You are on page 1of 137

2.

MEΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ-843-1204

Β. ΜΕΡΟΣ. ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ (1081-


1185) ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Αρχιτεκτονική και διάκοσμος στα


μνημεία

Διδάσκων: Πασχάλης Ανδρούδης


Επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και
Τέχνης
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η περίοδος της βασιλείας των Κομνηνών (εικ. 319) καλύπτει το χρονικό διάστημα 1081-
1185. Η βασιλεία τους σηματοδοτεί την προσπάθεια παλινόρθωσης του Βυζαντίου από το
πλήγμα της ήττας από τους Σελτζούκους Τούρκους το 1071 στο Μαντζικέρτ, που σήμανε
την απαρχή της καταστροφής του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Αυτός που σταμάτησε την κατάρρευση του κράτους ήταν ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, γόνος
οικογενείας γαιοκτημόνων της Μικράς Ασίας, που κατέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο με
πραξικόπημα. Το κράτος των Κομνηνών επέζησε από θαύμα για έναν αιώνα, τρέφοντας
μάλιστα και όνειρα δόξας.
Στα χρόνια των Κομνηνών το Βυζάντιο είχε χάσει για πάντα ένα σημαντικό τμήμα των
εδαφών του στη Μικρά Ασία. Αποτέλεσμα ήταν να γίνεται πιο εύκολα ο έλεγχος των
ασιατικών επαρχιών από την Κωνσταντινούπολη, όπου οι τρεις κύριοι εκπρόσωποι της
δυναστείας, ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός και ο Μανουήλ Α΄
Κομνηνός ενίσχυσαν την κεντρική εξουσία με ένα τρόπο που δεν είχε γίνει ποτέ στο
παρελθόν, με το να καταστεί η διακυβέρνηση σε μεγάλο βαθμό «οικογενειακή υπόθεση».
Ο Αλέξιος και οι διάδοχοί του ξεκαθάρισαν την παλιά αριστοκρατία και πλαισιώθηκαν
από συγγενείς εξ αγχιστείας, που οι πομπώδεις και καινοφανείς τίτλοι τους φανέρωναν τον
βαθμό συγγένειας που είχαν με τον αυτοκράτορα. Όλοι τους έλαβαν από τον αυτοκράτορα
μεγάλες κτηματικές δωρεές και φορολογικές απαλλαγές. Η τέχνη άνθησε με πολλές και
πλούσιες χορηγίες και την περίοδο αυτή σημειώνονται αλλαγές στο βυζαντινό πολιτισμό .
\
ΑΛΕΞΙΟΣ Α΄
ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός πραγματοποίησε μια ριζική μεταρρύθμιση
στο νομισματικό σύστημα της αυτοκρατορίας.Το νόμισμα
(σόλιδος) αντικαταστάθηκε από το Υπέρπυρον, χρυσό κοιλόκυρτο
νόμισμα 4,5 γρ. και 20,5 καρατίων. Υποδιαιρέσεις του είναι το
Τραχύ εξ ηλέκτρου  (1/3 χρυσός και 2/3 άργυρος), το Τραχύ εξ
αργύρου (7% άργυρος-93% χαλκός) και το χάλκινο Τεταρτηρόν.

