Professional Documents
Culture Documents
H Katara Toy Goyinsester PDF
H Katara Toy Goyinsester PDF
info
Candace Camp
Η ΚΑΤΑΡΑ
TOY ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ
ISBN 978-960-620-602-3
SILK - ΤΕΥΧΟΣ 96
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ
Φ ειδίου 18, 106 78 Α θήνα, Τηλ. 210 3610218
Για τη συγγραφέα
και πόνο. Με το πέρασμα των χρόνων την ονειρευόταν όλο και σπα
νιότερα· μήνες τώρα είχε να τη δει στον ύπνο του. Όμως ποτέ ως
τότε, ούτε μια φορά, δεν τον είχε τρομοκρατήσει έτσι ένα όνειρο. Η
Άννα κινδύνευε. Το ήξερε, το διαισθανόταν. Κάτι την τρόμαζε, την
απειλούσε. Στη σκέψη και μόνο, ο Ριντ μούδιαζε, αρρώσταινε.
Ανακάθισε, παραμέρισε τα κουβαριασμένα σκεπάσματα και πή
γε στο παράθυρο. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες, το μισάνοιχτο
wWw.GreekLeech.info
τζάμι άφηνε το απαλό καλοκαιρινό αεράκι να του δροσίζει τη σάρ
κα. Στάθηκε λίγο εκεί και κοιτούσε έξω τους κήπους του Μπρότον
Χάουζ. Εκατοντάδες άνθη έστελναν το μεθυστικό άρωμά τους από
wWw.GreekLeech.info
το ροδόκηπο ως επάνω.
Έτσι όπως κοιτούσε τους φεγγαρόλουστους κήπους, αντί να δει
πόσο φροντισμένοι ήταν, έβλεπε στη θέση τους τη χορταριασμένη
αυλή του Γουίντερσετ. Τρία χρόνια είχαν περάσει από την τελευ
ταία φορά που πήγε, όμως στο μυαλό του η εικόνα ήταν πεντακάθα
ρη, όπως και το πρόσωπο της Άννας.
Έκλεισε τα μάτια κι ένιωσε τη γνώριμη πίκρα να τον πλημμυ
ρίζει ξανά. Θυμήθηκε τα βαθυγάλανα μάτια της, το ντελικάτο πρό
σωπο σε σχήμα καρδιάς που το στεφάνωναν καστανές μπούκλες με
χρυσαφένιες από τον ήλιο ανταύγειες. Και το στόμα της, τα σαρ
κώδη χείλη που ανηφόριζαν στις άκρες τους, προσδίδοντάς της μια
μόνιμη αλλά συγκρατημένη έκφραση θυμηδίας για τους πάντες και
τα πάντα. Την πρώτη φορά που την αντίκρισε -στεκόταν στον κήπο
του Γουίντερσετ με το χέρι αντήλιο παρακολουθώντας τον να πλη
σιάζει-, αισθάνθηκε σαν κεραυνοβολημένος και κατάλαβε ότι είχε
βρει τη γυναίκα που θα αγαπούσε για την υπόλοιπη ζωή του.
Δυστυχώς, είχε δίκιο εκείνη τη μέρα. Δυστυχώς, γιατί το συναί
σθημα δεν ήταν αμοιβαίο. wWw.GreekLeech.info
Ο Ριντ αναστέναξε, έφυγε από το παράθυρο και κάθισε σε μια
καρέκλα. Έγειρε μπροστά, ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατά
του κι έχωσε στα χέρια του το κεφάλι του. Έσφιξε επίτηδες τα δά
χτυλα, κι ο ελάχιστος πόνος που ένιωσε τραβώντας τα πυκνά μαύρα
μαλλιά του ανακούφισε κάπως τον πόνο μέσα του.
Ύστερα από τρία χρόνια θα έπρεπε να είχε περάσει αυτός ο καη
μός. Κι όμως, παρέμενε. Μπορεί να μην υπήρχε πια η μόνιμη θλίψη
που τον συνόδευε σαν μούδιασμα τους πρώτους μήνες αφότου η
Άννα είχε αρνηθεί την πρότασή του κι εκείνος είχε επιστρέψει στο
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 9
Λονδίνο, αλλά δεν είχε πάψει να επηρεάζει τον κόσμο του. Έκτοτε
καμιά γυναίκα δεν είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του για κάτι περισ
σότερο από ένα χορό ή μια ευγενική συζήτηση. Εξακολουθούσε να
σκέφτεται την Άννα, πονώντας κάθε φορά, υπέθετε ωστόσο ότι θα
έπρεπε να χαίρεται γιατί ένιωθε μόνο τον απόηχο της οδύνης που
κάποτε τον έπνιγε.
Προσπάθησε να διώξει από το μυαλό του το παλιό αυτό τραύμα
και να σκεφτεί το όνειρο. Θυμόταν καλά τον τρόμο στα μάτια της
Άννας, τα ουρλιαχτά που φαινόταν ότι έβγαιναν από τα χείλη της
καθώς έτρεχε. Από τι προσπαθούσε άραγε να ζεφύγει; Τι σήμαινε
αυτό; Και, το κυριότερο, από πού πήγαζε η βεβαιότητά του ότι το
συγκεκριμένο όνειρο αποτελούσε σημάδι πως η Αννα κινδύνευε;
Ο Ριντ Μόρλαντ δεν ήταν από εκείνους που πίστευαν σε οράμα
τα και κακούς οιωνούς. Η γιαγιά του ισχυριζόταν ότι συνομιλούσε
με τους νεκρούς συγγενείς της -η μητέρα του μάλιστα θεωρούσε
τυπική συμπεριφορά της πεθεράς της τη διάθεσή της να καταδιώ
κει το άμοιρο σόι της ακόμα και πέρα από τον τάφο-, όμως όλοι
την είχαν για λίγο τρελή αυτή τη γιαγιά. Οι ορθολογιστές ενήλικοι
δεν έβλεπαν πράγματα που δεν υπήρχαν, δεν έπαιρναν πληροφορίες
από όνειρα, ούτε άκουγαν φωνές από το υπερπέραν. Οι προσγειω
μένοι, μορφωμένοι άνθρωποι, όπως εκείνος, πορεύονταν με βάση
τη λογική και όχι τις δεισιδαιμονίες.
Ωστόσο, ο Ριντ δεν μπορούσε να παραβλάψει τα γεγονότα που
συνέβησαν στις αδερφές του πριν από δύο χρόνια. Ήταν γυναίκες
μορφωμένες, ψύχραιμες, διόλου επιρρεπείς σε φοβίες και φαντα
σιοπληξίες. Όμως και η Ολίβια και η Κύρια είχαν έρθει αντιμέτω
πες με μυστηριώδεις δυνάμεις που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν
με τη λογική. Τελικά παραιτήθηκαν όλοι τους από την προσπάθεια
να εξηγήσουν εκείνα τα φαινόμενα. Αν υπήρχαν αόρατες δυνάμεις
στο σύμπαν, μια πιθανότητα που ο Ριντ δεν μπορούσε να απορρίψει
πλέον αβίαστα, τότε οι Μόρλαντ είχαν σίγουρα κάποια ιδιαίτερη
σχέση μαζί τους.
Επιπλέον, όσο παράλογο κι αν φάνταζε, δεν μπορούσε να παρα
βλάψει ούτε την ένταση του συναισθήματος που τον είχε κυριεύσει
στη διάρκεια του ονείρου. Η Άννα κινδύνευε. Και το μοναδικό ουσι
ώδες ερώτημα για τον Ριντ ήταν: Τι θα έκανε ο ίδιος γι ’αυτό;
1
τσι. Ήταν η Εστέλ, μια από τις καμαριέρες του επάνω ορόφου. Στην
αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί προσπαθούσε να της κρυ
φτεί, αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι η Εστέλ μάλλον επέστρεφε
μόλις στο σπίτι, έχοντας προφανώς περάσει τη νύχτα κάπου αλλού
και όχι στο δωμάτιό της.
Η Άννα ετοιμάστηκε να της μιλήσει, όμως την ίδια στιγμή αντή
χησε η φωνή της οικονόμου από τον διπλανό διάδρομο. «Εστέλ!»
Τρόμαξαν και οι δυο τους. Η καμαριέρα κοίταξε ικετευτικά την
Άννα και κινήθηκε λοξά προς τη σκάλα.
«Ανάθεμά την! Πού στην ευχή είναι αυτό το κορίτσι;» έλεγε η
οικονόμος, περπατώντας βαριά προς το σημείο όπου διασταυρώ
νονταν οι δύο διάδρομοι και στεκόταν η Άννα. Όμως από εκεί που
βρισκόταν η κυρία Μάικλς δεν μπορούσε να δει την καμαριέρα που
ετοιμαζόταν να ανέβει τη σκάλα. «Ω δεσποινίς Άννα, δεν ήξερα ότι
είστε εδώ. Ψάχνω αυτό το ανόητο κορίτσι, την Εστέλ».
Εί Άννα χαμογέλασε και είπε το ψέμα. «Νομίζω πως την είδα
νωρίτερα επάνω να καθαρίζει τα υπνοδωμάτια».
Η κυρία Μάικλς ήταν στη δούλεψη της οικογένειας Χόλκομ από
τότε που η Άννα θυμόταν τον εαυτό της. Ήταν μια έμπιστη και ικα
νότατη υπάλληλος, αλλά και πάρα πολύ αυστηρή στη δουλειά της.
Η Άννα δε θα ήθελε καθόλου να την έχει προϊσταμένη.
Η Εστέλ έριξε μια ματιά όλο ευγνωμοσύνη στην Άννα και ανέ
βηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια.
Η Άννα συνέχισε να μιλάει στην οικονόμο. «Κατέβηκα για να
δω αν είναι έτοιμες οι τάρτες που θα πάρω μαζί μου στις επισκέψεις
μου στον εφημέριο και στην κυρία Σίμονς».
«Ω, μάλιστα, δεσποινίς», τη διαβεβαίωσε η κυρία Μάικλς. «Το
έχω ήδη φροντίσει προσωπικά. Τις βάλαμε για να τις ψήσουμε πρωί
πρωί και η μαγείρισσα τις έχει βγάλει τώρα από το φούρνο για να
κρυώσουν».
«Α, καλώς. Μήπως θα μπορούσατε λοιπόν να στείλετε ένα μή
νυμα στους στάβλους ώστε να φέρουν την άμαξα κατά τις δέκα για
να ξεκινήσω για το χωριό;»
«Φυσικά, δεσποινίς».
Η Άννα γύρισε πίσω και πήγε στην πρόχειρη τραπεζαρία, όπου
εκείνη και ο αδερφός της συνήθιζαν να παίρνουν όλα τα γεύματά
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 13
τους. Ο Κιτ, που ήταν πρωινός τύπος, καθόταν ήδη στο τραπέζι και
ρουφούσε τον καφέ του, μια συνήθεια που είχε αποκτήσει όταν τα
ξίδευε στην Ευρώπη πριν από μερικά χρόνια.
«Γεια σου, Άννα», της είπε ο Κιτ και σηκώθηκε όρθιος για να
της τραβήξει την καρέκλα που ήταν στα αριστερά του. «Μια χαρά
φαίνεσαι σήμερα».
«Ναι. Καλά είμαι. Εσύ;» Γέμισε μόνη της το φλιτζάνι της με τσάι.
Στο σπίτι τους δεν κρατούσαν ιδιαίτερα τους τύπους. Η μητέρα
τους πέθανε όταν η Άννα ήταν δεκατεσσάρων χρονών, οπότε ανέλα
βε εκείνη τα ηνία του νοικοκυριού στο αρχοντικό καθώς και τη φρο
ντίδα του πατέρα και του αδερφού της, που ήταν μικρότερος. Δεδο
μένου ότι είχαν απομείνει μόνο οι τρεις τους πλέον, της είχε φανεί
κουτό να διευθύνει το Χόλκομ Μάνορ με τις τυπικότητες που ακο
λουθούσε η μητέρα της, η οποία ήταν μια γνήσια Ντε Γουίντερ και
συνεπώς συνηθισμένη σε πιο μεγαλόπρεπο τρόπο ζωής. Χρειάστηκε
λοιπόν να διαπληκτιστεί έντονα με την οικονόμο τους, η οποία θεω
ρούσε την παράδοση ιερή και μάλιστα ζήτησε υποστήριξη από τον
πατέρα της Άννας. Όμως η Άννα, που διέθετε ισχυρή θέληση παρά
τη φαινομενικά πράα φύση της, είχε κερδίσει στο τέλος. Το αποτέ
λεσμα ήταν οι άντρες υπηρέτες να μη φορούν λιβρέες, στα γεύμα
τα να παρίστανται το πολύ δύο τραπεζοκόμοι, ενώ το πρόγευμα να
προσφέρεται σε πιατέλες που διατηρούνταν ζεστές στον μπουφέ,
απ’ όπου η Άννα με τον αδερφό της σερβίρονταν μόνοι τους.
Καθώς έτρωγαν, κουβέντιαζαν με την άνεση των ανθρώπων που
είχαν περάσει σχεδόν ολόκληρη την ως τότε ζωή τους μαζί. Μονάχα
οι δυο τους ήταν οι καρποί του γάμου των γονέων τους, ενώ με τα
μόλις δύο χρόνια διαφοράς που είχαν στην ηλικία, είχαν γίνει οι
καλύτεροι φίλοι κι εμπιστεύονταν απόλυτα ο ένας τον άλλον. Απο
χωρίστηκαν αναγκαστικά πρώτα όταν ο Κιτ μεγάλωσε και πήγε στο
οικοτροφείο, και αργότερα, όταν έκανε το καθιερωμένο για τους
νέους της τάξης τους ταξίδι στην Ευρώπη. Όταν, δύο χρόνια πριν,
έχασαν τον πατέρα τους, ο Κιτ επέστρεψε για να αναλάβει τα κα-
θήκοντά του ως διαδόχου του τίτλου του σερ Έντμουντ και κληρο
νόμου της περιουσίας του. Έκτοτε, τα αδέρφια ξαναβρήκαν εύκολα
τις παλιές τους συνήθειες.
Έμοιαζαν πολύ στο χαρακτήρα. Ήταν και οι δύο ήρεμοι και ανέ
14 Candace C amp
wWw.GreekLeech.info
θα έβρισκε μια δικαιολογία για να συντομεύσει την επίσκεψή της,
διατηρώντας τα χρονικά όρια της ευπρέπειας.
Η υπηρέτρια πήρε το πεσκέσι από τα χέρια της, έκανε μια υπόκλι
ση και την οδήγησε στο σαλόνι, όπου εκεί βρήκε όχι μόνο την κυρία
Μπένετ και την κυρία Μπάροουζ, τη σύζυγο του εφημέριου, αλλά
και το γιατρό του χωριού. Ο δόκτωρ Φέλτον πετάχτηκε όρθιος μόλις
την είδε να μπαίνει και το πρόσωπό του φωτίστηκε. Η Άννα υπέθεσε
ότι βαριόταν κι εκείνος εξίσου την κουβέντα με την κυρία Μπένετ.
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 17
στόμα της. «Ω, πόσο θα θύμωνε αν με άκουγε τώρα. Μόλις χτες μου
έλεγε: “Μητέρα, δεν είμαι μικρό παιδί πια. Έγινα είκοσι ενός χρό
νων!” Δε λέω, είναι πράγματι, όμως εμένα μου φαίνεται ακόμα μω
ρό. Σ ’ εσένα όχι, εννοείται, αφού είσαι κι εσύ σχεδόν παιδί ακόμα».
«Ε, όχι και παιδί, κυρία Μπένετ», διαμαρτυρήθηκε η Άννα, αλλά
της έκανε εντύπωση που η γυναίκα δε συνέχισε να συζητάει για την
ασθένεια του γιου της. Ούτε κι έκανε κάποιο σχόλιο για την κόρη
της. Αυτή η αλλαγή στη συνηθισμένη συμπεριφορά της θα μπορού
σε να σημαίνει ότι κάτι της συνέβαινε, όμως υπήρχε ένας συγκρα
τημένος ενθουσιασμός στο ύφος της, μια έντονη λάμψη στα μάτια
της. Έτσι, κρίνοντας από προηγούμενη εμπειρία, η Άννα κατάλαβε
ότι η κυρία Μπένετ κόντευε να σκάσει από κάποιο σπουδαίο κου
τσομπολιό που δεν έβλεπε την ώρα να τους αποκαλύψει.
Η Άννα κοίταξε την οικοδέσποινα και είδε ότι τα μάγουλά της
ήταν επίσης ξαναμμένα, τα μάτια της έλαμπαν εξίσου. Μα τι στην
ευχή συνέβαινε;
wWw.GreekLeech.info
Σαν να μην μπορούσε να κρατηθεί άλλο, η κυρία Μπένετ πή
ρε πάλι το λόγο γεμάτη ανυπομονησία. «Έμαθες τα νέα, δεσποινίς
Χόλκομ; Ω, είναι τόσο συναρπαστικά...»
«Όχι, λυπάμαι, δεν έχω μάθει τίποτα συναρπαστικό». Η Άννα
κοίταξε το γιατρό, ο οποίος ανασήκωσε τους ώμους, αφού προφα
wWw.GreekLeech.info
νώς δεν είχε ούτε κι εκείνος ιδέα.
«Αοιπόν, μου είπε ο άντρας μου -και είμαι σίγουρη ότι το άκου-
σε απευθείας από τον κύριο Νόρτον, ο οποίος, βεβαίως, είναι ο δι
κηγόρος μας- ότι ο Ριντ Μόρλαντ επιστρέφει στο Γουίντερσετ!»
Η κυρία Μπένετ έκανε παύση και κοίταξε όλο αγωνία την Άννα.
Εκείνη είχε σαστίσει, δεν ήξερε τι να πει. Ο Ριντ Μόρλαντ! Ξαφνικά
η Άννα ένιωσε σαν να μην την κρατούσαν τα πόδια της.
«Δεν είναι θαυμάσιο;» σχολίασε ασθμαίνοντας η σύζυγος του
εφημέριου.
wWw.GreekLeech.info
«Ναι», κατάφερε να ψελλίσει άχρωμα η Άννα. «Φυσικά».
«Τι εκλεπτυσμένος κύριος!» συνέχισε χαρούμενα η κυρία Μπά
ροουζ. «Τόσο καλλιεργημένος, με τόσο καλή ανατροφή. Όπως προσ-
δοκάται να είναι ο γιος ενός δούκα».
«Και καθόλου ψηλομύτης», υπερθεμάτισε η κυρία Μπένετ.
«Ω, καθόλου, σ ’ αυτό έχεις απόλυτο δίκιο», συμφώνησε η φίλη
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 19
ότι δεν υπήρξε τίποτα ανάμεσα σ ’ εμένα και στο λόρδο Μόρλαντ
εκτός από μια σύντομη γνωριμία. Υποθέτω μάλιστα ότι ούτε που θα
με θυμάται».
Η Άννα ήξερε ότι αυτό δεν ίσχυε. Ο Ριντ Μόρλαντ μπορεί να μην
είχε διατηρήσει καλή ανάμνηση από εκείνη, όμως ο γιος ενός δούκα
ήταν λίγο απίθανο να ξεχάσει τη γυναίκα που τον είχε προσβάλει
τόσο πολύ απορρίπτοντας την πρόταση γάμου που της έκανε.
«Είναι να αναρωτιέται κανείς γιατί ο λόρδος Μόρλαντ επιστρέ
φει μετά από τόσο καιρό», σχολίασε τότε ο δόκτωρ Φέλτον, και
κέρδισε ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης από την Άννα επειδή έστρεφε
τη συζήτηση μακριά από τη σχέση της με τον Ριντ.
«Έγραψε στον κύριο Νόρτον ότι σκοπεύει να πουλήσει το Γου-
ίντερσετ», εξήγησε η κυρία Μπένετ. «Και θέλει να δει τι πρέπει
να γίνει ώστε να είναι σε καλή κατάσταση. Μάλιστα έδωσε εντολή
στον κύριο Νόρτον να προσλάβει προσωπικό για να καθαριστεί το
σπίτι και να είναι έτοιμο για την άφιξή του».
«Μήπως ξέρετε πότε... πότε θα έρθει;» ρώτησε η Άννα.
«Νομίζω πολύ σύντομα, χρυσή μου», απάντησε η κυρία Μπένετ.
«Ο σύζυγός μου είπε ότι, κατά τη γνώμη του κυρίου Νόρτον, ο λόρ
δος Μόρλαντ ανυπομονεί να έρθει». Έριξε μια κλεφτή ματιά όλο
νόημα στην Άννα.
«Μακάρι να καταφέρει να το πουλήσει», είπε τότε ο γιατρός.
«Θα είναι πολύ καλύτερα αν κατοικείται. Το Γουίντερσετ είναι πολύ
όμορφο σπίτι για να μένει άδειο τόσο καιρό».
«Ω, ναι, είναι υπέροχο», βιάστηκε να συμφωνήσει η κυρία Μπά-
ροουζ. «Αν και... κάπως παράξενο, δε βρίσκετε;» πρόσθεσε λίγο δι
ατακτικά και κοίταξε απολογητικά την Άννα. «Δε θέλω να το πάρεις
προσωπικά, καλή μου... Το ξέρω ότι είναι το σπίτι των προγόνων
σου...»
«Ω, σας παρακαλώ, δε με προσβάλλετε», την καθησύχασε η Άν
να. «Όλοι γνωρίζουν ότι ο λόρδος Ντε Γουίντερ που το έχτισε ήταν...
να, λίγο ιδιότροπος».
«Ακριβώς». Η πρεσβυτέρα έγνεψε καταφατικά, χαρούμενη που
η Άννα έδειξε κατανόηση.
«Σίγουρα θα είναι καλύτερα αν μένει κάποιος εκεί», συμφώνησε
η κυρία Μπένετ και τα μάτια της έλαμψαν σ’ αυτή την προοπτική.
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 21
θινά αφεντικά του. Δεν είναι σωστό που ο λόρδος Ντε Γουίντερ
εγκατέλειψε έτσι το Γουίντερσετ για να πάει σε κάποιον πρωτόγονο
τόπο...»
«Στα Μπαρμπάντος», είπε η Άννα μηχανικά. Ήταν μια γνώριμη
στιχομυθία. Τα ίδια έλεγαν κάθε φορά που συναντιόντουσαν με τον
κύριο Γκρίμσλι τα τελευταία χρόνια.
«Και να πουλήσει το σπίτι του!» συνέχισε πεισματικά ο μεσή-
λικος άντρας.
«Ήταν πολύ μεγάλο για τον θείο μου», είπε η Άννα. «Άλλωστε,
δεν επιθυμούσε να μείνει άλλο εδώ». Ο αδερφός της μητέρας της,
ο Τσαρλς, ήταν ο λόρδος Ντε Γουίντερ στον οποίο αναφερόταν ο
επιστάτης. Αυτός ο ανύπαντρος, άτεκνος άντρας και η μητέρα της
Άννας, η Μπάρμπαρα, ήταν οι τελευταίοι της γενιάς των Ντε Γουί
ντερ. Όταν λοιπόν ο θείος Τσαρλς έφυγε από το Γουίντερσετ, άφη
σε το σπίτι και όλη την ακίνητη περιουσία του στη φροντίδα του
πατέρα της Άννας, ώστε μετά το θάνατό του να περάσουν όλα στα
ανίψια του. Ο Κιτ εξακολουθούσε να διαχειρίζεται την κτηματική
και χρηματική περιουσία των Ντε Γουίντερ, αλλά ο πατέρας τους
είχε πουλήσει το σπίτι, αφού και οι τρεις προτιμούσαν να ζουν στο
δικό τους, δηλαδή στο Χόλκομ Μάνορ.
Ωστόσο τα λόγια της δεν έπεισαν τον επιστάτη. Ποτέ δεν τον εί
χε πείσει κι ούτε θα το κατάφερνε ποτέ. Γιατί ο κύριος Γκρίμσλι είχε
μια περίεργη εμμονή με τους Ντε Γ ουίντερ και με το Γ ουίντερσετ.
Εκεί είχε γεννηθεί και εκεί είχε ζήσει όλη τη ζωή του. Εξακολου
θούσε να μένει στο σπιτάκι του κηπουρού τα τρία τελευταία χρόνια
που το Γ ουίντερσετ ήταν άδειο. Βέβαια, όλοι έλεγαν ότι κατέβαζε
κάμποσο τζιν στη διάρκεια της μέρας, και η Άννα υποψιαζόταν πως
εκεί οφείλονταν κάποιες από τις ιδεοληψίες του. Ξανάστρεψε την
κουβέντα στο θέμα που εξακολουθούσε να τη βασανίζει. «Μήπως
ξέρεις πότε έρχεται ο λόρδος Μόρλαντ;»
«Σύντομα. “Ξεκίνα να το σουλουπώνεις”, έτσι μου είπε ο κύριος
Νόρτον. Πώς θα το καταφέρει αυτό ένας άνθρωπος μόνος του, δεν
το ξέρω».
«Είμαι σίγουρη ότι δεν έχει την απαίτηση να υπερβείς τον εαυτό
σου», τον διαβεβαίωσε η Άννα. «Ο Ρι... ο λόρδος Μόρλαντ είναι
λογικός και δίκαιος άνθρωπος».
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 27
φτεί, επειδή ήταν πολύ γαλήνιο μέρος, σκιασμένο από τις καταπρά-
σινες φυλλωσιές των δέντρων όπου μόνο να τρυπώσουν μπορούσαν
οι αχτίδες του ήλιου, ενώ το κελάρυσμα του νερού έφτανε στ’ αυτιά
της καθησυχαστικό.
Καθώς παρέκαμπτε το λόφο με το κεφάλι σκυμμένο και βυθισμέ
νη στις σκέψεις της, δεν κοιτούσε το μονοπάτι μπροστά της, ώσπου
κάποια στιγμή άκουσε ανάλαφρο καλπασμό αλόγου. Αναστέναξε.
Δεν είχε όρεξη να πιάσει κουβέντα με κανέναν. Έψαξε κάποιον
τρόπο για να το αποφύγει, αλλά φυσικά αυτό δε γινόταν, αφού ο
αναβάτης την είχε δει σίγουρα, και θα ήταν αγένεια αν του κρυβό
ταν. Ετοίμασε ένα ψεύτικο χαμόγελο και λίγες ευγενικές φράσεις
και ανασήκωσε το κεφάλι. Ένα στιλπνό, μαύρο καθαρόαιμο αρσενι
κό άλογο κατευθυνόταν προς το μέρος της, με τον αναβάτη του να
σαλεύει αβίαστα στη ράχη του. Ήταν ένας άντρας ψηλός, με φαρ
διές πλάτες και μαύρα μαλλιά που κοκκίνιζαν κάτω απ’ το φως του
ήλιου. Ακόμα απείχε πολύ ώστε να μπορέσει η Άννα να ξεχωρίσει
τα χαρακτηριστικά του, όμως τα ήξερε τόσο καλά, που ήταν σαν να
έβλεπε ήδη το δυναμικό πιγούνι, τα σαρκώδη χείλη, τα ίσια κατά-
μαυρα φρύδια πάνω από τα γκρίζα μάτια με τις μαύρες βλεφαρίδες.
Ήταν ο Ριντ Μόρλαντ.
Κοκάλωσε, το μυαλό της σταμάτησε. Τις προηγούμενες μέρες
εμφανιζόταν συχνά στη σκέψη της, όμως εξεπλάγη όταν τον αντί
κρισε με σάρκα και οστά. Δίχως άλλο, η μοίρα την ειρωνευόταν,
αφού τον είχε στείλει να καλπάζει προς το μέρος της όπως ακριβώς
την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους.
Ο Ριντ σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά της και ξεκαβαλίκεψε. Για
μερικές ατελείωτες στιγμές έμειναν απλώς να κοιτάζονται. Η καρ
διά της Άννας χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζε πως θα έσπαγε.
Όσο σκληρά κι αν είχε προσπαθήσει, τελικά τίποτα δεν ήταν δυνα
τόν να την προετοιμάσει γι’ αυτή τη συνάντηση.
«Δεσποινίς Χόλκομ». Έκανε ένα δυο βήματα προς το μέρος της
κρατώντας τα γκέμια του αλόγου του.
«Μιλόρδε». Η Άννα ξαφνιάστηκε με την ψυχραιμία της. Κανονι
κά η φωνή της θα έπρεπε να τρέμει όπως έτρεμαν και τα σωθικά της.
Το βλέμμα της έψαξε το πρόσωπό του, αναζήτησε αλλαγές. Ήταν
πιο μαυρισμένος; Μήπως υπήρχαν λίγες ρυτίδες παραπάνω στις ά
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 31
κρες των ματιών του; Ένιωσε περίεργα που έβλεπε πάλι τα μάτια
του, αφού η μνήμη δεν μπορούσε να ανακαλέσει με τόση ακρίβεια
την γκρίζα σαν ασήμι απόχρωσή τους, ούτε τις ιδιαίτερα πυκνές και
μακριές βλεφαρίδες που τα σκίαζαν. Αισθάνθηκε την έντονη επιθυ
μία να απλώσει το χέρι της και να στρώσει με τα δάχτυλά της προς
τα πίσω τα μαλλιά του. Το κορμί της άρχισε να φλογίζεται όταν
θυμήθηκε το άγγιγμα των χειλών του πάνω στα δικά της, τη θέρμη
του, τα μυώδη μπράτσα του γύρω της. Ξεροκατάπιε και απέστρεψε
το βλέμμα, παρακαλώντας να μην είχαν φανεί στο πρόσωπό της τα
συναισθήματά της.
Αμήχανη σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους, την οποία τελικά έσπα
σε η Άννα λέγοντας το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο νου.
«Ξαφνιάστηκα όταν... όταν έμαθα ότι αποφάσισες να επιστρέ-
ψεις στο Γουίντερσετ».
«Μου φαίνεται κουτό να διατηρώ το σπίτι», της απάντησε. «Σκέ
φτηκα να το βάλω προς πώληση».
«Καλή ιδέα», είπε η Άννα, ενοχλημένη με το πόσο τυπική ακου-
γόταν η φωνή της. Είχε σαστίσει κι ένιωθε ανόητη, σκεφτόταν ότι
φορούσε το καθημερινό μπονέ της, τα πρόχειρα μποτίνια της κι ένα
αδιάφορο φουστάνι. Δίχως άλλο, έμοιαζε με αυθεντική επαρχιώτισ-
σα. Ο Ριντ σίγουρα θα αναρωτιόταν τι της είχε βρει κάποτε. Αχ,
γιατί είχε την ατυχία να πέσει πάνω του; Και γιατί στην ευχή είχε
επιστρέφει νωρίτερα α π ’ό,τι είχε πει; Υπολόγιζε ότι θα είχε στη δι
άθεσή της αρκετές ακόμα μέρες για να προετοιμαστεί ψυχολογικά.
«Ναι, ήμουν σίγουρος ότι θα συμφωνούσες», της είπε σφιγμένα.
Τη μισούσε ακόμα. Ήταν φανερό και αναμενόμενο. Κανείς δεν
ξεχνούσε εύκολα μια προσβολή -πόσω μάλλον ο γιος ενός δούκα.
Όμως η Άννα δεν είχε βρει το θάρρος να του εξηγήσει, γιατί ήξερε
ότι μετά δε θα άντεχε το βλέμμα του, δε θα άντεχε τη γνώμη που θα
σχημάτιζε για εκείνη. Καλύτερα να τη νόμιζε αναίσθητη και ρηχή,
μια γυναίκα που της άρεσε να παίζει με τους άντρες.
Έψαξε να βρει κάτι που θα ελάφρυνε την ατμόσφαιρα. «Ελπίζω να
κατάφεραν να ετοιμάσουν εγκαίρως το σπίτι για να σε υποδεχτούν».
Τα χείλη του τραβήχτηκαν σ’ ένα χαμόγελο, τόσο φευγαλέο σαν
να μην υπήρξε καθόλου. «Πολύ φοβάμαι ότι ο μπάτλερ δε χάρηκε
πολύ που με είδε. Ειδικά μόλις διαπίστωσε ότι δεν ήρθα μόνος μου».
32 Candace C amp
την περίοδο ήταν ο οίκτος των δικών του. Επιπλέον, ήταν απρόθυ
μος να αποκαλύψει κάτι που τον είχε πονέσει τόσο πολύ, ακόμα και
στους ανθρώπους που ήξερε πόσο πολύ τον αγαπούσαν. Κι αφού
λίγο ως πολύ όλοι στην οικογένειά του είχαν τις ιδιορρυθμίες τους,
κανείς δεν επέμεινε να μάθει γιατί εγκατέλειψε το σπίτι που είχε
μόλις αγοράσει. Όμως η απόφασή του να επιστρέφει τόσο ξαφνικά
στο Γ ουίντερσετ σίγουρα θα προκαλούσε ερωτήσεις που ήθελε να
αποφύγει. Αν τους έλεγε λοιπόν ότι πήγαινε για να το πουλήσει, ήλ
πιζε ότι κανείς δε θα ασχολιόταν περαιτέρω με ένα τόσο λογικό και
βαρετό θέμα.
Κι έτσι θα γινόταν, αν δεν έκανε το λάθος να θίξει το θέμα την
ώρα του προγεύματος. Φανταζόταν ότι μόνο ο πατέρας και η μητέ
ρα του, ίσως και η αδερφή του, η Θίσβη, με το σύζυγό της, τον Ντέ
σμοντ, θα ήταν παρόντες, κανείς από τους οποίους δεν έτρεφε την
ελάχιστη περιέργεια για θέματα πέρα απ’ όσα αφορούσαν τους αγα
πημένους τους επιστημονικούς κλάδους και θα δέχονταν το πρό
σχημα για την ξαφνική του αναχώρηση χωρίς ιδιαίτερες ερωτήσεις.
Δυστυχώς, όταν κατέβηκε στην τραπεζαρία λίγο αργότερα απ’
ό,τι συνήθιζε, το δωμάτιο ήταν γεμάτο κόσμο. Ο αδερφός του, ο
Θίο, ο δίδυμος της Θίσβης, διάδοχος του τίτλου και κληρονόμος της
οικογενειακής περιουσίας, που βρισκόταν ήδη έξι μήνες στο σπί
τι και είχε αρχίσει πάλι να βαριέται, είχε σηκωθεί νωρίς εκείνο το
πρωί για μια βόλτα με το άλογο στο πάρκο, και βρήκε τη στιγμή να
γυρίσει για το πρόγευμα. Η αδερφή του, η Κύρια, και ο σύζυγός της,
ο Ρέιφ, είχαν επιστρέφει πρόσφατα από το γαμήλιο ταξίδι τους στην
Ευρώπη, το οποίο είχε διαρκέσει τελικά δύο χρόνια, αφού είχαν επι
σκεφθεί και τη γενέτειρα του Ρέιφ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μαζί
τους είχαν και το έξι μηνών μωρό τους, μια κουκλίτσα με πυρρόξαν
θα μαλλιά με το όνομα Έμιλι. Η άλλη αδερφή του, η Ολίβια, μαζί
με το σύζυγό της, τον Στίβεν, βρίσκονταν επίσης στο Λονδίνο με το
δικό τους παιδάκι, τον Τζον, και είχαν πάει από νωρίς στο σπίτι για
να δουν την Κύρια και τον Ρέιφ.
Δεν είχε περάσει λίγη ώρα από τη στιγμή που μπήκε στην τρα
πεζαρία ο Ριντ, κι εμφανίστηκαν οι δωδεκάχρονοι δίδυμοι αδερφοί
του, ο Αλεξάντερ και ο Κόνσταντιν, με τις τρίχες των μαλλιών τους
ορθωμένες και αναδίδοντας μια ελαφριά οσμή καμένου, για να μοι
36 Candace C amp
Δεν ήταν σίγουρος για το τι θα έκανε. Από τον μπάτλερ είχε μά
θει ότι ο σερ Έντμουντ, ο πατέρας της Άννας, είχε πεθάνει πριν από
δυο χρόνια, και πλέον ήταν ο Κρίστοφερ, ο αδερφός της, ο αφέ
ντης του Χόλκομ Μάνορ. Ο Ριντ δε γνώριζε τον σερ Κρίστοφερ,
και σύμφωνα με τους κανόνες εθιμοτυπίας έπρεπε να περιμένει να
τον επισκεφθεί πρώτα εκείνος, αφού ο ίδιος ήταν επισκέπτης στην
περιοχή. Από την άλλη όμως, ο Ριντ είχε πάει πολλές φορές στο
Χόλκομ Μάνορ όταν έμενε στο Γουίντερσετ, οπότε, στην ουσία, δε
θα παρέβαινε κανέναν κανόνα κοινωνικής συμπεριφοράς αν πήγαι
νε να δει την Άννα.
