You are on page 1of 109

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια συγκέντρωσης, ταξινόμησης και
αξιοποίησης υλικού

Δημήτριος
Πολιορκητής

Θεσσαλονίκη 2019
2
3

Δημήτριος Πολιορκητής, 306-283 π.Χ.


Αργυρό τετράδραχμο, 300-295 π.Χ.
Βάρος: 17,10 γρ. Διάμετρος: 2,95 εκ.
ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Ποσειδών κραδαίνων τρίαινα
προς τα αριστερά. Δεξιά, πέλεκυς, αριστερά, μονόγραμμα.
Νομισματοκοπείο: Σαλαμίς Κύπρου.

[...] Η εικονογραφία των νομισμάτων στη Μακεδονία πηγάζει κυρίως από


τη θρησκευτική και μυθολογική παράδοση. Θεοί και ήρωες χαράσσονται
επί των νομισμάτων, άλλοτε οι ίδιοι και άλλοτε τα σύμβολά τους,
παρέχοντας πληροφορίες για τις τοπικές λατρείες και παραδόσεις. Πηγή
έμπνευσης αποτελούν επίσης η χλωρίδα και η πανίδα. Εγχώρια προϊόντα,
που αποτελούν πηγή πλούτου και ευημερίας για μία πόλη, σφραγίζουν
συχνά τις εκδόσεις της, όπως για παράδειγμα η άμπελος στα νομίσματα
της Μένδης, που παραπέμπει στην ανάπτυξη της αμπελοκαλλιέργειας.
14/8/09 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΝΟΜΙΣΜΑ Μακεδονίας Νόμισμα. Από τη
συλλογή της Alpha Bank.
4

Περιεχόμενα

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συλλογής και αξιοποίησης αποσπασμάτων. ΕΞΟΡΙΑ


ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟΣ. Αποσπάσματα από αρχαία, βυζαντινά και θεολογικά κείμενα.
Θεσσαλονίκη 2014. Δημήτριος Πολιορκητής. .......................................................................... 6
Βικιπαίδεια. Ο Δημήτριος Α' Πολιορκητής ............................................................................... 7
Οδυσσέας Γκιλής. ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΦΛΕΓΡΑ, ΠΑΛΛΗΝΗ, ΠΟΤΙΔΑΙΑ,
ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΑ. Θεσσαλονίκη 2012. ........................................................................................... 8
Ελληνικής αρχαιολογίας εγχειρίδιον. ΤΟΥΤΟ ΜΕΝ ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΘΕΙ»,ΤΟΥΤΟ. ΚΑΙ ΕΚΔΟΘΕΝ
ΠΡΟΣ ΧΡΗΣΙΝ... ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Σ. ΡΟΥΣΟΠΟΥΑΟΥ..ΕΝ ΠΑΤΡΑΙΣ,ΕΚ ΤΟΓ ΤΓΠΟΓΡΑΦΕΙΟΓΉ.
1855. .......................................................................................................................................... 9
ΔΟΜΑΙΡΟΝ Domairon epitome istopias genikis. Τόμος 1 - Σελίδα 330. Athanasios
Stageiritēs – 1812 ...................................................................................................................... 9
Ηπειρωτικά και Μακεδονικά μελετήματα. - Τόμος 2 - Σελίδα 700. Ioulia Vokotopoulou -
2001 ........................................................................................................................................... 9
Ελλάς: Η ιστορία και ο πολιτισμός του Ελληνικού έθνους ...Giannēs A. Pournaras – 1998... 10
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συλλογής και επεξεργασίας υλικού. ΒΕΡΟΙΑ ΒΕΡΡΟΙΑ BEROIA
BERROIA. Ιστορικός Χρονολογικός πίνακας. Θεσσαλονίκη 2015. .......................................... 10
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια. ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΥΣ. Η λέξη-έννοια στα αρχαία κείμενα.
Θεσσαλονίκη 2016. ................................................................................................................. 11
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συγκέντρωσης, ταξινόμησης και αξιοποίησης υλικού.
ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Apollodorus of Cassandreia. Θεσσαλονίκη 2017. .................... 11
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια. Inscriptions. Epigram POTIDEE-Potidaea-Ποτίδαια.
Θεσσαλονίκη 2018. ................................................................................................................. 12
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συγκέντρωσης ταξινόμησης και αξιοποίησης υλικού. Ποτίδαια-
Potidaea -Κασσάνδρεια-Cassandreia-εξώφυλλα και αποσπάσματα βιβλίων. Θεσσαλονίκη
2018 ......................................................................................................................................... 12
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια. ΑΡΧΑΙΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ. Αλφαβητική
ταξινόμηση. Θεσσαλονίκη 2015. ............................................................................................ 15
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συλλογής και αξιοποίησης υλικού. Ποτίδαια, Ποτείδαια,
Ποτίδεα, Potidaea, Potidaa, Potidea, Potideati, Potidaia, Potidaia, Potidaeam, Potidaeum,
Παλλήνη, Pallene, Κασσάνδρεια, Cassandreia, Cassandrea, Casandreia, Cassandreum,
Cassandraeum. Αποσπάσματα, ανθολόγηση, βιβλιογραφία. Θεσσαλονίκη 2016. ............... 15
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια. Λυσίμαχος. Lysimachus . Γιος του βασιλιά της Θράκης
Λυσιμάχου και της Αρσινόης. Τον σκότωσε ο Πτολεμαίος Κεραυνός στην Κασσάνδρεια.
Βασιλιάς Κάσσανδρος, Φίλα, Ευρυδίκη, Αρσινόη, Θεσσαλονίκη, Βερενίκη…Θεσσαλονίκη
2015. ........................................................................................................................................ 16
5

Οδυσσέας Γκιλής. Odysseus Gilis. Επιμέλεια συλλογής. POTIDEE. Συλλογή κειμένων, στην Γαλλική
γλώσσα, που αναφέρονται στην Ποτίδαια. Θεσσαλονίκη 2014. ..................................................... 17
Αντίγονος Β΄ Γονατάς. Βικιπαίδεια. ........................................................................................ 18
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συλλογής και αξιοποίησης υλικού. Colonia Iulia Augusta
Cassandrensis. ANTONINUS PIUS 138 AD Cassandrea Macedonia Egyptian Zeus Ammon
Roman. Θεσσαλονίκη 2015. .................................................................................................... 19
Οδυσσέας Γκιλής. ΜΕΤΑΞΥ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ Θεσσαλονίκη 2014.
................................................................................................................................................. 21
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια, συλλογής επεξεργασίας και παρουσίασης υλικου. Κλασικοί
συγγραφείς. Βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία. Θεσσαλονίκη 2014......................... 22
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια υλικού. Ποτίδαια. Ποτείδαια. τείχη. Κασσάνδρεια, Βυζαντινό
Διατείχισμα. Εικόνες, Φωτογραφίες, κείμενα. Θεσσαλονίκη 2013. ........................................ 24
History of Greece - Σελίδα 411 -Oliver Goldsmith - 1825 ....................................................... 25
Greek inscriptions - The American School of Classical Studies at Athens. GREEK
INSCRIPTIONS (1- 13) A NEW FRAGMENT OF THE BOEOTIAN-ATHENIAN ALLIANCE OF 395
B.C. Σελίδα 39.......................................................................................................................... 26
KENTPON ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ ΕΘΝΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ
ΕΡΕΥΝΩΝ. RESEARCH CENTRE FOR GREEK AND ROMAN ANTIQUITY
NATIONAL HELLENIC RESEARCH FOUNDATION ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ. 26. DIFFUSION
DE BOCCARD - 11, RUE DE MEDICIS, 75006 PARIS. ARGYRO B. TATAKI
MACEDONIANS ABROAD A CONTRIBUTION TO THE PROSOPOGRAPHY OF
ANCIENT MACEDONIA ATHENS 1998. ........................................................................... 27
Catalogue of Greek Coins: Macedonia, Etc- Τόμος 5 - Σελίδα xxxix Barclay Vincent Head,
Reginald Stuart Poole – 1879. ................................................................................................. 27
Ο Πολιορκητής Δημήτριος. Γιώργος Θωμόπουλος. Κωστοπούλου Ξένια, 2003 ................... 27
Δημήτριος Συγγραφέας: Πλούταρχος Βίοι παράλληλοι. ........................................................ 28
Outrageous fortune. The rise and fall of Demetrius Poliorcetes . ....................................... 28
Rickard, J (4 July 2007), Demetrius I Poliorcetes (336-283)................................................. 29
Phila - in ancient sources attalus.org ................................................................................... 30
University of Iowa Iowa Research Online Theses and Dissertations. Fall 2015 A historical
commentary on Plutarch’s Life of. Demetrius. ....................................................................... 31
Mechanicians in Macedonian Army - Epimachus of Athens, Aristobulus of Cassandreia,
Diades of Pella, Poseidonius, Demetrius Poliorcetes . ........................................................... 31
BRILL'S COMPANION TO ANCIENT MACEDON. Studies in the Archaeology and History.
ofMacedon, 650 BC-300 AD. Edited by Robin J. Lane Fox. BRILL. ........................................... 32
Ancient History & Civilisation. Introduction to Demetrius. [336–282 BC] .............................. 33
Συγγραφή : Σοφού Αθανασία (20/2/2003). Για παραπομπή: Σοφού Αθανασία,
«Κάσσανδρος», 2003, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού. ............................................ 34
Encyclopedia Briitannica ......................................................................................................... 34
Plutarch, The Parallel Lives The Life of Demetrius ................................................................. 35
6

Thomas Rodenby. Dissertation submitted as part requirement for the Degree of Master of
Arts in Ancient History at Durham University, in 2016. .......................................................... 35
Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια επεξεργασίας κειμένου. Ο ΘΕΡΜΑΪΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΡΩ
ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΠΟΛΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ. Επιλογή αποσπασμάτων.
Θεσσαλονίκη 2013 .................................................................................................................. 36
ΕΠΙΤΟΜΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ - ΓΕΓΟΝΟΤΑ - ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ -
ΧΑΡΤΕΣ – ΣΥΝΘΗΚΕΣ. Έκδοση: ΤΟ ΒΗΜΑ, 2004. Επιμέλεια: Βαγγέλης Δρακόπουλος -
Γεωργία Ευθυμίου. .................................................................................................................. 36
Desdevises-du-Dezert. Géographie ancienne de la Macédoine, par Th. Desdevises-du-Dezert.
Desdevises-du-Dezert, Théophile Alphonse, 1822-, Desdevises-du-Dezert, Theophile
Alphonse, 1822-1891. ............................................................................................................. 37
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα για τον Δημήτριο Πολιορκητή. ...................................... 37
Δημήτριος ................................................................................................................................ 74
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ .......................................................................................................................... 108

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συλλογής και αξιοποίησης αποσπασμάτων.


ΕΞΟΡΙΑ ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΟΣ. Αποσπάσματα από αρχαία, βυζαντινά και
θεολογικά κείμενα. Θεσσαλονίκη 2014. Δημήτριος Πολιορκητής.

Ο Δημήτριος Α΄ ο Πολιορκητής (337 - 283 π.Χ.) ήταν ένας από τους


Διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου,... Μετά την φυγή του Δημήτριου
και προκειμένου να συγκρουσθεί με τον επερχόμενο Λυσίμαχο,
αρκέστηκε σε όσα είχε πάρει και δεν επέμεινε στον θρόνο της
Μακεδονίας. Η γυναίκα του Δημήτριου, Φίλα, (μία από τις πολλές και
ταυτόχρονες γυναίκες δηλαδή, η πιο επίσημη πάντως, κόρη του
Αντίπατρου), το άκρον αντίθετο του άντρα της, το υπόδειγμα της αρετής
και η προσωποποίηση της σύνεσης, αυτοκτόνησε όταν έμαθε την
εκθρόνιση του Δημήτριου. Αυτός κατέβηκε προς την Αθήνα
συγκεντρώνοντας όσες φρουρές του έμεναν πιστές. Οι Αθηναίοι δεν τον
δέχτηκαν κι ο Δημήτριος άφησε τον γιο του Αντίγονο με λίγο στρατό στην
Ελλάδα κι ο ίδιος με ένδεκα περίπου χιλιάδες πέρασε στην Ασία. Μόλις
αποβιβάστηκε στην Μίλητο φρόντισε να παντρευτεί μιαν ανεψιά της
Φίλας, κόρη της αδελφής της και του Πτολεμαίου.Στην αρχή είχε μερικές
επιτυχίες κατά του Λυσίμαχου αλλά ύστερα άρχισε να περιπλανάται
7

κυνηγημένος, χωρίς εφόδια και χωρίς προοπτική. Αναγκάστηκε να


καταφύγει στον Σέλευκο. Αυτός τον δέχτηκε καλά στην αρχή αλλά
ύστερα, σκεφθείς ωριμότερον, τον έστειλε σε μιαν άνετη Εξορία.Ο
Δημήτριος κατάλαβε ότι όλα τελείωσαν. Έγραψε στον Αντίγονο και
στους φρουράρχους του στην Ελλάδα να κρατήσουν τις πόλεις, να
αγνοήσουν οποιαδήποτε νεώτερη διαταγή του και νεκρό να τον
θεωρήσουν. Ύστερα παραδόθηκε πάλι στην κραιπάλη και το 283, ύστερα
από τρία χρόνια αιχμαλωσίας, αρρώστησε και πέθανε στα πενήντα
τέσσερά του...

Βικιπαίδεια. Ο Δημήτριος Α' Πολιορκητής

Βικιπαίδεια. Ο Δημήτριος Α' Πολιορκητής (337 - 283 π.Χ.) ήταν ένας


από τους Διαδόχους τουΜεγάλου Αλεξάνδρου, κεντρικό πρόσωπο κατά
τους αιματηρούς πολέμους που ξέσπασαν γύρω από την επικράτηση στα
εδάφη της ανατολικής Μεσογείου μετά το θάνατο
του Μακεδόνα στρατηλάτη.
Υπήρξε γιος του επιφανούς στρατηγού του Αλεξάνδρου, Αντίγονου του
Μονόφθαλμου, στρατεύματα του οποίου διοίκησε με μεγάλη ικανότητα
και την ασιατική αυτοκρατορία του οποίου αποπειράθηκε να
αναβιώσει. Αφού απέτυχε να νικήσει τον Πτολεμαίο, σατράπη
της Αιγύπτου το 312 π.Χ., και τους Ναβαταίους Άραβες λίγο αργότερα, ο
Δημήτριος απελευθέρωσε την Αθήνα από τον Κάσσανδρο το 307 π.Χ.,
ενώ το 306 π.Χ.υποχρέωσε σε ταπεινωτική ήττα τον Πτολεμαίο
στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Οι θαυμαστές επιδόσεις του στην
ανεπιτυχή Πολιορκία της Ρόδου το 305 π.Χ. του κέρδισαν την
επωνυμία «ο Πολιορκητής». Κατόπιν πολέμησε στο πλευρό του
Αντίγονου στην καθοριστική Μάχη της Ιψού το 301 π.Χ., όπου ο πατέρας
του έχασε τόσο την αυτοκρατορία όσο και την ίδια του τη ζωή.[1] Ο
Δημήτριος διατήρησε εδάφη στον ελληνικό χώρο και αφού έθεσε και πάλι
την Αθήνα υπό τη σφαίρα επιρροής του, έγινε τελικά κύριος
της Μακεδονίας το 294 π.Χ. Κυβέρνησε συνολικά για έξι χρόνια, μέχρι
που έχασε το θρόνο του από τους ανταγωνιστές του, Λυσίμαχο και Πύρρο.
Παίζοντας το τελευταίο του χαρτί, ο Δημήτριος εξεστράτευσε στην Ασία,
όπου και αιχμαλωτίστηκε τελικά από το Σέλευκο το Νικάτορα το 285
π.Χ. Πέρασε την υπόλοιπή ζωή του σε τιμητική αιχμαλωσία στη Συρία,
όπου και απεβίωσε το 283 π.Χ. στην ηλικία των 54 ετών.
Σαρωτικός όταν πραγματοποιούσε επιθέσεις και εξαιρετικά ικανός στην
κατασκευή πολιορκητικών μηχανών, ο Δημήτριος έμεινε στην ιστορία
8

για τις εντυπωσιακού μεγέθους και φιλοδοξίας εκστρατείες που διεξήγαγε,


για την σκανδαλώδη προσωπική του ζωή και για τη μοναδική του
ικανότητα να αναγεννάται από τις στάχτες του, γυρίζοντας την τύχη του
σε κάθε καταστροφή που του επεφύλαξε ποτέ η Μοίρα, με εξαίρεση
φυσικά την τελευταία.
Το 288 π.Χ. βρήκε εκεί καταφύγιο ο ηττημένος από τον Πύρρο,
Δημήτριος Πολιορκητής, όπου αφού μεταμφιέστηκε, αγκυροβόλησε από
το λιμάνι της για την νότια Ελλάδα. Έτσι προσωρινά η Κασσάνδρεια
έπεσε στα χέρια του νικητή. Αργότερα φαίνεται πως την χάρισε ο
Λυσίμαχος στην σύζυγό του Αρσινόη. Πολύ πιθανόν κατά την χρονική
εκείνη περίοδο, η κόρη του Ευρυδίκη, χάρισε την ελευθερία στην πόλη
που προσωρινά μετονομάστηκε σε Ευρυδίκεια. Κατά την διάρκεια της
Λυσιμάχειας κατοχής, αναφέρεται στην Κασσάνδρεια- Ευρυδίκεια ένα
επώνυμο ιερατείο. Το 281 π.Χ. μετά τον θάνατο του συζύγου της και του
Σελεύκου, η Αρσινόη αφού μεταμφιέστηκε ρακένδυτη, έφυγε λαθραία
από την Έφεσο και βρήκε καταφύγιο στην μακεδονική πόλη μαζί με τους
υιούς της, ελπίζοντας πως οι Μακεδόνες θα όριζαν βασιλέα τον
μεγαλύτερο υιό της που ήταν 18. Σε διάστημα λίγου καιρού (280/79 π.Χ.)
η αδύναμη πλέον Αρσινόη -πιεζόμενη εδώ και καιρό από τον ετεροθαλή
της αδελφό Πτολεμαίο Κεραυνό να την νυμφευθεί- τον υποδέχθηκε στην
Κασσάνδρεια. Ο ραδιούργος Πτολεμαίος, αφού την νυμφεύθηκε και την
έστεψε βασίλισσα της Μακεδονίας, δολοφόνησε εν ψυχρώ τα παιδιά της
Φίλιππο και Λυσίμαχο, αθετώντας τους όρκους που είχε πάρει. Έκτοτε
ήταν στην κυριαρχία του Πτολεμαίου (280-279 π.Χ.).

Οδυσσέας Γκιλής. ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΦΛΕΓΡΑ, ΠΑΛΛΗΝΗ,


ΠΟΤΙΔΑΙΑ, ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΑ. Θεσσαλονίκη 2012.

Το 310 αναμίχθηκε στην υπόθεση αυτή και ο Πτολεμαίος, και το 308, ο


γιος του Αντιγόνου Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέλυσε την κυριαρχία
του Κασσάνδρου στην Ελλάδα. Το 305, ο Κάσσανδρος, ακολουθώντας το
παράδειγμα του Αντιγόνου, πέτυχε να ανακηρυχθεί από τον Μακεδονικό
στρατό βασιλιάς. Αργότερα, πολέμησε εναντίον του Δημητρίου και
ηττήθηκε. Όταν όμως ο Δημήτριος ανακλήθηκε από τον πατέρα του στην
Ασία, ο Κάσσανδρος έστειλε βοηθούς στους συμμάχους του Λυσίμαχο,
Σέλευκο και Πτολεμαίο, στην κρίσιμη μάχη της Ιψού, το 301, όπου
σκοτώθηκε ο Αντίγονος. Με τη μεσολάβηση της συζύγου του Δημητρίου
Φίλας, που ήταν αδελφή του Κασσάνδρου, οι δύο στρατηγοί
9

συμφιλιώθηκαν. …αδίστακτος μπροστά σε κάθε μέσο, όσο σκληρό και αν


ήταν, που του χρειαζόταν για την πραγματοποίηση των σκοπών του …

Ελληνικής αρχαιολογίας εγχειρίδιον. ΤΟΥΤΟ ΜΕΝ ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΘΕΙ»,ΤΟΥΤΟ.


ΚΑΙ ΕΚΔΟΘΕΝ ΠΡΟΣ ΧΡΗΣΙΝ... ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Σ. ΡΟΥΣΟΠΟΥΑΟΥ..ΕΝ
ΠΑΤΡΑΙΣ,ΕΚ ΤΟΓ ΤΓΠΟΓΡΑΦΕΙΟΓΉ. 1855.

Τά περί τον πόλεμον. τών Περσικών πολέμων ήρξαντο νά άναπτύσσωσιν


κρεΐττον τά' πολεμικά, κοί νά πολεμωσι με μεγαλητέραν εΰταξίαν ...επί
τοϋ Πελοποννησιακού πολέμου (Ποτίδαια, Μιτυληνη), και έφθασεν
ύστερώτερα επί Δημητρίου τοϋΠολιορκητοϋ τήν άνωτάτην αύτης άκμην.

ΔΟΜΑΙΡΟΝ Domairon epitome istopias genikis. Τόμος 1 - Σελίδα


330. Athanasios Stageiritēs – 1812

- Βασίλειον της Μακεδονίας, Κάσσανδρος πόλις - Κασσανδρία, Φίλιππος


ωμότης αυτή διώκεται. Δημήτριος ο Πολιορκητής πόλεμος αυτό κατ'
Ελλάδος ο Συρίας. Λυσίμαχος, Πτολμαίος Κεραυνός απιστία αυτή.
Μελέαγρος. Αντίπατρος, Σωσθένης ...

Ηπειρωτικά και Μακεδονικά μελετήματα. - Τόμος 2 - Σελίδα 700. Ioulia


Vokotopoulou - 2001

Ηπειρωτικά και Μακεδονικά μελετήματα. - Τόμος 2 - Σελίδα 700. Ioulia


Vokotopoulou - 2001 - ... από την ωνή που βρήκε ο Πελεκίδης στη Σμίξη
Βραστών και από το ψήφισμα της Κασσανδρείας με πρόταση του
Πανταίνου επί ιερέως του ... Η Δημητριάς, όπως είναι γνωστό, ιδρύθηκε
από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή το 293 π.Χ. ... Ο Πάνταινος (;-200 ή
202), υπήρξε Αθηναίος φιλόσοφος ο οποίος ασπάστηκε το Χριστιανισμό
και ίδρυσε Κατηχητική Σχολή στην Αλεξάνδρεια. Έζησε τον 2ο αιώνα
μ.Χ... Ο αντίστοιχος ελληνικός όρος είναι ωνή. Ξύλινη πινακίδα η οποία
ονομαζόταν και δελτίον, επιγραφή, σανίς ή αιτία, ενώ ο λατινικός όρος
titulus μεταφέρθηκε στα ...
10

Ελλάς: Η ιστορία και ο πολιτισμός του Ελληνικού έθνους ...Giannēs A.


Pournaras – 1998.

Ελλάς: Η ιστορία και ο πολιτισμός του Ελληνικού έθνους ...Γιάννης


Πουρνάρας - 1998 - Οι κυριότεροι πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές
τού δράματος τής διαδοχής - Δημήτριος ο Πολιορκητής. ...τη
Θεσσαλονίκη, -315 π. Χ. -προς τιμήν τής οποίας ίδρυσε την ομώνυμη
πόλη, -316 π. Χ.- παράλληλα προς την Κασσάνδρεια. Σελίδες 244, 251.

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συλλογής και επεξεργασίας υλικού. ΒΕΡΟΙΑ


ΒΕΡΡΟΙΑ BEROIA BERROIA. Ιστορικός Χρονολογικός πίνακας. Θεσσαλονίκη
2015.

288 π. Χ. Συγκριτική ημερομηνία. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΛΑΚΑΚΗΣ.


Φίλιππος, ο τελευταίος των Μακεδόνων Σειρά: Σταθμός στη σύγχρονη
λογοτεχνία. ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ 2005. Θα χρειαζόταν να
περάσουν άλλα 20 χρόνια, ώσπου το 281 π.Χ....Στην ίδια τη Μακεδονία, ο
Κάσσανδρος πέθανε από φυσικό θάνατο -πράγμα σπάνιο για την εποχή!- το
297 π.Χ. και τον διαδέχτηκαν οι γιοι του. Το 294 π.Χ. ο Πολιορκητής
δολοφόνησε το γιο του Κασσάνδρου και πήρε την εξουσία στη Μακεδονία,
εκδιώχθηκε όμως το 288 π.Χ. Την εξουσία στη Μακεδονία είχαν στα
ταραχώδη χρόνια που ακολούθησαν ο Πύρρος, ο ίδιος ο Σέλευκος, ο
Πτολεμαίος Κεραυνός (γιος του Πτολεμαίου του Α', που αποκλείστηκε από
τη διαδοχή στην Αίγυπτο), καθώς και κάποιες ασήμαντες προσωπικότητες.
287 π. Χ.-2.6.1. Αντίπατρος (335-319 π.Χ.), Κάσσανδρος (319-297 π.Χ.),
Δημήτριος ο Πολιορκητής (294-287 π.Χ. ), Λυσίμαχος (287-281 π.Χ.). Μετά
την αποχώρηση του Πύρρου (με την απόσπαση από την Μακεδονία της
Ακαρνανίας, της Τυμφαίας και της Αμβρακίας ως αμοιβή για την επέμβασή
του) ήλθε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Επιστρέφοντας στη Νότιο Ελλάδα
εφόσον η επέμβασή του δεν ήταν αναγκαία, δολοφόνησε στη Λάρισα τον
Αλέξανδρο, ο οποίος τον είχε συνοδεύσει έως εκεί και αμέσως μετά
αναγορεύθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας, το 294/3 π.Χ. Η αυταρχική
συμπεριφορά του Δημητρίου και η χλιδή της προσωπικής του ζωής
προκάλεσαν το δημόσιο αίσθημα, πράγμα που έδωσε στον Πύρρο και στον
Λυσίμαχο την αφορμή να συνασπισθούν εναντίον του και να επέμβουν στη
Μακεδονία. Στη Βέροια ο στρατός του Δημητρίου προσχώρησε στον Πύρρο.
Ο Δημήτριος αναγκάσθηκε τότε να φύγει από την Μακεδονία και η χώρα
11

μοιράσθηκε μεταξύ του Πύρρου και του Λυσιμάχου. Ως βασιλιάς της


Μακεδονίας για τα έξι επόμενα χρόνια (287-281 π.Χ.) αναφέρεται ο
Λυσίμαχος, με εντολή του οποίου είχε δολοφονηθεί ο Αντίπατρος.

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια. ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΥΣ. Η λέξη-έννοια στα αρχαία


κείμενα. Θεσσαλονίκη 2016.

...της γυναίκας του Θεσσαλονίκης, στη θέση της Π. έχτισε τον πολεμικό
λιμένα του, που πήρε το όνομά του: Κασσάνδρεια (316 π.Χ.). Στη νέα
πόλη επέτρεψε να εγκατασταθούν και οι πρόσφυγες από τον καιρό της
καταστροφής της Ολύνθου.Η νέα πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή. Ο Ρωμαίος
ιστορικός Λίβιος- Ο Τίτος Λίβιος (Titus Livius, 59 π.Χ. - 17 μ.Χ) ήταν Ρωμαίος ιστορικός, ο
οποίος έγραψε μία μνημειώδη ιστορία της Ρώμης και του ρωμαϊκού λαού- αναφέρει ότι
ο Δημήτριος ο Πολιορκητής δημιούργησε στην Κασσάνδρεια μεγάλη
αποθήκη ναυπηγήσιμης ξυλείας και κατασκεύασε εκεί 100 πλοία. Κατά
τους χρόνους της βασιλείας του Αντίγονου Γονατά είχε διοικητή τον
Απολλόδωρο, που ήταν τόσο τυραννικός, ώστε ο βασιλιάς αναγκάστηκε
να τον σκοτώσει. Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) και την υποταγή
της Μακεδονίας στους Ρωμαίους, η Κασσάνδρεια έγινε (όπως η Πέλλα,
το Δίον και οι Φίλιπποι) ρωμαϊκή αποικία. Τον τίτλο της διαβάζουμε στα
νομίσματά της: Col. Jul. Aug. Cassandrensis. Κατά τον 3ο αι. μ.Χ. την
πολιόρκησαν οι Γότθοι και τον 6ο αι. μ.Χ. φαίνεται ότι τη λεηλάτησαν οι
Ούννοι και την κατέστρεψαν.

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συγκέντρωσης, ταξινόμησης και αξιοποίησης


υλικού. ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Apollodorus of Cassandreia.
Θεσσαλονίκη 2017.

ΠΑΝΧΑΛΚΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ. Τ. 260. Σελ. 12. ΙΣΘΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ:


"ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΡΓΑ, ΛΑΩΝ ΠΟΝΗΜΑΤΑ". -ΣΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Αρχαιολόγος, Δρ. Αρχιτεκτονική. Λίγο αργότερα, το 288 π.Χ. στον ισθμό
βρήκε καταφύγιο ο ηττημένος από τον Πύρρο- Ο Πύρρος Α΄ ή Πύρρος της Ηπείρου
(318 π.Χ. – 272 π.Χ.) ήταν Έλληνας βασιλιάς των Μολοσσών, ελληνικού φύλου που
κατοικούσε στην Ήπειρο,- Δημήτριος Πολιορκητής, που αγκυροβόλησε
μεταμφιεσμένος από το λιμάνι του για τη νότια Ελλάδα. Αμέσως μετά η
Κασσάνδρεια έγινε χάρισμα από το Λυσίμαχο στην Αρσινόη- Η Αρσινόη Β'
η Φιλάδελφος ( 316 - 268 π.Χ. ) ήταν βασίλισσα της Θράκης και συμβασιλέας της Αιγύπτου
μαζί με τον αδελφό και σύζυγό της Πτολεμαίο Β' -, που μετά το θάνατό του της την
πήρε με ραδιουργίες για δύο μόλις χρόνια ο Πτολεμαίος Κεραυνός-
12

Πτολεμαίος Κεραυνός (άγν. - 279 π.Χ.), Βασιλιάς της Μακεδονίας από το έτος 281 π.Χ. έως το
έτος 279 π.Χ. Γιος του Φαραώ της Αιγύπτου Πτολεμαίου του Λάγου ... -, μέχρι το 279π.Χ.
Τη σκυτάλη της εξουσίας της πόλης άρπαξε γρήγορα ο τύραννος
Απολλόδωρος,- τύραννος στην Κασσάνδρεια κατέστη ο σκληρός Απολλόδωρος
(279-277 π.Χ.). Στην αρχή εξήγειρε τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της πόλεως εναντίον
των ...- για να σκορπίσει τη διχόνοια, να θρυμματίσει την εύθραυστη ειρήνη
της. Ξέφρενο πολεμικό χορό χόρεψε ανάλγητα έξω από τα τείχη της ο
βασιλιάς Αντίγονος, πολιορκώντας την ανεπιτυχώς για δέκα μήνες, το
277π.Χ. Τελικά την κατέκτησε με δόλο, αφού κακοποίησε τα τείχη και
καταδίκασε σε μαρτυρικό θάνατο τον προκάτοχό του.

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια. Inscriptions. Epigram POTIDEE-Potidaea-


Ποτίδαια. Θεσσαλονίκη 2018.

Ιστορία του Ελληνικού έθνους. : Ελληνιστικοί χρόνοι. - Σελίδα 406 1974


- - Άπό επιγραφές είναι γνωστό πώς «θίασοι» αλλοεθνών κατοίκων δχι
μόνο είχαν τό δικαίωμα νά λατρεύουν τους θεούς τής πατρίδος τους, άλλα
τους χορηγούσε καί επίσημα ή Βουλή καί ό δήμος τό δικαίωμα
«έγκτήσεως γής» γιά τήν ίδρυση ... τήν Κασσάνδρεια στή θέση τής
παλαιάς Ποτειδαίας καί τή Θεσσαλονίκη σέ ένα συνοικισμό τής παλαιάς
Θέρμης ό Δημήτριος Πολιορκητής διάλεξε ένα συνοικισμό τών
Μαγνητών, κοντά στις Παγασές, γιά νά ίδρυση τήν επώνυμη του
Δημητριάδα). Η Ελληνιστική περίοδος (323 - 30 π.Χ.) αφορά την ελληνική ιστορία και την
ιστορία των άλλων εθνοτήτων της Ανατολής αλλά και τη ρωμαϊκή ιστορία μετά το Β’
Καρχηδονιακό πόλεμο.

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συγκέντρωσης ταξινόμησης και αξιοποίησης


υλικού. Ποτίδαια-Potidaea -Κασσάνδρεια-Cassandreia-εξώφυλλα και
αποσπάσματα βιβλίων. Θεσσαλονίκη 2018

Αργότερα, το 288 π.Χ. βρήκε εκεί καταφύγιο ο ηττημένος από τον Πύρρο,
Δημήτριος Πολιορκητής, όπου αφού μεταμφιέστηκε, αγκυροβόλησε από
το λιμάνι της για την νότια Ελλάδα. Έτσι προσωρινά η Κασσάνδρεια
έπεσε στα χέρια του νικητή. Αργότερα φαίνεται πως την χάρισε ο
Λυσίμαχος στην σύζυγό του Αρσινόη. Πολύ πιθανόν κατά την χρονική
εκείνη περίοδο, η κόρη του Ευρυδίκη, χάρισε την ελευθερία στην πόλη
που προσωρινά μετονομάστηκε σε Ευρυδίκεια. Κατά την διάρκεια της
Λυσιμάχειας κατοχής, αναφέρεται στην Κασσάνδρεια- Ευρυδίκεια-
Εὐρυδίκης ἑορτὴν κατεστήσατο͵ ἣν ἐκάλεσεν Εὐρυδίκεια, βλέπε
αμέσως παρακάτω- ένα επώνυμο ιερατείο. Το 281 π.Χ. μετά τον θάνατο
13

του συζύγου της και του Σελεύκου, η Αρσινόη αφού μεταμφιέστηκε


ρακένδυτη, έφυγε λαθραία από την Έφεσο και βρήκε καταφύγιο στην
μακεδονική πόλη μαζί με τους υιούς της, ελπίζοντας πως οι Μακεδόνες θα
όριζαν βασιλέα τον μεγαλύτερο υιό της που ήταν 18. Σε διάστημα λίγου
καιρού (280/79 π.Χ.) η αδύναμη πλέον Αρσινόη -πιεζόμενη εδώ και καιρό
από τον ετεροθαλή της αδελφό Πτολεμαίο Κεραυνό να την νυμφευθεί- τον
υποδέχθηκε στην Κασσάνδρεια. Όμως ο Πτολεμαίος, αφού την
νυμφεύθηκε και την έστεψε βασίλισσα της Μακεδονίας, δολοφόνησε εν
ψυχρώ τα παιδιά της Φίλιππο και Λυσίμαχο, αθετώντας τους όρκους που
είχε πάρει. Έκτοτε ήταν στην κυριαρχία του Πτολεμαίου (280-279
π.Χ.)...Για τα Ευριδίκεια βλέπε

Στρατηγήματα 6.7.t.1 ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Ἀπολλόδωρος ὁ


Κασσανδρεὺς δίκην φεύγων ὡς ἐπιτιθέμενος τυραννίδι͵ προελθὼν ἐν
μελαίνῃ ἐσθῆτι. τὴν γυναῖκα καὶ τὰς θυγατέρας ἐν ὁμοίῳ σχήματι
προαγαγὼν͵ ἱκετηρίας προτείνων αὑτὸν ἐς πᾶσαν τι μωρίαν ἐξέδωκε τοῖς
δικασταῖς͵ οἳ παθόντες ἄφεσιν αὐτῷ τοῦ ἐγκλήματος ἐψηφίσαντο. ἀφεθεὶς
Ἀπολλόδωρος οὐκ ἐς μακρὰν τὴν τυραννίδα κατέσχε καὶ μάλιστα δὴ τοὺς
ἀφέντας δικαστὰς ὠμῶς ἐκόλασε τὴν σωτηρίαν ἀναφέρων εἰς τὴν ἑαυτοῦ
στρατηγίαν͵ οὐκ εἰς τὴν ἐκείνων φιλανθρωπίαν. Ἀπολλόδωρος
πολιτευόμενος παρὰ Κασσανδρεῦσι πάντα ἔλεγε καὶ ἔπραττεν͵ ἀφ΄ ὧν
ἔδοξεν εἶναι μισοτύραννος. καὶ γὰρ κατὰ Λαχάρους τοῦ τυράννου
ψήφισμα ἔγραψεν͵ ἀγώγιμον ἐκ τῆς χώρας εἶναι τῆς Κασσανδρέων͵ καὶ
Ἀντίοχον τὸν βασιλέα φίλον ποιεῖσθαι καὶ σύμμαχον͵ αὐτῷ τὴν πολιτείαν
ἐπιτρέποντας· καὶ Θεοδότῳ γράψαντι φυλακὴν αὐτῷ δοῦναι τοῦ σώματος
αὐτὸς ἀντεῖπε͵ καὶ τῆς ἀποδούσης Κασσανδρεῦσι τὴν ἐλευθερίαν
Εὐρυδίκης ἑορτὴν κατεστήσατο͵ ἣν ἐκάλεσεν Εὐρυδίκεια͵ καὶ τοῖς
ἐξελθοῦσι τῆς ἄκρας στρατιώταις πολιτείαν ἔγραψε καὶ κλήρους ἐν τῇ
Παλλήνῃ δοθῆναι͵ ἵνα παραμένοιεν φύλακες τῆς ἐλευθερίας ἐν δὲ τοῖς
συμποσίοις εἴ τις ἔφη δεινὸν͵ ἀλλὰ καὶ σχέτλιον.

Το 288 π.Χ. βρήκε εκεί καταφύγιο ο ηττημένος από τον Πύρρο,


Δημήτριος Πολιορκητής, όπου αφού μεταμφιέστηκε, αγκυροβόλησε
από το λιμάνι της για την νότια Ελλάδα. Έτσι προσωρινά η
Κασσάνδρεια έπεσε στα χέρια του νικητή. Αργότερα φαίνεται πως την
χάρισε ο Λυσίμαχος στην σύζυγό του Αρσινόη. Πολύ πιθανόν κατά την
χρονική εκείνη περίοδο, η κόρη του Ευρυδίκη, χάρισε την ελευθερία
στην πόλη που προσωρινά μετονομάστηκε σε Ευρυδίκεια. Κατά την
διάρκεια της Λυσιμάχειας κατοχής, αναφέρεται στην Κασσάνδρεια-
14

Ευρυδίκεια ένα επώνυμο ιερατείο. Το 281 π.Χ. μετά τον θάνατο του
συζύγου της και του Σελεύκου, η Αρσινόη αφού μεταμφιέστηκε
ρακένδυτη, έφυγε λαθραία από την Έφεσο και βρήκε καταφύγιο στην
μακεδονική πόλη μαζί με τους υιούς της, ελπίζοντας πως οι Μακεδόνες
θα όριζαν βασιλέα τον μεγαλύτερο υιό της που ήταν 18.

- Μετά την περίοδο του Φιλίππου και την καταστροφή όλων των τότε
πόλεων που συμμετείχαν στο «κοινό των Χαλκιδαίων»- Το 432 γίνεται, η
Όλυνθος, έδρα του κοινού των Χαλκιδέων, το οποίο σχηματίστηκε με παρότρυνση του
Περδίκκα, βασιλιά των Μακεδόνων, με αποτέλεσμα να μετοικίσουν -, έχουμε μόνο την
Κασσάνδρεια, επί εποχής Κάσσανδρου, να καθίσταται η σημαντικότερη
των πόλεων της Μακεδονίας, με άνθηση του εμπορίου και της ναυπηγίας
μικρών κυρίως πλοίων. Μάλιστα το 307 πΧ. ο Δημήτριος ο Πολιορκητής
κατασκεύασε εκεί 100 πλοιάρια και κατέστησε το λιμάνι της μεγάλη
αποθήκη ναυπηγήσιμης ξυλείας.

- Το 179 – 168 π.Χ., στα χρόνια του Περσέα, του τελευταίου βασιλιά της
Μακεδονίας, η Κασσάνδρεια πολιορκήθηκε από τους Ρωμαίους και παρά
τη σθεναρή αντίστασή της, τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί.
- Στον ίδιο χώρο και με επίκεντρο πάλι την Κασσάνδρεια, έχουμε πολλές
πολιορκίες και καταστροφές, όπως επί βασιλέως Αντίγονου Γονατά (276 -
239 πΧ.) Τελικά το 269 μ.Χ. πολιορκήθηκε από τους Γότθους και το 540
μ.Χ. καταστράφηκε από τους Ούνους. Η καταστροφή αυτή όμως ήταν
πολύ μεγάλη, διότι η Κασσάνδρεια από τότε άρχισε να φθίνει ώσπου το
14ο αιώνα ήταν έρημη πια και το κάστρο της εγκαταλελειμμένο.

Το 288 π.Χ. βρήκε εκεί καταφύγιο ο ηττημένος από τον Πύρρο, Δημήτριος
Πολιορκητής, όπου αφού μεταμφιέστηκε, αγκυροβόλησε από το λιμάνι
της για την νότια Ελλάδα. Έτσι προσωρινά η Κασσάνδρεια έπεσε στα
χέρια του νικητή. Αργότερα φαίνεται πως την χάρισε ο Λυσίμαχος στην
σύζυγό του Αρσινόη. Πολύ πιθανόν κατά την χρονική εκείνη περίοδο, η
κόρη του Ευρυδίκη, χάρισε την ελευθερία στην πόλη που προσωρινά
μετονομάστηκε σε Ευρυδίκεια. Κατά την διάρκεια της Λυσιμάχειας
κατοχής, αναφέρεται στην Κασσάνδρεια- Ευρυδίκεια ένα επώνυμο
ιερατείο. Το 281 π.Χ. μετά τον θάνατο του συζύγου της και του Σελεύκου,
η Αρσινόη αφού μεταμφιέστηκε ρακένδυτη, έφυγε λαθραία από την
Έφεσο και βρήκε καταφύγιο στην μακεδονική πόλη μαζί με τους υιούς
της, ελπίζοντας πως οι Μακεδόνες θα όριζαν βασιλέα τον μεγαλύτερο υιό
της που ήταν 18. Σε διάστημα λίγου καιρού (280/79 π.Χ.) η αδύναμη
πλέον Αρσινόη -πιεζόμενη εδώ και καιρό από τον ετεροθαλή της αδελφό
Πτολεμαίο Κεραυνό να την νυμφευθεί- τον υποδέχθηκε στην
15

Κασσάνδρεια. Ο ραδιούργος Πτολεμαίος, αφού την νυμφεύθηκε και την


έστεψε βασίλισσα της Μακεδονίας, δολοφόνησε εν ψυχρώ τα παιδιά της
Φίλιππο και Λυσίμαχο, αθετώντας τους όρκους που είχε πάρει. Έκτοτε
ήταν στην κυριαρχία του Πτολεμαίου (280-279 π.Χ.).

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια. ΑΡΧΑΙΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ.


Αλφαβητική ταξινόμηση. Θεσσαλονίκη 2015.

Κασσάνδρεια (316 π.Χ.). Στη νέα πόλη επέτρεψε να εγκατασταθούν και


οι πρόσφυγες από τον καιρό της καταστροφής της Ολύνθου.

Η νέα πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή. Ο Ρωμαίος ιστορικός Λίβιος - Ο Τίτος


Λίβιος (Titus Livius, 59 π.Χ. - 17 μ.Χ) ήταν Ρωμαίος ιστορικός, ο οποίος έγραψε μία
-μας πληροφορεί ότι στην
μνημειώδη ιστορία της Ρώμης και του ρωμαϊκού λαού
Κασσάνδρεια ο Δημήτριος ο Πολιορκητής δημιούργησε μεγάλη
αποθήκη ναυπηγήσιμης ξυλείας και κατασκεύασε εκεί 100 πλοία. Κατά
τους χρόνους της βασιλείας του Αντίγονου Γονατά είχε διοικητή τον
Απολλόδωρο, που ήταν τόσο τυραννικός, ώστε ο βασιλιάς τον σκότωσε.
Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) και την υποταγή της Μακεδονίας
στους Ρωμαίους, η Κασσάνδρεια έγινε (όπως η Πέλλα, το Δίον και οι
Φίλιπποι) ρωμαϊκή αποικία. Τον τίτλο της διαβάζουμε στα νομίσματά της
Col. Jul. Aug. Cassandrensis. Κατά τον 3o αι. μ.Χ. την πολιόρκησαν οι
Γότθοι και τον 6o αι. μ.Χ. φαίνεται ότι τη λεηλάτησαν οι Ούννοι και την
κατέστρεψαν. Στους βυζαντινούς χρόνους η Κασσάνδρεια αναφέρεται
μόνο στον τίτλο των επισκόπων της περιοχής.

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συλλογής και αξιοποίησης υλικού. Ποτίδαια,


Ποτείδαια, Ποτίδεα, Potidaea, Potidaa, Potidea, Potideati, Potidaia,
Potidaia, Potidaeam, Potidaeum, Παλλήνη, Pallene, Κασσάνδρεια,
Cassandreia, Cassandrea, Casandreia, Cassandreum, Cassandraeum.
Αποσπάσματα, ανθολόγηση, βιβλιογραφία. Θεσσαλονίκη 2016.

The Social and Economic History of the Hellenistic World Michael


Ivanovitch Rostovtzeff 1941 Cassandreia (replacing Potidaea) in the
Chalcidice and Thessalonice in Macedonia were founded by Cassander,
Demetrias in Thessaly (absorbing Pagasae) by Demetrius Poliorcetes .
These cities, though no longer capitals of the kingdom, ... Ο Δημήτριος Α΄
ο Πολιορκητής (337 - 283 π.Χ.) ήταν ένας από τους Διαδόχους του
16

Μεγάλου Αλεξάνδρου, κεντρικό πρόσωπο κατά τους αιματηρούς


πολέμους ...
Το 288 π.Χ. βρήκε εκεί καταφύγιο ο ηττημένος από τον Πύρρο,
Δημήτριος Πολιορκητής, όπου αφού μεταμφιέστηκε, αγκυροβόλησε
από το λιμάνι της για την νότια Ελλάδα. Έτσι προσωρινά η
Κασσάνδρεια έπεσε στα χέρια του νικητή. Αργότερα φαίνεται πως την
χάρισε ο Λυσίμαχος στην σύζυγό του Αρσινόη. Πολύ πιθανόν κατά την
χρονική εκείνη περίοδο, η κόρη του Ευρυδίκη, χάρισε την ελευθερία
στην πόλη που προσωρινά μετονομάστηκε σε Ευρυδίκεια. Κατά την
διάρκεια της Λυσιμάχειας κατοχής, αναφέρεται στην Κασσάνδρεια-
Ευρυδίκεια ένα επώνυμο ιερατείο. Το 281 π.Χ. μετά τον θάνατο του
συζύγου της και του Σελεύκου, η Αρσινόη αφού μεταμφιέστηκε
ρακένδυτη, έφυγε λαθραία από την Έφεσο και βρήκε καταφύγιο στην
μακεδονική πόλη μαζί με τους υιούς της, ελπίζοντας πως οι Μακεδόνες
θα όριζαν βασιλέα τον μεγαλύτερο υιό της που ήταν 18.
Για τα εγκλήματά της καταδικάσθηκε από την Συνέλευση του
μακεδονικού στρατού σε θάνατο (316 π.Χ.). O Kάσσανδρος γίνεται
κύριος της Μακεδονίας, παντρεύεται την κόρη του Φιλίππου Β΄ και
αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου Θεσσαλονίκη και ιδρύει την
Kασσανδρεία, στην θέση της Ποτίδαιας. O Aλέξανδρος Δ΄ και η
Pωξάνη θα σταλούν στην Aμφίπολη. Ο Κάσσανδρος θα ιδρύσει τον
επόμενο χρόνο (315 π.Χ.) την Θεσσαλονίκη, δίπλα στον αρχαίο οικισμό
της Θέρμης, Έτσι προσωρινά η Κασσάνδρεια έπεσε στα χέρια του
νικητή. Αργότερα φαίνεται πως την χάρισε ο Λυσίμαχος στην σύζυγό
του Αρσινόη. Πολύ πιθανόν κατά την χρονική εκείνη περίοδο, η κόρη
του Ευρυδίκη, χάρισε την ελευθερία στην πόλη που προσωρινά
μετονομάστηκε σε Ευρυδίκεια. Κατά την διάρκεια της Λυσιμάχειας
κατοχής, αναφέρεται στην Κασσάνδρεια- Ευρυδίκεια ένα επώνυμο
ιερατείο.

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια. Λυσίμαχος. Lysimachus . Γιος του βασιλιά


της Θράκης Λυσιμάχου και της Αρσινόης. Τον σκότωσε ο Πτολεμαίος
Κεραυνός στην Κασσάνδρεια. Βασιλιάς Κάσσανδρος, Φίλα, Ευρυδίκη,
Αρσινόη, Θεσσαλονίκη, Βερενίκη…Θεσσαλονίκη 2015.

Η Φίλα, στον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσα στους Διαδόχους του Μ.


Αλεξανδρου, αιχμαλωτίστηκε από τον Πτολεμαίο, όταν αυτός
17

συγκρούστηκε με το Δημήτριο Πολιορκητή στην Κύπρο και τον νίκησε.


Σεβόμενος όμως ο νικητής τόσο την ίδια όσο και τον πατέρα της
Αντίπατρο, την έστειλε με τα παιδιά της στη Μακεδονία, στον αδελφό της
Κάσσανδρο. Αργότερα ο Δημήτριος έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας,
αλλά ανατράπηκε από το θρόνο και η Φίλα, που ζούσε στην Κασσάνδρεια
της Χαλκιδικής, απογοητευμένη από τη νέα κατάσταση, αυτοκτόνησε,
πίνοντας δηλητήριο... Η Φίλα Α΄ (4ος/3ος αιώνας π.Χ.), κόρη του Αντίπατρου,
αντιβασιλιά της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αλέξανδρου στην Ανατολή,
υπήρξε βασίλισσα της Μακεδονίας κατά την ελληνιστική εποχή. Οι αρχαίες πηγές την
παρουσιάζουν ως μία ιδιαίτερα ενάρετη γυναίκα. Οι ικανότητες και η αντίληψή της ήταν
τόσο ανεπτυγμένες, ακόμη και σε νεαρή ηλικία, που ο πατέρας της, ο Αντίπατρος, την
συμβουλευόταν συχνά για πολιτικά ζητήματα. Αδέρφια της ήταν επίσης ο Κάσσανδρος και ο
Πλείσταρχος.

Φίλα. Πρωτότοκη κόρη του Αντίπατρου, στρατηγού του Μεγάλου


Αλεξάνδρου και αντιβασιλιά κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην
Ασία. Ήταν προικισμένη με πολιτική σκέψη και παντρεύτηκε το 322 π.Χ.
τον Κρατερό. Μετά το θάνατο του τελευταίου, το 321 π.Χ., παντρεύτηκε
τον κατά 15 χρόνια νεότερό της Δημήτριο Πολιορκητή, που κατέλαβε το
μακεδονικό θρόνο, για να συνδέσει στενότερα τον Αντίπατρο με τον
Αντίγονο. Όταν ο Πτολεμαίος επιτέθηκε κατά της Κύπρου, αμύνθηκε
μόνη της στο νησί, γιατί ο Δημήτριος έλειπε, και αιχμαλωτίστηκε (295
π.Χ.), αλλά αργότερα απελευθερώθηκε. Αργότερα ο αδελφός της
Κάσσανδρος έγινε αντίπαλος του Αντιγόνου και ο Δημήτριος την
παραμέλησε. Η Φίλα δημιούργησε δική της αυλή στην Κιλικία ή τη
Λυκία. Όταν ο Δημήτριος συνήψε συμμαχία με τον Σέλευκο, έδωσε στον
τελευταίο την κόρη της Στρατονίκη, για να επισφραγίσει τη συμφωνία. Ως
κόρη του Αντιπάτρου, προσπάθησε να ανακτήσει το θρόνο της
Μακεδονίας, χωρίς όμως να το επιτύχει. Όταν διαπίστωσε πως ο
Δημήτριος είχε χάσει κάθε ελπίδα να ξαναπάρει το θρόνο της
Μακεδονίας, δηλητηριάστηκε το 288 π.Χ. στην Κασσάνδρεια. Γιος της
ήταν ο Αντίγονος Γονατάς, που έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας το 278
π.Χ.

Οδυσσέας Γκιλής. Odysseus Gilis. Επιμέλεια συλλογής. POTIDEE. Συλλογή


κειμένων, στην Γαλλική γλώσσα, που αναφέρονται στην Ποτίδαια. Θεσσαλονίκη
2014.
Ακολούθησε ο Αντίπατρος και τον διαδέχθηκε ο γιος του Κάσσανδρος
(319-297), που είχε παντρευτεί την αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Θεσσαλονίκη, η οποία έδωσε το όνομά της στην ομώνυμη πόλη, που έως
τότε ονομαζόταν Θέρμες. Ο Κάσσανδρος εξαφάνισε τους συγγενείς του
18

Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επειδή οι δύο γιοι του πέθαναν, τον διαδέχθηκε ο


Δημήτριος ο Πολιορκητής, που φιλοδοξούσε να γίνει ο συνεχιστής του
έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εξεστράτευσε λοιπόν στη Μικρά Ασία,
αφήνοντας τη Μακεδονία ανυπεράσπιστη. Την πολιόρκησαν τότε ο
Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, ο Λυσίμαχος της Θράκης και ο
Πτολεμαίος Κεραυνός καθώς και γαλατικά στίφη, με αρχηγό τον Βέλγιο.
Τα στίφη αυτά λεηλάτησαν τη χώρα, τους έδιωξε όμως ο Μακεδόνας
Σωσθένης. Στον μακεδονικό θρόνο ανέβηκε τότε ο Αντίγονος Γονατάς
(278-240) γιος του Δημητρίου, όταν επέστρεψε από τη νότια Ελλάδα. Ο
Αντίγονος, όπως αργότερα και οι δύο γιοι του, Δημήτριος Β' (240-230)
και Αντίγονος Β' ο Δώσων, συνέχισαν την πολιτική του Φιλίππου Β' και
του Αλεξάνδρου όσον άφορα τη συνένωση της Ελλάδας, και διοίκησαν με
σύνεση, αλλά κατανάλωσαν τις δυνάμεις τους στις επεμβάσεις τους στην
Ελλάδα. Η περίοδος μεταξύ του θανάτου του Αλεξάνδρου του Μεγάλου
και του 221 π.Χ. ονομάζεται ελληνιστική μακεδονική περίοδος. Κατόπιν
έφτασαν στη Μακεδονία οι Ρωμαίοι και την άμυνά της ανέλαβε ο
Φίλιππος Γ’ ή Ε’ (221-179). Πολέμησε μόνος του τρία χρόνια, αλλά δεν
μπόρεσε να αντισταθεί άλλο και το 197 π.Χ. νικήθηκε στις Κυνός
Κεφαλές...

Αντίγονος Β΄ Γονατάς. Βικιπαίδεια.

Ο Αντίγονος Β΄ Γονατάς (319 π.Χ. – 239 π.Χ.) ήταν ισχυρός Μακεδόνας


ηγέτης κατά την ελληνιστική περίοδο που ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την
πνευματική του καλλιέργεια επισκεπτόμενος πολλές φορές την Αθήνα,
όπου έγινε μαθητής του στωικού φιλοσόφου Ζήνωνα, ενώ παράλληλα
φρόντισε για την εδραίωση της μακεδονικής επιρροής στη νότια Ελλάδα.Ο
Αντίγονος γεννήθηκε γύρω στο 319 π.Χ., με πιθανό τόπο γέννησης τους
Γόννους της Θεσσαλίας. Είχε δεσμούς με τα πιο ισχυρά πολιτικά πρόσωπα
της εποχής, ανάμεσα στους οποίους οι σημαντικότεροι ήταν οι Επίγονοι
του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δηλαδή οι στρατηγοί που μοιράστηκαν την
απέραντη αυτοκρατορία του μετά το θάνατό του. Πατέρας του Αντίγονου
ήταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής και παππούς του ο Αντίγονος ο
Μονόφθαλμος, που απέκτησε υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος
του ασιατικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Μητέρα του ήταν η Φίλα,
κόρη του Αντίπατρου. Ο τελευταίος ήταν ηγέτης της Μακεδονίας και της
υπόλοιπης Ελλάδας και είχε αναγνωριστεί ως αντιβασιλέας της
αυτοκρατορίας, η οποία θεωρητικά παρέμενε ενωμένη. Ο Αντίγονος ο
19

Μονόφθαλμος, αφού έφθασε πιο κοντά από όλους να ενώσει την


αυτοκρατορία, ηττήθηκε και σκοτώθηκε στη Μάχη της Ιψού το 301 π.Χ.
και οι περιοχές υπό την κυριαρχία του μοιράστηκαν ανάμεσα στους
εχθρούς του, τον Κάσσανδρο, τον Πτολεμαίο, τον Λυσίμαχο και το
Σέλευκο. Επί Αντιγόνου, πατέρα του Δημητρίου του Πολιορκητού, τα
νομίσματα ήταν αργυρά τετράδραχμα, που ονομάζονταν μάλιστα
αντιγόνεια και είχαν μπροστά το κεφάλι του Ηρακλή και πίσω τον Δία τον
αεροφόρο και την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ. Επί Δημητρίου του
Πολιορκητή, ήταν χρυσοί στατήρες που είχαν μπροστά το κεφάλι της
Παλλάδας, του Δημητρίου με κέρατα ταύρου, τη σαλπίζουσα Νίκη που
κρατούσε και τρόπαιο επάνω σε πρώρα, και πίσω τη Νίκη, έναν οπλίτη
και την Παλλάδα Πρόμαχο και την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Επί
Δημητρίου πάλι, δόθηκαν και αργυρά τετράδραχμα και δραχμές που στη
μπροστινή τους πλευρά είχαν τη Νίκη και το κεφάλι του κερασφόρου
Δημητρίου και στην πίσω πλευρά τον Ποσειδώνα να σείει μια τρίαινα ή
να κάθεται στα βράχια και την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
Αξιόλογα ήταν επίσης τα νομίσματα του Αντιγόνου Γονατά (277-239) ή
Αντιγόνου Δόσωνος (229-220), αργυρά τετράδραχμα και δραχμές που
μπροστά είχαν το κεφάλι του Ποσειδώνα ή τη μακεδονική ασπίδα με το
κεφάλι του κερασφόρου Πάνα και πίσω μια πρώρα, στην οποία καθόταν
γυμνός ο Απόλλωνας κρατώντας τόξο ή η Αθηνά Αλκίς με όλη της την
πανοπλία, κρατώντας ασπίδα και κραδαίνοντας κεραυνό καθώς και την
επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ. Όταν η Μακεδονία έγινε πια ρωμαϊκή
επαρχία, δηλαδή μετά το 146 π.Χ., κυκλοφόρησαν αργυρά τετράδραχμα,
που στην μπροστινή τους όψη είχαν την προτομή της Άρτεμης ή μια
μακεδονική ασπίδα ή τη λέξη ΜΑΚΕΔΩΝ και το κεφάλι του Μεγάλου
Αλεξάνδρου με μαλλιά και κέρατα Άμμωνα - Δία, ή χάλκινα, και στην
πίσω όψη τους είχαν την επιγραφή ΜΑΚΕΔΩΝ, δρύινο στεφάνι και στα
λατινικά τη λέξη Leg = Roman, Legatus ή διάφορα λατινικά και ελληνικά
ονόματα. Άλλα είχαν μπροστά το κεφάλι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και
πίσω την επιγραφή ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΝΕΩΚΟΡΩΝ.

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια συλλογής και αξιοποίησης υλικού. Colonia


Iulia Augusta Cassandrensis. ANTONINUS PIUS 138 AD Cassandrea
Macedonia Egyptian Zeus Ammon Roman. Θεσσαλονίκη 2015.
20

Search for "La colonie romaine de Cassandréa en Macédoine. Colonia


Iulia Augusta Cassandrensis" in existing articles.
Look for pages within Wikipedia that link to this title.
During the Roman period, Cassandreia is referred to in the sources as one
of the most important cities of the area along with Thessaloniki, while it
keeps having its own mint. Around 44 BC it is turned into a Roman colony
and welcomes the first roman colonists. Its second colonization occurs by
Augustus around 30 BC. Since then, on its coins one can see the inscription
COLONIA IULIA AUGUSTA CASSANDRENSIS. OLKAS This website has
been produced with the assistance of the European Union. The contents
of this publication are the sole responsibility of European Centre for
Byzantine and Post-Byzantine monuments and can in no way reflect the
views of the European Union.
Η νέα πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή. Ο Ρωμαίος ιστορικός Λίβιος μας
πληροφορεί- Ο Τίτος Λίβιος (Titus Livius, 59 π.Χ. - 17 μ.Χ) ήταν Ρωμαίος ιστορικός, ο
οποίος έγραψε μία μνημειώδη ιστορία της Ρώμης και του ρωμαϊκού λαού- ότι στην
Κασσάνδρεια ο Δημήτριος ο Πολιορκητής δημιούργησε μεγάλη
αποθήκη ναυπηγήσιμης ξυλείας και κατασκεύασε εκεί 100 πλοία. Κατά
τους χρόνους της βασιλείας του Αντίγονου Γονατά είχε διοικητή τον
Απολλόδωρο, που ήταν τόσο τυραννικός, ώστε ο βασιλιάς τον σκότωσε.
Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) και την υποταγή της Μακεδονίας
στους Ρωμαίους, η Κασσάνδρεια έγινε (όπως η Πέλλα, το Δίον και οι
Φίλιπποι) ρωμαϊκή αποικία. Τον τίτλο της διαβάζουμε στα νομίσματά της
Col. Jul. Aug. Cassandrensis. Κατά τον 3o αι. μ.Χ. την πολιόρκησαν οι
Γότθοι και τον 6o αι. μ.Χ. φαίνεται ότι τη λεηλάτησαν οι Ούννοι και την
κατέστρεψαν.

Το 360 π.Χ., ο Περδίκκας σκοτώθηκε σε μια μάχη εναντίον των Ιλλυριών,


αφήνοντας διάδοχό του τον ανήλικο γιο του Αμύντα, που την επιτροπεία
του ανάλαβε ο Φίλιππος, αδελφός του Περδίκκα Γ’ και κυβερνήτης μιας
μακεδονικής επαρχίας. Η άνοδος του Φιλίππου Β' στην εξουσία αποτέλεσε
σταθμό, όχι μόνο στην ιστορία της Μακεδονίας αλλά και όλης της
Ελλάδας (βλ. Φίλιππος). Τον Φίλιππο διαδέχθηκε στον θρόνο ο γιος του
Αλέξανδρος ο ονομαζόμενος Μέγας (βλ. Αλέξανδρος ο Μέγας).
Ακολούθησε ο Αντίπατρος και τον διαδέχθηκε ο γιος του Κάσσανδρος
(319-297), που είχε παντρευτεί την αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου
21

Θεσσαλονίκη, η οποία έδωσε το όνομά της στην ομώνυμη πόλη, που έως
τότε ονομαζόταν Θέρμες. Ο Κάσσανδρος εξαφάνισε τους συγγενείς του
Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επειδή οι δύο γιοι του πέθαναν, τον διαδέχθηκε ο
Δημήτριος ο Πολιορκητής, που φιλοδοξούσε να γίνει ο συνεχιστής του
έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εξεστράτευσε λοιπόν στη Μικρά Ασία,
αφήνοντας τη Μακεδονία ανυπεράσπιστη. Την πολιόρκησαν τότε ο
Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου, ο Λυσίμαχος της Θράκης και ο
Πτολεμαίος Κεραυνός καθώς και γαλατικά στίφη, με αρχηγό τον Βέλγιο.
Τα στίφη αυτά λεηλάτησαν τη χώρα, τους έδιωξε όμως ο Μακεδόνας
Σωσθένης.

Οδυσσέας Γκιλής. ΜΕΤΑΞΥ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ


Θεσσαλονίκη 2014.

Το 288 π.Χ. βρήκε εκεί καταφύγιο ο ηττημένος από τον Πύρρο,


Δημήτριος Πολιορκητής, όπου αφού μεταμφιέστηκε,
αγκυροβόλησε από το λιμάνι της για την νότια Ελλάδα. Έτσι
προσωρινά η Κασσάνδρεια έπεσε στα χέρια του νικητή. Αργότερα
φαίνεται πως την χάρισε ο Λυσίμαχος στην σύζυγό του Αρσινόη.
Πολύ πιθανόν κατά την χρονική εκείνη περίοδο, η κόρη του
Ευρυδίκη, χάρισε την ελευθερία στην πόλη που προσωρινά
μετονομάστηκε σε Ευρυδίκεια. Κατά την διάρκεια της
Λυσιμάχειας κατοχής, αναφέρεται στην Κασσάνδρεια- Ευρυδίκεια
ένα επώνυμο ιερατείο. Το 281 π.Χ. μετά τον θάνατο του συζύγου
της και του Σελεύκου, η Αρσινόη αφού μεταμφιέστηκε ρακένδυτη,
έφυγε λαθραία από την Έφεσο και βρήκε καταφύγιο στην
Μακεδονική πόλη μαζί με τους υιούς της, ελπίζοντας πως οι
Μακεδόνες θα όριζαν βασιλέα τον μεγαλύτερο υιό της που ήταν 18.
Σε διάστημα λίγου καιρού (280/79 π.Χ.) η αδύναμη πλέον
Αρσινόη -πιεζόμενη εδώ και καιρό από τον ετεροθαλή της αδελφό
Πτολεμαίο Κεραυνό να την νυμφευθεί- τον υποδέχθηκε στην
Κασσάνδρεια. Ο ραδιούργος Πτολεμαίος, αφού την νυμφέυθηκε
και την έστεψε βασίλισσα της Μακεδονίας, δολοφόνησε εν ψυχρώ
τα παιδιά της Φίλιππο και Λυσίμαχο, αθετώντας τους όρκους που
είχε πάρει. Έκτοτε ήταν στην κυριαρχία του Πτολεμαίου (280-
279 π.Χ.).
22

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια, συλλογής επεξεργασίας και παρουσίασης


υλικου. Κλασικοί συγγραφείς. Βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία.
Θεσσαλονίκη 2014

Δείναρχος. Dinarchus Orat. Ο τελευταίος από τους δέκα αττικούς


ρήτορες, γιος του Σωστράτου, που καταγόταν από την Κόρινθο.
Γεννήθηκε το 360 ή 361, ήρθε στην Αθήνα το 342 και Σπούδασε ρητορική,
με δασκάλους τον Θεόφραστο και τον Δημήτριο τον Φαληρέα.
Διακρίθηκε μετά το Λαμιακό πόλεμο, όταν οι άλλοι ρήτορες σκοτώθηκαν.
Γράφοντας επί πληρωμή λόγους που απάγγελλαν άλλοι, απέκτησε και
πλούτο και πολιτική δύναμη. Ως ολιγαρχικός, παραπέμφθηκε σε δίκη μετά
την κατάλυση της φρουράς της Μουνιχίας από τον Δημήτριο τον
Πολιορκητή και την επικράτηση της δημοκρατικής μερίδας. Στο
δικαστήριο δεν παρουσιάστηκε, αλλά έφυγε στη Χαλκίδα, όπου έμεινε
περίπου δεκαπέντε χρόνια. Κατόπιν τον άφησαν να γυρίσει στην Αθήνα,
όπου ο φίλος του Πρόξενος επωφελήθηκε από μια πάθηση των ματιών του
Δεινάρχου και καταχράστηκε τα χρήματά του. Ο ρήτορας τον μήνυσε και
πήγε ο ίδιος στο δικαστήριο. Στον Δείναρχο αποδίδονται πολλοί λόγοι, από
60 ώς 400, έχουν σωθεί όμως μόνο τρεις, οι κατά Δημοσθένους, κατά
Αριστογείτονος και κατά Φιλοκλέους.

Η ματαιοδοξία του ήταν τέτοια, ώστε υποχρέωσε τους συμπολίτες του


Αθηναίους να του κατασκευάσουν το διάστημα αυτό 360 αδριάντες. Αυτό
τον έκανε να φανεί τυραννικώτερος προς Αθηναίους (Διογένης Λαέρτιος),
παρ’ όλο που θεωρούνταν ευπαίδευτος από όλους τους Περιπατητικούς
και πολύπειρος. Όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής εισέβαλε στην Αθήνα,
και δώρισε στους Αθηναίους την αυτονομία τους, αυτοί τον καταδίκασαν
σε θάνατο (Πλούταρχος, Δημήτριος). Τότε κρύφτηκε ένα διάστημα στη
Θήβα και κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια του Πτολεμαίου του Λάγου, όπου
έζησε ως σύμβουλός του. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Πτολεμαίος Β΄ ο
Φιλάδελφος, τον εξόρισε στην άνω Αίγυπτο όπου πέθανε το 283 π.Χ. από
δάγκωμα φιδιού. [ΑΡΛΕΑ, C. FHG, ΙΙ, σ. 362].

Δημήτριος Φαληρέας. ΔΟΜΗ. Δημήτριος ο Φαληρεύς. Αθηναίος


φιλόσοφος, ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός, γιος του δούλου
Φανόστρατου. Ο Κάσσανδρος τον διόρισε επιστάτη των Αθηνών και μ'
αυτή την ιδιότητα έκανε την πρώτη απογραφή και εφάρμοσε σημαντικές
καινοτομίες. Ως ρήτορας ήταν πρόδρομος της Ασιανής ρητορικής, που
έκλινε προς τον κομψό κι εξεζητημένο λόγο. Όταν εμφανίστηκε στον
23

Πειραιά, με 20 σκάφη, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ο Φαληρεύς τού


παρέδωσε την Αθήνα (307 π.Χ.) και κατέφυγε αρχικά στη Θήβα και μετά
το θάνατο του Κασσάνδρου στην αυλή του βασιλιά της Αιγύπτου
Πτολεμαίου Α' Σωτήρος. Οι Αθηναίοι, που είχαν ανεγείρει 360 ανδριάντες
του Δημητρίου Φαληρέως για τα εξωραΐστικά και άλλα έργα που είχε
κάνει στην πόλη τους, τους κατέστρεψαν όλους μετά την αναχώρησή του,
εκτός από έναν, που βρισκόταν στην Ακρόπολη. Στην Αλεξάνδρεια, ο
Φαληρεύς επηρέασε σημαντικά την πνευματική ζωή κι Έγραψε έργα
ιστορικά, πολιτικά, γραμματικά και ρητορικά, που όμως δεν διαΣώθηκαν.
Συνέβαλε αποφασιστικά στην ίδρυση του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης
της Αλεξάνδρειας και στη μετάφραση σε ελληνική γλώσσα των
ιερογλυφικών χρονικών της Αιγύπτου. Πολλοί Αλεξανδρινοί, που
αναδείχθηκαν κατόπιν, υπήρξαν μαθητές του Δημητρίου, που έπεσε όμως
στη δυσμένεια του Πτολεμαίου Β' του Φιλάδελφου, διαδόχου του πρώτου
Πτολεμαίου και εξορίστηκε στην Άνω Αίγυπτο, όπου και πέθανε, το 283
π.Χ. από δάγκωμα δηλητηριώδους φιδιού.

Δημοχάρης ο Λευκονοεύς, Demochares Ιστορικός. et Orat. κάποιος


ιστοριογράφος αναφερόμενος από τον Λουκιανό (ΑΚΛ). Χάρη στην
εργασία του C. Müller (FHG, ΙΙ, 445, 446, 447, 448 και 449) μαζεύτηκαν
μερικές σελίδες αποσπασμάτων για τον ιστορικό το σύγχρονο του
Δημοσθένη, μάλιστα ανηψιός του, ο οποίος Έγραψε σε 20 βιβλία
ΙΣΤΟΡΙΑΙ, εξιστορώντας στο 20ο βιβλίο την υποδοχή των Αθηναίων στον
Δημήτριο τον Πολιορκητή. [Jacoby, F., FGH n. 75].

Δημοχάρης. ΔΟΜΗ. Αθηναίος ρήτορας και πολιτευτής, γιος του Λάχητος


και της αδελφής του ρήτορα Δημοσθένη. Γεννήθηκε το 355 π.Χ. και
πέθανε το 270. Το 322, έβγαλε λόγο στην Εκκλησία του Δήμου εναντίον
του Δημοσθένη και των αντιθέτων προς τη φιλομακεδονική μερίδα. Τα
δεκαπέντε επόμενα έτη, τα έζησε στην εξορία και όταν ο Δημήτριος ο
Πολιορκητής το 307 ξανάφερε τη δημοκρατία, πήρε μεγάλη θέση, αλλά
εξορίσθηκε το 303, γιατί γελοιοποίησε ένα ψήφισμα του Στατοκλέους που
αποτελούσε ενθουσιώδες εγκώμιο του Δημητρίου. Το 286, τον
ανακάλεσαν από την εξορία και τον έκαναν άρχοντα. Με την ιδιότητα
αυτή, οχύρωσε την Αθήνα, έκανε αυστηρές οικονομίες και αύξησε τις
προσόδους της πόλης. Επικεφαλής πρεσβείας προς τον Λύσσανδρο, τον
Αντίπατρο και τον Πτολεμαίο της Αιγύπτου, κατόρθωσε να συλλέξει 200
τάλαντα για την Αθήνα και πέτυχε την ένωση της Ελευσίνας με την πόλη
του. Ο Κικέρων αναφέρει πως ο Δημοχάρης είχε γράψει, σε ύφος
ρητορικό, Ιστορία της εποχής του, σε 21 τουλάχιστον βιβλία. Γενικά, ενώ
24

αμφισβητείται ο χαρακτήρας του και η αξία του ως ιστορικού, φαίνεται


πως στη διοίκηση υπήρξε έντιμος και επιτυχημένος.

Διονύσιος. Φρούραρχος της Μουνυχίας, υπό τις διαταγές του


Κασσάνδρου, το 318 π.Χ. Συνελήφθη το 307 από τον Δημήτριο τον
Πολιορκητή.

Ερμοκλής. Ο Κυζικηνός. Ποιητής, που σύνθεσε παιάνες προς τιμήν του


Αντιγόνου και του Δημητρίου Πολιορκητού. Έγινε όμως κυρίως γνωστός
από το βακχικό άσμα που έψαλλαν οι Αθηναίοι όταν υποδέχθηκαν τον
Δημήτριο (302 π.Χ.). Στο άσμα αυτό, που περισώθηκε από τον Αθήναιο,
ο Ερμοκλής παρομοίαζε τον Δημήτριο με τον ήλιο και την ακολουθία του
με τα άστρα.

Φιλόχορος. Philochorus Hist. Έλληνας χρονικογράφος του 3ου-4ου αιώνα


π.Χ. Ήταν γιος του Κύκνου από την Αθήνα, αναφέρεται ως μάντης και
ιεροσκόπος. Έγραψε ιστορία των Αθηνών με τον τίτλο Ατθίς. Πρέπει να
έζησε μεταξύ 340 και 267-261 π.Χ. Ήταν κάπως νεότερος από τον
Ερατοσθένη και, λόγω της φιλίας του με τον Πτολεμαίο Β’, θανατώθηκε
κατά διαταγή του Αντίγονου Γονατά, γιου του Δημητρίου Πολιορκητή. Η
Ατθίς πραγματεύεται τα μυθολογικά θέματα μόνο στα 2 πρώτα βιβλία,
κατόπιν περιγράφει τις γιορτές, θυσίες, αγώνες και τα θέματα των μεγάλων
τραγωδιών και ιστορικά γεγονότα όπως τη μάχη της Κνίδου και τους
αγώνες του Δημητρίου του Πολιορκητού. Τον θεωρούσαν πολύπλευρο,
βαθιά μορφωμένο άνδρα και ο Ασίνιος Πολλίων συνέταξε μια επιτομή της
Ατθίδας του. Τα 230 αποσπάσματα που διασώθηκαν περιέχουν πολλές
ασήμαντες πληροφορίες.

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια υλικού. Ποτίδαια. Ποτείδαια. τείχη.


Κασσάνδρεια, Βυζαντινό Διατείχισμα. Εικόνες, Φωτογραφίες, κείμενα.
Θεσσαλονίκη 2013.

Ἡ Κασσάνδρεια σχεδιάσθηκε νὰ γίνει, καὶ ἔγινε, μία μεγαλούπολη.


Ὀχυρώθηκε μὲ ἰσχυρὰ τείχη ἀπὸ βορρᾶ καὶ νότου, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι κατὰ
μῆκος τῶν δύο ἀκτογραμμῶν της δὲν ἦταν ὀχυρωμένη. Πιθανῶς ὁ
Κάσσανδρος ἔτμησε τὸν ἰσθμὸ καὶ δημιούργησε πλεύσιμη διώρυγα
ἀμέσως βορείως τοῦ βορείου τείχους, δηλαδὴ περτὰ τριακόσια μέτρα
25

βορείως τῆς σημερινῆς διώρυγος. Ἡ διώρυγα, ἡ ὁποία ὑπῆρχε καὶ φαίνεται


ὅτι λειτουργοῦσε ἀκόμα τὸν 1ον αἰῶνα μ.Χ., πρέπει νὰ ὁδηγοῦσε μέσα στὸ
μεγάλο καὶ ὀχυρωμένο λιμάνι τῆς πλευρᾶς τοῦ Θερμαϊκοῦ, μικρὸ τμῆμα
τοῦ ὁποίου εἶναι σήμερα τὸ ἀντίστοιχο λιμανάκι. Κάπου ἐκεῖ πρέπει νὰ
ἦσαν καὶ τὰ ναυπηγεῖα, στὰ ὁποῖα ὁ Δημήτριος Πολιορκητὴς ναυπήγησε
ἑκατὸ μικρὰ πολεμικὰ πλοῖα, τὸ 307 π.Χ.Μὲ τὴν ἵδρυση τῆς
Κασσανδρείας, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς
αὐξημένες αὐτοδιοικητικὲς ἁρμοδιότητες, φαίνεται ὅτι τῆς παραχωρήθηκε
ὡς «χώρα», δηλαδὴ περιοχὴ οἰκονομικῆς καὶ διοικητικῆς ἁρμοδιότητος
καί (τουλάχιστον) ὅλη ἡ χερσόνησος τῆς Κασσάνδρας, τῆς ὁποίας οἱ
πόλεις καὶ οἱ ἄλλοι οἰκισμοὶ ἔγιναν «κῶμες» τῆς μεγάλης πόλεως. Αὐτὸ
σημαίνει ὅτι ὅλη ἡ χερσόνησος ἦταν πλέον «Κασσάνδρεια». Γιὰ ἀρκετοὺς
αἰῶνες ἡ Κασσάνδρεια, μαζί μὲ τὴν Θεσσαλονίκη μὲ τὴν ὁποία τὴν
συνέδεε «κατεστυλωμένη βασιλικὴ ὁδός», ἦταν μία ἀπὸ τὶς
σημαντικότερες πόλεις τῆς Μακεδονίας. Μετὰ τὴν ὑποταγή της στοὺς
Ρωμαίους ἐνισχύθη κε πληθυσμιακῶς μὲ Ρωμαίους ἐποίκους, ἐνισχύθηκαν
οἱ αὐτοδιοικητικοὶ θεσμοί της καὶ ἔκοψε δικά της νομίσματα.

History of Greece - Σελίδα 411 -Oliver Goldsmith - 1825

Exceeds, himself, the usual stature of men, ibid. On hearing that Alexander
had passed the Hydaspes, he sends a detachment against him, commanded
by one of his sons, who is defeated, and killed upon the spot, ii. 183.
Resolves to face Alexander, 184. Sets out with a considerable force, ibid.
Draws up his army in battle array, ibid. Is totally defeated, after having
fought with incredible bravery, 188. Retires upon his elephant, having
received a wound in the shoulder, ibid. Is called upon by Taxilus, to hear a
message from Alexander, ibid. Reproaches him for having proved a traitor
to his country, ibid. Aims a dart at him, ibid. Strongly entreated by Meroe
to wait upon the conqueror, he consents, and sets forward, 189. Undejected
at his misfortune, he comes up to Alexander with a resolute countenance,
ibid. His interview with him described, ibid. Potidaea, battle of, i. 198.
Besieged, ibid. Proxenes invites Xenophon into Asia, i. 334. Prytani, the
name of the chief magistrates at Corinth, i. 8. Ptolemy appointed governor
of Egypt, ii. 289. Prepares to become an independent sovereign, 241.
Resists the power of Perdiccas and the two Macedonian kings, ibid.
Leagues himself with Lysimachus and Cassander, to overthrow the power
of Antigonus, 258. Defeats Demetrius at Gaza, 254. Supports Seleucus in
his claims on Babylon, ibid. Defeats Antigonus and Demetrius, 258.
Assumes the title of king, ibid. Sails against the Grecian dominions of
26

Demetrius Poliorcetes with a powerful fleet, 293. Ptolemy Ceraunus,


brother of Lysander, treacherously murders §o. who had appeared at the
head of an army in his behalf, ii. 294. Possesses himself of the Macedonian
crown, ibid. Prevails on the widow of Lysimachus to marr him, on a
promise of settling the succession on her sons, o Puts the young princes to
death, and banishes their mother to Samothracia, 295. The Gauls invade
his dominions, ibid. Being refused a certain sum of gold, they defeat him
at the head of his tumultuary troops, cut off his head, and carry it through
their ranks on the top of a lance, ibid. Pylus, the siege of it described, i.
219–221. Pyrrhus, king of Epirus, advances against Demetrius
Poliorcetes , ii. 293. Sets up a claim to the kingdom of Macedon, ibid. Is
*::::: of his Macedonian possessions by Lysimachus, 294. Invades Sicily
and Italy, 299. Inflamed with indignation against Antigonus, for refusing
him succours, he invades Macedon, ibid. Being joined by great numbers of
Macedonians, he defeats Antigonus in a pitched battle, 300. Applied to by
Cleonymus, a prince of Sparta, ibid. Engages in his cause, and while Areus,
who had usurped the throne, was absent with the flower of the Spartan
army in Crete, carries desolation to the gates of Sparta, ii. 300. Compelled
by the Spartans to seek his safety in retreat, ii. 801. Is galled by Areus, ibid.
His son Ptolemy slain in endeavouring to cover his retreat, ibid. Is invited
to Argos by a faction in opposition to Antigonus, ibid. Desired by the
Argives to decide the dispute with his antagonist without the city, 302. .
Attempting to enter it during the night, he is slain, ibid. His eulogy, ibid.
The Argives consider his death as the effect of supernatural interposition,
ibid.

Greek inscriptions - The American School of Classical Studies at Athens.


GREEK INSCRIPTIONS (1- 13) A NEW FRAGMENT OF THE BOEOTIAN-
ATHENIAN ALLIANCE OF 395 B.C. Σελίδα 39.

COMMENTARY ON THE TEXT Line 2: Considered in the light of the


reading lco] - in line 3, the name ' can refer only to Δημήτριος
Πολιορκητής. . Following directly upon the heels of his victorious entry
into Athens, the Athenians in 307 B.C., on a motion of Stratocles, voted
extraordinary honors to Antigonos and Demetrios. Golden statues were to
be erected near those of the Tyrannicides, gold crowns worth two hundred
talents were presented to them, and they were hailed as Saviour Gods
(Diod., XX, 46, 2; Plut., Denetrius, X, 3; Cambr. Anc. Hist., VI, p. 497)…
27

cleruchs to Potidaea, 362/1 B.C. (I.G., 12, 114). The orator of the ...... line 3, the
name A]] can refer only to Δημήτριος Πολιορκητής. . Following directly
upon ...

KENTPON ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ


ΕΘΝΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ. RESEARCH CENTRE FOR GREEK
AND ROMAN ANTIQUITY NATIONAL HELLENIC RESEARCH
FOUNDATION ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ. 26. DIFFUSION DE BOCCARD - 11,
RUE DE MEDICIS, 75006 PARIS. ARGYRO B. TATAKI
MACEDONIANS ABROAD A CONTRIBUTION TO THE
PROSOPOGRAPHY OF ANCIENT MACEDONIA ATHENS 1998.

Potidaea, Cassandreia, Poliorcetes .

Catalogue of Greek Coins: Macedonia, Etc- Τόμος 5 - Σελίδα xxxix Barclay


Vincent Head, Reginald Stuart Poole – 1879.

Catalogue of Greek Coins: Macedonia, Etc- Τόμος 5 - Σελίδα xxxix


Barclay Vincent Head, Reginald Stuart Poole - 1879 - The coins of
Potidaea, as a colony of Corinth, naturally follow the same Euboic
Standard as tbe coins of the other cities ... who disputed the throne of
Macedon with his younger brother Alexander, and with Demetrius
Poliorcetes , B.C. 298-294.

Ο Πολιορκητής Δημήτριος. Γιώργος Θωμόπουλος. Κωστοπούλου Ξένια,


2003

Στο ιστορικό αυτό αφήγημα ξετυλίγεται η θυελλώδης, γεμάτη περιπέτειες


και μοναδικές εμπειρίες ζωή του διασημότερου από τους επιγόνους του
μεγάλου Αλεξάνδρου, του Δημητρίου του Πολιορκητή.
Πολλοί τον είδαν ως έναν Αλκιβιάδη των Ελληνιστικών χρόνων.
Λατρεύτηκε και μισήθηκε καθ' υπερβολήν. Οι θρίαμβοι και οι ταπεινώσεις
του εναλλάσσονταν με καταπληκτική ταχύτητα. Η ατακαπόνητη δράση
του δεν αξιοποιήθηκε πολιτικά, αλλά έμεινε απερίσκεπτα -κατά την κρίση
28

ορισμένων- ανεκμετάλλευτη. Η εκπληκτική του ευφυΐα σπαταλήθηκε


χωρίς αντίκρυσμα. Ωστόσο η προσωπικότητά του και η περιπέτεια του
βίου του έδωσαν κατά τον αντιπροσωπευτικότερο τρόπο το στίγμα σε μιαν
ολόκληρη εποχή, κατά την οποία ο Ελληνισμός ψηλαφούσε τις
οικουμενικές του διαστάσεις. Το βιβλίο στηρίχτηκε στην ιστορία του
Διόδωρου του Σικελιώτη και στον "Βίο του Δημητρίου" του Πλουτάρχου,
αλλά με μια ολοφάνερη ελευθερία προσέγγισης.

Δημήτριος Συγγραφέας: Πλούταρχος Βίοι παράλληλοι.

Οὕτω δὲ τοῦ Δημητρίου τῶν πραγμάτων ἐκπεσόντος καὶ καταφυγόντος


εἰς Κασσάνδρειαν, ἡ γυνὴ Φίλα περιπαθὴς γενομένη προσιδεῖν μὲν οὐχ
ὑπέμεινεν αὖθις ἰδιώτην καὶ φυγάδα τὸν τλημονέστατον βασιλέων
Δημήτριον, ἀπειπαμένη δὲ πᾶσαν ἐλπίδα καὶ μισήσασα τὴν τύχην αὐτοῦ
βεβαιοτέραν ἐν τοῖς κακοῖς οὖσαν ἢ τοῖς ἀγαθοῖς, πιοῦσα φάρμακον
ἀπέθανε. Δημήτριος δ' ἔτι τῶν λοιπῶν ναυαγίων ἔχεσθαι διανοηθεὶς
ἀπῆρεν εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς ἐκεῖ στρατηγοὺς καὶ φίλους συνῆγεν. ἣν
οὖν ὁ Σοφοκλέους Μενέλαος εἰκόνα ταῖς αὑτοῦ τύχαις παρατίθησιν·

Green, P. 2003. “Delivering the Go(o)ds: Demetrios Poliorcetes and


Hellenistic. Divine Kingship.” In Gestures. Essays in Ancient History,
Literature, and Philosophy presented to Alan L. Boegehold, edited by
G.W. Bakewell and J. Sickinger, 258-77. Oxford: Oxbow Books.

Outrageous fortune. The rise and fall of Demetrius Poliorcetes .

Instead, he sent Demetrius to punish the Rhodians for their alleged


Ptolemaic sympathies, although in fact they had carefully preserved their
neutrality throughout."Demetrius, the most illustrious commander of his
generation,whose skill and experience in constructing siege machines
and resourcefulness in capturing cities obtained for him the surname
Poliorcetes , attacked the island of Rhodes and besieged the most
beautiful and richest town on it."On Demetrius' arrival, the Rhodians
hurriedly professed loyalty to the Antigonid cause. A diplomatic victory
seemed in sight, and although the Rhodians were willing to discuss terms,
the hotheaded king demanded hostages and free access to Rhodes harbour.
29

Δημήτριος Πολιορκητής. und Athen κατά Δημητράκος, Γεώργιος


Δημοσίευση: Χ.τ.: Christians, Hans, 1937 . 94 σ. , Δωρεά Γ. Θεοχαρίδη
:1937
Δημήτριος Πολιορκητής. , Demetrias und die Magneten. Zum
Bedeutungswandel von siegel-und Μünzbild einer Stadt / κατά Kron, Uta
Δημοσίευση: Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου,
1983 . 22 σ.: , Δημοσιευμένο στον τόμο: Αρχαία Μακεδονία ΙΙΙ:
Ανακοινώσεις κατά το τρίτο διεθνές συμπόσιο. Θεσσαλονίκη, 21-25
Σεπτεμβρίου 1977, σ. 147-168. Ημερομηνία:1983

Δημήτριος ο Πολιορκητής : ιδιαίτεραι βιογραφικαί σημειώσεις / από


Μωραϊτίδης, Αλέξανδρος, 1851-1929 Έκδοση 1876.

Dιmitrakos G. Δημήτριος Πολιορκητής. und Athen Dissertation


Hamburg 1937 s. 94 / από Παπασταύρου, Ιωάννης Στ. 1893- Έκδοση
1938 Θέματα: '; “...Δημήτριος, ο Πολιορκητής, 337/336-283 π.Χ. 394-
370...”

The coinages of Demetrius Poliorcetes / από Newell, Edward


Theodore, 1886-1941 Έκδοση 1927.

Δημήτριος Πολιορκητής. und Athen / από Δημητράκος, Γεώργιος,


1911- Έκδοση 1937 Θέματα: '; “...Δημήτριος, ο Πολιορκητής,.

Rickard, J (4 July 2007), Demetrius I Poliorcetes (336-283).

Demetrius lost Macedonia during 288 BC. Lysimachus attacked from the
east, Pyrrhus from the west. Demetrius managed to hold off Lysimachus,
but when he turned to face Pyrrhus his army deserted. Demetrius fled
south, taking refuge at Cassandreia, in the Chalcidic peninsula. There his
wife Phila committed suicide, possibly because of the loss of Macedonia.
Ο Δημήτριος έχασε τη Μακεδονία κατά τη διάρκεια του 288 π.Χ. Ο
Λυσίμαχος επιτέθηκε από την ανατολή, ο Πύρρος από τη δύση. Ο
Δημήτριος κατάφερε να κρατήσει τον Λυσίμαχο, αλλά όταν γύρισε για να
αντιμετωπίσει τον Πύρρους ο στρατός του εγκαταλείφθηκε. Ο Δημήτριος
έφυγε νότια, καταφεύγοντας στην Κασσάνδρεια, στη χαλκιδική
30

χερσόνησο. Εκεί η σύζυγός του Φίλα αυτοκτόνησε, πιθανώς λόγω της


απώλειας της Μακεδονίας.

The Oxford Companion to Classical Civilization. - Simon Hornblower,


Antony Spawforth, Esther Eidinow - 2014 - History son of Demetrius
Poliorcetes ('the Besieger') and Phila. ... Cassandreia still resisted him
for ten months but his dynastic alliance with Antiochus I, whose sister ...

Phila - in ancient sources attalus.org

This is part of the index of names on the attalus website. The names
occur either in lists of events (arranged by year, from the 4th to the 1st
century B.C.) or in translations of sources.

Phila of Thebes - a courtesan, 4th century B.C.


Athen_13.587 Isthmias, & Neaera too, and Phila, grew quite rotten.
Athen_13.590 ora in the Peiraeus, and Phila at Eleusis, whom he bought
Athen_13.593 Anteia, Stratola, Aristocleia, Phila, Isthmias, and Neaera
Plut:Mor_849 lay, he kept another, Phila, a Theban girl whom he rans

Phila - daughter of Antipater, and wife of Demetrius Poliorcetes


→ Wikipedia entry 304/1 ply bases, and Menedemus captures a ship
sent by Phila to Demetrius.
Within translations:
Athen_6.254 third cup in honour now & Of Phila Aphrodite. Hail, my
Euseb]:Chron_237 emetrius Poliorcetes and Phila the daughter of
Antipater,
Memn_4 orld, Craterus turned to Phila the daughter of Antipater,
Plut:Demetr_14 he paid most respect to Phila, because she was the
daught
Plut:Demetr_22 letters from his wife Phila, together with some robes
Plut:Demetr_27 years between him and Phila, and afterwards fall into
Plut:Demetr_31 the daughter of Demetrius by Phila. He had, indeed, alre
Plut:Demetr_37 had married his daughter Phila, and had a son by her to
Plut:Demetr_45 Cassandreia, where his wife Phila was. Nothing could
Plut:Demetr_46 ice, the sister of Phila, received him at Miletus, having
Plut:Demetr_53 whom he had by his wife Phila; two sons of the name of
31

Syll_333 (304-301) staying with queen Phila and has been appointed as
THI_88 (306-301) e honours for queen Phila have been completed, in

Phila - daughter of Demetrius Poliorcetes and Lamia


Athen_13.577 he had a daughter named Phila? And Polemon, in his treati

Phila - daughter of Seleucus, and wife of Antigonus Gonatas


276/9 ander of Aetolia to Macedonia, at the time of his marriage to Phila.
Within translations:
Malal_198 by Stratonice, who was called Phila. Seleucus continued
OGIS_216 (277-239) this statue of queen Phila, the daughter of [king]
Vit:Arat_1 and he was married to Phila, the daughter of Seleucus
Vit:Arat_4 Macedonia and his wife Phila, and he was a contemporary

Phila - in documents
AnthPal_6.357 a Macedonian. & C. And I am Phila and this is my brothe
AntipSid_6.118 dedicated to Phoebus by Sosis, Phila and Polycrates.

University of Iowa Iowa Research Online Theses and Dissertations. Fall


2015 A historical commentary on Plutarch’s Life of. Demetrius.

Thomas Caldwell Rose University of Iowa. 2015 Thomas Caldwell Rose.


The scope of Demetrius’ irredentist ambitions and the scale of his
preparations provoked a predictable response from his rivals, though
Demetrius seems not to have anticipated it (n. 44.3.1). In 288, Lysimachus
and Pyrrhus invaded Macedonia simultaneously from East and West, and
a Ptolemaic fleet moved into the Aegean.
Demetrius moved first against Lysimachus, then changed tack and
confronted Pyrrhus near Beroea (ns. 44.4–6). The presence of several
hostile armies and the effectiveness of Pyrrhus’ propaganda efforts led
Demetrius’ troops to defect in large numbers to the Epirote king (n. 44.7.6).
Growing disenchantment with Demetrius’ luxurious lifestyle and
inaccessibility may also have played a role in the mass desertions (ns. 42.1–
2). Demetrius fled to Cassandreia in the Chersonese, where Phila
committed suicide (n. 45.1.2). Pyrrhus and Lysimachus partitioned and
occupied Macedonia (n. 44.10.5).

Mechanicians in Macedonian Army - Epimachus of Athens, Aristobulus of


Cassandreia, Diades of Pella, Poseidonius, Demetrius Poliorcetes .
32

Purchase includes free access to book updates online and a free trial
membership in the publisher's book club where you can select from more
than a million books without charge. Not illustrated. Excerpt: Epimachus
of Athens (Greek:, c.300 BC) was a renowned Athenian engineer and
architect who is known to have constructed the Helepolis (literally, Taker
of Cities), a huge siege machine first conceptualised by Demetrius I of
Macedon and built to be employed in the unsuccessful siege of Rhodes.
Few particular details are known about Epimachus of Athen's life. He built
other unique siege weapons, aside from the Helepolis, some for Demetrius
I of Macedon, and others for various other leaders and warlords. Of these
other siege weapons was a large battering ram over 60 metres long. Many
of his creations had visible effects on future siege engineering, hundreds of
years later, and the design for the Helepolis in particular had effects on
future designs; the term Helepolis endured for many centuries after the
"original," used for any similar, tower-like siege machine. The design for
the Helepolis was based on that of an earlier and smaller siege machine,
used against Salamis at around 305 BC, but it was Epimachus of Athens
who actually co-ordinated the construction of the siege machine. Assuming
the figures recorded in the writings of several ancient historians, including
Dioeclides of Abdera, Vitruvius and Plutarch are accurate, the Helepolis
was and remains the largest siege machine ever erected; it was a colossal,
tapered, tower-like structure 60 feet (20 metres approx.) in width, with each
side over 125 feet (42 metres approx.) high. It rested on eight, 12-foot (3.7
m) high wheels, allowing mobility, and it also had casters to accommodate
lateral movement. All exposed sides of the helepolis were rigidly defended;
iron plates protected the wooden structure from possible inflammation, and
additional defences, such as great stretc...

BRILL'S COMPANION TO ANCIENT MACEDON. Studies in the Archaeology


and History. ofMacedon, 650 BC-300 AD. Edited by Robin J. Lane Fox. BRILL.

During the period of the wars of the Successors and until the turning
point of the battle of Ipsus in 301, gold staters, tetradrachms, drachms,
fractions, and even bronze coins in the name of Alexander were issued by
various mints. The Asian issues have been connected to the military
activities of Antigonus and Lysimachus, and they provided an obvious
choice for rulers who had not yet, or had just only, acquired the royal title.
33

Ptolemy I37 issued Alexanders as a first step before the initiation of a


personal coinage, whereas neither Antigonus nor Cassander ever made the
crucial step of producing a silver coinage in their own name. In Macedonia
this was realized by Demetrius Poliorcetes around 290 BC. But even
after the initiation of their personal issues rulers continued to produce an
Alexander-type coinage in their own name; this was the case with the
Seleucids,38 and to a lesser extent the Antigonids, who continued
producing Alexanders until the end of the third century.
In 27 BC Augustus created the province of Achaea: this area was now
separated from Macedonia, which formed a separate province.73
Romanization was reinforced by the installation of Roman colonists. The
cities of Pella, Dion, Cassandreia and Philippi received Roman settlers
and were transformed into colonies. From these only Pella had produced a
bronze coinage in the previous period; Dion,74 Cassandreia and
Philippi75 were all new mints. Amphipolis and Thessaloniki76 had
received the status of civitas libera and continued to mint. So, too, did
Apollonia, an Illyrian city within the borders of the Roman province of
Macedonia that had produced an extensive silver coinage from the third to
the first centuries BC.77 Edessa78 inaugurated a coinage under Augustus,
whereas Stobi79 only started to mint under the Flavians when it received
the status…

Ancient History & Civilisation. Introduction to Demetrius. [336–282 BC]

Most of his men at once fell to tearing down his tent, and while they were
looting it and fighting over the spoils, Pyrrhus came up and, finding that
he met no resistance, immediately took possession of the camp. And so
the whole kingdom of Macedonia, which Demetrius had ruled securely
for seven years, was divided between Lysimachus and Pyrrhus. When
Demetrius had thus completely lost his power, he took refuge in the city
of Cassandreia. His wife Phila was quite overwhelmed by his
misfortunes and could not bear to see her husband, the most unlucky of
kings, reduced once more to the condition of a private citizen and an
exile. Henceforth, she gave up all hope, and in her bitter resentment of a
destiny which seemed to be far more consistent in adversity than in
prosperity, she took poison and died. But Demetrius was still determined
to save what he could from the wreck of his fortunes, and so he went to
Greece and tried to rally those of his generals and supporters who were
still there. In one of Sophocles’ plays, Menelaus uses this image to
describe the vicissitudes of his destiny:
34

Συγγραφή : Σοφού Αθανασία (20/2/2003). Για παραπομπή: Σοφού


Αθανασία, «Κάσσανδρος», 2003, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού.

Το 307 π.Χ. η πολεμική αντιπαράθεση ανάμεσα στον Κάσσανδρο και τους


Αντιγονίδες συνεχίστηκε με την εκστρατεία του Δημητρίου Πολιορκητή
στην Ελλάδα. Ο Δημήτριος απελευθέρωσε την Αθήνα και σταδιακά
περιόρισε την εξουσία του Κασσάνδρου, αφήνοντάς του μόνο τη
Μακεδονία. Το 304 π.Χ. ο Κάσσανδρος πήρε τον τίτλο του βασιλιά της
Μακεδονίας.9 Το 302 π.Χ., για αντιπερισπασμό στη δράση του Δημητρίου
στην Ελλάδα, ανανέωσε τη συμμαχία του με τους υπόλοιπους Διαδόχους
εναντίον των Αντιγονιδών, ενέργεια που είχε αποτέλεσμα τον Δ΄ πόλεμο
των Διαδόχων (302-301 π.Χ.). Μετά την ήττα του Αντιγόνου στη μάχη της
Ιψού το 301 π.Χ. ο Κάσσανδρος επέβαλε την εκχώρηση της Κιλικίας και
πιθανόν της Καρίας στον αδελφό του Πλείσταρχο. Η κυριαρχία του
Πλειστάρχου στην Κιλικία υπήρξε σύντομη, καθώς το 298 π.Χ. η περιοχή
κυριεύτηκε από το Δημήτριο Πολιορκητή. Μάταια ο Πλείσταρχος
στράφηκε στον αδελφό του για βοήθεια: το 298/297 π.Χ. ο Κάσσανδρος
πέθανε… 10. Buraselis, K., Das hellenistische Makedonien und die Ägäis.
Forschungen zur Politik des Kassandros und der drei ersten Antigoniden
(Antigonos Monophthalmos, Demetrios Poliorketes und Antigonos
Gonatas) im ägäischen Meer und im Westkleinasien (Münchner Beiträge
zur Papyrusforschung und Antiken Rechtsgeschichte 73, München 1982),
σελ. 22 κ.ε.

Encyclopedia Briitannica

DEMETRIUS PHALEREUS (c. 345-283 B.C.), Attic orator, statesman


and philosopher, born at Phalerum, was a pupil of Theophrastus and an
adherent of the Peripatetic school. He governed the city of Athens as
representative of Cassander for ten years from 317. It is said that he so won
the hearts of the people that 360 statues were erected in his honour; but
opinions are divided as to the character of his rule. On the restoration of
the old democracy by Demetrius Poliorcetes, he was condemned to death
by the fickle Athenians and obliged to leave the city. He escaped to Egypt,
where he was protected by Ptolemy Lagus, to whom he is said to have
suggested the foundation of the Alexandrian library. Having incurred the
displeasure of Lagus's successor Philadelphus, Demetrius was banished to
Upper Egypt, where he died (according to some, voluntarily) from the bite
of an asp. Demetrius composed a large number of works on poetry, history,
politics, rhetoric and accounts of embassies, all of which are lost.The
treatise Ilea 'Ep,unpetas (on rhetorical expression), which is often ascribed
35

to him, is probably the work of a later Alexandrian (1st century A. D.) of


the same name; it has been edited by L. Radermacher (1901) and W. Rhys
Roberts (1902), the last-named providing English translation, introduction,
notes, glossary and complete bibliography. Fragments in C. Muller, Frag.
Hist. Graec. ii. p. 362. See A. Holm, History of Greece (Eng. trans.), iv.
60.

Plutarch, The Parallel Lives The Life of Demetrius

45 1 When Demetrius thus lost his power and fled for refuge to
Cassandreia, his wife Phila was full of grief and could not endure to see
her husband, that most afflicted of kings, once more in private station and
in exile; she gave up all hope, and in hatred of his fortune, which was
more secure in adversity than in prosperity, she drank poison and died.
But Demetrius, determined to cling still to what was left of his wrecked
fortunes, went off to Greece, and tried to assemble his friends and
generals who were there.

Thomas Rodenby. Dissertation submitted as part requirement for the


Degree of Master of Arts in Ancient History at Durham University, in 2016.

Abstract: This study aims to question the stereotypical view that all the
Successors of Alexander uniformly imitated his image. By focusing on
Demetrius Poliorcetes and Pyrrhus of Epirus I hope to draw more
attention to the younger of Alexander’s Successors who were less attached
to his physical legacy because they did not fight in his campaigns. I will
argue that this nuance had a profound impact on their use of Alexander’s
image as they were unable to appeal to the memory of Alexander in the
same way as the older generals. Firstly, I intend to define and explain the
power of Alexander’s image in the Hellenistic world. This will set up my
chapters concerning Demetrius and Pyrrhus who will each be analysed in
three respects: coinage, portraiture and literature. The focus of the
Demetrius chapter will be to show his uniqueness in the Hellenistic world,
and to highlight the fact that he seems to reject Alexander’s image in favour
of creating his own. This will be followed by the study of Pyrrhus which
will demonstrate the multitude of ways in which kings could display their
links to Alexander. Although Pyrrhus is not as radical as Demetrius, he
still makes an interesting case study because of the path he takes in his
36

emulation of Alexander. This path deserves recognition because it departs


from the usual routes taken by the other Successors who simply minted
coins depicting Alexander, or continued traditional themes, whereas
Pyrrhus focuses on more obscure iconography, to great effect. Both
Demetrius and Pyrrhus are extraordinary in their own right and this study
aims to show that although Hellenistic kings were influenced by Alexander
they were individuals and their images reflect this creative originality.

Οδυσσέας Γκιλής. Επιμέλεια επεξεργασίας κειμένου. Ο ΘΕΡΜΑΪΚΟΣ


ΚΟΛΠΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΠΟΛΕΙΣ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ. Επιλογή αποσπασμάτων. Θεσσαλονίκη 2013

Το 288 π.Χ. βρήκε εκεί καταφύγιο ο ηττημένος από τον Πύρρο, Δημήτριος
Πολιορκητής, όπου αφού μεταμφιέστηκε, αγκυροβόλησε από το λιμάνι
της για την νότια Ελλάδα. Έτσι προσωρινά η Κασσάνδρεια έπεσε στα
χέρια του νικητή. Αργότερα φαίνεται πως την χάρισε ο Λυσίμαχος στην
σύζυγό του Αρσινόη. Πολύ πιθανόν κατά την χρονική εκείνη περίοδο, η
κόρη του Ευρυδίκη, χάρισε την ελευθερία στην πόλη που προσωρινά
μετωνομάστηκε σε Ευρυδίκεια. Κατά την διάρκεια της Λυσιμάχειας
κατοχής, αναφέρεται στην Κασσάνδρεια- Ευρυδίκεια ένα επώνυμο
ιερατείο. Το 281 π.Χ. μετά τον θάνατο του συζύγου της και του Σελεύκου,
η Αρσινόη αφού μεταμφιέστηκε ρακένδυτη, έφυγε λαθραία από την
Έφεσο και βρήκε καταφύγιο στην μακεδονική πόλη μαζί με τους υιούς
της, ελπίζοντας πως οι Μακεδόνες θα όριζαν βασιλέα τον μεγαλύτερο υιό
της που ήταν 18. Σε διάστημα λίγου καιρού (280/79 π.Χ.) η αδύναμη πλέον
Αρσινόη -πιεζόμενη εδώ και καιρό από τον ετεροθαλή της αδελφό
Πτολεμαίο Κεραυνό να την νυμφευθεί- τον υποδέχθηκε στην
Κασσάνδρεια. Ο ραδιούργος Πτολεμαίος, αφού την νυμφέυθηκε και την
έστεψε βασίλισσα της Μακεδονίας, δολοφόνησε εν ψυχρώ τα παιδιά της
Φίλιππο και Λυσίμαχο, αθετώντας τους όρκους που είχε πάρει. Έκτοτε
ήταν στην κυριαρχία του Πτολεμαίου (280-279 π.Χ.).

ΕΠΙΤΟΜΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ - ΓΕΓΟΝΟΤΑ -


ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ - ΧΑΡΤΕΣ – ΣΥΝΘΗΚΕΣ. Έκδοση: ΤΟ ΒΗΜΑ, 2004.
Επιμέλεια: Βαγγέλης Δρακόπουλος - Γεωργία Ευθυμίου.

304 π.Χ. Αγώνας του Δημήτριου του Πολιορκητή στην Ελλάδα κατά του
Κάσσανδρου.

283 π.Χ. θάνατος του Δημήτριου του Πολιορκητή. Ο Αντίγονος Γονατάς


ανακηρύσσεται βασιλιάς της Μακεδονίας.
37

Desdevises-du-Dezert. Géographie ancienne de la Macédoine, par Th.


Desdevises-du-Dezert. Desdevises-du-Dezert, Théophile Alphonse, 1822-,
Desdevises-du-Dezert, Theophile Alphonse, 1822-1891.

Page 163 Géographie ancienne de la Macédoine. 1 63 lutte contre ce


parricidqilneae1umm, e t bout de ressources, 'Ii appelle en mneme temps
Pyrrhtis, roi' des Molosses, fils d'.Eacide, et Demetrius Poliorcete.
Pyrrhus, le momns eloigne' des do ux, arri-ve le premier, chasse Antipater,
et obtient pout- prix. de son intervention Nymphe'um, la Tymphee, la
Parae'~e, l'Amphulochie, I'Ambracie, 1'Acarnanie, qui altondissent son
royaume, re'unissent sous son sceptre toute 1'Epire, et lui ouvrent la
Macedoine '. Dehrnetrius arrive 'a son tour; Alexandre est tr~s-
ernbarrasse': s'il ivyre Ai cet allie6 incommode quelques autres provinces,
ii s'alliine les Macedonions; s'il les liii refuse, Demetrius est capable de les
prendre. Dans cette oxWrmite, il recourt aux embi~ches;- mais Demetrius
le pre'vient et le tue, expose aux Mace'donienS sa conduite, et est reconnu
roi sans opposition Quanid on e'tudie ces brusques changernents, on se
rappelle involontairemernt la curieuse harangyue de Clovis aux.

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα για τον Δημήτριο Πολιορκητή.

Πλούταρχος. Demetrius “Plutarchi vitae parallelae, vol. 3.1, 2nd edn.”,


Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1971.Chapter 42, se. 11, line 1

βασιλεῖ προσῆκον ὡς τὸ τῆς δίκης ἔργον. Ἄρης μὲν γὰρ


τύραννος, ὥς φησι Τιμόθεος (6c D.), νόμος δὲ πάντων
βασιλεὺς κατὰ Πίνδαρόν (fr. 169, 1) ἐστι· καὶ τοὺς βασιλεῖς
Ὅμηρός φησιν οὐχ ἑλεπόλεις οὐδὲ ναῦς χαλκήρεις, ἀλλὰ
θέμιστας παρὰ τοῦ Διὸς λαμβάνοντας ῥύεσθαι καὶ φυλάς-
σειν (Il. 1, 238), καὶ τοῦ Διὸς οὐ τὸν πολεμικώτατον οὐδὲ
τὸν ἀδικώτατον καὶ φονικώτατον τῶν βασιλέων, ἀλλὰ τὸν
δικαιότατον ὀαριστὴν καὶ μαθητὴν προσηγόρευκεν (Od. 19,
179). ἀλλὰ Δημήτριος ἔχαιρε τῷ βασιλεῖ τῶν θεῶν ἀνο-
μοιοτάτην ἐπιγραφόμενος προσωνυμίαν· ὁ μὲν γὰρ Πολιεὺς
καὶ Πολιοῦχος, ὁ δὲ Πολιορκητὴς ἐπίκλησιν ἔσχεν. οὕτως
ἐπὶ τὴν τοῦ καλοῦ χώραν τὸ αἰσχρὸν ὑπὸ δυνάμεως ἀμα-
θοῦς ἐπελθὸν συνῳκείωσε τῇ δόξῃ τὴν ἀδικίαν.
38

Ὁ δ' οὖν Δημήτριος ἐπισφαλέστατα νοσήσας ἐν


Πέλλῃ, μικροῦ τότε Μακεδονίαν ἀπέβαλε, καταδρα-
μόντος ὀξέως Πύρρου καὶ μέχρι Ἐδέσσης προελθόντος.
ἅμα δὲ τῷ κουφότερος γενέσθαι πάνυ ῥᾳδίως ἐξελάσας
αὐτόν, ἐποιήσατό τινας ὁμολογίας, οὐ βουλόμενος ἐμπο-
δὼν ὄντι συνεχῶς προσπταίων καὶ τοπομαχῶν ἧττον εἶ-
ναι πρὸς οἷς διενοεῖτο. διενοεῖτο δ' οὐθὲν ὀλίγον, ἀλλὰ
πᾶσαν ἀναλαμβάνειν τὴν ὑπὸ τῷ πατρὶ γενομένην ...

Πλούταρχος. De unius in republica dominatione, populari statu, et


paucorum imperio (826a–827c) “Plutarch's moralia, vol. 10”, Ed.
Fowler, H.N. Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1936, Repr.
1969.Stephanus page 827, se. C, line 8

ὀργάνων, τῶν πολιτειῶν, οὐκ ἂν ἄλλην ἕλοιτο πλὴν


τὴν μοναρχίαν, Πλάτωνι πειθόμενος, τὴν μόνην
δυναμένην τὸν ἐντελῆ καὶ ὄρθιον ἐκεῖνον ὡς ἀλη-
θῶς τῆς ἀρετῆς τόνον ἀνασχέσθαι καὶ μήτε πρὸς
ἀνάγκην μήτε πρὸς χάριν ἁρμόσαι τοῦ συμφέροντος.
αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι πολιτεῖαι τρόπον τινὰ κρατούμεναι
κρατοῦσι καὶ φερόμεναι φέρουσι τὸν πολιτικόν, οὐκ
ἔχοντα τὴν ἰσχὺν βέβαιον ἐπὶ τούτους, παρ' ὧν
ἔχει τὸ ἰσχῦον, ἀλλὰ πολλάκις ἀναγκαζόμενον τὸ
Αἰσχύλειον ἀναφωνεῖν, ᾧ πρὸς τὴν τύχην ἐχρῆτο
Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς ἀποβαλὼν τὴν ἡγεμονίαν
σύ τοί με φυσᾷς, σύ με καταίθειν μοι δοκεῖς.