Χρυσό
υπέρπυρο
Αλεξίου Α’
Οι δύο επόμενοι Έλληνες αυτοκράτορες, ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-1143) και
ο γιός του Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180) συνέχισαν το έργο του Αλεξίου
και πέτυχαν πρόσκαιρα τη διάσωση και τη σταθεροποίηση της αυτοκρατορίας,
που εξακολουθούσε να είναι ακόμη μια παγκόσμια δύναμη και να έχει μεγάλη
ακτινοβολία στην Ευρώπη, αλλά και τη Μέση Ανατολή .
Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός πέτυχε σημαντικές νίκες σε όλα τα πολεμικά μέτωπα,
ιδιαίτερα ενάντια στους Σελτζούκους Τούρκους του Ρουμ. Υπήρξε πολύ αγαπητός
ηγεμόνας στο λαό του και πέθανε το 1143 στην Κιλικία.
Η βασιλεία του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, μικρότερου γιού του Ιωάννη, υπήρξε
πολύ ιδιαίτερη για το Βυζάντιο του 12ου αιώνα. Βρισκόταν μαζί με τον πατέρα
του όταν πέθανε και στέφθηκε αυτοκράτορας με την υποστήριξη των οπαδών του.
Η εξωτερική πολιτική του Μανουήλ ήταν η πιο πολυδιάστατη των Κομνηνών.
Στα Βαλκάνια πολέμησε ενάντια στους Σέρβους και τους Ούγγρους, αλλά ο
Μανουήλ κατέστη (1167) κυρίαρχος της Σερβίας, της Βοσνίας και της Κροατίας
και συνήψε συμμαχία με τον Bela Γ΄ της Ουγγαρίας (1173).
Στο ανατολικό μέτωπο ο Μανουήλ επέτυχε με τις νίκες του ενάντια στους Σελτζούκους να
ανακαταλάβει πρώην βυζαντινά εδάφη στην Κιλικία, να εξαγοράσει την λατινική Κομητεία
της Έδεσσας και να επιβάλλει την υποταγή του πριγκιπάτου της Αντιόχειας. Επίσης
αναμίχθηκε σε ένα αρκετά φιλόδοξο σχέδιο για την κατάληψη της Αιγύπτου. Όταν στα
1159 ο Μανουήλ μπήκε θριαμβευτής στην Αντιόχεια, ήταν έφιππος, ενώ πίσω του
ακολουθούσαν πεζοί, ως ένδειξη υποταγής, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας Renaud de
Châtillon και ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Baudoin (Βαλδουΐνος) Γ΄.
Μεγάλος ήταν και ο αγώνας του Μανουήλ ενάντια στο Νορμανδικό βασίλειο της
Σικελίας. Ο Ρογήρος Β΄, εκμεταλλευόμενος τη συμμετοχή του Μανουήλ στη Β΄
Σταυροφορία (1147), επιτέθηκε και λεηλάτησε μερικές ευημερούσες πόλεις, όπως
η Θήβα και η Κόρινθος στην Ελλάδα, από την οποία απήγαγε τους τεχνίτες του
μεταξιού. Ο Μανουήλ αντέδρασε όταν πέθανε ο Ρογήρος (1154), με επίθεση στην
Ιταλία (1155) και κατοχή της Απουλίας για μικρό χρονικό διάστημα.
Το 1171 ο Μανουήλ συνέλαβε και έδιωξε από την αυτοκρατορία όλους τους
πολίτες της Βενετίας και δήμευσε τις περιουσίες τους. Στο ανατολικό μέτωπο
εξεστράτευσε με πολύ στρατό, πολεμικές μηχανές και χρυσάφι ενάντια στον
Σελτζούκο σουλτάνο του Ικονίου Kılıç Arslan Β΄ (1156-1192). Η υπεροψία του
Μανουήλ, ο οποίος είχε συντρίψει τον πατέρα του σουλτάνου μερικά χρόνια πριν
και κόντεψε να αφανίσει το Σελτζουκικό κράτος και η λάθος τακτική του να
οδηγήσει το στρατό του μέσα από μια κοιλάδα, του κόστισαν μια συντριπτική ήττα
στη μάχη στο Μυριοκέφαλο (1176). Η ήττα αυτή λίγο έλειψε να εξαλείψει όλες τις
επιτυχίες του Μανουήλ.
Όσον αφορά στην εσωτερικό του πολιτική, ο Μανουήλ ευνόησε την εισαγωγή
στοιχείων δυτικού τύπου στην αυτοκρατορία. Η δεύτερη σύζυγος του
αυτοκράτορα ήταν η Μαρία, πριγκίπισσα της Αντιόχειας. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο
Μανουήλ έλαβε μέρος σε αγώνες κονταροκτυπήματος δυτικού τύπου όταν είχε
εισέλθει στην Αντιόχεια (1159). Στα χρόνια του Μανουήλ γνώρισε ιδιαίτερη
ανάπτυξη ο θεσμός της Πρόνοιας.
Τα αξιοθέατα και οι ομορφιές της Κωνσταντινούπολης της εποχής των Κομνηνών (1081-
1185) ήταν τόσο πολλά, που είναι αδύνατο να απαριθμηθούν. Οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας
είχαν συναίσθηση της υπεροχής της πρωτεύουσάς τους και της πολιτισμικής της
ακτινοβολίας. Οι εντυπώσεις των Δυτικών που σώζονται μέχρι σήμερα από τη βυζαντινή
Κωνσταντινούπολη της εποχής εκείνης είναι πολύ λίγες . Πολλοί από αυτές ζούσαν με την
ανάμνηση του ενός και μοναδικού ταξιδιού τους και το θαυμασμό για όλα όσα είχαν δει στο
μακρινό Βυζάντιο.
Η ζωή και η τέχνη στην Κωνσταντινούπολη των Κομνηνών εντυπωσίαζε τους Έλληνες, αλλά
κυρίως τους ξένους επισκέπτες της. Η εποχή είναι από τις λαμπρότερες του Βυζαντίου στον
τομέα της τέχνης, είναι λιγότερο όμως προβεβλημένη από την τέχνη της εποχής του
Ιουστινιανού (6ος αιώνας), του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (10ος αι.) ή της εποχής
των Παλαιολόγων.
Η Κωνσταντινούπολη συνέχισε να αποκτά μεγαλοπρεπή κτίρια και ο πληθυσμός της άγγιξε
τους 400. 000 πριν από το 1204. Θαυμασμό προκαλεί όχι μόνο το λαμπρό πρόσωπο της
Κομνήνειας Κωνσταντινούπολης που τεκμηριώνεται από σπουδαία μνημεία όπως η Μονή
Παντοκράτορος που ίδρυσε ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-1143) και η Ουγγαρέζα σύζυγός
του Piroska-Ειρήνη, αλλά και η τεράστια υποδομή που ασφαλώς υπήρχε. Οι Κομνηνοί
εξασφάλισαν ένα ειρηνικό αστικό περιβάλλον, στο οποίο νομικοί, όπως ο Ιωάννης Σκυλίτζης
και ο Ιωάννης Ζωναράς ασκούσαν τα καθήκοντά τους στα δικαστήρια και έγραφαν την
ιστορία του πολιτεύματος. Στο περιβάλλον αυτό άνθησε και η προσωπικότητα της Άννας
Κομνηνής, κόρης του Αλεξίου, που το έργο της Αλεξιάς υμνεί τα κατορθώματα του πατέρα
της. Σε αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον που καλλιεργήθηκε από την αυλή δημιούργησαν λαμπρά
έργα αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, αντιγραφείς χειρογράφων και άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες.
ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΟΡΜΑΝΔΟΥΣ (1185)
Η δεύτερη άλωση της Θεσσαλονίκης έγινε από τους Νορμανδούς το 1185. Στις 15 Αυγούστου
του 1185 νορμανδικός στόλος με 80.000 στρατό κατέπλευσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και
άρχισε την πολιορκία από ξηρά και θάλασσα. Ο ανεφοδιασμός, όμως, της πόλης δεν ήταν επαρκής,
ο διοικητής της Δαυίδ Κομνηνός που δεν οργάνωσε κατάλληλα την άμυνα, εγκατέλειψε την πόλη
και οι ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη έφτασαν πολύ αργά. Έτσι οι Νορμανδοί, μέσα σε
λίγες μέρες (24 Αυγούστου 1185) αφού έχασαν 3.000 στρατιώτες, κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη,
παρά την ηρωική άμυνα των κατοίκων και τη λεηλάτησαν, θανατώνοντας 7.000 από τους κατοίκους
της. Βασικός ιστορικός της άλωσης ήταν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, από το έργο
του οποίου: «Ιστορία της αλώσεως της Θεσσαλονίκης υπό των Νορμανδών» αντλούνται οι
περισσότερες πληροφορίες
Ανήμερα την μεγάλη γιορτή, ενώ είχαν μαζευτεί στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου οι
περισσότεροι άρχοντες της Θεσσαλονίκης και ο χορός έψελνε το «νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατά
βαρβάρων δωρούμενος» τα βάλιστρα του Γουλιέμη κατώρθωσαν ν΄ανοίξουν ένα ρήγμα σε μια από
τις πύλες (η Κασσανδρεωτική πύλη ήταν η δεύτερη πύλη του ανατολικού τείχους, ύστερα από την
πύλη Ρώμη). Η λειτουργία εξακολουθούσε έως την στιγμή που άρχισαν ν’ ακούγονται από μακριά,
άγριες ή απελπισμένες φωνές. Σε λίγο έμπαιναν, τρομοκρατημένο πλήθος, άντρες, γυναίκες και
παιδιά κυνηγημένοι από τους Νορμανούς. Ο Δαυίδ προσπάθησε να σωθεί, πετώντας τα επίσημα
ρούχα του, αλλά σκοτώθηκε, τσαλαπατημένος από το πλήθος που έτρεχε, μέσα στα στενορύμια για
να γλιτώσει. Η λεηλασία όμως και οι ιεροσυλίες εξακολούθησαν και οι Νορμανοί μπήκαν στον
πάνσεπτο Ναό του Αγίου Δημητρίου όπου σταύλιζαν τ΄άλογά τους. Έσφαζαν ή έπιαναν
αιχμαλώτους για να τους πωλήσουν ή να ζητήσουν λύτρα. Το πάρσιμο της Θεσσαλονίκης, της
δεύτερης πόλης της Αυτοκρατορίας, ήταν για το λαό αλάθητο σημάδι πως ο Παντοδύναμος ήταν
οργισμένος.
Το τραγικό τέλος μιας σπουδαίας παγκόσμιας αυτοκρατορίας και η αρχή μιας νέας εποχής