Φυσικά, θα υπήρχε μεγάλη αμηχανία, όμως δεν μπορούσε να
σκεφτεί κάποιον άλλο τρόπο για να της μιλήσει προσωπικά. Γιατί
δεν είχε καμιά πρόθεση να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια περιμέ
νοντας την επίσκεψη του σερ Κρίστοφερ ώστε να του την ανταπο
δώσει, ούτε πότε θα πήγαινε η Άννα να συναντήσει την αδερφή του,
κάτι που φάνταζε σχεδόν απίθανο ύστερα απ’ όσα είχαν συμβεί.
Μόλις λοιπόν την είδε να περπατάει στο μονοπάτι, το θεώρησε
θεόσταλτο δώρο και, γεμάτος λαχτάρα, λάκτισε το άλογό του για
να τρέξει. Όταν όμως εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι και φάνηκε η
έκπληκτη έκφρασή της, μόνο τότε συνειδητοποίησε πως δεν έπρε
πε να περιμένει αυτή τη συνάντηση με λαχτάρα, αλλά ακριβώς το
αντίθετο. Κατόπιν σκέφτηκε πως η Άννα δεν είχε χάσει τίποτα από
την ομορφιά της στα τρία χρόνια που είχε να τη δει. Αν μη τι άλλο,
είχε ομορφύνει ακόμα περισσότερο... ή ίσως να μην ήταν ικανή η
μνήμη του να ανακαλέσει την ομορφιά της σε όλη της την έκταση.
Είχε κατέβει από το άλογό του και είχε μείνει ασάλευτος. Ένιω
θε πολύ ανόητος ξέροντας ότι εκείνη δεν ήθελε να του μιλήσει,
ούτε καν να τον αντικρίσει. Ήταν ολοφάνερο στη στάση του σώ
ματός της, φαινόταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια. Οι κουβέντες
που αντάλλαξαν ήταν άβολες, κοφτές, τυπικές και δεν κατάφερε να
μάθει από τα λόγια της τίποτα που δεν ήξερε ήδη. Φυσικά δεν μπο
ρούσε να τη ρωτήσει απερίφραστα αν διέτρεχε κάποιον κίνδυνο. Θα
τον έπαιρνε για τρελό. Και αν της έλεγε για το όνειρο που τον είχε
στείλει τόσο εσπευσμένα στο Γ ουίντερσετ, θα τον θεωρούσε ακόμα
πιο τρελό. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να παριστάνει τον προστάτη
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 39
της. Τρία χρόνια είχε να τη δει, και την τελευταία φορά που βρέθη
καν τον είχε απορρίψει.
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι, καθώς στεκόταν εκεί και συζη
τούσε αμήχανα μαζί της, συνειδητοποίησε πως το μόνο που πραγ
ματικά ήθελε να κάνει ήταν να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να
τη φιλήσει. Ύστερα από όλο αυτό το διάστημα, και παρ’ ότι τον είχε
απορρίψει τόσο κοφτά και ξεκάθαρα, εξακολουθούσε να τη θέλει.
Τι ανοησία του να επιστρέψει! Μήπως τελικά είχε γυρίσει τόσο
βιαστικά στο Γουίντερσετ όχι από την ανησυχία που του είχε προ
καλέσει ο εφιάλτης, αλλά από τον πόθο του για την Άννα, μια φλόγα
που δεν είχε σβήσει αλλά κρυφόκαιγε;
Δεν είχε όμως καμιά ελπίδα μαζί της. Ποτέ δεν είχε. Με την
επιστροφή του είχε απλώς συδαυλίσει πάθη που έπρεπε να μείνουν
θαμμένα. Τρία χρόνια προσπαθούσε να ξεπεράσει τον πόνο που του
είχε προκαλέσει αυτή η αγάπη. Το μόνο που δεν έπρεπε να κάνει
ήταν να διακινδυνεύσει να την ερωτευτεί ξανά.
Έπρεπε να φύγει, το ήξερε. Έπρεπε να ξεχάσει το παράξενο όνει
ρο και να γυρίσει στο Λονδίνο για να συνεχίσει την απροβλημάτι-
στη και ευχάριστη ζωή του. Θα έκανε απλώς αυτό που είχε δηλώσει
εξαρχής· θα έμενε μια δυο μέρες για να εκτιμήσει την κατάσταση
του σπιτιού, μετά θα κανόνιζε να γίνουν οι επισκευές και θα το έβα
ζε προς πώληση. Έπειτα θα επέστρεφε στο Λονδίνο και θα ξεχνούσε
διά παντός την Άννα Χόλκομ.
Το σκεφτόταν, αλλά ήξερε ότι δε θα το έκανε. Όσο ανόητο κι
αν ήταν να μείνει παραπάνω στο Γουίντερσετ, δε θα έφευγε. Δεν
μπορούσε να φύγει.
είναι σαν ένας μανδύας που τους κρύβει και τους προστατεύει. Αλλού
δε γινόταν να συναντηθούν. Μόνο στο δάσος τη νύχτα είχαν την ευ
καιρία να βρεθούν ολομόναχοι οι δυο τους, μόνο εκεί μπορούσαν να
εκφράσουν τα πραγματικά αμοιβαία συναισθήματά τους.
Γι ’αυτό, άλλωστε, η κοπέλα έτρεχε τώρα ανυπόμονα ανάμεσα στα
δέντρα. Θα τον συναντούσε εκεί απόψε, όπως έκαναν συχνά. Εκείνος
θα έδιωχνε κάθε φόβο της με τα φιλιά του, κι ενώ τα χέρια του θα
άπλωναν παντού στο κορμί της τα χάδια τους, θα την πείραζε για τις
ανόητες ανησυχίες της. Μα δεν την ενοχλούσε που την κοροΐδευε, δεν
την ενδιέφερε που της μιλούσε για πράγματα ακατανόητα στην ίδια,
γιατί ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα
τη διάλεγε ένας άντρας σαν αυτόν. Κρατούσε αυτή τη γνώση για τον
εαυτό της σαν φυλαχτό μέσα στο πηχτό σκοτάδι.
Κάτι θρόισε τότε στους θάμνους, ένας ήχος που προκάλεσε ανα
τριχίλα στη ραχοκοκαλιά της. Κοίταξε φοβισμένα πίσω της, αλλά δεν
είδε τίποτα. Επιτάχυνε λίγο το βήμα της, σφίγγοντας νευρικά τη φού
στα της. Σε λίγο θα έφτανε στο σημείο συνάντησής τους και τότε όλα
θα ήταν μια χαρά.
Την επόμενη στιγμή όμως ακούστηκε ένας κρότος που την έκανε
να αναπηδήσει τρομοκρατημένη. Έψαξε με το βλέμμα στη σκοτεινιά.
«Ποιος είναι εκεί;» Η φωνή της ακούστηκε λεπτή και τρεμάμενη. Κα
μιά απάντηση.
Είπε μέσα της πως δεν ήταν τίποτα, ή ίσως απλώς ο αγαπημένος
της να της έκανε αστεία. Πολλές φορές δεν καταλάβαινε τα χωρατά
του. Περίμενε, περίμενε... αλλά όσο στεκόταν εκεί και αφουγκρα
ζόταν, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε η αγωνία της. Ακούστηκε ξανά ένα
θρόισμα, αλλά αυτή τη φορά δίπλα της. Καθώς έστρεφε το κεφάλι,
διέκρινε κάτι... μια φευγαλέα κίνηση. Ο φόβος την κατέκλυσε πια, κι
άρχισε να τρέχει. Φώναζε το όνομά του, αλλά τη φωνή της την κατά
πινε η πελώρια σιγή του δάσους. Έτρεχε πιο γρήγορα τώρα, η καρδιά
της βροντοχτυπούσε σ τ’αυτιά της, η ανάσα της έβγαινε τραχιά.
Ό, τι κι αν ήταν, την ακολουθούσε. Άκουγε τα κλαδιά που έσπαγαν,
τον ψίθυρο από τα κλωνάρια που παραμερίζονταν, το γδούπο από κά
ποιον - από κάτι!- που έτρεχε. Ο τρόμος είχε βάλει φτερά στα πόδια
της, αλλά αυτό την πρόφταινε άνετα. Άκουγε την ανάσα του πίσω της.
Ώσπου έπεσε πάνω της. Την έριξε στο έδαφος, της έκοψε την ανάσα.
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 41
Η Άννα έμαθε τα πάντα για την άφιξη του λόρδου Μόρλαντ και
της παρέας του στο Γουίντερσετ, πρώτα από την ενθουσιασμένη
καμαριέρα της το επόμενο πρωί και αργότερα από τη σύζυγο και
την κόρη του κτηματία Μπένετ. Συγκρατήθηκε για να μην πει σε
κανέναν από τους μαντατοφόρους ότι ήξερε ήδη πως ο Ριντ ήταν
εκεί, και άκουγε υπομονετικά και χαμογελαστή την κυρία Μπένετ
να επαναλαμβάνει την περιγραφή του φαρμακοποιού για την παρέα
των νεόφερτων όταν τους είδε να καταφθάνουν στο Λόουερ Φένλι.
Όταν οι Μπένετ έφυγαν, ο Κιτ στράφηκε στην αδερφή του.
«Μάλλον θα πρέπει να τον επισκεφθώ για λόγους ευγενείας. Ή μή
πως νομίζεις ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πρόωρο;»
Παρά την ταραχή της, η Άννα κατάφερε να χαμογελάσει στον
γεμάτο ανυπομονησία αδερφό της. Την είχε ρωτήσει ακριβώς το
ίδιο πράγμα όταν πρωτόμαθαν ότι ο Ριντ Μόρλαντ σκόπευε να επι
στρέφει, και προφανώς το σκεφτόταν συνεχώς από τότε. Στο κάτω
κάτω, ο Κιτ ήταν ακόμα πολύ νέος, μόλις είκοσι τεσσάρων χρονών,
και η προοπτική ότι θα είχε καινούριους γείτονες σίγουρα τον συ
νάρπαζε, αφού στα μέρη τους δεν υπήρχαν πολλοί συνομήλικοι της
τάξης του. Επιπλέον, η κοινωνική ζωή του στο Αονδίνο είχε διακο
πεί απότομα όταν αναγκάστηκε να επιστρέφει για να αναλάβει τα
καθήκοντα του πατέρα του. Παρ’ όλα αυτά είχε αποδεχτεί τις ευ
θύνες του χωρίς ποτέ να παραπονεθεί, και σε γενικές γραμμές ήταν
ικανοποιημένος που ζούσε ήρεμα στην εξοχή. Αλλά ήταν φυσικό να
θέλει να γνωρίσει καινούριους ανθρώπους. Η μοναδική διασκέδασή
του ήταν να παίζει χαρτιά μια φορά τη βδομάδα στο χωριό με το
δόκτορα Φέλτον και λίγους ακόμα ντόπιους. Μα και η ίδια η Άννα
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 43
μιλάει για την Κύρια και για τις άλλες αδερφές του, και την έτρωγε
η περιέργεια.
«Μια χαρά. Η λαίδη Κύρια είναι εκθαμβωτική. Μάλιστα, την εί
χα δει όταν ήμουν στο Λονδίνο. Είχα πάει μ’ ένα φίλο μου σε κάποια
δεξίωση και ήταν κι εκείνη εκεί. Αξέχαστη».
«Δηλαδή πώς είναι;» τον πίεσε η Άννα.
«Κοκκινομάλλα, πανύψηλη... Τι να σου πω... πανέμορφη, αξιο
λάτρευτη. Και καθόλου ψηλομύτα. Είναι λίγο περίεργο, αλλά φαί
νεται πως όλοι οι Μόρλαντ πιστεύουν στην ισονομία».
«Απ’ όσο ξέρω, η δούκισσα είναι πολύ προοδευτική», είπε η
Άννα.
«Ο σύζυγος της λαίδης Κύρια λέγεται Ρέιφ Μάκινταϊρ. Είναι
Αμερικανός, σου το είπα, ε; Μου έσφιξε το χέρι, μου φέρθηκε σαν
να με γνώριζε από παλιά». Έκανε μια παύση και η έκφρασή του
άλλαξε λίγο. «Υπάρχει άλλη μια γυναίκα στην παρέα... Η δεσποινίς
Ρόζμαρι Φάρινγκτον».
Η Άννα ένιωσε ξαφνικά το αίμα της να παγώνει. «Μια άλλη γυ
ναίκα; Συγγενής τους;»
«Α, όχι. Δε μου έδωσε αυτή την εντύπωση. Νομίζω πως είναι
απλώς φίλη τους».
«Πώς... πώς είναι αυτή;» Δεν ήταν ασυνήθιστο να καλεί κάποιος
τους φίλους του στο εξοχικό του, αλλά όταν ένας άντρας ήταν με
την οικογένειά του και καλούσε μια γυναίκα, ειδικά αν πήγαινε μό
νη της κι όχι συνοδευόμενη από μέλη της δικής της οικογένειας,
σήμαινε πως ο άντρας ενδιαφερόταν για εκείνη. «Είναι... είναι και
οι γονείς της μαζί;»
Ο Κιτ την κοίταξε παραξενεμένος. «Όχι, δε νομίζω. Δεν τους
ανέφεραν καθόλου. Γιατί;»
Η Άννα κοκκίνισε, γιατί συνειδητοποίησε ότι οι ερωτήσεις της
δεν ήταν φυσιολογικές. «Δεν ξέρω. Απλώς αναρωτήθηκα αν... αν
υπάρχουν κι άλλοι. Για να καταλάβω αν είναι μεγάλη παρέα ή μι
κρή... Ποιος μπορεί να βασιστεί στα λεγάμενα της κυρίας Μπένετ;»
«Όχι, νομίζω πως μόνο αυτοί που σου είπα ήρθαν στο Γουί
ντερσετ».
«Μίλησέ μου για τη δεσποινίδα Φάρινγκτον». Προσπάθησε να
κρατήσει τη φωνή της ανάλαφρη. Ήξερε πως ήταν τελείως παράλογο
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 45
που ένιωθε την ταραχή της ζήλιας στη σκέψη ότι ίσως ο Ριντ ενδια
φερόταν για εκείνη. Ήταν αναμενόμενο να είχε προχωρήσει στη ζωή
του. Στην ουσία, αυτό ήθελε κι η ίδια η Άννα, να είναι ευτυχισμένος.
«Είναι όμορφη γυναίκα. Όχι εντυπωσιακή όσο η λαίδη Κύρια,
αλλά, κατά την άποψή μου, πιο φυσιολογική, πιο προσιτή. Έχει ξαν
θά μαλλιά και γαλανά μάτια. Είναι μικροκαμωμένη και μου φάνηκε
λίγο ντροπαλή».
Μόνο τότε παρατήρησε η Άννα τη συνεπαρμένη έκφραση στο
πρόσωπο του αδερφού της, κι αμέσως την κατέλαβε ένα άλλο είδος
αγωνίας. «Κιτ... δεν πιστεύω να... Δείχνεις πολύ ενθουσιασμένος με
τη δεσποινίδα Φάρινγκτον».
Η έκφραση του Κιτ σκλήρυνε μεμιάς και η έκσταση στο βλέμμα
του αντικαταστάθηκε από μια πικρία. «Μη φοβάσαι, δεν είμαι χα
ζός. Ξέρω πως δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα...»
Το πρόσωπο της Άννας απάλυνε. Πλησίασε τον αδερφό της και
του χάιδεψε το χέρι. «Κιτ, λυπάμαι...»
«Το ξέρω. Δε φταις εσύ». Της χαμογέλασε αδύναμα και της έσφι
ξε το χέρι. «Άλλωστε, υποφέρεις κι εσύ το ίδιο. Δε διαλέγουμε εμείς
τη μοίρα μας, έτσι δεν είναι; Πάντως, σε γενικές γραμμές, είμαι πολύ
ικανοποιη μένος».
«Σε γενικές γραμμές».
Ο Κιτ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν μπορώ να μη βλέπω, μπο
ρώ; Δε γίνεται να μην αισθάνομαι, γίνεται;»
«Όχι, δε γίνεται», συμφώνησε η Άννα με θλίψη.
Μετά την κουβέντα της με τον Κιτ, ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω.
Πάντα της άρεσε η ύπαιθρος και αρνιόταν να αφήσει την ύπαρξη του
Ριντ να την αποτρέψει από τη σχεδόν καθημερινή βόλτα της με τα
πόδια ή με το άλογο στα κτήματα. Ό,τι πρόβλημα κι αν είχε, ο περί
πατος τη βοηθούσε πάντα να καθαρίσει το μυαλό της. Ωστόσο αυτή
τη φορά θα φρόντιζε να μην μπει στο δάσος με κατεύθυνση το Γ ου
ίντερσετ, αλλά το Κρέιντον Top. Έτσι, φόρεσε τις μπότες της, πήρε
το μπονέ της κι έφυγε από το σπίτι. Ακολούθησε το ίδιο μονοπάτι με
την προηγούμενη μέρα, αλλά αυτή τη φορά τράβηξε προς το δρο
μάκι με τα καταπράσινα δέντρα που οδηγούσε στο Κρέιντον Top.
Το Κρέιντον Top ήταν ένας πελώριος βραχώδης λόφος που από
46 C andace C am p
τη μια πλευρά είχε ομαλή κλίση και από την άλλη κατακρημνιζόταν
μέχρι το λιβάδι στα ριζά του. Ο λόφος δέσποζε πάνω από το χωριό
τους, ήταν το πιο χαρακτηριστικό ορόσημο του Λόουερ Φένλι και
φαινόταν από μίλια μακριά.
Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στα δέντρα, η βλάστηση πύκνωνε
γύρω της και το μονοπάτι γινόταν όλο και πιο δυσδιάκριτο. Η Άννα
όμως γνώριζε καλά την περιοχή και δε φοβόταν μήπως χαθεί. Ήξερε
ότι σε κάποιους δεν άρεσε το δάσος, το θεωρούσαν ζοφερό, ακόμα
και τρομακτικό. Αλλά για εκείνη ήταν ένα μέρος γαλήνιο, ειρηνικό.
Χαιρόταν τις κλεφτές ματιές στην άγρια ζωή, από το φευγαλέο φτε-
ρούγισμα ενός κοκκινωπού πουλιού που άλλαζε κλαδί ως τα καμώ
ματα ενός παιχνιδιάρη σκίουρου που σκαρφάλωνε σ’ ένα δέντρο.
Έτσι κι αυτή τη μέρα, το δάσος έκανε τα μαγικά του, κατάφερε να
την ηρεμήσει. Κάποια στιγμή συνάντησε ένα ελαφάκι με τη μητέρα
του, που μόλις την είδαν να πλησιάζει εξαφανίστηκαν. Κάθισε σε
μια μεγάλη πέτρα και για λίγα λεπτά απλώς αφουγκραζόταν τους
ήχους του δάσους, το τιτίβισμα των πουλιών, το απαλό τρίξιμο των
κλαδιών, τον ψίθυρο των μικρών πλασμάτων μέσα στις φυλλωσιές.
Ανασηκώνοντας με το ένα χέρι τη φούστα της και παραμερίζο
ντας με το άλλο κλαδιά, άνοιγε δρόμο ώσπου έφτασε σε μια κοιλό
τητα του εδάφους όπου είχε σχηματιστεί μια μικρή λιμνούλα. Γέλα
σε μόλις είδε έναν ξαφνιασμένο βάτραχο να πηδάει από το βραχάκι
του και να προσγειώνεται στη λιμνούλα πιτσιλώντας τα πάντα γύ
ρω του. Έπειτα ακολούθησε ένα ανηφορικό στενό μονοπάτι που
οδηγούσε σε μια μικρή μαγευτική χαράδρα λίγο παρακάτω, κι εκεί
υπήρχε ένας πεσμένος χλοερός κορμός που πρόσφερε ένα φυσικό
κάθισμα. Ίσως και να προχωρούσε κι άλλο, ίσως να πήγαινε στο
καλύβι για να δει αν ήταν όλα εντάξει. Το αμελούσε συνεχώς αυτό
το καθήκον. Αν ζούσε ο πατέρας της, δε θα ήταν καθόλου ευχαρι
στημένος· θα της έλεγε πως η στενοχώρια που της προκαλούσαν οι
επισκέψεις της εκεί δεν ήταν δικαιολογία.
Και τότε, η Άννα σταμάτησε απότομα. Ένα ρίγος τη διαπέρασε.
Έφερε το χέρι στο στήθος της, λες κι ήθελε να συγκρατήσει τον οξύ
πόνο που αναδυόταν. Έκλεισε ενστικτωδώς τα μάτια και είδε με το
νου της να πέφτει στο δάσος σκοτάδι, βαθύ και διάχυτο. Ένιωσε να
της κόβεται η ανάσα, να την πιάνει πανικός. Έπνιξε ένα βογκητό και
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 47
κινήσεις του ήταν πλέον πιο αργές, οι δυνάμεις του δεν τον είχαν
εγκαταλείψει, ούτε είχε χαθεί η σπίθα της εξυπνάδας από τα γαλανά
μάτια του.
«Δεσποινίς Άννα!» φώναξε χαρούμενος, προχωρώντας προς το
μέρος τους. Όταν όμως το βλέμμα του έπεσε στα δυο αγόρια και
στο φορτίο που κουβαλούσαν, το χαμόγελο εξαφανίστηκε. Άρχισε
να περπατάει πιο γρήγορα. «Τι μου φέρατε αυτή τη φορά, ε; Για να
δω». Έσκυψε πάνω από το αυτοσχέδιο φορείο και αξιολόγησε με
μια ματιά την κατάσταση. «Ελάτε, παιδιά, πάμε να τον ακουμπή-
σουμε στο τραπέζι της κουζίνας».
Τους οδήγησε μέσα στο σπίτι, προσπέρασαν το πρώτο δωμάτιο
κι έφτασαν στην κουζίνα. Χάρη στα χοντρά ντουβάρια, είχε πολλή
δροσιά, και φωτιζόταν από τον άπλετο ήλιο που έμπαινε από την
ανοιχτή πόρτα και τα παράθυρα. Το σπίτι ήταν όπως πάντα τακτο
ποιημένο και πεντακάθαρο, ενώ η κουζίνα πλημμύριζε από το άρω
μα βοτάνων, λουλουδιών και άλλων φυτών που κρέμονταν από το
ταβάνι για να αποξηρανθούν. Όλες αυτές οι ευωδιές μπλέκονταν με
τη λαχταριστή μυρωδιά που ξέφευγε από το τσουκάλι πάνω στην
αναμμένη πυροστιά.
Ο Πέρκινς έπιασε το βλέμμα που έριξαν ασυναίσθητα τα αγόρια
προς τη φωτιά. «Ίσως θέλετε να δοκιμάσετε λίγη σούπα, παλικάρια
μου. Μου φαίνεται πως κουραστήκατε και πεινάσατε μετά από τόσο
κουβάλημα».
«Ω, όχι, προτιμούμε να σας παρακολουθήσουμε να δουλεύετε,
κύριε, αν μας το επιτρέπετε», απάντησε ευγενικά ο Άλεξ.
«Αλλά μπορεί να φάμε ύστερα λίγο, αν δεν έχετε αντίρρηση»,
πρόσθεσε ο Κον.
«Καμιά αντίρρηση». Ο Πέρκινς τους χαμογέλασε κι έσκυψε για
να τους βοηθήσει να ανεβάσουν το σκυλί στο τραπέζι. «Να ξέρετε
όμως ότι δε θα είναι ευχάριστο το θέαμα».
«Το καταλαβαίνουμε, κύριε, όμως θέλουμε πολύ να σας παρα
κολουθήσουμε».
«Εντάξει, αλλά να στέκεστε στην άκρη. Δεσποινίς Άννα, φέρε
μου το απολυμαντικό και μερικά πανιά».
Η Άννα έσπευσε να βγάλει από το συρτάρι κάμποσα καθαρά,
54 C andace C am p
νής, αυτό που μας ανησυχούσε ήταν ότι δεν ξέρουν τα κατατόπια.
Φοβήθηκα πως αν σκοτείνιαζε δε θα μπορούσαν να βρουν εύκολα
το δρόμο για το σπίτι».
Την ίδια στιγμή πλησίασε και ο άλλος καβαλάρης. Κατέβηκε
από το άλογό του και χαμογέλασε πλατιά στα αγόρια. Ήταν ένας
γεροδεμένος άντρας, ψηλός όσο κι ο Ριντ και πολύ όμορφος, με
φωτεινά γαλάζια μάτια και ανάστατα καστανόξανθα μαλλιά. Βαθιά
λακκάκια σχηματίζονταν στα μάγουλά του όταν χαμογελούσε, όπως
τώρα. «Μάλιστα, απ’ ό,τι βλέπω μπλέξατε σε καινούριους μπελά
δες, έτσι;» ρώτησε κλείνοντας το μάτι.
Η Άννα κατάλαβε πως ήταν ο Αμερικανός. Είχε απαλή, μακρό
συρτη φωνή και μιλούσε λες και του φαίνονταν όλα διασκεδαστι-
κό. Κοίταξε την Άννα, έβγαλε το καπέλο του κι έγειρε κομψά το
κεφάλι. «Ρέιφ Μάκινταϊρ, στις υπηρεσίες σας, δεσποινίς. Εκφράζω
την κατανόησή μου για τη συνάντησή σας μ’ αυτούς τους δυο κα
τεργάρηδες».
«Ω, είναι πολύ ευχάριστοι και αξιοθαύμαστοι νεαροί», είπε η
Άννα με πεποίθηση.
«Την καταφέρατε κιόλας, παλικάρια μου, ε; Είσαι ανεκτίμητος
θησαυρός, δεσποινίς...»
«Συγνώμη...» τον διέκοψε ο Ριντ. «Δεσποινίς Χόλκομ, επίτρεψέ
μου να σου συστήσω το γαμπρό μου, Ρέιφ Μάκινταϊρ. Θα πρέπει
να συγχωρέσεις την άνεσή του. Είναι από την Αμερική». Τα λόγια
του συνόδευσε ένα βλέμμα γεμάτο συμπάθεια για τον άλλο άντρα.
«Ρέιφ, από εδώ η δεσποινίς Άννα Χόλκομ, γειτόνισσά μας. Ο νεα
ρός κύριος που γνώρισες νωρίτερα είναι αδερφός της».
«Χαίρομαι πολύ, δεσποινίς». Καθώς υποκλινόταν ξανά, η Άννα
του ανταπέδωσε το χαμόγελο, ανήμπορη να αντισταθεί στην πλη
θωρική προσωπικότητά του.
«Δε σκοπεύαμε να λείψουμε τόσο πολύ», άρχισε να λέει ο Άλεξ,
«όμως βρήκαμε το καημένο το σκυλί. Ήταν σε τραγική κατάσταση,
δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Αλλά τότε εμφανίστηκε η δεσποινίς Άννα
και μας βοήθησε. Ξέρει κάποιον που γνωρίζει τα πάντα για τη θερα
πεία των ζώων. Πρέπει να δείτε το σπίτι του! Κρεμάει στα δοκάρια
φυτά, τα ξεραίνει και φτιάχνει μαντζούνια, καταπότια και αλοιφές!»
«Και έκανε ράμματα στις πληγές του σκύλου», συνέχισε γεμά
58 Candace C am p
δικό της φόρεμα, το οποίο, αν και της έπεφτε πολύ μακρύ, βελτίωσε
τόσο την εμφάνισή της, που η Άννα ένιωσε ευγνωμοσύνη.
Στο τραπέζι βρέθηκε να κάθεται στ’ αριστερά του Ριντ, με την
Κύρια απέναντι της και τον Ρέιφ δίπλα της από την άλλη πλευρά.
Το καλό ήταν πως η Κύρια και ο σύζυγός της μπορούσαν να κρα
τήσουν μόνοι τους τη συζήτηση, καθώς ούτε η Άννα ούτε ο Ριντ
μιλούσαν ιδιαίτερα. Τα δίδυμα δεν είχαν καθίσει στο τραπέζι, αφού
λόγω της περιπέτειάς τους τα είχαν στείλει αμέσως στα δωμάτιά
τους για να πλυθούν, να φάνε κάτι πρόχειρο και να ξαπλώσουν. Από
την άλλη, η δεσποινίς Φάρινγκτον ήταν ιδιαίτερα χαμηλών τόνων.
Η Άννα ήξερε ότι έπρεπε να συμμετέχει περισσότερο στην κου
βέντα, και συνήθως τα κατάφερνε μια χαρά σ’ αυτά, αλλά η πα
ρουσία του Ριντ δίπλα της την είχε αγχώσει και το μυαλό της είχε
μπλοκάρει. Ευχήθηκε να ήταν περισσότερο ψύχραιμη. Ευχήθηκε
να μην ήθελε τόσο απεγνωσμένα να μάθει πώς την έβρισκε ο Ριντ
μ’ αυτό το τόσο κολακευτικό μπλε φόρεμα και τα μαλλιά της χτενι
σμένα και περιποιημένα.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι όλοι την κοιτούσαν με ανυπο
μονησία, ενώ εκείνη είχε χάσει τον ειρμό της κουβέντας. «Τι; Συ
γνώμη, φοβάμαι πως ήμουν αφηρημένη», είπε κοκκινίζοντας από
ντροπή.
Η Κύρια χαμογέλασε. «Έλεγα ότι σκοπεύω να οργανώσω μια
συγκέντρωση για την Παρασκευή το βράδυ... Τίποτα το επίσημο,
μια μικρή γιορτούλα, θέλοντας να ευχαριστήσω τους κατοίκους του
Αόουερ Φένλι για την όμορφη υποδοχή που μας έκαναν. Ελπίζω να
έρθεις κι εσύ με τον αδερφό σου».
«Την Παρασκευή που μας έρχεται;» Η Άννα έψαξε αγωνιωδώς
να επικαλεστεί μια δικαιολογία για να το αποφύγει, αλλά δεν υπήρ
χε τίποτα. Θα ήταν παράλογο να πει πως είχαν σχεδιάσει κάτι άλλο,
αφού, αν έκανε βεγγέρα η λαίδη Κύρια, ήταν σίγουρο πως θα συ-
νέρρεε ολόκληρο το χωριό. Επιπλέον, ο Κιτ θα ήθελε πάρα πολύ να
πάνε. «Ναι, φυσικά. Θα χαρούμε πολύ να έρθουμε». Την τελευταία
στιγμή θα παρίστανε πως είχε πονοκέφαλο και θα έμενε στο σπίτι.
Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Ριντ και διαπίστωσε πως την
κοιτούσε επίμονα, με βλέμμα ανεξιχνίαστο. Ευχόταν άραγε να είχε
αρνηθεί την πρόσκληση, ή μήπως η παρουσία της του ήταν έτσι κι
64 Candace C am p
Ριντ είναι αγύριστο κεφάλι... ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την ασφά
λεια κάποιου. Είναι φρικτό υπερπροστατευτικός, αλλά, πάλι, καλύ
τερα έτσι παρά το αντίθετο, σωστά; Άλλωστε είναι πολύ ευχάριστη
παρέα».
«Αλίμονο... δεν εννοούσα ότι...» Η Άννα σταμάτησε, νιώθοντας
αμήχανα. Ήταν τόσο προφανής η απροθυμία της; Το μόνο που δεν
ήθελε ήταν να προκαλέσει τις υποψίες της Κύρια, πόσω μάλλον
όταν την είχε δει προηγουμένως να την κοιτάζει με τόση περιέργεια.
Όπως είχε τονίσει ο Ρέιφ, ο Ριντ δεν ήταν το μόνο αγύριστο κεφάλι
στην οικογένεια.
Έτσι, λίγο αργότερα, ντυμένη πάλι με το πρόχειρο φουστάνι της
-α ν και η επιδέξια καμαριέρα της Κύρια είχε ράψει το στρίφωμα
και είχε καταφέρει να αφαιρέσει τη σκόνη και τους λεκέδες-, καθό
ταν μέσα στην άμαξα απέναντι από τον Ριντ. Ήταν μια μοντέρνα,
ολοκαίνουρια άμαξα, κρίνοντας από το πόσο γυάλιζε, και η ορο
φή της ήταν τραβηγμένη πίσω, επιτρέποντας στους επιβάτες της να
απολαύσουν την όμορφη καλοκαιρινή βραδιά.
Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και χάριζε μια ρομαντική λάμψη στο
νυχτερινό τοπίο. Τα δέντρα του δρόμου σχημάτιζαν αψίδα από πάνω
τους και το φως της πανσελήνου τρεμόπαιζε μέσα στις φυλλωσιές,
ενώ το απαλό αεράκι ανασάλευε τα κλαδιά και χάιδευε τα μάγουλα
της Άννας. Κοίταξε απέναντι της τον Ριντ. Παρ’ όλο που η απόστα
ση ανάμεσά τους ήταν μικρή, δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά
το πρόσωπό του στο μισοσκόταδο. Στα μάτια του έπεφταν σκιές, τα
ζυγωματικά του φωτίζονταν. Πόσο γλυκιά, πόσο ρομαντική θα ήταν
αυτή η βόλτα αν καθόταν δίπλα της... αν δεν τον είχε απορρίψει...
αν όλα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά!
Απόδιωξε αμέσως αυτές τις σκέψεις και προσπάθησε να ακου
στεί κεφάτη. «Πολύ όμορφη άμαξα».
«Είναι της αδερφής μου. Της την έκανε δώρο ο Ρέιφ πριν από
δυο βδομάδες, όταν επέστρεψαν στην Αγγλία. Όμορφη και... ιδιαί
τερη όπως η Κύρια». Έ να μικρό χαμόγελο αφαίρεσε το κεντρί από
τα λόγια του.
«Είναι φανερό πως λατρεύεις την αδερφή σου».
Ο Ριντ έγνεψε καταφατικά. «Αατρεύω όλη μου την οικογένεια».
66 Candace Camp
«Είναι πολλοί αυτοί που δεν έχουν την ίδια γνώμη», σχολίασε
ξερά ο Ριντ.
Η Άννα ζάρωσε τη μύτη. «Θα πρόκειται σίγουρα για τίποτα αχώ
νευτους τύπους».
Ο Ριντ κάγχασε. «Οι περισσότεροι ανάμεσά τους είναι, πράγμα
τι. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι όπου πάνε οι δίδυμοι όλο και κάτι
συμβαίνει».
«Όπως;»
«Ω, βατράχια χοροπηδάνε ή φίδια κουλουριάζονται στο κρεβάτι
του οικοδιδασκάλου, ένας παπαγάλος το σκάει από το κλουβί του,
κάποτε δραπετεύει ένας βόας ή κάποιο κουνέλι. Μια φορά έπιασε
φωτιά η αίθουσα διδασκαλίας -αυτό νομίζω πως έγινε όταν παρί-
σταναν τους ακρίτες στην Αμερική και χρησιμοποίησαν ένα τσακ
μάκι. Άλλοτε κατέβηκαν σ ’ ένα πηγάδι για να σώσουν ένα γατάκι.
Άσε όταν...»
Η Άννα έβαλε τα γέλια και σήκωσε το χέρι της για να τον σταμα
τήσει. «Εντάξει, φτάνει. Σε πιστεύω».
Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον έτσι όπως κάθονταν αντικρι
στά στον περιορισμένο χώρο. Και ξαφνικά η Άννα πλημμύρισε από
ένα συναίσθημα λαχτάρας, όχι σωματικού πόθου, αλλά από μια
επιθυμία να ξανανιώσει την επαφή που κάποτε μοιράζονταν οι δυο
τους, όσο λίγο κι αν κράτησε, μια ψυχική και συναισθηματική οι
κειότητα, τη σπίθα του κεφιού και του ενθουσιασμού που υπήρ
χε πέρα από την πιο επιτακτική ανάγκη για φυσική επαφή. Τότε
συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον, απολάμβαναν ο ένας την παρέα
του άλλου. Τώρα η Άννα συνειδητοποιούσε με πόνο πόσο πολύ της
είχε λείψει αυτή η εγγύτητα. Ήθελε να τον ρωτήσει αν μπορούσαν
να συνεχίσουν έτσι, αν παρ’ ελπίδα υπήρχε κάποια πιθανότητα να
μείνουν φίλοι ύστερα απ’ όσα είχαν προηγηθεί. Μόλις όμως αυτή η
σκέψη γεννήθηκε στο μυαλό της, έσπευσε να την αποδιώξει. Ήταν
ανοησία της και μόνο που το σκεφτόταν. Ύστερα απ’ όσα είχαν
συμβεί, δε θα μπορούσαν ποτέ να μείνουν φίλοι. Αν τυχόν η ίδια το
είχε χειριστεί διαφορετικά, ίσως να... Ή αν ήξερε... Αλλά δεν ήξερε.
