάθει ότι δεν είναι
νόμιμα παντρεμένη», συνέχισε η Ρόμπιν. «Ο Φούντας είναι εδώ και
είκοσι χρόνια παντρεμένος στο Τόρκι. Έπιασα και μίλησα στους γείτονες.
Δήθεν για μία απογραφή. Μία από τις γυναίκες στη γειτονιά ήταν
καλεσμένη στον πρώτο γάμο. Ο Φούντας ταξιδεύει συχνά για δουλειές,
είπε, όμως είναι γλυκύτατος άνθρωπος. Αφοσιωμένος στους δυο γιους
του.
»Υπάρχουν και δυο αγόρια στη μέση», επανέλαβε η Ρόμπιν, καθώς ο
Στράικ εξακολουθούσε να σωπαίνει εμβρόντητος, «φοιτητές, κοντεύουν
τα είκοσι, κι είναι και οι δύο φτυστοί ο πατέρας τους. Ο ένας έπεσε με τη
μηχανή του χτες –όλα αυτά τα έμαθα από τη γειτόνισσα– κι έχει το χέρι
του στον γύψο, καθώς και κάμποσους μώλωπες και αμυχές. Ο Φούντας
πρέπει να έμαθε για το ατύχημα, οπότε τράβηξε γραμμή εδώ, αντί να πάει
στη Σκοτία.
»Ο Φούντας εδώ κάτω κυκλοφορεί με το όνομα Έντουαρντ Κάμπιον,
δεν τον ξέρουν ως Τζον, το οποίο τελικά αποδεικνύεται πως είναι το
μεσαίο του όνομα, το βρήκα στην ιστοσελίδα του ληξιαρχείου. Αυτός, η
πρώτη σύζυγος και οι δύο γιοι μένουν σε μια πραγματικά όμορφη βίλα,
με θέα προς τη θάλασσα, κι έναν πελώριο κήπο».
«Αν είναι ποτέ δυνατόν», είπε ο Στράικ. «Σαν να λέμε, η έγκυος φίλη
μας στη Γλασκόβη…»
«…είναι το μικρότερο από τα προβλήματα της συζύγου στο Ουίνδσορ»,
είπε η Ρόμπιν. «Ο τύπος ζει τριπλή ζωή. Έχει δύο συζύγους και
ερωμένη».
«Και μοιάζει με φαλακρό μπαμπουίνο. Άρα, υπάρχει ελπίδα και για
εμάς τους εργένηδες. Κι είπες πως τρώει αυτή τη στιγμή;»
«Πίτσα, με τη σύζυγο και τα παιδιά. Έχω παρκάρει απ’ έξω. Δεν
κατάφερα να τον φωτογραφίσω μαζί με τους γιους του νωρίτερα, όμως
θέλω να το κάνω, γιατί τα παιδιά είναι αντίγραφά του. Φτυστά ο πατέρας
τους, όπως και τα δυο παιδιά στο Ουίνδσορ. Αλήθεια, πού λες να τους
έχει πει ότι βρισκόταν;»
«Ξέρω γω; Σε καμιά εξέδρα άντλησης πετρελαίου;» υπέθεσε ο Στράικ.
«Στο εξωτερικό; Στη Μέση Ανατολή; Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που
περνάει κάθε τόσο ένα δεύτερο χέρι το μαύρισμά του».
Η Ρόμπιν αναστέναξε.
«Η πελάτισσά μας θα γίνει ράκος».
«Το ίδιο κι η ερωμένη στη Σκοτία», είπε ο Στράικ. «Το μωρό κοντεύει».
«Πάντως, το γούστο του είναι εκπληκτικά σταθερό», σχολίασε η
Ρόμπιν. «Έτσι και τις βάλεις στη σειρά, τη σύζυγο στο Τόρκι, τη σύζυγο
στο Ουίνδσορ και την ερωμένη στη Γλασκόβη, θα έλεγες πως κοιτάζεις
την ίδια γυναίκα με διαφορά είκοσι ετών».
«Πού σκοπεύεις να κοιμηθείς;»
«Σε κάποιον ξενώνα ή τίποτε ενοικιαζόμενα δωμάτια», είπε η Ρόμπιν,
καθώς χασμουριόταν ξανά, «αν καταφέρω να βρω κάτι πάνω στη φούρια
του κατακαλόκαιρου. Θα επέστρεφα στο Λονδίνο απόψε, όμως είμαι
κατάκοπη. Έχω ξυπνήσει από τις τέσσερις και χτες είχα χτυπήσει ένα
δεκάωρο».
«Ούτε να οδηγήσεις, ούτε να κοιμηθείς στο αμάξι», είπε ο Στράικ.
«Βρες κάποιο δωμάτιο».
«Η Τζόαν πώς είναι;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Στο γραφείο, πάντως, τα
φέρνουμε βόλτα, αν θέλεις να μείνεις λίγο ακόμη στην Κορνουάλη».
«Δεν εννοεί να καθίσει ήσυχη ούτε στιγμή, όσο είμαστε όλοι εδώ. Ο
Τεντ συμφωνεί πως έχει ανάγκη από λίγη ηρεμία. Θα κατεβώ ξανά σε
κανένα δεκαπενθήμερο».
«Οπότε, τηλεφώνησες να μάθεις πού βρισκόμαστε με τον Φούντα;»
«Για να είμαι ειλικρινής, ήθελα να σου μιλήσω για κάτι που συνέβη προ
ολίγου. Μόλις είχα φύγει από την παμπ…»
Μέσα σε λίγες, μεστές προτάσεις, ο Στράικ περιέγραψε τη συνάντηση
που είχε με την κόρη της Μάργκοτ Μπάμπορο.
«Έψαξα το όνομά της στο διαδίκτυο», είπε. «Μάργκοτ Μπάμπορο,
είκοσι εννέα ετών, γιατρός, έγγαμη, μητέρα μιας κοπελίτσας ενός έτους.
Έφυγε από το ιατρείο της στο Κλέρκενγουελ στο τέλος της ημέρας,
λέγοντας πως θα πήγαινε να πιει ένα ποτό στα γρήγορα με κάποια φίλη
της, προτού γυρίσει σπίτι. Για να φτάσει στην παμπ, θα ήθελε μόλις πέντε
λεπτά με τα πόδια. Η φίλη την περίμενε, όμως η Μάργκοτ δεν
εμφανίστηκε ποτέ, ούτε και την ξαναείδε κανείς».
Ακολούθησε μια παύση. Η Ρόμπιν, το βλέμμα της οποίας παρέμενε
καρφωμένο στην τζαμαρία της πιτσαρίας, είπε:
«Κι η κόρη νομίζει πως θα καταφέρεις να ανακαλύψεις τι συνέβη
ύστερα από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες;»
«Φάνηκε να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη συμπτωματική μας
συνάντηση στο καπηλειό, λίγο μετά που ένα μέντιουμ της είπε πως θα
έβρισκε “μιαν άκρη”».
«Χμ», έκανε η Ρόμπιν. «Κι εσύ τι πιθανότητες δίνεις στο να
ανακαλύψεις τι πραγματικά συνέβη ύστερα από τόσα χρόνια;»
«Ελάχιστες έως καθόλου», ομολόγησε ο Στράικ. «Από την άλλη, η
αλήθεια βρίσκεται κάπου εκεί έξω. Οι άνθρωποι δεν εξαφανίζονται έτσι
απλά».
Η Ρόμπιν μπορούσε να διακρίνει μια γνώριμη χροιά στη φωνή του, που
φανέρωνε ότι ο νους του ζύγιζε ερωτήματα και περιπτώσεις.
«Οπότε, θα συναντήσεις ξανά την κόρη αύριο;»
«Δε νομίζω πως θα έβλαπτε, σωστά;» είπε ο Στράικ.
Η Ρόμπιν δεν απάντησε.
«Ξέρω τι σκέφτεσαι», είπε εκείνος με μια υποψία ενόχλησης.
«Συναισθηματικά φορτισμένη πελάτισσα, μέντιουμ, η όλη κατάσταση
προσφέρεται για εκμετάλλευση».
«Σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσομαι πως εσύ θα
εκμεταλλευόσουν…»
«Δεν πειράζει να ακούσω τι έχει να πει, έτσι δεν είναι; Άλλωστε,
αντίθετα με πολλούς άλλους, εγώ δε θα της έπαιρνα λεφτά για το τίποτε.
Κι από τη στιγμή που θα είχα εξαντλήσει κάθε περιθώριο…»
«Σε ξέρω καλά», είπε η Ρόμπιν. «Όσο λιγότερα μάθαινες, τόσο
περισσότερο θα σε τσιγκλούσε η υπόθεση».
«Νομίζω πως θα έβρισκα απέναντί μου τη σύζυγό της, αν δεν
κατάφερνα να παρουσιάσω κάποιο αποτέλεσμα μέσα σε ένα λογικό
διάστημα. Είναι παντρεμένη με γυναίκα, ξέρεις», διευκρίνισε. «Η
σύζυγος είναι ψυχολ…»
«Κόρμοραν, θα σε ξαναπάρω εγώ», είπε η Ρόμπιν και χωρίς να
περιμένει απάντηση, τερμάτισε την κλήση κι άφησε το κινητό να πέσει
στη θέση του συνοδηγού.
Ο Φούντας είχε μόλις βγει χαλαρός από το εστιατόριο, ακολουθούμενος
από τη σύζυγο και τους γιους του. Χαμογελαστοί και ευδιάθετοι,
τράβηξαν προς το αυτοκίνητό τους, το οποίο ήταν σταθμευμένο πέντε
θέσεις παρακάτω από το σημείο όπου η Ρόμπιν καθόταν μέσα στο Land
Rover. Σήκωσε τη φωτογραφική της μηχανή και τράβηξε μια σειρά από
φωτογραφίες, καθώς η οικογένεια πλησίαζε.
Μέχρι να φτάσουν οι τέσσερις στο ύψος του Land Rover, η κάμερα
ήταν ακουμπισμένη στα γόνατά της και το κεφάλι της Ρόμπιν γερμένο
πάνω από το κινητό της, καθώς προσποιούνταν πως έστελνε κάποιο
γραπτό μήνυμα. Μέσα από τον εσωτερικό καθρέφτη παρακολούθησε την
οικογένεια Φούντα να επιβιβάζεται στο δικό της Range Rover και να
αναχωρεί με προορισμό την παραθαλάσσια βίλα.
Με ένα ακόμη χασμουρητό, η Ρόμπιν έπιασε το κινητό της και
τηλεφώνησε ξανά στον Στράικ.
«Εντάξει, έγινε η δουλειά;» ρώτησε εκείνος.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν τσεκάροντας τις φωτογραφίες με το ένα χέρι, ενώ
με το άλλο κρατούσε το κινητό πάνω στο αυτί της, «κατάφερα να
τραβήξω κάποιες καθαρές, με τον τύπο και τα αγόρια. Μιλάμε, ο τύπος
έχει φοβερό γονίδιο. Και τα τέσσερα παιδιά είναι λες και τα έβγαλε με
καρμπόν».
Τοποθέτησε τη φωτογραφική μηχανή μέσα στην τσάντα της.
«Έχεις συνειδητοποιήσει πως βρίσκομαι ένα δίωρο μακριά από το Σεντ
Μος;»
«Ένα τρίωρο, πες καλύτερα», είπε ο Στράικ.
«Αν ήθελες να…»
«Δε θέλεις να κάνεις τόσο δρόμο για να έρθεις μέχρι εδώ, κι ύστερα να
επιστρέψεις στο Λονδίνο. Τώρα δα μου έλεγες πως είσαι ψόφια».
Όμως η Ρόμπιν καταλάβαινε πως του άρεσε η ιδέα. Ο Στράικ είχε
ταξιδέψει μέχρι την Κορνουάλη με τρένο, ταξί και πορθμείο, καθώς από
τον καιρό που έχασε το ένα του πόδι, το να κάνει μεγάλες διαδρομές με
το αυτοκίνητο δεν του ήταν ούτε εύκολο ούτε ιδιαίτερα ευχάριστο.
«Θα ήθελα να γνωρίσω αυτή την Άννα. Ύστερα θα μπορούσα να σε
φέρω πίσω».
«Κοίτα, αν είσαι σίγουρη, θα ήταν τέλεια», είπε ο Στράικ, που πλέον
ακουγόταν ευδιάθετος. «Αν την αναλάβουμε τελικά, θα τρέξουμε την
υπόθεση μαζί. Θα είχαμε ένα σωρό πληροφορίες να κοσκινίσουμε σε μια
τόσο παλιά υπόθεση, κι απ’ ό,τι κατάλαβα, την υπόθεση του Φούντα την
έκλεισες απόψε».
«Σωστά», αναστέναξε η Ρόμπιν. «Το μόνο που εκκρεμεί είναι να τινάξω
στον αέρα τη ζωή τόσων ανθρώπων».
«Εσύ δεν τίναξες στον αέρα τη ζωή κανενός», απάντησε μεμιάς ο
Στράικ. «Ο μπερμπάντης φταίει. Άλλωστε, τι είναι προτιμότερο; Να
μάθουν και οι τρεις γυναίκες την αλήθεια τώρα ή όταν πεθάνει ο τύπος, κι
εκτός από την κρυάδα να έχουν και τα κληρονομικά;»
«Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν, ενώ χασμουριόταν ξανά. «Λοιπόν, θες να
περάσω από το σπίτι, στο Σεντ Μ…»
Το «όχι» του ήταν κοφτό και αποφασιστικό.
«Οι δυο τους, η Άννα και η σύντροφός της, μένουν στο Φάλμουθ. Θα σε
συναντήσω εκεί. Είναι και πιο κοντά σ’ εσένα».
«Εντάξει», συμφώνησε η Ρόμπιν. «Τι ώρα;»
«Θα προλάβεις να είσαι εκεί στις έντεκα και μισή;»
«Άνετα», είπε η Ρόμπιν.
«Θα σου στείλω τη διεύθυνση με γραπτό μήνυμα. Τώρα πήγαινε να
κοιμηθείς λίγο».
Έτσι όπως γυρνούσε το κλειδί στη μίζα, η Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως
η διάθεσή της είχε βελτιωθεί αισθητά. Οπότε, σαν να την
παρακολουθούσε ένα αυστηρό σώμα ενόρκων, ανάμεσά τους η Ίλσα, ο
Μάθιου και η Σάρλοτ Κάμπελ, φρόντισε να πνίξει το χαμόγελό της,
καθώς έβαζε όπισθεν και έφευγε από τη θέση στάθμευσης.
4
Γέννημα δυο πατεράδων και μιας μάνας,
αν και με φύση αντίθετη ο ένας με τον άλλον…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Ο Στράικ ξύπνησε λίγο πριν από τις πέντε το επόμενο πρωί. Ήδη το φως
έμπαινε ορμητικά στο δωμάτιο, έτσι όπως διαπερνούσε τις λεπτές
κουρτίνες της Τζόαν. Κάθε νύχτα ο καναπές με γέμιση από αλογότριχα
ταλαιπωρούσε και κάποιο διαφορετικό σημείο του σώματός του, έτσι που
σήμερα αισθανόταν λες και είχε φάει γροθιά στο νεφρό. Άπλωσε το χέρι
να πιάσει το κινητό του, είδε την ώρα, κατέληξε πως ήταν τόσο
πιασμένος που δε θα τον έπαιρνε ξανά ο ύπνος, οπότε ανακάθισε.
Έπειτα από ένα λεπτό το οποίο πέρασε τεντώνοντας το σώμα και
ξύνοντας τις μασχάλες του, ενόσω τα μάτια του συνήθιζαν στα αλλόκοτα
σχήματα που ξεπρόβαλλαν ολόγυρα στο μισοσκότεινο καθιστικό της
Τζόαν και του Τεντ, αναζήτησε για δεύτερη φορά το όνομα της Μάργκοτ
Μπάμπορο στο διαδίκτυο και ύστερα από μια γρήγορη ματιά στη
φωτογραφία της χαμογελαστής γιατρού με τα κυματιστά μαλλιά και τα
ορθάνοιχτα μάτια, βάλθηκε να κοιτάζει τα αποτελέσματα της
αναζήτησης, ώσπου εντόπισε μία αναφορά στο όνομά της, σε ιστοσελίδα
η οποία ασχολούνταν με περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων. Εκεί
βρήκε ένα εκτενές άρθρο, συνοδευόμενο από φωτογραφίες του Ντένις
Κριντ σε διάφορες ηλικίες, από τον καιρό που ήταν ένα χαριτωμένο,
σγουρομάλλικο ξανθό νήπιο, μέχρι και τη φωτογραφία που τράβηξε η
αστυνομία όταν τον συνέλαβε και απεικόνιζε έναν λιγνό άντρα με λεπτά
αισθησιακά χείλη και μεγάλα τετράγωνα γυαλιά.
Στη συνέχεια ο Στράικ επισκέφτηκε ένα διαδικτυακό βιβλιοπωλείο,
όπου βρήκε μια περιγραφή της ζωής του κατά συρροή δολοφόνου, με
ημερομηνία έκδοσης το 1985 και τίτλο Ο δαίμονας του Πάρανταϊς Παρκ.
Ο συγγραφέας ήταν ένας ευυπόληπτος ερευνητής δημοσιογράφος, ο
οποίος στο μεταξύ είχε φύγει από τη ζωή. Το αδιάφορο πρόσωπο του
Κριντ εμφανιζόταν έγχρωμο στο εξώφυλλο, τυπωμένο πάνω στις αχνές
ασπρόμαυρες φωτογραφίες των επτά γυναικών που επιβεβαιωμένα είχε
βασανίσει και δολοφονήσει. Το πρόσωπο της Μάργκοτ Μπάμπορο δε
συγκαταλεγόταν ανάμεσά τους. Ο Στράικ παρήγγειλε το μεταχειρισμένο
βιβλίο, το οποίο πωλούνταν έναντι μίας λίρας, και όρισε ως διεύθυνση
παράδοσης αυτή του γραφείου.
Συνέδεσε και πάλι το κινητό του στον φορτιστή, φόρεσε το προσθετικό
πόδι του, μάζεψε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα του, κινήθηκε γύρω από
το σετ των μικρών τραπεζιών και το βάζο με τα αποξηραμένα λουλούδια
που βρισκόταν πάνω στο ψηλότερο, έχοντας τον νου του να μη
σκουντήσει κάποιο από τα διακοσμητικά πιάτα που κρέμονταν στον
τοίχο, διάβηκε το κατώφλι της πόρτας και κατέβηκε τα τρία πέτρινα
σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην κουζίνα. Ο λινοτάπητας, τοποθετημένος
εκεί από τα παιδικά του χρόνια, εκτεινόταν παγωμένος κάτω από το ένα
πέλμα που του απέμενε.
Αφού ετοίμασε μια κούπα τσάι, βγήκε από την πίσω πόρτα,
εξακολουθώντας να φορά μονάχα το μποξεράκι του κι ένα μπλουζάκι, για
να απολαύσει τη δροσιά του ξημερώματος, γέρνοντας στον τοίχο του
σπιτιού, ενώ ανάσαινε τον αλμυρό αέρα ανάμεσα στις τζούρες που
τραβούσε από το τσιγάρο του κι αναλογιζόταν τις περιπτώσεις
εξαφανισμένων μανάδων. Πολλές φορές εκείνες τις τελευταίες δέκα
ημέρες οι σκέψεις του είχαν ξεστρατίσει προς τη Λίντα, μια γυναίκα που
διέφερε από την Τζόαν όπως η σελήνη από τον ήλιο.
«Δοκίμασες να καπνίσεις ή ακόμη, Κόρμι;» τον είχε ρωτήσει δήθεν
αδιάφορα μια φορά, με τη φωνή της να αναδύεται μέσα από ένα πέπλο
γαλαζωπού καπνού δικής της δημιουργίας. «Δεν είναι καλό για την υγεία
σου, όμως, μα τον Θεό, το λατρεύω».
Οι άνθρωποι κάποιες φορές απορούσαν για ποιο λόγο η Πρόνοια δεν
ασχολήθηκε ποτέ με την οικογένεια της Λίντα Στράικ. Η απάντηση ήταν
πως η Λίντα ποτέ δεν έμεινε σε ένα μέρος για αρκετά μεγάλο διάστημα
ώστε να αποτελέσει σταθερό στόχο. Συχνά, τα παιδιά της παρέμεναν σε
κάποιο σχολείο για λίγες μόλις εβδομάδες, προτού κάποιος νέος
ενθουσιασμός παρασύρει τη μητέρα τους, οπότε τα μάζευαν και έφευγαν
με προορισμό μια νέα πόλη, ένα νέο κοινόβιο, για να τη βγάλουν στα
πατώματα φίλων ή, σπανιότερα, για να νοικιάσουν κάποιο χώρο. Οι μόνοι
άνθρωποι που γνώριζαν τι συνέβαινε, κι επομένως αυτοί που θα
μπορούσαν να είχαν ενημερώσει την Πρόνοια ήταν ο Τεντ και η Τζόαν, το
μόνο σταθερό σημείο αναφοράς στη ζωή των παιδιών, όμως είτε επειδή ο
Τεντ φοβόταν πως θα τραυμάτιζε ανεπανόρθωτα τη σχέση του με την
άστατη αδελφή του, είτε επειδή η Τζόαν ανησυχούσε πως τα παιδιά δε θα
της το συγχωρούσαν ποτέ, δεν πήραν την απόφαση να το κάνουν.
Μία από τις πλέον ζωηρές αναμνήσεις που διατηρούσε ο Στράικ από
την παιδική του ηλικία, καθώς και μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου
θυμόταν τον εαυτό του να κλαίει ήταν εκείνη τη φορά που η Λίντα
αποφάσισε να επιστρέψει αιφνιδιαστικά, έξι εβδομάδες αφότου ο Στράικ
άρχισε να πηγαίνει στο Δημοτικό Σχολείο του Σεντ Μος. Κατάπληκτη και
θυμωμένη που είχε παρθεί μια τόσο δεσμευτική απόφαση όπως η
εγγραφή του παιδιού στο σχολείο, ενόσω εκείνη απουσίαζε, πήρε τα δυο
της παιδιά και τα φόρτωσε στο πορθμείο, τάζοντάς τους ένα σωρό
όμορφα πράγματα στο Λονδίνο. Ο Στράικ άρχισε να κλαίει γοερά,
προσπαθώντας να της εξηγήσει πως μαζί με τον Ντέιβ Πόλγουορθ είχαν
κανονίσει να εξερευνήσουν τις σπηλιές των λαθρεμπόρων το
Σαββατοκύριακο, σπηλιές οι οποίες ενδεχομένως υπήρχαν μονάχα στη
φαντασία του Ντέιβ, όμως αυτό διόλου δε μετρίαζε την υπόστασή τους
στη σκέψη του Στράικ.
«Θα τις δεις τις σπηλιές», είχε υποσχεθεί η Λίντα, ενώ τον καλόπιανε με
καραμέλες από την ώρα που πήραν το τρένο για το Λονδίνο. «Θα τον δεις
ξανά τον πώς τον λένε, το υπόσχομαι».
«Ντέιβ», είχε απαντήσει ανάμεσα στους λυγμούς του ο Στράικ, «τον
λένε Ν-Ντέιβ».
Μην τα θυμάσαι αυτά, σκέφτηκε ο Στράικ, καθώς άναβε δεύτερο
τσιγάρο από την καύτρα του πρώτου.
«Στικ, θα πάρεις καμιά πούντα, έτσι που κάθεσαι εδώ πέρα με το
εσώρουχο!»
Γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω. Η αδελφή του στεκόταν στο κατώφλι,
τυλιγμένη με μια μάλλινη ρόμπα, ενώ φορούσε παντόφλες από δέρμα
πρόβατου. Εμφανισιακά ήταν τόσο διαφορετικοί, ώστε οι άνθρωποι
δυσκολεύονταν να πιστέψουν πως είχαν την όποια συγγένεια, πολύ
περισσότερο ότι ήταν ετεροθαλή αδέλφια. Η Λούσι ήταν μικροκαμωμένη,
ξανθιά, ροδαλή και θύμιζε πάρα πολύ τον πατέρα της, έναν μουσικό όχι
τόσο διάσημο όσο ο πατέρας του Στράικ, ο οποίος όμως έδειξε πολύ
μεγαλύτερο ενδιαφέρον να διατηρήσει επαφή με το παιδί του.
«Καλημέρα», είπε ο Στράικ, όμως η αδελφή του είχε ήδη μπει στο σπίτι,
απ’ όπου επέστρεψε με το παντελόνι, το φούτερ, τα παπούτσια και τις
κάλτσες του.
«Λούσι, δεν κάνει κρύο…»
«Θα πάθεις καμιά πνευμονία. Ντύσου!»
Όπως η Τζόαν, η Λούσι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση της σε
ό,τι είχε να κάνει με το καλό των δικών της ανθρώπων. Με ελαφρώς
καλύτερη διάθεση απ’ ό,τι θα έδειχνε σε άλλη περίπτωση, αν δεν
ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο Λονδίνο, ο Στράικ πήρε το παντελόνι του
και το φόρεσε, ισορροπώντας με κάποια δυσκολία, καθώς κινδύνευε να
σωριαστεί στο χαλικόστρωτο μονοπάτι. Μέχρι να φορέσει την κάλτσα και
το παπούτσι στο αληθινό του πόδι, η Λούσι του είχε ετοιμάσει μια ζεστή
κούπα τσάι, την οποία έφερε έξω μαζί με τη δική της.
«Ούτε κι εμένα με έπιανε ύπνος», του είπε και του έτεινε την κούπα,
έτσι όπως καθόταν στο πέτρινο παγκάκι. Ήταν η πρώτη φορά που
βρίσκονταν οι δυο τους εντελώς μόνοι όλη την εβδομάδα. Η Λούσι δεν
είχε ξεκολλήσει από το πλευρό της Τζόαν και επέμεινε να αναλάβει όλο
το μαγείρεμα και το καθάρισμα, ενώ η Τζόαν, που το θεωρούσε
αδιανόητο να κάθεται άπραγη την ώρα που το σπίτι κατακλυζόταν από
μουσαφίρηδες, τη γυρόφερνε και σχολίαζε. Τις σπάνιες στιγμές που η
Τζόαν δεν ήταν από πάνω της, κάποιος ή και οι τρεις γιοι της Λούσι θα
ήταν εκεί, στην περίπτωση του Τζακ επειδή ήθελε να μιλήσει στον
Στράικ, ενώ οι άλλοι δύο σε γενικές γραμμές απλώς για να τριβελίσουν το
μυαλό της μητέρας τους.
«Είναι τραγικό αυτό που συμβαίνει, καλά δε λέω;» σχολίασε η Λούσι,
με το βλέμμα στραμμένο προς το γρασίδι και τα προσεκτικά φροντισμένα
παρτέρια του Τεντ.
«Ναι», αναστέναξε ο Στράικ. «Όμως, ας είμαστε αισιόδοξοι. Η
χημειοθεραπεία…»
«Μα δεν πρόκειται να τη θεραπεύσει. Απλώς θα παρατείνει… θα
παρατείνει…»
Η Λούσι κούνησε το κεφάλι της και σκούπισε τα μάτια της με ένα
τσαλακωμένο κομμάτι χαρτιού υγείας που έβγαλε από την τσέπη της
ρόμπας της.
«Της τηλεφωνούσα δύο φορές την εβδομάδα επί σχεδόν είκοσι χρόνια,
Στικ. Αυτό το μέρος είναι δεύτερο σπίτι για τα παιδιά μου. Είναι η μόνη
μητέρα που γνώρισα».
Ο Στράικ ήξερε πως δεν έπρεπε να απαντήσει. Παρ’ όλα αυτά είπε:
«Πέρα από την πραγματική μας μητέρα, θες να πεις».
«Η Λίντα δεν ήταν μητέρα μου», είπε η Λούσι ψυχρά. Πρώτη φορά την
άκουγε ο Στράικ να το λέει ανοιχτά, παρότι ήταν πολλές οι περιπτώσεις
που το είχε υπαινιχθεί. «Έπαψα να τη θεωρώ μητέρα μου απ’ όταν ήμουν
δεκατεσσάρων χρονών. Μη σου πω ακόμη μικρότερη. Η Τζόαν είναι η
μητέρα μου».
Κι από τη στιγμή που ο Στράικ δεν έκανε κάποιο σχόλιο, εκείνη
συνέχισε:
«Εσύ επέλεξες τη Λίντα. Το ξέρω πως αγαπάς την Τζόαν, όμως έχουμε
εντελώς διαφορετική σχέση μαζί της».
«Δεν το είχα καταλάβει πως ήταν κάποιου είδους διαγωνισμός», είπε ο
Στράικ τραβώντας ένα ακόμη τσιγάρο.
«Απλώς σου λέω πώς αισθάνομαι!»
Ναι, αλλά μου λες και πώς αισθάνομαι εγώ.
Διάφορα δηκτικά σχόλια σχετικά με τα διαστήματα που μεσολαβούσαν
ανάμεσα στις επισκέψεις του Στράικ είχαν αναδυθεί ήδη από τα χείλη της
αδελφής του, στη διάρκεια εκείνης της εβδομάδας της υποχρεωτικής
συνύπαρξης. Ο Στράικ είχε καταπιεί όλες τις εκνευρισμένες απαντήσεις
που είχαν σχηματιστεί στο μυαλό του. Ο βασικός του στόχος ήταν να
φύγει από το σπίτι χωρίς να έχει τσακωθεί με κανέναν.
«Εγώ πάντοτε αισθανόμουν απαίσια όταν εμφανιζόταν η Λίντα για να
μας πάρει μαζί της», έλεγε τώρα η Λούσι, «όμως εσύ χαιρόσουν που
έφευγες».
Ο Στράικ παρατήρησε το πώς, σαν άλλη Τζόαν, η αδελφή του
περιέγραφε μια κατάσταση σαν να ήταν δεδομένη, δίχως ίχνος ερώτησης
στη διατύπωσή της.
«Δε χαιρόμουν πάντοτε», διαφώνησε ο Στράικ, καθώς ο νους του
επέστρεφε στο πορθμείο, στον Ντέιβ Πόλγουορθ και στις σπηλιές των
λαθρεμπόρων, όμως η Λούσι έδειχνε να αισθάνεται πως ο αδελφός της
επιχειρούσε να της στερήσει κάτι.
«Απλώς, αυτό που λέω είναι πως εσύ έχασες τη μητέρα σου πριν από
χρόνια. Τώρα… τώρα, ίσως να χάνω τη δική μου».
Η Λούσι σκούπισε ξανά τα μάτια της με το βρεγμένο χαρτί υγείας.
Νιώθοντας τη μέση του βαριά και τα μάτια του να τσούζουν από την
κούραση, ο Στράικ στεκόταν και κάπνιζε αμίλητος. Ήξερε πως η Λούσι
πολύ θα ήθελε να μπορούσε να διαγράψει τη Λίντα από τη μνήμη της, κι
υπήρχαν φορές, όταν κι αυτός θυμόταν κάποιες από τις καταστάσεις στις
οποίες τους είχε υποβάλει η Λίντα, που την καταλάβαινε. Εκείνο το πρωί
όμως το φάντασμα της Λίντα έμοιαζε να πλέκεται με τον καπνό που
έβγαινε από το τσιγάρο του. Την άκουγε να λέει στη Λούσι: «Έλα, καλή
μου, κλάψε να ξεσπάσεις, βοηθάει αυτό» και «Δώσε στη μάνα σου ένα
τσιγαράκι, Κόρμι». Του ήταν αδύνατο να τη μισήσει.
«Δεν το πιστεύω πως βγήκες παρέα με τον Ντέιβ Πόλγουορθ χτες το
βράδυ», είπε ξαφνικά η Λίντα. «Το τελευταίο σου βράδυ εδώ!»
«Η Τζόαν με έβγαλε σχεδόν σηκωτό από το σπίτι», απάντησε ο Στράικ
θιγμένος. «Τον λατρεύει τον Ντέιβ. Και, τέλος πάντων, σε καμιά
δεκαπενταριά μέρες θα ξαναέρθω».
«Αλήθεια;» είπε η Λούσι, ενώ στις άκρες των βλεφαρίδων της
κρέμονταν στάλες από δάκρυα. «Ή μήπως θα έχεις τρεχάματα με κάποια
υπόθεση κι απλώς θα το ξεχάσεις;»
Ο Στράικ φύσηξε τον καπνό προς την ατμόσφαιρα που ολοένα
φωτιζόταν, έχοντας αποκτήσει εκείνη την άτονη μπλε χροιά που
προηγείται της ανατολής. Πέρα στα δεξιά, πάνω από τις στέγες των
σπιτιών στην πλαγιά του Χίλχεντ, η θολή γραμμή που χώριζε τον ουρανό
από τη θάλασσα άρχιζε να διακρίνεται καθαρότερα στον ορίζοντα.
«Όχι», είπε, «δε θα το ξεχάσω».
«Επειδή σε καταστάσεις κρίσης ξέρεις πώς να αντιδράς», είπε η Λούσι,
«δεν το αρνούμαι, όμως φαίνεται να έχεις κάποιες δυσκολίες με τις
δεσμεύσεις. Η Τζόαν θα χρειαστεί στήριξη όλο αυτό το διάστημα, μήνες
ολόκληρους, όχι μονάχα όταν…»
«Το ξέρω, Λούσι», είπε ο Στράικ, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται,
παρότι δεν το ήθελε. «Καταλαβαίνω τι σημαίνει αρρώστια και ανάρρωση,
όσο απίστευτο κι αν σου…»
«Ναι, εντάξει», είπε η Λούσι, «ήσουν καταπληκτικός τον καιρό που
ήταν ο Τζακ στο νοσοκομείο, όμως όταν είναι όλα εντάξει, απλώς δεν
ασχολείσαι».
«Μα πήρα τον Τζακ και βγήκαμε πριν από δυο εβδομάδες, τι είναι αυτά
που…»
«Δεν προσπάθησες καν να έρθεις στο πάρτι γενεθλίων του Λουκ! Το
παιδί είχε πει σε όλους τους φίλους του ότι θα ήσουν εκεί…»
«Λυπάμαι, αλλά κακώς τους το είπε, γιατί στο τηλέφωνο σου
κατέστησα απόλυτα σαφές ότι…»
«Είπες πως θα έκανες μια προσπάθεια…»
«Όχι, εσύ είπες πως θα έκανα μια προσπάθεια», τη διέψευσε ο Στράικ,
που πλέον είχε αρχίσει να φουντώνει παρά τις προθέσεις του. «Εσύ είπες:
“Θα κοιτάξεις να έρθεις, αν γίνεται όμως”. Τι να κάνουμε, δε γινόταν και
σε ενημέρωσα εγκαίρως, δε φταίω εγώ που τα είπες αλλιώς στον
Λουκ…»
«Εκτιμώ το ότι παίρνεις τον Τζακ βόλτα μια στο τόσο», είπε η Λούσι
διακόπτοντάς τον, «όμως δε σου πέρασε ποτέ από το μυαλό πως θα ήταν
όμορφα αν μπορούσαν να έρθουν και τα άλλα δύο αγόρια; Ο Άνταμ
έκλαψε όταν επέστρεψε ο Τζακ από τις Αίθουσες Επιχειρήσεων! Κι όταν
ήρθες εδώ», είπε η Λούσι, που έδειχνε αποφασισμένη να βγάλει ό,τι είχε
κρατημένο μέσα της, τώρα που είχε πάρει φόρα, «έφερες δώρο μονάχα
για τον Τζακ. Τον Λουκ και τον Άνταμ δεν τους σκέφτηκες;»
«Τηλεφώνησε ο Τεντ να μου πει για την Τζόαν, οπότε ξεκίνησα αμέσως
για να έρθω. Φύλαγα εκείνες τις κονκάρδες για τον Τζακ, οπότε τις έφερα
μαζί μου».
«Και πώς νομίζεις πως αισθάνθηκαν ο Λουκ και ο Άνταμ; Προφανώς,
νομίζουν ότι δεν τους συμπαθείς τόσο όσο τον Τζακ!»
«Καλά νομίζουν», είπε ο Στράικ, που τελικά δεν μπόρεσε να κρατηθεί
άλλο. «Ο Άνταμ είναι ένα κλαψιάρικο μόμολο και ο Λουκ τελείως
κωλόπαιδο».
Έλιωσε το τσιγάρο του πάνω στον τοίχο, πέταξε τη γόπα προς τους
θάμνους και τράβηξε πίσω στο σπίτι, αφήνοντας τη Λούσι να
ανοιγοκλείνει το στόμα της, πασχίζοντας να πάρει ανάσα, σαν ψάρι που
ξεβράστηκε στην ακτή.
Πίσω στο μισοσκότεινο καθιστικό, ο Στράικ σκόνταψε πάνω στα
τραπεζάκια: το βάζο με τα αποξηραμένα λουλούδια έπεσε βαρύ πάνω στη
μοκέτα και προτού καταλάβει τι έκανε, είχε κονιορτοποιήσει τους
ντελικάτους μίσχους και τα εύθραυστα άνθη κάτω από το προσθετικό του
πέλμα. Εξακολουθούσε να προσπαθεί να συμμαζέψει το χάλι όσο
καλύτερα μπορούσε, όταν η Λούσι πέρασε φουρκισμένη κι αμίλητη από
δίπλα του, τραβώντας προς την πόρτα και τα σκαλοπάτια, αναδίδοντας
μητρική αγανάκτηση. Ο Στράικ ακούμπησε το άδειο πλέον βάζο πάνω
στο τραπεζάκι και αφού πρώτα περίμενε να ακούσει την πόρτα του
δωματίου της Λούσι να κλείνει, τράβηξε στον επάνω όροφο για να πάει
στο μπάνιο, σκασμένος.
Καθώς δίσταζε να χρησιμοποιήσει το ντους, από φόβο μήπως ξυπνήσει
τον Τεντ και την Τζόαν, ούρησε, τράβηξε το καζανάκι και μόνο τότε
θυμήθηκε τι σαματά έκανε η παλιά τουαλέτα. Έτσι όπως πλενόταν όσο
καλύτερα μπορούσε με χλιαρό νερό, την ώρα που το καζανάκι ξαναγέμιζε
με τέτοιο θόρυβο λες κι ήταν μπετονιέρα, ο Στράικ σκεφτόταν πως αν
είχε καταφέρει κάποιος να παραμείνει κοιμισμένος ύστερα από αυτό,
σίγουρα θα ήταν ναρκωμένος.
Πράγματι, με το που άνοιξε την πόρτα του μπάνιου, ήρθε φάτσα με
φάτσα με την Τζόαν. Το κεφάλι της θείας του μετά βίας έφτανε μέχρι το
στήθος του Στράικ. Εστίασε το βλέμμα του στα αραιωμένα γκρίζα
μαλλιά, στα άλλοτε καταγάλανα μάτια που πλέον τα είχε ξεθωριάσει ο
χρόνος. Η κόκκινη ρόμπα της με το πλεχτό δέσιμο στη μέση είχε όλη την
τελετουργική μεγαλοπρέπεια ενός ιαπωνικού κιμονό.
«Καλημέρα», είπε ο Στράικ προσπαθώντας να ακουστεί ευδιάθετος,
όμως το μόνο που κατάφερε ήταν μια προσποιητή ευθυμία. «Δε
φαντάζομαι να σε ξύπνησα;»
«Όχι, όχι, είμαι ξύπνια από ώρα. Πώς τον βρήκες τον Ντέιβ;» ρώτησε.
«Μια χαρά», απάντησε με θέρμη ο Στράικ. «Είναι ενθουσιασμένος με
τη νέα δουλειά».
«Κι η Πένι, τα κορίτσια;»
«Καλά κι αυτές, πολύ χαίρονται που επέστρεψαν στην Κορνουάλη».
«Καλό αυτό», είπε η Τζόαν. «Η μαμά του Ντέιβ ανησυχούσε μήπως η
Πένι δεν ήθελε να φύγουν από το Μπρίστολ».
«Μπα, όλα πήγαν μια χαρά».
Η πόρτα του υπνοδωματίου πίσω από την Τζόαν άνοιξε. Ο Λουκ
ξεπρόβαλε με τις πιτζάμες του, τρίβοντας επιδεικτικά τα μάτια του.
«Με ξυπνήσατε», είπε στον Στράικ και στην Τζόαν.
«Αχ, καλέ μου, συγγνώμη», είπε η Τζόαν.
«Μπορώ να φάω δημητριακά με σοκολάτα;»
«Και το ρωτάς;» απάντησε η Τζόαν τρυφερά.
Ο Λουκ έτρεξε στη σκάλα και κατέβηκε τα σκαλοπάτια ποδοβολώντας,
λες κι ήταν αποφασισμένος να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερο
θόρυβο. Δεν είχε λείψει ένα λεπτό, όταν επέστρεψε τροχάδην εκεί όπου
στέκονταν, με ένα ύφος άφατης χαράς να αποτυπώνεται πάνω στο γεμάτο
φακίδες πρόσωπό του.
«Γιαγιάκα, ο θείος Κόρμοραν χάλασε τα λουλούδια σου».
Σκατόπαιδο.
«Ναι, συγγνώμη. Τα αποξηραμένα», είπε ο Στράικ στην Τζόαν. «Τα
γκρέμισα κατά λάθος. Το βάζο είναι εντάξει…»
«Έλα, καλέ, δεν έχουν καμία σημασία», είπε η Τζόαν, που αμέσως
τράβηξε προς τη σκάλα. «Πάω να φέρω τη σκούπα για τη μοκέτα».
«Όχι», είπε μεμιάς ο Στράικ, «συμμάζεψα εγώ…»
«Έχει ένα σωρό κομματάκια στη μοκέτα», είπε ο Λουκ. «Τα πάτησα».
Εγώ να δεις πώς θα σε πατήσω, κωλόπαιδο.
Ο Στράικ και ο Λουκ ακολούθησαν την Τζόαν στο καθιστικό, όπου ο
Στράικ επέμεινε να πάρει τη σκούπα από τα χέρια της Τζόαν, μια
ξεχαρβαλωμένη αρχαϊκή συσκευή την οποία είχε από τη δεκαετία του
Εβδομήντα. Όπως σκούπιζε τη μοκέτα, ο Λουκ στεκόταν στο κατώφλι της
κουζίνας και τον παρατηρούσε χαμογελώντας λοξά, ενώ μπούκωνε το
στόμα του με τα σοκολατένια δημητριακά. Μέχρι να καθαρίσει ο Στράικ
τη μοκέτα σε βαθμό που η Τζόαν έκρινε ικανοποιητικό, ο Τζακ και ο
Άνταμ είχαν κατεβεί να παρακολουθήσουν το πρωινό πανηγύρι, όπως και
η βλοσυρή Λούσι, που εν τω μεταξύ είχε ντυθεί κανονικά.
«Να πάμε στην παραλία σήμερα, μαμά;»
«Να κολυμπήσουμε;»
«Να πάμε βόλτα με τη βάρκα του θείου Τεντ;»
«Έλα, κάθισε», είπε ο Στράικ στην Τζόαν. «Θα σου φέρω μια κούπα
τσάι».
Όμως η Λούσι τον είχε προλάβει. Πρόσφερε την κούπα στην Τζόαν,
έριξε στον Στράικ μια δολοφονική ματιά κι ύστερα κατευθύνθηκε στην
κουζίνα, απαντώντας παράλληλα στις ερωτήσεις των γιων της.
«Τι τρέχει;» ρώτησε ο Τεντ καθώς έμπαινε στο δωμάτιο σέρνοντας τα
βήματά του, φορώντας ακόμη τις πιτζάμες του, απορημένος με όλη εκείνη
την αναστάτωση πρωινιάτικα.
Παλιότερα ήταν ψηλός όσο ο Στράικ, που του έμοιαζε πάρα πολύ. Τα
πυκνά σγουρά μαλλιά του ήταν πλέον άσπρα σαν το χιόνι και το βαθιά
μαυρισμένο πρόσωπό του έμοιαζε περισσότερο ραγισμένο παρά
ρυτιδιασμένο, όμως ο Τεντ εξακολουθούσε να είναι ένας δυνατός άντρας,
αν και είχε ζαρώσει κάπως. Όμως η διάγνωση της Τζόαν του είχε
καταφέρει βαρύ πλήγμα. Έδειχνε κυριολεκτικά κλονισμένος, κάπως
αποπροσανατολισμένος και ασταθής.
«Τίποτε, Τεντ, μαζεύω τα πράγματά μου», είπε ο Στράικ, που ξαφνικά
αισθάνθηκε έντονη την ανάγκη να φύγει. «Πρέπει να προλάβω το πρώτο
πορθμείο, για να πάρω το πρωινό τρένο».
«Α», έκανε ο Τεντ. «Επιστρέφεις στο Λονδίνο, σαν να λέμε;»
«Ναι», είπε ο Στράικ, πετώντας πρόχειρα το καλώδιο φόρτισης και το
αποσμητικό του μέσα στον σάκο, εκεί όπου ήταν ήδη τακτοποιημένα τα
υπόλοιπα πράγματά του. «Όμως σε δεκαπέντε μέρες θα κατέβω ξανά. Να
με κρατάτε ενήμερο, εντάξει;»
«Δε γίνεται να φύγεις νηστικός!» αναφώνησε η Τζόαν ανήσυχη. «Να
σου ετοιμάσω πρώτα ένα σάντουιτς…»
«Είναι πολύ νωρίς ακόμη, δεν τρώω τέτοια ώρα», είπε ο Στράικ ψέματα.
«Ήπια ένα τσάι, θα τσιμπήσω και κάτι στο τρένο. Πες της κι εσύ», είπε
απευθυνόμενος στον Τεντ, καθώς η Τζόαν δεν άκουγε κουβέντα και
τραβούσε γραμμή για την κουζίνα.
«Καλή μου!» της φώναξε ο Τεντ. «Το παιδί δε θέλει να φάει!»
Ο Στράικ βούτηξε τον σάκο του από την πλάτη της καρέκλας όπου τον
είχε κρεμάσει και τον κουβάλησε στον διάδρομο.
«Πήγαινε καλύτερα να ξαπλώσεις», είπε στην Τζόαν, όταν επέστρεψε
εκείνη βιαστικά για να τον αποχαιρετήσει. «Ειλικρινά, δεν ήθελα να σε
ξυπνήσω. Κοίτα να ξεκουραστείς, εντάξει; Άφησε κάποιον άλλον να
κουμαντάρει το καράβι για μερικές εβδομάδες».
«Μακάρι να έκοβες αυτό τον διάολο, το τσιγάρο», είπε εκείνη
θλιμμένα.
Ο Στράικ κατάφερε να στρέψει θεατρινίστικα τα μάτια του προς τα
πάνω κι ύστερα την αγκάλιασε. Εκείνη γραπώθηκε από πάνω του, έτσι
όπως έκανε κάθε φορά που η Λίντα περίμενε ανυπόμονα να τον πάρει από
το σπίτι, κι ο Στράικ την έσφιξε με τη σειρά του, βιώνοντας και πάλι τον
πόνο της μοιρασμένης πίστης, του να αποτελεί το πεδίο της σύγκρουσης
και συνάμα το έπαθλο, του να καλείται να δώσει ονόματα σε καταστάσεις
που δε χωρούσαν σε κατηγορίες και περιγραφές.
«Γεια, Τεντ», είπε αγκαλιάζοντας τον θείο του. «Θα τηλεφωνήσω μόλις
γυρίσω σπίτι και θα κανονίσουμε πότε βολεύει να ξαναέρθω».
«Θα μπορούσα να σε πάω με το αμάξι», είπε ο θείος Τεντ άνευρα.
«Είσαι σίγουρος πως δε θέλεις να σε πάω με το αμάξι;»
«Μου αρέσει το πορθμείο», απάντησε ο Στράικ ψέματα. Στην
πραγματικότητα, του ήταν σχεδόν αδύνατο να κατεβεί χωρίς βοήθεια τα
ακανόνιστα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο σκάφος, όμως επειδή ήξερε
πως αυτό θα τους χαροποιούσε, είπε: «Μου θυμίζει τον καιρό που μας
πηγαίνατε για ψώνια στο Φάλμουθ, όταν ήμαστε παιδιά».
Η Λούσι, εν τω μεταξύ, τον παρατηρούσε φαινομενικά ατάραχη από το
κατώφλι του καθιστικού. Ο Λουκ και ο Άνταμ δεν είχαν θελήσει να
στερηθούν τα σοκολατένια δημητριακά τους, όμως ο Τζακ κατέφτασε
ξέπνοος στο μικρό χολ για να πει:
«Ευχαριστώ για τις κονκάρδες, θείε Κορμ».
«Χαρά μου», είπε ο Στράικ χαϊδεύοντας τα μαλλιά του αγοριού. «Γεια,
Λούσι», φώναξε προς το μέρος της. «Τα λέμε σύντομα, Τζακ»,
συμπλήρωσε.
5
Απάντηση σύντομη έδωκε, μα στην αντρίκεια καρδιά του
πελώρια αγανάκτηση φώλιαζε,
που ολότελα κρυφή δεν ήταν, μα ένα μέρος της
φανερωνόταν στη σκυθρωπή θωριά του…
Έντουαρντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Από τη στιγμή που ο Στράικ και η Ρόμπιν την ενημέρωσαν για τη διγαμία
του συζύγου της, η κάτωχρη γυναίκα, την οποία πλέον αποκαλούσαν
Δεύτερη κυρία Φούντα, παρέμεινε σιωπηλή για μερικά λεπτά. Το μικρό
αλλά φροντισμένο σπίτι της στο κέντρο του Ουίνδσορ ήταν ήσυχο εκείνο
το πρωινό της Τρίτης, καθώς ο γιος κι η κόρη της βρίσκονταν στο
δημοτικό σχολείο, κι η γυναίκα είχε συγυρίσει πριν έρθουν οι δύο
επισκέπτες: μια ελαφρά οσμή καθαριστικού απλωνόταν στην
ατμόσφαιρα, ενώ στη μοκέτα διακρίνονταν τα σημάδια ηλεκτρικής
σκούπας. Πάνω στο υποδειγματικά στιλβωμένο τραπεζάκι του καφέ
απλώνονταν δέκα φωτογραφίες του Φούντα στο Τόρκι, δίχως το
περουκίνι του, να γελά την ώρα που έβγαινε από την πιτσαρία μαζί με
δυο εφήβους που του έμοιαζαν τόσο πολύ, όσο και τα νεαρότερα παιδιά
που είχε αποκτήσει στο Ουίνδσορ, ενώ το μπράτσο του ήταν περασμένο
γύρω από μια χαμογελαστή γυναίκα, την οποία άνετα θα μπορούσε να
περάσει κανείς για μεγαλύτερη αδελφή της πελάτισσάς τους.
Η Ρόμπιν, που θυμόταν ακριβώς το πώς είχε αισθανθεί όταν το
διαμαντένιο σκουλαρίκι της Σάρα Σάντλοκ είχε πέσει από το συζυγικό
της κρεβάτι, εικασίες μόνο μπορούσε να κάνει για την κλίμακα του
πόνου, της ταπείνωσης και της ντροπής που κρύβονταν πίσω από εκείνο
το σφιγμένο πρόσωπο. Ο Στράικ απεύθυνε εν τω μεταξύ μερικά τυπικά
λόγια συμπάθειας στη γυναίκα, όμως η Ρόμπιν πρόθυμα θα στοιχημάτιζε
ό,τι είχε και δεν είχε στον τραπεζικό της λογαριασμό πως η κυρία Φούντα
δεν είχε ακούσει ούτε λέξη… και βεβαιώθηκε πως είχε δίκιο, όταν η
κυρία Φούντα ξαφνικά σηκώθηκε όρθια, τρέμοντας τόσο έντονα, ώστε ο
Στράικ πάλεψε να σταθεί στα πόδια του, έτοιμος να τη συγκρατήσει σε
περίπτωση που πήγαινε να σωριαστεί. Εκείνη όμως τον προσπέρασε με
νευρικό βήμα και βγήκε από το δωμάτιο. Λίγο μετά άκουσαν την
εξώπορτα να ανοίγει και εντόπισαν την πελάτισσά τους μέσα από τη
δαντελωτή κουρτίνα να πλησιάζει ένα κόκκινο Audi Q3, το οποίο ήταν
σταθμευμένο μπροστά στο σπίτι, κρατώντας στο χέρι ένα μπαστούνι του
γκολφ.
«Ωχ, αμάν», είπε η Ρόμπιν.
Μέχρι να φτάσουν στο σημείο, η Δεύτερη κυρία Φούντα είχε σπάσει το
παρμπρίζ κι είχε σχηματίσει κάμποσες βαθιές γούβες στην οροφή του
αυτοκινήτου. Εμβρόντητοι γείτονες έστεκαν χάσκοντας στα παράθυρα
τριγύρω, ενώ ένα ζευγάρι πομεράνιαν αλυχτούσε αγριεμένα πίσω από το
τζάμι του απέναντι σπιτιού. Όταν ο Στράικ γράπωσε το βαρύ μπαστούνι
και το απέσπασε από το χέρι της, η κυρία Φούντα τον έβρισε,
προσπάθησε να το πάρει πίσω και τελικά ξέσπασε σε γοερά κλάματα.
Η Ρόμπιν πέρασε το μπράτσο γύρω από τους ώμους της πελάτισσάς
τους και την έστρεψε αποφασιστικά πίσω στο σπίτι, με τον Στράικ να
ακολουθεί κρατώντας το μπαστούνι του γκολφ. Στην κουζίνα, η Ρόμπιν
είπε στον Στράικ να ετοιμάσει βαρύ καφέ και να βρει το μπράντι.
Ακολουθώντας τη συμβουλή της Ρόμπιν, η κυρία Φούντα τηλεφώνησε
στον αδελφό της και τον εξόρκισε να έρθει γρήγορα, όμως μόλις
τερμάτισε την κλήση και επιχείρησε να ανατρέξει στον τηλεφωνικό
κατάλογο του κινητού της, για να εντοπίσει το νούμερο του Φούντα, η
Ρόμπιν άρπαξε τη συσκευή από το περιποιημένο χέρι της.
«Δώσ’ το μου!» αναφώνησε η κυρία Φούντα με μάτια γουρλωμένα,
έτοιμη να χιμήξει. «Το κάθαρμα… ο αλήτης… θέλω να του μιλήσω…
δώσ’ το μου!»
«Κακή ιδέα», είπε ο Στράικ ακουμπώντας τον καφέ και το μπράντι
μπροστά της. «Έχει ήδη αποδείξει πως είναι ικανός να κρατά κρυφά από
σας χρήματα και περιουσιακά στοιχεία. Θα χρειαστεί έναν βαρβάτο
δικηγόρο».
Παρέμειναν στο πλευρό της πελάτισσας έως ότου εμφανίστηκε ο
αδελφός της, ένας κοστουμαρισμένος τύπος, στέλεχος διαχείρισης
ανθρωπίνων πόρων σε μεγάλη εταιρεία. Ήταν εκνευρισμένος που τον είχε
ξεσηκώσει η αδελφή του, αναγκάζοντάς τον να φύγει νωρίς από τη
δουλειά, και τόσο αργός στο να συνειδητοποιήσει αυτά που άκουγε, ώστε
ο Στράικ κόντεψε να εκνευριστεί, με αποτέλεσμα η Ρόμπιν να θεωρήσει
απαραίτητη την παρέμβασή της, ώστε να προλάβει τα χειρότερα.
«Αυτό το άτομο ψηφίζει», μουρμούρισε ο Στράικ καθώς επέστρεφαν
στο Λονδίνο. «Ήταν ήδη παντρεμένος με μιαν άλλη, όταν παντρεύτηκε την
αδελφή του. Τόσο δύσκολο ήταν να το καταλάβει;»
«Πάρα πολύ», είπε η Ρόμπιν, με μια χροιά έντασης να χρωματίζει τη
φωνή της. «Οι άνθρωποι δεν περιμένουν πως θα βρεθούν αντιμέτωποι με
τέτοιου είδους καταστάσεις».
«Λες να με άκουσαν όταν τους ζήτησα να μην πουν στους
δημοσιογράφους πως είχαμε την όποια εμπλοκή;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν.
Αποδείχτηκε πως είχε δίκιο. Δύο εβδομάδες ύστερα από εκείνη την
επίσκεψη στο Ουίνδσορ, ένα σωρό λαϊκές εφημερίδες που κυκλοφόρησαν
εκείνη την ημέρα δημοσίευαν στην πρώτη τους σελίδα αναλυτικά
ρεπορτάζ για τον Φούντα και τις τρεις γυναίκες του, μαζί με μια
φωτογραφία του Στράικ στις εσωτερικές σελίδες όλων των εφημερίδων,
ενώ το όνομά του είχε χωρέσει και σε έναν από τους πρωτοσέλιδους
τίτλους. Πλέον, ο ίδιος ο Στράικ αποτελούσε είδηση, και η σύγκριση
ανάμεσα στον φημισμένο ντετέκτιβ με τον κοντόχοντρο, φαλακρό,
εύπορο άντρα που είχε καταφέρει να διατηρεί παράλληλα δύο οικογένειες
και μία ερωμένη ήταν ακαταμάχητη.
Ο Στράικ είχε εμφανιστεί για να καταθέσει μόνο σε σημαντικές
υποθέσεις που οδηγήθηκαν στις αίθουσες των δικαστηρίων, ενώ είχε
πλούσια γενειάδα, η οποία μεγάλωνε βολικά γρήγορα όποτε τη
χρειαζόταν, κι η φωτογραφία στην οποία κατέφευγαν συχνότερα οι
εφημερίδες ήταν μια παλιά με στρατιωτική στολή. Ακόμη κι έτσι, ήταν
ένας διαρκής αγώνας η προσπάθεια να μην τραβάει την προσοχή πάνω
του, όπως απαιτούσε το επάγγελμά του, και το να τον πολιορκούν για μια
δήλωση στα γραφεία του ήταν ένας μπελάς που δεν του χρειαζόταν. Εν
τω μεταξύ, η δημοσιογραφική θύελλα παρατάθηκε όταν οι δύο κυρίες
Φούντα συνασπίστηκαν απέναντι στον εν διαστάσει σύζυγό τους.
Εκδηλώνοντας μιαν απρόβλεπτη προτίμηση στη δημοσιότητα, όχι μόνο
παραχώρησαν κοινή συνέντευξη σε γυναικείο περιοδικό, αλλά
εμφανίστηκαν μαζί και σε μια σειρά από πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές,
προκειμένου να περιγράψουν την επί χρόνια εξαπάτησή τους, το σοκ που
βίωσαν, τη φιλία που ανέπτυξαν μεταξύ τους, την πρόθεσή τους να
κάνουν τον Φούντα να βλαστημήσει την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε
μπροστά τους, καθώς και να απευθύνουν μια οριακά συγκαλυμμένη
προειδοποίηση προς την έγκυο φιλενάδα στη Γλασκόβη (η οποία, για
κάποιον απίθανο λόγο, έδειχνε διάθεση να σταθεί στο πλευρό του
Φούντα) πως ήταν φοβερά γελασμένη, αν φανταζόταν πως ο τύπος θα
είχε δεύτερο σώβρακο να αλλάξει από τη στιγμή που οι δύο σύζυγοί του
θα είχαν ξεμπερδέψει μαζί του.
Ο Σεπτέμβριος συνεχίστηκε κρύος και στενάχωρος. Ο Στράικ
τηλεφώνησε στη Λούσι προκειμένου να της ζητήσει συγγνώμη που
μίλησε με αγένεια για τους γιους της, όμως εκείνη παρέμεινε ψυχρή και
μετά την απολογία, το δίχως άλλο επειδή ο Στράικ είχε απλώς εκφράσει
τη λύπη του για το γεγονός πως διατύπωσε την άποψή του ανοιχτά, χωρίς
να ανακαλέσει το παραμικρό. Ο Στράικ με ανακούφιση πληροφορήθηκε
πως οι γιοι της είχαν πλέον τα Σαββατοκύριακά τους φορτωμένα με
διάφορες αθλητικές δραστηριότητες τώρα που τα σχολεία είχαν αρχίσει
ξανά, πράγμα το οποίο σήμαινε πως δεν ήταν αναγκασμένος να κοιμηθεί
ξανά στον καναπέ στην επόμενη επίσκεψή του στο Σεντ Μος, και θα
μπορούσε να αφοσιωθεί πλήρως στον Τεντ και στην Τζόαν χωρίς να τον
αποσπά η σφιγμένη, επικριτική παρουσία της Λούσι.
Παρότι ήθελε απεγνωσμένα να του μαγειρεύει όπως πάντα, η θεία του
ήταν ήδη εξασθενημένη από τη χημειοθεραπεία. Ήταν επώδυνο να τη
βλέπει να σέρνει τα βήματά της τριγύρω στην κουζίνα, όμως της ήταν
αδύνατο να καθίσει σε μια μεριά, ακόμη κι όταν ο Τεντ την ικέτευε να
ξεκουραστεί. Τη νύχτα του Σαββάτου, ο θείος του λύγισε, αφότου η
Τζόαν πήγε να πλαγιάσει, και ξέσπασε σε λυγμούς γέρνοντας πάνω στον
ώμο του Στράικ. Ο Τεντ αποτελούσε κάποτε έναν ακλόνητο, άτρωτο
πυλώνα δύναμης στα μάτια του ανιψιού του, κι ο Στράικ, που κανονικά
μπορούσε να κοιμηθεί υπό σχεδόν οποιεσδήποτε συνθήκες, παρέμενε
ξύπνιος ενώ το ρολόι έδειχνε περασμένες δύο, με το βλέμμα στραμμένο
στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι πυκνότερο από οτιδήποτε είχε να δείξει η νύχτα
του Λονδίνου, προσπαθώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να μείνει
περισσότερο, καταλήγοντας να σιχαθεί τον εαυτό του όταν αποφάσισε
πως το σωστό ήταν να επιστρέψει στην πρωτεύουσα.
Πραγματικά, το γραφείο ήταν τόσο πιεσμένο από δουλειές, ώστε
αισθανόταν τύψεις για το επιπλέον βάρος που φόρτωνε στη Ρόμπιν και
στους υπεργολάβους του με την απουσία του εκείνο το τριήμερο στην
Κορνουάλη. Πέρα από τις πέντε εκκρεμείς υποθέσεις που έτρεχε το
γραφείο, ο Στράικ και η Ρόμπιν καλούνταν να διαχειριστούν και τις
αυξημένες απαιτήσεις που προέκυπταν από τους επιπλέον συνεργάτες,
αλλά και τη διαπραγμάτευση με τον εργολάβο που είχε αγοράσει το
κτίριό τους της παράτασης για έναν χρόνο του συμβολαίου για την
ενοικίαση των γραφείων. Ταυτόχρονα, προσπαθούσαν, μέχρι στιγμής
χωρίς επιτυχία, να πείσουν μία από τις επαφές του γραφείου στην
αστυνομία να εντοπίσει και να παραδώσει τον φάκελο που είχε ανοίξει
πριν από σαράντα χρόνια σχετικά με την εξαφάνιση της Μάργκοτ
Μπάμπορο. Ο Μόρις ήταν πρώην αστυνομικός στη Μητροπολιτική
Αστυνομία του Λονδίνου, όπως και ο Άντι Χάτσινς, ο παλαιότερος
υπεργολάβος τους, ένας ήσυχος, μελαγχολικός άνθρωπος, ο οποίος
έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, η οποία ευτυχώς βρισκόταν σε
ύφεση. Και οι δυο τους είχαν προσπαθήσει να εξαργυρώσουν κάποιες
χάρες που τους χρωστούσαν πρώην συνάδελφοι, όμως μέχρι στιγμής οι
απαντήσεις στις απόπειρες του γραφείου κυμαίνονταν από το «μάλλον
τον έφαγαν τίποτε ποντίκια» έως το «σάλτα και κολύμπα, Στράικ,
πνίγομαι στη δουλειά».
Ένα βροχερό απόγευμα, την ώρα που παρακολουθούσε το Μούτρο στην
πόλη του Λονδίνου, προσπαθώντας να μην κουτσαίνει πολύ χτυπητά, ενώ
από μέσα του βλαστημούσε τον δεύτερο πλανόδιο πωλητή φτηνών
ομπρελών που είχε μπλεχτεί στα πόδια του, ο Στράικ άκουσε το κινητό
του να χτυπά. Βέβαιος πως θα καλούνταν να διαχειριστεί ένα ακόμη
πρόβλημα, αιφνιδιάστηκε όταν ο άνθρωπος στην άλλη άκρη της γραμμής
είπε:
«Έλα, Στράικ. Ο Τζορτζ Λέιμπορν είμαι. Σωστά κατάλαβα πως ψάχνεις
τον φάκελο της υπόθεσης Μπάμπορο;»
Ο Στράικ είχε συναντήσει τον επιθεωρητή Λέιμπορν μόλις μία φορά
μέχρι τότε, και παρότι η συνάντηση αυτή είχε προκύψει στο πλαίσιο μιας
υπόθεσης για την οποία ο Στράικ και η Ρόμπιν είχαν προσφέρει
ουσιαστική βοήθεια στη Μητροπολιτική Αστυνομία, δεν είχε θεωρήσει τη
σχέση τους αρκετά στενή, ώστε να ζητήσει τη βοήθεια του Λέιμπορν
προκειμένου να εξασφαλίσει τον φάκελο της υπόθεσης Μπάμπορο.
«Γεια, Τζορτζ. Ναι, σωστά κατάλαβες», είπε ο Στράικ καθώς
παρακολουθούσε το Μούτρο να μπαίνει σε ένα wine bar.
«Κοίτα, θα μπορούσαμε να βρεθούμε αύριο το βράδυ, αν σε βολεύει.
Να πούμε στο Φέδερς στις έξι;» πρότεινε ο Λέιμπορν.
Έτσι, ο Στράικ ζήτησε από τον Μπάρκλεϊ να σκαντζάρουν τις υποθέσεις
τους και το επόμενο βράδυ πήρε τον δρόμο για την παμπ που βρισκόταν
κοντά στη Σκότλαντ Γιαρντ. Όπου βρήκε τον Λέιμπορν να τον περιμένει
ήδη, καθισμένος στο μπαρ. Γκριζομάλλης, μεσήλικος, με στομάχι, ο
Λέιμπορν αγόρασε από μια μπίρα για τον καθένα τους κι
αποτραβήχτηκαν σε ένα γωνιακό τραπέζι.
«Ο γέρος μου είχε ασχοληθεί με την υπόθεση Μπάμπορο υπό τις
οδηγίες του Μπιλ Τάλμποτ», είπε ο Λέιμπορν στον Στράικ. «Μου είχε
μιλήσει αναλυτικά για την υπόθεση. Εσύ τι στοιχεία έχεις μέχρι τώρα;»
«Τίποτε απολύτως. Έχω αρχίσει να ψάχνω παλιά ρεπορτάζ εφημερίδων
και προσπαθώ να εντοπίσω τα ίχνη ανθρώπων που εργάζονταν στο
ιατρείο απ’ όπου εξαφανίστηκε η γυναίκα. Λίγα πράγματα μπορώ να
κάνω, μέχρι να δω τον φάκελο της αστυνομίας, όμως μέχρι στιγμής
κανείς δεν μπόρεσε να με βοηθήσει».
Ο Λέιμπορν, ο οποίος είχε ήδη εκδηλώσει μια τάση προς την
αθυροστομία στη μία και μοναδική προηγούμενη συνάντησή τους,
έδειχνε κάπως υποτονικός απόψε.
«Μιλάμε, τα σκάτωσαν άγρια με τη διερεύνηση της υπόθεσης
Μπάμπορο», σχολίασε χαμηλόφωνα. «Σου ’χει μιλήσει κανείς ως τώρα
για τον Τάλμποτ;»
«Για λέγε».
«Ο τύπος σαλτάρισε κανονικά», είπε ο Λέιμπορν. «Μιλάμε για νευρικό
κλονισμό με τη βούλα. Και πριν αναλάβει την υπόθεση, ο τύπος δεν ήταν
στα καλά του, αλλά ξέρεις τώρα, μιλάμε για τη δεκαετία του Εβδομήντα,
κάθε συζήτηση για την ψυχική υγεία των αστυνομικών ήταν μόνο για
τους ρεζίληδες. Στην εποχή του ήταν καλός αστυνομικός. Κάποιοι από
τους υφισταμένους του παρατήρησαν πως ο άνθρωπος φερόταν
αλλόκοτα, όμως μόλις πήγαν να πουν κάτι, τους έστειλαν στον διάολο.
»Τέλος πάντων, ο Τάλμποτ είχε έξι μήνες που έτρεχε την υπόθεση
Μπάμπορο, όταν μια νύχτα, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, η γυναίκα του
κάλεσε ασθενοφόρο και τον έκλεισε στο τρελάδικο. Δεν έχασε τη
σύνταξή του, όμως για την υπόθεση ήταν ήδη πολύ αργά. Έχει πάνω από
δέκα χρόνια που πέθανε, αλλά απ’ ό,τι άκουσα, δεν ξεπέρασε ποτέ το ότι
τα έκανε μαντάρα με την έρευνα. Όταν συνήλθε, έφριξε με το πώς είχε
συμπεριφερθεί».
«Δηλαδή;»
«Απέδιδε υπερβολικά μεγάλη σημασία στις διαισθήσεις του, δεν
κατέγραφε τα αποδεικτικά στοιχεία σωστά, δεν έδειχνε το παραμικρό
ενδιαφέρον να μιλήσει σε μάρτυρες, αν όσα είχαν να πουν δεν ταίριαζαν
με τη δική του θεωρία…»
«Η οποία ήταν πως την είχε απαγάγει ο Κριντ, σωστά;»
«Ακριβώς», είπε ο Λέιμπορν. «Αν και την περίοδο εκείνη ο Κριντ
εξακολουθούσε να είναι γνωστός ως ο Χασάπης του Έσεξ, επειδή είχε
πετάξει τα δύο πρώτα πτώματα στο Δάσος του Έπιν και στο Τσίγκγουελ».
Ο Λέιμπορν ήπιε μια γερή γουλιά από την μπίρα του. «Τα περισσότερα
κομμάτια της Τζάκι Έιλετ τα εντόπισαν σε κάδο βιομηχανικών
απορριμμάτων. Μιλάμε, ο τύπος είναι κτήνος. Κτήνος».
«Και ποιος ανέλαβε μετά τον Τάλμποτ;»
«Ένας Λόσον, Κεν Λόσον», είπε ο Λέιμπορν, «όμως είχε χάσει ήδη έξι
μήνες, τα ίχνη είχαν χαθεί και γενικά είχε φορτωθεί μια υπόθεση που ήταν
ήδη κουλουβάχατα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Μάργκοτ
Μπάμπορο στάθηκε και άτυχη, καθώς δεν την ευνόησαν οι συγκυρίες»,
συνέχισε ο Λέιμπορν. «Ξέρεις τι συνέβη έναν μήνα μετά την εξαφάνισή
της;»
«Τι;»
«Εξαφανίστηκε ο λόρδος Λούκαν», είπε ο Λέιμπορν. «Για προσπάθησε
να διατηρήσεις μια αγνοούμενη γιατρό στα πρωτοσέλιδα, τη στιγμή που η
νταντά ενός λόρδου εντοπίζεται νεκρή, με το κρανίο διαλυμένο, κι ο
εργοδότης της τρέπεται σε φυγή. Είχαν κάψει ήδη και τις φωτογραφίες με
τα Κουνελάκια… το ήξερες πως η Μπάμπορο είχε εργαστεί για ένα
διάστημα ως Κουνελάκι;»
«Ναι», είπε ο Στράικ.
«Έβγαλε κάποια χρήματα για να καλύψει τα έξοδα για το πτυχίο της»,
είπε ο Λέιμπορν, «όμως σύμφωνα με τον γέρο μου, στην οικογένεια δεν
άρεσε το σκάλισμα της συγκεκριμένης λεπτομέρειας. Μουλάρωσαν,
παρότι εκείνες οι φωτογραφίες είναι βέβαιο πως βοήθησαν στην προβολή
της υπόθεσης. Έτσι είναι ο κόσμος», είπε, «καλά δε λέω;»
«Κι ο πατέρας σου τι πιστεύει πως απέγινε η γυναίκα;» ρώτησε ο
Στράικ.
«Λοιπόν, για να πω την αλήθεια», αναστέναξε ο Λέιμπορν, «ήταν της
άποψης πως κατά πάσα πιθανότητα ο Τάλμποτ είχε δίκιο: ο Κριντ την
είχε απαγάγει. Δε βρέθηκε το παραμικρό ίχνος πως σχεδίαζε να
εξαφανιστεί, το διαβατήριο εντοπίστηκε στο σπίτι, δεν είχε ετοιμάσει
βαλίτσα, δεν έλειπαν ρούχα, είχε σταθερή δουλειά, οικονομικές
δυσκολίες δεν αντιμετώπιζε, είχε ένα μωρό παιδί».
«Κάπως δύσκολο να αρπάξεις μια γυμνασμένη, υγιή γυναίκα, είκοσι
εννέα ετών από έναν πολυσύχναστο δρόμο, χωρίς να αντιληφθεί κανείς το
παραμικρό», σχολίασε ο Στράικ.
«Πράγματι», συμφώνησε ο Λέιμπορν. «Ο Κριντ συνήθως τους ορμούσε
όταν ήταν μεθυσμένες. Πάντως, είχε ήδη σκοτεινιάσει εκείνο το βράδυ κι
έβρεχε. Την ίδια δουλειά ο τύπος την είχε κάνει και παλιότερα. Επίσης,
ήταν ικανός στο να καταλαγιάζει τις υποψίες των γυναικών και να
κερδίζει τη συμπάθειά τους. Κάποιες μάλιστα μπήκαν από μόνες τους στο
διαμέρισμά του».
«Εντοπίστηκε ένα φορτηγάκι σαν κι εκείνο του Κριντ να κινείται με
ταχύτητα στην περιοχή, σωστά;»
«Α, ναι», είπε ο Λέιμπορν, «κι απ’ ό,τι μου είπε ο πατέρας μου, το
στοιχείο αυτό ουδέποτε ελέγχθηκε διεξοδικά. Ο Τάλμποτ δεν ήθελε να
ανακαλύψει, για παράδειγμα, πως στο τιμόνι μπορεί να καθόταν κάποιος
άσχετος που απλώς βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του για να προλάβει το
τσάι. Δεν έγιναν μερικά απολύτως βασικά πράγματα. Για παράδειγμα,
έμαθα πως γυρόφερνε στο παρασκήνιο ένας πρώην γκόμενος της
Μπάμπορο. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτός τη σκότωσε, όμως ο πατέρας μου
είπε πως ο Τάλμποτ ανάλωσε τη μισή ώρα της κατάθεσης προσπαθώντας
να εξακριβώσει πού βρισκόταν αυτός ο άντρας τη νύχτα που δέχτηκε
επίθεση η Έλεν Γουόρντροπ».
«Ποια;»
«Μια πόρνη. Ο Κριντ είχε προσπαθήσει να την απαγάγει το ’73. Είχε κι
αυτός τις αποτυχίες του, ξέρεις. Η Πέγκι Χίσκετ κατάφερε να του ξεφύγει
και έδωσε στην αστυνομία την περιγραφή του, το ’71, όμως αυτό δεν
τους βοήθησε ιδιαίτερα. Τον περιέγραψε σαν άνθρωπο μελαχρινό και
γεμάτο, επειδή όταν της επιτέθηκε φορούσε περούκα και ήταν
φασκιωμένος με ένα γυναικείο παλτό. Τελικά, τον συνέλαβαν χάρη στη
Μέλοντι Μπάουερ. Τραγουδίστρια σε νυχτερινό κέντρο ήταν, έφερνε
στην Νταϊάνα Ρος. Ο Κριντ της έπιασε το λακριντί στη στάση του
λεωφορείου, προσφέρθηκε να την πάρει με το φορτηγάκι, προσπάθησε να
τη σύρει μέσα όταν εκείνη αρνήθηκε. Η γυναίκα κατάφερε να ξεφύγει,
έδωσε στην αστυνομία κανονική περιγραφή του υπόπτου, ο οποίος της
είχε πει πως το σπίτι του βρισκόταν κοντά στο Πάρανταϊς Παρκ. Προς το
τέλος είχε γίνει απρόσεκτος. Τον έφαγε η πολλή αυτοπεποίθηση».
«Ξέρεις πολλά γι’ αυτή την υπόθεση, Τζορτζ».
«Ναι, κοίτα, ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους που βρέθηκαν στο
υπόγειο του Κριντ αφότου τον συνέλαβαν. Δε θέλησε ποτέ να μιλήσει για
όσα είδε εκεί κάτω, και μιλάμε για άνθρωπο που είχε ασχοληθεί με
συμβόλαια θανάτου, συμμορίες, ό,τι μπορείς να φανταστείς… Ο Κριντ
δεν ομολόγησε ποτέ τον φόνο της Μπάμπορο, όμως αυτό δε σημαίνει ότι
δεν τη σκότωσε. Το μουνόπανο, είναι αποφασισμένος να αφήσει τους
πάντες να φαντάζονται τι ήταν ικανός να κάνει, μέχρι να ψοφήσει.
Μιλάμε για ανθρωπόμορφο τέρας. Χρόνια έχει που ταλαιπωρεί τις
οικογένειες των επιβεβαιωμένων θυμάτων του. Του αρέσει να
υπαινίσσεται πως έφαγε κι άλλες γυναίκες, χωρίς να δίνει την παραμικρή
λεπτομέρεια. Στις αρχές της δεκαετίας του Ογδόντα, του πήρε συνέντευξη
κάποιος δημοσιογράφος, όμως αυτή ήταν η τελευταία φορά που οι Αρχές
επέτρεψαν σε οποιονδήποτε να του μιλήσει. Παρενέβη το Υπουργείο
Δικαιοσύνης και κόπηκαν αυτά μαχαίρι. Ο Κριντ εκμεταλλεύεται τη
δημοσιότητα για να βασανίζει τις οικογένειες. Είναι η μόνη δύναμη που
του έχει απομείνει».
Ο Λέιμπορν αποτελείωσε την μπίρα του και έριξε μια ματιά στο ρολόι
του.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σου βρω τον φάκελο. Ο γέρος μου θα
ήθελε να βοηθήσω. Ποτέ του δεν μπόρεσε να χωνέψει τα λάθη που έγιναν
σ’ εκείνη την υπόθεση».
Ο αέρας είχε δυναμώσει μέχρι να επιστρέψει ο Στράικ στη σοφίτα όπου
έμενε. Τα τζάμια των παραθύρων, σπαρμένα με στάλες βροχής,
τραντάζονταν μέσα στα χαλαρά πλαίσιά τους, καθώς ο Στράικ
τακτοποιούσε προσεκτικά τις αποδείξεις που είχε στο πορτοφόλι του, για
να ξεχωρίσει εκείνες που έπρεπε να παραδώσει στον λογιστή.
Στις εννέα, αφού έφαγε κάτι που ετοίμασε στο μοναδικό μάτι της
κουζινούλας, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και πήρε στα χέρια του το
μεταχειρισμένο αντίτυπο της βιογραφίας του Ντένις Κριντ, Ο δαίμονας
του Πάρανταϊς Παρκ, το οποίο είχε παραγγείλει πριν από έναν μήνα και
το οποίο μέχρι στιγμής παρέμενε κλειστό στο κομοδίνο του. Αφού
ξεκούμπωσε το παντελόνι του, ώστε να βολέψει καλύτερα τη μεγάλη
ποσότητα μακαρονιών που είχε μόλις καταναλώσει, έβγαλε ένα ηχηρό και
χορταστικό ρέψιμο, άναψε τσιγάρο, έγειρε πάνω στα μαξιλάρια του και
άνοιξε το βιβλίο στην αρχή, εκεί όπου ένα χρονολόγιο περιέγραφε
περιληπτικά τους διάφορους βιασμούς και δολοφονίες που διέπραξε στη
μακρόχρονη δράση του ο Κριντ.
1937 Γεννιέται στο Γκρίνγουελ Τέρας, στο Μάιλ Εντ.
1954 Απρίλιος: Έναρξη στρατιωτικής θητείας.
Νοέμβριος: Βιάζει τη μαθήτρια Βίκι Χόρντσερτς, 15 ετών.
Καταδικάζεται σε φυλάκιση 2 ετών στις φυλακές του Φέλταμ
Μπόρσταλ.
1955-61 Εργάζεται για σύντομα διαστήματα σε διάφορες χειρονακτικές
δουλειές και θέσεις γραφείου. Συχνάζει σε ιερόδουλες.
1961 Ιούλιος: Βιάζει και βασανίζει την πωλήτρια Σίλα Γκάσκινς, 22 ετών.
Καταδικάζεται σε φυλάκιση 5 ετών στις φυλακές του Πέντονβιλ.
1968 Απρίλιος: Απάγει, βιάζει, βασανίζει και δολοφονεί τη μαθήτρια
Τζέραλντιν Κρίστι, 16 ετών.
1969 Σεπτέμβριος: Απάγει, βιάζει, βασανίζει και δολοφονεί τη γραμματέα
και μητέρα ενός παιδιού Τζάκι Έιλετ, 29 ετών.
Ο Τύπος ονομάζει τον δολοφόνο «Χασάπη του Έσεξ».
1970 Ιανουάριος: Εγκαθίσταται στο υπόγειο της Βι Χούπερ, στην οδό
Λίβερπουλ, κοντά στο Πάρανταϊς Παρκ.
Εξασφαλίζει δουλειά σε στεγνοκαθαριστήριο, όπου αναλαμβάνει τις
παραδόσεις.
Φεβρουάριος: Απάγει την εργαζόμενη σε σχολική κουζίνα και μητέρα
τριών παιδιών Βέρα Κένι, 31 ετών. Την κρατά στο υπόγειο τρεις
εβδομάδες και εκεί τη βιάζει, τη βασανίζει και τελικά τη δολοφονεί.
Νοέμβριος: Απάγει τη μεσίτρια Νορίν Στάροκ, 28 ετών. Την κρατά στο
υπόγειο τέσσερις εβδομάδες και εκεί τη βιάζει, τη βασανίζει και τελικά
τη δολοφονεί.
1971 Αύγουστος: Αποτυγχάνει να απαγάγει τη φαρμακοποιό Πέγκι
Χίσκετ, 34 ετών.
1972 Σεπτέμβριος: Απάγει την άνεργη Γκέιλ Ράιτμαν, 30 ετών. Την κρατά
φυλακισμένη στο υπόγειο, όπου τη βιάζει και τη βασανίζει.
1973 Ιανουάριος: Δολοφονεί τη Ράιτμαν.
Δεκέμβριος: Αποτυγχάνει να απαγάγει την ιερόδουλη και μητέρα ενός
παιδιού Έλεν Γουόρντρ, 32 ετών.
1974 Σεπτέμβριος: Απάγει την κομμώτρια Σούζαν Μέιερ, 27 ετών. Την
κρατά φυλακισμένη στο υπόγειο, όπου τη βιάζει και τη βασανίζει.
1975 Φεβρουάριος: Απάγει τη διδακτορική φοιτήτρια Άντρεα Χούτον, 23
ετών. Οι Χούτον και Μέιερ παρέμεναν ταυτόχρονα φυλακισμένες στο
υπόγειο για διάστημα τεσσάρων εβδομάδων.
Μάρτιος: Δολοφονεί τη Σούζαν.
Απρίλιος: Δολοφονεί την Άντρεα.
1976 25 Ιανουαρίου: Επιχειρεί να απαγάγει την τραγουδίστρια νυχτερινού
κέντρου Μέλοντι Μπάουερ, 26 ετών.
31 Ιανουαρίου: Η σπιτονοικοκυρά του Βι Χούπερ αναγνωρίζει τον
Κριντ από την περιγραφή και το σκίτσο της αστυνομίας.
2 Φεβρουαρίου: Ο Κριντ συλλαμβάνεται.
Ο Στράικ γύρισε σελίδα και διάβασε στα γρήγορα την εισαγωγή, η
οποία περιλάμβανε και τη μοναδική συνέντευξη την οποία παραχώρησε η
μητέρα του Κριντ, η Άγκνες Γουέιτ.
…Ξεκίνησε λέγοντάς μου πως η ημερομηνία που αναγράφεται στο
πιστοποιητικό γέννησης του Κριντ ήταν ψεύτικη.
«Γράφει πως γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου, σωστά;» με ρώτησε. «Δεν
είναι έτσι. Γεννήθηκε τη νύχτα της 19ης Δεκεμβρίου. Ο αχαΐρευτος είπε
ψέματα, όταν δηλώσαμε τη γέννηση, γιατί είχαμε ξεπεράσει το
περιθώριο που είχαμε κανονικά για να κάνουμε τη δήλωση».
Ο «αχαΐρευτος» ήταν ο πατριός της Άγκνες, Γουίλιαμ Όντρι, άνθρωπος
διαβόητος στη γειτονιά για τον βίαιο χαρακτήρα του…
«Με το που γέννησα το μωρό, το άρπαξε από την αγκαλιά μου κι είπε
πως θα πήγαινε να το σκοτώσει. Να το πνίξει στο αποχωρητήριο. Τον
ικέτεψα να μην το κάνει. Τον θερμοπαρακάλεσα να αφήσει το μωρό να
ζήσει. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν ήμουνα σίγουρη άμα ήθελα να ζήσει ή
να πεθάνει, όμως έτσι και δεις το παιδί σου, έτσι και το βαστήξεις στην
αγκαλιά σου… κι ήταν δυνατός ο Ντένις, ήθελε να ζήσει, το
καταλάβαινες.
»Αυτό συνεχίστηκε εβδομάδες ολόκληρες, οι απειλές, ο Όντρι κάθε
τόσο έλεγε πως θα τον σκοτώσει. Στο μεταξύ, όμως, οι γείτονες είχαν
ακούσει το μωρό να κλαίει και μάλλον είχαν ακούσει και τις απειλές
(του Όντρι). Κατάλαβε πως δεν κρυβόταν άλλο το πράγμα· αν ήταν να
κάνει κάτι, το είχε καθυστερήσει πολύ. Οπότε, πήγε και δήλωσε τη
γέννηση, όμως είπε ψέματα για την ημερομηνία, για να μην τον ρωτήσει
κανείς γιατί το είχε αργήσει τόσο. Άνθρωπος να πει πως το παιδί είχε
γεννηθεί νωρίτερα δεν υπήρχε, τουλάχιστον κανείς που θα μέτραγε ο
λόγος του. Ούτε μαμή μού είχαν φέρει, ούτε τροφό, τίποτε…»
Ο Κριντ συχνά μου έγραφε πληρέστερες απαντήσεις απ’ ό,τι είχαμε
περιθώριο, στη διάρκεια των συναντήσεών μας. Μήνες αργότερα μου
έστειλε το ακόλουθο κείμενο, στο οποίο αναφέρεται στις υποψίες του
σχετικά με το ποιος ήταν ο πατέρας του:
«Είδα τον υποτιθέμενο παππού μου να με κοιτάζει μέσα από τον
καθρέφτη. Όσο μεγάλωνα, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η ομοιότητα. Είχα
τα μάτια του, το ίδιο σχήμα αυτιών, το κιτρινισμένο του δέρμα, τον
μακρύ λαιμό του. Ήταν πιο μεγαλόσωμος απ’ ό,τι εγώ, περισσότερο
αρρενωπός στην όψη και νομίζω πως εν μέρει η τεράστια αντιπάθεια
που μου είχε πήγαζε από το γεγονός πως σιχαινόταν να βλέπει τα
χαρακτηριστικά του πάνω σε ένα αδύναμο, κοριτσίστικο κορμί.
Σιχαινόταν την αδυναμία…»
«Μα ναι, εννοείται πως δικό του παιδί ήταν ο Ντένις», μου είπε η
Άγκνες. «Ο αχαΐρευτος άρχισε να απλώνει χέρι από όταν ήμουνα
δεκατριών χρονών. Δε με άφηνε να βγω στον κόσμο, ούτε κι είχα ποτέ
μου αγόρι. Όταν η μητέρα μου κατάλαβε πως ήμουν γκαστρωμένη, ο
Όντρι της είπε πως έβγαινα κρυφά από το σπίτι γιατί τα είχα μπλέξει με
κάποιον. Τι άλλο θα έλεγε δηλαδή; Κι η μάνα μου τον πίστευε. Ή, έστω,
καμωνόταν πως τον πίστευε».
Η Άγκνες ξέφυγε από την ασφυκτική κατάσταση στο σπίτι του πατριού
της λίγο πριν από τα δεύτερα γενέθλια του Ντένις, όταν ήταν
δεκαεξίμισι χρονών.
«Ήθελα να πάρω και τον Ντένις μαζί μου, όμως το έσκασα μέσα στην
άγρια νύχτα και δε με έπαιρνε να κάνει φασαρία. Δεν είχα πού να πάω,
ούτε δουλειά ούτε λεφτά. Μονάχα ένα αγόρι, που είχε πει πως θα με
φρόντιζε. Οπότε έφυγα».
Από τότε η Άγκνες επρόκειτο να δει ξανά τον πρωτότοκο γιο της μόλις
δύο φορές. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Γουίλιαμ Όντρι εξέτιε φυλάκιση
εννέα μηνών για βιαιοπραγία, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της,
ελπίζοντας πως θα μπορούσε να πάρει τον Ντένις μαζί της.
«Θα έλεγα του Μπερτ [του πρώτου συζύγου της] πως ήταν ανίψι μου,
γιατί ο Μπερτ δεν είχε ιδέα για όλο εκείνο το χάλι. Όμως ο Ντένις δε με
θυμόταν, έτσι μου φάνηκε. Δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη μάνα μου,
ούτε μου μίλαγε, κι η μάνα μου είπε πως ήταν πια πολύ αργά και πως
δεν έπρεπε να τον είχα αφήσει εκεί, αφού τον ήθελα τόσο. Οπότε έφυγα
χωρίς το παιδί μου».
Τελευταία φορά που η Άγκνες είδε τον γιο της από κοντά ήταν όταν
πέρασε από το δημοτικό σχολείο στο οποίο πήγαινε και τον φώναξε
πίσω από την περίφραξη για να του μιλήσει. Παρότι δεν πρέπει να είχε
κλείσει ακόμη τα πέντε, ο Κριντ ισχυρίστηκε στη δεύτερη συνέντευξή
μας ότι θυμόταν εκείνη την τελευταία συνάντηση.
«Ήταν μια λιανή, αδιάφορη γυναικούλα, ντυμένη σαν τσούλα», μου
είπε. «Δεν έμοιαζε με τις μανάδες των άλλων αγοριών. Την έκοβες από
μακριά πως δεν ήταν καθωσπρέπει άτομο. Δεν ήθελα να με δουν τα
άλλα παιδιά να της μιλάω. Εκείνη είπε πως ήταν η μάνα μου κι εγώ της
είπα πως έλεγε ψέματα, όμως μέσα μου ήξερα πως αυτή ήταν. Έφυγα
τρέχοντας».
«Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί μου», είπε η Άγκνες. «Από τότε τα
παράτησα. Στο σπίτι, μια φορά, δε θα πήγαινα, αφού ήταν ο Όντρι εκεί.
Τουλάχιστον ο Ντένις πήγαινε σχολείο. Καθαρός έδειχνε…
»Αναρωτιόμουν συχνά πώς να ήταν, τι έκανε, όλα αυτά», είπε η Άγκνες.
«Φυσικό ήταν. Σάρκα από τη σάρκα σου είναι τα παιδιά. Οι άντρες δε
σκαμπάζουν από κάτι τέτοια. Αμέ, συχνά τον σκεφτόμουν, όμως
μετακόμισα στον βορρά με τον Μπερτ, όταν έπιασε δουλειά στα
Ταχυδρομεία, και δεν ξαναγύρισα στο Λονδίνο, ούτε κι όταν πέθανε η
μάνα μου, γιατί ο Όντρι είχε μηνύσει πως έτσι και εμφανιζόμουν, θα
φόρτωνε άσχημα».
Όταν ανέφερα στην Άγκνες ότι είχα συναντηθεί με τον Ντένις μόλις μία
εβδομάδα πριν την επισκεφτώ στο Ρόμφορντ, μονάχα μια ερώτηση είχε
να κάνει.
«Λένε πως είναι πολύ έξυπνος, είναι αλήθεια;»
Της απάντησα πως ήταν αναμφίβολα ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος. Αυτό
άλλωστε ήταν το σημείο στο οποίο συμφώνησαν όλοι οι ψυχίατροι που
τον εξέτασαν. Οι φύλακες μου ανέφεραν πως διάβαζε πολύ, ιδίως
βιβλία ψυχολογίας.
«Ούτε και ξέρω από πού το πήρε αυτό. Από μένα, μια φορά, όχι…
»Διάβασα όλα αυτά που γράφανε οι εφημερίδες. Τον είδα και στην
τηλεόραση, έμαθα γι’ αυτά που έκανε. Τρομερά πράγματα, τρομερά. Τι
θα μπορούσε να κάνει έναν άνθρωπο να φερθεί έτσι;
»Μετά που σχόλασε η δίκη, θυμήθηκα εκείνη την πρώτη φορά που τον
είδα γυμνό, μέσα στα αίματα, στα πλαστικά πλακάκια που τον είχα
γεννήσει, με τον πατριό μου να στέκεται από πάνω μας και να απειλεί
να τον πνίξει, και σας ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό», είπε η Άγκνες Γουέιτ,
«πως εύχομαι να τον είχα αφήσει».
Ο Στράικ έσβησε το τσιγάρο του κι άπλωσε το χέρι για να πιάσει το
τενεκεδάκι της μπίρας που έστεκε δίπλα στο τασάκι. Ένα ψιλόβροχο
έπεφτε πάνω στα παράθυρα της σοφίτας, καθώς προχωρούσε μερικές
σελίδες παρακάτω στο βιβλίο, σταματώντας στα μισά του δεύτερου
κεφαλαίου.
…η γιαγιά, η Ένα, ήταν απρόθυμη ή ανήμπορη να προστατέψει το
νεότερο μέλος της οικογένειας από τις ολοένα και πιο σαδιστικές
τιμωρίες που του επιφύλασσε ο σύζυγός της.
Ο Όντρι αντλούσε ιδιαίτερη ικανοποίηση γελοιοποιώντας τον Ντένις
λόγω του ότι εξακολουθούσε να βρέχει το κρεβάτι του. Κάποιες φορές
άδειαζε έναν κουβά νερό πάνω στο κρεβάτι και στη συνέχεια
υποχρέωνε το αγόρι να κοιμάται εκεί. Ο Κριντ θυμόταν αρκετές
περιπτώσεις όπου υποχρεώθηκε να πάει μέχρι το μαγαζάκι στη γωνία
φορώντας ακόμη το μουσκεμένο παντελόνι της πιτζάμας του, για να
πάρει τσιγάρα του Όντρι.
«Αναζήτησα καταφύγιο στη φαντασία», μου έγραψε αργότερα ο Κριντ.
«Μέσα στο μυαλό μου ήμουν απόλυτα ελεύθερος κι ευτυχισμένος.
Όμως υπήρχαν ήδη από τότε στοιχεία από τον πραγματικό κόσμο που
μου άρεσε να ενσωματώνω στην κρυφή μου ζωή. Αντικείμενα τα οποία
αποκτούσαν μια τοτεμική δύναμη στις φαντασιώσεις μου».
Ήδη στην ηλικία των δώδεκα ετών, ο Ντένις είχε ανακαλύψει τις χαρές
της ηδονοβλεψίας.
«Με έφτιαχνε», έγραψε μετά την τρίτη μας συνάντηση, «το να
παρακολουθώ μια γυναίκα που δεν υποψιαζόταν πως την κοίταζε
κανείς. Το έκανα στις αδελφές μου, όμως πλησίαζα με τρόπο και σε
φωτισμένα παράθυρα. Με λίγη τύχη, έβλεπα γυναίκες ή κοπέλες να
ξεντύνονται, να στρώνουν τα ρούχα τους ή ακόμη και μια ιδέα από
σάρκα. Ερεθιζόμουν όχι μονάχα από τα προφανώς αισθησιακά στοιχεία,
αλλά κι από το αίσθημα της εξουσίας. Αισθανόμουν πως τους
αποσπούσα κάτι από την ουσία τους, άρπαζα κάτι που το νόμιζαν
προσωπικό και κρυμμένο».
Σύντομα προχώρησε στην κλοπή γυναικείων εσωρούχων από τις
μπουγάδες της γειτονιάς, ακόμη κι από τη γιαγιά του, την Ένα. Του
άρεσε να τα φοράει στα κρυφά, να αυνανίζεται επάνω τους…
Με ένα χασμουρητό, ο Στράικ προχώρησε μερικές σελίδες παρακάτω,
σταματώντας σε ένα σημείο του τέταρτου κεφαλαίου.
…ήσυχο μέλος της ομάδας διαχείρισης αλληλογραφίας στη Fleetwood
Electric, που άφησε κατάπληκτους τους συναδέλφους του όταν, μια
βραδιά που είχαν βγει έξω, φόρεσε το παλτό μιας συναδέλφου
προκειμένου να μιμηθεί την τραγουδίστρια Κέι Σταρ.
«Βλέπαμε τον μικρούλη Ντένις να τραγουδάει με την ψυχή του τον
“Τροχό της τύχης”, φορώντας το παλτό της Τζένι», δήλωσε στους
δημοσιογράφους συνάδελφος που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία
του, μετά τη σύλληψη του Κριντ. «Κάποιοι από τους μεγαλύτερους
στην παρέα ένιωσαν άβολα. Ορισμένοι μάλιστα είπαν πως δεν ήταν
φυσικά πράγματα αυτά, μετά. Οι νεότεροι όμως τον
καταχειροκροτήσαμε. Από εκείνο το βράδυ κάπως βγήκε από το
καβούκι του».
Όμως, η φαντασίωση που συνάρπαζε τον Κριντ δεν είχε να κάνει με
ερασιτεχνικά μασκαρέματα και τραγούδια στις παμπ. Καθώς οι
ανυποψίαστοι συνάδελφοί του παρακολουθούσαν τον πιωμένο
δεκαεξάχρονο να εντυπωσιάζει στη σκηνή, οι περίτεχνες φαντασιώσεις
του αποκτούσαν ακόμη πιο σαδιστικές διαστάσεις…
Οι συνάδελφοι στην εταιρεία έφριξαν όταν ο «μικρούλης Ντένις»
συνελήφθη για τον βιασμό και τον βασανισμό της Σίλα Γκάσκινς, μιας
πωλήτριας 22 ετών, την οποία είχε ακολουθήσει όταν αυτή
αποβιβάστηκε από ένα νυχτερινό λεωφορείο. Η Γκάσκινς, η οποία
επιβίωσε από την επίθεση χάρη σε έναν νυχτοφύλακα ο οποίος άκουσε
φωνές παρακάτω στο σοκάκι, μπόρεσε να καταθέσει εναντίον του στη
δίκη.
Μετά την καταδίκη του, εξέτισε ποινή πέντε ετών στις φυλακές του
Πέντονβιλ. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ο Κριντ θα υπέκυπτε
σε μια ξαφνική παρόρμηση.
Ο Στράικ έκανε μια παύση προκειμένου να ανάψει τσιγάρο κι ύστερα
προχώρησε δέκα κεφάλαια παρακάτω στο βιβλίο, μέχρι που την προσοχή
του τράβηξε ένα γνώριμο όνομα.
…η Μάργκοτ Μπάμπορο, γενική ιατρός στο Κλέρκενγουελ, στις 11
Οκτωβρίου του 1974.
Ο επιθεωρητής Μπιλ Τάλμποτ, ο οποίος ανέλαβε επικεφαλής των
ερευνών, εντόπισε αμέσως ορισμένες ύποπτες ομοιότητες μεταξύ της
εξαφάνισης της νεαρής γιατρού και των περιπτώσεων της Βέρα Κένι και
της Γκέιλ Ράιτμαν.
Τόσο η Κένι όσο και η Ράιτμαν είχαν απαχτεί βροχερές νύχτες, όταν η
παρουσία ανοιχτών ομπρελών και βρεγμένων παρμπρίζ συνιστούσαν
βολικά εμπόδια για τυχόν μάρτυρες. Το βράδυ που εξαφανίστηκε η
Μάργκοτ Μπάμπορο, έβρεχε καταρρακτωδώς.
Ένα φορτηγάκι, το οποίο έφερε πιθανότατα πλαστές πινακίδες
κυκλοφορίες, είχε εντοπιστεί στις περιοχές όπου κινούνταν τόσο η Κένι
όσο και η Ράιτμαν λίγο πριν από την εξαφάνισή τους. Τρεις
διαφορετικοί μάρτυρες παρουσιάστηκαν και κατέθεσαν πως ένα
παρόμοιο λευκό φορτηγάκι είχε εντοπιστεί εκείνη τη νύχτα να
απομακρύνεται με ταχύτητα από την περιοχή όπου βρισκόταν το ιατρείο
της Μάργκοτ Μπάμπορο.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε η μαρτυρία ενός οδηγού, ο οποίος
είχε εντοπίσει δύο γυναίκες στον δρόμο, εκ των οποίων η μία έμοιαζε
αδιάθετη ή λιπόθυμη, ενώ η δεύτερη την υποβάσταζε. Ο Τάλμποτ
αμέσως συνέδεσε τη μαρτυρία αυτή με την περίπτωση της μεθυσμένης
Βέρα Κένι, η οποία είχε εντοπιστεί να επιβιβάζεται σε ένα φορτηγάκι,
συνοδευόμενη από ένα άτομο που έμοιαζε με δεύτερη γυναίκα, καθώς
και τη μαρτυρία της Πέγκι Χίσκετ, η οποία είχε καταγγείλει τον άντρα
που την πλησίασε, ντυμένο σαν γυναίκα, σε απόμερη στάση
λεωφορείου και είχε επιχειρήσει να την πείσει να πιει από ένα μπουκάλι
μπίρας το οποίο είχε μαζί του, καταλήγοντας να γίνει επιθετικός πριν,
ευτυχώς, η γυναίκα καταφέρει να τραβήξει την προσοχή του οδηγού
ενός περαστικού αυτοκινήτου.
Πεπεισμένος ότι η Μπάμπορο είχε πέσει θύμα του κατά συρροή
δολοφόνου που πλέον ήταν γνωστός ως Χασάπης του Έσεξ, ο
Τάλμποτ…
Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπά το κινητό του Στράικ. Προσπαθώντας
να μη χάσει τη σελίδα στην οποία βρισκόταν, ο Στράικ το έπιασε και
απάντησε, χωρίς να κοιτάξει στην οθόνη ποιος του τηλεφωνούσε.
«Στράικ».
«Γεια σου, Μπλούι», είπε μια γυναικεία φωνή σιγανά.
Ο Στράικ ακούμπησε το βιβλίο ανοιχτό στο κρεβάτι, με τις σελίδες προς
τα κάτω. Ακολούθησε μια παύση, στη διάρκεια της οποίας άκουγε την
ανάσα της Σάρλοτ.
«Τι θες;»
«Να σου μιλήσω», είπε εκείνη.
«Για τι πράγμα;»
«Δεν ξέρω», του απάντησε γελώντας πνιχτά. «Διάλεξε εσύ ένα θέμα».
Ο Στράικ αναγνώρισε εκείνη τη διάθεση. Η Σάρλοτ είχε ήδη κατεβάσει
μισό μπουκάλι κρασί ή ίσως είχε πιει μερικά ποτήρια ουίσκι. Υπήρχε μια
στιγμή μέθης –ούτε καν μέθης, μιας ηπιότητας γεννημένης μέσα από το
αλκοόλ– όπου εμφανιζόταν μια Σάρλοτ συμπαθέστατη, αν όχι
διασκεδαστική, αλλά όχι ακόμη επιθετική ή μεμψίμοιρη. Ο Στράικ,
μάλιστα, κάποια στιγμή είχε αναρωτηθεί, προς το τέλος του αρραβώνα
τους, όταν η εγγενής ειλικρίνειά του τον υποχρέωσε να έρθει αντιμέτωπος
με την πραγματικότητα και να θέσει δύσκολα ερωτήματα, πόσο
ρεαλιστικό ή υγιές ήταν να θέλει μια σύζυγο η οποία θα βρισκόταν
διαρκώς σε κατάσταση ελαφριάς μέθης.
«Δε μου τηλεφώνησες όπως ζήτησα», είπε η Σάρλοτ. «Άφησα μήνυμα
στη Ρόμπιν. Δε σου το μετέφερε;»
«Ναι, μου το μετέφερε».
«Εσύ όμως δε μου τηλεφώνησες».
«Τι θέλεις τέλος πάντων, Σάρλοτ;»
Το λογικό κομμάτι του εγκεφάλου του τον προέτρεπε να τερματίσει την
κλήση, εκείνος όμως συνέχιζε να κρατά το κινητό στο αυτί του,
ακούγοντας, περιμένοντας. Η Σάρλοτ είχε αποτελέσει για μεγάλο
διάστημα κάτι σαν ναρκωτικό: ναρκωτικό ή αρρώστια.
«Ενδιαφέρον», είπε η Σάρλοτ νωχελικά. «Σκέφτηκα πως ίσως
αποφάσισε να μη σου μεταφέρει το μήνυμα».
Ο Στράικ δε μίλησε.
«Τι έγινε, τα φτιάξατε ή ακόμη; Γλυκούλα είναι. Και πάντοτε παρούσα.
Έτοιμη ανά πάσα στιγμή. Πολύ βολικ…»
«Γιατί τηλεφώνησες;»
«Σου είπα, ήθελα να σου μιλήσω… ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα; Τα
πρώτα γενέθλια των διδύμων. Ολόκληρη η φαμίλια των Ρος κατέφτασε
για να τα καμαρώσει. Τώρα μόλις μπόρεσα να βρω μια στιγμή ησυχίας
όλη μέρα».
Ο Στράικ γνώριζε φυσικά ότι η Σάρλοτ είχε αποκτήσει δίδυμα. Η
σχετική ανακοίνωση είχε δημοσιευτεί στους Times, μιας και ο σύζυγός
της ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας που συνήθιζε να ανακοινώνει
γεννήσεις, γάμους και θανάτους μέσα από τις στήλες της συγκεκριμένης
εφημερίδας, αν και, εν προκειμένω, ο Στράικ δεν είχε διαβάσει την
είδηση εκεί. Η Ίλσα ήταν εκείνη που του μετέφερε την πληροφορία,
οπότε ο Στράικ θυμήθηκε αμέσως τα λόγια που του είχε πει η Σάρλοτ,
ενώ βρίσκονταν καθισμένοι σε ένα τραπέζι εστιατορίου όπου τον είχε
παρασύρει, εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο.
Το μόνο που μου επέτρεψε να αντέξω αυτή την εγκυμοσύνη είναι η σκέψη
πως, από τη στιγμή που θα τα γεννήσω, μπορώ να φύγω.
Τα μωρά όμως είχαν γεννηθεί πρόωρα και η Σάρλοτ δεν τα εγκατέλειψε.
Σάρκα από τη σάρκα σου είναι τα παιδιά. Οι άντρες δε σκαμπάζουν από
κάτι τέτοια.
Μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες είχαν προηγηθεί άλλα δύο
μεθυσμένα τηλεφωνήματα σαν κι αυτό, και τα δύο αργά τη νύχτα. Ο
Στράικ είχε τερματίσει το πρώτο μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, καθώς
την ίδια στιγμή προσπαθούσε να του τηλεφωνήσει η Ρόμπιν. Στο δεύτερο,
η Σάρλοτ είχε τερματίσει απότομα την κλήση ύστερα από λίγα λεπτά.
«Κανείς δεν περίμενε πως θα κατάφερναν να ζήσουν, το ήξερες αυτό;»
ρωτούσε τώρα η Σάρλοτ. «Πρόκειται», ψιθύρισε, «για θαύμα».
«Είναι τα γενέθλια των παιδιών σου σήμερα, μη σε κρατάω άλλο», είπε
ο Στράικ. «Καληνύχτα, Σάρ…»
«Μην κλείσεις», του είπε ξαφνικά επιτακτικά. «Σε παρακαλώ, μην
κλείσεις».
Κλείσε, αντέτεινε η φωνή μέσα στο κεφάλι του. Δεν το έκανε.
«Κοιμούνται του καλού καιρού. Ούτε που καταλαβαίνουν πως είναι τα
γενέθλιά τους, η όλη κατάσταση είναι γελοία. Καθόμαστε και
γιορτάζουμε την επέτειο εκείνου του γαμημένου εφιάλτη. Ήταν απαίσια,
με έβαλαν κάτω και με έσκισαν σαν σφαχτάρι…»
«Πρέπει να κλείσω», είπε ο Στράικ. «Έχω δουλειά».
«Σε παρακαλώ», επανέλαβε εκείνη σχεδόν σπαραχτικά. «Καλέ μου,
είμαι τόσο δυστυχισμένη, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο, βρίσκομαι σε
άθλια κατάσταση…»
«Είσαι παντρεμένη, μητέρα δύο παιδιών», της απάντησε ο Στράικ ωμά,
«και δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος άνθρωπος για να βγάλεις τα εσώψυχά
σου. Υπάρχουν γραμμές στήριξης που μπορείς να καλέσεις ανώνυμα.
Καληνύχτα, Σάρλοτ».
Έκλεισε το τηλέφωνο.
Εν τω μεταξύ, η βροχή είχε δυναμώσει. Οι σταγόνες χτυπούσαν
ρυθμικά πάνω στα σκοτεινά παράθυρα. Το πρόσωπο του Ντένις Κριντ
ξεπρόβαλε ανάποδα μέσα από το εξώφυλλο του παρατημένου βιβλίου. Τα
μάτια με τις ανοιχτόχρωμες βλεφαρίδες έμοιαζαν να έχουν γυρίσει στο
αναποδογυρισμένο πρόσωπο. Ήταν μια ανατριχιαστική εικόνα, λες και τα
μάτια είχαν ζωντανέψει πάνω στη φωτογραφία.
Ο Κόρμοραν Στράικ έπιασε και πάλι το βιβλίο και συνέχισε την
ανάγνωση.
9
Καλέ μου κύριε, πες μου πως τη φιλία πια γυρεύεις,
μιας και για δική σου χάρη σε περιπέτειες μπήκα,
και τις πληγές αυτές ακόμη κουβαλάω,
μα τώρα με τη σειρά σου θα με ξεπληρώσεις.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Ο Στράικ πήρε τον δρόμο της επιστροφής στον σταθμό του Άμερσαμ,
περνώντας μπροστά από τα φροντισμένα πυξάρια και τα διπλά γκαράζ
των μεσοαστών, ενώ στη σκέψη του κλωθογύριζε η Μάργκοτ Μπάμπορο.
Είχε αναδυθεί μέσα από τις αναμνήσεις του ηλικιωμένου γιατρού ως μια
ολοζώντανη και δυναμική προσωπικότητα και, για κάποιο λόγο που δεν
έστεκε, αυτό τον είχε εκπλήξει. Μέσα από την εξαφάνισή της, η Μάργκοτ
Μπάμπορο είχε αποκτήσει στη σκέψη του Στράικ τις άυλες διαστάσεις
ενός φαντάσματος, λες κι ήταν προορισμένη από κάποια ανώτερη δύναμη
να σκορπίσει μια μέρα στο βροχερό μισοσκόταδο και να μην ξαναφανεί
ποτέ.
Θυμήθηκε τις επτά γυναίκες που απεικονίζονταν πάνω στο εξώφυλλο
της βιογραφίας του Ντένις Κριντ. Τα πρόσωπα αυτά εξακολουθούσαν να
υπάρχουν σε μιαν απόκοσμη ασπρόμαυρη πραγματικότητα, πλαισιωμένα
από χτενίσματα τα οποία σταδιακά έφευγαν από τη μόδα κάθε μέρα που
οι γυναίκες εκείνες απουσίαζαν από τις οικογένειες και τη ζωή τους, όμως
καθεμία από εκείνες τις αρνητικές εικόνες αντιπροσώπευε ένα ανθρώπινο
πλάσμα, η καρδιά του οποίου κάποτε χτυπούσε, που οι φιλοδοξίες και οι
απόψεις του, οι επιτυχίες και οι απογοητεύσεις του υπήρξαν εξίσου
αληθινές όσο εκείνες της Μάργκοτ Μπάμπορο, προτού πέσουν πάνω στον
άντρα που εξασφάλισε το προνόμιο να αποτυπωθεί έγχρωμος πάνω στο
κάλυμμα που έντυνε τη φρικτή ιστορία του θανάτου τους. Ο Στράικ δεν
είχε ολοκληρώσει ακόμη το βιβλίο, όμως ήξερε πως ο Κριντ ήταν
υπεύθυνος για τους θανάτους ενός ποικίλου φάσματος θυμάτων, ανάμεσά
τους μιας μαθήτριας, μιας μεσίτριας και μιας φαρμακοποιού. Κι αυτό είχε
αποτελέσει κεντρικό στοιχείο του τρόμου που προκάλεσε ο Χασάπης του
Έσεξ, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων εκείνης της εποχής: το
γεγονός πως δεν περιόριζε τις επιθέσεις του σε ιερόδουλες, οι οποίες,
όπως υπαινίσσονταν τα ρεπορτάζ, αποτελούσαν τα φυσικά θύματα του
δολοφόνου. Στην πραγματικότητα, η μοναδική ιερόδουλη που
επιβεβαιωμένα είχε δεχτεί επίθεση από τον Κριντ, είχε κατορθώσει να
επιβιώσει.
Η Έλεν Γουόρντροπ, η εν λόγω γυναίκα, είχε αφηγηθεί την ιστορία της
στο πλαίσιο ενός τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ με θέμα τον Κριντ, το οποίο
Στράικ είχε παρακολουθήσει στο YouTube πριν από μερικά βράδια, την
ώρα που έτρωγε κάτι που είχε παραγγείλει από το κινέζικο της γειτονιάς.
Το πρόγραμμα είχε αποδειχτεί μελοδραματικό και παρατραβηγμένο, με
πολλές πρόχειρα σκηνοθετημένες αναπαραστάσεις και μουσική
υπόκρουση από μια ταινία τρόμου της δεκαετίας του Εβδομήντα. Την
εποχή που γυρίστηκε, η Έλεν Γουόρντροπ ήταν μια βραδύγλωσση
γυναίκα με κρεμασμένο πρόσωπο, βαμμένα κόκκινα μαλλιά και άτσαλα
τοποθετημένες ψεύτικες βλεφαρίδες, που το θολό της βλέμμα και η
μονότονη φωνή της μαρτυρούσαν είτε τη χρήση ηρεμιστικών είτε κάποια
νευρολογική βλάβη. Ο Κριντ είχε καταφέρει στη μεθυσμένη και
πανικόβλητη Έλεν ένα χτύπημα στο κεφάλι με σφυρί, το οποίο υπό άλλες
συνθήκες θα μπορούσε να είχε αποδειχτεί μοιραίο, στην προσπάθειά του
να τη φορτώσει στην καρότσα του φορτηγού. Η γυναίκα έστρεψε το
κεφάλι της, όταν της το ζήτησε ο δημοσιογράφος, προκειμένου να δείξει
στους τηλεθεατές το σημείο όπου παρέμενε ορατό το σημάδι από το
χτύπημα. Ο δημοσιογράφος σχολίασε πως σίγουρα αισθάνεται πολύ
τυχερή που επιβίωσε. Ακολούθησε ένας ελαφρύς δισταγμός, προτού η
Έλεν συμφωνήσει μαζί του.
Ο Στράικ είχε σταματήσει το ντοκιμαντέρ σ’ εκείνο το σημείο,
εκνευρισμένος από τις ανούσιες ερωτήσεις. Είχε βρεθεί κι ο ίδιος κάποτε
στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή και τις συνέπειες εκείνης της
συγκυρίας θα τις κουβαλούσε σε όλη του τη ζωή, οπότε καταλάβαινε
απόλυτα τον δισταγμό της Έλεν Γουόρντροπ. Το αμέσως επόμενο
διάστημα της έκρηξης που είχε διαλύσει το πέλμα και την κνήμη του
Στράικ, μαζί με το σώμα του λοχία Γκάρι Τόπλεϊ από τη μέση και κάτω,
καθώς κι ένα μεγάλο μέρος από το πρόσωπο του Ρίτσαρντ Άνστις, ο
Στράικ είχε βιώσει ένα πλήθος συναισθημάτων, στα οποία
συμπεριλαμβάνονταν οι τύψεις, η ευγνωμοσύνη, η σύγχυση, ο φόβος, η
οργή, η απέχθεια και η μοναξιά, όμως δε θυμόταν να είχε αισθανθεί
κάποια στιγμή τυχερός. «Τυχερός» θα ήταν αν δεν είχε εκραγεί η βόμβα.
«Τυχερός» θα ήταν αν εξακολουθούσε να έχει και τα δυο του πόδια.
«Τυχερός» ήταν η λέξη που οι άνθρωποι οι οποίοι δεν άντεχαν να
αναλογίζονται φρικτές καταστάσεις, είχαν ανάγκη να ακούσουν τους
σακατεμένους και τρομοκρατημένους επιζώντες να χρησιμοποιούν, για να
περιγράψουν τον εαυτό τους. Θυμόταν τη θεία του να αποφαίνεται
δακρυσμένη πως δεν πονούσε, την ώρα που κειτόταν στο κρεβάτι του
νοσοκομείου, θολωμένος από τη μορφίνη, με τα λόγια της να έρχονται σε
οξεία αντίθεση με το πρώτο πράγμα που του είχε πει ο Πόλγουορθ, όταν
επισκέφτηκε τον Στράικ στο νοσοκομείο του Σέλι Όουκ.
«Γαμήθηκε ο Δίας κομματάκι, αδελφέ».
«Κομματάκι», είπε πει ο Στράικ, με το ακρωτηριασμένο πόδι απλωμένο
μπροστά του, οι νευρικές απολήξεις του οποίου επέμεναν πως η κνήμη
και το πέλμα εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη θέση τους.
Ο Στράικ έφτασε στον σταθμό του Άμερσαμ, όπου διαπίστωσε πως
μόλις είχε χάσει το τρένο που θα τον οδηγούσε πίσω στο Λονδίνο.
Επομένως, κάθισε σε ένα παγκάκι έξω, στον αναιμικό ήλιο του
φθινοπώρου, αργά το απόγευμα, έβγαλε τα τσιγάρα του, άναψε ένα κι
ύστερα ασχολήθηκε με το κινητό του. Δύο γραπτά μηνύματα και μία
αναπάντητη κλήση είχαν μαζευτεί όση ώρα συζητούσε με τον Γκάπτα και
είχε το κινητό του στο αθόρυβο.
Το ένα γραπτό μήνυμα ήταν από τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Αλ, και
το δεύτερο από τη φίλη του, την Ίλσα, επομένως μπορούσαν να
περιμένουν, ενώ αντίθετα η αναπάντητη κλήση ήταν από τον Τζορτζ
Λέιμπορν, στον οποίο τηλεφώνησε αμέσως.
«Έλα, Στράικ, εσύ είσαι;»
«Ναι. Μου τηλεφώνησες προ ολίγου».
«Σωστά. Σου το βρήκα. Το αντίγραφο του φακέλου της Μπάμπορο».
«Πλάκα μου κάνεις!» αναφώνησε ο Στράικ με ενθουσιασμό. «Τζορτζ,
αυτό είναι σπουδαίο, σου χρωστάω μεγάλη χάρη».
«Κέρασέ με μια μπίρα και πες το όνομά μου στους δημοσιογράφους,
έτσι και καταφέρεις να βρεις ποιος το έκανε. “Πολύτιμη βοήθεια”. “Δε θα
μπορούσα να τα είχα καταφέρει χωρίς τη συμβολή του”. Τέλος πάντων,
αποφασίζουμε αργότερα πώς ακριβώς θα το διατυπώσεις. Ποιος ξέρει,
μπορεί να θυμηθούν κι οι χαρτογιακάδες εδώ πέρα πως μου αξίζει μια
προαγωγή. Να ξέρεις όμως», πρόσθεσε ο Λέιμπορν, μιλώντας σοβαρά
αυτή τη φορά, «πως μιλάμε για χάλι. Ο φάκελος θέλω να πω.
Απερίγραπτο χάλι».
«Δηλαδή;»
«Παμπάλαιος. Λείπουν και κάποια σημεία απ’ ό,τι είδα, αν και δεν
αποκλείεται να είναι καταχωρισμένα με λάθος σειρά –δεν έχω προλάβει
να ελέγξω συστηματικά τα πάντα, μιλάμε για τέσσερις κούτες εδώ πέρα–,
όμως ο τρόπος που καταχώριζε τα στοιχεία ο Τάλμποτ ήταν αλλού γι’
αλλού, και το ότι ανέλαβε στη συνέχεια ο Λόσον και προσπάθησε να
βάλει τα πράγματα σε μια σειρά ουσιαστικά δε βοήθησε. Τέλος πάντων,
ό,τι κι αν είναι, είναι δικό σου. Τι λες, να περάσω αύριο το πρωί, να σου
αφήσω τις κούτες στο γραφείο;»
«Ειλικρινά, δεν έχω λόγια να σου περιγράψω πόσο εκτιμώ αυτό που
κάνεις, Τζορτζ».
«Ο γέρος μου θα πέταγε από τη χαρά του, αν ήξερε πως κάποιος θα
προσπαθήσει να ξαναρίξει μια ματιά σε αυτή την υπόθεση», είπε ο
Λέιμπορν. «Πολύ θα ήθελε να δει τον Κριντ τυλιγμένο σε μια κόλα χαρτί
για έναν ακόμη φόνο».
Ο Λέιμπορν τερμάτισε την κλήση, οπότε ο Στράικ άναψε αμέσως
τσιγάρο και τηλεφώνησε στη Ρόμπιν για να της ανακοινώσει τα
ευχάριστα, όμως η κλήση του προωθήθηκε αμέσως στον τηλεφωνητή.
Τότε θυμήθηκε πως η Ρόμπιν είχε συνάντηση εκείνη την ώρα με τον
κατατρεγμένο παρουσιαστή, οπότε έστρεψε την προσοχή του στο γραπτό
μήνυμα από τον Αλ.
Αδελφέ, γεια χαρά, ξεκινούσε, λες και ήταν κολλητάρια.
Ο Αλ ήταν ο μόνος αδελφός που είχε από την πλευρά του πατέρα του,
με τον οποίο ο Στράικ διατηρούσε μια κάποια σχέση, οσοδήποτε
σπασμωδική και μονόπλευρη, με τον Αλ να είναι εκείνος που κατέβαλλε
όλη την προσπάθεια. Ο Στράικ είχε συνολικά έξι ετεροθαλή αδέλφια με
το επίθετο Ρόκεμπι, τρία από τα οποία δεν είχε συναντήσει καν,
κατάσταση την οποία καμία ανάγκη δεν αισθανόταν να διορθώσει, καθώς
ήδη αρκετές σκοτούρες είχε προσπαθώντας να διαχειριστεί τις σχέσεις
του με τους υπάρχοντες συγγενείς του.
Όπως ξέρεις, οι Deadbeats γιορτάζουν τα πενήντα χρόνια της
κοινής τους πορείας του χρόνου…
Ο Στράικ δεν το ήξερε αυτό. Είχε συναντήσει τον πατέρα του, τον Τζόνι
Ρόκεμπι, ο οποίος ήταν ο βασικός τραγουδιστής των Deadbeats, συνολικά
δύο φορές στη ζωή του και οι περισσότερες πληροφορίες που είχε σχετικά
με τον διάσημο πατέρα του είχαν προέλθει είτε από τη μητέρα του, τη
Λίντα, τη γυναίκα την οποία από λάθος είχε αφήσει έγκυο σε μια γωνία
ενός πάρτι στη Νέα Υόρκη, σε σχεδόν δημόσια θέα, είτε από τους
δημοσιογράφους.
Όπως ξέρεις, οι Deadbeats γιορτάζουν τα πενήντα χρόνια της
κοινής τους πορείας του χρόνου και (άκρως εμπιστευτικό αυτό που
σου γράφω) ετοιμάζονται να το κάνουν με ένα νέο άλμπουμ στις 24
Μαΐου. Αποφασίσαμε (οι συγγενείς δηλαδή) να τους οργανώσουμε
ένα φοβερό πάρτι στο Λονδίνο εκείνο το βράδυ, στο Spencer
House, για να γιορτάσουμε την κυκλοφορία. Αδελφέ, θα ήταν
τεράστια χαρά για όλους μας και ιδίως για τον μπαμπά αν
ερχόσουν. Η Γκάμπι σκέφτηκε πως θα ήταν τέλεια να βγούμε όλα
τα παιδιά μια φωτογραφία μαζί, για να του την κάνουμε δώρο
εκείνο το βράδυ. Θα είναι η πρώτη μας. Θα την κορνιζάρουμε, να
του κάνουμε έκπληξη. Όλοι είναι σύμφωνοι. Το δικό σου οκ
περιμένουμε. Σκέψου το, αδελφέ.
Ο Στράικ διάβασε το μήνυμα μια δεύτερη φορά, κι ύστερα το έκλεισε
χωρίς να απαντήσει, οπότε άνοιξε το μήνυμα της Ίλσα, το οποίο ήταν
πολύ πιο σύντομο.
Σήμερα είναι τα γενέθλια της Ρόμπιν, ρε χαμένε.
12
Με λόγια κολακευτικά, όμορφα την πλεύρισε,
και δώρα όμορφα στα πόδια της απόθεσε, τη ματιά της να γητέψει,
μα εκείνη δώρα και δωρητή απέρριψε,
μαζί κι όλα τα καλοπιάσματα του κόλακα.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
ΟΣτράικ είχε μετανιώσει για εκείνο το πρώτο δώρο που είχε κάνει στη
Ρόμπιν Έλακοτ. Είχε αγοράσει την πανάκριβη πράσινη τουαλέτα
παραδομένος σε μια δονκιχοτική διάθεση υπερβολής, νιώθοντας ασφαλής
να της προσφέρει κάτι τόσο προσωπικό αποκλειστικά και μόνο επειδή
ήταν αρραβωνιασμένη με έναν άλλο άντρα, κι άλλωστε οι δρόμοι τους
σύντομα θα χώριζαν ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Η Ρόμπιν το είχε
φορέσει δήθεν για να δει ο Στράικ αν θα ταίριαζε σε μιαν άλλη γυναίκα,
ενώ στην πραγματικότητα επιχειρούσε να πείσει την πωλήτρια να της
αποκαλύψει κάποιες ζουμερές πληροφορίες, και πράγματι η μαρτυρία
εκείνης της κοπέλας, την οποία τόσο επιδέξια απέσπασε η Ρόμπιν, είχε
βοηθήσει στη διαλεύκανση της υπόθεσης χάρη στην οποία ο Στράικ
απέκτησε όνομα και απέφυγε τη χρεοκοπία. Παρασυρμένος από ένα κύμα
ευφορίας και ευγνωμοσύνης, είχε επιστρέψει στο κατάστημα
προχωρώντας στην αγορά, θέλοντας να κάνει μια σημαντική
αποχαιρετιστήρια χειρονομία. Τίποτε άλλο δε φάνταζε ικανό να αποδώσει
τα όσα ήθελε να της πει, δηλαδή «δες πόσα πετύχαμε μαζί». «Δε θα
μπορούσα να τα είχα καταφέρει χωρίς εσένα» και (αν ήθελε να είναι
απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του) «είσαι πανέμορφη μέσα σε τούτη
την τουαλέτα και ήθελα να ξέρεις πως αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που
σκέφτηκα μόλις σε είδα να τη φοράς».
Όμως, τα πράγματα δεν είχαν εξελιχτεί ακριβώς όπως τα λογάριαζε ο
Στράικ, καθώς μέσα σε μία ώρα από τη στιγμή που της είχε χαρίσει την
πράσινη τουαλέτα, την είχε προσλάβει ως μόνιμη βοηθό του. Αναμφίβολα
στο συγκεκριμένο ρούχο εδραζόταν, τουλάχιστον εν μέρει, η βαθύτατη
δυσπιστία με την οποία ο Μάθιου, ο αρραβωνιαστικός της, έμελλε να
αντιμετωπίσει στο εξής τον ντετέκτιβ. Κι ακόμη χειρότερα, από την
οπτική του Στράικ, είχε τοποθετήσει τον πήχη σε άβολα υψηλό σημείο ως
προς τα όποια μελλοντικά δώρα. Είτε συνειδητά είτε όχι, είχε φροντίσει
να χαμηλώσει αισθητά τις προσδοκίες στο διάστημα που μεσολάβησε,
είτε ξεχνώντας τελείως να χαρίσει κάτι στη Ρόμπιν για τα γενέθλιά της
και τα Χριστούγεννα, είτε επιλέγοντας όσο το δυνατόν αδιάφορες λύσεις.
Αγόρασε μερικούς κρίνους στο πρώτο ανθοπωλείο που βρήκε μπροστά
του όταν αποβιβάστηκε από το τρένο που τον μετέφερε από το Άμερσαμ
και τους πήγε στο γραφείο, ώστε να τους βρει η Ρόμπιν την επόμενη
ημέρα. Τους είχε διαλέξει επειδή ήταν μεγάλοι και μύριζαν έντονα.
Θεώρησε πως έπρεπε να δώσει κάτι περισσότερο σε σχέση με το ποσό
που είχε διαθέσει για την περυσινή καθυστερημένη ανθοδέσμη και τα
συγκεκριμένα λουλούδια έδειχναν εντυπωσιακά, σαν να μην είχε κάνει
τσιγκουνιές. Τα τριαντάφυλλα κουβαλούσαν περίεργους συνειρμούς,
λόγω της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, ενώ σχεδόν ό,τι άλλο υπήρχε στο
ανθοπωλείο –με τις επιλογές να είναι αναπόφευκτα περιορισμένες στις
πέντε και μισή το απόγευμα– έδειχνε κάπως ταλαιπωρημένο ή λίγο. Οι
κρίνοι ήταν μεγάλοι αλλά καθησυχαστικά απρόσωποι, εντυπωσιακοί στη
μορφή και με έντονο άρωμα, κι υπήρχε ασφάλεια στην αυθάδειά τους.
Προέρχονταν από κάποιο επαγγελματικό θερμοκήπιο· δεν τους συνόδευε
ούτε υποψία ρομαντικού ψιθύρου από κάποιο άγνωστο δάσος ή κάποιο
μυστικό κήπο: ήταν λουλούδια για τα οποία θα μπορούσε να πει με
βεβαιότητα πως «μύριζαν ωραία», χωρίς να απαιτηθεί κάποια άλλη
αιτιολόγηση της επιλογής του.
Ο Στράικ δεν μπορούσε να γνωρίζει πως ο κυρίαρχος συνειρμός που
έκανε η Ρόμπιν μόλις αντίκριζε έναν κρίνο, τώρα και στο εξής, ήταν η
Σάρα Σάντλοκ, η οποία είχε φέρει κάποτε μια σχεδόν ολόιδια ανθοδέσμη
στο πάρτι της Ρόμπιν και του Μάθιου, όταν εγκαταστάθηκαν στο νέο
τους σπίτι. Όταν μπήκε η Ρόμπιν στο εσωτερικό δωμάτιο την επομένη
των γενεθλίων της και είδε τα λουλούδια να στέκουν πάνω στο γραφείο
των συνεταίρων, χωμένα σε ένα βάζο γεμάτο νερό αλλά τυλιγμένα ακόμη
με το σελοφάν τους, με έναν πελώριο φούξια φιόγκο πάνω τους και μια
τόση δα κάρτα που έγραφε «Χρόνια πολλά από τον Κόρμοραν» (χωρίς
φιλί, ποτέ του δεν έγραφε φιλιά στις κάρτες του), βίωσε το ίδιο ακριβώς
συναίσθημα όπως τη στιγμή που ήρθε αντιμέτωπη με εκείνη τη γυάλινη
χειροβομβίδα στα Selfridges. Δεν τα ήθελε αυτά τα λουλούδια· έξυναν
διπλή πληγή, καθώς της υπενθύμιζαν τόσο την αφηρημάδα του Στράικ
όσο και την απιστία του Μάθιου, κι αν έπρεπε να τα βλέπει ή να τα
μυρίζει, αποφάσισε, αυτό δε θα συνέβαινε μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Έτσι, άφησε τα λουλούδια στο γραφείο, κι εκεί αυτά αρνούνταν
πεισματικά να μαραθούν, καθώς η Πατ τους άλλαζε ευσυνείδητα νερό
κάθε πρωί και τα περιποιούνταν τόσο, ώστε άντεξαν επί σχεδόν δύο
ολόκληρες εβδομάδες. Στο τέλος, ακόμη κι ο Στράικ τα είχε μπουχτίσει:
κάθε τόσο η μυρωδιά τους του θύμιζε το άρωμα της πρώην φιλενάδας
του, της Λόρελεϊ, κι ο συνειρμός δεν ήταν ευχάριστος.
Μέχρι να αρχίσουν τα χοντρά ροζ και λευκά φύλλα να ζαρώνουν και να
πέφτουν, η τριακοστή ένατη επέτειος της εξαφάνισης της Μάργκοτ
Μπάμπορο είχε παρέλθει δίχως τυμπανοκρουσίες και πιθανότατα χωρίς
να τη θυμηθεί κανείς, εκτός ίσως από την οικογένειά της, τον Στράικ και
τη Ρόμπιν, καθώς και οι δύο γνώριζαν τη μοιραία ημερομηνία. Ο Τζορτζ
Λέιμπορν είχε κρατήσει την υπόσχεσή του και παρέδωσε τα αντίγραφα
των φακέλων της αστυνομίας στο γραφείο, τα οποία πλέον φυλάσσονταν
σε τέσσερα χαρτόκουτα κάτω από το γραφείο των συνεταίρων, καθώς
ήταν το μοναδικό σημείο όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος. Ο Στράικ, ο
οποίος εκείνο το διάστημα ήταν ο λιγότερο επιβαρυμένος από τις
υπόλοιπες υποθέσεις που έτρεχε το γραφείο, όντας σε επιφυλακή για το
ενδεχόμενο να επιστρέψει στην Κορνουάλη εφόσον προέκυπταν
εξελίξεις, αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με αυτούς τους
φακέλους. Από τη στιγμή που θα μελετούσε το περιεχόμενό τους,
σχεδίαζε να επισκεφτεί το Κλέρκενγουελ μαζί με τη Ρόμπιν και να
περπατήσει τη διαδρομή ανάμεσα στο κτίριο όπου στεγαζόταν άλλοτε το
ιατρείο και είχε θεαθεί η Μάργκοτ ζωντανή για τελευταία φορά και στην
παμπ όπου την περίμενε μάταια η φίλη της.
Οπότε, την τελευταία ημέρα του Οκτωβρίου, η Ρόμπιν έφυγε από το
γραφείο στη μία και έσπευσε, υπό την απειλή βροχής και την ομπρέλα
στο χέρι για κάθε ενδεχόμενο, στον σταθμό του μετρό. Κατά βάθος, την
ενθουσίαζε η προοπτική αυτού του απογεύματος, του πρώτου που θα
περνούσε με τον Στράικ τρέχοντας μαζί την υπόθεση Μπάμπορο.
Το ψιλοβρόχι είχε ξεκινήσει όταν η Ρόμπιν εντόπισε τον Στράικ, που
στεκόταν και κάπνιζε, ενώ παρατηρούσε την πρόσοψη ενός κτιρίου στα
μισά της Σεντ Τζονς Λέιν. Στράφηκε προς το μέρος της, ακούγοντας τους
χτύπους των τακουνιών της στο βρεγμένο πεζοδρόμιο.
«Άργησα;» τον ρώτησε φωναχτά, καθώς πλησίαζε.
«Όχι», απάντησε ο Στράικ, «εγώ ήρθα νωρίς».
Η Ρόμπιν έφτασε στο σημείο όπου στεκόταν ο Στράικ, εξακολουθώντας
να κρατά την ομπρέλα της και έστρεψε το βλέμμα της προς το ψηλό,
πολυώροφο κτίριο που ήταν καμωμένο από καφετιά τούβλα και διέθετε
μεγάλα παράθυρα με μεταλλικά πλαίσια. Μάλλον κάποια γραφεία
στεγάζονταν τώρα εκεί, όμως από την πρόσοψη δεν μπορούσε να
καταλάβει κανείς για τι είδους επιχείρηση επρόκειτο.
«Εδώ ακριβώς ήταν», είπε ο Στράικ δείχνοντας την πόρτα με τον αριθμό
29. «Το παλιό ιατρείο του Σεντ Τζον. Προφανώς, η πρόσοψη του κτιρίου
έχει ανακαινιστεί. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε και μια βοηθητική είσοδος»,
είπε. «Θα περάσουμε από πίσω σε λίγο, να ρίξουμε μια ματιά».
Η Ρόμπιν έστρεψε το βλέμμα της ολόγυρα στον στενό δρόμο μονής
κατεύθυνσης, ο οποίος περιστοιχιζόταν από ψηλά, πολυώροφα κτίρια.
«Ερημιά δεν το λες πάντως», σχολίασε η Ρόμπιν.
«Σωστά», συμφώνησε ο Στράικ. «Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε με το τι
φορούσε η Μάργκοτ όταν εξαφανίστηκε».
«Αυτό το ξέρω ήδη», είπε η Ρόμπιν. «Καφέ κοτλέ φούστα, κόκκινο
πουκάμισο, πλεχτό μπλουζάκι, μπεζ καμπαρντίνα Burberry, ασημένιο
κολιέ και σκουλαρίκια, χρυσή βέρα. Κρατούσε δερμάτινη τσάντα ώμου
και μαύρη ομπρέλα».
«Να σκεφτείς μήπως γίνεις ιδιωτική ντετέκτιβ», είπε ο Στράικ, που είχε
εντυπωσιαστεί αρκετά. «Έτοιμη να ακούσεις τι αναφέρει ο φάκελος της
αστυνομίας;»
«Για πες».
«Στις έξι παρά τέταρτο, την 11η Οκτωβρίου του 1974, μόνο τρία άτομα
είναι γνωστό ότι βρίσκονταν στο εσωτερικό αυτoύ του κτιρίου: η
Μάργκοτ, που ήταν ντυμένη ακριβώς όπως περιέγραψες, αλλά δεν είχε
φορέσει ακόμη την καμπαρντίνα της· η Γκλόρια Κόντι, η νεότερη από τις
δύο υπαλλήλους υποδοχής, και μια ασθενής που είχε έρθει εκτάκτως,
παραπονούμενη για κοιλιακό άλγος. Η ασθενής, σύμφωνα με τη βιαστική
σημείωση που κράτησε η Γκλόρια, ονομαζόταν “Θίο ερωτηματικό”.
Παρά το αντρικό όνομα και την κατάθεση του δρα Τζόζεφ Μπρένερ, ο
οποίος ανέφερε πως του φάνηκε για άντρας, καθώς και τις επίμονες
προσπάθειες του Τάλμποτ να την πείσει πως ο Θίο ήταν άντρας ντυμένος
γυναίκα, η Γκλόρια δεν αμφιταλαντεύτηκε ποτέ στην κατάθεσή της ότι η
“Θίο” ήταν γυναίκα.
»Όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι που εργάζονταν στο ιατρείο είχαν φύγει
πριν από τις έξι παρά τέταρτο, εκτός από την καθαρίστρια, τη Βίλμα, η
οποία δεν είχε περάσει καν από το κτίριο εκείνη την ημέρα, καθώς δεν
εργαζόταν τις Παρασκευές. Στη Βίλμα θα επιστρέψουμε στη συνέχεια.
»Η Τζάνις, η νοσοκόμα, παρέμεινε στο ιατρείο μέχρι το μεσημέρι, στη
συνέχεια διέθεσε το απόγευμα σε κατ’ οίκον επισκέψεις και δεν
επέστρεψε. Η Αϊρίν, η μία από τις υπαλλήλους υποδοχής, έφυγε στις δύο
και μισή, καθώς είχε ραντεβού με τον οδοντογιατρό της, και δεν
επέστρεψε. Σύμφωνα με τις καταθέσεις τους, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν
από άλλους μάρτυρες, η γραμματέας, η Ντόροθι, έφυγε στις πέντε και
δέκα, ο δρ Γκάπτα στις πέντε και μισή και ο δρ Μπρένερ στις έξι παρά
τέταρτο. Η αστυνομία δεν είχε καμία αμφιβολία για τα άλλοθι που
παρουσίασαν και οι τρεις τους για το υπόλοιπο βράδυ: η Ντόροθι
επέστρεψε σπίτι, στον γιο της, και πέρασε το βράδυ παρακολουθώντας
τηλεόραση μαζί του. Ο δρ Γκάπτα παρευρέθηκε σε οικογενειακό δείπνο
για τα γενέθλια της μητέρας του και ο δρ Μπρένερ ήταν μαζί με τη
γεροντοκόρη αδελφή του, με την οποία συγκατοικούσε. Και τους δύο
Μπρένερ τους είδε αργότερα εκείνο το βράδυ, μέσα από το παράθυρο του
καθιστικού τους, περίοικος που είχε βγάλει βόλτα τον σκύλο της.
»Οι τελευταίοι ασθενείς που ήταν καταχωρισμένοι στο ιατρείο, μια
μητέρα με το παιδί της, ήταν ασθενείς της Μάργκοτ και έφυγαν από το
ιατρείο λίγο πριν από τον Μπρένερ. Οι ασθενείς κατέθεσαν πως η
Μάργκοτ ήταν μια χαρά όταν την είδαν.
»Από εκείνο το σημείο και μετά, η Γκλόρια είναι η μοναδική μάρτυρας.
Σύμφωνα με την ίδια, η Θίο πέρασε στο δωμάτιο εξέτασης της Μάργκοτ
και παρέμεινε εκεί για περισσότερη ώρα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Στις
έξι και τέταρτο η Θίο έφυγε και δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά στο ιατρείο.
