Professional Documents
Culture Documents
Η Χημική Ένωση Του Μήνα - Μάιος2011-Ιούλιος2013
Η Χημική Ένωση Του Μήνα - Μάιος2011-Ιούλιος2013
Επιμέλεια σελίδας:
Θανάσης Βαλαβανίδης, Καθηγητής - Κωνσταντίνος Ευσταθίου, Καθηγητής
Μάϊος: Διφθοριούχο ξένο /
Ιούνιος: Αιθυλένιο /
Ιούλιος: α-Τοκοφερόλη /
Αύγουστος: Τρυγικό οξύ /
Σεπτέμβριος-Οκτώβριος: Οξικό οξύ /
Νοέμβριος: Αμμωνία /
Δεκέμβριος: Χλωριούχο νάτριο/
2012: Ιανουάριος-Φεβρουάριος: Γλυκόζη /
Μάρτιος: Βενζο[a]πυρένιο /
Απρίλιος: Μονοξείδιο του άνθρακα /
Μάιος-Ιούνιος: Υποξείδιο του αζώτου /
Ioύλιος-Αύγουστος: Πενικιλλίνη G /
Σεπτέμβριος:Στρυχνίνη /
Οκτώβριος - Νοέμβριος: Νιτρογλυκερίνη /
Δεκέμβριος: Υποχλωριώδες οξύ και άλατά του /
2013: Μάρτιος: Βαρφαρίνη /
Απρίλιος: Λυκοπένιο /
Μάιος - Ιούνιος: 5'-Αδενοσινο-τριφωσφορικό οξύ
(ATP) /
Ιούλιος: Αρτεμισινίνη
[Μάιος 2011]
Το διφθοριούχο ξένο είναι μια από τις σταθερότερες χημικές ενώσεις των ευγενών αερίων και
συγχρόνως ένα ήπιο μέσο φθορίωσης
για την οργανική σύνθεση. Μπορεί να θεωρηθεί ως φθόριο σε μια πιο εύχρηστη και λιγότερο επικίνδυνη
μορφή.
Τα επόμενα 4-5 χρόνια ο Ramsey σε συνεργασία με τον Morris Travers, με κλασματική απόσταξη του υγροποιημένου
αέρα ανακάλυψε και τα υπόλοιπα ευγενή αέρια, δηλ. το νέον, το κρυπτόν, το ξένον, όπως και το ελαφρύτερο απ' όλα,
το ήλιο, που ήταν ήδη γνωστή η παρουσία του στον ήλιο από φασματοσκοπικά δεδομένα. Ο Ramsey διαπίστωσε ότι
τα αέρια αυτά ήταν χημικώς αδρανή και τα ονόμασε ευγενή αέρια. Αρκετά αργότερα, το 1910, απομόνωσε ως
προϊόν ραδιενεργού διάσπασης του ραδίου το βραχύβιο ραδιενεργό ευγενές αέριο, το ραδόνιο (χρόνος
υποδιπλασιασμού για το κύριο ισότοπό του, το Rn-222: 3,8 d).
Το 1904, ο Rayleigh τιμήθηκε με το Nobel Φυσικής για τις μελέτες του πάνω στην πυκνότητα των αερίων και την
ανακάλυψη του αργού και με το Nobel Χημείας ο Ramsey για την ανακάλυψη των ευγενών αερίων και την κατάταξή
τους στον περιοδικό πίνακα. Η περιεκτικότητα της ατμόσφαιρας σε ευγενή αέρια και ορισμένες ιδιότητές του δίνονται
συγκριτικά στον επόμενο πίνακα. Σήμερα, τα ευγενή αέρια Ne, Ar, Kr και Xe παράγονται με κλασματική απόσταξη του
υγροποιημένου αέρα, ενώ το He λαμβάνεται από το φυσικό αέριο ορισμένων περιοχών, που μπορεί να περιέχει He και
μέχρι 7%.
Ευγενές αέριο: He Ne Ar Kr Xe
ότητα στην ατμόσφαιρα
5,20 18,2 9340 1,10 0,086 (0,0
(ppmv)
μείο ζέσεως (ºC )* -268,9 -246,1 -185,9 -153,2 -108,1
μείο τήξεως (ºC ) -272,2 (2,5 MPa) -248,6 -189,4 -157,4 -111,7
τητα (g/mL στο σ.ζ.) 0,145 1,207 1,40 2,41 3,06
1ου ιοντισμού (kJ/mol) 2372,3 2080,7 1520,6 1350,8 1170,4
ºC, Ν2 = -195,8ºC
Η ώση των ιοντικών προωθητών είναι ελάχιστη σε σχέση με την ώση των χημικών προωθητών (π.χ. Η2/Ο2 ή
υδραζίνης/Ν2Ο4) και επομένως οι ιοντικοί προωθητές δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθούν για την
εκτόξευση πυραύλων από τη Γη. Επιπλέον, η λειτουργία τους κατά κανόνα είναι εφικτή μόνο στις συνθήκες κενού του
διαστήματος. Ωστόσο, οι ιοντικοί προωθητές χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά υψηλή ειδική ώση (specific impulse),
δηλ. ώση ανά μονάδα μάζας εκτοξευόμενου υλικού, ακριβώς λόγω των υψηλότατων ταχυτήτων εκτόξευσης των
παραγόμενων ιόντων (ταχύτητα που φθάνει τα 140.000 km/h). Επομένως, οι ιοντικοί προωθητές είναι κατάλληλοι για
την πρόωση διαστημοπλοίων που ήδη βρίσκονται στο διάστημα. Οι ιοντικοί προωθητές είναι ιδιαίτερα απλοί στην
κατασκευή τους και αξιόπιστοι στη λειτουργία τους. Mε συνεχή λειτουργία τους μπορούν να προσδώσουν στα
διαστημικά οχήματα ταχύτητες που φτάνουν τα 80 έως 90 χιλιάδες km/h.
Στους ιοντικούς προωθητές το ξένο είναι
μια από τις προτιμούμενες ουσίες ως
προωθητικό υλικό λόγω του εύκολου
ιοντισμού του και της μεγάλης μάζας των
ιόντων του. Τα επιταχυνόμενα σωματίδια
είναι τα θετικά ιόντα ξένου. Ως προωθητικά
υλικά έχουν δοκιμασθεί διάφορα στοιχεία
όπως τα: καίσιο, βισμούθιο, υδράργυρος και
υδρογόνο. Εκτιμάται ότι οι ιοντικοί
προωθητές απαιτούν μάζα προωθητικού
Αριστερά: Φιαλίδιο (μιας δόσης) ραδιενεργού ξένου (Xe-133). Δεξιά: Κάνιστρα μολύβδου
υλικού ίση προς το 1/5 της μάζας των
όπου φυλάσσονται τα φιαλίδια με ραδιενεργό ξένο. καυσίμων που θα χρειαζόταν ένας χημικός
προωθητής για διαπλανητικό ταξίδι. Το
κύριο όφελος βρίσκεται στη μείωση της μάζας, η οποία θα πρέπει να συνοδεύει το διαστημικό όχημα κατά την
εκτόξευσή του από το έδαφος (με ώση που απαιτεί τόννους χημικών καυσίμων, βλ. χημική ένωση του
μήνα: Υπερχλωρικό οξύ και άλατά του), που είναι και το δαπανηρότερο στάδιο μιας διαστημικής αποστολής [Αναφ.
5].
Ραδιενεργά ισότοπα ξένου. Το φυσικό ξένο αποτελείται από τα ακόλουθα 9 σταθερά ισότοπα: Xe-128 (1,9%), Xe-
129 (26,4%), Xe-130 (40,7%), Xe-131 (21,2%), Xe-132 (26,9%), Xe-134 (10,4%) και Xe-136 (8,9%). Περισσότερα
από 40 ραδιενεργά ισότοπα του ξένου είναι γνωστά, πολλά από τα οποία είναι προϊόντα της πυρηνικής σχάσης του
ουρανίου (U-235) [Αναφ. 4στ]. Τα ραδιενεργά ισότοπα Xe-127 και κυρίως το Xe-133, με χρόνους υποδιπλασιασμού
36,3 και 5,2 ημέρες αντιστοίχως, χρησιμοποιούνται στην ιατρική για τη μελέτη της ροής του αίματος στον εγκέφαλο
και του αέρα στους πνεύμονες. Συνήθως, ο ασθενής εισπνέει το ραδιενεργό αέριο μέσω μιας μάσκας. Το ξένο
ακολουθεί το οξυγόνο στην κυκλοφορία του αίματος και εξαιτίας της ραδιενέργειας (γ-ραδιενεργό) που εκπέμπει,
παρέχει τη δυνατότητα μιας καλής ραδιογραφικής απεικόνισης της καρδιάς, των πνευμόνων και του εγκεφάλου.
Ο Bartlett θεώρησε ότι αφού ο PtF6 μπορούσε να αποσπάσει ηλεκτρόνιο από διοξυγόνο, το οποίο έχει ενέργεια 1ου
ιοντισμού 1175 kJ/mol, θερμοδυναμικά αναμένεται πως θα μπορούσε να αποσπάσει ηλεκτρόνιο και από το ξένο με
ενέργεια 1ου ιοντισμού 1170 kJ/mol. Πράγματι, όταν ανέμειξε ατμούς (κόκκινου χρώματος) του PtF 6 με αέριο ξένο,
παρατήρησε έναν άμεσο αποχρωματισμό και σχηματισμό ενός κολλώδους κίτρινου στερεού, το οποίο αρχικά υπέθεσε
ότι πρόκειται για εξαφθορολευκοχρυσικό ξένο, παραγόμενο σύμφωνα με την αντίδραση:
Αργότερα διαπιστώθηκε ότι η στοιχειομετρία της αντίδρασης δεν ήταν απλή. Για κάθε μόριο ξένου δεσμεύονταν 1,2
έως 1,9 μόρια PtF6. Νεότερες μελέτες έδειξαν πως στην πραγματικότητα το προϊόν της αντίδρασης είναι μίγμα
ενώσεων όπως των:
[XeF+][PtF6]−, [XeF+][Pt2F11]− και [Xe2F3+][PtF6−]
Αντιδράσεις
του διφθοριούχου
ξένου [Αναφ. 1β, 9β]
Το XeF2 είναι ένα εμπορικό
προϊόν, σχετικά δαπανηρό όχι
όμως και σε απαγορευτικό
βαθμό[Αναφ. 9β]. Πολλές
από τις αντιδράσεις που
παρέχει το XeF2 τις δίνει και
το αέριο φθόριο. Ωστόσο, ο
χειρισμός του αερίου φθορίου
είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος,
Αριστερά: Κρύσταλλοι διφθοριούχου ξένου. Δεξιά: Εμπορικές συσκευασίες διφθοριούχου ξένου. Σε φιάλες προϋποθέτει ειδικό
από νικέλιο, κράμα Monel (κράμα Ni-Cu) ή και αλουμίνιο από τις οποίες εξέρχεται ως αέριο σε ελεγχόμενο εργαστηριακό εξοπλισμό και
ρυθμό με ελαφριά θέρμανσή τους ή ως στερεό αντιδραστήριο σε φιάλες από Teflon. Οι μεταλλικές φιάλες
μεγάλη πείρα από τον
υπόκεινται σε ένα είδος παθητικοποίησης λόγω σχηματισμού προστατευτικού στρώματος φθοριδίων.
χειριστή. 'Ετσι, αν σε ένα
εργαστήριο θα απαιτηθεί η περιπτωσιακή χρήση μικρών ποσοτήτων φθορίου για κάποιες φθοριώσεις ή οξειδώσεις
(γενικότερα), αντί αερίου φθορίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί το XeF2, που εύκολα μπορεί να ζυγιστεί και να
μεταφερθεί σε ανοικτά δοχεία. Ακόμη, οι περισσότερες αντιδράσεις του μπορούν να πραγματοποιηθούν σε υάλινα
σκεύη χωρίς να υπάρξει κάποια μείωση στις αποδόσεις. Το XeF2 δεν αντιδρά με το SiO2 ή πυριτικά άλατα.
'Ετσι, το XeF2 μπορεί να θεωρηθεί σαν μια τιθασευμένη και εύχρηστη μορφή φθορίου (tamed fluorine). Σε κάθε
περίπτωση πάντως πρόκειται για μια εξαιρετικά δραστική οξειδωτική ουσία και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη
χρήση της και η αποφυγή της επαφής της με το δέρμα και με κάθε οργανικό υλικό.
Ο ιδανικότερος, αν και δύσχρηστος, διαλύτης του XeF2 είναι το άνυδρο HF, όπου διαλύεται άφθονα (167 g στα 100 g
άνυδρου HF στους 30ºC) και τα διαλύματά του αυτά είναι σταθερά για απεριόριστο χρόνο. Τα διαλύματα του
διφθοριούχου ξένου στο HF δεν άγουν το ηλεκτρικό ρεύμα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ουσία δεν υπόκειται σε
κάποιο είδος διάστασης σε ιόντα. Πιο πρακτικά (π.χ. για την οργανική σύνθεση) διαλυτικά μέσα είναι οι χλωριωμένοι
διαλύτες CH2Cl2, CHCl3 και CCl4. Ωστόσο, τα διαλύματα αυτά δεν είναι σταθερά για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω της
ανταλλαγής των ατόμων H (σχετικώς ταχεία ανταλλαγή) και Cl (βραδύτερη) με F με σχηματισμό μίγματος
XeF2 σε CH2Cl2 (93 g / kg CH2FCl (24,4%) + CHFCl2 (25,6%) + HF (37%) + άλλα προϊόντα
διαλύτη): (1%)
XeF2 σε CHCl3 (33 g / kg διαλύτη): CΗFCl2 (67,1%) + CFCl3 (13,9%) + HF (17,8%) + CHF2Cl (1,2%)
Η παρουσία HF επιταχύνει τις παραπάνω αντιδράσεις, έτσι προσθήκη XeF2 στους ίδιους, αλλά ακάθαρτους και ατελώς
ξηρούς διαλύτες, μπορεί να οδηγήσει σε εκρηκτική αντίδραση. Στην περίπτωση
διαλυμάτων XeF2 σε CH3CN διαπιστώθηκε διάσπασή του μόλις κατά 4% (με προϊόντα: CFH2CN + HF) μετά από 6
εβδομάδες.
Υδρόλυση: Αντιδρά σχετικά αργά με το νερό το οποίο οξειδώνει σύμφωνα με την αντίδραση: 2XeF2 + 2H2O
2Xe + 4HF + O2
Η διαλυτότητα του XeF2 στο νερό στους 0ºC είναι 25 g/L. Το υδατικό διάλυμά του είναι σχετικά σταθερό με χρόνο
υποδιπλασιασμού περίπου 7 ώρες (στους 0ºC), ενώ σε αλκαλικά διαλύματα το διφθοριούχο ξένο υδρολύεται
ταχύτατα.
Αντιδράσεις οξείδωσης: Το διφθοριούχο ξένο είναι ισχυρό οξειδωτικό σώμα και παρέχει ουσιαστικά τις ίδιες
αντιδράσεις που παρέχει το στοιχειακό φθόριο, αλλά με πιο ήπιο τρόπο. Τυπικά παραδείγματα οξειδώσεων:
Μέταλλα: Προς τα αντίστοιχα φθοριούχα άλατα ή και προς ενώσεις προσθήκης τους, π.χ.
Ni + XeF2 NiF2 + Xe, Hg + XeF2 HgF2 + Xe, 2Ta + 7XeF2 2 [XeF]+[TaF6]- + 5Xe
Φθοριούχα άλατα: Οξειδώνονται προς φθοριούχα άλατα με τα κατιόντα σε υψηλότερες και κατά κανόνα
"ασυνήθιστες" βαθμίδες οξείδωσης. Τα άλατα που προκύτπουν κατά κανόνα είναι ασταθή σε υδατικά διαλύματα
(υδρολύονται ή/και οξειδώνουν το νερό). Οι οξειδώσεις αυτές πραγματοποιούνται απουσία ύδατος και συνήθως σε
διαλύματα σε άνυδρο HF. Τυπικά παραδείγματα:
2AgF + XeF2 2AgF2 + Xe 2MnF2 + XeF2 2MnF3 + Xe SnF2 + XeF2 SnF4 + Xe 2CrF3
+ XeF2 2CrF4 + Xe
Αλογονικά άλατα: Αντιδρά με άλατα του χλωρικού, βρωμικού και ιωδικού οξέος παρέχοντας τα αντίστοιχα άλατα των
υπεραλογονικών οξέων σύμφωνα με τη γενική αντίδραση:
XO3- + XeF2 + H2O XO4- + Xe + 2 HF (X: Cl, Br, I)
Η αντίδραση αυτή ήταν μια από αυτές που χρησιμοποίησε το 1968
ο Appelman για την παρασκευή του υπερβρωμικού οξέος (HBrO4) και
διάφορων αλάτων του, των μοναδικών γνωστών ενώσεων του Br(VII).
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τότε η παρασκευή υπερβρωμικών αλάτων
είχε θεωρηθεί ως αδύνατη [Αναφ. 9γ].
Αντιδράσεις με υποδοχείς ιόντων φθορίου: Το διφθοριούχο ξένο
εμφανίζει ιδιότητες ασθενούς βάσης κατά Lewis, έτσι αντιδρά με
πενταφθοριούχες ενώσεις (MF5, όπου Μ: P, As, Sb, I, και πεντασθενή
μέταλλα, π.χ. Ta, Nb), ισχυρά οξέα κατά Lewis, σύμφωνα με τις
αντιδράσεις:
'Αλλη χαρακτηριστική αντίδραση του διφθοριούχου ξένου είναι η οξειδωτική αποκαρβοξυλίωση αλειφατικών οξέων και
σχηματισμός των αντίστοιχων φθοροαλκανίων με βάση τη γενική αντίδραση [Αναφ. 10ε]:
R-COOH + XeF2 R-F + CO2 + Xe + HF
Το διφθοριούχο ξένο έχει χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή φθοριωμένων ουσιών με φαρμακευτική δράση (π.χ.
φθοροουρακίλη, L-6-φθορο-DOPA). Θα πρέπει να τονισθεί βέβαια ότι πέραν της χρήσης διφθοριούχου ξένου για την
ελεγχόμενη εισαγωγή φθορίου σε οργανικές ενώσεις, υπάρχει μια σειρά μεθόδων και ειδικών αντιδραστηρίων που
παρέχουν την ίδια δυνατότητα. Μια κλασική μέθοδος εισαγωγής φθορίου σε αρωματικές ενώσεις βασίζεται στη
θερμική διάσπαση των τετραφθοροβορικών διαζωνιακών αλάτων, π.χ.
Ωστόσο, το διφθοριούχο ξένο έχει το πλεονέκτημα ότι ως παραπροϊόν παρέχει μόνο ξένο, το οποίο απομακρύνεται
αμέσως. Το βασικό μειονέκτημά του βέβαια είναι το μεγάλο κόστος (ενδεικτικές τιμές από τον on-line τιμοκατάλογο
της εταιρείας Sigma-Aldrich: XeF2 (99,99%) 191 ευρώ / 1 g, 651 ευρώ / 5 g) .
Τριοξείδιο του ξένου (XeO3): Λευκή, κρυσταλλική ουσία. Είναι η πλέον επικίνδυνη ένωση του ξένου λόγω της εξαιρετικής εκρηκτικότητάς της.
Μπορεί να εκραγεί αν έρθει σε επαφή με οργανική ύλη, αλλά και με μηχανική κρούση ή τριβή. Παράγεται κατά την υδρόλυση
των XeF4 και XeF6 (βλ. αντιδράσεις παραπάνω). Είναι ισχυρά ενδόθερμη ένωση (ΔΗf = +402 kJ/mol).Όταν διαλυθεί στο νερό, εφυδατώνεται εν
μέρει παρέχοντας ξενικό οξύ.
Ξενικό οξύ (H2XeO4): Παράγεται κατά τη διάλυση του XeO3 στο νερό: XeO3 + Η2Ο Η2XeO4.
Ασθενέστατο οξύ αλλά πανίσχυρο οξειδωτικό σώμα. Όλα τα γνωστά άλατά του περιέχουν το όξινο ξενικό ανιόν
-
HXeO4 (ουσιαστικά συμπεριφέρεται ως μονοπρωτικό οξύ). Σε αλκαλικά διαλύματα υπόκειται σε αντίδραση
αυτοοξειδοαναγωγής παρέχοντας ξένο και υπερξενικό οξύ.
Τετροξείδιο του ξένου (XeO4): Κίτρινο κρυσταλλικό στερεό, σταθερό σε θερμοκρασίες κάτω από το σημείο
τήξεώς του, εύκολα διασπώμενο σε μεγαλύτερες (σ.τ. = -39,5ºC, σ.ζ. = -39,5ºC). Είναι ισχυρά ενδόθερμη ένωση
(ΔΗf = +643 kJ/mol). Παρασκευάζεται με επίδραση θειικού οξέος στο άλας με βάριο του υπερξενικού οξέος και
αφυδάτωση του υπερξενικού οξέος με θειικό οξύ:
Ba2XeO6 + 2 H2SO4 2 BaSO4 + Η4XeO6 Η4XeO6 XeO4 + 2 H2O
Υπερξενικό οξύ (Η4XeO6): Παρασκευάζεται με διάλυση του τριοξειδίου του ξένου σε διαλύματα ισχυρής
βάσης, οπότε πραγματοποιείται η αυτοοξειδοναγωγική αντίδραση:
2 XeO3 + 4 OH- Xe + XeO64- + O2 + 2 H2O
Το υπερξενικό οξύ είναι ισχυρό οξύ (pK1 <0, pK2 = 4,3, pK3 = 10,8, pK4>14) [Αναφ. 10δ]. Τα υπερξενικά
Δοχείο από φύλλο νικελίου
ανιόντα έχουν κίτρινο χρώμα και σχηματίζουν άλατα επίσης κίτρινου χρώματος. Τα άλατά του είναι σχετικώς
πάχους 0,8 mm μετά την
σταθερά με εξαίρεση το άλας με άργυρο που διασπάται εκρηκτικά. Σε όξινα διαλύματα διασπάται προς ξενικό
έκρηξη 200 mg XeO3 [Αναφ.
οξύ: H4XeO6 H2XeO4 + H2O + 1/2O2. Το υπερξενικό οξύ και κάποια από τα άλατά του έχουν
7γ]
χρησιμοποιηθεί ως οξειδωτικά ιόντα και έχουν βρει περιορισμένες αναλυτικές εφαρμογές λόγω του κόστους τους
και της επικινδυνότητάς τους.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το ξένον φθάνει σε βαθμό οξείδωσης +8 μόνο με δεσμούς Xe-O και είναι παράδοξο το ότι δεν έχει απομονωθεί κάποια
ένωσή του σε αυτήν την οξειδωτική κατάσταση με δεσμούς Xe-F (π.χ. ως XeF8 ή κάποια οξυφθοριούχο ένωση).
Πρέσα με άκμονες από διαμάντι (diamond-anvil cell, DAC). Η διαφάνεια του διαμαντιού
επιτρέπει την παρακολούθηση των μεταβολών του χρώματος του πιεζόμενου κρυστάλλου. Για
περισσότερα πάνω στην τεχνολογία των υψηλών πιέσεων βλέπε εδώ.
ρυσταλλική δομή του XeF2 σε κανονική πίεση, Οι αλλαγές του χρώματος του XeF2 (από διαυγές σε κόκκινο και στη συνέχεια σε μαύρο) καθώς α
στις 520 χιλιάδες και στις 980 χιλιάδες atm. η κρυσταλλική δομή με αύξηση της εφαρμοζόμενης πίεσης.
[Ιούνιος 2011]
Το αιθυλένιο είναι το πρώτο σε παραγόμενη ποσότητα προϊόν της χημικής βιομηχανίας (πετροχημικό).
Σχεδόν στο σύνολό του
χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή πλήθους άλλων χημικών ουσιών.
Παρασκευή
αιθυλενίου
Στο
εργαστήριο: Μικ
ρές ποσότητες
αιθυλενίου
μπορούν να
παρασκευασθούν
εύκολα με
αφυδάτωση της
αιθανόλης. Στο
εργαστήριο ως
αφυδατικό μέσον
χρησιμοποιείται το
Πειραματική διάταξη για την παρασκευή μικρών ποσοτήτων αιθυλενίου
πυκνό θειικό οξύ, με θερμική διάσπαση αιθανόλης. Στην άκρη του σωλήνα τοποθετείται
ενώ μπορεί να μια βαλβίδα Bunsen (λαστιχένιος σωλήνας φραγμένος κατά το ένα άκρο Τυπική φορητή γεννήτρια αιθυλενίου που
επιτευχθεί και με μια σχισμή για την έξοδο του αερίου) για να αποφευχθεί η βασίζεται στην καταλυτική/θερμική διάσπαση
αναρρόφηση νερού στον πυρακτωμένο σωλήνα [Αναφ.5γ] της αιθανόλης.
καταλυτική
αφυδάτωση με
διαβίβαση ατμών αιθανόλης υπεράνω θερμαινόμενης αλουμίνας (Al2O3).
Μια απλή διάταξη παρασκευής αιθυλενίου κατάλληλη για σχολικό εργαστήριο, που βασίζεται στη θερμική διάσπαση
της αιθανόλης δείχνεται δεξιά. Στη ίδια ουσιαστικά μέθοδο βασίζεται η λειτουργία των ονομαζόμενων γεννητριών
αιθυλενίου (ethylene generators), συσκευές που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αιθυλενίου σε εγκαταστάσεις
ωρίμανσης φρούτων, αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι επιθυμητή ή δυνατή η χρήση εμπορικών φιαλών αιθυλενίου.
'Αλλος τρόπος παρασκευής του αιθυλενίου μπορεί να βασισθεί στον γενικότερο τρόπο παρασκευής αλκενίων, όπως
π.χ. την απόσπαση υδραλογόνου (αφυδραλογόνωση) από το αντίστοιχο αλκυλαλογονίδιο με τη βοήθεια ισχυρής
βάσης. 'Ετσι, αιθυλένιο μπορεί να παρασκευασθεί με την αντίδραση (που δεν έχει όμως κάποια πρακτική αξία):
Η μέθοδος αυτή, γνωστή ως οξειδωτική σύζευξη μεθανίου (Oxidative Coupling of Methane, OCM) άρχισε να
εφαρμόζεται από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Η αντίδραση είναι ισχυρά εξώθερμη (ΔΗ = -67 kcal/mol),
πραγματοποιείται σε υψηλή θερμοκρασία (750-950ºC) και χωρεί μέσω καταλυτικής διάσπασης του μεθανίου σε ρίζες
μεθυλίου, οι οποίες σε αέρια φάση συζεύγνυνται παρέχοντας αιθάνιο. Το αιθάνιο, στη συνέχεια υπόκειται σε
αφυδρογόνωση προς αιθυλένιο [Αναφ. 5].
Ατμοπυρόλυση [Αναφ. 6]
Η ατμοπυρόλυση (steam cracking)
είναι μια πετροχημική διαδικασία κατά
την οποία κορεσμένοι
υδρογονάνθρακες σχάζονται σε
μικρότερους, συχνά ακόρεστους
υδρογονάνθρακες. Αποτελεί την
κυριότερη μέθοδο παρασκευής των
ελαφρύτερων αλκενίων και κυρίως
του αιθυλενίου και του προπενίου
Στην ατμοπυρόλυση η εισερχόμενη
ποσότητα αεριώδους ή υγρού
υδρογονάνθρακα (νάφθα, υγραέριο,
αιθάνιο) αραιώνεται με υδρατμούς και
Βιομηχανική μονάδα πυρόλυσης για παρασκευή ολεφινών της Selas-Linde (Gelsenkirchen, υπόκειται σε σύντομη θέρμανση
Γερμανία). απουσία οξυγόνου. Τυπικά, η
Η ετήσια παραγωγή της μονάδας είναι 440.000 και 260.000 τόνοι αιθυλενίου και προπυλενίου.
θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή
(περίπου 850°C) και ο χρόνος
αντίδραση εξαιρετικά σύντομος (της τάξης μερικών ms).
Κατά την ατμοπυρόλυση πραγματοποιείται πλήθος χημικών αντιδράσεων, οι περισσότερες των οποίων χωρούν μέσω
ελεύθερων ριζών. Οι αντιδράσεις αυτές διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
α) Αντιδράσεις έναρξης (initiation reactions): Σε αυτές ένα απλό μόριο υδρογονάνθρακα προσλαμβάνει θερμική ενέργεια και
διασπάται σε δύο ελεύθερες ρίζες. Μικρό ποσοστό μόνο της συνολικής ποσότητας υδρογονανθράκων υπόκειται στις
αντιδράσεις αυτές, αλλά αυτό το μικρό ποσοστό είναι απαραίτητο για να ξεκινήσει η όλη διαδικασία. Συνήθως η διάσπαση
γίνεται σε δεσμό C-C και όχι σε δεσμό C-H, π.χ. CH3CH3 2 CH3
β) Αντιδράσεις απόσπασης υδρογόνου (hydrogen abstraction): Μια ελεύθερη ρίζα αποσπά υδρογόνο από ένα άλλο μόριο
υδρογονάνθρακα, μετατρέποντάς το σε ελεύθερη ρίζα, π.χ. CH3 + CH3CH3 CH4 + CH3CH2
γ) Αντιδράσεις ριζικής αποσύνθεσης ριζών (radical decomposition): Μια ελεύθερη ρίζα διασπάται δίνοντας ένα αλκένιο και
μια άλλη ελεύθερη ρίζα. Στις αντιδράσεις αυτές οφείλεται η παρουσία των αλκενίων στην πυρόλυση,
π.χ. CH3CH2 CH2=CH2 + H
δ) Αντιδράσεις ριζικής προσθήκης (radical addition): Είναι το αντίστροφο της ριζικής αποσύνθεσης. Μια ρίζα αντιδρά με
ένα αλκένιο για να δώσει μια μεγαλύτερη ελεύθερη ρίζα. Οι αντιδράσεις αυτού του είδους εμπλέκονται στον σχηματισμό
αρωματικών προϊόντων, όταν εισάγονται στη διαδικασία βαρείς υδρογονάνθρακες, π.χ. CH3CH2 +
CH2=CH2 CH3CH2CH2CH2
ε) Αντιδράσεις τερματισμού (termination reactions): Είναι οι αντιδράσεις μεταξύ δύο ριζών με σχηματισμό σταθερού
προϊόντος (όχι ελεύθερης ρίζας). Υπάρχουν δύο τύποι αντιδράσεων τερματισμού. Οι αντιδράσεις
ανασυνδυασμού (recombination), όπου δύο ρίζες αντιδρούν παρέχοντας ένα μεγαλύτερο μόριο
(π.χ. CH3 + CH3CH2 CH3CH2CH3) και οι αντιδράσεις ανακατανομής(disproportionation), όπου η μια ρίζα μεταβιβάζει
ένα υδρογόνο στην άλλη παρέχοντας έτσι ένα αλκένιο και ένα αλκάνιο: CH3CH2 + CH3CH2 CH2=CH2 + CH3CH3
Η πυρόλυση υδρογονανθράκων αποτελεί τυπικό παράδειγμα αντίδρασης, όπου επικρατεί η μεταβολή της εντροπίας (∆S°)
παρά της ενθαλπίας (∆H°) στην περιγραφή της μεταβολής της ελεύθερης ενέργειας Gibbs (∆G°=∆H°-T∆S°). Αν και η
ενέργεια διάσπασης του απλού δεσμού C-C είναι σχετικά μεγάλη (περίπου 375 kJ/mol), αν και η όλη διαδικασία είναι εξαιρετικά
ενδόθερμη, η μεγάλη θετική αύξηση μεταβολή της εντροπίας, ως αποτέλεσμα της θραυσματοποίησης ενός μεγάλου μορίου σε
αρκετά μικρότερα, σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες, καθιστούν τον όρο T∆S° μεγαλύτερο από τον όρο ∆H°,
γεγονός που οδηγεί σε αρνητικότερες τιμές ∆G° και ευνοεί την πυρόλυση.
Με αντίδραση του αιθυλενοξειδίου με αμμωνία λαμβάνονται ενώσεις όπως οι διάφορες αιθανολαμίνες (μονο-, δι- και
τρι-αιθανολαμίνη), οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως βασικοί διαλύτες, όπως επίσης και στη βιομηχανία για την
απαλλαγή των εκλυόμενων αερίων από όξινου χαρακτήρα αέρια (κυρίως SO2).
'Αλλες ουσίες που παράγονται από το αιθυλένιο είναι: η αιθανόλη (μέσω αντίδρασης εφυδάτωσης: CH 2=CH2 +
Η2Ο CH3CH2ΟΗ), η ακεταλδεΰδη (με απ' ευθείας οξείδωση, μέθοδος Wacker: CH2=CH2 + 1/2Ο2 CH3CHΟ), η
προπανάλη (μέσω αντίδρασης υδροφορμυλίωσης: CH2=CH2 + Η2Ο + CO CH3CH2CHO), το αιθυλοχλωρίδιο (μέσω
αντίδρασης προσθήκης: CH2=CH2 + ΗCl CH3CH2Cl) και η 2-χλωροαιθανόλη (μέσω αντίδρασης προσθήκης:
CH2=CH2 + ΗOCl CH2ClCH2OH).
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι πριν 20-30 χρόνια, μια από τις κυριότερες χρήσεις του αιθυλενίου ήταν η παραγωγή του
1,2-διβρωμοαιθανίου (αιθυλενοδιβρωμίδιο), το οποίο παρασκευαζόταν με την τυπική αντίδραση προσθήκης:
CH2=CH2 + Br2 CH2BrCH2Br. Το 1,2-διβρωμοαιθάνιο, ως πρόσθετο στη βενζίνη των αυτοκινήτων, βοηθούσε στην
απομάκρυνση του μολύβδου (στη μορφή του σχετικά πτητικού PbBr2), του προσθέτου τετρααιθυλομολύβδου,
(C2H5)4Pb, που για περισσότερο από μισό αιώνα χρησίμευε στην αύξηση του αριθμού οκτανίου του καυσίμου. Με την
κατάργηση της χρήσης της τοξικότατης ένωσης του μολύβδου, ουσιαστικά μηδενίσθηκε η παραγωγή του 1,2-
διβρωμοαιθανίου γεγονός που έπληξε τη βιομηχανία παραγωγής βρωμίου, σε ελάχιστο όμως βαθμό τη βιομηχανία
παραγωγής αιθυλενίου.
ντα του αιθυλενίου καθημερινής χρήσης: Πλαστικές φιάλες, σάκοι απορριμμάτων, πλαστικά φύλλα (πολυαιθυλένιο), αντιψυκτικά αυτοκινήτων (αιθυλενογλυκόλη), υγρά απ
(πολυαιθυλενογλυκόλες), κόλλες και υλικά αδιαβροχοποίησης (πολυοξικός βινυλεστέρας, PVA), φελιζόλ (πολυστυρένιο)
Απλοποιημένη παρουσίαση του μηχανισμού καταλυτικής δράσης ενός συστήματος καταλύτη Ziegler-Natta ( εδώ: TiCl4 - R'M, όπου
Μ = Al, Li, Mg, Zn,..., L = υποκαταστάτης ) στον πολυμερισμό του βινυλοπαραγώγου H2C=CΗR (π.χ. R: H, πολυαιθυλένιο, R:
Σύνθεση πολυαιθυλενίου με τη μέθοδο Phillips. Η μέθοδος αυτή αναπτύχθηκε από τους Robert Banks και Paul Hogan και
περιλαμβάνει τον πολυμερισμό διαλύματος αιθυλενίου (συνήθως σε κυκλοεξάνιο) από καταλύτες οξείδια μετάλλων στηριγμένα σε
αδρανή υποστρώματα. Συνήθως χρησιμοποιούνται οξείδια του χρωμίου σε ποσοστό 5% λεπτότατα διαμερισμένο σε πυριτία ή
αλουμίνα. Ο πολυμερισμός γίνεται σε μέτριες θερμοκρασίες και πιέσεις, δηλαδή 130-160ºC και 1,4-3,5 MPa. Το παραγόμενο
πολυαιθυλένιο έχει γραμμική δομή και μεγάλη πυκνότητα (~0,96 g/cm3). Παραλλαγή της πορείας αυτής αποτελεί η μέθοδος
της Standard Oil Company. Σύμφωνα με αυτήν χρησιμοποιούνται διαφορετικές πειραματικές συνθήκες (θερμοκρασία 230-270ºC και
πιέσεις 40-80 atm) καθώς και οξείδια του μολυβδαινίου ως καταλύτες.
Σύνθεση πολυαιθυλενίου με μεταλλοκενικούς καταλύτες. Tα μεταλλοκένια, ως
οργανομεταλλικές ενώσεις, ήταν από καιρό γνωστά (βλ. Χημική ένωση του μήνα: Φερροκένιο)
και είχαν χρησιμοποιηθεί ως συστατικά των καταλυτικών συστημάτων Ziegler-Natta στην
προσπάθεια εξέλιξης των τελευταίων. Η χρήση τους σε συνδυασμό με τους συμβατικούς
αλκυλο-αργιλικούς συγκαταλύτες των συστημάτων Ziegler-Natta (όπως για παράδειγμα
τα AlEt3 και AlEt2Cl), οδήγησαν σε καταλυτικά συστήματα ικανά να πολυμερίσουν το αιθυλένιο,
αλλά με ασθενείς καταλυτικές δραστικότητες. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίο
καταλυτικά συστήματα βασισμένα σε μεταλλοκενικά σύμπλοκα γνώρισαν αρχικά εφαρμογή μόνο
σε εργαστηριακές μελέτες, που αφορούσαν μηχανιστικές έρευνες πάνω στον ομογενή
πολυμερισμό ολεφινικών υποστρωμάτων.
Οι κινητικές αυτές μελέτες οδήγησαν σε ουσιαστικά συμπεράσματα για τη φύση του καταλυτικά
ενεργού είδους στο διάλυμα, για τα φαινόμενα γήρανσης του καταλυτικού συστήματος, για τον
μηχανισμό αλληλεπίδρασης του μεταλλικού κέντρου με το ολεφινικό μονομερές, καθώς και σε
Με τους καταλύτες Ziegler-Natta,
πρόσθετες ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες για τα άλλα στοιχειώδη βήματα του
ελέγχεται ο βαθμός
καταλυτικού πολυμερισμού.
πολυμερισμού των α-ολεφινών
Η πρώτη σημαντική πρόοδος, όσον αφορά στην αύξηση της δραστικότητας του καταλυτικού και η στερεοχημεία του
πολυμερισμού (κατά έναν παράγοντα 20-100), καταγράφεται από τουςReichert και Meyer το λαμβανόμενου πολυμερούς.
1973 κατά την προσθήκη μικρής ποσότητας νερού (H2O/Αl ≈ 0,05) στο
σύστημα Cp2TiCl2/EtAlCl2, καθώς και από τους Long και Βreslow για το αντίστοιχο σύστημα με συγκαταλύτη το Μe2AlCl.
Το βήμα που έμελλε να αλλάξει δραματικά το ρόλο των μεταλλοκενικών συμπλόκων στον καταλυτικό πολυμερισμό (αύξηση της
δραστικότητας μέχρι και 1 εκατομμύριο φορές) πραγματοποιήθηκε το 1975 στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου από την ομάδα του
καθηγητή Kaminsky, όπου αρχικά από πειραματική αστοχία προστέθηκε νερό σε σύστημα που περιείχε Cp2TiMe2, Me3Al και
αιθυλένιο, οπότε πραγματοποιήθηκε ταχύς πολυμερισμός του αιθυλενίου από ένα σύστημα, που μέχρι τότε είχε θεωρηθεί ανενεργό
ως προς τον πολυμερισμό ολεφινικών υποστρωμάτων.
Το 1977, η ίδια ομάδα χρησιμοποιεί το απομονωμένο προϊόν της μερικής υδρόλυσης του Me3Al, το
οποίο ονομάστηκε μεθυλοαλουμινοξάνιο, MAO, σε συνδυασμό με μεταλλοκένια
(Cp2TiMe2, Cp2ZrMe2 και Cp2ΖrCl2) ως καταλυτικά συστήματα για τον πολυμερισμό του αιθυλενίου. Με
τον τρόπο αυτό τα μεταλλοκενικά συστήματα γίνονται για πρώτη φορά πιο δραστικά από τους
εμπορικώς διαθέσιμους καταλύτεςZiegler-Natta.
Οι ζιρκονοκενικοί καταλύτες σε συνδυασμό με το ΜΑΟ είναι μερικές δεκάδες ως και εκατοντάδες φορές
πιο δραστικοί από τους καταλύτες Ziegler-Natta. 'Ετσι το κλασικό σύμπλοκο Cp2ΖrCl2 παράγει
περισσότερα από 60.000 kg πολυαιθυλενίου ανά g Zr και ώρα. 'Εχει βρεθεί ότι κάθε άτομο ζιρκονίου
παράγει περίπου 46.000 αλυσίδες πολυμερούς ανά ώρα και ότι ο χρόνος εισαγωγής ενός μορίου
αιθυλενίου στην αναπτυσσόμενη μακρομοριακή αλυσίδα είναι περίπου 30 μs. Τα δεδομένα αυτά είναι
αντίστοιχα με την ταχύτητα δράσης των ενζύμων σε πολλές βιοχημικές πορείες.
Ρύθμιση του μοριακού βάρους. Το μοριακό βάρος μπορεί να ρυθμιστεί σε γενικές γραμμές με
κάποιον από τους εξής τρόπους: (α) Αύξηση της θερμοκρασίας οδηγεί σε μείωση του μοριακού βάρους.
Έτσι στους 10ºC παράγεται πολυαιθυλένιο με μοριακό βάρος 1.500.000, ενώ στους 50ºC μειώνεται
στην τιμή 180.000 και στους 90ºC στις 90.000. (β) Αύξηση της συγκέντρωσης του καταλύτη οδηγεί σε μείωση του μοριακού
βάρους με σχεδόν γραμμική εξάρτηση. (γ) 'Ιχνη υδρογόνου αρκούν για τη μείωση του μοριακού βάρους του παραγόμενου
πολυαιθυλενίου. Έχει βρεθεί ότι 7,5% Η2 μειώνει το μοριακό βάρος στο μισό.
Εκτός από την παραγωγή ομοπολυμερών πολυαιθυλενίου είναι δυνατό οι μεταλλοκενικοί καταλύτες να χρησιμοποιηθούν και σε
αντιδράσεις συμπολυμερισμού αιθυλενίου με άλλες α-ολεφίνες, όπως προπυλένιο, βουτένιο-1, πεντένιο-1, εξένιο-1 και οκτένιο-1 για
την παραγωγή γραμμικού πολυαιθυλενίου χαμηλής πυκνότητας, LLDPE. Η φύση του καταλύτη και του συν-μονομερούς καθώς και
οι συνθήκες του συμπολυμερισμού επηρεάζουν τη δομή των παραγόμενων συμπολυμερών (σύσταση, κατανομή δομικών μονάδων
κ.λπ).
Shang Fa Yang
(1932 - 2007)
Ο κύκλος Yang στην ουσία είναι κύκλος του αμινοξέος μεθειονίνη (Met). Η μεθειονίνη μετατρέπεται σε S-αδενοσυλο-L-
μεθειονίνη (AdoMet), η οποία παρέχει την ένωση 1-αμινο-κυκλοπροπανο-1-καρβοξυλικό οξύ (ACC) υπό την επίδραση ειδικού
ενζύμου (ACC συνθετάση). Ακολουθεί η οξείδωση του ACC προς αιθυλένιο, διοξείδιο του άνθρακα και υδροκυάνιο υπό την
επίδραση του ενζύμου ACC οξειδάση. Πράγματι, έχει διαπιστωθεί συσχέτιση μεταξύ της του ρυθμού του εκλυόμενου
αιθυλενίου, της συγκέντρωση του ACC και της δραστικότητας της οξειδάσης του ACC. Ωστόσο, η ομάδα CH3S- διατηρείται
ως μεθυλο-θειο-αδενοσίνη (MTA), η οποία υδρολύεται ταχύτατα προς μεθυλο-θειο-ριβόζη (MTR). Ακολουθεί φωσφορυλίωση
και οξείδωση προς κετο-μεθυλο-θειο-βουτυρικό οξύ (KMBT), που με τρανσαμίνωση ξαναδίνει μεθειονίνη. Το τοξικό
υδροκυάνιο δεν σωρεύεται αλλά καταστρέφεται με άλλες βιοχημικές
αντιδράσεις.
Το συνολικό αποτέλεσμα του κύκλου Yang είναι η διατήρηση των επιπέδων
μεθειονίνης. 'Ετσι, ενώ το αιθυλένιο προέρχεται από το 3ο και 4ο άτομο
άνθρακα της μεθειονίνης, αυτά μέσω του κύκλου αναπληρώνονται από το
τμήμα ριβόζης του ATP. Δηλ. ουσιαστικά το αιθυλένιο προέρχεται από τη
ριβόζη του ATP.
Τα γονίδια τα οποία κωδικοποιούν τα ένζυμα που εμπλέκονται στον
σχηματισμό του ACC, όπως και στη διάσπασή του έχουν χαρακτηρισθεί
πλήρως. Έτσι, οι επιστήμονες με βιοτεχνολογικές τεχνικές πέτυχαν να "σιγάσουν" αυτά τα γονίδια στις τομάτες και να
αποτρέψουν με τον τρόπο αυτό τον ενδογενή σχηματισμό αιθυλενίου. Οι τομάτες που έχουν υποστεί αυτή τη γονιδιακή
τροποποίηση παραμένουν πράσινες και μπορούν να αποθηκευθούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να υποστούν
ωρίμανση και να αλλοιωθούν. Στη συνέχεια, οι τομάτες αυτές μεταφέρονται σε ωριμαντήρια και εκτίθενται σε αιθυλένιο,
οπότε αρχίζει η διαδικασία της ωρίμανσης. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή πλέον η διάθεση τομάτας σε ουσιαστικά τέλεια
κατάσταση σε όλη τη διάρκεια του χρόνου [Αναφ. 10β].
Ο Evans διαπίστωσε ότι ένα από τα άτομα οξυγόνου ανήκε σε φαινολικό υδροξύλιο και λίγο αργότερα, το 1938, ο
Fernholtz παρουσίασε την πλήρη χημική δομή της ένωσης [Αναφ. 2].
Αργότερα διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν και άλλες ενώσεις με παραπλήσια δομή (με διαφορές μόνο στον αριθμό και στις
θέσεις μεθυλίων), που συλλογικά ονομάστηκαν τοκοφερόλες και διακρίνονταν μεταξύ τους με προθήματα ελληνικών
γραμμάτων.
Η ανεπάρκεια της διατροφής σε βιταμίνη Ε προκαλεί στείρωση, τόσο στον άνδρα όσο και στη γυναίκα, καθώς και
βλάβες των ιστών, ιδιαίτερα του νευρικού και του μυϊκού συστήματος. Στον άνθρωπο πραγματική αβιταμίνωση Ε είναι
πολύ σπάνια λόγω της ευρύτατης διάδοσης της βιταμίνης Ε στα φυτικά έλαια, αλλά και γενικότερα στις περισσότερες
φυτικές τροφές.
Βιταμίνη Ε χορηγείται θεραπευτικά σε περιπτώσεις συχνών αποβολών καθώς και σε περιπτώσεις μυϊκής δυστροφίας με
πολύ καλά αποτελέσματα. Υπάρχουν μελέτες, που απέδειξαν ότι η βιταμίνη Ε μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση
πολλών καταστάσεων επιβλαβών για την υγεία, αφού επιβραδύνει την καταστροφή των βιολογικών μεμβρανών και
άλλων βιομορίων από τις ελεύθερες ρίζες, όπως και καταστάσεις που επάγονται γενικά από το
ονομαζόμενο οξειδωτικό stress. Εκτός από την αντιοξειδωτική της δράση η βιταμίνη Ε συμμετέχει σε πολλές
ενζυμικές διεργασίες. Οι ημερήσιες ανάγκες για τον ενήλικα άνθρωπο εκτιμώνται περίπου στα 15 mg.
'Ετος
ΒΙΤΑΜΙΝΗ ΠΗΓΗ/ΤΡΟΦΙΜΟ
ανακάλυψης
(Μουρουνέλαιο) λάδι
1913 Βιταμίνη Α (Ρετινόλη)
Christiaan Eijkman μπακαλιάρου
(1858-1930)
1910 Βιταμίνη Β1 (Θειαμίνη) Φλοιός ρυζιού
Φρέσκα φρούτα και
1920 Βιταμίνη C (Ασκορβικό οξύ)
λαχανικά
1920 Βιταμίνη D (Καλσιφερόλη) Μουρουνέλαιο
1920 Βιταμίνη Β2 (Ριβοφλαβίνη) Κρέας και αυγά
1922 Βιταμίνη Ε (Τοκοφερόλες) Φυτικά έλαια
1926 Βιταμίνη Β12 (Κοβαλαμίνη) 'Ηπαρ, αυγά, ζωικά τρόφιμα
1929 Βιταμίνη Κ1 (Φυλλοκινόνη) Πράσινα φυλλώδη λαχανικά
Κρέας, ολικά σιτηρά, πολλά
1931 Βιταμίνη Β5 (Παντοθενικό οξύ)
τρόφιμα
Κρέας, αυγά,
1931 Βιταμίνη Β7 (Βιοτίνη)
γαλακτοκομικά προϊόντα
Κρέας, γαλακτοκομικά
1934 Βιταμίνη Β6 (Πυριδοξίνη)
προϊόντα
Συστηματική ονομασία των τοκοφερολών. Το συστηματικό όνομα της φυσικής α-τοκοφερόλης είναι: [2R-
2R*(4R*,8R*)-3,4-διυδρο-2,5,7,8-τετραμεθυλο-2-(4,8,12-τριμεθυλο-δεκατριυλο)-2Η-1-βενζοπυρανόλη-6 ή [2R-
2R*(4R*,8R*)-3,4-διυδρο-2,5,7,8-τετραμεθυλο-2-(4,8,12-τριμεθυλο-δεκατριυλο-)-χρωμανόλη-6. 'Ενας
απλουστευμένος τρόπος ονομασίας των τοκοφερολών βασίζεται στη "μητρική ένωση" των τοκοφερολών,
την τοκόλη (tocol), η οποία δεν φέρει μεθύλια στον αρωματικό δακτύλιο, οπότε π.χ. η α-τοκοφερόλη μπορεί να
ονομασθεί: 5,7,8-τριμεθυλο-τοκόλη.
Τοκοτριενόλες. Με τις τοκοφερόλες συνήθως συνεξετάζονται και οι τοκοτριενόλες (tocotrienols), οι οποίες
(ανάλογα με τις τοκοφερόλες) ονομάζονται: α-, β-, γ- και δ-τοκοτριενόλες. Οι τοκοτριενόλες ανακαλύφθηκαν κατά τη
Σελίδα 31 από 256
δεκαετία του 1960 και από τότε θεωρούνται και αυτές ως κανονικά συστατικά της βιταμίνης Ε. Διαφέρουν ως προς τις
αντίστοιχες τοκοφερόλες κατά το ότι η πλευρική υδρόφοβη αλειφατική αλυσίδα περιλαμβάνει και τρεις διπλούς
δεσμούς, που αναφέρεται ως ουρά φαρνεσυλίου (farnesyl tail). Θεωρούνται δραστικότερες από τις τοκοφερόλες ως
πλέον "διεισδυτικές" στις κυτταρικές μεμβράνες
Φιαλίδιο με α-τοκοφερόλη
Οι τέσσερις τοκοφερόλες και οι τέσσερις τοκοτριενόλες που συνιστούν το σύμπλεγμα των Βιταμινών Ε.