Έτσι λοιπόν όπως είχαν έρθει τα πράγματα, το μόνο που μπορούσε
να περιμένει ήταν μια τυπική σχέση.
Χαμήλωσε το βλέμμα της. Σιγή έπεσε και πάλι ανάμεσά τους.
C andace C amp
και τα μάτια της, ενώ παράλληλα από το βαθύ ντεκολτέ και τα κο
ντά φουσκωτά μανίκια του πρόβαλλαν τέλεια οι αλαβάστρινοι ώμοι
και το μπούστο της. Ένας μικρός φιόγκος στην πλάτη μάζευε το
ύφασμα κι έπειτα το άφηνε να πέφτει σαν καταρράκτης από γαλάζιο
μετάξι. Ένα απέριττο μαργαριταρένιο κολιέ με ασορτί σκουλαρίκια
ολοκλήρωνε το σύνολο. Η Πένι της είχε στερεώσει τα μαλλιά σ’
έναν κότσο στην κορυφή του κεφαλιού, απ’ όπου ξεχυνόταν ένας
χείμαρρος από χρυσοκάστανα δαχτυλίδια, αφήνοντας μόνο λίγες
μπούκλες να ξεφεύγουν και να πλαισιώνουν το πρόσωπό της. Ήταν
πραγματικά κούκλα. Το αποτέλεσμα την ικανοποίησε απόλυτα, και
σκέφτηκε ότι δεν ήταν κακό να ελπίζει πως ο Ριντ, όταν θα την
αντίκριζε, θα παραδεχόταν πως ήταν εξίσου όμορφη όσο και πριν
από τρία χρόνια.
Όχι βέβαια πως επιδίωκε να προκύψει κάτι από αυτή τη συνά
ντηση. Αυτό το κεφάλαιο της ζωής της είχε κλείσει οριστικά, κι έτσι
ήταν καλύτερα. Όμως... λίγη αυταρέσκεια δεν έβλαπτε. Ενώ χαμο
γελούσε στον αδερφό της που τη βοήθησε να ανέβει στην άμαξα,
το στομάχι της είχε σφιχτεί από την αγωνία. Το ίδιο αγχωμένος της
φάνηκε και ο Κιτ, και αναρωτήθηκε αν η δική του ανυπομονησία
σχετιζόταν με την όμορφη δεσποινίδα Φάρινγκτον. Αυτή η σκέψη
την ανησύχησε λίγο. Ο Κιτ, βέβαια, ήταν ρεαλιστής και έντιμος'
ποτέ δε θα έκανε κάτι που δεν έπρεπε. Αλλά αυτό δε σήμαινε πως
δε θα πληγωνόταν. Δεν του είπε τίποτα όμως, γιατί δεν ήθελε να
χαλάσει η πρώτη τους βραδινή έξοδος ύστερα από μήνες. Σε γενικές
γραμμές της άρεσαν η εξοχή και ο τρόπος ζωής εκεί, αλλά μερικές
φορές η στασιμότητα της επαρχιακής ζωής γινόταν ασφυκτική.
Το Γουίντερσετ ήταν φωταγωγημένο όταν η άμαξά τους πλησί
ασε, ακολουθώντας από πίσω το μόνιππο του γιατρού. Ένας υπηρέ
της άνοιξε την πόρτα και τους πέρασε στον μεγάλο χώρο υποδοχής,
όπου η λαίδη Κύρια με τον αδερφό και το σύζυγό της στέκονταν
στη σειρά για να τους υποδεχτούν. Η Κύρια ήταν μια οπτασία με
σμαραγδένιο φόρεμα, αλλά το βλέμμα της Άννας έπεσε πρώτα στον
Ριντ. Επίσημα ντυμένος στα μαυρόασπρα, με μοναδική χρωματι
στή πινελιά μια κομψή καρφίτσα με ένα κατακόκκινο ρουμπίνι στον
χιονάτο λαιμοδέτη του, ήταν αναμφισβήτητα ο πιο όμορφος άντρας
εκεί μέσα.
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 79
συχνά για το ιδιαίτερο στυλ του Γ ουίντερσετ, αλλά δεν το είχα δει
από κοντά».
«Πράγματι, ο θείος Τσαρλς σπανίως καλούσε κόσμο», συμφώ
νησε η Άννα, ψάχνοντας συγχρόνως με το βλέμμα το χώρο ώστε να
μη βρεθεί κοντά στον Ριντ.
«Αλήθεια, τι κάνει ο θείος σου;»
«Καλά είναι, ευχαριστώ».
Στο μεταξύ είχαν βρεθεί κοντά στον εφημέριο και τη σύζυγό
του. Η κυρία Μπάροουζ στράφηκε προς το μέρος τους χαμογελώ
ντας. «Μιλάτε για τον θείο σου, ε;»
«Ναι. Ο δόκτωρ Φέλτον με ρώτησε για την υγεία του».
«Αχ, ο καλός μας λόρδος Ντε Γουίντερ! Πόσο μας λείπει!» είπε
η πρεσβυτέρα.
Δεδομένου ότι ο θείος της σπανίως διάβαινε την πόρτα της εκ
κλησίας, η Άννα αμφισβητούσε τα αισθήματα της κυρίας Μπάρο
ουζ, όμως αρκέστηκε να χαμογελάσει.
«Πόσος καιρός πάει που έχει φύγει; Δέκα χρόνια δεν είναι;»
«Ναι».
«Φαίνεται ότι του αρέσουν οι τροπικοί», είπε ο εφημέριος μ’ ένα
γλυκό χαμόγελο. «Δεν τον κατηγορώ. Μερικές φορές το χειμώνα
που με πονάνε τα κόκαλά μου, εύχομαι να ήμουν κι εγώ στα Μπαρ
μπάντος».
«Ναι, πρέπει να είναι πολύ ευχάριστο το κλίμα εκεί. Φυσικά,
δεν έχουμε συχνά νέα του. Δεν του άρεσε ποτέ ιδιαίτερα η αλλη
λογραφία», εξήγησε η Άννα. Με την άκρη του ματιού της είδε τότε
τον Ριντ να κατευθύνεται προς το μέρος τους και, αφού χαμογέλασε
στην παρέα της, ξεγλίστρησε διακριτικά για να πάει στην Κύρια,
που συζητούσε με τον Κιτ και τη Ρόζμαρι Φάρινγκτον. Με τον ίδιο
τρόπο κατάφερνε να τον αποφεύγει στη διάρκεια της επόμενης ώρας.
Καθώς η βραδιά προχωρούσε, η Κύρια ζήτησε πράγματι να γί
νει χώρος για τους καλεσμένους που θα ήθελαν να χορέψουν. Την
Άννα συνόδεψε πρώτα ο αδερφός της, τον οποίο διαδέχτηκε αρχικά
ο δόκτωρ Φέλτον και μετά ο Μάιλς Μπένετ. Είχε χορέψει αρκετές
φορές και με τους δύο καβαλιέρους, αφού πάντα οι ίδιοι κι οι ίδιοι
άνθρωποι συναντιούνταν στις εκδηλώσεις. Ο δόκτωρ Φέλτον ήταν
καλός παρτενέρ, αλλά ο Μάιλς Μπένετ άθλιος. Συγκεντρωνόταν
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 83
χεριού του στη μέση της. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που χόρεψε
μαζί του, στη μεγάλη αίθουσα του δικού της σπιτιού. Βρισκόταν σε
μια παραζάλη, ήδη τρελά ερωτευμένη μαζί του, ήταν οι πιο όμορφες
στιγμές της ζωής της. Τότε ήταν είκοσι τριών χρονών, αλλά ένιωθε
σαν δεκαοχτάχρονη κοπέλα στον πρώτο της επίσημο χορό.
Προσπάθησε να διώξει αυτές τις αναμνήσεις από το μυαλό της.
Ήταν επικίνδυνες. Είχε πάρει πια το μάθημά της' δε θα άφηνε τον
εαυτό της να ξαναπέσει στο ίδιο τέλμα. Κοίταξε τον Ριντ και της κό
πηκε η ανάσα. Έτσι όπως την κοιτούσε, τα μάτια του έλαμπαν στα
φώτα των κεριών. Το βλέμμα του σκοτείνιασε όταν στάθηκε στο
στόμα της. Ρίγη διέτρεξαν το κορμί της. Δεν παραξενεύτηκε όταν
εκείνος, ενώ εξακολουθούσαν να χορεύουν, την οδήγησε προς την
μπαλκονόπορτα, που ήταν ανοιχτή για να μπαίνει η βραδινή δροσιά,
και προτού τελειώσει η μουσική, την παρέσυρε έξω, στη βεράντα.
Την έπιασε τότε από το χέρι και προχώρησαν μέχρι τη σειρά των
κιονίσκων. Αρχικά δε μιλούσαν, παρά μόνο κοιτούσαν σιωπηλοί
τον φεγγαρόλουστο κήπο. Φάνταζε ακόμα απεριποίητος, παρά τις
φιλότιμες προσπάθειες των κηπουρών που είχε φέρει ο Ριντ για να
βοηθήσουν το γερο-Γκρίμσλι. Το άρωμα των τριαντάφυλλων πλα
νιόταν βαρύ και μεθυστικό στη νυχτερινή ατμόσφαιρα.
Ο Ριντ την έπιασε από τους ώμους και την έστρεψε προς το μέ
ρος του. Η Άννα ύψωσε απρόθυμα το βλέμμα και τον αντίκρισε. Τα
σφιγμένα χείλη και η βλοσυρή του έκφραση έρχονταν σε αντίθεση
με τη ζεστασιά των ματιών του. «Σίγουρα είμαι τρελός που ξανα-
γύρισα», της είπε. «Είσαι πιο όμορφη από ποτέ... ή ίσως να είχα
ξεχάσει...»
Η Άννα άφησε μια τρεμάμενη ανάσα. Ένιωθε σαν το μυαλό της
να ήταν κενό. Ήξερε ότι έπρεπε να πει κάτι, να δώσει τέλος σ ’ αυτή
τη μαγική στιγμή, αλλά δεν έβρισκε τη δύναμη ούτε να σαλέψει.
Η καρδιά της βροντοχτυπούσε στο στήθος της, το μόνο που ήθελε
ήταν να τη φιλήσει.
Ο Ριντ, λες και διάβασε τη σκέψη της, έγειρε το κεφάλι, πλησία
σε το πρόσωπό του στο δικό της και τα χείλη του βρέθηκαν πάνω στο
στόμα της, σβήνοντας κάθε άλλη σκέψη από το νου της. Έφερε τα
χέρια της στο στέρνο του σαν να ήθελε να τον αποτρέψει, αλλά τελι
κά τα έσυρε στον αυχένα του. Τα χείλη του ήταν απαλά κι εξερευνη
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 85
άναυδη το χέρι στο στόμα της. Για μια στιγμή έμειναν να κοιτάζο
νται, πολύ σαστισμένοι για να μιλήσουν ή και να σαλέψουν ακόμα.
Έπειτα, με μια μικρή άναρθρη κραυγή, η Άννα έκανε μεταβολή κι
έφυγε βιαστικά.
«Άννα!» Η φωνή του Ριντ ακούστηκε σαν πνιχτός ψίθυρος, αλλά
εκείνη δε γύρισε.
Σταμάτησε στην μπαλκονόπορτα, κοίταξε μέσα, τη φωτισμένη
αίθουσα. Έστρωσε το φόρεμά της, τακτοποίησε τα μαλλιά της, πή
ρε βαθιά ανάσα και προχώρησε. Κανείς δε φάνηκε να παρατηρεί
την είσοδό της.
Αναζήτησε τον αδερφό της και τελικά τον εντόπισε στην άλ
λη άκρη της αίθουσας να συζητάει με την Κύρια και τη Ρόζμαρι.
Άνοιξε δρόμο ανάμεσα από τα ζευγάρια που χόρευαν για να πάει
κοντά του. Δεν ήθελε καθόλου να πάρει τον Κιτ από τη γιορτή, μια
και ήταν ολοφάνερο ότι διασκέδαζε, αλλά ήξερε ότι δεν άντεχε να
μείνει εκεί περισσότερο. Θα προφασιζόταν πονοκέφαλο και θα του
έλεγε ότι έπρεπε να φύγει, όμως θα έστελνε πίσω την άμαξα ώστε
να μπορέσει εκείνος να γυρίσει αργότερα.
Έριξε μια ματιά προς την μπαλκονόπορτα. Ο Ριντ είχε μπει κι
αυτός στην αίθουσα, όμως κατευθυνόταν προς την αντίθετη μεριά.
Η μουσική σταμάτησε, τα ζευγάρια διαλύθηκαν κι η Άννα συνέχισε
να προχωράει προς τον αδερφό της. Τότε παρατήρησε μια αναταρα
χή στην είσοδο της αίθουσας. Κοίταξε καλύτερα και είδε τον Καρλ
Ράιτ, τον χωροφύλακα, να στέκεται αναστατωμένος στο κατώφλι
και να σφίγγει νευρικά στο χέρι το πηλήκιό του. Την επόμενη στιγ
μή, ο Ριντ πήγε κοντά του κι έσκυψε για να του πει κάτι.
Όλοι είχαν πια στραφεί προς την πόρτα και κοιτούσαν με περι
έργεια. Ο Ριντ ύψωσε το κεφάλι, η ματιά του έψαξε την αίθουσα
ώσπου βρήκε το δόκτορα Φέλτον. Του έγνεψε και ο γιατρός τον
πλησίασε αμέσως. Ένα μουρμουρητό ξεκίνησε από τους καλεσμέ
νους που βρίσκονταν πιο κοντά στους τρεις άντρες και μεταδόθηκε
σ ’ όλη την αίθουσα.
«Ένα πτώμα...»
«Βρέθηκε ένα πτώμα...»
Η Άννα έσφιξε τις γροθιές της. Η Εστέλ! σκέφτηκε.
6
Δ ε ν ήξερε γιατί ήταν τόσο σίγουρη πως επρόκειτο για την καμα
ριέρα. Ξαφνικά ένιωσε τα γόνατά της να κόβονται, όλα όσα την
απασχολούσαν πριν από μερικές στιγμές έσβησαν μεμιάς από τη
σκέψη της. Πήγε γρήγορα κοντά στον αδερφό της και τον έπιασε
από το μπράτσο. Τα δυο αδέρφια κοιτάχτηκαν στα μάτια κι ο Κιτ
έβαλε προστατευτικά το χέρι του πάνω από το δικό της.
«Τι συμβαίνει, μάθατε;» ρώτησε η Άννα την Κύρια, η οποία κού
νησε αρνητικά το κεφάλι.
«Άκουσα μόνο κάποιον να λέει ότι βρέθηκε ένα πτώμα».
Εκείνη τη στιγμή, ο Ρέιφ Μάκινταϊρ πήγε δίπλα στη γυναίκα
του και την έπιασε καθησυχαστικά από τη μέση. Η Κύρια έγειρε
ελαφρά επάνω του και τον κοίταξε μ’ ευγνωμοσύνη. «Ποιος είναι
αυτός ο άνθρωπος;» ρώτησε η Κύρια, δείχνοντας με το κεφάλι προς
τον Ριντ και τους άλλους.
«Είναι ο χωροφύλακας», απάντησε η Άννα. «Μάλλον ήρθε για
να πάρει το γιατρό».
«Ω Χριστέ μου, τι τρομερό!» Η Ρόζμαρι Φάρινγκτον είχε χλο
μιάσει ήδη.
«Αν είναι η Εστέλ;» ρώτησε η Άννα τον αδερφό της.
«Ποια είναι η Εστέλ;» απόρησε η Κύρια.
«Δεν ξέρουμε αν πρόκειται γι’ αυτή. Μπορεί να είναι οποιοσδή
ποτε», διαμαρτυρήθηκε ο Κιτ.
«Είναι μια καμαριέρα μας», εξήγησε η Άννα στους υπόλοιπους.
«Έχει εξαφανιστεί εδώ και μερικές μέρες. Όλοι πίστεψαν ότι το
έσκασε με κάποιον άντρα, αλλά...» Έριξε πάλι μια ματιά προς την
πόρτα. Ο δόκτωρ Φέλτον και ο χωροφύλακας δε στέκονταν πια
88 C andace C amp
ήταν ήδη ερωτευμένη μ’ έναν ντόπιο νεαρό, και όταν ο πατέρας της
την πληροφόρησε ότι έπρεπε να παντρευτεί το λόρδο, εκείνη αρνή-
θηκε. Ο άρχοντας την κλείδωσε στο δωμάτιό της, αλλά ο νεαρός τη
βοήθησε να δραπετεύσει και το έσκασαν μαζί στο δάσος. Ο λόρδος
Ντε Γ ουίντερ και οι άντρες του τους κυνήγησαν και σκότωσαν τον
εραστή της κοπέλας μπροστά στα μάτια της. Ο λόρδος την ξαναπήγε
στον πύργο, και την ίδια νύχτα, η θυγατέρα του, τρελή από θλίψη,
βούτηξε από το παράθυρό της στο κενό».
«Κλασικός θρύλος», είπε με στόμφο ο κύριος Νόρτον, ο δικη
γόρος.
Η Ρόζμαρι Φάρινγκτον φάνηκε απορημένη. «Δεν καταλαβαίνω.
Αυτή η ιστορία είναι πολύ λυπητερή, όμως τι σχέση έχει με το τέρας;»
«Το τέρας εμφανίζεται στη συνέχεια», συνέχισε η Φελίσιτι. «Ο
νεαρός που σκότωσε ο άρχοντας ήταν γιος μάγισσας. Η μάγισσα
έγινε έξαλλη. Πήγε και βρήκε τον άρχοντα και τον καταράστηκε
επειδή σκότωσε το γιο της κι επειδή προκάλεσε και το θάνατο της
κόρης του. Τον μεταμόρφωσε σε τέρας, μισό άνθρωπο μισό ζώο,
και τον καταδίκασε να περιπλανιέται για πάντα στη γη και να τον
βλαστημάνε όλοι». Σταμάτησε, ολοφάνερα ικανοποιημένη από τον
εαυτό της.
«Αρκετά καλά τον ξέρεις το θρύλο», σχολίασε ειρωνικά ο αδερ
φός της.
«Να υποθέσω ότι εσύ τον ξέρεις καλύτερα;» πέταξε η Φελίσιτι,
βάζοντας τα χέρια στη μέση.
«Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές», είπε ο δικηγόρος. «Λένε ότι κάθε
εφτά χρόνια, ο εκάστοτε λόρδος Ντε Γ ουίντερ μεταμορφώνεται σε
τέρας ή ότι σε κάθε γενιά ένας Ντε Γ ουίντερ γεννιέται τέρας. Αλλά
η εκδοχή της δεσποινίδας Μπένετ είναι η πιο διαδεδομένη».
«Το αποκαλούν Τέρας του Κρέιντον Τορ», συνέχισε ο Ριντ. «Μου
είπαν την ιστορία όταν αγόρασα το Γουίντερσετ. Υποτίθεται ότι ζει
στο δάσος που περιβάλλει το λόφο».
«Όλα αυτά είναι κουταμάρες», είπε η Άννα. «Είναι κάτι σαν τον
μπαμπούλα που χρησιμοποιούν για να φοβερίζουν τα παιδιά».
«Μα το έχουν δει!» διαμαρτυρήθηκε η κυρία Μπάροουζ. «Κι όχι
μόνο μία φορά! Το διάβασα σ’ ένα βιβλίο που μου δάνεισε ο δόκτωρ
Φέλτον».
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 91
ναι και ένα άλλο θεματάκι που με προβληματίζει. Πώς μια τόσο γο
ητευτική και αξιαγάπητη γυναίκα είναι ακόμα ανύπαντρη; Τι συνέβη
ανάμεσά σας πριν από τρία χρόνια, Ριντ; Την πλήγωσες;»
«Εγώ; Γιατί βγάζεις το συμπέρασμα ότι την πλήγωσα εγώ;»
«Δηλαδή θέλεις να μου πεις ότι έγινε το αντίθετο;»
«Της ζήτησα να παντρευτούμε. Αρνήθηκε».
Η Κύρια ξαφνιάστηκε. «Εννοείς ότι σε απέρριψε;»
Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Ριντ. «Με κο
λακεύεις που το θεωρείς τόσο απίθανο».
«Μα είναι! Όλοι ξέρουμε πόσες γυναίκες σε κυνηγάνε. Ένας μό
νο εργένης είναι πιο περιζήτητος από σένα: ο Θίο... Κι αυτό επειδή
μια μέρα θα γίνει δούκας». Σταμάτησε για λίγο και φάνηκε σκεφτι
κή. «Εκτός, φυσικά, αν είχε ήδη δώσει σε άλλον την καρδιά της...»
Ο Ριντ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν έχω ιδέα τι συνέβη. Όσο
αλαζονικό κι αν ακούγεται, ήμουν σίγουρος ότι θα δεχόταν την
πρότασή μου. Νόμιζα ότι... Η αλήθεια είναι πως δε γνωριζόμασταν
πολύ καιρό, όμως από τη στιγμή που συναντηθήκαμε υπήρξε... μια
ιδιαίτερη έλξη ανάμεσά μας. Δεν μπορώ να το εξηγήσω».
Η Κύρια χαμογέλασε και κοίταξε τον Ρέιφ. «Ξέρω τι εννοείς».
Χαμογέλασε και ο Ριντ. «Ναι, σίγουρα ξέρεις. Αλλά προφανώς
δεν ήταν αμοιβαίο. Νόμιζα πως της είχα ξεκαθαρίσει τα αισθήματά
μου. Και μου φαινόταν πως με ενθάρρυνε. Βλεπόμαστε συχνά, πη
γαίναμε μαζί για ιππασία, οργάνωνα συγκεντρώσεις μόνο και μόνο
για να μου δοθεί η ευκαιρία να χορέψω μαζί της».
«Πω, πω! Σου έκανε μάγια, δηλαδή!» τον πείραξε η Κύρια.
«Ναι. Την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που την είδα.
Όπως όταν γνώρισε ο μπαμπάς τη μαμά».
«Και τι έγινε;»
«Δεν ξέρω». Ο Ριντ κούνησε το κεφάλι, στο πρόσωπό του εμ
φανίστηκε η έκφραση του αγιάτρευτου πόνου. «Ήταν άρρωστη και
είχα να τη δω μέρες. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πιστεύω ότι δεν
ήταν στ’ αλήθεια άρρωστη τόσο καιρό, αλλά απλώς ήθελε να με
αποφύγει. Φυσικά, τότε δεν υποψιάστηκα τίποτα. Όταν συναντηθή
καμε ήταν τόσο χλομή, που έμοιαζε πράγματι άρρωστη. Στην αρχή
σκέφτηκα να περιμένω λίγο να συνέλθει και να της κάνω την πρό
ταση μετά. Αλλά δεν άντεξα. Μόλις λοιπόν της έθιξα το θέμα, έγινε
96 Candace C amp
και άλλωστε, ό,τι κι αν συνέβαινε στην Άννα, δεν ήταν δική μου
δουλειά. Ήμουν σίγουρος πως δε θα καλωσόριζε τη βοήθειά μου.
Αλλά μου ήταν αδύνατον να καθίσω με σταυρωμένα χέρια. Έπρεπε
να διαπιστώσω με τα ίδια μου τα μάτια αν κινδύνευε. Και, αν μπο
ρούσα, να τη βοηθήσω». Κοίταξε την αδερφή του νιώθοντας άβολα.
«Θα έχετε κάθε δίκιο να πιστέψετε ότι τα έχω χαμένα».
«Γιατί τα έχεις χαμένα; Επειδή βλέπεις κι εσύ οράματα κι όνει
ρα όπως όλοι οι Μόρλαντ;» τον ρώτησε ανάλαφρα η Κύρια. «Εγώ
είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα σ ’ έκρινε επειδή έκανες κάτι
βασισμένος σ’ ένα όνειρο ή σ’ ένα προαίσθημα. Ξέχασες τι έγινε με
τη λειψανοθήκη;» wWw.GreekLeech.info
Η σκέψη της γύρισε δυο χρόνια πίσω, όταν στον κήπο του σπι
τιού τους σκοτώθηκε ένας άνθρωπος που μετέφερε μια λειψανοθή
κη, γεγονός που έθεσε σε κίνηση μια σειρά από αλλόκοτα γεγονότα
τα οποία έφεραν στη ζωή της Κύρια την αγάπη, αλλά ταυτόχρονα
την έθεσαν σε θανάσιμο κίνδυνο. Θυμόταν πολύ καλά πόσο έντονα
ένιωθε ότι συνδεόταν μ’ αυτή τη λειψανοθήκη και με το μεγάλο
μαύρο διαμάντι που την κοσμούσε, όπως θυμόταν επίσης τα ορά
ματα και τα όνειρα που άρχισε να βλέπει από τη στιγμή που την
κράτησε στα χέρια της.
«Ή μήπως ξεχνάς τι συνέβη στην Ολίβια και τον Στίβεν;» πρό-
σθεσε ο Ρέιφ, αναφερόμενος στην αδερφή τους και στον άντρα που
παντρεύτηκε, το λόρδο Σεντ Λέτζερ. Ο Στίβεν ήταν ο καλύτερος φί
λος του Ρέιφ, κι υπήρξε μάρτυρας της εξωπραγματικής περιπέτειάς
τους. «Έβλεπαν τα ίδια όνειρα... ένα ερωτευμένο ζευγάρι από την
εποχή του Μεσαίωνα επικοινωνούσε μαζί τους...»
«Ίσως η γιαγιά να είχε δίκιο», είπε η Κύρια στον Ριντ. «Ίσως
να έχει πράγματι ένα ιδιαίτερο... χάρισμα η οικογένειά μας. Να μας
wWw.GreekLeech.info
διακρίνει πράγματι μια... ευαισθησία».
Ο Ριντ έκανε μια αστεία γκριμάτσα. «Δυσκολεύομαι λιγάκι να
πιστέψω ότι η γιαγιά είχε την όποια ευαισθησία. Έχω την εντύπωση
πως τα δικά της “οράματα” σκόπευαν κυρίως να τραβούν την προ
σοχή των άλλων επάνω της».
wWw.GreekLeech.info
Η Κύρια γέλασε. «Ίσως. Αλλά ξέρω καλά τι συνέβη σ ’ εμένα, και
δεν αμφισβητώ ότι λειτούργησαν δυνάμεις που δεν είμαι σε θέση
να εξηγήσω ή να κατανοήσω. Όταν συμβαίνουν τέτοια πράγματα,
98 C andace C am p
«Το πιο πιθανό είναι ότι η υπηρέτρια δέχτηκε επίθεση από κανο
νικό ζώο», είπε η Κύρια.
«Αλλά τι ζώο;» ρώτησε ο Ρέιφ. «Εκεί είναι το πρόβλημα. Δεν
έχω ακούσει να ζουν άγρια αιλουροειδή ή αρκούδες στην Αγγλία».
«Όχι, αλλά μπορεί να ήταν κάποιο λυσσασμένο σκυλί».
«Αυτό που μου κάνει εμένα μεγαλύτερη εντύπωση», είπε η Κύ
ρια, «είναι ότι μοιάζει με τους φόνους που έγιναν πριν από πενήντα
χρόνια».
«Αν μοιάζει», τόνισε ο Ρέιφ. «Έχουμε ελάχιστες πληροφορίες
τόσο για τους αρχικούς φόνους όσο και για το πτώμα που βρέθηκε
τώρα».
«Πρέπει λοιπόν να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτόν το θάνατο
και για τις δολοφονίες που έγιναν πριν πενήντα χρόνια», είπε απο
φασιστικά η Κύρια.
«Εμείς;» απόρησε ο Ριντ. «Εγώ ήμουν έτοιμος να προτείνω να
πάρεις εσύ και ο Ρέιφ τους δίδυμους, την Έμιλι και τη δεσποινίδα
Φάρινγκτον και να γυρίσετε στο Λονδίνο».
«Μας πετάς έξω;» τον ρώτησε η αδερφή του, παριστάνοντας τη
θιγμένη.
Ο Ριντ μόρφασε. «Κάθε άλλο. Αλλά αν έγινε ένας φόνος, νομίζω
πως δεν είναι τόπος να μένουν μικρά παιδιά και μια καλομαθημένη
κοπέλα. Και κάποιος πρέπει να τους συνοδέψει πίσω».
Η Κύρια πήγε να πει κάτι, αλλά σταμάτησε και αναστέναξε. «Ναι,
δεν έχεις άδικο. Όταν έχεις μικρό παιδί, τα πράγματα είναι διαφορε
τικά. Όμως δε βλέπω πώς μπορεί να επηρεάσει εμάς ο θάνατος μιας
γυναίκας, ακόμα κι αν πρόκειται για φόνο. Οπωσδήποτε αφορά τους
ντόπιους και κάτι που συνέβη πριν ακόμα έρθουμε εμείς».
«Χμ... Μπορεί να εμπλέκεται αυτός ο τύπος που έλεγε η δεσποι
νίς Χόλκομ ότι μάλλον το έσκασε μαζί του η κοπέλα», συμφώνησε
ο Ρέιφ.
«Ίσως. Αλλά νομίζω πως θα συμφωνήσετε ότι οι έρευνες των
μοχθηρών πράξεων έχουν την τάση να ξεφεύγουν από τον έλεγχο»,
είπε ο Ριντ.
«Δε σκοπεύω να βγω έξω και να αρχίσω τις έρευνες», διαμαρτυ-
ρήθηκε η Κύρια. «Είμαι μητέρα τώρα. Δε θα ρισκάρω τη ζωή ή το
μέλλον της κόρης μου. Ούτε των αγοριών και της φίλης μου. Κι αφού
100 C andace C am p
ώμους της γυναίκας του και την κρατούσε σφιχτά στο πλευρό του,
έγειρε και έτριψε τη μύτη του στα μαλλιά της. «Γιατί έχω την αί
σθηση ότι προσπάθησες να κατευθύνεις έτσι τον Ριντ ώστε να πάει
αύριο το πρωί να δει τη δεσποινίδα Χόλκομ;»
Η Κύρια χαμογέλασε και στράφηκε για να τον φιλήσει στο μά
γουλο. «Ίσως επειδή αυτό ακριβώς έκανα».
«Και ποιος είναι ο λόγος που θέλεις τόσο πολύ να συναντήσει
ο καημένος ο αδερφός σου τη γυναίκα που του ράγισε την καρδιά
πριν από τρία χρόνια;»
«Ο αδερφός μου είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, αλλά έχει την
κακή συνήθεια να ακούει μόνο το μυαλό του, και όχι την καρδιά
του. Η Άννα αρνήθηκε να τον παντρευτεί κι εκείνος το δέχτηκε
επειδή αυτό όριζε η λογική. Αλλά προφανώς η καρδιά του έχει δια
φορετική γνώμη. Δεν ξέρω αν η δεσποινίς Χόλκομ κινδυνεύει ή όχι,
όμως ξέρω ότι την είδε στο όνειρό του, κι ότι μόλις πίστεψε πως έχει
πρόβλημα, άκουσε το ένστικτό του κι ήρθε να τη σώσει. Και τώρα
του μιλάει η καρδιά του και πρέπει να την ακούσει».
«Κι αν τον απορρίψει πάλι; Αν εξακολουθεί να μην τον θέλει;»
Η Κύρια έριξε στον άντρα της μια λοξή ματιά. «Κάποια στιγμή
απόψε κοίταξα ένα γύρο στην αίθουσα και δεν είδα πουθενά ούτε
τον Ριντ ούτε την Άννα. Άίγα λεπτά αργότερα, εκείνη επέστρεψε
στην αίθουσα από τη βεράντα με τα μάγουλα ξαναμμένα και τα μά
τια να σπιθίζουν. Έμοιαζε σαν να είχε γλιτώσει μόλις την τελευταία
στιγμή από μια βουτιά στο κενό. Δεν ξέρω γιατί τον απέρριψε πριν
από τρία χρόνια, βάζω όμως το χέρι μου στη φωτιά ότι δεν το έκανε
επειδή δεν τον ήθελε». Χαμογέλασε πονηρά στον Ρέιφ. «Ίσως λοι
πόν να πρέπει να τους φέρουμε κοντά, ώστε να συνειδητοποιήσουν
ότι ανήκουν ο ένας στον άλλον». Το χαμόγελό της πλάτυνε ακόμα
περισσότερο. «Άλλωστε αυτό δεν έγινε και μ’ εμάς;»
Και μ’ ένα ανάλαφρο γέλιο, ξέφυγε από την αγκαλιά του κι άρχι
σε να ανεβαίνει τρέχοντας τα υπόλοιπα σκαλιά. Ο Ρέιφ την ακολού
θησε, ανεβαίνοντάς τα δυο δυο.
7
μα κι αν είχαμε ψάξει στο σωστό μέρος και την είχαμε βρει, πάλι δε
θα μπορούσαμε να τη βοηθήσουμε».
Η Άννα στράφηκε στο γιατρό. «Έτσι είναι; Δεν παύω να σκέ
φτομαι ότι μπορεί να έπεσε, να χτύπησε και να έμεινε αβοήθητη...»
«Όχι, δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Ο σερ Κρίστοφερ έχει δίκιο. Δε
θα μπορούσατε να κάνετε κάτι. Ήταν νεκρή πριν αρχίσετε να την
ψάχνετε. Και δεν ήταν ατύχημα. Τη δολοφόνησαν».
«Ω!» Μέσα της, η Άννα ήξερε ότι αυτό ήταν το πιθανότερο, αλ
λά τα λόγια του γιατρού έπεσαν πάνω της σαν γροθιά. Φόνοι γίνο
νταν στο Άονδίνο και σε άλλα μακρινά μέρη... όχι εκεί, όχι κοντά
στο σπίτι τους. Και δε δολοφονούνταν γνωστοί τους. Η Άννα ήταν
μόλις είκοσι δύο χρονών όταν πήγε η Εστέλ να δουλέψει στο σπίτι
τους. Την έβλεπε κάθε μέρα, μιλούσαν συχνά, της έδινε φάρμακα
για τον πονόδοντο και το συνάχι. Θυμήθηκε πάλι εκείνη τη μέρα,
όταν την είχε δει κοντά στα μαγειρεία, στο διάδρομο που βρίσκο
νταν οι κοιτώνες του προσωπικού, το χαμόγελο που είχε χρωματίσει
το αυθάδικο πρόσωπό της όταν την κάλυψε στην οικονόμο. «Το
ήξερα», είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν. «Την είδα νωρίς ένα
πρωί και κατάλαβα ότι μόλις είχε μπει, κι ότι έλειπε όλο το βράδυ.
Αλλά δεν το είπα στη κυρία Μάικλς, επειδή θα έμπλεκε άσχημα.
Αν την είχα ενημερώσει, μπορεί η οικονόμος μας να την είχε στο
νου της και να μην την άφηνε να ξαναβγεί... Έτσι, τώρα θα ήταν
ζωντανή».
«Ή μπορεί να την είχε διώξει αμέσως λόγω ανήθικης συμπερι
φοράς», της επισήμανε ο Κιτ. «Οπότε μάλλον θα είχε την ίδια κα
τάληξη».
«Ίσως και να έχεις δίκιο», συμφώνησε η Άννα. «Παρ’ όλα αυτά,
νιώθω... υπεύθυνη».
«Μην έχετε τύψεις», επέμεινε ο γιατρός. «Δε θα μπορούσατε να
το αποτρέψετε».
Την ίδια στιγμή, εμφανίστηκε αθόρυβα ο μπάτλερ στην πόρτα.
«Είναι εδώ ο λόρδος Μόρλαντ, σερ Κρίστοφερ», ανακοίνωσε. «Να
του πω να περάσει;»
«Μα, ναι, φυσικά», αποκρίθηκε ο Κιτ.
