You are on page 1of 6

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης


Σχολή Κοινωνικών, Ανθρωπιστικών Επιστημών και Τεχνών

Εργασία στο Μάθημα


Τεχνικές Συγγραφής Επιστημονικής Εργασίας
(Academic Writing Techniques)

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ
Καλλιμοπούλου Ελένη - Βούβαρης Πέτρος –
Σπυράκου Ευαγγελία

Νταβέλας Απόστολος
ΑΜ:17062
e-mail: msa17062@uom.edu.gr

Δ΄ ΕΞΑΜΗΝΟ
2018
Η εμφάνιση «κρητικής» μουσικής
και η εξάπλωσή της στα Επτάνησα

Εισαγωγή

Οι εστίες ψαλτικής τέχνης, όπου άνθιζε η Βυζαντινή Μουσική για μια χιλιετία, ήταν
η Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος. Οι περιοχές αυτές ήταν σημαντικές, όχι μόνο
γιατί ήταν οι εστίες ψαλτικής τέχνης, η οποία αποτελεί θεμέλιο για την Ορθόδοξη
λατρεία, αλλά και γιατί σ’ αυτές συνέρρεαν μαθητές, με σκοπό να μυηθούν στα
μυστικά της ψαλτικής τέχνης από τους πλέον εξειδικευμένους μουσικούς της εποχής.
Οι ψάλτες που έχουν ως βάση τους και δρουν στις δύο παραπάνω περιοχές
ταυτόχρονα ταξιδεύουν και διδάσκουν σε διάφορα άλλα μέρη. Μετά την Άλωση της
Κωνσταντινούπολης, οι ψάλτες αυτοί μετατοπίστηκαν είτε προς τη Δύση, είτε σε
περιοχές κατά μήκος του Δούναβη, είτε σε βενετοκρατούμενες περιοχές, μία από τις
οποίες ήταν και η Κρήτη (Giannopoulos 2008, 159).

Η Κρήτη είχε αξιοσημείωτη ψαλτική παράδοση ούτως ή άλλως, λόγω της στενής
σχέσης και της άμεσης επαφής με το πατριαρχείο. Βέβαια, ήταν η δουλειά ορισμένων
μουσικών (Ιωάννης Λάσκαρης, Ιωάννης Φωκάς, Εμμανουήλ Γάζης) που οδήγησε
στην εξάπλωση της ψαλτικής τέχνης στην Κρήτη (Giannopoulos 2008, 160).

Η εκκλησιαστική μουσική στην Κρήτη πριν το 1669

Οι Κρητικοί μουσικοί συνθέτουν ,ψάλλουν και καταγράφουν χειρόγραφα όλο το 15ο


και 16ο αιώνα. Οι δραστηριότητές τους αυτές συνεχίζονται με εντονότερους ρυθμούς
επί Κρητικής Αναγέννησης (Giannopoulos 2008, 162). Οι ψάλτες, δηλαδή, της
Κρήτης συνέθεταν δικά τους έργα και αντέγραφαν και εκτελούσαν ήδη υπάρχοντα,
τα οποία προσέγγιζαν πάντα σύμφωνα με το δικό τους αισθητικό κριτήριο.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως οι συνθέσεις τους βρισκόταν στα ανθολόγια
δίπλα στις συνθέσεις των μεγάλων Δασκάλων της Κωνσταντινούπολης και ότι
πάντοτε, όταν κατέγραφαν μια εκδοχή για κάποια μελωδία, έγραφαν το όνομα του
συνθέτη από τον οποίο προέρχεται η συγκεκριμένη εκδοχή (Giannopoulos 2008,
163).

Η εκκλησιαστική μουσική της Κρήτης, λόγω της στενής σχέσης που υπήρχε με το
πατριαρχείο, είναι πολύ επηρεασμένη από τη Βυζαντινή μουσική, χωρίς όμως να
λείπει το στοιχείο της καινοτομίας (Giannopoulos 2008,164). H εκκλησιαστική
μουσική της Κρήτης έχει αφομοιώσει την οκταηχία και την σημειογραφία της
Βυζαντινής. Οι Κρητικοί μουσικοί χρησιμοποιούσαν τη Βυζαντινή θεωρία ως βάση
για τη δουλειά τους (Giannopoulos 2008, 164-165). Επομένως, μπορούμε να
ισχυριστούμε πως οι Κρητικοί συνέχισαν τις δραστηριότητες τους σύμφωνα με τη
Βυζαντινή παράδοση, ενώ παράλληλα δημιουργούσαν βασισμένοι σ’ αυτή
(Giannopoulos 2008, 166-167).
Οι Κρητικοί συνέθεταν πολύ, με σκοπό να διδάξουν το ορθόδοξο δόγμα στον
κόσμο, που δεχόταν πολλές πιέσεις από πολλές πλευρές (Giannopoulos 2008, 171).
Το γεγονός αυτό μαρτυρά την τάση των Κρητικών μουσικών για καινοτομία. Άλλα
στοιχεία που μαρτυρούν αυτή την τάση είναι η σύνθεση και το ψάλσιμο προσευχών
ιερέων ή φράσεων που λέγονται πριν τη Λειτουργία, η μελοποίηση κειμένων από
τοιχογραφίες ορθόδοξων εκκλησιών και η καταγραφή σε χειρόγραφα προσευχών ή
μικρών ύμνων (Giannopoulos 2008, 172).

