Professional Documents
Culture Documents
Σύνθετες λέξεις
λογοποιός, ό: 1. πεζογράφος (κυρίως ιστορικός συγγραφέας ή μυθογράφος),
2. αυτός που γράφει λόγους επί πληρωμή.
άμφιλέγω: 1. φιλονικώ, 2. αμφισβητώ.
■
1. προτιμώ, 2. λέγω από πριν, προφυτεύω, 3. προ-
καθορίζω
πρόλογος (ό): 1. το πρώτο μέρος του αρχαίου δράματος, 2. εισα-
γωγικό μέρος λόγου ή βιβλί,ου
πρόρρησις (ή): πρόγνωση, προφητεία
έπίλογος (ό): 1. συμπέρασμα, 2. το τελευταίο μέρος λόγου ή βι-
βλίου, 3. το τέλος του δράματος, η έξοδος.
παράλογος -η -ο(ν): 1. ανέλπιστος, 2. ανόητος, χωρίς λογική
άνάλογος -η -ο(ν): σύμμετρος, αντίστοιχος
φιλόλογος (ό): 1. καθηγητής φιλολογίας, 2. αυτός που ασχολείται
με την ποαδεία και τα γράμματα
πολύλογος [(ν.ε.) πολυλογάς]: φλύαρος
πολυλογία (ή): αρρητος -η φλυαρία
-ο(ν): 1. αυτός που δεν έχει ειπωθεί, 2. απερίγραπτος, 3.
απόρρητος, 4. ακατανόμαστος
άπόρρητος - η -ο(ν): 1. απαγορευμένος, 2. μυστικός
έτυμολογία (ή): 1. αναζήτηση του ετύμου (αρχική σημασία) των λέ-
ξεων, 2. το έτυμο των λέξεων, 3. κλάδος της γλωσ-
σολογιάς που ερευνά το έτυμο των λέξεων.
άμφιλεγόμενος -η -ο(ν): διφορούμενος, αμφισβητούμενος
άμφιλογία (ή): αμφισβήτηση, αντιλογία
άρχαιολογία (ή): επιστήμη που μελετά αρχαίους λαούς
μυθολογία (ή):