Η Άννα ένιωσε τον κόμπο στο στομάχι της να τη σφίγγει περισ
σότερο. Μόνο τον Ριντ δεν ήθελε να δει τώρα. Αρκετά ταραγμένη
104 C andace C am p
wWw.GreekLeech.info
θύματα εκείνων των φόνων. Μου κληροδότησε τις σημειώσεις του
όταν πέθανε, πριν από λίγα χρόνια». Ανασήκωσε τους ώμους σαν
να ντρεπόταν λίγο. «Η αλήθεια είναι πως από μικρό παιδί με γοή
τευε το Τέρας του Κρέιντον Top. Τότε βέβαια πίστευα ολόψυχα ότι
υπήρχε ένα μαγικό τέρας, μισό άνθρωπος μισό ζώο, καταδικασμένο
να ζει μ’ αυτή τη μορφή αιώνια επειδή το καταράστηκε μια εκδικη
τική μάγισσα. Φυσικά οι φόνοι ήταν κομμάτι του συγκεκριμένου
θρύλου. Συνέλεξα όσες αναφορές βρήκα για το Τέρας, και πριν από
μερικά χρόνια μια ηλικιωμένη ασθενής μου ήρθε και μου έδωσε ένα
κουτί με σχετικά αποκόμματα εφημερίδων που είχε συγκεντρώσει».
«Κατάλαβα. Δηλαδή θα λέγαμε ότι διαθέτετε μεγάλη συλλογή
πληροφοριών επ’ αυτού;»
«Ναι».
wWw.GreekLeech.info
Ο Ριντ τον κοίταξε σκεφτικός. «Θα μ’ ενδιέφερε πολύ να ρίξω
μια ματιά σ’ αυτά τα άρθρα και στις αναφορές».
Ο γιατρός έδειξε να ξαφνιάζεται, όμως απάντησε ευγενικά: «Εί
στε ευπρόσδεκτος να έρθετε όποτε επιθυμείτε».
«Σας ευχαριστώ. Θα δεχτώ την πρότασή σας. Με την αδερφή
μου και το γαμπρό/ μου συζητούσαμε πολλή ώρα για τους φόνους
to βράδυ, αφότου έφυγαν όλοι».
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 107
θέλω κι εγώ να μάθω τι συνέβη τότε. Από μικρή άκουγα γι’ αυτούς
τους φόνους, αλλά ικανοποιητικές εξηγήσεις δεν είχε κανείς να μου
δώσει».
«Ο ένοχος δε βρέθηκε ποτέ, σωστά;» ρώτησε ο Κιτ.
«Σωστά. Όταν σκοτώθηκε η υπηρέτρια, υπέθεσαν ότι το είχε
κάνει ο αρραβωνιαστικός της. Τον συνέλαβαν, όμως ήταν κάπελας
στην ταβέρνα και υπήρχαν πολλοί μάρτυρες που κατέθεσαν ότι βρι
σκόταν εκεί μέχρι που έκλεισε το μαγαζί. Έπειτα, το δεύτερο θύμα
σκοτώθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ενόσω ο αρραβωνιαστικός
της κοπέλας ήταν ακόμα στο κρατητήριο, κι έτσι τον άφησαν ελεύ
θερο. Δεν μπόρεσαν να βρουν καμιά σχέση ανάμεσα στα δύο θύμα
τα, δεν είχαν μάρτυρες, δεν είχαν αποδείξεις. Ποτέ δεν ανακάλυψαν
το δράστη, κι άλλοι φόνοι δεν έγιναν... μέχρι τώρα τουλάχιστον».
«Μα δεν μπορεί να είναι το ίδιο άτομο», είπε ο Κιτ.
«Έχετε δίκιο. Βέβαια ο δολοφόνος ίσως να είναι ακόμα στη ζωή,
αν τότε ήταν πολύ νέος, όμως σήμερα θα είναι γέρος, το λιγότερο
εβδομήντα χρονών, όπως υπολογίζω. Πώς βρήκε τη δύναμη να βά
λει κάτω μια νεαρή κοπέλα;» είπε ο γιατρός.
«Προφανώς ο τωρινός δολοφόνος μιμείται τον παλιό», συμπέ-
ρανε ο Ριντ. «Δε συμφωνείτε; Μάλλον κάποιος προσπαθεί να μας
κάνει όλους να πιστέψουμε ότι ο ένοχος είναι το Τέρας».
«Μου φαίνεται το πιο λογικό», παραδέχτηκε ο γιατρός.
«Όμως αυτό δε μας λέει τίποτα διαφωτιστικό για το δράστη»,
τόνισε ο Κιτ. «Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι είχε ακούσει για τους
αρχικούς φόνους, κάτι που ισχύει για όλους τους ντόπιους».
«Διόλου απίθανο να ευθύνεται ο άντρας με τον οποίο σχετιζόταν
η Εστέλ», σχολίασε η Άννα. «Το είπε προηγουμένως και ο αδερφός
μου».
«Κι αυτό έχει λογική», συμφώνησε ο Ριντ. «Ίσως να τσακώθη
καν. Τη σκότωσε και μετά προσπάθησε να καλυφθεί, κάνοντας στο
σώμα της σημάδια όμοια με νυχιές ζώου».
«Όμως είναι λίγο απίθανο να κουβαλούσε στο ραντεβού κάποιο
εργαλείο κηπουρικής ή οτιδήποτε άλλο χρησιμοποίησε», επισήμανε
η Άννα.
«Σωστά», συμφώνησε ο Ριντ. «Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ήταν
προμελέτη μένο».
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 109
λιά μου, δε μου έδωσες την εντύπωση ότι πιστεύεις πως δεν έχουμε
τίποτα εμείς οι δύο». Μ ’ αυτά τα λόγια, έκανε μεταβολή και βγήκε.
Η Άννα βυθίστηκε στην πολυθρόνα της. Ξαφνικά τα πόδια της
έτρεμαν τόσο πολύ, που δεν την κρατούσαν. Έδεσε τα χέρια στην
ποδιά της και βάλθηκε να τα κοιτάζει. Ντρεπόταν στην ανάμνηση
της ευκολίας με την οποία είχε παραδοθεί στο πάθος το προηγούμε
νο βράδυ. Δίχως άλλο, ο Ριντ θα είχε κάθε δίκιο αν σκεφτόταν πως
ήταν επιπόλαιη και χαλαρών ηθών. Γιατί από τη μια ισχυριζόταν
πως δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτόν, ενώ από την άλλη έλιωνε με τα
φιλιά του.
Καθόταν ακόμα στην ίδια θέση, όταν ο Κιτ επέστρεψε στο κα
θιστικό. «Είδα το λόρδο Μόρλαντ να φεύγει», άρχισε να λέει χα
ρούμενος, αλλά η φωνή του έσβησε μόλις είδε τη στάση της αδερ
φής του. «Ω Άννα...»Έτρεξε γρήγορα μέσα και γονάτισε δίπλα της.
«Μην ανησυχείς. Ξέρω τι σκέφτηκες όταν ο δόκτωρ Φέλτον μίλησε
για τις νυχιές, όμως είμαι σίγουρος ότι κάνεις λάθος».
«Κάνω;» Η Άννα κοίταξε τον Κιτ κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα
της προς το παράθυρο του σαλονιού, απ’ όπου φαινόταν μακριά
το βραχώδες ύψωμα του Κρέιντον Top. «Δεν μπορεί να έχει κάνει
τέτοιο πράγμα. Δε γίνεται».
«Και βέβαια όχι».
«Αλλά αν ήξερε κανείς...»
«Κανείς δεν ξέρει και κανείς δε θα μάθει». Έπιασε το χέρι της
αδερφής του και το έσφιξε καθησυχαστικά.
«Φαντάζομαι ότι έχεις δίκιο», του είπε εκείνη.
«Και βέβαια έχω δίκιο. Υποσχέσου μου λοιπόν ότι θα σταματή
σεις να σκέφτεσαι αυτόν το φόνο».
Η Άννα κατάφερε να του χαμογελάσει. «Εντάξει, σου το υπό
σχομαι».
Παρ’ όλα αυτά, δεν πήρε το βλέμμα της από το παράθυρο. Κι αν
δεν είχαν δίκιο;
8
της. Η προοπτική ότι ο Ριντ θα έμενε εκεί την είχε αναστατώσει τό
σο, που βυθισμένη καθώς ήταν στις σκέψεις της, δεν αντιλήφθηκε
ότι η Κύρια την παρατηρούσε επίμονα.
Ευτυχώς, έστω και μουδιασμένα, έδωσε στον αμαξά τις απαραί
τητες οδηγίες ώστε να κατευθυνθούν προς το σπίτι όπου έμενε η
οικογένεια της Εστέλ. Ευτυχώς, η Κύρια δεν ήταν πολύ ομιλητική
στη διαδρομή, ειδάλλως η Αννα θα δυσκολευόταν πραγματικά να
παρακολουθήσει τη συζήτηση.
Φτάνοντας στο σπίτι τωνΈικινς, έβγαλε για λίγο τον Ριντ από το
μυαλό της και μπήκε μέσα για να μιλήσει με τους γονείς που πεν
θούσαν. Συζήτησαν αρκετή ώρα με τη μητέρα της Εστέλ, της εξέ-
φρασαν τη θλίψη τους και την άκουσαν να εξηγεί πόσο καλό κορίτσι
ήταν η κόρη της. Όταν η Άννα τη ρώτησε αν γνώριζε τον άντρα τον
οποίο συναντούσε η Εστέλ, η κυρία Έικινς θύμωσε.
«Δεν ήταν έτσι όπως τη χαρακτηρίζει η κυρία Μάικλς. Η Εστέλ
μου δε συναντιόταν με κανέναν άντρα... Δε με ενδιαφέρει τι λέει
εκείνη. Το παιδί μου ποτέ δε θα το έσκαγε τις νύχτες για να βρεθεί
με κάποιον άντρα».
Η Άννα έγνεψε καταφατικά και ψιθύρισε μερικά λόγια παρηγο
ριάς. Ήταν φανερό ότι δε θα έπαιρνε ούτε από εκεί τις πληροφορίες
που ζητούσε. Όταν όμως η επίσκεψή τους τελείωσε κι έβγαιναν από
την αγροικία, τις πλησίασε η μεγαλύτερη αδερφή της Εστέλ.
«Δεσποινίς;» είπε.
Η Άννα στράφηκε, η κοπέλα βγήκε κι έκλεισε την πόρτα πίσω
της.
«Ήθελα να σας μιλήσω... Σας άκουσα που ρωτούσατε τη μητέρα
μου γι’ αυτό τον άντρα...»
«Ναι;»
«Μπορεί να τη σκότωσε αυτός;»
«Ίσως».
Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. «Αφήστε τη μαμά να λέει... Η
αδερφή μου όντως συναντούσε κάποιον. Μου το είχε πει η ίδια».
«Ανέφερε τίποτε άλλο; Το όνομά του; Πώς μοιάζει εξωτερικά;»
Αυτή τη φορά η κοπέλα έγνεψε αρνητικά. «Δεν ξέρω πολλά. Μου
είχε πει μόνο ότι θα της άλλαζε τη ζωή. Ότι δε θα καθάριζε σπίτια για
πάντα. Αλλά δε μου έλεγε πώς τον λένε, όσο κι αν επέμενα».
120 C andace Cam p
Η Άννα της έθεσε μερικές ακόμα ερωτήσεις, αλλά δεν έμαθε τί
ποτα περισσότερο. Η κοπέλα ξαναμπήκε στο σπίτι κι η Άννα με την
Κύρια επέστρεψαν στην άμαξα.
«Τελικά τηρούσε μεγάλη μυστικότητα σχετικά μ’ αυτό τον ά
ντρα», σχολίασε η Κύρια.
«Ναι. Είπε στην καμαριέρα μου πως ήταν “τζέντλεμαν”, αν και
δεν ξέρω τι σήμαινε αυτό για την Εστέλ. Αρνήθηκε να αποκαλύψει
το όνομά του ακόμα και στην Πένι, που νομίζω ότι ήταν η καλύτερή
της φίλη. Μπορεί ο άντρας αυτός να μην είναι καν από το Άόουερ
Φένλι. Ίσως να ερχόταν με το άλογό του από κάποιο άλλο χωριό».
«Μα αν δεν είναι από εδώ, τότε γιατί το κρατούσε μυστικό η
Εστέλ; Το πιθανότερο είναι ότι τον προστάτευε επειδή τον γνώριζαν
η οικογένειά της ή οι φίλοι της», αντέτεινε η Κύρια.
Η Άννα την κοίταξε. «Έχω ανατριχιάσει. Αν είναι πραγματικά
αυτός ο άντρας ο δολοφόνος της; Αν είναι κάποιος που ξέρουμε;»
Καθώς ανέβαιναν στην άμαξα, κοίταξε στο βάθος του δρόμου. Ένας
καβαλάρης κατευθυνόταν προς το μέρος τους. Η καρδιά της φτε
ρούγισε.
«Ριντ!» φώναξε η Κύρια.
Εκείνος τράβηξε για λίγο τα γκέμια και μετά ώθησε το άλογό
του να τρέξει μπροστά, ώσπου σταμάτησε δίπλα στην άμαξα. «Κυ
ρίες μου». Έβγαλε το καπέλο του και το βλέμμα του έπεσε αμέσως
στην Άννα. Η έκφρασή του δεν άφηνε να φανεί τίποτα.
«Ήρθες κι εσύ για να συλλυπηθείς την οικογένεια;» τον ρώτησε
η Κύρια. «Δε μου είχες πει ότι θα ερχόσουν».
«Ούτε κι εγώ ήξερα ότι θα ερχόσουν», της απάντησε.
«Δεν το είχα κανονίσει. Απλώς πέτυχα την Άννα τη στιγμή που
έφευγε από το σπίτι της για εδώ, κι έτσι ήρθα μαζί της».
«Περιμένετέ με», τους είπε ο Ριντ. «Έρχομαι αμέσως. Θέλω να
σας πω κάτι». Το βλέμμα του πήγε πάλι στην Άννα. Κατέβηκε από
το άλογό του κι έδωσε τα γκέμια στον αμαξά της αδερφής του, ο
οποίος κατέβηκε για να τα πιάσει.
Η Κύρια αναστέναξε. «Αυτός ο αδερφός μου! Όλο διαταγές θέ
λει να δίνει. Πολύ χειρότερος από τον Θίο, που είναι κι ο μεγαλύ
τερος. Έτσι μου ’ρχεται να πω στον Χένρι να δέσει το άλογο στο
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 121
ναι ή όχι αλήθεια, δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν πιστεύω πως έχουν κάποια
βάση αλήθειας τα όνειρα και... και τα οράματα. Δεν ξέρω αν διατρέ
χω κάποιον κίνδυνο ή όχι. Αλλά μια μέρα...» Δίστασε. Δεν είχε πει
σε κανέναν για τα οράματα που έβλεπε σ’ όλη τη ζωή της. Ακόμα
και μετά απ’ όσα της είχε αποκαλύψει ο Ριντ, ένιωθε το φτερούγισμα
του φόβου στη σκέψη ότι θα του εκμυστηρευόταν κάτι τόσο παρά
δοξο. Τέλος, το αποφάσισε. «Τη μέρα που γνώρισα τους δίδυμους
αδερφούς σου, όταν έκανα βόλτα στο δάσος, με πλημμύρισε ξαφ
νικά ένα συναίσθημα που δεν μπορώ να περιγράψω. Ένιωσα έναν
πόνο τόσο δυνατό, ένα φόβο τόσο έντονο, που νόμιζα ότι θα πεθά-
νω. Και κρύωνα... κρύωνα πολύ. Είδα με τα μάτια του μυαλού μου
το μέρος όπου βρισκόμουν, αλλά ήταν βράδυ... Κι αυτός ο πόνος...»
«Χριστέ μου, Άννα». Μηχανικά, ο Ριντ της έπιασε το χέρι. «Τι
ήταν;»
Τα δάχτυλά της τυλίχτηκαν γύρω από τα δικά του. «Δεν ξέρω.
Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Και σ’ ένα λεπτό μου είχε περάσει. Δεν
κατάλαβα τι σήμαινε. Όμως το ίδιο βράδυ, όταν έμαθα ότι η Εστέλ
ήταν άφαντη, σκέφτηκα αμέσως αυτό που είχα νιώσει στο δάσος,
και για κάποιο λόγο τα συνέδεσα». Καθώς έκανε μια παύση για να
οργανώσει τις σκέψεις της, κοίταξε χαμηλά και τότε συνειδητοποί
ησε ότι ο Ριντ της κρατούσε το χέρι. Το τράβηξε βιαστικά και κοκ
κίνισε. Ο Ριντ της έριξε μια ματιά, αλλά δεν το σχολίασε.
«Δεν έχω κανένα λόγο να συνδέω αυτά τα γεγονότα», συνέχισε
η Άννα πιο συγκρατημένα. «Το πτώμα βρέθηκε πολύ μακριά από
εκείνο το σημείο. Η στιγμή που ένιωσα το παράξενο συναίσθημα
δε συμπίπτει με τη στιγμή που τη βρήκαν... πιστεύω ούτε και με τη
στιγμή που τη σκότωσαν. Προφανώς η Εστέλ δολοφονήθηκε την
προηγούμενη νύχτα, όταν εξαφανίστηκε. Αν η αίσθηση που είχα σή
μαινε πραγματικά κάτι, ίσως να αφορούσε το σκυλί που βρήκαν οι
δίδυμοι και αυτό που του είχε συμβεί. Ο λόγος όμως που έβαλα τους
υπηρέτες να ψάξουν ήταν αυτή ακριβώς η τρομακτική αίσθηση. Κά
τι μου έλεγε ότι η Εστέλ δεν το είχε απλώς σκάσει με το φίλο της».
«Και είχες δίκιο».
«Μάλλον. Δεν ήξερα ότι αυτό σήμαινε το... το προαίσθημα. Κι
ακόμα δεν ξέρω. Αλλά... ούτε και μπορούσα να το παραβλέψω. Όπως
είπες κι εσύ, πίστεψα πως ήταν ένα σημάδι».
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 125
wWw.GreekLeech.info
ούτε το μέρος κατάλληλα για τέτοιες συζητήσεις».
Ξεκίνησε να κατεβαίνει τη σκάλα, αλλά η Άννα έκανε μεταβολή
κι έτρεξε πίσω του. Στο χολ του κάτω ορόφου, τον άρπαξε από το
μπράτσο, τον τράβηξε προς το καθιστικό και μόλις μπήκαν μέσα
έκλεισε την πόρτα.
«Εντάξει, λοιπόν», του είπε, αντιμετωπίζοντάς τον καταπρόσω
πο. «Ας το συζητήσουμε εδώ. Είσαι... ερωτευμένος με τη δεσποινί
δα Φάρινγκτον;» wWw.GreekLeech.info
«Όχι... Ίσως... Δεν ξέρω», είπε ο Κιτ, με μια χειρονομία αγα
νάκτησης. «Μου αρέσει. Με ευχαριστεί να είμαι κοντά της. Τόσο
παράξενο είναι να θέλω να περάσω λίγο χρόνο με μια γοητευτική
κοπέλα;»
«Όχι, δεν είναι παράξενο», είπε η Άννα με κατανόηση και πήγε
κοντά του. «Είναι ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να κάνεις».
«Και συγχρόνως ακριβώς αυτό που δεν μπορώ να κάνω!» πέταξε
αγριεμένος εκείνος και απομακρύνθηκε. «Αες να μην ξέρω ότι είναι
αδύνατον;»
«Ω Κιτ...» Τα μάτια της βούρκωσαν. «Συγνώμη. Δεν έπρεπε να
σε ανακρίνω έτσι... Δε θέλω να σου κάνω κουμάντο. Δεν είμαι δε-
wWw.GreekLeech.info
σμοφύλακάς σου. Είναι που... δε θέλω να πληγωθείς», κατέληξε με
φωνή σαν ψίθυρο.
«Όπως πληγώθηκες εσύ;» τη ρώτησε ο αδερφός της, πλησιάζο-
ντάς την.
Η Άννα μαρμάρωσε. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Έλα τώρα, Άννα. Δεν είμαι χαζός. Δεν έχει νόημα να υποκρίνε
σαι σ’ εμένα. Σε γνωρίζω είκοσι τέσσερα χρόνια, το ξέχασες; Μπορεί
να μην ήμουν εδώ όταν έγινε, αλλά δε σημαίνει πως δεν το κατάλα
βα. Σας είδα πώς χορεύατε στη βεγγέρα, όπως και πρόσεξα πώς τον
απέφευγες όλη την υπόλοιπη βραδιά».
128 Candace C amp
φαρε την επομένη στη δουλειά επειδή θα είχε πονοκέφαλο και μάτια
πρησμένα και κόκκινα σαν ντομάτες.
Καθώς κατέβαινε από το γεφυράκι τρέκλισε και πιάστηκε από την
κουπαστή. Χαχάνιζε μόνος του με την κατάστασή του. Ίσως τελικά να
μην είχε φύγει αρκετά νωρίς. Έπιασε πάλι να σφυρίζει και προχώρησε
προς τη συστάδα των δέντρων που ξεκινούσε μετά τη γέφυρα. Κα
θώς έμπαινε ανάμεσα στα δέντρα, άκουσε ένα θόρυβο και γύρισε να
κοιτάξει πίσω του. Δεν έβλεπε τίποτα μέσα στο σκοτάδι, που γινόταν
ακόμα πιο βαθύ από τις φυλλωσιές των δέντρων που απλώνονταν
από πάνω του. Το φεγγάρι δεν ήταν πια γεμάτο, όπως την άλλη φορά,
τότε που η Εστέλ Έικινς συναντήθηκε με το Χάρο.
Ένα ρίγος τον διαπέρασε μόλις τη σκέφτηκε. Δεν τη γνώριζε, αλ
λά λυπόταν που είχε φύγει τόσο άδικα κι άσπλαχνα από τη ζωή. Είχε
ακούσει πως ήταν το Τέρας, που επέστρεψε ύστερα από όλα αυτά τα
χρόνια, διψασμένο για αίμα. Φυσικά έλεγε μέσα του πως ο ίδιος δεν
κινδύνευε. Αυτός ήταν ένας γερός και ρωμαλέος αγρότης, που μπορού
σε να προστατέψει τον εαυτό του μια χαρά. Όμως... θα ένιωθε μεγάλη
ανακούφιση μόλις διέσχιζε τη συστάδα των δέντρων κι έφτανε στο
σπίτι του. Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση... ούτε κανένα ττυκνό δάσος.
Ένας κρότος ακούστηκε πίσω του. Τη στιγμή που στρεφόταν για να
δει τι ήταν, κάποιος τον χτύπησε από πίσω και τον έριξε στο έδαφος.
Πέφτοντας τρόμαξε, του κόπηκε η ανάσα. Καθώς αγωνιζόταν να ρου-
φήξει αέρα, κάτι σκληρό χτύπησε το κρανίο του, μια έκρηξη αφόρητου
πόνου έγινε μέσα στο κεφάλι του.
9
κριά, ένα βουητό δυνάμωνε στο κεφάλι της. Φοβήθηκε ότι θα λι
ποθυμούσε, κι έτσι πήγε στον μεγάλο βράχο που έστεκε στην αρχή
του μονοπατιού, κάτω από ένα δέντρο. Αλλά προτού φτάσει, την
wWw.GreekLeech.info
πλημμύρισε ένα κύμα πόνου ανάμεικτου με φόβο. Σταμάτησε, έτοι
μη να διπλωθεί στα δύο.
«ΔεσποινίςΆννα!» Την επόμενη στιγμή, τα αγόρια βρέθηκαν δί
πλα της, την έπιασαν από τα μπράτσα και την οδήγησαν στο βράχο.
Μέσα στο μυαλό της ήταν νύχτα, έβλεπε το βράχο, αχνά όμως.
Διέκρινε τα δέντρα, άκουγε το θρόισμα των φύλλων. Ένιωθε σύγχυ
wWw.GreekLeech.info
ση, αλλά και το σφίξιμο του πανικού στο στήθος της. Και ξαφνικά
το έδαφος άρχισε να υψώνεται προς το μέρος της, κι εκείνη να πέ
φτει. Τότε πια ο τρόμος της γιγαντώθηκε.
«Το Τέρας», ψέλλισε.
«Τι;» Ο Κον έσκυψε από πάνω της. «Τι είπες;»
Η Άννα σήκωσε το κεφάλι. Το «όραμα» είχε διαλυθεί, ο πόνος
υποχωρούσε, αφήνοντάς τη να τρέμει σύγκορμη.
«Δεν είσαι καλά, Άννα; Τι έπαθες;» Έσκυψε και ο Άλεξ για να την
κοιτάξει στο πρόσωπο. «Μπορεί να γυρίσει ένας από τους δυο μας
στο σπίτι και να φωνάξει τον Ριντ ή τον Ρέιφ για να σε βοηθήσουν».
«Ε... δώστε μου ένα λεπτό. Νομίζω πως θα συνέλθω».
«Σίγουρα;» Ο Άλεξ ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε γύρω του.
Ξαφνικά σφίχτηκε ολόκληρος και έβγαλε μια πνιχτή κραυγή.
Ο Κον και η Άννα στράφηκαν προς το μέρος του και τον είδαν
να στέκεται σαν στήλη άλατος, κοιτώντας μπροστά του. Ακολούθη
σαν το βλέμμα του και είδαν έναν άντρα ξαπλωμένο στην άκρη του
μονοπατιού. Η Άννα κράτησε την ανάσα της, έκλεισε με το χέρι το
στόμα της. Ο Κον με τον Άλεξ άρχισαν να προχωρούν, η Άννα τους
φώναξε δυνατά.
wWw.GreekLeech.info
«Σταθείτε! Όχι, μη...» άρχισε να λέει, όμως τα αγόρια είχαν ήδη
απομακρυνθεί.
Πετάχτηκε αμέσως όρθια κι έτρεξε ξοπίσω τους. Αλλά όταν ε
κείνοι σταμάτησαν απότομα δίπλα στο πτώμα, η Άννα κόντεψε να
πέσει πάνω τους. Για μερικές στιγμές, έμειναν και οι τρεις να κοιτά
ζουν το πτώμα που κειτόταν μπροστά τους.
Ήταν ένας νεαρός άντρας πεσμένος ανάσκελα, με τα χέρια και
τα πόδια διάπλατα ανοιχτά. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν απλωμένα
132 C andace Camp
σαν βεντάλια ολόγυρα από το κεφάλι του, τα μάτια του ήταν ορθά
νοιχτα και κοιτούσαν άψυχα τη φυλλωσιά του δέντρου από πάνω
του. Το πουκάμισό του ήταν σκισμένο μπροστά και στα μανίκια,
αποκαλύπτοντας μακρόστενες γρατζουνιές. Παντού υπήρχε αίμα,
στα μαλλιά του, στην ανοιχτή πληγή στο λαιμό του, απ’ όπου είχε
χυθεί στο στέρνο και στους ώμους του, είχε τρέξει στο χώμα γύρω
του. Ήταν σκούρο και κολλώδες, λίμναζε σε κάποια σημεία. Ο αέ
ρας ήταν φορτωμένος με τη δριμεία μυρωδιά του.
Η Άννα πισωπάτησε. Ο Κον με τον Άλεξ στράφηκαν προς το
μέρος της, με μάτια γουρλωμένα και πρόσωπα άσπρα σαν το χαρτί.
Την κοίταξαν επίμονα για λίγο- ξαφνικά ο Άλεξ έτρεξε λίγο πιο πέ
ρα και γονάτισε θέλοντας να κάνει εμετό. Ο Κον πήγε κοντά στην
Άννα, κάθισε στο μονοπάτι, αγκάλιασε τα γόνατά του κι έσκυψε το
κεφάλι. Η Άννα κατάπινε το σάλιο της, συγκρατούσε με δυσκολία
τη ναυτία που απειλούσε να την κατακλύσει. Έπρεπε να φανεί δυ
νατή. Έπρεπε να φροντίσει τα αγόρια. Τα πόδια της όμως έτρεμαν
τόσο πολύ, που δεν ήξερε καν αν θα μπορούσε να σταθεί όρθια.
Έγειρε στον Κον. «Πάμε στο βράχο. Έλα».
Του έδωσε το χέρι της για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Πρώτα
πήγαν στον Άλεξ, ο οποίος ήταν πάλι όρθιος και σκούπιζε το στόμα
του. Κοίταξε την Άννα ντροπιασμένος.
«Συγνώμη, δεσποινίς Άννα».
«Μη ζητάς συγνώμη. Κι εγώ έτσι ένιωσα». Έπιασε και τα δυο
αγόρια από τους ώμους. «Πάμε να καθίσουμε λίγο για να συνέλ-
θουμε».
Μόλις έφτασαν, η Άννα κάθισε στο βράχο και οι δίδυμοι σωριά
στηκαν στο έδαφος μπροστά στα πόδια της. Κανείς δε μιλούσε για
λίγο, παρά μόνο στρέφονταν κάθε τόσο και κοιτούσαν το πτώμα,
που απείχε λίγα μέτρα.
«Τι του συνέβη;» ρώτησε τελικά ο Άλεξ.
«Δεν ξέρω», απάντησε η Άννα.
«Το Τέρας. Αυτό υποστηρίζουν όλοι οι υπηρέτες ότι σκότωσε
την κοπέλα», είπε ο Κον.
«Παραμύθια», δήλωσε απαξιωτικά ο Άλεξ, όμως τα χείλη του
έτρεμαν όταν ξανακοίταξε το πτώμα.
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 133
wWw.GreekLeech.info
«Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι...»
«Όχι!» φώναξε εκείνος αυστηρά. «Ξέρω τι σκέφτεσαι, όμως δεν
είναι αλήθεια. Είναι αδύνατον. Πώς μπορείς έστω και να σου περ
νάει από το μυαλό; Αυτός ποτέ δε θα...»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» τον ρώτησε η Άννα, ψάχνοντας απε
γνωσμένα με το βλέμμα το πρόσωπο του αδερφού της. «Εγώ δεν
είμαι».
«Αποκλείεται», επέμεινε ο Κιτ, αλλά δεν την κοιτούσε πια στα
μάτια. Είχε στυλώσει το βλέμμα του στο χαλί, λες και υπήρχε εκεί
κάποιο μυστικό. «Εντάξει», είπε στο τέλος. «Το πρωί πάμε εκεί. Πι
wWw.GreekLeech.info
στεύεις ότι θα νιώσεις καλύτερα;»
«Ναι. Νομίζω ότι πρέπει να πάμε».
ματα υπήρχαν σημάδια που έμοιαζαν σαν να είχαν γίνει από νύχια
ζώου».
Αρχικά ο Άρθουρ έμεινε να την κοιτάζει σαστισμένος, μετά όμως
κατάλαβε. «Ω! Τα νύχια του. Μα, δεσποινίς, ο λόρδος δε θα έκανε
ποτέ κακό σε κανέναν. Δε θα μπορούσε. Όσο κι αν αναστατώνεται
μερικές φορές, δεν επιχείρησε ποτέ να με βλάψει. Είναι καλόκαρδος
και ήπιος άνθρωπος. Το ξέρετε αυτό. Απλώς είναι λίγο... μπερδεμέ
νος, ας πούμε, και φοβάται».
«Όμως, Άρθουρ, αν... αν νόμιζε πως αυτοί οι άνθρωποι ήταν κα
τάσκοποι ή δολοφόνοι που είχε στείλει η βασίλισσα; Αν πίστεψε ότι
θα τον έβλαπταν; Θα έπαιρνες όρκο ότι δε θα τους σκότωνε για να
μην κάνουν κακό στον ίδιο ή σ’ εσένα;»
Ο Άρθουρ προβληματίστηκε. «Ε... όχι, δεσποινίς, μάλλον δε θα
έπαιρνα όρκο. Όμως ήταν πολύ ήρεμος αυτές τις μέρες, σας το είπα.
Νομίζει πως τον ορμήνεψε ο άγγελος να ζωγραφίσει όλα αυτά τα
σημάδια στα χέρια του, και τώρα νιώθει πιο ασφαλής».
Η Άννα δάγκωσε το κάτω χείλος της. Ευχόταν να τους είχε κα
θησυχάσει περισσότερο ο Άρθουρ. Φυσικά ήταν τόσο αφοσιωμένος
στο λόρδο, που ποτέ δε θα πίστευε ότι θα έκανε κάτι τόσο τρομερό.
Ούτε και η ίδια άλλωστε θεωρούσε τον θείο της ικανό για φόνο.
Ωστόσο, στο πίσω μέρος του μυαλού της παρέμενε μια ενοχλητι
κή αμφιβολία, γιατί δεν ήξερε ως πού μπορούσε να φτάσει ο θείος
Τσαρλς όταν γινόταν έρμαιο των ψευδαισθήσεών του.
«Πρόσεχέ τον, έτσι;» είπε ο Κιτ στον υπηρέτη.
«Πάντα τον προσέχω, κύριε», απάντησε ο Άρθουρ δείχνοντας
προσβεβλημένος.
«Το ξέρω. Είσαι εξαιρετικός μαζί του. Όμως πρέπει να είμαστε
απόλυτα σίγουροι ότι δε θα πάει πουθενά, ότι δε θα τον δει κανείς».
«Κανείς δεν έρχεται εδώ πάνω, κύριε. Στους περισσότερους δεν
αρέσει το δάσος... Άλλωστε, δεν μπορείς να φτάσεις στην κορυφή
του λόφου από εδώ. Μια δυο φορές που το επιχείρησαν κάποιοι δεν
τον είδαν. Πρόλαβα και τους έστειλα από το άλλο μονοπάτι. Ο λόρ
δος πάντα κρύβεται όταν ακούει φωνές. Το ξέρετε καλά». Κούνησε
το κεφάλι του. «Μην ανησυχείτε. Τον προσέχω. Κανείς δε θα μάθει
τίποτα γ ι’ αυτόν, ούτε κανείς θα πάθει κακό -τουλάχιστον όχι από
τον θείο σας».
146 C andace C am p
* * *
«Δε νιώθεις καλύτερα τώρα;» ρώτησε ο Κιτ την Άννα λίγο αργότε
ρα, όταν οι δυο τους απομακρύνονταν από το κρησφύγετο του θείου
Τσαρλς.
«Ναι, κάπως», συμφώνησε εκείνη. «Μας είπε άλλωστε ότι εί
ναι ήρεμος αυτή την περίοδο. Δε θα ήταν ήρεμος αν είχε σκοτώσει
κάποιον, ακόμα κι αν πίστευε ότι ήταν κατάσκοπος ή δολοφόνος».
«Ο Άρθουρ θα το παρατηρούσε αμέσως αν ο θείος φερόταν πα
ράξενα. Του είναι πολύ αφοσιωμένος βέβαια, αλλά δε νομίζω ότι θα
κάλυπτε ποτέ κάτι τόσο σοβαρό για χάρη του».
Κατηφόρισαν προσεκτικά το λόφο χωρίς να μιλούν για λίγο, ώ
σπου έφτασαν σε πιο ομαλό έδαφος. «Άυπάμαι πολύ που τον βλέπω
έτσι», είπε τότε αναστενάζοντας η Άννα. «Τον θυμάσαι όταν ήμαστε
παιδιά; Θυμάσαι που είχε πάντα ένα βάζο με καραμέλες στο γρα
φείο του και κάθε φορά που πηγαίναμε μας πρόσφερε;»
Ο Κιτ χαμογέλασε σφιγμένα. «Ναι, το θυμάμαι. Είναι πολύ κρί
μα...» είπε και ομολόγησε: «Αυτό που με φοβίζει είναι... μήπως το
πάθω κι εγώ».
«Το ξέρω. Κι εμένα με τρομοκρατεί αυτή η σκέψη».
Η τρέλα εμφανίστηκε στον θείο τους όταν ήταν αρκετά μεγάλος
πια. Στην αρχή οι κρίσεις του ήταν μόνο παροδικές. Στη διάρκεια
των «καλών ημερών του» ήταν φυσιολογικός. Σταδιακά όμως οι
«κρίσεις» πλήθαιναν και η συμπεριφορά του γινόταν όλο και πιο
παράξενη, ώσπου ήταν πια δύσκολο να το κρύβουν από το προσω
πικό. Η επιμονή του να ζει στην ύπαιθρο ήταν ο κόμπος στο χτένι,
μια παραξενιά που πλέον δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί με τίποτα,
κι έτσι ο πατέρας της Άννας αποφάσισε να κρύψει την τρέλα του
λόρδου Ντε Γ ουίντερ από τον υπόλοιπο κόσμο.