Αυτή η ακμή της Κρητικής ψαλτικής τέχνης διακόπτεται απότομα το 1669, όταν οι
Οθωμανοί καταλαμβάνουν την Κρήτη. Η Οθωμανική κυριαρχία είχε ως αποτέλεσμα
το διασκορπισμό των κρητικών χειρογράφων σε διαφόρες βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο
(Giannopoulos 2008, 163).

«Κρητική» μουσική

Η Επτανησιακή εκκλησιαστική – «κρητική» μουσική φαίνεται να είναι απόγονος της


Κρητικής εκκλησιαστική μουσικής, συνδυάζοντας δυτικά και βυζαντινά στοιχεία
(Αρβανίτης 2000,57). Δεν είμαστε απολύτως βέβαιοι για το ποιο στοιχείο της
συγκεκριμένης μουσικής είναι «κρητικό», ώστε να ονομαστεί έτσι και αν αυτό το
στοιχείο εμφανίστηκε στα Επτάνησα μετά την κατάληψη του νησιού από τους
Οθωμανούς (1669) ή πριν από αυτή. Το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για τα ίδια τα
Κρητικά μέλη (Μακρής 2009, 48). Υπάρχει μία μαρτυρία που αναφέρει πως οι
ψάλτες που ήρθαν από την Κρήτη χωρίζονταν σε δύο ομάδες, σε αυτούς που
«έψαλλαν τη παραδοσιακή Βυζαντινή μουσική (“ musica greca”)» και σε εκείνους,
που ήταν πολύ λιγότεροι, που έψαλλαν «ένα “νέο” είδος, επηρεασμένο από την
ψαλτική των Λατίνων, το οποίο μάλιστα γνώρισε μεγάλη επιτυχία» (Μακρής 2009,
49).

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, συντελέστηκαν κάποιες


αλλαγές στο βυζαντινό μέλος, οι οποίες, εφόσον δεν έφτασαν στην Κρήτη, δεν
επηρέασαν ούτε το κρητικοεπτανησιακό ιδίωμα, γνωστό και ως «κρητική» μουσική
(Μακρής 2009, 49-50). Η «κρητική» μουσική φαίνεται να αποτελεί εξέλιξη της
«musica greca» των Κρητών προσφύγων και αφού στα Επτάνησα γνώριζαν ήδη
Βυζαντινή μουσική, «το πιο πιθανό είναι η άφιξη των Κρητών να έφερε μια νέα
άνθηση στην ψαλτική τέχνη, η οποία ίσως να είχε περιέλθει σε παρακμή» (Μακρής
2009, 51).

Σημαντικά, επίσης, είναι τα γεγονότα ότι η «κρητική» μουσική μεταδίδεται κυρίως


προφορικά και ότι τα Κρητικά χειρόγραφα αντιγράφονται σπάνια μετά το 1669.
Τέλος, η αναζήτηση ομοιοτήτων ανάμεσα στην «κρητική» και τη Βυζαντινή μουσική
ή ανάμεσα σε τοπικές παραδόσεις των Επτανήσων, που δημιουργήθηκαν από την
εξάπλωση της «κρητικής» μουσικής, πρέπει να γίνει «σε επίπεδο οκταηχίας και
χαρακτηριστικών φράσεων μάλλον, παρά ολόκληρων μελωδιών (Μακρής 2009, 51).
Κέρκυρα

Για τη ψαλτική παράδοση της Κέρκυρας δεν υπάρχει μεγάλος όγκος πηγών, καθώς
ήταν μια προφορική παράδοση (Μακρής 2009, 56-57). Η κερκυραϊκή ψαλτική τέχνη
έχει στοιχεία από τρεις παραδόσεις, τη Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, την
παράδοση του Ιωάννη Σακελλαρίδη και την παραδοσιακή-ντόπια εκκλησιαστική
μουσική (Δεσπότης 2006, 1).