Για τις άλλες τοκοφερόλες χρησιμοποιούνται τα αντίστοιχα μεθυλιωμένα παράγωγα της υδροκινόνης. Τα παράγωγα
αυτά, όπως η 2,3,5-τριμεθυλο-υδροκινόνη (2,3,5-trimethyl-hydroquinone, TMHQ), είναι εμπορικά προϊόντα που
χρησιμοποιούνται ως αντιοξειδωτικά και για τις συνθέσεις των τοκοφερολών. Παρασκευάζονται με ποικιλία μεθόδων
και με πρώτες ύλες μεθυλιωμένες φαινόλες (κρεσόλες) ή ξυλόλια. Η ισοφυτόλη, ένα ελαιώδες και ιξώδες υγρό είναι
επίσης ένα εμπορικό προϊόν που χρησιμοποιείται σε διάφορα καλλυντικά και λαμβάνεται (κυρίως). Παρασκευάζεται από
την ισομερή φυτόλη (βλ. χημικό τύπο πιο πάνω) μέσω αλλυλικής μετάθεσης. Η φυτόλη παρασκευάζεται επίσης σε
μεγάλες ποσότητες μέσω υδρολυτικής διάσπασης της χλωροφύλλης της οποία αποτελεί το λιπόφιλο τμήμα.
Τοκοφερόλες μπορούν να ληφθούν και από φυτικά έλαια μέσω χρωματογραφικών διαχωρισμών. Επιπλέον, έχουν
προταθεί πολλές βιοτεχνολογικές μέθοδοι παραγωγής τους.
Η α-τοκοφερόλη διατίθεται επίσης με τη μορφή εστέρα με οξικό ή ηλεκτρικό οξύ (succinic acid). Οι εστεροποιημένες
μορφές της τοκοφερόλης είναι πιο σταθερές ως προς την οξείδωση και για τον λόγο αυτό προστίθενται σε και σε
διάφορα καλλυντικά (κυρίως φροντίδας δέρματος) και αντιηλιακά σκευάσματα (ζελέ, αλοιφές, λάδια). Απορροφούνται
εύκολα από το δέρμα και στη συνέχεια υπόκεινται σε υδρόλυση απελευθερώνοντας τη δραστική τοκοφερόλη.
Η παγκόσμια ετήσια παραγωγή βιταμίνης Ε ξεπερνάει τους 20.000 τόννους, από τους οποίους το 90% είναι συνθετική.
Η μεγαλύτερη ποσότητά της χρησιμοποιείται σε ζωοτροφές και περίπου το ένα τέταρτο της ποσότητας αυτής
χρησιμοποιείται για τις εφαρμογές όπως: φάρμακα, διατροφικά συμπληρώματα, καλλυντικά, συντηρητικά τροφίμων
και φαρμάκων. Φυσικό εκχύλισμα τοκοφερολών είναι γνωστό ως πρόσθετο τροφίμων Ε306, ενώ οι συνθετικές α-, β-
και γ-τοκοφερόλες, είναι τα πρόσθετα Ε307, Ε308 και Ε309,
αντιστοίχως [Αναφ. 5β].
Οξειδοαναγωγικό σύστημα "ανακύκλωσης" της α-τοκοφερόλης (TOH): (1) δέσμευση της "καταστροφικής" υπεροξυρίζας του λιποειδούς με
σχηματισμό ρίζας της α-τοκοφερόλης. (2) Επανασχηματισμός της α-τοκοφερόλης από ουσίες, όπως η γλουταθειόνη (GSH) και η βιταμίνη C με
σχηματισμό των αντίστοιχων ριζών ή της οξειδωμένης μορφής της γλουταθειόνης (GSSG). (3) Επανασχηματισμός γλουταθειόνης και της
βιταμίνης C από την ανηγμένη μορφή του συνενζύμου NADP (φωσφορυλιωμένο β-νικοτιναμιδο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο) [Αναφ. 6γ].
Περισσότερες πληροφορίες πάνω στην επίδραση των ελεύθερων ριζών στην υγεία μπορούν να αναζητηθούν στο
βιβλίο του Αθ. Βαλαβανίδη: "Ελεύθερες Ρίζες και ο Ρόλος τους στα Βιολογικά Συστήματα, ΒΗΤΑ Medical arts, Αθήνα,
2006".
'Aλλα φαινολικά αντιοξειδωτικά. Οι χημικοί τύποι τυπικών φαινολικών αντιοξειδωτικών ουσιών δείχνονται
παρακάτω. Πολλές από αυτές -όπως και οι ίδιες οι τοκοφερόλες- χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων ως
αντιοξειδωτικά πρόσθετα λιπαρών τροφίμων. Η παρουσία αντιοξειδωτικών επιβραδύνει σημαντικά το τάγγισμά τους.
Από αυτές οι ουσίες PMC (2,2,5,7,8-πενταμεθυλο-6-υδροξυ-χρωμάνιο) και Trolox (2,5,7,8-τετραμεθυλο-6-υδροξυ-
χρωμανο-2-καρβοξυλικό οξύ) αποτελούν συνθετικά ανάλογα της α-τοκοφερόλης, που παρουσιάζουν παρόμοια με
αυτήν βιολογική ενεργότητα. Η ουσία Trolox θεωρείται ως "υδατοδιαλυτή" μορφή της α-τοκοφερόλης και
χρησιμοποιείται ως πρότυπη αντιοξειδωτική ουσία ως προς την αντιοξειδωτική ισχύ της οποίας συγκρίνονται οι
διάφορες αντιοξειδωτικές ουσίες.
Διατροφικά συμπληρώματα
και βιταμίνη Ε -
Επιδημιολογικές έρευνες
Η πλειονότητα των
εργαστηριακών και βιολογικών
και κλινικών ερευνών δείχνουν
ότι η βιταμίνη Ε (α-τοκοφερόλη)
προσφέρει αντιοξειδωτική
προστασία στην υπεροξείδωση
τωνλιποπρωτεϊνών χαμηλής
πυκνότητας (low density
lipoproteins, LDL), κυρίως παρεμβαίνοντας στην αλυσιδωτή αντίδραση των βημάτων της υπεροξείδωσης. Οι
μηχανισμοί, ο ρόλος της βιταμίνης Ε, η ανακύκλωση της οξειδωμένης Ε και ο διπλός ρόλος της σε μηχανισμούς
ελευθέρων ριζών έχει διερευνηθεί σε μεγάλο βαθμό [Αναφ. 7].
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν διεξαχθεί πολλές έρευνες για τα διατροφικά συμπληρώματα που περιέχουν βιταμίνες,
ιχνοστοιχεία και διάφορα ένζυμα. Οι πολυάριθμες αυτές έρευνες έδωσαν θετικά, αλλά και αρνητικά αποτελέσματα.
Πολλές μετα-έρευνες (συγκέντρωση ομοίων ερευνητικών προγραμμάτων και επιδημιολογικών ή κλινικών ερευνών,
των οποίων τα αποτελέσματα επεξεργάσθηκαν και η σπουδαιότητα της έρευνας εκτιμήθηκε με διάφορα κριτήρια)
βρήκαν ουδέτερα ή αρνητικά αποτελέσματα. Μάλιστα σε πολλές έρευνες επιβεβαιώθηκαν και τοξικές ή αρνητικές
επιπτώσεις σε περιπτώσεις λήψης μεγάλων ποσοτήτων βιταμίνης Ε και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η πιο
σημαντική και πρόσφατη ανασκόπηση στο θέμα είναι
των Bell και Grochoski [Αναφ. 7ζ].
Η ανασκόπηση αυτή θεωρεί ότι οι περισσότερες έρευνες μέχρι το 2000 ήταν
θετικές [Αναφ. 8]. Ωστόσο, κατά το 2005 άρχισε η δημοσίευση μελετών
που προκάλεσαν κάποια αναταραχή στην ιατρική κοινότητα, επειδή έδειξαν
και αρνητικές επιπτώσεις σε περιπτώσεις πρόσληψης σχετικά μεγάλων
ποσοτήτων (μεγαλύτερες από 400 IU). Γενικά, θεωρήθηκε ότι σε πολλές
περιπτώσεις αυξάνεται η πιθανότητα πρόωρου θανάτου ("High-dosage
(>400 IU/d) vitamin E supplements may increase all-cause mortality and
should be avoided") [Αναφ. 9].
Παρόλα αυτά, οι περισσότερες μελέτες έδειξαν ότι διατροφικά Η διατροφή με φυσικά προϊόντα είναι πολύ πιο
συμπληρώματα βιταμίνης Ε έχουν θετικά αποτελέσματα, αλλά με ιατρική υγιεινή, πιο εξισορροπημένη και κατά πολύ
συνταγή και παρακολούθηση και όχι σε ποσότητες βιταμίνης μεγαλύτερες φθηνότερη από τη συχνά άσκοπη κατανάλωση
διατροφικών συμπληρωμάτων.
από τα 1000 mg την ημέρα. Αυξημένη θνησιμότητα εμφανίσθηκε σε ασθενείς
με ελλείψεις σε άλλες βιταμίνες (βιταμίνη Κ) και συχνά η χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων βιταμίνης Ε πρέπει να
συνδυάζεται με χορήγηση ποσοτήτων βιταμίνης Κ. Επίσης, οι επιστήμονες έδειξαν ότι η βιταμίνη Ε μπορεί να δράσει
και ως οξειδωτικό σε υψηλές συγκεντρώσεις με βλαβερές επιπτώσεις στον ανθρώπινο οργανισμό.
Υπάρχουν πολλές εξειδικευμένες έρευνες, επιδημιολογικές, βιολογικές και κλινικές, για την επίδραση της βιταμίνης Ε σε
περιπτώσεις κακόηθων νεοπλασιών, διαβήτη τύπου 2, οφθαλμολογικών εκφυλιστικών παθήσεων (καταρράκτη,
εκφύλιση ωχράς κηλίδας), νευροεκφυλιστικών και καρδιαγγειακών παθήσεων. Η εξαιρετική σημασία των ερευνών
αυτών φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό δημοσιεύσεων στα πλέον έγκυρα ιατρικά επιστημονικά περιοδικά και από τον
υψηλό αριθμό των εθελοντών και ασθενών που λαμβάνουν μέρος στις κλινικές έρευνες [Αναφ. 10].
Οι έρευνες των τελευταίων δεκαετιών έχουν επικεντρωθεί στον αντιοξειδωτικό ρόλο της λιποδιαλυτής βιταμίνης Ε για
την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων και των κακοήθων νεοπλασιών. Η δράση αυτή αποδίδεται σε μεγάλο
βαθμό στην εξουδετέρωση ελευθέρων και δραστικών οξυγονούχων ενώσεων και στην προστασία των λιποειδών των
κυτταρικών μεμβρανών από την λιπιδική υπεροξείδωση, που μέσω αλυσίδας άλλων αντιδράσεων καταλήγει στη
δημιουργία αθηρωματικών πλακών.
Συμπερασματικά: Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα οικονομικά συμφέροντα μια τεράστιας
βιομηχανίας διατροφικών συμπληρωμάτων και θα πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός, ιδιαίτερα όταν παρατηρούνται
ασυμφωνίες μεταξύ των ερευνητικών αποτελεσμάτων διαφόρων μελετών. Είναι χαρακτηριστικό το ότι πολλές
εργασίες καταλήγουν σε συμπεράσματα ασαφή και όχι οριστικά (inconclusive), που συχνά συνοδεύονται με
φράσεις όπως "απαιτούνται περισσότερες μελέτες". Το Γραφείο Διατροφικών Συμπληρωμάτων των Εθνικών
Ινστιτούτων Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών (Office of Dietary Supplements, National Institutes of Health) στην
ενημερωτική για το κοινό ιστοσελίδα του (Fact Sheet) εμφανίζεται επιφυλακτικό έως αρνητικό ως προς την ουσιαστική
χρησιμότητα των διατροφικών συμπληρωμάτων βιταμίνης Ε [Αναφ. 5ζ].
Για τις χημικές και φυσιολογικές ιδιότητες των βιταμινών του συμπλέγματος Ε έχει εκδοθεί πλήθος εξειδικευμένων και εκλαϊκευμένων βιβλίων.
[Αύγουστος 2011]
ταφύλια λαμβάνεται ο μούστος κατά τη ζύμωση του οποίου καθιζάνει σταδιακά η τρυγία, μια ακάθαρτη μορφή όξινου τρυγικού καλίου. Με ανακρυστάλλωση της τρυγίας κ
ικών μέσων (π.χ. ενεργός άνθρακας) λαμβάνεται καθαρό όξινο τρυγικό κάλιο γνωστό ως κρεμόριο ή κρεμοτάρταρο (cream of tartar), το οποίο χρησιμοποιείται στη μαγ
ζαχαροπλαστική. Το όξινο τρυγικό κάλιο είναι η κύρια φυσική πηγή παρασκευής τρυγικού οξέος και των υπόλοιπων ενώσεών του.
Το τρυγικό οξύ μόνο στο χυμό των σταφυλιών βρίσκεται σε σχετικά μεγάλες συγκεντρώσεις, οι οποίες μειώνονται
κατά τη διαδικασία ωρίμανσής τους. Στους χυμούς των περισσότερων καρπών κυριαρχούν τα υδροξυοξέα κιτρικό
οξύ (citric acid) και S-μηλικό οξύ (malic acid, λατινικά: malum = μήλο). Πλήθος άλλων οξέων συναντώνται σε
μικρότερες ποσότητες. Μεταξύ αυτών των "δευτερευόντων" οξέων περιλαμβάνονται το ηλεκτρικό οξύ (succinic acid,
λατινικά: succinum = ήλεκτρο, κεχριμπάρι), το φουμαρικό οξύ (fumaric acid) και τοτοξικό οξαλικό οξύ (oxalic
acid) [Αναφ. 1δ].
Το 1769, ο Σουηδός φαρμακοποιός και χημικός Carl Wilhelm Scheele (1742-1786), μεταξύ του πλήθους των
χημικών ανακαλύψεών του, απομόνωσε για πρώτη φορά το καθαρό τρυγικό οξύ από την τρυγία. Ο Scheele έβρασε
τρυγία με κιμωλία (ανθρακικό ασβέστιο) και στη συνέχεια επέδρασε στο δυσδιάλυτο τρυγικό ασβέστιο με θειικό οξύ
και απομάκρυνε το ίζημα από θειικό ασβέστιο. Με συμπύκνωση του υπερκείμενου διαλύματος έλαβε κρυσταλλικό
τρυγικό οξύ:
Το 1819, ο Γάλλος βιομήχανος Paul Kester απομόνωσε μια δεύτερη μορφή τρυγικού οξέος (που ήταν το DL-τρυγικό
οξύ) από τα μητρικά υγρά κρυστάλλωσης της τρυγίας. Το 1828, οJoseph Louis Gay-Lussac ήταν εκείνος που το
ονόμασε ρακεμικό οξύ (racemic acid) και απέδειξε ότι είχε την ίδια σύσταση με το τρυγικό οξύ. Τα ευρήματά
του Gay Lussacεπιβεβαίωσε και ο Berzelius, ο οποίος χαρακτήρισε τα δύο οξέα ισομερή [Αναφ. 2δ].
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα τρυγικό οξύ και τρυγικά άλατα παράγονταν πλέον σε ποσότητες λίγων χιλιάδων τόννων
(αναφέρεται ετήσια παραγωγή της τάξης των πέντε χιλιάδων τόννων κατά το 1890). Το τρυγικό οξύ και τα άλατά
χρησιμοποιούσαν τότε (όπως και σήμερα) σε μεγάλες ποσότητες στην υφαντουργία ως πρόστυμμα (mordant), όπως
επίσης και ως πρόσθετο στη βιομηχανία τροφίμων και στη φαρμακοβιομηχανία ως συστατικό διαφόρων φαρμάκων
(π.χ. ως τρυγικά άλατα φαρμακευτικώς δραστικών οργανικών βάσεων ή στα αναβράζοντα δισκία).
Από ιστορική άποψη το τρυγικό οξύ κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη Χημεία. Το μικτό άλας του τρυγικού οξέος με
νάτριο και αμμώνιο (τρυγικό νατριοαμμώνιο, NaNH4C4H4O6 4H2O), υπήρξε η πρώτη χημική ουσία που χωρίστηκε
σε "οπτικούς αντίποδες" από τον Louis Pasteur (1847), γεγονός που συνέβαλε στην κατανόηση της δομής των
οργανικών ενώσεων και ειδικά της οπτικής στερεοϊσομέρειας (χειραλικότητα).
Ολική σύνθεση τρυγικού οξέος. Ο χημικός τύπος του τρυγικού οξέος διευκρινίστηκε σταδιακά κατά τη δεκαετία
1850-60. Για πρώτη φορά αναφέρθηκε ο σωστός συντακτικός τύπος του το 1858 (A. S. Couper, Phil. Mag. 16, 104
(1858)). Το L-(+)τρυγικό οξύ υπήρξε η πρώτη χειραλική φυσική ένωση της οποίας πραγματοποιήθηκε η ολική
σύνθεση στο εργαστήριο (ξεκινώντας από το αιθυλένιο) από ερευνητές που απασχολήθηκαν με το φαινόμενο της
χειραλικότητας (Simpson, Perkin και Duppa, Kekule και Pasteur). Η αλληλουχία των αντιδράσεων ήταν η
ακόλουθη [Αναφ. 2δ]:
* Παρατίθενται οι συνηθέστεροι τρόποι ονομασίας των διάφορων μορφών του τρυγικού οξέος. Οι στερεοχημικοί
προσδιορισμοί (stereochemical desciptrors) D- (dextrus: δεξιός) και L- (laevus:
αριστερός περιγράφουν τα εναντιομερή με βάση τη σχετική θέση των ομάδων με αναφορά στο μόριο
της γλυκεραλδεΰδης (σύστημα Fischer), ενώ οι προσδιορισμοί S- (sinister: αριστερός) και R-(rectus: δεξιός) παρέχουν
την απόλυτη θέση των ομάδων με βάση τους κανόνες προτεραιότητας των Cahn, Ingold και Prelog ("προτεραιότητα CIP").
Οι "σχετικοί" προσδιορισμοί D- και L- προτιμούνται ακόμη από τους βιοχημικούς (π.χ. για τα αμινοξέα και τα σάκχαρα), ενώ οι
"απόλυτοι" προσδιορισμοί S- και R- προτιμούνται από τους χημικούς λόγω της γενικότερης χρησιμότητάς τους. Τα
πρόσημα (+) και(-) είναι φαινομενολογικοί προσδιορισμοί, αφού δεν παρέχουν στερεοχημικές πληροφορίες για τα μόρια, παρά
μόνο το πρόσημο της ειδικής στροφικής ικανότητάς τους (δεξιόστροφα, αριστερόστροφα) και συχνά στη θέση τους (στην
παλαιότερη βιβλιογραφία) χρησιμοποιούνται τα πεζά d - (dextrus: δεξιός) και l - (laevus: αριστερός).
** [Αναφ. 1γ]
'Αλλος τρόπος παρασκευής του DL-τρυγικού οξέος (F. Pollak, Monats., 1894, 15, p. 469) βασίζεται στην υδρόλυση
της κυανυδρίνης της γλυοξάλης (προϊόν οξείδωσης της αιθυλενογλυκόλης):
Ως ένωση με γειτονικά υδροξύλια (vic-glycol) αντιδρά, το τρυγικό οξύ αντιδρά σε αραιά υδατικά διαλύματα σε
θερμοκρασία δωματίου με υπεριωδικά άλατα (αντίδραση Malaprade) παρέχοντας γλυοξυλικό οξύ (glyoxylic acid).
Περίσσεια υπεριωδικών ιόντων οξειδώνουν βραδέως το γλυοξυλικό οξύ προς μυρμηκικό οξύ και CO 2:
Το τρυγικό οξύ κάτω από έντονα αναγωγικές συνθήκες (π.χ. με θέρμανση σε κλειστό σωλήνα με μίγμα HI και
φωσφόρου) ανάγεται προς μηλεϊνικό οξύ και στη συνέχεια προς ηλεκτρικό οξύ [Αναφ. 6β]:
Μίγμα των λαμβανόμενων εστέρων με τα μονο- ή δι-γλυκερίδια, ως έχουν ή μετά την απομάκρυνση μίας ή και των
δύο ακετυλομάδων από το διακετυλο-τρυγικό οξύ, χρησιμοποιούνται ως γαλακτωματοποιητικά πρόσθετα στη
βιομηχανία τροφίμων (E471, E472d-f) [Αναφ. 6γ].
Η ουσία αυτή με προσμίξεις προϊόντων περαιτέρω συμπύκνωσης είναι γνωστή ως μετατρυγικό οξύ (metatartaric
acid). Το μετατρυγικό οξύ χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων ως γαλακτωματοποιητής (Ε353) και στην
οινοποιία ως σταθεροποιητής. Προσθήκη μετατρυγικού οξέος σε συγκεντρώσεις 50-100 mg/L, προλαμβάνει την
κρυστάλλωση και την καθίζηση του όξινου τρυγικού καλίου μετά τη διαδικασία διαύγασης [Αναφ. 6δ-στ].
Τα τρυγικά άλατα ως
συμπλεκτικά μέσα. Τα τρυγικά
ανιόντα δρουν ως συμπλεκτικά
μέσα, ιδιαίτερα προς μεταλλικά
ιόντα τα οποία υπόκεινται εύκολα
σε υδρόλυση. Παρουσία περίσσειας
τρυγικών ανιόντων αποφεύγεται η
υδρόλυση μεταλλικών κατιόντων
όπως π.χ. των Sn(II), Sn(IV),
Bi(III), Fe(III), τα οποία μόνο σε
ισχυρώς όξινα διαλύματα μπορούν
Ο χημικός τύπος του άλατος του καλίου με το να παραμείνουν σε διάλυμα χωρίς
"Εμετικό κύπελλο" του 17ου αιώνα και η δερμάτινη
ανιοντικό σύμπλοκο τρυγικών - αντιμονίου, να υποστούν υδρόλυση. Τα τρυγικά
θήκη του
γνωστό ως "εμετική τρυγία" ανιόντα σχηματίζουν με τα μέταλλα
αυτά σταθερά ανιοντικά σύμπλοκα, τα οποία είναι σταθερά σε ουδέτερα έως και αλκαλικά διαλύματα.
Εμπορικώς διαθέσιμο είναι το άλας με κάλιο του ανιοντικού συμπλόκου τρυγικών με Sb(III), τοτρυγικό καλιο-
αντιμονύλιο, K2[Sb2(C4H2O6)2Sb2] 3H2O, το οποίο είναι γνωστό ως εμετική τρυγία (tartar emetic) και
παρασκευάζεται με θέρμανση όξινου τρυγικού καλίου (τρυγίας) με οξείδιο του αντιμονίου(ΙΙΙ):
Πρόκειται για μια τοξική ουσία με κάπως γλυκιά γεύση και αρκετά διαλυτή στο νερό (8,3 g/100 mL). Κατά το
παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί ως καθαρκτικό και εμετικό φάρμακο και βρίσκει ακόμη κάποιες εφαρμογές ως
πρόστυμμα στη βαφή υφασμάτων, όπως και στη βυρσοδεψία [Αναφ. 7α].
Το σύμπλοκο τρυγικών - αντιμονίου έχει ένα ενδιαφέρον παρελθόν. Κατά τον 16ο έως και 18ο αιώνα κυκλοφορούσαν
στην Ευρώπη κάποια κύπελλα κατασκευασμένα από μεταλλικό αντιμόνιο ή κράμα κασσιτέρου-αντιμονίου, γνωστά
ως εμετικά κύπελλα (pocula emetica, calices vomitorii). Από αυτά τα κύπελλα που χρησιμοποιούσαν για
φαρμακευτικούς σκοπούς πολύ λίγα έχουν σωθεί και βρίσκονται σε διάφορα μουσεία. Τα κύπελλα αυτά τα άφηναν
γεμάτα κρασί για ένα 24ωρο. Το τρυγικό οξύ του κρασιού αποσπούσε από τα τοιχώματα μικρές ποσότητες αντιμονίου
σχηματίζοντας το σύμπλοκο τρυγικών-Sb(III). Στη συνέχεια, το μολυσμένο με αντιμόνιο κρασί χρησιμοποιούσαν ως
καθαρτικό και εμετικό φάρμακο. Αναφέρεται ότι τα κύπελλα αυτά τα χρησιμοποιούσαν ενδεχομένως για να
παρακάμψουν
ένα νόμο που
απαγόρευε
την
παρασκευή
και διάθεση
αντιμονιούχω
ν φαρμάκων.
Το σύμπλοκο Cu(II) - τρυγικών. Η μεγάλη περίσσεια Αριστερά: Αντιδραστήριο Hermann von Fehling (1812 -
τρυγικών ανιόντων στο αντιδραστήριο Fehling αποτρέπει Fehling. Δεξιά: το ίδιο μετά την 1885). Ο Γερμανός χημικός που
την καθίζηση υδροξειδίου του χαλκού στο ισχυρώς αντίδραση με ένα αναγωγικό ανέπτυξε τη μέθοδο ανίχνευσης
Σελίδα 46 από 256
Αναφέρεται αλκαλικό περιβάλλον δράσης του αντιδραστηρίου. σάκχαρο (π.χ. γλυκόζη). και προσδιορισμό αναγόντων
ότι τέτοιου σακχάρων με το ομώνυμο
αντιδραστήριο.
είδους
κύπελλα ή σφαιρίδια αντιμονίου χρησιμοποιούσαν ήδη από την αρχαιότητα οι πλούσιοι Ρωμαίοι στα συμπόσιά τους.
Με αυτά μπορούσαν να παρατείνουν τη διασκέδασή τους και να ικανοποιήσουν την αδηφαγία τους, κενώνοντας το
πεπτικό τους σύστημα από τα ήδη καταναλωθέντα εδέσματα για να προχωρήσουν στα επόμενα[Αναφ. 7β-γ].
Γνωστό επίσης είναι το σύμπλοκο τρυγικών ανιόντων-χαλκού(ΙΙ), το οποίο συναντάται στο αντιδραστήριο Fehling,
το οποίο χρησιμοποιείται για την ανίχνευση, αλλά και τον προσδιορισμό αναγόντων σακχάρων. Σε ισχυρώς αλκαλικά
διαλύματα τα ανάγοντα σάκχαρα οξειδώνονται από τον Cu(II) ανάγοντάς τον προς Cu(I), ο οποίος καθιζάνει υπό τη
μορφή τουκεραμέρυθρου οξειδίου Cu2O, σύμφωνα με τη συνολική αντίδραση [Αναφ. 7δ]:
Το αντιδραστήριο Fehling παρασκευάζεται λίγο πριν από τη χρήση του με ανάμιξη ίσων όγκων διαλυμάτων
CuSO4 (Fehling I: 70 g CuSO4.5H2O / L) και NaOH - τρυγικού άλατος Na και Κ (Fehling ΙΙ: 350 g KNaC4H4O6.4H2O +
100 g NaOH / L). Ο ρόλος του τρυγικού άλατος είναι η συγκράτηση του Cu(II) στο διάλυμα παρά το ισχυρώς αλκαλικό
περιβάλλον. Απουσία τρυγικών, ο χαλκός θα καταβυθιζόταν ως ένυδρο υδροξείδιο Cu(OH) 2.
Το τρυγικό οξύ ως μέσον διαχωρισμού οπτικών αντιπόδων. Οι χημικοί διαχωρισμοί εναντιομερών
ενώσεων από τα ρακεμικά μίγματά τους βασίζονται στην αντίδρασή τους με μια χειραλική ένωση προς σχηματισμό
ζεύγους διαστερεομερών ενώσεων, που αναμένεται πως θα παρουσιάζουν κάποιες διαφορές στις φυσικές και
φυσικοχημικές ιδιότητες. Αν οι διαφορές αυτές είναι σημαντικές (π.χ. στη διαλυτότητα) τότε είναι κατ' αρχήν εφικτός
ο διαχωρισμός. Το (+)-τρυγικό οξύ (το φυσικό τρυγικό οξύ) είναι το πλέον προσιτή χειραλική ένωση από άποψη
κόστους και διαθεσιμότητας, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον διαχωρισμό ρακεμικών μιγμάτων κατιοντικού
χαρακτήρα (ανόργανα κατιόντα, οργανικές βάσεις) μέσω σχηματισμού διαστερεομερών αλάτων.
Οι διαχωρισμοί αυτοί (όποτε είναι εφικτοί) βασίζονται στις διαφορές διαλυτότητας των σχηματιζόμενων
διαστερεομερών αλάτων [(+)-κατιόν][(+)-τρυγικό ανιόν] και [(-)-κατιόν][(+)-τρυγικό ανιόν]. Αν οι
διαλυτότητες των διαστερεομερών αλάτων σε κάποιο διαλύτη διαφέρουν αρκετά, τότε είναι εφικτή η παραλαβή
καθαρού του ενός ή και των δύο οπτικών αντίποδων.
Τυπικό παράδειγμα αποτελεί ο διαχωρισμός των δύο οπτικών
αντιπόδων του οκταεδρικού συμπλόκου [Co(en)3]3+ [en:
αιθυλενοδιαμίνη (Η2NCH2CH2NH2)] με τη βοήθεια του
(+)τρυγικού οξέος, ο οποίος αποτελεί συνηθισμένη
εργαστηριακή άσκηση στα Πανεπιστημιακά Τμήματα Χημείας.
Κατά τη σύνθεση του συμπλόκου σχηματίζεται ρακεμικό μίγμα
των δύο κατιοντικών συμπλόκων (αριστερά). Με προσθήκη
(+)-τρυγικών ιόντων παρουσία χλωριούχων καθιζάνει μόνο το
δεξιόστροφο σύμπλοκο του Co(ΙΙΙ) (ως πενταϋδρικό άλας)
σύμφωνα με την επόμενη αντίδραση, ενώ το αριστερόστροφο παραμένει στο διάλυμα [Αναφ. 7ε]:
Είναι αυτονόητο ότι εάν αντί (+)-τρυγικού οξέος γινόταν χρήση του (δυσεύρετου) (-)-τρυγικού οξέος, θα καθίζανε το
αριστερόστροφο σύμπλοκο του Co(III).
'Αλλο τυπικό παράδειγμα διαχωρισμού με το (+)-τρυγικό οξύ είναι ο διαχωρισμός του ρακεμικού μίγματος που
προκύπτει κατά τη σύνθεση της μεθαμφεταμίνης [Αναφ. 7στ]:
Για τον ίδιο σκοπό έχουν χρησιμοποιηθεί και παράγωγα (πλέον λιπόφιλα) παράγωγα του τρυγικού οξέος. Για
παράδειγμα, το 2,3-διβενζοϋλο-(+)-τρυγικό οξύ είχε χρησιμοποιηθεί στην ιστορική σύνθεση της κινίνης από
τους Woodward και Doering για την παραλαβή του επιθυμητού εναντιομερούς [Αναφ. 7ζ] (βλ. ένωση του μήνα:
Κινίνη).
Το τρυγικό οξύ ως καταλύτης στις "ασύμμετρες" συνθέσεις. Το (+)-τρυγικό οξύ (ή οι εστέρες του), όπως και
άλλες ενώσεις με στερεογονικά κέντρα, έχει χρησιμοποιηθεί στο πεδίο των ασύμμετρων συνθέσεων, που βασίζονται
Η καταλυτική δράση του (+)-τρυγικού οξέος εκδηλώνεται σχεδόν αποκλειστικά στο R-εναντιομερές της
βάσης Betti, το οποίο αντιδρά ταχύτατα παρέχοντας την N,O-κετάλη, ενώ τοS-εναντιομερές παραμένει ως έχει και
απομονώνεται εύκολα ως όξινο τρυγικό άλας. Η αντίδραση αυτή χωρεί με εξαιρετική στερεοεκλεκτικότητα [Αναφ
7η].
όπου [R] και [S] συγκεντρώσεις των R- και S-εναντιομερών σε διάλυμα του εξεταζόμενου δείγματος.
Η περίσσεια εναντιομερούς αντικαθιστά τον παλαιότερο όρο οπτική καθαρότητα (optical purity) που ορίζεται ως ο
λόγος της οπτικής στροφής μίγματος εναντιομερών προς την οπτική στροφή του καθαρού εναντιομερούς.
ο περιγράφεται ένα απλό πείραμα παρασκευής κρυστάλλων τρυγικού καλιονατρίου και επίδειξης των πιεζοηλεκτρικών ιδιοτήτων τους [Αναφ. 9στ]. Μια σειρά βίντεο σχε
πιεζοηλεκτρικούς κρυστάλλους και ορισμένα πειράματα με αυτούς μπορούν να αναζητηθούν εδώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα του νεαρού τότε Pasteur παραξένεψαν τον σεβαστό στους επιστημονικούς
κύκλους Biot (48 χρόνια μεγαλύτερος του Pasteur), ο οποίος του ζήτησε να επαναλάβει το πείραμα παρουσία του,
πράγμα που ο Pasteur κατάφερε με επιτυχία. Τότε ο Biot ενθουσιασμένος τότε είπε "Mon cher enfant, j'ai tant
aime les sciences dans ma vie que cela me fait battre le coeur!" (Αγαπημένο μου παιδί, αγαπώ τόσο την
επιστήμη, που σε όλη μου τη ζωή με έκανε να καρδιοχτυπώ). Από τότε, και παρά τη μεγάλη διαφορά στην ηλικία
τους, οι δύο επιστήμονες έμειναν θερμοί φίλοι.
Η αξία της ανακάλυψης του Pasteur θα γίνει αντιληπτή αν εξετασθεί υπό το πρίσμα
των γνώσεων εκείνης της εποχής. Τότε, το μόνο που γνώριζαν ήταν ότι οι ουσίες
αποτελούνταν από χημικά στοιχεία σε καθορισμένη αναλογία. Ακόμη, μιλούσαν για
μόρια χωρίς όμως κάποια αναφορά σε δομές και σχήματα μορίων. Ακόμη και η
ατομική θεωρία ήταν υπό αμφισβήτηση. Δεν είχε ακόμη διατυπωθεί η δομική θεωρία
του August Kekulé (1829-1896) για τους τέσσερις δεσμούς του άνθρακα
(διατυπώθηκε το 1857) και δεν ήταν απολύτως τίποτα γνωστό για τη στερεοχημεία
των ενώσεων του άνθρακα.
Αυτές οι παρατηρήσεις του Pasteur και οι συλλογισμοί του σχετικά με τη
δυνατότητα ύπαρξης χειραλικών μορίων οδήγησαν το 1874 τους Jacobus
Henricus van 't Hoff (1852-1911) και Joseph Achille Le Bel (1847-1930),
ανεξάρτητα μεταξύ τους, στην πρόταση πως στις κορεσμένες ενώσεις του άνθρακα
οι τέσσερις δεσμοί του Kekulé κατευθύνονταν προς τις γωνίες ενός κανονικού
τετραέδρου και δεν βρίσκονται στο επίπεδο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η
επιστημονική κοινότητα της εποχής ήταν εξαιρετικά δύσκολο να δεχθεί νέες ιδέες.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι για τη θεωρία του αυτή, ο νεαρός τότε van't Hoff, ο Η προτομή του Luis Pasteur στον
οποίος θεωρείται σήμερα ως θεμελιωτής της Στερεοχημείας, κατηγορήθηκε προαύλιο χώρο του Ερευνητικού
σκαιότατα από γνωστό επιστημονικό όνομα της εποχής για αμάθεια και Ινστιτούτου Pasteur της Lille.
υπερβολική φαντασία.
Ο παράγοντας ΤΥΧΗ. Η μέθοδος την οποία χρησιμοποίησε ο Pasteur για τον διαχωρισμό των εναντιομερών, που
συνιστούν το μικτό άλας τουDL-τρυγικού οξέος με νάτριο και αμμώνιο, δεν είναι μια μέθοδος γενικής εφαρμογής, η
οποία μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση. Κάθε άλλο μάλιστα. Ο Pasteur στάθηκε τυχερός διότι το
άλας που χρησιμοποίησε, είναι μια από τις ελάχιστες ρακεμικές ουσίες, οι οποίες υπόκεινται σεαυθόρμητο
διαχωρισμό (spontaneous resolution) σε οπτικούς αντίποδες κατά την κρυστάλλωση. Επίσης υπήρξε τυχερός διότι
διεξήγαγε τα πειράματά του στο ψυχρό Παρίσι, αφού ο διαχωρισμός του άλατος στις δύο εναντιομερείς κρυσταλλικές
μορφές ως σύμμιγμα (conglomerate) συμβαίνει σε θερμοκρασίες κάτω από τους 27,7ºC, ενώ σε μεγαλύτερες
θερμοκρασίες κρυσταλλώνεται ως ρακεμικό άλας [Αναφ. 3β]. Αναφέρεται ακόμη ότι το πείραμα του Pasteur δύσκολα
επαναλαμβάνεται και ότι η τελευταία πειραματική λεπτομέρεια αποτελεί κρίσιμο παράγοντα. Ωστόσο, όπως είχε πει ο
ίδιος Pasteur λίγα χρόνια αργότερα, σε μια ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Lille (Δεκέμβριος 1854): Dans les
champs de l'observationle hasard ne favorise que les esprits préparés (: στον χώρο των παρατηρήσεων, η
τύχη ευνοεί τα προετοιμασμένα μυαλά) [Αναφ. 10β].
Εάν θα έπρεπε κανείς να επιλέξει τους μεγαλύτερους ευεργέτες της ανθρωπότητας, ο Louis Pasteur θα ήταν σίγουρα
ανάμεσά τους. 'Ηταν ο πρώτος που υπέθεσε ότι οι ζωντανοί οργανισμοί χρησιμοποιούν και παράγουν οπτικώς ενεργές
οργανικές ενώσεις [Αναφ. 3β]. Κατέρριψε τον ευρύτατα διαδεδομένο μύθο της αυτόματης γένεσης (spontaneous
generation), θέτοντας τα θεμέλια για τη σύγχρονη βιολογία και βιοχημεία. Περιέγραψε επιστημονικά τα φαινόμενα της
ζύμωσης και της αποσύνθεσης. 'Ελυσε το μυστήριο πολλών λοιμωδών ασθενειών, αποδίδοντας τις αιτίες τους σε
μικρόβια, και συνέβαλε στη δημιουργία των πρώτων εμβολίων. Το έργο του αποτέλεσε το εφαλτήριο πολλών κλάδων
της επιστήμης και ο ίδιος υπήρξε ο πρωτεργάτης για μερικές από τις πιο σημαντικές θεωρητικές αρχές και πρακτικές
εφαρμογές της σύγχρονης επιστήμης.
Ορισμένα από τα γραμματόσημα που έχουν εκδώσει οι ταχυδρομικές υπηρεσίες πολλών χωρών προς τιμήν του Pasteur
[Σεπτέμβριος 2011]
ού: (1) Γερμανική μέθοδος (μέθοδος Schützenbach). (2-3): Χώροι παρασκευής με τη μέθοδο Ορλεάνης (Goelles Distillery & Vinegar Production). (4) Αντιδραστήρες ταχεί
Αναερόβια ζύμωση. Ορισμένα είδη αναερόβιων βακτηρίων, όπως πολλά μέλη του γένους Clostridium [Αναφ. 3],
όπως το Clostridium acetobutylicum μπορούν να μετατρέψουν τη γλυκόζη (και άλλα σάκχαρα), απευθείας σε οξικό
οξύ, χωρίς να χρειαστεί σχηματισμός ή η παρουσία αιθανόλης. Σε αυτήν τη βακτηριακή δράση συχνά οφείλεται το
ονομαζόμενο "ξύνισμα" ορισμένων πολλών γλυκών φρούτων. Η στοιχειομετρική εξίσωση της αντίδρασης που γίνεται
είναι η εξής:
Ωστόσο, τα βακτήρια αυτά είναι λιγότερο ανθεκτικά στα οξέα με αποτέλεσμα να μπορούν να παράγουν ξύδι πολύ
χαμηλής περιεκτικότητας σε οξικό οξύ, σε αντίθεση με τα αερόβια που μπορούν να φτάσουν μέχρι και 20%.
Βιομηχανικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αυτά τα οξογόνα βακτήρια μπορούν να συνθέσουν οξικό από
οργανικές ενώσεις με ένα άνθρακα, όπως η μεθανόλη, το μονοξείδιο του άνθρακα, ακόμη και από μίγμα διοξειδίου του
άνθρακα και υδρογόνου:
Παραγωγή
με ξηρά
απόσταξη
ξύλου. Πρό
κειται για
μια παλαιά
μέθοδο
παραγωγής
οξικού
οξέος, όπως
και άλλων
χημικών
(μεθανόλη,
ακετόνη) η
Εργοστάσιο παραγωγής οξικού Πυρολιγνιτικό οξύ, ξύλοξος, ξύδι οποία
Μονάδα ξηράς απόσταξης ξύλου [Αναφ. 4α].
οξέος (Γερμανία, 1884) ξύλου (wood vinegar)
βασιζόταν
στην ξηρά απόσταξη ξύλων. Μεγάλες ποσότητες ξύλων στοιβάζονταν σε σιδερένιους αποστακτήρες (retorts) και
'Αλλες γενικές μέθοδοι είναι η παρασκευή από το μεθυλοϊωδίδιο: (α) μέσω σχηματισμού νιτριλίου και υδρόλυσή του σε
όξινο ή βασικό περιβάλλον και (β) μέσω σχηματισμού αντιδραστηρίου Grignard, αντίδραση με CO 2 και υδρόλυση της
ένωσης προσθήκης:
Το 1847 ο Γερμανός χημικός Hermann Kolbe συνέθεσε για πρώτη φορά οξικό οξύ από ανόργανες ενώσεις. Ξεκίνησε
από διθειάνθρακα, ο οποίος παρασκευάζεται με διαβίβαση ατμών θείου μέσω ερυθροπυρακτωμένου άνθρακα. Φυσικά
η σύνθεση αυτή έχει μόνο ιστορικό ενδιαφέρον και περιγράφεται από την επόμενη αλληλουχία αντιδράσεων:
Σε υψηλή θερμοκρασία (700-750°C) το οξικό οξύ διασπάται παρέχοντας κετένιο, ένα αέριο (σ.ζ. -56°C) με
δριμύτατη οσμή [Σημείωση: "κετένια" ονομάζονται γενικώς οι ενώσεις του τύπου R-CH=C=O και η συστηματική
ονομασία της συγκεκριμένης είναι: "αιθενόνη", ωστόσο είναι ευρύτερα γνωστή ως "κετένιο"]. Το κετένιο είναι
πανίσχυρο ακετυλιωτικό μέσο. Το κετένιο μπορεί να ακετυλιώσει το ίδιο το οξικό οξύ παρέχοντας οξικό ανυδρίτη,
ένα ισχυρό και πολύ πιο εύχρηστο ακετυλιωτικό μέσο. Απουσία άλλης ουσίας, το κετένιο ακετυλιώνει τον ίδιο τον
Οξύ Σημείο τήξεως (°C) Σημείο ζέσεως (°C) Πυκνότητα (g/cm3) pKa
Διμερή οξικού οξέος. Στο κρυσταλλικό (glacial) οξικό οξύ, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση μορίων και άλλων
"χαμηλών" καρβοξυλικών οξέων στην κρυσταλλική κατάσταση, τα μόρια σχηματίζουν ζεύγη συγκρατούμενα μεταξύ
τους μέσω δεσμών υδρογόνου. Τα διμερή αυτά υφίστανται και σε διαλύματα οξικού οξέος, αλλά σε διαλύτες που δεν
μπορούν να σχηματίσουν δεσμούς δεσμούς υδρογόνου και θα μπορούσαν να δράσουν ανταγωνιστικά. Αποτέλεσμα
αυτών των έντονων διαμοριακών έλξεων των μορίων του οξικού οξέος (και των άλλων καρβοξυλικών οξέων) είναι τα
υψηλότερα σημεία ζέσεως και (ιδιαίτερα) τήξεως σε σχέση με τους υδρογονάνθρακες και τις οξυγονούχες ενώσεις
συγκρίσιμου μεγέθους (παραπλήσιες μοριακές μάζες) και σχήματος [Αναφ. 6α]:
Το οξικό οξύ ως διαλύτης. Το οξικό οξύ δρα ως εξαιρετικός πρωτικός διαλύτης τόσο στο εργαστήριο, όσο και στη
βιομηχανία (π.χ. στην παραγωγή τερεφθαλικού οξέος: οξείδωσηp-ξυλολίου διαλυμένου σε οξικό οξύ από το
οξυγόνο του αέρα) με ικανοποιητική αντοχή στα οξειδωτικά αντιδραστήρια.
Στην αναλυτική χημεία, το άνυδρο οξικό οξύ χρησιμοποιείται ως διαλύτης στον οποίο είναι εφικτή η ογκομέτρηση
ασθενών οργανικών βάσεων, των οποίων η ογκομέτρηση στο νερό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Τυπικό
παράδειγμα αποτελεί η ογκομέτρηση διαλύματος ανιλίνης σε οξικό οξύ (όπου δρα ως ισχυρή βάση σε αντίθεση με την
ελάχιστη βασικότητά της στο νερό) με διάλυμα υπερχλωρικού οξέος σε οξικό. Οι εμπλεκόμενες ισορροπίες
εκφράζονται από τις αντιδράσεις που ακολουθούν [Αναφ. 7]. Για περισσότερες λεπτομέρειες για τοεξισωτικό
φαινόμενο και τις ογκομετρήσεις σε μη υδατικούς διαλύτες, βλέπε Χημική ένωση του μήνα: Μαγικό οξύ.
Σελίδα 60 από 256
κό νάτριο Οξικό κοβάλτιο Οξικό νικέλιο Οξικός χαλκός Οξικός μόλυ
OONa 3H2O (CH3COO)2Co 4H2O (CH3COO)2Ni 4H2O (CH3COO)2Cu 2H2O (CH3COO)2Pb
'Αλατα του οξικού οξέος. Το οξικό οξύ σχηματίζει σταθερά άλατα με τα περισσότερα μέταλλα. Τα άλατά του κατά
κανόνα είναι πολύ ευδιάλυτα στο νερό ή υπόκεινται σε υδρόλυση σχηματίζοντας αιωρήματα δυσδιάλυτων ένυδρων
βασικών αλάτων. Τα άλατα του οξικού οξέος με ισχυρές βάσεις παρέχουν υδατικά διαλύματα ελαφρώς αλκαλικά, ενώ
τα οξικά άλατα μετάλλων (των οποίων τα κατιόντα αποτελούν ισχυρά κατιοντικά οξέα, όπως του Al(III), Cr(III),
Fe(III) κ.α.) παρέχουν ελαφρώς όξινα διαλύματα, λόγω της υδρόλυσης των κατιόντων. Τα οξικά άλατα είναι άχρωμα
εκτός από εκείνα των έγχρωμων κατιόντων. 'Αλατά του (π.χ. με Cu, Pb) μπορούν να παρασκευασθούν και με απ'
ευθείας δράση διαλυμάτων οξικού οξέος (ακόμα και του ξιδιού) με μέταλλα σε ρηχούς δίσκους ώστε να υπάρχει
επίδραση και του οξυγόνου του αέρα:
Να σημειωθεί ότι τα οξικά ιόντα παρουσιάζουν μια ασθενή συμπλεκτική ικανότητα και πυκνά διαλύματά τους μπορούν
να διαλύσουν άλατα μετάλλων δυσδιάλυτων στο νερό. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η διάλυση του λευκού
δυσδιάλυτου PbSO4 σε πυκνό διάλυμα CH3COONH4, γεγονός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην ποιοτική ανάλυση
π.χ. για τη διάκριση του PbSO4 από το επίσης παρόμοιας εμφάνισης και δυσδιάλυτο BaSO4.
Από τα πλέον γνωστά άλατα του οξικού οξέος είναι: Το οξικό νάτριο, ένα κοινό και φθηνό εργαστηριακό
αντιδραστήριο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων ως συντηρητικό (Ε262). Τα οξικά άλατα του αργιλίου και
του σιδήρου χρησιμοποιούνται ως προστύμματα χρωμάτων, ο οξικός χαλκός ως μυκητοκτόνο και για την παρασκευή
χρωμάτων ζωγραφικής. Τον οξικό μόλυβδο, γνωστό και ως μολυβοσάκχαρο (lead sugar) λόγω της γλυκιάς του
γεύσης (-ΙΣΧΥΡΟΤΑΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ-) ο οποίος είχε χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για βαφές μαλλιών. Υδατικό
διάλυμα οξικού μολύβδου είναι γνωστό ως μολυβόνερο και αποτελεί ένα παραδοσιακό "γιατροσόφι" για εγκαύματα,
μελανιές και στραμπουλήγματα. Το οξικό παλλάδιο(ΙΙ) έχει χρησιμοποιηθεί ως καταλύτης στην οργανική σύνθεση.
Το οξικό ασβέστιο κατά το παρελθόν παρασκευαζόταν σε μεγάλες ποσότητες με την εξουδετέρωση με υδροξείδιο του
ασβεστίου του πυρολιγνιτικού οξέος, το οποίο λαμβανόταν με ξηρά απόσταξη ξύλου (βλέπε παραπάνω). Το
μεγαλύτερο μέρος του χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή οξικού οξέος (με επίδραση θειικού οξέος) και το υπόλοιπο
για την παρασκευή ακετόνης (με θέρμανση):
(CH3COO)2Ca + H2SO4 CaSO4 + CH3COOH (CH3COO)2Ca CaCO3 + CH3COCH3
Ασφαλής χρήση του οξικού οξέος. Το άνυδρο οξικό οξύ είναι ιδιαίτερα καυστικό για το δέρμα. Αν και η τοξικότητά
του δεν είναι μεγάλη, το ότι διίσταται ελάχιστα και η μικρή λιποφιλικότητα που διαθέτει, διευκολύνουν τη διείσδυσή
του στο δέρμα με αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών ερεθισμών ή και εγκαυμάτων. Φλύκταινες (φουσκάλες)
εμφανίζονται συνήθως ώρες μετά την επαφή του δέρματος με το οξύ. Συνιστάται η χρήση προστατευτικών γαντιών
από ελαστικό νιτριλίου (Buna-N)και όχι απλών γαντιών από latex, τα οποία το άνυδρο οξικό οξύ διαπερνά εύκολα και
τελικά τα διαλύει [Αναφ. 9].
επίσης σε κάποια χρήση βρίσκεται ακόμη η παρασκευή οξικού βινυλεστέρα με βάση την αντίδραση οξικού οξέος με
ακετυλένιο σε αέρια φάση υπεράνω οξικού ψευδαργύρου/ξυλάνθρακα στους 170-250°C (παλαιότερα χρησιμοποιούσα
ως καταλύτες άλατα υδραργύρου):
Σε μικρότερο ποσοστό, οξικός ανυδρίτης παράγεται με αντίδραση του κετενίου (προϊόν θερμικής διάσπασης του
οξικού οξέος ή της ακετόνης, βλ. παραπάνω) με οξικό οξύ υπό χαμηλή πίεση και θερμοκρασία:
Ο οξικός ανυδρίτης βρίσκει πλήθος εφαρμογών στην οργανική σύνθεση, στη σύνθεση φαρμάκων και γενικά στη
χημική βιομηχανία και δρα ως αποτελεσματικό και ήπιο ακετυλιωτικό αντιδραστήριο (δηλ. εισάγει την ομάδα του
ακετυλίου CH3CO-). 'Αλλο επίσης δραστικό (δραστικότερο και από τον οξικό ανυδρίτη) ακετυλιωτικό μέσο είναι
το ακετυλοχλωρίδιο(acetyl chloride, CH3COCl), αλλά είναι αρκετά πιο δύσχρηστο επειδή είναι πτητικό (ατμίζον υγρό
σ.ζ. 52°C με αποπνικτική οσμή) και παρέχει κατά τις ακετυλιώσεις HCl, το οποίο συχνά είναι ανεπιθύμητο.