Φυσικά, τα δύο αδέρφια ήταν αδύνατον να μην αναζητούν τυχόν
πρώιμα ίχνη της τρέλας και στον εαυτό τους, να μην εξετάζουν προ
σεκτικά ακόμα και την παραμικρή παραξενιά τους, μήπως υποδή
λωνε κάτι χειρότερο. Πίσω από καθετί που έκαναν η Άννα κι ο Κιτ
υπήρχε αυτός ο μόνιμος φόβος. Η σκέψη ότι ίσως κάποτε είχαν τη
μοίρα του θείου τους ήταν ένα μόνιμο νήμα στο υφάδι της ζωής τους.
Όταν έφτασαν στο σπίτι, αιφνιδιάστηκαν βλέποντας την άμαξα
της Κύρια απέξω. Η Κύρια με τη φίλη της τη Ρόζμαρι κάθονταν στο
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 147
γίνονταν τότε για τους φόνους ίσως να τον είχαν επηρεάσει πολύ
στην τρέλα του.
Γύρισε μπρος πίσω τις σελίδες αρκετές φορές για να μελετήσει
τα σκίτσα, κι έπειτα ξανακοίταξε τις σημειώσεις του γιατρού σχε
τικά με το πρώτο θύμα. Ξαφνικά, κάτι στο κάτω άκρο της σελίδας
τράβηξε την προσοχή της.
«Κοίτα. Εδώ λέει ότι η κοπέλα ήταν υπηρέτρια στο Γ ουίντερσετ».
«Τι;» Ο Ριντ έσκυψε για να δει καλύτερα το σημείο που του έδει
χνε με το δάχτυλό της. «‘Ή Σούζαν Έμετ, υπηρέτρια στο Γουίντερ
σετ, βρέθηκε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο στο Γουέλερ’ς Πόιντ”».
Σταμάτησε να διαβάζει και την κοίταξε. «Νομίζω ότι είναι λογικό.
Αφού ήταν υπηρέτρια, το πιθανότερο είναι ότι θα δούλευε είτε εδώ
είτε στο Χόλκομ Μάνορ. Είπες ότι το Γουέλερ’ς Πόιντ ανήκε στους
Ντε Γουίντερ. Πόσο απείχε;»
«Όχι πολύ».
«Εδώ λέει ότι έγινε μια Κυριακή βράδυ. Ίσως να είχε ρεπό εκεί
νη την Κυριακή, να είχε πάει να δει την οικογένειά της και να επέ
στρεφε στο Γ ουίντερσετ όταν της επιτέθηκαν».
Η Άννα δεν μπόρεσε να μην αναριγήσει στη σκέψη.
«Λες να υπάρχει ακόμα εδώ κάποιος που να τη θυμάται;»
«Φαντάζομαι ότι δε θα εξακολουθεί να δουλεύει κάποιος από το
τότε προσωπικό, αλλά αν μάθουμε τα ονόματά τους, κάποιοι ίσως
να ζουν ακόμα».
Ο Ριντ συμφώνησε και ξανάπιασαν το διάβασμα. Τέλος εκείνος
έγειρε πίσω μ’ ένα μικρό βογκητό. «Αρκετά για σήμερα», είπε και
την κοίταξε. «Θέλεις να πάμε μια βόλτα;»
«Ωραία ιδέα».
Βγήκαν στον κήπο, που πλέον ήταν αρκετά περιποιημένος, τα
αγριόχορτα είχαν απομακρυνθεί και τα φυτά είχαν κλαδευτεί, αν
και οι τριανταφυλλιές εξακολουθούσαν να μεγαλώνουν χωρίς καμιά
τάξη και να ποτίζουν τον αέρα με τη βαριά ευωδιά τους.
Η Άννα κρατούσε τον Ριντ αγκαζέ. Ο ήλιος ζέσταινε την πλάτη
της, το γείσο του καπέλου της προστάτευε τα μάτια της. Ήταν μια
πραγματικά όμορφη μέρα, τελείως αταίριαστη με τις ιστορίες των
φόνων που είχαν μελετήσει προηγουμένως. Κι όμως, ένας φόνος είχε
συμβεί εκεί κοντά πριν από λίγες μόλις μέρες. Φάνταζε αδιανόητο.
160 C andace C am p
«Ω, ναι, ήμουν μικρός τότε, ούτε δώδεκα χρονών. Αλλά μερικές
φορές βοηθούσα τον πατέρα μου, που ήταν αρχικηπουρός εδώ πριν
από μένα».
«Τη γνώριζες την κοπέλα που δολοφονήθηκε;»
«Ω, όχι, κύριε. Εργαζόταν στο Χόλκομ Μάνορ, έτσι δεν είναι;»
«Μιλάω για τη δολοφονία που είχε γίνει τα παλιά χρόνια».
«Α, μάλιστα, αυτή νομίζω πως δούλευε εδώ, αλλά δεν τη γνώρι
ζα. Εγώ ήμουν έξω, βλέπετε, στους κήπους».
«Ναι, σωστά». Ο Ριντ έκανε μια παύση. «Και οι φόνοι... πιστεύ
εις ότι τους έκανε το Τέρας;» πρόσθεσε με δήθεν αδιάφορο ύφος.
«Το Τέρας», επανέλαβε ο ηλικιωμένος άντρας περιφρονητικά.
«Μπα, μιλόρδε, δεν πιστεύω στα τέρατα. Είναι παραμύθια, δεν είναι;»
Ο Ριντ τον κοίταξε ξαφνιασμένος. «Ναι, έτσι νομίζω κι εγώ. Αλ
λά οι περισσότεροι υπηρέτες με τους οποίους μίλησα πιστεύουν ότι
ο φονιάς είναι το Τέρας του Κρέιντον Τορ».
«Ω, αυτοί...» Ο Γκρίμσλι έκανε μια απαξιωτική χειρονομία προς
το σπίτι. «Καινούριοι δεν είναι εδώ; Ε, δεν ξέρουν τίποτα».
«Εσύ έχεις καμιά θεωρία σχετικά με το ποιος είναι ο ένοχος;»
ρώτησε ο Ριντ, που οι απαντήσεις του κηπουρού είχαν κεντρίσει την
περιέργειά του.
«Σαφώς κι έχω. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Είναι τα φαντάσματα».
11
στη δεξιά πλευρά του σπιτιού, όπου ήταν ένας ατέλειωτος διάδρο
μος σαν στοά, κι έπειτα ύψωσε κι άλλο το δάχτυλο και έδειξε πιο
αριστερά, σε μια άλλη σειρά από τέσσερα μικρότερα παράθυρα, όλα
τους με σιδερένια κάγκελα. «Φως βλέπω και εκεί που ήταν άλλοτε
το υπνοδωμάτιό του. Είναι ο λόρδος που βολτάρει, όπως του άρεσε
να κάνει αργά τις νύχτες. Τον έχω δει πάμπολλες φορές».
«Έχεις δει φώτα;» επέμεινε ο Ριντ, σμίγοντας τα φρύδια. «Πότε
έγινε αυτό;»
«Ω, προτού επιστρέφετε, μιλόρδε. Δεν κάνουν βόλτες όλη την
ώρα. Σταμάτησαν όταν γυρίσατε. Καταπώς φαίνεται, είναι λίγο ντρο
παλός ο μακαρίτης ο λόρδος!»
«Πόσο καιρό γίνεται αυτό;» συνέχισε ο Ριντ.
Ο Γκρίμσλι έγειρε το κεφάλι στο πλάι και το σκέφτηκε για λίγο.
«Περίπου ένα χρόνο τώρα. Εκεί γύρω». Χαμογέλασε και πήρε ύφος
απολογητικό. «Δεν μπορώ πια να λογαριάζω καλά το χρόνο, με κα
ταλαβαίνετε».
«Ναι, βέβαια. Πάντως σ ’ ευχαριστούμε πολύ, Γκρίμσλι».
Ο άντρας έγνεψε καταφατικά δείχνοντας ικανοποιημένος, επέ
στρεψε στο θάμνο που περιποιούνταν κι έπιασε το κλαδευτήρι του.
Ο Ριντ πρόσφερε στην Άννα το μπράτσο του και ξεκίνησαν πάλι τη
βόλτα τους. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά για να μην τους ακούει
ο επιστάτης, η Άννα κοίταξε τον Ριντ.
«Φαντάσματα;» σάρκασε.
Ο Ριντ αναστέναξε και γέλασε μαζί. «Αυτό μας έλειπε. Άες και
δεν έφτανε το τέρας-φονιάς!»
Η Άννα γύρισε για να κοιτάξει πάλι το Γ ουίντερσετ. «Άες να έχει
δει πράγματι φώτα εκεί πάνω;»
Ο Ριντ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είναι απίθανο. Το σπίτι
ήταν άδειο. Μπορεί να είχε μπει κάποιος, αν και δεν υπάρχουν ίχνη
παραβίασης ή διάρρηξης. Αλλά γιατί να μπει κάποιος αν δεν έχει
σκοπό να κλέψει;»
«Τι να πω; Το σίγουρο είναι ότι τα φαντάσματα δεν κλέβουν!»
Τα μάτια της χόρευαν από ευθυμία.
Ο Ριντ μόρφασε. «Γέλα όσο θέλεις. Έχω μια αδερφή, δεν εννοώ
την Κύρια, που κατέληξε να πιστέψει σοβαρά στα φαντάσματα».
«Αλήθεια;»
164 C andace Camp
όπως στη γιορτή της Κύρια, και αυτό το φιλί είχε ξυπνήσει μέσα
της κάτι ακατανίκητο και αρχέγονο, μια λαχτάρα πρωτόγνωρη, μια
ένταση που της ήταν άγνωστη ακόμα και τότε που ήταν τρελά ερω
τευμένη μαζί του. Τώρα ο Ριντ ήταν πιο μεγάλος, πιο δυναμικός, οι
αλλαγές πάνω του την έλκυαν με διαφορετικό τρόπο. Τώρα πια δεν
της φερόταν σαν να ήταν από πορσελάνη, κι αυτό της άρεσε πολύ.
Αφού μελέτησαν τις σημειώσεις του γιατρού, αποφάσισαν ότι
η επόμενη κίνησή τους θα ήταν να αναζητήσουν κάποιον που ήξε
ρε από πρώτο χέρι τα γεγονότα. Και δεδομένου ότι η Σούζαν Έμετ
ήταν υπηρέτρια στο Γουίντερσετ, έπρεπε να μιλήσουν με κάποιον
που εργαζόταν επίσης εκεί τότε. Ο Ριντ άρχισε από τον μπάτλερ
του, ο οποίος τον πληροφόρησε με τουπέ ότι δεν ήταν ντόπιος, ότι
τον είχαν προσλάβει μέσω πρακτορείου κι ότι η προηγούμενη θέ
ση του ήταν στο Μπράιτον. Αποδείχτηκε ότι και η οικονόμος είχε
προσληφθεί με τον ίδιο τρόπο κι ότι καταγόταν από το Ντέβονσιρ.
«Θυμάμαι τον μπάτλερ του θείου Τσαρλς», του είπε η Άννα.
«Τον έλεγαν Μέριμαν, και ήταν ο πιο ξινός άνθρωπος που γνώρισα
ποτέ. Νομίζω ότι αποχώρησε όταν έφυγε ο θείος, αλλά δε θυμά
μαι πού πήγε. Ίσως να ήταν και παλαιότερα ο μπάτλερ του σπιτιού.
Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, είχα την εντύπωση ότι βρισκόταν στο
Γ ουίντερσετ από τότε που χτίστηκε. Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ
άλλους, λυπάμαι».
Τελικά απευθύνθηκαν στη δική της οικονόμο, την κυρία Μά
ικλς. Η Άννα ξαφνιάστηκε βλέποντας με πόση προθυμία αυτή η δύ
στροπη γυναίκα κάθισε για να μιλήσει με το γιο ενός δούκα.
«Ω, ναι, τον θυμάμαι τον Μέριμαν», είπε γνέφοντας καταφατι
κά. «Πάντα με τη μύτη ψηλά, επειδή κάποτε είχε εργαστεί για έναν
κόμη... λες και οι Ντε Γουίντερ δεν κατάγονταν από τον ίδιο το Γου-
λιέλμο τον Κατακτητή. Αλλά, λυπάμαι, δεσποινίς, δεν ήταν αυτός
μπάτλερ όταν έγιναν εκείνοι οι φρικτοί φόνοι». Ανατρίχιασε με ιδι
αίτερα παραστατικό τρόπο. «Ήταν ο Κάνινγκαμ. Αλλά πέθανε πριν
από χρόνια. Γι’ αυτό και ο λόρδος προσέλαβε μετά τον Μέριμαν».
«Ω», έκανε η Άννα απογοητευμένη. «Οικονόμος ποια ήταν τότε;»
«Αυτά βέβαια έγιναν πριν από την εποχή μου, καταλαβαίνετε.
Αλλά όταν ήρθα εδώ, θυμάμαι ότι υπήρχε μια γυναίκα που την έλε
γαν... αχ, να δείτε πώς την έλεγαν...»Έσμιξε τα φρύδια της. «Θα μου
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 169
της κι έδενε μπροστά, ενώ μια άλλη κορδέλα, γύρω απ’ τη λαιμόκο-
ψη, έσφιγγε το ντεκολτέ στα μισά του στήθους της.
Με αργόσυρτες κινήσεις, σήκωσε ελαφρά το χέρι του, έπιασε
την κορδέλα με τον αντίχειρα και το δείκτη του και την τράβηξε. Ο
φιόγκος λύθηκε, το εσώρουχο χαλάρωσε, αποκαλύπτοντας μεγαλύ
τερο μέρος του στήθους της. Έπειτα έσυρε το δάχτυλό του ανάμεσα
στις σφριγηλές καμπύλες και μετά στην κορυφή της μιας, στο ση
μείο που πρόβαλλε πάνω από την καμιζόλα.
Η Άννα δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Ήξερε ότι έπρεπε να
ντρέπεται που ήταν έτσι εκτεθειμένη στα μάτια ενός άντρα, αλλά
το μόνο συναίσθημα ήταν η αφόρητη έξαψη που την κατέκλυζε.
Τη διέγειρε που τον έβλεπε να την κοιτάζει έτσι, την ερέθιζε ακόμα
περισσότερο η λάμψη που διέκρινε στα μάτια του καθώς την παρα
τηρούσε, ο τρόπος που ο πόθος αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του.
Ένιωσε την ανάρμοστη ανάγκη να γδυθεί μπροστά τόυ.
Ο Ριντ πέρασε το χέρι του μέσα από την καμιζόλα κι έκλεισε
στην παλάμη του το στήθος της. Την άκουσε να αφήνει ένα μικρό
βογκητό έκστασης, την κοίταξε και χαμογέλασε με την έκφραση
που είδε αποτυπωμένη στο πρόσωπό της... Δεν ήταν ντροπή, ούτε
φόβος, αλλά γνήσια ηδονική απόλαυση και μια αισθησιακή αδη
μονία, όμοια με τη δική του. Καθώς παρακολουθούσε το παιχνίδι
των συναισθημάτων στα χαρακτηριστικά της, πίεσε απαλά την ευ
αίσθητη καμπύλη του στήθους της, ενώ ο αντίχειράς του άρχισε να
χαϊδεύει τη θηλή της ώσπου τη σκλήρυνε.
Η Άννα έκλεισε τα μάτια μπροστά σ’ αυτή την πλημμύρα των
αισθήσεων. Ο πόθος άνθιζε ανάμεσα στους μηρούς της, καυτός και
νοτισμένος, μεγάλωνε την ανυπομονησία και τη λαχτάρα της. Με
κάθε πέρασμα του αντίχειρά του από τη θηλή της, η αφόρητη ανά
γκη μεγάλωνε. Ο Ριντ ανασήκωσε τα στήθη της για να τα ελευθε
ρώσει από το ρούχο κι έσκυψε για να φιλήσει τη ρώγα της. Η άκρη
της γλώσσας του την κύκλωσε προκλητικά, κι έπειτα την κάλυψε
με ολόκληρο το στόμα του. Η Άννα τινάχτηκε από την αναπάντε
χη απόλαυση, της στάθηκε αδύνατον να πνίξει ακόμα ένα βογκητό
ηδονής. Έγειρε πάνω του, κι αμέσως εκείνος πέρασε το μπράτσο
του στη μέση της για να τη στηρίξει.
Το στόμα του συνέχισε να περιπλανιέται στα στήθη της, και η
178 C andace C am p
wWw.GreekLeech.info
«Όχι, σε παρακαλώ! Μη!»
«Τι μη;» της φώναξε και σταμάτησε δίπλα της. «Θα παραστή-
σεις τώρα ότι σου επιτέθηκα; Πως ό,τι συνέβη εκεί μέσα δεν έγινε
και με τη δική σου θέληση, για να μην πω ενθουσιασμό;»
«Μα, όχι, και βέβαια όχι! Εγώ φταίω. Δεν το αρνούμαι». Ανοι-
γόκλεισε τα μάτια της για να συγκρατήσει τα δάκρυα. Η ανάσα της
έβγαινε κοφτή, ήξερε ότι κινδύνευε να καταρρεύσει. Έσφιξε τις γρο
θιές της σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να ανακτήσει τον έλεγχό της.
Ο Ριντ την κοιτούσε. Το πρόσωπό της ήταν χλομό, τα μαλλιά της
έπεφταν ατίθασα στους ώμους της. Ποτέ άλλοτε δεν του είχε φανεί
τόσο ποθητή, και ακόμα και τώρα, που τον έπνιγαν ο θυμός και η
wWw.GreekLeech.info
απογοήτευση, δε σταματούσε να την ποθεί.
«Κανείς δε φταίειΐ» της είπε αγριεμένα. «Δεν προσπαθώ να δι
καιολογήσω τον εαυτό μου και να κατηγορήσω εσένα».
«Τότε άφησέ με να φύγω».
«Όχι. Πρώτα θα μου πεις γιατί με αποφεύγεις! Επιτέλους, πρέπει
να καταλάβω!»
180 Candace C amp
«Ήταν λάθος μου που ήρθα εδώ», του είπε με φωνή που πρόδιδε
ότι ήταν έτοιμη να κλάψει. «Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα ανάμεσά
μας».
«Μα γιατί;» απαίτησε να μάθει ο Ριντ. «Επειδή δεν αισθάνεσαι
τίποτα για μένα; Αυτό δε μου είπες πριν από τρία χρόνια; Ότι δεν
ήθελες να με παντρευτείς επειδή δε θα ταιριάζαμε;»
«Δεν ξέρω! Δε θυμάμαι τι σου είχα πει».
«Δε θυμάσαι το λόγο που δεν ήθελες να με παντρευτείς;» τη ρώ
τησε ειρωνικά. «Τόσο ασήμαντο θέμα είναι, που ξεγλίστρησε έτσι
απλά από το μυαλό σου;»
«Όχι βέβαια! Ριντ, σε ικετεύω...»
«Τι ικετεύεις; Δεν έχω ιδέα τι θέλεις από μένα. Μου είπες ότι δε
με αγαπούσες. Ότι δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να με αγαπήσεις.
Αλλά εκεί μέσα...» Έδειξε το σπιτάκι του επιστάτη, «...τα φιλιά
σου, ο τρόπος που έλιωνες στην αγκαλιά μου... αυτά δεν τα κάνει
μια γυναίκα που δε νοιάζεται. Δε σου είμαι αδιάφορος. Σ ’ ένιωσα
που έτρεμες, αισθάνθηκα τη σάρκα σου να φλογίζεται, τα χείλη σου
να λαχταράνε τα φιλιά μου. Μη μου λες, λοιπόν, ότι δε με ποθείς!»
«Αυτό δε λέγεται αγάπη!» του αντιγύρισε. «Δε σ’ αγαπάω!»
«Όταν με απέρριψες σοκαρίστηκα τόσο πολύ, που δεν μπορού
σα να σκεφτώ καθαρά. Θεώρησα ότι είχα παρεξηγήσει τις ώρες που
περνούσαμε μαζί, πίστεψα ότι όταν γελούσαμε, όταν συζητούσαμε,
εσύ δεν ένιωθες όπως εγώ. Ότι ήμουν τυφλός και δεν έβλεπα πό
σο πολύ βαριόσουν, ότι είχα μπερδέψει το ευγενικό χαμόγελο με
τη θέρμη της γνήσιας συμπάθειας. Είπα στον εαυτό μου ότι ήσουν
κάλπικη, ότι έπαιξες μαζί μου, ότι με χρησιμοποίησες μόνο και μό
νο για να μου ραγίσεις την καρδιά. Πέρασα τόσο καιρό θυμωμένος,
πικραμένος, χωρίς να έχω καμία επαφή ούτε μαζί σου ούτε μ’ αυτό
τον τόπο, έμεινα μακριά για να μην είμαι αναγκασμένος να δω ξανά
το πρόσωπό σου, να νιώσω τον ίδιο πόνο...»
Η Άννα έφερε το χέρι στο στόμα της, προσπαθούσε με δυσκολία
να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Σπάραζε η καρδιά της. «Συγνώμη»,
ψέλλισε. «Λυπάμαι τόσο πολύ. Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Φέρθη
κα απερίσκεπτα, αδιάντροπα».
«Όχι. Νομίζω πως ήσουν ειλικρινής. Τότε, εξαιτίας της οδύνης
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 181
μου δεν κάθισα να εξετάσω σοβαρά αυτό που είχε συμβεί. Αλλά τώ
ρα, από τότε που γύρισα, από τότε που σε ξαναείδα... Δε σε πιστεύω».
«Τι;» Η Αννα ύψωσε τα φρύδια της. «Εννοείς ότι σου είπα ψέ
ματα;»
«Ναι. Αυτό εννοώ», δήλωσε κοφτά.
«Τόσο ψωροπερήφανος είσαι;» τον ρώτησε όσο πιο σαρκαστικά
μπορούσε. «Τόσο σίγουρος για τη γοητεία σου; Πιστεύεις πως κα
μιά γυναίκα δεν μπορεί να σου αντισταθεί; Ότι όλες πια λαχταρούν
να βρεθούν στην αγκαλιά σου;»
«Όχι. Απλώς δεν αντέχω άλλο τις ανοησίες. Δυο μέρες τώρα εί
μαστε σχεδόν συνέχεια μαζί. Κουβεντιάσαμε, γελάσαμε, όπως και
τότε. Σε είδα να μου χαμογελάς. Αισθάνθηκα τα χείλη σου στα δικά
μου. Με θέλεις, Άννα, όπως σε θέλω κι εγώ».
«Ήταν λάθος!» φώναξε εκείνη απελπισμένα. «Ήταν ένα λάθος.
Εγώ δεν έπρεπε να...»
«Τι δεν έπρεπε;» τη ρώτησε, καλύπτοντας την απόσταση που
τους χώριζε για να την πιάσει από τα μπράτσα. «Δεν έπρεπε να υπο-
κύψεις; Δεν έπρεπε να με αφήσεις να καταλάβω τι νιώθεις πραγμα
τικά; Μα τι στο διάβολο συμβαίνει μ’ εσένα, κοπέλα μου; Γιατί δε
μου λες την αλήθεια; Γιατί με αποφεύγεις;» Τα δάχτυλά του πίεζαν
τη σάρκα της. «Γιατί δε δέχτηκες να με παντρευτείς;»
«Πάψε! Σε παρακαλώ! Άφησέ με!» Πλέον ήταν αδύνατον να συ
γκροτήσει τα δάκρυά της.
«Πες μου γιατί με έδιωξες!» γρύλισε εκείνος.
«Δεν μπορώ!» κραύγασε η Αννα μέσα σε λυγμούς.
«Δεν μπορείς;» επανέλαβε ο Ριντ, και ξαφνικά όλος ο θυμός του
σαν να ξεθύμανε. Τα χέρια του κρεμάστηκαν άτονα στα πλευρά του.
«Μάλλον δε θέλεις. Σε αγάπησα με όλη την καρδιά μου, Άννα. Θα
σου έδινα τα πάντα, θα έκανα τα πάντα για σένα. Κι εσύ δεν έχεις
την καλοσύνη ούτε μια ειλικρινή απάντηση να μου δώσεις». Έκανε
μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται.
Η Άννα ένιωσε την καρδιά της να γίνεται κομμάτια. Σιχαινόταν
τον εαυτό της γι’ αυτό που του είχε κάνει, μισούσε τον Ριντ επειδή
την είχε φέρει σ’ αυτή την κατάσταση, επειδή την ανάγκαζε να αντι
κρίσει κατάματα την ίδια της τη δειλία.
Ο Ριντ σταμάτησε και γύρισε να την κοιτάξει. Τα χαρακτηριστι
182 Candace C amp
«Εννοείται».
«Ο θείος μου δεν έφυγε. Έχει μετακομίσει σ’ ένα καλυβάκι μέσα
στο δάσος, στο Κρέιντον Top. Μένει εκεί με τον προσωπικό υπη
ρέτη του. Κανείς άλλος δεν το γνωρίζει εκτός από εμένα, τον Κιτ
και το θηροφύλακά μας, ο οποίος τους πηγαίνει φαγητό. Ακόμα και
ο κύριος Νόρτον, ο πληρεξούσιος δικηγόρος, πιστεύει πως ο θείος
Τσαρλς έχει εγκατασταθεί στους τροπικούς. Ο θείος έχει ιδιαίτερα
σύνθετες ψευδαισθήσεις. Πιστεύει ότι...»Έκανε μια παύση και ανα
στέναξε. «...πιστεύει ότι ανήκει στη βασιλική γενιά των Στιούαρτ,
κι ότι είναι ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Δεν το καταλαβαίνω,
μολονότι εκείνος είναι ικανός να φτιάξει ολόκληρο γενεαλογικό δέ
ντρο για να αποδείξει πώς καταλήγει σε αυτόν η γραμμή διαδοχής.
Είναι σίγουρος πως η βασίλισσα θέλει να τον ξεφορτωθεί για να μη
χάσει το στέμμα της».
«Μη χειρότερα».
«Ναι. Κι αυτή είναι ίσως η πιο λογική από τις πεποιθήσεις του.
Είναι βέβαιος πως η βασίλισσα στέλνει κατασκόπους και δολοφό
νους για να τον βρουν. Επιπλέον, λέει ότι ο αρχάγγελος Γαβριήλ
τον επισκέπτεται και τον συμβουλεύει πώς να προστατευτεί από
τους δολοφόνους. Γύρω από την καλύβα έχει τοποθετήσει πέτρες
που σχηματίζουν έναν μεγάλο κύκλο και κάποια συγκεκριμένα μο-
τίβα που σκοπό έχουν να αναχαιτίσουν, κατά κάποιον τρόπο, τους
άντρες της βασίλισσας. Ζωγραφίζει παράξενα σύμβολα πάνω του
και κοιμάται ανάμεσα σε δύο ξύλινα πηχάκια που φέρουν τα ίδια
σύμβολα, επειδή πιστεύει ότι έτσι γίνεται αόρατος για τους εκτελε
στές -ή κάτι τέτοιο. Μερικές φορές δυσκολεύομαι να παρακολου
θήσω το σκεπτικό του. Δεν αντέχει να ζει σε κλειστό χώρο. Περνάει
ελάχιστο χρόνο μέσα στην καλύβα, κι αυτό μόνο και μόνο επειδή εί
ναι καλά κρυμμένη πάνω στο βράχο, περιτριγυρισμένη από δέντρα
και θάμνους. Οι άντρες της βασίλισσας έρχονται κυρίως το βράδυ,
λέει, και γι’ αυτό δεν κοιμάται τις νύχτες, αλλά περιφέρεται γύρω
από το σπίτι ψάχνοντας για εχθρούς. Μερικές φορές ανεβαίνει στα
δέντρα και παραφυλάει. Άλλοτε πάλι κρύβεται πίσω από βράχια,
δέντρα και θάμνους. Κοιμάται έξω, αλλά μόνο όσο είναι μέρα και ο
υπηρέτης του μπορεί να φυλάει εκείνος σκοπιά. Είναι πεπεισμένος
ότι αν κόψει τα νύχια και τα μαλλιά του θα χάσει τη δύναμή του ή
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 185
ότι, αφήνοντας μαλλιά και μακριά γενειάδα, κρύβει την αληθινή του
ταυτότητα -δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς. Μοιάζει με... Τα τελευ
ταία χρόνια, όταν κάποιοι ορκίζονταν πως είχαν δει το Τέρας του
Κρέιντον Top, αναρωτιόμουν αν στην πραγματικότητα είχαν δει τον
θείο Τσαρλς. Μοιάζει με αγρίμι». Σταμάτησε και κοίταξε τον Ριντ.
Την κοιτούσε κι εκείνος, σαστισμένος ακόμα. «Αννα... εγώ... εί
ναι απίστευτα όλα αυτά». Έσμιξε τα φρύδια του. «Ίσως η κατάστα
ση του θείου σου να είναι απλώς μια διαταραχή του μυαλού, μια
προσωπική ιδιαιτερότητα, που δεν πρόκειται να επηρεάσει καθόλου
εσένα».
Η Άννα αρνήθηκε τα λόγια του μ’ ένα νεύμα. «Όχι. Υπήρξαν κι
άλλοι συγγενείς. Ο πατέρας μου είπε πως όταν η μητέρα μου έμαθε
για τον αδερφό της, μίλησε με τη θεία της τη Μάργκαρετ, εκεί
νη που τη μεγάλωσε. Η Μάργκαρετ ήταν από το σόι της μητέρας
μου, όπως σου είπα, αδερφή της γιαγιάς μου, της λαίδης Φιλίππα,
η οποία παντρεύτηκε το λόρδο Ντε Γ ουίντερ. Όταν ο λόρδος και η
λαίδη Ντε Γουίντερ πέθαναν στην πυρκαγιά που ξέσπασε στο θερι
νό περίπτερο, η θεία Μάργκαρετ πήρε τη μητέρα μου στο Λονδίνο.
Η μητέρα μου πίεσε τη θεία της να της πει όλα όσα ήξερε, κι εκείνη
της αποκάλυψε ότι οι γονείς της είχαν κάποιες υποψίες για τους Ντε
Γ ουίντερ. Κυκλοφορούσαν φήμες. Όμως λαχταρούσαν τόσο πολύ
να καλοπαντρευτεί η κόρη τους, που δεν έδωσαν σημασία. Η δε
γιαγιά Φιλίππα είχε πει, σύμφωνα με τη θεία Μάργκαρετ, ότι ο σύ
ζυγός της, ο παππούς μου, της είχε μιλήσει για κάποιον ηλικιωμένο
θείο του ο οποίος άκουγε φωνές κι έβλεπε οράματα. Τον κρατούσαν
κρυμμένο από τον υπόλοιπο κόσμο».
Ο Ριντ πέρασε τα δάχτυλα στα μαλλιά του. «Μα όλα αυτά δεν
έχουν σχέση μ’ εσένα. Εσύ δεν είσαι τρελή».
«Όχι. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Αλλά υπάρχει η πιθανότητα να
τρελαθώ. Κι αν τα οράματα και τα τόσο ζωηρά προαισθήματά μου
είναι προάγγελοι τρέλας; Μα, πάνω απ’ όλα, έστω και μία πιθανό
τητα να υπάρχει, πιστεύεις ότι θα διακινδύνευα να το μεταδώσω
στα παιδιά μας; Ότι θα μόλυνα το αίμα της δικής σου οικογένειας;
Δε θα ήμουν καθόλου έντιμη αν έκανα κάτι τέτοιο! Αυτό πιστεύεις
για μένα;»
«Σαφώς και όχι... Γιατί δε μου είπες τίποτα πριν από τρία χρόνια;»
186 Candace Camp
* * *
Τις επόμενες μέρες η Αννα ήταν πολύ στενοχωρημένη. Δεν είδε κα
θόλου τον Ριντ ούτε είχε νέα του. Υπέθετε ότι σε λίγες μέρες θα
μάθαινε πως είχε επιστρέψει στο Λονδίνο. Τον είχε διώξει, όπως εί
χε κάνει και πριν από τρία χρόνια. Λες και μία φορά δεν έφτανε να
πονέσει τόσο πολύ στη ζωή της.
Ωστόσο συνέχισε να διεκπεραιώνει τα καθημερινά καθήκοντά
της, ψάχνοντας ολοένα κάτι για να απασχολείται, και παρ’ ότι τα
έκανε όλα μηχανικά, τουλάχιστον τη βοηθούσαν να μη σκέφτεται
συνέχεια τον Ριντ. Τις νύχτες τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα,
γιατί όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι κι έσβηνε το κερί, δεν υπήρχε τίπο
τα που να αποσπούσε τη σκέψη της, κι έτσι έκρυβε το πρόσωπο στο
μαξιλάρι κι έβαζε τα κλάματα.
Ήθελε να συνεχίσει τις έρευνες για τους φόνους, αλλά δεν ήξερε
τον τρόπο. Φυσικά δεν μπορούσε να γυρίσει στο Γουίντερσετ και να
συνεργαστεί με τον Ριντ στην έρευνα των αρχείων για τους παλιούς
υπηρέτες. Μόνο γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Κατά τ ’ άλλα, δεν μπορούσε
να πει με βεβαιότητα ότι η έρευνά τους για τις προ πεντηκονταετίας
δολοφονίες απέδειξε πως υπήρχε σχέση με τις δύο πρόσφατες.
Παρ’ όλα αυτά δεν ήξερε ποιο έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα.
Είχε μιλήσει με τη φίλη της Εστέλ, με την οικογένειά της, και δεν
είχε πλησιάσει καθόλου στην ανακάλυψη της ταυτότητας του μυ
στηριώδους άντρα που συναντούσε η κοπέλα. Ούτε και μπορούσε
να σκεφτεί κάποιον τρόπο για να ανακαλύψει ποιος είχε σκοτώσει
τον νεαρό αγρότη πριν από λίγες μέρες. Να είχε βάλει άραγε ο δο
λοφόνος στόχο συγκεκριμένα τον Φρανκ Τζόνσον; Μήπως τον είχε
δει στο καπηλειό και τον ακολούθησε ως το σπίτι ή μήπως απλώς
παραμόνευε στο γεφυράκι, περιμένοντας να σκοτώσει τον πρώτο
που θα τύχαινε να περάσει από εκεί;
Υπέθεσε ότι σκοπό είχε να σκοτώσει έναν αγρότη για να μοιά
ζουν οι δολοφονίες με αυτές του παρελθόντος. Αν ήταν έτσι, γνώρι
ζε ότι ο Τζόνσον δούλευε στα χωράφια με τον πατέρα και τα αδέρ
φια του. Σ ’ αυτή τη σκέψη αισθάνθηκε μια ανατριχίλα. Γιατί, αν ο
δολοφόνος γνώριζε ότι ο Φρανκ Τζόνσον ήταν αγρότης, σήμαινε
πως ήταν ντόπιος, και όχι, όπως ήλπιζε, κάποιος από γειτονικό χω
ριό που πήγαινε με το άλογό του ως εκεί για να συναντηθεί με την
188 C andace Camp
που το ύφος του έδειχνε ότι είχε πιεστεί πολύ, μόλις την είδε της
χαμογέλασε με ανακούφιση.
«Καλώς τη!» Σηκώθηκε και της έδωσε τη θέση του, ανάμεσα
στην κυρία Μπένετ και στην κόρη της, τη Φελίσιτι.
Το πρόσωπο της κυρίας Μπένετ φωτίστηκε μόλις είδε την Άννα,
και η κόρη χαχάνισε άνευ λόγου. Η Άννα διαπίστωσε πως αυτή τη
φορά είχαν πάρει μαζί τους και τον Μάιλς. Ο νεαρός είχε βουλιάξει
στον καναπέ δίπλα στην αδερφή του κι έδειχνε να βαριέται, όμως
σηκώθηκε και υποκλίθηκε όταν μπήκε η Άννα.
«Ω, σας παρακαλώ, σερ Κρίστοφερ, μη μας εγκαταλείπετε τώρα
που γύρισε η αδερφή σας», είπε η κυρία Μπένετ αφήνοντας ένα
γελάκι. «Θέλουμε και τη δική σας παρέα. Έτσι δεν είναι, Φελίσιτι;»
«Ω! Α! Βεβαίως», αποκρίθηκε σαν ανόητη εκείνη, με ένα και
νούριο χάχανο.
«Αυπάμαι. Αυπάμαι βαθύτατα, αλλά με περιμένει πολλή δου
λειά στο γραφείο μου», είπε ο Κιτ. «Δυστυχώς, θα σας αφήσω μόνο
με την Άννα». Βγήκε από το δωμάτιο όσο πιο γρήγορα μπορούσε
χωρίς να φανεί αγενής.