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. “Athenaei Naucratitae deipnosophistarum


libri xv, 3 vols.”, Ed. Kaibel, G.Leipzig: Teubner, 1–2:1887; 3:1890,
Repr. 1–2:1965; 3:1966.Book 3, Kaibel paragraph 59, line 29

πέφυκε πτωχείας παράδειγμα κακῆς, ἑφθοί τ' ἐρέβινθοι


καὶ κύαμοι καὶ μῆλα καὶ ἰσχάδες. ἀλλὰ πλακοῦντα
αἴνει Ἀθήνησιν γεγενημένον· εἰ δὲ μή, ἄν που
αὐτὸν ἔχῃς ἑτέρωθι, μέλι ζήτησον ἀπελθὼν
Ἀττικόν, ὡς τοῦτ' ἐστὶν ὃ ποιεῖ κεῖνον ὑβριστήν.
οὕτω τοι δεῖ ζῆν τὸν ἐλεύθερον ἢ κατὰ τῆς γῆς
καὶ κατὰ τοῦ βαράθρου καὶ Ταρτάρου ἐς τὸν ὄλεθρον
ἥκειν καὶ κατορωρύχθαι σταδίους ἀναρίθμους.
Λυγκεὺς δὲ διαγράφων τὸ Λαμίας τῆς αὐλητρίδος
39

δεῖπνον, ὅτε ὑπεδέχετο Δημήτριον τὸν Πολιορκητήν,


εὐθέως τοὺς εἰσελθόντας ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἐσθίοντας
ποιεῖ ἰχθῦς παντοίους καὶ κρέα. ὁμοίως καὶ τὸ Ἀντι-
γόνου τοῦ βασιλέως δεῖπνον διατιθεὶς ἐπιτελοῦντος
Ἀφροδίσια καὶ τὸ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως ἰχθῦς
πρῶτον παρατίθησι καὶ κρέα. θαυμάζειν δ' ἐστὶν
ἄξιον τοῦ τὰς καλὰς ὑποθήκας παραδιδόντος ἡμῖν Ἀρ-
χεστράτου, ὡς Ἐπικούρῳ τῷ σοφῷ τῆς ἡδονῆς καθηγε-
μὼν γενόμενος κατὰ τὸν Ἀσκραῖον ποιητὴν γνωμικῶς
καὶ ἡμῖν συμβουλεύει τισὶ μὲν μὴ πείθεσθαι,

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 4, Kaibel paragraph 1, line 11

Ἱππόλοχος ὁ Μακεδών, ἑταῖρε Τιμόκρατες, τοῖς


χρόνοις μὲν γέγονε κατὰ Λυγκέα καὶ Δοῦριν τοὺς
Σαμίους, Θεοφράστου δὲ τοῦ Ἐρεσίου μαθητάς, συν-
θήκας δ' εἶχε ταύτας πρὸς τὸν Λυγκέα, ὡς ἐκ τῶν
αὐτοῦ μαθεῖν ἔστιν ἐπιστολῶν, πάντως αὐτῷ δηλοῦν
εἴ τινι συμπεριενεχθείη δείπνῳ πολυτελεῖ, τὰ ὅμοια
κἀκείνου ἀντιπροπίνοντος αὐτῷ. ἑκατέρων οὖν σῴζον-
ται δειπνητικαί τινες ἐπιστολαί, Λυγκέως μὲν τὸ Λα-
μίας τῆς Ἀττικῆς αὐλητρίδος ἐμφανίζοντος δεῖπνον
Ἀθήνησι γενόμενον Δημητρίῳ τῷ βασιλεῖ, ἐπίκλην δὲ
Πολιορκητῇ (ἐρωμένη δ' ἦν ἡ Λάμια τοῦ Δημητρίου),
τοῦ δ' Ἱππολόχου τοὺς Καράνου τοῦ Μακεδόνος ἐμ-
φανίζοντος γάμους. καὶ ἄλλαις δὲ περιετύχομεν τοῦ
Λυγκέως ἐπιστολαῖς πρὸς τὸν αὐτὸν γεγραμμέναις Ἱπ-
πόλοχον, δηλούσαις τό τε Ἀντιγόνου τοῦ βασιλέως
δεῖπνον Ἀφροδίσια ἐπιτελοῦντος Ἀθήνησι καὶ τὸ Πτο-
λεμαίου τοῦ βασιλέως. δώσομεν δέ σοι ἡμεῖς καὶ αὐτὰς
τὰς ἐπιστολάς. ἐπεὶ δὲ ἡ τοῦ Ἱππολόχου σπανίως
εὑρίσκεται, ἐπιδραμοῦμαί σοι τὰ ἐν αὐτῇ γεγραμμένα
διατριβῆς ἕνεκα νῦν καὶ ψυχαγωγίας.

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 6, Kaibel paragraph 62, line 5

διαφθαρῆναι. Μιθριδάτου δ' ἀναγράφει κόλακα Σωσί-


πατρον ἄνθρωπον γόητα Νικόλαος ὁ περιπατητικός
(FHG III 415). Θεόπομπος δ' ἐν τῇ ἐνάτῃ τῶν
Ἑλληνικῶν (FHG I 280) Σισύφου φησὶ τοῦ Φαρσαλίου
κόλακα καὶ ὑπηρέτην γενέσθαι Ἀθήναιον τὸν Ἐρετριέα.
40

διαβόητος δὲ ἐγένετο ἐπὶ κολακείᾳ καὶ ὁ τῶν


Ἀθηναίων δῆμος. Δημοχάρης γοῦν ὁ Δημοσθένους
τοῦ ῥήτορος ἀνεψιὸς ἐν τῇ εἰκοστῇ τῶν ἱστοριῶν
(FHG II 449) διηγούμενος περὶ ἧς ἐποιοῦντο οἱ Ἀθη-
ναῖοι κολακείας πρὸς τὸν Πολιορκητὴν Δημήτριον
καὶ ὅτι τοῦτ' οὐκ ἦν ἐκείνῳ βουλομένῳ, γράφει οὕτως·
’ἐλύπει μὲν καὶ τούτων ἔνια αὐτόν, ὡς ἔοικεν, οὐ
μὴν ἀλλὰ καὶ ἄλλα γε παντελῶς αἰσχρὰ καὶ ταπεινά,
Λεαίνης μὲν καὶ Λαμίας Ἀφροδίτης ἱερὰ καὶ Βουρίχου
καὶ Ἀδειμάντου καὶ Ὀξυθέμιδος τῶν κολάκων αὐτοῦ
καὶ βωμοὶ καὶ ἡρῷα καὶ σπονδαί. τούτων ἑκάστῳ
καὶ παιᾶνες ᾔδοντο, ὥστε καὶ αὐτὸν τὸν Δημήτριον
θαυμάζειν ἐπὶ τοῖς γινομένοις καὶ λέγειν ὅτι ἐπ'
αὐτοῦ οὐδεὶς Ἀθηναίων γέγονε μέγας καὶ ἁδρὸς τὴν
ψυχήν.’ καὶ Θηβαῖοι δὲ κολακεύοντες τὸν Δημήτριον,

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 6, Kaibel paragraph 78, line 1

Εὐρώπης ἔχοντες. οἴομαι γὰρ τοὺς ἑταίρους οὐ πλείονας


ὄντας κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὀκτακοσίων οὐκ ἐλάττω
καρπίζεσθαι γῆν ἢ μυρίους τῶν Ἑλλήνων τοὺς τὴν
ἀρίστην καὶ πλείστην χώραν κεκτημένους. καὶ περὶ
Διονυσίου δὲ τὰ παραπλήσια ἱστορεῖ ἐν τῇ πρώτῃ
πρὸς ταῖς εἴκοσι (FHG I 303)· ‘Διονύσιος ὁ Σικελίας
τύραννος τοὺς ἀποβάλλοντας τὰς οὐσίας εἰς μέθας
καὶ κύβους καὶ τὴν τοιαύτην ἀκολασίαν· ἠβούλετο γὰρ
ἅπαντας εἶναι διεφθαρμένους καὶ φαύλους· οὓς καὶ
εὖ περιεῖπε.’
καὶ Δημήτριος δ' ὁ Πολιορκητὴς φιλόγελως
ἦν, ὡς ἱστορεῖ Φύλαρχος ἐν τῇ δεκάτῃ τῶν ἱστοριῶν
(FHG I 339). ἐν δὲ τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ γράφει οὕτως
(ib. 341)· ‘περιεώρα Δημήτριος τοὺς κολακεύοντας αὐτὸν
ἐν τοῖς συμποσίοις καὶ ἐπιχεομένους Δημητρίου μὲν
μόνου βασιλέως, Πτολεμαίου δὲ [μόνου] ναυάρχου,
Λυσιμάχου δὲ γαζοφύλακος, Σελεύκου δ' ἐλεφαντάρχου.
καὶ ταῦτα αὐτῷ οὐ τὸ τυχὸν συνῆγε μῖσος.’ Ἡρό-
δοτος δέ φησιν (II 173. 174) Ἄμασιν Αἰγυπτίων βασιλέα
παιγνιήμονα ἐόντα σκώπτειν τοὺς συμπότας,

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 13, Kaibel paragraph 38, line 17

γε αὐτῇ, φησίν, οἶδα, ὅτι δι' αὐτὴν Κόνωνός εἰμι υἱός.’


41

Φιλέταιρον δὲ τὸν Περγάμου καὶ τῆς Καινῆς ταύτης


λεγομένης βασιλεύσαντα χώρας Βόας αὐλητρίδος ἑταί-
ρας τὸ γένος ἀπὸ Παφλαγονίας υἱόν φησι γενέσθαι
Καρύστιος ἐν Ἱστορικοῖς Ὑπομνήμασιν (FHG IV 358).
Ἀριστοφῶν δ' ὁ ῥήτωρ ὁ τὸν νόμον εἰσενεγκὼν ἐπ'
Εὐκλείδου ἄρχοντος, ὃς ἂν μὴ ἐξ ἀστῆς γένηται νόθον
εἶναι, αὐτὸς ἀπεδείχθη ὑπὸ Καλλιάδου τοῦ κωμικοῦ
(I 699 K) ἐκ Χορηγίδος τῆς ἑταίρας παιδοποιησάμενος,
ὡς ὁ αὐτὸς ἱστορεῖ Καρύστιος ἐν τρίτῳ Ὑπομνημά-
των (l. s. s). Δημήτριος δ' ὁ Πολιορκητὴς οὐ δαιμονίως
ἤρα Λαμίας τῆς αὐλητρίδος, ἐξ ἧς ἔσχε καὶ θυγατέρα
Φίλαν; τὴν δὲ Λάμιαν Πολέμων φησὶν ἐν τῷ περὶ
τῆς ἐν Σικυῶνι Ποικίλης Στοᾶς (fr. 14 Pr) θυγατέρα μὲν
εἶναι Κλεάνορος Ἀθηναίου, κατασκευάσαι δὲ Σικυωνίοις
τὴν προκειμένην στοάν. ἤρα δὲ καὶ Λεαίνης καὶ αὐτῆς
ἑταίρας Ἀττικῆς ὁ Δημήτριος καὶ ἄλλων δὲ πλειόνων.
Μάχων δ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν ταῖς ἐπιγραφομέναις
Χρείαις φησὶν οὕτως·

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. Book 14, Kaibel paragraph 3, line 30

καὶ ἐν τῇ πόλει διωνομάζοντο ὡς ‘οἱ ξʹ τοῦτ' εἶπον’


καὶ ‘ἀπὸ τῶν ξʹ ἔρχομαι.’ ἐν δὲ τούτοις ἦσαν Καλλι-
μέδων τε ὁ Κάραβος καὶ Δεινίας, ἔτι τε Μνασιγείτων
καὶ Μέναιχμος, ὥς φησι Τηλεφάνης ἐν τῷ περὶ τοῦ
Ἄστεος (FHG IV 507). τοσαύτη δ' αὐτῶν δόξα τῆς ῥᾳ-
θυμίας ἐγένετο ὡς καὶ Φίλιππον ἀκούσαντα τὸν Μα-
κεδόνα πέμψαι αὐτοῖς τάλαντον, ἵν' ἐκγραφόμενοι τὰ
γελοῖα πέμπωσιν αὐτῷ. ὅτι δὲ ἦν περὶ τὰ γελοῖα
ἐσπουδακὼς ὁ βασιλεὺς οὗτος μαρτυρεῖ Δημοσθένης
ὁ ῥήτωρ ἐν τοῖς Φιλιππικοῖς (Olynth. 2, 19). φιλόγελως
δὲ ἦν καὶ Δημήτριος ὁ Πολιορκητής, ὥς φησι Φύλαρ-
χος ἐν τῇ ϛʹ τῶν Ἱστοριῶν (FHG I 335), ὅς γε καὶ τὴν
Λυσιμάχου αὐλὴν κωμικῆς σκηνῆς οὐδὲν διαφέρειν
ἔλεγεν· ἐξιέναι γὰρ ἀπ' αὐτῆς πάντας δισυλλάβους·
τόν τε Βῖθυν χλευάζων καὶ τὸν Πάριν, μεγίστους ὄντας
παρὰ τῷ Λυσιμάχῳ, καί τινας ἑτέρους τῶν φίλων·
παρὰ δ' αὑτοῦ Πευκέστας καὶ Μενελάους, ἔτι δὲ Ὀξυ-
θέμιδας. ταῦτα δ' ἀκούων ὁ Λυσίμαχος ‘ἐγὼ τοίνυν,
ἔφη, πόρνην ἐκ τραγικῆς σκηνῆς οὐχ ἑώρακα ἐξιοῦσαν,’
τὴν αὐλητρίδα Λάμιαν λέγων. ἀπαγγελθέντος δὲ καὶ
τούτου πάλιν ὑπολαβὼν ὁ Δημήτριος ἔφη·
42

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) “Athenaei dipnosophistarum


epitome, vols. 2.1–2.2”, Ed. Peppink, S.P.Leiden: Brill, 2.1:1937;
2.2:1939.Volume 2,1, page 20, line 19

...ἐστιν ἐμψύχου τέχνης, οὐ τὸ διανίζειν λοπάδας οὐδ' ὄζειν καπνοῦ. ἐγὼ


γὰρ εἰς τοὐπτανεῖον οὐκ εἰσέρχομαι. ἀλλὰ τί; θεωρῶ πλησίον καθήμενος,
ποιοῦσι δ' ἑτέροι. ἐγὼ δὲ λέγω τὰς αἰτίας καὶ τἀποβαῖνον· τὸ περίκομμ'
ἄφες, ἐπίτεινον τὸ πῦρ. πρώτη λοπὰς ζεῖ τοῖς ἐφεξῆς οὐχὶ συμφώνως. εἶτ'
οὐθὲν εἰκῆ παρατίθεμαι βρῶμα, ἀλλὰ μίξας πάντα κατὰ συμφωνίαν ἃ διὰ
τεσσάρων ἔχει κοινωνίαν, διὰ πέντε, διὰ πασῶν. καὶ ἄλλα ληρήσας
ἐπάγει· οὕτως Ἐπίκουρος κατεπύκνου τὴν ἡδονήν· ἐμασᾶτ' ἐπιμελῶς,
εἶδε τἀγαθὸν μόνος ἐκεῖνος οἷόν ἐστιν· οἱ δ' ἐν τῇ στοᾷ ζητοῦσι συνεχῶς,
οἷον ἐστ' οὐκ εἰδότες. οὐκοῦν ὅτ' οὐκ ἔχουσιν, ἀγνοοῦσι δέ, οὐδ' ἂν
ἑτέρῳ δοιήσαν. ὅτι Λυγγεὺς διαγράφων τὸ Λαμίας τῆς αὐλητρίδος
δεῖπνον, ὅτε Δημήτριον τὸν Πολιορκητὴν ὑπεδέχετο καὶ τὸ Ἀντιγόνου
δὲ καὶ Πτολεμαίου τῶν βασιλέων δεῖπνον διατιθεὶς ἰχθῦς πρῶτον
παρατίθησι καὶ κρέα. Πλάτων ὁ ποιητής που φησίν· ἀπολώλεκάς μου τὸ
μειράκιον παρακαλῶν,
ἀκάθαρτε, καὶ πέπεικας ἐλθεῖν εἰς βίον ἀλλότριον ἑαυτοῦ· καὶ πότους
ἑωθινοὺς πίνει διὰ σὲ νῦν πρότερον οὐκ εἰθισμένον. εἴ τι μεμάθηκε,
δέσποτα,
ζῆν, ἐγκαλεῖς; ζῆν δ' ἐστὶ τὸ τοιοῦτον; ὡς λέγουσιν οἱ σοφοί. ὁ γοῦν
Ἐπίκουρός φησιν εἶναι τἀγαθὸν τὴν ἡδονὴν δήπουθεν· οὐκ ἔστι δ' ἔχειν
ταύτην ἐτέρωθεν εἰ μὴ ἐκ τοῦ ζῆν καλῶς. ἑώρακας δὲ σὺ φιλόσοφον, εἰπέ
μοι, τινὰ μεθύοντα ἐπὶ τούτοις θ' οἷς λέγεις κηλούμενον; ἅπαντας· οἱ γοῦν
τὰς ὀφρῦς ἐπηρκότες, ἐπὰν γλαυκίσκος αὐτοῖς παρατεθῇ, ἴσασιν οὗ δεῖ
πρῶτον ἄψασθαι τόπου. καὶ παρ' Ἀντιφάνει δέ τίς φησιν·

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Volume 2,1, page 32, line 6

Θετταλικός. Ἀριστοφάνης δὲ ἐν Δαιταλεῦσι τὸ ῥόφημα χόνδρον ἔφη. ὅτι


παρὰ Στράττιδι εὕρηται τοῦ σεμιδάλου ἡ γενικὴ σεμιδάλιδος. ἐδέσματα
δὲ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει, ὦ καλέ μου συραττικέ· φησὶ γάρ· ἀπέλαυσα
πολλῶν καὶ καλῶν ἐδεσμάτων πιών τε προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέσσαρας
ἐστρηνίων πως, καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεσσάρων.
Ἱππόλοχος ὁ Μακεδὼν τοῖς χρόνοις γέγονε κατὰ Λυγγέα καὶ Δοῦριν
τοὺς Σαμίους, Θεοφράστου δὲ τοῦ Ἐφεσίου μαθητάς, συνθήκας εἶχε
ταύτας
πρὸς τὸν Λυγγέα πάντως αὐτῷ δηλοῦν εἴ τινι συμπεριενεχθείη δείπνῳ πο-
λυτελεῖ, τὰ ὅμοια κἀκείνου ἀντιπροπίνοντος αὐτῷ. ἑκατέρων οὖν
σῴζονται
43

δειπνητικαί τινες ἐπιστολαί, Λυγγέως μὲν τὸ Λαμίας τῆς Ἀττικῆς αὐλη-


τρίδος Ἀθήνησι γενόμενον δεῖπνον Δημητρίῳ τῷ Πολιορκητῇ, οὗ ἦν
ἐρωμένη,
ἐμφανίζοντος. Ἱππολόχου δὲ τοὺς Καράνου τοῦ Μακεδόνος γάμους
ἐμφανί-
ζοντος. τῆς δὲ Ἱππολόχου ἐπιστολῆς ἐπιδραμοῦμαί σοι τινὰ διατριβῆς
χάριν
καὶ ψυχαγωγίας. Καράνου γάμους ἑστιῶντος οἱ μὲν συγκεκλημένοι ἦσαν
εἴκοσι, οἷς καὶ κατακλιθεῖσι εὐθέως ἐδόθησαν φιάλαι ἀργυραῖ ἑκάστῳ
μία
δωρεά. προεστεφανώθη δὲ καὶ ἕκαστος πρὶν εἰσελθεῖν στλεγγίδι χρυσῇ·
πέντε
δ' ἦν χρυσῶν ἑκάστῃ τὸ τίμημα. ἐπεὶ δ' ἐξέπιον τὰς φιάλας, ἐν χαλκῷ
πίνακι τῶν Κορινθίων κατασκευασμάτων ἄρτος ἰσόπλατυς ἐδόθη καὶ
νῆσσαι καὶ φάτται καὶ χὴν καὶ τοιαύτη τις ἄλλη ἀφθονία σεσωρευμένη,
καὶ ἕκαστος λαβὼν αὐτῷ πίνακι τοῖς κατόπιν ἐδίδου.

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Volume 2,1, page 100, line 24

πάντα ἀνακοινούμενος προεδόθη Πάρθοις ὑπ' αὐτοῦ καὶ ἀπώλετο·


αὐτὸς δ' οὐκ ἀτιμώρητος παρείθη ὑπὸ τοῦ θείου· μισθὸν γὰρ λαβὼν τῆς
πράξεως τὸ τυραννεῖν Καρρῶν τῆς πατρίδος, διὰ τὴν ὠμότητα καὶ βίαν
πανοικίᾳ ἐνεπρήσθη. Ἱέραξ δ' ὁ Ἀντιοχεὺς πρότερον λυσιῳδοῖς ὑπαυλῶν
ὕστερον ἐγένετο κόλαξ δεινὸς Πτολεμαίου τοῦ ἑβδόμου τοῦ καὶ
Εὐεργέτου
καὶ τὰ μέγιστα δυνηθεὶς παρ' αὐτῷ, καθάπερ καὶ παρὰ τῷ Φιλομήτορι,
ὕστερον ὑπ' αὐτοῦ διεφθάρη, φησὶ Ποσειδώνιος ὁ Ἀπαμεύς, ὁ ὕστερον
Ῥόδιος χρηματίσας. Μιθριδάτου δὲ κόλαξ Σωσίπατρος ἄνθρωπος γόης.
διαβόητος δὲ γέγονεν ἐπὶ κολακείᾳ καὶ ὁ Ἀθηναίων δῆμος. Δημοχάρης
οὖν ὁ Δημοσθένους τοῦ ῥήτορος ἀνεψιὸς διηγούμενος περὶ ἧς ἐποιοῦντο
Ἀθηναῖοι κολακείας πρὸς τὸν Πολιορκήτην Δημήτριον καὶ ὅτι τοῦτ' οὐκ
ἦν ἐκείνῳ βουλομένῳ, γράφει οὕτως· ἐλύπει μὲν καὶ τούτων ἔνια αὐτόν,
ὡς ἔοικεν, οὐ μὴν καὶ ἄλλα γε παντελῶς αἰσχρὰ καὶ ταπεινά, Λεαίνης
μὲν καὶ Λαμίας Ἀφροδίτης ἱερά, ἐρωμέναι δ' ἦσαν αὗται Δημητρίου,
Βουρίχου δὲ καὶ Ἀδειμάντου καὶ Ὀξυθέμιδος βωμοὶ καὶ ἡρῷα καὶ
σπονδαὶ καὶ παιᾶνες. καὶ ἦσαν οὗτοι κόλακες κολάκων ὥστε καὶ αὐτὸν
τὸν Δημήτριον θαυμάζειν ἐπὶ τοῖς γενομένοις καὶ λέγειν ὅτι οὐδεὶς ἐπ'
αὐτοῦ Ἀθηναίων γέγονε μέγας καὶ ἁδρὸς τὴν ψυχήν· ἐπανιόντα οὖν ἀπὸ
Λευκάδος καὶ Κερκύρας οὐ μόνον θυμιῶντες Ἀθηναῖοι καὶ στεφανοῦντες
ἐδέχοντο, ἀλλὰ καὶ προσόδια καὶ χοροὶ καὶ ἰθύφαλλοι ἀπήντων αὐτῷ καί
τινες
44

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Volume 2,1, page 107, line 5

τοις ἀντὶ μὲν τοῦ νήφειν τὸ μεθύειν ἠγάπων, ἀντὶ δὲ τοῦ κοσμίως ζῆν
ἁρπάζειν καὶ φονεύειν ἐζήτουν. καὶ τὸ μὲν ἀληθεύειν καὶ ταῖς ὁμολογίαις
ἐμμένειν οὐκ οἰκεῖον αὐτῶν ἐνόμιζον, τὸ δ' ἐπιορκεῖν καὶ φενακίζειν ἐν
τῷ
σεμνοτάτῳ ὑπελάμβανον. καὶ τῶν μὲν ὑπαρχόντων ἠμέλουν, τῶν δὲ
ἀπόντων
ἐπεθύμουν, καὶ ταῦτα μέρος τι τῆς Εὐρώπης ἔχοντες. οἴομαι γὰρ τοὺς
ἑταίρους οὐ πλείονας ὄντας κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὀκτακοσίων οὐκ
ἐλάττω
καρπίζεσθαι γῆν ἢ μυρίους τῶν Ἑλλήνων τοὺς τὴν ἀρίστην καὶ πλείστην
χώραν κεκτημένους. ὁ δ' αὐτὸς καὶ περὶ Διονυσίου τοῦ Σικελίας
τυράννου
φησὶν ὅτι τοὺς ἀποβάλλοντας τὰς οὐσίας εἰς μέθας καὶ κύβους καὶ τὴν
τοιαύτην ἀκολασίαν εὖ περιεῖπεν· ἠβούλετο γὰρ ἅπαντας εἶναι διεφθαρ-
μένους καὶ φαύλους. καὶ Δημήτριος δὲ ὁ Πολιορκητὴς φιλογέλως ἦν, ὡς
ἱστορεῖ Φύλαρχος· περὶ οὗ καὶ ταῦτα γράφει· ἑώρα Δημήτριος τοὺς κο-
λακεύοντας αὐτὸν καὶ ἐπιχεομένους Δημητρίου μὲν μόνου βασιλέως,
Πτολεμαίου δὲ μόνου ναυάρχου, Λυσιμάχου δὲ γαζοφύλακος, Σελεύκου
δ' ἐλεφαντάρχου. καὶ ταῦτα οὕτως οὐ τὸ τύχον συνῆγε μῖσος. Ἡρόδοτος
δέ φησιν Ἄμασιν Αἰγυπτίων βασιλέα παιγνιήμονα ἔοντα σκώπτειν τοὺς
συμπότας, καὶ ὅτε δὲ ἰδιώτης, φησίν, ἦν, φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων
καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ. Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ τὸν Ῥωμαίων
στρατηγὸν οὕτω χαίρειν μίμοις καὶ γελωτοποιοῖς ὡς καὶ πολλὰ γῆς μέτρα
αὐτοῖς χαρίζεσθαι τῆς δημοσίας. ἐμφανίζουσι δ' αὐτοῦ τὸ περὶ ταῦτα

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Volume 2,2, page 111, line 12

τοῦ δὲ Φιλοπάτορος Πτολεμαίου Ἀγαθόκλεια ἡ ἑταίρα ἐκράτει, ἡ καὶ


πᾶσαν ἀνατρέψασα τὴν βασιλίαν. Ἱέρων δὲ τυραννήσας Συρακουσίοις
ἠγάγετο γυναῖκα τῶν ἐπ' οἰκήματος προεστηκυιῶν Πειθὼ ὄνομα καὶ ἀπέ-
δειξε βασιλίδα. Τιμόθεος δὲ ὁ στρατηγήσας Ἀθηναίων ἐπιφανῶς ἑταίρας
ἦν υἱὸς Θρᾴττης τὸ γένος, σεμνῆς δ' ἄλλως τοὺς τρόπους. μεταβαλοῦσαι
γὰρ αὗται εἰς τὸ σῶφρον τῶν ἐπὶ τούτων σεμνυνομένων εἰσὶ βελτίους. ὁ
δὲ Τιμόθεος καὶ σκωπτόμενός ποτε ὅτι τοιαύτης εἴη μητρός· καὶ χάριν
γε αὐτῇ, φησίν, οἶδ' ὅτι δι' αὐτῆς Κόνωνός εἰμι υἱός. Ἀριστοφῶν δ' ὁ
ῥήτωρ νόμον εἰσενεγκὼν ἐπ' Εὐκλείδου ἄρχοντος, ὃς ἂν μὴ ἐξ ἀστῆς
γένηται νόθον εἶναι, αὐτὸς ἀπεδείχθη ὑπὸ Καλλιάδου τοῦ κωμικοῦ ἐκ
Χορηγίδος τῆς ἑταίρας παιδοποιησάμενος· ἱστορεῖ Καρύστιος.
Δημήτριος δὲ ὁ Πολιορκητὴς δαιμονίως ἤρα τῆς αὐλητρίδος Λαμίας, ἐξ
45

ἧς ἔσχε θυγατέρα Φίλαν. ἦν δὲ Λαμία θυγάτηρ Κλεάνορος, κατεσκεύασε


δὲ τὴν ἐν Σικυῶνι Ποικίλην Στοάν. ἤρα δὲ καὶ Λεαίνης τῆς Ἀττικῆς. ἦν
δὲ ἡ Λαμία σφόδρα εὔθικτος καὶ Ἀττικὴ πρὸς τὰς ἀποκρίσεις. περὶ ἧς
Μάχων φησὶν ὅτι, ἐπεί ποτε ἡδέως ταύτῃ ὁμιλήσοι, ὁ Δημήτριος
κελητίσας εἶπε· πρὸς ταῦτα καὶ Λέαινα, εἰ βούλει, κράτει. πάλιν ὁ αὐτός
φησιν ὅτι Δημήτριός ποθ' ὁ βασιλεὺς γένη μύρων Λαμίᾳ παρὰ πότον
παντοδαπῶν ἐπεδείκνυτο. ἀποδοκιμαζούσης δὲ πάντα καὶ πάνυ
κατεγχλιδώσης τῷ βασιλεῖ, νάρδον τινὰ διένευσ' ἐνε-γκεῖν τῇ χειρὶ
ταἰδοῖον ἀποτρίψας καὶ θιγὼν τοῖς δακτύλοις· τουτί γε, Λαμία,

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Volume 2,2, page 111, line 26

καὶ Ἀττικὴ πρὸς τὰς ἀποκρίσεις. περὶ ἧς Μάχων φησὶν ὅτι, ἐπεί ποτε
ἡδέως ταύτῃ ὁμιλήσοι, ὁ Δημήτριος κελητίσας εἶπε· πρὸς ταῦτα καὶ
Λέαινα,
εἰ βούλει, κράτει. πάλιν ὁ αὐτός φησιν ὅτι Δημήτριός ποθ' ὁ βασιλεὺς
γένη μύρων Λαμίᾳ παρὰ πότον παντοδαπῶν ἐπεδείκνυτο.
ἀποδοκιμαζούσης
δὲ πάντα καὶ πάνυ κατεγχλιδώσης τῷ βασιλεῖ, νάρδον τινὰ διένευσ' ἐνε-
γκεῖν τῇ χειρὶ ταἰδοῖον ἀποτρίψας καὶ θιγὼν τοῖς δακτύλοις· τουτί γε,
Λαμία,
φησίν, ὀσφράνθητι καὶ εἴσῃ παρὰ τἆλλα διαφορὰν ὅσην ἔχει. ἐκείνη δὲ
γελάσασα· ἀλλὰ τοῦτ', ἔφη, τάλαν, δοκεῖ μοι σαπρότατον πάντων πολύ.
ὁ δ' εἶπεν· ἀλλὰ μὴν ἀπὸ βαλάνου τοῦτ' ἐστίν, ὦ Λαμία, βασιλικῆς.
Φίλιππος
δὲ ὁ Μακεδὼν ηὔξησε Φίλινναν τὴν ὀρχηστρίδα, ἐξ ἧς Ἀριδαῖος ὁ μετ'
Ἀλέξανδρον βασιλεύσας, Δημήτριος δὲ ὁ Πολιορκητὴς μετὰ τὰς
προειρημένας Μανίαν, Ἀντίγονος δὲ Δημώ. περὶ δὲ τῆς Μανίας ὁ Μάχων
τάδε φησίν· ἴσως ἂν ἀπορήσῃ τις εὐλόγως τῶν ἀκροατῶν, εἴ τις Ἀττικὴ
γυνὴ προση-
γορεύετο ἢ ἐνομίσθη Μανία. αἰσχρὸν γὰρ ὄνομα Φρυγιακὴν γυναῖκ'
ἔχειν, καὶ ταῦθ' ἑταίραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος, ἢ τὴν Ἀθηναίων μὴ
κωλῦσαι πόλιν, ὑφ' ἧς ἅπαντές εἰσιν ἐπηνωρθωμένοι. τὸ μὲν οὖν ὑπάρχον
εὐθὺς ἐκ παιδίου αὐτῇ Μέλισσα ἦν ὄνομα. τῷ μεγέθει τῶν τότε γυναικῶν
βραχύ τι κατα-δεεστέρα· φωνῇ δ' ὁμιλίᾳ τε κεχορηγημένη καὶ τὰ ἑξῆς.
τοῦτό ἐστιν ὃ ἀλλαχοῦ φησι προπετεστέραν ἔχειν κοιλίαν. εἶτ' ἐπιφέρει·
ἐδόκει δὲ λιθιᾶν,

Αθηναίος Δειπνοσοφιστές. (epitome) Volume 2,2, page 125, line 1

ζεσθαι διά τε τὸ φέρειν μηδὲν καὶ διὰ τὸ ἀνάριστον εἶναι. Ἱππόλοχος


46

δὲ γελωτοποιῶν μέμνηται Μανδρογένους καὶ Στράτωνος τοῦ Ἀττικοῦ.


πλῆθος δ' ἦν Ἀθήνησι τῆς σοφιστείας ταύτης. ἐν γοῦν τῷ Διομέων
Ἡρακλείῳ
συνελέγοντο ἑξήκοντα ὄντες τὸν ἀριθμὸν καὶ ἐν τῇ πόλει δὲ ἐλέγετο, ὡς
οἱ ἑξήκοντα τοῦτ' εἶπον, καὶ ἀπὸ τῶν ἑξήκοντα ἔρχομαι.
ἐν δὲ τούτοις ἦσαν Καλλιμέδων ὁ Κάραβος καὶ Δεινίας καὶ Μνασιγείτων
καὶ Μέναιχμος. τοσαύτη δ' αὐτῶν δόξα τῆς ῥᾳθυμίας ἐγένετο ὥστε καὶ
Φίλιππον ἀκούσαντα τὸν Μακεδόνα πέμψαι αὐτοῖς τάλαντον ἵν' ἐγγρα-
φόμενοι τὰ γελοῖα πέμποιεν αὐτῷ· ἦν γὰρ φιλογελοιαστὴς Φίλιππος,
ὡς μαρτυρεῖ Δημοσθένης ἐν τοῖς Φιλιππικοῖς. φιλογέλως δ' ἦν καὶ
Δημήτριος
ὁ Πολιορκητής, ὥς φησι Φύλαρχος, ὃς Δημητρίου καὶ τὴν Λυσιμάχου
αὐλὴν
κωμικῆς σκηνῆς οὐδὲν διαφέρειν εἶπεν· ἐξιέναι γὰρ ἀπ' αὐτῆς πάντας
δισυλλά-
βους· τὸν Βῖθυν χλευάζων καὶ τὸν Πάριν, ὄντας παρὰ Λυσιμάχῳ
μεγίστους,
καί τινας τοιούτους. παρ' αὐτοῦ δὲ Πευκέστας καὶ Μενελάους, ἔτι δὲ
Ὀξυθέμι-
δας. ταῦτα δ' ἀκούων ὁ Λυσίμαχος· ἐγὼ τοίνυν, ἔφη, πόρνην ἐκ τραγικῆς
σκηνῆς οὐχ ἑώρακα ἐξιοῦσαν, τὴν αὐλητρίδα Λαμίαν λέγων.
ἀπαγγελθέντος δὲ
τούτου ὑπολαβὼν ὁ Δημήτριος εἶπεν· ἀλλ' ἡ παρ' ἐμοὶ πόρνη
σωφρονέστερον
τῆς παρ' ἐκείνῳ Πηνελόπης ζῇ. καὶ Σύλας δὲ ὁ Ῥωμαίων στρατηγὸς
φιλογέλως ἦν. Λεύκιος δὲ Ἀννίκιος Ῥωμαίων στρατηγήσας Ἰλλυριοὺς
καταπολεμήσας καὶ αἰχμάλωτον ἀγαγὼν Γένιον τὸν αὐτῶν βασιλέα
ἀγῶνας ἐπιτελῶν τοὺς ἐπινικίους ἐν τῇ Ῥώμῃ παντὸς γέλωτος ἄξια
πράγματα ἐποίησεν,

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1–20) (0060: 001)


“Diodori bibliotheca historica, 5 vols., 3rd edn.”, Ed. Vogel, F., Fischer,
K.T. (post I. Bekker & L. Dindorf)Leipzig: Teubner, 1:1888; 2:1890;
3:1893; 4–5:1906, Repr. 1964.Book 20, chapter 92, se. 2, line 3

ἐπὶ μῆκος μεσοπυργίων ἓξ καὶ πύργων ἑπτά. τὸ δ'


ἠθροισμένον πλῆθος τῶν τεχνιτῶν καὶ τῶν τοῖς ἔργοις
προσιόντων οὐ πολὺ ἐλείπετο τῶν τρισμυρίων. διόπερ
τῇ πολυχειρίᾳ τάχιον τῆς προσδοκίας ἁπάντων ἐπι-
τελουμένων φοβερὸς ἦν ὁ Δημήτριος τοῖς Ῥοδίοις.
οὐ μόνον γὰρ τὰ μεγέθη τῶν μηχανῶν καὶ τὸ πλῆθος
τῆς ἠθροισμένης δυνάμεως ἐξέπληττεν αὐτούς, ἀλλὰ
47

καὶ τὸ τοῦ βασιλέως βίαιον καὶ φιλότεχνον ἐν ταῖς


πολιορκίαις. εὐμήχανος γὰρ ὢν καθ' ὑπερβολὴν ἐν
ταῖς ἐπινοίαις καὶ πολλὰ παρὰ τὴν τῶν ἀρχιτεκτόνων
τέχνην παρευρίσκων ὠνομάσθη μὲν Πολιορκητής, τὴν
δ' ἐν ταῖς προσβολαῖς ὑπεροχὴν καὶ βίαν τοιαύτην
εἶχεν ὥστε δόξαι μηδὲν οὕτως ὀχυρὸν εἶναι τεῖχος ὃ
δύναιτ' ἂν τὴν ἀπ' ἐκείνου τοῖς πολιορκουμένοις ἀσφά-
λειαν παρέχεσθαι. ἦν δὲ καὶ κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ
σώματος καὶ κατὰ τὸ κάλλος ἡρωικὸν ἀποφαίνων
ἀξίωμα, ὥστε καὶ τοὺς ἀφικνουμένους τῶν ξένων θεω-
ροῦντας εὐπρέπειαν κεκοσμημένην ὑπεροχῇ βασιλικῇ
θαυμάζειν καὶ παρακολουθεῖν ἐν ταῖς ἐξόδοις ἕνεκεν
τῆς θέας. ἐπὶ δὲ τούτοις ὑπῆρχε καὶ τῇ ψυχῇ μετ-
έωρος καὶ μεγαλοπρεπὴς καὶ καταφρονῶν οὐ τῶν

Αισχύλος. Fragmenta “Die Fragmente der Tragödien des Aischylos”,


Ed. Mette, H.J.Berlin: Akademie–Verlag, 1959.Tetralogy 44, play A,
fragment 699a, line 5

δένδρα τὰ διὰ ὕψος ἐκπεφευγότα ἐσθίεσθαι ὑπὸ τῶν βοσκημάτων.


Plutarch. Π. ἀοργησίας 4: καθάπερ οὖν τὴν φλόγα θριξὶ λαγώιαις
ἀναπτομένην καὶ θρυαλλίσι καὶ συρφετῶι ῥάιδιόν ἐστιν ἐπισχεῖν, ἐὰν δ'
ἐπιλάβηται τῶν στερεῶν καὶ βάθος ἐχόντων, ταχὺ διέφθειρε καὶ
8συνεῖλεν
’ὑψηλὸν ἡβήσασα τεκτόνων πόνον’,
ὥς φησιν Αἰσχύλος, οὕτως ...
– Π. μοναρχίας καὶ δημοκρατίας καὶ ὀλιγαρχίας 4: ... αἱ μὲν γὰρ
ἄλλαι πολιτεῖαι τρόπον τινὰ κρατούμεναι κρατοῦσι καὶ φερόμεναι
φέρουσι τὸν πολιτικόν, οὐκ ἔχοντα τὴν ἰσχὺν βέβαιον ἐπὶ τούτους παρ'
ὧν ἔχει τὸ ἰσχῦον, ἀλλὰ πολλάκις ἀναγκαζόμενον τὸ Αἰσχύλειον
ἀναφωνεῖν, ὧι πρὸς τὴν Τύχην ἐχρῆτο Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς
ἀποβαλὼν τὴν ἡγεμο-νίαν· ‘σύ τοί μ' ἔφυσας, σύ με καταίθειν αὖ
δοκεῖς’ ... – Δημήτριος 35, 4: ... διὸ καί φασιν αὐτὸν (Demetr.) ἐν ταῖς
χείροσι μεταβολαῖς πρὸς τὴν Τύχην ἀναφθέγγεσθαι τὸ Αἰσχύλειον
‘σύ τοί μ' ἔφυσας, σύ με καταίθειν αὖ δοκεῖς’. – Π. τῆς
Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς II 2: ... ἤσκει μὲν (sc. Alex.) ἀεὶ διὰ τῶν
ὅπλων δεινὸς εἶναι καὶ κατὰ τὸν Αἰσχύλον ‘βριθὺς ὁπλιτοπάλας,
δάϊος ἀντιπάλοισι’ ... – Π. τῆς Ῥωμαίων τύχης 3: ... τοιοῦτος ὁ τῆς
Ἀρετῆς χορὸς πρόσεισιν ἐπὶ τὴν σύγκρισιν,

Στράβων Γεωγραφικά. (0099: 001)“Strabonis geographica, 3 vols.”,


48

Ed. Meineke, A.Leipzig: Teubner, 1877, Repr. 1969.Book 9, chapter 5,


se. 15, line 16

δὲ τῶν Φερῶν Παγασαὶ διέχον ἐνενήκοντα σταδίους


αὐτῶν, Ἰωλκοῦ δὲ εἴκοσιν. ἡ δ' Ἰωλκὸς κατέσκαπται
μὲν ἐκ παλαιοῦ, ἐντεῦθεν δ' ἔστειλε τὸν Ἰάσονα καὶ
τὴν Ἀργὼ Πελίας· ἀπὸ δὲ τῆς ναυπηγίας τῆς Ἀργοῦς
καὶ Παγασὰς λέγεσθαι μυθεύουσι τὸν τόπον, οἱ δὲ πι-
θανώτερον ἡγοῦνται τοὔνομα τῷ τόπῳ τεθῆναι τοῦτο
ἀπὸ τῶν πηγῶν αἳ πολλαί τε καὶ δαψιλεῖς ῥέουσι· πλη-
σίον δὲ καὶ Ἀφέται ὡς ἂν ἀφετήριόν τι τῶν Ἀργοναυ-
τῶν. τῆς δὲ Δημητριάδος ἑπτὰ σταδίους ὑπέρκειται
τῆς θαλάττης Ἰωλκός. ἔκτισε δὲ Δημήτριος ὁ πολιορ-
κητὴς ἐπώνυμον ἑαυτοῦ τὴν Δημητριάδα μεταξὺ Νη-
λείας καὶ Παγασῶν ἐπὶ θαλάττῃ τὰς πλησίον πολίχνας
εἰς αὐτὴν συνοικίσας, Νήλειάν τε καὶ Παγασὰς καὶ
Ὀρμένιον, ἔτι δὲ Ῥιζοῦντα Σηπιάδα Ὀλιζῶνα Βοίβην
Ἰωλκόν, αἳ δὴ νῦν εἰσι κῶμαι τῆς Δημητριάδος. καὶ
δὴ καὶ ναύσταθμον ἦν τοῦτο καὶ βασίλειον μέχρι πολ-
λοῦ τοῖς βασιλεῦσι τῶν Μακεδόνων, ἐπεκράτει δὲ καὶ
τῶν Τεμπῶν καὶ τῶν ὀρῶν ἀμφοῖν, ὥσπερ εἴρηται,
τοῦ τε Πηλίου καὶ τῆς Ὄσσης· νῦν δὲ συνέσταλται
μέν, τῶν δ' ἐν τῇ Μαγνησίᾳ πασῶν ὅμως διαφέρει. ἡ
δὲ Βοιβηὶς λίμνη πλησιάζει μὲν ταῖς Φεραῖς,

Flavius Josephus Hist., Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate)


(0526: 003)“Flavii Iosephi opera, vol. 5”, Ed. Niese, B.Berlin:
Weidmann, 1889, Repr. 1955.Book 1, se. 185, line 4.

φιλόσοφος ἅμα καὶ περὶ τὰς πράξεις ἱκανώτατος, Ἀλεξάνδρῳ τῷ


βασιλεῖ συνακμάσας καὶ Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου συγγενόμενος, οὐ
παρέργως ἀλλὰ περὶ αὐτῶν Ἰουδαίων συγγέγραφε βιβλίον, ἐξ οὗ
βούλομαι κεφαλαιωδῶς ἐπιδραμεῖν ἔνια τῶν εἰρημένων. καὶ πρῶ-
τον ἐπιδείξω τὸν χρόνον· μνημονεύει γὰρ τῆς Πτολεμαίου περὶ
Γάζαν πρὸς Δημήτριον μάχης· αὕτη δὲ γέγονεν ἑνδεκάτῳ μὲν ἔτει
τῆς Ἀλεξάνδρου τελευτῆς, ἐπὶ δὲ ὀλυμπιάδος ἑβδόμης καὶ δεκάτης
καὶ ἑκατοστῆς, ὡς ἱστορεῖ Κάστωρ. προσθεὶς γὰρ ταύτην τὴν
ὀλυμπιάδα φησίν· “ἐπὶ ταύτης Πτολεμαῖος ὁ Λάγου ἐνίκα κατὰ
Γάζαν μάχῃ Δημήτριον τὸν Ἀντιγόνου τὸν ἐπικληθέντα Πολιορκη-
τήν.” Ἀλέξανδρον δὲ τεθνάναι πάντες ὁμολογοῦσιν ἐπὶ τῆς ἑκα-
τοστῆς τεσσαρεσκαιδεκάτης ὀλυμπιάδος. δῆλον οὖν, ὅτι καὶ κατ'
ἐκεῖνον καὶ κατὰ Ἀλέξανδρον ἤκμαζεν ἡμῶν τὸ ἔθνος. λέγει τοίνυν
49

ὁ Ἑκαταῖος πάλιν τάδε, ὅτι μετὰ τὴν ἐν Γάζῃ μάχην ὁ Πτολεμαῖος


ἐγένετο τῶν περὶ Συρίαν τόπων ἐγκρατής, καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώ-
πων πυνθανόμενοι τὴν ἠπιότητα καὶ φιλανθρωπίαν τοῦ Πτολε-
μαίου συναπαίρειν εἰς Αἴγυπτον αὐτῷ καὶ κοινωνεῖν τῶν πραγ-
μάτων ἠβουλήθησαν. ὧν εἷς ἦν, φησίν, Ἐζεκίας ἀρχιερεὺς τῶν
Ἰουδαίων, ἄνθρωπος τὴν μὲν ἡλικίαν ὡς ἑξηκονταὲξ ἐτῶν, τῷ δ'
ἀξιώματι τῷ παρὰ τοῖς ὁμοέθνοις μέγας καὶ τὴν ψυχὴν οὐκ ἀνόη-
τος, ἔτι δὲ καὶ λέγειν δυνατὸς καὶ τοῖς περὶ τῶν πραγμάτων, εἴπερ

Ιούλιος Πολυδεύκης ονομαστικόν. (0542: 001)“Pollucis onomasticon, 2


vols.”, Ed. Bethe, E.Leipzig: Teubner, 9.1:1900; 9.2:1931, Repr. 1967;
Lexicographi Graeci 9.1–9.2.Book 4, se. 90, line 3

διικνούμενον, ὥσπερ καὶ Μόλοκρον ἐπὶ τοῦ Φιλοπάτορος αὐλήσαντα


δύο σάλπιγξιν, ἴσως ἕωλον· Ἀγλαῒς δ' ἡ Μεγαλοκλέους σάλπιγγι
ὑπερερρωμένως ἐχρήσατο ἀγωνιστηρίῳ τε καὶ πομπικῇ. καὶ μὴν ὅ
γε Μεγαρεὺς Ἡρόδωρος ὁπότε σαλπίζοι, χαλεπὸν ἦν αὐτῷ πλησιά-
ζειν πληττομένους διὰ μέγεθος πνεύματος· ἑπτακαίδεκα δὲ πε-
ριόδους ἀνείλετο τῶν στεφανιτῶν ἀγώνων. ἦν δὲ μέγεθος μὲν
τεττάρων πήχεων, ὑπέστρωτο δ' ἄρκτου δοράν, καὶ λεοντῆν ἐπεβέ-
βλητο. ἓξ δὲ χοίνικας ἄρτου ἐσιτεῖτο, ὀκτὼ δὲ μνᾶς κρεῶν, οἴνου
δὲ δύο ἔπινε χοᾶς. ἐπλήρου δὲ τῷ πνεύματι τὰ μέγιστα τῶν
στρατοπέδων, εἰ καὶ ἐκ μηκίστου φθέγξαιτο. περιεῖπε δ' αὐτὸν ἐν
τοῖς μάλιστα ὁ Πολιορκητὴς Δημήτριος. καί ποτε ὁ μὲν τείχει
προσέφερέ τινα μηχανήν, ἡ δ' ἦν ἀπειθής τε καὶ ἐπαχθής. καὶ
τοίνυν ὁ μὲν Ἡρόδωρος δύο ὄργανα λαβὼν στερρὸν ἐνέπνευσε τοῖς
ὀργάνοις, τὰ δὲ τοσοῦτον μένος τοῖς στρατιώταις ἐνέπνευσεν ὥστε
ῥύμη πολλὴ καὶ δρόμος προσεγένετο τῇ μηχανῇ.
Τὸ δὲ κηρύκων γένος ἱερὸν μὲν Ἑρμοῦ, κατεκήρυττε δ' ἡσυχίαν
ἔν τ' ἀγῶσι καὶ ἱερουργίαις, καὶ σπονδὰς περιήγγελλε καὶ ἐκεχειρίαν
ἐπήγγελλε καὶ τοὺς ἀγωνιστὰς ἀνεκήρυττεν. καὶ ἦν ἀγώνισμα
σάλπιγγος πρεσβύτερον. εἰς δὲ φιλοτιμίαν τῶν ἐπ' αὐτῷ προελθόν-
των οἵ τε καλούμενοι πόδες συνετέθησαν, ἔλεγχον ἔχοντες εἰς
μῆκος πνεύματος·

Κλαύδιος Αιλιανός. Varia historia “Claudii Aeliani de natura


animalium libri xvii, varia historia, epistolae, fragmenta, vol. 2”, Ed.
Hercher, R.Leipzig: Teubner, 1866, Repr. 1971.Book 3, se. 16, line 2

Καὶ Ἀργεῖοι δὲ καὶ Τιρύνθιοι κεκωμῴδηνται καὶ


οὗτοι ἀκρατέστερον τῷ οἴνῳ προσιόντες. τό γε μὴν
50

ὑπὲρ τῶν Θρᾳκῶν, ἀλλὰ τοῦτο μὲν καὶ διαβεβόηται


ἤδη καὶ διατεθρύληται, ὡς εἰσὶ πιεῖν δεινότατοι. οὐ
διαπεφεύγασι δὲ ταύτην τὴν αἰτίαν οὐδὲ Ἰλλυριοί,
ἀλλ' ἐκεῖνοί γε προσειλήφασι κἀκεῖνο τὸ ἐπίκλημα,
ὅτι ἐφεῖται τοῖς ἐν τῷ συνδείπνῳ παροῦσι ξένοις προ-
πίνειν ταῖς γυναιξίν, ἕκαστον ᾗ ἂν βούληται, κἂν
μηδὲν προσήκῃ ἡ γυνὴ αὐτῷ.
Εἶτα τίς ἀμείνων ἦν στρατηγεῖν, Δημήτριος ὁ
Πολιορκητὴς ἢ Τιμόθεος ὁ Ἀθηναῖος; ἐγὼ μὲν ἐρῶ
τὸν τῶν ἀμφοτέρων τρόπον· ἔνεστι δ' ὑμῖν προτιμῆ-
σαι τὸν ἕτερον. Δημήτριος μὲν βίᾳ καὶ πλεονεξίᾳ καὶ
λυπῶν τὰ μέγιστα καὶ ἀδικῶν ᾕρει τὰς πόλεις μηχα-
νὰς προσάγων καὶ κατασείων καὶ ὑπορύττων τὰ τείχη,
Τιμόθεος δὲ πείθων καὶ διδάσκων λόγῳ ὅτι λυσιτε-
λέστερόν ἐστι τῶν Ἀθηναίων ἀκούειν.
Ἐπολιτεύσαντο οὖν καὶ φιλόσοφοι, μηδ' αὐτὸ
τοῦτο μόνον τὴν διάνοιαν ἀγαθοὶ γενόμενοι ἐφ' ἡσυ-
χίας κατεβίωσαν. ἐπηνώρθωσαν γὰρ τὰ κοινὰ Ζά-
λευκος μὲν τὰ ἐν Λοκροῖς, Χαρώνδας δὲ τὰ ἐν Κατάνῃ

Κλαύδιος Αιλιανός. Varia historia Book 9, se. 9, line 1

θένοις ταῖς ὑπὸ Διονυσίου διεφθαρμέναις. ἡνίκα δὲ


διακορεῖς ἐγένοντο ὑβρίζοντες, κεντοῦντες αὐτὰς ὑπὸ
τοῖς ὄνυξι τοῖς τῶν χειρῶν βελόναις ἀπέκτειναν. τὰ
δὲ ὀστᾶ κατέκοψαν ἐν ὅλμοις, καὶ τὰ κρέα τῶν ὀστῶν
ἀφελόντες ἐπηράσαντο τοῖς μὴ γευσαμένοις αὐτῶν·
εἰ δέ τι περιελείφθη ἐξ αὐτῶν, κατεπόντωσαν. ὃ δὲ
ἐν Κορίνθῳ πολλαῖς καὶ ποικίλαις χρησάμενος βίου
μεταβολαῖς διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀπορίαν, τελευ-
ταῖον δὲ μητραγυρτῶν καὶ κρούων τύμπανα καὶ κατ-
αυλούμενος τὸν βίον κατέστρεψεν.
Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς ᾕρει τὰς πόλεις, καὶ τῇ
ἑαυτοῦ τρυφῇ καταχρώμενος χίλια καὶ διακόσια τά-
λαντα πρόσοδον ἑαυτῷ περιεποιήσατο καθ' ἕκαστον
ἔτος, καὶ ἐκ τούτων ὀλίγα μὲν ἐς τὸ στρατόπεδον
ἐδαπάνα, τὰ δὲ λοιπὰ ἐς τὴν ἀκολασίαν τὴν ἑαυτοῦ.
μύροις τε ἐρραίνετο αὐτῷ τὸ δάπεδον καὶ καθ' ἑκά-
στην ἔτους ὥραν τὰ ἐνακμάζοντα τῶν ἀνθῶν ὑπεσπεί-
ρετο αὐτῷ, ἵνα κατ' αὐτῶν βαδίζῃ. ἦν δὲ καὶ πρὸς
γυναῖκας ἀκόλαστος, καὶ νεανικοῖς ἔρωσιν ἐπεχείρει.
ἔμελε δὲ αὐτῷ καὶ καλῷ εἶναι εὐθετίζοντι τὴν τρίχα
51

καὶ ξανθιζομένῳ καὶ ὑπαλειφομένῳ τὸ πρόσωπον

Κλαύδιος Αιλιανός. Varia historia Book 12, se. 14, line 3

... παρὰ πότον οὖν πολὺς ἦν λαλῶν, καὶ ἐδό-


κει φορτικός. ὑπολαβοῦσα οὖν ἡ Γνάθαινα πρὸς
αὐτὸν ἔφατο ‘εἶτα σὺ μέντοι λέγεις’ ‘ἥκειν ἐξ
Ἑλλησπόντου;’ τοῦ δὲ ὁμολογήσαντος ‘καὶ πῶς’ εἶ-
πεν ‘οὐκ ἔγνως τῶν ἐκεῖ πόλεων τὴν πρώτην;’ τοῦ
δὲ εἰπόντος ‘καὶ τίς ἐστιν αὕτη;’ ἣ δὲ ἀπεκρίνατο
’Σίγειον.’ καὶ ἐμμελῶς διὰ τοῦ ὀνόματος κατεσίγα-
σεν ἄρα αὐτόν.
Ὡραιότατοι καὶ ἐρασμιώτατοι λέγονται γενέσθαι
Ἑλλήνων μὲν Ἀλκιβιάδης, Ῥωμαίων δὲ Σκηπίων.
λέγουσι δὲ Δημήτριον τὸν Πολιορκητὴν ὥρας ἀμφις-
βητῆσαι. Ἀλέξανδρον δὲ τὸν Φιλίππου ἀπραγμό-
νως ὡραῖον γενέσθαι λέγουσι· τὴν μὲν γὰρ κόμην
ἀνασεσύρθαι αὐτῷ, ξανθὴν δὲ εἶναι· ὑπαναφύε-
σθαι δέ τι ἐκ τοῦ εἴδους φοβερὸν τῷ Ἀλεξάνδρῳ
λέγουσιν.

Polemon Perieg., Fragmenta (0586: 001)“FHG 3”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1853.Fragment 14, line 2

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΣΤΟΑΣ ΤΗΣ ΕΝ ΣΙΚΥΩΝΙ.

Athenaeus XIII: Δημήτριος δ' ὁ Πολιορκητὴς οὐ δαιμονίως ἤρα Λαμίας


τῆς αὐλητρίδος, ἐξ ἧς ἔσχε καὶ θυγατέρα Φίλαν; Τὴν δὲ Λάμιαν Πολέ-
μων φησὶν ἐν τῷ Περὶ τῆς ἐν Σικυῶνι ποικίλης στοᾶς
θυγατέρα μὲν εἶναι Κλεάνορος Ἀθηναίου, κατασκευά-
σαι δὲ Σικυωνίοις τὴν προκειμένην στοάν. Athenaeus VI: Καὶ Θηβαῖοι
δὲ κολακεύοντες τὸν Δημήτριον, ὥς φησι Πολέμων ἐν τῷ Περὶ
τῆς Ποικίλης ἐν Σικυῶνι, ἱδρύσαντο ναὸν Ἀφροδίτης
Λαμίας. Ἐρωμένη δ' ἦν αὕτη τοῦ Δημητρίου, καθάπερ
καὶ ἡ Λέαινα.