Όταν οι στρατιώτες της Δ΄ Σταυροφορίας στάθηκαν μπροστά στα τείχη της Βασιλεύουσας
τον Ιούνιο του 2003, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους, γιατί δεν είχαν
αντικρύσει ποτέ τους κάποια άλλη πόλη τόσο μεγάλη, δυνατή, πλούσια και πυκνοστολισμένη
με παλάτια, αρχοντικά, πλατείες και μεγάλες και μικρότερες εκκλησίες και μοναστήρια. Δεν
υποψιάζονταν καν ότι η άφιξή τους θα σήμαινε την καταστροφή της ελληνικής
πρωτεύουσας. Η πυρκαγιά που ξέσπασε τον Αύγουστο του ιδίου χρόνου και κατέστρεφε επί
οκτώ ημέρες τη μισή πόλη, προοιώνιζε το τι θα επακολουθούσε. Αφού αλώθηκε από τους
Σταυροφόρους, η Κωνσταντινούπολη λεηλατήθηκε συστηματικά και χωρίς οίκτο για μια
μακρά περίοδο 60 ετών. Ο πληθυσμός της αποδεκατίστηκε και η λαμπρή πόλη δεν ήταν πια
παρά η σκιά του παλαιού εαυτού της.
Οι περισσότερες εμπειρίες που είχαν οι Έλληνες από τους Δυτικούς στην Κωνσταντινούπολη
υπήρξαν αρνητικές. Η υπεροψία, η φιλοχρηματία και η πανουργία τους άφησαν βαθιά και
ανεξίτηλα σημάδια στην καρδιά των Βυζαντινών, αλλά και των μεταγενέστερων Ελλήνων. Η
λεηλασία του 1204 έσβησε για πάντα μια εστία μεγαλείου, φωτός, πολιτισμού, τέχνης, αλλά
και ιερότητας όσον αφορά τα κειμήλιά της, αλλά έσβησε από τη μνήμη οτιδήποτε θετικό
είχαν προσφέρει οι Δυτικοευρωπαίοι στην πόλη και την αγνή πίστη με την οποία οι πιο απλοί
από αυτούς προσκυνούσαν τα ιερά κειμήλια της Κωνσταντινούπολης, της Νέας Ιερουσαλήμ .
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΩΝ
ΚΟΜΝΗΝΩΝ
Αρχιτεκτονική και γλυπτός διάκοσμος της περιόδου των Κομνηνών και των Αγγέλων

Η αρχιτεκτονική και η μνημειακή γλυπτική της περιόδου των Κομνηνών


(1081-1185) και των Αγγέλων (1185-1204) αποτελεί ουσιαστικά εξέλιξη της
αρχιτεκτονικής του 11ου αιώνα. Στα χρόνια των Κομνηνών ενδυναμώθηκαν οι
σχέσεις της αυτοκρατορικής αυλής με την Εκκλησία και αυτή η τάση
αντικατοπτρίστηκε με αρκετά έκδηλο τρόπο στην τέχνη και μάλιστα στην γλυπτική
που διατηρείται στο εσωτερικό των ναών.
Τον 12ο αιώνα αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η χορηγία, τόσο στο επίπεδο της
αρχιτεκτονικής, όσο και των άλλων τεχνών του Βυζαντίου. Οι χορηγοί υπήρξαν,
τόσο μέλη της αυτοκρατορικής οικογενείας, όσο και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι,
κοσμικοί και στρατιωτικοί .
Την περίοδο αυτή εισάγονται νέες καινοτομίες, τόσο στο σχέδιο των ναών, όσο και
στην εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά και στις οικοδομικές τεχνικές. Όσον αφορά
στη γλυπτική, έχουμε επίσης εξελίξεις που αφορούν κυρίως στην τελειοποίηση των
γλυπτών μοτίβων, αλλά και σε νέους τύπους γλυπτών (π.χ. «διπλεπίπεδο»
ανάγλυφο).
Σύνθετοι ή ηπειρωτικοί οκταγωνικοί
Καθολικό της Μονής Δαφνίου

Το καθολικό της Μονής Δαφνίου έχει κτιστεί στα αριστερά


της οδού που οδηγεί προς την Ελευσίνα, επάνω στα ερείπια
παλαιοχριστιανικού ναού του 6ου αιώνα . Δεν σώζονται
πληροφορίες για το σπουδαίο αυτό μνημείο, η χρονολόγηση του
οποίου στα τέλη του 11ου αιώνα γίνεται με βάση τεχνοτροπικά
κριτήρια και τα εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά που σώζονται στο
εσωτερικό του . Πρόσφατα δημοσιεύτηκε και μια μελέτη για τον
πιθανό ιδρυτή του ναού .
Η κάτοψη του ναού ακολουθεί το πρότυπο του καθολικού
του Οσίου Λουκά, με τη διαφορά ότι εδώ δεν έχει υπερώα, αλλά
επάνω από το νάρθηκα υπήρχε όροφος, όπου ίσως έμενε ο
ηγούμενος ή υπήρχε βιβλιοθήκη .
ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΜΟΝΗΣ ΔΑΦΝΙΟΥ (ΓΥΡΩ ΣΤΟ 1100)
.

Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική κατά τον


12ο αιώνα
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

ΝΑΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗ


Ο ναός του Χριστού του Παντεπόπτη κτίστηκε λίγο πριν το τέλος του 11ου αιώνα
και απετέλεσε το καθολικό ομώνυμης μονής . Χορηγός της ανέγερσης του ναού
υπήρξε η Άννα Δαλασσηνή, μητέρα του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-
1108), η οποία και εγκαταβίωσε στη μονή ως μοναχή (γύρω στο 1100). Ο ναός
μετατράπηκε σε τζαμί από τους Οθωμανούς μετά το 1453 και έλαβε την ονομασία
Eski Imaret Camii.
Ως προς την αρχιτεκτονική του, το καθολικό είναι ένας τρουλαίος σταυροειδής
εγγεγραμμένος ναός, με πολυγωνική αψίδα Ιερού. Αξίζει να σημειωθεί, όπως σωστά
επισημάνθηκε, η ομοιότητα του αρχιτεκτονικού τύπου του ναού με τον τύπο δύο
προγενέστερών του ναών, των αρχών του 10ου αιώνα: του αρχικού ναού της Μονής
Λιβός (904) και του καθολικού της Μονής Μυρελαίου (περίπου 920). Πιο μεγάλη
είναι η ομοιότητα με το αρχικό καθολικό της Μονής του Λιβός . Εξωτερικά ο ναός
φέρει διάκοσμο με τυφλά αψιδώματα και κεραμοπλαστικά κοσμήματα (όπως
μαιάνδρους) στα ανώτερα τμήματα της πολυγωνικής κόγχης, Στις ακμές του
τυμπάνου του τρούλου έχουν σχηματιστεί ημικυκλικοί πλινθόκτιστοι κιονίσκοι.
Επίσης τα γείσα των στεγών είναι πλίνθινα, οδοντωτά. Πρόκειται για ένα από τα
πρώτα μνημεία του τέλους του 11ου αιώνα στο οποίο εμφανίζονται στοιχεία που θα
καθιερωθούν στις μεταγενέστερες δημιουργίες της Κομνήνειας αρχιτεκτονικής,
όπως η προσπάθεια για πλαστική διάρθρωση των εξωτερικών όψεων των ναών. Ο
ναός διατηρεί και τμήματα από το γλυπτό διάκοσμό του .
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
ΠΑΜΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ (ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ)
Καθολικό της Μονής Παμμακαρίστου (Fethiye Camii)

Το καθολικό της Μονής Παμμακαρίστου (Fethiye Camii) κτίστηκε γύρω


στο 1100 επάνω στα ερείπια παλαιότερου κτιρίου που μετατράπηκε κατά την
κατασκευή του ναού σε κινστέρνα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης
από τους Οθωμανούς το 1453, το Οικουμενικό Πατριαρχείο μεταφέρθηκε λίγα
χρόνια αργότερα, στα 1456, από την Αγία Σοφία στη Μονή Παμμακαρίστου.
Εκεί στεγάστηκε ως το 1588, οπότε εκδιώχθηκε εκ νέου. Μετά το έτος αυτό, το
καθολικό της μονής μετατράπηκε σε τζαμί. Στο πλαίσιο αυτής της μετατροπής
κατεδαφίστηκε η πολύπλευρη αψίδα του Ιερού μαζί με το νότιο τμήμα του
ανατολικού τοίχου και στη θέση της οικοδομήθηκε μια τριγωνική κατασκευή με
παράθυρα και μια κόγχη μιχράμπ, προσανατολισμένη προς την κατεύθυνση της
Μέκκας.
Όσον αφορά στην κάτοψη του Κομνήνειου πυρήνα του αρχικού ναού, ο
τρούλος φέρεται σε τέσσερα τόξα, τα οποία εδράζονται σε ισάριθμους γωνιώδεις
πεσσούς. Ανάμεσα στους πεσσούς στη βόρεια, νότια και δυτική πλευρά υπάρχει
ένα ζεύγος κιόνων που σχηματίζει ισάριθμα τρίβηλα ανοίγματα, τα οποία
διευκολύνουν την επικοινωνία με τους πλάγιους χώρους και όπως παρατήρησε ο
Νικόλαος Γκιολές, « … το κέντρο του συγκροτήματος προσαρμόζεται στις
αισθητικές αντιλήψεις του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου … » .
Κωνσταντινούπολη

.
Μονή της Χώρας

Το καθολικό της Μονής του Χριστού ή της Χώρας οικοδομήθηκε τον 12ο αιώνα
επάνω στα ερείπια ενός ναού της παλαιοχριστιανικής περιόδου .
Ουσιαστικά η πρώτη αναδόμηση του παλαιότερου ναού, σε ένα νέο, εντελώς
όμως διαφορετικό σχέδιο, έλαβε χώρα ανάμεσα στα 1077 και 1081, από τη Μαρία
Δούκαινα, πεθερά του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, επάνω στα κατάλοιπα
ενός παλαιότερου ναού του 6ου και 9ου αιώνα. Αργότερα, το 1120 έγινε μια
καθολική επισκευή του ναού από τον σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, γιό του
Αλεξίου Α΄. Οι τελευταίες προσθήκες στο ναό έγιναν στα χρόνια των
Παλαιολόγων (βλ. το αντίστοιχο κεφάλαιο).
Ο Κομνήνειος πυρήνας του ναού έχει σταυρικό σχήμα, με αβαθείς κεραίες
στηριγμένες σε ισχυρούς γωνιακούς πεσσούς και καλύπτεται με μεγάλο τρούλο, ο
οποίος εδράζεται επάνω σε ψηλό τύμπανο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
Καθολικό της Μονής Παντοκράτορος (Zeyrek Camii)