Ο οξικός ανυδρίτης αντιδρά εύκολα και ποσοτικά με αλκοόλες παρέχοντας τους αντίστοιχους οξικούς εστέρες, σε
αντίθεση με το οξικό οξύ όπου το παραγόμενο κατά την αντίδραση ύδωρ φέρει την αντίδραση σε μια κατάσταση
ισορροπίας, οπότε απαιτείται επιπλέον κάποιο ισχυρό μέσο δέσμευσής του (π.χ. π. H2SO4). Ωστόσο, το αφυδραντικό
μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητα παραπροϊόντα αφυδάτωσης των αλκοολών (π.χ. διάσπασή τους προς αλκένια). Οι
αντίστοιχες αντιδράσεις είναι:
Στην τελευταία αντίδραση οφείλεται το ότι ο οξικός ανυδρίτης ιστορικά αποτελεί μία από τις πρώτες χημικές ουσίες
των οποίων η παραγωγή και η διάθεση υπήρξε και εξακολουθεί να είναι αυστηρά ελεγχόμενη (controlled substances).
Σήμερα, οι μεγαλύτερες ποσότητες οξικού ανυδρίτη χρησιμοποιούνται στην παραγωγή οξικής κυτταρίνης (cellulose
acetate), ενός χημικώς τροποποιημένου φυσικού πολυμερούς με αφθονία εφαρμογών. Ειδικά για τις ΗΠΑ μια πηγή
αναφέρει ότι το 75% της παραγωγής του οξικού ανυδρίτη πηγαίνει στην παραγωγή της οξικής κυτταρίνης, ενώ το
1,5% στην παραγωγή ασπιρίνης [Αναφ. 11ε].
Μερικά από τα προϊόντα καθημερινής χρήσης από οξική κυτταρίνη, η βιομηχανία της οποίας είναι ο κύριος καταναλωτής οξικού ανυδρίτη.
[Νοέμβριος 2011]
'O,τι συνθετικό υλικό περιέχει άζωτο, είτε πρόκειται για κάποιο πολυμερές, είτε οργανικό χρώμα, είτε
εκρηκτικό, είτε κάποιο φάρμακο, είτε οτιδήποτε άλλο,
είναι σχεδόν βέβαιο ότι το άζωτό του κάποτε βρισκόταν στην ατμόσφαιρα και από εκεί παγιδεύτηκε
αρχικά ως αμμωνία με τη μέθοδο των Haber-Bosch.
(1) Απεικόνιση της αιγυπτιακής θεότητας Amun-Ra. Από το όνομα αυτού του ξεχασμένου θεού προέρχεται η ονομασία
της αμμωνίας και από αυτήν η ονομασία πλήθους άλλων χημικών ενώσεων (π.χ. αμίνες, αμίδια). (2), (3) Οι καμήλες,
μέσω της κοπριάς τους, υπήρξαν οι πρώτες πηγές αλάτων της αμμωνίας. Η κοπριά της καμήλας ακόμη και σήμερα
χρησιμοποιείται ως καύσιμο. Κατά την καύση της παράγεται χλωριούχο αμμώνιο οι ατμοί του οποίου κρυσταλλώνονται
στα ταβάνια των δωματίων. (4) Κρύσταλλοι χλωριούχου αμμωνίου πάνω σε άλλα γαιώδη υλικά. Ως ορυκτό
το χλωριούχο αμμώνιο (salammoniac) είναι σπανιότατο, αφού διαλύεται από το νερό και βρίσκεται συνήθως
εγκλωβισμένο κοντά σε ηφαιστειακές φουμαρόλες, από τα αέρια των οποίων παράγεται.
Joseph Priestley (1733-1804). Διάσημος άγγλος χημικός γνωστότερος για την ανακάλυψη του
Αμμωνία μπορεί να παραχθεί με αναγωγή των νιτρικών αλάτων με διάφορα μέταλλα σε αλκαλικό περιβάλλον. Το
κράμα Devarda (45% Al - 50% Cu - 5% Zn). Η αντίδραση αυτή χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό των
νιτρικών, μετά την ποσοτική μετατροπή τους σε αμμωνία, παραλαβή της με απόσταξη και ογκομετρικό προσδιορισμό
της. Η αντίδραση αναγωγής των νιτρικών είναι η ακόλουθη:
Βιομηχανικές μέθοδοι. Πριν από την έναρξη του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, η αμμωνία λαμβανόταν με ξηρή
απόσταξη φυτικών και ζωικών προϊόντων, με αναγωγή του νιτρώδους οξέος και νιτρωδών αλάτων με υδρογόνο, όπως
επίσης με διάσπαση αμμωνιακών αλάτων (κυρίως του sal-ammoniac, NH4Cl) με ισχυρές βάσεις ή με άσβεστο. Μια
άλλη μέθοδος που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα
(μέθοδος Caro - Frank) βασιζόταν στην παρασκευή και στη συνέχεια υδρόλυση του ασβεστοκυαναμιδίου (CaCN2):
CaO + 3 C CaC2 + CO CaC2 + N2 CaCN2 + C CaCN2 + 3 H2O CaCO3 + 2 NH3
Το 1905, οι Γερμανοί χημικοί Fritz Haber (1868-1934) and Carl Bosch (1874-1940) ανέπτυξαν μια βιομηχανική
μέθοδο παρασκευής αμμωνίας από το ατμοσφαιρικό άζωτο και υδρογόνο, το οποίο σήμερα παράγεται κατά κανόνα
από το φυσικό αέριο (αντίδραση μεθανίου με υδρατμούς, αντίδραση γνωστή ως "αναμόρφωση μεθανίου με ατμό", βλ.
Χημική ένωση του μήνα: Μεθανόλη), έτσι σήμερα η αμμωνία θεωρείται ως προϊόν που παρασκευάζεται με πρώτη ύλη
του φυσικό αέριο.
Η μέθοδος παρασκευής αμμωνίας με δέσμευση του ατμοσφαιρικού αζώτου, γνωστή πλέον ως μέθοδος Haber-
Bosch, έπαιξε ακρογωνιαίο ρόλο στην ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας και των λιπασμάτων για τη γεωργία, αλλά
και των εκρηκτικών υλών, αφού με οξείδωση της αμμωνίας ήταν πλέον εύκολη η παρασκευή νιτρικού οξέος. Ο Haber
τιμήθηκε με το Nobel Χημείας το 1918 και ο Bosch το 1931.
Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί αποτελεσματικότερος τρόπος χημικής δέσμευσης και αξιοποίησης του ατμοσφαιρικού
αζώτου από τη μέθοδο Haber-Bosch. Πράγματι η μέθοδος αυτή φαίνεται "αξεπέραστη". 'O,τι συνθετικό υλικό περιέχει
άζωτο, είτε πρόκειται για κάποιο πολυμερές, είτε οργανικό χρώμα, είτε εκρηκτικό, είτε κάποιο φάρμακο, είτε οτιδήποτε
άλλο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το άζωτό του κάποτε βρισκόταν στην ατμόσφαιρα και από εκεί παγιδεύτηκε αρχικά ως
αμμωνία με τη μέθοδο των Haber-Bosch.
Η αντίδραση μεταξύ αζώτου και υδρογόνου είναι εξώθερμη και παρέχεται από την αντίδραση:
Αντιδραστήρας υψηλής πίεσης Επίδραση της θερμοκρασίας και της πίεσης στο ποσοστό
(κατασκευής 1921) του μετατροπής (απόδοση) των αντιδρώντων (Ν2 + Η2) σε
εργοστασίου της BASF, που αμμωνία. Στους 200ºC και στις 750 atm η απόδοση
Μαγνητίτης (Fe3O4). Το κοινό ορυκτό μαγνητίτης
χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή προσεγγίζει το 90-95%, ωστόσο οι τόσο υψηλές πιέσεις
αποδείχθηκε αποτελεσματικός καταλύτης
αμμωνίας με τη μέθοδο των Haber- δημιουργούν προβλήματα αντοχής, έτσι τελικά
αντικαθιστώντας το πανάκριβο και δυσεύρετο όσμιο
Bosch. Σήμερα στέκει ως χρησιμοποιούνται θερμοκρασίες και πιέσεις γύρω στους
που είχε αρχικά υποδειχθεί από τον Haber.
βιομηχανικό μνημείο στο 500ºC και 200 atm, αντίστοιχα, όπου οι αποδόσεις είναι
Πανεπιστήμιο της Καρλσρούης στη μόλις 10-20% [Αναφ. 3ε].
Γερμανία[Αναφ. 1β].
Η αντίδραση (5) θεωρείται ότι προχωράει σε τρία διαδοχικά βήματα όπου σχηματίζονται διαδοχικά τα σωματίδια NH,
NH2 και τελικά ΝΗ3, ενώ ως στάδιο καθοριστικό της ταχύτητας της συνολικής αντίδρασης θεωρείται η αντίδραση (2).
Το 1913, η μέθοδος Haber - Bosch εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο εργοστάσιο της BASF (Badische Anilin und
Soda Fabrik) στοLudwigshaven-Oppau της Γερμανίας. Ο αρχικός ρυθμός παραγωγής ήταν 30 τόνοι αμμωνίας την
ημέρα. Το απαιτούμενο άζωτο λαμβανόταν με απόσταξη υγροποιημένου αέρα και το υδρογόνο με ηλεκτρόλυση του
ύδατος. Οι σημερινές μέθοδοι διαφέρουν κυρίως ως προς την πηγή υδρογόνου, αλλά και στην αποτελεσματικότητα
των χρησιμοποιούμενων καταλυτών. 'Εχει πραγματοποιηθεί πλήθος μελετών πάνω στις θερμοδυναμικές αρχές που
διέπουν την αντίδραση και στις μορφές των διαφόρων καταλυτών με σκοπό την περαιτέρω μείωση του κόστους της
σύνθεσης.
Εκτός από τις περιοχές όπου υπάρχει εξαιρετικά φθηνή ηλεκτρική ενέργεια, η παραγωγή υδρογόνου πραγματοποιείται
με αντίδραση κωκ με νερό (C/H2O) ή -κυρίως- από το φυσικό αέριο (CH4 > 90%, βλ. Χημική ένωση του μήνα:
Μεθάνιο) ή από τη νάφθα (πτητικό κλάσμα του ακάθαρτου πετρέλαιο). Η χρησιμοποίηση υδρογονανθράκων αντί
άνθρακα για την παραγωγή υδρογόνου παρουσιάζει σημαντικότατα οικονομικά πλεονεκτήματα. Με το ίδιο επενδυτικό
κόστος η απαιτούμενη έκταση είναι μειώνεται στο 1/3, η απαιτούμενη ενέργεια στο 1/2, το ανθρώπινο δυναμικό στο
1/10, ενώ η παραγωγή ΝΗ3 είναι τετραπλάσια.
την παραπάνω "ιδανική" αντίδραση από 1 mol μεθανίου προκύπτουν 8/3 = 2,67 mol αμμωνίας. Ωστόσο,
μέρος του μεθανίου θα πρέπει να καεί για να καλύψει μέρος της συνολικά απαιτούμενης θερμικής ενέργειας
ιο κοντά στην πραγματικότητα συνολική αντίδραση είναι η επόμενη:
τάδια. Αρχικά, το φυσικό αέριο πρέπει να υποστεί προσεκτική αποθείωση για την απομάκρυνση
σεων (κυρίως ίχνη θειολών), οι οποίες δηλητηριάζουν τους μεταλλικούς καταλύτες που χρησιμοποιούνται Το εργοστάσιο λιπασμάτων Burrup στη Δυτική Αυστραλία με
στάδια. Η αποθείωση πραγματοποιείται με καταλυτική υδρογόνωση των θειολών. Tο παραγόμενο παραγωγής 760.000 τόνων υγρής αμμωνίας ετησίω
μεύεται με διαβίβαση του αερίου μίγματος μέσω αντιδραστήρα που περιέχει ZnO (το οποίο αντικαθίσταται
θεί):
ένο φυσικό αέριο πιέζεται στις (περίπου) 30 Atm και αντιδρά με υδρατμούς πάνω από νικέλιο στους 750°C, οι αντιδράσεις, γνωστές ως αντιδράσεις αναμόρφωσης με α
ctions) είναι:
στάδιο της εισαγωγής του αέρα. Με το στάδιο αυτό: (α) εισάγεται οξυγόνο που θα κάψει το υπόλοιπο CH4 (περίπου το 9%) και θα ανεβάσει τη θερμοκρασία σε υψηλές τ
ραγωγή υδρογόνου από το υπόλοιπο CH4 και (β) εισάγεται το απαιτούμενο άζωτο, ώστε να προκύψει η αναλογία Η2:Ν2 στο 3:1.
πλέον στάδιο μετατροπής του CO σε CO2 και παραγωγής επιπλέον υδρογόνου με την αντίδραση μετατόπισης (shift reaction), η οποία πραγματοποιείται σε δύο στάδια
ς καταλύτες και θερμοκρασίες στο καθένα. Στο πρώτο στάδιο (Fe3O4/400°C) το CO μειώνεται από 11% σε 3%, στο δεύτερο (Cu/200°C) μειώνεται από 3% σε 0,3% :
Η2, CO2 (+ ίχνη CO, CH4) απαλλάσσεται από το CO2 με διαβίβασή του μέσω υδατικού διαλύματος K2CO3 το οποίο αναγεννάται σύμφωνα με τις αντιδράσεις:
κοπό μπορούν να χρησιμοποιηθούν οργανικές αμίνες, όπως η αιθανολαμίνη (H2NCH2CH2OH), που μπορούν να αναγεννηθούν με τον ίδιο τρόπο (απορροφούν το CO2 σε
, το αποδίδουν σε υψηλές).
ομάκρυνση και των τελευταίων ιχνών CO που μπορούν να δηλητηριάσουν τον καταλύτη της τελικής αντίδρασης. Αυτό πραγματοποιείται με διαβίβαση του μίγματος υπερά
και αναφέρεται ως στάδιο μεθανίωσης (αντίστροφη της αντίδραση αναμόρφωσης με ατμό):
προκύπτει αποτελεί το αέριο σύνθεσης, το οποίο είναι μίγμα Η2:Ν2 στη θεωρητικά απαιτούμενη αναλογία 3:1. Επιπλέον, περιέχει μικροποσότητες άλλων αερίων που δεν
ης αμμωνίας. Τυπική σύνθεση του αερίου σύνθεσης που θα οδηγηθεί στο τελικό στάδιο σύνθεσης αμμωνίας είναι η εξής: Η2: 74,3%, Ν2: 24,7%, CH4: 0,8%, Ar: 0,3%, C
Σχηματικό διάγραμμα της διαδικασίας παραγωγής αμμωνίας με πρώτες ύλες το φυσικό αέριο και ατμοσφαιρικό αέρα
(δεν περιλαμβάνει τα στάδια αποθείωσης και απαλλαγής του αερίου σύνθεσης από ίχνη CO (στάδιο μεθανίωσης).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υγρή αμμωνία, λόγω του μικρού της κόστους και του μεγάλου ενεργειακού
περιεχομένου της έχει προταθεί ως περιβαλλοντικά ασφαλές καύσιμο (κατά την καύση της δεν παράγει CO2) και έχει
χρησιμοποιηθεί σε δοκιμαστικό επίπεδο ως καύσιμο αυτοκινήτων και αεροσκαφών. Επιπλέον, υπάρχουν οργανισμοί
που προωθούν τη χρήση της αμμωνίας ως καύσιμο (http://www.nh3fuelassociation.org).
'Αλλες αντιδράσεις, όπου η αμμωνία δρα αναγωγικά είναι η αναγωγή μεταλλικών οξειδίων και διάφορων οξειδωτικών
ενώσεων (κυρίως σε αλκαλικά διαλύματα):
'Αλατα του αμμωνίου με οξειδωτικά ανιόντα υπόκεινται σε αυτοοξειδοαναγωγικές αντιδράσεις θερμικής διάσπασης,
από τις οποίες από τις πιο γνωστές είναι οι ακόλουθες:
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αντίδραση οξείδωσης της αμμωνίας με διάλυμα υποχλωριωδών αλάτων (π.χ.
χλωρίνη). ΠΡΟΣΟΧΗ! Πρόκειται για δύο χημικές ουσίες που κυκλοφορούν ελεύθερα και βρίσκονται σχεδόν σε κάθε
σπίτι. Tα διαλύματα αμμωνίας που διατίθενται για οικιακή χρήση από τα φαρμακεία περιέχουν 5-10% ΝΗ3, ενώ τα
διαλύματα που διατίθενται από οίκους χημικών αντιδραστηρίων και προορίζονται για χημικά εργαστήρια περιέχουν
συνήθως 25-30% αμμωνία [Αναφ. 1β]. Ωστόσο, η αμμωνία αποτελεί και κύριο συστατικό πολλών οικιακών
προϊόντων καθαρισμού επιφανειών (τζαμιών). Επομένως, είναι πολύ πιθανή η ανάμιξη διαλυμάτων που περιέχουν
υποχλωριώδη και αμμωνία κατά λάθος ή στα πλαίσια κάποιων "πειραματισμών", γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε
επικίνδυνες καταστάσεις.
Τα παραγόμενα προϊόντα εξαρτώνται από τις συνθήκες της αντίδρασης, των συγκεντρώσεων και τις αναλογίες των
αντιδρώντων. Στην καλύτερη περίπτωση, αν τα υποχλωριώδη βρίσκονται σε περίσσεια το προϊόν οξείδωσης είναι
αποκλειστικά άζωτο, ενώ αν η αμμωνία βρίσκεται σε περίσσεια αυξάνουν οι πιθανότητες παραγωγής τοξικών, αλλά και
εκρηκτικών ενώσεων όπως η χλωραμίνη (NH2Cl) και η υδραζίνη (N2H4). Οι (συνολικές) αντιδράσεις που παρέχουν
αυτά τα προϊόντα έχουν ως εξής [Αναφ. 4]:
Η τελευταία αντίδραση (αμμωνίας - υποχλωριωδών) χρησιμοποιείται για τη βιομηχανική παραγωγή υδραζίνης και
πραγματοποιείται συνήθως παρουσία ζελατίνης (μέθοδος Raschig, 1907).
Ιδιαίτερο βιομηχανικό ενδιαφέρον έχει η οξείδωση μίγματος αμμωνίας - μεθανίου από οξυγόνο. Σε υψηλή θερμοκρασία
και παρουσία καταλύτη η αντίδραση παρέχει υδροκυάνιο (μέθοδος Andrussov):
Σελίδα 73 από 256
Με τη μέθοδο αυτή παρασκευάζονται εκατοντάδες χιλιάδες τόνοι υδροκυανίου ετησίως. Το υδροκυάνιο
χρησιμοποιείται επί τόπου για την παρασκευή ακρυλονιτριλίου και στη συνέχεια πολυακρυλονιτριλίου, που αποτελεί το
κύριο πολυμερές (για υφάνσιμες ίνες). Αναφέρεται ότι το 2000 με τη μέθοδο Andrussov παρήχθησαν 732 χιλιάδες
τόνοι υδροκυανίου.
Αντιδράσεις αμμωνίας με αλογόνα. 'Αμεση αντίδραση
της αμμωνίας με χλώριο παρέχει χλωραμίνες (εξαιρετικώς
ερεθιστικά υγρά, συναντούνται σε πολύ μικρές
συγκεντρώσεις σε πισίνες, όπου χρησιμοποιείται χλώριο για
την απολύμανση των υδάτων τους) και τριχλωριούχο
άζωτο (ή τριχλωραμίνη, NCl3), ένα επικίνδυνα ασταθές
εκρηκτικό υγρό (σ.ζ. = 71°C). Αναφέρεται ότι ο Pierre
Louis Dulong που παρασκεύσε τριχλωριούχο άζωτο για
Βίντεο από το Youtube επίδειξης της εκρηκτικής αστάθειας του πρώτη φορά το 1812, έχασε δύο δάκτυλα και ένα μάτι σε
ιωδιούχου αζώτου (video1, video2).
δύο ξεχωριστές εκρήξεις.
Αντίστοιχες ασταθείς ενώσεις παρέχει και με το βρώμιο. Με το φθόριο αντιδρά παρέχοντας το άοσμο αλλά τοξικό
αέριοτριφθοριούχο άζωτο (NF3, σ.ζ. = -129,1°C), το μόνο σταθερό τριαλογονίδιο του αζώτου.
Η αντίδραση υδατικών διαλυμάτων αμμωνίας με ιώδιο παρέχει ένα μέλαν σώμα, το οποίο περιγράφεται ως τριιωδιούχο
άζωτο (ΝΙ3), στην πραγματικότητα όμως πρέπει να είναι μικτή ένωση πολυμερικού χαρακτήρα. Το ΝΙ 3 όταν είναι ξηρό
είναι εξαιρετικά ασταθές και διασπάται στα συστατικά του εκρηκτικά με εκκωφαντικό κρότο ακόμη και αν αγγιχθεί "με
φτερό".ΠΡΟΣΟΧΗ!: Στα πειράματα επίδειξης παρασκευής και έκρηξης NI3 πρέπει να χρησιμοποιείται ελάχιστη
ποσότητα κρυσταλλικού ιωδίου (5-10 mg):
Αντίδραση αμμωνίας με διοξείδιο του άνθρακα. Μεγάλες ποσότητες ουρίας παρασκευάζονται με άμεση
αντίδραση αμμωνίας με διοξείδιο του άνθρακα υπό πίεση και υψηλή θερμοκρασία. Η ουρία παράγεται σε ποσότητες
δεκάδων εκατομμύριων τόνων και χρησιμοποιείται ως συστατικό αζωτούχων λιπασμάτων. Οι αντιδράσεις έχουν ως
εξής:
Αντιδράσεις αμμωνίας με οργανικές ενώσεις. Η αμμωνία αντιδρά με πλήθος οργανικών ενώσεων σχηματίζοντας
αμίνες και αμίδια. Τυπικές (γενικές) αντιδράσεις είναι:
Με αλκυλαλογονίδια παρέχει αμίνες (πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς, ανάλογα με την αναλογία των
αντιδρώντων, π.χ.
NH3 + RI RNH2 + HI RNH2 + RI R2NH + HI R2NH + CH3I R3N + HI
Με εστέρες (αμμωνιόλυση), αλλά κυρίως με ακυλαλογονίδια και ανυδρίτες οξέων παρέχει αμίδια, π.χ.
RCOOR' + NH3 RCONH2 + R'OH RCOCl + NH3 RCONH2 + HCl (RCO)2O + NH3
RCONH2 + RCOOH
Με αλδεΰδες και κετόνες παρέχει ιμινοενώσεις:
RCH=O + NH3 R-CH=NH R-CO-R' + NH3 R-C(=NH)-R'
Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση αμμωνίας με φορμαλδεΰδη που παρέχει
εξαμεθυλενοτετραμίνη, ένα μόριο με ενδιαφέρουσα δομή. Η εξαμεθυλενοτετραμίνη είναι
γνωστή και ως ουροτροπίνη και παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί ως απολυμαντικό φάρμακο
του ουροποιητικού συστήματος:
6 ΗCHO + 4 NH3 (CH2)6N4 + 6 H2O
Εξαμεθυλενοτετραμίνη
Η εξαμεθυλενοτετραμίνη υδρολύεται βραδέως σε υδατικά διαλύματα παρέχοντας (ουροτροπίνη)
φορμαλδεΰδη, στην οποία οφείλεται η απολυμαντική της δράση.
Η αμμωνία αντιδρά με εποξείδια σχηματίζοντας αμινοαλκοόλες. 'Ετσι, η βιομηχανική παρασκευή της αιθανολαμίνης,
της διαιθανολαμίνης και της τριαιθανολαμίνης βασίζονται στην αντίδραση αιθυλενοξειδίου και αμμωνίας:
Ο ομοιότητα ύδατος - υγρής αμμωνίας επεκτείνεται και στα ιόντα στα οποία διίστανται. Έτσι, τα κατιόντα H3O+ και
ΝΗ4+, όπως και τα ανιόντα ΟΗ- και ΝΗ2- (ανιόν αμιδίου) είναι ισοηλεκτρονιακά και ουσιαστικώς ισομεγέθη μεταξύ τους.
Σε γενικές γραμμές, η υγρή αμμωνία είναι καλύτερος διαλύτης σε σχέση με το ύδωρ ως προς τις οργανικές ενώσεις
(π.χ. διαλύει το βενζόλιο σε αντίθεση με το ύδωρ) και κάπως χειρότερος διαλύτης ως προς τις ανόργανες ενώσεις
(λόγω μικρότερης διηλεκτρικής σταθεράς). Στον επόμενο πίνακα δείχνονται τα ανιόντα των αλάτων που κατά κανόνα
είναι ευδιάλυτα και δυσδιάλυτα στην υγρή αμμωνία:
Απομακρύνεται με διήθηση το NaCl και αφήνεται το διάλυμα του νιτρώδους αμμωνία στην υγρή αμμωνία να
εξατμιστεί, αφήνοντας κρυστάλλους του άλατος.
Χαρακτηριστική ιδιότητα της υγρής αμμωνίας είναι το ότι διαλύει ορισμένα δραστικά μέταλλα (αλκάλια, γαιαλκάλια,
λανθανίδες) σχηματίζοντας βαθυκύανα διαλύματα, τα οποία σε ακόμη μεγαλύτερες συγκεντρώσεις αποκτούν ένα
μπρούτζινο λούστρο (βλ. φωτογραφία) [Αναφ. 6].
Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην ικανότητα της αμμωνία να σχηματίζει σταθερά διαλυτωμένα (αμμωνιωμένα)
ηλεκτρόνια (στα οποία οφείλεται ο χρωματισμός τους) σε αντίθεση με το νερό στο οποίο τα διαλυτωμένα
(υδατωμένα) ηλεκτρόνια είναι ασταθή, αφού οδηγούνται σε σχεδόν άμεση αναγωγή του ύδατος με παραγωγή αερίου
υδρογόνου. Οι αντιδράσεις (π.χ. με μεταλλικό Na) έχουν ως εξής:
Τα διαλύματα αλκαλιμετάλλων σε υγρή αμμωνία χρησιμοποιούνται στη χημική σύνθεση ως εξαιρετικώς δραστικά
αναγωγικά μέσα, αφού περιέχουν σχεδόν καθαρά ηλεκτρόνια. Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι τα πυκνά διαλύματά
τους είναι ηλεκτρικώς αγώγιμα και ουσιαστικά συμπεριφέρονται ως υγρά μέταλλα, αφού διαθέτουν πλήθος ευκίνητων
ηλεκτρικών φορέων.
Κύλινδροι και βαγόνι μεταφοράς υγρής αμμωνίας Τρακτέρ με σύστημα εισαγωγής στο έδαφος υγρής αμ
Οι κύριες χρήσεις της αμμωνίας είναι ακόλουθες: 1) Παρασκευή νιτρικού οξέος με τη μέθοδο Ostwald και από αυτό
διάφορων νιτρικών αλάτων και εκρηκτικών υλών. 2) Παρασκευή λιπασμάτων, όπως θειικού, νιτρικού και φωσφορικού
αμμωνίου. 3) Παρασκευή διάφορων αμμωνιακών αλάτων (χλωριούχο αμμώνιο, ανθρακικό αμμώνιο). 4) Παρασκευή
άλλων αζωτούχων ενώσεων (νατριοκυαναμίδιο, ουρία, βαφές, φαρμακευτικά προϊόντα, πλαστικά υλικά όπως rayon,
nylon, ακρυλικά). 5) Στη βιομηχανία σόδας (όξινο ανθρακικό νάτριο και ανθρακικό νάτριο) με τη μέθοδο Solvay. 6)
Ως ψυκτικό υγρό στις βιομηχανίες πάγου. 7) Σε διάφορα καθαριστικά υγρά (υφασμάτων, υάλινων επιφανειών). 8) Ως
αντιδραστήριο στα χημικά εργαστήρια.
'Εκθεση του ανθρώπου στην αμμωνία [Αναφ. 5β] Τοξικότητα της αμμωνίας, υγιεινή και
ασφάλεια εργαζομένων [Αναφ. 8]
Συγκέντρωση
Επίδραση στο σώμα Επιτρεπτή έκθεση
στον αέρα (ppm) Η αμμωνία είναι ισχυρά τοξική ένωση και εισπνοή
Καμία βλάβη ακόμη και αερίου αμμωνίας σε μεγάλες συγκεντρώσεις είναι
Αισθητή από τους
50 για πολύωρη επικίνδυνη για τους πνεύμονες και το δέρμα, λόγω
περισσότερους
καθημερινή έκθεση των ισχυρώς βασικών (καυστικών) ιδιοτήτων της.
134 Ερεθισμός μύτης και λαιμού Μέγιστη έκθεση: 8 ώρες Ο OSHA (Occupational Safety and Health
Βήχας, ερεθισμός στα μάτια, Administration) στις ΗΠΑ έχει θέσει όρια έκθεσης
700 μπορεί να προκαλέσει Μέγιστη έκθεση: 1 ώρα των 15 λεπτών για συγκεντρώσεις 35 ppm ,ενώ
απώλεια της όρασης το TLV (Threshold Limit
Σοβαρή βλάβη στους
Δεν επιτρέπεται έκθεση
Value) είναι 25 ppm (για 8-ωρη ημέρα
1700 πνεύμονες. Θάνατος αν δεν εργασίας). Ως άμεσα επικίνδυνη για τη ζωή (όριο
του οργανισμού
υπάρξει ιατρική βοήθεια
IDLH: Immediately Dangerous to Life and Health)
Φλύκταινες και εγκαύματα έχει καθορισθεί η συγκέντρωση των 300 ppm.
Δεν επιτρέπεται έκθεση
2000 στο δέρμα σε λίγα
του οργανισμού
Η Ανώτατη Οριακή Τιμή για το εργασιακό
δευτερόλεπτα
περιβάλλον στην Ευρώπη είναι 50 ppm. Ευτυχώς η
Αδύνατη η διαφυγή. Θάνατος Δεν επιτρέπεται έκθεση
5000
από ασφυξία σε λίγα λεπτά του οργανισμού οσμή της αμμωνίας είναι ιδιαίτερα αφόρητη
(αντιληπτή γίνεται από τα 5 ppm και πάνω) και
είναι απίθανο να εκτεθεί κάποιος σε επικίνδυνα επίπεδα χωρίς να το αντιληφθεί. Επανειλημμένες εκθέσεις του
ανθρώπινου οργανισμού σ' αυτήν δεν προκαλούν κάποιο σωρευτικό (χρόνιο) αποτέλεσμα στον οργανισμό [Αναφ.
5γ].
Στο εμπόριο διατίθεται συσκευές μέτρησης της αμμωνίας στην ατμόσφαιρα για εργασιακούς χώρους, όπως επίσης
φορητές συσκευές και κιτ αντιδραστηρίων για την ποσοτική μέτρηση σε ύδατα (πισίνες, ενυδρεία κ.λπ.). Να
σημειωθεί, ότι η αμμωνία αποτελεί την μορφή με την οποία αποβάλλεται από τον οργανισμό το πλεονάζον άζωτο
[Δεκέμβριος 2011]
ίναι μια αστείρευτη πηγή NaCl, όπου αποτελεί περίπου το 78% της συνολικής ποσότητας των αλάτων της. Δεξιά: Η μέση σύνθεση ενός χιλιογράμμου θαλασσινού νερού [
Ιστορική και πρακτική σημασία του αλατιού στις ανθρώπινες κοινωνίες [Αναφ. 1γ, 2]
Δείγματα αλίτη (ορυκτό NaCl) με διαφορετικούς χρωματισμούς που οφείλονται σε προσμίξεις άλλων ορυκτών (χαλκού, σιδήρου), όπως επίσης και
σε εγκλωβισμένους μικροοργανισμούς.
ον γνωστά αλατωρυχεία είναι εκείνο της Πολωνικής πόλης Wieliczka (Wieliczka Salt Mine). Σε βάθος που φτάνει τα 327 μέτρα και με διαδρόμους που σε συνολικό μήκος
ρείται ως ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου. Διάσημο τουριστικό αξιοθέατο παρέχει στους τουρίστες μια διαδρομή που ξεπερνάει τα 3 χιλιόμετρα, στην οποία περιλαμβά
αίθουσες και μια ποικιλία από εκθέματα. Αριστερά: Λίμνη από κορεσμένο αλατόνερο. Μέσον: αίθουσα από αλάτι, όπου συχνά δίνονται συναυλίες. Δεξιά: Γλυπτά από αλάτι
υ διάσημου αλατωρυχείου Uyuni της Βολιβίας (τα αποθέματά του σε αλάτι εκτιμώνται στα 10 δισεκατομμύρια τόνους) χτίστηκε το 1993 ένα ξενοδοχείο Hotel de Sal Playa
υλικό το ορυκτό αλάτι. Το ξενοδοχείο διαθέτει 15 δωμάτιο, χώρο υποδοχής, εστιατόριο, καθιστικό και μπαρ, όλα με έπιπλα επίσης κατασκευασμένα από ορυκτό αλάτι.
Ανάπτυξη κρυστάλλων χλωριούχου νατρίου κατά τη βραδεία συμπύκνωση του θαλασσινού ύδατος και μορφή των στερεών κρυστάλλων του σε ένα
τυπικό δείγμα μαγειρικού αλατιού. Για να αποφευχθεί η συγκόλληση των κρυστάλλων (από την επίδραση της υγρασίας) συνήθως στο μαγειρικό
αλάτι προστίθεται σε πολύ μικρές ποσότητες ένα αντισυσσωματικό πρόσθετο (anti-caking additive), όπως ανθρακικό μαγνήσιο ή αργιλοπυριτικά
άλατα του νατρίου. Το πρόσθετο καλύπτει τις επιφάνειες των μικροσκοπικών κρυστάλλων αποτρέποντας τη συσσωμάτωσή τους.
Η παλαιότερη χρήση του αλατιού ήταν η συντήρηση τροφίμων με τη διαδικασία της αλιπάστωσης (πάστωμα). Η δυνατότητα αυτή,
που σχετιζόταν άμεσα με την επιβίωση του ανθρώπου, ήταν αυτή που προσέδιδε στο αλάτι τη μεγάλη του αξία.
Αλάτι και διατροφή. Το αλάτι έχει την ιδιότητα να εμποδίζει την ανάπτυξη μικροοργανισμών, γι' αυτό και
χρησιμοποιείται για τη συντήρηση των τροφίμων (αλιπάστωση). Το αλάτι στο παρελθόν ήταν το κύριο συστατικό των
αλατισμένων τροφίμων και στα διάφορα τουρσιά (pickles) μαζί με το ξύδι. Το αλάτι που προέρχεται από τη θάλασσα
Σελίδα 82 από 256
(θαλασσινό αλάτι) θεωρείται ωφελιμότερο (λόγω των μικρών ποσοτήτων ιωδίου που περιέχει) από το ορυκτό και
χρησιμοποιείται στην καθημερινή διατροφή του ανθρώπου. Είναι απαραίτητη μια μικρή ποσότητα από αυτό να
λαμβάνεται καθημερινά με τις τροφές.
Το αλάτι στη διατροφή διευκολύνει την πέψη, ανοίγει την όρεξη, συντελεί στην έκκριση των γαστρικών υγρών και
είναι κύρια πηγή του HCl που εκκρίνεται στο στομάχι, έτσι εμποδίζει ανεπιθύμητες ζυμώσεις στο στομάχι και στα
έντερα, αποτρέπει τη δυσκοιλιότητα και βοηθάει στον μεταβολισμό των τροφών που περιέχουν πρωτεΐνες. Είναι,
επίσης, ωφέλιμο σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις, γιατί εμποδίζει τις εσωτερικές αιμορραγίες, δρα σαν
καθαρτικό κ.λπ. Το αλάτι συντελεί στην αύξηση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων και τα βοηθά να
προσλαμβάνουν ευκολότερα το οξυγόνο, προσδίδοντας έτσι στο αίμα λαμπρότερο χρώμα.
Παρά την αξία που έχει το αλάτι για την υγεία του ανθρώπου, η κατάχρησή του στη διατροφή είναι δυνατό να
προκαλέσει αρκετές παθολογικές καταστάσεις και ασθένειες. Η υπερβολική χρήση του στη διατροφή μπορεί να
οδηγήσει σε έλκος, δυσπεψία και νεφρικές βλάβες. Επίσης η υπερβολική χρήση αλατιού επιφέρει αύξηση της πίεσης
του αίματος. Για όλα αυτά επιβάλλεται προσοχή στον καθορισμό της καθημερινά απαιτούμενης ποσότητας. Η
ποσότητα αυτή ποικίλλει ανάλογα με τον οργανισμό, την ηλικία και τη γενικότερη διατροφή.
Κάποια στοιχεία και περιστατικά από την ιστορία της οικονομίας του αλατιού
Το αλάτι πάντοτε αποτελούσε πολύτιμο εμπόρευμα. Μάλιστα έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο πολιτισμός ξεκίνησε σε περιοχές
κοντά σε ερήμους ακριβώς επειδή εκεί υπάρχαν μεγάλες ποσότητες αλατιού. Ακόμη, θεωρείται ότι ο πρώτος πόλεμος
πραγματοποιήθηκε κοντά στην αρχαία πόλη Essalt στον ποταμό Ιορδάνη, ίσως λόγω των μεγάλων αποθεμάτων της πόλης σε αλάτι.
Η αξία του προφανώς ήταν τεράστια ιδιαίτερα σε λαούς που ζούσαν μακριά από πηγές του (θάλασσες και αλατωρυχεία).
'Ενας από τους πρώτους φόρους που αναφέρονται στην ιστορία είναι εκείνος που επιβλήθηκε από τον Κινέζο αυτοκράτορα Hsia
Yu (2200 π.Χ.) στο εμπόριο του αλατιού. Στο Θιβέτ, ο Μάρκο Πόλο διαπίστωσε ότι χρησιμοποιούσαν σαν νομίσματα κάτι πίτες από
αλάτι με απεικονίσεις του Μεγάλου Χάνου. Ακόμη και σήμερα, νομαδικές φυλές της Αφρικής χρησιμοποιούν το αλάτι σαν χρήμα.
Ο Mahatma
Συχνά οι Ρωμαίοι Gandhi αψήφησε τους
Εμπόριο αλατιού Σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής το αλάτι
λεγεωνάριοι βρετανικούς νόμους για τη
Αζτέκων Ινδιάνων χρησιμοποιείται ακόμη ως μέσο συναλλαγών.
πληρώνονταν με αλάτι. φορολογία του αλατιού με τη
μεγάλη πορεία προς τη Dandi.
Στην αρχαία Ελλάδα αγόραζαν σκλάβους με αλάτι και από τότε έχει μείνει η υποτιμητική φράση " αυτός δεν αξίζει το αλάτι του". Οι
Ρωμαίοι λεγεωνάριοι συχνά πληρώνονταν με αλάτι και για τον λόγο αυτό ο μισθός στα λατινικά λεγόταν salarium, που προερχόταν
από τη λατινική ονομασία του αλατιού: sal (γεν. salis).
Στο Τιμπουκτού (σήμερα στο Μαλί) του 12ου αιώνα, την πύλη της ερήμου της Σαχάρας, έδρα των σοφών της περιοχής,
θεωρούσαν το αλάτι εξίσου πολύτιμο με τα βιβλία και τον χρυσό.
Στη Γαλλία, ο Ο Kάρολος ο Ανδεγαυικός (Charles d' Anjou, 1226-1285) καθιέρωσε ένα φόρο στο αλάτι (gabelle) για να
χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του (1259) κατά του Βασιλείου της Νάπολης. Ο φόρος παρέμεινε και ήταν μια από τις αφορμές που
πυροδότησαν τη Γαλλική Επανάσταση (αν και προσωρινά είχε είχε καταργηθεί). Επί Γαλλικής Δημοκρατίας ο φόρος αυτός επανήλθε
και καταργήθηκε μόλις το 1946.
Τεράστιες ποσότητες αλατιού αποθηκεύονται για να χρησιμοποιηθούν στην αποπάγωση δρόμων και αεροδρομίων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην άνοδο μπορεί να συμβεί παράλληλα και οξείδωση του ύδατος (δηλ. του οξυγόνου
του), σύμφωνα με την αντίδραση:
2 Η2Ο 4 Η + + Ο2 + 4 e -
Ωστόσο, όσο πυκνότερο είναι το διάλυμα NaCl, τόσο περισσότερο ευνοείται το χλώριο ως προϊόν της ανοδικής
αντίδρασης. 'Ετσι, στην άνοδο εκλύεται χλώριο, το οποίο ψύχεται, ξηραίνεται, υγροποιείται (έτσι απαλλάσσεται από
ίχνη οξυγόνου) και αποθηκεύεται υπό πίεση.
Στην κάθοδο, εξαιτίας του μεγάλου υπερδυναμικού αναγωγής του Η(+1) σε υδραργυρικά ηλεκτρόδια,
πραγματοποιείται αναγωγή των ιόντων νατρίου και όχι του υδρογόνου του ύδατος. Το νάτριο διαλύεται αμέσως στον
υδράργυρο σχηματίζοντας ρευστό αμάλγαμα, όπου διατηρείται ως μέταλλο, όσο το αμάλγαμα αποτελεί την κάθοδο
του στοιχείου. Το ρευστό αμάλγαμα του νατρίου ρέει σε έναν ξεχωριστό αντιδραστήρα που περιέχει καθαρό νερό,
όπου ελεύθερο και χωρίς να αποτελεί πλέον την κάθοδο του στοιχείου, αντιδρά με το νερό σύμφωνα με την
αντίδραση:
2 Na (διαλυμένο σε Ηg) + 2 H2O 2 NaOH +
H2 + Hg
'Ετσι, από τον αντιδραστήρα εξέρχεται καθαρό διάλυμα
NaOH, ενώ ο υδράργυρος, απαλλαγμένος από το νάτριο,
επανέρχεται στο ηλεκτρολυτικό στοιχείο. Η όλη
διαδικασία είναι συνεχής. Το εξερχόμενο υδατικό διάλυμα
NaCl, αφού απαλλαχθεί από το διαλυμένο χλώριο, το
οποίο θα μπορούσε να διαλυτοποιήσει μέρος του
υδραργύρου, εμπλουτίζεται με φρέσκο διάλυμα NaCl και
επανέρχεται στο ηλεκτρολυτικό στοιχείο.
Οι μεγαλύτερες ποσότητες του παραγόμενου υδραργύρου
χρησιμοποιούνταν στα στοιχεία αυτά. Παρόλο που ο
υδράργυρος χρησιμοποιείται σε κλειστό σύστημα,
ελάχιστες ποσότητές του είναι πάντοτε πιθανό να
διαφύγουν προς στο περιβάλλον. Επίσης, τα κύρια
προϊόντα της διαδικασίας (χλώριο, καυστικό νάτριο) είναι
μολυσμένα με ίχνη ενώσεων υδραργύρου. Σε μια
περίπτωση προκλήθηκε σοβαρή ρύπανση του
περιβάλλοντος από διαρροή υδραργύρου, όπως και
δηλητηρίαση μελών μιας φυλής Ινδιάνων (Εταιρεία
Διαδικασία Chloralkali με ηλεκτρολυτικό στοιχείο μεμβράνης (αρχή).
Dryden Chemical Company, Οντάριο, Καναδάς 1970).
'Ολα αυτά οδήγησαν στη σταδιακή εγκατάλειψη των στοιχείων υδραργύρου για τη διαδικασία Chloralkali.
'Ετσι, στην άνοδο παράγεται χλώριο που συλλέγεται όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, ενώ στην κάθοδο, σε
αντίθεση με το στοιχείο υδραργύρου, παράγεται NaOH και υδρογόνο (σε μη υδραργυρικά ηλεκτρόδια ανάγεται
ευκολότερα το Η(+1) του ύδατος παρά το ιόν του νατρίου). 'Oταν στο διάλυμα της ανόδου (ανολύτη) η
περιεκτικότητα σε NaOH φτάσει το 50% το NaCl απομακρύνεται με διαδικασία εξάτμισης και επανεισάγεται ως άλμη
στο ηλεκτρολυτικό στοιχείο. Ωστόσο, το διάλυμα NaOH πάντοτε περιέχει προσμίξεις NaCl
Στοιχεία
μεμβράνης.
Τα στοιχεία
μεμβράνης
είναι
παρόμοια σε
κατασκευή με
τα στοιχεία με
διάφραγμα,
μόνο που τη
θέση του
διαφράγματος
Τυπική χημική δομή του Nafion και μια τυπική μορφή του. καταλαμβάνει
ένα πολυμερικό κατιονανταλλακτικό υλικό, το οποίο επιτρέπει τη διέλευση μόνο σε κατιόντα (cation-exchange
membrane, CEM). Αυτό σημαίνει ότι μόνο τα ιόντα νατρίου μπορούν να περάσουν από το διαμέρισμα της ανόδου
προς το διαμέρισμα της καθόδου και όχι τα ιόντα χλωρίου. Προφανές πλεονέκτημα είναι ότι το διαμέρισμα της
καθόδου δεν μολύνεται από χλωριούχα και το παραγόμενο NaOH είναι απαλλαγμένο από NaCl.
Μια τυπική κατιονανταλλακτική μεμβράνη που συνδυάζει τις επιθυμητές ιδιότητες ως προς την επιλεκτική διέλευση
των κατιόντων σε συνδυασμό με χημική αδράνεια (απαραίτητη λόγω της παρουσίας ελεύθερου χλωρίου στην περιοχή
της ανόδου του ηλεκτρολυτικού στοιχείου) είναι τοNafion. Πρόκειται για ένα υπερφθοριωμένο πολυμερές με όξινες
σουλφονικές ομάδες, που παρασκευάσθηκε στην εταιρεία Du Pont κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Τα πρωτόνια
μπορούν διακινηθούν με "πηδήματα" από τη μια σουλφονική ομάδα στην άλλη, ενώ μέσω των πόρων μπορούν να
διέλθουν τα κατιόντα, όχι όμως ανιόντα και ηλεκτρόνια. Οι διάφοροι τύποι μεμβρανών Nafion διαφέρουν μεταξύ τους
ως προς την αγωγιμότητά τους για διάφορα κατιόντα.
Το υδρογόνο αποτελεί ένα επιπλέον προϊόν της διαδικασίας Chloralkali. Οικονομικά δεν προσφέρει πολλά, διότι άλλες
πηγές υδρογόνου παρέχουν το αέριο αυτό με πολύ μικρότερο κόστος. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο
ή για την επιτόπια παραγωγή υδροχλωρίου. Μια άλλη ιδέα είναι η τροποποίηση της τυπική διαδικασίας Chloralkali με
σκοπό τη μείωση του κόστους με κατάργηση της παραγωγής υδρογόνου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με αντικατάσταση
της καθόδου παραγωγής υδρογόνου με μια κάθοδο κατανάλωσης οξυγόνου (ηλεκτρόδια διάχυσης αερίου, που
συνήθως χρησιμοποιούνται στα "στοιχεία καυσίμων"). Τα ηλεκτρόδια διάχυσης αερίου είναι πορώδη εξασφαλίζουν
τεράστια επιφάνειας επαφής του εισαγόμενου αερίου με το διάλυμα του ηλεκτρολύτη, μειώνοντας σημαντικά τα
υπερδυναμικά των ηλεκτροδιακών αντιδράσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση στην πορώδη κάθοδο εισάγεται οξυγόνο, οπότε αντί να αναχθεί το Η2O προς
H2 [ανάγεται το Η(+1) προς Η(0)], ανάγεται (ευκολότερα) το εισαγόμενο οξυγόνο, Ο2, προς H2Ο [ανάγεται το Ο(0)
προς Ο(-2)]. To αποτέλεσμα είναι να απαιτείται μικρότερη εφαρμοζόμενη τάση στο στοιχείο κατά 0,8 έως
1,0 V, γεγονός που συνεπάγεται μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία μπορεί να φτάσει και το
30%. Στο οικονομικότερο αυτό σύστημα στοιχείου μεμβράνης η ολική ηλεκτρολυτική αντίδρασηείναι η
ακόλουθη: 2 NaCl + H2O + 1/2 Ο2 + ηλεκτρική ενέργεια 2 NaOH + Cl2 [Αναφ. 8β].
Τα κύρια προϊόντα της διαδικασίας Chloralkali: Χλώριο, καυστικό νάτριο, λευκαντικά διαλύματα υποχλωριώδους νατρίου (χλωρίνες), χλωρικό νάτριο.
Παρασκευή υποχλωριώδους και χλωρικού νατρίου. Απουσία διαφράγματος ή μεμβράνης το χλώριο, που
παράγεται στην άνοδο, έρχεται σε επαφή με το υδροξείδιο του νατρίου, που παράγεται στην κάθοδο με αποτέλεσμα
χημική αντίδραση μεταξύ τους. Ανάλογα με τη θερμοκρασία, η αντίδραση αυτή μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή
υποχλωριωδών ιόντων (σε χαμηλές θερμοκρασίες) ή χλωρικών ιόντων (σε θερμοκρασίες > 65°C) με βάση τις
αντιδράσεις:
2 Cl2 + 2 ΟΗ- ClO- + Cl- + H2O 3 Cl2 + 6 ΟΗ- ClO3- + 5 Cl- + 3 H2O
Οι αντίστοιχες ολικές ηλεκτρολυτικές αντιδράσεις μπορούν να γραφούν ως εξής:
NaCl + H2O + ηλεκτρική ενέργεια NaClO + H2 NaCl + 3 H2O + ηλεκτρική
ενέργεια NaClO3 + 3 H2
[Ιανουάριος 2012]
Σύγκριση της προβολής κατά Fischer της άκυκλης D-γλυκόζης με την αντίστοιχη απεικόνιση με βάση τους προσδιορισμούς R, S.
Αριστερά: δείχνεται πως η άμεση προβολή Fischer του άκυκλου μορίου τηςD-γλυκόζης (ανοικτή δομή) οδηγεί σε μια "κυλινδρική"
διαμόρφωση στο χώρο του μορίου (με πολύ μικρή πιθανότητα παρουσίας). Δεξιά: δείχνεται μια πολύ πιο πιθανή (zig-
zag) διαμόρφωση του μορίου τηςD-γλυκόζης. Ωστόσο, παρά το τελείως διαφορετικό σχήμα των δύο διαφορετικών διαμορφώσεων
του μορίου και οι δύο τους είναι ισοδύναμες από άποψη εναντιομέρειας, αφού η μία προκύπτει από την άλλη μέσω ελεύθερων
περιστροφών μέσω των δεσμών C-C, χωρίς αλλαγή της θέσης των ομάδων που βρίσκονται σε κάθε κορυφή του τετραέδρου κάθε
άνθρακα.
Μηχανισμός κατάλυσης της ανωμερείωσης της α-γλυκόζης προς β-γλυκόζη. Η ισορροπία αποκαθίσταται μέσω της ανοικτής μορφής του σακχάρου.