Δίων Χρυσόστομος Orationes “Dionis Prusaensis quem vocant


Chrysostomum quae exstant omnia, vols. 1–2, 2nd edn.”, Ed. von Arnim,
J.Berlin: Weidmann, 1:1893; 2:1896, Repr. 1962.Oration 64, se. 22, line
5
52

οὖσαν καὶ ἀνίκητον ὡς ἀληθῶς τὴν τύχην. ἐκεῖνος γοῦν ὁ ἐκφυ-


γὼν καὶ τὸ Θηβαίων ὁπλιτικὸν καὶ τὸ Θεσσαλῶν ἱππικὸν καὶ τοὺς
ἀκοντιστὰς Αἰτωλοὺς καὶ τοὺς μαχαιροφόρους Θρᾷκας καὶ τοὺς
μαχίμους Πέρσας καὶ τὸ τῶν ἀμάχων Μήδων γένος καὶ ὄρη μεγάλα
καὶ ποταμοὺς [ἀδιαβάτους] καὶ κρημνοὺς ἀνυπερβάτους καὶ Δαρεῖον
καὶ Πῶρον καὶ πολλὰ ἄλλα ἐθνῶν καὶ βασιλέων ὀνόματα, ἐν Βα-
βυλῶνι ἄνευ μάχης καὶ τραυμάτων ὁ στρατιώτης ἔθνῃσκε. τί δὲ
δεῖ λέγειν τοὺς διαδεξαμένους τὴν βασιλείαν ἢ τοὺς ἐπ' ἐκείνοις
γενομένους καὶ τὰ ἀλαζονικὰ αὐτῶν ὀνόματα, κεραυνοὺς καὶ πολιορ-
κητὰς καὶ ἀετοὺς καὶ θεούς; ὧν τὸν μὲν ὁ θάνατος ἤλεγξεν· ὁ δὲ
ὑψηλοτέραν εὗρε τὴν τύχην, καίτοι πεζὴν δοκῶν· ὁ δὲ Πολιορκητὴς
Δημήτριος αἰχμάλωτος γενόμενος ἐξ οἴνου καὶ μέθης ἀτίμως ἀπέ-
θανεν, ὑπὸ τῆς τύχης πολιορκούμενος. τί οὖν οἱ τύραννοι μέγα
φρονοῦσιν ἐπὶ τοῖς τείχεσι; τί δὲ Ἀμφίων ᾄδει; τί δὲ Δηιόκης
πονεῖ; τί δὲ Σεμίραμις οἰκοδομεῖ; τί δὲ ὁ Ἀπόλλων μισθαρνεῖ;
τί δὲ μετὰ τοῦ λέοντος Μήλης τὸ τεῖχος περιέρχεται; κρατήσει
γὰρ Μήδων Κῦρος καὶ Βαβυλωνίων Ζώπυρος καὶ Σάρδεων Μάρδος
καὶ Τροίας ὁ ἵππος. μεγάλη γὰρ ῥοπή, μᾶλλον δὲ τὸ ὅλον, εἶπέ
τις, ἡ τύχη. αὕτη καὶ Πίνδαρον εὗρεν ἐκκείμενον ἐν Βοιωτίᾳ καὶ
Τήλεφον ἐν Ἀρκαδίᾳ καὶ τοὺς βασιλεῖς Ῥωμαίων ἐν Ἰταλίᾳ· καὶ
τῷ μὲν ἔπεμψε μελίττας, τοῖς δὲ ποιμένας, Τηλέφῳ δὲ ἔλαφον,

Αρχίφρων Epistulae (0640: 001)“Alciphronis rhetoris epistularum libri


iv”, Ed. Schepers, M.A.Leipzig: Teubner, 1905, Repr. 1969.Book 4,
epistle 16, se. 1, line 10

Λάμια Δημητρίῳ.

Σὺ ταύτης τῆς παρρησίας αἴτιος, ὃς τοσοῦτος ὢν βασιλεὺς εἶτα


ἐπέτρεψας καὶ ἑταίρᾳ γράφειν σοι, [καὶ] οὐχ ἡγησάμενος δεινὸν
ἐντυγχάνειν τοῖς ἐμοῖς γράμ-μασιν ὅλῃ μοι ἐντυγχάνων. ἐγώ, δέσποτα
Δημήτριε, ὅταν μὲν ἔξω σε θεάσωμαι καὶ ἀκούσω μετὰ τῶν δορυ-
φόρων καὶ τῶν στρατοπέδων καὶ τῶν πρέσβεων καὶ τῶν διαδημάτων, νὴ
τὴν Ἀφροδίτην, πέφρικα καὶ τα-ράττομαι καὶ ἀποστρέφομαι ὡς τὸν
ἥλιον, μὴ ἐπικαῶ τὰ ὄμματα· καὶ τότε μοι ὄντως ὁ Πολιορκητὴς εἶναι
δοκεῖς Δημήτριος· οἷον δὲ καὶ βλέπεις τότε, ὡς πικρὸν καὶ πολεμικόν· καὶ
ἀπιστῶ ἐμαυτῇ καὶ λέγω ‘Λάμια, σὺ μετὰ τούτου καθεύδεις; σὺ διὰ
νυκτὸς ὅλης αὐτὸν καταυλεῖς; σοὶ νῦν οὗτος ἐπέσταλκε; σοὶ Γνάθαιναν
τὴν ἑταίραν συγκρίνει’; καὶ ἠλογημένη σιωπῶ καὶ εὔ- χομαί σε
θεάσασθαι παρ' ἑαυτῇ. καὶ ὅταν ἔλθῃς, προσκυνῶ σε· καὶ ὅταν
περιπλακείς με καταφιλῇς, πάλιν πρὸς ἐμαυτὴν τἀναντία λέγω ‘οὗτός
53

ἐστιν ὁ Πολιορκητής; οὗτός ἐστιν ὁ ἐν τοῖς στρατοπέδοις; τοῦ-


τον φοβεῖται ἡ Μακεδονία, τοῦτον ἡ Ἑλλάς, τοῦτον

Αρχίφρων Epistulae Book 4, epistle 16, se. 3, line 4

...καὶ ἀποστρέφομαι ὡς τὸν ἥλιον, μὴ ἐπικαῶ


τὰ ὄμματα· καὶ τότε μοι ὄντως ὁ Πολιορκητὴς εἶναι
δοκεῖς Δημήτριος· οἷον δὲ καὶ βλέπεις τότε, ὡς πικρὸν
καὶ πολεμικόν· καὶ ἀπιστῶ ἐμαυτῇ καὶ λέγω ‘Λάμια,
σὺ μετὰ τούτου καθεύδεις; σὺ διὰ νυκτὸς ὅλης αὐτὸν
καταυλεῖς; σοὶ νῦν οὗτος ἐπέσταλκε; σοὶ Γνάθαιναν
τὴν ἑταίραν συγκρίνει’; καὶ ἠλογημένη σιωπῶ καὶ εὔ-
χομαί σε θεάσασθαι παρ' ἑαυτῇ. καὶ ὅταν ἔλθῃς,
προσκυνῶ σε· καὶ ὅταν περιπλακείς με καταφιλῇς,
πάλιν πρὸς ἐμαυτὴν τἀναντία λέγω ‘οὗτός ἐστιν ὁ
Πολιορκητής; οὗτός ἐστιν ὁ ἐν τοῖς στρατοπέδοις; τοῦ-
τον φοβεῖται ἡ Μακεδονία, τοῦτον ἡ Ἑλλάς, τοῦτον
ἡ Θρᾴκη; νὴ τὴν Ἀφροδίτην, σήμερον αὐτὸν τοῖς αὐ-
λοῖς ἐκπολιορκήσω καὶ ὄψομαι τί με διαθήσει’. ......
μᾶλλον εἰς τρίτην, παρ' ἐμοὶ γὰρ δειπνήσεις, δέομαι.
τὰ Ἀφροδίσια ποιῶ ταῦτα τὰ κατ' ἔτος, καὶ ἀγῶνα
ἔχω ἀεὶ τὰ πρότερα τοῖς ὑστέροις νικᾶν. ὑποδέξομαι
δή σε ἐπαφροδίτως καὶ ὡς ἔνι μάλιστα ἐπιφανῶς, ἄν
μοι περιουσιάσαι γένηται ὑπὸ σοῦ, μηδὲν ἀνάξιον τῶν
σῶν ἀγαθῶν ἐξ ἐκείνης τῆς ἱερᾶς νυκτὸς ἔτι πεποιη-
κυίᾳ, καίτοι σοῦ γε ἐπιτρέποντος ὅπως ἂν βούλωμαι

Αρχίφρων Epistulae Book 4, epistle 17, se. 3, line 1

μειρακευομένου πρεσβύτου. οἷά με Ἐπίκουρος οὗτος


διοικεῖ πάντα λοιδορῶν, πάντα ὑποπτεύων, ἐπιστολὰς
ἀδιαλύτους μοι γράφων, ἐκδιώκων ἐκ τοῦ κήπου. μὰ
τὴν Ἀφροδίτην, εἰ Ἄδωνις ἦν, ἤδη ἐγγὺς ὀγδοήκοντα
γεγονὼς ἔτη, οὐκ ἂν αὐτοῦ ἠνεσχόμην φθειριῶντος
καὶ φιλονοσοῦντος καὶ καταπεπιλημένου εὖ μάλα πό-
κοις ἀντὶ πίλων. μέχρι τίνος ὑπομενεῖ τις τὸν φιλό-
σοφον τοῦτον; ἐχέτω τὰς περὶ φύσεως αὐτοῦ κυρίας
δόξας καὶ τοὺς διεστραμμένους κανόνας, ἐμὲ δὲ ἀφέτω
τὴν φυσικῶς κυρίαν ἐμαυτῆς ἀστομάχητον καὶ ἀνύ-
βριστον. ὄντως ἐγὼ Πολιορκητὴν ἔχω τ[οι]οῦτον, οὐχ
οἷον σὺ Λάμια Δημήτριον. μὴ γὰρ ἔστι σωφρονῆσαι
54

διὰ τὸν ἄνθρωπον τοῦτον; καὶ σωκρατίζειν καὶ στω-


μύλλεσθαι θέλει καὶ εἰρωνεύεσθαι, καὶ Ἀλκιβιάδην
τινὰ τὸν Πυθοκλέα νομίζει καὶ Ξανθίππην ἐμὲ οἴεται
ποιήσειν. [καὶ] πέρας ἀναστᾶσα ὁποίποτε γῆν πρὸ γῆς
φεύξομαι μᾶλλον ἢ τὰς ἐπιστολὰς αὐτοῦ τὰς ἀδια-
παύστους ἀνέξομαι. ὃ δὲ πάντων δεινότατον ἤδη καὶ
ἀφορητότατον τετόλμηκεν, ὑπὲρ οὗ καὶ γνώμην βου-
λομένη λαβεῖν τί μοι ποιητέον ἐπέσταλκά σοι· Τίμαρ-
χον τὸν καλὸν οἶσθα τὸν Κηφισιᾶθεν.

Δημοχάρης ιστορικός Fragmenta (1303: 003)“FHG 2”, Ed. Müller,


K.Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 3, line 5

E LIBRO VICESIMO.

Athen. VI: Διαβόητος δὲ ἐγένετο ἐπὶ κο-


λακείᾳ καὶ ὁ τῶν Ἀθηναίων δῆμος. Δημοχάρης γοῦν,
ὁ Δημοσθένους τοῦ ῥήτορος ἀνεψιὸς,
ἐν τῇ εἰκοστῇ τῶν Ἱστοριῶν διηγούμενος περὶ ἧς
ἐποιοῦντο οἱ Ἀθηναῖοι κολακείας πρὸς τὸν Πολιορκητὴν
Δημήτριον, καὶ ὅτι τοῦτ' οὐκ ἦν ἐκείνῳ βουλομένῳ,
γράφει οὕτως· «Ἐλύπει μὲν καὶ τούτων ἔνια αὐτὸν, ὡς
ἔοικεν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἄλλα γε παντελῶς αἰσχρὰ καὶ
ταπεινά· Λεαίνης μὲν καὶ Λαμίας Ἀφροδίτης ἱερὰ,
καὶ Βουρίχου καὶ Ἀδειμάντου καὶ Ὀξυθέμιδος τῶν κο-
λάκων αὐτοῦ καὶ βωμοὶ καὶ ἡρῷα καὶ σπονδαί. Τούτων
ἑκάστῳ καὶ παιᾶνες ᾔδοντο, ὥστε καὶ αὐτὸν τὸν
Δημήτριον θαυμάζειν ἐπὶ τοῖς γινομένοις, καὶ λέγειν,
ὅτι οὐδεὶς ἐπ' αὐτοῦ Ἀθηναίων γέγονε μέγας καὶ ἁδρὸς
τὴν ψυχήν.»

Πλούταρχος. Fragmenta (1609: 002)“FGrH #81”.Volume-Jacobyʹ-F


2a,81,F, fragment 12, line 2

– VI 58 p. 251 C: Φύλαρχος δὲ ἐν ϛ Ἱστοριῶν Νικησίαν


φησὶ τὸν Ἀλεξάνδρου κόλακα θεασάμενον τὸν βασιλέα σπαρασσόμενον
ὑφ' οὗ εἰλήφει φαρμάκου εἰπεῖν ‘ὦ βασιλεῦ, τί δεῖ ποιεῖν ἡμᾶς, ὅτε καὶ
55

ὑμεῖς οἱ θεοὶ τοιαῦτα πάσχετε;’ καὶ τὸν Ἀλέξανδρον μόλις ἀναβλέψαντα,


’ποῖοι θεοί;’, φῆσαι, ‘φοβοῦμαι μή τι θεοῖσιν ἐχθροί’.
– XIV 3 p. 614 E – 615 A: φιλόγελως δὲ ἦν καὶ Δημή-
τριος ὁ Πολιορκητής, ὥς φησι Φύλαρχος ἐν τῆι ϛ τῶν Ἱστοριῶν, ὅς γε
καὶ τὴν Λυσιμάχου αὐλὴν κωμικῆς σκηνῆς οὐδὲν διαφέρειν ἔλεγεν·
ἐξιέναι γὰρ ἀπ' αὐτῆς πάντας δισυλλάβους (τόν τε Βῖθυν χλευάζων καὶ
τὸν Πάριν, μεγίστους ὄντας παρὰ τῶι Λυσιμάχωι, καί τινας ἑτέρους τῶν
φίλων), παρὰ δ' αὑτοῦ Πευκέστας καὶ Μενελάους, ἔτι δὲ Ὀξυθέμιδας.
ταῦτα δ' ἀκούων ὁ Λυσίμαχος ‘ἐγὼ τοίνυν’, ἔφη, ‘πόρνην ἐκ τραγικῆς
σκηνῆς οὐχ ἑώρακα ἐξιοῦσαν’, τὴν αὐλητρίδα Λάμιαν λέγων.
ἀπαγγελθέντος δὲ καὶ τούτου πάλιν ὑπολαβὼν ὁ Δημήτριος ἔφη· ‘ἀλλ' ἡ
παρ' ἐμοὶ πόρνη σωφρονέστερον τῆς παρ' ἐκείνωι Πηνελόπης ζῆι.’
ATHEN. II 21 p. 44 B (CONSTANT. PORPH. De adm.

Πλούταρχος. Fragmenta Volume-Jacobyʹ-F 2a,81,F, fragment 19, line 1

Αὐτοῦχος μὲν ἐν Λιβύηι ἔμεινεν, Ἀρισταῖος δὲ ἀφίκετο εἰς Κέω.


APOLLON. Hist. mir. 14: Φύλαρχος ἐν τῆι η τῶν Ἱστο-
ριῶν καὶ κατὰ τὸν Ἀράβιόν φησι κόλπον πηγὴν εἶναι ὕδατος, ἐξ οὗ εἴ τις
τοὺς πόδας χρίσειεν, συμβαίνειν εὐθέως ἐντείνεσθαι ἐπὶ πολὺ τὸ αἰδοῖον,
καὶ τινῶν μὲν μηδ' ὅλως συστέλλεσθαι, τινῶν δὲ μετὰ μεγάλης κακο-
παθείας καὶ θεραπείας ἀποκαθίστασθαι.
SEXT. EMP. adv. math. I 262 (SCHOL. EURIP. Alk. 1;
SCHOL. PIND. P. III 96): Φύλαρχος δὲ ἐν τῆι ἐνάτηι διὰ τὸ τοὺς Φινέως
υἱοὺς τυφλωθέντας ἀποκαταστῆσαι, χαριζόμενον αὐτῶν τῆι μητρὶ Κλεο-
πάτραι τῆι Ἐρεχθέως (sc. κεραυνωθῆναι τὸν Ἀσκληπιὸν λέγει).
Athen. VI 78 p. 261 B: καὶ Δημήτριος δ' ὁ Πολιορκητὴς φιλόγελως
ἦν, ὡς ἱστορεῖ Φύλαρχος ἐν τῆι δεκάτηι τῶν Ἱστοριῶν.
– XII 51 p. 536 D: Φύλαρχος δὲ ἐν τῆι ι τῶν Ἱστοριῶν
Θραικῶν φησι τῶν καλουμένων Κροβύζων βασιλέα γενέσθαι Ἰσάνθην,
τρυφῆι
πάντας τοὺς καθ' ἑαυτὸν ὑπερβαλλόμενον. ἦν δὲ καὶ πλούσιος καὶ καλός.
– XIII 89 p. 609 B C: καλλίστη δ' ἦν καὶ Παντίκα ἡ
Κυπρία, περὶ ἧς φησι Φύλαρχος ἐν τῆι δεκάτηι τῶν Ἱστοριῶν ὅτι παρ'
Ὀλυμπιάδι οὖσαν τῆι Ἀλεξάνδρου μητρὶ ἤιτει πρὸς γάμον Μόνιμος ὁ
Πυθίωνος. καὶ ἐπεὶ ἦν ἀκόλαστος ἡ γυνή, ἔφη ἡ Ὀλυμπιάς· ‘ὦ πόνηρε,
τοῖς ὀφθαλμοῖς γαμεῖς καὶ οὐ τῶι νῶι.’ καὶ τὴν καταγαγοῦσαν δὲ Πεισί-
στρατον ἐπὶ τὴν τυραννίδα, ὡς Ἀθηνᾶς † πειραν εἶδος ἔχουσαν, καλήν
φησι γεγονέναι,

Πλούταρχος. Fragmenta Volume-Jacobyʹ-F 2a,81,F, fragment 31, line 2


56

Μύστας ἱστορεῖ ἐν τῆι τεσσαρεσκαιδεκάτηι οὕτως· «Μύστα Σελεύκου


τοῦ βασιλέως ἐρωμένη ἦν· ἥτις ὑπὸ Γαλατῶν Σελεύκου
νικηθέντος καὶ μόλις ἐκ τῆς φυγῆς διασωθέντος αὐτὴ
μεταμφιεσαμένη τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα καὶ ῥάκια λα-
βοῦσα θεραπαινίδος τῆς τυχούσης συλληφθεῖσα ἀπήχθη
μετὰ τῶν ἄλλων αἰχμαλώτων καὶ πραθεῖσα ὁμοίως ταῖς
ἑαυτῆς θεραπαινίσιν ἦλθεν εἰς Ῥόδον. ἔνθα ἐκφήνασα
ἑαυτὴν ἥτις ἦν περισπουδάστως ὑπὸ τῶν Ῥοδίων τῶι
Σελεύκωι διεπέμφθη.»
– VI 78 p. 261 B: ἐν δὲ τῆι τεσσαρεσκαιδεκάτηι γράφει
οὕτως· «περιεώρα Δημήτριος (sc. ὁ Πολιορκητής) τοὺς
κολακεύοντας αὐτὸν ἐν τοῖς συμποσίοις καὶ ἐπιχεο-
μένους Δημητρίου μὲν μόνου βασιλέως, Πτολεμαίου δὲ
[μόνου] ναυάρχου, Λυσιμάχου δὲ γαζοφύλακος, Σελεύκου
δ' ἐλεφαντάρχου. καὶ ταῦτα αὐτῶι οὐ τὸ τυχὸν συνῆγε
μῖσος.»

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in Isaiam Book 2, se. 49, line
26

οὖν ἅπαντα τοῖς ἔθνεσιν ὁ προφήτης εὐαγγελίζεται λέγων· καὶ


φοβηθήσονται
οἱ ἀπὸ δυσμῶν τὸ ὄνομα κυρίου καὶ οἱ ἀπ' ἀνατολῶν ἡλίου τὸ
ὄνομα τὸ ἔνδοξον. τῆς δὲ τοσαύτης τῶν ἐθνῶν σωτηρίας τὸ αἴτιον παρί-
στησιν ἑξῆς λέγων· ἥξει γὰρ ὡς ποταμὸς βίαιος ἡ ὀργὴ κυρίου, ἥξει
μετὰ θυμοῦ. οὔτε δὲ ἡ 8Ἑβραϊκὴ ἀνάγνωσις ὀργῆς ἐμνημόνευσεν
ἐνταῦθα
οὔτε θυμοῦ οὔτε οἱ 8λοιποὶ ἑρμηνευταί· οὔτε γὰρ λόγον εἶχεν ἐν ἀγαθῶν
ἐπαγγε-
λίαις θυμὸν καὶ ὀργὴν θεοῦ παραλαμβάνεσθαι.
διὸ κατὰ μὲν τὸν 8Ἀκύλαν εἴρηται· ὅτι ἐλεύσεται ὡς ποταμὸς πνεῦμα
κυρίου σύσσημον ἑαυτῷ, κατὰ δὲ τὸν 8Σύμμαχον· ἥξει ὡς ποταμὸς
θλίβων τὸ πνεῦμα κυρίου, ἐπείγει καὶ ἥξει, κατὰ δὲ τὸν 8Θεοδοτίωνα·
ἥξει γὰρ ὡς ποταμὸς Πολιορκητὴς πνεῦμα κυρίου, ἐσημειώθη
ἐν αὐτῷ. οὐδαμοῦ δὲ ἐν τούτοις ὀργὴ κυρίου εἴρηται, οὐδὲ θυμός· οὐκοῦν
τὸ
πνεῦμα κυρίου ἥξει ὡς ποταμὸς βίαιος, ἵνα φοβηθῶσιν αὐτὸν οἱ
ἀπὸ δυσμῶν καὶ οἱ ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου· διὰ γὰρ ταῦτα ἥξειν εἴρηται
τὸ πνεῦμα κυρίου. νοήσομεν δὲ πῶς εἴρηται ὡς ποταμὸς βίαιος ἥξειν
τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ λόγου θεασάμενοι, ὅπερ ἐπληροῦτο ἐν ταῖς 8Πράξεσι
τῶν
8Ἀποστόλων, ὅτε συνηγμένων «ἐπὶ τὸ αὐτό, ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ
57

οὐρανοῦ ἦχος
ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας καὶ ἐπλήρωσε τὸν οἶκον ὅλον οὗ ἦσαν
καθή-
μενοι, καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, καὶ
ἐκάθισαν
ἐφ' ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπληρώθησαν ἅπαντες πνεύματος ἁγίου».
οὕτως
οὖν εἴρηται ἥξειν ὡς ποταμὸν βίαιον τὸ πνεῦμα κυρίου, ἀλλὰ καὶ

Πορφύριος Χρονικόν (2034: 010)“FHG 3”.Fragment 3, se. 3, line 15

τον φεύγει πρὸς Λυσίμαχον καὶ ἀναιρεῖται ὑπ' αὐτοῦ,


καίπερ γήμας θυγατέρα αὐτοῦ. Ἀλέξανδρος δὲ Λυσάν-
δραν τὴν Πτολεμαίου γαμεῖ, παρὰ Δημητρίου δὲ ἀναι-
ρεῖται τοῦ Πολιορκητοῦ, συμμαχήσειν κατὰ Ἀντιπάτρου
τοῦ νεωτέρου ἀδελφοῦ τοῦτον προσκαλεσάμενος, καὶ
ἄρχει Μακεδόνων Δημήτριος. Ὁ Ἀντιγόνου μὲν παῖς
οὗτος, τοῦ τὴν μικρὰν κληρωσαμένου Φρυγίαν, ὡς ἀνω-
τέρω προείρηται, φοβερωτάτου δὲ τῶν τότε κατὰ τὴν
Ἀσίαν βασιλέων, ὃς καὶ ἐν Φρυγίᾳ θνήσκει πάντων
αὐτῷ διὰ φόβον ἐπιτεθέντων [τῶν] δυναστῶν, ἔτη
ιηʹ τῆς βασιλείας κρατήσας, Πολιορκητὴς δὲ ἐπικλη-
θεὶς, διὰ τὸ μετὰ θάνατον Ἀντιγόνου τοῦ πατρὸς ἐν
Ἐφέσῳ διασωθῆναι φυγὰς, ἡνίκα τῆς ὅλης Ἀσίας ἀπο-
σφαλεὶς ὤφθη δεινότατος ἐν τῇ πολιορκίᾳ, βασιλεύσας
ἁπάντων τῶν τηνικαῦτα· οὗτος τῆς μὲν Ἀσίας τῆς μι-
κρᾶς ἔτη ιζʹ, Μακεδόνων δὲ ϛʹ ἐβασίλευσεν ἔτη μόνα,
μετὰ τὸ ἀνελεῖν Ἀλέξανδρον τὸν Κασάνδρου.
Καὶ ἐκβάλλεται τῆς ἀρχῆς ὑπὸ Πύρρου βασιλέως
Ἠπείρου, υἱοῦ μὲν Αἰακοῦ τοῦ Ἠπειρώτου δυνάστου,
διαδεξαμένου τὴν Ἠπειρωτικὴν ἀρχὴν ἀπ' αὐτοῦ, εἰ-
κοστοῦ δὲ καὶ τρίτου ἀπὸ Ἀχιλλέως τοῦ Θέτιδος καὶ

Πορφύριος Χρονικόν Fragment 3, se. 4, line 19

κτίστου μητέρα φέρουσαν ἐκ Πύρρου τοῦ καὶ Νεο-


πτολέμου παιδὸς Ἀχιλλέως τὸ γένος, ἐκράτησε Μακε-
δόνων μῆνας ζʹ. Λυσίμαχος δὲ ὁ Θετταλὸς, Ἀγαθο-
κλέους παῖς, εἷς τῶν Ἀλεξάνδρου δορυφόρων, Θρᾴκης
τε καὶ Χερρονήσου τῆς λοιπῆς τε βασιλεύων ὁμόρου
χώρας, τῷ Πόντῳ καὶ τῇ Μακεδονίᾳ ταύτῃ ἐπιδρα-
μὼν ὡς γείτονι, Πύρρον μὲν διεδέξατο, αὐτὸς δὲ
58

ἐβασίλευσε Μακεδόνων ἔτη εʹ (βʹ m. male) καὶ μῆ-


νας ϛʹ. Οὗτος ἡττηθεὶς ἐν τῇ πρὸς Σέλευκον τὸν Νικά-
τορα μάχῃ, βασιλέα Συρίας καὶ Ἀσίας, τὸν αἰχμάλωτον
ἑλόντα καὶ τὸν Πολιορκητὴν Δημήτριον, ἐκπίπτει τῆς
ἀρχῆς.
Φανεροῦ δὴ ὄντος τοῦ τρόπου, καθ' ὃν Ἀντίγονός τε
ὁ τῆς μικρᾶς Φρυγίας καὶ Παμφυλίας καὶ Λυκίας ἄρξας
εὐθὺς μετὰ Ἀλέξανδρον τέθνηκε, καὶ ὅπως ὁ τούτου
παῖς Δημήτριος δόλῳ κρατήσας Μακεδόνων ὑπὸ Πύρ-
ρου ἐξεβλήθη, αἰχμάλωτός τε ἁλοὺς ὑπὸ Σελεύκου ἐν
Κιλικίᾳ τηρούμενος βασιλικῶς θνήσκει, καὶ αὖθις ὁ
Λυσίμαχος Πύρρον ἐκβαλὼν Μακεδόνων ἐβασίλευσεν
ὑπὸ Σελεύκου τε τοῦ Νικάτορος καταπολεμηθεὶς ἐκπέ-
πτωκε τῆς ἀρχῆς· ὑπολείπεται δεῖξαι καὶ Σέλευκον

Πορφύριος Χρονικόν Fragment 4, se. 3, line 11

Τοῦτον διαδέχονται οἱ παῖδες, Φίλιππος [καὶ


Ἀλέξανδρος] καὶ Ἀντίπατρος, οἵτινες ἔτη τρία καὶ
μῆνας ϛʹ ἐβασίλευσαν μετὰ τὸν πατέρα· πρῶ-
τος μὲν Φίλιππος, καὶ ἐν Ἐλατείᾳ ἀποθνήσκει· Ἀν-
τίπατρος δὲ Ἀλεξάνδρῳ τῷ παιδὶ συμπράττουσαν ἀνε-
λὼν τὴν μητέρα Θεσσαλονίκην εἰς Λυσίμαχον ἔφυγε,
καὶ τῶν ἐκείνου θυγατέρων γήμας τινὰ ὁμοίως ἀνῃ-
ρέθη πρὸς αὐτοῦ Λυσιμάχου. Ἀλέξανδρος δὲ γαμεῖ μὲν
Λυσάνδραν τὴν τοῦ Πτολεμαίου, πρός τε τὸν νεώτε-
ρον πολεμῶν ἀδελφὸν εἰς συμμαχίαν ἐπικαλεῖται
Δημήτριον τὸν Ἀντιγόνου, ὅτῳ Πολιορκητὴς ἦν ἐπώνυ-
μον, ἀναιρεῖταί τε ὑπ' αὐτοῦ, καὶ Μακεδόσιν αὐτὸς ἄρχει
Δημήτριος. Τῶν οὖν παίδων Κασάνδρου τῆς ἀρχῆς ἔτη
λογίζονται ἀπὸ τοῦ τετάρτου ἔτους τῆς ἑκατοστῆς [εἰ-
κοστῆς ἄχρι] τοῦ τρίτου ἑκατοστῆς εἰκοστῆς πρώτης
Ὀλυμπιάδος.

Πορφύριος Χρονικόν Fragment 4, se. 15, line 4

διὰ τὸ συλλαβέσθαι τῷ Ψευδοφιλίππῳ, ὑποφόρους


ἐποίησαν, ἔτει τετάρτῳ τῆς ρνζʹ Ὀλυμπιάδος. Γίνον-
ται οὖν μετ' Ἀλέξανδρον τὸν μέγαν ἀπὸ τῆς ριδʹ Ὀλυμ-
59

πιάδος ἔτους δευτέρου, ἄχρι τῆς ρνζʹ τετάρτου ἔτους,


ἐν ᾧ κατεδουλώθησαν Μακεδόνες, τὰ πάντα ἔτη ροδʹ,
ἔτους τῆς Μακεδονικῆς βασιλείας ροδʹ.
αʹ Ἀριδαῖος ὁ καὶ Φίλιππος ἔτη ζʹ.
βʹ Κάσσανδρος ἔτη ιθʹ.
γʹ Κασσάνδρου παῖδες ἔτη γʹ, μῆνας ϛʹ.
δʹ Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς ἔτη ϛʹ.
εʹ Πύρρος μῆνας ϛʹ (l. ζʹ).
ϛʹ Λυσίμαχος ἔτη εʹ, μῆνας εʹ (supra ϛʹ).
ζʹ Πτολεμαῖος ὁ Κεραυνὸς ἔτος αʹ, μῆνας εʹ.
ηʹ Μελέαγρος (ἔτος αʹ, quod dele), μῆνας βʹ.
θʹ Ἀντίπατρος Λυσιμάχου (supra Φιλίππου) ἔτος
αʹ (l. ὁ Ἐτησίας), ἡμέρας μεʹ.
ιʹ Σωσθένης ἔτη βʹ.
ιαʹ Ἀναρχίας ἔτος αʹ μῆνες βʹ. (aliter latin.)
ιβʹ Ἀντίγονος ὁ Γονατᾶς ἔτη λδʹ.
ιγʹ Δημήτριος ὁ Καλὸς ἔτη ιʹ.

Πορφύριος Χρονικόν Fragment 6, se. 2, line 4

πεντεκαιδεκάτης Ὀλυμπιάδος ἔτει τρίτῳ Ἀντίγονος


ὁ πρῶτος ἐβασίλευσε τῆς Ἀσίας καὶ ἦρξε μὲν ἔτεσιν
ὀκτωκαίδεκα, τὰ πάντα βιώσας ἓξ καὶ ὀγδοήκοντα.
Φοβερώτατος δὲ τῶν τότε βασιλέων γέγονε· καὶ θνήσκει
περὶ τὴν Φρυγίαν, πάντων αὐτῷ διὰ φόβον τῶν δυνα-
στῶν ἐπιθεμένων, τετάρτῳ ἔτει τῆς ἑκατοστῆς ἐννεακαι-
δεκάτης Ὀλυμπιάδος.
Ὁ δὲ υἱὸς αὐτοῦ Δημήτριος φυγὰς εἰς τὴν Ἔφεσον διεσώθη· καὶ τῆς
Ἀσίας ἁπάσης ἀποσφαλεὶς, πάντων δεινότατος βασιλεὺς ἔδοξεν εἶναι ἐν
τῇ πολιορκίᾳ· ἀφ' οὗ δὴ καὶ Πολιορκητὴς ἐπεκλήθη. Βασιλεύει δὲ καὶ
αὐτὸς ἔτη ιζʹ. (Excidit folium.)
[Syncell. p. 273, D: Δημήτριον τὸν Πολιορκητὴν ὁ Σέλευκος λαβὼν ἐν
Κιλικίᾳ βασιλικῶς τηρεῖσθαι προσέταξεν, ἕως θανάτου ὑπὸ χεῖρα τὴν τῆς
Ἀσίας ἀρχὴν κτησάμενος.]
[Syncell. p. 266, C: Πτολεμαῖος ὁ Λάγου πρῶτος τῆς Αἰγύπτου μετὰ
Ἀλέξανδρον βασιλεύσας ἔτη μʹ, ἐλθὼν εἰς Παλαίγαζαν συνάπτει μάχην
Δημητρίῳ
τῷ Ἀντιγόνου, καὶ νικήσας ἀναδείκνυσι Σέλευκον βα-
σιλέα Συρίας καὶ τῶν ἄνω τόπων.

Πορφύριος Χρονικόν Fragment 6, se. 2, line 7


60

Φοβερώτατος δὲ τῶν τότε βασιλέων γέγονε· καὶ θνήσκει


περὶ τὴν Φρυγίαν, πάντων αὐτῷ διὰ φόβον τῶν δυνα-
στῶν ἐπιθεμένων, τετάρτῳ ἔτει τῆς ἑκατοστῆς ἐννεακαι-
δεκάτης Ὀλυμπιάδος.
Ὁ δὲ υἱὸς αὐτοῦ Δημήτριος φυγὰς εἰς τὴν Ἔφε-
σον διεσώθη· καὶ τῆς Ἀσίας ἁπάσης ἀποσφαλεὶς, πάν-
των δεινότατος βασιλεὺς ἔδοξεν εἶναι ἐν τῇ πολιορκίᾳ·
ἀφ' οὗ δὴ καὶ Πολιορκητὴς ἐπεκλήθη. Βασιλεύει δὲ καὶ
αὐτὸς ἔτη ιζʹ. (Excidit folium.)
[Syncell. p. 273, D: Δημήτριον τὸν Πολιορκητὴν ὁ Σέλευκος λαβὼν ἐν
Κιλικίᾳ βασιλικῶς τηρεῖσθαι
προσέταξεν, ἕως θανάτου ὑπὸ χεῖρα τὴν τῆς Ἀσίας ἀρχὴν
κτησάμενος.]
[Syncell. p. 266, C: Πτολεμαῖος ὁ Λάγου
πρῶτος τῆς Αἰγύπτου μετὰ Ἀλέξανδρον βασιλεύσας ἔτη
μʹ, ἐλθὼν εἰς Παλαίγαζαν συνάπτει μάχην Δημητρίῳ
τῷ Ἀντιγόνου, καὶ νικήσας ἀναδείκνυσι Σέλευκον βα-
σιλέα Συρίας καὶ τῶν ἄνω τόπων. Σέλευκος δ' ἀναβὰς
μέχρι Βαβυλωνίας καὶ κρατήσας τῶν βαρβάρων βασι-
λεύει ἔτη λβʹ· διὸ καὶ Νικάνωρ ἐπεκλήθη.]
[Syncell. p. 290, D: Οὗτος ὁ Δημήτριος ὑπὸ ...

Πορφύριος Χρονικόν Fragment 6, se. 28, line 4

Τρυφαίνης τῆς Πτολεμαίου τοῦ ὀγδόου υἱὸς ὁ προειρη-


μένος· καὶ κατιέναι θέλοντα αὐτὸν εἰς τὴν Αἴγυπτον
(μετεπέμψαντο γὰρ καὶ τοῦτον τότε οἱ Ἀλεξανδρεῖς ἐπὶ
τὴν ἀρχήν) Γαβίνιος ὁ τῆς Συρίας ἄρχων Ῥωμαῖος,
ἔπαρχος ὢν τοῦ Πομπηίου, ἐπέσχε. Καὶ οὕτως ἡ βα-
σιλικὴ διαδοχὴ ἡ κατὰ Συρίαν ἄχρι τούτων φθάσασα
κατελύθη.
Εἰσὶν οὖν ἐφεξῆς Ἀσίας καὶ τῆς Συρίας βασιλεῖς
οἵδε·
αʹ. Ἀντίγονος ἐβασίλευσε τῆς Ἀσίας ἔτη ιηʹ.
βʹ. Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς τῶν τε ἄνω τόπων καὶ Συρίας ἔτη ιζʹ.
γʹ. Σέλευκος ὁ Νικάτωρ ἔτη λβʹ.
δʹ. Ἀντίοχος ὁ Σωτὴρ ἔτη ιθʹ.
εʹ. Ἀντίοχος ὁ Θεὸς ἔτη ιεʹ.
ϛʹ. Σέλευκος ὁ Καλλίνικος ἔτη καʹ.
ζʹ. Σέλευκος ὁ Κεραυνὸς ἔτη γʹ.
ηʹ. Ἀντίοχος ὁ Μέγας ἔτη λϛʹ.
θʹ. Σέλευκος ὁ Φιλοπάτωρ ἔτη ιβʹ.
61

ιʹ. Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανὴς ἔτη ιαʹ.


ιαʹ. Ἀντίοχος ὁ Εὐπάτωρ ἔτος αʹ, μῆνας ϛʹ.

Προκόπιος εκκλ. Commentarii in Isaiam (2598: 004); MPG 87.2.Page


2613, line 34

Περὶ δὲ τῶν ἐθνῶν· «Δι' ὅτι ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου


δεδόξασται τὸ ὄνομά μου, ἐν τοῖς ἔθνεσι.» Τῆς δὲ
τούτων σωτηρίας αἴτιον· Ἥξει γὰρ ὡς ποταμὸς βί-
αιος καὶ ὀργὴ παρὰ Κυρίου. Ἥξει μετὰ θυμοῦ.
Ὀργῆς δὲ καὶ θυμοῦ οὔτε τὸ Ἑβραϊκὸν, οὔτε οἱ
λοιποὶ μέμνηνται. Οὐδὲ γὰρ εὔλογον ἐν ἀγαθῶν ἐπ-
αγγελίαις. Ὁ γὰρ Ἀκύλας φησὶν, Ὅτι ἐλεύσεται
ὡς ποταμὸς πνεῦμα Κυρίου σύσσημον ἑαυτῷ. Ὁ
δὲ Σύμμαχος· Ἥξει ὡς ποταμὸς θλίβων τὸ πνεῦ-
μα Κυρίου. Ἐπείγει καὶ ἥξει. Ὁ δὲ Θεοδοτίων· ἥξει
γὰρ ὡς ποταμὸς Πολιορκητής. Πνεῦμα Κυρίου
ἐσημειώθη ἐν αὐτῷ. Πῶς δὲ ὡς ποταμὸς βίαιος
ἥξει τὸ πνεῦμα Κυρίου, ἐδήλωσεν ἐν ταῖς Πράξε-
σιν, «Ὅτε συνηγμένων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐγένετο ἄφνω
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος, ὥσπερ φερομένης πνοῆς
βιαίας,» καὶ τὰ ἐπὶ τούτοις. Ὧν τέλος, καὶ τὸ, «Ἐπλη-
ρώθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου.»
Ἀλλὰ καὶ σημεῖον, φησὶν, ἑαυτῷ. Τοῦτο γὰρ τῆς
ἰδίας ἀναλήψεως ἔθετο σημεῖον λέγων· «Ἐὰν μὴ ἀπέλ-
θω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἔρχεται.» Καὶ πάλιν· Ὅτ' ἂν
ἀπέλθω, ἀποστελῶ ὑμῖν τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας.»

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Anna Comnène. Alexiade, 3 vols.”, Ed. Leib,


B.Paris: Les Belles Lettres, 1:1937; 2:1943; 3:1945, Repr. 1–
2:1967.Book 12, chapter 9, se. 3, line 3

στρατεύονται Ῥωμαίοις τότε δὴ αὐτῷ προσχωρήσαντες


διὰ τὴν τοῦ καιροῦ δυναστείαν καὶ δὴ καὶ πλείους τοῦ
γερμανικοῦ γένους καὶ ἀπὸ τῶν Κελτιβήρων. Τούτους γὰρ
ἅπαντας συλλεξάμενος ἐπὶ πάσης τῆς ἐντὸς Ἀδρίου
ὑφήπλωσε γῆς καὶ τὰ ἐφεξῆς ἅπαντα λῃσάμενος τῇ
Ἐπιδάμνῳ προσέβαλεν, ἣν Δυρράχιον ὀνομάζομεν, ταύτην
τὴν πόλιν σκοπὸν ἔχων ἑλεῖν κᾆθ' οὕτως τὴν ἐπὶ τάδε
μέχρι τῆς Κωνσταντίνου λῄσασθαι.
Δεινὸς δὲ ὢν εἴπερ ἄλλος τις εἰς πολιορκίαν ὁ Βαϊμοῦντος καὶ τὸν
62

Πολιορκητὴν ἐκεῖνον Δημήτριον ὑπερβαλλόμενος τὴν Ἐπί-


δαμνον πᾶσαν ἐν νῷ βαλλόμενος πάσας ὠδῖνας μηχανικὰς
κατὰ τῆς πόλεως ταύτης ἐκίνησε. Πρῶτα μὲν κύκλῳ περι-
βαλόμενος τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα καὶ τὰ ἐγγὺς καὶ πορρω-
τέρω τῆς πόλεως Δυρραχίου πολιορκῶν, καὶ ποτὲ μὲν
ὑπαντιαζόντων αὐτῷ στρατευμάτων ῥωμαϊκῶν, ποτὲ δὲ καὶ
ἐρημίας οὔσης τῶν ἀποκωλυόντων αὐτόν. Καὶ πολέμων
πολλῶν καὶ κλόνων ἐγγινομένων καὶ φόνων, καθάπερ ἄνωθεν
εἴρηται, πρὸς τὴν πολιορκίαν αὐτὴν τῆς πόλεως Δυρρα-
χίου ἀπέβλεψεν.

Joannes Malalas Chronogr., Chronographia “Ioannis Malalae


chronographia”, Ed. Dindorf, L.Bonn: Weber, 1831; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Page 197, line 19

ἡ θυγάτηρ τοῦ αὐτοῦ Διονύσου ἔτη κβʹ. ἐβασίλευσαν οὖν οἱ ιγʹ


Πτολεμαῖοι οἱ Μακεδόνες τῆς Αἰγυπτιακῆς χώρας ἁπάσης ἀπὸ
τοῦ Πτολεμαίου τοῦ Λάγου ἕως Κλεοπάτρας τῆς Διονύσου θυ-
γατρὸς ἔτη τʹ ἕως τοῦ ιεʹ ἔτους τῆς βασιλείας Αὐγούστου Καί-
σαρος τοῦ καὶ Ὀκταβιανοῦ Σεβαστοῦ Ἰμπεράτορος, τοῦ νική-
σαντος τὸν Ἀντώνιον καὶ τὴν αὐτὴν Κλεοπάτραν ἐν τῇ ἐπὶ χώρᾳ
ναυμαχίᾳ εἰς τὸν Λευκάτην τόπον καὶ φονεύσαντος αὐτοὺς καὶ
ὑποτάξαντος τὴν Αἴγυπτον πᾶσαν, καθὼς Εὐσέβιος ὁ Παμφί-
λου καὶ Παυσανίας οἱ χρονογράφοι συνεγράψαντο.
Τῆς δὲ Ἀσίας διετάξατο κρατεῖν καὶ βασιλεύειν Ἀντίγονον
τὸν λεγόμενον Πολιορκητὴν ἕως τῆς Κιλικίας καὶ τοῦ Δράκον-
τος ποταμοῦ τοῦ νυνὶ λεγομένου Ὀρόντου τοῦ διορίζοντος τὴν
Κιλικίαν χώραν καὶ τὴν Συρίαν, ὅστις Τυφῶν καὶ Ὀφίτης κα-
λεῖται.
Τῆς δὲ Συρίας καὶ Βαβυλωνίας καὶ Παλαιστίνης διετάξατο
κρατεῖν καὶ βασιλεύειν Σέλευκον τὸν Νικάτορα· ὅστις καὶ τῆς
Ἀσίας ἐβασίλευσε φονεύσας τὸν Ἀντίγονον. πόλεμον γὰρ συνέ-
βαλε μετ' αὐτοῦ, διότι ἔκτισε πόλιν πλησίον τῆς λίμνης καὶ τοῦ
ποταμοῦ τοῦ Δράκοντος, ἥντινα ἐκάλεσεν Ἀντιγονίαν. καὶ νική-
σας αὐτὸν ὁ Σέλευκος ἔλαβε καὶ τὴν Ἀσίαν πᾶσαν καὶ πάντα τὰ
διαφέροντα τοῦ αὐτοῦ Ἀντιγόνου. ὅστις Σέλευκος ἐπέτρεψε τῆς

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. Imperator Hist., De virtutibus et


vitiis (3023: 002)“Excerpta historica iussu imp. Constantini
Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 &
2”, Ed. Büttner–Wobst, T., Roos, A.G.Berlin: Weidmann, 2.1:1906;
2.2:1910.Volume 1, page 252, line 22
63

ἀλλ' ἐκ τῆς τῶν ἐπιγινομένων ἀσθενείας περιεποιεῖτο, πλεῖον δε-


δοικὼς τοὺς συμμάχους ἢ τοὺς πολεμίους. θαυμάσειε δ' ἄν τις
ἐν τούτοις τὸν Ἀγαθοκλέα, πῶς πρὸς ἅπαντας ὑπόπτως ἔχων
καὶ μηδέποτε μηδενὶ βεβαίως πιστεύσας πρὸς μόνον Δεινοκράτην
διετήρησε τὴν φιλίαν μέχρι τελευτῆς.
183. (20, 92, 1). Ὅτι οὐ μόνον τῷ μεγέθει τῶν μηχανῶν ὁ
Δημήτριος καὶ τῷ πλήθει τῆς ἠθροισμένης δυνάμεως ἐξέπληττε
τοὺς Ῥοδίους ἀλλὰ καὶ τὸ τούτου βίαιον καὶ φιλότεχνον ἐν ταῖς
πολιορκίαις. εὐμήχανος γὰρ ὢν καθ' ὑπερβολὴν ἐν ταῖς ἐπινοίαις
καὶ πολλὰ παρὰ τὴν τῶν ἀρχιτεκτόνων τέχνην παρευρίσκων ὠνο-
μάσθη μὲν Πολιορκητής, τὴν δὲ ἐν ταῖς προσβολαῖς ὑπεροχὴν καὶ
βίαν τοιαύτην εἶχεν, ὥστε δόξαι μηδὲν οὕτως ὀχυρὸν εἶναι τεῖχος,
ὃ δύναιτ' ἂν τὴν ἀπ' ἐκείνου τοῖς πολιορκουμένοις ἀσφάλειαν
παρέχεσθαι. ἦν δὲ καὶ τῇ ψυχῇ μετέωρος καὶ μεγαλοπρεπὴς καὶ
καταφρονῶν οὐ τῶν ἄλλων μόνον ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν ταῖς δυνα-
στείαις ὄντων.
184. (21, 1, 1). Ὅτι Ἀντίγονος ὁ βασιλεὺς ἐξ ἰδιώτου γενό-
μενος δυνάστης καὶ πλεῖστον ἰσχύσας τῶν καθ' αὑτὸν βασιλέων
οὐκ ἠρκέσθη ταῖς παρὰ τῆς τύχης δωρεαῖς, ἀλλ' ἐπιβαλόμενος
τὰς τῶν ἄλλων βασιλείας εἰς αὑτὸν ἀδίκως περιστῆσαι τὴν ἰδίαν
ἀπέβαλεν ἀρχὴν ἅμα καὶ τοῦ ζῆν ἐστερήθη.

Γεώργιος Σύγγελος Χρνικόν. Ecloga chronographica (3045: 001)


“Georgius Syncellus. Ecloga chronographica”, Ed. Mosshammer, A.A.
Leipzig: Teubner, 1984.Page 320, line 23

Ἐλατείᾳ θανών, Ἀντίπατρος δὲ Θεσσαλονίκην ἀνελὼν τὴν ἰδίαν μητέρα


συμπράττουσαν Ἀλεξάνδρῳ τἀδελφῷ περὶ τῆς βασιλείας εἰς Πόντον
φεύγει πρὸς Λυσίμαχον καὶ ἀναιρεῖται ὑπ' αὐτοῦ, καίπερ γήμας θυγατέρα
αὐτοῦ. Ἀλέξανδρος δὲ Λυσάνδραν τὴν Πτολεμαίου γαμεῖ, παρὰ
Δημητρίου δὲ ἀναιρεῖται τοῦ Πολιορκητοῦ, συμμαχήσειν κατὰ
Ἀντιπάτρου τοῦ νεωτέρου ἀδελφοῦ τοῦτον προσκαλεσάμενος, καὶ ἄρχει
Μακεδόνων Δημήτριος.
Ὁ Ἀντιγόνου μὲν παῖς οὗτος τοῦ τὴν μικρὰν κληρωσαμένου Φρυγίαν,
ὡς ἀνωτέρω προείρηται, φοβερωτάτου δὲ τῶν τότε κατὰ τὴν Ἀσίαν
βασιλέων, ὃς καὶ ἐν Φρυγίᾳ θνήσκει πάντων αὐτῷ διαφόρων ἐπιτεθέντων
δυναστῶν, ἔτη ιηʹ τῆς βασιλείας κρατήσας· Πολιορκητὴς δὲ ἐπικληθεὶς
διὰ τὸ μετὰ θάνατον Ἀντιγόνου τοῦ πατρὸς ἐν Ἐφέσῳ διασωθῆναι
64

φυγάς, ἡνίκα τῆς ὅλης Ἀσίας ἀποσφαλεὶς ὤφθη δεινότατος ἐν τῇ


πολιορκίᾳ βασιλεύσας ἁπάντων τῶν τηνικαῦτα.
Οὗτος τῆς μὲν Ἀσίας τῆς μικρᾶς ἔτη ιζʹ, Μακεδόνων δὲ ϛʹ ἐβασίλευσεν
ἔτη μόνα μετὰ τὸ ἀνελεῖν Ἀλέξανδρον τὸν Κασάνδρου, καὶ ἐκβάλλεται
τῆς ἀρχῆς ὑπὸ Πύρρου βασιλέως Ἠπείρου, υἱοῦ μὲν Αἰακοῦ τοῦ Ἠπειρώ
του δυνάστου διαδεξαμένου τὴν Ἠπειρωτικὴν ἀρχὴν ἀπ' αὐτοῦ, εἰκοστοῦ
δὲ καὶ τρίτου ἀπὸ Ἀχιλλέως τοῦ Θέτιδος καὶ Πηλέως, ἀνδρὸς καὶ χειρὶ
δυνατοῦ καὶ εὐβουλίᾳ στρατηγικοῦ· ὃς Πύρρος ἐκβαλὼν Δημήτριον, ὡς
προσηκούσης αὐτῷ τῆς Μακεδόνων ἀρχῆς μετὰ τὸ γένος Φιλίππου διὰ

Γεώργιος Σύγγελος Χρνικόν. Ecloga chronographica Page 321, line 13

δυνατοῦ καὶ εὐβουλίᾳ στρατηγικοῦ· ὃς Πύρρος ἐκβαλὼν Δημήτριον, ὡς


προσηκούσης αὐτῷ τῆς Μακεδόνων ἀρχῆς μετὰ τὸ γένος Φιλίππου διὰ
Ὀλυμπιάδα τὴν Ἀλεξάνδρου τοῦ κτίστου μητέρα φέρουσαν ἐκ Πύρρου
τοῦ
καὶ Νεοπτολέμου παιδὸς Ἀχιλλέως τὸ γένος, ἐκράτησε Μακεδόνων
μῆνας ζʹ.
Λυσίμαχος δὲ ὁ Θετταλὸς Ἀγαθοκλέους παῖς, εἷς τῶν Ἀλεξάνδρου
δορυφόρων, Θρᾴκης τε καὶ Χερρονήσου τῆς λοιπῆς τε βασιλεύων
ὁμόρου
χώρας, τῷ Πόντῳ καὶ τῇ Μακεδονίᾳ ταύτῃ ἐπιδραμὼν ὡς γείτονι,
Πύρρον μὲν διεδέξατο, αὐτὸς δὲ ἐβασίλευσε Μακεδόνων ἔτη εʹ καὶ
μῆνας
ϛʹ. οὗτος ἡττηθεὶς ἐν τῇ πρὸς Σέλευκον τὸν Νικάτορα μάχῃ βασιλέα
Συρίας καὶ Ἀσίας, τὸν αἰχμάλωτον ἑλόντα καὶ τὸν Πολιορκητὴν Δημή-
τριον, ἐκπίπτει τῆς ἀρχῆς.
Φανεροῦ δὴ ὄντος τοῦ τρόπου, καθ' ὃν Ἀντίγονός τε ὁ τῆς μικρᾶς
Φρυγίας καὶ Παμφυλίας καὶ Λυκίας ἄρξας εὐθὺς μετὰ Ἀλέξανδρον
τέθνηκε, καὶ ὅπως ὁ τούτου παῖς Δημήτριος δόλῳ κρατήσας Μακεδόνων
ὑπὸ Πύρρου ἐξεβλήθη, αἰχμάλωτός τε ἁλοὺς ὑπὸ Σελεύκου ἐν Κιλικίᾳ
τηρούμενος βασιλικῶς θνήσκει, καὶ αὖθις ὁ Λυσίμαχος Πύρρον ἐκβαλὼν
Μακεδόνων ἐβασίλευσεν ὑπὸ Σελεύκου τε τοῦ Νικάτορος
καταπολεμηθεὶς
ἐκπέπτωκε τῆς ἀρχῆς, ὑπολείπεται δεῖξαι καὶ Σέλευκον ὅπως τῆς
βασιλείας ἔτυχε. Πτολεμαῖος ὁ Λάγου πρῶτος τῆς Αἰγύπτου μετὰ
Ἀλέξανδρον βασιλεύ

Γεώργιος Σύγγελος Χρνικόν. Ecloga chronographica Page 325, line 25

ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΣ
65

Μακεδόνων αʹ ἐβασίλευσε μετὰ Ἀλέξανδρον Φιλίππου ὁ Ἀριδαῖος


ἔτη ζʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵εροαʹ.
Πολυπέρχης υἱὸς Ἀντιπάτρου ἀνεῖλε τὸν Ἀριδαῖον.
Μακεδόνων βʹ ἐβασίλευσε Κάσανδρος ἔτη ιθʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος
͵εροηʹ.
Μακεδόνων τρεῖς ἐβασίλευσαν παῖδες Κασάνδρου Φίλιππος καὶ
Ἀλέξανδρος καὶ Ἀντίπατρος ἔτη γʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵ερϙζʹ.
Μακεδόνων δʹ ἐβασίλευσε Δημήτριος ὁ Ἀντιγόνου Πολιορκητὴς ὁ καὶ
τῆς Ἀσίας ἔτη ϛʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵εςʹ.
Μακεδόνων εʹ ἐβασίλευσε Πύρρος μῆνας ζʹ.
Μακεδόνων ϛʹ ἐβασίλευσε Λυσίμαχος ἔτη γʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος
͵εςϛʹ.
Μακεδόνων ζʹ ἐβασίλευσε Πτολεμαῖος ὁ Λάγου ἔτος αʹ. τοῦ δὲ κόσμου
ἦν ἔτος ͵εσιʹ.
Μακεδόνων ηʹ ἐβασίλευσε Πτολεμαῖος Μελέαγρος ἀδελφὸς Πτο-
λεμαίου τοῦ Λάγου μῆνας βʹ.
Τὴν Μακεδονίας ἀρχὴν Μελέαγρος παραλαμβάνει μετὰ τὴν ἀναίρεσιν
Πτολεμαίου τοῦ Λάγου ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὃν εὐθὺς ἐκβάλλουσι Μακεδόνες
μετὰ μῆνας βʹ ὡς ἀνάξιον φανέντα, καὶ ἀντ' αὐτοῦ βασιλεύουσιν

Γεώργιος Σύγγελος Χρνικόν. Ecloga chronographica Page 329, line 19

ΑΣΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

Ἀσίας αʹ μετὰ Ἀλέξανδρον Ἀντίγονος ἐβασίλευσεν ἔτη ιηʹ. τοῦ δὲ κό-


σμου ἦν ἔτος ͵εροαʹ.
Ἡ τῶν Μακκαβαίων ἱστορικὴ γραφὴ τοὺς Ἑλλήνων βασιλεῖς ἀπὸ Ἀντι-
γόνου ἀριθμεῖ, ἣν Ἰώσηππος ἔγραψεν, ἥτις τῶν μὲν θεοπνεύστων οὐκ
ἔστι, χρησίμη δὲ πάνυ πέφυκεν.
Ἀντίγονος Ἀντιγονίαν τὴν πρὸς τῷ Ὀρέντῃ ποταμῷ ἔκτισεν, ἣν Σέλευ-
κος ἐπικτίσας Ἀντιόχειαν ὠνόμασεν.
Ἀσίας μόνης βʹ Δημήτριος ὁ Πολιορκητής, Ἀντιγόνου παῖς, ἔτη ιʹ. τοῦ
δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵ερπθʹ.
Δημήτριον τὸν Πολιορκητὴν ὁ Σέλευκος λαβὼν ἐν Κιλικίᾳ βασιλικῶς
τηρεῖσθαι προσέταξεν ἕως θανάτου, ὑπὸ χεῖρα τὴν τῆς Ἀσίας ἀρχὴν κτη-
σάμενος. ἐκβαλὼν δὲ καὶ Λυσίμαχον τῆς Μακεδόνων ἀρχῆς, ἀναιρεῖται
τάχιστα ὑπὸ τοῦ Λάγου Πτολεμαίου τοῦ καὶ Κεραυνοῦ. καὶ κρατεῖ Μα-
κεδόνων ὁ αὐτὸς Πτολεμαῖος ἔτος αʹ μῆνας εʹ, καὶ ἀναιρεῖται κατὰ τὸν
Γαλατικὸν πόλεμον.
Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς τὴν πόλιν Σαμαρέων ἐπόρθησεν.
Μένανδρος ὁ κωμικὸς ἐτελεύτησεν.
66

Ὁ Σάραπις ἢ ὁ Σόραπις ἢ ὁ Σείραπις κατά τινας ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἱδρύνθη.