Οι Κομνηνοί ίδρυσαν και κόσμησαν πολλούς λαμπρούς ναούς και μονές στην
Κωνσταντινούπολη, όπως αυτή του Χριστού Παντοκράτορος. Για την οργάνωση
και τη λειτουργία της μονής μας πληροφορεί το Τυπικό (κανονισμός) της. Το
Τυπικό μαρτυρεί λοιπόν ότι ιδρυτής της υπήρξε ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-
1143) και αρχιτέκτονάς της ο Νικηφόρος. Η μονή, που είχε 80 μοναχούς, στέγαζε
και αρκετά φιλανθρωπικά ιδρύματα, όπως νοσοκομείο και πτωχοκομείο-
γηροκομείο .
Ο πυρήνας της μονής είναι μια σύνθεση τριών τρουλαίων ναών σε επαφή μεταξύ
τους. Μαζί με το αρχικό περιστύλιο της νότιας πλευράς, το πλάτος του εσωτερικού
των ναών ξεπερνά τα 48 μ. και βέβαια είναι υπερβολικό για τα δεδομένα του
Βυζαντίου. Το συγκρότημα των ναών ήταν ξακουστό για την πολυτέλεια στο
εσωτερικό του, για τα πολύτιμα αφιερώματα, όπως και για τα λείψανα των αγίων
που φιλοξενούσε.
Από τη μονή διατηρείται ακόμη και ο ψηλός αναλημματικός τοίχος του
περιβόλου της, ο οποίος είναι πλινθόκτιστος και με υψίκορμα αψιδώματα, όπως και
κάποια άλλα κτίσματα που είναι μετασκευασμένα.
.
Η νότια εκκλησία
 
Η νότια εκκλησία, αφιερωμένη στον Χριστό Παντοκράτορα, κτίστηκε γύρω στα
1124 από την αυτοκράτειρα Ειρήνη (την Ουγγαρέζα πριγκίπισσα Piroska), η οποία
πέθανε το 1134. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σωζόμενη εκκλησία του τύπου του
τρουλαίου σταυροειδούς εγγεγραμμένου στην Κωνσταντινούπολη.
Ο τρούλος του ναού είναι δεκαεξάπλευρος και αρχικά στηριζόταν σε τέσσερις
κίονες από κόκκινο μάρμαρο (πορφυρίτη), που αφαιρέθηκαν από τους Οθωμανούς
και αντικαταστάθηκαν από ογκώδεις κτιστούς πεσσούς. Στο ναό η κόγχη του Ιερού
είναι ψηλή και ιδιαίτερα επιβλητική, ενώ οι αντίστοιχες των παραβημάτων
τρίπλευρες και μόλις που εξέχουν από τον ανατολικό τοίχο.
Από το διάκοσμο της εκκλησίας σώζεται μόνο ένα θαυμάσιο πολύχρωμο
μαρμαροθέτημα στο δάπεδο με μοναδικές στο είδος τους παραστάσεις (άθλοι του
Σαμψώνος, ζώδια, κ.α.) και τμήματα της μαρμάρινης επένδυσης των τοίχων. Οι
υπόλοιπες πλάκες των επιτοίχιων μαρμαροθετημάτων αφαιρέθηκαν από τη θέση
τους και τοποθετήθηκαν, όπως και κιονίσκοι και θωράκια του τέμπλου, στην
κατασκευή του μουσουλμανικού άμβωνα (μινμπάρ) που στήθηκε στο εσωτερικό
του ναού και παραμένει μέχρι σήμερα.
Η βόρεια εκκλησία
 
Ο Ιωάννης προσέθεσε μια ακόμα εκκλησία του τύπου του σταυροειδούς εγγεγραμμένου στα
βόρεια της πρώτης εκκλησίας, η οποία είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο Ελεούσα και είναι
μικρότερη από τη νότια εκκλησία. Ο τρούλος είχε αλλοιωθεί από μεταγενέστερες
επεμβάσεις.
 
Ο μονόχωρος κεντρικός ναός
 
Τέλος, ανάμεσα στους δύο ναούς προστέθηκε ένα μονόχωρο παρεκκλήσιο που αφιερώθηκε
στον αρχάγγελο Μιχαήλ. Εκεί βρίσκονταν και οι μαρμάρινες σαρκοφάγοι του
αυτοκρατορικού ζεύγους του Ιωάννη και της Ειρήνης, όπως και των μελών της οικογενείας
τους. Στο ταφικό αυτό παρεκκλήσιο των Κομνηνών βρήκαν με την πάροδο του χρόνου τη
θέση τους πολλά πολύτιμα λείψανα της Χριστιανοσύνης, μεταξύ των οποίων και η
Πορφύρα, με την οποία εικάζεται ότι τύλιξαν τον Χριστό μετά την Αποκαθήλωση από το
Σταυρό του Μαρτυρίου.
 
 
Εσωτερικός διάκοσμος του συγκροτήματος του καθολικού
 
Είναι βέβαιο ότι όλοι οι τοίχοι του εσωτερικού των ναών στη Μονή Παντοκράτορος ήταν
επενδυμένοι με μάρμαρο και οι θόλοι και τα τόξα είχαν ψηφιδωτή διακόσμηση, όπως οι
ναοί στο Δαφνί, στη Νέα Μονή Χίου ή στον Όσιο Λουκά στη Βοιωτία. Οι ανασκαφές στη
Μονή Παντοκράτορος αποκάλυψαν και τη χρήση χρωματιστών υαλοπινάκων (δηλαδή
βιτρώ) στα παράθυρα της νότιας εκκλησίας. Αυτά τα δείγματα δεν είναι όμως και τα
μοναδικά από τη Βυζαντινή τέχνη, καθώς ανάλογα υαλοστάσια με χρωματιστούς πίνακες
φαίνεται ότι υπήρχαν και στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως.
.
Γλυπτός διάκοσμος της νότιας εκκλησίας
 