αρακολούθησης της ανωμερείωσης α-γλυκόζης προς β-γλυκόζη. Αριστερά: με βάση την ταχύτητα Αντίδραση περίσσειας α- και β-γλυκόζης με υπεριωδικά ιόντα
υ διαλύματός της με υπεριωδικά ιόντα (βλέπε κείμενο). Δεξιά: με βάση τη στροφική ικανότητα του αντιδρά ταχύτερα λόγω της παρουσίας cis-υδροξυλίων στους ά
ς. Και στις δύο περιπτώσεις η θερμοκρασία ήταν 22°C, ενώ η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε pH 6,0 C2, σε αντίθεση με τη β-γλυκόζη, όπου τα υδροξύλια αυτά β
οι δύο (τελείως διαφορετικές) μέθοδοι έδωσαν συγκρίσιμα αποτελέσματα. Επίσης, είναι εμφανές ότι θέση trans, γεγονός που καθιστά τον αντίστοιχο δεσμό C-C
η ανωμερείωση επέρχεται ταχύτερα στο αλκαλικότερο διάλυμα [Αναφ. 5β]. ευπρόσβλητο από τα υπεριωδικά ανιόντα.
Με βάση τα προηγούμενα αναμένεται ότι διάλυμα γλυκόζης, το οποίο αρχικά περιέχει σχεδόν καθαρή α-D-
γλυκοπυρανόζη, όταν είναι πρόσφατο θα αντιδρά ταχύτερα με τα υπεριωδικά ιόντα, ενώ όσο παλαιώνει η ταχύτητα
της ίδιας αντίδρασης θα μειώνεται. Το γεγονός αυτό επαληθεύτηκε πειραματικά με ποτενσιομετρική παρακολούθηση
της αντίδρασης με εκλεκτικό ηλεκτρόδιο υπερχλωρικών ιόντων, το οποίο αποκρίνεται εξίσου καλά και προς τα
υπεριωδικά ιόντα και το δυναμικό του αποτελεί γραμμική συνάρτηση του λογαρίθμου της ενεργότητας των
υπεριωδικών ιόντων. Ο ρυθμός μείωσης της ταχύτητας αντίδρασης (εκφρασμένη σε ταχύτητα μεταβολής του
δυναμικού του εκλεκτικού ηλεκτροδίου) συμπίπτει με εκείνο της μείωσης της στροφικής ικανότητας (όπως φαίνεται
και από το σχήμα πάνω αριστερά), αφού η ειδική στροφική ικανότητα του β-ανωμερούς είναι μικρότερη από εκείνη
του α-ανωμερούς.
Να σημειωθεί ότι κατά την αντίδραση της γλυκόζης με περίσσεια υπεριωδικών αλάτων επέρχεται πλήρης διάσπαση του
σακχάρου σύμφωνα με τη συνολική αντίδραση:
'Οπως είναι φυσικό να αναμένει κανείς, η παραπάνω αντίδραση πραγματοποιείται σε πολλά στάδια και απαιτεί
(ανάλογα με τις συνθήκες, όπως το pH, η θερμοκρασία, το φως κ.α.) ώρες ή και ημέρες για να περατωθεί με την
παραπάνω στοιχειομετρία [Αναφ. 5γ]. Αρχικά προχωρά ταχύτατα και επιβραδύνεται στα στάδια παραγωγής του
μυρμηκικού οξέος.
ρετικές D-αλδοεξόζες (διαστερεομερή): 'Ακυκλοι και κυκλικοί τύποι τους (γλυκοπυρανοζικές μορφές). Η "κυματιστή" σύνδεση του υδροξυλίου στον C1 καθορίζει τον τύπο
(α- ή β-) της αντίστοιχης αλδοεξόζης (υδροξύλιο κάτω ή πάνω από το επίπεδο του γλυκοπυρανοζικού δακτυλίου στα α- και β-ανωμερή, αντιστοίχως).
ά παρουσίασης των D-αλδοεξοζών δεν είναι τυχαία αλλά ακολουθεί ένα είδος απαρίθμησης στο δυαδικό σύστημα. 'Ετσι, αν π.χ. στους κυκλικούς τύπους, οι άνθρακες C4
1, ανάλογα με το αν το υδροξύλιο βρίσκεται κάτω ή πάνω από το επίπεδο του δακτυλίου, προκύπτουν οι αριθμοί 0 έως 7 στο δυαδικό: 000, 001, 010, 011, 100, 101
ένας μνημονικός κανόνας, που αποδίδεται στον Emil Fischer, για τις ονομασίες τους αποτελεί η φράση: ΑLL ALTRUI STS GLADLY MAKE GUM IN GALLON TAN
Τα διαστερεομερή μπορούν να διαχωρισθούν κλασματικές κρυσταλλώσεις (των ίδιων ή Heinrich Kiliani (1855-1945).
Γερμανός χημικός, γνωστός για τις
παραγώγων τους), εκχύλιση ή με χρωματογραφικές τεχνικές ως λακτόνες (πριν από το εργασίες του στη χημεία των
στάδιο αναγωγής) ή των σακχάρων. Η σύνθεση και ο επακόλουθος διαχωρισμός των υδατανθράκων.
διαστερεομέρων είναι επίπονες διαδικασίες (τοξικά αντιδραστήρια, μικρές αποδόσεις) και
φυσικά έχουν πρακτική χρησιμότητα μόνο για τη σύνθεση σακχάρων τα οποία δεν μπορούν να ληφθούν από φυσικές
πηγές (μη φυσικά σάκχαρα). Ωστόσο, η σύνθεση αυτή χρησίμευσε κυρίως για τον προσδιορισμό της στερεοχημείας
των σακχάρων, όπως π.χ. αναφέρεται στη συνέχεια για την κλασική περίπτωση της γλυκόζης.
Αν και ως συνθετική μέθοδος είναι επίπονη (εμπλέκει τοξικά αντιδραστήρια, οι αποδόσεις είναι μικρές), η σύνθεση
Kiliani-Fischer είναι πολύτιμη γιατί δεν επιδρά στην υφιστάμενη στερεοχημεία του υπό "επιμήκυνση" υδατάνθρακα. Για
παράδειγμα, η εφαρμογή της σύνθεσης Kiliani-Fischer στην D-αραβινόζη παρέχει ισομοριακό μίγμα D-γλυκόζης και D-
μαννόζης:
'Ετσι, με τη σύνθεση Kiliani-Fischer, ξεκινώντας από την D- και την L-γλυκεριναλδεΰδη, μπορούν να παρασκευασθούν
και οι οκτώ αλδοεξόζες στην D- και στην L-μορφή τους, αντιστοίχως. Το 1890, μέσω αυτού του συνθετικού σχήματος
ο Fischer κατάφερε, ξεκινώντας από τη γλυκερίνη να παρασκευάσει γλυκόζη, μαννόζη και φρουκτόζη, συνθέσεις που
λαμβάνοντας υπόψη τα μέσα και τις γνώσεις εκείνης της εποχής θεωρούνται μνημειώδης.
Βελτιώσεις της σύνθεσης. 'Ενα πρόβλημα της μεθόδου είναι η περαιτέρω αναγωγή της αλδεϋδικής ομάδας (-CHO)
προς υδροξυμεθυλο-ομάδα (-CH2OH) με αποτέλεσμα την παραγωγή πολυυδροξυένωσης (αλδιτόλης) αντί της
ζητούμενης αλδόζης. Το γεγονός αυτό οδηγούσε σε ακάθαρτα προϊόντα και μειωμένες αποδόσεις. Το πρόβλημα αυτό
περιορίζεται σημαντικά με αντικατάσταση της αναγωγής με αμάλγαμα Na, με υδρογόνωση του διαλύματος παρουσία
αιωρήματος καταλύτη παλλαδίου σε υπόστρωμα θειικού βαρίου ("δηλητηριασμένος" καταλύτης), οπότε αποφεύγονται
οι προσμίξεις πολυυδροξυενώσεων (αλδιτολών) και βελτιώνονται οι σχετικές αποδόσεις.
θερμοκρασίας (σε υδατόλουτρο) οι υδατάνθρακες με περίσσεια φαινυλυδραζίνης παρέχουν τις οζαζόνες (osazones). Μέρος της φαινυλυδραζίνης δρα οξειδωτικά και οξειδ
του C2 των αλδοζών προς καρβονυλική ομάδα, η οποία αντιδρά με τρίτο μόριο φαινυλυδραζίνης παρέχοντας οζαζόνη. Οι οζαζόνες είναι αδιάλυτες στο νερό και λαμβάνοντ
λλική μορφή. Η κρυσταλλική μορφή τους, ο χρόνος σχηματισμού τους όσο και (κυρίως) το σημείο τήξεώς τους αποτελεί χαρακτηριστικό ποιοτικής ταυτοποίησης κάθε υδα
νυλυδραζίνης δρα οξειδωτικά και οξειδώνει την υδροξυλομάδα του C2 των αλδοζών προς καρβονυλική ομάδα η οποία αντιδρά με τρίτο μόριο φαινυλυδραζίνης παρέχοντα
ίδραση της D-γλυκόζης με φαινυλυδραζίνη παρέχεται από την ακόλουθη σειρά αντιδράσεων:
Κρύσταλλοι οζαζονών της γλυκόζης, της μαλτόζης, της γαλακτόζης και της λακτόζης [Πηγή].
ήμα φαίνονται τα προϊόντα της αντίδρασης Kiliani-Fischer στα 4 δυνατά διαστερεομερή των αλδοπεντοζών:
ν προσδιορισμό της σχετικής θέσης των υδροξυλίων στο μόριο της D-γλυκόζης (τύπος 2α) είχε στη διάθεσή του καθαρά δείγματα D-αραβινόζης, D-γλυκόζης και D-μαννό
τα σάκχαρα αυτά ήταν ότι το πρώτο ήταν μια αλδοπεντόζη και τα δύο άλλα αλδοεξόζες και βασίστηκε στα εξής πειραματικά δεδομένα:
η και η D-μαννόζη με φαινυλυδραζίνη παρέχουν την ίδια οζαζόνη. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο αλδοεξόζες είχαν την ίδια στερεοχημεία στους άνθρακες C3, C4 και C5.
η και η D-μαννόζη με νιτρικό όξύ οξειδώνονται και παρέχουν οπτικώς ενεργά1,6-δικαρβοξυλικά οξέα. Επομένως αποκλείονται τα ζεύγη 1α - 1β και 4α - 4β, επειδή οι
και 4α θα παρείχαν οπτικώς ανενεργά1,6-δικαρβοξυλικά οξέα, λόγω της ύπαρξης επιπέδου συμμετρίας στα μόριά τους χάρις στο οποίο η στροφική δράση του ενός τμήμα
Οξείδωση. Οι αλδόζες (γενικά) με ήπια οξείδωση (υδατικό διάλυμα Br2, στην ουσία το οξειδωτικό αντιδραστήριο είναι
το υποβρωμιώδες οξύ HBrO) παρέχουν αλδονικά οξέα(οξείδωση της ομάδας -CHO, προς -COOH), ενώ με
εντονότερη οξείδωση (αραιό HNO3) παρέχουν αλδαρικά οξέα (οξείδωση και των δύο τερματικών ομάδων προς -
COOH). Ειδικά, η τελευταία οξείδωση προσέφερε (όπως προαναφέρθηκε) χρήσιμες πληροφορίες για τον προσδιορισμό
της στερεοχημείας των αντίστοιχων σακχάρων. 'Ετσι, η γλυκόζη παρέχει τις αντιδράσεις:
Να σημειωθεί ότι μέρος της γλυκόζης οξειδώνεται στον οργανισμό προς γλυκουρονικό οξύ (glucuronic acid). Ως
παράγωγα του γλυκουρονικού οξέα αποβάλλει ο οργανισμός διάφορες τοξικές ουσίες.
Σελίδα 103 από 256
Η γλυκόζη ως αναγωγικό μέσον. Οι αλδόζες, όπως και άλλα σάκχαρα, λόγω της παρουσίας της αλδεϋδικής ομάδας
(στην άκυκλη μορφή) ή της ημιακεταλικής ομάδας (στην κυκλική μορφή τους), δρουν ως ήπια αναγωγικά μέσα
οξειδούμενες προς αλδονικά οξέα. Τα αντιδραστήρια Tollen (αμμωνιακό διάλυμα ιόντων Ag(Ι)), Fehling (αλκαλικό
διάλυμα Cu(II) - τρυγικού άλατος), Benedict (αλκαλικό διάλυμα Cu(ΙΙ) - κιτρικού άλατος) χρησιμοποιούνται για απλές
δοκιμασίες ανίχνευσης και προσδιορισμού των αποκαλούμενων αναγωγικών σακχάρων (στα δύο τελευταία
αντιδραστήρια, τα τρυγικά και τα κιτρικά ιόντα είναι απαραίτητα για να συμπλέκουν τον Cu(ΙΙ) και να το διατηρούν σε
διάλυμα στις ισχυρώς αλκαλικές συνθήκες της αντίδρασης. Με το αντιδραστήριο Tollen παρέχουν μεταλλικό άργυρο,
που υπό κατάλληλες συνθήκες μπορεί να αποτεθεί σχηματίζοντας κάτοπτρο στα τοιχώματα του δοχείου αντίδρασης.
Με τα αντιδραστήριο Fehling και Benedict σχηματίζουν κεραμέρυθρο ίζημα Cu2O. Οι αντιδράσεις αυτές είναι οι
ακόλουθες:
Το αντιδραστήριο Tollen έχει γενική χρησιμότητα για την ανίχνευση αλδεϋδών, ενώ το αντιδραστήριο Fehling
χρησιμοποιείται τόσο για την ποιοτική ανίχνευση αναγόντων σακχάρων, όσο και για τον ογκομετρικό προσδιορισμό
τους. Η αντίδραση ή μη ενός σακχάρου με τα παραπάνω αντιδραστήρια κατατάσσει τα σάκχαρα
σε αναγωγικά και μη αναγωγικά.
Οι υδατάνθρακες μετατρέπονται σε αιθέρες κατά την επίδραση αλκυλιωτικών μέσων, όπως αλκυλαλογονιδίων
παρουσία βάσης (σύνθεση αιθέρων κατά Williamson) ή θειικών αλκυλεστέρων. Η αιθεροποίηση μπορεί να
πραγματοποιηθεί στο σύνολο των υδροξυλίων ή σε περιορισμένο αριθμό ανάλογα με τις συνθήκες. Μέσω της
εστεροποίησης ή (ακόμη καλύτερα) της αιθεροποίησης, προστατεύονται οι υδροξυλικές ομάδες κατά την επίδραση
οξειδωτικών.
Γλυκοζίτες γλυκόζης. Η ημιακετάλη ενός μονοσακχαρίτη με μια αλκοόλη παρουσία
όξινου καταλύτη, οδηγεί σε σχηματισμό μιας (πλήρους) ακετάληςστην οποία το ανωμερικό
ΟΗ (θέση C1) έχει αντικατασταθεί από την ομάδα -OR, προερχόμενο από μια ένωση ΗΟR,
που κατά κανόνα δεν έχει καμιά σχέση με υδατάνθρακες και συχνά αναφέρεται
ως άγλυκο τμήμα του σχηματιζόμενου μορίου.
Οι ακετάλες των υδατανθράκων καλούνται γλυκοζίτες (glycosides). Ανάλογα με το
ανωμερές του μονοσακχαρίτη το οποίο περιέχουν χαρακτηρίζονται ως α- ή β-γλυκοζίτες.
'Oπως και όλες οι ακετάλες είναι οι γλυκοζίτες είναι σταθεροί σε υδατικά διαλύματα με
Σελίδα 104 από 256
ουδέτερο pH. Διασπώνται στα επιμέρους συστατικά τους κατά την υδρόλυσή τους με αραιό διάλυμα οξέος ή υπό την
επίδραση εξειδικευμένων ενζύμων (α- και β-γλυκοσιδάσες).
Οι γλυκοζίτες είναι ευρύτατα διαδεδομένοι στη φύση και πολλές ενώσεις βιοχημικού ενδιαφέροντος με σημαντικό ρόλο
στους ζωντανούς οργανισμούς. Πολλά φυτά περιέχουν δραστικές χημικές ουσίες υπό τη μορφή κατά κανόνα αδρανών
γλυκοζιτών. Οι γλυκοζίτες αυτοί, υδρολύονται απελευθερώνοντας το δραστικό τμήμα τους με τη βοήθεια
εξειδικευμένων ενζύμων. Τυπικό παράδειγμα απλού γλυκοζίτη είναι η σαλικίνη, μια φυσική πηγή σαλικυλικού οξέος
(γλυκοζίτης β-γλυκόζης - σαλικυλικής αλκοόλης, βλ. Χημική ένωση του μήνα: Ακετυλοσαλικυλικό οξύ).
Ανεξάρτητα από το είδος της ομάδας R οι γλυκοζίτες (ως πλήρεις ακετάλες) δεν υπόκεινται στο φαινόμενο του
πολυστροφισμού (δηλ. της ανωμερείωσης) στο οποίο υπόκεινται οι ημιακετάλες. 'Ετσι, συχνά για να προστατευθεί η
θέση (α- ή β-) του υδροξυλίου στις συνθέσεις παραγώγων υδατανθράκων και να αποφευχθεί μια ανεπιθύμητη
ανωμερείωση, σχηματίζονται απλοί γλυκοζίτες, π.χ. με μεθανόλη:
Από τους παραπάνω δισακχαρίτες μόνο η μαλτόζη και η λακτόζη διαθέτουν αδέσμευτο ημιακεταλικό
υδροξύλιο ή ελεύθερο ανωμερικό άκρο (στο μπλε τετράγωνο) και για τον λόγο αυτό είναι ανάγοντα σάκχαρα, σε
αντίθεση με τη σακχαρόζη, όπου το ημιακεταλικό υδροξύλιο συνδέεται με τη φρουκτόζη. Κατά την υδρόλυσή τους
(π.χ. με βρασμό με οξύ ή παρουσία εξειδικευμένου ενζύμου) οι δισακχαρίτες διασπώνται παρέχοντας τους
αντίστοιχους μονοσακχαρίτες. Βρασμός διαλύματος σακχαρόζης με μικρή ποσότητα οξέος (π.χ. κιτρικού οξέος) οδηγεί
σε μερική υδρόλυσή του προς σιροπιώδες ισομοριακό μίγμα γλυκόζης και φρουκτόζης γνωστό
ως ιμβερτοσάκχαρο (invert sugar), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη ζαχαροπλαστική. Την ίδια διάσπαση μπορεί
να προκαλέσει το ένζυμο ιμβερτάση που βρίσκεται στη ζύμη.
Πολυσακχαρίτες [Αναφ. 7]
αμύλου πατάτας (μέση διάμετρος 5-100 μm). Το σχήμα και το μέγεθος Αμυλοσιρόπια με διάφορες περιεκτικότητες σε μαλτόζη και γλυκόζη Βιομηχανική μον
των κόκκων εξαρτάται από την προέλευση του αμύλου. παρασκευάζονται με ενζυμική υδρόλυση αμύλου διαφόρων προελεύσεων. αμυλοσι
Κυτταρίνη. Η κυτταρίνη (cellulose) αποτελείται από μονάδες D-γλυκόζης, συνδεδεμένες μεταξύ τους με 1,4'-β-
γλυκοζιτικούς δεσμούς. Χιλιάδες μόρια ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα γραμμικό μεγαλομόριο. Αυτά τα
γραμμικά μόρια συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς υδρογόνου, γεγονός που επαυξάνει τη σταθερότητα και τη
μηχανική αντοχή των ινών κυτταρίνης.
Η διαφορά της με το άμυλο βρίσκεται μόνο στους β-γλυκοζιτικούς δεσμούς, που την καθιστούν άχρηστη ως τροφή για
τον άνθρωπο που δεν διαθέτει κυττάσες (cellulases), τα ένζυμα που διασπούν αυτούς του γλυκοζιτικούς δεσμούς, σε
αντίθεση με τα μηρυκαστικά ζώα (μέσω των βακτηρίων που διαθέτουν τα απαραίτητα ένζυμα). Υδρόλυση με αυτά τα
ένζυμα ή με οξέα της κυτταρίνη οδηγεί στον σχηματισμό κελλοβιόζης (cellobiose), ένα δισακχαρίτη ανάλογο με τη
μαλτόζη, αλλά με β-γλυκοζιτικό δεσμό μεταξύ των μονάδων γλυκόζης.
Αν και η κυτταρίνη δεν μεταβολίζεται από τον άνθρωπο, η παρουσία της στις τροφές (ως φυτικές ίνες) είναι
απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του πεπτικού συστήματος.
Στη φύση, η κυτταρίνη χρησιμοποιείται κυρίως στους φυτικούς ιστούς, προσδίδοντας σκληρότητα και μηχανική
αντοχή. Τα φύλλα, η χλόη και το ξύλο αποτελούνται σε μεγάλο ποσοστό από κυτταρίνη, ενώ οι ίνες βάμβακα είναι
πρακτικώς καθαρή κυτταρίνη. Πλήθος προϊόντων βασίζονται στην κυτταρίνη, όπως ο χαρτοπολτός ή παράγωγά της
(οξική κυτταρίνη, νιτροκυτταρίνη).
Γλυκογόνο. Το γλυκογόνο (glycogen) είναι ένας ζωικός πολυσακχαρίτης που έχει τον ίδιο ρόλο με το άμυλο στα
φυτά: την αποθήκευση ενέργειας. Οι υδατάνθρακες της διατροφής που δεν χρησιμοποιούνται για ενεργειακές ανάγκες,
μετατρέπονται και αποθηκεύονται στο σώμα υπό μορφή γλυκογόνου.
Η δημιουργία του γλυκογόνου πραγματοποιείται μέσω μιας πρωτεΐνης, της γλυκογενίνης, η οποία αναλαμβάνει τη
"σύνδεση" των πρώτων μορίων γλυκόζης και στη συνέχεια αναλαμβάνουν άλλα ένζυμα τη μεγέθυνση του μορίου. Η
πρωτεΐνη αυτή βρίσκεται στο κέντρο των σφαιριδίων γλυκογόνου.
Το γλυκογόνο χαρακτηρίζεται από περίπλοκη δομή με γλυκοζιτικούς δέσμους 1,4' και διακλαδώσεις 1,6' ανάλογες με
εκείνες του αμύλου, αλλά εμφανιζόμενες με μεγαλύτερη συχνότητα (ανά 8 έως 10 μονάδες γλυκόζης). Τα μόρια του
γλυκογόνου περιέχουν μέχρι και 100.000 μονάδες γλυκόζης [Αναφ. 7δ].
ριστερά: (1) Σφαιρίδια γλυκογόνου σε κύτταρα ήπατος ποντικιού. (2) Πυρήνας. Μέσον: Σφαιρική δομή του γλυκογόνου. Στο κέντρο του σφαιριδίου υπάρχει ως πυρήνας
πρωτεΐνη γλυκογενίνη.Δεξιά: Λεπτομέρεια των διακλαδώσεων στο γλυκογόνο, όπου διακρίνεται ο σπειροειδής χαρακτήρας της δομής του πολυσακχαρίτη.
Γλυκίωση [Αναφ. 9]
Ως γλυκίωση (glycation) αναφέρεται η ομοιοπολική σύνδεση σακχάρων (κυρίως γλυκόζης) σε μόρια βιοχημικής
σημασίας, όπως πρωτεϊνών, λιποειδών, όπως ακόμη και DNA, η οποία δεν πραγματοποιείται με τη βοήθεια ενζύμων. Η
σύνδεση αυτή είναι καθαρά χημική, όπως π.χ. μέσω της αντίδραση ελεύθερων αμινοομάδων των πρωτεϊνών με την
αλδεϋδική ομάδα της γλυκόζης μέσω σχηματισμού βάσης Schiff: R-CHO + H2N-R' R-CH=N-R' + Η2Ο ή μέσω
σχηματισμού γλυκοζιτικών δεσμών με ελεύθερες υδροξυλοομάδες. [Σημείωση: Στη βιβλιογραφία
η γλυκίωση αναφέρεται συχνότερα ως γλυκοζιλίωση, ωστόσο η απόδοση αυτή θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο
στις αντιδράσεις σχηματισμού γλυκοζιτικών δεσμών και επομένως η γλυκοζιλίωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως
μερική περίπτωση γλυκίωσης [Αναφ. 9στ].
Πρόκειται για μια "άτακτου" χαρακτήρα διαδικασία, που όχι
μόνο δεν προβλέπεται από κάποιο φυσιολογικό βιοχημικό
κύκλο, αλλά ανάλογα με την έκτασή της και το ποια μόρια
προσβάλλει, μπορεί να προκαλέσει σημαντικότατες βλάβες
σε έναν οργανισμό και αποτελεί έναν από τους λόγους
γήρανσής του.
Οι αντιδράσεις γλυκίωσης αναμένεται να
πραγματοποιούνται με ταχύτερους ρυθμούς στις
περιπτώσεις υψηλής περιεκτικότητας του αίματος σε
σάκχαρα (κυρίως γλυκόζη) και επομένως αποτελεί μια από
τις παράπλευρες, αλλά σοβαρότατες, ζημιές που προκαλεί ο
σακχαρώδης διαβήτης γεγονός που επιβάλλει την
ονομαζόμενη "ρύθμιση" του σακχάρου του αίματος με
χορήγηση ινσουλίνης (βλ. Χημική ένωση του μήνα:
"Ινσουλίνη").
Η μέτρηση της γλυκιωμένης (γλυκοζιλιωμένης) αιμοσφαιρίνης (glycated hemoglobin, HbA1c) αποτελεί πολύτιμο
κλινικό δείκτη της μέσης περιεκτικότητας του αίματος σε γλυκόζη για μεγάλο χρονικό διάστημα (τυπικά θεωρείται ότι
υποδεικνύει τη μέση περιεκτικότητα γλυκόζης τριών μηνών). 'Ετσι, οι τιμές της γλυκιωμένης αιμοσφαιρίνης αποτελούν
πιο αξιόπιστο δείκτη για τη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη, αλλά και για το πόσο καλά ελέγχεται ο διαβήτης, σε
αντίθεση με τις τιμές της συγκέντρωσης της ελεύθερης γλυκόζης στο αίμα, οι οποίες μπορεί να υπόκεινται σε έντονες
ημερήσιες διακυμάνσεις [Αναφ. 9ζ].
Τα προϊόντα αυτής της χημικής σύνδεσης των βιομορίων με σάκχαρα ονομάζονται προϊόντα προχωρημένης
γλυκίωσης(advanced glycation endproducts, AGEs) συσσωματώνονται μεταξύ τους και δρουν σε βάρος της
φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού. 'Ετσι, π.χ. πρωτεϊνικές ίνες, συνδέονται μεταξύ τους με αποτέλεσμα την
απώλεια της ελαστικότητας και τη σκλήρυνσή τους, γεγονός που επιδρά αρνητικά στη λειτουργία του μυών της
καρδιάς και προκαλεί βλάβες στις αρτηρίες και σε άλλους ιστούς. Προβλήματα μπορούν να προκύψουν από τη
γλυκίωση διάφορων χρήσιμων ενζύμων, η οποία οδηγεί σε αχρήστευσή τους. Η συσσώρευση των AGE εμπλέκεται σε
οφθαλμολογικές νόσους όπως το γλαύκωμα και βλάβες του αμφιβληστροειδούς, στην αρθρίτιδα, στην
[Μάρτιος 2012]
Η ανακάλυψη της καρκινογονικότητας του βενζο[a]πυρενίου και άλλων πολυκυκλικών αρωματικών ενώσεων,
κατά τα μέσα της δεκαετίας
του 1930, αποτελεί σημαντικότατο σταθμό στη βιοϊατρική επιστήμη: Για πρώτη φορά διαπιστώθηκε ότι μια
σοβαρότατη ασθένεια μπορούσε να προκληθεί όχι από ένα μικροοργανισμό, αλλά από κάποια σχετικώς απλά
οργανικά μόρια [Αναφ. 1ε]
Από αριστερά προς τα δεξιά: (1) Αρίθμηση των ατόμων άνθρακα και των πλευρών του πυρενίου. Είναι προφανές ότι οι πλευρές a,
b, h και i είναι ισοδύναμες μεταξύ τους, όπως και οι πλευρές e και l. (2) και (3) Τα δύο δυνατά μονο-βενζο-παράγωγα του πυρενίου:
το βενζο[a]πυρένιο (ισχυρότατο καρκινογόνο) και βενζο[e]πυρένιο (ελάχιστα καρκινογόνο). (4) Το βενζο[a]πυρένιο
σχεδιασμένο και αριθμημένο σύμφωνα με τους παραπάνω κανόνες. (5) Δύο χαρακτηριστικές περιοχές ενός πολυκυκλικού
αρωματικού υδρογονάνθρακα: Οι περιοχές κόλπων (bay regions) και οι περιοχές φιόρδ (fjord region).
Μια ποικιλία τρισδιάστατων μοντέλων διαφόρων ΠΑΥ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το επίπεδο σχήμα διατηρούν όσοι ΠΑΥ αποτελούνται αποκλειστικά από
εξαμελείς δακτυλίους. Το ελικένιο αποτελείται από εξαμελείς δακτυλίους, αλλά επειδή οι δύο ακραίοι δακτύλιοι απωθούνται μεταξύ τους το μόριό
του δεν είναι επίπεδο (διατηρεί έτσι και μια ασυμμετρία και εμφανίζεται σε δύο εναντιομερείς μορφές (δεξιόστροφη και αριστερόστροφη σπείρα)
χωρίς όμως να διαθέτει στερεογόνο κέντρο άνθρακα (πηγή).
Συνοπτική πορεία της ενζυματικής οξείδωσης του βενζο[a]πυρενίου στον ανθρώπινο οργανισμό προς το ισχυρώς μεταλλαξιγόνο παράγωγο.
'Οταν το βενζο[a]πυρένιο εισέλθει στον ανθρώπινο οργανισμό, αρχικά οξειδώνεται προς μια εποξειδική ένωση,
το (+)βενζο[a]πυρενο-7,8-εποξείδιο, υπό την επίδραση του ενζύμουCYP1A1 γνωστό και ως οξειδάση αρυλικών
Σελίδα 114 από 256
υδρογονανθράκων (aryl hydrocarbon hydroxylase, AHH) και του ανάλογου ενζύμου CYP1B1 (ένζυμα που ανήκουν
στην "υπεροικογένεια" ενζύμων κυτόχρωμα 450 (cytochrome 450), μια μεγάλη οικογένεια ενζύμων που διευκολύνουν
την οξείδωση οργανικών ενώσεων.
Στη συνέχεια, ο εποξειδικός (τριμελής) δακτύλιο διανοίγεται παρέχοντας (-)βενζο[a]πυρενο-7,8-διυδροδιόλη. Η
τελευταία ένωση υπόκειται ξανά σε οξείδωση υπό την επίδραση των ίδιων οξειδωτικών ενζύμων παρέχοντας την
ισχυρά μεταλλαξιγόνο ένωση (+)βενζο[a]πυρενο-7,8-διυδροδιολο-9,10-εποξείδιο (BPDE), μια δραστική
ηλεκτρονιόφιλη ένωση.
Αριστερά: η θέση του βενζο[a]πυρενικού παραγώγου (BPDE) στο DNA. Δεξιά: Η ομοιοπολική ένωση προϊόν της αντίδρασης
του BPDE με το N2 της γουανίνης (σύζευγμα "Ν2-dG")
Η παραπάνω εποξειδική ένωση μπορεί να διεισδύσει στα κύτταρα και να σχηματίσει συζεύγματα με το μόριο του DNA
ή ακόμη να αντιδράσει με σχηματισμό oμοιοπολικού δεσμού με τη νουκλεόφιλη νουκλεϊνική βάση γουανίνη στην Ν2
θέση της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η παραπάνω ένωση BPDE δεν είναι αποτελεί το μοναδικό προϊόν οξείδωσης του
βενζο[a]πυρενίου, αλλά κατά την πορεία παράγονται και άλλες ανάλογες ενώσεις οξυγονούχες, όπως και άλλα
διαστερεομερή της ένωσης BPDE (αναφέρεται η απομόνωση 40 οξυγονούχων παραγώγων).
Μελέτες με ακτίνες-Χ κρυστάλλων του συζεύγματος, όπως και με φασματοσκοπία NMR έδειξαν διείσδυση
του BPDE μεταξύ των κλώνων, στρέβλωση του μορίου του DNA, διατάραξη της δίκλωνης δομής του, η οποία οδηγεί
σε διακοπή της διαδικασίας αντιγραφής του και σε μεταλλάξεις που προωθούν τους μηχανισμούς καρκινογένεσης.
Οι μεταλλάξεις που δημιουργούνται από το BPDE είναι του τύπουμετατόπισης πλαισίου ανάγνωσης (frameshift
mutation), που γενικά οφείλονται σε προσθήκη (insertion) ή διαγραφή (deletion) αριθμού βάσεων μη
πολλαπλασίου του τρία, γεγονός που οδηγεί σε σύνθεση τελείως διαφορετικής πρωτεΐνης [Σημείωση: υπενθυμίζεται
ότι αλληλουχία τριών βάσεων, γνωστή ως κωδικόνιο (codon), εγκωδικεύει ένα αμινοξύ της πρωτεΐνης].
Ο μηχανισμός αυτός είναι παρόμοιος με αυτόν των αφλατοξινών (ισχυρότατες καρκινογόνες ενώσεις, βλ. ένωση του
μήνα: Αφλατοξίνες), οι οποίες ενώνονται στη θέση Ν7 της γουανίνης.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η εποξειδικό παράγωγο του βενζο[a]πυρενίου στοχεύει το αντι-ογκογονίδιο p53. Το γονίδιο
αυτό είναι παράγοντας μεταγραφής, που ρυθμίζει τον κυτταρικό κύκλο και λειτουργεί με αυτό τον τρόπο ως
κατασταλτικός παράγοντας ανάπτυξης
κακοήθων όγκων (tumor suppressor).
Η "ειρωνεία" στη συγκεκριμένη
περίπτωση είναι ότι τα δύο ένζυμα
(CYP1A1, CYP1B1), τα οποία
εμπλέκονται στην όλη διαδικασία, είναι
από τα αποκαλούμενα "προστατευτικά"
ένζυμα, εφόσον ο κύριος ρόλος τους
είναι η καταστροφή επικίνδυνων
οργανικών ενώσεων που μπορεί να
προσλάβει ο οργανισμός. Ωστόσο, στην
περίπτωση του βενζο[a]πυρενίου (και
όχι μόνο) η ίδια η διαδικασία της
φυσιολογικής "αποτοξίνωσης" του
οργανισμού είναι εκείνη που οδηγεί στον
σχηματισμό του καρκινογόνου παραγώγου.
Επίδραση υποκαταστατών πάνω στην καρκινογονικότητα. Είναι αναμενόμενο ότι η αντικατάσταση κάποιων
ατόμων υδρογόνου από άλλες ομάδες θα επηρεάσει σημαντικά την καρκινογονικότητα ενός πολυκυκλικού αρωματικού
υδρογονάνθρακα. Πράγματι, έχει πραγματοποιηθεί πολλές μελέτες αυτού του είδους σε πολλούς ΠΑΥ.
Γενικά, η παρουσία πολικών ομάδων μειώνει την καρκινογονικότητα, προφανώς λόγω μείωσης της λιποφιλικότητας
των ΠΑΥ. Αντίθετα, η παρουσία ομάδων μεθυλίου ή αιθυλίου σε ορισμένες θέσεις επαυξάνει σημαντικά την
Σελίδα 115 από 256
καρκινογονικότητα, ενώ σε άλλες την εξαφανίζει. Μεγαλύτερα αλκύλια φαίνεται πως γενικά μειώνουν την
καρκινογονικότητα.
Στο επόμενο πίνακα δίνονται κάποια ενδεικτικά πειραματικά αποτελέσματα πάνω στην επίδραση της παρουσίας ενός ή
περισσότερων μεθυλίων στην καρκινογονικότητα του βενζο[a]πυρενίου [Αναφ. 1στ, σελ. 32]. Γενικά, όπως θα
αναμενόταν, η παρουσία υποκαταστατών στην περιοχή του δακτυλίου, όπου εμφανίζονται τα υδροξύλια του
μεταλλαξιγόνου παραγώγου BPDE, μειώνει την καρκινογονικότητα του βενζο[a]πυρενίου.
Ορισμένα από τα πολλά βιβλία τα οποία έχουν κυκλοφορήσει πάνω στο θέμα των πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων (από την Amazon.com).
Στο διαδίκτυο διατίθεται ελεύθερα για κάθε ενδιαφερόμενο άφθονο και έγκυρο υλικό πάνω στο θέμα των Πολυκυκλικών
Αρωματικών Υδρογονανθράκων, όπως η παραπάνω εικονιζόμενη σχετικώς πρόσφατη (2010) μονογραφία της International
Agency for Research on Cancer (IARC) με τίτλο "Some Non-heterocyclic Polycyclic Aromatic Hydrocarbons and Some Related
Exposures" 850 περίπου σελίδων [Αναφ. 2β]
[Απρίλιος 2012]
Δύο Βυζαντινοί αυτοκράτορες, ο Ιουλιανός ο "Παραβάτης" (332-363) (αριστερά) και στη συνέχεια ο διάδοχός
του οΙωβιανός (331-364) (δεξιά), πιθανώς υπήρξαν θύματα δηλητηρίασης από CO από μαγκάλι [Αναφ. 1δ]. Στον
δεύτερο η δηλητηρίαση αυτή στοίχισε τη ζωή του.
Από αριστερά προς τα δεξιά: (α) William Cumberland Cruikshank (1745-1800): Σκωτσέζος χημικός και ανατόμος που πρώτος ανέφερε ότι
το CO είναι ένωση άνθρακα και οξυγόνου. (β) Claude Bernard(1813-1878): Ο Γάλλος φυσιολόγος που μελέτησε την τοξικότητα του CO. (γ),(δ):
Φλόγες καύσης Η2 και CO. Και τα δύο αέρια καιόμενα στον αέρα παρέχουν φλόγες με σχεδόν ίδιο χρώμα. (ε) Émile François Zola (1840-1902),
διάσημος Γάλλος συγγραφέας, μάρτυρας υπεράσπισης στην περιβόητη υπόθεση Dreyfus. Θα πρέπει να είναι το διασημότερο θύμα του CO.
παρασκευής CO: Σε δοκιμαστικό σωλήνα προστίθεται πυκνό θειικό οξύ και προσεκτικά και χωρίς ανάδευση, για να αποφευχθεί μια έντονη αντίδραση, προστίθεται μυρμηκ
ρείται έκλυση φυσαλίδων CO. Οι φυσαλλίδες παράγονται στην επιφάνεια επαφής των δύο υγρών στιβάδων. Το παραγόμενο αέριο καίγεται στο ακροφύσιο γυάλινου σωλή
αχνό γαλάζιο χρώμα. ΠΡΟΣΟΧΗ: μην επιχειρήσετε να εισπνεύσετε το εξερχόμενο αέριο [Αναφ. 4β].
Αριστερά: Διαβίβαση αέρα μέσω σωλήνα με θερμαινόμενα ρηνίσματα χαλκού προκαλεί αμαύρωσή τους λόγω σχηματισμού επιφανειακού στρώματος
CuO. Δεξιά: Διαβίβαση CO προκαλεί άμεση αναγωγή του επιφανειακού οξειδίου προς αστραφτερό μεταλλικό χαλκό. (Φωτογραφίες από μια ωραία σειρά
σχετικώς ακίνδυνων και απλών πειραμάτων με CO που περιγράφονται στην [Αναφ. 4γ])
Τα περισσότερα κρούσματα δηλητηρίασης από μονοξείδιο του άνθρακα εμφανίζονται σε σπίτια που θερμαίνονται με τζάκια, μαγκάλια, σόμπες, αλλά
και βραστήρες (boilers) κεντρικών θερμάνσεων που λειτουργούν με αέριο και βρίσκονται συνήθως στα υπόγεια κατοικιών. Στις περιπτώσεις αυτές
επιβάλλεται η τοποθέτηση ανιχνευτών CO με ηχητικό σήμα σε κάθε όροφο των κατοικιών και ιδιαίτερα κοντά στις κρεβατοκάμαρες. Σε πολλές
πολιτείες των ΗΠΑ η εγκατάσταση αυτών των συσκευών είναι πλέον υποχρεωτική.
Η έκλυση μονοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου σε ανθρακωρυχεία πάντοτε ήταν και είναι ο εφιάλτης των ανθρακωρύχων, τόσο λόγω της
τοξικότητάς τους, όσο και για τον κίνδυνο καταστροφικών εκρήξεων. Τα καναρίνια λόγω της μεγάλης τους ευαισθησίας προς τα αέρια αυτά, ήταν
οι ζωντανοί ανιχνευτές τοξικής ατμόσφαιρας στα ανθρακωρυχεία μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα έχουν βέβαια τα καναρίνια έχουν
αντικατασταθεί με χημικούς ανιχνευτές (σε κονκάρδες) και με ηλεκτρονικούς ανιχνευτές CO που ειδοποιούν για την παρουσία των αερίων
αυτών με ηχητικά σήματα και οπτικά σήματα.
της δηλητηρίασης από το CO εξαρτώνται από το ποσοστό της αιμοσφαιρίνης που έχει δεσμευτεί από το CO ως καρβοξυαιμοσφαιρίνη (Hb CO). Κατά την εισπνοή αέρα πο
υξάνει μέχρις ότου φτάσει σε μια τιμή ισορροπίας που εξαρτάται από τη συγκέντρωση CO στον αέρα. Στο διάγραμμα δεξιά δείχνεται πως μεταβάλλεται η τιμή % Hb CO ω
Κάποια από τα πολλά πληροφοριακά video που υπάρχουν στο YouTube πάνω στους κινδύνους του μονοξειδίου του άνθρακα.
'Εχουν διατυπωθεί μαθηματικά μοντέλα που αποδίδουν το ποσοστό καρβοξυαιμοσφαιρίνης (% Hb CO) ως συνάρτηση
του χρόνου έκθεσης ενός ανθρώπου σε ατμόσφαιρα με διάφορες συγκεντρώσεις CO, όπως αυτό που δείχνεται πάνω
δεξιά. Οι μπλε κύκλοι αποδίδουν τα πειραματικά σημεία, ενώ οι κόκκινες γραμμές δείχνονται οι θεωρητικές τιμές με
βάση το μαθηματικό μοντέλο που προτείνεται στη σχετική εργασία [Αναφ. 7δ].
Γενικά, η για λίγες ώρες έκθεση σε συγκέντρωση CO 100 ppm
(0,01% v/v) δεν θεωρείται επιβλαβής. Η Διεύθυνση
Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας των
ΗΠΑ (OSHA, Occupational Safety and Health Administration)
συνιστά για μια εργασιακή περίοδο οκτώ ωρών μια μέση
συγκέντρωση η οποία δεν θα ξεπερνάει τα 50 ppm CO και με
συγκέντρωση κορυφής, που δεν θα πρέπει να ξεπερνάει τα 400
ppm. Το ίδιο επίπεδο ισχύει και στην Ελλάδα. Μετά από εισηγήσεις
εμπειρογνωμόνων είναι ενδεχόμενη η μείωση των ορίων αυτών .
Ευτυχώς, η τοξική δράση του CO δεν είναι αθροιστική. Τα ερυθρά
αιμοσφαίρια δεν καταστρέφονται, η βλάβη τους (σχηματισμός
τηςHb CO) είναι 100% αντιστρεπτή. Τόσο η δηλητηρίαση από
το CO όσο και η θεραπεία με χορήγηση Ο2 είναι καθαρά
αποτέλεσμα μιαςχημικής ισορροπίας και υπόκεινται στον νόμο
δράσης των μαζών. Εάν δοθεί ευκαιρία στον άνθρωπο να
Μόνο με αυτόνομες αναπνευστικές συσκευές μπορεί να αναπνεύσει καθαρό αέρα σε περιπτώσεις ελαφριάς δηλητηρίασης, ή
εισέλθει κανείς σε χώρους με τοξικά επίπεδα μονοξειδίου του καθαρού οξυγόνου σε περιπτώσεις βαρύτερης δηλητηρίασης, ο
άνθρακα. Οι απλές μάσκες με φίλτρα είναι τελείως
ανεπαρκείς. οργανισμός επανέρχεται στη φυσιολογική λειτουργία του, εκτός
βέβαια αν έχει επέλθει κάποια μόνιμη εγκεφαλική βλάβη λόγω της
παρατεταμένης έλλειψης οξυγόνου (ανοξίας).
Χρόνος υποδιπλασιασμού. 'Εχει εκτιμηθεί ότι ο χρόνος υποδιπλασιασμού (half-life) του ποσοστού Hb CO στον
ανθρώπινο οργανισμό είναι περίπου 4,5 ώρες, από τη στιγμή που το θύμα της δηλητηρίασης θα αρχίσει να αναπνέει με
κανονικό ρυθμό καθαρό αέρα. Ο χρόνος αυτός μειώνεται στη 1,5 ώρα εάν στο θύμα χορηγηθεί καθαρό οξυγόνο και
στα 20 λεπτά αν χορηγηθεί υπερβαρικό οξυγόνο υπό πίεση 3 atm [Αναφ. 7β]. Συχνά χορηγείται μίγμα O2-CO2 (96%-
4%) για να δημιουργηθεί σκόπιμος υπεραερισμός(hyperventilation) (ταχύτερη, βαθύτερη αναπνοή), που επιταχύνει
τη μείωση του ποσοστού Hb CO.
Κάπνισμα και χρόνια δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα [Αναφ. 10, 11]. Αν και οι δηλητηριάσεις από
το μονοξείδιο του άνθρακα δεν έχουν κάποιο αθροιστικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον ως προς την οξυγόνωση του
οργανισμού, η διαρκής ή η περιοδική έκθεση του οργανισμού έστω και σε χαμηλά επίπεδα μονοξειδίου του άνθρακα
μπορεί να προκαλέσει βλάβες, που οφείλονται στα χρονίως υψηλά επίπεδα καρβοξυαιμοσφαιρίνης. Για παράδειγμα, η
περιεκτικότητα του αέρα σε CO σε περιοχές με πυκνή κίνηση αυτοκινήτων και σε κατάσταση ατμοσφαιρικής άπνοιας
μπορεί να φτάσει και να ξεπεράσει τα 100 ppm CO, αλλά και ο εισπνεόμενος καπνός τσιγάρου μπορεί να περιέχει 400
ppm CO. 'Ετσι, για ορισμένα επαγγέλματα (π.χ. τροχονόμοι) δεν θα πρέπει να υποτιμάται η σοβαρότητα της πολύωρης
έκθεσης σε σχετικώς υψηλά επίπεδα CO.
Για τους καπνιστές τα επίπεδα %Hb CO στο αίμα τους μπορεί βρίσκονται στην περιοχή 3 έως και 15%, ενώ στους μη
καπνιστές βρίσκονται περίπου στο 1,5% [Αναφ. 10β]. Ωστόσο σε μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε, σε περιβάλλον
καπνιστών, οι καπνιστές βρέθηκαν να έχουν επίπεδα %Hb CO στο αίμα τους 1 έως 14% (μέση τιμή 5,0%), ενώ οι μη
Ορισμένα από τα πολλά βιβλία τα οποία έχουν κυκλοφορήσει για το μονοξείδιο του άνθρακα που κυρίως αναφέρονται
στην τοξικότητά του και τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφάλειας (από: Amazon.com και Google-books).
έντυπα για "Διασκεδαστικές συναθροίσεις ιλαρυντικού αερίου" του μέσου του 19ου αιώνα και σκίτσο από μια τέτοια σύναξη. Χαρακτηριστικά, στην αφίσα (αριστερά) αναφ
θα χορηγηθεί μόνο σε "καθώς πρέπει" κυρίους (gentlemen of the first respectability), ώστε η "διασκέδαση" να πραγματοποιηθεί σε ευπρεπή πλαίσια (όπως απεικονίζονται δ
Και οι δύο μορφές συνενώνονται στον τύπο ΙΙΙ (δομή συντονισμού), που υποδηλώνει τάξη δεσμού 2 έως 3 για το
δεσμό Ν-Ν (ακριβής τιμή: 2,73) και 1 έως 2 για τον δεσμό Ο-Ν (ακριβής τιμή: 1,61). Το μόριο εμφανίζει μια (κατά
μέση τιμή) άνιση κατανομή φορτίου, που οδηγεί σε μια σχετικώς μικρή τιμή διπολικής ροπής 0,166 D (Debye). Κατά
πάσα πιθανότητα το αρνητικό σκέλος του διπόλου βρίσκεται προς το άτομο του οξυγόνου, λόγω της μεγαλύτερης
ηλεκτροαρνητικότητας του Ο έναντι του Ν, όπως και λόγω της ισχύος του δεσμού Ν-Ν (δηλ. επικρατεί η δομή Ια ή η
ΙΙα). Συγκριτικά, δίνονται κάποιες ενδεικτικές τιμές διπολικής ροπής (σε D) ορισμένων απλών μορίων (σε αέρια φάση):
NaCl: 9,00 HF: 1,91 H2O: 1,85 NH3: 1,47 HCl: 1,08 HBr: 0,80 PH3: 0,58 HI: 0,42 AsH3: 0,20 Ν2Ο:
0,17 CO: 0,12 CO2: 0 CH4: 0
Ο μηχανισμός αυτός συμβαδίζει με τα προϊόντας της θερμικής διάσπασης ισοτοπικά σημασμένου ΝΗ4ΝΟ3:
Το 15ΝΗ4ΝΟ3 παρέχει 15ΝΝΟ, ενώ το ΝΗ415ΝΟ3 παρέχει Ν15ΝΟ.
Εργαστηριακές μέθοδοι. Η θερμική διάσπαση του νιτρικού αμμωνίου αποτελεί την κύρια και συχνότερα
αναφερόμενη εργαστηριακή μέθοδο παρασκευής μικρών ποσοτήτων υποξειδίου του αζώτου. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή
για τους λόγους που προαναφέρθηκαν δεν είναι ασφαλής και έχουν προταθεί διάφορες παραλλαγές της.
Αναφέρεται πως η προσθήκη μικρής ποσότητας φωσφορικών αλάτων καθιστά τη διάσπαση του ΝΗ 4ΝΟ3 εφικτή και σε
χαμηλότερες θερμοκρασίες και επομένως ασφαλέστερη. Μια επίσης ασφαλέστερη παραλλαγή της μεθόδου βασίζεται
στη θέρμανση διαλύματος ΝΗ4ΝΟ3 σε αραιό ΗΝΟ3 παρουσία χλωριούχου άλατος [Αναφ. 3γ].
Μια ασφαλής εργαστηριακή παρασκευή υποξειδίου του αζώτου, που δεν βασίζεται στο ΝΗ4ΝΟ3, πραγματοποιείται με
ανάμιξη υδατικών διαλυμάτων νιτρώδους άλατος (π.χ. NaNO2) και άλατος υδροξυλαμίνης (π.χ. Η3ΝΟΗ+Cl-) (αντίδραση
4). Η αντίδραση είναι εξώθερμη και ανάλογα με τις συγκεντρώσεις των διαλυμάτων, ενδεχομένως θα χρειαστεί ψύξη
του αντιδρώντος μίγματος για να αποφευχθεί μια έντονη αντίδραση. Ανάλογη είναι και η παρασκευή υποξειδίου του
αζώτου με αντίδραση νιτρώδους άλατος με άλατα υδραζίνης ή του υδραζωτικού οξέος σε όξινο περιβάλλον (βλ.