Αργότερα, η αστυνομία απηύθυνε δημόσια έκκληση να παρουσιαστεί,
όμως δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση.
»Η Μάργκοτ δεν άφησε καμία σημείωση σχετικά με τη Θίο. Εικάζεται
πως σκόπευε να καταγράψει τα αποτελέσματα της επίσκεψης την επόμενη
ημέρα, καθώς η φίλη της την περίμενε στην παμπ εδώ και ένα τέταρτο και
δεν ήθελε να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο.
»Λίγο μετά την αποχώρηση της Θίο, η Μάργκοτ βγήκε βιαστικά από το
δωμάτιο εξέτασης, φόρεσε την καμπαρντίνα της, ζήτησε από την Γκλόρια
να κλειδώσει με το εφεδρικό κλειδί, βγήκε έξω στη βροχή, άνοιξε την
ομπρέλα της, έστριψε δεξιά και χάθηκε από το οπτικό πεδίο της
υπαλλήλου».
Ο Στράικ έστριψε και έδειξε παρακάτω στον δρόμο, προς μια κίτρινη
καμάρα που έμοιαζε πανάρχαιη και η οποία εκτεινόταν ακριβώς μπροστά
τους.
«Πράγμα που σημαίνει πως κινήθηκε προς εκείνη την κατεύθυνση, προς
την παμπ».
Για μια στιγμή και οι δυο τους έμειναν να κοιτάζουν προς την παλιά
καμάρα που εκτεινόταν πάνω από τον δρόμο, λες και θα ξεπρόβαλλε εκεί
κάποια σκιά της Μάργκοτ. Τελικά, ο Στράικ έσβησε το τσιγάρο πατώντας
το και είπε:
«Έλα μαζί μου».
Περπάτησε κατά μήκος του κτιρίου στον αριθμό 28 και εκεί
κοντοστάθηκε, δείχνοντας προς ένα στενό σοκάκι φαρδύ όσο μια πόρτα,
το Πάσινγκ Άλεϊ.
«Καλή κρυψώνα», σχολίασε η Ρόμπιν, στρέφοντας το βλέμμα της προς
το σκοτεινό, θολωτό πέρασμα που εκτεινόταν μεταξύ δύο κτιρίων.
«Οπωσδήποτε», συμφώνησε ο Στράικ. «Αν κάποιος είχε σκοπό να της
στήσει καρτέρι, το σημείο είναι ιδανικό. Την αιφνιδιάζει, τη σέρνει εδώ
μέσα… όμως από εκεί και πέρα το πράγμα θα περιπλεκόταν».
Διέσχισαν το μικρό πέρασμα και βρέθηκαν σε ένα χαμηλωμένο
κηπάριο, στρωμένο με τσιμέντο και θάμνους, το οποίο εκτεινόταν μεταξύ
δύο παράλληλων δρόμων.
«Η αστυνομία ερεύνησε εξονυχιστικά ολόκληρη την περιοχή του
κηπάριου με ειδικά εκπαιδευμένους σκύλους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κι
αν ο δράστης την έσυρε παρακάτω από εδώ», συνέχισε σκεφτικός ο
Στράικ, δείχνοντας προς τον δρόμο που εκτεινόταν παράλληλα με το Σεντ
Τζονς Λέιν, «για να φτάσει στην οδό Σεντ Τζον, θα ήταν πρακτικά
αδύνατο να περάσει απαρατήρητος. Ο κεντρικός δρόμος είναι πολύ πιο
πολυσύχναστος απ’ ό,τι η πάροδος. Κι αυτό αν υποθέσουμε πως μια
υγιής, ψηλή, νέα γυναίκα δε θα είχε βάλει τις φωνές και δε θα είχε
επιχειρήσει να αντισταθεί».
Γύρισε για να κοιτάξει την πίσω είσοδο.
«Η νοσοκόμα κάποιες φορές χρησιμοποιούσε τη βοηθητική είσοδο, αντί
να περνάει από την αίθουσα αναμονής. Είχε ένα δωματιάκι στην πίσω
πλευρά του κτιρίου, όπου φύλαγε τα πράγματά της και μερικές φορές
έβλεπε ασθενείς. Η Βίλμα, η καθαρίστρια, επίσης χρησιμοποιούσε
κάποιες φορές την πίσω πόρτα. Αλλιώς, συνήθως παρέμενε κλειδωμένη».
«Μας ενδιαφέρει η περίπτωση ότι ορισμένοι άνθρωποι θα μπορούσαν
να μπαινοβγαίνουν από το κτίριο από μια δεύτερη πόρτα;» ρώτησε η
Ρόμπιν.
«Όχι ιδιαίτερα, όμως θέλω να σχηματίσω μια αίσθηση της
διαρρύθμισης του χώρου. Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια: πρέπει
να ξαναδούμε τα πάντα».
Επέστρεψαν μέσω του Πάσινγκ Άλεϊ και βρέθηκαν μπροστά στην
κεντρική είσοδο του κτιρίου.
«Έχουμε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τον Μπιλ Τάλμποτ», είπε ο
Στράικ. «Ξέρουμε πως ο Χασάπης του Έσεξ τελικά αποδείχτηκε πως
ήταν ξανθός και λεπτοκαμωμένος, όχι κάποιο γεροδεμένο άτομο με
τσιγγάνικη όψη. Η Θίο, όποια κι αν ήταν, δεν ήταν ο Κριντ. Πράγμα το
οποίο δε σημαίνει απαραίτητα πως τη θεωρούμε άσχετη, προφανώς.
»Κάτι τελευταίο, για να τελειώσουμε με το κτίριο του ιατρείου», είπε ο
Στράικ, στρέφοντας το βλέμμα προς τον αριθμό 29. «Η Αϊρίν, η ξανθιά
ρεσεψιονίστ, κατέθεσε στην αστυνομία πως η Μάργκοτ είχε λάβει δύο
απειλητικά ανώνυμα σημειώματα, λίγο καιρό πριν από την εξαφάνισή
της. Τα σημειώματα δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο της αστυνομίας,
οπότε βασιζόμαστε μόνο στην κατάθεση της Αϊρίν. Ισχυρίζεται πως
άνοιξε το ένα και πως είδε το δεύτερο πάνω στο γραφείο της Μάργκοτ,
την ώρα που της έφερνε το τσάι της. Λέει πως αυτό που άνοιξε περιείχε
μιαν αναφορά στην Κόλαση».
«Θα περίμενε κανείς πως με την αλληλογραφία θα ασχολούνταν η
γραμματέας», σχολίασε η Ρόμπιν. «Όχι η υπάλληλος υποδοχής».
«Πολύ σωστή παρατήρηση», είπε ο Στράικ βγάζοντας το
σημειωματάριό του και κρατώντας μια σημείωση, «θα το τσεκάρω…
Νομίζω πως θα ήταν σκόπιμο να προσθέσω εδώ ότι ο Τάλμποτ θεωρούσε
την Αϊρίν αναξιόπιστη μάρτυρα: ανακριβή και με τάση προς την
υπερβολή. Παρεμπιπτόντως, ο Γκάπτα ανέφερε πως η Αϊρίν και η
Μάργκοτ είχαν κάποια “προστριβή”, όπως είπε, σε ένα χριστουγεννιάτικο
πάρτι. Δεν απέδωσε ιδιαίτερη σημασία τότε, πάντως ήταν κάτι που
συγκράτησε στη μνήμη του».
«Ο Τάλμποτ είναι…;»
«Νεκρός; Ναι», είπε ο Στράικ. «Το ίδιο και ο Λόσον, που τον
αντικατέστησε στην πορεία. Ο Τάλμποτ όμως έχει έναν γιο και λέω να
επικοινωνήσω μαζί του. Ο Λόσον δεν απέκτησε παιδιά».
«Κάτι έλεγες για εκείνα τα απειλητικά σημειώματα».
«Λοιπόν, η Γκλόρια, η δεύτερη ρεσεψιονίστ, κατέθεσε πως η Αϊρίν της
έδειξε το ένα από τα σημειώματα, όμως δε θυμόταν τι έγραφε. Η Τζάνις,
η νοσοκόμα, επιβεβαίωσε πως η Αϊρίν τους είχε αναφέρει τα σημειώματα
εκείνο το διάστημα, όμως είπε πως η ίδια δεν τα είχε δει. Η Μάργκοτ δεν
ανέφερε το παραμικρό στον Γκάπτα, του τηλεφώνησα και το
επιβεβαίωσα.
»Τέλος πάντων», είπε ο Στράικ ρίχνοντας μια τελευταία ματιά ολόγυρα
στον δρόμο, κι ενώ το ψιλοβρόχι συνεχιζόταν, «αν υποθέσουμε πως δεν
απήγαγε κανείς τη Μάργκοτ λίγο παρακάτω από το ιατρείο ή ότι δεν
επιβιβάστηκε σε κάποιο αυτοκίνητο που την περίμενε σε ελάχιστη
απόσταση από την πόρτα, τράβηξε προς την παμπ, πράγμα που σημαίνει
ότι συνεχίζουμε προς τα εδώ».
«Μήπως θέλεις να έρθεις κάτω από την ομπρέλα;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε ο Στράικ. Τα πυκνά, σγουρά μαλλιά του έδειχναν ίδια, είτε
βρεγμένα είτε στεγνά: δεν είχε τέτοιου είδους θέματα.
Προχώρησαν στον δρόμο και πέρασαν από τη Σεντ Τζονς Γκέιτ, την
παμπάλαιη πέτρινη καμάρα που διακοσμούνταν από πολλές μικρές
εραλδικές ασπίδες, και βρέθηκαν στην οδό Κλέρκενγουελ, έναν
πολύβουο δρόμο διπλής κατεύθυνσης, τον οποίο και διέσχισαν,
φτάνοντας δίπλα σε έναν παλιομοδίτικο άλικο τηλεφωνικό θάλαμο, ο
οποίος έστεκε στην είσοδο της Άλμπερμαρλ Γουέι.
«Αυτός είναι ο θάλαμος όπου εντοπίστηκαν οι δύο γυναίκες που
παραπατούσαν;» ρώτησε η Ρόμπιν.
Ο Στράικ γύρισε απότομα και την κοίταξε.
«Διάβασες τις σημειώσεις της υπόθεσης», είπε σχεδόν επικριτικά.
«Τους έριξα μια γρήγορη ματιά», ομολόγησε η Ρόμπιν, «την ώρα που
εκτύπωνα τον λογαριασμό του Ανεπίδεκτου χτες το βράδυ. Δε διάβασα τα
πάντα, δεν προλάβαινα. Απλώς έριξα σκόρπιες ματιές σε κάποια σημεία».
«Λοιπόν, δεν είναι αυτός ο θάλαμος», είπε ο Στράικ. «Ο σημαντικός
θάλαμος –ή θάλαμοι– έρχονται στη συνέχεια. Θα φτάσουμε κι εκεί. Για
την ώρα, έλα μαζί μου».
Αντί να προχωρήσουν προς έναν πλακόστρωτο πεζόδρομο τον οποίο η
Ρόμπιν, από τα λιγοστά πράγματα που είχε διαβάσει, ήξερε πως η
Μάργκοτ υποχρεωτικά θα διέσχιζε, εφόσον κατευθυνόταν προς την παμπ,
ο Στράικ έστριψε αριστερά, ανηφορίζοντας την οδό Κλέρκενγουελ.
«Γιατί πηγαίνουμε από εδώ;» ρώτησε η Ρόμπιν ανοίγοντας το βήμα της
για να τον προλάβει.
«Επειδή», είπε ο Στράικ, σταματώντας ξανά και δείχνοντας ένα από τα
παράθυρα του επάνω ορόφου του κτιρίου απέναντι, που έμοιαζε με παλιά
τούβλινη αποθήκη, «κάποια στιγμή μετά τις έξι το επίμαχο βράδυ, μια
δεκατετράχρονη μαθήτρια ονόματι Αμάντα Γουάιτ ορκίζεται πως είδε τη
Μάργκοτ να στέκεται μπροστά σ’ εκείνο εκεί το παράθυρο, το δεύτερο
από τα δεξιά, χτυπώντας τις γροθιές της πάνω στο τζάμι».
«Δε βρήκα καμία τέτοια αναφορά στο διαδίκτυο!» απόρησε η Ρόμπιν.
«Για τον απλούστατο λόγο πως η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα
πως η μαρτυρία ήταν αβάσιμη.
»Ο Τάλμποτ, όπως καθίσταται σαφές από τις σημειώσεις του, δεν
ασχολήθηκε καθόλου με τη Γουάιτ, καθώς η μαρτυρία της δεν ταίριαζε με
τη θεωρία του πως τη Μάργκοτ την είχε απαγάγει ο Κριντ. Όμως ο Λόσον
προσέγγισε ξανά την Αμάντα, όταν ανέλαβε επικεφαλής των ερευνών, και
μάλιστα περπάτησε μαζί της σε αυτό το κομμάτι του δρόμου.
»Η μαρτυρία της Αμάντα είχε ορισμένα στοιχεία που την καθιστούσαν
ενδιαφέρουσα. Κατ’ αρχάς, είπε στην αστυνομία, χωρίς να έχει προηγηθεί
η παραμικρή νύξη, πως αυτό που είδε συνέβη το βράδυ μετά τις εθνικές
εκλογές, κι αυτό το θυμόταν γιατί είχε τσακωθεί με μια φίλη της στο
σχολείο που υποστήριζε τους Συντηρητικούς. Οι δυο τους είχαν
παραμείνει στο σχολείο μετά τη λήξη των μαθημάτων ως τιμωρία για
κάποιο άλλο παράπτωμα. Έπειτα πήγαν μαζί να πιουν έναν καφέ και
κάποια στιγμή αρπάχτηκαν, όταν η Μάντι σχολίασε πως ήταν καλό που
κέρδισε ο Γουίλσον, και αρνήθηκε να γυρίσει στο σπίτι μαζί της.
»Η Αμάντα είπε πως ήταν ακόμη τσατισμένη με τη φίλη της που
αρπάχτηκε για το τίποτε, όταν σήκωσε το κεφάλι και είδε μια γυναίκα να
βροντάει τις γροθιές της πάνω στο παράθυρο. Η περιγραφή που έδωσε
ήταν σωστή, αν και εν τω μεταξύ οι εφημερίδες είχαν δημοσιεύσει πλήρη
περιγραφή της όψης και των ρούχων της Μάργκοτ.
»Ο Λόσον επικοινώνησε με τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης που
λειτουργούσε στον επάνω όροφο. Ήταν ένα μικρό τυπογραφείο που
ανήκε σε ένα αντρόγυνο. Τύπωναν σε μικρές ποσότητες φυλλάδια, αφίσες
και προσκλήσεις, τέτοια πράγματα. Δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη
Μάργκοτ. Κανείς τους δεν ήταν εγγεγραμμένος ασθενής στην κλινική,
καθώς δεν ήταν κάτοικοι της περιοχής. Η σύζυγος ανέφερε πως μερικές
φορές αναγκαζόταν να κοπανήσει το παράθυρο, για να το καταφέρει να
κλείσει. Όμως η γυναίκα αυτή δεν έμοιαζε καθόλου με τη Μάργκοτ,
καθώς ήταν κοντή, στρουμπουλή και κοκκινομάλλα».
«Μα κάποιος δε θα είχε δει τη Μάργκοτ, όταν ανέβαινε στον τρίτο
όροφο;» παρατήρησε η Ρόμπιν στρέφοντας το βλέμμα της από τον επάνω
όροφο στην εξώπορτα. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω: τα αυτοκίνητα
τίναζαν τα νερά που είχαν αρχίσει να μαζεύονται στον δρόμο, όπως
περνούσαν κοντά στο κράσπεδο. «Είτε θα ανέβηκε από τη σκάλα, είτε θα
μπήκε στο ασανσέρ, κι ενδεχομένως να χτύπησε το κουδούνι για να της
ανοίξουν».
«Αυτό θα περίμενε κανείς», συμφώνησε ο Στράικ. «Ο Λόσον όμως
συμπέρανε πως η Αμάντα είχε κάνει ένα αθώο λάθος και πέρασε τη
σύζυγο του τυπογράφου για τη Μάργκοτ».
Επέστρεψαν στο σημείο όπου είχαν ξεστρατίσει από τη διαδρομή που η
Ρόμπιν θεωρούσε πως ταυτιζόταν με εκείνη που είχε ακολουθήσει η
Μάργκοτ. Ο Στράικ κοντοστάθηκε ξανά, δείχνοντας προς τον
μισοσκότεινο παράδρομο, την Άλμπερμαρλ Γουέι.
«Λοιπόν, μη δίνεις σημασία στον θάλαμο, αλλά πρόσεξε ότι η
Άλμπερμαρλ Γουέι είναι ο πρώτος παράδρομος μετά το Πάσινγκ Άλεϊ,
όπου νομίζω πως θα μπορούσε η Μάργκοτ να βρεθεί –είτε οικειοθελώς
είτε όχι– χωρίς να τη δουν δεκάδες άνθρωποι. Είναι πιο ήσυχο δρομάκι,
όπως βλέπεις, αλλά όχι και τόσο ήσυχο», σχολίασε ο Στράικ στρέφοντας
το βλέμμα προς το βάθος του παράδρομου, απ’ όπου κάθε τόσο περνούσε
κάποιο αυτοκίνητο. Η Άλμπερμαρλ Γουέι ήταν στενότερη απ’ ό,τι η Σεντ
Τζονς Λέιν αλλά παρόμοια, υπό την έννοια ότι την περιέβαλλαν
συνεχόμενα ψηλά κτίρια, με αποτέλεσμα να είναι μονίμως σκιασμένη.
«Και πάλι, θα ήταν επικίνδυνο για έναν απαγωγέα», συνέχισε ο Στράικ,
«όμως εφόσον ο Ντένις Κριντ παραμόνευε κάπου μέσα στο φορτηγάκι
του, περιμένοντας να εμφανιστεί μια γυναίκα μόνη, μια οποιαδήποτε
γυναίκα, περπατώντας στη βροχή, αυτό είναι το σημείο όπου μπορώ να
τον φανταστώ να στήνει καρτέρι».
Εκείνη τη στιγμή, καθώς ένα ψυχρό αεράκι διέτρεχε σφυρίζοντας την
Άλμπερμαρλ Γουέι, ο Στράικ οσμίστηκε κάτι που στην αρχή τού έφερε
στον νου τα μαραζωμένα κρίνα, όμως τώρα συνειδητοποιούσε πως
αναδιδόταν από τη Ρόμπιν. Το άρωμα δεν ήταν ακριβώς ίδιο με εκείνο
που προτιμούσε η Λόρελεϊ· το άρωμα της πρώην του είχε μιαν αλλόκοτα
μεθυστική χροιά, με νότες από ρούμι (και στην αρχή τού άρεσε όταν
εκείνη η μυρωδιά συνόδευε αβίαστα τρυφερές στιγμές και ευφάνταστο
σεξ· αργότερα, βέβαια, κατέληξε να το συσχετίσει με την παθητική
επιθετικότητα, τις προσωπικές επιθέσεις και τα παρακάλια για έναν έρωτα
τον οποίο ο ίδιος αδυνατούσε να αισθανθεί). Σε κάθε περίπτωση, το
άρωμα αυτό θύμιζε έντονα εκείνο της Λόρελεϊ· το έβρισκε πνιγηρό και
βαρύ.
Φυσικά, πολλοί θα έλεγαν πως δε θα έπρεπε να έχει τα μούτρα να
διατυπώνει απόψεις για τα γυναικεία αρώματα, με δεδομένο πως ο ίδιος
συστηματικά βρομούσε σαν ξέχειλο τασάκι, ραντισμένο σε εξαιρετικές
περιπτώσεις με λίγες σταγόνες κολόνιας. Πάντως, έχοντας περάσει
μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας σε άθλιες συνθήκες, ο Στράικ
θεωρούσε την καθαριότητα απαραίτητο στοιχείο προκειμένου να
θεωρήσει ένα άτομο γοητευτικό. Του άρεσε το προηγούμενο άρωμα της
Ρόμπιν, ένα άρωμα που του έλειπε όταν εκείνη δε βρισκόταν στο γραφείο.
«Από εδώ», είπε, οπότε προχώρησαν, ενώ η βροχή συνεχιζόταν, και
βρέθηκαν σε μιαν ακανόνιστη, πεζοδρομημένη πλατεία. Λίγα
δευτερόλεπτα αργότερα ο Στράικ συνειδητοποίησε ξαφνικά πως είχε
αφήσει τη Ρόμπιν πίσω, οπότε περπάτησε αρκετά βήματα προς την
κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει και τη βρήκε μπροστά στον Ενοριακό
Ναό του Αγίου Ιωάννη, ένα ευχάριστα συμμετρικό κτίριο, χτισμένο με
κόκκινα τούβλα με στενόμακρα παράθυρα και δυο λευκές πέτρινες
στήλες εκατέρωθεν της εισόδου.
«Σκέφτεσαι εκείνη την αποστροφή για τον άγιο τόπο;» ρώτησε
ανάβοντας ένα ακόμη τσιγάρο, ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει επάνω
του. Φύσηξε τον καπνό και σκέπασε το τσιγάρο με τη χούφτα του, για να
μη σβήσει.
«Όχι», είπε η Ρόμπιν κάπως απολογητικά, κι αμέσως μετά, «ναι,
εντάξει, ίσως λιγάκι. Δες εδώ…»
Ο Στράικ την ακολούθησε μέσα από την ανοιχτή πύλη που οδηγούσε σε
έναν μικρό κήπο, ανοιχτό στο κοινό και γεμάτο (καθώς η Ρόμπιν διάβαζε
το κείμενο μιας μικρής ενημερωτικής πινακίδας στην εσωτερική πλευρά
του τοίχου) από φαρμακευτικά βότανα, ανάμεσα στα οποία πολλά που
χρησιμοποιούνταν τον Μεσαίωνα στα νοσοκομεία του Τάγματος του
Αγίου Ιωάννη. Ένα λευκό αγαλματίδιο του Ιησού κρεμόταν από τον πίσω
τοίχο, περιστοιχισμένο από τα εμβλήματα των τεσσάρων Ευαγγελιστών:
τον ταύρο, τον λέοντα, τον αετό και τον άγγελο. Κλαδιά φορτωμένα με
φύλλα λικνίζονταν νωχελικά κάτω από τη βροχή. Καθώς το βλέμμα της
Ρόμπιν σάρωνε τον μικρό τοιχισμένο κήπο, ο Στράικ, που την είχε
ακολουθήσει, είπε:
«Νομίζω πως μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι αν την είχε θάψει
κάποιος εδώ, όλο και κάποιος ιερέας θα είχε παρατηρήσει το σκαμμένο
σημείο».
«Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν. «Απλώς κοιτάζω».
Καθώς επέστρεφαν στον δρόμο, συμπλήρωσε:
«Παντού υπάρχουν σταυροί της Μάλτας, κοίτα. Ένας ήταν και σ’ εκείνη
την καμάρα απ’ όπου περάσαμε προ ολίγου».
«Είναι ο σταυρός των Οσπιταλίων Ιπποτών. Των Ιπποτών του Αγίου
Ιωάννη. Εξ ου και τα ονόματα των δρόμων στην περιοχή και το έμβλημα
των νοσοκομειακών του Αγίου Ιωάννη· τα κεντρικά γραφεία τους
βρίσκονται εδώ παρακάτω, στη Σεντ Τζονς Λέιν. Αν εκείνο το μέντιουμ
είχε ψάξει στο διαδίκτυο να δει σε ποια περιοχή εξαφανίστηκε η
Μάργκοτ, είναι αδύνατο να μην αντιλήφθηκε τη σχέση του Κλέρκενγουελ
με το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη. Πάω στοίχημα πως έτσι της ήρθε η ιδέα
για εκείνη την αναφορά στον “άγιο τόπο”. Όμως έχε το κατά νου αυτό,
γιατί τον σταυρό θα τον συναντήσουμε ξανά φτάνοντας στην παμπ».
«Ξέρεις», είπε η Ρόμπιν στρέφοντας το βλέμμα της πίσω, προς τον ναό,
«ο Πίτερ Τόμπιν, εκείνος ο Σκοτσέζος κατά συρροή δολοφόνος…
προσέγγιζε εκκλησίες. Κάποια στιγμή, εντάχθηκε σε μια θρησκευτική
οργάνωση χρησιμοποιώντας πλαστό όνομα. Αργότερα βρήκε δουλειά ως
άνθρωπος για όλες τις δουλειές σε μια εκκλησία στη Γλασκόβη, κι εκεί
έθαψε κάτω από τις σανίδες του πατώματος εκείνη τη δύστυχη κοπέλα».
«Οι εκκλησίες προσφέρουν καλή κάλυψη στους φονιάδες», σχολίασε ο
Στράικ. «Και στους βιαστές επίσης».
«Ιερείς και γιατροί», είπε η Ρόμπιν σκεφτική. «Οι περισσότεροι από
εμάς είμαστε μεγαλωμένοι έτσι ώστε να τους εμπιστευόμαστε, δε
συμφωνείς;»
«Ακόμη και μετά τα τόσα σκάνδαλα της Καθολικής Εκκλησίας; Ακόμη
και μετά τον Χάρολντ Σίπμαν;»
«Ναι, έτσι πιστεύω», είπε η Ρόμπιν. «Δε νομίζεις πως έχουμε την τάση
να αποδίδουμε σε ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων μια καλοσύνη την
οποία δεν έχουν κερδίσει; Φαντάζομαι πως όλοι μας έχουμε την ανάγκη
να εμπιστευτούμε εκείνους τους ανθρώπους που μοιάζουν να ασκούν
κάποια εξουσία πάνω στη ζωή και στον θάνατο».
«Λοιπόν, νομίζω πως ακούμπησες ένα πολύ σημαντικό ζήτημα», είπε ο
Στράικ, καθώς έφταναν σε ένα μικρό πεζοδρομημένο δρομάκι, το
Τζερούζαλεμ Πάσατζ. «Σχολίασα στον Γκάπτα πόσο παράξενο μου
φάνηκε ότι ο Τζόζεφ Μπρένερ δε συμπαθούσε τους ανθρώπους. Για
κάποιο λόγο, θεωρούσα πως αποτελούσε βασική προϋπόθεση για να γίνει
κανείς γιατρός. Μου εξήγησε με πέντε κουβέντες πόσο λάθος έκανα.
»Ας σταθούμε μια στιγμή εδώ», είπε ο Στράικ και σταμάτησε. «Εάν
υποθέσουμε πως η Μάργκοτ έφτασε μέχρι αυτό το σημείο –κι υποθέτω
πως αυτή είναι η διαδρομή που ακολούθησε, μιας και είναι ο
συντομότερος και ο πιο λογικός δρόμος μέχρι την παμπ– εδώ θα πέρασε
για πρώτη φορά μπροστά από σπίτια, αντί για γραφεία ή δημόσια κτίρια».
Η Ρόμπιν κοίταξε τα κτίρια τριγύρω. Πράγματι, υπήρχαν μερικές πόρτες
με πολλαπλά κουδούνια, πράγμα που μαρτυρούσε την ύπαρξη
διαμερισμάτων στους επάνω ορόφους.
«Άραγε, υπάρχει περίπτωση», είπε ο Στράικ, «οσοδήποτε μικρή,
κάποιος που έμενε σε αυτό εδώ το δρομάκι να κατάφερε να την πείσει ή
να την υποχρεώσει να περάσει μέσα;»
Η Ρόμπιν έστρεψε το βλέμμα της προς τις δύο άκρες του δρόμου, ενώ η
βροχή εξακολουθούσε να πέφτει απαλά πάνω στην ομπρέλα της.
«Κοίτα», είπε μετρώντας τα λόγια της, «προφανώς δεν αποκλείεται,
όμως μου φαίνεται απίθανο. Δηλαδή, σηκώθηκε κάποιος εκείνη την
ημέρα και αποφάσισε πως είχε όρεξη να απαγάγει μια γυναίκα, να βγει
έξω και να βουτήξει μία;»
«Τίποτε δε σε έχω μάθει τόσον καιρό;»
«Καλά, εντάξει: το μέσο προηγείται του κινήτρου. Και πάλι, ακόμη και
το μέσο είναι προβληματικό. Βρισκόμαστε σε ένα ακόμη σημείο με
πολλά κτίρια τριγύρω. Κανείς δε βλέπει ή ακούει την απαγωγή; Και η ίδια
δεν ουρλιάζει, δεν αντιστέκεται; Εν τω μεταξύ, υποθέτουμε πως ο
απαγωγέας ζει μόνος, εκτός κι αν θεωρήσουμε πως οι συγκάτοικοι είναι
συνεργοί στην απαγωγή…;»
«Σωστά όλα αυτά που επισημαίνεις», παραδέχτηκε ο Στράικ. «Εκτός
αυτού, η αστυνομία χτύπησε όλες τις πόρτες στην περιοχή. Ανακρίθηκαν
οι πάντες, αν και τα διαμερίσματα δεν ερευνήθηκαν.
»Όμως, ας το σκεφτούμε λίγο πιο διεξοδικά… Μιλάμε για μια γιατρό.
Πώς θα αντιδρούσε, αν πεταγόταν ένας άνθρωπος μέσα από ένα σπίτι και
την ικέτευε να έρθει μέσα για να κοιτάξει έναν τραυματία, κάποιον
άρρωστο συγγενή, κι από τη στιγμή που μπαίνει μέσα, την εγκλωβίζει
εκεί; Αυτό θα ήταν ένα καλό τέχνασμα για να την μπάσει στο κτίριο, αν
καμωνόταν πως είχε προκύψει ένα ξαφνικό πρόβλημα υγείας».
«Εντάξει, όμως αυτό προϋποθέτει πως ο δράστης ήξερε ότι είναι
γιατρός».
«Ο απαγωγέας θα μπορούσε να ήταν πελάτης της κλινικής».
«Και πώς μπορεί να ήξερε πως θα περνούσε κάτω από το σπίτι του
εκείνη την ώρα; Μήπως είχε βγάλει ανακοίνωση σε όλη τη γειτονιά πως
θα ανηφόριζε στην παμπ;»
«Ίσως να προέκυψε τυχαία, να την είδε να περνάει, να ήξερε πως ήταν
γιατρός, να έτρεξε έξω και να την άρπαξε. Ίσως, πάλι… δεν ξέρω, ας
υποθέσουμε πως υπήρχε πράγματι κάποιος άρρωστος ή ετοιμοθάνατος
στο σπίτι, ή κάποιος που τραυματίστηκε σε ατύχημα… ίσως να προέκυψε
μια λογομαχία, να διαφώνησε η Μάργκοτ με τη θεραπεία ή να αρνήθηκε
να βοηθήσει… οπότε πιάνονται στα χέρια και κατά λάθος σκοτώνεται».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση, καθώς οι δυο τους παραμέριζαν για
να περάσει από δίπλα τους μια παρέα Γάλλων φοιτητών που
συνομιλούσαν ζωηρά. Όταν είχαν απομακρυνθεί κάπως, ο Στράικ είπε:
«Είναι τραβηγμένη η θεωρία, το παραδέχομαι».
«Μπορούμε να μάθουμε πόσα από αυτά τα κτίρια εξακολουθούν να
κατοικούνται από τους ίδιους ανθρώπους όπως πριν από τριάντα εννέα
χρόνια», είπε η Ρόμπιν, «όμως εξακολουθούμε να μην έχουμε απάντηση
στο πώς κατάφερε ο δράστης να κρατήσει το πτώμα της κρυμμένο επί
σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Δε θα τολμούσες να το μετακινήσεις, σωστά;»
«Αυτό είναι ένα ζήτημα, πράγματι», συμφώνησε ο Στράικ. «Όπως είπε
και ο Γκάπτα, το να ξεφορτωθείς ένα πτώμα δεν είναι το ίδιο με το να
πετάξεις ένα τραπέζι ίδιου βάρους. Είναι στη μέση το αίμα, η
αποσύνθεση, οι διάφοροι οργανισμοί που θα συγκεντρωθούν γύρω του…
Πολλοί έχουν προσπαθήσει να κρύψουν πτώματα στους χώρους όπου
έμεναν. O Κρίπεν, ο Κρίστι. Ο Φρεντ και η Ρόουζ Γουέστ. Σε γενικές
γραμμές, θεωρείται λανθασμένη επιλογή».
«Ο Κριντ τα κατάφερε για ένα διάστημα», είπε η Ρόμπιν. «Έβραζε τα
ακρωτηριασμένα χέρια στο υπόγειο. Έθαβε τα κεφάλια σε διαφορετικά
σημεία από τα πτώματα. Δεν ήταν τα πτώματα αυτά που οδήγησαν στη
σύλληψή του».
«Δε φαντάζομαι να διαβάζεις τον Δαίμονα του Πάρανταϊς Παρκ;»
ρώτησε μεμιάς ο Στράικ.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν.
«Σοβαρά, θέλεις να τρυπώσουν αυτές οι εικόνες στο μυαλό σου;»
«Αν είναι να μας βοηθήσουν στην υπόθεση, ναι», είπε η Ρόμπιν.
«Χμ. Σκεφτόμουν τις ευθύνες μου απέναντι στην υγεία και στην
ασφάλεια των συνεργατών μου».
Η Ρόμπιν δεν έκανε κάποιο σχόλιο. Ο Στράικ έριξε μια τελευταία ματιά
στα κτίρια ολόγυρα και ύστερα πρότεινε στη Ρόμπιν να προχωρήσουν,
λέγοντας:
«Έχεις δίκιο, δεν μπορώ να το φανταστώ να λειτουργεί. Οι καταψύκτες
ανοίγουν κάθε τόσο, περνάει ο άνθρωπος για να μετρήσει την
κατανάλωση του φυσικού αερίου και αντιλαμβάνεται μια δυσοσμία, οι
γείτονες παραπονιούνται για τις φραγμένες αποχετεύσεις. Όμως, για να
είμαστε εντάξει, ας τσεκάρουμε ποιος έμενε στην περιοχή εκείνο το
διάστημα».
Εν τω μεταξύ, έφτασαν στον πιο πολυσύχναστο δρόμο που είχαν
συναντήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η οδός Άιλσμπερι ήταν ένας φαρδύς
δρόμος, περιστοιχισμένος από πολλά κτίρια γραφείων και διαμερίσματα.
«Οπότε», είπε ο Στράικ καθώς κοντοστεκόταν ξανά στο πεζοδρόμιο,
«εφόσον η Μάργκοτ εξακολουθούσε να κατευθύνεται προς την παμπ, θα
είχε διασχίσει τον δρόμο εδώ και θα είχε στρίψει αριστερά, προς την
Κλέρκενγουελ Γκριν. Όμως ο λόγος που σταθήκαμε εδώ είναι για να
επισημάνουμε πως ήταν εκεί», είπε ο Στράικ, δείχνοντας προς ένα σημείο
κάπου πενήντα μέτρα στα δεξιά του, «όπου ένα λευκό φορτηγάκι
παραλίγο να παρασύρει δύο γυναίκες καθώς απομακρυνόταν με ταχύτητα
από την Κλέρκενγουελ Γκριν εκείνο το βράδυ. Τέσσερις ή πέντε
περαστικοί στάθηκαν μάρτυρες του περιστατικού. Κανείς δε συγκράτησε
τον αριθμό κυκλοφορίας…»
«Ο Κριντ όμως τοποθετούσε πλαστές πινακίδες στο φορτηγάκι που
χρησιμοποιούσε», σχολίασε η Ρόμπιν, «οπότε, και να είχαν συγκρατήσει
τον αριθμό κυκλοφορίας, μπορεί να μη βοηθούσε τελικά».
«Σωστά. Το φορτηγάκι που εντόπισαν οι μάρτυρες στις 11 Οκτωβρίου
του 1974 είχε κάποιο σχέδιο στο πλάι. Δε συμφώνησαν όλοι στις
καταθέσεις τους τι ήταν εκείνο το σχέδιο, όμως δύο από αυτούς ανέφεραν
πως τους φάνηκε ότι ήταν ένα μεγάλο λουλούδι».
«Γνωρίζουμε επίσης», είπε η Ρόμπιν, «ότι ο Κριντ χρησιμοποιούσε
αφαιρούμενα χρώματα στο φορτηγάκι, ώστε να αλλοιώνει την εμφάνισή
του».
«Σωστό και αυτό. Επομένως, φαινομενικά τουλάχιστον, αυτή είναι η
πρώτη ένδειξη που έχουμε ότι ο Κριντ ενδεχομένως να κινούνταν στην
περιοχή. Ο Τάλμποτ βέβαια αυτό ακριβώς ήθελε να πιστέψει, επομένως
δεν τον ενδιέφερε η κατάθεση ενός από τους μάρτυρες, σύμφωνα με την
οποία το φορτηγάκι ανήκε σε ένα τοπικό ανθοπωλείο. Όμως ένας
υφιστάμενος του Τάλμποτ, μάλλον κάποιος από εκείνους που είχαν
συνειδητοποιήσει ότι ο επικεφαλής των ερευνών είχε αρχίσει να
σαλτάρει, πήγε και ανέκρινε τον ανθοπώλη, έναν άντρα ονόματι Άλμπερτ
Σίμινγκς, ο οποίος αρνήθηκε κατηγορηματικά πως κινούνταν με
υπερβολική ταχύτητα με το φορτηγάκι του στην περιοχή την επίμαχη
νύχτα. Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως μετέφερε τον γιο του με αυτό σε
κάποια δουλειά, χιλιόμετρα μακριά».
«Αυτό βέβαια δε σημαίνει απαραίτητα πως δεν ήταν ο Σίμινγκς στο
φορτηγάκι», είπε η Ρόμπιν. «Μπορεί να φοβήθηκε πως θα έμπλεκε,
επειδή οδηγούσε επικίνδυνα. Κάμερες στους δρόμους δεν υπήρχαν τότε…
άρα τίποτε που θα κατέρριπτε ή θα επιβεβαίωνε τον ισχυρισμό του».
«Αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ. Σε περίπτωση που ο Σίμινγκς ζει
ακόμη, νομίζω πως θα ήταν χρήσιμο να τσεκάρουμε τα όσα είπε. Ίσως να
αποφάσισε πως πλέον αξίζει να πει την αλήθεια, μιας και δεν κινδυνεύει
να του έρθει καμιά λυπητερή από την τροχαία. Στο μεταξύ», είπε ο
Στράικ, «το ζήτημα με το φορτηγάκι παραμένει σε εκκρεμότητα και
οφείλουμε να παραδεχτούμε πως μία πιθανή εξήγηση είναι ότι το
οδηγούσε ο Κριντ».
«Μα πού μπορεί να απήγαγε τη Μάργκοτ, αν ήταν πράγματι ο Κριντ στο
φορτηγάκι;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Δεν μπορεί να την άρπαξε στην
Άλμπερμαρλ Γουέι, αφού δε θα περνούσε από εδώ για να διαφύγει από
την περιοχή».
«Πράγματι. Αν την είχε απαγάγει στην Άλμπερμαρλ Γουέι, θα είχε βγει
στην οδό Άιλσμπερι, πολύ παρακάτω, κι οπωσδήποτε δε θα είχε περάσει
από την Κλέρκενγουελ Γκριν… και κάπως έτσι οδηγούμαστε ωραιότατα
στις δύο γυναίκες που εθεάθησαν να παραπατούν κοντά στους
τηλεφωνικούς θαλάμους».
Προχώρησαν, ενώ το ψιλοβρόχι συνεχιζόταν, και έφτασαν στην
Κλέρκενγουελ Γκριν, μια φαρδιά ορθογώνια πλατεία, όπου υπήρχαν
διάφορα δέντρα, μια παμπ και μια καφετέρια. Στο μέσο της πλατείας
έστεκαν δυο τηλεφωνικοί θάλαμοι, κοντά σε κάτι σταθμευμένα
αυτοκίνητα και μια σχάρα ποδηλάτων.
«Εδώ», είπε ο Στράικ καθώς σταματούσε ανάμεσα στους θαλάμους,
«είναι το σημείο όπου η εμμονή του Τάλμποτ αρχίζει να επηρεάζει
σοβαρά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Μια γυναίκα ονόματι Ρούμπι Έλιοτ,
η οποία δε γνώριζε καλά την περιοχή κι απλώς προσπαθούσε να εντοπίσει
το καινούργιο σπίτι της κόρης και του γαμπρού της στο Χέιγουαρντς
Πλέις, έκανε κύκλους με το αυτοκίνητό της στη βροχή, καθώς είχε χαθεί.
»Πέρασε μπροστά από αυτούς τους θαλάμους και παρατήρησε δυο
γυναίκες να παραπατούν, πιασμένες αγκαζέ, κι η μία της φάνηκε, όπως
δήλωσε στην κατάθεσή της, να “τρεκλίζει”. Δεν έχει συγκρατήσει κάποια
συγκεκριμένη εικόνα των δύο γυναικών, ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως
εκείνη την ώρα ρίχνει καρεκλοπόδαρα και η ίδια πασχίζει να εντοπίσει
κάποια πινακίδα ή αριθμό σπιτιού, καθώς έχει χαθεί. Το μόνο που μπορεί
να πει στην αστυνομία είναι πως η μία από τις γυναίκες φορούσε μαντίλι
στο κεφάλι και η άλλη καμπαρντίνα.
»Την επομένη που η πληροφορία αυτή δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες,
μια μεσήλικη γυναίκα, ευυπόληπτη, παρουσιάστηκε στις αρχές και
κατέθεσε πως οι δύο εκείνες γυναίκες που είχε αναφέρει η Ρούμπι Έλιοτ
κατά πάσα πιθανότητα ήταν η ίδια, μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα της.
Κατέθεσε στον Τάλμποτ πως περνούσε με τη μητέρα της από την πλατεία
εκείνο το βράδυ, προκειμένου να τη συνοδέψει μέχρι στο σπίτι της,
ύστερα από έναν σύντομο περίπατο. Η μητέρα, που ήταν ασθενής και
έπασχε από άνοια, φορούσε ένα αδιάβροχο καπέλο και η ίδια
καμπαρντίνα, παρόμοια με εκείνη της Μάργκοτ. Δεν είχαν πάρει
ομπρέλες μαζί, οπότε η γυναίκα προσπαθούσε να κάνει τη μητέρα της να
βιαστεί. Η ηλικιωμένη γυναίκα ενοχλήθηκε απ’ όλη εκείνη την πίεση,
οπότε είχαν μια σύντομη λογομαχία ακριβώς δίπλα στους τηλεφωνικούς
θαλάμους. Παρεμπιπτόντως, έχω μια φωτογραφία των δυο τους:
δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, ως απόδειξη πως εκείνες οι δύο γυναίκες
δεν είχαν σχέση με την υπόθεση.
»Ο Τάλμποτ όμως δεν εννοούσε να υποχωρήσει. Αρνήθηκε
κατηγορηματικά να δεχτεί πως οι δύο γυναίκες δεν ήταν η Μάργκοτ κι
ένας άντρας μεταμφιεσμένος σε γυναίκα. Η θεωρία του έχει ως εξής: η
Μάργκοτ και ο Κριντ διασταυρώνονται εδώ, δίπλα στους θαλάμους, ο
Κριντ τη βάζει με το ζόρι στο φορτηγάκι, το οποίο υποθέτουμε πως ήταν
σταθμευμένο εδώ…» είπε ο Στράικ, δείχνοντας προς τη μικρή σειρά των
σταθμευμένων αυτοκινήτων παραδίπλα, «κι ύστερα ο Κριντ
απομακρύνεται με ταχύτητα, ενώ η γυναίκα ωρύεται και βροντάει τα
πλαϊνά του φορτηγού, και βγαίνει στην οδό Άιλσμπερι».
«Μα», είπε η Ρόμπιν, «ο Τάλμποτ πίστευε πως ο Θίο ήταν ο Κριντ. Για
ποιο λόγο να έρθει ο Κριντ στο ιατρείο της Μάργκοτ ντυμένος γυναίκα,
ύστερα να αποχωρήσει, δίχως να τη βλάψει, να περπατήσει μέχρι το
Κλέρκενγουελ Γκριν και να την αρπάξει εδώ, καταμεσής του πλέον
κεντρικού σημείου που έχουμε δει ως τώρα, με ένα σωρό κτίρια
ολόγυρα;»
«Είναι μάταιος κόπος να προσπαθήσεις να βρεις κάποια λογική
εξήγηση, δεν υπάρχει καμία. Όταν ανέλαβε την υπόθεση ο Λόσον, πήγε
και μίλησε ξανά στη Φιόνα Φλέρι, όπως έλεγαν τη μεσήλικη γυναίκα, την
ανέκρινε ο ίδιος και έφυγε απόλυτα πεπεισμένος πως εκείνη και η μητέρα
της ήταν οι δύο γυναίκες που είχε δει η Ρούμπι Έλιοτ. Και εδώ οι εθνικές
εκλογές αποδείχτηκαν χρήσιμο σημείο αναφοράς, καθώς η Φιόνα Φλέρι
θυμόταν πως ήταν κουρασμένη και κάπως ανυπόμονη απέναντι στη
δύστροπη μητέρα της, γιατί είχε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ
παρακολουθώντας τα αποτελέσματα των εκλογών. Ο Λόσον συμπέρανε –
και τείνω να συμφωνήσω μαζί του– πως το ζήτημα των δύο γυναικών
στους τηλεφωνικούς θαλάμους είχε κλείσει».
Εν τω μεταξύ, η βροχή είχε δυναμώσει: οι σταγόνες έβρισκαν με
δύναμη πάνω στην ομπρέλα της Ρόμπιν και είχαν μουσκέψει τα
μπατζάκια του παντελονιού της. Έστριψαν στο Κλέρκενγουελ Κλόουζ,
ένα δρομάκι που σχημάτιζε καμπύλη καθώς ανηφόριζε προς μια μεγάλη
και επιβλητική εκκλησία, με ψηλό μυτερό καμπαναριό, χτισμένη σε ένα
ύψωμα.
«Η Μάργκοτ δεν μπορεί να έφτασε μέχρι εδώ», είπε η Ρόμπιν.
«Έτσι νομίζεις», είπε ο Στράικ, οπότε προς μεγάλη της έκπληξη
κοντοστάθηκε ξανά, στρέφοντας το βλέμμα του προς την εκκλησία,
«όμως τώρα φτάνουμε στο σημείο όπου ενδεχομένως να εθεάθη για
τελευταία φορά η γιατρός.
»Ένας άντρας που τον είχαν για διάφορες δουλειές εδώ, στην
εκκλησία… ναι, ξέρω», συμπλήρωσε, βλέποντας τη Ρόμπιν να τον
κοιτάζει σαστισμένη, «ονόματι Γουίλι Λόμαξ, ισχυρίζεται πως είδε μια
γυναίκα που φορούσε καμπαρντίνα Burberry να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια
του ναού εκείνο το βράδυ, περίπου την ώρα που η Μάργκοτ κανονικά θα
έφτανε στην παμπ. Την είδε από πίσω. Μιλάμε βέβαια για εποχές όπου οι
εκκλησίες δεν ήταν διαρκώς κλειδωμένες.
»Ο Τάλμποτ, φυσικά, δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στη μαρτυρία
του Λόμαξ, καθώς, στην περίπτωση που η Μάργκοτ ήταν ζωντανή και
έμπαινε σε εκκλησίες, δεν μπορεί να χτυπιόταν και να ούρλιαζε μέσα στο
φορτηγάκι του Χασάπη του Έσεξ. Ο Λόσον δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη
με τη μαρτυρία του Λόμαξ. Ο τύπος επέμεινε στα όσα είχε καταθέσει
αρχικά: είχε δει μια γυναίκα, που ταίριαζε με την περιγραφή της
Μάργκοτ, να μπαίνει μέσα, όμως μιας και δεν ήταν άνθρωπος περίεργος,
δεν την ακολούθησε ούτε τη ρώτησε τι γύρευε τέτοια ώρα εκεί και δεν
κάθισε να δει αν βγήκε κάποια στιγμή από την εκκλησία.
»Και τώρα», είπε ο Στράικ, «κερδίσαμε επάξια μια μπίρα».
14
Μέσα εκεί γραμμένοι ήταν κώδικες παλιοί…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Ποτέ ως τότε δεν είχε προσθέσει ένα φιλί σε όποιο μήνυμα του είχε
στείλει, κι η παρουσία του στο συγκεκριμένο ήταν κάτι που άρεσε στον
Στράικ. Νιώθοντας κάπως πιο ευδιάθετος, ξετύλιξε το μικρό πακέτο που
συνόδευε την κάρτα και μέσα βρήκε ένα ζευγάρι ακουστικά που
προορίζονταν να αντικαταστήσουν εκείνα που είχε σπάσει ο Λουκ, όταν ο
Στράικ είχε κατεβεί στο Σεντ Μος στη διάρκεια του καλοκαιριού.
«Α, Ρόμπιν, είναι… σ’ ευχαριστώ. Είναι τέλειο δώρο. Δεν τα είχα
αντικαταστήσει, ξέρεις».
«Ξέρω», είπε η Ρόμπιν. «Το παρατήρησα».
Βάζοντας την κάρτα πίσω στον φάκελό της, ο Στράικ υπενθύμισε στον
εαυτό του πως έπρεπε οπωσδήποτε να της πάρει ένα σωστό δώρο για τα
Χριστούγεννα.
«Το μυστικό σημειωματάριο του Μπιλ Τάλμποτ είναι αυτό;» ρώτησε η
Ρόμπιν, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στο δερματόδετο βιβλίο που είχε πάνω
στα γόνατά του ο Στράικ.
«Ακριβώς. Θα σου το δείξω αφότου μιλήσουμε στην Αϊρίν και στην
Τζάνις. Μιλάμε για απίθανες παλαβομάρες. Είναι τίγκα στα αλλόκοτα
σχέδια και σύμβολα».
«Με την τελευταία κούτα του φακέλου της αστυνομίας τι έγινε; Βρήκες
τίποτε ενδιαφέρον;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Τώρα που το λες, ναι. Κάμποσα σημειώματα της αστυνομίας από το
1975 είχαν ανακατευτεί με κάτι άλλα, μεταγενέστερα έγγραφα.
Περιλάμβαναν διάφορες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες.
»Για παράδειγμα, η καθαρίστρια στην κλινική, η Βίλμα, απολύθηκε
λίγους μήνες μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ, αλλά λόγω κάποιων
μικροκλοπών, όχι επειδή έπινε στη δουλειά, όπως μου είχε πει ο Γκάπτα.
Κάθε τόσο εξαφανίζονταν μικροποσά από τα πορτοφόλια και τις τσέπες
διαφόρων. Ανακάλυψα επίσης πως στα δεύτερα γενέθλια της Άννας
τηλεφώνησε στο σπίτι μια γυναίκα, η οποία ισχυρίστηκε πως ήταν η
Μάργκοτ».
«Ω, Θεέ μου, τι φρικτό», είπε η Ρόμπιν. «Φάρσα;»
«Αυτό θεώρησε η αστυνομία. Εντόπισαν το σημείο απ’ όπου έγινε το
τηλεφώνημα, ήταν ένας θάλαμος στη Μέριλεμπον. Στο τηλεφώνημα
απάντησε η Σύνθια, η κοπέλα που φρόντιζε το παιδί κι αργότερα έγινε
μητριά του. Η γυναίκα είπε πως ήταν η Μάργκοτ και ζήτησε από τη
Σύνθια να προσέχει την κόρη της».
«Η Σύνθια θεώρησε πως ήταν πράγματι η Μάργκοτ;»
«Στην αστυνομία είπε πως ήταν τέτοιο το σοκ, ώστε δεν μπόρεσε να
ακούσει καλά τι της έλεγε η άλλη. Της φάνηκε πως η φωνή της έμοιαζε
κάπως, όμως γενικά ήταν της άποψης πως κάποιος προσπαθούσε να τη
μιμηθεί».
«Μα τι ωθεί τους ανθρώπους να κάνουν τέτοια πράγματα;»
αναρωτήθηκε η Ρόμπιν, ειλικρινά απορημένη.
«Είναι σκατόψυχοι», είπε ο Στράικ. «Στην τελευταία κούτα, υπήρχαν
και οι καταγραφές διαφόρων περιπτώσεων όπου κάποιος ισχυρίστηκε πως
είδε τη Μάργκοτ μετά την εξαφάνισή της. Όλες εκείνες οι μαρτυρίες
βέβαια καταρρίφθηκαν, όμως ετοίμασα έναν κατάλογο και θα σου τον
στείλω με email. Σε πειράζει να καπνίσω;»
«Ελεύθερα», είπε η Ρόμπιν, οπότε ο Στράικ κατέβασε το παράθυρο.
«Σου έστειλα κι εγώ μια μικρή πληροφορία χτες βράδυ. Τόση δα.
Θυμάσαι τον Άλμπερτ Σίμινγκς, τον ανθοπώλη…»
«…το φορτηγάκι του οποίου κάποιοι μάρτυρες κατέθεσαν πως είδαν να
απομακρύνεται με ταχύτητα από το Κλέρκενγουελ Γκριν; Ναι. Τι έγινε,
άφησε κάποιο σημείωμα στο οποίο ομολογούσε τον φόνο;»
«Δυστυχώς όχι, όμως μίλησα με τον μεγαλύτερο γιο του, ο οποίος
υποστηρίζει πως το φορτηγάκι του πατέρα του ήταν αδύνατο να κινείται
στην περιοχή στις έξι και μισή εκείνο το βράδυ. Ήταν σταθμευμένο έξω
από το σπίτι της δασκάλας που του μάθαινε κλαρινέτο, στο Κάμντεν, εκεί
όπου τον πήγαινε ο πατέρας του κάθε Παρασκευή. Λέει πως όλα αυτά τα
εξήγησαν στην αστυνομία από την πρώτη στιγμή. Ο πατέρας του καθόταν
μέσα στο φορτηγάκι και τον περίμενε να σχολάσει διαβάζοντας
κατασκοπευτικά μυθιστορήματα».
«Τι να πω, τα μαθήματα κλαρινέτου δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο,
όμως τόσο ο Τάλμποτ όσο και ο Λόσον πείστηκαν από τις εξηγήσεις του
Σίμινγκς, όταν του μίλησαν. Πάντως, είναι θετικό που επιβεβαιώνεται
αυτό», συμπλήρωσε, για να μη νομίσει η Ρόμπιν πως δεν απέδιδε
σημασία στον κόπο της. «Άρα, αυτό σημαίνει πως παραμένει η
πιθανότητα το φορτηγάκι να ήταν του Ντένις Κριντ, σωστά;»
Ο Στράικ άναψε ένα τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό έξω από το παράθυρο
και είπε:
«Σ’ εκείνη την τελευταία κούτα υπήρχε και κάποιο ενδιαφέρον υλικό
σχετικά με αυτές τις δύο γυναίκες που πρόκειται να συναντήσουμε.
Επιπλέον στοιχεία, τα οποία ήρθαν στο φως όταν ανέλαβε επικεφαλής ο
Λόσον».
«Αλήθεια; Νόμιζα πως η Αϊρίν είχε ραντεβού με τον οδοντίατρό της και
η Τζάνις επισκεπτόταν ασθενείς στα σπίτια τους, το βράδυ που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, λάθος θυμάμαι;»
«Ναι, αυτό δήλωσαν στις αρχικές τους καταθέσεις», είπε ο Στράικ, «κι
ο Τάλμποτ δε θεώρησε σκόπιμο να διασταυρώσει τους ισχυρισμούς τους.
Δέχτηκε αυτό που του είπαν και δεν ασχολήθηκε περισσότερο».
«Μάλλον επειδή δε θεωρούσε πως ο Χασάπης του Έσεξ θα μπορούσε
να ήταν γυναίκα;»
«Ακριβώς».
Ο Στράικ έβγαλε το δικό του σημειωματάριο από την τσέπη του παλτού
του και το άνοιξε στις σελίδες που είχε γράψει την Τρίτη.
«Στην πρώτη της κατάθεση, την οποία έδωσε στον Τάλμποτ, η Αϊρίν
ισχυρίστηκε πως είχε έναν επίμονο πονόδοντο για κάποιες μέρες πριν από
την εξαφάνιση της Μάργκοτ. Η φίλη της η Τζάνις, που ήταν και
νοσοκόμα, υποψιαζόταν πως είχε σχηματιστεί κάποιο απόστημα, οπότε η
Αϊρίν έκλεισε έκτακτο ραντεβού για τις τρεις το απόγευμα, ενώ από την
κλινική έφυγε στις δύο και μισή. Με την Τζάνις σχεδίαζαν να πάνε σινεμά
εκείνο το βράδυ, όμως το πρόσωπο της Αϊρίν ήταν πονεμένο και
πρησμένο μετά την εξαγωγή που χρειάστηκε να κάνει, οπότε όταν της
τηλεφώνησε η Τζάνις για να μάθει πώς είχε πάει η επίσκεψη στον
οδοντογιατρό και να επιβεβαιώσει πως το ραντεβού τους ίσχυε για εκείνο
το βράδυ, η Αϊρίν της είπε πως προτιμούσε να μείνει στο σπίτι».
«Δεν υπήρχαν κινητά τότε», σχολίασε η Ρόμπιν. «Τελείως άλλος
κόσμος».
«Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ κοιτάζοντας τις σημειώσεις», είπε ο
Στράικ. «Στην εποχή μας, οι φίλοι της Αϊρίν θα περίμεναν σχολιασμό των
εξελίξεων λεπτό προς λεπτό. Φωτογραφίες της, ξαπλωμένης στην
καρέκλα του οδοντιατρείου.
»Ο Τάλμποτ άφησε να εννοηθεί στους υφισταμένους του πως είχε
επικοινωνήσει προσωπικά με τον οδοντογιατρό, ώστε να επιβεβαιώσει
την κατάθεση, όμως δεν το είχε κάνει. Ικανό τον έχω να συμβουλεύτηκε
κάποια κρυστάλλινη σφαίρα».
«Χα χα».
«Δεν κάνω πλάκα. Περίμενε να δεις τι γράφει στο σημειωματάριό του
και τα ξαναλέμε».
Ο Στράικ γύρισε σελίδα.
«Τέλος πάντων, έξι μήνες αργότερα, ο Λόσον αναλαμβάνει επικεφαλής
των ερευνών και ανατρέχει συστηματικά στις σημειώσεις για κάθε
μάρτυρα και ύποπτο που περιλαμβάνεται στον φάκελο. Η Αϊρίν
επανέλαβε την ιστορία με τον οδοντογιατρό, όμως μισή ώρα αφότου
έφυγε από το γραφείο του Λόσον, πανικοβλήθηκε και ζήτησε να του
μιλήσει ξανά. Αυτή τη φορά ομολόγησε πως είχε πει ψέματα.
»Δεν υπέφερε από κανέναν πονόδοντο. Ούτε είχε περάσει από τον
οδοντογιατρό. Ισχυρίστηκε πως είχε αναγκαστεί να κάνει πολλές
υπερωρίες στην κλινική, τις οποίες δεν είχε πληρωθεί, κι αυτό την είχε
εκνευρίσει, θεωρούσε πως δικαιούνταν ένα απόγευμα να το πάρει ρεπό,
οπότε καμώθηκε πως είχε πονόδοντο, είπε πως δήθεν έκλεισε εκτάκτως
ραντεβού κι έτσι έφυγε από τη δουλειά και πήγε στο Γουέστ Εντ για
ψώνια.
»Στον Λόσον είπε ότι είχε επιστρέψει στο σπίτι –παρενθετικά,
εξακολουθούσε να μένει με τους γονείς της– όταν συνειδητοποίησε πως
έτσι και έβγαινε το βράδυ για να συναντήσει την Τζάνις, τη νοσοκόμα, η
φίλη της μπορεί να της ζητούσε να δει το σημείο απ’ όπου είχε αφαιρεθεί
το δόντι ή, τουλάχιστον, θα περίμενε να δει κάποιο πρήξιμο. Οπότε όταν
τηλεφώνησε η Τζάνις για να επιβεβαιώσει ότι θα πήγαιναν στο σινεμά
παρέα, της είπε ψέματα πως δεν αισθανόταν καλά.
»Ο Λόσον ζόρισε άσχημα την Αϊρίν, όπως φαίνεται από τις σημειώσεις
του. Δεν καταλάβαινε η μάρτυρας πόσο σοβαρή ήταν η υπόθεση, είπε
ψέματα στην αστυνομία, έχουν βρεθεί άνθρωποι με χειροπέδες για
μικρότερα λάθη και τα λοιπά. Επίσης, της είπε ξεκάθαρα πως αυτή η νέα
εκδοχή που έδινε αποδείκνυε πως δεν είχε άλλοθι καμία στιγμή εκείνο το
απόγευμα και το βράδυ, με εξαίρεση λίγα λεπτά γύρω στις έξι και μισή,
όταν της τηλεφώνησε στο σπίτι η Τζάνις».
«Πού έμενε η Αϊρίν;»
«Στην Κορπορέισιον Ρόου, έναν μικρό δρόμο που συμπτωματικά δεν
απέχει πολύ από την παμπ, αν και δε βρίσκεται στη διαδρομή που θα είχε
ακολουθήσει η Μάργκοτ φεύγοντας από την κλινική.
»Τέλος πάντων, μόλις αναφέρθηκε το ζήτημα του άλλοθι, η Αϊρίν έπαθε
υστερία. Λύθηκε η γλώσσα της κι άρχισε να λέει διάφορα, πως η
Μάργκοτ είχε ένα σωρό εχθρούς, χωρίς όμως να μπορεί να τους
κατονομάσει, αν και ανέφερε στον Λόσον εκείνα τα ανώνυμα
σημειώματα που είχε λάβει η Μάργκοτ.
»Την επόμενη ημέρα, η Αϊρίν πήγε ξανά να μιλήσει στον Λόσον, αυτή
τη φορά συνοδευόμενη από τον οργίλο πατέρα της, ο οποίος καθόλου δεν
τη βοήθησε, μιας και έβαλε τις φωνές στον Λόσον που είχε το θράσος να
ταράξει την κόρη του. Στη διάρκεια εκείνης της τρίτης κατάθεσης, η
Αϊρίν παρουσίασε στον Λόσον μία απόδειξη από κατάστημα επί της οδού
Όξφορντ, κομμένη στις 3:10 μ.μ. την ημέρα που εξαφανίστηκε η
Μάργκοτ. Η απόδειξη ήταν για αγορά με μετρητά. Ο Λόσον κατά πάσα
πιθανότητα απόλαυσε ιδιαίτερα τη στιγμή, όταν εξήγησε στην Αϊρίν και
στον πατέρα της πως το μόνο που αποδείκνυε εκείνη η απόδειξη ήταν ότι
κάποιος είχε πάει για ψώνια στην οδό Όξφορντ εκείνη την ημέρα».
«Και πάλι… μία απόδειξη από την επίμαχη μέρα, την επίμαχη ώρα…»
«Θα μπορούσε να ήταν από κάτι που αγόρασε η μητέρα της. Ή κάποια
φίλη».
«Μα γιατί να τη φυλάξει επί έξι μήνες;»
«Πράγματι, γιατί;»
Η Ρόμπιν αναλογίστηκε το ζήτημα. Η ίδια φύλαγε συστηματικά
αποδείξεις, όμως το έκανε επειδή αφορούσαν έξοδα σε ώρες εργασίας, τις
οποίες θα παρέδιδε στον λογιστή.
«Ναι, ίσως και να είναι παράξενο που είχε ακόμη την απόδειξη»,
παραδέχτηκε.
«Ο Λόσον πάντως δεν κατάφερε να αποσπάσει κάποια άλλη
πληροφορία. Δε νομίζω, βέβαια, ότι την υποψιαζόταν πραγματικά. Έμεινα
με την εντύπωση πως απλώς δεν τη συμπαθούσε. Την πίεσε πάρα πολύ
σχετικά με τα ανώνυμα σημειώματα που ισχυριζόταν η Αϊρίν πως είχε δει,
εκείνα που αναφέρονταν στην Κόλαση. Δε νομίζω πως ο επιθεωρητής
πίστευε πως υπήρξαν ποτέ τέτοια σημειώματα».
«Μα, νόμιζα πως η δεύτερη υπάλληλος στην υποδοχή είχε επιβεβαιώσει
ότι είδε το ένα, λάθος θυμάμαι;»
«Έτσι είπε. Όμως τίποτε δεν αποκλείει να τα είχαν συμφωνήσει μεταξύ
τους. Το μόνο βέβαιο είναι πως δε βρέθηκε ποτέ το παραμικρό ίχνος
εκείνων των σημειωμάτων».
«Μα αυτό θα συνιστούσε σοβαρό ψέμα», είπε η Ρόμπιν. «Με το δήθεν
ραντεβού για το δόντι της, μπορώ να καταλάβω το ψεματάκι, και γιατί θα
φοβόταν να το παραδεχτεί, με όλα αυτά που συνέβησαν. Το να πει
ψέματα όμως για εκείνα τα ανώνυμα σημειώματα, τη στιγμή που η
γυναίκα στην οποία υποτίθεται ότι είχαν σταλεί κατέληξε να
εξαφανιστεί…»
«Α, μην ξεχνάς όμως πως η Αϊρίν είχε ήδη αρχίσει να αφηγείται την
ιστορία με τα ανώνυμα σημειώματα πριν από την εξαφάνιση της
Μάργκοτ. Ισχύουν δηλαδή τα ίδια με πριν, έτσι δεν είναι; Οι δύο
ρεσεψιονίστ ενδεχομένως να εφηύραν εκείνα τα απειλητικά σημειώματα,
ίσως για να διασκεδάσουν τη βαρεμάρα τους διαδίδοντας μια ζοφερή
φήμη, κι ύστερα να τους ήταν αδύνατο να πάρουν πίσω το ψέμα, από τη
στιγμή που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ.
»Τέλος πάντων», είπε ο Στράικ προχωρώντας δυο σελίδες παρακάτω,
«αυτά τα ωραία με την Αϊρίν. Για να δούμε τώρα την κολλητή της, τη
νοσοκόμα.
»Στην αρχική της κατάθεση, η Τζάνις ισχυρίστηκε πως πέρασε όλο το
απόγευμα στους δρόμους, πραγματοποιώντας κατ’ οίκον επισκέψεις σε
ασθενείς. Η τελευταία επίσκεψη, σε μια ηλικιωμένη κυρία η οποία
αντιμετώπιζε πολλαπλά θέματα υγείας, κράτησε περισσότερο απ’ όσο είχε
λογαριάσει. Έφυγε από εκεί γύρω στις έξι και τράβηξε γραμμή σε έναν
τηλεφωνικό θάλαμο, για να τηλεφωνήσει στο σπίτι της Αϊρίν, ώστε να
τσεκάρει αν ίσχυε το ραντεβού τους για να πάνε σινεμά εκείνο το βράδυ.
Η Αϊρίν είπε πως δεν είχε διάθεση, όμως η Τζάνις είχε κανονίσει ήδη να
έρθει γυναίκα να προσέχει το παιδί της κι ήθελε οπωσδήποτε να δει την
ταινία –τον Τζέιμς Κάαν στον Τζογαδόρο– οπότε αποφάσισε να πάει.
Παρακολούθησε την ταινία μόνη της, κι ύστερα πέρασε από το σπίτι της
γειτόνισσας, πήρε τον γιο της και επέστρεψε στο σπίτι της.
»Ο Τάλμποτ δεν μπήκε στον κόπο να διασταυρώσει τίποτε απ’ όλα
αυτά, όμως ένας ευσυνείδητος υφιστάμενός του ανέλαβε πρωτοβουλία
και το έκανε, και ίσχυαν τα πάντα. Όλοι οι ασθενείς επιβεβαίωσαν πως η
Τζάνις είχε περάσει από τα σπίτια τους τις σωστές ώρες. Η γυναίκα που
ανέλαβε να προσέχει τον γιο της νοσοκόμας επιβεβαίωσε πως η Τζάνις
πέρασε για να παραλάβει το παιδί τη συμφωνημένη ώρα. Η Τζάνις
παρουσίασε επίσης το απόκομμα του εισιτηρίου για τη συγκεκριμένη
ταινία, που είχε παραπέσει στην τσάντα της. Δεδομένου ότι αυτό συνέβη
λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ, δε
φαίνεται ιδιαίτερα ύποπτο που βρέθηκε το απόκομμα. Από την άλλη, ένα
απόκομμα δεν αποδεικνύει πως κάθισε να παρακολουθήσει την ταινία,
όπως και η απόδειξη δεν αποδεικνύει ότι η Αϊρίν είχε πάει για ψώνια».
Πέταξε τη γόπα του τσιγάρου του έξω από το παράθυρο.
«Πού έμενε η τελευταία ασθενής που επισκέφτηκε η Τζάνις εκείνη την
ημέρα;» ρώτησε η Ρόμπιν, οπότε ο Στράικ κατάλαβε πως το μυαλό της
προσπαθούσε να υπολογίσει χρόνους και περιθώρια.
«Στην οδό Γκόσπαλ, σε απόσταση δέκα λεπτών από το ιατρείο με
αμάξι. Θα ήταν οριακά εφικτό για μια γυναίκα που κινούνταν με
αυτοκίνητο να προλάβει τη Μάργκοτ όπως κατευθυνόταν στην παμπ,
υποθέτοντας πως η Μάργκοτ περπατούσε πολύ αργά ή καθυστέρησε για
κάποιο λόγο στη διαδρομή ή έφυγε από την κλινική αργότερα απ’ ό,τι
είπε η Γκλόρια. Όμως θα χρειαζόταν μια δόση τύχης καθώς, όπως
ξέρουμε, μέρος της διαδρομής που λογικά θα ακολουθούσε η Μάργκοτ
ήταν πεζοδρομημένο».
«Ούτε και μπορώ να φανταστώ γιατί θα κανόνιζες να πας σινεμά με μια
φίλη, αν είχες σκοπό να απαγάγεις κάποιον», σχολίασε η Ρόμπιν.
«Συμφωνώ», είπε ο Στράικ. «Όμως δεν ολοκλήρωσα. Όταν ο Λόσον
αναλαμβάνει επικεφαλής των ερευνών, διαπιστώνει πως και η Τζάνις είχε
πει ψέματα στον Τάλμποτ».
«Πλάκα μου κάνεις».
«Καθόλου. Αποδείχτηκε πως δεν είχε αυτοκίνητο. Έξι εβδομάδες πριν
από την εξαφάνιση της Μάργκοτ, το παμπάλαιο Morris Minor που
οδηγούσε η Τζάνις παρέδωσε το πνεύμα και το πούλησε για παλιοσίδερα.
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, στις κατ’ οίκον επισκέψεις πήγαινε
χρησιμοποιώντας τη συγκοινωνία ή με τα πόδια. Δεν ήθελε να ξέρει
κανείς στην κλινική ότι είχε μείνει χωρίς αυτοκίνητο, σε περίπτωση που
της έλεγαν πως δεν μπορούσε να συνεχίσει τις απογευματινές επισκέψεις.
Ο σύζυγός της την είχε παρατήσει μόνη με ένα παιδί. Η Τζάνις είχε
ξεκινήσει να κάνει οικονομίες για να αγοράσει καινούργιο αυτοκίνητο,
όμως ήξερε πως θα χρειαζόταν κάποιο διάστημα, οπότε δικαιολογούνταν
πως το αμαξάκι της ήταν στο συνεργείο ή πως ήταν ευκολότερο να πάρει
το λεωφορείο, έτσι και τη ρωτούσε κανείς».
«Μα, εφόσον ισχύει αυτό…»
«Επιβεβαιωμένα. Ο Λόσον διασταύρωσε κάθε λεπτομέρεια, μίλησε με
τη μάντρα που αγόρασε το αμάξι για παλιοσίδερα, τσέκαρε τα πάντα».
«…τότε, αυτό την αποκλείει τελείως από την περίπτωση να εμπλέκεται
κάπως στην απαγωγή».
«Τείνω να συμφωνήσω», είπε ο Στράικ. «Θεωρητικά, θα μπορούσε να
είχε πάρει ταξί, όμως σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ήταν και ο
ταξιτζής συνεργός στην απαγωγή. Όχι, το ενδιαφέρον στοιχείο στην
περίπτωση της Τζάνις είναι πως, παρότι ήταν απόλυτα πεπεισμένος για
την αθωότητά της, ο Τάλμποτ της πήρε κατάθεση συνολικά επτά φορές,
περισσότερες από οποιονδήποτε άλλο μάρτυρα ή ύποπτο».
«Επτά φορές;»
«Ακριβώς. Στην αρχή είχε μια κάποια δικαιολογία. Ήταν γειτόνισσα του
Στιβ Ντάουθγουεϊτ, εκείνου του ασθενή της Μάργκοτ που υπέφερε από
οξύ στρες. Η δεύτερη και η τρίτη κατάθεση αφορούσαν αποκλειστικά τον
Ντάουθγουεϊτ, με τον οποίο η Τζάνις είχε μια καλημέρα. Ο Ντάουθγουεϊτ
ήταν εκείνος που κυρίως συγκέντρωνε τις υποψίες του Τάλμποτ πως ήταν
ο Χασάπης του Έσεξ, οπότε μπορείς να αντιληφθείς το σκεπτικό του –
ήταν πολύ φυσικό να συγκεντρώνεις καταθέσεις από γείτονες, εφόσον
θεωρούσες πως κάποιος κατακρεουργούσε γυναίκες εκεί δίπλα. Η Τζάνις
όμως δεν ήξερε να πει στον Τάλμποτ κάτι περισσότερο για τον
Ντάουθγουεϊτ σε σχέση με όσα ξέρουμε ήδη, πράγμα που δεν εμπόδισε
τον επιθεωρητή από το να επανέρχεται σ’ εκείνη. Μετά την τρίτη
κατάθεση, έπαψε να της κάνει ερωτήσεις για τον Ντάουθγουεϊτ, οπότε τα
πράγματα πήραν πολύ παράξενη τροπή. Μεταξύ άλλων, ο Τάλμποτ τη
ρώτησε αν είχε υπνωτιστεί ποτέ, αν ήταν διατεθειμένη να το δοκιμάσει,
τις έκανε διάφορες ερωτήσεις σχετικά με τα όνειρα που έβλεπε και την
προέτρεψε να κρατά ημερολόγιο, ώστε να το διαβάσει εκείνος αργότερα,
κι επίσης να του ετοιμάσει έναν κατάλογο με τους πρόσφατους ερωτικούς
της συντρόφους».
«Τι έκανε λέει;»
«Στον φάκελο υπάρχει αντίγραφο επιστολής από τον Επίτροπο της
Αστυνομίας», σχολίασε ξερά ο Στράικ, «στην οποία ζητά συγγνώμη από
την Τζάνις για τη συμπεριφορά του Τάλμποτ. Οπότε, μπορείς να
καταλάβεις για ποιο λόγο θέλησαν να τον απομακρύνουν από την
Υπηρεσία το γρηγορότερο».
«Ο γιος σού είπε τίποτε για όλα αυτά;»
Ο Στράικ θυμήθηκε το σοβαρό, μειλίχιο πρόσωπο του Γκρέγκορι, την
ακλόνητη πεποίθησή του πως ο Μπιλ υπήρξε καλός πατέρας και την
αμηχανία του, όταν η συζήτηση γύρισε στις πεντάλφες.
«Αμφιβάλλω αν ήξερε κάτι. Η Τζάνις, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν επιδίωξε να
το κάνει ζήτημα».
«Μάλιστα», είπε η Ρόμπιν μετρώντας τα λόγια της. «Από την άλλη,
νοσοκόμα ήταν. Μήπως είχε καταλάβει πως ο άνθρωπος ήταν άρρωστος;»
Αναλογίστηκε αυτή την περίπτωση για μερικές στιγμές κι ύστερα είπε:
«Πρέπει να ήταν τρομακτική εμπειρία, πάντως, καλά δε λέω; Να σε
καλεί ο επικεφαλής των ερευνών κάθε τόσο να καταθέσεις και να σου
ζητάει να κρατήσεις ημερολόγιο με τα όνειρα που βλέπεις;»
«Οι περισσότεροι άνθρωποι θα ταράζονταν. Υποθέτω πως η εξήγηση
για όλα αυτά είναι η προφανής… πάντως, θα ήταν χρήσιμο να τη
ρωτούσαμε».
Ο Στράικ έριξε μια ματιά στο πίσω κάθισμα, κι εκεί εντόπισε, όπως
ήλπιζε, μια σακούλα με τρόφιμα.
«Τι να κάνουμε, γενέθλια έχεις», είπε η Ρόμπιν, χωρίς να πάρει το
βλέμμα της από τον δρόμο.
«Θες ένα μπισκότο;»
«Είναι κάπως νωρίς για μένα. Εσύ φάε».
Γέρνοντας προς τα πίσω για να πιάσει τη σακούλα, ο Στράικ
παρατήρησε πως η Ρόμπιν είχε επιστρέψει στο παλιό της άρωμα.
20
Κι αν τύχαινε κάτι άσχημο να ακούσει για τους άλλους,
να το πλουτίσει γύρευε, να το χειροτερέψει,
και χαρά μεγάλη έπαιρνε, σαν το ’κανε βούκινο σε πολλούς,
έτσι που καθετί χειρότερο κατέληγε, σαν έμπλεκε εκείνη.
Έντουαρντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Λοιπόν, γιατρός δεν είμαι», είπε ο Στράικ την ώρα που διέσχιζαν τον
δρόμο για να επιστρέψουν στο Land Rover, «όμως νομίζω πως φταίει το
κάρι».
«Σταμάτα», είπε η Ρόμπιν γελώντας άθελά της. Για κάποιο λόγο
αισθανόταν μια έμμεση ντροπή.
«Καλά, το λες αυτό γιατί δεν καθόσουν κοντά της όπως εγώ», είπε ο
Στράικ μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. «Διέκρινα μια εσάνς αρνιού με
μπαχαρικά…»
«Σοβαρά», είπε η Ρόμπιν, μισογελώντας, μισοαηδιασμένη, «σταμάτα».
Όπως κούμπωνε τη ζώνη του, ο Στράικ είπε:
«Χρειάζομαι ένα αληθινό ποτό».
«Εδώ παρακάτω είναι μια συμπαθητική παμπ», είπε η Ρόμπιν. «Την
τσέκαρα στο διαδίκτυο: Η ταβέρνα του Τραφάλγκαρ».
Η αναζήτηση πληροφοριών για την παμπ αποτελούσε το δίχως άλλο μια
ακόμη Όμορφη Κίνηση που είχε επιλέξει να κάνει η Ρόμπιν για τα
γενέθλιά του, οπότε ο Στράικ αναρωτήθηκε αν το είχε βάλει σκοπό να του
προκαλέσει ενοχές. Πιθανότατα όχι, σκέφτηκε, όμως και πάλι αυτό ήταν
το αποτέλεσμα, οπότε δεν έκανε κάποιο άλλο σχόλιο, πέρα από το να
ρωτήσει:
«Πώς σου φάνηκαν όλα αυτά;»
«Κοίτα, υπήρχαν ορισμένα υπόγεια ρεύματα, σωστά;» είπε η Ρόμπιν
στρίβοντας για να βγει από τη θέση στάθμευσης. «Επίσης, νομίζω πως
ειπώθηκαν και ορισμένα ψέματα».
«Συμφωνώ», είπε ο Στράικ. «Εσύ ποια εντόπισες;»
«Κατ’ αρχάς, όσα μας είπε η Αϊρίν και η Τζάνις για τη λογομαχία που
προέκυψε στο χριστουγεννιάτικο πάρτι», είπε η Ρόμπιν παίρνοντας την
οδό Σέρκους. «Δε νομίζω πως η πραγματική αιτία ήταν η απόφαση της
Μάργκοτ να εξετάσει τον γιο της Τζάνις… αν και πιστεύω πως η
Μάργκοτ εξέτασε τον Κέβιν, χωρίς να ζητήσει την άδεια της μητέρας
του».
«Κι εγώ το ίδιο νομίζω», είπε ο Στράικ. «Πάντως, συμφωνώ: δε νομίζω
πως αυτή ήταν η αιτία της προστριβής. Η Αϊρίν πίεσε την Τζάνις να
αφηγηθεί αυτή την ιστορία, επειδή δεν ήθελε να ομολογήσει την αλήθεια.
Πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι… το γεγονός ότι η Αϊρίν έφερε την
Τζάνις στο σπίτι της, ώστε να μιλήσουμε ταυτόχρονα και στις δύο, μήπως
έγινε ώστε να είναι βέβαιη η Αϊρίν πως η Τζάνις δε θα μας έλεγε κάτι που
η ίδια δεν ήθελε να μαθευτεί; Αυτό είναι το πρόβλημα, όταν είσαι φίλος
με κάποιον επί δεκαετίες, σωστά; Ξέρουν υπερβολικά πολλά πράγματα».
Η Ρόμπιν, που ήταν απασχολημένη με την προσπάθεια να θυμηθεί τη
διαδρομή μέχρι την παμπ, την οποία είχε απομνημονεύσει εκείνο το πρωί,
θυμήθηκε μεμιάς όλες εκείνες τις ιστορίες που της είχε αφηγηθεί η Ίλσα
σχετικά με τη σχέση του Στράικ και της Σάρλοτ. Η Ίλσα της είχε πει πως
ο Στράικ είχε αρνηθεί την πρόσκληση να περάσει από το σπίτι τους
εκείνο το βράδυ για να φάνε όλοι μαζί, δήθεν επειδή είχε κανονίσει ήδη
με την αδελφή του. Η Ρόμπιν δυσκολευόταν να το πιστέψει αυτό,
δεδομένου του ότι ο Στράικ και η Λούσι είχαν αρπαχτεί άγρια σχετικά
πρόσφατα. Εν τω μεταξύ, ίσως και να φανταζόταν πράγματα που δεν
ίσχυαν, όμως η Ρόμπιν αναρωτήθηκε επίσης μήπως ο Στράικ απέφευγε να
κάνει παρέα μαζί της εκτός γραφείου.
«Δε φαντάζομαι να υποψιάζεσαι την Αϊρίν;»
«Υποψιάζομαι πως είναι ψεύτρα, κουτσομπόλα και θέλει να είναι
διαρκώς το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τίποτε περισσότερο», είπε ο
Στράικ. «Δε νομίζω πως είναι αρκετά έξυπνη ώστε να απήγαγε τη
Μάργκοτ Μπάμπορο και να κατάφερε επί σαράντα χρόνια να μην
προδοθεί. Από την άλλη, τα ψέματα έχουν πάντοτε ενδιαφέρον. Σου
τράβηξε κάτι άλλο την προσοχή;»
«Ναι. Είχε κάτι το περίεργο εκείνη η ιστορία με το Λίμινγκτον Σπα ή,
μάλλον, η αντίδραση της Αϊρίν όταν άκουσε την Τζάνις να αναφέρεται σε
αυτή… Νομίζω πως το Λίμινγκτον Σπα είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία για
εκείνη. Εκτός αυτού, ήταν παράξενο που η Τζάνις δεν της είχε μεταφέρει
τους ισχυρισμούς εκείνου του ασθενή της. Θα περίμενε κανείς πως θα το
είχε κάνει, μιας και είναι κολλητές, γνώριζαν και οι δυο τη Μάργκοτ, κι
έχουν διατηρήσει επαφή όλα αυτά τα χρόνια. Ακόμη κι αν η Τζάνις
θεωρούσε πως ο Ράματζ έλεγε παραμύθια, γιατί να μην τα μεταφέρει
στην Αϊρίν;»
«Άλλη μια εύστοχη παρατήρηση», είπε ο Στράικ, ενώ παρατηρούσε
σκεφτικός τη νεοκλασική πρόσοψη του Εθνικού Μουσείου Ναυτικής
Ιστορίας, καθώς περνούσαν μπροστά από φαρδιές εκτάσεις εντυπωσιακά
φροντισμένου σμαραγδένιου γρασιδιού. «Η Τζάνις πώς σου φάνηκε;»
«Κοίτα, όταν μας επέτρεπε η άλλη να την ακούσουμε να μιλάει, μου
φαινόταν σωστός άνθρωπος», είπε επιφυλακτικά η Ρόμπιν. «Μου έδωσε
την εντύπωση πως ήταν δίκαιη απέναντι στη Μάργκοτ και στον
Ντάουθγουεϊτ. Από την άλλη, για ποιο λόγο να ανέχεται να την
αντιμετωπίζει η Αϊρίν λες κι είναι η παραδουλεύτρα της…»
«Ορισμένοι άνθρωποι έχουν ανάγκη να τους χρειάζονται οι άλλοι… κι
ίσως να υπάρχει και μια αίσθηση υποχρέωσης, εφόσον η Αϊρίν έλεγε
αλήθεια πως η ίδια και ο σύζυγός της είχαν συνδράμει οικονομικά την
Τζάνις, όταν το χρειάστηκε».
Ο Στράικ εντόπισε από μακριά την παμπ που είχε επιλέξει η Ρόμπιν.
Μεγάλη και αρχοντική, με πολλά μπαλκόνια και τέντες, κι επίσης
ζαρντινιέρες και θυρεό, έστεκε στην όχθη του Τάμεση. Η Ρόμπιν
στάθμευσε και οι δυο τους πέρασαν ανάμεσα από τους μαύρους
σιδερένιους στύλους που οριοθετούσαν τον πεζόδρομο, όπου πολλά
ξύλινα τραπέζια πρόσφεραν θέα προς τον ποταμό, κι ανάμεσά τους ένα
μαύρο άγαλμα σε φυσικό μέγεθος του βραχύσωμου λόρδου Νέλσον
ατένιζε το νερό.
«Βλέπεις;» είπε η Ρόμπιν. «Μπορούμε να καθίσουμε έξω για να
καπνίσεις».
«Μήπως κάνει κρύο;» είπε ο Στράικ.
«Το μπουφάν έχει καλή επένδυση. Πάω να φέρω τα…»
«Όχι, εγώ θα πάω», είπε ο Στράικ αποφασιστικά. «Τι θέλεις;»
«Μια σόδα με μοσχολέμονο, παρακαλώ, έχω να πιάσω και τιμόνι».
Όπως έμπαινε στην παμπ ο Στράικ, ακούστηκαν ξαφνικά ένα σωρό
φωνές να εύχονται «Χρόνια πολλά». Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου,
βλέποντας κάτι μπαλόνια να αιωρούνται στη γωνία, τον κατέλαβε ένα
αίσθημα φρίκης, καθώς υποψιάστηκε πως η Ρόμπιν τον είχε φέρει εδώ για
ένα πάρτι-έκπληξη· όμως την επόμενη στιγμή, συνειδητοποίησε πως δεν
αναγνώριζε ούτε ένα πρόσωπο εκεί μέσα, κι ότι τα μπαλόνια σχημάτιζαν
τον αριθμό 80. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα, με μαλλιά στο χρώμα της
λεβάντας, χαμογελούσε πλατιά στην κεφαλή ενός τραπεζιού
κατακλυσμένου από συγγενείς: φλας άρχισαν να αστράφτουν, καθώς
έσβηνε τα κεράκια πάνω σε μια μεγάλη τούρτα σοκολάτα. Ακολούθησαν
χειροκροτήματα και επευφημίες, κι ένα νήπιο φύσηξε μια καραμούζα.
Ο Στράικ κατευθύνθηκε στο μπαρ, χωρίς να έχει ξεπεράσει ακόμη
τελείως την ταραχή του, μαλώνοντας τον εαυτό του που φαντάστηκε
έστω για μια στιγμή πως η Ρόμπιν υπήρχε περίπτωση να του είχε
οργανώσει πάρτι-έκπληξη. Ακόμη και η Σάρλοτ, με την οποία είχε τη
μακροβιότερη και στενότερη σχέση στη ζωή του, ποτέ δεν είχε κάνει κάτι
τέτοιο. Για την ακρίβεια, η Σάρλοτ ουδέποτε είχε επιτρέψει σε κάτι τόσο
ασήμαντο όσο τα γενέθλιά του να επηρεάσουν τα δικά της θέλω και
διαθέσεις. Στα εικοστά γενέθλια του Στράικ, κι ενώ η Σάρλοτ περνούσε
μία από τις σποραδικές φάσεις της, όταν ξεσπούσε με ακατάσχετη ζήλια ή
οργή στην άρνησή του να εγκαταλείψει τον στρατό (οι ακριβείς αφορμές
των πάμπολλων σκηνών και καβγάδων που ξεσπούσαν μεταξύ τους είχαν
την τάση να μπερδεύονται στο μυαλό του), είχε πετάξει το τυλιγμένο
δώρο του από ένα παράθυρο του τρίτου ορόφου, μπροστά στα μάτια του.
Υπήρχαν βέβαια κι άλλες αναμνήσεις. Εκείνες από τα τριακοστά τρίτα
γενέθλιά του, για παράδειγμα. Είχε μόλις λάβει εξιτήριο από το
νοσοκομείο Σέλι Όουκ και περπατούσε για πρώτη φορά στηριγμένος σε
προσθετικό άκρο, κι η Σάρλοτ τον είχε οδηγήσει στο διαμέρισμά της, στο
Νότινγκ Χιλ, του είχε μαγειρέψει και είχε επιστρέψει από την κουζίνα στο
τέλος του γεύματος κρατώντας δυο κούπες καφέ, ολόγυμνη και
ομορφότερη από κάθε άλλη γυναίκα που είχε αντικρίσει στη ζωή του. Ο
Στράικ είχε γελάσει κι είχε σαστίσει ταυτόχρονα. Εν τω μεταξύ, κόντευαν
δύο χρόνια που δεν είχε κάνει σεξ. Η νύχτα που ακολούθησε κατά πάσα
πιθανότητα θα παρέμενε ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη του, όπως και
οι λυγμοί στους οποίους ξέσπασε η Σάρλοτ ύστερα, πάνω στην αγκαλιά
του, όταν του είπε πως ήταν ο μοναδικός άντρας για εκείνη, πως φοβόταν
τα αισθήματά της, φοβόταν πως ήταν κακός άνθρωπος που δε λυπόταν
για το ακρωτηριασμένο του πόδι, εφόσον αυτό σήμαινε πως θα επέστρεφε
ο Στράικ κοντά της, εφόσον σήμαινε πως, επιτέλους, θα μπορούσε να τον
φροντίσει κι εκείνη έτσι όπως τη φρόντιζε πάντοτε αυτός. Οπότε, καθώς
κόντευαν μεσάνυχτα, ο Στράικ της έκανε πρόταση γάμου, κι έκαναν
έρωτα ξανά, κι ύστερα έμειναν ξύπνιοι μέχρι το χάραμα και συζητούσαν
πώς θα έστηνε το γραφείο ιδιωτικών ερευνών, κι η Σάρλοτ του είπε πως
δεν ήθελε δαχτυλίδι, πως έπρεπε να φυλάξει τα χρήματά του για τη νέα
του σταδιοδρομία, στην οποία ήταν βέβαιη πως θα αποδεικνυόταν
εξαιρετικός.
Έχοντας αγοράσει ποτά και πατατάκια, ο Στράικ επέστρεψε στη Ρόμπιν,
η οποία καθόταν σε έναν υπαίθριο πάγκο, με τις παλάμες χωμένες στις
τσέπες της, κι έδειχνε κακόκεφη.
«Χαμογέλα», είπε ο Στράικ, απευθυνόμενος εξίσου στον εαυτό του όσο
και σ’ εκείνη.
«Με συγχωρείς», είπε η Ρόμπιν, αν και πραγματικά δεν ήξερε για ποιο
λόγο ζητούσε συγγνώμη.
Ο Στράικ κάθισε δίπλα της αντί για απέναντι, οπότε κοίταζαν και οι δύο
προς τον ποταμό. Από κάτω, εκτεινόταν μια μικρή όχθη με βότσαλα όπου
κάθε τόσο τα κύματα πάφλαζαν νωχελικά. Στην απέναντι όχθη,
υψώνονταν τα ατσαλόχρωμα κτίρια γραφείων του Κανάρι Γουόρφ· στα
αριστερά τους το Σαρντ. Ο ποταμός είχε χρώμα μολυβί εκείνη την ψυχρή
μέρα του Νοεμβρίου. Ο Στράικ έσκισε το ένα σακουλάκι πατατάκια και
το άπλωσε στη μέση, έτσι ώστε να μπορούν και οι δυο τους να τσιμπάνε
ελεύθερα. Κι ενώ ευχόταν να είχε ζητήσει έναν καφέ αντί για κρύο ποτό,
η Ρόμπιν ήπιε μια γουλιά από τη σόδα με μοσχολέμονο, έφαγε δυο-τρία
πατατάκια, ξανάφερε τις παλάμες μέσα στις τσέπες της και ύστερα είπε:
«Το ξέρω πως δεν είναι αυτή η σωστή νοοτροπία, όμως ειλικρινά… δε
νομίζω πως θα καταφέρουμε να μάθουμε τι πραγματικά συνέβη στη
Μάργκοτ Μπάμπορο».
«Από πού προέκυψε αυτή η απαισιοδοξία;»
«Μάλλον επειδή η Αϊρίν θυμόταν λάθος ονόματα… κι η Τζάνις δεν της
έφερνε αντίρρηση, αντίθετα απέκρυψε τον πραγματικό λόγο για εκείνο
τον καβγά στο χριστουγεννιάτικο πάρτι… έχουν περάσει τόσα χρόνια.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καμία απολύτως υποχρέωση να μας
πουν την αλήθεια τώρα, ακόμη κι αν θυμούνται ποια είναι αυτή. Αν
συνυπολογίσουμε το ότι οι άνθρωποι προσκολλώνται σε παλιές θεωρίες,
για παράδειγμα όλο εκείνο το σκηνικό με την Γκλόρια και το χάπι μέσα
στην κούπα του Μπρένερ, και το ότι οι άνθρωποι θέλουν να φανούν
σημαντικοί, καμώνονται πως ξέρουν διάφορα και… να, έχω αρχίσει να
υποψιάζομαι πως παιδευόμαστε με κάτι ανέφικτο».
Ένα κύμα κούρασης είχε σαρώσει τη Ρόμπιν όση ώρα καθόταν στο
κρύο και περίμενε τον Στράικ και στα απόνερά του εμφανίστηκε κι η
απελπισία.
«Έλα, μην απογοητεύεσαι», είπε ο Στράικ ενθαρρυντικά. «Ήδη
καταφέραμε να μάθουμε δύο σημαντικές πληροφορίες που η αστυνομία
αγνοούσε πλήρως». Έβγαλε τα τσιγάρα του, άναψε ένα κι ύστερα είπε:
«Πρώτον, υπήρχαν μεγάλες ποσότητες βαρβιτουρικών στο κτίριο όπου
εργαζόταν η Μάργκοτ. Δεύτερον, είναι πολύ πιθανό η Μάργκοτ
Μπάμπορο να έκανε έκτρωση.
»Ας πιάσουμε πρώτα τα βαρβιτουρικά», συνέχισε, «μήπως
προσπερνάμε κάτι προφανέστατο, δηλαδή ότι αποτελούσαν ένα μέσο,
άμεσα διαθέσιμο σ’ εκείνο τον χώρο, ώστε να ναρκωθεί κάποιος;»
«Η Μάργκοτ δε ναρκώθηκε», είπε η Ρόμπιν μασουλώντας άκεφα
μερικά πατατάκια. «Έφυγε περπατώντας από το κτίριο».
«Ναι, εφόσον δεχτούμε ότι…»
«…η Γκλόρια δεν έλεγε ψέματα. Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν. «Όμως πώς
κατάφερε μαζί με τη Θίο – γιατί η Θίο εξακολουθεί να είναι απαραίτητα
συνεργός σε αυτή την ιστορία, σωστά; Πώς κατάφεραν οι δυο τους να
χορηγήσουν στη Μάργκοτ αρκετή ποσότητα βαρβιτουρικών ώστε να την
εξουδετερώσουν; Μην ξεχνάς, εφόσον η Αϊρίν λέει την αλήθεια, πως η
Μάργκοτ δεν άφηνε πλέον κανέναν να ετοιμάζει τα ροφήματά της. Εν τω
μεταξύ, απ’ ό,τι μας είπε η Τζάνις σχετικά με τη δοσολογία, θα
χρειαζόσουν κάμποσα χάπια προκειμένου να ρίξεις αναίσθητο έναν
άνθρωπο».
«Σωστά το σκέφτεσαι. Οπότε, ας ανατρέξουμε σ’ εκείνη την ιστοριούλα
σχετικά με το χάπι στο τσάι…»
«Δεν την πίστεψες;»
«Την πίστεψα», είπε ο Στράικ, «γιατί μου φαίνεται πως αν ήταν ψέμα,
θα ήταν ένα ολότελα άχρηστο ψέμα. Δεν είναι αρκετά ενδιαφέρουσα
ώστε να αποτελέσει ένα συναρπαστικό κουτσομπολιό, έτσι δεν είναι; Τι
να φτουρήσει ένα χάπι; Όμως επαναφέρει το ερώτημα του κατά πόσο η
Μάργκοτ γνώριζε ή υποψιαζόταν τον εθισμό του Μπρένερ. Ενδεχομένως
να της είχε φανεί παράξενη η συμπεριφορά του. Τα ηρεμιστικά θα του
προκαλούσαν υπνηλία. Πιθανόν να είχε παρατηρήσει πως ο άλλος
αργούσε να καταλάβει τι του έλεγες. Ό,τι έχουμε μάθει σχετικά με τη
Μάργκοτ συντείνει στο ότι, εφόσον θεωρούσε πως ο Μπρένερ φερόταν
αντιεπαγγελματικά ή ενδεχομένως έθετε σε κίνδυνο τους ασθενείς, θα
είχε τραβήξει γραμμή στο γραφείο του, απαιτώντας εξηγήσεις. Κι επίσης
ακούσαμε διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα για το παρελθόν του
Μπρένερ, ο οποίος απ’ ό,τι φαίνεται κουβαλούσε τραύματα από παλιά,
ήταν ένας δυστυχής και μοναχικός άνθρωπος. Πώς θα αντιδρούσε, αν η
Μάργκοτ τον απειλούσε με διαγραφή από τον ιατρικό σύλλογο; Τι θα
σήμαινε η απώλεια του κύρους και της φήμης του, για έναν άνθρωπο που
πρακτικά δεν είχε τίποτε άλλο στη ζωή του; Έχουν γίνει φόνοι για πολύ
πιο ασήμαντους λόγους».
«Ο Μπρένερ όμως έφυγε από την κλινική πριν από τη Μάργκοτ εκείνο
το βράδυ».
«Και τι τον εμπόδιζε να την περιμένει; Να της προτείνει να την πετάξει
μέχρι παρακάτω με το αυτοκίνητό του;»
«Αν της πρότεινε κάτι τέτοιο, νομίζω πως η Μάργκοτ θα τον
αντιμετώπιζε με καχυποψία», είπε η Ρόμπιν. «Όχι φοβούμενη πως θα της
έκανε κακό, αλλά ενδεχομένως να της έβαζε τις φωνές, πράγμα που θα
ήταν σύμφωνο με τον χαρακτήρα του, απ’ ό,τι ξέρουμε γι’ αυτόν.
Προσωπικά, θα είχα προτιμήσει να περπατήσω στη βροχή. Εκτός αυτού,
η Μάργκοτ ήταν πολύ νεότερή του, ψηλή και γυμνασμένη. Δε θυμάμαι
αυτή τη στιγμή πού έμενε ο Μπρένερ…»
«Με την ανύπαντρη αδελφή του, σε απόσταση περίπου είκοσι λεπτών
με το αυτοκίνητο από την κλινική. Η αδελφή κατέθεσε πως επέστρεψε
στο σπίτι τη συνηθισμένη του ώρα. Μια γειτόνισσα που είχε βγάλει βόλτα
τον σκύλο της επιβεβαίωσε πως τον είχε δει μέσα από το παράθυρο του
σπιτιού του γύρω στις έντεκα…
»Πάντως, μπορώ να σκεφτώ και μιαν άλλη πιθανότητα σχετικά με
εκείνα τα βαρβιτουρικά», συνέχισε ο Στράικ. «Όπως επισήμανε και η
Τζάνις, είχαν αξία στην πιάτσα και, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Μπρένερ είχε
συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες. Πρέπει να εξετάσουμε την περίπτωση
κάποιος εκτός κλινικής να ήξερε ότι υπήρχαν πολύτιμες ναρκωτικές
ουσίες στο κτίριο, να αποφάσισε να τις βουτήξει κι η Μάργκοτ να τον
εμπόδιζε».
«Οπότε, επιστρέφουμε στην περίπτωση η Μάργκοτ να πέθανε μέσα στο
κτίριο, πράγμα που σημαίνει πως…»
«Η Γκλόρια και η Θίο επανέρχονται στο κάδρο των υπόπτων.
Ενδεχομένως οι δυο τους να σχεδίαζαν να βουτήξουν τα ηρεμιστικά για
τον εαυτό τους. Και προ ολίγου μάθαμε πως υπήρχε και…»
«…ένας αδελφός μπλεγμένος με τη διακίνηση ναρκωτικών», είπε η
Ρόμπιν.
«Προς τι ο σκεπτικισμός;»
«Η Αϊρίν έδειχνε αποφασισμένη να πετάξει μπηχτές για την Γκλόρια,
έτσι δεν είναι;»
«Ναι, σωστά, όμως το γεγονός πως η Γκλόρια είχε έναν αδελφό που
έσπρωχνε ουσίες στην πιάτσα είναι μια αξιόλογη πληροφορία, όπως και
το γεγονός πως υπήρχαν μεγάλες ποσότητες ηρεμιστικών στο κτίριο, που
αποτελούσαν βολικότατο στόχο για κάθε επίδοξο κλέφτη. Ο Μπρένερ δεν
υπήρχε περίπτωση να ομολογήσει πως είχε συγκεντρώσει τέτοιες ουσίες
στην κλινική, οπότε κατά πάσα πιθανότητα δε θα κατήγγειλε την κλοπή,
συνδυασμός που οδηγεί σε μια κατάσταση ανοιχτή σε κάθε
εκμετάλλευση».
«Η ύπαρξη ενός κακοποιού αδελφού δεν καθιστά και τους συγγενείς
του κακοποιούς».
«Σύμφωνοι, όμως με κάνει να θέλω ακόμη περισσότερο να βρούμε την
Γκλόρια. Ο όρος “άτομο ενδιαφέροντος” ταιριάζει πολύ στην περίπτωσή
της…
»Έπειτα, είναι στη μέση και η περίπτωση της έκτρωσης», είπε ο Στράικ.
«Εφόσον η Αϊρίν λέει την αλήθεια σχετικά με το τηλεφώνημα από την
άλλη κλινική, προκειμένου να επιβεβαιώσουν το ραντεβού…»
«Εφόσον», επισήμανε η Ρόμπιν.
«Δε νομίζω πως έλεγε ψέματα», είπε ο Στράικ. «Για τον ακριβώς
αντίθετο λόγο απ’ ό,τι για το χάπι στην κούπα του Μπρένερ. Το ψέμα εδώ
παραείναι χοντρό. Οι άνθρωποι δε σκαρφίζονται από το πουθενά τέτοιες
ιστορίες. Τέλος πάντων, η Αϊρίν είχε αποκαλύψει τότε στην Τζάνις τι
συνέβαινε, κι η λογομαχία που είχαν σχετικά με το ιατρικό απόρρητο
ακούγεται αληθοφανής. Εκτός αυτού, ο γιος της Ντόροθι κάπου πρέπει να
είχε βασίσει αυτά που έγραψε στο βιβλίο του. Δε θα μου προξενούσε την
παραμικρή εντύπωση αν τη συγκεκριμένη πληροφορία τού την είχε
σφυρίξει η Αϊρίν. Δε μου έδωσε την εντύπωση γυναίκας που θα
προσπερνούσε όποια ευκαιρία να επιδοθεί σε εικασίες ή κουτσομπολιά».
Η Ρόμπιν δεν έκανε κάποιο σχόλιο. Στη ζωή της, μόνο μία φορά είχε
έρθει αντιμέτωπη με την πιθανότητα να είναι έγκυος και θυμόταν ακόμη
την ανακούφιση που την είχε κατακλύσει όταν κατέστη σαφές πως δεν
ήταν, οπότε δε θα χρειαζόταν να έρθει σε ακόμη μεγαλύτερη επαφή με
αγνώστους, να υποβληθεί σε μια δεύτερη επέμβαση άκρως προσωπικού
χαρακτήρα, να αντιμετωπίσει ακόμη περισσότερα αίματα, ακόμη
περισσότερο πόνο.
Φαντάσου να είσαι έγκυος από τον άντρα σου και να επιλέξεις την
έκτρωση, σκέφτηκε. Άραγε, θα μπορούσε πράγματι να είχε κάνει κάτι
τέτοιο, τη στιγμή που μεγάλωνε στο σπίτι της την αδελφή εκείνου του
παιδιού; Τι σκέψεις να περνούσαν από το μυαλό της έναν μήνα πριν από
την εξαφάνισή της; Μήπως όδευε αθόρυβα προς έναν νευρικό κλονισμό,
όπως ο Τάλμποτ; Τα τελευταία χρόνια είχαν διδάξει στη Ρόμπιν το πόσο
μυστήριοι είναι οι άνθρωποι ακόμη και σ’ εκείνους που νόμιζαν πως τους
γνώριζαν καλύτερα από κάθε άλλον. Απιστία και διγαμία, βίτσια και
φετίχ, κλοπές και απάτες, παρακολουθήσεις και παρενοχλήσεις: πλέον,
είχε διερευνήσει την κρυφή ζωή τόσων ανθρώπων, ώστε είχε χάσει το
μέτρημα. Ούτε και θεωρούσε τον εαυτό της ανώτερο σε σχέση με
οποιονδήποτε από τους κερατωμένους και εξαπατημένους που
κατέφευγαν στο γραφείο λαχταρώντας την αλήθεια. Μήπως κι η ίδια δε
νόμιζε πως ήξερε τι άνθρωπος ήταν ο σύζυγός της στα πάντα; Πόσες
εκατοντάδες νύχτες δεν τις είχαν περάσει αγκαλιασμένοι σαν Σιαμαίοι
δίδυμοι, ψιθυρίζοντας μυστικά, γελώντας στο σκοτάδι; Η Ρόμπιν είχε
περάσει σχεδόν τη μισή της ζωή με τον Μάθιου και χρειάστηκε πρώτα να
εμφανιστεί ένα σκληρό, λαμπερό διαμαντένιο σκουλαρίκι στο κρεβάτι
τους, για να συνειδητοποιήσει πως ο σύζυγός της ζούσε μια ξέχωρη ζωή
και δεν ήταν, κι ενδεχομένως δεν υπήρξε ποτέ, ο άνθρωπος που νόμιζε η
Ρόμπιν πως ήξερε τόσο καλά.
«Δε θέλεις να σκέφτεσαι πως έκανε έκτρωση», είπε ο Στράικ
συμπεραίνοντας σωστά, τουλάχιστον εν μέρει, τον λόγο της σιωπής της
Ρόμπιν. Εκείνη δεν απάντησε, μόνο προτίμησε να ρωτήσει:
«Δεν είχες κάποια απάντηση από τη φίλη της Μάργκοτ, την Ούνα,
σωστά;»
«Α, δε σου το είπα;» απάντησε ο Στράικ. «Ναι, μου έστειλε ένα email
χτες. Είναι πράγματι συνταξιούχος εφημέριος και δέχτηκε ευχαρίστως να
μας συναντήσει, όταν κατεβεί στο Λονδίνο για κάτι χριστουγεννιάτικες
αγορές. Δεν έχουμε κλείσει ημερομηνία ακόμη».
«Καλό αυτό», είπε η Ρόμπιν. «Ξέρεις, θα ήθελα να μιλήσω με κάποιον
που συμπαθούσε πραγματικά τη Μάργκοτ».
«Ο Γκάπτα τη συμπαθούσε», είπε ο Στράικ. «Η Τζάνις επίσης, αυτό είπε
προ ολίγου».
Η Ρόμπιν έσκισε το δεύτερο σακουλάκι πατατάκια.
«Κι αυτό θα περίμενε κανείς, έτσι δεν είναι;» είπε. «Οι άνθρωποι να
καμώνονται τουλάχιστον πως συμπαθούσαν τη Μάργκοτ, ύστερα απ’ ό,τι
συνέβη. Η Αϊρίν όμως δεν το έκανε. Δε σου φαίνεται κάπως…
υπερβολικό… να παραμένει αγκιστρωμένη σε μια τόσο έντονη αντιπάθεια
ύστερα από σαράντα χρόνια; Φαρμάκι έσταζε. Δε θα ήταν πιο… δεν
ξέρω, πιο ευγενικό, αν…»
«Αν ισχυριζόταν πως ήταν φίλες;»
«Ναι… όμως ίσως η Αϊρίν να ήξερε πως ήταν πάρα πολλοί οι άνθρωποι
που γνώριζαν πως δεν ήταν φίλες. Τι γνώμη έχεις για τα ανώνυμα
σημειώματα; Αλήθεια ή ψέμα;»
«Καλή ερώτηση», είπε ο Στράικ κι έξυσε το πιγούνι του. «Η Αϊρίν
πραγματικά το ευχαριστήθηκε όταν μας είπε πως ο αποστολέας είχε
αποκαλέσει τη Μάργκοτ με τη λέξη που αρχίζει από πι, όμως η αναφορά
στην “Κόλαση” δε μου ακούγεται σαν κάτι που θα σκαρφιζόταν από μόνη
της. Θα περίμενα κάτι πιο κοντά στη λογική του “φαντασμένη σκύλα”».
Έβγαλε και πάλι το σημειωματάριό του και έριξε μια γρήγορη ματιά
στις σημειώσεις που είχε κρατήσει στη διάρκεια της συνάντησης.
«Λοιπόν, πρέπει να τσεκάρουμε αυτές τις πληροφορίες, άσχετα από το
κατά πόσο είναι βάσιμες ή όχι. Τι θα έλεγες να αναλάβεις την περίπτωση
του Τσάρλι Ράματζ και της υποτιθέμενης συνάντησης στο Λίμινγκτον
Σπα, κι εγώ να ασχοληθώ με τον Άπλθορπ που κατέβαζε τα Μπένι σαν
καραμέλες;»
«Να, το ξανάκανες τώρα δα», είπε η Ρόμπιν.
«Τι έκανα;»
«Χαμογέλασες λοξά, όπως έλεγες τη λέξη “Μπένι”. Τι το αστείο έχει η
βενζεδρίνη;»
«Α…» έκανε ο Στράικ γελώντας πνιχτά. «Απλώς θυμήθηκα κάτι που
μου είχε πει ο θείος μου, ο Τεντ. Έβλεπες καθόλου το Σταυροδρόμι;»
«Τι είναι το Σταυροδρόμι;»
«Συνέχεια ξεχνάω πόσο νεότερη είσαι», είπε ο Στράικ. «Ήταν μια
σαπουνόπερα που παιζόταν παλιά στην τηλεόραση, κι εκεί υπήρχε ένας
χαρακτήρας ονόματι Μπένι. Ήταν… τέλος πάντων, εκείνα τα χρόνια θα
τον έλεγες άτομο με ειδικές ανάγκες. Απλοϊκός. Φορούσε ένα μάλλινο
σκουφί. Κλασικός χαρακτήρας, με τον τρόπο του».
«Αυτόν σκεφτόσουν;» ρώτησε η Ρόμπιν. Δεν της φαινόταν ιδιαίτερα
αστείος ο συνειρμός.
«Όχι, όμως πρέπει να ξέρεις κάποια πράγματα γι’ αυτόν, ώστε να
καταλάβεις τη συνέχεια. Φαντάζομαι έχεις ακουστά τον Πόλεμο των
Φόκλαντς».
«Νεότερή σου είμαι, Στράικ. Όχι στουρνάρι».
«Καλά, εντάξει. Οπότε, οι Βρετανοί στρατιώτες που στάλθηκαν εκεί –
πολέμησε κι ο Τεντ, το 1982– κόλλησαν στους ντόπιους το παρατσούκλι
“Μπένι” από τον χαρακτήρα στο Σταυροδρόμι. Κάποια στιγμή, το
μαθαίνουν στην Κεντρική Διοίκηση, οπότε σκάει η διαταγή από τους
γαλονάδες: Πάψτε να αποκαλείτε τους ανθρώπους που μόλις
απελευθερώσαμε “Μπένι”. Κι έτσι», είπε ο Στράικ χαμογελώντας πλατιά,
«άρχισαν να τους αποκαλούν “Γιαπάντα”».
«“Γιαπάντα”; Τι σημαίνει αυτό το “Γιαπάντα”;»
«“Για πάντα Μπένι”», εξήγησε ο Στράικ κι έσκασε στα γέλια. Γέλασε
και η Ρόμπιν, κυρίως όμως με την αντίδραση του Στράικ. Όταν κόπασαν
κάπως τα χαχανητά τους, έμειναν και οι δύο να χαζεύουν τον ποταμό για
μερικές στιγμές, πίνοντας και, στην περίπτωση του Στράικ, καπνίζοντας,
ώσπου είπε:
«Θα στείλω επιστολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Θα αιτηθώ
χορήγηση άδειας ώστε να επισκεφτώ τον Κριντ».
«Σοβαρά;»
«Πρέπει να το προσπαθήσουμε. Οι Αρχές ανέκαθεν θεωρούσαν πως ο
Κριντ δολοφόνησε ή επιτέθηκε σε περισσότερες γυναίκες απ’ ό,τι εκείνες
για τις οποίες καταδικάστηκε. Στο σπίτι του βρέθηκαν κοσμήματα και
ρούχα τα οποία δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ. Το ότι οι πάντες νομίζουν πως
το έκανε ο Κριντ…»
«…δε σημαίνει πως δεν το έκανε», συμφώνησε η Ρόμπιν, που
αντιλαμβανόταν απόλυτα εκείνο το βασανιστικό σκεπτικό.
Ο Στράικ αναστέναξε, έτριψε το πρόσωπό του, ενώ το τσιγάρο
εξακολουθούσε να εξέχει από τα χείλη του, κι ύστερα είπε:
«Θέλεις να δεις πόσο παλαβός ήταν ο Τάλμποτ;»
«Για δώσε».
Ο Στράικ έβγαλε το δερματόδετο σημειωματάριο από την εσωτερική
τσέπη του παλτού του και της το έδωσε. Η Ρόμπιν το άνοιξε κι άρχισε να
φυλλομετρά τις σελίδες αμίλητη.
Κατακλύζονταν από αλλόκοτα σχέδια και διαγράμματα. Ο γραφικός
χαρακτήρας ήταν μικρός, οι λέξεις καθαρογραμμένες αλλά στριμωγμένες.
Πάρα πολλές φράσεις και σύμβολα είχαν υπογραμμιστεί και κυκλωθεί. Η
πεντάλφα ήταν πανταχού παρούσα. Οι σελίδες κατακλύζονταν από
ονόματα, όμως κανένα δε σχετιζόταν με την υπόθεση: Κρόουλι, Λεβί,
Άνταμς και Σμιντ.
«Χμ», έκανε χαμηλόφωνα, καθώς στεκόταν σε μια ιδιαίτερα φορτωμένη
σελίδα, μέσα από την οποία την αγριοκοίταζε ένα κεφάλι τράγου, που στο
μέτωπο είχε ένα τρίτο μάτι. «Εδώ δες…»
Έγειρε προς το μέρος του Στράικ.
«Χρησιμοποιεί αστρολογικά σύμβολα».
«Τι πράγμα;» είπε ο Στράικ παρατηρώντας συνοφρυωμένος τη σελίδα
που του έδειχνε η Ρόμπιν.
«Αυτός είναι ο Ζυγός», είπε η Ρόμπιν δείχνοντας ένα σύμβολο προς την
κάτω πλευρά της σελίδας. «Είναι το ζώδιό μου, παλιότερα είχα ένα
μπρελόκ με αυτό το σχήμα».
«Για να καταλάβω, ασχολείται με ζώδια και κουραφέξαλα;» είπε ο
Στράικ τραβώντας το σημειωματάριο προς το μέρος του, έχοντας πάρει
ένα τέτοιο ύφος αηδίας, ώστε η Ρόμπιν άρχισε και πάλι να γελάει.
Ο Στράικ έριξε μια ματιά σε όλη τη σελίδα. Η Ρόμπιν είχε δίκιο. Εν τω
μεταξύ, οι κύκλοι που σχηματίζονταν γύρω από το κεφάλι του τράγου τού
φανέρωναν και κάτι ακόμη.
«Κάθισε και υπολόγισε το πλήρες ωροσκόπιο της στιγμής που
θεωρούσε πως είχε απαχθεί η Μάργκοτ», είπε. «Εδώ δες την ημερομηνία.
11 Οκτωβρίου του 1974. Έξι και μισή το βράδυ… για όνομα του Θεού…
Καθόταν και ασχολούνταν με την αστρολογία… ο τύπος είχε σαλτάρει
τελείως».
«Εσύ τι ζώδιο είσαι;» ρώτησε η Ρόμπιν, προσπαθώντας ταυτόχρονα να
το υπολογίσει.
«Ιδέα δεν έχω».
«Καλά, ναι», είπε η Ρόμπιν.
Ο Στράικ γύρισε και την κοίταξε αιφνιδιασμένος.
«Άσε τα σάπια!» είπε. «Όλοι ξέρουν τι ζώδιο είναι. Μη μας το παίζεις
υπεράνω».
Ο Στράικ χαμογέλασε πλατιά, απρόθυμα, τράβηξε μια γερή τζούρα από
το τσιγάρο του, φύσηξε τον καπνό και ύστερα είπε:
«Τοξότης, με ωροσκόπο Σκορπιό και τον ήλιο στον πρώτο οίκο».
«Είσαι…» Η Ρόμπιν έβαλε τα γέλια. «Σοβαρά τώρα, εσύ το σκάρωσες
αυτό ή είναι πραγματικό;»
«Εννοείται πως δεν είναι πραγματικό», είπε ο Στράικ. «Τίποτε απ’ όλα
αυτά δεν είναι πραγματικό, σωστά; Όμως ναι. Ο γενέθλιος αστρολογικός
χάρτης μου αυτά αναφέρει. Και κόψε τα γέλια. Θυμήσου ποια ήταν η
μητέρα μου. Τα πίστευε όλα αυτά τα κουραφέξαλα. Μία από τις
καλύτερες φίλες της ετοίμασε το πλήρες ωροσκόπιό μου, όταν γεννήθηκα.
Έπρεπε να το είχα αναγνωρίσει αμέσως αυτό», είπε δείχνοντας προς το
σκίτσο του τράγου. «Όμως δεν έχω καθίσει ακόμη να ασχοληθώ σοβαρά
με το σημειωματάριο, δεν προλάβαινα».
«Και τι σημαίνει η παρουσία του ήλιου στον πρώτο οίκο;»
«Τίποτε δε σημαίνει, μαλακίες είναι όλα αυτά».
Η Ρόμπιν καταλάβαινε πως ο Στράικ δεν ήθελε να παραδεχτεί πως
θυμόταν τη σημασία αυτής της πληροφορίας, πράγμα που την έκανε να
γελάσει ξανά. Ισορροπώντας ανάμεσα στον εκνευρισμό και στη θυμηδία,
ο Στράικ μουρμούρισε:
«Ανεξαρτησία. Ηγετική παρουσία».
«Κοίτα…»
«Είναι μαλακίες όλα αυτά, κι έχουμε ήδη αρκετές μυστικιστικές
μπαρούφες σε αυτή την υπόθεση, δε χρειάζεται να προσθέσουμε και τα
ζώδια. Το μέντιουμ με τον άγιο τόπο, τον Τάλμποτ και τον Μπαφομέτ…»
«…την Αϊρίν με τη σπασμένη Μάργκοτ Φοντέιν», πρόσθεσε η Ρόμπιν.
«Την Αϊρίν και εκείνο το σπασμένο πορσελάνινο έκτρωμα»,
μουρμούρισε ο Στράικ στρέφοντας τα μάτια του προς τα πάνω.
Μικρές σταγόνες παγερής βροχής άρχισαν να πέφτουν, ραντίζοντας το
τραπέζι και το σημειωματάριο του Τάλμποτ, το οποίο ο Στράικ έκλεισε,
για να μη βραχεί το μελάνι και κυλήσει. Συμφωνώντας χωρίς να πουν
τίποτα, σηκώθηκαν ταυτόχρονα και κατευθύνθηκαν πίσω στο Land
Rover.
Εν τω μεταξύ, η ηλικιωμένη κυρία με τα μαλλιά στο χρώμα της
λεβάντας, που είχε γενέθλια την ίδια μέρα με τον Στράικ, επιβιβαζόταν
υποβασταζόμενη σε ένα Toyota εκεί παραδίπλα, με τη βοήθεια δύο
γυναικών που έμοιαζαν με κόρες της. Ολόγυρα στο αυτοκίνητο στέκονταν
οι υπόλοιποι συγγενείς, χαμογελαστοί, συνομιλώντας κάτω από τις
ομπρέλες τους. Για μια στιγμή, έτσι όπως καθόταν μέσα στο τζιπ, ο
Στράικ αναρωτήθηκε αν θα έφτανε κι ο ίδιος στα ογδόντα και ποιος θα
βρισκόταν εκείνη τη μέρα μαζί του.
22
Και σε καιρούς κατοπινούς, πράγματα πιότερο άγνωστα θενά φανερωθούν.
Γιατί λοιπόν ο ανόητος άνθρωπος θέλει να νομίζει,
πως δεν υπάρχει τίποτε πέρα απ’ αυτό που βλέπει;
Τι θα γινόταν αν μέσα στην όμορφη του Φεγγαριού τη σφαίρα,
αν σε κάθε άλλο αθέατο άστρο,
μάθαινε με χαρά πως απλώνονταν κόσμοι άλλοι;
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
ο δολοφόνος είναι ( )
Δυσκολεύτηκε να σηκωθεί για να φέρει το δικό του σημειωματάριο,
όμως αυτό ακριβώς έκανε. Όπως καθόταν και πάλι βαρύς στο κρεβάτι
του, εντόπισε τη στενογραφημένη φράση που είχε ερμηνεύσει η Πατ:
Και αυτό είναι το έσχατο, το δωδέκατο, και ο κύκλος θα κλείσει με την
εύρεση του δέκατου –άγνωστη λέξη– Μπαφομέτ. Μεταγραφή στο αληθινό
βιβλίο.
Η άγνωστη λέξη, όπως συνειδητοποίησε ο Στράικ, ήταν το ίδιο ακριβώς
σύμβολο που ακολουθούσε τη λέξη «δολοφόνος» στο σημειωματάριο του
Τάλμποτ.
Νιώθοντας εκνευρισμό και ταυτόχρονα περιέργεια, ο Στράικ έπιασε το
κινητό του και ξεκίνησε μια αναζήτηση πληροφοριών στο διαδίκτυο, με
τους όρους «αστρολογικά σύμβολα».
Λίγα λεπτά αργότερα, κι αφού είχε διαβάσει μερικές αστρολογικές
ιστοσελίδες, έχοντας ένα ύφος ελαφράς αηδίας, κατόρθωσε να
ερμηνεύσει τη φράση του Τάλμποτ. Το κείμενο είχε ως εξής: «Δωδέκατο
(Ιχθύς) εντοπίστηκε. Επομένως, ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ ο δολοφόνος είναι
(Αιγόκερως).
Ο ιχθύς ήταν το δωδέκατο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, ο Αιγόκερως το
δέκατο. Ο αιγόκερως ήταν επίσης το σύμβολο του τράγου, που ο
Τάλμποτ, πάνω στη μανία που τον είχε καταλάβει, φαινόταν να συνδέει
με τον Μπαφομέτ, την τραγοκέφαλη θεότητα.
«Για όνομα του Θεού», μουρμούρισε ο Στράικ γυρνώντας σε μια λευκή
σελίδα του σημειωματάριού του και γράφοντας κάτι.
Εν τω μεταξύ, μια ιδέα τού πέρασε από το μυαλό: εκείνες οι παράξενες,
ανεξήγητες ημερομηνίες και οι σταυροί δίπλα τους σε όλες τις καταθέσεις
των αντρών μαρτύρων. Αναρωτήθηκε αν είχε διάθεση να μπει στον κόπο
να σηκωθεί και να κατεβεί στο γραφείο, για να βρει όλες τις σχετικές
σελίδες από τις κούτες με το αρχείο της αστυνομίας. Με έναν
αναστεναγμό, κατέληξε στο ότι η απάντηση ήταν καταφατική. Κούμπωσε
το παντελόνι του, στάθηκε με κόπο όρθιος και έπιασε τα κλειδιά του
γραφείου από τον γάντζο δίπλα στην πόρτα όπου τα είχε κρεμασμένα.
Δέκα λεπτά αργότερα, ο Στράικ επέστρεψε στο δωμάτιό του έχοντας
μαζί τον φορητό υπολογιστή και ένα καινούργιο σημειωματάριο. Έτσι
όπως καθόταν και πάλι πάνω στο πάπλωμα, παρατήρησε πως η οθόνη του
κινητού του, που το είχε αφήσει πάνω στα σκεπάσματα, ήταν φωτισμένη.
Κάποιος του είχε τηλεφωνήσει όση ώρα ήταν κάτω. Περιμένοντας πως θα
έβρισκε μια αναπάντητη κλήση από τη Λούσι, έπιασε το κινητό και το
κοίταξε.
Είχε μόλις χάσει ένα τηλεφώνημα από τη Σάρλοτ. Ο Στράικ ακούμπησε
και πάλι το κινητό στο κρεβάτι και άνοιξε τον υπολογιστή του. Αργά και
συστηματικά, βάλθηκε να ταιριάζει τις ανεξήγητες ημερομηνίες στις
καταθέσεις όλων των αντρών μαρτύρων με το αντίστοιχο σύμβολο του
ζωδιακού κύκλου. Αν σωστά είχε υποψιαστεί πως ο Τάλμποτ
διασταύρωνε τα ζώδια των αντρών, τότε ο Στίβεν Ντάουθγουεϊτ ήταν
Ιχθύς, ο Πολ Σάτσγουελ ήταν Κριός και ο Ρόι Φιπς, ο οποίος είχε
γεννηθεί στις 27 Δεκεμβρίου… ήταν Αιγόκερως. Κι όμως, ο Τάλμποτ από
τα πρώτα στάδια των ερευνών είχε αποκλείσει την περίπτωση της όποιας
εμπλοκής του Ρόι Φιπς.
«Τρικυμία εν κρανίω, κανένα απολύτως νόημα», μουρμούρισε ο Στράικ
απευθυνόμενος στο άδειο δωμάτιο.
Άφησε κατά μέρος τον υπολογιστή του και έπιασε ξανά το
σημειωματάριο του Τάλμποτ, συνεχίζοντας την ανάγνωση από το σημείο
που ανέφερε με κάθε βεβαιότητα πως ο δολοφόνος της Μάργκοτ πρέπει
να είναι Αιγόκερως.
«Έλα, Χριστέ και Κύριε», μουρμούρισε ο Στράικ, επιχειρώντας, χωρίς
απόλυτη επιτυχία, να βγάλει κάποια άκρη μέσα από όλο εκείνο τον
αποκρυφιστικό αχταρμά με τη βοήθεια των αστρολογικών ιστοσελίδων.
Απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει, ο Τάλμποτ είχε αποφασίσει να
απαλλάξει τον Ρόι Φιπς από κάθε υποψία με το σκεπτικό πως δεν ήταν
πραγματικά Αιγόκερως, αλλά κάποιο άλλο ζώδιο, το οποίο ο Στράικ δεν
μπορούσε να ερμηνεύσει, ενώ είχε την αίσθηση πως ήταν εφεύρημα του
Τάλμποτ.
Στην καφετέρια έφτανε κανείς μέσω μιας σκάλας που κατέληγε σε ένα
πατάρι, ψηλότερα από το επίπεδο του ισογείου προς το οποίο είχε θέα.
Μόλις κάθισε μαζί με τη Ρόμπιν σε ένα τραπέζι για τέσσερις, δίπλα στο
παράθυρο, ο Στράικ έστρεψε σιωπηλός το βλέμμα του προς την οδό
Τζέρμιν, εκεί όπου οι περαστικοί είχαν μεταμορφωθεί σε κινούμενα
μανιτάρια, χαμένοι κάτω από τις ομπρέλες τους. Βρισκόταν δυο βήματα
μακριά από το εστιατόριο όπου είχε δει για τελευταία φορά τη Σάρλοτ.
Είχε δεχτεί αρκετά ακόμη τηλεφωνήματα από εκείνη στο διάστημα που
μεσολάβησε από την αποστολή της γυμνής φωτογραφίας στα γενέθλιά
του, καθώς και διάφορα γραπτά μηνύματα, τρία από τα οποία είχαν
σταλεί το προηγούμενο βράδυ. Τα είχε αγνοήσει όλα, όμως κάπου στο
βάθος, πίσω από την αγωνία του για την Τζόαν, γυρόφερνε εκείνη η
οικεία ανησυχία σχετικά με το ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση της
Σάρλοτ, καθώς τα γραπτά μηνύματα γίνονταν όλο και πιο τεταμένα. Η
Σάρλοτ μετρούσε δυο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν, εκ των
οποίων η μία κόντεψε να πετύχει. Τρία χρόνια αφότου την είχε χωρίσει ο
Στράικ, επέμενε στην προσπάθειά της να τον καταστήσει υπεύθυνο για
την ασφάλεια και την ευτυχία της, πράγμα που ο Στράικ έβρισκε εξίσου
εξοργιστικό και θλιβερό. Όταν είχε τηλεφωνήσει ο Τεντ στον Στράικ
εκείνο το πρωί, να τον ενημερώσει για την Τζόαν, ο ντετέκτιβ αναζητούσε
το τηλέφωνο της τράπεζας όπου εργαζόταν ο σύζυγος της Σάρλοτ. Σε
περίπτωση που η Σάρλοτ απειλούσε να αυτοκτονήσει ή έθετε το όποιο
τελεσίγραφο, ο Στράικ ήταν αποφασισμένος να τηλεφωνήσει στον
Τζέιγκο.
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν.
Γύρισε να κοιτάξει. Δίπλα στο τραπέζι έστεκε ένας σερβιτόρος. Αφού
παρήγγειλαν και οι δυο τους καφέ κι η Ρόμπιν λίγο φρυγανισμένο ψωμί
με μαρμελάδα, βυθίστηκαν και πάλι στη σιωπή. Η Ρόμπιν είχε το
πρόσωπο στραμμένο προς το εσωτερικό του καταστήματος, εκεί όπου οι
πελάτες φόρτωναν τα καλάθια τους με εκλεκτές νοστιμιές για τα
Χριστούγεννα, στο ισόγειο του καταστήματος, ενώ ανέτρεχε νοερά στο
οργίλο ξέσπασμα του Τομ Τέρβι. Ο απόηχος εκείνου του τηλεφωνήματος
εξακολουθούσε να την ταράζει. Τέσσερις εβδομάδες πριν από τον γάμο
μου. Προφανώς είχε ματαιωθεί. Η Σάρα είχε εγκαταλείψει τον Τομ για τα
μάτια του Μάθιου, του άντρα που ήθελε από την πρώτη στιγμή, κι η
Ρόμπιν ήταν βέβαιη πως δε θα είχε αφήσει τον Τομ, εκτός κι αν ο Μάθιου
είχε αποδειχτεί έτοιμος να της προσφέρει αυτό ακριβώς που είχε
προτείνει κι ο Τομ: διαμάντια κι ένα νέο επίθετο. Εγώ ήμουν ο μόνος
σωστός σε αυτή την ιστορία. Όλοι οι άλλοι, κατά την άποψη του Τομ,
είχαν αποδειχτεί άπιστοι, εκτός από τον ίδιο, τον καημένο… πράγμα που
σήμαινε πως ο Μάθιου είχε πει στον άλλοτε φίλο του πως η Ρόμπιν
ξενοκοιμόταν με κάποιον (κι αυτός ο κάποιος δεν μπορεί να ήταν άλλος
από τον Στράικ, φυσικά, τον οποίο ο Μάθιου ζήλευε μονίμως και
υποπτευόταν από τη στιγμή που η Ρόμπιν πήγε να εργαστεί για
λογαριασμό του). Εν τω μεταξύ, ακόμη και τώρα που ο Τομ ήξερε για τον
Μάθιου και τη Σάρα, τώρα που η ατιμία και η προδοσία του άλλοτε φίλου
του είχαν αποκαλυφτεί, ο Τομ εξακολουθούσε να πιστεύει το ψέμα για τη
Ρόμπιν και τον Στράικ. Το δίχως άλλο θεωρούσε πως για την τωρινή του
δυστυχία υπεύθυνη ήταν η Ρόμπιν, πως αν δεν είχε υποκύψει εκείνη
πρώτη στον Στράικ, το ντόμινο της απιστίας δε θα είχε ξεκινήσει.
«Σίγουρα είσαι εντάξει;»
Η Ρόμπιν αιφνιδιάστηκε και κοίταξε τριγύρω. Ο Στράικ είχε συνέλθει
από την εσωστρέφειά του και την παρατηρούσε, πάνω από το χείλος του
φλιτζανιού απ’ όπου έπινε τον καφέ του.
«Μια χαρά», είπε. «Απλώς είμαι κομμάτια. Έλαβες το email που σου
έστειλα;»
«Ποιο email;» είπε ο Στράικ κι έκανε να πιάσει το κινητό στην τσέπη
του. «Α, ναι, αλλά δεν το διάβασα ακόμη, συγγνώμη. Προέκυψε εκείνο το
θέμα…»
«Μην ασχοληθείς τώρα», έσπευσε να τον προλάβει η Ρόμπιν, που
ακόμη δεν είχε ξεπεράσει την αμηχανία που της προκάλεσε εκείνο το
κατά λάθος φιλί, παρά τις σκοτούρες που είχαν προκύψει εν τω μεταξύ.
«Δεν είναι κάτι το επείγον, το διαβάζεις αργότερα. Πάντως, βρήκα αυτό».
Έβγαλε το Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο; από την τσάντα της και
το έσπρωξε πάνω στο τραπέζι, όμως πριν προλάβει ο Στράικ να εκφράσει
την έκπληξή του, η Ρόμπιν μουρμούρισε:
«Φέρ’ το πίσω, φέρ’ το πίσω γρήγορα», το τράβηξε από το χέρι του και
το παράχωσε στην τσάντα της.
Μια εύσωμη γυναίκα διέσχιζε εκείνη τη στιγμή την καφετέρια,
ερχόμενη προς το μέρος τους. Δυο πελώριες τσάντες με
χριστουγεννιάτικες αγορές κρέμονταν από τα χέρια της. Είχε
στρουμπουλά μάγουλα και μεγάλα μπροστινά δόντια που την έκαναν να
μοιάζει με εύθυμο σκίουρο, χαρακτηριστικό που στις νεανικές της
φωτογραφίες προσέδιδε μια παιχνιδιάρικη γοητεία στην ομορφιά της. Τα
μαλλιά, που κάποτε ήταν μακριά, σκούρα και λαμπερά, τώρα έφταναν
μέχρι το πιγούνι και ήταν άσπρα, εκτός από τη φράντζα, όπου είχε
προστεθεί μια τολμηρή, ζωηρόχρωμη μοβ τούφα. Ένας μεγάλος σταυρός
από ασήμι και αμέθυστο αναπηδούσε πάνω στο μοβ πουλόβερ της.
«Η Ούνα;» είπε η Ρόμπιν.
«Ναι, πολύ σωστά», απάντησε ξέπνοα η γυναίκα. Έδειχνε νευρική. «Μα
τι ουρές είναι αυτές. Βέβαια, τι περιμένεις χριστουγεννιάτικα στο
Fortnum; Πάντως, να είμαστε δίκαιοι, η μουστάρδα τους δεν παίζεται».
Η Ρόμπιν χαμογέλασε. Ο Στράικ τράβηξε προς τα έξω την καρέκλα
δίπλα του.
«Να ’σαι καλά», είπε η Ούνα όπως καθόταν.
Η ιρλανδέζικη προφορά της ήταν ευχάριστη κι ελάχιστα μετριασμένη
από την παραμονή της στην Αγγλία, που, όπως ήξερε η Ρόμπιν, ήταν
πλέον μεγαλύτερη απ’ ό,τι τα χρόνια που έζησε στην πατρίδα της.
Οι δύο ντετέκτιβ συστήθηκαν με τη σειρά.
«Χαίρω πολύ για τη γνωριμία», είπε η Ούνα ανταλλάσσοντας
διαδοχικές χειραψίες, προτού ξεροβήξει νευρικά. «Να με συγχωρείτε.
Χάρηκα πολύ όταν έλαβα το μήνυμά σας», είπε απευθυνόμενη στον
Στράικ. «Πέρασα χρόνια και χρόνια παλεύοντας να καταλάβω για ποιο
λόγο ο Ρόι δεν προσέλαβε ποτέ κάποιον, αφού χρήματα έχει, κι η
αστυνομία άκρη δεν μπόρεσε να βγάλει. Οπότε, αν κατάλαβα καλά, σας
πλησίασε η μικρούλα Άννα; Χρυσό κορίτσι, δε θέλω ούτε να φαντάζομαι
τι πέρασε… Α, γεια», είπε απευθυνόμενη αυτή τη φορά στον σερβιτόρο,
«θα μπορούσα να έχω ένα καπουτσίνο και λίγο κέικ καρότου; Να ’στε
καλά».
Αφού απομακρύνθηκε ο σερβιτόρος, η Ούνα πήρε μια βαθιά ανάσα και
είπε:
«Το ξέρω πως φλυαρώ. Για να πω την αλήθεια, αισθάνομαι μια
νευρικότητα».
«Δεν υπάρχει λόγος να…» έκανε να πει ο Στράικ.
«Κι όμως υπάρχει», τον διέψευσε η Ούνα με ύφος σοβαρό. «Ό,τι κι αν
συνέβη στη Μάργκοτ, καλό δεν μπορεί να είναι, σωστά; Κοντεύουν
σαράντα χρόνια που προσεύχομαι για εκείνη την κοπέλα, προσευχόμουν
να μαθευτεί η αλήθεια, προσευχόμουν να τη φυλάει ο Θεός, είτε ζει είτε
πέθανε. Ήταν η καλύτερη φίλη που απέκτησα στη ζωή μου και… να με
συμπαθάτε. Το ήξερα πως θα με έπαιρναν τα ζουμιά. Το ήξερα».
Σήκωσε από το τραπέζι την άθικτη υφασμάτινη πετσέτα και σκούπισε
με έντονες κινήσεις τα μάτια της.
«Ρωτήστε με κάτι», είπε με ένα πνιχτό γέλιο. «Γλιτώστε με από τον
εαυτό μου».
Η Ρόμπιν έριξε μια κλεφτή ματιά στον Στράικ, ο οποίος με το βλέμμα
τής ανέθεσε τη συνέχεια, ενώ εκείνος έβγαζε το σημειωματάριό του.
«Λοιπόν, μήπως να ξεκινούσαμε με το πώς γνωριστήκατε με τη
Μάργκοτ;» πρότεινε η Ρόμπιν.
«Να ξεκινήσουμε έτσι, βεβαίως», είπε η Ούνα. «Ήταν το ’66. Είχαμε
πάει και οι δύο σε μια οντισιόν, έψαχναν Κουνελάκια. Ξέρετε τι πάει να
πει αυτό;»
Η Ρόμπιν έγνεψε καταφατικά.
«Το ξέρω πως τώρα σας φαίνεται απίστευτο, όμως εκείνα τα χρόνια είχα
συμπαθητική σιλουέτα», είπε η Ούνα χαμογελώντας, καθώς έγνεφε προς
τον ευτραφή κορμό της, αν και έμοιαζε να λυπάται κάπως για την
απώλεια της μέσης της.
Η Ρόμπιν ήλπιζε πως ο Στράικ δε θα της έκανε παρατήρηση αργότερα
που δεν είχε οργανώσει τις ερωτήσεις της σύμφωνα με τις συνήθεις
κατηγορίες, άνθρωποι, τόποι και πράγματα, όμως θεώρησε προτιμότερο
να δώσει στη συνάντηση μια αίσθηση φιλικής συζήτησης, τουλάχιστον σε
πρώτη φάση, καθώς η Ούνα εξακολουθούσε να είναι φανερά νευρική.
«Από την Ιρλανδία ήρθατε για να προσπαθήσετε να πάρετε τη
δουλειά;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Α, όχι», είπε η Ούνα. «Έμενα ήδη στο Λονδίνο. Για να πω την
αλήθεια, το είχα σκάσει, περίπου, από το σπίτι μου. Έχετε μπροστά σας
μια κοπελιά μεγαλωμένη σε αυστηρό περιβάλλον, με μια μάνα κανονικό
δεσμοφύλακα. Είχα στην τσέπη το βδομαδιάτικό μου από ένα κατάστημα
ρούχων στο Ντέρι, κι ήρθε να προστεθεί ένας ακόμη καβγάς στους
αμέτρητους που είχα με τη μάνα μου. Οπότε βγήκα από το σπίτι, ανέβηκα
στο καράβι, ήρθα στο Λονδίνο και τους έστειλα μια κάρτα στο σπίτι, να
ξέρουν πως ήμουν ζωντανή και να μην ανησυχούν. Η μάνα μου έκανε
τριάντα χρόνια να μου μιλήσει ξανά.
»Δούλευα σερβιτόρα, όταν άκουσα πως άνοιγαν μια Λέσχη Playboy στο
Μέιφερ. Που λέτε, τα λεφτά ήταν εξωφρενικά καλά σε σχέση με το τι
μπορούσα να βγάλω σε ένα κανονικό μαγαζί. Ξεκινούσες με πρώτο
βδομαδιάτικο στις τριάντα πέντε λίρες. Μιλάμε για κοντά στα έξι
κατοστάρικα την εβδομάδα σε σημερινά χρήματα. Δεν υπήρχε τίποτα
πουθενά αλλού στο Λονδίνο που θα έδινε τέτοια λεφτά σε μια
ανειδίκευτη κοπέλα. Να φανταστείτε, οι πατεράδες των περισσότερων
κοριτσιών τέτοια λεφτά δεν τα έβγαζαν».
