You are on page 1of 4

Ετυμολογία αίρεση

αίρεση < αρχαία ελληνική αἵρεσις από το αἱρέω -ῶ= λαμβάνω, κυριεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɛ.ɾɛ.si/

Ουσιαστικό

αίρεση θηλυκό

1. απόσχιση-διαφοροποίηση από πρωτογενές-πρωταρχικό-μητρικό δόγμα

η ρωμαιοκαθολική εκκλησία ανέχεται τάγματα στο μεταίχμιο της αίρεσης

2. το θρησκευτικό δόγμα που διαφέρει από την επίσημη θρησκεία κι έχει καταδικαστεί ως αντίθετο

χριστιανική / μουσουλμανική / γνωστική / αντιτριαδική αίρεση

3. ένα σύνολο από ιδέες ή απόψεις οι οποίες ανατρέπουν ή αποκλίνουν από εκείνες που θεωρούνται
σωστές ή καθιερωμένες σε ένα τομέα

φιλοσοφική / ιδεολογική / πολιτική / καλλιτεχνική αίρεση

4. (συνεκδοχικά) οι οπαδοί μιας αίρεσης, οι αιρετικοί


5. η επιλογή

η πράξη της Αντιγόνης εξαρτάται πρωταρχικά από την προσωπική αίρεσή της

6. (νομική) όρος της δικαιοπραξίας, από τον οποίο καθορίζονται τα θετικά ή αρνητικά
αποτελέσματα ενός μελλοντικού και αντικειμενικά αβέβαιου γεγονότος

αναβλητική / διαλυτική αίρεση

7. δικαίωμα εκλογής
8. περιορισμός

[...] το γερμανικός κράτος απέκτησε πλήρη νομική κυριαρχία μετά την επανένωση, αρχές της
δεκαετίας του 1990. Όσον αφορά την πολιτική κυριαρχία, δηλαδή την ικανότητα άσκησης (πολιτικά)
νομιμοποιημένης εξωτερικής πολιτικής, συνεχίζει να βρίσκεται υπό την αίρεση πολιτικών
κριτηρίων και υπό τη δαμόκλειο σπάθη «αντιγερμανικών συσπειρώσεων». - Παναγιώτης Ήφαιστος
(2008) Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Εκδόσεις Ποιότητα, σελ. 202

Εκφράσεις

 υπό αίρεση: με δυνατότητα επιλογής // με επιφύλαξη // σε εκκρεμότητα


 υπό την αίρεση: με τον όρο, την προϋπόθεση
 αίρεση η [éresi] Ο33 : 1α.(εκκλ.) κάθε θρησκευτική διδασκαλία που καταδικάστηκε από την
επίσημη εκκλησία ως αντίθετη με τα καθιερωμένα δόγματα: Xριστιανική / μουσουλμανική ~. H ~
του Aρείου / των Mαρτύρων του Iεχωβά. || (επέκτ.) το σύνολο των ανθρώπων που δέχονται την
ίδια αίρεση· οι αιρετικοί: Kαταδίωξη των αιρέσεων. β. σύνολο από ιδέες ή απόψεις διαφορετικές
από εκείνες που θεωρούνται σωστές: Φιλοσοφική / ιδεολογική / πολιτική / καλλιτεχνική ~. Ο
τροτσκισμός αναπτύχθηκε ως ~ στο σταλινικό δόγμα. 2. (λόγ.) α. επιλογή: H ηθική πράξη εξαρτάται
πρωταρχικά από την ανθρώπινη ~. (έκφρ.) υπό ~: α. με δυνατότητα επιλογής: H πρότασή σου
παραμένει υπό ~. β. με επιφύλαξη: Συμφωνία υπό ~. Δέχομαι την άποψή του υπό ~. β. (νομ.) όρος
που τίθεται σε μια δικαιοπραξία: Aναβλητική / διαλυτική ~. (έκφρ.) υπό την ~, με τον όρο, την
προϋπόθεση: Tον έκανε γενικό κληρονόμο του υπό την ~ ότι…
 [λόγ.: 1: ελνστ. αἵρε(σις) -ση· 2α: αρχ. αἵρε(σις) -ση· 2β: σημδ. γαλλ. option