Χημική ένωση του μήνα: Υδραζωτικό οξύ και άλατά του) (αντιδράσεις 5 και 6). Σε κάθε περίπτωση, και με τις
αντιδράσεις αυτές το λαμβανόμενο αέριο μπορεί να περιέχει μικροποσότητες άλλων τοξικών οξειδίων του αζώτου (ΝΟ,
ΝΟ2) και δεν είναι κατάλληλο για εισπνοή αν προηγουμένως δεν υποστεί διαδικασία καθαρισμού:
Μικροποσότητες υποξειδίου του αζώτου (μαζί με άλλα οξείδια του αζώτου) μπορεί να παραχθούν κατά την αντίδραση
σχετικά αραιού νιτρικού οξέος με μέταλλα. Καλύτερες αποδόσεις λαμβάνονται κατά την αναγωγή του νιτρικού οξέος
με διάλυμα Sn(ΙΙ) σε HCl (αντίδραση 7):
Μονάδα βιομηχανικής παρασκευής υποξειδίου του αζώτου με θερμική διάσπαση νιτρικού αμμωνίου (Βιομηχανία SANGHI, Ινδία). Από αριστερά προς
τα δεξιά: (α) Η συνολική μονάδα.
(β) Μονάδα ψύξης. (γ) Συμπιεστής Ν2Ο. (δ) Μονάδα ξήρανσης. Το παραγόμενο αέριο διατίθεται σε μεταλλικούς κυλίνδρους ως υγρό υπό πίεση
περίπου 50 ατμοσφαιρών [Πηγή]
Η καταλυτική διάσπαση του υποξειδίου του αζώτου σε χαμηλότερες θερμοκρασίες αποτελεί ερευνητικό αντικείμενο
ιδιαίτερου ενδιαφέροντος μετά τη διαπίστωση του γεγονότος ότι το Ν2Ο αποτελεί αέριο θερμοκηπίου και λόγω των
προσπαθειών που καταβάλλονται για τη μείωση των βιομηχανικών εκπομπών του (βλ. παρακάτω).
To N2O θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανυδρίτης του ασταθούς υπονιτρώδους οξέος (hyponitrous acid, Η2Ν2Ο2),
στο σημείο που και το CO θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανυδρίτης του μυρμηκικού οξέος. Ωστόσο, αν και τα δύο
οξείδια αποτελούν προϊόντα αφυδάτωσης των δύο οξέων (αντιδράσεις 9 και 10), οι αντιδράσεις αυτές δεν διαθέτουν
την αντιστρεπτότητα που προϋποθέτει ο όρος "ανυδρίτης οξέος", ώστε τα δύο οξείδια να χαρακτηρισθούν ανυδρίτες
των αντίστοιχων οξέων.
Horace Wells (1815-1848), ο οποίος καθιέρωσε τη χρήση του υποξειδίου του αζώτου στην
οδοντιατρική. Θεωρείται ο πατέρας των σύγχρονων πρακτικών αναισθησίας. Πέθανε σε ηλικία 33 ετών
κάτω από τραγικές συνθήκες.
Μηχανισμός δράσης. Το υποξείδιο του αζώτου δρα ως αγχολυτική, αναλγητική και ευφορική ουσία. Ο μηχανισμός
δράσης του αποτελεί το αντικείμενο εντατικής έρευνας και δεν φαίνεται να έχει διευκρινιστεί πλήρως. Σε πολύ γενικές
γραμμές εικάζεται ότι το Ν2Ο συνδέεται με κάποιες πρωτεΐνες των μεμβρανών των νευρικών κυττάρων (νευρώνες), με
αποτέλεσμα την τροποποίηση της ροής των ιόντων και της συναπτικής επικοινωνίας μεταξύ των νευρώνων. Ανάλογα,
οι αναισθητικές ιδιότητες αποδίδονται επίσης και στη μεγάλη λιποφιλικότητά του που ενδεχομένως τροποποιεί τις
ιδιότητες της λιποειδούς μεμβράνης των νευρώνων με παρόμοια όπως πριν αποτελέσματα. Ειδικότερα συμπεράσματα
εξάγονται έμμεσα κυρίως από τη δράση γνωστών ανταγωνιστών υποδοχέων νευρικών απολήξεων πάνω στην ένταση
της φυσιολογικής δράσης του Ν2Ο.
Στην αγχολυτική δράση του του υποξειδίου του αζώτου μεσολαβούν οι υποδοχείς GABA-A (GABA-A receptors,
GABA: γ-αμινοβουτυρικό οξύ), όπως και οι υποδοχείς NMDA (NMDA receptors, NMDA: Ν-μεθυλο-D-ασπαρτικό οξύ).
Η δράση αυτή είναι παρόμοια με εκείνη των βενζοδιαζεπινών, μιας τάξης πανίσχυρων αγχολυτικών φαρμάκων. Αυτό
αποδεικνύεται από το ότι η χορήγηση ουσιών που μπλοκάρουν τους υποδοχείς των βενζοδιαζεπινών μειώνει και τη
δράση του N2O.
Η αναλγητική δράση του υποξειδίου του αζώτου έχει συνδεθεί με το σύστημα ενδογενών οπιοειδών, όπως είναι π.χ. οι
ενδορφίνες. Σύμφωνα με την περισσότερο αποδεκτή θεωρία η αναλγητική δράση του οφείλεται στην αλληλεπίδρασή
του με τους υποδοχείς οπιοειδών (opioid receptors), δηλαδή τους υποδοχείς που ενεργοποιούνται από ναρκωτικά,
όπως είναι η μορφίνη και η ηρωΐνη (βλ. Χημική ένωση του μήνα: Μεθαδόνη). Στο συμπέρασμα αυτό συνηγορεί το
γεγονός ότι η αναλγητική δράση του N2O είναι περιορισμένη ή ανύπαρκτη σε άτομα στα οποία έχουν προηγουμένως
χορηγηθεί ουσίες όπως αυτές ή ουσίες που μπλοκάρουν τους υποδοχείς οπιοειδών. Στην ουσία δρα ως αναστολέας
νευροδιαβιβαστών περιορίζοντας την επικοινωνία μεταξύ των νευρώνων στις συνάψεις τους, προκαλώντας έτσι μια
υπολειτουργία του νευρικού συστήματος [Αναφ. 5].
Η ευφορική δράση του υποξειδίου του αζώτου συνδυάζεται με την αναλγητική δράση και -σε πολύ γενικές γραμμές-
οφείλεται στην έκλυση ντοπαμίνης, ως αποτέλεσμα της ενεργοποίησης της μεσομεταιχμικής διαδρομής
ανταμοιβής (mesolimbic reward pathway) του εγκεφάλου. Ο ερεθισμός των νευρώνων αυτών των περιοχών του
Το υποξείδιο του αζώτου χρησιμοποιείται ως οξειδωτικό για την αύξηση της ισχύος της μηχανής αγωνιστικών αυτοκινήτων και μοτοσικλετών.
Καθαρό ή σε μίγμα με ατμοσφαιρικό αέρα αναμιγνύεται με το εισαγόμενο στη μηχανή καύσιμο, στις στιγμές κατά τις οποίες ο οδηγός χρειάζεται
ιδιαίτερα έντονη ισχύ από τον κινητήρα (επιτάχυνση, στροφές). Στο εμπόριο κυκλοφορούν διάφορα κιτ (σαν το εικονιζόμενο) με οδηγίες
εγκατάστασης σε αγωνιστικά αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες, ωστόσο μια τέτοια τροποποίηση μπορεί να αποδειχθεί ως μια επικίνδυνη επιλογή.
Η συνεχώς αυξανόμενη παραγωγή Nylon, εκτιμάται ότι ευθύνεται περίπου για το 10% της ετήσιας αύξησης του
ατμοσφαιρικού N2O. Λόγω των ιδιαίτερα μεγάλων ποσοτήτων Ν2Ο που παράγονται κατά τη βιομηχανική παραγωγή
αδιπικού οξέος, καταβάλλονται προσπάθειες αξιοποίησης και ανακύκλωσης του παραγόμενου Ν2Ο. 'Ετσι, έχει
επιδιωχθεί:
α) Η αξιοποίηση του N2O ως οξειδωτικού για τη σύνθεση φαινόλης με απ' ευθείας οξείδωση του βενζολίου. Στη
συνέχεια η φαινόλη θα υδρογονωθεί προς κυκλοεξανόλη, η οποία θα οξειδωθεί (ως άνω) προς αδιπικό οξύ. 'Ετσι
αξιοποιείται η οξειδωτική ισχύς του νιτρικού οξέος που εν μέρει χάνεται ως Ν2Ο.
β) Η καταλυτική διάσπασή του Ν2Ο προς άζωτο και οξυγόνο (αντίδραση 8). 'Ετσι αξιοποιείται η εκλυόμενη θερμότητα
(για όπου μπορεί να χρειαστεί) στη βιομηχανική μονάδα παραγωγής αδιπικού οξέος [Αναφ. 10γ-ε].
Το υποξείδιο του αζώτου ως αέριο θερμοκηπίου. Το υποξείδιο του αζώτου αποτελεί "αέριο θερμοκηπίου"
έχοντας την ικανότητα να απορροφά την υπέρυθρη ακτινοβολία (δηλ. ικανότητα "παγίδευσης" της θερμότητας)
περίπου 300 εντονότερα απ' όσο το διοξείδιο του άνθρακα. 'Ερχεται τρίτο σε σειρά σπουδαιότητας από άποψη
συμβολής αέριων ουσιών ανθρωπογενούς προέλευσης μετά το διοξείδιο του άνθρακα και το μεθάνιο,
αντιπροσωπεύοντας περίπου το 6% (από άποψη αποτελέσματος) της συνολικής συνεισφοράς του ανθρώπου στην
αύξηση των αερίων θερμοκηπίου.
Συνεισφορά στην έκλυση των τριών κυριότερων "αερίων θερμοκηπίου" κατά τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας για το έτος 2000 [Αναφ. 9α].
υκλοφορούν πολλά βιβλία σχετικά με το υποξείδιο του αζώτου που αφορούν κυρίως τις διάφορες εφαρμογές στην ιατρική ως αναισθητικό αέριο, τις εφαρμογές του ως ο
μηχανές εσωτερικής καύσης, όπως και σχετικά με το αέριο αυτό περιβαλλοντικά θέματα (εξώφυλλα από την amazone.com)
[Ιούλιος-Αύγουστος 2012]
"'Εχω κάτι πολύ καλύτερο από το Prontosil, αλλά κανείς δεν μ' ακούει"
Ο Fleming σε συνάδελφό του μετά από μια διάλεξη που παρακολούθησαν το 1935 για τις
θεραπευτικές ιδιότητες του Prontosil (ενός νέου τότε συνθετικού αντιβιοτικού) [Αναφ. 2δ]
"Χωρίς τον Fleming, δεν θα υπήρχε ο Chain ή ο Florey. Χωρίς τον Chain δεν θα υπήρχε ο Florey.
Χωρίς τον Florey δεν θα υπήρχε ο Heatley. Χωρίς τον Heatley δεν θα υπήρχε η πενικιλλίνη",
Sir Henry Harris, 1998 [Αναφ. 3η]
η και 2η φωτογραφία: Ανάπτυξη δύο ειδών μυκήτων του γένους penicillium (Penicillium italicum και Penicillium digitatum) στην επιφάνεια ενός πορτοκαλιού και μικροφω
]. 3η φωτογραφία: Καλλιέργεια του μύκητα Penicillium chrysogenum (Παλαιότερα γνωστού ως Penicillium notatum) [Πηγή]. 4η φωτογραφία: Penicillium chrysogenu
πενικιλλίνης[Πηγή]. Το όνομα αυτού του γένους μυκήτων προέρχεται από τη λατινική λέξη penicillus, που σημαίνει βούρτσα (από το σχήμα της κεφαλής του μύκητα).
Αντιβιοτικά
Ο όρος αντιβιοτικό (antibiotic) εισήχθη to 1942 από τον Αμερικανό
(ουκρανικής καταγωγής) βιοχημικό και μικροβιολόγοSelman
Walksman (1888-1973), ο οποίος ανακάλυψε τη στρεπτομυκίνη το
1943. Για την ανακάλυψή του αυτή τιμήθηκε με το βραβείο Nobel της
ιατρικής και φυσιολογίας του 1952. Με τον όρο "αντιβιοτικό"
περιγράφεται κάθε ουσία που παράγεται από έναν μικροοργανισμό, η
οποία σε μεγάλες αραιώσεις δρα ανταγωνιστικά στην ανάπτυξη άλλων
μικροοργανισμών ή προκαλεί τον θάνατό τους.
Με βάση τον ορισμό αυτό δεν περιλαμβάνονται στα αντιβιοτικά
ουσίες που σκοτώνουν τα βακτήρια, αλλά δεν παράγονται από
μικροοργανισμούς (π.χ. το ιώδιο, το υπεροξείδιο του υδρογόνου). Το
Ο βιοχημικός και μικροβιολόγος Selman Walksman (1888-1973)
ίδιο ισχύει και για συνθετικές αντιμικροβιακές ενώσεις, όπως είναι οι που εισήγαγε τον όρο "αντιβιοτικό"
σουλφαμίδες. Πολλά από τα αντιβιοτικά είναι ενώσεις με μικρά μόρια
και σχετικές μοριακές μάζες μικρότερες από 2000.
Χάρις στην πρόοδο της Φαρμακευτικής Χημείας, τα περισσότερα σύγχρονα αντιβιοτικά είναι ημισυνθετικές ενώσεις, που συχνά
παρασκευάζονται με χημικές τροποποιήσεις φυσικών ενώσεων. Τυπικά παραδείγματα των ενώσεων αυτών είναι τα αντιβιοτικά που
ανήκουν στις βήτα-λακτάμες, όπως οι πενικιλλίνες (που παράγονται από τους μύκητες Penicillum), τιςκεφαλοσπορίνες και
οι καρβαπενέμες.
Ανακάλυψη της πενικιλλίνης από τον Fleming. Το 1928 ήταν η χρονιά κατά την οποία άρχισε η κάπως
συστηματικότερη μελέτη της πενικιλλίνης. Αιτία υπήρξε μια σχεδόν τυχαία παρατήρηση της δράσης της πάνω στους
σταφυλόκοκκους από τον Σκώτο ιατρόAlexander Fleming (1881-1955), ο οποίος διεξήγαγε μια έρευνα πάνω στις
ιδιότητες των σταφυλόκοκκων στο υπόγειο του νοσοκομείου St Mary του Λονδίνου (σήμερα αποτελεί μέρος του
Imperial College) [Αναφ. 3].
Ο ίδιος ο Fleming περιέγραψε το γεγονός που συνέβη το πρωί της Παρασκευής, 28 Σεπτεμβρίου 1928, την ημέρα της
επιστροφής του από τις οικογενειακές διακοπές του. Φεύγοντας για διακοπές είχε αφήσει ακάλυπτα κάποια τρυβλία
Petri με καλλιέργειες σταφυλόκοκκων. Κάποιες από αυτές τις καλλιέργειες είχαν μολυνθεί από κάποιο μύκητα
(μούχλα), οπότε ο Fleming ξεκίνησε τη διαδικασία καταστροφής των μολυσμένων καλλιεργειών και καθαρισμού των
τρυβλίων.
Καθώς ο Fleming έριχνε τα τρυβλία σε ένα δίσκο με αντισηπτικό διάλυμα (lysol), σε ένα από αυτά είδε κάτι που του
προκάλεσε το ενδιαφέρον. Η κυανοπράσινη μούχλα που είχε αναπτυχθεί σ' αυτό διακρινόταν ξεκάθαρα από την
υπόλοιπη καλλιέργεια και είχε ένα πλήρες και σαφές περίγραμμα. Γύρω από το περίγραμμα της μούχλας ο Fleming
παρατήρησε πως υπήρχε μια καθαρή περιοχή, στην οποία η ανάπτυξη βακτηρίων είχε ανασταλεί και αυτά είχαν
εξαφανισθεί. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο μύκηταςαπελευθερώνει μία ή περισσότερες
ουσίες που καταστέλλουν την ανάπτυξη των παθογόνων βακτηρίων και τα θανατώνουν.
Εξετάζοντας προσεκτικά αυτό το φαινόμενο, ο Fleming επιχείρησε πρώτα να ταυτοποιήσει το είδος της μούχλας και
σύντομα διαπίστωσε ότι πρόκειται για έναν κοινό μύκητα που ανήκε στο γένος Penicillium. Από την ονομασία του
μύκητα ονόμασε το διήθημα του ζωμού της καλλιέργειας του μύκητα πενικιλλίνη και στη συνέχεια έδωσε το ίδιο
όνομα στη βακτηριοκτόνο ουσία που υπέθεσε πως περιείχε το διήθημα. Ακολούθησαν επίπονες προσπάθειες του ίδιου
για την απομόνωση της ουσίας αυτής από καλλιέργειες του μύκητα, όπως επίσης δοκιμές της βακτηριοκτόνου δράσης
της ουσίας αυτής σε διάφορα βακτήρια.
Ο Fleming διαπίστωσε ότι η ουσία αυτή ήταν δραστική σε "θετικά κατά Gram" παθογόνα βακτήρια, όπως είναι τα
μικρόβια της οστρακιάς, της διφθερίτιδας, οι πνευμονιόκοκκοι και οι μηνιγγιτιδόκοκκοι, όχι όμως ως προς τα μικρόβια
του τυφοειδούς ή παρατυφοειδούς πυρετού. Επίσης, βρήκε την πενικιλλίνη δραστική ως προς τον "αρνητικό κατά
Gram" μικροοργανισμό που προκαλούσε το αφροδίσιο νόσημα γονόρροια.
Απομόνωση πενικιλλίνης και οι πρώτες ιατρικές εφαρμογές. Αν και ο Fleming θεωρείται ο "πατέρας της
πενικιλλίνης", επειδή υπήρξε ο πρώτος ο οποίος ορθά υπέθεσε την ύπαρξή της, όπως και την παραγωγή της από
μύκητες, η πραγματική έρευνα πάνω στην ουσία αυτή ξεκίνησε περίπου 10 χρόνια μετά τις πρώτες παρατηρήσεις του,
από την ονομαζόμενη "ομάδα της Οξφόρδης".
Οξφόρδη, 25 Μαΐου 1940: Ο Heatly παρατηρεί τέσσερα ποντίκια που είχαν εκτεθεί στον στρεπτόκοκκο Streptomyces pyogenes και στα οποία
χορηγήθηκε ένεση πενικιλλίνης, να μην παρουσιάζουν συμπτώματα της μόλυνσης. Τέσσερα άλλα ποντίκια που είχαν εκτεθεί στον ίδιο στρεπτόκοκκο και στα
οποία δεν χορηγήθηκε πενικιλλίνη, αρρώστησαν και πέθαναν τη νύχτα. Το επόμενο πρωί ο Heatley γραφεί στο ημερολόγιό του για το πείραμα
αυτό: "Φαίνεται πως η πενικιλλίνη μάλλον έχει πρακτική σημασία".
Μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα εκτιμάται ότι σώθηκαν 80.000.000 άνθρωποι χάρις στην πενικιλλίνη [Αναφ. 3η].
Πρώτη δοκιμή σε άνθρωπο. Οι δοκιμές με καθαρή πενικιλλίνη σε πειραματόζωα υπήρξαν επιτυχείς και απέδειξαν ότι
πράγματι η ουσία σε καθαρή μορφή δεν ήταν τοξική. Ωστόσο, η πρώτη δοκιμή σε άνθρωπο απέτυχε λόγω των μικρών
ποσοτήτων πενικιλλίνης που διέθετε η ομάδα των ερευνητών.
Η δοκιμή αυτή πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 1941 στον 43-χρονο αστυνομικό Albert Alexander, o
οποίος είχε μολυνθεί με στρεπτόκοκκο και σταφυλόκκοκο στο στόμα από ένα αγκάθι τριαντάφυλλου. Η μόλυνση είχε
εξαπλωθεί σε όλο του το πρόσωπο και στη συνέχεια στο σώμα. Ο Alexander βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση,
σχεδόν ετοιμοθάνατος, όταν o Florey αποφάσισε να του χορηγήσει ενδοφλεβίως 160 mg πενικιλλίνης.
Αν και η κατάσταση του Alexander μετά τη χορήγηση της πενικιλλίνης παρουσίασε σαφή σημεία βελτίωσης, ατυχώς η
θεραπεία με πενικιλλίνη ήταν αδύνατον να συνεχισθεί λόγω έλλειψης της απαραίτητης ποσότητας του αντιβιοτικού και
ο άτυχος αστυνομικός κατέληξε μετά από έναν περίπου μήνα.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι ακούραστοι ερευνητές προσπαθούσαν
ακόμη και από τα ούρα του ασθενούς να παραλάβουν την πενικιλλίνη για να του
την επαναχορηγήσουν. Η εκ πρώτης όψεως παράδοξη αυτή πρακτική
ακολουθήθηκε και σε άλλες περιπτώσεις στις αρχικές εφαρμογές της πενικιλλίνης
λόγω έλλειψης του αντιβιοτικού, δεδομένου ότι περισσότερο από το 80% της
πενικιλλίνης αποβάλλεται αναλλοίωτη από τον ανθρώπινο οργανισμό ταχύτατα (σε
3-4 ώρες) μέσω των νεφρών. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η ποσότητα
πενικιλλίνης που χρειαζόταν για ένα μόνο ασθενή απαιτούσε την επεξεργασία και
εκχύλιση εκατοντάδων λίτρων υγρών καλλιέργειας του μύκητα, επομένως η παραλαβή της από τα ούρα των ασθενών
ήταν μια πρακτική που "συνέφερε" [Αναφ. 2δ]. 'Ενας άλλος τρόπος περιορισμού της ταχείας απέκκρισης της
πενικιλλίνης ήταν η συγχορήγηση φαρμάκων που περιορίζουν την απέκκριση αυτή αυξάνοντας έτσι τον χρόνο δράσης
του αντιβιοτικού στο σώμα του ασθενούς. Τυπικό φάρμακο αυτού του τύπου ήταν η προβενεσίδη (probenecid).
Μετά από την ατυχή, αλλά ελπιδοφόρα κατάληξη της πρώτης δοκιμής σε άνθρωπο, η ερευνητική ομάδα της Οξφόρδης
αποφάσισε να συνεχίσει τα in vivo πειράματα μόνο σε παιδιά, λόγω της αναλογικά μικρότερης δόσης πενικιλλίνης που
θα χρειάζονταν. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι οι ακούραστοι ερευνητές της Οξφόρδης συνέχισαν τις δοκιμές
τους για αρκετούς μήνες σε 6-7 ασθενείς με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα, χρησιμοποιώντας συνολικά περίπου 1
εκατομμύριο μονάδες πενικιλλίνης, τη στιγμή που σήμερα μια απλή δόση αντιβίωσης με πενικλλίνης φτάνει τα 4
εκατομμύρια μονάδες. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε mL καλλιέργειας περιείχε περίπου 2 μονάδες πενικιλλίνης
από τις οποίες περίπου το 60% χανόταν κατά τη διαδικασία καθαρισμού. Επομένως για μια θεραπεία χρειαζόταν η
πενικιλλίνη που η ομάδα της Οξφόρδης ελάμβανε από 2 κυβικά μέτρα υγρών καλλιέργειας! 'Ετσι, έγινε προφανές για
τους επιστήμονες ότι η μέθοδος αυτή ήταν τελείως ανεπαρκής και θα έπρεπε να ζητηθεί η συνεργασία και η βοήθεια
από φαρμακευτικές βιομηχανίες, γεγονός το οποίο έγινε λίγο αργότερα μετά από ένα ταξίδι (εν μέσω πολέμου) των
Florey και Heatly στις ΗΠΑ (1941) [Αναφ. 2θ].
Για την ανακάλυψη και τη θεραπευτική χρήση της πενικιλλίνης, οι Fleming, Florey και Chain τιμήθηκαν με το βραβείο
Nobel ιατρικής και φυσιολογίας του 1945. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί επιστήμονες, θεωρούν "υπερτιμημένη"
την προσφορά του Fleming στην όλη υπόθεση της πενικιλλίνης. 'Εχει διατυπωθεί η άποψη ότι χωρίς την ερευνητική
δουλειά του σχεδόν άγνωστου στο ευρύ κοινό Florey και της ομάδας της Οξφόρδης, ίσως και σήμερα ακόμη ο Fleming
να παρέμενε στην ιστορία της ιατρικής ως ένας "εκκεντρικός" μικροβιολόγος, με το όνομά του να βρίσκεται ανάμεσα
στα τόσα ονόματα επιστημόνων που είχαν διαπιστώσει (και πριν από τον ίδιο) τις θεραπευτικές ιδιότητες της μούχλας.
Σε κάθε περίπτωση πάντως και οι τρεις τιμηθέντες με Nobel επιστήμονες από οικονομική άποψη δεν κέρδισαν από την
έρευνά τους τίποτα περισσότερο από το χρηματικό ποσό που συνοδεύει το βραβείοNobel [Αναφ. 2ζ].
ς από τους χώρους μαζικής παραγωγής πενικιλλίνης (μονάδες επώασης των καλλιεργειών [πηγή], έλεγχός τους, διάταξη απομόνωσης/καθαρισμού της πενικιλλίνης [πηγή
βρέθηκε πως ήταν οι καταλληλότερες για την επώαση του μύκητα, αφού επέτρεπαν την επαφή μεγάλης επιφάνειας της καλλιέργειας με τον αέρα. Το στόμιό τους το έφρ
ν είσοδο του αέρα, όχι όμως και στα κοινά βακτήρια. Το διάλυμα της καλλιέργειας περιείχε μετά την επώαση μόλις 0,002-0,006% πενικιλλίνη και μπορούσαν, χάριν στο σχ
άβουν χωρίς να διαταράξουν την επιφάνειά του όπου βρισκόταν "απλωμένος" ο μύκητας. Η αποφυγή της μόλυνσης των καλλιεργειών αυτών από διάφορα βακτήρια υπήρξ
ερες δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η ομάδα της Οξφόρδης. Μια τέτοια μόλυνση μπορούσε να καταστρέψει σε λίγες ώρες όση πενικιλλίνη είχαν παράγει οι μύκητες
Προπαγανδιστικές πολεμικές αφίσες και έντυπα φαρμακευτικών εταιρειών της εποχής του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου για την πενικιλλίνη.
: Μηχανισμός σύνθεσης του τοιχώματος πεπτιδογλυκάνης: α) οι αλυσίδες πολυσακχαριτών ενώνονται με πεπτιδικές αλυσίδες μέσω του ενζύμου DD-τρανσπεπτιδάση. β) Σ
γ) η πενικιλλίνη συνδέεται σταθερά με το ένζυμο DD-τρανσπεπτιδάση, καθιστώντας αδύνατη τη σύνθεση της πεπτιδογλυκάνης. Δεξιά: Αντίδραση πενικιλλίνης μετά τη δι
λακταμικού δακτυλίου με το υδροξύλιο του αμινοξέος σερίνη της πεπτιδικής αλυσίδας της DD-τρανσπεπτιδάσης.
Mερικά από τα video του Youtube τα οποία αναφέρονται στην ανακάλυψη και τον τρόπο δράσης της πενικιλλίνης και των παραγώγων της.
Πενικιλλίνη G (φυσική πενικιλλίνη) και ορισμένα αντιβιοτικά - παραλλαγές της που διαφέρουν μόνο ως προς τη φύση της ομάδας R της αμιδικής
ομάδας.
Οικογένειες αντιβιοτικών β-λακτάμης. Οι διάφορες παραλλαγές στα αντιβιοτικά β-λακτάμης δεν περιορίζονται
μόνο στις διαφορετικές ομάδες R της αμιδικής ομάδας που συνδέεται τον β-λακταμικό δακτύλιο. Στα πλήρως
συνθετικά αντιβιοτικά β-λακτάμης αντικαταστάθηκε και ο πλευρικός θειαζολινικός δακτύλιος της φυσικής πενικιλλίνης
με πενταμελείς ή εξαμελείς δακτυλίους, όπου υπάρχει ως ετεροάτομο το θείο, το οξυγόνο (οξα-) ή μπορεί να λείπει
τελείως (καρβα-). Ο δακτύλιος αυτός μπορεί να διαθέτει ή όχι και έναν διπλό δεσμό ή ακόμη μπορεί να λείπει και
τελείως (μονοβακτάμες). Οι κεντρικοί πυρήνες των αντιβιοτικών αυτών και οι ονομασίες των αντίστοιχων
"οικογενειών" αντιβιοτικών είναι οι παρακάτω:
Κεφαλοσπορίνες. Οι κεφαλοσπορίνες διαφέρουν από τις πενικιλλίνες ως προς τον πλευρικό δακτύλιο της β-
λακτάμης ο οποίος είναι εξαμελής και διαθέτει διπλό δεσμό. Οι κεφαλοσπορίνες, πέραν από την ομάδα R2 της αμιδικής
ομάδας, μπορούν να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους και ως προς την ομάδα R1. Το πρώτο μέλος της ομάδας των
κεφαλοσπορινών απομονώθηκε το 1956 από έναν μύκητα που βρίσκεται στους υπονόμους, τον Cephalosporium
acremonium.
'Οπως οι πενικιλλίνες, το ίδιο και οι κεφαλοσπορίνες είναι
πολύτιμες λόγω της μικρής τοξικότητάς τους και του ευρέος
φάσματος δράσης έναντι πολλών βακτηρίων θετικών και
αρνητικών κατά Gram. 'Ετσι, και οι κεφαλοσπορίνες
χρησιμοποιούνται εξίσου με τις διάφορες πενικιλλίνες και
καταλαμβάνουν περίπου το 30% της αγοράς των αντιβιοτικών
φαρμάκων.
Πλεονεκτήματα της πενικιλλίνης σε σχέση με άλλα
αντιβιοτικά: Ενεργεί αποτελεσματικότερα κατά των Gram
θετικών βακτηρίων - Η βακτηριοκτόνος δράση της σκοτώνει τα
περισσότερα είδη μικροοργανισμών - Δεν είναι τοξική - 'Εχει την
καλύτερη αποτελεσματικότητα για την αντιμετώπιση των
Αναφυλακτικά συμπτώματα από αλλεργία προς την πενικιλλίνη.
λοιμώξεων - Δείχνει εξαιρετική διείσδυση στους ιστούς του
σώματος - Χαμηλό κόστος σε σύγκριση με άλλα αντιβιοτικά.
Ανεπιθύμητα συμπτώματα πενικιλλίνης: Κνίδωση ή αναφυλακτικές αλλεργικές αντιδράσεις παρατηρούνται στο 6
έως 10% των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε πενικιλλίνη - Απαραίτητη είναι η δοκιμή με μικρή δόση πενικιλλίνης
σε όλα τα άτομα, για τη διαπίστωση τυχόν αλλεργικών αντιδράσεων - 'Αλλες ανεπιθύμητες ενέργειες: υπερευαισθησία,
ναυτία, εξάνθημα, νευροτοξικότητα, κ.λπ. - Συχνά παρατηρείται αναστάτωση του στομάχου [Αναφ. 11].
Μειονεκτήματα πενικιλλίνης: Υψηλές πιθανότητες αλλεργικών αντιδράσεων - Αντιβιοτικά πενικιλλίνης είναι πολύ
λιγότερο ισχυρά όταν χορηγούνται από το στόμα, επειδή το φάρμακο καταστρέφεται από γαστρικό υγρό στο στομάχι
- Η πενικιλλίνη έχει πολύ μικρή διάρκεια δράσης, ο χρόνος υποδιπλασιασμού της στον οργανισμό είναι μόνο 4 ώρες
(αυτό είναι το κύριο μειονέκτημα της πενικιλλίνης) - Δεν είναι πολύ δραστική έναντι Gram-αρνητικών οργανισμών και
των λοιμώξεων που προκαλούν - Γαστρεντερική ενόχληση είναι η κοινή παρενέργεια της πενικιλλίνης.
[Σεπτέμβριος 2012]
Οι επιστήμονες του 19ου αιώνα πίστευαν ότι όπως η κινίνη, έτσι και στρυχνίνη θα μπορούσε να είναι ένα
θαυματουργό φάρμακο.
Τελικά, αποδείχθηκε ότι η στρυχνίνη δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα πανίσχυρο, τρομακτικό ως
προς τη δράση του δηλητήριο και διάσημο δολοφονικό εργαλείο.
τρο Strychnos nux-vomica (Στρύχνος ο εμετικός) σε διάφορες φωτογραφίες και σχέδια, όπως και τα σπέρματά του ("εμετικά κάρυα"). Πρόκειται για ένα φυλλοβόλο φ
έως πορτοκαλόχρωμους καρπούς που συναντάται στην Ινδονησία και στη Νοτιανατολική Ασία. Από τους καρπούς του στρύχνου λαμβάνονται τα πεπλατυσμένοι σπέρματα
λύ σκληρά και περιέχουν περίπου 1-1,5% στρυχνίνη. Στρυχνίνη βρίσκεται και στα αποξηραμένα άνθη του φυτού. Κάποιες αναφορές που υπήρξαν για αντικαρκινικές ιδιότη
σπερμάτων του δεν έχουν επιβεβαιωθεί επιστημονικά[Αναφ. 2].
Η στρυχνίνη υπόκειται σε υδρόλυση παρέχοντας, ανάλογα με τις συνθήκες, ισοστρυχίνη ή την αλδεΰδη Weiland-
Gumlich. Τα προϊόντα αυτά είχαν ιδιαίτερη σημασία τόσο για τον προσδιορισμό της δομής της, όπως επίσης και για
τον σχεδιασμό της ολικής σύνθεσης (ρετροσύνθεση) της στρυχνίνης εφόσον αυτά ορίζουν δύο διαφορετικά
"μονοπάτια"-στόχους (το τελευταίο στάδιο) της ολικής σύνθεσης του αλκαλοειδούς.
Προσδιορισμ
ός της
χημικής
δομής της
στρυχνίνης
και ολική
σύνθεσή της
Με τη
στρυχνίνη
ασχολήθηκαν
δυο γίγαντες
της Οργανικής
Χημείας, ο
ένας της
Αριστερά: Sir Robert Robinson (Βραβείο Nobel Χημείας 1947), 1886-1975. Το 1946 προσδιόρισε τη χημική δομή της Ευρώπης και ο
στρυχνίνης. Κέντρο: Robert B. Woodward (Βραβείο Nobel Χημείας 1965), 1917-1979. Το 1954, πρώτος συνέθεσε τη άλλος της
στρυχνίνη επιβεβαιώνοντας τη δομή που είχε προτείνει ο Robinson. Δεξιά: Τα αρχικά αντιδραστήρια της σύνθεσης στρυχνίνης
κατά Woodward και η πρώτη πρόδρομη ινδολική ένωση προϊόν της αντίδρασης των δύο πρώτων. Αμερικής.
Μετά από
δεκαετίες ερευνών, η δομή της στρυχνίνης προσδιορίστηκε για πρώτη φορά το 1946 από τον 'Αγγλο χημικό Sir
Robert Robinson (Βραβείο Nobel Χημείας 1947 για τις μελέτες του στα φυτικά προϊόντα και ιδιαίτερα στα
αλκαλοειδή), έναν χημικό άθλο για εκείνη την εποχή, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της κλασικής δομικής
χημείας [Αναφ. 4α]. Να σημειωθεί ότι ο Robinson είχε δημοσιεύσει περίπου 400 εργασίες πάνω στο θέμα της δομής
της στρυχνίνης.
Κατά τη δεκαετία του 1950, ολοκληρώθηκε ο προσδιορισμός της δομής της στρυχνίνης με τον προσδιορισμός και της
στερεοχημείας των χειραλικών κέντρων της στρυχνίνης με εξέταση κρυστάλλων της με ακτίνες Χ.
Η πολυπλοκότητα του μορίου ήταν τέτοια, που οι χημικοί εκείνης της εποχής θεωρούσαν την ολική σύνθεσή της
στρυχνινής ως ουσιαστικά αδύνατη. Ωστόσο, το 1954 επετεύχθη η ολική σύνθεση αυτού του αλκαλοειδούς από τον
διάσημο Αμερικανό χημικό και "μάγο της οργανικής σύνθεσης" Robert B. Woodward (Βραβείο Nobel Χημείας 1965
Συνεισφορά Leuchs: Μια ανθρώπινη ιστορία πίσω από την ανακάλυψη της δομής της στρυχνίνης [Αναφ. 4γ]
Αν και η τιμή της ανακάλυψης της δομής της στρυχνίνης ανήκει στον Robinson, η συνεισφορά και
δουλειά του Γερμανού χημικού Friedrich Hermann Leuchs στο θέμα αυτό συχνά δεν αναφέρεται.
Ωστόσο, ο Leuchs εργάστηκε επί 40 χρόνια πάνω στη δομή της στρυχνίνης χωρίς ποτέ να προτείνει
την τελική της δομή και στα δικά του πειραματικά δεδομένα βασίστηκε ο Robinson για να προτείνει
τη δομή αυτού του αλκαλοειδούς.
Το 1955, σε μια διάλεξη που είχε δώσει ο Woodward ανέφερε τα εξής:
"Για τον χημικό, η στρυχνίνη είχε την τύχη να διαθέτει μια τόσο "δόλια" δομή, που η εκμαίευση από
τη Φύση του μυστικού της αρχιτεκτονικής της απόκτησε επικές διαστάσεις. Πράγματι, η "επίθεση"
αυτή, η οποία καθοδηγήθηκε από πολλούς χημικούς και σε χρονική διάρκεια καταλαμβάνει ολόκληρη
τη ζωή της Οργανικής Χημείας ως επιστήμης, έφτασε σε αίσιο τέλος πριν κάτι λιγότερο από μια
δεκαετία [1947] με την περιγραφή της δομής της. Στην προσπάθεια αυτή το όνομα ενός ανθρώπου,
του Sir Robert Robinson, λάμπει εκθαμβωτικά πάνω απ' όλους τους άλλους. Αυτός ήταν που
ουσιαστικά ζωγράφισε την πλήρη εικόνα, βασίζοντας την τεράστια διανοητική προσφορά του εν
μέρει στην εκτεταμένη πειραματική συνεισφορά της δικής του σχολής και κάνοντας πλήρη χρήση
του κυριολεκτικά τεράστιου πλούτου της ωραίας δουλειάς του Hermann Leuchs και των Friedrich Hermann
συνεργατών του, δουλειάς που μαζεύτηκε με πολλούς κόπους". Leuchs(1879-
1945) [Πηγή]
Με άλλα λόγια, πίσω από αυτά που διάνθισε με όμορφες λέξεις ο Woodward, ουσιαστικά εννοούσε
πως στο θέμα της στρυχνίνης ο Robinson "έβαλε το μυαλό" και οLeuchs την "κοπιαστική δουλειά". Ο Leuchs απογοητευμένος
από πολλές ατυχίες και αδικίες, που δέχθηκε κατά την επιστημονική του καριέρα, ανέπτυξε ένα είδος μισανθρωπίας και
αυτοκτόνησε κατά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Στη νεκρολογία του (από τον F. Kröhnke) τα πράγματα λέχθηκαν με
το όνομά τους:
"'Ηταν ξεκάθαρα πολύ τραγικό το ότι δεν ήταν ο Leuchs εκείνος στον οποίο αποδόθηκε η κύρια τιμή της ανακάλυψης του
σωστού τύπου [της στρυχνίνης] και στην ουσία -δίκαια αν το καλοεξετάσουμε- δόθηκε στην Αγγλική σχολή και ειδικά στον R.
Robinson... Στην ερμηνεία των πειραματικών αποτελεσμάτων, η τύχη δεν ήταν πάντοτε με το μέρος του Leuchs και σπάνια του
έτυχε να φτάσει στα αποφασιστικά συμπεράσματα ως προς τη δομή. Η διστακτικότητά του στην ερμηνεία των δεδομένων για την
εξαγωγή της δομής οφειλόταν στην ιδιαίτερη προσοχή και αυτοσυγκράτηση που έδειχνε σε ό,τι αφορούσε τις εικασίες. 'Ηθελε
πάντοτε να είναι βέβαιος και με επιμονή εστίαζε τις προσπάθειές του στη διεύρυνση των πραγματικών δεδομένων. Το στυλ της
Αγγλικής σχολής υπό τους W. H. Perkin και R. Robinson ήταν θεμελιωδώς διαφορετικό. Ελάμβαναν τα πλήρη μοντέλα [της
δομής της στρυχνίνης] ως υπόθεση εργασίας και συζητούσαν τα πειραματικά αποτελέσματα πάνω σε αυτή τη βάση. Ο τύπος [της
στρυχνίνης] που έδωσε η Αγγλική σχολή δεν ήταν παρά βήματα πάνω σε ένα [έτοιμο] μονοπάτι. 'Εδειξαν συνδυαστική ικανότητα
που κάνει κάποιον να πιστεύει στη διαίσθηση".
Ιστορικά στοιχεία
Η νιτρογλυκερίνη ή τρινιτρογλυκερίνη (κατά IUPAC: 1,2,3-
τρινιτροοξυ-προπάνιο, άλλη ονομασία: τρινιτρική προπανο-1,2,3-
τριόλη, τρινιτρική γλυκερίνη, τρινιτρίνη) είναι ένα ειδικώς βαρύ
ελαιώδες υγρό, εξαιρετικά εκρηκτικό και ιδιαίτερα επικίνδυνο στο
χειρισμό του. Αποτελεί το πρώτο συνθετικό εκρηκτικό υλικό που
χρησιμοποιήθηκε μετά την πυρίτιδα και χρησιμοποιείται ακόμη και
σήμερα, κυρίως υπό την ασφαλέστερη σε χρήση μορφή της
δυναμίτιδας κυρίως για κατασκευαστικές εργασίες, σε ορυχεία,
λατομεία, σε χωματουργικά έργα και σε κατεδαφίσεις παλαιών
κτηρίων. Επιπλέον, η νιτρογλυκερίνη χρησιμοποιείται για ιατρικούς
σκοπούς ως πανίσχυρο και άμεσης δράσης αγγειοδιασταλτικό φάρμακο
για την αντιμετώπιση κάποιων καρδιακών προβλημάτων, όπως
η στηθάγχη.
Η νιτρογλυκερίνη παρασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1847 από τον Ιταλό Καθηγητή Χημείας Ascanio
Sobrero (1812-1888), στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, με απλή διαδικασία νίτρωσης της γλυκερίνης, δηλαδή με
σταδιακή προσθήκη γλυκερίνης σε ψυχόμενο μίγμα πυκνού θειικού και πυκνού νιτρικού οξέος. Αναφέρεται ότι ο
Sobrero, λόγω της μεγάλης εκρηκτικής ισχύος και του ιδιαίτερα επικίνδυνου χαρακτήρα αυτής της νέας ουσίας την
οποία είχε ονομάσει πυρογλυκερίνη, δίστασε για έναν χρόνο να ανακοινώσει την παρασκευή της και δεν συνιστούσε
τη χρήση της ή τη σύνθεσή της. Γνωρίζοντας τις εκρηκτικές ιδιότητες και τις καταστροφές που μπορούσε να
προκαλέσει, με γράμματα και άρθρα του σε εφημερίδες και περιοδικά, ο Sobrero προειδοποιούσε αδιάκοπα κατά της
Δυναμίτιδα [Αναφ. 2]
Ο Alfred Bernhard Nobel (1833-1896) σε νεαρή
ηλικία εργαζόταν στο Παρίσι στο ιδιωτικό εργαστήριο
του διάσημου Γάλλου Καθηγητή της
Χημείας Théophile-Jules Pelouze (1807-1867), ο
οποίος υπήρξε καθηγητής του Sobrero στο Τορίνο
Ascanio Sobrero (1812-1888). Ο Alfred Bernhard Nobel (1833-1896).
και είχε ασχοληθεί με τη νίτρωση του χαρτιού και
Ιταλός χημικός που συνέθεσε για Ο Σουηδός χημικός και μηχανικός που
πρώτη φορά τη νιτρογλυκερίνη το κατάφερε να μετατρέψει την του βάμβακα. Εκεί, το 1850, ο Nobel γνώρισε τον
1847. Προειδοποίησε κατά της επικίνδυνη νιτρογλυκερίνη σε εύχρηστη Ascanio Sobrero, παλαιό φοιτητή του Pelouze, ο
χρήσης της λόγω της επικινδυνότητάς εκρηκτική ύλη ως δυναμίτιδα. οποίος τρία χρόνια πριν είχε συνθέσει τη
της. νιτρογλυκερίνη και από τον οποίο ενημερώθηκε για
τη χημική δομή της ένωσης και τον τρόπο της
παρασκευής της.
Κατά τη δεκαετία του 1850, όταν ο Nobel επέστρεψε στη Σουηδία και άρχισε να εργάζεται στην οικογενειακή
βιομηχανία οπλικών συστημάτων. Εκεί, σε συνεργασία με τον πατέρα του τον μηχανικό και εφευρέτη Immanuel
Nobel (1801-1872), άρχισε να πειραματίζεται με τη νιτρογλυκερίνη αναζητώντας ασφαλέστερους τρόπους χειρισμού
αυτής της πανίσχυρης αλλά επικίνδυνης εκρηκτικής ουσίας.
Το 1864, ο νεότερος αδερφός του Alfred Nobel, o Emil (Emil Nobel, 1843-1864) και τέσσερις εργάτες σκοτώθηκαν
σε μια έκρηξη νιτρογλυκερίνης στο εργοστάσιο όπλων των Nobel στο Helenborg, ένα προάστιο της Στοκχόλμης. Ο
ίδιος γλύτωσε γιατί έτυχε να λείπει από το εργοστάσιο όταν συνέβη η έκρηξη. Μετά από αυτό το καταστροφικό
ατύχημα, οι αρχές της Στοκχόλμης απαγόρευσαν στον Nobel τη συνέχιση των πειραμάτων στα ευρύτερα όρια της
πόλης.
Παρά το καταστροφικό ατύχημα και τον θάνατο του αδελφού του, ο Nobel συνέχισε απτόητος τα πειράματά του σε
νέα εργαστήρια, στο Vinterviken, σε έναν ερημικό κολπίσκο της λίμνης Mälaren νότια της Στοκχόλμης (σήμερα
παραθεριστική περιοχή), αποφασισμένος να προχωρήσει στη μαζική παραγωγή νιτρογλυκερίνης. Aφού κατάφερε ο
Nobel μετά από πολλές προσπάθειες να πάρει τις σχετικές άδειες και να εξασφαλίσει τραπεζική χρηματοδότηση,
ξεκίνησε πάλι την παρασκευή νιτρογλυκερίνης αρχικά πάνω σε μια πλωτή εξέδρα και στη συνέχεια, σε νεόκτιστα
κτήρια. Η παραγωγή νιτρογλυκερίνης και δυναμίτιδας στο Vinteviken συνεχίστηκε μέχρι το 1920.
Το 1865, ο Νομπέλ ίδρυσε την εταιρία "Alfred Nobel & Company" (σήμερα: Dynamit Actien Gesellschaft - Dynamit
A/G) στη Γερμανία. Κοντά στην πόλη Geesthacht, 34 χλμ. νοτιοανατολικά του Αμβούργου, σε μια περιοχή
στους λόφους Krümmel και μακριά από κατοικημένες περιοχές έκτισε ένα απομονωμένο εργοστάσιο. Η εταιρία του
Nobel αρχικά παρήγαγε ένα εκρηκτικό υγρό που συνδύαζε τη νιτρογλυκερίνη με την πυρίτιδα, το οποίο ήταν γνωστό
ως "Εκρηκτικό 'Eλαιο" (Blasting Οil). Ωστόσο, και αυτό το υγρό ήταν εξαιρετικά ασταθές και επικίνδυνο στη μεταφορά,
όπως φάνηκε και από πολυάριθμες καταστροφές. Τα κτήρια του εργοστασίου στο Krümmel είχαν καταστραφή μάλιστα
σε δύο περιπτώσεις.
Από το Krümmel και κατά το διάστημα 1865 έως το 1873, η εταιρία Alfred Nobel & Co έστελνε συνεχώς αυξανόμενες
ποσότητες εκρηκτικών με βάση τη νιτρογλυκερίνη, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως
επίσης και στην Αμερική. Η διαδικασία αποστολής αυτού του εξαιρετικά επικίνδυνου φορτίου γινόταν κατά τρόπο που
σήμερα δεν θα επιτρεπόταν σε καμία περίπτωση.
Τον Απρίλιο του 1866, τρία κιβώτια νιτρογλυκερίνης (χωρίς κάποια ένδειξη για το περιεχόμενό τους!)
στάλθηκαν στην Καλιφόρνια, όπου η εταιρία σιδηροδρόμων "Central Pacific Railroad" ήθελε να τη
δοκιμάσει ως εκρηκτικό για εκβραχισμούς, ώστε να επιταχύνει την κατασκευή μιας σήραγγας μήκους
506 μέτρων στην οροσειρά Σιέρα Νεβάδα. Σε ένα από τα κιβώτια αυτά παρατηρήθηκε διαρροή ενός
υγρού (προφανώς νιτρογλυκερίνης) και κρατήθηκε για προσωρινή φύλαξη στις αποθήκες της γνωστής
μεταφορικής εταιρίας Wells Fargo στο Σαν Φρανσίσκο [Αναφ. 2ε]. Εκεί εξερράγη προκαλώντας τον
θάνατο σε 15 άτομα, τραυματίζοντας πολύ περισσότερα, ενώ διέλυσε τις αποθήκες και σχεδόν όλα
γειτονικά κτήρια.
Το γεγονός αυτό οδήγησε στη γενική απαγόρευση της μεταφοράς υγρής νιτρογλυκερίνης
στην Καλιφόρνια. Αυτή η απαγόρευση κατέστησε αναγκαία την επιτόπια παρασκευή νιτρογλυκερίνης,
καθώς ήταν απαραίτητη για τη διάνοιξη της σήραγγας, που είχε απομείνει για την ολοκλήρωση του
πρώτου αμερικανικού διηπειρωτικού σιδηροδρόμου. Τα πολύνεκρα ατυχήματα δεν έλειψαν, συχνά λόγω
του πρόχειρου τρόπου παρασκευής και αποθήκευσης της εκρηκτικής ένωσης.
Η νιτρογλυκερίνη στην υγρή της μορφή και σε κάθε περίπτωση ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. H
παραμικρή ανατάραξη μπορούσε να προκαλέσει την έκρηξή της. Μια σταγόνα της αν πέσει από κάποιο
ύψος στο πάτωμα εκρήγνυται. Για να καταστήσει ασφαλέστερο τον χειρισμό της νιτρογλυκερίνης ο
Alfred Nobel πειραματίστηκε με διαφορετικές προσθήκες αδρανών υλικών με μεγάλη
προσροφητική ικανότητα.
Μετά την πρώτη έκρηξη στο εργοστάσιο της Γερμανίας, ο Nobel συνέχισε τα πειράματά του σε ένα πρόχειρο,
προσωρινό εργαστήριο που είχε στήσει σε μια μεγάλη σχεδία στον ποταμό 'Ελβα. Προσπαθούσε να βελτιώσει την
ασφάλεια της νιτρογλυκερίνης αναμιγνύοντάς την με σταθεροποιητικά αδρανή υλικά, όπως καρβουνόσκονη, τσιμέντο,
πριονίδια κ.α. Τελικά βρήκε την τέλεια λύση στους αμμόλοφους του Krümmel.