«Τι υπεύθυνος νέος», σχολίασε με ζέση η κυρία Μπένετ, με μια
έκφραση επιδοκιμασίας όταν έφευγε ο Κιτ. «Βλέπεις, Μάιλς, πώς
φροντίζει την περιουσία του; Κάποια μέρα ο πατέρας σου δε θα
είναι πια μαζί μας, και θα χρειαστεί να αναλάβεις εσύ τις υποχρεώ
σεις του. Πρέπει να έχεις πρότυπό σου τον σερ Κρίστοφερ».
Ο Μάιλς έριξε μια αγριεμένη ματιά στη μητέρα του. Η Άννα
υποψιαζόταν πως του είχε θίξει εκατοντάδες φορές αυτό το θέμα.
Η κυρία Μπένετ στράφηκε έπειτα στην Άννα κι έσκυψε για να
της μιλήσει εμπιστευτικά. «Δεν μπορώ να πείσω τον Μάιλς ούτε
καν να συνοδεύσει τον πατέρα του στο γύρο του στα κτήματα. Αχ,
αυτό το παιδί». Κοίταξε αγανακτισμένα αλλά στοργικά το γιο της.
«Προτιμά να δουλεύει τα ποιήματά του. Έτσι δεν είναι, χρυσέ μου;»
«Μητέρα, είμαι σίγουρος ότι η δεσποινίς Χόλκομ δεν έχει καμιά
διάθεση να ακούει τα οικογενειακά μας θέματα», είπε εκείνος κοι
τάζοντας απολογητικά την Άννα.
«Έχει δίκιο», συμφώνησε αναπάντεχα η Φελίσιτι. «Η ποίηση
είναι απίστευτα βαρετή».
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 193
τη φοράδα της καθώς προχωρούσαν στο πιο βαθύ σκοτάδι που δη
μιουργούσε η αψίδα των δέντρων από πάνω τους.
Εκεί, στα μισά αυτής της φυσικής σήραγγας, είδαν ένα άλογο
να κινείται ανήσυχα, με τη σέλα του άδεια, τα γκέμια πεταμένα στο
έδαφος. Λίγα μέτρα μακριά, ένας άνθρωπος ήταν πεσμένος μπρού
μυτα στο χώμα. Από πάνω του ήταν σκυμμένη μια σιλουέτα που
φορούσε φαρδύ μανδύα με κουκούλα.
«Κιτ!» ούρλιαξε η Άννα, κεντρίζοντας το άλογό της για να καλύ
ψει τα τελευταία μέτρα της απόστασης.
Η φιγούρα στράφηκε. Η Άννα διέκρινε μια λάμψη φωτός και
σκοταδιού μαζί, όχι ακριβώς ένα πρόσωπο, κι έπειτα το πλάσμα
βιάστηκε να εξαφανιστεί, χάθηκε μέσα στο σκοτάδι στην αντίθετη
πλευρά του μονοπατιού.
Αδιαφορώντας μήπως τραυματιστεί η ίδια ή η φοράδα της, η Άν
να άρχισε να καλπάζει με όλη της τη δύναμη, θέλοντας απεγνωσμέ
να να φτάσει στον αδερφό της, με τον Κούπερ ξοπίσω της. Έφτασε
κοντά στο σώμα που κειτόταν στο έδαφος και πήδηξε από το άλογο.
«Κιτ!»Έσπευσε κοντά στην ξαπλωμένη φιγούρα και έπεσε στα
γόνατα. Ήταν πράγματι ο αδερφός της. Το σκοτάδι κάτω από το θό-
λο που σχημάτιζαν οι φυλλωσιές ήταν τόσο πυκνό, που χρειάστηκε
να βάλει το χέρι της στην πλάτη του Κιτ για να δει αν ανέπνεε. Αμέ
σως μόλις τον ένιωσε να σαλεύει στην παλάμη της, ξαναβρήκε και
τη δική της ανάσα. «Είναι ζωντανός!»
Ο Κούπερ γονάτισε από την άλλη πλευρά. «Είναι εντάξει; Τι
έγινε, δεσποινίς;»
«Δεν ξέρω». Κοίταξε πάνω από το σώμα του Κιτ τον πιστό στα
βλίτη. «Είδες...»
Εκείνος έγνεψε μ’ έμφαση. «Κάτι είδα. Τι ήταν;»
«Ε... νομίζω πως ήταν κάποιος που φορούσε μανδύα».
«Να τον κυνηγήσω, δεσποινίς;»
Η Άννα κοίταξε το σκοτάδι που απλωνόταν στο βάθος, εκεί όπου
τα δέντρα και οι θάμνοι πύκνωναν. «Όχι, είναι πολύ σκοτεινά». Ευ
χήθηκε να είχε σκεφτεί να φέρει μαζί ένα φανάρι. Όπως ευχήθηκε
να είχε πάρει κι ένα όπλο. Ανατρίχιασε καθώς θυμήθηκε τη σιλου
έτα που είχε δει σκυμμένη πάνω από τον Κιτ. Πλησίασε κοντά στο
αυτί του αδερφού της. «Κιτ;»
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 199
«Μάλιστα, δεσποινίς».
Πράγματι, ο Κούπερ ανέβηκε αμέσως στο άλογό του κι έφυγε,
ενώ οι υπόλοιποι τρεις άντρες ανασήκωσαν τον Κιτ και τον μετέ
φεραν στην άμαξα. Δεν ήταν εύκολο να τον βάλουν μέσα. Ο Κιτ
βογκούσε συνεχώς, άνοιγε τα μάτια, τους κοιτούσε σαν χαμένος και
μετά τα ξανάκλεινε πάλι. Η Άννα έδωσε τη φοράδα της στον ιππο
κόμο για να επιστρέφει στο σπίτι, ενώ εκείνη μπήκε στην άμαξα
μαζί με τον αδερφό της. Το ύφασμα που είχε κάψει ήταν τώρα μού
σκεμα στο αίμα, έτσι έσκισε και το υπόλοιπο και σε όλη τη διαδρο
μή το κρατούσε σφιχτά πάνω στο κεφάλι του.
Με το ελεύθερο χέρι της έπιασε το χέρι του Κιτ, που όμως έμει
νε άνευρο πάνω στο δικό της. Ευχόταν να ξυπνούσε. Το θεωρούσε
κακό σημάδι, γιατί είχε ακούσει ότι υπήρχαν άνθρωποι που δε συ
νήλθαν ποτέ ύστερα από τραύμα στο κεφάλι, αλλά έμειναν σε μια
μόνιμη κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου. Ο φόβος τής έφερε
έναν κόμπο στο λαιμό, που απείλησε να την πνίξει. Σ ’ αυτή τη δύ
σκολη στιγμή, σκέφτηκε τον Ριντ. Τον φώναξε με τη φαντασία της.
Περισσότερο από καθετί άλλο ήθελε να μπορούσε να γείρει πάνω
του, να νιώσει τα στιβαρά μπράτσα του γύρω της, να ακούσει τον
ήχο της φωνής του να την ηρεμεί.
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και τρεμόπαιξε τα βλέφαρα
για να τα διώξει. Έπρεπε να φανεί δυνατή για χάρη του Κιτ. Να
μην ενδώσει στην ατολμία της. Ο Ριντ δεν ήταν μαζί της. Δε θα
ήταν ποτέ. Το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής της το είχε περάσει
χωρίς αυτόν έτσι θα περνούσε και το υπόλοιπο. Διατηρώντας τον
έλεγχο των συναισθημάτων της, εξακολούθησε να πιέζει τον αυτο
σχέδιο επίδεσμο, σβήνοντας κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό της,
αφήνοντας τόπο μόνο για προσευχές και την ελπίδα να συνερχόταν
γρήγορα ο Κιτ.
Το αρχοντικό ήταν κατάφωτο όταν έφτασαν. Μόλις η άμαξα
σταμάτησε μπροστά στην είσοδο, η πόρτα άνοιξε και ο μπάτλερ
μαζί με κάμποσους υπηρέτες έτρεξαν έξω. Η Άννα κατέβηκε και
ύψωσε το χέρι της για να προλάβει τυχόν ερωτήσεις.
«Ο Κιτ είναι χτυπημένος. Δεν ξέρω τι συνέβη, αλλά έχει χάσει
τις αισθήσεις του και είναι τραυματισμένος στο κεφάλι. Ανεβάστε
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 201
τον στο δωμάτιό του και ξαπλώστε τον στο κρεβάτι του. Θα καθα
ρίσουμε την πληγή και θα περιμένουμε το γιατρό».
Οι υπηρέτες ταράχτηκαν, αλλά έσπευσαν να εκτελέσουν την
εντολή της. Καθώς έβγαζαν προσεκτικά τον Κιτ από την άμαξα και
τον μετέφεραν στο σπίτι, ακούστηκε δυνατός θόρυβος από οπλές
αλόγου. Η Άννα στράφηκε, νιώθοντας μια τρελή ελπίδα να αναβλύ-
ζει μέσα της.
Άλογο και αναβάτης κατέφθαναν από τα ανατολικά σαν βολίδα
μέσα στο μισοσκόταδο, χωρίς να λογαριάζουν τον κίνδυνο. Προφα
νώς είχαν κόψει δρόμο μέσα από τα χωράφια για να φτάσουν πιο
γρήγορα. Ο αναβάτης σταμάτησε απότομα το άλογο, πήδηξε κάτω
και κάλυψε με δυο δρασκελιές την απόσταση που τον χώριζε από
την Άννα.
«Ριντ!» Κάτι έσπασε μέσα της. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του, αδια
φορώντας για τα βλέμματα των υπηρετών. Τα μπράτσα του σφίχτη
καν γύρω της, την έκλεισε στον κόρφο του.
«Άννα, τι έγινε; Πες μου!»
Εκείνη δεν μπορούσε να απαντήσει. Ο φόβος που τόση ώρα
κρατούσε υπό έλεγχο ελευθερώθηκε, τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν
ασυγκράτητα από τα μάτια της. Έκλαιγε στην αγκαλιά του κι ο Ριντ
της χάιδευε την πλάτη μουρμουρίζοντας λόγια παρηγοριάς. Πάνω
από το κεφάλι της, είδε τους υπηρέτες να μεταφέρουν το άτονο κορ
μί του αδερφού της στο σπίτι. Την έσφιξε πιο δυνατά.
Σιγά σιγά τα μπράτσα της Άννας χαλάρωσαν γύρω από τη μέση
του. Στάθηκε για λίγο ακόμα έτσι, μόνο και μόνο για να ακούει τον
καθησυχαστικό χτύπο της καρδιάς του, περιμένοντας να στεγνώ
σουν τα δάκρυά της. Σκέφτηκε ότι το προσωπικό την κοιτούσε και
ήξερε ότι γρήγορα θα άρχιζαν τα κουτσομπολιά στους κοιτώνες,
αλλά εκείνη τη στιγμή δεν την ένοιαζε.
Τέλος, πισωπάτησε και σκούπισε τα μάγουλά της με τα χέρια.
«Να, έλα». Ο Ριντ έβγαλε το μαντίλι από την τσέπη του και της
στέγνωσε τα μάγουλα.
Η Άννα του χαμογέλασε αδύναμα. «Ευχαριστώ». Έστρεψε το
βλέμμα της στην πόρτα. «Πρέπει... πρέπει να πάω στον Κιτ».
«Βέβαια». Την έπιασε από το μπράτσο και προχώρησαν μαζί.
202 C andace C amp
δίνει εντολές στους υπηρέτες της, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ
ταλαιπωρημένη για να ασχοληθεί. Από τη στιγμή που είχε αντικρί
σει το τραύμα του αδερφού της, είχε στραγγίξει όλη η ενέργεια από
μέσα της. Έγειρε μπροστά, έκλεισε το χέρι του Κιτ μέσα στα δικά
της κι έριξε το κεφάλι της στο μπράτσο της.
Όταν ο Τόμπκινς έφυγε, ο Ριντ κάθισε ανακούρκουδα δίπλα της
και την κοίταξε στα μάτια. «Και τώρα πες μου τι συνέβη».
«Δεν ξέρω. Είχα ένα... προαίσθημα σαν αυτά που σου έλεγα,
σαν εκείνο που είχα εκείνη τη μέρα στο δάσος. Κατά κάποιον τρόπο
διαισθάνθηκα ότι ο Κιτ κινδύνευε».
«Και βγήκες για να τον αναζητήσεις;»
«Ναι, ήξερα ότι απόψε θα πήγαινε στο χωριό για να παίξει χαρ
τιά. Το κάνει κάθε βδομάδα. Μαζεύονται στο σπίτι του δόκτορα
Φέλτον κάθε Τρίτη, ο κύριος Μπένετ, ο Μάιλς κι ο κύριος Νόρτον.
Έτσι, όταν ένιωσα πως συνέβαινε κάτι κακό, το μόνο που σκέφτηκα
να κάνω ήταν να πάρω το άλογό μου και να πάω εκεί. Φυσικά, αν
τον έβρισκα να παίζει αμέριμνος χαρτιά με τους άλλους, θα τον
έφερνα σε φρικτά δύσκολη θέση».
«Όμως το ένστικτό σου βγήκε σωστό».
«Ναι. Όταν ένιωσα ότι κινδύνευε ο Κιτ, είχε περάσει από το νου
μου μια εικόνα δέντρων, και όταν το σκέφτηκα καλά, ήμουν σχεδόν
σίγουρη ότι επρόκειτο για ένα συγκεκριμένο μονοπάτι, πριν βγεις
στη δημοσιά. Είναι ένας μικρός παράδρομος, όπου οι φυλλωσιές
των δέντρων σχηματίζουν αψίδα... κάτι σαν θόλο».
Ο Ριντ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, ξέρω πού εννοείς». Έσμιξε
τα φρύδια του. «Δηλαδή στην πραγματικότητα είδες αυτό που θα
συνέβαινε; Είχες όραμα;»
«Ναι. Εγώ... να, κοιτούσα έξω από το παράθυρο και μάλλον είχα
βυθιστεί στις σκέψεις μου. Και ξαφνικά... μ’ έπιασε πανικός. Και
το ένιωσα μέσα μου' τότε κατάλαβα, ήμουν βέβαιη ότι κάτι δεν
πήγαινε καλά. Καθόλου καλά. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.
Χρειάστηκε να καθίσω. Ένιωσα αδυναμία. Και τότε είδα αυτές τις
φυλλωσιές, ένιωσα σαν να με φυσούσε ο βραδινός αέρας, και μ’
έπιασε ένας αφόρητος πονοκέφαλος. Ήμουν πλέον σίγουρη ότι κάτι
κακό είχε συμβεί στον Κιτ».
«Και είχες δίκιο», είπε ο Ριντ συλλογισμένα. Άπλωσε το χέρι
204 C andace C amp
του και έκλεισε στην παλάμη του το μάγουλό της. «Προφανώς του
έσωσες τη ζωή».
Δάκρυα απείλησαν πάλι να ξεχυθούν από τα μάτια της. «Έτσι
νομίζω... Να πάρει!» Αναστέναξε βαθιά και κοίταξε τον Ριντ στα
μάτια. «Όταν πλησιάζαμε, είδα... είδα κάποιον σκυμμένο πάνω από
τον Κιτ».
«Τι; Ποιος ήταν;»
«Δεν ξέρω. Δεν έβλεπα καλά μέσα στο σκοτάδι. Είδα μόνο μια
σιλουέτα σκυμμένη από πάνω του. Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα...
ούτε για το ύψος ούτε για τον όγκο του... εκτός από το ότι φορού
σε κάτι σαν μανδύα. Στράφηκε να μας κοιτάξει, και τότε διέκρινα
φευγαλέα κάτι».
«Τι εννοείς; Είδες το πρόσωπό του;»
«Δεν ξέρω τι είδα. Μάλλον ήταν το πρόσωπό του, αλλά είχε κάτι
παράξενο πάνω του. Ήταν μόνο για μια στιγμή, γιατί μετά στράφη
κε και άρχισε να τρέχει. Το σκοτάδι ήταν σχεδόν αδιαπέραστο... δεν
άφησα τον Κούπερ να τον κυνηγήσει γιατί ήταν επικίνδυνο».
«Καλά έκανες». Ο Ριντ σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πέρα
δώθε στο δωμάτιο. «Λες να είναι ο ίδιος που έκανε τους δύο φόνους;»
«Μου φαίνεται απίθανο να υπάρχει κι άλλος που επιτίθεται έτσι
στον κόσμο».
«Ναι... είναι παρατραβηγμένο. Όταν λες ότι είχε κάτι παράξενο
πάνω του, τι εννοείς;»
«Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω. Ήταν μόνο μια εντύπωση. Δε...
δεν έμοιαζε ακριβώς με άνθρωπο. Ρώτα και τον Κούπερ. Κι εκείνος
το είδε, αλλά ήταν εξίσου αβέβαιος για το τι ήταν. Είναι όπως όταν
περιμένεις να δεις κάτι, και μετά βλέπεις ότι δεν είναι αυτό που
περίμενες. Σου παίρνει μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιή
σεις τι αντικρίζεις, αλλά στο μεταξύ η εικόνα έχει εξαφανιστεί. Δεν
μπορώ να σου πω τι παράξενο υπήρχε στο πρόσωπό του, αλλά το
όλο σκηνικό μού έφερε ανατριχίλα. Ήταν εξωπραγματικό...»
Κάποιος χτύπησε την πόρτα τότε και η Άννα αναπήδησε. Έπειτα
γέλασε. «Περάστε».
Ήταν ο γιατρός, που τον ακολουθούσε ο Τόμπκινς κρατώντας
ένα δίσκο με την τσαγιέρα, τα φλιτζάνια και μερικά σάντουιτς και
κέικ που είχε προσθέσει η μαγείρισσα. Ο δόκτωρ Φέλτον κοίταξε
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 20 5
μάθει ακόμα και ο γιος του μετά το θάνατό του». Ανασήκωσε τους
ώμους. «Λυπάμαι, δεν μπορώ να σας βοηθήσω περισσότερο».
«Ω, αλίμονο... Είμαστε ευγνώμονες για τη βοήθεια», τον διαβε
βαίωσε η Άννα.
«Βγάλατε τουλάχιστον κάποιο συμπέρασμα;» τους ρώτησε ο
γιατρός. «Εννοώ, έχετε κάποια ιδέα για το ποιος μπορεί να είναι
αυτός που μιμείται τους παλιούς φόνους;»
«Όχι», απάντησε ο Ριντ. «Μόνο ότι ο δολοφόνος γνωρίζει αρκε
τές λεπτομέρειες ώστε να μπορεί να τους αντιγράφει».
«Πολύ φοβάμαι ότι έτσι δεν μπορούν να αποκλειστούν πολλοί
άνθρωποι», είπε ο γιατρός, κι αφού υποκλίθηκε ελαφρά, τους ευχή
θηκε καληνύχτα κι έφυγε.
Η Άννα κι ο Ριντ στράφηκαν για να επιστρέφουν στο δωμάτιο
του Κιτ. Ο Ριντ όμως την έπιασε τότε από το μπράτσο και τη στα
μάτησε. «Άννα... σχετικά μ’ αυτό που έγινε τις προάλλες... Μήπως
μπορούμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;» της είπε.
«Ναι, φυσικά». Τον οδήγησε στο δωμάτιο μουσικής, το οποίο
ήταν το πιο κοντινό, έκλεισε την πόρτα και στράφηκε προς το μέρος
του, περιμένοντας να ακούσει αυτό που είχε να της πει.
«Ήθελα να ξέρεις... Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη που σου
φέρθηκα τόσο απότομα όταν μου εξήγησες γιατί δε δέχτηκες να με
παντρευτείς. Ήμουν άδικος μαζί σου. Εσύ έκανες αυτό που θεώρη
σες σωστό».
«Σ’ ευχαριστώ». Ξαφνικά η Άννα ένιωσε να φεύγουν από μέσα
της όλη η θλίψη και η απογοήτευση που τη βασάνιζαν τόσες μέρες.
«Αυτό είναι μεγαλόψυχο εκ μέρους σου. Το σκέφτηκα κι εγώ, και
κατάλαβα πως είχες δίκιο. Ήταν ο φόβος που δε με άφησε να σου
πω την αλήθεια. Δεν έπρεπε να κρυφτώ πίσω από τις δικαιολογίες
που σου αράδιασα. Νοιάστηκα μόνο για μένα κι όχι για σένα. Ήταν
λάθος μου».
«Όμως είναι κατανοητό», της είπε ο Ριντ. «Ο κόσμος αποκαλεί
τρελή την οικογένειά μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, και
παρ’ ότι ξέρω πως δεν είναι αλήθεια, δεν παύει να μ’ ενοχλεί». Έκα
νε μια μικρή παύση. «Θέλω να είμαστε φίλοι... να μη στερούμαστε
ο ένας την παρέα του άλλου».
Η Άννα χαμογέλασε, το πρόσωπό της φωτίστηκε. Δε θα ξέκο
208 Candace C amp
όμως με όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό, νομίζω πως δεν πρέ
πει να το πάρουμε αψήφιστα».
«Όχι, δεσποινίς. Βεβαίως όχι». Φάνηκε να διστάζει. «Να... στεί-
λω κάποιον έξω για να ελέγξει;»
«Όχι. Απλώς σιγουρευτείτε ότι είναι κλειδωμένες όλες οι πόρτες
και τα παράθυρα. Μην παραλείψεις κανένα!»
«Μάλιστα, δεσποινίς. Αμέσως».
Ο μπάτλερ στράφηκε στον υπηρέτη, του έδωσε εντολές και μετά
έφυγαν και οι δύο. Η Αννα έτρεξε πάλι στο δωμάτιο του αδερφού
της. Πλησίασε στο παράθυρο, άνοιξε λίγο τις κουρτίνες και κοίταξε
έξω. Δεν υπήρχε κανείς ανάμεσα στα δέντρα. Ανακουφίστηκε λί
γο. Απομακρύνθηκε από το παράθυρο και πήγε κοντά στο κρεβάτι,
όπου ο Κιτ εξακολουθούσε να κοιμάται. Κάθισε πάλι στην καρέ
κλα, αφού την τράβηξε πιο κοντά στο κρεβάτι, ώστε να μπορέσει να
ακουμπήσει το μπράτσο της και να πιάσει το χέρι του Κιτ. Είχε όσο
τίποτε άλλο ανάγκη αυτή την επαφή τώρα. Βολεύτηκε και περίμενε.
λι. «Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι ήταν εδώ η κυρία
Μπένετ και η Φελίσιτι».
«Χτύπησες στο κεφάλι», είπε η Αννα. «Σε βρήκαμε πεσμένο στο
δρόμο, αναίσθητο».
Ο Κιτ εξακολουθούσε να την κοιτάζει άναυδος. «Δε μιλάς σο
βαρά».
«Δυστυχώς, μιλάω πολύ σοβαρά».
«Μα πώς; Δεν μπορεί να έπεσα από το άλογο». Έδειχνε ταπει
νωμένος. «Ακόμα και τύφλα στο μεθύσι να ήμουν».
«Δε νομίζω ότι έπεσες. Μάλλον κάποιος σου επιτέθηκε. Μακάρι
να μπορούσες να θυμηθείς».
«Κάποιος μου επιτέθηκε!» Του φάνηκε γελοίο.
Η Άννα του διηγήθηκε όσα ήξερε, αλλά ο Κιτ εξακολουθούσε να
μην πιστεύει ότι κάποιος επιχείρησε να του κάνει κακό.
«Νομίζω πως ο γιατρός έχει δίκιο. Θα χτύπησα το κεφάλι μου σε
κάποιο χαμηλό κλαδί, αυτό είναι όλο».
«Και αν σου πω ότι είδα κάποιον σκυμμένο από πάνω σου, ο
οποίος το έβαλε στα πόδια μόλις μας αντιλήφθηκε;» τον ρώτησε η
Άννα, υψώνοντας το ένα φρύδι και σταυρώνοντας τα μπράτσα.
«Έλα τώρα, θα είχε βαθύ σκοτάδι και...»
«Όχι τόσο ώστε να βλέπω κάτι που δεν υπάρχει! Τον είδε και ο
Κούπερ».
Ο Κιτ δεν είχε τι ν ’ απαντήσει, όμως το βλέμμα του μαρτυρούσε
πως δεν μπορούσε να αποδεχτεί τα λεγόμενά της.
«Μα ποιος θα ήθελε να με βλάψει; Και γιατί εμένα;»
«Δεν ξέρω. Πού να ξέρω τι είχε στο μυαλό του; Όμως, Κιτ, ακό
μα κι αν δεν πιστεύεις ότι κάποιος σου επιτέθηκε, υποσχέσου μου
ότι θα φέρεσαι σαν να έγινε», τον ικέτεψε. «Πρέπει να προσέχεις.
Να φυλάγεσαι».
«Και τι προτείνεις;» τη ρώτησε εκείνος τρομοκρατημένος. «Να
κλειστώ στο σπίτι; Έχω δουλειές... Πρέπει να φροντίσω τα κτήμα
τα, και τώρα, αν εξαιρέσεις το θερισμό, είναι η πιο απαιτητική επο
χή του χρόνου».
«Το ξέρω. Όπως ξέρω ότι είσαι και περήφανος. Δεν προτείνω να
κλειστείς στο σπίτι, αν κι ελπίζω να φανείς λογικός σήμερα και να
216 C andace C am p
«Όχι, δεν έχω τρελαθεί. Είμαι σίγουρη ότι δεν ξέρει πως τον
αναζητούμε. Δεν το έχουμε βγάλει δα και στις εφημερίδες!»
«Ώστε αυτό κάνεις τον τελευταίο καιρό;» συνέχισε ο Κιτ. «Θα
έπρεπε να αφιερώνω λιγότερο χρόνο στα κτήματα και να μένω στο
σπίτι να σε προσέχω».
Η Άννα τον κοίταξε με αγανάκτηση. «Μην πας να ξεφύγεις. Εδώ
μιλάμε για την ασφάλειά σου. Άλλωστε δεν το ψάχνω μόνη μου.
Πάντα είμαι μαζί με τον Ριντ».
Ο Κιτ συνοφρυώθηκε. «Άννα... πόσο χρόνο περνάς μαζί του; Το
θεωρείς σωστό; Από τη μια με συνέτισες επειδή έβλεπα συχνά τη
Ρόζμαρι, κι από την άλλη εσύ βάζεις σε μεγαλύτερο κίνδυνο την
καρδιά σου».
«Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος», είπε η Άννα, χωρίς να είναι
απόλυτα αλήθεια. «Ο Ριντ ξέρει ότι δεν μπορούμε να είμαστε μαζί.
Του εξήγησα το λόγο».
«Τι! Του μίλησες για τον θείο Τσαρλς!» φώναξε ο Κιτ, κι αμέ
σως μετά κοίταξε προς την πόρτα για να σιγουρευτεί ότι ήταν κλει
στή κι ότι δεν τον είχε ακούσει κανείς.
«Ναι, δε θα το πει πουθενά», τον διαβεβαίωσε η Άννα. «Δεν
μπορούσα να το κρύβω άλλο».
Ο Κιτ την κοίταξε ερευνητικά. «Είσαι σίγουρη; Ένας ερωτευμέ
νος άντρας...»
«Δεν είναι ερωτευμένος μαζί μου», τον διέκοψε. «Όχι πια. Μην
ξεχνάς ότι πριν από τρία χρόνια τον απέρριψα. Τρία χρόνια τώρα με
μισούσε, να είσαι σίγουρος. Είχε θυμώσει επειδή δεν του είχα πει
την αλήθεια, αλλά τώρα κατάλαβε».
«Ο λόρδος Μόρλαντ μου φαίνεται άνθρωπος που δεν τα παρα
τάει εύκολα».
«Σωστά. Αλλά καταλαβαίνει ότι είναι λάθος να ενώσει τη ζωή
του με τη δική μου». Η φωνή της έκλεισε, ο πόνος της ανεκπλήρω
της αγάπης την έπνιγε. Ωστόσο κατάφερε να συνεχίσει. «Πώς θα
μπορούσε; Άλλωστε, ο πατέρας του είναι δούκας».
«Μάλλον έχεις δίκιο», είπε ο Κιτ, όμως το ύφος του έδειχνε πως
δεν είχε πειστεί. «Πάντως δεν είναι καλό να συνεργάζεστε έτσι, να
βλέπεστε τόσο συχνά...»
«Μη, Κιτ», τον διέκοψε απότομα η Άννα. «Μη μου πεις ότι δεν
218 C andace C am p
δήποτε άλλον πέρα από εμάς τους συναδέλφους της η Σούζαν τον
έβλεπε μόνο τις Κυριακές που πήγαινε στο σπίτι της».
«Είχε πάει στο σπίτι της τη μέρα που τη σκότωσαν;»
Η κυρία Πάρμερ κοίταξε την Άννα. «Έχει περάσει πολύς καιρός,
δεσποινίς. Δε θυμάμαι».
«Εσείς είχατε ρεπό εκείνη την Κυριακή;» ρώτησε ο Ριντ.
«Ω, όχι. Δούλευα. Ρεπό παίρναμε εναλλάξ, για να μη μένει το
σπίτι χωρίς το απαραίτητο προσωπικό».
Η Άννα κοίταξε τον Ριντ. Δεν ήταν ικανοποιημένη, αλλά δεν μπο
ρούσε να σκεφτεί καμιά άλλη ερώτηση. Ο Ριντ ανασήκωσε αμυδρά
τους ώμους, δείχνοντας ότι συμφωνούσε μαζί της.
«Σας ευχαριστούμε πολύ που μας δεχτήκατε, κυρία Πάρμερ», είπε
στο τέλος ο Ριντ. «Ελπίζω να μη σας φέραμε μεγάλη αναστάτωση».
«Ω, όχι, κάθε άλλο». Η γυναίκα χαμογέλασε πλατιά στον Ριντ.
Παρά την ηλικία της, είχε υποκύψει στη γοητεία του.
Αφού την αποχαιρέτησαν, ανέβηκαν στα άλογά τους και ξεμά
κρυναν από το όμορφο σπίτι της.
«Νομίζεις ότι...» Η Άννα έψαξε να βρει έναν τρόπο για να εκ-
φράσει αυτό που ένιωθε.
«Ότι μας κρύβει κάτι;» τη βοήθησε ο Ριντ.
«Το ένιωσες κι εσύ!» αναφώνησε εκείνη. «Δε λέω ακριβώς ότι
κρύβει κάτι, πάντως δε μας είπε όλα όσα ξέρει».
«Ήταν πολύ επιφυλακτική. Δεν είδες πώς απέφυγε να μιλήσει
για τα κουτσομπολιά;»
«Ναι. Καθώς και τη δήλωσή της ότι δεν ήταν δική της δουλειά
να κρίνει. Αες κι αυτό εμπόδισε ποτέ κανέναν να κουτσομπολεύει».
«Το θέμα είναι ότι δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δε μας τα είπε
όλα. Τι σημασία έχει ύστερα από τόσα χρόνια; Σχεδόν όλοι όσοι
εμπλέκονταν στην υπόθεση πρέπει να είναι πια πεθαμένοι. Ποιον
θα έβλαπτε αν μιλούσε; Ποιος θα θιγόταν;»
«Δεν ξέρω, πάντως είναι απογοητευτικό. Όλη την ώρα σκεφτό
μουν πως αν της έθετα τη σωστή ερώτηση θα άρχιζε να κελαηδάει.
Αλλά δε μου ήρθε τίποτα».
Έφτασαν ως το κέντρο του χωριού. Άφησαν τα άλογά τους στο
στάβλο του πανδοχείου και ζήτησαν μια ιδιωτική τραπεζαρία για να
φάνε κάτι, πριν συνεχίσουν με τα αρχεία που φυλάσσονταν στο κοι
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 223
κι ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δικό της. «Αν δε θέλεις, μην το
κάνεις. Αν ταράζεσαι με την ιδέα ή...» Η φωνή του έσβησε.
Η Άννα είχε ήδη αναστατωθεί από την επαφή με τη ζεστή σάρκα
του. Μετακινήθηκε στη θέση της, αποτραβήχτηκε κι έδεσε τα χέρια
της στην ποδιά της.
«Δεν είναι ότι δε θέλω», του είπε. «Απλώς δεν ξέρω πώς να το
κάνω. Δεν είναι κάτι που έχω προσπαθήσει ποτέ να συμβεί. Τα ορά
ματα, τα προαισθήματα ή όπως αλλιώς θέλεις να τα πεις μου έρχο
νται απροειδοποίητα. Δεν τα περιμένω, δεν ξέρω τι τα γεννά. Συμ
βαίνουν ξαφνικά. Λυπάμαι, αλλά δεν ξέρω πώς να τα προκαλέσω...»
Ο Ριντ έγνεψε με κατανόηση, και κοίταξε το πιάτο του.
«Ίσως... αν σκεφτόμουν έντονα την Εστέλ...» μουρμούρισε η
Άννα, νιώθοντας ένα ρίγος στην ιδέα ότι θα άφηνε το μυαλό της να
σκεφτεί επίμονα το φόνο.
Ο Ριντ την κοίταξε και είδε πώς είχε χλομιάσει ξαφνικά το πρό
σωπό της. «Όχι. Δεν αξίζει τον κόπο. Δε φαντάστηκα τι επίδραση θα
είχε πάνω σου μια τέτοια προσπάθεια. Μεγάλη ανοησία εκ μέρους
μου!»
Η Άννα πήρε θάρρος από το ενδιαφέρον του, όπως και από το
γεγονός ότι είχε αναφερθεί στα οράματά της σαν κάτι το φυσιολο
γικό, σαν ένα προσόν, κι όχι σαν κάτι που έπρεπε να το κρύβει και
να το αρνείται.
«Όχι, δεν ήταν καθόλου ανοησία. Αν πρόκειται να μας βοηθήσει
να βρούμε το δολοφόνο, τότε αξίζει τον κόπο να ταλαιπωρηθώ λίγο».
«Δε νομίζω ότι θα σου είναι μόνο μια ελαφριά ταλαιπωρία. Είδα
πώς άλλαξε η έκφρασή σου μόνο και μόνο που το σκέφτηκες. Πρέπει
να σου είναι εξαιρετικά δύσκολο».
«Η αλήθεια είναι πως με... φοβίζουν τα οράματα», παραδέχτηκε
εκείνη. Ωστόσο ένιωθε μεγάλη ανακούφιση που μπορούσε να μιλά
ει ελεύθερα γι’ αυτό το θέμα σε κάποιον. «Κατά κάποιον τρόπο, συ
μπάσχω με τα θύματα. Όταν είχα το προαίσθημα για τον Κιτ, ένιωσα
μια έκρηξη αφόρητου πόνου στο κεφάλι μου».
«Τότε σίγουρα δεν πρέπει να το κάνεις», επέμεινε ο Ριντ, με ύφος
που δε σήκωνε αντιρρήσεις.
Η Άννα του χαμογέλασε. «Επίτρεψέ μου αυτό να το αποφασίσω
εγώ».
226 Candace C am p
Ο Ριντ της έριξε μια λοξή ματιά. «Πιστεύεις ότι γνωρίζει περισ
σότερα απ’ όσα είπε στον ανακριτή;»
«Δηλαδή; Τι εννοείς;»
«Με λίγα λόγια, πιστεύεις ότι εμπλέκεται στις δολοφονίες;»
«Όχι!» αναφώνησε η Άννα κι έβαλε το χέρι στην καρδιά της. «Α
ποκλείεται. Ο Νικ είναι πολύ καλός άνθρωπος. Δε... δεν είδες πώς
περιποιήθηκε το σκυλί; Σ ’ όλη του τη ζωή γιάτρευε ζώα».
«Μερικοί αγαπούν τα ζώα περισσότερο από τους ανθρώπους».
«Εντάξει, ίσως και να νιώθει έτσι. Αλλά δε θα το έκανε... Δε θα
μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο. Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο...»
«Αυτός βρήκε το πτώμα. Ίσως επειδή ήταν ο ίδιος που τη σκό
τωσε».
«Το πτώμα του Φρανκ Τζόνσον το βρήκα εγώ μαζί με τους δίδυ
μους», του υπενθύμισε η Άννα.
«Πράγματι. Όμως εσύ δε θα κρατούσες μυστικό κάτι τέτοιο ύ
στερα από τόσα χρόνια, και μάλιστα από κάποιον που συμπαθείς κι
εμπιστεύεσαι, ξέροντας ότι η αποκάλυψή του ίσως βοηθούσε στη
διαλεύκανση άλλων φόνων».
«Φαντάζεσαι ότι μπορεί να σκότωσε ο Νικ την Εστέλ; Αδύνατον!»