«Οπότε, με τη Μάργκοτ γνωριστήκατε στη λέσχη;»
«Στην οντισιόν τη γνώρισα. Με το που την είδα μπροστά μου, ήμουν
σίγουρη πως θα την προσλάμβαναν. Είχε σώμα μοντέλου: ατελείωτα
πόδια κι αστείρευτη ενέργεια. Ήταν τρία χρόνια μικρότερη από μένα, κι
είπε ψέματα για την ηλικία της, ώστε να την προσλάβουν… α, ευχαριστώ
πάρα πολύ», είπε η Ούνα, καθώς ο σερβιτόρος ακουμπούσε μπροστά την
τον καφέ και το κέικ καρότου.
«Γιατί είχε έρθει στην οντισιόν η Μάργκοτ;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Επειδή η οικογένειά της ήταν πάμφτωχη… και το εννοώ, πάμφτωχη»,
είπε η Ούνα. «Ο πατέρας της είχε πάθει ένα ατύχημα, όταν εκείνη ήταν
τεσσάρων χρονών. Έπεσε από μια σκάλα, έσπασε την πλάτη του. Έμεινε
ανάπηρος. Αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν είχε αδέλφια. Η μητέρα της
πήγαινε παραδουλεύτρα εδώ κι εκεί. Να φανταστείτε, η δική μου
οικογένεια είχε περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι οι Μπάμπορο και κανείς
δεν πλούτισε καλλιεργώντας ένα χωράφι μια σταλιά, όπως ήταν το δικό
μας. Οι Μπάμπορο όμως ήταν άνθρωποι που δεν είχαν ένα κομμάτι ψωμί
να φάνε.
»Ήταν πανέξυπνη κοπέλα, όμως η οικογένεια χρειαζόταν βοήθεια.
Κατάφερε και πέρασε στην ιατρική, είπε στο πανεπιστήμιο πως έπρεπε να
αναβάλει τις σπουδές της για έναν χρόνο κι ύστερα τράβηξε γραμμή για
τη Λέσχη του Playboy. Συμπαθηθήκαμε αμέσως στην οντισιόν, γιατί ήταν
φοβερά αστεία».
«Αλήθεια;» είπε η Ρόμπιν. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Στράικ
να σηκώνει αιφνιδιασμένος το κεφάλι από το σημειωματάριό του.
«Α, η Μάργκοτ Μπάμπορο ήταν ο πιο αστείος άνθρωπος που γνώρισα
στη ζωή μου», είπε Ούνα. «Το τι γέλια κάναμε… όταν σας λέω γέλια,
μέχρι δακρύων. Δεν έχω ξαναγελάσει έτσι από τότε. Πραγματική λαϊκή
προφορά, κι ήξερε πώς να σε κάνει να γελάς, μέχρι να πέσεις κάτω.
»Έτσι, πιάσαμε δουλειά μαζί, και να ξέρετε, ήταν αυστηροί», είπε η
Ούνα τρώγοντας με όρεξη το κέικ της ενώ μιλούσε. «Προτού βγούμε στο
μαγαζί, περνούσαμε από κανονική επιθεώρηση, να είναι η στολή
φορεμένη σωστά, το νύχι βαμμένο, κι είχαν αμέτρητους κανόνες, τι να σας
λέω τώρα. Έστελναν μέχρι και αστυνομικούς με πολιτικά στη δουλειά,
για να μας τσακώσουν, να βεβαιωθούν πως δε δίναμε στους πελάτες τα
πλήρη ονόματα ή τα τηλέφωνά μας.
»Αν σκάμπαζες πέντε πράγματα, μπορούσες να βάζεις ένα καλό ποσό
στην άκρη. Η Μάργκοτ πήρε προαγωγή σε κορίτσι για τα τσιγάρα,
κυκλοφορούσε με ένα δισκάκι και πούλαγε. Ήταν αγαπητή στους
πελάτες, ακριβώς επειδή ήταν έξω καρδιά. Για τον εαυτό της, με το ζόρι
ξόδευε πέντε δεκάρες. Ό,τι έπαιρνε, τα μοίραζε, έβαζε κάτι σε έναν
λογαριασμό ταμιευτηρίου για τη σχολή και τα υπόλοιπα τα έδινε στη
μάνα της. Δούλευε όσο περισσότερο την άφηναν. Στη δουλειά
συστηνόταν ως Κουνελάκι Πέγκι, γιατί δεν ήθελε κανένας πελάτης να
ξέρει το πραγματικό της όνομα. Εγώ πάλι ήμουν το Κουνελάκι Ίνα, γιατί
κανείς τους δεν μπορούσε να προφέρει σωστά το “Ούνα”. Δεχόμασταν
διάφορες προτάσεις – έπρεπε να αρνείσαι, προφανώς. Πάντως, ήταν
ωραίο που το πρότειναν, όπως και να ’χει», είπε η Ούνα και, καθώς
αντιλήφθηκε μάλλον την έκπληξη της Ρόμπιν, χαμογέλασε και είπε:
«Μη νομίσετε πως η Μάργκοτ κι εγώ δεν ξέραμε ακριβώς τι κάναμε,
ντυμένες με εκείνους τους κορσέδες, με αυτιά κουνελιού στο κεφάλι μας.
Αυτό που ίσως δεν ξέρετε είναι πως μια γυναίκα δεν μπορούσε ούτε
υποθήκη να βάλει εκείνη την εποχή, χωρίς να συνυπογράψει τα έγγραφα
κάποιος άντρας. Το ίδιο και με τις πιστωτικές. Εγώ στην αρχή
σπαταλούσα εδώ κι εκεί τα λεφτά μου, όμως με τον καιρό έμαθα, έβλεπα
τη Μάργκοτ και μάθαινα. Έβαλα μυαλό, άρχισα να κάνω οικονομίες.
Κατέληξα να αγοράσω δικό μου διαμέρισμα τοις μετρητοίς. Οι κοπελιές
της μεσαίας τάξης, που είχαν τις μαμάδες και τους μπαμπάδες τους να
πληρώνουν τα πάντα, είχαν και το περιθώριο να καίνε τα σουτιέν τους, να
αφήνουν τις μασχάλες τους αξύριστες. Η Μάργκοτ κι εγώ κάναμε ό,τι
έπρεπε να κάνουμε.
»Τέλος πάντων, η λέσχη ήταν κυριλέ μαγαζί. Μη φανταστείτε κανένα
χαμαιτυπείο. Είχε επίσημες άδειες, που θα τις έχανε, έτσι κι επέτρεπε να
γίνουν ύποπτα πράγματα. Εν τω μεταξύ, δεν έρχονταν μονάχα άντρες στο
μαγαζί, αλλά και γυναίκες. Οι άντρες έφερναν μαζί τις γυναίκες τους, τις
κοπέλες τους. Στη χειρότερη, άντε να μας τραβούσαν καμιά φορά την
ουρά, όμως αν κάποιο μέλος άπλωνε κανονικά χέρι, τον διέγραφαν.
Έπρεπε να βλέπατε τι καταστάσεις ήμουν υποχρεωμένη να ανέχομαι στην
προηγούμενη δουλειά μου: έτσι κι έκανα να σκύψω πάνω από ένα
τραπέζι, μου έβαζαν κανονικά χέρι κάτω από τη φούστα, κι άλλα
χειρότερα. Στη Λέσχη του Playboy μας πρόσεχαν. Τα μέλη δεν
επιτρεπόταν να έχουν σχέση με κάποιο Κουνελάκι… θεωρητικά τέλος
πάντων. Καμιά φορά συνέβαινε. Συνέβη και στη Μάργκοτ. Της είχα
θυμώσει πολύ τότε, της είπα: “Διακινδυνεύεις να χάσεις τα πάντα,
ανόητη”».
«Για τον Πολ Σάτσγουελ μιλάμε;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ακριβώς», είπε η Ούνα. «Ο τύπος φανταζόταν πως ήταν ο Ρόμπερτ
Πλαντ, για τέτοια έπαρση μιλάμε, όμως η Μάργκοτ την πάτησε, κατάπιε
το δόλωμα κανονικότατα. Βλέπετε, δεν έβγαινε συχνά, επειδή έκανε
οικονομίες. Εγώ την πρώτη μου χρονιά στο Λονδίνο είχα πάρει σβάρνα τα
νυχτερινά κέντρα· έπεσα πάνω σε κάμποσους σαν τον προκομμένο. Ο
Σάτσγουελ ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερός της, καλλιτέχνης, και φόραγε
κάτι παντελόνια τόσο εφαρμοστά, που μπορούσες να δεις τον πούτσο και
τα καρύδια του από κάτω κανονικά».
Άθελά του, ο Στράικ γέλασε πνιχτά. Η Ούνα γύρισε και τον κοίταξε.
«Συγγνώμη», μουρμούρισε εκείνος. «Δεν… να, δεν είστε όπως οι
περισσότεροι εφημέριοι που έχω γνωρίσει».
«Δε νομίζω πως ο Κύριος και Θεός μας θα είχε αντίρρηση να αναφερθώ
σε πούτσους και καρύδια», είπε η Ούνα ατάραχη. «Αυτός τα έπλασε
άλλωστε, σωστά;»
«Οπότε έκαναν δεσμό;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ακριβώς», είπε η Ούνα. «Μιλάμε για τρελό πάθος. Αφού αισθανόσουν
τη λάβρα που αναδινόταν κι από τους δύο. Για τη Μάργκοτ… βλέπετε,
πριν από τον Σάτσγουελ, έβλεπε τα πράγματα πάρα πολύ στενά,
καταλαβαίνετε, είχε το βλέμμα της απόλυτα προσηλωμένο στον στόχο: να
γίνει γιατρός και να σώσει την οικογένειά της. Ήταν εξυπνότερη απ’
όλους τους νεαρούς που ήξερε, κι αυτό είναι κάτι που δεν αρέσει
ιδιαίτερα στους άντρες τώρα, φανταστείτε εκείνα τα χρόνια. Εν τω
μεταξύ, ήταν και ψηλότερη από τους περισσότερους. Μου είπε πως δεν
είχε γνωρίσει ποτέ της άντρα που να τον ένοιαζε η ευφυΐα της πριν από
τον Σάτσγουελ. Άντε μην πω τώρα τι τον ένοιαζε. Η κοπέλα είχε σώμα
θεάς. Α, και δεν ήταν μονάχα θέμα εμφάνισης για εκείνη, έλεγε. Ο τύπος
ήταν διαβασμένος. Ήξερε να μιλάει για την τέχνη. Κι η αλήθεια είναι πως
έτσι κι άρχιζε τα καλλιτεχνικά, γλώσσα δεν έβαζε μέσα. Τον είχα ακούσει.
Τι να σας πω, εγώ μια φορά δεν μπορώ να ξεχωρίσω έναν Μονέ από μια
αφίσα του σωρού, οπότε δεν μπορώ να κρίνω, πάντως εμένα όλες εκείνες
οι αναλύσεις για φούμαρα μου ακούγονταν.
»Πάντως, πήγαινε τη Μάργκοτ σε διάφορες γκαλερί, να τη μορφώσει
σχετικά με την τέχνη, κι ύστερα την πήγαινε σπίτι, στο κρεβάτι του. Το
σεξ μάς αποβλακώνει όλους», σχολίασε η Ούνα Κένεντι αναστενάζοντας.
«Εν τω μεταξύ, ήταν ο πρώτος της κι ήταν ολοφάνερο, καταλαβαίνετε»,
είπε γνέφοντας στη Ρόμπιν, «πως ο τύπος ήξερε τι έκανε, οπότε η όλη
κατάσταση ήταν ακόμη πιο σημαντική για εκείνη. Κατέληξε παράφορα
ερωτευμένη. Παράφορα.
»Τελικά μια νύχτα, λίγες μόλις εβδομάδες προτού ξεκινήσει μαθήματα
στη σχολή, έρχεται στο διαμέρισμά μου και τη βλέπω να έχει πλαντάξει
στο κλάμα. Είχε περάσει από το σπίτι του Πολ απροειδοποίητα μετά τη
δουλειά και τον τσάκωσε με μιαν άλλη γυναίκα στο διαμέρισμα.
Τσίτσιδη. Τάχα μου πόζαρε, της δικαιολογήθηκε ο σκορδόπιστος.
Νυχτιάτικα του… πόζαρε. Η Μάργκοτ σηκώθηκε κι έφυγε επιτόπου.
Εκείνος έτρεξε να την προλάβει, όμως η Μάργκοτ χώθηκε σε ένα ταξί κι
ήρθε σ’ εμένα.
»Απαρηγόρητη ήταν. Όλη νύχτα μείναμε ξύπνιες να συζητάμε, εγώ της
έλεγα: “Είσαι καλύτερα χωρίς του λόγου του”, κι αυτή ήταν η πάσα
αλήθεια. Της το είπα: “Μάργκοτ, ξεκινάς τις σπουδές σου. Η σχολή θα
είναι τίγκα στους γοητευτικούς, έξυπνους νεαρούς που θα σπουδάζουν να
γίνουν γιατροί. Σε μια-δυο βδομάδες από τώρα, ούτε που θα θυμάσαι πώς
τον λέγανε”.
»Τότε όμως, εκεί που κόντευε να χαράξει, μου είπε κάτι που δεν
εκμυστηρεύτηκα ποτέ μου σε κανέναν».
Η Ούνα κόμπιασε. Η Ρόμπιν προσπάθησε να πάρει ύφος διακριτικό
αλλά ταυτόχρονα θερμά δεκτικό.
«Της είχε τραβήξει κάτι φωτογραφίες. Καταλαβαίνετε. Φωτογραφίες. Κι
η Μάργκοτ φοβόταν, ήθελε να τις πάρει πίσω. Της είπα: “Για όνομα του
Θεού, πώς σου ήρθε να κάνεις τέτοιο πράγμα, Μάργκοτ;” Η μάνα της θα
πέθαινε, έτσι και το μάθαινε. Ήταν τόσο περήφανοι για εκείνη, τη
μοναχοκόρη τους, το πανέξυπνο κορίτσι τους. Έτσι και κυκλοφορούσαν
πουθενά εκείνες οι φωτογραφίες, σε κανένα περιοδικό ή ποιος ξέρει πού
αλλού, η ντροπή θα ήταν αφόρητη για δυο γονείς που δε σταματούσαν
στιγμή να καμαρώνουν στη γειτονιά για τη Μάργκοτ τους, την ιδιοφυΐα.
»Οπότε της είπα: “Θα έρθω μαζί σου να τις πάρουμε”. Και πράγματι,
περάσαμε νωρίς από εκεί το πρωί, του βροντήξαμε την πόρτα. Κι ο
μπάσταρδος… να με συμπαθάτε», είπε. «Πολύ σωστά θα σκεφτείτε, δεν
είναι λόγια καλής χριστιανής αυτά, όμως καθίστε να ακούσετε. Ο
Σάτσγουελ γυρνάει και λέει στη Μάργκοτ: “Σ’ εσένα θα μιλήσω, αλλά όχι
στην νταντά σου”. Στην νταντά σου.
»Όπως σας το λέω. Πέρασα δέκα χρόνια στηρίζοντας γυναίκες που
είχαν υποστεί ενδοοικογενειακή βία στο Γούλβερχαμπτον, κι αυτή είναι
μια χαρακτηριστική τακτική των κακοποιητών, αν το θύμα δεν
υποτάσσεται στα θέλω τους, αυτό οφείλεται στο ότι βρίσκεται υπό τον
έλεγχο κάποιου άλλου ατόμου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, της νταντάς
της.
»Μέχρι να καταλάβω τι γίνεται, η Μάργκοτ έχει περάσει μέσα κι εγώ
περιμένω απ’ έξω, φάτσα στην κλειστή πόρτα. Την είχε τραβήξει μέσα
και μου τη βρόντηξε στα μούτρα. Τους άκουγα που φώναζαν ο ένας στον
άλλον. Η Μάργκοτ, μια φορά, δε μάσησε, του τα έλεγε χύμα και
τσουβαλάτα.
»Και τότε, κι εδώ φτάνουμε στο σημείο που ήθελα πραγματικά να σας
πω», είπε η Ούνα, «και θέλω να το περιγράψω σωστά. Το είχα καταθέσει
και στον επιθεωρητή Τάλμποτ, όμως ούτε που άκουγε τι του έλεγα, το
είπα και στον άλλον που τον αντικατέστησε, να δεις πώς τον έλεγαν…;»
«Λόσον;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Α γεια σου, Λόσον», είπε η Ούνα γνέφοντας καταφατικά. «Το είπα και
στους δυο τους: άκουγα τη Μάργκοτ και τον Πολ να ωρύονται πίσω από
την πόρτα, η Μάργκοτ του ζητούσε να της δώσει τις φωτογραφίες και τα
αρνητικά – άλλος κόσμος τότε, βλέπετε. Έπρεπε να πάρεις και τα
αρνητικά, αν δεν ήθελες να φτιάξει ο άλλος αντίγραφα. Εκείνος όμως
αρνιόταν. Έλεγε πως είχε τα πνευματικά δικαιώματα για τις φωτογραφίες,
ο μπάσταρδος… οπότε άκουσα τότε τη Μάργκοτ να λέει, κι αυτό είναι το
σημαντικό σημείο: “Έτσι και δείξεις αυτές τις φωτογραφίες σε κανέναν,
έτσι και κυκλοφορήσουν πουθενά, θα πάω γραμμή στην αστυνομία και θα
τους πω τα πάντα για εκείνο το όνειρο με το μαξιλάρι…”»
«“Όνειρο με μαξιλάρι;”» επανέλαβε η Ρόμπιν.
«Έτσι είπε. Οπότε ο Σάτσγουελ τη χτύπησε. Της τράβηξε ένα
ξεγυρισμένο χαστούκι, τόσο δυνατό, που ακούστηκε μέσα από τη μασίφ
πόρτα, την άκουσα που τσίριξε. Τότε άρχισα να βροντάω και να κλοτσάω
την πόρτα. Τον προειδοποίησα, έτσι και δεν άνοιγε, θα πήγαινα την ίδια
στιγμή στην αστυνομία. Εκεί τα χρειάστηκε για τα καλά. Άνοιξε την πόρτα
κι η Μάργκοτ πέρασε έξω, με την παλάμη ακουμπισμένη πάνω στο
μάγουλό της, κι ήταν κατακόκκινο, φαίνονταν τα σημάδια από τα
δάχτυλά του, οπότε την τράβηξα πίσω μου και είπα στον Σάτσγουελ:
“Μην τολμήσεις να την πλησιάσεις ποτέ ξανά” και άκουσες τι είπε. Έτσι
και κυκλοφορήσουν πουθενά εκείνες οι φωτογραφίες, θα έχουμε άσχημα
ξεμπερδέματα».
»Σας ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό, είχε πάρει δολοφονικό ύφος. Ήρθε και
στάθηκε ακριβώς μπροστά μου, έτσι όπως σου κολλάει ένας άντρας όταν
θέλει να σου θυμίσει τι θα μπορούσε να σου κάνει, αν το ήθελε. Σχεδόν
πάνω στα πόδια μου πατούσε, πραγματικά. Δεν έκανα σπιθαμή πίσω»,
είπε η Ούνα Κένεντι. «Κράτησα γερά, όμως φοβόμουν, μην πω ψέματα.
Οπότε γυρνάει αυτός και λέει στη Μάργκοτ: “Της το έχεις πει;” Κι η
Μάργκοτ λέει: “Τίποτε δεν ξέρει. Ακόμη”. Κι αυτός απαντάει: “Καλά,
ξέρεις τι θα συμβεί, έτσι και μάθω πως άνοιξες το στοματάκι σου”. Και
μιμήθηκε… τέλος πάντων. Ήταν μια… χυδαία πόζα, ας πούμε. Όπως σε
μια από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει. Κι ύστερα γύρισε στο
διαμέρισμα και βρόντηξε την πόρτα».
«Σας εξήγησε ποτέ η Μάργκοτ τι εννοούσε με εκείνο το “όνειρο με το
μαξιλάρι”;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Δεν ήθελε με τίποτε να πει. Ίσως να νόμιζε κανείς πως φοβόταν,
όμως… να σας πω κάτι, νομίζω πως έτσι είναι οι γυναίκες», αναστέναξε η
Ούνα. «Έτσι έχουμε κοινωνικοποιηθεί, όμως ίσως να παίζει ρόλο και η
Μητέρα Φύση. Πόσα παιδιά θα κατάφερναν να επιβιώσουν μέχρι τα
πρώτα τους γενέθλια, αν οι μανάδες τους δεν μπορούσαν να τα
συγχωρέσουν;
»Ακόμη κι εκείνη την ημέρα, με το αποτύπωμα της παλάμης του πάνω
στο πρόσωπό της, δεν ήθελε να μου πει, γιατί υπήρχε ακόμη κάποιο
κομμάτι μέσα της που δεν ήθελε να τον πληγώσει. Κι ήταν κάτι που το
συνάντησα αμέτρητες φορές, σε γυναίκες που είχαν υποστεί
ενδοοικογενειακή βία. Γυναίκες που επέμεναν να προστατεύουν τους
τυράννους τους. Που εξακολουθούσαν να τους νοιάζονται! Σε ορισμένες
γυναίκες πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά η αγάπη».
«Συναντήθηκε ξανά με τον Σάτσγουελ, ύστερα από εκείνο το
περιστατικό;»
«Μάρτυς μου ο Θεός, μακάρι να μπορούσα να απαντήσω αρνητικά»,
είπε η Ούνα κουνώντας το κεφάλι της, «όμως τον συνάντησε, ναι. Τους
ήταν αδύνατο να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλον.
»Η Μάργκοτ ξεκίνησε τις σπουδές της, όμως ήταν τόσο αγαπητή στη
δουλειά, που της επέτρεπαν να κάνει κάποια μεροκάματα, οπότε
εξακολουθούσα να τη βλέπω συχνά. Μια μέρα, τηλεφώνησε η μάνα της
στο μαγαζί, επειδή ο πατέρας της είχε αρρωστήσει, όμως η Μάργκοτ δεν
είχε έρθει για δουλειά. Τρομοκρατήθηκα: Πού να είναι η Μάργκοτ, τι να
συνέβη, γιατί δε βρίσκεται εδώ; Έχω ανατρέξει πολλές φορές σ’ εκείνη τη
στιγμή, ξέρετε, γιατί όταν συνέβη πραγματικά, ήμουν απόλυτα σίγουρη
πως θα εμφανιζόταν κάποια στιγμή, όπως έγινε και την πρώτη φορά.
»Τέλος πάντων, μόλις κατάλαβε πόσο πολύ είχα ταραχτεί μήπως είχε
πάθει κανένα κακό, μου είπε την αλήθεια. Τα είχε ξαναβρεί με τον
Σάτσγουελ. Μου αράδιασε όλες τις κλασικές δικαιολογίες: ο τύπος είχε
ορκιστεί πως δε θα σήκωνε ξανά χέρι πάνω της, είχε πλαντάξει στο κλάμα
όταν χώρισαν, ήταν το χειρότερο λάθος της ζωής του και, τέλος πάντων,
εκείνη τον είχε προκαλέσει. Εγώ της το είπα: “Αν δεν μπορείς τώρα να
καταλάβεις τι σόι άνθρωπος είναι, ύστερα από αυτό που σου έκανε την
πρώτη φορά…” Τέλος πάντων, χώρισαν ξανά και, ποιος θα το περίμενε,
όχι μόνο την είχε χτυπήσει ξανά, αλλά την είχε κλειδώσει και στο
διαμέρισμά του, για να μην μπορέσει να πάει στη δουλειά. Πρώτη φορά
είχε απουσιάσει από βάρδια η Μάργκοτ. Παραλίγο να την απολύσουν,
οπότε χρειάστηκε να σκαρφιστεί κάποια απίθανη δικαιολογία.
»Οπότε επιτέλους», συνέχισε η Ούνα, «μου λέει πως αυτή τη φορά το
είχε πάρει το μάθημά της, πως είχα δίκιο εγώ που της τα έλεγα και δεν
υπήρχε περίπτωση να μπλέξει ξανά μαζί του, τέρμα, φινίτο».
«Τις φωτογραφίες κατάφερε να τις πάρει πίσω;» τη ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ήταν το πρώτο πράγμα που τη ρώτησα, όταν έμαθα πως ήταν ξανά
μαζί. Είπε πως ο άλλος τη διαβεβαίωσε ότι τις είχε καταστρέψει. Κι
εκείνη τον πίστεψε».
«Εσείς όχι;»
«Εννοείται πως όχι», είπε η Ούνα. «Τον είχα δει τι ύφος πήρε, όταν τον
απείλησε πως θα μιλούσε παραέξω για το όνειρο. Ο τύπος είχε φοβηθεί.
Δεν υπήρχε περίπτωση να κατέστρεφε κάτι που θα μπορούσε να το
εκμεταλλευτεί ώστε να εξασφαλίσει τη σιωπή της.
»Θα μπορούσα να παραγγείλω έναν ακόμη καπουτσίνο;» ρώτησε η
Ούνα απολογητικά. «Στέγνωσε το λαρύγγι μου με όλη αυτή την
κουβέντα».
«Φυσικά», είπε ο Στράικ κάνοντας νόημα σε έναν σερβιτόρο, οπότε
παρήγγειλε καφέδες και για τους τρεις.
Η Ούνα έδειξε τη σακούλα του πολυκαταστήματος που είχε δίπλα της η
Ρόμπιν.
«Ετοιμάζεστε για τα Χριστούγεννα κι εσείς;»
«Α, όχι, ένα δώρο πήρα για την καινούργια μου ανιψιά. Σήμερα το πρωί
γεννήθηκε», απάντησε η Ρόμπιν χαμογελώντας.
«Συγχαρητήρια», είπε ο Στράικ, που απόρησε πώς και δεν του το είχε
πει νωρίτερα η Ρόμπιν.
«Α, τι καλά», είπε η Ούνα. «Τον περασμένο μήνα απέκτησα το πέμπτο
εγγονάκι μου».
Το διάλειμμα που μεσολάβησε όσο περίμεναν να έρθουν οι καφέδες
καλύφθηκε με την Ούνα να δείχνει στη Ρόμπιν φωτογραφίες των εγγονών
της και τη Ρόμπιν να δείχνει στην Ούνα τις δύο φωτογραφίες που είχε της
Άναμπελ Μαρί.
«Σωστή κουκλίτσα, ε;» είπε η Ούνα παρατηρώντας μέσα από τα μοβ
γυαλιά πρεσβυωπίας τη φωτογραφία στο κινητό της Ρόμπιν.
Συμπεριέλαβε και τον Στράικ στην ερώτηση, όμως αντικρίζοντας μονάχα
μια στραβομουτσουνιασμένη φαλακρή μαϊμού, η καταφατική του
απάντηση ακούστηκε κάπως χλιαρή.
Όταν ήρθαν οι καφέδες και ο σερβιτόρος απομακρύνθηκε και πάλι, η
Ρόμπιν είπε:
«Τώρα που το θυμήθηκα… μήπως ξέρετε αν η Μάργκοτ είχε τίποτε
συγγενείς ή φίλους στο Λίμινγκτον Σπα;»
«Στο Λίμινγκτον Σπα;» επανέλαβε η Ούνα σμίγοντας τα φρύδια της.
«Να σκεφτώ… μία από τις κοπέλες στη δουλειά ήταν από… ψέματα, από
το Κινγκς Λιν ήταν. Φέρνει κάπως το όνομα, καλά δε λέω; Δε θυμάμαι
κάποιον από εκεί, όχι… Γιατί ρωτάτε;»
«Πληροφορηθήκαμε πως ένας άντρας ισχυρίστηκε ότι την είδε εκεί, μία
εβδομάδα μετά την εξαφάνισή της».
«Καλά, διάφοροι είπαν πως την είχαν δει. Τίποτε δεν επιβεβαιώθηκε.
Ούτε και είχε κάποια λογική οποιαδήποτε από εκείνες τις αναφορές. Το
Λίμινγκτον Σπα, πάντως, πρώτη φορά το ακούω».
Ήπιε μια γουλιά από τον καπουτσίνο της. Η Ρόμπιν ρώτησε:
«Συνεχίσατε να βλέπεστε συχνά, όταν η Μάργκοτ ξεκίνησε τις σπουδές
της;»
«Α, ναι, γιατί συνέχισε να κάνει μερικά μεροκάματα στη λέσχη. Πώς τα
προλάβαινε όλα, και σπουδές, και δουλειά, και να στηρίζει τους δικούς
της… με το νεύρο και τη σοκολάτα πορευόταν, λεπτή όπως πάντα. Κι
ύστερα, στις αρχές του δεύτερου έτους, γνώρισε τον Ρόι».
Η Ούνα αναστέναξε.
«Ακόμη και οι πιο έξυπνοι άνθρωποι μπορεί να αποδειχτούν μπούφοι σε
ό,τι έχει να κάνει με τα ερωτικά τους», είπε. «Μάλιστα, είναι φορές που
σκέφτομαι πως όσο πιο καλά τα πηγαίνουν με τα βιβλία, τόσο πιο στόκοι
είναι με το σεξ. Η Μάργκοτ νόμιζε πως είχε πάρει το μάθημά της, πως
είχε ωριμάσει. Δεν καταλάβαινε πως είχε μπλέξει σε μια κλασική
περίπτωση γκέλας. Ο Ρόι μπορεί να έδειχνε τελείως διαφορετικός από τον
Σάτσγουελ, όμως στην πράξη είχε βγει από το ίδιο καλούπι.
»Ο Ρόι προερχόταν από ένα περιβάλλον που ήταν βέβαιο πως θα
συγκινούσε τη Μάργκοτ. Μελετηρός, ταξιδεμένος, εκλεπτυσμένος,
καταλαβαίνετε. Βλέπετε, υπήρχαν κάποια κενά στις γνώσεις της
Μάργκοτ. Ήταν ανασφαλής που δεν ήξερε ποιο είναι το σωστό πιρούνι, η
σωστή λέξη για κάθε περίσταση. “Ποδόμακτρο” αντί για “χαλάκι”. Όλο
κάτι τέτοιες αγγλικές σνομπ αηδίες.
»Για να λέμε όμως την αλήθεια, ο Ρόι ήταν τρελός και παλαβός για
εκείνη. Δεν ήταν μονόπλευρο το ενδιαφέρον. Κι ήταν κατανοητό το τι τον
συγκινούσε: η Μάργκοτ δεν έμοιαζε με καμία από τις κοπέλες που είχε
γνωρίσει ως τότε. Τον σόκαρε, αλλά ταυτόχρονα τον γοήτευε: το ότι το
πρωί ήταν φοιτήτρια και το βράδυ Κουνελάκι, οι φεμινιστικές απόψεις
της, το ότι στήριζε οικονομικά τους γονείς της. Είχαν και διαφωνίες για
θεωρητικά ζητήματα, καταλαβαίνετε.
»Όμως ο τύπος είχε κάτι το αναιμικό πάνω του. Δεν ήταν ακριβώς
ξενέρωτος, αλλά…» Ξαφνικά, η Ούνα γέλασε. «“Αναιμικός”…
φαντάζομαι ξέρετε για το αιματολογικό πρόβλημα που είχε;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Κάποια Νόσο φον κάτι;»
«Αυτή, ναι», είπε η Ούνα. «Όλη του τη ζωή μη βρέξει και μη στάξει τον
είχε η μάνα του, που ήταν μια φρικτή γυναίκα. Τη συνάντησα κάποιες
φορές. Με αντιμετώπιζε με τον ίδιο σεβασμό που θα δείχνατε σε κάτι που
θα βρίσκατε κολλημένο στη σόλα του παπουτσιού σας.
»Αλλά κι ο Ρόι ήταν… Θαρρώ πως η φράση “το σιγανό ποτάμι να
φοβάσαι” τον περιγράφει άψογα. Δεν εκδήλωνε έντονα συναισθήματα.
Στην περίπτωσή τους, το φλερτ δεν είχε να κάνει αποκλειστικά με το σεξ,
έπαιζαν ουσιαστικό ρόλο και οι ιδέες. Όχι πως ήταν κανένας
κακομούτσουνος. Μια χαρά γοητευτικός ήταν, αλλά κάπως… άνευρος.
Τελείως διαφορετικός σε σχέση με τον Σάτσγουελ. Συμπαθητικός νεαρός,
με κάτι πελώρια μάτια και ίσια μαλλιά.
»Όμως ήταν χειριστικό άτομο. Μια μικρή δόση αποδοκιμασίας εδώ, μια
ψυχρή ματιά εκεί. Τον ενθουσίαζε το πόσο διαφορετική ήταν η Μάργκοτ,
όμως ταυτόχρονα του προκαλούσε αμηχανία. Ήθελε μια γυναίκα που να
είναι το άκρως αντίθετο της μητέρας του, παράλληλα όμως ήθελε να την
εγκρίνει η μαμά. Οπότε τα ρήγματα υπήρχαν από την αρχή.
»Επίσης, είχε μια τάση να κρεμάει μούτρα», είπε η Ούνα. «Πώς μου τη
δίνουν οι άνθρωποι που κρεμάνε μούτρα. Τέτοια ήταν και η μάνα μου.
Τριάντα χρόνια έκανε να μου μιλήσει, επειδή σηκώθηκα και πήγα στο
Λονδίνο. Τελικά υποχώρησε, προκειμένου να γνωρίσει τα εγγόνια της,
όμως κάτι Χριστούγεννα που η αδελφή μου τα είχε τσούξει, της ξέφυγε
πως είχα εγκαταλείψει την Εκκλησία κι είχα πάει με τους Αγγλικανούς,
οπότε εκεί επήλθε η οριστική ρήξη. Το ότι είχα κάνει Κουνελάκι
μπορούσε να το συγχωρέσει. Το ότι κατέληξα προτεστάντισσα, αδύνατον.
»Ακόμη και στις αρχές της σχέσης τους, υπήρχαν φορές που ο Ρόι έκανε
μέρες να μιλήσει στη Μάργκοτ. Μου είχε πει πως μια φορά τής είχε κόψει
και την καλημέρα επί μία εβδομάδα. Φόρτωσε κι εκείνη και λέει:
“Έφυγα”. Τα χρειάστηκε για τα καλά ο άλλος. Απόρησα, γιατί σου κάνει
μούτρα; Η αιτία ήταν η λέσχη. Δεν ήθελε με τίποτε να εργάζεται εκεί η
Μάργκοτ. Ρωτάω κι εγώ: “Μήπως προσφέρθηκε αυτός να στηρίζει τους
δικούς σου, όσο εσύ σπουδάζεις;” “Να, δεν του αρέσει να σκέφτεται πως
με χαλβαδιάζει ο ένας και ο άλλος”, απαντάει η Μάργκοτ. Στις κοπέλες
αρέσει αυτό, μια μικρή δόση κτητικότητας. Φαντάζονται πως σημαίνει ότι
ο άλλος έχει μάτια μόνο γι’ αυτήν, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει
το αντίθετο. Ο άντρας θέλει τη γυναίκα αποκλειστικά δική του. Αυτός
είναι ελεύθερος να κοιτάζει άλλες κοπέλες, κι η αλήθεια είναι πως ο Ρόι
δεν περνούσε απαρατήρητος, κέντριζε το ενδιαφέρον κοριτσιών του δικού
του κύκλου. Ήταν ένας ομορφούλης νεαρός με μεγάλη οικογενειακή
περιουσία. Για παράδειγμα», είπε η Ούνα, «σκεφτείτε τη νεαρή
ξαδελφούλα, τη Σύνθια, που περίμενε στο παρασκήνιο».
«Γνωρίζατε τη Σύνθια;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Τη συνάντησα μια-δυο φορές στο σπίτι τους. Ένα ντροπαλό πλάσμα.
Ποτέ της δε μου είπε πάνω από δυο κουβέντες», είπε η Ούνα. «Όμως
έκανε τον Ρόι να αισθάνεται καλά με τον εαυτό του. Κακάριζε σαν χαζή
με τα αστεία του. Αστεία της κακιάς ώρας».
«Η Μάργκοτ και ο Ρόι πρέπει να παντρεύτηκαν με το που αποφοίτησαν
από την ιατρική, σωστά;»
«Ακριβώς. Ήμουν παράνυμφος στον γάμο τους. Εκείνη στράφηκε στη
γενική ιατρική. Ο Ρόι είχε άλλους στόχους, συνέχισε σε ένα από τα
μεγάλα πανεπιστημιακά νοσοκομεία, δε θυμάμαι ποιο.
»Οι γονείς του Ρόι είχαν ένα πολύ ωραίο, μεγάλο σπίτι, με πελώριους
κήπους και όλα τα σχετικά. Αφότου πέθανε ο πατέρας του, λίγο πριν
κάνουν την Άννα, η μητέρα το έγραψε στον Ρόι. Το όνομα της Μάργκοτ
δεν ήταν στο συμβόλαιο, τη θυμάμαι να μου το λέει. Ο Ρόι όμως
ενθουσιαζόταν με την προοπτική να μεγαλώσει την οικογένειά του στο
ίδιο σπίτι όπου είχε μεγαλώσει ο ίδιος, κι η αλήθεια είναι πως ήταν ένα
θαυμάσιο σπίτι κοντά στο Χάμπτον Κορτ. Έτσι, η πεθερά τα μάζεψε κι
έφυγε, κι ο Ρόι με τη Μάργκοτ εγκαταστάθηκαν εκεί.
»Μόνο που η πεθερά θεωρούσε πως είχε το δικαίωμα να τους
κουβαλιέται όποτε της έκανε κέφι, καθώς εκείνη τους είχε παραχωρήσει
το σπίτι, κι εξακολουθούσε να το θεωρεί περισσότερο δικό της παρά της
Μάργκοτ».
«Με τη Μάργκοτ εξακολουθούσατε να βλέπεστε συχνά;» ρώτησε η
Ρόμπιν.
«Ναι», απάντησε η Ούνα. «Προσπαθούσαμε να βρισκόμαστε
τουλάχιστον μια φορά κάθε δεκαπέντε μέρες. Ήμαστε κολλητές,
πραγματικά. Ακόμη και μετά που παντρεύτηκε τον Ρόι, θέλησε να με
κρατήσει στη ζωή της. Είχαν τους μεσοαστούς φίλους τους, προφανώς,
όμως θαρρώ», είπε η Ούνα, ενώ η φωνή της βράχνιαζε, «θαρρώ πως
ήξερε ότι εγώ θα της στεκόμουν πάντοτε, ό,τι και να γινόταν.
Κυκλοφορούσε πλέον σε κύκλους όπου αισθανόταν μόνη της».
«Στο σπίτι ή και στη δουλειά;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Στο σπίτι ήταν σαν το ψάρι έξω από το νερό», είπε η Ούνα. «Το σπίτι
του Ρόι, η οικογένεια του Ρόι, οι φίλοι του Ρόι, τα πάντα του Ρόι ήταν.
Έβλεπε συχνά τους δικούς της, όμως της ήταν δύσκολο, μιας κι ο πατέρας
της ήταν καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα, να τον φέρνει στο
μεγάλο σπίτι. Έχω την εντύπωση πως οι Μπάμπορο αισθάνονταν άβολα
με τον Ρόι και τη μητέρα του. Έτσι, η Μάργκοτ περνούσε από την παλιά
της γειτονιά, για να τους βλέπει. Εξακολουθούσε να τους στηρίζει
οικονομικά. Κομμάτια γινόταν, για να προλαβαίνει τις διάφορες
υποχρεώσεις».
«Και πώς ήταν τα πράγματα στη δουλειά;»
«Ζόρικα, συνέχεια», είπε η Ούνα. «Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν
πολλές γυναίκες γιατροί, εκείνη ήταν νέα, από λαϊκή οικογένεια, και στην
κλινική όπου κατέληξε, αυτή στο Σεντ Τζονς, αισθανόταν μοναξιά. Δεν
ήταν ευχάριστο περιβάλλον», είπε η Ούνα απηχώντας την άποψη του δρα
Γκάπτα. «Όμως επειδή αυτός ήταν ο χαρακτήρας της, η Μάργκοτ ήθελε
να προσπαθήσει να βελτιώσει τα πράγματα. Αυτή ήταν η γενικότερη
φιλοσοφία της στη ζωή: να βελτιώνεις τα πράγματα. Να βρίσκεις λύσεις.
Να τους φροντίζεις όλους. Να λύνεις προβλήματα. Προσπάθησε να τους
φέρει όλους κοντά, να γίνουν ομάδα, κι ας ήταν η ίδια στόχος
εκφοβισμού».
«Ποιος την εκφόβιζε;»
«Εκείνος ο γέρος», είπε η Ούνα. «Δε θυμάμαι πια ονόματα. Στην
κλινική ήταν άλλοι δύο γιατροί, σωστά; Ο γέρος και ο Ινδός. Η Μάργκοτ
έλεγε πως αυτός, ο Ινδός, ήταν εντάξει άνθρωπος, κι ας αισθανόταν πως
ακόμη κι εκείνος την αποδοκίμαζε. Θυμάμαι πως μου είχε πει ότι
κοντραρίστηκαν με αφορμή το χάπι. Οι γενικοί γιατροί μπορούσαν να το
συνταγογραφούν στις ανύπαντρες γυναίκες, αν τους το ζητούσαν –τον
πρώτο καιρό που κυκλοφόρησε, ήταν για τις παντρεμένες μόνο– όμως ο
Ινδός και πάλι δεν ήθελε να το δίνει σε ανύπαντρες. Την ίδια χρονιά που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, άρχισαν να λειτουργούν οι πρώτες κλινικές
οικογενειακού προγραμματισμού. Θυμάμαι πως μιλούσαμε γι’ αυτές. Η
Μάργκοτ είχε χαρεί πολύ με αυτή την εξέλιξη, γιατί ήταν σίγουρη πως οι
γυναίκες που έρχονταν στη δική τους κλινική δεν μπορούσαν να
εξασφαλίσουν το χάπι από τους άλλους δύο γιατρούς.
»Όμως δεν ήταν μόνο οι γιατροί που τη δυσκόλευαν. Είχε θέματα και με
τα άλλα άτομα που εργάζονταν εκεί. Κι η νοσοκόμα δε νομίζω πως τη
συμπαθούσε».
«Η Τζάνις;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Τζάνις την έλεγαν;» είπε η Ούνα σμίγοντας τα φρύδια της.
«Η Αϊρίν μήπως;» πρότεινε ο Στράικ.
«Μια ξανθά ήταν», είπε η Ούνα. «Θυμάμαι μια φορά, στο
χριστουγεννιάτικο πάρτι…»
«Ήσαστε και εσείς εκεί;» ρώτησε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη.
«Η Μάργκοτ με ικέτεψε να πάω», είπε η Ούνα. «Εκείνη το είχε
οργανώσει και φοβόταν πως θα ήταν απαίσια. Ο Ρόι δούλευε, οπότε δεν
μπορούσε να πάει. Μιλάμε για λίγους μήνες μετά τη γέννηση της Άννας.
Η Μάργκοτ είχε πάρει άδεια λοχείας, οπότε είχαν φέρει άλλο γιατρό να
την καλύψει, έναν άντρα. Κι εκείνη είχε πειστεί πως η κλινική
λειτουργούσε καλύτερα χωρίς την ίδια. Οι ορμόνες της είχαν βαρέσει
κόκκινο, ήταν κουρασμένη, έτρεμε τη στιγμή που θα επέστρεφε. Η Άννα
δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από δύο με τριών μηνών. Η Μάργκοτ την
έφερε στο πάρτι, καθώς τη θήλαζε. Είχε οργανώσει εκείνο το
χριστουγεννιάτικο πάρτι σε μια προσπάθεια να κάνουν όλοι τους μια νέα
αρχή, να σπάσει κάπως ο πάγος, πριν χρειαστεί να επιστρέψει στη
δουλειά».
«Κάτι λέγατε για την Αϊρίν», είπε η Ρόμπιν, που είχε αντιληφθεί πως ο
Στράικ ήταν έτοιμος να κρατήσει σημειώσεις.
«Το λοιπόν, μέθυσε, αν λέμε για την ξανθιά. Είχε φέρει στο πάρτι και
κάποιον άντρα. Τέλος πάντων, προς το τέλος της βραδιάς, η Αϊρίν
κατηγόρησε τη Μάργκοτ ότι φλέρταρε με τον δικό της. Έχετε ακούσει πιο
γελοία κατηγορία; Να στέκεται η Μάργκοτ με το μωρό στην αγκαλιά, κι η
άλλη να τη λούζει κανονικά. Δεν ήταν η νοσοκόμα; Έχει περάσει και
τόσος καιρός…»
«Όχι, η Αϊρίν εργαζόταν στην υποδοχή», είπε η Ρόμπιν.
«Καλά, στην υποδοχή δεν ήταν εκείνη η μικροκαμωμένη, η Ιταλίδα;»
«Η Γκλόρια ήταν η δεύτερη ρεσεψιονίστ».
«Α, η Μάργκοτ τη λάτρευε εκείνη την κοπέλα», είπε η Ούνα. «Έλεγε
πως ήταν ένα πολύ έξυπνο κορίτσι που βρισκόταν σε μια πολύ άσχημη
κατάσταση. Ποτέ δε μου εξήγησε τι ακριβώς συνέβαινε. Αν δεν κάνω
λάθος, η κοπέλα την είχε δει για κάποιο ιατρικό θέμα και προφανώς η
Μάργκοτ δεν υπήρχε περίπτωση να αποκαλύψει το παραμικρό για την
υγεία της άλλης. Αυτά τα θέματα τα θεωρούσε αδιαπραγμάτευτα. Δεν
υπάρχει ιερέας που να αντιμετώπισε με μεγαλύτερο σεβασμό τα μυστικά
που άκουσε στο εξομολογητήριο».
«Θα ήθελα να σας κάνω μια κάπως ευαίσθητη ερώτηση», είπε η Ρόμπιν
διστακτικά. «Γράφτηκε ένα βιβλίο για τη Μάργκοτ το 1985 κι εσείς…»
«Συνεργάστηκα με τον Ρόι για να εμποδίσουμε την κυκλοφορία του»,
είπε μεμιάς η Ούνα. «Πράγματι. Ένα κάρο ψέματα, από την πρώτη μέχρι
την τελευταία σελίδα. Ξέρετε τι έγραψε ο συγγραφέας προφανώς. Σχετικά
με…»
Η Ούνα μπορεί να είχε πάψει να αποτελεί μέλος της Καθολικής
Εκκλησίας, όμως δεν μπόρεσε να αρθρώσει την επίμαχη λέξη.
«…τον τερματισμό. Ήταν ένα χυδαίο ψέμα. Ποτέ μου δεν έκανα
έκτρωση ούτε και η Μάργκοτ. Θα μου είχε μιλήσει, αν ήταν κάτι που την
απασχολούσε. Ήμαστε κολλητές φίλες. Κάποιος χρησιμοποίησε το
επίθετό της για να κλείσει εκείνο το ραντεβού. Δεν ξέρω ποιος. Στην
κλινική, πάντως, δεν αναγνώρισαν τη φωτογραφία της. Η Μάργκοτ δεν
είχε περάσει ποτέ από εκεί. Η Άννα ήταν ό,τι ομορφότερο στη ζωή της και
δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ρίξει ένα δεύτερο μωρό. Καμία. Δεν ήταν
θρησκευόμενη, όμως και πάλι θα το είχε θεωρήσει αμαρτία».
«Δηλαδή δεν πήγαινε στην εκκλησία;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Άθεη ήταν πέρα για πέρα», είπε η Ούνα. «Τα της θρησκείας τα
θεωρούσε όλα δεισιδαιμονίες. Η μάνα της ήταν θρήσκα, κι αυτό βγήκε
στη Μάργκοτ σε αντίδραση. Θεωρούσε πως η Εκκλησία καταπίεζε τις
γυναίκες, και μάλιστα μου είχε πει: “Αν υπάρχει Θεός, γιατί άφησε τον
μπαμπά μου, που είναι χρυσός άνθρωπος, να πέσει από εκείνη τη σκάλα;
Γιατί έπρεπε να ζήσουμε τόσες δυσκολίες στην οικογένειά μου;” Τέλος
πάντων, η Μάργκοτ δεν μπορούσε να μου πει οτιδήποτε σχετικά με την
υποκρισία και τη θρησκεία που να μην το ήξερα ήδη. Εν τω μεταξύ, είχα
αποχωρήσει ήδη από τους καθολικούς. Το αλάθητο του πάπα.
Απαγορεύεται κάθε μέσο αντισύλληψης, κι ας πέθαιναν οι γυναίκες
πασχίζοντας να φέρουν στον κόσμο το ενδέκατο παιδί τους.
»Αλλά κι η ίδια μου η μάνα πίστευε πως ήταν εκπρόσωπος του Θεού σε
τούτο τον κόσμο, πραγματικά το πίστευε, και ορισμένες από τις καλόγριες
στο σχολείο μου ήταν σκύλες κανονικές. Η αδελφή Μαρία Τερέζα…
βλέπετε εδώ;» είπε η Ούνα παραμερίζοντας τη φράντζα από το μέτωπό
της και αποκαλύπτοντας μια ουλή μεγάλη σαν κέρμα των πέντε πενών.
«Μου σβούρισε μια στο κεφάλι με έναν μεταλλικό χάρακα. Αίματα
παντού. “Ποιος ξέρει τι έκανες και σου άξιζε αυτό”, είπε η μάνα μου.
»Λοιπόν, θα σας πω ποια μου θύμιζε την αδελφή Μαρία Τερέζα», είπε η
Ούνα. «Μήπως ήταν αυτή η νοσοκόμα; Εκείνη η μεγαλύτερη γυναίκα
στην κλινική;»
«Την Ντόροθι εννοείτε;»
«Χήρα ήταν αυτή που λέω».
«Ναι, αυτή ήταν η Ντόροθι, η γραμματέας».
«Φτυστή η αδελφή Μαρία Τερέζα, ειδικά ο τρόπος που σε κοίταζε»,
είπε η Ούνα. «Με στρίμωξε στο πάρτι. Τις έλκει η Εκκλησία κάτι τέτοιες
γυναίκες. Σχεδόν κάθε ενορία έχει μια-δυο από δαύτες. Από έξω άψογες,
από μέσα χολέρες. Στα λόγια είναι καλές. “Συγχώρα με, πάτερ, διότι
αμάρτησα”, όμως οι Ντόροθι αυτού του κόσμου δεν πιστεύουν ότι
μπορούν να αμαρτήσουν, όχι πραγματικά.
»Αν με έχει διδάξει ένα πράγμα η ζωή, αυτό είναι πως εκεί που δεν
υπάρχει περιθώριο για χαρά, δεν υπάρχει και κανένα περιθώριο για
καλοσύνη», είπε η Ούνα Κένεντι. «Την είχε κακό γινάτι τη Μάργκοτ
εκείνη η Ντόροθι. Της είπα πως ήμουν η πιο στενή φίλη της Μάργκοτ,
οπότε βάλθηκε να μου κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις. Πώς είχαμε
γνωριστεί. Για πρώην εραστές. Πώς γνώρισε η Μάργκοτ τον Ρόι. Ενώ δεν
της έπεφτε λόγος της κάργιας.
»Έπειτα άρχισε να μιλάει για τον ηλικιωμένο γιατρό, ούτε που θυμάμαι
πώς τον έλεγαν. Ήταν μια άλλη Μαρία Τερέζα, δεν υπάρχει αμφιβολία,
όμως ο δικός της θεός καθόταν στο διπλανό γραφείο. Αργότερα είπα στη
Μάργκοτ για την κουβέντα που είχαμε κάνει, κι η Μάργκοτ μου
επιβεβαίωσε πως καλά την είχα καταλάβει. Η Ντόροθι ήταν μοχθηρή».
«Ο γιος της Ντόροθι είναι εκείνος που έγραψε το βιβλίο για τη
Μάργκοτ», είπε η Ρόμπιν.
«Σοβαρά;» αναφώνησε η Ούνα. «Γιος της ήταν; Ορίστε, όπως σας τα
έλεγα. Απαίσιοι άνθρωποι κι οι δυο τους».
«Πότε είδατε για τελευταία φορά τη Μάργκοτ;» τη ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ακριβώς δύο εβδομάδες πριν από το βράδυ που εξαφανίστηκε. Κι
εκείνη τη φορά στην ίδια παμπ είχαμε συναντηθεί. Στις έξι είχα ρεπό από
τη λέσχη. Υπήρχαν ένα-δυο στέκια πιο κοντά στην κλινική, όμως η
Μάργκοτ δεν ήθελε να πέσει πάνω σε κάποιο άτομο από τη δουλειά».
«Μήπως θυμάστε τι συζητήσατε εκείνο το βράδυ;»
«Ναι», είπε η Ούνα. «Μπορεί να σας ακούγεται σαν υπερβολή, όμως
δεν είναι. Στην αρχή τής τα έψαλα ένα χεράκι, επειδή είχε βγει για ποτό
με τον Σάτσγουελ, πράγμα που μου είχε πει από το τηλέφωνο. Είχαν
συναντηθεί τυχαία, στον δρόμο.
»Μου είπε πως της είχε φανεί διαφορετικός σε σχέση με το πώς ήταν
παλιά, κι αυτό με έκανε να ανησυχήσω, δε θα πω ψέματα. Δεν ήταν
γυναίκα φτιαγμένη για εξωσυζυγική σχέση, όμως δεν ήταν κι
ευτυχισμένη. Με το που φτάσαμε στην παμπ, μου είπε τα πάντα. Της είχε
ζητήσει να την ξαναδεί, κι εκείνη είχε αρνηθεί. Την πίστεψα και θα σας
πω το γιατί: επειδή έδειχνε απερίγραπτα λυπημένη που είχε αρνηθεί.
»Έδειχνε καταβεβλημένη εκείνο το βράδυ. Πρώτη μου φορά την έβλεπα
τόσο δυστυχισμένη. Είπε πως ο Ρόι έκανε δέκα μέρες να της μιλήσει
ύστερα από εκείνη την τυχαία συνάντηση με τον Σάτσγουελ. Είχαν
τσακωθεί για τη μητέρα του που μπαινόβγαινε στο σπίτι λες κι ήταν δικό
της. Η Μάργκοτ ήθελε να αλλάξει τη διακόσμηση, όμως ο Ρόι επέμενε
πως θα ράγιζε η καρδιά της μητέρας του, έτσι κι απομάκρυναν το
παραμικρό από τα πράγματα που τόσο πολύ αγαπούσε ο πατέρας του. Και
κάπως έτσι η Μάργκοτ είχε καταντήσει ξένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι,
δεν είχε το ελεύθερο να αλλάξει το οτιδήποτε.
»Η Μάργκοτ είπε πως της είχε κολλήσει ένας στίχος από το Court and
Spark στο μυαλό όλη μέρα. Το άλμπουμ της Τζόνι Μίτσελ, Court and
Spark», διευκρίνισε βλέποντας την απορία της Ρόμπιν. «Αυτή ήταν η
θρησκεία της Μάργκοτ: η Τζόνι Μίτσελ. Ήταν κατενθουσιασμένη με
εκείνο το άλμπουμ. Ο στίχος ήταν από το τραγούδι «The Same
Situation». Εγκλωβισμένη στον αγώνα να πετύχω σπουδαιότερα, Και την
αναζήτηση του έρωτα που μοιάζει να μην έχει τελειωμό. Ακόμη και τώρα,
ύστερα από τόσα χρόνια, δεν μπορώ να ακούσω εκείνο το άλμπουμ. Μου
είναι αφόρητα επώδυνο.
»Μου είπε πως γύρισε αμέσως στο σπίτι, ύστερα από εκείνο το ποτό με
τον Πολ, και είπε στον Ρόι τι είχε συμβεί. Νομίζω πως εν μέρει το έκανε
επειδή αισθανόταν τύψεις για εκείνο το ποτό, αλλά εν μέρει ήθελε και να
τον ταρακουνήσει. Ήταν κουρασμένη, δυστυχισμένη και αυτό που
προσπαθούσε να πει ήταν κάποιος άλλος με ήθελε, κάποτε. Μέρος της
ανθρώπινης φύσης, σωστά; “Ξύπνα”, του έλεγε. “Δε γίνεται απλώς να με
αγνοείς, να με απομονώνεις και να αρνείσαι κάθε συμβιβασμό. Δεν
μπορώ να ζήσω έτσι”.
»Ο Ρόι βέβαια, λόγω χαρακτήρα, δεν ήταν άνθρωπος που θα κόρωνε και
θα άρχιζε να πετάει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Νομίζω πως θα της είχε
φανεί ευκολότερο να το διαχειριστεί, αν είχε αντιδράσει έτσι. Έγινε έξω
φρενών βέβαια, όμως το εκδήλωσε με ακόμη μεγαλύτερη ψυχρότητα και
σιωπή.
»Νομίζω μάλιστα πως δεν της είχε μιλήσει ξανά, μέχρι την ημέρα που
εξαφανίστηκε. Μου το είχε πει η Μάργκοτ στο τηλέφωνο, όταν
κανονίσαμε να βρεθούμε για ποτό στις έντεκα του μήνα: “Εξακολουθώ να
ζω μέσα στη σιωπή”. Ακουγόταν απελπισμένη. Θυμάμαι πως όπως την
άκουγα, σκεφτόμουν: “Ετοιμάζεται να τον χωρίσει”.
»Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε στην παμπ, της το είπα: “Ο
Σάτσγουελ δεν είναι η απάντηση στο όποιο πρόβλημα υπάρχει στη σχέση
σου με τον Ρόι”.
»Μιλήσαμε και για την Άννα. Η Μάργκοτ θα έδινε τα πάντα για να
μπορέσει να λείψει ένα με δύο χρόνια από τη δουλειά, προκειμένου να
επικεντρωθεί στο παιδί, κι αυτό ακριβώς ήταν που ήθελαν να κάνει ο Ρόι
και η μητέρα του, να μείνει στο σπίτι με την Άννα και να σταματήσει να
εργάζεται.
»Όμως δεν μπορούσε να το κάνει. Εξακολουθούσε να στηρίζει
οικονομικά τους γονείς της. Εν τω μεταξύ, η μητέρα της είχε αρρωστήσει
κι Μάργκοτ δεν ήθελε να ξενοδουλεύει άλλο. Όσο εξακολουθούσε να
εργάζεται, μπορούσε να κοιτάζει κατάματα τον Ρόι και να δικαιολογεί
όλα τα χρήματα που τους έδινε, όμως η μητέρα του δεν επρόκειτο να
αφήσει τον πολυαγαπημένο, ντελικάτο γιόκα της να σκοτώνεται στη
δουλειά για να τη βγάζουν ζάχαρη δυο λαϊκά ανθρωπάκια, αμφότεροι
μανιώδεις καπνιστές».
«Θυμάστε να συζητήσατε κάτι άλλο;»
«Μιλήσαμε και για τη λέσχη, καθώς ετοιμαζόμουν να αποχωρήσω. Είχα
αγοράσει ήδη το διαμέρισμά μου και σκεφτόμουν να σπουδάσω. Η
Μάργκοτ ενθουσιάστηκε. Αυτό που δεν της είπα ήταν πως σκεφτόμουν
να πάρω πτυχίο θεολογίας και δεν της το είπα, επειδή ήξερα την άποψή
της για τη θρησκεία.
»Συζητήσαμε και για τα πολιτικά λιγάκι. Και οι δύο θέλαμε να
επικρατήσει ο Γουίλσον στις εκλογές. Της είπα επίσης πως ανησυχούσα,
μιας και δεν είχα βρει ακόμη τον άνθρωπο της ζωής μου. Είχα πατήσει τα
τριάντα. Εκείνα τα χρόνια σε θεωρούσουν πολύ μεγάλη για να βρεις
σύζυγο.
»Πριν αποχαιρετιστούμε, της είπα: “Να θυμάσαι, υπάρχει πάντοτε ένα
δωμάτιο ελεύθερο στο διαμέρισμά μου. Έχει χώρο και για κούνια”».
Η Ούνα βούρκωσε, δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Έπιασε την
πετσέτα της και την πίεσε πάνω στο πρόσωπό της.
«Να με συμπαθάτε. Έχουν περάσει σαράντα χρόνια, όμως μου φαίνεται
λες κι ήταν χτες. Δε χάνονται ποτέ οι νεκροί. Θα ήταν ευκολότερο, αν
έσβηναν από τη μνήμη μας. Την έχω ολοκάθαρα στο μυαλό μου. Αν την
έβλεπα αυτή τη στιγμή να ανεβαίνει εκείνα τα σκαλοπάτια, ένα κομμάτι
του εαυτού μου δε θα απορούσε. Ήταν τόσο ζωντανός άνθρωπος. Κι ο
τρόπος που εξαφανίστηκε, λες κι άνοιξε η γη και την κατάπιε…»
Η Ρόμπιν δε μίλησε, περίμενε πρώτα να σκουπίσει η Ούνα το πρόσωπό
της και τότε ρώτησε:
«Τι θυμάστε από τη συνεννόηση για να βρεθείτε στις έντεκα του μήνα;»
«Εκείνη μου τηλεφώνησε, μου ζήτησε να βρεθούμε στο ίδιο μέρος, την
ίδια ώρα. Συμφώνησα προφανώς. Μου ακούστηκε κάπως παράξενος ο
τρόπος που το είπε. Τη ρώτησα: “Όλα εντάξει;” Και μου απάντησε:
“Θέλω τη συμβουλή σου για κάτι. Δεν ξέρω, ίσως και να μου στρίβει.
Κανονικά, δε θα έπρεπε να το συζητάω καν, όμως νομίζω πως μονάχα σ’
εσένα μπορώ να έχω εμπιστοσύνη”».
Ο Στράικ και η Ρόμπιν κοιτάχτηκαν.
«Καλά, αυτό δεν καταγράφηκε κάπου;» απόρησε η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε ο Στράικ.
«Όχι», επανέλαβε η Ούνα και για πρώτη φορά φάνηκε θυμωμένη.
«Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι μου κάνει εντύπωση».
«Γιατί το λέτε αυτό;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ο Τάλμποτ ήταν σαλταρισμένος», είπε η Ούνα. «Το κατάλαβα μέσα
στα πρώτα πέντε λεπτά της κατάθεσής μου. Τηλεφώνησα στον Ρόι, του
είπα: “Ο άνθρωπος δε στέκει στα καλά του. Να διαμαρτυρηθείς, να τους
πεις πως θες να αναλάβει άλλος την υπόθεση”. Δεν το έκανε ή, και να το
έκανε, δεν έγινε το παραμικρό.
»Αλλά κι ο Λόσον με αντιμετώπισε λες κι ήμουν ένα σαχλό
Κουνελάκι», είπε η Ούνα. «Μάλλον νόμιζε πως έλεγα παραμύθια και
προσπαθούσα να φανώ ενδιαφέρουσα, να εκμεταλλευτώ την εξαφάνιση
της κολλητής μου. Η Μάργκοτ Μπάμπορο για μένα ήταν περισσότερο
αδελφή παρά φίλη», είπε με ένταση η Ούνα, «κι ο μόνος άνθρωπος στον
οποίο μίλησα πραγματικά για εκείνη είναι ο σύζυγός μου. Τον έκανα
μούσκεμα με τα δάκρυά μου δυο μέρες προτού παντρευτούμε, γιατί η
Μάργκοτ έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Θα ήταν η κουμπάρα μου».
«Έχετε κάποια ιδέα τι ήταν αυτό που την απασχολούσε και ήθελε να
ζητήσει τη συμβουλή σας;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε η Ούνα. «Από τότε το έχω σκεφτεί πολλές φορές, μήπως
ήταν κάτι που είχε κάποια σχέση με αυτό που συνέβη. Κάτι που να
αφορούσε τον Ρόι ίσως, όμως τότε γιατί να πει πως κανονικά δε θα
έπρεπε να το συζητήσει; Αφού είχαμε μιλήσει ήδη για τον Ρόι. Κι εγώ της
είχα πει όσο πιο ανοιχτά μπορούσα, την τελευταία φορά που βρεθήκαμε,
πως θα μπορούσε να έρθει να μείνει σπίτι μου, αν έφευγε, μαζί με την
Άννα.
»Έπειτα σκέφτηκα ότι ίσως να ήταν κάτι που της είχε πει κάποιος
ασθενής, γιατί, όπως ανέφερα και νωρίτερα, ήταν πάρα πολύ τυπική στο
θέμα του ιατρικού απορρήτου.
»Τέλος πάντων, ανηφόρισα σ’ εκείνο τον λόφο μέσα στη βροχή, για να
πάω στην παμπ στις έντεκα του μήνα. Έφτασα νωρίς, οπότε πήγα να ρίξω
μια ματιά στην εκκλησία εκεί παραδίπλα, στην απέναντι πλευρά του
δρόμου, ένα μεγάλο κ….»
«Σταθείτε», είπε απότομα ο Στράικ. «Τι είδους πανωφόρι φορούσατε;»
Η Ούνα δε φάνηκε να εκπλήσσεται από την ερώτηση. Αντίθετα
χαμογέλασε.
«Ο νους σας πήγε στον ηλικιωμένο νεκροθάφτη ή ό,τι ήταν, τέλος
πάντων; Εκείνον που νόμιζε πως είδε τη Μάργκοτ να μπαίνει στον χώρο
της εκκλησίας; Αφού τους το είπα από τότε πως εγώ ήμουν», είπε η Ούνα.
«Δε φορούσα καμπαρντίνα, όμως το παλτό μου ήταν μπεζ. Τα μαλλιά μου
ήταν πιο σκούρα απ’ ό,τι της Μάργκοτ, αλλά είχαν το ίδιο περίπου μήκος.
Τους το είπα, όταν με ρώτησαν κατά πόσο θεωρούσα πιθανό να είχε
περάσει η Μάργκοτ από την εκκλησία, πριν έρθει να με συναντήσει…
τους είπα αποκλείεται, απεχθανόταν την εκκλησία. Εγώ ήμουν εκεί!
Εμένα είδε ο άλλος!»
«Γιατί;» ρώτησε ο Στράικ. «Γιατί πήγατε εκεί πέρα;»
«Ένιωσα ένα κάλεσμα», απάντησε απλώς η Ούνα.
Η Ρόμπιν δαγκώθηκε για να μη χαμογελάσει, καθώς ο Στράικ πήρε ένα
ύφος σχεδόν αμήχανο, αντιμέτωπος με την απάντηση.
«Ο Θεός με καλούσε να επιστρέψω», είπε η Ούνα. «Σύχναζα σε
αγγλικανικές εκκλησίες, κι αναρωτιόμουν: Αυτό είναι η απάντηση; Ήταν
πάρα πολλά τα στοιχεία των καθολικών που δεν μπορούσα να ανεχτώ, κι
όμως εξακολουθούσα να αισθάνομαι κάτι να με έλκει κοντά Του».
«Πόση ώρα υπολογίζετε πως μείνατε στην εκκλησία;» ρώτησε η
Ρόμπιν, προκειμένου να δώσει χρόνο στον Στράικ να συνέλθει.
«Γύρω στα πέντε λεπτά. Είπα μια σύντομη προσευχή. Ζήτησα
καθοδήγηση. Ύστερα βγήκα και πάλι έξω, διέσχισα τον δρόμο και μπήκα
στην παμπ.
»Περίμενα γύρω στη μία ώρα εκεί, πριν τηλεφωνήσω στον Ρόι. Στην
αρχή σκέφτηκα πως την είχε καθυστερήσει κάποιος ασθενής. Έπειτα
σκέφτηκα, όχι, θα το ξέχασε. Όμως όταν τηλεφώνησα στο σπίτι, ο Ρόι
είπε πως η Μάργκοτ δεν ήταν εκεί. Μου ακούστηκε πολύ απότομος.
Αναρωτήθηκα μήπως είχε συμβεί και τίποτε άλλο μεταξύ τους. Μήπως
δεν είχε αντέξει άλλο η Μάργκοτ. Σκέφτηκα πως μπορεί να επέστρεφα
στο σπίτι και να την έβρισκα στο κατώφλι, με την Άννα στην αγκαλιά.
Οπότε, γύρισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, όμως δεν ήταν εκεί.
»Ο Ρόι μου τηλεφώνησε στις εννέα, να μάθει αν είχα νέα της. Τότε ήταν
που άρχισα να ανησυχώ σοβαρά. Είπε πως θα ειδοποιούσε την
αστυνομία.
»Τα υπόλοιπα τα ξέρετε», είπε χαμηλόφωνα η Ούνα. «Ήταν ένας
ζωντανός εφιάλτης. Εναποθέτεις τις ελπίδες σου σε εκδοχές ολοένα και
πιο απίθανες. Αμνησία. Να την παρέσυρε αυτοκίνητο και να βρισκόταν
αναίσθητη κάπου. Να το έσκασε, να πήγε κάπου για να σκεφτεί.
»Κατά βάθος όμως ήξερα. Δεν υπήρχε περίπτωση να εγκατέλειπε την
κορούλα της και οπωσδήποτε δε θα έφευγε χωρίς να μου το πει. Ήξερα
πως ήταν νεκρή. Καταλάβαινα πως η αστυνομία υποπτευόταν τον
Χασάπη του Έσεξ, όμως εγώ…»
«Εσείς;» την παρότρυνε η Ρόμπιν διακριτικά.
«Να, κάθε τόσο σκεφτόμουν, τρεις εβδομάδες μετά που
επανεμφανίζεται ο Πολ Σάτσγουελ στη ζωή της, εκείνη εξαφανίζεται
οριστικά. Το ξέρω πως κάποιο άλλοθι είχε να προτάξει, οι φίλοι του οι
καλλιτέχνες τον υποστήριξαν. Το είπα και στον Τάλμποτ και στον Λόσον:
Ρωτήστε τον για το όνειρο με το μαξιλάρι. Ρωτήστε να σας πει τι
σημαίνει εκείνο το όνειρο που έτρεμε μήπως το μετέφερε παραέξω η
Μάργκοτ.
»Αυτό το αναφέρουν οι σημειώσεις της αστυνομίας;» ρώτησε τον
Στράικ γυρίζοντας προς το μέρος του. «Ασχολήθηκε κανείς τους, να
ρωτήσει τον Σάτσγουελ για το όνειρο με το μαξιλάρι;»
«Όχι», αποκρίθηκε ο Στράικ σέρνοντας τη λέξη. «Δε νομίζω πως το
έψαξαν».
25
Όλες αυτές σκόρπιες σκέψεις και φαντασιώσεις ήταν,
ιδέες, όνειρα, γνώμες αβάσιμες.
Θεάματα, οράματα, παρηγοριές και προφητείες·
και όλα αυτά την ίδια αξία έχουν,
όπως οι αναλήθειες, τα παραμύθια και τα ψέματα.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Τρία βράδια αργότερα, ο Στράικ καθόταν στην BMW του, έξω από ένα
συνηθισμένο σπίτι, σε μια γειτονιά ολόιδιων σπιτιών στο Στόουκ
Νιούινγκτον. Η έρευνα γύρω από το Μούτρο, που βρισκόταν στον πέμπτο
μήνα, μέχρι στιγμής δεν είχε αποδώσει το παραμικρό αποτέλεσμα. Τα
ανήσυχα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που υποψιάζονταν πως ο
διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας έπεφτε θύμα εκβιασμού από το
φιλόδοξο Μούτρο, είχαν αρχίσει να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους και
ήταν προφανές ότι εξέταζαν το ενδεχόμενο να στραφούν αλλού.
Ακόμη κι όταν τον πότισε με τζιν ο Χάτσινς, που είχε καταφέρει να
πιάσει φιλίες μαζί του στη λέσχη σκοποβολής, το Μούτρο συνέχισε να
κρατά το στόμα του ερμητικά κλειστό σχετικά με το πώς κρατούσε το
αφεντικό του, οπότε ήταν καιρός, είχε αποφασίσει ο Στράικ, να αρχίσουν
να παρακολουθούν τον ίδιο τον προϊστάμενο του Μούτρου. Τίποτε δεν
απέκλειε ο διευθύνων σύμβουλος, ένας άντρας ευτραφής, καλοντυμένος,
με φαλάκρα που θύμιζε την ξυρισμένη κάρα μοναχού, να εξακολουθούσε
να επιδίδεται στην όποια συμπεριφορά είχε ανακαλύψει το Μούτρο,
επιτρέποντάς του να τον εκβιάσει, ώστε να εξασφαλίσει εκείνη την
προαγωγή που ούτε το βιογραφικό ούτε ο χαρακτήρας του Μούτρου
δικαιολογούσαν.
Ο Στράικ ήταν βέβαιος πως το Μούτρο δεν εκμεταλλευόταν μία απλή
περίπτωση απιστίας. Η νυν σύζυγος του διευθύνοντα συμβούλου ανάδινε
την αψεγάδιαστη, πλαστική όψη μιας κούκλας που είχε μόλις βγει από το
σελοφάν που την περιέβαλλε, κι ο Στράικ είχε την υποψία πως θα
απαιτούνταν κάτι βαρύτερο από το να διατηρεί ο σύζυγός της
εξωσυζυγική σχέση, προκειμένου να απαρνηθεί τα όσα της πρόσφερε η
μαύρη American Express, ιδίως από τη στιγμή που ήταν παντρεμένη μαζί
του μόλις δύο χρόνια και παιδιά δεν υπήρχαν, ώστε να της εξασφαλίσουν
μια γενναία διατροφή.
Χριστουγεννιάτικα φωτάκια αναβόσβηναν σχεδόν σε όλα τα παράθυρα
γύρω από τον Στράικ. Από τη στέγη του διπλανού σπιτιού κρέμονταν
λαμπεροί γαλανόλευκοι κρύσταλλοι, ικανοί να προκαλέσουν βλάβη στον
αμφιβληστροειδή, αν επιχειρούσε κανείς να εστιάσει πάνω τους το
βλέμμα του για πολλή ώρα. Στεφάνια στις πόρτες, παράθυρα στολισμένα
με ψεύτικο χιόνι και η λάμψη από τα πορτοκαλί, κόκκινα και πράσινα
φωτάκια που αντικατοπτρίζονταν στα λασπόνερα του δρόμου, όλα μαζί
υπενθύμιζαν στον Στράικ πως έπρεπε άμεσα να αρχίσει να ασχολείται με
την αγορά των δώρων που θα έπαιρνε μαζί του στην Κορνουάλη.
Εκείνο το πρωί η Τζόαν είχε πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο, αφού οι
γιατροί είχαν ρυθμίσει τη δοσολογία της αγωγής της, κι ήταν
αποφασισμένη να επιστρέψει στο σπίτι και να βάλει μπροστά τις
ετοιμασίες για τη μάζωξη της οικογένειας. Ο Στράικ θα έπρεπε να
αγοράσει δώρα όχι μόνο για την Τζόαν και τον Τεντ, αλλά και για την
αδελφή του, τον γαμπρό του και τους ανιψιούς του. Αυτή ήταν μια
ενοχλητική επιπλέον αγγαρεία, δεδομένων των υποθέσεων που έτρεχαν
παράλληλα στο γραφείο. Και κάπου εκεί θυμήθηκε πως έπρεπε
οπωσδήποτε να αγοράσει κάτι και για τη Ρόμπιν, κάτι καλύτερο από
λουλούδια. Ο Στράικ, που γενικά δεν είχε την καλύτερη σχέση με τα
ψώνια, και ειδικά με την αγορά δώρων, στράφηκε στα τσιγάρα του,
προκειμένου να αποδιώξει εκείνο το πλάκωμα που τον γυρόφερνε.
Αφού άναψε τσιγάρο, ο Στράικ έβγαλε από την τσέπη του το αντίτυπο
του Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο; που του είχε δώσει η Ρόμπιν,
όμως δεν είχε προλάβει ακόμη να διαβάσει. Μικροί σελιδοδείκτες
επισήμαιναν τα σημεία που η Ρόμπιν θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να
έχουν κάποιο ενδιαφέρον για την έρευνα.
Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά προς την εξώπορτα του σπιτιού που
παρακολουθούσε και η οποία παρέμενε κλειστή, ο Στράικ άνοιξε το
βιβλίο και διάβασε στα γρήγορα μερικές σελίδες, σηκώνοντας κάθε τόσο
το βλέμμα του για να βεβαιωθεί πως ο προϊστάμενος του Μούτρου δεν
είχε φανεί ακόμη.
Το πρώτο κεφάλαιο, το οποίο η Μάργκοτ δεν είχε μαρκάρει, αλλά ο
Στράικ επέλεξε να του ρίξει μια γρήγορη ματιά ούτως ή άλλως,
αναφερόταν περιληπτικά στην παιδική και εφηβική ηλικία της Μάργκοτ.
Καθώς δεν είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει πρόσβαση σε κάποιο άτομο
με ιδιαίτερα σαφείς αναμνήσεις από την περίοδο αυτή, ο Όουκντεν είχε
καταφύγει σε γενικότητες, υποθέσεις και κάμποση φλυαρία. Κάπως έτσι,
ο Στράικ έμαθε πως η Μάργκοτ Μπάμπορο «θα ονειρευόταν να αφήσει
πίσω της τη φτώχεια», «θα την είχε συναρπάσει η μεθυστική ατμόσφαιρα
της δεκαετίας του ’60» και «θα είχε αντίληψη των περιθωρίων που
προέκυπταν για σεξ δίχως συνέπειες που πρόσφερε το αντισυλληπτικό
χάπι». Μια τονωτική ένεση στον αριθμό των λέξεων που απάρτιζαν το
κεφάλαιο έδιναν οι πληροφορίες πως τη μίνι φούστα έφερε στη μόδα η
Μαίρη Κουάντ, ότι το Λονδίνο αποτελούσε το επίκεντρο μιας δυναμικής
μουσικής σκηνής καθώς και το ότι οι Beatles είχαν εμφανιστεί στην
αμερικανική τηλεόραση το ίδιο περίπου διάστημα που η Μάργκοτ
γιόρτασε τα δέκατα ένατα γενέθλιά της. «Η Μάργκοτ θα είχε
ενθουσιαστεί από τις προοπτικές που ανοίγονταν στην εργατική τάξη
μέσα από αυτή τη νέα εποχή ισότητας», πληροφορούσε ο Κ. Μ.
Όουκντεν τους αναγνώστες του.
Το δεύτερο κεφάλαιο περιέγραφε την άφιξη της Μάργκοτ στη Λέσχη
του Playboy κι εδώ, η αίσθηση της βεβιασμένης γραφής που κυριαρχούσε
στις προηγούμενες σελίδες, εξαφανίστηκε. Ο Όουκντεν ήταν προφανές
πως έβρισκε το Κουνελάκι Μάργκοτ πολύ πιο ενδιαφέρον θέμα απ’ ό,τι
το παιδάκι Μάργκοτ, με αποτέλεσμα να αφιερώσει πολλές παραγράφους
στο αίσθημα ελευθερίας και απελευθέρωσης που θα βίωνε κάθε φορά που
θα έσφιγγε γύρω της στη στολή της, θα φορούσε τα ψεύτικα αυτιά και θα
ενίσχυε με μέτρο το σουτιέν της στολής της, προκειμένου να διασφαλίσει
πως το στήθος της θα είχε επαρκώς επιβλητική εμφάνιση, ώστε να
ικανοποιήσει τις αυστηρές απαιτήσεις των εργοδοτών της. Γράφοντας
έντεκα χρόνια μετά την εξαφάνισή της, ο Όουκντεν είχε καταφέρει να
εντοπίσει ορισμένα Κουνελάκια που θυμούνταν τη Μάργκοτ. Η Λίζα, που
ήταν πλέον παντρεμένη, μητέρα δύο παιδιών, θυμόταν τα «γέλια» που
έκαναν οι δυο τους και το πόσο τη «συγκλόνισε» η εξαφάνιση της
Μάργκοτ. Η Ρίτα, που πλέον είχε δικό της γραφείο προώθησης
προϊόντων, την περιέγραφε ως μια κοπέλα «πραγματικά έξυπνη που ήταν
φανερό πως θα προόδευε», ενώ σχολίαζε πως η εξαφάνισή της «πρέπει να
ήταν μια φοβερά οδυνηρή εμπειρία για την καημένη την οικογένεια».
Ο Στράικ έριξε μια γρήγορη ματιά προς το σπίτι, μέσα στο οποίο είχε
εξαφανιστεί ο διευθύνων σύμβουλος. Άφαντος ακόμη. Στρέφοντας και
πάλι την προσοχή του στην πένα του Όουκντεν, ο βαριεστημένος Στράικ
πέρασε κατευθείαν στο πρώτο σημείο που είχε επισημάνει η Ρόμπιν ως
ενδεχομένως ενδιαφέρον.
Μετά το πετυχημένο πέρασμά της από τη Λέσχη του Playboy, η
παιχνιδιάρα και σκερτσόζα Μάργκοτ δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί
στη ζωή μιας γενικής ιατρού. Τουλάχιστον ένα άτομο που εργάστηκε
στην κλινική περιγράφει τη συμπεριφορά της ως ασύμβατη με το
περιβάλλον ενός ιατρείου.
«Δεν τους κρατούσε στην πρέπουσα απόσταση, αυτό ήταν το
πρόβλημα. Δεν καταγόταν από οικογένεια που είχε πολλούς
επαγγελματίες. Ο γιατρός πρέπει να παραμένει πάνω από τους ασθενείς.
»Πρότεινε το βιβλίο Η χαρά του σεξ σε μια γυναίκα που πήγε να την
εξετάσει. Αργότερα, άκουσα ανθρώπους στην αίθουσα αναμονής να
συζητάνε γι’ αυτό. Χαχανίζοντας δηλαδή. Μια γιατρός δεν μπορεί να
λέει στους ανθρώπους να διαβάζουν τέτοια πράγματα. Τραυματίζεται το
κύρος ολόκληρης της κλινικής. Ντρεπόμουν για λογαριασμό της.
»Ήταν ένας άντρας που την καλόβλεπε, ένας νεαρός που επέστρεφε
κάθε τόσο για να τη δει, της έφερνε σοκολατάκια και ένα σωρό άλλα
δώρα – από τη στιγμή που κι αυτή έπιανε κουβέντα στον κόσμο για τις
διάφορες στάσεις στο σεξ, καταλαβαίνει κανείς πώς οι άντρες
σχημάτιζαν λάθος ιδέα, έτσι δεν είναι;»
Ακολουθούσε μια σειρά από παραγράφους που ήταν προφανές πως
είχαν αντιγραφεί από εφημερίδες της εποχής, οι οποίες κάλυπταν την
αυτοκτονία της παντρεμένης πρώην φιλενάδας του Στιβ Ντάουθγουεϊτ,
την ξαφνική του φυγή από τη δουλειά και το διαμέρισμα, μέχρι το
γεγονός πως ο Λόσον του είχε πάρει κατάθεση αρκετές φορές.
Αξιοποιώντας στο μέγιστο το λιγοστό υλικό του, ο Όουκντεν κατόρθωνε
να υπαινιχθεί πως ο Ντάουθγουεϊτ στην καλύτερη περίπτωση ήταν
κακόφημο άτομο, στη χειρότερη επικίνδυνος: ένας ανερμάτιστος
περιπλανώμενος και ανεύθυνος γυναικάς, ο οποίος κυκλοφορούσε στους
ίδιους χώρους με γυναίκες που είχαν την τάση να πεθαίνουν ή να
εξαφανίζονται. Επομένως, ο Στράικ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα
ειρωνικό ρουθούνισμα, καθώς διάβαζε πως:
Ο Ντάουθγουεϊτ, που πλέον συστήνεται ως Στίβι Τζακς, εργάζεται
σε παραθεριστικό κέντρο της εταιρείας Butlin’s, στο Κλάκτον…
Αφού έριξε μία ακόμη ματιά προκειμένου να βεβαιωθεί πως ο
διευθύνων σύμβουλος δεν είχε εμφανιστεί ακόμη, ο Στράικ συνέχισε την
ανάγνωση:
…όπου στη διάρκεια της ημέρας συντονίζει διάφορες δραστηριότητες
για τους παραθεριστές και το βράδυ συμμετέχει στο πρόγραμμα
καμπαρέ. Η «Σερενάτα του Λόνγκφελοου», την οποία ερμηνεύει, είναι
ιδιαίτερα δημοφιλής στις κυρίες. Ο μελαχρινός Ντάουθγουεϊτ/Τζακς
παραμένει γοητευτικός και προφανώς δημοφιλής μεταξύ των γυναικών
που παραθερίζουν εκεί.
«Πάντοτε μου άρεσε το τραγούδι», μου λέει καθισμένος στο μπαρ
μετά το σόου. «Όταν ήμουν νεότερος, μετείχα σε μια μπάντα, όμως
διαλύθηκε. Είχα έρθει εδώ μια φορά όταν ήμουν παιδί, με τη θετή μου
οικογένεια. Ανέκαθεν θεωρούσα πως θα είχε γούστο να δουλεύεις εδώ.
Είναι πολλοί οι σπουδαίοι καλλιτέχνες που εδώ έκαναν το ξεκίνημά
τους, ξέρεις».
Όταν η συζήτηση πηγαίνει στη Μάργκοτ Μπάμπορο όμως,
εμφανίζεται μια πολύ διαφορετική πλευρά του χαρακτήρα αυτού του
εύθυμου τραγουδιστή.
«Οι δημοσιογράφοι έγραφαν ένα σωρό βλακείες. Ποτέ μου δεν της
πήγα δώρο σοκολατάκια ή οτιδήποτε άλλο, από την κούτρα τους τα
κατέβαζαν, για να με παρουσιάσουν λες κι ήμουν κανένας ψυχάκιας.
Είχα έλκος στομάχου και πονοκεφάλους. Περνούσα δύσκολα εκείνη την
εποχή».
Έχοντας αρνηθεί να εξηγήσει για ποιο λόγο άλλαξε επίθετο, ο
Ντάουθγουεϊτ έφυγε από το μπαρ.
Οι συνάδελφοί του στο παραθεριστικό κέντρο εξέφρασαν την
κατάπληξή τους όταν πληροφορήθηκαν πως ο «Στίβι» είχε ανακριθεί
από την αστυνομία σχετικά με την εξαφάνιση της νεαρής γιατρού.
«Εμάς δε μας είχε αναφέρει το παραμικρό», δήλωσε η Τζούλι
Γουίλκς, 22 ετών. «Για να πω την αλήθεια, έχω ταραχτεί πολύ. Θα
περίμενε κανείς πως κάτι θα μας έλεγε. Ούτε κι είχε πει ποτέ πως το
“Τζακς” δεν ήταν το πραγματικό του επίθετο».
Ο Όουκντεν περιέγραφε στους αναγνώστες του εν συντομία την ιστορία
της εταιρείας Butlin’s και έκλεινε το κεφάλαιο με μια παράγραφο
αποτελούμενη από εικασίες και μόνο, σχετικά με τις ευκαιρίες που θα
μπορούσαν να παρουσιαστούν σε ένα παραθεριστικό κέντρο σε έναν
άνθρωπο με ύποπτες τάσεις.
Ο Στράικ άναψε κι άλλο τσιγάρο, κι ύστερα πέρασε στον δεύτερο από
τους σελιδοδείκτες της Ρόμπιν, όπου μια σύντομη παράγραφος
αναφερόταν στον Τζουλς Μπέιλις, σύζυγο της άλλοτε καθαρίστριας και
μετέπειτα κοινωνικής λειτουργού, Βίλμα. Η μοναδική νέα πληροφορία
που υπήρχε εκεί ήταν πως ο καταδικασμένος για βιασμό Μπέιλις είχε
αποφυλακιστεί με αναστολή τον Ιανουάριο του 1975, τρεις ολόκληρους
μήνες πριν από την εξαφάνιση της Μάργκοτ. Σε κάθε περίπτωση, ο
Όουκντεν θεωρούσε δεδομένο πως ο Μπέιλις «θα είχε μυριστεί» το
γεγονός πως η Μάργκοτ επιχειρούσε να πείσει τη σύζυγό του να τον
χωρίσει, «θα είχε εξοργιστεί που η γιατρός πίεζε τη σύζυγό του να
διαλύσει την οικογένειά τους» και «θα είχε πολλές επαφές με κακοποιά
στοιχεία της κοινότητας». Η αστυνομία, όπως πληροφορούσε ο Όουκντεν
τους αναγνώστες του, «θα είχε ερευνήσει προσεκτικά τις κινήσεις των
όποιων φίλων ή συγγενών του Μπέιλις στις 11 Οκτωβρίου, επομένως
είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε», κατέληγε διαλύοντας κάθε
σασπένς, «πως δεν εντοπίστηκε ύποπτη δραστηριότητα».
Ο τρίτος σελιδοδείκτης της Ρόμπιν είχε τοποθετηθεί στις σελίδες που
αναφέρονταν στην έκτρωση, στην κλινική της oδού Μπράιντ. Ο
Όουκντεν ξεκινούσε το σκέλος αυτό της ιστορίας του με
τυμπανοκρουσίες, πληροφορώντας τους αναγνώστες του πως επρόκειτο
να αποκαλύψει στοιχεία τα οποία για πρώτη φορά θα δημοσιοποιούνταν.
Τα όσα ακολουθούσαν παρουσίαζαν ενδιαφέρον για τον Στράικ
αποκλειστικά και μόνο στον βαθμό που αποδείκνυαν ότι είχε όντως
πραγματοποιηθεί κάποια έκτρωση στις 14 Σεπτεμβρίου του 1974 και ότι
το όνομα που δηλώθηκε για την ασθενή ήταν αυτό της Μάργκοτ
Μπάμπορο. Ως απόδειξη των ισχυρισμών του, ο Όουκντεν είχε
συμπεριλάβει φωτογραφίες των ιατρικών αρχείων της κλινικής επί της
oδού Μπράιντ, τα οποία του είχε προμηθεύσει άτομο το οποίο δεν
κατονομαζόταν, αλλά είχε εργαστεί στην κλινική, η οποία είχε κλείσει το
1978. Ο Στράικ υπέθετε πως ο ανώνυμος εργαζόμενος δε θα ανησυχούσε
πλέον για τη δουλειά του, όταν εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’80 ο
Όουκντεν, προσφέροντας χρήματα γι’ αυτές τις πληροφορίες. Ο
ανώνυμος εργαζόμενος είχε πει επίσης στον Όουκντεν πως η γυναίκα που
είχε υποβληθεί στην επέμβαση δεν έμοιαζε με τη φωτογραφία της
Μάργκοτ, η οποία είχε δημοσιευτεί μετά την εξαφάνισή της στις
εφημερίδες.
Στη συνέχεια, ο Όουκντεν έθετε μια σειρά από ρητορικά ερωτήματα, με
τα οποία τόσο ο ίδιος όσο και οι αφελείς εκδότες του φαίνεται πως είχαν
πειστεί ότι παρέκαμπταν τον νόμο περί συκοφαντικής δυσφήμησης. Θα
ήταν άραγε δυνατό η γυναίκα που υποβλήθηκε στην επέμβαση να είχε
χρησιμοποιήσει το όνομα της Μάργκοτ χωρίς τη στήριξη και τη σύμφωνη
γνώμη της; Σε αυτή την περίπτωση, ποιο ήταν εκείνο το άτομο που η
Μάργκοτ θα ήθελε περισσότερο να βοηθήσει; Δεν ήταν πάρα πολύ λογικό
να θεωρήσει κανείς πως μια ρωμαιοκαθολική γυναίκα θα ανησυχούσε
ιδιαίτερα μήπως μαθευτεί ότι είχε υποβληθεί σε μια τέτοια επέμβαση; Δεν
ήταν επίσης γεγονός πως μπορούσαν να προκύψουν επιπλοκές από μια
τέτοια επέμβαση; Αποκλείεται η Μάργκοτ να είχε επιστρέψει στην
περιοχή της κλινικής επί της οδού Μπράιντ στις 11 Οκτωβρίου,
προκειμένου να επισκεφτεί κάποιο άτομο που είχε εισαχθεί εκ νέου στην
κλινική; Ή να ζητήσει συμβουλές για λογαριασμό αυτού του ατόμου;
Μήπως τελικά η Μάργκοτ δεν είχε απαχθεί από την περιοχή του
Κλέρκενγουελ, αλλά έναν-δυο δρόμους μακριά από το υπόγειο του
Ντένις Κριντ;
Ερωτήματα στα οποία ο Στράικ απάντησε νοερά: Όχι, και σου άξιζε που
το βιβλίο σου στάλθηκε για πολτοποίηση, φιλαράκο. Η σειρά των
γεγονότων που υπαινισσόταν ο Όουκντεν ήταν προφανές πως είχε στηθεί
σε μια συνειδητή απόπειρα να τοποθετηθεί η Μάργκοτ στην περιοχή
κοντά στο υπόγειο του Κριντ το βράδυ της εξαφάνισής της. Οι
«επιπλοκές» ήταν μια απαραίτητη παράμετρος προκειμένου να εξηγηθεί
γιατί η Μάργκοτ επέστρεψε στην κλινική έναν μήνα μετά την άμβλωση,
όμως δεν μπορεί να αφορούσαν την ίδια, δεδομένου ότι η γιατρός ήταν
υγιής, σε καλή κατάσταση και εργαζόταν στη δική της κλινική μέχρι και
την ημέρα της εξαφάνισής της. Από τη στιγμή όμως που αποδίδονταν σε
κάποια στενή φίλη, οι απροσδιόριστες «επιπλοκές» μπορούσαν να
εξυπηρετήσουν δύο σκοπούς: να δώσουν στη Μάργκοτ λόγο ώστε να
επιστρέψει στην κλινική προκειμένου να επισκεφτεί την Ούνα και
αντίστοιχα να δώσουν έναν λόγο στην Ούνα να πει ψέματα σχετικά με το
πού βρίσκονταν οι δύο γυναίκες το επίμαχο βράδυ. Σε τελική ανάλυση, ο
Στράικ θεωρούσε τυχερό τον Όουκντεν που απέφυγε να λογοδοτήσει στα
δικαστήρια, εικάζοντας πως ο φόβος της δημοσιότητας που θα λάμβανε η
υπόθεση σε μια τέτοια περίπτωση ήταν αυτός που είχε συγκρατήσει τον
Ρόι και την Ούνα.
Προχώρησε στον τέταρτο σελιδοδείκτη της Ρόμπιν και, αφού πρώτα
βεβαιώθηκε πως η εξώπορτα του σπιτιού που παρακολουθούσε παρέμενε
κλειστή, διάβασε την επόμενη μαρκαρισμένη παράγραφο.
«Την είδα καθαρά όπως βλέπω εσάς τώρα. Στεκόταν σ’ εκείνο εκεί το
παράθυρο, το κοπανούσε, σαν να προσπαθούσε να τραβήξει την
προσοχή κάποιου. Το θυμάμαι χαρακτηριστικά, γιατί το διάστημα
εκείνο διάβαζα την Άλλη πλευρά του μεσονυχτίου και σκεφτόμουν για τις
γυναίκες και τα όσα περνάνε, ξέρετε, οπότε σήκωσα το κεφάλι και την
είδα εκεί.
»Έτσι και κλείσω τα μάτια μου, τη βλέπω εκεί, σαν ένα ενσταντανέ
που έχει αποτυπωθεί στο μυαλό μου και με κατατρέχει από τότε, για να
είμαι ειλικρινής. Κάποιοι μου έχουν πει στο μεταξύ: “Από το μυαλό σου
τα βγάζεις” ή “πρέπει να το ξεπεράσεις”, όμως εγώ δεν πρόκειται να
αλλάξω τη μαρτυρία μου, απλώς και μόνο επειδή οι άλλοι δε με
πιστεύουν. Τι άνθρωπος θα ήμουν, αν το έκανα;»
Το μικρό τυπογραφείο που λειτουργούσε εκείνη την εποχή στον
τελευταίο όροφο του κτιρίου ανήκε στο ζεύγος Άρνολντ και Ρέιτσελ
Σόγιερ. Η αστυνομία έκανε δεκτές τις διαβεβαιώσεις τους πως η
Μάργκοτ Μπάμπορο δεν είχε πατήσει καν το πόδι της στον χώρο και
ότι η γυναίκα που είδε η Μάντι εκείνο το βράδυ ήταν κατά πάσα
πιθανότητα η ίδια η κυρία Σόγιερ, η οποία ισχυρίστηκε πως ένα από τα
παράθυρα χρειαζόταν μερικά χτυπήματα για να κλείσει σωστά.
Εντούτοις, μια περίεργη σύνδεση μεταξύ της Α&Ρ Τυπογραφικής και
της Μάργκοτ Μπάμπορο πέρασε απαρατήρητη από την αστυνομία. Η
πρώτη μεγάλη δουλειά που ανέλαβε η Α&Ρ ήταν για λογαριασμό του
κλειστού πλέον νυχτερινού κλαμπ Drudge, του πρώτου νυχτερινού
κέντρου για το οποίο είχε αναλάβει να σχεδιάσει μια πικάντικη
τοιχογραφία ο Πολ Σάτσγουελ, άλλοτε εραστής της Μάργκοτ. Τα
σχέδια του Σάτσγουελ χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια σε φυλλάδια τα
οποία εκτύπωσε η Α&Ρ, επομένως δεν αποκλείεται ο καλλιτέχνης και το
ζεύγος Σόγιερ να είχαν έρθει σε επαφή.
Άραγε, θα μπορούσε αυτό να σημαίνει…
«Τι βλακείες», μουρμούρισε ο Στράικ γυρνώντας σελίδα και
εστιάζοντας το βλέμμα του σε μια μικρή παράγραφο, την οποία η Ρόμπιν
είχε μαρκάρει με μια χοντρή μαύρη γραμμή.
Σε κάθε περίπτωση ο Γουέιν Τρούλαβ, άλλοτε γείτονας, θεωρεί πως ο
Πολ Σάτσγουελ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό.
«Μου έλεγε πως σχεδίαζε να ταξιδέψει. Δε νομίζω πως έβγαζε σοβαρά
λεφτά από την τέχνη του και μετά που τον ανέκρινε η αστυνομία, μου
είπε πως σκεφτόταν να αραιώσει για ένα διάστημα. Μάλλον καλά έκανε
που σηκώθηκε κι έφυγε».
Η Ρόμπιν είχε τοποθετήσει τον πέμπτο και τελευταίο σελιδοδείκτη προς
το τέλος του βιβλίου, οπότε, αφού τσέκαρε για ακόμη μία φορά πως το
αυτοκίνητο του ΣΜ παρέμενε σταθμευμένο εκεί όπου το είχε αφήσει και
πως η εξώπορτα του σπιτιού δεν είχε ανοίξει, ο Στράικ διάβασε:
Έναν μήνα μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ, ο σύζυγός της, Ρόι,
επισκέφτηκε την κλινική. Ο Ρόι, ο οποίος δεν είχε κατορθώσει να
κρύψει τον εκνευρισμό του στη διάρκεια του μπάρμπεκιου στο οποίο
είχαν προσκληθεί οι εργαζόμενοι της κλινικής εκείνο το καλοκαίρι,
αποδείχτηκε απρόσμενα υποτονικός στη συγκεκριμένη περίσταση.
Η Ντόροθι θυμάται: «Ήθελε να μιλήσει σε όλους μας, να μας
ευχαριστήσει που συνεργαστήκαμε με την αστυνομία. Δεν έδειχνε καλά.
Φυσικό κι επόμενο.
»Είχαμε βάλει τα προσωπικά της αντικείμενα σε μια κούτα, καθώς
είχαμε φέρει έναν προσωρινό αντικαταστάτη που είχε εγκατασταθεί στο
γραφείο της. Η αστυνομία είχε ερευνήσει ήδη τον χώρο.
Συγκεντρώσαμε τα προσωπικά της αντικείμενα. Ανάμεσά τους ήταν μια
κρέμα χεριών και το κορνιζαρισμένο πτυχίο της, καθώς και μια
φωτογραφία του Ρόι που κρατούσε την κόρη τους. Εκείνος έριξε μια
ματιά στα πράγματα και συγκινήθηκε κάπως, όμως τότε έπιασε αυτό το
πράγμα που το είχε πάνω στο γραφείο της. Ήταν ένα ξύλινο ειδώλιο,
σαν Βίκινγκ. Είπε: “Αυτό πού βρέθηκε; Από πού το πήρε;” Κανείς μας
δεν ήξερε, όμως μου φάνηκε πως τον είχε ταράξει.
»Μάλλον νόμισε πως κάποιος άντρας τής το είχε χαρίσει. Προφανώς,
η αστυνομία είχε αρχίσει ήδη να σκαλίζει την προσωπική της ζωή.
Τρομερό πράγμα να μην μπορείς να εμπιστευτείς της γυναίκα σου».
Ο Στράικ έριξε ξανά μια ματιά προς το σπίτι, δε διαπίστωσε την
παραμικρή μεταβολή, οπότε πήγε στο τέλος του βιβλίου, το οποίο έκλεινε
με έναν ύστατο αχταρμά από εικασίες, υποθέσεις και θεωρίες της κακιάς
ώρας. Από τη μια πλευρά, ο Όουκντεν υπαινισσόταν πως η Μάργκοτ είχε
προκαλέσει την τραγωδία που την έπληξε, πως η μοίρα την είχε
τιμωρήσει επειδή ήταν υπερβολικά απελευθερωμένη και τολμηρή, που
κυκλοφορούσε με κορσέδες και αυτιά κουνελιού, που διέπραξε ύβρη
κατορθώνοντας να ξεφύγει από τα δεσμά της κοινωνικής τάξης στην
οποία είχε γεννηθεί. Από την άλλη, έμοιαζε να έχει περάσει τη ζωή της
περικυκλωμένη από εν δυνάμει δολοφόνους. Κανένας άντρας που είχε
την παραμικρή σχέση με τη Μάργκοτ δεν απέφυγε τις υποψίες του
Όουκντεν, είτε επρόκειτο για τον «γοητευτικό αλλά ανερμάτιστο Στίβι
Ντάουθγουεϊτ και μετέπειτα Τζακς», τον «καταπιεστικό αιματολόγο Ρόι
Φιπς», τον «χολωμένο βιαστή Τζουλς Μπέιλις», τον «οξύθυμο γυναικά
Πολ Σάτσγουελ» ή και το «διαβόητο κτήνος, Ντένις Κριντ».
Ο Στράικ ετοιμαζόταν να κλείσει το βιβλίο, όταν παρατήρησε μια
γραμμή από σκουρότερες σελίδες στο μέσο, στοιχείο που υποδείκνυε την
παρουσία φωτογραφιών, οπότε το άνοιξε ξανά.
Πέρα από το γνωστό πορτρέτο της Μάργκοτ που είχε δημοσιευτεί στις
εφημερίδες και τη φωτογραφία της με την Ούνα ντυμένες Κουνελάκια –η
Ούνα χυμώδης, να χαμογελά πλατιά, η Μάργκοτ αλαβάστρινη, με
πλούσια ανοιχτόχρωμα μαλλιά– υπήρχαν μόλις τρεις άλλες φωτογραφίες.
Όλες ήταν κακής ποιότητας και σε καμία δεν αποτελούσε η Μάργκοτ το
κεντρικό πρόσωπο.
Η πρώτη έφερε τη λεζάντα: «Ο συγγραφέας, η μητέρα του και η
Μάργκοτ». Με πιγούνι τετράγωνο, μαλλιά γκρίζα σαν σίδερο, φορώντας
γυαλιά που κατέληγαν σε φτερωτές απολήξεις, η Ντόροθι Όουκντεν
κοίταζε κατευθείαν τον φακό, έχοντας το χέρι της γύρω από ένα λιανό
αγοράκι με φακίδες και καρέ μαλλί, το οποίο είχε ασχημύνει το πρόσωπό
του με μια γκριμάτσα η οποία αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του. Η
φωτογραφία θύμισε στον Στράικ τον Λουκ, τον ανιψιό του. Πίσω από
τους Όουκντεν απλωνόταν μια μεγάλη έκταση γρασιδιού και στο βάθος
ένα πελώριο σπίτι, με πολλά μυτερά αετώματα. Μέσα από το γρασίδι,
κοντά στο σπίτι, προεξείχαν διάφορα αντικείμενα: παρατηρώντας τα
καλύτερα, ο Στράικ συμπέρανε πως ήταν οι βάσεις τοίχων ή στύλων· απ’
ό,τι φαινόταν, είχε ξεκινήσει η κατασκευή κάποιου περιπτέρου.
Στο γρασίδι πίσω από την Ντόροθι και τον Καρλ, χωρίς να έχει
αντιληφθεί ότι την απαθανάτιζε ο φακός, περπατούσε η Μάργκοτ
Μπάμπορο, ξυπόλυτη, φορoύσε τζιν σορτσάκι και ένα μπλουζάκι,
κρατούσε ένα πιάτο και χαμογελούσε σε κάποιο άτομο εκτός κάδρου. Ο
Στράικ συμπέρανε πως η φωτογραφία είχε τραβηχτεί στο μπάρμπεκιου
που είχε οργανώσει η Μάργκοτ για το προσωπικό της κλινικής. Το σπίτι
των Φιπς ήταν οπωσδήποτε επιβλητικότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί.
Αφού έριξε και πάλι μια ματιά, προκειμένου να βεβαιωθεί πως το
αυτοκίνητο του διευθύνοντα συμβούλου παράμενε σταθμευμένο στην
ίδια θέση, ο Στράικ έστρεψε την προσοχή του στις δύο τελευταίες
φωτογραφίες, αμφότερες τραβηγμένες στο χριστουγεννιάτικο πάρτι της
κλινικής.
Το γραφείο υποδοχής είχε στολιστεί με γιρλάντες και από την αίθουσα
αναμονής είχαν απομακρυνθεί οι καρέκλες, που κατέληξαν στοιβαγμένες
στις γωνίες. Ο Στράικ αναζήτησε τη Μάργκοτ στις δύο φωτογραφίες και
κατάφερε να την εντοπίσει, με την Άννα μωρό στην αγκαλιά της, να μιλά
με μια ψηλή μαύρη γυναίκα, η οποία υπέθεσε πως ήταν η Βίλμα Μπέιλις.
Στην άκρη της μιας φωτογραφίας στεκόταν μια λεπτή γυναίκα με
στρογγυλά μάτια και φιλαριστά καστανά μαλλιά, που ο Στράικ υπέθεσε
πως θα μπορούσε να ήταν η Τζάνις στα νιάτα της.
Στη δεύτερη φωτογραφία, όλα τα κεφάλια κοιτούσαν αντίθετα από τον
φακό ή κρύβονταν εν μέρει, εκτός από ένα. Ένας λιπόσαρκος, αγέλαστος
ηλικιωμένος άντρας, ντυμένος με κοστούμι, με τα μαλλιά του περασμένα
με μπριγιαντίνη και χτενισμένα προς τα πίσω, ήταν ο μοναδικός
άνθρωπος που φαινόταν να έχει ενημερωθεί εγκαίρως πως επρόκειτο να
τραβηχτεί η φωτογραφία. Το φλας είχε χρωματίσει τα μάτια του κόκκινα.
Η λεζάντα έγραφε «Η Μάργκοτ και ο δρ Τζόζεφ Μπρένερ», παρότι στη
φωτογραφία διακρινόταν μόνο η πίσω πλευρά του κεφαλιού της
Μάργκοτ.
Στην άκρη αυτής της φωτογραφίας διακρίνονταν τρεις άντρες οι οποίοι,
κρίνοντας από το γεγονός πως φορούσαν ακόμη τα παλτά και τα σακάκια
τους, είχαν μόλις έρθει στο πάρτι. Τα σκούρα ρούχα τους σχημάτιζαν ένα
συμπαγές μαύρο μπλοκ στη δεξιά πλευρά της φωτογραφίας. Όλοι είχαν
τις πλάτες τους στραμμένες προς τον φακό, όμως ο πιο μεγαλόσωμος, που
το πρόσωπό του ήταν στραμμένο ελαφρά προς τα αριστερά, έδειχνε μια
μακριά μαύρη φαβορίτα, ένα μεγάλο αυτί, την άκρη μιας σαρκώδους
μύτης και ένα σακουλιασμένο μάτι. Το αριστερό του χέρι ήταν σηκωμένο,
έτσι όπως έκανε να ξύσει το πρόσωπό του. Φορούσε ένα μεγάλο χρυσό
δαχτυλίδι, στο οποίο διακρινόταν ένα κεφάλι λιονταριού.
Ο Στράικ συνέχισε να παρατηρεί αυτή τη φωτογραφία, ώσπου κάποιοι
ήχοι από τον δρόμο τον έκαναν να σηκώσει το κεφάλι του. Ο διευθύνων
σύμβουλος είχε μόλις ξεπροβάλει μέσα από το σπίτι. Μια ευτραφής
ξανθιά γυναίκα, που φορούσε υφασμάτινες παντόφλες, στεκόταν στο
χαλάκι της εξώπορτας. Σήκωσε το ένα χέρι και χάιδεψε τρυφερά τον
προϊστάμενο του Μούτρου πάνω στο κεφάλι, έτσι όπως θα χάιδευε κανείς
παιδί ή σκύλο. Χαμογελώντας, ο άντρας την αποχαιρέτησε κι ύστερα
έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς τη Mercedes του.
Ο Στράικ πέταξε το αντίτυπο του Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο;
στο κάθισμα του συνοδηγού. Αφού περίμενε να στρέψει ο προϊστάμενος
του Μούτρου το αυτοκίνητό του στον δρόμο, άρχισε να τον ακολουθεί.
Έπειτα από περίπου πέντε λεπτά, κατέστη σαφές πως ο στόχος του
επέστρεφε στο σπίτι του, στο Γουέστ Μπρόμπτον. Κρατώντας το τιμόνι
με το ένα χέρι, ο Στράικ βρήκε με το άλλο το κινητό του στα τυφλά και
πάτησε το πλήκτρο αυτόματης κλήσης ενός παλιού φίλου. Η κλήση
στάλθηκε κατευθείαν στον αυτόματο τηλεφωνητή.
«Σάνκερ, ο Μπάνσεν είμαι. Πρέπει να σου μιλήσω για κάτι. Πες μου
πότε ευκαιρείς να σε κεράσω μια μπίρα».
26
Όλοι τους ήσαν ιππότες διαλεχτοί και όμορφοι στην όψη,
μα στη ματιά της εύμορφης Βριτομάρτιδος φαντάζαν όλοι σαν σκιές.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Περίπου δυόμισι ώρες αργότερα, ο Στράικ στεκόταν κάτω από την τέντα
του Hamleys, στην οδό Ρίτζεντ, έχοντας σακούλες καταστημάτων
αραδιασμένες δίπλα στα πόδια του, ενώ προσπαθούσε να πείσει τον
εαυτό του πως ήταν μια χαρά, παρά τα άφθονα εμπειρικά στοιχεία που
συνέτειναν στο ότι στην πραγματικότητα τουρτούριζε. Ολόγυρά του
έπεφταν στάλες παγερής βροχής στα λερά πεζοδρόμια, κι εκεί σχημάτιζαν
λιμνούλες, τις οποίες σκόρπιζαν τα γοργά βήματα εκατοντάδων
περαστικών. Εκτοξεύονταν πάνω από τα κράσπεδα, από τα διερχόμενα
οχήματα και κατάφερναν να τρυπώσουν μέσα από τον γιακά του Στράικ,
παρότι στεκόταν, θεωρητικά, σε προφυλαγμένο σημείο.
Όπως κοιτούσε το κινητό του για μία ακόμη φορά, ελπίζοντας σε
κάποιο σημάδι πως ο Σάνκερ δεν είχε ξεχάσει ότι είχαν κανονίσει να
βρεθούν για μπίρες, άναψε ένα τσιγάρο, όμως ο πονεμένος λαιμός του
ουδόλως εκτίμησε την ξαφνική εισβολή του καπνού. Έχοντας μια απαίσια
γεύση στο στόμα, έλιωσε το τσιγάρο με το παπούτσι του ύστερα από
μόλις μία τζούρα. Μήνυμα από τον Σάνκερ δεν είχε έρθει, οπότε ο Στράικ
μάζεψε τις ογκώδεις σακούλες από κάτω και προχώρησε, ενώ το λαρύγγι
του τον έκαιγε κάθε φορά που κατάπινε.
Θέλοντας να σκέφτεται αισιόδοξα, είχε λογαριάσει πως θα κατάφερνε
να ξεμπερδέψει με όλα τα ψώνια μέσα σε δύο ώρες, όμως ήταν ήδη
περασμένο μεσημέρι κι ακόμη δεν είχε τελειώσει. Πώς κατάφερναν οι
άνθρωποι να αποφασίζουν τι ήθελαν να αγοράσουν, τη στιγμή που όλα τα
ηχεία σε βομβάρδιζαν με χριστουγεννιάτικες μελωδίες και τα
καταστήματα πρόσφεραν τόσες επιλογές και τα πάντα έμοιαζαν με
σκουπίδια; Ορδές ατελείωτες γυναικών περνούσαν από μπροστά του,
επιλέγοντας αντικείμενα με φαινομενικά απόλυτη άνεση. Άραγε ήταν
γενετικά προγραμματισμένες να αναζητούν και να εντοπίζουν το
κατάλληλο δώρο; Δεν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να τον πληρώσει
ο Στράικ για να αναλάβει αυτή τη δουλειά για λογαριασμό του;
Ένιωθε τα μάτια του βαριά, ο λαιμός του πονούσε κι η μύτη του είχε
αρχίσει να τρέχει. Δίχως να είναι βέβαιος πού πήγαινε, ούτε τι γύρευε,
προχωρούσε στα τυφλά. Αυτός που συνήθως είχε άριστο
προσανατολισμό, έστριβε διαρκώς λάθος, καταλήγοντας χαμένος. Σε
αρκετές περιπτώσεις σκόνταψε πάνω σε προσεκτικά στοιβαγμένα
χριστουγεννιάτικα είδη ή σκούντησε ανθρώπους πιο μικρόσωμους από
τον ίδιο, που με τη σειρά τους συνοφρυώνονταν, κάτι μουρμούριζαν κι
απομακρύνονταν βιαστικά.
Οι ογκώδεις σακούλες που κουβαλούσε περιείχαν τρία πανομοιότυπα
όπλα Nerf για τους ανιψιούς του: μεγάλα πλαστικά όπλα που εκτόξευαν
βλήματα αφρού, τα οποία ο Στράικ είχε αποφασίσει να αγοράσει με το
διττό σκεπτικό πως πολύ θα ήθελε να είχε ένα τέτοιο όταν ήταν έντεκα
χρονών και η πωλήτρια τον είχε διαβεβαιώσει πως ήταν ένα από τα πλέον
περιζήτητα δώρα εκείνης της χρονιάς. Στον θείο του τον Τεντ είχε
αγοράσει ένα πουλόβερ, καθώς δεν μπόρεσε να σκεφτεί κάτι άλλο, στον
γαμπρό του μια συσκευασία με μπαλάκια του γκολφ και ένα μπουκάλι
τζιν, με το ίδιο σκεπτικό, όμως του απέμεναν ακόμη τα πιο ζόρικα δώρα,
εκείνα που προορίζονταν για τις γυναίκες: τη Λούσι, την Τζόαν και τη
Ρόμπιν.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του.
«Γαμώτο».
Απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας από τη ροή του πλήθους και,
παίρνοντας θέση δίπλα σε μια κούκλα ντυμένη με ένα πουλόβερ με
τάρανδο, προσπάθησε να απαλλαγεί από μερικές από τις σακούλες, ώστε
να μπορέσει να πιάσει το κινητό του.
«Στράικ».
«Μπάνσεν, είμαι στην Κεφαλή του Σαίξπηρ, στην οδό Γκρέιτ
Μάρλμπορο. Τα λέμε σε είκοσι λεπτά;»
«Τέλεια», είπε ο Στράικ που είχε αρχίσει να βραχνιάζει. «Εδώ
παρακάτω είμαι κι εγώ».
Ένα νέο κύμα ιδρώτα τον έλουσε, μουσκεύοντας τα μαλλιά και το
στήθος του. Υπήρχε περίπτωση, παραδέχτηκε ένα μέρος του εγκεφάλου
του, να είχε κολλήσει γρίπη από τον Μπάρκλεϊ, κι αν πράγματι έτσι ήταν,
δεν έπρεπε να βάλει σε κίνδυνο τη θεία του, το ανοσοποιητικό της οποίας
βρισκόταν στα τάρταρα. Μάζεψε και πάλι τις σακούλες του και
επέστρεψε στο γλιστερό πεζοδρόμιο έξω από το κατάστημα.
Η ασπρόμαυρη ξύλινη πρόσοψη του Liberty ξεπρόβαλε στα δεξιά του,
καθώς προχωρούσε στην οδό Γκρέιτ Μάρλμπορο. Κουβάδες και κούτες
γεμάτες λουλούδια έστεκαν ολόγυρα στην κεντρική είσοδο, δελεαστικά
ελαφριές και φορητές και ήδη τυλιγμένες· θα ήταν πανεύκολο να πάρει
μια ανθοδέσμη μαζί του στην παμπ, κι από εκεί να τη μεταφέρει στο
γραφείο. Όμως όπως πολύ καλά ήξερε, αυτή τη φορά δε θα μπορούσε να
τη βγάλει με λουλούδια. Κάθιδρος, ο Στράικ μπήκε μέσα στο κατάστημα,
παράτησε τις σακούλες του και πάλι στο πάτωμα, δίπλα σε μια συλλογή
από μεταξωτά μαντίλια και τηλεφώνησε στην Ίλσα.
«Γεια, Όγκι», είπε η Ίλσα.
«Τι μπορώ να πάρω στη Ρόμπιν για τα Χριστούγεννα;» ρώτησε. Του
ήταν δύσκολο να μιλήσει, ο λαιμός του τον πέθαινε.
«Είσαι εντάξει;»
«Μια χαρά. Ρίξε καμιά ιδέα. Στο Liberty είμαι».
«Χμ…» έκανε η Ίλσα. «Για να δούμε… α, το βρήκα, ξέρω τι μπορείς να
της πάρεις. Θέλει ένα καινούργιο άρωμα. Εκείνο που πήρε δεν της άρεσε
και τόσο…»
«Δε χρειάζομαι όλο το ιστορικό», είπε ο Στράικ αχάριστα. «Τέλεια ιδέα.
Ένα άρωμα. Τι φοράει;»
«Αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω, Όγκι», είπε η Ίλσα. «Θέλει μια
αλλαγή. Βρες της κάτι καινούργιο».
«Δεν μπορώ να μυρίσω», είπε ο Στράικ εκνευρισμένος, «έχω κρυώσει».
Πέρα από αυτό το βασικό πρόβλημα όμως, φοβόταν πως ένα άρωμα το
οποίο θα είχε διαλέξει ο ίδιος θα αποτελούσε ένα υπερβολικά προσωπικό
δώρο, όπως εκείνη η πράσινη τουαλέτα πριν από μερικά χρόνια. Ο Στράικ
έψαχνε για κάτι σαν μια ανθοδέσμη αλλά όχι ανθοδέσμη, κάτι που έλεγε
«σε συμπαθώ» αλλά όχι «έτσι θα ήθελα να μυρίζεις».
«Πήγαινε σε μια πωλήτρια και πες: “Θέλω να αγοράσω ένα άρωμα για
κάποια που φοράει το Philosykos, αλλά θέλει μια…”»
«Τι έκανε λέει;» απόρησε ο Στράικ. «Τι φοράει;»
«Το Philosykos. Ή, μάλλον, το φορούσε».
«Πες μου πώς γράφεται», είπε ο Στράικ, ενώ το κεφάλι του τον
τρέλαινε. Η Ίλσα του εξήγησε.
«Οπότε πάω σε μια πωλήτρια και θα μου δώσει κάτι παρόμοιο;»
«Αυτή είναι η κεντρική ιδέα», είπε η Ίλσα υπομονετικά.
«Τέλεια», είπε ο Στράικ. «Να ’σαι καλά. Τα λέμε σύντομα».
Η πωλήτρια θεώρησε πως θα σου άρεσε.
Ναι, αυτό θα έλεγε. Το ότι ήταν γνώμη της πωλήτριας, θα αφαιρούσε το
προσωπικό στοιχείο από το δώρο, θα το μετέτρεπε σε κάτι σχεδόν τόσο
ουδέτερο όσο τα λουλούδια, όμως και πάλι θα έδειχνε πως ο Στράικ είχε
ασχοληθεί κάπως, το είχε σκεφτεί πρώτα. Αφού μάζεψε και πάλι τις
σακούλες του από κάτω, τράβηξε κουτσαίνοντας ως ένα σημείο στο
βάθος που, απ’ ό,τι έβλεπε, ήταν γεμάτο με μπουκάλια.
Ο τομέας των αρωμάτων αποδείχτηκε μικρός, περίπου όσο το γραφείο
του Στράικ. Τρύπωσε στον πολύβουο χώρο, περνώντας κάτω από έναν
θόλο ζωγραφισμένο με αστέρια και βρέθηκε κυκλωμένος από ράφια
φορτωμένα με ντελικάτα γυάλινα μπουκάλια, που ορισμένα
περιβάλλονταν από φανταχτερά κολάρα ή δαντελωτά μοτίβα· άλλα
έμοιαζαν με πετράδια ή φιαλίδια κατάλληλα για κάποιο ερωτικό
καταπότι. Ζητώντας συγγνώμη, καθώς σκουντούσε τους ανθρώπους γύρω
του με τα πλαστικά όπλα, το τζιν και τα μπαλάκια του γκολφ που
κουβαλούσε, βρέθηκε μπροστά σε έναν λεπτό μαυροντυμένο άντρα που
ρώτησε: «Πώς μπορώ να βοηθήσω;» Εκείνη τη στιγμή το μάτι του Στράικ
έπεσε πάνω σε μια σειρά από αρώματα, πανομοιότυπα συσκευασμένα, με
μαύρες ετικέτες και καπάκια. Έμοιαζαν λειτουργικά και διακριτικά, δίχως
υποψία ρομαντισμού.
«Θα ήθελα ένα από αυτά», έκρωξε δείχνοντας.
«Μάλιστα», είπε ο πωλητής. «Μήπως…»
«Είναι για κάποια που φορούσε παλιότερα το Philosykos. Ή κάπως
έτσι».
«Μάλιστα», είπε ο πωλητής, καθώς συνόδευε τον Στράικ στη βιτρίνα.
«Τότε τι θα λέγατε για…»
«Όχι», είπε ο Στράικ, πριν προλάβει ο πωλητής να αφαιρέσει το καπάκι
του δοκιμαστικού μπουκαλιού. Το άρωμα ονομαζόταν Carnal Flower. Δεν
ήταν ώρα για σαρκικά λουλούδια. «Είπε πως δεν της άρεσε το
συγκεκριμένο», συμπλήρωσε ο Στράικ, επιχειρώντας συνειδητά να φανεί
λιγότερο αλλόκοτος. «Μήπως έχετε κάτι άλλο σαν το Philo…»
«Ενδεχομένως να της άρεσε το Dans Tes Bras;» πρότεινε ο πωλητής,
καθώς ψέκαζε το περιεχόμενο ενός δεύτερου μπουκαλιού σε ένα
δοκιμαστικό χαρτονάκι.
«Αυτό στα γαλλικά δε σημαίνει…;»
«“Στην αγκαλιά σου”» μετέφρασε ο πωλητής.
«Όχι», είπε ο Στράικ δίχως να μυρίσει το χαρτονάκι. «Μήπως υπάρχει
κάτι άλλο σαν το Phi…;»
«Το Musc Ravageur ίσως;»
«Ξέρετε τι, θα το αφήσω», είπε ο Στράικ, ενώ στάλες ιδρώτα
σχηματίζονταν και πάλι κάτω από το πουκάμισό του. «Ποια είναι η
πλησιέστερη έξοδος στην Κεφαλή του Σαίξπηρ;»
Ο αγέλαστος πωλητής έδειξε προς τα αριστερά. Μουρμουρίζοντας
συγγνώμες, ο Στράικ άνοιξε δρόμο ανάμεσα από διάφορες γυναίκες που
παρατηρούσαν μπουκαλάκια και ψέκαζαν το περιεχόμενό τους σε
χαρτονάκια, έστριψε σε μια γωνία κι εκεί είδε με ανακούφιση πως η παμπ
όπου θα συναντούσε τον Σάνκερ βρισκόταν λίγο παρακάτω, πίσω από τις
γυάλινες πόρτες ενός δωματίου γεμάτου σοκολατάκια.
Σοκολατάκια, σκέφτηκε, καθώς επιβράδυνε και άθελά του έφραζε τον
δρόμο σε μια παρέα από βιαστικές γυναίκες. Σε όλους αρέσουν τα
σοκολατάκια. Εν τω μεταξύ, ο ιδρώτας τον έλουζε πλέον κατά κύματα, κι
ο Στράικ κατάφερνε με κάποιον τρόπο να ζεσταίνεται και ταυτόχρονα να
κρυώνει. Πλησίασε ένα τραπέζι πάνω στο οποίο στοιβάζονταν διάφορα
κουτάκια με σοκολατάκια, αναζητώντας το πιο ακριβό, εκείνο που θα
μαρτυρούσε εκτίμηση και φιλία. Εκεί που προσπαθούσε να διαλέξει
γεύση, θυμήθηκε μια συζήτηση με θέμα την αλμυρή καραμέλα, οπότε
έπιασε το μεγαλύτερο κουτί που μπόρεσε να βρει και κατευθύνθηκε στο
ταμείο.
Πέντε λεπτά αργότερα, έχοντας μία ακόμη σακούλα να κρέμεται από τα
χέρια του, ο Στράικ βγήκε στο τέρμα της οδού Κάρναμπι, εκεί όπου,
ανάμεσα στα κτίρια, κρέμονταν χριστουγεννιάτικα στολίδια με μουσικά
θέματα. Και καθώς ο Στράικ είχε αρχίσει να παραδίνεται στον πυρετό,
εκείνα τα αόρατα κεφάλια που περιγράφονταν από τα γιγάντια ακουστικά
και τα γυαλιά ηλίου φάνταζαν περισσότερο μοχθηρά παρά εορταστικά.
Παλεύοντας να κουμαντάρει τις σακούλες, μπήκε με την όπισθεν στην
παμπ, όπου φωτάκια λαμπύριζαν, ενώ συνομιλίες και γέλια κατέκλυζαν
την ατμόσφαιρα.
«Μπάνσεν», είπε μια φωνή ακριβώς δίπλα από την πόρτα.
Ο Σάνκερ είχε καταφέρει να βρει τραπέζι. Με ξυρισμένο κεφάλι,
ρουφηγμένα μάγουλα, χλωμός και γεμάτος τατουάζ, ο Σάνκερ είχε ένα
πάνω χείλος το οποίο ήταν μονίμως σκεβρωμένο σε ένα ειρωνικό
μειδίαμα που έφερνε στον Έλβις, εξαιτίας της ουλής που εκτεινόταν κατά
μήκος του ζυγωματικού του. Χτυπούσε αφηρημένα τα δάχτυλα της
παλάμης που δεν έκλεινε γύρω από το ποτήρι του, ένα νευρικό τικ που
κουβαλούσε από την εφηβεία. Όπου κι αν βρισκόταν, ο Σάνκερ
κατάφερνε να αναδίνει μιαν αύρα κινδύνου, προβάλλοντας την ιδέα πως
ήταν ικανός με την παραμικρή πρόκληση να καταφύγει στη βία. Και
παρότι η παμπ ήταν κατάμεστη, κανείς δεν είχε επιλέξει να μοιραστεί το
τραπέζι του. Παράταιρα, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στον Στράικ, είχε κι
ο Σάνκερ κάμποσες σακούλες αραδιασμένες στα πόδια του.
«Τι χάλια είναι αυτά, ρε;» σχολίασε ο Σάνκερ, καθώς ο Στράικ καθόταν
βαρύς απέναντί του και ακουμπούσε τις σακούλες του κάτω από το
τραπέζι. «Είσαι λες κι έφαγες ξύλο».
«Εντάξει, μωρέ», είπε ο Στράικ, η μύτη του οποίου έτρεχε πλέον σαν
βρύση και ο σφυγμός του πρέπει να ήταν ακανόνιστος. «Κάποιο
κρύωμα».
«Από μακριά κι αλάργα τότε», είπε ο Σάνκερ. «Αυτό μας έλειπε τέτοιες
μέρες. Η Ζαχάρα τώρα άρχισε να συνέρχεται, η γρίπη τής άλλαξε τα
φώτα. Θες μια μπίρα;»
«Μπα… όχι», είπε ο Στράικ. Η σκέψη της μπίρας τη δεδομένη στιγμή
φάνταζε αποκρουστική. «Σου είναι εύκολο να μου φέρεις ένα νερό;»
«Τι νερό, ρε μαλάκα», μουρμούρισε ο Σάνκερ όπως σηκωνόταν.
Μόλις επέστρεψε ο Σάνκερ με ένα ποτήρι νερό και κάθισε ξανά στο
τραπέζι, ο Στράικ είπε δίχως περιττές εισαγωγές:
«Ήθελα να σε ρωτήσω για ένα βράδυ, πρέπει να ήταν κάποια στιγμή το
’92, το ’93. Έπρεπε να κατεβείς στην πόλη, αμάξι είχες, αλλά δεν
μπορούσες να οδηγήσεις εσύ. Κάτι είχες κάνει στο χέρι σου. Το είχες
δεμένο».
Ο Σάνκερ σήκωσε ανυπόμονα τους ώμους, σαν να έλεγε ποιος να
θυμάται τώρα κάτι τόσο ασήμαντο; Η ζωή του Σάνκερ ήταν μια
ατέλειωτη σειρά από τραυματισμούς, που είτε είχε υποστεί είτε είχε
προκαλέσει, κι από διαρκείς υποχρεώσεις να πάει σε διάφορα μέρη ώστε
να παραδώσει μετρητά, ναρκωτικά, απειλές ή και να ξυλοφορτώσει
κάποιον. Οι περίοδοι φυλάκισης σε τίποτε δεν είχαν μεταβάλει αυτή την
κατάσταση, πέρα από το να αλλάξουν προσωρινά το περιβάλλον στο
οποίο έκανε τις δουλειές του. Τα μισά παιδιά με τα οποία έκανε παρέα ως
έφηβος ήταν νεκρά, τα περισσότερα σκοτωμένα από μαχαίρια ή
υπερβολικές δόσεις. Ένας ξάδελφος είχε σκοτωθεί στη διάρκεια
καταδίωξης από την αστυνομία, ένας άλλος είχε φάει σφαίρα πίσω στο
κεφάλι κι ο δολοφόνος του παρέμενε ασύλληπτος.
«Κάποια παράδοση είχες να κάνεις», επέμεινε ο Στράικ, προσπαθώντας
να αφυπνίσει τη μνήμη του Σάνκερ. «Κάποια σακούλα… με ναρκωτικά,
μετρητά, δεν ξέρω. Πέρασες από το κοινόβιο, έψαχνες άνθρωπο να σε
πάει επειγόντως. Προσφέρθηκα εγώ. Καταλήξαμε σε ένα στριπτιζάδικο,
στο Σόχο. Αν θυμάμαι καλά, στο Teezers».
«To Teezers, ναι», είπε ο Σάνκερ. «Πού το θυμήθηκες τώρα; Έχει
κλείσει από καιρό, γύρω στα δέκα, δεκαπέντε χρόνια».
«Όταν φτάσαμε εκεί, ήταν μια παρέα από άντρες στο πεζοδρόμιο,
έμπαιναν μέσα εκείνη την ώρα. Ένας από αυτούς ήταν ένας φαλακρός
μαύρος…»
«Τι μνήμη έχεις, μωρ’ αδελφάκι μου», είπε ο Σάνκερ εύθυμα. «Στο
τσίρκο έπρεπε να πας. “Μπάνσεν, ο Άνθρωπος με Μνήμη Ελέφαντα”…»
«…κι ήταν κι ένας μεγαλόσωμος τύπος, σαν Λατινοαμερικανός, με
βαμμένα μαύρα μαλλιά και φαβορίτες. Σταματήσαμε εκεί, κατέβασες το
παράθυρο, κι ο τύπος ήρθε κι ακούμπησε την παλάμη πάνω στην πόρτα
για να σου μιλήσει. Είχε κάτι μάτια σαν μπασέ και φορούσε ένα πελώριο
χρυσό δαχτυλίδι με ένα κεφάλι λιονταριού…»
«Ο Ρίτσι ο Λέρας», είπε ο Σάνκερ.
«Τον θυμάσαι;»
«Τώρα δα δε σου είπα το όνομά του, Μπάνσεν;»
«Ναι. Συγγνώμη. Το κανονικό του όνομα ποιο ήταν, ξέρεις;»
«Νίκο, Νικολό Ρίτσι, όμως όλοι τον φώναζαν “Λέρα”. Κακοποιός
παλαιάς κοπής. Νταβατζής. Είχε στήσει κάτι κωλάδικα, έτρεχε και κάνα-
δυο μπουρδέλα. Ο τύπος ήταν αυθεντικό κομμάτι του παλιού Λονδίνου.
Ξεκίνησε από τη συμμορία των Σαμπίνι, όταν ήταν πιτσιρικάς».
«Και πώς γράφεις το όνομά του; Όπως το ακούς;»
«Γιατί τα ρωτάς τώρα όλα αυτά;»
Ο Στράικ τράβηξε το αντίτυπο του Τι συνέβη στη Μάργκοτ Μπάμπορο
που είχε στην τσέπη του παλτού του, άνοιξε το βιβλίο στο ένθετο με τις
φωτογραφίες από το χριστουγεννιάτικο πάρτι της κλινικής και το έτεινε
στον Σάνκερ, που το πήρε καχύποπτα. Κοίταξε με μάτια μισόκλειστα τη
φωτογραφία στην οποία διακρινόταν ένα μέρος του άντρα με το δαχτυλίδι
σε σχήμα λιονταριού, κι ύστερα επέστρεψε το βιβλίο στον Στράικ.
«Λοιπόν;» ρώτησε ο Στράικ.
«Ναι, αυτός πρέπει να είναι. Πού τραβήχτηκε η φωτογραφία;»
«Στο Κλέρκενγουελ. Στο χριστουγεννιάτικο πάρτι κάτι γιατρών».
Ο Σάνκερ φάνηκε να εκπλήσσεται κάπως.
«Σωστά, στο Κλέρκενγουελ, στα παλιά λημέρια των Σαμπίνι, έτσι δεν
είναι; Φαντάζομαι πως ακόμη κι οι γκάνγκστερ κάποια στιγμή
χρειάζονται γιατρό».
«Σε πάρτι ήταν», είπε ο Στράικ. «Δεν είχε πάει για εξέταση. Τι δουλειά
μπορεί να είχε ο Λέρας σε ένα πάρτι γιατρών;»
«Πού να ξέρω;» είπε ο Σάνκερ. «Μπας και ήταν κανένας για σκότωμα;»
«Ενδιαφέρουσα παρατήρηση», είπε ο Στράικ. «Ερευνώ την εξαφάνιση
μιας γυναίκας που βρισκόταν σ’ εκείνο το πάρτι».
Ο Σάνκερ τον κοίταξε λοξά.
«Τώρα πια ο Λέρας έχει ξεμωραθεί», είπε σιγανά. «Άτιμο πράγμα τα
γεράματα».
«Μια φορά ζει, σωστά;»
«Ναι, μωρέ. Σε κάποιο γηροκομείο τον έχουν».
«Πώς και το ξέρεις αυτό;»
«Έχω κάνει κάτι δουλίτσες με τον μεγάλο του γιο, τον Λούκα».
«Οι γιοι ακολούθησαν τα χνάρια του γέρου τους;»
«Κοίτα, δεν υπάρχει πια συμμορία της Μικρής Ιταλίας, έτσι; Πάντως
ναι, μούτρα είναι», είπε ο Σάνκερ. Ύστερα έγειρε πάνω από το τραπέζι
και είπε χαμηλόφωνα: «Ένα πράγμα θα σου πω, Μπάνσεν. Δε θες να έχεις
πάρε-δώσε με τους γιους του Λέρα».
Ήταν η πρώτη φορά που ο Σάνκερ είχε απευθύνει μια τέτοια
προειδοποίηση στον Στράικ.
«Έτσι και πας να τη φορέσεις στον γέρο τους, αν προσπαθήσεις να του
φορτώσεις οτιδήποτε, τα καλόπαιδα θα σου φάνε το λαρύγγι. Με πιάνεις;
Δε χαμπαριάζουν από τίποτε. Θα σου κάνουν το γραφείο λαμπάδα. Θα
πετσοκόψουν την κοπελιά σου».
«Πες μου για τον Λέρα. Ό,τι ξέρεις».
«Ρε μαλάκα, άκουσες τι σου είπα τώρα;»
«Κόφ’ το κήρυγμα, να χαρείς, και πες μου τι ξέρεις».
Ο Σάνκερ συνοφρυώθηκε.
«Πουτάνες. Τσόντες. Ναρκωτικά, αλλά κυρίως με κοπέλες δούλευε.
Μιλάμε για την ίδια εποχή με τον Τζορτζ Κορνέλ, τον Τζίμι Χάμφρις, όλα
εκείνα τα καλόπαιδα. Το χρυσό δαχτυλίδι που φόραγε έλεγε πως του το
είχε χαρίσει ο Ντάνι το Λιοντάρι. Ο Ντάνι Λίο, σαν να λέμε, ο
αρχιμαφιόζος από τη Νέα Υόρκη. Έλεγε πως ήταν σόι του. Τώρα αλήθεια,
ψέματα, δεν ξέρω».
«Έτυχε να γνωρίσεις κάποιον Κόντι;» ρώτησε ο Στράικ. «Πρέπει να
ήταν λίγο νεότερος απ’ ό,τι ο Ρίτσι».
«Όχι. Πάντως, ο Λούκα Ρίτσι είναι ψυχάκιας, αδελφέ», είπε ο Σάνκερ.
«Η λεγάμενη πότε εξαφανίστηκε;»
«Το 1974», απάντησε ο Στράικ.
Περίμενε πως θα άκουγε τον Σάνκερ να λέει: «Καλά, ρε μαλάκα, τι
ιστορίες μού τσαμπουνάς τώρα;» Να χλευάζει την πιθανότητα να έβρισκε
ο Στράικ κάποια απάντηση ύστερα από τόσα χρόνια, όμως ο παλιός του
φίλος απλώς έσμιξε τα φρύδια του κοιτάζοντάς τον, ενώ τα δάχτυλά του
που χτυπούσαν αδιάκοπα θύμιζαν την ακατάπαυστη πρόοδο του
σαρακιού, οπότε ο ντετέκτιβ αναλογίστηκε πως ο Σάνκερ γνώριζε
περισσότερα πράγματα για τα παλιά εγκλήματα και τις μακριές σκιές που
έριχναν, απ’ ό,τι πολλοί αστυνομικοί.
«Μάργκοτ Μπάμπορο την έλεγαν», είπε ο Στράικ. «Εξαφανίστηκε στον
δρόμο για την παμπ. Δεν εντοπίστηκε το παραμικρό ίχνος, ούτε τσάντα
ούτε κλειδιά, τίποτε. Άνοιξε η γη και την κατάπιε».
Ο Σάνκερ ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του.
«Επαγγελματική δουλειά», σχολίασε.
«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ», είπε ο Στράικ. «Επομένως…»
«Χέσε μας, ρε, με τα “επομένως”» είπε αγριεμένα ο Σάνκερ. «Αν την
κοπελιά την έφαγε ο Λέρας ή κάποιο από τα καλόπαιδά του, δεν μπορείς
να κάνεις κάτι για να τη βοηθήσεις, ναι; Το ξέρω πως σου αρέσει να
κάνεις τον πρόσκοπο, αδελφέ, όμως την τελευταία φορά που πήγε να τη
βγει κάποιος άσχημα στον Λούκα Ρίτσι, η γυναίκα του πήγε να ανοίξει
την πόρτα του σπιτιού λίγες μέρες μετά και την έλουσαν με βιτριόλι. Έχει
μείνει τυφλή από το ένα μάτι.
»Μπάνσεν, άκου που σου λέω, δε θες να σκαλίσεις αυτή την ιστορία. Αν
η απάντηση είναι ο Λέρας, πρέπει να σταματήσεις να ρωτάς».
28
Τότε της Βριτομάρτιδος η απογοήτευση ήταν φοβερή,
ούτε κι ήξερε έτσι εμβρόντητη που ήταν, πώς να φερθεί…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Σμιντ
Το όνομα «Σμιντ» απαντάται παντού στο σημειωματάριο «Ο Σμιντ
διορθώνει σε (διαφορετικό ζωδιακό σύμβολο)», «ο Σμιντ ανατρέπει τα
πάντα», «ο Σμιντ διαφωνεί». Ο Σμιντ κατά κύριο λόγο θέλει να αλλάξει
τα ζωδιακά σύμβολα των ανθρώπων, που υπό άλλες συνθήκες θα
θεωρούνταν δεδομένα, μιας και οι ημερομηνίες γέννησης δεν αλλάζουν.
Μίλησα με τον Γκρέγκορι Τάλμποτ και δε θυμάται να γνώριζε ο
πατέρας του κάποιον με αυτό το επίθετο. Η ερμηνεία που προτάσσω σε
αυτό το στάδιο είναι πως ο Σμιντ ενδεχομένως να ήταν κάποιο
αποκύημα της ολοένα και πιο ψυχωσικής φαντασίας του Τάλμποτ.
Ενδεχομένως δεν μπορούσε να προσπεράσει το γεγονός πως τα ζώδια
των ανθρώπων δεν ταυτίζονταν με τις υποτιθέμενες ιδιότητές τους,
οπότε ο Σμιντ ήταν η λογική πλευρά του εαυτού του που επιχειρούσε να
επανέλθει στο προσκήνιο.