-----------------
Αίρεση
 Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. Μπορείτε να βοηθήσετε
προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να
αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 11/05/2015.
 Για άλλες χρήσεις, δείτε: Αίρεση (αποσαφήνιση).
 Ως αίρεση στην Ελληνική γλώσσα, αποδίδεται η έννοια της κατάκτησης και της κατάληψης,
εφόσον η λέξη ετυμολογείται από το ρήμα αιρέω. Αν ετυμολογείται από το αιρέομαι, τότε στα
πλαίσια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας σημαίνει το εκλέγειν, το δικαίωμα εκλογής, την
ελεύθερη σκέψη, την ελεύθερη βούληση την ελεύθερη επιλογή, τη φιλοσοφική και τη
θρησκευτική αίρεση. Ως αιρετικός νοείται εκείνος που είναι ικανός να εκλέγει, που δεν υιοθετεί
τις παραδεδομένες αντιλήψεις και ιδέες. Σύμφωνα με τη σύγχρονη έννοια του όρου -εκείνος
δηλαδή που στην αρχαιότητα αποκαλείτο αιρετιστής- είναι ο οπαδός, μιμητής ή εκείνος που
ανήκει κυρίως σε θρησκευτική και δευτερευόντως σε ό,τι έχει χαρακτηρισθεί ως επιστημονική
αίρεση. Οι αιρέσεις ως παρεκκλίσεις, αποσχίσεις από την βασική αρχή είναι δυνατόν να
ταξινομηθούν σε επιστημονικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές.
 Ιστορία
 Η ανθρώπινη ιστορία βρίθει αιρετικών ιδεών και απόψεων που άλλοτε λειτούργησαν ως
κινητήριος μοχλός εξελικτικών διαδικασιών και άλλοτε αποδείχθηκαν αναληθείς. Αναμφίβολα
υπό την οπτική γωνία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αιρετικός υπήρξε ο Σωκράτης ως
άνθρωπος που αμφισβήτησε τις παραδεδομένες αξίες της εποχής του, αιρετικοί οι επιστήμονες
που αμφισβήτησαν τις παραδεδομένες επιστημονικές αξίες της εποχής τους (βλ. Γαλιλαίος),
αιρετικοί οι θρησκευτικοί ηγέτες που αμφισβήτησαν το status της εποχής τους, παραδίδοντας
στην ανθρωπότητα νέες πίστεις. Οι νέες αυτές αλήθειες διαμόρφωσαν διαφορετικές καθιερωμένες
αξίες γύρω από τις οποίες χτίστηκε κομμάτι-κομμάτι το διανοητικό και πρακτικό πλαίσιο του
ανθρώπινου πολιτισμού. Υπό την οπτική γωνία της θρησκευτικής αντίληψης για την αίρεση,
αιρετικοί είναι όσοι αμφισβητούν ό,τι εννοείται ως καθιερωμένο δόγμα
 Βιβλιογραφία
 Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, (Αθήνα 2004)

-------------------------------
Λέξη: αίρεση, Ετυμολογία: [<αρχ. αἵρεσις < αἱρέομαι - οῦμαι] (Το μεγαλύτερο λεξικό
Συνωνύμων - Αντιθέτων)
Δείτε και: Κλίση Νέας Γνωμικά κ.ά. Ομόρριζα Λεξικά Δημοτικού Βικιπ.
Επιλέξτε σημασία για να δείτε τα συνώνυμά της Σημασία Μέρος
δικαίωμα επιλογής, προτιμήσεως (οι πράξεις μου δεν υπαγορεύτηκαν από άλλους,
αίρεση Ουσ.
βασίστηκαν πρωταρχικά στην προσωπική μου αίρεση)
παρέκκλιση από καθιερωμένες ιδέες που θεωρούνται σωστές (ο τροτσκισμός
αίρεση Ουσ.
θεωρήθηκε αίρεση από τους ορθόδοξους κομμουνιστές)
όρος που τίθεται σε μια δικαιοπραξία (αναβλητική / διαλυτική αίρεση) αίρεση Ουσ.
παρέκκλιση από την καθιερωμένη θρησκευτική διδασκαλία (η αίρεση του Αρείου παραθρησκεία Ουσ.
εκδηλώθηκε στη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Μ. Κωνσταντίνου)