Μία τῶν ἐν Ῥώμῃ παρθένων ἀνῃρέθη φθαρεῖσα.
Ῥωμαῖοι Κρότον ἔλαβον.
Ἐν Ῥώμῃ πρῶτον ἀργυροῦν ἐκόπη νόμισμα.
Ῥωμαῖοι Καλαβρίαν ἔλαβον καὶ ὑπέταξαν καὶ Μεσσήνην.
Ἄρατος ποιητὴς ἐγνωρίζετο, ὃς ἔγραψε τὰ Φαινόμενα.
Οἱ βασιλεῖς Ποντίων ιʹ κατὰ τούτους ἦρξαν τοὺς χρόνους διαρκέσαντες
ἔτη σιηʹ. περὶ ὧν Ἀπολλόδωρος καὶ Διονύσιος ἱστοροῦσι.

Νικήτας Χωνιάτης Historia (= Χρονικὴ διήγησις) (3094: 001)“Nicetae


Choniatae historia, pars prior”, Ed. van Dieten, J.Berlin: De Gruyter,
1975; Corpus fontium historiae Byzantinae 11.1. Series
Berolinensis.Reign Andron1,pt2, page 347, line of page 4

σης τῆς πύλης, ἥτις Καρέα λέγεται, τρέπεται πρὸς φυγὴν καὶ τὸ φοινικο-
βαφὲς πέδιλον τοῦ ποδὸς ἀφελιξάμενος καὶ τὸ ἀρχαῖον αὐτῷ περιφύλαγ-
μα τὸν σταυρὸν ὁ θεοβλαβὴς ἀποτραχηλισάμενος ἐκεῖ που καὶ πῖλον
βαρβαρικὸν τῇ κεφαλῇ περιθέμενος, ὃς ἐς ὀξὺ λήγων πυραμίδι εἴκασται,
τὴν βασιλικὴν εἴσεισιν αὖθις τριήρη, δι' ἧς ἐκ τοῦ Μηλουδίου πρὸς τὸ
μέγα παλάτιον ἐσαφίκετο. καὶ γενόμενος αὖθις κατὰ τὸ αὐτὸ κατάντημα,
δύο ἐκ τῶν γυναικῶν προσλαβόμενος, Ἄνναν τὴν ἁρμοσθεῖσαν Ἀλεξίῳ
τῷ βασιλεῖ, ἐκείνου δὲ γενομένου ἐξ ἀνθρώπων ᾧ εἰρήκειμεν θανάτῳ
γαμηθεῖσαν Ἀνδρονίκῳ, καὶ τὴν ἑταιρίδα Μαραπτικήν, ἧς ἐνεθουσία
τῷ ἔρωτι καὶ προσπαθῶς εἶχεν Ἀνδρόνικος ὡς οὐδὲ πάλαι τῆς Λαμίας ὁ
Πολιορκητὴς Δημήτριος, ἣν Πτολεμαῖον καταγωνισάμενος ἐν Κύπρῳ
ἔλαβε δορυάλωτον αὐλοῦσαν οὐκ εὐκαταφρονήτως, ἤλαυνε κατὰ κράτος
ἣν προέθετο. ᾑρετίσατο δὲ τὴν ἐπὶ τοὺς Ταυροσκύθας πᾶσαν ἐπαρχίαν
Ῥωμαϊκὴν καὶ τοπαρχίαν ἄλλην ἐθνικὴν ὡς ἐπίβουλον ἀθετήσας.
Καὶ τοῦτον μὲν τὸν τρόπον Ἀνδρόνικος τῆς Ῥωμαϊκῆς ἀρχῆς
ἀπεσφαίριστο, Ἰσαάκιος δὲ τῶν ἀρχείων εἴσω παρελθὼν καὶ βασιλεὺς
αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων ὑπὸ τῶν συνεληλυθότων ὄχλων αὖθις ἀναρ-
ρηθεὶς στέλλει τοὺς ὀπίσω Ἀνδρονίκου καταδιώξοντας. τὸ δὲ τοῦ δήμου
πολύ, ἐπειδὴ τὰ ἀνάκτορα ἄνετα ἐγεγόνεισαν καὶ οὐδεὶς ἦν ὁ κωλύσων
αὐτοὺς ἢ ἀπάξων τοῦ δρᾶν οἷα καὶ ὅσα βούλοιντο, διαρπάζουσιν οὐ
μόνον ὁπόσα χρήματα εὕραντο παρὰ τοῖς Χρυσιοπλυσίοις ἔτι τα

Φώτιος Βιβλιοθήκη “Photius. Bibliothèque, 8 vols.”, Ed. Henry,


R.Paris: Les Belles Lettres, 1:1959; 2:1960; 3:1962; 4:1965; 5:1967;
6:1971; 7:1974; 8:1977.Codex 245, Bekker page 397b, line 16
67

Ὅτι Ἀθηναῖοι, πολιορκοῦντος αὐτοὺς Φιλίππου, γραμματοφόρους


ἑλόντες, τὰς μὲν ἄλλας ἀνέγνωσαν ἐπιστολάς, μόνην δὲ τὴν Ὀλυμπιάδος
οὐκ ἔλυσαν, ἀλλ' ὥσπερ ἦν, κατασεσημασμένην πρὸς ἐκεῖνον
ἀπέλυσαν.
Ὅτι οὐδέν φησιν οὕτω βασιλεῖ προσήκειν ὡς τὸ τῆς δίκης ἔργον.
Ἄρης μὲν τύραννος, ὥς φησι Τιμόθεος, νόμος δὲ πάντων βασιλεὺς κατὰ
Πίν-δαρόν ἐστιν.
Ὅτι μέχρι Δημητρίου τοῦ Ἀντιγόνου παιδός, ὃς καὶ Πολιορκητὴς
ἐπωνομάζετο, οὐδεὶς εἶδεν ἀνθρώπων οὔτε πεντεκαιδεκήρη ναῦν
πρότερον οὔτε ἑκκαιδεκήρη· ὕστερον δὲ καὶ τεσσαρακοντήρη
Πτολεμαῖος ὁ Φιλοπάτωρ ἐναυπηγήσατο, μῆκος διακοσίων ὀγδοή-
κοντα πηχῶν, ὕψος δὲ ἕως ἀκροστολίου πεντήκοντα δυεῖν δεόντων,
ναύταις δὲ χωρὶς ἐρετῶν ἐξηρτυμένην τετρακοσίοις, ἐρέταις δὲ
τετρακισχιλίοις, χωρὶς δὲ τούτων ὁπλίτας δεχομένην ἐπί τε τῶν παρόδων
καὶ τοῦ καταστρώματος ὀλίγῳ τρισχιλίων ἀποδέοντας.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (4083: 001)“Eustathii


archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri Iliadem
pertinentes, vols. 1–4”, Ed. van der Valk, M.Leiden: Brill, 1:1971;
2:1976; 3:1979; 4:1987.Volume 1, page 53, line 4

τῷ ποιητῇ καὶ ἄλλα οὐκ ὀλίγα, εἰ καὶ οἱ νῦν στρυφνοὶ λογισταὶ τῶν
στιχουργούν-
των μονόχρονα τὰ τοιαῦτα εἶναι θέλουσιν. Ἀπόλλων δὲ παρὰ τοῖς
παλαιοῖς
οὐκ εὐφήμως μέν, ὅμως δὲ φοβερώτερον ὁ ἥλιος, εἰς ὃν ἀναφέρεται τὰ
λοιμώδη
νοσήματα. ὥσπερ γὰρ Ποσειδῶν πῇ μὲν σεισίχθων τὸ φοβερόν, πῇ δὲ
ἀσφάλιος
τὸ εὔφημον, οὕτω καὶ ἥλιος πῇ μὲν ἀπόλλων, πῇ δὲ ἀλεξίκακος.
εὐκράτως μὲν
γὰρ ἔχουσαι διὰ τοῦ ἡλίου αἱ ὧραι ὑγείας εἰσὶν αἴτιαι, δυσκράτως δὲ
διακείμεναι
ἀπόλλουσιν. οὕτω δὲ καὶ φωσφόρος ὢν ὁ αὐτὸς ἥλιος ὅμως νυκτὶ
ἐοικέναι μετ'
ὀλίγα λεχθήσεται διὰ τὴν νοσερὰν ἢ νοτίαν τοῦ ἀέρος κατάστασιν. ὅτι δέ
τινες ἐπελέγοντο τὰ φοβερὰ ἐπίθετα, δηλοῦσι καὶ οἱ ἐν ταῖς ἱστορίαις
βασιλεῖς, ὁ Πολιορκητὴς καὶ ὁ Κεραυνός· καὶ ὁ Ἄρης δὲ ἀπὸ τοῦ
βλάπτειν ὀνομασθῆναι δοκεῖ, ἐπεὶ καὶ βροτολοιγὸς ὁ αὐτός. τινὲς μέντοι
ἐκ τοῦ ἀπολύειν παράγουσι τὸ Ἀπόλλων, ἵνα ᾖ μᾶλλον εὐφημότερον
ἀπολύων τοὺς ἐν κατοχῇ κακώσεων. διὸ
Μιλήσιοι κατὰ τὸν Γεωγράφον καὶ Δήλιοι Οὔλιον τιμῶσιν Ἀπόλλωνα
68

ἤγουν
ὑγιαστικόν· οὔλειν γὰρ τὸ ὑγιαίνειν· ὡς καὶ Ἄρτεμις, φησίν, ἀπὸ τοῦ
ἀρτεμέας
ποιεῖν, ὅ ἐστιν ὑγιεῖς. οὐκ ἔστι δὲ ὁ Ἀπόλλων μετοχικόν· ἐκλίνετο γὰρ ἂν
Ἀπόλλοντος ὡς λέοντος· ἀλλὰ μάλιστα ῥηματικὸν ὡς τὸ Ἀγάλλωνος καὶ
εἴ τι τοιοῦτον. φυλάσσει δὲ τὸ ω ἐν τῇ γενικῇ ὡς καὶ πάντα τὰ εἰς λων
ὀνόματα λήγοντα.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 143, line 5

διδόναι, ὁ δὲ δῶρα ἀφαιρεῖται· ἢ καὶ ἄλλως δῶρα τὰ γέρα. τὸ γὰρ γέρας


δῶρον πάντως τοῖς ἀριστεῦσιν οὐ κλήρῳ λαγχάνον, ἀλλὰ πρὸς χάριν
διδόμενον.
ὁ γοῦν τὸ ἀλλότριον ἀφαιρούμενος γέρας δῶρον ἀφαιρεῖται, ὃ δὴ ἐπὶ τῆς
Βρισηΐδος ἠπείληται καὶ γεγένηται εἰς Ἀχιλλέα. εἰ δὲ μὴ εὕρηται καὶ
ἕτερος
τοῦτο πεπονθώς, ἀλλὰ τυχὸν μὲν κατὰ τὸ σιωπώμενον γεγόνασι καὶ ἐπ'
ἄλλοις
τὰ ὅμοια· τέως γε μὴν παρὰ τῷ ποιητῇ καὶ ἐκ μιᾶς πείρας καθολικόν τι
πολ-
λάκις συνάγεται κατὰ πιθανότητα. Ἀλέξανδρος οὖν διὰ μίαν γυναῖκα τὴν
Ἑλένην, ἧς αὐτὸς πεπείραται, καλλιγύναικα τὴν Ἑλλάδα καλεῖ. καὶ
Μενέλαος
δὲ τοὺς Πριαμίδας ὑπερφιάλους καὶ ἀπίστους λέγει ἑνὸς τοιούτου
πεπειραμένος
τοῦ Πάριδος. καὶ Ὀδυσσέα δὲ ὁ ποιητὴς διὰ μιᾶς πόλεως ἅλωσιν
πτολίπορθον
πολλαχοῦ λέγει ἅπαξ που τὸν ὄντως Πολιορκητὴν Ἀχιλλέα τοιούτου
καταξιώσας
ὀνόματος. [Ἐνθυμητέον δὲ ὡς ἔχουσί τι συγγενὲς οἵ τε παρ' Ἡσιόδῳ
δωροφάγοι
βασιλεῖς καὶ ὃς δὲ καθ' Ὅμηρον δῶρ' ἀποαιρεῖται, καὶ ὅτι ἡ σύνθεσις τοῦ
ἀποαιρεῖται ὁμοία τῇ τοῦ «ἀποαίρεο κούρην».] (v. 231) Ὅτι Ἀχιλλεὺς
οὐκ ἂν
ὡς εἰς μόνον ἑαυτὸν ἀδίκου πειραθεὶς τοῦ βασιλέως οἷα δαπανήσαντός τι
τῶν
αὐτοῦ, δημοβόρον αὐτὸν καλεῖ. οὐ γὰρ ἂν εὖ τοῦτο λέγοι, μὴ καὶ θυμῷ

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 510, line 18

καὶ χώρα, ὡς δηλοῖ ὁ Γεωγράφος εἰπών, ὅτι τῆς Φηρῆς χώρας μέρος καὶ
69


Μεσσηνία. Φειαὶ δὲ πόλις τῆς Ἤλιδος. ῥηθήσεται δέ τι περὶ τῶν Φερῶν
καὶ
ἑξῆς ἐν τῷ τῶν Μαγνήτων καταλόγῳ. ὁ δὲ Γεωγράφος λέγει καί, ὅτι
ἐξαρθεῖσαί
ποτε αἱ Φεραὶ συνεστάλησαν ὕστερον καὶ ὅτι αἱ Φεραὶ τῶν Πελασγικῶν
πεδίων πέρας πρὸς τὴν Μαγνησίαν καὶ ὅτι ἐπίνειον Φερῶν Παγασαί, ἀπὸ
τῆς
ἐκεῖ ναυπηγίας τῆς Ἀργοῦς ἢ ἀπὸ τῶν πηγῶν, αἳ πολλαὶ ῥέουσιν ἐκεῖ.
Βοιβηῒς
δὲ λίμνη Θετταλικὴ κατὰ τὸν Γεωγράφον, ἐλάττων τῆς Νεσωνίδος καὶ
πλησιε-στέρα τῇ παραλίᾳ. λέγει δὲ ὁ αὐτὸς καί, ὅτι Βοιβηῒς λίμνη
πλησιάζουσα Φεραῖς καὶ Βοίβη χωρίον ἐπὶ τῆς λίμνης κείμενον. ἀλλαχοῦ
δὲ ταῖς ἑπτὰ πόλεσιν, ἃς εἰς Δημητριάδα συνῴκισεν ὁ Πολιορκητὴς
Δημήτριος, καὶ τὴν Βοίβην συναριθμεῖ.
ἐν ἄλλοις δὲ λέγει, ὅτι ἐπείπερ ἡ Βοίβη μία τῶν περιοικίδων ημητριάδος,
ἀνάγκη καὶ τὴν Βοιβηΐδα λίμνην πλησίον εἶναι. Σημείωσαι δὲ ὅτι, ἐπειδὴ
ἐφάνη ἀνωτέρω ἡ Βοιβηῒς οὐ μακρὰν οὖσα τῆς Νεσωνίδος – λέγει δέ που
ὁ Γεωγρά-φος, ὅτι τὴν Νεσωνίδα ὑπερκλύζων ὁ ποταμὸς ἀφῃρεῖτό τι τῆς
ἀροσίμου τοὺς Λαρισσαίους – ἔστι νοῆσαι φανερῶς οὐ πόρρω Λαρίσσης
τήν τε Νεσωνίδα τήν τε Βοιβηΐδα, ἥτις, ὡς εἰκός, ἀπὸ τῆς ῥηθείσης
Βοίβης παράγεται. εἰ δὲ καὶ πλησίον Φερῶν ἡ Βοιβηΐς, ὡς ἐρρέθη, οὐκ
ἄρα Φεραὶ κατά τινας αἱ νῦν Σέρραι.
Εἴρηται δέ, φασί, Βοίβη ἀπὸ Βοίβου, υἱοῦ Γλαφύρου, τοῦ τὰς Γλαφύρας
κτίσαντος, ὡς ἱστορεῖ ὁ ἀπογραψάμενος τὰ Ἐθνικά, ὃς λέγει καί, ὅτι ἐστὶ
καὶ Κρητικὴ Βοίβη καὶ Μακεδονικὴ δὲ λίμνη Βοίβη καί, ὅτι ἡ ῥηθεῖσα

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 1, page 518, line 13

ἤγουν τὸ Τίτανον ὄρος. Ἔχει δέ τι ἀστεῖον ἐνταῦθα ἡ ῥηθεῖσα τροπή. τὸ


γὰρ λευκὰ κάρηνα ὡς ἐπὶ πολιᾶς εἴρηται κεφαλῆς. (v. 734) Ὀρμένιον δὲ
πόλις Θετταλικὴ μεταξύ, φασί, Φερῶν καὶ Λαρίσσης, ὅθεν ὁ Φοῖνιξ δοκεῖ
τισι φυγεῖν
εἰς Φθίαν, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ ῥηθήσεται. ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Ὀρμένου,
πατρὸς
Ἀμύντορος, οὗ παῖς Φοῖνιξ, ὁ τοῦ Ἀχιλλέως τροφεύς. διὸ καὶ τὸ περὶ
αὐτοῦ
Ὁμηρικὸν ἔπος, ὥς που εἰρήσεται, οὕτω τινὲς ἔγραφον «οἷον ὅτε πρῶτον
λίπον
Ὀρμένιον πολύπυρον». ὁ δὲ Γεωγράφος φησίν, ὅτι Ὀρμένιον τὸ νῦν
Ὀρμίνιον.
ἔστι δὲ κώμη ὑπὸ τῷ Πηλίῳ κατὰ τὸν Παγασιτικὸν κόλπον, μία τῶν
70

συνῳκι-
σμένων πόλεων εἰς τὴν Δημητριάδα. καὶ πάλιν ὁ αὐτός, ὅτι τῶν
περιοικίδων
Δημητριάδος ἐστὶ καὶ τὸ Ὀρμένιον, ἀπέχον Δημητριάδος πεζῇ σταδίους
εἰκοσιεπτά. ἣν ἔκτισε, φησί, Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς ἐπώνυμον
ἑαυτοῦ, ἐπὶ
θαλάσσης συνοικίσας εἰς αὐτὴν τὰς πλησίον πολίχνας, Παγασάς,
Ὀρμένιον,
Σηπιάδα, Βοίβην, Ἰωλκὸν καὶ ἑτέρας. Ἰστέον δὲ ὅτι ἐντεῦθεν εἶναι δοκεῖ

Θετταλὸς Ἰάσων. Ὁ γοῦν Γεωγράφος ἱστορῶν τινας τῷ Ἰάσωνι μέχρι
Κασπίας συμπλεύσαντάς φησιν, ὅτι ὅδε ἦν ἐξ Ὀρμενίου πόλεως τῶν περὶ
Βοιβηΐδα λίμνην. Ὑπέρεια δὲ κρήνη ἐν μέσῃ τῇ τῶν Φεραίων πόλει.
ὠνόμασται
δὲ ἀπὸ Ὑπέρητος, υἱοῦ Λυκάονος. ἔστι δὲ καὶ Σικελικὴ πόλις. ἡ μέντοι
Ὑπερησία πόλις Ἀχαίας. ὁ Γεωγράφος δὲ δύο κρήνας οἶδε, Μεσσηΐδα καὶ
Ὑπέρειαν, πλησίον τῆς πόλεως Ἑλλάδος καὶ Φαρσάλων. (v. 735)
Ἀστέριον δὲ πόλις καὶ αὕτη Θετταλικὴ ἢ ἀπὸ Ἀστερίου τινὸς ἥρωος ἢ διὰ
τὸ λαμπρόν. ἐφ' ὑψηλοῦ γάρ, φασί, κειμένη τοῖς πόρρωθεν ὡς ἀστὴρ
φαίνεται.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Volume 2, page 16, line 15

τοῦ Ἄρης. Ὡς γὰρ οὐκ ἂν Ἀττικοὶ ἐπεκτείναντες ἐροῦσιν ἀπὸ τοῦ


Σωκράτεος Σωκράτεως διὰ τοῦ ω μεγάλου, ἀλλ' οὐδὲ Ἴωνες Σωκράτηος,
οὕτως οὐδὲ ἀπὸ τοῦ Ἄρης Ἄρεος τοιοῦτόν τι γενήσεται. ἀλλὰ μὴν
εὑρίσκομεν καὶ Ἄρηος καὶ Ἄρηϊ κρατερῷ καὶ Ἄρηα. Λεκτέον οὖν ὅτι
Ἀττικοὶ καὶ Ἴωνες ἑτέραν κατάληξιν, φησίν, ὑποστησάμενοι, οὕτω
πεποίηνται ταύτην τὴν κλίσιν. Ἔσται δὴ καὶ Ἄρευς εὐθεῖα, ἥτις παρ'
Ὁμήρῳ μὲν οὐκ ἔστι, παρὰ δὲ Ἀλκαίῳ εὑρέθη, οὗ καὶ χρῆσιν προαγαγὼν
λέγει καί, ὅτι βεβαρυτόνηται μόνον ἐκ πάντων
τῶν εἰς ευς ὡς Αἰολικόν. Αἰολέων γὰρ ἴδιον τὸ βαρυτονεῖν. καὶ τοιαῦτα
μὲν τὰ τοῦ Ἡρῳδιανοῦ. Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι τὸ τειχεσιπλῆτά τινες διὰ τοῦ β
γράφουσιν. ἀμφοτέρων δὲ μία ἔννοια. ἔστι γὰρ τειχεσιπλήτης μέν, ὡς ἄν
τις εἴπῃ, Πολιορκητής, ὁ τοῖς τείχεσι πλησιάζων ἐπὶ πορθήσει,
τειχεσιβλήτης δὲ ὁ καταβάλ-
λων τὰ τείχη. [Καὶ ὅτι βροτολοιγός κοινότερον μὲν ὁ ἀνδροφόνος,
δύναται δέ ποτε σκωφθῆναι τοιοῦτος καὶ ὁ ἄτεχνος ἰατρός. Ὁ δὲ
Κωμικός, φασί, βροτο-λοιγόν ἰδίως που ἔφη τὸν καὶ αἰσχρολοιχόν
λεγόμενον κατὰ ἀναλογίαν τοῦ ματιολοιχοῦ διὰ τὸ τοὺς τοιούτους
παραιτίους γίνεσθαι τοῦ μὴ κύειν τὰς γυναῖκας καὶ οὕτως ἐπ' ὀλέθρῳ
βροτῶν εἶναι. Ἡ δὲ τὰ τοιαῦτα μεθοδεύουσα βλασφημία, ἥν, φασί,
71

κατεδείξατο μὲν Ὅμηρος ἀρχῆθεν καὶ οἱ τῷ χρόνῳ ἐγγὺς αὐτοῦ ποιηταί,


ἐπηύξησαν δὲ ὕστερον κωμικοί τε καὶ ῥήτορες, ἔστι δ' ὅποι καὶ τῶν
συγγραφέων τινὲς καὶ ἄλλας λέξεις ὁμοίως ἐκαινοτόμησαν, ὡς
ἑξῆς που φανεῖται.] Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι τὸ μιαιφόνος οὐδ' ἐνταῦθα ἐπὶ
ὕβρει κεῖται. τί γὰρ ἔδει μάτην οὕτω καὶ οὐκ ἐν καιρῷ λοίδορον εἶναι τὴν
Ἀθηνᾶν;

Θεοδώρετος θεολόγος Commentaria in Isaiam (4089: 008)


“Théodoret de Cyr. Commentaire sur Isaïe, vols. 1–3”, Ed. Guinot, J.–N.
Paris: Cerf, 1:1980; 2:1982; 3:1984; Sources chrétiennes 276, 295, 315.
Se. 20, line 35

Οὐ πρέσβυς οὐδὲ ἄγγελος ἀλλ' (αὐ)τὸς ὁ κύριος ἔσωσεν


αὐτοὺς διὰ τὸ ἀγαπᾶν αὐτοὺς καὶ φείδεσθαι αὐτῶν, αὐτὸς
ἐλυτρώσατο αὐτοὺς (καὶ) ἀνέλαβεν αὐτοὺς καὶ ὕψωσεν
αὐτοὺς πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ αἰῶνος. Διὰ τούτους φησὶ
καὶ τῶν ἄλλ[ων] τῶν παρανομούντων ἠνέσχετο καὶ πάντων
προμηθούμενος διετέλεσε καὶ παντοδαπῆς αὐτοὺς προνοίας
[ἠξί]ωσεν οὐκ ἀγγέλοις διακόνοις τῆς σωτηρίας χρησάμενος
ἀλλ' αὐτὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως ἀναδεξάμενος τὸ μυστήριον.
[Τὸ δέ·] Οὐ πρέσβυς οὐδὲ ἄγγελος, ὁ Θεοδοτίων «Οὐ
Πολιορκητὴς οὐδὲ ἄγγελος» ἔφη. Οὐδενὶ γὰρ ἄλλῳ τὸν
ὑπὲρ [ἡμῶν] ἐνεχείρισε πόλεμον ἀλλ' αὐτὸς ἐπολέμησεν,
αὐτὸς ἠρίστευσεν, αὐτὸς κατέλυσε τοῦ τυράννου τὸ κράτος.
10(Αὐ)τοὶ δὲ ἠπείθησαν καὶ παρώξυναν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον αὐτοῦ, καὶ ἐστράφη αὐτοῖς εἰς ἔχθραν, αὐτὸς
κύριος ἐπολέ(μησεν) αὐτούς.
Αὐτὸς μὲν τῇ ἀρρήτῳ χρώμενος
ἀγαθότητι πάντα ὑπὲρ τῆς αὐτῶν ἐπραγματεύσατο σωτη-
ρίας· (οἱ) δὲ πονηρίᾳ συζῶντες, τουτέστιν Ἰουδαῖοι, καὶ
»ἀεὶ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτοντες», ᾗ φησιν ὁ
θεσπέσιος Στ(έφ)ανος – ἐντεῦθεν δὲ κἀκεῖνος τὴν κατηγορίαν
ὕφηνεν – οὐκ ἐδέξαντο τὴν σωτηρίαν ἀλλὰ τῆς εἰρήνης

Νικηφόρος Γρηγοράς (4145: 001)


“Nicephori Gregorae historiae Byzantinae, 3 vols.”, Ed. Schopen, L.,
Bekker, I.Bonn: Weber, 1:1829; 2:1830; 3:1855; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Volume 1, page 116, line 22

τὸν τῶν διωκόντων πολεμίων ἀνεχαίτισε δρόμον, τάχ' ἂν ἐς


μείζω τῶν εἰρημένων τὰ δεινὰ τοῖς φεύγουσιν ἀπήντα τὸ πέρας·
ἀλλὰ τῆς ἑσπέρας καταλαβούσης, οἱ μὲν πολέμιοι μετὰ τοῦ Σε-
βαστοκράτορος ἀνεχώρησαν εἰς τοὐπίσω τῇ παραλόγῳ νίκῃ
72

γαυρούμενοι· οἱ δὲ τὸν κίνδυνον διαφυγόντες Ῥωμαῖοι σύνδυο


καὶ σύντρεις καὶ πλείους ἐπὶ πλείοσι περὶ τὸν δεσπότην Ἰωάν-
νην ἠθροίζοντο, τῇ λύπῃ συγκεχυμένον ἐπὶ τῇ παραδόξῳ ταύτῃ
διαμαρτίᾳ. οὕτω δ' ἔχοντες δυστυχῶς καταντῶσιν ἐς τὰ πλη-
σίον τῆς Δημητριάδος χωρία. πόλις δὲ αὕτη Σικυὼν μὲν πρότε-
ρον ἐπικεκλημένη, ὕστερον δὲ τὴν ἐπωνυμίαν πρὸς τὸν κτησάμε-
νον μετενεγκοῦσα, Δημήτριον δηλαδὴ τὸν Πολιορκητὴν, ὃς ἐτύγ-
χανε παῖς τῶν Ἀλεξάνδρου διαδόχων ἑνὸς Ἀντιγόνου, τοῦ τῆς
Ἀσίας κατάρξαντος, ὁπόσην ὁ ποταμὸς Εὐφράτης ἔνδον ὁρίζει.
ιʹ. Ἀλλὰ γὰρ οὔπω τελέως τῆς ἀθυμίας ἀναλαβεῖν ἑαυτοὺς
ἠδυνήθησαν ταυτησὶ, καὶ δεύτερον ἀγγέλλεται τούτοις δεινὸν καὶ
τοῦ προλαβόντος οὐκ ἔλαττον, ὃ δὴ καὶ λέξων ἔρχομαι. κόλπος
ἐστὶ Πελασγικὸς οὑτωσί πως καλούμενος, ἐπὶ πλεῖστον τῆς μεσο-
γείου παρεξιὼν καὶ πρὸς ἄρκτους ἀφιεὶς τὴν Ὄσσαν τε καὶ τὸ
Πήλιον. ὄρη δὲ ταῦτα πρὸς ὕψος τὰς κορυφὰς ἀναπέμποντα μέ-
γιστον. τοῦ δὴ τοιούτου κόλπου κατὰ τὸ ἀκρότατον καὶ ἡ προει-
ρημένη παραψαύει πόλις τοῦ Δημητρίου.

Vitae Arati Et Varia De Arato, Arati genus (= Vita 3) (olim sub


auctore Theone Alexandrino Gramm. vel Theone Alexandrino Math.) (e
codd. Edimburg. + Ambros. C263) (4161: 004)“Scholia in Aratum
vetera”, Ed. Martin, J.Stuttgart: Teubner, 1974.Page 15, line 17

λεμαῖος ὁ κληθεὶς Κεραυνός, Πτολεμαίου τοῦ Σω-


τῆρος καὶ Εὐρυδίκης υἱός, ὃς βασιλεύει Μακεδονίας.
ἀναιρεθέντος δὲ αὐτοῦ ὑπὸ Γαλατῶν ἑαυτοῖς αἱροῦν-
ται Μακεδόνες Σωσθένην, μεθ' ὃν βασιλεύει αὐτῶν
Ἀντίγονος Φιλίππου, οὗ γίνεται παῖς Δημήτριος ὁ
Πολιορκητής, Δημητρίου δὲ Ἀντίγονος ὁ Γονατᾶς,
παρ' ᾧ διέτριβεν αὐτός, καὶ σὺν αὐτῷ Περσεὺς ὁ
Στωικὸς καὶ Ἀνταγόρας ὁ Ῥόδιος ὁ τὴν Θηβαίδα
ποιήσας καὶ Ἀλέξανδρος ὁ Αἰτωλός, ὡς αὐτός φησιν
ὁ Ἀντίγονος ἐν τοῖς πρὸς Ἱερώνυμον. ἐπισταθεὶς δὲ
τῷ βασιλεῖ πρῶτον μὲν

Σούδα λεξικόν Suidae lexicon, 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–
1.4.Alphabetic letter pi, entry 2963, line 3

αὐτήν. διὰ τοῦτο δυσεπιχείρητοι αἱ ἀρχαὶ καὶ οὐ ῥᾴδιαι δειχθῆναι.


73

τὰ δὲ ἔσχατα, ὅτι διὰ πολλῶν μέσων δείκνυται. πρῶτον δὲ λέγεται


σχῆμα ἐπὶ τῶν συλλογισμῶν, οὐχ ὡς αἴτιον, οὐδὲ ὡς γεννητικὸν
ἐκείνων, ἀλλὰ τῇ τάξει καὶ τελειότερον οὐ τῷ γεννᾶν ἐκεῖνα καὶ
παράγειν, ἀλλὰ τῷ πλέον δύνασθαι καὶ ταῖς ἀποδεικτικαῖς
οἰκειότατονἐφόδοις εἶναι.
Πρωτεσίλαος: ὄνομα κύριον. καὶ Πρωτεσίλεως.
Πρωτείων. Πρωτογένης, ζωγράφος, Ξάνθιος ἐκ Λυκίας· ὁ κατὰ τὴν
ραφικὴν διαβόητος ἐπιστήμην, ὁ τὸ ἐν Ῥόδῳ Διονύσιον ἱστορήσας, τὸ
ξένον καὶ θαυμαστὸν ἔργον, ὃ καὶ Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς μεγάλως
ἐθαύμασεν, ὅτε τὴν Ῥόδον ἐπολιόρκησεν ὅλοις ἐν δυσὶν ἔτεσι, χιλίας
ναῦς ἐπαγόμενος καὶ στρατὸν ὁπλίτην μυριάδας ὑπὲρ τὰς πέντε καὶ
πεντακισχιλίους. Περὶ γραφικῆς καὶ σχημάτων βιβλία βʹ. Πρωτοκλισία: ἡ
πρώτη καθέδρα.

2. JOANNES MALALAS Chronogr. Chronographia (A.D. 5-6) Page 197


line 19

καὶ Παυσανίας οἱ χρονογράφοι συνεγράψαντο.


Τῆς δὲ Ἀσίας διετάξατο κρατεῖν καὶ βασιλεύειν Ἀντίγονον
τὸν λεγόμενον Πολιορκητὴν ἕως τῆς Κιλικίας καὶ τοῦ Δράκον-
τος ποταμοῦ τοῦ νυνὶ λεγομένου Ὀρόντου τοῦ διορίζοντος τὴν (20)
Κιλικίαν χώραν καὶ τὴν Συρίαν, ὅστις Τυφῶν καὶ Ὀφίτης κα-

Anna COMNENA Hist. Alexias (A.D. 11-12) Book 12 chapter 9 se. 3 line
3

μέχρι τῆς Κωνσταντίνου λῄσασθαι. (3) Δεινὸς δὲ ὢν


εἴπερ ἄλλος τις εἰς πολιορκίαν ὁ Βαϊμοῦντος καὶ τὸν
Πολιορκητὴν ἐκεῖνον Δημήτριον ὑπερβαλλόμενος τὴν Ἐπί-
δαμνον πᾶσαν ἐν νῷ βαλλόμενος πάσας ὠδῖνας μηχανικὰς
κατὰ τῆς πόλεως ταύτης ἐκίνησε. Πρῶτα μὲν κύκλῳ περι- (5)

Nicephorus GREGORAS Hist. et Scr. Rerum Nat. Epistulae (A.D. 13-14)


Epistle 21 line 84

Νῆες δ’ ὅσαι μείζους ἢ κατὰ τριήρεις εἶναι, ὀκτήρεις φημὶ καὶ


δεκήρεις, οὐκ ἄλλοθέν ποθεν πλὴν τῆς ἡμετέρας τὰ ἀρχαιότατα κατα-
σκευασθεῖσαι ἐφάνησαν, ὥστε καὶ ἃς τῷ Πολιορκητῇ Δημητρίῳ μετέ-
πειτα πεντεκαιδεκήρεις ναυπηγηθῆναί φασι καὶ ἣν
τεσσαρακοντήρη (85)Πτολεμαῖος κατεσκευάκει, ἐκεῖθεν ἐσχηκέναι τὴν
ἀρχὴν τὴν μίμησιν
74

Δημήτριος Συγγραφέας: Πλούταρχος Βίοι Παράλληλοι

[1] Οἱ πρῶτοι τὰς τέχνας ἐοικέναι ταῖς αἰσθήσεσιν ὑπολαβόντες οὐχ


ἥκιστά μοι δοκοῦσι τὴν περὶ τὰς κρίσεις αὐτῶν κατανοῆσαι δύναμιν, ᾗ τῶν
ἐναντίων ὁμοίως ἑκατέρῳ γένει πεφύκαμεν ἀντιλαμβάνεσθαι. τοῦτο γὰρ
αὐταῖς κοινόν ἐστι· τῇ δὲ πρὸς τὰ τέλη τῶν κρινομένων ἀναφορᾷ
διαλλάττουσιν. ἡ μὲν γὰρ αἴσθησις οὐδέν τι μᾶλλον ἐπὶ λευκῶν ἢ μελάνων
διαγνώσει γέγονεν, οὐδὲ γλυκέων ἢ πικρῶν, οὐδὲ μαλακῶν καὶ εἰκόντων
ἢ σκληρῶν καὶ ἀντιτύπων, ἀλλ' ἔργον αὐτῆς, ἑκάστοις ἐντυγχάνουσαν ὑπὸ
πάντων τε κινεῖσθαι καὶ κινουμένην πρὸς τὸ φρονοῦν ἀναφέρειν ὡς
πέπονθεν. αἱ δὲ τέχναι μετὰ λόγου συνεστῶσαι πρὸς αἵρεσιν καὶ λῆψιν
οἰκείου τινός, φυγὴν δὲ καὶ διάκρουσιν ἀλλοτρίου, τὰ μὲν ἀφ' αὑτῶν καὶ
προηγουμένως, τὰ δ' ὑπὲρ τοῦ φυλάξασθαι κατὰ συμβεβηκὸς
ἐπιθεωροῦσι· καὶ γὰρ ἰατρικῇ τὸ νοσερὸν καὶ ἁρμονικῇ τὸ ἐκμελές, ὅπως
ἔχει, σκοπεῖν συμβέβηκε πρὸς τὴν τῶν ἐναντίων ἀπεργασίαν· αἵ τε πασῶν
τελεώταται τεχνῶν, σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ φρόνησις, οὐ καλῶν
μόνον καὶ δικαίων καὶ ὠφελίμων, ἀλλὰ καὶ βλαβερῶν καὶ αἰσχρῶν καὶ
ἀδίκων κρίσεις οὖσαι, τὴν ἀπειρίᾳ τῶν κακῶν καλλωπιζομένην ἀκακίαν
οὐκ ἐπαινοῦσιν, ἀλλ' ἀβελτερίαν ἡγοῦνται καὶ ἄγνοιαν ὧν μάλιστα
γινώσκειν προσήκει τοὺς ὀρθῶς βιωσομένους. οἱ μὲν οὖν παλαιοὶ
Σπαρτιᾶται τοὺς εἵλωτας ἐν ταῖς ἑορταῖς πολὺν ἀναγκάζοντες πίνειν
ἄκρατον εἰσῆγον εἰς τὰ συμπόσια, τοῖς νέοις οἷόν ἐστι τὸ μεθύειν
ἐπιδεικνύντες· ἡμεῖς δὲ τὴν μὲν ἐκ διαστροφῆς ἑτέρων ἐπανόρθωσιν οὐ
πάνυ φιλάνθρωπον οὐδὲ πολιτικὴν ἡγούμεθα, τῶν δὲ κεχρημένων
ἀσκεπτότερον αὑτοῖς καὶ γεγονότων ἐν ἐξουσίαις καὶ πράγμασι μεγάλοις
ἐπιφανῶν εἰς κακίαν οὐ χεῖρον ἴσως ἐστὶ συζυγίαν μίαν ἢ δύο παρεμβαλεῖν
εἰς τὰ παραδείγματα τῶν βίων, οὐκ ἐφ' ἡδονῇ μὰ Δία καὶ διαγωγῇ τῶν
ἐντυγχανόντων ποικίλλοντας τὴν γραφήν, ἀλλ' ὥσπερ Ἰσμηνίας ὁ Θηβαῖος
ἐπιδεικνύμενος τοῖς μαθηταῖς καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς αὐλοῦντας
εἰώθει λέγειν "οὕτως αὐλεῖν δεῖ" καὶ πάλιν "οὕτως αὐλεῖν οὐ δεῖ", ὁ δ'
Ἀντιγενείδας καὶ ἥδιον ᾤετο τῶν ἀγαθῶν ἀκροᾶσθαι τοὺς νέους αὐλητῶν,
ἤν τινα καὶ τῶν φαύλων πεῖραν λαμβάνωσιν, οὕτως μοι δοκοῦμεν ἡμεῖς
προθυμότεροι τῶν βελτιόνων ἔσεσθαι καὶ θεαταὶ καὶ μιμηταὶ βίων, εἰ μηδὲ
τῶν φαύλων καὶ ψεγομένων ἀνιστορήτως ἔχοιμεν.

Περιέξει δὴ τοῦτο τὸ βιβλίον τὸν Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ βίον καὶ


τὸν Ἀντωνίου τοῦ αὐτοκράτορος, ἀνδρῶν μάλιστα δὴ τῷ Πλάτωνι
μαρτυρησάντων, ὅτι καὶ κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετὰς αἱ μεγάλαι φύσεις
75

ἐκφέρουσι. γενόμενοι δ' ὁμοίως ἐρωτικοὶ ποτικοὶ στρατιωτικοὶ


μεγαλόδωροι πολυτελεῖς ὑβρισταί, καὶ τὰς κατὰ τύχην ὁμοιότητας
ἀκολούθους ἔσχον. οὐ γὰρ μόνον ἐν τῷ λοιπῷ βίῳ μεγάλα μὲν
κατορθοῦντες, μεγάλα δὲ σφαλλόμενοι, πλείστων δ' ἐπικρατοῦντες,
πλεῖστα δ' ἀποβάλλοντες, ἀπροσήτως δὲ πταίοντες, ἀνελπίστως δὲ πάλιν
ἀναφέροντες διετέλεσαν, ἀλλὰ καὶ κατέστρεψεν ὁ μὲν ἁλοὺς ὑπὸ τῶν
πολεμίων, ὁ δ' ἔγγιστα τοῦ παθεῖν τοῦτο γενόμενος.

[2] Ἀντιγόνῳ τοίνυν δυοῖν υἱῶν ἐκ Στρατονίκης τῆς Κορράγου γενομένων,


τὸν μὲν ἐπὶ τἀδελφῷ Δημήτριον, τὸν δ' ἐπὶ τῷ πατρὶ Φίλιππον ὠνόμασεν.
οὗτός ἐστιν ὁ τῶν πλείστων λόγος. ἔνιοι δὲ τὸν Δημήτριον οὐχ υἱόν, ἀλλ'
ἀδελφιδοῦν γενέσθαι τοῦ Ἀντιγόνου λέγουσιν· ἐπὶ νηπίῳ γὰρ αὐτῷ
παντάπασι τοῦ πατρὸς τελευτήσαντος, εἶτα τῆς μητρὸς εὐθὺς τῷ Ἀντιγόνῳ
γαμηθείσης, υἱὸν ἐκείνου νομισθῆναι. τὸν μὲν οὖν Φίλιππον οὐ πολλοῖς
ἔτεσι τοῦ Δημητρίου νεώτερον ὄντα συνέβη τελευτῆσαι. Δημήτριος δὲ
μεγέθει μὲν ἦν τοῦ πατρὸς ἐλάττων, καίπερ ὢν μέγας, ἰδέᾳ δὲ καὶ κάλλει
προσώπου θαυμαστὸς καὶ περιττός, ὥστε τῶν πλαττόντων καὶ γραφόντων
μηθένα τῆς ὁμοιότητος ἐφικέσθαι· τὸ γὰρ αὐτὸ χάριν καὶ βάρος καὶ φόβον
καὶ ὥραν εἶχε, καὶ συνεκέκρατο τῷ νεαρῷ καὶ ἰταμῷ δυσμίμητος ἡρωική
τις ἐπιφάνεια καὶ βασιλικὴ σεμνότης. οὕτω δέ πως καὶ τὸ ἦθος ἐπεφύκει
πρὸς ἔκπληξιν ἀνθρώπων ἅμα καὶ χάριν. ἥδιστος γὰρ ὢν συγγενέσθαι,
σχολάζων τε περὶ πότους καὶ τρυφὰς καὶ διαίτας ἁβροβιώτατος βασιλέων,
ἐνεργότατον αὖ πάλιν καὶ σφοδρότατον τὸ περὶ τὰς πράξεις ἐνδελεχὲς εἶχε
καὶ δραστήριον· ᾗ καὶ μάλιστα τῶν θεῶν ἐζήλου τὸν Διόνυσον, ὡς πολέμῳ
τε χρῆσθαι δεινότατον, εἰρήνην τ' αὖθις ἐκ πολέμου τρέψαι [καὶ] πρὸς
εὐφροσύνην καὶ χάριν ἐμμελέστατον.

[3] Ἦν μὲν οὖν καὶ φιλοπάτωρ διαφερόντως· τῇ δὲ περὶ τὴν μητέρα


σπουδῇ καὶ τὸν πατέρα τιμῶν ἐφαίνετο δι' εὔνοιαν ἀληθινὴν μᾶλλον ἢ
θεραπείαν τῆς δυνάμεως. καί ποτε πρεσβείᾳ τινὶ τοῦ Ἀντιγόνου
σχολάζοντος, ἀπὸ θήρας ὁ Δημήτριος ἐπέστη, καὶ προσελθὼν τῷ πατρὶ
καὶ φιλήσας, ὥσπερ εἶχε τὰς βολίδας ἐκάθισε παρ' αὐτόν. ὁ δ' Ἀντίγονος
ἀπιόντας ἤδη τοὺς πρέσβεις ἔχοντας τὰς ἀποκρίσεις μεγάλῃ φωνῇ
προσαγορεύσας, "καὶ τοῦτο" εἶπεν "ὦ ἄνδρες ἀπαγγέλλετε περὶ ἡμῶν, ὅτι
πρὸς ἀλλήλους οὕτως ἔχομεν", ὡς ἰσχύν τινα πραγμάτων βασιλικῶν καὶ
δυνάμεως ἐπίδειξιν οὖσαν τὴν πρὸς υἱὸν ὁμόνοιαν καὶ πίστιν. οὕτως ἄρα
πάντῃ δυσκοινώνητον ἡ ἀρχὴ καὶ μεστὸν ἀπιστίας καὶ δυσνοίας, ὥστ'
ἀγάλλεσθαι τὸν μέγιστον τῶν Ἀλεξάνδρου διαδόχων καὶ πρεσβύτατον, ὅτι
μὴ φοβεῖται τὸν υἱόν, ἀλλὰ προσίεται τὴν λόγχην ἔχοντα τοῦ σώματος
πλησίον. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μόνος ὡς εἰπεῖν ὁ οἶκος οὗτος ἐπὶ πλείστας
διαδοχὰς τῶν τοιούτων κακῶν ἐκαθάρευσε, μᾶλλον δ' εἷς μόνος τῶν ἀπ'
76

Ἀντιγόνου Φίλιππος ἀνεῖλεν υἱόν. αἱ δ' ἄλλαι σχεδὸν ἅπασαι διαδοχαὶ


πολλῶν μὲν ἔχουσι παίδων, πολλῶν δὲ μητέρων φόνους καὶ γυναικῶν· τὸ
μὲν γὰρ ἀδελφοὺς ἀναιρεῖν, ὥσπερ οἱ γεωμέτραι τὰ αἰτήματα
λαμβάνουσιν, οὕτω συνεχωρεῖτο, κοινόν τι νομιζόμενον αἴτημα καὶ
βασιλικὸν ὑπὲρ ἀσφαλείας.

[4] Τοῦ μέντοι καὶ φιλάνθρωπον φύσει καὶ φιλέταιρον γεγονέναι τὸν
Δημήτριον ἐν ἀρχῇ παράδειγμα τοιοῦτόν ἐστιν εἰπεῖν. Μιθριδάτης ὁ
Ἀριοβαρζάνου παῖς ἑταῖρος ἦν αὐτοῦ καὶ καθ' ἡλικίαν συνήθης, ἐθεράπευε
δ' Ἀντίγονον οὔτ' ὢν οὔτε δοκῶν πονηρός. ἐκ δ' ἐνυπνίου τινὸς ὑποψίαν
Ἀντιγόνῳ παρέσχεν. ἐδόκει γὰρ μέγα καὶ καλὸν πεδίον ἐπιὼν ὁ Ἀντίγονος
ψῆγμά τι χρυσίου κατασπείρειν, ἐξ αὐτοῦ δὲ πρῶτον μὲν ὑποφύεσθαι
θέρος χρυσοῦν, ὀλίγῳ δ' ὕστερον ἐπελθὼν ἰδεῖν οὐδὲν ἀλλ' ἢ τετμημένην
καλάμην· λυπούμενος δὲ καὶ περιπαθῶν ἀκοῦσαί τινων λεγόντων, ὡς ἄρα
Μιθριδάτης εἰς Πόντον Εὔξεινον οἴχεται τὸ χρυσοῦν θέρος ἐξαμησάμενος.
ἐκ τούτου διαταραχθεὶς καὶ τὸν υἱὸν ὁρκώσας σιωπήσειν, ἔφρασε τὴν ὄψιν
αὐτῷ καὶ ὅτι πάντως τὸν ἄνθρωπον ἐκποδὼν ποιεῖσθαι καὶ διαφθείρειν
ἔγνωκεν. ἀκούσας δ' ὁ Δημήτριος ἠχθέσθη σφόδρα, καὶ τοῦ νεανίσκου
καθάπερ εἰώθει γενομένου παρ' αὐτῷ καὶ συνόντος ἐπὶ σχολῆς,
φθέγξασθαι μὲν οὐκ ἐτόλμησεν οὐδὲ τῇ φωνῇ κατειπεῖν διὰ τὸν ὅρκον,
ὑπαγαγὼν δὲ κατὰ μικρὸν ἀπὸ τῶν φίλων, ὡς ἐγεγόνεσαν μόνοι καθ'
αὑτούς, τῷ στύρακι τῆς λόγχης κατέγραψεν εἰς τὴν γῆν ὁρῶντος αὐτοῦ·
"φεῦγε Μιθριδάτα". συνεὶς δ' ἐκεῖνος ἀπέδρα νυκτὸς εἰς Καππαδοκίαν, καὶ
ταχὺ τὴν Ἀντιγόνῳ γενομένην ὄψιν ὕπαρ αὐτῷ συνετέλει τὸ χρεών· πολλῆς
γὰρ καὶ ἀγαθῆς ἐκράτησε χώρας, καὶ τὸ τῶν Ποντικῶν βασιλέων γένος
ὀγδόῃ που διαδοχῇ παυσάμενον ὑπὸ Ῥωμαίων ἐκεῖνος παρέσχε. ταῦτα μὲν
οὖν εὐφυΐας δείγματα τοῦ Δημητρίου πρὸς ἐπιείκειαν καὶ δικαιοσύνην.

[5] Ἐπεὶ δ', ὥσπερ ἐν τοῖς Ἐμπεδοκλέους στοιχείοις διὰ τὸ νεῖκος ἔνεστι
διαφορὰ πρὸς ἄλληλα καὶ πόλεμος, μᾶλλον δὲ τοῖς ἀλλήλων ἁπτομένοις
καὶ πελάζουσιν, οὕτω τὸν πᾶσι τοῖς Ἀλεξάνδρου διαδόχοις πρὸς ἀλλήλους
ὄντα συνεχῆ πόλεμον αἱ τῶν πραγμάτων καὶ τῶν τόπων συνάφειαι πρὸς
ἐνίους ἐποίουν ἐπιφανέστερον καὶ μᾶλλον ἐξέκᾳον, ὥσπερ Ἀντιγόνῳ τότε
πρὸς Πτολεμαῖον, αὐτὸς μὲν Ἀντίγονος ἐν Φρυγίᾳ διέτριβε, Πτολεμαῖον
δ' ἀκούων ἐκ Κύπρου διαβάντα πορθεῖν Συρίαν καὶ τὰς πόλεις [ἀπ]ἄγειν
καὶ βιάζεσθαι, κατέπεμψε τὸν υἱὸν Δημήτριον, δύο καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ὄντα
καὶ στρατείας τότε πρῶτον αὐτοτελῶς ἐπὶ πράγμασι μεγάλοις ἁπτόμενον.
οἷα δὲ νέος καὶ ἄπειρος ἀνδρὶ συμπεσὼν ἐκ τῆς Ἀλεξάνδρου παλαίστρας,
ἠθληκότι πολλοὺς καὶ μεγάλους καθ' αὑτὸν ἀγῶνας, ἐσφάλη περὶ πόλιν
Γάζαν ἡττηθείς, ὀκτακισχιλίων ἁλόντων καὶ πεντακισχιλίων
ἀποθανόντων. ἀπέβαλε δὲ καὶ σκηνὴν καὶ χρήματα καὶ ὅλως σύμπασαν
77

τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν αὐτῷ Πτολεμαῖος ἀπέπεμψε
μετὰ τῶν φίλων, εὐγνώμονα καὶ φιλάνθρωπον ἀνειπὼν λόγον, ὡς οὐ περὶ
πάντων ἅμα, περὶ δόξης δὲ καὶ ἀρχῆς πολεμητέον ἐστὶν αὐτοῖς. Δημήτριος
δὲ δεξάμενος ηὔξατο τοῖς θεοῖς μὴ πολὺν χρόνον ὀφειλέτην Πτολεμαίῳ
γενέσθαι χάριτος, ἀλλὰ ταχέως ἀμείψασθαι διὰ τῶν ὁμοίων. καὶ πάθος οὐ
μειρακίου παθὼν ἐν ἀρχῇ πράξεων ἀνατραπέντος, ἀλλ' ἐμβριθοῦς
στρατηγοῦ κεχρημένου πραγμάτων μεταβολαῖς, ἀνδρῶν τε συλλογῆς καὶ
κατασκευῆς ὅπλων ἐπεμελεῖτο, καὶ τὰς πόλεις διὰ χειρὸς εἶχε καὶ τοὺς
ἀθροιζομένους ἐγύμναζεν.

[6] Ἀντίγονος δὲ τὴν μάχην πυθόμενος, Πτολεμαῖον μὲν ἀγενείους


νενικηκότα ἔφη νῦν αὖθις ἀγωνιεῖσθαι πρὸς ἄνδρας, τοῦ δ' υἱοῦ τὸ
φρόνημα καθελεῖν καὶ κολοῦσαι μὴ βουλόμενος, οὐκ ἐνέστη πάλιν
αἰτουμένῳ μάχεσθαι καθ' αὑτόν, ἀλλ' ἐφῆκε. καὶ μετ' οὐ πολὺν χρόνον
ἀφῖκτο Κίλλης Πτολεμαίου στρατηγὸς μετὰ λαμπρᾶς δυνάμεως, ὡς
ἐξελάσων Συρίας Δημήτριον ἁπάσης, τῷ προηττῆσθαι καταφρονούμενον.
ὁ δ' ἐξαίφνης ἐπιπεσὼν οὐ προαισθομένῳ καὶ φοβήσας, ἔλαβεν αὐτῷ
στρατηγῷ τὸ στρατόπεδον, καὶ στρατιώτας μὲν ἑπτακισχιλίους ζῶντας
εἷλε, χρημάτων δὲ παμπόλλων ἐκυρίευσεν. ἔχαιρε δὲ νικήσας οὐχ οἷς ἕξειν,
ἀλλ' οἷς ἀποδώσειν ἔμελλε, καὶ τῆς νίκης οὐ τὸν πλοῦτον οὕτως οὐδὲ τὴν
δόξαν ὡς τὴν διάλυσιν τοῦ φιλανθρωπεύματος ἐκείνου καὶ τὴν χάριν
ἠγάπησεν. οὐ μὴν αὐτογνωμόνως ταῦτ' ἔπραξεν, ἀλλ' ἔγραψε τῷ πατρί.
δόντος δ' ἐκείνου καὶ κελεύσαντος ὃν βούλεται πᾶσι χρήσασθαι τρόπον,
αὐτόν τε τὸν Κίλλην καὶ τοὺς φίλους αὐτῷ δωρησάμενος ἀφθόνως
ἀπέπεμψε. τοῦτο τὸ πάθος Συρίας ἐξήλασε Πτολεμαῖον, Ἀντίγονον δὲ
κατήγαγεν ἐκ Κελαινῶν χαίροντα τῇ νίκῃ καὶ ποθοῦντα θεάσασθαι τὸν
υἱόν.

[7] Ἐκ τούτου δὲ τῶν Ἀράβων τοὺς καλουμένους Ναβαταίους


ὑπαγαγέσθαι πεμφθεὶς ὁ Δημήτριος, ἐκινδύνευσε μὲν εἰς τόπους ἀνύδρους
ἐμπεσών, τῷ δὲ μὴ διαταραχθῆναι μηδ' ἐκπλαγῆναι καταπληξάμενος τοὺς
βαρβάρους, λείαν τε λαβὼν πολλὴν καὶ καμήλους ἑπτακοσίας παρ' αὐτῶν
ἀνεχώρησεν.