To 1867, o Nobel διαπίστωσε ότι αναμιγνύοντας τη νιτρογλυκερίνη με γη διατόμων (diatomaceous
earth, γερμανικά: kieselgur) μια σκόνη σχεδόν καθαρής πυριτίας (SiO2), ένα υλικό που υπήρχε σε αφθονία στους
αμμόλοφους του Krümmel, μετέτρεπε την υγρή νιτρογλυκερίνη σε ένα υλικό σαν το ζυμάρι, τη δυναμίτιδα, υλικό
ασφαλές τόσο στον χειρισμό, όσο και στην αποθήκευση. Εκτός από τη γη των διατόμων προσέθεταν μικρές
ποσότητες CaCO3 ή Na2CO3 για να προληφθεί η συσσώρευση όξινων ακαθαρσιών (π.χ. από υδρόλυση της
νιτρογλυκερίνης) που θα καθιστούσαν τη δυναμίτιδα επισφαλή. Η δυναμίτιδα δεν εκρήγνυται παρά μόνο με χρήση
πυροκροτητή.
υ 1915 από το Krümmel [πηγή]. 1η εικόνα: Μονάδες του συγκροτήματος χωρισμένες μεταξύ τους κάθε μία μέσα σε μια τάφρο με επικλινή τοιχώματα, έτσι ώστε σε περ
α να κατευθυνθεί προς τα πάνω χωρίς να προκαλέσει ζημιά στις άλλες μονάδες. 2η εικόνα: Φόρτωση εκρηκτικών. 3η εικόνα: Το προσωπικό εργαστήριο του Alfred Nob
κατοικία του Alfred Nobel κοντά στο εργοστάσιο.
Η αντίδραση (αντίδραση 1) είναι ισχυρώς εξώθερμη. Η επιθυμητή θερμοκρασία είναι χαμηλή (ενδεικτικά: στην περιοχή
10ºC - 15ºC), ανάλογα τις καθαρότητες των άλλων υλικών. Εάν η θερμοκρασία αφεθεί να ανέλθει, τότε η αντίδραση
εκτρέπεται (κατάσταση "runaway") με αποτέλεσμα η νίτρωση να ακολουθηθεί από μια εκρηκτική πλήρη οξείδωση της
γλυκερίνης και με την απελευθέρωση τοξικών ατμών διοξειδίου του αζώτου (π.χ. αντίδραση 2). Για τον λόγο αυτό η
γλυκερίνη προστίθεται στο μίγμα των οξέων αργά και το δοχείο ψύχεται ισχυρά και η εστεροποίηση πραγματοποιείται
με σχετικά αργό αλλά ελεγχόμενο ρυθμό. Χαμηλότερες θερμοκρασίες καθιστούν την αντίδραση ιδιαίτερα αργή.
ΠΡΟΣΟΧΗ ! ! Να σημειωθεί ότι σχεδόν στο σύνολό τους οι αντιδράσεις ολοκληρωτικής ή σχεδόν
ολοκληρωτικής οξείδωσης οργανικών ενώσεων με πυκνό νιτρικό οξύ χαρακτηρίζονται από ένα σχετικά μεγάλο χρόνο
εκκόλαψης και συχνά επιφυλάσσουν άσχημες εκπλήξεις. Αρχικά φαίνεται ότι δεν πραγματοποιείται καμία αντίδραση,
γεγονός που μπορεί "ξεγελάσει" τον άπειρο χειριστή, ο οποίος μπορεί να κάνει το σφάλμα να προσθέσει επιπλέον
οργανική ουσία ή να προσπαθήσει να θερμάνει ελαφρά το αντιδρών μίγμα. Ωστόσο, μόλις η αντίδραση αρχίσει,
εκλύεται θερμότητα που ανυψώνει τη θερμοκρασία του αντιδρώντος μίγματος, γεγονός που επιταχύνει ακόμη
περισσότερο την αντίδραση. 'Ετσι, αν δεν ληφθούν μέτρα ψύξης του αντιδρώντος μίγματος, η ταχύτητα της αντίδρασης θα αυξηθεί
εκθετικά, θα είναι μάταιη πλέον κάθε απόπειρα ψύξης, θα αρχίσει να εκλύεται άφθονο ΝΟ 2 (πορτοκαλόχρωμο, τοξικό αέριο) και είναι
πιθανότατο το ενδεχόμενο έκρηξης.
Μετά τη διαδικασία της νίτρωσης το περιεχόμενο του αντιδραστήρα αδειάζεται σε νερό και η χαμηλότερη στιβάδα της
νιτρογλυκερίνης, παραλαμβάνεται και εκπλένεται με διάλυμα όξινου ανθρακικού νατρίου για να απαλλαγεί από όξινες
προσμίξεις που καθιστούν τη νιτρογλυκερίνη ιδιαίτερα ασταθή.
Αριστερά: Αντιδραστήρας σύνθεσης νιτρογλυκερίνης γνωστός ως "nitrator" (τέλη 19ου αιώνα). Ο εργάτης παρακολουθεί συνεχώς
ένα θερμόμετρο και χειρίζεται τις βαλβίδες του νερού ψύξης για να διατηρεί το αντιδρών μίγμα στην επιθυμητή θερμοκρασία.
Κάθεται σε σκαμνί με ένα πόδι(!) μη τυχόν και αποκοιμηθεί και να είναι έτσι σε συνεχή εγρήγορση. Κέντρο: Εργάτριες "ζυμώνουν"
τη νιτρογλυκερίνη με γη διατόμων για την παρασκευή δυναμίτιδας. Αξίζει να παρατηρηθεί το πριονίδι στο πάτωμα ως μέτρο
ασφάλειας, αφού είχε παρατηρηθεί ότι σταγόνες νιτρογλυκερίνης που πέφτουν στο πριονίδι δεν εκρήγνυνται [πηγή].Δεξιά: Κάπως
πιο σύγχρονος αντιδραστήρας σύνθεσης νιτρογλυκερίνης (δεκαετία 1950) [πηγή].
1) Νιτροπαράγωγα με κύριο εκπρόσωπο το TNT. Είναι τα ανθεκτικότερα σε κρούση εκρηκτικά και θεωρούνται
"βράχοι" σταθερότητας σε σχέση με τους νιτρικούς εστέρες.
2) Νιτραμίνες, με κυριότερους εκπρόσωπους τα RDX (κυκλωνίτης) και HMX. Αποτελούν τα πλέον σύγχρονα
εκρηκτικά.
3) Νιτρώδεις εστέρες. Η χρήση εκρηκτικών αυτής της κατηγορίας είναι περιορισμένη.
4) Νιτρικοί εστέρες, με κυριότερο εκπρόσωπο τη νιτρογλυκερίνη. Είναι τα πλέον ευαίσθητα και ασταθέστερα
εκρηκτικά.
Από την κατηγορία των νιτρικών εστέρων, τα πιο συνηθισμένα εκρηκτικά είναι: (α) η δινιτρική αιθυλενογλυκόλη,
η οποία προστίθεται σε μικρές αναλογίες στη νιτρογλυκερίνη για να υποβιβάσει το σημείο τήξεως και να αποφευχθεί η
στερεοποίηση της τελευταίας σε χαμηλές θερμοκρασίας γεγονός που θα την καθιστούσε ιδιαίτερα επικίνδυνη στους
Σελίδα 179 από 256
κραδασμούς, (β) ητετρανιτρική πενταερυθριτόλη (PETN), στερεή ένωση ασφαλέστερη στη χρήση σε σχέση με τη
νιτρογλυκερίνη και (γ) η παλαιότερη απ' όλες η νιτροκυτταρίνη, γνωστή και ως βαμβακοπυρίτιδα.
Αριστερά και κέντρο: Κατάσβεση πυρκαγιών πετρελαιοπηγών. Παλαιότερα πραγματοποιούσαν μια έκρηξη πάνω από την πηγή για να
σβήσει η φωτιά πριν αντικατασταθεί η βαλβίδα. Σήμερα σπάνια πλέον χρησιμοποιείται η τεχνική αυτή και η αντικατάσταση της βαλβίδας
γίνεται άμεσα[πηγή]. Δεξιά: Paul Neal (Red) Adair (1915-2004), ο οποίος υπήρξε ένας από τους διασημότερους διεθνώς σπεσιαλίστες
στις κατασβέσεις πυρκαγιών πετρελαιοπηγών.
Διάφορα εμπορικώς διαθέσιμα φαρμακευτικά σκευάσματα νιτρογλυκερίνης (υπογλώσσια δισκία, σπρέι, ενέσιμα, έμπλαστρα).
e Louis Berthollet (1748- Παλαιό εργοστάσιο παραγωγής διαλύματος υποχλωριώδους νατρίου Παλιά γαλλική διαφήμιση του νερού της Javel (eau de
1822) (eau de Javel) στο προάστιο Ponthierry του Παρισιού (καρτ- Javel)[πηγή].
ποστάλ του 1900) [πηγή].
Τα πολύ πυκνά διαλύματα NaΟCl (>15%) λόγω της περιορισμένης σταθερότητάς τους συνήθως παρασκευάζονται
επιτόπου, δηλαδή εκεί όπου και θα χρησιμοποιηθούν (π.χ. σε εγκαταστάσεις απολύμανσης και καθαρισμού υδάτων).
Τυπικές συνθέσεις των εμπορικών διαλυμάτων NaOCl είναι: 5-15% NaOCl, 0,5-1,5% NaCl και 0,25-0,35%
NaOH [Αναφ. 2β]. Σε άλλα διαλύματα NaOCl ειδικής χρήσης οι συγκεντρώσεις NaOH μπορεί να είναι πολύ
μεγαλύτερες. Τα κοινά διαλύματα υποχλωριώδους νατρίου για οικιακή χρήση (χλωροκαθαριστικά) περιέχουν NaOCl 3
έως 6%. Η πυκνότητα ενός διαλύματος NaOCl 5% είναι περίπου 1,1 g/mL.
Καθαρό HOCl και διαλύματά του. Σε βιομηχανική κλίμακα, διάλυμα υποχλωριώδους οξέος (με συγκέντρωση μέχρι
και 5 Μ) απαλλαγμένο από την παρουσία χλωριούχων παρασκευάζεται με αντίδραση εφυδάτωσης του οξειδίου του
διχλωρίου (dichlorine monoxide, Cl2O, ασταθές καφε-κίτρινο αέριο, σ.τ. -120,6ºC, σ.ζ. 2,2ºC), που αποτελεί τον
ανυδρίτη του υποχλωριώδους οξέος (αντίδραση 3). Το Cl2O λαμβάνεται σε βιομηχανική κλίμακα με διαβίβαση αερίου
Cl2 μέσω αντιδραστήρα που περιέχει υγραμένο Na2CO3 (αντίδραση 4)
Cl2O + H2O 2 HOCl (3) 2 Cl2 + 2 Na2CO3 + H2O 2 NaHCO3 + 2 NaCl + Cl2O (4)
Η αντίδραση εφυδάτωσης του Cl2O (αντίδραση 3) είναι σε κάποιο βαθμό αντιστρεπτή (Κ = 280 mol/L, 0ºC), με
αποτέλεσμα σε πυκνά διαλύματα HOCl μέρος του Cl(+1) να βρίσκεται στη μορφή Cl2O, το οποίο μάλιστα μπορεί να
διαχωριστεί ως ξεχωριστή στιβάδα και στο οποίο οφείλεται πιθανώς το κίτρινο χρώμα τους.
Πρέπει να τονισθεί ότι το υποχλωριώδες οξύ λόγω της αστάθειάς του δεν αποτελεί εμπορικώς διαθέσιμη χημική ουσία,
αλλά όπου χρειάζεται ως αντιδραστήριο παρασκευάζεται και χρησιμοποιείται επί τόπου.
Εργαστηριακή παρασκευή. Λόγω της ευρύτατης εμπορικής διαθεσιμότητας διαλυμάτων NaOCl σε πολύ χαμηλό
κόστος, σπάνια απαιτείται η εργαστηριακή παρασκευή τους, η οποία βασίζεται στην αντίδραση (1), δηλαδή στη
διαβίβαση καθαρού χλωρίου μέσω ψυχόμενου υδατικού διαλύματος NaOH. Συνήθως, στο εργαστήριο παρασκευάζεται
NaOCl σε περιπτώσεις που απαιτούνται πυκνά διαλύματά του (>15%), τα οποία δεν είναι ιδιαίτερα σταθερά και δεν
διατίθενται στο εμπόριο ή διαλύματα απαλλαγμένα από ιχνοποσότητες μεταλλοϊόντων που πιθανώς συναντούνται στα
εμπορικά διαλύματα.
Διάλυμα HOCl 25% έχει ληφθεί με αντίδραση στερεού υδρίτη χλωρίου (λαμβάνεται με διαβίβαση αερίου χλωρίου
μέσω μίγματος πάγου-ύδατος) με οξείδιο υδραργύρου αποσταχθεί υπό χαμηλή πίεση [Αναφ. 1α]:
Η σωματιδιακή κατανομή του υποχλωριώδους οξέος απεικονίζεται στο διπλανό διάγραμμα. Σε τιμές pH > 4, η
κατανομή αδιάστατου οξέος και ανιόντος είναι η τυπική ενός ασθενούς μονοπρωτικού οξέος. 'Ετσι π.χ., σε pH ίσο προς
το pKa του οξέος οι δύο μορφές του (HOCl και ClO-) βρίσκονται σε ίσες συγκεντρώσεις. Ωστόσο, σε τιμές pH < 4, το
οξύ αρχίζει να διασπάται ταχύτατα, παρέχοντας χλώριο και οξυγόνο ή μοριακό χλώριο παρουσία χλωριούχων, που
αποτελεί τη συνηθέστερη περίπτωση:
Σταθερότητα των διαλυμάτων υποχλωριώδους οξέος και των αλάτων του [Αναφ. 5α]. Τα υδατικά
διαλύματα του υποχλωριώδους οξέος δεν είναι σταθερά και μάλιστα, όσο πυκνότερα είναι, τόσο αυξάνεται η αστάθειά
τους. Διάλυμα HOCl 25% έχει ένα πρασινοκίτρινο χρώμα και μπορεί να παραμείνει σταθερό για λίγες ημέρες αν
διατηρηθεί στους -20ºC, όπου αποσυντίθεται αργά παρέχοντας Cl2, O2 και HClO4. 'Οπως προαναφέρθηκε, ο
χρωματισμός του διαλύματος HOCl οφείλεται κυρίως στην παρουσία μικρής ποσότητας ελεύθερου Cl 2O που αποτελεί
τον ανυδρίτη του HOCl.
Τα διαλύματα αλάτων του υποχλωριώδους οξέος είναι σαφώς σταθερότερα από τα διαλύματα του οξέος, ωστόσο και
αυτά διασπώνται με βραδύ ρυθμό μέσω δύο τελείως διαφορετικών αντιδράσεων:
Σε ένα καλής ποιότητας διάλυμα NaOCl και απαλλαγμένο από ιχνοποσότητες μεταλλοϊόντων στοιχείων μετάπτωσης,
περίπου το 90% της διάσπασης πραγματοποιείται μέσω της αυτοοξειδοαναγωγικής αντίδρασης 5. Η αύξηση της
θερμοκρασίας, της συγκέντρωσης του υποχλωριώδους άλατος και της ιοντικής ισχύος (περιεκτικότητα σε άλλα άλατα -
κυρίως NaCl-), όπως και η υπεριώδης ακτινοβολία (π.χ. με άμεση έκθεση σε ηλιακό φως), αυξάνουν τις ταχύτητες και
των δύο αντιδράσεων. Η ταχύτητα της αντίδρασης 5 είναι ανάλογη του τετραγώνου της συγκέντρωσης των
υποχλωριωδών ιόντων και πράγματι η ταχύτητα διάσπασης των υποχλωριωδών είναι ταχύτερη στην περίπτωση των
πυκνών διαλυμάτων τους[Αναφ. 5γ]. Μελέτες έδειξαν ότι η αντίδραση χωρεί σε δύο στάδια [Αναφ. 5δ-ε]:
2 ΟCl- Cl- + ClO2- (7) και ΟCl- + ClO2- Cl- + + ClO3- (8)
Η αντίδραση 7 είναι πολύ βραδύτερη από την αντίδραση 8, γεγονός που ερμηνεύει το ότι η ταχύτητα της ολικής
αντίδραση 5 είναι ανάλογη του τετραγώνου της συγκέντρωσης των υποχλωριωδών ιόντων.
Η σταθερότητα των διαλυμάτων υποχλωριωδών αλάτων εξαρτάται δραματικά από το pH. Σε pH 12 έως 13 (εμπορικά
λευκαντικά διαλύματα με περίσσεια 0,025 έως 0,35% NaOH) η διάσπαση του NaOCl είναι πολύ αργή, ενώ σε pH
μικρότερο από 11 αυξάνει δραματικά η ταχύτητα αυτοοξειδοαναγωγικής διάσπασής του με σχηματισμό χλωρικών
(αντίδραση 5). Σε pH 13 έως 13,5 παρατηρείται μια μικρή αύξηση της ταχύτητας διάσπασης.
'Αλλη πηγή αναφέρει ότι το pH διαλύματος NaOCl δεν πρέπει να είναι ποτέ μικρότερο από 11, ενώ pH μεγαλύτερο από
11,2 δεν φαίνεται να βελτιώνει τη σταθερότητα του διαλύματος. Με προσθήκη Na 2CO3 ρυθμίζεται το pH του
διαλύματος κοντά στην τιμή 11,2, γεγονός που βελτιώνει σημαντικά τη σταθερότητα του διαλύματος [Αναφ. 5β].
Η διάσπαση των υποχλωριωδών αλάτων προς οξυγόνο (αντίδραση 6) καταλύεται από ιχνοποσότητες (0,1-1 mg/L)
ιόντων ορισμένων στοιχείων μετάπτωσης και κυρίως των Ni(ΙΙ), Cu(ΙΙ) και Co(ΙΙ) και Fe(III). Οι διάφορες ποιότητες
των διαλυμάτων NaOCl και τα κύρια χαρακτηριστικά που καθορίζουν την ποιότητά τους και η συμβατότητα διαφόρων
υλικών με τα διαλύματα αυτά μπορούν να αναζητηθούν στην [Αναφ. 5γ].
Αριστερά: Ηλεκτρονιακή δομή και γεωμετρία των ανιόντων των οξυοξέων των αλογόνων. Δεξία: Ηλεκτρονιακή δομή ενός
υποχλωριώδους άλατος. Η τετραεδρική διάταξη διατηρείται ως προς τα ασύζευκτα ζεύγη ηλεκτρονίων.
Σταθερότητα των υποαλογονωδών οξέων: 'Ολα τα υποαλογονώδη οξέα, όπως και τα άλατά τους σε διάλυμα υπόκεινται σε σταδιακή
διάσπαση. Πιο σταθερά είναι τα υποχλωριώδη, ενώ ασταθέστερα είναι τα υποβρωμιώδη και εξαιρετικώς ασταθή τα υποϊωδιώδη. Τα
υποβρωμιώδη και υποϊωδιώδη παρασκευάζονται, όποτε χρειαστούν επιτόπου, με σταδιακή προσθήκη του αντίστοιχου αλογόνου σε ψυχρό
διάλυμα ισχυρής βάσης.
Το υποφθoριώδες οξύ (hypofluorous acid, HOF) αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση υποαλογονώδους οξέος, καθώς η ύπαρξή του ήταν αμφίβολη
μέχρι το 1971, οπότε η παρουσία του επιβεβαιώθηκε με φασματοσκοπία μαζών. Παρασκευάζεται με αντίδραση αερίου φθορίου με πάγο στους -
40ºC. Είναι ασταθές και σε θερμοκρασία δωματίου και πίεση 100 mm Hg διασπάται προς HF και Ο2 με χρόνο υποδιπλασιασμού περίπου τα 30
min.
Το υποβρωμιώδες οξύ (hypobromous acid, HOBr) και το υποϊωδιώδες οξύ (hypoiodous acid, HOI) είναι ακόμη ασθενέστερα οξέα σε σχέση
με το υποχλωριώδες (pΚΗBrO = 8,3, pKHIO = 11) και υπόκεινται ταχύτερα από το υποχλωριώδες οξύ στην αυτοοξειδοαναγωγική αντίδραση του
τύπου: 3 ΗΧΟ 3 Η+ + 2 Χ- + ΧΟ3-. Τα υποβρωμιώδη και τα υποϊωδιώδη είναι ισχυρότερα οξειδωτικά σε σχέση με τα υποχλωριώδη
ιόντα.
Ευαίσθητες αντιδράσεις για την ποιοτική ανίχνευση βασίζονται στην αντίδραση ουδέτερου διαλύματος υποχλωριωδών
με περίσσεια KI, οπότε παράγεται ιώδιο που ανιχνεύεται εύκολα τόσο από το χρώμα του, όσο και από το έντονα μπλε
χρώμα που παρέχει με διάλυμα αμύλου. Μια άλλη χαρακτηριστική αντίδραση των υποχλωριωδών είναι με άλατα
Pb(ΙΙ), οπότε με θέρμανση σχηματίζεται καφέ ίζημα PbO2 [Αναφ. 3δ]:
Το υποχλωριώδες οξύ και τα άλατά του στην οργανική σύνθεση. Τα υποχλωριώδη ιόντα έχουν εισαχθεί ως
ήπιo οξειδωτικό μέσο στην οργανική σύνθεση για την οξείδωση δευτεροταγών αλκοολών προς τις αντίστοιχες κετόνες
με πολύ καλές αποδόσεις (οξείδωση Chapman - Stevens, [Αναφ. 6]):
R-CH(OH)-R' + ClO- R-CO-R' + Cl- + H2O
Tα υποχλωριώδη θεωρούνται ως περιβαλλοντικώς φιλικά οξειδωτικά μέσα, αφού σε αντίθεση με άλλα συμβατικά
οξειδωτικά μέσα, όπως είναι τα υπερμαγγανικά και διχρωμικά άλατα, δεν παρέχουν τοξικά παραπροϊόντα (μεταλλικά
άλατα) και έτσι υπάγονται στα οξειδωτικά της ονομαζόμενης "Πράσινης Χημείας".
Εκτός από τις αντιδράσεις οξείδωσης, το υποχλωριώδες οξύ παρέχει αντιδράσεις προσθήκης στον διπλό (ολεφινικό)
δεσμό παρέχοντας χλωρυδρίνες, μια αντίδραση που παρουσιάζει ιδιαίτερο βιομηχανικό ενδιαφέρον. Με αφυδάτωση,
οι χλωρυδρίνες παρέχουν εποξείδια, από τα οποία μπορούν να ληφθούν vic-γλυκόλες, π.χ.:
Μια άλλη γνωστή αντίδραση των υποχλωριωδών (που αντίστοιχη παρέχουν και τα
άλλα υποαλογονώδη ιόντα) είναι η ονομαζόμενη αλοφορμική
αντίδραση (haloform reaction) κατά την οποία κάθε ένωση της μορφής R-
CΟCH3 ή που αποκτά αυτήν την μορφή με οξείδωση, δηλ. με τη μορφή R-
CH(OH)CH3 αντιδρά με υπολογονώδη ιόντα ΟΧ- παρέχοντας αλοφόρμιο
(CHX3),όπου Χ = Cl, Br και Ι.
RCH(OH)CH3 + 4 OX- RCOCH3 + X- + H2O RCOCH3 + 3 OX-
RCOO- + CHX3 + 2 OH-
Συνήθως η αντίδραση αυτή πραγματοποιείται με υποϊωδιώδη άλατα (παραγόμενα
επί τόπου με ανάμιξη διαλύματος ιωδίου με διάλυμα KOH) για την ανίχνευση των
ομάδων -CH(OH)CH3 ή -COCH3 σε οργανικές ενώσεις λόγω της εύκολης
Αρνητική (αριστερά) και θετική (δεξιά)
παρατήρησης του υποκίτρινου ιζήματος ιωδοφορμίου (CHI3)το οποίο έχει μια
δοκιμασία ιωδοφορμίου [Πηγή].
ιδιαίτερη διαπεραστική αιθερική οσμή, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται ως
"νοσοκομειακή".
Με αλκοόλες το υποχλωριώδες οξύ παρέχει ασταθείς εστέρες του υποχλωριώδους οξέος. Από αυτούς, κάπως
σταθερότεροι (σε χαμηλές θερμοκρασίες) και εμπορικώς διαθέσιμοι είναι οι εστέρες των τριτοταγών αλκοολών και της
φαινόλης:
Μια απλή σύνθεση του υποχλωριώδους tert-βουτυλίου (t-butyl hypochlorite) περιγράφεται εδώ.
Τα υποχλωριώδη άλατα αντιδρούν με τις πρωτοταγείς αμινοομάδες (π.χ. αμινοξέων) αντικαθιστώντας το ένα ή και τα
δύο υδρογόνα τους με χλώριο. Στις αντιδράσεις αυτές, όπως και στην ολοκληρωτική οξείδωση των θειούχων
αμινοξέων οφείλεται η έντονη απολυμαντική (αντιμικροβιακή, αντιϊκή) δράση των υποχλωριωδών:
Ανάλογα αντιδρούν τα υποχλωριώδη με αρωματικά σουλφοναμίδια, στα οποία το ένα ή και τα δύο υδρογόνα της
σουλφοναμιδικής ομάδας (-SO2NH2) αντικαθίστανται με χλώριο. Το μονοχλωροπαράγωγο του p-
τολουολοσουλφοναμιδίου, γνωστό ως χλωραμίνη-Τ (chloramine-T), είναι ένα οργανικό οξειδωτικό αντιδραστήριο και
εύχρηστη πηγή Cl(+1), αφού υδρολυόμενο παρέχει υποχλωριώδη ιόντα. Η χλωραμίνη-Τ χρησιμοποιείται ευρύτατα ως
Πιθανοί κίνδυνοι από αντιδράσεις του NaOCl με άλλες χημικές ουσίες οικιακής χρήσης [Αναφ. 7]
Υδατικά διαλύματα NaOCl 4-6% (χλωροκαθαριστικά) βρίσκονται πλέον σε κάθε σπίτι και χρησιμοποιούνται ευρύτατα
ως λευκαντικά, απολυμαντικά και αποσμητικά για οικιακή χρήση. Ωστόσο, στα σπίτια βρίσκονται και άλλες ουσίες
(καθαριστικά διαλύματα, φάρμακα, υλικά μαγειρικής) τα οποία αν αναμιχθούν με τα διαλύματα NaΟCl είναι πιθανόν να
οδηγήσουν στην παραγωγή επικίνδυνων προϊόντων.
σκονται σχεδόν σε κάθε σπίτι: Το διάλυμα NaΟCl (αριστερά), ένα χλωροκαθαριστικό διάλυμα, αν αναμιχθεί με το καθένα από τα επόμενα διαλύματα ή στερεές ουσίες μπο
σε επικίνδυνες καταστάσεις.
Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η ανάμιξη διαλύματος NaΟCl με το ονομαζόμενο "ακουαφόρτε" το οποίο είναι ένα πυκνό
διάλυμα υδροχλωρικού οξέος (20-22% κ.β.) που χρησιμοποιείται -ευτυχώς όχι πλέον τόσο συχνά- για καθαρισμό
ειδών υγιεινής και επιφανειών, από έγχρωμες κηλίδες οξειδίων μετάλλων, όπως και για την απομάκρυνση των
επιφανειακών οξειδίων από διάφορα μεταλλικά αντικείμενα. Να σημειωθεί ότι aqua fortis (ισχυρόν ύδωρ) είναι η
αλχημιστική ονομασία του νιτρικού οξέος, ωστόσο για κάποιο λόγο ως "ακουαφόρτε", στην ελληνική αγορά χημικών
οικιακής χρήσης, έχει επικρατήσει να αναφέρεται το παραπάνω διάλυμα HCl. Ανάμιξη των δύο διαλυμάτων έχει ως
αποτέλεσμα την άμεση παραγωγή μεγάλης ποσότητας θερμού (λόγω της ισχυρώς εξώθερμης αντίδρασης) και
τοξικότατου αερίου χλωρίου σύμφωνα με την αντίδραση:
OCl- + 2 H+ + Cl- H2O + Cl2
Εισπνοή του χλωρίου θα προκαλέσει ακατάσχετο βήχα και μπορεί να οδηγήσει σε πνευμονικό οίδημα και επώδυνο
ασφυκτικό θάνατο. Ανάλογη αντίδραση έκλυσης χλωρίου σε μικρότερες αλλά αισθητές ποσότητες, παρατηρείται κατά
την ανάμιξη ενός χλωροκαθαριστικού διαλύματος με ασθενέστερα όξινα διαλύματα, όπως π.χ. με ξύδι ή με χυμό
λεμονιού.
Διάλυμα NaΟCl αντιδρά με διάλυμα Η2Ο2 (π.χ. οξυζενέ: 3% Η2Ο2) με έκλυση οξυγόνου, σύμφωνα με την αντίδραση:
OCl- + H2Ο2 Cl- + H2O + Ο2
Η κάθε μία από τις παραπάνω ενδιάμεσες θειούχες ομάδες μπορεί να αντιδράσει με άλλες σουλφυδρυλικές ομάδες της
πεπτιδικής αλυσίδας, σχηματίζοντας σταυροδεσμούς και αναδιπλώσεις στα πρωτεϊνικά μόρια, τα οποία έτσι
καθίστανται πλέον μη λειτουργικά, ενώ στην περίπτωση των ενζύμων
χάνεται κάθε ενζυματική δράση.
Η αντικατάσταση των υδρογόνων των αμινομάδων αμινοξέων με χλώρια
είναι η δεύτερη ζημιά που προκαλούν τα υποχλωριώδη στις πρωτεΐνες.
Σχηματίζονται έτσι σχετικώς ασταθή χλωραμινικά παράγωγα που ως
αποτέλεσμα έχουν τη διάσπαση της πρωτεϊνικής αλυσίδας. 'Εχει διαπιστωθεί
ότι διάλυμα HClO 0,010 M είναι ικανό να καταθρυμματίσει τις
πρωτεΐνες [Αναφ. 8β].
'Αλλος μηχανισμός βασίζεται στην υδρόλυση των μονοχλωραμινικών
παραγώγων προς αλδεΰδη. Η αλδεϋδική ομάδα μπορεί να αντιδράσει με
κάποια άλλη ελεύθερη αμινομάδα της πρωτεϊνικής αλυσίδας μέσω
σχηματισμού βάσης Schiff σχηματίζοντας έτσι σταυροδεσμό, που θα
αλλοιώσει τη δομή της πρωτεΐνης. Η σειρά των αντιδράσεων αυτών έχει ως
εξής [Αναφ. 8γ]:
Το HOCl σε συγκέντρωση 2,6 ppm καταστέλλει
την ανάπτυξη των βακτηρίων Escherichia
coli μέσα σε 5 λεπτά.
Ανάλογες αντιδράσεις παρέχουν τα υποχλωριώδη με τις αμινομάδες βάσεων του DNA. Ταχύτερα αντιδρά με
τη γουανοσίνη, ακολουθεί ηθυμιδίνη και πιο αργά αντιδρά με την αδενίνη και την κυτοσίνη. Η αλυσίδα των
νουκλεοτιδίων του DNA δεν διακόπτεται, επειδή τα υποχλωριώδη δεν καταστρέφουν το σάκχαρο, ωστόσο αποκλείεται
η δυνατότητα δημιουργίας αντιγράφων του [Αναφ. 1β].
Επίσης, καταστροφική είναι και η δράση του υποχλωριώδους οξέος σε μόρια λιποειδών, όπου παρέχει αντιδράσεις
προσθήκης σε περιοχές της ανθρακικής αλυσίδας με διπλό δεσμό με προϊόντα χλωρυδρίνες (-CH=CH- + HOCl
-CHOH-CHCl-).
'Εχει μελετηθεί η επίδραση της έκθεσης των βακτηρίων Escherichia coli σε υποχλωριώδες οξύ και έχει παρατηρηθεί η
αδρανοποίηση ζωτικών συστημάτων των βακτηρίων σε κλάσμα του δευτερολέπτου. Διάφορες μελέτες έδωσαν τιμές
συγκεντρώσεων LD50 (συγκεντρώσεις που σκοτώνουν το 50% των βακτηρίων) στην περιοχή 0,0104 έως 0,156 ppm,
ενώ συγκεντρώσεις 2,6 ppm καταστέλλουν κατά 100% την ανάπτυξη των βακτηρίων μέσα σε 5 λεπτά. Η καταστολή
αυτή φαίνεται πως δεν είναι αντιστρεπτή και τα βακτήρια δεν "αναβιώνουν" μετά από επαναλαμβανόμενες εκπλύσεις
για την απομάκρυνση του HOCl. Συγκριτικά, το υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2) εμφανίζει μόλις το 6% της
δραστικότητας του υποχλωριώδους οξέος ως προς την παρεμπόδιση του πολλαπλασιασμού των Escherichia
coli [Αναφ. 8β].
Τα υποχλωριώδη ως φυσιολογικό αμυντικό όπλο του οργανισμού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι υποχλωριώδες
οξύ και τα άλατά του δεν είναι απλά ένα πανίσχυρο απολυμαντικό μέσο που κατασκεύασε ο άνθρωπος. Υποχλωριώδη
ιόντα σχηματίζονται φυσιολογικά και στον οργανισμό του ανθρώπου και των άλλων θηλαστικών και αποτελούν ένα
φυσιολογικό αμυντικό όπλο του ανοσοποιητικού συστήματός τους εναντίον των λοιμώξεων. Υποχλωριώδη παράγονται
φυσιολογικά μέσω του ενζύμου μυελοϋπεροξειδάση (myeloperoxidase, MPO). Η MPO είναι ένα ένζυμο που
συναντάται στα ουδετερόφιλα κοκκιοκύτταρα (ένα τύπο λευκών αιμοσφαιρίων), όπου καταλύει την αντίδραση:
Ιστορία της βαρφαρίνης. Την αφορμή για την ανακάλυψη της βαρφαρίνης έδωσε μια αρχικά ανεξήγητη ασθένεια
των βοοειδών που παρουσιάσθηκε σε διάφορες κτηνοτροφικές μονάδες στις πεδιάδες της Βόρειας Ντακότα των ΗΠΑ
και της πολιτεία Αλμπέρτα του Καναδά κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής
περίεργης ασθένειας ήταν η έντονη στομαχική αιμορραγία των ζώων.
Σχηματισμός δικουμαρόλης. Στο μουχλιασμένο γλυκό τριφύλλι η φυσική κουμαρίνη οξειδώνεται προς 4-
υδροξυκουμαρίνη. Η κουμαρίνη και η 4-υδροξυκουμαρίνη δεν είναι τοξικές ενώσεις. Ωστόσο, δύο μόρια 4-
υδροξυκουμαρίνης αντιδρούν με φορμαλδεΰδη, που αποτελεί ένα από τα φυσικά ενδιάμεσα προϊόντα μεταβολισμού
διάφορων ενώσεων, σχηματίζοντας την τοξικότατη δικουμαρόλη, σύμφωνα με την αντίδραση:
Με τη χρήση αντιπηκτικών
φαρμάκων προλαμβάνονται
οιεμβολές (embolisms), δηλαδή οι
μετακινήσεις μέσω του
κυκλοφορικού συστήματος
θρόμβων αίματος σε σημεία όπου
αποκόπτουν την κυκλοφορία
Ετικέτα τυπικού εμπορικού τρωκτικο- αίματος προς ζωτικά όργανα.
O Link πειραματιζόμενος στο εργαστήριό του με ποντίκια.
κτόνου με βάση τη βαρφαρίνη.
Συγχρόνως, η αντιπηκτική δράση
και το χαμηλό κόστος της συνθετικής ουσίας κίνησε το ενδιαφέρον του Link και της ομάδας για τη χρήση της ουσίας
ως ισχυρού τρωκτικοκτόνου(rodenticide). Ωστόσο, η δικουμαρόλη δεν έδωσε τα επιθυμητά αποτελέσματα και η
ομάδα άρχισε να μελετά διάφορα συνθετικά παράγωγα της κουμαρίνης
Τελικά, το παράγωγο υπ. αριθμ. 42, η 3-φαινυλοακετυλο-4-υδροξυκουμαρίνη αποδείχθηκε ισχυρότατο
τρωκτικοκτόνο. Στο σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η ομάδα του Link καθιέρωσε το πρόθημα WARF
(Wisconsin Alumni Research Foundation) σε συνδυασμό με την κατάληξη -ARINπου υποδεικνύει τη σύνδεσή της με
την κουμαρίνη και έτσι αυτή η συνθετική ουσία ονομάστηκεWARFARIN. Το 1948 ήταν η πρώτη χρονιά που η
βαρφαρίνη εμφανίσθηκε στο εμπόριο ως αποτελεσματικότατο τρωκτικοκτόνο.
Στο μεταξύ, η ιατρική κοινότητα, ενώ είχε δεχθεί τη δικουμαρόλη ως αντιπηκτικό φάρμακο, αγνοούσε τη δυνατότητα
χρήσης της βαρφαρίνης, θεωρώντας την απλώς ως ένα ποντικοφάρμακο. 'Αλλωστε η χορήγηση σε ασθενείς ενός
αντιπηκτικού φαρμάκου, το οποίο είναι συγχρόνως και δραστικό ποντικοφάρμακο, ως ιδέα και μόνο ήταν απωθητική.
Το 1954, η βαρφαρίνη εισήχθη στην κλινική πράξη και σ' αυτό φαίνεται πως συνετέλεσε ένα τυχαίο γεγονός. 'Ενας
νεοσύλλεκτος ναύτης απέτυχε να αυτοκτονήσει λαμβάνοντας πολλαπλές δόσεις του νέου ποντικοφάρμακου (συνολικά
567 mg βαρφαρίνης). Η περίπτωσή του αντιμετωπίστηκε σχετικά εύκολα με χορήγηση βιταμίνης Κ, το αντίδοτο
επιλογής σε δηλητηριάσεις ή στη δράση γενικά των αντιπηκτικών παραγώγων της κουμαρίνης.
Θρόμβωση (thrombosis): Ο σχηματισμός θρόμβου σε αιμοφόρο αγγείο με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ροής του αίματος μέσω του
κυκλοφορικού συστήματος. Αν πρόκειται για αρτηρία που μεταφέρει αίμα στην καρδιά ή στον εγκέφαλο, η ελλιπής οξυγόνωση των βασικών
αυτών οργάνων θα οδηγήσει σε καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο, αντιστοίχως. Ο σχηματισμός θρόμβου σε φλέβες προκαλεί μια φλεγμονή
γνωστή ως θρομβοφλεβίτιδα.
Εμβολισμός (embolism): Η απόσπαση τμήματος θρόμβου (έμβολο, embolus) και η μεταφορά του (μέσω του αίματος) σε άλλο σημείο του
σώματος αποκόπτοντας τη ροή αίματος προς αυτό με αποτέλεσμα τη νέκρωση και τη σήψη των ιστών του (γάγγραινα).
Αντιθρομβωτικά φάρμακα: Διακρίνονται σε αντιπηκτικά (anticoagulants), τα οποία επιβραδύνουν τον σχηματισμό πηκτωμάτων
παρεμποδίζοντας τον σχηματισμό ινώδους (fibrin), και σεαντιαιμοπεταλικά (antiplatelet), τα οποία προλαμβάνουν τη συγκόλληση των
αιμοπεταλίων[Αναφ. 3στ].
Οι δύο εναντιομερείς μορφές της βαρφαρίνης. Ισορροπία μεταξύ βαρφαρίνης και της ημιακεταλικής μορφής της (ταυτ
Ημιακετάλη της βαρφαρίνης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εσωτερική ημιακετάλη της βαρφαρίνης, η οποία
περιλαμβάνει έναν επιπλέον δακτύλιο που σχηματίζεται από την πλευρική κετονική ομάδα και το ενολικό υδροξύλιο
της θέσης 4. Η ημιακεταλική μορφή της βαρφαρίνης επικρατεί σε ορισμένους διαλύτες (π.χ. στην ακετόνη), όπως
διαπιστώθηκε από τα αντίστοιχα φάσματα NMR των διαλυμάτων. Στην ημιακεταλική μορφή της η βαρφαρίνη διαθέτει
ένα επιπλέον ασύμμετρο άτομο άνθρακα, οπότε θα υπάρχουν τέσσερις διαστερεομερείς μορφές της της ημιακεταλικής
βαρφαρίνης, οι οποίες είναι:
Κετονική-ενολική μορφή και όξινες ιδιότητες της βαρφαρίνης. Επιπλέον, η βαρφαρίνη δρα ως ασθενές οξύ
(pK = 5,0), αφού το υδρογόνο του ενολικού υδροξυλίου είναι όξινο[Αναφ. 1γ]. Ωστόσο το αρνητικό φορτίο της
Σελίδα 200 από 256
ιοντικής μορφής μετατοπίζεται στο άνθρακα 1. Η ισορροπία των δύο ταυτομερών μορφών της και η διάσταση της
ενολικής μορφής μπορεί να αποδοθεί από το ακόλουθο σχήμα ισορροπιών:
Η βαρφαρίνη χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα να προσαρμόζει τη μορφή της (κετονική - ενολική - ημιακεταλική),
έτσι ώστε να αποκτά την καταλληλότερη από αυτές για τη σταθερότερη σύνδεσή της με ένζυμα και άλλες πρωτεΐνες.
Πάντως, η βιοχημική δραστικότητά της δεν φαίνεται να συνδέεται με την ημιακεταλική μορφή, δεδομένου ότι απουσία
του ακετυλίου, που αποκλείει το σχηματισμό αυτής της μορφής, δεν επηρεάζει τις αντιπηκτικές της ιδιότητες.
Ο καθορισμός της δοσολογίας της βαρφαρίνης, όπως και άλλων ανάλογων ισχυρών αντιπηκτικών φαρμάκων στους ασθενείς απαιτεί ιδιαίτερη
προσοχή από τους θεράποντες ιατρούς. Απαιτούνται τακτικοί (συνήθως μηνιαίοι) έλεγχοι της αντιπηκτικής ικανότητας του αίματος του ασθενούς
(χρόνος προθρομβίνης). Μικρότερες δόσεις του αντιπηκτικού φαρμάκου δεν προσφέρουν την απαιτούμενη αντιπηκτική δράση, ενώ μεγαλύτερες
μπορούν να οδηγήσουν σε αιμορραγίες ακόμη και από μικρές αμυχές. Για τον λόγο αυτό η βαρφαρίνη και τα ανάλογα αντιπηκτικά φάρμακα
διατίθενται σε δισκία με διάφορες περιεκτικότητες σε δραστική ουσία και διαφορετικά χρώματα για την αποφυγή λαθών.
Μερικές από τις πολλές μορφές με τις οποίες μπορούν να εμφανιστούν τα αιμοπετάλια (από ιστοσελίδα του Birmingham University)
Πήξη του αίματος. Η πήξη του αίματος "πυροδοτείται" από χημικές ουσίες που απελευθερώνονται είτε από τα
ενεργοποιημένα αιμοπετάλια είτε από τους ιστούς (π.χ. μετά από μια κάκωση). Η δημιουργία θρόμβου (πήγματος
αίματος) είναι το αποτέλεσμα μιας αρκετά σύνθετης σειράς από αντιδράσεις που πραγματοποιούνται στο πλάσμα. Η
σειρά αυτή χαρακτηριστικά ονομάζεται καταρράκτης πήξης(coagulation cascade).
Σε κάθε φάση του "καταρράκτη πήξης" ενεργοποιείται ένας πηκτικός
παράγοντας (coagulation factor), δηλαδή μια πρωτεΐνη που
προϋπάρχει στο αίμα αλλά σε μια ανενεργή "προ-ενζυμική" κατάσταση
(ζυμογόνο). Με την ενεργοποίησή της η πρωτεΐνη καθίσταται ενεργό
ένζυμο, έτσι π.χ. η προθρομβίνη (πηκτικός παράγοντας ΙΙ)
ενεργοποιούμενη γίνεται θρομβίνη (πηκτικός παράγοντας ΙΙa).
Ο ένας ενεργοποιημένος παράγοντας ενεργοποιεί τον επόμενο στη
σειρά και η διαδικασία αυτή συνεχίζεται ως την τελική φάση, κατά την
οποία ο παράγοντας ινωδογόνο (fibrinogen) (πηκτικός παράγοντας Ι)
μετατρέπεται σε ινώδες ή ινική (fibrin), που αποτελεί το τελικό προϊόν
της διαδικασίας πήξης. Το ινώδες (στην τελική του μορφή) αποκτά τη
μορφή πλέγματος, το οποίο εγκλωβίζει αιμοσφαίρια και σχηματίζει έτσι
τον θρόμβο ή, σε περίπτωση εξωτερικής πληγής,
την εφελκίδα (κάκαδο, καρκάδι, κρούστα). Το σύζευγμα του ιστικού παράγοντα με τον
'Oταν υπάρχουν όλοι οι πηκτικοί παράγοντες, η ενεργοποίηση ενός μόνο ενεργοποιημένο πηκτικό παράγοντα VII,
μορίου (π.χ. του πρώτου στη σειρά παράγοντα) μπορεί να οδηγήσει μπορεί πλέον να συνδεθεί και να ενεργοποιήσει
στην "εκρηκτική" παραγωγή μέχρι και 30.000 μορίων ινώδους στο τον πηκτικό παράγοντα Χ [πηγή].
σημείο της κάκωσης. Οι παράγοντες που μετέχουν στον καταρράκτη
πήξης χαρακτηρίζονται με τους αριθμούς Ι έως ΧΙΙΙ (δεν υπάρχει παράγοντας VI). Για όσους από αυτούς τους
παράγοντες υπάρχει ενεργοποιημένη μορφή, αυτή χαρακτηρίζεται από τον ίδιο λατινικό αριθμό ακολουθούμενο από το
γράμμα a (active). Ορισμένοι από τους πηκτικούς παράγοντες είναι δυνατόν να μην υπάρχουν σε διάφορες
κληρονομούμενες ασθένειες (π.χ. περιπτώσεις αιμοφιλίας).
Μηχανισμοί έναρξης. Ο καταρράκτης πήξης μπορεί να "πυροδοτηθεί" από δύο διαφορετικές "οδούς":
(α) Εξωγενής οδός: Ο πηκτικός παράγοντας ΙΙΙ, γνωστότερος ως ιστικός παράγοντας (tissue factor, TF)
(αναφέρεται συχνά, όχι όμως σωστά, ως θρομβοπλαστίνη), είναι μια γλυκοπρωτεΐνη (47 kDa), που βρίσκεται στο
εσωτερικό των τοιχωμάτων των αιμοφόρων αγγείων, όχι όμως και στην εσωτερική επιφάνειά τους και υπό
φυσιολογικές συνθήκες δεν βρίσκεται έτσι σε επαφή με το αίμα. Μόλις τα αγγεία υποστούν κάποια βλάβη (π.χ. από
κάποια αμυχή) ο παράγοντας αυτός έρχεται σε επαφή με το αίμα και ενεργοποιεί τον παράγοντα VII (προκονβερτίνη).
Το σύμπλεγμα των δύο παραγόντων πυροδοτεί τον καταρράκτη πήξης λόγω "εξωγενών" αιτίων, δηλ. λόγω μιας
ουσίας (ιστικός παράγοντας) που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν προϋπήρχε στο αίμα.
(β) Ενδογενής οδός: Στην περίπτωση αυτή η εκκίνηση του καταρράκτη πήξης πραγματοποιείται από
τον παράγοντα ΧΙΙ (παράγοντας Hageman), ο οποίος προϋπάρχει στο αίμα. Ο παράγοντας αυτός ενεργοποιείται
προς XIIa κατά την επαφή του με επιφάνειες που διαθέτουν καθηλωμένες ανιοντικές θέσεις (αρνητικά φορτισμένες),
όπως π.χ. οι υάλινες επιφάνειες ή άλλες ξένες για τον οργανισμό επιφάνειες ή με πολυανιόντα (π.χ. πολυφωσφορικά
ανιόντα). Αποτελεί τον παράγοντα στον οποίο οφείλεται η πήξη δειγμάτων αίματος σε φιαλίδια ή δοκιμαστικούς
σωλήνες, εφόσον δεν έχει προστεθεί σ' αυτά κάποια αντιπηκτική ουσία. 'Εχει ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις
προσθετικών εγχειρήσεων, τα συνθετικά υλικά που χρησιμοποιούνται (π.χ. βαλβίδες, εμφυτεύματα, ενθέματα
σιλικόνης) να μην ενεργοποιούν τον παράγοντα XII.
Παρακάτω δίνονται οι ονομασίες των πηκτικών παραγόντων και ένα γενικό και συνοπτικό σχήμα της αλληλουχίας
ενεργοποιήσεών τους (καταρράκτης πήξης) [Αναφ. 1δ, 5β].
Ο παράγοντας Ι είναι το ινωδογόνο και ο ΙΙ, ο αμέσως προηγούμενός του στη σειρά, η προθρομβίνη (prothrombin)
(πηκτικός παράγοντας ΙΙ) μια πρωτεΐνη-πρόδρομος της θρομβίνης (thrombin) (πηκτικός παράγοντας ΙΙa). Η θρομβίνη
είναι ένα ένζυμο (πρωτεάση της σερίνης) που μετατρέπει το ευδιάλυτο ινωδογόνο (μονομερές) στο διαλυτό
μονοδιάστατο ινώδες (πολυμερές). Στη συνέχεια το μονοδιάστατο ινώδες εγκλωβίζει αιμοπετάλια σχηματίζοντας μια
σπογγώδη μάζα. Με την επίδραση του παράγοντα σταθεροποίησης του ινώδους (ενεργοποιημένος πηκτικός
παράγοντας ΧΙΙΙ) το πολυμερές ινώδες σχηματίζει επιπλέον σταυροδεσμούς, καθίσταται αδιάλυτο, ενώ η μάζα
ινώδους-αιμοπεταλίων συρρικνώνεται και
σκληραίνει.
Οι περισσότεροι από τους πηκτικούς
παράγοντες σχηματίζονται στο ήπαρ και η
ενεργοποίηση ορισμένων από αυτούς (των
ΙΙ, VΙΙ, ΙΧ, Χ) απαιτεί επαρκείς
ποσότητες βιταμίνης Κ, οι οποίες
προσλαμβάνονται με την τροφή (βρίσκεται
στα πράσινα λαχανικά και στα φρούτα),
αλλά δημιουργούνται και από βακτήρια των
εντέρων.
Σχηματισμός θρόμβου στο σημείο ρήξης ενός αγγείου, ως αποτέλεσμαΑντιπηκτικοί μηχανισμοί. Ιδιαίτεροι
συσσώρευσης των αιμοπεταλίων και της στροβιλώδους ροής του του αίματος.
μηχανισμοί αποτρέπουν μια ανεπιθύμητη
ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων και την
πήξη του αίματος. Ορισμένα κατασταλτικά ένζυμα στο αίμα εξουδετερώνουν τους ενεργοποιημένους παράγοντες της
πήξης. Το σπουδαιότερο από αυτά τα ένζυμα είναι η αντιθρομβίνη(antithrombin).
Ο καταρράκτης πήξης ενεργοποιεί διαδοχικά μια σειρά ενζύμων που όμως προετοιμάζουν και την αντίστροφη
διαδικασία (διάλυση των θρόμβων) με τελικό προϊόν την πλασμίνη (plasmin), ένα ένζυμο που διασπά το ινώδες.
Επιπλέον, η ροή του αίματος τείνει να εμποδίσει την πήξη απομακρύνοντας τους ενεργοποιημένους παράγοντες από
τις περιοχές σχηματισμού τους, γιαυτό και επιβάλλεται η εξωτερική πίεση στις αμυχές και στις μικρές πληγές για να
σταματήσει συντομότερα η αιμορραγία. Τέλος, το ήπαρ αναλαμβάνει την αδρανοποίηση των ενεργοποιημένων
παραγόντων πήξης που ενδεχομένως βρίσκονται σε περίσσεια.