Ενδεχομένως αξιόλογα στοιχεία
Τζόζεφ Μπρένερ
Παρά την αρχική επιμονή του Τάλμποτ να απαλλάξει τον Μπρένερ από
κάθε υποψία με βάση το ζώδιό του (ο Ζυγός είναι «το πλέον αξιόπιστο
ζώδιο», σύμφωνα με την Εβαντζελίν Άνταμς), αργότερα καταγράφει στο
σημειωματάριο πως ένας ανώνυμος ασθενής του ιατρείου κατέθεσε
στον Τάλμποτ πως είδε τον Τζόζεφ Μπρένερ μέσα σε μια πολυκατοικία
στην οδό Σκίνερ, το βράδυ που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ. Αυτό το
στοιχείο αμφισβητεί ευθέως τα όσα ισχυρίστηκε ο ίδιος ο Μπρένερ
(δηλαδή ότι επέστρεψε κατευθείαν στο σπίτι του), την επιβεβαίωση των
ισχυρισμών του από την αδελφή του και ενδεχομένως τη μαρτυρία της
γειτόνισσας που είχε βγάλει τον σκύλο βόλτα και ισχυρίζεται πως είδε
τον Μπρένερ μέσα από το παράθυρο του σπιτιού του στις 11 τη νύχτα.
Δεν αναφέρεται κάποια συγκεκριμένη ώρα για την υποτιθέμενη
παρουσία του Μπρένερ στην πολυκατοικία Μάικλ Κλιφ, η οποία
βρισκόταν σε απόσταση 3 λεπτών με το αυτοκίνητο από την κλινική και
επομένως πολύ πιο κοντά στη διαδρομή της Μάργκοτ απ’ ό,τι το σπίτι
του Μπρένερ, που βρισκόταν σε απόσταση 20 λεπτών με το αυτοκίνητο.
Καμία από τις παραπάνω πληροφορίες δεν περιλαμβάνεται στον
επίσημο φάκελο ούτε φαίνεται να ερευνήθηκε περαιτέρω.
Θάνατος Σκορπιού
Ο Τάλμποτ φαίνεται να υπαινίσσεται πως κάποιος πέθανε και ότι η
Μάργκοτ ενδεχομένως θεώρησε τον θάνατο αυτό ύποπτο. Ο θάνατος
του Σκορπιού συνδέεται με τον Ιχθύ (Ντάουθγουεϊτ) και την Καρκίνο
(Τζάνις), γεγονός που καθιστά πιθανότερη υποψήφια για τον Σκορπιό
την Τζοάνα Χάμοντ, την παντρεμένη γυναίκα με την οποία διατηρούσε
σχέση ο Ντάουθγουεϊτ, η οποία φέρεται να αυτοκτόνησε.
Η ερμηνεία με τους Χάμοντ, Ντάουθγουεϊτ και Τζάνις ταιριάζει
αρκετά καλά: η Μάργκοτ θα μπορούσε να είχε εκφράσει κάποιες
υποψίες σχετικά με τον θάνατο της Χάμοντ στον Ντάουθγουεϊτ την
τελευταία φορά που τον είδε, οπότε εξηγείται το γιατί έφυγε τόσο
ταραγμένος από το ιατρείο της. Επίσης, ως φίλη και γειτόνισσα του
Ντάουθγουεϊτ, η Τζάνις ενδεχομένως να είχε ορισμένες δικές της
υποψίες για εκείνον.
Το πρόβλημα με αυτή τη θεωρία είναι πως αναζήτησα το
πιστοποιητικό γέννησης της Τζοάνα Χάμοντ στο διαδίκτυο και το ζώδιό
της ήταν Τοξότης. Οπότε, είτε δεν είναι το νεκρό άτομο που αναφέρεται
στις σημειώσεις, είτε ο Τάλμποτ σημείωσε λάθος την ημερομηνία
γέννησης.
Αίμα στην οικεία Φιπς/ ο Ρόι περπατά
Όταν ανέλαβε ο Λόσον επικεφαλής των ερευνών, η Βίλμα η
καθαρίστρια του είπε πως είχε δει τον Ρόι να περπατά στον κήπο τη
μέρα που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, ενώ υποτίθεται πως ήταν κλινήρης.
Ισχυρίστηκε επίσης πως βρήκε αίματα στη μοκέτα του βοηθητικού
δωματίου και τα καθάρισε.
Ο Λόσον νόμιζε πως αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Βίλμα είχε
αναφέρει είτε το ένα είτε το άλλο στοιχείο στην αστυνομία, οπότε
υποψιάστηκε πως επιχειρούσε να δημιουργήσει πρόβλημα στον Ρόι
Φιπς.
Όμως αποδεικνύεται πως η Βίλμα είχε πει αυτά τα πράγματα στον
Τάλμποτ, αλλά εκείνος αντί να τα καταγράψει στον επίσημο φάκελο, τα
πέρασε στο αστρολογικό σημειωματάριο.
Παρότι η Βίλμα του είχε ήδη καταθέσει πληροφορίες που ο
οποιοσδήποτε θα θεωρούσε σημαντικές, από τις σημειώσεις του
Τάλμποτ προκύπτει πως εκείνος ήταν βέβαιος ότι η Βίλμα έκρυβε κάτι
άλλο. Φαίνεται πως είχε αναπτύξει μια εμμονή ότι η Βίλμα διέθετε
αποκρυφιστικές δυνάμεις ή κρυφές γνώσεις. Εικάζει πως ο Ταύρος
μπορεί να κατέχει κάποια «μαγεία», φτάνοντας στο σημείο να εικάσει
πως το αίμα στη μοκέτα μπορεί να το άπλωσε η ίδια η Βίλμα, για τους
σκοπούς κάποιου τελετουργικού.
Οι κάρτες ταρό που συνδέονται με τον Ταύρο, το ζώδιο της Βίλμα,
εμφανίζονται συχνά στα σημεία που τις χρησιμοποιεί ο Τάλμποτ κι απ’
ό,τι φαίνεται τους έδινε την ερμηνεία πως η Βίλμα γνώριζε περισσότερα
πράγματα απ’ όσα φανέρωνε. Υπογράμμισε τη φράση «μαύρο
φάντασμα» σε σχέση με εκείνη, ενώ τη συνέδεε και με τη «Μαύρη
Λίλιθ», που είναι κάποιου είδους σημείο αναφοράς στην αστρολογία
και σχετίζεται με τα ταμπού και τα μυστικά. Εφόσον δεν υπάρχει καμία
άλλη ερμηνεία, υποψιάζομαι πως όλα αυτά εμπεριέχουν μια γερή δόση
ρατσισμού.
Έξω, στην οδό Τσάρινγκ Κρος, πέρασε κάποιο αυτοκίνητο, από τα
ηχεία του οποίου έπαιζε στη διαπασών το «Do They Know It’s
Christmas?» Σμίγοντας τα φρύδια του, ο Στράικ πρόσθεσε ένα ακόμη
σημείο στην ενότητα «ενδεχομένως χρήσιμες νέες πληροφορίες» κι
άρχισε να πληκτρολογεί.
Νίκο «Λέρας» Ρίτσι
Σύμφωνα με τον Τάλμποτ, ο Λέων 3 εθεάθη να φεύγει από την κλινική
μια νύχτα από έναν ανώνυμο περαστικό, ο οποίος το κατέθεσε αργότερα
στον Τάλμποτ. Ο Νίκο «Λέρας» Ρίτσι συνελήφθη από τον φωτογραφικό
φακό σε ένα από τα ενσταντανέ της Ντόροθι Όουκντεν, από το
χριστουγεννιάτικο πάρτι του 1973. Η φωτογραφία ανατυπώθηκε στο
βιβλίο του γιου της. Ο Ρίτσι ήταν Λέων (επιβεβαιωμένη ημερομηνία
γέννησης από ρεπορτάζ εφημερίδας του 1968).
Ο Ρίτσι ήταν επαγγελματίας γκάνγκστερ, πορνογράφος και
προαγωγός, ο οποίος το 1974 κατοικούσε στη Λέδερ Λέιν, στο
Κλέρκενγουελ, σε μικρή απόσταση από την κλινική, επομένως λογικά
θα ήταν εγγεγραμμένος στον κατάλογο κάποιου από τους γιατρούς εκεί.
Πλέον είναι πάνω από 90 ετών και ζει σε οίκο ευγηρίας, σύμφωνα με
τον Σάνκερ.
Το γεγονός πως ο Ρίτσι βρισκόταν στο πάρτι δεν αναφέρεται στον
επίσημο φάκελο. Ο Τάλμποτ θεώρησε την παρουσία του Ρίτσι στην
κλινική αρκετά σημαντική ώστε να την καταγράψει στο αστρολογικό
σημειωματάριο, όμως δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη πως ερεύνησε
το στοιχείο αυτό περαιτέρω, ούτε ότι το ανέφερε στον Λόσον. Πιθανές
ερμηνείες: 1) καθώς ο Ρίτσι ήταν Λέων, όχι Αιγόκερως, ο Τάλμποτ
συμπέρανε πως δε θα μπορούσε να είναι ο Μπαφομέτ, 2) ο Τάλμποτ δεν
είχε εμπιστοσύνη στο άτομο που κατέθεσε πως είχε δει τον Ρίτσι να
βγαίνει από το κτίριο, 3) ο Τάλμποτ γνώριζε, αλλά δεν κατέγραψε στο
σημειωματάριό του ότι ο Ρίτσι διέθετε άλλοθι για τη νύχτα που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, 4) ο Τάλμποτ γνώριζε πως ο Ρίτσι διέθετε
άλλοθι για άλλες απαγωγές από τον Χασάπη του Έσεξ.
Ό,τι κι αν ισχύει, η παρουσία του Ρίτσι στο πάρτι πρέπει οπωσδήποτε
να διερευνηθεί. Είναι άνθρωπος που διέθετε επαφές ώστε να κανονίσει
την εξαφάνιση μιας γυναίκας. Βλέπε προτεινόμενες ενέργειες
παρακάτω.
Στοίχισε στον Στράικ πολύ περισσότερη προσπάθεια απ’ ό,τι υπό
κανονικές συνθήκες, προκειμένου να οργανώσει τις σκέψεις του σχετικά
με τον Λέρα και να τις αποτυπώσει στο κείμενο. Κουρασμένος πλέον, με
το λαρύγγι να τον καίει και τους μεσοπλεύριους μυς να τον πονάνε από
τον βήχα, διάβασε το υπόλοιπο κείμενο, το οποίο κατά τη γνώμη του
ελάχιστη ουσιαστική αξία είχε, πέρα από τις προτεινόμενες ενέργειες για
τη συνέχεια. Αφού διόρθωσε ορισμένα τυπογραφικά λάθη, πρόσθεσε τα
πάντα σε ένα email και το έστειλε στη Ρόμπιν.
Της είχε ήδη στείλει το μήνυμα, όταν του πέρασε από το μυαλό πως
ορισμένοι άνθρωποι ενδεχομένως να θεωρούσαν απαράδεκτο να στέλνεις
μηνύματα σε συναδέλφους ανήμερα τα Χριστούγεννα.
Όμως έκανε πέρα τις όποιες παροδικές αμφιβολίες, λέγοντας στον
εαυτό του πως η Ρόμπιν εκείνη τη στιγμή απολάμβανε τα Χριστούγεννα
με τους δικούς της και επομένως ήταν εξαιρετικά απίθανο να κοίταζε αν
είχε νέα μηνύματα νωρίτερα από την επόμενη ημέρα.
Έπιασε το κινητό του και κοίταξε την οθόνη. Η Σάρλοτ δεν του είχε
στείλει άλλο μήνυμα. Φυσικό ήταν, είχε δίδυμα παιδιά, αριστοκρατικά
πεθερικά και σύζυγο να περιποιηθεί εκείνη την ημέρα. Άφησε και πάλι
κατά μέρος το κινητό.
Παρότι οι δυνάμεις του ήταν ελάχιστες, ο Στράικ έβρισκε την απουσία
κάποιας απασχόλησης ακόμη πιο εκνευριστική. Χωρίς ιδιαίτερο
ενδιαφέρον, έριξε μια ματιά σε κάτι χριστουγεννιάτικα δώρα που είχε
ακουμπήσει δίπλα του, αμφότερα προφανώς σταλμένα από ευγνώμονες
πελάτες, καθώς παραλήπτες ήταν τόσο ο ίδιος όσο και τη Ρόμπιν.
Κουνώντας το μεγαλύτερο κουτί, συμπέρανε πως περιείχε σοκολατάκια.
Επέστρεψε στο υπνοδωμάτιό του κι εκεί χάζεψε για λίγο στην
τηλεόραση, όμως η ασταμάτητη επικέντρωση στα Χριστούγεννα του
χάλασε το κέφι, οπότε την έκλεισε την ώρα που μια παρουσιάστρια
ευχόταν όλοι οι τηλεθεατές να περνούσαν υπέροχα…
Ο Στράικ επέστρεψε στην κουζίνα, κι εκεί το μάτι του έπεσε στη βαριά
μηχανή προβολής και στη μεταλλική θήκη που ήταν αφημένη στο
πάτωμα. Έπειτα από έναν σύντομο δισταγμό, σήκωσε το βαρύ μηχάνημα,
το απόθεσε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, στραμμένο προς ένα κενό
σημείο του τοίχου, και το έβαλε στην πρίζα. Απ’ ό,τι φαίνεται,
λειτουργούσε. Ύστερα ξεκούμπωσε το καπάκι της μεταλλικής θήκης,
αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο ρολό φιλμ των 16 χιλιοστών, το οποίο
έβγαλε και προσάρμοσε στη μηχανή προβολής.
Το δίχως άλλο επειδή δε σκεφτόταν καθαρά ως συνήθως, κι επίσης
λόγω της ανάγκης να σταματάει κάθε τόσο ώστε να φτύνει κι άλλα
φλέματα στο χαρτί κουζίνας, ο Στράικ χρειάστηκε σχεδόν μία ώρα μέχρι
να καταλάβει πώς λειτουργούσε η παλιά συσκευή, οπότε
συνειδητοποίησε πως αισθανόταν μια μικρή πείνα. Εν τω μεταξύ, η ώρα
κόντευε δύο. Προσπαθώντας να μη φαντάζεται τι συνέβαινε στο Σεντ
Μος, όπου μια πελώρια γαλοπούλα με όλα τα συνοδευτικά καλούδια το
δίχως άλλο έφτανε στο αποκορύφωμα της καλοψημένης τελειότητας,
αλλά θεωρώντας εκείνη την υποψία όρεξης σαν σημάδι ανάρρωσης, πήρε
τη συσκευασία με το ληγμένο κοτόπουλο και τα μαραμένα λαχανικά από
το ψυγείο, τα έκοψε όλα, έβρασε κάτι αφυδατωμένα ασιατικά ζυμαρικά
και ετοίμασε ένα πρόχειρο πιάτο, μαγειρεύοντας τα πάντα στο ίδιο
τηγάνι.
Εξακολουθούσε να μην έχει ίχνος γεύσης, όμως αυτή η δεύτερη
κατανάλωση τροφής τον έκανε να αισθανθεί κάπως περισσότερο
άνθρωπος, οπότε έσκισε το χαρτί και το σελοφάν από το κουτί με τα
σοκολατάκια, κι έφαγε κάμποσα από αυτά, προτού ανεβάσει τον διακόπτη
του προτζέκτορα.
Πάνω στον τοίχο, ωχρή στο φως του ήλιου, τρεμόπαιξε η γυμνή μορφή
μιας γυναίκας. Το κεφάλι της ήταν μέσα στα αίματα. Τα χέρια της δεμένα
πισθάγκωνα. Το πόδι ενός άντρα, μέσα σε μαύρο παντελόνι, εμφανίστηκε
στο κάδρο. Την κλότσησε: εκείνη παραπάτησε και έπεσε στα γόνατα. Ο
άντρας συνέχισε να την κλοτσάει, ώσπου η γυναίκα σωριάστηκε στο
πάτωμα ενός χώρου που έμοιαζε με βιομηχανική αποθήκη.
Η γυναίκα θα είχε ουρλιάξει προφανώς, θα ήταν αδύνατο να μην είχε
ουρλιάξει, όμως η ταινία δεν είχε ήχο. Μια λεπτή ουλή εκτεινόταν κάτω
από το αριστερό της στήθος προς τα πλευρά της, λες και δεν ήταν αυτή η
πρώτη φορά που την ακουμπούσαν μαχαίρια. Όλοι οι άντρες που
συμμετείχαν στη σκηνή είχαν το πρόσωπό τους καλυμμένο με μαντίλια ή
μπαλακλάβες. Μονάχα εκείνη ήταν γυμνή: οι άντρες απλώς κατέβασαν τα
παντελόνια τους.
Η γυναίκα έπαψε να κινείται πολλή ώρα προτού τελειώσουν μαζί της.
Κάποια στιγμή προς το τέλος, όταν μετά βίας σάλευε και εξακολουθούσε
να αιμορραγεί από τις πολλές πληγές που της είχαν ανοίξει οι λεπίδες των
μαχαιριών, το αριστερό χέρι ενός άντρα που μέχρι τότε φαινόταν να
παρακολουθούσε, χωρίς να συμμετέχει, πέρασε μπροστά από τον φακό.
Πάνω του είχε κάτι μεγάλο και χρυσό.
Ο Στράικ έκλεισε τον προτζέκτορα. Ξαφνικά τον είχε λούσει κρύος
ιδρώτας. Το στομάχι του σφιγγόταν. Μετά βίας πρόλαβε να φτάσει στην
τουαλέτα πριν κάνει εμετό, κι εκεί παρέμεινε, παραδομένος στους
σπασμούς, μέχρι που τα σωθικά του άδειασαν και το σούρουπο άρχισε να
απλώνεται μέσα από τα παράθυρα της σοφίτας.
30
Ω, φίλτατη κυρά, είπε τότε ο τολμηρός παγανιστής,
συγχώρα το σφάλμα του οργισμένου ανθρώπου,
που η μεγάλη οδύνη του τον έκαμε να λησμονεί πώς να κρατά
της λογικής τα γκέμια.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Η ώρα ήταν τρεις το απόγευμα και η Ρόμπιν, που καθόταν μέσα στο Land
Rover της κοντά στο απρόσωπο σπίτι στο Στόουκ Νιούινγκτον, την
παρακολούθηση του οποίου είχε αναλάβει ο Στράικ πριν από τα
Χριστούγεννα, δεν είδε τίποτε το ενδιαφέρον να εμφανίζεται από την ώρα
που πήρε θέση στον δρόμο, στις εννέα εκείνο το πρωί. Έτσι όπως έπεφτε
το ψιλοβρόχι πάνω στο παρμπρίζ του τζιπ, η Ρόμπιν ευχήθηκε μεταξύ
σοβαρού και αστείου να κάπνιζε, απλώς και μόνο για να είχε κάτι να
κάνει.
Είχε εντοπίσει την ταυτότητα της ξανθιάς ιδιοκτήτριας και ενοίκου του
σπιτιού στο διαδίκτυο. Το όνομά της ήταν Έλινορ Ντιν, διαζευγμένη, η
οποία έμενε μόνη. Η Έλινορ βρισκόταν πέραν πάσης αμφιβολίας στο
σπίτι, καθώς η Ρόμπιν την είχε δει να περνά μπροστά από ένα παράθυρο
πριν από δύο ώρες, όμως ο βροχερός καιρός φαίνεται πως την κρατούσε
κλεισμένη εκεί μέσα. Ψυχή δεν είχε περάσει από το σπίτι όλη μέρα και
οπωσδήποτε όχι ο προϊστάμενος του Μούτρου. Ίσως τελικά να ήταν
συγγενείς, κι η επίσκεψή του πριν από τα Χριστούγεννα να ήταν απλώς
ένα από αυτά τα πράγματα που έκαναν οι άνθρωποι στις γιορτές:
εκπλήρωναν κοινωνικές υποχρεώσεις, έδιναν δώρα, περνούσαν να
δώσουν το παρών. Το χάιδεμα στο κεφάλι θα μπορούσε να ήταν κάποιο
δικό τους αστείο. Οπωσδήποτε δε δημιουργούσε υποψίες για κάποια
σεξουαλική, παράνομη ή βιτσιόζικη σχέση, δηλαδή τις περιπτώσεις που
θα ενδιέφεραν το γραφείο.
Το κινητό της Ρόμπιν άρχισε να χτυπά.
«Γεια».
«Μπορείς να μιλήσεις;» ρώτησε ο Στράικ.
Κατηφόριζε τον απότομο δρόμο όπου βρισκόταν το σπίτι του Τεντ και
της Τζόαν, στηρίζοντας το βάρος του στο σπαστό μπαστούνι που είχε
φέρει μαζί του, καθώς ήξερε πως οι δρόμοι θα ήταν βρεγμένοι και
πιθανόν να γλιστρούσαν. Ο Τεντ είχε επιστρέψει στο σπίτι· είχαν μόλις
βοηθήσει την Τζόαν να ανεβεί στον επάνω όροφο για να πάρει έναν
υπνάκο, οπότε ο Στράικ, που ήθελε να κάνει τσιγάρο και δεν καλόβλεπε
ιδιαίτερα την προοπτική να κλειστεί ξανά στην αποθήκη, είχε αποφασίσει
να πάει έναν σύντομο περίπατο παρά την αδιάκοπη βροχή.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Πώς είναι η Τζόαν;»
«Όπως τα ξέρεις», απάντησε ο Στράικ. Δεν είχε διάθεση να μιλήσει γι’
αυτό. «Έγραψες πως ήθελες να τα πούμε λίγο για την υπόθεση
Μπάμπορο».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Έχω καλά νέα, καθόλου νέα και άσχημα νέα».
«Τα άσχημα πρώτα», είπε ο Στράικ.
Η θάλασσα παρέμενε ανταριασμένη, τα κύματα εξακολουθούσαν να
σπάνε με δύναμη πάνω στον βραχίονα του λιμανιού, σηκώνοντας νερά
στον αέρα. Ο Στράικ έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε προς την πόλη.
«Το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν πρόκειται να σου επιτρέψει να μιλήσεις
στον Κριντ. Η απάντηση έφτασε σήμερα το πρωί».
«Α», έκανε ο Στράικ. Η αδιάκοπη βροχή διαπερνούσε τη γαλαζωπή
αχλή του τσιγάρου του, σκορπίζοντάς την. «Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι
εκπλήσσομαι. Τι γράφουν;»
«Άφησα την επιστολή στο γραφείο», είπε η Ρόμπιν, «αλλά το διά ταύτα
είναι πως οι θεράποντες ψυχίατροι συμφωνούν πως ο κρατούμενος δεν
πρόκειται να αλλάξει στάση σε αυτό το στάδιο και να αρχίσει να
συνεργάζεται».
«Μάλιστα», είπε ο Στράικ. «Τέλος πάντων, οι πιθανότητες εξ αρχής
ήταν ελάχιστες».
Η Ρόμπιν όμως διέκρινε την απογοήτευση στη φωνή του και τον
καταλάβαινε. Είχαν πέντε μήνες που πάλευαν με αυτή την υπόθεση,
καινούργια στοιχεία που να μπορούσαν να χαρακτηριστούν αξιόλογα δεν
είχαν και τώρα που η πιθανότητα να μιλήσουν με τον Κριντ είχε πάψει να
υφίσταται, η Ρόμπιν αισθανόταν για κάποιο λόγο πως μαζί με τον Στράικ
ματαιοπονούσαν τσαλαβουτώντας στα ρηχά, την ώρα που λίγο παραδίπλα
ο μεγάλος λευκός καρχαρίας γλιστρούσε ανέγγιχτος στα σκοτεινά βάθη.
«Επίσης, επικοινώνησα ξανά με την Αμάντα Γουάιτ, νυν Αμάντα Λοζ,
που κατέθεσε πως είχε δει τη Μάργκοτ στο παράθυρο του τυπογραφείου.
Ήθελε χρήματα για να μας μιλήσει, θυμάσαι; Της πρότεινα να καλύψουμε
τα έξοδά της αν θέλει να περάσει από το γραφείο –στο Λονδίνο μένει, δε
θα είναι μεγάλο το ποσό– και το σκέφτεται».
«Καλοσύνη της», σχολίασε δύσθυμα ο Στράικ. «Τα καλά νέα ποια
είναι;»
«Η Άννα έπεισε τη μητριά της να μας μιλήσει. Τη Σύνθια».
«Σοβαρολογείς;»
«Ναι, αλλά θα είναι μόνη της. Ο Ρόι εξακολουθεί να μην ξέρει το
παραμικρό για εμάς», είπε η Ρόμπιν. «Η Σύνθια δέχτηκε να μας
συναντήσει στα κρυφά».
«Εντάξει, κάτι είναι κι η Σύνθια», είπε ο Στράικ. «Πολλά για την
ακρίβεια», συμπλήρωσε, αφού το σκέφτηκε λίγο περισσότερο.
Τα βήματά του τον οδηγούσαν ασυναίσθητα στην παμπ και το βρεγμένο
μπατζάκι του παντελονιού του κολλούσε, παγωμένο, πάνω στον μοναδικό
του αστράγαλο.
«Πού θα τη συναντήσουμε;»
«Στο σπίτι τους αποκλείεται, καθώς ο Ρόι δεν ξέρει το παραμικρό.
Εκείνη πρότεινε το Χάμπτον Κορτ, καθώς εργάζεται εκεί ως ξεναγός
μερικής απασχόλησης».
«Ξεναγός ε; Τώρα που το θυμήθηκα, με την Καρτποστάλ τι γίνεται;»
«Ο Μπάρκλεϊ βρίσκεται στην πινακοθήκη σήμερα», είπε η Ρόμπιν. «Θα
προσπαθήσει να τη φωτογραφίσει».
«Κι ο Μόρις με τον Χάτσινς με τι ασχολούνται;» ρώτησε ο Στράικ, που
εκείνη τη στιγμή ανέβαινε τα φαρδιά γλιστερά σκαλοπάτια που
οδηγούσαν στην παμπ.
«Ο Μόρις έχει αναλάβει τη φιλενάδα του Ανεπίδεκτου, που μέχρι
στιγμής αποδεικνύεται κυρία –ο Ανεπίδεκτος ατύχησε αυτή τη φορά– κι ο
Χάτσινς ασχολείται με τον Χοροπηδηχτούλη. Παρεμπιπτόντως, την
επόμενη Παρασκευή έχεις να υποβάλεις την τελική αναφορά για τον
τύπο. Θα αναλάβω εγώ να συναντηθώ με τον πελάτη, εντάξει;»
«Τέλεια, σ’ ευχαριστώ», είπε ο Στράικ διαβαίνοντας το κατώφλι της
παμπ με ένα αίσθημα ανακούφισης. Στάλες βροχής έσταζαν από πάνω
του, όπως έβγαζε το παλτό του. «Δεν είμαι σίγουρος πότε θα καταφέρω
να επιστρέψω. Δεν ξέρω αν έχεις δει, αλλά τα δρομολόγια των τρένων
ακόμη δεν έχουν αποκατασταθεί».
«Μην ανησυχείς για το γραφείο. Τα έχουμε όλα καλυμμένα. Τέλος
πάντων, δεν ολοκλήρωσα αυτά που είχα να σου πω για τη Μπάμπορο…
ωπ, στάσου μισό», είπε η Ρόμπιν.
«Μήπως πρέπει να κλείσεις;»
«Όχι, όλα εντάξει», είπε η Ρόμπιν.
Μόλις είχε δει την εξώπορτα της Έλινορ Ντιν να ανοίγει. Η ευτραφής
ξανθιά έκανε την εμφάνισή της φορώντας ένα πανωφόρι με κουκούλα, το
οποίο, πολύ βολικά, περιόριζε το οπτικό της πεδίο. Η Ρόμπιν κατέβηκε με
τρόπο από το Land Rover, έκλεισε την πόρτα και άρχισε να την
ακολουθεί, ενώ συνέχιζε να μιλά στο κινητό της.
«Η ξανθιά μας φίλη κινείται», είπε χαμηλόφωνα.
«Αν κατάλαβα σωστά, έχεις κι άλλα καλά νέα σχετικά με την υπόθεση
Μπάμπορο;» ρώτησε ο Στράικ.
Είχε φτάσει στο μπαρ όπου, απλώς δείχνοντας, είχε εξασφαλίσει ένα
μεγάλο ποτήρι μπίρας, το οποίο πλήρωσε και στη συνέχεια μετέφερε στο
γωνιακό τραπέζι όπου είχε καθίσει παρέα με τον Πόλγουορθ το
περασμένο καλοκαίρι.
«Πράγματι», είπε η Ρόμπιν φτάνοντας στη γωνία στο τέρμα του δρόμου,
ενώ η ξανθιά συνέχιζε να προπορεύεται ανυποψίαστη. «Μακάρι να
μπορούσα να σου πω ότι εντόπισα τον Ντάουθγουεϊτ ή τον Σάτσγουελ,
όμως και το τελευταίο άτομο που είδε τη Μάργκοτ ζωντανή κάτι είναι,
σωστά;»
«Κατάφερες να βρεις την Γκλόρια Κόντι;» αναφώνησε μεμιάς ο Στράικ.
«Μην ενθουσιάζεσαι ακόμη», είπε η Ρόμπιν, που εξακολουθούσε να
περπατά στη βροχή. Η Έλινορ έδειχνε να κατευθύνεται προς την αγορά.
Η Ρόμπιν μπορούσε να διακρίνει ένα σούπερ μάρκετ στο βάθος. «Δεν έχω
καταφέρει να της μιλήσω ακόμη, όμως είμαι σχεδόν βέβαιη πως έχω βρει
τον σωστό άνθρωπο. Εντόπισα την οικογένειά της στην απογραφή του
1961: μητέρα, πατέρας, ένας μεγαλύτερος γιος και μια κόρη ονόματι
Γκλόρια, το δεύτερο όνομά της είναι Μαίρη. Απ’ ό,τι φαίνεται, η Γκλόρια
ζει πλέον στη Γαλλία, στη Νιμς για την ακρίβεια, είναι παντρεμένη με
έναν Γάλλο. Έχει πάψει να χρησιμοποιεί το “Γκλόρια”, πλέον είναι
γνωστή ως Μαίρη Ζομπέρ. Έχει και σελίδα στο Facebook, όμως είναι
ιδιωτική. Την εντόπισα μέσω μιας γενεαλογικής ιστοσελίδας. Ένας
Άγγλος ξάδελφός της προσπαθεί να στήσει το γενεαλογικό δέντρο της
οικογένειας. Η ημερομηνία γέννησης ταιριάζει, τα πάντα».
«Εξαιρετική δουλειά, μπράβο σου», είπε ο Στράικ. «Μάλιστα, νομίζω
πως η περίπτωσή της μπορεί να παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερο
ενδιαφέρον απ’ ό,τι εκείνες του Σάτσγουελ ή του Ντάουθγουεϊτ. Ο
τελευταίος άνθρωπος που είδε ζωντανή τη Μάργκοτ. Διατηρούσαν στενή
σχέση. Κι επίσης, ο μοναδικός άνθρωπος που παραμένει στη ζωή και είχε
δει τη Θίο».
Ο ενθουσιασμός του Στράικ βοήθησε τη Ρόμπιν να ξεπεράσει σε
μεγάλο βαθμό τις υποψίες της πως ο ντετέκτιβ είχε προσθέσει τον εαυτό
του στις εκκρεμότητές της επειδή θεωρούσε πως δε θα μπορούσε να τα
φέρει βόλτα.
«Δοκίμασα να την κάνω “φίλη” μου στο Facebook», συνέχισε η Ρόμπιν,
«όμως ακόμη δεν έχει απαντήσει. Αν συνεχίσω να μην έχω απάντηση,
ξέρω σε ποια εταιρεία εργάζεται ο σύζυγός της, οπότε σκέφτηκα να του
στείλω ένα email, ζητώντας του να της μεταφέρει κάποιο μήνυμα. Όμως
θεώρησα πως θα ήταν πιο διακριτικό να προσπαθήσω πρώτα να
επικοινωνήσω απευθείας μαζί της».
«Συμφωνώ», είπε ο Στράικ. Ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του. Ήταν
εκπληκτικά παρηγορητική η αίσθηση του να βρίσκεται στη ζεστή στεγνή
παμπ και να μιλάει με τη Ρόμπιν.
«Και κάτι τελευταίο», συνέχισε η Ρόμπιν. «Νομίζω πως βρήκα ποιο
ήταν εκείνο το φορτηγάκι που εντοπίστηκε να απομακρύνεται με
ταχύτητα από το Κλέρκενγουελ Γκριν, το βράδυ της εξαφάνισης της
Μάργκοτ».
«Τι πράγμα; Πώς;» αναφώνησε ο Στράικ εμβρόντητος.
«Κάποια στιγμή μέσα στα Χριστούγεννα, μου πέρασε από το μυαλό η
ιδέα πως αυτό που οι μάρτυρες νόμισαν πως ήταν κάποιο λουλούδι
ζωγραφισμένο στο πλάι της καρότσας στην πραγματικότητα μπορεί να
ήταν ένας ήλιος», είπε. «Ξέρεις, ο πλανήτης».
«Τυπικά, είναι ασ…»
«Παράτα μας, το ξέρω πως είναι αστέρας».
Η κουκουλοφόρος ξανθιά, ακριβώς όπως είχε υποψιαστεί η Ρόμπιν,
κατευθυνόταν στο σούπερ μάρκετ. Την ακολούθησε, απολαμβάνοντας το
κύμα θερμότητας που την υποδέχτηκε όπως έμπαινε στο κτίριο, αν και το
πάτωμα ήταν γλιστερό και λερό.
«Στο Κλέρκενγουελ, το 1974, υπήρχε ένα κατάστημα με προϊόντα
υγιεινής διατροφής και σήμα τον ήλιο. Εντόπισα μια διαφήμισή του στο
αρχείο εφημερίδων της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, μίλησα και με το
Εμπορικό Επιμελητήριο και κατάφερα να επικοινωνήσω με τον
διευθυντή, ο οποίος ζει ακόμη. Το ξέρω πως δε θα γινόταν να
επικοινωνήσω μαζί του άμα ήταν πεθαμένος», πρόσθεσε, προλαβαίνοντας
τυχόν νέα ανούσια ακριβολογία.
«Ρόμπιν, είσαι απίθανη», είπε ο Στράικ, ενώ η βροχή σφυροκοπούσε το
παράθυρο πίσω του. Τα ευχάριστα νέα και η μπίρα οπωσδήποτε είχαν
τονώσει τη διάθεσή του. «Εξαιρετική δουλειά».
«Ευχαριστώ», είπε η Ρόμπιν. «Κι άκου το καλύτερο: απέλυσε τον τύπο
που είχε για να κάνει τις παραδόσεις κάποια στιγμή στα μέσα του 1975,
αν θυμάται σωστά, επειδή η τροχαία τού έριξε καμπάνα για υπερβολική
ταχύτητα ενώ οδηγούσε το φορτηγάκι της εταιρείας. Θυμόταν και το
όνομά του, Ντέιβ Άντεργουντ τον έλεγαν, όμως δεν έχω προλάβει να…»
Η Έλινορ έκανε απότομα μεταβολή, στα μισά του διαδρόμου με τις
κονσέρβες, κι άρχισε να κινείται προς το μέρος της. Η Ρόμπιν καμώθηκε
πως ήταν απορροφημένη με την επιλογή μάρκας ρυζιού. Αφού άφησε τον
στόχο της να την προσπεράσει, ολοκλήρωσε την πρότασή της.
«…δεν έχω προλάβει να τον αναζητήσω».
«Τι να πω τώρα, τα δικά μου νέα δεν πιάνουν χαρτωσιά μπροστά σε
αυτά που μου είπες», ομολόγησε ο Στράικ, τρίβοντας τα κουρασμένα
μάτια του. Παρότι πλέον είχε δικό του υπνοδωμάτιο αντί να τη βγάζει
στον καναπέ, το παλιό στρώμα ήταν ελάχιστα βολικότερο, οι σπασμένες
του σούστες τού τρυπούσαν την πλάτη κι έτριζαν ηχηρά, κάθε φορά που
άλλαζε πλευρό. «Το καλύτερο που κατάφερα ήταν να βρω την κόρη της
Ρούμπι Έλιοτ».
«Της Ρούμπι που είχε δει εκείνες τις δύο γυναίκες να κινούνται ύποπτα
κοντά στους τηλεφωνικούς θαλάμους;» είπε η Ρόμπιν κοιτάζοντας τον
ξανθό στόχο να συμβουλεύεται μια λίστα με ψώνια, προτού εξαφανιστεί
στον επόμενο διάδρομο.
«Αυτή, ναι. Η κόρη της μου έστειλε email όπου γράφει πως ευχαρίστως
θα με συναντούσε, όμως δεν έχουμε κανονίσει ημερομηνία ακόμη.
Επίσης, τηλεφώνησα στην Τζάνις», είπε ο Στράικ, «κυρίως γιατί δεν
άντεχα να μιλήσω ξανά στην Αϊρίν, για να δω μήπως θυμόταν το
πραγματικό όνομα του Άπλθορπ, όμως βρίσκεται στο Ντουμπάι, έχει πάει
να επισκεφτεί τον γιο της για έξι εβδομάδες. Ο αυτόματος τηλεφωνητής
της κυριολεκτικά αυτό λέει: “Γεια, βρίσκομαι στο Ντουμπάι,
επισκέπτομαι τον Κέβιν για έξι εβδομάδες”. Ίσως να της αφήσω ένα
μήνυμα, να ξέρει πως δεν είναι φρόνιμο να ανακοινώνεις στον κάθε
άσχετο που τηλεφωνεί πως έχεις αφήσει το σπίτι σου αφύλαχτο».
«Οπότε τι έκανες, τηλεφώνησες στην Αϊρίν;» ρώτησε η Ρόμπιν. Η
Έλινορ, εν τω μεταξύ, έψαχνε βρεφικές τροφές.
«Όχι ακόμη», είπε ο Στράικ. «Όμως έχω…»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένας βόμβος στο κινητό του τον ενημέρωσε
πως κάποιος άλλος του τηλεφωνούσε.
«Ρόμπιν, μπορεί να είναι αυτός. Σε παίρνω μετά».
Ο Στράικ γύρισε γραμμή.
«Κόρμοραν Στράικ».
«Ναι, γεια», είπε ο Γκρέγκορι Τάλμποτ. «Εγώ είμαι… ο Γκρεγκ
Τάλμποτ. Άφησες μήνυμα να σου τηλεφωνήσω».
Ο Γκρέγκορι ακουγόταν ανήσυχος. Ο Στράικ τον καταλάβαινε. Ήλπιζε
πως θα απαλλασσόταν από ένα πρόβλημα, με την απόφαση να παραδώσει
το φιλμ στον ντετέκτιβ.
«Ναι, Γκρέγκορι, ευχαριστώ πολύ που τηλεφώνησες. Είχα μερικές
ακόμη ερωτήσεις, αν δεν ενοχλώ».
«Ακούω».
«Διάβασα το σημειωματάριο του πατέρα σου και ήθελα να ρωτήσω αν
ο πατέρας σου γνώριζε ή ανέφερε έναν άντρα ονόματι Νίκο Ρίτσι; Με το
ψευδώνυμο “Λέρας”;»
«Τον Λέρα Ρίτσι λες;» είπε ο Γκρέγκορι. «Όχι, δεν τον γνώριζε
προσωπικά. Θυμάμαι όμως τον πατέρα μου να μιλάει γι’ αυτόν. Ήταν
μεγάλο κεφάλι στα σεξομάγαζα του Σόχο, αν κατάλαβα σωστά ποιον
εννοείς…»
Κρίνοντας από τη φωνή του, η κουβέντα γύρω από τον γκάνγκστερ
πρόσφερε στον Γκρέγκορι μια κάποια απόλαυση. Ο Στράικ είχε έρθει
αντιμέτωπος με αυτή τη στάση και σε άλλες περιπτώσεις, κι όχι μόνο σε
περιπτώσεις απλών ανθρώπων που συναρπάζονταν από τέτοια άτομα.
Ακόμη και αστυνομικοί ή δικηγόροι δεν αποδεικνύονταν απρόσβλητοι
στον ενθουσιασμό που πηγάζει όταν βρεθεί κανείς στην ίδια τροχιά με
εγκληματίες που διέθεταν σημαντική περιουσία και δύναμη. Είχε υπόψη
του περιπτώσεις ανώτερων αξιωματικών που αναφέρονταν σχεδόν με
θαυμασμό στο οργανωμένο έγκλημα που επιχειρούσαν να πατάξουν και
δικηγόρους που ο ενθουσιασμός τους από τον συγχρωτισμό με
ονομαστούς πελάτες υπερέβαινε κατά πολύ την ελπίδα να έχουν κάποιο
ενδιαφέρον περιστατικό να αφηγηθούν σε μια δεξίωση. Ο Στράικ είχε την
υποψία πως στη σκέψη του Γκρέγκορι Τάλμποτ ο Λέρας Ρίτσι ήταν ένα
όνομα που ξυπνούσε ευχάριστες αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία,
μια ρομαντική φιγούρα που ανήκε σε μια χαμένη εποχή, τότε που ο
πατέρας του ήταν ένας εχέφρων αστυνομικός κι ευτυχισμένος
οικογενειάρχης.
«Μπράβο, αυτόν λέω», είπε ο Στράικ. «Λοιπόν, απ’ ό,τι φαίνεται, ο
Λέρας Ρίτσι γυρόφερνε στην κλινική της Μάργκοτ Μπάμπορο, κι ο
πατέρας σου πρέπει να το ήξερε αυτό».
«Σοβαρά;»
«Ναι», είπε ο Στράικ, «και είναι κάπως παράξενο που αυτή η
πληροφορία δεν καταγράφηκε στον επίσημο φάκελο».
«Κοίτα, ο πατέρας μου ήταν άρρωστος», είπε απολογητικά ο Γκρέγκορι.
«Είδες τι έγραφε στο σημειωματάριο. Τον περισσότερο καιρό ούτε κι
αυτός ήξερε τι του γινόταν».
«Το καταλαβαίνω αυτό», είπε ο Στράικ, «όμως από τη στιγμή που
συνήλθε, ποια ήταν η στάση του απέναντι στα στοιχεία που είχε
συγκεντρώσει, ενόσω έτρεχε την υπόθεση;»
«Τι εννοείς;»
Ο Γκρέγκορι ακουγόταν πλέον καχύποπτος, σαν να φοβόταν πως ο
Στράικ τον οδηγούσε σε μια κατεύθυνση προς την οποία ο ίδιος δεν ήθελε
να κινηθεί.
«Να, θεωρούσε πως ήταν όλα άχρηστα ή μήπως…;»
«Επιχειρούσε να αποκλείσει υπόπτους έχοντας ως κριτήριο το ζώδιό
τους», είπε ο Γκρέγκορι χαμηλόφωνα. «Νόμιζε πως είδε έναν δαίμονα
στο βοηθητικό δωμάτιο του σπιτιού μας. Εσύ τι λες να σκεφτόταν;
Αισθανόταν… ντροπή. Δεν έφταιγε εκείνος, όμως δεν κατάφερε ποτέ να
το ξεπεράσει. Ήθελε να επιστρέψει στην υπόθεση, να διορθώσει τα λάθη,
όμως δεν του το επέτρεψαν, τον εξανάγκασαν να αποχωρήσει. Η υπόθεση
Μπάμπορο φαρμάκωσε τα πάντα στη σκέψη του, όλες του τις αναμνήσεις
από την Υπηρεσία. Όλοι του οι φίλοι ήταν συνάδελφοι και δεν ήθελε να
τους βλέπει πια».
«Αισθανόταν αδικημένος από τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε;»
«Δε θα το έλεγα έτσι ακριβώς… Δηλαδή, δε θα ήταν παράλογο, νομίζω,
να αισθάνεται πως δεν του είχαν φερθεί εντάξει», είπε ο Γκρέγκορι.
«Ανέτρεξε ποτέ στις σημειώσεις του, ώστε να βεβαιωθεί πως είχε
μεταφέρει ό,τι υπήρχε εκεί στον επίσημο φάκελο;»
«Δεν ξέρω», είπε ο Γκρέγκορι κάπως ενοχλημένος αυτή τη φορά.
«Νομίζω πως η στάση του ήταν με ξεφορτώθηκαν, με θεωρούν τεράστιο
πρόβλημα, οπότε ας βγάλει άκρη ο Λόσον».
«Πώς ήταν η σχέση του πατέρα σου με τον Λόσον;»
«Δεν καταλαβαίνω, προς τι όλες αυτές οι ερωτήσεις;» Πριν προλάβει να
απαντήσει ο Στράικ, ο Γκρέγκορι είπε: «Ο Λόσον κατέστησε απόλυτα
σαφές στον πατέρα μου πως η όποια εμπλοκή του με την υπόθεση είχε
λήξει οριστικά. Δεν τον ήθελε να μπλέκεται στα πόδια του, ούτε και να
έχει την όποια σχέση με τις έρευνες. Ο Λόσον έκανε ό,τι περνούσε από το
χέρι του προκειμένου να απαξιώσει πλήρως τον πατέρα μου και δεν
εννοώ αποκλειστικά λόγω της αρρώστιας του. Θέλω να πω, ως άνθρωπο
και ως αξιωματικό της αστυνομίας, προτού αρρωστήσει. Ενημέρωσε
όλους όσοι ασχολούνταν με την υπόθεση πως έπρεπε να μείνουν μακριά
από τον πατέρα μου, ακόμη και εκτός Υπηρεσίας. Επομένως, αν υπήρχαν
κάποιες πληροφορίες που δε συμπεριλήφθηκαν, αυτό οφείλεται εξίσου
στον Λόσον όσο και στον πατέρα μου. Δεν αποκλείω, μάλιστα, να το
προσπάθησε και ο άλλος να του έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα».
«Οπωσδήποτε μπορώ να δω το θέμα από τη σκοπιά του πατέρα σου»,
είπε ο Στράικ. «Ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση».
«Αυτό ακριβώς», είπε ο Γκρέγκορι κάπως καθησυχασμένος, όπως ήταν
άλλωστε κι ο σκοπός του Στράικ.
«Για να επιστρέψουμε στον Λέρα Ρίτσι», είπε ο Στράικ, «απ’ ό,τι ξέρεις,
ο πατέρας σου δεν είχε ποτέ απευθείας επαφές μαζί του, σωστά;»
«Σωστά», είπε ο Γκρέγκορι, «όμως ο κολλητός του πατέρα μου στην
Υπηρεσία είχε, Μπράουνινγκ τον έλεγαν. Υπηρετούσε στο Ηθών. Είχε
πραγματοποιήσει έφοδο σε κάποια λέσχη του Λέρα, αυτό το ξέρω
σίγουρα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να το σχολιάζει».
«Ο Μπράουνινγκ πού βρίσκεται τώρα; Θα μπορούσα να του μιλήσω;»
«Δε ζει πια», είπε ο Γκρέγκορι. «Τι ακριβώς…;»
«Θα ήθελα να μάθω την προέλευση του φιλμ που μου παρέδωσες,
Γκρέγκορι».
«Ιδέα δεν έχω πού το είχε βρει», είπε ο Γκρέγκορι. «Ο πατέρας μου
απλώς το έφερε μια μέρα στο σπίτι, έτσι λέει η μητέρα μου».
«Μήπως έχεις εικόνα του πότε συνέβη αυτό;» ρώτησε ο Στράικ,
ελπίζοντας πως δε θα χρειαζόταν να βρει διακριτικό τρόπο να ρωτήσει αν
ο Τάλμποτ ήταν στα συγκαλά του εκείνο το διάστημα.
«Πρέπει να ήταν τον καιρό που ο πατέρας μου εργαζόταν πάνω στην
υπόθεση Μπάμπορο. Γιατί;»
Ο Στράικ ετοιμάστηκε για μια δύσκολη συνέχεια.
«Δυστυχώς, ήμαστε υποχρεωμένοι να παραδώσουμε το φιλμ στην
αστυνομία».
Ο Χάτσινς είχε αναλάβει να το κάνει, το πρωί που ο Στράικ είχε
ξεκινήσει να κατεβεί στην Κορνουάλη. Ως πρώην αστυνομικός που
εξακολουθούσε να διατηρεί αξιόλογες επαφές στους κόλπους της
Υπηρεσίας, ήξερε πού να το παραδώσει και πώς να διασφαλίσει πως θα
το έβλεπαν οι κατάλληλοι άνθρωποι. Ο Στράικ είχε ζητήσει από τον
Χάτσινς να μην κάνει λόγο στη Ρόμπιν για το φιλμ, ούτε να της πει τι το
είχε κάνει. Επί του παρόντος, η συνεταίρος του δεν είχε την παραμικρή
ιδέα για το περιεχόμενό του.
«Τι πράγμα;» αναφώνησε ο Γκρέγκορι ανάστατος. «Γιατί;»
«Δεν είναι τσόντα», είπε ο Στράικ, μουρμουρίζοντας πλέον από
σεβασμό προς το ηλικιωμένο ζευγάρι που είχε μόλις μπει στην παμπ και
στεκόταν ζαλισμένο από την καταιγίδα που εξακολουθούσε να σαρώνει
την περιοχή, στάζοντας νερά και πεταρίζοντας τα βλέφαρα, σε ελάχιστη
απόσταση από το τραπέζι του. «Είναι ταινία snuff. Κάποιος
κινηματογράφησε μια γυναίκα ενώ τη βίαζαν ομαδικά και τη
μαχαίρωναν».
Ακολούθησε νέα παύση από την άλλη άκρη της γραμμής. Ο Στράικ
παρακολούθησε το ηλικιωμένο ζευγάρι να μετακινείται προς το μπαρ και
τη γυναίκα να βγάζει στη διαδρομή το πλαστικό καπέλο της.
«Δηλαδή τη σκότωσαν;» είπε ο Γκρέγκορι, ενώ η φωνή του ανέβαινε
μια οκτάβα. «Θέλω να πω… είναι σίγουρα αληθινό;»
«Ναι», είπε ο Στράικ.
Δε σκόπευε να μπει σε λεπτομέρειες. Είχε δει ανθρώπους
ετοιμοθάνατους και νεκρούς: τα αίματα που έβλεπες στις ταινίες τρόμου
δεν είχαν καμία σχέση, ενώ, ακόμη και χωρίς ήχο, δε θα του ήταν εύκολο
να ξεχάσει την κουκουλωμένη γυμνή γυναίκα που σπαρταρούσε στο
πάτωμα της αποθήκης, ενώ οι δολοφόνοι της την έβλεπαν να πεθαίνει.
«Και φαντάζομαι πως τους είπες από πού τη βρήκες εσύ, σωστά;»
ρώτησε ο Γκρέγκορι, περισσότερο πανικόβλητος παρά θυμωμένος.
«Δυστυχώς, δεν είχα άλλη επιλογή», είπε ο Στράικ. «Λυπάμαι, όμως
ορισμένοι από τους άντρες που εμπλέκονταν σε αυτή την υπόθεση
ενδέχεται να ζουν ακόμη, οπότε θα μπορούσαν να τους απαγγελθούν
κατηγορίες. Δε γίνεται να θάψω ένα τέτοιο στοιχείο».
«Τίποτε δεν προσπάθησα να θάψω, εγώ δεν ήξερα καν τι ήταν…»
«Δεν ήθελα να πω ότι ήξερες, ούτε πως είχες την όποια πρόθεση να
αποκρύψεις την ταινία…»
«Αν νομίσουν πως… φιλοξενούμε παιδιά, Στράικ…»
«Ενημέρωσα την αστυνομία ότι μου παρέδωσες το υλικό αυτοβούλως,
χωρίς να γνωρίζεις τι περιείχε το φιλμ. Αν χρειαστεί, θα καταθέσω στο
δικαστήριο πως πιστεύω ότι αγνοούσες πλήρως το τι υπήρχε στη σοφίτα
σου. Η οικογένειά σου είχε κάπου σαράντα χρόνια να το καταστρέψει και
δεν το έκανε. Κανείς δεν πρόκειται να σε κατηγορήσει», είπε ο Στράικ,
παρότι γνώριζε άριστα πως οι διάφορες φυλλάδες πολύ πιθανόν να είχαν
διαφορετική άποψη.
«Και το φοβόμουν πως μπορεί να συνέβαινε κάτι τέτοιο», είπε ο
Γκρέγκορι, που πλέον ακουγόταν τρομερά αγχωμένος. «Το φοβόμουν από
τη μέρα που πέρασες από το σπίτι. Όλο αυτό το σκάλισμα μιας τόσο
παλιάς ιστορίας…»
«Μόνος σου μου είπες πως ο πατέρας σου θα ήθελε να δει τη
διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης».
Ακολούθησε νέα παύση και τελικά ο Γκρέγκορι είπε:
«Αυτό είναι αλήθεια. Όχι όμως αν ήταν να στοιχίσει την ψυχική ηρεμία
της μητέρας μου ή αν είναι να έρθει η Πρόνοια και να μας πάρει τα παιδιά
που φιλοξενούμε».
Διάφορες απαντήσεις πέρασαν από το μυαλό του Στράικ, ορισμένες από
αυτές όχι ιδιαίτερα ευγενικές. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν
αντιμέτωπος με την τάση να πιστεύει κάποιος πως οι νεκροί θα
επιθυμούσαν ό,τι ήταν βολικότερο για τους ζωντανούς.
«Είχα υποχρέωση να παραδώσω αυτό το φιλμ στην αστυνομία, από τη
στιγμή που κατάλαβα τι ακριβώς ήταν. Όπως είπα ήδη, θα καταστήσω
σαφές σε οποιονδήποτε ζητήσει εξηγήσεις πως εσύ δεν προσπάθησες να
αποκρύψεις το παραμικρό και ότι παρέδωσες το υλικό αυτοβούλως».
Δεν είχαν κάτι περισσότερο να πουν. Ο Γκρέγκορι, φανερά
δυσαρεστημένος ακόμη, τερμάτισε την κλήση, οπότε ο Στράικ
τηλεφώνησε ξανά στη Ρόμπιν.
Βρισκόταν ακόμη στο σούπερ μάρκετ, αγόραζε εκείνη την ώρα ένα
πακέτο με ξηρούς καρπούς και σταφίδες, τσίχλες κι ένα σαμπουάν για την
ίδια την ώρα που, δυο ταμεία παραδίπλα, ο στόχος της παρακολούθησης
αγόραζε ένα ταλκ, βρεφική τροφή και κάτι πιπίλες, μαζί με διάφορα άλλα
πράγματα.
«Γεια», είπε η Ρόμπιν στο κινητό της, στρέφοντας το βλέμμα προς τη
βιτρίνα του καταστήματος, καθώς η ξανθιά περνούσε από μπροστά της.
«Γεια», είπε ο Στράικ. «Ο Γκρέγκορι Τάλμποτ ήταν στο τηλέφωνο».
«Και τι ήθελε…; Α, ναι», είπε η Ρόμπιν με ξαφνικό ενδιαφέρον,
κάνοντας να ακολουθήσει την ξανθιά έξω από το κατάστημα, «τι περιείχε
εκείνο το φιλμ; Δεν πρόλαβα να ρωτήσω. Κατάφερες να κάνεις τον
προτζέκτορα να λειτουργήσει;»
«Τα κατάφερα», είπε ο Στράικ. «Για το φιλμ θα σου τα πω από κοντά.
Άκου, ήταν και κάτι άλλο που ήθελα να σου πω. Τον Λέρα άφησέ τον σ’
εμένα, εντάξει; Έχω βάλει τον Σάνκερ να ρωτήσει στην πιάτσα. Δε θέλω
να τον αναζητήσεις εσύ, ούτε να μαθευτεί ότι ρωτάς».
«Μήπως να…;»
«Δεν άκουσες τι είπα;»
«Καλά, ντε, πώς κάνεις έτσι!» είπε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη. «Αλλά κι
αυτός ο Ρίτσι, τώρα πια δεν πρέπει να έχει πατήσει τα ενενήντα…;»
«Έχει γιους», είπε ο Στράικ. «Γιους τους οποίους φοβάται ακόμη κι ο
Σάνκερ».
«Α», έκανε η Ρόμπιν, που αντιλήφθηκε πλήρως τον υπαινιγμό.
«Ακριβώς. Οπότε, είμαστε σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι», τον διαβεβαίωσε η Ρόμπιν.
Με το που έκλεισε το τηλέφωνο ο Στράικ, η Ρόμπιν ακολούθησε την
Έλινορ έξω, στη βροχή και πίσω στο σπίτι της. Όταν η εξώπορτα είχε
κλείσει και πάλι, η Ρόμπιν μπήκε στο Land Rover της κι έφαγε το
σακουλάκι με τις σταφίδες και τους ξηρούς καρπούς, παρακολουθώντας
την πόρτα.
Την ώρα που βρισκόταν στο σούπερ μάρκετ, της πέρασε από το μυαλό
η σκέψη πως η Έλινορ μπορεί να φρόντιζε μικρά παιδιά, λαμβάνοντας
υπόψη ορισμένες από τις αγορές της, όμως καθώς το απόγευμα
παραχωρούσε τη θέση του στο βράδυ, δε φάνηκε κανένας γονιός να
αφήνει στο σπίτι το βλαστάρι του, ούτε κι ακούστηκε κάποιο κλάμα
μωρού στον ήσυχο δρόμο.
33
Γιατί αυτός, ο τύραννος, που δεμένη τη βαστούσε
με ξόρκια ισχυρά και μάγια μαύρα,
σε μπουντρούμι βαθύ την είχε δα κλεισμένη
κι εκεί τη βασάνιζε τρομερά,
κι ολημερίς κι ολονυχτίς της προκαλούσε πόνους φριχτούς…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
«Έχεις έρθει άλλη φορά εδώ;» ρώτησε ο Στράικ τη Ρόμπιν, την ώρα που
εκείνη σταματούσε το τζιπ στον χώρο στάθμευσης του Χάμπτον Κορτ.
Κουβέντα δεν είχε αρθρώσει από τη στιγμή που της εξήγησε τι περιείχε
το φιλμ, οπότε ο Στράικ έκανε μια προσπάθεια να εκτονώσει την ένταση.
«Όχι».
Κατέβηκαν από το Land Rover και άρχισαν να διασχίζουν τον χώρο
στάθμευσης, ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει παγερή.
«Πού ακριβώς θα συναντήσουμε τη Σύνθια;»
«Στην καφετέρια Βασιλική κουζίνα», είπε η Ρόμπιν. «Φαντάζομαι πως
θα μας δώσουν κάποιο χάρτη στο εκδοτήριο των εισιτηρίων».
Ήξερε πως δεν ευθυνόταν ο Στράικ για το περιεχόμενο του φιλμ που
είχε βρεθεί κρυμμένο στη σοφίτα του Γκρέγκορι Τάλμποτ. Δεν το είχε
βάλει αυτός εκεί, δεν το είχε κρατήσει κρυμμένο επί σαράντα χρόνια,
ούτε θα μπορούσε να φανταστεί, όταν το τοποθετούσε στη μηχανή
προβολής, πως επρόκειτο να παρακολουθήσει τις ύστατες, πανικόβλητες,
βασανιστικές στιγμές μιας γυναίκας. Ούτε και θα ήθελε να της είχε
κρύψει την αλήθεια σχετικά με το τι είχε δει. Όμως ο ξερός και ουδέτερος
τρόπος με τον οποίο είχε περιγράψει την όλη εμπειρία είχε ενοχλήσει τη
Ρόμπιν. Κι άσχετα με το αν κάτι τέτοιο ήταν λογικό ή όχι, ήθελε να τον
δει να εκφράζει με κάποιον τρόπο την αποστροφή, την αηδία ή τη φρίκη
του.
Ίσως όμως κάτι τέτοιο να μην ήταν ρεαλιστικό. Ο Στράικ είχε
υπηρετήσει χρόνια ως στρατονόμος πριν τον γνωρίσει η Ρόμπιν, κι εκεί
είχε διδαχτεί μιαν αποστασιοποίηση, την οποία υπήρχαν φορές που
ζήλευε η Ρόμπιν. Κάτω από το αποφασιστικά ψύχραιμο παρουσιαστικό
της, η Ρόμπιν αισθανόταν ταραγμένη και αηδιασμένη, κι ήθελε να ξέρει
πως όταν ο Στράικ είχε παρακολουθήσει το φιλμ με τις τελευταίες στιγμές
εκείνης της γυναίκας, είχε συναίσθηση πως έβλεπε έναν άνθρωπο
αληθινό όσο ο ίδιος.
Απλώς μια ιερόδουλη.
Τα βήματά τους ηχούσαν δυνατά πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο, ενώ το
επιβλητικό τούβλινο ανάκτορο υψωνόταν μπροστά τους, κι η Ρόμπιν, που
ήθελε να αποδιώξει εκείνες τις φρικτές εικόνες από το μυαλό της,
προσπάθησε να θυμηθεί όλα όσα γνώριζε για τον Ερρίκο Η΄, εκείνο τον
ανηλεή όσο και εύσωμο ηγεμόνα της δυναστείας των Τυδώρ, που είχε
αποκεφαλίσει δύο από τις έξι συζύγους του, όμως για κάποιο λόγο
κατέληξε αντί γι’ αυτόν να σκέφτεται τον Μάθιου.
Την εποχή που η Ρόμπιν έπεσε θύμα βάναυσου βιασμού από έναν άντρα
που φορούσε μάσκα γορίλα και παραμόνευε κάτω από τη σκάλα, στη
φοιτητική της εστία, ο Μάθιου είχε φερθεί με καλοσύνη, υπομονή και
κατανόηση. Για τη δικηγόρο της Ρόμπιν, η πηγή της εκδικητικότητας που
επιδείκνυε ο Μάθιου σε μια υπόθεση που κανονικά θα κατέληγε σε ένα
συνηθισμένο διαζύγιο, πρέπει να αποτελούσε πραγματικό μυστήριο, όμως
η Ρόμπιν είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως το τέλος του γάμου τους
είχε προκαλέσει βαθύτατο σοκ στον Μάθιου, καθώς ο ίδιος θεωρούσε
πως προέκυπτε ένα απαράγραπτο χρέος απέναντί του, λόγω του ότι της
είχε παρασταθεί στη δυσκολότερη περίοδο της ζωής της. Με απλά λόγια,
η Ρόμπιν ήταν πεπεισμένη πως ο Μάθιου θεωρούσε πως του ήταν αιώνια
υπόχρεη.
Τα μάτια της Ρόμπιν βούρκωσαν. Στρέφοντας ελαφρά την ομπρέλα της
στο πλάι, έτσι ώστε να μη βλέπει ο Στράικ το πρόσωπό της, ανοιγόκλεισε
τα βλέφαρά της επίμονα ξανά και ξανά, μέχρι που τα μάτια της
στέγνωσαν και πάλι.
Σιωπηλοί, προχώρησαν σε ένα πλακόστρωτο προαύλιο, ώσπου η Ρόμπιν
σταμάτησε ξαφνικά. Ο Στράικ, που ποτέ δεν αισθανόταν άνετα όταν
κινούνταν σε ακανόνιστες επιφάνειες στηριγμένος στο προσθετικό του
μέλος, δεν ενοχλήθηκε από τη στάση, αν και αισθανόταν μια κάποια
ανησυχία πως επρόκειτο να γίνει στόχος ενός ξεσπάσματος.
«Δες εκεί», είπε η Ρόμπιν, δείχνοντας προς τα κάτω, τις βρεγμένες
πλάκες.
Ο Στράικ κοίταξε καλύτερα και διέκρινε έκπληκτος έναν μικρό σταυρό
του Αγίου Ιωάννη, χαραγμένο πάνω σε ένα μικρό τετράγωνο τούβλο.
«Σύμπτωση», είπε.
Προχώρησαν, με τη Ρόμπιν να κοιτάζει ολόγυρα, πιέζοντας τον εαυτό
της να παρατηρήσει τον χώρο. Βρέθηκαν σε ένα δεύτερο προαύλιο, όπου
μια ομάδα μαθητών, ντυμένη με αδιάβροχα με κουκούλες, άκουγε έναν
ξεναγό, ντυμένο με φορεσιά μεσαιωνικού γελωτοποιού.
«Πω, πω», έκανε σιγανά η Ρόμπιν, όπως έριχνε μια ματιά προς τα πίσω
κι ύστερα οπισθοχωρούσε μερικά βήματα, ώστε να διακρίνει καλύτερα το
αντικείμενο που έστεκε ψηλά στον τοίχο, πάνω από την καμάρα. «Εκεί
δες!»
Ο Στράικ συμμορφώθηκε με την υπόδειξη και αντίκρισε ένα πελώριο,
περίτεχνο αστρονομικό ρολό του δεκάτου έκτου αιώνα, μπλε και χρυσό.
Στην περίμετρο ήταν χαραγμένα τα ζώδια, τόσο με τα σύμβολα, με τα
οποία ο Στράικ είχε εξοικειωθεί άθελά του, όσο και με εικόνες που
αντιστοιχούσαν σε κάθε ζώδιο. Η Ρόμπιν χαμογέλασε βλέποντας την
έκφραση έκπληξης ανάμεικτης με εκνευρισμό που απλώθηκε στο
πρόσωπο του Στράικ.
«Τι κοιτάς;» είπε διακρίνοντας τη θυμηδία στον τρόπο που τον
κοιτούσε.
«Εσένα», απάντησε εκείνη στρίβοντας για να προχωρήσει. «Βλέπεις
ζώδια και φουντώνεις».
«Ας περνούσες κι εσύ τρεις εβδομάδες παλεύοντας να βγάλεις άκρη με
όλες εκείνες τις μπαρούφες του Τάλμποτ και θα βλέπαμε πόσο κέφι θα
έκανες τα ζώδια», απάντησε ο Στράικ.
Στάθηκε κατά μέρος, για να αφήσει τη Ρόμπιν να περάσει πρώτη μέσα
στο ανάκτορο. Ακολουθώντας τον χάρτη που είχε δοθεί στον Στράικ,
ακολούθησαν έναν πλακόστρωτο στεγασμένο διάδρομο, που οδηγούσε
προς τη Βασιλική κουζίνα.
«Εγώ πάντως νομίζω πως η αστρολογία είναι μια μορφή ποίησης», είπε
η Ρόμπιν, που κατέβαλλε συνειδητή προσπάθεια να μη σκέφτεται το
παλιό φιλμ του Τάλμποτ, ούτε τον τέως σύζυγό της. «Δε λέω πως έχει
κάποια βάση, όμως υπάρχει ένα είδος… συμμετρίας σε όλα αυτά, μια
τάξη…»
Πίσω από μια πόρτα στα δεξιά, εμφανίστηκε ένας μικρός κήπος από την
εποχή των Τυδώρ. Ζωηρόχρωμα, εραλδικά θηρία έστεκαν φύλακες γύρω
από τετράγωνα παρτέρια, κατακλυσμένα από βότανα του δεκάτου έκτου
αιώνα. Η ξαφνική εμφάνιση της κατάστικτης λεοπάρδαλης, του λευκού
ελαφιού και του κόκκινου δράκου φάνταζε στη Ρόμπιν σαν ένα κίνητρο
για να προχωρήσει, μια ανάγλυφη αποτύπωση της δύναμης και της
γοητείας των συμβόλων και των μύθων.
«Έχει μια κάποια… όχι κυριολεκτική λογική», συνέχισε η Ρόμπιν,
καθώς τα αλλόκοτα, ιδιότροπα πλάσματα χάνονταν πίσω τους, «όμως
υπάρχει λόγος που επιβίωσε ως τις μέρες μας».
«Και βέβαια υπάρχει», συμφώνησε ο Στράικ. «Μερικοί άνθρωποι
πιστεύουν ό,τι μαλακία τούς ξεφουρνίσεις».
Ο Στράικ ανακουφίστηκε κάπως βλέποντας τη Ρόμπιν να χαμογελά.
Πέρασαν μέσα στην καφετέρια με τους λευκούς τοίχους, τα μικρά
μολυβένια παράθυρα και τα έπιπλα από σκούρα οξιά.
«Βρες ένα ήσυχο τραπέζι να καθίσουμε. Πάω να φέρω κάτι να πιούμε.
Τι θέλεις, καφέ;»
Αφού επέλεξε ένα πλαϊνό δωμάτιο όπου δεν υπήρχε ψυχή, η Ρόμπιν
κάθισε σε ένα τραπέζι, κάτω από ένα παράθυρο, κι έριξε μια ματιά στο
φυλλάδιο με την ιστορία του ανακτόρου, που τους είχαν δώσει μαζί με τα
εισιτήριά τους. Εκεί έμαθε πως οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη ήταν κάποτε
κάτοχοι της γης όπου έστεκε το ανάκτορο, γεγονός που εξηγούσε τον
σταυρό στο πλακόστρωτο, και ότι ο καρδινάλιος Γούλσεϊ είχε
παραχωρήσει το συγκρότημα στον Ερρίκο Η΄, σε μια μάταιη, όπως
αποδείχτηκε, προσπάθεια να αποφύγει τη συρρίκνωση της επιρροής του.
Όμως, μόλις διάβασε πως το φάντασμα της δεκαεννιάχρονης Κάθριν
Χάουαρντ υποτίθεται πως διέτρεχε ουρλιάζοντας το Στοιχειωμένο
Υπερώο, ικετεύοντας στην αιωνιότητα τον πενηντάχρονο σύζυγό της, τον
βασιλιά, να μην την αποκεφαλίσει, η Ρόμπιν έκλεισε το φυλλάδιο χωρίς
να διαβάσει τη συνέχεια. Ο Στράικ έφτασε με τους καφέδες και τη βρήκε
να κάθεται με τα μπράτσα σταυρωμένα και το βλέμμα στραμμένο στο
κενό.
«Όλα εντάξει;»
«Ναι», είπε εκείνη. «Απλώς σκεφτόμουν τα ζώδια».
«Πάλι;» είπε ο Στράικ με μια ελαφρά αγανάκτηση.
«Ο Γιουνγκ θεωρεί πως τα ζώδια αποτέλεσαν την πρώτη απόπειρα του
ανθρώπου να προσεγγίσει την ψυχολογία, το ήξερες αυτό;»
«Δεν το ήξερα», ομολόγησε ο Στράικ όπως καθόταν απέναντί της. Η
Ρόμπιν, όπως γνώριζε ήδη ο ντετέκτιβ, σπούδαζε ψυχολογία στο
πανεπιστήμιο, πριν αφήσει τις σπουδές της στη μέση. «Δεν υπάρχει όμως
καμία δικαιολογία να ασχολούμαστε πλέον με αυτές τις σαχλαμάρες,
τώρα που έχουμε την πραγματική ψυχολογία, σωστά;»
«Οι δοξασίες και οι δεισιδαιμονίες δεν έχουν πάψει να υφίστανται. Ούτε
και θα πάψουν. Οι άνθρωποι τις έχουν ανάγκη», είπε η Ρόμπιν πίνοντας
μια γουλιά καφέ. «Νομίζω ότι ένας αμιγώς επιστημονικός κόσμος θα ήταν
ένας κόσμος ψυχρός. Ο Γιουνγκ, εκτός των άλλων, αναφέρθηκε και στο
συλλογικό ασυνείδητο. Στα αρχέτυπα που φωλιάζουν μέσα σε όλους
μας».
Ο Στράικ όμως, του οποίου η μητέρα είχε φροντίσει ώστε ο γιος της να
περάσει ένα μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας μέσα σε μια αχλή
θυμιαμάτων, βρόμας και μυστικισμού, σχολίασε κοφτά:
«Καλά, ναι. Εγώ είμαι με τη Λογική».
«Στους ανθρώπους αρέσει να αισθάνονται πως συνδέονται με κάτι
μεγαλύτερο», είπε η Ρόμπιν στρέφοντας το βλέμμα της έξω, προς τον
βροχερό ουρανό. «Νομίζω πως είναι κάτι που σε κάνει να αισθάνεσαι
λιγότερη μοναξιά. Η αστρολογία σε συνδέει με το σύμπαν, έτσι δεν είναι;
Με αρχαίους μύθους και ιδέες…»
«…και, εντελώς συμπτωματικά, νταντεύει το εγώ σου», είπε ο Στράικ.
«Σε κάνει να αισθάνεσαι λιγότερο ασήμαντος. “Κοίτα πόσο ξεχωριστός
μού λέει το σύμπαν ότι είμαι”. Δεν αποδέχομαι την άποψη πως έχω
οτιδήποτε κοινό με τους άλλους ανθρώπους που γεννήθηκαν στις 23
Νοεμβρίου, όπως δεν αποδέχομαι την άποψη πως το ότι γεννήθηκα στην
Κορνουάλη με καθιστά για κάποιο λόγο καλύτερο από κάποιον που
γεννήθηκε στο Μάντσεστερ».
«Εγώ ποτέ δεν είπα…»
«Εσύ μπορεί να μην το είπες, όμως το λέει ο παλιότερός μου φίλος»,
είπε ο Στράικ. «Ο Ντέιβ Πόλγουορθ».
«Λες εκείνον που φορτώνει όταν δε βάζουν τη σημαία της Κορνουάλης
πάνω στις φράουλες;»
«Α, γεια σου. Πωρωμένος Κορνουαλός εθνικιστής. Έτσι και
αμφισβητήσεις αυτό που λέει, τα γυρίζει –“Δε λέω πως είμαστε καλύτεροι
απ’ όλους τους άλλους”– όμως θεωρεί πως δε θα έπρεπε να επιτρέπεται
να αγοράσεις ακίνητο ή οικόπεδο εκεί κάτω, εκτός κι αν μπορείς να
αποδείξεις πως κατάγεσαι από την Κορνουάλη. Κι αν αγαπάς τα δόντια
σου, καλύτερα να μην του θυμίσεις πως του λόγου του γεννήθηκε στο
Μπέρμιγχαμ».
Η Ρόμπιν χαμογέλασε.
«Κατά βάση όμως είναι η ίδια νοοτροπία, σωστά;» είπε ο Στράικ.
«“Είμαι ξεχωριστός και διαφορετικός επειδή γεννήθηκα σε αυτή τη γωνιά
της γης”. “Είμαι ξεχωριστός και διαφορετικός επειδή γεννήθηκα τη
δωδέκατη ημέρα του Ιουνίου…”»
«Όμως το πού γεννήθηκες πράγματι επηρεάζει το ποιος είσαι», είπε η
Ρόμπιν. «Οι κοινωνικές νόρμες και η γλώσσα ασκούν επίδραση. Κι έχουν
πραγματοποιηθεί έρευνες που αποδεικνύουν ότι άνθρωποι που έχουν
γεννηθεί σε διάφορες εποχές του χρόνου εμφανίζουν μεγαλύτερη τάση
εκδήλωσης συγκεκριμένων θεμάτων υγείας».
«Σαν να λέμε, ο Ρόι Φιπς αιμορραγεί πολύ επειδή γεννήθηκε…;
Καλημέρα!» είπε ο Στράικ, αφήνοντας απότομα τη φράση του στη μέση,
καθώς το βλέμμα του στρεφόταν προς την πόρτα.
Η Ρόμπιν γύρισε και είδε, μένοντας κατάπληκτη για μια στιγμή, μια
λεπτή γυναίκα, ντυμένη με ένα μακρύ, πράσινο φόρεμα και καλύπτρα της
εποχής των Τυδώρ.
«Αχ, λυπάμαι πάρα πολύ!» είπε η γυναίκα γνέφοντας προς το ρούχο της
και γελώντας νευρικά, καθώς πλησίαζε στο τραπέζι τους. «Νόμιζα πως θα
προλάβαινα να αλλάξω! Ξεναγούσα τους μαθητές ενός σχολείου,
αργήσαμε να τελειώσουμε…»
Ο Στράικ σηκώθηκε και πρότεινε το χέρι του, ώστε να ανταλλάξουν
χειραψία.
«Κόρμοραν Στράικ», είπε. Καθώς το μάτι του έπεσε πάνω στο κολιέ
από απομιμήσεις μαργαριταριών, απ’ όπου κρεμόταν το γράμμα «B»,
είπε: «Η Αν Μπολέιν να υποθέσω;»
Το γέλιο της Σύνθια περιλάμβανε άθελά της και μερικά ρουθουνίσματα,
στοιχείο που ενίσχυσε την ομοιότητά της, παρότι ήταν μεσήλικη, με
λιανή μαθητριούλα. Οι κινήσεις της δεν ταίριαζαν με το εντυπωσιακό
βελούδινο φόρεμα, καθώς ήταν κάπως υπερβολικές και άχαρες.
«Χα, χα χα, ναι, εγώ είμαι! Είναι η μόλις δεύτερη φορά που υποδύομαι
την Αν. Κι εκεί που νομίζεις πως έχεις σκεφτεί όλες τις ερωτήσεις που θα
μπορούσαν να σου κάνουν τα παιδιά, γυρνάει ένα και λέει: “Πώς ένιωσες
όταν σου έκοψαν το κεφάλι;” Χα, χα, χα, χα!»
Η Σύνθια δεν ήταν καθόλου έτσι όπως την είχε φανταστεί η Ρόμπιν.
Συνειδητοποιούσε τώρα πως η φαντασία της είχε σκαρώσει μια νεαρή
ξανθιά γυναίκα, το στερεότυπο της Σκανδιναβής νταντάς… ή μήπως η
απάντηση βρισκόταν στο ότι η Σάρα Σάντλοκ είχε κατάξανθα, σχεδόν
λευκά μαλλιά;
«Καφέ;» ρώτησε ο Στράικ τη Σύνθια.
«Α… καφέ, ναι, παρακαλώ, θαυμάσια, ευχαριστώ», είπε η Σύνθια με
υπερβολικά ζωηρό ενθουσιασμό. Όταν απομακρύνθηκε ο Στράικ, η
Σύνθια έδειξε με μια μικρή παντομίμα πως δυσκολευόταν να αποφασίσει
πού να καθίσει, ώσπου η Ρόμπιν, χαμογελώντας, τράβηξε την καρέκλα
δίπλα της και της πρότεινε με τη σειρά της το χέρι της.
«Α, ναι, γεια!» είπε η Σύνθια, όπως καθόταν και αντάλλασσαν χειραψία.
Είχε πρόσωπο λεπτό, χλωμό και τη δεδομένη στιγμή χαμογελούσε κάπως
αγχωμένη. Οι ίριδες των μεγάλων ματιών της είχαν έντονα στίγματα, έτσι
που προέκυπτε ένα απροσδιόριστο χρώμα, κάτι ανάμεσα σε μπλε,
πράσινο και γκρι, ενώ τα δόντια της ήταν αρκετά στραβά.
«Αν κατάλαβα σωστά, υποδύεστε ρόλους στις ξεναγήσεις;» ρώτησε η
Ρόμπιν.
«Ναι, ακριβώς, αυτή τη φορά ήμουν η άμοιρη Αν, χα, χα, χα», είπε η
Σύνθια καταλήγοντας σε ένα ακόμη νευρικό, όλο ρουθουνίσματα γέλιο.
«“Δεν κατάφερα να χαρίσω στον βασιλιά έναν γιο! Είπαν πως ήμουν
μάγισσα!” Κάτι τέτοια πράγματα αρέσει στα παιδιά να ακούνε· χρειάζεται
να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια, για να χωρέσω στην αφήγηση και τις
πολιτικές παραμέτρους, χα, χα, χα. Η δύσμοιρη η Αν». Τα λεπτά της χέρια
κινούνταν νευρικά.
«Ω, είμαι ακόμη… τουλάχιστον, μπορώ να βγάλω αυτό το πράγμα
τώρα, χα, χα, χα!»
Η Σύνθια βάλθηκε να αφαιρεί τα τσιμπιδάκια που στερέωναν την
καλύπτρα της. Παρότι καταλάβαινε ότι η Σύνθια αισθανόταν μεγάλη
νευρικότητα και ότι τα συνεχή γέλια της ήταν περισσότερο μια εκτόνωση
του άγχους της παρά γνήσια ευθυμία, η Ρόμπιν θυμήθηκε και πάλι τη
Σάρα Σάντλοκ, που είχε την τάση να γελάει πολύ και δυνατά, ιδίως όταν
βρισκόταν κοντά στον Μάθιου. Είτε συνειδητά είτε όχι, το γέλιο της
Σύνθια επέβαλλε ένα είδος υποχρέωσης: χαμογέλα με τη σειρά σου ή
δώσε την εντύπωση πως δεν τη συμπαθείς. Η Ρόμπιν θυμήθηκε ένα
ντοκιμαντέρ με θέμα κάτι μαϊμούδες, που είχε παρακολουθήσει μια
νύχτα, όταν από την κούραση δεν είχε κουράγιο να σηκωθεί για να πάει
στο κρεβάτι: και οι χιμπατζήδες γελούσαν ο ένας στον άλλον,
προκειμένου να εκφράσουν κοινωνική συνοχή.
Όταν επέστρεψε ο Στράικ στο τραπέζι με τον καφέ της Σύνθια, τη βρήκε
ασκεπή. Τα σκούρα μαλλιά της ήταν κατά το ήμισυ γκρίζα, πιασμένα
προς τα πίσω, σε μια κοντή λεπτή αλογοουρά.
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που δεχτήκατε να μας συναντήσετε,
κυρία Φιπς», είπε όπως καθόταν στην καρέκλα του.
«Μα, όχι, παρακαλώ, χαρά μου», είπε η Σύνθια κουνώντας τα λεπτά της
χέρια, ενώ γελούσε και πάλι. «Ευχαρίστως να κάνω ό,τι μπορώ για να
βοηθήσω την Άννα με… όμως, ο Ρόι δεν ήταν καλά το τελευταίο
διάστημα, οπότε δε θα ήθελα να τον ταράξω, ενώ δεν έχει συνέλθει
πλήρως».
«Λυπάμαι που το ακούω…»
«Ναι, σας ευχαριστώ, όχι, έχει καρκίνο του προστάτη», είπε η Σύνθια,
χωρίς να γελάσει αυτή τη φορά. «Υποβάλλεται σε ακτινοβολίες. Δεν
αισθάνεται και τόσο καλά. Η Άννα και η Κιμ πέρασαν σήμερα το πρωί
από το σπίτι να του κάνουν παρέα, αλλιώς δε θα μπορούσα να… Δε μου
αρέσει να τον αφήνω μόνο του τέτοιες ώρες, όμως τα κορίτσια είναι εκεί,
οπότε σκέφτηκα πως θα μπορούσα κι εγώ…»
Το τέλος της φράσης χάθηκε, καθώς η γυναίκα έπινε μια γουλιά καφέ.
Το χέρι της έτρεμε ελαφρά όπως ακούμπησε το φλιτζάνι στο πιατάκι.
«Η προγονή σας φαντάζομαι σας είπε…» έκανε να πει ο Στράικ, όμως η
Σύνθια αμέσως τον διέκοψε.
«Η κόρη μου. Δεν αποκαλώ ποτέ την Άννα προγονή μου. Να με
συγχωρείτε, όμως αισθάνομαι απέναντί της ακριβώς όπως αισθάνομαι για
τον Τζέρεμι και την Έλι. Καμία απολύτως διαφορά».
Η Ρόμπιν αναρωτήθηκε κατά πόσο ήταν αλήθεια αυτό. Είχε τη
στενάχωρη συναίσθηση πως ένα κομμάτι του εαυτού της έστεκε
παράμερα και παρακολουθούσε τη Σύνθια με επικριτική ματιά. Δεν είναι
η Σάρα, υπενθύμισε στον εαυτό της.
«Λοιπόν, είμαι βέβαιος πως η Άννα σας εξήγησε για ποιο λόγο μάς
προσέλαβε και τι σημαίνει αυτό».
«Α, ναι», είπε ήρεμα η Σύνθια. «Όχι, οφείλω να ομολογήσω πως
περίμενα μια τέτοια εξέλιξη εδώ και αρκετό καιρό. Ελπίζω πως η όλη
διαδικασία δε θα κάνει τα πράγματα χειρότερα για την ίδια».
«Ε… ναι, το ίδιο ελπίζουμε κι εμείς, προφανώς», είπε ο Στράικ, οπότε η
Σύνθια γέλασε και είπε: ««Α, όχι, φυσικά, ναι».
Ο Στράικ έβγαλε το σημειωματάριό του, μέσα στο οποίο είχε μερικές
διπλωμένες φωτοτυπίες και ένα στιλό.
«Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με την κατάθεση που δώσατε στην
αστυνομία;»
«Εδώ την έχετε;» είπε η Σύνθια δείχνοντας αιφνιδιασμένη. «Την
πρωτότυπη;»
«Μια φωτοτυπία», είπε ο Στράικ καθώς την ξεδίπλωνε.
«Τι… αστείο. Να τη βλέπω ξανά ύστερα από τόσα χρόνια. Δεκαοκτώ
χρονών ήμουν. Κοπελίτσα! Είναι λες και μεσολάβησε ολόκληρος αιώνας,
χα, χα, χα!»
Η υπογραφή στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας, όπως παρατήρησε η
Ρόμπιν, ήταν στρογγυλεμένη και κάπως παιδική. Ο Στράικ έδωσε τις
φωτοτυπημένες σελίδες στη Σύνθια, η οποία τις πήρε με ύφος σχεδόν
τρομαγμένο.
«Δυστυχώς, είμαι φοβερά δυσλεκτική», είπε. «Έφτασα σαράντα δύο
χρονών, μέχρι να διαγνωστώ. Οι γονείς μου νόμιζαν πως ήμουν
αδιόρθωτη τεμπέλα, χα, χα, χα… χμ, οπότε…»
«Μήπως θα προτιμούσατε να σας τη διάβαζα εγώ;» προσφέρθηκε ο
Στράικ. Αμέσως η Σύνθια του επέστρεψε τις σελίδες.
«Αχ, σας ευχαριστώ… έτσι μαθαίνω όλες τις σημειώσεις μου για τις
ξεναγήσεις, ακούγοντας ηχογραφήσεις, χα, χα, χα…»
Ο Στράικ έστρωσε τα φωτοτυπημένα χαρτιά πάνω στο τραπέζι.
«Παρακαλώ να με διακόψετε, αν θελήσετε να συμπληρώσετε ή να
διορθώσετε το οτιδήποτε», είπε στη Σύνθια, κι εκείνη έγνεψε καταφατικά
και είπε πως θα το έκανε.
«“Όνομα, Σύνθια Τζέιν Φιπς… ημερομηνία γέννησης, 20 Ιουλίου
1957… διεύθυνση κατοικίας, Προσάρτημα, Οικία Μπρουμ, οδός
Τσερτς”… δηλαδή με τη Μάργκοτ μένατε στο…;»
«Είχα αυτόνομο διαμέρισμα πάνω από το διπλό γκαράζ», διευκρίνισε η
Σύνθια. Η Ρόμπιν είχε την αίσθηση πως τόνισε ελαφρά το «αυτόνομο».
«“Εργάζομαι ως νταντά της κορούλας του δρα Φιπς και της δρα
Μπάμπορο και μένω στο σπίτι τους…”»
«Αυτόνομο στούντιο ήταν», παρενέβη η Σύνθια. «Είχε δική του
είσοδο».
«“Το ωράριο εργασίας μου… Δε νομίζω πως μας ενδιαφέρουν αυτά”,
μουρμούρισε ο Στράικ. «Εδώ είμαστε. “Το πρωί της 11ης Οκτωβρίου,
έπιασα δουλειά στις 7 π.μ. Είδα τη δρα Μπάμπορο πριν αναχωρήσει για
την εργασία της. Μου φάνηκε ίδια όπως πάντα. Μου υπενθύμισε πως θα
καθυστερούσε να επιστρέψει, καθώς θα συναντούσε τη φίλη της, τη
δεσποινίδα Ούνα Κένεντι, για ποτό κοντά στον χώρο εργασίας της.
Καθώς ο δρ Φιπς παρέμενε κλινήρης εξαιτίας του πρόσφατου ατυχήματός
του…”»
«Σας είπε η Άννα πως ο Ρόι πάσχει από τη Νόσο φον Βίλεμπραντ;»
ρώτησε αγχωμένη η Σύνθια.
«Ε… δε νομίζω πως μας το είπε εκείνη, πάντως αναφέρεται στον
φάκελο της αστυνομίας».
«Α, δε σας το είπε;» ρώτησε η Σύνθια, που φάνηκε δυσαρεστημένη με
τη συγκεκριμένη πληροφορία. «Ναι, είναι Τύπος Τρία. Η περίπτωσή του
είναι βαριά, εξίσου σοβαρή με την αιμοφιλία. Το γόνατό του είχε πρηστεί
και πονούσε πολύ, μετά βίας κατάφερνε να κουνιέται», είπε η Σύνθια.
«Ναι», είπε με τη σειρά του ο Στράικ, «όλα αυτά αναφέρονται στον
φάκελο…»
«Όχι, σας το λέω επειδή το ατύχημα το έπαθε στις επτά του μήνα»,
επέμεινε η Σύνθια, που έμοιαζε αποφασισμένη να τονίσει το
συγκεκριμένο σημείο. «Έβρεχε εκείνη την ημέρα δυνατά, μπορείτε να το
διασταυρώσετε. Όπως περπατούσε γύρω από το νοσοκομείο, πηγαίνοντας
προς τον χώρο στάθμευσης, ένας ασθενής από τα εξωτερικά ιατρεία
έπεσε πάνω του με ένα ποδήλατο. Ο Ρόι σκόνταψε στην μπροστινή ρόδα,
γλίστρησε, χτύπησε το γόνατό του κι άνοιξε μεγάλη πληγή. Πλέον κάνει
προληπτικά ενέσεις, οπότε δε συμβαίνει τόσο έντονα όσο παλιά, όμως
εκείνα τα χρόνια, έτσι και τραυματιζόταν, μπορούσε να καταλήξει στο
κρεβάτι για εβδομάδες».
«Μάλιστα», είπε ο Στράικ οπότε, κρίνοντας πως αυτή ήταν η πλέον
διακριτική επιλογή, σημείωσε προσεκτικά όλες αυτές τις λεπτομέρειες,
τις οποίες είχε διαβάσει ήδη στις δηλώσεις του ίδιου του Ρόι και στις
καταθέσεις του στην αστυνομία.
«Όχι, η Άννα ξέρει πως ο πατέρας της δεν αισθανόταν καλά εκείνη την
ημέρα. Από την πρώτη στιγμή το ήξερε», συμπλήρωσε η Σύνθια.
Ο Στράικ συνέχισε να της διαβάζει την κατάθεση. Ήταν μια επανάληψη
δεδομένων που ο Στράικ και η Ρόμπιν γνώριζαν ήδη. Η Σύνθια ήταν
υπεύθυνη για τη μικρούλα Άννα στο σπίτι. Η μητέρα του Ρόι είχε περάσει
από εκεί στη διάρκεια της ημέρας. Η Βίλμα Μπέιλις είχε καθαρίσει επί
τρεις ώρες και ύστερα είχε φύγει. Η Σύνθια πήγαινε κάθε τόσο τσάι στον
ασθενή και στη μητέρα του. Στις 6 μ.μ., η Έβελιν Φιπς επέστρεψε στο
μπανγκαλόου όπου διέμενε για να παίξει μπριτζ με φίλους, αφήνοντας
στον γιο της έναν δίσκο με φαγητό.
«“Στις 8 το βράδυ παρακολουθούσα τηλεόραση στο καθιστικό του
ισογείου, όταν άκουσα το τηλέφωνο να χτυπά στο χολ. Συνήθως
απαντούσα στο τηλέφωνο μόνο αν απουσίαζαν τόσο ο δρ Φιπς όσο και η
δρ Μπάμπορο. Καθώς ο δρ Φιπς βρισκόταν στο σπίτι και μπορούσε να
απαντήσει από τη συσκευή που είχε δίπλα στο κρεβάτι του, δεν
απάντησα.
»“Περίπου πέντε λεπτά αργότερα άκουσα το γκονγκ που είχε
τοποθετήσει η κυρία Έβελιν Φιπς δίπλα στο κρεβάτι του δρα Φιπς για
κάθε ενδεχόμενο. Ανέβηκα επάνω. Ο δρ Φιπς παρέμενε στο κρεβάτι. Μου
είπε πως είχε τηλεφωνήσει η δεσποινίδα Κένεντι. Η δρ Μπάμπορο δεν
είχε εμφανιστεί στην παμπ. Ο δρ Φιπς είπε πως θεωρούσε ότι είχε
καθυστερήσει στη δουλειά ή το είχε ξεχάσει. Μου ζήτησε να πω στη δρα
Μπάμπορο να ανεβεί στο υπνοδωμάτιό τους αμέσως μόλις επέστρεφε.
»“Επέστρεψα στο ισόγειο. Περίπου μία ώρα αργότερα άκουσα και πάλι
το γκονγκ, οπότε πήγα επάνω και αυτή τη φορά βρήκα τον δρα Φιπς
φανερά ανήσυχο για τη σύζυγό του. Με ρώτησε αν είχε επιστρέψει. Του
απάντησα πως δεν είχε γυρίσει. Μου ζήτησε να παραμείνω στο δωμάτιο,
όσο εκείνος τηλεφωνούσε στο σπίτι της δεσποινίδας Κένεντι. Η
δεσποινίδα Κένεντι ακόμη δεν είχε δει τη δρα Μπάμπορο, ούτε είχε νέα
της. Ο δρ Φιπς κατέβασε το ακουστικό και με ρώτησε τι είχε μαζί της η
δρ Μπάμπορο όταν έφυγε από το σπίτι εκείνο το πρωί. Του είπα πως
κρατούσε μονάχα την προσωπική και την ιατρική της τσάντα. Με ρώτησε
αν η δρ Μπάμπορο είχε αναφέρει πως θα επισκεπτόταν τους γονείς της.
Απάντησα πως δεν είχε πει κάτι τέτοιο. Μου ζήτησε να παραμείνω, όσο
εκείνος τηλεφωνούσε στη μητέρα της δρα Μπάμπορο.
»“Η κυρία Μπάμπορο δεν είχε νέα της κόρης της, ούτε την είχε δει.
Πλέον, ο δρ Φιπς ήταν πολύ ανήσυχος και μου ζήτησε να κατεβώ στο
ισόγειο και να κοιτάξω στο συρτάρι, στη βάση του ρολογιού που έστεκε
πάνω στο τζάκι του καθιστικού, για να δω μήπως υπήρχε κάτι εκεί. Πήγα
και κοίταξα. Δεν υπήρχε τίποτε εκεί. Επέστρεψα στον επάνω όροφο και
ενημέρωσα τον δρα Φιπς πως το συρτάρι του ρολογιού ήταν άδειο. Ο δρ
Φιπς μου εξήγησε πως στο συρτάρι αυτό άφηναν κάποιες φορές με τη
σύζυγό του σημειώματα προσωπικού χαρακτήρα. Αυτό ήταν κάτι που δε
γνώριζα ως τότε.
»“Στη συνέχεια μου ζήτησε να μείνω μαζί του όσο εκείνος
τηλεφωνούσε στη μητέρα του, καθώς υπήρχε περίπτωση να μου ανέθετε
και κάποια άλλη δουλειά. Μίλησε με τη μητέρα του και ζήτησε τη
συμβουλή της. Ήταν ένας σύντομος διάλογος. Όταν έκλεισε το
τηλέφωνο, ο δρ Φιπς ζήτησε τη γνώμη μου, αν θεωρούσα πως έπρεπε να
ειδοποιήσει την αστυνομία. Απάντησα πως πίστευα πως αυτό έπρεπε να
κάνει. Είπε πως θα το έκανε. Μου ζήτησε να επιστρέψω στο ισόγειο και
να ανοίξω στους αστυνομικούς όταν θα έρχονταν και να τους οδηγήσω
στο υπνοδωμάτιό του. Οι αστυνομικοί έφτασαν περίπου μισή ώρα
αργότερα και τους οδήγησα στο υπνοδωμάτιο του δρα Φιπς.
»“Δε μου φάνηκε πως η συμπεριφορά της δρα Μπάμπορο ήταν
ασυνήθιστη, όταν έφυγε από το σπίτι εκείνο το πρωί. Οι σχέσεις μεταξύ
του δρα Φιπς και της δρα Μπάμπορο έδειχναν απόλυτα αρμονικές. Μου
προκαλεί μεγάλη έκπληξη η εξαφάνισή της, που είναι ξένη προς τον
χαρακτήρα της. Έχει μεγάλη αδυναμία στην κόρη της και μου είναι
αδύνατο να φανταστώ πως θα εγκατέλειπε το μωρό ή πως θα έφευγε
χωρίς να πει στον σύζυγό της ή σ’ εμένα πού θα πήγαινε.
»“Υπογραφή και ημερομηνία, Σύνθια Φιπς, 12 Οκτωβρίου 1974”».
«Ναι, όχι, δηλαδή… Δεν έχω κάτι να προσθέσω σε όλα αυτά», είπε η
Σύνθια. «Τι παράξενο που ήταν να τα ακούω πάλι!» σχολίασε με ένα
ακόμη κοφτό, όλο ρουθουνίσματα γέλιο, όμως η Ρόμπιν είχε την
εντύπωση πως διέκρινε φόβο στο βλέμμα της.
«Το ζήτημα είναι προφανώς, χμ, λεπτό, όμως μήπως θα μπορούσαμε να
σταθούμε για λίγο στην κατάθεσή σας σχετικά με τις σχέσεις του Ρόι και
της Μάργκοτ…»
«Ναι, λυπάμαι, όχι, δεν πρόκειται να σχολιάσω τον γάμο τους», είπε η
Σύνθια. Στα χλωμά της μάγουλα εμφανίστηκαν μαβιά στίγματα. «Όλοι οι
άνθρωποι κάποια στιγμή τσακώνονται, όλες οι σχέσεις έχουν τα πάνω και
τα κάτω τους, όμως δεν είναι πρέπον να σχολιάσω εγώ τον γάμο τους».
«Απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε, ο σύζυγός σας δε θα μπορούσε να…» έκανε
να πει η Ρόμπιν.
«Ο σύζυγος της Μάργκοτ», αντέτεινε η Σύνθια. «Όχι, βλέπετε, είναι δύο
εντελώς διαφορετικά άτομα. Στη σκέψη μου».
Πολύ βολικό, σχολίασε μια φωνή μέσα στο κεφάλι της Ρόμπιν.
«Απλώς εξετάζουμε την περίπτωση να αποφάσισε να φύγει», είπε ο
Στράικ, «ίσως προκειμένου να σκεφτεί ή…»
«Όχι, η Μάργκοτ δε θα σηκωνόταν να φύγει έτσι, χωρίς να πει μια
κουβέντα. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος».
«Η Άννα μας είπε πως η γιαγιά της…» έκανε να πει η Ρόμπιν.
«Η Έβελιν είχε εκδηλώσει συμπτώματα πρόωρου Αλτσχάιμερ, δε θα
μπορούσε να πάρει κανείς στα σοβαρά τα όσα έλεγε», είπε η Σύνθια κι ο
τόνος της φωνής της ήταν ψηλότερος και πιο νευρικός. «Πάντοτε
προσπαθούσα να το εξηγήσω αυτό στην Άννα, πάντοτε της έλεγα πως δεν
υπήρχε περίπτωση να την εγκατέλειπε η Μάργκοτ. Πάντοτε της το έλεγα
αυτό», επανέλαβε.
Με εξαίρεση, επέμεινε η φωνή μέσα στο κεφάλι της Ρόμπιν, το διάστημα
που καμωνόσουν πως ήσουν η πραγματική της μητέρα, κρύβοντας από το
παιδί την ύπαρξη της Μάργκοτ.
«Συνεχίζουμε λοιπόν», είπε ο Στράικ. «Ισχύει ότι κάποια στιγμή
δεχτήκατε ένα τηλεφώνημα, στα δεύτερα γενέθλια της Άννας, από μια
γυναίκα που ισχυρίστηκε πως ήταν η Μάργκοτ;»
«Χμ, ναι, όχι, σωστά», είπε η Σύνθια. Ήπιε μια ακόμη τρεμάμενη
γουλιά καφέ. «Βρισκόμουν στην κουζίνα, άπλωνα το γλάσο στην τούρτα
των γενεθλίων, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, οπότε δεν υπήρχε κίνδυνος να
ξεχάσω ποια μέρα συνέβη αυτό, χα, χα, χα. Όταν απάντησα, η γυναίκα
είπε: “Εσύ είσαι, Σύνθια;” Εγώ είπα: “Ναι”, κι εκείνη είπε: “Η Μάργκοτ
είμαι. Να ευχηθείς στη μικρούλα Άννι χρόνια πολλά από τη μανούλα της.
Και να την προσέχεις”. Την επόμενη στιγμή η γραμμή νέκρωσε.
»Απόμεινα να στέκομαι εκεί πέρα», είπε μιμούμενη πως κρατούσε
κάποιο αόρατο εργαλείο κουζίνας στο χέρι, και προσπάθησε να γελάσει
ξανά, όμως δεν ακούστηκε ο παραμικρός ήχος, «κρατώντας τη σπάτουλα.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Η Άννα έπαιζε στο καθιστικό. Ήμουν…
Αποφάσισα πως το σωστό ήταν να τηλεφωνήσω στον Ρόι, στη δουλειά.
Μου είπε να ειδοποιήσω την αστυνομία, κι αυτό έκανα».
«Θεωρήσατε πως ήταν πράγματι η Μάργκοτ;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι. Δεν ήταν… θέλω να πω, ακούστηκε σαν εκείνη, όμως δε νομίζω
πως ήταν εκείνη».
«Πιστεύετε δηλαδή πως κάποιος μιμήθηκε τη φωνή της;»
«Προσπαθούσε να τη μιμηθεί, ναι. Την προφορά δηλαδή. Λονδρέζικη,
λαϊκή, όμως… όχι, δεν είχα εκείνη την αίσθηση που σου δημιουργείται
όταν απλώς ξέρεις ποιος είναι…»
«Είστε βέβαιη πως ήταν γυναίκα;» ρώτησε ο Στράικ. «Δε θα μπορούσε
να ήταν κάποιος άντρας που μιμούνταν μια γυναικεία φωνή;»
«Δεν το νομίζω», είπε η Σύνθια.
«Η Μάργκοτ αποκαλούσε ποτέ την Άννα “μικρούλα Άννι”;» ρώτησε η
Ρόμπιν.
«Τη φώναζε με ένα σωρό χαϊδευτικά», είπε η Σύνθια με θλιμμένο ύφος.
«Άννι Φαντάνγκο, Ανναμπέλα, Αγγελάκι… ίσως κάποιος να μάντεψε ή
μπορεί να έκανε λάθος το όνομα… Όμως η συγκυρία ήταν… Εν τω
μεταξύ, είχαν μόλις εντοπίσει κομμάτια από το πιο πρόσφατο θύμα του
Κριντ. Την κοπέλα που πέταξε στον γκρεμό…»
«Την Άντρεα Χούτον», είπε η Ρόμπιν. Η Σύνθια έδειξε να ταράζεται
κάπως, που η άλλη είχε το όνομα στην άκρη της γλώσσας της.
«Ναι, την κομμώτρια».
«Όχι», είπε η Ρόμπιν. «Κομμώτρια ήταν η Σούζαν Μέγιερ. Η Άντρεα
ήταν μεταπτυχιακή φοιτήτρια».
«Α, ναι», είπε η Σύνθια. «Σωστά… Δεν το έχω καθόλου με τα
ονόματα… Τέλος πάντων, ο Ρόι είχε μόλις βιώσει όλη εκείνη τη
δοκιμασία με την αναγνώριση, χμ, καταλαβαίνετε, των κομματιών της
σορού που είχε ξεβράσει η θάλασσα, οπότε οι ελπίδες μας να… όχι οι
ελπίδες μας», είπε η Σύνθια, που έμοιαζε να έχει φρίξει με τη λέξη που
της είχε ξεφύγει, «δεν το εννοούσα αυτό! Όχι, προφανώς
ανακουφιστήκαμε που δεν ήταν η Μάργκοτ, όμως αναπόφευκτα σου
περνάει από το μυαλό, καταλαβαίνετε, πως ίσως πάρεις τελικά κάποια
απάντηση…»
Ο Στράικ αναλογίστηκε τη δική του ένοχη ευχή, η βασανιστική,
παρατεταμένη πορεία της Τζόαν προς τον θάνατο να ολοκληρωνόταν
σύντομα. Ένα πτώμα, οσοδήποτε οδυνηρό κι αν ήταν αυτό, σήμαινε πως
η αγωνία θα μπορούσε να αναζητήσει έκφραση και ανακούφιση ανάμεσα
στα λουλούδια, στις νεκρολογίες, στο τελετουργικό, κάποια παρηγοριά
από τον Θεό, το αλκοόλ και τους άλλους ανθρώπους που θρηνούσαν· και
αφού συνέβαιναν όλα αυτά, θα γινόταν το πρώτο βήμα προς τη
συνειδητοποίηση της απαίσιας πραγματικότητας πως μια ζωή είχε σβήσει
και η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί.
«Τα είχαμε ήδη περάσει όλα αυτά μια φορά, όταν εντόπισαν το άλλο
πτώμα στη Λίμνη Αλεξάνδρα», είπε η Σύνθια.
«Της Σούζαν Μέγιερ», μουρμούρισε η Ρόμπιν.
«Είχαν δείξει φωτογραφίες στον Ρόι και τις δύο φορές… Κι ύστερα
αυτό το τηλεφώνημα, αμέσως μετά που είχε αναγκαστεί… για δεύτερη
φορά… ήταν…»
Ξαφνικά, η Σύνθια έβαλε τα κλάματα, όχι όπως η Ούνα Κένεντι, με το
κεφάλι ψηλά και τα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλα, αλλά σκυμμένη
πάνω από το τραπέζι, κρύβοντας το πρόσωπό της, ενώ οι τρεμάμενες
παλάμες της στήριζαν το μέτωπό της.
«Λυπάμαι πολύ», είπε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Το ήξερα πως θα
ήταν απαίσιο όλο αυτό… δε μιλάμε ποτέ για εκείνη, τώρα… τώρα πια…
λυπάμαι…»
Έκλαψε για μερικά ακόμη δευτερόλεπτα κι ύστερα πίεσε τον εαυτό της
να σηκώσει και πάλι το κεφάλι, ενώ τα μεγάλα της μάτια ήταν πλέον ροζ
και κλαμένα.
«Ο Ρόι ήθελε να πιστέψει πως δεν ήταν η Μάργκοτ στο τηλέφωνο. Όλη
την ώρα έλεγε: “Είσαι σίγουρη, είσαι σίγουρη, ακουγόταν σαν εκείνη;” Η
αγωνία του ήταν τρομερή, όσο η αστυνομία ιχνηλατούσε την προέλευση
του τηλεφωνήματος…
»Είστε πολύ ευγενικοί», είπε, κι αυτή τη φορά το γέλιο της ακούστηκε
κάπως υστερικό, «όμως ξέρω τι θέλετε να μάθετε και τι θέλει να μάθει η
Άννα, παρότι της το έχω εξηγήσει ξανά και ξανά… Δε συνέβαινε το
παραμικρό ανάμεσα σ’ εμένα και στον Ρόι πριν από την εξαφάνιση της
Μάργκοτ, αλλά και μετά, επί τέσσερα χρόνια… Μήπως σας είπε πως ο
Ρόι κι εγώ είμαστε συγγενείς;»
Το είπε σαν να πίεζε τον εαυτό της να το ομολογήσει, παρότι το να είσαι
τρίτος ξάδελφος με κάποιον δεν είναι τελικά ιδιαίτερα στενή συγγένεια. Η
Ρόμπιν όμως, που είχε κατά νου το αιματολογικό θέμα του Ρόι,
αναρωτήθηκε μήπως οι Φιπς, σαν άλλοι Ρομανόφ, θα ήταν φρόνιμο να
μην παντρεύονται τα ξαδέλφια τους.
«Ναι, μας το ανέφερε», είπε ο Στράικ.
«Πριν πάω να δουλέψω στο σπίτι τους, είχα σιχαθεί να ακούω το όνομά
του, ξέρετε. Όλη την ώρα μου έλεγαν: “Κοίτα τον ξάδελφο Ρόι, που παρά
τα θέματα υγείας που αντιμετωπίζει, έγινε δεκτός στο Κολέγιο Ιμπίριαλ
και σπουδάζει ιατρική. Αν προσπαθούσες περισσότερο κι εσύ, Σύνθια…”
Παλιά άκουγα γι’ αυτόν κι ανακατευόμουν, χα, χα, χα!»
Η Ρόμπιν θυμήθηκε τη φωτογραφία του νεαρού Ρόι στις εφημερίδες: το
ευαίσθητο πρόσωπο, τα ίσια μαλλιά, το βλέμμα του ποιητή. Πολλές
γυναίκες έβρισκαν τα τραύματα και τις ασθένειες ρομαντικές σε έναν
γοητευτικό άντρα. Άλλωστε κι ο Μάθιου, στα χειρότερα ξεσπάσματα της
ζήλιας του απέναντι στον Στράικ, δεν είχε επικαλεστεί το
ακρωτηριασμένο του πόδι, το τραύμα του πολεμιστή, απέναντι στο οποίο
ο ίδιος, αρτιμελής και υγιής, δεν είχε καμία ελπίδα να επικρατήσει;
«Ίσως σας ακουστεί απίστευτο, όμως στη δική μου σκέψη, όταν ήμουν
κοπέλα δεκαεπτά χρονών, το καλύτερο πράγμα που είχε ο Ρόι ήταν η
Μάργκοτ! Όχι, τη θεωρούσα θαυμάσια, τόσο… τόσο μοδάτη και, ξέρετε,
με τόσες απόψεις και πράγματα…
»Εκείνη μου πρότεινε να δειπνήσουμε μαζί, όταν έμαθε πως είχα
πατώσει στις εξετάσεις μου. Που λέτε, στα μάτια μου ήταν μια ηρωίδα, τη
λάτρευα, οπότε ενθουσιάστηκα. Της άνοιξα απόλυτα την καρδιά μου, της
είπα πως δεν άντεχα να ξαναδώσω εξετάσεις, ήθελα απλώς να βγω στον
πραγματικό κόσμο και να κερδίσω το ψωμί μου. Κι εκείνη είπε: “Κοίτα,
είσαι θαυμάσια με τα παιδιά, τι θα έλεγες να ερχόσουν και να φρόντιζες
το μωρό μου όταν επιστρέψω στη δουλειά; Θα πω στον Ρόι να φτιάξει τα
δωμάτια πάνω από το γκαράζ για σένα”».
»Οι γονείς μου έγιναν έξαλλοι», είπε η Σύνθια με μία ακόμη θαρραλέα
αλλά αποτυχημένη απόπειρα να γελάσει. «Ήταν έξω φρενών μαζί της
αλλά και με τον Ρόι, παρότι στην πραγματικότητα εκείνος αρχικά δεν
ήθελε να πάω, γιατί προτιμούσε να μείνει η Μάργκοτ στο σπίτι για να
φροντίζει η ίδια την Άννα. Οι γονείς μου, πάλι, έλεγαν πως η γιατρίνα
έψαχνε φτηνό υπηρετικό προσωπικό. Τώρα πια μπορώ να δω τα
πράγματα περισσότερο από τη δική τους σκοπιά. Ούτε κι εγώ είμαι
σίγουρη πως θα ενθουσιαζόμουν, αν μια γυναίκα έπειθε κάποια από τις
κόρες μου να παρατήσει το σχολείο και να εγκατασταθεί στο σπίτι της,
για να φροντίζει ξένο παιδί. Όμως τότε δε με ένοιαζε, τη λάτρευα τη
Μάργκοτ. Ήμουν ενθουσιασμένη».
Η Σύνθια σώπασε για λίγο και τα λυπημένα της μάτια έμοιαζαν να
ατενίζουν το κενό, αφηρημένα, οπότε η Ρόμπιν αναρωτήθηκε αν
αναλογιζόταν τις τεράστιες και αναπόδραστες πλέον επιπτώσεις της
απόφασής της να δεχτεί τη θέση της νταντάς, που αντί να αποτελέσει το
εφαλτήριο προς τη δική της ανεξαρτησία, την είχε στείλει σε ένα σπίτι
από το οποίο δε θα δραπέτευε ποτέ, την είχε οδηγήσει στο να μεγαλώσει
το παιδί της Μάργκοτ σαν να ήταν δικό της, να πλαγιάσει με τον σύζυγο
της Μάργκοτ, παγιδευμένη για πάντα στη σκιά της γιατρού που η ίδια
ισχυριζόταν πως λάτρευε. Άραγε, πώς ήταν να ζεις με μια τόσο
κολοσσιαία απουσία;
«Μετά που εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, οι γονείς μου ήθελαν να φύγω.
Δεν ήθελαν να μείνω μόνη στο σπίτι με τον Ρόι, γιατί ο κόσμος είχε
αρχίσει να κουτσομπολεύει. Μάλιστα, είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται
σπόντες και στις εφημερίδες, όμως σας ορκίζομαι στη ζωή των παιδιών
μου», είπε η Σύνθια με ένα είδος άνευρης οριστικότητας, «δεν είχε συμβεί
το παραμικρό ανάμεσα στον Ρόι κι εμένα, ποτέ, προτού εξαφανιστεί η
Μάργκοτ, αλλά ούτε και για πολύ καιρό μετά. Για χάρη της Άννας έμεινα,
γιατί δε μου έκανε καρδιά να την αφήσω… είχε εξελιχτεί σε κόρη μου!»
Δεν ήταν κόρη σου, επέμεινε η ασυμβίβαστη φωνή μέσα στο κεφάλι της
Ρόμπιν. Κι έπρεπε να της το είχες πει από μόνη σου.
«Για καιρό μετά αφότου εξαφανίστηκε η Μάργκοτ, ο Ρόι δεν έκανε
κάποια σχέση. Υπήρχε μια συνάδελφος στη δουλειά για ένα διάστημα»,
είπε η Σύνθια, οπότε το λεπτό της πρόσωπο αναψοκοκκίνισε και πάλι,
«όμως αυτό κράτησε λίγους μόλις μήνες. Η Άννα δεν τη συμπάθησε.
»Εγώ είχα δεσμό, ας πούμε, με έναν νεαρό, όμως μου έδωσε τα
παπούτσια στο χέρι. Είπε πως ήταν σαν να τα είχε με παντρεμένη γυναίκα
με παιδί, γιατί εγώ έδινα πάντα προτεραιότητα στην Άννα και στον Ρόι.
»Οπότε, κάποια στιγμή, δεν ξέρω…» είπε η Σύνθια με τρεμάμενη φωνή
και τη μια παλάμη σφιγμένη γροθιά, τη δεύτερη να την καπακώνει σφιχτά
«…με τον καιρό… συνειδητοποίησα πως είχα ερωτευτεί τον Ρόι. Ποτέ
όμως δεν τόλμησα να ελπίσω πως θα ήθελε να είναι μαζί μου. Η Μάργκοτ
ήταν τόσο έξυπνη, τόσο… τόσο ισχυρή προσωπικότητα, κι εκείνος πολύ
μεγαλύτερός μου, πολύ πιο έξυπνος κι εκλεπτυσμένος…
»Ένα βράδυ, αφότου είχα βάλει την Άννα για ύπνο κι ετοιμαζόμουν να
πάω κι εγώ στο δωμάτιό μου, με ρώτησε τι είχε γίνει με τον Γουίλ, το
αγόρι μου, και του είπα πως είχαμε χωρίσει, οπότε με ρώτησε τι συνέβη,
πιάσαμε την κουβέντα και κάποια στιγμή είπε… είπε: “Είσαι πολύ
ξεχωριστός άνθρωπος και σου αξίζει κάποιος πολύ καλύτερός του”. Και
έπειτα… έπειτα ήπιαμε ένα ποτό…
»Αυτό έγινε τέσσερα χρόνια μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ»,
επανέλαβε η Σύνθια. «Ήμουν δεκαοκτώ χρονών όταν εξαφανίστηκε, κι
είχα φτάσει είκοσι δύο όταν ο Ρόι κι εγώ… ομολογήσαμε πως τρέφαμε
αμοιβαία αισθήματα. Το κρατήσαμε κρυφό, προφανώς. Πέρασαν άλλα
τρία χρόνια, μέχρι να καταφέρει ο Ρόι να εξασφαλίσει το πιστοποιητικό
θανάτου της Μάργκοτ».
«Πρέπει να ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση», είπε ο Στράικ.
Η Σύνθια γύρισε και τον κοίταξε για λίγο αγέλαστη. Έδειχνε να έχει
γεράσει από την ώρα που κάθισε στο τραπέζι.
«Επί σχεδόν σαράντα χρόνια βλέπω εφιάλτες πως επιστρέφει η
Μάργκοτ στο σπίτι και με πετάει έξω», είπε κάνοντας μια προσπάθεια να
γελάσει. «Δεν το είπα ποτέ στον Ρόι. Δε θέλω να ξέρω αν τη βλέπει κι
αυτός στα όνειρά του. Δε μιλάμε για εκείνη. Είναι ο μόνος τρόπος για να
το διαχειριστούμε. Είχαμε πει όλα όσα είχαμε να πούμε στην αστυνομία,
μεταξύ μας, στην υπόλοιπη οικογένεια. Τα είχαμε αναλύσει εξοντωτικά
ώρες ατελείωτες. “Είναι καιρός να κλείσει η πόρτα”, έτσι το έθεσε ο Ρόι.
Είπε: “Αφήσαμε την πόρτα ανοιχτή για πάρα πολύ καιρό. Δεν πρόκειται
να επιστρέψει”.
»Γράφτηκαν κάποια μοχθηρά σχόλια στις εφημερίδες, καταλαβαίνετε,
όταν παντρευτήκαμε. “Σύζυγος εξαφανισμένης γιατρού παντρεύεται
νεαρή νταντά”. Όπως και να το έγραφαν, απαίσιο θα ακουγόταν, σωστά;
Ο Ρόι είπε να μην τους δώσω σημασία. Οι γονείς μου είχαν φρίξει με την
όλη κατάσταση. Χρειάστηκε πρώτα να γεννήσω τον Τζέρεμι, για να
μαλακώσουν.
»Δεν είχαμε καμία πρόθεση να παραπλανήσουμε την Άννα. Απλώς
περιμέναμε… δεν ξέρω… προσπαθούσαμε να βρούμε την κατάλληλη
στιγμή, να της εξηγήσουμε… όμως, πώς εξηγείς μια τέτοια κατάσταση;
Με έλεγε “Μανούλα”», ψιθύρισε η Σύνθια, «ήταν ε-ευτυχισμένη, ένα
απόλυτα ευτυχισμένο κοριτσάκι, όμως κάποια στιγμή τα παιδιά στο
σχολείο τής είπαν για τη Μάργκοτ, κι αυτό κατέστρεψε τα πάντα…»
Από κάπου κοντά ακούστηκε μια δυνατή διασκευή για συνθεσάιζερ του
«Greensleaves». Και οι τρεις τους σάστισαν, ώσπου η Σύνθια, γελώντας
και πάλι με τη μύτη, είπε: «Το κινητό μου είναι!» Έβγαλε τη συσκευή από
μια βαθιά τσέπη του φορέματός της και απάντησε στην κλήση.
«Ρόι;» είπε.
Η Ρόμπιν, από το σημείο όπου καθόταν, άκουγε τον Ρόι να μιλάει
οργισμένα. Ξαφνικά, η Σύνθια φάνηκε να ταράζεται. Δοκίμασε να
σηκωθεί, όμως πάτησε τον ποδόγυρο του φορέματός της και παραπάτησε.
Ενώ προσπαθούσε να ξεμπλέξει, είπε:
«Όχι, δεν… αχ, τι έκανε. Θεέ μου… Ρόι, δεν ήθελα να σου το πω
γιατί… όχι… ναι, εδώ είμαι, μαζί τους!»
Όταν με τα πολλά κατάφερε να ξεμπλέξει από το φόρεμα και το
τραπέζι, η Σύνθια βγήκε παραπατώντας από το δωμάτιο. Η καλύπτρα που
φορούσε νωρίτερα γλίστρησε από την καρέκλα της. Η Ρόμπιν έσκυψε να
την πιάσει, να την ακουμπήσει πάνω στην καρέκλα της Σύνθια, κι όπως
σήκωσε το κεφάλι, είδε τον Στράικ να την κοιτάζει.
«Τι;» ρώτησε η Ρόμπιν.
Εκείνος ετοιμαζόταν να της απαντήσει, όταν επέστρεψε η Σύνθια.
Έμοιαζε καταρρακωμένη.
«Ο Ρόι ξέρει… του το είπε η Άννα. Θέλει να περάσετε από το σπίτι».
36
Πάει και βρίσκει φάρμακα, τον πόνο να γλυκάνει·
μα στις καρδιές που κρύβουν μυστικά, διπλός είναι ο πόνος,
φλόγες λυσσασμένες, που πασχίζει να καταπνίξει.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Το ξυπνητήρι της Ρόμπιν άρχισε να χτυπά στις έξι και μισή το πρωί της
Παρασκευής, την ώρα που έβλεπε ένα όνειρο με τον Μάθιου: είχε έρθει
να τη βρει στο διαμέρισμα στο Ερλς Κορτ και την είχε ικετέψει να
γυρίσει κοντά του, λέγοντάς της πως είχε φερθεί σαν βλάκας, πως δε θα
παραπονιόταν ποτέ ξανά για τη δουλειά της, εξορκίζοντάς τη να
παραδεχτεί πως της είχε λείψει αυτό που είχαν κάποτε. Την είχε ρωτήσει
αν της άρεσε ειλικρινά να μένει σε νοικιασμένο διαμέρισμα, χωρίς την
ασφάλεια και τη συντροφικότητα του γάμου, οπότε στο όνειρο η Ρόμπιν
είχε αισθανθεί κάτι να την τραβά προς την παλιά της σχέση, πριν την
περιπλέξει η δουλειά και ο Στράικ. Στο όνειρο, ήταν ένας νεότερος
Μάθιου, ένας πολύ πιο γλυκομίλητος Μάθιου, κι η Σάρα Σάντλοκ είχε
μπει στο περιθώριο σαν ένα λάθος, μία ανοησία, ένα ανούσιο λάθος. Στο
βάθος, γυρόφερνε ο άνθρωπος με τον οποίο συγκατοικούσε η Ρόμπιν, όχι
πλέον ο διακριτικός και ευγενικός Μαξ, αλλά μια χλωμή κλαψιάρα
κοπέλα, που επαναλάμβανε επί λέξει τα επιχειρήματα του Μάθιου,
χαχάνιζε κάθε φορά που γυρνούσε εκείνος να την κοιτάξει και παρότρυνε
τη Ρόμπιν να του προσφέρει αυτό που της ζητούσε. Μόνον όταν
κατάφερε να κλείσει το ξυπνητήρι και να σκορπίσει τη ζάλη του ύπνου,
μπόρεσε η Ρόμπιν, που ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα πάνω στο μαξιλάρι
της, να συνειδητοποιήσει πόσο πολύ έμοιαζε η συγκάτοικος του ονείρου
της στη Σύνθια Φιπς.
Πασχίζοντας να καταλάβει γιατί είχε ρυθμίσει το ξυπνητήρι να χτυπήσει
τόσο νωρίς, ανακάθισε στο κρεβάτι, ενώ οι κρεμ τοίχοι του δωματίου της
είχαν μια μπλε-μοβ απόχρωση στο φως της αυγής, και τότε θυμήθηκε ότι
ο Στράικ είχε κανονίσει συνάντηση όλων των συνεργατών του γραφείου,
την πρώτη τους τελευταίους δύο μήνες, και ότι της είχε ζητήσει να έρθει
περίπου μία ώρα νωρίτερα από τους άλλους και πάλι, ώστε να μπορέσουν
να συζητήσουν για την υπόθεση Μπάμπορο, πριν αρχίσουν να
καταφτάνουν οι υπόλοιποι.
Φοβερά κουρασμένη, κατάσταση που έτεινε να καταστεί μόνιμη το
τελευταίο διάστημα, η Ρόμπιν έκανε ντους και ντύθηκε, κουμπώνοντας με
δυσκολία τα ρούχα της, ξεχνώντας πού είχε ακουμπήσει το κινητό της,
συνειδητοποιώντας πως το πουλόβερ της είχε έναν λεκέ, ενώ ήδη
ανέβαινε τη σκάλα που οδηγούσε στην κουζίνα και γενικά νιώθοντας
έναν εκνευρισμό με τη ζωή και τα ξυπνήματα αξημέρωτα. Όταν κάποια
στιγμή έφτασε στον επάνω όροφο, βρήκε τον Μαξ καθισμένο στην
τραπεζαρία, φορώντας τη ρόμπα του, να μελετά επισταμένως ένα βιβλίο
μαγειρικής. Η τηλεόραση έπαιζε: στην οθόνη, η παρουσιάστρια της
πρωινής εκπομπής έθετε το ερώτημα κατά πόσο η ημέρα του Αγίου
Βαλεντίνου ήταν μία άσκηση καταναλωτικού κυνισμού ή ευκαιρία να
τονωθεί η ζωή ενός ζευγαριού με μιαν άκρως απαραίτητη δόση
ρομαντισμού.
«Έχει κάποιες ιδιαίτερες διατροφικές απαιτήσεις ο Κόρμοραν;» τη
ρώτησε ο Μαξ και, βλέποντας τη Ρόμπιν να τον κοιτάζει σαν χαμένη,
διευκρίνισε: «Γι’ απόψε. Για το δείπνο».
«Α», έκανε η Ρόμπιν, «όχι. Τρώει τα πάντα».
Τσέκαρε τα email στο κινητό της και ήπιε μια κούπα σκέτο καφέ.
Αισθάνθηκε ένα μικρό περόνιασμα ανησυχίας, μόλις το μάτι της έπεσε
πάνω σε ένα μήνυμα από τη δικηγόρο της, με τίτλο «Διαμεσολάβηση».
Το άνοιξε και διαπίστωσε πως περιλάμβανε την πρόταση για μια
συγκεκριμένη ημερομηνία: Τετάρτη 19 Μαρτίου, σε περισσότερο από
έναν μήνα από τώρα. Φαντάστηκε τον Μάθιου να συνεννοείται με τον
δικηγόρο του, να συμβουλεύεται το ημερολόγιό του, να επιβάλλει την
εξουσία του όπως πάντα. Είμαι τελείως κλεισμένος για τις επόμενες
τριάντα ημέρες. Τελικά, τον φαντάστηκε να κάθεται απέναντί της σε μια
αίθουσα συσκέψεων, με τους δικηγόρους τους να κάθονται δίπλα τους,
οπότε αισθάνθηκε πανικό ανάμεικτο με οργή.
«Καλό θα ήταν να έτρωγες κάτι για πρωινό», είπε ο Μαξ, ενώ συνέχιζε
να μελετά βιβλία μαγειρικής.
«Θα τσιμπήσω κάτι αργότερα», είπε η Ρόμπιν κι έκλεισε το μήνυμα.
Μάζεψε το παλτό της, που το είχε αφήσει κρεμασμένο στο μπράτσο του
καναπέ και είπε:
«Μαξ, ελπίζω να θυμάσαι πως ο αδελφός μου και η φίλη του πρόκειται
να έρθουν εδώ το Σαββατοκύριακο, ναι; Αμφιβάλλω αν θα περάσουν ώρα
εδώ. Απλώς θα έχουν μια βάση για τα πέρα-δώθε τους».
«Όχι, όχι, όλα καλά», είπε αόριστα ο Μαξ, χαμένος στις συνταγές.
Η Ρόμπιν βγήκε στη δροσερή, υγρή ατμόσφαιρα της μέρας που μόλις
ξεκινούσε και πρόλαβε να φτάσει μέχρι στον σταθμό του μετρό προτού
συνειδητοποιήσει πως δεν είχε μαζί το πορτοφόλι της.
«Σκατά!»
Κανονικά, η Ρόμπιν ήταν τακτικός άνθρωπος, οργανωτικός και
συγκροτημένος· σπάνια έκανε τέτοιο λάθος. Με τα μαλλιά της να
ανεμίζουν, επέστρεψε τροχάδην στο διαμέρισμα, προσπαθώντας να
φανταστεί πού στην ευχή το είχε παρατήσει, ενώ αναρωτιόταν, νιώθοντας
τα πρώτα σκιρτήματα του πανικού, μήπως της είχε πέσει στον δρόμο ή
της το είχαν βουτήξει μέσα από την τσάντα.
Την ίδια ώρα, στην οδό Ντένμαρκ, ο νυσταλέος Στράικ έβγαινε από το
ντους χωρίς να στηρίζεται στις πατερίτσες του, με τα μάτια πρησμένα,
νιώθοντας μιαν αντίστοιχη εξάντληση. Οι παρενέργειες μίας εβδομάδας
αφιερωμένης στην κάλυψη της βάρδιας του Μπάρκλεϊ και του Χάτσινς
είχαν αρχίσει να γίνονται κάτι παραπάνω από αισθητές, σε σημείο που
μετάνιωνε κάπως που είχε προτείνει στη Ρόμπιν να έρθει στο γραφείο από
τόσο νωρίς.
Όμως, με το που φόρεσε το παντελόνι του, το κινητό του άρχισε να
χτυπά και, νιώθοντας το περόνιασμα του φόβου, διέκρινε στην οθόνη το
τηλέφωνο του Τεντ και της Τζόαν.
«Τεντ;»
«Γεια, Κορμ. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας, εντάξει;» είπε ο
Τεντ. «Ήθελα απλώς να σε ενημερώσω για τις εξελίξεις».
«Ακούω», είπε ο Στράικ, όπως στεκόταν γυμνόστηθος και ξυλιασμένος
στο γκρίζο φως που περνούσε μέσα από τις υπερβολικά λεπτές κουρτίνες
της σοφίτας.
«Δεν είναι και πολύ καλά. Η Κερένζα έλεγε μήπως προσπαθούσαμε να
την πάμε στο νοσοκομείο, όμως η θεία σου δε θέλει να πάει. Στο κρεβάτι
είναι ακόμη, δεν… χτες όλη μέρα δε σηκώθηκε», είπε ο Τεντ, ενώ η φωνή
του έσπαγε. «Δεν τη βαστούσαν τα πόδια της».
«Σκατά», μουρμούρισε ο Στράικ, όπως καθόταν βαρύς στο κρεβάτι του.
«Εντάξει, Τεντ, έρχομαι».
«Δε γίνεται», είπε ο θείος του. «Ο τόπος εδώ γύρω είναι
πλημμυρισμένος. Είναι επικίνδυνα. Η αστυνομία λέει στον κόσμο να
μείνει σπίτι, να μην ταξιδέψει. Η Κερένζα μπορεί… λέει πως μπορεί να
κουμαντάρει τον πόνο κι από εδώ. Έφερε φάρμακα και μπορεί να της
κάνει την ένεση… γιατί η θεία σου δεν τρώει και πολύ τώρα. Η Κερένζα
λέει πως δεν… ξέρεις… δεν πιστεύει πως θα συμβεί…»
Τον πήραν τα κλάματα.
«…άμεσα, όμως… λέει… δε θ’ αργήσει».
«Έρχομαι», είπε ο Στράικ αποφασιστικά. «Η Λούσι ξέρει πόσο άσχημα
είναι η Τζόαν;»
«Πήρα πρώτα εσένα», είπε ο Τεντ.
«Θα την ειδοποιήσω εγώ, μη σε νοιάζει. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις της
μιλήσω και κατασταλάξουμε σε ένα σχέδιο, εντάξει;»
Ο Στράικ τερμάτισε την κλήση και τηλεφώνησε στη Λούσι.
«Αχ, Θεέ μου, όχι», αναφώνησε ταραγμένη η αδελφή του, μόλις της
περιέγραψε με δυο κουβέντες και χωρίς συναισθηματισμούς τα όσα είχε
πει ο Τεντ. «Στικ, δε γίνεται να ξεκινήσω αμέσως… ο Γκρεγκ λείπει στην
Ουαλία»!
«Τι στον κόρακα γυρεύει ο Γκρεγκ στην Ουαλία;»
«Για δουλειά πήγε… αχ, Θεέ μου, τι θα κάνουμε;»
«Πότε γυρνάει ο Γκρεγκ;»
«Αργά αύριο το βράδυ».
«Τότε κατεβαίνουμε το πρωί της Κυριακής».
«Πώς; Τα τρένα δεν εκτελούν δρομολόγια, οι δρόμοι είναι
πλημμυρισμένοι…»
«Θα νοικιάσω κάποιο τζιπ, δεν ξέρω. Θα μας περιμένει ο Πόλγουορθ
στην απέναντι πλευρά με βάρκα, αν χρειαστεί. Θα σου τηλεφωνήσω
ξανά, μόλις τα κανονίσω όλα».
Ο Στράικ ντύθηκε, ετοίμασε ένα τσάι και λίγο φρυγανισμένο ψωμί, τα
πήρε μαζί του κάτω, στο γραφείο των συνεταίρων και τηλεφώνησε ξανά
στον Τεντ, παρακάμπτοντας τις ενστάσεις του, προκειμένου να τον
ενημερώσει πως, είτε του άρεσε είτε όχι, αυτός και η Λούσι έρχονταν την
Κυριακή. Καταλάβαινε τη λαχτάρα του θείου του να πάνε εκεί, την
απεγνωσμένη του ανάγκη για συντροφιά, να έχει δυο ανθρώπους να
μοιραστεί τον φόβο και την οδύνη του. Στη συνέχεια, ο Στράικ
τηλεφώνησε στον Ντέιβ Πόλγουορθ, ο οποίος επικρότησε ολόθερμα το
σχέδιο και υποσχέθηκε να είναι έτοιμος με βάρκα, σκοινιά για να τους
ρυμουλκήσει, ακόμη και με εξοπλισμό κατάδυσης, αν χρειαζόταν.
«Σάμπως έχω και τίποτε άλλο να κάνω; Στη δουλειά έχουν πλημμυρίσει
τα πάντα».
Ο Στράικ τηλεφώνησε σε μερικές εταιρείες ενοικιάσεως αυτοκινήτων
και με τα πολλά κατάφερε να βρει μία που είχε ένα τζιπ διαθέσιμο. Έδινε
τα στοιχεία της πιστωτικής του κάρτας, όταν έφτασε ένα γραπτό μήνυμα
από τη Ρόμπιν.
Χίλια συγγνώμη, έχασα το πορτοφόλι μου, τώρα μόλις το βρήκα,
έρχομαι.
Ο Στράικ είχε ξεχάσει τελείως πως είχαν συνεννοηθεί να βρεθούν
νωρίτερα ώστε να μιλήσουν για την υπόθεση Μπάμπορο, πριν από τη
συνάντηση με τους υπόλοιπους συνεργάτες του γραφείου. Αφού
ολοκλήρωσε την ενοικίαση του τζιπ, άρχισε να βάζει σε μια σειρά τα
θέματα που είχε σκοπό να συζητήσει με τη Ρόμπιν: τη σελίδα με τον λεκέ
από αίμα που είχε αφαιρέσει από τον Μάγο και την οποία είχε φυλάξει
στο μεταξύ σε μια πλαστική θήκη, καθώς και την ανακάλυψη που είχε
κάνει το προηγούμενο βράδυ στον υπολογιστή του, και την οποία
εμφάνιζε τώρα στην οθόνη του, έτοιμη να τη δείξει στη Ρόμπιν.
Ύστερα, άνοιξε το αρχείο με το πρόγραμμα, για να τσεκάρει πώς έπρεπε
να μοιραστούν οι βάρδιες, τώρα που αναχωρούσε και πάλι με προορισμό
την Κορνουάλη, οπότε είδε πως για εκείνο το βράδυ είχε σημειωμένο
«Δείπνο στου Μαξ».
«Γαμώτο», είπε. Δε φανταζόταν πως υπήρχε τρόπος να το αποφύγει
τώρα, ενώ είχε συμφωνήσει μόλις μία ημέρα πριν, όμως αυτό ήταν το
τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Ρόμπιν, που βρισκόταν στην κυλιόμενη
σκάλα στον σταθμό της οδού Τότεναμ Κορτ, δρασκελίζοντας τα
σκαλοπάτια δύο τη φορά, άκουσε το κινητό της να χτυπά μέσα στην
τσάντα της.
«Ναι;» είπε λαχανιασμένη στη συσκευή, έτσι όπως έφτανε στον
σταθμό, μία ανάμεσα στους τόσους βιαστικούς ανθρώπους.
«Γεια, Ρομπς», είπε ο μικρότερος αδελφός της.
«Γεια», είπε η Ρόμπιν χρησιμοποιώντας την κάρτα απεριορίστων
διαδρομών στην μπάρα. «Όλα εντάξει;»
«Ναι, μια χαρά», είπε ο Τζόναθαν, αν και δεν ακουγόταν τόσο
ευδιάθετος όσο την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει. «Άκου, είμαστε
εντάξει αν φέρω κι έναν άλλο φίλο, να την πέσουμε στο διαμέρισμά
σου;»
«Τι πράγμα;» είπε η Ρόμπιν καθώς έβγαινε στον αέρα, στη βροχή και
στο ελεγχόμενο χάος που επικρατούσε στη συμβολή της οδού Τότεναμ
Κορτ με την οδό Τσάρινγκ Κρος, όπου εδώ και τρεισήμισι χρόνια
βρίσκονταν σε εξέλιξη έργα. Ήλπιζε πως είχε παρακούσει αυτό που της
είχε πει ο Τζόναθαν.
«Έναν άλλο φίλο», επανέλαβε. «Είμαστε εντάξει; Μη σε νοιάζει,
κοιμάται όπου να ’ναι».
«Αχ, Τζον», βόγκηξε η Ρόμπιν, που στο μεταξύ κινούνταν σχεδόν
τροχάδην στην οδό Τσάρινγκ Κρος, «έχουμε μονάχα έναν καναπέ που
γίνεται κρεβάτι».
«Ο Κάιλ κοιμάται και στο πάτωμα, δεν τον νοιάζει», είπε ο Τζόναθαν.
«Δεν είναι θέμα, σωστά; Ένα ακόμη άτομο;»
«Καλά, εντάξει», αναστέναξε η Ρόμπιν. «Πάντως, ισχύει αυτό που
είπαμε, θα είστε εδώ στις δέκα, ναι;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Λέμε να πάρουμε ένα τρένο που φεύγει νωρίτερα,
σκεφτήκαμε να μην πάμε στα μαθήματα».
«Ναι, όμως το θέμα είναι», είπε η Ρόμπιν, «πως απόψε έχουμε για
δείπνο τον Κόρμοραν, θα μιλήσει στον Μαξ…»
«Α, τέλεια!» είπε ο Τζόναθαν, που ακούστηκε κάπως πιο ενθουσιώδης.
«Η Κόρτνεϊ πολύ θα χαρεί να τον γνωρίσει, έχει μανία με τα εγκλήματα!»
«Όχι… Τζον, αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω, ο Μαξ πρέπει να
μιλήσει στον Κόρμοραν για έναν ρόλο που πρόκειται να υποδυθεί. Δε
νομίζω πως θα έχουμε αρκετό φαγητό για άλλα τρία…»
«Μη σκας γι’ αυτό, αν φτάσουμε νωρίτερα, παίρνουμε εμείς κάτι απ’
έξω».
Πώς να έλεγε στον αδελφό της με κομψό τρόπο: «Σε παρακαλώ, μην
έρθετε την ώρα του φαγητού»; Όταν έκλεισε ο Τζόναθαν, η Ρόμπιν
άρχισε να τρέχει κανονικά, ελπίζοντας πως ο προγραμματισμός του
αδελφού της, ο οποίος όπως γνώριζε από προσωπική εμπειρία είχε
άφθονα περιθώρια βελτίωσης, θα τον οδηγούσε στο να χάσει αρκετά
τρένα προς τον νότο, ώστε να καθυστερήσει την άφιξή του.
Όπως έπαιρνε τη στροφή της οδού Ντένμαρκ τρέχοντας, διέκρινε με
απογοήτευση τον Σολ Μόρις μπροστά της, να περπατά προς το γραφείο
κρατώντας ένα μικρό τυλιγμένο μπουκέτο από ροζ ζέρμπερες.
Το καλό που του θέλω να μην είναι για μένα.
«Γεια, Ρομπς», είπε όπως γύρισε να κοιτάξει, καθώς τον έφτανε
τρέχοντας. «Πω, πω», έκανε χαμογελώντας πλατιά, «κάποιος
παρακοιμήθηκε. Μαξιλαρόφατσα», είπε, δείχνοντας ένα σημείο στο
μάγουλό του όπου, όπως συμπέρανε η Ρόμπιν, το δικό της είχε ακόμη
κάποιο αχνό αποτύπωμα από το μαξιλάρι της, πάνω στο οποίο είχε
ξεραθεί μπρούμυτα από την εξάντληση. «Για την Πατ», πρόσθεσε,
επιδεικνύοντας τα ολόισια λευκά του δόντια παράλληλα με τις ζέρμπερες.
«Γκρινιάζει πως ο άντρας της δεν της φέρνει ποτέ λουλούδια του Αγίου
Βαλεντίνου».
Θεέ μου, τι γλοιώδης που είσαι, σκέφτηκε η Ρόμπιν ξεκλειδώνοντας την
πόρτα. Παρατήρησε πως είχε αρχίσει να τη λέει και πάλι «Ρομπς», μία
ακόμη ένδειξη πως η δυσφορία που αισθανόταν μπροστά της μετά τα
καμώματά του τα Χριστούγεννα είχε εξανεμιστεί μέσα στις επτά
εβδομάδες που ακολούθησαν. Η Ρόμπιν πολύ θα ήθελε να μπορούσε να
αφήσει εξίσου εύκολα κατά μέρος εκείνο το επίμονο, παράλογο αλλά
παρ’ όλα αυτά έντονο αίσθημα ντροπής που αισθανόταν, από τη μέρα που
είχε αντικρίσει τη στύση του στην οθόνη του κινητού της.