Ἐπεὶ δὲ Σέλευκος ἐκπεσὼν μὲν ὑπ' Ἀντιγόνου τῆς Βαβυλωνίας πρότερον,


ὕστερον δ' ἀναλαβὼν τὴν ἀρχὴν δι' αὑτοῦ καὶ κρατῶν ἀνέβη μετὰ
δυνάμεως τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη καὶ τὰς περὶ Καύκασον
ἐπαρχίας προσαξόμενος, ἐλπίζων Δημήτριος ἔρημον εὑρήσειν τὴν
Μεσοποταμίαν καὶ περάσας ἄφνω τὸν Εὐφράτην, εἰς τὴν Βαβυλῶνα
παρεισπεσὼν ἔφθη, καὶ τῆς ἑτέρας ἄκρας -- δύο γὰρ ἦσαν -- ἐκκρούσας
τὴν Σελεύκου φρουρὰν καὶ κρατήσας, ἰδίους ἐγκατέστησεν ἑπτακισχιλίους
78

ἄνδρας. ἐκ δὲ τῆς χώρας ὅσα φέρειν ἢ ἄγειν ἠδύναντο τοὺς στρατιώτας


ὠφελεῖσθαι καὶ λαμβάνειν κελεύσας, ἐπανῆλθεν ἐπὶ θάλασσαν,
βεβαιοτέραν Σελεύκῳ τὴν ἀρχὴν ἀπολιπών· ἐξίστασθαι γὰρ ἐδόκει τῷ
κακοῦν ὡς μηκέτι προσήκουσαν αὐτοῖς.

Πτολεμαίου μέντοι πολιορκοῦντος Ἁλικαρνασόν, ὀξέως βοηθήσας


ἐξήρπασε τὴν πόλιν.

[8] Ἐνδόξου δὲ τῆς φιλοτιμίας ταύτης γενομένης, ὁρμὴ παρέστη


θαυμάσιος αὐτοῖς ἐλευθεροῦν τὴν Ἑλλάδα, πᾶσαν ὑπὸ Κασσάνδρου καὶ
Πτολεμαίου καταδεδουλωμένην. τούτου πόλεμον οὐδεὶς ἐπολέμησε τῶν
βασιλέων καλλίω καὶ δικαιότερον· ἃς γὰρ ἅμα τοὺς βαρβάρους
ταπεινοῦντες εὐπορίας συνήγαγον, εἰς τοὺς Ἕλληνας ὑπὲρ εὐδοξίας καὶ
τιμῆς ἀνήλισκον. ὡς δὲ πρῶτον ἐδόκει πλεῖν ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, τῶν φίλων
εἰπόντος τινὸς πρὸς τὸν Ἀντίγονον, ὅτι δεῖ ταύτην τὴν πόλιν ἂν ἕλωσι
κατέχειν δι' αὑτῶν, ἐπιβάθραν τῆς Ἑλλάδος οὖσαν, οὐ προσέσχεν ὁ
Ἀντίγονος, ἀλλ' ἐπιβάθραν μὲν ἔφη καλὴν καὶ ἀσάλευτον εἶναι τὴν
εὔνοιαν, τὰς δ' Ἀθήνας, ὥσπερ σκοπὴν τῆς οἰκουμένης, ταχὺ τῇ δόξῃ
διαπυρσεύσειν εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους τὰς πράξεις. ἔπλει δὲ Δημήτριος
ἔχων ἀργυρίου πεντακισχίλια τάλαντα καὶ στόλον νεῶν πεντήκοντα καὶ
διακοσίων ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, τὸ μὲν ἄστυ Δημητρίου τοῦ Φαληρέως
Κασσάνδρῳ διοικοῦντος, ἐν δὲ τῇ Μουνυχίᾳ φρουρᾶς καθεστώσης.
εὐτυχίᾳ δ' ἅμα καὶ προνοίᾳ χρησάμενος ἐπεφαίνετο τῷ Πειραιεῖ πέμπτῃ
φθίνοντος Θαργηλιῶνος, προαισθομένου μὲν οὐδενός, ἐπεὶ δ' ὤφθη
πλησίον ὁ στόλος, ἁπάντων ὡς Πτολεμαϊκὰς τὰς ναῦς ὑποδέχεσθαι
παρασκευαζομένων. ὀψὲ δὲ συμφρονήσαντες ἐβοήθουν οἱ στρατηγοί, καὶ
θόρυβος ἦν οἷον εἰκὸς ἐν ἀπροσδοκήτῳ πολεμίους ἀποβαίνοντας
ἀναγκαζομένων ἀμύνεσθαι. τοῖς γὰρ στόμασι τῶν λιμένων ἀκλείστοις
ἐπιτυχὼν ὁ Δημήτριος καὶ διεξελάσας, ἐντὸς ἦν ἤδη καταφανὴς πᾶσι, καὶ
διεσήμηνεν ἀπὸ τῆς νεὼς αἴτησιν ἡσυχίας καὶ σιωπῆς. γενομένου δὲ
τούτου κήρυκα παραστησάμενος ἀνεῖπεν, ὅτι πέμψειεν αὐτὸν ὁ πατὴρ
ἀγαθῇ τύχῃ, τοὺς Ἀθηναίους ἐλευθερώσοντα καὶ τὴν φρουρὰν ἐκβαλοῦντα
καὶ τοὺς νόμους αὐτοῖς καὶ τὴν πάτριον ἀποδώσοντα πολιτείαν.

[9] Ἀναρρηθέντων δὲ τούτων οἱ μὲν πολλοὶ παραχρῆμα τὰς ἀσπίδας


θέμενοι πρὸ τῶν ποδῶν ἀνεκρότησαν, καὶ βοῶντες ἐκέλευον ἀποβαίνειν
τὸν Δημήτριον, εὐεργέτην καὶ σωτῆρα προσαγορεύοντες· οἱ δὲ περὶ τὸν
Φαληρέα πάντως μὲν ᾤοντο δεῖν δέχεσθαι τὸν κρατοῦντα, κἂν μηδὲν ὧν
ἐπαγγέλλεται μέλλῃ βεβαιοῦν, ὅμως δὲ πρέσβεις δεομένους ἀπέστειλαν,
οἷς ὁ Δημήτριος ἐντυχὼν φιλανθρώπως συνέπεμψε παρ' ἑαυτοῦ τῶν
πατρῴων φίλων τὸν Μιλήσιον Ἀριστόδημον. τοῦ δὲ Φαληρέως διὰ τὴν
79

μεταβολὴν τῆς πολιτείας μᾶλλον τοὺς πολίτας ἢ τοὺς πολεμίους


δεδοικότος οὐκ ἠμέλησεν ὁ Δημήτριος, ἀλλὰ καὶ τὴν δόξαν αἰδεσθεὶς καὶ
τὴν ἀρετὴν τοῦ ἀνδρός, εἰς Θήβας αὐτὸν ὥσπερ ἐβούλετο μετ' ἀσφαλείας
συνεξέπεμψεν. αὐτὸς δὲ τὴν μὲν πόλιν οὐκ ἂν ἔφη καίπερ ἐπιθυμῶν ἰδεῖν
πρότερον ἢ παντάπασιν ἐλευθερῶσαι, τῆς φρουρᾶς ἀπαλλάξας, τῇ δὲ
Μουνυχίᾳ χαράκωμα καὶ τάφρον περιβαλών, διὰ μέσου Μεγάροις
ἐπέπλευσεν ὑπὸ Κασσάνδρου φρουρουμένοις.

Πυθόμενος δὲ τὴν Ἀλεξάνδρου τοῦ Πολυπέρχοντος γενομένην γυναῖκα


Κρατησίπολιν ἐν Πάτραις διατρίβουσαν οὐκ ἂν ἀηδῶς γενέσθαι μετ'
αὐτοῦ, περιβόητον οὖσαν ἐπὶ κάλλει, καταλιπὼν τὴν δύναμιν ἐν τῇ
Μεγαρικῇ προῆλθεν εὐζώνους τινὰς ἔχων σὺν αὑτῷ, καὶ τούτους πάλιν
ἀποστρέψας ἀπεσκήνωσε χωρὶς ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν τὴν γυναῖκα
συνελθοῦσαν αὐτῷ. τοῦτό τινες αἰσθόμενοι τῶν πολεμίων ἐξαίφνης
κατέδραμον ἐπ' αὐτόν. ὁ δὲ φοβηθεὶς καὶ λαβὼν χλαμύδιον εὐτελὲς δρόμῳ
φεύγων ἐξέφυγεν, ὀλίγου δεήσας αἰσχίστην ἅλωσιν ἐξ ἀκρασίας ἁλῶναι.
τὴν δὲ σκηνὴν μετὰ τῶν χρημάτων ᾤχοντο λαβόντες οἱ πολέμιοι.

Τῶν δὲ Μεγάρων ἁλόντων καὶ τῶν στρατιωτῶν ἐφ' ἁρπαγὴν τραπομένων,


Ἀθηναῖοι παρῃτήσαντο τοὺς Μεγαρεῖς πολλῇ δεήσει, καὶ τὴν φρουρὰν ὁ
Δημήτριος ἐκβαλὼν ἠλευθέρωσε τὴν πόλιν. ἔτι δὲ τοῦτο πράττων τοῦ
φιλοσόφου Στίλπωνος ἐμνήσθη, δόξαν ἔχοντος ἀνδρὸς ᾑρημένου πως ἐν
ἡσυχίᾳ καταβιῶναι. μεταπεμψάμενος οὖν αὐτὸν ἠρώτα, μή τις εἴληφέ τι
τῶν ἐκείνου. καὶ ὁ Στίλπων "οὐδείς" εἶπεν· "οὐδένα γὰρ εἶδον ἐπιστάμαν
ἀποφέροντα." τῶν δὲ θεραπόντων σχεδὸν ἁπάντων διακλαπέντων, ἐπεὶ
πάλιν αὐτὸν ὁ Δημήτριος ἐφιλοφρονεῖτο καὶ τέλος ἀπαλλαττόμενος εἶπεν·
"ἐλευθέραν ὑμῶν ὦ Στίλπων ἀπολείπω τὴν πόλιν", "ὀρθῶς" ἔφη "λέγεις·
οὐδένα γὰρ ἁμῶν δοῦλον ἀπολέλοιπας."

[10] Ἐπεὶ δὲ πάλιν ἐπανελθὼν πρὸς τὴν Μουνυχίαν καὶ στρατοπεδεύσας


ἐξέκοψε τὴν φρουρὰν καὶ κατέσκαψε τὸ φρούριον, οὕτως ἤδη τῶν
Ἀθηναίων δεχομένων καὶ καλούντων παρελθὼν εἰς τὸ ἄστυ καὶ
συναγαγὼν τὸν δῆμον ἀπέδωκε τὴν πάτριον πολιτείαν, καὶ προσυπέσχετο
παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῖς ἀφίξεσθαι σίτου πεντεκαίδεκα μυριάδας μεδίμνων
καὶ ξύλων ναυπηγησίμων πλῆθος εἰς ἑκατὸν τριήρεις. Ἀθηναῖοι δ'
ἀπολαβόντες τὴν δημοκρατίαν ἔτει πεντεκαιδεκάτῳ, τὸν διὰ μέσου χρόνον
ἀπὸ τῶν Λαμιακῶν καὶ τῆς περὶ Κραννῶνα μάχης λόγῳ μὲν ὀλιγαρχικῆς,
ἔργῳ δὲ μοναρχικῆς καταστάσεως γενομένης διὰ τὴν τοῦ Φαληρέως
δύναμιν, οὕτως λαμπρὸν ἐν ταῖς εὐεργεσίαις καὶ μέγαν φανέντα τὸν
Δημήτριον ἐπαχθῆ καὶ βαρὺν ἐποίησαν τῶν τιμῶν ταῖς ἀμετρίαις ἃς
ἐψηφίσαντο. πρῶτοι μὲν γὰρ ἀνθρώπων ἁπάντων τὸν Δημήτριον καὶ
Ἀντίγονον βασιλεῖς ἀνηγόρευσαν, ἄλλως ἀφοσιουμένους τοὔνομα, [καὶ]
80

τοῦτο δὴ μόνον τῶν βασιλικῶν ἔτι τοῖς ἀπὸ Φιλίππου καὶ Ἀλεξάνδρου
περιεῖναι δοκοῦν ἄθικτον ἑτέροις καὶ ἀκοινώνητον· μόνοι δὲ σωτῆρας
ἀνέγραψαν θεούς, καὶ τὸν ἐπώνυμον καὶ πάτριον ἄρχοντα καταπαύσαντες,
ἱερέα σωτήρων ἐχειροτόνουν καθ' ἕκαστον ἐνιαυτόν, καὶ τοῦτον ἐπὶ τῶν
ψηφισμάτων καὶ τῶν συμβολαίων προέγραφον. ἐνυφαίνεσθαι δὲ τῷ πέπλῳ
μετὰ τῶν θεῶν αὐτοὺς ἐψηφίσαντο, καὶ τὸν τόπον ὅπου πρῶτον ἀπέβη τοῦ
ἅρματος καθιερώσαντες καὶ βωμὸν ἐπιθέντες Δημητρίου Καταιβάτου
προσηγόρευσαν· ταῖς δὲ φυλαῖς δύο προσέθεσαν, Δημητριάδα καὶ
Ἀντιγονίδα, καὶ τὴν βουλὴν τῶν πεντακοσίων πρότερον ἑξακοσίων
ἐποίησαν, ἅτε δὴ φυλῆς ἑκάστης πεντήκοντα βουλευτὰς παρεχομένης.

[11] Τὸ δ' ὑπερφυέστατον ἐνθύμημα τοῦ Στρατοκλέους (οὗτος γὰρ ἦν ὁ


τῶν σοφῶν τούτων καὶ περιττῶν καινουργὸς ἀρεσκευμάτων)· ἔγραψεν
ὅπως οἱ πεμπόμενοι κατὰ ψήφισμα δημοσίᾳ πρὸς Ἀντίγονον ἢ Δημήτριον
ἀντὶ πρεσβευτῶν θεωροὶ λέγοιντο, καθάπερ οἱ Πυθοῖ καὶ Ὀλυμπίαζε τὰς
πατρίους θυσίας ὑπὲρ τῶν πόλεων ἀνάγοντες ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ἑορταῖς.

Ἦν δὲ καὶ τἆλλα παράτολμος ὁ Στρατοκλῆς, καὶ βεβιωκὼς ἀσελγῶς καὶ


τῇ βωμολοχίᾳ καὶ βδελυρίᾳ τοῦ παλαιοῦ Κλέωνος ἀπομιμεῖσθαι δοκῶν
τὴν πρὸς τὸν δῆμον εὐχέρειαν. ἔσχε δὲ τὴν ἑταίραν Φυλάκιον ἀνειληφώς,
καί ποτ' αὐτῷ πρὸς δεῖπνον ἐξ ἀγορᾶς πριαμένης ἐγκεφάλους καὶ
τραχήλους "παπαί" εἶπε "τοιαῦτά γ' ὠψώνηκας οἷς σφαιρίζομεν οἱ
πολιτευόμενοι." τῆς δὲ περὶ Ἀμοργὸν ἥττης τῶν νεῶν συμβάσης τοῖς
Ἀθηναίοις, φθάσας τοὺς ἀπαγγέλλοντας εἰσήλασεν ἐστεφανωμένος διὰ
τοῦ Κεραμεικοῦ, καὶ προσαγγείλας ὅτι νενικήκασιν εὐαγγέλια θύειν
ἔγραψε καὶ κρεωδαισίαν τινὰ κατὰ φυλὴν ἐποίησεν. ὀλίγῳ δ' ὕστερον τῶν
τὰ ναυάγια κομιζόντων ἀπὸ τῆς μάχης παραγενομένων καὶ τοῦ δήμου πρὸς
ὀργὴν καλοῦντος αὐτόν, ἰταμῶς ὑποστὰς τὸν θόρυβον "εἶτ'" ἔφη "τί
πεπόνθατε δεινόν, εἰ δύο ἡμέρας ἡδέως γεγόνατε;" τοιαύτη μὲν ἡ τοῦ
Στρατοκλέους θρασύτης.

[12] Ἦν δ' ἄρα καὶ πυρὸς ἕτερα θερμότερα κατὰ τὸν Ἀριστοφάνη· γράφει
γάρ τις ἄλλος ὑπερβαλλόμενος ἀνελευθερίᾳ τὸν Στρατοκλέα, δέχεσθαι
Δημήτριον ὁσάκις ἂν ἀφίκηται τοῖς Δήμητρος καὶ Διονύσου ξενισμοῖς, τῷ
δ' ὑπερβαλλομένῳ λαμπρότητι καὶ πολυτελείᾳ τὴν ὑποδοχὴν ἀργύριον εἰς
ἀνάθημα δημοσίᾳ δίδοσθαι. τέλος δὲ τῶν τε μηνῶν τὸν Μουνυχιῶνα
Δημητριῶνα καὶ τῶν ἡμερῶν τὴν ἕνην καὶ νέαν Δημητριάδα
προσηγόρευσαν, καὶ τῶν ἑορτῶν τὰ Διονύσια μετωνόμασαν Δημήτρια.
ἐπεσήμηνε δὲ τοῖς πλείστοις τὸ θεῖον· ὁ μὲν γὰρ πέπλος, ὥσπερ
ἐψηφίσαντο μετὰ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Ἀθηνᾶς προσενυφηναμένων
Δημήτριον καὶ Ἀντίγονον, πεμπόμενος διὰ τοῦ Κεραμεικοῦ μέσος ἐρράγη
81

θυέλλης ἐμπεσούσης. περὶ δὲ τοὺς βωμοὺς τοὺς ἐκείνων ἐξήνθησεν ἡ γῆ


κύκλῳ πολὺ κώνειον, μηδ' ἄλλως τῆς χώρας πολλαχοῦ φυόμενον. ᾗ δ'
ἡμέρᾳ τὰ τῶν Διονυσίων ἐγίνετο, τὴν πομπὴν κατέλυσαν ἰσχυρῶν πάγων
γενομένων παρ' ὥραν, καὶ πάχνης βαθείας ἐπιπεσούσης οὐ μόνον
ἀμπέλους καὶ συκᾶς ἁπάσας ἀπέκαυσε τὸ ψῦχος, ἀλλὰ καὶ τοῦ σίτου τὸν
πλεῖστον ἐν χλόῃ διέφθειρε. διὸ καὶ Φιλιππίδης ἐχθρὸς ὢν τοῦ
Στρατοκλέους ἐν κωμῳδίᾳ πρὸς αὐτὸν ἐποίησε ταῦτα·

δι' ὃν ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τὰς ἀμπέλους,

δι' ὃν ἀσεβοῦνθ' ὁ πέπλος ἐρράγη μέσος,

ποιοῦντα τιμὰς τὰς [τῶν] θεῶν ἀνθρωπίνας.

ταῦτα καταλύει δῆμον, οὐ κωμῳδία.

ἦν δ' ὁ Φιλιππίδης Λυσιμάχου φίλος, καὶ πολλὰ δι' αὐτὸν ὁ δῆμος εὖ


ἔπαθεν ὑπὸ τοῦ βασιλέως. ἐδόκει δὲ καὶ πρὸς πρᾶξιν αὐτῷ καὶ πρὸς
στρατείαν εὐσύμβολος ἀπαντήσας εἶναι καὶ ὀφθείς. ἄλλως δὲ καὶ διὰ τὸ
ἦθος εὐδοκίμει, μηθὲν ἐνοχλῶν μηδ' αὐλικῆς περιεργίας ἀναπιμπλάμενος.
φιλοφρονουμένου δέ ποτε τοῦ Λυσιμάχου πρὸς αὐτὸν καὶ εἰπόντος "ὦ
Φιλιππίδη, τίνος σοι τῶν ἐμῶν μεταδῶ;" "μόνον" ἔφη "βασιλεῦ μὴ τῶν
ἀπορρήτων". τοῦτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῳ παρεθήκαμεν, τῷ ἀπὸ τοῦ
βήματος τὸν ἀπὸ τῆς θυμέλης.

[13] Ὃ δὲ μάλιστα τῶν τιμῶν ὑπερφυὲς ἦν καὶ ἀλλόκοτον, ἔγραψε


Δρομοκλείδης ὁ Σφήττιος, ὑπὲρ τῆς τῶν ἀσπίδων ἀναθέσεως εἰς Δελφοὺς
παρὰ Δημητρίου λαβεῖν χρησμόν. αὐτὴν δὲ παραγράψω τὴν λέξιν ἐκ τοῦ
ψηφίσματος οὕτως ἔχουσαν· "ἀγαθῇ τύχῃ· δεδόχθαι τῷ δήμῳ,
χειροτονῆσαι τὸν δῆμον ἕνα ἄνδρα ἐξ Ἀθηναίων, ὅστις ἀφικόμενος πρὸς
τὸν Σωτῆρα καὶ καλλιερησάμενος ἐπερωτήσει [Δημήτριον] τὸν Σωτῆρα,
πῶς ἂν εὐσεβέστατα καὶ κάλλιστα καὶ τὴν ταχίστην ὁ δῆμος τὴν
ἀποκατάστασιν ποιήσαιτο τῶν ἀναθημάτων. ὅ τι δ' ἂν χρήσῃ, ταῦτα
πράττειν τὸν δῆμον." οὕτω καταμωκώμενοι τοῦ ἀνθρώπου,
προσδιέφθειραν αὐτόν, οὐδ' ἄλλως ὑγιαίνοντα τὴν διάνοιαν.

[14] Ἀλλ' ἔν γε ταῖς Ἀθήναις τότε σχολάζων ἠγάγετο χηρεύουσαν


Εὐρυδίκην, ἣ Μιλτιάδου μὲν ἦν ἀπόγονος τοῦ παλαιοῦ, συνοικήσασα δ'
Ὀφέλλᾳ τῷ Κυρήνης ἄρξαντι, μετὰ τὴν ἐκείνου τελευτὴν ἀφίκετο πάλιν
82

εἰς τὰς Ἀθήνας. οἱ μὲν οὖν Ἀθηναῖοι τὸν γάμον τοῦτον εἰς χάριν ἔθεντο καὶ
τιμὴν τῆς πόλεως· ἄλλως δ' ὁ Δημήτριος εὐχερής τις ἦν περὶ γάμους καὶ
πολλαῖς ἅμα συνῆν γυναιξίν, ὧν ἀξίωμα μέγιστον εἶχε καὶ τιμὴν Φίλα δι'
Ἀντίπατρον τὸν πατέρα καὶ διὰ τὸ προσυνῳκηκέναι Κρατερῷ, τῷ πλείστην
εὔνοιαν αὑτοῦ παρὰ Μακεδόσι τῶν Ἀλεξάνδρου διαδόχων ἀπολιπόντι.
ταύτην ὡς ἔοικε κομιδῇ νέον ὄντα τὸν Δημήτριον ἔπειθεν ὁ πατήρ, οὐκ
οὖσαν αὐτῷ καθ' ὥραν ἀλλὰ πρεσβυτέραν, λαβεῖν· ἀπροθύμως δ' ἔχοντι
λέγεται πρὸς τὸ οὖς τὸ Εὐριπίδειον εἰπεῖν·

ὅπου τὸ κέρδος, παρὰ φύσιν γαμητέον,

ὁμοιόπτωτόν τι τῷ "δουλευτέον" εὐθυρρημονήσας. τοιαύτη μὲν οὖν τις ἦν


ἡ τοῦ Δημητρίου τιμὴ πρός τε Φίλαν καὶ τὰς ἄλλας γαμετάς, ὥστε πολλαῖς
μὲν ἀνέδην ἑταίραις, πολλαῖς δ' ἐλευθέραις συνεῖναι γυναιξί, καὶ μάλιστα
δὴ περὶ τὴν ἡδονὴν ταύτην κακῶς ἀκοῦσαι τῶν τότε βασιλέων.

[15] Ἐπεὶ δ' ὁ πατὴρ αὐτὸν ἐκάλει Πτολεμαίῳ περὶ Κύπρου πολεμήσοντα,
πείθεσθαι μὲν ἦν ἀναγκαῖον, ἀχθόμενος δ' ὅτι τὸν ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος
πόλεμον ὄντα καλλίω καὶ λαμπρότερον ἀπολείπει, προσέπεμψε Κλεωνίδῃ
τῷ Πτολεμαίου στρατηγῷ φρουροῦντι Σικυῶνα καὶ Κόρινθον, χρήματα
προτείνων ὥστ' ἐλευθέρας ἀφεῖναι τὰς πόλεις. οὐ προσδεξαμένου δ'
ἐκείνου, διὰ ταχέων ἀναχθεὶς καὶ προσλαβὼν δύναμιν ἐπέπλευσε Κύπρῳ,
καὶ Μενέλαον μὲν ἀδελφὸν Πτολεμαίου μάχην συνάψας εὐθὺς ἐνίκησεν·
αὐτοῦ δὲ Πτολεμαίου μετὰ δυνάμεως πεζικῆς ἅμα καὶ ναυτικῆς μεγάλης
ἐπιφανέντος, ἐγένοντο μὲν ἀπειλαί τινες καὶ διάλογοι κομπώδεις, τοῦ μὲν
ἀποπλεῖν Δημήτριον κελεύοντος πρὶν ὑπὸ τῆς δυνάμεως πάσης
ἀθροισθείσης καταπατηθῆναι, Δημητρίου δ' ἐκεῖνον ἀφεῖναι φάσκοντος,
ἂν ὁμολογήσῃ Σικυῶνα καὶ Κόρινθον ἀπαλλάξειν τῆς φρουρᾶς. ὁ δ' ἀγὼν
οὐ μόνον αὐτοῖς ἐκείνοις, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασι δυνάσταις πολλὴν
εἶχε προσδοκίαν τῆς ἐπικρεμαμένης ἀδηλότητος, ὡς οὐ Κύπρον οὐδὲ
Συρίαν, ἀλλὰ τὸ μέγιστον εὐθὺς εἶναι πάντων τῷ κρατοῦντι τῆς νίκης
προστιθείσης.

[16] Αὐτὸς μὲν οὖν ὁ Πτολεμαῖος ἐπέπλει πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ναῦς
ἔχων, ἐκ δὲ Σαλαμῖνος ἐκέλευσε Μενέλαον ἑξήκοντα ναυσίν, ὅταν
μάλιστα σύστασιν ὁ ἀγὼν ἔχῃ, προσφερόμενον τὰς Δημητρίου κόπτειν
ἐξόπισθεν καὶ διαταράττειν τὴν τάξιν. Δημήτριος δὲ ταῖς μὲν ἑξήκοντα
ταύταις ἀντέταξε δέκα ναῦς -- τοσαῦται γὰρ ἤρκουν στενὸν ὄντα τοῦ
λιμένος ἐμφράξαι τὸν ἔκπλουν -- , αὐτὸς δὲ τὸ πεζὸν ἐκτάξας καὶ τοῖς
83

ἀνατείνουσιν εἰς τὴν θάλασσαν ἀκρωτηρίοις περιχεάμενος, οὕτως ἀνήχθη


ναυσὶν ἑκατὸν ὀγδοήκοντα· προσμείξας δὲ ῥώμῃ καὶ βίᾳ πολλῇ, κατὰ
κράτος ἐτρέψατο τὸν Πτολεμαῖον, αὐτὸν μὲν ὡς ἐνικήθη διὰ ταχέων
φυγόντα ναυσὶν ὀκτὼ μόναις -- τοσαῦται γὰρ ἐκ πασῶν περιεσώθησαν,
τῶν δ' ἄλλων αἱ μὲν ἐν τῇ ναυμαχίᾳ διεφθάρησαν, ἑβδομήκοντα δ' ἥλωσαν
αὔτανδροι -- , τοῦ δ' ἐν ὁλκάσι παρορμοῦντος ὄχλου θεραπόντων καὶ
φίλων καὶ γυναικῶν, ἔτι δ' ὅπλων καὶ χρημάτων καὶ μηχανημάτων, ἁπλῶς
οὐδὲν ἐξέφυγε τὸν Δημήτριον, ἀλλ' ἔλαβε πάντα καὶ κατήγαγεν εἰς τὸ
στρατόπεδον. ἐν δὲ τούτοις ἡ περιβόητος ἦν Λάμια, τὴν μὲν ἀρχὴν
σπουδασθεῖσα διὰ τὴν τέχνην -- ἐδόκει γὰρ αὐλεῖν οὐκ εὐκαταφρονήτως -
- , ὕστερον δὲ καὶ τοῖς ἐρωτικοῖς λαμπρὰ γενομένη. τότε γοῦν ἤδη λήγουσα
τῆς ὥρας καὶ πολὺ νεώτερον ἑαυτῆς λαβοῦσα τὸν Δημήτριον, ἐκράτησε
τῇ χάριτι καὶ κατέσχεν, ὥστ' ἐκείνης εἶναι μόνης ἐραστήν, τῶν δ' ἄλλων
ἐρώμενον γυναικῶν. μετὰ δὲ τὴν ναυμαχίαν οὐδ' ὁ Μενέλαος ἀντέσχεν,
ἀλλὰ τήν τε Σαλαμῖνα παρέδωκε τῷ Δημητρίῳ καὶ τὰς ναῦς καὶ τὸ πεζόν,
ἱππεῖς τε χιλίους καὶ διακοσίους καὶ μυρίους καὶ δισχιλίους ὁπλίτας.

[17] Οὕτω δὲ λαμπρὰν καὶ καλὴν τὴν νίκην γενομένην ἔτι μᾶλλον
ἐπικοσμῶν ὁ Δημήτριος εὐγνωμοσύνῃ καὶ φιλανθρωπίᾳ, τοὺς νεκροὺς
τῶν πολεμίων ἔθαψε μεγαλοπρεπῶς καὶ τοὺς αἰχμαλώτους ἀφῆκεν,
Ἀθηναίοις δὲ χιλίας καὶ διακοσίας ἀπὸ τῶν λαφύρων ἐδωρήσατο
πανοπλίας.

Αὐτάγγελον δὲ τῆς νίκης τῷ πατρὶ τὸν Μιλήσιον Ἀριστόδημον ἔπεμψε,


πρωτεύοντα κολακείᾳ τῶν αὐλικῶν ἁπάντων, καὶ τότε παρεσκευασμένον
ὡς ἔοικε τῶν κολακευμάτων τὸ μέγιστον ἐπενεγκεῖν τοῖς πράγμασιν. ὡς
γὰρ ἐπέρασεν ἀπὸ τῆς Κύπρου, προσέχειν μὲν οὐκ εἴασε τῇ γῇ τὸ πλοῖον,
ἀγκύρας δ' ἀφεῖναι κελεύσας καὶ κατὰ ναῦν ἔχειν ἀτρέμα πάντας, αὐτὸς
ἐμβὰς εἰς τὸ ἐφόλκιον ἐξῆλθε μόνος καὶ πρὸς τὸν Ἀντίγονον ἀνέβαινε,
μετέωρον ὄντα τῇ προσδοκίᾳ τῆς μάχης καὶ διακείμενον ὡς εἰκός ἐστι
διακεῖσθαι τοὺς περὶ πραγμάτων τηλικούτων ἀγωνιῶντας. τότε γε μὴν
ἀκούσας ἐκεῖνον ἥκειν, ἔτι μᾶλλον ἢ πρότερον ἔσχε ταραχωδῶς, καὶ μόλις
μὲν αὑτὸν οἴκοι κατεῖχεν, ἄλλους δ' ἐπ' ἄλλοις ἔπεμπεν ὑπηρέτας καὶ
φίλους πευσομένους τοῦ Ἀριστοδήμου περὶ τῶν γεγονότων.
ἀποκριναμένου δὲ μηδὲν αὐτοῦ μηδενί, βάδην δὲ καὶ συνεστῶτι τῷ
προσώπῳ μετὰ πολλῆς σιωπῆς προσιόντος, ἐκπλαγεὶς κομιδῇ καὶ μηκέτι
καρτερῶν ὁ Ἀντίγονος ἐπὶ τὰς θύρας ἀπήντησε, πολλοῦ παραπέμποντος
ἤδη τὸν Ἀριστόδημον ὄχλου καὶ συντρέχοντος ἐπὶ τὸ βασίλειον. ὡς οὖν
ἐγγὺς ἦλθεν, ἐκτείνας τὴν δεξιὰν ἀνεβόησε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· "χαῖρε
βασιλεῦ Ἀντίγονε, νικῶμεν [βασιλέα] Πτολεμαῖον ναυμαχίᾳ, καὶ Κύπρον
ἔχομεν καὶ στρατιώτας αἰχμαλώτους μυρίους ἑξακισχιλίους ὀκτακοσίους."
84

ὁ δ' Ἀντίγονος "καὶ σὺ νὴ Δία χαῖρε" εἶπεν· "οὕτω δ' ἡμᾶς βασανίσας δίκην
ὑφέξεις· βράδιον γὰρ ἀπολήψῃ τὸ εὐαγγέλιον."

[18] Ἐκ τούτου πρῶτον ἀνεφώνησε τὸ πλῆθος Ἀντίγονον καὶ Δημήτριον


βασιλέας. Ἀντίγονον μὲν οὖν εὐθὺς ἀνέδησαν οἱ φίλοι, Δημητρίῳ δ' ὁ
πατὴρ ἔπεμψε διάδημα καὶ γράφων ἐπιστολὴν βασιλέα προσεῖπεν. οἱ δ' ἐν
Αἰγύπτῳ τούτων ἀπαγγελλομένων καὶ αὐτοὶ βασιλέα τὸν Πτολεμαῖον
ἀνηγόρευσαν, ὡς μὴ δοκεῖν τοῦ φρονήματος ὑφίεσθαι διὰ τὴν ἧτταν.
ἐπενείματο δ' οὕτως τὸ πρᾶγμα τῷ ζήλῳ τοὺς ἄλλους διαδόχους· καὶ γὰρ
Λυσίμαχος ἤρξατο φορεῖν διάδημα, καὶ Σέλευκος ἐντυγχάνων τοῖς
Ἕλλησιν, ἐπεὶ τοῖς γε βαρβάροις καὶ πρότερον οὗτος ὡς βασιλεὺς
ἐχρημάτιζε. Κάσσανδρος δέ, τῶν ἄλλων αὐτὸν βασιλέα καὶ γραφόντων
καὶ καλούντων, αὐτὸς ὥσπερ πρότερον εἰώθει τὰς ἐπιστολὰς ἔγραφε.
τοῦτο δ' οὐ προσθήκην ὀνόματος καὶ σχήματος ἐξαλλαγὴν εἶχε μόνον,
ἀλλὰ καὶ τὰ φρονήματα τῶν ἀνδρῶν ἐκίνησε καὶ τὰς γνώμας ἐπῆρε, καὶ
τοῖς βίοις καὶ ταῖς ὁμιλίαις αὐτῶν ὄγκον ἐνεποίησε καὶ βαρύτητα, καθάπερ
τραγικῶν ὑποκριτῶν ἅμα τῇ σκευῇ συμμεταβαλόντων καὶ βάδισμα καὶ
φωνὴν καὶ κατάκλισιν καὶ προσαγόρευσιν. ἐκ δὲ τούτων ἐγίνοντο καὶ περὶ
τὰς δικαιώσεις βιαιότεροι, τὴν εἰς πολλὰ παρέχουσαν αὐτοὺς
ἐλαφροτέρους καὶ μαλακωτέρους τοῖς ὑπηκόοις πρότερον εἰρωνείαν τῆς
ἐξουσίας ἀφελόντες. τοσοῦτον ἴσχυσε κόλακος φωνὴ μία καὶ τοσαύτης
ἐνέπλησε τὴν οἰκουμένην μεταβολῆς.

[19] Ἀντίγονος δὲ τοῖς πεπραγμένοις ὑπὸ Δημητρίου περὶ Κύπρον


ἐπαρθείς, εὐθὺς ἐστράτευσεν ἐπὶ Πτολεμαῖον, αὐτὸς μὲν ἄγων πεζῇ τὴν
δύναμιν, Δημητρίου δὲ μεγάλῳ στόλῳ συμπαραπλέοντος. ὃν δὲ τρόπον
ἤμελλε κρίνεσθαι τὰ πράγματα, Μήδιος Ἀντιγόνου φίλος ὄψιν εἶδε κατὰ
τοὺς ὕπνους. ἐδόκει γὰρ αὐτὸν Ἀντίγονον ἀγωνίζεσθαι μετὰ τῆς στρατιᾶς
ἁπάσης δίαυλον, εὐρώστως καὶ ταχὺ τὸ πρῶτον, εἶτα κατὰ μικρὸν
ἐνδιδόναι τὴν δύναμιν αὐτῷ, καὶ τέλος ὡς ἔκαμψεν ἀσθενῆ γενόμενον καὶ
μεστὸν ἄσθματος οὐ ῥᾳδίως ἀναφέρειν. αὐτός τ' οὖν ἐντυχὼν κατὰ γῆν
πολλαῖς ἀπορίαις, καὶ Δημητρίου χειμῶνι μεγάλῳ καὶ κλύδωνι
κινδυνεύσαντος εἰς τόπους ἀλιμένους καὶ χαλεποὺς ἐκριφῆναι, πολλὰς δὲ
τῶν νεῶν ἀπολέσαντος, ἐπανῆλθεν ἄπρακτος.

Ἦν δὲ τότε μικρὸν ἀπολείποντα γεγονὼς ἔτη τῶν ὀγδοήκοντα· μεγέθει δὲ


καὶ βαρύτητι σώματος μᾶλλον ἢ διὰ τὸ γῆρας ἐπὶ τὰς στρατείας γεγονὼς
δυσπαρακόμιστος, ἐχρῆτο τῷ παιδί, καὶ δι' εὐτυχίαν καὶ δι' ἐμπειρίαν ἤδη
τὰ μέγιστα καλῶς διοικοῦντι, τρυφὰς δὲ καὶ πολυτελείας καὶ πότους αὐτοῦ
μὴ βαρυνόμενος. εἰρήνης γὰρ οὔσης ἀφύβριζεν εἰς ταῦτα, καὶ σχολάζων
ἐχρῆτο πρὸς τὰς ἡδονὰς ἀνειμένως αὑτῷ καὶ κατακόρως, ἐν δὲ τοῖς
85

πολέμοις ὡς οἱ φύσει σώφρονες ἔνηφε. λέγεται δὲ τῆς Λαμίας ἀναφανδὸν


ἤδη κρατούσης τὸν Ἀντίγονον ὑπὸ τοῦ Δημητρίου καταφιλούμενον
ἥκοντος ἀπὸ ξένης εἰπεῖν ἅμα γελῶντα· "δοκεῖς Λάμιαν ὦ παῖ καταφιλεῖν."
πάλιν δέ ποτε πλείονας ἡμέρας ἐν πότοις γενομένου, καὶ πρόφασιν
λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόν, "ἐπυθόμην," φάναι τὸν Ἀντίγονον,
"ἀλλὰ πότερον Θάσιον ἢ Χῖον ἦν τὸ ῥεῦμα;" πυθόμενος δ' αὖθις ἀσθενῶς
ἔχειν αὐτὸν ἐβάδιζεν ὀψόμενος, καὶ τῶν καλῶν τινι περὶ θύρας ἀπήντησεν·
εἰσελθὼν δὲ καὶ καθίσας παρ' αὐτὸν ἥψατο τῆς χειρός· ἐκείνου δ' εἰπόντος
ὅτι νῦν ὁ πυρετὸς ἀποκεχώρηκεν, "ἀμέλει παιδίον" ἔφη "καὶ ἐμοὶ νῦν περὶ
θύρας ἀπιὼν ἀπήντηκε." ταῦτα δ' οὕτω πράως ἔφερε τοῦ Δημητρίου διὰ
τὴν ἄλλην πρᾶξιν. οἱ μὲν γὰρ Σκύθαι πίνοντες καὶ μεθυσκόμενοι
παραψάλλουσι τὰς νευρὰς τῶν τόξων, οἷον ἐκλυόμενον ὑπὸ τῆς ἡδονῆς
ἀνακαλούμενοι τὸν θυμόν, ἐκεῖνος δὲ τὰ μὲν ἡδονῇ διδοὺς ἁπλῶς ἑαυτόν,
τὰ δὲ σπουδῇ, καὶ θάτερα τῶν ἑτέρων ἄκρατα μεταχειριζόμενος, οὐχ ἧττον
ἦν δεινὸς ἐν ταῖς τοῦ πολέμου παρασκευαῖς.

[20] Ἀλλὰ καὶ παρασκευάσασθαι δύναμιν ἢ χρήσασθαι βελτίων ἐδόκει


στρατηγὸς εἶναι, πάντα μὲν ἐκ περιουσίας ὑπάρχειν βουλόμενος ἐπὶ τὰς
χρείας, τῆς δὲ περὶ τὰς ναῦς καὶ τὰ μηχανήματα μεγαλουργίας καὶ καθ'
ἡδονήν τινα τοῦ θεωρεῖν ἀπλήστως ἔχων. εὐφυὴς γὰρ ὢν καὶ θεωρητικός,
οὐκ εἰς παιδιὰς οὐδ' εἰς διαγωγὰς ἀχρήστους ἔτρεψε τὸ φιλότεχνον, ὥσπερ
ἄλλοι βασιλεῖς αὐλοῦντες καὶ ζωγραφοῦντες καὶ τορεύοντες. Ἀέροπος γὰρ
ὁ Μακεδὼν τραπέζια μικρὰ καὶ λυχνίδια τεκταινόμενος ὁπότε σχολάζοι
διῆγεν. Ἄτταλος δ' ὁ Φιλομήτωρ ἐκήπευε τὰς φαρμακώδεις βοτάνας, οὐ
μόνον ὑοσκύαμον καὶ ἐλλέβορον, ἀλλὰ καὶ κώνειον καὶ ἀκόνιτον καὶ
δορύκνιον, αὐτὸς ἐν τοῖς βασιλείοις σπείρων καὶ φυτεύων, ὀπούς τε καὶ
καρπὸν αὐτῶν ἔργον πεποιημένος εἰδέναι καὶ κομίζεσθαι καθ' ὥραν. οἱ δὲ
Πάρθων βασιλεῖς ἐσεμνύνοντο τὰς ἀκίδας τῶν βελῶν χαράττοντες αὐτοὶ
καὶ παραθήγοντες. ἀλλὰ μὴν Δημητρίου καὶ τὸ βάναυσον ἦν βασιλικόν,
καὶ μέγεθος ἡ μέθοδος εἶχεν, ἅμα τῷ περιττῷ καὶ φιλοτέχνῳ τῶν ἔργων
ὕψος τι διανοίας καὶ φρονήματος συνεκφερόντων, ὥστε μὴ μόνον γνώμης
καὶ περιουσίας, ἀλλὰ καὶ χειρὸς ἄξια φαίνεσθαι βασιλικῆς. μεγέθει μὲν γὰρ
ἐπέπληττε καὶ τοὺς φίλους, κάλλει δὲ καὶ τοὺς πολεμίους ἔτερπε· τοῦτο δ'
ἔτι μᾶλλον ἀληθῶς ἢ κομψῶς εἴρηται. καὶ τὰς μὲν ἑκκαιδεκήρεις αὐτοῦ
καὶ τὰς πεντεκαιδεκήρεις ἐθαύμαζον ἑστῶτες οἱ πολέμιοι παρὰ τὴν γῆν
αὐτῶν πλεούσας, αἱ δ' ἑλεπόλεις ὡς θέαμα τοῖς πολιορκουμένοις ἦσαν, ὡς
αὐτὰ τὰ πράγματα μαρτυρεῖ. Λυσίμαχος μὲν γάρ, ἔχθιστος ὢν Δημητρίῳ
τῶν βασιλέων καὶ πολιορκοῦντι Σόλους τοὺς Κιλικίους ἀντιτεταγμένος,
ἔπεμψε παρακαλῶν ἐπιδεῖξαι τὰς μηχανὰς αὐτῷ καὶ τὰς ναῦς πλεούσας·
ἐπιδείξαντος δὲ θαυμάσας ἀπῆλθε. Ῥόδιοι δὲ πολὺν χρόνον ὑπ' αὐτοῦ
πολιορκηθέντες, ἐπεὶ κατελύσαντο τὸν πόλεμον, ᾐτήσαντο τῶν μηχανῶν
86

ἐνίας, ὅπως ὑπόμνημα τῆς ἐκείνου δυνάμεως ἅμα καὶ τῆς αὑτῶν
ἀνδραγαθίας ἔχωσιν.

[21] Ἐπολέμησε δὲ Ῥοδίοις Πτολεμαίου συμμάχοις οὖσι, καὶ τὴν μεγίστην


ἑλέπολιν τοῖς τείχεσι προσήγαγεν, ἧς ἕδρα μὲν ἦν τετράγωνος, ἑκάστην
ἔχουσα τοῦ κάτω πλαισίου πλευρὰν ὀκτὼ καὶ τεσσαράκοντα πηχῶν, ἓξ δὲ
καὶ ἑξήκοντα πηχῶν ὕψος εἶχεν, εἰς κορυφὴν συννεύουσα ταῖς ἄνω
πλευραῖς στενοτέραν τῆς βάσεως. ἔνδοθεν μὲν οὖν στέγαις διεπέφρακτο
καὶ χώραις πολλαῖς, τὸ δὲ πρὸς τοὺς πολεμίους αὐτῆς μέτωπον ἀνέῳκτο
[καὶ] καθ' ἑκάστην στέγην θυρίσιν, καὶ διὰ τούτων ἐξέπιπτε βέλη
παντοδαπά· μεστὴ γὰρ ἦν ἀνδρῶν μαχομένων πᾶσαν ἰδέαν μάχης. καὶ τὸ
μὴ κραδαινόμενον αὐτῆς μηδὲ κλινόμενον ἐν ταῖς κινήσεσιν, ἀλλ' ὀρθὸν
ἐν ἕδρᾳ καὶ ἀσάλευτον ἰσορρόπως ἅμα ῥοίζῳ καὶ τόνῳ πολλῷ προχωροῦν
θάμβος ἅμα τῇ ψυχῇ καὶ χάριν τινὰ τῇ ὄψει τῶν θεωμένων παρεῖχε. πρὸς
δὲ τοῦτον τὸν πόλεμον αὐτῷ καὶ θώρακες ἐκομίσθησαν ἐκ Κύπρου δύο
σιδηροῖ, μνῶν ὁλκῆς ἑκάτερος τεσσαράκοντα. δυσπάθειαν δὲ καὶ ῥώμην
αὐτῶν ἐπιδεικνύμενος ὁ τεχνίτης Ζωίλος ἐκέλευσεν ἐξ εἴκοσι βημάτων
ἀφεῖναι καταπελτικὸν βέλος, οὗ προσπεσόντος ἀρραγὴς διέμεινεν ὁ
σίδηρος, ἀμυχὴν δὲ μόλις ἔσχεν ἀμβλεῖαν οἷον ἀπὸ γραφείου. τοῦτον αὐτὸς
ἐφόρει, τὸν δ' ἕτερον Ἄλκιμος ὁ Ἠπειρώτης, ἀνὴρ πολεμικώτατος τῶν σὺν
αὐτῷ καὶ ῥωμαλεώτατος, ὃς μόνος ἐχρῆτο διταλάντῳ πανοπλίᾳ, τῶν
ἄλλων χρωμένων ταλαντιαίᾳ, καὶ μαχόμενος ἐν Ῥόδῳ περὶ τὸ θέατρον
ἔπεσεν.

[22] Εὐρώστως δὲ τῶν Ῥοδίων ἀμυνομένων, οὐδὲν ἄξιον λόγου πράττων


ὁ Δημήτριος ὅμως ἐθυμομάχει πρὸς αὐτούς, ὅτι Φίλας τῆς γυναικὸς αὐτῷ
γράμματα καὶ στρώματα καὶ ἱμάτια πεμψάσης, λαβόντες τὸ πλοῖον ὥσπερ
εἶχε πρὸς Πτολεμαῖον ἀπέστειλαν, καὶ τὴν Ἀθηναίων οὐκ ἐμιμήσαντο
φιλανθρωπίαν, οἳ Φιλίππου πολεμοῦντος αὐτοῖς γραμματοφόρους ἑλόντες,
τὰς μὲν ἄλλας ἀνέγνωσαν ἐπιστολάς, μόνην δὲ τὴν Ὀλυμπιάδος οὐκ
ἔλυσαν, ἀλλ' ὥσπερ ἦν κατασεσημασμένη πρὸς ἐκεῖνον ἀπέστειλαν.

Οὐ μὴν ἀλλὰ καίπερ ἐπὶ τούτῳ σφόδρα δηχθεὶς ὁ Δημήτριος εὐθὺς


παρασχόντας λαβὴν οὐχ ὑπέμεινεν ἀντιλυπῆσαι τοὺς Ῥοδίους. ἔτυχε γὰρ
αὐτοῖς ὁ Καύνιος Πρωτογένης γράφων τὴν περὶ τὸν Ἰάλυσον διάθεσιν, καὶ
τὸν πίνακα μικρὸν ἀπολείποντα τοῦ τέλος ἔχειν ἔν τινι τῶν προαστίων
ἔλαβεν ὁ Δημήτριος. πεμψάντων δὲ κήρυκα τῶν Ῥοδίων καὶ δεομένων
φείσασθαι καὶ μὴ διαφθεῖραι τὸ ἔργον, ἀπεκρίνατο τὰς τοῦ πατρὸς ἂν
εἰκόνας ἐμπρῆσαι μᾶλλον ἢ τέχνης πόνον τοσοῦτον. ἑπτὰ γὰρ ἔτεσι
λέγεται συντελέσαι τὴν γραφὴν ὁ Πρωτογένης. καί φησιν Ἀπελλῆς οὕτως
ἐκπλαγῆναι θεασάμενος τὸ ἔργον, ὥστε καὶ φωνὴν ἐπιλιπεῖν αὐτόν, ὀψὲ δ'
87

εἰπεῖν ὅτι "μέγας ὁ πόνος καὶ θαυμαστὸν τὸ ἔργον", οὐ μὴν ἔχειν γε χάριτας
δι' ἃς οὐρανοῦ ψαύειν τὰ ὑπ' αὐτοῦ γραφόμενα. ταύτην μὲν οὖν τὴν γραφὴν
εἰς ταὐτὸ ταῖς ἄλλαις συνωσθεῖσαν ἐν Ῥώμῃ τὸ πῦρ ἐπενείματο.

Τῶν δὲ Ῥοδίων κατεξανισταμένων τοῦ πολέμου, δεόμενον προφάσεως τὸν


Δημήτριον Ἀθηναῖοι παραγενόμενοι διήλλαξαν ἐπὶ τῷ συμμαχεῖν Ῥοδίους
Ἀντιγόνῳ καὶ Δημητρίῳ πλὴν ἐπὶ Πτολεμαῖον.

[23] Ἐκάλουν δὲ τὸν Δημήτριον οἱ Ἀθηναῖοι, Κασσάνδρου τὸ ἄστυ


πολιορκοῦντος. ὁ δὲ ναυσὶν ἐπιπλεύσας τριακοσίαις τριάκοντα καὶ πολλοῖς
ὁπλίταις, οὐ μόνον ἐξήλασε τῆς Ἀττικῆς τὸν Κάσσανδρον, ἀλλὰ καὶ
φεύγοντα μέχρι Θερμοπυλῶν διώξας καὶ τρεψάμενος, Ἡράκλειαν ἔλαβεν
ἑκουσίως αὐτῷ προσθεμένην καὶ τῶν Μακεδόνων ἑξακισχιλίους
μεταβαλομένους πρὸς αὐτόν. ἐπανιὼν δὲ τοὺς ἐντὸς Πυλῶν Ἕλληνας
ἠλευθέρου, καὶ Βοιωτοὺς ἐποιήσατο συμμάχους, καὶ Κεγχρέας εἷλε· καὶ
Φυλὴν καὶ Πάνακτον, ἐπιτειχίσματα τῆς Ἀττικῆς ὑπὸ Κασσάνδρου
φρουρούμενα, καταστρεψάμενος ἀπέδωκε τοῖς Ἀθηναίοις. οἱ δὲ καίπερ
ἐκκεχυμένοι πρότερον εἰς αὐτὸν καὶ κατακεχρημένοι πᾶσαν φιλοτιμίαν,
ἐξεῦρον ὅμως καὶ τότε πρόσφατοι καὶ καινοὶ ταῖς κολακείαις φανῆναι. τὸν
γὰρ ὀπισθόδομον τοῦ Παρθενῶνος ἀπέδειξαν αὐτῷ κατάλυσιν, κἀκεῖ
δίαιταν εἶχε, τῆς Ἀθηνᾶς λεγομένης ὑποδέχεσθαι καὶ ξενίζειν αὐτόν, οὐ
πάνυ κόσμιον ξένον οὐδ' ὡς παρθένῳ πράως ἐπισταθμεύοντα. καίτοι τὸν
ἀδελφὸν αὐτοῦ Φίλιππον αἰσθόμενός ποθ' ὁ πατὴρ ἐν οἰκίᾳ καταλύοντα
τρεῖς ἐχούσῃ νέας γυναῖκας, πρὸς ἐκεῖνον μὲν οὐδὲν ἐφθέγξατο, παρόντος
δ' ἐκείνου τὸν σταθμοδότην μεταπεμψάμενος "οὗτος" εἶπεν, "οὐκ ἐξάξεις
μου τὸν υἱὸν ἐκ τῆς στενοχωρίας;"

[24] Δημήτριος δέ, τὴν Ἀθηνᾶν αὐτῷ προσῆκον εἰ δι' ἄλλο μηδὲν ὥς γε
πρεσβυτέραν ἀδελφὴν αἰσχύνεσθαι (τοῦτο γὰρ ἐβούλετο λέγεσθαι),
τοσαύτην ὕβριν εἰς παῖδας ἐλευθέρους καὶ γυναῖκας ἀστὰς κατεσκέδασε
τῆς ἀκροπόλεως, ὥστε δοκεῖν τότε μάλιστα καθαρεύειν τὸν τόπον, ὅτε
Χρυσίδι καὶ Λαμίᾳ καὶ Δημοῖ καὶ Ἀντικύρᾳ ταῖς πόρναις ἐκείναις
συνακολασταίνοι. τὰ μὲν οὖν ἄλλα σαφῶς ἀπαγγέλλειν οὐ πρέπει διὰ τὴν
πόλιν, τὴν δὲ Δημοκλέους ἀρετὴν καὶ σωφροσύνην ἄξιόν ἐστι μὴ
παρελθεῖν. ἐκεῖνος γὰρ ἦν ἔτι παῖς ἄνηβος, οὐκ ἔλαθε δὲ τὸν Δημήτριον
ἔχων τῆς εὐμορφίας τὴν ἐπωνυμίαν κατήγορον· ἐκαλεῖτο γὰρ Δημοκλῆς ὁ
καλός. ὡς δὲ πολλὰ πειρώντων καὶ διδόντων καὶ φοβούντων ὑπ' οὐδενὸς
ἡλίσκετο, τέλος δὲ φεύγων τὰς παλαίστρας καὶ τὸ γυμνάσιον εἴς τι
βαλανεῖον ἰδιωτικὸν ἐφοίτα λουσόμενος, ἐπιτηρήσας τὸν καιρὸν ὁ
Δημήτριος ἐπεισῆλθεν αὐτῷ μόνῳ. καὶ ὁ παῖς ὡς συνεῖδε τὴν περὶ αὑτὸν
ἐρημίαν καὶ τὴν ἀνάγκην, ἀφελὼν τὸ πῶμα τοῦ χαλκώματος εἰς ζέον ὕδωρ
88

ἐνήλατο καὶ διέφθειρεν αὑτόν, ἀνάξια μὲν παθών, ἄξια δὲ τῆς πατρίδος καὶ
τοῦ κάλλους φρονήσας, οὐχ ὡς Κλεαίνετος ὁ Κλεομέδοντος, ὃς ὠφληκότι
τῷ πατρὶ δίκην πεντήκοντα ταλάντων ἀφεθῆναι διαπραξάμενος, καὶ
γράμματα παρὰ Δημητρίου κομίσας πρὸς τὸν δῆμον, οὐ μόνον ἑαυτὸν
κατῄσχυνεν, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν συνετάραξε. τὸν μὲν γὰρ Κλεομέδοντα
τῆς δίκης ἀφῆκαν, ἐγράφη δὲ ψήφισμα μηδένα τῶν πολιτῶν ἐπιστολὴν
παρὰ Δημητρίου κομίζειν. ἐπεὶ δ' ἀκούσας ἐκεῖνος οὐκ ἤνεγκε μετρίως,
ἀλλ' ἠγανάκτησε, δείσαντες αὖθις οὐ μόνον τὸ ψήφισμα καθεῖλον, ἀλλὰ
καὶ τῶν εἰσηγησαμένων καὶ συνειπόντων τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τοὺς δ'
ἐφυγάδευσαν· ἔτι δὲ προσεψηφίσαντο, δεδόχθαι τῷ δήμῳ τῶν Ἀθηναίων,
πᾶν ὅ τι ἂν ὁ βασιλεὺς Δημήτριος κελεύσῃ, τοῦτο καὶ πρὸς θεοὺς ὅσιον
καὶ πρὸς ἀνθρώπους εἶναι δίκαιον. εἰπόντος δέ τινος τῶν καλῶν κἀγαθῶν
μαίνεσθαι τὸν Στρατοκλέα τοιαῦτα γράφοντα, Δημοχάρης ὁ Λευκονοεὺς
"μαίνοιτο μέντἂν" εἶπεν "εἰ μὴ μαίνοιτο". πολλὰ γὰρ ὁ Στρατοκλῆς
ὠφελεῖτο διὰ τὴν κολακείαν. ὁ δὲ Δημοχάρης ἐπὶ τούτῳ διαβληθεὶς
ἐφυγαδεύθη. τοιαῦτα ἔπραττον Ἀθηναῖοι, φρουρᾶς ἀπηλλάχθαι καὶ τὴν
ἐλευθερίαν ἔχειν δοκοῦντες.