«Ειατί είναι αδύνατον; Είναι ο μόνος που ξέρουμε μέχρι σήμερα
ότι θα μπορούσε να έχει σκοτώσει τους δύο πρώτους, και τώρα τους
άλλους δύο. Παρ’ ότι κοντεύει τα ογδόντα, είναι αρκετά στιβαρός.
Θα μπορούσε να βάλει κάτω μια κοπελίτσα, δε συμφωνείς; Ακόμα
κι ένα νεαρό άντρα, αν τον αιφνιδίαζε».
Η Άννα έμεινε να τον κοιτάζει. «Δεν μπορεί να το πιστεύεις αυτό».
Ο Ριντ ανασήκωσε τους ώμους. «Είναι μια πιθανότητα. Και το
γεγονός ότι δεν ήταν ειλικρινής μαζί σου όταν τον ρώτησες για τους
πρώτους φόνους με προβληματίζει πολύ».
«Δεν μπορεί να ήταν αυτός ο άντρας που συναντούσε η Εστέλ»,
δήλωσε η Άννα κοφτά.
«Όχι, σίγουρα όχι. Όμως δεν είμαστε σίγουροι ότι την Εστέλ τη
σκότωσε ο εραστής της. Μπορεί ο δολοφόνος να ήταν ένας άγνω
στος που τη συνάντησε τυχαία ενώ πήγαινε να δει τον εραστή της ή
γυρνούσε από εκεί».
«Τότε γιατί δεν εμφανίστηκε ο εραστής; Ειατί δεν είπε κάτι;»
επέμεινε η Άννα.
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 229
ότι έριξε μέσα κάτι. Και... ούτε καν είμαστε σίγουροι αν έβαλαν εκεί
κάτι στο ποτό ή στο φαγητό μου. Μπορεί να έγινε νωρίτερα. Ίσως
το ναρκωτικό να χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να δράσει. Ή ίσως
απλώς να ζαλιζόμουν απ’ τη νύστα, να μην πήρα είδηση ότι κάποιος
με ακολουθούσε, και να κατάφερε να με χτυπήσει στο κεφάλι».
«Έχεις δίκιο. Δεν ξέρουμε τι συνέβη πραγματικά. Αναμφισβήτη
τα υπάρχουν κι άλλοι που γνωρίζουν από υπνωτικά φάρμακα πέρα
από το γιατρό». Ο Ριντ κοίταξε την Άννα, κι εκείνη κατάλαβε ότι
το μυαλό του πήγε στον Νικ Πέρκινς, ο οποίος είχε πολλές γνώσεις
γύρω από κάθε είδους γιατρικά. Αλλά της φαινόταν πιο απίθανο να
ήταν αυτός ανακατεμένος στους φόνους, παρά ο δόκτωρ Φέλτον.
«Κάποιος άλλος πρέπει να είναι», είπε η Άννα, σαν να μονολο
γούσε.
«Ναι, νομίζω πως επιβάλλεται να ερευνήσουμε και τους υπόλοι
πους», συμφώνησε ο Ριντ. «Θα αναθέσω σ ’ έναν γνωστό μου στο
Λονδίνο να βρει πληροφορίες για τον κύριο Μπάρμπους. Αν όντως
έμενε εκεί, ο άνθρωπός μου θα μάθει τα πάντα για το παρελθόν του.
Επιπλέον, θα μιλήσω και με το χωροφύλακα, για να μάθω αν υπάρ
χουν νεότερες πληροφορίες σχετικά με τους φόνους».
Συζήτησαν για λίγη ώρα ακόμα, κι έπειτα ο Ριντ έφυγε. Η Άννα
με τον Κιτ δείπνησαν σιωπηλά, αφού δεν είχαν πολλά να πουν πέρα
από το θέμα που τους απασχολούσε και δεν ήθελαν να το κουβε
ντιάσουν μπροστά στους υπηρέτες.
Ο Κιτ κανόνισε με τον μπάτλερ να φυλάξουν βάρδια δύο υπη
ρέτες, και μάλιστα προσφέρθηκε να μείνει κι αυτός φρουρός. Η
Άννα ανέβηκε στο δωμάτιό της νωρίς. Επιχείρησε να ράψει, μετά
διάβασε, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, γιατί το μυαλό της
γυρνούσε συνεχώς στους φόνους. Τέλος, αποφάσισε ότι δε γινόταν
να το βγάλει απ’ το νου της, και ετοιμάστηκε να ξαπλώσει. Πριν πέ
σει στο κρεβάτι της κοίταξε έξω από το παράθυρο χωρίς ν ’ ανοίξει
τις κουρτίνες. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος του απειλητικού επισκέπτη
που είχε δει τις προάλλες. Καθώς το βλέμμα της έπεσε πιο κοντά
στο σπίτι, είδε έναν άντρα να στέκεται στην πλαϊνή πόρτα και να
καπνίζει την πίπα του κοιτώντας ολόγυρα. Μάλλον ήταν ένας από
τους υπηρέτες που είχε στείλει ο Ριντ.
Ήξερε ότι ήταν όσο περισσότερο ασφαλείς γινόταν, όμως και πά
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 237
wWw.GreekLeech.info
σήμερα».
«Τώρα; Εδώ;»
«Ναι. Θα μπορούσα να καθίσω κάπου, να ανοίξω το μυαλό μου
και να ενθαρρύνω τέτοιες σκέψεις. Θα... θα ένιωθα καλύτερα αν
ήσουν μαζί μου. Λυπάμαι, αλλά είναι λιγάκι τρομακτικό».
«Εννοείται. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν πρέπει καν να το δο
κιμάσεις», είπε ο Ριντ, σμίγοντας ανήσυχος τα φρύδια.
«Νομίζω πως οφείλω να το κάνω. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε
όσα όπλα διαθέτουμε».
238 C andace C amp
Η κυρία Πάρμερ έδειξε να ταράζεται μόλις είδε τον Ριντ και την Άν
να ξανά στο κατώφλι της. «Μιλόρδε, δεσποινίς Χόλκομ». Κοιτούσε
μια τον έναν και μια τον άλλον. «Τι θα θέλατε;»
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 24 3
wWw.GreekLeech.info
το βάλαμε στη σοφίτα. Η κυρία Χάρτγουελ μου είπε ότι θα με φρό
ντιζε, αρκεί να μην έβγαζα άχνα. Δεν είπα λοιπόν τίποτα. Μου έδω
σαν χρήματα, ένα γερό κομπόδεμα, ώστε όταν σε λίγα χρόνια έφυγα
από εκεί και παντρεύτηκα, μπορέσαμε με τον άντρα μου να χτίσου
με ετούτο το σπίτι». Ύψωσε το πιγούνι της με μια δόση αψηφισιάς.
«Θα με θεωρείτε ανήθικη -έτσι δεν είναι, δεσποινίς;- επειδή αντί
να το πω δέχτηκα να με δωροδοκήσουν... Αλλά ήθελα να ξεφύγω
από αυτή τη ζωή, να μην είμαι αναγκασμένη να υπακούω συνέχεια
σε διαταγές και να είναι τα χέρια μου σκασμένα και κόκκινα όλο το
χειμώνα... Όταν μου πρόσφεραν αυτά τα χρήματα, είδα την ευκαι
ρία να γλιτώσω από όλα αυτά. Γι’ αυτό τα δέχτηκα. Άλλωστε, ποιος
θα με πίστευε, ακόμα κι αν το μαρτυρούσα; Ο λόρδος και η λαίδη θα
ορκίζονταν πως δεν ήταν αλήθεια, το ίδιο και η κυρία Χάρτγουελ,
και στο τέλος θα με έδιωχναν χωρίς καν μια συστατική επιστολή».
«Ήταν πολύ δύσκολη η θέση σας», είπε με κατανόηση ο Ριντ.
wWw.GreekLeech.info
Η Άννα άφησε ένα μικρό βογκητό κι έπιασε το κεφάλι της. «Θε
ούλη μου, ο παππούς ήταν τρελός! Έτσι, κυρία Πάρμερ;»
Η κυρία Πάρμερ έγνεψε καταφατικά. «Λυπάμαι, δεσποινίς. Δεν
ήταν καλά στα μυαλά του. Και μετά χειροτέρεψε».
«Όμως δε σας είπε κανείς ότι ήταν ο λόρδος Ντε Γ ουίντερ αυτός
που σκότωσε τη Σούζαν. Σας το είπαν;» επέμεινε ο Ριντ.
«Μα ποιος άλλος να ήταν;» ανταπάντησε η γυναίκα. «Κανένας
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 24 5
να το εξηγήσω, όμως είχαν μια έκφραση που δεν την είχα δει σε κα
νέναν άλλον άνθρωπο, κι ελπίζω να μην την ξαναδώ ποτέ. Έτρεμα
από το φόβο μου και μόνο που έμπαινα στα διαμερίσματά του, με
όλες εκείνες τις μάσκες και τα γραπτά».
«Συγνώμη;» τη διέκοψε ο Ριντ. «Είπατε μάσκες; Γραπτά; Τι εν
νοείτε;»
«Ω, μάλλον θα τα έχουν βγάλει τώρα πια. Του άρεσε να συλλέγει
μάσκες. Παράξενες μουτσούνες απ’ όλο τον κόσμο. Μερικές έμοια
ζαν με ζώα. Και άλλες δεν έμοιαζαν με τίποτα που είχα ξαναδεί -με
δαίμονες, ίσως. Τρομακτικά πράγματα. Τις μάζευε μια ζωή, βλέπε
τε, και τις αγαπούσε. Γι’ αυτό και τις είχαν κρεμάσει στους τοίχους
του δωματίου του, για να τις βλέπει. Όταν πήγαινα για να καθαρί
σω, ένιωθα σαν κάποιος να με παρακολουθούσε με όλες αυτές τις
μάσκες γύρω μου».
«Αναφέρατε και κάτι γραπτά», την παρότρυνε η Άννα όταν εκεί
νη σταμάτησε να μιλάει.
«Ναι. Μερικές φορές όταν τον έπιαναν οι κρίσεις τρέλας, έγρα
φε στους τοίχους. Κάθε τόσο τους έβαφαν, αλλά εκείνος ξανάρχιζε
να γράφει πάνω τους». Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν καταλάβαινα
γρυ, βέβαια, μερικά δεν έμοιαζαν καν με εγγλέζικα».
Η Άννα έφερε στο νου της τα σύμβολα που ζωγράφιζε ο θείος
της, κι ένιωσε αμέσως το στομάχι της να δένεται κόμπος. Να ήταν
άραγε ο θείος Τσαρλς σαν τον πατέρα του; Να τον είχε οδηγήσει κι
αυτόν η τρέλα του σε σημείο να σκοτώσει;
«Πώς ήταν ο λόρδος Ντε Γουίντερ προτού τρελαθεί;» ρώτησε
τότε τη γυναίκα. «Είπατε πως ήταν σκληρός».
«Ναι, ναι. Πολύ αυστηρός. Έπρεπε να είναι όλα στην εντέλεια.
Αλίμονο σ ’ εκείνον που δεν έβαζε στη σωστή θέση τους τα αντικεί
μενα ή που δεν έκανε αρκετά γρήγορα τη δουλειά του. Και δεν ήταν
έτσι μόνο με τους υπηρέτες, όχι. Η καημένη η λαίδη δεν μπορούσε
να τον ευχαριστήσει με τίποτα, παρεκτός που του χάρισε ένα γιο.
Δεν έχετε ιδέα πόσο την επέκρινε. Τη χτυπούσε κιόλας. Αλλά ευτυ
χώς εκείνη και η γκουβερνάντα κρατούσαν τον μικρό κύριο Τσαρλς
μακριά του. Γιατί τέτοιοι άνθρωποι εκνευρίζονται με τα παιδιά- πο
τέ δεν είναι αρκετά τακτικά».
Και ο θείος της ήταν εξίσου σχολαστικός. Ήθελε να γίνονται τα
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 247
του στη στοά. Μαζί του ήταν και στο θερινό περίπτερο όταν ξέσπα
σε η πυρκαγιά».
Ο Ριντ την κοίταξε. «Εκεί πέθαναν και οι δύο, σωστά;»
Η Άννα έγνεψε καταφατικά και η έκφρασή της άλλαξε. «Πιστεύ
εις ότι... ότι τη σκότωσε κι αυτή;»
«Δεν ξέρω. Αναρωτιέμαι όμως τι έκαναν εκεί πέρα μόνοι τους,
αφού αρκετά χρόνια ως τότε δεν τον άφηναν να κυκλοφορεί στο
υπόλοιπο σπίτι. Πώς ξεκίνησε η φωτιά; Είμαι καχύποπτος, εξαιτίας
του ιστορικού του».
«Ναι, έχεις δίκιο». Με τρόμο σκεφτόταν τι κυλούσε στο αίμα
της οικογένειάς της, τι ελλόχευε μέσα στο δικό της αίμα.
Όταν έφτασαν στο Γουίντερσετ ανέβηκαν αμέσως στην παιδι
κή πτέρυγα. Η πόρτα για τα διαμερίσματα όπου διέμενε ο λόρδος
ήταν πραγματικά πολύ γερή και μανταλωμένη. Ευτυχώς, δεν ήταν
κλειδωμένα κι έτσι δε χρειάστηκε να αναζητήσουν το κλειδί. Ο Ριντ
άνοιξε και μπήκαν μέσα.
Τα δωμάτια ήταν σκοτεινά, οι κουρτίνες κλειστές. Ο Ριντ πήγε
αμέσως και τις τράβηξε για να μπει λίγο φως. Η Άννα κοίταξε τα
κάγκελα που κάλυπταν σαν πλέγμα το παράθυρο. Αυτομάτως τη
διέτρεξε ένα ρίγος. Ο Ριντ την κοίταξε ανήσυχος.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.
«Ναι, απλώς... αναστατώθηκα». Έτριψε τα μπράτσα της, γιατί
ένιωθε να κρυώνει παρ’ ότι ήταν καλοκαίρι. Δεν ήξερε γιατί αισθα
νόταν τόση νευρικότητα εκεί μέσα -α ν όντως είχε διαισθανθεί κάτι
αφύσικο ή αν είχε επηρεαστεί απ’ όσα τους είχε πει η κυρία Πάρμερ
γι’ αυτόν το χώρο. Διέσχισαν τα δωμάτια, τις τρεις μικρές κρεβα
τοκάμαρες και τη μεγαλύτερη αίθουσα διδασκαλίας. Τα δωμάτια
ήταν καθαρά, τα ράφια άδεια. Τίποτα δε μαρτυρούσε ότι κάποιος
έζησε ποτέ εκεί, πόσω μάλλον παιδιά. Ό,τι έπιπλο υπήρχε ήταν σε
μέγεθος για ενηλίκους. Ένα μεγάλο μπαούλο με καμπύλο σκέπασμα
έστεκε μπροστά στον έναν τοίχο της αίθουσας διδασκαλίας. Ο Ριντ
το πλησίασε και το άνοιξε.
«Μάλιστα! Εδώ είναι οι μάσκες του λόρδου».
Η Άννα πήγε γρήγορα κοντά του και κοίταξε μέσα στο μπαούλο.
Ήταν, πράγματι, γεμάτο μάσκες, κάποιες μεταλλικές, άλλες ξύλινες
και άλλες από πηλό, ύφασμα ή -βύθισε το χέρι της και ψηλάφισε-
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 249
πομαι τόσο πολύ, νιώθω τόσο απαίσια που είμαι αίμα του. Η αρ
ρώστια του, η τρέλα του υπάρχει στην οικογένειά μας. Συντηρείται
μέσα μου».
«Όχι, όχι!» Ο Ριντ ακούμπησε στην άκρη το ποτό του κι έσπευσε
να την κλείσει στην αγκαλιά του. «Δεν είσαι τρελή. Όποιο πρόβλη
μα κι αν είχε ο λόρδος Ρότζερ ντε Γ ουίντερ, δεν το έχεις κι εσύ. Δεν
υπάρχει τίποτα σατανικό μέσα σου. Όσο γι’ αυτό είμαι σίγουρος».
«Όμως αυτά που βλέπω...» ψέλλισε η Άννα. «Τα προαισθήματά
μου, τα οράματά μου, όπως κι αν θέλεις να τα πεις. Δεν το βλέπεις;
Κι αυτός έβλεπε κι άκουγε πράγματα. Και ο θείος Τσαρλς το ίδιο.
Του μιλάει ο αρχάγγελος Γαβριήλ».
«Αυτά δε σε καθιστούν τρελή», αντέτεινε ο Ριντ. «Αυτά που
βλέπει ο θείος σου, αυτά που έβλεπε ο παππούς σου είναι όλα δημι
ουργήματα της φαντασίας τους. Όσα διαισθάνθηκες ή “είδες” εσύ
είχαν συμβεί στην πραγματικότητα ή επρόκειτο να συμβούν. Ήταν
πέρα για πέρα αληθινά. Επιπλέον, εσύ δεν πίστευες ότι διαδραμα
τίζονταν μπροστά στα μάτια σου. Ήξερες ότι είχαν συμβεί ή θα συ-
νέβαιναν σε κάποια άλλη χρονική στιγμή ή σε κάποιο άλλο μέρος».
«Ναι...»
«Όμως ο θείος σου πιστεύει ότι ο άγγελος στέκεται μπροστά του
και του μιλάει».
«Ναι, αυτό είναι αλήθεια».
«Άρα, εσύ διαφέρεις. Δεν είσαι σαν τον θείο σου, και οπωσδή
ποτε δεν έχεις καμία σχέση με τον παππού σου».
«Μακάρι να μπορούσα να το πιστέψω», είπε η Άννα αναστενά
ζοντας.
«Πίστεψέ το. Άκου, έχω πολλούς συγγενείς τους οποίους θα
προτιμούσα να μην έχω. Σε όλους μας συμβαίνει αυτό. Η γιαγιά
μου ήταν ο φόβος και ο τρόμος της οικογένειας. Η θεία μου, η λαί
δη Ρότσεστερ, έχει μια γλώσσα που σπάει κόκαλα. Εξακολουθεί να
πανικοβάλλει τον θείο Μπέλαρντ. Κι εσύ λες ότι δεν είναι παράξε
νοι; Η γιαγιά μου ορκιζόταν ότι μιλούσε με το νεκρό σύζυγό της...
κι εκείνος της απαντούσε. Η λαίδη Ρότσεστερ έχει ολόκληρη συλ
λογή από περούκες, όλες τους αποκρουστικές, και τις αλλάζει σαν
να είναι καπέλα, μια και, προφανώς, πιστεύει ότι κανείς μας δε θα
προσέξει πως τα μαλλιά της τη μια μέρα είναι κόκκινα και την άλλη
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 253
πράξει ο σύζυγός της. Καταλάβαινε ότι δεν της είχε πει την αλήθεια
επειδή ήθελε να την προστατέψει από την οδυνηρή γνώση ότι ο
ίδιος της ο παππούς ήταν ένας δολοφόνος, ένας τρελός. Όμως δεν
έπαυε να την πικραίνει το γεγονός ότι της είχε πει ψέματα.
«Συμβαίνει κάτι, δεσποινίς Άννα;» τη ρώτησε συνοφρυωμένος,
ανήσυχος.
«Μάθαμε ορισμένα πράγματα χτες», είπε ο Ριντ. «Και πρέπει να
τα συζητήσουμε».
Ο άντρας τούς κοίταξε επιφυλακτικά, αλλά τους οδήγησε στο
χώρο του καθιστικού. Τους έγνεψε να καθίσουν κι εκείνος βολεύτη
κε σε μια καρέκλα απέναντι τους. «Εντάξει. Τι θέλετε να μάθετε;»
«Χτες ανακαλύψαμε ότι εσύ ήσουν που βρήκες το πτώμα της
Σούζαν Έμετ», είπε απερίφραστα η Άννα.
Ο Πέρκινς ύψωσε τα φρύδια. «Σωστά».
«Όταν σε ρώτησα για τους φόνους, δε μου το ανέφερες».
Ο Πέρκινς ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν μπορώ να καταλάβω
σε τι θα βοηθούσε, δεσποινίς».
«Μα δεν μπορεί να μην καταλαβαίνεις ότι θα μας ενδιέφερε να
μάθουμε ότι βοήθησες στη συγκάλυψη εκείνων των φονικών!» Ακά
λεστα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της.
Ο Πέρκινς την κοίταξε με τρόμο. «Δεσποινίς Άννα... πώς... ποιος
σου το είπε αυτό;»
«Βλέπω ότι δεν το αρνείσαι», του ανταπάντησε με φωνή που μαρ
τυρούσε ότι ένιωθε προδομένη. «Πώς μπόρεσες, Νικ;»
Ο ηλικιωμένος άντρας αναστέναξε, έμοιαζε σαν να συρρικνω-
νόταν μπροστά της. «Πράγματι. Ήταν πολύ κακό αυτό που έκανα.
Δεν μπορείτε να με κατηγορήσετε περισσότερο απ’ όσο κατηγορώ
εγώ τον εαυτό μου. Αν δεν είχα συγκαλύψει εκείνον το φόνο, ο γε-
ρο-Γουίλ Ντόσον δε θα είχε πεθάνει». Έκανε μια παύση κι έτριψε
το πρόσωπό του πριν συνεχίσει. «Η οικογένειά μου ήταν ανέκαθεν
αφοσιωμένη στους Ντε Γ ουίντερ. Ήμασταν στη δούλεψή τους, καλ
λιεργούσαμε τη γη τους, μέχρι που πολεμήσαμε γι’ αυτούς τα παλιά
τα χρόνια. Η αφοσίωση ήταν αυτή που μ’ έκανε να υπακούσω, έστω
κι αν δε συμπαθούσα τον Ρότζερ ντε Γ ουίντερ. Ήταν ένας δύσκο
λος, σκληρός άνθρωπος». Τα χαρακτηριστικά του Νικ τραβήχτηκαν
καθώς μιλούσε. «Όταν τον βρήκα να στέκεται πάνω από το πτώμα
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 259
της Σούζαν -την είχε μεταφέρει στο Γουέλερ’ς Πόιντ αφού τη σκό
τωσε στο σπίτι-, η πρώτη σκέψη μου ήταν να τον πάρω από εκεί,
να τον γυρίσω στο σπίτι». Ο Νικ σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει
πέρα δώθε στο δωμάτιο. «Φυσικά, θεώρησε ότι είχα υποχρέωση να
τον βοηθήσω. Τόσο αλαζόνας ήταν. Όλοι υπήρχαμε μόνο και μόνο
για να τον υπηρετούμε. Αλλά η λαίδη Φιλίππα, η γυναίκα του, ήταν
εξαιρετική κυρία. Δεν της άξιζε τέτοια ατίμωση, ούτε και στο γιο
της. Θα σπιλωνόταν για πάντα το όνομα των Ντε Γουίντερ. Όταν
της είπα τι είχε γίνει, με ικέτεψε να τη βοηθήσω. Και το έκανα. Ό,τι
έγινε έγινε, σκέφτηκα. Δε θα γυρνούσε πίσω το κορίτσι, αν τον πή
γαιναν στην αγχόνη. Είπα στο χωροφύλακα ότι είχα βρει τη Σούζαν
στο Γουέλερ’ς Πόιντ και τον οδήγησα ως εκεί, αλλά δεν έκανα κα
μιά αναφορά στο λόρδο. Και, φυσικά, κανείς δεν υποπτεύτηκε ποτέ
αυτόν ή τη λαίδη. Δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι ο φόνος είχε γίνει
στο Γ ουίντερσετ. Η λαίδη φρόντισε να καθαριστεί καλά το δωμά
τιο». Αναστέναξε ξανά και στράφηκε στην Άννα. «Νομίζαμε ότι θα
μπορούσαμε να τον ελέγξουμε. Ο βαλές του έμενε μαζί του, και το
βράδυ τον κλειδαμπαρώναμε στα διαμερίσματά του. Μας διαβεβαί
ωσε ότι είχε καταλάβει και ότι θα τηρούσε τους όρους. Είπε πως δεν
ήθελε να σκοτώσει το κορίτσι, και φαίνεται πως εμείς λαχταρού
σαμε να τον πιστέψουμε. Βέβαια καταλάβαμε το λάθος μας όταν
μια νύχτα ξέφυγε από την προσοχή του βαλέ του και σκότωσε τον
άμοιρο τον Γουίλ».
«Αλλά και πάλι δεν τον καταδώσατε», σχολίασε ο Ριντ.
«Όχι. Είχαμε ήδη συγκαλύψει τον πρώτο φόνο. Αν μιλούσα, θα
κατηγορούσαν τη λαίδη για σύνεργό. Μετά από αυτό, τον απομό
νωσε στην παιδική πτέρυγα. Έβαλε κι έναν εύσωμο υπηρέτη να τον
φυλάει εκτός από το βαλέ του». Στράφηκε θλιμμένος προς τον Ριντ.
«Ποτέ δεν ξέχασα, ποτέ δε συγχώρεσα τον εαυτό μου. Αν ήμουν
καλύτερος άνθρωπος, πιο δυναμικός, θα τον είχα στείλει αμέσως
στη φυλακή. Αλλά δεν ήμουν... και δεν μπορούσα να κάνω τέτοιο
κακό στη λαίδη Φιλίππα».
«Μα γιατί το έκανε;» ξέσπασε η Άννα. «Βρήκαμε τις μάσκες του,
τα ημερολόγιά του, αλλά δε βγάλαμε συμπέρασμα».
«Ήταν τρελός», είπε ο Πέρκινς απερίφραστα. «Η κατάστασή του
χειροτέρευε διαρκώς, ώσπου πέθανε. Του είχε κολλήσει η ιδέα πως
260 C andace C amp
ο θρύλος για το Τέρας του Κρέιντον Top ήταν αληθινός. Είπε ότι
ήταν η κατάρα των Ντε Γουίντερ, που όμως αποδείχτηκε ευλογία.
Πίστευε ότι κατά περιόδους κάποιος Ντε Γ ουίντερ, όπως αυτός, γι
νόταν ένας από τα Τέκνα του Λύκου. Τέτοια πράγματα έλεγε... Ότι
αυτοί οι... Λυκάνθρωποι ήταν ανώτεροι όλων, ότι είχαν χαρίσματα
-οξυμένες τις αισθήσεις της ακοής και της όσφρησης, σαν να ήταν
πραγματικοί λύκοι. Εναρμονίζονταν με το δάσος, με τη φύση, είχαν
μέχρι και τη γενναιότητα του λύκου. Κι επειδή ήταν Λυκάνθρωπος,
δεν υπάκουε στους νόμους που κυβερνούσαν τους κατώτερους αν
θρώπους. Πίστευε ότι κυνηγούσε και σκότωνε, όπως ο λύκος, και
ότι αυτό ήταν δικαίωμά του, στοιχείο της ανωτερότητάς του». Έκα
νε μια παύση. «Του άρεσε να φοράει τις μάσκες και να τριγυρίζει
στα δωμάτια. Είχε κάτι παράξενα νύχια σαν αρπακτικού, που τα
εφάρμοζε στα δάχτυλά του. Ίσως την πρώτη φορά, όταν σκότωσε τη
Σούζαν στο σπίτι, να τα φόρεσε από μια ξαφνική παρόρμηση. Αλλά
νομίζω πως όταν σκότωσε τον Γουίλ Ντόσον τα έβαλε συνειδητά
και βγήκε για κυνήγι».
Η Άννα ανατρίχιασε. Ήταν μια φρικτή εικόνα, που ήξερε ότι θα
αργούσε πολύ να φύγει από το μυαλό της.
Ο Νικ στράφηκε σ’ εκείνη. «Λυπάμαι, δεσποινίς Άννα. Δεν μπο
ρούσα να σου τα πω όλα αυτά», δήλωσε με ειλικρίνεια. «Ξέρω πως
αυτό που έκανα ήταν λάθος, αλλά δεν το μετανιώνω, γιατί δεν ήθε
λα να ζήσετε εσύ, ο αδερφός σου και η μητέρα σας μ’ αυτό το στίγ
μα. Μπορεί να με μισήσεις, αλλά...»
«Ω Νικ». Η Άννα τον κοίταξε με αγωνία. «Δεν μπορώ να σε μι
σήσω».
Μέσα της ένιωθε ευγνωμοσύνη, επειδή χάρη σ’ αυτόν εκείνη και
ο αδερφός της δεν είχαν μεγαλώσει με το μαύρο σύννεφο των σα
τανικών πράξεων του παππού τους να πλανάται από πάνω τους. Κι
ευχόταν να μην τις είχε μάθει ποτέ. Συγχρόνως, θεωρούσε απαίσια
την απόφαση του Νικ να τις συγκαλύψει, και δεν ήταν σίγουρη αν
θα μπορούσε στο εξής να νιώθει απέναντι του όπως παλιά.
Λίγο αργότερα έφυγαν, αλλά όταν ο Ριντ έστριψε με το άλογό
του προς τη δημοσιά, η Άννα τον άγγιξε στο μπράτσο και τον στα
μάτησε.
«Θέλω να πάμε από τον άλλο δρόμο», του είπε.
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 261
Στάθηκε πάνω από το σημείο όπου είχαν δει τον νεαρό και θυμή
θηκε τη στάση του πτώματος. Ήθελε να κοιτάξει αλλού, να διώξει
την ανάμνηση, όμως πιέστηκε να το σκεφτεί επίμονα, να δει πάλι τα
μακάβρια τραύματα, το αίμα που λίμναζε στο χώμα...
Και τότε ένιωσε συγκλονισμένη το κορμί της να τινάζεται, το
κεφάλι της να σπάει από τον πόνο. Έβγαλε μια άναρθρη κραυγή. Η
αντίδρασή της δεν ήταν τόσο έντονη όσο την πρώτη φορά, αλλά την
κατέκλυσαν τα ίδια συναισθήματα. Έβλεπε το σκοτάδι, ένιωθε να
σκοντάφτει, να σωριάζεται στο έδαφος με ένα γδούπο. Ασυναίσθη
τα, τέντωσε το χέρι της. Δεν το συνειδητοποίησε, παρά μόνο όταν
ένιωσε τα δάχτυλα του Ριντ να τυλίγονται γύρω από την παλάμη
της. Του έσφιξε το χέρι, δέχτηκε μ’ ευγνωμοσύνη την καθησυχαστι-
κή δύναμή του. Αναστέναξε και άνοιξε τα μάτια της.
«Είσαι καλά;» Ο Ριντ την κοιτούσε γεμάτος ανησυχία.
Του έγνεψε καταφατικά. «Δεν είναι τόσο δυνατό όσο την πρώτη
φορά. Δεν είμαι σίγουρη μέχρι ποιο σημείο το ένιωσα τώρα και μέ
χρι ποιο σημείο απλώς θυμήθηκα τι είχα νιώσει τότε».
«Μπορείς να πεις τίποτα για το φόνο;» τη ρώτησε.
«Όχι πολλά. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Νομίζω πως ο δολοφό
νος πετάχτηκε από πίσω και χτύπησε τον νεαρό στο κεφάλι, γιατί
αισθάνθηκα την έκπληξη σχεδόν ταυτόχρονα με τον πόνο. Έπειτα
ο Φρανκ σκόνταψε και πιστεύω ότι έπεσε μπροστά κι έχασε τις αι
σθήσεις του. Ούτε τώρα μπόρεσα να δω το δολοφόνο. Νομίζω πως
στεκόταν πίσω από τον Φρανκ. Το κακόμοιρο το αγόρι!» Κοίταξε
τον Ριντ. «Λυπάμαι, δε βοήθησα πολύ».
«Βρήκες με ποιον τρόπο έγινε το έγκλημα. Και τον αδερφό σου
στο κεφάλι δεν τον χτύπησε;»
«Ναι. Πρέπει να τους χτυπάει με κάτι και μετά, όταν τους εξου
δετερώνει, τους επιτίθεται με μαχαίρι ή με ό,τι, τέλος πάντων, χρη
σιμοποιεί για να κάνει αυτές τις τομές».
«Θέλεις να πάμε εκεί που βρέθηκε η υπηρέτριά σου;» τη ρώτησε
τότε ο Ριντ. «Νιώθεις καλά;»
«Ναι, εντάξει είμαι. Αλήθεια, δεν ήταν τόσο άσχημα όσο την
άλλη φορά».
Ανέβηκαν λοιπόν πάλι στα άλογά τους, διέσχισαν το ποτάμι και
κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά, αντί να συνεχίσουν στο μονο
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 26 3
πάτι που έβγαζε στο Γ ουίντερσετ. Αφού πέρασαν ένα όμορφο λιβά
δι κι ανέβηκαν ένα λόφο, ξεπέζεψαν πάλι. Η Άννα έδειξε μια συστά
δα από δενδρύλλια. «Ο δόκτωρ Φέλτον είπε ότι το πτώμα βρέθηκε
κοντά στις νεαρές βελανιδιές».
Άρχισαν να περπατούν στην περιοχή, αλλά η Άννα δεν ένιωθε
τίποτα. Τέλος, σταμάτησε και στέναξε. «Δεν καταλαβαίνω. Ίσως να
έχω κάνει λάθος στο σημείο. Ή ίσως να έχει περάσει πολύς καιρός
και να μην επηρεάζομαι πια».
«Μα ένιωσες το φόνο στο Γουίντερσετ ύστερα από μισό αιώνα»,
της θύμισε ο Ριντ. Έμεινε για λίγο συλλογισμένος. «Όταν πρωτοαι-
σθάνθηκες ότι κάτι συνέβη στην Εστέλ, αλλού δεν ήσουν;»
«Ναι. Στο δάσος κοντά στο σπίτι μου». Τον κοίταξε. «Άες να τη
σκότωσαν εκεί; Μήπως πρέπει να το επιχειρήσουμε εκεί, αντί για
εδώ;»
«Δεν ξέρω. Αλλά ο λόρδος Ντε Γ ουίντερ μετέφερε το πτώμα της
Σούζαν Έμετ σε άλλο μέρος. Ίσως ο τωρινός δολοφόνος να μιμείται
με ευλάβεια κάποια στοιχεία από τους πρώτους φόνους».
«Αξίζει τον κόπο».
Καβάλησαν πάλι τα ζώα τους, ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο με
αντίθετη κατεύθυνση και μετά πήραν το στενό μονοπάτι που οδη
γούσε στο Χόλκομ Μάνορ. Όταν έφτασαν στις παρυφές του δά
σους, ξεπέζεψαν και περπάτησαν ανάμεσα στα δέντρα, σέρνοντας
μαζί και τα άλογά τους.
«Εδώ είναι που οι δίδυμοι βρήκαν το σκυλί», είπε η Άννα δεί
χνοντας σε ένα συγκεκριμένο σημείο. «Ακόμα αναρωτιέμαι αν το
τραυμάτισε ο ίδιος άνθρωπος. Οι πληγές έμοιαζαν πολύ. Μπορεί
όμως εκείνη τη μέρα να ένιωσα τον πόνο του δύστυχου του σκύλου.
Δε βρισκόμουν πολύ μακριά από εδώ όταν είδα τα αδέρφια σου».
Προχωρούσε ανάμεσα από τα δέντρα, προσπαθώντας να θυμη
θεί με ακρίβεια το μέρος όπου είχε αισθανθεί εκείνο τον αφόρητο
πόνο. Ξαφνικά κράτησε την ανάσα της. Είχε αρχίσει να της σηκώ
νεται η τρίχα.
«Νιώθεις κάτι;» τη ρώτησε ο Ριντ.
«Ναι. Αμυδρά. Εδώ κοντά είναι». Συνέχισε να περπατάει, κι ο
φόβος την έλουσε σαν παγωμένο κύμα. Τα βήματά της τάχυναν.