Επάνω, ο φανερά πιεσμένος Στράικ έριχνε μια ματιά στο ρολόι του,
όταν άρχισε να χτυπά το κινητό του. Ήταν ασυνήθιστα νωρίς για να του
τηλεφωνεί ο παλιός του φίλος, ο Νικ Χέρμπερτ, κι ο Στράικ, που πλέον
θεωρούσε δεδομένο πως κάτι κακό είχε συμβεί, απάντησε στην κλήση
νιώθοντας ένα σφίξιμο.
«Πώς πάει, φίλε;»
Ο Νικ ακουγόταν βραχνιασμένος, σαν να φώναζε λίγο νωρίτερα.
«Καλά είμαι», είπε ο Στράικ, που είχε την εντύπωση πως άκουγε
βήματα και φωνές στη μεταλλική σκάλα, έξω από το γραφείο. «Τι
τρέχει;»
«Τίποτε, μωρέ, τα γνωστά», είπε ο Νικ. «Έλεγα μήπως έχεις κέφι να
πηγαίναμε για καμιά μπίρα απόψε. Οι δυο μας».
«Αδύνατον», είπε ο Στράικ, που πραγματικά λυπόταν γι’ αυτό. «Με
συγχωρείς, έχω κανονίσει κάτι».
«Α», έκανε ο Νικ. «Εντάξει τότε. Το μεσημέρι μήπως είσαι εύκαιρος;»
«Ναι, γιατί όχι;» είπε ο Στράικ ύστερα από έναν μικρό δισταγμό. Ένας
Θεός ήξερε πόσο είχε ανάγκη να πιει μια μπίρα για να ξεχαστεί από τη
δουλειά, τα οικογενειακά, από τα μύρια άλλα προβλήματά του.
Μέσα από την ανοιχτή πόρτα, είδε τη Ρόμπιν να μπαίνει στο εξωτερικό
γραφείο, ακολουθούμενη από τον Σολ Μόρις, που κρατούσε μία
ανθοδέσμη. Έκλεισε την ενδιάμεση πόρτα και τότε μόνο επεξεργάστηκε ο
κουρασμένος εγκέφαλός του τη σχέση ανάμεσα στα λουλούδια και στην
ημερομηνία.
«Για μισό. Δεν έχεις τρεχάματα με τις μπούρδες του Αγίου Βαλεντίνου;»
ρώτησε τον Νικ.
«Όχι φέτος», απάντησε ο φίλος του.
Ακολούθησε μια σύντομη παύση. Ο Στράικ ανέκαθεν θεωρούσε τον Νικ
και την Ίλσα, γαστρεντερολόγο και δικηγόρο αντίστοιχα, ως το πιο
ευτυχισμένο ζευγάρι που γνώριζε. Το σπίτι τους στην οδό Οκτάβια είχε
αποτελέσει σε πολλές περιπτώσεις καταφύγιο για τον ίδιο.
«Θα σου τα εξηγήσω όταν θα πίνουμε τις μπίρες μας», είπε ο Νικ.
«Μου χρειάζεται μία. Θα περάσω εγώ από εκεί».
Συμφώνησαν για την παμπ και την ώρα και καλημερίστηκαν. Ο Στράικ
έριξε και πάλι μια ματιά στο ρολόι του: με τη Ρόμπιν τους απέμεναν
δεκαπέντε λεπτά από τη μία ώρα που ήλπιζε πως θα είχαν για να
συζητήσουν την υπόθεση Μπάμπορο. Άνοιξε την πόρτα και ρώτησε:
«Έτοιμη; Δεν έχουμε πολύ χρόνο».
«Συγγνώμη», είπε η Ρόμπιν μπαίνοντας βιαστικά. «Το έλαβες το
μήνυμά μου, ναι; Για το πορτοφόλι;»
«Ναι», είπε η Στράικ κλείνοντας την πόρτα στον Μόρις και δείχνοντας
τη σελίδα του Μάγου, την οποία είχε ακουμπήσει μπροστά στην καρέκλα
της Ρόμπιν. «Αυτή είναι η σελίδα από το βιβλίο στο σπίτι των Άθορν».
Είχε τηλεφωνήσει στη Ρόμπιν για να την ενημερώσει για το εύρημα στο
διαμέρισμα των Άθορν αμέσως μόλις έφυγε από το σιδηροπωλείο, κι
εκείνη είχε υποδεχτεί την εξέλιξη με ενθουσιασμό και συγχαρητήρια. Η
δυσθυμία του τώρα την ενοχλούσε. Λογικά, οφειλόταν στο ότι είχε
καθυστερήσει να έρθει, όμως δε δικαιούνταν κι εκείνη μια μικρή αστοχία,
μετά τις τόσες επιπλέον ώρες που είχε εργαστεί το τελευταίο διάστημα,
καλύπτοντας τόσο τις δικές της υποθέσεις όσο και εκείνες του Στράικ,
συντονίζοντας τους εξωτερικούς συνεργάτες, βάζοντας τα δυνατά της
ώστε να μην τον επιβαρύνει με επιπλέον άγχος το διάστημα που η θεία
του πέθαινε; Όμως παραδίπλα άκουγε τον Μπάρκλεϊ και τον Χάτσινς να
μπαίνουν στο εξωτερικό γραφείο, πράγμα που της θύμιζε πως πριν από
όχι και τόσο πολύ καιρό η ίδια ήταν η προσωρινή υπάλληλος κι ο Στράικ
είχε ξεκαθαρίσει τις απαιτήσεις που είχε από έναν συνεργάτη, με όρους
σταράτους, στο ξεκίνημα της επαγγελματικής τους σχέσης. Εκεί έξω
βρίσκονταν τρεις άντρες οι οποίοι το δίχως άλλο θεωρούσαν πως διέθεταν
περισσότερα προσόντα για τη θέση που η ίδια κατείχε. Οπότε, η Ρόμπιν
κάθισε, έπιασε τη σελίδα και διάβασε το κείμενο κάτω από τον λεκέ.
«Εδώ κάνει λόγο για αίμα».
«Το ξέρω».
«Πόσο πρόσφατο πρέπει να είναι το αίμα, προκειμένου να αναλυθεί;»
«Το παλιότερο δείγμα που έχω υπόψη μου να αναλύθηκε με επιτυχία
ήταν είκοσι κάτι ετών», είπε ο Στράικ. «Εφόσον πρόκειται πράγματι για
αίμα και είναι από τον καιρό που ζούσε ακόμη ο Γκουίλερμ Άθορν, είναι
τουλάχιστον μια γεμάτη δεκαετία παλιότερο. Από την άλλη, παρέμεινε
προστατευμένο από το φως και την υγρασία μέσα σ’ εκείνο το βιβλίο,
οπότε αυτό ίσως βοηθήσει. Όπως και να έχει, θα επικοινωνήσω με τον
Ρόι Φιπς και θα τον ρωτήσω τι ομάδα αίματος ήταν η Μάργκοτ, κι
ύστερα θα προσπαθήσω να βρω άνθρωπο να μας το αναλύσει. Ίσως
δοκιμάσω εκείνο τον τύπο από το Εγκληματολογικό, με τον οποίο έβγαινε
η φίλη σου η Βανέσα, να δεις πώς τον έλεγαν…»
«Όλιβερ», είπε η Ρόμπιν, «και πλέον είναι αρραβωνιαστικός της».
«Τέλος πάντων, αυτόν, ναι. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που
προέκυψε από την κουβέντα μου με τον Σάμουιν…»
Της μετέφερε την πεποίθηση του θείου Τούντορ πως «ο Νίκο και τα
αγόρια του» είχαν σκοτώσει τη Μάργκοτ Μπάμπορο.
«Όταν λέμε “Νίκο”… λες να είναι…;»
«Ο Νίκο “Λέρας” Ρίτσι; Κατά πάσα πιθανότητα», είπε ο Στράικ.
«Έμενε εκεί κοντά και πρέπει να ήταν μορφή στη γειτονιά, αν και κανείς
στην κλινική δε φαίνεται να συνειδητοποίησε ποιος ήταν ο άντρας που
έσκασε μύτη στο χριστουγεννιάτικο πάρτι τους.
»Άφησα μήνυμα στην κοινωνική λειτουργό που έχει αναλάβει τους
Άθορν, γιατί θέλω να ξέρω πόση βάση μπορώ να δώσω στις αναμνήσεις
της Ντέμπορα και του Σάμουιν. Εν τω μεταξύ, ο Σάνκερ υποτίθεται πως
ρωτάει στην πιάτσα για τον Ρίτσι, για λογαριασμό μου, όμως ακόμη δεν
έχει ακουστεί. Ίσως χρειαστεί να τον τσιγκλήσω λίγο».
Άπλωσε το χέρι, οπότε η Ρόμπιν του επέστρεψε τη μουντζουρωμένη με
αίμα σελίδα.
«Τέλος πάντων, η μόνη άλλη εξέλιξη που είχαμε ήταν πως εντόπισα τον
Κ. Μ. Όουκντεν».
«Τι πράγμα; Πώς;»
«Χτες βράδυ», είπε ο Στράικ. «Είχε σκαλώσει το μυαλό μου στα
ονόματα. Στο πώς η Αϊρίν τα θυμόταν λάθος – Ντάουθγουεϊτ και
Ντάκγουορθ, Άθορν και Άπλθορπ. Οπότε, άρχισα να σκέφτομαι πως οι
άνθρωποι συχνά δεν ξεφεύγουν πολύ από το αρχικό τους όνομα, όταν το
αλλάζουν».
Έστρεψε την οθόνη του υπολογιστή του προς το μέρος της, οπότε η
Ρόμπιν αντίκρισε τη φωτογραφία ενός άντρα στα πρώτα χρόνια της μέσης
ηλικίας. Είχε κάποιες φακίδες στο πρόσωπο, μάτια ελαφρώς υπερβολικά
σμιχτά και μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν, αν και ήταν ακόμη
αρκετά ώστε να τα χτενίζει πάνω στο στενό του μέτωπο. Ο άντρας θύμιζε
ακόμη, έστω και οριακά, το αγοράκι που έκανε γκριμάτσα στον
φωτογραφικό φακό, στο μπάρμπεκιου της Μάργκοτ Μπάμπορο.
Το ρεπορτάζ που ακολουθούσε, ανέφερε τα εξής:
ΚΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΦΥΛΑΚΙΣΗ
«Αισχρή προδοσία της εμπιστοσύνης»
Κατά συρροή απατεώνας, ο οποίος καταχράστηκε από ηλικιωμένες
χήρες ποσό το οποίο υπερβαίνει τις 75.000 λίρες σε διάστημα δύο
ετών, καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων ετών και εννέα μηνών.
Ο Μπράις Νόουκς, 49 ετών, κάτοικος οδού Φόρτσιουν, στο
Κλέρκενγουελ, παλαιότερα γνωστός ως Καρλ Όουκεν, έπεισε
συνολικά εννέα «ευάλωτες και εύπιστες γυναίκες» να του
παραχωρήσουν κοσμήματα και μετρητά, τα οποία στην περίπτωση
ενός από τα θύματα αντιστοιχούσαν σε οικονομίες μιας ζωής,
ύψους 30.000 λιρών.
Αναφερόμενος στον Νόουκς, ο εφέτης δικαστής ΜακΓκριφ έκανε
λόγο για «έναν πονηρό και ασυνείδητο άντρα ο οποίος
εκμεταλλεύτηκε ανερυθρίαστα τα ευάλωτα θύματά του».
Καλοντυμένος και ευφραδής, ο Νόουκς έβαζε στο στόχαστρο χήρες
που ζούσαν μόνες, προτείνοντάς τους συνήθως να εκτιμήσει την
αξία των κοσμημάτων τους. Ο Νόουκς έπειθε τα θύματά του να του
επιτρέψουν να απομακρύνει πολύτιμα αντικείμενα από τα σπίτια
τους, υποσχόμενος σε αντάλλαγμα εκτίμηση από ειδικούς.
Σε άλλες περιπτώσεις, συστηνόταν σαν δήθεν εκπρόσωπος του
τοπικού δημοτικού συμβουλίου, ισχυριζόμενος πως η ιδιοκτήτρια
του σπιτιού χρωστούσε δημοτικούς φόρους και επρόκειτο να
κινηθούν νομικές διαδικασίες.
«Χρησιμοποιώντας πιστευτά αλλά παντελώς πλαστογραφημένα
έγγραφα, πίεσες και εκβίασες ευάλωτες γυναίκες να μεταφέρουν
χρηματικά ποσά σε λογαριασμό ο οποίος είχε ανοιχτεί προς δικό
σου όφελος», ανέφερε ο εφέτης δικαστής ΜακΓκριφ κατά την
ανακοίνωση της ποινής.
«Ορισμένες από τις γυναίκες που ενεπλάκησαν σε αυτή την
υπόθεση αρχικά αισθάνονταν τέτοια ντροπή, ώστε δεν
αποκάλυψαν στους δικούς τους πως είχαν επιτρέψει σε αυτό το
άτομο να μπει στο σπίτι τους», δήλωσε ο επιθεωρητής Γκραντ.
«Εκτιμούμε ότι ενδέχεται να υπάρχουν πολλά ακόμη θύματα τα
οποία ντρέπονται να ομολογήσουν ότι εξαπατήθηκαν και τους
απευθύνουμε έκκληση, εφόσον αναγνωρίσουν τον Νόουκς στη
φωτογραφία, να επικοινωνήσουν μαζί μας».
«Η εφημερίδα έγραψε λάθος το πραγματικό του όνομα»,
παρατήρησε η Ρόμπιν. «Έγραψαν “Όουκεν” αντί για Όουκντεν».
«Κι αυτός είναι ο λόγος που αυτό το άρθρο δε θα είχε εμφανιστεί σε
μιαν απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο», είπε ο Στράικ.
Έχοντας την αίσθηση πως είχε δεχτεί μια έμμεση παρατήρηση,
καθώς εκείνη υποτίθεται πως είχε αναλάβει να εντοπίσει τα ίχνη του
Όουκντεν, η Ρόμπιν έριξε μια ματιά στην ημερομηνία του ρεπορτάζ,
το οποίο ήταν πέντε ετών.
«Λογικά, τώρα πια θα έχει βγει από τη φυλακή».
«Έχει βγει», είπε ο Στράικ κι έστρεψε και πάλι την οθόνη προς το
μέρος του, πληκτρολογώντας μερικές ακόμη λέξεις, προτού τη
γυρίσει και πάλι προς τη Ρόμπιν. «Έψαξα λίγο περισσότερο,
χρησιμοποιώντας παραλλαγές του ονόματός του και…»
Η Ρόμπιν είδε τη σελίδα ενός συγγραφέα στον ιστότοπο της
Amazon, όπου αναφέρονταν οι τίτλοι μιας σειράς βιβλίων,
γραμμένων από έναν συγγραφέα με το όνομα Καρλ Ο. Μπράις.
Στη φωτογραφία εμφανιζόταν ο ίδιος άντρας με εκείνον στην
εφημερίδα, κάπως μεγαλύτερος, κάπως περισσότερο φαλακρός,
κάπως περισσότερο ρυτιδωμένος γύρω από τα μάτια. Είχε τους
αντίχειρες γαντζωμένους στις τσέπες του τζιν παντελονιού του και
φορούσε ένα μαύρο μπλουζάκι με μια λευκή στάμπα: μια σφιγμένη
γροθιά μέσα στο σύμβολο του Άρη.
Καρλ Ο. Μπράις
Ο Καρλ Ο. Μπράις είναι σύμβουλος ζωής, επιχειρηματίας και
βραβευμένος συγγραφέας θεμάτων που αφορούν τον σύγχρονο
άντρα, όπως ο ανδρισμός, τα δικαιώματα των πατεράδων, ο
γυναικοκεντρισμός, η ψυχική υγεία των αντρών, ο γυναικείος
δικαιωματισμός και ο τοξικός φεμινισμός. Η προσωπική εμπειρία
του Καρλ από το γυναικοκεντρικό σύστημα οικογενειακής
δικαιοσύνης, την πολιτισμική μισανδρεία και την εκμετάλλευση των
αντρών τού προσφέρουν τα εργαλεία και τις δεξιότητες ώστε να
κατευθύνει άντρες κάθε κοινωνικής προέλευσης προς μια
υγιέστερη, ευτυχέστερη ζωή. Στη βραβευμένη σειρά βιβλίων του, ο
Καρλ εξετάζει την καταστροφική επίδραση που έχει ασκήσει ο
σύγχρονος φεμινισμός στην ελευθερία του λόγου, στον χώρο
εργασίας, στα δικαιώματα των αντρών και στην πυρηνική
οικογένεια.
Η Ρόμπιν έριξε μια ματιά στον κατάλογο των βιβλίων κάτω από το
βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα. Τα εξώφυλλα ήταν φτηνιάρικα και
ερασιτεχνικά. Όλα περιλάμβαναν φωτογραφίες γυναικών με ελαφρώς
πορνογραφική ενδυμασία και στάσεις. Μια ημίγυμνη ξανθιά, με κορόνα
στο κεφάλι, καθόταν σε έναν θρόνο στο εξώφυλλο του Από τον άδολο
έρωτα στα οικογενειακά δικαστήρια, Μια ιστορία του γυναικοκεντρισμού,
ενώ μια καστανομάλλα, ντυμένη με ελαστική στολή διαστημικού
στρατιώτη έδειχνε προς τον φακό στο εξώφυλλο του Ντροπή: Ο
σύγχρονος πόλεμος εναντίον του ανδρισμού.
«Έχει και δική του ιστοσελίδα», είπε ο Στράικ στρέφοντας και πάλι την
οθόνη προς το μέρος του. «Εκδίδει ο ίδιος τα βιβλία του, προσφέρεται να
συμβουλεύσει άντρες πώς να εξασφαλίσουν πρόσβαση στα παιδιά τους
και διαφημίζει αβέρτα πρωτεϊνούχα σκευάσματα και βιταμίνες. Δε νομίζω
πως θα χάσει την ευκαιρία να μας μιλήσει. Τον κόβω για άτομο που θα
έρθει τρέχοντας έτσι και ψυλλιαστεί υποψία ευκαιρίας να ακουστεί το
όνομά του ή να βγάλει χρήμα.
»Παρεμπιπτόντως», είπε αλλάζοντας θέμα ο Στράικ, «τι γίνεται με
εκείνη τη γυναίκα που έλεγε πως είχε δει τη Μάργκοτ στο παράθυρο
του…;»
«Την Αμάντα Λοζ», είπε η Ρόμπιν. «Κοίτα, της απάντησα προτείνοντάς
της να καλύψουμε τα έξοδά της, εφόσον έρθει στο γραφείο, και δεν έχει
απαντήσει ακόμη».
«Καλώς, έχε την από κοντά», είπε ο Στράικ. «Θυμάσαι πως είμαστε
στους έξι μήνες απ’ όταν…;»
«Ναι, το ξέρω αυτό», είπε η Ρόμπιν, που δεν κατάφερε να συγκρατηθεί.
«Έμαθα αριθμητική στο δημοτικό».
Ο Στράικ σήκωσε τα φρύδια του.
«Συγγνώμη», μουρμούρισε, «απλώς είμαι κουρασμένη».
«Τι να γίνει, κι εγώ είμαι κουρασμένος, όμως οφείλω να θυμάμαι πως
ακόμη δεν έχουμε καταφέρει να εντοπίσουμε ορισμένα μάλλον σημαντικά
άτομα. Τον Σάτσγουελ, για παράδειγμα».
«Το προσπαθώ», είπε η Ρόμπιν ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της,
οπότε σηκώθηκε από το γραφείο. «Νομίζω πως έχουν μαζευτεί όλοι έξω,
μας περιμένουν».
«Ο Μόρις γιατί έφερε λουλούδια;» ρώτησε ο Στράικ.
«Για την Πατ είναι. Για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου».
«Άει στον κόρακα, γιατί;»
Η Ρόμπιν κοντοστάθηκε στην πόρτα και τον κοίταξε.
«Δεν είναι προφανές;»
Έφυγε από το δωμάτιο, αφήνοντας τον Στράικ να την κοιτάζει
συνοφρυωμένος, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς ήταν προφανές.
Μονάχα δύο λόγους μπορούσε να φανταστεί, για να προσφέρεις
λουλούδια σε μια γυναίκα: είτε επειδή ήλπιζες να πλαγιάσεις μαζί της,
είτε επειδή κοίταγες να αποφύγεις να ακούσεις τα σχολιανά σου επειδή
δεν της αγόρασες λουλούδια κάποια στιγμή νωρίτερα, όταν έπρεπε να το
είχες κάνει. Καμία από τις δύο ερμηνείες δε φαινόταν να ταιριάζει στη
συγκεκριμένη περίπτωση.
Τα μέλη της ομάδας είχαν σχηματίσει έναν πυκνό κύκλο έξω, με τον
Χάτσινς και τον Μπάρκλεϊ να κάθονται στον καναπέ με επένδυση
δερματίνης, τον Μόρις σε μία από τις πτυσσόμενες πλαστικές καρέκλες
που είχαν αγοραστεί όταν ο αριθμός των συνεργατών ξεπέρασε εκείνον
των υφιστάμενων καθισμάτων, πράγμα που σήμαινε πως απέμεναν άλλες
δύο από εκείνες τις άβολες πλαστικές καρέκλες για τους συνεταίρους. Η
Ρόμπιν παρατήρησε πως και οι τρεις άντρες σταμάτησαν να μιλάνε μόλις
εμφανίστηκε ο Στράικ από το μέσα γραφείο: όταν είχε αναλάβει μόνη της
να συντονίσει τη συνάντηση, είχε χρειαστεί να περιμένει μέχρι να
ολοκληρώσουν ο Χάτσινς και ο Μόρις την κουβέντα που είχαν για έναν
κοινό τους γνωστό στην αστυνομία, ο οποίος είχε πιαστεί να λαδώνεται.
Εν τω μεταξύ, οι ζωηρόχρωμες ροζ ζέρμπερες βρίσκονταν μέσα σε ένα
βάζο πάνω στο γραφείο της Πατ. Ο Στράικ τους έριξε μια ματιά, προτού
πει:
«Λοιπόν, ξεκινάμε με το Μούτρο. Μόρις, κατάφερες να βγάλεις καμιά
άκρη με τον τύπο με τη φόρμα;»
«Ναι», απάντησε ο Μόρις, καθώς συμβουλευόταν τις σημειώσεις του.
«Ονομάζεται Μπάρι Φίσερ. Είναι διαζευγμένος με ένα παιδί και είναι
διευθυντής στο γυμναστήριο όπου συχνάζει το Μούτρο».
Σιγανά, επαναλαμβανόμενα μουρμουρητά επιδοκιμασίας και
ενδιαφέροντος ξέφυγαν από τον Στράικ, τον Μπάρκλεϊ και τον Χάτσινς.
Η Ρόμπιν περιορίστηκε σε ένα ελαφρύ σήκωμα του ενός φρυδιού. Από
την εμπειρία της, η παραμικρή υποψία ζεστασιάς ή επιδοκιμασίας εκ
μέρους της ερμηνευόταν από τον Μόρις σαν ευθεία πρόσκληση να τη
φλερτάρει.
«Οπότε, κανόνισα ένα δοκιμαστικό πρόγραμμα με ένα μέλος της
προπονητικής τους ομάδας», είπε ο Μόρις.
Βάζω στοίχημα πως δεν είναι προπονητής αλλά προπονήτρια, σκέφτηκε
η Ρόμπιν.
«Εκεί που της μιλούσα, είδα τον δικό μας να μπαίνει στο γυμναστήριο
και να πιάνει το λακριντί με κάτι κοπελιές. Ο τύπος είναι σίγουρα στρέιτ,
αν κρίνω από το πώς χαλβάδιαζε μια από τις γυναίκες στους διαδρόμους.
Τη Δευτέρα θα περάσω ξανά από εκεί, αν δεν έχεις αντίρρηση, αφεντικό.
Θα κοιτάξω μήπως καταφέρω να μάθω κάτι περισσότερο».
«Καλώς», είπε ο Στράικ. «Λοιπόν, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι η πρώτη άκρη
που βρίσκουμε σε αυτή την υπόθεση: κάτι που συνδέει το Μούτρο με ό,τι
συμβαίνει μέσα στο σπίτι της Έλινορ Ντιν».
Η Ρόμπιν, που είχε περάσει την προχθεσινή νύχτα καθισμένη μέσα στο
Land Rover της, έξω από το σπίτι της Έλινορ, είπε:
«Ίσως να μην έχει κάποια σχέση, όμως η Έλινορ παρέλαβε κάποιο δέμα
από την Amazon χτες το πρωί. Δύο πελώριες κούτες, για την ακρίβεια.
Ελαφριές έμοιαζαν όμως…»
«Να βάλουμε στοιχήματα», πρότεινε ο Μόρις στον Στράικ,
καλύπτοντας με τη φωνή του όσα έλεγε η Ρόμπιν. «Ποντάρω ένα
εικοσάρικο πως η τύπισσα είναι αφέντρα».
«Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί φτιάχνονται κάποιοι με το να τρώνε
βουρδουλιές», σχολίασε ο Μπάρκλεϊ σκεφτικός. «Αν γουστάρω να
πονέσω, απλώς ξεχνάω να βγάλω τα σκουπίδια έξω».
«Ναι, μωρέ, αλλά φέρνει κάπως σε μαμά, καλά δε λέω;» σχολίασε ο
Χάτσινς. «Έτσι κι είχα τα φράγκα εκείνου του διευθύνοντα συμβούλου,
θα κοίταζα να βρω καμιά πιο…»
Διέγραψε με τις παλάμες του μια πιο σμιλευτή σιλουέτα στον αέρα. Ο
Μόρις γέλασε.
«Μπα, μην προσπαθείς να βγάλεις άκρη με τα γούστα», είπε ο
Μπάρκλεϊ. «Ένας συνάδελφος που είχα στον στρατό ούτε να φτύσει την
άλλη, άμα ήταν κάτω από ογδόντα κιλά. Αφού να φανταστείς τον λέγαμε
Γητευτή των Χοίρων».
Οι άντρες γέλασαν. Η Ρόμπιν χαμογέλασε, κυρίως επειδή ο Μπάρκλεϊ
την κοίταζε και συμπαθούσε τον Μπάρκλεϊ, όμως αισθανόταν πολύ
κουρασμένη κι απογοητευμένη για να γελάσει πραγματικά. Η Πατ, εν τω
μεταξύ, είχε ένα ύφος βαριεστημένης ανοχής, του στιλ «οι κλασικοί
άντρες».
«Δυστυχώς, πρέπει να επιστρέψω στην Κορνουάλη την Κυριακή», είπε
ο Στράικ, «πράγμα που καταλαβαίνω πως…»
«Καλά, ρε ψηλέ, πώς θα καταφέρεις να πας εκεί κάτω;» ρώτησε ο
Μπάρκλεϊ, ενώ την ίδια στιγμή ο αέρας τράνταζε τα παράθυρα του
γραφείου.
«Με τζιπ», είπε ο Στράικ. «Η θεία μου πεθαίνει. Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι
ζήτημα ημερών».
Η Ρόμπιν γύρισε και κοίταξε τον Στράικ αιφνιδιασμένη.
«Το καταλαβαίνω πως ζορίζεται πάλι το γραφείο», συνέχισε ο Στράικ
ήρεμα, «όμως είναι κάτι το αναπόφευκτο. Νομίζω πως αξίζει να
συνεχίσουμε να έχουμε από κοντά το αφεντικό του Μούτρου. Ο Μόρις θα
αναλάβει να ψάξει πληροφορίες για τον τύπο στο γυμναστήριο, κι οι
υπόλοιποι μπορείτε να μοιράσετε τις βάρδιες για την Έλινορ Ντιν. Εκτός
κι αν έχει κάποιος να προσθέσει κάτι», είπε ο Στράικ, οπότε έκανε μια
παύση για τυχόν σχόλια. Όλοι οι άντρες έγνεψαν αρνητικά, κι η Ρόμπιν,
τόσο κουρασμένη που δεν είχε διάθεση να αναφέρει ξανά τις κούτες από
την Amazon, παρέμεινε σιωπηλή. «Για να δούμε τι γίνεται με την
Καρτποστάλ».
«Έχω νέα», ανακοίνωσε λακωνικά ο Μπάρκλεϊ. «Επέστρεψε στη
δουλειά. Μάλιστα της μίλησα. Της δικιάς σου», πρόσθεσε απευθυνόμενος
στη Ρόμπιν, «της κοντής. Με τα μεγάλα στρογγυλά γυαλιά. Πλησίασα κι
άρχισα να της κάνω ερωτήσεις».
«Σχετικά με τι;» ρώτησε ο Μόρις, ενώ ένα μειδίαμα γυρόφερνε τα χείλη
του.
«Για το πώς αποδίδεται το φως στα τοπία του Τζέιμς Ντάνφιλντ
Χάρντινγκ», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Εσύ δηλαδή τι λες να τη ρώταγα, ποιον
έκοβε να κατακτά φέτος το Champions League;»
Ο Στράικ γέλασε, το ίδιο και η Ρόμπιν αυτή τη φορά, που χάρηκε
βλέποντας τον Μόρις να δείχνει σαχλός.
«Που λέτε, διάβασα την κάρτα δίπλα στο πορτρέτο του, πήγα μέχρι τη
γωνία, έριξα μια ματιά στο διαδίκτυο να βρω δυο πράγματα για τον
τύπο», εξήγησε ο Μπάρκλεϊ. «Ήθελα να βρω έναν τρόπο να πιάσω της
λεγάμενης κουβέντα για τον καιρό. Τέλος πάντων», συνέχισε ο
Σκοτσέζος, «δεν είχαμε ώρα που λέγαμε για το πώς αποδίδει ο ζωγράφος
το φως, τον βαρύ ουρανό και δε συμμαζεύεται, και η τύπισσα πετάει το
όνομα του φιλαράκου μας, του παρουσιαστή. Κοκκίνισε, μόλις τον
ανέφερε. Είπε πως είχε σχολιάσει την περασμένη εβδομάδα, στην ενότητα
που παρουσιάζει φωτογραφίες τηλεθεατών, πως μία από αυτές θύμιζε το
έργο του Τέρνερ».
»Αυτή είναι», είπε ο Μπάρκλεϊ, απευθυνόμενος στη Ρόμπιν. «Από
μοναχή της θέλησε να τον αναφέρει, για να ’χει τη χαρά να πει το όνομά
του. Αυτή είναι η Καρτποστάλ».
«Εξαιρετική δουλειά», είπε ο Στράικ στον Μπάρκλεϊ.
«Στη Ρόμπιν ανήκει η επιτυχία», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Στο πιάτο μού τη
σέρβιρε. Εγώ απλώς το σιγούρεψα».
«Ευχαριστώ, Σαμ», είπε η Ρόμπιν με νόημα, χωρίς να κοιτάξει τον
Στράικ, ο οποίος παρατήρησε τόσο τον τόνο της φωνής όσο και την
έκφραση του προσώπου της.
«Σωστά το είπες», συμφώνησε ο Στράικ, «κάνατε καλή δουλειά κι οι
δυο σας».
Έχοντας συναίσθηση του ότι είχε μιλήσει απότομα στη Ρόμπιν στη
διάρκεια της συνάντησης που προηγήθηκε σχετικά με την υπόθεση
Μπάμπορο, ο Στράικ προσπάθησε να εξιλεωθεί ζητώντας τη γνώμη της
σχετικά με ποιον από τους πελάτες στη λίστα αναμονής θα ήταν καλύτερα
να επικοινωνήσουν, τώρα που η υπόθεση της Καρτποστάλ ουσιαστικά
είχε κλείσει, κι εκείνη πρότεινε τη χρηματίστρια που υποψιαζόταν πως ο
άντρας της πλάγιαζε με την νταντά τους.
«Τέλεια», είπε ο Στράικ, «Πατ, μπορείς να της τηλεφωνήσεις, να της
πεις ότι είμαστε έτοιμοι να βάλουμε μπροστά, αν εξακολουθεί να θέλει να
τον παρακολουθήσει; Λοιπόν, αν δεν έχει κανείς κάτι να προσθέσει…»
«Εγώ έχω», είπε ο Χάτσινς, που συνήθως ήταν ο πιο λιγομίλητος στο
γραφείο. «Για εκείνο το φιλμ που ζήτησες να προωθήσω στην
αστυνομία».
«Α, ναι;» είπε ο Στράικ. «Είχαμε κάποιο νέο;»
«Τηλεφώνησε ο φίλος μου χτες το βράδυ. Δεν μπορεί να γίνει το
παραμικρό με αυτό το υλικό. Δεν πρόκειται να ασκηθούν διώξεις πλέον».
«Γιατί όχι;» ρώτησε η Ρόμπιν.
Ακούστηκε περισσότερο θυμωμένη απ’ ό,τι σκόπευε. Όλοι οι άντρες
γύρισαν και την κοίταξαν.
«Τα πρόσωπα όλων των δραστών είναι κρυμμένα», είπε ο Χάτσινς. «Κι
εκείνο το μπράτσο που φαίνεται για λίγο: δε γίνεται να ασκηθούν διώξεις
πατώντας σε ένα θολό δαχτυλίδι».
«Αν κατάλαβα καλά, ο δικός σου είπε πως το φιλμ προερχόταν από μια
επιδρομή σε κάποιο από τα μπορντέλα του Λέρα Ρίτσι, σωστά;» επέμεινε
η Ρόμπιν.
«Έτσι νομίζει», τη διόρθωσε ο Χάτσινς. «DNA δεν πρόκειται να βρεθεί
από ένα τόσο παλιό μεταλλικό κουτί, που ήταν φυλαγμένο σε μια σοφίτα
και πέρασε από τα χέρια εκατό ατόμων. Είναι αδιέξοδο. Κρίμα», είπε
αδιάφορα, «όμως έτσι έχει το πράγμα».
Εκείνη τη στιγμή ο Στράικ άκουσε το κινητό του να χτυπά στο μέσα
γραφείο, εκεί όπου το είχε αφήσει. Ανήσυχος μήπως τον έπαιρνε ο Τεντ,
ζήτησε συγγνώμη και αποσύρθηκε στο γραφείο των συνεταίρων,
κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Δεν είχε καταχωρισμένο στις επαφές του τον αριθμό που τον καλούσε
στο κινητό του.
«Κόρμοραν Στράικ», είπε.
«Γεια σου, Κόρμοραν», είπε μία άγνωστη βραχνή φωνή. «Ο Τζόνι
είμαι».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση.
«Ο πατέρας σου», διευκρίνισε ο Ρόκεμπι.
Ο Στράικ, που η καταπονημένη σκέψη του κατακλυζόταν από την
Τζόαν, τις τρεις εκκρεμείς υποθέσεις του γραφείου, τις τύψεις που είχε
γκρινιάξει στη συνεταίρο του αλλά και την πίεση που ασκούσε στους
υπαλλήλους του, αναχωρώντας για Κορνουάλη για μία ακόμη φορά, δεν
άρθρωσε λέξη. Πίσω από τη διαχωριστική πόρτα, άκουγε τους
συνεργάτες του που εξακολουθούσαν να συζητούν για το φιλμ.
«Ήθελα να τα πούμε λιγάκι», είπε ο Ρόκεμπι. «Μήπως ενοχλώ;»
Ξαφνικά, ο Στράικ αισθάνθηκε λες κι είχε βγει από το σώμα του·
ολότελα αποκομμένος από τα πάντα, από το γραφείο, από την κούρασή
του, από τις έγνοιες που φάνταζαν απόλυτα σημαντικές πριν από λίγα
μόλις δευτερόλεπτα. Ήταν λες και το μόνο πράγμα που υπήρχε ήταν η
φωνή του πατέρα του και τίποτε άλλο δεν ήταν πραγματικά αληθινό, πέρα
από την αδρεναλίνη του Στράικ και μια πρωτόγονη ανάγκη να δώσει στον
Ρόκεμπι ένα μάθημα το οποίο θα του έμενε αξέχαστο.
«Ακούω», είπε.
Νέα παύση.
«Κοίτα», είπε ο Ρόκεμπι, κι ακούστηκε κάπως αμήχανος, «δε θέλω να
τα πούμε από το τηλέφωνο. Καλύτερα να βρεθούμε. Είναι πάρα πολύς ο
καιρός που είμαστε έτσι. Περασμένα, ξεχασμένα. Λέω να βρεθούμε, να…
Θέλω να… δε γίνεται να συνεχιστεί κι άλλο αυτό. Αυτή η γαμημένη…
κόντρα ή ό,τι είναι, τέλος πάντων».
Ο Στράικ δεν είπε λέξη.
«Πέρνα από το σπίτι», πρότεινε ο Ρόκεμπι. «Έλα από εδώ. Να
μιλήσουμε και… δεν είσαι παιδάκι τώρα πια. Κάθε ιστορία έχει δυο
σκοπιές. Τίποτε δεν είναι άσπρο ή μαύρο».
Έκανε μια παύση. Ο Στράικ εξακολουθούσε να μη μιλάει.
«Είμαι περήφανος για σένα, το ξέρεις αυτό;» είπε ο Ρόκεμπι. «Είμαι
πραγματικά περήφανος για σένα, ρε γαμώτο. Με τα όσα κατάφερες
και…»
Άφησε τη φράση του στη μέση. Ο Στράικ κάρφωνε με το βλέμμα του,
ακίνητος, τον άδειο τοίχο μπροστά του. Κάπου πίσω από το διαχωριστικό
η Πατ γελούσε με κάτι που είχε πει ο Μόρις.
«Κοίτα», επανέλαβε ο Ρόκεμπι, που εν τω μεταξύ σαν να είχε αρχίσει
να φουντώνει κάπως, καθώς ήταν άνθρωπος μαθημένος να γίνεται το δικό
του. «Το καταλαβαίνω, πραγματικά, αλλά τι μπορώ να κάνω τώρα, ρε
γαμώτο; Δε γίνεται να ταξιδέψω στο παρελθόν. Ο Αλ μου μετέφερε όλα
αυτά που του είπες, κι είναι διάφορα πράγματα που δεν ξέρεις, μπορούμε
να πιούμε ένα ποτό, να τα ξεκαθαρίσουμε όλα. Κι επίσης», συνέχισε ο
Ρόκεμπι, πετώντας μια σπόντα, «ίσως θα μπορούσα να σε βοηθήσω κι
εγώ κάπως, ίσως χρειάζεσαι κάτι που μπορώ να φανώ χρήσιμος, να τα
βρούμε θέλω, είμαι ανοιχτός σε προτάσεις…»
Στο έξω γραφείο, ο Χάτσινς και ο Μπάρκλεϊ ετοιμάζονταν να φύγουν,
για να πάει ο καθένας στη δουλειά του. Η Ρόμπιν το μόνο πράγμα που
σκεφτόταν ήταν πόσο πολύ ήθελε να γυρίσει στο σπίτι. Υποτίθεται πως
θα είχε ρεπό την υπόλοιπη μέρα, όμως ο Μόρις δεν έλεγε να φύγει, κι
εκείνη ήταν σίγουρη πως το τρέναρε γιατί ήθελε να τη συνοδέψει μέχρι
τον σταθμό του μετρό. Η Ρόμπιν καμωνόταν πως είχε κάτι χαρτιά να
τακτοποιήσει, είχε σταθεί και φυλλομετρούσε το περιεχόμενο ενός
συρταριού μιας αρχειοθήκης, ενόσω ο Μόρις και η Πατ συζητούσαν περί
ανέμων και υδάτων, ελπίζοντας πως ο άλλος θα ξεκουμπιζόταν. Είχε
μόλις ανοίξει τον φάκελο ενός αδιόρθωτου μοιχού, όταν η φωνή του
Στράικ αντήχησε βροντερή από το μέσα γραφείο. Η Ρόμπιν, η Πατ και ο
Μόρις γύρισαν να κοιτάξουν. Κάμποσες σελίδες του φακέλου που είχε
ακουμπήσει η Ρόμπιν πάνω στην αρχειοθήκη γλίστρησαν κι έπεσαν στο
πάτωμα.
«…οπότε ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ!»
Πριν προλάβει η Ρόμπιν να κοιταχτεί με τον Μόρις και την Πατ, η
πόρτα του διαχωριστικού μεταξύ του μέσα και έξω γραφείου άνοιξε. Η
όψη του Στράικ ήταν ανησυχητική: ήταν κάτωχρος, έξαλλος κι ανάσαινε
γρήγορα. Όρμησε στο έξω γραφείο, βούτηξε το παλτό του και λίγες
στιγμές μετά ποδοβολούσε στα μεταλλικά σκαλοπάτια έξω.
Η Ρόμπιν μάζεψε από κάτω τις σκόρπιες σελίδες.
«Σκατά», είπε ο Μόρις χαμογελώντας πλατιά. «Δε θα ήθελα να
βρίσκομαι στην άλλη άκρη εκείνου του τηλεφωνήματος».
«Φοβερά οξύθυμο άτομο», σχολίασε η Πατ, που έμοιαζε αλλόκοτα
ικανοποιημένη. «Το ήξερα από την πρώτη στιγμή που τον είδα».
40
Έτσι, καθώς πληθαίνουν οι κουβέντες μεταξύ τους,
καταλήγουν να πιαστούν στα χέρια, που ’ναι καρποί
λόγων παραπανίσιων…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Πίσω από ένα τείχος χτισμένο από λερά κίτρινα τούβλα υψώνονται οι
θολωτοί πυργίσκοι του Πύργου του Λονδίνου, όμως η Ρόμπιν δεν
ευκαιρούσε να ασχοληθεί με το παμπάλαιο μνημείο. Όχι μόνο είχε να
διαχειριστεί το ότι απέμεναν τριάντα λεπτά, μέχρι την κανονισμένη
έναρξη της συνάντησης που είχε κανονίσει εν αγνοία του Στράικ, αλλά
βρισκόταν και χιλιόμετρα μακριά από εκεί που λογάριαζε να είναι στη
μία, και σαν να μην έφτανε αυτό, η συγκεκριμένη συνοικία του Λονδίνου
της ήταν ολότελα άγνωστη. Έτρεχε με το κινητό στο χέρι και κάθε τόσο
έριχνε κλεφτές ματιές στον χάρτη στην οθόνη του.
Λίγα βήματα παρακάτω το κινητό άρχισε να χτυπά. Βλέποντας πως της
τηλεφωνούσε ο Στράικ, απάντησε.
«Γεια. Τώρα μόλις έφυγα από την Τζάνις».
«Α, ωραία», είπε η Ρόμπιν, προσπαθώντας να μη λαχανιάζει καθώς
κοίταζε ολόγυρα, ελπίζοντας να εντοπίσει κάποιο σταθμό του μετρό ή
ταξί. «Έμαθες τίποτε ενδιαφέρον;»
«Πολλά και διάφορα», είπε ο Στράικ, που εκείνη τη στιγμή επέστρεφε
χαλαρός, διασχίζοντας το Νάιτινγκεϊλ Γκρόουβ. Παρά τον διάλογο που
είχε με τη νοσοκόμα στο τέλος της συνάντησής τους, είχε μόλις ανάψει
τσιγάρο. Καθώς προχωρούσε κόντρα στο δροσερό αεράκι, ο καπνός
έφευγε μεμιάς από τα χείλη του, κάθε φορά που ανέπνεε. «Εσύ πού
βρίσκεσαι τώρα;»
«Στην οδό Τάουερ Μπριτζ», είπε η Ρόμπιν που συνέχιζε να τρέχει,
αναζητώντας μάταια κάποιο σταθμό του μετρό.
«Μα νόμιζα πως ήταν να παρακολουθήσεις το αφεντικό του Μούτρου
σήμερα το πρωί, λάθος θυμόμουν;»
«Κανονικά για εκεί ήμουν», είπε η Ρόμπιν. Κατά πάσα πιθανότητα, το
καλύτερο ήταν να μάθει αμέσως ο Στράικ τι είχε μόλις συμβεί. «Τον
άφησα προ ολίγου εδώ παρακάτω, στη γέφυρα, με τον Μπάρκλεϊ».
«Κάτσε, όταν λες “με” τον Μπάρκλεϊ…»
«Μπορεί και να συζητάνε τώρα, δεν ξέρω», είπε η Ρόμπιν. Καθώς δεν
μπορούσε να μιλήσει κανονικά τρέχοντας, επιβράδυνε τον ρυθμό της,
προχωρώντας με γοργό βήμα. «Κόρμοραν, ο τύπος έμοιαζε να σκέφτεται
να πηδήξει».
«Από τη Γέφυρα του Πύργου;» ρώτησε ο Στράικ έκπληκτος.
«Γιατί όχι από τη Γέφυρα του Πύργου;» αντέτεινε η Ρόμπιν, όπως
έφτανε στη γωνία και βρισκόταν μπροστά σε μια πολυσύχναστη
διασταύρωση. «Ήταν το πλησιέστερο, προσιτό ψηλό σημείο…»
«Μα το γραφείο του δε βρίσκεται κοντά στη…»
«Κατέβηκε στον σταθμό Μόνιουμεντ ως συνήθως, αλλά δεν πήγε στη
δουλειά. Σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε το κτίριο όπου βρίσκεται το γραφείο
του κι ύστερα έφυγε. Νόμισα πως είχε αποφασίσει να περπατήσει λιγάκι,
να ξεμουδιάσει, όμως τελικά πήγε στη γέφυρα και στάθηκε εκεί,
κοιτάζοντας σαν χαμένος το νερό».
Η Ρόμπιν είχε περάσει σαράντα λεπτά αγχωμένη, παρακολουθώντας το
αφεντικό του Μούτρου να καρφώνει με το βλέμμα του τα νερά του
ποταμού που κυλούσαν από κάτω γκρίζα σαν το τσιμέντο, με τον
χαρτοφύλακά του να κρέμεται άνευρα από το χέρι του, ενώ πίσω του, στη
γέφυρα, περνούσαν ασταμάτητα αυτοκίνητα. Αμφέβαλλε για το κατά
πόσο ο Στράικ θα μπορούσε να φανταστεί πόσο μεγάλη δοκιμασία ήταν
για να νεύρα της εκείνη η αναμονή, μέχρι να έρθει ο Μπάρκλεϊ για να τη
σκαντζάρει.
Εξακολουθούσε να μη βλέπει κανένα σταθμό του μετρό εκεί τριγύρω. Η
Ρόμπιν άρχισε και πάλι να τρέχει.
«Σκέφτηκα να τον πλησιάσω», είπε, «όμως φοβόμουν πως θα τον
τρόμαζα και θα πηδούσε. Το ξέρεις πόσο μεγαλόσωμος είναι, δε θα
μπορούσα να τον συγκρατήσω».
«Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως ετοιμαζόταν να…;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, προσπαθώντας να μην ακουστεί ενθουσιασμένη:
είχε μόλις εντοπίσει το κυκλικό κόκκινο σήμα του λονδρέζικου μετρό
ανάμεσα σε ένα κενό στη ροή των οχημάτων, οπότε άρχισε να τρέχει
προς τα εκεί. «Έδειχνε πραγματικά απελπισμένος».
«Συγγνώμη, τρέχεις τώρα;» ρώτησε ο Στράικ, που πλέον άκουγε τα
πέλματά της να πλαταγίζουν στο έδαφος, παρά το βουητό της κίνησης.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν κι αμέσως μετά, «έχω ραντεβού στον οδοντίατρο
και έχω αργήσει».
Είχε μετανιώσει που δεν είχε σκαρφιστεί κάποιον πειστικό λόγο
νωρίτερα που δε θα μπορούσε να μιλήσει με την Τζάνις Μπίτι, οπότε είχε
καταλήξει σε αυτή τη δικαιολογία, σε περίπτωση που τη ρωτούσε ξανά ο
Στράικ.
«Α», έκανε ο Στράικ. «Μάλιστα».
«Τέλος πάντων», είπε η Ρόμπιν περνώντας ανάμεσα από τους
περαστικούς, «ήρθε ο Μπάρκλεϊ κι ανέλαβε… συμφώνησε πως το
αφεντικό του Μούτρου είχε ύφος ανθρώπου που σκεφτόταν να πηδήξει…
κι είπε…»
Εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να αισθάνεται έναν σφάχτη στα πλευρά της.
«…είπε… πως θα πήγαινε να προσπαθήσει… να του μιλήσει… και τότε
έφυγα. Τουλάχιστον… ο Μπάρκλεϊ είναι αρκετά μεγαλόσωμος… ώστε να
τον εμποδίσει, έτσι κι επιχειρήσει κάτι», ολοκλήρωσε ξέπνοη.
«Αυτό όμως σημαίνει πως ο τύπος θα αναγνωρίσει τον Μπάρκλεϊ, αν
τον ξαναδεί αργότερα», επισήμανε ο Στράικ.
«Εντάξει, ναι, το ξέρω αυτό», είπε η Ρόμπιν επιβραδύνοντας και
περπατώντας ξανά, καθώς κόντευε στα σκαλοπάτια του σταθμού, ενώ
έτριβε τα πονεμένα πλευρά της, «όμως με δεδομένο πως ο άνθρωπος
φαινόταν έτοιμος να αυτοκτονήσει…»
«Δεκτό», είπε ο Στράικ, που είχε κοντοσταθεί στη σκιά του σταθμού
στο Χίδερ Γκριν για να αποτελειώσει το τσιγάρο του. «Απλώς
σκεφτόμουν το πρακτικό σκέλος. Βέβαια, αν σταθούμε τυχεροί, δεν
αποκλείεται να ξεφουρνίσει στον Μπάρκλεϊ τι είναι αυτό με το οποίο τον
εκβιάζει το Μούτρο. Κάποιες φορές, πάνω στην απόγνωσή του, ο
άνθρωπος…»
«Κόρμοραν, πρέπει να σε κλείσω», είπε η Ρόμπιν καθώς είχε φτάσει
στην είσοδο του μετρό. «Θα τα πούμε στο γραφείο, μόλις ξεμπερδέψω με
το ραντεβού μου και θα μου πεις τι είπατε με την Τζάνις».
«Έγινε», είπε ο Στράικ. «Ελπίζω να μην πονέσεις».
«Να πονέσω γιατί…; Α, επειδή πάω στον οδοντίατρο, όχι, ένας έλεγχος
ρουτίνας είναι», είπε η Ρόμπιν.
Ήσουν φοβερά πειστική, Ρόμπιν, σκέφτηκε, θυμωμένη με τον εαυτό της,
έτσι όπως παράχωνε το κινητό στην τσέπη της και κατέβαινε τροχάδην τα
σκαλοπάτια του σταθμού.
Μόλις επιβιβάστηκε στον συρμό, έβγαλε το σακάκι της, γιατί είχε
ιδρώσει από το τρέξιμο και έστρωσε κάπως τα μαλλιά της κοιτάζοντας το
είδωλό της στο λερό μαύρο παράθυρο απέναντί της. Κάτι το αφεντικό του
Μούτρου και η ενδεχόμενη τάση αυτοκτονίας, κάτι το ψέμα που είχε πει
στον Στράικ, η σαθρή δικαιολογία της και οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι της
συνάντησης που επρόκειτο να έχει, την έκαναν να αισθάνεται
νευρικότητα. Είχε προηγηθεί και μία άλλη περίπτωση, πριν από μερικά
χρόνια, όταν η Ρόμπιν είχε επιλέξει να ακολουθήσει κάποια στοιχεία,
κρατώντας την απόφασή της μυστική από τον Στράικ. Αυτό είχε οδηγήσει
τον Στράικ στο να την απολύσει.
Αυτή τη φορά είναι αλλιώς, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της,
όπως απομάκρυνε τις ιδρωμένες τούφες μαλλιών από το μέτωπό της. Δε
θα τον πειράξει, εφόσον αποφέρει καρπούς. Άλλωστε, αυτό θέλει κι
εκείνος.
Είκοσι λεπτά αργότερα αποβιβάστηκε στον σταθμό του μετρό στην οδό
Τότεναμ Κορτ και κατευθύνθηκε γρήγορα, με το σακάκι της κρεμασμένο
στον ώμο, προς την καρδιά του Σόχο.
Χρειάστηκε να πλησιάσει το καφέ Σταρ, όταν είδε την πινακίδα πάνω
από την πόρτα, προκειμένου να συνειδητοποιήσει τη σύμπτωση του
ονόματος. Κι ενώ προσπαθούσε να μη σκέφτεται για αστεροειδείς,
ωροσκόπια ή οιωνούς, η Ρόμπιν πέρασε μέσα στο καφέ, όπου στρογγυλά
ξύλινα τραπέζια έστεκαν πάνω στο κόκκινο τούβλινο πάτωμα. Οι τοίχοι
ήταν διακοσμημένοι με παλιομοδίτικες τσίγκινες πινακίδες, μία από τις
οποίες διαφήμιζε τα ΣΙΓΑΡΕΤΑ ΡΟΜΠΙΝ. Ακριβώς από κάτω,
ενδεχομένως εσκεμμένα, καθόταν ένας ηλικιωμένος άντρας που φορούσε
μαύρο αδιάβροχο μπουφάν, με πρόσωπο ροδαλό από τα σπασμένα αγγεία
και τα πυκνά γκρίζα μαλλιά του περασμένα με μπριγιαντίνη και
χτενισμένα προς τα πίσω, σε στιλ που έμοιαζε να έχει παραμείνει
αναλλοίωτο από τη δεκαετία του ’50. Ένα μπαστούνι ήταν ακουμπισμένο
στον τοίχο δίπλα του. Στην άλλη πλευρά καθόταν μια έφηβη κοπέλα, με
μακριά φωσφοριζέ κίτρινα μαλλιά, η οποία έστελνε κάποιο γραπτό
μήνυμα από το κινητό της και δε σήκωσε το κεφάλι παρά μόνον όταν η
Ρόμπιν είχε πλησιάσει στο τραπέζι τους.
«Ο κύριος Τάκερ;» είπε η Ρόμπιν.
«Ναι», απάντησε ο άντρας με τραχιά φωνή, έτσι που φάνηκαν τα
στραβά καφετιά του δόντια. «Η δεσποινίς Έλακοτ;»
«Ρόμπιν», είπε εκείνη χαμογελώντας, καθώς αντάλλασσαν χειραψία.
«Από εδώ η εγγονή μου, η Λόρεν», είπε ο Τάκερ.
«Γεια», είπε η Λόρεν ξεκολλώντας το βλέμμα της από το κινητό,
προτού επικεντρωθεί και πάλι σε αυτό.
«Πετάγομαι να πάρω έναν καφέ», είπε η Ρόμπιν. «Μήπως θα θέλατε να
σας φέρω κάτι;» είπε απευθυνόμενη σε παππού και εγγονή.
Εκείνοι αρνήθηκαν. Όση ώρα ετοιμαζόταν ο καφές με κρέμα που
ζήτησε η Ρόμπιν, αισθανόταν το βλέμμα του ηλικιωμένου άντρα επάνω
της. Στη διάρκεια της μίας και μοναδικής προηγούμενης επικοινωνίας
τους μέσω τηλεφώνου, ο Μπράιαν Τάκερ είχε μιλήσει επί ένα τέταρτο της
ώρας ακατάπαυστα, σχετικά με την εξαφάνιση της μεγαλύτερης κόρης
του, της Λουίζ, το 1972, καθώς και για τον αγώνα που έδινε έκτοτε
προκειμένου να αποδείξει ότι την είχε δολοφονήσει ο Ντένις Κριντ. Ο Ρόι
Φιπς είχε αποκαλέσει τον Τάκερ «ημιπαράφρονα». Παρότι η Ρόμπιν δε θα
χρησιμοποιούσε μια τόσο βαριά λέξη, βάσει των όσων είχε δει και είχε
ακούσει μέχρι στιγμής, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία πως ο
άνθρωπος αυτός έμοιαζε ολότελα επικεντρωμένος στον Κριντ και στον
αγώνα του να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Όταν επέστρεψε η Ρόμπιν στο τραπέζι των Τάκερ και κάθισε εκεί με τον
καφέ της, η Λόρεν άφησε το κινητό κατά μέρος. Τα μακριά φωσφοριζέ
εξτένσιονς, το τατουάζ του μονόκερου στον πήχη της, οι καταφανώς
ψεύτικες βλεφαρίδες και το φθαρμένο βερνίκι που κάλυπτε τα νύχια της,
όλα έρχονταν σε αντίθεση με το αθώο πρόσωπο και τα λακκάκια στα
μάγουλα, που μετά βίας διακρίνονταν κάτω από το έντονο μακιγιάζ που
είχε επιλέξει.
«Ήρθα να βοηθήσω τον παππού», είπε στη Ρόμπιν. «Τελευταία έχει μια
δυσκολία στην ομιλία».
«Είναι καλή κοπέλα», είπε ο Τάκερ. «Πολύ καλή κοπέλα».
«Λοιπόν, κατ’ αρχάς σας ευχαριστώ πολύ που δεχτήκατε να με
συναντήσετε», είπε η Ρόμπιν απευθυνόμενη και στους δυο τους.
«Ειλικρινά, το εκτιμώ».
Από κοντά η πρησμένη μύτη του Τάκερ έφερνε κάπως σε φράουλα, έτσι
κατάστικτη όπως ήταν με μαύρα στίγματα.
«Όχι, εγώ σας ευχαριστώ, δεσποινίς Έλακοτ», απάντησε εκείνος με την
μπάσα, τραχιά φωνή του. «Νομίζω πως ετούτη τη φορά θα δώσουν την
άδεια για να γίνει αυτό το βήμα, το πιστεύω πραγματικά. Κι όπως σας
είπα και στο τηλέφωνο, αν κάνουν πίσω, είμαι έτοιμος να εισβάλω στο
τηλεοπτικό στούντιο…»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, «ας ελπίσουμε πως δε θα χρειαστεί να
καταφύγουμε σε κάτι τόσο δρασ…»
«…και τους το έχω ήδη ξεκαθαρίσει και τα χρειάστηκαν, μπορώ να πω.
Βέβαια, βοήθησε που κι ο άνθρωπός σας τσίγκλησε το Υπουργείο
Δικαιοσύνης», παραδέχτηκε, παρατηρώντας τη Ρόμπιν με τα μικρά
κοκκινισμένα μάτια του. «Εν τω μεταξύ, έχω αρχίσει να υποψιάζομαι πως
έπρεπε να τους είχα απειλήσει εδώ και χρόνια πως θα πήγαινα στους
δημοσιογράφους. Άκρη δε βγάζεις με αυτούς τους ανθρώπους, που σου
λένε όλο για κανόνες και προϋποθέσεις, σε κάνουν πέρα με τη
γραφειοκρατία και τις απόψεις των δήθεν ειδικών».
«Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολο θα πρέπει να ήταν για εσάς»,
είπε η Ρόμπιν, «όμως δεδομένου του ότι ενδέχεται να έχουμε μια
πιθανότητα να του μιλήσουμε, δε θέλουμε να κάνουμε οτιδήποτε θα
μπορούσε να…»
«Θέλω να αποδοθεί δικαιοσύνη για τη Λουίζ μου, κι ας πεθάνω», είπε ο
Τάκερ. «Στο κάτω κάτω, ας με συλλάβουν. Έτσι, το θέμα μας θα πάρει
ακόμη περισσότερη δημοσιότητα».
«Μα δε θα θέλαμε να…»
«Παππού, η κυρία δε θέλει να κάνεις καμιά σαχλαμάρα», είπε η Λόρεν.
«Δε θέλει να μπλέξεις τα πράγματα».
«Όχι, δεν πρόκειται, δεν πρόκειται», είπε ο Τάκερ. Τα μάτια του ήταν
μικρά, διάστικτα και σχεδόν άχρωμα, με μαβί σακούλιασμα από κάτω.
«Όμως αυτή ίσως να είναι η μοναδική μας ευκαιρία, οπότε πρέπει να γίνει
σωστά και από τον κατάλληλο άνθρωπο».
«Αυτός δε θα έρθει;» ρώτησε η Λόρεν. «Ο Κόρμοραν Στράικ, θέλω να
πω; Ο παππούς είπε πως μπορεί και να ερχόταν».
«Όχι», είπε η Ρόμπιν, και βλέποντας την απογοήτευση στα πρόσωπα
των Τάκερ, έσπευσε να προσθέσει: «Ασχολείται με μιαν άλλη υπόθεση
αυτή τη στιγμή, όμως ό,τι θα λέγατε στον Κόρμοραν, μπορείτε να το
πείτε σ’ εμένα, είμαστε συνετ…»
«Αυτός πρέπει να αναλάβει να μιλήσει στον Κριντ», είπε ο Τάκερ, «όχι
εσείς».
«Το καταλαβ…»
«Όχι, καλή μου, δεν καταλαβαίνεις», είπε ο Τάκερ αποφασιστικά.
«Αφιέρωσα όλη μου τη ζωή σε αυτή την προσπάθεια. Καταλαβαίνω τον
Κριντ καλύτερα απ’ όλους εκείνους τους ηλίθιους που κάθισαν κι
έγραψαν βιβλία γι’ αυτόν. Τον έχω μελετήσει. Εδώ και χρόνια είναι
αποκομμένος από καθετί που θα τον έφερνε στο προσκήνιο. Το αφεντικό
σου είναι διάσημος άνθρωπος. Ο Κριντ θα θέλει να τον συναντήσει. Ο
Κριντ θα νομίζει πως είναι εξυπνότερος, αυτό είναι σίγουρο. Θα θέλει να
νικήσει το αφεντικό σου, να βγει αυτός από πάνω, όμως ο πειρασμός να
δει ξανά το όνομά του στις εφημερίδες… Πάντοτε από τη δημοσιότητα
τρεφόταν. Νομίζω πως θα είναι έτοιμος να μιλήσει, εφόσον το αφεντικό
σου καταφέρει να τον κάνει να πιστέψει πως αξίζει τον κόπο… είναι
εντάξει άνθρωπος το αφεντικό σου, ναι;»
Σχεδόν υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, η Ρόμπιν θα είχε απαντήσει:
«Για την ακρίβεια, συνεταίρος μου είναι», σήμερα όμως, καθώς
καταλάβαινε το νόημα της ερώτησης, είπε:
«Ναι, είναι εντάξει».
«Μπράβο, κι εμένα έτσι μου φάνηκε, εντάξει», είπε ο Μπράιαν Τάκερ.
«Όταν επικοινώνησες, πήγα στο διαδίκτυο, έψαξα τα πάντα. Είναι
εντυπωσιακά όλα αυτά που έχει κάνει. Δε δίνει συνεντεύξεις όμως,
σωστά;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν.
«Μου αρέσει αυτό», είπε ο Τάκερ γνέφοντας καταφατικά. «Ασχολείται
με αυτή τη δουλειά για τους σωστούς λόγους. Πάντως, το όνομά του έχει
ακουστεί πλέον, κι αυτό θα κινήσει το ενδιαφέρον του Κριντ, όπως και το
γεγονός πως το αφεντικό σου έχει έρθει σε επαφή με διάσημους
ανθρώπους. Στον Κριντ αρέσουν όλα αυτά. Το έχω πει στο Υπουργείο
Δικαιοσύνης και το έχω πει στον άνθρωπό σας, θέλω να αναλάβει ο
Στράικ να του μιλήσει, δε θέλω να πάνε εκεί πέρα τίποτε αστυνομικοί.
Αυτοί είχαν την ευκαιρία τους και ξέρουμε όλοι πώς κατέληξε. Επίσης,
τέρμα οι κερατάδες οι ψυχίατροι, που νομίζουν πως είναι τόσο έξυπνοι
και δεν μπορούν καν να συμφωνήσουν αν το κάθαρμα έχει τα λογικά του
ή όχι.
»Εγώ τον ξέρω τον Κριντ. Τον καταλαβαίνω. Έφαγα όλη μου τη ζωή
μελετώντας την ψυχολογία του. Ήμουν παρών κάθε μέρα στο δικαστήριο,
στη διάρκεια της δίκης του. Δεν τον ρώτησα για τη Λου στο δικαστήριο,
όχι ανοιχτά, όμως εκείνος με κοίταξε στα μάτια κάμποσες φορές. Λογικά,
με είχε αναγνωρίσει, ήξερε ποιος ήμουν, γιατί η Λου ήταν φτυστή μ’
εμένα.
»Όταν τον ρώτησαν στο δικαστήριο για τα κοσμήματα… ξέρεις για το
μενταγιόν, το μενταγιόν της Λου;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν.
«Το αγόρασε δυο-τρεις μέρες πριν εξαφανιστεί. Το έδειξε στην αδελφή
της, τη Λιζ, τη μητέρα της Λόρεν… καλά δε λέω;» είπε απευθυνόμενος
στην εγγονή του, που έγνεψε καταφατικά. «Μια πεταλούδα κρεμαστή σε
μία αλυσίδα, μη φανταστείς τίποτε ακριβό, κι επειδή ήταν μαζικής
παραγωγής, η αστυνομία είπε πως θα μπορούσε να ήταν οποιασδήποτε
άλλης. Η Λιζ θυμόταν το μενταγιόν αλλιώς –γι’ αυτό και μπερδεύτηκε η
αστυνομία, στην αρχή δεν ήταν σίγουρη η μικρή ότι ήταν της αδελφής
της– όμως παραδέχτηκε πως το είδε για πολύ λίγο. Κι όταν ανέφεραν τα
κοσμήματα, ο Κριντ γύρισε και με κοίταξε ίσια στα μάτια. Ήξερε ποιος
ήμουν. Η Λου ήταν φτυστή μ’ εμένα», επανέλαβε ο Τάκερ. «Ξέρεις τι
δικαιολογία είπε, που είχε ένα σωρό κοσμήματα χωμένα κάτω από τις
σανίδες του πατώματος;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, «είπε πως τα είχε αγοράσει επειδή του άρεσε να
κυκλοφορεί ντυμένος…»
«Είπε πως τ’ αγόρασε», συνέχισε ο Τάκερ διακόπτοντας τη Ρόμπιν, «για
να μασκαρεύεται».
«Κύριε Τάκερ, στο τηλέφωνο αναφέρατε…»
«Η Λου το βούτηξε από εκείνο το μαγαζί που πήγαιναν κάθε τόσο, να
δεις πώς το έλεγαν…»
«Biba», είπε η Λόρεν.
«Biba», επανέλαβε ο Τάκερ. «Δύο μέρες προτού εξαφανιστεί, έκανε
κοπάνα από το σχολείο κι εκείνο το βράδυ έδειξε στη μαμά της Λόρεν, τη
Λιζ, τι είχε κλέψει. Ήταν ατίθαση η Λου. Δεν τα πήγαινε καλά με τη
δεύτερη σύζυγό μου. Η μαμά των κοριτσιών είχε πεθάνει, όταν η Λου
ήταν δέκα χρονών. Η Λου επηρεάστηκε το πιο πολύ, χειρότερα από τις
άλλες δύο. Ποτέ της δε συμπάθησε τη δεύτερη γυναίκα μου».
Όλα αυτά τα είχε ήδη πει στη Ρόμπιν στο τηλέφωνο, εκείνη όμως
έγνεφε με κατανόηση καθώς τον άκουγε.
«Η γυναίκα μου αρπάχτηκε με τη Λου το πρωί, μια μέρα προτού
εξαφανιστεί, οπότε η Λου έκανε πάλι κοπάνα. Χαμπάρι δεν πήραμε,
ώσπου δε γύρισε στο σπίτι εκείνο το βράδυ. Τηλεφωνήσαμε σε όλες τις
φιλενάδες της, καμιά τους δεν την είχε δει, οπότε πήραμε την αστυνομία.
Αργότερα μάθαμε πως μια φίλη της είχε πει ψέματα. Είχε μπάσει στα
κρυφά τη Λου στο σπίτι, χωρίς να το πει στους γονείς της.
»Τη Λου την είδανε τρεις φορές την επόμενη ημέρα, φορούσε ακόμη τη
στολή του σχολείου. Η τελευταία φορά ήταν έξω από ένα πλυντήριο,
στην Κέντις Τάουν. Ζήτησε από έναν τύπο φωτιά. Το ξέραμε πως είχε
αρχίσει να καπνίζει. Αυτός ήταν ως ένα σημείο κι ο λόγος που είχε
αρπαχτεί με τη γυναίκα μου.
»Ο Κριντ άρπαξε και τη Βέρα Κένι από την Κέντις Τάουν», είπε ο
Τάκερ με βραχνή φωνή. «Το 1970 έγινε αυτό, αμέσως μετά που είχε
μετακομίσει σ’ εκείνο το σπίτι δίπλα στο Πάρανταϊς Παρκ. Η Βέρα ήταν
η πρώτη γυναίκα που κατέβασε σ’ εκείνο το υπόγειο. Τις αλυσόδενε,
ξέρεις, και τις κρατούσε ζωντανές, ώσπου να…»
«Παππού», είπε παρακλητικά η Λόρεν, «σταμάτα».
«Ναι», μουρμούρισε ο Τάκερ σκύβοντας το κεφάλι του, «με συγχωρείς,
καρδούλα μου».
«Κύριε Τάκερ», είπε η Ρόμπιν αρπάζοντας την ευκαιρία, «στο τηλέφωνο
είπατε ότι έχετε πληροφορίες σχετικά με τη Μάργκοτ Μπάμπορο που δε
γνωρίζει κανείς άλλος».
«Ναι», είπε ο Τάκερ ψαχουλεύοντας στο μπουφάν του, από όπου έβγαλε
ένα μάτσο διπλωμένα χαρτιά, τα οποία ξεδίπλωσε με τρεμάμενα χέρια.
«Αυτό εδώ, το πρώτο, το πήρα από έναν δεσμοφύλακα στο Γουέικφιλντ,
το ’79. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 γυρόφερνα εκεί κάθε
Σαββατοκύριακο, τους έβλεπα την ώρα που σχολούσαν από τη δουλειά.
Έμαθα τις τους άρεσε να πίνουν, τα πάντα.
»Τέλος πάντων, με τον συγκεκριμένο δεσμοφύλακα, δε θα πω το όνομά
του, γίναμε φιλαράκια. Ο Κριντ ήταν στην πτέρυγα υψίστης ασφαλείας,
σε κελί μόνος του, γιατί όλα τα άλλα καθάρματα εκεί μέσα ήθελαν να τον
φάνε. Μάλιστα, ένας από αυτούς κόντεψε να βγάλει το μάτι του Κριντ το
’82, έκλεψε ένα κουτάλι από το εστιατόριο κι ακόνισε τη λαβή στο κελί
του, έτσι που την έκανε σουβλί. Δοκίμασε να το καρφώσει στο μάτι του
Κριντ. Παραλίγο αστόχησε, γιατί ο Κριντ έσκυψε. Ο φίλος μου είπε πως
άρχισε να τσιρίζει σαν κοριτσάκι», είπε ο Τάκερ με φανερή ικανοποίηση.
«Τέλος πάντων, εγώ το είπα του φίλου μου, είπα, οτιδήποτε μπορέσεις
να μάθεις, οτιδήποτε μπορείς να μου πεις. Πράγματα που έλεγε ο Κριντ,
σπόντες που πετούσε, καταλαβαίνεις. Τον πλήρωνα, βέβαια. Κι αυτός
κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του, έτσι και το μάθανε κανείς. Κάποια
στιγμή ο φίλος μου βρήκε αυτό εδώ, το έβγαλε λαθραία και μου το
έδωσε. Δε γινόταν να παραδεχτώ ότι το είχα, γιατί έτσι θα μπλέκαμε
άσχημα και οι δυο μας, όμως τηλεφώνησα στον άντρα της Μάργκοτ
Μπάμπορο, να δεις πώς τον λέγανε…»
«Ρόι Φιπς».
«Ρόι Φιπς, μπράβο. Του είπα: “Έχω εδώ κάτι που έγραψε ο Κριντ και
σίγουρα θα θες να το δεις. Αποδεικνύει πως αυτός σκότωσε τη γυναίκα
σου”».
Ένα περιφρονητικό χαμόγελο αποκάλυψε και πάλι τα καφετιά δόντια
του Τάκερ.
«Εκείνος όμως δεν ήθελε να ξέρει», είπε ο Τάκερ. «Ο Φιπς νόμιζε πως
ήμουν ζουρλός. Έναν χρόνο μετά που του τηλεφώνησα, διάβασα στην
εφημερίδα πως είχε παντρευτεί την νταντά. Καταπώς φαίνεται, ο Κριντ
μια χαρά βόλεψε τον γιατρουδάκο».
«Παππού!» αναφώνησε η Λόρεν σοκαρισμένη.
«Καλά, καλά», μουρμούρισε ο Τάκερ. «Εγώ μια φορά ποτέ δεν τον
συμπάθησα τον τύπο. Θα μπορούσε να μας είχε βοηθήσει πολύ, αν ήθελε.
Κοτζάμ γιατρός, επιμελητής σε νοσοκομείο, έναν τέτοιον άνθρωπο θα τον
είχε ακούσει ο υπουργός Εσωτερικών. Θα μπορούσαμε κι εμείς να
συνεχίσουμε να τους πιέζουμε, αν μας είχε βοηθήσει, εκείνος όμως δεν
ήθελε, κι όταν διάβασα πως είχε στεφανωθεί την νταντά, σκέφτηκα, τώρα
μάλιστα, έτσι εξηγούνται όλα».
«Μήπως θα μπορούσα…;» άρχισε να λέει η Ρόμπιν, γνέφοντας με
νόημα προς το χαρτί που εξακολουθούσε να κρατά ο Τάκερ κολλημένο
πάνω στο τραπέζι, εκείνος όμως δεν έδωσε την παραμικρή σημασία.
«Οπότε, χρόνια ολόκληρα είχαμε απομείνει μονάχα εγώ κι ο Τζέρι»,
είπε ο Τάκερ. «Ο Τζέρι Γούλφσον, ο αδελφός της Κάρα. Ξέρεις ποια
λέω;» ρώτησε κοφτά τη Ρόμπιν.
«Ναι, τη σερβιτόρα σε νυχτερινό κέντρο…»
«Σερβιτόρα σε νυχτερινό κέντρο, πουτάνα στα ρεπό της κι από πάνω
πρεζόνι. Ο Τζέρι δεν έτρεφε αυταπάτες, δεν ήταν αφελής, όμως και πάλι
αδελφή του ήταν. Εκείνη τον είχε μεγαλώσει, μετά που τους παράτησε η
μάνα του. Η Κάρα ήταν η μόνη του οικογένεια.
»Το Φεβρουάριο του 1973, τρεις μήνες μετά τη Λου μου, η Κάρα επίσης
εξαφανίστηκε. Έφυγε από το μαγαζί που δούλευε στο Σόχο ξημερώματα.
Την ίδια ώρα έφυγε και μια άλλη κοπέλα. Μάλιστα, εδώ παρακάτω ήταν
το μαγαζί», είπε ο Τάκερ δείχνοντας κάπου έξω από την πόρτα. «Οι δυο
κοπέλες τραβάνε σε αντίθετες κατευθύνσεις στον ίδιο δρόμο. Η φιλενάδα
κοιτάει προς τα πίσω και βλέπει την Κάρα να γέρνει και να μιλάει στον
οδηγό ενός ημιφορτηγού, στο τέρμα του δρόμου. Η φιλενάδα υπέθεσε
πως η Κάρα ήξερε τον οδηγό. Γυρνάει και φεύγει. Αυτή ήταν κι η
τελευταία φορά που είδε άνθρωπος την Κάρα.
»Ο Τζέρι έπιασε ύστερα και μίλησε με όλες τις φιλενάδες της Κάρα στο
μαγαζί, όμως καμιά τους δεν ήξερε κάτι. Κυκλοφορούσε και μια φήμη
στην πιάτσα, μετά που εξαφανίστηκε η Κάρα, πως ήτανε καρφί της
αστυνομίας. Εκείνο το μαγαζί το έτρεχαν κάτι μούτρα, υπόκοσμος. Μια
χαρά τούς βόλευε να λένε πως η άλλη ήταν καρφί, ε; Έτσι, τρόμαζαν και
τις υπόλοιπες κοπέλες, να το ράψουν σταυροβελονιά, αν είχε τύχει να
δουν ή να ακούσουν τίποτε περίεργο εκεί.
»Όμως ο Τζέρι δεν πίστεψε ποτέ του πως η Κάρα ήταν καρφί. Από την
πρώτη στιγμή το μυαλό του πήγε στον Χασάπη του Έσεξ… σ’ εκείνο το
φορτηγάκι, ήταν φως-φανάρι τι είχε συμβεί. Οπότε συμμαχήσαμε.
»Προσπάθησε να εξασφαλίσει άδεια για να επισκεφτεί τον Κριντ όπως
κι εγώ, όμως οι Αρχές δε μας άφηναν. Τελικά, ο Τζέρι τα παράτησε. Το
έριξε στο ποτό, κι αυτό ήταν το τέλος του. Άμα συμβεί τέτοιο πράγμα σε
άνθρωπο που αγαπάς, σε σημαδεύει. Δε γίνεται να το διώξεις από πάνω
σου. Κι είναι τόσο το βάρος, που κάποιους ανθρώπους τούς πλακώνει.
»Ο γάμος μου διαλύθηκε. Οι άλλες δύο κόρες μου έκαναν χρόνια να
μου μιλήσουν. Ήθελαν να σταματήσω να ασχολούμαι με τη Λου, να
πάψω να μιλάω για τον Κριντ, να καμώνομαι πως δεν είχε συμβεί
τίποτε…»
«Γίνεσαι άδικος τώρα, παππού», είπε η Λόρεν αυστηρά.
«Καλά, εντάξει», μουρμούρισε ο Τάκερ. «Εντάξει, το παραδέχομαι, η
μαμά της Λόρεν τον τελευταίο καιρό έχει αλλάξει στάση. Εγώ το είπα της
Λιζ: “Σκέψου όλο τον χρόνο που θα έπρεπε να είχα περάσει με τη Λου
όπως έκανα μ’ εσένα και τη Λίσα. Κάνε τον λογαριασμό. Οικογενειακά
γεύματα και διακοπές. Να τη βοηθάω με τα μαθήματά της. Να της λέω να
καθαρίσει το δωμάτιό της. Να τσακώνομαι…” Τι να λέμε, έκανε κι εκείνη
τα δικά της. Να είμαι εκεί στην αποφοίτηση, θα αποφοιτούσε, λέω, γιατί
ήταν έξυπνη κοπέλα η Λου, κι ας είχε μπλεξίματα με το σχολείο, με όλες
εκείνες τις κοπάνες που έκανε. Είπα στη Λιζ: “Δεν αξιώθηκα να τη
συνοδέψω στην εκκλησία, έτσι δεν είναι; Ούτε να την επισκεφτώ στο
νοσοκομείο, όταν γεννήθηκαν τα παιδιά της. Κάτσε και λογάριασε όλο
τον χρόνο που θα της είχα αφιερώσει, αν είχε ζήσει…”»
Ο Τάκερ κόμπιασε. Η Λόρεν ακούμπησε τη στρουμπουλή παλάμη της
πάνω στο χέρι του παππού της, που είχε πρησμένες μαβιές αρθρώσεις.
«…λογάριασε όλο εκείνο τον χρόνο που θα περνάγαμε μαζί», είπε με
σπαστή φωνή ο Τάκερ, με μάτια θολά από τα δάκρυα, «κι αυτός είναι ο
χρόνος που της χρωστάω, για να μάθω τι πραγματικά της συνέβη. Δεν
κάνω κάτι περισσότερο. Της αφιερώνω αυτό που της χρωστάω».
Η Ρόμπιν ένιωσε και τα δικά της μάτια να βουρκώνουν.
«Λυπάμαι πάρα πολύ», είπε σιγανά.
«Ναι, τι να κάνεις», είπε ο Τάκερ σκουπίζοντας τα μάτια και τη μύτη
του άτσαλα πάνω στο μανίκι του μπουφάν του. Έπειτα έπιασε το πρώτο
χαρτί και το πρότεινε απότομα στη Ρόμπιν. «Ορίστε. Εδώ θα δεις με τι
έχεις να κάνεις».
Η Ρόμπιν πήρε το χαρτί, πάνω στο οποίο ήταν γραμμένες δυο σύντομες
παράγραφοι, με καθαρό, ελαφρώς λοξό γραφικό χαρακτήρα, κάθε γράμμα
ξεχωριστό και διακριτό, κι άρχισε να διαβάζει.
Προσπαθεί να ελέγξει μέσα από τις λέξεις και καμιά φορά με την
κολακεία. Μου λέει πόσο έξυπνος είμαι, κι ύστερα μιλάει για
«θεραπεία». Η στρατηγική είναι γελοιωδώς προφανής. Τα
«προσόντα» και η «εκπαίδευσή» της είναι, συγκρινόμενα με τη δική
μου αυτογνωσία, τη δική μου ενσυναίσθηση, το τρέμουλο ενός
μουλιασμένου σπίρτου δίπλα στο φως του ήλιου.
Υπόσχεται πως θα με βγάλει τρελό, πράγμα που θα σημάνει ηπιό-
τερη αντιμετώπιση για μένα. Αυτά μου τα λέει ανάμεσα στα
ουρλιαχτά της, καθώς μαστιγώνω το πρόσωπο και τα στήθια της.
Όπως αιμορραγεί, με ικετεύει να καταλάβω πως θα μπορούσε να
μου φανεί χρήσιμη. Πως θα κατέθετε υπέρ μου. Ο εγωισμός της και
η δίψα της για κυριαρχία έχουν υποδαυλιστεί από την κοινωνική
αποδοχή που κέρδισε λόγω της θέσης της «γιατρού». Ακόμη κι
αλυσοδεμένη πιστεύει πως είναι ανώτερη. Η πεποίθηση αυτή θα
καταρριφθεί.
«Βλέπεις;» είπε ο Τάκερ με έναν αγριεμένο ψίθυρο. «Είχε τη Μάργκοτ
Μπάμπορο αλυσοδεμένη στο υπόγειό του. Απολαμβάνει να γράφει για
εκείνες τις στιγμές, να τις ξαναζεί. Όμως οι ψυχίατροι δε θεώρησαν πως
αυτό αποτελούσε ομολογία, έλεγαν πως ο Κριντ έγραφε όλα αυτά τα
πράγματα επειδή ήθελε να τραβήξει περισσότερο την προσοχή πάνω του.
Έλεγαν πως ήταν όλα ένα παιχνίδι, μια προσπάθεια να εξασφαλίσει
περισσότερες καταθέσεις, γιατί του άρεσε να κοντράρει το μυαλό του με
την αστυνομία, να διαβάζει για τον εαυτό του στις εφημερίδες, να βλέπει
το πρόσωπό του στις ειδήσεις. Έλεγαν πως ήταν μια φαντασίωση όλο
αυτό και πως το να της δώσουμε βάση ήταν αυτό ακριβώς που επιδίωκε ο
Κριντ, γιατί η κουβέντα για όλο αυτό θα τον έφτιαχνε».
«Αηδία», μουρμούρισε η Λόρεν.
«Ο φίλος μου ο δεσμοφύλακας όμως –γιατί, ξέρεις, ήτανε τρεις οι
γυναίκες που έλεγαν πως είχε φάει ο Κριντ και τα πτώματά τους δε
βρέθηκαν ποτέ: η Λου μου, η Κάρα Γούλφσον και η Μάργκοτ
Μπάμπορο– ο φίλος μου λοιπόν το είπε, αυτό που του άρεσε πάνω απ’
όλα ήταν να τον ρωτάνε για τη γιατρίνα. Στον Κριντ αρέσουν οι άνθρωποι
που έχουν ένα όνομα, βλέπεις. Νομίζει πως θα μπορούσε να είχε γίνει
πρόεδρος κάποιας πολυεθνικής, καθηγητής ή δεν ξέρω τι, αν δεν το είχε
γυρίσει στους φόνους. Όλα αυτά μου τα είπε ο φίλος μου. Είπε πως ο
Κριντ σε αυτό το επίπεδο θεωρεί πως βρίσκεται, ξέρεις, απλώς σε
διαφορετικό τομέα».
Η Ρόμπιν δεν έκανε κάποιο σχόλιο. Δεν ήταν εύκολο να ξεπεράσει την
εντύπωση που της είχαν προκαλέσει όσα είχε διαβάσει. Η Μάργκοτ
Μπάμπορο είχε πάψει να είναι απλώς ένα όνομα για τη Ρόμπιν, ήταν μια
πραγματική γυναίκα και είχε μόλις αναγκαστεί να τη φανταστεί,
κακοποιημένη και ματωμένη, να πασχίζει να πείσει έναν ψυχοπαθή να της
χαρίσει τη ζωή.
«Ο Κριντ μεταφέρθηκε στο Μπέλμαρς το ’83», συνέχισε ο Τάκερ,
χτυπώντας ελαφρά την παλάμη του πάνω στα χαρτιά που εξακολουθούσε
να έχει μπροστά του, οπότε η Ρόμπιν προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα
όσα της έλεγε, «κι άρχισαν να του δίνουν φάρμακα, ώστε να μην του…
καταλαβαίνεις, να μην μπορεί να έχει…
»Και τότε ήταν που πήρα άδεια να του γράψω και να μου απαντήσει κι
εκείνος. Από τον καιρό που καταδικάστηκε, πίεζα τις Αρχές να μου
επιτρέψουν να του θέσω ερωτήσεις και να τον αφήσουν να απαντήσει.
Τελικά υποχώρησαν. Χρειάστηκε να ορκιστώ πως δε θα δημοσιοποιούσα
ποτέ αυτά που θα μου έγραφε, ούτε θα έδινα το γράμμα σε τίποτε
δημοσιογράφους, όμως είμαι ο μοναδικός από τις οικογένειες των
θυμάτων που του επιτράπηκε να έχει απευθείας επικοινωνία με… να,
εδώ», είπε γυρνώντας τις δύο επόμενες σελίδες προς τη Ρόμπιν. «Αυτή
είναι η απάντηση που πήρα».
Το γράμμα ήταν γραμμένο πάνω σε χαρτί αλληλογραφίας της φυλακής.
Δεν υπήρχε καμία προσφώνηση, του τύπου «Αγαπητέ κύριε Τάκερ».
Ήταν πριν από τρεις εβδομάδες όταν έλαβα το γράμμα σας, όμως
με έκλεισαν στην απομόνωση λίγο μετά και δεν είχα χαρτί και
μολύβι, οπότε δεν μπορούσα να απαντήσω. Κανονικά, δεν
επιτρέπεται να απαντάω σε ερωτήσεις σαν τις δικές σας, όμως
φαντάζομαι πως η επιμονή σας έκαμψε τις αντιστάσεις των Αρχών.
Όσο απίθανο κι αν ακούγεται, σας θαυμάζω γι’ αυτό, κύριε Τάκερ.
Ρητά σας λέω πως η επιμονή, κόντρα στις αντιξοότητες, είναι ένα
από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά μου. Ήμουν πάντοτε έτσι.
Στη διάρκεια των τριών εβδομάδων υποχρεωτικής μοναξιάς,
αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσα να σας εξηγήσω πράγματα που
ούτε ένας στους δέκα χιλιάδες δε θα είχε κάποια ελπίδα να
καταλάβει. Όμως, παρότι σίγουρα νομίζετε πως θα θυμάμαι τα
ονόματα, τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες των διαφόρων
«θυμάτων» μου, η μνήμη μου το μόνο που μου φανερώνει είναι το
τέρας με τα πολλαπλά άκρα και τα πολλαπλά στήθια με το οποίο
χαριεντιζόμουν, ένα πλάσμα βρομερό που έδινε φωνή στον πόνο
και στη δυστυχία. Ύστερα, το τέρας μου δεν ήταν καμιά σπουδαία
συντροφιά, αν και είχε ένα ενδιαφέρον ο τρόπος που χτυπιόταν.
Συνολικά, κι αφού είχαν προηγηθεί αρκετά ερεθίσματα, ήταν ικανό
να εξυψωθεί στα επίπεδα της έκστασης του πόνου, οπότε
καταλάβαινε πως ήταν ζωντανό και τότε έστεκε τρέμοντας στο
χείλος της αβύσσου, εκλιπαρώντας, ουρλιάζοντας, ικετεύοντας για
έλεος.
Τώρα, πόσες φορές πέθανε το τέρας για να ζωντανέψει και πάλι;
Όσες και να ήταν, ήταν πολύ λίγες για να μου φτάσουν. Το
πρόσωπο και η φωνή του μπορεί να μεταλλάσσονταν, όμως οι
αντιδράσεις του ήταν πάντοτε οι ίδιες. Εν τω μεταξύ, ο Ρίτσαρντ
Μέρινταν, ο παλιός μου ψυχίατρος, απέδωσε σε αυτό που με
καταλάμβανε διάφορα ονόματα, όμως η αλήθεια είναι πως ήμουν
παραδομένος σε μια θεϊκή μανία.
Λοιπόν, κάποιοι συνάδελφοι του Μέρινταν αμφισβήτησαν το
συμπέρασμά του ότι έχω σώας τας φρένας. Ο δικαστής, δυστυχώς,
απέρριψε τις γνωματεύσεις τους. Συμπερασματικά: μπορεί να
σκότωσα την κόρη σας μπορεί και όχι. Είτε το έκανα παραδομένος
σε κάποια τρέλα που εξακολουθεί να θολώνει τη μνήμη μου, και την
οποία κάποιος ικανότερος γιατρός δεν αποκλείεται να κατορθώσει
να διαπεράσει, είτε δεν τη συνάντησα ποτέ, κι η μικρούλα Λουίζ
βρίσκεται ακόμη κάπου εκεί έξω, γελώντας με τις προσπάθειες του
μπαμπάκα της να την εντοπίσει ή, ίσως, βιώνοντας μια διαφορετική
κόλαση από εκείνη στην οποία ζούσε το δικό μου τέρας.
Σίγουρα δε χωράει αμφιβολία ότι η επιπλέον ψυχιατρική
υποστήριξη που διατίθεται στο Μπρόουντμουρ θα με βοηθούσε να
ανακτήσω όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της μνήμης μου. Κι
όμως, για τους δικούς τους, ακατανόητους λόγους, οι Αρχές
προτιμούν να με κρατούν εδώ, στο Μπέλμαρς. Όταν, για
παράδειγμα, σήμερα το πρωί δέχτηκα απειλές κάτω από τη μύτη
των φυλάκων. Άσχετα από το προφανές δεδομένο πως αποκτά ένα
κάποιο κύρος όποιος μου επιτίθεται, βρίσκομαι εκτεθειμένος
καθημερινά σε εκφοβισμούς και σωματικούς κινδύνους. Υπάρχει
άνθρωπος που περιμένει στα σοβαρά πως θα μπορέσω να
ανακτήσω σε επαρκή βαθμό την ψυχική μου υγεία, υπό τέτοιες
συνθήκες, ώστε να συνδράμω περαιτέρω την αστυνομία; Ζούμε
ένα μυστήριο.
Είναι προφανές πως οι εξαιρετικοί άνθρωποι θα έπρεπε να
μελετώνται μονάχα από εκείνους που είναι ικανοί να τους
εκτιμήσουν. Κρίμα, γιατί η στοιχειωδέστατη ανάλυση στην οποία
έχω μέχρι στιγμής υποβληθεί, το μόνο που κατορθώνει είναι να
εδραιώνει την αδυναμία μου να θυμηθώ τι ακριβώς έχω κάνει. Αν
θέλετε, κύριε Τάκερ, ίσως μπορέσετε να με βοηθήσετε. Ιδίως αν
αναλογιστούμε ότι, μέχρι να βρεθώ σε ένα νοσοκομειακό
περιβάλλον όπου θα είμαι σε θέση να λάβω τη βοήθεια που
χρειάζομαι, τι είδους κίνητρο έχω να σκαλίσω την
κατακερματισμένη μνήμη μου, αναζητώντας λεπτομέρειες που θα
μπορούσαν να σας βοηθήσουν να ανακαλύψετε τι συνέβη στην
κόρη σας; Ζήτημα ασφάλειας είναι, καθώς η ζωή μου τίθεται σε
κίνδυνο σε καθημερινή βάση. Η επιδείνωση της πνευματικής μου
κατάστασης είναι διαρκής.
Το αντιλαμβάνομαι πως θα απογοητευτείτε, διαπιστώνοντας πως
δεν έχετε λάβει σαφή απάντηση για το τι συνέβη στη Λουίζ. Όμως
να είστε βέβαιος πως, όταν δε με κυριεύει η μανία, δε στερούμαι
συμπάθειας για τον συνάνθρωπό μου. Υπάρχει πλήθος
αυστηρότατων επικριτών μου, που και πάλι αναγνωρίζουν πως
στην πραγματικότητα καταλαβαίνω τους άλλους πολύ ευκολότερα
απ’ ό,τι με καταλαβαίνουν εκείνοι! Σας διαβεβαιώ, για παράδειγμα,
ότι μπορώ να συναισθανθώ το τι θα σήμαινε για εσάς να
ανακτήσετε τη σορό της Λουίζ και να της προσφέρετε την ταφή που
τόσο βαθιά επιθυμείτε. Εν τω μεταξύ, τα λιγοστά αποθέματα
ανθρώπινης κατανόησης που διαθέτω εξαντλούνται με ταχύτατους
ρυθμούς εξαιτίας των συνθηκών στις οποίες διαβιώ πλέον. Το
διάστημα της ανάρρωσης από την τελευταία επίθεση σε βάρος
μου, η οποία κόντεψε να μου στοιχίσει ένα μάτι, καθυστέρησε
εξαιτίας της άρνησης των Αρχών να μου επιτρέψουν να νοσηλευτώ
σε πολιτικό νοσοκομείο. Η κοινή γνώμη φαίνεται να θεωρεί πως
«Οι σατανικοί άνθρωποι παραιτούνται του δικαιώματος σε δίκαιη
αντιμετώπιση!» Μα το ζήτημα εδώ είναι πως η βαναυσότητα γεννά
βαναυσότητα. Ακόμη και οι πλέον βραδύνοες ψυχίατροι αυτό
τουλάχιστον είναι σε θέση να το καταλάβουν.
Να διαθέτετε, άραγε, φιλεύσπλαχνη ψυχή, κύριε Τάκερ; Αν ναι, το
πρώτο γράμμα που θα συντάξετε, εφόσον κρίνετε πως το αξίζει η
απάντησή μου, θα απευθύνεται στις Αρχές. Το λογικό θα ήταν να
τους ζητήσετε να περάσω το υπόλοιπο της ποινής μου στο
Μπρόουντμουρ. Η απείθαρχη μνήμη μου φαίνεται πως εξακολουθεί
να κρύβει ορισμένα μυστικά. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ας
ελπίσουμε πως θα μπορέσουν, επιτέλους, να ανασυρθούν επιδέξια
στην επιφάνεια.
Ειλικρινά δικός σας,
Ντένις
Η Ρόμπιν ολοκλήρωσε την ανάγνωση και σήκωσε το κεφάλι.
«Δεν κατάλαβες τι γράφει, ε;» είπε ο Τάκερ με μιαν αλλόκοτα
πεινασμένη έκφραση. «Βέβαια, πού να καταλάβεις. Δεν είναι προφανές.
Ούτε κι εγώ το είχα καταλάβει στην αρχή. Ούτε κι οι υπεύθυνοι των
φυλακών. Δεν ευκαιρούσαν, βλέπεις, ήταν πολύ απασχολημένοι με το να
μου ξεκαθαρίζουν πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τον μεταφέρουν
στο Μπρόουντμουρ, επομένως δε χρειαζόταν να μπω στον κόπο να τους
το ζητήσω».
Βάλθηκε να χτυπά ρυθμικά την τελευταία παράγραφο του γράμματος,
με το κιτρινισμένο νύχι του δείκτη του.
«Το κλειδί βρίσκεται εδώ. Στο τέλος. Πρώτο γράμμα. Η απάντησή μου.
Για πιάστε το πρώτο γράμμα κάθε πρότασης, να δείτε αν βγάζετε κάποιο
νόημα».
Η Ρόμπιν έκανε αυτό που της υπέδειξε ο Τάκερ.
«Η-Κ-Ο-Ρ-Η-Σ-Ο-Υ-Σ-Τ-Ο-Τ-Ε-Λ-Ο-Σ…» άρχισε να διαβάζει στους
άλλους δύο η Ρόμπιν ώσπου, τρέμοντας το πού θα κατέληγε το μήνυμα,
σώπασε, μέχρι που έφτασε στην τελευταία πρόταση, οπότε της φάνηκε
πως το γάλα που περιείχε ο καφές της ξίνισε στο στόμα της και
μουρμούρισε: «Θεέ μου».
«Τι λέει;» ρώτησε η Λόρεν, που έσμιξε τα φρύδια και τεντώθηκε για να
δει.
«Άσε, δεν είναι για σένα αυτά», είπε κοφτά ο Τάκερ, οπότε πήρε πίσω
το γράμμα. «Ορίστε λοιπόν», είπε στη Ρόμπιν διπλώνοντας τα χαρτιά και
παραχώνοντάς τα ξανά στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του. «Τώρα
καταλαβαίνεις τι άνθρωπος είναι. Αυτός σκότωσε τη Λου, αυτός σκότωσε
και τη γιατρίνα σου, και καμαρώνει».
Πριν προλάβει να πει το παραμικρό η Ρόμπιν, ο Τάκερ γύρισε μια
ακόμη σελίδα προς το μέρος της, κι εκεί η Ρόμπιν είδε έναν
φωτοτυπημένο χάρτη του Ίσλινγκτον, με έναν κύκλο τραβηγμένο με
μαρκαδόρο, γύρω από κάτι που έμοιαζε με μεγάλο σπίτι.
«Το λοιπόν», είπε, «είναι δύο τα μέρη όπου δεν έψαξε κανείς ποτέ και
νομίζω πως θα μπορούσε ο άλλος να κρύψει πτώματα. Έχω περάσει από
κόσκινο ό,τι είχε να κάνει μαζί του, από τον καιρό που ήτανε παιδί, μέχρι
που μεγάλωσε. Η αστυνομία έψαξε σε όλα τα προφανή σημεία, σε
διαμερίσματα όπου είχε μείνει και τα σχετικά, όμως με ετούτα εδώ δεν
ασχολήθηκε ποτέ.
»Όταν εξαφανίστηκε η Λου, τον Νοέμβριο του ’72, ο Κριντ δε θα
μπορούσε να τη θάψει στο Δάσος του Έπιν, γιατί…»
«Είχαν μόλις εντοπίσει το πτώμα της Βέρα Κένι εκεί», είπε η Ρόμπιν.
Ο Τάκερ φάνηκε να εντυπωσιάζεται, έστω κι απρόθυμα.
«Σ’ εκείνο το γραφείο που δουλεύεις, μελετάτε προσεχτικά τις
υποθέσεις, ε; Αυτό ακριβώς. Εκείνο το διάστημα εξακολουθούσε να
υπάρχει αστυνομική παρουσία στην περιοχή.
»Όμως βλέπεις εδώ;» είπε ο Τάκερ χτυπώντας τον δείκτη του πάνω στο
μαρκαρισμένο κτίριο. «Αυτό εδώ, τώρα πια, είναι ιδιωτική κατοικία,
όμως τη δεκαετία του ’70 στεγαζόταν εκεί το Ξενοδοχείο Τοξότης και
μάντεψε ποιος τους έκανε την μπουγάδα; Το στεγνοκαθαριστήριο όπου
εργαζόταν ο Κριντ. Περνούσε από εκεί μια φορά την εβδομάδα με το
φορτηγάκι του, για να παραλάβει τα άπλυτα, κι ύστερα να τα φέρει πίσω,
σεντόνια και σκεπάσματα και ό,τι άλλο…
»Τέλος πάντων, μετά που τον συνέλαβαν, η ιδιοκτήτρια του
ξενοδοχείου μίλησε στη Mail, είπε στον δημοσιογράφο πως ο Κριντ της
φαινόταν πάντοτε ιδιαίτερα συμπαθητικός κι ευγενικός, πάντοτε
πρόθυμος να της πιάσει την κουβέντα, όποτε την έβλεπε…
»Αυτό δε θα το βρεις σημαδεμένο στους σύγχρονους χάρτες», είπε ο
Τάκερ, καθώς μετατόπιζε τον δείκτη του σε έναν σταυρό, στον χώρο
γύρω από το κτίριο, «όμως αναφέρεται στα παλιά συμβόλαια. Υπάρχει
ένα πηγάδι εκεί πίσω στο οικόπεδο. Μη φανταστείς, ένα φρεάτιο είναι
που μαζεύει το νερό της βροχής. Ανοίχτηκε προτού χτιστεί το τωρινό
κτίσμα.
»Κατάφερα να εντοπίσω ποια ήταν η ιδιοκτήτρια μέχρι και το ’89, όταν
και το πούλησε. Της μίλησα και μου είπε πως το πηγάδι ήταν ήδη
κλεισμένο τον καιρό που ήταν αυτή εκεί, κι είχε φυτέψει κάτι θάμνους
τριγύρω, γιατί δεν ήθελε να πάει και να πέσει μέσα κατά λάθος κανένα
παιδί. Όμως ο Κριντ περνούσε από εκείνο τον κήπο για να παραδώσει τα
πλυμένα, ακριβώς δίπλα από το σημείο όπου βρισκόταν το πηγάδι.
Σίγουρα ήξερε τι υπήρχε εκεί. Η ιδιοκτήτρια δε θυμόταν να του το είχε
πει», έσπευσε να συμπληρώσει ο Τάκερ, προλαβαίνοντας την ερώτηση
της Ρόμπιν, «όμως αυτό δε σημαίνει κάτι, σωστά; Ούτε και θα μπορούσε
να θυμάται κάθε κουβέντα που του είχε πει ύστερα από τόσα χρόνια, έτσι
δεν είναι;»
»Στα μαύρα μεσάνυχτα, ο Κριντ θα μπορούσε να περάσει με το
φορτηγάκι από την πίσω είσοδο, να μπει από την πύλη που υπήρχε εκεί…
όμως μέχρι να τα καταλάβω όλα αυτά», είπε ο Τάκερ, τρίζοντας τα
καφετιά του δόντια από τον εκνευρισμό του, «το κτίριο είχε πουληθεί σε
ιδιώτη και τώρα έχει χτιστεί ένα περίπτερο, την γκαντεμιά μου μέσα,
πάνω στο παλιό πηγάδι».
«Μα δε νομίζετε», είπε η Ρόμπιν επιφυλακτικά, «πως όταν έχτιζαν εκεί
πέρα, θα είχαν παρατηρήσει…»
«Γιατί να το κάνουν αυτό;» είπε ο Τάκερ επιθετικά. «Δε γνώρισα ποτέ
μου οικοδόμο που να πήγαινε γυρεύοντας να βγάλει επιπλέον δουλειά,
ενώ θα μπορούσε απλώς να τσιμεντώσει το μέρος. Και, τέλος πάντων, ο
Κριντ δεν είναι βλάκας. Θα είχε ρίξει μπάζα πάνω στο πτώμα, έτσι δεν
είναι; Θα το σκέπαζε. Επομένως, αυτή είναι η μία περίπτωση», είπε
αποφασιστικά. «Έπειτα έχουμε κι αυτό εδώ».
Το τελευταίο χαρτί που είχε φέρει μαζί του ο Τάκερ ήταν ένας δεύτερος
χάρτης.
«Αυτό εκεί δα», είπε χτυπώντας τον αρθριτικό δείκτη του πάνω σε ένα
άλλο κυκλωμένο κτίριο, «είναι το σπίτι της προγιαγιάς του Κριντ.
Αναφέρεται και στον Δαίμονα του Πάρανταϊς Παρκ. Ο Κριντ, σε μία από
τις συνεντεύξεις του, ανέφερε πως εξοχή, όταν ήταν παιδί, έβλεπε μονάχα
όταν τον πήγαιναν εκεί πέρα.
»Εδώ δες», είπε ο Τάκερ δείχνοντας έναν μεγάλο χώρο, καλυμμένο με
πράσινο. «Το σπίτι βλέπει στο Άλσος Γκρέιτ Τσερτς. Μιλάμε για
στρέμματα δάσους, πελώρια έκταση. Ο Κριντ ήξερε τα κατατόπια εκεί.
Είχε και φορτηγάκι. Σ’ εκείνο το δάσος θα έπαιζε όταν ήταν παιδί.
»Ξέρουμε πως επέλεξε το Δάσος του Έπιν για να κρύψει τα
περισσότερα πτώματα, ακριβώς επειδή δεν τον συνέδεε κάτι με την
περιοχή, όμως φτάνοντας στο ’75, η αστυνομία πραγματοποιούσε
συχνούς ελέγχους τη νύχτα στην περιοχή, σωστά; Όμως ο Κριντ ήξερε κι
ένα άλλο δάσος, που δεν είναι και τόσο μακριά από το Λονδίνο, κι είχε το
φορτηγάκι του πρόχειρο και τα φτυάρια του φορτωμένα στην καρότσα.
»Απ’ όσο μπορώ να κρίνω», είπε ο Τάκερ, «θα έλεγα πως η κόρη μου κι
η γιατρίνα σου βρίσκονται είτε στο πηγάδι είτε στο δάσος. Εν τω μεταξύ,
τώρα πια έχουν άλλου είδους τεχνολογία στη διάθεσή τους, σε σχέση με
τη δεκαετία του ’70. Ραντάρ ικανά να διαπεράσουν το έδαφος κι ένα
σωρό άλλα. Δε θα ήταν δύσκολο να γίνει ένας έλεγχος, μήπως και
εντόπιζαν κάποιο πτώμα είτε στο ένα μέρος είτε στο άλλο, εφόσον
υπάρχει η θέληση.
»Όμως», είπε ο Τάκερ μαζεύοντας απότομα τους δυο χάρτες από το
τραπέζι και διπλώνοντάς τους με τα τρεμάμενα χέρια του, «δεν υπάρχει
θέληση ή, τουλάχιστον, δεν υπήρχε για χρόνια. Κανείς από αυτούς που
έχουν εξουσία δε νοιάζεται. Νομίζουν πως η ιστορία έληξε, πως ο Κριντ
δεν πρόκειται να μιλήσει. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι το αφεντικό σου
αυτός που θα αναλάβει να του μιλήσει. Μακάρι να γινόταν να πάω εγώ»,
είπε ο Τάκερ, «όμως είδες πόση αξία μού έδινε ο Κριντ…»
Όπως έβαζε ο Τάκερ τα χαρτιά στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του,
η Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως η καφετέρια ολόγυρα είχε γεμίσει από
κόσμο όση ώρα συζητούσαν. Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν τρεις νεαροί
άντρες, όλοι τους με κάπως αστείες, εδουαρδιανές γενειάδες.
Συνηθισμένα επί τόση ώρα να ακούν μόνο την μπάσα, τραχιά φωνή του
Τάκερ, τα αυτιά της Ρόμπιν σαν να κατακλύστηκαν ξαφνικά από τον
θόρυβο. Αισθανόταν λες και είχε μεταφερθεί από τη μια στιγμή στην
άλλη από το μακρινό παρελθόν στο σκληρό κι αδιάφορο παρόν. Άραγε,
πώς θα φαίνονταν στη Μάργκοτ Μπάμπορο, στη Λουίζ Τάκερ και στην
Κάρα Γούλφσον τα κινητά τηλέφωνα που φώλιαζαν σχεδόν σε κάθε
παλάμη ή ο ήχος του «Happy», του Φαρέλ Γουίλιαμς, που έπαιζε κάπου
εκεί κοντά ή η νεαρή γυναίκα που απομακρυνόταν από την μπάρα
κρατώντας έναν καφέ, με τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά σε κεφτεδάκια, κι
ένα μπλουζάκι που έγραφε GO F#CK YOUR #SELFIE;
«Μην κλαις, παππού», είπε σιγανά η κιτρινομάλλα Λόρεν περνώντας το
μπράτσο της γύρω από τους ώμους του παππού της, καθώς ένα χοντρό
δάκρυ κυλούσε στην πρησμένη μύτη του και έσταζε πάνω στο ξύλινο
τραπέζι. Τώρα που είχε πάψει να μιλά για τη Λουίζ και τον Κριντ, ο
ηλικιωμένος άντρας έμοιαζε να έχει ζαρώσει.
«Έχει επηρεάσει ολόκληρη την οικογένειά μας αυτό», είπε η Λόρεν στη
Ρόμπιν. «Η μαμά και η θεία Λίσα φοβούνται, κάθε φορά που εγώ και τα
ξαδέλφια μου βγαίνουμε βράδυ έξω…»
«Και πολύ καλά κάνουν!» είπε ο Τάκερ, που σκούπιζε και πάλι τα μάτια
του με το μανίκι του μπουφάν του.
«…κι όλοι μας μεγαλώσαμε ξέροντας πως ορισμένα πράγματα μπορούν
πράγματι να συμβούν, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε;» είπε η Λόρεν με
ύφος άδολο. «Καμιά φορά, μερικοί άνθρωποι πράγματι εξαφανίζονται.
Πράγματι δολοφονούνται».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Καταλαβαίνω».
Πέρασε το χέρι της πάνω από το τραπέζι και έσφιξε για λίγο τον πήχη
του ηλικιωμένου άντρα.
«Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε, κύριε Τάκερ, σας δίνω τον λόγο μου. Θα
είμαστε σε επαφή».
Όταν πια έφυγε από την καφετέρια, η Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως είχε
μόλις μιλήσει εξ ονόματος του Στράικ, ο οποίος δε γνώριζε το παραμικρό
για το σχέδιο να εξασφαλίσουν συνάντηση με τον Κριντ, πόσο μάλλον να
επιχειρήσουν να ανακαλύψουν τι είχε συμβεί στη Λουίζ Τάκερ, όμως δεν
είχε άλλο κουράγιο ώστε να ανησυχήσει και γι’ αυτό τη δεδομένη στιγμή.
Η Ρόμπιν έσφιξε το σακάκι γύρω της και πήρε τον δρόμο της επιστροφής
στο γραφείο, με τις σκέψεις της να κυριαρχούνται από το τρομερό κενό
που άφηναν πίσω τους οι εξαφανισμένοι.
52
Συχνά, υπάρχει φωτιά δίχως καπνό.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Επτά ώρες αργότερα, στο ψυχρό και μονότονο φως του συννεφιασμένου
πρωινού, η Ρόμπιν, που βρισκόταν και πάλι μέσα στο Land Rover της,
έκανε μια παράκαμψη στη διαδρομή προς την καφετέρια, εκεί όπου
επρόκειτο μαζί με τον Στράικ να συναντήσει τις τρεις αδελφές Μπέιλις.
Όταν η Μάγια, η μεσαία αδελφή, είχε προτείνει τη συνάντηση στο
Μπελζίκ, στο Γουάνστεντ, η Ρόμπιν είχε συνειδητοποιήσει πόσο κοντά θα
έπρεπε να περάσει από τα Έλη, την περιοχή όπου ο Ντένις Κριντ είχε
πετάξει το πτώμα του προτελευταίου επιβεβαιωμένου θύματός του, της
εικοσιεπτάχρονης κομμώτριας Σούζαν Μέγιερ.
Έχοντας μισή ώρα περιθώριο μέχρι την προγραμματισμένη συνάντηση,
η Ρόμπιν στάθμευσε το Land Rover δίπλα σε μια σειρά από καταστήματα,
στην οδό Άλντερσμπρουκ, κι ύστερα διέσχισε τον δρόμο και πήρε ένα
μικρό μονοπάτι, το οποίο την οδήγησε στις καλαμιές που κάλυπταν την
όχθη της τεχνητής Λίμνης Αλεξάνδρα, μιας μεγάλης έκτασης νερού όπου
έπλεαν διάφορα άγρια υδρόβια πτηνά. Δυο πάπιες πλησίασαν όλο ελπίδα
τη Ρόμπιν, όμως μόλις είδαν πως δεν είχε ψωμί ή κάποια άλλη λιχουδιά
να τους προσφέρει, απομακρύνθηκαν και πάλι, συμπαγείς, αυτάρκεις, ενώ
τα μαύρα σαν όνυχας μάτια τους σάρωναν τόσο το νερό όσο και την όχθη
αναζητώντας άλλες προοπτικές.
Πριν από τριάντα εννέα χρόνια, ο Ντένις Κριντ είχε έρθει με το
φορτηγάκι του μέχρι αυτή τη λίμνη, υπό την κάλυψη της νύχτας, και έριξε
το ακέφαλο, δίχως χέρια πτώμα της Σούζαν Μέγιερ εκεί, τυλιγμένο με
μαύρο πλαστικό. Το χαρακτηριστικό καρέ και το ντροπαλό χαμόγελο της
Σούζαν Μέγιερ της είχαν εξασφαλίσει περίοπτη θέση στο εξώφυλλο της
βιογραφίας του Κριντ.
Ο γαλακτερός ουρανός φάνταζε τόσο αδιαφανής, όσο και η ρηχή λίμνη,
που θύμιζε βαθυπράσινο μετάξι, πάνω στο οποίο τα διάφορα πτηνά
άφηναν ομόκεντρες ρυτιδώσεις. Με τις παλάμες της στις τσέπες, η Ρόμπιν
έστρεψε το βλέμμα της προς το νερό και τις καλαμιές που θρόιζαν,
επιχειρώντας να φανταστεί τη στιγμή που κάποιος εργαζόμενος στο
πάρκο είχε εντοπίσει το σκούρο αντικείμενο να επιπλέει στο νερό,
υποθέτοντας αρχικά πως ήταν κάποιος μουσαμάς που είχε παγιδεύσει από
κάτω του έναν θύλακα αέρα, μέχρι που τον γράπωσε με ένα μακρύ
κοντάρι, αισθάνθηκε το ανατριχιαστικό βάρος κι αμέσως συνέδεσε το
εύρημα αυτό (ή τουλάχιστον έτσι δήλωσε στο τηλεοπτικό συνεργείο που
κατέφτασε εκεί λίγο μετά την αστυνομία και το ασθενοφόρο) με τα
πτώματα που εντοπίζονταν κάθε τόσο στο Δάσος του Έπιν, σε απόσταση
μικρότερη των δεκαπέντε χιλιομέτρων από εκείνο το σημείο.
Ο Κριντ είχε απαγάγει τη Σούζαν ακριβώς έναν μήνα πριν από την
εξαφάνιση της Μάργκοτ. Άραγε, να είχαν συνυπάρξει στο υπόγειο του
Κριντ; Αν ναι, τότε ο Κριντ για ένα σύντομο διάστημα κρατούσε
ταυτόχρονα αιχμάλωτες τρεις γυναίκες. Η Ρόμπιν προτιμούσε να μη
σκέφτεται τι θα σκεφτόταν η Άντρεα ή η Μάργκοτ, αν πράγματι
βρισκόταν εκεί, όπως την έσερνε ο Κριντ στο υπόγειο, βλέποντας μιαν
άλλη γυναίκα αλυσοδεμένη ήδη, ξέροντας πως κι εκείνη θα κατέληγε έτσι
αποστεωμένη και τσακισμένη, προτού πεθάνει.
Η Άντρεα Χούτον ήταν το τελευταίο επιβεβαιωμένο θύμα του Κριντ, ο
οποίος είχε αλλάξει τακτική, όταν αποφάσισε να απαλλαγεί από το πτώμα
της, καθώς οδήγησε σε απόσταση σχεδόν εκατόν τριάντα χιλιομέτρων
από το σπίτι του, στην οδό Λίβερπουλ, προκειμένου να ρίξει το πτώμα
της στον γκρεμό του Μπίτσι Χεντ. Εν τω μεταξύ, τόσο στο Δάσος του
Έπιν, όσο και στα Έλη του Γουάνστεντ, ήταν τόσο έντονη η αστυνομική
παρουσία ώστε, παρά την προφανή επιθυμία του Κριντ να εξασφαλίσει
πως ο Χασάπης του Έσεξ θα πιστωνόταν καθεμία από εκείνες τις
δολοφονίες, όπως αποδείχτηκε και από το πλήθος αποκομμάτων που είχε
φυλαγμένα κάτω από τις σανίδες του πατώματος στο υπόγειο διαμέρισμά
του, δεν είχε καμία διάθεση να πέσει στα χέρια των Αρχών.
Η Ρόμπιν έριξε μια ματιά στο ρολόι της: ήταν ώρα να κατευθυνθεί προς
το σημείο της συνάντησης με τις αδελφές Μπέιλις. Όπως επέστρεφε στο
Land Rover, αναλογιζόταν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο
φυσιολογικό και στην παράνοια. Φαινομενικά, ο Κριντ ήταν απείρως πιο
εχέφρων απ’ ό,τι ο Μπιλ Τάλμποτ. Ο Κριντ δεν είχε αφήσει πίσω του
παλαβά ορνιθοσκαλίσματα που εξηγούσαν το σκεπτικό του· δεν είχε
καθίσει ποτέ να υπολογίσει την πορεία των αστεροειδών προκειμένου να
πορευτεί βάσει αυτής: στις συζητήσεις που είχε με τους ψυχιάτρους και
την αστυνομία, αποδείχτηκε απόλυτα διαυγής. Ο Κριντ δεν πίστευε σε
ζώδια και σύμβολα, σε κάποια μυστική γλώσσα, κατανοητή αποκλειστικά
και μόνο στους μυημένους, σε ένα καταφύγιο μυστηρίου ή μαγείας. Ο
Ντένις Κριντ είχε αποδειχτεί εξαιρετικά οργανωτικός, εντυπωσιακά
παραπλανητικός όπως κινούνταν με το φροντισμένο λευκό φορτηγάκι
του, ντυμένος με το ροζ πανωφόρι που είχε κλέψει από τη Βι Κούπερ,
φορώντας μερικές φορές και μια περούκα που από απόσταση, στα μάτια
ενός πιωμένου θύματος, προσέδιδε στη θολή μορφή του μια γυναικεία
εμφάνιση για αρκετή ώρα, ώστε να προλάβουν οι μεγάλες παλάμες του
να κλείσουν το αιφνιδιασμένο στόμα.
Όταν η Ρόμπιν έφτασε στον δρόμο όπου βρισκόταν η καφετέρια,
εντόπισε τον Στράικ να αποβιβάζεται από την BMW του, σε μικρή
απόσταση από την είσοδο. Παρατηρώντας με τη σειρά του το Land
Rover, ο Στράικ ύψωσε την παλάμη του σε χαιρετισμό και τράβηξε προς
το μέρος της, ενώ αποτελείωνε κάτι που έμοιαζε με σάντουιτς
αγορασμένο σε ταχυφαγείο, αξύριστος, με μαβιές σκιές να απλώνονται
κάτω από τα μάτια του.
«Προλαβαίνω να κάνω ένα τσιγάρο;» ήταν τα πρώτα λόγια που της είπε
ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, καθώς η Ρόμπιν κατέβαινε από το τζιπ
και έκλεινε με δύναμη την πόρτα. «Όχι», απάντησε ο ίδιος
αναστενάζοντας. «Τέλος πάντων…»
«Προτείνω να αναλάβεις εσύ τον πρώτο ρόλο σε αυτή τη συνάντηση»,
είπε στη Ρόμπιν, όπως κατηφόριζαν μαζί προς την καφετέρια. «Άλλωστε,
όλο το κουπί εσύ το τράβηξες. Εγώ θα κρατάω σημειώσεις. Θύμισέ μου
λίγο τα ονόματά τους…»
«Η Ίντεν είναι η μεγαλύτερη. Είναι δημοτική σύμβουλος στο Λιούισαμ,
εκλεγμένη με τους Εργατικούς. Η Μάγια είναι η μεσαία, κι είναι
αναπληρώτρια διευθύντρια σε δημοτικό σχολείο. Η μικρότερη είναι η
Πόρσια Ντάγκλεϊ και είναι κοινωνική λειτουργός…»
«…όπως η μητέρα της…»
«Ακριβώς και μένει εδώ παρακάτω. Νομίζω πως ήρθαμε στη γειτονιά
της γιατί αντιμετώπισε ένα θέμα υγείας το προηγούμενο διάστημα, οπότε
οι άλλες δεν ήθελαν να την ταλαιπωρήσουν με μετακινήσεις».
Η Ρόμπιν άνοιξε την πόρτα της καφετέριας σπρώχνοντάς την και
προπορεύτηκε. Ο εσωτερικός χώρος ήταν μοντέρνα κομψός, με μια
καμπύλη μπάρα, ξύλινο πάτωμα και τον έναν τοίχο βαμμένο έντονα
πορτοκαλί, για αντίθεση. Κοντά στην πόρτα, σε ένα τραπέζι για έξι,
κάθονταν τρεις μαύρες γυναίκες. Η Ρόμπιν δε δυσκολεύτηκε να
καταλάβει ποια ήταν η καθεμία αδελφή, καθώς είχε δει διάφορες
φωτογραφίες στις σελίδες της οικογένειας στο Facebook και στον
ιστότοπο του Δημοτικού Συμβουλίου του Λιούισαμ.
Η Ίντεν, η δημοτική σύμβουλος, καθόταν με τα μπράτσα σταυρωμένα
και τα κυματιστά μαλλιά της σκίαζαν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου
της, έτσι που μονάχα ένα αγέλαστο, σαρκώδες στόμα, προσεκτικά
περασμένο με κραγιόν, διακρινόταν καθαρά. Φορούσε ένα καλοραμμένο
μαύρο σακάκι και η όλη στάση της θύμιζε πολυάσχολη επαγγελματία που
την είχαν διακόψει στη διάρκεια μιας σημαντικής σύσκεψης.
Η Μάγια, η αναπληρώτρια διευθύντρια, φορούσε ένα λιλά πουλόβερ
και τζιν παντελόνι. Ένας μικρός ασημένιος σταυρός κρεμόταν γύρω από
τον λαιμό της. Ήταν πιο μικρόσωμη σε σχέση με την Ίντεν, εκείνη με τη
σκουρότερη επιδερμίδα και, κατά την άποψη της Ρόμπιν, η ομορφότερη
από τις τρεις αδελφές. Τα μακριά πλεγμένα μαλλιά της σχημάτιζαν μια
πυκνή αλογοουρά, φορούσε γυαλιά με τετραγωνισμένο σκελετό πάνω
από τα μεγάλα ορθάνοιχτα μάτια της, ενώ τα γεμάτα χείλη της, που στις
άκρες είχαν από τη φύση τους μια ελαφρά κλίση προς τα πάνω, ανάδιναν
ζεστασιά. Μια δερμάτινη τσάντα βρισκόταν πάνω στα γόνατα της Μάγια
και την κρατούσε σφιχτά, και με τις δυο παλάμες, λες και φοβόταν πως
αλλιώς θα της το έσκαγε.
Η Πόρσια, η νεότερη από τις τρεις, κοινωνική λειτουργός στο
επάγγελμα, ήταν και η πιο βαριά. Τα μαλλιά της ήταν σχεδόν ξυρισμένα,
το δίχως άλλο εξαιτίας της πρόσφατης χημειοθεραπείας. Είχε περάσει με
μολύβι τα φρύδια της, τα οποία μόλις άρχιζαν να φυτρώνουν και πάλι·
σχημάτιζαν δυο τόξα πάνω από τα καστανά μάτια της, που φέγγιζαν
χρυσαφένια με φόντο την επιδερμίδα της. Η Πόρσια φορούσε μια φαρδιά
μοβ μπλούζα, με τζιν παντελόνι και μακριά χάντρινα σκουλαρίκια, τα
οποία κινήθηκαν σαν μικροί πολυέλεοι, έτσι όπως γύρισε να κοιτάξει τον
Στράικ και τη Ρόμπιν. Όπως πλησίαζαν οι δυο τους στο τραπέζι, η Ρόμπιν
παρατήρησε ένα μικρό τατουάζ στην πίσω πλευρά του λαιμού της
Πόρσια: την τρίαινα της σημαίας του Μπαρμπέιντος. Η Ρόμπιν ήξερε πως
η Ίντεν και η Μάγια είχαν πατήσει εδώ και καιρό τα πενήντα και ότι η
Πόρσια ήταν σαράντα εννέα, όμως και οι τρεις αδελφές άνετα θα
μπορούσαν να περάσουν για τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερες από την
πραγματική τους ηλικία.
Η Ρόμπιν ανέλαβε τις συστάσεις. Ακολούθησαν χειραψίες, με την Ίντεν
να παραμένει αγέλαστη σε όλη τη διάρκεια, και κατόπιν οι ντετέκτιβ
κάθισαν, με τον Στράικ να παίρνει θέση στην κεφαλή του τραπεζιού και
τη Ρόμπιν ανάμεσα στον ίδιο και στην Πόρσια, απέναντι από τη Μάγια
και την Ίντεν. Όλοι, εκτός της Ίντεν, έκαναν μια προσπάθεια να πουν
κάποια πράγματα ώστε να σπάσει ο πάγος, για τη γειτονιά και τον καιρό,
ώσπου ήρθε ο σερβιτόρος να πάρει την παραγγελία τους. Όταν έφυγε, η
Ρόμπιν είπε:
«Σας ευχαριστούμε θερμά που δεχτήκατε να μας συναντήσετε, ειλικρινά
το εκτιμάμε πολύ. Θα είχατε κάποια αντίρρηση, αν κρατούσε ο Κόρμοραν
σημειώσεις;»
Η Μάγια και η Πόρσια έγνεψαν αρνητικά. Ο Στράικ έβγαλε το
σημειωματάριο από την τσέπη του παλτού του και το άνοιξε.
«Όπως ανέφερα και στο τηλέφωνο», είπε αρχικά η Ρόμπιν, «ουσιαστικά
αυτό που επιχειρούμε είναι να συγκεντρώσουμε κάποιες γενικές
πληροφορίες, ώστε να σχηματίσουμε μια πλήρη εικόνα της ζωής της
Μάργκοτ Μπάμπορο τους μήνες πριν από την…»
«Θα μπορούσα να κάνω πρώτα εγώ ορισμένες ερωτήσεις;» παρενέβη η
Ίντεν.
«Βεβαίως», απάντησε ευγενικά η Ρόμπιν, αν και μυριζόταν ήδη
μπελάδες.
Η Ίντεν παραμέρισε με μια δυναμική κίνηση τα μαλλιά που είχαν πέσει
στο πρόσωπό της, αποκαλύπτοντας δυο εβένινα μάτια.
«Το ξέρατε εσείς οι δύο πως υπάρχει ένας τύπος ο οποίος τηλεφωνεί σε
όλους όσοι είχαν κάποια σχέση με εκείνη την κλινική και ισχυρίζεται πως
πρόκειται να γράψει ένα βιβλίο σχετικά με την έρευνά σας γύρω από την
εξαφάνιση της Μπάμπορο;»
Σκατά, σκέφτηκε η Ρόμπιν.
«Μήπως ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται Όουκντεν;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι, Καρλ Μπράις».
«Το ίδιο άτομο είναι», είπε ο Στράικ.
«Έχετε κάποια σχέση μαζί του ή…;»
«Καμία απολύτως», είπε ο Στράικ, «και θα σας συμβούλευα να μην του
μιλήσετε».
«Ναι, αυτό το είχαμε καταλάβει κι από μόνες μας», είπε η Ίντεν παγερά.
«Όμως αυτό σημαίνει πως το θέμα πρόκειται να λάβει δημοσιότητα, έτσι
δεν είναι;»
Η Ρόμπιν κοίταξε τον Στράικ, που είπε:
«Αν κατορθώσουμε να διαλευκάνουμε την υπόθεση, δημοσιότητα θα
υπάρξει, ακόμη και χωρίς την εμπλοκή του Όουκντεν… ή Μπράις ή όπως
αλλιώς συστήνεται αυτό τον καιρό… όμως μιλάμε για ένα πολύ μεγάλο
“αν”. Για να είμαι ειλικρινής, κατά πάσα πιθανότητα δε θα καταφέρουμε
να μάθουμε τι πραγματικά συνέβη, οπότε νομίζω πως ο Όουκντεν θα
δυσκολευτεί πολύ να πουλήσει το βιβλίο του, όμως σε κάθε περίπτωση,
ό,τι θελήσετε να μας πείτε, δεν πρόκειται να μαθευτεί παραέξω».
«Καλά όλα αυτά, όμως τι γίνεται σε περίπτωση που ξέρουμε κάτι το
οποίο ίσως σας βοηθήσει να διαλευκάνετε την υπόθεση;» ρώτησε η
Πόρσια γέρνοντας προς τα εμπρός, ώστε να παρακάμψει τη Ρόμπιν για να
κοιτάξει τον Στράικ.
Ακολούθησε μια απειροελάχιστη παύση, στη διάρκεια της οποίας η
Ρόμπιν σχεδόν ένιωσε το ενδιαφέρον του Στράικ να οξύνεται παράλληλα
με το δικό της.
«Εξαρτάται από το ποια είναι αυτή η πληροφορία», απάντησε
μετρημένα ο Στράικ. «Ενδεχομένως να είναι εφικτό να μην
αποκαλύψουμε την προέλευση της πληροφορίας, όμως εφόσον η πηγή
είναι σημαντική, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια καταδίκη…»
Αυτή τη φορά, η παύση που ακολούθησε ήταν παρατεταμένη. Η
ατμόσφαιρα ανάμεσα στις αδελφές φαινόταν φορτισμένη από άρρητες
συνεννοήσεις.
«Λοιπόν;» είπε τελικά η Πόρσια με ερωτηματικό τόνο.
«Η αλήθεια είναι πως το είχαμε αποφασίσει», μουρμούρισε η Μάγια
στην Ίντεν, η οποία εξακολουθούσε να παραμένει αμίλητη, με τα
μπράτσα σταυρωμένα.
«Καλά, εντάξει», είπε η Ίντεν, σαν να έλεγε, μετά όμως μην τα ρίξετε σ’
εμένα.
Η αναπληρώτρια διευθύντρια έφερε ασυναίσθητα την παλάμη πάνω στο
ασημένιο σταυρουδάκι που κρεμόταν από τον λαιμό της και την έκλεισε
γύρω από αυτό, καθώς έπαιρνε τον λόγο.
«Πρώτα, πρέπει να σας εξηγήσω ορισμένα πράγματα, για να έχετε μια
γενική εικόνα», είπε. «Όταν ήμαστε παιδιά… δηλαδή η Ίντεν κι εγώ
ήμαστε ήδη έφηβες, όμως η Πόρσια ήταν μόλις εννιά χρονών…»
«Οκτώ», τη διόρθωσε η Πόρσια.
«Οκτώ», επανέλαβε υπάκουα η Μάγια, «ο πατέρας μας καταδικάστηκε
για… για βιασμό και πήγε στη φυλακή».
«Δεν ήταν ένοχος όμως», είπε η Ίντεν.
Η Ρόμπιν άπλωσε αυτόματα το χέρι στην κούπα με τον καφέ της και
ήπιε μια γουλιά, ώστε να κρύψει το πρόσωπό της.
«Δεν το έκανε, εντάξει;» επέμεινε η Ίντεν κοιτάζοντας τη Ρόμπιν. «Είχε
μια λευκή φιλενάδα για κάτι μήνες. Ολόκληρη η γειτονιά το ήξερε αυτό.
Αφού κυκλοφορούσαν μαζί στα μπαρ, παντού. Κάποια στιγμή αποφάσισε
να δώσει ένα τέλος, κι η άλλη τον κατήγγειλε για βιασμό».
Το στομάχι της Ρόμπιν ανακατεύτηκε, λες κι έφευγε το πάτωμα κάτω
από τα πόδια της. Ήθελε πάρα πολύ να μην ίσχυε αυτή η ιστορία. Η
σκέψη πως οποιαδήποτε γυναίκα θα έλεγε ψέματα πως βιάστηκε της ήταν
απεχθής. Η ίδια είχε κληθεί να περιγράψει κάθε στιγμή της δικής της,
οδυνηρής εμπειρίας στο δικαστήριο. Στη συνέχεια, ο γλυκομίλητος,
πενηντατριάχρονος βιαστής της και παρ’ ολίγον δολοφόνος της, είχε
σταθεί στο βήμα του μάρτυρα προκειμένου να εξηγήσει στους ενόρκους
ότι η εικοσάχρονη τότε Ρόμπιν τον είχε καλέσει να την ακολουθήσει στο
κλιμακοστάσιο της φοιτητικής εστίας, προκειμένου να κάνουν σεξ. Στην
περιγραφή του, τα πάντα ήταν συναινετικά: του είχε ψιθυρίσει πως
γούσταρε το ζόρικο σεξ, κι αυτό εξηγούσε τους έντονους μώλωπες γύρω
από τον λαιμό της και της είχε αρέσει τόσο πολύ, ώστε τον κάλεσε για
δεύτερο γύρο την επόμενη νύχτα και, ναι, πράγματι (είπε, με ένα γελάκι),
προφανώς κι είχε εκπλαγεί, μια τόσο καθωσπρέπει νεαρή κοπέλα να του
ρίχνεται τόσο άγρια από το πουθενά…
«Είναι πανεύκολο να το κάνει αυτό μια λευκή γυναίκα σε έναν μαύρο
άντρα», έλεγε η Ίντεν, «ιδίως το 1972. Ο πατέρας μας είχε ήδη φάκελο
στην αστυνομία, γιατί πριν από μερικά χρόνια είχε μπλέξει σε έναν
καβγά. Του έριξαν πέντε χρόνια».
«Πρέπει να ήταν σκληρό για την οικογένεια», σχολίασε ο Στράικ,
αποφεύγοντας να κοιτάξει τη Ρόμπιν.
«Πράγματι», είπε η Μάγια. «Πολύ σκληρό. Τα άλλα παιδιά στο
σχολείο… δε χρειάζεται να πούμε πολλά, ξέρετε πώς είναι τα παιδιά…»
«Ο πατέρας μας έφερνε χρήματα στο σπίτι», εξήγησε η Πόρσια.
«Ήμαστε πέντε στόματα, κι η μαμά δεν ήξερε πολλά γράμματα. Πριν
συλλάβουν τον μπαμπά, πήγαινε σε σχολή, κοίταζε να περάσει κάτι
εξετάσεις, να βελτιώσει τη θέση της. Με το ζόρι, κάπως τα φέρναμε
βόλτα όσο ο πατέρας μας κέρδιζε έναν σταθερό μισθό, όμως όταν έφυγε,
ήταν πάρα πολύ δύσκολα».
«Η μητέρα μας και η αδελφή της είχαν παντρευτεί δυο αδελφούς», είπε
η Μάγια. «Εννιά παιδιά έκαναν οι δυο τους. Οι οικογένειες ήταν πολύ
αγαπημένες, μέχρι που συνέλαβαν τον μπαμπά… εκεί όλα άλλαξαν. Ο
θείος μου ο Μάρκους πήγαινε στο δικαστήριο κάθε μέρα, όσο δίκαζαν
τον μπαμπά, όμως η μαμά δεν ήθελε να πάει κι ο θείος Μάρκους είχε
θυμώσει πολύ μαζί της».
«Λογικό, αφού ήξερε πως θα έκανε μεγάλη διαφορά, αν είχε δει ο
δικαστής πως ολόκληρη η οικογένεια στήριζε τον μπαμπά ενωμένη»,
πετάχτηκε η Ίντεν. «Εγώ πήγαινα. Έκανα κοπάνα από το σχολείο για να
πηγαίνω. Ήξερα πως ήταν αθώος».
«Μπράβο σου», είπε η Πόρσια, αν κι ο τόνος της κάθε άλλο παρά
συγχαρητήριος ήταν, «όμως η μαμά δεν ήθελε να κάθεται στην αίθουσα
και να ακούει τον άντρα της να περιγράφει πόσο συχνά έκανε σεξ με τη
φιλενάδα του…»
«Εκείνη η γυναίκα ήταν μια τσούλα», είπε κοφτά η Ίντεν.
«Και το λερό νερό κρυώνει το καυτό σίδερο», σχολίασε η Πόρσια με
προφορά Καραϊβικής. «Δική του επιλογή ήταν».
«Τέλος πάντων», έσπευσε να ξαναπάρει τον λόγο η Μάγια, «ο δικαστής
πίστεψε τη γυναίκα, κι ο μπαμπάς έκανε φυλακή. Η μαμά δεν πήγε να τον
δει ούτε μία φορά, όσο ήταν μέσα, ούτε ήθελε να πάρει εμένα ή την
Πόρσια ή τους αδελφούς μας να τον δούμε».
«Εγώ πήγα», πετάχτηκε ξανά η Ίντεν. «Έβαλα τον θείο Μάρκους να με
πάει. Πατέρας μας ήταν. Η μαμά δεν είχε κανένα δικαίωμα να μας
εμποδίζει να τον βλέπουμε».
«Ναι, λοιπόν», συνέχισε η Μάγια, πριν προλάβει η Πόρσια να κάνει
κάποιο σχόλιο, «η μαμά ήθελε να πάρει διαζύγιο, όμως δεν είχε χρήματα
για νομικές συμβουλές. Οπότε, η δρ Μπάμπορο την έφερε σε επαφή με
μια φεμινίστρια δικηγόρο, που πρόσφερε νομική αρωγή με μειωμένη
αμοιβή σε γυναίκες που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Όταν ο θείος
Μάρκους είπε στον μπαμπά πως η μαμά είχε καταφέρει να βρει δικηγόρο,
ο μπαμπάς τής έγραψε μέσα από τη φυλακή, την ικέτεψε να αλλάξει
γνώμη. Της έγραψε πως είχε βρει τον Θεό εκεί, πως την αγαπούσε, είχε
πάρει το μάθημά του και το μόνο που ήθελε ήταν την οικογένειά του».
Η Μάγια ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της.
«Περίπου μία εβδομάδα αφότου έλαβε η μαμά το γράμμα του μπαμπά,
καθάριζε το γραφείο της δρα Μπάμπορο ένα βράδυ, μετά που είχε φύγει
εκείνη, και παρατήρησε κάτι στο καλάθι των αχρήστων».
Η Μάγια έλυσε το κούμπωμα της τσάντας που κρατούσε σφιχτά πάνω
στα γόνατά της, κι από μέσα πήρε ένα ανοιχτό μπλε, έντονα
τσαλακωμένο χαρτί, το οποίο ήταν προφανές πως κάποια στιγμή στο
παρελθόν είχε σχηματίσει μπάλα. Το έδωσε στη Ρόμπιν, η οποία το
άπλωσε πάνω στο τραπέζι, έτσι ώστε να μπορέσει να το διαβάσει και ο
Στράικ.
Ο ξεθωριασμένος γραφικός χαρακτήρας αποτελούνταν από έναν
ιδιαίτερο συνδυασμό κεφαλαίων και μικρών γραμμάτων.
Η Ρόμπιν έριξε μια λοξή ματιά στον Στράικ κι είδε την οριακά
συγκαλυμμένη κατάπληξη που αισθανόταν και η ίδια να καθρεφτίζεται
εκεί. Πριν προλάβει είτε η ίδια είτε εκείνος να πουν οτιδήποτε, μια παρέα
νεαρών γυναικών πέρασε δίπλα από το τραπέζι τους, υποχρεώνοντας τον
Στράικ να σπρώξει την καρέκλα του προς τα μέσα. Συζητώντας και
χαχανίζοντας, οι γυναίκες κάθισαν στο τραπέζι πίσω από τη Μάγια και
την Ίντεν.
«Όταν το διάβασε αυτό η μαμά», είπε η Μάγια μιλώντας πιο
χαμηλόφωνα, έτσι ώστε να μην μπορούν οι νεοφερμένες να την ακούνε,
«σκέφτηκε πως το είχε στείλει ο μπαμπάς. Όχι κυριολεκτικά, καθώς ο
λογοκριτής των φυλακών δε θα είχε επιτρέψει να ταχυδρομηθεί τέτοιο
κείμενο, όμως σκέφτηκε πως κάποιος άλλος το είχε κάνει για λογαριασμό
του».
«Συγκεκριμένα, ο θείος Μάρκους», είπε η Ίντεν, με τα μπράτσα
σταυρωμένα και το πρόσωπο σφιγμένο. «Ο θείος Μάρκους, που ήταν
λαϊκός ιεροκήρυκας και δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ στη ζωή του εκείνη
τη βρισιά».
«Η μαμά πήγε με το σημείωμα από το σπίτι του θείου Μάρκους και της
θείας Κάρμεν», συνέχισε η Μάγια, παρακάμπτοντας την παρέμβαση της
αδελφής της, «και ρώτησε ευθέως τον Μάρκους αν εκείνος κρυβόταν
πίσω από το σημείωμα. Εκείνος το αρνήθηκε, όμως η μαμά δεν τον
πίστεψε. Η αναφορά στην Κόλαση ήταν ο καταλύτης: ο Μάρκους εκείνα
τα χρόνια στα κηρύγματά του αναφερόταν πολύ στην Κόλαση και στα
βασανιστήρια που περίμεναν εκεί τους αμαρτωλούς…»
«…και δεν πίστευε πως η μαμά ήθελε πραγματικά να πάρει διαζύγιο»,
είπε η Πόρσια. «Κατηγορούσε τη δρα Μπάμπορο πως εκείνη έπεισε τη
μαμά να χωρίσει τον μπαμπά γιατί, καταλαβαίνετε, η μαμά χρειαζόταν
οπωσδήποτε μια λευκή γυναίκα να της επισημάνει πως η ζωή της ήταν
σκατά. Από μόνη της δε θα το καταλάβαινε».
«Πετάγομαι για ένα τσιγάρο, εντάξει;» είπε απότομα η Ίντεν. Σηκώθηκε
και πέρασε έξω, με τα τακούνια της να κροταλίζουν πάνω στις σανίδες
του πατώματος.
Και οι δύο νεότερες αδελφές φάνηκαν να ανασαίνουν με ανακούφιση
όταν απομακρύνθηκε.
«Ήταν η αγαπημένη του μπαμπά», είπε η Μάγια χαμηλόφωνα στον
Στράικ και στη Ρόμπιν, όπως παρατηρούσε πίσω από την τζαμαρία την
Ίντεν να βγάζει ένα πακέτο Silk Cut, να τινάζει το κεφάλι για να
απομακρύνει τα μαλλιά που είχαν πέσει πάνω του και να ανάβει τσιγάρο.