Η έλλειψη πηγών για την κερκυραϊκή ψαλτική τέχνη μετριάζεται, λόγω της
εύρεσης ενός πίνακα, όπου απεικονίζεται ο Θεόδωρος Κιγάλας να κρατάει ένα
χειρόγραφο μέλος, το οποίο είναι ευδιάκριτο (Αρβανίτης 2000, 58). Το χειρόγραφο
αυτό ομοιάζει οπτικά με κρητικά χειρόγραφα. Επιπλέον, τα σημάδια είναι ίδια με
αυτά των κρητικών χειρογράφων και η επιγραφή που υπάρχει στο πάνω μέρος της
δεύτερης σελίδας συναντάται και σε κρητικά χειρόγραφα (Αρβανίτης 2000, 59-60).
Το χειρόγραφο αυτό, το οποίο ανήκει στην πλέον έντεχνη μορφή εκκλησιαστική
μουσικής και απαιτεί υψηλή μουσική παιδεία, αποτελεί την πρώτη ανακάλυψη
δείγματος Κρητικής εκκλησιαστικής μουσικής στην Κέρκυρα. Επομένως, η σχέση
της Κερκυραϊκής εκκλησιαστική μουσικής με αυτήν της Κρήτης επιβεβαιώνεται για
πρώτη φορά με άμεση μουσική πηγή (Αρβανίτης 2000, 62).

Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Φρειδερίκος Νορθ, στέλνει, με δικά του έξοδα τον
Αριστείδη, ιεροδιάκονο από τα Ιωάννινα, στη Νάπολη, για να σπουδάσει ευρωπαϊκή
μουσική, με σκοπό να εισαχθεί η διδασκαλία της εκκλησιαστικής μουσικής στη
Φιλοσοφική Σχολή της Ιονίου Ακαδημίας, της οποίας ήταν ιδρυτής (Μακρής 2005,
57). Αφού ο Αριστείδης περατώσει τις σπουδές του στη Νάπολη, επιστρέφει στην
Κέρκυρα, όπου δραστηριοποιείται σε δύο τομείς. Πιο συγκεκριμένα, διορίζεται στην
Ακαδημία και διδάσκει εκκλησιαστική μουσική και καταγράφει με ευρωπαϊκή
σημειογραφία και βυζαντινό ύφος νεοβυζαντινά μέλη σε πεντάγραμμο (Μακρής
2009, 57-58). Οι καταγραφές αυτές παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές από αυτές
των εκδόσεων εκκλησιαστική μουσικής, πράγμα που οφείλεται πιθανόν στο γεγονός
ότι προέρχονται κατευθείαν από την προφορική παράδοση. Στις καταγραφές του
,επίσης, παρεμβαίνει συνθετικά και ο ίδιος (Μακρής 2009, 58-59). Όμως, αυτές οι
προσπάθεις του Αριστείδη «αποτελούν μάλλον ένα μεμονωμένο επεισόδιο χωρίς
συνέχεια», καθώς «ούτε η ευρωπαϊκή σημειογραφία εισήχθη στην ψαλτική, ούτε η
τοπική παράδοση καταγράφηκε ευρύτερα» (Μακρής 2009, 61).

Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η παραδοσιακή ψαλτική ακουγόταν κυρίως σε
τέσσερις ναούς (Δεσπότης 2006, 4). «Με τον ερχομό όμως της μουσικής παραδόσεως
του Σακελλαρίδη στην Κέρκυρα, η παραδοσιακή ψαλτική εκτοπίστηκε από τους
Ιερούς ναούς» (Δεσπότης 2006, 4). Αυτό συνέβη λόγω του γραπτού χαρακτήρα της
παράδοσης του Σακελλαρίδη, κάτι που έκανε ευκολότερη την εκτέλεσή της. Στις
μέρες μας, η τελευταία αυθεντική μορφή της παραδοσιακής κερκυραϊκής ψαλτικής
είναι ο π. Κωνσταντίνος Σουρβινός (Δεσπότης 2006, 4).
Όλα τα παραπάνω μπορούν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως η κερκυραϊκή
ψαλτική παράδοση έχει επηρεαστεί τόσο από τη Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική
όσο και από την Κρητική εκκλησιαστική μουσική, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τη
χρησιμοποίηση ενός ιδιάζοντος οκτάηχου συστήματος, την έλλειψη οργανική
συνοδείας και τη δυνατότητα μονοφωνικής ερμηνείας της (Δεσπότης 2006, 8).