Ελαττώματα και διαταραχές. Τα ελαττώματα στους μηχανισμούς πήξης και αντίπηξης οδηγούν στην ανατροπή
της λεπτής ισορροπίας είτε υπέρ της τάσης για αιμορραγία είτε υπέρ του σχηματισμού θρόμβων. Γενετικά
ελαττώματα οδηγούν στην παραγωγή ανεπαρκών ή υπέρμετρων ποσοτήτων κάποιων παραγόντων πήξης ή
κατασταλτικών παραγόντων. 'Αλλο αίτιο είναι οι ανεπαρκείς ποσότητες βιταμίνης Κ.
Συνέπεια των παραπάνω είναι είτε μια παθολογική αιμορραγία είτε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η δημιουργία
θρόμβων. Διάφορες καταστάσεις στις οποίες υπάρχει τάση σχηματισμού θρόμβων αντιμετωπίζονται συχνά με
αντιπηκτικά, όπως η ηπαρίνη ή η βαρφαρίνη. Η ηπαρίνη ασκεί την αντιπηκτική της δράση αυξάνοντας τη
συγκέντρωση της αντιθρομβίνης, η οποία εξουδετερώνει τους ενεργοποιημένους παράγοντες πήξης. Η βαρφαρίνη
διακόπτει τους μηχανισμούς ενεργοποίησης των παραγόντων πήξης.
Χορταρικά και
Ο Δανός χημικός Henrik
φρούτα
Dam (1895-1976,
αποτελούν την
ΒραβείοNobel Ιατρικής 1943)
κύρια πηγή της
που ανακάλυψε τη βιταμίνη Κ.
βιταμίνης Κ.
Η βαρφαρίνη επεμβαίνει στον κύκλο της βιταμίνης Κ, καταστέλλοντας τη δράση του ενζύμου που
Σελίδα 206 από 256
Η βαρφαρίνη γενικά καταστέλλει τους βοηθά στην αναγωγή του εποξειδίου της.
μηχανισμούς ενεργοποίησης εκείνων
των παραγόντων πήξης, οι οποίοι βασίζονται στην καταλυτική δράση της βιταμίνης Κ (vitamin K dependent).
Ουσιαστικά, η βαρφαρίνη καταστέλλει τον καταλυτικό κύκλο της βιταμίνης Κ και έτσι, έμμεσα, αποτρέπει την
ενεργοποίηση των πηκτικών παραγόντων II, VII, IX και Χ, προς τους αντίστοιχους ενεργοποιημένους παράγοντες IIa,
VIIa, IXa και Χa.
Σε όλες τις περιπτώσεις αυτής της κατασταλτικής δράσης ο μηχανισμός αυτής της κατάλυσης είναι ουσιαστικά ο ίδιος:
Οι πηκτικοί παράγοντες είναι πρωτεΐνες. Στην αμινική (-ΝΗ2) άκρη της πεπτιδικής αλυσίδας αυτών των πρωτεϊνών
υπάρχει μια σχετικά συχνή εμφάνιση του γλουταμικού οξέος (Glu): στην αλληλουχία των 40 τελευταίων αμινοξέων
υπάρχουν 10 έως 12 γλουταμικά οξέα. Αυτά τα γλουταμικά οξέα υφίστανται μια ενζυματική καρβοξυλίωση στο
ελεύθερο άκρο τους κατά την οποία η ομάδα -CH2COOH μετατρέπεται στην ομάδα -CH(COOH)2. Δηλαδή, το καθένα
από αυτά τα 10 έως 12 γλουταμικά οξέα μετατρέπεται σε γ-καρβοξυγλουταμικό οξύ (Gla) και η "αλληλουχία
γλουταμικών οξέων" (Glu-residue) μετατρέπεται σε "αλληλουχία γ-καρβοξυγλουταμικών οξέων" (Gla-residue). Η
μετατροπή αυτή καταλύεται από ένζυμο το οποίο δρα μόνο παρουσία της βιταμίνης Κ, όπως φαίνεται στο σχήμα δεξιά
και τη δράση αυτή της βιταμίνης Κ παρεμποδίζει η παρουσία βαρφαρίνης.
Η παρουσία των ομάδων -CH(COOH)2 στην άκρη της πεπτιδικής αλυσίδας των πηκτικών παραγόντων τους επιτρέπει
να "προσδεθούν" στη μεμβράνη φωσφολιποειδών (επιφάνεια αιμοπεταλίων), στάδιο απαραίτητο για την ενεργοποίησή
τους. Για την πρόσδεση αυτή απαραίτητη είναι η παρουσία ιόντων ασβεστίου.
Τυπική περίπτωση είναι η ενεργοποίηση της προθρομβίνης (πηκτικός παράγοντας ΙΙ) προς θρομβίνη (πηκτικός
παράγοντας ΙΙa), η οποία αποτελεί τον βασικό παράγοντα που μετατρέπει το διαλυτό ινωδογόνο προς αδιάλυτο
ινώδες. Ο μηχανισμός της κατάλυσης από τη βιταμίνης Κ δείχνεται στο επόμενο σχήμα.
Ρόλος της βιταμίνης Κ στη πήξη του αίματος και σημείο της ανασταλτικής δράσης της βαρφαρίνης:
(Αναστολή κύκλου βιταμίνης Κ) (Αναστολή παραγωγής ενεργοποιημένου παράγοντα -εδώ της θρομβίνης-) (Αναστολή παραγωγής
ινώδους).
Κάθε γλουταμικό οξύ (Glu) της αλληλουχίας των γλουταμικών οξέων, μέσω του ενζύμου γ-γλουταμυλο-
καρβοξυλάση, υπόκειται σε καρβοξυλίωση στη γ-θέση και έτσι η αλληλουχία γλουταμικών οξέων μετατρέπεται σε
αλληλουχία γ-καρβοξυγλουταμικών οξέων. Η δράση του ενζύμου εκδηλώνεται παρουσία της βιταμίνης Κ, της οποίας η
διυδροξυμορφή (ανηγμένη μορφή, ΚΗ2) δρα ως συνένζυμο. Στη βιβλιογραφία αναφέρονται πιθανοί μηχανισμοί της
ενζυματικής αντίδρασης γ-καρβοξυλίωσης του γλουταμικού οξέος [Αναφ. 8α].
Η ενζυματική καρβοξυλίωση των γλουταμικών οξέων είναι συζευγμένη με την αντίδραση οξείδωσης της
διυδροξυμορφής της βιταμίνης Κ (ΚΗ2) προς την εποξειδική μορφή της (ΚΟ). Η εποξειδική μορφή της βιταμίνης Κ
μέσω του ενζύμου αναγωγάση του εποξειδίου της βιταμίνης Κ (vitamin K epoxide reductase, VKOR) ανάγεται
προς την κινοειδή (κανονική) μορφή της βιταμίνης Κ, η οποία με την αναγωγάση της μετατρέπεται εκ νέου στη δι-
υδροξυ-μορφή της και ο κύκλος της βιταμίνης Κ επαναλαμβάνεται.'Ετσι, μέσω του κύκλου της βιταμίνης Κ, οι ακραίες
δικαρβοξυλικές ομάδες κάθε γ-καρβοξυγλουταμικού οξέος (Gla), δηλ. οι ομάδες -CH(COOH)2, καθιστούν ικανή την
προθρομβίνη να συνδεθεί με τη φωσφολιποειδή μεμβράνη μέσω των ιόντων ασβεστίου (πηκτικός παράγοντας ΙV). Τα
ιόντα ασβεστίου, όπως δείχνεται στο σχήμα, δρουν σαν μια "ηλεκτροστατική γέφυρα" με τις φωσφορικές ομάδες,
(HO)2P(=O)-O-R, των ιοντικών κεφαλών των φωσφολιποειδών της επιφάνειας των αιμοπεταλίων.
Ο κύκλος μεταξύ των τριών μορφών της βιταμίνης Κ, ουσιαστικά παρέχει στην προθρομβίνη τη δυνατότητα
προσκόλλησης στα αιμοπετάλια. Εκεί, υπό την επίδραση του ενεργοποιημένου πηκτικού παράγοντα (Χa), η
προθρομβίνη θα μετατραπεί σε θρομβίνη, η οποία -με τη σειρά της- θα καταλύσει τη μετατροπή του διαλυτού
ινωδογόνου αρχικά σε διαλυτό ινώδες, το οποίο με την επίδραση ενός ακόμη ενεργοποιημένου πηκτικού παράγοντα
(XIIIa) θα μετατραπεί στο αδιάλυτο ινώδες. 'Ετσι, είναι προφανής η χρησιμότητα της βιταμίνης Κ στον μηχανισμό
Σελίδα 207 από 256
πήξης του αίματος. Αυτόν ακριβώς τον κύκλο παρεμποδίζει η βαρφαρίνη: προσδένεται στο ένζυμο VKOR του κύκλου
καταστέλλοντας τη δράση του.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο πηκτικός παράγοντας Χ (γνωστός και ως παράγοντας Stuart-
Prower ή προθρομβινάση), ο οποίος καταλύει τη μετατροπή της προθρομβίνης προς θρομβίνη, ενεργοποιείται με
παρόμοιο μηχανισμό, δηλ. μέσω του κύκλου της βιταμίνης Κ. Ουσιαστικά, η βαρφαρίνη δρα ανταγωνιστικά προς τη
βιταμίνη Κ (ορθότερα: ανταγωνιστικά προς τον κύκλο της βιταμίνης Κ) και επομένως "χτυπά" τον μηχανισμό πήξης
του αίματος σε πολλά σημεία του. Αυτό επίσης ερμηνεύει τη δράση της βιταμίνης Κ ως αποτελεσματικού αντιδότου σε
περιπτώσεις δηλητηριάσεων από βαρφαρίνη.
Η τιμή του εκθέτη ISI συνήθως κυμαίνεται από 1 έως 2 και η ακριβής τιμή του παρέχεται από τον
κατασκευαστή του αντιδραστηρίου μετά από σύγκριση με ένα διεθνές πρότυπο του πηκτικού παράγοντα
ΙΙΙ.
Τιμές INR στην περιοχή του 5 δηλώνουν υψηλή πιθανότητα αιμορραγίας, ενώ τιμές στην περιοχή του 0,5 H μέτρηση INR μπορεί πλέον να
δηλώνουν μεγάλες πιθανότητες δημιουργίας θρόμβων. Για ένα υγιές άτομο οι τιμές INR βρίσκονται στην πραγματοποιηθεί δίπλα στην κλίνη του
περιοχή 0,9-1,3. Σε ασθενείς που λαμβάνουν κουμαρινικά αντιπηκτικά οι τιμές INR θα πρέπει να ασθενή (point of care)με φορητές
βρίσκονται στην περιοχή 2,0 έως 3,0, δηλαδή το αίμα τους θα πρέπει να έχει κάπως μειωμένη συσκευές.
πηκτικότητα. Ακόμη μεγαλύτερες τιμές ζητούνται σε ειδικές περιπτώσεις, όπως π.χ. ασθενείς με μηχανικές καρδιακές βαλβίδες.
Ανάλογα της
βαρφαρίνης και
άλλα αντιπηκτικά
φάρμακα [Αναφ.
10]
'Οπως αναφέρθηκε
εισαγωγικά η
βαρφαρίνη
κυκλοφορεί
ως αντιπηκτικό φάρμακο από τη δεκαετία του 1950. Σήμερα συνεχίζουν να κυκλοφορούν παράγωγα της βαρφαρίνης,
όπως η φαινπροκουμόνη (Marcumar) και η ασενοκουμαρόλη(Sintrom). Στην πρώτη λείπει η ακετυλική ομάδα της
βαρφαρίνης, στη δεύτερη η φαινυλική ομάδα της βαρφαρίνης αντικαθίσταται από την ομάδα του p-νιτροφαινυλίου.
Οι χρόνοι υποδιπλασιασμού διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους σε σχέση με εκείνο της βαρφαρίνης (40-70 h). Η
φαινπροκουμόνη έχει τον μεγαλύτερο χρόνο υποδιπλασιασμού (90-140 h) και απαιτεί δυο εβδομάδες για να
σταθεροποιηθεί η συγκέντρωσή της στο αίμα. Η ασενοκουμαρόλη έχει τον μικρότερο χρόνο υποδιπλασιασμού στο
αίμα (3-10 h), γεγονός που επιτρέπει τον στενότερο έλεγχο της συγκέντρωσής της στο αίμα, με λήψη π.χ. δύο
δισκίων ημερησίως [Αναφ. 10α].
λοφορήσει αρκετά εκλαϊκευμένα βιβλία που αφορούν τη βαρφαρίνη και απευθύνονται κυρίως σε ασθενείς που ακολουθούν αντιπηκτική αγωγή και στους οποίους χορηγεί
φαρμακευτική ουσία ή ανάλογά της (συνήθως σε ισόβια βάση) και δευτερευόντως στους θεράποντες γιατρούς (εξώφυλλα από την Amazon.com).
[Απρίλιος 2013]
Τα καροτενοειδή εξυπηρετούν δύο σκοπούς στα φυτά και στα άλγη: Απορροφούν ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από
την ορατή περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος για τις ενεργειακές ανάγκες της φωτοσύνθεσης και συγχρόνως
προστατεύουν τη χλωροφύλλη από τη φωτοαποσύνθεση. Επιπλέον, αρωματικά προϊόντα καταβολισμού των
καροτενοειδών (π.χ. ιονόνες) εμπλέκονται στην αλληλεπίδραση φυτών - εντόμων. Ο άνθρωπος και τα ζώα δεν
βιοσυνθέτουν καροτενοειδή και τα λαμβάνουν αποκλειστικά μέσω της
τροφής.
Τα καροτενοειδή είναι απαραίτητα θρεπτικά συστατικά της ανθρώπινης
δίαιτας. Δρουν ως αντιοξειδωτικά μέσα και περιορίζουν εκφυλιστκές
Σελίδα 214 από 256
νόσους. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις ότι προλαμβάνουν καρδιαγγειακές νόσους, συνεισφέρουν στην ορθή λειτουργία
του ανοσολογικού συστήματος και μειώνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης ορισμένων καρκίνων.
Ορισμένα καροτενοειδή (τα α-, β-, γ-καροτένια και η β-κρυπτοξανθίνη δρουν ως προβιταμίνες Α, δηλ.
μετατρέπονται σε ρετινάλη(retinal), (αλδεϋδική μορφή της βιταμίνης Α). 'Ετσι, προστατεύουν ευαίσθητα μέρη των
οφθαλμών τα οποία εξασφαλίζουν την οξύτητα της όρασης, όπως ο αμφιβληστροειδής χιτώνας (retina) και ωχρά
κηλίδα (macula lutea) από τη βλαπτική κυανή και εγγύς υπεριώδη ακτινοβολία, ενώ η ρετινάλη διαδραματίζει βασικό
ρόλο στη "χημεία της όρασης".
Ονοματολογία. Η IUPAC έχει θεσπίσει ειδικούς κανόνες ονοματολογίας για τα καροτενοειδή κατά τους οποίους κάθε
μία από τις δύο ακραίες ομάδες (αποτελούμενες από 9 άτομα άνθρακα) συμβολίζεται από ένα ελληνικό γράμμα. Στην
περίπτωση του λυκοπενίου και οι δύο ομάδες είναι άκυκλες και συμβολίζονται με το γράμμα ψ. Για τον λόγο αυτό η
κατά IUPAC ονομασία του λυκοπενίου είναι ψ,ψ-καροτένιο. Περισσότερες πληροφορίες πάνω στην ονοματολογία
των καροτενοειδών μπορούν να αναζητηθούν στη σχετική ιστοσελίδα της IUPAC[Αναφ. 2στ].
Δομή λυκοπενίου
Το λυκοπένιο είναι το δομικώς απλούστερο καροτένιο. Δεν περιλαμβάνει κυκλικές ομάδες στα άκρα του και ουσιαστικά
συνιστά τον βασικό "ξεδιπλωμένο" σκελετό όλων των καροτενίων. Είναι το άκυκλο ισομερές του β-καροτενίου και για
τον λόγο αυτό υπάγεται στην οικογένεια των ονομαζόμενων β-καροτενοειδών. Εξαιτίας της απουσίας δακτυλίων
ανάλογων εκείνων των καροτενίων, το λυκοπένιο δεν διαθέτει ιδιότητες προβιταμίνης Α, ωστόσο αποτελεί την
πρόδρομο ένωση της βιοσύνθεσης όλων των καροτενίων και καροτενοειδών.
Στο μόριο του λυκοπενίου υπάρχουν 13 διπλοί δεσμοί από τους οποίους οι 11 είναι συζυγιακοί. Για τον λόγο αυτό το
λυκοπένιο παρουσιάζει το πλέον έντονο (βαθύ ερυθρό) χρώμα σε σχέση με τα άλλα καροτένια και καροτενοειδή,
γενικότερα.
Ειδική αρίθμηση ανθράκων που εφαρμόζεται στα καροτενοειδή (εδώ η αρίθμηση γίνεται στο μόριο του λυκοπενίου).
Ως "λυκοπένιο" εννοείται συνήθως το όλα-trans λυκοπένιο (all-trans lycopene ή all-E lycopene), όπως είναι το
παραπάνω εικονιζόμενο. Δηλαδή, όλοι οι συζυγιακοί διπλοί δεσμοί βρίσκονται σε γεωμετρική διάταξη trans, γεγονός
που του προσδίδει στον μίσχο γραμμική διάταξη. Οι τρεις απλοί δεσμοί σε κάθε άκρο του (C2-C3, C3-C4, C4-C5 και
C5'-C4', C4'-C3', C3'-C2') παρέχουν τη δυνατότητα καμπύλωσης των άκρων του μορίου, όπως π.χ. φαίνεται παραπάνω
στην τρισδιάστατη απεικόνισή του, όπου το μόριο απεικονίζεται στην ενεργειακώς σταθερότερη διαμόρφωσή του.
cis-Λυκοπένια. Εάν τμήμα του μορίου του όλα-trans λυκοπενίου περιστραφεί κατά 180ο γύρω από έναν συζυγιακό
διπλό δεσμό, θα προκύψει το μόριο ενός cis-λυκοπενίου (cis-lycopene ή Z-lycopene). Υπάρχουν αρκετά
γεωμετρικώς ισομερή λυκοπένια, όπου συνήθως ένας διπλός δεσμός (μονοϊσομερισμός) ή περισσότεροι διπλοί δεσμοί
(πολυισομερισμός) έχουν πλέον cis- και όχι trans-διάταξη. Αντίστοιχα cis-ισομερή σχηματίζουν και τα υπόλοιπα
καροτενοειδή.
Το φυσικό λυκοπένιο είναι σχεδόν καθαρό (94-97%) όλα-trans, ωστόσο με θέρμανση μέρος του ισομερίζεται προς
διάφορα cis-λυκοπένια με αποτέλεσμα ο μίσχος του μορίου να χάνει τη γραμμικότητά του. Εκτός από τη θέρμανση
άλλοι λόγοι που μπορούν να προκαλέσουν τον ισομερισμό trans cis είναι η υπεριώδης ακτινοβολία, η επίδραση
οξέων, όπως επίσης και από μικρές ποσότητες ιωδίου. Εμπορικά σκευάσματα λυκοπενίου μπορεί να περιέχουν και
μέχρι 50% διάφορα cis-λυκοπένια, γεγονός που προφανώς οφείλεται σε ισομερισμούς trans cis, οι οποίοι
συμβαίνουν κατά τα διάφορα στάδια παραλαβής της ουσίας από φυτικά προϊόντα και καθαρισμού της. Τυπικά cis-
λυκοπένια δείχνονται στο επόμενο σχήμα:
Το 2001, ο Chasse και οι συνεργάτες του πραγματοποίησαν μια ab initio υπολογιστική μελέτη της σχετικής
σταθερότητας των διάφορων γεωμετρικών μονοϊσομερών του λυκοπενίου και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι
ενεργειακώς σταθερότερο (κατά τι) είναι το 5-cis-λυκοπένιο και όχι το όλα-trans [Αναφ. 3]. Σύμφωνα με τη μελέτη
αυτή το ενεργειακό περιεχόμενο και η σταθερότητα των γεωμετρικών ισομερών λυκοπενίων (lyc) συνοψίζεται στο
επόμενο σχήμα, αν και οι ενεργειακές διαφορές μεταξύ των γεωμετρικών ισομερών του λυκοπενίου είναι μικρές (μέσα
σε 1 kcal/mol για τα 4 πρώτα και 3 έως 5 kcal/mol για τα επόμενα):
Τα cis-λυκοπένια έχουν χαμηλότερο σημείο τήξεως (το 15-cis τήκεται στους ~105ºC [Αναφ. 1α]) και μεγαλύτερη
λιποφιλικότητα σε σχέση με το όλα-trans λυκοπένιο. 'Εχει διαπιστωθεί ότι το λυκοπένιο που βρίσκεται στους λιπαρούς
ιστούς και στο αίμα του ανθρώπου είναι κατά πολύ πλουσιότερο σε cis-μορφές και κυρίως σε 5-cis-λυκοπένιο, το
οποίο έχει δειχθεί ότι διαθέτει και τις ισχυρότερες αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Για τον ίδιο λόγο, η βιοδιαθεσιμότητα του
λυκοπενίου από επεξεργασμένα προϊόντα τομάτας είναι σημαντικά μεγαλύτερη σε σχέση με τη βιοδιαθεσιμότητά του
από την ωμή, ανεπεξέργαστη τομάτα. Αυτό οφείλεται στο ότι μεγάλο ποσοστό του όλα-trans λυκοπενίου
μετατρέπεται σε διάφορα cis-λυκοπένια κατά τη θερμική επεξεργασία του τοματοχυμού, αλλά και στην απόσπαση του
λυκοπενίου από τις φυτικές μεμβράνες.
Για κάθε επιπλέον συζυγιακό διπλό δεσμό το μέγιστο της απορρόφησης μετατοπίζεται κατά περίπου 30 nm προς τα μεγαλύτερα μήκη
κύματος και συγχρόνως ο γραμμομοριακός συντελεστής απορρόφησης (ε) σχεδόν διπλασιάζεται. 'Οσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα
μιας μετάπτωσης, τόσο μεγαλύτερος είναι ο ε στο αντίστοιχο μήκος κύματος. 'Ετσι, ενώ η μετάπτωση n π* απαιτεί φωτόνια ακόμη
μικρότερης ενέργειας σε σχέση με τη μετάπτωση π π* (βλ. σχήμα ηλεκτρονιακών μεταπτώσεων), δεν προκαλεί την εμφάνιση μιας
κορυφής σε ακόμη μεγαλύτερα μήκη κύματος, επειδή έχει περίπου 1000 φορές μικρότερη πιθανότητα να συμβεί σε σχέση με τη
δεύτερη.
Για ένα πολυένιο με 5 ή 6 συζυγιακούς διπλούς δεσμούς οι υπώρειες των κορυφών απορρόφησης αναμένεται να διεισδύσουν σε κάποιο
βαθμό στην ορατή περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος (400-800 nm) αποκόπτοντας κλάσμα της ιώδους και κυανής συστατικής
ακτινοβολίας του λευκού φωτός. Το αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι το πολυένιο αυτό να εμφανίζει ένα υποκίτρινο χρώμα
(συμπληρωματικό χρώμα). Στα πολυένια με επιπλέον συζυγιακούς δεσμούς η διείσδυση των κορυφών απορρόφηση στην ορατή περιοχή
αυξάνεται, οπότε το χρώμα αυτό γίνεται εντονότερο και μετατοπίζεται προς το πορτοκαλί ή ερυθρό.
Στην περίπτωση των καροτενοειδών οι συζυγιακοί διπλοί δεσμοί φθάνουν τους 10 έως και 13 με αποτέλεσμα την πλήρη διείσδυση των
κορυφών απορρόφησής τους στην ορατή περιοχή. Εξαιτίας των συζυγιακών διπλών δεσμών όλα τα καροτενοειδή παρουσιάζουν
εντονότατο κίτρινο, πορτοκαλί έως και ερυθρό χρώμα.
Παραγωγή λυκοπενίου
Το λυκοπένιο χρησιμοποιείται
ευρύτατα ως χρωστική
τροφίμων (Ε160d, κατηγορία
Ε100-Ε199: χρωστικές ύλες) και
θεωρείται γενικώς ως ασφαλές
πρόσθετο
(GRAS: generally recognised ass
afe) [Αναφ. 7α]. Παράγεται σε
βιομηχανική κλίμακα με τρεις
διαφορετικούς τρόπους: α) Με
παραλαβή από τομάτες (η μόνη
επιτρεπόμενη φυσική πηγή
Αριστερά: H παραλαβή λυκοπενίου από κατεστραμμένες σοδειές τομάτας έχει προταθεί ως εναλλακτική
λυκοπενίου [Αναφ. 2ε]), β) ως
οικονομική λύση [πηγή]. Μέσον: Εκχύλισμα λυκοπενίου και άλλων καροτενοειδών [πηγή]. Δεξιά: Η
γόνιμη κεφαλή του μύκητα Blakeslea trispora [πηγή].
προϊόν ζύμωσης ειδικών
μικροοργανισμών και γ) με
χημική σύνθεση.
Παραγωγή από τομάτες. Η περιεκτικότητα της τομάτας σε λυκοπένιο κυμαίνεται από 70 μέχρι 130 mg/kg και
εξαρτάται από την ποικιλία, γεωγραφική τοποθεσία, κλιματικές συνθήκες, τρόπο καλλιέργειας και το βαθμό ωρίμανσης.
Για την παραγωγή λυκοπενίου χρησιμοποιείται ώριμη τομάτα ειδικής ποικιλίας ιδιαίτερα πλούσιας σε λυκοπένιο (150
έως 250 mg/kg). Η εκχύλιση πραγματοποιείται με οξικό αιθυλεστέρα και το εκχύλισμα μετά την απομάκρυνση του
πτητικού διαλύτη έχει τη μορφή σκοτεινόχρωμου ερυθρού κάπως παχύρρευστου υγρού, διαλυτού σε οξικό
αιθυλεστέρα και n-εξάνιο, λιγότερο διαλυτού σε ακετόνη ή αιθανόλη και αδιάλυτου στο νερό.
Η περιεκτικότητα του εκχυλίσματος σε λυκοπένιο κυμαίνεται από 5% έως 15% και σε διάφορα φυτικά
(σαπωνοποιήσιμα συστατικά) έλαια από 70% έως 75% και κηρούς από 5% έως 8%. Επίσης περιέχει μικρότερες
ποσότητες άλλων καροτενοειδών (φυτοένιο, φυτοφλουένιο, β-καροτένιο), στερόλες και τοκοφερόλες. Το εκχύλισμα
αυτό χρησιμοποιείται ως χρωστική τροφίμων ως έχει [Αναφ. 7β].
Η παραλαβή λυκοπενίου από κατεστραμμένες και ακατάλληλες για κατανάλωση σοδειές τομάτας έχει προταθεί ως
εναλλακτική λύση για τη μείωση της ζημιάς. Σε έκθεση του Πανεπιστημίου της Florida του 2004 αναφερόταν αυξημένη
ζήτηση λυκοπενίου που δεν καλυπτόταν από την προσφορά και τιμή του καθαρού λυκοπενίου 2.500 US
$/kg [Αναφ. 7στ].
Συνθετικό λυκοπένιο. Το συνθετικό λυκοπένιο παράγεται ως ενδιάμεσο της πορείας σύνθεσης άλλων
καροτενοειδών που χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα. Μια από τις συνθετικές διαδικασίες βασίζεται στην αντίδραση
Witting (αντίδραση σχηματισμού ολεφίνης με αντίδραση καρβονυλικής ένωσης και υλιδίου του
τριφαινυλοφωσφωνίου) [Αναφ. 1γ, 7δ]. Η εταιρία BASF προσφέρει στο εμπόριο το σκεύασμα με την
ονομασία LycoVit το οποίο ως βάση έχει το συνθετικό λυκοπένιο.
Το μεγαλύτερο πολυένιο
Πρόσφατα (2012) ανακοινώθηκε η σύνθεση του "μεγαλύτερου πολυενίου" C80:27 (80 άνθρακες - συζυγία 27 διπλών δεσμών -το
λυκοπένιο είναι C40:11-). Η ένωση αυτή είναι αρκετά σταθερή και εμφανίζει μέγιστο απορρόφησης στα 576 nm, δηλ. αρκετά
μετατοπισμένο προς μεγαλύτερα μήκη κύματος σε σχέση με το λυκοπένιο, λόγω του ακόμη μεγαλύτερου αριθμού συζυγών διπλών
δεσμών. Η σύνθεσή του πραγματοποιήθηκε με βάση την αντίδραση ολεφίνωσης Witting [Αναφ. 7ε].
Πολυακετυλένιο. Ωστόσο, το μεγαλύτερο και απλούστερο γνωστό πολυένιο πολυμερούς όμως χαρακτήρα είναι
το πολυακετυλένιο, μια ουσία που προκύπτει με θέρμανση του ακετυλενίου με μοριακό τύπο (CH)n. Πρόκειται για μια ουσία
μαύρη και υψηλής ηλεκτρικής αγωγιμότητας. Τόσο το χρώμα, όσο και η ηλεκτρική αγωγιμότητα είναι αποτελέσματα της μείωσης
(σχεδόν μέχρι μηδενισμού) της ενεργειακής διαφοράς (band gap) των π και π* μοριακών τροχιακών των συζυγιακών δεσμών.
Με ειδικές μεθόδους παρασκευάσθηκε πολυακετυλένιο, ασημόχρωμο σαν μέταλλο και ηλεκτρική αγωγιμότητα που πλησιάζει εκείνη
του καλύτερου μεταλλικού αγωγού, του αργύρου (Hideki Shirakawa, βραβείο Nobel 2000). Αυτό το παράξενο υλικό υπάγεται
στα ονομαζόμενα "οργανικά μέταλλα", υλικά που διαθέτουν ανάλογους πολυενικούς δεσμούς και ίδιες ιδιότητες, όπως είναι οι
πολυανιλίνες, τα πολυπυρρόλια, πολυθειοφαίνιο κ.α., προϊόντα μερικής οξείδωσης των απλών ενώσεων.
Η αναγκαιότητα αντιοξειδωτικών στη διατροφή. Οι αερόβιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν το οξυγόνο για τις
ενεργειακές ανάγκες τους μέσω των μιτοχονδριακών μηχανισμών στα κύτταρα. Οι ελεύθερες ρίζες (οξυγονούχες και
αζωτούχες) και οι οξυγονούχες δραστικές ενώσεις (ROS, Η2Ο2, Ο3, ΝΟ) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον
μεταβολισμό των τροφών και στην κυτταρική λειτουργία των περισσότερων βιοχημικών συστατικών και ενζυμικών
συστημάτων. Ωστόσο, το οξυγόνο και οι ROS (reactive oxygen species) είναι ισχυρές οξειδωτικές χημικές ενώσεις και
εάν δεν ρυθμισθεί η μεταβολική τους πορεία μπορούν να προκαλέσουν οξειδωτικές βλάβες σε πρωτεΐνες, λιπίδια
μεμβρανών και νουκλεϊκά οξέα (DNA, RNA, mtDNA), οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε δυσλειτουργίες,
φλεγμονές, ενζυμικές ανωμαλίες, νοσηρότητα, γήρανση και άλλα δυσμενή κλινικά φαινόμενα.
Τυπικές δραστικές οξυγονούχες ενώσεις (ROS). Στις ROS ανήκουν "ρίζες" και "όχι ρίζες". Τα περισσότερα βιολογικά μόρια είναι "όχι ρίζες" και περιλαμβάνουν δύο
ηλεκτρόνια ανά τροχιακό, που αποτελεί μια σταθερή διαμόρφωση σε ένα μόριο. Μια ελεύθερη ρίζα είναι ένα αυθύπαρκτο μόριο ή ιόν με ένα ή περισσότερα ασύζευκτα
ηλεκτρόνια. Ασύζευκτο ηλεκτρόνιο σημαίνει ύπαρξη τροχιακού με ένα ηλεκτρόνιο (στο σχήμα με κόκκινο χρώμα), που αποτελεί ασταθή διαμόρφωση και καθιστά τις
ελεύθερες ρίζες εξαιρετικά δραστικές
Επιδημιολογικές μελέτες για το λυκοπένιο και άλλα καροτενοειδή. Ως μία από τις ισχυρότερες αντιοξειδωτικές
φυτοχημικές ουσίες, το λυκοπένιο θεωρείται από επιστημονικές έρευνες ότι μειώνει τον κίνδυνο καρκινογένεσης και
αθηρωμάτωσης, προστατεύοντας σημαντικά μόρια του οργανισμού όπως τα λίπη, τη χαμηλής πυκνότητας
λιποπρωτεΐνη (low-density lipoprotein, LDL), τις πρωτεΐνες και τo DNA από επικίνδυνες και χρόνιες οξειδώσεις.
Ενδεικτικά ερευνητικά συμπεράσματα. Τα τελευταία 20 χρόνια έχει διεξαχθεί πλήθος ερευνών και έχουν
δημοσιευθεί πολλές ανασκοπήσεις πάνω στην ύπαρξη ή όχι ευεργετικών επιπτώσεων στην υγεία από την πρόσληψη
λυκοπενίου με τη διατροφή. Ωστόσο, τα αποτελέσματα είναι αντιφατικά και αβέβαια και πολλές έρευνες υποδεικνύουν
την ανάγκη επιπλέον ερευνών(!). Ενδεικτικές δημοσιεύσεις καταλήγουν στα εξής συμπεράσματα:
- "Αν και όχι οριστικό, τα διαθέσιμα δεδομένα υποδεικνύουν ότι αυξημένη κατανάλωση τομάτας και προϊόντων της
μπορεί να είναι συνετή επιλογή" [Αναφ. 11β].
- "... [υπάρχουν] αρκετές ενδείξεις για να συσταθεί σε ασθενείς [που πάσχουν από καρκίνο του προστάτη] μια δίαιτα
πλούσια σε σε λαχανικά και φρούτα, μέρος της οποίας πρέπει σίγουρα να είναι οι τομάτες και τα προϊόντα τομάτας...
Είναι κάπως πρόωρο να συσταθεί η λήψη συμπληρωμάτων λυκοπενίου" [Αναφ. 11γ].
- "Προς το παρόν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για τον ρόλο του λυκοπενίου στη στεφανιαία νόσο. Αν και ο κύριος
μηχανισμός δράσης είναι οι αντιοξειδωτικές ιδιότητες του λυκοπενίου, πιθανώς υπεύθυνοι είναι και άλλοι μηχανισμοί...
Απαραίτητες επιπλέον μελέτες" [Αναφ. 11δ].
- "Η κατανάλωση σκόνης τομάτας και όχι λυκοπενίου παρεμπόδισε την καρκινογένεση προστάτη, γεγονός που
υποδεικνύει ότι τα προϊόντα τομάτας περιέχουν επιπλέον συστατικά (πέραν του λυκοπενίου) που τροποποιούν την
καρκινογένεση προστάτη. Η δίαιτα μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη. Τα φυτοχημικά και η
δίαιτα μπορεί να δρουν με διαφορετικούς μηχανισμούς" [Αναφ. 11ε].
- "Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ότι τα προϊόντα τομάτας μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο στην πρόληψη του
καρκίνου του προστάτη. Ωστόσο, η δράση τους είναι μέτρια και περιορίζεται σε περιπτώσεις πρόσληψης μεγάλων
ποσοτήτων τοματών. Απαιτείται επιπλέον έρευνα για τον τύπο και την ποσότητα των προϊόντων τομάτας..." [Αναφ.
11στ].
- "... παρουσιάζονται πειραματικά δεδομένα αυτού του εργαστηρίου και άλλων, τα οποία στηρίζουν την υπόθεση ότι η
ολόκληρη τομάτα (whole tomato) και τα φυτοχημικά συστατικά της μειώνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του
προστάτη" [Αναφ. 11ζ].
- "Η κατανάλωση προϊόντων τομάτας σε μεγάλες ποσότητες συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης γαστρικού
καρκίνου. ...απαιτούνται επιπλέον επιβεβαιωτικές μελέτες" [Αναφ. 11η].
- "Συμπερασματικά, ούτε οι μεγαλύτερες ποσότητες λυκοπενίου στη δίαιτα, ούτε τα υψηλότερα επίπεδα λυκοπενίου
στο πλάσμα συνδέονται με μείωση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του μαστού σε γυναίκες μέσης και μεγαλύτερης
ηλικίας" [Αναφ. 11θ].
- "Συνεπή και με άλλες πρόσφατες δημοσιεύσεις, αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι το λυκοπένιο και τα
προϊόντα τομάτας δεν είναι αποτελεσματικά για την πρόληψη του καρκίνου του προστάτη" [Αναφ. 11ι].
- "Ωστόσο, κλινικές μελέτες με καλώς ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες δεν έδωσαν κάποια ξεκάθαρη ένδειξη ότι το
λυκοπένιο προλαμβάνει καρδιαγγειακές νόσους" [Αναφ. 11ια].
- "Τα συμπληρώματα λυκοπενίου δεν είναι τοξικά... Το λυκοπένιο συγκεντρώνεται σε ιστούς του προστάτη και
εντοπίζεται στον πυρήνα του. Ενδεχομένως κάποιοι οξυγονούχοι μεταβολίτες του λυκοπενίου παρουσιάζουν
χημειοπροστατευτική δράση..." [Αναφ. 11ιβ].
- "Η πλειονότητα των μελετών παρατήρησης δεν υποδεικνύει σημαντική μείωση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου με
αυξημένα επίπεδα πρόσληψης λυκοπενίου και κυκλοφορίας του στο αίμα " [Αναφ. 11ιγ].
- "Η πρόσληψη λυκοπενίου δεν συσχετίζεται με τα εγκεφαλικά επεισόδια. Η παρούσα μελέτη δείχνει μια αντίστροφη
συσχέτιση μεταξύ πρόσληψης λυκοπενίου και πιθανότητας εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων" [Αναφ. 11ιδ].
- "Το αν το λυκοπένιο το ίδιο ή οι μεταβολίτες του επάγουν τα ωφελήματά του είναι ακόμη αβέβαιο. Προς το παρόν, η
μετα-ανάλυση κλινικών κλινικών μελετών του λυκοπενίου ως προληπτικού μέσου του καρκίνου του προστάτη δεν
υποδεικνύει αυτό το καροτενοειδές ως προληπτικό μέσο" [Αναφ. 11ιε].
"Η ανακάλυψη του ATP αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο επίτευγμα της Βιοχημείας που δεν τιμήθηκε με
βραβείο Nobel"
Η "μπαταρία" αυτή είναι "επαναφορτιζόμενη", αφού συνεχώς επανασχηματίζεται το ATP από τα προϊόντα μερικής
(ADP) ή πλήρους υδρόλυσής της (AMP), ως αποτέλεσμα καταβολισμού (χημικών καύσεων) άλλων θρεπτικών ουσιών
που λαμβάνονται με την τροφή ή είναι αποθηκευμένες στον οργανισμό (σάκχαρα, λίπη, πρωτεΐνες). H λειτουργία του
ATP θυμίζει την μπαταρία ενός συμβατικού τύπου αυτοκινήτου: Είναι απαραίτητη για την εκκίνηση, αλλά και τη
συνεχή λειτουργία της μηχανής του (σπινθηριστές, φώτα, κλιματισμός, μονάδες ελέγχου) και συνεχώς βρίσκεται σε
μια κατάσταση φόρτισης/εκφόρτισης. Αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια ενός 24ώρου, ο άνθρωπος συνθέτει μέσω της
κυτταρικής αναπνοής και καταναλίσκει συνολική ποσότητα ATP, που ανάλογα με τις σωματικές του
δραστηριότητες μπορεί να φθάσει (ή και να ξεπεράσει) το βάρος του!
Πρέπει να τονιστεί ότι το ATP δεν αποτελεί υλικό μακροχρόνιας αποθήκευσης χημικής ενέργειας. Τέτοια υλικά είναι
κατά κύριο λόγο οι υδατάνθρακες (π.χ. το γλυκογόνο) και τα λιποειδή. Ανάλογα, τα υγρά καύσιμα είναι εκείνα που θα
δώσουν την απαιτούμενη ενέργεια σε ένα συμβατικό αυτοκίνητο για μια μεγάλη διαδρομή και όχι η ενέργεια που είναι
αποθηκευμένη στην μπαταρία του. Αν κάποια κύτταρα χρειασθούν ενέργεια, τα μόρια αποθήκευσης ενέργειας
διασπώνται και η εκλυόμενη χημική ενέργεια κατά μεγάλο μέρος της χρησιμοποιείται για τη σύνθεση μορίων ATP, τα
οποία μεταφέρουν την ενέργεια αυτή εκεί που χρειάζεται και την οποία αποδίδουν κατά την υδρόλυσή τους.
Συνοπτική παρουσίαση του μηχανισμού φόρτισης/εκφόρτισης της "μοριακής μπαταρίας" του συστήματος ATP/ADP:
Αριστερά: Fritz Albert Lipma
Το ATPυδρολύεται προς ADP και παρέχει την απαιτούμενη ενέργεια για τη βιοσύνθεση των απαραίτητων βιομορίων για τη
Φυσιολογίας - Ιατρικής του 1953).
λειτουργία του κυττάρου και του οργανισμού γενικότερα, δηλ. κατά τον αναβολισμό απλούστερων ενώσεων σε πιο σύνθετα
1991). Ερμήνευσαν τον ρόλο του
μόρια. Το ADPεπανασχηματίζει το ATP προσλαμβάνοντας ενέργεια από την "καύση" των τροφών (σάκχαρα, λίπη, πρωτεΐνες),
στα κύτταρα και έθεσαν τις β
δηλ. κατά τονκαταβολισμό τους σε απλούστερα μόρια, μεγάλο μέρος των οποίων χρησιμοποιείται κατά τον αναβολισμό.
Συντακτικός τύπος (όπου διακρίνονται οι τρεις συστατικές μονάδες) και τρισδιάστατη δομή του ATP. Η αποθηκευμένη
ενέργεια βρίσκεται στην τριφωσφορική ομάδα και ειδικότερα στους ομοιοπολικούς δεσμούς P-O που στο σχήμα
υποδεικνύονται με κόκκινο χρώμα. Η ενέργεια αυτή αποδίδεται κατά την υδρόλυση των δεσμών αυτών.
Σελίδα 229 από 256
Πολυφωσφορικά οξέα και άλατα τους [Αναφ. 3]
Ο φωσφόρος(V) εκτός από το κοινό τριπρωτικό φωσφορικό
οξύ (Η3PO4) μπορεί να σχηματίσει μια σειρά πολυφωσφορικών οξέων με
τον γενικό τύπο Η(n+2) [PnO3n+1], ως προϊόντα μερικής αφυδάτωσης του
φωσφορικού οξέος. Η δομή τους έχει ένα κοινό μοτίβο: Τα τετράεδρα
PO4 συνδέονται ανά δύο μεταξύ τους μέσω ενός κοινού ατόμου οξυγόνου.
Τα πιο γνωστά από τα οξέα αυτά είναι (με n = 2 και 3), δηλ.
το διφωσφορικό οξύ (γνωστό και ως πυροφωσφορικό οξύ)
Δομή του τριφωσφορικού ανιόντος P3O105- Η4P2O7 και το τριφωσφορικό οξύ H5P3O10, ενώ έχουν απομονωθεί τα
πολυφωσφορικά οξέα (ή άλατά τους) μέχρι n = 10. Εκτός από τα γραμμικά
πολυφωσφορικά οξέα είναι γνωστά και κυκλικά πολυφωσφορικά οξέα, με γενικό τύπο Η n[cyclo-(PO3)n] (n = 3 - 8).
Πολυφωσφορικά οξέα με n από 10 έως 50 μπορούν να ληφθούν ως υαλώδη ή άμορφα μίγματα. Εξαντλητική αφυδάτωση (π.χ. n>50)
ουσιαστικά οδηγεί στο πολυμερούς χαρακτήρα μεταφωσφορικό οξύ (ΗPO3)n.
2Η3PO4 H4P2O7 + H2O 3H3PO4 H5P3O10 + 2H2O .... nH3PO4 (HPO3)n + nH2O
Πυροφωσφορικά άλατα παρασκευάζονται εύκολα με θερμική συμπύκνωση μονόξινων ή δισόξινων
φωσφορικών αλάτων, ενώ τριφωσφορικά άλατα παρασκευάζονται σε βιομηχανική κλίμακα με
ελεγχόμενη θέρμανση μίγματος μονόξινου και δισόξινου φωσφορικού άλατος:
2NaH2PO4 Na2H2P2O7 + H2O 2Na2HPO4 Na4P2O7 2Na2HPO4 +
NaH2PO4 Na5P3O10 + 2H2O
Τα υδατικά διαλύματα των αλάτων αυτών υδρολύονται με αργό ρυθμό εκλύοντας θερμότητα,
ταχύτερα δε σε όξινα διαλύματα.
'Aλατα του πυροφωσφορικού οξέος χρησιμοποιούνται ως μαγειρικά πρόσθετα (όξινα και ουδέτερα
άλατα) και ως λειαντικά υλικά σε οδοντόπαστες. 'Aλατα του τριφωσφορικού οξέος Κυκλοεξαμεταφωσφορικό νάτριο
χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσθετα σε συνθετικά απορρυπαντικά, λόγω της ικανότητάς τους να
συμπλέκουν ισχυρά τα ιόντα μαγνησίου και ασβεστίου, καθιστώντας τα ικανά να δράσουν ακόμη και σε νερά υψηλής σκληρότητας.
Tο κυκλοεξαμεταφωσφορικό νάτριο, (NaPO3)6, γνωστό και ως άλας Graham (δεξιά), χρησιμοποιείται ως πρόσθετο τροφίμων
(Ε452i) για την αύξηση του pH, όπως επίσης και για την αποσκλήρυνση του ύδατος.
Το ATP ως οξύ και συμπλεκτικό αντίδραστήριο. Η τριφωσφορική αλυσίδα καθιστά το ATP ένα τετραπρωτικό
οξύ. Και τα 4 υδροξύλια, που είναι συνδεδεμένα με τα άτομα φωσφόρου (P-OH), μπορούν να υποστούν διάσταση.
Ωστόσο, η διάσταση του ATP πέρα από το 2ο στάδιο προϋποθέτει αρκετά αλκαλικό διάλυμα που επιφέρει ταχεία
υδρόλυση της ένωσης. Σε σχετικώς πρόσφατη βιβλιογραφία αναφέρονται οι δύο πρώτες σταθερές
διάστασης: pKa1= 4,31 ± 0,02 και pKa2 = 6,76 ± 0,02 (σε διάλυμα 0,10 Μ NaCl στους 25ºC [Αναφ. 1γ]).
Τα υδατικά διαλύματα του ATP (ελαφρώς όξινα ως έχουν ή σε διάλυμα τριχλωροξικού οξέος) αναφέρονται ως σταθερά
για λίγες ώρες στους 0ºC. Σταθερότερα είναι τα διαλύματα του ATP σε ρυθμιστικά διαλύματα με pH στην περιοχή 6,8-
7,4. Ασταθέστατο είναι το ATP σε αλκαλικά διαλύματα, όπου υδρολύεται ταχύτατα. Το ATP φυλάσσεται καλύτερα στη
μορφή άνυδρου άλατος ή ως ένυδρο άλας σε κατάψυξη (-20ºC). Το ATP διατίθεται για ερευνητικούς σκοπούς ως
διάλυμα 0,10 Μ το οποίο έχει ρυθμιστεί σε pH 7,0 με NaOH ή ως άλας με τρισυδροξυμεθυλαμινομεθάνιο (γνωστό
ως Tris) (C10H16N5O13P3·2C4H11NO3·2H2O) [Αναφ. 4α,β].
Το ATP δρα και ως συμπλεκτικό αντιδραστήριο, έχοντας την ικανότητα να συμπλέκει διάφορα μεταλλοϊόντα. Ιδιαίτερα
σταθερό είναι το σύμπλοκο με τα ιόντα Mg2+, τα οποία αποτελούν κανονικό συστατικό του κυτταροπλάσματος. Η
σύμπλεξη αυτή είναι επόμενο να τροποποιεί τόσο τις σταθερές διάστασης, όσο και την υδρολυτική συμπεριφορά του
ATP καθιστώντας το σταθερότερο. Με θερμομετρική ογκομέτρηση προσδιορίσθηκαν οι ακόλουθες τιμές της σταθεράς
σχηματισμού του ATP με τα αναφερόμενα ιόντα με τα οποία σχηματίζει σύμπλοκα 1:1 [Αναφ. 4β-γ, 5β]:
Μg2+: 9554 ± 585 Ca2+: 3722 ± 211 Sr2+: 1381 ± 120 Li+: 25 Na+: 13 K+ : 8
Υδρόλυση του ATP. Το 5'-αδενοσινο-τριφωσφορικό οξύ και τα δύο παράγωγά του που προκύπτουν κατά τα
διαδοχικά στάδια μερικής υδρόλυσής του, το 5'-αδενοσινο-διφωσφορικό οξύ (5'-adenosine diphosphoric acid,
ΑDP) και το 5'-αδενοσινο-μονοφωσφορικό οξύ (5'-adenosine monophosphoric acid, ΑMP), δείχνονται παρακάτω:
Από τις παραπάνω αντιδράσεις φαίνεται πως η πλήρης υδρόλυση του ATP προς AMP και
φωσφορικό οξύ μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω των δύο διαδρομών, δηλ. μέσω των
αντιδράσεων 1α-1β ή μέσω των αντιδράσεων 2α-2β και προφανώς η συνολικά
απελευθερούμενη ενέργεια είναι η ίδια μέσω της μίας ή της άλλης διαδρομής. Ακόμη,
από τις τιμές ΔG είναι εμφανές ότι η ενέργεια των δύο ακραίων δεσμών P-O (φωσφόροι
γ-P και β-P) είναι υπερδιπλάσια του αντίστοιχου δεσμού P-O (φωσφόρου α-P) που
συνδέεται άμεσα με την αδενοσίνη. Στις περισσότερες περιπτώσεις βιοχημικών
αντιδράσεων τροφοδοτούμενων ενεργειακά από το ATP, αυτό υδρολύεται προς ADP
(αντίδραση 1α) και φωσφορικά ιόντα, ενώ σε λιγότερες το ATP υδρολύεται απ' ευθείας
προς AΜP και πυροφωσφορικά ιόντα (αντίδραση 2α).