«Τον αγαπούσε πραγματικά, κι ας ήταν γυναικάς».
«Και μια ζωή ήταν σε κόντρα με τη μαμά», είπε η Πόρσια. «Οι
καβγάδες τους σήκωναν στο πόδι τη γειτονιά».
«Η αλήθεια είναι», είπε η Μάγια, «πως η Ίντεν πληγώθηκε χειρότερα
απ’ όλες μας από τον χωρισμό τους. Παράτησε το σχολείο στα δεκαέξι,
έπιασε δουλειά στα Marks & Spencer για να βάλει πλάτη στα έξοδα…»
«Η μαμά ποτέ δε θέλησε να παρατήσει η Ίντεν το σχολείο», είπε η
Πόρσια. «Αυτό ήταν δική της επιλογή. Στην Ίντεν αρέσει να ισχυρίζεται
πως ήταν μια θυσία που έκανε για χάρη της οικογένειας, όμως τι να λέμε
τώρα. Δεν έβλεπε την ώρα να ξεμπερδέψει με το σχολείο, γιατί η μαμά
την πίεζε πάρα πολύ να παίρνει καλούς βαθμούς. Της αρέσει να λέει πως
στάθηκε δεύτερη μητέρα για όλες μας, όμως εγώ δεν τα θυμάμαι έτσι τα
πράγματα. Αυτό που θυμάμαι κυρίως ήταν να με ταράζει στη σφαλιάρα,
έτσι και τη στραβοκοίταζα».
Πίσω από την τζαμαρία η Ίντεν στεκόταν και κάπνιζε με την πλάτη
στραμμένη προς το μέρος τους.
«Η όλη κατάσταση ήταν ένας εφιάλτης», είπε θλιμμένα η Μάγια. «Η
μαμά κι ο θείος Μάρκους παρέμειναν τσακωμένοι, κι από τη στιγμή που
η μαμά κι η Κάρμεν ήταν αδελφές…»
«Καλύτερα να τους το πούμε τώρα, που δεν είναι εδώ η μεγάλη ν’
αρχίσει τα δικά της», παρότρυνε η Πόρσια τη Μάγια, οπότε, στρεφόμενη
στον Στράικ και στη Ρόμπιν, είπε: «Η θεία Κάρμεν βοηθούσε τη μαμά να
βγάλει το διαζύγιο πίσω από την πλάτη του θείου Μάρκους».
«Πώς;» ρώτησε η Ρόμπιν, καθώς ένας σερβιτόρος περνούσε δίπλα από
το τραπέζι τους, κατευθυνόμενος στην παρέα των γυναικών στο διπλανό
τραπέζι.
«Βλέπετε, μόλις είπε η δικηγόρος που είχε βρει η δρ Μπάμπορο στη
μαμά πόσα χρέωνε, η μαμά κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρει
αυτά τα λεφτά, ακόμη και με τη φιλική τιμή που της έκανε η άλλη», είπε
η Πόρσια.
«Η μαμά γύρισε ύστερα από εκείνη τη συνάντηση σπίτι κι έκλαιγε»,
είπε η Μάγια, «γιατί ήθελε απεγνωσμένα να έχει κλείσει το θέμα του
διαζυγίου προτού αποφυλακιστεί ο μπαμπάς. Αλλιώς, ήξερε πως θα
επέστρεφε στο σπίτι κι εκείνη θα κατέληγε παγιδευμένη. Τέλος πάντων,
λίγες ημέρες αργότερα η δρ Μπάμπορο τη ρώτησε πώς πήγαιναν τα
πράγματα με τη δικηγόρο, κι η μαμά ομολόγησε πως δε θα προχωρούσε
με το διαζύγιο, καθώς τέτοια χρήματα δεν υπήρχαν, οπότε», αναστέναξε η
Μάγια, «η δρ Μπάμπορο προσφέρθηκε να πληρώσει η ίδια τη δικηγόρο
και σε αντάλλαγμα η μαμά θα περνούσε λίγες ώρες την εβδομάδα από το
σπίτι στο Χαμ, για να καθαρίζει».
Εν τω μεταξύ, οι γυναίκες στο τραπέζι πίσω από το δικό τους είχαν
αρχίσει να φλερτάρουν με τον νεαρό σερβιτόρο, καθώς αναρωτιούνταν αν
ήταν πολύ νωρίς για να δοκιμάσουν το κέικ κρέμας, ενώ χαχάνιζαν πως
θα χαλούσαν τη δίαιτά τους.
«Η μαμά θεώρησε πως δεν την έπαιρνε να αρνηθεί», είπε η Μάγια.
«Όμως από τη μια το κόστος της συγκοινωνίας για να τρέχει στου
διαόλου τη μάνα, στο Χαμ, από την άλλη ο χρόνος που θα έχανε για να
φτάσει μέχρι εκεί, ενώ ήδη έτρεχε σε δυο άλλες δουλειές, και πλησίαζαν
οι εξετάσεις…»
«Η θεία σας η Κάρμεν συμφώνησε να αναλάβει εκείνη το καθάρισμα
για λογαριασμό της», μάντεψε η Ρόμπιν, παρατηρώντας με την άκρη του
ματιού της τον Στράικ να της ρίχνει μια κλεφτή ματιά.
«Ναι», είπε η Μάγια, ενώ τα μάτια της γούρλωναν έκπληκτα.
«Ακριβώς. Τους φάνηκε μια καλή λύση. Η θεία Κάρμεν ήταν οικοκυρά, ο
θείος Μάρκους και η δρ Μπάμπορο έλειπαν όλη μέρα στη δουλειά, οπότε
η μαμά σκέφτηκε πως κανείς τους δε θα μάθαινε πως στο σπίτι
εμφανιζόταν λάθος γυναίκα».
«Βέβαια, κάποια στιγμή το πράγμα παραλίγο να ζορίσει», είπε η
Πόρσια, «θυμάσαι, Μάγια; Τότε που η δρ Μπάμπορο μας κάλεσε όλους
σ’ εκείνο το μπάρμπεκιου, στο σπίτι της;» Στράφηκε στη Ρόμπιν. «Δε
γινόταν να πάμε, γιατί η νταντά της δρα Μπάμπορο θα καταλάβαινε πως
η μαμά δεν ήταν η γυναίκα που ερχόταν μία φορά την εβδομάδα για να
καθαρίζει. Η θεία Κάρμεν δε χώνευε εκείνη την νταντά», συμπλήρωσε η
Πόρσια. «Καθόλου δεν τη χώνευε».
«Για ποιο λόγο;» ρώτησε ο Στράικ.
«Είχε την αίσθηση πως η κοπελιά είχε βάλει στο μάτι τον άντρα της δρα
Μπάμπορο. Κάθε φορά που ανέφερε το όνομά του, κοκκίνιζε σαν το
παντζάρι, απ’ ό,τι μας έλεγε».
Η πόρτα της καφετέριας άνοιξε και η Ίντεν επέστρεψε. Έτσι όπως
καθόταν στο τραπέζι, η Ρόμπιν διέκρινε μια νότα καπνού ανάμεικτη με το
άρωμά της.
«Ως πού έχετε φτάσει;» ρώτησε με ψυχρό ύφος.
«Λέγαμε που η θεία Κάρμεν καθάριζε στο πόδι της μαμάς», είπε η
Μάγια.
Η Ίντεν ξανασταύρωσε τα μπράτσα της, αδιαφορώντας για τον καφέ.
«Επομένως, η κατάθεση που έδωσε η μητέρα σας στην αστυνομία,
σχετικά με το αίμα και τον δρα Φιπς που περπατούσε στον κήπο…» είπε
ο Στράικ.
«…στην πραγματικότητα τους μετέφερε όλα αυτά που της είχε πει η
Κάρμεν, ναι», είπε η Μάγια κι έπιασε και πάλι τον σταυρό που κρεμόταν
γύρω από τον λαιμό της. «Δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως η αδελφή της
πήγαινε εκεί αντί για την ίδια, γιατί ο θείος Μάρκους θα εξαγριωνόταν
έτσι και το μάθαινε. Η θεία Κάρμεν ικέτεψε τη μαμά να μην το πει στην
αστυνομία, κι η μαμά συμφώνησε.
»Οπότε, έπρεπε να καμωθεί πως εκείνη ήταν που είχε δει το αίμα στη
μοκέτα και τον δρα Φιπς να περπατάει στον κήπο».
«Μόνο που», παρενέβη η Πόρσια με ένα ξερό γέλιο, «η Κάρμεν στην
πορεία άλλαξε γνώμη σχετικά με τον δρα Φιπς. Η μαμά πήγε και την
έπιασε, μετά την πρώτη κατάθεση στην αστυνομία, και της είπε: “Με
ρωτάνε αν υπάρχει περίπτωση να έκανα λάθος και να μπέρδεψα τον δρα
Φιπς με κάποιον από τους εργάτες”. Κι η Κάρμεν είπε: “Α. Ναι. Ξέχασα
πως γυρόφερναν κάτι εργάτες εκεί πίσω. Μπορεί και να τον μπέρδεψα”».
Η Πόρσια γέλασε κοφτά, όμως η Ρόμπιν καταλάβαινε πως η όλη
κατάσταση δεν της φαινόταν καθόλου αστεία. Ήταν το ίδιο γέλιο στο
οποίο είχε αναζητήσει καταφύγιο η Ρόμπιν, τη νύχτα που συζήτησε τον
βιασμό της με τον Μαξ, καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας.
«Το ξέρω πως δεν είναι αστείο», είπε η Πόρσια κοιτάζοντας με τρόπο
την αδελφή της, «όμως τι να λέμε τώρα. Η Κάρμεν μια ζωή ελαφρόμυαλη
ήταν, όμως λες να είχε μιλήσει χωρίς να είναι σίγουρη στη συγκεκριμένη
περίπτωση; Εν τω μεταξύ, η μαμά είχε αρρωστήσει κυριολεκτικά από το
άγχος, μιλάμε έκανε εμετό ό,τι και να έβαζε στο στόμα της. Και τότε,
εκείνη η σκρόφα, η γραμματέας στη δουλειά τους, την πέτυχε κάποια
στιγμή που ζαλιζόταν…»
«Α μπράβο», είπε η Ίντεν, που ξαφνικά ζωντάνεψε. «Χωρίς δεύτερη
κουβέντα, η μαμά κατηγορήθηκε πως άπλωνε χέρι σε ξένα πράγματα κι
έπινε στη δουλειά και την απέλυσαν από την κλινική. Εκείνη η κάργια η
γραμματέας είχε πει πως μύρισε στα κρυφά το θερμός της μαμάς και ότι
είχε ποτό εκεί μέσα. Κουραφέξαλα».
«Αυτό συνέβη λίγους μήνες μετά την εξαφάνιση της Μάργκοτ
Μπάμπορο, σωστά;» ρώτησε ο Στράικ κρατώντας το στιλό πάνω από το
σημειωματάριό του.
«Αχ, με συγχωρείτε», είπε η Ίντεν με παγερό σαρκασμό, «μήπως βγήκα
εκτός θέματος; Εμπρός λοιπόν, πίσω στην αγνοούμενη λευκή κυρία,
κορίτσια. Ποιος αδειάζει τώρα να ασχολείται με τη μαύρη γυναίκα που
πέρασε μια κόλαση, ναι;»
«Συγγνώμη, εγώ δεν…» έκανε να πει ο Στράικ.
«Ξέρετε ποια είναι η Τιάνα Μενταϊνί;» του πέταξε η Ίντεν.
«Όχι», ομολόγησε εκείνος.
«Όχι», είπε η Ίντεν, «σιγά μην ξέρατε. Σαράντα χρόνια αφότου
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ Μπάμπορο, καθόμαστε εδώ πέρα και σπάμε τα
κεφάλια μας τι να απέγινε και πού να κατέληξε. Η Τιάνα Μενταϊνί είναι
μια μαύρη έφηβη από το Λιούισαμ. Εξαφανίστηκε πέρυσι. Σε πόσα
πρωτοσέλιδα έχετε δει την Τιάνα; Γιατί δεν αποτελεί πρώτη είδηση, όπως
η Μπάμπορο; Επειδή δεν αξίζουμε το ίδιο ούτε για τους δημοσιογράφους
ούτε για τη ρημάδα την αστυνομία, καλά δε λέω;»
Ο Στράικ δε φαινόταν ικανός να βρει μια επαρκή απάντηση·
αναμφίβολα, σκέφτηκε η Ρόμπιν, επειδή δε χωρούσε αντίρρηση στο
επιχείρημα της Ίντεν. Η φωτογραφία του μοναδικού μαύρου θύματος του
Ντένις Κριντ, της Τζάκι Άιλετ, γραμματέα στο επάγγελμα και μητέρας
ενός παιδιού, ήταν η μικρότερη και η λιγότερο διακριτή ανάμεσα στις
απόκοσμες ασπρόμαυρες φωτογραφίες των θυμάτων του Κριντ στο
εξώφυλλο του Δαίμονα του Πάρανταϊς Παρκ. Η σκούρα επιδερμίδα της
Τζάκι έδειχνε η χειρότερη στο στενάχωρο εξώφυλλο. Κυρίαρχη θέση
καταλάμβαναν οι φωτογραφίες της δεκαεξάχρονης Τζέραλντιν Κρίστι και
της εικοσιεπτάχρονης Σούζαν Μέγιερ, που και οι δυο τους ήταν
ανοιχτόχρωμες και ξανθιές.
«Όταν εξαφανίστηκε η Μάργκοτ Μπάμπορο», είπε με οργή η Ίντεν, «οι
λευκές γυναίκες στην κλινική αντιμετωπίστηκαν από τους αστυνομικούς
λες κι ήταν καμωμένες από φίνα πορσελάνη, εντάξει; Πάλι καλά που δεν
τους σκούπιζαν οι ίδιοι τα δάκρυά τους… όμως στη μάνα μας δε
φέρθηκαν με τέτοια αβρότητα. Την αντιμετώπιζαν λες κι ήταν κάποια
πωρωμένη κακοποιός. Ειδικά ο επικεφαλής, να δεις πώς τον έλεγαν…»
«Τάλμποτ;» είπε η Ρόμπιν.
«“Τι κρύβεις; Άντε, μίλα, το ξέρω πως κάτι κρύβεις”».
Η μυστηριώδης μορφή του Ιεροφάντη αναδύθηκε στη σκέψη της
Ρόμπιν. Ο φύλακας των μυστικών και μυστηρίων στα ταρό του Θωθ
φορούσε μανδύα στο χρώμα του κρόκου και καθόταν πάνω σε ταύρο («η
κάρτα αυτή περιγράφεται ως Ταύρος») και μπροστά του, μισή σε μέγεθος,
έστεκε μια μαύρη ιέρεια, με τα μαλλιά πλεγμένα σε πλεξούδες όπως της
Μάγια («Μπροστά του στέκει μια γυναίκα ζωσμένη με σπαθί· συμβολίζει
την Άλικη Γυναίκα…») Άραγε τι να είχε προηγηθεί, το ρίξιμο των ταρό
που σήμαιναν μυστικότητα και απόκρυψη ή το ένστικτο του αστυνομικού
πως η έντρομη Βίλμα του έλεγε ψέματα;
«Όταν πήρε κατάθεση από μένα…» άρχισε να λέει η Ίντεν.
«Ο Τάλμποτ πήρε κατάθεση από εσάς;» ρώτησε μεμιάς ο Στράικ.
«Ναι, εμφανίστηκε στη δουλειά απροειδοποίητα», είπε η Ίντεν, οπότε η
Ρόμπιν συνειδητοποίησε πως ξαφνικά τα μάτια της Ίντεν γυάλιζαν
βουρκωμένα. «Είχε δει και κάποιο άλλο άτομο στη δουλειά εκείνο το
ανώνυμο σημείωμα που είχε λάβει η Μπάμπορο. Ο Τάλμποτ ανακάλυψε
πως ο μπαμπάς ήταν στη φυλακή κι είχε μάθει στο μεταξύ πως η μαμά
καθάριζε το σπίτι της γιατρίνας. Οπότε, έπιασε όλους τους άντρες της
οικογένειας, κατηγορώντας τους με τη σειρά πως εκείνοι είχαν γράψει τα
απειλητικά σημειώματα, κι ύστερα ήρθε σ’ εμένα, μου έκανε κάτι
πραγματικά αλλόκοτες ερωτήσεις σχετικά με όλους τους άντρες συγγενείς
μου, ήθελε να μάθει τι έκαναν σε διάφορες ημερομηνίες, ρωτούσε αν ο
θείος Μάρκους έμενε συχνά έξω τη νύχτα. Μάλιστα, κάποια στιγμή
ρώτησε να μάθει για τον μπαμπά και τον θείο Μάρκους…»
«…τι ζώδιο ήταν;» ρώτησε η Ρόμπιν.
Η Ίντεν την κοίταξε εμβρόντητη.
«Αυτό πάλι πώς στον διάβολο το ήξερες;»
«Ο Τάλμποτ άφησε ένα σημειωματάριο. Είναι γεμάτο αποκρυφιστικές
παρατηρήσεις. Προσπαθούσε να λύσει την υπόθεση χρησιμοποιώντας τις
κάρτες ταρό και την αστρολογία».
«Την αστρολογία;» επανέλαβε η Ίντεν. «Σοβαρά τώρα, την
αστρολογία;»
«Ο Τάλμποτ κακώς σας πήρε κατάθεση χωρίς να είναι παρών κάποιος
ενήλικος», είπε ο Στράικ στην Ίντεν. «Πόσων χρονών ήσαστε τότε,
δεκαέξι;»
Η Ίντεν γέλασε απροκάλυπτα με το σχόλιο του ντετέκτιβ.
«Αυτό μπορεί να ισχύει για τα λευκά κορίτσια, όμως εμείς είμαστε
αλλιώς, δεν άκουγες τι έλεγα τόση ώρα; Είμαστε από γερή στόφα.
Είμαστε ζόρικες. Εκείνα τα αποκρυφιστικά», είπε η Ίντεν γυρίζοντας και
πάλι στη Ρόμπιν, «ναι, λογικό ακούγεται, γιατί με ρώτησε για το ομπεά.
Ξέρεις τι είναι αυτό;»
Η Ρόμπιν έγνεψε αρνητικά.
«Ένα είδος μαγείας που χρησιμοποιούνταν παλιότερα στην Καραϊβική.
Οι ρίζες του βρίσκονται στη Δυτική Αφρική. Εμείς γεννηθήκαμε όλες στο
Σάουθγουαρκ όμως, καταλαβαίνεις, στα μάτια του επιθεωρητή Τάλμποτ
δεν ήμαστε παρά μαύρες παγανίστριες. Με είχε κλείσει μόνη μου στο
πίσω δωμάτιο και με ρωτούσε διάφορα κουλά για τελετουργικά με τη
χρήση αίματος, μαύρη μαγεία και δε συμμαζεύεται. Είχα τρομοκρατηθεί,
δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτά που έλεγε. Νόμιζα πως εννοούσε τη μαμά
και το αίμα στη μοκέτα και υπαινισσόταν πως εκείνη είχε φάει τη δρα
Μπάμπορο».
«Βίωνε έναν νευρικό κλονισμό εκείνο το διάστημα», είπε η Ρόμπιν.
«Αυτός ήταν κι ο λόγος που τον απομάκρυναν από την υπόθεση. Νόμιζε
πως κυνηγούσε κάποιο δαίμονα. Η μητέρα σας δεν ήταν η μόνη γυναίκα
που ο Τάλμποτ νόμιζε πως διέθετε υπερφυσικές δυνάμεις… όμως σίγουρα
ήταν ρατσιστής», συμπλήρωσε η Ρόμπιν χαμηλόφωνα. «Αυτό είναι σαφές
από τις σημειώσεις του».
«Εμάς δε μας το είχες πει ποτέ ότι πέρασε η αστυνομία από τη δουλειά
να σου μιλήσει», είπε η Πόρσια. «Γιατί δε μας το είπες;»
«Γιατί να σας το πω;» απάντησε η Ίντεν σκουπίζοντας θυμωμένα τα
βουρκωμένα μάτια της. «Η μαμά είχε ήδη αρρωστήσει από το άγχος της
με όλη αυτή την ιστορία, είχα τον θείο Μάρκους να μου φωνάζει πως η
μαμά είχε κάνει την αστυνομία να υποψιάζεται τον ίδιο και τους γιους του
και φοβόμουν πραγματικά πως έτσι και μάθαινε ο θείος πως είχε περάσει
ο αστυνομικός από τη δουλειά, θα έκανε καταγγελία, κι αυτό ήταν το
τελευταίο πράγμα που μας χρειαζόταν. Θεέ μου, ήταν ένα χάλι», είπε η
Ίντεν πιέζοντας φευγαλέα τις παλάμες πάνω στα υγρά της μάτια, «ένα
απερίγραπτο χάλι».
Η Πόρσια έδειχνε έτοιμη να πει κάτι παρηγορητικό στη μεγαλύτερη
αδελφή της, όμως η Ρόμπιν είχε την αίσθηση πως αυτό θα αποτελούσε
παρέκκλιση στη συνήθη σχέση τους, ώστε δεν ήταν απολύτως σίγουρη
πώς να το χειριστεί. Έπειτα από μερικές στιγμές η Πόρσια μουρμούρισε:
«Πρέπει να πάω στην τουαλέτα», οπότε έσπρωξε την καρέκλα της από
το τραπέζι και εξαφανίστηκε στο μπάνιο.
«Δεν ήθελα να έρθει σήμερα κι η Πόρσια», είπε η Μάγια αμέσως μόλις
η πόρτα του μπάνιου έκλεισε πίσω από τη μικρότερη αδελφή της.
Απέφευγε διακριτικά να κοιτάξει τη μεγαλύτερη αδελφή της, η οποία
επιχειρούσε να καμωθεί πως δεν έκλαιγε, ενώ συνέχιζε κάθε τόσο να
σκουπίζει με τρόπο τα δάκρυα από τα μάτια της. «Δεν της χρειάζεται όλο
αυτό το στρες. Μόλις ξεμπέρδεψε με τις χημειοθεραπείες».
«Πώς τα πηγαίνει;» ρώτησε ο Στράικ.
«Την περασμένη εβδομάδα οι γιατροί της είπαν πως είναι καθαρή, δόξα
τω Θεώ. Τώρα σκέφτεται να επιστρέψει στη δουλειά της με μειωμένο
ωράριο. Εγώ πάλι νομίζω πως είναι ακόμη πολύ νωρίς».
«Κοινωνική λειτουργός είναι, σωστά;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Ναι», αναστέναξε η Μάγια. «Κάθε πρωί που σηκώνεσαι, σε
περιμένουν εκατό μηνύματα απελπισίας και ξέρεις πως παίζεις το κεφάλι
σου, έτσι και στραβώσει κάτι με κάποια οικογένεια που δεν πρόλαβες να
επικοινωνήσεις. Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει. Όμως είναι ίδια
η μαμά. Από το ίδιο καλούπι βγήκαν. Μια ζωή ήταν η αδυναμία της
μαμάς, κι εκείνη ήταν η ηρωίδα της».
Η Ίντεν έκανε ένα «χα», που θα μπορούσε να σημαίνει συμφωνία ή το
αντίθετο. Η Μάγια προσπέρασε το επιφώνημα. Ακολούθησε μια σύντομη
παύση, στη διάρκεια της οποίας η Ρόμπιν αναλογίστηκε τους
μπερδεμένους δεσμούς που ενώνουν μια οικογένεια. Η επόμενη γενιά
φαινόταν να εξακολουθεί να διεξάγει τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει
ανάμεσα στον Τζουλς και στη Βίλμα Μπέιλις.
Η πόρτα του μπάνιου άνοιξε ξανά και η Πόρσια επανεμφανίστηκε. Αντί
να επιστρέψει στη θέση της δίπλα στη Ρόμπιν, πέρασε τους φαρδιούς
γοφούς της γύρω από τον Στράικ, στην κεφαλή του τραπεζιού και
βάλθηκε να στριμώχνεται πίσω από την αιφνιδιασμένη Μάγια, που
έσπευσε να μαζέψει την καρέκλα της, μέχρι που έφτασε την Ίντεν. Αφού
έχωσε μια χούφτα χαρτί τουαλέτας στην παλάμη της μεγάλης της
αδελφής, η Πόρσια έπλεξε τα γεμάτα μπράτσα της γύρω από τον λαιμό
της Ίντεν και τη φίλησε πάνω στο κεφάλι.
«Τι κάνεις τώρα;» ρώτησε η Ίντεν με βραχνή φωνή και σήκωσε τα χέρια
κι έσφιξε τα μπράτσα της μικρότερης αδελφής της, όχι για να τα
απομακρύνει, αλλά για να τα κρατήσει εκεί. Ο Στράικ, όπως παρατήρησε
η Ρόμπιν με την άκρη του ματιού της, καμωνόταν πως κάτι κοίταζε στο
σημειωματάριό του.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε σιγανά η Πόρσια φιλώντας ξανά την αδελφή της
πάνω στο κεφάλι, προτού τραβήξει τα χέρια της. «Που συμφώνησες να το
κάνουμε αυτό. Το ξέρω πως δεν ήθελες».
Όλοι παρέμειναν σιωπηλοί, κάπως αιφνιδιασμένοι, όση ώρα η Πόρσια
περνούσε και πάλι στριμωχτά γύρω από το τραπέζι κι επέστρεφε στη θέση
της, δίπλα στη Ρόμπιν.
«Τους είπες εκείνο το τελευταίο;» ρώτησε η Πόρσια τη Μάγια, όση ώρα
η Ίντεν φυσούσε τη μύτη της. «Για τη μαμά και την Μπέτι Φούλερ;»
«Όχι», είπε η Μάγια, η οποία έδειχνε εμβρόντητη από εκείνη την πράξη
συμφιλίωσης που είχε μόλις παρακολουθήσει. «Σ’ εσένα το είχε πει η
μαμά, θεώρησα σωστό εσύ να το πεις».
«Μάλιστα», είπε η Πόρσια και στράφηκε και πάλι προς τον Στράικ και
τη Ρόμπιν. «Λοιπόν, αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που ξέρουμε και
μπορεί να μην έχει καμία σημασία, όμως ας το ακούσετε κι αυτό, αφού
ξέρετε πλέον όλα τα άλλα».
Ο Στράικ περίμενε έτοιμος να κρατήσει σημειώσεις.
«Η μαμά μού το εκμυστηρεύτηκε λίγο καιρό μετά που βγήκε στη
σύνταξη. Κανονικά δεν έπρεπε, γιατί αφορούσε υπόθεση που είχε
χειριστεί η ίδια, όμως μόλις ακούσετε τι είπε, θα καταλάβετε.
»Η μαμά συνέχισε να εργάζεται στο Κλέρκενγουελ, όταν πέρασε τις
εξετάσεις κι έγινε κοινωνική λειτουργός. Άλλωστε, εκεί βρίσκονταν όλοι
οι φίλοι της· δεν ήθελε να αλλάξει γειτονιά. Οπότε, κατέληξε να γνωρίσει
πολύ καλά την τοπική κοινότητα.
»Μία από τις οικογένειες που είχε αναλάβει έμενε στην οδό Σκίνερ, σε
μικρή απόσταση από την κλινική…»
«Στην Οδό Σκίνερ;» επανέλαβε ο Στράικ. Το όνομα κάτι του θύμιζε,
όμως κατάκοπος όπως ήταν, δεν μπόρεσε να κάνει αμέσως τη σύνδεση. Η
Ρόμπιν, αντίθετα, κατάλαβε αστραπιαία τον λόγο που το όνομα της οδού
τούς ήταν γνωστό.
«Ναι. Η οικογένεια ήταν οι Φούλερ. Σχεδόν ό,τι πρόβλημα μπορείς να
φανταστείς, το αντιμετώπιζαν, έλεγε η μαμά: εθισμό σε ουσίες,
οικογενειακή βία, εγκληματικότητα, τα πάντα. Κεφαλή της οικογένειας,
ας πούμε, ήταν η γιαγιά, η οποία δεν είχε πενηνταρίσει καν, και το βασικό
εισόδημα αυτής της γυναίκας ήταν η πορνεία. Μπέτι την έλεγαν, κι η
μαμά την περιέγραφε σαν τον τοπικό ειδησεογραφικό σταθμό,
τουλάχιστον αν σε ενδιέφερε να μάθεις τι συνέβαινε στον υπόκοσμο. Η
οικογένεια κατοικούσε στην περιοχή εδώ και γενιές.
»Τέλος πάντων, μια μέρα γυρνάει η Μπέτι και λέει στη μαμά με τρόπο,
για να κόψει αντιδράσεις: “Ξέρεις, ο Μάρκους δεν έστειλε κανένα
απειλητικό σημείωμα σ’ εκείνη τη γιατρίνα”.
»Η μαμά έμεινε εμβρόντητη», είπε η Πόρσια. «Η πρώτη σκέψη που
έκανε ήταν πως ο Μάρκους επισκεπτόταν τη γυναίκα, καταλαβαίνετε, ως
πελάτης… το ξέρω πως δεν πήγαινε», έσπευσε να διευκρινίσει η Πόρσια,
σηκώνοντας την παλάμη για να προλάβει την αντίδραση της Ίντεν, που
έκανε να ανοίξει το στόμα της. «Εν τω μεταξύ, η μαμά κι ο Μάρκους
είχαν χρόνια που δε μιλιόντουσαν. Τέλος πάντων, δε συνέβαινε τίποτε το
πονηρό: η Μπέτι είχε γνωρίσει τον Μάρκους γιατί η εκκλησία εκείνο τον
καιρό είχε αναλάβει πρωτοβουλία να προσεγγίσει την τοπική κοινωνία.
Οπότε, είχε περάσει να της αφήσει κάποια πράγματα για τη Γιορτή του
Θέρους και προσπάθησε να πείσει την Μπέτι να παρακολουθήσει μια
λειτουργία.
»Η Μπέτι είχε καταλάβει τη σχέση του Μάρκους με τη μαμά, γιατί η
μαμά εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί το επίθετο “Μπέιλις”, κι η Μπέτι
ισχυρίστηκε πως ήξερε ποιος πραγματικά είχε γράψει εκείνα τα
απειλητικά σημειώματα στη Μάργκοτ Μπάμπορο, κι ότι το άτομο που
είχε γράψει τα σημειώματα ήταν το ίδιο άτομο που τη σκότωσε. Η μαμά
ρώτησε: “Ποιος ήταν;” Κι η Μπέτι της απάντησε πως αν της το έλεγε
αυτό, ο φονιάς της Μάργκοτ θα σκότωνε και την ίδια».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση. Ολόγυρα από το καφέ ακούγονταν
διάφοροι θόρυβοι, ενώ μία από τις γυναίκες στο διπλανό τραπέζι, που
έτρωγε ένα κομμάτι κέικ κρέμας, αναφώνησε με φανερή απόλαυση:
«Θεέ μου, νόστιμο που είναι».
«Κι η μητέρα σας πίστεψε την Μπέτι;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Δεν ήξερε τι να σκεφτεί», είπε η Πόρσια. «Η Μπέτι γνώριζε μερικά
πολύ ζόρικα άτομα, επομένως δεν αποκλείεται κάτι να είχε πάρει το αυτί
της στη γύρα, όμως ποιος ξέρει; Οι άνθρωποι γλώσσα έχουν και μιλάνε
και τους αρέσει να περνιούνται για σημαντικοί», είπε, οπότε η Ρόμπιν
θυμήθηκε την Τζάνις να κάνει το ίδιο ακριβώς σχόλιο, όταν τους
αποκάλυπτε τη φήμη πως η Μάργκοτ Μπάμπορο είχε θεαθεί σε κάποιο
κοιμητήριο. «Πάντως, αν υπήρχε κάποια αλήθεια σε όλα αυτά, μια
γυναίκα όπως η Μπέτι θα προτιμούσε χίλιες φορές να πάει στο φεγγάρι,
παρά στην αστυνομία.
»Πολύ πιθανό τώρα πια να έχει συγχωρεθεί», είπε η Πόρσια,
«δεδομένης και της ζωής που έκανε, πάντως αυτό είχε πει και δώστε του
ό,τι αξία νομίζετε. Λογικά, αν ζει ακόμη, δε θα είναι δύσκολο να την
εντοπίσετε».
«Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που μας το είπατε», είπε ο Στράικ.
«Σίγουρα αξίζει να το ψάξουμε».
Αφού είχαν πει όλα όσα γνώριζαν, οι τρεις αδελφές αφέθηκαν σε μια
πονεμένη σιωπή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ρόμπιν είχε την ευκαιρία
να αναλογιστεί πόση παράπλευρη ζημιά άφηνε πίσω της μια πράξη βίας.
Η εξαφάνιση της Μάργκοτ Μπάμπορο ήταν πασιφανές πως είχε επιφέρει
τεράστια αναστάτωση στη ζωή των αδελφών Μπέιλις, και τώρα που η
Ρόμπιν είχε αντίληψη της πλήρους έκτασης της οδύνης που τους είχε
προκαλέσει και της επώδυνης φύσης των αναμνήσεων που συνδέονταν με
αυτή, κατανοούσε απόλυτα την αρχική άρνηση της Ίντεν να μιλήσει
στους δύο ντετέκτιβ. Αν μη τι άλλο, όφειλε να αναρωτηθεί για ποιο λόγο
είχαν αλλάξει γνώμη οι αδελφές.
«Σας ευχαριστούμε θερμότατα», είπε με κάθε ειλικρίνεια. «Είμαι βέβαιη
πως η κόρη της Μάργκοτ θα είναι απέραντα ευγνώμων που δεχτήκατε να
μας μιλήσετε».
«Α, ώστε η κόρη σάς προσέλαβε, ε;» είπε η Μάγια. «Λοιπόν, να της
πείτε εκ μέρους μου πως η μαμά κουβαλούσε σε όλη της τη ζωή τύψεις
που δεν είπε την πάσα αλήθεια στην αστυνομία. Συμπαθούσε τη δρα
Μπάμπορο, ξέρετε. Θέλω να πω, δεν ήταν κολλητές φίλες, όμως τη
θεωρούσε σωστό άνθρωπο».
«Τη βάραινε αυτό που συνέβη», συμφώνησε η Πόρσια. «Μέχρι που
έκλεισε τα μάτια της, τη βάραινε. Γι’ αυτό και φύλαξε εκείνο το
σημείωμα. Είμαι σίγουρη πως θα ήθελε να κάνουμε αυτό που κάναμε.
Ακόμη και ύστερα από τόσα χρόνια, μπορεί να γίνει κάποια ανάλυση
γραφικού χαρακτήρα, κάτι, σωστά;»
Ο Στράικ απάντησε καταφατικά. Σηκώθηκε να τακτοποιήσει τον
λογαριασμό, οπότε η Ρόμπιν περίμενε στο τραπέζι με τις τρεις αδελφές, οι
οποίες, όπως ήταν φανερό, ήθελαν να φύγουν οι ντετέκτιβ το
συντομότερο δυνατόν. Τους είχαν αποκαλύψει προσωπικές, τραυματικές
εμπειρίες και οικογενειακά μυστικά, οπότε πλέον ήταν εξαιρετικά
κουραστική η προσπάθεια να μιλούν περί ανέμων και υδάτων ή να έχουν
οποιαδήποτε άλλη συζήτηση. Η Ρόμπιν αισθάνθηκε ανακούφιση όταν
επέστρεψε ο Στράικ και ύστερα από έναν σύντομο αποχαιρετισμό, οι δυο
τους έφυγαν από την καφετέρια.
Αμέσως μόλις βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο, ο Στράικ κοντοστάθηκε για να
βγάλει το πακέτο με τα τσιγάρα του από την τσέπη και να ανάψει ένα.
«Το χρειαζόμουν», μουρμούρισε όπως συνέχιζαν τον δρόμο τους. «Το
λοιπόν… Οδός Σκίνερ…»
«…είναι ο δρόμος όπου εθεάθη ο Τζόζεφ Μπρένερ τη νύχτα που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ Μπάμπορο», είπε η Ρόμπιν.
«Α», μουρμούρισε ο Στράικ κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια του.
«Καλά θυμόμουν πως κάπου ήξερα αυτό το όνομα».
«Θα ψάξω να δω τι γίνεται με την Μπέτι Φούλερ αμέσως μόλις γυρίσω
στο σπίτι», είπε η Ρόμπιν. «Τα υπόλοιπα πώς σου ακούστηκαν;»
«Οι Μπέιλις ζορίστηκαν άσχημα με αυτή την ιστορία, σωστά;» είπε ο
Στράικ και κοντοστάθηκε δίπλα στο Land Rover ρίχνοντας μια ματιά
προς τα πίσω, στην καφετέρια. Η BMW του ήταν σταθμευμένη καμιά
πενηνταριά μέτρα παρακάτω. Τράβηξε άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο
του, σμίγοντας τα φρύδια. «Ξέρεις… μας δίνει μια άλλη οπτική γωνία για
εκείνο το ρημάδι το σημειωματάριο του Τάλμποτ», ομολόγησε. «Αν
αφήσεις κατά μέρος όλες εκείνες τις αποκρυφιστικές μπαρούφες, ο τύπος
είχε δίκιο, έτσι δεν είναι; Η Βίλμα πράγματι του έκρυβε πράγματα. Πολλά
και σημαντικά πράγματα, τελικά».
«Το σκέφτηκα κι εγώ αυτό», είπε η Ρόμπιν.
«Συνειδητοποιείς πως εκείνο το απειλητικό σημείωμα είναι το πρώτο
απτό αποδεικτικό στοιχείο που καταφέραμε να βρούμε;»
«Ναι», είπε η Ρόμπιν ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της. «Τι ώρα
φεύγεις για Τρούρο;»
Ο Στράικ δεν απάντησε. Όπως σήκωσε το κεφάλι, η Ρόμπιν διαπίστωσε
ότι ο συνεταίρος της κοίταζε τόσο επίμονα προς το ανοιχτό πάρκο, στην
απέναντι πλευρά του δρόμου, ώστε στράφηκε κι εκείνη προς τα εκεί,
προκειμένου να δει τι ήταν αυτό που του είχε καθηλώσει την προσοχή,
όμως δεν είδε τίποτε, πέρα από ένα ζευγάρι τεριέ, που χοροπηδούσαν και
τον ιδιοκτήτη τους, ο οποίος περπατούσε δίπλα τους, παίζοντας με δυο
λουριά.
«Κόρμοραν;»
Ο Στράικ, που ο νους του έμοιαζε να ταξιδεύει κάπου μακριά, επανήλθε
στο παρόν.
«Τι;» είπε, κι ύστερα: «Α, ναι. Όχι, απλώς…»
Γύρισε και κοίταξε ξανά προς την καφετέρια συνοφρυωμένος.
«Απλώς σκεφτόμουν. Τίποτε το ιδιαίτερο, νομίζω πως κόλλησα το
μικρόβιο του Τάλμποτ. Διακρίνω νοήματα σε μιαν απλή σύμπτωση».
«Τι σύμπτωση;»
Ο Στράικ όμως δεν απάντησε και τελικά η πόρτα της καφετέριας άνοιξε
και οι τρεις αδελφές εμφανίστηκαν ντυμένες με τα πανωφόρια τους.
«Καλύτερα να πηγαίνουμε», είπε. «Πρέπει να μας έχουν σιχαθεί ύστερα
απ’ όλα αυτά. Τα λέμε τη Δευτέρα. Τηλεφώνησέ μου, έτσι και μάθεις κάτι
ενδιαφέρον σχετικά με την Μπέτι Φούλερ».
54
Μα κείνος ο ίδιος πόνος, τίποτε το καινούργιο δεν ήταν γι’ αυτόν·
δεν ήταν πόνος καν· γιατί πολλές φορές είχε γυρέψει
αυτή του τη δύναμη, και μάταια την είχε αγαπήσει.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
«Ρόμπιν…»
«Μην τολμήσεις να μου πεις πως δεν έπρεπε να είχα προσπαθήσει να σε
εμποδίσω», του είπε εκείνη, σφίγγοντας τα δόντια της, όπως διέσχιζαν με
γοργό βήμα το προαύλιο. Τα δάκρυα πόνου εξακολουθούσαν να
θολώνουν την όρασή της. Οι άνθρωποι που στέκονταν εκεί έξω για να
καπνίσουν παραμέριζαν, σαστισμένοι, βλέποντάς τη να παλεύει να
σταματήσει την αιμορραγία από τη μύτη της. «Αν είχε βρει στόχο εκείνη
η γροθιά, τώρα θα ήμαστε ακόμη εκεί μέσα και θα περιμέναμε να έρθει η
αστυνομία».
Προς μεγάλη ανακούφιση της Ρόμπιν, δεν τους περίμεναν οι παπαράτσι,
όπως κατευθύνονταν προς το Γκριν Παρκ, όμως ανησυχούσε πως δε θα
τους έπαιρνε ώρα, μετά τη σκηνή που είχε μόλις προκαλέσει ο Στράικ,
ώστε να αμοληθούν στο κατόπι τους.
«Να πάρουμε ένα ταξί», είπε ο Στράικ, ο οποίος εκείνη τη στιγμή
αναμετριόταν με ένα ανάμεικτο συναίσθημα απόλυτης φρίκης και οργής
απέναντι στον Όουκντεν, στον πατέρα του, στους δημοσιογράφους και
στον εαυτό του. «Άκου, έχεις δίκιο…»
«Το ξέρω πως έχω δίκιο, ευχαριστώ πολύ!» είπε η Ρόμπιν ελαφρώς
άγρια.
Δεν της έφτανε ο πόνος στο κεφάλι της, είχε αρχίσει και να αναρωτιέται
για ποιο λόγο δεν την είχε προειδοποιήσει ο Στράικ για το πάρτι του
Ρόκεμπι· να απορεί, ακριβέστερα, για ποιο λόγο είχε επιτρέψει σε έναν
απατεώνα της κακιάς ώρας, όπως ο Όουκντεν, να τον παρασύρει εκεί
πέρα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει αυτό για
την υπόθεση που ερευνούσαν και το γραφείο τους γενικότερα.
«ΤΑΞΙ!» βρυχήθηκε ο Στράικ τόσο δυνατά, που η Ρόμπιν τινάχτηκε.
Κάπου παρακάτω άκουσε τρεχαλητό.
Ένα λονδρέζικο ταξί σταμάτησε μπροστά τους, οπότε ο Στράικ έσπρωξε
τη Ρόμπιν για να επιβιβαστεί.
«Στην οδό Ντένμαρκ», φώναξε μεμιάς στον ταξιτζή, κι η Ρόμπιν
άκουσε τις φωνές των φωτογράφων, καθώς το ταξί επιτάχυνε.
«Όλα εντάξει», είπε ο Στράικ γυρνώντας για να κοιτάξει από το πίσω
παράθυρο, «πεζοί είναι. Ρόμπιν… χίλια συγγνώμη, ρε γαμώτο».
Εκείνη έβγαλε ένα καθρεφτάκι από την τσάντα της, για να προσπαθήσει
να καθαρίσει κάπως το πονεμένο πρόσωπό της, ενώ σκούπιζε τα αίματα
από το πάνω χείλος και το πιγούνι της. Έτσι όπως έδειχναν τα πράγματα,
θα κατέληγε με δύο μαυρισμένα μάτια, καθώς είχαν αρχίσει κιόλας να
πρήζονται.
«Μήπως θες να σε πάω σπίτι;» ρώτησε ο Στράικ.
Κυριολεκτικά έξαλλη μαζί του, κι ενώ πάσχιζε να κρατηθεί για να μην
ουρλιάξει από τον πόνο, η Ρόμπιν φανταζόταν την κατάπληξη και την
περιέργεια του Μαξ, μόλις την έβλεπε σε αυτά τα χάλια· φαντάστηκε και
τον εαυτό της να υποχρεώνεται να υποβιβάσει για μία ακόμη φορά τα
τραύματα που είχε αποκομίσει πάνω στη δουλειά. Θυμήθηκε επίσης πως
είχε μέρες να ψωνίσει τρόφιμα.
«Όχι, θέλω να μου δώσεις κάτι να φάω, κι ένα δυνατό ποτό».
«Έγινε», είπε ο Στράικ, χαρούμενος που θα είχε την ευκαιρία να
εξιλεωθεί κάπως. «Βολεύεσαι με κάτι πρόχειρο;»
«Όχι», είπε η Ρόμπιν σαρκαστικά, δείχνοντας τα μάτια της που είχαν
αρχίσει ήδη να μαυρίζουν, «θα προτιμούσα να δειπνήσουμε στο Ritz, αν
δε σου κάνει κόπο».
Ο Στράικ πήγε να γελάσει, όμως δαγκώθηκε, καθώς έφριττε με την
κατάσταση του προσώπου της.
«Μήπως να δούμε ποιο νοσοκομείο εφημερεύει;»
«Άσε τις βλακείες».
«Ρόμπιν…»
«Λυπάσαι. Το ξέρω. Το είπες ήδη».
Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπά το κινητό του Στράικ. Έριξε μια
ματιά στην οθόνη: ο Μπάρκλεϊ ήταν, μπορούσε να περιμένει, οπότε το
γύρισε στο αθόρυβο.
Τρία τέταρτα της ώρας αργότερα, το ταξί τούς άφησε στο τέρμα της
οδού Ντένμαρκ, μαζί με ένα αγοραστό κάρι και δυο μπουκάλια μπίρας.
Μόλις ανέβηκαν στο γραφείο, η Ρόμπιν κατευθύνθηκε στην τουαλέτα του
διαδρόμου, όπου καθάρισε τα ξεραμένα αίματα από τα ρουθούνια και το
πιγούνι της με λίγο βρεγμένο χαρτί υγείας. Δυο ολοένα και πιο πρησμένοι
βαθυκόκκινοι λοφίσκοι, που περιείχαν τα μάτια της, την παρατηρούσαν
μέσα από τον ραγισμένο καθρέφτη. Ένα μπλάβο σημάδι απλωνόταν πάνω
στο μέτωπό της.
Στο γραφείο ο Στράικ, ο οποίος υπό κανονικές συνθήκες θα είχε φάει το
κάρι κατευθείαν από τον αλουμινένιο δίσκο μέσα στον οποίο το είχε
φέρει, είχε βγάλει δυο αταίριαστα πιάτα, μαχαίρια και πιρούνια κι ύστερα,
επειδή η Ρόμπιν είχε ζητήσει κάποιο δυνατό ποτό, ανέβηκε στη σοφίτα,
στο διαμέρισμά του, όπου είχε φυλαγμένο ένα μπουκάλι από το
αγαπημένο του ουίσκι. Το ψυγείο του διέθετε έναν μικρό καταψύκτη,
όπου είχε παραχωμένες παγοκύστες, για να ανακουφίζει το
ακρωτηριασμένο του πόδι, εκτός από τη θήκη για τα παγάκια. Τα παγάκια
είχαν πάνω από έναν χρόνο εκεί, καθώς, παρότι ο Στράικ έπινε μια στο
τόσο ένα ουίσκι, γενικά προτιμούσε την μπίρα. Όπως ετοιμαζόταν να
φύγει από το διαμέρισμα με τη θήκη για τα παγάκια, το σκέφτηκε
καλύτερα, οπότε γύρισε πίσω και πήρε μία από τις παγοκύστες.
«Σ’ ευχαριστώ», μουρμούρισε η Ρόμπιν, όταν επέστρεψε ο Στράικ,
παίρνοντας την παγοκύστη που της έδωσε. Καθόταν στην καρέκλα της
Πατ, πίσω από το γραφείο απ’ όπου κάποτε απαντούσε στα τηλέφωνα,
καθώς εκεί είχε ακουμπήσει ο Στράικ το κάρι και τα πιάτα. «Και κοίτα να
αλλάξεις τις βάρδιες της επόμενης εβδομάδας», συνέχισε ακουμπώντας
απαλά την παγοκύστη πρώτα στο αριστερό της μάτι, «γιατί δεν υπάρχει
κονσίλερ σε ολόκληρο τον πλανήτη ικανό να σουλουπώσει αυτό το χάλι.
Είναι αδύνατο να καταφέρω να περάσω απαρατήρητη, αν επιχειρήσω να
παρακολουθήσω κάποιον με δυο μάτια βουλωμένα».
«Ρόμπιν», επανέλαβε για πολλοστή φορά ο Στράικ, «λυπάμαι πολύ, ρε
γαμώτο. Φέρθηκα τελείως ηλίθια, αλλά… Τι προτιμάς, βότκα, ουίσκι…;»
«Ουίσκι», απάντησε η Ρόμπιν. «Με πάγο».
Ο Στράικ έβαλε και στους δυο τους από ένα τριπλό.
«Λυπάμαι πολύ», είπε ξανά, ενώ η Ρόμπιν έπινε με ανακούφιση μια
γουλιά από το ποτήρι της κι ύστερα έπαιρνε το κάρι. Ο Στράικ κάθισε
στον καναπέ από δερματίνη, απέναντι από το γραφείο. «Δεν ήθελα να σε
χτυπήσω, είναι το τελευταίο πράγμα που θα… είμαι ασυγχώρητος…
θόλωσα, έχασα τον έλεγχο. Τα άλλα παιδιά του πατέρα μου έχουν μήνες
που με πρήζουνε να πάω σ’ αυτό το γαμημένο πάρτι», είπε ο Στράικ
περνώντας τα δάχτυλα ανάμεσα στα πυκνά σγουρά μαλλιά του, που δεν
έδειχναν ποτέ αχτένιστα. Έκρινε πως, εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα,
της χρωστούσε την αλήθεια: τον λόγο, αν όχι τη δικαιολογία, που τα είχε
κάνει τόσο μαντάρα. «Ήθελαν να βγάλουμε μια φωτογραφία όλοι μαζί,
να του την κάνουμε δώρο. Κάποια στιγμή ο Αλ μου ξεφουρνίζει πως ο
Ρόκεμπι έχει καρκίνο του προστάτη… πράγμα που δε φαίνεται να τον
εμπόδισε να φωνάξει καμιά τετρακοσαριά φιλαράκια του να το
γλεντήσουν… Έσκισα την πρόσκληση, χωρίς να συγκρατήσω πού θα
γινόταν το πάρτι. Έπρεπε να το είχα ψυλλιαστεί πως ο Όουκντεν σκάρωνε
κάποια ατιμία, δεν ήμουν αρκετά συγκεντρωμένος και…»
Κατέβασε το μισό ποτό του με μια γουλιά.
«Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία που πήγα να του ρίξω γροθιά, όμως με
όλα αυτά που… τους τελευταίους μήνες, δηλαδή… ο Ρόκεμπι μου
τηλεφώνησε τον Φεβρουάριο. Για πρώτη φορά στη ζωή του. Μάλιστα,
προσπάθησε να με δωροδοκήσει για να τον συναντήσω».
«Προσπάθησε να σε δωροδοκήσει;» είπε η Ρόμπιν, ενώ πίεζε την
παγοκύστη πάνω στο άλλο της μάτι και θυμόταν τον Στράικ να ωρύεται
«άντε και γαμήσου» από το μέσα γραφείο, ανήμερα του Αγίου
Βαλεντίνου.
«Ουσιαστικά, ναι», είπε ο Στράικ. «Είπε πως ήταν ανοιχτός σε
προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να με βοηθήσει… εντάξει, άργησε
καμιά σαρανταριά χρονάκια, αλλά τι να κάνουμε τώρα».
Ο Στράικ κατέβασε και το υπόλοιπο ουίσκι του, έπιασε το μπουκάλι κι
έβαλε άλλο τόσο στο ποτήρι του.
«Πότε τον είδες τελευταία φορά;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Όταν ήμουν δεκαοκτώ χρονών. Δυο φορές τον έχω δει στη ζωή μου»,
είπε ο Στράικ. «Την πρώτη φορά ήμουν παιδάκι. Η μητέρα μου
προσπάθησε να τον αιφνιδιάσει, με πήρε μαζί και του την έστησε έξω από
ένα στούντιο ηχογράφησης».
Μόνο στη Σάρλοτ είχε αφηγηθεί αυτό το περιστατικό. Η οικογένειά της
ήταν στην καλύτερη εξίσου δυσλειτουργική κι αλλόκοτη όπως η δική του,
μετρούσε ένα σωρό σκηνές που, για τα μέτρα άλλων ανθρώπων, θα
αποτελούσαν αλησμόνητες καταστάσεις –«αυτό έγινε έναν μήνα προτού
ο μπαμπάς βάλει φωτιά στο πορτρέτο της μαμάς στο χολ, οπότε άρπαξε η
ξύλινη επένδυση, ήρθε η πυροσβεστική και χρειάστηκε να μας
κατεβάσουν όλους από τα παράθυρα του επάνω ορόφου»– όμως για τους
Κάμπελ ήταν τόσο συνηθισμένες που κατέληγαν να θεωρούνται ρουτίνα.
«Νόμισα πως ήθελε να με δει», είπε ο Στράικ. Το σοκ από αυτό που είχε
κάνει στη Ρόμπιν, σε συνδυασμό με το ουίσκι που ζεματούσε το λαρύγγι
του, είχαν απελευθερώσει αναμνήσεις τις οποίες συνήθως κρατούσε καλά
κλεισμένες μέσα του. «Επτά χρονών ήμουν. Πετούσα από τη χαρά μου.
Ήθελα να με δει περιποιημένο, ώστε να νιώσει κι αυτός… να νιώσει
περήφανος για μένα. Είπα στη μητέρα μου να μου φορέσει το καλό μου
παντελόνι. Φτάσαμε έξω από το στούντιο –η μητέρα μου ήξερε κόσμο
στη μουσική βιομηχανία, οπότε κάποιος της είχε σφυρίξει πως θα ήταν
εκεί ο άλλος– και δε μας άφηναν να περάσουμε. Εγώ νόμιζα πως κάποιο
λάθος είχε γίνει. Ο τύπος που έφραζε την πόρτα προφανώς δεν
καταλάβαινε πως ο μπαμπάς μου ήθελε να με δει».
Ο Στράικ ήπιε ξανά. Το κάρι παρέμενε ανέγγιχτο ανάμεσά τους και
κρύωνε.
«Η μητέρα μου τα πήρε άσχημα. Οι φύλακες είχαν αρχίσει να την
απειλούν, όταν κατέβηκε ο μάνατζερ της μπάντας από το αμάξι του πίσω
μας. Ήξερε ποια ήταν η μητέρα μου και δεν ήθελε να κάνει σκηνή. Μας
πήρε μέσα, σε ένα δωμάτιο μακριά από το στούντιο.
»Ο μάνατζερ προσπάθησε να της εξηγήσει πως ήταν ανόητο αυτό που
έκανε, να εμφανίζεται απροειδοποίητα. Αν ήθελε παραπάνω χρήματα, ας
μιλούσε με τους δικηγόρους. Τότε ήταν που κατάλαβα κι εγώ πως δε μας
είχε προσκαλέσει εκεί ο πατέρας μου. Απλώς είχε καρφωθεί της μητέρας
μου να μπούμε με το ζόρι. Άρχισα να κλαίω», είπε ο Στράικ με βραχνή
φωνή. «Ήθελα απλώς να φύγουμε…
»Και τότε, εκεί που η μητέρα μου και ο μάνατζερ του Ρόκεμπι
τσακώνονταν κι έλεγαν τα δικά τους, σκάει μύτη ο Ρόκεμπι. Είχε ακούσει
τις φωνές από την τουαλέτα. Μάλλον είχε πεταχτεί να σνιφάρει λίγη
κόκα· αυτό το συνειδητοποίησα αργότερα. Ήταν ήδη κουρντισμένος,
όταν μπήκε στο δωμάτιο.
»Κι εγώ προσπάθησα να χαμογελάσω», είπε ο Στράικ. «Κι ας είχα μύξες
παντού. Δεν ήθελα να με περάσει για κανένα κλαψιάρικο. Εν τω μεταξύ,
τόσο καιρό φανταζόμουν κάποια αγκαλιά. “Εδώ είσαι, μικρέ”. Όμως με
κοίταξε λες κι ήμουν ένα τίποτε. Το νιάνιαρο κάποιας θαυμάστριας,
ντυμένο με παντελόνι που του είχε κοντύνει. Τα παντελόνια μια ζωή
κοντά μου ήταν…. Ψήλωνα υπερβολικά γρήγορα…
»Τότε είδε τη μητέρα μου, οπότε τα πήρε άγρια. Άρχισαν να
καβγαδίζουν άσχημα. Δε θυμάμαι όλα όσα είπαν. Παιδάκι ήμουν. Το
ρεζουμέ ήταν πως είχε μεγάλο θράσος να εμφανίζεται έτσι, αν ήθελε κάτι,
είχε τα τηλέφωνα του δικηγόρου του, αρκετά λεφτά της έδινε ήδη, δικό
της πρόβλημα ήταν αν τα σκόρπαγε σε ξίδια, και κάποια στιγμή γυρνάει
και της λέει: “Κατά λάθος έγινε, γαμώ τη μου”. Νόμισα πως εννοούσε
πως είχε έρθει στο στούντιο κατά λάθος ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.
Όμως τότε γύρισε και με κοίταξε, οπότε κατάλαβα πως εμένα εννοούσε.
Εγώ ήμουν το λάθος».
«Αχ, Θεέ μου, Κόρμοραν», είπε σιγανά η Ρόμπιν.
«Εντάξει», είπε ο Στράικ, «οφείλεις να του αναγνωρίσεις πως ήταν
ντόμπρος. Σηκώθηκε κι έφυγε. Γυρίσαμε κι εμείς στο σπίτι.
»Για κάποιο διάστημα, ύστερα απ’ όλο αυτό, ήθελα να ελπίζω πως είχε
μετανιώσει για την κουβέντα που πέταξε. Κατά βάθος, μου ήταν δύσκολο
να απαγκιστρωθώ από τη σκέψη πως ήθελε να με γνωρίσει. Όμως
τζίφος».
Παρότι ο ήλιος ήθελε ακόμη ώρα για να δύσει, το δωμάτιο ολοένα και
σκοτείνιαζε. Τα ψηλά κτίρια της οδού Ντένμαρκ άπλωναν τις σκιές τους
πάνω στο εξωτερικό γραφείο εκείνη την ώρα, και κανείς από τους δύο
ντετέκτιβ δε σηκώθηκε για να ανάψει τα φώτα.
«Τη δεύτερη φορά που συναντηθήκαμε», είπε ο Στράικ, «είχα κλείσει
ραντεβού μέσω των ανθρώπων του. Ήμουν δεκαοκτώ χρονών. Είχα μόλις
γίνει δεκτός στην Οξφόρδη. Είχαμε χρόνια να σηκώσουμε έστω μία
δεκάρα από τα χρήματα του Ρόκεμπι. Οι δικηγόροι του είχαν στραφεί και
πάλι στο δικαστήριο, ώστε να θέσουν περιορισμούς στο τι μπορούσε να
κάνει η μητέρα μου με εκείνα τα ποσά, γιατί ήταν πράγματι ένα δράμα
όταν έπιανε λεφτά στα χέρια της, τα σκορπούσε. Τέλος πάντων, χωρίς να
το γνωρίζω, η θεία και ο θείος μου είχαν ενημερώσει τον Ρόκεμπι ότι είχα
γίνει δεκτός στην Οξφόρδη. Η μητέρα μου, εν τω μεταξύ, είχε λάβει μια
επιστολή που ανέφερε πως αυτός δεν είχε πλέον καμία υποχρέωση
απέναντί μου, εφόσον είχα ενηλικιωθεί, αλλά μπορούσα να αξιοποιήσω
τα ποσά που είχαν συγκεντρωθεί στον τραπεζικό λογαριασμό.
»Κανόνισα να τον συναντήσω στο γραφείο του εκπροσώπου του. Εκεί
περίμενε, με τον έμπιστο δικηγόρο του, τον Πίτερ Γκιλέσπι. Αυτή τη
φορά απέσπασα ένα χαμόγελο από τον Ρόκεμπι. Άλλωστε, οικονομικά
είχε ξεμπερδέψει μαζί μου, αλλά ήμουν αρκετά μεγάλος ώστε να τον
γλείψω στους δημοσιογράφους. Ήταν φανερό πως η επιτυχία μου να γίνω
δεκτός στην Οξφόρδη τον είχε αιφνιδιάσει κάπως. Το πιθανότερο ήταν
πως ήλπιζε, έτσι όπως είχα μεγαλώσει, πως θα εξαφανιζόμουν αθόρυβα
μια για πάντα.
»Μου έδωσε συγχαρητήρια για την επιτυχία μου, και μάλιστα σχολίασε
πως όλα αυτά τα χρόνια είχα φτιάξει ένα συμπαθητικό κομπόδεμα, μιας
και η μητέρα μου δεν είχε ξοδέψει το παραμικρό τα τελευταία έξι επτά
χρόνια.
»Του είπα», συνέχισε ο Στράικ, «να πάρει τα λεφτά του, να τα κάνει
μασούρι, να τα χώσει στον κώλο του και να τους βάλει φωτιά. Κι ύστερα
σηκώθηκα κι έφυγα.
»Ήμουν τσόγλανος από τότε. Ούτε που μου περνούσε από το μυαλό
πως ο Τεντ και η Τζόαν θα έπρεπε να τα σκάσουν χοντρά για να
σπουδάσω, αφού δε θα πλήρωνε τίποτε ο Ρόκεμπι, κι αυτό ακριβώς
έκαναν… Αυτό βέβαια το κατάλαβα αργότερα. Όμως δεν τους επιβάρυνα
για πολύ καιρό. Μετά που πέθανε η μητέρα μου, στα μισά του δεύτερου
έτους των σπουδών μου, παράτησα το πανεπιστήμιο και κατατάχτηκα».
«Δεν επικοινώνησε μαζί σου μετά τον θάνατο της μητέρας σου;»
ρώτησε μαγκωμένα η Ρόμπιν.
«Όχι», είπε ο Στράικ, «ή αν το προσπάθησε, εγώ δεν το έμαθα ποτέ.
Μου έστειλε ένα σημείωμα, όταν διαλύθηκε το πόδι μου. Βάζω στοίχημα
πως τα χρειάστηκε τότε, όταν έμαθε πως με είχε τινάξει μια βόμβα στον
αέρα. Μάλλον επειδή ανησυχούσε τι θα έγραφαν για όλα αυτά οι
εφημερίδες.
»Όταν πήρα εξιτήριο από το νοσοκομείο, πρότεινε να μου δώσει πάλι
χρήματα. Είχε μάθει ότι προσπαθούσα να στήσω το γραφείο. Κάτι φίλοι
της Σάρλοτ ήξεραν κάποια από τα παιδιά του, οπότε από εκεί πρέπει να
του το σφύριξαν».
Η Ρόμπιν αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο στομάχι της, στο άκουσμα του
ονόματος της Σάρλοτ. Ο Στράικ σπανιότατα αναφερόταν σ’ εκείνη.
«Αρνήθηκα στην αρχή. Δεν ήθελα να πάρω τα χρήματα, όμως κανένας
άλλος καριόλης δεν είχε όρεξη να δανείσει λεφτά σε έναν μονοπόδαρο
βετεράνο χωρίς σπίτι ή αποταμιεύσεις, για να πάει να στήσει γραφείο
ιδιωτικών ερευνών. Είπα σ’ εκείνο το καθοίκι, τον δικηγόρο του, πως θα
δεχόμουν ίσα ίσα ένα ποσό για να βάλω μπροστά το γραφείο και θα του
το επέστρεφα σε δόσεις. Όπως κι έγινε».
«Κι εκείνα τα χρήματα, που ήταν ήδη δικά σου;» ρώτησε η Ρόμπιν, που
θυμόταν τον Γκιλέσπι να πιέζει κάθε τόσο τον Στράικ να καταβάλει τη
δόση, το πρώτο διάστημα που είχε αρχίσει να εργάζεται στο γραφείο.
«Εκεί ήταν, αλλά δεν τα ήθελα. Αηδίαζα στη σκέψη πως θα
ακουμπούσα εκείνα τα λεφτά».
«Μα ο Γκιλέσπι έκανε λες και…»
«Κάτι γυμνοσάλιαγκες σαν τον Γκιλέσπι γυροφέρνουν τους πλούσιους
και τους επώνυμους», είπε ο Στράικ. «Ο τύπος είχε επενδύσει όλο το εγώ
του στο να υποδύεται τον μπράβο του πατέρα μου. Μη σου πω ότι το
καθοίκι ήταν ερωτευμένος με τον γέρο μου ή, τουλάχιστον, με τη φήμη
του, δεν ξέρω. Στο τηλέφωνο του είχα πει χύμα και τσουβαλάτα τι γνώμη
είχα για τον Ρόκεμπι, κι αυτό ήταν κάτι που ο Γκιλέσπι δεν μπορούσε να
μου το συγχωρέσει. Είχα επιμείνει πως το ποσό που θα λάμβανα θα ήταν
δάνειο, κι ο Γκιλέσπι ήταν άτεγκτος στη συνέχεια, ήθελε να με τιμωρήσει
που του έλεγα κάθε τόσο σε τι εκτίμηση είχα και τους δυο τους».
Ο Στράικ στηρίχτηκε στις παλάμες του και σηκώθηκε από τον καναπέ,
με τη δερματίνη να κάνει τους γνωστούς ήχους που θύμιζαν πορδές, κι
άρχισε να βάζει φαγητό στο πιάτο του. Όταν γέμισαν και οι δύο τα πιάτα
τους, πήγε να φέρει δυο ποτήρια νερό. Εν τω μεταξύ, είχε κατεβάσει ήδη
το ένα τρίτο του ουίσκι.
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν, όταν είχε καθίσει ξανά στον καναπέ κι
άρχισε να τρώει. «Το ξέρεις, βέβαια, πως δεν πρόκειται να πω κουβέντα
παραέξω για σένα και τον πατέρα σου, σωστά; Ούτε καν σ’ εσένα δε θα
μιλήσω γι’ αυτόν, αν δε θέλεις, όμως… είμαστε συνεταίροι. Θα
μπορούσες να μου είχες πει ότι σε ταλαιπωρούσε τόσο καιρό, να
εκτόνωνες έτσι τον εκνευρισμό σου, αντί να πας να ρίξεις γροθιά σε έναν
μάρτυρα».
Ο Στράικ μάσησε μια μπουκιά από το ινδικό κοτόπουλο, κατάπιε κι
ύστερα είπε ήσυχα:
«Ναι, το ξέρω».
Η Ρόμπιν έφαγε λίγο ψωμί. Το μελανιασμένο πρόσωπό της πονούσε
λιγότερο τώρα: η παγοκύστη σε συνδυασμό με το ουίσκι το είχαν
μουδιάσει με διαφορετικούς τρόπους. Και πάλι, της πήρε μερικές στιγμές
μέχρι να βρει το κουράγιο να πει:
«Διάβασα πως η Σάρλοτ νοσηλεύεται».
Ο Στράικ σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Ήξερε βέβαια πως η
Ρόμπιν γνώριζε άριστα ποια ήταν η Σάρλοτ. Πριν από τέσσερα χρόνια,
ενώ ήταν τόσο μεθυσμένος που με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του, της
είχε πει πολλά περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι είχε σκοπό, σχετικά με τη
δήθεν εγκυμοσύνη και την επιμονή της Σάρλοτ πως το παιδί ήταν δικό
του, κι εκείνο το ψέμα ήταν που είχε οδηγήσει τη σχέση τους σε οριστική
ρήξη.
«Ναι», είπε ο Στράικ.
Οπότε αφηγήθηκε στη Ρόμπιν την ιστορία με τα αποχαιρετιστήρια
γραπτά μηνύματα και την τρεχάλα του μέχρι τον τηλεφωνικό θάλαμο, το
πώς άκουγε τι συνέβαινε μέσα από το κινητό ώσπου εντόπισαν τη Σάρλοτ
σωριασμένη ανάμεσα σε κάτι θάμνους, στον κήπο εκείνης της
πανάκριβης ιδιωτικής κλινικής.
«Χριστέ μου», είπε η Ρόμπιν αφήνοντας κάτω το πιρούνι της. «Και πότε
κατάλαβες ότι ήταν ζωντανή;»
«Επιβεβαιωμένα το έμαθα δύο ημέρες αργότερα, όταν το έγραψαν οι
εφημερίδες», είπε ο Στράικ. Σηκώθηκε και πάλι με κάποια δυσκολία από
τον καναπέ, συμπλήρωσε ουίσκι στο ποτήρι της Ρόμπιν κι ύστερα έβαλε
για άλλη μια φορά στο δικό του, προτού καθίσει και πάλι. «Όμως είχα
συμπεράνει νωρίτερα πως πρέπει να ήταν ζωντανή. Τα άσχημα νέα
κυκλοφορούν ταχύτερα απ’ ό,τι τα καλά».
Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή, στη διάρκεια της οποίας η Ρόμπιν
ήλπιζε πως θα μάθαινε περισσότερα πράγματα σχετικά με το πώς
ενεπλάκη ο Στράικ στην απόπειρα αυτοκτονίας της Σάρλοτ και για το πώς
αισθανόταν που, απ’ ό,τι φαινόταν, της είχε σώσει τη ζωή, όμως ο Στράικ
δεν είπε λέξη, παρά μόνο περιορίστηκε στο να τρώει το κάρι του.
«Λοιπόν», είπε τελικά η Ρόμπιν, «όπως έλεγα και νωρίτερα, ίσως θα
μπορούσαμε στο μέλλον να προσπαθήσουμε να μιλάμε μεταξύ μας,
προτού καταλήξεις από κανένα έμφραγμα που σου προκάλεσε το στρες ή,
ξέρεις, σκοτώσεις στο ξύλο κάποιο άτομο που πρέπει να ανακρίνουμε;»
Ο Στράικ χαμογέλασε λυπημένα.
«Ναι. Θα μπορούσαμε να το δοκιμάσουμε, φαντάζομαι…»
Η σιωπή απλώθηκε και πάλι γύρω τους, μια σιωπή που στον ελαφρώς
μεθυσμένο Στράικ φαινόταν να πήζει σαν το μέλι, παρηγορητική και
γλυκιά, αλλά και κάπως επικίνδυνη, αν αφηνόσουν να βυθιστείς
υπερβολικά σε αυτή. Κατακλυσμένος από ουίσκι, μεταμέλεια κι ένα
έντονο συναίσθημα, το οποίο σε κάθε περίπτωση προτιμούσε να μην
αναλύει, αισθανόταν την ανάγκη να κάνει κάποιου είδους δήλωση
σχετικά με την καλοσύνη και τη διακριτικότητα της Ρόμπιν, όμως όλες οι
λέξεις που του έρχονταν στο μυαλό τού φαίνονταν άτσαλες κι
ακατάλληλες: αυτό που ήθελε ήταν να εκφράσει κάποια στοιχεία της
αλήθειας, όμως η αλήθεια ήταν επικίνδυνη.
Πώς θα μπορούσε να πει, για παράδειγμα, κοίτα, απ’ όταν έβγαλες για
πρώτη φορά το παλτό σου σε αυτό το γραφείο, πασχίζω να μη σε
γουστάρω. Πασχίζω να μη δίνω ονόματα στα πράγματα που αισθάνομαι
για σένα, γιατί ήδη ξέρω πως είναι πάρα πολύ μεγάλα, κι εγώ θέλω να
ησυχάσω απ’ όλο αυτό το χάος που φέρνει ο έρωτας στο πέρασμά του.
Θέλω να είμαι μόνος, ανεξάρτητος κι ελεύθερος.
Όμως δε θέλω να είσαι με κανέναν άλλον. Δε θέλω να βρεθεί κάποιος
άλλος μούλος που θα σε πείσει να δοκιμάσεις τον γάμο για δεύτερη φορά.
Μου αρέσει να ξέρω πως υπάρχει η πιθανότητα για εμάς, ίσως…
Μόνο που το πράγμα θα στραβώσει, εννοείται, γιατί πάντα στραβώνει,
αφού αν ήμουν άνθρωπος φτιαγμένος για μόνιμες καταστάσεις, θα ήμουν
ήδη παντρεμένος. Κι όταν στραβώσει, θα σε χάσω οριστικά κι αυτό το
πράγμα που έχουμε χτίσει μαζί, που είναι κυριολεκτικά το μοναδικό καλό
κομμάτι της ζωής μου, η κλίση μου, η περηφάνια μου, το σπουδαιότερο
επίτευγμά μου, θα γαμηθεί οριστικά, γιατί δεν πρόκειται να βρω άλλον
άνθρωπο που να απολαμβάνω να συνεργάζομαι, έτσι όπως απολαμβάνω
να συνεργάζομαι μαζί σου, κι ύστερα τα πάντα θα καταλήξουν
σημαδεμένα από την ανάμνησή σου.
Μακάρι να γινόταν να τρυπώσει η Ρόμπιν στο μυαλό του και να δει τι
υπήρχε εκεί, σκέφτηκε ο Στράικ, τότε θα έβλεπε πως καταλάμβανε μια
μοναδική θέση στις σκέψεις και στα αισθήματά του. Αισθανόταν πως της
χρωστούσε αυτές τις πληροφορίες, όμως φοβόταν πως αν το έλεγε,
υπήρχε κίνδυνος να στραφεί αυτή η κουβέντα σε πράγματα από τα οποία
θα ήταν δύσκολο να υποχωρήσει.
Όμως καθώς τα δευτερόλεπτα κυλούσαν, έτσι όπως καθόταν εκεί,
έχοντας πλέον πάνω από μισό μπουκάλι σκέτου ουίσκι μέσα του, μια
διαφορετική διάθεση άρχισε να σαλεύει μέσα του, καθώς αναρωτιόταν
για πρώτη φορά κατά πόσο εκείνη η πεισματική μοναξιά ήταν αυτό που
πραγματικά επιθυμούσε από εδώ και πέρα, για πάντα.
Η Τζόαν θεωρεί πως τελικά θα καταλήξεις με τη συνεργάτιδά σου. Εκείνη
την κοπελιά, τη Ρόμπιν.
Όλα ή τίποτε. Ποτέ δεν ξέρεις. Μόνο που το διακύβευμα, αν
επιχειρούσε την όποια κίνηση, θα ήταν το υψηλότερο σε όλη του τη ζωή·
με διαφορά υψηλότερο απ’ όταν πλησίασε παραπατώντας σε ένα
φοιτητικό πάρτι για να πιάσει κουβέντα στη Σάρλοτ Κάμπελ, αφού, όση
αγωνία κι αν υπέμεινε για χάρη της στην πορεία, όταν το επιχειρούσε, δε
διακινδύνευε τίποτε περισσότερο από την ασήμαντη ταπείνωση μιας
χυλόπιτας και μια ωραία ιστορία για να διηγείται αργότερα.
Η Ρόμπιν, εν τω μεταξύ, που είχε φάει όσο περισσότερο κάρι άντεχε το
στομάχι της, το είχε πάρει πλέον απόφαση πως δε θα άκουγε τι
αισθανόταν ο Στράικ για τη Σάρλοτ. Κατέληξε στο ότι μάλλον ήταν
μάταιη η ελπίδα της ούτως ή άλλως, όμως αφορούσε κάτι που ήθελε
πραγματικά να ξέρει. Το σκέτο ουίσκι που είχε πιει, είχε προσδώσει στη
βραδιά μια ελαφριά θολούρα, σαν την αχλή της βροχής, κι αισθανόταν
κάπως μελαγχολική. Ήξερε πως αν δεν είχε μπει το αλκοόλ στη μέση,
ίσως να αισθανόταν απλώς στεναχωρημένη.
«Να υποθέσω», είπε ο Στράικ, με τη μοιρολατρική τόλμη ενός
ισορροπιστή στο τσίρκο που ριχνόταν στο φως των προβολέων, ενώ από
κάτω του απλωνόταν μονάχα το κενό, «πως η Ίλσα προσπαθεί να το
παίξει προξενήτρα και σ’ εσένα;»
Όπως καθόταν παραδίπλα, στη σκιά, η Ρόμπιν βίωσε κάτι σαν
ηλεκτρικό σοκ, που διέτρεξε το σώμα της. Το να αφήσει ο Στράικ ακόμη
κι έναν τέτοιο υπαινιγμό, πως κάποιο τρίτο άτομο αναλογιζόταν το
ενδεχόμενο οι δυο τους να αναπτύξουν ρομαντική σχέση, ήταν κάτι το
ανήκουστο. Άλλωστε, κι οι δυο τους δε συμπεριφέρονταν πάντοτε σαν το
ενδεχόμενο αυτό να ήταν το απολύτως τελευταίο πράγμα που θα
μπορούσε να τους απασχολήσει; Δεν καμώνονταν πεισματικά πως
ορισμένες επικίνδυνες στιγμές δεν είχαν συμβεί ποτέ, όπως για
παράδειγμα όταν είχε βάλει εκείνο το πράσινο φόρεμα για να του κάνει το
μοντέλο, όταν τον είχε αγκαλιάσει ενώ φορούσε το νυφικό της, και τότε
αισθάνθηκε σαν να περνούσε από το μυαλό του η ιδέα να το σκάσουν
μαζί, όπως κι από το δικό της;
«Ναι», είπε, τελικά. «Είναι μια κατάσταση που με προβλημάτιζε…
δηλαδή, μου προκαλούσε αμηχανία, γιατί εγώ δεν…»
«Εννοείται», έσπευσε να πει ο Στράικ, «ποτέ δε φαντάστηκα πως εσύ
θα…»
Η Ρόμπιν περίμενε να ακούσει τη συνέχεια, έχοντας ξαφνικά την
ξεκάθαρη αίσθηση, όπως ποτέ άλλοτε, πως ακριβώς από πάνω τους
υπήρχε ένα κρεβάτι, σε απόσταση σκάρτων δύο λεπτών από εκεί όπου
κάθονταν τώρα. Και όπως ο Στράικ, σκέφτηκε: Όλα όσα έχω παλέψει να
δημιουργήσω, όσα έχω θυσιάσει, θα κινδυνέψουν, αν οδηγήσω τη
συζήτηση αυτή σε λάθος κατεύθυνση. Η σχέση μας θα σημαδευτεί
οριστικά από την αμηχανία και την ντροπή.
Όμως, ακόμη χειρότερα, με διαφορά: η Ρόμπιν φοβόταν πως θα
προδιδόταν. Τα αισθήματα που αρνιόταν να ομολογήσει στον Μάθιου,
στη μητέρα της, στην Ίλσα, ακόμη και στον ίδιο της τον εαυτό, έπρεπε να
παραμείνουν κρυμμένα.
«Τέλος πάντων, λυπάμαι», είπε ο Στράικ.
Αυτό πάλι τι σήμαινε, αναρωτήθηκε η Ρόμπιν, ενώ η καρδιά της
χτυπούσε πολύ δυνατά: ήπιε μια ακόμη γερή γουλιά ουίσκι, προτού πει:
«Λυπάσαι, για ποιο πράγμα; Εσύ δεν…»
«Να, δική μου φίλη είναι».
«Είναι και δική μου πλέον», είπε η Ρόμπιν. «Απλώς δεν… νομίζω πως
μπορεί να συγκρατηθεί. Βλέπει δυο φίλους των αντίθετων φύλων να τα
πηγαίνουν καλά…»
«Ναι», είπε ο Στράικ, ενώ οι κεραίες του είχαν τεντωθεί για τα καλά:
αυτό ήταν οι δυο τους μόνο; Δυο φίλοι αντίθετων φύλων; Καθώς δεν
ήθελε να προσπεράσουν το ζήτημα των αντρών και των γυναικών, είπε:
«Δε μου είπες τελικά πώς πήγε η διαμεσολάβηση. Πώς και
συμβιβάστηκε, ενώ τόσο καιρό έσερνε τα πόδια του;»
«Η Σάρα είναι έγκυος. Θέλουν να παντρευτούν, πριν γεννήσει… ή,
επειδή την ξέρω τι τύπος είναι, προτού φουσκώσει τόσο που δε θα χωράει
σε κάποιο σινιέ νυφικό».
«Σκατά», μουρμούρισε ο Στράικ, ενώ αναρωτιόταν πόσο ταραγμένη να
ήταν η Ρόμπιν. Δεν μπορούσε να διαβάσει τον τόνο της φωνής της, ούτε
να τη δει καθαρά: το γραφείο ήταν πλέον για τα καλά καλυμμένο από
σκιές, όμως δεν ήθελε να ανάψει τα φώτα. «Κι αυτός… θέλω να πω,
περίμενες μια τέτοια εξέλιξη;»
«Και να μην την περίμενα, μάλλον έπρεπε να την περιμένω», είπε η
Ρόμπιν με ένα χαμόγελο που ο Στράικ δεν μπορούσε να δει, το οποίο
όμως πόνεσε το μελανιασμένο της πρόσωπο. «Το πιθανότερο είναι πως
είχε αρχίσει να εκνευρίζεται κι εκείνη με τον τρόπο που καθυστερούσε ο
Μάθιου το διαζύγιό μας. Το διάστημα που ετοιμαζόταν να τερματίσει τη
σχέση τους, εκείνη άφησε ένα σκουλαρίκι της στο κρεβάτι μας, για να το
βρω εγώ. Πολύ πιθανό να είχε αρχίσει να ανησυχεί πως δε θα της έκανε
πρόταση γάμου, οπότε ξέχασε να πάρει το χάπι. Αυτός άλλωστε είναι ο
μόνος τρόπος που έχουν οι γυναίκες για να ελέγξουν τους άντρες,
σωστά;» είπε λησμονώντας για μια στιγμή τη Σάρλοτ και το μωρό που
ισχυρίστηκε πως είχε χάσει. «Έχω την υποψία πως του είπε ότι ήταν
έγκυος όταν ανέβαλε για πρώτη φορά τη διαμεσολάβηση. Ο Μάθιου είπε
πως προέκυψε τυχαία… ίσως και να μην ήθελε να γίνει πατέρας, όταν του
το πρωτοείπε…»
«Εσύ θέλεις να κάνεις παιδιά;» ρώτησε ο Στράικ τη Ρόμπιν.
«Παλιά έτσι έλεγα», είπε η Ρόμπιν μετρώντας τα λόγια της. «Τον καιρό
που νόμιζα πως ο Μάθιου κι εγώ θα ήμαστε… καταλαβαίνεις. Για πάντα
μαζί».
Καθώς το έλεγε, αναμνήσεις από εκείνες τις παλιές εικόνες αναδύθηκαν
στον νου της: μια οικογένεια που δεν υπήρξε ποτέ, η οποία όμως κάποτε
φάνταζε στο μυαλό της ολοζώντανη. Το βράδυ που της είχε κάνει
πρόταση γάμου ο Μάθιου, είχε σχηματίσει με τον νου της μια ξεκάθαρη
εικόνα των δυο τους με τρία παιδιά (ένας συμβιβασμός ανάμεσα στη δική
του οικογένεια, όπου τα παιδιά ήταν δύο, και στη δική της, που ήταν
τέσσερα). Τα είχε δει όλα αυτά ολοκάθαρα: τον Μάθιου να ενθαρρύνει
έναν γιο που μάθαινε να παίζει ράγκμπι, ακολουθώντας τα βήματα του
πατέρα του· τον Μάθιου να παρακολουθήσει την κορούλα του πάνω στη
σκηνή, να υποδύεται την Παναγία στη χριστουγεννιάτικη σχολική
παράσταση. Συνειδητοποιούσε τώρα πόσο απόλυτα συμβατικές ήταν οι
εικόνες που είχε πλάσει με τη φαντασία της, τον βαθμό στον οποίο οι
προσδοκίες του Μάθιου είχαν γίνει δικές της.
Έτσι όπως καθόταν εδώ στο σκοτάδι με τον Στράικ, η Ρόμπιν
αναλογίστηκε πως ο Μάθιου θα αποδεικνυόταν πράγματι ένας πολύ
καλός πατέρας, για το είδος του παιδιού που θα προσδοκούσε: με άλλα
λόγια, ένα αγοράκι που ήθελε να παίζει ράγκμπι ή ένα κοριτσάκι που
ήθελε να γίνει μπαλαρίνα. Θα είχε τις φωτογραφίες τους στο πορτοφόλι
του, θα συμμετείχε ενεργά στους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, θα
τα αγκάλιαζε όποτε το χρειάζονταν, θα νοιαζόταν για τη μελέτη τους στο
σπίτι. Δεν ήταν άνθρωπος δίχως καλοσύνη: αισθανόταν τύψεις, όταν
έκανε λάθος. Απλώς το θέμα ήταν πως αυτό που θεωρούσε ο Μάθιου
σωστό καθοριζόταν σε τέτοιο βαθμό από το τι έκαναν οι άλλοι, τι
θεωρούσε η κοινωνία αποδεκτό και επιθυμητό.
«Τώρα πια όμως δεν είμαι σίγουρη», είπε η Ρόμπιν ύστερα από μια
σύντομη παύση. «Δεν μπορώ να με φανταστώ να αποκτώ παιδιά, ενώ
κάνω αυτή τη δουλειά. Νομίζω πως θα διχαζόμουν… και δε θέλω να
διχαστώ ποτέ ξανά. Ο Μάθιου συνεχώς επιχειρούσε να με απομακρύνει
με τις τύψεις από αυτή την καριέρα: δεν έβγαζα αρκετά λεφτά, δούλευα
ατελείωτες ώρες, έπαιρνα πολύ μεγάλα ρίσκα… εγώ όμως τη λατρεύω»,
είπε η Ρόμπιν με μια υποψία έντασης, «και δε θέλω πια να απολογούμαι
γι’ αυτό…
»Εσύ πώς το βλέπεις;» ρώτησε τον Στράικ. «Θέλεις να κάνεις παιδιά;»
«Όχι», είπε ο Στράικ.
Η Ρόμπιν γέλασε.
«Ποιο είναι το αστείο;»
«Εγώ κάθομαι και σου αναλύω τους προβληματισμούς μου πάνω σε
αυτό το θέμα, κι εσύ απαντάς με ένα ξερό: όχι».
«Κανονικά, δε θα έπρεπε να βρίσκομαι καν εδώ, έτσι δεν είναι;» είπε ο
Στράικ μέσα από τα σκοτάδια. «Ένα ατύχημα είμαι. Για κάποιο λόγο, δεν
αισθάνομαι την ανάγκη να διαιωνίσω αυτό το λάθος».
Ακολούθησε μια παύση, και τελικά η Ρόμπιν του είπε με τραχύτητα:
«Στράικ, αυτό που λες είναι φοβερά εγωιστικό».
«Γιατί;» είπε ο Στράικ, που γέλασε αιφνιδιασμένος. Όταν είχε πει το
ίδιο ακριβώς πράγμα στη Σάρλοτ, όχι μόνο τον είχε καταλάβει, αλλά είχε
συμφωνήσει μαζί του. Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας της, η μεθυσμένη
μητέρα της είχε αποκαλύψει στη Σάρλοτ πως είχε σκεφτεί να κάνει
έκτρωση.
«Επειδή… για όνομα του Θεού, δε γίνεται να επιτρέψεις σε ολόκληρη
τη ζωή σου να χρωματίζεται από τις συνθήκες της σύλληψής σου! Αν όλοι
οι άνθρωποι που γεννήθηκαν εκτός προγράμματος έπαυαν να κάνουν
παιδιά…»
«Τότε θα ήμαστε όλοι καλύτερα, έτσι δεν είναι;» είπε με πεποίθηση ο
Στράικ. «Ήδη υπάρχει πρόβλημα με τον υπερπληθυσμό. Κι άλλωστε,
κανένα από τα παιδιά που ξέρω δε μου προκαλεί κάποιο ιδιαίτερο
σκίρτημα να αποκτήσω δικά μου».
«Τον Τζακ τον συμπαθείς».
«Αυτό είναι αλήθεια, όμως μιλάμε για ένα παιδί στα ένας Θεός ξέρει
πόσα. Τα παιδιά του Ντέιβ Πόλγουορθ, για παράδειγμα… ξέρεις ποιος
είναι ο Πόλγουορθ;»
«Ο καλύτερός σου φίλος», είπε η Ρόμπιν.
«Ο παλιότερος φίλος μου είναι», τη διόρθωσε ο Στράικ. «Ο καλύτερος
φίλος μου…»
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αναρωτήθηκε αν θα αποτολμούσε
να το πει, όμως το ουίσκι είχε χαλαρώσει τις άμυνες που ύψωνε συνήθως
γύρω του: και γιατί να μην το πει, γιατί να μην παραδεχτεί την αλήθεια;
«…είσαι εσύ».
Τέτοια ήταν η κατάπληξη της Ρόμπιν, ώστε δεν κατάφερε να αρθρώσει
λέξη. Ούτε μία φορά, εδώ και τέσσερα χρόνια, δεν είχε πλησιάσει ο
Στράικ στο να της πει τι ήταν εκείνη για τον ίδιο. Η όποια συμπάθεια
συμπεραινόταν έμμεσα, από σκόρπια σχόλια, μικρές πράξεις καλοσύνης,
αμήχανες σιωπές ή χειρονομίες που προέκυπταν σχεδόν με το ζόρι, υπό
συνθήκες στρες. Μονάχα μία φορά είχε αισθανθεί στο παρελθόν η Ρόμπιν
έτσι όπως αισθανόταν τώρα, και το απρόσμενο δώρο που είχε προκαλέσει
εκείνο το συναίσθημα ήταν ένα δαχτυλίδι με ζαφείρια και διαμάντια που
είχε αφήσει πίσω της, μαζί με τον άντρα που της το είχε προσφέρει.
Ήθελε να ανταποδώσει με κάποιον τρόπο, όμως για μερικές στιγμές
ακόμη αισθανόταν το λαρύγγι της απρόθυμο να συνεργαστεί.
«Εγώ… δηλαδή, είναι αμοιβαίο», είπε προσπαθώντας να μην ακουστεί
υπερβολικά χαρούμενη.
Καθισμένος στον καναπέ, ο Στράικ αντιλήφθηκε αμυδρά πως κάποιος
βρισκόταν στη μεταλλική σκάλα, στον κάτω όροφο. Κάποιες φορές ο
γραφίστας στο γραφείο από κάτω εργαζόταν μέχρι αργά. Κατά κύριο λόγο
όμως, ο Στράικ απολάμβανε τη χαρά που αισθάνθηκε ακούγοντας τη
Ρόμπιν να ανταποδίδει την εξομολόγησή του.
Και τώρα, ποτισμένος για τα καλά με ουίσκι, θυμήθηκε τότε που την
αγκάλιασε στη σκάλα, την ημέρα του γάμου της. Αυτό που ζούσαν τώρα
ήταν ό,τι κοντινότερο σ’ εκείνη τη στιγμή εδώ και κοντά δύο χρόνια, κι η
ατμόσφαιρα έμοιαζε να βαραίνει από λόγια ανείπωτα οπότε, για δεύτερη
φορά απόψε, αισθάνθηκε σαν να στεκόταν σε μια μικρή πλατφόρμα,
έτοιμος να ριχτεί στο άγνωστο. Καλά είσαι εδώ, μην το ζορίσεις άλλο, είπε
ο γκρινιάρης εαυτός του, που λαχταρούσε τη μοναξιά της σοφίτας, την
ελευθερία, την ηρεμία. Τώρα είναι η ευκαιρία, μουρμούρισε ο διαβολάκος
που είχε αμολήσει το ουίσκι, οπότε όπως η Ρόμπιν, ο Στράικ
συνειδητοποιούσε πως βρίσκονταν σε απόσταση λίγων μέτρων από ένα
διπλό κρεβάτι.
Βήματα ακούστηκαν στον διάδρομο μπροστά στη γυάλινη εξώπορτα
του γραφείου. Πριν προλάβει είτε ο Στράικ είτε η Ρόμπιν να αντιδράσει, η
πόρτα είχε ανοίξει.
«Τι έγινε, κόπηκε το ρεύμα;» απόρησε ο Μπάρκλεϊ ανεβάζοντας τον
διακόπτη. Έπειτα από μια στιγμή, στη διάρκεια της οποίας βρέθηκαν κι οι
τρεις να κοιτάζονται ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα σαστισμένοι, ο
Μπάρκλεϊ είπε:
«Μιλάμε είσαι ιδιοφυΐα, Ρόμπιν… ρε γαμώτο, τι έπαθε η φάτσα σου;»
59
Η πολεμοχαρής Βρετανίδα…
…τέτοιο απότομο καλωσόρισμα επιφύλαξε
στον δήθεν Εραστή της, τον φορτωμένο επισκέπτη της,
που σύντομα αναγκάστηκε τη σέλα του ν’ αφήσει
και ν’ αποχωριστεί αυτή τη νέα αγάπη:
έπειτα κατάλαβε καλά κι αυτός το λάθος.
Κι αφού έγινε αυτό, εκείνη έφυγε, δίχως να πει κουβέντα,
και απέμεινε αυτός, θλιμμένος, μοναχός του,
έχοντας πάρει μάθημα καλό, τον νου του να ’χει,
με ποιες τολμάει να μπλέξει.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Όπως πετάριζε τα βλέφαρά της στο δυνατό φως, η Ρόμπιν άπλωσε το χέρι
να πιάσει ξανά την παγοκύστη.
«Ο Στράικ με χτύπησε. Κατά λάθος».
«Διάολε», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Ούτε και θέλω να ξέρω τι μπορεί να κάνει
επίτηδες. Πώς έγινε δηλαδή;»
«Το πρόσωπό μου μπήκε στον δρόμο του αγκώνα του», είπε η Ρόμπιν.
«Χμ», έκανε ο Μπάρκλεϊ κοιτάζοντας πεινασμένα τις σχεδόν άδειες
συσκευασίες του κάρι, «κι αυτό εδώ τι ήταν; Αποζημίωση;»
«Ακριβώς», είπε η Ρόμπιν.
«Και σαν να λέμε, γι’ αυτό κανείς σας δεν απάνταγε στα κινητά εδώ και
τρεις ώρες;»
«Σκατά, συγγνώμη, Σαμ», είπε η Ρόμπιν βγάζοντας το κινητό της και
κοιτάζοντας την οθόνη. Είχε δεκαπέντε αναπάντητες κλήσεις από τον
Μπάρκλεϊ, από τη στιγμή που το γύρισε στο αθόρυβο, για να αποφύγει το
τηλεφώνημα της μητέρας της στο Αμέρικαν Μπαρ. Με ικανοποίηση
διαπίστωσε πως είχε και δυο αναπάντητα μηνύματα από τον Μόρις, το
ένα από τα οποία πρέπει να είχε και κάποια συνημμένη φωτογραφία.
«Αξιέπαινη η ευσυνειδησία σου να περάσεις από εδώ», σχολίασε ο
ελαφρώς μεθυσμένος Στράικ. Δεν ήταν σίγουρος αν αισθανόταν
περισσότερο χαρούμενος ή εκνευρισμένος που ο Μπάρκλεϊ τους είχε
διακόψει, όμως στο ζύγι είχε την αίσθηση πως κυριαρχούσε ο
εκνευρισμός.
«Η σύζυγος είναι στη μάνα της με τα κούτσικα απόψε», είπε ο
Μπάρκλεϊ. «Οπότε, είπα να περάσω από εδώ, να φέρω τα καλά μαντάτα».
Τσίμπησε μια πίτα και κάθισε στο μπράτσο του καναπέ, απέναντι από
τον Στράικ.
«Το λοιπόν, έμαθα τι κάνει το αφεντικό του Μούτρου στο Στόουκ
Νιούινγκτον. Χάρη στη Ρόμπιν. Να το πάρει το ποτάμι;»
«Τι πράγμα;» απόρησε ο Στράικ κοιτάζοντας εναλλάξ τον Μπάρκλεϊ και
τη Ρόμπιν. «Πότε…;»
«Νωρίτερα», είπε η Ρόμπιν, «πριν συναντηθούμε».
«Πήγα και χτύπησα το κουδούνι», είπε ο Μπάρκλεϊ, «τάχα μου
συστημένος από το αφεντικό του Μούτρου και ρώτησα αν θα μπορούσε
να με εξυπηρετήσει. Η δικιά μας δεν το έχαψε. Χρειάστηκε να βάλω το
πόδι στην πόρτα, για να μη μου τη βροντήξει στα μούτρα. Εκεί μου λέει
κι αυτή πως το αφεντικό του Μούτρου της είχε πει πως κάποιος
Σκοτσέζος τον είχε πείσει τις προάλλες να μην πηδήξει από τη Γέφυρα
του Πύργου.
»Οπότε, αποφασίζω κι εγώ πως δε με παίρνει άλλο το παραμύθι», είπε ο
Μπάρκλεϊ. «Παραδέχτηκα πως εγώ ήμουν εκείνος ο τύπος. Της λέω πως
είμαι φίλος. Ξέρουμε τι κάνετε εδώ μέσα. Κι αν σε νοιάζει για τον πελάτη
σου, θα κάτσεις να μου μιλήσεις.
»Τότε με άφησε να περάσω».
Ο Μπάρκλεϊ έφαγε μια μπουκιά πίτα.
«Να με συμπαθάτε, με έχει κόψει λόρδα. Τέλος πάντων, με πάει στο
πίσω δωμάτιο, κι εκεί τα είδα όλα».
«Ποια όλα, δηλαδή;»
«Έχει στήσει ένα πελώριο πάρκο για παιδιά, το σκάρωσε από κάποιο
είδος αφρού και κόντρα πλακέ», είπε ο Μπάρκλεϊ χαμογελώντας πλατιά.
«Έχει και μια τεράστια αλλαξιέρα. Στοίβες από πάνες ακράτειας.
Μωρουδιακό ταλκ».
Ο Στράικ είχε απομείνει άφωνος με αυτά που άκουγε. Η Ρόμπιν άρχισε
να γελάει, όμως γρήγορα σταμάτησε, γιατί πονούσε το πρόσωπό της.
«Ο κακομοίρης ο αφεντικός του Μούτρου γουστάρει να το παίζει μωρό.
Η δικιά μας έχει έναν ακόμη πελάτη μονάχα, εκείνο τον τύπο από το
γυμναστήριο. Όχι πως της χρειάζονται παραπάνω, γιατί το αφεντικό του
Μούτρου της τα σκάει χοντρά. Αυτή τους ντύνει. Τους αλλάζει πάνες.
Μέχρι και ταλκ ρίχνει στα κωλομέρια τους…»
«Πλάκα μου κάνεις», του είπε ο Στράικ. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια».
«Αλήθεια είναι», είπε η Ρόμπιν πιέζοντας την παγοκύστη πάνω στο
πρόσωπό της. «Ονομάζεται… μισό λεπτό…»
Εμφάνισε ξανά τον κατάλογο με τις διάφορες παραφιλίες στην οθόνη
του κινητού της.
«Αυτονηπιοφιλία. “Ο σεξουαλικός ερεθισμός που προκύπτει όταν το
άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σαν νήπιο”».
«Πώς κέρατο σκέφτηκες να…;»
«Παρατηρούσα τους ηλικιωμένους που τους έβγαζαν με τα καρότσια
από τον οίκο ευγηρίας», είπε η Ρόμπιν. «Ο Μόρις σχολίασε πως είχαν
καταλήξει μωρά παιδιά, κι ότι κάποιοι από αυτούς πιθανότατα φορούσαν
πάνες, οπότε απλώς μου έκανε… κλικ. Την είχα δει να αγοράζει ένα σωρό
συσκευασίες ταλκ και πιπίλες στο σούπερ μάρκετ, όμως δεν είχαμε δει
ούτε μια φορά κάποιο μικρό παιδί να μπαινοβγαίνει σ’ εκείνο το σπίτι.
Έπειτα ήταν κι εκείνο το σκηνικό με το χάιδεμα στο κεφάλι, λες και
κοτζάμ άντρες ήταν παιδάκια…»
Ο Στράικ θυμήθηκε τη φορά που ακολούθησε τον διευθυντή του
γυμναστηρίου μέχρι το σπίτι του, την παλάμη του άντρα που κάλυπτε το
κάτω μισό του προσώπου του όπως έφευγε από το σπίτι της Έλινορ Ντιν,
σαν να προεξείχε από το στόμα του κάτι που ήθελε να κρύψει.
«…συν οι παραδόσεις στο σπίτι, κούτες ολόκληρες, που περιείχαν κάτι
πολύ ελαφρύ», έλεγε εν τω μεταξύ η Ρόμπιν.
«Αυτές, λογικά, είναι οι πάνες ακράτειας», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Τέλος
πάντων… η δικιά μας δεν είναι κακός άνθρωπος. Μου έφτιαξε κι ένα
τσάι. Ξέρει για τον εκβιασμό, όμως εδώ είναι το περίεργο: κι αυτή, αλλά
και το αφεντικό του Μούτρου δεν πιστεύουν πως το Μούτρο ξέρει τι
πραγματικά γίνεται μέσα σ’ εκείνο το σπίτι».
«Πώς κι έτσι;»
«Κάποια στιγμή ξέφυγε του διευθυντή του γυμναστηρίου στο Μούτρο
πως ήξερε κάποιον μεγάλο και τρανό στην εταιρεία που δουλεύει το
Μούτρο. Το αφεντικό και ο τύπος από το γυμναστήριο καμιά φορά
μπαίνουν στο παρκάκι μαζί, βλέπετε. Λες κι είναι βρε… λες κι είναι
βρεφι…»
Ξαφνικά ο Μπάρκλεϊ λύθηκε στα γέλια, παρασύροντας και τον Στράικ.
Η Ρόμπιν πίεσε την παγοκύστη πάνω στο πρόσωπό της και έκανε το ίδιο.
Επί ένα ολόκληρο λεπτό οι τρεις τους γελούσαν ασυγκράτητα, καθώς
φαντάζονταν τους δύο άντρες να φοράνε πάνες και να κάθονται στο
υπερμεγέθες παιδικό πάρκο από κόντρα πλακέ.
«…λες κι είναι βρεφικός σταθμός», είπε ο Μπάρκλεϊ με φωνή
αλλοιωμένη από τα γέλια, όπως σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάτια του.
«Γάμησέ τα, βίτσια που ’χει ο κόσμος, ε; Τέλος πάντων, ο μπούφος στο
γυμναστήριο αμολάει την κοτσάνα και το Μούτρο που ξέρει πως ο
κοιλαράς ο αφεντικός του δεν έχει πατήσει το πόδι του σε γυμναστήριο,
άσε που μένει στην άλλη άκρη του Λονδίνου, αποφασίζει να το σκαλίσει
λιγάκι και παρατηρεί πως ο άλλος έχει αρχίζει και ζορίζεται. Έτσι, το
Μούτρο παρακολουθεί το αφεντικό του. Τον βλέπει να μπαινοβγαίνει στο
σπίτι της Έλινορ. Καταλήγει στο προφανές συμπέρασμα: η δικιά μας
είναι πόρνη.
»Μετά το Μούτρο μπαίνει στο γραφείο του αφεντικού του, κλείνει την
πόρτα, του λέει τη διεύθυνση της Έλινορ και πως ξέρει τι γίνεται εκεί
μέσα. Το αφεντικό έχει κλάσει μέντες, όμως δεν είναι κανένας βλάκας.
Υποψιάζεται πως το Μούτρο θεωρεί πως απλώς πάει εκεί για να πηδήξει,
όμως ανησυχεί μήπως το Μούτρο αποφασίσει να το ψάξει παραπάνω.
Βλέπετε, το αφεντικό εντόπισε την Έλινορ στο ίντερνετ, διαφήμιζε τις
υπηρεσίες της σε κάποια σκοτεινή γωνιά του διαδικτύου. Το αφεντικό
φοβάται πως αν πάει να το παίξει ανήξερος, το Μούτρο θα κοιτάξει να δει
τι πραγματικά κάνει η κυρία, κι έτσι και μάθει κανείς τι πραγματικά
γίνεται εκεί μέσα, το αφεντικό θα τραβήξει γραμμή πίσω στη Γέφυρα του
Πύργου.
»Το λοιπόν, η συνέχεια δεν έχει και τόση πλάκα», είπε ο Μπάρκλεϊ πιο
συγκρατημένα. «Ο τύπος στο γυμναστήριο είπε την αλήθεια στο αφεντικό
και στην Έλινορ πριν από κανένα δίμηνο, πως αμόλησε κοτσάνα στο
Μούτρο. Είναι κι αυτός έτοιμος να πηδήξει από κανένα παράθυρο, με τη
βλακεία που έκανε. Η Έλινορ έχει κατεβάσει ήδη τη διαφήμιση, όμως το
διαδίκτυο δεν ξεχνάει ποτέ, οπότε δεν ωφελεί σε κάτι αυτό…
»Και το χειρότερο, όπως λέει η Έλινορ, είναι πως το Μούτρο είναι
τσόγλανος από τους λίγους. Το αφεντικό τής έχει πει πολλά. Καταπώς
φαίνεται, το Μούτρο σνιφάρει κόκα στη δουλειά σαν να μην τρέχει μία,
κι απλώνει χέρι στη γραμματέα του, όμως το αφεντικό δεν μπορεί να
κάνει κάτι, γιατί φοβάται τα αντίποινα. Οπότε», είπε ο Μπάρκλεϊ, «τι
κάνουμε τώρα, ε; Να τους πούμε πως τα πανταλόνια του αφεντικού δεν
του κάθονταν καλά επειδή από κάτω φόραγε πάνα;»
Ο Στράικ δε χαμογέλασε. Η ποσότητα ουίσκι που είχε καταναλώσει δεν
τον βοηθούσε ιδιαίτερα να σκεφτεί καθαρά. Η Ρόμπιν ήταν εκείνη που
μίλησε πρώτη.
«Κοιτάξτε, μια λύση είναι να πούμε στο διοικητικό συμβούλιο τα
πάντα, έχοντας αποδεχτεί πως έτσι θα καταστραφούν ορισμένες ζωές… ή
μπορούμε να τους αφήσουμε να τερματίσουν το συμβόλαιό μας χωρίς να
τους πούμε τι πραγματικά συμβαίνει, οπότε αποδεχόμαστε πως το
Μούτρο θα συνεχίσει να εκβιάζει το αφεντικό του… ή αλλιώς…»
«Ναι», είπε ο Στράικ με βαριά φωνή, «εδώ είναι το ζόρι, σωστά; Πώς θα
βρεθεί η τρίτη λύση, εκείνη όπου το Μούτρο παίρνει αυτό που του αξίζει
και το αφεντικό του δεν καταλήγει στον Τάμεση;»
«Αν κατάλαβα σωστά», είπε η Ρόμπιν στον Μπάρκλεϊ, «η Έλινορ θα
επιβεβαίωνε το αφεντικό, αν ισχυριζόταν πως είχαν απλώς μια
εξωσυζυγική σχέση. Βέβαια, αυτό μάλλον δε θα χαροποιήσει ιδιαίτερα τη
γυναίκα του αφεντικού».
«Ναι, η Έλινορ θα του κάνει πλάτες», είπε ο Μπάρκλεϊ. «Συμφέρει και
την ίδια».
«Πολύ θα ήθελα να στριμώξω το Μούτρο», είπε ο Στράικ. «Θα
χαίρονταν και οι πελάτες μας, αν τους βοηθούσαμε να απαλλαγούν από
το Μούτρο χωρίς να γίνει το όνομα της εταιρείας βούκινο στις
εφημερίδες… πράγμα που σίγουρα θα συμβεί, έτσι και μαθευτεί πως ο
διευθύνων σύμβουλος γουστάρει να του βάζουν πούδρα στον ποπό…
»Κι αφού η γραμματέας του Μούτρου δέχεται στενό μαρκάρισμα», είπε
ο Στράικ, «και τον βλέπει να σνιφάρει κόκα στη δουλειά, γιατί δεν κάνει
μια καταγγελία;»
«Από φόβο πως δε θα την πιστέψουν;» υπέθεσε η Ρόμπιν. «Από φόβο
πως θα χάσει τη δουλειά της;»
«Μήπως θα μπορούσες», είπε ο Στράικ στη Ρόμπιν, «να μου βρεις τον
Μόρις στο τηλέφωνο; Λογικά θα έχει ακόμη τα στοιχεία επικοινωνίας της
κοπέλας. Μπάρκλεϊ, πού ’σαι», συμπλήρωσε ο Στράικ, καθώς κατάφερνε
να σηκωθεί από τον καναπέ με την τρίτη προσπάθεια και κατευθυνόταν
στο μέσα γραφείο, «έλα λίγο που σε θέλω, θα χρειαστεί να αλλάξουμε τις
βάρδιες της επόμενης εβδομάδας. Δε γίνεται να παρακολουθεί κόσμο η
Ρόμπιν με τα μάτια βουλωμένα, λες και έπαιξε μπουνιές με τον Τάισον
Φιούρι».
Οι δύο άντρες πέρασαν στο γραφείο του Στράικ. Η Ρόμπιν παρέμεινε
καθισμένη στο γραφείο της Πατ για λίγο, καθώς αναλογιζόταν όχι αυτά
που τους είχε μόλις πει ο Μπάρκλεϊ, αλλά τις στιγμές πριν από την άφιξή
του, όταν ο Στράικ καθόταν στο μισοσκόταδο. Η ανάμνηση του Στράικ να
της λέει πως αυτή ήταν η καλύτερή του φίλη έκανε την καρδιά της να
αισθάνεται απέραντα ξαλαφρωμένη, λες και κάτι που δεν είχε καν
συνειδητοποιήσει ως τότε πως τη βάραινε, να είχε απομακρυνθεί
οριστικά.
Αφού πέρασε μερικές στιγμές απολαμβάνοντας αυτό το συναίσθημα,
έπιασε το κινητό της και άνοιξε τα μηνύματα που της είχε στείλει
νωρίτερα ο Μόρις. Το πρώτο, με τη συνημμένη φωτογραφία, έγραφε
«απίθανo». Η φωτογραφία ήταν ένα κείμενο που έγραφε: «Κλάπηκε
φορτίο Viagra. Οι Αρχές κάνουν λόγο για σκληρούς εγκληματίες». Το
επόμενο μήνυμα έγραφε: «Δεν το βρήκες αστείο;»
«Όχι», μουρμούρισε η Ρόμπιν. «Καθόλου αστείο».
Σηκώθηκε όρθια, σχημάτισε το νούμερο του Μόρις κι άρχισε να
μαζεύει το κάρι με το ένα χέρι, ενώ κρατούσε το κινητό πάνω στο αυτί
της.
«Καλησπέρα», είπε ο Μόρις ύστερα από δυο-τρία χτυπήματα.
«Βρίσκεσαι στα ίχνη κάποιου σκληρού εγκληματία;»
«Οδηγείς;» ρώτησε η Ρόμπιν προσπερνώντας την κρυάδα.
«Περπατάω. Πριν από λίγο κλείδωσαν τους γέρους στο κτίριο γι’
απόψε. Κοντά στο γραφείο είμαι, πηγαίνω να σκαντζάρω τον Χάτσινς.
Έξω από το Ivy είναι στημένος, παρακολουθεί τον γκόμενο της
δεσποινίδας Τζόουνς».
«Εντάξει, θα χρειαστούμε τα τηλέφωνα της γραμματέας του Μούτρου»,
είπε η Ρόμπιν.
«Τι πράγμα; Γιατί;»
«Ανακαλύψαμε πώς εκβιάζει το αφεντικό του, όμως», είπε και
κόμπιασε, καθώς φανταζόταν τα αστεία σε βάρος του αφεντικού που θα
αναγκαζόταν να ακούσει, έτσι κι έλεγε στον Μόρις τι είδους υπηρεσίες
τού παρείχε η Έλινορ Ντιν, «δεν κάνει κάτι παράνομο, ούτε βλάπτει
κανέναν. Θέλουμε να μιλήσουμε ξανά στη γραμματέα του Μούτρου,
οπότε θα χρειαστούμε τα τηλέφωνά της».
«Όχι, δε νομίζω πως θα ήταν σκόπιμο να της μιλήσουμε ξανά», είπε ο
Μόρις. «Δεν είναι καλή ιδέα».
«Γιατί;» ρώτησε η Ρόμπιν όπως πετούσε τα αλουμινένια σκεύη στο
καλάθι των αχρήστων, προσπαθώντας να μη συνοφρυώνεται, γιατί έτσι
πονούσε το χτυπημένο της πρόσωπο.
«Επειδή… έλα, ρε γαμώτο», είπε ο Μόρις, που συνήθως απέφευγε να
βρίζει όταν μιλούσε στη Ρόμπιν. «Εσύ ήσουν που φαγώθηκες να μην
ασχοληθούμε άλλο μαζί της».
Πίσω από τη Ρόμπιν, στο μέσα γραφείο, ο Μπάρκλεϊ γέλασε με κάτι
που είχε πει ο Στράικ. Για τρίτη φορά εκείνο το βράδυ η Ρόμπιν είχε ένα
πολύ άσχημο προαίσθημα.
«Σολ», είπε, «δε φαντάζομαι να εξακολουθείς να τη βλέπεις;»
Εκείνος δεν απάντησε αμέσως. Η Ρόμπιν μάζεψε τα πιάτα από το
γραφείο και τα πήγε στον νεροχύτη, ενώ περίμενε την απάντησή του.
«Όχι, εννοείται αυτό», είπε επιχειρώντας να γελάσει. «Απλώς νομίζω
πως δεν είναι καλή ιδέα. Εσύ ήσουν που έλεγες, πριν, πως η κοπελιά
διακινδύνευε πάρα πολλά…»
«Ναι, όμως δε θα της ζητούσαμε να τον παγιδεύσει, ούτε να τον
υποσκάψει, αυτή τη φορά…»
«Πρέπει να το σκεφτώ», είπε ο Μόρις.
Η Ρόμπιν άφησε και τα μαχαιροπίρουνα στον νεροχύτη.
«Σολ, δεν είναι κάτι που θα καθίσουμε να συζητήσουμε. Χρειαζόμαστε
τα στοιχεία της».
«Δεν ξέρω αν τα έχω φυλάξει», είπε ο Μόρις, κι η Ρόμπιν ήταν βέβαιη
πως της έλεγε ψέματα. «Πού βρίσκεται τώρα ο Στράικ;»
«Στην οδό Ντένμαρκ», είπε η Ρόμπιν. Καθώς δεν είχε καμία διάθεση για
ένα ακόμη γλοιώδες πείραγμα, επειδή η ίδια και ο Στράικ ήταν μαζί
τέτοια ώρα, απέφυγε συνειδητά να αναφέρει πως βρισκόταν και εκείνη
στο γραφείο.
«Καλά, θα του τηλεφωνήσω», είπε ο Μόρις και πριν προλάβει να πει
λέξη η Ρόμπιν, τερμάτισε την κλήση.
Το ουίσκι που είχε πιει η Ρόμπιν εξακολουθούσε να έχει μια ελαφρώς
αναισθητική επίδραση. Ήξερε πως αν ήταν απόλυτα νηφάλια, θα
αισθανόταν ακόμη πιο εκνευρισμένη με την επιμονή του Μόρις να μην
την αντιμετωπίζει ως συνεταίρο στο γραφείο, αλλά σαν γραμματέα του
Στράικ.
Άνοιξε τη βρύση στο στενάχωρο κουζινάκι κι άρχισε να πλένει τα πιάτα
και τα πιρούνια, και καθώς τα υπολείμματα του φαγητού χάνονταν στο
σιφόνι του νεροχύτη, οι σκέψεις της ξεστράτισαν και πάλι σ’ εκείνες τις
στιγμές πριν εμφανιστεί ο Μπάρκλεϊ, όταν καθόταν ακόμη με τον Στράικ
στο μισοσκόταδο.
Ένα αυτοκίνητο πέρασε απ’ έξω, στην οδό Τσάρινγκ Κρος, παίζοντας
στη διαπασών το τραγούδι της Ρίτα Όρα, «I Will Never Let You Down»,
οπότε σιγανά, μουρμουριστά, η Ρόμπιν τραγούδησε τους στίχους:
«Πες μου, μωρό μου, τι θα κάνουμε,
θα σε διευκολύνω, έχω πολλά να χάσω…»
H Ρόμπιν τοποθέτησε την τάπα στον νεροχύτη κι άρχισε να τον γεμίζει,
ενώ έριχνε υγρό απορρυπαντικό πάνω στα μαχαιροπίρουνα. Όπως
τραγουδούσε, το βλέμμα της έπεσε στην κλειστή βότκα που είχε φέρει ο
Στράικ και κανείς τους δεν είχε ακουμπήσει. Θυμήθηκε τον Όουκντεν
που έκλεψε εκείνη τη βότκα στο μπάρμπεκιου της Μάργκοτ…
«Κουράστηκες να με κοιτάς
και ξέχασες να περνάς καλά…»
…κι ισχυρίστηκε πως δεν είχε ρίξει αλκοόλ στον φρουτοχυμό. Κι όμως
η Γκλόρια είχε κάνει εμετό… Ακριβώς τη στιγμή που η Ρόμπιν
ετοιμαζόταν να πάρει ανάσα για να φωνάξει τον Στράικ και να του
περιγράψει την ιδέα που της είχε μόλις έρθει, δυο χέρια έκλεισαν γύρω
από τη μέση της.
Δύο φορές στη ζωή της Ρόμπιν, ένας άντρας τής είχε επιτεθεί από πίσω:
χωρίς να το σκεφτεί συνειδητά, κατέβασε με δύναμη το τακούνι της πάνω
στο πόδι του άντρα, τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω, βρίσκοντας με
δύναμη πάνω στο πρόσωπό του, άρπαξε ένα μαχαίρι από τον νεροχύτη
και έκανε μεμιάς μεταβολή, ενώ τα μπράτσα λύνονταν γύρω από τη μέση
της.
«ΓΑΜΩΤΟ!» βρυχήθηκε ο Μόρις.
Δεν τον είχε ακούσει να ανεβαίνει από τη σκάλα, καθώς το νερό έτρεχε
στον νεροχύτη και η ίδια τραγουδούσε. Ο Μόρις, εν τω μεταξύ, είχε
διπλωθεί στη μέση, με τις παλάμες κολλημένες πάνω στη μύτη του.
«ΓΑΜΩΤΟ!» βόγκηξε ξανά τραβώντας τις παλάμες από το πρόσωπό
του, οπότε αποδείχτηκε πως η μύτη του αιμορραγούσε. Έκανε κουτσό
προς τα πίσω, με την άκρη του τακουνιού της να έχει αποτυπωθεί πάνω
στο παπούτσι του, και σωριάστηκε στον καναπέ.
«Τι συμβαίνει;» είπε ο Στράικ βγαίνοντας γρήγορα από το μέσα γραφείο
και κοιτάζοντας απορημένος πρώτα τον Μόρις στον καναπέ, κι ύστερα τη
Ρόμπιν, που εξακολουθούσε να κρατάει το μαχαίρι. Εκείνη έκλεισε τη
βρύση, ενώ βαριανάσαινε.
«Με άρπαξε ξαφνικά», είπε, την ώρα που ο Μπάρκλεϊ έβγαινε από το
μέσα γραφείο, πίσω από τον Στράικ. «Δεν τον άκουσα να πλησιάζει».
«Ένα… γαμημένο… αστείο ήταν», είπε ο Μόρις παρατηρώντας τα
αίματα που είχαν πασαλείψει τις παλάμες του. «Να σε τρομάξω λιγάκι
ήθελα… για όνομα του Θεού, ρε γαμώτο…»
Όμως η αδρεναλίνη και το ουίσκι ξαφνικά έβγαλαν από τη Ρόμπιν έναν
τέτοιο θυμό, που όμοιό του δεν είχε αισθανθεί από το βράδυ που είχε
εγκαταλείψει τον Μάθιου. Ζαλισμένη, κινήθηκε προς το μέρος του
Μόρις.
«Θα σκεφτόσουν ποτέ να πλησιάσεις στις μύτες τον Στράικ και να τον
γραπώσεις από τη μέση; Μήπως πας ακροπατώντας στον Μπάρκλεϊ να
τον αγκαλιάσεις; Στέλνεις και σε αυτούς φωτογραφίες του πουλιού σου;»
Σιωπή.
«Καριόλα», είπε ο Μόρις, με τη ράχη της παλάμης του να πιέζει τα
ρουθούνια του. «Είχες υποσχεθεί πως δε θα…»
«Τι έκανε λέει;» είπε ο Στράικ.
«Μου έστειλε φωτογραφία του πουλιού του», απάντησε μεμιάς έξαλλη
η Ρόμπιν, όπως στρεφόταν και πάλι στον Μόρις, και είπε: «Δεν είμαι
κανένα κοριτσάκι δεκαέξι χρονών, που κοιτάζει να αποκτήσει κάποια
προϋπηρεσία και θα φοβηθεί να σου πει να μαζέψεις τα κουλά σου. Δε
θέλω να με ακουμπάς, εντάξει; Δε θέλω να με φιλάς…»
«Κάτσε, σου έστειλε…;» έκανε να πει ο Στράικ.
«Δε σου το είπα, γιατί ήσουν πολύ στρεσαρισμένος», εξήγησε η Ρόμπιν.
«Η Τζόαν ήταν στα τελευταία της, ανεβοκατέβαινες κάθε τόσο στην
Κορνουάλη, δε χρειαζόσουν κι άλλες σκοτούρες, όμως ως εδώ και μη
παρέκει. Αρνούμαι να συνεργαστώ άλλο με αυτό το άτομο. Θέλω να
φύγει».
«Για όνομα του Θεού», είπε ξανά ο Μόρις σκουπίζοντας τη μύτη του,
«ένα αστείο πήγα να κάνω…»
«Καλά ξεμπερδέματα, ψηλέ», είπε ο Μπάρκλεϊ, που στεκόταν με την
πλάτη στον τοίχο, τα μπράτσα σταυρωμένα, κι έμοιαζε να το διασκεδάζει.
«Δε γίνεται να με απολύσεις για μια…»
«Εξωτερικός συνεργάτης είσαι», είπε ο Στράικ. «Δεν πρόκειται να
ανανεώσουμε τη σύμβασή σου. Το συμφωνητικό εχεμύθειας παραμένει
σε ισχύ. Μισή κουβέντα να πεις για ό,τι έμαθες το διάστημα που
εργάστηκες εδώ και θα φροντίσω να μην ξαναβρείς δουλειά στην πιάτσα.
Τσακίσου φύγε αυτή τη στιγμή».
Με μάτι που γυάλιζε, ο Μόρις σηκώθηκε, ενώ εξακολουθούσε να
αιμορραγεί από το αριστερό ρουθούνι.
«Εντάξει. Αφού προτιμάς να κρατήσεις αυτή, που τη βλέπεις και σου
τρέχουν τα σάλια, εντάξει».
Ο Στράικ έκανε ένα βήμα προς το μέρος του· ο Μόρις σκόνταψε στον
καναπέ και κόντεψε να σωριαστεί κάτω όπως υποχωρούσε.
«Εντάξει», επανέλαβε.
Έκανε μεταβολή κι έφυγε από το γραφείο, βροντώντας τη γυάλινη
πόρτα πίσω του. Κι ενώ η πόρτα τρανταζόταν ακόμη και τα βήματα του
Μόρις αντηχούσαν στη μεταλλική σκάλα, ο Μπάρκλεϊ τραβήχτηκε από
τον τοίχο, πήρε το μαχαίρι που εξακολουθούσε να κρατά η Ρόμπιν στο
χέρι της και πήγε να το ρίξει στον νεροχύτη, μαζί με τα βρόμικα πιάτα.
«Ποτέ μου δεν τον χώνεψα τον παπάρα», είπε.
Ο Στράικ και η Ρόμπιν κοιτάχτηκαν, κι ύστερα εστίασαν στη φθαρμένη
μοκέτα, εκεί όπου εξακολουθούσαν να γυαλίζουν μερικές σταγόνες από
το αίμα του Μόρις.
«Ισοπαλία λοιπόν», είπε ο Στράικ χτυπώντας τις παλάμες του. «Τι λες, ο
πρώτος που θα καταφέρει να σπάσει τη μύτη του Μπάρκλεϊ κερδίζει;»
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
Έτσι πορεύτηκαν οι δώδεκα μήνες και βρήκε ο καθείς τη θέση του.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
60
Η Τύχη, αντίπαλος της περίφημης περιπέτειας,
σπάνια (είπε ο Γκιιόν) καταδέχεται την αρετή να στέρξει,
μα στον δρόμο της σκορπίζει αναποδιές και ατυχίες,
έτσι που η πορεία της σταματά και η προσπάθεια τελματώνει.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Η Ρόμπιν σημείωσε στα γρήγορα την ώρα δίπλα στην υπογραφή της κι
ύστερα στράφηκε ξανά προς την πόρτα. Ο Λούκα την κρατούσε ανοιχτή
για να περάσει.
«Ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε ξέπνοα, όπως περνούσε από δίπλα του κι
έβγαινε στον καθαρό αέρα.
«Να θε πετάκθω κάπου;» τη ρώτησε ο Λούκα και κοντοστάθηκε στο
πλατύσκαλο της σκάλας που οδηγούσε στον δρόμο. «Έχω το αυτοκίνητο
εδώ παρακάτω, θτη γωνία».
«Αχ, όχι, ευχαριστώ πολύ όμως», είπε η Ρόμπιν. «Θα συναντήσω το
αγόρι μου εδώ παρακάτω».
«Καλά να περάθειθ, λοιπόν», είπε ο Λούκα Ρίτσι. «Κι αν δε γίνεται να
περάθειθ καλά, να προθέχειθ, χα, χα, χα».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν κάπως αλαφιασμένη. «Α, να περάσετε κι εσείς
όμορφα στη Φλόριντα!»
Ο Λούκα σήκωσε το χέρι του σε χαιρετισμό κι άρχισε να
απομακρύνεται, σφυρίζοντας το «Begin the Beguine». Ζαλισμένη από την
ανακούφιση, η Ρόμπιν απομακρύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Χρειάστηκε να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να το βάλει στα
πόδια.
Φτάνοντας στην πλατεία, κρύφτηκε πίσω από τον θάμνο με τις
πασχαλιές και πέρασε μισή ώρα παρακολουθώντας την είσοδο του οίκου
ευγηρίας. Όταν πια βεβαιώθηκε πως ο Λούκα Ρίτσι είχε φύγει
πραγματικά, επέστρεψε εκεί.
62
Συμβαίνει συχνά, οι στεναχώριες του νου
να βρίσκουν παρηγόρια δίχως να τη γυρέψουν,
που ψάχνοντας δε βρίσκεται.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Ο καβγάς, για τον οποίο η Ρόμπιν ήταν προετοιμασμένη, ήταν ένας από
τους χειρότερους που είχε ποτέ της με τον Στράικ. Η οργή του, όταν
έμαθε πως η Ρόμπιν είχε προσεγγίσει τον Λέρα Ρίτσι, αψηφώντας τις
σαφέστατες προειδοποιήσεις και υποδείξεις του να μην το κάνει,
παρέμενε αμείωτη ακόμη και ύστερα από μια ολόκληρη ώρα λογομαχίας
στο γραφείο εκείνο το βράδυ, η οποία κορυφώθηκε όταν η Ρόμπιν άρπαξε
την τσάντα της και έφυγε, τη στιγμή που ο Στράικ κάτι είχε αρχίσει να της
λέει, αφήνοντάς τον να κοιτάζει την πόρτα που δονούνταν στο πέρασμά
της, ενώ ευχόταν να είχε γίνει κομμάτια, ώστε να μπορούσε να της τη
χρεώσει.
Ο ύπνος που ακολούθησε εκείνη τη νύχτα ελάχιστα μετρίασε τον θυμό
του Στράικ. Σύμφωνοι, υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις
ενέργειες της Ρόμπιν αυτή τη φορά, κι εκείνες που τον είχαν ωθήσει να
την απολύσει πριν από τρία χρόνια: για παράδειγμα, δεν είχε τρομάξει τον
ύποπτο, κάνοντάς τον να κρυφτεί. Ούτε είχε προκύψει η παραμικρή
ένδειξη, τουλάχιστον στις πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες μετά την
επίσκεψή της, πως είτε η οικογένεια Ρίτσι είτε οι αρμόδιοι στον οίκο
ευγηρίας υποψιάζονταν πως η «Βανέσα Τζόουνς» ήταν οτιδήποτε άλλο
πέρα από αυτό που είχε ισχυριστεί. Το κυριότερο (όμως το συγκεκριμένο
δεδομένο τον εκνεύριζε, αντί να τον ηρεμεί), η Ρόμπιν ήταν πλέον
συνεταίρος στο γραφείο κι όχι μια ταπεινή εξωτερική συνεργάτιδα. Για
πρώτη φορά ο Στράικ ερχόταν αντιμέτωπος με το αναντίρρητο δεδομένο
πως, αν κάποια στιγμή χώριζαν οι δρόμοι τους, θα είχαν να ξεμπερδέψουν
ολόκληρο κουβάρι από νομικά και οικονομικά θέματα. Βασικά, η όλη
κατάσταση θα έφερνε σε διαζύγιο.
Δεν ήθελε να χωρίσουν οι δρόμοι του με τη Ρόμπιν, όμως αυτό που είχε
μόλις αντιληφθεί, δηλαδή πως με τις αποφάσεις του είχε δυσκολέψει
πάρα πολύ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, επέτεινε τον εκνευρισμό του.
Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους παρέμεινε τεταμένη επί ένα δεκαπενθήμερο
μετά το πέρασμα της Ρόμπιν από τον Άγιο Πέτρο, ώσπου, το πρώτο πρωί
του Αυγούστου, η Ρόμπιν έλαβε ένα κοφτό μήνυμα από τον Στράικ, με το
οποίο της ζητούσε να εγκαταλείψει τη νέα της απόπειρα να προσεγγίσει
τη γραμματέα του Μούτρου και να επιστρέψει στο γραφείο.
Όταν έφτασε στο μέσα δωμάτιο, βρήκε τον Στράικ καθισμένο στο
γραφείο των συνεταίρων, με διάφορα χαρτιά από τον φάκελο της
αστυνομίας για την υπόθεση Μπάμπορο αραδιασμένα μπροστά του. Ο
Στράικ σήκωσε το κεφάλι, της έριξε μια ματιά, διαπίστωσε πως το χρώμα
των ματιών και των μαλλιών της ήταν το κανονικό κι ύστερα είπε ξερά:
«Μόλις τηλεφώνησαν οι πελάτες της υπόθεσης του Μούτρου.
Τερμάτισαν την ανάθεση λόγω έλλειψης αποτελεσμάτων».
«Αχ, όχι», είπε η Ρόμπιν και κάθισε απογοητευμένη στην πολυθρόνα
απέναντί του. «Λυπάμαι πολύ, πραγματικά προσπάθησα με τη γραμματέα
του Μούτρου…»
«Επίσης, η Άννα και η Κιμ ζήτησαν να μας μιλήσουν. Κανόνισα να τα
πούμε τηλεφωνικά στις τέσσερις το απόγευμα».
«Δε φαντάζομαι να…;»
«Ετοιμάζονται να τραβήξουν την πρίζα;» είπε ο Στράικ δίχως
συναισθηματισμούς. «Το πιθανότερο. Απ’ ό,τι κατάλαβα, δέχτηκαν μία
απρόσμενη πρόσκληση από κάποιο φιλικό τους πρόσωπο για διακοπές
στην Τοσκάνη. Θέλουν να μας μιλήσουν πριν φύγουν, καθώς δε θα έχουν
επιστρέψει στις δεκαπέντε του μήνα».
Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Ο Στράικ δε φαινόταν να είχε
κάτι άλλο να πει, όμως συνέχισε να εξετάζει τα διάφορα περιεχόμενα του
φακέλου.
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν.
«Τι;»
«Μπορούμε, σε παρακαλώ πολύ, να μιλήσουμε για τον Άγιο Πέτρο;»
«Ό,τι είχα να πω, το έχω πει ήδη», απάντησε ο Στράικ πιάνοντας την
κατάθεση της Ρούμπι Έλιοτ σχετικά με τις δύο γυναίκες που
παραπατούσαν στη βροχή σαν να πάλευαν και καμώθηκε πως τη διάβαζε
ξανά.
«Δεν εννοώ το ότι πήγα εκεί. Σου έχω πει ήδη…»
«Είχες πει πως δε θα πλησίαζες τον Ρίτσι…»
«“Συμφώνησα” να μην πλησιάσω τον Ρίτσι», είπε η Ρόμπιν,
πλαισιώνοντας την πρώτη λέξη με εισαγωγικά με τα δάχτυλά της,
«ακριβώς όπως “συμφώνησες” κι εσύ με τον Γκρέγκορι Τάλμποτ να μην
πεις στην αστυνομία από πού βρήκες εκείνη την ταινία». Ξέροντας πως η
Πατ κάτι πληκτρολογούσε στο έξω γραφείο, η Ρόμπιν μιλούσε σιγανά.
«Δεν είχα σκοπό να σε αψηφήσω· είχα αφήσει εσένα να το χειριστείς, το
θυμάσαι; Όμως ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, κι εσύ δεν μπορούσες να
το κάνεις. Σε περίπτωση που δεν το έχεις παρατηρήσει, είμαι κάπως
καλύτερη από εσένα στο να μεταμφιέζομαι».
«Αυτό είναι δεδομένο», είπε ο Στράικ αφήνοντας κατά μέρος την
κατάθεση της Ρούμπι Έλιοτ και πιάνοντας στα χέρια του την περιγραφή
της Θίο από την Γκλόρια. «Αυτό που μου τη δίνει όμως, όπως πάρα πολύ
καλά ξέρεις, είναι πως δε μου είπες τι σκόπευες να…»
«Γιατί εσύ μου τηλεφωνείς κάθε τρία δευτερόλεπτα για να μου πεις τι
σχεδιάζεις να κάνεις στη συνέχεια; Δεν έχεις το παραμικρό θέμα να
αναλαμβάνω πρωτοβουλίες στη δουλειά, όταν σε βολεύει…»
«Ο Λούκα Ρίτσι έχει κάνει φυλακή επειδή έβαλε ηλεκτρόδια στα
γεννητικά όργανα κάποιων ανθρώπων, Ρόμπιν!» είπε ο Στράικ, παύοντας
να καμώνεται πως τον ενδιέφερε η περιγραφή της Θίο.
«Πόσες φορές θα χρειαστεί να πούμε τα ίδια πράγματα; Νομίζεις πως
χάρηκα όταν εμφανίστηκε ξαφνικά στο δωμάτιο; Δεν υπήρχε καμία
περίπτωση να πάω εκεί πέρα, αν ήξερα πως ο τύπος ετοιμαζόταν να
σκάσει μύτη! Το δεδομένο όμως…»
«…δεν είναι δεδομένο…»
«…είναι πως αν δεν είχα…»
«…μια θεωρία είναι…»
«Δεν είναι θεωρία, Στράικ, πραγματικότητα είναι, κι απλώς έχεις
μουλαρώσει και δε θες να το αποδεχτείς!» Η Ρόμπιν έβγαλε το κινητό από
την πίσω τσέπη του παντελονιού της και εμφάνισε στην οθόνη του τη
φωτογραφία που είχε τραβήξει στο δεύτερο πέρασμά της από τον οίκο
ευγηρίας, το οποίο είχε διαρκέσει μετά βίας δύο λεπτά και περιορίστηκε
αποκλειστικά στο να τραβήξει απαρατήρητη μια γρήγορη φωτογραφία
του σημειώματος που είχε γράψει ο Λούκα Ρίτσι στο βιβλίο επισκεπτών.
«Δώσε μου το ανώνυμο σημείωμα», ζήτησε από τον Στράικ κι άπλωσε
το χέρι για να πάρει το τσαλακωμένο γαλάζιο χαρτί που είχαν από τη
συνάντησή τους με τις αδελφές Μπέιλις. «Ορίστε».
Τοποθέτησε το χαρτί δίπλα στο κινητό, στραμμένα προς τον Στράικ. Για
τη Ρόμπιν, οι ομοιότητες ήταν αναντίρρητες: ο ίδιος αλλόκοτος
συνδυασμός κεφαλαίων και μικρών γραμμάτων, ο ίδιος γραφικός
χαρακτήρας, κάθε γράμμα ξέχωρο, αλλά με κάποιες σκόρπιες κι
αχρείαστες καλλιγραφίες, έτσι που θύμιζε το αταίριαστο ψεύδισμα ενός
ψηλού άντρα, με όψη απειλητική και επιδερμίδα σκαμμένη σαν
μισοξεφλουδισμένο πορτοκάλι.
«Δεν μπορείς να αποδείξεις πως είναι ο ίδιος γραφικός χαρακτήρας από
μια φωτογραφία», είπε ο Στράικ. Ήξερε πως γινόταν άδικος, όμως ο
θυμός του δεν είχε εκτονωθεί πλήρως. «Η γραφολογική ανάλυση
βασίζεται στην πίεση που άσκησε το στιλό, πέρα απ’ όλα τα άλλα».
«Εντάξει λοιπόν», είπε η Ρόμπιν, που πλέον αισθανόταν τον θυμό να
έχει σχηματίσει έναν σκληρό κόμπο στον λαιμό της. Σηκώθηκε και έφυγε
από το δωμάτιο, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη. Μέσα από το άνοιγμα,
ο Στράικ την άκουσε να μιλάει στην Πατ και λίγο μετά ακολούθησε ο
ήχος από κούπες που κουδούνιζαν. Παρότι εξακολουθούσε να είναι
εκνευρισμένος, ήθελε να ελπίζει πως θα του έφερνε κι εκείνου μια κούπα
τσάι.
Ελαφρά συνοφρυωμένος, έσυρε το κινητό της Ρόμπιν και το ανώνυμο
σημείωμα προς το μέρος του και τα παρατήρησε και πάλι, με τη σειρά. Η
Ρόμπιν είχε δίκιο, κι εκείνος το ήξερε κι ας μην το παραδεχόταν, από την
πρώτη στιγμή που του είχε δείξει τη φωτογραφία στο κινητό της,
επιστρέφοντας από τον Άγιο Πέτρο. Παρότι δεν το είχε πει στη Ρόμπιν, ο
Στράικ είχε προωθήσει μια φωτογραφία τόσο του ανώνυμου σημειώματος
όσο και του μηνύματος που είχε αφήσει ο Λούκα Ρίτσι στο βιβλίο
επισκεπτών σε μια ειδική γραφολόγο, την οποία του είχαν υποδείξει οι
επαφές του στην αστυνομία. Η γυναίκα είχε εμφανιστεί επιφυλακτική ως
προς το να καταλήξει άμεσα σε ένα σαφές συμπέρασμα χωρίς να έχει
μπροστά της τα πρωτότυπα κείμενα, όμως είχε πει πως, βάσει των όσων
έβλεπε, ήταν κατά «εβδομήντα με ογδόντα τοις εκατό βέβαιη» πως και τα
δύο είχαν γραφτεί από το ίδιο άτομο.
«Παραμένει τόσο σταθερός ο γραφικός χαρακτήρας ύστερα από
σαράντα χρόνια;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι πάντοτε», απάντησε η ειδικός. «Συνήθως, θα ανέμενε κανείς
κάποιες αλλαγές. Σε γενικές γραμμές, ο γραφικός χαρακτήρας των
ανθρώπων αλλοιώνεται με την πάροδο του χρόνου, λόγω ορισμένων
σωματικών παραγόντων. Η διάθεση μπορεί επίσης να ασκήσει κάποια
επίδραση. Από την έρευνά μου φαίνεται να προκύπτει το συμπέρασμα
πως ο γραφικός χαρακτήρας μεταβάλλεται λιγότερο στα άτομα τα οποία
γράφουν σπάνια, σε σχέση με εκείνα τα άτομα που γράφουν πολύ. Οι
σποραδικοί γραφείς τείνουν να ακολουθούν το στιλ που υιοθέτησαν από
νωρίς, ενδεχομένως από το σχολείο. Στην περίπτωση αυτών των δύο
δειγμάτων, είναι σαφές πως υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά σημεία
τα οποία φαίνεται να έχουν διατηρηθεί από τη νιότη του συντάκτη».
«Νομίζω πως βάσιμα θα εκτιμούσε κανείς πως ο συγκεκριμένος
άνθρωπος δε γράφει συχνά, στη δουλειά που κάνει», σχολίασε ο Στράικ.
Το τελευταίο πέρασμα του Λούκα από τη φυλακή, όπως του είχε πει ο
Σάνκερ, προέκυψε καθώς κρίθηκε ένοχος για ηθική αυτουργία σε ένα
μαχαίρωμα. Το θύμα είχε τραυματιστεί στους όρχεις. Από θαύμα είχε
επιβιώσει «όμως δε θα κάνει άλλα παιδιά, ο καψερός», είχε ενημερώσει ο
Σάνκερ τον Στράικ πριν από δύο βράδια. «Ούτε να του σηκωθεί μπορεί,
δίχως να πεθάνει στους πόνους. Είναι ζωή αυτή σε τέτοιο χάλι; Το μαχαίρι
βρήκε πάνω στο δεξί καρύδι, όπως μαθαίνω… βέβαια, τον είχαν βάλει
κάτω…»
«Δε χρειάζονται λεπτομέρειες», είχε απαντήσει ο Στράικ. Είχε μόλις
βιώσει μία απαίσια αίσθηση που ξεκινούσε από τους δικούς του όρχεις
και απλωνόταν ως το στήθος του.
Ο Στράικ είχε τηλεφωνήσει στον Σάνκερ με κάποιο ισχνό πρόσχημα,
μόνο και μόνο για να μάθει αν είχαν φτάσει στα αυτιά του παλιού του
φίλου τίποτε φήμες πως ο Λούκα Ρίτσι ανησυχούσε πως κάποια ντετέκτιβ
είχε περάσει από τον οίκο ευγηρίας όπου έμενε ο πατέρας του. Καθώς ο
Σάνκερ δεν είχε αναφέρει το παραμικρό, ο Στράικ δεν μπορούσε να κάνει
κάτι άλλο πέρα από το να συμπεράνει πως δεν κυκλοφορούσε καμία
τέτοια φήμη.