Από το γλυπτό διάκοσμο της νότιας εκκλησίας σώζονται
θραύσματα από το μαρμάρινο τέμπλο της
Όπως προαναφέραμε, μετά την Οθωμανική κατάκτηση της
Κωνσταντινούπολης το μαρμάρινο τέμπλο του ναού διαλύθηκε.
Κιονίσκοι και θωράκια του τέμπλου ενσωματώθηκαν στην
κατασκευή του μουσουλμανικού άμβωνα (μινμπάρ) που στήθηκε στο
εσωτερικό του ναού.
Όπως προκύπτει από τα σωζόμενα θραύσματα των θωρακίων,
αλλά και το σχέδιο της γραφικής αποκατάστασης του τέμπλου, τα
θωράκια ήταν ιδιαίτερα επιμήκη. Ο διάκοσμός τους αποτελείται από
δύο επάλληλα ζεύγη κεράτων αφθονίας, από όπου ξεπηδούν μεγάλα
ελικοειδή φύλλα. Το θέμα είναι πρωτότυπο για τον 12ο αιώνα και σε
αυτό υπάρχει βέβαια εξήγηση, καθώς τα θωράκια αυτά ανήκαν
άλλοτε στο διάκοσμο του ναού του Αγίου Πολύευκτου, ναού του 6ου
αιώνα.
ΘΡΑΚΗ, ΝΟΜΟΣ ΕΒΡΟΥ, ΦΕΡΡΕΣ
Ο ναός της Κοσμοσώτειρας στη Βήρα του Ν. Έβρου (Θράκη) είναι το
σπουδαιότερο βυζαντινό μνημείο που σώζεται στη δυτική Θράκη (εικ. 398).
Απετέλεσε καθολικό της ομώνυμης μονής, την οποία ίδρυσε στα 1151/1152, ο
σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός, τριτότοκος γιός του Βυζαντινού
αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄.
Ο ίδιος συνέθεσε το 1152 και το Τυπικό της μονής του, στο οποίο περιγράφονται οι
υποχρεώσεις και ο καθημερινός βίος των μοναχών, αλλά επιπλέον δίνονται και
πληροφορίες για το καθολικό και τα προσκτίσματα της μονής, τα οποία και
περιγράφονται. Επίσης, στο ίδιο Τυπικό προβλέπεται να ταφεί ο ίδιος ο πρίγκιπας.
Από το κτιριακό συγκρότημα της μονής, το οποίο περιλάμβανε ισχυρό τείχος με
πύργους, καθολικό, παρεκκλήσι και άλλα προσκτίσματα, σήμερα σώζονται
τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου και πύργοι του και το καθολικό, χωρίς το
νάρθηκά του.
Το καθολικό, δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με πέντε τρούλους, είναι
ένα αριστουργηματικό έργο της βυζαντινής ναοδομίας του 12ου αιώνα, το οποίο
αποπνέει τις αξίες της ναοδομίας της Κωνσταντινούπολης της εποχής εκείνης.
Αρχιτεκτονική του ναού
• Οικοδομήθηκε το 1152.
• Ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς
εγγεγραμμένου δικιόνιου ναού με
πεντάτρουλη κάλυψη
• Έχει πολλές επιρροές από την
Κωνσταντινουπολίτικη αρχιτεκτονική.
• Έχει τετράγωνη κάτοψη και στο κέντρο
σχηματίζεται σταυρός.
• Ανατολικά διαμορφώνονται τρεις κόγχες.
• Η είσοδός βρισκόταν στην δυτική πλευρά.
• Ο μεσαίος τρούλος είναι δωδεκάπλευρος
ενώ οι υπόλοιπο τέσσερις μικρότεροι είναι
οκτάπλευροι
• στηρίζεται ανατολικά σε δύο τοιχοπεσσούς
και δυτικά σε δύο ζεύγη κιόνων.
• Σχετικά σπάνιος τύπος δικιόνιου.
ΣΚΟΠΙΑ- ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΝΕΡΕΖΙ, 1164

.
Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Παντελεήμονα στο Νέρεζι των Σκοπίων κτίστηκε
το 1164 από έναν πλούσιο γεωκτήμονα της εποχής, τον πρίγκιπα Αλέξιο
Κομνηνό, εγγονό του παλιού αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118)
και πρώτου ξαδέλφου του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Παλαιολόγου (1143-1180).
Στο ναό αυτό είναι φανερή η επίδραση της αρχιτεκτονικής της
Κωνσταντινούπολης .
Ο ναός αποτελείται από τον κυρίως ναό κτισμένο στον τύπο στου σταυροειδούς
εγγεγραμμένου πεντάτρουλου. Ο κεντρικός τρούλος είναι οκταγωνικός, με
πλινθόκτιστους ημικυλινδρικούς κιονίσκους στις ακμές του. Οι τέσσερις
ικρότεροι δορυφορούντες τρούλοι που υψώνονται επάνω από τα γωνιακά
διαμερίσματα είναι τετράπλευροι, γεγονός που αποτελεί μια κατασκευαστική
ιδιαιτερότητα που δεν έχουμε συναντήσει κάπου αλλού.
Ανακατασκευή 1937-8
Νότιος τοίχος.
ΑΘΗΝΑ

ΠΑΛΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ
Παναγία η Γοργοεπήκοος (Μικρή Μητρόπολη)

Ο μικρός ναός της Παναγίας Γοργοεπηκόου (εξωτερικές διαστάσεις 7, 32 x 11, 38 μ.) ,