[25] Δημήτριος δὲ παρελθὼν εἰς Πελοπόννησον, οὐδενὸς ὑφισταμένου


τῶν ἐναντίων, ἀλλὰ φευγόντων καὶ προϊεμένων τὰς πόλεις, προσηγάγετο
τήν τε καλουμένην Ἀκτὴν καὶ Ἀρκαδίαν πλὴν Μαντινείας, καὶ Ἄργος καὶ
Σικυῶνα καὶ Κόρινθον ἐλύσατο, τάλαντα δοὺς ἑκατὸν τοῖς φρουροῦσιν. ἐν
Ἄργει μὲν οὖν τῆς τῶν Ἡραίων ἑορτῆς καθηκούσης ἀγωνοθετῶν καὶ
συμπανηγυρίζων τοῖς Ἕλλησιν, ἔγημε τὴν Αἰακίδου θυγατέρα τοῦ
Μολοττῶν βασιλέως, ἀδελφὴν δὲ Πύρρου, Δηιδάμειαν. Σικυωνίους δὲ
φήσας παρὰ τὴν πόλιν οἰκεῖν τὴν πόλιν, ἔπεισεν οὗ νῦν οἰκοῦσι
μετοικίσασθαι· τῷ δὲ τόπῳ καὶ τοὔνομα τὴν πόλιν συμμεταβαλοῦσαν ἀντὶ
Σικυῶνος Δημητριάδα προσηγόρευσεν. ἐν δ' Ἰσθμῷ κοινοῦ συνεδρίου
γενομένου καὶ πολλῶν ἀνθρώπων συνελθόντων, ἡγεμὼν ἀνηγορεύθη τῆς
Ἑλλάδος ὡς πρότερον οἱ περὶ Φίλιππον καὶ Ἀλέξανδρον· ὧν ἐκεῖνος οὐ
παρὰ μικρὸν ἐνόμιζεν ἑαυτὸν εἶναι βελτίονα, τῇ τύχῃ τῇ παρούσῃ καὶ τῇ
δυνάμει τῶν πραγμάτων ἐπαιρόμενος. Ἀλέξανδρος γοῦν οὐδένα τῶν
ἄλλων βασιλέων ἀπεστέρησε τῆς ὁμωνυμίας οὐδ' ἑαυτὸν ἀνεῖπε βασιλέων
βασιλέα, καίτοι πολλοῖς τὸ καλεῖσθαι καὶ εἶναι βασιλέας αὐτὸς δεδωκώς·
ἐκεῖνος δὲ χλευάζων καὶ γελῶν τοὺς ἄλλον τινὰ πλὴν τοῦ πατρὸς καὶ αὐτοῦ
βασιλέα προσαγορεύοντας, ἡδέως ἤκουε τῶν παρὰ πότον ἐπιχύσεις
λαμβανόντων Δημητρίου βασιλέως, Σελεύκου δ' ἐλεφαντάρχου,
Πτολεμαίου δὲ ναυάρχου, Λυσιμάχου δὲ γαζοφύλακος, Ἀγαθοκλέους δὲ
τοῦ Σικελιώτου νησιάρχου. τούτων δὲ πρὸς τοὺς βασιλεῖς ἐκφερομένων,
οἱ μὲν ἄλλοι [βασιλεῖς] κατεγέλων, Λυσίμαχος δ' ἠγανάκτει μόνος εἰ
σπάδοντα νομίζει Δημήτριος αὐτόν· ἐπιεικῶς γὰρ εἰώθεισαν εὐνούχους
ἔχειν γαζοφύλακας. ἦν δὲ καὶ πάντων ἀπεχθέστατος ὁ Λυσίμαχος αὐτῷ,
89

καὶ λοιδορῶν εἰς τὸν ἔρωτα τῆς Λαμίας ἔλεγε νῦν πρῶτον ἑωρακέναι
πόρνην προερχομένην ἐκ τραγικῆς σκηνῆς· ὁ δὲ Δημήτριος ἔφη τὴν
ἑαυτοῦ πόρνην σωφρονεστέραν εἶναι τῆς ἐκείνου Πηνελόπης.

[26] Τότε δ' οὖν ἀναζευγνύων εἰς τὰς Ἀθήνας ἔγραψεν, ὅτι βούλεται
παραγενόμενος εὐθὺς μυηθῆναι καὶ τὴν τελετὴν ἅπασαν ἀπὸ τῶν μικρῶν
ἄχρι τῶν ἐποπτικῶν παραλαβεῖν. τοῦτο δ' οὐ θεμιτὸν ἦν οὐδὲ γεγονὸς
πρότερον, ἀλλὰ τὰ μικρὰ τοῦ Ἀνθεστηριῶνος ἐτελοῦντο, τὰ δὲ μεγάλα τοῦ
Βοηδρομιῶνος· ἐπώπτευον δὲ τοὐλάχιστον ἀπὸ τῶν μεγάλων ἐνιαυτὸν
διαλείποντες. ἀναγνωσθέντων δὲ τῶν γραμμάτων, μόνος ἐτόλμησεν
ἀντειπεῖν Πυθόδωρος ὁ δᾳδοῦχος, ἐπέρανε δ' οὐδέν· ἀλλὰ Στρατοκλέους
γνώμην εἰπόντος, Ἀνθεστηριῶνα τὸν Μουνυχιῶνα ψηφισαμένους καλεῖν
καὶ νομίζειν, ἐτέλουν τῷ Δημητρίῳ τὰ πρὸς Ἄγραν· καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν
ἐξ Ἀνθεστηριῶνος ὁ Μουνυχιὼν γενόμενος Βοηδρομιὼν ἐδέξατο τὴν
λοιπὴν τελετήν, ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῦ Δημητρίου προσεπιλαβόντος.
διὸ καὶ Φιλιππίδης τὸν Στρατοκλέα λοιδορῶν ἐποίησεν·

ὁ τὸν ἐνιαυτὸν συντεμὼν εἰς μῆν' ἕνα,

καὶ περὶ τῆς ἐν τῷ Παρθενῶνι κατασκηνώσεως·

ὁ τὴν ἀκρόπολιν πανδοκεῖον ὑπολαβών,

καὶ τὰς ἑταίρας εἰσαγαγὼν τῇ παρθένῳ.

[27] Πολλῶν δὲ γενομένων ἐν τῇ πόλει τότε πλημμελημάτων καὶ


παρανομημάτων ἐκεῖνο μάλιστα λέγεται λυπῆσαι τοὺς Ἀθηναίους, ὅτι
διακόσια καὶ πεντήκοντα τάλαντα πορίσαι ταχὺ καὶ δοῦναι προσταχθὲν
αὐτοῖς, καὶ τῆς εἰσπράξεως συντόνου καὶ ἀπαραιτήτου γενομένης, ἰδὼν
ἠθροισμένον τὸ ἀργύριον ἐκέλευσε Λαμίᾳ καὶ ταῖς περὶ αὐτὴν ἑταίραις εἰς
σμῆγμα δοθῆναι. ἡ γὰρ αἰσχύνη τῆς ζημίας καὶ τὸ ῥῆμα τοῦ πράγματος
μᾶλλον ἠνώχλησε τοὺς ἀνθρώπους. ἔνιοι δὲ τοῦτο Θετταλοῖς, οὐκ
Ἀθηναίοις, ὑπ' αὐτοῦ συμβῆναι λέγουσι. χωρὶς δὲ τούτων αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν
ἡ Λάμια τῷ βασιλεῖ παρασκευάζουσα δεῖπνον ἠργυρολόγησε πολλούς, καὶ
τὸ δεῖπνον οὕτως ἤνθησε τῇ δόξῃ διὰ τὴν πολυτέλειαν, ὥσθ' ὑπὸ Λυγκέως
τοῦ Σαμίου συγγεγράφθαι. διὸ καὶ τῶν κωμικῶν τις οὐ φαύλως τὴν Λάμιαν
Ἑλέπολιν ἀληθῶς προσεῖπε. Δημοχάρης δ' ὁ Σόλιος τὸν Δημήτριον αὐτὸν
ἐκάλει Μῦθον· εἶναι γὰρ αὐτῷ καὶ Λάμιαν. οὐ μόνον δὲ ταῖς γαμεταῖς,
90

ἀλλὰ καὶ τοῖς φίλοις τοῦ Δημητρίου ζῆλον καὶ φθόνον εὐημεροῦσα καὶ
στεργομένη παρεῖχεν. ἀφίκοντο γοῦν τινες παρ' αὐτοῦ κατὰ πρεσβείαν
πρὸς Λυσίμαχον, οἷς ἐκεῖνος ἄγων σχολὴν ἐπέδειξεν ἔν τε τοῖς μηροῖς καὶ
τοῖς βραχίοσιν ὠτειλὰς βαθείας ὀνύχων λεοντείων, καὶ διηγεῖτο τὴν
γενομένην αὐτῷ μάχην πρὸς τὸ θηρίον, ὑπ' Ἀλεξάνδρου συγκαθειρχθέντι
τοῦ βασιλέως. οἱ δὲ γελῶντες ἔφασαν καὶ τὸν αὑτῶν βασιλέα δεινοῦ
θηρίου δήγματα φέρειν ἐν τῷ τραχήλῳ, Λαμίας. ἦν δὲ θαυμαστόν, ὅτι τῆς
Φίλας ἐν ἀρχῇ τὸ μὴ καθ' ἡλικίαν δυσχεραίνων, ἥττητο τῆς Λαμίας καὶ
τοσοῦτον ἤρα χρόνον ἤδη παρηκμακυίας. Δημὼ γοῦν ἡ ἐπικαλουμένη
Μανία, παρὰ δεῖπνον αὐλούσης τῆς Λαμίας καὶ τοῦ Δημητρίου
πυθομένου "τί σοι δοκεῖ;" "γραῦς" εἶπεν "ὦ βασιλεῦ." πάλιν δὲ
τραγημάτων παρατεθέντων, κἀκείνου πρὸς αὐτὴν εἰπόντος· "ὁρᾷς ὅσα μοι
Λάμια πέμπει;" "πλείονα" ἔφη "πεμφθήσεταί σοι παρὰ τῆς ἐμῆς μητρός,
ἐὰν θέλῃς καὶ μετ' αὐτῆς καθεύδειν." ἀπομνημονεύεται δὲ τῆς Λαμίας καὶ
πρὸς τὴν λεγομένην Βοκχώρεως κρίσιν ἀντίρρησις. ἐπεὶ γάρ τις ἐρῶν ἐν
Αἰγύπτῳ τῆς ἑταίρας Θώνιδος ᾐτεῖτο συχνὸν χρυσίον, εἶτα κατὰ τοὺς
ὕπνους δόξας αὐτῇ συγγενέσθαι τῆς ἐπιθυμίας ἐπαύσατο, δίκην ἔλαχεν ἡ
Θῶνις αὐτῷ τοῦ μισθώματος. ἀκούσας δὲ τὸν λόγον ὁ Βόκχωρις ἐκέλευσε
τὸν ἄνθρωπον ὅσον ᾐτήθη χρυσίον ἠριθμημένον ἐν τῷ ἀγγείῳ διαφέρειν
δεῦρο κἀκεῖσε τῇ χειρί, τὴν δ' ἑταίραν ἔχεσθαι τῆς σκιᾶς, ὡς τὴν δόξαν τῆς
ἀληθείας σκιὰν οὖσαν. οὐκ ᾤετο ταύτην εἶναι τὴν κρίσιν ἡ Λάμια δικαίαν·
οὐ γὰρ ἀπέλυσεν ἡ σκιὰ τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀργυρίου τὴν ἑταίραν, τὸ δ'
ὄναρ ἔπαυσεν ἐρῶντα τὸν νεανίσκον. ταῦτα μὲν οὖν περὶ Λαμίας.

[28] Τὴν δὲ διήγησιν ὥσπερ ἐκ κωμικῆς σκηνῆς πάλιν εἰς τραγικὴν


μετάγουσιν αἱ τύχαι καὶ αἱ πράξεις τοῦ ἀνδρὸς ὃν διηγούμεθα. τῶν γὰρ
ἄλλων βασιλέων ἁπάντων συνισταμένων ἐπὶ τὸν Ἀντίγονον καὶ
συμφερόντων εἰς ταὐτὸ τὰς δυνάμεις, ἀπῆρεν ὁ Δημήτριος ἐκ τῆς
Ἑλλάδος, καὶ τῷ πατρὶ συμμείξας φιλοτιμουμένῳ παρ' ἡλικίαν πρὸς τὸν
πόλεμον, ἔτι μᾶλλον αὐτὸς ἐπερρώσθη. καίτοι δοκεῖ γ' Ἀντίγονος, εἰ
μικρῶν τινων ὑφεῖτο καὶ τῆς ἄγαν φιλαρχίας ἐχάλασε, μέχρι παντὸς ἂν
αὑτῷ διαφυλάξαι κἀκείνῳ καταλιπεῖν τὸ πρῶτον εἶναι. φύσει δὲ βαρὺς ὢν
καὶ ὑπερόπτης καὶ τοῖς λόγοις οὐχ ἧττον ἢ τοῖς πράγμασι τραχύς, πολλοὺς
καὶ νέους καὶ δυνατοὺς ἄνδρας ἐξηγρίαινε καὶ παρώξυνε· καὶ τήν γε τότε
σύστασιν καὶ κοινωνίαν αὐτῶν ἔλεγεν ὥσπερ ὀρνίθων σπερμολόγων
συνδρομὴν ἑνὶ λίθῳ καὶ ψόφῳ συνδιαταράξειν. ἦγε δὲ πεζοὺς μὲν
ἑπτακισμυρίων πλείους, ἱππεῖς δὲ μυρίους, ἐλέφαντας δ' ἑβδομήκοντα
πέντε, τῶν ἐναντίων ἐχόντων πεζοὺς μὲν ἑξακισμυρίους καὶ
τετρακισχιλίους, ἱππεῖς δὲ πεντακοσίοις τῶν ἐκείνου πλείονας, ἐλέφαντας
δὲ τετρακοσίους, ἅρματα δ' ἑκατὸν εἴκοσι. γενομένῳ δ' ἐγγὺς αὐτῶν
τροπὴν ἔσχεν ἡ διάνοια τῆς ἐλπίδος μᾶλλον ἢ τῆς γνώμης. ὑψηλὸς γὰρ
εἶναι καὶ γαῦρος εἰωθὼς ἐν τοῖς ἀγῶσι, καὶ χρώμενος φωνῇ τε μεγάλῃ καὶ
91

λόγοις σοβαροῖς, πολλάκις δὲ καὶ τῷ παρασκῶψαί τι καὶ γελοῖον εἰπεῖν


τῶν πολεμίων ἐν χερσὶν ὄντων ἐπιδειξάμενος εὐστάθειαν καὶ
καταφρόνησιν, τότε σύννους ἑωρᾶτο καὶ σιωπηλὸς τὰ πολλά, καὶ τὸν υἱὸν
ἀπέδειξε τῷ πλήθει καὶ συνέστησε διάδοχον. ὃ δὲ μάλιστα πάντες
ἐθαύμασαν, ἐν τῇ σκηνῇ μόνος διελέχθη πρὸς αὐτόν, οὐκ εἰθισμένος ἔχειν
οὐδὲ πρὸς ἐκεῖνον ἀπορρήτους κοινολογίας, ἀλλ' ἴδιος ὢν γνώμῃ, εἶτα
προστάττων φανερῶς καὶ χρώμενος οἷς βουλεύσαιτο καθ' ἑαυτόν. λέγεται
γοῦν μειράκιον ἔτι ὄντα τὸν Δημήτριον αὐτοῦ πυθέσθαι, πότε μέλλουσιν
ἀναζευγνύειν· τὸν δ' εἰπεῖν πρὸς ὀργήν· "ἀγωνιᾷς μὴ μόνος σὺ τῆς
σάλπιγγος οὐκ ἀκούσῃς;"

[29] Τότε μέντοι καὶ σημεῖα μοχθηρὰ κατεδουλοῦτο τὴν γνώμην αὐτῶν.
Δημήτριος μὲν γὰρ ἔδοξε κατὰ τοὺς ὕπνους Ἀλέξανδρον ὡπλισμένον
λαμπρῶς ἐρωτᾶν, ὁποῖόν τι σύνθημα διδόναι πρὸς τὴν μάχην μέλλουσιν·
αὐτοῦ δὲ φήσαντος "Δία καὶ Νίκην", "ἄπειμι τοίνυν" φάναι "πρὸς τοὺς
ἐναντίους· ἐκεῖνοι γάρ με παραλαμβάνουσιν." Ἀντίγονος δὲ
παραταττομένης ἤδη τῆς φάλαγγος ἐξιὼν προσέπταισεν, ὥστε πεσεῖν ὅλος
ἐπὶ στόμα καὶ διατεθῆναι χαλεπῶς· ἀναστὰς δὲ καὶ τὰς χεῖρας ἀνατείνας
πρὸς τὸν οὐρανόν, ᾐτήσατο νίκην παρὰ τῶν θεῶν ἢ θάνατον ἀναίσθητον
πρὸ τῆς ἥττης. γενομένης δὲ τῆς μάχης ἐν χερσί, Δημήτριος ἔχων τοὺς
πλείστους καὶ κρατίστους τῶν ἱππέων Ἀντιόχῳ τῷ Σελεύκου συνέπεσε, καὶ
μέχρι τροπῆς τῶν πολεμίων λαμπρῶς ἀγωνισάμενος, ἐν τῇ διώξει σοβαρᾷ
καὶ φιλοτίμῳ παρὰ καιρὸν γενομένῃ τὴν νίκην διέφθειρεν. αὐτὸς μὲν γὰρ
οὐκ ἔσχε πάλιν ἀναστρέψας συμμεῖξαι τοῖς πεζοῖς, τῶν ἐλεφάντων ἐν μέσῳ
γενομένων, τὴν δὲ φάλαγγα γυμνὴν ἱππέων κατιδόντες οἱ περὶ Σέλευκον
οὐκ ἐνέβαλον μέν, ὡς δ' ἐμβαλοῦντες ἐφόβουν καὶ περιήλαυνον,
μεταβάλλεσθαι διδόντες αὐτοῖς. ὃ καὶ συνέβη· πολὺ γὰρ μέρος ἀπορραγὲν
ἑκουσίως μετεχώρησε πρὸς ἐκείνους, τὸ δὲ λοιπὸν ἐτράπη. φερομένων δὲ
πολλῶν ἐπὶ τὸν Ἀντίγονον, καί τινος τῶν περὶ αὐτὸν εἰπόντος· "ἐπὶ σὲ
οὗτοι βασιλεῦ" "τίνα γάρ" εἶπε "πλὴν ἐμοῦ σκοπὸν ἔχουσιν; ἀλλὰ
Δημήτριος ἀφίξεται βοηθῶν." καὶ τοῦτο μέχρι παντὸς ἐλπίζων καὶ
περισκοπῶν τὸν υἱόν, ἅμα πολλῶν ἀκοντισμάτων εἰς αὐτὸν ἀφεθέντων
ἔπεσε, καὶ τῶν ἄλλων ἀπολιπόντων ὀπαδῶν καὶ φίλων μόνος παρέμεινε τῷ
νεκρῷ Θώραξ ὁ Λαρισσαῖος.

[30] Οὕτω δὲ κριθείσης τῆς μάχης, οἱ μὲν νενικηκότες βασιλεῖς τὴν ὑπ'
Ἀντιγόνῳ καὶ Δημητρίῳ πᾶσαν ἀρχὴν ὥσπερ μέγα σῶμα κατακόπτοντες
ἐλάμβανον μερίδας, καὶ προσδιενείμαντο τὰς ἐκείνων ἐπαρχίας αἷς εἶχον
αὐτοὶ πρότερον. Δημήτριος δὲ μετὰ πεντακισχιλίων πεζῶν καὶ
τετρακισχιλίων ἱππέων φεύγων καὶ συντόνως ἐλάσας εἰς Ἔφεσον,
οἰομένων ἁπάντων ἀποροῦντα χρημάτων αὐτὸν οὐκ ἀφέξεσθαι τοῦ ἱεροῦ,
92

φοβηθεὶς τοὺς στρατιώτας μὴ τοῦτο ποιήσωσιν, ἀνέστη διὰ ταχέων καὶ τὸν
πλοῦν ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος ἐποιεῖτο, τῶν λοιπῶν ἐλπίδων ἐν Ἀθηναίοις ἔχων
τὰς μεγίστας. καὶ γὰρ καὶ ναῦς ἐκεῖ καὶ χρήματα καὶ γυναῖκα Δηιδάμειαν
ἐτύγχανε καταλελοιπώς, καὶ βεβαιοτέραν οὐκ ἐνόμιζε καταφυγὴν εἶναι
τοῖς πράγμασι τῆς Ἀθηναίων εὐνοίας. ὅθεν ἐπεὶ γενομένῳ περὶ τὰς
Κυκλάδας αὐτῷ πρέσβεις Ἀθηναίων ἀπήντησαν, ἀπέχεσθαι τῆς πόλεως
παρακαλοῦντες, ὡς ἐψηφισμένου τοῦ δήμου μηδένα δέχεσθαι τῇ πόλει τῶν
βασιλέων, τὴν δὲ Δηιδάμειαν εἰς Μέγαρα ἐξέπεμψαν μετὰ τιμῆς καὶ
πομπῆς πρεπούσης, τοῦ καθεστηκότος ἐξέστη δι' ὀργὴν [αὐτοῦ], καίπερ
ἐνηνοχὼς ῥᾷστα τὴν ἄλλην ἀτυχίαν καὶ γεγονὼς ἐν τοιαύτῃ μεταβολῇ
πραγμάτων οὐ ταπεινὸς οὐδ' ἀγεννής. ἀλλὰ τὸ παρ' ἐλπίδα διεψεῦσθαι τῶν
Ἀθηναίων, καὶ τὴν δοκοῦσαν εὔνοιαν ἐξεληλέγχθαι τοῖς πράγμασι κενὴν
καὶ πεπλασμένην οὖσαν, ὀδυνηρὸν ἦν αὐτῷ. τὸ γὰρ φαυλότατον ὡς ἔοικεν
εὐνοίας ὄχλων βασιλεῦσι καὶ δυνάσταις τεκμήριόν ἐστιν ὑπερβολὴ τιμῶν,
ἧς ἐν τῇ προαιρέσει τῶν ἀποδιδόντων ἐχούσης τὸ καλὸν ἀφαιρεῖ τὴν πίστιν
ὁ φόβος· τὰ γὰρ αὐτὰ καὶ δεδιότες ψηφίζονται καὶ φιλοῦντες. διόπερ οἱ
νοῦν ἔχοντες οὐκ εἰς ἀνδριάντας οὐδὲ γραφὰς οὐδ' ἀποθεώσεις, ἀλλὰ
μᾶλλον εἰς τὰ ἔργα καὶ τὰς πράξεις τὰς ἑαυτῶν ἀποβλέποντες, ἢ
πιστεύουσιν ὡς τιμαῖς, ἢ ἀπιστοῦσιν ὡς ἀνάγκαις· ὡς οἵ γε δῆμοι πολλάκις
ἐν αὐταῖς μάλιστα ταῖς τιμαῖς μισοῦσι τοὺς ἀμέτρως καὶ ὑπερόγκως καὶ
παρ' ἀκόντων λαμβάνοντας.

[31] Ὁ γοῦν Δημήτριος τότε δεινὰ μὲν ἡγούμενος πάσχειν, ἀδύνατος δ' ὢν
ἀμύνασθαι, προσέπεμψε τοῖς Ἀθηναίοις ἐγκαλῶν μετρίως, ἀξιῶν δὲ τὰς
ναῦς ἀπολαβεῖν, ἐν αἷς ἦν καὶ ἡ τρισκαιδεκήρης. κομισάμενος δὲ
παρέπλευσεν εἰς Ἰσθμόν, καὶ τῶν πραγμάτων αὐτῷ κακῶς ἐχόντων --
ἐξέπιπτον γὰρ ἑκασταχόθεν αἱ φρουραὶ καὶ πάντα μεθίστατο πρὸς τοὺς
πολεμίους -- , ἀπολιπὼν ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος Πύρρον, αὐτὸς ἄρας ἐπὶ τὴν
Χερρόνησον ἔπλευσε, καὶ κακῶς ἅμα ποιῶν Λυσίμαχον, ὠφέλει καὶ
συνεῖχε τὴν περὶ αὑτὸν δύναμιν, ἀρχομένην ἀναλαμβάνειν καὶ γίνεσθαι
πάλιν οὐκ εὐκαταφρόνητον. ὁ δὲ Λυσίμαχος ὑπὸ τῶν ἄλλων βασιλέων
ἠμελεῖτο, μηδὲν ἐπιεικέστερος ἐκείνου δοκῶν εἶναι, τῷ δὲ μᾶλλον ἰσχύειν
καὶ φοβερώτερος.

Οὐ πολλῷ δ' ὕστερον Σέλευκος ἐμνᾶτο πέμπων τὴν Δημητρίου καὶ Φίλας
θυγατέρα Στρατονίκην, ἔχων μὲν ἐξ Ἀπάμας τῆς Περσίδος υἱὸν Ἀντίοχον,
οἰόμενος δὲ τὰ πράγματα καὶ διαδόχοις ἀρκεῖν πλείοσι καὶ δεῖσθαι τῆς
πρὸς ἐκεῖνον οἰκειότητος, ἐπεὶ καὶ Λυσίμαχον ἑώρα τῶν Πτολεμαίου
θυγατέρων τὴν μὲν ἑαυτῷ, τὴν δ' Ἀγαθοκλεῖ τῷ υἱῷ λαμβάνοντα.
Δημητρίῳ δ' ἦν ἀνέλπιστος εὐτυχία κηδεῦσαι Σελεύκῳ, καὶ τὴν κόρην
ἀναλαβὼν ἔπλει ταῖς ναυσὶ πάσαις εἰς Συρίαν, τῇ τ' ἄλλῃ γῇ προσέχων
ἀναγκαίως καὶ τῆς Κιλικίας ἁπτόμενος, ἣν Πλείσταρχος εἶχε, μετὰ τὴν
93

πρὸς Ἀντίγονον μάχην ἐξαίρετον αὐτῷ δοθεῖσαν ὑπὸ τῶν βασιλέων· ἦν δὲ


Κασσάνδρου Πλείσταρχος ἀδελφός. ἀδικεῖσθαι δὲ τὴν χώραν αὑτοῦ
νομίζων ὑπὸ Δημητρίου κατὰ τὰς ἀποβάσεις καὶ μέμψασθαι βουλόμενος
τὸν Σέλευκον, ὅτι τῷ κοινῷ διαλλάττεται πολεμίῳ δίχα τῶν ἄλλων
βασιλέων, ἀνέβη πρὸς αὐτόν.

[32] Αἰσθόμενος δὲ τοῦτο Δημήτριος ὥρμησεν ἀπὸ θαλάσσης ἐπὶ


Κυΐνδων, καὶ τῶν χρημάτων εὑρὼν ἔτι λοιπὰ χίλια καὶ διακόσια τάλαντα,
ταῦτα συσκευασάμενος καὶ φθάσας ἐμβαλέσθαι διὰ ταχέων ἀνήχθη. καὶ
παρούσης ἤδη Φίλας τῆς γυναικὸς αὐτῷ περὶ Ῥωσσὸν ἀπήντησε
Σέλευκος, καὶ τὴν ἔντευξιν εὐθὺς ἄδολον καὶ ἀνύποπτον καὶ βασιλικὴν
ἐποιοῦντο, πρότερον μὲν Σέλευκος ἑστιάσας ἐπὶ σκηνῆς ἐν τῷ στρατοπέδῳ
Δημήτριον, αὖθις δὲ Δημήτριος ἐκεῖνον ἐν τῇ τρισκαιδεκήρει δεξάμενος.
ἦσαν δὲ καὶ σχολαὶ καὶ κοινολογίαι καὶ συνδιημερεύσεις ἀφρούρων καὶ
ἀνόπλων, ἄχρι οὗ Σέλευκος τὴν Στρατονίκην ἀναλαβὼν λαμπρῶς εἰς
Ἀντιόχειαν ἀνέβη.

Δημήτριος δὲ Κιλικίαν κατέσχε, καὶ Φίλαν τὴν γυναῖκα πρὸς


Κάσσανδρον ἔπεμψε τὸν ἀδελφόν, ἀπολυσομένην τὰς Πλειστάρχου
κατηγορίας. ἐν δὲ τούτῳ Δηιδάμεια πλεύσασα πρὸς αὐτὸν ἀπὸ τῆς
Ἑλλάδος καὶ συγγενομένη χρόνον οὐ πολύν, ἐξ ἀρρωστίας τινὸς
ἐτελεύτησε. γενομένης δ' αὐτῷ πρὸς Πτολεμαῖον διὰ Σελεύκου φιλίας
[αὐτῷ], ὡμολογήθη Πτολεμαΐδα τὴν Πτολεμαίου θυγατέρα λαβεῖν αὐτὸν
γυναῖκα. καὶ ταῦτα μὲν ἀστεῖα τοῦ Σελεύκου. Κιλικίαν δ' ἀξιῶν χρήματα
λαβόντα παραδοῦναι Δημήτριον, ὡς δ' οὐκ ἔπειθε Σιδῶνα καὶ Τύρον
ἀπαιτῶν πρὸς ὀργήν, ἐδόκει βίαιος εἶναι καὶ δεινὰ ποιεῖν, εἰ τὴν ἀπ' Ἰνδῶν
ἄχρι τῆς κατὰ Συρίαν θαλάσσης ἅπασαν ὑφ' αὑτῷ πεποιημένος, οὕτως
ἐνδεής ἐστιν ἔτι πραγμάτων καὶ πτωχός, ὡς ὑπὲρ δυεῖν πόλεων ἄνδρα
κηδεστὴν καὶ μεταβολῇ τύχης κεχρημένον ἐλαύνειν, λαμπρὰν τῷ Πλάτωνι
μαρτυρίαν διδούς, διακελευομένῳ μὴ τὴν οὐσίαν πλείω, τὴν δ' ἀπληστίαν
ποιεῖν ἐλάσσω τόν γε βουλόμενον ὡς ἀληθῶς εἶναι πλούσιον, ὡς ὅ γε μὴ
παύων φιλοπλουτίαν [οὗτος] οὔτε πενίας οὔτ' ἀπορίας ἀπήλλακται.

[33] Οὐ μὴν ὑπέπτηξε Δημήτριος, ἀλλὰ φήσας οὐδ' ἂν μυρίας ἡττηθῇ


μάχας ἄλλας ἐν Ἴψῳ γαμβρὸν ἀγαπήσειν ἐπὶ μισθῷ Σέλευκον, τὰς μὲν
πόλεις ἐκρατύνατο φρουραῖς, αὐτὸς δὲ πυθόμενος Λαχάρη στασιάζουσιν
Ἀθηναίοις ἐπιθέμενον τυραννεῖν, ἤλπιζε ῥᾳδίως ἐπιφανεὶς λήψεσθαι τὴν
πόλιν. καὶ τὸ μὲν πέλαγος ἀσφαλῶς διεπεραιώθη μεγάλῳ στόλῳ, παρὰ δὲ
τὴν Ἀττικὴν παραπλέων ἐχειμάσθη, καὶ τὰς πλείστας ἀπέβαλε τῶν νεῶν,
καὶ συνδιεφθάρη πλῆθος ἀνθρώπων οὐκ ὀλίγον. αὐτὸς δὲ σωθεὶς ἥψατο
μέν τινος πολέμου πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, ὡς δ' οὐδὲν ἐπέραινε, πέμψας
94

ναυτικὸν αὖθις ἀθροίσοντας, αὐτὸς εἰς Πελοπόννησον παρῆλθε καὶ


Μεσσήνην ἐπολιόρκει. καὶ προσμαχόμενος τοῖς τείχεσιν ἐκινδύνευσε,
καταπελτικοῦ βέλους εἰς τὸ πρόσωπον αὐτῷ καὶ τὸ στόμα διὰ τῆς σιαγόνος
ἐμπεσόντος. ἀναληφθεὶς δὲ καὶ πόλεις τινὰς ἀφεστώσας προσαγαγόμενος,
πάλιν εἰς τὴν Ἀττικὴν ἐνέβαλε, καὶ κρατήσας Ἐλευσῖνος καὶ Ῥαμνοῦντος
ἔφθειρε τὴν χώραν, καὶ ναῦν τινα λαβὼν ἔχουσαν σῖτον καὶ εἰσάγουσαν
τοῖς Ἀθηναίοις, ἐκρέμασε τὸν ἔμπορον καὶ τὸν κυβερνήτην, ὥστε τῶν
ἄλλων ἀποτρεπομένων διὰ φόβον σύντονον λιμὸν ἐν ἄστει γενέσθαι, πρὸς
δὲ τῷ λιμῷ καὶ τῶν ἄλλων ἀπορίαν. ἁλῶν γοῦν μέδιμνον ὠνοῦντο
τετταράκοντα δραχμῶν, ὁ δὲ τῶν πυρῶν [μόδιος] ὤνιος ἦν τριακοσίων.
μικρὰν δὲ τοῖς Ἀθηναίοις ἀναπνοὴν παρέσχον ἑκατὸν πεντήκοντα νῆες
φανεῖσαι περὶ Αἴγιναν, ἃς ἔπεμψεν ἐπικούρους αὐτοῖς Πτολεμαῖος. εἶτα
Δημητρίῳ πολλῶν μὲν ἐκ Πελοποννήσου, πολλῶν δ' ἀπὸ Κύπρου νεῶν
παραγενομένων, ὥστε συμπάσας ἀθροισθῆναι τριακοσίας, ἔφυγον
ἄραντες οἱ Πτολεμαίου, καὶ Λαχάρης ὁ τύραννος ἀπέδρα προέμενος τὴν
πόλιν.

[34] Οἱ δ' Ἀθηναῖοι, καίπερ ψηφισάμενοι θάνατον εἰ μνησθείη τις εἰρήνης


καὶ διαλλαγῆς πρὸς Δημήτριον, εὐθὺς ἀνεῴγνυσαν τὰς ἐγγὺς πύλας καὶ
πρέσβεις ἔπεμπον, οὐδὲν μὲν ἀπ' ἐκείνου χρηστὸν προσδοκῶντες,
ἐκβιαζομένης δὲ τῆς ἀπορίας· ἐν ᾗ δυσχερῶν πολλῶν συμπεσόντων
λέγεταί τι καὶ τοιοῦτον γενέσθαι· πατέρα καὶ υἱὸν ἐν οἰκήματι καθέζεσθαι
τὰ καθ' ἑαυτοὺς ἀπεγνωκότας, ἐκ δὲ τῆς ὀροφῆς μῦν νεκρὸν ἐκπεσεῖν, τοὺς
δ' ὡς εἶδον ἀναπηδήσαντας ἀμφοτέρους διαμάχεσθαι περὶ αὐτοῦ. τότε καὶ
τὸν φιλόσοφον Ἐπίκουρον ἱστοροῦσι διαθρέψαι τοὺς συνήθεις κυάμους
πρὸς ἀριθμὸν μετ' αὐτῶν διανεμόμενον. οὕτως οὖν τῆς πόλεως ἐχούσης,
εἰσελθὼν ὁ Δημήτριος καὶ κελεύσας εἰς τὸ θέατρον ἀθροισθῆναι πάντας,
ὅπλοις μὲν συνέφραξε τὴν σκηνὴν καὶ δορυφόροις τὸ λογεῖον περιέλαβεν,
αὐτὸς δὲ καταβὰς ὥσπερ οἱ τραγῳδοὶ διὰ τῶν ἄνω παρόδων, ἔτι μᾶλλον
ἐκπεπληγμένων τῶν Ἀθηναίων, τὴν ἀρχὴν τοῦ λόγου πέρας ἐποιήσατο τοῦ
δέους αὐτῶν. καὶ γὰρ τόνου φωνῆς καὶ ῥημάτων πικρίας φεισάμενος,
ἐλαφρῶς δὲ καὶ φιλικῶς μεμψάμενος αὐτοῖς διηλλάσσετο, καὶ δέκα
μυριάδας σίτου μεδίμνων ἐπέδωκε, καὶ κατέστησεν ἀρχὰς αἳ μάλιστα τῷ
δήμῳ προσφιλεῖς ἦσαν. συνιδὼν δὲ Δρομοκλείδης ὁ ῥήτωρ ὑπὸ χαρᾶς τὸν
δῆμον ἔν τε φωναῖς ὄντα παντοδαπαῖς καὶ τοὺς ἀπὸ τοῦ βήματος ἐπαίνους
τῶν δημαγωγῶν ἁμιλλώμενον ὑπερβαλέσθαι, γνώμην ἔγραψε Δημητρίῳ
τῷ βασιλεῖ τὸν Πειραιᾶ παραδοθῆναι καὶ τὴν Μουνυχίαν. ἐπιψηφισθέντων
δὲ τούτων ὁ Δημήτριος αὐτὸς ἐφ' ἑαυτοῦ προσενέβαλε φρουρὰν εἰς τὸ
Μουσεῖον, ὡς μὴ πάλιν ἀναχαιτίσαντα τὸν δῆμον ἀσχολίας αὐτῷ
πραγμάτων ἑτέρων παρασχεῖν.
95

[35] Ἐχομένων δὲ τῶν Ἀθηνῶν, εὐθὺς ἐπεβούλευε τῇ Λακεδαίμονι, καὶ


περὶ Μαντίνειαν Ἀρχιδάμου τοῦ βασιλέως ἀπαντήσαντος αὐτῷ, νικήσας
μάχῃ καὶ τρεψάμενος εἰς τὴν Λακωνικὴν ἐνέβαλε, καὶ πρὸς αὐτῇ τῇ
Σπάρτῃ πάλιν ἐκ παρατάξεως ἑλὼν πεντακοσίους καὶ διαφθείρας
διακοσίους, ὅσον οὔπω τὴν πόλιν ἔχειν ἐδόκει, μέχρι τῶν χρόνων ἐκείνων
ἀνάλωτον οὖσαν. Ἀλλ' ἡ τύχη περὶ οὐδένα τῶν βασιλέων ἔοικεν οὕτως
τροπὰς λαβεῖν μεγάλας καὶ ταχείας, οὐδ' ἐν ἑτέροις πράγμασι τοσαυτάκις
μικρὰ καὶ πάλιν μεγάλη, καὶ ταπεινὴ μὲν ἐκ λαμπρᾶς, ἰσχυρὰ δ' αὖθις ἐκ
φαύλης γενέσθαι. διὸ καί φασιν αὐτὸν ἐν ταῖς χείροσι μεταβολαῖς πρὸς τὴν
Τύχην ἀναφθέγγεσθαι τὸ Αἰσχύλειον·
σύ τοί με φυσᾷς, σύ με καταίθειν μοι δοκεῖς.
καὶ γὰρ τότε τῶν πραγμάτων οὕτως εὐπόρως αὐτῷ πρὸς ἀρχὴν καὶ δύναμιν
ἐπιδιδόντων, ἀγγέλλεται Λυσίμαχος μὲν πρῶτος ἀφῃρημένος αὐτοῦ τὰς ἐν
Ἀσίᾳ πόλεις, Κύπρον δὲ Πτολεμαῖος ᾑρηκὼς ἄνευ μιᾶς πόλεως Σαλαμῖνος,
ἐν δὲ Σαλαμῖνι πολιορκῶν τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα
κατειλημμένους. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἡ Τύχη, καθάπερ ἡ παρ' Ἀρχιλόχῳ γυνὴ

τῇ μὲν ὕδωρ ἐφόρει

δολοφρονέουσα χειρί, θἠτέρῃ δὲ πῦρ,

δεινοῖς αὐτὸν οὕτω καὶ φοβεροῖς ἀγγέλμασιν ἀποστήσασα τῆς


Λακεδαίμονος, εὐθὺς ἑτέρας πραγμάτων καινῶν καὶ μεγάλων ἐπήνεγκεν
ἐλπίδας ἐκ τοιαύτης αἰτίας.

[36] Ἐπεὶ Κασσάνδρου τελευτήσαντος ὁ πρεσβύτατος αὐτοῦ τῶν παίδων


Φίλιππος οὐ πολὺν χρόνον βασιλεύσας Μακεδόνων ἀπέθανεν, οἱ λοιποὶ
δύο πρὸς ἀλλήλους ἐστασίαζον, θατέρου δ' αὐτῶν Ἀντιπάτρου τὴν μητέρα
Θεσσαλονίκην φονεύσαντος, ἅτερος ἐκάλει βοηθοὺς ἐκ μὲν Ἠπείρου
Πύρρον, ἐκ δὲ Πελοποννήσου Δημήτριον. ἔφθασε δὲ Πύρρος ἐλθών, καὶ
πολὺ μέρος Μακεδονίας ἀποτεμόμενος τῆς βοηθείας μισθόν, φοβερὸς μὲν
ἦν ἤδη παροικῶν Ἀλεξάνδρῳ· Δημητρίου δ' ὡς ἐδέξατο τὰ γράμματα μετὰ
τῆς δυνάμεως προσιόντος, ἔτι μᾶλλον ὁ νεανίας τοῦτον φοβηθεὶς διὰ τὸ
ἀξίωμα καὶ τὴν δόξαν, ἀπήντησεν αὐτῷ περὶ Δῖον, ἀσπαζόμενος μὲν καὶ
φιλοφρονούμενος, οὐδὲν δὲ φάσκων ἔτι τῆς ἐκείνου δεῖσθαι τὰ πράγματα
παρουσίας. ἦσαν οὖν ἐκ τούτων ὑποψίαι πρὸς ἀλλήλους αὐτοῖς, καὶ
βαδίζοντι Δημητρίῳ πρὸς δεῖπνον ὑπὸ τοῦ νεανίσκου παρακεκλημένῳ
μηνύει τις ἐπιβουλήν, ὡς ἐν αὐτῷ τῷ πότῳ μελλόντων αὐτὸν ἀνελεῖν. ὁ δὲ
μηδὲν διαταραχθείς, ἀλλὰ μικρὸν ὑφεὶς τῆς πορείας ἐκέλευσε τοὺς μὲν
96

ἡγεμόνας ἐν τοῖς ὅπλοις τὴν στρατιὰν ἔχειν, ἀκολούθους δὲ καὶ παῖδας


ὅσοι περὶ αὐτὸν ἦσαν -- ἦσαν δὲ πολὺ πλείους τῶν Ἀλεξάνδρου --
συνεισελθεῖν εἰς τὸν ἀνδρῶνα καὶ παραμένειν ἄχρι ἂν ἐξαναστῇ. τοῦτο
δείσαντες οἱ περὶ τὸν Ἀλέξανδρον οὐκ ἐτόλμησαν ἐπιχειρῆσαι· καὶ ὁ μὲν
Δημήτριος οὐκ ἔχειν αὐτῷ τὸ σῶμα ποτικῶς σκηψάμενος, διὰ ταχέων
ἀπῆλθε. τῇ δ' ὑστεραίᾳ περὶ ἀναζυγὴν εἶχε, πράγματα νεώτερα
προσπεπτωκέναι φάμενος αὐτῷ, καὶ παρῃτεῖτο συγγνώμην ἔχειν τὸν
Ἀλέξανδρον εἰ τάχιον ἀπαίρει· συνέσεσθαι γὰρ αὐτῷ μᾶλλον ἄλλοτε
σχολάζων. ἔχαιρεν οὖν ὁ Ἀλέξανδρος ὡς οὐ πρὸς ἔχθραν, ἀλλ' ἑκουσίως
ἐκ τῆς χώρας ἀπαίροντος αὐτοῦ, καὶ προέπεμπεν ἄχρι Θετταλίας. ἐπεὶ δ'
εἰς Λάρισσαν ἧκον, αὖθις ἀλλήλοις ἐπήγγελλον ἑστιάσεις
ἀντεπιβουλεύοντες· ὃ δὴ μάλιστα τὸν Ἀλέξανδρον ὑποχείριον ἐποίησε τῷ
Δημητρίῳ. φυλάττεσθαι γὰρ ὀκνῶν, ὡς μὴ κἀκεῖνον ἀντιφυλάττεσθαι
διδάξῃ, παθὼν ἔφθασε, δρᾶν μέλλοντος αὐτοῦ μὴ διαφυγεῖν ἐκεῖνον, ὃ
ἐμηχανᾶτο. κληθεὶς γὰρ ἐπὶ δεῖπνον ἦλθε πρὸς τὸν Δημήτριον. ὡς δ'
ἐκεῖνος ἐξανέστη μεταξὺ δειπνῶν, φοβηθεὶς ὁ Ἀλέξανδρος συνεξανέστη
καὶ κατὰ πόδας αὐτῷ πρὸς τὰς θύρας συνηκολούθει. γενόμενος οὖν ὁ
Δημήτριος πρὸς ταῖς θύραις καὶ κατὰ τοὺς ἑαυτοῦ δορυφόρους καὶ τοῦτο
μόνον εἰπών· "κόπτε τὸν ἑπόμενον", αὐτὸς μὲν ὑπεξῆλθεν, ὁ δ'
Ἀλέξανδρος ὑπ' ἐκείνων κατεκόπη καὶ τῶν φίλων οἱ προσβοηθοῦντες, ὧν
ἕνα λέγουσι σφαττόμενον εἰπεῖν, ὡς ἡμέρᾳ μιᾷ φθάσειεν αὐτοὺς ὁ
Δημήτριος.

[37] Ἡ μὲν οὖν νὺξ οἷον εἰκὸς θόρυβον ἔσχεν. ἅμα δ' ἡμέρᾳ ταραττομένοις
τοῖς Μακεδόσι καὶ φοβουμένοις τὴν τοῦ Δημητρίου δύναμιν, ὡς ἐπῄει μὲν
οὐδεὶς φοβερός, ὁ δὲ Δημήτριος ἔπεμπε βουλόμενος ἐντυχεῖν καὶ περὶ τῶν
πεπραγμένων ἀπολογήσασθαι, θαρρεῖν παρέστη καὶ δέχεσθαι
φιλανθρώπως αὐτόν. ὡς δ' ἦλθεν, οὐ μακρῶν ἐδέησεν αὐτῷ λόγων, ἀλλὰ
τῷ μισεῖν μὲν τὸν Ἀντίπατρον φονέα μητρὸς ὄντα, βελτίονος δ' ἀπορεῖν,
ἐκεῖνον ἀνηγόρευσαν βασιλέα Μακεδόνων καὶ παραλαβόντες εὐθὺς
κατῆγον εἰς Μακεδονίαν. ἦν δὲ καὶ τοῖς οἴκοι Μακεδόσιν οὐκ ἀκούσιος ἡ
μεταβολή, μεμνημένοις ἀεὶ καὶ μισοῦσιν ἃ Κάσσανδρος εἰς Ἀλέξανδρον
τεθνηκότα παρηνόμησεν. εἰ δέ τις ἔτι μνήμη τῆς Ἀντιπάτρου τοῦ παλαιοῦ
μετριότητος ὑπελείπετο, καὶ ταύτην Δημήτριος ἐκαρποῦτο, Φίλᾳ
συνοικῶν καὶ τὸν ἐξ ἐκείνης υἱὸν ἔχων διάδοχον τῆς ἀρχῆς, ἤδη τότε
μειράκιον ὄντα καὶ τῷ πατρὶ συστρατευόμενον.

[38] Οὕτω δὲ λαμπρᾷ κεχρημένος εὐτυχίᾳ, πυνθάνεται μὲν περὶ τῶν


τέκνων καὶ τῆς μητρὸς ὡς μεθεῖνται, δῶρα καὶ τιμὰς Πτολεμαίου
προσθέντος αὐτοῖς, πυνθάνεται δὲ περὶ τῆς Σελεύκῳ γαμηθείσης θυγατρός,
ὡς Ἀντιόχῳ τῷ Σελεύκου συνοικεῖ καὶ βασίλισσα τῶν ἄνω βαρβάρων
97

ἀνηγόρευται. συνέβη γάρ, ὡς ἔοικε, τὸν Ἀντίοχον ἐρασθέντα τῆς


Στρατονίκης νέας οὔσης, ἤδη δὲ παιδίον ἐχούσης ἐκ τοῦ Σελεύκου,
διακεῖσθαι κακῶς καὶ πολλὰ ποιεῖν τῷ πάθει διαμαχόμενον, τέλος δ'
ἑαυτοῦ καταγνόντα δεινῶν μὲν ἐπιθυμεῖν, ἀνήκεστα δὲ νοσεῖν,
κεκρατῆσθαι δὲ τῷ λογισμῷ, τρόπον ἀπαλλαγῆς τοῦ βίου ζητεῖν καὶ
παραλύειν ἀτρέμα καὶ θεραπείας ἀμελείᾳ καὶ τροφῆς ἀποχῇ τὸ σῶμα,
νοσεῖν τινα νόσον σκηπτόμενον. Ἐρασίστρατον δὲ τὸν ἰατρὸν αἰσθέσθαι
μὲν οὐ χαλεπῶς ἐρῶντος αὐτοῦ, τὸ δ' οὗτινος ἐρᾷ δυστόπαστον ὂν
ἐξανευρεῖν βουλόμενον ἀεὶ μὲν ἐν τῷ δωματίῳ διημερεύειν, εἰ δέ τις εἰσίοι
τῶν ἐν ὥρᾳ μειρακίων ἢ γυναικῶν, ἐγκαθορᾶν τε τῷ προσώπῳ τοῦ
Ἀντιόχου καὶ τὰ συμπάσχειν μάλιστα τῇ ψυχῇ τρεπομένῃ πεφυκότα μέρη
καὶ κινήματα τοῦ σώματος ἐπισκοπεῖν. ὡς οὖν τῶν μὲν ἄλλων εἰσιόντων
ὁμοίως εἶχε, τῆς δὲ Στρατονίκης καὶ καθ' ἑαυτὴν καὶ μετὰ τοῦ Σελεύκου
φοιτώσης πολλάκις ἐγίνετο τὰ τῆς Σαπφοῦς ἐκεῖνα περὶ αὐτὸν πάντα,
φωνῆς ἐπίσχεσις, ἐρύθημα πυρῶδες, ὄψεων ὑπολείψεις, ἱδρῶτες ὀξεῖς,
ἀταξία καὶ θόρυβος ἐν τοῖς σφυγμοῖς, τέλος δὲ τῆς ψυχῆς κατὰ κράτος
ἡττημένης ἀπορία καὶ θάμβος καὶ ὠχρίασις, ἐπὶ τούτοις προσλογιζόμενον
τὸν Ἐρασίστρατον κατὰ τὸ εἰκός, ὡς οὐκ ἂν ἑτέρας ἐρῶν βασιλέως υἱὸς
ἐνεκαρτέρει τῷ σιωπᾶν μέχρι θανάτου, χαλεπὸν μὲν ἡγεῖσθαι τὸ φράσαι
ταῦτα καὶ κατειπεῖν, οὐ μὴν ἀλλὰ πιστεύοντα τῇ πρὸς τὸν υἱὸν εὐνοίᾳ τοῦ
Σελεύκου παρακινδυνεῦσαί ποτε καὶ εἰπεῖν, ὡς ἔρως μὲν εἴη τοῦ νεανίσκου
τὸ πάθος, ἔρως δ' ἀδύνατος καὶ ἀνίατος. ἐκπλαγέντος δ' ἐκείνου καὶ
πυθομένου πῶς ἀνίατος, "ὅτι νὴ Δία" φάναι τὸν Ἐρασίστρατον "ἐρᾷ τῆς
ἐμῆς γυναικός." "εἶτ' οὐκ ἄν" εἰπεῖν τὸν Σέλευκον "ἐπιδοίης Ἐρασίστρατε
τῷ ἐμῷ παιδὶ φίλος ὢν τὸν γάμον, καὶ ταῦθ' ὁρῶν ἡμᾶς ἐπὶ τούτῳ μόνῳ
σαλεύοντας;" "οὐδὲ γὰρ ἂν σύ" φάναι "τοῦτο πατὴρ ὢν ἐποίησας, εἰ
Στρατονίκης Ἀντίοχος ἐπεθύμησε." καὶ τὸν Σέλευκον "εἴθε γὰρ ἑταῖρε"
εἰπεῖν "ταχὺ μεταστρέψαι τις ἐπὶ ταῦτα καὶ μεταβάλοι θεῶν ἢ ἀνθρώπων
τὸ πάθος· ὡς ἐμοὶ καὶ τὴν βασιλείαν ἀφεῖναι καλὸν Ἀντιόχου
περιεχομένῳ." ταῦτ' ἐμπαθῶς σφόδρα τοῦ Σελεύκου καὶ μετὰ πολλῶν
δακρύων λέγοντος, ἐμβαλόντα τὴν δεξιὰν αὐτῷ τὸν Ἐρασίστρατον εἰπεῖν,
ὡς οὐδὲν Ἐρασιστράτου δέοιτο· καὶ γὰρ πατὴρ καὶ ἀνὴρ ὢν καὶ βασιλεὺς
αὐτὸς ἅμα καὶ ἰατρὸς εἴη τῆς οἰκίας ἄριστος. ἐκ τούτου τὸν Σέλευκον
ἐκκλησίαν ἀθροίσαντα πάνδημον εἰπεῖν, ὅτι βούλεται καὶ διέγνωκε τῶν
ἄνω πάντων τόπων Ἀντίοχον ἀποδεῖξαι βασιλέα καὶ Στρατονίκην
βασιλίδα, ἀλλήλοις συνοικοῦντας· οἴεσθαι δὲ τὸν μὲν υἱὸν εἰθισμένον
ἅπαντα πείθεσθαι καὶ κατήκοον ὄντα μηθὲν ἀντερεῖν αὐτῷ πρὸς τὸν
γάμον· εἰ δ' ἡ γυνὴ τῷ μὴ νενομισμένῳ δυσκολαίνοι, παρακαλεῖν τοὺς
φίλους, ὅπως διδάσκωσιν αὐτὴν καὶ πείθωσι καλὰ καὶ δίκαια τὰ δοκοῦντα
βασιλεῖ μετὰ τοῦ συμφέροντος ἡγεῖσθαι. τὸν μὲν οὖν Ἀντιόχου καὶ
Στρατονίκης γάμον ἐκ τοιαύτης γενέσθαι προφάσεως λέγουσι.
98

[39] Δημήτριος δὲ μετὰ Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν ἦν παρειληφώς. ἔχων


δὲ καὶ Πελοποννήσου τὰ πλεῖστα καὶ τῶν ἐντὸς Ἰσθμοῦ Μέγαρα καὶ
Ἀθήνας, ἐπὶ Βοιωτοὺς ἐστράτευσε. καὶ πρῶτον μὲν ἐγένοντο συμβάσεις
μέτριαι περὶ φιλίας πρὸς αὐτόν· ἔπειτα Κλεωνύμου τοῦ Σπαρτιάτου
παραβαλόντος εἰς Θήβας μετὰ στρατιᾶς, ἐπαρθέντες οἱ Βοιωτοί, καὶ
Πείσιδος ἅμα τοῦ Θεσπιέως, ὃς ἐπρώτευε δόξῃ καὶ δυνάμει τότε,
συμπαρορμῶντος αὐτούς, ἀπέστησαν. ὡς δὲ ταῖς Θήβαις ἐπαγαγὼν τὰς
μηχανὰς ὁ Δημήτριος ἐπολιόρκει καὶ φοβηθεὶς ὑπεξῆλθεν ὁ Κλεώνυμος,
καταπλαγέντες οἱ Βοιωτοὶ παρέδωκαν ἑαυτούς. ὁ δὲ ταῖς πόλεσιν ἐμβαλὼν
φρουρὰν καὶ πραξάμενος πολλὰ χρήματα καὶ καταλιπὼν αὐτοῖς
ἐπιμελητὴν καὶ ἁρμοστὴν Ἱερώνυμον τὸν ἱστορικόν, ἔδοξεν ἠπίως
κεχρῆσθαι, καὶ μάλιστα διὰ Πεῖσιν. ἑλὼν γὰρ αὐτὸν οὐδὲν κακὸν ἐποίησεν,
ἀλλὰ καὶ προσαγορεύσας καὶ φιλοφρονηθεὶς πολέμαρχον ἐν Θεσπιαῖς
ἀπέδειξεν. οὐ πολλῷ δ' ὕστερον ἁλίσκεται Λυσίμαχος ὑπὸ Δρομιχαίτου,
καὶ πρὸς τοῦτο Δημητρίου κατὰ τάχος ἐξορμήσαντος ἐπὶ Θρᾴκην ὥσπερ
ἔρημα καταληψομένου, πάλιν ἀπέστησαν οἱ Βοιωτοί, καὶ Λυσίμαχος ἅμα
διειμένος ἀπηγγέλλετο. ταχέως οὖν καὶ πρὸς ὀργὴν ἀναστρέψας ὁ
Δημήτριος εὗρεν ἡττημένους ὑπὸ τοῦ παιδὸς Ἀντιγόνου μάχῃ τοὺς
Βοιωτούς, καὶ τὰς Θήβας αὖθις ἐπολιόρκει.