Παρότι ανακουφιστικό, δεν αποτελούσε έκπληξη. Από τη στιγμή που
ηρέμησε, ο Στράικ είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί στον εαυτό του πως
ήταν βέβαιος ότι η Ρόμπιν την είχε σκαπουλάρει. Όλα όσα γνώριζε ο
Στράικ για τον Λούκα Ρίτσι οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως δε θα την
είχε αφήσει να φύγει αλώβητη από εκεί, αν θεωρούσε πως είχε πάει για
να σκαλίσει το παρελθόν οποιουδήποτε μέλους της οικογένειάς του. Οι
άνθρωποι εκείνοι που τα σκοτεινότερα ένστικτά τους συγκρατούνται από
τη συνείδησή τους, τις επιταγές του νόμου, τις κοινωνικές νόρμες και την
κοινή λογική ενδεχομένως θα δυσκολεύονταν να πιστέψουν πως θα ήταν
κανείς τόσο ανόητος ή παράτολμος ώστε να επιτεθεί στη Ρόμπιν μέσα σε
ένα δωμάτιο οίκου ευγηρίας ή να τη βγάλει από το κτίριο υπό την απειλή
ενός μαχαιριού στην πλάτη της. Δε θα έκανε κάτι τέτοιο μέρα-μεσημέρι, θα
έλεγαν. Δε θα τολμούσε να το κάνει με τόσους μάρτυρες εκεί γύρω! Όμως,
η τρομακτική φήμη του Λούκα βασιζόταν ακριβώς στην ευκολία με την
οποία κατέφευγε στην απροκάλυπτη βία, οπουδήποτε κι αν βρισκόταν,
ανεξάρτητα με το ποιος μπορεί να έβλεπε. Ενεργούσε θεωρώντας βέβαιη
την ατιμωρησία του, προσέγγιση η οποία κάθε άλλο παρά αβάσιμη ήταν.
Για κάθε ποινή φυλάκισης που του είχε επιβληθεί, υπήρχαν πολλά άλλα
περιστατικά τα οποία κανονικά θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει στην
καταδίκη του, από τα οποία όμως είχε καταφέρει να γλιτώσει,
εκφοβίζοντας μάρτυρες ή τρομοκρατώντας άλλους να αναλάβουν την
ευθύνη για λογαριασμό του.
Η Ρόμπιν επέστρεψε στο μέσα γραφείο βλοσυρή, κρατώντας όμως δύο
κούπες με τσάι. Έκλεισε την πόρτα σπρώχνοντάς τη με το πόδι, κι ύστερα
ακούμπησε την κούπα με το σκουρότερο τσάι μπροστά στον Στράικ.
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε ο ντετέκτιβ.
«Παρακαλώ», απάντησε μαγκωμένα εκείνη ρίχνοντας μια ματιά στο
ρολόι της, καθώς καθόταν και πάλι στη θέση της. Τους απέμεναν είκοσι
λεπτά πριν από την τηλεφωνική σύσκεψη με την Άννα και την Κιμ.
«Δε γίνεται», είπε ο Στράικ, «να πούμε στην Άννα πως υποψιαζόμαστε
ότι ο Λούκα Ρίτσι ήταν αυτός που έγραψε το ανώνυμο σημείωμα».
Η Ρόμπιν απλώς τον κοίταξε.
«Δε γίνεται να έχουμε δυο καθωσπρέπει μεσοαστές να κυκλοφορούν
και να λένε αριστερά-δεξιά πως ο Ρίτσι απείλησε τη Μάργκοτ κι
ενδεχομένως να τη σκότωσε», είπε ο Στράικ. «Θα τις θέταμε σε κίνδυνο,
πέρα από τον όποιο κίνδυνο θα αντιμετωπίζαμε εμείς».
«Δε γίνεται, τουλάχιστον, να δείξουμε τα δείγματα σε κάποιον ειδικό;»
«Το έκανα ήδη», είπε ο Στράικ, οπότε της εξήγησε τι είχε πει εκείνη η
γυναίκα.
«Και γιατί δεν είπες…;»
«Επειδή ήμουν ακόμη μέσα στην τσατίλα», απάντησε ο Στράικ πίνοντας
μια γουλιά από το τσάι του. Ήταν ακριβώς έτσι όπως του άρεσε, δυνατό,
γλυκό, στο χρώμα του κρεόζωτου. «Ρόμπιν, η πραγματικότητα είναι πως
αν παραδώσουμε τη φωτογραφία και το σημείωμα στην αστυνομία,
άσχετα από το αν θα προκύψει κάτι απ’ όλα αυτά, θα έχεις ζωγραφίσει
έναν πελώριο στόχο στην πλάτη σου. Ο Ρίτσι θα αρχίσει να σκαλίζει, για
να καταλήξει στο ποιος φωτογράφισε τον γραφικό του χαρακτήρα σ’
εκείνο το βιβλίο επισκεπτών. Δε θα του πάρει καιρό για να μας
εντοπίσει».
«Ήταν είκοσι δύο χρονών όταν εξαφανίστηκε η Μάργκοτ», είπε ήσυχα
η Ρόμπιν. «Αρκετά μεγάλος στα χρόνια και στο σώμα για να απαγάγει μια
γυναίκα. Διέθετε επαφές που θα τον βοηθούσαν να εξαφανίσει ένα πτώμα.
Η Μπέτι Φούλερ θεωρούσε πως ο άνθρωπος που έγραψε τα σημειώματα
ήταν ο φονιάς, κι εξακολουθεί να φοβάται να μας πει ποιος ήταν. Αυτό θα
μπορούσε να σημαίνει πως υποψιάζεται τον γιο αλλά και τον πατέρα».
«Δεκτά όλα αυτά», είπε ο Στράικ, «όμως κάπου εδώ πρέπει να
μιλήσουμε ρεαλιστικά. Δε διαθέτουμε τους πόρους για να τα βάλουμε με
επαγγελματίες εγκληματίες. Το ότι πήγες στον Άγιο Πέτρο, από μόνο του
ήταν αρκετά παράτολμο…»
«Θα μπορούσες μήπως να μου εξηγήσεις γιατί ήταν παράτολμο όταν το
έκανα εγώ, αλλά δεν ήταν όταν σχεδίαζες να το κάνεις εσύ;» είπε η
Ρόμπιν.
Ο Στράικ τα έχασε για μια στιγμή.
«Επειδή είμαι λιγότερο έμπειρη;» είπε η Ρόμπιν. «Επειδή νομίζεις πως
θα τα κάνω μαντάρα ή θα πανικοβληθώ; Ή επειδή δεν μπορώ να
αυτοσχεδιάσω;»
«Τίποτε από αυτά», είπε ο Στράικ, παρότι του στοίχιζε κάπως το ότι το
παραδεχόταν.
«Ωραία, τότε γιατί…»
«Επειδή οι πιθανότητές μου να επιβιώσω έτσι και μου ορμήσει ο Λούκα
Ρίτσι κραδαίνοντας ένα ρόπαλο είναι καλύτερες από τις δικές σου,
εντάξει;»
«Μα ο Λούκα Ρίτσι δεν επιτίθεται στους ανθρώπους με ρόπαλα»,
απάντησε πολύ λογικά η Ρόμπιν. «Με μαχαίρια επιτίθεται, με ηλεκτρόδια
και οξύ, και δεν καταλαβαίνω πώς θα τα κατάφερνες καλύτερα απέναντι
σε αυτά απ’ ό,τι εγώ. Η αλήθεια είναι πως είσαι πρόθυμος να πάρεις
ρίσκα που δε θέλεις να παίρνω εγώ. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο ότι
δε μου έχεις αρκετή εμπιστοσύνη ή για λόγους ιπποσύνης, ή αν είναι το
ένα μεταμφιεσμένο στο άλλο…»
«Κοίτα…»
«Όχι, εσύ κοίτα», είπε η Ρόμπιν. «Αν σε είχαν αναγνωρίσει εκεί πέρα,
θα είχε πληρώσει το τίμημα ολόκληρο το γραφείο. Κάθισα και διάβασα
πέντε πράγματα για τον Ρίτσι, δεν είμαι βλάκας. Βάζει στο στόχαστρο τις
οικογένειες και τους συνεργάτες, ακόμη και τα κατοικίδια των ανθρώπων
που τον ενόχλησαν, δεν περιορίζεται στους ίδιους. Είτε σου αρέσει είτε
όχι, υπάρχουν κάποιοι χώροι όπου μπορώ να μπω ευκολότερα απ’ ό,τι
εσύ. Έχω λιγότερο χαρακτηριστική εμφάνιση, είναι ευκολότερο να
μεταμφιεστώ και οι άνθρωποι εμπιστεύονται τις γυναίκες περισσότερο
απ’ ό,τι τους άντρες, ιδίως όταν έχει να κάνει με παιδιά και ηλικιωμένους.
Δε θα ξέραμε τίποτε απ’ όλα αυτά, αν δεν είχα πάει στον Άγιο Πέτρο…»
«Καλύτερα θα ήταν να μην τα ξέραμε», απάντησε απότομα ο Στράικ.
«Ο Σάνκερ μου το είπε εδώ και μήνες: “Αν είναι ο Λέρας η απάντηση,
πρέπει να πάψεις να ρωτάς”. Το ίδιο ισχύει και για τον Λούκα, και με το
παραπάνω».
«Δεν το εννοείς πραγματικά αυτό», είπε η Ρόμπιν. «Το ξέρεις πως δεν
το εννοείς. Δε θα επέλεγες ποτέ την άγνοια».
Είχε δίκιο, όμως ο Στράικ δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Μάλιστα, ένα
από τα στοιχεία που συνέχιζαν να τροφοδοτούν τον θυμό του τις
τελευταίες δύο εβδομάδες ήταν ότι καταλάβαινε πως η στάση του
χαρακτηριζόταν από μια ουσιαστική έλλειψη λογικής. Εφόσον η
προσπάθεια συγκέντρωσης πληροφοριών σχετικά με την οικογένεια Ρίτσι
είχε την όποια αξία, τότε ήταν μια προσπάθεια που έπρεπε να γίνει, κι
όπως είχε αποδείξει η Ρόμπιν, εκείνη ήταν η καταλληλότερη για τη
συγκεκριμένη δουλειά. Παρότι ο Στράικ εκνευριζόταν πολύ με το γεγονός
πως δεν τον είχε ενημερώσει γι’ αυτό που σχεδίαζε να κάνει, γνώριζε
άριστα πως, αν το είχε κάνει η Ρόμπιν, αυτός θα είχε ασκήσει βέτο,
ωθούμενος από μια θεμελιωδώς αδικαιολόγητη επιθυμία να την κρατήσει
μακριά από κάθε κίνδυνο, τη στιγμή που το λογικό συμπέρασμα του
συγκεκριμένου σκεπτικού ήταν πως η Ρόμπιν δε θα έπρεπε να ασχολείται
καν με αυτή τη δουλειά. Ο Στράικ ήθελε να είναι ανοιχτή και ξεκάθαρη
απέναντί του, όμως ήξερε πως η δική του αλλοπρόσαλλη στάση απέναντι
στο ενδεχόμενο να πάρει ρίσκα που έθεταν τη σωματική της ακεραιότητα
σε κίνδυνο ήταν ο λόγος που η Ρόμπιν δεν του είχε μιλήσει ανοιχτά για
τις προθέσεις της. Η μακριά ουλή στον πήχη της έμοιαζε να του
απευθύνει βαρύ κατηγορώ κάθε φορά που την κοίταζε, παρότι το λάθος
που είχε οδηγήσει σ’ εκείνο τον τραυματισμό ήταν αποκλειστικά δικό της.
Ο Στράικ γνώριζε υπερβολικά πολλά πράγματα για το παρελθόν της· η
σχέση τους είχε αποκτήσει εξαιρετικά προσωπικές διαστάσεις· δεν ήθελε
να χρειαστεί ξανά να την επισκεφτεί στο νοσοκομείο. Αισθανόταν εκείνο
ακριβώς το ενοχλητικό αίσθημα ευθύνης που τον διατηρούσε πεισματικά
εργένη, αλλά χωρίς ίχνος από τα αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα. Για
τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έφταιγε εκείνη, όμως του είχε πάρει ένα
δεκαπενθήμερο μέχρι να καταφέρει να σταθεί έντιμα απέναντι σε αυτά τα
δεδομένα.
«Εντάξει», μουρμούρισε τελικά. «Δε θα επέλεγα την άγνοια». Κατέβαλε
τεράστια προσπάθεια για να αρθρώσει τα επόμενα λόγια. «Έκανες
εξαιρετική δουλειά».
«Σε ευχαριστώ», είπε η Ρόμπιν, αιφνιδιασμένη όσο και ικανοποιημένη.
«Γίνεται να συμφωνήσουμε όμως… σε παρακαλώ; Πως στο μέλλον θα
τα συζητάμε αυτά τα πράγματα;»
«Αν σε είχα ρωτήσει…»
«Ναι, μπορεί και να είχα πει όχι, και θα είχα άδικο, κι είναι κάτι που θα
το έχω υπόψη μου την επόμενη φορά, εντάξει; Όμως, όπως επιμένεις να
μου υπενθυμίζεις, είμαστε συνεταίροι, οπότε θα μου έκανες μεγάλη χάρη
αν…»
«Εντάξει», είπε η Ρόμπιν. «Ναι. Θα το συζητήσουμε. Λυπάμαι που δε
σου μίλησα».
Εκείνη τη στιγμή η Πατ χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε ελαφρά.
«Έχω μια κυρία Φιπς και μια κυρία Σάλιβαν στη γραμμή, σας ζητάνε».
«Πέρασε τες στο τηλέφωνο εδώ, σε παρακαλώ», είπε ο Στράικ.
Έχοντας την αίσθηση πως ετοιμαζόταν να ακούσει άσχημα μαντάτα από
κάποιο γιατρό, η Ρόμπιν άφησε τον Στράικ να μιλήσει στην Άννα και
στην Κιμ. Εκείνος περιέγραψε συστηματικά στο ζεύγος όλες τις επαφές
που είχε το γραφείο με τους διάφορους εμπλεκόμενους κατά τους
τελευταίους εντεκάμισι μήνες, περιγράφοντάς τους τα μυστικά που είχαν
φέρει στο φως με τη Ρόμπιν, καθώς και τα συμπεράσματα, με κάθε
επιφύλαξη, στα οποία είχαν καταλήξει.
Αποκάλυψε πως η Αϊρίν Χίκσον είχε μια σύντομη σχέση με τον άλλοτε
σύντροφο της Μάργκοτ και ότι αμφότεροι είχαν πει ψέματα γι’ αυτό,
εξήγησε πως ο Σάτσγουελ ενδεχομένως να ανησυχούσε ότι η Μάργκοτ θα
μιλούσε στις Αρχές για τον τρόπο με τον οποίο είχε πεθάνει η αδελφή
του· ότι η Βίλμα, η καθαρίστρια, δεν είχε πατήσει καν το πόδι της στο
σπίτι της οικογένειας Φιπς και ότι η μαρτυρία που ήθελε τον Ρόι να
περπατά ήταν κατά πάσα πιθανότητα αβάσιμη· ότι τα απειλητικά
σημειώματα ήταν υπαρκτά όμως (εδώ έριξε μια ματιά στη Ρόμπιν) δεν
είχαν καταφέρει να εξακριβώσουν ποιος ήταν ο συντάκτης· ότι ο Τζόζεφ
Μπρένερ ήταν άτομο πολύ πιο αχρείο απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς,
όμως δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να τον συνδέει με την εξαφάνιση
της Μάργκοτ· ότι η Γκλόρια Κόντι, το τελευταίο άτομο που είχε δει
ζωντανή τη Μάργκοτ, κατοικούσε στη Γαλλία και δεν επιθυμούσε να τους
μιλήσει· και ότι ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ, ο ύποπτος ασθενής της Μάργκοτ,
είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Τέλος, τους είπε ότι εκτιμούσαν πως
είχαν εξακριβώσει ποιο ήταν το φορτηγάκι που απομακρυνόταν με
ταχύτητα από το Κλέρκενγουελ Γκριν το βράδυ που εξαφανίστηκε η
Μάργκοτ και ήταν βέβαιοι πως δεν ανήκε στον Ντένις Κριντ.
Ο μόνος ήχος που έσπαγε τη σιωπή όταν ολοκλήρωσε ο Στράικ όσα είχε
να πει, ήταν το σιγανό βουητό που έβγαινε από το ηχείο πάνω στο
γραφείο, απόδειξη πως η γραμμή παρέμενε ανοιχτή. Καθώς περίμενε την
Άννα να μιλήσει, η Ρόμπιν συνειδητοποίησε ξαφνικά πως τα μάτια της
είχαν βουρκώσει. Ήθελε τόσο πολύ να ανακαλύψει τι είχε συμβεί στη
Μάργκοτ Μπάμπορο.
«Λοιπόν… το ξέραμε πως θα ήταν δύσκολο», είπε τελικά η Άννα. «Αν
όχι αδύνατο».
Η Ρόμπιν καταλάβαινε πως και η Άννα έκλαιγε. Αισθάνθηκε απαίσια.
«Λυπάμαι», είπε ο Στράικ ως όφειλε. «Λυπάμαι πολύ, που δεν έχουμε
καλύτερα νέα για εσάς. Πάντως, η περίπτωση του Ντάουθγουεϊτ
εξακολουθεί να παρουσιάζει ουσιαστικό ενδιαφέρον και…»
«Όχι».
Η Ρόμπιν αναγνώρισε τη φωνή της Κιμ στην αποφασιστική άρνηση.
«Όχι, λυπάμαι», είπε η ψυχολόγος. «Συμφωνήσαμε στον έναν χρόνο».
«Πάντως, απομένουν ακόμη δύο εβδομάδες», συνέχισε ο Στράικ, «και
αν…»
«Έχετε τον οποιοδήποτε λόγο να πιστεύετε πως θα μπορέσετε να
εντοπίσετε τον Στιβ Ντάουθγουεϊτ μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες;»
Τα ελαφρώς κόκκινα μάτια του Στράικ διασταυρώθηκαν με το υγρό
βλέμμα της Ρόμπιν.
«Όχι», ομολόγησε.
«Όπως ανέφερα και στο email που σας έστειλα, ετοιμαζόμαστε να
φύγουμε για διακοπές», είπε η Κιμ. «Εφόσον δεν καταφέρνατε να
εντοπίσετε το πτώμα της Μάργκοτ, αναπόφευκτα θα υπήρχε κάποια άλλη
κατεύθυνση που θα μπορούσατε να διερευνήσετε, κάποιο άλλο άτομο που
ενδεχομένως να γνώριζε κάτι και, όπως είχα αναφέρει από την πρώτη
στιγμή, δε διαθέτουμε τα χρήματα ούτε, ειλικρινά, τις συναισθηματικές
αντοχές, ώστε να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία επ’ αόριστο. Νομίζω πως
είναι καλύτερα –προτιμότερο– να αποδεχτούμε πως κάνατε ό,τι καλύτερο
μπορούσατε και να σας ευχαριστήσουμε για τις προσπάθειες που ήδη
καταβάλατε. Η διαδικασία αυτή αποδείχτηκε χρήσιμη, έστω κι αν… θέλω
να πω, η σχέση της Άννας και του Ρόι είναι καλύτερη απ’ ό,τι εδώ και
χρόνια, χάρη στην επίσκεψή σας. Θα χαρεί όταν μάθει πως η καθαρίστρια
αναγνώρισε ότι δεν ήταν σε θέση να περπατήσει εκείνη την ημέρα».
«Ναι, αυτό είναι θετικό», είπε ο Στράικ. «Απλώς λυπάμαι που…»
«Το ήξερα», είπε η Άννα με φωνή που έτρεμε, «πως θα ήταν… σχεδόν
αδύνατο. Τουλάχιστον, ξέρω ότι προσπάθησα».
Αφού τερμάτισε η Άννα την κλήση, στο δωμάτιο απλώθηκε σιωπή.
Τελικά, ο Στράικ είπε: «Πρέπει να κατουρήσω», σηκώθηκε και έφυγε από
το γραφείο.
Η Ρόμπιν σηκώθηκε με τη σειρά της κι άρχισε να συγκεντρώνει τις
φωτοτυπημένες σελίδες του αστυνομικού φακέλου. Δεν μπορούσε να
πιστέψει πως η προσπάθειά τους είχε λήξει. Αφού στοίβαξε τις σελίδες
προσεκτικά, κάθισε κάτω κι άρχισε να τις φυλλομετρά μια τελευταία
φορά, ξέροντας πως ήλπιζε ότι θα έβλεπε κάτι –οτιδήποτε– που τους είχε
ξεφύγει.
Από την κατάθεση της Γκλόρια Κόντι στον Λόσον:
Ήταν μια κοντή, μελαχρινή δεμένη γυναίκα, που έμοιαζε με Τσιγγάνα.
Μου φάνηκε πως ήταν έφηβη. Ήρθε μόνη της και είπε ότι πονούσε
πολύ. Είπε πως την έλεγαν Θίο. Δε συγκράτησα το επίθετό της και δεν
της ζήτησα να το επαναλάβει, γιατί θεώρησα πως έπρεπε να τη δει
κάποιος το ταχύτερο. Έσφιγγε τις παλάμες πάνω στην κοιλιά της. Της
είπα να περιμένει και πήγα να ρωτήσω τον δρα Μπρένερ αν θα την
εξέταζε αυτός, καθώς η δρ Μπάμπορο είχε ακόμη ασθενείς στο γραφείο
της.
Από την κατάθεση της Ρούμπι Έλιοτ στον Τάλμποτ:
Τις είδα δίπλα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, δυο γυναίκες που έμοιαζαν
να παραπατάνε πιασμένες στα χέρια. Η ψηλή, με την καμπαρντίνα,
έγερνε πάνω στην κοντύτερη, που φορούσε μια πλαστική αδιάβροχη
κουκούλα. Με γυναίκες μού φάνηκαν, αλλά δεν είδα τα πρόσωπά τους.
Μου φάνηκε πως η μία προσπαθούσε να κάνει την άλλη να περπατήσει
γρηγορότερα.
Από την κατάθεση της Τζάνις Μπίτι στον Λόσον:
Γνωριζόμαστε με τον κύριο Ντάουθγουεϊτ από τον καιρό που δέχτηκε
επίθεση στην πολυκατοικία, όμως δε θα τον χαρακτήριζα φίλο μου.
Πάντως, μου είπε πόσο ταραγμένος ήταν που η φίλη του είχε
αυτοκτονήσει. Μου είπε πως είχε πονοκεφάλους. Σκέφτηκα πως ήταν
από την ένταση. Ξέρω πως μεγάλωσε σε ανάδοχες οικογένειες, όμως δε
μου ανέφερε ποτέ το όνομα κάποιας από τις ανάδοχες μητέρες. Ούτε
και για τη δρα Μπάμπορο μου είχε μιλήσει, εκτός ότι είχε πάει να τον
εξετάσει για τους πονοκεφάλους του. Δε μου είπε πως σκόπευε να φύγει
από την πολυκατοικία. Δεν ξέρω πού έχει πάει.
Από τη δεύτερη κατάθεση της Αϊρίν Χίκσον στον Λόσον:
Η συνημμένη απόδειξη αποδεικνύει ότι βρισκόμουν στην οδό Όξφορντ
το επίμαχο απόγευμα. Λυπάμαι πραγματικά που δεν υπήρξα ειλικρινής
σχετικά με το πού βρισκόμουν, όμως ντρεπόμουν που είχα πει ψέματα
προκειμένου να λείψω το απόγευμα από τη δουλειά.
Κάτω από την κατάθεση υπήρχε η φωτοτυπία της απόδειξης που είχε
εμφανίσει η Αϊρίν: Marks & Spencer, τρία αντικείμενα, με συνολικό
κόστος 4 λίρες και 73 πένες.
Από την κατάθεση του Τζόζεφ Μπρένερ στον Τάλμποτ:
Έφυγα από την κλινική τη συνηθισμένη μου ώρα, καθώς είχα υποσχεθεί
στην αδελφή μου πως θα επέστρεφα εγκαίρως στο σπίτι για το δείπνο.
Η δρ Μπάμπορο είχε την ευγενή καλοσύνη να αναλάβει την ασθενή που
προσήλθε εκτάκτως, καθώς είπε πως είχε αργότερα ραντεβού με κάποια
φίλη της στην περιοχή. Δεν έχω ιδέα αν αντιμετώπιζε η δρ Μπάμπορο
προβλήματα προσωπικού χαρακτήρα. Η σχέση μας ήταν απολύτως
επαγγελματική. Δε γνωρίζω να ήθελε κανείς να τη βλάψει. Θυμάμαι πως
ένας από τους ασθενείς της της έστειλε κάποια στιγμή ένα μικρό κουτί
σοκολατάκια, αν και δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πως αυτός ήταν ο
Στίβεν Ντάουθγουεϊτ. Δε γνωρίζω τον κύριο Ντάουθγουεϊτ. Θυμάμαι
πως η δρ Μπάμπορο φάνηκε να δυσαρεστείται όταν της παρέδωσε η
Ντόροθι τα σοκολατάκια και ζήτησε από την Γκλόρια, τη ρεσεψιονίστ,
να τα πετάξει κατευθείαν στο καλάθι των αχρήστων, αν και αργότερα
τα πήρε από το καλάθι. Ήταν ιδιαίτερα γλυκατζού.
Ο Στράικ επέστρεψε στο γραφείο κι άφησε ένα χαρτονόμισμα των πέντε
λιρών πάνω στο γραφείο, μπροστά στη Ρόμπιν.
«Αυτό για τι είναι;»
«Είχαμε βάλει ένα στοίχημα», είπε, «για το αν θα μας έδιναν παράταση
στον έναν χρόνο, εφόσον είχαμε κάποιες εκκρεμείς άκρες. Εγώ είπα πως
θα μας έδιναν την παράταση. Εσύ είπες το αντίθετο».
«Δεν το παίρνω», είπε η Ρόμπιν, αφήνοντας το τάλιρο εκεί που ήταν.
«Απομένουν ακόμη δύο εβδομάδες».
«Μα τώρα μόλις…»
«Έχουν πληρώσει ως το τέλος του μήνα. Δε σταματάω».
«Μήπως δεν ήμουν αρκετά ξεκάθαρος πριν;» είπε ο Στράικ κοιτάζοντάς
τη συνοφρυωμένος. «Δεν τον ακουμπάμε τον Ρίτσι».
«Το ξέρω», είπε η Ρόμπιν.
Έριξε και πάλι μια ματιά στο ρολόι της.
«Πρέπει να σκαντζάρω τον Άντι σε μία ώρα. Καλύτερα να πηγαίνω».
Όταν έφυγε η Ρόμπιν, ο Στράικ τοποθέτησε τα φωτοτυπημένα έγγραφα
στις κούτες των παλιών αστυνομικών αρχείων που παρέμεναν κάτω από
το γραφείο κι ύστερα πέρασε στον έξω χώρο όπου καθόταν η Πατ, με το
ηλεκτρονικό τσιγάρο πιασμένο ανάμεσα στα δόντια της όπως πάντα.
«Χάσαμε δύο πελάτες», της είπε. «Ποιος έχει σειρά στη λίστα
αναμονής;»
«Εκείνος ο ποδοσφαιριστής», είπε η Πατ και εμφάνισε το
κρυπτογραφημένο αρχείο στην οθόνη του υπολογιστή της, δείχνοντας
στον Στράικ το γνωστό όνομα. «Κι αν θες να αντικαταστήσεις και τους
δύο, είναι κι εκείνη η ψηλομύτα με το τσιουάουα».
Ο Στράικ το σκέφτηκε για λίγο.
«Για την ώρα, ας αναλάβουμε μονάχα τον ποδοσφαιριστή. Μπορείς να
τηλεφωνήσεις στη βοηθό του, να ενημερώσεις πως είμαι διαθέσιμος να
του μιλήσω όποια στιγμή τον εξυπηρετεί αύριο;»
«Αύριο είναι Σάββατο», είπε η Πατ.
«Το ξέρω», απάντησε ο Στράικ. «Τα Σαββατοκύριακα εργάζομαι, άσε
που αμφιβάλλω πως θα ήθελε να τον πάρει κανένα μάτι να μπαίνει εδώ.
Πες στη βοηθό του πως ευχαρίστως θα περάσω από το σπίτι του».
Επέστρεψε στο μέσα γραφείο και άνοιξε το παράθυρο, αφήνοντας την
απογευματινή ατμόσφαιρα, βαριά από καυσαέρια κι εκείνη την ιδιαίτερη
οσμή που χαρακτηρίζει το Λονδίνο, έναν συνδυασμό πυρωμένου
τούβλου, κάπνας και μιας αμυδρής υποψίας φύλλων, δέντρων και
γρασιδιού να κατακλύσει το δωμάτιο. Παρότι μπήκε στον πειρασμό να
κάνει τσιγάρο, συγκρατήθηκε από σεβασμό προς την Πατ, μιας και της
είχε ζητήσει να μην καπνίζει στο γραφείο. Πλέον, όλοι σχεδόν οι πελάτες
ήταν μη καπνιστές και θεωρούσε πως θα δημιουργούνταν κακή εικόνα για
το γραφείο αν βρομούσε ο χώρος σαν σταχτοδοχείο. Έγειρε πάνω στο
περβάζι και χάζεψε τους ανθρώπους που είχαν βγει για ένα ποτό ή ψώνια
την Παρασκευή, έτσι όπως πηγαινοέρχονταν στην οδό Ντένμαρκ, ενώ το
αυτί του έπαιρνε σκόρπια λόγια από τον διάλογο που είχε η Πατ με τη
βοηθό του γνωστού ποδοσφαιριστή, όμως κατά κύριο λόγο αναλογιζόταν
τη Μάργκοτ Μπάμπορο.
Ήξερε από την πρώτη στιγμή πως ήταν ελάχιστες οι πιθανότητες να
ανακαλύψουν τι της είχε συμβεί, όμως πώς είχαν εξανεμιστεί πενήντα
εβδομάδες; Θυμήθηκε όλο εκείνο το διάστημα που είχε περάσει με την
Τζόαν στην Κορνουάλη, τους άλλους πελάτες που είχαν έρθει και φύγει,
κι αναρωτήθηκε αν υπήρχε περίπτωση να είχαν ανακαλύψει τι απέγινε η
Μάργκοτ Μπάμπορο, αν δεν είχαν προκύψει όλα εκείνα τα άλλα θέματα.
Παρότι ήταν μεγάλος ο πειρασμός να ρίξει το φταίξιμο στα διάφορα
ζητήματα που του είχαν αποσπάσει την προσοχή, θεωρούσε πως το
αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Ενδεχομένως, ο Λούκα Ρίτσι να ήταν η
απάντηση που δε θα μπορούσαν ποτέ να παραδεχτούν. Μια απάντηση
πιθανή, εν πολλοίς: ένα επαγγελματικό χτύπημα, αποτέλεσμα κάποιου
απροσδιόριστου σκεπτικού του υποκόσμου, ίσως επειδή η Μάργκοτ είχε
πλησιάσει επικίνδυνα σε κάποιο μυστικό ή είχε χώσει τη μύτη της στις
δουλειές της φαμίλιας. Άσε την κοπέλα μου ήσυχη… Η γιατρός ήταν
χαρακτήρας που θα συμβούλευε κάποια στριπτιζέζ, ή πόρνη, ή ηθοποιό
σε πορνογραφικές ταινίες, ή ναρκομανή να επιλέξει μια διαφορετική ζωή,
να καταθέσει σε βάρος των ανθρώπων που την εκμεταλλεύονταν…
«Στις έντεκα, αύριο», ανακοίνωσε με τραχιά φωνή η Πατ πίσω από τον
Στράικ. «Σπίτι του. Σου άφησα τη διεύθυνση πάνω στο γραφείο».
«Σ’ ευχαριστώ πολύ», είπε εκείνος και γυρνώντας, διαπίστωσε ότι
φορούσε ήδη το παλτό της. Η ώρα ήταν πέντε. Έδειχνε να έχει εκπλαγεί
κάπως που τον άκουσε να την ευχαριστεί, όμως από τότε που του είχε
φωνάξει η Ρόμπιν, επειδή ήταν αγενής απέναντι στην Πατ, ο Στράικ
κατέβαλλε συνειδητή προσπάθεια να μιλά καλύτερα στη γραμματέα. Για
μια στιγμή η Πατ κόμπιασε, έτσι όπως είχε το ηλεκτρονικό τσιγάρο
πιασμένο ανάμεσα στα κίτρινα δόντια της, κι ύστερα το απομάκρυνε και
είπε:
«Η Ρόμπιν μου είπε τι έκανε ο Μόρις. Τι της έστειλε».
«Ναι», είπε ο Στράικ. «Το γλοιώδες καθοίκι».
«Ναι», είπε η Πατ. Τον παρατηρούσε προσεκτικά, σαν να διέκρινε πάνω
του πράγματα που δε θα περίμενε με τίποτε να δει εκεί. «Φοβερό. Και
πάντοτε μου θύμιζε», είπε ξαφνικά, «τον Μελ Γκίμπσον στα νιάτα του».
«Αλήθεια;» είπε ο Στράικ.
«Ένα περίεργο πράγμα η εμφάνιση του άλλου», σχολίασε η Πατ.
«Υποθέτεις διάφορα».
«Ναι, μάλλον», είπε ο Στράικ.
«Μου θυμίζεις πολύ τον πρώτο μου σύζυγο», του είπε η Πατ.
«Σοβαρά;» είπε ο Στράικ αιφνιδιασμένος.
«Ναι. Δηλαδή… Ώρα να πηγαίνω. Καλό Σαββατοκύριακο».
«Επίσης», είπε ο Στράικ.
Περίμενε ώσπου τα βήματά της έπαψαν να ακούγονται από τη
μεταλλική σκάλα, πριν βγάλει τα τσιγάρα του, ανάψει ένα και επιστρέψει
στο μέσα γραφείο, όπου το παράθυρο παρέμενε ανοιχτό. Εκεί έβγαλε ένα
παλιό τασάκι μέσα από το συρτάρι του επίπλου και το δερματόδετο
σημειωματάριο του Τάλμποτ από το επάνω συρτάρι της αρχειοθήκης κι
ύστερα βολεύτηκε στην καρέκλα όπου καθόταν συνήθως, για να το
φυλλομετρήσει μία ακόμη φορά, σταματώντας στην τελευταία σελίδα.
Ο Στράικ ποτέ δεν είχε ασχοληθεί περισσότερο με τα τελευταία
ορνιθοσκαλίσματα του Τάλμποτ, πέρα από το να τους ρίξει μια γρήγορη
ματιά, εν μέρει επειδή η υπομονή του είχε ήδη εξαντληθεί μέχρι να
φτάσει εκεί, εν μέρει επειδή συγκαταλέγονταν μεταξύ των πλέον
ανερμάτιστων και ακατανόητων σημείων των σημειώσεων. Απόψε όμως
είχε έναν μελαγχολικό λόγο να μελετήσει την τελευταία σελίδα του
σημειωματάριου του Τάλμποτ, καθώς κι ο ίδιος είχε φτάσει στο τέλος
αυτής της υπόθεσης. Οπότε, παρατήρησε το σκίτσο του Τάλμποτ που
απεικόνιζε τον δαίμονα που ο επιθεωρητής φανταζόταν πως είχε καλέσει,
πριν έρθει το νοσοκομειακό για να τον παραλάβει: το πνεύμα της
Μάργκοτ Μπάμπορο, που είχε επιστρέψει από κάποια αστρική διάσταση
για να τον ταλανίσει με τη μορφή της Μπάμπαλον, της Μητέρας των
Εκτρωμάτων.
«Λοιπόν», είπε ο Στράικ καθώς έμπαινε στο Land Rover το επόμενο πρωί.
Χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον: για μια στιγμή, η Ρόμπιν νόμισε πως
διέκρινε την ιδέα να την αγκαλιάσει να διατρέχει τη σκέψη του Στράικ,
όμως τελικά προτίμησε να προτείνει το χέρι του κι έσφιξε το δικό της.
«Χριστέ μου, περιμένεις έναν ολόκληρο χρόνο για μια σημαντική
εξέλιξη…»
Η Ρόμπιν γέλασε, έβαλε ταχύτητα στο Land Rover και ακολούθησε τη
ροή της κίνησης. Η μέρα ήταν ασυνήθιστα ζεστή: οδηγούσε φορώντας
γυαλιά ηλίου, αν κι ο Στράικ παρατήρησε ένα μαντίλι που προεξείχε από
την τσάντα πίσω από το κάθισμά της.
«Δε νομίζω να σου χρειαστεί. Καλοκαίριασε για τα καλά», είπε
κοιτάζοντας τον ανέφελο ουρανό.
«Θα δούμε», είπε επιφυλακτικά η Ρόμπιν. «Όταν ήμαστε παιδιά, οι
γονείς μου μας πήγαιναν στο Σκέγκνες. Η αδελφή της μητέρας μου έμενε
στη Βοστόνη, λίγο παραπάνω. Συνήθως φυσάει τσουχτερό αεράκι από τη
Βόρεια Θάλασσα».
«Το λοιπόν, διάβασα το email», είπε ο Στράικ, εννοώντας το μήνυμα
που του είχε προωθήσει η Ρόμπιν, το οποίο περιέγραφε αναλυτικά τους
όρους και τις προϋποθέσεις προκειμένου να του χορηγηθεί η άδεια να
μιλήσει στον Ντένις Κριντ, καθώς και το σκεπτικό που είχε οδηγήσει τις
Αρχές να επιτρέψουν στον Στράικ να το κάνει.
«Πώς σου φάνηκε;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Εννοείς, πέρα από το ότι έμεινα με το στόμα ανοιχτό που κατάφερες
να το κανονίσεις…»
«Πήρε πολύ χρόνο».
«Λογικό κι επόμενο. Κατά τα άλλα, δε θα πω ψέματα… αισθάνομαι το
βάρος της ευθύνης».
«Λόγω των Τάκερ, εννοείς;»
«Ναι», είπε ο Στράικ κατεβάζοντας το παράθυρο για να ανάψει τσιγάρο.
«Η Άννα δεν ξέρει πως μου παρουσιάστηκε αυτή η ευκαιρία, οπότε δε θα
έχει προσδοκίες, όμως εκείνος ο δύσμοιρος ο Τάκερ…»
Η απόλυτη εχεμύθεια σε ό,τι είχε να κάνει με τη συνάντηση,
συμπεριλαμβανομένης και της υπογραφής ενός ειδικού συμφωνητικού, το
οποίο εξασφάλιζε πως ο Στράικ δεν επρόκειτο να μιλήσει ποτέ στους
δημοσιογράφους για τα όσα θα συνέβαιναν εκεί, ήταν η πρώτη και
βασική προϋπόθεση που έθεταν οι Αρχές.
«Θέλει πραγματικά να το αναλάβεις εσύ», είπε η Ρόμπιν. «Ο Τάκερ.
Λέει πως ο Κριντ είναι φοβερά εγωιστής και θα θελήσει να σε
συναντήσει. Προφανώς οι ψυχίατροι συμφωνούν, έτσι δεν είναι; Αλλιώς
γιατί να το επιτρέψουν; Ο Μπράιαν Τάκερ λέει πως ο Κριντ ανέκαθεν
θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο, κι ότι του άξιζε να σχετίζεται με
διάσημους, πετυχημένους ανθρώπους».
«Δεν μπορεί να κρίνει ένας ψυχίατρος αν θα καταφέρω να του
αποσπάσω οποιαδήποτε πληροφορία», είπε ο Στράικ. «Φαντάζομαι πως
το μόνο που τους απασχολεί είναι αν θα τον αναστατώσω. Δε σε στέλνουν
στο Μπρόουντμουρ απλώς και μόνο επειδή είσαι λιγουλάκι εκκεντρικός».
Ο Στράικ παρέμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα, με το βλέμμα στραμμένο
έξω από το παράθυρο, οπότε κι η Ρόμπιν δε μιλούσε, καθώς δεν ήθελε να
διακόψει τον ειρμό των σκέψεών του. Όταν κάποια στιγμή ο Στράικ
μίλησε ξανά, ακούστηκε συγκρατημένος, εστιάζοντας στο σχέδιο για το
Σκέγκνες.
«Τσέκαρα τον ξενώνα στο TripAdvisor. Το Άλαρνταϊς, όπως είναι το
επίθετο της οικογένειας της συζύγου του. Δε θα σκάσουμε
απροειδοποίητα εκεί, γιατί αν δεν είναι μέσα ο δικός μας κι η γυναίκα του
μυριστεί κάτι, δεν αποκλείεται να του τηλεφωνήσει και να του πει να μην
επιστρέψει, οπότε θα παρκάρουμε, θα βρούμε ένα πόστο απ’ όπου θα
παρακολουθούμε το κτίριο και θα του τηλεφωνήσουμε. Έτσι κι είναι
μέσα, θα μπουκάρουμε πριν προλάβει να το σκάσει… ή θα τον
τσακώσουμε όπως θα φεύγει, ανάλογα. Κι αν δεν είναι, περιμένουμε».
«Για πόσο;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Πολύ θα ήθελα να έλεγα “για όσο χρειαστεί”», είπε ο Στράικ, «όμως η
πραγματικότητα είναι πως δεν πληρωνόμαστε γι’ αυτό, οπότε θα πρέπει
να βρίσκομαι πίσω τη Δευτέρα».
«Θα μπορούσα να παραμείνω εγώ εκεί», πρότεινε η Ρόμπιν.
«Δεν το νομίζω», είπε ο Στράικ.
«Συγγνώμη», είπε η Ρόμπιν, που μετάνιωσε αμέσως για την πρόταση
που έκανε, καθώς φοβήθηκε πως ο Στράικ μπορεί να σκεφτόταν πως
προσπαθούσε να περάσει ένα ακόμη Σαββατοκύριακο εκτός πόλης με
έξοδα του γραφείου. «Το ξέρω πως μας λείπει κόσμος…»
«Δεν είναι αυτό. Εσύ ήσουν εκείνη που επισήμανες πως οι γυναίκες
έχουν μια τάση να πεθαίνουν ή να εξαφανίζονται εκεί όπου κυκλοφορεί ο
Στιβ Ντάουθγουεϊτ. Μπορεί ο τύπος να είναι απλώς γκαντέμης, όμως από
την άλλη… τρία διαφορετικά επίθετα είναι κομματάκι πολλά για έναν
άνθρωπο που δεν έχει κάτι να κρύψει. Αυτή τη φορά εγώ θα έχω τον
πρώτο λόγο».
Έφτασαν στη μικρή παραθαλάσσια πόλη στις έντεκα και άφησαν το
Land Rover σε έναν χώρο στάθμευσης δίπλα στο Σκέγκνες Μπόουλ, ένα
πελώριο κτίριο, καμωμένο από κόκκινα τούβλα, πάνω στην προκυμαία,
όπου στεγαζόταν μια σάλα μπόουλινγκ. Ο Στράικ μπορούσε να μυρίσει
και να γευτεί τη θάλασσα την ώρα που κατέβαινε από το αυτοκίνητο,
οπότε στράφηκε ενστικτωδώς προς τα εκεί, όμως ο ωκεανός δε φαινόταν
από το σημείο όπου στεκόταν. Αντίθετα, βρέθηκε να κοιτάζει ένα τεχνητό
κανάλι, με θολό πράσινο νερό, κατά μήκος του οποίου μια γελαστή νεαρή
γυναίκα και ο φίλος της κινούνταν πάνω σε ένα θαλάσσιο ποδήλατο. Η
πόρτα του οδηγού έκλεισε με δύναμη κι ο Στράικ γύρισε και είδε τη
Ρόμπιν, που εξακολουθούσε να φορά τα γυαλιά ηλίου, να τυλίγει το
μαντίλι γύρω από τον λαιμό της.
«Σου το είπα», είπε απευθυνόμενη στον απορημένο Στράικ, που
εξακολουθούσε να θεωρεί πως η μέρα ήταν αναντίρρητα ζεστή. Κι ενώ
αναρωτιόταν, όχι για πρώτη φορά, τι συνέβαινε με τις γυναίκες κι εκείνη
την αλλόκοτη ικανότητά τους να αισθάνονται ανύπαρκτα ρεύματα, ο
Στράικ άναψε τσιγάρο και περίμενε δίπλα στο Land Rover, όση ώρα η
Ρόμπιν αγόραζε κάρτα στάθμευσης, κι ύστερα περπάτησε μαζί της στο
Γκραντ Παρέιντ, ενός φαρδύ δρόμου που εκτεινόταν κατά μήκος της
προκυμαίας.
«“Το Σαβόι”», είπε ο Στράικ χαμογελώντας λοξά, καθώς διάβαζε τα
ονόματα των μεγαλύτερων ξενοδοχείων, των οποίων τα παράθυρα από
τους επάνω ορόφους το δίχως άλλο θα είχαν θέα προς τη μακρινή
θάλασσα. «“Το Κουόρν”. “Το Τσάτσγουορθ”».
«Μην κοροϊδεύεις», είπε η Ρόμπιν. «Τρελαινόμουν κάθε φορά που
ερχόμαστε στο Σκέγκνες, όταν ήμουν κοριτσάκι».
«Λογικά, το Άλαρνταϊς πρέπει να πέφτει κατά εκεί», είπε ο Στράικ όπως
διέσχιζαν τον δρόμο, δείχνοντας προς τη Λεωφόρο Σκάρμπρο. «Ναι, εκεί
πέρα είναι, αυτό με την μπλε τέντα».
Κοντοστάθηκαν στη γωνία, δίπλα σε ένα πελώριο ξενοδοχείο με
αισθητική ψευδο-Τυδώρ που στέγαζε το Καφεστιατόριο Ιωβηλαίο.
Θαμώνες που είχαν αποφασίσει να πιουν νωρίς το πρωί καφέ αλλά και
μπίρα, κάθονταν στα υπαίθρια τραπέζια, απολαμβάνοντας την
ηλιόλουστη ημέρα.
«Τέλειο σημείο για να έχουμε τον νου μας», είπε ο Στράικ, δείχνοντας
ένα από εκείνα τα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο. «Δε θα έλεγα όχι σε ένα
τσάι».
«Εντάξει, πηγαίνω να παραγγείλω», είπε η Ρόμπιν. «Έτσι κι αλλιώς,
θέλω να πάω στην τουαλέτα. Θα του τηλεφωνήσεις εσύ ή προτιμάς να το
κάνω εγώ;»
«Αναλαμβάνω εγώ», είπε ο Στράικ, που ήδη καθόταν βαρύς σε μία από
τις καρέκλες κι έβγαζε το κινητό του.
Ενώ η Ρόμπιν έμπαινε στο κτίριο, ο Στράικ άναψε τσιγάρο, κι ύστερα
σχημάτισε τον αριθμό του Άλαρνταϊς, έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο
στην πρόσοψη του ξενώνα. Η επιχείρηση στεγαζόταν σε μια σειρά από
οκτώ ψηλά, τούβλινα κτίρια, αρκετά από τα οποία είχαν μετατραπεί σε
μικρούς ξενώνες και είχαν παρόμοιες ριγέ τέντες από πλαστικοποιημένο
ύφασμα πάνω από τις εισόδους τους. Πεντακάθαρες λευκές δαντελωτές
κουρτίνες κρέμονταν από σχεδόν κάθε παράθυρο.
«Καλημέρα, το Άλαρνταϊς», είπε κοφτά μια Σκοτσέζα, η οποία
ακουγόταν κάπως εκνευρισμένη.
«Μήπως είναι εκεί ο Στιβ;» ρώτησε ο Στράικ με προσποιητή
χαλαρότητα και σιγουριά.
«Εσύ είσαι, Μπάρι, καλέ μου;»
«Ναι», είπε ο Στράικ.
«Έρχεται όπου να’ ναι», απάντησε η γυναίκα. «Μονάχα ένα μικρό
είχαμε, λυπάμαι. Όμως κάνε μου μια χάρη, Μπάρι, και μην τον
καθυστερήσεις, γιατί έχουμε τέσσερα κρεβάτια να στρώσουμε εδώ κι
υποτίθεται πως θα μου έφερνε κι άλλο γάλα».
«Έγινε», είπε ο Στράικ οπότε, καθώς δεν ήθελε να αρθρώσει ούτε
συλλαβή παραπάνω που θα έδινε στη γυναίκα να καταλάβει πως ήταν
οποιοσδήποτε άλλος πέρα από τον Μπάρι, τερμάτισε την κλήση.
«Εκεί είναι;» ρώτησε αγχωμένη η Ρόμπιν ενώ καθόταν στην καρέκλα
απέναντι από τον Στράικ. Είχε πλύνει τα χέρια της στο μπάνιο, όμως ήταν
ακόμη νωπά, καθώς είχε βιαστεί να επιστρέψει στο τραπέζι.
«Όχι», είπε ο Στράικ τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του μέσα στον
μικρό ροζ μεταλλικό κουβά που είχε τοποθετηθεί επί τούτου στο τραπέζι.
«Κάτι έχει να παραδώσει σε έναν τύπο εδώ παραπάνω και θα επιστρέψει
σε λίγο, φέρνοντας και γάλα».
«Α», έκανε σιγανά η Ρόμπιν και στράφηκε ελαφρά για να ρίξει με
τρόπο μια ματιά προς τη σκούρα μπλε τέντα του Άλαρνταϊς, πάνω στην
οποία το όνομα του ξενώνα ήταν γραμμένο με καλλιγραφικά λευκά
γράμματα.
Ο μπάρμαν έφερε στο τραπέζι δυο μεταλλικές τσαγιέρες και
πορσελάνινα φλιτζάνια, οπότε οι ντετέκτιβ ήπιαν το τσάι τους αμίλητοι,
με τον Στράικ να παρακολουθεί διαρκώς το Άλαρνταϊς και τη Ρόμπιν να
παρατηρεί το Γκραντ Παρέιντ. Τη θέα προς τη θάλασσα την έκοβε η
φαρδιά, πολύχρωμη πρόσοψη της εισόδου στην αποβάθρα του Σκέγκνες,
όπου διαφημίζονταν, μεταξύ άλλων ατραξιόν, το φιλόδοξα αποκαλούμενο
Μπαρ & Εστιατόριο Χόλιγουντ. Ηλικιωμένοι άνθρωποι κινούνταν με
ηλεκτρικά σκούτερ πάνω-κάτω στο Γκραντ Παρέιντ. Οικογένειες
προχωρούσαν χαλαρά, απολαμβάνοντας το παγωτό τους. Μαλτεζάκια με
φουντωτές ουρές, τροφαντά παγκ και λαχανιασμένα τσιουάουα
βολτάριζαν στον καυτό πεζόδρομο, πλάι στους ιδιοκτήτες τους.
«Κόρμοραν», μουρμούρισε ξαφνικά η Ρόμπιν.
Ένας άντρας είχε μόλις στρίψει στη γωνία της Λεωφόρου Σκάρμπρο,
έχοντας κρεμασμένη στο χέρι του μια βαριά σακούλα. Τα γκρίζα μαλλιά
του ήταν κοντοκουρεμένα γύρω από τα αυτιά του, όμως είχε και μερικές
μακρύτερες τούφες, χτενισμένες έτσι ώστε να καλύπτουν ένα φαρδύ
τμήμα του κάθιδρου μετώπου του. Οι στρογγυλοί ώμοι και το
συνεσταλμένο ύφος του τον έκαναν να μοιάζει με άνθρωπο τον οποίο η
ζωή είχε καλουπώσει σε μια δύσθυμη υποταγή. Το ίδιο τιρκουάζ
μπλουζάκι που φορούσε και στη φωτογραφία από το καραόκε απλωνόταν
τσιτωμένο πάνω από την μπάκα του. Ο Ντάουθγουεϊτ διέσχισε τον δρόμο,
ανέβηκε τα τρία σκαλοπάτια που κατέληγαν στην είσοδο του Άλαρνταϊς
και, με τον ήλιο να αστράφτει φευγαλέα πάνω στο τζάμι της πόρτας,
χάθηκε από τα μάτια τους.
«Έχεις πληρώσει γι’ αυτά;» ρώτησε ο Στράικ κατεβάζοντας μονορούφι
το υπόλοιπο τσάι του κι ακουμπώντας το φλιτζάνι πάνω στο πιατάκι.
«Ναι».
«Τότε πάμε», είπε ο Στράικ, ρίχνοντας το τσιγάρο του στο μεταλλικό
κουβαδάκι, ενώ σηκωνόταν από το τραπέζι, «πριν προλάβει να ανεβεί στα
δωμάτια κι αρχίσει να αλλάζει σεντόνια».
Διέσχισαν τον δρόμο όσο γρηγορότερα μπορούσε να περπατήσει ο
Στράικ κι ανέβηκαν τα σκαλοπάτια της εισόδου, που ήταν βαμμένα
γαλάζια. Καλάθια φορτωμένα μαβιές πετούνιες κρέμονταν κάτω από τα
παράθυρα του ισογείου και διάφορα αυτοκόλλητα διακοσμούσαν το
γυάλινο μισό της εξώπορτας, ένα από τα οποία ενημέρωνε πως επρόκειτο
για κατάλυμα τριών αστέρων, κι ένα δεύτερο ζητούσε από τους ενοίκους
να σκουπίζουν τα πόδια τους.
Ένα κουδουνάκι ανακοίνωσε την άφιξή τους. Το χολ, όπου δεν υπήρχε
ψυχή, ήταν στενό, η σκάλα στο βάθος καλυπτόταν από μια καρό μοκέτα,
σκούρα μπλε και πράσινη. Στάθηκαν δίπλα σε ένα τραπέζι φορτωμένο
φυλλάδια για διάφορες τοπικές ατραξιόν, ενώ ανέπνεαν έναν συνδυασμό
τηγανητών φαγητών και αποσμητικού χώρου με έντονο άρωμα
τριαντάφυλλου.
«…κι η Πόλα άλλαξε βάσεις για τις ομπρέλες στις ξαπλώστρες της»,
ακούστηκε μια φωνή με σκοτσέζικη προφορά, οπότε μια γυναίκα με
κοντά μαλλιά βαμμένα καναρινί ξεπρόβαλε πίσω από μια πόρτα στα
δεξιά. Μια βαθιά κάθετη ρυτίδα χάραζε το μισό του μετώπου της.
Ξεκάλτσωτη, φορούσε μια ποδιά στολισμένη με μιαν αγελάδα των
υψιπέδων της Σκοτίας, περασμένη πάνω από το μπλουζάκι και την τζιν
φούστα της, ενώ στα πόδια φορούσε ορθοπεδικά τσόκαρα.
«Δεν έχουμε καθόλου ελεύθερα δωμάτια, λυπάμαι», είπε.
«Η Ντόνα είσαι;» ρώτησε ο Στράικ. «Θα θέλαμε να μιλήσουμε δυο
λεπτά στον Στιβ».
«Για ποιο πράγμα;»
«Είμαστε ιδιωτικοί ντετέκτιβ», είπε ο Στράικ βγάζοντας το πορτοφόλι
για να της δώσει μια κάρτα του, «και έχουμε αναλάβει να
ερευνήσουμε…»
Μια απίθανα παχύσαρκη ηλικιωμένη γυναίκα ξεπρόβαλε στο
πλατύσκαλο από πάνω τους. Φορούσε ένα κολάν σε εκτυφλωτική
απόχρωση του ροζ κι ένα μπλουζάκι που έγραφε: «Όσο περισσότερους
ανθρώπους γνωρίζω, τόσο περισσότερο συμπαθώ τον σκύλο μου».
Λαχανιασμένη, άρχισε να κατεβαίνει πλαγιαστά, γραπώνοντας την
κουπαστή και με τις δύο παλάμες.
«…μια υπόθεση εξαφάνισης», ολοκλήρωσε σιγανά τη φράση του ο
Στράικ, όπως έδινε στην Ντόνα την κάρτα του.
Εκείνη τη στιγμή ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ ξεπρόβαλε πίσω από τη γυναίκα
του, κουβαλώντας μιαν αγκαλιά πετσέτες. Από κοντά τα σκούρα μάτια
του έμοιαζαν κοκκινισμένα και πρησμένα. Κάθε χαρακτηριστικό του
προσώπου του είχε σκληρύνει με την πάροδο του χρόνου και,
ενδεχομένως, την επίδραση του ποτού. Η όλη στάση της γυναίκας του, η
κάρτα που κρατούσε στο χέρι και η παρουσία δύο αγνώστων που τον
κοίταζαν τον έκαναν να σταματήσει, ενώ τα σκούρα μάτια του ατένιζαν
φοβισμένα πάνω από τη στοίβα πετσέτες που κουβαλούσε.
«Κόρμοραν Στράικ;» μουρμούρισε η Ντόνα διαβάζοντας την κάρτα.
«Εσύ δεν είσαι αυτός που…;»
Η ηλικιωμένη γυναίκα, που μετά βίας είχε καταφέρει να φτάσει στα
μισά της σκάλας, πλέον άσθμαινε δυνατά.
«Περάστε από εδώ», μουρμούρισε η Ντόνα κι έγνεψε στον Στράικ και
στη Ρόμπιν προς το δωμάτιο απ’ όπου είχε μόλις βγει. «Κι εσύ», είπε
απότομα στον άντρα της.
Μπήκαν σε ένα μικρό κοινόχρηστο καθιστικό, με μια τηλεόραση
κρεμασμένη στον τοίχο, μια βιβλιοθήκη με λιγοστά βιβλία και μια
ταλαίπωρη φτέρη που ξεπρόβαλλε μέσα από μια υδρία τοποθετημένη
πάνω σε βάση. Παραμέσα από μια καμάρα φαινόταν ο χώρος του
πρωινού, όπου πέντε στριμωχτά τοποθετημένα τραπέζια σκουπίζονταν
από μια νεαρή διοπτροφόρα γυναίκα με ύφος δυσαρεστημένο, η οποία
ζωήρεψε αισθητά μόλις συνειδητοποίησε πως η Ντόνα είχε επιστρέψει. Η
Ρόμπιν υπέθεσε πως ήταν μητέρα και κόρη. Παρότι η νεότερη γυναίκα
ήταν μελαχρινή και όχι ξανθιά, η ζωή είχε χαράξει μια πανομοιότυπη
ρυτίδα δυσαρέσκειας στο μέτωπό της.
«Άσε τα τραπέζια, Κίρστι», είπε απότομα η Ντόνα. «Πάρε αυτές τις
πετσέτες, να τις πας επάνω, εντάξει; Και κλείσε την πόρτα».
Η Κίρστι απάλλαξε αμίλητη τον Ντάουθγουεϊτ από τη στοίβα που
κουβαλούσε κι έφυγε από το δωμάτιο, ενώ οι σαγιονάρες της πλατάγιζαν
στα ξεκάλτσωτα πέλματά της. Η πόρτα του δωματίου έκλεισε σιγανά
πίσω της.
«Καθίστε», είπε αυστηρά η Ντόνα στον Στράικ και στη Ρόμπιν, που
συμμορφώθηκαν, επιλέγοντας έναν μικρό καναπέ.
Ο Ντάουθγουεϊτ παρέμεινε όρθιος, με τα μπράτσα σταυρωμένα και την
πλάτη στραμμένη στην τηλεόραση. Ελαφρώς συνοφρυωμένος, κοίταξε
φευγαλέα τον Στράικ και τη Ρόμπιν κι ύστερα τη γυναίκα του. Οι
δαντελωτές κουρτίνες λειτουργούσαν σαν φίλτρο που φώτιζε με διόλου
κολακευτικό τρόπο τα μαλλιά του, τα οποία έμοιαζαν με αραιό
ατσαλόσυρμα.
«Αυτός είναι που τσάκωσε τον Αντεροβγάλτη του Σάκλγουελ», είπε η
Ντόνα απευθυνόμενη στον άντρα της, τινάζοντας κοφτά το κεφάλι της
προς τον Στράικ. «Γιατί σε έβαλε στο μάτι;» Η φωνή της ανέβηκε σκάλα
και δυνάμωσε. «Τι έγινε, πάλι τσιλημπούρδιζες με τη λάθος γυναίκα, ε;
Λέγε».
«Εγώ;» είπε ο Ντάουθγουεϊτ, όμως ήταν προφανές πως επιχειρούσε να
κερδίσει χρόνο: είχε καταλάβει τι εννοούσε η σύζυγός του. Πάνω στον
δεξί του πήχη απλωνόταν το τατουάζ μιας κλεψύδρας και γύρω της μια
κορδέλα με τις λέξεις «Πάντα λιγοστός».
«Κύριε Ντάουθγουεϊτ», έκανε να πει ο Στράικ, όμως ο Ντάουθγουεϊτ
έσπευσε να τον διακόψει, λέγοντας:
«Ντάιαμοντ! Ντάιαμοντ με λένε!»
«Γιατί σε λέει Ντάουθγουεϊτ αυτός;» ρώτησε η Ντόνα.
«Με συγχωρείτε», είπε ο Στράικ, χωρίς να το εννοεί πραγματικά.
«Λάθος μου. Ο σύζυγός σας αρχικά ονομαζόταν Στίβεν Ντάουθγουεϊτ,
όμως είμαι βέβαιος πως…»
Όμως ήταν φανερό πως η Ντόνα δεν το γνώριζε αυτό. Στράφηκε
εμβρόντητη πρώτα στον Στράικ κι ύστερα στον Ντάουθγουεϊτ, ο οποίος
είχε κοκαλώσει, με το στόμα του μισάνοιχτο.
«Ντάουθγουεϊτ;» επανέλαβε η Ντόνα. Γύρισε φάτσα στον σύζυγό της.
«Μου είχες πει πως σε λέγανε Τζακς!»
«Εγώ…»
«Πότε σε λέγανε Ντάουθγουεϊτ;»
«…πάει καιρός…»
«Και γιατί δε μου το είπες;»
«Εγώ… έχει καμία σημασία;»
Το καμπανάκι κουδούνισε ξανά, οπότε ακούστηκαν φωνές από μια
παρέα στο χολ. Εξακολουθώντας να δείχνει σοκαρισμένη και θυμωμένη,
η Ντόνα τράβηξε με γοργό βήμα έξω, να δει τι ήθελαν, έτσι που τα ξύλινα
τσόκαρά της κροτάλιζαν στα πλακάκια. Με το που έφυγε από το δωμάτιο,
ο Ντάουθγουεϊτ απευθύνθηκε στον Στράικ.
«Τι θες εδώ;»
«Μας έχει προσλάβει η κόρη της δρα Μάργκοτ Μπάμπορο,
προκειμένου να ερευνήσουμε την εξαφάνισή της», είπε ο Στράικ.
Εκείνα τα σημεία του προσώπου του Ντάουθγουεϊτ που δεν ήταν
ροδαλά από τις σπασμένες φλέβες, πάνιασαν.
Η πελώρια ηλικιωμένη γυναίκα που πάσχιζε νωρίτερα να κατεβεί τη
σκάλα εμφανίστηκε τώρα στο δωμάτιο και το πλατύ, αθώο πρόσωπό της
μαρτυρούσε την απόλυτη ανοσία της στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε
εκεί.
«Κατά πού πέφτει το καταφύγιο φώκιας;»
«Στο τέρμα του δρόμου», απάντησε με βραχνή φωνή ο Ντάουθγουεϊτ.
«Βγαίνοντας, αριστερά».
Η γυναίκα έφυγε σαν τον κάβουρα από το δωμάτιο. Το καμπανάκι της
εξώπορτας κουδούνισε.
«Άκουσε», είπε βιαστικά ο Ντάουθγουεϊτ, καθώς ο ήχος των βημάτων
της γυναίκας του δυνάμωνε και πάλι. «Χάνεις τον χρόνο σου εδώ πέρα.
Δεν ξέρω τίποτε για τη Μάργκοτ Μπάμπορο».
«Θα μπορούσες τουλάχιστον να ρίξεις μια ματιά στην κατάθεση που
είχες δώσει τότε στην αστυνομία;» πρότεινε ο Στράικ, βγάζοντας μια
φωτοτυπία από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του.
«Τι λέει αυτός;» ρώτησε επιτακτικά η Ντόνα, που είχε προλάβει να
επιστρέψει στο δωμάτιο. «Ποια κατάθεση στην αστυνομία; Μα για όνομα
του Θεού», αναφώνησε, καθώς το καμπανάκι κουδούνιζε ξανά, οπότε
απομακρύνθηκε φουρκισμένη, με τα τσόκαρά της να χτυπούν βαριά, και
βρυχήθηκε προς τον επάνω όροφο: «Κίρστι! ΚΙΡΣΤΙ!».
«Εκείνη η γιατρός», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, κοιτάζοντας τον Στράικ με
μάτια κατακόκκινα και μέτωπο ιδρωμένο, «μιλάμε για μια ιστορία πριν
από σαράντα τόσα χρόνια, ούτε και ξέρω τι συνέβη, ποτέ μου δεν ήξερα».
Η Ντόνα επέστρεψε εκνευρισμένη.
«Θα αναλάβει η Κίρστι την υποδοχή», είπε αγριοκοιτάζοντας τον
σύζυγό της. «Πάμε επάνω. Το Λόχναγκαρ είναι ελεύθερο. Δε γίνεται να
πάμε στο δικό μας», συμπλήρωσε, απευθυνόμενη στον Στράικ και στη
Ρόμπιν δείχνοντας προς το υπόγειο, «είναι τα εγγόνια μου εκεί κάτω,
παίζουν ηλεκτρονικά».
Ο Ντάουθγουεϊτ ανασήκωσε το παντελόνι του και έριξε μιαν
αλαφιασμένη ματιά πίσω από τις δαντελωτές κουρτίνες, σαν να
σκεφτόταν να τραπεί σε φυγή.
«Άντε, πάμε», είπε αυστηρά η Ντόνα, οπότε, επιστρέφοντας στο
υποταγμένο ύφος του, ακολούθησε τη σύζυγό του έξω από το δωμάτιο.
Η Κίρστι πέρασε από δίπλα τους τραβώντας προς το ισόγειο, ενώ
εκείνοι ανέβαιναν από την απότομη καρό σκάλα, με τον Στράικ να
στηρίζεται στην κουπαστή, προκειμένου να καταφέρει να προχωρήσει.
Ήλπιζε πως το Λόχναγκαρ βρισκόταν στον πρώτο όροφο, όμως
απογοητεύτηκε. Το δωμάτιο, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε να
συμπεράνει κανείς από το όνομά του, βρισκόταν στην κορυφή του ξενώνα
κι έβλεπε προς την πίσω πλευρά του κτιρίου.
Τα έπιπλα μέσα ήταν φτιαγμένα από φτηνό πεύκο. Η Κίρστι είχε
τοποθετήσει τις πετσέτες έτσι που να φέρνουν σε κύκνους που
φιλιόντουσαν, πάνω στο μαρόν σκέπασμα, το οποίο ήταν ασορτί με την
ταπετσαρία, που είχε αποχρώσεις του μαρόν και του σκούρου μοβ. Πίσω
από την τηλεόραση που είχε τοποθετηθεί στον τοίχο, κρέμονταν κάτι
καλώδια. Ένας πλαστικός βραστήρας έστεκε στη γωνία ενός χαμηλού
τραπεζιού, δίπλα σε μια πρέσα για παντελόνια. Από το παράθυρο ο
Στράικ κατάφερε επιτέλους να διακρίνει τη θάλασσα: μια λαμπερή,
χρυσαφένια μπάρα εκτεινόταν χαμηλά ανάμεσα στα κτίρια, στη θολούρα
που άφηναν οι δαντελωτές κουρτίνες.
Η Ντόνα προχώρησε στο δωμάτιο και θρονιάστηκε στη μοναδική
καρέκλα. Οι παλάμες της έσφιγγαν τα μπράτσα της τόσο σφιχτά, που οι
σάρκες της άσπριζαν.
«Μπορείτε να καθίσετε», είπε στον Στράικ και στη Ρόμπιν.
Καθώς δεν υπήρχε άλλο μέρος, κάθισαν και οι δύο στην άκρη του
διπλού κρεβατιού, με το γλιστερό μαρόν σκέπασμα. Ο Ντάουθγουεϊτ
παρέμεινε όρθιος στην πόρτα, γερμένος πάνω της, με τα μπράτσα
σταυρωμένα, έτσι που φαινόταν το τατουάζ με την κλεψύδρα.
«Ντάιαμοντ, Τζακς, Ντάουθγουεϊτ», απαρίθμησε η Ντόνα. «Πόσα
ακόμη επίθετα είχες στη ζωή σου;»
«Κανένα», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, επιχειρώντας κι αποτυγχάνοντας να
γελάσει.
«Και γιατί άλλαξες το όνομά σου από Ντάουθγουεϊτ σε Τζακς;» ρώτησε
επιτακτικά η γυναίκα του. «Γιατί σε γυρεύει η αστυνομία;»
«Καμία αστυνομία δε με γυρεύει», έκρωξε ο Ντάουθγουεϊτ. «Πριν από
χρόνια έγινε κάτι. Ήθελα μια καινούργια αρχή, αυτό είναι όλο».
«Πόσες καινούργιες αρχές χρειάζεται ένας άνθρωπος;» είπε η Ντόνα.
«Τι έκανες; Γιατί έπρεπε να δώσεις κατάθεση στην αστυνομία;»
«Εξαφανίστηκε μια γιατρός», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, ρίχνοντας μια
κλεφτή ματιά στον Στράικ.
«Ποια γιατρός; Πότε;»
«Μάργκοτ Μπάμπορο την έλεγαν».
«Μπάμπορο;» επανέλαβε η Ντόνα, ενώ το μέτωπό της διχοτομούνταν
από εκείνη τη βαθιά ρυτίδα. «Μα αυτό… αυτό το έγραφαν όλες οι
εφημερίδες…»
«Πήραν κατάθεση απ’ όλους τους ασθενείς που είχε δει η γιατρός,
προτού εξαφανιστεί», έσπευσε να πει ο Ντάουθγουεϊτ. «Για τυπικούς
λόγους! Δεν είχαν τίποτε να μου προσάψουν».
«Καλά, ρε χαμένε, νομίζεις πως δε μου κόβει γρυ;» είπε η Ντόνα.
«Ετούτοι εδώ», συνέχισε δείχνοντας τον Στράικ και τη Ρόμπιν, «δεν
έψαξαν να σε βρουν επειδή σου πήρε κατάθεση η αστυνομία για τυπικούς
λόγους, καλά δε λέω; Ούτε κι άλλαξες επίθετο, χαμένε, επειδή σου πήραν
κατάθεση για τυπικούς λόγους! Λέγε, ρε, την πηδούσες;»
«Όχι βέβαια, δεν την πηδούσα!» αναφώνησε ο Ντάουθγουεϊτ,
δείχνοντας τα πρώτα σημάδια αντίδρασης.
«Κύριε Ντάουθγουεϊτ», έκανε να πει ο Στράικ.
«Ντάιαμοντ!» επέμεινε ο Ντάουθγουεϊτ, περισσότερο από απόγνωση
παρά από θυμό.
«Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μπορούσατε να διαβάσετε την κατάθεση
που δώσατε στην αστυνομία, να δείτε μήπως έχετε κάτι να προσθέσετε».
Ο Ντάουθγουεϊτ δε φαινόταν να έχει διάθεση να συνεργαστεί, όμως
ύστερα από έναν ελαφρύ δισταγμό, πήρε τα χαρτιά και άρχισε να τα
διαβάζει. Η κατάθεση ήταν εκτενής, καθώς περιλάμβανε την αυτοκτονία
της Τζοάνα Χάμοντ, της παντρεμένης άλλοτε ερωμένης του, τον
ξυλοδαρμό που είχε υποστεί από τον σύζυγό της, τις κρίσεις άγχους και
την κατάθλιψη που είχαν οδηγήσει σε διαδοχικές επισκέψεις στην
κλινική, τη δήλωσή του πως δεν αισθανόταν απέναντι στη Μάργκοτ
Μπάμπορο τίποτε περισσότερο από μία απολύτως συνηθισμένη εκτίμηση
για τις ιατρικές της γνώσεις, την άρνησή του ότι της είχε στείλει δώρα,
καθώς και το ισχνό άλλοθί του για τον χρόνο της εξαφάνισής της.
«Ναι, δεν έχω κάτι να προσθέσω», είπε τελικά ο Ντάουθγουεϊτ
επιστρέφοντας τα χαρτιά στον Στράικ.
«Θέλω να τη διαβάσω κι εγώ», είπε μεμιάς η Ντόνα.
«Δεν έχει καμία σχέση με… πριν από σαράντα χρόνια έγιναν όλα αυτά,
δεν έχουν καμία σημασία», είπε ο Ντάουθγουεϊτ.
«Το πραγματικό σου επίθετο είναι Ντάουθγουεϊτ, κι εγώ μέχρι πριν από
πέντε λεπτά δεν το ήξερα! Έχω δικαίωμα να μάθω ποιος είσαι», είπε
αγριεμένη εκείνη, «έχω δικαίωμα να ξέρω, για ν’ αποφασίσω πόσο
κορόιδο ήμουν που έμεινα μαζί σου μετά τις τελευταίες κασκαρίκες…»
«Καλά, διάβασε, άντε λοιπόν», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, με διόλου πειστική
αυτοπεποίθηση, οπότε ο Στράικ έδωσε την κατάθεση στην Ντόνα.
Εκείνη δεν είχε πάνω από ένα λεπτό που διάβαζε, όταν ξέσπασε
αγανακτισμένη:
«Πλάγιαζες με μια παντρεμένη… που πήγε κι αυτοκτόνησε;»
«Εγώ, δεν… δεν είχαμε… μια φορά έγινε, μια φορά! Κανένας δε θα
πήγαινε ν’ αυτοκτονήσει για κάτι τέτοιο!»
«Και τότε γιατί σκοτώθηκε; Γιατί;»
«Ο άντρας της ήταν ένα κάθαρμα».
«Κι ο δικός μου κάθαρμα είναι. Δεν πήγα να σκοτωθώ!»
«Για όνομα του Θεού, Ντόνα…»
«Τι συνέβη;»
«Τίποτε!» είπε ο Ντάουθγουεϊτ. «Κάναμε παρέα καμιά φορά, με κάτι
παιδιά από τη δουλειά και τις γυναίκες, τις κοπέλες τους τέλος πάντων, κι
ένα βράδυ είχα βγει με κάτι φίλους, κι έπεσα τυχαία πάνω στην Τζοάνα
που είχε βγει με κάτι φιλενάδες της… κάποιο μουνόπανο πήγε και
σφύριξε του άντρα της πως φύγαμε από την παμπ μαζί και…»
«Κι ύστερα εξαφανίζεται αυτή η γιατρός, σαν να λέμε, κι έρχεται η
αστυνομία χωρίς λόγο να πάρει κατάθεση από εσένα;»
Η Ντόνα σηκώθηκε από την καρέκλα, κρατώντας την τσαλακωμένη
κατάθεση του Ντάουθγουεϊτ στο τρεμάμενο χέρι της. Καθισμένη ακόμη
στο γλιστερό μαρόν σκέπασμα, η Ρόμπιν θυμήθηκε την ημέρα που είχε
ανακαλύψει το διαμαντένιο σκουλαρίκι της Σάρα Σάντλοκ στο κρεβάτι
της κι αισθάνθηκε πως κάτι καταλάβαινε λίγο, πολύ λίγο από αυτό που
βίωνε η Ντόνα.
«Το ήξερα πως ήσουνα μπερμπάντης του κερατά και ψεύταρος, αλλά
τρεις φιλενάδες πεθαμένες; Η μία είναι τραγωδία», είπε με λύσσα η
Ντόνα, οπότε ο Στράικ αναρωτήθηκε αν ετοιμάζονταν να ακούσουν
κάποιο απόφθεγμα του Γουάιλντ, «αλλά τρεις; Πόσο γκαντέμης, δηλαδή,
μπορεί να είναι ένας άνθρωπος;»
«Εγώ όμως ποτέ μου δεν είχα την παραμικρή σχέση μ’ εκείνη τη
γιατρό!»
«Εσύ, μωρέ, κοιτάς να χωθείς όπου δεις φουστάνι!» τσίριξε η Ντόνα
και, απευθυνόμενη στη Ρόμπιν, είπε: «Πρόπερσι τον τσάκωσα σε ένα από
τα δωμάτια με μια από της καλύτερες φίλες μου…»
«Για τον Θεό, Ντόνα!» κλαψούρισε ο Ντάουθγουεϊτ.
«…και πριν από έξι μήνες…»
«Ντόνα…»
«…μαθαίνω πως τσιλημπούρδιζε με μια τακτική πελάτισσα… και
τώρα…» είπε η Ντόνα, ενώ πλησίαζε απειλητικά τον Ντάουθγουεϊτ,
σφίγγοντας στη γροθιά της τα χαρτιά με την κατάθεσή του. «Βρε
σιχαμερό καθοίκι, τι συνέβη σε τόσες γυναίκες;»
«Δεν έφταιγα εγώ που πέθαναν, ρε γαμώτο!» είπε ο Ντάουθγουεϊτ,
επιχειρώντας να γελάσει, σαν να τα έβρισκε όλα αυτά εξωφρενικά, όμως
το μόνο που κατάφερε ήταν να φανεί έντρομος. «Έλα, μωρέ Ντόνα… τι
νομίζεις, δηλαδή, πως είμαι κανένας φονιάς;»
«Περιμένεις, δηλαδή, να πιστέψω…»
Έκπληκτος, ο Στράικ είδε τη Ρόμπιν να πετάγεται ξαφνικά όρθια.
Έπιασε την Ντόνα από τους ώμους και την οδήγησε πίσω στην καρέκλα
της.
«Γείρε το κεφάλι σου», έλεγε η Ρόμπιν, «γείρε το κεφάλι».
Όταν η Ρόμπιν έκανε να λύσει την ποδιά της Ντόνα, που ήταν δεμένη
σφιχτά γύρω από τη μέση της, ο Στράικ παρατήρησε πως το μέτωπο της
γυναίκας, που ήταν το μόνο μέρος που μπορούσε να διακρίνει τώρα, έτσι
όπως είχε φέρει τις παλάμες πάνω στο πρόσωπό της, ήταν κάτασπρο σαν
τη δαντελωτή κουρτίνα πίσω της.
«Ντόνα;» είπε ξεψυχισμένα ο Ντάουθγουεϊτ, όμως η σύζυγός του
ψιθύρισε,
«Μη με πλησιάζεις, κάθαρμα».
«Βαθιές ανάσες», έλεγε εν τω μεταξύ η Ρόμπιν, γονατισμένη δίπλα στην
καρέκλα της Ντόνα. «Φέρε της λίγο νερό», είπε στον Στράικ, που
σηκώθηκε και πήγε στο μικρό μπάνιο, όπου πάνω από τον νεροχύτη, σε
μια βάση, βρισκόταν μια πλαστική κανάτα.
Χλωμός σχεδόν όσο και η γυναίκα του, ο Ντάουθγουεϊτ
παρακολουθούσε, καθώς η Ρόμπιν έπειθε την Ντόνα να πιει.
«Μείνε όπως είσαι τώρα», είπε η Ρόμπιν στην ξενοδόχο, ακουμπώντας
την παλάμη πάνω στον ώμο της. «Μη σηκώνεσαι».
«Είχε κάποια σχέση με τον θάνατό τους;» ψιθύρισε η Ντόνα,
κοιτάζοντας λοξά τη Ρόμπιν, ενώ οι κόρες των ματιών της είχαν γίνει
πελώριες από το σοκ.
«Αυτό έχουμε έρθει να διαπιστώσουμε», απάντησε μουρμουριστά η
Ρόμπιν.
Γύρισε και κοίταξε με νόημα τον Στράικ, ο οποίος συμφώνησε πως η
καλύτερη λύση ήταν να αφήσουν τη συγκλονισμένη Ντόνα να αποσπάσει
πληροφορίες από τον Ντάουθγουεϊτ.
«Έχουμε ορισμένες ερωτήσεις που θα θέλαμε να σας κάνουμε», του
είπε ο Στράικ. «Προφανώς, δεν είστε υποχρεωμένος να απαντήσετε, όμως
οφείλω να επισημάνω πως θα ήταν προς το συμφέρον όλων,
συμπεριλαμβανομένου και εσάς του ίδιου, να συνεργαστείτε».
«Τι ερωτήσεις;» είπε ο Ντάουθγουεϊτ, που εξακολουθούσε να παραμένει
κολλημένος στην πόρτα. Τότε, ξεσπώντας σε έναν χείμαρρο λέξεων, είπε:
«Εγώ δεν πείραξα ποτέ μου κανέναν, ποτέ, δεν είμαι βίαιος άνθρωπος. Θα
σας το πει κι η Ντόνα. Ούτε το δαχτυλάκι μου δε σήκωσα πάνω της, ποτέ,
δεν είμαι τέτοιος χαρακτήρας».
Όμως όταν ο Στράικ περιορίστηκε απλώς στο να συνεχίζει να τον
κοιτάζει, ο Ντάουθγουεϊτ είπε ικετευτικά:
«Κοιτάξτε, σας το είπα… με την Τζοάνα… ήτανε μια σχέση της μιας
βραδιάς. Παιδί ήμουνα», είπε, οπότε, απηχώντας τα λόγια της Αϊρίν
Χίκσον, συμπλήρωσε: «Όταν είσαι νέος, κάνεις κάτι τέτοια πράγματα,
καλά δε λέω;»
«Σάμπως και που γέρασες, άλλαξες;» ψιθύρισε η Ντόνα. «Κι όλα εκείνα
τα χρόνια στο μεταξύ…»
«Πού βρισκόσουν», ρώτησε ο Στράικ τον Ντάουθγουεϊτ, «όταν
αυτοκτόνησε η Τζοάνα;»
«Στο Μπρεντ», είπε ο Ντάουθγουεϊτ. «Χιλιόμετρα μακριά! Κι είχα
μάρτυρες να το βεβαιώσουν. Δουλεύαμε ζευγάρια στις πωλήσεις, έπιανε ο
καθένας από μια πλευρά του δρόμου, κι ήμουν μαζί με έναν τύπο ονόματι
Τάτζερ», είπε επιχειρώντας και πάλι να γελάσει. Κανείς δε χαμογέλασε.
«Τάτζερ, φαντάζεστε τι δούλεμα έπεφτε…1 τέλος πάντων, ήταν μαζί μου
όλη μέρα…
»Γύρισα στο γραφείο αργά το απόγευμα, κι ήταν κάτι συνάδελφοι εκεί
και μας είπαν πως είχαν ειδοποιήσει λίγο νωρίτερα τον Χάμοντ πως η
γυναίκα του είχε αυτοκτονήσει…
»Ήταν τρομερό», είπε ο κάτωχρος και κάθιδρος Ντάουθγουεϊτ, «όμως
αν εξαιρέσουμε εκείνη τη μία νύχτα που περάσαμε μαζί, εγώ δεν είχα
καμία σχέση. Ο άντρας της όμως… να, ήταν ευκολότερο να τα ρίξει σ’
εμένα», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, «καλά δε λέω, παρά να καθίσει να σκεφτεί
πώς της φερόταν εκείνος.
»Έπειτα από δυο βράδια, εκεί που γύριζα σπίτι, μου την είχε στημένη.
Ενέδρα κανονική. Με σάπισε στο ξύλο».
«Καλά σου έκανε!» είπε η Ντόνα πνίγοντας έναν λυγμό.
«Κι η γειτόνισσα η Τζάνις, η νοσοκόμα, σας φρόντισε…;»
«Κατευθείαν στη γειτόνισσα έτρεξες, ε, Στιβ;» είπε η Ντόνα με ένα ξερό
γέλιο. «Τι έγινε, την έβαλες να σου κάνει μάκια το βαβά;»
«Καμία σχέση!» είπε ο Ντάουθγουεϊτ με απρόσμενη αγανάκτηση.
«Το έχει βρει το κόλπο», είπε πανιασμένη η Ντόνα στη Ρόμπιν, που
εξακολουθούσε να είναι γονατισμένη δίπλα στην καρέκλα της. «Έχει
πάντοτε πρόχειρη μια δακρύβρεχτη ιστορία. Κι εγώ, δηλαδή, έτσι την
πάτησα. Ήτανε, λέει, απαρηγόρητος μετά που πνίγηκε ο έρωτας της ζωής
του… ω, Θεέ μου», ψιθύρισε η Ντόνα, ενώ κουνούσε αργά το κεφάλι της.
«Κι αυτή ήταν η τρίτη». Με ένα υστερικό γελάκι είπε: «Απ’ όσο ξέρουμε,
δηλαδή. Μπορεί να ήταν κι άλλες. Ποιος ξέρει;»
«Για όνομα του Θεού, Ντόνα!» αναφώνησε ο Ντάουθγουεϊτ για μία
ακόμη φορά. Στις μασχάλες της λεπτής τιρκουάζ μπλούζας του είχαν
σχηματιστεί στάμπες ιδρώτα: ο Στράικ μπορούσε κυριολεκτικά να
μυρίσει τον φόβο του. «Τι λόγια είναι αυτά, ξέρεις τι χαρακτήρας είμαι,
το ξέρεις πως δε θα πείραζα ποτέ μου άνθρωπο!»
«Η Τζάνις λέει πως σε συμβούλευσε να απευθυνθείς στη γιατρό για τα
συμπ…»
«Ποτέ δε μου είπε να πάω στη γιατρό!» αντέδρασε μεμιάς ο
Ντάουθγουεϊτ, έχοντας τον νου του στη σύζυγό του. «Δε χρειαζόμουν
κανέναν να μου το πει, ήμουν κάπως στην τσίτα, γιατί ανησυχούσα με
τους… πονοκεφάλους και… κυρίως τους πονοκεφάλους. Αισθανόμουν
χάλια».
«Επισκέφτηκες τη Μάργκοτ έξι φορές μέσα σε διάστημα δύο
εβδομάδων», είπε ο Στράικ.
«Δεν ήμουν καλά, είχα πόνους στο στομάχι και διάφορα άλλα… θέλω
να πω, προφανώς με επηρέασε, ο θάνατος της Τζοάνα, κι ύστερα όλα
αυτά που έλεγαν οι άνθρωποι για μένα…»
«Αχ, καημενούλη μου, κακό που σε βρήκε», μουρμούρισε η Ντόνα.
«Βρε ξετσίπωτε ψεύτη. Εσύ ακούς γιατρό και σου κόβονται τα γόνατα.
Έξι φορές μέσα σε δύο εβδομάδες;»
«Ντόνα, σε παρακαλώ», είπε ο Ντάουθγουεϊτ ικετευτικά, «αισθανόμουν
τελείως χάλια! Κι από πάνω να έχω και τη ρημάδα την αστυνομία να
κάνει λες και της είχα γίνει κακό τσιμπούρι. Για λόγους υγείας πήγαινα!»
«Μήπως κάποια στιγμή τής έκανες δώρο κάτι…;» έκανε να ρωτήσει ο
Στράικ.
«…σοκολατάκια; Όχι!» είπε ο Ντάουθγουεϊτ, που ξαφνικά έδειχνε πολύ
ταραγμένος. «Αν της έστειλε κάποιος σοκολατάκια, τότε καλύτερα να
κοιτάξετε να βρείτε αυτόν. Πάντως, δεν ήμουν εγώ! Το είπα και στην
αστυνομία, δεν της έκανα ποτέ δώρα, δεν πήγαινα γι’ αυτό…»
«Υπάρχουν μάρτυρες που ισχυρίζονται πως έδειχνες ταραγμένος και
ενδεχομένως θυμωμένος, την τελευταία φορά που έφυγες από το ιατρείο
της δρα Μπάμπορο», είπε ο Στράικ. «Τι συνέβη στη διάρκεια εκείνης της
τελευταίας επίσκεψης;»
Εν τω μεταξύ, ο Ντάουθγουεϊτ ανέπνεε γρήγορα. Ξαφνικά, σχεδόν
επιθετικά, κοίταξε κατάματα τον Στράικ.
Έμπειρος στο να αναγνωρίζει τη γλώσσα του σώματος των υπόπτων
που λαχταρούν την εκτόνωση και την ανακούφιση της εξομολόγησης,
αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες, ο Στράικ ξαφνικά
συνειδητοποιούσε πως ο Ντάουθγουεϊτ ισορροπούσε στο χείλος μιας
σημαντικής αποκάλυψης. Θα έδινε σχεδόν τα πάντα για να μπορούσε να
απομακρύνει τον Ντάουθγουεϊτ εκείνη τη στιγμή, να τον οδηγήσει σε ένα
ήσυχο δωμάτιο ανάκρισης, όμως ακριβώς όπως το φοβόταν, την πολύτιμη
εκείνη στιγμή τη σάρωσε η Ντόνα.
«Σε έφτυσε η γιατρίνα, καλά δε λέω; Τι νόμισες, κακομοίρη μου… πως
ένας αποτυχημένος πλασιέ, ένα ανθρωπάκι σαν κι εσένα θα είχε κάποια
ελπίδα να ρίξει ολόκληρη γιατρό;»
«Δεν ψαχνόμουν να κάνω κάτι μαζί της!» ξέσπασε ο Ντάουθγουεϊτ και
στράφηκε απότομα προς τη γυναίκα του: «Για την υγεία μου είχα πάει,
δεν ήμουν καλά!»
«Σαν γάτος στα ζευγαρώματα κάνει», είπε η Ντόνα στη Ρόμπιν, «όλο
γυροφέρνει και μυρίζει τον ποδόγυρο. Τα πάντα είναι ικανός να κάνει για
να ξεδώσει, τα πάντα. Η φιλενάδα του πήγε κι αυτοκτόνησε, κι αυτός το
χρησιμοποιούσε για να πιάνει κουβέντα σε νοσοκόμες και γιατρίνες…»
«Ψέματα, ήμουν άρρωστος!»
«Εκείνη η τελευταία επίσκεψη…» επανέλαβε ο Στράικ.
«Δεν καταλαβαίνω τι λες, μία απλή επίσκεψη ήταν», είπε ο
Ντάουθγουεϊτ, αποφεύγοντας αυτή τη φορά να κοιτάξει τον Στράικ στο
πρόσωπο. «Η δρ Μπάμπορο απλώς μου είπε να μη ζορίζομαι».
«Ναι, μωρέ, σάμπως χρειαζόσουν να σου το πει γιατρός αυτό,
τεμπέλαρε», του πέταξε χολωμένη η Ντόνα.
«Μήπως», είπε ο Στράικ, «μιας και είστε φορτισμένη, κυρία Ντάιαμοντ,
να μιλούσα με τον Στιβ κάπου αλλού…»
«Α, όχι, σε γελάσανε!» είπε η Ντόνα. «Ξέχνα το! Θέλω να…»
Ξέσπασε σε δάκρυα, οι ώμοι της έπεσαν, έφερε τις παλάμες πάνω στο
πρόσωπό της.
«Θα τα ακούσω όλα, τώρα… μια τελευταία ευκαιρία…»
«Ντόνα…» είπε ο Ντάουθγουεϊτ παρακλητικά.
«Πάψε», είπε εκείνη κλαίγοντας με λυγμούς. «Άσε τα καλοπιάσματα».
«Μήπως», είπε ο Στράικ, ελπίζοντας να επανέλθει αργότερα σ’ εκείνη
την τελευταία επίσκεψη στη Μάργκοτ, «να βλέπαμε λίγο το άλλοθί σου
για το χρονικό διάστημα όταν εξαφανίστηκε η δρ Μπάμπορο;»
Η Ντόνα έκλαιγε με λυγμούς, πλέον τα δάκρυα και οι μύξες κυλούσαν
ασταμάτητα. Η Ρόμπιν πήρε μια χαρτοπετσέτα από τον δίσκο δίπλα στον
βραστήρα και της την έδωσε.
Μαραζωμένος από την ταραχή της συζύγου του, ο Ντάουθγουεϊτ
επέτρεψε στον Στράικ να στρέψει τη συζήτηση στο ισχνό του άλλοθι για
το επίμαχο βράδυ, επιμένοντας στον ισχυρισμό του πως βρισκόταν σε μια
καφετέρια, απαρατήρητος, αναζητώντας στις αγγελίες διαμερίσματα προς
ενοικίαση.
«Ήθελα να φύγω μακριά απ’ όλα εκείνα τα κουτσομπολιά για την
Τζοάνα. Να ξεφύγω ήθελα, τίποτε άλλο».
«Επομένως, εκείνη η επιθυμία για αλλαγή κατοικίας δεν προκλήθηκε
από κάτι που συνέβη με τη δρα Μπάμπορο, στη διάρκεια της τελευταίας
επίσκεψης;» ρώτησε ο Στράικ.
«Όχι», είπε ο Ντάουθγουεϊτ, που εξακολουθούσε να μην κοιτάζει τον
Στράικ. «Πώς θα μπορούσε άλλωστε;»
«Τι έγινε, τα παράτησες;» ρώτησε η Ντόνα πίσω από τη βρεγμένη
χαρτοπετσέτα με την οποία σκούπιζε τα μάτια της. «Κατάλαβες πως είχες
καταντήσει γελοίος. Όπως και με εκείνη την κοπελιά από το Λιντς, καλά
δε λέω, Στιβ;»
«Αμάν, ρε Ντόνα, τι λες…»
«Ξεχνάει», είπε η Ντόνα απευθυνόμενη στη Ρόμπιν, «πως δεν είναι πια
εκείνο το κοκοράκι που ήταν στα νιάτα του. Ξιπάζεται το φ-φαλακρό
κάθαρμα», είπε κλαίγοντας με λυγμούς.
«Ντόνα…»
«Οπότε μετακόμισες στο Γουάλθαμ Φόρεστ…» είπε ο Στράικ για να
τον επαναφέρει στο θέμα.
«Ναι. Από τη μια η αστυνομία. Από την άλλη οι δημοσιογράφοι. Ένας
εφιάλτης ήταν», είπε ο Ντάουθγουεϊτ. «Για να πω την αλήθεια, κάποια
στιγμή σκέφτηκα να δώσω ένα τέλος…»
«Κρίμα που δεν το έκανες», είπε με λύσσα η Ντόνα. «Να μας γλίτωνες
όλους από ένα σωρό μπελάδες, μια ζωή σπαταλημένη…»
Επιλέγοντας να καμωθεί πως δεν είχε ακούσει το σχόλιο αυτό και
προσπερνώντας το αγανακτισμένο ύφος του Ντάουθγουεϊτ, ο Στράικ
ρώτησε:
«Τι σε ώθησε να πας στο Κλάκτον; Είχες συγγενείς εκεί;»
««Δεν έχω συγγενείς, μεγάλωσα με θετούς…»
«Η ζωή του όλη ένα δράμα», είπε η Ντόνα.
«Γιατί, αλήθεια δεν είναι;» είπε ο Ντάουθγουεϊτ, αντιδρώντας με ατόφια
οργή για πρώτη φορά. «Δεν επιτρέπεται, δηλαδή, να λέω την αλήθεια για
το πώς μεγάλωσα, ρε γαμώτο; Σκέφτηκα να πάω να δουλέψω στο
παραθεριστικό κέντρο, γιατί τα κουτσοκαταφέρνω στο τραγούδι και μου
φαινόταν ευχάριστος τρόπος να βγάζω το ψωμί μου…»
«Ευχάριστος», είπε η Ντόνα, «ε, βέβαια, εφόσον εσύ τα περνάς καλά,
Στιβ…»
«… να γλιτώσω από τους ανθρώπους που μου φέρονταν λες κι είχα
σκοτώσει άνθρωπο…»
«Αλλά η γκαντεμιά, εκεί, να μη σ’ αφήνει σ’ ησυχία!» είπε η Ντόνα.
«Πάει άλλη μια κοπέλα στην πισίνα…»
«Το ξέρεις πολύ καλά πως δεν είχα καμία σχέση με τον πνιγμό της
Τζούλι!»
«Από πού να το ξέρω, δηλαδή;» είπε η Ντόνα. «Δεν ήμουν εκεί! Ούτε
που είχαμε γνωριστεί ακόμη!»
«Αφού σου έδειξα το ρεπορτάζ στην εφημερίδα!» διαμαρτυρήθηκε ο
Ντάουθγουεϊτ. «Σου το έδειξα, Ντόνα, έλα τώρα!» Στράφηκε στον
Στράικ. «Είχαμε μαζευτεί μια παρέα στο σαλέ που μέναμε και πίναμε.
Εγώ με κάτι φιλαράκια παίζαμε πόκερ. Η Τζούλι ήταν κουρασμένη.
Έφυγε πριν τελειώσουμε το παιχνίδι, γύρισε με τα πόδια στο σαλέ της.
Όπως περνούσε γύρω από την πισίνα, γλίστρησε στο σκοτάδι, κοπάνησε
το κεφάλι της και…»
Για πρώτη φορά ο Ντάουθγουεϊτ έδειξε να ταράζεται πραγματικά.
«….πνίγηκε. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Ποτέ. Βγήκα έξω τρέχοντας, με τα
σώβρακα, το επόμενο πρωί, όταν άκουσα τις φωνές. Είδα το πτώμα της
την ώρα που την έβγαζαν από την πισίνα. Δεν ξεχνιούνται τέτοιες εικόνες.
Κοπελίτσα ήταν. Είκοσι δύο χρονών, κάπου εκεί γύρω. Ήρθαν οι γονείς
της και… ήταν φρικτό. Φρικτό. Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί… να φύγει
άνθρωπος με τέτοιον τρόπο. Να γλιστρήσει, να χτυπήσει…
»Τέλος πάντων, ναι… τότε ήταν που έκανα τα χαρτιά μου για μια θέση
που είχε ανοίξει στις εγκαταστάσεις της Μπάτλιν, εδώ παραπάνω. Κι εκεί
γνώρισα την Ντόνα», είπε ρίχνοντας μαγκωμένος μια ματιά στη σύζυγό
του.
«Επομένως, το ότι έφυγες από το Κλάκτον και άλλαξες ξανά το επίθετό
σου δεν είχε καμία σχέση με το ότι εμφανίστηκε ένας άντρας ονόματι
Όουκντεν, που σου έκανε ερωτήσεις σχετικά με τη Μάργκοτ
Μπάμπορο;» ρώτησε ο Στράικ.
Η Ντόνα τίναξε απότομα το κεφάλι της προς τα πάνω.
«Θεέ μου», είπε, «δηλαδή ακόμη και η ιστορία με την Τζούλι ψέμα
είναι;»
«Δεν είναι ψέμα!» αναφώνησε ο Ντάουθγουεϊτ. «Σου είπα πως η Τζούλι
κι εγώ καβγαδίσαμε λίγες μέρες προτού πεθάνει, σου το είπα αυτό, γιατί
ύστερα αισθανόμουν φοβερές τύψεις! Εκείνος ο άντρας… πώς είπες πως
τον έλεγαν; Όουκντεν; Ναι, κάποια στιγμή πέρασε από εκεί, είπε πως
έγραφε ένα βιβλίο για την εξαφάνιση της δρα Μπάμπορο. Έπιασε όλους
τους συναδέλφους στη δουλειά, τους έλεγε διάφορα για μένα, τάχα μου
πως ήμουν ύποπτος κι είχα αλλάξει επίθετο, με έκανε να μοιάζω φοβερά
ύποπτος. Κι η Τζούλι είχε θυμώσει πολύ μαζί μου, γιατί δεν της το είχα
πει…»
«Κι όπως φάνηκε, το έμαθες καλά εκείνο το μάθημα, έτσι δεν είναι,
Στιβ;» είπε η Ντόνα. «Να το βάζεις στα πόδια και να κρύβεσαι, αυτό
ξέρεις μονάχα, κι όταν βγαίνουν όλα στα φόρα, φεύγεις με την ουρά στα
σκέλια, να βρεις καμιά άλλη γυναίκα να της κλαφτείς, μέχρι να σε πάρει
κι αυτή χαμπάρι και τότε…»
«Κύριε Ντάουθγουεϊτ», είπε ο Στράικ διακόπτοντας την Ντόνα, «θα
ήθελα να σας ευχαριστήσω για τον χρόνο που μας διαθέσατε. Κατανοώ
πως ήταν ένα σοκ η αναμόχλευση όλης αυτής της ιστορίας».
Η Ρόμπιν γύρισε και κοίταξε τον Στράικ εμβρόντητη. Δεν ήταν δυνατόν
να τερματίζει τη συνάντηση εδώ, σωστά; Το ζεύγος Ντάουθγουεϊτ (ή
Ντάιαμοντ, όπως θεωρούσαν οι ίδιοι) φάνηκε εξίσου κατάπληκτο. Ο
Στράικ πήρε μια δεύτερη κάρτα από την τσέπη του και την έτεινε στον
Ντάουθγουεϊτ.
«Αν θυμηθείτε κάτι άλλο», είπε ο ντετέκτιβ, «ξέρετε πού να με βρείτε.
Ποτέ δεν είναι αργά».
Το τατουάζ με την κλεψύδρα σάλεψε στον πήχη του Ντάουθγουεϊτ,
όπως άπλωνε το χέρι για να πάρει την κάρτα.
«Σε ποιους άλλους έχετε μιλήσει;» ρώτησε ο Ντάουθγουεϊτ τον Στράικ.
Τώρα που το μαρτύριό του είχε λήξει, έδειχνε παράξενα απρόθυμος να
δεχτεί το τέλος. Ίσως, σκέφτηκε η Ρόμπιν, να φοβόταν να μείνει μόνος με
τη σύζυγό του.
«Με τον σύζυγο και την οικογένεια της Μάργκοτ», είπε ο Στράικ
παρατηρώντας τις αντιδράσεις του Ντάουθγουεϊτ. «Με όσους
συναδέλφους της ζουν ακόμη… με τον δρα Γκάπτα. Με μία από τις
ρεσεψιονίστ, την Αϊρίν Χίκσον. Με τη Τζάνις Μπίτι, τη νοσο…»
«Τι καλά», πετάχτηκε η Ντόνα, «η νοσοκόμα παραμένει διαθέσιμη,
Στιβ…»
«…με έναν πρώην σύντροφο της Μάργκοτ, με την καλύτερή της φίλη,
καθώς και μερικά ακόμη άτομα».
Ο Ντάουθγουεϊτ, που είχε αναψοκοκκινίσει με την παρέμβαση της
συζύγου του, είπε:
«Με τον Ντένις Κριντ, όχι;»
«Όχι ακόμη», είπε ο Στράικ. «Λοιπόν», συμπλήρωσε κοιτάζοντας τους
δύο συζύγους, «και πάλι ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Να πηγαίνουμε».
Η Ρόμπιν σηκώθηκε όρθια.
«Λυπάμαι», είπε χαμηλόφωνα στην Ντόνα. «Ελπίζω να περάσει
γρήγορα η αδιαθεσία».
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε η Ντόνα.
Καθώς ο Στράικ και Ρόμπιν έφταναν στο κεφαλόσκαλο, άκουσαν να
ξεσπούν και πάλι φωνές πίσω από την πόρτα του δωματίου.
«Ντόνα, καρδούλα μου…»
«Μην τολμήσεις να με ξαναπείς έτσι, γαμημένο καθοίκι!»
«Ήταν ανώφελο να επιμείνουμε», σχολίασε χαμηλόφωνα ο Στράικ,
καθώς κατέβαινε τα απότομα σκαλοπάτια με την καρό μοκέτα, με
κινήσεις αργές, σαν εκείνη την παχύσαρκη ηλικιωμένη γυναίκα νωρίτερα.
«Δεν πρόκειται να το πει, όσο είναι αυτή μπροστά».
«Να πει ποιο πράγμα;»
«Αυτό ακριβώς», είπε ο Στράικ, ενώ οι φωνές των Ντάουθγουεϊτ
αντηχούσαν στη σκάλα, «είναι το ερώτημα, σωστά;»
1 Το επίθετο φέρνει στη λέξη todger, που στη βρετανική αργκό σημαίνει «πέος». (Σ.τ.Μ.)
65
Σαν το καράβι, που μέσα στον απέραντο ωκεανό
χαράζει την πορεία του σε σίγουρη κατεύθυνση,
κι έρχεται αντιμέτωπο με κόντρα ανέμους και παλίρροιες,
και με αυτά η φτερωτή ορμή του αμολιέται κι αναμετριέται,
κι αυτό το ίδιο σε θυελλώδη ξεσπάσματα χορεύει,
κι όμως βρίσκοντας απάγκια πολλά και όρμους άλλους τόσους,
πάλι κινάει, δίχως να χάσει την πυξίδα του:
έτσι κι εγώ, σε τούτο το μακρύ ταξίδι,
που στην πορεία μου επέμεινα και δεν ξεμάκρυνα ποτέ.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Το επόμενο βράδυ ο Στράικ και η Ρόμπιν κάθισαν μαζί στην ίδια πλευρά
του γραφείου των συνεταίρων. Ήταν μόνοι τους στο γραφείο για πρώτη
φορά από εκείνη τη νύχτα που ο Στράικ της είχε μαυρίσει και τα δύο
μάτια. Αυτή τη φορά τα φώτα ήταν αναμμένα, δεν κρατούσαν ποτήρια με
ουίσκι, αλλά και οι δυο τους είχαν απόλυτη συναίσθηση του τι είχε
συμβεί την προηγούμενη φορά, οπότε αισθάνονταν μια κάποια αμηχανία,
η οποία εκδηλώθηκε, στην περίπτωση του Στράικ, με έναν ελαφρώς
ζωηρότερο τόνο, την ώρα που ρύθμιζαν την οθόνη του υπολογιστή, ώστε
να βλέπουν καλά και οι δύο και, στην περίπτωση της Ρόμπιν, με το να
επικεντρωθεί σε όλες εκείνες τις ερωτήσεις που ήθελε να κάνει στην
Γκλόρια.
Στις έξι ακριβώς –δηλαδή στις επτά, στη χώρα όπου βρισκόταν η
Γκλόρια– ο Στράικ κάλεσε το τηλέφωνό της και, ύστερα από μια στιγμή
αγωνίας, άκουσαν τη γραμμή να χτυπά, οπότε μια γυναίκα εμφανίστηκε
στην οθόνη με κάπως νευρική όψη, σε έναν χώρο που έμοιαζε με
γραφείο, γεμάτο βιβλία. Στον τοίχο πίσω της κρεμόταν μια μεγάλη
κορνιζαρισμένη φωτογραφία της οικογένειας: η ίδια η Γκλόρια, ένας
καθωσπρέπει σύζυγος και τρία ενήλικα παιδιά, όλα ντυμένα με λευκά
πουκάμισα, όλα τους αξιοσημείωτα γοητευτικά.
Απ’ όλα τα άτομα με τα οποία είχαν συναντηθεί και μιλήσει σχετικά με
τη Μάργκοτ Μπάμπορο, η Ρόμπιν είχε την αίσθηση πως η Γκλόρια Κόντι
θύμιζε περισσότερο τον νεότερο εαυτό της, παρότι δεν είχε καταβάλει
καμία προφανή προσπάθεια να απαλείψει τα σημάδια του χρόνου. Τα
μαλλιά της, που ήταν ολόλευκα, ήταν κουρεμένα κοντά, σε κολακευτικό
καρέ. Παρότι υπήρχαν λεπτές ρυτίδες στο μέτωπο και γύρω από τα μάτια
της, η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της έμοιαζε να μην είχε εκτεθεί ποτέ σε
υπερβολικές δόσεις ήλιου. Ήταν λεπτή, με ψηλά ζυγωματικά, έτσι που η
όλη εικόνα του προσώπου της παρέμενε σε μεγάλο βαθμό ίδια με όταν
ήταν νεότερη, ενώ η σκούρα μπλε μπλούζα με τη λαιμόκοψη, τα μικρά
χρυσά σκουλαρίκια και τα γυαλιά με τον τετραγωνισμένο σκελετό
συνέθεταν μια κομψή και απέριττη εικόνα. Η Ρόμπιν σκέφτηκε πως η
Γκλόρια περισσότερο έφερνε στην εικόνα που είχε στο μυαλό της για το
πώς θα έμοιαζε μια καθηγήτρια κολεγίου, παρά η γόνος μιας οικογένειας
κακοποιών, όμως ίσως να την επηρέαζαν τα βιβλία που ήταν
αραδιασμένα στα ράφια πίσω της.
«Καλησπέρα», είπε η Γκλόρια νευρικά.
«Καλησπέρα», απάντησαν ταυτόχρονα ο Στράικ και η Ρόμπιν.
«Καλοσύνη σας που δεχτήκατε να μας μιλήσετε, κυρία Ζομπέρ», είπε ο
Στράικ. «Σας ευχαριστούμε».
«Ω, παρακαλώ», είπε εκείνη ευγενικά.
Η Ρόμπιν δεν είχε φανταστεί πως θα άκουγε μια ξενική προφορά,
βασισμένη στις περιγραφές της Αϊρίν Χίκσον για μια κοπέλα γεννημένη
σε δύσκολο περιβάλλον, όμως φυσικά, όπως και ο Πολ Σάτσγουελ, η
Γκλόρια πλέον είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο
εξωτερικό παρά στη χώρα όπου είχε γεννηθεί.
«Ελπίζαμε να καταφέρουμε να σας μιλήσουμε εδώ και καιρό», είπε η
Ρόμπιν.
«Ναι, λυπάμαι πολύ γι’ αυτό», είπε η Γκλόρια. «Βλέπετε, ο σύζυγός
μου, ο Ουγκό, δε μου είχε πει για τα μηνύματά σας. Εντόπισα το
τελευταίο σας μήνυμα τυχαία, στον φάκελο των αχρήστων. Έτσι
συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσατε να επικοινωνήσετε μαζί μου. Ο
Ουγκό… τέλος πάντων, θεωρούσε πως έκανε το σωστό».
Η Ρόμπιν θυμήθηκε εκείνη τη φορά που ο Μάθιου είχε διαγράψει ένα
φωνητικό μήνυμα του Στράικ από το κινητό της, θέλοντας να την
εμποδίσει να εργαστεί και πάλι στο γραφείο. Της έκανε εντύπωση που η
Γκλόρια δε φαινόταν να ψέγει τον σύζυγό της για εκείνη την παρέμβαση.
Ενδεχομένως, η Γκλόρια να διάβασε τη σκέψη της, καθώς είπε:
«Ο Ουγκό υπέθεσε πως δε θα ήθελα να μιλήσω σε αγνώστους για τα
όσα συνέβησαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως, στην πραγματικότητα,
είστε οι μόνοι άνθρωποι στους οποίους θα ήθελα να μιλήσω, γιατί
προσπαθείτε να ανακαλύψετε τι πραγματικά συνέβη και, αν τα
καταφέρετε, θα είναι… δεν ξέρω, θα έφευγε ένα τεράστιο βάρος από
πάνω μου».
«Θα σας πείραζε να κρατήσω κάποιες σημειώσεις;» τη ρώτησε ο
Στράικ.
«Παρακαλώ, ελεύθερα», είπε ευγενικά η Γκλόρια.
Καθώς ο Στράικ άνοιγε το στιλό του, η Γκλόρια έγειρε για λίγο στο
πλάι, έπιασε ένα μεγάλο ποτήρι με κρασί, ήπιε μια γουλιά, φάνηκε να
στυλώνεται κάπως και είπε κάπως γρήγορα:
«Σας παρακαλώ, αν δεν έχετε αντίρρηση, θα μπορούσα πρώτα να σας
εξηγήσω ορισμένα πράγματα; Από χτες το σκέφτηκα πολύ και νομίζω
πως αν σας αφηγηθώ την ιστορία μου, θα σας γλιτώσω πολύ χρόνο. Είναι
το κλειδί προκειμένου να κατανοήσετε τη σχέση μου με τη Μάργκοτ και
το γιατί φέρθηκα… έτσι όπως φέρθηκα».
«Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο», είπε ο Στράικ, έτοιμος να γράψει.
«Παρακαλώ, σας ακούμε».
Η Γκλόρια ήπιε μια ακόμη γουλιά κρασί, ακούμπησε το ποτήρι της
εκτός πλάνου, πήρε βαθιά ανάσα και είπε:
«Και οι δύο γονείς μου έχασαν τη ζωή τους σε φωτιά που ξέσπασε στο
σπίτι μας, όταν ήμουν πέντε χρονών».
«Τι τραγικό», είπε η Ρόμπιν αιφνιδιασμένη. Στα αρχεία της απογραφής
του 1961 καταγραφόταν μια πλήρης οικογένεια τεσσάρων μελών.
«Λυπάμαι ειλικρινά».
Ο Στράικ περιορίστηκε σε ένα συλλυπητήριο μουρμουρητό.
«Σας ευχαριστώ», είπε η Γκλόρια. «Αυτό σας το αναφέρω απλώς για να
εξηγήσω… βλέπετε, ο λόγος που επέζησα ήταν επειδή ο πατέρας μου με
έριξε από το παράθυρο, σε μια κουβέρτα που κρατούσαν οι γείτονες. Η
μητέρα κι ο πατέρας μου δεν πήδηξαν, γιατί προσπαθούσαν να φτάσουν
στον μεγαλύτερο αδελφό μου, που είχε παγιδευτεί. Και οι τρεις τους
πέθαναν, οπότε με μεγάλωσαν οι γονείς της μητέρας μου. Ήταν
αξιολάτρευτοι άνθρωποι. Θα θυσίαζαν τα πάντα για μένα, κι αυτό κάνει
ακόμη χειρότερο αυτό που πρόκειται να πω…
»Ήμουν πολύ ντροπαλή κοπέλα. Πραγματικά ζήλευα τις κοπέλες στο
σχολείο που είχαν γονείς οι οποίοι ήταν, καταλαβαίνετε, μοντέρνοι. Η
καημένη η γιαγιάκα μου, πραγματικά δεν έπιανε τον σφυγμό της
δεκαετίας του ’60 και του ’70», είπε η Γκλόρια με ένα θλιμμένο
χαμόγελο. «Τα ρούχα μου ήταν πάντοτε κάπως παλιομοδίτικα. Ούτε
λόγος για μίνι φούστες ή μακιγιάζ, καταλαβαίνετε…
»Οπότε αντέδρασα αναπτύσσοντας μια ιδιαίτερα σύνθετη, φανταστική
ζωή. Το ξέρω πως οι περισσότεροι έφηβοι έχουν μια δόση
φαντασιοπληξίας, όμως εγώ ήμουν… ακραία περίπτωση. Η κατάσταση
άρχισε να ξεφεύγει στα δεκαέξι μου, όταν πήγα να δω την ταινία Ο
Νονός…
»Ακούγεται γελοίο», είπε η Γκλόρια στεναχωρημένη, «όμως είναι η
αλήθεια. Κατά κάποιον τρόπο… προσκολλήθηκα σ’ εκείνη την ταινία.
Ανέπτυξα μια εμμονή με αυτή. Ούτε και ξέρω πόσες φορές την είδα·
τουλάχιστον είκοσι, με έναν πρόχειρο λογαριασμό. Ήμουν μια Αγγλίδα
μαθήτρια, ζούσα στο Ίσλινγκτον της δεκαετίας του ’70, όμως αυτή που
ήθελα να είμαι πραγματικά ήταν η Απολλωνία από τη Σικελία της
δεκαετίας του ’40, να γνωρίσω έναν γοητευτικό Αμερικανό μαφιόζο, να
μη σκοτωθώ μέσα σε παγιδευμένο αυτοκίνητο, αλλά να ακολουθήσω τον
Μάικλ Κορλεόνε στη Νέα Υόρκη, να είμαι πανέμορφη και εντυπωσιακή,
ενώ ο σύζυγός μου θα έκανε διάφορα εντυπωσιακά εγκληματικά
πράγματα, υπαγορευμένα, προφανώς, από έναν αυστηρό ηθικό κώδικα».
Τόσο ο Στράικ όσο και η Ρόμπιν γέλασαν, όμως η Γκλόρια δε
χαμογέλασε. Αντίθετα, έδειχνε να λυπάται και να ντρέπεται.
«Για κάποιο λόγο νόμιζα πως όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβούν»,
συνέχισε, «επειδή είχα ιταλικό επίθετο. Ποτέ μου δε με είχε απασχολήσει
αυτό, πριν από τον Νονό. Οπότε, εντελώς ξαφνικά, ζήτησα από τους
παππούδες μου να με πάνε στην ιταλική εκκλησία, στην οδό
Κλέρκενγουελ, για να εκκλησιαστώ, αντί για την εκκλησία που
πηγαίναμε κανονικά και, χρυσοί άνθρωποι όπως ήταν, με πήγαν. Μακάρι
να μην το είχαν κάνει. Μακάρι να μου είχαν πει να μην είμαι τόσο
εγωίστρια, γιατί η ενορία τούς στήριζε πολύ και αποτελούσε το επίκεντρο
της κοινωνικής τους ζωής.
»Εγώ, εν τω μεταξύ, μια ζωή αισθανόμουν ολότελα Αγγλίδα, όπως και
ήμουν άλλωστε από την πλευρά της μητέρας μου, όμως πλέον το είχα
βάλει σκοπό να μάθω ό,τι μπορούσα για την οικογένεια του πατέρα μου.
Ήλπιζα πως θα ανακάλυπτα ότι καταγόμουν από μαφιόζους. Έτσι, θα
μπορούσα να πιέσω τους παππούδες μου να μου δώσουν χρήματα ώστε
να πάω να τους γνωρίσω στη Σικελία, κι ίσως να παντρευτώ κάποιο
μακρινό ξάδελφο. Όμως το μόνο που κατάφερα να ανακαλύψω ήταν πως
ο Ιταλός παππούς μου είχε έρθει μετανάστης στο Λονδίνο για να εργαστεί
σε ένα καφεκοπτείο. Γνώριζα ήδη πως ο πατέρας μου εργαζόταν στις
αστικές συγκοινωνίες της πρωτεύουσας. Όλα όσα κατάφερα να μάθω,
ανατρέχοντας όσο περισσότερο μπορούσα στο παρελθόν, ήταν απολύτως
έντιμα και νόμιμα. Με δυο λόγια, μια βαθιά απογοήτευση», είπε η
Γκλόρια αναστενάζοντας.
«Τότε, μια Κυριακή, στον ναό του Αγίου Πέτρου, κάποιος μου έδειξε
έναν άντρα ονόματι Νικολό Ρίτσι, που καθόταν στο βάθος της ιταλικής
εκκλησίας. Είπε πως ήταν ένας από τους τελευταίους γκάνγκστερ της
Μικρής Ιταλίας».
Η Γκλόρια έκανε μια παύση για να πιει μια ακόμη γουλιά κρασί,
ακούμπησε και πάλι το ποτήρι της εκτός πλάνου κι ύστερα είπε:
«Τέλος πάντων… ο Ρίτσι είχε γιους».
Για πρώτη φορά ο Στράικ ακούμπησε τη μύτη του στιλό του πάνω στο
χαρτί.
«Η αλήθεια είναι πως ο Λούκα Ρίτσι δεν έφερνε και τόσο στον Αλ
Πατσίνο», σχολίασε ξερά η Γκλόρια, «εγώ όμως κατάφερα να
ανακαλύψω κάποια ομοιότητα. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από
μένα, κι όλοι όσοι ρώτησα είπαν πως ήταν σκάρτος, δηλαδή αυτό
ακριβώς που ήθελα να ακούσω. Όλα ξεκίνησαν με μερικά χαμόγελα,
όπως διασταυρωνόμαστε…
»Γύρω στους δύο μήνες πριν να δώσω τις απολυτήριες εξετάσεις μου,
βγήκαμε το πρώτο μας ραντεβού. Είπα στη γιαγιά και στον παππού μου
πως θα πήγαινα στο σπίτι μιας συμμαθήτριας, να μελετήσουμε μαζί.
Ήμουν πάντοτε τόσο καλό κορίτσι· ούτε που τους πέρασε από το μυαλό
πως μπορεί να έλεγα ψέματα.
»Ήθελα απεγνωσμένα να μου αρέσει ο Λούκα, γιατί αυτός ήταν το
εισιτήριο για να ζήσω τη φαντασίωσή μου. Είχε δικό του αμάξι, κι ήταν
οπωσδήποτε κακοποιό στοιχείο. Δε μου είπε κουβέντα όμως για
συσκέψεις κορυφής μεταξύ των αρχηγών των διάφορων οικογενειών…
κυρίως μιλούσε για το Fiat του, για ναρκωτικά και ξυλοδαρμούς.
»Έπειτα από μερικά ραντεβού ήταν φανερό πως ο Λούκα με είχε
συμπαθήσει πολύ, ή μάλλον… όχι», είπε η Γκλόρια αγέλαστη, «δεν είναι
αυτή η σωστή λέξη, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως με νοιαζόταν
πραγματικά. Εκείνος ήθελε απλώς να με καπαρώσει, να με κρατήσει δική
του. Κι εγώ ήμουν τόσο σαχλή, χαμένη στη φαντασίωσή μου, που όλα
αυτά τα έβρισκα πολύ συναρπαστικά, γιατί μου φαινόταν…
καταλαβαίνετε… γνήσια στάση μαφιόζου. Όμως ο Λούκα μου άρεσε
καλύτερα όταν δεν ήμουν μαζί του, όταν τον ταύτιζα στον νου μου με τον
Μάικλ Κορλεόνε, εκεί που ξάπλωνα στο κρεβάτι μου τη νύχτα.
»Σταμάτησα να διαβάζω. Η φανταστική ζωή μου με κατέκτησε
ολοκληρωτικά. Οι κοπελιές των γκάνγκστερ δεν είχαν ανάγκη από
απολυτήρια. Άλλωστε, το ίδιο έλεγε κι ο Λούκα. Απέτυχα παταγωδώς σε
όλα τα μαθήματα.
»Οι παππούδες μου απογοητεύτηκαν πολύ, αν και προσπάθησαν να μην
το δείξουν», είπε η Γκλόρια. Για πρώτη φορά η φωνή της ράγισε κάπως.
«Τότε… την επόμενη εβδομάδα, αν δεν κάνω λάθος… έμαθαν πως
γυρόφερνα με τον Λούκα. Ανησύχησαν και ταράχτηκαν φοβερά, όμως
πλέον ούτε που με ένοιαζε. Τους ανακοίνωσα πως δε σκόπευα να
σπουδάσω. Ήθελα να βγω στον κόσμο, να δουλέψω.
»Ο μόνος λόγος που υπέβαλα αίτηση για τη δουλειά στην κλινική ήταν
επειδή βρισκόταν στην καρδιά της Μικρής Ιταλίας, αν και, στην
πραγματικότητα, η Μικρή Ιταλία δεν υπήρχε πλέον. Ο πατέρας του
Λούκα ήταν ένα από τα τελευταία απομεινάρια της. Για μένα όμως όλα
αυτά αποτελούσαν μέρος της φαντασίωσής μου: ήμουν μια Κόντι, η θέση
μου ήταν εκεί, στον τόπο των προγόνων μου. Κι εκτός αυτού, μου ήταν
ευκολότερο να συναντώ τον Λούκα, μιας κι έμενε στη γειτονιά.
»Κανονικά, δεν έπρεπε να πάρω εκείνη τη δουλειά. Ήμουν πάρα πολύ
νέα και δεν είχα την παραμικρή εμπειρία. Η Μάργκοτ ήταν εκείνη που
είπε να με προσλάβουν».
Η Γκλόρια έκανε μια παύση, κι η Ρόμπιν ήταν σίγουρη πως είχε μόλις
προφέρει το όνομα της Μάργκοτ για πρώτη φορά από τότε. Παίρνοντας
μία ακόμη βαθιά ανάσα, συνέχισε:
«Οπότε, βρέθηκα εκεί πέρα, καθισμένη στη ρεσεψιόν με την Αϊρίν όλη
μέρα. Οι παππούδες μου δεν ήταν γραμμένοι στην κλινική, γιατί έμεναν
στο Ίσλινγκτον, οπότε είχα το περιθώριο να πω στην Αϊρίν ένα κάρο
ψέματα για το παρελθόν μου.
»Εν τω μεταξύ, είχα σκαρώσει ολόκληρο χαρακτήρα. Της είπα πως οι
Κόντι ήταν παλιά σιτσιλιάνικη οικογένεια, πως τάχα μου ο παππούς μου
κι ο πατέρας μου ήταν μέλη εγκληματικής φαμίλιας και δεν ξέρω τι άλλο.
Κάποιες φορές χρησιμοποιούσα σκόρπια στοιχεία, πράγματα που μου είχε
πει ο Λούκα για τους Ρίτσι. Άλλες φορές ξεπατίκωνα λεπτομέρειες
κατευθείαν από τον Νονό. Η ειρωνεία είναι», είπε η Γκλόρια στρέφοντας
ελαφρά τα μάτια της προς τα πάνω, «πως το μοναδικό αυθεντικά
εγκληματικό πράγμα που θα μπορούσα να της είχα πει, δεν της το είπα.
Κράτησα το στόμα μου κλειστό σε ό,τι είχε να κάνει με το αγόρι μου. Ο
Λούκα μου είχε ξεκαθαρίσει πως δεν έπρεπε να μιλάω ποτέ γι’ αυτόν και
τους δικούς του παραέξω, οπότε κι εγώ συμμορφώθηκα. Τον έβλεπα
σοβαρά.
»Θυμάμαι, λίγους μήνες αφότου έπιασα δουλειά, κυκλοφόρησε στη
γειτονιά η φήμη πως είχαν βρει ένα πτώμα θαμμένο στα τσιμέντα που
είχαν ρίξει οι μάστορες, σε ένα γιαπί εκεί παρακάτω. Καμώθηκα πως
ήξερα τα πάντα μέσω των επαφών μου στον υπόκοσμο. Είπα στην Αϊρίν
πως είχα μάθει από αξιόπιστη πηγή ότι το πτώμα ανήκε σε μέλος της
συμμορίας των Σαμπίνι. Ήμουν πραγματικά ελαφρόμυαλη», είπε η
Γκλόρια χαμηλόφωνα. «Ένα χαζό κοριτσόπουλο…
»Όμως είχα πάντοτε την αίσθηση πως η Μάργκοτ δεν έχαβε τα ψέματά
μου. Λίγο καιρό αφότου άρχισα να εργάζομαι εκεί, μου είπε πως είχε
“διακρίνει κάτι” σ’ εμένα, στη διάρκεια της συνέντευξης. Δε μου άρεσε
αυτό, αισθάνθηκα πως με αντιμετώπιζε υπεροπτικά. Ποτέ της δε μου
φερόταν έτσι όπως ήθελα να μου φέρονται, σαν μια ψημένη μαφιόζα που
έκρυβε σκοτεινά μυστικά, πάντοτε με αντιμετώπιζε σαν να ήμουν ένα
γλυκό κοριτσάκι. Ούτε κι η Αϊρίν χώνευε τη Μάργκοτ, οπότε τη θάβαμε
συνέχεια, εκεί που καθόμασταν στην υποδοχή. Η Μάργκοτ είχε μανία με
τη μόρφωση και το να εργάζεται η γυναίκα, οπότε γκρινιάζαμε και λέγαμε
πόσο υποκρίτρια ήταν, αφού είχε παντρευτεί έναν πάμπλουτο
πανεπιστημιακό γιατρό. Όταν ζεις ένα ψέμα, δεν υπάρχει τίποτε πιο
απειλητικό από το να έχεις γύρω σου ανθρώπους που λένε την αλήθεια…
»Λυπάμαι», είπε η Γκλόρια με ένα ανυπόμονο τίναγμα του κεφαλιού,
«όλα αυτά πιθανότατα σας ακούγονται τελείως άσχετα, όμως δεν είναι, αν
κάνετε λίγη υπομονή να με ακούσετε…»
«Δε βιαζόμαστε», είπε ο Στράικ.
«Τέλος πάντων… μια μέρα μετά τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου, ο
Λούκα κι εγώ μαλώσαμε. Ούτε που θυμάμαι πια τον λόγο, πάντως έφερε
την παλάμη του γύρω από τον λαιμό μου και με κόλλησε πάνω στον
τοίχο, σε σημείο που δεν μπορούσα να ανασάνω. Τρομοκρατήθηκα.
»Το τράβηξε το χέρι του, όμως είχε τρομερό βλέμμα. Είπε: “Εσύ φταις
για όλα”. Κι ύστερα: “Αρχίζεις κι ακούγεσαι σαν εκείνη τη γιατρίνα”.
»Βλέπετε, του είχα μιλήσει πολλές φορές για τη Μάργκοτ. Του είχα πει
πως ήταν εντελώς σπαστικιά, φορτική και ισχυρογνώμων. Διαρκώς
επαναλάμβανα πράγματα που είχε πει, για να τα απαξιώσω, για να πείσω
τον εαυτό μου πως δεν είχαν την παραμικρή ουσία.
»Μια φορά, στη διάρκεια μιας σύσκεψης του προσωπικού, παρέθεσε
μια φράση της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Της έπεσε το στιλό κάποια στιγμή
και βλαστήμησε, οπότε ο δρ Μπρένερ είπε: “Οι άνθρωποι με ρωτάνε
συνέχεια πώς είναι να συνεργάζεσαι με μια γιατρό κυρία, κι αν σταθώ
τυχερός και γνωρίσω κάποια, θα μπορέσω να τους απαντήσω”. Η
Ντόροθι γέλασε –σπάνια γελούσε– όμως η Μάργκοτ του έδωσε μεμιάς
πληρωμένη απάντηση: πλέον έχω αποστηθίσει τη φράση αυτή και στα
γαλλικά: “Ο άντρας περιγράφεται ως άνθρωπος και η γυναίκα ως θηλυκό
– κάθε φορά που συμπεριφέρεται ως άνθρωπος, λένε πως μιμείται το
αρσενικό”.
»Με την Αϊρίν πιάσαμε τα φτυάρια ύστερα. Αρχίσαμε να τη λέμε
φιγουρατζού, που πέταγε ατάκες κάποιας Γαλλίδας, όμως κάτι τέτοιες
στιγμές σκάλωναν στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να τις διαγράψω.
Νόμιζα πως ήθελα να είμαι μια νοικοκυρά σε μαφιόζικη οικογένεια της
δεκαετίας του ’50, όμως ήταν φορές που η Μάργκοτ αποδεικνυόταν
πραγματικά αστεία, την έβλεπα που δεν υποχωρούσε ποτέ στις μπηχτές
του Μπρένερ, και μου ήταν αδύνατο να μην τη θαυμάζω γι’ αυτό…»
Η Γκλόρια ήπιε ακόμη μια γουλιά κρασί.
«Τέλος πάντων, το βράδυ που ο Λούκα κόντεψε να με καρυδώσει,
γύρισα σπίτι κι έμεινα ξάγρυπνη ως αργά, κλαίγοντας. Το επόμενο πρωί
φόρεσα ένα ζιβάγκο για να πάω στη δουλειά, ώστε να κρύψω τις
μελανιές, και στις πέντε το απόγευμα, με το που έφυγα από την κλινική,
τράβηξα γραμμή σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο εκεί παρακάτω,
τηλεφώνησα στον Λούκα και το έληξα. Του είπα πως με τρόμαζε και πως
δεν ήθελα να τον ξαναδώ.
»Εκείνος δεν αντέδρασε. Απόρησα, αλλά ανακουφίστηκα πολύ… επί
τρεις με τέσσερις μέρες νόμιζα πως είχα ξεμπερδέψει κι αισθανόμουν
θαυμάσια. Ήταν σαν να είχα ξυπνήσει από λήθαργο ή σαν να έβγαινα
στην επιφάνεια να πάρω ανάσα. Εξακολουθούσα να θέλω να είμαι η
κοπέλα ενός μαφιόζου, όμως η φανταστική εκδοχή μού έφτανε. Η επαφή
με την πραγματικότητα μου είχε πέσει κάπως βαριά.
»Όμως εκεί που τελείωνε το χριστουγεννιάτικο πάρτι στην κλινική,
εμφανίστηκε ο Λούκα μαζί με τον πατέρα του κι έναν ξάδελφό του.
»Τους είδα και τρομοκρατήθηκα. Ο Λούκα γύρισε και μου είπε: “Ο
πατέρας μου ήθελε απλώς να γνωρίσει την κοπέλα μου”. Και, δεν ξέρω
γιατί, μάλλον επειδή δεν ήθελα να κάνει σκηνή εκεί πέρα, είπα απλώς:
“Α, εντάξει”. Οπότε, πήρα αμέσως το παλτό μου και έφυγα με τους τρεις
τους, πριν προλάβει να τους μιλήσει κανείς.
»Με συνόδεψαν μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Στον δρόμο, ο Νίκο
είπε: “Είσαι καλή κοπέλα. Ο Λούκα ταράχτηκε πολύ με αυτά που του
είπες στο τηλέφωνο. Σου έχει μεγάλη αδυναμία, ξέρεις. Δε φαντάζομαι να
θες να τον στεναχωρήσεις, ε;” Έπειτα, μαζί με τον ξάδελφο του Λούκα
έφυγαν. Ο Λούκα είπε: “Δεν τα εννοούσες αυτά που είπες, σωστά;” Κι
εγώ… φοβόμουν πολύ. Πήγε κι έφερε τον πατέρα και τον ξάδελφό του…
Έλεγα πως θα έβρισκα τρόπο να το λήξω αργότερα. Για την ώρα, έπρεπε
απλώς να τον έχω ευχαριστημένο. Οπότε, είπα: “Όχι, δεν τα εννοούσα. Κι
εσύ όμως δε θα ξανακάνεις τέτοιο πράγμα, ναι;” Κι αυτός είπε: “Γιατί, τι
έκανα;” Λες και δεν είχε πιέσει το λαρύγγι μου, σε σημείο που δεν
μπορούσα να ανασάνω. Λες και τα είχα φανταστεί όλα αυτά.
»Οπότε, συνεχίσαμε να βλεπόμαστε», είπε η Γκλόρια. «Ο Λούκα άρχισε
να συζητάει για γάμο. Εγώ έλεγα κάθε φορά πως αισθανόμουν πολύ
μικρή για κάτι τέτοιο. Κάθε φορά που πήγαινα να δώσω ένα τέλος, με
κατηγορούσε πως τον απατούσα, κι αυτό ήταν το χειρότερο έγκλημα, κι
ούτε υπήρχε τρόπος να αποδείξω το αντίθετο, πέρα από το να συνεχίσω
να βγαίνω μαζί του».
Τότε η Γκλόρια έστρεψε το βλέμμα της στο πλάι, σε κάποιο σημείο
εκτός πλάνου.
«Εν τω μεταξύ, πλαγιάζαμε μαζί. Δεν ήθελα να το κάνω. Δεν λέω πως
με έβαζε με το ζόρι κάτω… όχι ακριβώς», είπε η Γκλόρια, οπότε η Ρόμπιν
θυμήθηκε την Τζέμα, τη γραμματέα του Μούτρου, «αλλά το να τον έχω
ευχαριστημένο ήταν ο μόνος τρόπος για να αποφεύγω τα χειρότερα.
Αλλιώς, έπεφτε σφαλιάρα, στην καλύτερη περίπτωση. Μια φορά μάλιστα
πέταξε μια σπόντα, πως θα έκανε κακό στη γιαγιά μου, αν δεν καθόμουν
φρόνιμα. Εξαγριώθηκα, όμως εκείνος άρχισε να γελάει και να λέει πως
προφανώς έκανε πλάκα, όμως ήθελε να μου βάλει την υποψία στο μυαλό
και τα κατάφερε.
»Εκτός των άλλων, δεν πίστευε στην αντισύλληψη. Υποτίθεται πως
φυλαγόμασταν με το… ξέρετε, με το τράβηγμα», είπε η Γκλόρια κι
άπλωσε ξανά το χέρι για να πιάσει το κρασί. «Όμως αυτός ήταν…
απρόσεκτος, ας πούμε, αλλά εγώ ήμουν σίγουρη πως ήθελε να με αφήσει
έγκυο, γιατί τότε θα με στρίμωχνε για τα καλά και θα αναγκαζόμουν να
τον παντρευτώ. Το πιθανότερο είναι πως οι παππούδες μου θα
συμφωνούσαν. Ήταν θρησκευόμενοι άνθρωποι.
»Οπότε, χωρίς να το πω στον Λούκα, πήγα στη Μάργκοτ για να μου
δώσει το χάπι. Εκείνη συμφώνησε ευχαρίστως, όμως δεν ήξερε καν πως
είχα σχέσεις, ποτέ δεν είχα αναφέρει κάτι…
»Έτσι, παρότι δεν τη συμπαθούσα πραγματικά», είπε η Γκλόρια, «της
είπα κάποια πράγματα. Ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσα να πάψω να
προσποιούμαι. Ήξερα πως δε θα μπορούσε να το πει παραέξω.
Προσπάθησε να με λογικέψει. Προσπάθησε να μου δώσει να καταλάβω
πως υπήρχαν διέξοδοι από αυτή την κατάσταση, πέρα από το να κάθομαι
στον Λούκα συνέχεια. Εγώ πάλι σκεφτόμουν πως γι’ αυτήν ήταν εύκολο
να τα λέει αυτά, επειδή είχε ένα σωρό χρήματα κι ένα μεγάλο, ασφαλές
σπίτι…
»Πάντως, μου πρόσφερε μια κάποια ελπίδα, νομίζω. Μια φορά, αφού με
είχε χτυπήσει ο Λούκα και μου είχε πει πως τα ζήταγε ο οργανισμός μου,
κι ότι θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων που κάποιος μου πρόσφερε μια
διέξοδο από το να ζω σε ένα σπίτι με δυο γέρους, απάντησα: “Υπάρχουν
κι άλλα μέρη στα οποία θα μπορούσα να πάω” και νομίζω πως αυτό τον
έκανε να ανησυχήσει πως κάποιος είχε προσφερθεί να με βοηθήσει να
ξεφύγω. Εν τω μεταξύ, είχα πάψει να ειρωνεύομαι τη Μάργκοτ, κι ο
Λούκα δεν ήταν βλάκας…
»Τότε ήταν που της έστειλε εκείνα τα απειλητικά σημειώματα.
Ανώνυμα, προφανώς… όμως εγώ ήξερα πως εκείνος τα είχε γράψει», είπε
η Γκλόρια. «Αναγνώρισα τον γραφικό του χαρακτήρα. Η Ντόροθι έλειψε
από τη δουλειά μια μέρα, γιατί ήταν να βγάλει τις αμυγδαλές ο γιος της,
έτσι η Αϊρίν είχε αναλάβει να τακτοποιήσει το ταχυδρομείο, οπότε
ξεδίπλωσε ένα από τα σημειώματα ακριβώς δίπλα μου. Πολύ είχε
ευχαριστηθεί με το περιεχόμενο, οπότε έπρεπε κι εγώ να καμωθώ πως το
έβρισκα αστείο, χωρίς να αναγνωρίζω τον γραφικό χαρακτήρα.
»Έπιασα τον Λούκα και του ζήτησα εξηγήσεις. Μου είπε να μη λέω
βλακείες, δήθεν πως δεν είχε γράψει εκείνος τα σημειώματα, όμως εγώ
ήξερα πως αυτός τα είχε στείλει…
»Τέλος πάντων, νομίζω πως ήταν ακριβώς μετά το δεύτερο σημείωμα,
όταν κατάλαβα πως εκείνο το πράγμα που έτρεμα μη συμβεί, είχε συμβεί.
Ήμουν έγκυος. Δεν είχα καταλάβει πως το χάπι δεν έπιανε, αν είχες θέμα
με το στομάχι σου, κι εγώ είχα περάσει μια ίωση έναν μήνα νωρίτερα.
Κατάλαβα πως είχα στριμωχτεί, ήταν πλέον πολύ αργά, θα αναγκαζόμουν
να παντρευτώ τον Λούκα. Οι Ρίτσι αυτό θα επιδίωκαν, κι οι παππούδες
μου δε θα ήθελαν να καταλήξω μια ανύπαντρη μητέρα.
»Τότε ήταν που το παραδέχτηκα στον εαυτό μου για πρώτη φορά», είπε
η Γκλόρια κοιτάζοντας κατευθείαν τον Στράικ και τη Ρόμπιν. «Μισούσα
πραγματικά τον Λούκα Ρίτσι».
«Γκλόρια», είπε η Ρόμπιν σιγανά, «συγγνώμη που διακόπτω, όμως θα
μπορούσα να ρωτήσω κάτι; Όταν έκανες εμετό, στο μπάρμπεκιου της
Μάργκοτ…»
«Το μάθατε κι αυτό, σωστά; Ναι, τότε ήταν που είχα την ίωση και με
χτύπησε στο στομάχι. Κάποιοι λέγανε πως ένα από τα παιδιά είχε ρίξει
αλκοόλ στον φρουτοχυμό, όμως δεν το νομίζω. Κανείς άλλος δεν είχε
θέμα, μόνο εγώ έκανα εμετό».
Με την άκρη του ματιού της η Ρόμπιν είδε τον Στράικ να γράφει κάτι
στο σημειωματάριό του.
«Πήγα να δω τη Μάργκοτ στην κλινική, για να βεβαιωθώ πως ήμουν
έγκυος», είπε η Γκλόρια. «Ήξερα ότι μπορούσα να της έχω εμπιστοσύνη.
Λύγισα ξανά στο ιατρείο της, πλάνταξα στο κλάμα, όταν το επιβεβαίωσε.
Κι ύστερα… τι να σας πω, μου φέρθηκε υπέροχα. Με έπιασε από το χέρι
και μου μίλησε για ώρα.
»Θεωρούσα την έκτρωση αμαρτία», είπε η Γκλόρια. «Έτσι ήμουν
μεγαλωμένη. Η Μάργκοτ, αντίθετα, δεν τη θεωρούσε αμαρτία. Μου
μίλησε για τη ζωή που κατά πάσα πιθανότητα θα περνούσα με τον Λούκα,
εφόσον γεννούσα το μωρό. Συζητήσαμε για την περίπτωση να το
κρατούσα μόνη μου, όμως ξέραμε και οι δύο πως ο Λούκα δε θα το ήθελε
αυτό, εφόσον γεννούσα το παιδί του, θα παρέμενε για πάντα στη ζωή μου.
Ήταν δύσκολο εκείνα τα χρόνια να είσαι μόνη σου με ένα παιδί. Έβλεπα
την Τζάνις, τη νοσοκόμα, πόσο παιδευόταν. Πάσχιζε συνέχεια να βρει
χρόνο για τον γιο της και τη δουλειά.