Κεφαλονιά

Για την ψαλτική παράδοση της Κεφαλονιάς έχουμε τις περισσότερες πηγές
συγκριτικά με τις ψαλτικές παραδόσεις των υπόλοιπων Επτανήσων (Μακρής 2009,
62). Η βάση της Κεφαλονίτικης εκκλησιαστικής μουσικής είναι η βυζαντινή ψαλτική
παράδοση και η οκταηχία. Παράλληλα, δημιουργούνται νέες συνθέσεις κυρίως για τη
Θεία Λειτουργία, ενώ εναρμονίζονται με την παραδοσιακή-ντόπια αρμονία
νεοβυζαντινά μέλη, εφόσον το επιτρέπει ο ήχος (Μακρής 2009, 63). «Οι
κεφαλονίτικες μελοποιήσεις πάλι μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες,
ανεξάρτητα από τον μελουργό στον οποίο αποδίδονται» (Μακρής 2006, 63), σε αυτές
που ακολουθούν την βυζαντινή παράδοση, σε αυτές που είναι δυτικίζουσες, με
απαιτητικές μελωδίες και αρμονική συνοδεία και τέλος σε αυτές «που συνδυάζουν τα
δύο ύφη, πολίτικο και ευρωπαϊκό, εναλλάσσοντάς τα στην πορεία του μέλους»
(Μακρής 2006, 63-64). «Σημασία έχει ότι λίγοι είναι πλέον αυτοί που ψάλλουν
κεφαλονίτικα μέλη στις επίσημες Λειτουργίες και στις πανηγύρεις», λόγω των
υψηλών τεχνικών απαιτήσεων και της έλλειψης ενδιαφέροντος (Μακρής 2009, 65).

Ζάκυνθος

Για την ψαλτική παράδοση της Ζακύνθου έχουμε πολύ λίγα χειρόγραφα. Πολύ
σημαντική αναδεικνύεται η δουλειά του Παναγιώτη Γριτσάνη, ο οποίος αναφέρει ότι
η «Νέα Μέθοδος» έφτασε στη Ζάκυνθο, μέσω κάποιων Κεφαλονιτών, οι οποίοι τη
διδάχθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και επιστρέφοντας στο νησί τους πέρασαν από
τη Ζάκυνθο, όπου και δίδαξαν τη «Νέα Μέθοδο» (Μακρής 2009, 52-53). Τον ίδιο
καιρό, ο Θεόδωρος Κουρκουμέλης ή Κοθρής διδάσκει την παλαιά βυζαντινή
σημειογραφία, ωστόσο διδάσκεται και ο ίδιος τη νέα σημειογραφία, «την οποία και ο
ίδιος άρχισε να διδάσκει μετά την αναχώρηση των Κεφαλονιτών, αφού παρέμεινε ο
μόνος δάσκαλος στο νησί» (Μακρής 2009, 53). Με αυτές τις συνθήκες, ο Κοθρής
πρέπει να διδάξει την «κρητική» μουσική με τη Νέα Μέθοδο κι έτσι μεταφράζει
«κρητική» μουσική σε νέα σημειογραφία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί γραπτή
παράδοση στη ζακυνθινή ψαλτική (Μακρής 2009, 53-55). Στα τέλη του 19ου αιώνα
και κατά τον 20ου αιώνα έγιναν κάποιες απόπειρες δημιουργίας σχολών
εκκλησιαστικής μουσικής, η τελευταία από τις οποίες σταμάτησε να λειτουργεί στα
χρόνια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου κι από τότε η «παράδοση παρακμάζει σιγά-σιγά»
(Μακρής 2009, 56).
Συμπέρασμα

Η «κρητική» μουσική είναι ένα είδος ψαλτικής τέχνης, το οποίο εμφανίσθηκε και
διαδόθηκε στα Επτάνησα, εκφρασμένο διαφορετικά σε κάθε νησί. Παρατηρούμε μια
πορεία από την Κωνσταντινούπολη στην Κρήτη κι από εκεί στα Επτάνησα, καθώς η
«κρητική» μουσική φαίνεται να θεμελιώνεται πάνω στην Κρητική εκκλησιαστική
μουσική, η οποία με τη σειρά της έχει τις ρίζες της στη Βυζαντινή παράδοση της
Κωνσταντινούπολης. Δε μπορούμε, όμως, να είμαστε σίγουροι για πολλά πράγματα,
καθώς δεν έχουμε πολλές πηγές κι έτσι το θέμα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης

Βιβλιογραφία

Αρβανίτης, Γιάννης, Η Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική Παράδοση στη


Μεταβυζαντινή Κέρκυρα. Αργοστόλι:2000.

Giannopoulos, Emmanouil. 2005. Tradition and Innovation in Late an Postbyzantine


Liturgical Chant. Hernen Castle:2005.

Δεσπότης, Σωτήρης. 2006. “Η παραδοσιακή κερκυραϊκη ψαλτική τέχνη”. Γρηγόριος


Παλαμάς.2006.

Μακρής, Ευστάθιος. 2009. Η παραδοσιακή εκκλησιαστική μουσική των Επτανήσων.

You might also like