κτισμένος δίπλα στο νεότερο Μητροπολιτικό ναό της Αθήνας, είναι ένα κομψό
οικοδόμημα, το οποίο έχει αρκετές ιδιαιτερότητες. Η πιο χαρακτηριστική όλων είναι ότι οι
εξωτερικές του επιφάνειες έχουν κτιστεί ή επενδυθεί εξολοκλήρου με μαρμάρινα spolia,
αρχαία ελληνικά, ρωμαϊκά, παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά, σε ιδιαίτερες συνθέσεις.
Πολλά από τα παγανιστικά γλυπτά έχουν επαναλαξευτεί με σταυρούς .
Για το ναό προτάθηκε παλαιότερα η χρονολόγησή του στον 11ο αιώνα (Ανδρέας
Ξυγγόπουλος, Γεώργιος Σωτηρίου), άποψη που δεν έγινε αποδεκτή από τους
μεταγενέστερους ερευνητές, όπως οι Αrthur Megaw και Μανώλης Χατζηδάκης. Ο πρώτος
τον απέδωσε στον 12ο αιώνα και ο δεύτερος στα τέλη του 12ου αιώνα και μάλιστα τον
συνέδεσε με τον λόγιο Μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη, αδελφό του ιστορικού
Νικήτα Χωνιάτη. Στον ίδιο ιεράρχη αποδίδονται εξάλλου και εργασίες που
πραγματοποιήθηκαν στο χριστιανικό ναό στον οποίο είχε μετατραπεί ο Παρθενώνας, με
την κατασκευή μιας εξωτερικά τρίπλευρης αψίδας Ιερού και την οικοδόμηση ενός πύργου-
κλιμακοστασίου στη δυτική πλευρά του μνημείου . Οι μεταγενέστερες αυτές προσθήκες
αφαιρέθηκαν κατά τον 19ο αιώνα, στο πλαίσιο της προσπάθειας «εξυγίανσης» του
μνημείου από μεταγενέστερες προσθήκες και την «επαναφορά» του στην αρχική του
κατάσταση (παρά τις ανυπολόγιστες καταστροφές που υπέστη από τον βομβαρδισμό του
Μοροζίνι).
Πάντως, ο ναός της Μικρής Μητρόπολης έχει κτιστεί με αρχαία γλυπτά μέλη, με γλυπτά
της ρωμαϊκής και της βυζαντινής περιόδου, όπως και με πολλά γλυπτά που έχουν
επαναλαξευτεί .
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΟ ΧΟΡΤΙΑΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο βυζαντινός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο Χορτιάτη της


Θεσσαλονίκης είναι κτισμένος στον τύπο του απλού (ή νησιωτικού)
οκταγωνικού ναού .
Στη σημερινή του μορφή ο ναός δεν διασώζει το νάρθηκά του, ο οποίος
κατεδαφίστηκε, αλλά και τον τρούλο του, για τον οποίο διατυπώθηκε η άποψη
ότι κατέρρευσε από στατικό πρόβλημα .
Πρόσφατα επισκεφθήκαμε το εσωτερικό του ναού, με την ευκαιρία της
τοποθέτησης δαπέδου εργασίας για τη στερέωση και συντήρηση των
τοιχογραφιών του από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Περιφέρειας Θεσσαλονίκης.
Μετά από την εκ του σύνεγγυς παρατήρηση της βάσης του τρούλου δεν
διαπιστώσαμε την ύπαρξη ρωγμών που ενδεχομένως θα προκαλούσαν την
κατάρρευση του τρούλου του ναού. Έτσι και παρά την αρχική γνώμη του Ν.
Νικονάνου για κατεδάφιση του τρούλου μετά από τη μερική του κατάρρευση,
φαίνεται ότι αυτή η υπόθεση δεν μπορεί πλέον να στηριχθεί. Δεν αποκλείεται ο
νάρθηκας και ο τρούλος του ναού να κατεδαφίστηκαν από τους Οθωμανούς,
ώστε να μην θυμίζει πλέον ναό και ό,τι απέμεινε από τα κτίσμα να μετατράπηκε
σε τεκκέ δερβίσηδων.
ΜΟΝΗ ΧΕΛΑΝΔΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ-
ΕΠΑΝΑΔΡΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΕΡΒΟΥΣ ΣΤΟ
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ- ΑΠΟ ΤΗΝ
ΕΠΟΧΗ ΣΩΖΟΝΤΑΙ ΤΕΙΧΗ, Ο ΝΟΤΙΟΣ
ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΨΗΛΟΙ ΠΥΡΓΟΙ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ- ΠΑΛΑΤΙ ΤΩΝ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ


ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΩΝ ΒΛΑΧΕΡΝΩΝ- ΤΕΙΧΗ
Το ανάκτορο των Βλαχερνών