»Δεν το είπα στον Λούκα, προφανώς», είπε η Γκλόρια. «Ήξερα πως αν
ήταν να… να κάνω κάτι… έπρεπε να γίνει γρήγορα, προτού αρχίσει να
παρατηρεί αλλαγές στο σώμα μου, αλλά κυρίως προτού μπορέσει να το
νιώσει το μωρό ή…»
Ξαφνικά, η Γκλόρια έσκυψε το κεφάλι και κάλυψε το πρόσωπο με τις
παλάμες της.
«Λυπάμαι ειλικρινά», είπε η Ρόμπιν. «Πρέπει να ήταν μια απαίσια
κατάσταση για σένα…»
«Όχι… δηλαδή…» είπε η Γκλόρια ισιώνοντας την πλάτη της και
απομακρύνοντας από το πρόσωπο τα άσπρα της μαλλιά, έτσι που
φάνηκαν τα βουρκωμένα μάτια της. «Δεν έχει σημασία. Ο λόγος που σας
τα λέω όλα αυτά είναι για να καταλάβετε…
»Η Μάργκοτ μου έκλεισε το ραντεβού. Έδωσε στην κλινική το δικό της
όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας, κι αγόρασε περούκες και στις δυο
μας, γιατί αν την αναγνώριζε κανείς, υπήρχε περίπτωση να αναγνωρίσει
κι εμένα, λόγω της σχέσης μας. Κι ήρθε μαζί μου –Σάββατο ήταν– σ’
εκείνο το μέρος, στην οδό Μπράιντ. Δεν ξέχασα ποτέ το όνομα του
δρόμου, γιατί το να γίνω νύφη2 ήταν αυτό ακριβώς που δεν ήθελα να
συμβεί, κι ο λόγος που με είχε οδηγήσει εκεί.
»Η κλινική είχε καταχωρίσει το όνομα της Μάργκοτ ως τη γιατρό που
είχε γράψει το παραπεμπτικό και νομίζω πως κάπου έγινε ένα μπέρδεμα,
γιατί νόμιζαν πως “Μάργκοτ Μπάμπορο” έλεγαν τη γυναίκα που θα
έκανε την επέμβαση. Η Μάργκοτ είπε: “Δεν έχει σημασία, δεν πρόκειται
να το μάθει κανείς, όλα αυτά τα αρχεία προστατεύονται από το ιατρικό
απόρρητο”. Κι είπε επίσης, κι αυτό βόλευε κατά κάποιον τρόπο, πως αν
χρειαζόταν κάτι περαιτέρω, μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί της κι
αυτή θα το κανόνιζε.
»Με κρατούσε από το χέρι, όπως πηγαίναμε εκεί, κι ήταν στο πλευρό
μου όταν συνήλθα από τη νάρκωση», είπε η Γκλόρια, κι αυτή τη φορά
κύλησαν δάκρυα από τα σκούρα μάτια της, οπότε έσπευσε να τα
σκουπίσει. «Όταν ήμουν έτοιμη να γυρίσω στο σπίτι, με πήγε με ταξί
μέχρι το τέρμα του δρόμου όπου έμεναν οι παππούδες μου. Μου εξήγησε
τι έπρεπε να κάνω μετά, πώς να φροντίσω τον εαυτό μου…
»Εγώ δεν ήμουν σαν τη Μάργκοτ», είπε η Γκλόρια με φωνή που
έσπαγε. «Δεν πίστευα πως ήταν σωστό αυτό που είχα κάνει. Δεκατέσσερις
Σεπτεμβρίου: δε νομίζω πως έχει έρθει αυτή η μέρα έστω μία φορά από
τότε, που να μη θυμήθηκα, να μη σκέφτηκα εκείνο το μωρό.
»Όταν επέστρεψα στη δουλειά, ύστερα από ένα διήμερο ρεπό, με πήρε
στο γραφείο της και με ρώτησε πώς αισθανόμουν, κι ύστερα είπε:
“Λοιπόν, Γκλόρια, πρέπει να δείξεις θάρρος. Αν μείνεις με τον Λούκα,
αυτό το πράγμα θα συμβεί ξανά”. Είπε: “Πρέπει να σου βρούμε μια
δουλειά μακριά από το Λονδίνο και να φροντίσουμε να μη μάθει αυτός
πού έχεις πάει”. Κι είπε επίσης κάτι που δε θα το ξεχάσω ποτέ: “Δεν
είμαστε τα λάθη μας. Το τι κάνουμε για το λάθος είναι που μαρτυράει το
ποιοι είμαστε”.
»Εγώ όμως δεν ήμουν σαν τη Μάργκοτ», επανέλαβε η Γκλόρια. «Δεν
ήμουν γενναία, δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα έφευγα από τους
παππούδες μου. Καμώθηκα πως ήμουν σύμφωνη, όμως δέκα μέρες μετά
την έκτρωση πλάγιαζα και πάλι με τον Λούκα, όχι επειδή το ήθελα, αλλά
επειδή δεν έβλεπα να υπάρχει άλλη λύση.
»Και τότε», είπε η Γκλόρια, «περίπου έναν μήνα αφότου περάσαμε από
την κλινική, συνέβη. Η Μάργκοτ εξαφανίστηκε».
Μια πνιχτή, αντρική φωνή ακούστηκε τότε από τον χώρο όπου
βρισκόταν η Γκλόρια. Εκείνη στράφηκε προς την πόρτα πίσω της και
είπε:
«Non, c’est toujours en cours!» (Όχι, είμαι ακόμη σε σύνδεση!)
Μετά στράφηκε και πάλι προς τον υπολογιστή της και είπε:
«Pardon. Θέλω να πω, με συγχωρείτε».
«Κυρία Ζομπέρ… Γκλόρια», είπε ο Στράικ, «θα μπορούσαμε, σε
παρακαλώ, να σου ζητήσουμε να ανατρέξεις στην ημέρα που
εξαφανίστηκε η Μάργκοτ;»
«Ολόκληρη την ημέρα;»
Ο Στράικ έγνεψε καταφατικά. Η Γκλόρια πήρε μια βαθιά, αργή ανάσα,
σαν να ετοιμαζόταν να βουτήξει σε βαθιά νερά, κι ύστερα είπε:
«Λοιπόν, το πρωί όλα ήταν φυσιολογικά. Όλοι είχαν έρθει στην κλινική,
εκτός από τη Βίλμα, την καθαρίστρια. Δεν ερχόταν τις Παρασκευές.
»Θυμάμαι δύο πράγματα από εκείνο το πρωί: πέτυχα την Τζάνις δίπλα
στον βραστήρα, στο πίσω δωματιάκι, μιλούσε ασταμάτητα για τη
συνέχεια του Νονού που θα έβγαινε σύντομα στους κινηματογράφους, κι
εγώ καμωνόμουν πως το περίμενα τι και πώς, ενώ στην πραγματικότητα
θα προτιμούσα να ανεβώ ολόκληρο βουνό, παρά να πάω να δω αυτή την
ταινία… κι η Αϊρίν ήταν πολύ χαρούμενη κι ευχαριστημένη με τον εαυτό
της, γιατί η Τζάνις είχε βγει ραντεβού με κάποιον άντρα που
προσπαθούσε από καιρό να της προξενέψει.
»Η Αϊρίν φερόταν παράξενα σε ό,τι είχε να κάνει με την Τζάνις», είπε η
Γκλόρια. «Υποτίθεται πως ήταν καλές φίλες, όμως εκείνη συνέχεια έλεγε
πως η Τζάνις τους κατάπινε τους άντρες λες κι ήταν στραγάλια, πράγμα
αστείο, αν ήξερε κανείς την Αϊρίν. Μάλιστα, έλεγε πως η Τζάνις έπρεπε
να καταλάβει ως πού την έπαιρνε να κάνει τη δύσκολη, πως έτρεφε
αυταπάτες, επειδή περίμενε να εμφανιστεί στη ζωή της ένας άντρας σαν
τον Τζέιμς Κάαν, που θα της χάριζε έναν έρωτα παραμυθένιο, γιατί είχε
ήδη παιδί και δεν ήταν και καμιά περιζήτητη. Η Αϊρίν θεωρούσε πως το
καλύτερο στο οποίο μπορούσε να ελπίζει η Τζάνις ήταν να τα βρει με
εκείνο τον άντρα από τη δουλειά του Έντι, που όπως τον περιέγραφε
όμως, ακουγόταν κάπως απλοϊκός. Η Αϊρίν πάντοτε γελούσε, όταν μίλαγε
γι’ αυτόν, έλεγε πως μπέρδευε τα πράγματα…
»Είχαμε κάμποση δουλειά, απ’ ό,τι θυμάμαι, και οι τρεις γιατροί
πηγαινοέρχονταν στον χώρο αναμονής για να καλέσουν τον επόμενο
ασθενή τους. Δε θυμάμαι κάτι ασυνήθιστο από εκείνο το απόγευμα, πέρα
από το ότι η Αϊρίν έφυγε νωρίς. Είπε πως είχε πονόδοντο, όμως εμένα μου
φάνηκε τότε πως έλεγε ψέματα. Δε μου είχε φανεί να πονάει όλη μέρα,
αντίθετα δεν έβαζε γλώσσα μέσα της για την ερωτική ζωή της Τζάνις.
»Ήξερα πως η Μάργκοτ είχε κανονίσει να βρεθεί με τη φίλη της
αργότερα, στην παμπ. Μου το είπε η ίδια, γιατί είχε έναν λουκουμά,
τυλιγμένο με μεμβράνη κουζίνας στο ψυγείο, με παρακάλεσε να της τον
πάω ακριβώς πριν από την τελευταία εξέταση, για να πάρει δυνάμεις.
Λάτρευε τη ζάχαρη. Κάθε μέρα στις πέντε, την έβρισκες δίπλα στο κουτί
με τα μπισκότα. Είχε ζηλευτό μεταβολισμό, δεν έπαιρνε βάρος με τίποτε,
ήταν συνέχεια στην τσίτα.
»Θυμάμαι τον λουκουμά, γιατί όταν της τον πήγα, είπα: “Γιατί δεν
έτρωγες ένα σοκολατάκι;” Είχε ένα κουτί με σοκολατάκια, που το είχε
βγάλει από το καλάθι των αχρήστων την προηγούμενη ημέρα. Θέλω να
πω, ήταν ακόμη τυλιγμένο το κουτί με το σελοφάν, δεν έκανε κάτι
ανθυγιεινό. Κάποιος της τα είχε στείλει…»
«Κάποιος;» επανέλαβε ο Στράικ.
«Να σας πω την αλήθεια, όλοι μας νομίζαμε πως τα είχε στείλει εκείνος
ο ασθενής που έβαλε στο μάτι η αστυνομία, ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ», είπε η
Γκλόρια. «Η Ντόροθι πάντως αυτό πίστευε».
«Συνόδευε κάποιο μήνυμα τα σοκολατάκια;»
«Θυμάμαι μια κάρτα, που έγραφε: “Ευχαριστώ”», είπε η Γκλόρια, «κι η
Ντόροθι μπορεί να υπέθεσε πως ήταν από τον Στιβ Ντάουθγουεϊτ, γιατί
όλοι μας θεωρούσαμε πως εμφανιζόταν πολύ συχνά στην κλινική. Δε
νομίζω όμως να έγραφε κάποιο όνομα η κάρτα».
«Οπότε, η Μάργκοτ πέταξε το κουτί στο καλάθι των αχρήστων, όπως
ήταν, κι αργότερα το πήρε από εκεί;»
«Ναι, γιατί θυμάμαι πως την πείραξα γι’ αυτό», είπε η Γκλόρια. «Της
είπα: “Το ήξερα πως δε θα κατάφερνες ν’ αντισταθείς”, γέλασε κι εκείνη.
Και την επόμενη ημέρα, όταν είπα: “Γιατί δεν τα τρως;” Απάντησε: “Τα
έφαγα, δεν έμεινε ούτε ένα”».
«Όμως, εξακολουθούσε να έχει το κουτί στο γραφείο της;»
«Ναι, στο ράφι με τα βιβλία της. Επέστρεψα στην υποδοχή. Ο ασθενής
του δρα Μπρένερ έφυγε, ο γιατρός όμως ήταν ακόμη μέσα, κρατούσε
σημειώσεις».
«Θα μπορούσα να ρωτήσω αν γνώριζες για τον εθισμό του δρα
Μπρένερ στα βαρβιτουρικά;» είπε ο Στράικ.
«Τον εθισμό του σε τι;» απόρησε η Γκλόρια.
«Δε σου είχε μιλήσει κανείς γι’ αυτό;»
«Όχι», είπε με ύφος έκπληκτο. «Ιδέα δεν είχα».
«Δεν έτυχε να ακούσεις πως η Τζάνις είχε βρει μια κάψουλα στον πάτο
μιας κούπας με τσάι;»
«Όχι… α. Ώστε αυτός ήταν ο λόγος που η Μάργκοτ άρχισε να φτιάχνει
μόνη της το τσάι που έπινε; Μου είπε πως η Τζάνις έβαζε υπερβολικά
πολύ γάλα».
«Ας επιστρέψουμε στη σειρά με την οποία αποχώρησαν όλοι».
«Μάλιστα, λοιπόν, έπειτα έφυγε ο ασθενής του δρα Γκάπτα, κι αμέσως
μετά ο δρ Γκάπτα. Είχε κάποιο οικογενειακό δείπνο στο οποίο έπρεπε να
παραστεί, οπότε έφυγε αμέσως.
»Κι ύστερα, πάνω που έλεγα πως είχαμε σχολάσει για σήμερα,
εμφανίστηκε εκείνη η κοπέλα, η Θίο».
«Μίλησέ μας για τη Θίο», είπε ο Στράικ.
«Είχε μακριά μαύρα μαλλιά… μελαψή επιδερμίδα. Μου έμοιαζε για
Ρουμάνα ή Τουρκάλα. Φορούσε κάτι φανταχτερά σκουλαρίκια, ξέρετε
ποια λέω: τσιγγάνικα. Μάλιστα, νόμιζα πως έμοιαζε με Τσιγγάνα. Πρώτη
μου φορά την έβλεπα, οπότε ήξερα πως δεν ήταν γραμμένη στην κλινική.
Φαινόταν να πονάει πολύ στο στομάχι της. Πλησίασε στην υποδοχή και
ζήτησε να τη δει κάποιος γιατρός επειγόντως. Ρώτησα πώς τη λένε, κι
είπε Θίο… κάτι. Δε συγκράτησα το επίθετο, ούτε τη ρώτησα ξανά, γιατί
ήταν ολοφάνερο πως υπέφερε, οπότε της είπα να περιμένει και πήγα να
δω αν ήταν διαθέσιμος κάποιος γιατρός. Η πόρτα της Μάργκοτ ήταν
κλειστή ακόμη, οπότε ρώτησα τον δρα Μπρένερ. Δε θέλησε να τη δει.
Τέτοιος ήταν, μονίμως δύσκολος. Ποτέ μου δεν τον συμπάθησα.
»Τότε άνοιξε η πόρτα της Μάργκοτ, κι η μητέρα με το παιδί που ήταν
μέσα έφυγαν, οπότε είπε πως θα έβλεπε εκείνη την κοπέλα που
περίμενε».
«Δηλαδή, η Θίο ήταν σίγουρα κοπέλα;» ρώτησε ο Στράικ.
«Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία», είπε η Γκλόρια με βεβαιότητα.
«Είχε φαρδιούς ώμους, το παρατήρησα αυτό όταν πλησίασε στην
υποδοχή, όμως ήταν σίγουρα γυναίκα. Μπορεί να ήταν οι ώμοι της αυτοί
που έκαναν τον δρα Μπρένερ να πει μετά πως έμοιαζε με άντρα, όμως
ειλικρινά…
»Καθόμουν και τον σκεφτόμουν χτες το βράδυ, που ήξερα πως θα
μιλούσαμε. Ο Μπρένερ πρέπει να ήταν ο χειρότερος μισογύνης που
γνώρισα στη ζωή μου. Μιλούσε απαξιωτικά για τις γυναίκες, αν δεν είχαν
αρκετά θηλυκή εμφάνιση ή δε μιλούσαν “σαν κυρίες”, όμως ταυτόχρονα
απεχθανόταν την Αϊρίν, που ολοένα χαχάνιζε, ήταν ξανθιά και πολύ
θηλυκή, καταλαβαίνετε. Φαντάζομαι πως αυτό που ήθελε ήταν να ήμαστε
όλες σαν την Ντόροθι, υπάκουες και σεβαστικές, με ψηλούς γιακάδες και
χαμηλούς ποδόγυρους. Η Ντόροθι όμως πραγματικά έφερνε σε αγέλαστη
καλόγρια».
Η Ρόμπιν θυμήθηκε την Μπέτι Φούλερ ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι, να
καμώνεται πως βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, ενώ ο Μπρένερ της
ψιθύριζε ακατάσχετα χυδαιότητες στο αυτί.
«Οι γυναίκες που έρχονταν στην κλινική δεν ήθελαν καθόλου τον
Μπρένερ. Κάθε τόσο μας ζητούσαν να τις παραπέμπουμε στη Μάργκοτ,
όμως στις περισσότερες αναγκαστικά λέγαμε όχι, γιατί η λίστα της ήταν
κάτι παραπάνω από γεμάτη. Βέβαια, ο Μπρένερ πλησίαζε στη σύνταξη,
οπότε ελπίζαμε πως θα βρίσκαμε κάποιον καλύτερο, όταν θα έφευγε.
»Οπότε, ναι, ο Μπρένερ έφυγε, κι η Θίο πέρασε στο ιατρείο της
Μάργκοτ. Κάθε τόσο κοίταζα τι ώρα είχε πάει, γιατί ήταν να συναντήσω
τον Λούκα, κι αν τύχαινε να τον στήσω, είχα πρόβλημα. Όμως η εξέταση
της Θίο δεν έλεγε να τελειώσει. Στις έξι και τέταρτο η Θίο βγήκε
επιτέλους από το ιατρείο και έφυγε.
»Η Μάργκοτ εμφανίστηκε δυο-τρία λεπτά αργότερα. Έδειχνε
κατάκοπη. Δεν είχε ησυχάσει όλη μέρα. Είπε: “Θα καθαρογράψω τη
γνωμάτευση αύριο, πρέπει να φύγω, με περιμένει η Ούνα. Κλείδωσε με
το δεύτερο κλειδί”. Δεν της απάντησα», είπε η Γκλόρια, «γιατί
ανησυχούσα πως θα είχε θυμώσει μαζί μου ο Λούκα. Οπότε δεν την
αποχαιρέτησα, δεν της ευχήθηκα έστω καλό βράδυ, σε αυτή τη γυναίκα
που μου έσωσε τη ζωή…
»Γιατί αυτό έκανε, ξέρετε. Δεν της το είπα ποτέ, όμως σ’ εκείνη το
χρωστάω…»
Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της. Η Γκλόρια έκανε μια παύση για
να το σκουπίσει κι ύστερα είπε:
«Θυμάμαι, όπως έκανε να ανοίξει την ομπρέλα της, γλίστρησε. Της
γύρισε το τακούνι. Έβρεχε, το πεζοδρόμιο ήταν χάλια. Ύστερα
ισορρόπησε κι απομακρύνθηκε.
»Άρχισα να τρέχω αλαφιασμένη ολόγυρα, να σβήνω τα φώτα, να
κλειδώνω τους φακέλους στις αρχειοθήκες. Έπειτα βεβαιώθηκα πως η
πίσω πόρτα ήταν κλειδωμένη, που ήταν… με ρώτησε η αστυνομία γι’
αυτό. Έκλεισα και κλείδωσα την εξώπορτα κι ανηφόρισα τροχάδην την
πάροδο Πάσιν, που ήταν ακριβώς δίπλα στην κλινική, για να συναντήσω
τον Λούκα στην οδό Σεντ Τζον.
»Κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα τη Μάργκοτ».
Η Γκλόρια έπιασε για μία ακόμη φορά το σχεδόν άδειο ποτήρι με το
κρασί και το αποτελείωσε.
«Είχες ποτέ κάποια υποψία σχετικά με το τι μπορεί να της συνέβη;»
«Φυσικά», είπε η Γκλόρια σιγανά. «Έτρεμα μήπως είχε βάλει ο Λούκα
κάποιον δικό του να της κάνει κακό ή να την απαγάγει. Η Μάργκοτ είχε
εξελιχτεί σε κόκκινο πανί για εκείνον. Κάθε φορά που υπερασπιζόμουν
τον εαυτό μου, ο Λούκα έλεγε φρικτά πράγματα για τη Μάργκοτ,
θεωρούσε πως με επηρέαζε. Ήταν πεπεισμένος πως προσπαθούσε να με
πείσει να τον χωρίσω, πράγμα που, όπως σας είπα, ίσχυε. Ο μεγαλύτερος
φόβος μου ήταν πως θα μάθαινε τι με είχε βοηθήσει να κάνω…
καταλαβαίνετε. Στην οδό Μπράιντ.
»Ήξερα πως ήταν αδύνατο να την είχε απαγάγει ο ίδιος, αφού τον
συνάντησα στην οδό Σεντ Τζον ούτε πέντε λεπτά αφότου έφυγε η
Μάργκοτ από την κλινική, κι επίσης είμαι σίγουρη πως δεν μπορεί να το
είχε κάνει ο πατέρας του, γιατί ο αδελφός του, ο Μάρκο, ήταν στο
νοσοκομείο εκείνο τον καιρό, κι οι γονείς δεν έφευγαν στιγμή από το
πλευρό του. Όμως ο Λούκα είχε φίλους και ξαδέλφους.
»Αυτά δεν μπορούσα να τα πω στην αστυνομία. Ο Λούκα είχε πάψει να
καμώνεται πως αστειευόταν όταν απειλούσε τους παππούδες μου. Τον
ρώτησα όμως αν κρυβόταν αυτός από πίσω. Δε γινόταν να συγκρατήσω
την αγωνία μου, έπρεπε να τον ρωτήσω. Θύμωσε πάρα πολύ, με έβρισε…
με είπε ηλίθια τσούλα και κάτι τέτοια. Είπε πως δεν είχε καμία σχέση,
προφανώς. Όμως μου είχε ήδη πει διάφορες ιστορίες για τον πατέρα του,
που είχε “κάνει κάποιους ανθρώπους να εξαφανιστούν”, οπότε δεν
μπορούσα να είμαι σίγουρη…»
«Είχες ποτέ λόγο να υποθέσεις πως ήξερε…» η Ρόμπιν κόμπιασε σε
αυτό το σημείο, «…τι συνέβη στην οδό Μπράιντ;»
«Είμαι απολύτως βέβαιη πως δεν το έμαθε ποτέ», είπε η Γκλόρια. «Η
Μάργκοτ αποδείχτηκε πολύ έξυπνη για τα μέτρα του. Οι περούκες, τα
στοιχεία της που έδωσε στην κλινική, η πειστική δικαιολογία που μου
ετοίμασε, ώστε να εξηγήσω γιατί δεν μπορούσα να κάνω σεξ μαζί του για
ένα διάστημα… Αυτή είναι η αιτία που κατάφερα να γλιτώσω. Όχι, δεν
πιστεύω πως ο Λούκα έμαθε το παραμικρό. Οπότε, στις καλύτερες
στιγμές μου σκεφτόμουν πως δεν είχε αρκετά σοβαρό λόγο ώστε να…»
Η πόρτα πίσω από την Γκλόρια άνοιξε, οπότε εμφανίστηκε ένας
γοητευτικός, γκριζομάλλης άντρας με γαμψή μύτη, ντυμένος με ριγέ
πουκάμισο και τζιν παντελόνι, που κρατούσε ένα μπουκάλι κόκκινο
κρασί. Στο δωμάτιο τον ακολούθησε ένα μεγαλόσωμο λυκόσκυλο,
κουνώντας την ουρά του.
«Je m’excuse», είπε χαμογελώντας στον Στράικ και στη Ρόμπιν στην
οθόνη. «Λυπάμαι για… Comment dit-on “interrompre”?» ρώτησε τη
σύζυγό του.
«Διακόπτω», είπε εκείνη.
«Oui. Λυπάμαι που διακόπτω».
Ξαναγέμισε το ποτήρι της συζύγου του, της το έδωσε, τη χάιδεψε
ελαφρά στον ώμο κι ύστερα αποχώρησε, φωνάζοντας το σκυλί.
«Viens, Obélix».
Όταν ο άντρας και ο σκύλος εξαφανίστηκαν, η Γκλόρια είπε με ένα
γελάκι:
«Αυτός ήταν ο Ουγκό».
«Πόσο καιρό παρέμεινες στην κλινική, μετά την εξαφάνιση της
Μάργκοτ;» ρώτησε ο Στράικ, παρότι γνώριζε ήδη την απάντηση.
«Γύρω στους έξι, επτά μήνες, νομίζω», είπε η Γκλόρια. «Αρκετό
διάστημα, ώστε να προλάβω τον επόμενο αστυνόμο που ανέλαβε
επικεφαλής. Όλοι μας χαρήκαμε, γιατί ο πρώτος –Τάλμποτ δεν τον
έλεγαν;– ήταν πολύ παράξενος. Είχε τρελάνει στην ανάκριση τη Βίλμα
και την Τζάνις. Μάλιστα, νομίζω πως από αυτό αρρώστησε η Βίλμα. Είχε
ήδη ένα σωρό μπελάδες στο κεφάλι της, χωρίς να την παρενοχλεί η
αστυνομία».
«Δεν πιστεύεις πως έπινε δηλαδή;» ρώτησε η Ρόμπιν.
«Να έπινε; Αυτά ήταν όλα κακίες της Ντόροθι», είπε η Γκλόρια
κουνώντας το κεφάλι της. «Η Ντόροθι είχε βαλθεί να φορτώσει τις
κλοπές στη Βίλμα. Τα ξέρετε αυτά;»
Ο Στράικ και η Ρόμπιν έγνεψαν καταφατικά.
«Αφού δεν κατάφερε να αποδείξει πως η Βίλμα έπαιρνε λεφτά από τις
τσάντες των άλλων, έβγαλε βρόμα πως έπινε στη δουλειά, οπότε η
κακομοίρα η γυναίκα παραιτήθηκε. Το πιθανότερο είναι πως χάρηκε που
έφευγε από εκεί μέσα, αλλά και πάλι έχανε έναν μισθό, σωστά;
»Ήθελα κι εγώ να φύγω», είπε η Γκλόρια, «όμως είχα παραλύσει. Είχα
μια πολύ αλλόκοτη εντύπωση πως αν παρέμενα εκεί, τα πράγματα θα
διορθώνονταν από μόνα τους. Η Μάργκοτ θα επέστρεφε. Χρειάστηκε να
προηγηθεί η εξαφάνιση, για να συνειδητοποιήσω… πόσο μου είχε
σταθεί…
»Τέλος πάντων», αναστέναξε η Γκλόρια, «μια νύχτα, μήνες μετά την
εξαφάνιση, ο Λούκα μου φέρθηκε πολύ βίαια. Είχα χαμογελάσει σε έναν
άντρα που μου κράτησε την πόρτα για να περάσω, όπως έφευγα από την
παμπ με τον Λούκα, κι αυτό ήταν που τον εξαγρίωσε. Με τσάκισε στο
ξύλο, πρώτη φορά με χτύπησε τόσο, στο σπίτι του… είχε ένα
διαμερισματάκι.
»Θυμάμαι που του έλεγα: “Με συγχωρείς, με συγχωρείς, δεν έπρεπε να
του χαμογελάσω”. Κι όση ώρα τα έλεγα αυτά, έβλεπα εδώ μέσα», είπε η
Γκλόρια χτυπώντας ελαφρά τον δείκτη πάνω στον κρόταφό της, «τη
Μάργκοτ να με κοιτάζει, κι ενώ ικέτευα τον Λούκα να σταματήσει και
συμφωνούσα πως είχα φερθεί σαν τσουλάκι και δεν έπρεπε ποτέ να
χαμογελάω σε αγνώστους, σκεφτόμουν: Φεύγω, Μάργκοτ. Θα πάω κάπου
που δεν πρόκειται να με βρει ποτέ.
»Κι αυτό γιατί το είχα συνειδητοποιήσει επιτέλους. Η Μάργκοτ μου το
έλεγε πως έπρεπε να φανώ γενναία. Ήταν ανώφελο να περιμένω από
οποιονδήποτε άλλο να με σώσει. Μόνη μου έπρεπε να σωθώ.
»Όταν πια ηρέμησε, με άφησε να γυρίσω σπίτι, στους παππούδες μου,
όμως ήθελε να με ξαναδεί αργότερα. Έτσι έκανε πάντοτε, κάθε φορά που
φερόταν πολύ βίαια. Ήθελε επιπλέον επαφή.
»Δε με είχε χτυπήσει στο πρόσωπο. Ποτέ δε με χτύπαγε εκεί, ποτέ δεν
έχανε σε τέτοιο βαθμό τον έλεγχο, οπότε γύρισα κι εγώ στους παππούδες
μου και καμώθηκα πως ήταν όλα εντάξει. Αργότερα το ίδιο βράδυ
συνάντησα τον Λούκα και με πήγε για φαγητό, κι εκείνη ήταν η βραδιά
που μου έκανε πρόταση γάμου, με δαχτυλίδι, κανονικά.
»Κι εγώ δέχτηκα», είπε η Γκλόρια με ένα αλλόκοτο χαμόγελο, όπως
σήκωνε ελαφρά τους ώμους της. «Φόρεσα εκείνο το δαχτυλίδι, το
παρατήρησα και δε χρειάστηκε καν να προσποιηθώ τη χαρούμενη, γιατί
ήμουν πραγματικά. Σκεφτόμουν: Με αυτό θα αγοράσω το εισιτήριο για το
αεροπλάνο. Εν τω μεταξύ, δεν είχα πετάξει άλλη φορά με αεροπλάνο. Το
σκεφτόμουν κι έτρεμα. Παράλληλα όμως είχα στο μυαλό μου τη μορφή
της Μάργκοτ. Πρέπει να φανείς γενναία, Γκλόρια.
»Έπρεπε να πω στους παππούδες μου πως είχα αρραβωνιαστεί. Δε
γινόταν να τους πω τι πραγματικά σχεδίαζα, γιατί φοβόμουν πως δε θα
κατάφερναν να κάνουν τους ανήξερους, ή πως θα προσπαθούσαν να
ζητήσουν τον λόγο από τον Λούκα ή, ακόμη χειρότερα, θα πήγαιναν στην
αστυνομία. Τέλος πάντων, ο Λούκα πέρασε από το σπίτι για να τους
γνωρίσει επίσημα, φέρθηκε άψογα, κι ήταν απαίσια, ήμουν αναγκασμένη
να προσποιούμαι πως όλα αυτά με ενθουσίαζαν.
»Από εκείνη την ημέρα και κάθε μέρα αγόραζα όλες τις εφημερίδες,
κύκλωνα κάθε θέση εργασίας στο εξωτερικό που θα είχα κάποια ελπίδα
να εξασφαλίσω. Κι όλα αυτά έπρεπε να τα κάνω στα κρυφά. Στην κλινική
δακτυλογράφησα το βιογραφικό μου, πήρα το λεωφορείο και πήγα σε
άλλη γειτονιά για να ταχυδρομήσω τις αιτήσεις, γιατί φοβόμουν πως
κάποιος γνωστός του Λούκα θα με έβλεπε να ρίχνω ένα σωρό φακέλους
στο κουτί.
»Έπειτα από λίγες εβδομάδες κανόνισα συνέντευξη με μια Γαλλίδα, που
αναζητούσε Αγγλίδα να τη βοηθάει στο σπίτι και να διδάξει αγγλικά στα
παιδιά της. Αυτό που μου εξασφάλισε τελικά τη δουλειά ήταν που ήξερα
γραφομηχανή. Η γυναίκα αυτή έτρεχε δική της επιχείρηση από το σπίτι,
οπότε εκτελούσα χρέη γραμματέα, όσο τα παιδιά ήταν στο νηπιαγωγείο.
Η δουλειά συνοδευόταν από στέγη και τροφή, κι η εργοδότριά μου θα
πλήρωνε για το αεροπορικό εισιτήριο, οπότε δε χρειάστηκε να πουλήσω
το δαχτυλίδι του Λούκα και να καμωθώ πως το είχα χάσει…
»Ξέρετε, τη μέρα που πήγα στην κλινική και τους ανακοίνωσα την
παραίτησή μου, συνέβη κάτι παράξενο. Κανείς δεν είχε αναφέρει τη
Μάργκοτ εδώ και εβδομάδες. Αμέσως μετά την εξαφάνιση, ήταν το
μοναδικό θέμα συζήτησης, όμως στο μεταξύ είχε μετατραπεί κατά
κάποιον τρόπο σε ταμπού. Στο γραφείο της είχε εγκατασταθεί ένας
προσωρινός αντικαταστάτης. Δε θυμάμαι πώς τον έλεγαν. Είχαμε και
καινούργια καθαρίστρια. Εκείνη τη μέρα όμως έφτασε η Ντόροθι στη
δουλειά φανερά αναστατωμένη, και μιλάμε για γυναίκα που συνήθως
ήταν τελείως ανέκφραστη…
»Στη γειτονιά κυκλοφορούσε ένας… πώς το λένε;» είπε η Γκλόρια
χτυπώντας τα δάχτυλά της, έχοντας σκαλώσει για πρώτη φορά ενώ
μιλούσε τη μητρική της γλώσσα. «Εδώ θα λέγαμε un dingue… α, ξέρετε,
ένας τρελός, ένας παλαβός… άκακος αλλά αλλόκοτος. Είχε μια φουντωτή
μακριά γενειάδα, λερός, τον βλέπαμε κάθε τόσο να περιφέρεται στην οδό
Κλέρκενγουελ με τον γιο του. Τέλος πάντων, ο άνθρωπος αυτός φαίνεται
πως πλεύρισε την Ντόροθι, εκεί που περπατούσε στον δρόμο, και της είπε
πως αυτός σκότωσε τη Μάργκοτ Μπάμπορο.
»Εκείνο το περιστατικό είχε ταράξει την Ντόροθι, αλλά με παράξενο
τρόπο… σας παρακαλώ, δε θέλω να σας φανεί απαίσιο αυτό που θα πω…
όμως ευχήθηκα να ήταν αλήθεια. Γιατί, παρότι θα έδινα τα πάντα για να
μάθω πως η Μάργκοτ ήταν ζωντανή, ήμουν βέβαιη πως ήταν νεκρή. Δεν
ήταν άνθρωπος που θα αποφάσιζε να εξαφανιστεί. Κι ο χειρότερος
εφιάλτης μου ήταν πως πίσω από την εξαφάνιση κρυβόταν ο Λούκα, γιατί
αυτό θα σήμαινε πως εγώ έφταιγα για ό,τι συνέβη».
Η Ρόμπιν έγνεψε αρνητικά, όμως η Γκλόρια δε σχολίασε την αντίδρασή
της.
«Στους παππούδες μου είπα την αλήθεια την παραμονή της αναχώρησής
μου για τη Γαλλία. Δεν τους είχα αφήσει να ξοδέψουν χρήματα για έναν
γάμο που δεν επρόκειτο να γίνει, όμως ακόμη κι έτσι, το σοκ ήταν
τεράστιο για εκείνους. Τους έβαλα να καθίσουν και τους είπα τα πάντα,
εκτός από την άμβλωση.
»Εννοείται πως έφριξαν. Στην αρχή δεν ήθελαν να φύγω, μου έλεγαν να
πάω στην αστυνομία. Χρειάστηκε να τους εξηγήσω πως αυτή ήταν μια
κάκιστη ιδέα, να τους περιγράψω όλες εκείνες τις απειλές του Λούκα, ό,τι
είχε προηγηθεί. Όμως, χάρηκαν τόσο που δε θα τον παντρευόμουν, ώστε
στο τέλος το αποδέχτηκαν. Τους είπα πως τα πράγματα θα καταλάγιαζαν
και σύντομα θα επέστρεφα… κι ας μην ήμουν σίγουρη αν ήταν αλήθεια
αυτό ή, έστω, εφικτό.
»Ο παππούς μου με πήγε στο αεροδρόμιο νωρίς την επόμενη μέρα.
Είχαμε κανονίσει τι θα έλεγαν, όταν θα περνούσε ο Λούκα να ρωτήσει
πού ήμουν. Θα του έλεγαν πως είχα κάποιες αμφιβολίες, επειδή είχε
φερθεί βίαια, κι ότι είχα πάει στην Ιταλία, να μείνω σε κάτι συγγενείς του
πατέρα μου, για να σκεφτώ. Μάλιστα, είχαμε σκαρώσει και μια ψεύτικη
διεύθυνση που θα του έδιναν. Δεν ξέρω αν έστειλε ποτέ κάποιο γράμμα
εκεί.
»Κι αυτά είναι όλα», είπε η Γκλόρια όπως ακουμπούσε την πλάτη της
στην καρέκλα του γραφείου. «Έμεινα στην πρώτη μου εργοδότρια επτά
χρόνια και κατέληξα να καταλάβω μια βοηθητική θέση στην εταιρεία της.
Στο Λονδίνο δεν επέστρεψα, παρά μόνο αφού έμαθα πως ο Λούκα
παντρεύτηκε, οπότε δεν κινδύνευα». Ήπιε μια ακόμη γουλιά κρασί από το
ποτήρι που είχε ξαναγεμίσει ο σύζυγός της. «Η πρώτη του σύζυγος
κατέληξε να πεθάνει από το ποτό, σε ηλικία τριάντα εννέα ετών. Την
έδερνε άσχημα. Αυτά τα έμαθα αργότερα.
»Κι εγώ δεν είπα ποτέ ξανά ψέματα για τον εαυτό μου», είπε η Γκλόρια
σηκώνοντας ελαφρά το πιγούνι της. «Ποτέ μου δεν υπερέβαλα, ποτέ δεν
προσποιήθηκα, έλεγα μόνο την απόλυτη αλήθεια, με μία και μόνη
εξαίρεση. Μέχρι σήμερα ο μόνος άνθρωπος που ήξερε για την έκτρωση
ήταν ο Ουγκό, όμως τώρα το ξέρετε κι εσείς οι δύο.
»Ακόμη κι αν ανακαλύψετε πως ο Λούκα κρυβόταν πίσω από αυτό που
συνέβη στη Μάργκοτ, και θα πρέπει να το έχω βάρος στη συνείδησή μου
για πάντα, της οφείλω την αλήθεια. Η γυναίκα αυτή μου έσωσε τη ζωή
και ποτέ, μα ποτέ, δεν την ξέχασα. Ήταν ένας από τους γενναιότερους,
ευγενικότερους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ μου».
2 Στα αγγλικά, bride (προφέρεται μπράιντ, όπως το όνομα του δρόμου) σημαίνει νύφη.
(Σ.τ.Μ.)
67
Κει δα, κάτω απ’ το αβέβαιο λαμπύρισμα μιας έναστρης νυχτιάς,
στο παιχνίδισμα της άγιας τους φωτιάς,
του φάνηκε πως διάκρινε της χαραυγής το φως…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Ευχαρίστησαν την Γκλόρια για τον χρόνο που τους διέθεσε και την
ειλικρίνειά της. Αφού την καληνύχτισαν, ο Στράικ και η Ρόμπιν
παρέμειναν καθισμένοι στο γραφείο των συνεταίρων, βυθισμένοι στις
σκέψεις τους, ώσπου ο Στράικ πρόσφερε στη Ρόμπιν ένα από εκείνα τα
κυπελλάκια με τα αφυδατωμένα νουντλς που είχε στο γραφείο, όταν
ήθελε να τσιμπήσει κάτι. Η Ρόμπιν αρνήθηκε, προτιμώντας να βγάλει
άκεφα ένα σακουλάκι με ανάμεικτους ξηρούς καρπούς από την τσάντα
της και να το ανοίξει. Αφού πρόσθεσε βραστό νερό στο πλαστικό
κύπελλο, ο Στράικ επέστρεψε στο γραφείο, κι εκεί ανακάτεψε τα
ζυμαρικά με ένα πιρούνι.
«Η αποτελεσματικότητα είναι το θέμα», είπε όπως καθόταν στην
καρέκλα του. «Εκεί είναι που σκαλώνω. Δε βρέθηκε το παραμικρό ίχνος,
κυριολεκτικά. Πράγμα που σημαίνει πως είτε κάποιος ήταν εξαιρετικά
έξυπνος είτε απίθανα τυχερός. Κι ο Κριντ είναι αυτός που ανταποκρίνεται
περισσότερο σε αυτή την περιγραφή, με τον Λούκα Ρίτσι να έρχεται
δεύτερος, με μικρή διαφορά».
«Μόνο που δεν μπορεί να το έκανε ο Λούκα. Έχει άλλοθι: την
Γκλόρια».
«Ναι, όμως το είπε κι από μόνη της, ο τύπος ήξερε άτομα που θα
μπορούσαν να αναλάβουν να εξαφανίσουν κάποιον… γιατί, τελικά, ποιες
είναι οι πιθανότητες, εφόσον πράγματι η Μάργκοτ έπεσε θύμα απαγωγής,
τη δουλειά να την έκανε ένα άτομο; Ακόμη κι ο Κριντ είχε τους
ανυποψίαστους συνεργούς του. Την κοιμισμένη σπιτονοικοκυρά που του
πρόσφερε ασφαλές καταφύγιο σ’ εκείνο το υπόγειο, το
στεγνοκαθαριστήριο που τον άφηνε να χρησιμοποιεί εκείνο το φορτηγάκι
μέρα και ν…»
«Μην το κάνεις αυτό», είπε απότομα η Ρόμπιν.
«Να μην κάνω τι;»
«Να κατηγορείς τους άλλους».
«Δεν τους κατηγορώ, απλώς…»
«Με τον Μαξ αυτό το πράγμα συζητούσαμε τις προάλλες», είπε η
Ρόμπιν. «Το πως οι άνθρωποι –οι γυναίκες συνήθως– καταλήγουν να
κατηγορηθούν επειδή δεν ήξεραν ή δεν κατάλαβαν… όμως όλοι μας
είμαστε ένοχοι, αν το δούμε έτσι. Όλοι φοράμε παρωπίδες».
«Λες;» είπε ο Στράικ, μπουκωμένος από την πρώτη πιρουνιά
ζυμαρικών.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Όλοι μας έχουμε την τάση να γενικεύουμε,
πατώντας στις προσωπικές μας εμπειρίες. Πάρε τη Βάιολετ Κούπερ, για
παράδειγμα. Νόμιζε πως ήξερε τι άνθρωπος ήταν πραγματικά ο Κριντ,
γιατί είχε γνωρίσει κάποιους άντρες που φέρονταν σαν κι εκείνον, τον
καιρό που έβγαινε στο σανίδι».
«Δηλαδή, ήξερε άντρες που δεν άφηναν άνθρωπο να πατήσει στα
υπόγεια διαμερίσματά τους, γιατί έβραζαν κρανία εκεί κάτω;»
«Καταλαβαίνεις τι εννοώ, Στράικ», είπε η Ρόμπιν αρνούμενη να
χαμογελάσει. «Γλυκομίλητους, φαινομενικά καλοσυνάτους, ελαφρώς
θηλυπρεπείς. Στον Κριντ άρεσε να τυλίγεται με το φτερωτό μποά της, κι
επίσης καμωνόταν πως του άρεσαν τα παλιά τραγούδια, οπότε υπέθεσε κι
αυτή πως ήταν γκέι. Όμως αν ο μόνος γκέι άντρας που είχε γνωρίσει ήταν
ο Μαξ, ο συγκάτοικός μου…»
«Δηλαδή είναι γκέι;» είπε ο Στράικ, καθώς οι αναμνήσεις του από τον
Μαξ ήταν συγκεχυμένες.
«Ναι, και δεν του αρέσει το εντυπωσιακό ντύσιμο ούτε για πλάκα, άσε
που σιχαίνεται τα μιούζικαλ. Αντίθετα, αν είχε γνωρίσει κάτι στρέιτ
φίλους του Ματ στον αθλητικό όμιλο, που δεν έβλεπαν την ώρα να
παραχώσουν πορτοκάλια μέσα από τις φανέλες τους και να αρχίσουν να
κουνιούνται, μπορεί να κατέληγε σε διαφορετικό συμπέρασμα, έτσι δεν
είναι;»
«Μάλλον ναι», είπε ο Στράικ μασουλώντας τα ζυμαρικά και ζυγίζοντας
το επιχείρημα. «Και, για να είμαστε δίκαιοι, οι περισσότεροι άνθρωποι
δεν έχει τύχει να γνωρίσουν κατά συρροή δολοφόνους».
«Ακριβώς. Επομένως, όταν ένας άνθρωπος έχει κάποιες ασυνήθιστες
τάσεις, οι προσωπικές μας εμπειρίες τείνουν να μας οδηγήσουν στο
συμπέρασμα πως είναι εκκεντρικός. Η Βάιολετ δεν είχε γνωρίσει ποτέ της
άντρα που είχε φετίχ να ντύνεται με γυναικεία ρούχα ή… με συγχωρείς,
σε κάνω και βαριέσαι», είπε η Ρόμπιν, καθώς ο Στράικ είχε πάρει ένα
ύφος κάπως αφηρημένο.
«Όχι, κάθε άλλο», μουρμούρισε εκείνος. «Με έκανες να σκεφτώ… μου
ήρθε μια ιδέα, ξέρεις. Είχα την αίσθηση πως είχα εντοπίσει ορισμένες
συμπτώσεις, κι έλεγα μήπως…»
Άφησε κατά μέρος το κύπελλο με τα ζυμαρικά, έφερε το χέρι κάτω από
το γραφείο και έσυρε προς το μέρος του ένα από τα χαρτόκουτα με τα
στοιχεία που είχε συγκεντρώσει η αστυνομία, πάνω στα οποία είχε
ακουμπήσει τις σελίδες με τις οποίες είχε καταπιαστεί την τελευταία
φορά. Πήρε εκείνα τα χαρτιά και τα άπλωσε ξανά μπροστά του, κι έπειτα
συνέχισε να τρώει τα ζυμαρικά του.
«Θα μου πεις τι συμπτώσεις παρατήρησες;» ρώτησε η Ρόμπιν, με μια
υποψία εκνευρισμού.
«Μισό λεπτό», είπε ο Στράικ και σήκωσε το κεφάλι να την κοιτάξει.
«Γιατί στεκόταν η Θίο έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο;»
«Τι πράγμα;» είπε η Ρόμπιν απορημένη.
«Δε νομίζω πως υπάρχει πλέον αμφιβολία, φαντάζομαι θα
συμφωνήσεις, πως η Ρούμπι Έλιοτ είδε τη Θίο να στέκεται δίπλα σ’
εκείνο τον τηλεφωνικό θάλαμο, στην πάροδο Άλμπερμαρλ, σωστά; Η
περιγραφή που είχε δώσει ταιριάζει απόλυτα με όσα μας είπε η
Γκλόρια… επομένως, για ποιο λόγο στεκόταν η Θίο έξω από τον
τηλεφωνικό θάλαμο;»
«Περίμενε να περάσει το φορτηγάκι για να την παραλάβει».
«Μάλιστα. Όμως χωρίς να θέλω να σταθώ σε κάτι τελείως προφανές, οι
παλιοί τηλεφωνικοί θάλαμοι έχουν παράθυρα ολόγυρα. Εν τω μεταξύ,
εκείνο το βράδυ έριχνε καρέκλες. Η Θίο δεν είχε ομπρέλα κι η Ρούμπι
κατέθεσε πως τα μαλλιά της Θίο ήταν μούσκεμα, κολλούσαν πάνω στο
πρόσωπό της… οπότε, γιατί δεν αναζήτησε καταφύγιο μέσα στον
τηλεφωνικό θάλαμο, κι από εκεί να κοιτάζει πότε θα εμφανιζόταν το
φορτηγάκι; Η οδός Κλέρκενγουελ είναι μια μεγάλη ευθεία. Θα μπορούσε
να βλέπει άνετα μέσα από τον θάλαμο και θα είχε άφθονο χρόνο να βγει
έξω για να τη δει ο οδηγός. Οπότε», επανέλαβε ο Στράικ για τρίτη φορά,
«γιατί στεκόταν έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο;»
«Επειδή… βρισκόταν μέσα κάποιος άλλος;»
«Αυτή θα ήταν η λογική εξήγηση. Κι ο συγκεκριμένος θάλαμος, στο
τέρμα της παρόδου Άλμπερμαρλ, θα επέτρεπε σε όποιον βρισκόταν εκεί
μέσα να βλέπει το έβγα της Σεντ Τζονς Λέιν».
«Λες, δηλαδή, να παραφύλαγε κάποιος εκεί μέσα, περιμένοντας τη
Μάργκοτ; Να παρακολουθούσε τον χώρο από τον τηλεφωνικό θάλαμο;»
Ο Στράικ δεν απάντησε αμέσως.
«Κάνε μου μια χάρη, ψάχνεις να βρεις πληροφορίες για το σύνδρομο
FRAXA;»
«Εντάξει… γιατί;» είπε η Ρόμπιν αφήνοντας κατά μέρος τους ξηρούς
καρπούς της κι άρχισε να πληκτρολογεί.
«Εκείνος ο τηλεφωνικός θάλαμος βρίσκεται στο τέρμα του δρόμου
όπου μένουν οι Άθορν».
Μέχρι να εμφανίσει ο υπολογιστής τα αποτελέσματα της αναζήτησης, ο
Στράικ έσυρε προς το μέρος του το αντίγραφο της απόδειξης που είχε
προσκομίσει η Αϊρίν Χίκσον. Εκεί αναγραφόταν η ώρα έκδοσης, 3:10 μ.μ.
Ενώ συνέχιζε να τρώει τα ζυμαρικά του, ο Στράικ παρατηρούσε το
χαρτάκι, ώσπου η Ρόμπιν, διαβάζοντας από την οθόνη της, είπε:
«“Αρχικά ονομάστηκε σύνδρομο Μάρτιν-Μπελ… το γονίδιο FMR1 του
Χ χρωμοσώματος χαρτογραφήθηκε το 1991”… Συγγνώμη, αλλά τι
ακριβώς ψάχνουμε;»
«Τι είδους μειονεξίες προκαλεί συγκεκριμένα;»
«“Κοινωνική ανασφάλεια”», είπε η Ρόμπιν συνεχίζοντας την ανάγνωση,
«“αποφυγή οπτικής επαφής… δυσκολίες στην ανάπτυξη διαπροσωπικών
σχέσεων… αγχώδεις αντιδράσεις απέναντι σε άγνωστες καταστάσεις και
πρόσωπα… δυσκολία στην αναγνώριση προσώπων που το άτομο έχει
ξαναδεί”, αντίθετα όμως καταγράφεται στους ασθενείς “ισχυρή
μακροπρόθεσμη μνήμη, έφεση στη μίμηση, έφεση στην οπτική μάθηση”.
Οι άντρες επηρεάζονται εντονότερα απ’ ό,τι οι γυναίκες… αίσθηση του
χιούμορ, συνήθως… “τάση προς τη δημιουργικότητα, ιδίως οπτικά”…»
Η Ρόμπιν έγειρε το κεφάλι και κοίταξε τον Στράικ πίσω από την οθόνη
του υπολογιστή.
«Γιατί θέλεις να τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Απλώς σκεφτόμουν».
«Το Γκουίλερμ;»
«Ναι», είπε ο Στράικ. «Βασικά, όλη την οικογένεια».
«Αυτός όμως δεν είχε σύνδρομο FRAXA, σωστά;»
«Όχι, δεν ξέρω τι πρόβλημα είχε ο Γκουίλερμ. Ίσως απλώς να
χαπακωνόταν».
Αυτή τη φορά δε χαμογέλασε.
«Κόρμοραν, τι συμπτώσεις παρατήρησες;»
Αντί να απαντήσει, ο Στράικ τράβηξε μερικές ακόμη σελίδες από τον
φάκελο της αστυνομίας προς το μέρος του και τις διάβασε ξανά. Από
συνήθεια, η Ρόμπιν έπιασε το σημειωματάριο του Τάλμποτ και το άνοιξε
στην πρώτη σελίδα. Για μερικά λεπτά στο γραφείο επικράτησε σιωπή,
τόσο που κανείς από τους δύο συνεταίρους δεν παρατήρησε κάποιον από
τους θορύβους που τους ήταν γνώριμοι όσο η ίδια τους η αναπνοή: το
βουητό της κίνησης στην οδό Τσάρινγκ Κρος, τις σποραδικές φωνές και
τις σκόρπιες μουσικές που έρχονταν από την οδό Ντένμαρκ, από κάτω.
Η πρώτη σελίδα του σημειωματάριου του Μπιλ Τάλμποτ ξεκινούσε με
ορισμένες άτακτες αράδες, που η Ρόμπιν ήξερε πως αντιστοιχούσαν σε
πραγματικά στοιχεία και παρατηρήσεις. Αυτό ήταν και το πλέον
συγκροτημένο κομμάτι των σημειώσεων, όμως οι πρώτες πεντάλφες
έκαναν την εμφάνισή τους στο τέλος της σελίδας, όπως και η πρώτη
αστρολογική παρατήρηση.
Έπειτα από σχεδόν μία ώρα συνεννόησης με τον δρα Μπιράλ, στη
διάρκεια της οποίας ο εμφανώς κλονισμένος ψυχίατρος τηλεφώνησε στη
Σκότλαντ Γιαρντ, ο Στράικ αποχώρησε από το νοσοκομείο, έχοντας την
αίσθηση πως είχε παραμείνει εκεί για διάστημα διπλάσιο απ’ ό,τι στην
πραγματικότητα. Το Κρόουθορν, ένα παρακείμενο χωριό, δε βρισκόταν
στη διαδρομή που θα ακολουθούσε κανονικά ο Στράικ προκειμένου να
επιστρέψει στο Λονδίνο, όμως πεινούσε, ήθελε να τηλεφωνήσει στη
Ρόμπιν κι αισθανόταν την έντονη ανάγκη να βρεθεί ανάμεσα σε
συνηθισμένους ανθρώπους, στην καθημερινότητά τους, να αποδιώξει την
εικόνα από εκείνους τους έρημους διαδρόμους που αντιλαλούσαν, από τα
κλειδιά που κουδούνιζαν και από τις πελώριες διεσταλμένες κόρες των
ματιών του Ντένις Κριντ.
Στάθμευσε μπροστά σε μια παμπ, άναψε εκείνο το τσιγάρο που
λαχταρούσε να καπνίσει εδώ και δυόμισι ώρες κι ύστερα άνοιξε ξανά το
κινητό του. Είχε ήδη δύο αναπάντητες κλήσεις από τον Μπράιαν Τάκερ,
όμως αντί να τηλεφωνήσει στον ηλικιωμένο άντρα, πάτησε το πλήκτρο
όπου είχε αποθηκευμένο τον αριθμό της Ρόμπιν. Εκείνη απάντησε στο
δεύτερο χτύπημα.
«Τι έγινε;»
Ο Στράικ της είπε. Όταν ολοκλήρωσε, ακολούθησε μια σύντομη παύση.
«Για πες ξανά το στοιχείο», είπε η Ρόμπιν, που ακούστηκε σφιγμένη.
«“Θα τη βρεις εκεί που συναντάς ένα Μ54”».
«Δε φαντάζομαι να εννοεί τον Μ54; Τον αυτοκινητόδρομο;»
«Ενδεχομένως, όμως δε χρησιμοποίησε το οριστικό άρθρο».
«Ο Μ54 έχει μήκος πάνω από τριάντα χιλιόμετρα».
«Το ξέρω».
Είχε αρχίσει να αισθάνεται την αντίδραση στα όσα είχε βιώσει:
κανονικά, ο Στράικ θα έπρεπε να νιώθει θριαμβευτής, όμως στην πράξη
ήταν κουρασμένος και σφιγμένος. Όπως κρατούσε το κινητό, η συσκευή
βούιξε, οπότε έριξε μια ματιά στην οθόνη.
«Ο Μπράιαν Τάκερ είναι, προσπαθεί ξανά να με βρει», είπε στη Ρόμπιν.
«Τι σκέφτεσαι να του πεις;»
«Την αλήθεια», είπε με βαριά φωνή ο Στράικ φυσώντας τον καπνό έξω
από το ανοιχτό παράθυρο. «Ο δρ Μπιράλ επικοινώνησε ήδη με τη
Σκότλαντ Γιαρντ. Το πρόβλημα είναι πως, εφόσον αυτό το στοιχείο
αποδειχτεί ανούσιο ή άλυτο, ο Τάκερ θα ξέρει πως ο Κριντ σκότωσε την
κόρη του, όμως δε θα ανακτήσει ποτέ τη σορό της. Κι αυτό ενδεχομένως
να είναι το απόλυτο βασανιστήριο για το διεστραμμένο μυαλό του
Κριντ».
«Κάτι είναι όμως η εξασφάλιση της ομολογίας, σωστά;» είπε η Ρόμπιν.
«Ο Τάκερ ήταν πεπεισμένος εδώ και δεκαετίες πως ο Κριντ την είχε
σκοτώσει. Η ομολογία χωρίς πτώμα απλώς διατηρεί ανοιχτή την πληγή. Ο
Κριντ θα είναι αυτός που θα γελάσει τελευταίος, καθώς θα γνωρίζει πού
βρίσκεται η κοπέλα, χωρίς να το αποκαλύπτει… Με τη Βρετανική
Βιβλιοθήκη πώς τα πήγες;»
«Α. Μια χαρά», είπε η Ρόμπιν. «Εντόπισα την Τζοάνα Χάμοντ πριν από
κανένα δίωρο».
«Και;» είπε ο Στράικ σε εγρήγορση πλέον.
«Είχε έναν μεγάλο σπίλο στο πρόσωπό της. Στο αριστερό μάγουλο.
Διακρίνεται στη φωτογραφία του γάμου της, στην τοπική εφημερίδα. Σου
στέλνω τώρα το αρχείο».
«Και ο άγιος…;»
«Λογικά, στη νεκρολογία της βασίστηκε. Δημοσιευμένη στην ίδια
τοπική εφημερίδα».
«Χριστέ και Κύριε», είπε ο Στράικ.
Ακολούθησε μια μεγαλύτερη παύση. Το κινητό του Στράικ βούιξε ξανά,
οπότε είδε πως η Ρόμπιν του είχε στείλει συνημμένη σε γραπτό μήνυμα
μια φωτογραφία.
Όπως την άνοιξε, αντίκρισε ένα ζευγάρι την ημέρα του γάμου του, το
1969: η θολή ασπρόμαυρη φωτογραφία μιας χαμογελαστής νύφης με
μεγάλα δόντια, καστανά μαλλιά χτενισμένα σε ψιλές μπούκλες,
δαντελωτό φόρεμα με ψηλό λαιμό, καπελίνο πάνω στο πέπλο της κι έναν
μεγάλο σπίλο στο αριστερό ζυγωματικό. Ο ξανθός σύζυγος έστεκε ψηλός,
της έριχνε ένα κεφάλι, αγέλαστος. Ήδη μέσα στα πρώτα λεπτά του
έγγαμου βίου του είχε την όψη ανθρώπου έτοιμου να πιάσει ρόπαλο.
«Δεν ήταν Τοξότης, με το σύστημα του Σμιντ», είπε η Ρόμπιν, κι ο
Στράικ έφερε το κινητό ξανά πάνω στο αυτί του, «Σκορπιός ήταν…»
«…ζώδιο που ο Τάλμποτ θεωρούσε πως της ταίριαζε καλύτερα, λόγω
του σπίλου», είπε ο Στράικ αναστενάζοντας. «Έπρεπε να είχα τσεκάρει
ξανά όλες τις ταυτοποιήσεις, από τη στιγμή που ανακάλυψες τι έπαιζε με
τον Σμιντ. Ίσως είχαμε καταφέρει να φτάσουμε εδώ νωρίτερα».
«Με τον Ντάουθγουεϊτ τι θα κάνουμε;»
«Σκοπεύω να του τηλεφωνήσω», αποκρίθηκε ο Στράικ ύστερα από μια
στιγμιαία παύση. «Αυτή τη στιγμή. Σε ξαναπαίρνω μετά».
Το στομάχι του γουργούριζε, καθώς τηλεφωνούσε στον ξενώνα
Άλαρνταϊς, στο Σκέγκνες, οπότε άκουσε τη γνώριμη σκοτσέζικη προφορά
της Ντόνα, της συζύγου του Ντάουθγουεϊτ.
«Αχ, Παναγία μου», έκανε εκείνη μόλις της είπε ο Στράικ ποιος ήταν.
«Τι έγινε πάλι;»
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας», απάντησε ο Στράικ ψέματα, όπως
άκουγε ένα ραδιόφωνο να παίζει στο βάθος. «Απλώς ήθελα να
διπλοτσεκάρω ορισμένα σημεία».
«Στιβ!» την άκουσε να φωνάζει, έχοντας απομακρύνει το στόμα της από
το ακουστικό. «Είναι αυτός!… Τι ρωτάς “Ποιος”; Εσύ, δηλαδή, ποιος
κέρατο λες να είναι;»
Ο Στράικ άκουσε βήματα κι ύστερα τον Ντάουθγουεϊτ, που του
ακούστηκε κάτι ανάμεσα σε θυμωμένος και τρομαγμένος.
«Τι θες;»
«Θέλω να σου πω τι νομίζω ότι συνέβη στο τελευταίο σου ραντεβού,
στο ιατρείο της Μάργκοτ Μπάμπορο», είπε ο Στράικ.
Μίλησε επί δύο λεπτά, κι ο Ντάουθγουεϊτ δεν τον διέκοψε, παρότι ο
Στράικ ήξερε ότι εξακολουθούσε να κρατά το ακουστικό, από τους
μακρινούς ήχους του ξενώνα που έφταναν στο αυτί του από την άλλη
άκρη της γραμμής. Όταν ολοκλήρωσε ο Στράικ την περιγραφή της
τελικής επίσκεψης του Ντάουθγουεϊτ στην κλινική, δεν ακούστηκε το
παραμικρό, εκτός από το ραδιόφωνο που εξακολουθούσε να παίζει στο
βάθος το «Blame» του Κάλβιν Χάρις.
Ρίξε το φταίξιμο στη νύχτα… μην το ρίχνεις πάνω μου…
«Λοιπόν;» είπε ο Στράικ.
Ήξερε πως ο Ντάουθγουεϊτ δεν ήθελε να το επιβεβαιώσει. Ο
Ντάουθγουεϊτ ήταν δειλός, ένας αδύναμος άνθρωπος που προτιμούσε να
το σκάει όταν προέκυπτε πρόβλημα. Θα μπορούσε να είχε αποτρέψει
περαιτέρω θανάτους, αν είχε βρει το σθένος να πει όσα γνώριζε, όμως
φοβόταν για το τομάρι του, φοβόταν πως θα φάνταζε συνένοχος, βλάκας
και ελεεινός στα μάτια των αναγνωστών των εφημερίδων. Οπότε, είχε
προτιμήσει να το βάλει στα πόδια, όμως το μόνο που κατάφερε έτσι ήταν
να χειροτερέψουν τα πράγματα, κι όταν προέκυψαν οι εφιαλτικές
συνέπειες, είχε επιλέξει και πάλι να τραπεί σε φυγή, μετά βίας
ομολογώντας έστω στον εαυτό του αυτά που φοβόταν, γυρεύοντας τη
λήθη στο ποτό, στο τραγούδι, στις γυναίκες. Και τώρα ο Στράικ τον
έφερνε αντιμέτωπο με ένα απαίσιο δίλημμα, στο οποίο ουσιαστικά δεν
είχε καμία επιλογή. Όπως η Βάιολετ Κούπερ, ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ
βρισκόταν αντιμέτωπος με μια ζωή αποδοκιμασίας από την επικριτική
κοινή γνώμη και το πόσο καλύτερα θα ήταν αν είχε πει την πάσα αλήθεια
στον Τάλμποτ, πριν από σαράντα χρόνια, τότε που το πτώμα της Μάργκοτ
Μπάμπορο θα μπορούσε να είχε εντοπιστεί γρήγορα, κι ένα άτομο με
δολοφονικά ένστικτα θα μπορούσε να είχε οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, πριν
οδηγήσει κι άλλα θύματα στον θάνατο.
«Έχω δίκιο;» είπε ο Στράικ.
«Ναι», είπε τελικά ο Ντάουθγουεϊτ.
«Καλώς. Λοιπόν, αν θες να ακούσεις τη συμβουλή μου, θα πας αμέσως
στη γυναίκα σου και θα της το πεις, πριν της τα προφτάσουν οι
δημοσιογράφοι. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει τρόπος να κρυφτείς».
«Σκατά», μουρμούρισε ο Ντάουθγουεϊτ.
«Λοιπόν, τα λέμε στο δικαστήριο», είπε ο Στράικ ζωηρά, κι αμέσως
τερμάτισε την κλήση και τηλεφώνησε στη Ρόμπιν.
«Το επιβεβαίωσε».
«Κόρμοραν», είπε η Ρόμπιν.
«Τον συμβούλεψα να πει στην Ντόνα…»
«Κόρμοραν», επανέλαβε η Ρόμπιν.
«Τι;»
«Νομίζω πως ξέρω τι είναι το Μ54».
«Δε φαντάζομαι…»
«…να είναι ο αυτοκινητόδρομος; Όχι. Το Μ54 είναι ένα ελλειπτικό
σύμπλεγμα…»
«Ένα τι;»
«Ένα σύμπλεγμα αστεριών σε σχήμα σφαίρας».
«Αστεριών;» είπε ο Στράικ νιώθοντας μια απογοήτευση. «Για μισό…»
«Άκου», είπε η Ρόμπιν. «Ο Κριντ νόμιζε πως είχε σκαρώσει έναν
πανέξυπνο γρίφο, όμως αρκεί μία απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο…»
«Δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο εκεί πέρα», είπε ο Στράικ.
«Γκρίνιαζε γι’ αυτό».
«Τέλος πάντων. Το Μ54 είναι ένα σύμπλεγμα αστεριών στον αστερισμό
του Τοξότη», είπε η Ρόμπιν.
«Έλεος με την αστρολογία», είπε ο Στράικ κλείνοντας τα μάτια του.
«Ρόμπιν…»
«Άκουσέ με. Ο Κριντ είπε: “Θα τη βρεις εκεί που συναντάς ένα Μ54”,
σωστά;»
«Ναι…»
«Ο αστερισμός είναι του Τοξότη».
«Και λοιπόν;»
«Ο Μπράιαν μας έδειξε τον χάρτη, Στράικ! Ο Ντένις Κριντ περνούσε
συχνά από το Ξενοδοχείο Άρτσερ3, στο Ίσλινγκτον, στις αρχές της
δεκαετίας του ’70, τότε που παρέδιδε εκεί τα κλινοσκεπάσματα. Στο
οικόπεδο υπήρχε ένα πηγάδι στον πίσω κήπο. Εκείνα τα χρόνια ήταν
καρφωμένο με σανίδες, τώρα καλύπτεται από ένα περίπτερο».
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, δυο εύθυμοι τύποι με πανομοιότυπες
μπάκες πέρασαν μέσα στην παμπ. Ο Στράικ μετά βίας αντιλήφθηκε την
παρουσία τους. Είχε ξεχάσει ακόμη και να τραβήξει τζούρες από το
τσιγάρο που σιγόκαιγε ανάμεσα στα δάχτυλά του.
«Σκέψου λίγο το σκηνικό», είπε η Ρόμπιν στο αυτί του. «Ο Κριντ έχει
ένα πτώμα εκτός προγράμματος στο φορτηγάκι, όμως δε γίνεται να το
μεταφέρει στο Δάσος του Έπιν, γιατί η περιοχή εξακολουθούσε να
ερευνάται από τις Αρχές. Λίγο νωρίτερα είχε εντοπιστεί η σορός της Βέρα
Κένι. Δεν ξέρω γιατί δεν κατέβασε το πτώμα στο υπόγειο…»
«Ξέρω εγώ», είπε ο Στράικ. «Προ ολίγου μου το είπε. Πέρασε μπροστά
από το σπίτι να κόψει κίνηση, κι η σπιτονοικοκυρά ήταν ξύπνια, στημένη
στο παράθυρο».
«Μάλιστα… σωστά… οπότε, πρέπει να αδειάσει το φορτηγάκι πριν
πάει στη δουλειά. Ξέρει τα κατατόπια στον κήπο του ξενοδοχείου, κι
επίσης ξέρει πως υπάρχει μια βοηθητική είσοδος εκεί. Στην καρότσα έχει
εργαλεία, εύκολα θα μπορούσε να αφαιρέσει τις σανίδες. Κόρμοραν,
είμαι σίγουρη πως η κοπέλα βρίσκεται στο παλιό πηγάδι του Άρτσερ».
Ακολούθησε μια σύντομη παύση, μέχρι που από το ξεχασμένο τσιγάρο
έπεσε καυτή στάχτη πάνω στα πόδια του Στράικ.
«Γαμώτο…»
Πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο, οπότε ήρθε αντιμέτωπος με ένα
βλέμμα αποδοκιμασίας από μια περαστική ηλικιωμένη γυναίκα, που
έσερνε ένα καρό καρότσι λαϊκής.
«Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε», είπε στη Ρόμπιν. «Εγώ θα τηλεφωνήσω
στον Τάκερ, να του πω τι έγινε στη συνάντηση, θα του αναφέρω και το
συμπέρασμά σου. Εσύ κάνε ένα τηλέφωνο στον Τζορτζ Λέιμπορν, να του
εξηγήσεις το σκεπτικό σου για το ξενοδοχείο. Όσο γρηγορότερα
ερευνήσει το σημείο η αστυνομία, τόσο το καλύτερο για τους Τάκερ,
ιδίως αν διαρρεύσει η είδηση ότι ο Κριντ ομολόγησε».
«Έγινε, τηλεφωνώ αμέσως…»
«Στάσου, δεν τελείωσα», είπε ο Στράικ. Στο μεταξύ είχε κλείσει τα
μάτια του, κι έτριβε τους κροτάφους του, έτσι όπως αναλογιζόταν όλα
όσα έπρεπε να κάνει το γραφείο, και μάλιστα γρήγορα. «Αφού μιλήσεις
στον Λέιμπορν, θέλω να τηλεφωνήσεις στον Μπάρκλεϊ, να τον
ενημερώσεις πως έχει μια δουλειά μαζί σου αύριο το πρωί. Ο πρώην της
δεσποινίδας Τζόουνς δε θα πάθει τίποτε, αν τον αφήσουμε μόνο του για
μερικές ώρες. Ή, το πιθανότερο, όλη μέρα, αν είναι να συμβεί αυτό που
υποψιάζομαι».
«Και τι δουλειά έχω να κάνω με τον Μπάρκλεϊ;» τον ρώτησε η Ρόμπιν.
«Δεν είναι προφανές;» είπε ο Στράικ ανοίγοντας και πάλι τα μάτια του.
«Τα περιθώρια είναι ελάχιστα, έτσι κι ανοίξει το στόμα του ο
Ντάουθγουεϊτ».
«Οπότε, ο Μπάρκλεϊ κι εγώ, θα…»
«Πάτε να βρείτε το πτώμα της Μάργκοτ», είπε ο Στράικ. «Ναι».
Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή. Το στομάχι του Στράικ γουργούρισε
ξανά. Αυτή τη φορά στην παμπ μπήκαν δύο γυναίκες, χαχανίζοντας με
κάτι που είχε δείξει η μία στην άλλη στο κινητό.
«Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως βρίσκεται εκεί;» είπε η Ρόμπιν κάπως
ταραγμένη.
«Είμαι βέβαιος», είπε ο Στράικ.
«Κι εσύ…;»
«Πρώτα θα τηλεφωνήσω στον Μπράιαν Τάκερ, μετά θα φάω καμιά
τηγανητή πατάτα, θα κάνω εκείνο το τηλεφώνημα στο εξωτερικό –αν δεν
κάνω λάθος, είναι τρεις ώρες μπροστά από εμάς, οπότε δε θα υπάρχει
θέμα– κι ύστερα θα επιστρέψω στο γραφείο. Λογικά, θα είμαι πίσω αργά
το απόγευμα, οπότε θα τα πούμε διεξοδικά από κοντά».
«Έγινε», είπε η Ρόμπιν, «καλή επιτυχία».
Τερμάτισε την κλήση. Ο Στράικ δίστασε για μερικές στιγμές, πριν
τηλεφωνήσει στον Μπράιαν Τάκερ: θα προτιμούσε να το κάνει
κρατώντας μια μπίρα στην παλάμη του, όμως είχε μπροστά του δρόμο για
να επιστρέψει στο Λονδίνο και το να συλληφθεί για οδήγηση υπό την
επήρεια του αλκοόλ, παραμονή της σύλληψης του δολοφόνου της
Μάργκοτ Μπάμπορο, ήταν μια περίπτωση που πραγματικά δεν ήθελε να
διακινδυνεύσει. Προτίμησε να ανάψει δεύτερο τσιγάρο και ετοιμάστηκε
να ενημερώσει έναν χαροκαμένο πατέρα πως, ύστερα από αναμονή
σαράντα δύο ετών, ίσως να ήταν σύντομα σε θέση να κηδέψει την κόρη
του.
3 Archer (Άρτσερ), στα αγγλικά είναι ο τοξότης. Η διευκρίνηση της Ρόμπιν βασίζεται στο ότι
στα αγγλικά, για τον αστερισμό –και το ζώδιο– χρησιμοποιείται η λατινική λέξη Sagittarius.
(Σ.τ.Μ.)
70
…και τέλος, ο Θάνατος·
ο Θάνατος, με όψη φρικτή κι απαίσια…
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
Η επιτυχία, όπως είχε μάθει προ πολλού ο Κόρμοραν Στράικ, είναι μια
υπόθεση πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι θα υπέθεταν οι περισσότεροι
άνθρωποι.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι δημοσιογράφοι είχαν εστιάσει την
προσοχή τους στο γραφείο ιδιωτικών ερευνών, και παρότι η αναγνώριση
ήταν αναμφίβολα κολακευτική και σημαντική διαφήμιση για τη δουλειά,
αποδεικνυόταν, όπως πάντα, σοβαρό εμπόδιο στη δυνατότητα των δύο
συνεταίρων να συνεχίσουν να εργάζονται. Η Ρόμπιν, τη διεύθυνση
κατοικίας της οποίας δεν είχαν αργήσει να ανακαλύψουν οι
δημοσιογράφοι, αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι της Βανέσα Εκουένσι
και με τη βοήθεια μιας σειράς από περούκες και επιδέξιας χρήσης
προϊόντων μακιγιάζ, κατάφερε να συνεχίσει να καλύπτει έναν κάποιο
όγκο δουλειάς, έτσι ώστε ο Μπάρκλεϊ και ο Χάτσινς να μην είναι
αναγκασμένοι να αναλαμβάνουν τα πάντα οι δυο τους. Ο Στράικ,
αντίθετα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο βοηθητικό δωμάτιο του Νικ και
της Ίλσα, εκεί όπου άφησε τα γένια του να μακρύνουν και λούφαξε
συντονίζοντας τους εξωτερικούς συνεργάτες του γραφείου από το
τηλέφωνο. Η Πατ Τσόνσι ήταν η μόνη που εξακολουθούσε να εργάζεται
από το γραφείο στην οδό Ντένμαρκ, αναλαμβάνοντας τα διάφορα
διαχειριστικά ζητήματα, καθώς άνοιγε και κλείδωνε στωικά κάθε πρωί
και κάθε βράδυ.
«Κανένα σχόλιο. Παρατάτε με ήσυχη, μη σας διαολοστείλω», έκρωζε
δυο φορές τη μέρα στο σμάρι των δημοσιογράφων που ξεροστάλιαζαν
στην οδό Ντένμαρκ.
Ο σάλος που είχε ξεσπάσει, στον απόηχο της διπλής αποκάλυψης πως
είχε βρεθεί το πτώμα μιας γυναίκας εγκιβωτισμένο μέσα σε τσιμέντο, σε
ένα ταπεινό διαμέρισμα στο Κλέρκενγουελ, και ο σκελετός μιας έφηβης
θαμμένος κάτω από χαλάσματα, στα βάθη ενός παλιού πηγαδιού στο
Ίσλινγκτον, φαινόταν πως δεν επρόκειτο να κοπάσει σύντομα. Ήταν
ακαταμάχητα πολλές οι δελεαστικές πτυχές αυτής της υπόθεσης: οι
διαδικασίες απομάκρυνσης των λειψάνων και η επιβεβαίωση πως τα οστά
ανήκαν στη Μάργκοτ Μπάμπορο και στη Λουίζ Τάκερ, τα σχόλια των δύο
τραγικών οικογενειών, τα μέλη των οποίων δυσκολεύονταν να
καταλήξουν αν το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν εκείνο της ανακούφισης ή
της οδύνης, τα προφίλ των δύο πολύ διαφορετικών δολοφόνων και,
φυσικά, οι ιστορίες των ιδιωτικών ντετέκτιβ, οι οποίοι πλέον τύχαιναν
καθολικών επαίνων και αναγνώρισης ως οι πλέον ταλαντούχοι της
πρωτεύουσας.
Παρότι αποτελούσε μια ηθική δικαίωση η αναγνώριση αυτή, ο Στράικ
δεν αντλούσε την παραμικρή ικανοποίηση από τον τρόπο που οι
δημοσιογράφοι κυνηγούσαν είτε τον Γκρέγκορι Τάλμποτ («Τι απαντάτε
σ’ εκείνους που ισχυρίζονται πως ο πατέρας σας είχε βάψει με αίμα τα
χέρια του;») είτε τον Ντινές Γκάπτα («Μετανιώνετε για εκείνη τη
θερμότατη σύσταση που είχατε δώσει στην Τζάνις Μπίτι, γιατρέ;») και
οπωσδήποτε δεν του άρεσε που είδε τους Άθορν να απομακρύνονται από
το διαμέρισμά τους από πραγματικούς κοινωνικούς λειτουργούς,
φοβισμένοι, ξεσπιτωμένοι και ανήμποροι να κατανοήσουν τι συνέβαινε.
Ο Καρλ Όουκντεν έκανε ένα σύντομο πέρασμα από την Daily Mail,
επιχειρώντας να πλασαριστεί σαν δήθεν ειδικός σε ό,τι αφορούσε τόσο
τον Στράικ όσο και τη Μάργκοτ Μπάμπορο, όμως καθώς το άρθρο
ξεκινούσε με τη φράση «Καταδικασμένος για απάτες, με το όνομα Καρλ
Μπράις, ο γιος της παλιάς γραμματέως της κλινικής, Ντόροθι…» ήταν
ενδεχομένως αναμενόμενο το ότι ο Όουκντεν σύντομα επέλεξε να
επιστρέψει στις σκιές, με την ουρά στα σκέλια. Ο Ρόκεμπι, αντίθετα,
αποδείχτηκε πρόθυμος να συνεχίσει να συνδέει το όνομά του με εκείνο
του Στράικ, προχωρώντας σε δήλωση, μέσω του υπευθύνου δημοσίων
σχέσεών του, στην οποία περιέγραφε με στομφώδεις εκφράσεις την
περηφάνια που αισθανόταν για τον πρωτότοκο γιο του. Σκασμένος κατά
βάθος, ο Στράικ προσπέρασε κάθε αίτημα να προβεί σε κάποιο σχόλιο.
Ο Ντένις Κριντ, ο οποίος επί δεκαετίες είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο
σε οποιοδήποτε ρεπορτάζ τον περιλάμβανε, υποβιβάστηκε σχεδόν σε
υποσημείωση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η Τζάνις Μπίτι τον είχε
ξεπεράσει όχι μόνο ως προς τον αριθμό των πιθανών θυμάτων, αλλά και
επειδή είχε κατορθώσει να διαφύγει κάθε υποψία επί δεκαετίες.
Φωτογραφίες του καθιστικού της στο Νάιτινγκεϊλ Γκρόουβ διέρρευσαν
στον Τύπο, με τους δημοσιογράφους να στέκονται ιδιαίτερα στις
κορνιζαρισμένες φωτογραφίες των θυμάτων στους τοίχους, τον φάκελο
με τις νεκρολογίες που κρατούσε η Μπίτι φυλαγμένο στο έπιπλο με τις
πορσελάνες της, καθώς και στη σύριγγα, στο σελοφάν και στο σεσουάρ
που είχε εντοπίσει ο Στράικ πίσω από τον καναπέ. Το πλήθος των
φαρμάκων και δηλητηρίων που βρέθηκαν στην κουζίνα της
απομακρύνθηκε από το σπίτι από ειδικούς της Σήμανσης, την ώρα που η
ροδομάγουλη ασημόμαλλη νοσοκόμα, στην οποία δόθηκε το
παρατσούκλι «Φαρμακερή γιαγιά», ανοιγόκλεινε απαθής τα μάτια στις
κάμερες των δελτίων ειδήσεων την ώρα που την οδηγούσαν στο
δικαστήριο, όπου κρίθηκε προφυλακιστέα.
Εν τω μεταξύ, ο Στράικ μετά βίας κατάφερνε να ανοίξει εφημερίδα ή
την τηλεόραση χωρίς να πέσει πάνω στον Μπράιαν Τάκερ, ο οποίος
παραχωρούσε συνεντεύξεις σε οποιονδήποτε μπορούσε να μιλήσει. Με
σπασμένη φωνή βούρκωνε, εκθείαζε, επαινούσε τον Στράικ και τη
Ρόμπιν, δήλωνε προς πάσα κατεύθυνση ότι τους άξιζε να χριστούν
ιππότες («Ή εκείνο το άλλο, πώς το λένε, που έχουν για τις γυναίκες;
«Λαίδη», μουρμούρισε γεμάτη κατανόηση η ξανθιά παρουσιάστρια, που
κρατούσε τον συναισθηματικά φορτισμένο Τάκερ από την παλάμη),
έκλαιγε καθώς αναπολούσε στιγμές με την κόρη του, περιέγραφε τις
προετοιμασίες για την κηδεία της, επέκρινε την αστυνομία και
πληροφορούσε τον κόσμο πως από την πρώτη στιγμή ο ίδιος υποψιαζόταν
πως η σορός της Λουίζ κρυβόταν στο πηγάδι. Ο Στράικ, που χαιρόταν για
τον ηλικιωμένο άντρα, και πάλι θα προτιμούσε, τόσο για δική του χάρη
όσο και του Τάκερ, να πήγαινε να πενθήσει κάπου διακριτικά, αντί να
καταλαμβάνει χώρο σε μια ατελείωτη αλυσίδα τηλεοπτικών καναπέδων.
Το νήμα των συγγενών, που έτρεφαν υποψίες για τον τρόπο που οι δικοί
τους άνθρωποι είχαν πεθάνει ενόσω τους φρόντιζε η Τζάνις, σύντομα
μετατράπηκε σε χείμαρρο. Άρχισαν να εκδίδονται εντολές εκταφών, ενώ
η Αϊρίν Χίκσον, με το περιεχόμενο των ντουλαπιών της κουζίνας της να
απομακρύνεται από την αστυνομία προκειμένου να σταλεί για ανάλυση,
κέρδισε περίοπτη θέση στις σελίδες της Daily Mail, εκεί όπου
φωτογραφήθηκε καθισμένη στο καρναβαλικά φανταχτερό καθιστικό της,
πλαισιωμένη από δύο χυμώδεις θυγατέρες, οι οποίες της έμοιαζαν
εντυπωσιακά.
«Θέλω να πω, η Τζάνις ήταν πάντοτε γυναίκα που τους άντρες τούς
κατάπινε για πλάκα, όμως ποτέ μου δεν υποψιάστηκα κάτι τέτοιο, ποτέ.
Αν με ρωτούσατε, θα σας έλεγα πως τη θεωρούσα ως την καλύτερή μου
φίλη. Δεν ξέρω πώς μπόρεσα να σταθώ τόσο αφελής! Μου πρότεινε να
πηγαίνει εκείνη για τα ψώνια, προτού επιστρέψω από τα διαστήματα που
περνούσα στις κόρες μου. Έπειτα έτρωγα κάτι από τα πράγματα που είχε
αφήσει στο ψυγείο, αρρώσταινα, της τηλεφωνούσα και της ζητούσα να
περάσει από εδώ. Φαντάζομαι πως το σπίτι εδώ είναι πιο άνετο από το
δικό της και της άρεσε να μένει εδώ, μάλιστα κάποιες φορές τής έδινα και
χρήματα, γι’ αυτό και δεν είμαι νεκρή τώρα. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω
κάποια στιγμή να ξεπεράσω το σοκ, ειλικρινά. Δε με πιάνει ύπνος.
Αισθάνομαι απαίσια, συνέχεια. Δεν μπορώ να πάψω να το σκέφτομαι.
Ανατρέχω τώρα στο παρελθόν και πραγματικά απορώ πώς μπόρεσα να
μην υποψιαστώ το παραμικρό; Κι αν αποδειχτεί πως δολοφόνησε τον
Λάρι, τον καημένο τον Λάρι, που εγώ κι ο Έντι της τον γνωρίσαμε, δεν
ξέρω πώς θα μπορέσω να συγχωρέσω τον εαυτό μου, πραγματικά, όλο
αυτό είναι ένας εφιάλτης. Δεν περιμένεις τέτοια πράγματα από μια
νοσοκόμα, καλά δε λέω;»
Σε αυτό το σημείο τουλάχιστον, αν όχι σε οτιδήποτε άλλο, ο Στράικ
ήταν υποχρεωμένος να συμφωνήσει με την Αϊρίν Χίκσον. Αναρωτιόταν
και ο ίδιος για ποιο λόγο τού είχε πάρει τόσους μήνες να ελέγξει
προσεκτικότερα ένα άλλοθι το οποίο από την πρώτη στιγμή ήξερε ότι
ήταν ισχνό και επίσης για ποιο λόγο είχε δεχτεί σαν δεδομένα τα όσα
ισχυριζόταν η Τζάνις, τη στιγμή που είχε αμφισβητήσει τις μαρτυρίες
σχεδόν όλων των άλλων. Ήταν υποχρεωμένος να συμπεράνει πως, όπως
οι γυναίκες που είχαν επιβιβαστεί πρόθυμα στο φορτηγάκι του Ντένις
Κριντ, τον είχε ξεγελάσει μια προσεκτικά σκηνοθετημένη παράσταση
θηλυκότητας. Ακριβώς όπως ο Κριντ είχε καμουφλαριστεί πίσω από ένα
φαινομενικά αέρινο και ντελικάτο προσωπείο, έτσι και η Τζάνις είχε
κρυφτεί πίσω από τον χαρακτήρα της ευσυνείδητης νοσηλεύτριας, της
άδολης θεραπαινίδας, της συμπονετικής μητέρας. Ο Στράικ είχε
προτιμήσει την προσποιητή μετριοφροσύνη της απέναντι στη
λογοδιάρροια της φίλης της, είχε προκρίνει τη γλυκύτητά της απέναντι
στη χολή της φίλης της, κι όμως ήξερε πως θα αποδεικνυόταν πολύ
λιγότερο πρόθυμος να δεχτεί ως δεδομένα εκείνα τα χαρακτηριστικά, αν
τα είχε συναντήσει σε έναν άντρα. Η Δήμητρα είναι υποστηρικτική και
προστατευτική. Ο Καρκίνος είναι καλοσυνάτος, το ένστικτό του είναι να
προστατεύει. Μια γενναία δόση αποδοκιμασίας απέναντι στην ευπιστία
του μετρίαζε την πανηγυρική διάθεση του Στράικ, γεγονός το οποίο
μπέρδευε την Ίλσα και τον Νικ, που είχαν την τάση να καμαρώνουν για
τα ρεπορτάζ των εφημερίδων που περιέγραφαν τον πρόσφατο και πλέον
αναγνωρισμένο θρίαμβο του φίλου τους.
Εν τω μεταξύ, η Άννα Φιπς λαχταρούσε να ευχαριστήσει από κοντά τον
Στράικ και τη Ρόμπιν, όμως οι δύο ντετέκτιβ ανέβαλλαν τη συνάντηση
μέχρι να κοπάσει η στενή πολιορκία των δημοσιογράφων. Ο εξόχως
επιφυλακτικός Στράικ, η γενειάδα του οποίου αναπτυσσόταν ωραιότατα,
συμφώνησε τελικά να πραγματοποιηθεί η συνάντηση περισσότερο από
δύο εβδομάδες μετά τον εντοπισμό της σορού της Μάργκοτ. Παρότι με τη
Ρόμπιν βρίσκονταν σε καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία, αυτή θα
ήταν και η πρώτη φορά που θα συναντιούνταν από κοντά, από τη στιγμή
που διαλεύκαναν την υπόθεση.
Η βροχή έπεφτε ρυθμικά στο παράθυρο του βοηθητικού υπνοδωματίου
στο σπίτι του Νικ και της Ίλσα, την ώρα που ο Στράικ ντυνόταν εκείνο το
πρωί. Φορούσε μια κάλτσα στο προσθετικό πέλμα του, όταν βούιξε το
κινητό του, που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Περιμένοντας πως θα
διάβαζε κάποιο μήνυμα από τη Ρόμπιν, με το οποίο ενδεχομένως θα τον
προειδοποιούσε πως γυρόφερναν δημοσιογράφοι έξω από το σπίτι της
Άννας και της Κιμ, διάβασε απρόσμενα το όνομα της Σάρλοτ στην οθόνη
της συσκευής.
Γεια σου, Μπλούι. Νόμιζα πως ο Τζέιγκο είχε πετάξει αυτό το
κινητό, όμως μόλις το βρήκα κρυμμένο στο βάθος μιας ντουλάπας.
Λοιπόν, κατάφερες και πάλι κάτι εκπληκτικό. Διαβάζω όλα αυτά
που γράφουν για σένα στις εφημερίδες. Μακάρι να είχαν και τίποτε
φωτογραφίες της προκοπής, όμως φαντάζομαι πως χαίρεσαι που
δεν έχουν; Όπως και να ’χει, συγχαρητήρια. Πρέπει να είναι
υπέροχο συναίσθημα να διαψεύδεις όλους εκείνους που δεν
πίστευαν στο γραφείο. Ανάμεσά τους κι εγώ, μάλλον. Μακάρι να σε
είχα στηρίξει περισσότερο, όμως πλέον είναι πολύ αργά. Δεν ξέρω
αν θα χαρείς που επικοινώνησα ή όχι. Μάλλον όχι. Δεν
τηλεφώνησες ποτέ στο νοσοκομείο ή, αν πήρες, δε μου το είπε
κανείς. Λες να χαιρόσουν κατά βάθος, αν είχα πεθάνει; Θα λυνόταν
έτσι ένα πρόβλημα, κι εσένα σου αρέσει να λύνεις προβλήματα…
Μη νομίσεις πως δεν είμαι ευγνώμων. Είμαι νομίζω ή θα είμαι
κάποια στιγμή. Όμως ξέρω πως θα είχες κάνει αυτό που έκανες για
τον καθένα. Αυτό επιβάλλει ο κώδικάς σου, σωστά; Κι εγώ
αποζητούσα πάντοτε κάτι ιδιαίτερο από σένα, κάτι που δε θα
πρόσφερες σε κανέναν άλλον. Είναι αστείο, έχω αρχίσει να εκτιμώ
τους ανθρώπους που είναι σωστοί απέναντι σε όλους, όμως και γι’
αυτό είναι πλέον πολύ αργά, έτσι δεν είναι; Με τον Τζέιγκο
χωρίζουμε, μόνο που εκείνος δε θέλει να το λέμε ακόμη, γιατί το να
παρατήσεις την αυτοκτονική γυναίκα σου δεν είναι κολακευτικό και
κανείς δε θα πίστευε πως εγώ αποφάσισα να τον χωρίσω.
Εξακολουθώ να πιστεύω εκείνο το πράγμα που σου είπα στο
τέλος. Πάντα θα το πιστεύω.
Ο Στράικ κάθισε ξανά στο κρεβάτι του βοηθητικού δωματίου, με το
κινητό στα χέρια, τη μία κάλτσα φορεμένη, την άλλη στο πάτωμα. Το φως
της βροχερής μέρας φώτιζε την οθόνη του κινητού, έτσι που το
γενειοφόρο είδωλό του εμφανιζόταν εκεί, καθώς κοίταζε συνοφρυωμένος
ένα κείμενο τόσο χαρακτηριστικό της Σάρλοτ που θα μπορούσε να το είχε
συντάξει ο ίδιος: η φαινομενική συμφιλίωση με τη μοίρα της, οι
απόπειρες να του αποσπάσει κάποια διαβεβαίωση, η αδυναμία που
χρησιμοποιούνταν εν είδει όπλου. Άραγε, να χώριζε πράγματι με τον
Τζέιγκο; Τα δίδυμα, δύο ετών πλέον, πού βρίσκονταν; Ο Στράικ
αναλογίστηκε όλα εκείνα τα πράγματα που θα μπορούσε να της είχε πει,
ικανά να της προσφέρουν μια κάποια ελπίδα: ότι είχε θελήσει να
τηλεφωνήσει στο νοσοκομείο, αλλά δεν το αποφάσισε, ότι την έβλεπε
στον ύπνο του ύστερα από εκείνη την απόπειρα αυτοκτονίας, ότι
εξακολουθούσε να ασκεί ισχυρή επίδραση στη φαντασία του, επίδραση
την οποία είχε προσπαθήσει να ξορκίσει, όμως του ήταν αδύνατο.
Σκέφτηκε να προσπεράσει το μήνυμα, όμως τελικά, εκεί που ετοιμαζόταν
να ακουμπήσει και πάλι το κινητό στο κομοδίνο, άλλαξε γνώμη, οπότε,
γράμμα γράμμα, πληκτρολόγησε τη σύντομη απάντησή του.
Έχεις δίκιο, το ίδιο θα είχα κάνει για τον καθένα. Αυτό δε σημαίνει
πως δε χαίρομαι που ζεις, γιατί χαίρομαι. Όμως πλέον πρέπει να
παραμείνεις ζωντανή για τον εαυτό σου και τα παιδιά σου.
Πρόκειται να αλλάξω αριθμό κινητού. Να προσέχεις τον εαυτό σου.
Ξαναδιάβασε τα λόγια του, προτού τα στείλει. Το δίχως άλλο εκείνες οι
λέξεις θα αποτελούσαν για τη Σάρλοτ ένα χτύπημα, όμως ο Στράικ είχε
σκεφτεί πολύ, ύστερα από εκείνη την απόπειρα αυτοκτονίας. Κι ενώ
πάντοτε έλεγε πως δε θα άλλαζε ποτέ αριθμό κινητού, γιατί ήταν αυτός
που είχαν ένα σωρό επαφές του, το τελευταίο διάστημα είχε ομολογήσει
στον εαυτό του πως είχε θελήσει να διατηρήσει ανοιχτό έναν δίαυλο
επικοινωνίας με τη Σάρλοτ, γιατί ήθελε να ξέρει πως κι εκείνη δεν
μπορούσε να τον ξεχάσει, όπως δεν μπορούσε κι αυτός. Ήταν καιρός να
κοπεί εκείνο το τελευταίο ισχνό νήμα. Πάτησε «αποστολή» στο γραπτό
μήνυμα, κι ύστερα ολοκλήρωσε το ντύσιμό του.
Αφού πρώτα βεβαιώθηκε πως και οι δύο γάτες του Νικ και της Ίλσα
ήταν κλεισμένες στην κουζίνα, έφυγε από το σπίτι. Όπως ανηφόριζε στον
δρόμο, με τη βροχή να συνεχίζεται, έφτασε ένα ακόμη γραπτό μήνυμα
από τη Σάρλοτ.
Δε νομίζω πως έχω ζηλέψει στη ζωή μου τόσο πολύ, όσο ζηλεύω
εκείνη την κοπέλα, τη Ρόμπιν.
Αυτό το μήνυμα ο Στράικ επέλεξε να το προσπεράσει.
Ξεκίνησε επίτηδες νωρίς για να φτάσει στον σταθμό του Κλάπαμ
Σάουθ, γιατί ήθελε να έχει περιθώριο να κάνει ένα τσιγάρο, προτού
περάσει η Ρόμπιν να τον πάρει για να καλύψουν με το αυτοκίνητο τη
μικρή απόσταση μέχρι το διαμέρισμα της Άννας και της Κιμ. Έτσι όπως
στεκόταν κάτω από το υπόστεγο, έξω από τον σταθμό, άναψε τσιγάρο,
στρέφοντας το βλέμμα του προς κάτι αραδιασμένα ποδήλατα, αφημένα
σε μια λασπερή γωνιά του Άλσους Κλάπαμ, εκεί όπου τα δέντρα, με τις
φυλλωσιές τους στο χρώμα της ώχρας, ριγούσαν στη νεροποντή. Δεν είχε
προλάβει να τραβήξει τρίτη τζούρα από το τσιγάρο του, όταν άρχισε να
χτυπά το κινητό στην τσέπη του. Αποφασισμένος να μην απαντήσει, αν
ήταν η Σάρλοτ, το έβγαλε και είδε το όνομα του Πόλγουορθ.
«Όλα καλά, Μπασμέ;»
«Τι έγινε, Σέρλοκ, καταδέχεσαι ακόμη να μιλάς στα ανθρωπάκια;»
«Εντάξει, μπορώ να σου διαθέσω ένα-δυο λεπτά», είπε ο Στράικ
χαζεύοντας τη βροχή. «Μη νομίζει ο κόσμος πως ξιπάστηκα. Πώς πάει;»
«Ανεβαίνουμε στο Λονδίνο για ένα Σαββατοκύριακο».
Ο Πόλγουορθ ακούστηκε τόσο ενθουσιασμένος, σαν να επρόκειτο να
κάνει κολονοσκόπηση.
«Κι εγώ που νόμιζα πως το Λονδίνο είναι η φωλιά κάθε κακού…»
«Δεν το αποφάσισα εγώ. Έχει γενέθλια η Ροζ. Θέλει να δει εκείνη τη
σαχλαμάρα, τον Βασιλιά των λιονταριών, την Πλατεία Τραφάλγκαρ και
δεν ξέρω τι άλλη αηδία».
«Αν ψάχνεις μέρος να μείνετε, έχω μονάχα ένα υπνοδωμάτιο».
«Έχουμε κλείσει ένα Airbnb. Το επόμενο Σαββατοκύριακο ερχόμαστε.
Έλεγα μήπως είχες κέφι να πίναμε μια μπιρίτσα. Θα μπορούσες να φέρεις
και τη Ρόμπιν σου, να έχει κι η Πένι έναν άνθρωπο να πει μια κουβέντα.
Εκτός κι αν, δεν ξέρω, σε χρειάζεται για κάτι επείγον η ρημάδα η
βασίλισσα».
«Εντάξει, κάτι με ήθελε, αλλά η λίστα αναμονής είναι τίγκα. Τέλεια, θα
τα πούμε από κοντά», είπε ο Στράικ. «Τι άλλα νέα;»
«Ησυχία», είπε ο Πόλγουορθ. «Είδες τους Σκοτσέζους, μαντάρα τα
έκαναν».
Το παλιό Land Rover είχε εμφανιστεί στην κίνηση. Καθώς δεν είχε
καμία διάθεση να πιάσει κουβέντα για τον κελτικό εθνικισμό, ο Στράικ
είπε:
«Αν θες να το πεις “μαντάρα”, εντάξει. Λοιπόν, φίλε, πρέπει να σε
κλείσω, έφτασε η Ρόμπιν να με πάρει. Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα».
Πετώντας τη γόπα του τσιγάρου του σε μια σχάρα εκεί παραδίπλα, ήταν
έτοιμος να επιβιβαστεί στο Land Rover, με το που θα έφτανε εκεί η
Ρόμπιν.
«Καλημέρα», είπε, καθώς ο Στράικ σκαρφάλωνε με κάποια δυσκολία
στη θέση του συνοδηγού. «Μήπως άργησα;»
«Όχι, εγώ ήρθα νωρίς».
«Ωραία γενειάδα», σχολίασε η Ρόμπιν κι απομακρύνθηκε από το
πεζοδρόμιο συνεχίζοντας στη βροχή. «Μοιάζεις με καπετάνιο ανταρτών
που μόλις ανέτρεψε μια δικτατορία».
«Κάπως έτσι αισθάνομαι», είπε ο Στράικ και πράγματι, εκείνη τη στιγμή
που συναντούσε και πάλι τη Ρόμπιν, βίωσε εκείνο το ατόφιο συναίσθημα
θριάμβου που επί τόσες ημέρες αποδεικνυόταν άπιαστο.
«Με την Πατ μιλούσες προηγουμένως;» ρώτησε η Ρόμπιν. «Στο
τηλέφωνο;»
«Όχι, με τον Πόλγουορθ. Έρχεται στο Λονδίνο το επόμενο
Σαββατοκύριακο».
«Καλά, αυτός δε σιχαίνεται το Λονδίνο, λάθος θυμάμαι;»
«Σωστά θυμάσαι. Τον πίεσε η μια κόρη του. Θέλει να σε συναντήσει,
όμως δε θα σου το συμβούλευα».
«Γιατί όχι;» ρώτησε η Ρόμπιν που είχε κολακευτεί κάπως.
«Οι γυναίκες συνήθως δε συμπαθούν τον Πόλγουορθ».
«Μα παντρεμένος δεν είναι;»
«Πράγματι. Ούτε η γυναίκα του τον χωνεύει».
Η Ρόμπιν γέλασε.
«Πώς και σκέφτηκες ότι μου τηλεφωνούσε η Πατ;» ρώτησε ο Στράικ.
«Προ ολίγου της μιλούσα στο τηλέφωνο. Η δεσποινίδα Τζόουνς είναι
στεναχωρημένη που δεν ενημερώνεται για την υπόθεσή της από εσένα
προσωπικά».
«Καλά, θα της κάνω μια βιντεοκλήση αργότερα», είπε ο Στράικ, όπως
διέσχιζαν το άλσος, με τους υαλοκαθαριστήρες να ανεβοκατεβαίνουν.
«Ελπίζω τα γένια να της κόψουν την όρεξη».
«Σε κάποιες γυναίκες αρέσουν τα γένια», σχολίασε η Ρόμπιν, οπότε ο
Στράικ συνέλαβε τον εαυτό του να αναρωτιέται αν η Ρόμπιν ήταν μία από
αυτές.
«Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ο Χάτσινς κι ο Μπάρκλεϊ κοντεύουν να
εντοπίσουν τον συνεταίρο του Μπούφου».
«Ναι», είπε η Ρόμπιν. «Ο Μπάρκλεϊ προσφέρεται να ταξιδέψει στη
Μαγιόρκα, να κόψει κίνηση από κοντά».
«Σιγά μην έχανε την ευκαιρία. Ισχύει το ραντεβού για να μιλήσουμε
μαζί στην καινούργια συνεργάτιδα τη Δευτέρα;»
«Στη Μισέλ; Ναι, βέβαια», είπε η Ρόμπιν.
«Ελπίζω να έχουμε επιστρέψει στο γραφείο στο μεταξύ».
Η Ρόμπιν έστριψε στην οδό Κερλ. Δε φαινόταν να κυκλοφορούν
δημοσιογράφοι στην περιοχή, οπότε στάθμευσε μπροστά σε ένα
βικτοριανό σπίτι, το οποίο είχε χωριστεί σε δύο διαμερίσματα.
Όταν ο Στράικ χτύπησε το κουδούνι που έγραφε «Φιπς/Σάλιβαν»,
άκουσαν βήματα στη σκάλα πίσω από την πόρτα, κι όταν άνοιξε,
βρέθηκαν μπροστά στην Άννα Φιπς, η οποία φορούσε την ίδια φαρδιά
μπλε βαμβακερή φόρμα και τα λευκά πάνινα παπούτσια όπως και στην
πρώτη τους συνάντηση, στο Φάλμουθ.
«Περάστε», είπε χαμογελώντας, καθώς έκανε ένα βήμα πίσω για να
περάσουν οι επισκέπτες στον μικρό τετράγωνο χώρο, στη βάση της
σκάλας. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι λευκοί: μια σειρά από αφηρημένες
μονόχρωμες μεταξοτυπίες κάλυπτε τους τοίχους, ενώ ο φεγγίτης πάνω
από την πόρτα άπλωνε φωτεινές δέσμες πάνω στα γυμνά σκαλοπάτια,
έτσι που θύμισε στη Ρόμπιν τον οίκο ευγηρίας του Αγίου Πέτρου και τον
Ιησού σε φυσικό μέγεθος που επόπτευε την είσοδο.
«Θα προσπαθήσω να μη βάλω τα κλάματα», είπε χαμηλόφωνα η Άννα,
σαν να φοβόταν μην ακουστεί παραέξω, όμως κόντρα στη βούλησή της
τα μάτια της ήταν ήδη βουρκωμένα. «Να με συγχωρείτε, όμως θα… θα
ήθελα πολύ να σας αγκαλιάσω», είπε κι αμέσως αυτό έκανε,
αγκαλιάζοντας πρώτα τη Ρόμπιν και ύστερα τον Στράικ. Ύστερα έκανε
ένα βήμα πίσω, κούνησε το κεφάλι της γελώντας πνιχτά και σκούπισε τα
μάτια της.
«Μου είναι αδύνατο να βρω λόγια για να εκφράσω το πόσο
ευγνώμων… πόσο ευγνώμων σας είμαι. Αυτό που μου προσφέρατε…»
Έκανε μιαν αόριστη χειρονομία και κούνησε το κεφάλι της. «Απλώς είναι
τόσο… τόσο παράξενο. Αισθάνομαι ανείπωτη χαρά και ανακούφιση,
όμως ταυτόχρονα πενθώ… Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε…»
«Απόλυτα», είπε η Ρόμπιν. Ο Στράικ μουρμούρισε.
«Είναι όλοι εδώ», είπε η Άννα γνέφοντας προς τον επάνω όροφο. «Η
Κιμ, ο μπαμπάς, η Σύνθια αλλά και η Ούνα. Την προσκάλεσα να έρθει για
μερικές μέρες. Οργανώνουμε την κηδεία, ξέρετε… ο μπαμπάς και η
Σύνθια το έχουν αφήσει πάνω μου… τέλος πάντων… περάστε, θέλουν
όλοι να σας ευχαριστήσουν…»
Όπως ακολουθούσαν την Άννα στα απότομα σκαλοπάτια, με τον Στράικ
να στηρίζεται στην κουπαστή για να προχωρά, θυμήθηκε το κουβάρι των
συναισθημάτων με τα οποία είχε έρθει αντιμέτωπος, όταν δέχτηκε εκείνο
το τηλεφώνημα που του ανακοίνωσε τον θάνατο της δικής του μητέρας.
Κάπου ανάμεσα στο σαρωτικό κύμα της οδύνης, είχε τρυπώσει μια
υποψία ανακούφισης, πράγμα που του προκάλεσε τρομερή ταραχή και
ντροπή και του είχε πάρει πολύ καιρό προκειμένου να το επεξεργαστεί.
Με τον καιρό κατέληξε να συνειδητοποιήσει πως σε κάποια σκοτεινή
γωνιά του μυαλού του, έτρεμε και σχεδόν περίμενε αυτή την εξέλιξη. Ο
κεραυνός είχε πέσει τελικά και η αγωνία έπαιρνε οριστικά τέλος: το
διαχρονικά απαίσιο γούστο της μητέρας του στους άντρες είχε ρίξει
αυλαία με έναν άθλιο θάνατο πάνω σε ένα λερό στρώμα, και παρότι δεν
είχε περάσει ούτε μία μέρα από τότε που να μην του είχε λείψει η Λίντα,
θα ήταν ψεύτης αν ισχυριζόταν ότι του έλειπε εκείνο το τοξικό μείγμα
άγχους, τύψεων και φόβου που τον πλάκωνε τα τελευταία χρόνια της
ζωής της.
Εικασίες μόνο μπορούσε να κάνει για το κοκτέιλ συναισθημάτων που
ένιωθε τη δεδομένη στιγμή ο σύζυγος της Μάργκοτ ή η νταντά που είχε
πάρει τη θέση της Μάργκοτ στην οικογένεια. Όταν έφτασε στο
κεφαλόσκαλο, διέκρινε τον Ρόι Φιπς σε μια πολυθρόνα στο καθιστικό. Τα
βλέμματά τους διασταυρώθηκαν φευγαλέα, προτού έρθει στο δωμάτιο η
Κιμ για να τους υποδεχτεί, φράζοντας το οπτικό πεδίο του Στράικ προς
τον αιματολόγο. Η ξανθή ψυχολόγος χαμογελούσε πλατιά: εκείνη,
τουλάχιστον, έδειχνε να αισθάνεται ατόφια ικανοποίηση.
«Λοιπόν», είπε σφίγγοντας πρώτα το χέρι του Στράικ κι ύστερα της
Ρόμπιν, «τι θα μπορούσαμε να πούμε, πραγματικά; Περάστε…»
Ο Στράικ και η Ρόμπιν ακολούθησαν την Άννα και την Κιμ στο
καθιστικό, το οποίο ήταν εξίσου μεγάλο και ευάερο όπως το εξοχικό τους
στο Φάλμουθ, με μακριές αραχνοΰφαντες κουρτίνες στα παράθυρα, ριγέ
πατώματα, ένα μεγάλο λευκό χαλί και ανοιχτόγκριζους τοίχους. Τα βιβλία
ήταν τοποθετημένα ανά χρώμα. Τα πάντα ήταν λιτά και
καλοσχεδιασμένα· ένας χώρος ολότελα διαφορετικός από το σπίτι στο
οποίο είχε μεγαλώσει η Άννα, με τα απαίσια βικτοριανά μπρούντζινα
γλυπτά και τις μπροκάρ καρέκλες. Το μοναδικό έργο τέχνης στους τοίχους
βρισκόταν πάνω από το τζάκι: μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, θάλασσα
και ουρανός.
Η βροχή έπεφτε με δύναμη στο μεγάλο παράθυρο πίσω από τον Ρόι, ο
οποίος είχε ήδη σηκωθεί από τη θέση του. Σκούπισε νευρικά την παλάμη
πάνω στο παντελόνι του, προτού την τείνει στον Στράικ.
«Πώς είστε;» ρώτησε αμήχανα.
«Πολύ καλά, ευχαριστώ», απάντησε ο Στράικ.
«Δεσποινίς Έλακοτ», είπε ο Ρόι τείνοντας στη συνέχεια το χέρι του στη
Ρόμπιν. «Αν κατάλαβα σωστά, τελικά εσείς…;»
Οι λέξεις που απέφυγε να αρθρώσει, τη βρήκατε, έμοιαζαν να αντηχούν
στο δωμάτιο.
«Ναι», είπε η Ρόμπιν, οπότε ο Ρόι έγνεψε καταφατικά και σούφρωσε τα
χείλη του, ενώ τα μεγάλα μάτια του επέλεγαν να εστιάσουν σε μία από τις
γάτες του σπιτιού, που είχε μόλις κάνει αρχοντικά την εμφάνισή της στο
δωμάτιο, παρατηρώντας τον χώρο με δυο μάτια στο χρώμα της
ακουαμαρίνας.
«Κάθισε, μπαμπά», είπε καλοσυνάτα η Άννα, κι ο Ρόι υπάκουσε στο
κέλευσμα.
«Πετάγομαι μια στιγμή να δω αν βρήκε η Ούνα τα απαραίτητα·
ετοιμάζει τσάι», είπε η Κιμ εύθυμα κι αποχώρησε.
«Παρακαλώ, καθίστε», είπε η Άννα στον Στράικ και στη Ρόμπιν, που
κάθισαν δίπλα δίπλα στον καναπέ. Με το που κάθισε ο Στράικ, η γάτα
βρέθηκε με ένα σάλτο στο πλευρό του και ανέβηκε στην αγκαλιά του. Η
Ρόμπιν, εν τω μεταξύ, παρατηρούσε το σκαμπό που έστεκε αντί τραπεζιού
στη μέση του καθιστικού. Ήταν ντυμένο με ριγέ γκρι-λευκό ύφασμα,
ασύγκριτα κομψότερο απ’ ό,τι εκείνο στο διαμέρισμα των Άθορν,
υπερβολικά μικρό για να στριμωχτεί εκεί μέσα το σώμα μιας γυναίκας,
όμως ακόμη κι έτσι, ήταν ένα έπιπλο που η Ρόμπιν αμφέβαλλε για το
κατά πόσο θα επέλεγε όσο πρακτικό κι αν ήταν. Δε θα ξεχνούσε ποτέ
εκείνη τη σκονισμένη μάζα τσιμέντου και το κρανίο της Μάργκοτ
Μπάμπορο που έβγαινε από μέσα.
«Η Σύνθια πού είναι;» ρώτησε η Άννα τον πατέρα της.
«Στο μπάνιο», είπε ο Ρόι κάπως βραχνά. Έριξε μια νευρική ματιά προς
τον κενό διάδρομο παραπέρα από την πόρτα, πριν απευθύνει τον λόγο
στον ντετέκτιβ:
«Πρέπει… πρέπει να σας πω πόσο ντρέπομαι που δεν αποφάσισα ποτέ
να προσλάβω ο ίδιος κάποιον. Πιστέψτε με, η σκέψη πως θα μπορούσαμε
να τα γνωρίζαμε όλα αυτά εδώ και δέκα, είκοσι χρόνια…»
«Δεν ξέρω, αυτό δε μου ακούγεται και τόσο καλό για τον εγωισμό μας,
Ρόι», είπε ο Στράικ χαϊδεύοντας τη γάτα που γουργούριζε. «Σαν να λες,
δηλαδή, πως θα μπορούσε να πετύχει κάποιος άλλος αυτό που
καταφέραμε εμείς».
Τόσο ο Ρόι όσο και η Άννα γέλασαν δυνατότερα απ’ ό,τι άξιζε το
συγκεκριμένο σχόλιο, όμως ο Στράικ κατανοούσε την ανάγκη της
εκτόνωσης που πρόσφεραν τα αστεία, ύστερα από ένα βαθύτατο σοκ.
Ελάχιστες ημέρες μετά την αεροδιακομιδή του από τον ματωμένο
κρατήρα, όπου είχε παραμείνει πεσμένος, μετά τον ακρωτηριασμό του
ποδιού του από εκείνο τον εκρηκτικό μηχανισμό, ημιλιπόθυμος δίπλα στο
άψυχο μισό σώμα του Γκάρι Τόπλεϊ, είχε την υποψία πως θυμόταν τον
Ρίτσαρντ Άνστις, τον άλλο επιζώντα, το πρόσωπο του οποίου είχε
παραμορφωθεί από την έκρηξη, να κάνει ένα χαζό αστείο σχετικά με το
πόσα χρήματα θα γλίτωνε ο Γκάρι σε παντελόνια, έτσι και είχε ζήσει. Ο
Στράικ θυμόταν ακόμη πόσο γέλασε με εκείνο το ηλίθιο, κακόγουστο
αστείο, απολαμβάνοντας τα λιγοστά δευτερόλεπτα ανακούφισης από το
σοκ, την οδύνη και τον πόνο.
Στο μεταξύ, από τον διάδρομο ακούστηκαν γυναικείες φωνές: η Κιμ
είχε επιστρέψει με έναν δίσκο φορτωμένο με το σερβίτσιο του τσαγιού,
ακολουθούμενη από την Ούνα Κένεντι, η οποία κουβαλούσε ένα μεγάλο
σοκολατένιο κέικ. Χαμογελούσε διάπλατα, κάτω από τη βαμμένη μοβ
φράντζα της, ο σταυρός από αμέθυστο αναπηδούσε πάνω στο στήθος της
όπως και την προηγούμενη φορά, και μόλις ακούμπησε στο τραπέζι το
κέικ, είπε:
«Να τοι, λοιπόν, έφτασαν οι ήρωές μας! Να ξέρετε, θα σας αγκαλιάσω
και τους δύο!»
Η Ρόμπιν σηκώθηκε προκειμένου να δεχτεί την αναγνώριση που της
άρμοζε, όμως ο Στράικ, που δεν ήθελε να ξεβολέψει τη γάτα, δέχτηκε τη
δική του αγκαλιά κάπως άβολα, καθισμένος.
«Με πήραν πάλι τα ζουμιά!» είπε η Ούνα γελώντας, όπως ίσιωνε την
πλάτη και σκούπιζε τα μάτια της. «Μάρτυς μου ο Θεός, είναι λες κι
ανέβηκα στο τρενάκι του λούνα παρκ. Τη μια φεύγω πάνω, την άλλη
βουτάω κάτω…»
«Έτσι έκανα κι εγώ μόλις τους είδα», είπε η Άννα γελώντας με την
περιγραφή της Ούνα. Το χαμόγελο του Ρόι, παρατήρησε η Ρόμπιν, ήταν
νευρικό και κάπως σφιγμένο. Άραγε, πώς να αισθανόταν, αναρωτήθηκε,
μπροστά στην κολλητή φίλη της νεκρής συζύγου του, ύστερα από τόσα
χρόνια; Να τον έκαναν οι αλλαγές στην εμφάνιση της Ούνα να
αναρωτιέται πώς θα έμοιαζε τώρα η Μάργκοτ, αν είχε φτάσει στην ηλικία
των εβδομήντα ετών; Ή μήπως να αναρωτιόταν για μία ακόμη φορά,
όπως σίγουρα είχε κάνει στα χρόνια που μεσολάβησαν, κατά πόσο ο
γάμος του θα είχε βγει αλώβητος από το μακρύ διάστημα παγερής σιωπής
που είχε ακολουθήσει εκείνο το ποτό που είχε πιει η Μάργκοτ με τον Πολ
Σάτσγουελ, κατά πόσο οι πιέσεις και οι εντάσεις στη σχέση τους θα
μπορούσαν να είχαν ξεπεραστεί ή αν τελικά η Μάργκοτ θα είχε αποδεχτεί
την πρόταση της Ούνα να αναζητήσει καταφύγιο στο διαμέρισμά της;
Θα είχαν πάρει διαζύγιο, κατέληξε η Ρόμπιν με απόλυτη βεβαιότητα,
όμως αμέσως μετά αναρωτήθηκε μήπως μπέρδευε τη Μάργκοτ με τον
εαυτό της, έτσι όπως είχε την τάση να κάνει σε ολόκληρη την πορεία
αυτής της υπόθεσης.
«Α, γεια σας», είπε μια ξέπνοη φωνή από το κατώφλι, οπότε όλα τα
βλέμματα στράφηκαν προς τα εκεί, στη Σύνθια, στο λεπτό κιτρινωπό
πρόσωπο της οποίας εκτεινόταν ένα χαμόγελο το οποίο δεν άγγιζε τα
αγχωμένα διάστικτα μάτια της. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα, κι η Ρόμπιν
αναρωτήθηκε αν το είχε επιλέξει συνειδητά, για να δηλώσει πένθος. «Με
συγχωρείτε, ήμουν… τι κάνετε, πώς είστε;»
«Μια χαρά», είπε η Ρόμπιν.
«Τέλεια», είπε ο Στράικ.
Η Σύνθια αντέδρασε με ένα από τα νευρικά, ξέπνοα γελάκια της, κι
είπε:
«Ναι, όχι… είναι τόσο θαυμάσιο…»
Άραγε, να ήταν πράγματι θαυμάσιο για τη Σύνθια, αναρωτήθηκε η
Ρόμπιν, καθώς η μητριά της Άννας καθόταν σε μια καρέκλα, κι αρνιόταν
να πάρει ένα κομμάτι από το κέικ το οποίο, όπως αποδείχτηκε στην
πορεία, είχε βγει στη βροχή η Ούνα για να αγοράσει. Πώς να αισθανόταν
η Σύνθια, με την επιστροφή της Μάργκοτ Μπάμπορο έστω και με τη
μορφή ενός σκελετού τσιμεντωμένου σε ένα σκαμπό; Να την πλήγωνε η
φανερή ταραχή, η συναισθηματική φόρτιση του συζύγου της, η
συμμετοχή της Ούνα, της κολλητής φίλης της Μάργκοτ, στον πυρήνα της
οικογένειας, σαν μια θεία, η ύπαρξη της οποίας είχε μόλις γίνει γνωστή; Η
Ρόμπιν, η οποία πρέπει να είχε ρέντα στις μαντεψιές της, αισθανόταν
βέβαιη πως αν η Μάργκοτ δεν είχε δολοφονηθεί, αλλά απλώς κάποια
στιγμή είχε χωρίσει με τον Ρόι, η Σύνθια σε καμία περίπτωση δε θα είχε
αποτελέσει την επιλογή του αιματολόγου για δεύτερη σύζυγο. Το
πιθανότερο ήταν να είχε εκλιπαρήσει η Μάργκοτ τη Σύνθια να την
ακολουθήσει στη νέα της ζωή, συνεχίζοντας να φροντίζει την Άννα.
Άραγε, θα είχε συμφωνήσει η Σύνθια ή θα είχε κρίνει πως έπρεπε να
παραμείνει πιστή στον Ρόι; Πού θα είχε στραφεί, ποιον θα είχε
παντρευτεί, από τη στιγμή που δε θα υπήρχε πλέον ρόλος για εκείνη στο
Μπρουμ Χάουζ;
Η δεύτερη γάτα, εν τω μεταξύ, εμφανίστηκε στο δωμάτιο,
παρατηρώντας επίμονα την ασυνήθιστα πολυμελή συντροφιά που είχε
συγκεντρωθεί εκεί. Προχώρησε ανάμεσα στις πολυθρόνες, το σκαμπό και
τον καναπέ, πήδηξε πάνω στο περβάζι και βολεύτηκε εκεί γυρνώντας
τους την πλάτη, για να χαζέψει τις σταγόνες της βροχής που κυλούσαν
στο παράθυρο.
«Λοιπόν, ακούστε», είπε η Κιμ, καθισμένη στην καρέκλα με την
ολόισια πλάτη που είχε φέρει από τη γωνιά του δωματίου, «θέλουμε
οπωσδήποτε να σας πληρώσουμε για τον επιπλέον μήνα που διαθέσατε.
Το ξέρω πως αρνηθήκατε ήδη…»
«Δική μας επιλογή ήταν να συνεχίσουμε να ερευνάμε την υπόθεση»,
είπε ο Στράικ. «Χαιρόμαστε που μπορέσαμε να βοηθήσουμε και
οπωσδήποτε δε θέλουμε επιπλέον χρήματα».
Με τη Ρόμπιν είχαν συμφωνήσει πως, καθώς η υπόθεση της Μάργκοτ
Μπάμπορο, έτσι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, φάνταζε πολύ πιθανό
να τους ανταμείψει με τριπλάσια έσοδα σε επίπεδο δημοσιότητας και
νέων αναθέσεων, σε συνδυασμό με το γεγονός πως ο Στράικ ειλικρινά
θεωρούσε ότι έπρεπε να την είχε διαλευκάνει νωρίτερα, το να δεχτούν
επιπλέον χρήματα από την Άννα και την Κιμ θα ήταν αχρείαστα άπληστο.
«Τότε, θα θέλαμε να προβούμε σε μια δωρεά σε κάποια φιλανθρωπική
οργάνωση», είπε η Κιμ. «Υπάρχει κάποια που θα θέλατε να στηρίξουμε;»
«Κοιτάξτε», είπε ο Στράικ ξεροβήχοντας, «αν το σκέφτεστε σοβαρά, οι
νοσοκόμες Μακμίλαν…»
Διέκρινε έναν κάποιο αιφνιδιασμό στα πρόσωπα της οικογένειας.
«Η θεία μου έφυγε από τη ζωή φέτος», εξήγησε, «και η νοσοκόμα
Μακμίλαν που την είχε αναλάβει, της πρόσφερε μεγάλη στήριξη».
«Α, μάλιστα», είπε η Κιμ με ένα ελαφρώς αμήχανο γέλιο, οπότε
ακολούθησε μια σύντομη παύση, στη διάρκεια της οποίας το φάντασμα
της Τζάνις Μπίτι έμοιαζε να αναδύεται ανάμεσά τους, σαν τη σχεδόν
αδιόρατη στήλη ατμού που σχηματιζόταν στον λαιμό του τσαγερού.
«Μια νοσοκόμα», είπε χαμηλόφωνα η Άννα. «Ποιος να υποψιαζόταν
μια νοσοκόμα;»
«Η Μάργκοτ», είπαν ταυτόχρονα ο Ρόι και η Ούνα.
Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν: ήταν ένα χαμόγελο θλιμμένο, έκπληκτοι
το δίχως άλλο καθώς διαπίστωναν πως ύστερα από τόσα χρόνια
συμφωνούσαν σε κάτι, κι η Ρόμπιν παρατήρησε τη Σύνθια να αποστρέφει
το βλέμμα της.
«Δεν τη συμπαθούσε εκείνη τη νοσοκόμα. Μου το είχε πει», σχολίασε η
Ούνα, «όμως εγώ την μπέρδεψα με εκείνη την ξανθιά, στο
χριστουγεννιάτικο πάρτι, που προκάλεσε τη σκηνή».
«Σωστά, ποτέ δεν τη χώνεψε τη νοσοκόμα», είπε ο Ρόι. «Μου το είχε
πει κι εμένα, απ’ όταν άρχισε να εργάζεται στην κλινική. Δεν έδωσα
ιδιαίτερη σημασία…»
Έδειχνε αποφασισμένος να σταθεί ειλικρινής, πλέον, οσοδήποτε
επώδυνο κι αν ήταν.
«…νόμιζα πως ήταν απλώς μια περίπτωση δυο γυναικών υπερβολικά
όμοιων: αμφότερες προέρχονταν από την εργατική τάξη, αμφότερες
διέθεταν ισχυρό χαρακτήρα. Όταν τη γνώρισα την άλλη, στο
μπάρμπεκιου, οφείλω να πω ότι μου φάνηκε μάλλον… δεν ξέρω…
καθωσπρέπει. Φυσικά, η Μάργκοτ ποτέ δε μου εκμυστηρεύτηκε τις
υποψίες της…»
Ακολούθησε νέα παύση, καθώς όλοι στο δωμάτιο, όπως ήταν βέβαιος ο
Στράικ, θυμόντουσαν πως ο Ρόι δεν είχε πει κουβέντα στη σύζυγό του
εκείνες τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τη δολοφονία της, δηλαδή
ακριβώς το επίμαχο διάστημα όταν θα πρέπει να είχαν αποκρυσταλλωθεί
οι υποψίες της Μάργκοτ σχετικά με την Τζάνις.
«Η Τζάνις Μπίτι πρέπει να είναι η ικανότερη ψεύτρα που έχω
συναντήσει στη ζωή μου», είπε ο Στράικ στη φορτισμένη ομήγυρη, «και
εκπληκτική ηθοποιός».
«Έλαβα ένα πραγματικά απίστευτο γράμμα», είπε η Άννα, «από τον γιο
της, τον Κέβιν. Το ξέρατε πως πρόκειται να ταξιδέψει από το Ντουμπάι,
προκειμένου να καταθέσει εναντίον της;»
«Το γνωρίζαμε», είπε ο Στράικ, καθώς ο Τζορτζ Λέιμπορν τον
ενημέρωνε τακτικά σχετικά με την εξέλιξη των αστυνομικών ερευνών.
«Μου έγραψε πως θεωρεί ότι η απόφαση της μαμάς να τον εξετάσει,
του έσωσε τη ζωή», είπε η Άννα.
Η Ρόμπιν παρατήρησε πως η Άννα πλέον αποκαλούσε τη Μάργκοτ
«μαμά», ενώ παλαιότερα αναφερόταν σ’ εκείνη αποκλειστικά ως «η
μητέρα μου».
«Είναι ένα πραγματικά εντυπωσιακό γράμμα», συμφώνησε η Κιμ,
γνέφοντας καταφατικά. «Κάθε τόσο ζητάει συγγνώμη, λες και έφταιγε
εκείνος για κάποιο λόγο».
«Ο δύστυχος», σχολίασε χαμηλόφωνα η Ούνα.
«Γράφει πως κατηγορεί τον εαυτό του που δεν απευθύνθηκε στην
αστυνομία, όμως ποιο παιδί θα μπορούσε να πιστέψει ότι η μητέρα του
είναι μια κατά συρροή δολοφόνος; Πραγματικά μου είναι αδύνατο»,
επανέλαβε η Άννα, ενώ η γάτα στην αγκαλιά του Στράικ γουργούριζε
δυνατά, «να βρω λόγια για να σας περιγράψω το καλό που μου κάνατε…
σε όλους μας. Εκείνη η αβεβαιότητα ήταν εφιαλτική και πλέον ξέρω
σίγουρα ότι η μαμά δεν επέλεξε να φύγει, κι ότι το τέλος ήταν… δεν
ξέρω, σχετικά γαλήνιο…»
«Πράγματι», είπε ο Στράικ, «ήταν σχεδόν ανώδυνο».
«Κι επίσης ξέρω σίγουρα ότι με αγαπούσε», είπε η Άννα.
«Εμείς πάντοτε…» έκανε να πει η Σύνθια, όμως η προγονή της έσπευσε
να την προλάβει, λέγοντας:
«Το ξέρω πως πάντοτε μου λέγατε ότι με αγαπούσε, Σύνθια, όμως
εφόσον δεν ξέραμε τι πραγματικά συνέβη, αναπόφευκτα θα υπήρχε
πάντοτε μια αμφιβολία, έτσι δεν είναι; Όμως όταν συγκρίνω τη θέση μου
με εκείνη του Κέβιν Μπίτι, ειλικρινά αισθάνομαι τυχερή… Αλήθεια,
ξέρατε», είπε η Άννα απευθυνόμενη στον Στράικ και στη Ρόμπιν, «τι
εντόπισαν, όταν… καταλαβαίνετε… έβγαλαν τη μαμά από το τσιμέντο;»
«Όχι», είπε ο Στράικ.
Οι λεπτές παλάμες της Σύνθια έπαιζαν νευρικά με τη βέρα της,
στριφογυρίζοντάς τη γύρω από το δάχτυλό της.
«Το μενταγιόν που της χάρισε ο μπαμπάς», είπε η Άννα. «Είναι
φθαρμένο, όμως όταν το άνοιξαν, διαπίστωσαν πως περιείχε μια
φωτογραφία μου, η οποία είναι σαν καινούργια», είπε η Άννα, οπότε τα
μάτια της βούρκωσαν και πάλι. Η Ούνα άπλωσε το χέρι και χάιδεψε
ελαφρά την Άννα στο γόνατο. «Είπαν πως θα μου την παραδώσουν, μόλις
ολοκληρωθούν όλοι οι απαραίτητοι έλεγχοι από τη Σήμανση».
«Τι καλά», είπε σιγανά η Ρόμπιν.
«Και ξέρετε τι βρέθηκε στην τσάντα της;» ρώτησε η Κιμ.
«Όχι», είπε ο Στράικ.
«Οι σημειώσεις από την εξέταση της Θίο», είπε η Κιμ. «Είναι απολύτως
ευανάγνωστες, τις προστάτεψε το δέρμα, καταλαβαίνετε. Το πλήρες
όνομά της ήταν Θιοντόσια Λάβριτζ και ήταν μέλος μιας οικογένειας
ταξιδιωτών. Η Μάργκοτ υποψιαζόταν εκτοπική εγκυμοσύνη και ήθελε να
καλέσει ασθενοφόρο, όμως η Θίο είπε πως θα την πήγαινε ο φίλος της
στο νοσοκομείο. Από τις σημειώσεις της Μάργκοτ προκύπτει πως η Θίο
φοβόταν να μάθουν οι δικοί της πως ήταν έγκυος. Μάλλον επειδή δεν
ενέκριναν τον φίλο της».
«Ώστε αυτός ήταν ο λόγος που, μετά τα όσα συνέβησαν, δεν
παρουσιάστηκε να καταθέσει;» είπε η Ρόμπιν.
«Μάλλον ναι», είπε η Κιμ. «Καημένη κοπέλα. Ελπίζω να πήγαν όλα
καλά».
«Θα μπορούσα να ρωτήσω», είπε ο Ρόι κοιτάζοντας τον Στράικ, «πόσο
ισχυρό θεωρείτε πως θα είναι το κατηγορητήριο σε βάρος της Τζάνις
Μπίτι; Θέλω να πω… προφανώς δε γνωρίζω τι σας έχουν πει οι επαφές
σας στην αστυνομία… όμως, απ’ ό,τι έχω ακούσει, η Σήμανση δεν έχει
καταφέρει να αποδείξει ότι η Μάργκοτ είχε ναρκωθεί».
«Μέχρι στιγμής όχι», είπε ο Στράικ, που είχε μιλήσει στον Τζορτζ
Λέιμπορν το προηγούμενο βράδυ, «όμως άκουσα πως θα δοκιμάσουν μια
νέα μέθοδο εντοπισμού ναρκωτικών και χημικών ουσιών στο τσιμέντο
που περιέβαλλε τη σορό. Εγγυήσεις δεν υπάρχουν, όμως η ίδια μέθοδος
χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία σε μια πρόσφατη υπόθεση στις Ηνωμένες
Πολιτείες».
«Όμως αν δεν κατορθώσουν να αποδείξουν πως η Μάργκοτ είχε
ναρκωθεί», είπε ο Ρόι με όψη σφιγμένη, «το κατηγορητήριο σε βάρος της
Τζάνις στηρίζεται αποκλειστικά σε έμμεσα στοιχεία, έτσι δεν είναι;»
«Ο δικηγόρος της σαφώς έχει θέσει στόχο να την αθωώσει, αν κρίνω
από τις δηλώσεις του στον Τύπο», σχολίασε η Κιμ.
«Θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα», είπε ο Στράικ. «Η υπεράσπιση θα πρέπει
να βρει κάποια δικαιολογία για τον εντοπισμό από την αστυνομία στο
σπίτι της Μπίτι ενός τηλεφώνου που ανήκε σε μιαν ανύπαρκτη κοινωνική
λειτουργό, καθώς και το γιατί οι Άθορν είχαν στο δικό τους σπίτι τον
συγκεκριμένο αριθμό. Τα ξαδέλφια των Άθορν, που μένουν στο Λιντς,
μπορούν να την αναγνωρίσουν ως τη γυναίκα που τους βοήθησε να
καθαρίσουν το διαμέρισμα. Η Γκλόρια Κόντι είναι πρόθυμη να
επιστρέψει στη χώρα προκειμένου να καταθέσει για τον λουκουμά στο
ψυγείο και τους αδικαιολόγητους εμετούς από τους οποίους υπέφερε η
ίδια και η Βίλμα, ενώ και ο Στιβ Ντάουθγουεϊτ πρόκειται να
καταθέσει…»
«Αλήθεια;» είπε η Ούνα, που η όψη της φωτίστηκε κάπως. «Αχ, αυτό
είναι θετικό, ανησυχούσαμε πολύ για την περίπτωσή του…»
«Νομίζω πως πλέον έχει συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος τρόπος να
ξεμπερδέψει από αυτή την ιστορία είναι να το πάει μέχρι τέλους», είπε ο
Στράικ, «Είναι έτοιμος να καταθέσει πως από τη στιγμή που άρχισε να
καταναλώνει φαγητά τα οποία ετοίμαζε η Τζάνις, άρχισε να εμφανίζει
συμπτώματα δηλητηρίασης και, το σημαντικότερο, ότι στη διάρκεια της
τελευταίας τους συνάντησης, η Μάργκοτ τον συμβούλεψε να πάψει να
καταναλώνει οτιδήποτε του ετοίμαζε η Τζάνις.
»Έπειτα θα έρθει και ο Κέβιν Μπίτι να καταθέσει πως η κόρη του ήπιε
χλωρίνη, ενώ υποτίθεται πως εκείνη την ώρα την πρόσεχε η Τζάνις,
καθώς και ότι η μητέρα του παλιά του ετοίμαζε “σπέσιαλ ροφήματα” που
του προκαλούσαν αδιαθεσία… Τι άλλο;» είπε ο Στράικ καλώντας τη
Ρόμπιν να συνεχίσει, κυρίως για να μπορέσει κι αυτός να φάει λίγο κέικ.
«Κοιτάξτε, είναι όλες εκείνες οι θανατηφόρες ουσίες που απομάκρυναν
οι Αρχές από την κουζίνα της Τζάνις», είπε η Ρόμπιν, «για να μη
σταθούμε καν στο γεγονός πως προσπάθησε να δηλητηριάσει το τσάι του
Κόρμοραν, όταν πέρασε αυτός από εκεί για να της ζητήσει εξηγήσεις.
Είναι επίσης τα διάφορα δηλητηριασμένα τρόφιμα που εντόπισε η
αστυνομία στο σπίτι της Αϊρίν, καθώς και οι κορνιζαρισμένες
φωτογραφίες στον τοίχο, ανάμεσά τους εκείνη της Τζοάνα Χάμοντ, την
οποία αρχικά είχε ισχυριστεί πως δε γνώριζε καν, αλλά και της Τζούλι
Γουίλκς, η οποία πνίγηκε στην πισίνα του παραθεριστικού κέντρου, στο
Κλάκτον. Εκτός αυτού, οι Αρχές είναι βέβαιες πως θα κατορθώσουν να
συγκεντρώσουν ιατροδικαστικά στοιχεία από τους τάφους των υπόλοιπων
θυμάτων, ακόμη κι αν τα αποτελέσματα από την περίπτωση της Μάργκοτ
είναι ασαφή. Η Τζάνις προχώρησε στην αποτέφρωση του τότε συντρόφου
της, του Λάρι, όμως η ερωμένη του, η Κλερ, κηδεύτηκε και έχει διαταχτεί
ήδη η εκταφή της σορού».
«Προσωπικά», είπε ο Στράικ, που είχε προλάβει να φάει το μισό
κομμάτι από το κέικ σοκολάτας που είχε στο πιάτο του όσο μιλούσε η
Ρόμπιν, «εκτιμώ ότι θα πεθάνει στη φυλακή».
«Αυτό οπωσδήποτε είναι θετικό», είπε ο Ρόι, που φάνηκε
ανακουφισμένος, ενώ η Σύνθια σχολίασε ξέπνοα:
«Ναι, όχι, σίγουρα».
Η γάτα στο περβάζι γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος τους, κι ύστερα,
αργά, έστρεψε το πρόσωπό της και πάλι στη βροχή, ενώ η δίδυμή της
ζύμωνε νωχελικά το πουλόβερ του Στράικ.
«Φαντάζομαι θα είστε και οι δύο στην κηδεία, σωστά;» ρώτησε η Άννα.
«Θα ήταν τιμή μας», απάντησε η Ρόμπιν για λογαριασμό και των δυο
τους, καθώς ο Στράικ είχε μόλις βάλει στο στόμα του μια γερή μπουκιά
κέικ.
«Έχουμε… χμ… αναθέσει την οργάνωση στην Άννα», είπε ο Ρόι.
«Αυτή θα έχει τον πρώτο λόγο».
«Θα ήθελα να έχει η μαμά έναν σωστό τάφο», είπε η Άννα. «Κάπου που
θα μπορούμε να την επισκεπτόμαστε, καταλαβαίνετε… τόσα χρόνια δεν
ξέραμε πού βρισκόταν. Θέλω να ξέρω πως θα μπορώ να τη βρίσκω σε ένα
συγκεκριμένο μέρος».
«Το καταλαβαίνω», είπε ο Στράικ.
«Πραγματικά δεν ξέρετε τι μου προσφέρατε», είπε η Άννα για τρίτη
φορά. Είχε απλώσει το χέρι της στην Ούνα, όμως κοίταζε τη Σύνθια.
«Πλέον, έχω την Ούνα, εκτός από τη Σύνθια που μου στάθηκε υπέροχη
μητέρα… η μαμά σίγουρα διάλεξε τον κατάλληλο άνθρωπο για να με
μεγαλώσει…»
Καθώς το πρόσωπο της Σύνθια συσπώταν από τη συγκίνηση, ο Στράικ
και η Ρόμπιν απέστρεψαν διακριτικά το βλέμμα τους, η Ρόμπιν
επιλέγοντας να εστιάσει στη γάτα στο παράθυρο και ο Στράικ στη
θαλασσογραφία πάνω από το τζάκι. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν
ρυθμικά στο παράθυρο, η γάτα στην αγκαλιά του γουργούριζε, κι ο
Στράικ θυμόταν την τεφροδόχο σε σχήμα κρίνου να ξεμακραίνει στα
κύματα. Νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στήθος και παρά την ικανοποίηση
που αντλούσε από το γεγονός πως είχε φέρει σε πέρας αυτό που ξεκίνησε
να κάνει, ευχήθηκε να μπορούσε να τηλεφωνήσει στην Τζόαν, για να της
αφηγηθεί την κατακλείδα της ιστορίας της Μάργκοτ Μπάμπορο και να
την άκουγε να του λέει πως ήταν περήφανη για εκείνον, μία τελευταία
φορά.
73
Κι αυτό γιατί η φυσική συμπάθεια σύντομα σιγά
και παραδίδεται στου Έρωτα την ισχυρότερη φλόγα:
Όμως η πιστή φιλία τούς δυο τους συγκρατεί
και με πειθώ βαθιά δαμάζει,
παρά τις σκέψεις που στρέφονται γύρω από φλόγα άσβεστη.
Γιατί, σαν την ψυχή που κυβερνά το σώμα του ανθρώπου,
και κάθε πράξη του κορμιού αυτή την καθορίζει,
έτσι και της ψυχής ο έρωτας τον έρωτα της σάρκας ξεπερνά,
όπως ο άψογος χρυσός ασύγκριτα υπερβαίνει τον ταπεινό μπρούντζο.
Έντμουντ Σπένσερ, Η νεραϊδοβασίλισσα
ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΚΑΛΜΠΡΕΪΘ
ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΛΕΥΚΟ
Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ
ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΚΑΛΜΠΡΕΪΘ
Η ΣΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Μετάφραση: Χρήστος Καψάλης