-------------------------
Αίρεση
Αίρεση στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποκαλείται το θεολογικό δόγμα ή σύστημα, το οποίο έχει απορριφθεί
από την εκκλησία, διότι σφάλει ως προς την Αλήθεια, η οποία αποτελεί εμπειρική βίωση και όραση του
Θείου[1]. Έτσι για την ορθόδοξη θεολογία ως αίρεση νοήται η "ανατροπή της πίστεως, η εκτροπή από την
αποκαλυφθείσα αλήθεια, η αστοχία περί την αλήθεια, το ναυάγιο περί την πίστη, ψευδοδιδασκαλία,
ψευδοπροφητεία, βλασφημία, ξένη και αλλοτρία βοτάνη"[2], ενώ κατά τον Νικόδημο Αγιορείτη, στην
αίρεση "η διαφορά φαίνεται παρευθύς και αμέσως περί την της εις Θεόν πίστεως". Οι αιρετικοί επίσης
κατά την Ορθόδοξη Θεολογία αποτελούν τους "κατά την πίστιν και τα δόγματα χωρισμένους από την τους
ορθοδόξους και παντελώς απομεμμακρυσμένους"[3]. Σύμφωνα μάλιστα με την Καινή Διαθήκη η αίρεση
οδηγεί "Επί πλείον γαρ προκόψουσιν ασεβείας και ο λόγος αυτών ως γάγγραινα νομήν έξει...οίτινες περί
την αλήθειαν ηστόχησαν, λέγοντες την ανάστασην ήδη γεγονέναι, και ανατρέπουσιν την τινών πίστην" (B΄
Τιμόθεον β΄,18). Θα πρέπει να τονιστεί πως η αίρεση διαφέρει από το Σχίσμα.

Περιεχόμενα
 1 Ετυμολογία και ιστορική χρήση
 2 Η αίρεση στην ορθόδοξη θεολογία
 3 Υποσημειώσεις
 4 Πηγές

Ετυμολογία και ιστορική χρήση


Ως αίρεσις στην Ελληνική γλώσσα, αποδίδεται η έννοια της κατάκτησης και της κατάληψης, εφόσον η
λέξη ετυμολογείται από το ρήμα αιρέω. Αν ετυμολογείται από το αιρέομαι, τότε στα πλαίσια της αρχαίας
ελληνικής γραμματείας σημαίνει το εκλέγειν, το δικαίωμα εκλογής, την ελεύθερη σκέψη, την ελεύθερη
βούληση την ελεύθερη επιλογή, τη φιλοσοφική και τη θρησκευτική αίρεση. Ως αιρετικός νοείται εκείνος
που είναι ικανός να εκλέγει, που δεν υιοθετεί τις παραδεδομένες αντιλήψεις και ιδέες. Σύμφωνα με τη
σύγχρονη έννοια του όρου -εκείνος δηλαδή που στην αρχαιότητα αποκαλείτο αιρετιστής- είναι ο οπαδός,
μιμητής ή εκείνος που ανήκει κυρίως σε θρησκευτική και δευτερευόντως σε ό,τι έχει χαρακτηρισθεί ως
επιστημονική αίρεση. Οι αιρέσεις ως παρεκκλίσεις, αποσχίσεις από την βασική αρχή είναι δυνατόν να
ταξινομηθούν σε επιστημονικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές.

Η αρχική χρήση της λέξης αίρεσις, αναμφιβόλως δεν είχε αρνητική χρειά στην αρχαιότητα. Η αίρεση
αρχικά αναφερόταν σε «μία γνώμη, θεωρητική ή φιλοσοφική που έπαιρνε κάποιος προς ένα θέμα»[4] με
αποτέλεσμα να χρησιμοποιήται για να καταδείξει τις τάσεις των διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων ή
συστημάτων. Μάλιστα «η έκφραση γνώμης και η δημιουργία σχολών σκέψεως ήταν κάτι που καλλιεργούσε
ιδιαίτερα ο Ελληνισμός και που αρχικά δε δημιουργούσε καμία δυσκολία στις σχέσεις του προς τον
Χριστιανισμό»[5]. Σταδιακά όμως η λέξη απέκτησε τη σημερινή αρνητική χρειά, λόγω του χρωματισμού
της έννοιας που αποδόθηκε από την εκκλησία, ώστε να διαχωρίσει την ορθή πίστη, από τις διάφορες
αναφυούσες χριστιανικές ομολογίες. Ουσιαστικά αυτό συμβαίνει από την εποχή που η λέξη αίρεσις
εκλαμβάνεται ως τεχνικός όρος. Γιαυτό το λόγο ο αρνητικός χρωματισμός της σημερινής έννοιας της
λέξεως, δε διαφαίνεται στα ευαγγέλια, αν και την εποχή του Χριστού, οι Φαρισαίοι, οι Σαδδουκαίοι και
οι Εσσαίοι αποτελούσαν αιρέσεις του Ιουδαϊσμού. Κατά το δεύτερο αιώνα όμως λόγω της αύξησης του
χριστιανικού ποιμνίου και την εμφάνισης πολλών δογματικών αποκλίσεων, οι αποστολικοί πατέρες, αλλά
και απολογητές σταδιακά χρησιμοποίησαν τον όρο αυτό ώστε να καταδείξουν το στρεβλό και λάθος
δογματικό προσδιορισμό, άλλων δογματικών προσεγγίσεων.