[40] Πύρρου δὲ Θεσσαλίαν κατατρέχοντος καὶ μέχρι Θερμοπυλῶν


παραφανέντος, Ἀντίγονον ἐπὶ τῆς πολιορκίας ἀπολιπὼν αὐτὸς ὥρμησεν ἐπ'
ἐκεῖνον. ὀξέως δὲ φυγόντος, ἐν Θεσσαλίᾳ καταστήσας μυρίους ὁπλίτας καὶ
χιλίους ἱππεῖς, αὖθις ἐνέκειτο ταῖς Θήβαις καὶ προσῆγε τὴν λεγομένην
ἑλέπολιν, πολυπόνως καὶ κατὰ μικρὸν ὑπὸ βρίθους καὶ μεγέθους
μοχλευομένην, ὡς μόλις ἐν δυσὶ μησὶ δύο σταδίους προελθεῖν. τῶν δὲ
Βοιωτῶν ἐρρωμένως ἀμυνομένων, καὶ τοῦ Δημητρίου πολλάκις
φιλονικίας ἕνεκα μᾶλλον ἢ χρείας μάχεσθαι καὶ κινδυνεύειν τοὺς
στρατιώτας ἀναγκάζοντος, ὁρῶν ὁ Ἀντίγονος πίπτοντας οὐκ ὀλίγους καὶ
περιπαθῶν "τί ὦ πάτερ" ἔφη "παραναλισκομένους οὐκ ἀναγκαίως τούτους
περιορῶμεν;" ὁ δὲ παροξυνθεὶς "σὺ δέ" ἔφη "τί δυσχεραίνεις; ἢ διάμετρον
ὀφείλεις τοῖς ἀποθνῄσκουσιν;" οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ βουλόμενός γε μὴ δοκεῖν
ἑτέρων ἀφειδεῖν μόνον, ἀλλὰ καὶ συγκινδυνεύειν τοῖς μαχομένοις,
διελαύνεται τὸν τράχηλον ὀξυβελεῖ. καὶ δεινῶς μὲν ἔσχεν, οὐ μὴν ἀνῆκεν,
ἀλλ' εἷλε τὰς Θήβας πάλιν. καὶ παρελθὼν ἀνάτασιν μὲν καὶ φόβον ὡς τὰ
δεινότατα πεισομένοις παρέσχεν, ἀνελὼν δὲ τρισκαίδεκα καὶ μεταστήσας
τινάς, ἀφῆκε τοὺς ἄλλους. ταῖς μὲν οὖν Θήβαις οὔπω δέκατον οἰκουμέναις
ἔτος ἁλῶναι δὶς ἐν τῷ χρόνῳ συνέπεσε.

Τῶν δὲ Πυθίων καθηκόντων, πρᾶγμα καινότατον ἐπέτρεψεν αὑτῷ ποιεῖν ὁ


Δημήτριος. ἐπεὶ γὰρ Αἰτωλοὶ τὰ περὶ Δελφοὺς στενὰ κατεῖχον, ἐν Ἀθήναις
99

αὐτὸς ἦγε τὸν ἀγῶνα καὶ τὴν πανήγυριν, ὡς δὴ προσῆκον αὐτόθι μάλιστα
τιμᾶσθαι τὸν θεόν, οἷς καὶ πατρῷός ἐστι καὶ λέγεται τοῦ γένους ἀρχηγός.

[41] Ἐντεῦθεν ἐπανελθὼν εἰς Μακεδονίαν, καὶ μήτ' αὐτὸς ἄγειν ἡσυχίαν
πεφυκὼς τούς τ' ἄλλους ὁρῶν ἐν ταῖς στρατείαις μᾶλλον αὐτῷ
προσέχοντας, οἴκοι δὲ ταραχώδεις καὶ πολυπράγμονας ὄντας, ἐστράτευσεν
ἐπ' Αἰτωλούς· καὶ τὴν χώραν κακώσας καὶ Πάνταυχον ἐν αὐτῇ μέρος
ἔχοντα τῆς δυνάμεως οὐκ ὀλίγον ἀπολιπών, ἐπὶ Πύρρον αὐτὸς ἐχώρει, καὶ
Πύρρος ἐπ' ἐκεῖνον· ἀλλήλων δὲ διαμαρτόντες, ὁ μὲν ἐπόρθει τὴν
Ἤπειρον, ὁ δὲ Πανταύχῳ περιπεσὼν καὶ μάχην συνάψας, αὐτὸν μὲν ἄχρι
τοῦ δοῦναι καὶ λαβεῖν πληγὴν ἐν χερσὶ γενόμενον ἐτρέψατο, τῶν δ' ἄλλων
πολλοὺς μὲν ἀπέκτεινεν, ἐζώγρησε δὲ πεντακισχιλίους. καὶ τοῦτο μάλιστα
Δημήτριον ἐκάκωσεν· οὐ γὰρ οὕτως μισηθεὶς ὁ Πύρρος ἀφ' ὧν ἔπραξεν,
ὡς θαυμασθεὶς διὰ τὸ πλεῖστα τῇ χειρὶ κατεργάσασθαι, μέγα καὶ λαμπρὸν
ἔσχεν ἀπὸ τῆς μάχης ἐκείνης ὄνομα παρὰ τοῖς Μακεδόσι· καὶ πολλοῖς
ἐπῄει λέγειν τῶν Μακεδόνων, ὡς ἐν μόνῳ τούτῳ τῶν βασιλέων εἴδωλον
ἐνορῷτο τῆς Ἀλεξάνδρου τόλμης, οἱ δ' ἄλλοι, καὶ μάλιστα Δημήτριος, ὡς
ἐπὶ σκηνῆς τὸ βάρος ὑποκρίνοιντο καὶ τὸν ὄγκον τοῦ ἀνδρός.

Ἦν δ' ὡς ἀληθῶς τραγῳδία μεγάλη περὶ τὸν Δημήτριον, οὐ μόνον


ἀμπεχόμενον καὶ διαδούμενον περιττῶς καυσίαις διμίτροις καὶ
χρυσοπαρύφοις ἁλουργίσιν, ἀλλὰ καὶ περὶ τοῖς ποσὶν ἐκ πορφύρας
ἀκράτου συμπεπιλημένης χρυσοβαφεῖς πεποιημένον ἐμβάδας. ἦν δέ τις
ὑφαινομένη χλαμὺς αὐτῷ πολὺν χρόνον, ἔργον ὑπερήφανον, εἴκασμα τοῦ
κόσμου καὶ τῶν κατ' οὐρανὸν φαινομένων· ὃ κατελείφθη μὲν ἡμιτελὲς ἐν
τῇ μεταβολῇ τῶν πραγμάτων, οὐδεὶς δ' ἐτόλμησεν αὐτῇ χρήσασθαι, καίπερ
οὐκ ὀλίγων ὕστερον ἐν Μακεδονίᾳ σοβαρῶν γενομένων βασιλέων.

[42] Οὐ μόνον δὲ τούτοις τοῖς θεάμασιν ἐλύπει τοὺς ἀνθρώπους ἀήθεις


ὄντας, ἀλλὰ καὶ τρυφὴν καὶ δίαιταν ἐβαρύνοντο, καὶ μάλιστα δὴ τὸ
δυσόμιλον αὐτοῦ καὶ δυσπρόσοδον· ἢ γὰρ οὐ παρεῖχε καιρὸν ἐντυχεῖν, ἢ
χαλεπὸς ἦν καὶ τραχὺς τοῖς ἐντυγχάνουσιν. Ἀθηναίων μὲν γάρ, περὶ οὓς
ἐσπουδάκει μάλιστα τῶν Ἑλλήνων, ἔτη δύο πρεσβείαν κατέσχεν, ἐκ
Λακεδαίμονος δ' ἑνὸς πρεσβευτοῦ παραγενομένου, καταφρονεῖσθαι
δοκῶν ἠγανάκτησεν. ἀστείως μέντοι καὶ Λακωνικῶς ἐκεῖνος, εἰπόντος
αὐτοῦ "τί σὺ λέγεις; ἕνα Λακεδαιμόνιοι πρεσβευτὴν ἔπεμψαν;" "ναί" εἶπεν
"ὦ βασιλεῦ, πρὸς ἕνα." δόξαντος δ' αὐτοῦ ποτε δημοτικώτερον ἐξελαύνειν
καὶ πρὸς ἔντευξιν ἔχειν οὐκ ἀηδῶς, συνέδραμόν τινες ἐγγράφους ἀξιώσεις
ἀναδιδόντες. δεξαμένου δὲ πάσας καὶ τῇ χλαμύδι συλλαβόντος, ἥσθησαν
οἱ ἄνθρωποι καὶ παρηκολούθουν· ὡς δ' ἦλθεν ἐπὶ τὴν τοῦ Ἀξιοῦ γέφυραν,
ἀναπτύξας τὴν χλαμύδα πάσας εἰς τὸν ποταμὸν ἐξέρριψε. καὶ τοῦτο δὴ
100

δεινῶς ἠνίασε τοὺς Μακεδόνας, ὑβρίζεσθαι δοκοῦντας, οὐ βασιλεύεσθαι,


καὶ Φιλίππου μνημονεύοντας ἢ τῶν μνημονευόντων ἀκούοντας, ὡς
μέτριος ἦν περὶ ταῦτα καὶ κοινός. καί ποτε πρεσβυτέρου γυναίου
κόπτοντος αὐτὸν ἐν παρόδῳ τινὶ καὶ δεομένου πολλάκις ἀκουσθῆναι,
φήσας μὴ σχολάζειν, ἐγκραγόντος ἐκείνου "καὶ μὴ βασίλευε" [εἰπόντος],
δηχθεὶς σφόδρα καὶ πρὸς τούτῳ γενόμενος, ἀνέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ
πάντα ποιησάμενος ὕστερα τοῖς ἐντυχεῖν βουλομένοις, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς
πρεσβύτιδος ἐκείνης, ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ἐσχόλασεν. οὐδὲν γὰρ οὕτως
βασιλεῖ προσῆκον ὡς τὸ τῆς δίκης ἔργον. Ἄρης μὲν γὰρ τύραννος, ὥς φησι
Τιμόθεος, νόμος δὲ πάντων βασιλεὺς κατὰ Πίνδαρόν ἐστι· καὶ τοὺς
βασιλεῖς Ὅμηρός φησιν οὐχ ἑλεπόλεις οὐδὲ ναῦς χαλκήρεις, ἀλλὰ
θέμιστας παρὰ τοῦ Διὸς λαμβάνοντας ῥύεσθαι καὶ φυλάσσειν, καὶ τοῦ Διὸς
οὐ τὸν πολεμικώτατον οὐδὲ τὸν ἀδικώτατον καὶ φονικώτατον τῶν
βασιλέων, ἀλλὰ τὸν δικαιότατον ὀαριστὴν καὶ μαθητὴν προσηγόρευκεν.
ἀλλὰ Δημήτριος ἔχαιρε τῷ βασιλεῖ τῶν θεῶν ἀνομοιοτάτην
ἐπιγραφόμενος προσωνυμίαν· ὁ μὲν γὰρ Πολιεὺς καὶ Πολιοῦχος, ὁ δὲ
Πολιορκητὴς ἐπίκλησιν ἔσχεν. οὕτως ἐπὶ τὴν τοῦ καλοῦ χώραν τὸ
αἰσχρὸν ὑπὸ δυνάμεως ἀμαθοῦς ἐπελθὸν συνῳκείωσε τῇ δόξῃ τὴν ἀδικίαν.

[43] Ὁ δ' οὖν Δημήτριος ἐπισφαλέστατα νοσήσας ἐν Πέλλῃ, μικροῦ τότε


Μακεδονίαν ἀπέβαλε, καταδραμόντος ὀξέως Πύρρου καὶ μέχρι Ἐδέσσης
προελθόντος. ἅμα δὲ τῷ κουφότερος γενέσθαι πάνυ ῥᾳδίως ἐξελάσας
αὐτόν, ἐποιήσατό τινας ὁμολογίας, οὐ βουλόμενος ἐμποδὼν ὄντι συνεχῶς
προσπταίων καὶ τοπομαχῶν ἧττον εἶναι πρὸς οἷς διενοεῖτο. διενοεῖτο δ'
οὐθὲν ὀλίγον, ἀλλὰ πᾶσαν ἀναλαμβάνειν τὴν ὑπὸ τῷ πατρὶ γενομένην
ἀρχήν. καὶ τῆς ἐλπίδος ταύτης καὶ τῆς ἐπιβολῆς οὐκ ἀπελείπετο τὰ τῆς
παρασκευῆς, ἀλλὰ στρατιᾶς μὲν ἤδη συνετέτακτο πεζῆς μυριάδας δέκα
δισχιλίων ἀνδρῶν ἀποδεούσας, καὶ χωρὶς ἱππέας ὀλίγῳ δισχιλίων καὶ
μυρίων ἐλάττους. στόλον δὲ νεῶν ἅμα πεντακοσίων καταβαλλόμενος, τὰς
μὲν ἐν Πειραιεῖ τρόπεις ἔθετο, τὰς δ' ἐν Κορίνθῳ, τὰς δ' ἐν Χαλκίδι, τὰς δὲ
περὶ Πέλλαν, αὐτὸς ἐπιὼν ἑκασταχόσε καὶ διδάσκων ἃ χρὴ καὶ
συντεχνώμενος, ἐκπληττομένων ἁπάντων οὐ τὰ πλήθη μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ
μεγέθη τῶν ἔργων. οὐδεὶς γὰρ εἶδεν ἀνθρώπων οὔτε πεντεκαιδεκήρη ναῦν
πρότερον οὔθ' ἑκκαιδεκήρη· ὕστερον δὲ καὶ τεσσαρακοντήρη Πτολεμαῖος
ὁ Φιλοπάτωρ ἐναυπηγήσατο, μῆκος διακοσίων ὀγδοήκοντα πηχῶν, ὕψος
δ' ἕως ἀκροστολίου πεντήκοντα δυεῖν δεόντων, ναύταις δὲ χωρὶς ἐρετῶν
ἐξηρτυμένην τετρακοσίοις, ἐρέταις δὲ τετρακισχιλίοις, χωρὶς δὲ τούτων
ὁπλίτας δεχομένην ἐπί τε τῶν παρόδων καὶ τοῦ καταστρώματος ὀλίγῳ
τρισχιλίων ἀποδέοντας. ἀλλὰ θέαν μόνην ἐκείνη παρέσχε, καὶ μικρὸν ὅσον
διαφέρουσα τῶν μονίμων οἰκοδομημάτων, φανῆναι πρὸς ἐπίδειξιν, οὐ
χρείαν, ἐπισφαλῶς καὶ δυσέργως ἐκινήθη. τῶν δὲ Δημητρίου νεῶν οὐκ ἦν
τὸ καλὸν ἀναγώνιστον, οὐδὲ τῷ περιττῷ τῆς κατασκευῆς ἀπεστεροῦντο
101

τὴν χρείαν, ἀλλὰ τὸ τάχος καὶ τὸ ἔργον ἀξιοθεατότερον τοῦ μεγέθους


παρεῖχον.

[44] Αἰρομένης οὖν τοσαύτης δυνάμεως ἐπὶ τὴν Ἀσίαν, ὅσην μετ'
Ἀλέξανδρον οὐδεὶς ἔσχε πρότερον, οἱ τρεῖς συνέστησαν ἐπὶ τὸν
Δημήτριον, Σέλευκος Πτολεμαῖος Λυσίμαχος. ἔπειτα κοινῇ πρὸς Πύρρον
ἀποστείλαντες, ἐκέλευον ἐξάπτεσθαι Μακεδονίας καὶ μὴ νομίζειν
σπονδὰς αἷς Δημήτριος οὐκ ἐκείνῳ τὸ μὴ πολεμεῖσθαι δέδωκεν, ἀλλ'
εἴληφεν ἑαυτῷ τὸ πολεμεῖν οἷς βούλεται πρότερον. δεξαμένου δὲ Πύρρου,
πολὺς περιέστη πόλεμος ἔτι μέλλοντα Δημήτριον. ἅμα γὰρ τὴν μὲν
Ἑλλάδα πλεύσας στόλῳ μεγάλῳ Πτολεμαῖος ἀφίστη, Μακεδονίαν δὲ
Λυσίμαχος ἐκ Θρᾴκης, ἐκ δὲ τῆς ὁμόρου Πύρρος ἐμβαλόντες ἐλεηλάτουν.
ὁ δὲ τὸν μὲν υἱὸν ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος κατέλιπεν, αὐτὸς δὲ βοηθῶν Μακεδονίᾳ
πρῶτον ὥρμησεν ἐπὶ Λυσίμαχον. ἀγγέλλεται δ' αὐτῷ Πύρρος ᾑρηκὼς
πόλιν Βέροιαν. καὶ τοῦ λόγου ταχέως εἰς τοὺς Μακεδόνας ἐκπεσόντος,
οὐδὲν ἔτι τῷ Δημητρίῳ κατὰ κόσμον εἶχεν, ἀλλὰ καὶ ὀδυρμῶν καὶ
δακρύων καὶ πρὸς ἐκεῖνον ὀργῆς καὶ βλασφημιῶν μεστὸν ἦν τὸ
στρατόπεδον, καὶ συμμένειν οὐκ ἤθελον, ἀλλ' ἀπιέναι, τῷ μὲν λόγῳ πρὸς
τὰ οἴκοι, τῇ δ' ἀληθείᾳ πρὸς τὸν Λυσίμαχον. ἔδοξεν οὖν τῷ Δημητρίῳ
Λυσιμάχου μὲν ἀποστῆναι πορρωτάτω, πρὸς δὲ Πύρρον τρέπεσθαι· τὸν
μὲν γὰρ ὁμόφυλον εἶναι καὶ πολλοῖς συνήθη δι' Ἀλέξανδρον, ἔπηλυν δὲ
καὶ ξένον ἄνδρα τὸν Πύρρον οὐκ ἂν αὑτοῦ προτιμῆσαι Μακεδόνας.
τούτων μέντοι πολὺ διεψεύσθη τῶν λογισμῶν. ὡς γὰρ ἐγγὺς ἐλθὼν τῷ
Πύρρῳ παρεστρατοπέδευσεν, ἀεὶ μὲν αὐτοῦ τὴν ἐν τοῖς ὅπλοις
λαμπρότητα θαυμάζοντες, ἔκ τε τοῦ παλαιοτάτου καὶ βασιλικώτατον
εἰθισμένοι νομίζειν τὸν ἐν τοῖς ὅπλοις κράτιστον, τότε δὲ καὶ πράως
κεχρῆσθαι τοῖς ἁλισκομένοις πυνθανόμενοι, πάντως δὲ καὶ πρὸς ἕτερον
καὶ πρὸς τοῦτον ἀπαλλαγῆναι τοῦ Δημητρίου ζητοῦντες, ἀπεχώρουν
λάθρα καὶ κατ' ὀλίγους τό γε πρῶτον, εἶτα φανερῶς ἅπαν εἶχε κίνησιν καὶ
ταραχὴν τὸ στρατόπεδον, τέλος δὲ τῷ Δημητρίῳ τολμήσαντές τινες
προσελθεῖν, ἐκέλευον ἀπιέναι καὶ σῴζειν αὑτόν· ἀπειρηκέναι γὰρ ἤδη
Μακεδόνας ὑπὲρ τῆς ἐκείνου τρυφῆς πολεμοῦντας. οὗτοι μετριώτατοι τῶν
λόγων ἐφαίνοντο τῷ Δημητρίῳ πρὸς τὴν τῶν ἄλλων τραχύτητα, καὶ
παρελθὼν ἐπὶ σκηνήν, ὥσπερ οὐ βασιλεύς, ἀλλ' ὑποκριτής,
μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιὰν ἀντὶ τῆς τραγικῆς ἐκείνης, καὶ διαλαθὼν
ὑπεχώρησεν. ὁρμησάντων δὲ τῶν πλείστων εὐθὺς ἐφ' ἁρπαγὴν καὶ πρὸς
ἀλλήλους διαμαχομένων καὶ τὴν σκηνὴν διασπώντων, ἐπιφανεὶς ὁ Πύρρος
ἐκράτησεν αὐτοβοεὶ καὶ κατέσχε τὸ στρατόπεδον. καὶ γίνεται πρὸς
Λυσίμαχον αὐτῷ συμπάσης Μακεδονίας νέμησις, ἑπταετίαν ὑπὸ
Δημητρίου βεβαίως ἀρχθείσης.
102

[45] Οὕτω δὲ τοῦ Δημητρίου τῶν πραγμάτων ἐκπεσόντος καὶ


καταφυγόντος εἰς Κασσάνδρειαν, ἡ γυνὴ Φίλα περιπαθὴς γενομένη
προσιδεῖν μὲν οὐχ ὑπέμεινεν αὖθις ἰδιώτην καὶ φυγάδα τὸν τλημονέστατον
βασιλέων Δημήτριον, ἀπειπαμένη δὲ πᾶσαν ἐλπίδα καὶ μισήσασα τὴν
τύχην αὐτοῦ βεβαιοτέραν ἐν τοῖς κακοῖς οὖσαν ἢ τοῖς ἀγαθοῖς, πιοῦσα
φάρμακον ἀπέθανε. Δημήτριος δ' ἔτι τῶν λοιπῶν ναυαγίων ἔχεσθαι
διανοηθεὶς ἀπῆρεν εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς ἐκεῖ στρατηγοὺς καὶ φίλους
συνῆγεν. ἣν οὖν ὁ Σοφοκλέους Μενέλαος εἰκόνα ταῖς αὑτοῦ τύχαις
παρατίθησιν·

ἀλλ' οὑμὸς ἀεὶ πότμος ἐν πυκνῷ θεοῦ

τροχῷ κυκλεῖται καὶ μεταλλάσσει φύσιν,

ὥσπερ σελήνης δ' ὄψις εὐφρόναις δύο

στῆναι δύναιτ' ἂν οὔποτ' ἐν μορφῇ μιᾷ,

ἀλλ' ἐξ ἀδήλου πρῶτον ἔρχεται νέα,

πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη,

χὤτανπερ αὑτῆς εὐγενεστάτη φανῇ,

πάλιν διαρρεῖ κεἰς τὸ μηδὲν ἔρχεται,

ταύτῃ μᾶλλον ἄν τις ἀπεικάσαι τὰ Δημητρίου πράγματα καὶ τὰς περὶ


αὐτὸν αὐξήσεις καὶ φθίσεις καὶ ἀναπληρώσεις καὶ ταπεινότητας, οὗ γε καὶ
τότε παντάπασιν ἀπολείπειν καὶ κατασβέννυσθαι δοκοῦντος ἀνέλαμπεν
αὖθις ἡ ἀρχή, καὶ δυνάμεις τινὲς ἐπιρρέουσαι κατὰ μικρὸν ἀνεπλήρουν τὴν
ἐλπίδα. καὶ τό γε πρῶτον ἰδιώτης καὶ τῶν βασιλικῶν κοσμίων ἔρημος
ἐπεφοίτα ταῖς πόλεσι, καί τις αὐτὸν ἐν Θήβαις τοιοῦτον θεασάμενος
ἐχρήσατο τοῖς Εὐριπίδου στίχοις οὐκ ἀηδῶς·

μορφὴν ἀμείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν

πάρεστι Δίρκης νάμαθ' Ἱσμηνοῦ θ' ὕδωρ·


103

[46] Ἐπεὶ δ' ἅπαξ ὥσπερ εἰς ὁδὸν βασιλικὴν τὴν ἐλπίδα κατέστη, καὶ
συνίστατο πάλιν σῶμα καὶ σχῆμα περὶ αὑτὸν ἀρχῆς, Θηβαίοις μὲν
ἀπέδωκε τὴν πολιτείαν· Ἀθηναῖοι δ' ἀπέστησαν αὐτοῦ, καὶ τόν τε Δίφιλον,
ὃς ἦν ἱερεὺς τῶν Σωτήρων ἀναγεγραμμένος, ἐκ τῶν ἐπωνύμων ἀνεῖλον,
ἄρχοντας αἱρεῖσθαι πάλιν ὥσπερ ἦν πάτριον ψηφισάμενοι, τόν τε Πύρρον
ἐκ Μακεδονίας μετεπέμποντο, μᾶλλον ἢ προσεδόκησαν ἰσχύοντα τὸν
Δημήτριον ὁρῶντες. ὁ δ' ὀργῇ μὲν ἐπῆλθεν αὐτοῖς καὶ πολιορκίαν περὶ τὸ
ἄστυ συνεστήσατο καρτεράν, Κράτητος δὲ τοῦ φιλοσόφου πεμφθέντος
ὑπὸ τοῦ δήμου πρὸς αὐτόν, ἀνδρὸς ἐνδόξου καὶ συνετοῦ, τὰ μὲν οἷς ὑπὲρ
τῶν Ἀθηναίων ἐδεῖτο πεισθείς, τὰ δ' ἐξ ὧν ἐδίδασκε περὶ τῶν ἐκείνῳ
συμφερόντων νοήσας, ἔλυσε τὴν πολιορκίαν, καὶ συναγαγὼν ὅσαι νῆες
ἦσαν αὐτῷ, καὶ στρατιώτας μυρίους καὶ χιλίους σὺν ἱππεῦσιν ἐμβιβάσας,
ἐπὶ τὴν Ἀσίαν ἔπλει, Λυσιμάχου Καρίαν καὶ Λυδίαν ἀποστήσων. δέχεται
δ' αὐτὸν Εὐρυδίκη περὶ Μίλητον ἀδελφὴ Φίλας, ἄγουσα τῶν αὐτῆς καὶ
Πτολεμαίου θυγατέρων Πτολεμαΐδα, καθωμολογημένην ἐκείνῳ πρότερον
διὰ Σελεύκου· ταύτην γαμεῖ Δημήτριος Εὐρυδίκης ἐκδιδούσης. καὶ μετὰ
τὸν γάμον εὐθὺς ἐπὶ τὰς πόλεις τρέπεται, πολλῶν μὲν ἑκουσίως
προστιθεμένων, πολλὰς δὲ καὶ βιαζόμενος. ἔλαβε δὲ καὶ Σάρδεις· καί τινες
τῶν Λυσιμάχου στρατηγῶν ἀπεχώρησαν πρὸς αὐτόν, χρήματα καὶ
στρατιὰν κομίζοντες. ἐπερχομένου δ' Ἀγαθοκλέους τοῦ Λυσιμάχου μετὰ
δυνάμεως, ἀνέβαινεν εἰς Φρυγίαν, ἐγνωκὼς ἄνπερ Ἀρμενίας ἐπιλάβηται
Μηδίαν κινεῖν καὶ τῶν ἄνω πραγμάτων ἔχεσθαι, πολλὰς ἐξωθουμένῳ
περιφυγὰς καὶ ἀναχωρήσεις ἐχόντων. ἑπομένου δ' Ἀγαθοκλέους, ἐν ταῖς
συμπλοκαῖς περιῆν, ἐπισιτισμοῦ δὲ καὶ προνομῶν εἰργόμενος ἠπορεῖτο,
καὶ τοῖς στρατιώταις δι' ὑποψίας ἦν ὡς ἐπ' Ἀρμενίαν καὶ Μηδίαν
ἐκτοπίζων. ἅμα δὲ μᾶλλον ὁ λιμὸς ἐπέτεινε, καὶ διαμαρτία τις γενομένη
περὶ τὴν τοῦ Λύκου διάβασιν πλῆθος ἀνθρώπων ἁρπασθὲν ὑπὸ τοῦ
ῥεύματος ἀπώλεσεν. ὅμως δὲ τοῦ σκώπτειν οὐκ ἀπείχοντο· προγράφει δέ
τις αὐτοῦ πρὸ τῆς σκηνῆς τὴν τοῦ Οἰδίποδος ἀρχὴν μικρὸν παραλλάξας·

τέκνον τυφλοῦ γέροντος Ἀντιγόνου, τίνας

χώρους ἀφίγμεθα;

[47] Τέλος δὲ καὶ νόσου τῷ λιμῷ συνεπιτιθεμένης ὥσπερ εἴωθεν, ἐπὶ


βρώσεις ἀναγκαίας τρεπομένων, τοὺς πάντας οὐκ ἐλάσσονας
ὀκτακισχιλίων ἀποβαλών, ἀνῆγεν ὀπίσω τοὺς λοιπούς· καὶ καταβὰς εἰς
Ταρσόν, ἐβούλετο μὲν ἀπέχεσθαι τῆς χώρας οὔσης ὑπὸ Σελεύκῳ τότε καὶ
πρόφασιν ἐκείνῳ μηδεμίαν παρασχεῖν, ὡς δ' ἦν ἀμήχανον, ἐν ταῖς ἐσχάταις
ὄντων ἀπορίαις τῶν στρατιωτῶν, καὶ τοῦ Ταύρου τὰς ὑπερβολὰς
Ἀγαθοκλῆς ἀπετείχισε, γράφει πρὸς Σέλευκον ἐπιστολήν, μακρόν τινα τῆς
104

αὑτοῦ τύχης ὀδυρμόν, εἶτα πολλὴν ἱκεσίαν καὶ δέησιν ἔχουσαν, ἀνδρὸς
οἰκείου λαβεῖν οἶκτον, ἄξια καὶ πολεμίοις συναλγῆσαι πεπονθότος.
ἐπικλασθέντος δέ πως Σελεύκου καὶ γράψαντος τοῖς ἐκεῖ στρατηγοῖς, ὅπως
αὐτῷ τε τῷ Δημητρίῳ χορηγίαν βασιλικὴν καὶ τῇ δυνάμει τροφὴν ἄφθονον
παρέχωσιν, ἐπελθὼν Πατροκλῆς, ἀνὴρ συνετὸς εἶναι δοκῶν καὶ Σελεύκῳ
φίλος πιστός, οὐ τὸ τῆς δαπάνης ἔφη πλεῖστον εἶναι τῶν Δημητρίου
στρατιωτῶν τρεφομένων, ἀλλ' ἐνδιατρίβοντα τῇ χώρᾳ Δημήτριον οὐ
καλῶς περιορᾶν αὐτόν, ὃς ἀεὶ βιαιότατος ὢν καὶ μεγαλοπραγμονέστατος
βασιλέων, νῦν ἐν τύχαις γέγονεν αἳ καὶ τοὺς φύσει μετρίους ἐξάγουσι
τολμᾶν καὶ ἀδικεῖν. ἐκ τούτου παροξυνθεὶς ὁ Σέλευκος ἐξώρμησεν εἰς
Κιλικίαν μετὰ πολλῆς δυνάμεως. ὁ δὲ Δημήτριος ἐκπλαγεὶς τῇ δι' ὀλίγου
μεταβολῇ τοῦ Σελεύκου καὶ φοβηθείς, ὑπέστειλε τοῖς ὀχυρωτάτοις τοῦ
Ταύρου, καὶ διαπεμπόμενος ἠξίου μάλιστα μὲν αὐτὸν περιιδεῖν τῶν
αὐτονόμων τινὰ βαρβάρων κτησάμενον ἀρχήν, ἐν ᾗ καταβιώσεται πλάνης
καὶ φυγῆς παυσάμενος, εἰ δὲ μή, τὸν χειμῶνα διαθρέψαι τὴν δύναμιν
αὐτόθι καὶ μὴ πάντων ἐνδεᾶ καὶ γυμνὸν ἐξελαύνειν καὶ προβάλλειν τοῖς
πολεμίοις.

[48] Ἐπεὶ δὲ Σέλευκος ταῦτα πάντα ὑποπτεύων ἐκέλευσεν αὐτόν, εἰ


βούλεται, δύο μῆνας ἐν τῇ Καταονίᾳ χειμάσαι, δόντα τοὺς πρώτους τῶν
φίλων ὁμήρους, ἅμα δὲ τὰς εἰς Συρίαν ἀπετείχιζεν ὑπερβολάς,
ἐγκλειόμενος ὡς θηρίον ὁ Δημήτριος κύκλῳ καὶ περιβαλλόμενος, ὑπ'
ἀνάγκης τρέπεται πρὸς ἀλκήν, καὶ τήν τε χώραν κατέτρεχε καὶ τῷ Σελεύκῳ
προσβάλλοντι συμπλεκόμενος ἀεὶ πλέον εἶχε. καί ποτε τῶν δρεπανηφόρων
εἰς αὐτὸν ἀφεθέντων, ὑποστὰς τροπὴν ἐποιήσατο, καὶ τῶν εἰς Συρίαν
ὑπερβολῶν τοὺς ἀποτειχίζοντας ἐξελάσας ἐκράτησε. καὶ ὅλως ἐπῆρτο τῇ
γνώμῃ, καὶ τοὺς στρατιώτας ἀνατεθαρρηκότας ὁρῶν παρεσκευάζετο
διαγωνίσασθαι πρὸς τὸν Σέλευκον ἐπὶ τοῖς μεγίστοις ἄθλοις, ἠπορημένον
ἤδη καὶ αὐτόν. ἀπέστρεψε μὲν γὰρ τὴν παρὰ Λυσιμάχου βοήθειαν ἀπιστῶν
καὶ φοβούμενος, αὐτὸς δὲ καθ' ἑαυτὸν ὤκνει τῷ Δημητρίῳ συνάψαι,
δεδιὼς τὴν ἀπόνοιαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀεὶ μεταβολὴν ἐκ τῶν ἐσχάτων
ἀποριῶν τὰς μεγίστας εὐτυχίας ἐπιφέρουσαν. νόσος μέντοι βαρεῖα τὸν
Δημήτριον ἐν τούτῳ καταλαβοῦσα, τό τε σῶμα δεινῶς ἐκάκωσε καὶ τὰ
πράγματα παντάπασι διέφθειρεν· οἱ μὲν γὰρ ἀπεχώρησαν πρὸς τοὺς
πολεμίους, οἱ δὲ διερρύησαν αὐτοῦ τῶν στρατιωτῶν. μόλις δ' ἐν ἡμέραις
τεσσαράκοντα ῥαΐσας καὶ τοὺς ὑπολοίπους ἀναλαβὼν καὶ ὁρμήσας, ὅσον
ἰδεῖν καὶ δοξάσαι τοὺς πολεμίους, ἐπὶ Κιλικίας, εἶτα νυκτὸς ἄνευ
σάλπιγγος ἄρας ἐπὶ θάτερα καὶ τὸν Ἀμανὸν ὑπερβαλών, ἐπόρθει τὴν κάτω
χώραν ἄχρι τῆς Κυρρηστικῆς.

[49] Ἐπιφανέντος δὲ τοῦ Σελεύκου καὶ ποιουμένου τὰς καταλύσεις ἐγγύς,


105

ἀναστήσας ὁ Δημήτριος τὸ στράτευμα νυκτὸς ἐβάδιζεν ἐπ' αὐτόν,


ἀγνοοῦντα μέχρι πολλοῦ καὶ κοιμώμενον. αὐτομόλων δέ τινων
παραγενομένων καὶ φρασάντων τὸν κίνδυνον, ἐκπλαγεὶς καὶ ἀναπηδήσας
ἐκέλευσε σημαίνειν, ἅμα τὰς κρηπῖδας ὑποδούμενος καὶ βοῶν πρὸς τοὺς
ἑταίρους, ὡς θηρίῳ δεινῷ συμπέπλεκται. Δημήτριος δὲ τῷ θορύβῳ τῶν
πολεμίων αἰσθόμενος ὅτι μεμήνυται, κατὰ τάχος ἀπῆγεν. ἅμα δ' ἡμέρᾳ
προσκειμένου τοῦ Σελεύκου, πέμψας τινὰ τῶν περὶ αὑτὸν ἐπὶ θάτερον
κέρας, ἐποίησέ τινα τροπὴν τῶν ἐναντίων. εἶτα μέντοι Σέλευκος αὐτὸς
ἀφεὶς τὸν ἵππον καὶ τὸ κράνος ἀποθέμενος καὶ λαβὼν πέλτην ἀπήντα τοῖς
μισθοφόροις, ἐπιδεικνύμενος αὑτὸν καὶ μεταβαλέσθαι παρακαλῶν ἤδη
ποτὲ συμφρονήσαντας, ὅτι φειδόμενος ἐκείνων, οὐ Δημητρίου, χρόνον
πολὺν διατετέλεκεν. ἐκ τούτου πάντες ἀσπαζόμενοι καὶ βασιλέα
προσαγορεύοντες μεθίσταντο. Δημήτριος δὲ πολλῶν μεταβολῶν
αἰσθόμενος ἐσχάτην ἐκείνην ἥκουσαν ἐπ' αὐτόν, ἐκκλίνας ἐπὶ τὰς
Ἀμανίδας ἔφευγε πύλας, καὶ καταβαλὼν εἰς ὕλην τινὰ συνηρεφῆ μετὰ
φίλων τινῶν καὶ ἀκολούθων ὀλίγων παντάπασιν ὄντων, προσέμενε τὴν
νύκτα, βουλόμενος εἰ δύναιτο τῆς ἐπὶ Καῦνον ὁδοῦ λαβέσθαι καὶ
διεκπεσεῖν ἐπὶ τὴν ἐκεῖ θάλασσαν, οὗ τὸν ναύσταθμον εὑρήσειν ἤλπιζεν.
ὡς δ' ἔγνω μηδ' ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐφόδιον ἔχοντας αὐτούς, ἐπ' ἄλλων
ἐγίνετο λογισμῶν. εἶτα μέντοι Σωσιγένης ἐπῆλθεν ἑταῖρος αὐτοῦ, χρυσοῦς
τετρακοσίους ὑπεζωσμένος, καὶ ἀπὸ τούτων ἐλπίζοντες ἄχρι θαλάσσης
διαγενήσεσθαι, πρὸς τὰς ὑπερβολὰς ἐχώρουν σκοταῖοι. πυρῶν δὲ
καιομένων πρὸς αὐταῖς πολεμίων, ἀπογνόντες ἐκείνην τὴν ὁδὸν αὖθις
ἀνεχώρησαν εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, οὔτε πάντες -- ἔνιοι γὰρ ἀπέδρασαν --
οὔθ' ὁμοίως οἱ παραμένοντες πρόθυμοι. τολμήσαντος δέ τινος εἰπεῖν [τι]
ὡς Σελεύκῳ χρὴ τὸ σῶμα παραδοῦναι Δημήτριον, ὥρμησε μὲν τὸ ξίφος
σπασάμενος ἀνελεῖν ἑαυτόν, οἱ δὲ φίλοι περιστάντες καὶ παραμυθούμενοι
συνέπεισαν οὕτω ποιῆσαι. καὶ πέμπει πρὸς Σέλευκον ἐπιτρέπων ἐκείνῳ τὰ
καθ' ἑαυτόν.

[50] Ἀκούσας δὲ Σέλευκος οὐκ ἔφη τῇ Δημητρίου τύχῃ σῴζεσθαι


Δημήτριον, ἀλλὰ τῇ αὑτοῦ, μετὰ τῶν ἄλλων καλῶν αὐτῷ φιλανθρωπίας
καὶ χρηστότητος ἐπίδειξιν διδούσῃ. καλέσας δὲ τοὺς ἐπιμελητάς, σκηνήν
τε πηγνύναι βασιλικὴν ἐκέλευσε καὶ τἆλλα πάντα ποιεῖν καὶ
παρασκευάζειν εἰς ὑποδοχὴν καὶ θεραπείαν μεγαλοπρεπῶς. ἦν δέ τις
Ἀπολλωνίδης παρὰ τῷ Σελεύκῳ, τοῦ Δημητρίου γεγονὼς συνήθης·
τοῦτον εὐθὺς ἐξέπεμψε πρὸς αὐτόν, ὅπως ἡδίων γένηται καὶ θαρρῶν ὡς
πρὸς οἰκεῖον ἄνδρα καὶ κηδεστὴν ἀπαντᾶν. φανερᾶς δὲ τῆς γνώμης αὐτοῦ
γενομένης, ὀλίγοι τὸ πρῶτον, εἶθ' οἱ πλεῖστοι τῶν φίλων ἐξεπήδων παρὰ
τὸν Δημήτριον, ἁμιλλώμενοι καὶ φθάνοντες ἀλλήλους· ἠλπίζετο γὰρ
εὐθὺς παρὰ τῷ Σελεύκῳ μέγιστος ἔσεσθαι. τοῦτο δ' ἐκείνῳ μὲν εἰς φθόνον
μετέβαλε τὸν ἔλεον, τοῖς δὲ κακοήθεσι καὶ βασκάνοις παρέσχεν ἀποτρέψαι
106

καὶ διαφθεῖραι τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ βασιλέως, ἐκφοβήσασιν αὐτόν, ὡς


οὐκ εἰς ἀναβολάς, ἀλλ' ἅμα τῷ πρῶτον ὀφθῆναι τὸν ἄνδρα μεγάλων
ἐσομένων ἐν τῷ στρατοπέδῳ νεωτερισμῶν. ἄρτι δὴ τοῦ Ἀπολλωνίδου πρὸς
τὸν Δημήτριον ἀφιγμένου περιχαροῦς, καὶ τῶν ἄλλων ἐπερχομένων καὶ
λόγους θαυμαστοὺς ἀπαγγελλόντων περὶ τοῦ Σελεύκου, καὶ τοῦ
Δημητρίου μετὰ τηλικαύτην δυστυχίαν καὶ κακοπραγίαν, εἰ καὶ πρότερον
ἐδόκει τὴν παράδοσιν τοῦ σώματος αἰσχρὰν πεποιῆσθαι, τότε
μετεγνωκότος διὰ τὸ θαρρεῖν καὶ πιστεύειν ταῖς ἐλπίσιν, ἦλθε Παυσανίας
ἔχων στρατιώτας ὁμοῦ πεζοὺς καὶ ἱππεῖς περὶ χιλίους. καὶ τούτοις
περισχὼν τὸν Δημήτριον ἄφνω, τοὺς δ' ἄλλους ἀποστήσας, Σελεύκῳ μὲν
αὐτὸν εἰς ὄψιν οὐ κατέστησεν, εἰς δὲ Χερρόνησον τὴν Συριακὴν ἀπήγαγεν·
ὅπου τὸ λοιπὸν ἰσχυρᾶς φυλακῆς ἐπισταθείσης, θεραπεία μὲν ἧκεν ἱκανὴ
παρὰ Σελεύκου, καὶ χρήματα καὶ δίαιτα παρεσκευάζετο καθ' ἡμέραν οὐ
μεμπτή, δρόμοι δὲ καὶ περίπατοι βασιλικοὶ καὶ παράδεισοι θήρας ἔχοντες
ἀπεδείχθησαν· ἦν δὲ καὶ τῶν φίλων τῶν συμφυγόντων τῷ βουλομένῳ
συνεῖναι, καὶ παρ' αὐτοῦ τινες ὅμως ἐπιφοιτῶντες [ἀπὸ τοῦ Σελεύκου]
ἧκον, κομίζοντες ἐπιεικεῖς λόγους καὶ θαρρεῖν παρακαλοῦντες, ὡς ὅταν
πρῶτον Ἀντίοχος ἀφίκηται σὺν Στρατονίκῃ διεθησόμενον.

[51] Ὁ δὲ Δημήτριος ἐν τῇ τοιαύτῃ τύχῃ γεγονώς, ἐπέστειλε τοῖς περὶ τὸν


υἱὸν καὶ τοῖς περὶ Ἀθήνας καὶ Κόρινθον ἡγεμόσι καὶ φίλοις, μήτε
γράμμασιν αὐτοῦ μήτε σφραγῖδι πιστεύειν, ἀλλ' ὥσπερ τεθνηκότος
Ἀντιγόνῳ τὰς πόλεις καὶ τὰ λοιπὰ πράγματα διαφυλάττειν. Ἀντίγονος δὲ
τὴν τοῦ πατρὸς σύλληψιν πυθόμενος, καὶ βαρέως ἐνεγκὼν καὶ πενθίμην
ἀναλαβὼν ἐσθῆτα πρός τε τοὺς ἄλλους βασιλεῖς ἔγραψε καὶ πρὸς αὐτὸν
Σέλευκον, δεόμενος καὶ πᾶν ὅ τι λοιπὸν ἦν αὐτοῖς παραδιδούς, καὶ πρὸ
παντὸς ὁμηρεύειν ἕτοιμος ὢν αὐτὸς ὑπὲρ τοῦ πατρός. καὶ συνεδέοντο
ταῦτα πόλεις τε πολλαὶ καὶ δυνάσται πλὴν Λυσιμάχου· Λυσίμαχος δὲ καὶ
χρήματα πολλὰ πέμπων ὑπισχνεῖτο Σελεύκῳ κτείναντι Δημήτριον. ὁ δ'
ἐκεῖνον μὲν καὶ ἄλλως προβαλλόμενος, ἔτι μᾶλλον ἐπὶ τούτῳ μιαρὸν
ἡγεῖτο καὶ βάρβαρον, Ἀντιόχῳ δὲ τῷ παιδὶ καὶ Στρατονίκῃ φυλάττων
Δημήτριον, ὡς ἐκείνων ἡ χάρις γένοιτο, παρῆγε τὸν χρόνον.

[52] Ὁ δὲ Δημήτριος ὡς ἐν ἀρχῇ τὴν τύχην προσπεσοῦσαν ὑπέμεινε καὶ


ῥᾷον ἤδη φέρειν εἰθίζετο τὰ παρόντα, πρῶτον μὲν ἁμῶς γέ πως ἐκίνει τὸ
σῶμα, θήρας ἐφ' ὅσον ἦν καὶ δρόμων ἁπτόμενος· ἔπειτα κατὰ μικρὸν
ὄκνου πρὸς αὐτὰ καὶ νωθείας ἐπίμπλατο, καὶ φέρων ἑαυτὸν εἰς πότους καὶ
κύβους κατέβαλε, καὶ τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον ἐν τούτοις διῆγεν, εἴτε τοὺς
ἐν τῷ νήφειν ἀναλογισμοὺς τῶν παρόντων ἀποδιδράσκων καὶ
παρακαλυπτόμενος τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν, εἴτε συγγνοὺς ἑαυτῷ τοῦτον
εἶναι τὸν βίον, ὃν ἔκπαλαι ποθῶν καὶ διώκων ἄλλως ὑπ' ἀνοίας καὶ κενῆς
107

δόξης ἐπλάζετο καὶ πολλὰ μὲν ἑαυτῷ, πολλὰ δ' ἑτέροις πράγματα παρεῖχεν,
ἐν ὅπλοις καὶ στόλοις καὶ στρατοπέδοις τὸ ἀγαθὸν ζητῶν, ὃ νῦν ἐν
ἀπραγμοσύνῃ καὶ σχολῇ καὶ ἀναπαύσει μὴ προσδοκήσας ἀνεύρηκε. τί γὰρ
ἄλλο τῶν πολέμων καὶ τῶν κινδύνων πέρας ἐστὶ τοῖς φαύλοις βασιλεῦσι,
κακῶς καὶ ἀνοήτως διακειμένοις, οὐχ ὅτι μόνον τρυφὴν καὶ ἡδονὴν ἀντὶ
τῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ καλοῦ διώκουσιν, ἀλλ' ὅτι μηδ' ἥδεσθαι μηδὲ τρυφᾶν
ὡς ἀληθῶς ἴσασιν.

Ὁ δ' οὖν Δημήτριος ἔτος τρίτον ἐν τῇ Χερρονήσῳ καθειργμένος, ὑπ'


ἀργίας καὶ πλησμονῆς καὶ οἴνου νοσήσας ἀπέθανεν, ἔτη τέσσαρα καὶ
πεντήκοντα βεβιωκώς. καὶ Σέλευκος ἤκουσέ τε κακῶς καὶ μετενόησεν οὐ
μετρίως ἐν ὑποψίᾳ τὸν Δημήτριον θέμενος τότε, καὶ μηδὲ Δρομιχαίτην
ἄνδρα βάρβαρον Θρᾷκα μιμησάμενος, οὕτω φιλανθρώπως καὶ βασιλικῶς
ἁλόντι Λυσιμάχῳ χρησάμενον.

[53] Ἔσχε μέντοι καὶ τὰ περὶ τὴν ταφὴν αὐτοῦ τραγικήν τινα καὶ θεατρικὴν
διάθεσιν. ὁ γὰρ υἱὸς Ἀντίγονος ὡς ᾔσθετο τὰ λείψανα κομιζόμενα, πάσαις
ἀναχθεὶς ταῖς ναυσὶν ἐπὶ νήσων ἀπήντησε· καὶ δεξάμενος εἰς τὴν μεγίστην
τῶν ναυαρχίδων ἔθετο τὴν ὑδρίαν χρυσήλατον οὖσαν. αἱ δὲ πόλεις, αἷς
προσεῖχον, τοῦτο μὲν στεφάνους ἐπέφερον τῇ ὑδρίᾳ, τοῦτο δ' ἄνδρας ἐν
σχήματι πενθίμῳ συνθάψοντας καὶ συμπαραπέμψοντας ἀπέστελλον. εἰς δὲ
Κόρινθον τοῦ στόλου καταπλέοντος, ἥ τε κάλπις ἐκ πρύμνης περιφανὴς
ἑωρᾶτο πορφύρᾳ βασιλικῇ καὶ διαδήματι κεκοσμημένη, καὶ
παρειστήκεισαν ἐν ὅπλοις νεανίσκοι δορυφοροῦντες. ὁ δὲ τῶν τότ'
αὐλητῶν ἐλλογιμώτατος Ξενόφαντος ἐγγὺς καθεζόμενος προσηύλει τῶν
μελῶν τὸ ἱερώτατον· καὶ πρὸς τοῦτο τῆς εἰρεσίας ἀναφερομένης μετὰ
ῥυθμοῦ τινος, ἀπήντα ψόφος ὥσπερ ἐν κοπετῷ ταῖς τῶν αὐλημάτων
περιόδοις. τὸν δὲ πλεῖστον οἶκτον καὶ ὀλοφυρμὸν αὐτὸς Ἀντίγονος τοῖς
ἠθροισμένοις ἐπὶ τὴν θάλασσαν ὀφθεὶς ταπεινὸς καὶ δεδακρυμένος
παρέσχεν. ἐπενεχθεισῶν δὲ ταινιῶν καὶ στεφάνων περὶ Κόρινθον, εἰς
Δημητριάδα κομίσας ἔθηκε τὰ λείψανα, πόλιν ἐπώνυμον ἐκείνου,
συνοικισθεῖσαν ἐκ μικρῶν τῶν περὶ τὴν Ἰωλκὸν πολιχνίων.

Ἀπέλιπε δὲ γενεὰν ὁ Δημήτριος Ἀντίγονον μὲν ἐκ Φίλας καὶ Στρατονίκην,


δύο δὲ Δημητρίους, τὸν μὲν Λεπτὸν ἐξ Ἰλλυρίδος γυναικός, τὸν δ' ἄρξαντα
Κυρήνης ἐκ Πτολεμαΐδος, ἐκ δὲ Δηιδαμείας Ἀλέξανδρον, ὃς ἐν Αἰγύπτῳ
κατεβίωσε. λέγεται δὲ καὶ Κόρραγον υἱὸν ἐξ Εὐρυδίκης αὐτῷ γενέσθαι.
κατέβη δὲ ταῖς διαδοχαῖς τὸ γένος αὐτοῦ βασιλεῦον εἰς Περσέα τελευταῖον,
ἐφ' οὗ Ῥωμαῖοι Μακεδονίαν ὑπηγάγοντο. Διηγωνισμένου δὲ τοῦ
Μακεδονικοῦ δράματος, ὥρα τὸ Ῥωμαϊκὸν ἐπεισαγαγεῖν.
108

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ

168 π.Χ., 14 βιβλία, 23, 24


168 π.Χ.), 20 βιβλίο, 23
281 π.Χ., 13, 14 Βιογραφικά, 22
288 π.Χ, 12, 13 Γκιλής, 1, 6, 8, 10, 11, 12, 15, 17, 18, 20,
30 BC., 20 21, 22, 25
3o αι. μ.Χ., 20 Γότθοι, 20
540 μ.Χ., 14 γράψει, 24
6o αι. μ.Χ., 20 Δημήτριο Πολιορκητή, 17
Apollodorus, 11 Δημήτριος, 1, 3, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13,
Augusta, 20 14, 15, 16, 17, 18, 20, 21, 22, 23, 25, 27,
Cassander, 15, 26, 33, 34 28, 29, 30, 34, 38, 40, 41, 44, 45, 46, 47,
Cassandrea, 15, 20 48, 49, 50, 51, 52, 53, 55, 56, 57, 58, 59,
Cassandreia, 11, 12, 15, 20, 27, 30, 31, 32, 60, 61, 63, 64, 65, 66, 69, 70, 72, 73, 74,
33, 35 75, 76, 77, 78, 79, 82, 83, 86, 87, 88, 90,
Cassandrensis, 11, 15, 20 91, 92, 93, 94, 96, 98, 99, 100, 101, 102,
Chalcidice, 15 103, 104, 105, 106, 107, 108
coins, 20 Δημήτριος Α' Πολιορκητής, 7
Colonia, 20 Δημήτριος Α΄ ο Πολιορκητής, 6, 16
Colonia Iulia Augusta Cassandrensis, 20 Δημήτριος Πολιορκητής, 14
Inscriptions, 12 Δημήτριος Πολιορκητὴς, 25
Macedonia, 15 Δημήτριου, 6
Pallene, 15 διασώθηκαν, 23
Phila, 30, 32, 33, 35 Δίον, 15
Poliorcetes, 16, 26, 27, 28, 29, 30, 32, 33, δολοφόνησε, 22
35 έγραψε, 23
Potidaea, 12, 15, 26, 27 Εξορία, 7
Potidaeam, 15 επιγραφές, 12
Potidaia, 15 έργα, 23
POTIDEE, 12 Ευρυδίκεια, 8, 12, 14, 16, 21
Roman, 20 Εὐρυδίκεια, 13
Αντίγονο, 17 Ευρυδίκη, 12, 14, 16, 21
Αντίγονος, 9, 12, 17, 18 Εὐρυδίκης, 13
Ἀντίγονος, 45, 59, 60, 63, 65, 72, 75, 76, θάνατο, 21
77, 78, 84, 90, 91, 98, 106, 107 Θεσσαλονίκη, 17, 21, 22, 25
Αντίγονος Γονατάς, 17 Θράκης, 17
Αντιγόνου, 17 Ιστορία, 24
Ἀντίοχος, 61, 97, 106 ιστορικά, 23
Αντίπατρου, 17 ιστορικό, 23
Απολλόδωρος, 12 ιστοριογράφος, 23
Ἀπολλόδωρος, 13 Κασσάνδρας, 25
αποσπάσματα, 24 Κασσάνδρεια, 8, 10, 11, 12, 13, 14, 15,
Αρσινόη, 8, 12, 13, 14, 16, 17, 21 16, 17, 20, 21, 25, 30
Αρσινόης, 17 Κασσάνδρειαν, 28, 102
αυτοκτόνησε, 17 Κασσανδρείας, 9, 25
Βερενίκη, 17 Κασσανδρεῦσι, 13
ΒΕΡΟΙΑ, 10 Κασσανδρέων, 13
Βέροια, 11 Κασσανδρία, 9
109

Κάσσανδρο, 7, 17, 34 Πολιορκητὴς, 38, 40, 41, 44, 45, 47, 49,
Κάσσανδρος, 8, 9, 10, 16, 17, 18, 21, 23, 50, 51, 52, 53, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61,
25, 34, 59, 84, 96 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 73, 100
Κασσάνδρου, 8, 10, 23, 24, 34, 59, 78, 79, Ποτείδαια, 25
87, 93, 95 Ποτειδαίας, 12
καταστροφή, 14 Ποτίδαια, 9, 12, 15, 18, 25
Κεραυνός, 9, 12, 18, 21, 68, 72 Ποτίδαιας, 16
Κόρινθο, 22 Πτολεμαίος, 8, 10, 12, 13, 15, 17, 18, 21,
Λυσίμαχο, 6, 7, 8, 11, 13, 15, 22, 30 22
Λυσίμαχος, 10, 12, 13, 16, 17 Πτολεμαίος Κεραυνός, 10, 17
Λυσιμάχου, 17 Πύρρος, 10
Μακεδόνες, 14, 16 ραδιούργος, 22
Μακεδονία, 3, 10, 17, 18, 19, 21, 29, 30, ρήτορας, 22, 23
34, 53 Ρωμαίους, 14
Μακεδονίας, 3, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 13, 14, Σέλευκος, 10, 59, 60, 61, 63, 66, 78, 84,
15, 16, 17, 20, 21, 22, 25, 30, 34, 65, 72, 93, 101, 104, 105, 107
96, 101, 103 στοιχεία, 22
Μεγάλου Αλεξάνδρου, 6 συγγραφέας, 23
ΜΠΟΥΛΑΚΑΚΗΣ, 10 συγγραφείς, 22
Ολύνθου, 15 σωθεί, 22
Ούννοι, 20 τείχη, 25
Παλλήνη, 15 τείχους, 25
Παλλήνῃ, 13 τυραννίδα, 13
Πάνταινος, 9 τυραννίδι, 13
παντρεύτηκε, 17 τυράννου, 13
περιγράφει, 24 ύφος, 24
Πλουτάρχου, 28 Φίλα, 6, 17, 28, 30, 82, 102
πόλη, 21 Φίλας, 7, 9, 86, 90, 93, 103, 108
Πολιορκητῇ, 39, 43, 74 Φίλιππο, 13
Πολιορκητήν, 39 Φίλιππος, 10
Πολιορκητὴν, 40, 42, 51, 54, 58, 62, 64, φιλόσοφος, 23
66, 68, 72, 73 Φύλαρχος, 40, 44, 46, 55
Πολιορκήτην Δημήτριον, 43 ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, 15
Πολιορκητής, 1, 3, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, Χαλκιδικής, 17
13, 14, 15, 16, 18, 20, 21, 22, 23, 27, 29, Χαλκιδικής,, 17
41, 46, 55, 56, 63, 65, 72 ψήφισμα, 23

TLG Texts doing_search Πολιορκητη tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

You might also like