Τα ηλεκτρόνια των φωσφορικών δεσμών έλκονται προς διάφορες κατευθύνσεις και
συγχρόνως απωθούνται από το αρνητικό φορτίο των οξυγόνων που συνιστούν το
φορτίο των ανιόντων του ATP. 'Ετσι βρίσκονται σε μια "άβολη" υψηλή ενεργειακή
κατάσταση. Κατά την υδρόλυση του φωσφοανυδριτικού δεσμού P-O-P, τα ηλεκτρόνια
Alexander Todd (1907-1997). Ο
των φωσφορικών ομάδων περιέρχονται σε μια πιο "αναπαυτική" ενεργειακά Σκώτος βιοχημικός που συνέθεσε
χαμηλότερη θέση πλησιέστερα στους πυρήνες. Η διαφορά των δύο ενεργειακών πολλές ενώσεις βιοχημικού
καταστάσεων είναι η εκλυόμενη κατά την υδρόλυση ενέργεια. ενδιαφέροντος. Ετιμήθηκε με το
βραβείο Nobel Χημείας το 1957.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η αντίδραση εφυδάτωσης του P2O5 (υαλώδης
μορφή) προς H3PO4 παρέχει 29,1 kcal/mol ή 14,5 kcal για κάθε γραμμομόριο παραγόμενου Η3PΟ4. Το ποσόν αυτό της
θερμότητας συμβαδίζει με τα 7,3 kcal για κάθε γραμμομόριο παραγόμενου Η3PΟ4, που παρέχει κάθε (κατά το ήμισυ
εφυδατωμένος) φωσφόρος του ATP κατά την "πλήρη εφυδάτωσή" του προς Η3PO4. 'Αλλες μορφές (άμορφο και
κρυσταλλικό P2O5) παρέχουν μεγαλύτερα ποσά θερμότητας (34-45 kcal/mol) [Αναφ. 5α].
Οι παραπάνω αναφερόμενες τιμές ΔG σε κάθε περίπτωση είναι πολύ υψηλές (συγκριτικά με εκείνες άλλων βιοχημικών
αντιδράσεων). Επιπλέον, πρέπει να θεωρηθούν ως ενδεικτικές, αφού αυτές εξαρτώνται σε κάποιο βαθμό από το
περιβάλλον, π.χ. από το pH και την παρουσία ιόντων που συμπλέκονται με την τριφωσφορική ομάδα, όπως
το Mg(II). 'Εχουν διεξαχθεί διεξοδικές μελέτες πάνω στη θερμοδυναμική των προηγούμενων αντιδράσεων. Βέβαια,
βιοχημικό ενδιαφέρουν έχουν οι τιμές που λαμβάνονται σε συνθήκες παρόμοιες με εκείνες που επικρατούν στο
εσωτερικό των κυττάρων [Αναφ. 5β-γ].
Μεταφορά της ελεύθερης ενέργειας του ATP σε μη αυθόρμητες αντιδράσεις. Η αυθόρμητη διάσπαση του
ATP προς ADP (ΔGº<0: εξεργονική αντίδραση) συζεύγνυται με αντίδραση οι οποία δεν χωρεί αυθόρμητα (ΔGº>0:
ενδεργονική αντίδραση). Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η αντίδραση φωσφορυλίωσης της γλυκερίνης:
Γλυκερίνη + φωσφορικό οξύ γλυκερινο-3-φωσφορικό οξύ, ΔG1º = +2,2 kcal/mol.
Η αντίδραση αυτή δεν πραγματοποιείται αυθόρμητα. Ωστόσο, αν συζευχθεί με την αυθόρμητη διάσπαση του ATP:
ATP ADP + φωσφορικό οξύ, ΔG2º = -7,3 kcal/mol,
η συνολική αντίδραση γίνεται:
Γλυκερίνη + ATP γλυκερινο-3-φωσφορικό οξύ + ADP, ΔGολº = ΔG1º + ΔG2º = (+2,2 kcal/mol) + (-7,3
kcal/mol) = -5,1 kcal/mol.
Το αρνητικό πρόσημο του αθροίσματος των ελευθέρων ενεργειών δηλώνει ότι η συνολική αντίδραση χωρεί
αυθόρμητα (εξεργονικά) προς τα δεξιά. Συνολικά, το ATP υπερκαλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες της φωσφορυλίωσης
της γλυκερίνης και το περίσσευμα της ενέργειας που προσφέρει χάνεται ως θερμότητα. Το σύστημα των συζευγμένων
αντιδράσεων συνήθως παριστάνεται με καμπύλα βέλη όπως φαίνεται στο σχήμα κάτω αριστερά. Το σχήμα περιγράφει
δύο συζευγμένες αντιδράσεις, αλλά είναι δυνατόν να υπάρχει μια αλληλουχία συζευγμένων αντιδράσεων, με κυκλική
Σελίδα 231 από 256
αναγέννηση των ενδιάμεσων ουσιών (κάτω δεξιά). Θα πρέπει να τοσνισθεί ότι όλες οι αντιδράσεις χωρούν παρουσία
του αντίστοιχου για κάθε αντίδραση ενζύμου.
Αρχή της σύνθεσης του 5'-αδενοσινο-τριφωσφορικού οξέος (ATP) από τον Todd και τους συνεργάτες του (1948).
Διακίνηση ηλεκτρονίων. Το οξειδωτικό που χρησιμοποιούν όλοι οι αερόβιοι οργανισμοί στις οξειδωτικές
καταβολικές αντιδράσεις είναι το ατμοσφαιρικό οξυγόνο το οποίο προσλαμβάνεται με την αναπνοή. Από τις
αντιδράσεις αυτές αντλούν ενέργεια, όπως και τις πρόδρομες ενώσεις για τις αναβολικές συνθέσεις. Ωστόσο, το ίδιο το
οξυγόνο δεν μπορεί να είναι διαθέσιμο σε κάθε σημείο όπου θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια οξείδωση, ούτε
αποτελεί την κατάλληλη μορφή οξειδωτικού για να προχωρήσουν οι καταβολικές αντιδράσεις με την απαιτούμενη
εκλεκτικότητα και ταχύτητα.
Οι οργανισμοί διαθέτουν πλήθος ουσιών σχετικά μικρού μοριακού βάρους, με δράση συνενζύμου, οι οποίες διαθέτουν
οξειδωμένη και ανηγμένη μορφή. Πρόκειται για οξειδοαναγωγικά ζεύγη που χαρακτηρίζονται από εξαιρετική
ηλεκτροχημική αντιστρεπτότητα, τα οποία στην ανηγμένη τους μορφή δρουν ως φορείς αναγωγικής ισχύος. Συχνά
αναφέρονται ως "διακινητές ηλεκτρονίων" ή -ισοδύναμα- ως "διακινητές ατόμων υδρογόνου". Οι ουσίες αυτές δρουν
σε πλήρη συνεργασία με τις ενώσεις υψηλής ενέργειας, οι οποίες δρουν ως διακινητές ενέργειας, ωστόσο και οι ίδιες
στην ανηγμένη τους μορφή είναι ενεργειακώς πλούσιες και την ενέργεια αυτή την αποδίδουν κατά την οξείδωσή τους.
Τα τρία στάδια του διάμεσου μεταβολισμού (με βάση την [Αναφ. 2ια], σχήμα 293).
Στο γενικό σχήμα του διάμεσου καταβολισμού διακρίνονται τρία στάδια Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Ο καταβολισμός ακολουθεί την
πορεία είναι Ι ΙΙ ΙΙΙ και ο αναβολισμός την αντίθετη ΙΙΙ ΙΙ Ι. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάθε
σταδίου και κατά πορεία συνοψίζονται στον ακόλουθο πίνακα:
- Κοινό στάδιο και για τις τρεις τάξεις θρεπτικών ουσιών - 'Ολες τους έχουν καταλήξει στη μορφή του "κοινού
καυσίμου", το ακετυλο-συνένζυμο Α(CH3CO-S-CoA) που τροφοδοτεί τον κύκλο του Krebs - Χαρακτηρίζει
ΙΙΙ αποκλειστικά αερόβιους οργανισμούς - Πλήρης καύση στα μιτοχόνδρια (τελικά προϊόντα: H2O, CO2, NH3 ή
παράγωγά της, όπως η ουρία και το ουρικό οξύ) - Απόδοση των υπολοίπων 2/3 της ελεύθερης ενέργειας των
αρχικών μονομερών
Γλυκόλυση [Αναφ. 7]
Η γλυκόζη θεωρείται ως η θρεπτική ύλη - "καύσιμο άμεσης δράσης". Κατά κανόνα, ο καταβολισμός της γλυκόζης
αποτελεί τo κλασικότερo παράδειγμα υπολογισμού του "ενεργειακού ισοζυγίου", το οποίο εκφράζεται σε μόρια ATP
που μπορούν να παραχθούν από την "καύση" ενός μορίου γλυκόζης.
Η αντίδραση πλήρους και άμεσης καύσης της γλυκόζης από το οξυγόνο έχει ως εξής:
C6H12O6 + 6 O2 6 CO2 + 6 H2O, ΔGo = -686 kcal/mol
Από την τιμή της μεταβολής της ελεύθερης ενέργειας της πλήρους καύσης θα περίμενε κανείς ότι η καύση 1 μορίου
γλυκόζης θα μπορούσε να μετατρέψει 686/7,3 = 94 μόρια ADP σε ATP, όμως αυτό δεν ισχύει διότι η γλυκόζη δεν
"καίγεται" ποσοτικά σύμφωνα με την παραπάνω εξίσωση. Πολλά από τα ενδιάμεσα προϊόντα της "καύσης" της
Σελίδα 235 από 256
χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες για τον αναβολισμό (σύνθεση πρωτεϊνών, λιποειδών, γλυκογόνου), κυρίως όμως,
μεγάλο μέρος της ενέργειας μετατρέπεται σε θερμότητα, που διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του οργανισμού
(θερμόσταση). Το ίδιο ισχύει και τις άλλες θρεπτικές ύλες όπως τα λιποειδή και τις πρωτεΐνες.
Η κατά στάδια οξείδωση της γλυκόζης παρέχει την ενέργειά της στον ζώντα οργανισμό βαθμιαία και κατά
ελεγχόμενο τρόπο και όχι εκρηκτικά, όπως π.χ. θα συνέβαινε κατά την άμεση οξείδωσή της από το οξυγόνο σε
μια "βόμβα οξυγόνου" ενός θερμιδομέτρου.
Ο καταβολισμός της γλυκόζης ξεκινά στο κυτταρόπλασμα χωρίς άμεση χρήση οξυγόνου ως οξειδωτικού. Το τελικό
προϊόν είναι το πυροσταφυλικό οξύ και δύο μόρια ATP (ως καθαρό "ισοζύγιο"). Η αλυσίδα των αντιδράσεων, η
καθεμία από τις οποίες καταλύεται από συγκεκριμένο ένζυμο, έχει ως εξής:
Αλληλουχία αντιδράσεων γλυκόλυσης. Για κάθε βήμα δίνεται η μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας ΔGo [Αναφ. 7].
Η γλυκόλυση αρχίζει με μια "επένδυση" προϋπάρχοντος ATP: με την άμεση αντίδραση γλυκόζης -
ATP. Το ATP παρέχει την ενέργειά του και μια φωσφορική ομάδα σχηματίζοντας 6-φωσφο-γλυκόζη, η οποία
ισομερίζεται προς 6-φωσφο-φρουκτόζη. Η 6-φωσφο-φρουκτόζη αντιδρά με ένα δεύτερο μόριο ATP και δέχεται μια
επιπλέον φωσφορική ομάδα, όπως και επιπλέον ενέργεια παρέχοντας την υψηλής ενέργειας ένωση 1,6-διφωσφο-
φρουκτόζη. Η ένωση αυτή είναι πλέον ενεργοποιημένη σε σημείο που ένας δεσμός C-C διασπάται παρέχοντας δύο
φωσφορυλιωμένες τριόζες, την 3- φωσφο-διυδροξυακετόνη και την 3-φωσφο-γλυκεραλδεΰδη, που
βρίσκονται μεταξύ τους σε ισορροπία. Ολόκληρη η ποσότητα της 3-φωσφο-διυδροξυακετόνης μεταπίπτει σε 3-
φωσφο-γλυκεραλδεΰδη, αφού η τελευταία απομακρύνεται οξειδούμενη στο επόμενο ενδιάμεσο, το 1,3-διφωσφο-
γλυκερινικό οξύ.
Το στάδιο της οξείδωσης της 3-φωσφο-γλυκεραλδεΰδης από το NAD+ αποτελεί το κυριότερο σημείο συλλογής
ενέργειας. Κατά το στάδιο αυτό αποθηκεύεται ενέργεια (ως "αναγωγική ενέργεια" ή ως "διαθέσιμο υδρογόνο") αφενός
μεν στο NADH, αφετέρου στο 1,3-διφωσφογλυκερινικό οξύ, ένωση υψηλής ενέργειας. Αξιοσημείωτο είναι το ότι η
φωσφορυλίωση πραγματοποιείται από ανόργανα φωσφορικά ιόντα χωρίς κατανάλωση ATP. Την ενέργεια αυτή την
αποδίδει κατά τη μερική αποφωσφορυλίωσή του προς 3-φωσφογλυκερινικό οξύμε
φωσφορυλίωση ADP προς ATP. Το 3-φωσφο-γλυκερινικό οξύ ισομερίζεται προς 2-φωσφο-γλυκερινικό οξύ, το
οποίο αφυδατώνεται προς φωσφο-ενολο-πυροσταφυλικό οξύ. Η τελευταία είναι ένωση υψηλής ενέργειας την
οποία αποδίδει με φωσφορυλίωση ADP προς ATP παρέχοντας το τελικό προϊόν αυτού του κύκλου είναι
το πυροσταφυλικό οξύ. Συνοπτικά η συνολική αντίδραση μπορεί να αποδοθεί ως εξής (τα μόρια ύδατος
παραλείπονται):
γλυκόζη + 2 NAD+ + 2 φωσφορικά + 2 ADP 2 πυροσταφυλικό οξύ (CH3COCOOH) + 2 NADH +
2 ATP + 2 H+ + θερμότητα (1)
Η παραπάνω συνολική αντίδραση δηλώνει ότι ένα μόριο γλυκόζης κατά τη γλυκόλυση αποδίδει χημική ενέργεια
σχηματίζοντας 2 μόνο μόρια ATP, 2 μόρια NADH (αποθήκευση αναγωγικής ισχύος), δύο μόρια πυροσταφυλικού οξέος
και θερμότητα.
Η ίδια διαδικασία, κάτω από αναερόβιες συνθήκες (σε ζυμώσεις) ή σε ορισμένους μικροοργανισμούς αντί
πυροσταφυλικού οξέος θα δώσει την ανηγμένη μορφή του, το γαλακτικό οξύ(γαλακτική ζύμωση) ή αιθανόλη +
CO2 (αλκοολική ζύμωση). Ανάλογες αλληλουχίες παρέχουν και άλλα σάκχαρα μονομερή ή σάκχαρα πολυμερή
(δισακχαρίτες, πολυσακχαρίτες) μετά από την υδρόλυσή τους.
O κύκλος Krebs , γνωστός και ως κύκλος κιτρικού οξέος ή κύκλος τρικαρβοξυλικού οξέος (tricarboxylic acid cycle, TCA)
Σύμφωνα με τα προηγούμενα, για κάθε ένα μόριο γλυκόζης παράγονται δύο μόρια CH3CO-S-CoA και επομένως
πραγματοποιούνται δύο κύκλοι. Σε κάθε κύκλο οι δύο άνθρακες του ακετυλίου οξειδώνονται προς CO2 το οποίο
αποβάλλεται από την οργανισμό με την εκπνοή, ωστόσο χωρίς ακόμη να χρησιμοποιηθεί άμεσα ως οξειδωτικό το
Ο2. Η συνολική αντίδραση που περιγράφει ο κύκλος Krebs είναι η ακόλουθη (τα μόρια ύδατος παραλείπονται):
Σελίδα 237 από 256
ακετυλο-συνένζυμο Α (CH3CO-S-CoA) + 3 NAD+ + FAD + ADP + φωσφορικά
3 NADH + FADH2 + ATP + 2 CO2 + 2 H+ + συνένζυμο Α (ΗS-CoA) (3)
Λαμβάνοντας υπόψη και τη συνολική αντίδραση γλυκόλυσης (1) και την ενδιάμεση αντίδραση πυροσταφυλικού οξέος
με το συνένζυμο Α (2), η συνολική αντίδραση και των τριών σταδίων (αφού προηγουμένως οι συντελεστές των
αντιδράσεων 2 και 3, πολλαπλασιαστούν επί 2) είναι:
Από την παραπάνω συνολική αντίδραση προκύπτει ότι η ολοκληρωτική οξείδωση ενός μορίου γλυκόζης μέσω
της γλυκόλυσης, της αντίδρασης του πυροσταφυλικού με το συνένζυμο Α και του κύκλου Κrebs προσφέρει μόνο 4
μόρια ATP, αλλά συγχρόνως παρέχει 10 μόρια NADH και 2 μόρια FADH2. Στα 12 τελευταία μόρια έχει μετουσιωθεί η
μισή αναγωγική δύναμη του μορίου της γλυκόζης. Η οξείδωση των ανηγμένων μορφών αυτών των συνενζύμων από
το μοριακό οξυγόνο θα δώσει πολύ περισσότερα (τυπικά 32) μόρια ATP κατά το επόμενο στάδιο της οξειδωτικής
φωσφορυλίωσης, όπως συνοπτικά περιγράφεται στη συνέχεια.
'Ενα τυπικό ζωικό κύτταρο περιέχει 1000 έως 2000 μιτοχόνδρια. Το ATP παράγεται με την έμμεση καύση των τροφών που λαμβάνει ένας
οργανισμός με το οξυγόνο που λαμβάνει μέσω της αναπνοής. Κάθε ζωντανό κύτταρο περιέχει μιτοχόνδρια και παράγει ATP, κάτι που δεν
ισχύει στα νεκρά κύτταρα της εξωτερικής επιδερμίδας και των μαλλιών. Κάποια κύτταρα περιέχουν περισσότερα μιτοχόνδρια, έτσι π.χ. τα
λιπώδη κύτταρα περιέχουν περισσότερα κύτταρα επειδή έχουν αποθηκευμένη περισσότερη ενέργεια, όπως επίσης και τα μυϊκά κύτταρα,
λόγω του μηχανικού έργου που εκτελούν. Στα θηλαστικά, τα μιτοχόνδρια καταλαμβάνουν το 15 έως 20% των ηπατικών κυττάρων.
Οι περισσότερες βλάβες του μεταβολισμού εντοπίζονται στα μιτοχόνδρια και στις περιορισμένες ποσότητες διαθέσιμων ενζύμων που
μετέχουν σ' αυτόν. Αύξηση των μιτοχονδρίων και των ενζύμων που εμπεριέχονται σ' αυτά βελτιώνουν τον μεταβολισμό και στο
αποτέλεσμα αυτό μπορούν να συμβάλουν σημαντικά ήπιες σωματικές ασκήσεις αεροβικής (aerobics).
ATP-συνθάση και χημειώσμωση. Στο τελικό στάδιο (φωσφορυλίωση του ADP προς ATP) πραγματοποιείται από
ένα ογκώδες ένζυμο (600 kDa) - "μοριακή μηχανή", την ATP-συνθάση (ATP synthase). Ο τρόπος λειτουργίας αυτού
του ενζύμου είναι ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΣ στις λεπτομέρειές του.
Η αξιοποίηση των διαφορών συγκεντρώσεων Η+ (βαθμίδα [Η+]) για την παραγωγή έργου σε ένα κύτταρο αναφέρεται
ως χημειώσμωση (chemiosmosis) και η σχετική θεωρία διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Βρετανό
βιοχημικό Peter Mitchell (1920-1992) κατά τη δεκαετία του 1960, η οποία ήταν πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτή με
τις μέχρι τότε αντιλήψεις. Για τη θεωρία του αυτή ο Mitchell τιμήθηκε με το βραβείο Nobel Χημείας του 1978.
Η οξειδωτική φωσφορυλίωση οι μεταμορφώσεις της ενέργειας ακολουθούν το παρακάτω μάλλον παράδοξο σχήμα:
Η μεγαλύτερη συγκέντρωση των πρωτονίων στον διαμεμβρανικό χώρο σε σχέση με τη συγκέντρωσή τους στη
μιτοχονδριακή μήτρα, προκαλεί μια αυθόρμητη συνεχή ροή των πρωτονίων από τον πρώτο χώρο στον δεύτερο, μέσω
ενός διαύλου που παρέχει η ATP-συνθάση. Η ελεύθερη ενέργεια που απελευθερώνεται με αυτήν την αυθόρμητη ροή
αξιοποιείται για τη σύνθεση του ATP. Η ροή των πρωτονίων έχει αποτέλεσμα την περιστροφή ενός τμήματος του
ενζύμου, όπως το νερό προκαλεί τη ροή ενός νερόμυλου! Και η ροή αυτή είναι συνεχής, αφού συνεχώς λειτουργεί και
η αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων που περιγράφηκε προηγουμένως.
Διακρίνονται δύο χαρακτηριστικά τμήματα στην ATP-συνθάση: Το λιπόφιλο τμήμα Fo που περιβάλλεται από την
εσωτερική μεμβράνη και το υδρόφιλο τμήμα F1 το οποίο προεξέχει και βρίσκεται στη μιτοχονδριακή μήτρα.
Αποτελείται από 6 υπομονάδες: Τρεις όμοιες υπομονάδες με καταλυτικές θέσεις, εναλλάξ με τρεις όμοιες υπομονάδες
χωρίς.
Καθώς διέρχονται τα πρωτόνια μέσω ενός πλευρικού στατικού διαύλου προκαλούν κουλομβικές απώσεις σε θετικώς
φορτισμένα σημεία των υπομονάδων που συνθέτουν το τμήμα Foαυτό προκαλώντας την περιστροφή του σε βήματα
των 120º. Απαιτείται μια επαναρροή 8 έως 15 πρωτονίων στη μιτοχονδριακή μήτρα για μια πλήρη περιστροφή του
τμήματος Fo, ανάλογα με το ζωικό είδος. Ο "ρότορας" του ενζύμου περιστρέφεται περίπου 100 φορές το
δευτερόλεπτο. 'Ενα σύμπλεγμα ATP-συνθάσης παράγει 100-150 μόρια ATP το δευτερόλεπτο. Με βάση αυτούς τους
ρυθμούς εκτιμάται πως κατά μέσο όρο ο άνθρωπος δημιουργεί ημερησίως ποσότητα ATP ίση με το βάρος του.
Την περιστροφή του Fo (ρότορας του "μοριακού κινητήρα") παρακολουθεί μια ασύμμετρη υπομονάδα του ενζύμου
που αναφέρεται στο παραπάνω σχήμα ως άξονας, η οποία καθώς περιστρέφεται προκαλεί διαδοχικές παραμορφώσεις
και πιέσεις στις καταλυτικές υπομονάδες που συνιστούν το τμήμα F1. Το τμήμα αυτό δρα σαν μηχανή
"συναρμολόγησης": Παραλαμβάνει ένα μόριο ADP και ένα φωσφορικό ιόν και τα "συναρμολογεί" σχηματίζοντας ένα
μόριο ATP! Σε τρεις φάσεις πραγματοποιούνται: (α) Η "σύλληψη" του ADP και του φωσφορικού ιόντος, (β) η σύνδεσή
τους με σχηματισμό ATP και (γ) η απελευθέρωση του σχηματισμένου ATP προς τη μιτοχονδριακή μήτρα, από την
οποία διαχέεται προς τον διαμεμβρανικό χώρο και τελικά προς το κυτταρόπλασμα. Ουσιαστικά, το ένζυμο
μετασχηματίζει την κινητική ενέργεια σε χημική ενέργεια. Σε κάθε μία πλήρη περιστροφή πραγματοποιείται η σύνθεση
μέχρι και τριών μορίων ATP, όπως δείχνονται παραστατικά στο παραπάνω κινούμενο σχέδιο.
Κάτι ακόμη εκπληκτικό: 'Εχει αποδειχθεί πειραματικά η αντιστρεπτότητα της δράσης του ενζύμου: Περιστροφή του
"ρότορα" κατά την αντίστροφη φορά επιφέρει διάσπαση του ATP και μεταφορά πρωτονίων κατά την αντίθετη
κατεύθυνση.
Ο μηχανισμός λειτουργίας του ενζύμου διευκρινίστηκε από τους Paul D. Boyer (University of California) και John E.
Walker, (Cambridge, Μ. Βρετανίας), οι οποίοι τιμήθηκαν για με το βραβείο Nobel Χημείας του 1997. Λεπτομερέστερες
περιγραφές της δομής και της λειτουργίας της ATP-συνθάσης μπορεί να αναζητηθεί στη βιβλιογραφία [Αναφ. 10στ-
θ].
Ενεργειακό ισοζύγιο
Για κάθε 2 επανερχόμενα πρωτόνια μέσω της ATP-συνθάσης αποδίδεται ενέργεια που προκαλεί φωσφορυλίωση 1
μορίου ADP προς ATP. Με βάση τα προηγούμενα 1 μόριο NADH "αξίζει" 3 μόρια ATP και ένα μόριο FADH2 "αξίζει" 2
μόρια ATP, οπότε από τη συνολική αντίδραση 4 ανά μόριο γλυκόζης θα παραχθούν:
Εδώ συνυπολογίζονται τα 2 μόρια NADH που παράγονται κατά τη γλυκόλυση. Ωστόσο, αυτά παράγονται στο
κυτταρόπλασμα και όχι στη μιτοχονδριακή μήτρα όπως τα υπόλοιπα 8. Η μεταφορά τους στη μήτρα πραγματοποιείται
κατά έμμεσο τρόπο, αφού η εσωτερική μεμβράνη δεν είναι διαπερατή από τα μόρια NADH. Στην ουσία δεν
μεταφέρονται τα ίδια, αλλά η αναγωγική ισχύς τους μέσω συζευγμένων αντιδράσεων και με κατανάλωση ενέργειας
ισοδύναμης με 1 μόριο ATP ανά μόριο NADH, οπότε το καθαρό αποτέλεσμα είναι:
Στην πραγματικότητα, πάντοτε υπάρχουν ενεργειακές απώλειες, οπότε ο αριθμός 36 θα πρέπει να θεωρηθεί ως ο
μέγιστος εφικτός.
Ενεργειακή απόδοση: Η ενεργειακή απόδοση της όλης διαδικασίας είναι: (36 mol ATP/mol γλυκόζης) x (7,3 kcal/mol
ATP) x 100 / (686 kcal/mol γλυκόζης) = 42 %
- Με τις παραπάνω διεργασίες παραλαμβάνεται περίπου το 40% της ενέργειας που παρέχει η γλυκόζη
- 'Ενα συμβατικού τύπου αυτοκίνητο αξιοποιεί μόνο το 25% της ενέργειας που παρέχουν τα καύσιμά του
Λιπαρά οξέα. Ανάλογες διαδρομές ακολουθούν και οι καταβολισμοί των λιπών. Οι εστέρες της γλυκερίνης
υδρολύονται και η γλυκερίνη εισέρχεται στη διαδρομή της γλυκόλυσης ως φωσφογλυκεραλδεΰδη και από εκεί και
πέρα ακολουθεί τη διαδρομή που περιγράφηκε προηγουμένως. Τα λιπαρά οξέα οξειδώνονται με μια διεργασία γνωστή
ως β-οξείδωση (beta oxidation). Κατά τη διεργασία αυτή τα μόρια των λιπαρών οξέων διασπώνται σταδιακά (σε
τμήματα δύο ανθράκων) για να σχηματίσουν ακετυλο-συνένζυμο Α, το οποίο υπεισέρχεται στο κύκλο Krebs. Tα
συνολικώς παραγόμενα NAD και FADH2 υπεισέρχονται στην αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων, όπως συνοπτικά
περιγράφηκε προηγουμένως.
Για ένα κορεσμένο οξύ με 2n άνθρακες μπορεί με ανάλογους όπως προηγουμένως υπολογισμούς να δειχθεί ότι ισχύει
η σχέση:
(μόρια ATP)ολικά = (n - 1) x 14 + 8
Έτσι, π.χ. ο καταβολισμός ενός μορίου παλμιτικού οξέος, CΗ3[CH2]14COOH, (με 2n = 16) παρέχει συνολικά:
(μόρια ATP)ολικά = (8 - 1) x 14 + 8 = 106
Φωταυγειόμετρα (luminometers) εργαστηριακού πάγκου [πηγή] και Αλληλουχία αντιδράσεων κατά το βιοφωταυγειομετρικό προσδιορισμό ATP.
ητό[πηγή]. Το τελευταίο χρησιμοποιείται κυρίως για την ταχεία ανίχνευση
μικροοργανισμών σε τρόφιμα.
Εξαιρετικά εκπαιδευτικά video πάνω στα προηγούμενα θέματα από την McGraw-Hill
ερικά ακόμη από τα άφθονα εκπαιδευτικά video που υπάρχουν στο YouTube και στο διαδίκτυο γενικότερα πάνω στη δράση του ATP και στη σύνθεσή του στα μιτοχόνδρι
'Ενα φάρμακο, δώρο της πανάρχαιας κινεζικής ιατρικής επιστήμης προς την ανθρωπότητα, ένα
ανθελονοσιακό φάρμακο που έχει σώσει τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων
αφ. 3]
malaria, από το: mal + aria: κακός αέρας) είναι λοιμώδης νόσος, που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα με υφέσεις και εξάρσεις και χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζοντα πυρ
α, έντονη εξάντληση, διόγκωση του σπλήνα και αναιμία. Η ελληνική ονομασία της νόσου προέρχεται από τις λέξεις έλος και νόσος, καθώς ήταν γνωστό από την αρχαιότη
διαδεδομένη στις ελώδεις περιοχές. Ελονοσία προκαλείται από παρασιτικά πρωτόζωα του γένους Πλασμώδιο (Plasmodium), τα οποία μεταφέρονται στον άνθρωπο μόνο απ
γένους Ανωφελής (Anopheles). Τα πλασμώδια που μπορούν να προκαλέσουν ελονοσία στον άνθρωπο είναι τα πλασμώδια των ειδών P. falciparum, P. malariae, P. ovale,
δεν παρασιτούν μόνο στον άνθρωπο, αλλά και σε πολλά άλλα ζώα. Το είδος P. falciparum είναι το ευρύτερα διαδεδομένο από όλα τα άλλα είδη πλασμωδίων, προκαλεί τις
ουσιάζει αντίσταση στα συνήθη ανθελονοσιακά φάρμακα και είναι και το πιο επικίνδυνο, καθώς αποτελεί την αιτία της πλειονότητας των θανάτων από ελονοσία. Η σοβαρό
προκαλείται από αυτό το είδος οφείλεται στην ικανότητά του να τροποποιεί την επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων με εισαγωγή πρωτεϊνών με ενζυματική δράση (πρω
σπαρτικού οξέος) που διασπούν την αιμοσφαιρίνη σε αμινοξέα και αίμα.
βλημα με την ελονοσία είναι η διαφοροποίηση των διαφόρων πλασμωδίων από περιοχή σε περιοχή. 'Ετσι, ένα ανθελονοσιακό φάρμακο που καταπολεμά αποτελεσματικά τ
αρχία χώρας, χώρα, ήπειρο) μπορεί να είναι τελείως αναποτελεσματικό σε μια άλλη, με αποτέλεσμα να είναι τελικά η ελονοσία να συνιστά ένα δυσεπίλυτο επιδημιολογικό
προκαλέσει περισσότερους θανάτους από οποιαδήποτε άλλη λοιμώδη ασθένεια. Το 2000 (100 χρόνια μετά την ανακάλυψη του παράσιτου της ελονοσίας) υπολογίζεται ότ
Γης είναι εκτεθειμένο στο παράσιτο της ελονοσίας. Περίπου 500 εκατομμύρια άνθρωποι νοσηλεύονται κάθε χρόνο, ενώ υπολογίζεται ότι πεθαίνουν 2-3 εκατομμύρια ετησ
ρόνια με την εκστρατεία της WHO και εθνικών κυβερνήσεων, τόσο με φάρμακα, όσο και με την επαναφορά σε χρήση του DDT (βλ. Χημική Ένωση του Μήνα: DDT), άλλω
και ανθελονοσιακών δικτύων, ο αριθμός των θανάτων περιορίσθηκε στο 1 εκατομμύριο και άρχισε να μειώνεται.
δείχνουν ότι οι θάνατοι από ελονοσία κάθε χρόνο είναι τόσοι όσο οι θάνατοι από το AIDS συνολικά τα τελευταία 15 χρόνια. Η πλειονότητα των θανάτων παρατηρείται στα
φρική. Υπολογίζεται ότι πεθαίνουν καθημερινά 5.000 παιδιά κάτω των 5 ετών.
υψηλού κινδύνου αποτελούν οι έγκυες γυναίκες, οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, όπως και οι τουρίστες που επισκέπτονται κάθε χρόνο χώρες με πρόβλημα ελονοσίας. Οι περ
ό την ελονοσία είναι η Αφρική, η Νοτιο-ανατολική Ασία, η Ινδία και η Νότιος Αμερική, αλλά γενικά τα δεδομένα είναι πολύ περιορισμένα για να εκτιμηθεί η πραγματική διασ
την Ελλάδα. Η ελονοσία υπήρξε εξαιρετικά διαδεδομένη και στην Ελλάδα μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τις
-1940, γύρω στα 5-8 χιλιάδες άτομα πέθαιναν κάθε χρόνο από ελονοσία στην Ελλάδα. Η χειρότερη χρονιά ήταν το
ονοσία να μαστίζει την Ελλάδα και χιλιάδες αγρότες να ψήνονται στον πυρετό και να είναι ανίκανοι για κάθε εργασία.
νη 1.600.00 άτομα έπασχαν από την ασθένεια και 7.000 άρρωστοι πέθαναν.
επιδημικής ελονοσίας στην Ελλάδα παρατηρήθηκε το καλοκαίρι του 2011 με συρροή περιστατικών σε κατοίκους του Το DDT "ανακλήθηκε στην υπηρεσία" στις χώρες
Λακωνίας. Σποραδικά περιστατικά χωρίς αναφερόμενο ιστορικό ταξιδιού σε χώρες όπου ενδημεί η ελονοσία, αναζωπυρώθηκε η ελονοσία και σε άλλες χώρες η χ
σε άλλες τέσσερις περιοχές: Χαλκίδα Εύβοιας, Αγιά Λάρισας, Καλύβια και Μαραθώνας Αττικής και Ορχομενός Βοιωτίας. σταμάτησε ποτέ (βλ. Χημική Ένωση του Μήνα
Αρτεμισία το αψίνθιο (Artemisia Absinthium), γνωστότερη ως "αψιθιά" και ως "σκουληκόξυλο" (mugwort): Κοινό φαρμακευτικό βότανο.
Εκχύλισμα των φύλλων αρτεμισίας αποτελεί παλιό παραδοσιακό φάρμακo όχι μόνο για την ελονοσία, αλλά για πλήθος ασθενειών.
Το αψίνθιο (ή αψιθιά): Το
φυτό-πηγή της
αρτεμισινίνης [Αναφ. 4]
Η αρτεμισινίνη παραλαμβάνεται
από τα φύλλα του
φυτού Αρτεμισία το
αψίνθιο (Artemisia Absinthium),
το οποίο είναι ένα κοινό φυτό και
συναντάται σε πολλά μέρη του
κόσμου με εύκρατο και θερμό
κλίμα, όπου συχνά καλλιεργείται
Το όνομα της αρτεμισίας προέρχεται από τη θεά 'Αρτεμη. Αναφέρεται
ως διακοσμητικό φυτό. Από την
ότι οι Ρωμαίοι φύτευαν αρτεμισίες στις άκρες των ρωμαϊκών οδών και αρχαιότητα, η αρτεμισία ήταν
οι στρατιώτες τους στις μεγάλες πεζοπορίες τοποθετούσαν φύλλα της γνωστή για τις φαρμακευτικές
στα σανδάλια τους για να αντέχουν στην πολύωρη πεζοπορία. ιδιότητές της και αναφέρεται με
διάφορα λαϊκά ονόματα,
όπως: Αψιθιά, αγριαψιθιά, πέλινο, απιστιά, πισιδία, λεβιθόχορτο, τραχούρι, δρακόντιο, μελιτίνη, μυρμηγκοβότανο.
Πρόκειται για πολυετές ποώδες φυτό που φθάνει το ένα μέτρο σε ύψος, με γκριζοπράσινους μίσχους και φύλλα.
Το στέλεχος και τα φύλλα της αρτεμισίας καλύπτονται από λευκά αργυρόχρωμα τριχίδια (χνούδι) και τα άνθη της
σχηματίζουν μικρά κίτρινα κεφάλια. Στη βοτανοθεραπευτική χρησιμοποιούνται τα φύλλα, όπως και οι ανθισμένες
Σελίδα 247 από 256
κορυφές, που συλλέγονται το καλοκαίρι, και οι ρίζες το φθινόπωρο. Αλκοολικά εκχυλίσματα της αρτεμισίας
χρησιμοποιούνται για την παρασκευή διάφορων αλκοολούχων ποτών. Ακόμη καλλιεργείται και ως εντομοαπωθητικό
φυτό.
Ιστορικά στοιχεία. Το όνομα της αρτεμισίας προέρχεται από τη θεά 'Αρτεμη και δόθηκε στο φυτό σε αναγνώριση
των θεραπευτικών ιδιοτήτων του εγχύματός του. Ο Διοσκουρίδης ονόμαζε το φυτό βαθύπικρον και το έγχυμά του
το σύστηνε κατά της ανορεξίας και κατά του ίκτερου. O Θεσσαλός (1ος αι. μ.Χ.) και ο Γαληνός (130-199 μ.Χ.),
χρησιμοποιούσαν την αρτεμισία για τη θεραπεία του τριταίου και του τεταρταίου πυρετού, δηλαδή της ελονοσίας, η
οποία ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη ασθένεια στην Ευρώπη και σε ελώδεις περιοχές. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι ένας
τρόπος αποφυγής της καταστροφής των παπύρων από τα ποντίκια ήταν το ανακάτεμα του μελανιού με έγχυμα
αρτεμισίας.
Αναφέρεται ότι οι Ρωμαίοι φύτευαν αρτεμισίες στις άκρες των περίφημων ρωμαϊκών οδών (viae romanae) και οι
στρατιώτες τους, στις μεγάλες πεζοπορίες, τοποθετούσαν φύλλα αρτεμισίας στα σανδάλια τους για να αυξήσουν την
αντοχή τους. Η φήμη ότι το φυτό καταπραΰνει τα πληγωμένα και κουρασμένα πόδια κρατάει μέχρι σήμερα [Αναφ.
4β].
Ως λαϊκό φάρμακο, η αψιθιά έχει μεγάλη φήμη ως τονωτικό, εναντίον της φυματικής
πνευμονοπάθειας, της αναιμίας, της αρθρίτιδας και των σκουληκιών των εντέρων γι αυτό
πήρε το αγγλικό όνομα wormwood (σκουληκόξυλο), ακόμη και ως εμμηναγωγό και
εκτρωτικό.
Θεωρούσαν ότι δυναμώνει τη μνήμη και τη λογική, ότι καταπραΰνει τους πόνους στους μυς,
στις αρθρώσεις και στους συνδετικούς ιστούς, ότι δυναμώνει την όραση και βαθαίνει τον
ύπνο. Κατά το Μεσαίωνα απέδωσαν αρκετές "μαγικές" ιδιότητες στην αψιθιά, όπως ότι η
ύπαρξη της στο σπίτι προφυλάσσει από τα κακά πνεύματα.
Αψέντι: Το ποτό της αψιθιάς. Από την αρτεμισία (ή αψιθιά) παράγονταν
το αψέντι (absinthe), ένα δημοφιλές αλκοολούχο ποτό (απεριτίφ) ιδιαίτερα στη Γαλλία κατά το τέλος του 19ο αιώνα -
αρχές 20ου αιώνα (εποχή γνωστή ως bell epoch). Το αψέντι βρήκε μεγάλη απήχηση στους λογοτεχνικούς και
καλλιτεχνικούς κύκλους εκείνης της εποχής (γνωστοί λάτρεις του ποτού ήταν
οι Baudelair, Verlain, Rimbaud, Lautrec, Zola, Picasso, Hemingway). Πρόκειται για ένα αλκοολούχο ποτό (αλκοόλη
45-74%) με χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα και την αρκετά πικρή γεύση του (συνήθως πίνεται μετά την προσθήκη
ζάχαρης), το οποίο ήταν γνωστό και ως "πράσινη νεράιδα" ή "πράσινος διάβολος", λόγω των συμπτωμάτων που
προκαλούσε στους συχνούς χρήστες του.
Το αψέντι είναι ψυχοενεργό ποτό, παρουσιάζει μια τοξικότητα για το κεντρικό νευρικό σύστημα και δημιουργεί εθισμό.
Η συνεχής κατανάλωσή του ποτού προκαλεί εκφυλισμό των νεύρων (αψεντισμό). Η τοξικότητά δεν οφείλεται στην
αρτεμισινίνη, αλλά στο αιθέριο έλαιο του αψινθίου, που είναι γνωστό ως θούιον. Η τοξική ένωση του θουίου είναι μια
μονοτερπενική κετόνη, η θουϊόνη (thoujone), ένα υγρό με χαρακτηριστική οσμή και καυστική γεύση μέντας, που δρα
ως ανταγωνιστής των υποδοχέων του νευροδιαβιβαστή GABA (γ-αμινοβουτυρικό οξύ). Η θουιόνη σε μικρές
ποσότητες προκαλεί μυικούς σπασμούς και σε μεγαλύτερες τον θάνατο (LD50: 45 mg/kg). Με σύγχρονες αναλυτικές
τεχνικές (GC-MS) παλιές φιάλες ποτού αψέντι βρέθηκε να περιέχουν θουιόνη 0,5 mg/L έως 48,3 mg/L με μέση τιμή
25,4 mg/L.
Λόγω της τοξικότητάς του η εμπορική διάθεση αυτού του ποτού σε πολλές χώρες είχε απαγορευτεί κατά το παρελθόν.
Σήμερα, η διάθεσή του επιτρέπεται, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς και σε αυστηρούς ελέγχους ως προς τον τρόπο
παρασκευής του και την περιεκτικότητά του σε θουιόνη (ανώτατο όριο: 10 mg/L). Κατά το παρελθόν, η αψιθιά ήταν
ένα από τα κύρια αρωματικά συστατικά του αλκοολούχου ποτού βερμούτ (το wermut προέρχεται από τη γερμανική
λέξη για την αψιθιά).
Το "Εγχειρίδιο φαρμακευτικών συνταγών για καταστάσεις ανάγκης", με μια συνταγή του Ge Hong (284-346 μ.Χ.), σε μια έκδοση που πραγματοποιήθηκε κατά τη δυναστε
ο κείμενο (5η γραμμή από δεξιά) γράφει: "Ανακάτεψε ένα μάτσο φύλλων qinghao με 2 sheng (περ. 2 L) νερού, στίψε τα φύλλα και πιές το όλο", χωρίς να αναφέρει πουθ
Η ιδέα της Tu Youyou για "ψυχρή εκχύλιση" οδήγησε στην ανακάλυψη της αρτεμισινίνης. Δεξιά: Τρισδιάστατη απεικόνιση του μορίου της αρτεμισινίνης σε σύγκριση με τ
τύπο. Από το άρθρο της Tu Youyou[Αναφ. 5ε].
Μια κάπως καθυστερημένη βράβευση. Για την ανακάλυψη της αρτεμισινίνης, τη σύνθεση του παραγώγου της
(διϋδροαρτεμισινίνης ή αρτεμινόλης) και τη μελέτη των ανθελονοσιακών ιδιοτήτων τους η Tu Youyou τιμήθηκε αρκετά
χρόνια αργότερα (2011) με το βραβείο Lasker στη Φαρμακευτική Χημεία, αφού χάρις στα φάρμακα αυτά σώθηκε η
ζωή εκατομμυρίων ασθενών.
Το βραβείο αυτό (Lasker-DeBakey Clinical Medical Research Award) θεωρείται ότι σε αξία αντιστοιχεί με το
Βραβείο Νόμπελ στον τομέα της Ιατρικής. Με το βραβείο αυτό τιμούνται επιστήμονες που ανακάλυψαν φάρμακα
αποτελεσματικά για την καταπολέμηση κοινών ασθενειών σε όλο τον κόσμο.
Kατά την τελετή βράβευσης η Δρ. Tu Youyou δήλωσε ότι "το μεγαλύτερο βραβείο για την ίδια είναι το να βλέπει τους
ασθενείς της να θεραπεύονται".
Τις τελευταίες δεκαετίες θεωρείται ότι διεθνώς (σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, Αγγλία, Κίνα, κ.λπ.) μελετήθηκαν πάνω από
240.000 φυσικές ενώσεις για πιθανή φαρμακευτική και θεραπευτική δράση. Η Tu Youyou, είναι μέλος της Ακαδημίας
Παραδοσιακής Κινέζικης Ιατρικής του Πεκίνου και ανέλαβε να μελετήσει παραδοσιακά βότανα που χρησιμοποιούνταν
στην Κινέζικη ιατρική εδώ και αιώνες. Μελέτησε πάνω από 2000 παραδοσιακές συνταγές και έκανε περίπου 380
εκχυλίσματα βοτάνων, των οποίων τη φαρμακευτική δράση δοκίμασε σε ποντίκια.
συνθετικά ανθελονοσιακά φάρμακα, η κινίνη και τα ανάλογά της κινίνης ήταν ό,τι καλύτερο διέθετε η ιατρική μέχρι την ανακάλυψη της αρτεμισινίνης και των παραγώγων
ή και τοξική, η χλωροκίνη γρήγορα ξεπεράστηκε, όταν διαπιστώθηκε η ανάπτυξη αντίστασης του P. falciparum απέναντί της. Όταν οι Κινέζοι με το πρόγραμμα 523 ανα
αντίστοιχα οι Αμερικανοί για να αντιμετωπίσουν τα ίδια προβλήματα κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ άρχισαν τη χρήση της δραστικότερης μεφλοκίνης. Ωστόσο, το φάρμα
ούσε εφιάλτες και ψυχιατρικά προβλήματα. Αναφέρεται ότι πολλοί Αμερικανοί στρατιώτες που τους χορηγήθηκε μεφλοκίνη, επέστρεψαν στην πατρίδα τους ψυχοπαθείς [
Η μειωμένη βιοδιαθεσιμότητα της ίδιας της αρτεμισινίνης περιορίζει τη δραστικότητά της και για τον λόγο αυτό δοκιμάστηκαν αρκετά ημισυνθετικά
παράγωγά της όπως τα παραπάνω εικονιζόμενα.
'Αλλες φαρμακολογικές και θεραπευτικές δράσεις και χρήσεις της αρτεμισινίνης [Αναφ. 7]
: Φυτεία αρτεμισίας στην Κένυα [πηγή]. Κέντρο: Παραγωγή αρτεμισινίνης κατά το 2010 [πηγή]. Δεξιά: Μονάδα παραγωγής αρτεμισινίνης στην Ιταλία με δυνατότητα π
περισσότερων από 50 τόνων ετησίως (Φαρμακευτική εταιρεία Sanofi) [πηγή].
Πώς ο πολιτικός αυταρχισμός και η έλλειψη ελεύθερης επιστημονικής πληροφόρησης έβλαψε την υπόθεση της αρτεμισινίνης
Η ιστορία της αρτεμισινίνης αποτελεί παράδειγμα για τον τρόπο διεξαγωγής επιστημονικής έρευνας σε απολυταρχικά καθεστώτα και κάτω από
δογματικές πρακτικές περιορισμού της διάδοσης των επιστημονικών ανακαλύψεων και
πληροφοριών μεταξύ των επιστημόνων σε διάφορες χώρες.
Η λεγόμενη Πολιτιστική Επανάσταση (Cultural Revolution, 1966-1976) του
Προέδρου Mao Zedong (1893-1976) στην Κίνα δημιούργησε μεγάλο πισωγύρισμα στην
από αιώνες ανθούσα κινέζικη διανόηση και επιστήμη και ιδιαίτερα την Ιατρική Επιστήμη.
Αφού αποδιοργανώθηκε η ανώτατη εκπαίδευση και έκλεισαν πανεπιστήμια για αρκετά
χρόνια, οι επιστήμονες -πάντοτε υπό στενή κρατική επιτήρηση- δεν μπορούσαν να
δημοσιεύσουν τα αποτελέσματά τους σε περιοδικά διεθνούς κυκλοφορίας. Πολλοί από
αυτούς εξορίσθηκαν σε απομακρυσμένα χωριά και οι ερευνητικές δραστηριότητες
περιορίστηκαν. Η μη δημοσίευση επιστημονικών άρθρων είχε ως αποτέλεσμα πολλές
σημαντικές εργασίες και ανακαλύψεις εξαιρετικών Κινέζων επιστημόνων να παραμένουν
αναξιοποίητες έως και άγνωστες.
Σύμφωνα με τους πολιτικούς επιστήμονες η "Πολιτιστική Επανάσταση" ορίζεται το
κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο, που έλαβε χώρα στην Κίνα τη δεκαετία 1966-1976, στο
πλαίσιο της διαπάλης εξουσίας στους κόλπους του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο
θάνατος του Μάο Τσε Τουνγκ στις 9 Σεπτεμβρίου του 1976 σήμανε την ουσιαστική λήξη αυτής της κατάστασης. Η χήρα του Μάο, επικεφαλής της
αποκληθείσας "Κλίκας των Τεσσάρων", συνελήφθη, δικάσθηκε και φυλακίστηκε και ο ανανεωτής ηγέτη Deng Xiaoping (1904-1997) ανέλαβε να
βγάλει την Κίνα από το αδιέξοδο και να την οδηγήσει στην αλματώδη οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών.
Αρτεμισινίνη. Για πολλά χρόνια μετά την ανακάλυψη της αρτεμισινίνης υπήρχαν περιορισμοί στη διακίνηση της καθαρής ουσίας για περαιτέρω
φαρμακευτική έρευνα από την Κινέζικη κυβέρνηση, αλλά και αρκετά χρόνια μετά τον τερματισμό του πολέμου στο Βιετνάμ. Μόνο προς το τέλος της
δεκαετίας του 1970, μετά τις πολιτικές και οικονομικές δραστικές αλλαγές στην Κινέζικη πολιτική σκηνή, έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα της
ανακάλυψης και της θεραπευτικής δράσης της σε επιστήμονες του εξωτερικού, και τελικά το 1979 δημοσιεύθηκε η μελέτη στο Chinese Medical
Journal (1979) χωρίς να αναφέρονται ονόματα συγγραφέων [Qinghaosu Antimalarial Coordinating Research Group: "Antimalaria studies on
Qinghaosu". Chin. Med. J. 92 (12): 811816. December 1979].
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 (όπως περιγράφει ο Yinh Lee, ένα από τα μέλη της ερευνητικής ομάδας για την αρτεμισινίνη), η κινέζικη
κυβέρνηση δυσπιστούσε σε ξένες παρεμβάσεις και επιπλέον υπήρξαν αντιρρήσεις ως προς την αποδοχή της χημικής ένωσης ως αποτελεσματικού
φαρμάκου. Αρκετοί επιστήμονες πίστευαν ότι ο εξαιρετικά ασυνήθιστος για φυσική ένωση υπεροξειδικός δεσμός στη δομή της, καθιστούσε την
αρτεμισινίνη ασταθή ένωση και ως εκ τούτου ακατάλληλη ως φάρμακο.
Στο τέλος του 1990, η πολυεθνική φαρμακευτική εταιρεία Νovartis, αγόρασε την πατέντα από τους Κινέζους για την ανάπτυξη μιας φαρμακευτικής
αγωγής με συνδυασμό των ουσιών Artemether και Lumefantrine, η οποία απετέλεσε την πρώτη συνδυαστική θεραπευτική αγωγή με αρτεμισινίνη
(artemisinin-based combination therapies, ACTs) χαμηλού κόστους για την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO), η οποία επί χρόνια αναζητούσε μια
αποτελεσματική και φθηνή θεραπεία της ελονοσίας για τους πάμφτωχους πληθυσμούς των πληττόμενων χωρών.