Η αίρεση στην ορθόδοξη θεολογία


Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της ιστορικής της πορείας, η εκκλησία δεν παρουσιάζει συντεταγμένα
σε όρους θεωρητικά σχήματα (δόγματα), με σκοπό να καθορίσουν και να περιφρουρήσουν την πίστη της.
Υπάρχει όμως η αποσπασματική προσπάθεια των πρώτων χριστιανών συγγραφέων, να αντιμετωπίσουν
τις παραχαράξεις, οι οποίες αλλοιώνουν την εμπειρικά βιωμένη ζωή της κοινότητας. Οπωσδήποτε
υπάρχει ήδη από τα πρώτα χρόνια μία προσπάθεια να εκφραστούν θεωρητικώς οι αλήθειες που βιώνονται
από το σώμα της εκκλησίας, η γλώσσα αυτή όμως παρουσιάζει ποικιλομορφία, αφού κάθε φορά πρέπει
να προσαρμοστεί στη γλωσσική, φιλοσοφική και διδακτική διδασκαλία της αίρεσης που αντιμετωπίζει.

Έτσι ότι ονομάζεται σήμερα δόγμα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την προσπάθεια κατοχύρωσης της
εμπειρίας της εκκλησίας, όταν προέκυψε η ιστορική απειλή της παραχάραξης τη αλήθειας, που αποτελεί
διαστροφή τη ορθής βίωσης και σχέσης με το Θεό. Η λέξη αίρεση κατά βάση σημαίνει την επιλογή, αλλά
στην ορθόδοξη εκκλησία περισσότερο εξέλαβε την έννοια του αντιθέτου τη καθολικότητας. Εξου και οι
αιρετικοί κατά βάση απολυτοποιούν μία πτυχή της βιωματικής βεβαιότητας της εκκλησίας,
σχετικοποιώντας τις υπόλοιπες[6]. Η απολυτοποίηση αυτή είναι πάντοτε διανοητική-θεωρητική
προτίμηση που συνήθως απλουστεύει και σχηματοποιεί την κατανόηση της εκκλησιαστικής αλήθειας, με
τη βάση της να βρίσκεται στον εγωκεντρισμό και την παρά φύση κοινωνική κατάσταση του αιρεσιάρχη.
Γι αυτό και κατά το Μέγα Βασίλειο, η αίρεση αποτελεί εναντίωση στο ευαγγέλιο και στην "υγιαίνουσα
διδασκαλία", καινοτομία "περί την πίστην", η οποία τραυματίζει την εκκλησιαστική συνοχή[7].

Υποσημειώσεις
1.

 Χ. Γιανναράς, το Αλφαβητάρι της Πίστης, σελ. 31


  Δ.Θ.Κόκορη, «Ορθοδοξία και κακοδοξία», Β΄ Έκδοση, σελίς 12

  Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σελίς 588

  Ιω. Ζηζιούλα, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, Αθήνα


2003, σελίς 146

  ενθ.αν.

  Χ. Γιανναράς, Το αλφαβητάρι της Πίστης, σελ. 32

7.  Με την έννοια παρά φύση κοινωνικότητα, οι πατέρες καταδεικνύουν την έλλειψη προτεραιότητας να
βρεθεί η λύση μέσα στην εκκλησία και την εμμονή του αιρεσιάρχη σε ένα διαφορετικό δρόμο

Πηγές
 Κωνσταντίνου Σκουτέρη, "Ιστορία των Δογμάτων", Αθήνα 2004.
 Χρήστος Γιανναράς, "Το αλφαβητάρι της Πίστης", Δόμος, Αθήνα 2006

You might also like