Το συγκρότημα του ανακτόρου των Βλαχερνών οικοδομήθηκε στα χρόνια του


Αλεξίου Α΄ Κομνηνού . Στα χρόνια των Κομνηνών φαίνεται ότι λειτουργούσε ακόμη
το μεγάλο αυτοκρατορικό παλάτι (Ιερόν Παλάτιον) , αλλά οι Κομνηνοί μετέφεραν
την αυλή τους στο νέο παλάτι των Βλαχερνών χάρη στην υπέροχη θέση του, η οποία
ήταν και περισσότερο ασφαλής. Το νέο παλάτι δέσποζε στη βόρεια γωνία των
οχυρώσεων της πόλης και είχε το χαρακτήρα ενός φρουρίου. Ουσιαστικά
αποτελούσε ένα είδος ακρόπολης, το οποίο περικλειόταν από ισχυρά τείχη. Το
γεγονός αυτό άλλωστε πιστοποιεί και η διήγηση του Ιωάννη Καντακουζηνού (14ος
αιώνας), ο οποίος κατονόμασε το φρούριο αυτό ως «καστέλλιον»:
« … Ως γαρ επύθοντο ότι μη την πρεσβείαν δέχοιτο η Βασιλίς, μηδέ χωρεύη προς
συμβάσεις, το εν Βλαχέρναις φρούριον, μέρος και αυτό του περί τα Βασίλεια φρουρίου
Καστέλλιον προσαγορευόμενον … »
Στον 11ο-12ο αιώνα οι Βλαχέρνες θαυμάζονταν για τις καλλιμάρμαρες αυλές τους,
τη μεγάλη κεντρική πορφυρή αίθουσά τους, για τον πλούτο των χρυσών
κοσμημάτων και για τα έργα τέχνης που τις στόλιζαν . Παρ’ όλα αυτά ο Αλέξιος και
η οικογένειά του ζούσαν εκεί με σχετική απλότητα και μόνο κατά τη βασιλεία του
φιλόδοξου Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) οι Βλαχέρνες έγιναν το κέντρο των
διασκεδάσεων για την κοινωνία της Αυλής.
Ο Μανουήλ λάτρευε τις Βλαχέρνες και τις στόλισε με έργα αξεπέραστης τέχνης. Οι
δεξιώσεις του ήταν ιδιαίτερα απολαυστικές για τους καλεσμένους, καθώς συχνά τους
επιφύλασσε εκπλήξεις. Διοργάνωνε αθλητικούς αγώνες και προσκαλούσε τις κυρίες της
Αυλής για να τους παρακολουθήσουν.
Ο Ισπανοεβραίος Βενιαμίν από την Τουδέλη που επισκέφθηκε τις Βλαχέρνες στα 1173,
αναφέρει για τις Βλαχέρνες τα εξής: « …ο βασιλιάς Εμμανουήλ έκτισε ένα μεγάλο ανάκτορο
ως έδρα της κυβέρνησής του επάνω στην παραλία, εκτός από τα παλάτια τα οποία είχαν κτίσει
οι πρόγονοί του, και το ονόμασε Βλαχέρνες. Επικάλυψε τις κολόνες και τους τοίχους με χρυσό
και ασήμι, χαράσσοντας επάνω τους σκηνές από μάχες δικές του, αλλά και άλλες, που είχαν
δοθεί πριν από αυτόν. Έστησε επίσης ένα θρόνο από χρυσό και πολύτιμες πέτρες, επάνω από
τον οποίο ήταν αναρτημένη μια χρυσή κορώνα στηριγμένη με μια χρυσή αλυσίδα. Ήταν
επικαλυμμένη με πολύτιμα πετράδια ανεκτίμητης αξίας και τη νύχτα δεν χρειάζονταν φώτα,
αφού όλοι έβλεπαν από το φως που εξέπεμπαν τα πετράδια …».
Ο Odo de Deuil, απεσταλμένος του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ΄ (1137-1180),
αναφέρει για τις Βλαχέρνες του αυτοκράτορα Μανουήλ: « … Το παλάτι των Βλαχερνών, αν
και έχει οικοδομηθεί στα χαμηλά, έχει τόσο ύψος, ώστε έχει τριπλή θέα, στη θάλασσα, στην
πεδιάδα και στην πόλη. Το παλάτι είχε μια απαράμιλλη ομορφιά στο εσωτερικό του που δεν
μπορούσε να περιγραφεί. Το χρυσάφι έλαμπε στο εσωτερικό του, μαζί με τα άλλα χρώματα. Το
δάπεδο ήταν ένα πραγματικό χαλί από μάρμαρο κάθε χρώματος και σχήματος. Σε αυτό το
παλάτι έγινε δεκτός ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ΄ ο Νέος … ».
Ο Ροβέρτος του Κλαρί, Γάλλος ιστορικός της άλωσης του 1204 από τους Λατίνους
αναφέρει ότι: « … Στο παλάτι των Βλαχερνών υπήρχαν κάπου είκοσι παρεκκλήσια
και διακόσια οικήματα ή τριακόσια συνεχόμενα, όλα φτιαγμένα από χρυσό μωσαϊκό.
Και το παλάτι αυτό ήταν τόσο πλούσια στολισμένο που ήταν αδύνατο να το
περιγράψουμε ή να ιστορήσουμε τον πλούτο του και τα πολύτιμα είδη που είχε. Στο
παλάτι αυτό των Βλαχερνών βρήκαν ένα πολύ μεγάλο και πολύ πλούσιο θησαυρό,
βρήκαν δηλαδή τα στέμματα που είχαν φορέσει οι προηγούμενοι αυτοκράτορες και τα
χρυσά στολίδια και τα βαρύτιμα χρυσοκέντητα μεταξωτά και τους βαρύτιμους
αυτοκρατορικούς χιτώνες και τα ατίμητα πολύτιμα πετράδια και τόσα άλλα πλούτη
που δεν μπορούμε να απαριθμήσουμε το μεγάλο θησαυρό από χρυσάφι και ασήμι που
βρέθηκε στα παλάτια και σε πολλούς άλλους τόπους κι άλλα μέρη της πόλης …» .
Το 1204 οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη απογυμνώνοντας τις
Βλαχέρνες από τον πλούσιο διάκοσμο και τους θησαυρούς της. Το λαμπρό
ανάκτορο περιέπεσε σε παρακμή και άρχισε η σταδιακή καταστροφή του.

Βλ. Ροβέρτου του Καρί, Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, μετάφρ. Μ.


Λυκούδης, Αθήνα 1990, 158.
Τα τείχη των Βλαχερνών κτίστηκαν στα χρόνια των Κομνηνών. Το μεσαίο τμήμα
των τειχών συμπληρώνει ένα συγκρότημα από δύο μεγάλους τετράγωνους
πύργους, πίσω από τους οποίους υπάρχει μια σειρά θολωτών υπογείων
διαμερισμάτων. Αυτά είχαν ρόλο τείχους για την πόλη και υποβάθρου για τη
δημιουργία ενός υψηλού ανδήρου, επάνω στο οποίο ήταν κτισμένα τα παλάτια.
Τα παλάτια, κτισμένα σε τόσο ύψος, ήταν δύσκολο να παραβιαστούν και
απολάμβαναν μια απαράμιλλη πανοραμική θέα προς τον Κεράτιο κόλπο και την
γύρω δασωμένη περιοχή εκτός των τειχών.
Ο ανώτερος όροφος του πρώτου πύργου είχε πρόσβαση από την αυλή του
παλατιού. Ταυτίζεται με τον πύργο που έκτισε ο Ισαάκιος Άγγελος (1185-1195)
ως ιδιαίτερη κατοικία του, για να ενισχύσει την άμυνα των παλατιών. Ο δεύτερος
διώροφος πύργος χρησίμευσε το 12ο αιώνα ως δεσμωτήριο του Μιχαήλ Ανεμά,
που κατηγορήθηκε για τη συνομωσία εναντίον του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού.
Πύργοι και υπόγεια και τείχη του ανδήρου τους, οι πύργοι του Ισαακίου Αγγέλου
και του Ανεμά, όπως και άλλοι πύργοι, είναι ό,τι απομένει σήμερα από τις
περίφημες Βλαχέρνες που κατέπληξαν τους Σταυροφόρους με τον πλούτο, τον
διάκοσμο και τα έργα τέχνης τους.
Ο πύργος του Ισαακίου Αγγέλου και
ο πύργος του Ανεμά
Ο πύργος του Ανεμά και του
Ισαακίου Αγγέλου
Ο πύργος του Ανεμά και ο πύργος
του Ισαακίου Αγγέλου
Στο εσωτερικό της φυλακής του Ανεμά

You might also like