«Φοβόταν...» Το βλέμμα της έμοιαζε βυθισμένο στο κενό, κοιτούσε
264 C andace C amp
και δεν έβλεπε, ήταν συγκεντρωμένη σε κάτι που υπήρχε στο μυαλό
της. «Ο φόβος ήρθε πριν τον πόνο. Τώρα... τρέχει». Η φωνή της Άν
νας έβγαινε λαχανιασμένη. «Είναι... είναι πίσω της... Την προφταί
νει». Περπατούσε βιαστικά, η φωνή της έβγαινε πιο ψιλή από το
φόβο, μιλούσε ασθμαίνοντας. «Ουρλιάζει. Φωνάζει εκείνον... Τον
άντρα που θα συναντούσε. Δε... δεν μπορώ να καταλάβω το όνομά
του. Και μετά... και μετά...» Η Άννα κοκάλωσε, τα χέρια της έμειναν
μετέωρα στα πλευρά της. «Εδώ. Ο πόνος εμφανίζεται εδώ. Είναι
διαφορετικός... δεν είναι στο κεφάλι. Κάτι τη χτυπάει από πίσω, και
δεν μπορώ... δεν μπορεί να αναπνεύσει. Πέφτει... ορμάει κι αυτός
πάνω της. Έχει παραλύσει από το φόβο. Και τώρα ο πόνος, ένας
πόνος που τη διαλύει, και μια στιγμιαία εικόνα από κάτι -από ένα
πρόσωπο ή κάτι που την τρομάζει. Δεν μπορώ να δω καθαρά. Μόνο
νιώθω όπως ένιωσε». Άφησε την ανάσα της και κοίταξε ολόγυρα,
σαν να είχε επιστρέψει ξαφνικά στην πραγματικότητα. Ο Ριντ της
κρατούσε το χέρι, και του το έσφιγγε. Μόλις το συνειδητοποίησε,
ένιωσε λίγο αμήχανα και τον άφησε.
«Συγνώμη», του είπε.
«Μα τι λες... Μη ζητάς συγνώμη. Αυτά μπόρεσες να δεις;»
«Ναι. Πάλι δε διέκρινα το πρόσωπό του. Όμως μ’ εκείνη ήταν
διαφορετικά. Έτρεχε για να του ξεφύγει, αλλά δεν τη χτύπησε πρώ
τα στο κεφάλι».
«Επειδή ήταν ο πρώτος φόνος, μπορεί να μην το είχε σχεδιάσει
σωστά. Ή ίσως από αυτό να πήρε το μάθημα ότι έπρεπε να τους
ρίχνει πρώτα αναίσθητους».
«Ή, επειδή ο επόμενος ήταν άντρας, να πίστευε ότι έπρεπε να
έχει μεγαλύτερο πλεονέκτημα».
«Κανείς εκτός από εμάς, και το δολοφόνο φυσικά, δεν ξέρει ότι
εδώ έγινε στην πραγματικότητα ο φόνος. Άρα ο χωροφύλακας δεν
έχει ερευνήσει την περιοχή».
«Ναι, έχεις δίκιο! Πρέπει να ψάξουμε μήπως βρούμε κάτι... Ένα
σκουλαρίκι της, ας πούμε. Η Πένι είπε πως φορούσε ένα ζευγάρι
που της είχε κάνει δώρο ο αγαπημένος της».
«Δεν τα βρήκαν πάνω της;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Το ανέφερα στην οικογένεια της Εστέλ, αλ
λά δεν είχαν ιδέα για ποιο πράγμα τούς μιλούσα. Συμπέρανα λοιπόν
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 265
της. Είχε φανεί τόσο ανόητη... μα τόσο ανόητη. Είχε ρίξει όλη την
προσοχή της στον Κιτ, και δεν είχε σκεφτεί καθόλου τον Ριντ. Όμως
κινδύνευε κι αυτός όσο οι υπόλοιποι, μπορεί και περισσότερο, αφού
είχε αναμειχθεί ενεργά στην έρευνα των φόνων.
Ο ήλιος ξεμύτιζε στον ορίζοντα τη στιγμή που έφτανε στο Γ ου
ίντερσετ. Το σπίτι ήταν ήσυχο, αν και στους στάβλους υπήρχε ήδη
κάποια δραστηριότητα. Ένας ιπποκόμος έβγαλε ξαφνιασμένος το
κεφάλι του από την πόρτα των στάβλων και προχώρησε προς το μέ
ρος της μόλις την είδε να κατεβαίνει από το άλογό της. Εκείνη του
έδωσε τα χαλινάρια κι έτρεξε προς την κύρια είσοδο. Βάλθηκε να
χτυπάει επίμονα το ρόπτρο, ώσπου ένας υπηρέτης άνοιξε την πόρτα.
«Ο Ριντ! Πού είναι ο Ριντ;» κραύγασε, προσπερνώντας τον ξαφ
νιασμένο άντρα για να μπει στον προθάλαμο.
«Ε... στο υπνοδωμάτιό του, φαντάζομαι, δεσποινίς», απάντησε
ο υπηρέτης, αλλά συνειδητοποίησε ότι μιλούσε στην πλάτη της Άν
νας, η οποία ανέβαινε ήδη τη σκάλα.
«Δεσποινίς!» της φώναξε εκείνος σκανδαλισμένος κι άρχισε να
τρέχει πίσω της.
«Ριντ!» φώναξε η Άννα μόλις έφτασε στο διάδρομο του επάνω
ορόφου. Κοίταξε γύρω της, αφού δεν ήξερε ποιο ήταν το δωμάτιό
του. Χωρίς να σταματάει να φωνάζει το όνομά του, άρχισε να ανοί
γει τη μια πόρτα μετά την άλλη. Ο υπηρέτης την ακολουθούσε ανα
στατωμένος και την παρακαλούσε να σταματήσει, να τον αφήσει να
την αναγγείλει πρώτα. Την επόμενη στιγμή, μια πόρτα άνοιξε στο
τέρμα του διαδρόμου και βγήκε ο Ριντ.
«Άννα!» Προφανώς είχε ντυθεί βιαστικά, αφού φορούσε μόνο το
παντελόνι του κι ένα πουκάμισο που κρεμόταν ξεκούμπωτο, ενώ τα
μαλλιά του ήταν μπερδεμένα από τον ύπνο. «Τι συμβαίνει; Τι έγινε;»
Έτρεχαν ο ένας προς το μέρος του άλλου. Η Άννα ρίχτηκε στην
αγκαλιά του. «Ριντ! Ω Ριντ! Δόξα τω ©εώ! Φοβήθηκα τόσο πολύ
για σένα».
Ο Ριντ την κράτησε σφιχτά πάνω του, κάνοντας νόημα στον απο
σβολωμένο υπηρέτη να φύγει. Ο άντρας υπάκουσε, αν και απρόθυμα.
«Φοβήθηκες για μένα;» ρώτησε την Άννα απορημένος. Την οδή
γησε στο δωμάτιό του κι έκλεισε την πόρτα. «Γιατί φοβήθηκες;
Πες μου».
270 Candace C am p
«Σε είδα!» του φώναξε, κάνοντας ένα βήμα πίσω για να κοιτάξει
ερευνητικά το πρόσωπό του, λες και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι
ήταν σώος κι αβλαβής, παρ’ ότι στεκόταν μπροστά της ολοζώντανος.
«Με είδες; Τι εννοείς;»
«Στο όνειρό μου. Σε είδα ξαπλωμένο στο δάσος, μέσα στη βρο
χή, νεκρό. Ήσουν ωχρός, μαρμαρωμένος. Ω Ριντ, τρόμαξα τόσο πο
λύ !» Έπεσε πάλι στην αγκαλιά του, τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από
τη μέση του, κρατήθηκε σφιχτά πάνω του. «Νόμιζα πως πέθανες.
Δεν ξέρω τι θα έκανα αν πέθαινες».
Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν τερά
στια και σκουρογάλανα, λαμπύριζαν από τα δάκρυα. Τα μάγουλά
της ξαναμμένα. Τα μαλλιά της κρέμονταν στην πλάτη της ατημέλη
τα και ανάστατα από τον αέρα.
Ο Ριντ ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Ποτέ άλλοτε δεν του είχε
φανεί πιο ποθητή.
«Ω Ριντ...» είπε η Άννα ξέπνοα, κλείνοντας το πρόσωπό του στα
χέρια της.
Μεμιάς αισθάνθηκε την τραχιά υφή της αξύριστης επιδερμίδας
του και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το πουκάμισό του ήταν ανοι
χτό, αφήνοντας εκτεθειμένο το γυμνό στέρνο, την κοιλιά του. Η
καρδιά της άρχισε να χτυπάει ακόμα πιο γρήγορα, κάθε νεύρο του
κορμιού της ζωντάνεψε. Ένιωσε τη θέρμη του προσώπου του στις
παλάμες της και μαζί τα δικά της σωθικά να λιώνουν.
Ανασηκώθηκε με κομμένα τα γόνατα στις μύτες των ποδιών της
και του χαμήλωσε το κεφάλι για να συναντήσει τα χείλη της.
18
«Όχι, συνέχισε».
Ξαφνιασμένη και η ίδια με το θάρρος της, έκανε ό,τι της είπε. Το
ένα χέρι της συνάντησε τον σκληρό ανδρισμό του και τον κύκλωσε.
Το άλλο σύρθηκε στη μέση του και τράβηξε κάτω το παντελόνι του
γλιστρώντας τα δάχτυλά της στα κουμπιά. Μόλις τον άκουσε να
κρατάει την ανάσα του, η Άννα ερεθίστηκε ακόμα πιο πολύ. Αισθα
νόταν τη σάρκα του να πάλλεται στο χέρι της και η διέγερσή της
γιγαντωνόταν.
Ο Ριντ την άρπαξε από τους ώμους και τη φίλησε, το στόμα του
απαίτησε το δικό της, ενώ εκείνη συνέχιζε να τον χαϊδεύει. Τα χείλη
του κόλλησαν στα δικά της, η γλώσσα του αναζήτησε τη δική της.
Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της, η σάρκα του έκαψε τη δική της,
τα κορμιά τους δεμένα κύλησαν στο κρεβάτι.
Καθώς τη φιλούσε ξανά και ξανά, το χέρι του σύρθηκε ανάμεσα
στους μηρούς της, βρήκε την τρυφερή της σάρκα, που ήταν υγρή
και γλιστρούσε από τον πόθο. Βάλθηκε να τη χαϊδεύει, τα δάχτυλά
του σάλευαν απαλά, επιδέξια, την εξερευνούσαν και τη συνάρπα
ζαν. Η Άννα βύθισε τα νύχια της στους γλουτούς του, παραδομένη
στην ανάγκη της, που είχε γίνει πια αφόρητη. Είπε ασθμαίνοντας το
όνομά του, χαμένη στη δίνη των ίδιων της των αισθήσεων.
Εκείνος της χώρισε τότε τους μηρούς, χώθηκε ανάμεσά τους κι
άρχισε να βυθίζεται αργά, προσεκτικά στο μονοπάτι που του ανοι
γόταν. Η Άννα άφησε ένα βογκητό, μα ένιωσε μονάχα δέος και κα
νένα φόβο όσο εκείνος έμπαινε μέσα της. Και παρά τον οξύ αλλά
σύντομο πόνο, το πάθος της γινόταν όλο και πιο έντονο σε κάθε
ώθησή του.
Έτσι όπως ο Ριντ σάλευε μέσα της, τύλιξε μπράτσα και μηρούς
γύρω του, νιώθοντας να δονείται από την ανάγκη που ζητούσε επει
γόντως να ικανοποιηθεί. Κάτι θέριευε μέσα της, κάτι άγνωστο και
γλυκό και συγχρόνως ανυπόφορα έντονο. Γαντζώθηκε από την πλά
τη του, λυγμοί ξέφευγαν πια από τα χείλη της καθώς η λαχτάρα για
ολοκλήρωση γινόταν ασφυκτική. Και ο Ριντ τάχυνε τώρα το ρυθμό
του, παλλόταν μέσα της, έσπρωχνε όλο και πιο γρήγορα, όλο και
πιο βίαια, κι εκείνη τον ακολουθούσε, τον ακολουθούσε...
Ώσπου μια έκρηξη ηδονής συντελέστηκε μέσα της, την αιφνιδί
ασε και την κατέκλυσε με την πιο ισχυρή αίσθηση που υπήρχε, μια
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 275
πλα της, ο Ριντ άνοιξε κι αυτός τα μάτια του και της χαμογέλασε. Το
πρόσωπό του ήταν ήρεμο, χαρούμενο, τα μάτια του έλαμπαν.
Με βαριά καρδιά, η Άννα έκανε το βήμα που ήξερε ότι θα διέλυε
αυτή την ευτυχία.
«Πρέπει να φύγω», του είπε τρυφερά, και δεν μπόρεσε να αντι-
σταθεί στην επιθυμία της να σκύψει και να τον φιλήσει.
Εκείνος την κράτησε από τους ώμους για να γίνει το φιλί τους
πιο βαθύ, πιο παρατεταμένο απ’ όσο το είχε υπολογίσει η Άννα. Κι
όταν την άφησε, τα μάτια της έλαμπαν και η ανάσα της έβγαινε λίγο
ακανόνιστη.
«Μη φύγεις», της ζήτησε σιγανά. «Μείνε εδώ. Έτσι ή αλλιώς, το
προσωπικό έχει ήδη σκανδαλιστεί ανεπανόρθωτα. Τι πειράζει λοιπόν
να το απολαύσουμε λίγο ακόμα; Δεν υπάρχει πλέον άλλος δρόμος
για μας εκτός από το γάμο, που θα αποκαταστήσει κάθε αμαρτία».
«Όχι, σε παρακαλώ. Μην αστειεύεσαι μ’ αυτό το θέμα», του είπε
η Άννα καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι για να μαζέψει τα ρούχα
της. Ξαφνικά ντράπηκε για τη γύμνια της και στράφηκε βιαστικά για
να ντυθεί.
«Δεν αστειεύομαι καθόλου». Η φωνή του Ριντ ακούστηκε επι
φυλακτική. Ανακάθισε, αλλά ένιωσε σε μειονεκτική θέση, οπότε
αναζήτησε κι εκείνος το παντελόνι του. «Μπορεί να το είπα ανάλα
φρα, όμως το εννοώ σοβαρά. Θέλω να σε παντρευτώ».
Όταν η Άννα δεν του απάντησε, πήγε και στάθηκε μπροστά της
για να την αναγκάσει να τον κοιτάξει. Εκείνη επιχείρησε να γυρίσει
από την άλλη για να αποφύγει το βλέμμα του, αλλά ο Ριντ την έπια
σε από τους ώμους και την εμπόδισε.
«Άννα, κοίταξέ με. Μίλα μου. Σου ζητάω να παντρευτούμε».
«Δε γίνεται», του είπε γεμάτη θλίψη. «Το ξέρεις πως δε γίνεται».
«Όχι, δεν το ξέρω! Όλα γίνονται. Αρκεί να τα κάνουμε. Και σκο
πεύω εμείς να το κάνουμε σύντομα».
«Όχι!» Η Άννα τραβήχτηκε απότομα μακριά του. «Σε παρακα
λώ, Ριντ... Μην το κάνεις πιο δύσκολο».
«Θα το κάνω, διάολε!» ξέσπασε. «Φέρεσαι λες και σου κάνω
κακό, ενώ εγώ σου ζητάω να με παντρευτείς! Θέλω να σ ’ αγαπάω
και να σε νοιάζομαι για όλη την υπόλοιπη ζωή μας».
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 277
μένος να ζεις με μια τρελή. Δεν μπορώ να σου το κάνω αυτό. Δεν
αντέχω στη σκέψη ότι θα με βλέπεις έτσι».
«Κι εγώ δεν αντέχω να ζω χωρίς εσένα», της αντιγύρισε ο Ριντ.
«Θέλω να είμαι μαζί σου σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Κι αν είναι
γραφτό να τρελαθείς, και πάλι θα ζω μαζί σου κι ας είσαι τρελή!»
«Μα θα είναι μισή ζωή!» διαμαρτυρήθηκε η Άννα.
«Προτιμώ να ζήσω μισή ζωή μαζί σου παρά ολόκληρη με μια
άλλη γυναίκα. Να πάρει η οργή! Σ ’ αγαπώ, Άννα! Και είμαι πρό
θυμος να υποστώ τα πάντα». Τα μάτια του άστραφταν από θυμό.
«Νομίζω πως αυτό είναι που φοβάσαι. Ότι εσύ δε μ’ αγαπάς τόσο
ώστε να με παντρευτείς».
«Αυτό δεν είναι αλήθεια!» ξέσπασε εκείνη. «Σ’ αγαπώ πιο πολύ
από καθετί. Πιο πολύ κι από τη ζωή μου την ίδια! Σ ’ αγαπώ από
τα βάθη της ψυχής μου». Άυγμοί είχαν σταθεί στο λαιμό της, την
έπνιγαν, τα λόγια έβγαιναν με δυσκολία. «Γι’ αυτό και δε θα σε
παντρευτώ!» κατέληξε, έκανε μεταβολή και βγήκε τρέχοντας από
το δωμάτιο.
«Ανάθεμα!» Ο Ριντ έπιασε το κοντινότερο αντικείμενο, μια μι
κρή λάμπα, και την πέταξε με δύναμη στον απέναντι τοίχο. Στάθηκε
έτσι για μια στιγμή και μετά έτρεξε πίσω της.
Η Άννα κατέβαινε ήδη τη σκάλα, κι ο Ριντ την ακολούθησε αδια
φορώντας για τα γεμάτα περιέργεια βλέμματα των υπηρετών, πολ
λοί από τους οποίους θεώρησαν εκείνη τη στιγμή απαραίτητο να
κάνουν κάποια δουλειά εκεί κοντά. «Άννα! Περίμενε!»
Η Άννα δε σταμάτησε. Όρμησε έξω από την κύρια είσοδο, κι
όταν πια ο Ριντ έφτασε στην πόρτα, είχε ανέβει ήδη στο άλογό της.
Έτσι όπως γύρισε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει, εκείνος είδε τα
δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό της. Μετά η Άννα κέντρισε το
άλογό της και ξεμάκρυνε, αφήνοντάς τον πίσω.
Όταν έφτασε στο σπίτι της, ο θυμός που την είχε στηρίξει στην αρχή
είχε ξεθυμάνει τελείως, αφήνοντας στη θέση του ένα οδυνηρό κενό.
Ήξερε ότι έπρεπε να πάψει να βλέπει τον Ριντ. Ήταν μια κατάσταση
ανυπόφορη. Ζούσε μέσα σε μια αυταπάτη, πίστευε ότι θα μπορούσε
να είναι μαζί του, να απολαμβάνει την παρέα του, χωρίς όμως να
υποκύψει στα πάθη της. Αλλά στάθηκε αδύνατον. Ούτε μπορούσε
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 279
να τον παντρευτεί. Παρά τα όσα της είχε πει εκείνος, θα ήταν λάθος
και ανέντιμο εκ μέρους της να τον δεσμεύσει για μια ζωή με μια
γυναίκα που κινδύνευε να εκδηλώσει τρέλα, που δε θα μπορούσε
να του χαρίσει παιδιά. Του άξιζε καλύτερο μέλλον. Μια καλύτε
ρη ζωή που θα μπορούσε να του την προσφέρει μια άλλη γυναίκα.
Προσπάθησε να παραβλάψει τη ζήλια που την κατέτρωγε όταν τον
σκεφτόταν παντρεμένο με κάποια άλλη, πιο κατάλληλη γυναίκα.
Το γεγονός ότι ο Ριντ δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά δεν ήταν
δικαιολογία για να μη φανεί κι εκείνη λογική. Αντίθετα, όφειλε να
τον προφυλάξει, όπως έπρεπε να προφυλάξει και τον εαυτό της. Να
φανεί συνετή και για τους δυο τους.
Όταν έφτασε στο σπίτι της, ανέβηκε κατευθείαν στο δωμάτιό της
και ρίχτηκε στο κρεβάτι για να μπορέσει να λυτρωθεί με το κλάμα.
Έπειτα σηκώθηκε, έπλυνε το πρόσωπό της και κάλεσε την Πένι για
να της ετοιμάσει το μπάνιο της.
Αφού μούλιασε αρκετά, ντύθηκε και άφησε την καμαριέρα της
να της χτενίσει τα μαλλιά. Στη συνέχεια κατέβηκε κάτω για να κατα
πιαστεί με τα καθήκοντά της. Της ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρω
θεί, όλα τα θέματα του νοικοκυριού ξαφνικά της φαίνονταν εντελώς
ανούσια.
Μέσα της ήλπιζε ότι ο Ριντ θα εμφανιζόταν. Δεν ήταν ο τύπος
του άντρα που τα παρατούσε εύκολα. Της ήταν αδύνατον να φα
νταστεί πώς θα συνέχιζε να τον αρνείται, τη στιγμή που όλο της το
είναι λαχταρούσε να δεχτεί αυτό που της πρόσφερε. Πού θα έβρι
σκε τη δύναμη να στερήσει κι από τους δυο τους την ευτυχία που
αποζητούσαν;
Αργά το ίδιο απόγευμα, βυθισμένη καθώς ήταν στις μελαγχο
λικές σκέψεις της, στεκόταν στο παράθυρο και κοιτούσε τον κήπο,
όταν είδε μια σιλουέτα να διασχίζει τα δέντρα και να κατευθύνεται
προς το σπίτι. Η ατμόσφαιρα έξω ήταν γκρίζα και ζοφερή σαν τη
διάθεσή της, κι η ελαφριά ομίχλη που είχε πέσει δεν τη βοηθούσε
να διακρίνει ποιος ήταν. Πλησίασε κι άλλο το τζάμι, με το στομάχι
της να σφίγγεται. Ο άντρας σταμάτησε στις παρυφές του κήπου και
κοίταξε αβέβαια προς το σπίτι. Τα μάτια της Άννας άνοιξαν διάπλα
τα. Ήταν ο Άρθουρ Μπράντμπερι, ο πιστός υπηρέτης του θείου της.
280 C andace Camp
Βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο και πήγε στο γραφείο του αδερ
φού της. «Κιτ. Ήρθε ο Άρθουρ».
«Ποιος;» Ανασήκωσε το κεφάλι από τα χαρτιά του κι έσμιξε τα
φρύδια του.
«Ο Άρθουρ Μπράντμπερι».
«Τι θέλει εδώ;»
«Δεν ξέρω. Αλλά σίγουρα θα είναι κάτι σημαντικό, για να αφή
σει...»
«Ναι, έχεις δίκιο».
Ο Κιτ σηκώθηκε. Όσο εργαζόταν φορούσε μόνο το πουκάμισό
του, όμως τώρα έπιασε το ελαφρύ γκρίζο σακάκι του από το μπρά
τσο της καρέκλας απέναντι από το γραφείο του και το φόρεσε, ενώ
ακολουθούσε την Άννα έξω από το δωμάτιο. «Πού είναι;»
«Τον είδα στα δέντρα, στην άκρη του κήπου. Μάλλον περιμένει
να βγει έξω κάποιος από μας».
Η Άννα πήρε το καθημερινό μπονέ της από το πορτμαντό που
ήταν δίπλα στην πίσω πόρτα και το φόρεσε πρόχειρα ενώ έβγαιναν
έξω και διέσχιζαν τον κήπο. Καθώς πλησίαζαν στα δέντρα, διέκρινε
καθαρά τη μεγαλόσωμη σιλουέτα του Άρθουρ. Βημάτιζε νευρικά
και το πρόσωπό του ήταν συνοφρυωμένο. Η έκφρασή του απάλυνε
μόλις είδε την Άννα και τον Κιτ να καταφθάνουν. Έβγαλε το καπέλο
του και προχώρησε για να τους χαιρετήσει.
«Κύριε! Δεσποινίς! Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω. Προσπαθού
σα να σκεφτώ έναν τρόπο για να τραβήξω την προσοχή σας χωρίς
να με πάρουν είδηση οι υπόλοιποι».
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Κιτ. «Έπαθε τίποτα ο θείος;»
Ο Άρθουρ σάλεψε νευρικά. «Στην πραγματικότητα, κύριε, ε...
εξαφανίστηκε».
«Εξαφανίστηκε;» επανέλαβε η Άννα, υψώνοντας με τρόμο τη
φωνή της.
«Σήμερα το πρωί που ξύπνησα, δεν τον είδα πουθενά. Δεν το
συνηθίζει να απομακρύνεται από τον κύκλο με τα βότσαλα όσο εί
ναι μέρα, δεσποινίς. Ανησύχησα, και όσο περνούσε η ώρα, τόσο
μεγάλωνε η ανησυχία μου. Έτσι, ύστερα από λίγο βγήκα για να τον
ψάξω. Αλλά δεν τον βρήκα πουθενά». Κοιτούσε μια τον έναν, μια
τον άλλον, σαν να ήλπιζε ότι θα του έδιναν μια απάντηση.
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 281
wWw.GreekLeech.info
Έτρεχε στα τυφλά, παραλυμένη από το φόβο, και σταμάτησε μόνο
όταν γλίστρησε στη λάσπη κι έπεσε κάτω.
Η σκέψη της καθάρισε. Το όραμα είχε τελειώσει, όμως ο καθη-
λωτικός τρόμος παρέμενε. Πιέστηκε να θυμηθεί, πιέστηκε να σκε
φτεί, όχι τον Ριντ και τον κίνδυνο που τον απειλούσε, αλλά το χώρο
γύρω του. Ήξερε το μέρος! Ήταν σίγουρη.
Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να μείνει ακίνητη, να θυμηθεί
με ακρίβεια τη θέση ενός μεγάλου βράχου πίσω ακριβώς από τον
ώμο του Ριντ και τα απλωμένα κλαδιά μιας βελανιδιάς, λίγο πιο
πέρα.
Η Κ α τ α ρ α τ ο υ Γ ο υ ίν τ ε ρ σ ε τ 285
σει την κατάσταση. Ένα χοντρό κλαδί ήταν πεσμένο στο έδαφος δί
πλα στον Ριντ. Ο άγνωστος άντρας κρατούσε ένα μαχαίρι. Όμως το
μαχαίρι δεν είχε αίμα επάνω του, πράγμα που σήμαινε ότι ο Ριντ δεν
ήταν νεκρός, παρά μόνο αναίσθητος. Αν μπορούσε να του αποσπά-
σει την προσοχή, ίσως ο Ριντ να συνερχόταν και να τον εξουδετέρω
νε. Άρα έπρεπε να συνεχίσει να του μιλάει, τραβώντας την προσοχή
του μακριά από τον Ριντ. Δεν ήταν σπουδαίο σχέδιο, το ήξερε, αλλά
ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή.
«Άφησέ τον!» τον διέταξε, όσο πιο αυταρχικά μπορούσε.
Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι. Όχι. Πρέπει να πε-
θάνει».
«Μα γιατί; Τι σου έκανε;»
«Θέλει εσένα!» ήταν η απάντηση. «Δεν το καταλαβαίνεις; Γι’
αυτό μένει εδώ. Θέλει να σε παντρευτεί. Προσπαθεί να τα χαλάσει
όλα. Δε θα του το επιτρέψω!»
«Δε θα παντρευτώ τον Ριντ».
«Μα φυσικά δε θα τον παντρευτείς. Εσύ είσαι προορισμένη για
μένα».
Η Άννα έμεινε άναυδη. Τι στην οργή τής έλεγε;
«Το ξέρουμε αυτό, το ξέρουμε και οι δυο μας», συνέχισε ο άγνω
στος. «Αλλά αυτός μπήκε στη μέση». Ανέμισε το χέρι του προς τον
Ριντ και στράφηκε για να τον κοιτάξει.
Η Άννα κινήθηκε προς το μέρος τους, γιατί φοβήθηκε ότι ήταν
έτοιμος να τον μαχαιρώσει. Όμως ο άντρας ξαναγύρισε απότομα το
κεφάλι του και σήκωσε το χέρι του για να τη σταματήσει.
«Όχι! Μην πλησιάζεις άλλο».
«Εντάξει», είπε η Άννα ήρεμα. «Θα μείνω εδώ».
Σκεφτόταν όσα της είχε πει. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν τρε
λός. Όμως σίγουρα θα υπήρχε κάποιος τρόπος για να εκμεταλλευτεί
την τρέλα του υπέρ της. «Δεν καταλαβαίνω», άρχισε να του λέει,
«τι εννοείς. Με ποιον τρόπο είμαι προορισμένη για σένα;»
«Είμαστε γεννημένοι ο ένας για τον άλλον!» Ορθάνοιξε τα μπρά
τσα του με μια θεατρική κίνηση, και τότε η Άννα παρατήρησε ότι
μέσα από το μανδύα φορούσε μόνο πουκάμισο και παντελόνι, ενώ
στερεωμένο στη ζώνη του ήταν το εργαλείο κηπουρικής που είχε
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 287
Άννα και τον Κιτ νωρίς το πρωί για να τους ενημερώσει. Λίγο πιο
πριν είχε καταφθάσει και ο δόκτωρ Φέλτον.
«Ναι», έλεγε τώρα ο γιατρός, συμφωνώντας με το σχόλιο της Άν
νας. «Έρχομαι από το σπίτι τους. Η κυρία Μπένετ είναι τσακισμένη
από τη θλίψη. Χρειάστηκε να της χορηγήσω ηρεμιστικό».
«Το ίδιο και ο άντρας της», είπε ο Ριντ. «Προφανώς δεν είχαν
ιδέα για το πρόβλημα του Μάιλς, αφού απέδιδαν τη μελαγχολία και
την τάση του να απομονώνεται στο δωμάτιό του στο νεαρό της ηλι
κίας του και στην “ποιητική” φύση του».
«Ο πατέρας του με διαβεβαίωσε ότι ο Μάιλς δεν είναι υιοθετη
μένος», συνέχισε ο γιατρός. «Είπε ότι πριν από δυο τρία χρόνια του
είχε μπει η ιδέα ότι ήταν υιοθετημένος, αλλά νόμιζαν ότι το είχε
ξεπεράσει, γιατί είχε καιρό να αναφέρει κάτι σχετικό».
«Άρα δεν έχει συγγένεια με το λόρδο Ρότζερ ντε Γ ουίντερ», είπε
η Άννα.
Ο γιατρός κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Προφανώς ήταν μια
ακόμα από τις παλαβές ιδέες του. Θα ήταν εύκολο, φαντάζομαι, να
πει κανείς ότι κληρονόμησε την τρέλα από το λόρδο, αλλά δεν είναι
έτσι. Η αρρώστια του Μάιλς νομίζω πως οφείλεται στο συνδυασμό
του διεστραμμένου θαυμασμού που έτρεφε για το λόρδο Ρότζερ και
τα εγκλήματά του και της μανίας του για εσάς, δεσποινίς Χόλκομ».
«Ξέρατε για το λόρδο Ρότζερ;» τον ρώτησε με περιέργεια η Άν
να. «Εσείς σκίσατε τις σελίδες από τα ημερολόγια του πατέρα σας;»
«Όχι», απάντησε ο δόκτωρ Φέλτον. «Δεν είχα ιδέα. Νόμιζα ότι
τον παρακολουθούσε όπως και τους άλλους ασθενείς του, δηλαδή
για τα συνηθισμένα κρυολογήματα και τα γνωστά. Δεν μπορούσε
να πάει ως εκεί το μυαλό μου». Κούνησε το κεφάλι. «Ο πατέρας
μου τήρησε προφανώς το ιατρικό απόρρητο του ασθενή του, αλλά
δεν μπορώ να πιστέψω ότι ήξερε πως ο λόρδος είχε σκοτώσει εκεί
νους τους δυο ανθρώπους. Αποκλείεται να είχε βοηθήσει τη λαίδη
Ντε Γουίντερ στη συγκάλυψη των φόνων».
Μολονότι ο Κιτ, ο Ριντ και η Άννα συμφώνησαν πως έπρεπε να
γίνει γνωστή η αλήθεια για τους παλιούς φόνους, δεν αποκάλυψαν
ότι ο Νικ Πέρκινς είχε βοηθήσει τη λαίδη Ντε Γουίντερ να απο
κρύψει όσα είχαν συμβεί. Ήταν λάθος αυτό που είχε κάνει, όμως η
Άννα δεν μπορούσε να καταδώσει τον καλό φίλο της. Η πράξη του
Η ΚΑΤΑΡΑΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 293
wWw.GreekLeech.info
Η Άννα έφερε το χέρι στα χείλη της, δάκρυα κυλούσαν και από
τα δικά της μάτια. «Ω Νικ...»
«Αυπάμαι, παιδί μου. Δεν ήθελα να τα μάθεις ποτέ όλα αυτά.
Αλλά όταν ο κύριος Ριντ μου είπε ότι ανησυχούσες μήπως έχεις
κληρονομήσει την τρέλα των Ντε Γουίντερ, τότε κατάλαβα ότι είχα
κάνει λάθος που τόσα χρόνια δε σας είχα πει τίποτα».
«Γιατί δε μας το είπες;» ρώτησε η Άννα.
«Δεν ήξερα ότι γνώριζες για το θέμα της τρέλας στην οικογένεια.
wWw.GreekLeech.info
Το κρατούσαμε μυστικό. Πίστευα ότι εσύ και ο Κιτ δε θα το ανακα
λύπτατε ποτέ. Κι έπειτα... η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν ποτέ κοντά
στη μητέρα σας. Από μικρούλα έφυγε, μεγάλωσε μακριά από εδώ,
δεν τη γνώριζα όπως ξέρω εσάς. Δεν ήξερα ότι κι εκείνη είχε μάθει
για την τρέλα των Ντε Γουίντερ. Μέχρι και χτες, που μου το είπε ο
λόρδος Μόρλαντ, πίστευα πως ο θείος σας ο Τσαρλς είχε πάει πραγ
ματικά στα Μπαρμπάντος. Δεν ήξερα ότι είχε τρελαθεί κι αυτός.
298 C andace Camp
Και ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι θα φοβόσασταν μήπως
συνέβαινε και σ’ εσάς ή ότι εσύ και ο Κιτ είχατε ορκιστεί να μην
παντρευτείτε γι’ αυτόν το λόγο. Βλέπεις, νομίζοντας ότι δεν είχατε
ιδέα, θεωρούσα προτιμότερο να συνεχίσετε να πιστεύετε ότι ο παπ
πούς σας ήταν ο λόρδος Ντε Γ ουίντερ. Δε... δεν ήθελα να σκέφτεστε
άσχημα για τη γιαγιά σας. Ήταν υπέροχη γυναίκα. Ούτε και φαντά
στηκα ότι θα θέλατε να ξέρετε πως ο παππούς σας ήταν ένας απλός
χωρικός κι όχι ένας λόρδος. Δεν ήθελα να ντρέπεστε για μένα».
Η Άννα άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του. «Προτιμώ χί
λιες φορές που είσαι εσύ ο παππούς μου και όχι ο λόρδος Ντε Γου
ίντερ. Και δε σκέφτομαι τίποτα άσχημο για σένα ή για τη λαίδη
Φιλίππα. Κατανοώ τη δύναμη της αγάπης». Τα μάτια της σπίθισαν
καθώς κοίταξε τον Ριντ, που της χαμογελούσε. Έπειτα στράφηκε πά
λι στον Νικ. «Δεν ντρέπομαι για σένα. Είμαι πολύ περήφανη που
είσαι ο παππούς μου». Εντελώς αυθόρμητα τον αγκάλιασε. «Είμαι
τόσο χαρούμενη!»
Εκείνος τη χάιδεψε αδέξια στην πλάτη. «Κι εγώ χαίρομαι, παιδί
μου».
Η Άννα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Χαμογελούσε ολόκληρη,
κι ας γυάλιζαν τα μάτια της από τα δάκρυα.
Ο Νικ Πέρκινς της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Ξέρεις», της είπε,
«είχε και η μητέρα μου την έκτη αίσθηση».
Η Άννα τον κοίταξε σαστισμένη. «Έβλεπε οράματα;»
Της έγνεψε καταφατικά. «Ναι, σαν αυτά που μου είπε ο λόρδος
Μόρλαντ ότι βλέπεις κι εσύ. Όλη η οικογένειά της είχε αυτό το χά
ρισμα». Της έκλεισε το μάτι. «Κάποιοι λένε ότι μια πρόγονός τους
ήταν η μάγισσα που καταράστηκε τους Ντε Γουίντερ».
Μ ’ αυτή την κουβέντα, έκανε μεταβολή και βγήκε από το δω
μάτιο. Η Άννα έμεινε βουβή για λίγο κι έπειτα στράφηκε στον Ριντ.
«Τα ξέρει ο Κιτ όλα αυτά; Τώρα είναι κι αυτός ελεύθερος».
Ο Ριντ έγνεψε καταφατικά. «Νάι. Τον ενημέρωσα όταν του ζή
τησα το χέρι σου».
«Α, την πονηρή αλεπού!» είπε η Άννα γελώντας και σκούπισε τα
μάτια της. «Γι’ αυτό λοιπόν ήταν τόσο χαρούμενος σήμερα. Κι εγώ
νόμιζα ότι είχε κέφια γιατί ανακαλύφθηκε ο δολοφόνος!»
«Προφανώς ήταν κι αυτός ένας λόγος», είπε ο Ριντ, ενώ την
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΓΟΥΙΝΤΕΡΣΕΤ 299