You are on page 1of 4

Λ Ε Ξ ΙΛ Ο Γ ΙΚ Ο Σ Π ΙΝ Α Κ Α Σ

ρ. λέγω: εκφράζομαι προφορικά


Αρχαία Ελληνική
Απλές λέξεις
λογίδιον, τo: μικρός λόγος, μικρή προφορική έκφραση

Σύνθετες λέξεις
λογοποιός, ό: 1. πεζογράφος (κυρίως ιστορικός συγγραφέας ή μυθογράφος),
2. αυτός που γράφει λόγους επί πληρωμή.
άμφιλέγω: 1. φιλονικώ, 2. αμφισβητώ.

Απλές λέξεις Αρχαία / Νέα Ελληνική


λέξις (ή): λεκτικός
-ή -ό(ν): λόγος (ό): 1. ομιλιά, λόγος, 2. σΰνολο φθόγγων που δηλώνουν μια έννοια.
αυτός που σχετίζεται με την ομιλία.
λογύδριον (to): 1. ομιλία, προφορική έκφραση, 2. πρόφαση, 3. αγόρευση, 4. φή-
λόγιος -α -ον: μη.
λογικός -ή -ό(ν): σύντομος λόγος
λογίζομαι: 1. λογοτέχνης, 2. μορφωμένος
λογισμός (ό): αυτός που έχει σωστή σκέψη
λογείον (to): 1. λογαριάζω, 2. νομίζω, 3. σκέφτομαι, 4. θεωρώ τον εαυτό μου
ρήτωρ (ό): 1. υπολογισμός, 2. σκέψη
μέρος του θεάτρου, όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί
ρητορικός -ή -ό(ν): 1. αυτός που αγορεΰει δημόσια, 2. αυτός που αγόρευε στην
ρήσις (ή): ρήτρα Εκκλησία του Δήμου, 3. ο δάσκαλος της ρητορικής.
(ή): 1. αυτός που σχεύζετοα με τη ρητορεία, 2. στομφώδης
λόγος, απόφθεγμα
1. γνωμικό, 2. προφορική συμφωνία, όρος σε συμφωνία, σε δια-
θήκη κ.λ.π.
2E(45-78) 11-01-04 00:45 '"ΑΪ >%<,· 63

Σύνθετες λέξεις 1. διήγηση


λογομαχέω - λογομαχώ: φιλονικώ με λόγια μύθων, 2. το
άντιλέγω: φιλονικώ, υποστηρίζω τα αντίθετα από αυτά που σύνολο των
έχουν λεχθεί μυθικών παρα-
άντιλογία (ή): 1. αντίφαση, 2. λογομαχία δόσεων ενός
άντίρρησις (ή): ανασκευή όσων έχουν λεχθεί λαού
προλέγω:


1. προτιμώ, 2. λέγω από πριν, προφυτεύω, 3. προ-
καθορίζω
πρόλογος (ό): 1. το πρώτο μέρος του αρχαίου δράματος, 2. εισα-
γωγικό μέρος λόγου ή βιβλί,ου
πρόρρησις (ή): πρόγνωση, προφητεία
έπίλογος (ό): 1. συμπέρασμα, 2. το τελευταίο μέρος λόγου ή βι-
βλίου, 3. το τέλος του δράματος, η έξοδος.
παράλογος -η -ο(ν): 1. ανέλπιστος, 2. ανόητος, χωρίς λογική
άνάλογος -η -ο(ν): σύμμετρος, αντίστοιχος
φιλόλογος (ό): 1. καθηγητής φιλολογίας, 2. αυτός που ασχολείται
με την ποαδεία και τα γράμματα
πολύλογος [(ν.ε.) πολυλογάς]: φλύαρος
πολυλογία (ή): αρρητος -η φλυαρία
-ο(ν): 1. αυτός που δεν έχει ειπωθεί, 2. απερίγραπτος, 3.
απόρρητος, 4. ακατανόμαστος
άπόρρητος - η -ο(ν): 1. απαγορευμένος, 2. μυστικός
έτυμολογία (ή): 1. αναζήτηση του ετύμου (αρχική σημασία) των λέ-
ξεων, 2. το έτυμο των λέξεων, 3. κλάδος της γλωσ-
σολογιάς που ερευνά το έτυμο των λέξεων.
άμφιλεγόμενος -η -ο(ν): διφορούμενος, αμφισβητούμενος
άμφιλογία (ή): αμφισβήτηση, αντιλογία
άρχαιολογία (ή): επιστήμη που μελετά αρχαίους λαούς
μυθολογία (ή):

Απλές λέξεις Νέα Ελληνική


λεξικό (to):
λόγια (τα): γλωσσάρι
λογάς (ο): λέξεις, κουβέντες
1. φλύαρος, πολυλογάς, 2. αυτός που υπόσχεται πολλά αλλά
λογιοσύνη (η): δεν τα πράττει
ρητό (to): πνευματική καλλιέργεια
απόφθεγμα
2E(45-78) 11-01-04 00:45 '"ΑΪ >%<,· 64

Ενότητα Σύνθετες λέξεις


2 λογοδοτώ: απολογούμαι
λογοφέρνω: διαπληκτίζομαι, λογομαχώ
λογοκρίνω: ασκώ έλεγχο στο γραπτό λόγο
λογάριθμος (ο): 1. ο εκθέτης της δύναμης στην οποία πρέπει να υψωθεί
κάποιος αριθμός για να δώσει τον εαυτό του, 2. το βι-
βλίο που περιέχει λογαριθμικούς πίνακες.
λογοτέχνης (ο): 1. συγγραφέας έργων αισθητικής αξίας, 2. τεχνί,της λό-
γου,ρήτορας
λογοθεραπεία (η): θεραπεία διαταραχών του λόγου
λογοπαίγνιο (to): παιχνίδι με λέξεις που ηχούν το ίδιο, αλλά έχουν δια-
φορετική σημασία
λογικοφανής -ής - ές: αυτός που φαίνεται λογικός χωρίς να εί,ναι
λεξικογραφία (η): σύνταξη λεξικού
μονολεκτικός -ή -ό: αυτός που αποτελείται από ή εκφέρεται με μια λέξη
κοντολογίς: με λίγα λόγια
μισθολόγιο (to): πίνακας μισθών των υπαλλήλων ενός κλάδου
τιμολόγιο (to): κοστολόγιο
αερολογία (η): 1. επιστήμη που εξετάζει την ελεύθερη ατμόσφαιρα, 2.
ματαιολογία
βιολογία (η): επιστήμη που ασχολείται με τα φαινόμενα της ζωής

You might also like